Clarke Arthur - [η Οδυσσεια Του Χρονου] 3. Πρωτογεννητοι

November 12, 2017 | Author: Justin Mason | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Clarke Arthur - [η Οδυσσεια Του Χρονου] 3. Πρωτογεννητοι...

Description

ΑΡΘΟΥΡ ΚΛΑΡΚ - ΣΤΕΦΕΝ ΜΠΑΞΤΕΡ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΝΗΤΟΙ

Μετάφραση: Θωμάς Μαστακούρης Εξώφυλλο: David Stevenson

Εκτύπωση: ΗΛΙΟΤΥΠΟ ΑΕΒΕ Βιβλιοδεσία: Γ. Μανδαλάκης

© 2008 Arthur C. Clark & Stephen Baxter © 2009 Εκδόσεις ΑΙΟΛΟΣ Τίτλος πρωτότυπου: Firstborn 3ο βιβλίο της τριλογίας "Η Οδύσσεια του χρόνου" ISBN: 978-960-521-210-0

ΑΙΟΛΟΣ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ Οι Πρωτογέννητοι (Firstborn) είναι το τρίτο βιβλίο της τριλογίας Οδύσσεια του Χρόνου και το τελευταίο που ο μεγάλος συγγραφέας Άρθουρ Κλαρκ είδε να εκδίδεται πριν από τον θάνατό του, την άνοιξη του 2008. Η ιστορία ξεκινά δεκαεννιά χρόνια μετά το τέλος του δεύτερου μέρους της τριλογίας (Ηλιακή Καταιγίδα), το έτος 2069. Πιθανώς οι Κλαρκ και Μπάξτερ επέλεξαν εσκεμμένα το συγκεκριμένο έτος, αφού τότε κλείνουν εκατό χρόνια από τη στιγμή που πάτησε το πόδι του ο πρώτος άνθρωπος στη Σελήνη, γεγονός που αναφέρεται ρητά στο βιβλίο.

Η ανθρωπότητα έχει πια εξαπλωθεί σε πολλά σημεία του ηλιακού συστήματος, έχει δημιουργήσει μια βιώσιμη αποικία στον Άρη και διανύει τεράστιες αποστάσεις με διαστημόπλοια τα οποία κινούνται με μηχανές αντιύλης ή με σκάφη ηλιακών ιστίων, που χρησιμοποιούν τον ηλιακό άνεμο. Παλιοί γνώριμοι από τα δυο προηγούμενα βιβλία εμφανίζονται ξανά, ενώ κάποιοι άλλοι έχουν φύγει από τη ζωή στα χρόνια που μεσολάβησαν. Οι διαστημικοί ανελκυστήρες, η επινόηση του Άρθουρ Κλαρκ για τους οποίους γινόταν μια απλή αναφορά στο τέλος της Ηλιακής Καταιγίδας, είναι πια το σημαντικότερο μέσο μεταφοράς ανθρώπων και υλικού στο διάστημα και έτσι ακολουθούμε κάποιους από τους πρωταγωνιστές σ' ένα συγκλονιστικό ταξίδι, που ξεκινά από την επιφάνεια της Γης για να καταλήξει σε κάποιον άλλο πλανήτη. Ένας αγώνας δρόμου έχει ξεκινήσει σε μια απελπισμένη προσπάθεια για την αποτροπή της νέας απειλής των Πρωτογέννητων, της τρομερής Βόμβας Πεμπτουσίας, που διασχίζει ακάθεκτη το ηλιακό σύστημα και τελικό της προορισμό έχει τη Γη. Ταυτόχρονα, η ιστορία μάς γυρνά πίσω στη Μιρ, όπου βρίσκουμε έναν μεσόκοπο πια Αλέξανδρο και ταξιδεύουμε μαζί με τους ήρωες στο Σικάγο του 1894, τη μοναδική εστία ανθρώπινου πολιτισμού στην Αμερική, που κινδυνεύει από τη γοργή εξάπλωση των πάγων. Ένας άνθρωπος κατορθώνει να γεφυρώσει για δεύτερη φορά το χάσμα ανάμεσα στα 3

παράλληλα σύμπαντα, προσφέροντας μια ύστατη ελπίδα στους δυο κόσμους.

Πολλοί, ανάμεσά τους κι εγώ, θεωρούν πως το τέλος της τριλογίας δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από εκείνα στα οποία απαντά και πως η προοπτική μιας συνέχειας της ιστορίας είναι κάτι παραπάνω από αναγκαία. Σε συνομιλία που είχα πρόσφατα με τον Στέφεν Μπάξτερ, μού είπε πως ο ίδιος και ο Κλαρκ ήθελαν να αφήσουν τους αναγνώστες «με μια έντονη αίσθηση δέους» («an extra jolt of wonder», σύμφωνα με τα λόγια του). Δεν απέκλεισε, όμως, το ενδεχόμενο κάποια στιγμή στο μέλλον να προχωρήσει μόνος του στη συγγραφή ενός καινούργιου βιβλίου, που θα προχωρά ένα ή περισσότερα βήματα πιο πέρα τη σύγκρουση της ανθρωπότητας με τους Πρωτογέννητους. Θωμάς Μαστακούρης Αθήνα 2009

4

Α΄: ΠΡΩΤΕΣ ΕΠΑΦΕΣ

1. Μπιζέζα Φεβρουάριος 2069 Δεν ήταν σαν ξύπνημα. Ήταν μια ξαφνικά ανάδυση, μια κλαγγή κυμβάλων. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πλημμύρισαν με εκτυφλωτικό φως. Τράβηξε αργές, βαθιές ανάσες και, μόλις ανέκτησε τη συνείδηση του εαυτού της, τρόμαξε. Ήταν πράγματι ένα σοκ. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει τις αισθήσεις της. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Ένα χλομό σχήμα φάνηκε να μπαίνει στο οπτικό της πεδίο. «Δόκτωρ Χάιερ».

«Μαμά, εγώ είμαι».

Εστίασε κάπως περισσότερο στο πρόσωπο, που πράγματι, ήταν της κόρης της, το δυνατό εκείνο πρόσωπο με τα καθάρια γαλανά μάτια και τα κάπως πυκνά σκούρα φρύδια. Είχε στο μάγουλό της κάτι που έμοιαζε με σύμβολο. Τατουάζ;

«Μάιρα;» Ο λαιμός της ήταν ξερός, η φωνή της βραχνή και αδύναμη. Είχε την αμυδρή αίσθηση πως ήταν ξαπλωμένη ανάσκελα σ' ένα δωμάτιο γεμάτο με ιατρικά όργανα και ανθρώπους, που βρίσκονταν όμως έξω από το οπτικό της πεδίο. «Τι πήγε στραβά;» «Στραβά;»

«Γιατί δεν μπήκα σε νάρκη;» Η Μάιρα δίστασε.

5

«Μαμά... σε ποια χρονιά νομίζεις πως βρίσκεσαι;» «Στα 2050. Πέντε Ιουνίου».

«Όχι, μαμά. Είναι Φεβρουάριος του 2069. Δεκαεννιά χρόνια αργότερα. Η νάρκωση έπιασε». Τώρα η Μπιζέζα μπορούσε να διακρίνει τις γκρίζες τρίχες στα μαύρα μαλλιά της Μάιρα και ρυτίδες γύρω από τα διαπεραστικά της μάτια. «Όπως μπορείς να δεις, εγώ ακολούθησα την πιο μακριά διαδρομή».

Έπρεπε να ήταν αλήθεια. Η Μπιζέζα είχε κάνει άλλο ένα απίθανο τεράστιο βήμα στην προσωπική της οδύσσεια μέσα στον χρόνο. «Θεέ μου!»

Ακόμα ένα πρόσωπο έσκυψε πάνω από την Μπιζέζα. «Δόκτωρ Χάιερ;»

«Είμαι ο δόκτωρ Στάντον. Ο δόκτωρ Χάιερ έχει πάρει σύνταξη εδώ και καιρό. Θα ξεκινήσουμε την αφαιμαξομετάγγιση του αίματος. Φοβάμαι πως θα πονέσεις». Η Μπιζέζα προσπάθησε να γλείψει τα χείλη της.

«Γιατί ξύπνησα;» ρώτησε και αμέσως απάντησε στην ίδια της την ερώτηση. «Αχ... Οι Πρωτογέννητοι». Ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να ήταν εκτός από αυτούς; «Μια καινούργια απειλή». Το πρόσωπο της Μάιρα στράβωσε από την οδύνη.

«Έλειπες για δεκαεννιά χρόνια, και το πρώτο πράγμα που ρωτάς είναι για τους Πρωτογέννητους... θα ξαναπεράσω να σε δω όταν θα 'χεις συνέλθει εντελώς». «Μάιρα, περίμενε...»

Η Μάιρα όμως είχε φύγει.

Ο καινούργιος γιατρός είχε δίκιο. Η διαδικασία πονούσε. Η Μπιζέζα όμως ανήκε κάποτε στον βρετανικό στρατό. Πίεσε τον εαυτό της να μην ουρλιάξει. 6

2. Συσκευή Παρατήρησης Απώτερου Διαστήματος Ιούνιος 2064 Η πρώτη φορά που η ανθρωπότητα διέκρινε καθαρά την καινούργια απειλή ήταν πριν από πέντε χρόνια. Τα μάτια που είχαν αντιληφθεί την ανωμαλία δεν ήταν ανθρώπινα αλλά ηλεκτρονικά.

Η Συσκευή Παρατήρησης Απώτερου Διαστήματος Χ7-6102016 μπήκε στη σκιά του Κρόνου, εκεί όπου τα φεγγάρια κρέμονταν σαν αναμμένα λυχνάρια. Οι δακτύλιοι του Κρόνου ήταν πια ένα θλιβερό απομεινάρι εκείνων που έβλεπε κανείς πριν από την ηλιακή καταιγίδα αλλά, καθώς η συσκευή προχωρούσε, ο μακρινός ήλιος έδυσε πίσω τους μετατρέποντάς τα σε μια ασημένια γέφυρα η οποία διέσχιζε τον ουρανό. Η Συσκευή Παρατήρησης δεν ήταν σε θέση να νιώσει δέος. Μα όπως κάθε αρκετά εξελιγμένο μηχάνημα, διέθετε έναν βαθμό ευφυΐας και η ηλεκτρονική ψυχή της ένιωσε ένα είδος εντυπωσιασμού για τη θαυμαστή τάξη των αερίων και του πάγου μέσα στα οποία αρμένιζε. Δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τα εξερευνήσει.

Σιωπηλά η συσκευή πλησίασε τον επόμενο στόχο του τροχιακού της κύκλου.

Ο Τιτάνας, ο μεγαλύτερος δορυφόρος του Κρόνου, ήταν μια άμορφη σφαίρα από ώχρα, φωτισμένη αμυδρά από τον μακρινό ήλιο. Αλλά τα βαθιά στρώματα νεφών και ομίχλης έκρυβαν θαύματα. Καθώς πλησίαζε τον δορυφόρο, η Σ.Π.Α.Δ. Χ7-6102-016 αφουγκράστηκε προσεκτικά την ηλεκτρονική φλυαρία ενός κοπαδιού ρομπότ–εξερευνητών. Κάτω από τον θαμπό πορτοκαλή ουρανό, οχήματα όμοια με σκαθάρια σέρνονταν πάνω σε δίνες «άμμου», αποτελούμενες από κρυστάλλους πάγου σκληρούς σαν βασάλτη, 7

αποφεύγοντας πίδακες μεθανίου, μπαίνοντας προσεκτικά σε κοιλάδες σκαμμένες από ποτάμια αιθανίου, σκάβοντας μια επιφάνεια που το ακατάπαυστο και πανταχού παρόν ψιλοβρόχι μεθανίου τη μετέτρεπε σε λάσπη. Ένα γενναίο αερόστατο, το οποίο παρέμενε ανυψωμένο με τη βοήθεια του πυκνού αέρα, αιωρούνταν πάνω από κάποιο κρυοηφαίστειο που ξερνούσε μια λάβα από νερό και αμμωνία. Σκαπτικές συσκευές με δυνατότητα πλεύσης μελετούσαν θύλακες νερού ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του πάγου, λίμνες με στερεοποιημένη επιφάνεια που είχαν διατηρηθεί μέσα σε κρατήρες πρόσκρουσης μετεωριτών.

Παντού υπήρχαν σύνθετα οργανικά προϊόντα, δημιουργημένα από ηλεκτρικές καταιγίδες στην ατμόσφαιρα του Τιτάνα και, μέσω του βομβαρδισμού των ανώτερων στρωμάτων της ατμόσφαιρας, από το φως του ήλιου και το μαγνητικό πεδίο του Κρόνου. Όπου κι αν έψαχναν οι συσκευές ανίχνευσης, ανακάλυπταν ζωή. Μερικά είδη της έμοιαζαν με τα γήινα. Μικροσκοπικά αναερόβια ζωύφια που αγαπούσαν το μεθάνιο και κατασκεύαζαν αργά–αργά σαμαράκια και λοφίσκους μέσα στο παγερό αλατόνερο των λιμνών–κρατήρων.

Μια πιο εξωτική μορφή ζωής με βάση τον άνθρακα, η οποία χρησιμοποιούσε αμμωνία αντί για νερό, κολυμπούσε μέσα στο υλικό που ανάβλυζε από τα κρυοηφαίστεια. Πιο εξωτική απ' όλες ήταν μια κοινότητα οργανισμών παρόμοιων με γλίτσα, που χρησιμοποιούσαν ως βασικό δομικό υλικό ενώσεις πυριτίου και όχι άνθρακα· ζούσαν στο διαπεραστικό κρύο μαύρων λιμνών αιθανίου με επιφάνεια ατάραχη σαν καθρέφτη. Τα ζωύφια στις λίμνες–κρατήρες ήταν ξαδέλφια των μεγάλων οικογενειών της γήινης ζωής. Τα ψάρια από αμμωνία φαίνεται πως ήταν ένα ντόπιο είδος ζωής του Τιτάνα. Η γλίτσα αιθανίου, που αγαπούσε το κρύο, ίσως προερχόταν από τα φεγγάρια του Ποσειδώνα ή κι από πιο μακριά ακόμα. Το ηλιακό σύστημα είναι γεμάτο ζωή – ζωή που διασκορπίζεται παντού, μέσα σε βράχια και κομμάτια πάγου τα οποία έχουν ξεκολλήσει από 8

προσκρούσεις μετεωριτών. Ακόμα κι έτσι, όμως, ο Τιτάνας ήταν κάτι το ξεχωριστό, ένα σταυροδρόμι διαφόρων μορφών ζωής απ' όλο το ηλιακό σύστημα, ίσως ακόμα κι έξω από αυτό. Μα η Συσκευή Παρατήρησης Χ7-6102-016 δεν είχε έρθει στον Τιτάνα για επιστημονικές έρευνες. Προσέγγιζε τον δορυφόρο και το καρναβάλι της ζωής που φιλοξενούσε, αλλά τα ρομπότ ξαδέλφια του δεν αντιλαμβάνονταν καν την παρουσία του.

Η περίπλοκη καρδιά της Συσκευής Παρατήρησης Απώτερου Διαστήματος ήταν ένα διαστημικό όχημα κατασκευασμένο με βάση τεχνολογία που είχε ήδη ηλικία ενός αιώνα. Από το γωνιώδες πλαίσιό της ξεπρόβαλλαν δοράτια που περιείχαν αισθητήρες και μονάδες ισχύος ραδιοθερμικών ισοτόπων. Αυτός ο εσωτερικός πυρήνας περιβαλλόταν από ένα άκαμπτο κέλυφος «μεταϋλικού», ένα δίχτυ από παράκυκλους και καλώδια κατασκευασμένο με τη βοήθεια της νανοτεχνολογίας, το οποίο καθοδηγούσε τις ακτίνες του ήλιου μακριά από το όχημα, στέλνοντάς τις στα μονοπάτια που θα ακολουθούσαν αν το όχημα δεν βρισκόταν εκεί. Η Συσκευή Παρατήρησης δεν ήταν τυφλή· το κέλυφος συγκέντρωνε δείγματα των επερχόμενων ακτίνων. Αλλά το γεγονός πως το φως δεν ανακλώνταν ούτε εκτρεπόταν όταν προσέκρουε πάνω του, έκανε το όχημα αόρατο. Επίσης δεν ήταν ανιχνεύσιμο μέσω οποιουδήποτε μήκους κύματος ακτινοβολίας, από τις διαπεραστικές ακτίνες γάμα μέχρι τα μακρά ραδιοκύματα. Η Συσκευή Παρατήρησης Χ7-6102-016 δεν ήταν εξερευνητής. Ήταν ένας κρυφός και σιωπηλός φρουρός και τώρα κατευθυνόταν προς μια συνάντηση από κείνες για τις οποίες είχε σχεδιαστεί εξαρχής.

Καθώς η Χ7-6102-016 ταξίδευε πάνω από τα ψηλότερα νέφη του Τιτάνα, του δορυφόρου του Κρόνου, το βαρυτικό του πεδίο την εκτόξευσε σε μια νέα πορεία, που θα την οδηγούσε έξω από το επίπεδο του κρόνιου συστήματος, ψηλά πάνω από τους δακτυλίους. Όλα αυτά είχαν συμβεί μέσα σε απόλυτη σιγή 9

ασυρμάτου, χωρίς το παραμικρό συννεφάκι καπνού από τον πύραυλο άντλησης καυσίμων. Τώρα η Χ7-6102-016 πλησίαζε στην ανωμαλία.

Εντόπισε καταρράκτες εξωτικών σωματιδίων υψηλής ενέργειας. Ήρθε σ' επαφή μ' ένα ισχυρό μαγνητικό πεδίο, έναν βίαιο ηλεκτρομαγνητικό κόμπο μέσα στο διάστημα. Έδωσε αναφορά στη Γη, στέλνοντας μια σειρά υπερσυμπιεσμένων πληροφοριών με τη χρήση σποραδικών εκπομπών ακτίνων λέιζερ. Η συσκευή δεν είχε τρόπο να διορθώσει την πορεία της χωρίς ν' αποκαλύψει τη θέση της κι έτσι συνέχισε το ταξίδι της. Θα περνούσε σε απόσταση κάπου μισού χιλιομέτρου από την ανωμαλία. Η τελευταία παρατήρηση της συσκευής, και κατά κάποιον τρόπο η τελευταία συνειδητή σκέψη της, ήταν μια ξαφνική αλλαγή στο ισχυρό μαγνητικό πεδίο της ανωμαλίας. Τα τελευταία σήματα της Χ7-6102-016 την έδειξαν να απομακρύνεται με απίστευτη ταχύτητα. Ήταν σήματα που οι κατασκευαστές του οχήματος δεν μπορούσαν ούτε να πιστέψουν ούτε να κατανοήσουν.

Όπως και οποιαδήποτε άλλη αρκετά εξελιγμένη μηχανή, η ανωμαλία διέθετε κάποιον βαθμό νοημοσύνης. Η καταστροφή την οποία ήταν σχεδιασμένη να προκαλέσει επιφυλασσόταν για το μέλλον και δεν την απασχολούσε ακόμα. Αλλά τώρα αισθάνθηκε μια υπόνοια θλίψης για τον αφανισμό του πρωτόγονου μηχανισμού, που την είχε ακολουθήσει μέχρι εκεί μ' εκείνο το τόσο αξιοθρήνητο σύστημα απόκρυψης.

Η ανωμαλία διέσχισε αυτόνομα το σύστημα του Κρόνου, άντλησε φορά και κινητική ενέργεια από τον γιγάντιο πλανήτη και εκτινάχθηκε προς τον μακρινό ήλιο και τις ζεστές σφαίρες που ήταν μαζεμένες γύρω του. 10

3. Αμπντικαντίρ 2068 (Γη), έτος 31 (Μιρ) Στη Μιρ η επερχόμενη αλλαγή θα φαινόταν κατ' αρχήν κοινότοπη, αν δεν ήταν εντελώς αταίριαστη με τον πλανήτη.

Ο Αμπντικαντίρ ενοχλήθηκε όταν ο γραφέας τον κάλεσε, αναγκάζοντάς τον ν' αφήσει το τηλεσκόπιο. Για μια φορά, επιτέλους, ο ουρανός της νύχτας ήταν ξάστερος. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς από τη Γη παραπονιόντουσαν πάντα για τη συννεφιά της Μιρ, του φτιαγμένου από μπαλώματα πλανήτη, που έπλεε μέσα σ' ένα δικό του σύμπαν–κουρελού. Κατά τη συγκεκριμένη νύχτα, όμως, η ορατότητα ήταν τέλεια και ο Άρης κολυμπούσε ψηλά στον ασυννέφιαστο ουρανό έχοντας ένα λαμπερό γαλάζιο χρώμα. Πριν διαταράξει ο γραφέας την ήρεμη ατμόσφαιρα, ο Αμπντικαντίρ εργαζόταν φιλόπονα και αθόρυβα στο αστεροσκοπείο που βρισκόταν στην οροφή του ναού του Μαρδούκ. Το κεντρικό όργανο ήταν ένα κατοπτρικό τηλεσκόπιο, που το μεγάλο του κάτοπτρο είχε λειανθεί από μογγόλους δούλους κάτω από τις διαταγές ενός έλληνα μελετητή της Σχολής Όθικ. Παρουσίαζε ένα θαυμάσιο αν και κάπως τρεμάμενο είδωλο της επιφάνειας του Άρη. Ενώ ο Άμπντι έκανε τις παρατηρήσεις του, οι βοηθοί του μετακινούσαν τη βάση του τηλεσκοπίου έτσι ώστε να εξισορροπείται η περιστροφή του πλανήτη και να διατηρείται σταθερή η θέση του Άρη μέσα στο οπτικό του πεδίο. Εκείνος σχεδίαζε βιαστικά στο σημειωματάριο που είχε δεμένο με ιμάντα στο γόνατό του. Η βιομηχανία στην παγκόσμια αυτοκρατορία του Αλέξανδρου δεν είχε ακόμα προχωρήσει σε σημείο που να επιτρέπει τη δυνατότητα φωτογράφησης.

Μπορούσε να διακρίνει καθαρά τους λευκούς πόλους του Άρη, τις γαλάζιες θάλασσες, τις ωχρές ερήμους που τις διέσχιζαν διασταυρούμενες ταινίες καστανοπράσινου και γαλάζιου χρώματος, ακόμα κι ένα λαμπύρισμα φωτός από τις παράξενες 11

πόλεις που πιστευόταν πως φώλιαζαν στον νεκρό κρατήρα του όρους Όλυμπος.

Κι ενώ ήταν απασχολημένος με τη δουλειά του αγωνιώντας να εκμεταλλευτεί κάθε δευτερόλεπτο της ξαστεριάς, εμφανίστηκε ο γραφέας. Ο Σπύρος ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, μαθητής της Σχολής Όθικ και τρίτης γενιάς κάτοικος της Μιρ. Ήταν ένα πανέξυπνο αγόρι γεμάτο φαντασία, αλλά είχε μια τάση νευρικότητας και τώρα μόλις που κατάφερνε να τραυλίσει τα νέα σ' έναν αστρονόμο ούτε καν δέκα χρόνια μεγαλύτερο από τον ίδιο. «Ηρέμησε, μικρέ. Πάρε μια ανάσα. Πες μου τι συμβαίνει».

«Η αίθουσα του Μαρδούκ...» Ήταν η καρδιά του ναού, στην οροφή του οποίου βρίσκονταν. «Πρέπει να 'ρθεις, δάσκαλε!» «Γιατί; Τι θα δω, δηλαδή;»

«Δεν πρόκειται να δεις, δάσκαλε Άμπντι· θ' ακούσεις».

Ο Άμπντι έριξε μια ματιά ακόμη στον προσοφθάλμιο φακό, μέσα στον οποίο ακόμα κι εκείνη τη στιγμή λαμπύριζε το γαλαζωπό φως του Άρη. Μα η αναστάτωση του αγοριού τον έπεισε. Κάτι πήγαινε στραβά. Άφησε κακόκεφα τη θέση του πίσω από τον φακό και είπε κοφτά σε μία από τις μαθήτριές του: «Εσύ, Ξένια! Αναλαμβάνεις το τηλεσκόπιο. Δεν θέλω να χαθεί ούτε μια στιγμή χωρίς παρατήρηση».

Το κορίτσι υπάκουσε αμέσως. Ο Σπύρος έτρεξε να φέρει τη σκάλα. «Ν' αξίζει τον κόπο, το καλό που σου θέλω», του είπε ο Άμπντι τρέχοντας πίσω του.

Έπρεπε να κατεβούν και μετά ν' ανεβούν πάλι στο εσωτερικό του κουφαριού του ναού, αφού το ιερό του μεγάλου θεού Μαρδούκ βρισκόταν κοντά στην κορυφή του συγκροτήματος. Πέρασαν μέσα από μια σειρά δωματίων απίστευτης 12

ποικιλομορφίας, φωτισμένων με λυχνάρια που κάπνιζαν σε εσοχές. Ο ναός είχε εγκαταλειφθεί πολύν καιρό από τους ιερείς του, μα μύριζε ακόμα έντονα θυμίαμα. Ο Άμπντι μπήκε στο ιερό του Μαρδούκ, κοιτάζοντας ολόγυρα.

Κάποτε το δωμάτιο περιείχε ένα πελώριο χρυσό άγαλμα του θεού. Στη διάρκεια της Ασυνέχειας, του γεγονότος που είχε δημιουργήσει εκείνο τον πλανήτη, το άγαλμα καταστράφηκε και από τους τοίχους απόμειναν μόνο τα γυμνά τούβλα, μισοκαμένα από τη μεγάλη θερμοκρασία. Μόνο η βάση του αγάλματος υπήρχε ακόμα, εύθριπτη και χωρίς γωνίες, μαζί με τα δυσδιάκριτα κατάλοιπα δυο μεγάλων ποδιών. Η αίθουσα ήταν ερειπωμένη, λες κι είχε καταστραφεί από έκρηξη. Και παρέμενε έτσι απαράλλαχτη σε όλη τη διάρκεια της ως τώρα ζωής του Άμπντι. Ο Άμπντι στράφηκε προς τον Σπύρο. «Λοιπόν; Πού είναι το πρόβλημα;»

«Δεν το ακούς;» ρώτησε το αγόρι με κομμένη την ανάσα. Στάθηκε ακίνητο με το δάχτυλο στα χείλη.

Και τότε ο Άμπντι το άκουσε· ένα απαλό τερέτισμα σχεδόν όπως αυτό του γρύλλου, αλλά υπερβολικά ομοιόμορφο. Λοξοκοίταξε το αγόρι, που είχαν γουρλώσει τα μάτια του από τον φόβο. Ο Άμπντι στάθηκε στο κέντρο της αίθουσας. Από το σημείο εκείνο μπορούσε να αντιληφθεί πως το τερέτισμα ερχόταν από κάποιον περίτεχνα σκαλισμένο βωμό, κολλημένο στον ένα από τους τοίχους. Όσο πλησίαζε, ο ήχος δυνάμωνε. Ο Άμπντι προσπάθησε να κρατήσει σταθερό το τρεμάμενο χέρι του καθώς το άπλωνε στο μικρό ντουλάπι στο κέντρο του βωμού και άνοιγε το πορτάκι του, μη θέλοντας να γίνει ρεζίλι στα μάτια του αγοριού.

Ήξερε τι περιείχε ο βωμός. Εκείνο το περίεργο τεχνούργημα που έμοιαζε με βότσαλο είχε έρθει στη Μιρ από τη Γη. Ανήκε σε μια συντρόφισσα του πατέρα του Άμπντι, η οποία ονομαζόταν 13

Μπιζέζα Ντουτ. Η γυναίκα το φύλαγε σαν πολύτιμο κειμήλιο για χρόνια, ώσπου τελικά το 'κρυψε εκεί μέσα όταν ξεθύμανε η ισχύς που το διατηρούσε σε λειτουργία. Ήταν ένα τηλέφωνο. Και τώρα χτυπούσε.

14

Β΄: ΤΑΞΙΔΙΑ

4. Το ξύπνημα Φεβρουάριος – Μάρτιος 2069 Η Μπιζέζα ήταν χαρούμενη που επιτέλους είχε βγει από την κάψουλα ύπνου· εκείνο το μέρος είχε μια μυρωδιά κλούβιου αβγού. Έφταιγε το σουλφίδιο υδρογόνου, που το χρησιμοποιούσαν για να κάνουν τα όργανά σου να σταματήσουν να προσλαμβάνουν οξυγόνο. Οι γιατροί του νοσοκομείου είχαν χρειαστεί τρεις μέρες για να ξαναβάλουν το αίμα στις φλέβες της, να πείσουν τα όργανά της να προσλάβουν οξυγόνο και να την υποβάλουν σε βασική φυσιοθεραπεία που να της επιτρέπει να βαδίζει με περπατούρα. Ένιωθε απερίγραπτα γριά, πολύ μεγαλύτερη από τα σαράντα εννιά βιολογικά της χρόνια, κι ήταν σκελετωμένη σαν θύμα λιμού. Τα μάτια της την έτσουζαν και την πονούσαν. Υπέφερε από παράξενες αλλοιώσεις της όρασης, στην αρχή μάλιστα και από ελαφρές παραισθήσεις. Είχε και τη δυσάρεστη αίσθηση πως μύριζε τα ίδια της τα ούρα. Επί δεκαεννιά χρόνια δεν είχε σφυγμό ούτε αίμα ούτε και κάποια ηλεκτρική δραστηριότητα στον εγκέφαλο. Οι ιστοί της δεν κατανάλωναν οξυγόνο και διατηρούνταν σ' ένα ψυγείο τόσο κρύο, που τα κύτταρά της βρίσκονταν στα όρια ρήξης. Ο πόνος ήταν αναμενόμενος. Η Μονάδα Διαχείμασης 786 είχε αλλάξει από τότε που η Μπιζέζα μπήκε στη δεξαμενή. Τώρα πια έμοιαζε με κεντρικό ξενοδοχείο γεμάτο γυάλινους τοίχους, λευκά πατώματα, πλαστικούς καναπέδες και πολλούς γέρους –τουλάχιστον στη όψη έδειχναν γέροι– που περπατούσαν με τρεμάμενα βήματα ντυμένοι με πιτζάμες και νυχτικιές. Αλλά η πιο ριζική αλλαγή ήταν η μετακίνηση της Μονάδας. Όταν έφτασε σ' ένα 15

εξωτερικό παράθυρο, αντίκρισε έξω μια τεράστια πληγή στο έδαφος, ένα ξερό φαράγγι με τους λιθώνες των τοιχωμάτων του να επιδεικνύουν γεωλογικά στρώματα το ένα πάνω στο άλλο, σαν τις σελίδες ενός γιγάντιου βιβλίου. Ήταν, όπως έμαθε, το Γκραν Κάνυον και το εντυπωσιακό θέαμα που πρόσφερε πήγαινε μάλλον χαμένο για τους κοιμισμένους της Μονάδας Διαχείμασης. Εκ των υστέρων την ενοχλούσε να σκέφτεται πως το περίπλοκο ψυγείο, μέσα στο οποίο κοιμόταν έναν ύπνο δίχως όνειρα, είχε αποσυνδεθεί, είχε φύγει από τη θέση του και είχε μεταφερθεί στην άλλη άκρη της ηπείρου.

Καθώς η ανάρρωσή της συνεχιζόταν, απόκτησε το συνήθειο να κάθεται μπροστά σ' ένα κυκλικό παράθυρο και να παρατηρεί το στατικό γεωλογικό δράμα του φαραγγιού. Είχε επισκεφθεί σαν τουρίστρια το φαράγγι μια φορά στο παρελθόν. Αν έκρινε από τον τρόπο με τον οποίο ο ήλιος έκανε τους κύκλους του στον ανοιξιάτικο ουρανό, πρέπει να βρισκόταν κοντά στο νότιο χείλος, ίσως κάπου κοντά στο χωριό Γκραν Κάνυον. Η τοπική χλωρίδα και πανίδα φαινόταν να έχουν ανακάμψει από το χτύπημα της ηλιακής καταιγίδας· η περιοχή ήταν γεμάτη κάκτους, γιούκα και μαυριδερούς θάμνους. Παρατηρώντας υπομονετικά το μέρος εντόπισε ένα μικρό κοπάδι αγριοπροβάτων και διέκρινε φευγαλέα τη μουλωχτή μορφή ενός κογιότ· κάποια στιγμή της φάνηκε πως είδε κι έναν κροταλία. Αν και το φαράγγι είχε ανακάμψει, πολλά άλλα πράγματα φαίνονταν να έχουν αλλάξει. Στον ανατολικό ορίζοντα διέκρινε ένα είδος οικοδομήματος, μια επίπεδη μεταλλική κατασκευή στημένη πάνω σε βάσεις, σαν γιαπί ενός μισοτελειωμένου εμπορικού κέντρου. Μερικές φορές έβλεπε οχήματα γύρω του και από κάτω του. Δεν είχε ιδέα τι θα μπορούσε να είναι. Αλλες φορές έβλεπε φώτα στον ουρανό. Υπήρχε μια λαμπρή κινούμενη σπίθα που έσχιζε τον ουρανό του Νότου κατά το σούρουπο μέσα σε σαράντα περίπου λεπτά: κάτι μεγάλο, που 16

βρισκόταν σε τροχιά. Αλλά υπήρχαν κι άλλα περίεργα σε πολύ μεγαλύτερη έκταση: χλομά μπαλώματα στο γαλάζιο του ουρανού της μέρας, λαμπυρίσματα μετακινούμενης αστροφεγγιάς τη νύχτα. Ο ουρανός της καινούργιας εκείνης εποχής ήταν παράξενος. Σκέφτηκε πως θα 'πρεπε να νιώθει περιέργεια, ίσως ακόμα και φόβο, μα στην αρχή δεν αισθανόταν τίποτα. Η κατάσταση άλλαξε όταν άκουσε το μουγκρητό. Ήταν ένα βαθύ μπουμπουνητό, που έμοιαζε να κάνει το ίδιο το έδαφος να τρέμει και που φαινόταν μάλλον γεωλογικής παρά ζωικής προέλευσης. «Τι ήταν αυτό;»

«Μπιζέζα, ρώτησες κάτι;»

Ήταν μια ήρεμη ανδρική φωνή, μάλλον υπερβολικά τέλεια, κι ερχόταν από τον αέρα. «Αριστοτέλη;» Πριν πάρει απάντηση, ήξερε πως δεν μπορούσε να είναι αυτός.

Μεσολάβησε μια παράξενη, στιγμιαία καθυστέρηση πριν η φωνή απαντήσει: «Φοβάμαι πως θα σε απογοητεύσω. Είμαι ο Θαλής». «Α, βέβαια, ο Θαλής».

Πριν από την ηλιακή καταιγίδα υπήρχαν τρεις μεγάλες Τεχνητές Νοημοσύνες στους ανθρώπινους κόσμους, μακρινοί απόγονοι των μηχανών αναζήτησης και άλλων ευφυών προγραμμάτων των πρώτων τεχνολογικών γενεών, όλες τους φίλοι της ανθρωπότητας. Υπήρχαν φήμες πως κάποια αντίγραφά τους είχαν διασωθεί ως ροές δεδομένων που είχαν εκτιναχθεί στο διαστρικό κενό. Μόνο ο Θαλής είχε γλιτώσει από την ηλιακή καταιγίδα, αποθηκευμένος καθώς ήταν στα απλούστερα δίκτυα της ανθεκτικής Σελήνης.

«Χαίρομαι που ξανακούω τη φωνή σου». 17

Παύση.

«Κι εγώ τη δική σου, Μπιζέζα».

«Θαλή, γιατί οι απαντήσεις σου καθυστερούν; Αχ, ναι... Βρίσκεσαι ακόμα εγκατεστημένος στη Σελήνη;»

«Ναι, Μπιζέζα. Φταίει η καθυστέρηση της ταχύτητας του φωτός. Όπως ακριβώς με τον Νιλ Άρμστρονγκ».

«Γιατί δεν σε κατεβάζουν στη Γη; Δεν είναι άβολη αυτή η κατάσταση;» «Υπάρχουν τρόποι παράκαμψης του προβλήματος. Τοπικοί παράγοντες μπορούν να με υποστηρίξουν όταν η χρονική καθυστέρηση είναι κρίσιμης σημασίας – στη διάρκεια ιατρικών επεμβάσεων, για παράδειγμα. Κατά τ' άλλα, η παρούσα κατάσταση κρίνεται ικανοποιητική».

Οι απαντήσεις έμοιαζαν προβαρισμένες ειδικά για την Μπιζέζα. Ακόμα και καταγραμμένες από πριν. Το ζήτημα της παραμονής του Θαλή στη Σελήνη πήγαινε σίγουρα πιο βαθιά απ' όσο της έλεγε. Μα δεν είχε τη διάθεση να επιμείνει στο θέμα. «Ρώτησες για το μουγκρητό», είπε ο Θαλής.

«Ναι. Ακούστηκε σαν λιοντάρι. Αφρικανικό λιοντάρι». «Αυτό ήταν πράγματι».

«Και τι δουλειά έχει ένα αφρικανικό λιοντάρι εδώ, στην καρδιά της Βόρειας Αμερικής;»

«Το Εθνικό Πάρκο του Γκραν Κάνυον είναι πια ένα Τζέφερσον, Μπιζέζα». «Ένα τι;»

«Ένα πάρκο Τζέφερσον. Είναι όλα μέρος του σχεδίου "επαναγριοποίησης" της φύσης. Αν κοιτάξεις δεξιά σου...» Στον ορίζοντα πέρα από το βόρειο χείλος του φαραγγιού, η Μπιζέζα διέκρινε ογκώδη σχήματα σαν μετακινούμενους βράχους. Ο Θαλής έδωσε εντολή στο παράθυρο να μεγεθύνει 18

την εικόνα. Κοιτούσε ελέφαντες, ολόκληρο κοπάδι μαζί με τα μικρά τους, ένα θέαμα που το αναγνώρισε αμέσως. «Διαθέτω εκτεταμένες πληροφορίες σχετικά με το πάρκο».

«Είμαι σίγουρη πως τις έχεις, Θαλή. Ένα πράγμα μόνο. Τι είναι αυτό το οικοδόμημα εκεί κάτω; Μοιάζει με σκαλωσιά». Αποδείχτηκε πως ήταν μια ενεργειακή υποδομή, ο επίγειος σταθμός μιας ηλεκτρογεννήτριας σε τροχιά, η οποία συνέλεγε μικροκύματα και τα έστελνε στο έδαφος από τον ουρανό. «Ολόκληρη η εγκατάσταση είναι αρκετά μεγάλη, κάπου δέκα τετραγωνικά χιλιόμετρα». «Είναι ασφαλής; Είδα οχήματα να κινούνται από κάτω».

«Ναι, για τους ανδρώπους είναι ασφαλής, όπως και για τα ζώα. Ολόγυρα όμως είναι απαγορευμένη ζώνη». «Κι αυτά τα φώτα στον ουρανό, Θαλή... τα λαμπυρίσματα...»

«Κάτοπτρα και ιστία. Έχει αναπτυχθεί μια ολόκληρη αρχιτεκτονική σχολή για τις κατασκευές εκτός πλανήτη, Μπιζέζα. Είναι πολύ θεαματικά τα αποτελέσματα». «Χτίζουν λοιπόν το όνειρο. Ο Μπαντ Τουκ θα ένιωθε πολύ ευτυχής». «Φοβάμαι πως ο στρατηγός Τουκ πέθανε το...» «Ξέχνα το».

«Μπιζέζα, υπάρχουν σύμβουλοι στους οποίους μπορείς να μιλήσεις για οτιδήποτε θέλεις. Για τις λεπτομέρειες της νάρκης σου, για παράδειγμα». «Μου τα εξήγησαν πριν μπω στην κατάψυξη...»

Οι Μονάδες Διαχείμασης δημιουργήθηκαν όταν η ανθρωπότητα περίμενε την ηλιακή καταιγίδα. Οι πρώτες είχαν φτιαχτεί στην Αμερική πριν από το γεγονός, αφού οι πλούσιοι έλπιζαν πως μ' αυτό τον τρόπο θα παρέκαμπταν τα δύσκολα χρόνια και θα ξυπνούσαν ξανά σε μια εποχή ανάκαμψης. Η 19

Μπιζέζα είχε μπει στη μονάδα της το 2050, οκτώ χρόνια μετά την ηλιακή καταιγίδα.

«Μπορώ να σ' ενημερώσω για τις ιατρικές προόδους που έλαβαν χώρα μετά τη νάρκωσή σου», της είπε ο Θαλής. «Για παράδειγμα, φάνηκε πια πως η συμβατότητα των ανθρώπινων κυττάρων με το σουλφίδιο υδρογόνου είναι απομεινάρι ενός πολύ πρώιμου σταδίου εξέλιξης της ζωής πάνω στη Γη, όταν τα αερόβια μονοκύτταρα πλάσματα μοιράζονταν ακόμη τον κόσμο με οργανισμούς μεθανογόνους». «Αυτό ακούγεται παράξενα ποιητικό».

«Υπάρχει επίσης και το ζήτημα των κινήτρων», της είπε ο Θαλής ευγενικά. Η Μπιζέζα αισθάνθηκε άβολα. «Για ποια κίνητρα μιλάς;..»

Είχε τους λόγους της για να καταλήξει στις δεξαμενές κατάψυξης. Η Μάιρα, η εικοσάχρονη κόρη της, είχε παντρευτεί αψηφώντας τις συμβουλές της και αποφασίζοντας να ζήσει όλη της τη ζωή μακριά από τη Γη. Εξάλλου, η Μπιζέζα ήθελε να ξεφύγει από την κακοφημία που της είχε προσδώσει η συνωμοσιολογία σχετικά με τον ιδιαίτερο ρόλο της στην κρίση της ηλιακής καταιγίδας, παρόλο που πολλά απ' όσα είχαν συμβεί εκείνη την περίοδο, ακόμα και τα αληθινά αίτια της καταιγίδας, υποτίθεται πως είχαν χαρακτηριστεί άκρως απόρρητα.

«Σε κάθε περίπτωση», είπε, «η κατάληξή μου σε μια Μονάδα Διαχείμασης ήταν για το κοινό καλό. Έτσι μου είπαν όταν υπέγραφα και παρέδιδα την περιουσία μου. Το ταμείο που ενίσχυα επρόκειτο να βελτιώσει τεχνικές που κάποια μέρα θα χρησιμοποιούνταν στα πάντα, από τη διατήρηση οργάνων για μεταμόσχευση μέχρι τα διάρκειας αιώνων ταξίδια σε άλλα ηλιακά συστήματα. Και σ' έναν κόσμο που πάλευε να ορθοποδήσει μετά την καταιγίδα, θα κόστιζα πολύ λιγότερο κατεψυγμένη μέσα σε μια δεξαμενή...» 20

«Μπιζέζα, υπάρχουν ολοένα και περισσότεροι που υποστηρίζουν πως ο ύπνος σε κατάψυξη είναι στην πραγματικότητα ένα είδος εξιδανικευμένης αυτοκτονίας». Αυτό τη σοκάρισε. Σκέφτηκε πως ο Αριστοτέλης θα έθετε το ζήτημα με περισσότερη διακριτικότητα. «Θαλή», είπε αυστηρά, «όταν θελήσω να μιλήσω σε κάποιον για τα συγκεκριμένα ζητήματα, αυτός ο κάποιος θα είναι η κόρη μου». «Ασφαλώς, Μπιζέζα. Χρειάζεσαι κάτι άλλο;» Εκείνη δίστασε.

«Πόσων χρόνων είμαι;»

«Α, να μια καλή ερώτηση. Είσαι μια παραδοξότητα, Μπιζέζα». «Ευχαριστώ».

«Γεννήθηκες το 2006, δηλαδή πριν από εξήντα τρία χρόνια. Πρέπει, ασφαλώς, να αφαιρέσει κανείς τα δεκαεννιά χρόνια που παρέμεινες στη Μονάδα Διαχείμασης». «Άρα μένουν σαράντα τέσσερα», είπε εκείνη προσεκτικά.

«Ωστόσο, η βιολογική σου ηλικία είναι τα σαράντα εννιά χρόνια». «Μάλιστα. Και τα άλλα πέντε χρόνια;»

«Είναι τα χρόνια που έζησες πάνω στη Μιρ». Η Μπιζέζα έγνεψε.

«Το ξέρεις, λοιπόν;»

«Είναι άκρως απόρρητη πληροφορία. Ναι, τη γνωρίζω».

Έγειρε πίσω στο κάθισμά της παρατηρώντας τους μακρινούς ελέφαντες και τον απαστράπτοντα ουρανό του 2069, προσπαθώντας να συμμαζέψει τις σκέψεις της. «Σ' ευχαριστώ, Θαλή».

21

«Δική μου η ευχαρίστηση».

Όταν σιώπησε ο Θαλής, η Μπιζέζα ένιωσε μια αδιόρατη απουσία γύρω της.

5. Λονδίνο

Η Μπέλα Φίνγκαλ πετούσε πάνω από το Λονδίνο, όταν η κόρη της τής έφερε τα πρώτα άσχημα νέα από τον ουρανό. Είχε διασχίσει τον Ατλαντικό και το αεροπλάνο της κατευθυνόταν για το Χίθροου, στα προάστια δυτικά του κεντρικού Λονδίνου. Ο πιλότος τής είχε πει πως η διαδρομή θα τους οδηγούσε πρώτα ανατολικά και μετά ξανά δυτικά, παράλληλα με τον Τάμεση, κόντρα στον άνεμο· και τώρα, εκείνο το φωτεινό πρωινό του Μάρτη, η πόλη απλωνόταν σαν λαμπερό χαλί από κάτω. Είχε όλο το αεροπλάνο στη διάθεσή της, ένα από τα καινούργια αεριωθούμενα, πολύ φανταχτερό για μια γιαγιά πενήντα επτά χρόνων. Η Μπέλα στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά διάθεση να κάνει αυτό το ταξίδι. Η κηδεία και μόνο του Τζέιμς Ντάφλοτ ήταν αρκετά οδυνηρό γεγονός· η επίσκεψη στο σπίτι της πενθούσας οικογένειας θα αποδεικνυόταν σίγουρα κάτι ακόμα χειρότερο. Ήταν όμως καθήκον της να πάει εκεί σαν πρόεδρος του Παγκόσμιου Διαστημικού Συμβουλίου.

Βρέθηκε σ' εκείνο το αξίωμα κατά τύχην, πιθανώς ως μια συμβιβαστική επιλογή της υπερκυβερνητικής ομάδας που έλεγχε το Διαστημικό Συμβούλιο. Στην άκρη του μυαλού της πίστευε πως το νέο της αξίωμα ήταν μάλλον τιμητικό, όπως τα διάφορα πρυτανικά αξιώματα των πανεπιστημίων και οι επίτιμες προεδρίες με τις οποίες είχε τιμηθεί ως τότε ως βετεράνος της ηλιακής καταιγίδας. Πού να φανταστεί πως θα την έστελναν στην άλλη άκρη του πλανήτη για ν' ανακατευτεί σε μπερδεμένες και οδυνηρές καταστάσεις σαν κι αυτήν. Είχε κάνει το χρέος της όσον αφορά την Ασπίδα. Τώρα πια, όπως σκεφτόταν μελαγχολικά, θα έπρεπε να είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση. 22

Μόνο όταν η Έντνα της μετέφερε τηλεφωνικά τα άσχημα και παράξενα νέα, συνειδητοποίησε πως στην πραγματικότητα το αξίωμά της ήταν του διοικητή του διαστημικού πολεμικού στόλου.

«Αυτήν τη φορά οι ανιχνευτές θεωρούν πως εντόπισαν κάτι σοβαρό, μαμά. Κάτι που έχει έρθει από το σκοτάδι του διαστήματος και πλησιάζει την τροχιά του Δία, κινούμενο μάλιστα σε μια καμπύλη υπερβολής. Δεν υπήρχε πριν στον χάρτη που δημιούργησε ο Αφανιστής, αν κι αυτό δεν είναι ασυνήθιστο· εμφανίζονται συνεχώς κομήτες με μεγάλες τροχιές, που βρίσκονταν πολύ μακριά από τον Αφανιστή και για τούτο δεν τις εντόπισε. Μα αυτό το πράγμα διαθέτει άλλα χαρακτηριστικά, που προκαλούν ανησυχία...»

Η Μπέλα είχε δει μια εκδοχή του Χάρτη του Αφανιστή, με τη μορφή πλανηταρίου, στη δική της βάση, το παλιό αρχηγείο της ΝΑΣΑ στην Ουάσινγκτον. Ήταν μια τεράστια, δυναμική τρισδιάστατη απεικόνιση ολόκληρου του ηλιακού συστήματος και είχε δημιουργηθεί την παραμονή της ηλιακής καταιγίδας από την έκρηξη στο βαθύ διάστημα ενός παλιού καταστροφικού πυρηνικού όπλου που ονομαζόταν Αφανιστής – έκρηξη η οποία είχε επίσης εκπέμψει προς τα σιωπηλά αστέρια μια μελαγχολική σύνοψη του ανθρώπινου πολιτισμού που ονομαζόταν Μήνυμα από τη Γη, όπου είχαν επισυναφθεί αντίγραφα των τριών μεγαλύτερων τεχνητών μυαλών του πλανήτη, του Αριστοτέλη, του Θαλή και της Αθηνάς. Μέσα σε λίγες ώρες από την έκρηξη τα ραδιοτηλεσκόπια της Γης είχαν συλλάβει αντίλαλους ακτίνων Χ, οι οποίοι επέστρεφαν έχοντας ανακλαστεί πάνω σε οποιοδήποτε αντικείμενο διαμέτρου μεγαλύτερου του ενός μέτρου βρισκόταν στο εσωτερικό της τροχιάς του Κρόνου.

Είκοσι επτά χρόνια μετά την ηλιακή καταιγίδα, οι κατοικημένοι από τον άνθρωπο πλανήτες και το ίδιο το διάστημα ήταν γεράκι με μάτια που παρακολουθούσαν οτιδήποτε κουνιόταν. Οτιδήποτε δεν βρισκόταν καταγραμμένο στον χάρτη θα 23

έπρεπε να είναι μια καινούργια παρουσία. Τα περισσότερα νεοφερμένα αντικείμενα, ανθρώπινης ή φυσικής προέλευσης, μπορούσαν να αναγνωριστούν και να προσδιοριστούν γρήγορα. Αν πάλι όχι, τότε, όπως μάθαινε τώρα η Μπέλα, τα άσχημα νέα περνούσαν από το κόσκινο της ιεραρχίας του Συμβουλίου και κατέληγαν σ' αυτήν.

Παρά τη ζεστή και σιωπηλή θαλπωρή της καμπίνας του αεροπλάνου η Μπέλα ρίγησε. Όπως και πολλοί άλλοι της γενιάς της, έβλεπε ακόμα την ηλιακή καταιγίδα στους εφιάλτες της. Τώρα δουλειά της ήταν ν' ακούει και τους εφιάλτες των άλλων.

Το πρόσωπο της Έντνα στη μαλακή οθόνη που βρισκόταν στην πλάτη του καθίσματος μπροστά στην Μπέλα, αποδιδόταν άψογα σε τρεις διαστάσεις. Η Έντνα ήταν μόλις είκοσι τριών ετών και είχε γεννηθεί στη Σελήνη, όταν η Μπέλα βρισκόταν εκεί κάνοντας θεραπεία για να συνέλθει από τα γεγονότα της ηλιακής καταιγίδας. Ανήκε στην πρώτη γενιά των «διαστημανθρώπων», όπως είχε μάθει να τους αποκαλεί η Μπέλα. Μα η Έντνα ήταν κιόλας κυβερνήτης. Οι προαγωγές έρχονταν γρήγορα σ' έναν πολεμικό στόλο με ολιγομελή πληρώματα, με σκάφη τόσο έξυπνα ώστε να διαθέτουν ακόμα και ρομπότ για να σφουγγαρίζουν τα καταστρώματα. Κείνη τη μέρα, με τα μαύρα ιρλανδέζικα μαλλιά της δεμένα πίσω σε αυστηρό κότσο και τη στολή της κουμπωμένη μέχρι τον λαιμό, η Έντνα έδειχνε αγχωμένη και το βλέμμα της ήταν συννεφιασμένο.

Η Μπέλα λαχταρούσε ν' αγγίξει την κόρη της. Αλλά δεν μπορούσε να της μιλήσει διά ζώσης. Η Έντνα βρισκόταν στο κέντρο επιχειρήσεων του πολεμικού στόλου, στη ζώνη των αστεροειδών. Οι ιδιοτροπίες των τροχιών ήταν τέτοιες, που η Έντνα τη στιγμή εκείνη βρισκόταν δυο αστρονομικές μονάδες μακριά από τη μητέρα της, δηλαδή σε απόσταση διπλάσια από εκείνη της Γης απ' τον Ήλιο, ένα τρομερό κενό το οποίο 24

επέβαλλε μια χρονική καθυστέρηση δεκαέξι λεπτών για κάθε εκπομπή και κάθε λήψη.

Εξάλλου, υπήρχε και το ζήτημα του πρωτοκόλλου. Η Μπέλα στην πραγματικότητα ήταν διοικητής της κόρης της. Προσπάθησε να συγκεντρώσει την προσοχή της σε όσα έλεγε η Έντνα. «Σου κάνω μια απλή ενημέρωση, μαμά», έλεγε η Έντνα. «Δεν έχω λεπτομέρειες να σου δώσω. Η ουσία είναι πως ο Πάξτον πετάει προς το Λονδίνο για να σε πληροφορήσει σχετικά...»

Η Μπέλα μόρφασε. Ο Μπομπ Πάξτον ήταν από τους πρώτους ηρωικούς εξερευνητές του Άρη, αλλά και ένας πολύ ενοχλητικός τύπος. Η Έντνα χαμογέλασε.

«Μην ξεχνάς πως μπορεί να έχει το στήθος γεμάτο παράσημα, αλλά το αφεντικό είσαι εσύ! Με την ευκαιρία – η Θία τα πάει μια χαρά». Η κόρη της Έντνα, η τρίχρονη εγγονή της Μπέλα, ήταν διαστημάνθρωπος δεύτερης γενιάς. «Θα έρθει πίσω σύντομα, θα 'πρεπε να τη δεις πώς έχει συνηθίσει τη μικροβαρύτητα των κατοικιών αργής περιστροφής!...»

Η Έντνα συνέχισε να μιλάει για ανθρώπινα πράγματα, οικογενειακές υποθέσεις, γεγονότα πολύ μικρότερης κλίμακας από τη μοίρα του ηλιακού συστήματος. Η Μπέλα κρεμόταν από το στόμα της, όπως θα 'κανε κάθε γιαγιά. Ήταν όλα τόσο παράξενα, ακόμα και για την Μπέλα που είχε υπηρετήσει και η ίδια στο διάστημα. Η ομιλία της Έντνα ήταν γεμάτη με άγνωστες εκφράσεις. Έβρισκες τον δρόμο σου μέσα σε μια περιστρεφόμενη διαστημική κατοικία πηγαίνοντας στροφορμικά, αντιστροφορμικά ή αξονικά... Ακόμα και η προφορά της είχε αλλάξει, έχοντας κάτι από την ιρλανδέζικη προφορά της Μπέλα, αλλά και μια βαριά χροιά από αμερικάνικα της ανατολικής ακτής – ο διαστημικός πολεμικός στόλος ήταν ουσιαστικά ένα παρακλάδι του παλιού 25

αμερικανικού πολεμικού ναυτικού και είχε κληρονομήσει μεγάλο μέρος της κουλτούρας του από κει.

Η κόρη και η εγγονή της μεγάλωναν μακριά της, σκέφτηκε μελαγχολικά η Μπέλα. Μα κάθε γιαγιά, από την εποχή της Εύας, πιθανώς να νιώθει το ίδιο, όπως και να 'ναι γι' αυτήν τα πράγματα.

Ένας απαλός ήχος την προειδοποίησε πως το αεροπλάνο έμπαινε στη διαδικασία προσγείωσης. Αποθήκευσε το υπόλοιπο μήνυμα της Έντνα και μετέδωσε μια σύντομη δική της απάντηση.

Το αεροπλάνο πήρε στροφή και η Μπέλα κοίταξε κάτω την πόλη. Μπορούσε να διακρίνει καθαρά το πελώριο ίχνος του θόλου. Ήταν ένας σχεδόν τέλειος κύκλος διαμέτρου εννιά χιλιομέτρων, με κέντρο του την πλατεία Τραφάλγκαρ. Πολλά από τα παλιά κτήρια στο εσωτερικό της περιφέρειας του Θόλου είχαν γλιτώσει από τη μανία της ηλιακής καταιγίδας, με αποτέλεσμα να διατηρείται κάτι από τον παλιό, γεμάτο αυτοπεποίθηση χαρακτήρα του Λονδίνου, μια χλομή λάμψη ψαμμόλιθου και μαρμάρου. Αλλά το Γουέστμινστερ ήταν πια νησί και το Κοινοβούλιο είχε εγκαταλειφθεί, χρησιμεύοντας τώρα ως μνημείο. Μετά την ηλιακή καταιγίδα, η πόλη είχε παρατήσει τις προσπάθειες να τιθασεύσει το ποτάμι της και αποτραβήχτηκε στις καινούργιες όχθες του Τάμεση, που τον έκαναν να μοιάζει περισσότερο με το φαρδύτερο και πιο φυσικό ποτάμι που είχαν χαρτογραφήσει για πρώτη φορά οι Ρωμαίοι. Οι Λονδρέζοι είχαν προσαρμοστεί· μπορούσες σήμερα να κάνεις καταδύσεις ανάμεσα στα τσιμεντένια ερείπια της Νότιας Όχθης.

Έξω από κείνη την περίμετρο, μεγάλο μέρος των προαστίων του Λονδίνου είχαν καταστραφεί από τις πυρκαγιές που ξέσπασαν τη μέρα της ηλιακής καταιγίδας. Τώρα καλύπτονταν 26

όλα μ' ένα χαλί από βαριά καινούργια κτήρια, που έμοιαζαν περίπου με αντιαρματικές οχυρώσεις.

Καθώς το αεροπλάνο χαμήλωσε ακόμα περισσότερο, αντίκρισε τον ίδιο τον θόλο. Τα καλύμματά του είχαν από καιρό αφαιρεθεί, αλλά μερικά από τα πελώρια πλαϊνά και τα στηρίγματα είχαν αφεθεί στη θέση τους· σημαδεμένα και σκουριασμένα από την πολυκαιρία, έριχναν σκιές χιλιομέτρων πάνω από την πόλη που είχε διασώσει ο Θόλος. Ένα συνηθισμένο σε γενικές γραμμές θέαμα: είκοσι επτά χρόνια μετά το γεγονός μπορούσες να δεις τα σημάδια που είχε αφήσει η ηλιακή καταιγίδα όπου κι αν πήγαινες σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η πόλη έμεινε πίσω και το αεροπλάνο συνέχισε πάνω από ανώνυμα χαμηλά προάστια για να προσγειωθεί τελικά στο Χίθροου.

6. Μάιρα

Η Μάιρα καθόταν μαζί με την Μπιζέζα μπροστά στο κυκλικό παράθυρο, πίνοντας παγωμένο τσάι. Ήταν νωρίς το πρωί και το χαμηλό φως έδειχνε να τονίζει τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. «Με κοιτάζεις αδιάκριτα», της είπε η Μάιρα.

«Συγνώμη, αγάπη μου. Μη με κατηγορείς γι' αυτό. Για μένα γέρασες δεκαεννιά χρόνια μέσα σε μια εβδομάδα».

«Τουλάχιστον παραμένω νεότερή σου». Η Μάιρα είχε ένα ενοχλημένο ύφος – και με το δίκιο της.

Φορούσε μια άνετη μπλούζα και παντελόνι, φτιαγμένα από κάποιο έξυπνο υλικό που φαίνεται ότι μπορούσε να την κρατά δροσερή. Τα μαλλιά της ήταν χτενισμένα προς τα πίσω μ' έναν τρόπο που ίσως να φάνταζε υπερβολικά αυστηρός στις παλιομοδίτικες αντιλήψεις της Μπιζέζα, αλλά που ταίριαζε με το σχήμα του προσώπου της Μάιρα και το καλοφτιαγμένο μέτωπό της. Στα χέρια της δεν φορούσε δαχτυλίδια. Οι κινήσεις 27

της ήταν περιορισμένες, συγκρατημένες, σχεδόν τυπικές, και σπάνια κοιτούσε κατάματα τη μητέρα της.

Δεν έδειχνε ευτυχισμένη. Έδειχνε ανήσυχη. Η Μπιζέζα δεν ήξερε τι πήγαινε στραβά.

«Θα 'πρεπε να βρίσκομαι κοντά σου όλ' αυτά τα χρόνια», της είπε. Η Μάιρα σήκωσε το κεφάλι της και την κοίταξε. «Δεν ήσουν όμως».

«Αυτήν τη στιγμή δεν ξέρω καν...»

«Ξέρεις πως παντρεύτηκα τον Γιουτζίν λίγο πριν μπεις στην κατάψυξη». Μιλούσε ασφαλώς για τον Γιουτζίν Μανγκλς, τον μεγαλοφυή μα σχεδόν αυτιστικό νεαρό επιστήμονα, ο οποίος μετά τους ηρωικούς μαθηματικούς υπολογισμούς του κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας ήταν αυτός που βρισκόταν πιο κοντά στην έννοια του σωτήρα για τον κόσμο τότε. «Όλοι παντρεύονταν νέοι εκείνη την εποχή», συνέχισε η Μάιρα. Τα χρόνια μετά την ηλιακή καταιγίδα σημαδεύτηκαν από μια απότομη αύξηση του πληθυσμού. «Χωρίσαμε μετά από πέντε χρόνια».

«Λυπάμαι. Υπήρξε κανένας άλλος από τότε;» «Τίποτα το σοβαρό».

«Και πού εργάζεσαι τώρα;»

«Γύρισα πίσω στο Λονδίνο πριν από δέκα χρόνια. Ζω πάλι στο παλιό μας διαμέρισμα, στο Τσέλσι». «Κάτω από τον σκελετό του Θόλου».

«Αυτόν που έχει απομείνει. Εκείνο το παλιό χάλασμα ανεβάζει τις τιμές των ακινήτων, ξέρεις. Όλοι οι ψηλομύτηδες θέλουν σπίτι κάτω από τον Θόλο. Μάλλον είμαστε πλούσιες, μαμά. Κάθε φορά που μου τελειώνουν τα λεφτά, απλά πουλάω λίγον 28

αέρα. Μα οι τιμές ανεβαίνουν τόσο γρήγορα, που ό,τι κι αν κερδίζω, εξανεμίζεται σύντομα». «Ώστε ξαναγύρισες στην πόλη. Και με τι ασχολείσαι;»

«Επανεκπαιδεύτηκα ως κοινωνική λειτουργός. Ασχολούμαι με όσους πάσχουν από μετατραυματικό στρες». «Μετατραυματικό στρες».

Οι περισσότεροι ανήκουν στη δική σου γενιά, μαμά. Θα κουβαλούν το άγχος αυτό μέχρι να πεθάνουν».

«Πάντως ήταν εκείνοι που έσωσαν τον κόσμο», είπε η Μπιζέζα σιγανά. «Πράγματι».

«Ποτέ δεν φανταζόμουν πως θα γινόσουν κοινωνική λειτουργός. Εσύ ήθελες πάντα να γίνεις αστροναύτης! »

Η Μάιρα συνοφρυώθηκε λες κι η μητέρα της είχε πει κάτι αδιάκριτο. «Το ξεπέρασα μόλις έμαθα τι συνέβαινε στ' αλήθεια».

Προφανώς ασυναίσθητα, άγγιξε το τατουάζ στο μάγουλό της.

Ήταν ένα τατουάζ ταυτότητας, σύμφωνα με το υποχρεωτικό σύστημα καταγραφής του πληθυσμού που είχε επιβληθεί μερικά χρόνια αφότου η Μπιζέζα είχε μπει στη δεξαμενή. Σύμπτωμα μιας ανελεύθερης κοινωνίας. «Ο Γιουτζίν εργαζόταν πάνω στα συστήματα διαμόρφωσης του καιρού, έτσι δεν είναι;»

«Ναι, πράγματι. Σύντομα, όμως, τον έριξαν στη μελέτη οπλικών συστημάτων. Η διαμόρφωση των καιρικών συνθηκών αποτελεί ένα όργανο πολιτικού ελέγχου. Δεν έχει χρησιμοποιηθεί ποτέ ως τώρα στην πράξη, αλλά υπάρχει. Είχαμε πολλούς καβγάδες σχετικά με το αν αυτό που έκανε ήταν ηθικό ή όχι. Ποτέ δεν παραιτήθηκα από τα επιχειρήματά 29

μου, αλλά και ποτέ δεν κατάφερα να τον πείσω. Ο Γιουτζίν απλώς δεν μπορούσε να καταλάβει». Η Μπιζέζα αναστέναξε.

«Το θυμάμαι κι από τότε αυτό».

«Τελικά, η δουλειά ήταν γι' αυτόν πιο σημαντική από μένα».

Η Μπιζέζα λυπόταν βαθιά να βλέπει τόσο απογοητευμένη την κόρη της, που πριν από μερικές εβδομάδες ήταν μια λαμπρή κοπέλα είκοσι ενός μόλις χρόνων – έτσι όπως το 'βλεπε απ' τη δική της πλευρά. Κοίταξε έξω από το παράθυρό της. Κάτι κουνιόταν στην άλλη άκρη του φαραγγιού. Αυτήν τη φορά ήταν καμήλες. «Δεν μου φαίνονται όλα τόσο άσχημα σ' αυτό τον καινούργιο κόσμο», είπε προσπαθώντας να φτιάξει κάπως το άσχημο κλίμα που είχε δημιουργηθεί. «Μου αρέσει η ιδέα καμήλες και ελέφαντες να περιπλανώνται ελεύθερα στη Βόρεια Αμερική – αν και δεν έχω καταλάβει ακόμα για ποιο λόγο βρίσκονται εδώ». «Βρισκόμαστε στο μέσον του πάρκου Τζέφερσον», είπε η Μάιρα. «Έχει πάρει το όνομα του παλιού προέδρου;»

«Οταν ζούσα μαζί με την οικογένεια του Γιουτζίν στη Μασαχουσέτη, έμαθα για τους αμερικανούς προέδρους πολύ περισσότερα απ' όσα ήξερα πριν», είπε η Μάιρα ψυχρά. Η μεθοδευμένη αναδημιουργία της άγριας φύσης σε ολόκληρο τον κόσμο οφειλόταν σε μια ανθρώπινη παρόρμηση, αποτέλεσμα της ηλιακής καταιγίδας. «Η Λίντα, μάλιστα, έχει κάποια σχέση με τον σχεδιασμό αυτού του παγκόσμιου προγράμματος. Μου έχει γράψει κάτι για όλα τούτα». «Η Λίντα, η ξαδέλφη μου;»

30

«Τώρα πια ονομάζεται Δεσποσύνη Λίντα». Φοιτήτρια της βιοηθικής, η Λίντα κατά την περίοδο πριν από την ηλιακή καταιγίδα έμενε στο ίδιο διαμέρισμα με την Μπιζέζα και τη Μάιρα. «Το ζήτημα είναι πως οι πρώτοι μετανάστες της Εποχής του Λίθου, πολύ πριν από τον ερχομό του Κολόμβου, εξόντωσαν τα περισσότερα μεγάλα θηλαστικά. Έτσι υπήρχε μια οικολογία γεμάτη κενά, που η εξέλιξη των ειδών δεν είχε χρόνο να την καλύψει: "Μια συναυλία στην οποία έλειπαν πολλά όργανα". Αυτό το είπε ο Θορώ, νομίζω. Η Λίντα συνήθιζε να απαγγέλλει κομμάτια από τα κείμενά του. Όταν οι Ισπανοί έφεραν άλογα εδώ, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε αστραπιαία. Γιατί; Επειδή τα σύγχρονα άλογα εξελίχθηκαν αρχικά εδώ...» Στο καινούργιο πάρκο Τζέφερσον είχε γίνει μια συνειδητή προσπάθεια ανασύστασης του οικολογικού συστήματος που υπήρχε κατά το τέλος της τελευταίας Εποχής των Παγετώνων, με την εισαγωγή ειδών τα οποία ήταν συγγενικά ή αντίστοιχα μ' εκείνα που είχαν εξαφανιστεί. «Αφρικανικοί και ασιατικοί ελέφαντες αντί για μαμούθ και μαστόδοντα», σχολίασε η Μπιζέζα.

«Καμήλες για τα εξαφανισμένα καμηλοειδή. Περισσότερες ποικιλίες αλόγων για να αυξηθεί η ποικιλομορφία. Ακόμα και ζέβρες, νομίζω. Στη θέση των γιγάντιων βραδύποδων έφεραν ρινόκερους, χορτοφάγα παρόμοιου όγκου και τροφικών συνηθειών». «Και λιοντάρια για την κορυφή της τροφικής αλυσίδας, υποθέτω».

«Ναι. Υπάρχουν κι άλλα πάρκα στις υπόλοιπες ηπείρους. Στη Βρετανία η μισή Σκοτία έχει παραδοθεί στα ντόπια δάση δρυών». Η Μπιζέζα κοίταξε τις υπεροπτικές καμήλες.

«Υποθέτω πως η κίνηση έχει θεραπευτικό χαρακτήρα. Αυτές, όμως, είναι δραστηριότητες που έρχονται μετά από μια καταστροφή. Προσπάθειες επανόρθωσης. Ξύπνησα και 31

ανακάλυψα πως μετά από τόσον καιρό, ζούμε ακόμα σ' έναν κόσμο που δεν έχει συνέλθει».

«Ναι», είπε η Μάιρα σκυθρωπά. «Και δεν είναι όλες οι αντιδράσεις του κόσμου μετά την ηλιακή καταιγίδα τόσο θετικές όσο η κατασκευή ενός πάρκου της περιόδου του Πλειστοκαίνου. »Μαμά, οι άνθρωποι έμαθαν την αλήθεια για την ηλιακή καταιγίδα. Στην αρχή οι πληροφορίες ήταν απόρρητες. Ακόμα και το όνομα "Πρωτογέννητοι" δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ. Εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε ούτε υπόνοια πως η ηλιακή καταιγίδα είχε προκληθεί από εσκεμμένη ενέργεια». Η οποία είχε προκληθεί από τη ρίψη ενός γιγάντιου πλανήτη στον πυρήνα του ήλιου.

«Μα η αλήθεια διέρρευσε. Κάποιοι τη σφύριξαν. Η διαρροή έγινε πλημμυρίδα, όταν η γενιά που είχε αντιμετωπίσει την καταιγίδα άρχισε να γερνάει και δεν είχε πια τίποτα να χάσει. Όλοι άρχισαν να μιλούν για όσα ήξεραν».

«Εντυπωσιάζομαι που η συγκάλυψη κράτησε τόσο πολύ».

«Ακόμα και τώρα νομίζω πως υπάρχουν πάρα πολλοί που δεν το πιστεύουν. Αλλά οι άνθρωποι είναι τρομοκρατημένοι. Και υπάρχουν κάποιοι στην πολιτική, τη βιομηχανία και τους άλλους κατεστημένους κύκλους, που εκμεταλλεύονται αυτόν το φόβο. Απλώνουν τη στρατοκρατία σε ολόκληρη τη Γη ή, καλύτερα, σ' ολόκληρο το ηλιακό σύστημα. Την ονομάζουν Πόλεμο με τον Ουρανό». Η Μπιζέζα ξεφύσησε εκνευρισμένη.

«Αυτό είναι γελοίο. Πώς μπορείς να διεξάγεις πόλεμο με μια αφηρημένη έννοια;»

«Υποπτεύομαι πως αυτή είναι η ουσία του πράγματος. Οι λέξεις μπορεί να σημαίνουν ό,τι θέλει ο καθένας. Εκείνοι που ελέγχουν τον ουρανό έχουν μεγάλη εξουσία. Γιατί νομίζεις πως ο Θαλής βρίσκεται ακόμα κολλημένος στη Σελήνη;» 32

«Α... Επειδή κανείς δεν μπορεί να τον φτάσει εκεί πάνω. Γι' αυτό τα παράτησες κι εσύ;»

«Το μεγαλύτερο μέρος των αμέτρητων εκατομμυρίων που ξοδεύονται, πάνε απλά στράφι. Το χειρότερο είναι πως δεν γίνεται καμιά σοβαρή έρευνα πάνω σε όσα γνωρίζουμε για την τεχνολογία των Πρωτογέννητων· για τα Μάτια· για τη χειραγώγηση του χωροχρόνου, την κατασκευή διαγαλαξιακών σκαφών – για όλα αυτά, για πράγματα που ίσως αποδεικνύονταν χρήσιμα στην περίπτωση μιας νέας απειλής». «Γι' αυτό εγκατέλειψες τη θέση σου, λοιπόν».

«Ναι. Θέλω να πω, είχε πλάκα στην αρχή, μαμά. Πήγα και στη Σελήνη! Μα δεν μπορούσα ν' ανεχτώ άλλα ψέματα. Υπάρχουν πολλοί, τόσο στη Γη όσο και έξω απ' αυτήν, που σκέφτονται όπως εγώ». «Έξω απ' τη Γη;»

«Μαμά, από τότε που χτύπησε η ηλιακή καταιγίδα, μια ολόκληρη γενιά ανθρώπων έχει γεννηθεί έξω από τον πλανήτη μας. Αυτοαποκαλούνται διαστημάνθρωποι». Λοξοκοίταξε τη μητέρα της κι ύστερα έστρεψε το βλέμμα της αλλού. «Ένας διαστημάνθρωπος επικοινώνησε μαζί μου και μου ζήτησε να έρθω και να σε πάρω». «Για ποιο λόγο;» «Κάτι έρχεται».

Αυτές οι δυο απλές λέξεις έκαναν την Μπιζέζα να παγώσει.

Ένα κινούμενο φως τράβηξε την προσοχή της. Κοιτάζοντας ψηλά, είδε έναν λαμπερό δορυφόρο να σχίζει τον ουρανό. «Μάιρα... τι είναι αυτό; Μοιάζει παλιομοδίτικο ανάμεσα στα διαστημικά κάτοπτρα». «Είναι ο Απόλλων 9... ή μάλλον ένα αντίγραφό του. Το σκάφος αυτό πέταξε πριν από εκατό ακριβώς χρόνια. Η κυβέρνηση 33

επαναλαμβάνει όλες τις κλασικές αποστολές. Μια ανάμνηση από τις ξεχασμένες εποχές πριν από την ηλιακή καταιγίδα».

Συντήρηση και μνημεία. Προσκόλληση στο παρελθόν. Ήταν πράγματι λες κι ολόκληρος ο κόσμος βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση σοκ. «Ωραία, λοιπόν. Τι θέλεις να κάνω;»

«Αν νιώθεις καλά, μάζεψε τα πράγματά σου. Φεύγουμε». «Πού πάμε;»

Η Μάιρα χαμογέλασε κάπως βεβιασμένα. «Έξω από τη Γη...»

7. Το παράσημο Τουκ

Η πομπή των αυτοκινήτων σταμάτησε έξω από μια κατοικία, σε κάποιο προάστιο που ονομαζόταν Τσίζγουικ.

Η Μπέλα βγήκε από το αυτοκίνητό της μαζί με δυο σωματοφύλακες του συμβουλίου, ένα άνδρα και μια γυναίκα, οι οποίοι έδειχναν ογκώδεις εξαιτίας της θωράκισης που έφεραν πάνω τους κι ήταν, όπως όλοι οι συνάδελφοί τους, αμίλητοι και άγνωστης ταυτότητας. Η γυναίκα κρατούσε ένα μικρό δέμα μέσα σε μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα. Οι πόρτες του αυτοκινήτου έκλεισαν αυτόματα.

Η Μπέλα στάθηκε με θάρρος μπροστά στην κατοικία των Ντάφλοτ. Ήταν ένας απρόσωπος όγκος από λευκό τσιμέντο με στρογγυλεμένες γωνίες απ' όπου γλιστρούσε ο άνεμος, ένας όγκος βυθισμένος στο έδαφος λες κι ήταν υπερβολικά βαρύς για το αργιλώδες υπόστρωμα του Λονδίνου. Στη στέγη του υπήρχαν ανεμογεννήτριες, ηλιακοί συσσωρευτές και κεραίες. Τα παράθυρά του ήταν μικρά και χαμηλά. Με υπόγεια δωμάτια και ανεξάρτητη ενέργεια, το οίκημα έμοιαζε με πολεμικό καταφύγιο. Αυτή ήταν η αρχιτεκτονική των κατοικιών στα μέσα του φοβισμένου εικοστού πρώτου αιώνα. 34

Η Μπέλα έπρεπε να κατεβεί μια σειρά σκαλοπάτια για να φτάσει στην εξώπορτα. Μια λεπτή γυναίκα με καλοραμμένο μαύρο ταγιέρ την περίμενε εκεί. «Η κυρία Ντάφλοτ;»

«Δόκτωρ Φίνγκαλ... Σας ευχαριστώ που ήρθατε. Λέγετέ με Φιλίπα...» Άπλωσε ένα χέρι με μακριά δάχτυλα.

Περιστοιχισμένη από τη φρουρά της, η Μπέλα οδηγήθηκε στο καθιστικό του σπιτιού.

Η Φιλίπα Ντάφλοτ θα έπρεπε να είναι γύρω στα εξήντα, λίγα χρόνια μεγαλύτερη από την Μπέλα. Τα ασημένια της μαλλιά ήταν κομμένα κοντά. Το πρόσωπό της δεν έδινε άσχημη εντύπωση, ήταν όμως στενόμακρο και το στόμα της σφιγμένο. Η Φιλίπα έδειχνε ικανή για σιδερένιο αυτοέλεγχο μα, καθώς είχε χάσει έναν γιο, τα σημάδια της τραγωδίας ήταν εμφανή στις ρυτίδες γύρω από τα μάτια της και στο σφίξιμο στον λαιμό της.

Την Μπέλα την περίμεναν στο καθιστικό όλες οι γενιές της οικογένειας της Φιλίπα. Σηκώθηκαν οι πάντες όρθιοι μόλις μπήκε η Μπέλα στο δωμάτιο και παρατάχθηκαν μπροστά σ' έναν έξυπνο τοίχο που έδειχνε το τοπίο κάποιας όμορφης σκοτσέζικης λίμνης. Η Μπέλα είχε αποστηθίσει με προσοχή και νευρικότητα τα ονόματα όλων. Ο Πολ και ο Τζούλιαν ήταν δυο στιβαροί τριαντάρηδες που έδειχναν κάπως αμήχανοι. Οι γυναίκες τους στέκονταν στο πλάι τους. Η λεπτή, όμορφη εικοσιεξάχρονη γυναίκα ήταν η Κάσι, η χήρα του νεκρού Τζέιμς, του γιου της Φιλίπα, και πιο δίπλα τα δυο παιδιά τους, αγόρι και κορίτσι, έξι και πέντε ετών, ο Τόμπι και η Κάντιντα. Ήταν όλοι ντυμένοι για κηδεία, με μαύρα και λευκά, ακόμα και τα παιδιά. Και είχαν όλοι τατουάζ αναγνώρισης στο μάγουλο. Το τατουάζ του μικρού κοριτσιού ήταν ένα όμορφο ροζ λουλούδι. Αίφνης, μπροστά σε όλους και κάτω από το βλέμμα των παιδιών, η Μπέλα δεν έβρισκε τι να πει. 35

Η Φιλίπα την έβγαλε από τη δύσκολη θέση.

«Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που ήρθατε». Η βρετανική προφορά της ήταν αυθεντικά μεγαλοαστική, απομεινάρι μιας άλλης εποχής, γεμάτη αυτοέλεγχο και αυταρχικότητα. «Η δόκτωρ Φίνγκαλ είναι επικεφαλής του Διαστημικού Συμβουλίου. Κατέχει μια πολύ σημαντική θέση. Και ήρθε πετώντας από την Αμερική μόνο για να μας δει», είπε στα εγγόνια της. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Για να σας δω και να σας δώσω αυτό». Η Μπέλα έκανε νόημα στους φρουρούς της και η γυναίκα της έδωσε τον δερμάτινο χαρτοφύλακα. Τον άνοιξε προσεκτικά και τον ακούμπησε πάνω στο χαμηλό τραπεζάκι του σαλονιού. Ένας λεπτεπίλεπτος δίσκος από υλικό που άστραφτε ήταν ακουμπισμένος πάνω σε μαύρο βελούδο. Τα παιδιά γούρλωσαν.

«Είναι παράσημο;» ρώτησε το αγόρι. Και η Κάντιντα ρώτησε:

«Είναι για τον μπαμπά;»

«Ναι. Είναι για τον πατέρα σας». Έδειξε το παράσημο, αλλά δεν το άγγιξε. Έμοιαζε με ιστό αράχνης που είχε ενσωματωμένα μέσα ιου μικροσκοπικά ηλεκτρονικά στοιχεία. «Ξέρετε από τι είναι φτιαγμένο;» «Από υλικό της διαστημικής Ασπίδας», είπε αμέσως ο Τόμπι.

«Ναι. Από την αληθινή Ασπίδα. Ονομάζεται "παράσημο Τουκ". Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή από αυτό το μετάλλιο για κάποιον που ζει και εργάζεται στο διάστημα. Γνώριζα προσωπικά τον Μπαντ Τουκ. Εργάστηκα μαζί του στην Ασπίδα. Ξέρω πόσο πολύ θα εκτιμούσε τον πατέρα σας. Και δεν πρόκειται για απλό παράσημο. Θέλετε να δείτε τι άλλο κάνει;» Το αγόρι φάνηκε επιφυλακτικό.

36

«Τι;»

«Άγγιξε αυτό το κουμπί και θα δεις», του είπε η Μπέλα. Το αγόρι υπάκουσε.

Ένα ολογράφημα ζωντάνεψε πάνω στο τραπέζι επισκιάζοντας το παράσημο και τη θήκη του. Έδειχνε τη σκηνή μιας κηδείας, ένα φέρετρο καλυμμένο με σημαία πάνω σε σκευάμαξα που την έσερναν έξι μικροσκοπικά μαύρα άλογα. Μορφές με σκούρες μπλε στολές στέκονταν παρατεταγμένες. Ο ήχος ήταν αδύναμος αλλά καθαρός, έτσι η Μπέλα μπορούσε ν' ακούσει το τρίξιμο από τις εξαρτύσεις των αλόγων, το απαλό ποδοβολητό τους. Τα αμίλητα παιδιά έσκυβαν σαν γίγαντες πάνω από τη σκηνή. Η Κάσι έκλαιγε σιωπηλά και ο αδελφός της προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Η Φιλίπα Ντάφλοτ παρακολουθούσε με ψυχραιμία.

Η καταγραφή έκανε ένα χρονικό άλμα. Τρεις ομοβροντίες ακούστηκαν και ένα σμήνος από μικροσκοπικά, γυαλιστερά αεριωθούμενα πέταξαν ψηλά. Ένα απ' αυτά ξεχώρισε από τον σχηματισμό. «Είναι η κηδεία του μπαμπά», είπε ο Τόμπι.

«Ναι». Η Μπέλα έσκυψε κοιτώντας κατάματα τα παιδιά. «Τον έθαψαν στο κοιμητήριο του Άρλινγκτον. Στη Βιρτζίνια της Αμερικής – εκεί που βρίσκεται το νεκροταφείο του Πολεμικού Ναυτικού των Η.ΠΑ». «Ο μπαμπάς εκπαιδεύτηκε στην Αμερική».

«Σωστά. Ήμουν εκεί, στην κηδεία, το ίδιο και η μαμά σας. Αυτό το ολογράφημα δημιουργείται από τα στοιχεία της ίδιας της Ασπίδας...» «Γιατί ένα αεροπλάνο ξεχώρισε από τ' άλλα;»

«Αποκαλείται Σχηματισμός του Απολεσθέντος. Τα αεροπλάνα αυτά ήταν Τ-38, Τόμπι. Οι πρώτοι αστροναύτες τα 37

χρησιμοποιούσαν στην εκπαίδευσή τους. Φαντάσου πως έχουν ηλικία άνω των εκατό ετών». «Εγώ προτιμώ τα αλογάκια», είπε η Κάντιντα.

Ο θείος τους ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους τους.

«Ελάτε τώρα».

Με κάποια ανακούφιση η Μπέλα σηκώθηκε όρθια.

Σερβιρίστηκαν τσέρι, ουίσκι, καφές, τσάι, που τα έφερε μια ντροπαλή νεαρή θεία. Η Μπέλα πήρε καφέ και στάθηκε κοντά στη Φιλίπα.

«Ήταν πολύ ευγενικό που τους μιλήσατε έτσι», της είπε η Φιλίπα. «Αυτή είναι η δουλειά μου, υποθέτω», είπε η Μπέλα κάπως αμήχανη.

«Ναι, αλλά υπάρχουν πολλοί τρόποι για να την κάνεις καλά ή άσχημα. Μάλλον είστε καινούργια σε όλα αυτά, έτσι δεν είναι;» Η Μπέλα χαμογέλασε.

«Ανέλαβα το αξίωμα μόλις πριν από έξι μήνες. Φαίνεται;» «Καθόλου».

«Οι θάνατοι στο διάστημα είναι σπάνιοι».

«Ναι, δόξα τω Θεώ», είπε η Φιλίπα. «Αλλά γι' αυτό είναι και τόσο δύσκολο να τους αποδεχτείς. Έλπιζα πως η καινούργια γενιά θα προστατευόταν από... απ' όσα περάσαμε εμείς. Διάβασα για σας. Είχατε εργαστεί πάνω στην Ασπίδα». Η Μπέλα χαμογέλασε.

«Ήμουν μια χαμηλόβαθμη τεχνικός επικοινωνιών». Η Φιλίπα έγνεψε αρνητικά.

«Μην υποτιμάτε τον εαυτό σας. Γίνατε διοικητής επιχειρήσεων μετά από προαγωγή στο πεδίο της μάχης, έτσι δεν είναι;» 38

Επειδή στο τέλος εκείνης της μέρας δεν είχε απομείνει κανένας άλλος για ν' αναλάβει αυτό το καθήκον».

Ακόμα κι έτσι, επιτελέσατε το έργο σας. Σας αξίζει η αναγνώριση που σήμερα απολαμβάνετε».

Η Μπέλα δεν ήταν και τόσο σίγουρη γι' αυτό. Η μετέπειτα σταδιοδρομία της ως διοικητικού στελέχους σε διάφορες εταιρείες τηλεπικοινωνιών και ρυθμιστικά συλλογικά όργανα, χωρίς αμφιβολία είχε προωθήσει τη φήμη της και την είχε βοηθήσει στις δημοσιες σχέσεις. Πάντα, όμως, προσπαθούσε να φανεί αντάξια των υποχρεώσεών της μέχρι τη συνταξιοδότησή της, στην ηλικία των πενήντα πέντε ετών – μια απόσυρση που αποδείχτηκε πρόσκαιρη, καθώς της προσφέρθηκε αυτός ο καινούργιος ρόλος, μια θέση την οποία δεν μπορούσε να αρνηθεί. «Όσο για μένα», είπε η Φιλίπα, «βρισκόμουν στο Λονδίνο κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας για την καταιγίδα. Εργάστηκα στο γραφείο της δημάρχου, στον σχεδιασμό πολιτικής άμυνας και τα παρόμοια. Αλλά πριν ξεσπάσει η καταιγίδα, οι γονείς μου μ' έστειλαν στο καταφύγιο του L2».

Η Ασπίδα ήταν τοποθετημένη πάνω από τη Γη στο σημείο της μόνιμης μεσημβρίας, το LI, το πρώτο σημείο Λαγκράνζ, το σημείο βαρυτικής σταθερότητας, ανάμεσα στη Γη και στον ήλιο. Το δεύτερο Λαγκράνζ βρισκόταν στην ίδια νοητή ευθεία Γης–ήλιου, αλλά από την άλλη πλευρά του πλανήτη, στο σημείο του μεσονυκτίου.

Έτσι, ενώ οι εργαζόμενοι στο LI πάσχιζαν να προστατέψουν τον κόσμο από την καταιγίδα, στο L2 είχε δημιουργηθεί ένα διαστημικό καταφύγιο προστατευμένο από τη σκιά της Γης και γεμάτο με τρισεκατομμυριούχους, δικτάτορες και άλλους πλούσιους και ισχυρούς – μαζί μ' αυτούς, όπως έλεγαν οι φήμες, είχε πάει εκεί και η μισή βασιλική οικογένεια της Βρετανίας. Η ιστορία με το L2 κατέληξε αργότερα σε σκάνδαλο. 39

«Δεν ήταν και το πιο ευχάριστο μέρος για να βρίσκεται κανείς», μουρμούρισε η Φιλίπα. «Προσπάθησα να προσφέρω κάποιο έργο. Προσχηματικά ήμασταν ένας σταθμός παρατήρησης. Διατηρούσα την επικοινωνία με τους σταθμούς εδάφους. Μα μερικοί από τους πλούσιους ξεφάντωναν». «Όπως τ' ακούω, δεν είχατε άλλη επιλογή», είπε η Μπέλα. «Μην κατηγορείτε τον εαυτό σας».

«Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να λέτε κάτι τέτοιο. Ο καθένας πρέπει να προχωρά στη ζωή του». Η χήρα του Τζέιμς Ντάφλοτ, η Κάσι, τις πλησίασε επιφυλακτικά. «Σας ευχαριστώ που ήρθατε», της είπε αμήχανα. Έδειχνε κουρασμένη. «Δεν χρειάζεται να...»

«Ήσαστε πολύ ευγενική με τα παιδιά. Τους χαρίσατε μια μέρα που θα τη θυμούνται πάντα». Χαμογέλασε. «Έχουν δει την εικόνα σας στις ειδήσεις. Αλλά μάλλον θα τους κρύψω το ολογράφημα που μας χαρίσατε». «Ίσως έτσι να είναι καλύτερα». Η Μπέλα δίστασε. «Δεν μπορώ να σας πω πολλά σχετικά με την αποστολή πάνω στην οποία εργαζόταν ο Τζέιμς. θέλω, πάντως, να γνωρίζετε πως ο σύζυγός σας θυσίασε τη ζωή του για τον πιο υψηλό σκοπό».

«Κατά έναν τρόπο προετοιμαζόμουν για κάτι τέτοιο, ξέρετε. Οι άνθρωποι με ρωτούσαν πώς ένιωθα που ο σύζυγος μου βρισκόταν στο διάστημα. Τους έλεγα πως πρέπει κανείς να προσπαθεί να μείνει γειωμένος», απάντησε η Κάσι. Η Μπέλα χαμογέλασε βεβιασμένα.

«Για να σας πω την αλήθεια, περνάμε μια δύσκολη περίοδο. Είμαστε δεμένοι με τη Γη, δόκτωρ Φίνγκαλ. Ο Τζέιμς πήγε στο διάστημα για να εργαστεί, όχι για να ζήσει εκεί για πάντα. Το σπίτι μας είναι εδώ, στο Λονδίνο. Κι εγώ πήγαινα να δουλέψω 40

κάθε μέρα στη Θούλη». Η Μπέλα είχε κάνει την έρευνα της· η «Θούλη Α.Ε.» ήταν μια μεγάλη πολυεθνική εταιρεία συντήρησης του οικοσυστήματος. «Μιλούσαμε αόριστα για τον προσωρινό χωρισμό μας». Η Κάσι γέλασε με αδιόρατη πικρία. «Τώρα πια ποτέ δεν θα μάθω πού θα κατέληγε η μικρή μας ιστορία». Λυπάμαι...»

Ξέρετε τι μου λείπει περισσότερο; Τα μηνύματά του. Οι κλήσεις του στη μαλακή οθόνη. Δεν είχα τον ίδιο, βλέπετε, μα είχα τα μηνύματά του. Κι έτσι, κατά κάποιον τρόπο, δεν μου λείπει αυτός αλλά τα μηνύματα που μου 'στελνε». Κοίταξε επίμονα την Μπέλα. Άξιζε τελικά τον κόπο, έτσι δεν είναι;» Η Μπέλα δεν άντεχε να επαναλάβει τα τετριμμένα που ήξερε πως περίμεναν ν' ακούσουν από το στόμα της. Είμαι καινούργια σ' αυτόν τον τομέα. Αλλά είναι δουλειά μου να σιγουρευτώ πως ναι, άξιζε».

Αυτό δεν αρκούσε. Τίποτε απ' όσα θα μπορούσε να πει δεν ήταν αρκετά. Ανακουφίστηκε όταν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τη δικαιολογία μιας άλλης συνάντησης για να φύγει από το σαν πολυβολείο απίτι.

8. Ευρωβελόνα

Για τη συνάντησή της με τον Μπομπ Πάξτον η Μπέλα πήγε με το αυτοκίνητο μέχρι τον πύργο Λίβινγκστοουν – ή την Ευρωβελόνα, όπως τον ονόμαζαν όλοι οι Λονδρέζοι. Η τοπική έδρα της Ευρασιατικής Ένωσης και, περιστασιακά, έδρα του πρωθυπουργού της, ήταν ένας πύργος με ευάερα γραφεία και πλατιά παράθυρα με ενισχυμένα κρύσταλλα, που πρόσφεραν μια εκπληκτική θέα του Λονδίνου. Στη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας η Βελόνα είχε βρεθεί κάτω από την προστασία του Θόλου, γι' αυτό στην οροφή της, η οποία επικοινωνούσε με την ίδια την κατασκευή του θόλου, υπήρχε ένα μικρό μουσείο με ενθύμια εκείνων των επικίνδυνων ημερών. 41

Ο Πάξτον την περίμενε σε κάποια αίθουσα συσκέψεων στον τεσσαρακοστό πρώτο όροφο. Βημάτιζε νευρικά πίνοντας καφέ με μεγάλες γουλιές. Χαιρέτισε την Μπέλα με μια σφιγμένη στρατιωτική υπόκλιση. «Πρόεδρε Φίνγκαλ».

«Σας ευχαριστώ που ήρθατε στο Λονδίνο για να με συναντήσετε». Εκείνος έκανε μια χειρονομία που έδειχνε πως τον είχε ενοχλήσει το γεγονός.

«Είχα κι άλλες δουλειές εδώ. Έπρεπε να μιλήσουμε».

Η Μπέλα κάθισε. Ταραγμένη ακόμα από την επίσκεψή της στους Ντάφλοτ, ένιωθε πως η μέρα εκείνη θα ήταν ατέλειωτη.

Ο Πάξτον δεν κάθισε. Φαινόταν πολύ νευρικός για να παραμείνει ακίνητος σ' ένα σημείο. Έβαλε καφέ στην Μπέλα από μια μεγάλη κανάτα που βρισκόταν στην άκρη του δωματίου· πρόσφερε καφέ και στους σωματοφύλακες της Μπέλα, που κάθισαν στην άλλη άκρη του τραπεζιού. Πείτε μου τι σας απασχολεί, ναύαρχε».

«Θα σας το πω απλά. Οι πρόσφατες παρατηρήσεις το επιβεβαιώνουν. Έχουμε έναν μπαμπούλα». «Έναν μπαμπούλα;»

«Μια ανωμαλία. Ταξιδεύει στο ηλιακό μας σύστημα κάτι που δεν ανήκει εδώ...»

Ο Πάξτον ήταν ψηλός και νευρώδης. Η Μπέλα σκεφτόταν πως ο ναύαρχος είχε το πρόσωπο ενός αστροναύτη, πολύ χλομό, σημαδεμένο με ουλές που του είχε προκαλέσει η κοσμική ακτινοβολία. Το τατουάζ στο μάγουλό του ήταν ένα περήφανο έμβλημα του πολεμικού ναυτικού και τα γκρίζα του μαλλιά ήταν κουρεμένα με την ψιλή. 42

Η Μπέλα υπέθετε πως ήταν εβδομηντάρης. Θα ήταν γύρω στα σαράντα όταν οδήγησε την Ωρόρα 1, την πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη, και υπήρξε ο πρώτος άνθρωπος που πάτησε το πόδι του σ' εκείνο τον πλανήτη. Στη συνέχεια είχε βοηθήσει το πλήρωμά του να επιβιώσει κατά τη μεγάλη δοκιμασία της ηλιακής καταιγίδας. Τελικά είχε πάρει το ζήτημα ως προσωπική πρόκληση. Κι έτσι, αντιναύαρχος τώρα στον νέο πολεμικό διαστημικό στόλο, έχοντας αποκτήσει μεγάλη εξουσία στα παρανοϊκά χρόνια μετά την καταιγίδα, έριχνε όλες του τις δυνάμεις στην προσπάθεια εξουδετέρωσης της απειλής η οποία κάποτε τον είχε αποκλείσει πάνω στον Άρη.

Κοιτάζοντάς τον να βηματίζει φορτωμένος καφεΐνη, με το πρόσωπο σφιγμένο και ανυπόμονο, η Μπέλα ένιωσε την αστεία επιθυμία να του ζητήσει αυτόγραφο. Ύστερα αισθάνθηκε μια δεύτερη επιθυμία· να του δώσει εντολή να αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Κατέγραψε τη δεύτερη εκείνη επιθυμία στα αρχεία του μυαλού της. Με την κοφτή προφορά των μεσοδυτικών πολιτειών, ο Πάξτον ενίσχυσε τις υπόνοιες που είχε ήδη αφήσει η Έντνα. «Ουσιαστικά παρατηρήσαμε τρεις φορές το ίδιο αντικείμενο».

Την πρώτη φορά, τυχαία.

Ο Βόγιατζερ 1, που εκτοξεύτηκε το 1977, έκανε την πρώτη ανίχνευση των εξωτερικών πλανητών για λογαριασμό του ανθρώπου κι ύστερα βγήκε από το ηλιακό μας σύστημα. Μέχρι την πέμπτη δεκαετία του καινούργιου αιώνα ο Βόγιατζερ είχε διασχίσει περισσότερες από εκατόν πενήντα φορές την απόσταση της Γης από τον ήλιο. Και τότε, ο εντοπιστής κοσμικών ακτίνων που έφερε πάνω του, σχεδιασμένος ν' αναζητά σωματίδια τα οποία εκτοξεύονταν από μακρινούς υπερκαινοφανείς αστέρες, είχε συλλάβει ένα κύμα σωματιδίων ενέργειας.

Κάτι είχε γεννηθεί εκεί έξω στο σκοτάδι. 43

«Κανείς δεν έδωσε τότε ιδιαίτερη σημασία. Εμφανίστηκε στις 20 Απριλίου του 2042, τη μέρα της ηλιακής καταιγίδας, τότε που όλοι ήμασταν απασχολημένοι με άλλα πράγματα».

Οι κατοπινές παρατηρήσεις του Βόγιατζερ έδειξαν πως η ανωμαλία, ελκόμενη από τη βαρύτητα του ήλιου, ταξίδευε αργά προς το κέντρο του ηλιακού συστήματος. Το πρώτο σημαντικό ουράνιο σώμα που θα συναντούσε το νεογέννητο αντικείμενο στην πορεία του προς τον ήλιο θα ήταν ο Κρόνος και το σύστημα των δορυφόρων του, κάπου μέσα στο 2064. Έτσι ξεκίνησαν οι σχετικοί σχεδιασμοί.

«Κι αυτή ήταν η δεύτερη φορά», είπε ο Πάξτον. «Διαθέτουμε μετρήσεις που έγιναν από τη Συσκευή Παρατήρησης Χ7-6102016, και στη συνέχεια μια καταγραφή της καταστροφής αυτής της συσκευής. Και την τρίτη φορά, κάποια μη επανδρωμένα ανιχνευτικά σκάφη εντόπισαν το αναθεματισμένο αντικείμενο να πλησιάζει την τροχιά του Δία». Παρουσίασε έναν χάρτη σε μια μαλακή οθόνη πάνω στο τραπέζι. «Δείτε τα τρία σημεία στον χάρτη... τρία σημεία μιας πιθανής πορείας. Τρεις θέσεις του ίδιου πιθανώς αντικειμένου, που κινείται εκεί όπου δεν θα 'πρεπε να βρίσκεται». Την κοίταξε επίμονα με τα ψυχρά γαλάζια μάτια του, υγρά αλλά σταθερά, σαν να την προκαλούσε να βγάλει συμπεράσματα. «Και είστε σίγουρος πως δεν είναι ένας κομήτης ή κάποιο άλλο ουράνιο σώμα;» «Οι κομήτες δεν εκπέμπουν πίδακες κοσμικών ακτίνων», είπε ο Πάξτον. «Και νομίζω πως δεν είναι σύμπτωση που αυτό το πράγμα παρουσιάστηκε από το πουθενά ακριβώς τη μέρα της ηλιακής καταιγίδας. Τι λέτε κι εσείς;»

«Κι αν συνεχιστεί αυτή η πορεία..., πού θα καταλήξει, ναύαρχε;»

«Γι' αυτό μπορούμε να μιλήσουμε με αρκετή ακρίβεια. Ανακλάστηκε πάνω στον Κρόνο, αλλά δεν πρόκειται να προσπεράσει άλλο ουράνιο σώμα αρκετά μεγάλο για παρόμοια 44

πορεία σφενδόνης. Αν υποθέσουμε πως θα συνεχίσει να κινείται μόνο από τις βαρυτικές δυνάμεις...» Η Μπέλα τσίμπησε το δόλωμα.

«Κατευθύνεται προς τη Γη, έτσι δεν είναι;»

Το πρόσωπο του Πάξτον έμοιαζε με γρανίτη.

«Αν συνεχίσει την χαρούμενη πορεία του, θα φτάσει εδώ τον Δεκέμβριο του ερχόμενου έτους. Ίσως να είναι το έλκηθρο του Αϊ–Βασίλη». Η Μπέλα συνοφρυώθηκε.

«Είκοσι ένας μήνες; Δεν είναι και πολύς καιρός». «Πράγματι».

«Αν είχε σημάνει συναγερμός όταν το αντικείμενο προσπέρασε τον Κρόνο και, όπως είπατε, κατέστρεψε ένα μη επανδρωμένο σκάφος, θα είχαμε προειδοποιηθεί εδώ και χρόνια». Ο Πάξτον ανασήκωσε τους ώμους του.

«Πρέπει να λαβαίνουμε πάντα υπόψη μας το ζήτημα της απειλής. Εγώ, προσωπικά, πάντα έλεγα πως δεν είμαστε καχύποπτοι όσο θα έπρεπε. Είχα μαλώσει με τους προκατόχους σας αρκετές φορές πάνω σ' αυτό το ζήτημα. Κι απ' ό,τι φαίνεται, είχα δίκιο. Αν γλιτώσουμε, πρέπει να αναθεωρήσουμε το πρωτόκολλο». Αν γλιτώσουμε. Τα λόγια του την πάγωσαν. «Νομίζετε πως πρόκειται αντικείμενο, ναύαρχε;»

για

κάποιο

«Δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα». «Όμως πιστεύετε πως αποτελεί απειλή;»

κατασκευασμένο

«Θα πρέπει να το υποθέσω. Εσείς δεν θα σκεφτόσαστε το ίδιο;» 45

Δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση πάνω σ' αυτό. Τώρα το ερώτημα ήταν τι έπρεπε να κάνουν.

Το Παγκόσμιο Διαστημικό Συμβούλιο είχε μακρινή μόνο σχέση με τα παλιά Ηνωμένα Έθνη, τα οποία από τη στιγμή της ηλιακής καταιγίδας είχαν εστιάσει τις προσπάθειές τους στην αποκατάσταση της Γης. Αρμοδιότητα του Συμβουλίου ήταν να συντονίζει τις προετοιμασίες της ανθρωπότητας απέναντι σε οποιαδήποτε νέα απειλή από τον αθέατο εχθρό που κρυβόταν πίσω από την ηλιακή καταιγίδα, έναν εχθρό που δεν είχε γίνει ακόμη επίσημα παραδεκτή η ύπαρξή του. Το κυριότερο όπλο του Συμβουλίου ήταν ο διαστημικός στόλος, ο οποίος βρισκόταν τυπικά κάτω από τις διαταγές του. Αλλά το ίδιο το Συμβούλιο στηριζόταν, και σε τελευταία ανάλυση ελεγχόταν, από μια εύθραυστη συμμαχία των τεσσάρων μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη – συγκεκριμένα των Ηνωμένων Πολιτειών, της Ευρασίας και της Κίνας, οι οποίες έλπιζαν να εκμεταλλευτούν το διάστημα για να κερδίσουν κάποιο από το χαμένο πολιτικό έδαφος από την τέταρτη, την Αφρική. Στην κορυφή αυτής της ασταθούς πυραμίδας εξουσίας και ελέγχου βρισκόταν η Μπέλα, λύση συμβιβασμού σε θέση συμβιβασμού. Η Μπέλα πίστευε πως βραχυπρόθεσμα οι τρεις δυνάμεις που είχαν δυνατότητα διαστημικών ταξιδιών θα προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν την εμφάνιση μιας ξαφνικής απειλής για να κερδίσουν κάποιο πλεονέκτημα απέναντι στην Αφρική, η οποία είχε έρθει στο προσκήνιο επειδή την είχε γλιτώσει σχετικά φτηνά από την ηλιακή καταιγίδα. Το ασταθές έδαφος πάνω στο οποίο πατούσε το Συμβούλιο, ίσως άρχιζε να μετακινείται, σκέφτηκε η Μπέλα ανήσυχα, ακριβώς τη στιγμή που αυτό θα έπρεπε να δράσει.

«Σκέφτεστε τους πολιτικούς συσχετισμούς», μούγκρισε ο Πάξτον. 46

«Ναι», παραδέχτηκε εκείνη. Η ανωμαλία αυτή, ό,τι κι αν ήταν, αποτελούσε ένα καινούργιο θέμα στην ημερήσια διάταξη των παγκόσμιων προβλημάτων. Μα αν επρόκειτο για απειλή παρόμοια οε μέγεθος μ' εκείνη της καταιγίδας, όλα τα άλλα προβλήματα θα αποδεικνύονταν αμέσως δευτερεύουσας σημασίας.

Ξαφνικά αισθάνθηκε κουρασμένη... γερασμένη, φθαρμένη... Το 'φερε βαρέως που η κρίση αυτή είχε πέσει πάνω της μόλις ανέλαβε την προεδρία. Κοιτάζοντας το γεμάτο ένταση πρόσωπο του Πάξτον, αναρωτήθηκε τι έλεγχο θα μπορούσε να ασκήσει η ίδια πάνω στις εξελίξεις. «Ωραία, λοιπόν, ναύαρχε. Έχετε την αμέριστη προσοχή μου. Τι προτείνετε;» Ο Πάξτον έκανε ένα βήμα πίσω.

«Θα συγκεντρώσω περισσότερα στοιχεία και θα ορίσω μια συνάντηση για ενημέρωση και προτάσεις. Μάλλον θα ήταν καλύτερα να το έκανα στην Ουάσινγκτον. Θα το φροντίσω όσο πιο σύντομα γίνεται». «Εντάξει. Πρέπει, όμως, να εξετάσουμε και τις ευρύτερες επιπτώσεις. Τι θα πούμε στον κόσμο και τι όχι. Πώς θα προετοιμαστούμε για την επερχόμενη ανωμαλία, όποια κι αν είναι αυτή». «Θα χρειαστούμε περισσότερα στοιχεία πριν μπορέσουμε να κάνουμε κάτι τέτοιο». «Και τι θα πούμε σ' εκείνους στους οποίους δίνουμε αναφορά;»

«Όσον αφορά την πολιτική», είπε ο Πάξτον, «έχει μεγάλη σημασία να βεβαιωθούμε πως οι αρμοδιότητες και οι δυνατότητές μας δεν θα περιοριστούν από τις πολιτικές διαμάχες. Κι αν συμφωνείτε, κυρία πρόεδρε, θα συμπεριλάβω στην ενημέρωση το σχετικό υλικό που έχει συλλέξει η επιτροπή». 47

Η Μπέλα αισθάνθηκε τις τρίχες στο σβέρκο της να ανασηκώνονται· μετά από τόσα χρόνια στα ανώτατα κλιμάκια μεγάλων οργανισμών, ήξερε πότε έστηνε κάποιος παγίδα. «Εννοείτε την Επιτροπή Πατριωτών».

Εκείνος χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια του σαν καρχαρίας.

«Πρέπει να έρθετε να μας επισκεφθείτε κάποτε, κυρία πρόεδρε. Έχουμε την έδρα μας απέναντι από το παλιό Γραφείο Ειδικών Προγραμμάτων του Πολεμικού Ναυτικού, στην Ουάσινγκτον. Πολλοί από μας είναι παλιοί αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού, της μιας ή της άλλης ειδικότητας. Η αποστολή μας, αυτόκλητα ομολογώ, είναι να παρακολουθούμε τις αντιδράσεις των κυβερνήσεών μας και των υπερκυβερνητικών οργανώσεων απέναντι στην εξωγήινη παρέμβαση που οδήγησε στην ηλιακή καταιγίδα, καθώς και στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συνεχίζεται από τότε. Τελευταία, γι' άλλη μια φορά ο προκάτοχος σας αρνήθηκε να μας ακούσει. Μάλλον πίστευε πως αν συγχρωτιζόταν με τους βαρεμένους του περιθωρίου, θα έβλαπτε τη θαυμάσια καριέρα του. Τώρα, όμως, έχουμε πραγματικά κάτι εκεί έξω, κυρία πρόεδρε, μια αυθεντική ανωμαλία. Τώρα ήρθε η στιγμή να μας δώσετε σημασία – τώρα ή ποτέ». Και πάλι ήταν δύσκολο να τον αντικρούσει. «Νομίζω πως θέλεις να με παρασύρεις σε μια σύγκρουση, Μπομπ. Εντάξει, λοιπόν, αν και επιφυλάσσομαι για την τελική μου απόφαση». «Σας ευχαριστώ. Υπάρχει ένα ιδιαίτερο σημείο».

«Συνέχισε».

«Ένα παράπονο που είχε πάντα η επιτροπή ήταν ο σχεδόν ξεροκέφαλος τρόπος με τον οποίο οι αρχές αρνήθηκαν να μελετήσουν τα στοιχεία περί εξωγήινης διάνοιας. Καλό είναι να εξελίσσουμε τα όπλα και τη θωράκισή μας, αλλά το να αγνοούμε τις δυνατότητες του εχθρού είναι εγκληματικό. Ωστόσο, εμείς γνωρίζουμε κάποιον ο οποίος θα μπορούσε ίσως να φωτίσει αυτήν τη θολή κατάσταση». 48

«Ποιον;»

«Είναι μια γυναίκα που ονομάζεται Μπιζέζα Ντουτ. Πρώην αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Μεγάλη ιστορία. Είναι ο λόγος για τον οποίο ήρθα σήμερα στο Λονδίνο· έχει ένα σπίτι εδώ, μα δεν βρήκα ούτε αυτήν ούτε την κόρη της. Αφότου έφτασα, ήρθαν στ' αφτιά μου κάποιες πληροφορίες πως ίσως βρίσκεται με ψεύτικο όνομα σε κάποιο αμερικανικό Κέντρο Διαχείμασης. Βέβαια, μπορεί στο μεταξύ να έχει φύγει από κει». Κοίταξε επίμονα την Μπέλα. «Με την άδειά σας, θ' αναζητήσω τα ίχνη της». Η Μπέλα πήρε μια βαθιά ανάσα.

«Έχω εξουσία να σου δώσω τέτοια άδεια;»

«Αν το επιθυμείτε», της απάντησε αόριστα.

«Ωραία, λοιπόν. Βρες την. Στείλε μου τα στοιχεία που θα συγκεντρώσεις. Αλλά μείνε μέσα στα πλαίσια του νόμου, ναύαρχε. Και να είσαι ευγενικός». Εκείνος μειδίασε.

«Είναι μέρος των υποχρεώσεών μου».

Η Μπέλα κατάλαβε ξαφνικά πως ο Πάξτον ήταν ευτυχισμένος. Περίμενε τούτην τη στιγμή, την περίμενε σε όλη τη διάρκεια της ξεθυμασμένης ζωής που είχε ζήσει μετά από κείνες τις ηρωικές μέρες στον Άρη, κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας. Πίστευε πως ο ουρανός θα ξανάπεφτε στα κεφάλια των ανθρώπων. Η Μπέλα συγκράτησε ένα ρίγος. Το μόνο που έλπιζε από μέρους της ήταν να μην προκαλέσει με τις πράξεις της κι άλλους θανάτους, όπως εκείνον του Τζέιμς Ντάφλοτ.

9. Φλόριντα

Η Μάιρα πήρε την Μπιζέζα από τη Μονάδα Διαχείμασης και την πήγε στη Φλόριντα. 49

Ταξίδεψαν μ' ένα αεροπλάνο, ογκώδες με κοντά φτερά. Πετούσε με τη βοήθεια ενός υπερηχητικού αεριωθούμενου πυραύλου. Η Μπιζέζα αισθανόταν ακόμη αδύναμη, αλλά, μια και κάποτε πετούσε με ελικόπτερα του στρατού, περιεργαζόταν με μεγάλο ενδιαφέρον τούτη την καινούργια γενιά ιπτάμενων σκαφών – καινούργια, βέβαια, για την ίδια, που μόλις είχε βγει από την κατάψυξη. Ένα σύντομο ταξίδι από την Αριζόνα μέχρι τη Φλόριντα δεν ήταν τίποτα· τούτο το ανθεκτικό σκάφος δείχνει την αξία του σε πολύ μεγαλύτερες πτήσεις, όταν του δίνεται η ευκαιρία να βγει εντελώς έξω από τη γήινη ατμόσφαιρα, σαν μεταλλικός σολομός που πηδάει έξω από το νερό. Τα μέτρα ασφαλείας ήταν τρομερά. Έπρεπε να υποστούν σωματική έρευνα και σκαναρίσματα ακόμα και στη διάρκεια της πτήσης. Αυτή η παράνοια ήταν κληροδότημα όχι μόνο της ηλιακής καταιγίδας, αλλά και γεγονότων κατά τα οποία αεροπλάνα και διαστημικά σκάφη χρησιμοποιήθηκαν ως καταστροφικά βλήματα, όπως εκείνο που είχε καταστρέψει τη Ρώμη δυο περίπου χρόνια πριν από την καταιγίδα.

Τα μέτρα ασφαλείας ήταν ένα πρόβλημα από την αρχή. Η Μπιζέζα είχε βγει από την κρυογονική δεξαμενή της χωρίς τα τελευταία τατουάζ αναγνώρισης. Μέσα στη Μονάδα Διαχείμασης υπήρχε και ένα γραφείο του Εφ Μπι Αι, το οποίο σκοπό είχε να ελέγχει τους ασθενείς σαν κι αυτήν, πρόσφυγες από κάπως πιο αθώους καιρούς, και να βεβαιώνεται πως δεν υπήρχε ανάμεσά τους κάποιος φυγόδικος που προσπαθούσε να δραπετεύσει μέσω του χρόνου. Η Μάιρα, όμως, ήρθε στο δωμάτιο της Μπιζέζα με μια ογκώδη συσκευή, με την οποία αποτύπωσε ένα τατουάζ στο πρόσωπο της μητέρας της, ενώ της έκανε και μια ένεση που της είπε ότι περιείχε κάποια γονιδιακή θεραπεία. Ύστερα βγήκαν κρυφά από μια είσοδο εμπορευμάτων, χωρίς καν να τους αντιληφθούν από το γραφείο του Εφ Μπι Αι. Από κείνη τη στιγμή περνούσαν άνετα κάθε έλεγχο. 50

Η Μπιζέζα ένιωθε μια ελαφριά ανησυχία. Με όποιους κι αν ήταν μπλεγμένη η Μάιρα, προφανώς αυτοί διέθεταν σημαντικές δυνατότητες. Όπως και να 'ναι, την εμπιστευόταν απόλυτα, έστω κι αν αυτή ήταν μια καινούργια παράξενη Μάιρα που είχε γεράσει και σκληρύνει ξαφνικά, ένα διαφορετικό πρόσωπο σε σχέση με την παλιά, με το οποίο ξεκινούσε επιφυλακτικά τη δημιουργία μιας νέας οχέσης. Για να λέμε την αλήθεια, δεν είχε και άλλη επιλογή. Κατέβηκαν στο Ορλάντο και πέρασαν τη νύχτα σ' ένα φτηνό τουριστικό ξενοδοχείο, στο κέντρο της πόλης.

Η Μπιζέζα ξαφνιάστηκε κάπως όταν είδε πως, παρ' όλους αυτούς τους περιορισμούς, οι άνθρωποι επέμεναν να ταξιδεύουν ανά τον κόσμο. Η Μάιρα της είπε πως ήταν κυρίως θέμα νοσταλγίας. Τα τελευταία συστήματα εικονικής πραγματικότητας, τα οποία επικοινωνούσαν κατευθείαν με το κεντρικό νευρικό σύστημα, ήταν δυνατόν να προσομοιώσουν ακόμα και την αίσθηση της κίνησης και της επιτάχυνσης. Μπορούσες αν ήθελες να κάνεις τον γύρο των δορυφόρων του Δία με τρενάκι του λούνα–παρκ. Ποιο θεματικό πάρκο ήταν δυνατόν να συναγωνιστεί κάτι τέτοιο; Όταν και οι τελευταίες γενιές που είχαν γεννηθεί πριν από την ηλιακή καταιγίδα θα έπαυαν να κυνηγούν τα παιδικά τους όνειρα και θα 'φευγαν από τη ζωή, ίσως τότε οι περισσότεροι άνθρωποι να έβγαιναν πια σπάνια από τα σπίτια–οχυρά που είχαν κατασκευάσει. Έφαγαν στο δωμάτιο, ήπιαν κρασί στο μίνι–μπαρ και κοιμήθηκαν άσχημα.

Το επόμενο πρωί ένα αυτοκίνητο δίχως οδηγό τις περίμενε έξω από το ξενοδοχείο. Είχε παράξενο και χοντροκομμένο σχήμα κι η Μπιζέζα δεν το 'χε ξαναδεί.

Χωμένες βαθιά στα καθίσματα απομακρύνθηκαν με μια ταχύτητα που έμοιαζε τρομακτική, ενώ τα υπόλοιπα οχήματα περνούσαν δίπλα τους σε απόσταση αναπνοής. Δεν την ενόχλησε καθόλου όταν τα παράθυρα πήραν ένα ασημί χρώμα 51

και η ίδια με την κόρη της άκουγαν μόνο κάτι σαν αχνό βουητό νιώθοντας ένα ανεπαίσθητο ταρακούνημα που τους έδειχνε πως έβγαιναν με μεγάλη ταχύτητα έξω από την πόλη. Όταν σταμάτησαν, οι πόρτες γλίστρησαν στο πλάι επιτρέποντας στο λαμπερό ηλιόφωτο να πλημμυρίσει το αυτοκίνητο. Η Μπιζέζα άκουσε κρωξίματα θαλασσοπουλιών και μύρισε την αλμύρα της θάλασσας.

«Έλα». Η Μάιρα βγήκε από το αυτοκίνητο και βοήθησε τη μητέρα της, που την ακολούθησε μουδιασμένα.

Ήταν Μάρτιος κι όμως η ζέστη χτυπούσε την Μπιζέζα στο κεφάλι. Υπήρχε μόνο μια έκταση ασφάλτου – δεν ήταν δρόμος ή χώρος στάθμευσης, αλλά έμοιαζε περισσότερο με διάδρομο απογείωσης που χανόταν στον ορίζοντα έχοντας δεξιά και αριστερά του σειρές οχυρών. Στο βάθος, τόσο μακριά που μόλις ξεχώριζαν, διέκρινε σκαλωσιές και γερανούς, μερικούς στο χρώμα της σκουριάς. Στα βόρεια – αν έκρινε από τον άνεμο που φυσούσε από τη μεριά της θάλασσας- είδε κάτι να λάμπει, ένα είδος γραμμής στον ουρανό, ελαφρά πλάγιας. Δυσκολευόταν να πει με σιγουριά τι τη δημιουργούσε – ίσως να ήταν οι εξατμίσεις κάποιου αεροπλάνου. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το πού βρισκόταν.

«Είμαστε στο ακρωτήριο Κανάβεραλ, έτσι δεν είναι;» Η Μάιρα χαμογέλασε πλατιά.

«Πού αλλού; Ξεχνάς πως μ' έφερες εδώ για τουρισμό όταν ήμουν μόλις έξι χρόνων;» «Περίμενα πως θα είχε αλλάξει κάπως από τότε. Η βόλτα που μ' έφερες αποδεικνύεται συναρπαστική, Μάιρα». «Τότε καλωσόρισες ξανά στο Κανάβεραλ».

Τις πλησίασε ένας νεαρός. Πίσω του τσουλούσε μια έξυπνη αποσκευή. Ο νέος άνδρας είχε τατουάζ αναγνώρισης και 52

ιδροκοπούσε μέσα σε μια φοδραρισμένη πορτοκαλιά φόρμα γεμάτη λογότυπα της ΝΑΣΑ. «Τι είσαι πάλι εσύ; Ξεναγός;»

«Γεια σου, Αλεξέι. Μη δίνεις σημασία στη μάνα μου. Μετά από δεκαεννιά χρόνια, φαίνεται πως κακοξύπνησε». Εκείνος της άπλωσε το χέρι.

«Αλεξέι Καρέλ. Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κυρία Ντουτ. Μάλλον σήμερα θα είμαι ο ξεναγός σας».

Η Μπιζέζα τον έκανε γύρω στα είκοσι πέντε με είκοσι έξι. Ήταν ένα όμορφο αγόρι με ειλικρινές βλέμμα και ξυρισμένο κεφάλι, απ' όπου είχαν αρχίσει να φυτρώνουν κοντές, πυκνές μαύρες τρίχες. Έδειχνε να νιώθει κάπως άβολα, λες και δεν ήταν συνηθισμένος στους εξωτερικούς χώρους. Η Μπιζέζα, αισθανόμενη σαν πρέσβειρα από το παρελθόν, ήθελε να κάνει καλή εντύπωση σ' εκείνο τον νεαρό που είχε μεγαλώσει μετά την ηλιακή καταιγίδα. Έσφιξε το ζεστό του χέρι. «Λέγε με Μπιζέζα».

«Δεν έχουμε πολύν καιρό στη διάθεσή μας». Έκανε μια στράκα με τα δάχτυλα και η βαλίτσα άνοιξε. Περιείχε δυο ακόμη πορτοκαλόχρωμες στολές, τακτικά διπλωμένες, καθώς και άλλο εξοπλισμό: κουβέρτες, μπουκάλια με νερό, πακέτα ξηρής τροφής, κάτι που έμοιαζε με συναρμολογούμενη χημική τουαλέτα, ένα σύστημα καθαρισμού του νερού, μάσκες οξυγόνου. Η Μπιζέζα κοίταξε όλα κείνα τα συμπράγκαλα με φόβο.

«Μοιάζουν με τον εξοπλισμό που παίρναμε μαζί μας όταν βγαίναμε για αποστολές στο Αφγανιστάν, θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι δεν είναι;» «Πράγματι». Ο Αλεξέι έβγαλε τις στολές από τη βαλίτσα. «Φορέστε τις, σας παρακαλώ. Αυτή η γωνιά των 53

εγκαταστάσεων δεν παρακολουθείται τόσο στενά, αλλά όσο πιο γρήγορα καμουφλαριστούμε, τόσο το καλύτερο». «Εδώ και τώρα;»

«Έλα, μαμά». Η Μάιρα ήδη κατέβαζε το φερμουάρ της μπλούζας της. Η Μπιζέζα φόρεσε πολύ εύκολα τη φόρμα, που έμοιαζε μπαίνει από μόνη της στη θέση της. Αναρωτήθηκε αν το ύφασμα διέθετε κάποια δική του περιορισμένη τεχνητή νοημοσύνη. Ο Αλεξέι της έδωσε μπότες, ενώ σε μια τσέπη ανακάλυψε γάντια κι ένα είδος στρατιωτικής κουκούλας. Μόλις φόρεσε τη στολή, άρχισε να ζεσταίνεται κάτω από τον ήλιο της Φλόριντα. Προφανώς θα πήγαιναν κάπου όπου η θερμοκρασία θα ήταν πολύ χαμηλότερη.

Η Μάιρα έχωσε τα ρούχα της σ' ένα μικρό σακίδιο που έβγαλε από το αυτοκίνητο, το οποίο περιείχε επίσης μερικά εσώρουχα και καλλυντικά. Πέταξε το σακίδιο μέσα στη βαλίτσα, που έκλεισε από μόνη της. Ύστερα χάιδεψε το αυτοκίνητο που, άδειο πια έκλείσε αυτόματα τις πόρτες του κι έφυγε. «Έτοιμες;» τις ρώτησε ο Αλεξέι χαμογελώντας. «Όσο γίνεται», του απάντησε η Μάιρα.

Ο Αλεξέι έκανε ξανά στράκα με τα δάχτυλά του. Η άσφαλτος κάτω από τα πόδια της Μπιζέζα σείστηκε.

Ένα μεγάλο κομμάτι της χαμήλωσε γρήγορα προς τα κάτω παίρνοντάς τους μαζί με τη βαλίτσα μέσα στο σκοτάδι. Κάποιο μεταλλικό καπάκι έκλεισε από πάνω τους με θόρυβο. «Γαμώ το», είπε η Μπιζέζα.

«Συγνώμη, αλλά προορίζεται για φορτία και όχι για ανθρώπους». Λάμπες φθορισμού άναψαν, αποκαλύπτοντας τους ένα διάδρομο. 54

10. Συγκρότημα Εκτοξεύσεων 39 Ο Αλεξέι τους οδήγησε σ' ένα ανοιχτό όχημα, που έμοιαζε λίγο μ' εκείνα που μεταφέρουν τους παίκτες του γκολφ. Επιβιβάστηκαν. Η Μπιζέζα ένιωθε ογκώδης και αδέξια μέσα στη στολή της. Ακόμα και η βαλίτσα φάνταζε πιο χαριτωμένη από την ίδια.

Το όχημα άρχισε να κινείται μαλακά μέσα στη σήραγγα, που ήταν μακριά, άτσαλα φτιαγμένη και εκτεινόταν μέσα στο σκοτάδι, αμυδρά μόνο φωτισμένη από λάμπες φθορισμού. Μύριζε μούχλα, μα τουλάχιστον έκανε λίγο περισσότερη δροσιά από την επιφάνεια.

Πρόκειται για διάδρομο μεταφοράς φορτίων», είπε ο Αλεξέι. «Δεν είναι προορισμένος για επιβάτες». Μας κρατά όμως μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα», είπε η Μπιζέζα. Το 'πιασες. Είναι λίγο μακριά, αλλά θα φτάσουμε πριν προλάβεις να το καταλάβεις».

Η Μπιζέζα σκέφτηκε πως η προφορά του νεαρού ήταν βασικά αμερικάνικη, μα είχε και μια ανεπαίσθητη γαλλική χροιά έτσι όπως πρόφερε τα μακρά φωνήεντα και τα ρω. «Πού πάμε;»

Ήσουν κοιμισμένη καθ' όλη τη διάρκεια της αναδόμησης, έτσι δεν είναι; Πηγαίνουμε στο Σ.Ε. 39». Αμυδρές αναμνήσεις ήρθαν στο μυαλό της Μπιζέζα.

Συγκρότημα Εκτοξεύσεων 39. Εκεί απ' όπου εκτόξευαν τα διαστημόπλοια του προγράμματος Απόλλων». «Ναι, σωστά· και αργότερα τα διαστημικά λεωφορεία».

«Τώρα όμως χρησιμοποιείται για κάτι εντελώς διαφορετικό», είπε η Μάιρα. «θα δεις». 55

«Ασφαλώς κι έπρεπε να χρησιμοποιήσουν το Σ.Ε. 39», είπε ο Αλεξέι. «Όπως ήταν σωστό που επέλεξαν και το Κανάβεραλ. Θέλω να πω, είναι το κατάλληλο μέρος, ειδικά τώρα που έχουν νικηθεί οι τυφώνες. Υπάρχουν, βέβαια, καλύτερα μέρη, πιο κοντά στον Ισημερινό, μα έπρεπε να το κάνουν εδώ. Η ειρωνεία είναι πως για να εκτοξεύουν τους σύγχρονους Κρόνους, που βάζουν σε τροχιά τα νέα διαστημόπλοια τύπου Απόλλων, έπρεπε να φτιάξουν μια εντελώς καινούργια εξέδρα». Η Μπιζέζα δεν καταλάβαινε για τι πράγμα μιλούσαν. Για ποιο λόγο είπε ο Αλεξέι πως χρησιμοποιούσαν την εξέδρα; «Καρέλ... Από πού το ξέρω αυτό το όνομα;»

«Μπορεί να είχες γνωρίσει τον πατέρα μου, τον Μπιλ Καρέλ. Ήταν συνεργάτης της καθηγήτριας Σιόμπαν ΜακΓκόραν».

Είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που η Μπιζέζα άκουσε για τελευταία φορά εκείνο το όνομα. Η Σιόμπαν ήταν Βασιλική Αστρονόμος της Βρετανίας τον καιρό της ηλιακής καταιγίδας κι έπαιζε σημαντικό ρόλο στην αντίδραση της ανθρωπότητας απέναντι στην κρίση, καθώς επίσης και στο πεπρωμένο της ίδιας της Μπιζέζα. «Ο πατέρας μου εργάστηκε μαζί της ως μεταπτυχιακός φοιτητής πάνω σε ζητήματα πεμπτουσίας». «Πάνω σε τι;.. Τέλος πάντων».

«Αυτά έγιναν πριν από την ηλιακή καταιγίδα. Τώρα πια ο πατέρας μου είναι και ο ίδιος καθηγητής». Το όχημα ελάττωσε ταχύτητα. «Εδώ κατεβαίνουμε». Πήδηξε επιδέξια από το όχημα πριν αυτό προλάβει να σταματήσει. Οι γυναίκες και η βαλίτσα ακολούθησαν λίγο πιο προσεκτικά.

Συγκεντρώθηκαν πάνω σε μια εξέδρα από άσφαλτο. Κάποιο καπάκι άνοιξε από πάνω τους με μεταλλικό κρότο, αποκαλύπτοντας ένα κομμάτι γαλάζιου ουρανού. «Δεν πρόκειται να μας σταματήσει κανείς στην επιφάνεια», είπε ο Αλεξέι. «Αν όμως συμβεί κάτι τέτοιο, αφήστε εμένα να 56

μιλήσω. Και τώρα κρατηθείτε». Έκανε έναν κρότο με τα δάχτυλά του.

Η επιφάνεια κάτω απ' τα πόδια τους μετατράπηκε σε ανελκυστήρα, ο οποίος εκτινάχθηκε προς τα πάνω με μια ταχύτητα που έκανε την Μπιζέζα να χάσει λίγο την ισορροπία της.

Βγήκαν στο φως του ήλιου. Ο Αλεξέι, ο οποίος έδειχνε να νιώθει πολύ πιο άνετα μέσα στη γη, μόρφασε μόλις βρέθηκαν κάτω από τον ουρανό.

Η Μπιζέζα κοίταξε γύρω της, προσπαθώντας να προσανατολιστεί. Βρίσκονταν σ' έναν οδικό κόμβο με δρόμους που ξεδιπλώνονταν πάνω στην παραλιακή πεδιάδα του Κανάβεραλ, γεμάτους με φάλαγγες αυτοκινήτων, κυρίως φορτηγών. Υπήρχε ακόμα κάτι σαν μονή σιδηροτροχιά, πάνω στην οποία έτρεχε ένα τρένο με στρογγυλά βαγόνια, γυαλιστερά και φουτουριστικά. Όλα τα οχήματα συνέρρεαν στο ίδιο μέρος.

Μπροστά της υπήρχε μια πελώρια σκουριασμένη εξέδρα που της θύμιζε κατά έναν περίεργο τρόπο θαλάσσια εξέδρα άντλησης πετρελαίου, αλλά ξεβρασμένη στη στεριά, τοποθετημένη πάνω σε γιγάντιες ερπύστριες. Το χονδροειδές μεταλλικό περίβλημα του κατασκευάσματος είχε αποτυπωμένα πάνω του πολλά λογότυπα, μα κυρίως αυτό που έλεγε Κοινοπραξία Ουράνιου Ανελκυστήρα, μια ονομασία που κάτι της θύμιζε αμυδρά. Εκεί κοντά ήταν στημένες κι άλλες παράξενες κατασκευές, κοντόχοντροι σωλήνες που έστεκαν όρθιοι πάνω σε κινητά βάθρα, σαν κανόνια τα οποία σημάδευαν τον χλομό γαλανό ουρανό. «Αυτή η εξέδρα μοιάζει μ' εκείνα τα παλιά οχήματα που μετέφεραν τους πυραύλους Κρόνος και τα διαστημικά λεωφορεία στο σημείο εκτόξευσης».

«Αυτό ακριβώς είναι», είπε ο Αλεξέι. «Μια κινητή εξέδρα εκτόξευσης που επαναχρησιμοποιείται». 57

«Και αυτά εκεί τα κανόνια; Είναι όπλα;» «Όχι», είπε ο Αλεξέι. «Δίνουν ενέργεια». «Σε τι;»

«Τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ από τότε που έπεσες σε ύπνο, μαμά», είπε η Μάιρα ευγενικά. «Για κοίτα προς τα πάνω».

Στην κορυφή του πελώριου ερπυστριοφόρου υπήρχε κάτι που έμοιαζε με μικρό εργοστάσιο, όπου μηχανές με απίθανες όψεις κυλούσαν εδώ κι εκεί σ' ένα είδος χορογραφίας. Σε γενικές γραμμές έμοιαζαν να είναι φορτηγά αυτοκίνητα, αλλά είχαν πτερύγια με ηλιακούς συσσωρευτές στα πλαϊνά τους, ενώ στις οροφές τους υπήρχαν μηχανισμοί τροχαλιών που τα έκαναν να μοιάζουν με παραπεταμένα βαγόνια τελεφερίκ. Πάνω στα περιβλήματά τους είχαν το λογότυπο του Ουράνιου Ανελκυστήρα. Οι παράξενες αυτές μηχανές ήταν παρατεταγμένες μπροστά σε ένα είδος ιμάντα που άστραφτε με ασημένιο χρώμα και δεν έδειχνε φαρδύτερος από την παλάμη της Μπιζέζα. Ο ιμάντας ξεκινούσε από την εξέδρα κι ανέβαινε στον ουρανό. Κάθε φορτηγό που τον πλησίαζε, ενεργοποιούσε τον μηχανισμό της τροχαλίας στην οροφή του, προσαρμοζόταν στον ιμάντα και απομακρυνόταν γρήγορα από το έδαφος.

Η Μπιζέζα πισωπάτησε και κοίταξε ψηλά, προσπαθώντας να δει πού κατέληγε ο ιμάντας. Συνεχιζόταν προς τα πάνω και η Μπιζέζα μπορούσε να δει τα φορτηγά ν' ανεβαίνουν σαν χάντρες περασμένες σε κλωστή. Από χαμηλά, ο ιμάντας φαινόταν να στενεύει όσο απομακρυνόταν από το έδαφος, μέχρι που γινόταν ένα αστραφτερό νήμα με ελαφριά κλίση από τη νοητή κάθετο, μια γρατσουνιά χαραγμένη στον ουρανό. Έγειρε το κεφάλι της ακόμα πιο πίσω, αναζητώντας αυτό που κρατούσε τον ιμάντα στη θέση του. Δεν τον κρατούσε τίποτα.

«Δεν το πιστεύω», είπε. «Ένας διαστημικός ανελκυστήρας». 58

Ο Αλεξέι έδειξε να ενδιαφέρεται για τις αντιδράσεις της.

«Τον αποκαλούμε Σκάλα του Ιακώβ. Στα 2069 αποτελεί ένα καθημερινό θαύμα. Καλωσόρισες στο μέλλον, Μπιζέζα. Έλα, είναι ώρα να ταξιδέψουμε κι εμείς. Είσαι έτοιμη για μια μικρή ανάβαση;» Έπρεπε ν' ανεβούν σκουριασμένα σκαλιά, κολλημένα στο πλάι της κινητής εξέδρας. Η Μπιζέζα, αδύναμη από την πολύχρονη νάρκη της και χωμένη μέσα στη στολή, δυσκολεύτηκε. Οι άλλοι τη φρόντισαν, ο Αλεξέι πηγαίνοντας μπροστά και η Μάιρα πίσω της. Μόλις έφτασαν στην επιφάνεια της εξέδρας, της έδωσαν μερικές στιγμές για να ξελαχανιάσει. Τα φορτηγά συνέχιζαν να κινούνται μπρος–πίσω με τον ομοιόμορφο τρόπο τους, ενώ οι μηχανές τους βούιζαν σιγανά. Η Μπιζέζα προσπάθησε να πει κάτι έξυπνο από αμηχανία. «Γιατί χρησιμοποιούν ερπυστριοφόρο;»

«Είναι προτιμότερο να διατηρείς τη βάση του ανελκυστήρα κινητή», είπε ο Αλεξέι. «Οι περισσότεροι ανελκυστήρες, βέβαια, έχουν τη βάση τους σε θαλάσσιες εγκαταστάσεις – επαναχρησιμοποιημένες εξέδρες άντλησης πετρελαίου και τα παρόμοια– όπως ο Μπαντάρα, ο πρώτος απ' όλους». «Μπαντάρα;»

«Ο αυστραλέζικος ανελκυστήρας έξω από το Περθ. Τώρα πια τον αποκαλούν Μπαντάρα. Πήρε το όνομα του από έναν μύθο των Αβοριγίνων σχετικά με το Δέντρο του Κόσμου».

«Γιατί πρέπει η βάση να είναι κινητή; Για την περίπτωση τυφώνα;» «Ναι, αν και, όπως είπα, έχουμε απαλλαγεί πια από τους τυφώνες». Έριξε μια λοξή ματιά στον ουρανό. «Εκεί πάνω, όμως, υπάρχουν κι άλλοι κίνδυνοι. Απαρχαιωμένοι δορυφόροι σε χαμηλή τροχιά. Ακόμα και αστεροειδείς που πλησιάζουν 59

υπερβολικά τη Γη. Αυτό το πράγμα ανεβαίνει πολύ ψηλά, Μπιζέζα, και αντιμετωπίζει πολλούς κινδύνους στον δρόμο του. Είσαι έτοιμη να συνεχίσουμε;»

Τους οδήγησε σ' ένα από τα φορτηγά. Το ονόμαζε «αράχνη». Είχε πτερύγια ηλιακών συσσωρευτών διπλωμένα στα πλαϊνά του και τον περίπλοκο μηχανισμό τροχαλιών στην οροφή. Το διαφανές σασί του ήταν φορτωμένο με κάποιου είδους φορτίο σε παλέτες και κουτιά. Η «αράχνη» κινιόταν ακόμα πιο αργά κι από το βήμα ενός ανθρώπου, ακολουθώντας στη σειρά άλλα πανομοιότυπα οχήματα, που διέφεραν μόνο στον αριθμό που ήταν αποτυπωμένος στο περίβλημά τους. Οι «αράχνες» πλησίαζαν τον ιμάντα σύμφωνα μ' ένα περίπλοκο σπειροειδές σύστημα αναμονής. Ο Αλεξέι περπάτησε πλάι στην «αράχνη». Έβγαλε από την τσέπη του έναν πλαστικό δίσκο σε μέγεθος μπάλας του χόκεϊ και τον κόλλησε πάνω στο περίβλημά της. «Ένα λεπτό, να σπάσει τα πρωτόκολλα επικοινωνίας και να δημιουργηθεί επαφή...» Μ' ένα απότομο άλμα πήδηξε πάνω στην οροφή της «αράχνης» και κόλλησε άλλον ένα δίσκο στον μηχανισμό της τροχαλίας. Μέχρι να βρεθεί ξανά στο έδαφος, μια διαφανής πόρτα είχε τραβηχτεί στο πλάι, κάνοντάς τον να χαμογελάσει με ικανοποίηση. «Μπαίνουμε. Μάιρα, με βοηθάς λιγάκι;» Πήδηξε εύκολα μέσα στο όχημα και άρχισε να πετάει αδιάφορα το φορτίο έξω. Η Μάιρα τον βοήθησε, παραμερίζοντας κουτιά.

«Έτσι, για να καταλάβω», είπε η Μπιζέζα με αβεβαιότητα, «αυτό που κάνουμε κανονικά απαγορεύεται, σωστά; Μπαίνουμε λαθρεπιβάτες σ' ένα φορτηγό όχημα». «Είναι φτιαγμένο και γι' ανθρώπους», είπε ο Αλεξέι με σιγουριά. «Το εσωτερικό του διαθέτει κανονική ατμοσφαιρική πίεση, όπως επίσης και προστασία από την ακτινοβολία, κάτι που θα χρειαστούμε· θα περάσουμε αρκετόν χρόνο μέσα στις ζώνες Βαν Άλεν. Αλλά με τον εξοπλισμό που έχω φέρει, δεν θα 60

πάθουμε τίποτα. Σκέφτηκα πως θα ήταν καλύτερα να σε βγάζαμε έξω από τον πλανήτη όσο το δυνατόν γρηγορότερα, Μπιζέζα». «Γιατί; Μάιρα, σε καταζητούν; Μήπως καταζητούν εμένα;» «Κατά κάποιον τρόπο», της απάντησε η Μάιρα.

«Ας προχωρήσουμε», είπε ο Αλεξέι. «Κοντεύουμε να φτάσουμε στον ιμάντα».

Μόλις άνοιξαν χώρο, ο Αλεξέι κάλεσε τη βαλίτσα του. Εκείνη άπλωσε μικρά υδραυλικά πόδια και πήδηξε χωρίς δυσκολία στο εσωτερικό της «αράχνης». Ακολούθησε η Μάιρα, ώσπου τελικά μόνο η Μπιζέζα έμεινε να περπατά δίπλα στο αργοκίνητο όχημα. Η Μάιρα άπλωσε το χέρι της.

«Έλα, μαμά. Δεν είναι δύσκολο».

Η Μπιζέζα έβλεπε πέρα από τη ζούγκλα των «αραχνών», στο γαλάζιο ουρανό του Κανάβεραλ, τους μακρινούς γερανούς. Είχε ένα παράξενο προαίσθημα πως ίσως δεν θα ξαναγύριζε ποτέ εδώ. Ίσως να μην ξαναπατούσε καν το πόδι της στη Γη. Πήρε μια βαθιά ανάσα· ακόμα και μέσ' από τις οσμές του πετρελαίου και του ηλεκτρισμού, μπορούσε να μυρίσει την αλμύρα της θάλασσας. Ύστερα πάτησε αποφασιστικά στις ερπύστριες κι από κει βρέθηκε με δυο βήματα μέσα στο όχημα. Η Μάιρα τη δέχτηκε σφίγγοντάς την στην αγκαλιά της.

Το εσωτερικό του οχήματος ήταν γυμνό, καθώς δεν ήταν προορισμένο παρά μόνο για περιστασιακή χρήση από ανθρώπους. Υπήρχε μια κουπαστή στο ύψος της μέσης και μικρά πτυσσόμενα καθίσματα, χωμένα στους τοίχους. Η θέα έξω από το περίβλημα εμποδιζόταν από τα μεγάλα διπλωμένα φτερά με τους ηλιακούς συσσωρευτές. 61

Ο Αλεξέι έπιασε δουλειά. Άπλωσε μια μαλακή οθόνη πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα του οχήματος, πληκτρολόγησε κάτι και η πόρτα έκλεισε. «Έτσι μπράβο». Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τίποτα δεν είναι σαν τον κονσερβαρισμένο αέρα», είπε. Φαινόταν ανακουφισμένος που είχε κλειστεί στο όχημα. «Είσαι διαστημάνθρωπος;» τον ρώτησε η Μπιζέζα.

«Όχι με την αυστηρή έννοια του όρου. Γεννήθηκα στη Γη, αλλά έχω ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου μακριά από τον πλανήτη. Μάλλον έχω συνηθίσει σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Εκεί έξω, στην άγρια φύση, τα πράγματα είναι λίγο... φασαριόζικα». Σήκωσε το χέρι του και ξεκόλλησε το τατουάζ από το πρόσωπό του. Η Μπιζέζα άγγιξε το μάγουλό της για ν' ανακαλύψει πως και το δικό της τατουάζ μπορούσε να ξεκολλήσει σαν ξεραμένο κερί. Το έχωσε σε μια τσέπη της στολής της.

Ο Αλεξέι τους σύστησε να καθίσουν. Η Μπιζέζα ξεδίπλωσε ένα κάθισμα, κάθισε κι έδεσε γύρω από τη μέση της την πλαστική ζώνη ασφαλείας που βρήκε εκεί. Η Μάιρα τη μιμήθηκε, δείχνοντας ταραγμένη. Οι μπροστινές «αράχνες» είχαν ήδη φύγει αποκαλύπτοντας τον ιμάντα, μια εντελώς κάθετη ασημένια γραμμή. «Αυτό που πρόκειται να συμβεί», είπε ο Αλεξέι, «είναι πως η "αράχνη" μας θα γαντζωθεί από τον ιμάντα με το σύστημα που υπάρχει πάνω από τα κεφάλια μας. Εντάξει; Μόλις γραπωθεί, θ' αρχίσει ν' ανεβαίνει, θα νιώσετε κάποια επιτάχυνση». «Πόση;»

«Μισό G περίπου. Και μόνο για δέκα δευτερόλεπτα. Μετά απ' αυτό, μόλις αποκτήσουμε την τελική μας ταχύτητα, θ' αρχίσουμε ν' ανεβαίνουμε ομαλά». «Και ποια θα είναι η τελική ταχύτητα;» 62

«Κάπου διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. Ο ιμάντας, βέβαια, έχει δυνατότητα για διπλάσια ταχύτητα. Έχω εξουδετερώσει την ασφάλεια ταχύτητας για την περίπτωση που θα χρειαστεί να κινηθούμε γρηγορότερα». «Ας ελπίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί», είπε η Μπιζέζα ξερά.

Η Μάιρα έχωσε το χέρι της μέσα στη χούφτα της μητέρας της.

«Θυμάσαι όταν πήγαμε στα εγκαίνια του αυστραλέζικου ανελκυστήρα; Ήταν λίγο μετά την ηλιακή καταιγίδα. Ήμουν δεκαοχτώ χρόνων νομίζω. Εκεί γνώρισα και τον Γιουτζίν. Τώρα υπάρχουν ανελκυστήρες σε ολόκληρο τον κόσμο».

«Ήταν μια συναρπαστική ημέρα. Όπως κι αυτή εδώ». Η Μάιρα της έσφιξε το χέρι.

«Χαίρεσαι που σε ξύπνησα;»

«Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου», είπε. Μα το χαμόγελό της ήταν έντονο. Ποιος μπορούσε να πει όχι σ' ένα τέτοιο ταξίδι; Ο Αλεξέι παρακολουθούσε τις αντιδράσεις τους μ' ένα αίσθημα αβεβαιότητας.

Πλησίαζαν τον ιμάντα. Πάνω από τα κεφάλια τους το σύστημα της τροχαλίας ξεδιπλώθηκε μ' έναν ασταθή κρότο. Ο ιμάντας ήταν πραγματικά στενός, με πλάτος όχι μεγαλύτερο από τέσσερα ή πέντε εκατοστά. Φαινόταν αδύνατον να μπορεί να κρατήσει το βάρος εκείνου του οχήματος, πόσω μάλλον των εκατοντάδων άλλων –ή χιλιάδων;– όμοιων του. Η «αράχνη», όμως, σύρθηκε μπροστά χωρίς δισταγμό. Το σύστημα προσκόλλησης ανασηκώθηκε, έκλεισε γύρω από τον ιμάντα και, μ' ένα τίναγμα σαν γροθιά στην κοιλιά, η «αράχνη» σηκώθηκε στον αέρα.

11. Ιμάντας

Άφησαν πίσω τους το πεδίο με τις «αράχνες» και άρχισαν να ανεβαίνουν μέσα στο λαμπερό ηλιόφωτο. Κοιτάζοντας ψηλά, η 63

Μπιζέζα είδε τον ιμάντα να χάνεται στον ασυννέφιαστο ουρανό, κουβαλώντας μαζί του το αστραφτερό περιδέραιο των άλλων «αραχνών» που προηγούνταν της δικής τους με κατεύθυνση το άγνωστο.

Όταν κοίταξε λοξά κάτω, πέρα από το εμπόδιο των ηλιακών συσσωρευτών, είδε το έδαφος να φεύγει και μπροστά της ν' ανοίγεται μια εκπληκτική θέα του ακρωτηρίου. Σκίασε τα μάτια της για να τα προστατέψει από τον ήλιο. Διέκρινε γερανούς, οχυρά και ίσιους ορόμους που τους είχαν διασχίσει γενιές αστροναυτών. Κάτι σαν διαστημικό αεροπλάνο παρέμενε σ' έναν διάδρομο, μοιάζοντας με ασπρόμαυρο έντομο. Λίγο πιο πέρα μια «λευκή βελόνα» ακουμπούσε όρθια πάνω σε μια σκουριασμένη σκαλωσιά. Θα πρέπει να ήταν ο πύραυλος Κρόνος 5, και ίσως να μετέφερε ένα αντίγραφο ιου Απόλλωνα 10, του προπάτορα των προσεληνώσεων, οι οποίες έκλειναν ηλικία σχεδόν ενός αιώνα. Αλλά είχαν ήδη φτάσει ψηλότερα από την αιχμή του πυραύλου, ψηλότερα από το σημείο απ' όπου οι αστροναύτες έμπαιναν στα διαστημόπλοιά τους ανεβαίνοντας στους γερανούς. Η ανάβαση ήταν γρήγορη και συνεχιζόταν. Σύντομα μπορούσαν να αντικρίσουν την παραλία σε απόσταση χιλιομέτρων. Το ακρωτήριο Κανάβεραλ έμοιαζε περισσότερο με θάλασσα παρά με στεριά, ένα ξύσμα γης πάνω στο ασημένιο τομάρι του μεγάλου ωκεανού που ανοιγόταν προς τ' ανατολικά. Η Μπιζέζα έβλεπε αυτοκίνητα και φορτηγά παρκαρισμένα στους δρόμους, δίπλα στη θάλασσα. Μικροσκοπικές αμερικανικές σημαίες ανέμιζαν ψηλά στις κεραίες τους. «Κάποιοι έρχονται ακόμα για να παρακολουθήσουν τις εκτοξεύσεις», είπε ο Αλεξέι χαμογελώντας. «Μου έχουν πει πως όταν υψώνονται οι πύραυλοι τύπου Κρόνος, το θέαμα είναι πολύ εντυπωσιακό. Μα η Σκάλα με τον δικό της τρόπο είναι ακόμα πιο εντυπωσιακή...» Το όχημα τραντάχτηκε απότομα. 64

«Συγνώμη γι' αυτό», είπε ο Αλεξέι. «Τέλος της επιτάχυνσης». Πάτησε κάποια σημεία της μαλακής οθόνης του και ένα κομμάτι της φωτίστηκε παρουσιάζοντας στοιχεία όπως υψόμετρο, ταχύτητα, ατμοσφαιρική πίεση και χρόνο. «Τριακόσια μέτρα ύψος, μέγιστη ταχύτητα κι από δω και πάνω η βόλτα θα είναι πολύ πιο άνετη». Το έδαφος απομακρυνόταν και το ιστορικό Κανάβεραλ μετατρεπόταν ήδη σε απλό σημείο του χάρτη. Ένα λεπτό αργότερα, σε ύψος τεσσάρων χιλιομέτρων, ο κόσμος άρχισε ήδη να στρογγυλεύει και ο ορίζοντας του Ατλαντικού μετατράπηκε σε αχανές τόξο. Μ' έναν κρότο τα μεγάλα φτερά με τις ηλιακές κυψέλες ξεδιπλώθηκαν.

«Δεν καταλαβαίνω», είπε η Μπιζέζα. «Αυτά προορίζονται να παρέχουν ενέργεια; Μα οι ηλιακοί συσσωρευτές φαίνεται να είναι από την κάτω μεριά». «Αυτή είναι η έμπνευση», είπε ο Αλεξέι. «Η "αράχνη" φορτίζεται μέσω λέιζερ που βρίσκονται στο έδαφος». «Τα είδες, μαμά», είπε η Μάιρα.

«Έχετε, λοιπόν, την ενεργειακή σας πηγή στο έδαφος. Ωραία. Πόσο θα κρατήσει το ταξίδι;»

«Μιλάμε για τον χώρο πέρα από τη γεωστατική τροχιά; Μέχρι το σημείο αποκόλλησης; Γύρω στις δώδεκα μέρες», της απάντησε ο Αλεξέι.

«Δώδεκα μέρες μέσα σ' αυτό το κουτί;» Επίσης, στην Μπιζέζα δεν άρεσε καθόλου η λέξη αποκόλληση. «Το όχημα αυτό είναι μεγάλο, μαμά», είπε η Μάιρα, μα φάνηκε πως αυτού του είδους τα ταξίδια ήταν και για την ίδια κάτι καινούργιο, με αποτέλεσμα να μη δείχνει πολύ σίγουρη για τα λεγόμενά της.

Μετά από λίγα λεπτά βρίσκονταν σε ύψος οκτώ χιλιομέτρων, ήδη ψηλότερα απ' όσο έφταναν τα περισσότερα αεροπλάνα. 65

Ακούστηκε κάποιος κρότος και ακολούθησε ένα ανεπαίσθητο ταρακούνημα. Ο μηχανισμός προσκόλλησης μετακινήθηκε πάνω από τα κεφάλια τους με ανησυχητικό τρόπο, βάζοντας στο παιχνίδι μια διαφορετική σειρά από τροχούς και ράγες. Ξαφνικά το ίδιο το σχήμα του ιμάντα άλλαξε κι από στενή λωρίδα περίπου όσο η παλάμη της Μπιζέζα πήρε το πλάτος μιας ανοιχτής εφημερίδας. Παρουσίαζε έντονη καμπύλωση. Η «αράχνη» τους τώρα ήταν γαντζωμένη στο ένα από τα εξωτερικά άκρα του ιμάντα.

«Αυτό είναι το κανονικό μέγεθος του ιμάντα», είπε ο Αλεξέι, «για το μεγαλύτερο μέρος της απόστασης μέχρι την τροχιά. Είναι πιο στενός στα κατώτερα στρώματα της ατμόσφαιρας εξαιτίας των απειλών εκεί κάτω. Βέβαια, σήμερα τις περισσότερες φορές μπορούμε να ελέγχουμε την κακοκαιρία. Τα χειρότερα προβλήματα για τον ιμάντα έρχονται όταν εκτοξεύεται κάποιος από τους πυραύλους Κρόνος. Τότε ολόκληρη η αναθεματισμένη γη τρέμει, και μπορώ να σας πω ότι υπάρχουν πολλά παράπονα σχετικά μ' αυτό». Δέκα χιλιόμετρα, δώδεκα, δεκαπέντε· η απόσταση απλά ξεδιπλωνόταν. Η καμπύλη της Γης έγινε πιο έντονη και ο ουρανός πάνω από το κεφάλι της Μπιζέζα άρχισε να παίρνει πιο σκούρο μπλε χρώμα. Συνειδητοποίησε πως είχαν ήδη αφήσει πίσω τους το μεγαλύτερο μέρος της ατμόσφαιρας.

Μια άλλη απότομη αλλαγή ήρθε όταν ο ιμάντας έγινε χρυσαφής. Ο Αλεξέι τους εξήγησε πως αυτό οφειλόταν σε μια επικάλυψη που σκοπό είχε να τον προστατέψει από τη διάβρωση, την οποία προκαλούσε σε μεγάλο υψόμετρο το ατομικό οξυγόνο, ένα ιονισμένο αέριο της αραιής ανώτερης ατμόσφαιρας της Γης. Συνέχισαν να παίρνουν ύψος.

«Ας βολευτούμε, λοιπόν». Ο Αλεξέι έδωσε εντολή στη βαλίτσα του ν' ανοίξει. «Η πίεση του αέρα θα πέσει στα διαστημικά ποσοστά της – χαμηλή, το ένα τρίτο της ατμοσφαιρικής, αλλά 66

με υψηλή περιεκτικότητα σε οξυγόνο. Έχω φέρει μάσκες οξυγόνου». Τις έδειξε, μαζί με μια σειρά από μπουκάλες, «θα κάνει κρύο. Οι στολές σας θα πρέπει κανονικά να σας κρατούν ζεστές, αλλά έχω φέρει και θερμαινόμενες κουβέρτες». Ψαχούλεψε μέσα στη βαλίτσα του. «Θα μείνουμε αρκετόν καιρό εδώ μέσα. Έχω πτυσσόμενα ράντσα και καρέκλες. Ακόμα κι ένα λεπτό αντίσκηνο, σε περίπτωση που δεν θέλετε να κοιμηθείτε, σαν να λέμε, κάτω απ' τα αστέρια. Έχω συσκευές για να ζεσταίνουμε φαγητό και ροφήματα. Βέβαια, το νερό μας θα πρέπει να το ανακυκλώνουμε, αλλά διαθέτουμε ένα καλό σύστημα επεξεργασίας». «Δεν υπάρχουν διαστημικές στολές;» ρώτησε η Μπιζέζα. «Δεν θα τις χρειαστούμε, εκτός κι αν κάτι πάει στραβά». «Κι αν πάει;»

Την κοίταξε επίμονα σαν να ήθελε να μετρήσει την ψυχραιμία της·

«Η δεύτερη χειρότερη περίπτωση είναι να κολλήσουμε πάνω στον ιμάντα. Υπάρχει μια ολόκληρη σειρά μηχανισμών ασφαλείας για να μας κρατήσουν ζωντανούς μέχρι να φτάσει ένα συνεργείο διάσωσης με μια άλλη "αράχνη". Ακόμα κι αν χάσουμε την πίεση μέσα στο όχημα, έχουμε φούσκες επιβίωσης. Μπάλες χάμστερ. Δεν προσφέρουν άνεση, μα είναι πρακτικές». Μπάλες χάμστερ; Η Μπιζέζα ευχόταν με όλη της την ψυχή να μη φτάσουν σ' αυτό το σημείο. «Και η πρώτη χειρότερη περίπτωση;»

«Να ξεκολλήσουμε εντελώς από τον ιμάντα. Αντιλαμβάνεσαι πως από ένα συγκεκριμένο σημείο και πάνω ο ανελκυστήρας μπαίνει σε γεωστατική τροχιά, δηλαδή μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες ακριβώς περιστρέφεται γύρω από τη Γη. Αυτό είναι και το μόνο ύψος στο οποίο βρίσκεται σε τροχιά, αν θέλουμε να μιλάμε με αυστηρούς όρους Φυσικής. Κάτω από αυτό το 67

σημείο κινούμαστε υπερβολικά αργά για να μπούμε σε τροχιά, και πάνω απ' αυτό, υπερβολικά γρήγορα». «Αν η "αράχνη" ξεκολλούσε...»

«Κάτω από τη γεωστατική τροχιά, θα πέφταμε πίσω στη Γη». Χτύπησε με τις αρθρώσεις των δαχτύλων του το διαφανές κέλυφος. «Μπορεί να μην του φαίνεται, αλλά είναι σχεδιασμένο για να γλιτώσει σε περίπτωση επαναφοράς στην ατμόσφαιρα με αργή ταχύτητα». «Και μετά τη γεωστατική; Θα απομακρυνθούμε από τη Γη, έτσι δεν είναι;» Της έκλεισε το μάτι.

«Ναι, έτσι θα γίνει. Αλλά μην ανησυχείς γι' αυτό». Σήκωσε ένα παγούρι, «θέλει καμιά σας καφέ;» Η Μάιρα γρύλισε.

«Ίσως πρώτα θα 'πρεπε να συναρμολογήσουμε την περίεργη τουαλέτα σου». «Καλή σκέψη».

Όσο ασχολούνταν με τη χημική τουαλέτα, η Μπιζέζα κοιτούσε έξω από το παράθυρο.

Ανεβαίνοντας αθόρυβα στον ουρανό, σύντομα βρέθηκαν σε ύψος εκατό χιλιομέτρων, ψηλότερα από το σημείο που έφταναν τα πρώτα πυραυλοκίνητα αεροσκάφη, τα Χ-15. Ο ουρανός από πάνω τους ήταν σχεδόν κατάμαυρος· μερικά αστέρια τρεμόπαιζαν στο ζενίθ του, ένα σημείο που ο χρυσαφένιος από το φως του ήλιου ιμάντας έμοιαζε να το σημαδεύει σαν βέλος. Κοιτάζοντας ψηλά σ' εκείνο το σημείο δεν μπορούσε να διακρίνει καμιά κατασκευή κατά μήκος του ιμάντα, ούτε και σημάδι του αντίβαρου που ήξερε πως έπρεπε να βρίσκεται στην άκρη του, τίποτα πέρα από άλλες «αράχνες» που σκαρφάλωναν στο νήμα προς τον ουρανό μοιάζοντας με 68

λαμπερές χάντρες. Υποπτευόταν πως δεν είχε ακόμα συλλάβει ούτε κατά διάνοια το μέγεθος του ανελκυστήρα.

Μετά από μιάμιση ώρα, η ανάβαση είχε τελειώσει. Σε ύψος κάπου τριακοσίων χιλιομέτρων μπορούσε ήδη να διακρίνει τον ορίζοντα γύρω απ' όλη την επιφάνεια της Γης, ενώ ο ιμάντας χανόταν κάθετα προς τα γνώριμα περιγράμματα των αμερικανικών ηπείρων, μακριά από κάτω τους. Καταλάβαινε πως, αν και τ' αστέρια θα στροβιλίζονταν ψηλά στη διάρκεια εκείνης της απίστευτης ανάβασης, η Γη θα παρέμενε στη θέση της από κάτω. Ήταν λες κι είχαν μεταφερθεί σ' ένα μεσαιωνικό σύμπαν όπως αυτό του Δάντη, στο οποίο μια ακίνητη Γη περιβαλλόταν από μετακινούμενα αστέρια. Όταν στεκόταν όρθια, ένιωθε αλλόκοτα ελαφριά. Ένας από τους πίνακες στην οθόνη του Αλεξέι κατέγραψε την ελάττωση της βαρύτητας καθώς απομακρύνονταν από την πελώρια μάζα της Γης. Είχε ήδη πέσει αρκετές εκατοστιαίες μονάδες κάτω από την τιμή της στο επίπεδο της θάλασσας. Η αθόρυβη ανάβαση σε ευθεία απομακρυνόταν, το φωτεινό νήμα ανεπαίσθητη ελάττωση του βάρους εμπειρία, απόλυτα συγκλονιστική, παράδεισο.

γραμμή, η Γη που που την οδηγούσε, η της: ήταν μια μαγική σαν ανάβαση στον

Δυο ώρες μετά την «εκτόξευση» ο ιμάντας άλλαξε πάλι και απλώθηκε, για να γίνει μια ελαφρώς καμπυλωτή ταινία διπλάσια σε πλάτος από την κανονική – αν και πάλι δεν ξεπερνούσε τα δύο μέτρα. «Γιατί το επί πλέον πλάτος;» ρώτησε η Μπιζέζα.

«Εξαιτίας των διαστημικών σκουπιδιών», είπε ο Αλεξέι. «Εννοώ, τα κομμάτια παλιών διαστημικών σκαφών. Σβώλους από παγωμένα ούρα αστροναυτών. Τέτοιου είδους αντικείμενα. Τα συναντούμε ανάμεσα στα πεντακόσια και στα επτακόσια χιλιόμετρα. Έτσι αυξήσαμε κάπως το πλάτος για να αντιμετωπίσουμε πιθανή πρόσκρουση». 69

«Κι αν χτυπηθούμε από κάτι;»

«Αν είναι κάτι τόσο μεγάλο ώστε να κόψει τον ιμάντα στη μέση, το εντοπίζουμε και απλώς το διαλύουμε με λέιζερ από το έδαφος. Οτιδήποτε μικρότερο θα τρυπήσει τον ιμάντα, μα αυτός είναι αρκετά έξυπνος κι έτσι αυτοεπιδιορθώνεται. Ο μόνος φόβος είναι μήπως είμαστε αρκετά άτυχοι ώστε να χτυπηθούμε από κάτι μικρό που θα έρχεται από τα πλάγια χτυπώντας την επιφάνεια του ιμάντα». «Και γι' αυτό ο ιμάντας καμπυλώνει», υπέθεσε η Μπιζέζα.

«Ναι. Έτσι ώστε να μην μπορεί να κοπεί πέρα ως πέρα. Μην ανησυχείς γι' αυτό, λοιπόν». Σηκώνοντας το κεφάλι, η Μάιρα είπε:

«Μου φαίνεται πως βλέπω μια άλλη "αράχνη". Είναι στην άλλη πλευρά του ιμάντα. Νομίζω ότι... Πωπώ!» Η δεύτερη «αράχνη» τους προσπέρασε με ταχύτητα σε απόσταση μόλις μισού μέτρου. Όλοι τους τινάχτηκαν φοβισμένοι. Η Μπιζέζα συνειδητοποίησε για μια στιγμή την τρομερή τους ταχύτητα. «Ένας κατασκευαστής», είπε ο Αλεξέι πολύ βιαστικά για να δείξει πειστικός μέσα στην προσποιητή του ηρεμία. «Κατεβαίνει τον Ιμάντα προσθέτοντάς του μερικά ακόμη εκατοστά». «Από τι είναι κατασκευασμένος ο ιμάντας;» ρώτησε η Μπιζέζα.

«Από φουλερένια. Νανοσωλήνες άνθρακα. Είναι μικροί κύλινδροι από άτομα άνθρακα, τα οποία υφαίνονται σε ίνες. Είναι απίστευτα ανθεκτικές. Ολόκληρος ο ιμάντας βρίσκεται υπό τάση· η περιστροφή της Γης προσπαθεί να τινάξει το αντίβαρο μακριά, σαν ένα παιδί που στριφογυρίζει μια πέτρα στην άκρη ενός σκοινιού. Καμιά συνηθισμένη ουσία δεν θα ήταν αρκετά δυνατή. Έτσι οι "αράχνες" ανεβοκατεβαίνουν προσθέτοντας νέες στρώσεις και συνδέοντάς τις όλες μαζί με κολλητική ταινία». 70

Μηχανικές «αράχνες» που ύφαιναν ακατάπαυστα έναν ιστό στον ουρανό. Συνέχισαν την ανάβαση μέσα σε βαθιά σιωπή, αφού οι άλλοι δύο δεν μιλούσαν.

«Ελάτε, τώρα», είπε τελικά η Μπιζέζα. «Έχουμε φύγει από τη Γη και μπορείτε να μου πείτε επιτέλους τι συμβαίνει. Για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ, Μάιρα;» Οι δυο συνεπιβάτες της δίστασαν. Ύστερα η Μάιρα της είπε:

«Μαμά, δυσκολεύομαι να σου απαντήσω. Κατ' αρχάς μας ακούει ολόκληρος ο κόσμος».

«Το κέλυφος του οχήματος είναι έξυπνο», ο Αλεξέι έδειξε ολόγυρα με το δάχτυλό του. «Επιτηρείται από παντού». «Α!»

«Επί πλέον», είπε η Μάιρα, «το ξέρεις ήδη».

«Πίστεψέ με, Μπιζέζα, θα μας δοθεί άφθονος χρόνος να μιλήσουμε», της είπε ο Αλεξέι. «Ακόμα κι όταν φτάσουμε στο σημείο αποκόλλησης, θα βρισκόμαστε μόνο στην αρχή του ταξιδιού». «Ταξιδιού για πού; Όχι, μη μου απαντήσεις».

«Νομίζω πως θα εκπλαγείς όταν το μάθεις, μαμά», της είπε η Μάιρα.

Η Μπιζέζα θα ήθελε πολύ να μιλήσει με τη Μάιρα, όχι για απόρρητα ζητήματα και τη μοίρα του ηλιακού συστήματος, μα, απλά, για να μάθει τα νέα της. Η Μάιρα δεν της είχε πει σχεδόν τίποτα για τη ζωή της, πώς εξελίχθηκε μετά τη στιγμή που η Μπιζέζα μπήκε στη δεξαμενή. Για την ώρα, όπως φαινόταν, κάτι τέτοιο δεν επρόκειτο να συμβεί. Η Μάιρα φαινόταν παράξενα κουμπωμένη. Τώρα που ο Αλεξέι μοιραζόταν μαζί τους εκείνη τη μικρή καμπίνα, οι αναστολές της είχαν γίνει ακόμα μεγαλύτερες. 71

Η Μπιζέζα άρχισε να νιώθει κουρασμένη. Το πρόσωπο και τα χέρια της ήταν παγωμένα, μ' όλο που το στομάχι της είχε ζεσταθεί από τον καφέ. Το μυαλό της, μέσα στη συνεχή ανάβαση, είχε πέσει σε κατάσταση λήθαργου. Φόρεσε τον σκούφο και τα γάντια που βρήκε μέσα στις τσέπες της στολής της. Άπλωσε στο πάτωμα τις κουβέρτες που πήρε από τη βαλίτσα, έριξε μία πάνω της και ξάπλωσε. Δεν άκουγε κανέναν ήχο και δεν είχε καμιά αίσθηση κίνησης· θα μπορούσε να βρίσκεται κρεμασμένη πάνω από τη Γη, που απομακρυνόταν αργά. Κοίταξε προς το μέρος του ιμάντα, προσπαθώντας να δει μέχρι ποιο σημείο του θα μπορούσε να δει με το βλέμμα της.

Υπήρξε άλλο ένα μεταβατικό σημείο, μετά το οποίο ο ιμάντας ξανάγινε και πάλι από χρυσαφής ασημένιος. Αργότερα, το πλάτος του στένεψε. Σε ύψος μεγαλύτερο των χιλίων επτακοσίων χιλιομέτρων, οκτώ ώρες αφότου εγκατέλειψαν το έδαφος, βρίσκονταν ψηλότερα απ' όσο είχαν πετάξει ποτέ οι περισσότεροι δορυφόροι της ανθρωπότητας. Η Μπιζέζα μόνο αμυδρά αντιλαμβανόταν όλα αυτά τα δεδομένα. Την περισσότερη ώρα λαγοκοιμόταν. Ξύπνησε από ένα τράνταγμα, ένα σύντομο επιτάχυνσης που την κόλλησε στο πάτωμα.

τίναγμα

Ανασηκώθηκε. Ο Αλεξέι και η Μάιρα κάθονταν στις πτυσσόμενες καρέκλες τους. Τα μάτια της Μάιρα ήταν γουρλωμένα, μα ο Αλεξέι έδειχνε ψύχραιμος. Η μαλακή οθόνη του Αλεξέι πάνω στο τοίχωμα αναβόσβηνε μ' ένα κόκκινο χρώμα.

Είχαν ήδη πίσω τους δεκατρείς ώρες ταξίδι και βρίσκονταν σε ύψος μεγαλύτερο των δυο χιλιάδων εξακοσίων χιλιομέτρων. Όταν η Μπιζέζα προσπάθησε να κινηθεί, της φάνηκε πως ήταν έτοιμη να επιπλεύσει στον αέρα. Η βαρύτητα ήταν η μισή από εκείνη της επιφάνειας της θάλασσας. Η Γη φαινόταν μικροσκοπική, μια μπάλα που κρεμόταν από την άκρη κάποιας ασημένιας κλωστής. 72

Στο γρήγορο «αράχνες».

ανέβασμά

τους,

προσπερνούσαν

«Αυξήσαμε ταχύτητα, έτσι δεν είναι; Τι έγινε;»

άλλες

«Μας κυνηγάνε», είπε ο Αλεξέι. «Ήταν αναμενόμενο, θέλω να πω, γνωρίζουν πως είμαστε εδώ».

«Μας κυνηγάνε;» Στο μυαλό της Μπιζέζα ήρθε η απειλητική εικόνα ενός τηλεκατευθυνόμενου βλήματος που είχε εκτοξευτεί από κάποια έρημη εξέδρα του Κανάβεραλ. Μα αυτό ήταν παράλογο. «Δεν μπορεί να ρισκάρουν την καταστροφή του ιμάντα τους». «Έχεις δίκιο», είπε ο Αλεξέι. «Ο ιμάντας είναι πολύ πιο πολύτιμος από μας. Επίσης, δεν θέλουν να διαταράξουν την κυκλοφορία των "αραχνών". Θα μπορούσαν να το κάνουν και να μας μπλοκάρουν. Αλλά πάνω σ' αυτήν τη λωρίδα μεταφέρονται φορτία αξίας δισεκατομμυρίων». «Τότε;»

«Έχουν "υπεραράχνες", ικανές για μεγαλύτερες ταχύτητες. Θα χρειάζονταν μερικές μέρες, μα η "υπεραράχνη" τελικά θα μας πρόφταινε». Η Μάιρα σκέφτηκε τα λόγια του.

«Και πώς θα προσπερνάει τις άλλες "αράχνες" στον δρόμο της;»

«Όπως το κάνουμε κι εμείς. Οι άλλες παραμερίζουν. Εγώ, όμως, ρύθμισα τη δική μας ταχύτητα ανάλογα μ' εκείνη της "υπεραράχνης", που είναι διπλάσια της κανονικής. Μας έχω συνδέσει με την "υπεραράχνη", ώστε να συμβαδίζουμε πάντα με τον δικό της ρυθμό ανάβασης. Μόλις οι αρχές στο έδαφος το καταλάβουν, θα εγκαταλείψουν την καταδίωξη». «Δυο φορές την κανονική ταχύτητα, είπες. Είναι ασφαλές αυτό;» 73

«Αυτά τα συστήματα είναι ρυθμισμένα για ανθρώπους· έχουν μεγάλα περιθώρια ασφαλείας». Πάντως δεν έδειχνε και πολύ βέβαιος.

Χρειάστηκαν μόνο μερικά λεπτά μέχρι που η μαλακή οθόνη να βγάλει έναν ήχο και να πρασινίσει. Ο Αλεξέι χαμογέλασε.

«Το έπιασαν το μήνυμα. Μπορούμε να ελαττώσουμε ταχύτητα. Κρατηθείτε από κάπου». Η Μπιζέζα πιάστηκε από ένα κάγκελο.

Για μερικά ανησυχητικά δευτερόλεπτα, η ταχύτητα τους ελαττωνόταν. Κουβέρτες ανασηκώθηκαν από το πάτωμα και η χημική τουαλέτα γουργούριζε, καθώς οι αντλίες πάσχιζαν να εμποδίσουν το περιεχόμενο της να χυθεί στον αέρα. Η Μάιρα φαινόταν ζαλισμένη και η Μπιζέζα ένιωσε το στομάχι της ν' ανακατεύεται. Όλοι ανακουφίστηκαν όταν τελικά η βαρύτητα επανήλθε στο φυσιολογικό. Μα η οθόνη άρχισε πάλι να αναβοσβήνει κόκκινη. «Ωχ», είπε ο Αλεξέι.

«Τι είναι πάλι;» ρώτησε η Μπιζέζα.

Ο Αλεξέι άρχισε να δουλεύει πάνω στη μαλακή οθόνη. «Δεν ανεβαίνουμε όπως θα έπρεπε».

«Κάποιο πρόβλημα με την "αράχνη"». «Όχι. Τυλίγουν τον ιμάντα»

«Τον τυλίγουν;» Ξαφνικά η Μπιζέζα φαντάστηκε την «αράχνη» σαν ένα ψάρι στην άκρη μιας τεράστιας πετονιάς.

«Είναι ένα μάλλον δραστικό μέτρο, αλλά μπορεί να γίνει. Ο ιμάντας είναι πολύ λεπτός». «Και τι κάνουμε τώρα;»

74

«Ίσως πρέπει να κλείσεις τα μάτια σου. Και κρατήσου πάλι από κάτι». Χτύπησε με τα δάχτυλα τη μαλακή οθόνη του και η Μπιζέζα είχε την εντύπωση πως κάτι ξεκόλλησε από το όχημα. Έκλεισε σφιχτά τα μάτια της.

Ακολούθησε μια αστραπή, ορατή ακόμα και μέσα από τα σφαλισμένα της βλέφαρα, και η καμπίνα ταρακουνήθηκε ελαφρά. «Βόμβα», είπε η Μπιζέζα. Ένιωθε σχεδόν απογοητευμένη. «Πόσο άκομψο. Περίμενα καλύτερα πράγματα από σένα, Αλεξέι».

«Ήταν μια απλή προειδοποίηση, ένας παλμός μικροτήξης. Δεν έγινε κάτι κακό. Αλλά η έκρηξη ήταν έντονα ορατή από το έδαφος». «Τους δηλώνεις την πρόθεσή σου ν' ανατινάξεις τον ιμάντα έτσι και δεν μας αφήσουν στην ησυχία μας». «Δεν θα είναι και δύσκολο. Δεν είναι καθόλου απλό να προστατέψεις από σαμποτάζ εκατό χιλιάδες χιλιόμετρα ιμάντα με πάχος χαρτιού».

«Δεν θα πάθαιναν έτσι κάποιοι άνθρωποι κακό;» ρώτησε η Μιιιζέζα. «Όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι, μαμά», είπε η Μάιρα. «Πριν από μερικά χρόνια, απομονωτιστές τρομοκράτες χτύπησαν τον Μοντίμο». «Τον Μοντίμο;»

«Τον ανελκυστήρα της Αφρικανικής Ένωσης», είπε ο Αλεξέι. «Του έχουν δώσει το όνομα ενός θεού του ουρανού από τη Ζιμπάμπουε. Κανείς δεν έπαθε κακό, ούτε και τώρα θα πάθαινε. Η απειλή μου είναι οικονομικής φύσης». Κοιτούσε, όμως, αβέβαια την οθόνη του. «Κι αν σκεφτούν ότι απλώς μπλοφάρεις;» ρώτησε η Μπιζέζα κοφτά. «Θα προχωρήσεις;» 75

«Δεν νομίζω. Αλλά εκείνοι δεν έχουν περιθώρια να ρισκάρουν τόσο».

«Θα μπορούσαν απλώς να μας σκοτώσουν», είπε η Μπιζέζα. «Να σταματήσουν να δίνουν ισχύ στο όχημα. Να σταματήσουν τον καθαρισμό του αέρα. Θα ήμασταν ανήμποροι για οτιδήποτε». «Μπορούν. Μα δεν θα το κάνουν», είπε ο Αλεξέι. «Θέλουν να μάθουν τι ξέρουμε. Έτσι, θα είναι υπομονετικοί ελπίζοντας πως θα μας συλλάβουν αργότερα». «Εύχομαι να έχεις δίκιο».

Σαν για να της απαντήσει, η μαλακή οθόνη πρασίνισε ξανά. Ο Αλεξέι χαμογέλασε πλατιά. «Πάει κι αυτό. Ωραία! Ποιος θέλει φασόλια;»

12. Όρος Γουέδερ

Η Μπέλα περίμενε πως η ενημέρωση από τον Μπομπ Πάξτον θα γινόταν στα γραφεία της, στο παλιό αρχηγείο της ΝΑΣΑ στην οδό Ε της Ουάσινγκτον, ένα τετράγωνο από τσιμέντο και γυαλί που είχε επιδιορθωθεί και ανακαινιστεί μετά την ηλιακή καταιγίδα.

Ο Πάξτον, όμως, την περίμενε έξω από το κτήριο. Στεκόταν πλάι στην ανοιχτή πόρτα μιας λιμουζίνας. Το αυτοκίνητο ανήκε σε μια πομπή, συνοδευόμενη από ένστολους αξιωματικούς του πολεμικού ναυτικού και πράκτορες του Εφ Μπι Άι με μπλε κουστούμια. Εκείνη τη στιγμή ο Πάξτον φάνηκε στην Μπέλα αστείος, ένας ηλικιωμένος άνδρας σφιγμένος μέσα στην πολυαγαπημένη του στολή, που στεκόταν και περίμενε σαν υπάλληλος ξενοδοχείου. Το πρόσωπό του είχε ένα μορφασμό κάτω από τον πρωινό ήλιο. Όπως είχε μάθει η Μπέλα, ο Πάξτον ήταν άνθρωπος που αντιπαθούσε τον ήλιο ακόμα πιο πολύ κι από τους περισσότερους της ταλαιπωρημένης γενιάς του. 76

«Καλημέρα, Μπομπ. Θα πάμε βόλτα;»

Το χαμόγελο του ήταν συγκρατημένο.

«Πρέπει να μεταφερθούμε σ' ένα πιο ασφαλές σημείο. Έχουμε να συζητήσουμε θέματα παγκόσμιας σημασίας, ιδιαίτερα κρίσιμα για το μέλλον του είδους μας. Συστήνω να πάμε στο Όρος Γουέδερ. Πήρα το θάρρος να κανονίσω το ζήτημα. Μα θα πάμε μόνο αν το θέλεις κι εσύ». Την κοίταξε επίμονα και η ένταση που σοβούσε ανάμεσά τους από τη μέρα που η Μπέλα ανέλαβε τη δουλειά, φούντωσε πάλι.

Δεν είχε ακούσει ποτέ για το Όρος Γουέδερ. Αλλά και δεν έβλεπε για ποιο λόγο θα έπρεπε να του χαλάσει το χατίρι. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι εκείνος ακολούθησε. Θα ταξίδευαν ολομόναχοι. Ξεκίνησαν. Η πομπή πήρε τον Αυτοκινητόδρομο 66 και συνάντησε την Εθνική Οδό 50 που κατευθυνόταν δυτικά. Παρά τη κίνηση του δρόμου, η ταχύτητά τους ήταν μεγάλη. «Πόσο μακριά πηγαίνουμε;»

«Θα είμαστε εκεί σε μισή ώρα». Ο Πάξτον ήταν αναψοκοκκινισμένος και αμίλητος, ολοφάνερα εκνευρισμένος.

«Ξέρω τι σε βασανίζει, Μπομπ. Είναι ο καθηγητής Καρέλ, σωστά;»

Οι μύες στα ρυτιδιασμένα του μάγουλα ανεβοκατέβηκαν σαν να λαχταρούσε να μασήσει τσίχλα. «Δεν έμαθα τίποτα γι' αυτό τον Εγγλέζο». «Είμαι σίγουρη πως τον ελέγξατε».

«Όσο καλύτερα μπορούσαμε. Δεν έχει καμιά σχέση με αυτό. Δεν αποτελεί μέλος της ομάδας».

«Έρχεται μετά από δική μου πρόσκληση», είπε η Μπέλα αποφασιστικά. Στην πραγματικότητα, κατά μία έννοια, εκείνος ο ηλικιωμένος βρετανός επιστήμονας ήταν μέλος της ομάδας, 77

έχοντας μαζί της μια σχέση βαθύτερη και παλιότερη από κείνη που συνέδεε την ίδια με τον Πάξτον.

Ο καθηγητής Μπιλ Καρέλ ήταν κάποτε μεταπτυχιακός φοιτητής υπό την εποπτεία της Σιόμπαν ΜακΓκόραν, της βρετανίδας αστρονόμου που είχε αναμειχθεί στην τιτάνια προσπάθεια κατασκευής της Ασπίδας, η οποία μετά το ξέσπασμα της ηλιακής καταιγίδας παντρεύτηκε τον Μπαντ Τουκ και τον φρόντισε στη διάρκεια του καρκίνου του, μιας σκληρής κληρονομιάς που του είχε αφήσει εκείνη η τρομερή μέρα. Τούτος ο προσωπικός κρίκος ήταν ουσιαστικά και το κανάλι που χρησιμοποίησε ο Καρέλ για να την προσεγγίσει, προσπαθώντας να την πείσει πως μπορούσε να συνεισφέρει σχετικά με ιην παρουσία του άγνωστου αντικειμένου στο ηλιακό σύστημα, για το οποίο είχε μάθει πληροφορίες από ψιθύρους και διαρροές. Θέλησε να εξηγήσει κάτι απ' όλα αυτά στον Πάξτον, μα εκείνος απλώς έκανε μια απορριπτική χειρονομία.

«Για τον θεό, αυτός είναι κοσμολόγος, έχει περάσει τη ζωή του παρατηρώντας το μακρινό διάστημα. Σε τι μπορεί να μας χρησιμέψει σήμερα;» «Κράτα το μυαλό σου ανοιχτό, Μπομπ», του είπε εκείνη αυστηρά.

Ο Πάξτον βυθίστηκε σε σιωπή σ' όλο το υπόλοιπο της διαδρομής. Η Μπέλα, που είχε μεγαλώσει ένα παιδί, ήταν συνηθισμένη στα μουτρώματα κι έτσι απλά τον αγνόησε.

Μετά από ογδόντα χιλιόμετρα μπήκαν στον Αυτοκινητόδρομο 101, έναν στενό επαρχιακό δρόμο δύο λωρίδων που ανέβαινε σε κάποιο ύψωμα. Στην κορυφή του υψώματος συνάντησαν μια σειρά από ακιδωτά συρματοπλέγματα. Μια ξεθωριασμένη πινακίδα έγραφε: ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΙΣΟΔΟΣ 78

Η.Π.Α.

Πίσω από τα συρματοπλέγματα, η Μπέλα μπορούσε να διακρίνει μόνο μερικές ταλαιπωρημένες παράγκες από αλουμίνιο και ακόμα πιο μακριά έναν υαλώδη τοίχο. Έπρεπε να περιμένουν μέχρι τα αυτοκίνητά τους να συνδεθούν με τα συστήματα ασφαλείας της βάσης. Η Μπέλα αντιλήφθηκε το αμυδρό σπινθηροβόλημα μιας ακτίνας λέιζερ που τη σάρωσε. «Ώστε αυτό είναι το Όρος Γουέδερ», είπε στον Πάξτον.

«Πεντακόσια εκτάρια οικόπεδο. Στη δεκαετία του 1950 είχαν στήσει εδώ πάνω ένα πυρηνικό καταφύγιο για να προστατευτούν οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι της Ουάσινγκτον σε περίπτωση ατομικού πολέμου. Έπεσε σε αχρησία, αλλά το ενδιαφέρον ανανεώθηκε μετά τα γεγονότα της 9ης Σεπτεμβρίου του 2001 και ξανά μετά το 2042. Τώρα πια η κυβέρνηση των Η.Π.Α. το έχει δανείσει στο Παγκόσμιο Διαστημικό Συμβούλιο».

Η Μπέλα κρατήθηκε να μη μορφάσει.

«Ένα καταφύγιο από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου και του πολέμου κατά της τρομοκρατίας χρησιμοποιείται τώρα στον Πόλεμο με τον Ουρανό. Φαντάζομαι πως είναι το κατάλληλο μέρος».

«Το επανδρώνουν κυρίως αξιωματικοί του πολεμικού ναυτικού, που είναι συνηθισμένοι στον περιορισμένο χώρο και στον ανακυκλωμένο αέρα. Η πόλη Όρος Γουέδερ είναι καλός γείτονας, απ' ό,τι μου λένε. Συντηρούν τους δρόμους και βγάζουν εκχιονιστικά μηχανήματα τον χειμώνα. Όχι πως πέφτει και πολύ χιόνι στις μέρες μας...»

Η Μπέλα περίμενε πως η αυτοκινητοπομπή θα περνούσε από κάποια πύλη του γυαλιστερού αδιαπέραστου τοίχου. Ξαφνιάστηκε όταν, με τον ήχο φυτών που ξεριζώνονται, ολόκληρο το κομμάτι ιου εδάφους κάτω από το αυτοκίνητο μετατράπηκε σε ανελκυστήρα και τους πήρε μαζί του μέσα στο σκοτάδι. 79

Ο Μπομπ Πάξτον γέλασε καθώς κατέβαιναν. «Νιώθω σαν να γυρίζω στο σπίτι μου».

Χαμογελαστοί αξιωματικοί της ασφάλειας του ναυτικού συνόδευσαν την ομάδα στην αίθουσα συσκέψεων. Καθώς προχωρούσαν, η Μπέλα πρόλαβε να ρίξει μερικές φευγαλέες ματιές στη στρατιωτική βάση του Όρους Γουέδερ.

Οι οροφές ήταν χαμηλές, καλυμμένες με βρόμικα κεραμίδια, και οι διάδρομοι στενοί. Όμως αυτοί οι ταπεινοί διάδρομοι περιέκλειαν μια μικρή παλιομοδίτικη κωμόπολη. Υπήρχαν στούντιο ραδιοφώνου και τηλεόρασης, καφετέριες, ένας μικρός αστυνομικός σταθμός, ακόμα και μια μικρή σειρά μαγαζιών, όλα υπόγεια, σ' έναν χώρο που τον κατέκλυζε το βουητό μηχανημάτων κλιματισμού. Η Μπέλα σκέφτηκε πως το μέρος έμοιαζε λίγο με μουσείο, ένα απομεινάρι των μέσων του εικοστού αιώνα.

Αν μη τι άλλο, η αίθουσα συσκέψεων ήταν σύγχρονη, μεγάλη, φωτεινή και εφοδιασμένη με μαλακές και επιτραπέζιες οθόνες.

Εκεί την περίμενε κι ο Μπιλ Καρέλ. Μέσα σ' ένα δωμάτιο γεμάτο βαριές, αργοκίνητες μορφές, κυρίως ένστολους άνδρες στην ηλικία του Πάξτον, ο Καρέλ ξεχώριζε με το ατημέλητο παλιό σακάκι του, όρθιος δίπλα σε μια καφετιέρα. Η Μπέλα αγνόησε τους παρατρεχάμενους του Πάξτον και πήγε κατευθείαν στον Καρέλ.

«Κύριε καθηγητά, πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που ήρθατε». Έσφιξε το αδύναμο, οστεώδες χέρι του.

Λίγο νεότερος από την ίδια, όπως θυμόταν από το βιογραφικό του, κάπου στα πενήντα, έδειχνε εύθραυστος· ήταν λιπόσαρκος κι είχε ένα πρόσωπο γεμάτο πανάδες. Η στάση του ήταν αδέξια και άβολη. Η ηλιακή καταιγίδα είχε σακατέψει πολλές ζωές κι ίσως να πάλευε κι αυτός με κάποια αρρώστια. Κι όμως, παρόλο που είχε την όψη πτώματος, τα μάτια του ήταν λαμπερά. 80

«Ελπίζω πως αυτό που έχω να συνεισφέρω θα αποδειχθεί αξιόλογο και χρήσιμο».

«Δηλαδή, δεν είστε σίγουρος;» Η Μπέλα αισθάνθηκε μια αόριστη απογοήτευση γι' αυτή την έλλειψη αυτοπεποίθησης εκ μέρους του. Μια ανυπόληπτη πλευρά του εαυτού της ανυπομονούσε να τον χρησιμοποιήσει για να τσαλακώσει τον εγωισμό του Πάξτον. «Πώς μπορεί κάποιος να είναι σίγουρος; Η όλη κατάσταση δεν έχει προηγούμενο. Αλλά οι συνάδελφοί μου με πίεσαν να επικοινωνήσω μαζί σας – να επικοινωνήσω με κάποιον». Η Μπέλα ένευσε με κατανόηση.

«Όπου κι αν καταλήξουμε, σας είμαι ευγνώμων που προσπαθήσατε». Κρατώντας έναν καφέ, τον οδήγησε σ' ένα κάθισμα. «Θα φροντίσω να παρουσιάσετε την άποψή σας», του ψιθύρισε. «Και αργότερα θα ήθελα να μιλήσουμε για τους Τουκ».

Στη συνέχεια έκανε βιαστικά τον γύρο του δωματίου, συναντώντας και χαιρετώντας τους παρευρισκόμενους. Εκτός από τους εθνικιστές αμερικανούς στρατιωτικούς, υπήρχαν και αντιπρόσωποι διαφόρων πολυεθνικών ενόπλων δυνάμεων και κυβερνήσεων που υποστήριζαν το Παγκόσμιο Διαστημικό Συμβούλιο.

Η πρώτη εντύπωση που της άφησαν εκείνοι οι αντιπρόσωποι δεν ήταν και η καλύτερη. Το Συμβούλιο εδώ και δεκαετίες δεν ασχολούνταν με τίποτε περισσότερο από «προπαρασκευαστικές» και «συμβουλευτικές» δραστηριότητες. Από την εποχή της ηλιακής καταιγίδας, ο Πόλεμος με τους Ουρανούς είχε παγώσει. Έτσι, η συμμετοχή στο Συμβούλιο δεν αποτελούσε ιδιαίτερα επίζηλη θέση για έναν αξιωματικό καριέρας. Ίσως αυτό το δωμάτιο να ήταν γεμάτο με τύπους σαν τον Μπομπ Πάξτον, φανατικούς με ατσάλινο βλέμμα ή απλά αποτυχημένους. 81

Είπε μέσα της ότι δεν θα 'πρεπε να βιαστεί για να κρίνει. Στο κάτω–κάτω, αν πράγματι μια καινούργια απειλή πλησίαζε τη Γη, εκείνοι οι άνδρες και οι γυναίκες θα ήταν οι κυριότεροι συνεργάτες της στην αντιμετώπισή της. Ο Μπομπ Πάξτον, όρθιος στην κεφαλή του τραπεζιού, αυτόκλητος πρόεδρος, χτύπησε με το δάχτυλό του ένα γυάλινο ποτήρι για να ανακοινώσει το ξεκίνημα της συνεδρίασης. Οι υπόλοιποι συμμετέχοντες, εντυπωσιασμένοι ίσως από την παρουσία του πρώτου ανθρώπου που είχε πατήσει το πόδι του στον Άρη, έστρεψαν πμέσως την προσοχή τους σ' αυτόν. Ο Πάξτον ανακοίνωσε πως ο σκοπός της συνεδρίασης ήταν διττός.

«Πρώτα πρέπει να παρουσιάσουμε στην πρόεδρο Φίνγκαλ μια επισκόπηση των δυνατοτήτων που έχει στη διάθεσή της. Δεύτερον, θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας ειδικά στην ανωμαλία που αυτήν τη στιγμή πλησιάζει την τροχιά του Δία...»

«Και τότε», τον διέκοψε η Μπέλα, «θα παρακαλέσω τον καθηγητή Καρέλ να κάνει την παρουσίασή του». Ο Πάξτον έδωσε απρόθυμα τη συγκατάθεσή του μ' ένα μουγκρητό. Ξεκίνησαν να μιλούν για την άμυνα του ηλιακού συστήματος.

13. Οχυρό Ήλιος

Η παρουσίαση του Πάξτον ήταν ένα γαϊτανάκι από σημειώσεις, γραφήματα και εικόνες, μερικές από τις οποίες ήταν τρισδιάστατες και κινούμενες· τα ολογραφήματα αιωρούνταν στη μέση του τραπεζιού σαν διαφημίσεις εντυπωσιακών παιχνιδιών. Αλλά το αντικείμενο της παρουσίασης ήταν πολύ σοβαρό. «Από τη μέρα της ηλιακής καταιγίδας αφιερώσαμε σημαντικούς πόρους πάνω στη Γη και πέρα από αυτήν για την παρακολούθηση των ουρανών...» 82

Η Μπέλα σχημάτισε την εντύπωση πως η Γη ήταν γεμάτη με ηλεκτρονικά μάτια που παρατηρούσαν τον ουρανό σε όλα τα μήκη κύματος. Σ' αυτό το σύστημα συμπεριλαμβάνονταν και οι εγκαταστάσεις της ΝΑΣΑ, όπως η σεβάσμια πια αλυσίδα του Δικτύου Απώτερου Διαστήματος, με συστοιχίες ραντάρ στην Ισπανία, την Αυστραλία και την έρημο Μοχάβε, μια εγκατάσταση παρακολούθησης απειλητικών για τη Γη αστεροειδών που ονομαζόταν ΛΙΝΕΑΡ και άλλες εγκαταστάσεις της Φρουράς του Διαστήματος. Το γιγάντιο ραδιοτηλεσκόπιο στο Αρεσίμπο αφιέρωνε επίσης μεγάλο μέρος του χρόνου του όχι στην αστρονομία, αλλά στην αναζήτηση αφύσικων σημάτων από τα αστέρια.

Ξαφνικά οι αστρονόμοι είχαν δεχτεί χρηματοδοτήσεις που τους επέτρεπαν να πραγματοποιήσουν πανάκριβα όνειρα του παρελθόντος. Η Μπέλα μελέτησε εικόνες από τηλεσκόπια στα οποία είχαν δοθεί κοινότοπα ονόματα, όπως το Πολύ Μεγάλο Τηλεσκόπιο της Χιλής, το Εξαιρετικά Μεγάλο Τηλεσκόπιο του Μαρόκου και ένα τέρας που ονομαζόταν Κουκουβάγια, ένα πραγματικά πελώριο τηλεσκόπιο στημένο σε κάποιο σημείο της Ανταρκτικής που ονομαζόταν Θόλος Γ. Αυτό το τελευταίο, κατασκευασμένο από ατσάλι αρκετό ώστε να φτιαχτεί ένας δεύτερος Πύργος του Άιφελ, στήριζε ένα γιγάντιο κάτοπτρο διαμέτρου εκατό μέτρων. Η Κουκουβάγια ήταν απασχολημένη με τη φωτογράφηση των πρώτων αστέρων του σύμπαντος – κι ακόμα περισσότερο με τη χαρτογράφηση των επιφανειών γειτονικών αστεριών. Οι εγκαταστάσεις εκτός της Γης ήταν εξίσου εντυπωσιακές. Το πιο πετυχημένο από τα νέα διαστημικά αστεροσκοπεία ήταν ο Σταθμός Κύκλωπας, ο οποίος ακολουθούσε τη Γη σε μια τροχιά στο σταθερό σημείο Λαγκράνζ. Ο Κύκλωπας διέθετε τηλεσκόπιο με έναν μοναδικό και πολύ μεγάλο φακό Φρέσνελ, που δεν ήταν κάτοπτρο αλλά διαθλαστικός φακός. Ένας αιώνας θεωρητικών μελετών από τους παλιούς ενθουσιώδεις ερευνητές του προγράμματος ΣΕΤΙ είχε 83

χρησιμεύσει για να λειτουργήσουν όλα αυτά τα αυτοματοποιημένα μάτια. Οι επιστήμονες επινοούσαν νέες στρατηγικές για τον εντοπισμό σημάτων όλων των τύπων, μέχρι και των πολύ σύντομων, αδέσποτες αστραπές από δέσμες λέιζερ που ίσως να διαρκούσαν ένα δισεκατομμυριοστό του δευτερολέπτου.

Ο Πάξτον μίλησε και για μικρότερα μάτια, έναν ολόκληρο στόλο διασκορπισμένο σε όλο το ηλιακό σύστημα, μέχρι ακόμα και την τροχιά του Ποσειδώνα. Παρουσίασε μια τρισδιάστατη εικόνα της Συσκευής Παρατήρησης Απώτερου Διαστήματος Χ7-6102-016, η οποία είχε τεθεί σε τροχιά γύρω από τον Κρόνο. «Αυτά είναι τα ρομποτικά μας συστήματα, η πρώτη γραμμή άμυνας», είπε ο Πάξτον με βροντερή φωνή. «Η Σ.Π.Α.Δ. Χ76102-016 ήταν ένα τυπικό δείγμα, αποτελούμενη από τα πιο εξελιγμένα επιστημονικά όργανα, αλλά ισχυρή, ανθεκτική και καμουφλαρισμένη. Αυτά τα ζουζούνια περιπολούν στους ουρανούς μέχρι τα όρια του ηλιακού μας συστήματος. Και το ίδιο προσεκτικά παρακολουθούν το ένα τ' άλλο».

«Αυτό είναι αλήθεια», είπε διστακτικά ο καθηγητής Καρέλ. «Στην πραγματικότητα, η παρατήρηση της καταστροφής της Σ.Π.Α.Δ. Χ7-6102-016 ήταν αυτή που τράβηξε την προσοχή μου, περισσότερο κι από αυτά που πρόλαβε να εκπέμψει η ίδια η συσκευή». «Ζούμε, λοιπόν, σ' ένα ηλιακό σύστημα που παρακολουθείται στενά», είπε η Μπέλα. «Τι άλλο διαθέτετε, Μπομπ;» «Όπλα». Ο Πάξτον κούνησε το χέρι του και το είδωλο της Σ.Π.Α.Δ. Χ7-6102-016 διαλύθηκε.

«Έχουμε βαφτίσει την ιδέα αυτή "Οχυρό Ήλιος"», είπε ο Πάξτον βλοσυρά. «Δημιουργούμε αμυντικούς κύκλους, από το εξωτερικό ηλιακό σύστημα μέχρι το εσωτερικό, και όλοι επικεντρώνονται στην πατρίδα της ανθρωπότητας, τη Γη. 84

Γνωρίζετε κι εσείς η ίδια, μαντάμ, πως έχουμε δημιουργήσει εγκαταστάσεις μέχρι και στους Τρώες».

Οι Τρώες είναι μια πυκνή συγκέντρωση αστεροειδών που ακολουθούν τον Δία σε τροχιά γύρω από ένα σταθερό σημείο Λαγκράνζ. Η κόρη τής Μπέλα, η Έντνα, βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στον Διαστημικό Σταθμό Τρώων, δουλεύοντας πάνω σε μια καινούργια γενιά διαστημοπλοίων, τα Σκάφη–Α. Ήταν ένα άκρως απόρρητο πρόγραμμα.

»Στη συνέχεια έχουμε τους αστεροειδείς. Για λόγους στρατιωτικού σχεδιασμού χρησιμοποιούμε τη γραμμή Α, την κεντρική ζώνη, ως όριο μεταξύ του εξωτερικού και του εσωτερικού ηλιακού συστήματος. Μετά απ' αυτό, έχουμε σταθμούς στα σημεία Λαγκράνζ του Άρη και της Γης...» Όσον αφορά το ίδιο το σύστημα Γης – Σελήνης, υπήρχαν εξέδρες οπλικών συστημάτων πάνω στη Σελήνη, στα σεληνιακά σημεία Λαγκράνζ και σε τροχιά γύρω από τη Γη: φονικοί δορυφόροι οι οποίοι θα μπορούσαν να εκτοξεύσουν βλήματα εναντίον κάθε εισβολέα, να τον κάψουν με λέιζερ ακτίνων Χ ή απλώς να τον εμβολίσουν. Υπήρχαν επίσης συστήματα εδάφους, βαριά λέιζερ, δέσμες σωματιδίων και ανακατασκευασμένοι πυρηνικοί πύραυλοι από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, που μπορούσαν να στείλουν τα θανάσιμα φορτία τους έξω από τη Γη. Ακόμα και στην ανώτερη ατμόσφαιρα της Γης, πελώρια αεροσκάφη έκαναν συνεχείς περιπολίες μεταφέροντας οπλισμό που θα ήταν δυνατόν να αναχαιτίσει επερχόμενα βλήματα. Ολόκληρο το διάστημα γύρω από τη Γη φαίνεται πως ήταν γεμάτο όπλα, από την επιφάνειά της μέχρι τα σημεία που ο Πάξτον ανέφερε με την τραχιά φωνή του ως ΧΓΤ, ΥΓΤ, ΓΓΤ και Υπερ-ΓΓΤ, δηλαδή στη χαμηλή, στην υψηλή και στη γεωστατική γήινη τροχιά κι ακόμα παραπέρα. Τα καθαρά οπλικά συστήματα ήταν μονάχα η αρχή. Οτιδήποτε μπορούσε να μετατραπεί σε όπλο, είχε μετατραπεί. Ακόμα και τα συστήματα ελέγχου των καιρικών φαινομένων που βρίσκονταν στο διάστημα, όπως διαστημικοί φακοί και 85

κάτοπτρα μήκους χιλιομέτρων, μπορούσαν εύκολα ν' αλλάξουν κατεύθυνση. Κάθε υνί μπορούσε να μετατραπεί σε ξίφος. Ο νους της Μπέλα δείλιασε στη σκέψη μιας ύστατης αμυντικής μάχης που θα μπορούσε να εξαρτάται από τη χρήση τέτοιων όπλων. Και όλοι συνειδητοποιούσαν το γεγονός πως τα όπλα εκείνα, φτιαγμένα για να διεξάγουν έναν Πόλεμο στους Ουρανούς, θα μπορούσαν εύκολα να στραφούν και εναντίον εχθρών στο έδαφος της ίδιας της Γης.

«Γνωρίζουμε ασφαλώς», συνέχισε ο Πάξτον, «πως τέτοιου είδους εξοπλισμοί δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σταματήσουν την ηλιακή καταιγίδα. Έχουμε, λοιπόν, και εναλλακτικές λύσεις. Δεν ξέρουμε με τι πρόκειται να μας χτυπήσουν στη συνέχεια αυτοί οι Πρωτογέννητοι. Έτσι, στους σχεδιασμούς μας έχουμε μελετήσει και άλλες φυσικές καταστροφές που χτύπησαν τον πλανήτη στο παρελθόν, καθώς και τους τρόπους με τους οποίους αντιμετωπίστηκαν...» Παρουσίασε ένα καινούργιο σχεδιάγραμμα, μια τρομερή ταξινόμηση των καταστροφών.

Έδειξε «τοπικές καταστροφές» που είχαν σκοτώσει ένα μικρό ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού, όπως τις μεγάλες ηφαιστειακές εκρήξεις και τους παγκόσμιους πολέμους του εικοστού αιώνα, καθώς και «παγκόσμιες καταστροφές» που θα μπορούσαν να εξοντώσουν ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού, όπως την πτώση ενός μικρού αστεροειδούς και «γεγονότα επιπέδου εξάλειψης», τόσο σαρωτικά ώστε ένα τεράστιο ποσοστό όλων των ζωικών ειδών δα εξολοθρεύονταν και θα απειλούνταν η ίδια η ύπαρξη της ζωής πάνω στη Γη.

«Αν δεν υπήρχε η Ασπίδα», είπε ο Πάξτον, «η ηλιακή καταιγίδα θα αποτελούσε τη μητέρα όλων των "περιστατικών αφανισμού", αφού θα έλιωνε την επιφάνεια της Γης μέχρι το βραχώδες υπόστρωμά της. Όπως ήρθαν τα πράγματα, η Ασπίδα περιόρισε το γεγονός σε μια απλή "παγκόσμια καταστροφή"». 86

Γι' αυτό η ηλιακή καταιγίδα, όπως είπε, είχε εμπνεύσει μια προσέγγιση που θα έκανε τη Γη ανθεκτική σε περίπτωση μελλοντικών επιθέσεων.

«Προσπαθούμε να ανασχεδιάσουμε τη βιομηχανική βάση μας ώστε να περάσουμε σε φάση ανάκαμψης όσο το δυνατόν γρηγορότερα σε περίπτωση που θα αντιμετωπίζαμε μια καινούργια καταστροφή μεγάλου μεγέθους. Για παράδειγμα, αν έπρεπε να κατασκευάσουμε σήμερα μια ασπίδα, θα το κάναμε πολύ πιο αποτελεσματικά. Ασφαλώς μερικοί θα υποστήριζαν πως, ως ανθρώπινο είδος, θα έπρεπε να κάνουμε τέτοιου είδους προετοιμασίες ακόμα κι αν δεν υπήρχαν οι Πρωτογέννητοι.

»Κατέχουμε ορισμένα πλεονεκτήματα. Μια υποδομή βασισμένη στο διάστημα θα μπορούσε να βοηθήσει στην επανεκκίνηση του γήινου πολιτισμού. Συστήματα ελέγχου του καιρού θα μπορούσαν να σταθεροποιήσουν ένα κατεστραμμένο κλίμα, όπως αυτό που παρουσιάστηκε μετά την ηλιακή καταιγίδα. Σταθμοί σε τροχιά θα ήταν δυνατόν να επαναφέρουν σε λειτουργία χαλασμένους ανελκυστήρες. Να εγκαταστήσουμε ενεργειακά και επικοινωνιακά συστήματα στο διάστημα. Επίσης, να αποθηκεύσουμε ιατρικό και φαρμακευτικό εξοπλισμό εκεί ψηλά. Ίσως θα μπορούσαμε ακόμα και να θρέψουμε τον κόσμο με αγροκτήματα σε τροχιά ή σεληνιακές καλλιέργειες, για παράδειγμα. Τα παιδιά της Γης θα επέστρεφαν για να βοηθήσουν την πληγωμένη τους μητέρα». Μόρφασε. «Αν δηλαδή αυτοί οι γαμημένοι οι διαστημάνθρωποι μας το επιτρέψουν.

»Ωστόσο, πρέπει να φτάσουμε ακόμα πιο πέρα και να σκεφτούμε τη χειρότερη περίπτωση», είπε αυστηρά, κοιτάζοντάς τους στα μάτια έναν–έναν. «Πρέπει να κάνουμε σχέδια για την περίπτωση εξαφάνισης του ανθρώπινου γένους.

»Έχουμε ασφαλώς και σήμερα πληθυσμούς έξω από τη Γη. Αλλά μου έχουν πει πως υπάρχουν αμφιβολίες για το αν οι αποικίες έξω από τον πλανήτη θα μπορούσαν να επιβιώσουν 87

έτσι και χανόταν η Γη εντελώς. Άρα πρέπει να διαθέτουμε και άλλες εναλλακτικές λύσεις».

Μίλησε για υπόγεια καταφύγια, τόσο πάνω στη Γη όσο και έξω από αυτήν. Ήδη κατασκευαζόταν ένα στο σεληνιακό όρος που ονομαζόταν Πίκο στη Μάρε Ιμπέριουμ. Μίλησε για αντίγραφα της σοφίας της ανθρωπότητας χαραγμένα πάνω σε φύλλα χρυσού ή αποθηκευμένα με ηλεκτρονική μορφή. Για τράπεζες Ντι Εν 'Ει και κατεψυγμένα ζυγωτά κύτταρα. Όλα προορισμένα για τους επερχόμενους, αν τελικά εξαφανιζόταν η ανθρωπότητα. Το Γήινο Μήνυμα, μια απεγνωσμένη αποστολή ενός τμήματος του ανθρώπινου πολιτισμού προς τ' αστέρια την παραμονή της ηλιακής καταιγίδας, ήταν μια ακόμα προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση». «Ωραία, λοιπόν, Μπομπ. Νομίζεις πως αυτά θα είναι αρκετά;»

«Ξέρει κανείς από εσάς τι ήταν η όπερα του διαστήματος,» είπε ο Πάξτον με σκληρή έκφραση. «Επιστημονική φαντασία για το μακρινό μέλλον, για πολέμους που δίνονται από τη μια ως την άλλη άκρη του γαλαξία, για διαστημόπλοια με μέγεθος πλανητών. Απέχουμε μόλις έναν αιώνα από τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο – μόλις εκατόν πενήντα χρόνια από την εποχή που το κύριο μέσο μετακίνησης στη διάρκεια ενός πολέμου ήταν το άλογο. Και όμως, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή βγαλμένη από βιβλίο επιστημονικής φαντασίας. Ίσως σε χίλια χρόνια από τώρα να είμαστε τόσο διασκορπισμένοι, ώστε τίποτα μικρότερο από μια έκρηξη του γαλαξιακού πυρήνα να μην μπορεί να μας σκοτώσει όλους. Για την ώρα, όμως, είμαστε ακόμα ευάλωτοι». Ο Μπιλ Καρέλ τόλμησε να σηκώσει το χέρι του. «Αυτή η λογική υπονοεί πως ένα δεύτερο χτύπημα είναι πιθανότερο τώρα παρά αργότερα». «Πράγματι», γρύλισε ο Πάξτον.

«Παρά τη θαυμάσια παρουσίασή σας, ναύαρχε, υπάρχουν εμφανή ελαττώματα σ' αυτές τις στρατηγικές». Όλοι πήραν μια 88

ανάσα έκπληξης, μα ο Καρέλ φάνηκε να το αγνοεί. «Μπορώ να έχω τον λόγο;» «Μπορείτε», είπε η Μπέλα βιαστικά.

«Κατ' αρχήν οι γραμμές άμυνάς σας είναι λιγοστές, ναύαρχε. Επειδή έχετε έναν σταθμό σε τροχιά γύρω από τον Δία, δεν σημαίνει πως μπορείτε ν' αντιμετωπίσετε μια απειλή που θα προέρχεται από την ίδια απόσταση, αλλά από την αντίθετη πλευρά του ήλιου». «Αυτό το γνωρίζουμε...»

«Και φαίνεται πως σκεφτόσαστε δισδιάστατα, λες και πρόκειται να διεξαχθεί κάποιος από τους παλιούς πολέμους στην ξηρά. Τι θα γίνει αν δεχτούμε επίθεση από ένα σημείο εκτός της εκλειπτικής – εννοώ, πέρα από το νοητό επίπεδο του ήλιου και των πλανητών;»

«Έχω περπατήσει πάνω στον Αρη», είπε ο Πάξτον απειλητικά, «και ξέρω καλά τι σημαίνει εκλειπτική. Όπως αποδεικνύεται, όμως, το καινούργιο άγνωστο αντικείμενο έρχεται πράγματι προς το μέρος μας ακολουθώντας την τροχιά της εκλειπτικής. Για το μέλλον, μελετούμε και επιλογές εκτός επιπέδου εκλειπτικής. Αλλά γνωρίζετε το ίδιο καλά όπως κι εγώ ότι το ενεργειακό κόστος μιας τέτοιας προσπάθειας είναι απαγορευτικό. Ναι, καθηγητά Καρέλ, το ηλιακό σύστημα είναι ένα πολύ μεγάλο μέρος. Πράγματι, δεν μπορούμε να το καλύψουμε όλο. Μα τι άλλο μπορούμε να κάνουμε εκτός από το να προσπαθήσουμε;» Ο Καρέλ χαμογέλασε.

«Αυτές οι προσπάθειες είναι τόσο αραιές, που ουσιαστικά είναι μάταιο να...» Ο Πάξτον τον αγριοκοίταξε και η Μπέλα σήκωσε το χέρι της. «Σε παρακαλώ, Μπιλ».

89

«Ζητώ συγνώμη», είπε ο Καρέλ. «Όπως και να 'ναι, τίθεται το ζήτημα αν όλες αυτές οι προετοιμασίες μπορεί να είναι αποτελεσματικές απέναντι στην απειλή που αντιμετωπίζουμε». «Πολύ καλά». Ο Πάξτον έσβησε θυμωμένος τα σχεδιαγράμματα από την οθόνη του. «Ας μιλήσουμε για την ανωμαλία». Η Μπέλα λαχταρούσε λίγο ζεστό καφέ.

Μετά τη μακριά και λεπτομερή ανάλυση του Οχυρού Ήλιος, η παρουσίαση του Πάξτον σχετικά με την ανωμαλία ήταν σύντομη. Εξέτασε με συντομία τις βασικότερες αποδείξεις για την ύπαρξη του άγνωστου αντικειμένου.

«Αυτήν τη στιγμή προσπερνάει τη γραμμή Δ, την τροχιά του Δία. Μάλιστα, έχουμε τη δυνατότητα να το αναχαιτίσουμε, επειδή, ευτυχώς, θα περάσει κοντά από τη βάση των Τρώων, και έτσι επεξεργαζόμαστε τις σχετικές επιλογές. Στη συνέχεια θα περάσει μέσα από τη ζώνη των αστεροειδών και την τροχιά του Άρη, για να καταλήξει ατη Γη, την οποία φαίνεται να στοχεύει. Δεν έχουμε ιδέα για το τι είναι ούτε για το τι μπορεί να κάνει εάν και όταν φτάσει εδώ». Κάθισε κάτω και ακολούθησε μια σύντομη σιωπή.

Ο Μπιλ Καρέλ κοίταξε τον Πάξτον και τους υπόλοιπους συγκεντρωμένους, σαν να περίμενε κάποιον άλλο να μιλήσει. «Αυτό ήταν όλο;»

«Δεν έχουμε τίποτε άλλο στη διάθεσή μας», είπε ο Πάξτον.

«Δεν φανταζόμουν πως θα διαθέτατε τόσο λίγες πληροφορίες», είπε ο Καρέλ σιγανά. «Φαίνεται πως έκανα καλά που ήρθα. Μπορώ να έχω τον λόγο, ναύαρχε;» Ο Μπομπ Πάξτον αγριοκοίταξε την Μπέλα, μα εκείνη του έκανε νόημα διακριτικά και έτσι πήρε τον λόγο ο Καρέλ. 90

«Από μια άποψη», είπε ο Καρέλ, «η ανάμειξή μου με αυτό το "άγνωστο αντικείμενο" ξεκίνησε τα χρόνια πριν από την ηλιακή καταιγίδα, όταν εργαζόμουν κοντά σε μια αστρονόμο ονόματι Σιόμπαν ΜακΓκόραν, στο πρόγραμμα κατασκευής ενός μη επανδρωμένου οχήματος που ονομάζαμε Ο.Α.Π., δηλαδή Όχημα Ανισοτροπικής Πεμπτουσίας...» Ο Πάξτον και οι εθνικιστές του κουνήθηκαν ενοχλημένοι μουρμουρίζοντας.

Το Όχημα Ανισοτροπικής Πεμπτουσίας ήταν ένας απόγονος του σκάφους που ονομαζόταν Όχημα Μικροκυματικής Ανισοτροπίας Γουίλκινσον και το οποίο το 2003 μελέτησε τους αχνούς αντίλαλους της Μεγάλης Έκρηξης και καθόρισε για πρώτη φορά τα βασικά συστατικά του σύμπαντος – τη βαρυονική ύλη, τη σκοτεινή ύλη και τη σκοτεινή ενέργεια. Η σκοτεινή ενέργεια, που ορισμένοι την αποκαλούσα «πεμπτουσία», ήταν αυτή που ωθούσε τη διαστολή του σύμπαντος. Τώρα, σκοπός του Ο.Α.Π. ήταν να μετρήσει τα αποτελέσματα αυτής της συμπαντικής διαστολής, αναζητώντας αντίλαλους των αρχέγονων ηχητικών κυμάτων. «Ήταν μια πραγματικά κομψή σύλληψη», είπε ο Καρέλ. «Το αρχέγονο σύμπαν, μικρό, πυκνό και απίστευτα θερμό, ήταν ένα αντηχείο γεμάτο με ηχητικά κύματα τα οποία διαχέονταν μέσα σ' ένα ταραγμένο μέσο. Ύστερα όμως ήρθε η διαστολή». Άπλωσε τα λεπτεπίλεπτα χέρια του. «Μπουμ! Ξαφνικά υπήρχε χώρος ώστε η θερμοκρασία να μειωθεί και να δημιουργηθούν πιο ενδιαφέροντα φυσικά φαινόμενα. »Με την εμφάνιση της διαστολής, αυτά τα αρχαία ηχητικά κύματα άρχισαν να διασκορπίζονται. Άφηναν, όμως, πίσω τους ένα αποτύπωμα και ο τρόπος της συμπίεσής τους επηρέασε τον σχηματισμό των πρώτων γαλαξιών. Χαρτογραφώντας, λοιπόν, τη διασπορά των γαλαξιών, ελπίζαμε ν' αναπλάσουμε τους αρχέγονους ήχους. Αυτό με τι σειρά του θα μας έδινε στοιχεία για τους φυσικούς νόμους που διέπουν την πεμπτουσία, τη σκοτεινή ενέργεια, η οποία εκείνη την εποχή...» 91

Καθώς οι ένστολοι άρχισαν να γίνονται όλο και πιο νευρικοί, η Μπέλα είπε ευγνικά: «Ίσως θα 'πρεπε να έρθεις στο θέμα, Μπιλ».

Της χαμογέλασε. Είχε μια δική του μαλακή οθόνη, την οποία άπλωσε πάνω σταραπέζι. Αυτή γρήγορα επικοινώνησε με τα υποσυστήματα του τραπεζιού.

«Εδώ έχουμε μια παρουσίαση της συμπαντικής διαστολής». Ήταν ένα γράφημα σχεδιασμένο με λογαριθμικές κλίμακες, μια καμπύλη με ανοδική πορεία. Ο Καρέλ εξήγησε πώς είχε δημιουργηθεί η καμπύλη, μέσα από την ανάλυση αρχαίου φωτός που ερχόταν από τα βάθη του σύμπαντος και από τους συσχετισμούς των παρατηρούμενων δομών σε μια ποικιλία κλιμάκων. Η «συχνότητα» των σχεδίων των γαλαξιακών σχηματισμών είχε χρησιμοποιηθεί για τη χαρτογράφηση των συχνοτήτων εκείνων των χαμένων ηχητικών κυμάτων. Σ' αυτό το σημείο ο Πάξτον τον διέκοψε. «Μα τον Χριστό, σπασίκλα, βγάλε με από τη δυστυχία μου. Πού θες να καταλήξεις;» Ο Καρέλ άγγιξε με τα δάχτυλα την οθόνη του.

«Ένας από τους μαθητές μου ευτυχώς μπόρεσε να δημιουργήσει μια προσομοίωση της καταστροφής του Σκάφους Παρατήρησης Χ7-6102-016». «Θα 'θελα να 'ξερα πώς τη βρήκε αυτός ο τύπος», μούγκρισε ο Πάξτον.

«Πρόκειται για γυναίκα», είπε ο Καρέλ ατάραχος. «Μια κοπέλα που λέγεται Λάιλα Νιλ. Είναι Νιγηριανή και ευφυέστατη. Η καταστροφή του Σ.Π.Α.Δ. προκλήθηκε από μια πολύ περίεργη έκρηξη, ξέρετε. Δεν φαίνεται να χτυπήθηκε από κάποιο εξωτερικό όπλο, αλλά να διαλύθηκε εκ των έσω. Παρακινημένη από αυτό, η Λάιλα κατασκεύασε μια καμπύλη διαστολής για το σκάφος ώστε να μας δείξει με ποιον τρόπο χάθηκε το μικρό του σύμπαν». 92

Εμφάνισε ένα δεύτερο διάγραμμα. Η Μπέλα είδε πως η κλίμακα ήταν διαφορετική, μα το συμπέρασμα προφανές. Η καμπύλη διαστολής του σκάφους ήταν ίδια με το συμπαντικό προφίλ που έδινε το Ο.Α.Π. Ολόιδια, όπως μπόρεσε πια να φανεί όταν ο Καρέλ έβαλε τη μια πάνω στην άλλη. Η Μπέλα έκανε πίσω έκπληκτη. Τι σημαίνει αυτό;» «Μπορώ να κάνω μόνο εικασίες», είπε ο Καρέλ.

«Τότε, για όνομα του Θεού, κάνε τις», είπε απότομα ο Πάξτον.

«Μου φαίνεται πως το Σ.Π.Α.Δ. καταστράφηκε από μια συγκεκριμένη και εντοπισμένη εφαρμογή σκοτεινής ενέργειας ή πεμπτουσίας. Το διέλυσε η ίδια ακριβώς δύναμη που προκάλεσε και τη συμπαντική διαστολή, εστιασμένη με κάποιον τρόπο πάνω σ' εκείνο το μικρό σκάφος. Είναι ένα συμπαντικό όπλο, αν θα θέλατε να το ονομάσετε έτσι. Πραγματικά αξιοθαύμαστο». Χαμογέλασε. «Η Λάιλα το ονόμασε Βόμβα–Π». «Χαριτωμένο», γάβγισε ο Πάξτον. «Μπορούμε, λοιπόν, να σταματήσουμε αυτό το πράγμα, να το καταρρίψουμε ή ν' αλλάξουμε την πορεία του;» Ο Καρέλ φάνηκε να εκπλήσσεται με το ερώτημα.

«Δεν έχω ιδέα. Δεν είναι κάτι σαν την ηλιακή καταιγίδα, ναύαρχε, ένα γεγονός πολύ ενεργοβόρο αλλά χονδροειδώς σχεδιασμένο. Εδώ έχουμε να κάνουμε μ' ένα ελάχιστα γνωστό είδος φυσικών νόμων. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστούμε αν μπορούμε ν' αντιδράσουμε απέναντί του με κάποιον ουσιαστικό τρόπο». «Μα, Μπιλ, τι θα συμβεί αν αυτή η Βόμβα–Π φτάσει τελικά στη Γη;» τον ρώτησε η Μπέλα. Και πάλι ο Καρέλ φάνηκε ν' απορεί μ' αυτή την ερώτηση.

«Είναι προφανές. Αν λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο ξανά –και δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως το εύρος δράσης της είναι 93

περιορισμένο–, θα συμβεί ό,τι ακριβώς και με το Σ.Π.Α.Δ.». Άπλωσε τα χέρια του. «Μπουμ!» Βαριά σιωπή έπεσε μέσα στην αίθουσα.

Η Μπέλα κοίταξε αυτούς που κάθονταν γύρω της. Οι ηλικιωμένοι πολεμιστές του ουρανού φαίνονταν ως εκείνη τη στιγμή σχεδόν να το διασκεδάζουν. Τώρα, όμως, ήταν μαζεμένοι και αμίλητοι, καθώς είχαν αποκαλυφθεί. Το χειρότερο ήταν πως, απ' όσο μπορούσε να καταλάβει και η ίδια, εκείνη η «συμπαντική» τεχνολογία θα διαπερνούσε πανεύκολα την εύθραυστη και πανάκριβη άμυνα που προσπαθούσε να δημιουργήσει η ανθρωπότητα.

«Ωραία, λοιπόν», είπε. «Μένουν είκοσι ένας μήνες μέχρι που αυτό το πράγμα να φτάσει στη Γη. Τι κάνουμε τώρα;»

«Πρέπει να το σταματήσουμε», είπε ο Πάξτον αμέσως. «Είναι η μοναδική επιλογή. Δεν μπορούμε να σώσουμε τον πληθυσμό με κανέναν τρόπο – είναι αδύνατον να εκκενώσουμε έναν ολόκληρο πλανήτη. Θα ρίξουμε εναντίον του ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, ξεκινώντας από τα οπλικά μας συστήματα στους Τρώες». Λοξοκοίταξε την Μπέλα. Η Μπέλα κατάλαβε τι εννοούσε ο Πάξτον. Τα σκάφη–Α. Ήξερε καλά πως κάτι τέτοιο θα σήμαινε και τη συμμετοχή της κόρης της στις επιχειρήσεις. Παραμέρισε για λίγο αυτές τις σκέψεις.

«Κατάστρωσε ένα επιχειρησιακό σχέδιο, Μπομπ! Αν και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε πως οποιοδήποτε από τα όπλα μας θα μπορέσει να κάνει κάτι για ν' αλλάξει την κατάσταση. Πρέπει να ανακαλύψουμε περισσότερα γι' αυτό το πράγμα και να εντοπίσουμε τυχόν αδυναμίες του. Καθηγητά Καρέλ, από αυτήν τη στιγμή σας στρατολογούμε». Ο Καρέλ έκανε μια μικρή υπόκλιση με το κεφάλι.

«Είναι και κάτι ακόμα», είπε ο Πάξτον με βαριά φωνή. «Ναι;»

94

«Η Μπιζέζα Ντουτ εξαφανίστηκε. Ξέφυγε μέσω ανελκυστήρα σαν ποντίκι που χώνεται σε υδρορροή». Τα νέα έκαναν την Μπέλα να απορήσει.

ενός

«Διαστημικό ανελκυστήρα; Και πού πάει;»

«Δεν ξέρω. Μόλις βγήκε από μια Μονάδα Διαχείμασης. Πιθανώς ούτε και η ίδια να μην ξέρει τον προορισμό της. Κάποιος, όμως, τον γνωρίζει, κάποιος διαστημάνθρωπος του κώλου».

«Ναύαρχε!» είπε απότομα η Μπέλα. «Τέτοιου είδους εκφράσεις δεν βοηθούν σε τίποτα». Εκείνος μειδίασε δείχνοντας, σαν λύκος, τα δόντια του.

«Θα είμαι πιο ευγενικός. Πρέπει, όμως, να βρούμε την Μπιζέζα Ντουτ, ανεξάρτητα από ποιανού τον κάλο πρέπει να πατήσουμε». Η Μπέλα αναστέναξε.

«Εντάξει. Αυτήν τη στιγμή νομίζω πως είναι ανάγκη να πάω να ενημερώσω μερικούς προέδρους. Έχουμε τίποτε άλλο;» Ο Πάξτον ένευσε αρνητικά.

«Θα ξαναμιλήσουμε σε μια ώρα. Και μην ξεχνάτε – δεν θέλω να διαρρεύσει τίποτα απ' όσα ειπώθηκαν».

Οι παρευρισκόμενοι διαλύθηκαν και η Μπέλα ένιωθε την ανησυχία να την πνίγει. Το γεγονός πως ο Καρέλ χρειάστηκε να φτάσει με πιέσεις μέχρι εκεί, έδειχνε πως οι όμορφες παρουσιάσεις δεν σήμαιναν απαραίτητα και κατανόηση της επιστημονικής γνώσης. Αν δεν είχε λάβει χώρα εκείνη η τυχαία παρατήρηση της ιδιοφυούς μαθήτριας του Καρέλ, δεν θα είχαν την παραμικρή ιδέα για την αληθινή φύση αυτού του τεχνουργήματος, του όπλου που ονομάστηκε Βόμβα–Π. Τι άλλο τους έλειπε; Τι δεν μπορούσαν να διακρίνουν; Τι άλλο; 95

14. Ανάβαση πέρα απ' την τροχιά Σχεδόν όλος ο ενθουσιασμός της ανάβασης ξεθύμανε μέσα στις πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες. Η Μπιζέζα δεν το πίστευε όταν σηκώνονταν από το έδαφος, κι όμως βαρέθηκε πολύ γρήγορα. Καθώς η βαρύτητα μειωνόταν, διάφορα αντικείμενα άρχισαν να αιωρούνται, κουβέρτες, ρούχα και φαγητά. Ήταν λες κι είχαν κατασκηνώσει μέσα σ' έναν ανελκυστήρα που έπεφτε στο κενό, σκέφτηκε η Μπιζέζα. Οι τρίχες από το ξυρισμένο κεφάλι του Αλεξέι ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες. Δυσκολεύονταν και να πλυθούν. Είχαν αρκετό νερό για να μη διψάσουν, αλλά η καμπίνα του φορτίου δεν διέθετε ντουζιέρα. Μετά τις δυο πρώτες μέρες, αναπόφευκτα, η καμπίνα άρχισε να μυρίζει σαν αποχωρητήριο. Η Μπιζέζα προσπάθησε να εκμεταλλευτεί τον χρόνο της δημιουργικά. Προσπαθούσε να συνέλθει από τη νάρκη της στη Μονάδα Διαχείμασης. Κοιμόταν πολύ και ο Αλεξέι με τη Μάιρα τη βοηθούσαν να κάνει τις επιβαλλόμενες ασκήσεις σε χαμηλή βαρύτητα, όπως πους–απς πάνω στους τοίχους και στο πάτωμα για την ενδυνάμωση των μυών. Αλλά δεν μπορούσες να κοιμάσαι ή ν' ασκείσαι συνεχώς. Ο Αλεξέι ήταν κι αυτός απασχολημένος. Εξέταζε κάθε τόσο τα συστήματα της «αράχνης», κάνοντας έναν πλήρη έλεγχο δυο φορές τη μέρα. Έκανε ακόμα και οπτικούς ελέγχους των ενώσεων του περιβλήματος και των φίλτρων. Ενώ εργαζόταν, μουρμούριζε και τραγουδούσε παράξενους, ακατανόητους ύμνους προς το ηλιακό φως. Η Μπιζέζα δεν είχε ακόμη κατορθώσει να μιλήσει με την κόρη της – με τον τρόπο που θα ήθελε. Πίστευε πως η Μάιρα είχε κλειστεί στον εαυτό της· φαίνεται πως ενώ η Μπιζέζα βρισκόταν σε νάρκη, η κόρη της είχε πάθει βαριά κατάθλιψη. Η Μπιζέζα σκέφτηκε πως αυτό ήταν κάτι που θα το κουβέντιαζαν αργότερα. 96

Έβλεπε τη Γη να μικραίνει και να γίνεται παιχνιδάκι στην άκρη μιας κορδέλας, που τώρα πια έμοιαζε να εκτείνεται επ' άπειρον και προς τις δυο κατευθύνσεις. «Μακάρι ο πλανήτης να γύριζε ώστε να μπορούσα να δω κι άλλους ιμάντες», είπε κάποια στιγμή στους άλλους δύο. «Δεν ξέρω καν πόσοι είναι συνολικά». Η Μάιρα μέτρησε με τα δάχτυλα

«Ο Μοντίμο στην Αφρική, ο Μπαντάρα στην Αυστραλία, που είναι και ο πρώτος. Ο Τζιανμού στην Κίνα. Ο Μαραχουάκα στη Βενεζουέλα της Νότιας Αμερικής. Όλοι έχουν ονόματα θεών του ουρανού. Εμείς οι Ευρωπαίοι έχουμε το Γίγκντραζιλ». «Έχει το όνομα του δέντρου που στηρίζει την πλάση κατά τη σκανδιναβική μυθολογία». «Ναι».

«Και οι Αμερικανοί έχουν τη Σκάλα του Ιακώβ». Ο Αλεξέι χαμογέλασε.

«"Και είδε ενύπνιο και ιδού σκάλα στηριγμένη στη γη της οποίας η κορυφή έφτανε στον ουρανό, και ιδού οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν πάνω σ' αυτήν". Γένεσις, κεφ. 28, §12». «Η Αμερική παραμένει ακόμα χριστιανική χώρα», είπε η Μάιρα. «Απέρριψαν όλα τα ονόματα που έχουν σχέση με τα ιερά δέντρα των γηγενών. Έκαναν δημοψήφισμα». «Γιατί τόσες πολλές παραδόσεις αναφέρονται σε μύθους για ένα δέντρο που στηρίζει την πλάση; Φαίνεται παράξενο».

«Μερικοί ανθρωπολόγοι λένε πως οι μύθοι προέρχονται από την παρατήρηση των μορφών που παίρνουν τα σύννεφα», είπε ο Αλεξέι. «Παρουσιάζουν κυματισμούς που μοιάζουν με κλαδιά ή σκαλιά. Ίσως πάλι είναι ένας μύθος που σχετίζεται με τον Γαλαξία. Άλλοι λένε πως μπορεί να έχει να κάνει με την 97

παρατήρηση φαινομένων που σχετίζονται δραστηριότητα του ηλιακού πλάσματος».

με

τη

«Πάρα πολλοί άνθρωποι φοβούνται τους ανελκυστήρες», είπε η Μάιρα. «Μερικοί τους θεωρούν βλασφημία – μια συντομευμένη οδό προς τον Θεό. Στο κάτω–κάτω αντιμετωπίσαμε πρόσφατα μια απειλή από τον ουρανό».

«Γι' αυτό δέχτηκε επίθεση και ο αφρικανικός ανελκυστήρας», είπε ο Αλεξέι. «Ακούγεται παράλογο, μα έτσι είναι». «Αν και διαστημάνθρωπος, ξέρεις πολλά σχετικά με τις γήινες παραδόσεις». «Με ενδιαφέρουν. Μα τις παρατηρώ ανθρωπολογικής πλευράς, εννοώ».

απ'

έξω.

Από

Η Μπιζέζα ένιωσε πως την αντιμετώπιζε με υπεροπτική συγκαταβατικότητα. «Μάλλον όλοι εσείς οι διαστημάνθρωποι ορθολογικά, σαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές».

«Ω, όχι», απάντησε ο Αλεξέι χαμογελώντας. αποκτήσει ένα σωρό καινούργιες προλήψεις».

σκέφτεστε

«Έχουμε

Συνέχισαν ν' ανεβαίνουν. Ο πλανήτης συρρικνωνόταν και από μπάλα ποδοσφαίρου γινόταν μπάλα του μπιλιάρδου, κι έτσι η Μπιζέζα δεν μπορούσε τώρα πια να διακρίνει ούτε καν τα κυριότερα χαρακτηριστικά των ηπείρων· τότε μόνο άρχισε να συνειδητοποιεί αμυδρά την απίστευτα μεγάλη κλίμακα του τεχνολογικού επιτεύγματος με το οποίο προχωρούσαν στο διάστημα. Μετά από τρεις μέρες ανάβασης, συνάντησαν το πρώτο σημαντικό οικοδόμημα από τη στιγμή που είχαν εγκαταλείψει το γήινο έδαφος. Μαζεύτηκαν στο κέντρο της καμπίνας για να το δουν πλησιάζοντάς το. Ήταν ένας ακανόνιστος δακτύλιος από φουσκωτές κατασκευές με λαμπερά χρώματα· καθεμιά ήταν πελώρια, στο 98

μέγεθος ενός μικρού κτηρίου, κι έλαμπε σαν πελώριο στολίδι κάτω από το αναλλοίωτο φως του ήλιου. Όπως τους είπε ο Αλεξέι, επρόκειτο για έναν συνδυασμό ξενοδοχείου και θεματικού πάρκου κι ήταν ακόμη ακατοίκητο, υπό κατασκευήν. «Το επίσημο όνομα του είναι "Τζέικομπ". Η Ντίσνεϊ είναι ο κυριότερος επενδυτής. Ελπίζουν να βγάλουν εδώ κάποια από τα λεφτά που χάνουν στα παλιά τους πάρκα στη Γη». «Καλό σημείο για ξενοδοχείο», είπε η Μάιρα. «Μονό τρεις μέρες απόσταση και με το ένα δέκατο της γήινης βαρύτητας, έτσι ώστε να αποφεύγονται και τα προβλήματα της μηδενικής βαρύτητας».

«Αντιλαμβάνεσαι τι μπορείς να κάνεις μ' έναν–δυο διαστημικούς ανελκυστήρες», μουρμούρισε ο Αλεξέι. «Όχι μόνο φτηνή μεταφορά, αλλά και πολύ βαριά φορτία. Μεγάλη δυνατότητα. Το θεματικό πάρκο δεν έχει τόση σημασία, μα είναι μονάχα η αρχή. Θα ακολουθήσουν και άλλες κοινότητες, πόλεις που θα αιωρούνται στον ουρανό παραταγμένες κατά μήκος των ανελκυστήρων. Θα είναι ένας εντελώς καινούργιος κόσμος. Κάτι ανάλογο με το φαινόμενο των σιδηροδρόμων κατά τον δέκατο ένατο αιώνα». Η Μπιζέζα ένιωσε την ανάγκη να πιάσει το χέρι της Μάιρα. «Ζούμε σε μια αξιοθαύμαστη εποχή, έτσι δεν είναι;» «Ναι, μαμά, έτσι είναι».

Προσπέρασαν το ξενοδοχείο μέσα σε δευτερόλεπτα και για πρώτη φορά μετά από μέρες η Μπιζέζα είχε αίσθηση της πραγματικής τους ταχύτητας. Ύστερα, όμως, συνέχισαν την αχρονική και δίχως κλίμακα μέτρησης πορεία τους ακόμα πιο μακριά από τη Γη, και οι γκρίνιες ξανάρχισαν. Την όγδοη μέρα πέρασαν τη γεωστατική τροχιά. Για μια και μόνο στιγμή βρέθηκαν σε μηδενική βαρύτητα, σε τροχιά γύρω από τη Γη όπως κι οποιοσδήποτε αξιόπιστος δορυφόρος, αν 99

και επί μέρες η βαρύτητα ήταν τόσο χαμηλή, που παρουσίαζε ελάχιστη διαφορά σε σχέση με τη μηδενική.

Στο γεωστατικό σημείο υπήρχε άλλο ένα οικοδόμημα, ένας τεράστιος τροχός που ο ιμάντας διαπερνούσε τον ομφαλό του. Ήταν μισοτελειωμένος. Η Μπιζέζα μπορούσε να διακρίνει μικρότερα σκάφη να έρπουν πάνω στην πελώρια σκαλωσιά και συσκευές συγκόλλησης ν' αστράφτουν. Αλλού, όμως, διέκρινε τεράστιες γυάλινες προσόψεις, πίσω από τις οποίες ζωντανά φυτά έλαμπαν μ' ένα πράσινο χρώμα. Προσπέρασαν και τον γεωστατικό σταθμό, παρακολουθώντας τον καθώς χανόταν.

Μόλις πέρασαν το γεωστατικό σημείο, η ουσιαστική βαρύτητα της «αράχνης» αντιστράφηκε, καθώς κεντρομόλες δυνάμεις, που εξισορροπούνταν στη γεωστατική τροχιά, ανέλαβαν τα ηνία και προσπάθησαν να τους πετάξουν μακριά. Τώρα πια το «κάτω» έδειχνε μακριά από τη Γη, μια Γη στο μέγεθος μπιζελιού. Έπρεπε να διευθετήσουν την καμπίνα ώστε η οροφή να γίνει πάτωμα και το αντίστροφο. Ο Αλεξέι τους είπε πως καμπίνες σχεδιασμένες για να μεταφέρουν επιβάτες έκαναν αυτού του είδους την αντιστροφή αυτόματα. Αυτή η αντιστροφή και η επαναδιευθέτηση της καμπίνας ήταν το μόνο ενδιαφέρον που συνέβη τις μέρες που ακολούθησαν. Το μόνο.

Στό μεταξύ η Μπιζέζα έμαθε πως δεν θα έκαναν τη διαδρομή μέχρι το αντίβαρο, το οποίο βρισκόταν δεκατρείς ημέρες ακόμη πέρα από τη γεωστατική τροχιά και είκοσι μία από το έδαφος. Εκείνο το σημείο, όπως έμαθε τελικά, ήταν το νεκροταφείο των «αραχνών». «Πρέπει να συνεχίσουν να προσθέτουν αντίβαρο για να εξισορροπούν την αυξανόμενη μάζα του ιμάντα», είπε ο Αλεξέι. «Γι' αυτόν το λόγο καμιά από αυτές τις "αράχνες" – φορτηγά δεν επιστρέφει στη Γη, αλλά μόνο οι "αράχνες" – κατασκευαστές». 100

Η Μπιζέζα κοίταξε το ακατάστατο εσωτερικό της καμπίνας, βρώμικο μετά από τόσες μέρες παραμονής. Αισθάνθηκε ένα τσίμπιμα οδύνης. Κι εκεί θα καταλήξει ετούτη η "αράχνη;"»

«Ω, όχι», είπε ο Αλεξέι. «Αυτή εδώ δεν πρόκειται να περάσει το σημείο των πενήντα έξι χιλιάδων χιλιομέτρων. Είκοσι μέρες απόσταση από τη Γη».

Η Μπιζέζα λοξοκοίταξε τη Μάιρα. Διαισθανόταν πως και η ίδια η κόρη της δεν είχε παρά μια αμυδρή ιδέα για το τι επρόκειτο να συμβεί στη συνέχεια. «Και μετά;»

Θυμάστε που σας είπα πως αν η "αράχνη" ξεκολλούσε από τον ιμάντα πριν από το σημείο της γεωστατικής, θα πέφταμε πίσω στη Γη; Αν όμως ξεκολλήσουμε μετά τη γεωστατική...» «Θα εκτοξευτούμε έξω από την τροχιά της Γης», είπε η Μάιρα. «Στο διάστημα».

«Αν επιλέξεις το κατάλληλο ύψος για να εγκαταλείψεις τον ανελκυστήρα, μπορείς να εκμεταλλευτείς τη φορά του για να εκτιναχτείς οπουδήποτε θέλεις. Στη Σελήνη, για παράδειγμα». «Εκεί πάμε;»

Ο Αλεξέι χαμογέλασε.

«Θα έλεγα λιγάκι πιο μακριά».

«Τότε πού, γαμώ το; Η μυστικότητα δεν έχει πια κανένα νόημα· μόλις εγκαταλείψουμε τον ανελκυστήρα, οι αρχές δα καταλάβουν πού πηγαίνουμε». «Στον Άρη, μαμά. Στον Άρη».

Η Μπιζέζα έμεινε με ανοιχτό το στόμα. «Στον Άρη;»

«Όπου... Τέλος πάντων, όπου κάτι σε περιμένει». 101

«Μα αυτό εδώ το τσόφλι δεν θα μας κρατήσει ζωντανούς μέχρι να φτάσουμε στον Άρη».

«Ασφαλώς όχι», είπε ο Αλεξέι. «Θα μας περισυλλέξουν. Έχουμε συνάντηση μ' ένα φωτόπλοιο – ένα σκάφος με ηλιακά ιστία. Είναι ήδη στον δρόμο». Η Μπιζέζα συνοφρυώθηκε.

«Δεν διαθέτουμε πυραύλους, σωστά; Έτσι και ξεκολλήσουμε από τον ιμάντα, δεν θα έχουμε καμιά ωστική δύναμη». «Δεν τη χρειαζόμαστε, θα έρθει το σκάφος σ' εμάς».

«Θεέ μου», είπε η Μπιζέζα. «Κι αν κάτι πάει στραβά;» Ο Αλεξέι χαμογέλασε ατάραχος.

Συζητώντας με τον Αλεξέι όλες εκείνες τις ατέλειωτες ημέρες, η Μπιζέζα πίστευε πως είχε καταλάβει κάτι από την ψυχολογία του – την ψυχολογία ενός διαστημάνθρωπου, που ήταν ελαφρά διαφορετική από εκείνη ενός γήινου. Ο Αλεξέι βασανιζόταν από έναν σχεδόν νοσηρό φόβο σχετικά με οποιαδήποτε πιθανή δυσλειτουργία των συσκευών γύρω του, επειδή η ζωή του εξαρτιόταν απόλυτα από αυτές. Από την άλλη, δεν είχε καμιά αμφιβολία για την άψογη λειτουργία της πορείας, της τροχιάς των σκαφών και των συναντήσεων μεταξύ τους. Ζούσε σ' ένα βασίλειο όπου οι μηχανισμοί των ουράνιων σωμάτων κυβερνούσαν ορατά τα πάντα· ένα πελώριο σιωπηλό ρολόι που δεν είχε παρουσιάσει ποτέ ελάττωμα. Έτσι, μόλις οι συσκευές του θα τους απέκοπταν από τον ιμάντα, πίστευε πως θα ήταν ασφαλείς· του ήταν αδιανόητο να σκεφτεί πως το σκάφος που θα τους περιμάζευε ίσως δεν θα 'ρχόταν. Αντίθετα, η Μπιζέζα και η Μάιρα ένιωθαν πανικό μπροστά σε αυτήν ακριβώς τη σκέψη. Η Μπιζέζα σκέφτηκε πως κάπου εκεί βρισκόταν και το κλειδί για να μπορέσει να καταλάβει τον Αλεξέι και την καινούργια γενιά των διαστημανθρώπων. Πίστευε πως θα τον καταλάβαινε ακόμα καλύτερα αν μπορούσε να ξεχωρίσει τις 102

παράξενες προσευχές που μουρμούριζε ταραζόταν: ψαλμούς προς τον Ανίκητο Ήλιο.

σιγανά

όταν

Τη δωδέκατη μέρα κάθισαν στα πτυσσόμενα καθίσματά τους, με όλο τον εξοπλισμό τους δεμένο εκ των προτέρων ώστε να προστατευτεί από το τράνταγμα που θα ερχόταν όταν τα εκρηγνυόμενα μπουλόνια του Αλεξέι θα απέκοπταν την καμπίνα από τον μηχανισμό προσκόλλησης. Ο Αλεξέι λοξοκοίταξε τα άλλα δυο μέλη του πληρώματος. «Θέλει καμιά σας να ξεκινήσει αντίστροφη μέτρηση;» «Σκάσε», είπε η Μάιρα.

Η Μπιζέζα κοίταξε τον ιμάντα που αποτελούσε επί δώδεκα μέρες την άγκυρά της στην πραγματικότητα κι ύστερα σήκωσε το κεφάλι της για να δει τη Γη, η οποία είχε το μέγεθος μικρού βότσαλου. Αναρωτήθηκε αν θα την έβλεπε ποτέ να ξαναμεγαλώνει – και τι την περίμενε μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή. «Φύγαμε», ψιθύρισε ο Αλεξέι.

Είδαν μια λάμψη από κάτω τους, στην οροφή της καμπίνας που τώρα είχε γίνει πάτωμα. Απομακρύνθηκαν από τον ιμάντα με ταχύτητα που ξάφνιαζε και η βαρύτητα έσβησε σαν όνειρο. Κάνοντας τούμπες κι ενώ κάποια τμήματα του εξοπλισμού κολυμπούσαν στον αέρα γύρω τους, ο Αλεξέι άρχισε να γελάει ασταμάτητα.

15. Ελευθερωτής Απρίλιος 2069

Ο Τζον Μέτερνις, ο μηχανικός του σκάφους, κάλεσε από τον Αχιλλέα την Έντνα. Είχε παρουσιαστεί κι άλλο πρόβλημα. Οι τεχνικοί που βρίσκονταν στην επιφάνεια του αστεροειδούς δεν ήταν ακόμη ικανοποιημένοι με τη μαγνητική ανάσχεση των σφαιριδίων αντιύλης. 103

Μερικές ακόμα καθυστερήσεις και ο Ελευθερωτής θα έχανε την ευκαιρία για το πρώτο του δοκιμαστικό ταξίδι.

Η Έντνα Φίνγκαλ κοίταξε έξω από τα χοντρά πανοραμικά παράθυρα, πέρα από την ανώμαλη επιφάνεια του αστεροειδούς των Τρώων που βρισκόταν από κάτω της, προσπαθώντας να εντοπίσει τον ήλιο, τόσο μακρινό σ' εκείνο το σημείο της τροχιάς του Δία, ώστε ίσα που διακρινόταν με μορφή δίσκου. Ένιωθε νευρικά μέσα στην καμπίνα πτήσης, περιτριγυρισμένη από το σιγανό βούισμα των συσκευών και τη μυρωδιά της καινούργιας μοκέτας. Δεν της άρεσε η αναμονή. Γνώριζε καλά πως, εάν ήταν λογική, όφειλε να περιμένει μέχρι να σιγουρευτούν απολύτως οι μηχανικοί γι' αυτό που έκαναν. Ο Ελευθερωτής βασιζόταν σε μια νέα, μη δοκιμασμένη τεχνολογία, και, απ' όσο μπορούσε να ξέρει η Έντνα, εκείνες οι μαγνητικές φιάλες αντιύλης δεν ήταν ποτέ εντελώς σταθερές· το καλύτερο στο οποίο μπορούσες να ελπίζεις ήταν ένα είδος ελεγχόμενης αστάθειας που θα κρατούσε αρκετά ώστε να σε φέρει πίσω στο σπίτι σου. Οι επιστήμονες θεωρούσαν πως μια βλάβη στην ανάσχεση ήταν η αιτία της απώλειας του ανώνυμου πρωτότυπου προδρόμου του Ελευθερωτή, του A23C, και του διμελούς πληρώματός του, Μέρι Λάντσεστερ και Θίο Γουζ.

Κι εκεί, στο εξώτερο ηλιακό σύστημα, κάτι πλησίαζε, κάτι σιωπηλό, εξωγήινο και εχθρικό. Ήδη είχε περάσει την τροχιά του Δία και βρισκόταν πιο κοντά στον ήλιο από την Έντνα. Η Έντνα ήταν κυβερνήτης του μοναδικού πολεμικού διαστημικού σκάφους της Γης που θύμιζε έστω και λίγο κατάσταση ετοιμότητας, του μοναδικού έτοιμου σκάφους στο πρώτο Διαστημικό Σμήνος Αναχαίτισης. Ανυπομονούσε να αντιμετωπίσει το εξωγήινο αντικείμενο. Όπως έκανε συχνά, επιχείρησε να ανακουφιστεί από την αγωνία στρέφοντας τη σκέψη της στην οικογένειά της. 104

Έριξε μια ματιά στο χρονόμετρο. Ήταν ρυθμισμένο σε ώρα Χιούστον, όπως και όλα τα βασικά ρολόγια στο ανθρώπινο διάστημα, και η Έντνα υπολόγισε από μέσα της τη διαφορά της ώρας με την Ουάσινγκτον. Η κόρη της η Θία, μόλις τριών χρόνων, θα ήταν εκείνη την ώρα στον παιδικό σταθμό. Το σπίτι της ίδιας της Έντνα βρισκόταν στη δυτική ακτή, μα είχε επιλέξει το σχολείο στην Ουάσινγκτον ώστε η Θία να μπορεί να βρίσκεται κοντά στη γιαγιά της. Της Έντνα της άρεσε να φαντάζεται πού βρισκόταν η Θία κάθε στιγμή της ημέρας. «Λίμπυ, σε παρακαλώ άνοιξέ μου τον φάκελο αλληλογραφίας». «Ασφαλώς. Να συμπεριλάβω και τα οπτικά αρχεία;»

«Ναι. Έτοιμη;.. Γεια σου, Θία. Εδώ είμαι πάλι και περιμένω ως συνήθως...»

Η Θία μπορούσε ν' ακούει τα λόγια της και να βλέπει περίπου όσα μπορούσε να δει κι εκείνη, μεταβιβαζόμενα μέσω οπτικών αισθητήρων που βρίσκονταν στο τατουάζ αναγνώρισης στο μάγουλο της Έντνα. Οι κανόνες ασφαλείας ήταν, όπως θα περίμενε κανείς, πολύ αυστηροί σχετικά με κάθε πλευρά των πολεμικών σκαφών τύπου Α, εκεί, στην τροχιά του Δία, γι' αυτό η Θία λάβαινε τα μηνύματα της μητέρας της πολύ λογοκριμένα. Ήταν, όμως, προτιμότερα από το τίποτα. Κι αν τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, τα μηνύματα αυτά θα ήταν το μόνο πράγμα που θα είχε η Θία από τη μητέρα της. Έτσι, η Έντνα μιλούσε στο μέλλον.

«Κάθομαι εδώ και περιμένω μέχρι οι φιάλες αντιύλης να φορτωθούν στον θάλαμο της μηχανής–Α. Χρειάζεται πολύς χρόνος, επειδή πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Τώρα που σου μιλώ, κοιτάζω κάτω τον Αχιλλέα. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους αστεροειδείς του σμήνους των Τρώων, και το σημείο όπου κατασκευάζουμε τα σκάφη–Α. Αν κοιτάξεις μαζί μου, μπορείς να δεις τα εργοτάξια εκσκαφής και τους μεγάλους λάκκους από τους οποίους εξορύσσουμε πάγο και πέτρα για να τα χρησιμοποιήσουμε ως μάζα αντίδρασης, δηλαδή σαν υλικό 105

που θα σπρώξει το σκάφος μπροστά. Εκεί είναι κι οι θόλοι όπου ζούμε όλοι όταν βρισκόμαστε στην επιφάνεια – πίστεψέ με, ο Ελευθερωτής είναι πολύ πιο άνετο μέρος απ' αυτούς!...»

Οι Τρώες ήταν συγκεντρωμένοι σ' ένα σημείο βαρυτικής σταθερότητας της τροχιάς του Δία που ονομάζεται L4, Λαγκράνζ 4, πάντα εξήντα μοίρες μπροστά από τον ίδιο τον Δία σε τροχιά. Υπήρχε ένα δεύτερο παρόμοιο σημείο, το L5, το οποίο ακολουθούσε τον Δία. Οι αστρονόμοι της Γης είχαν δώσει στις δυο συγκεντρώσεις των αστεροειδών ονόματα των αντιμαχόμενων ηρώων της Ιλιάδας: ο Αχιλλέας και οι άλλοι Έλληνες πήγαιναν μπροστά από τον Δία, ενώ οι ήρωες των Τρώων τον ακολουθούσαν πάντα. Το L4 ήταν μια χρήσιμη εστία πρώτων υλών, ένα προφανές σημείο ελέγχου κατάλληλο για τη δημιουργίας βάσης. Ίσως γι' αυτόν το λόγο στη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας οι Πρωτογέννητοι είχαν στείλει εκεί ακριβώς ένα Μάτι.

«Δεν θα προσποιηθώ πως δεν φοβάμαι, Θία. Θα ήμουν ανόητη αν δεν φοβόμουν. Έχω μάθει, όμως, να παραμερίζω τον φόβο μου και να συνεχίζω τη δουλειά. Επειδή ξέρω πως είναι μια δουλειά που πρέπει να γίνει.

»Ίσως να γνωρίζεις πως αυτό το σκάφος, το τέταρτο της νέας σειράς–Α, είναι το πρώτο στο οποίο δόθηκε όνομα. Αυτό συνέβη επειδή αυτό θα είναι το πρώτο που θα μπει στη μάχη, ενώ όλα τα άλλα ήταν δοκιμαστικά. Υποθέτω πως ό,τι κι αν γίνει, πάντα θα το θυμούνται για τον λόγο αυτό. Πρέπει, βέβαια, να κάνουμε πρώτα ένα–δυο δοκιμαστικά ταξίδια.

»Προβληματιστήκαμε πολύ για το όνομα. Εδώ που βρισκόμαστε μας περιβάλλουν ήρωες της κλασικής μυθολογίας. Πρόκειται όμως για τη μυθολογία μιας άλλης εποχής, πολύ μακρινής από τη δική μας. Τελικά καταλήξαμε στο όνομα του μεγάλου αεροσκάφους το οποίο συντέλεσε στη νίκη κατά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο της ανθρωπότητας, πριν από τον ερχομό των Πρωτογέννητων που άλλαξε όλους 106

τους κανόνες. Ελπίζω μέσα στις επόμενες βδομάδες να μπορέσουμε να ελευθερώσουμε την ανθρωπότητα από μια πιο μεγάλη θανάσιμη απειλή. Και ύστερα θα μου δοθεί η ευκαιρία να γυρίσω πίσω σ' εσένα. Θέλω...»

Ακούστηκε ήχος συναγερμού κι ένα πράσινο φως αναβόσβησε στη μαλακή οθόνη τοίχου πλάι της. Οι φιάλες καυσίμων είχαν επιιτέλους φορτωθεί. Το πλήρωμα εδάφους εγκατέλειπε το σκάφος. Η διαδικασία εκκίνησης για το προγραμματισμένο δοκιμαστικό ταξίδι θα ξεκινούσε μέσα σε δέκα μόλις λεπτά.

Ο χρόνος ήταν αρκετός. Μετά θα μπορούσε να δεχτεί τις διαταγές που θα κανόνιζαν την αληθινή αποστολή τους. «Κλείσε τον φάκελο, σε παρακαλώ, Λίμπυ. Κόψε την τελευταία λέξη. Και πες στον Τζον Μέτερνις να έρθει αμέσως εδώ».

16. Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ

Μέσα στο σκοτάδι εμφανίστηκε το φωτόπλοιο που θα τους πήγαινε στον Άρη. Ονομαζόταν «Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ». Το ιστίο του ήταν μια σκιά και η Μπιζέζα διέκρινε αμυδρά τα «ξάρτια» του, ορθογώνιες λάμψεις απίστευτου μήκους. Καθώς η ώρα της παραλαβής πλησίαζε, η Μπιζέζα ένιωθε όλο και μεγαλύτερη αγωνία. Δεν χρειαζόταν να γνωρίζεις πολλά από μηχανική για να καταλάβεις πως ένα σκάφος που ταξίδευε με τη βοήθεια του ηλιακού φωτός πρέπει να ήταν εύθραυστο σαν ιστός αράχνης. Και η δική τους μικρή, άκομψη «αράχνη», ένας περιστρεφόμενος σβώλος μετάλλου, επρόκειτο να πέσει πάνω σ' εκείνη τη φαντασίωση τη φτιαγμένη από ιστία και ξάρτια. Περίμενε ν' ακούσει ήχους συναγερμού και να δει ένα λεπτεπίλεπτο ιστίο – καθρέφτη να τυλίγεται γύρω της σαν χριστουγεννιάτικο χρυσόχαρτο.

Η Μάιρα έδειχνε κι αυτή νευρική παρά την αστροναυτική της εμπειρία. Ο Αλεξέι Καρέλ, όμως, ήταν εντελώς ατάραχος. Όσο η στιγμή της συνάντησης πλησίαζε, εκείνος καθόταν μπροστά 107

στις μαλακές οθόνες του παρακολουθώντας μυστηριώδη γραφήματα, προφέροντας κατά καιρούς μια ήρεμη λέξη που μεταδιδόταν στα συστήματα του σκάφους το οποίο πλησίαζε μέσω της διασύνδεσης που τους επέτρεπε μια στενή δέσμη ακτίνων λέιζερ. Φαινόταν να εμπιστεύεται απόλυτα το μείγμα των φυσικών βαρυτικών νόμων και της εξωτικής ουράνιας ναυσιπλοΐας που έφερνε την «αράχνη» όλο και πιο κοντά στο «Μάξγουελ».

Τις τελευταίες στιγμές το κυρίως κύτος του «Μάξγουελ» έδειχνε να δεσπόζει μέσα στο σκοτάδι. Η Μπιζέζα φανταζόταν πως βρίσκεται σε μια μικρή λέμβο, σε κάποιον αχανή ωκεανό, παρακολουθώντας ένα υπερωκεάνιο να πλησιάζει. Η σχεδόν κυλινδρική του επιφάνεια ήταν γεμάτη κεραίες και πιάτα τηλεπικοινωνιών, ενώ στο πάνω μέρος του η Μπιζέζα διέκρινε μια σειρά από τροχαλίες, κοινότοπα τεχνολογικά όργανα που συγκρατούσαν χιλιόμετρα εξαρτύσεων. Ένας διαφανής σωλήνας μήκους κάπου δύο μέτρων ξεπρόβαλε από το κύτος, πλησίασε αβέβαια την «αράχνη» και μετά κόλλησε πάνω της μ' έναν αισθητό κρότο. Ακολούθησε ένα τράνταγμα καθώς η μηχανική σύνδεση των δύο αντικειμένων απορροφούσε τα τελευταία απομεινάρια της ορμής τους. Ύστερα ο σωλήνας μαζεύτηκε σαν ακορντεόν, τραβώντας τα δυο κύτη το ένα κοντά στο άλλο, μέχρι που ενώθηκαν με μια δυνατή κλαγγή. Ο Αλεξέι έγειρε πίσω μ' ένα πλατύ χαμόγελο.

«Ας δοξάσουμε τον Ήλιο για τα παγκόσμια πρωτόκολλα διασύνδεσης!»

«Αυτό ήταν, λοιπόν». Ξεκόλλησε τη μαλακή οθόνη από τον τοίχο, τη δίπλωσε και την έβαλε στην τσέπη του. «Ώρα να τα μαζεύουμε. Πάρτε μαζί σας ό,τι θέλετε και αφήστε οτιδήποτε επιθυμείτε να ξεφορτωθείτε».

«Δεν θα πάρουμε μαζί μας την "αράχνη;"» ρώτησε η Μπιζέζα αργά. 108

«Ασφαλώς όχι».

Η Μπιζέζα ένιωθε παράξενη απροθυμία ν' αφήσει το καταφύγιο της «αράχνης». «Ίσως να έχω γεράσει υπερβολικά για να είμαι σε θέση ν' αντιμετωπίσω όλες αυτές τις αλλαγές».

Η Μάιρα της έσφιξε το μπράτσο. Έκανε αυτήν τη χειρονομία τρυφερότητας σπασμωδικά· η Μπιζέζα αποδέχτηκε οτιδήποτε κι αν ήταν αυτό που είχε να της προσφέρει η πληγωμένη κόρη της.

«Μαμά, αν μπορώ να τις αντιμετωπίσω εγώ, μπορείς κι εσύ. Έλα, ας ετοιμαστούμε». Όταν ο Αλεξέι άνοιξε την καταπακτή στον τοίχο της καμπίνας, το εκτεθειμένο εξωτερικό κύτος του «Μάξγουελ» ανέδωσε μια ελαφριά μυρωδιά καμένου. Η Μπιζέζα το άγγιξε με περιέργεια – μια επιφάνεια που είχε αντέξει το κενό του διαστήματος για πολλούς μήνες. Ήταν καυτό.

Η θύρα του «Μάξγουελ» άνοιξε σαν ίριδα ματιού που διαστέλλεται.

Πέρασαν μέσα και βρέθηκαν σ' ένα καθαρό, καλά φωτισμένο εσωτερικό, που μύριζε ελαφρά σαπούνι. Η βαλίτσα τους ακολούθησε με θόρυβο. Μικρές βεντούζες βγήκαν από το εσωτερικό της πάνω σε λεπτά πόδια και κόλλησαν στους τοίχους, κι έτσι άρχισε να κινείται σαν μια αδέξια, χοντρή αράχνη.

Οι καταπακτές έκλεισαν πίσω τους και η Μπιζέζα ένιωσε ένα ελαφρύ τράνταγμα, καθώς η μεγαλύτερη μάζα του «Μάξγουελ» αντιδρούσε στην αποκόλληση της «αράχνης». Δεν υπήρχε παράθυρο στην καταπακτή. Θα 'θελε να 'βλεπε την αποκολλημένη «αράχνη» ν' απομακρύνεται στο κενό. Ο Αλεξέι τους έδωσε κάποιες προειδοποιητικές συμβουλές. 109

«Να θυμάστε πως έχουν κατασκευάσει αυτό το πράγμα χωρίς ίχνος περιττού γραμμαρίου. Ολόκληρο δεν ζυγίζει παραπάνω από δέκα τόνους, και στο βάρος αυτό περιλαμβάνεται και το ιστίο. Θα μπορούσες εύκολα να χώσεις το πόδι σου μέσα στο κύτος». Χτύπησε ελαφρά με το δάχτυλο ένα χώρισμα που έφτανε από το πάτωμα μέχρι την οροφή. «Αυτό εδώ είναι ένα είδος ρυζόχαρτου. Ελαφρύ αλλά εύθραυστο». Το τρύπησε με το δάχτυλο του για να τους το αποδείξει, μετά έκοψε ένα μικρό κομματάκι και το 'βαλε στο στόμα του. «Επίσης, είναι φαγώσιμο. Σε περίπτωση ανάγκης, τρώτε την επίπλωση». «Ανάγκη; Τι είδους ανάγκη;» ρώτησε η Μπιζέζα.

«Υποθέτω πως το χειρότερο που θα μπορούσε να πάθει το σκάφος θα ήταν να χαθεί το ιστίο του ή με κάποιον τρόπο ν' αχρηστευτεί. Σ' αυτή την περίπτωση είσαι ναυαγός και παρασύρεσαι σε οποιαδήποτε τροχιά τύχει να βρίσκεσαι εκείνη τη στιγμή. Υπάρχει πιθανότητα διάσωσης, αλλά ίσως θα χρειαστούν μήνες, αν όχι χρόνια». «Πόσα ατυχήματα έχουν συμβεί μέχρι τώρα;» τον ρώτησε σκεφτική η Μπιζέζα.

«Πολύ λίγα», της είπε ο Αλεξέι. «Και χωρίς θύματα». Τους έκανε μια σύντομη διάλεξη πάνω στα διάφορα συστήματα ασφαλείας σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, με τη βοήθεια των οποίων, ακόμα κι αν έχανες το ιστίο, θα μπορούσες να καταλήξεις σε κάποιο προσβάσιμο σημείο που να επιτρέπει τη διάσωση. «Το πιο πιθανό, πάντως, είναι πως το σώμα σου μπορεί να σε προδώσει πολύ πιο εύκολα απ' ό,τι αυτό το σκάφος», είπε στην Μπιζέζα, πράγμα που δεν την καθησύχασε καθόλου. Ο Αλεξέι εξαφανίστηκε στη λεγόμενη γέφυρα για να ελέγξει τα συστήματα του σκάφους, ενώ η Μάιρα και η Μπιζέζα εξερεύνησαν τον χώρο και άνοιξαν τις αποσκευές τους.

Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να μάθουν το εσωτερικό του «Μάξγουελ». Το σκάφος ήταν ένας κύλινδρος με κανονική 110

ατμοσφαιρική πίεση και ύψος μόλις μερικά μέτρα. Εφοδιασμένο με χωρίσματα ρυζόχαρτου, αποτελούνταν από τρία κυρίως καταστρώματα. Στη βάση ήταν αυτό που ο Αλεξέι αποκαλούσε κατάστρωμα εφοδίων. Μέσα από τις καταπακτές είδαν στοίβες προμηθειών, συστήματα υποστήριξης ζωής, διαστημικές στολές, εργαλεία επισκευών, φορτία. Η γέφυρα του σκάφους βρισκόταν στο πάνω κατάστρωμα.

Το μεσαίο κατάστρωμα περιείχε τον χώρο διαβίωσης. Πέρα από μια κουζίνα και μπάνιο, είχαν δημιουργηθεί με κινούμενα χωρίσματα δωμάτια τα οποία μπορούσαν να εξυπηρετήσουν ως καθιστικά, υπνοδωμάτια, εργαστήρια για πλήρωμα μέχρι δέκα άτομα. Οι τοίχοι ήταν γεμάτοι ντουλάπια, πτυσσόμενες κουκέτες και καθίσματα σχεδιασμένα για εξοικονόμηση χώρου. Η Μπιζέζα και η Μάιρα πέρασαν κάμποση ώρα μετακινώντας τα χωρίσματα. Κατέληξαν να δημιουργήσουν τρία μικρά υπνοδωμάτια, όσο το δυνατόν πιο μακριά το ένα από το άλλο και από την τουαλέτα: τα λεπτά σαν χαρτί χωρίσματα δεν ήταν ιδιαίτερα ηχομονωτικά. Οι ανέσεις ήταν σχεδόν το ίδιο περιορισμένες όσο και στην «αράχνη». Πάντως, οι στενάχωροι διάδρομοι και τα χαμηλοτάβανα δωμάτια φανέρωναν ένα μοναδικό μίγμα αρχιτεκτονικής σχεδιασμένης τόσο για το έδαφος όσο και για το διάστημα. Το ιστίο δεν μπορούσε να προσφέρει επιτάχυνση μεγαλύτερη από το ένα εκατοστό της γήινης βαρύτητας – όχι αρκετό για να σε κρατά στέρεα πάνω στο πάτωμα. Έτσι, ο σχεδιασμός έμοιαζε μ' εκείνον των διαστημικών σταθμών, με λαβές για τα χέρια και τα πόδια, βέλκρο συνδέσεις και έναν κώδικα χρωμάτων όπου το καφέ συμβόλιζε το κάτω και το γαλάζιο το πάνω, έτσι ώστε να γνωρίζεις πάντα με μια ματιά σε ποια κατεύθυνση στεκόσουν. Από την άλλη, όμως, εκείνο το ένα τοις εκατό της γήινης βαρύτητας ήταν σταθερό και ανεπηρέαστο. Η Μπιζέζα, πειραματιζόμενη, ανακάλυψε πως όταν σκαρφάλωνε στο ταβάνι και μετά αφηνόταν, έπεφτε σαν χιονονιφάδα και τελικά 111

έφτανε στο πάτωμα σε έξι με επτά δευτερόλεπτα. Αυτό το μικρό ποσοστό βαρύτητας ήταν εκπληκτικά χρήσιμο, επειδή επέτρεπε στη σκόνη να κατακάθεται και οποιοδήποτε σκουπίδι να φεύγει τελικά από τον αέρα· μέσα σ' εκείνο το σκάφος δεν χρειαζόταν πια να παλεύει με αδέσποτες κουβέρτες ή να κυνηγά σταγόνες που ξέφευγαν από το φλιτζάνι του καφέ της. Η γέφυρα του «Μάξγουελ», επιπλωμένη δίχως ιδιαίτερη επισημότητα, διέθετε καρέκλες και τραπέζια. Η Μπιζέζα θύμισε στον εαυτό της πως δεν επρόκειτο για στρατιωτικό σκάφος. Όταν μαζί με τη Μάιρα ανέβηκαν ανάλαφρα την κοντή κάθετη σκάλα, ο Αλεξέι βρισκόταν ήδη καθισμένος σ ένα από τα καθίσματα και παρακολουθούσε εικόνες και γραφήματα πάνω σε μια μαλακή οθόνη. Οι τοίχοι ήταν εντελώς διαφανείς.

Το διάστημα δεν είχε αστέρια και φωτιζόταν μόνο από τρία σημεία, τον ήλιο, τη Γη και τη Σελήνη, που μετεωρίζονταν δημιουργώντας ένα τεράστιο τρίγωνο γύρω από το σκάφος. Κάτι μέσα στη Μπιζέζα ρίγησε μπροστά σ' εκείνη τη διευθέτηση των κόσμων. Για κάποιο λόγο ήρθε στον νου της η Μιρ και οι ανθρωποπίθηκοι που είχε δει εκεί, αυστραλοπίθηκοι με πόδια ανθρώπων και ώμους γοριλών. Η Μάιρα πρόσεξε την αντίδρασή της και της έσφιξε το χέρι.

«Μαμά, δεν θα σου φανεί παρά σαν μια ακόμα βόλτα με το τρενάκι του λούνα–παρκ. Μη σε φοβίζει που νιώθεις ίλιγγο. Κοίτα πάνω». Η Μπιζέζα σήκωσε το κεφάλι της.

Είδε έναν δίσκο όχι εντελώς σκοτεινό, ελάχιστα πιο γκρίζο από το βαθύ βελούδο του ουρανού, όπου κυμάτιζαν έντονα φώτα, εκτυφλωτικά σαν τον ήλιο. Ήταν το ιστίο, ένα σεντόνι αρκετά μεγάλο για να τυλίξει ολόκληρο το κεντρικό Λονδίνο. Η Μπιζέζα μπορούσε ν' ακούει κατά διαστήματα απαλά σφυρίγματα, προερχόμενα μάλλον από μικροσκοπικές 112

τροχαλίες προσαρμοσμένες στην οροφή, οι οποίες τραβούσαν τα ξάρτια που ξεκινούσαν από κάπου πάνω από το κεφάλι της – ορθογώνια νήματα που παγίδευαν το φως του ήλιου. Το κύτος μέσα στο οποίο βρισκόταν, έμοιαζε με κονσερβοκούτι κρεμασμένο από αλεξίπτωτο.

«Καλωσορίσατε στον "Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ"», είπε ο Αλεξέι χαμογελώντας πλατιά. «Κι όλα αυτά οφείλονται στο ηλιακό φως».

«Ναι». Ο Αλεξέι κράτησε το χέρι ψηλά, μέσα σε μια ακτίνα ηλιόφωτου που διέσχιζε την καμπίνα. «Στην πίεση όλων αυτών των μικροσκοπικών φωτονίων που αναπηδούν πάνω σ' ένα κάτοπτρο. Μια ηλιόλουστη μέρα πάνω στη Γη, η πίεση στο πρόσωπό σου μπορεί να ισούται με ένα δεκάκις χιλιοστό του γραμμαρίου. Έχουμε εδώ ένα ιστίο αρκετά μεγάλο και μια μάζα αρκετά μικρή ώστε να πετυχαίνουμε επιτάχυνση ενός εκατοστού του G. Είναι όμως δωρεάν και μας σπρώχνει ακατάπαυστα... Μ' αυτό τον τρόπο μπορούμε να φτάσουμε στον Άρη μέσα σε είκοσι μέρες». Το ίδιο το ιστίο βασιζόταν σ' ένα δίκτυο από νήμα νανοσωλήνων, το ίδιο υπερανθεκτικό υλικό από το οποίο φτιάχνονταν και οι διαστημικοί ιμάντες. Το «ύφασμα» ήταν μια εξαιρετικά λεπτή επιφάνεια βορονίου με πάχος μόλις λίγες εκατοντάδες ατομικές διαμέτρους. Απλωνόταν με ψεκασμό. «Το υλικό κατασκευής του ιστίου είναι τόσο λεπτό, ώστε όταν το πιάνεις μοιάζει περισσότερο με καπνό παρά με κάτι συμπαγές», είπε ο Αλεξέι. «Αλλά είναι αρκετά ανθεκτικό για να μπορεί ν' αντέξει μια βουτιά στη θερμότητα του ήλιου, ακόμα και στο εσωτερικό της τροχιάς του Ερμή».

Φωτεινές γραμμές τρεμόπαιξαν πάνω στην επιφάνεια του κατόπτρου και μικροσκοπικές τροχαλίες περιστράφηκαν. «Αυτές οι ταλαντώσεις συμβαίνουν συνεχώς», είπε ο Αλεξέι. «Γι' αυτό έχουμε κάνει τα ιστία έξυπνα, όπως ήταν και η 113

ηλιακή Ασπίδα. Η επιφάνεια τους είναι διάσπαρτη με εκπυρσοκροτητές και μικροσκοπικούς προωθητικούς πυραύλους. Ο Μαξ, η Τεχνητή Νοημοσύνη του σκάφους, μπορεί να κρατά πάντα τον εαυτό του σωστά προσανατολισμένο. Ο ίδιος ασχολείται και με το μεγαλύτερο κομμάτι της πλοήγησης· εγώ απλώς του λέω πού θέλω να πάω. Στην ουσία, τη διακυβέρνηση την έχει ο Μαξ. Δόξα στον Ήλιο, δεν κομπάζει υπερβολικά γι' αυτό».

«Καταλαβαίνω με ποιον τρόπο ο ηλιακός άνεμος μπορεί να σπρώξει ένα τέτοιο σκάφος μακριά από τον ήλιο», είπε η Μπιζέζα. «Αν όμως θέλεις να κινηθείς προς το εσωτερικό του ηλιακού συστήματος; Από τον Άρη προς τη Γη, για παράδειγμα; Να φανταστώ πως γίνεται ένα είδος εναντιοπορείας;»

«Αυτή δεν είναι η κατάλληλη ορολογία», είπε ο Αλεξέι ψύχραιμα. «Πρέπει να θυμάσαι πως όλα τα αντικείμενα στο ηλιακό σύστημα βρίσκονται ουσιαστικά σε τροχιά γύρω από τον ήλιο. Αυτό είναι που καθορίζει και τις λειτουργίες του ιστίου...» Οι μηχανισμοί που ορίζουν τις τροχιές των ουράνιων σωμάτων μερικές φορές μοιάζουν να έρχονται σε αντίθεση με την κοινή λογική. «Αν αυξήσω την ταχύτητα, επιταχύνω την τροχιά μου. Αν όμως κανονίσω το ιστίο μου έτσι ώστε το ηλιακό φως να έρχεται σε αντίθεση με την κίνηση μου, η τροχιακή μου ταχύτητα μειώνεται κι έτσι με σπειροειδείς κινήσεις παρασύρομαι προς τον ήλιο...» Η Μπιζέζα μελέτησε τα διαγράμματα που εμφανίστηκαν πάνω στις μαλακές οθόνες, μα όταν ο Αλεξέι άρχισε να δείχνει εξισώσεις, εγκατέλειψε την προσπάθεια. «Όλα αυτά τα μαθαίνεις πια με πρακτικό τρόπο, έτσι δεν είναι; Εννοώ τις αρχές της ουράνιας μηχανικής».

Ο Αλεξέι έκανε μια χειρονομία για να δείξει τους πλανήτες γύρω τους. «Μπορείς να καταλάβεις γιατί. Εδώ πάνω μπορείς να δεις αυτούς τους νόμους στην πράξη. Συχνά απορώ πώς οι 114

επιστήμονες μπορούσαν από τη Γη να βγάζουν κάποιο νόημα για το χάος που επικρατεί εδώ πέρα. Οι πρώτοι αστροναύτες που ταξίδεψαν στη Σελήνη, εκατό χρόνια πριν, δηλαδή οι πρώτοι που ακολούθησαν αυτόν το δρόμο, καλώς ή κακώς γύρισαν πίσω αλλαγμένοι. Πολλοί από μας τους διαστημάνθρωπους είμαστε θεϊστές ή πανθεϊστές ή κάπου ανάμεσα». «Δηλαδή πιστεύετε πως ο Θεός βρίσκεται στους φυσικούς νόμους», είπε η Μάιρα. «Ή πως αυτοί οι νόμοι είναι ο Θεός».

«Νομίζω πως αυτό έχει κάποια λογική», είπε η Μπιζέζα. «Οι θρησκείες και οι θεοί δεν χρειάζεται να συμβαδίζουν. Οι βουδιστές δεν πιστεύουν κατ' ανάγκην σ' ένα υπέρτατο ον· μπορεί να υπάρχει θρησκεία ανεξάρτητα από οποιονδήποτε θεό». Η Μάιρα κούνησε το κεφάλι της.

«Και μπορούμε να πιστεύουμε στην ύπαρξη των Πρωτογέννητων χωρίς να πρεσβεύουμε καμιά απολύτως θρησκεία».

«Οι Πρωτογέννητοι δεν είναι θεοί», είπε ο Αλεξέι ήρεμα. «Κι αυτό θα το μάθουν κάποια μέρα οι ίδιοι».

«Μα εσύ δεν είσαι θεϊστής, έτσι δεν είναι Αλεξέι;» του είπε η Μπιζέζα. «Σου αρέσει ν' απαγγέλλεις κομμάτια από τη Βίβλο, μα σ' άκουσα να προσεύχεσαι και να λες "Δόξα στον Ήλιο"!» Εκείνος έδειξε αμηχανία.

«Με τσάκωσες». Έστρεψε το πρόσωπο του προς το φως του ήλιου. «Μερικοί από μας τρέφουμε έναν κρυφό σεβασμό για τον Μέγιστο – τη μηχανή που μας κρατά όλους ζωντανούς, το μοναδικό αντικείμενο που μπορείς να δεις απ' οπουδήποτε κι αν ταξιδέψεις μέσα στο ηλιακό σύστημα». 115

«Έχω ακούσει γι' αυτό. Πρόκειται για τη λατρεία του Ανίκητου Ήλιου. Ήταν ένας από τους τελευταίους μεγάλους παγανιστικούς θεούς... στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, λίγο πριν κηρυχθεί ο χριστιανισμός ως επίσημη θρησκεία. Δεν ξεφύτρωσε και πάλι πάνω στη Γη λίγο πριν από την ηλιακή καταιγίδα;» συμπλήρωσε η Μάιρα. Ο Αλεξέι της απάντησε:

«Πολλοί εκείνη την περίοδο είχαν προσπαθήσει να κατευνάσουν εξοργισμένους θεούς. Όμως ο Ανίκητος Ήλιος ήταν αυτός που ρίζωσε στις καρδιές των πρώτων διαστημανθρώπων, ειδικά όσων εργάστηκαν πάνω στην Ασπίδα. Η λατρεία του εξαπλώθηκε». Η Μπιζέζα θυμήθηκε έναν άλλο ηλιακό θεό που είχε ανακατευτεί στην προσωπική της ζωή: τον Μαρδούκ, τον ξεχασμένο θεό της Βαβυλώνας. «Εσείς οι διαστημάνθρωποι δεν είστε σαν εμάς τους υπόλοιπους, έτσι δεν είναι, Αλεξέι;» ρώτησε. «Ασφαλώς όχι. Πώς θα μπορούσαμε άλλωστε;»

«Γι' αυτό με πας στον Άρη; Εξαιτίας μιας διαφορετικής αντίληψης;»

«Και για κάτι ακόμα. Οι τύποι εκεί πέρα ανακάλυψαν κάτι. Κάτι που οι κυβερνήσεις της Γης ούτε καν θα μπορούσαν να φανταστούν ώστε να το ψάξουν. Οι κυβερνήσεις στο μεταξύ ψάχνουν για σένα, Μπιζέζα». Η Μπιζέζα συνοφρυώθηκε. «Πώς το ξέρεις;»

Ο Αλεξέι έδειξε να νιώθει άβολα.

«Ο πατέρας μου εργάζεται στο Παγκόσμιο Διαστημικό Συμβούλιο», της απάντησε. «Είναι κοσμολόγος...» 116

Η Μπιζέζα σκέφτηκε πως τούτο το καινούργιο χάσμα των γενεών ήταν μεγαλύτερο από ποτέ. Ένας διαστημάνθρωπος γιος κατασκόπευε τον γήινο πατέρα του. Μα αν και βρίσκονταν στο βαθύ διάστημα, ο Αλεξέι αρνιόταν να αποκαλύψει περισσότερα σχετικά με το πού πήγαινε την Μπιζέζα ή τι περίμενε απ' αυτήν. Η Μάιρα είπε με μια αμήχανη κίνηση στα χείλη της:

«Είναι παράξενο. Ο Ανίκητος Ήλιος... βρίσκεται σε τόση αντίθεση με την ψυχρή σκέψη των θεϊστών».

«Πράγματι. Δεν νομίζεις, όμως, πως μέχρι να τσακίσουμε αυτούς τους αρχίδηδες τους Πρωτογέννητους, χρειαζόμαστε έναν θεό της Εποχής του Σιδήρου;» Ο Αλεξέι έκανε μια γκριμάτσα δείχνοντας τα δόντια του, μια πρωτόγονη έκφραση που σοκάριζε εκεί, κάτω από το φως του ήλιου και της Σελήνης.

Εξουθενωμένη από το άγχος και το ξένο περιβάλλον, η Μπιζέζα αποσύρθηκε στην πρόσφατα δημιουργημένη καμπίνα της. Τακτοποίησε τα λιγοστά της υπάρχοντα και δέθηκε στη στενή κουκέτα. Το δωμάτιο που είχε δημιουργηθεί με τη βοήθεια των χάρτινων χωρισμάτων ήταν μικρό, μα αυτό δεν την ενοχλούσε. Είχε κάνει στον στρατό. Από πλευράς ανέσεων, αυτό εδώ ήταν πολύ καλύτερο από τη βάση του Ο.Η.Ε. στο Αφγανιστάν, εκεί όπου ήταν τοποθετημένη πριν βρεθεί στη Μιρ.

Αλλά της είχε κολλήσει η ιδέα πως εκείνο το κατάστρωμα του πληρώματος ήταν στενάχωρο, ακόμα και με δεδομένη τη βασική γεωμετρία του σκάφους το οποίο έμοιαζε με κονσέρβα τόνου. Ξανασκέφτηκε την επιθεώρηση που είχε κάνει λίγο πριν στο κατάστρωμα εξοπλισμού· είχε την ικανότητα να υπολογίζει σωστά αποστάσεις και όγκους. Νυσταγμένη μουρμούρισε δυνατά: 117

«Γιατί, λοιπόν, αυτό το κατάστρωμα είναι πολύ μικρότερο από το κατάστρωμα εφοδίων;»

«Επειδή οι τοίχοι τούτου εδώ είναι γεμάτοι νερό, Μπιζέζα», της απάντησε μια σιγανή φωνή. «Εσύ είσαι, Θαλή;»

«Όχι, Μπιζέζα, Ο Αλεξέι με αποκαλεί Μαξ». Η φωνή ήταν ανδρική και είχε μια ελαφρώς σκοτσέζικη προφορά. «Μαξ, από το "Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ"... Είσαι το ίδιο το σκάφος!»

«Αν θέλουμε να κυριολεκτούμε, είμαι το ιστίο, το εξυπνότερο και πιο νοήμον τμήμα του σκάφους. Είμαι μια Νομική Οντότητα(Μη–Άνθρωπος)», είπε ο Μαξ ήρεμα. «Διαθέτω μια πλήρη σειρά νοητικών ικανοτήτων». «Ο Άλεξ θα έπρεπε να μας συστήσει».

«Κάτι τέτοιο θα μου ήταν ευχάριστο». «Έλεγες για τοίχους γεμάτους νερό;»

Το νερό υπάρχει εκεί για να προστατεύει το εύθραυστο ανθρώπινο φορτίο από την ανελέητη ακτινοβολία του διαστήματος· ακόμα και μερικά εκατοστά νερού αποτελούν μια εντυπωσιακά αποτελεσματική ασπίδα. «Μαξ, λοιπόν. Γιατί αυτό το όνομα;»

«Είναι κατάλληλο...»

Ο σκοτσέζος φυσικός Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ είχε αποδείξει κατά τον δέκατο ένατο αιώνα πως το φως ασκεί πίεση· ήταν η θεμελιώδης αρχή πάνω στην οποία είχε δημιουργηθεί ο στόλος φωτόπλοιων της ανθρωπότητας. Το έργο του Μάξγουελ είχε αποτελέσει τη βάση για τις επαναστατικές θεωρίες του Αϊνστάιν. Η Μπιζέζα χαμογέλασε.

118

«Μάλλον ο Μάξγουελ θα έμενε έκπληκτος έτσι κι έβλεπε με ποιον τρόπο η βασική του ανακάλυψη μεταφράστηκε σε τεχνολογία δυο αιώνες αργότερα». «Για να πω την αλήθεια, έχω κάνει μια μικρή μελέτη πάνω στον Μάξγουελ. Έχω άλλωστε πολύ ελεύθερο χρόνο. Νομίζω πως θα μπορούσε εύκολα να συλλάβει την έννοια του ηλιακού ιστίου. Σε τελευταία ανάλυση η μελέτη των ανάλογων φυσικών νόμων ήταν όλη δική του». Η Μπιζέζα έβαλε το χέρι της πίσω από το κεφάλι της.

«Όταν διάβασα για την Αθηνά, την Ασπίδα με την τεχνητή νοημοσύνη, αναρωτιόμουν πώς ένιωθε ως οντότητα. Πώς είναι μια διάνοια ενσωματωμένη σ' ένα τόσο αλλόκοτο σώμα. Μαξ, πώς αισθάνεσαι που είσαι αυτό που είσαι;» «Συχνά αναρωτιέμαι πώς αισθανόσαστε εσείς που είστε άνθρωποι», απάντησε με την απαλή, χρωματισμένη με ιδιωματική προφορά φωνή του. «Μπορώ να νιώσω περιέργεια. Και δέος». Η Μπιζέζα ξαφνιάστηκε όταν τον άκουσε να λέει κάτι τέτοιο. «Δέος; Για ποιο πράγμα;»

«Δέος που βρίσκομαι μέσα σ' ένα σύμπαν τόσης ομορφιάς, το οποίο όμως κυβερνούν λίγοι απλοί νόμοι. Για ποιο λόγο να συμβαίνει αυτό; Κι από την άλλη πάλι, για ποιο λόγο να μη συμβαίνει;» «Είσαι θεϊστής, Μαξ;»

«Πολλοί από τους σημαντικότερους θεϊστές διανοητές είναι Τεχνητές Νοημοσύνες». Ηλεκτρονικοί προφήτες, σκέφτηκε η Μπιζέζα με απορία.

«Νομίζω πως ο Τζέιμς Κλερκ θα ήταν περήφανος για σένα, Μάξγουελ Νεότερε». «Σ' ευχαριστώ».

119

«Το φως, σε παρακαλώ».

Το φως χαμήλωσε μέχρι που έγινε μια αδύναμη κόκκινη ακτινοβολία. Η Μπιζέζα βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο και η μικρή βαρύτητα ήταν όση έπρεπε για να επιβεβαιώνει στα όργανα ισορροπίας μέσα στ' αφτιά της πως δεν θα έπεφτε πια.

Μερικές ώρες αργότερα ο Μαξ την ξύπνησε, ζητώντας της συγνώμη και λέγοντάς της πως πλησίαζαν στη Σελήνη.

«Ήταν τυχαίο γεγονός πως η πορεία μας προς τον Άρη μας φέρνει κοντά στη Σελήνη. Μπόρεσα, όμως, να σχεδιάσω μια πορεία που θα εκμεταλλευτεί τη φορά της τροχιάς μας...», ανακοίνωσε από τη γέφυρα ο Αλεξέι. Η Μπιζέζα έπαψε να του δίνει σημασία και απλώς κοιτούσε.

Το αυξανόμενο πρόσωπο της Σελήνης, σχεδόν ολόγιομης, δεν είχε τη γνώριμη όψη των παιδικών της χρόνων όταν την αντίκριζε από τους δρόμους του Μάντσεστερ. Τώρα βρισκόταν σε τέτοια απόσταση, που το «πρόσωπο» φαινόταν αναποδογυρισμένο· το μεγάλο «δεξί μάτι» του Μάρε Ίμπριουμ είχε περιστραφεί προς το μέρος της κι ένα κομμάτι της αθέατης πλευράς είχε αποκαλυφθεί, ένα τμήμα επιφάνειας σκαμμένο από τους κρατήρες, που παρέμενε άγνωστο στην ανθρωπότητα μέχρι την εποχή των διαστημικών πτήσεων.

Αλλά δεν τραβούσε το ενδιαφέρον της μονάχα η γεωλογία της Σελήνης, μα και τα ίχνη που είχε αφήσει πάνω της ο άνθρωπος. Με ενθουσιασμό η ίδια και η Μάιρα εντόπισαν τις μεγάλες βάσεις Άρμστρονγκ και Τουκ της ορατής πλευράς, που φαίνονταν ολοκάθαρες σαν πράσινα και ασημένια περιτυλίγματα με φόντο την ανοιχτοκάστανη σεληνιακή σκόνη. Στην Μπιζέζα φάνηκε πως μπορούσε να ξεχωρίσει έναν δρόμο, μια ασημένια γραμμή που διέσχιζε τον κρατήρα Κλάβιους, μέσα στον οποίο ήταν φωλιασμένη η βάση Τουκ και από τον οποίο είχε πάρει το αρχικό της όνομα. Και μετά κατάλαβε πως πρέπει να ήταν ένας ηλεκτρομαγνητικός εκτοξευτής, που οι ράγες του είχαν μήκος χιλιομέτρων. 120

Το σημερινό φεγγάρι ήταν ένας ολοφάνερα βιομηχανικός τόπος. Αχανείς εκτάσεις στις πεδιάδες ηφαιστειογενούς σκόνης που ονομάζονταν μάρε, θάλασσες, έμοιαζαν να έχουν χτενιστεί· οι σεληνιακές θάλασσες έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και οι άνθρωποι λεηλατούσαν τη σκόνη τους για να αποσπάσουν οξυγόνο, νερό και ορυκτά. Στους πόλους απλώνονταν τεράστια ηλιακά αγροκτήματα και νέα αστεροσκοπεία γυάλιζαν σαν κομμάτια από κάρβουνο, φτιαγμένα καθώς ήταν από κατάμαυρο γυαλί που παραγόταν με μικροκύματα κατευθείαν από το σεληνιακό χώμα. Γύρω από τον ισημερινό έλαμπε ένα νήμα από χρώμιο: ήταν το άλεφτρον, ο μεγαλύτερος επιταχυντής σωματιδίων του ηλιακού συστήματος. Κάτι σε όλην αυτή τη βιομηχανία ενοχλούσε την Μπιζέζα. Μετά από τέσσερα δισεκατομμύρια χρόνια χοϊκής γαλήνης είχαν αλλάξει τόσα πολλά πάνω στη Σελήνη – μέσα σ' έναν μόλις αιώνα από τη στιγμή που ο Άρμστρονγκ είχε κάνει το πρώτο μικρό βήμα πάνω στην επιφάνειά της. Η οικονομική ανάπτυξη της Σελήνης ήταν πάντα το όνειρο του Μπαντ Τουκ. Μα τώρα η Μπιζέζα αναρωτιόταν πώς θα έβλεπαν αυτή την ανησυχητική φασαρία οι Πρωτογέννητοι, καθώς οι ίδιοι ίσως να ήταν αρχαιότεροι κι από τη Σελήνη. «Μαμά, κοίτα εκεί κάτω», είπε η Μάιρα. «Κοίτα στην Ίμπριουμ.

Η Μπιζέζα κοίταξε προς την κατεύθυνση που της έδειχνε η κόρη της. Είδε έναν δίσκο που θα έπρεπε να είχε διάμετρο χιλιομέτρων. Καθρέφτιζε το φως του ήλιου και τρεμάμενα κύματα απλώνονταν στην επιφάνειά του.

«Είναι το εργοστάσιο ηλιακών ιστίων», μουρμούρισε ο Αλεξέι. «Εκεί δημιουργούν τον ιστό και τον ψεκάζουν μ' ένα λεπτό στρώμα βορονίου – περιστρέφουν το ιστίο από τα πρώτα στάδια για να διατηρεί την ακαμψία του ενάντια στη σεληνιακή βαρύτητα...» 121

Ο λαμπερός δίσκος φάνηκε να περιστρέφεται και να κυματίζει. Ύστερα, εντελώς απρόσμενα, ξεκόλλησε ομαλά από την επιφάνεια της πεδιάδας, σαν να άνθιζε, και κατευθύνθηκε με ταλαντώσεις προς το διάστημα. «Είναι πανέμορφο», είπε η Μπιζέζα.

Ο Αλεξέι ανασήκωσε τους ώμους του.

«Χαριτωμένο, συμφωνώ. Για να είμαι ειλικρινής, οι περισσότεροι από μας δεν βρίσκουμε τη Σελήνη ενδιαφέρουσα. Δεν θεωρούνται αληθινοί διαστημάνθρωποι εκεί κάτω όταν μπορούν να επιστρέψουν στη Γη μέσα σε μια–δυο μέρες. Την ονομάζουμε "Σοφίτα της Γης"». «Φτάνουμε στο σημείο μέγιστης προσέγγισης», μουρμούρισε ο Μαξ.

Τώρα ολόκληρη η Σελήνη μετατοπιζόταν μπροστά στα μάτια της Μπιζέζα. Κρατήρες πλημμυρισμένοι με σκιές περνούσαν γοργά μπροστά από τα εύθραυστα παράθυρα της γέφυρας. Η Μπιζέζα αισθάνθηκε το χέρι της Μάιρα να σφίγγει το δικό της. Σκέφτηκε ανήμπορα πως κάποια θεάματα οι άνθρωποι δεν ήταν πλασμένοι για να τ' αντικρίζουν. Ύστερα προσπέρασαν τον ορίζοντα της Σελήνης, μια ακανόνιστη γραμμή από φωτισμένες κορυφές και τοιχώματα κρατήρων, και βούτηξαν στο σκοτάδι που το απάλαινε μόνο η χλομή λάμψη του φωτός που αντανακλούσε η Γη. Καθώς λιγόστευε το σκληρό φως του ήλιου, το φωτόπλοιο έχασε την ώθησή του και η Μπιζέζα αισθάνθηκε τη μικροσκοπική ποσότητα βαρύτητας του σκάφους να χάνεται.

17. Πολεμικό σκάφος

Ο Τζον Μέτερνις ήρθε βιαστικά στο κατάστρωμα πτήσης του Ελευθερωτή. «Όλα εντάξει;» ρώτησε η Έντνα.

122

«Μια χαρά», απάντησε ο μηχανικός του σκάφους. Ήταν λαχανιασμένος και η ανεπαίσθητα βελγική προφορά του μαζί με την αυστραλιανή που είχε αποκτήσει, έκανε τα συριστικά σύμφωνα ν' ακούγονται τραχιά. «Φορτώσαμε τις φιάλες και τις συνδέσαμε χωρίς να τιναχτούμε στον αέρα. Η εφαρμογή όλων των κανόνων έχει επαληθευτεί και τα δοχεία της αντιύλης είναι έτοιμα να σου μιλήσουν... Ναι, όλα είναι στην εντέλεια κι είμαστε έτοιμοι να ξεκινήσουμε. Καιρός είναι».

Ήταν ένας εύσωμος άνδρας γύρω στα σαράντα, ο οποίος ίδρωνε τόσο πολύ, που οι μασχάλες της στολής του ήταν μούσκεμα, παρά τα πολλαπλά προστατευτικά της στρώματα. Αν και τυπικά είχε τον βαθμό του πλωτάρχη του πολεμικού ναυτικού κι ήταν έτοιμος να πετάξει με τον Ελευθερωτή ως πρώτος μηχανικός, είχε φτάσει αργά στο διάστημα· ήταν από τους άτυχους που τα σωθικά τους δεν θα κατάφερναν ποτέ να προσαρμοστούν στη μικροβαρύτητα. Όχι πως αυτό είχε καμιά σημασία, αφού, όταν θα έμπαιναν σε λειτουργία οι αντιβαρυτικές μηχανές, ο Ελευθερωτής θα πετούσε με πλήρη βαρύτητα. Η Έντνα χτύπησε με το δάχτυλο μια μαλακή οθόνη, διάβασε τις τελευταίες επιχειρησιακές εντολές και ζήτησε άδεια αναχώρησης από τον πύργο ελέγχου, στον Αχιλλέα. «Το παράθυρο αναχώρησης ανοίγει σε πέντε λεπτά».

Ο Μέτερνις ψέλλισε «Μα την πίστη μου!» κι έδειξε ταραγμένος με το πλατύ, αξύριστο πρόσωπό του να γίνεται σταχτί.

«Είσαι εντάξει; Η αυτόματη αντίστροφη μέτρηση έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά μπορούμε ακόμα να τη σταματήσουμε αν...»

«Όχι, για όνομα του Θεού! Κοίτα, απλά με αιφνιδίασες, αυτό είναι όλο. Δεν ήξερα πως μπορούσε να γίνει τόσο γρήγορα. Όσο πιο νωρίς ξεκινήσουμε, τόσο το καλύτερο. Έτσι κι αλλιώς, πιθανότατα κάτι θα χαλάσει μέχρι να φτάσουμε στο μηδέν· έτσι συμβαίνει συνήθως... Λίμπυ, τα διαγράμματα, παρακαλώ». 123

Το μεγάλο παράθυρο μπροστά τους θάμπωσε, αντικαθιστώντας την εικόνα του Αχιλλέα και των άστρων από πίσω με μια πλάγια γραφική αναπαράσταση του ίδιου του Ελευθερωτή, ένα είδωλο σε πραγματικό χρόνο, που εξέπεμπαν οι αισθητήρες πάνω στον Αχιλλέα και αλλού. Όταν ο Τζον άγγιξε κάποια σημεία του, το κύτος έγινε διάφανο. Πολλά από τα εσωτερικά τμήματα που αποκαλύφθηκαν, έλαμπαν με ένα παστέλ πράσινο χρώμα, αλλά υπήρχαν και κόκκινες κουκκίδες που άστραφταν σαν διάσπαρτοι αστερισμοί για να δείξουν μηχανολογικά προβλήματα, έστω κι αν ήταν η μέρα της αναχώρησης. Ο σχεδιασμός ήταν κατά βάσιν απλός. Ο Ελευθερωτής έμοιαζε περισσότερο με τεράστιο πυροτέχνημα, ένας πύραυλος με μήκος όχι μικρότερο από εκατό μέτρα, με τους χώρους του πληρώματος στο μπροστινό τμήμα κι ένα πελώριο στόμιο που έχασκε στο πίσω μέρος του. Το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού του ήταν γεμάτο με νερό σε μορφή πάγου που είχε εξορυχθεί από τον αστεροειδή, βρόμικο χιόνι το οποίο θα χρησίμευε ως μάζα αντίδρασης που θα έσπρωχνε το σκάφος μπροστά. Θαμμένη κάπου στα σωθικά του σκάφους, κοντά στο στόμιο, ήταν η μηχανή αντιύλης.

Η αντιύλη του Ελευθερωτή ήταν σε μορφή μικροσκοπικών κόκκων παγωμένου υδρογόνου – ή μάλλον αντιυδρογόνου, ενός υλικού που οι μηχανικοί πρόωσης αποκαλούσαν ράβδο–Υ. Για την ώρα ήταν περιορισμένη μέσα σ' έναν πυρήνα βολφραμίου, απομονωμένη από οποιαδήποτε κανονική ύλη με τη βοήθεια άυλων ηλεκτρομαγνητικών τοιχωμάτων. Ο περιορισμός της αντιύλης απαιτούσε τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Η ράβδος–Υ ήταν πολύτιμο υλικό. Εξαιτίας της ιδιότητάς της να εκρήγνυται κάθε φορά που συναντούσε φυσιολογική ύλη, η αντιύλη δεν περίμενε να τη συλλέξουν από κάπου, αλλά έπρεπε να την παρασκευάσουν. Ουσιαστικά, ήταν προϊόν της σύγκρουσης σωματιδίων υψηλής ενέργειας. Μα και οι 124

ισχυρότεροι επιταχυντές της Γης, έστω κι αν λειτουργούσαν συνεχώς, παρήγαγαν ελάχιστες μόνο ποσότητες αντιύλης. Ακόμα και ο μεγάλος επιταχυντής στη Σελήνη ήταν άχρηστος ως εργοστάσιο παραγωγής. Τελικά είχε βρεθεί μια φυσική πηγή στον δίαυλο μαγνητικής ροής που συνδέει τον δορυφόρο του Δία Ιώ με τον πατρικό του πλανήτη, έναν σωλήνα ηλεκτρικού ρεύματος έντασης πέντε εκατομμυρίων αμπέρ, ο οποίος δημιουργείται καθώς ο δορυφόρος σκάβει το μαγνητικό πεδίο του Δία.

Για τη συλλογή αντιύλης, το μόνο που χρειαζόταν ήταν η αποστολή διαστημοπλοίων μέσα στο σωλήνα ροής και η χρήση μαγνητικών παγίδων για να συγκεντρωθούν τα σωματίδια. Όσο απλή και να φαινόταν η συλλογή, αποτελούσε μια μεγάλη πρόκληση για την επιστήμη της Μηχανικής.

Όταν η Έντνα θα 'δινε εντολή, τα μαγνητικά πεδία θ' άρχιζαν να πάλλονται εκτοξεύοντας σφαιρίδια ράβδου–Υ, που θα χτυπούσαν το ένα μετά το άλλο πάνω σε μια επερχόμενη ροή κανονικού υδρογόνου. Ύλη και αντιύλη θα αλληλοεξοντώνονταν κι ακόμη και το παραμικρό ίχνος ύλης θα μετατρεπόταν αμέσως σε ενέργεια. Ο πάγος του αστεροειδούς θα περνούσε σε κατάσταση υπερθερμασμένου ατμού, και ο ατμός αυτός, που θα εκτοξευόταν μέσα από το στόμιο του πίσω μέρους, θα ωθούσε τον Ελευθερωτή προς τα μπροστά.

Αυτό ήταν όλο, αν εξαιρέσουμε τις απίστευτα προβληματικές λεπτομέρειες χειρισμού της αντιύλης. Ο Ελευθερωτής ήταν ένας ατμοκίνητος πύραυλος. Μα το πιο εντυπωσιακό ήταν οι αριθμοί. Ακόμα και τούτη η τεράστια κατανάλωση μάζας που λάβαινε χώρα στον πυρήνα του ήλιου, μετέτρεπε μόνο ένα μικρό ποσοστό της μάζας του καυσίμου σε ενέργεια. Όταν, όμως, ύλη και αντιύλη αλληλοεξοντώνονταν, τότε τα πράγματα έχουν φτάσει στα όρια τους· απλώς, δεν γινόταν να βγάλεις περισσότερο ζουμί από την περίφημη εξίσωση του Αϊνστάιν, σύμφωνα με την οποία η ενέργεια ισούται με τη μάζα επί το τετράγωνο της ταχύτητας του φωτός. 125

Έτσι, μια ελάχιστη δόση αντιύλης, περίπου πενήντα χιλιοστά του γραμμαρίου, πρόσφερε όλη την ενέργεια που μπορούσαν να αποθηκεύσουν τα μεγάλα συστήματα εκτόξευσης των χημικών πυραύλων, όπως εκείνα του διαστημικού λεωφορείου. Αυτό ήταν που έκανε τη νέα μηχανή αντιύλης τόσο χρήσιμη για κυβερνήσεις οι οποίες ήθελαν να διαθέτουν τη δυνατότητα άμεσης αντίδρασης απέναντι στην απειλή μιας εισβολής στο ηλιακό σύστημα. Ο Ελευθερωτής ήταν τόσο ισχυρό σκάφος, που θα οδηγούσε την Έντνα μέσα σε μόλις εκατό δώδεκα ώρες στη Βόμβα–Π, δηλαδή στη μισή απόσταση μέχρι τον Δία, τόσο μακριά όσο κι η Γη από τους αστεροειδείς. Βέβαια, έμοιαζε μικροσκοπικός μπροστά στα φωτόπλοια των διαστημανθρώπων. Εκεί, όμως, που το φωτόπλοιο αποτελούνταν κυρίως από ένα ιστίο και μια λεπτεπίλεπτη επιφάνεια, ο Ελευθερωτής ήταν μια συμπαγής μάζα, σαν ένα ρόπαλο, σαν όπλο. Και το σχήμα του ακόμη ήταν κατάφωρα φαλλικό, όπως τόσα από τα όπλα της ανθρωπότητας στο παρελθόν, γεγονός που πολλοί παρατηρητές είχαν σχολιάσει σαρκαστικά. Ο Τζον δεν είχε και πάρα πολλά να κάνει· η Λίμπυ χειριζόταν τις λεπτομέρειες της αντίστροφης μέτρησης, που ήταν όσο πιο απλούστερη μπορούσε. Ο Τζον γινόταν ολοένα και πιο νευρικός. «Μας παρακολουθούν», του είπε η Έντνα ήρεμα για να προσελκύσει την προσοχή του. «Σοβαρά; Ποιοι;»

«Από τον Αχιλλέα. Μηχανικοί, διοικητικοί, άλλα πληρώματα».

Η Έντνα καθάρισε την οθόνη και κοίταξε την επιφάνεια του παγωμένου αστεροειδούς. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη με μορφές ντυμένες με διαστημικές στολές.

«Μετά σου λένε για κανόνες ασφαλείας», μουρμούρισε ο Τζον. «Τι κάνουν εκεί πέρα;» 126

«Φαντάζομαι πως έχουν μαζευτεί για να δουν την εκτόξευση του πρώτου πολεμικού διαστημοπλοίου της ανθρωπότητας», απάντησε η Λίμπυ.

«Πωπώ», ψιθύρισε ο Τζον. «Έχει δίκιο, θυμάσαι τον Πόλεμο των Άστρων; Το Σταρ Τρεκ;»

Η Έντνα δεν είχε ακούσει ποτέ γι' αυτά τα απομεινάρια αρχαίων πολιτισμών.

«Όλα ξεκινούν από δω», είπε ο Τζον. «Το πρώτο πολεμικό διαστημόπλοιο. Βάζω, όμως, στοίχημα πως δεν θα είναι το τελευταίο». «Τριάντα δευτερόλεπτα», είπε η Λίμπυ ατάραχα.

«Μου έκανες την καρδιά περιβόλι», είπε ο Τζον. Έσφιξε τα μπράτσα του καθίσματός του.

"Ξεκινάμε στ' αλήθεια", σκέφτηκε ξαφνικά η Έντνα. Ήταν αποφασισμένη· θα οδηγούσε εκείνο το σκάφος στη μάχη ενάντια σ' έναν άγνωστο αντίπαλο, με την ώθηση μιας μηχανής που είχε δοκιμαστεί μονάχα μια–δυο φορές, μέσα σ' ένα σκάφος τόσο καινούργιο, που τα βερνίκια του μύριζαν ακόμα. Η Λίμπυ είπε:

«Τρία, δύο, ένα».

Κάπου μέσα στα σωθικά του σκάφους μια μαγνητική παγίδα ανοιγόκλεισε. Ύλη πέθαινε.

Η Έντνα κόλλησε στο κάθισμά της από μια ώθηση που της έκοψε την ανάσα.

18. Άρης

Το ταξίδι συνεχιζόταν.

Ο Αλεξέι δεν επέτρεπε, ακόμη και τώρα, τη συνομιλία σχετικά με ευαίσθητα ζητήματα, έστω και το κουβεντολόι, μέσα στην καμπίνα του «Μάξγουελ», τον μικροσκοπικό εκείνο χώρο που 127

βρισκόταν εκατομμύρια πλησιέστερο άνθρωπο.

χιλιόμετρα

«Ποτέ δεν ξέρεις ποιος ακούει».

μακριά

από

τον

Παρόλο που ο χώρος ήταν μεγαλύτερος απ' ό,τι στην «αράχνη», τα χάρτινα χωρίσματα δεν προσέφεραν ιδιαίτερη ηχομόνωση και έτσι η Μάιρα κι η Μπιζέζα δεν ένιωθαν πως είχαν τον προσωπικό τους χώρο. Κανείς δεν μιλούσε. Ήταν αμίλητοι και κλεισμένοι στον εαυτό τους σαν και στην «αράχνη». Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, που το σημάδευε μόνο η σταδιακή συρρίκνωση του ήλιου, ο Άρης ξεπρόβαλε μέσα στο σκοτάδι. Η Μπιζέζα και η Μάιρα κοιτούσαν με περιέργεια από τα παράθυρα της γέφυρας.

Ο πλανήτης που πλησίαζε ήταν ένα γλυπτό σε πορτοκαλί και κόκκινο χρώμα με επιφάνεια σκαμμένη, ρυτιδιασμένη, με γκρίζα ομίχλη απλωμένη πάνω στο μεγαλύτερο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου του. Σε σύγκριση με τη Γη, που από το διάστημα φαινόταν τόσο λαμπερή όσο κι ο ουρανός της γήινης μέρας, ο Άρης φαινόταν αλλόκοτα σκοτεινός στα μάτια της Μπιζέζα, μουντός, μελαγχολικός.

Το φωτόπλοιο άρχισε να διαγράφει όλο και πιο κοντινές τροχιές, κι αυτή έμαθε να διαβάζει το τοπίο. Υπήρχαν οι ταλαιπωρημένες περιοχές του Νότου με πιο έντονα τονισμένη τη μεγάλη μελανιά της Ελλάδας, ενώ στα βόρεια βρίσκονταν οι πιο λείες και εμφανώς νεότερες πεδιάδες της Βάστιτας Μπορεάλις, της Βόρειας Ερήμου. Η Μπιζέζα εντυπωσιάστηκε από το πόσο μεγάλα ήταν τα πάντα στον Άρη. Το σύστημα φαραγγιών της Βάλλες Μαρινέρις απλωνόταν πάνω στο ένα τέταρτο σχεδόν της περιφέρειας του πλανήτη, ενώ το μάγμα από τα ηφαίστεια της Θαρσίδος προκαλούσε μια τεράστια παραμόρφωση στο σχήμα ολόκληρου του Άρη. Αυτά θα μπορούσε να τα είχε δει και το 1969, κι όχι μόνο το 2069. Αλλά σήμερα ο αέρας του Άρη ήταν γεμάτος πλέον με λευκά σύννεφα υδρατμών. Μετά από μια ακόμη τροχιά, η 128

διαδρομή του «Μάξγουελ» τους οδήγησε πάνω από την κορυφή του ίδιου του όρους Όλυμπος, όπου μαύρος καπνός γέμιζε έναν ανενεργό κρατήρα αρκετά μεγάλο για να καταπιεί ολόκληρη την πόλη της Νέας Υόρκης. Οι ουλές από την ηλιακή καταιγίδα ήταν ακόμη ορατές πάνω στην καινούργια εκείνη επιφάνεια του Άρη, το ίδιο, όμως, και οι επεμβάσεις του ανθρώπου. Ο μεγαλύτερος οικισμός στον Άρη ήταν το Πορτ Λόουελ, ένας μικρός ασημένιος λεκές στον ισημερινό, στις παρυφές των ταλαιπωρημένων υψιπέδων του Νότου. Δρόμοι ξεκινούσαν προς όλα τα σημεία του ορίζοντα, θυμίζοντας τα παράλληλα κανάλια που οι τελευταίοι γήινοι παρατηρητές πριν από την εποχή των διαστημικών πτήσεων φαντάζονταν πως έβλεπαν στην επιφάνεια του Άρη. Ανάμεσα στους δρόμους και στους θόλους υπήρχαν πράσινοι λεκέδες: ζωή φερμένη από τη Γη, που μεγάλωνε κάτω από γυαλί στο έδαφος του Άρη. Η Μάιρα της έδειξε κι άλλο πράσινο, τη ζώνη που απλωνόταν στις πεδιάδες του Βορρά και γέμιζε τη μεγάλη, βαθιά λεκάνη της Ελλάδας, μια πιο σκούρα απόχρωση. Αυτό δεν είχε καμιά σχέση με τη Γη. Ο Αλεξέι είπε στην Μπιζέζα πως θα περνούσαν μερικές νύχτες στο Λόουελ. Όπως έμαθε ακούγοντάς τον με όλο και μεγαλύτερη δυσπιστία, η ίδια θα συνέχιζε το ταξίδι της βόρεια μέχρι τον πόλο του Άρη μόλις ελευθερωνόταν κάποιο όχημα εδάφους. Κοίταξε το πυκνό κάλυμμα της ομίχλης στον Βορρά και αναρωτήθηκε τι την περίμενε εκεί.

Πέρασαν μια ολόκληρη μέρα πετώντας πάνω από τον Άρη, καθώς η απαλή πίεση του ηλιακού φωτός σταθεροποιούσε την τροχιά του «Μάξγουελ». Ύστερα, ένα κοντόχοντρο όχημα σε σχήμα κουτιού σηκώθηκε αργά από το Λόουελ. Ο μοναδικός επιβάτης της ακάτου ήταν μια γυναίκα γύρω στα είκοσι πέντε. Φορούσε μια φόρμα με ζωηρό πράσινο χρώμα, ήταν λεπτοκαμωμένη, έδειχνε εύθραυστη και στο πρόσωπό της, ασυννέφιαστο και κάπως ανέκφραστο, είχε ένα περιποιημένο τατουάζ αναγνώρισης. 129

«Γεια σας. Είμαι η Πώλα, Πώλα Ούμφραβιλ».

Η Μπιζέζα, όταν η Πώλα της χαμογέλασε, ξεροκατάπιε. «Συγνώμη. Απλά δεν...»

«Μην ανησυχείς. Πολλοί άνθρωποι από τη Γη αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο. Προσωπικά με κολακεύει που οι άνθρωποι θυμούνται τόσο καλά τη μητέρα μου...»

Για τη γενιά της Μπιζέζα, η Ελένα Ούμφραβιλ είχε γίνει ένα από τα πιο διάσημα πρόσωπα σε όλους τους κόσμους των ανθρώπων: όχι μόνο για τη συμμετοχή της στην πρώτη επανδρωμένη αποστολή στον Άρη, μα και για την αξιοθαύμαστη ανακάλυψη που είχε κάνει ακριβώς λίγο πριν από τον θάνατό της. Η Πώλα θα μπορούσε να ήταν η δίδυμη αδελφή της. «Δεν έχει σημασία». Η Πώλα άνοιξε τα χέρια της διάπλατα. «Καλωσόρισες στον Άρη! Νομίζω πως θα σε εντυπωσιάσουν τα όσα έχουμε βρει εδώ πέρα, Μπιζέζα Ντουτ...» Η άκατος κατέβηκε γλιστρώντας μαλακά. Η Μπιζέζα έβλεπε τώρα πως η ρυτιδιασμένη επιφάνεια του Άρη είχε εξομαλυνθεί έχοντας πάρει τη μορφή ενός ερημικού τοπίου, ενώ ένα φως στο χρώμα της ώχρας απλωνόταν στον ουρανό. Η Πώλα μιλούσε ασταμάτητα στη διάρκεια της διαδρομής, ίσως σε μια προσπάθεια να ηρεμήσει τους νευρικούς επιβάτες.

«Συνήθως είναι ανάγκη να εξηγώ την κατάσταση στους επισκέπτες από τη Γη – ειδικά σ' εκείνους που πηγαίνουν στους πόλους, όπως εσύ, Μπιζέζα. Θα κατεβούμε σε βόρειο γεωγραφικό πλάτος 10 και θα πρέπει να σε πάμε από κει μέχρι τον πόλο με όχημα επιφανείας. Αυτό συμβαίνει επειδή όλες οι μονάδες υποστήριξης βρίσκονται εδώ στο Λόουελ και στις άλλες αποικίες κοντά στον ισημερινό, εφόσον η ζώνη του ισημερινού ήταν το μόνο μέρος που μπορούσαν να προσεγγίσουν όλα εκείνα τα σκάφη της πρώτης γενιάς με τις μηχανές χημικών καυσίμων...» 130

Η Μάιρα ενδιαφερόταν περισσότερο για την ίδια την Πώλα παρά για τον Άρη.

«Μπήκα στο αστροναυτικό σώμα μετά την ηλιακή καταιγίδα», είπε αμήχανα. «Η Ελένα Ούμφραβιλ ήταν μια ηρωίδα για μένα – έχω διαβάσει πολλά για τη ζωή της, αλλά δεν ήξερα πως είχε κόρη». Η Πώλα ανασήκωσε τους ώμους της.

«Δεν είχε πριν φύγει για τον Άρη. Αλλά ήθελε να αποκτήσει ένα παιδί. Ήξερε πως η Ωρόρα 1 θα περνούσε μήνες λουσμένη στην κοσμική ακτινοβολία. Έτσι, πριν φύγει, άφησε πίσω της ωάρια και άλλο γενετικό υλικό. Αυτό κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας μεταφέρθηκε σε μια Μονάδα Διαχείμασης. Όταν η καταιγίδα τέλειωσε, ο πατέρας μου... Τέλος πάντων, έτσι γεννήθηκα. Η μητέρα μου, ασφαλώς, δεν με γνώρισε ποτέ. Θέλω να πιστεύω πως θα αισθανόταν περήφανη που βρίσκομαι κι εγώ στον Άρη και κατά κάποιον τρόπο συνεχίζω το έργο της». «Είμαι σίγουρη πως θα 'νιωθε στ' αλήθεια υπερήφανη», της είπε η Μπιζέζα.

Η προσεδάφιση ήταν γρήγορη κι επαγγελματική, και έγινε πάνω σε μια εξέδρα από ένα είδος γυαλιού, προϊόν από την επιφάνεια του πλανήτη που είχε λιώσει. Η Μπιζέζα κοιτούσε κατάπληκτη. Βρισκόταν στον Άρη. Πέρα από τη γεμάτη σημάδια επιφάνεια της εξέδρας, τα πάντα ήταν καστανοκόκκινα, το έδαφος, ο ουρανός, ακόμα και ο ξεπλυμένος δίσκος του ήλιου. Μέσα σε λίγα λεπτά εμφανίστηκε ένα μικρό λεωφορείο με παράθυρα σαν φουσκάλες, αναπηδώντας σαν σκυλάκι πάνω σε πελώριους μαλακούς τροχούς. Ήταν πράσινο όπως και η φόρμα της Πώλα – ένα χρώμα που, όπως αντιλήφθηκε η Μπιζέζα, ξεχώριζε αμέσως πάνω στην κόκκινη επιφάνεια του Άρη. Η Μπιζέζα ακολούθησε την Πώλα μέσα από μια σήραγγα μαζί με τον Αλεξέι, τη Μάιρα, τη βαλίτσα τους και κάποιον 131

ακόμη εξοπλισμό. Το λεωφορείο, που διέθετε σειρές πλαστικών καθισμάτων, θα μπορούσε να προέρχεται από οποιοδήποτε αεροδρόμιο της Γης.

Όσο το λεωφορείο τσουλούσε, η Πώλα φλυαρούσε για το τοπίο. Φαινόταν να είναι περήφανη γι' αυτό, παρασύροντας και τους άλλους με τον ενθουσιασμό της. «Αυτήν τη στιγμή βρισκόμαστε στην κοίτη ενός φαραγγιού που ονομάζεται Άρες Βάλλις. Έχει δημιουργηθεί από καταστροφικές πλημμύρες στο απώτατο παρελθόν, από νερό που ερχόταν από τα υψίπεδα του Νότου».

Η πανάρχαια εκείνη καταστροφή πιστευόταν πως είχε κρατήσει μόλις δέκα ή είκοσι μέρες, πριν από δισεκατομμύρια χρόνια, όταν ένας ποταμός χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον Μισσισιπή είχε σκάψει την αρχαϊκή πέτρα. Αυτού του είδους τα γεγονότα είχαν συμβεί, όπως φαίνεται, μόνο γύρω από το μεγάλο σύνορο όπου ο Νότος του Άρη συναντούσε τον Βορρά· ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο είχε συμπιεστεί πέφτοντας κάτω από το μέσο ύψος της επιφάνειας του εδάφους, λες κι ένας πελώριος κρατήρας είχε δημιουργηθεί πάνω στον μισό πλανήτη. «Καταλαβαίνετε τώρα γιατί το πλήρωμα της Ωρόρα στάλθηκε εδώ για την πρώτη εξερευνητική αποστολή και γιατί η ΝΑΣΑ έστειλε τη δεκαετία του 1990 το μη επανδρωμένο σκάφος Παθφάιντερ ακριβώς στην ίδια περιοχή ...» Κοιτάζοντας έξω, η Μπιζέζα συνδύαζε τα λόγια με το θέαμα. Εκείνη η σκονισμένη πεδιάδα, γεμάτη βράχια που έμοιαζαν με πλάκες, ήταν σαν τοπίο της Γης αλλά ταυτόχρονα ήταν και απόκοσμη. Πόσο παράξενο της φαινόταν που δεν θα μπορούσε ποτέ ν' αγγίξει τούτους τους σκονισμένους βράχους ή να γευτεί τον αραιό αέρα με τη γεύση σιδήρου.

Πλησιάζοντας τους θόλους του Λόουελ, συνάντησαν κάτι κυλίνδρους στημένους κάθετα πάνω σε τρίποδα. Στα μάτια της Μπιζέζα έμοιαζαν με τα λέιζερ ισχύος του διαστημικού 132

ανελκυστήρα. Οι Αρειανοί δεν διέθεταν ακόμα τη δική τους «μαγική φασολιά», αλλά είχαν ήδη κατασκευάσει τις πηγές της ισχύος της.

Στη συνέχεια το λεωφορείο προσπέρασε σημαίες που ανέμιζαν αδύναμα πάνω από πλάκες αρειανού γυαλιού. Η Μπιζέζα υπέθετε πως η μητέρα της Πώλα ήταν θαμμένη εκεί, μαζί με τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος του Μπομπ Πάξτον, οι οποίοι δεν είχαν αντέξει μετά την εγκατάλειψή τους πάνω στον Άρη. Αν η γεωλογία του Άρη είχε στιγματιστεί από τον τρομερό εκείνο κατακλυσμό του μακρινού παρελθόντος, η ανθρώπινη ιστορία του σίγουρα είχε κι αυτή σημαδευτεί για πάντα από τον ηρωισμό του πληρώματος της Ωρόρα.

Το λεωφορείο τους οδήγησε μέχρι τον μεγαλύτερο θόλο και σταμάτησε ομαλά στην κατάλληλη θέση. Πέρασαν μέσα από μια συνδετική σήραγγα και βθορίου, κρεμασμένους από την ασημένια οροφή. Η Μπιζέζα ένιωθε πολύ αμήχανη καθώς περπατούσε μέσα στον θόλο με μεγάλα αρειανά βήματα. Τα επίπεδα θορύβου ήταν υψηλά και οι ήχοι δημιουργούσαν αντίλαλους. Οι άνθρωποι προσπερνούσαν βιαστικά, πολλοί ντυμένοι με πράσινες φόρμες όπως η Πώλα. Όλοι έδειχναν απασχολημένοι, λίγοι ήταν εκείνοι που έριχναν καμιά ματιά στην Μπιζέζα και στους συντρόφους της. Η Μπιζέζα υπέθετε πως στους ντόπιους οι επισκέπτες θα ήταν το ίδιο ευπρόσδεκτοι όσο και οι τουρίστες σε μια βάση της Ανταρκτικής. Ο Αλεξέι αισθάνθηκε την ανάγκη να απολογηθεί.

«Μη δίνεις σημασία. Απλά να θυμάσαι πως κάθε ανάσα σου πληρώνεται με τους φόρους κάποιου απ' αυτούς...»

Η Μπιζέζα πρόσεξε πως ελάχιστοι Αρειανοί είχαν τατουάζ αναγνώρισης στα μάγουλά τους. Άφησαν τις αποσκευές τους σε δωμάτια που είχαν κλειστεί γι' αυτούς σ' ένα στενόχωρο και άθλιο «ξενοδοχείο» και η Πώλα προσφέρθηκε να γεμίσει τις λίγες ώρες τους όσο θα έμεναν στο 133

Λόουελ με μια περιήγηση. Ξεκίνησαν, λοιπόν, για εξερεύνηση, ακολουθώντας την Πώλα και πηγαίνοντας από τον έναν μισοέρημο θόλο στον άλλο, μέσα από σήραγγες τόσο χαμηλές που μερικές φορές ήταν αναγκασμένοι να σκύβουν.

Αγόρασαν φαγητό από ένα αυτόματο εστιατόριο. Οι πιστωτικές τους κάρτες από τη Γη ίσχυαν, αλλά οι γαβάθες με την κολλώδη σούπα και ο πικρός καφές που αγόρασαν ήταν ακριβά. Καθώς έτρωγαν, μια παρέα μαθητών πέρασε μπροστά τους τρέχοντας και γελώντας. Ήταν αδύνατοι, νευρώδεις, τουλάχιστον στο ύψος της Μπιζέζα αν και με τα λεπτά κορμιά και τα αρυτίδωτα πρόσωπά τους ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς πόσων χρόνων ήταν. Έτρεχαν με μεγάλα πηδήματα. «Αρειανοί πρώτης γενιάς», μουρμούρισε ο Αλεξέι. Από τη μέρα της σύλληψής τους αναπτύχθηκαν σε συνθήκες χαμηλής βαρύτητας. Η επόμενη γενιά, τα δικά τους παιδιά, θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα...» Η Μπιζέζα λυπήθηκε που τους έχασε από τα μάτια της, μαζί μ' αυτούς κι εκείνες τις πινελιές ανθρώπινης ζεστασιάς.

Ένας μεγάλος διαφανής θόλος έκλεινε μέσα του ένα αγρόκτημα. Περπάτησαν ανάμεσα σε σειρές με μαρούλια και λάχανα, όλα ζωηρά και υγιή, ρηχές λιμνούλες που χρησίμευαν σαν ορυζώνες και βάθρα με ανάβαθα δοχεία γεμάτα μ' ένα παχύρρευστο υγρό, μέσα στα οποία φύτρωναν φασόλια, αρακάς και σόγια. Υπήρχαν ακόμα οπωροφόρα δέντρα, πορτοκαλιές, μηλιές και αχλαδιές, που μεγάλωναν μέσα σε γλάστρες, προφανώς πολύτιμα και φροντισμένα με μεγάλη αγάπη. Εκεί βρέθηκαν επιτέλους για πρώτη φορά κάτω από το ροδαλό φως της αρειανής μέρας, μα η λάμψη του μακρινού ήλιου ενισχυόταν από λευκούς λαμπτήρες πυρακτώσεως στη σειρά.

Συνέχισαν γρήγορα τον δρόμο τους. Κάτω από την αμυδρή οσμή κάποιου βιομηχανικού αρώματος ένιωθες την αποπνικτική μπόχα υπονόμου. 134

Έφτασαν στο διαφανές τοίχωμα του θόλου και η Μπιζέζα διέκρινε ατέλειωτες σειρές από φυτά στο έδαφος που απλωνόταν πέρα από τον θόλο. Πρόσεξε πως είχαν μια παράξενη υαλώδη λάμψη και πως το πράσινο των αλλόκοτων φύλλων τους είχε μια βαθύτερη απόχρωση από τα ζωηρόχρωμα φυτά γύρω. Δεν ήταν ακόμα συνηθισμένη στον Άρη. Χρειάστηκαν μια–δυο στιγμές για να συνειδητοποιήσει πως εκείνα τα φυτά μεγάλωναν άνετα στην ύπαιθρο του πλανήτη, έξω από τον υπό πίεση θόλο. «Θεέ μου», είπε.

Ο Αλεξέι γέλασε.

Πέρασαν από πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές. Προσπέρασαν κάτι που θα 'πρεπε να ήταν σχολείο και η Μπιζέζα ένιωσε την επιθυμία να μπει μέσα για ν' ανακαλύψει ποιο ήταν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα εκείνων των πρώτων νεαρών Αρειανών –τι να τους έλεγαν άραγε για τη Γη;– μα δεν είχε το θάρρος να ζητήσει κάτι τέτοιο από την Πώλα. Ανακάλυψαν ένα μπαρ που ονομαζόταν «Ο τόπος του Σκι», προφανώς από το όνομα του Σκιαπαρέλι, του αστρονόμου που νόμισε πως είχε ανακαλύψει κανάλια στον Άρη. Υπήρχε διαθέσιμο αλκοόλ, αλλά μόνο με τη μορφή ουίσκι και κρασιών από φρούτα. Δοκίμασαν λίγο μηλόκρασο, που η γεύση του φάνηκε αδύναμη στην Μπιζέζα.

«Χαμηλή βαρύτητα, χαμηλή πίεση», είπε ο Αλεξέι. «Είναι ευκολότερο να μεθύσεις εδώ».

Ο τελευταίος θόλος που εξερεύνησαν ήταν ο μεγαλύτερος και φαινόταν ο ακριβότερος. Ήταν φτιαγμένος με κρύσταλλα τοποθετημένα σε πελώρια πλαίσια, που η Μάιρα αναγνώρισε αμέσως πως επρόκειτο για σεληνιακό γυαλί. Το εσωτερικό του, στο μεγαλύτερο μέρος του, δεν έδειχνε να χρησιμοποιείται. Εκτός από μερικές γωνίες που χρησίμευαν ως αποθηκευτικοί χώροι και εργαστήρια, τα μόνα που υπήρχαν ήταν σκονισμένα 135

χωρίσματα, καλώδια και σωλήνες παρατημένοι στο ημιτελές πάτωμα. «Είναι λες και δεν ξέρουν τι να το κάνουν αυτό το μέρος», είπε η Μπιζέζα.

«Δεν ήταν επιλογή των Αρειανών», είπε η Πώλα. «Μετά την ηλιακή καταιγίδα πολλοί ένιωσαν άσχημα με αυτό που συνέβη στο πλήρωμα της Ωρόρα και δόθηκαν πολλά χρήματα ώστε ο οικισμός του Άρη ν' αναπτυχθεί σωστά. Αυτό που βλέπετε ήταν ένα από τα αποτελέσματα. Επρόκειτο να μετατραπεί σ' ένα κομμάτι της Γης, εδώ, πάνω στον Άρη». Έδειξε με το χέρι. «Τούτες οι γυάλινες δοκοί προέρχονται από την ίδια την Ασπίδα, την Αθηνά. Είναι, όπως βλέπετε, ένα είδος μνημείου, θα υπήρχε γαλάζιος ουρανός, που θα προβαλλόταν με μηχανήματα πάνω στον μεγάλο θόλο. Θα τον αποκαλούσαν Τσίρκο Όξφορντ». «Με κοροϊδεύεις».

«Όχι», είπε ο Αλεξέι. «Θα έφτιαχναν έναν ζωολογικό κήπο. Θα έτρεφαν ζώα αγροκτήματος. Ίσως, μα τον Ήλιο, κι έναν–δυο ελέφαντες! Όλα αυτά θα μεταφέρονταν εδώ ως ζυγωτά».

«Και ο καιρός μέσα στον θόλο θα ήταν παρόμοιος μ' εκείνον της Γης», είπε η Πώλα. «Απ' αυτή την άποψη μάλιστα, λειτούργησε για λίγο όταν ήμουν ακόμα μικρή. Η γήινη καταιγίδα με τα αστραπόβροντα ήταν πολύ τρομακτική. Μα κάποτε τα μηχανήματα χάλασαν και κανείς δεν μπήκε στον κόπο να τα φτιάξει. Για ποιο λόγο άλλωστε; Πολλοί από μας δεν έχουμε δει ποτέ τη Γη· δεν μας λείπει. Έχουμε τον δικό μας καιρό». Χαμογέλασε πλατύτερα με ανέκφραστα μάτια. Το νεαρό της πρόσωπο έμοιαζε πάρα πολύ με της μητέρας της.

Τη νύχτα εκείνη η Μπιζέζα βρέθηκε σ' ένα αυστηρό μοναστηριακό κελί, που φαινόταν να έχει σχεδιαστεί για να της θυμίζει πως δεν ήταν προσκεκλημένη ούτε και ευπρόσδεκτη σ' εκείνο το μέρος, μα ότι απλώς την ανέχονταν. 136

Πάνω από το κρεβάτι της υπήρχε μια σειρά βιβλία – βιβλία από αληθινό χαρτί ή, τέλος πάντων, από κάτι παρόμοιο. Ήταν κλασικά μυθιστορήματα σχετικά με τον Άρη, όπως τον είχαν φανταστεί διάφοροι συγγραφείς πολλά χρόνια πριν από τις διαστημικές πτήσεις, από τον Γουέλς μέχρι τον Βαϊνμπάουμ, από τον Μπράντμπερι μέχρι τον Ρόμπινσον και άλλους μετά απ' αυτούς. Η Μπιζέζα βρήκε το ξεφύλλισμα των παλιών εκείνων βιβλίων ιδιαίτερα ευχάριστο· για πρώτη φορά από τη στιγμή της άφιξης της θυμήθηκε πόσα όνειρα είχαν γίνει σχετικά με τον Άρη. Ξάπλωσε στο κρεβάτι. Διάβασε μερικά κεφάλαια από τη Σκόνη του Άρη, ένα βιβλίο γραμμένο από κάποιον συγγραφέα ονόματι Μάρτιν Γκίμπσον. Ήταν ένα πολύχρωμο μελόδραμα το οποίο, μαζί με τη βολική βαρύτητα, την έκανε γρήγορα να αποκοιμηθεί.

19. Οι αμμώδεις εκτάσεις του Άρη

Την ξύπνησε ο Αλεξέι ταρακουνώντας την απ' τον ώμο. «Πρέπει να φύγουμε».

Εκείνη ανακάθισε τρίβοντας τα μάτια της.

«Νόμιζα πως είπες ότι θα περιμέναμε ένα όχημα».

«Το σχέδιο άλλαξε. Δεν διαθέτουν και πολλές δυνάμεις στον Άρη, αλλά στη διάρκεια της νύχτας άρχισαν να κινούνται». «Ποιοι;»

«Η Αστροπόλ. Το Διαστημικό Συμβούλιο. Κοίτα, Μπιζέζα, δεν έχουμε τώρα καιρό για κουβέντες. Σε παρακαλώ, πρέπει να κουνηθείς πάραυτα».

Μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε εμπιστευτεί την τύχη της στα χέρια του και στα χέρια της κόρης της. Σηκώθηκε. Το όχημα, που ήταν παρκαρισμένο στη θέση του στον κεντρικό θόλο, ήταν ορατό από ένα μικρό παράθυρο. Είχε και αριθμό: ήταν το τέταρτο από έξι παρόμοια εξερευνητικά οχήματα 137

μεγάλων αποστάσεων που διέθετε το Λόουελ. Είχε όμως κι ένα όνομα, αποτυπωμένο με ζωηρό μπλε χρώμα πάνω του: «Ντισκάβερι». Στο μέγεθος σχολικού λεωφορείου, ήταν βαμμένο με έντονο πράσινο χρώμα και το περίβλημά του ήταν γεμάτο με κεραίες και αισθητήρες, ενώ ένας βραχίονας τηλεχειρισμού βρισκόταν στο πλάι του. Το όχημα έσερνε πίσω του ένα εξίσου ογκώδες ρυμουλκούμενο, το οποίο ήταν συνδεμένο μαζί του με χοντρό καλώδιο. Το κυρίως όχημα και το ρυμουλκούμενο ήταν προσαρμοσμένα πάνω σε μεγάλους τροχούς με περίπλοκη όψη και χαλαρά συνδεμένους άξονες. Το ρυμουλκούμενο περιείχε προμήθειες, ανταλλακτικά, εξοπλισμό υποστήριξης ζωτικών λειτουργιών, καθώς και –απίστευτο!– μια μικρή πυρηνική μονάδα.

Το συγκεκριμένο όχημα ήταν αρκετά μεγάλο για να μεταφέρει δεκαμελές πλήρωμα σε μια πλήρη ετήσια περιστροφή του Άρη. Η Μπιζέζα κατάλαβε πως θα ήταν λάθος να το θεωρήσει απλό λεωφορείο. Μάλλον ήταν ένα διαστημόπλοιο με ρόδες. Έξω από το όχημα ήταν κρεμασμένες στολές πίεσης.

«Μου δυμίζουν τον Αχάβ, κρεμασμένο στα πλευρά της φάλαινάς του», είπε η Μπιζέζα. Κανείς, όμως, από τους άλλους δεν είχε ακούσει ποτέ για τον Μόμπι Ντικ, ούτε ακόμα κι η Μάιρα.

«Γιατί το έχουν ονομάσει "Ντισκάβερι"; Σε ανάμνηση του παλιού διαστημικού λεωφορείου;»

«Όχι, όχι. Είναι προς τιμήν του πρώτου σκάφους του κάπτεν– Σκοτ», είπε η Πώλα. «Ξέρετε, του εξερευνητή της Ανταρκτικής. Χρησιμοποιούμε αυτό το όχημα για ταξίδια στους πόλους, βόρειο και νότιο, κι έτσι μας φάνηκε κατάλληλο αυτό το όνομα». Η Πώλα τους εξήγησε πως οι εξερευνητικές αποστολές στους πόλους αποτελούσαν παράδοση για τη βάση Λόουελ. Οι αστροναύτες της Ωρόρα, μάλιστα, στα ατέλειωτα χρόνια που έζησαν ως ναυαγοί πριν από την ηλιακή καταιγίδα, είχαν 138

οργανώσει αποστολές στον νότιο πόλο με σκοπό να πάρουν δείγματα των πανάρχαιων πάγων και να αποκρυπτογραφήσουν την κλιματική ιστορία του πλανήτη.

Το ζωηρό κουβεντολόι της Πώλα έκανε τον χρόνο να κυλήσει γρήγορα καθώς περίμεναν το όχημα. Αλλά ο Αλεξέι έτρωγε τα νύχια του, περιμένοντας απεγνωσμένα να ξεκινήσουν. Τελικά οι πόρτες άνοιξαν. Πέρασαν από έναν αεροφράκτη και μπήκαν στο ευρύχωρο εσωτερικό. Υπήρχε ακόμα κι ένα μικρό ιατρείο, με ρομποτικά άκρα ικανά να χειριστούν μια σειρά χειρουργικών εργαλείων. «Θα καλύψουμε περίπου το ένα τέταρτο της περιφέρειας του πλανήτη», είπε η Πώλα, «ταξιδεύοντας είκοσι ώρες τη μέρα με μέση ταχύτητα πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Πέντε μέρες θα είναι αρκετές για να φτάσουμε». «Είκοσι ώρες τη μέρα;»

Η Μάιρα και η Μπιζέζα αντάλλαξαν ματιές. Είχαν ήδη μείνει κλεισμένες επί βδομάδες στον ανελκυστήρα και στον «Μάξγουελ». Μα οι διαστημάνθρωποι ήταν συνηθισμένοι να μένουν περιορισμένοι για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε στενάχωρα μέρη.

«Βέβαια το όχημα θα ταξιδεύει μόνο του. Έχει ήδη κάνει τη διαδρομή καμιά δεκαριά φορές και πιθανότατα ξέρει κάθε πετρούλα και κάθε παγωμένο σημείο. Έτσι και ξεκινήσουμε, το ταξίδι μας θα διεξαχθεί ομαλά...» Η Πώλα μίλησε για λίγο στο κέντρο ελέγχου κυκλοφορίας και μετά το όχημα έφυγε από τον αεροφράκτη του θόλου.

Μόλις βρέθηκαν στον κλειστό χώρο του οχήματος, ο Αλεξέι κάθισε και ξεφύσησε δυνατά.

«Αυτό ήταν, λοιπόν. Τι ανακούφιση!» Η Μάιρα κοίταξε τους θόλους του Λόουελ πίσω τους. «Μπορεί να μας κυνηγήσουν;»

«Τα άλλα οχήματα βρίσκονται έξω», είπε ο Αλεξέι. «Ο Άρης είναι ακόμη πολύ αραιοκατοικημένος, Μάιρα, και πολύ λιτά εξοπλισμένος. Δεν είναι κατάλληλο μέρος για καταδίωξη 139

οχημάτων. Και φαίνεται μάλλον απίθανο η Αστροπόλ ή κάποια άλλη υπηρεσία να έχουν ανθρώπους στην πολική βάση». Η Μπιζέζα είχε μάθει πως η Αστροπόλ ήταν μια ομοσπονδία γήινων αστυνομικών υπηρεσιών αφιερωμένη στην καταδίωξη του εγκλήματος εκτός της Γης. «Μπορούν να μας καταδιώξουν», μουρμούρισε ο Αλεξέι. «Όμως χρειάζονται κι άλλα μέσα για κάτι τέτοιο. Ίσως δεν είναι ακόμη έτοιμοι ν' αποκαλύψουν την παρουσία τους». Το όχημα έκανε στροφή και κατευθύνθηκε βόρεια.

Η Μπιζέζα και η Μάιρα κάθονταν κοντά σ' ένα μεγάλο παράθυρο στο μπροστινό μέρος, παρατηρώντας το τοπίο να ξετυλίγεται. Κόντευε να μεσημεριάσει και ο ήλιος βρισκόταν στον νότο πίσω τους, φέρνοντας τη σκιά του οχήματος μπροστά τους.

Οι θόλοι του Λόουελ σύντομα χάθηκαν στον ορίζοντα πίσω τους, κρυμμένοι στα τεράστια σύννεφα σκόνης που σήκωνε το όχημα. Ο δρόμος στην αρχή ήταν στρωμένος μ' ένα υαλώδες υλικό. Ύστερα έγινε πατημένο χώμα, μια ουλή στην ξέθωρη σκόνη, και πριν περάσει πολλή ώρα δεν ήταν πια τίποτα περισσότερο από ένα σκαμμένο μονοπάτι. Έξω από τη βάση δεν υπήρχε ίχνος ανθρώπινης δραστηριότητας πέρα από κάποιους μετεωρολογικούς σταθμούς και τα ατέλειωτα εκείνα μονοπάτια που ξετυλίγονταν προς τον βορρά. Η Μπιζέζα μπορούσε να διακρίνει σημάδια του αρειανού κατακλυσμού στο σκαμμένο τοπίο, στις νησίδες με σχήμα ρανίδας, στους πελώριους σκόρπιους βράχους. Μα όλα τούτα ήταν παλιά, φθαρμένα από τον χρόνο. Κάθε επιφάνεια πέτρας ήταν λεία, κάθε πλαγιά σκεπασμένη με παχιά σκόνη. Η Μάιρα, μη βλέποντας τίποτε άλλο εκτός από πέτρες, σύντομα πήγε να παίξει με τον Αλεξέι και την Πώλα, οι οποίοι είχαν βρει ως κοινό ενδιαφέρον μια εξωτική παραλλαγή του πόκερ.

Η Μπιζέζα παρέμεινε μόνη της στο στρογγυλό σαν φουσκάλα παράθυρο του οχήματος, που συνέχιζε ομαλά το ταξίδι του 140

πάνω στον Άρη. Το τοπίο είχε κάποια χαρακτηριστικά της Γης: στεριά κάτω, ουρανός πάνω, σκόνη και σκόρπια βράχια. Αλλά ο ορίζοντας ήταν πολύ κοντά κι ο ήλιος πολύ μικρός και αδύναμος. Σε μια γωνιά του μυαλού της συνέχιζε ν' αναρωτιέται: πώς είναι δυνατόν ο κόσμος να είναι έτσι; Με τέτοια διάθεση αντίκρισε την αψίδα. Το όχημα δεν πέρασε από κοντά. Δέσποζε στον ορίζοντα, όμως, ψηλή και απίστευτα λεπτή. Ήταν σίγουρη πως το πελώριο οριζόντιο κομμάτι δεν θα μπορούσε ποτέ να κρατηθεί στη γήινη βαρύτητα· ήταν αρειανής αρχιτεκτονικής.

Η μέρα κυλούσε. Το ηλιοβασίλεμα ήταν περίτεχνο και κράτησε πολλή ώρα, καθώς ταινίες ξέθωρου χρώματος ακολουθούσαν τον ήλιο προς τον ορίζοντα. Ο νυχτερινός ουρανός, ωστόσο, ήταν περίεργα απογοητευτικός, με ελάχιστα μόνο αστέρια ορατά· θα έπρεπε να υπήρχε πολλή αιωρούμενη σκόνη στον αέρα. Η Μπιζέζα αναζήτησε τη Γη, μα είτε αυτή δεν είχε ανατείλει είτε δεν μπορούσε να τη διακρίνει. Η Πώλα της έφερε ένα πιάτο φαγητό, καυτό ρυζότο με μανιτάρια και πράσινα φασόλια, καθώς και ένα φλιτζάνι καφέ με καπάκι. Έσκυψε και κοίταξε κατευθείαν μπροστά, έξω από το παράθυρο. «Τι ψάχνεις;» τη ρώτησε η Μπιζέζα.

«Τον ουράνιο βόρειο πόλο. Αυτό ζητάνε συνήθως». «Εννοείς οι τουρίστες σαν κι εμένα». Η Πώλα δεν φάνηκε να ενοχλείται.

«Ο Άρης δεν διαθέτει ένα λαμπερό αστέρι που να δείχνει τον βορρά όπως ο Πολικός Αστέρας. Κοίτα, όμως· μπορείς να δεις τον αστερισμό του Κύκνου; Το λαμπερότερο αστέρι του είναι ο Ντενέμπ, ο Άλφα του Κύκνου. Αν ακολουθήσεις τη ραχοκοκαλιά του Κύκνου πέρα από τον Ντενέμπ, ο ουράνιος πόλος βρίσκεται στα μισά ανάμεσα στον Ντενέμπ και τον επόμενο ευδιάκριτο αστερισμό, τον Κηφέα». 141

«Σ' ευχαριστώ. Αλλά η σκόνη είναι παντού – η θέα δεν είναι τόσο καλή όσο φανταζόμουν».

«Οι μετεωρολόγοι λένε πως ο Άρης είναι ένα μουσείο σκόνης», είπε η Πώλα. «Δεν μοιάζει με τη Γη. Εδώ δεν έχουμε βροχή για να ξεπλύνει τη σκόνη, ούτε ιζηματογενείς διαδικασίες για να τη μετατρέψουν σε πέτρα. Έτσι μένει στον αέρα».

Η Μπιζέζα φαντάστηκε τον Άρη σαν μια απ' αυτές τις σφαίρες– παιχνίδια, που όταν τις ταρακουνάς, δίνουν την ψευδαίσδηση τοπίου που χιονίζει. «Είδα μια αψίδα», είπε. Η Πώλα έγνεψε.

«Την έχουν στήσει οι Κινέζοι. Έχουν υψώσει τέτοια μνημεία όπου είχε πέσει κάποια από τις κιβωτούς τους».

Ώστε εκείνη η γιγάντια κατασκευή ήταν μνημείο για τους εκατοντάδες Κινέζους που είχαν πεθάνει πάνω στον Άρη κατά τη μέρα της ηλιακής καταιγίδας. «Πώλα, ξαφνιάστηκα κάπως που ήρθες μαζί μας», τόλμησε να πει η Μπιζέζα. «Ξαφνιάστηκες;»

«Ανακατεύτηκες σ' αυτήν τη μυστική αποστολή στον πόλο του Άρη. Για τον Αλεξέι το καταλαβαίνω λόγω της προσωπικότητας του». «Είναι λιγάκι μυστικοπαθής, ε;»

Γέλασαν μαζί. Ύστερα η Μπιζέζα είπε: «Αλλά εσύ φαίνεσαι κάπως πιο...»

«Κομφορμίστρια;» Το όμορφο χαμόγελο αεροσυνοδού ήταν ακόμα στη θέση του και φωτιζόταν από τα φώτα του πίνακα ελέγχου. «Δεν με νοιάζει να με χαρακτηρίζουν έτσι. Ίσως και να 'ναι αλήθεια». «Απλά είσαι πολύ καλή στη δουλειά σου». 142

«Μάλλον έτσι γεννήθηκα», είπε η Πώλα χωρίς να πειραχτεί. «Η μητέρα μου είναι το μέλος του πληρώματος της Ωρόρα που θυμούνται περισσότερο οι άνθρωποι μετά τον Μπομπ Πάξτον – το μόνο ίσως». «Κι έτσι οι επισκέπτες σε αναζητούν».

«Θα μπορούσε να είναι πρόβλημα. Γιατί να μην το μετατρέψω σε πλεονέκτημα;»

«Εντάξει. Μα αυτό δεν θα 'φτανε για να κουβαληθείς μαζί μας μέχρι τον βόρειο πόλο». Σταμάτησε για λίγο. «Θαυμάζεις τη μητέρα οου, έτσι δεν είναι;»

Η Πώλα ανασήκωσε τους ώμους της.

«Δεν τη γνώρισα ποτέ, μα πώς είναι δυνατόν να μην τη θαυμάζω; Ο Μπομπ Πάξτον ήρθε στον Άρη, τον κατέκτησε κατά κάποιον τρόπο κι ύστερα ξαναγύρισε στο σπίτι του. Αλλά η μητέρα μου αγαπούσε τον Άρη. Μπορώ να το καταλάβω από τα ημερολόγιά της. Ο Μπομπ Πάξτον είναι ήρωας στη Γη. Η μητέρα μου είναι ηρωίδα εδώ, στον Άρη, ο πρώτος ήρωας που αποκτήσαμε». Το χαμόγελο της αεροσυνοδού επέστρεψε. «Λίγο ακόμα ρυζότο;» Μέσα στο θολό αρειανό σκοτάδι και τη ζεστασιά της καμπίνας, η Μπιζέζα αποκοιμήδηκε στο κάθισμά της.

Ξύπνησε από ένα ελαφρύ χτύπημα στον ώμο της. Ανακάλυψε πως ήταν σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Η Μάιρα καδόταν κοντά της, κοιτάζοντας από το παράθυρο το πρώτο φως της αυγής. Η Μπιζέζα είδε πως διέσχιζαν ένα τοπίο αμμόλοφων, μερικοί από τους οποίους είχαν ύψος δεκάδες μέτρα και διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σε απολιθωμένα κύματα που απείχαν μεταξύ τους ένα ή δύο χιλιόμετρα. Κάτι σαν πάγος ήταν μαζεμένο στην απάνεμη πλευρά τους. «Θεέ μου, κοιμήθηκα όλη τη νύχτα». «Είσαι καλά;»

143

Η Μπιζέζα προσπάθησε να νιώσει το κορμί της.

«Είμαι λιγάκι μουδιασμένη. Υποθέτω, πάντως, πως ακόμα και ένα κάθισμα σαν κι αυτό είναι άνετο σε συνθήκες χαμηλής βαρύτητας, αρκεί να το συνηθίσεις. Θα τεντωθώ λιγάκι και θα πάω να πλυθώ». «Θα πρέπει να περιμένεις να τελειώσει ο Αλεξέι. Ξυρίζει πάλι το κεφάλι του». «Μάλλον με κοίμησε το θέαμα».

«Η ζάλη του λευκού ή κάτι τέτοιο». Η Μάιρα φαινόταν εκνευρισμένη. «Μάιρα, συμβαίνει κάτι;»

«Κάτι; Μα τον Χριστό, ρε μάνα, κοίτα το τοπίο! Δεν υπάρχει τίποτα να δεις. Κι όμως εσύ κάθεσαι και το χαζεύεις με τις ώρες». «Κακό είναι αυτό;»

«Το πρόβλημα είσαι εσύ. Σε τραβά οτιδήποτε παράξενο. Το απολαμβάνεις».

Η Μπιζέζα κοίταξε γύρω της. Η Πώλα κοιμόταν. Συνειδητοποίησε πως από κείνες τις μισοξεχασμένες μέρες μετά το ξύπνημά της στη Μονάδα Διαχείμασης, ήταν η πρώτη φορά που αυτή και η Μάιρα βρίσκονταν πραγματικά μόνες – δεν είχαν ως τότε καθόλου προσωπικές στιγμές ακόμα και στον «Μάξγουελ», ούτε ασφαλώς στην καμπίνα της «αράχνης». «Δεν είχαμε μέχρι τώρα την ευκαιρία να μιλήσουμε», της είπε. Η Μάιρα ετοιμάστηκε να σηκωθεί. «Όχι εδώ».

Η Μπιζέζα την έπιασε από το μπράτσο.

«Έλα. Ποιος νοιάζεται αν μας ακούει η αστυνομία; Σε παρακαλώ, Μάιρα. Νιώθω λες και δεν σε ξέρω πια». 144

Η Μάιρα έγειρε πίσω.

«Ίσως αυτό να είναι το πρόβλημα. Εγώ είμαι που δεν ξέρω πια εσένα. Από τότε που βγήκες από τη Μονάδα. Νομίζω πως συνήθισα να ζω χωρίς εσένα, μαμά. Ήταν σαν να είχες πεθάνει. Κι όταν συνήλθες, δεν ήσουν όπως σε θυμόμουν. Μοιάζεις πια με μια αδελφή που ανακάλυψα ξαφνικά κι όχι με τη μητέρα μου. Με καταλαβαίνεις;» «Όχι. Όπως και να 'ναι, δεν είμαστε ακόμη σε θέση ν' αντιμετωπίζουμε τα χρονικά κενά που δημιουργούν οι Μονάδες Διαχείμασης, έτσι δεν είναι;» «Για ποιο πράγμα θες να μιλήσουμε; Εννοώ, από πού ν' αρχίσω; Έχουν περάσει δεκαεννιά χρόνια, η μισή μου ζωή». «Πες μου για ένα κεντρικό κεφάλαιο της ζωής σου».

«Ωραία, λοιπόν». Η Μάιρα δίστασε και γύρισε το βλέμμα αλλού. «Έχεις μια εγγονή».

Το όνομα της ήταν Τσάρλι, από το Σαρλότ. Ήταν η κόρη που είχε αποκτήσει με τον Γιουτζίν Μανγκλς. Ήταν πια δεκαπέντε χρόνων, αφού είχε γεννηθεί τέσσερα χρόνια αφότου η Μπιζέζα μπήκε στη Μονάδα. «Μεγαλοδύναμε Θεέ! Είμαι γιαγιά».

«Όταν χωρίσαμε, ο Γιουτζίν με πήγε στα δικαστήρια για την επιμέλεια του παιδιού. Και κέρδισε, μαμά. Είχε τη δυνατότητα να το κάνει. Ο Γιουτζίν είναι πανίσχυρος και διάσημος». «Δεν ήταν ποτέ και τόσο άνθρωπος, έτσι δεν είναι;» είπε η Μπιζέζα.

«Κράτησα επικοινωνία ασφαλώς. Αλλά δεν μου ήταν ποτέ αρκετή. Εγώ δεν είμαι σαν κι εσένα. Δεν ήθελα αλλόκοτα πράγματα. Ήθελα ένα σπίτι για μένα και την Τσάρλι. Ήθελα... σταθερότητα. Δεν μπόρεσα ποτέ να εκπληρώσω την επιθυμία μου. Στο τέλος ο Γιουτζίν με απέκοψε εντελώς από την κόρη 145

μας. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο. Πολύ σπάνια επισκέπτονται τη Γη». Η Μπιζέζα της έσφιξε το χέρι. Το βρήκε κρύο και αδιάφορο. «Γιατί δεν μου τα είχες πει όλα αυτά μέχρι τώρα;»

«Κατ' αρχάς δεν με ρώτησες. Και κοίτα, τώρα βρισκόμαστε στον Άρη! Βρισκόμαστε εδώ επειδή είσαι η διάσημη Μπιζέζα Ντουτ. Έχεις πιο σημαντικά πράγματα για να νοιάζεσαι πέρα από μια χαμένη εγγονή». «Μάιρα, συγχώρα με. Όταν όλα αυτά τελειώσουν...»

«Μη γίνεσαι γελοία, μαμά. Για σένα τίποτα δεν πρόκειται να τελειώσει. Ό,τι και να γίνει πάντως, θα σε στηρίξω. Ανέκαθεν σε στήριζα. Κοίτα, ας τα ξεχάσουμε όλα αυτά. Είχες δικαίωμα να μάθεις. Τώρα, λοιπόν, ξέρεις». Το πρόσωπό της ήταν τσιτωμένο, το στόμα της σφιγμένο. Μια πράσινη λάμψη καθρεφτιζόταν στα μάτια της. Πράσινη;

Η Μπιζέζα ανακάθισε έκπληκτη και κοίταξε έξω από το παράθυρο.

Κάτω από έναν ουρανό που όσο πλησίαζε η αυγή έπαιρνε μια πορτοκαλορόδινη απόχρωση, οι τροχοί άφηναν τα χνάρια τους σε μια μουντή, σκουροπράσινη πεδιάδα. Η Πώλα πήγε κοντά τους.

«Ντισκάβερι, κόψε ταχύτητα ώστε να μπορούμε να βλέπουμε». Το όχημα ελάττωσε ταχύτητα υπάκουα, τρίζοντας ελαφρά στους τροχούς.

Η Μάιρα και η Μπιζέζα κάθονταν αμήχανες· η Μπιζέζα αναρωτιόταν τι να είχε ακούσει απ' την κουβέντα τους η Πώλα.

Τώρα η Μπιζέζα μπορούσε να διακρίνει πως το πράσινο οφειλόταν σ' ένα χαλί από μικροσκοπικά φυτά, όχι μεγαλύτερα από τον αντίχειρά της. Κάθε φυτό έμοιαζε με σκληρό κάκτο, μα 146

είχε και διαφανή σημεία, παράθυρα που συλλάμβαναν το ηλιακό φως, όπως υπέθετε η Μπιζέζα, χωρίς έτσι το φυτό να χάνει ούτε μια πολύτιμη σταγόνα υγρασίας. Υπήρχαν κι άλλων ειδών φυτά. Διέκρινε μικρές μαύρες σφαίρες – άραγε, στρογγυλές για να διατηρούν τη θερμότητα και μαύρες για να την απορροφούν στη διάρκεια της μέρας; Αναρωτήθηκε αν άλλαζαν χρώμα τη νύχτα, σαν χαμαιλέοντες, και γίνονταν άσπρες για ν' αποφεύγουν την απώλεια της θερμότητας. Επικρατούσαν οι κάκτοι. «Αυτούς τους κάκτους ανακάλυψε η Ελένα κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας», είπε η Μάιρα. «Ζωή πάνω στον Άρη».

«Ναι», είπε η Πώλα. «Είναι ο πιο διαδεδομένος πολυκύτταρος οργανισμός που έχουμε ανακαλύψει μέχρι τώρα πάνω στον Άρη. Τα βακτήρια που ζουν κάτω από την επιφάνεια και οι στρωματόλιθοι της Ελλάδας είναι πιο διαδεδομένοι – και αποτελούν πολύ μεγαλύτερη βιομάζα. Οι κάκτοι–παράθυρα, όμως, είναι οι σταρ της παράστασης. Το είδος πήρε αυτό το όνομα από τη μητέρα μου». Η Πώλα τους εξήγησε πως κάθε παραθυροειδής κάκτος είχε επιζήσει από το πανάρχαιο παρελθόν.

Όταν το ηλιακό σύστημα ήταν ακόμα νέο, οι τρεις αδελφοί πλανήτες, η Αφροδίτη, η Γη και ο Άρης, ήταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα παρόμοιοι: ζεστοί, υγροί και γεωλογικά ενεργοί. Δεν μπορεί να πει κανείς σε ποιον απ' αυτούς πρωτοεμφανίστηκε η ζωή. Ο Άρης ήταν σίγουρα ο πρώτος που, δισεκατομμύρια χρόνια πριν από τη Γη, συγκέντρωσε μια ατμόσφαιρα με οξυγόνο, το καύσιμο για τις περίπλοκες πολυκυτταρικές μορφές ζωής. Ο Άρης ήταν επίσης και ο πρώτος που ψύχθηκε και στέγνωσε. «Αυτό χρειάστηκε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια για να συμβεί», είπε η Πώλα. «Μπορείς να καταφέρεις πολλά μέσα σε εκατοντάδες εκατομμύρια χρόνια – τα θηλαστικά, για παράδειγμα, μέσα σε λιγότερο από εξήντα πέντε εκατομμύρια 147

χρόνια κυριάρχησαν σ' ένα οικολογικό σύστημα που είχε μείνει κενό μετά την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Τα είδη ζωής στον Άρη μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν παρόμοιες μεθόδους».

Οι ρίζες των κάκτων ήταν θαμμένες βαθιά στην κρύα πέτρα του Άρη. Δεν χρειάζονταν οξυγόνο, αλλά τροφοδοτούνταν για τον παγετώδη μεταβολισμό τους με υδρογόνο, το οποίο απελευθερωνόταν από την αργή αντίδραση των ηφαιστειογενών βράχων με τα ίχνη πάγου. Με τέτοιον τρόπο, αυτοί και οι πρόγονοί τους επιβίωναν επί αμέτρητους αιώνες.

«Πάντα υπήρχε ηφαιστειακή δραστηριότητα», είπε η Πώλα. «Οι κρατήρες της Θαρσίδος εμπλουτίζουν την ατμόσφαιρα κάθε δέκα με εκατό εκατομμύρια χρόνια. Οι κάκτοι μεγαλώνουν, πολλαπλασιάζονται, πέφτουν πάλι σε νάρκη και επιζούν ως σπόροι μέχρι το επόμενο ηφαιστειακό επεισόδιο. Η ηλιακή καταιγίδα προκάλεσε βροχή, υδάτινη βροχή. Η ατμόσφαιρα παρέμεινε αρκετά πυκνή και υγρή για να τους κρατήσει εκτός νάρκης όλη τη χρονιά. »Οι βιολόγοι λένε πως σχετίζονται με τα δικά μας είδη ζωής. Αλλά το Ντι Εν Έι είναι εδώ διαφορετικό», συνέχισε η Πώλα. «Χρησιμοποιεί διαφορετική σειρά βάσεων, έξι και όχι τέσσερις, καθώς και διαφορετικό είδος κώδικα. Το ίδιο ισχύει με το αρειανό Αρ Εν Έι και τις πρωτεΐνες, που δεν είναι ακριβώς σαν τα δικά μας. Φαίνεται πως και η σειρά των αμινοξέων που χρησιμοποιείται εδώ είναι κι αυτή ελαφρά διαφορετική, αν και γι' αυτό υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις. Πάντως υπάρχουν Ντι Εν Έι, Αρ Εν Έι και πρωτεΐνες, τα ίδια δομικά συστατικά όπως και στη Γη». Ο Άρης ήταν νέος σε μια εποχή συνεχούς και ισχυρού βομβαρδισμού, καθώς τα λείψανα από τη βίαιη δημιουργία του ηλιακού συστήματος έπεφταν πάνω στους καινούργιους πλανήτες. Αυτό το σφυροκόπημα εξασφάλισε την εκτίναξη μιας τεράστιας ποσότητας ύλης μακριά από τις ταραγμένες επιφάνειες και τη μεταφορά της από πλανήτη σε πλανήτη. Και η ύλη αυτή περιείχε μέσα της ζωή. 148

Η Μπιζέζα κοίταξε τους υπομονετικούς κάκτους. «Ώστε είναι ξαδέλφια μας».

«Ναι, αλλά πολύ πιο μακρινά από οποιαδήποτε μορφή ζωής πάνω στη Γη. Η τελευταία σημαντική μεταφορά βιομάζας θα πρέπει να έγινε σ' ένα τόσο πρώιμο στάδιο, που η τελική μορφή του κώδικα του Ντι Εν Έι δεν είχε παγιωθεί σε κανέναν από τους δυο πλανήτες. Μα η συγγένεια είναι αρκετά κοντινή ώστε να μας είναι χρήσιμη». «Χρήσιμη; Πώς;»

Η Πώλα χτύπησε με τα δάχτυλα μια οθόνη στον πίνακα ελέγχου του Ντισκάβερι κι εμφανίστηκαν εικόνες που έδειχναν πώς οι επιστήμονες του Λόουελ είχαν ανακαλύψει τρόπους για να μπολιάζουν τα γήινα φυτά με αρειανά γονίδια. Με τον τρόπο αυτό είχε παραχθεί μια νέα γενιά φυτών, ούτε εντελώς γήινων, αλλά ούτε και αρειανών, ικανών να μεγαλώνουν έξω από τους προστατευμένους θόλους των αποικιών, αλλά και να προσφέρουν τροφή στους ανθρώπους – καθώς επίσης και να αποβάλλουν οξυγόνο στην ατμόσφαιρα. Μερικοί βιολόγοι το θεωρούσαν σαν ένα είδος γαιοποίησης, το πρώτο βήμα για τη μεταμόρφωση του Άρη σε μια νέα Γη. Μια άτυπη ομάδα απ' αυτούς είχε διατυπώσει το σλόγκαν: Όλοι οι πλανήτες είναι δικοί μας. «Για να σου πω την αλήθεια», είπε η Πώλα, «χαίρομαι που συναντήσαμε τους κάκτους. Έχει μεγάλη σημασία να ξέρεις για όλα αυτά, Μπιζέζα». «Γιατί;»

«Για να μπορέσεις να καταλάβεις τι ακριβώς ανακαλύψαμε στον πόλο». «Δεν βλέπω την ώρα», είπε η Μάιρα ψυχρά.

«Κι εγώ δεν βλέπω την ώρα να μπω στο μπάνιο», είπε η Μπιζέζα. Σηκώθηκε από το κάθισμά της, αφήνοντας την κουβέρτα να πέσει. «Αλεξέι! Τέλειωσες εκεί μέσα;» 149

Το Ντισκάβερι συνέχισε να κυλάει υπομονετικά και αθόρυβα για αμέτρητα χιλιόμετρα, ένας σταχανοβίτης της κυβερνητικής. Στα μισά της μέρας είχαν διασχίσει την πράσινη έκταση και ταξίδευαν σε μια πληκτική πεδιάδα με ανώμαλο έδαφος.

Κάθε μέρα ο ήλιος ταξίδευε όλο και χαμηλότερα. Τελικά κόλλησε στον ορίζοντα και δεν υπήρχε πια κανονικό φως της μέρας, μονάχα ένα είδος λυκόφωτου που χρωμάτιζε ολόγυρα τον σκοτεινό ουρανό.

Η Μπιζέζα αντιλήφθηκε ότι ο Άρης παρουσίαζε κλίση του άξονά του, όπως ακριβώς και η Γη. Στη διάρκεια του χειμώνα του βόρειου ημισφαιρίου ο πόλος στρεφόταν μακριά από τον ήλιο και, καθώς έκλινε προς τα βόρεια, βυθιζόταν στη δωδεκάμηνη αρκτική νύχτα. Αυτό που δυσκόλευε τα πράγματα στον Άρη ήταν η ταχύτητα με την οποία συνέβαιναν οι αλλαγές· οι νοητές γραμμές του γεωγραφικού πλάτους έδιναν πολύ γρήγορα τη θέση τους η μία στην άλλη. Η Μπιζέζα είχε την ξεκάθαρη αίσθηση πως ταξίδευε πάνω στην επιφάνεια ενός μικρού στρογγυλού πλανήτη, σαν μυρμήγκι που περπατά πάνω σ' ένα πορτοκάλι. Κάποιο ηλιοβασίλεμα, διέκρινε ένα τείχος από σύννεφα στον βορινό ορίζοντα.

Μέχρι να ξημερώσει, είχαν βρεθεί εκεί. Ο πολικός ουρανός ήταν τόσο βαρύς, που δεν άφηνε να φαίνονται παρά μόνο τα πιο λαμπερά αστέρια. Ο Ντενέμπ και ο ουράνιος πόλος χάθηκαν. Μέχρι το μεσημέρι είχε αρχίσει να χιονίζει.

20. Ελευθερωτής

«Χρειαστήκαμε λιγότερο από πέντε μέρες για να διασχίσουμε το ηλιακό σύστημα, Θία. Σκέψου το. Και τώρα μένουν μονάχα λίγες ώρες πριν από την ώρα – Π, τη συνάντηση μας με τη Βόμβα...» 150

Ο Ελευθερωτής είχε περίπου τη μάζα και τις διαστάσεις των παλιών πυραύλων Κρόνος. Μα ενώ το μεγαλύτερο μέρος της μάζας ενός Κρόνου ήταν προορισμένο να αποκολληθεί φλεγόμενο μέσα σε λίγα λεπτά, αφήνοντας το φορτίο του να ταξιδέψει δίχως ενέργεια κατά το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής μέχρι τον προορισμό του, η πανίσχυρη μηχανή του Ελευθερωτή μπορούσε να διατηρεί την προωστική κίνηση παρά τη βαρύτητα για μέρες, ακόμη για βδομάδες. Αυτό επέτρεψε στο σκάφος ν' ακολουθήσει ευθεία πορεία από το σημείο της τροχιάς του Δία μέχρι τον στόχο, δηλαδή από τη βάση του Αχιλλέα μέχρι τη θέση της Βόμβας. Η πορεία αυτή παρουσίαζε μια παράδοξη ευθύτητα μέσα σ' ένα ηλιακό σύστημα όπου επικρατούσαν οι κύκλοι και οι ελλείψεις. Η Έντνα, λοιπόν, είχε διασχίσει τη μισή απόσταση ανάμεσα στον Δία και τον μακρινό ήλιο μέσα σε εκατό ώρες.

«Τώρα έχουμε αρχίσει να ελαττώνουμε ταχύτητα. Πλησιάζουμε τη Βόμβα–Π με την όπισθεν, ενώ η εξάτμιση μας συνεχίζει να βγάζει αέρια...

»Οι περισσότεροι από τους αξιωματικούς που υπηρετούν στο διάστημα έχουν πάρει μετάταξη από το πολεμικό ναυτικό, γιατί τα διαστημόπλοια ως επί το πλείστον μοιάζουν πιο πολύ από οτιδήποτε άλλο με υποβρύχια. Αλλά ο Ελευθερωτής είναι διαφορετικός. Διαθέτουμε άφθονη ενέργεια για κατανάλωση, κι έτσι υπάρχει περισσότερος χώρος μέσα στο σκάφος απ' όσος υπήρχε σε κάθε διαστημόπλοιο από την εποχή του Σκάιλαμπ. Αν δεν έχεις ακούσει ποτέ γι' αυτό, ψάξε να βρεις πληροφορίες. Ο Τζον Μέτερνις κι εγώ μοιραζόμαστε κάτι σαν μεγάλο διαμέρισμα με κρεβατοκάμαρες και ντους, ενώ διαθέτουμε και καθιστικό με μαλακές οθόνες και καφετιέρες. Όταν κοιτάμε από τα φινιστρίνια τα πλαϊνά του διαστημοπλοίου, είναι σαν να κοιτάμε από τα παράθυρα κάποιου πολυώροφου γήινου ξενοδοχείου. Βέβαια, τα περισσότερα ξενοδοχεία δεν έχουν τέτοιες κεραίες και αισθητήρες – ούτε και ανοίγματα για κανόνια. 151

»Τώρα πρέπει να κλείσω, αγάπη μου. Σε λίγο θα σταματήσουμε, και θα ήταν ντροπή να συναντήσουμε τον παρείσακτο μ' εμένα στον αέρα!...

»Πώς νιώθω; Νιώθω φόβο. Ενθουσιασμό. Έχω εμπιστοσύνη στις ικανότητές μου και στις ικανότητες του Τζον, στις ικανότητες του Ελευθερωτή, που ήδη έχει αποδειχθεί θαυμάσιο σκάφος. Ελπίζω μονάχα να είναι αρκετά αυτά για να τα βγάλουμε πέρα. Αυτά, λοιπόν... Λίμπυ, κλείσε το αρχείο». «Ναι, Έντνα. Ήρθε η ώρα».

«Το ξέρω. Μίλησε στον Τζον, σε παρακαλώ».

21. Πόλος

Η Μπιζέζα δεν μπορούσε να δει τίποτα.

Το Ντισκάβερι άνοιγε δρόμο μέσα στο χιόνι διοξειδίου του άνθρακα πάχους μισού μέτρου. Το ευαίσθητο στεγνό υλικό εξαερωνόταν λόγω της θερμότητας του οχήματος κι έτσι ταξίδευαν μέσα σε μια ομίχλη που τους τύφλωνε, αν και πέραν της ομίχλης επικρατούσε και πηχτό σκοτάδι. Κανείς δεν έλεγε τίποτα, καθώς το πόκερ διαφαινόταν ατέλειωτο. Η Μπιζέζα το μόνο που είχε να κάνει ήταν ν' αντέχει την τρομάρα που της προκαλούσε το ταξίδι. Κάποια στιγμή διέκρινε μες στη σκοτεινιά λαμπερά πράσινα φώτα, εκτυφλωτικές λάμψεις. Το όχημα έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε. Οι υπόλοιποι επιβάτες έτρεξαν μπροστά. Κάποιο είδος οχήματος βρισκόταν σταθμευμένο πάνω στον πάγο. Είχε μεγάλους φουσκωτούς τροχούς και δυο επιβάτες με διαστημικές στολές. Οι κάσκες τους ήταν φωτισμένες, μα η Μπιζέζα δεν μπορούσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους. Μόλις είδαν τα φώτα του Ντισκάβερι, τους έκαναν σήμα. «Ένα τρίκυκλο», είπε η Μάιρα με απορία. 152

«Στην πραγματικότητα», είπε η Πώλα ήρεμα, «το αποκαλούμε Όχημα Γενικής Χρήσης. Είναι κατάλληλο για αποστολές κοντά στον πολικό σταθμό...» «Θα 'θελα να 'χα κι εγώ ένα!»

Ο Αλεξέι χτύπησε με τα δάχτυλα μια μαλακή οθόνη. «Γιούρι, εσύ είσαι;»

«Γεια χαρά, Αλεξέι. Σας ανοίξαμε δρόμο με τις λεπίδες εξάχνωσης. Το χιόνι είναι πιο βαρύ απ' ό,τι συνήθως αυτή την εποχή». «Εκτιμώ ιδιαίτερα τη βοήθειά σου».

«Ακολουθήστε μας κι όλα θα πάνε καλά. Σε έντεκα ή δώδεκα ώρες θα φτάσουμε δίχως κανένα πρόβλημα. Τα λέμε στη Γουέλς».

Το όχημα στράφηκε και άρχισε να κινείται μπροστά τους. Ομίχλη τιναζόταν γύρω του σαν λεπτός αφρός, έντονα φωτισμένη από τους προβολείς.

Το Ντισκάβερι ακολουθούσε με άνεση και έτσι η ταχύτητα της μικρής πομπής ξεπέρασε σύντομα τα σαράντα χιλιόμετρα την ώρα. Καθώς κυλούσαν μουγκρίζοντας μέσα στο σκοτάδι, το σκληρό έδαφος κάτω από το χιόνι άρχισε ν' αλλάζει. Τώρα είχε εναλλασσόμενα ανοιχτόχρωμα και σκούρα στρώματα, χοντρά όσο το μπράτσο της Μπιζέζα, σαν πελώριο ιζηματογενές πέτρωμα. Είχε μια λεπτή γυαλιστερή επικάλυψη που λαμπύριζε από τα φώτα των οχημάτων. Μετά από δυο περίπου ώρες βρέθηκαν σε μια πιο συμπαγή και ανοιχτόχρωμη επιφάνεια, που είχε ένα βρόμικο λευκό χρώμα με πινελιές αρειανού κόκκινου.

«Παγωμένο νερό», ανακοίνωσε η Πώλα. «Στο μεγαλύτερο μέρος του, τουλάχιστον. Αυτό είναι το μόνιμο κάλυμμα του πόλου, ό,τι απομένει όταν κάθε άνοιξη εξαχνώνεται το χιόνι 153

από διοξείδιο του άνθρακα. Εδώ, στην άκρη του παγετώνα, απέχουμε κάπου πεντακόσια χιλιόμετρα από τη βάση Γουέλς, η οποία βρίσκεται κοντά στον γεωγραφικό πόλο. Η πορεία μας δα είναι πια πιο ομαλή. Οι τροχοί του οχήματος μετατρέπονται αυτόματα ώστε να λειτουργούν καλύτερα σε διαφορετικές επιφάνειες». «Ξαφνιάζομαι που το Ντισκάβερι δεν κατέβασε ακόμα ένα ζευγάρι σκι», είπε η Μπιζέζα. Ο Αλεξέι την κοίταξε λίγο πειραγμένος.

«Μπιζέζα, είμαστε στον Άρη. Έξω η θερμοκρασία είναι τέτοια, που ο πάγος στεγνώνει – φτάνει γύρω στους εκατόν πενήντα Κ». Έκανε τους υπολογισμούς της.

«Εκατόν είκοσι βαθμοί υπό το μηδέν».

«Σωστά», είπε η Πώλα. «Και σε τέτοιες θερμοκρασίες το παγωμένο νερό είναι τόσο σκληρό, που θα ήταν σαν να κάναμε σκι πάνω σε βασάλτη». Η Μπιζέζα χόλωσε.

«Έχεις βγάλει αυτό το λογύδριο αμέτρητες φορές, έτσι δεν είναι;»

«Δεν είχαμε χρόνο για τη συνηθισμένη ενημέρωση. Μην ανησυχείς».

Η Μπιζέζα περίμενε, τώρα που βρίσκονταν πια πάνω στον πάγο, να έχουν μια ευθεία και ομαλή πορεία μέχρι τον πόλο. Μα το προπορευόμενο όχημα σύντομα παρέκκλινε από την ευθεία που οδηγούσε προς τον βορρά κάνοντας μια μεγάλη καμπυλωτή αριστερή παράκαμψη. Κοιτάζοντας από το αριστερό παράθυρο, η Μπιζέζα μπόρεσε να διακρίνει ένα φαράγγι. Έπνιξε τον εγωισμό της και ρώτησε την Πώλα σχετικά μ' αυτό. 154

Η Πώλα της απάντησε πως ήταν ένα «σπειροειδές φαράγγι», κάποιο από τα πολλά που υπήρχαν στον πάγο του πόλου. Παρουσίασε στην οθόνη μια εικόνα ολόκληρου του καλύμματος του πάγου, τραβηγμένη από το διάστημα την εποχή του καλοκαιριού, όταν το στεγνό χιόνι δεν βρισκόταν εκεί για να το σκεπάζει. Το κάλυμμα των πάγων έμοιαζε με τυφώνα, που τα σπειροειδή φαράγγια ιου ξεκινούσαν από το χείλος του και έφταναν σχεδόν μέχρι τον πόλο. Η Μπιζέζα δεν είχε αντικρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο πάνω στη Γη. Αλλά μετά το ταξίδι της στο ηλιακό σύστημα, δεν της είχαν απομείνει περιθώρια να νιώσει δέος. Καθώς προχωρούσαν βαθύτερα μέσα στο χιόνι, έφτασαν τελικά να ταξιδεύουν σε μια στενωπό ανάμεσα σε δυο σωρούς χιονιού ύψους κάπου δύο μέτρων. Το χιόνι έμοιαζε πιο συμπαγές και σκληρό από το χιόνι της Γης, ίσως και με μεγαλύτερη πυκνότητα. Ανακουφίστηκε όταν αντίκρισε μπροστά της φώτα στη γραμμή, καθώς και τα στρογγυλεμένα τοιχώματα καταλυμάτων. Μια σειρά από πράσινα φώτα χάνονταν στον ορίζοντα, λες και βρίσκονταν σε διάδρομο προσγείωσης. Καθώς το όχημα πλησίασε, είδε πως τα φώτα βρίσκονταν πάνω σε στύλους με ύψος κάπου τέσσερα μέτρα, ίσως για να μην τα σκεπάσει το χιόνι. Ρίχνοντας μια ματιά πίσω της, είδε πως από την άλλη τους πλευρά οι λαμπτήρες είχαν ένα έντονο λευκό χρώμα, έτσι ώστε όταν βρισκόσουν μέσα σε χιονοθύελλα, να μπορείς πάντα να καταλαβαίνεις αν πλησιάζεις ή αν απομακρύνεσαι από τη βάση. Οι κατασκευές που ξεπρόβαλλαν μέσα από το σκοτάδι στηρίζονταν πάνω σε στύλους και υψώνονταν αρκετά πάνω από το έδαφος. Δεν ήταν θόλοι αλλά έμοιαζαν με πατικωμένες πίτες, στρογγυλεμένες από πάνω κι από κάτω. Είχαν ζωηρό πράσινο χρώμα και ήταν κτισμένες η μία κοντά στην άλλη, έτσι ώστε να επικοινωνούν με μικρές σήραγγες. Η Μπιζέζα πρόσεξε 155

πως εκείνα τα μεγάλα συγκροτήματα διαβίωσης στην πραγματικότητα ήταν τοποθετημένα πάνω σε τροχούς, σταθμευμένα στον πάγο με καλώδια που είχαν προσδεθεί σε μεταλλικές σφήνες. Της φάνηκαν σαν πελώριο καραβάνι.

Όσο πλησίαζαν στον σταθμό, τα τείχη του ξηρού χιονιού χαμήλωναν, μέχρι που το όχημα κατέληξε να κυλά πάνω σε μια παγωμένη επιφάνεια με ελάχιστο χιόνι, καλυμμένη με ανοιχτό μαύρο πλέγμα. Μάλλον επρόκειτο για θερμαινόμενες μονάδες, που σκοπό είχαν να κρατούν μακριά τον ξηρό πάγο. Το όχημα σύρθηκε μέχρι ένα από τα χαμηλοτάβανα κτήρια, στη βάση κάποιου από τους στύλους που το στήριζαν. Δυο οχήματα ήταν ήδη σταθμευμένα εκεί. Ήταν μικρότερα από το όχημα που ερχόταν από το Λόουελ, αλλά φαίνονταν πιο βαριά.

Η Πώλα τους οδήγησε μέσα από την μπουκαπόρτα και η Μπιζέζα βρέθηκε μπροστά σε μια σκάλα με οροφή καλυμμένη με γαλαζοπράσινο πλαστικό, που πιθανώς οδηγούσε στο πλησιέστερο υπερυψωμένο οικοδόμημα. Η βαλίτσα του Αλεξέι δεν μπορούσε ν' ανεβεί τα σκαλιά κι έτσι την τράβηξαν μ' ένα πλαστικό σκοινί.

Το πλήρωμα του σταθμού περίμενε στην κορυφή της σκάλας για να υποδεχτεί τους νεοφερμένους. Ήταν τέσσερις, δυο άνδρες και δυο γυναίκες, με κοκαλιάρικα άκρα και κάπως μεγάλες κοιλιές, έναν σωματότυπο που οφειλόταν στη βαρύτητα του Άρη. Όλοι τους φαίνονταν αρκετά νέοι και η Μπιζέζα υπέθεσε πως κανείς τους δεν ήταν πάνω από σαράντα χρόνων. Οι φόρμες τους ήταν καθαρές αλλά χιλιομπαλωμένες και ανέδιδαν μια αδιόρατη μυρωδιά γράσου. Κανείς τους δεν είχε τατουάζ αναγνώρισης. Κοιτούσαν την Μπιζέζα και στέκονταν υπερβολικά κοντά ο ένας στον άλλο. Ένας εικοσιπεντάρης με γεροδεμένο σώμα προχώρησε μπροστά και έσφιξε το χέρι της Μπιζέζα. 156

«Παρακαλούμε να μας συγχωρήσεις. Δεν δεχόμαστε και πολλούς επισκέπτες εδώ πάνω». Είχε τη μεγάλη κόκκινη μύτη ενός μεθύστακα, βρόμικα μαύρα μαλλιά δεμένα σε αλογοουρά και πυκνά κατσαρά γένια. Η προφορά του ήταν απροσδιόριστη· έμοιαζε με αμερικανική, μα διέκρινες και κάποιον ευρωπαϊκό τόνο στα φωνήεντα. «Είσαι ο Γιούρι, έτσι δεν είναι; Ήσουν στο όχημα πάγου».

«Ναι. Ανταλλάξαμε μια ματιά. Ο Γιούρι Ο' Ρουρκ. Μόνιμος παγετωνολόγος, κλιματολόγος – πες με όπως θέλεις». Σύστησε γρήγορα τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος της βάσης: την Έλλι φον Ντέβεντερ, φυσικό, την Γκρέντελ Σπεθ, γιατρό– βιολόγο, και τον Χανς Κρίτσφιλντ, μηχανικό, υπεύθυνο για την ενέργεια, τις μεταφορές και τα βασικά συστήματα, μα και ειδικό στις γεωτρήσεις, που αποτελούσαν τον κύριο λόγο ύπαρξης της βάσης. «Βέβαια, έχουμε όλοι πολλαπλά καθήκοντα», είπε ο Γιούρι. «Για παράδειγμα, είμαστε όλοι εκπαιδευμένοι νοσοκόμοι...» Η Έλλι φον Ντέβεντερ πλησίασε την Μπιζέζα. Η φυσικός ήταν καμιά τριανταριά χρόνων, παχουλή μέσα στη φόρμα της, με μαλλιά σφιχτά τραβηγμένα πίσω. Φορούσε γυαλιά με χοντρό σκελετό, που έκρυβαν τα μάτια της και της έδιναν εχθρικό ύφος.

«Θα περίμενα να συναντήσω έναν παγετωνολόγο και έναν βιολόγο», είπε η Μπιζέζα με περιέργεια. «Αλλά μια φυσικό;» Η Έλλι είπε:

«Η παγετωνολογία είναι ο λόγος ύπαρξης της βάσης μας, μαζί με το εργαστήριο της Γκρέντελ. Εγώ είμαι ο λόγος για τον οποίο βρίσκεστε εσείς εδώ, κυρία Ντουτ». Ο Γιούρι χτύπησε την Μπιζέζα στον ώμο.

«Έλα να σου δείξω το μέρος». Τους οδήγησε μέσα στο οικοδόμημα. «Αυτό το ονομάζουμε Κονσέρβα Έξι», είπε. «Η έξοδος για τις διαστημικές στολές...» 157

Η Κονσέρβα Έξι ήταν μια φούσκα από ύφασμα με τοιχώματα στο ζωηρό πράσινο της θάλασσας, σ' ένα κυματιστό σχέδιο που ξεγελούσε το μάτι. Το πάτωμα είχε μορφή κερηθρωτή, καλύπτοντας το εσωτερικό μέχρι το πλατύτερο σημείο του. Κοιτάζοντας από τις τρύπες της κερήθρας, η Μπιζέζα μπορούσε να δει προμήθειες στοιβαγμένες στον χώρο κάτω από το πάτωμα. Πουθενά δεν φαίνονταν διαστημικές στολές, αλλά στους τοίχους υπήρχαν παράξενες μπουκαπόρτες που ίσως να οδηγούσαν σε στολές τοποθετημένες στο εξωτερικό του οικοδομήματος, όπως συνέβαινε και στο όχημα. Τα αποθηκευμένα εκεί πράγματα, κατά τα φαινόμενα, ήταν ανταλλακτικά και άλλα είδη εξοπλισμού για τα οχήματα, υπήρχε όμως κι ένα μικρό επιστημονικό εργαστήριο και ένα αναρρωτήριο, που δεν το αποτελούσε τίποτε άλλο εκτός από ένα και μοναδικό κρεβάτι περιτριγυρισμένο με όργανα, χωρισμένο από τον υπόλοιπο χώρο με μια πλαστική κουρτίνα η οποία έκλεινε με φερμουάρ. Το μέρος ήταν σκοτεινό, δείχνοντας κρύο και σκονισμένο σαν να το χρησιμοποιούσαν σπάνια. Ο Γιούρι τους οδήγησε βιαστικά μέσα από κάποιον μικρό αεροφράκτη σε μια άλλη μονάδα των εγκαταστάσεων.

«Αυτή είναι η Κονσέρβα Πέντε, όπου γίνονται οι επιστημονικές έρευνες», τους είπε. Εκεί υπήρχε ακόμα ένα, πιο οργανωμένο, εργαστήριο, μια μεγαλύτερη νοσοκομειακή μονάδα και κάτι που έμοιαζε με μικρό γυμναστήριο. Ο χώρος ήταν πιο χαρούμενος, με φωτεινές εικόνες στους τοίχους που έδειχναν τοπία βουνών και ποταμών.

«Γιατί δυο εργαστήρια και δυο νοσοκομειακές μονάδες;» ψιθύρισε η Μπιζέζα στη Μάιρα. Η Μάιρα ανασήκωσε τους ώμους της.

«Ίσως για να αποφεύγεται η μόλυνση. Μπορείς να έρθεις εδώ μετά από μια έξοδο με τη διαστημική στολή και να μελετήσεις τα δείγματά σου ή να φροντίσεις τα τραύματά σου χωρίς να 158

παραβιάσεις τις σφραγισμένες εισόδους της υπόλοιπης βάσης». «Εννοείς μόλυνση των μελών του πληρώματος από αρειανά πλάσματα;»

«Ή μόλυνση αρειανών πλασμάτων από το πλήρωμα της βάσης». Στην Κονσέρβα Πέντε η Γκρέντελ Σπεθ, μικρόσωμη, περιποιημένη, λεπτοκαμωμένη, με μαύρα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν, πήρε δείγματα αίματος, ούρων και ιστών από κάθε επισκέπτη.

«Έτσι ο σταθμός θα μπορεί να σας κρατά υγιείς», τους είπε. «Θα ελέγξουμε τυχόν αλλεργίες, θα δούμε τις ιδιαιτερότητες του Ντι Εν Έι σας από διατροφικής πλευράς – τέτοιου είδους πράγματα. Τα τρόφιμά μας προέρχονται από αποθήκες κατάψυξης στο Λόουελ και από λαχανικά που καλλιεργούμε μόνοι μας στον κήπο μας. Θα προσθέσουμε και συμπληρώματα διατροφής ώστε να σιγουρευτούμε πως θα καλύπτονται οι ατομικές διατροφικές ανάγκες σας. Ούτε που θα τα καταλάβετε...»

Ο Γιούρι τους οδήγησε βιαστικά σε μια τρίτη μονάδα – την Κονσέρβα Τρία, η οποία χρησίμευε ολοφάνερα ως κοιτώνας. Χωρισμένη σε υπνοδωμάτια με σχήμα κομματιού τούρτας, ήταν σκοτεινή και προφανώς αχρησιμοποίητη. Ύστερα μπήκαν στην Κονσέρβα Δύο. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή η μονάδα ήταν έτσι εξοπλισμένη, που έμοιαζε με κεντρικό ξενοδοχείο το οποίο θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς «Άρης–Αστόρια». Πολλά από τα χωρίσματα είχαν κατεδαφιστεί για να προσφέρουν έναν πιο ανοιχτό κοινόχρηστο χώρο, ενώ το κεντρικό μέρος περιλάμβανε ένα μικρό εστιατόριο και τουαλέτες με ντουζιέρες. Σ' αυτήν τη στρογγυλή αίθουσα υπήρχαν τέσσερα κρεβάτια με μικρά ντουλάπια και καρέκλες πλάι τους. Ολόγυρα σ' εκείνο τον ατημέλητο χώρο υπήρχαν 159

μαλακές οθόνες, που παρουσίαζαν σε επανάληψη προσωπικές εικόνες με συγγενείς, οικιακά ζώα, ιδιαίτερες πατρίδες.

«Δεν χρησιμοποιείτε αυτό το μέρος με τον τρόπο που είχαν αρχικά προβλέψει οι κατασκευαστές του, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Μάιρα με περιέργεια. «Η βάση Γουέλς κτίστηκε για δέκα άτομα», της είπε ο Γιούρι. «Εμείς είμαστε μονάχα τέσσερις. Οι νύχτες είναι ατέλειωτες εδώ, Μάιρα. Προτιμούμε να ζούμε έτσι, όλοι μαζί».

Μετά απ' αυτό, ο Γιούρι τους οδήγησε κάπως αμήχανα από μιαν άλλη σκάλα σ' έναν μικρό θόλο πάνω στην επιφάνεια κι από κει σε σκαλιά σκαμμένα στον πάγο.

«Ζητώ συγνώμη γι' αυτό. Όπως βλέπετε, διαθέτουμε μόνο τέσσερα κρεβάτια κι έχουμε κλειστές τις μονάδες που δεν χρησιμοποιούμε. Συνήθως φιλοξενούμε τους επισκέπτες μας εδώ, στο καταφύγιο από θύελλες ακτινοβολίας... Αν δεν νιώθετε άνετα, μπορούμε ν' ανοίξουμε μια άλλη από τις κονσέρβες». Η Μπιζέζα παρατηρούσε γύρω της καθώς κατέβαιναν. Η σπηλιά στον πάγο ήταν ένας χαμηλός κύλινδρος, χωρισμένος σε κομμάτια που έμοιαζαν κι αυτά με φέτες τούρτας. Αναγνώρισε ένα εστιατόριο, έναν σταθμό τηλεπικοινωνιών, μια σειρά από ντουζιέρες και κάποιον περιορισμένο χώρο που έμοιαζε με εργαστήριο ή ιατρείο. Το μέρος ήταν πολυχρησιμοποιημένο. Το πάτωμα του εστιατορίου και των λουτρών είχε αυλακιές, οι τοίχοι και οι μεταλλικές επιφάνειες έδειχναν γδαρμένοι, γυαλιστεροί από τη συνεχή χρήση, ενώ υπήρχε μια ελαφριά μυρωδιά κλεισούρας στον αέρα, ο οποίος θα πρέπει να είχε ανακυκλωθεί πολλές φορές. Κάποια από τα τοιχώματα της σπηλιάς παρουσίαζαν ένα αλλόκοτο σχέδιο, μια λεπτή ταινία με αμυδρές ρίγες σ' ένα πιο ασαφές φόντο με εναλλασσόμενα σκούρα και ανοιχτά χρώματα. Αυτή η μετώπη, που έμοιαζε με κωδικό 160

εμπορεύματος, τριγύριζε την καμπυλωτή επιφάνεια του τοίχου σαν το γδαρμένο τομάρι ενός πελώριου φιδιού.

Το δωμάτιο που θα μοιράζονταν η Μάιρα και η Μπιζέζα δεν ήταν παρά μια τριγωνική φέτα τούρτας με κολοβωμένη άκρη, αρκετή για να χωράει ίσα–ίσα δυο κουκέτες, ένα τραπέζι και δυο καρέκλες. Ο πίσω τοίχος του ήταν πάγος, καλυμμένος με διαφανές πλαστικό και στολισμένος μ' εκείνο το παράξενο σχέδιο του γραμμοκώδικα που διέτρεχε τον τοίχο από τη μια του άκρη μέχρι την άλλη. Ενώ προσπαθούσαν να τακτοποιηθούν, ο Γιούρι κάθισε σε μια κουκέτα. Έπιανε πολύ χώρο μέσα σ' εκείνο το δωματιάκι.

«Είμαστε κάπως στριμωγμένοι εδώ στη βάση Γουέλς, μα επιβιώνουμε. Ουσιαστικά, το πολικό κρύο δεν αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Στον Άρη, αν βγεις έξω ακόμη κι ένα καλοκαιριάτικο καταμεσήμερο, και πάλι θα παγώσεις. Το κυριότερο πρόβλημα εδώ ψηλά είναι το σκοτάδι – κρατάει το μισό αρειανό έτος, κάπου δώδεκα γήινους μήνες. Οι εξερευνητές των γήινων πόλων αντιμετώπιζαν τις ίδιες δοκιμασίες. Μάθαμε πολλά από κείνους τους ανθρώπους – περισσότερο από τον Σάκλετον παρά από τον Σκοτ». «Γιούρι», του είπε η Μάιρα, «δυσκολεύομαι να καταλάβω την καταγωγή σου από την προφορά σου».

«Η μητέρα μου ήταν Ρωσίδα, όπως φαίνεται κι από το βαφτιστικό μου, και ο πατέρας μου Ιρλανδός, καθώς δείχνει το επίθετο μου. Επίσημα είμαι πολίτης της Ιρλανδίας, άρα και της Ευρασίας». Μειδίασε. «Μα αυτό δεν λέει και πολλά εδώ πάνω. Μακριά από τη Γη, τα πράγματα μπερδεύονται πολύ». Στράφηκε προς την Μπιζέζα. «Κοιτάξτε, κυρία Ντουτ...» «Λέγε με Μπιζέζα».

«Μπιζέζα, ξέρω πως έχεις έρθει εδώ για το πράγμα που βρήκαμε μέσα στον Λάκκο». 161

Η Μπιζέζα έριξε μια ματιά στη Μάιρα. Ποιο πράγμα; Ποιον Λάκκο;

«Πρώτα όμως πρέπει να μάθετε τον πραγματικό σκοπό της παρουσίας μας εδώ». Πέρασε την παλάμη του πάνω από τις ρίγες του σχεδίου στο τοίχο. Οι γραμμές ήταν αχνές, με ακανόνιστο πλάτος και χρωματισμό. Έμοιαζε πράγματι με κωδικό εμπορεύματος το «μπαρκόουντ» ή φασματογράφημα. «Κοίταξε αυτό. Γι' αυτόν το λόγο έχουμε έρθει. Τούτη η ταπετσαρία είναι ένα είδωλο του πιο πλήρους πυρήνα που κατορθώσαμε να εξάγουμε». Η Μάιρα έγνεψε.

«Ενός πυρήνα πάγου του Άρη».

«Σωστά. Σκάψαμε προς τα κάτω, από την κορυφή του παγωμένου θόλου, κατεβαίνοντας σε βάθος δυόμισι χιλιομέτρων – ο Χανς Κρίτσφιλντ θα χαρεί πολύ να σας δείξει το γεωτρύπανό του. Θα φτάναμε, βέβαια, σε βάθος τριών χιλιάδων μέτρων αν η ηλιακή καταιγίδα δεν είχε λιώσει τα ανώτερα στρώματα του πάγου». Κούνησε το κεφάλι του λυπημένα. «Πολύ κρίμα». Η Μάιρα άγγιξε με τα δάχτυλά της την καταγραφή.

«Και μπορείτε να το ερμηνεύσετε με τον τρόπο που ερμηνεύουν τους πυρήνες πάγου στη Γη;»

«Ασφαλώς. Το στρώμα πάγου του πόλου έχει δημιουργηθεί σιγά–σιγά, χρόνο με το χρόνο. Κάθε χρόνο η καινούργια στρώση απαθανατίζει μια εικόνα των συνθηκών που επικρατούσαν τότε – κλιματολογικών, συμπαντικών, ατμοσφαιρικών, οτιδήποτε. Ακριβώς όπως και στη Γη. Φυσικά, εδώ οι λεπτομέρειες διαφέρουν. Στη Γροιλανδία, για παράδειγμα, η ετήσια χιονόπτωση έχει πάχος δέκα εκατοστά. Εδώ το στρώμα που δημιουργείται ετήσια από τον πάγο είναι λιγότερο από ένα έβδομο του χιλιοστού. Κοιτάξτε εδώ». Στάθηκε πλάι στον τοίχο, στο σημείο όπου σταματούσε η μακριά ταινία. «Αυτή είναι η άκρη της λωρίδας· τα πιο 162

πρόσφατα στρώματα βρίσκονται εδώ, στην κορυφή, αφού είναι τα τελευταία που εναποτέθηκαν· καταλαβαίνετε; Αυτό το πάνω τμήμα του αρχείου συλλέχθηκε από το πλήρωμα της Ωρόρα πριν από την ηλιακή καταιγίδα. Μερικά εκατοστά αντιπροσωπεύουν δεκαετίες. Αυτές οι λεπτές καφετιές ρίγες» – τις έδειξε με το νύχι του αντίχειρα του– «αντιστοιχούν σε αμμοθύελλες πλανητικής έκτασης. Και αυτή εδώ η ταινία αντιστοιχεί στη μεγάλη θύελλα που κατέγραψε το 1971 ο Μάρινερ 9 όταν μπήκε σε τροχιά, τότε που ολόκληρος ο πλανήτης είχε τυλιχτεί στη σκόνη...»

Τα γεγονότα που συνέβαιναν σε διάφορες χρονικές κλίμακες στον Άρη, αποτυπώνονταν σε διαφορετικά επίπεδα του πυρήνα πάγου. Δέκα εκατοστά πιο κάτω βρίσκονταν ίχνη της ακτινοβολίας που είχε λούσει τον πλανήτη μετά τη σουπερνόβα του νεφελώματος του Καρκίνου, χίλια χρόνια νωρίτερα. Περίπου σε κάθε μέτρο υπήρχε κι ένα σημαντικό στρώμα μικρομετεωριτών, ρανίδων από πετρώματα που είχαν κάποτε λιώσει· ανά δέκα έως εκατό χιλιάδες χρόνια ο Άρης συγκρουόταν μ' ένα ουράνιο σώμα διασπείροντας υπολείμματα ακόμα και στους πόλους. Η μεγάλη λωρίδα με πάχος μέτρου αντιστοιχούσε στο πιο δραματικό γεγονός της τωρινής αστρονομικής περιόδου του Άρη, μια μετακίνηση της κλίσης των πόλων του που συνέβαινε κάθε εκατό χιλιάδες χρόνια. «Μπορείς να βρεις ακόμα και ίχνη της Γης σ' αυτό τον αρειανό πάγο», είπε ο Γιούρι. «Από μετεωρίτες που έχουν συγκρουστεί με τον μητρικό μας κόσμο, ακριβώς όπως και κομμάτια κάποιων μετεωριτών του Άρη βρίσκουν τον δρόμο τους μέχρι τη Γη». Χαμογέλασε. «Αναζητώ πάντα ίχνη από κείνον που εξαφάνισε τους δεινόσαυρους». Η Μάιρα τον κοίταξε εξεταστικά.

«Αγαπάς τη δουλειά σου, έτσι δεν είναι;» Στην Μπιζέζα φάνηκε πως η κόρη της τον ζήλευε. Πάντα την έλκυαν άτομα με κάποια αποστολή, όπως ο Γιουτζίν Μανγκλς. 163

«Αν δεν την αγαπούσα, δεν θα ήμουν αποκλεισμένος σ' αυτό το φέρετρο από πάγο. Μα δεν γίνεται πια να επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε όλα αυτά. Μετά απ' ό,τι βρήκαμε κάτω από τον πάγο, κανείς δεν ενδιαφέρεται για τα υπόλοιπα – τον πολικό πάγο και τον πυρήνα του. Τώρα όλα τούτα απλώς μας στέκονται εμπόδιο». «Λυπάμαι», είπε η Μπιζέζα σκεφτική. Ο Γιούρι γέλασε κοφτά. «Δεν φταις εσύ».

«Τι ανακαλύψατε λοιπόν;» ρώτησε η Μάιρα.

«Σύντομα θα το μάθετε. Αν τελειώσατε, θα πρέπει να σας πάρω μαζί μου σ' ένα πολεμικό συμβούλιο». Σηκώθηκε όρθιος.

22. Προσέγγιση

Ο Ελευθερωτής διέσχιζε το διάστημα κατευθυνόμενος προς τη Βόμβα–Π σαν ένα δόρυ από πάγο και φωτιά. Στο κατάστρωμα πτήσης η Έντνα Φίνγκαλ και ο Τζον Μέτερνις φορούσαν τις διαστημικές στολές τους με την κάσκα στο κεφάλι μα με σηκωμένη την προσωπίδα. Αν και η Βόμβα–Π δεν ήταν ακόμη ορατή με γυμνό μάτι, μπορούσαν ήδη να τη «δουν» μέσω της βαρυτικής έλξης που ασκούσε, του βρόχου μαγνητικής ενέργειας που δημιουργούσε, καθώς επίσης και της θολούρας λόγω των εξωτικών σωματιδίων που εξέπεμπε καθώς διέσχιζε το ηλιακό σύστημα. «Είναι ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο καθηγητής Καρέλ», ανέφερε ο Τζον, ο οποίος μελετούσε τις συνοπτικές πληροφορίες που έδινε η μαλακή οθόνη. «Ακριβώς σαν το φάσμα που παίρνεις από την εξάχνωση μιας μικροσκοπικής μαύρης τρύπας. Είναι ολοφάνερα ένα τεχνούργημα συμπαντικών παραμέτρων...» «Εκεί», ψιθύρισε η Έντνα. Έδειξε κάτι έξω από το παράθυρο. 164

Η Βόμβα–Π ήταν μια λάμψη παραμορφωμένης αστροφεγγιάς, μια σταλαγματιά νερού που κυλούσε πάνω στο πρόσωπο του ουρανού. Βλέποντας για πρώτη φορά το αντικείμενο με τα ίδια της τα μάτια, η Έντνα ένιωσε να παγώνει μέχρι το κόκαλο.

«Είναι ένα Μάτι», ανέφερε ο Τζον. «Μια σφαίρα διαμέτρου εκατό μέτρων, με τέλεια αντανάκλαση. Έχει όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά: την παραμορφωμένη γεωμετρία και τις ανώμαλες μετατοπίσεις Ντόπλερ που προέρχονται από την επιφάνειά της. Ωστόσο, το φάσμα ακτινοβολίας δεν είναι ακριβώς το ίδιο μ' εκείνο που καταγράφηκε από τα Μάτια που βρίσκονταν στους Τρώες κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας». «Άρα αυτό το πράγμα δεν είναι ένας απλός παρατηρητής. Το γνωρίζαμε ήδη».

«Βρίσκεται σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων και πλησιάζει», είπε η Λίμπυ σιγανά. Η Έντνα λοξοκοίταξε τον Τζον. Ήξερε πως είχε κάνει ντους μόλις πριν από μιαν ώρα, μα, παρ' όλ' αυτά, ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από πάνω του. «Έτοιμος;»

«Όσο περισσότερο μπορώ, φιλενάδα».

«Θα ακολουθήσουμε αυτά που είπαμε. Λίμπυ, το 'πιασες; Τέσσερα περάσματα. Κι αν δεν αλλάξει τίποτα...»

«Γυρίζουμε τρέχοντας πίσω», είπε η Λίμπυ. «Θα είναι ακριβώς όπως τα σχεδιάσαμε. Η μεγαλύτερη προσέγγιση θα διενεργηθεί σε ακτίνα τριών χιλιομέτρων. Έντνα;» «Ναι, Λίμπυ;»

«Η ιστορία παρακολουθεί».

«Ω, Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Τζον. 165

23. Ο Λάκκος Τα τέσσερα μέλη του πληρώματος της βάσης μαζί με την Μπιζέζα, τη Μάιρα και τον Αλεξέι κάθονταν σ' έναν κύκλο σε καρέκλες και αναποδογυρισμένα κιβώτια στο «ξενοδοχείο Άρης–Αστόρια». Η Πώλα, κατά τα φαινόμενα, είχε προτιμήσει να πάει για ύπνο για να ξεκουραστεί απ' το ταξίδι. Εκεί, στον βόρειο πόλο του Άρη, κάτω από το πέπλο του παγωμένου διοξειδίου του άνθρακα, σ' ένα από τα πιο απομακρυσμένα και ασφαλή σημεία του ηλιακού συστήματος, η Μπιζέζα έμαθε επιτέλους την αλήθεια. Ο Αλεξέι φάνηκε να ανακουφίζεται καθώς τελικά της αποκάλυπτε αυτό που οι οργανώσεις των διαστημανθρώπων είχαν ανακαλύψει με διάφορους τρόπους: πως κάτι άγνωστο και απειλητικό είχε μπει στο ηλιακό σύστημα.

«Το αποκαλούν Βόμβα–Π. Το πιθανότερο είναι πως πρόκειται για κάποιο κατασκεύασμα των Πρωτογέννητων, που προορίζεται να μας κάνει κακό. Το πολεμικό ναυτικό έχει στείλει μια αποστολή για να το εξουδετερώσει. Μπορεί και να το πετύχουν. Διαφορετικά...» «Έχεις ένα δικό σου σχέδιο». «Σωστά».

Η Μπιζέζα κοίταξε τον κύκλο των προσώπων γύρω της. Όλοι τους ήταν πολύ νεότεροι από την ίδια, ακόμη κι απ' τη Μάιρα – εξάλλου, βέβαια, οι διαστημάνθρωποι ήταν νέοι εξ ορισμού. «Όλα αυτά γίνονται στα κρυφά. Προφανώς είστε κάποια οργάνωση. Γυρνάτε εδώ κι εκεί και κρύβεστε από τη γήινη αστυνομία. Το διασκεδάζετε, έτσι; Έχετε αρχηγό;» «Ναι», είπε ο Αλεξέι. «Ποιος είναι;»

«Αυτό δεν μπορούμε να σ' το πούμε. Όχι ακόμα. Πάντως, δεν είναι κανείς από μας». 166

«Και με φέρατε ως εδώ επειδή ανακαλύψατε κάτι κάτω από τον πάγο». «Σωστά».

«Δείξτε μου, λοιπόν».

Η Γκρέντελ Σπεθ, αστροβιολόγος και γιατρός, γύρισε και κοίταξε την Μπιζέζα. «Μόλις τώρα έφτασες. Σίγουρα δεν θέλεις να ξεκουραστείς πρώτα;» Η Μπιζέζα σηκώθηκε.

«Ξεκουραζόμουν επί δεκαεννιά χρόνια και ταξιδεύω εδώ και βδομάδες. Ας ξεκινήσουμε». Ένας–ένας την ακολούθησαν και οι υπόλοιποι.

Για να πάνε στον Λάκκο, έπρεπε να φορέσουν στολές.

Επέστρεψαν στο Κτίριο Έξι και από κει κατέβηκαν μια σκάλα, που τους οδήγησε σ' έναν μικρό θόλο χτισμένο πάνω στον πάγο. Εκεί η Μπιζέζα, η Μάιρα και ο Αλεξέι έπρεπε να βγάλουν τις φόρμες τους. Η αρειανή πολική νύχτα απείχε μόλις λίγα μέτρα, και η Μπιζέζα ένιωσε μια παράλογη αίσθηση κρύου. Η δόκτωρ Γκρέντελ τής έκανε μια σύντομη ιατρική εξέταση.

«Αν εξαιρέσουμε το γεγονός ότι ο οργανισμός σου έχει γεράσει κατά δύο δεκαετίες μέσα στη Μονάδα Διαχείμασης, τα πας μια χαρά». «Ευχαριστώ».

Άλειψαν το δέρμα της Μπιζέζα με λάδι. Έπρεπε να φορέσει ένα βιογιλέκο, ένα μάλλον τραχύ γιλέκο, που κόλλησε στο γυμνό της δέρμα και αποτελούσε διάμεσο για τα βιομετρικά συστήματα τα οποία θα έλεγχαν τις λειτουργίες του σώματός της στη διάρκεια της διαδρομής. Ύστερα φόρεσε μια εφαρμοστή στολή με ζωηρό πράσινο χρώμα, μαζί με κάσκα, μπότες, γάντια κι ένα μικρό σακίδιο πλάτης. Η Γκρέντελ της 167

είπε πως αυτή ήταν από μόνη της μια πλήρης διαστημική στολή από ελαστικό υλικό που η τάση του διατηρούσε την κατάλληλη πίεση και θα την κρατούσε ζωντανή για αρκετά λεπτά, ίσως ακόμα και για μια ώρα, αν παρουσιαζόταν κανένα απρόβλεπτο ατύχημα, όπως κάποια ρωγμή στον θάλαμο του οχήματος. Η στολή εκείνη ήταν μόνο το εσωτερικό στρώμα μιας διπλής διαστημικής στολής. Στη συνέχεια θα έπρεπε να μπει μέσα σε μια από κείνες τις εξωτερικές στολές που θα την έκαναν να μοιάζει με τον καπετάνιο Αχάβ.

Περπάτησε μέχρι μια μικρή μπουκαπόρτα στον τοίχο του θόλου, η οποία οδηγούσε στην εξωτερική στολή της, στο έξω τοίχωμα του κτίσματος. Τη βοήθησαν να περάσει τα πόδια της στη στολή, ύστερα έβαλε τα μανίκια, ώσπου τελικά ο κορμός και το κεφάλι μπήκαν στη θέση τους. Η κάσκα ήταν αδιαφανής. Η στολή αποτελούνταν από άκαμπτα κομμάτια – ήταν σαν να φορούσε πανοπλία. Μα η στολή φάνηκε να τη βοηθάει να προσαρμοστεί και όσο προσπαθούσε να τη φορέσει, άκουγε το βουητό σερβομηχανισμών. Το πιο δύσκολο κομμάτι ήταν να περάσει το ήδη καλυμμένο κεφάλι της από την μπουκαπόρτα χωρίς να το χτυπήσει και στη συνέχεια να το καλύψει με τη μεγαλύτερη κάσκα της εξωτερικής στολής. «Πώς νιώθεις;» τη ρώτησε η Γκρέντελ. «Αυτά εδώ δεν είναι φτιαγμένα για τα μέτρα του καθενός ξεχωριστά». «Μια χαρά. Και πώς θα ξαναβγώ;»

«Η στολή θα σου το πει όταν χρειαστεί».

Τελικά, η Γκρέντελ έκλεισε το άνοιγμα στην πλάτη. Η στολή αποκολλήθηκε από τον τοίχο του θόλου και η Μπιζέζα τρέκλισε ελαφρά. Η προσωπίδα της έγινε διάφανη. Μέσα στο σκοτάδι του αρειανού χειμώνα, το μόνο που μπορούσε να δει ήταν το πρόσωπο του βοηθού μηχανικού, το όνομα του οποίου ήταν... 168

«Χανς», είπε εκείνος χαμογελώντας. «Ελέγχω τη στολή σου για να δω αν λειτουργεί κανονικά. Όταν μπεις στο κλίμα, θα μάθεις να ελέγχεις και τη δική μου· αυτήν τη δουλειά την κάνουμε κατά ζεύγη... Στολή Πέντε! Ποια είναι η κατάσταση σου;» Μια απαλή ανδρική φωνή μίλησε μέσα στ' αφτί της Μπιζέζα. «Κανονική, Χανς, όπως μπορείς να δεις από τα δεδομένα που στέλνω. Μπιζέζα;» «Σε ακούω».

«Είμαι εδώ για να σε βοηθώ στη διάρκεια της εκτός οχήματος δραστηριότητας σου με οποιονδήποτε τρόπο μπορώ».

«Ξέρω πως ο σχεδιασμός της στολής μπορεί να σου φαίνεται κάπως αλλόκοτος, Μπιζέζα. Όλα αυτά σχετίζονται με τα Π.Π.Π.», της είπε ο Χανς. «Π.Π.Π.;»

«Πλανητικά Πρωτόκολλα Προστασίας. Ποτέ δεν μπαίνουμε με τις στολές μας μέσα στις βάσεις όπου επικρατούν γήινες συνθήκες διαβίωσης· δεν αναμειγνύουμε ποτέ τα περιβάλλοντα. Έτσι προστατεύουμε την αρειανή ζωή από τη γήινη, και το αντίθετο». «Παρ' ότι είναι ξαδέλφια μεταξύ τους».

«Αυτό κάνει τον κίνδυνο ακόμα μεγαλύτερο. Επίσης, είναι και το θέμα της σκόνης. Η σκόνη του Άρη είναι οξειδωμένη και τοξική, γεμάτη υπεροξείδια, πολύ διαβρωτική. Είναι καλό να την κρατάμε μακριά από τις βάσεις μας και μακριά από τα πνευμόνια μας. Πρέπει να βουρτσίζουμε και τις ενώσεις των στολών, αλλιώς γίνεται ολοένα και πιο δύσκολο ν' ανοίξουν και να κλείσουν, και σίγουρα δεν θα θες ν' αποκλειστείς εδώ πέρα. Θα σου δείξω τον τρόπο αργότερα».

Το πρόσωπο της γιατρού εμφανίστηκε πίσω από την προσωπίδα της. «Τα πας καλά, Μπιζέζα. Προσπάθησε να κινηθείς λίγο». 169

Η Μπιζέςα σήκωσε τα χέρια της και τα κατέβασε· ακούστηκε ένα βούισμα σερβομηχανισμών και ένιωσε τη στολή πανάλαφρη, σαν φτερό, πάνω στο σώμα της.

«Νιώθω παράξενα που δεν μπορώ να χαμηλώσω τα χέρια μου εντελώς. Ή που δεν μπορώ να ξύσω το πρόσωπό μου. Θα μου περάσει, υποθέτω». «Μπορώ να σου ξύσω εγώ το πρόσωπο, αν...»

«Αν θέλω, θα σου το πω, στολή Πέντε». Κοίταξε γύρω της. Το έδαφος ήταν επίπεδο και λευκό, ενώ στον ουρανό απλωνόταν θολό σκοτάδι. Οι μελαγχολικοί θάλαμοι του σταθμού δέσποζαν από πάνω τους, με εξοπλισμό και προμήθειες να βρίσκονται σωριασμένα στα υποστυλώματά τους, καθώς και σταθμευμένα οχήματα: δυο απ' αυτά είχαν πέδιλα του σκι αντί για τροχούς, ενώ υπήρχαν και κάποια που έμοιαζαν με μοτοσικλέτες χιονιού. Το Ντισκάβερι είχε αναχωρήσει προ πολλού, επιστρέφοντας μόνο του πίσω στο Λόουελ. Ο Αλεξέι, η Μάιρα, τα μέλη του πληρώματος του σταθμού, οι πάντες εκτός από την Πώλα, βρίσκονταν εκεί με τις πράσινες διαστημικές τους στολές και τα φωτισμένα τους πρόσωπα. Όλοι κοιτούσαν προς το μέρος της. Το χιόνι συνέχιζε να 'ρχεται σε χοντρές νιφάδες από ένα πέπλο γκρίζων νεφών που κάλυπτε τον ουρανό. «Θεέ μου, βρίσκομαι στον βόρειο πόλο του Άρη». Σήκωσε το χέρι της και ανοιγόκλεισε τα προστατευμένα δάχτυλά της. Ο Γιούρι την πλησίασε.

«Πρέπει να κάνουμε έναν μικρό περίπατο. Λίγες εκατοντάδες μέτρα. Το γεωτρύπανο βρίσκεται μακριά από τις κατοικίες για λόγους ασφαλείας αλλά και για λόγους προστασίας του πλανήτη. Περπάτα κανονικά και όλα θα πάνε καλά. Σε παρακαλώ να βρίσκεσαι δίπλα μου. Μάιρα, κι εσύ το ίδιο».

Η Μπιζέζα έκανε την πρώτη δοκιμή. Βάζοντας το ένα πόδι μπροστά απ' το άλλο, περπατούσε τόσο άνετα όσο είχε να περπατήσει από τότε που ήταν τριών χρόνων. Η στολή προφανώς τη βοηθούσε. Ο Γιούρι βάδιζε ανάμεσα στη Μάιρα 170

και την Μπιζέζα. Οι άλλοι πήγαιναν μπροστά. Ο μηχανικός γεωτρυπάνων Χανς Κρίτσφιλντ είχε τη λέξη ΣΚΛΗΡΟΤΡΑΧΗΛΟΙ τυπωμένη στο πίσω μέρος του πακέτου υποστήριξης ζωτικών λειτουργιών, μαζί με το σκίτσο μιας πετρελαιοπηγής που ανέβλυζε πετρέλαιο. Η στολή του έδειχνε πιο βαριά από των άλλων. Ίσως να ήταν μια ενισχυμένη παραλλαγή, σχεδιασμένη για τη βαριά δουλειά της γεώτρησης. Οι αρειανές χιονονιφάδες άγγιζαν την προσωπίδα της Μπιζέζα, μα εξατμίζονταν αμέσως αφήνοντας αδιόρατους λεκέδες. «Με την ευκαιρία, σ' ενημερώνω πως μπορώ να σε βοηθήσω με όποιον τρόπο μου ζητήσεις», της είπε η στολή Πέντε. «Είμαι σίγουρη γι' αυτό».

«Διαχειρίζομαι τη μεταφορά δεδομένων και τα αναλώσιμά σου και έχω εξελιγμένες λειτουργίες επεξεργασίας. Για παράδειγμα, αν ενδιαφέρεσαι για τη γεωλογία, μπορώ να επεξεργαστώ το οπτικό σου πεδίο και να επισημάνω ενδιαφέροντα στοιχεία – ασυνήθιστους τύπους πετρωμάτων ή πάγου, ασυμφωνίες του περιβάλλοντος». «Δεν νομίζω πως θα χρειαστώ κάτι τέτοιο σήμερα».

«Θα ήθελα να εξερευνήσεις τις φυσικές μου λειτουργίες. Ίσως γνωρίζεις πως στην αρειανή βαρύτητα το βάδισμα εξοικονομεί περισσότερη ενέργεια από το τρέξιμο. Αν θέλεις, μπορώ να εξασκώ επιλεγμένες μυϊκές ομάδες καθώς περπατάς, προσφέροντας σου έτσι μια συνολική εκγύμναση...» «Σκάσε! Γίνεσαι σπαστική, στολή Πέντε!» είπε κοφτά ο Γιούρι. «Μπιζέζα, σου ζητώ συγνώμη. Οι ηλεκτρονικοί μας σύντροφοι είναι αληθινά θαύματα, αλλά μπορεί να γίνουν και φορτικοί. Ειδικά όταν κάποιος βρίσκεται σ' ένα τέτοιο εκπληκτικό περιβάλλον». Η Μάιρα κοίταξε γύρω της τη μελαγχολική πεδιάδα από σκληρό πάγο, τις σκόρπιες χιονονιφάδες που έπεφταν πάνω στις ακτίνες των προβολέων της κάσκας τους. 171

«Εκπληκτικό περιβάλλον;» είπε με δυσπιστία.

«Ναι, εκπληκτικό – για έναν παγετωνολόγο τουλάχιστον. Απλά, θα ήθελα να ζω μέσα σ' ένα σύμπαν αρκετά ειρηνικό για να μπορώ να αφιερωθώ στο πάθος μου δίχως περισπασμούς». Πλησίασαν τη μεγαλύτερη κατασκευή που ξεχώριζε πάνω στον πάγο. Ήταν ένας ημισφαιρικός θόλος που η Μπιζέζα υπέθετε πως ξεπερνούσε σε ύψος τα είκοσι μέτρα. Μπορούσε να διακρίνει τον σκελετό κάτω από τα χαλαρά καλύμματα· ήταν μια σκηνή, όχι φουσκωτή, αλλά στηριγμένη πάνω σε πλαίσια. Ωστόσο διέθετε αεροφράκτες από ένα είδος υφάσματος, μέσα από τους οποίους έπρεπε να περάσουν με τη σειρά. Ήταν το γεωτρύπανο, το μωρό του Χανς Κρίτσφιλντ, ο οποίος βοήθησε την Μπιζέζα να σκύψει για να περάσει μέσα από τον αεροφράκτη.

«Δεν είναι πραγματικοί αεροφράκτες, αλλά φράγματα Π.Π.Π. Στην ουσία διατηρούμε εδώ μια ελαφρώς αρνητική πίεση· αν έχουμε κάποια διαρροή, ο αέρας ρουφιέται προς τα μέσα και δεν τινάζεται προς τα έξω. Πρέπει να προστατέψουμε οποιοδήποτε είδος ζωής ξεθάψουμε με τις γεωτρήσεις μας – να το προστατέψουμε ακόμα και από άλλα είδη ζωής που ενδέχεται να βρούμε σε άλλα στρώματα. Πρέπει επίσης να τα προστατέψουμε και από εμάς τους ίδιους και το αντίθετο». Μιλούσε αστεία ανακατεύοντας την ολλανδέζικη με την τεξανική προφορά. Ίσως να είχε δει πολλές παλιές ταινίες. Μέσα στον θόλο στάθηκαν και οι επτά στο ζωηρό φως φθορισμού, κάτω από γεμάτα κοιλιές τοιχώματα. Το γεωτρύπανο, ακόμα και εκτός λειτουργίας, ήταν ένα εντυπωσιακό μηχάνημα, μια ψηλή σκαλωσιά στημένη πάνω σε ογκώδη βάση από αρειανό γυαλί. Ο Χανς τους ανέφερε τη μάζα και την ισχύ του: τριάντα τόνοι, πεντακόσια κιλοβάτ. Η σπείρα του τρυπανιού είχε τέσσερα χιλιόμετρα μήκος, αρκετό για να φτάσει μέχρι τη βάση του στρώματος πάγου που σκέπαζε τον πόλο. Κάποια βρόμικη συσκευή βρισκόταν εκεί κοντά για να 172

διοχετεύει ένα υγρό στην τρύπα της γεώτρησης, έτσι ώστε να εμποδίσει να καταρρεύσουν τα τοιχώματα από το βάρος του πάγου. Οι ομάδες της γεώτρησης χρησιμοποιούσαν υγρό διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο η συσκευή συγκέντρωνε και συμπύκνωνε από τον αέρα του Άρη. Ο Χανς άρχισε να καυχιέται για τις τεχνολογικές δυσκολίες που είχαν ξεπεράσει τα πληρώματα του γεωτρύπανου: την ανάγκη για νέα λιπαντικά, την τάση των μηχανικών τμημάτων να κολλάνε μεταξύ τους εξαιτίας της χαμηλής πίεσης.

«Το κλειδί είναι ο θερμικός έλεγχος. Πρέπει να κάνουμε τα πάντα αργά ώστε να μην αυξηθεί πολύ η θερμοκρασία εκεί κάτω. Κατ' αρχάς, αν λιώσει το παγωμένο νερό, τότε αναμειγνύεται με υγρό διοξείδιο του άνθρακα – το αποτέλεσμα είναι ανθρακικό οξύ και τότε έχεις πρόβλημα. Το πλήρωμα της Ωρόρα είχε φέρει μαζί του ένα μικρό γεωτρύπανο, που μπορούσες να το φορτώσεις σε φορτηγάκι και που έσκαβε μέχρι το πολύ εκατό μέτρα βάθος. Αυτό το μωρό ήταν το πρώτο γεωτρύπανο πάνω στον Άρη...» Ο Γιούρι τον διέκοψε.

«Φτάνει η ξενάγηση».

Η Μάιρα προχώρησε προς την εξέδρα του γεωτρύπανου.

«Βλέπω πως η τρύπα δεν έχει υγρό. Και μάλιστα της έχετε βάλλει ένα περίβλημα». Ο Γιούρι έγνεψε.

«Ήταν η πρώτη τρύπα που ανοίξαμε. Ξέραμε πως υπήρχε κάτι εκεί, κάτω από τον πάγο, από τις έρευνες που είχαμε κάνει με τα ραντάρ. Όταν φτάσαμε, τραβήξαμε το γεωτρύπανο και ζητήσαμε από το Λόουελ χρηματοδότηση, που θα μας επέτρεπε να τοποθετήσουμε ένα περίβλημα το οποίο θα κρατούσε μόνιμα ανοιχτή την τρύπα. Ύστερα αντλήσαμε το υγρό της γεώτρησης...» 173

«...Και ξαναχρησιμοποιήσαμε το τρυπάνι σε μια τρύπα παράλληλη με την πρώτη», είπε ο Χανς. «Στην αρχή κατεβάσαμε κάμερες και άλλες συσκευές με αισθητήρες. Στη συνέχεια, όμως...» Έσκυψε και σήκωσε ένα σκέπαστρο· μια εξέδρα ήταν προσαρμοσμένη ακριβώς κάτω από το χείλος της, μ' ένα μικρό χειριστήριο τοποθετημένο πάνω σε βάση. Ο σκοπός της εξέδρας ήταν ολοφάνερος.

«Ένας ανελκυστήρας», είπε η Μπιζέζα έκπληκτη. Ο Γιούρι έγνεψε.

«Ωραία. Ήρθε η στιγμή της αλήθειας. Εσύ κι εγώ, Μπιζέζα. Αλεξέι, Έλλι, Μάιρα, Χανς, περιμένετε εδώ. Κι εσύ, Γκρέντελ». Ο Γιούρι στάθηκε στην εξέδρα κοιτάζοντας πίσω με προσμονή. «Μπιζέζα, δέχεσαι; Υποθέτω πως εσύ αποφασίζεις από δω και πέρα». Η ανάσα της κόπηκε.

«Θέλεις να μπω σ' αυτό το πράγμα και να κατέβω δυο χιλιόμετρα μέσα στον πάγο τούτης της τρύπας που ανοίξατε;»

Η Μάιρα της έσφιξε το χέρι. Παρά τους σερβομηχανισμούς, μετά βίας μπορούσε να αισθανθεί το άγγιγμα της κόρης της.

«Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις, μαμά. Δεν σου έχουν πει καν τι έχουν βρει εκεί κάτω». «Πίστεψέ με», είπε ο Αλεξέι παθιασμένα, «είναι καλύτερα να το ανακαλύψεις μόνη σου». «Ας τελειώνουμε λοιπόν», είπε η Μπιζέζα. Προχώρησε μπροστά, προσπαθώντας να μην προδώσει τον φόβο της.

Στάθηκαν κολλητά κι αντικριστά ο ένας με τον άλλο. Η στρογγυλή μεταλλική εξέδρα φαινόταν ασφυκτικά γεμάτη με τους πέντε όρθιους πάνω σ' αυτήν, και μάλιστα ντυμένους με τις ογκώδεις στολές. 174

Ο δίσκος τραντάχτηκε και άρχισε να κινείται προς τα κάτω μέσα στη σήραγγα του πάγου, στερεωμένος σε ράγες που ήταν τοποθετημένες στα τοιχώματα. Η Μπιζέζα σήκωσε το κεφάλι της. Ήταν σαν να κατέβαινε μέσα σ' ένα βαθύ και καλοφωτισμένο πηγάδι. Αισθάνθηκε έντονη κλειστοφοβία και φόβο πτώσης.

«Διακρίνω κοφτή αναπνοή και αυξημένους σφυγμούς», μουρμούρισε η στολή. «Μπορώ να εξισορροπήσω οποιαδήποτε αύξηση της ατμοσφαιρικής πίεσης...» «Πάψε», ψιθύρισε η Μπιζέζα.

Ευτυχώς, η κάθοδος ήταν σύντομη.

«Κρατήσου τώρα...» της είπε ο Γιούρι.

Ο ανελκυστήρας σταμάτησε απότομα.

Μια μεταλλική μπουκαπόρτα ήταν αρμοσμένη πάνω στον πάγο πίσω από τον Γιούρι, που γύρισε και την άνοιξε. Οδηγούσε σε μια μικρή σήραγγα, φωτισμένη έντονα με λαμπτήρες φθορισμού. Η Μπιζέζα διέκρινε μια ασημένια λάμψη στο τέρμα του περάσματος. Ο Γιούρι παραμέρισε.

«Νομίζω πως πρέπει να μπεις πρώτη, Μπιζέζα». Αισθάνθηκε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε μπροστά. Το πάτωμα της σήραγγας ήταν τραχύ και ανώμαλο, επικίνδυνο. Προσπάθησε να επικεντρώσει την προσοχή της στο περπάτημα αποφεύγοντας να κοιτάξει μπροστά, αγνοώντας τις ασημένιες λάμψεις που έπαιζαν στο βάθος του οπτικού της πεδίου. Πέρασε από τη σήραγγα σ' έναν μεγαλύτερο χώρο, σκαμμένο πρόχειρα μέσα στον πάγο. Με μια γρήγορη ματιά εντόπισε τη στενή τρύπα που είχαν ανοίξει με το γεωτρύπανο για να φτάσουν μέχρι εκείνο το σημείο. Ύστερα κοίταξε κατευθείαν 175

μπροστά και είδε αυτό που οι διαστημάνθρωποι είχαν ανακαλύψει θαμμένο κάτω από τον πάγο του αρειανού βόρειου πόλου. Είδε την ίδια της την αντανάκλαση να την κοιτάζει.

Ήταν το αρχετυπικό τεχνούργημα των Πρωτογέννητων. Ένα Μάτι.

24. Οι πιο στενές προσεγγίσεις

Το παραμορφωμένο είδωλο του Ελευθερωτή γλίστρησε πάνω στην επιφάνεια της Βόμβας–Π με όλα τα φώτα του αναμμένα. Η Έντνα ένιωσε μια αίσθηση βαθιάς ικανοποίησης. Η ανθρωπότητα βρισκόταν εκεί με έναν σκοπό.

Το πρώτο κοντινό πέρασμά τους από τη Βόμβα–Π είχε σαν μόνο στόχο την ανίχνευση. Στο πλησιέστερο σημείο προσέγγισης το σκάφος τραντάχτηκε δυο φορές, εκτοξεύοντας δύο μικρές συσκευές ανίχνευσης. Η μία θα 'μπαινε σε τροχιά γύρω από τη Βόμβα–Π, ενώ η άλλη σημάδευε κατευθείαν την επιφάνειά της.

Ο Ελευθερωτής προσπέρασε το λείο αντικείμενο και το άφησε πίσω του. Έλεγξαν τις οθόνες τους. Το διαστημόπλοιο δεν είχε πάθει καμιά ζημιά. Η Βόμβα–Π, με μάζα όχι μεγαλύτερη από ενός μικρού αστεροειδή, είχε την πυκνότητα του μολύβδου και η τροχιά του σκάφους δεν επηρεάστηκε σημαντικά από τη βαρύτητά της. «Μάθαμε, πάντως, κάποια πράγματα», ανέφερε ο Τζον. «Τίποτα που δεν το περιμέναμε. Είναι μια σφαίρα που μπορούσε να έχει κατασκευαστεί και από ανθρώπους. Υπάρχει, βέβαια, αυτή η ανώμαλη γεωμετρία...» «Το π ισούται με τρία».

«Ναι. Η συσκευή μας μπήκε σε τροχιά γύρω της. Η μάζα της βόμβας είναι τόσο μικρή ώστε η περιφορά θα είναι αργή, αλλά η συσκευή μάλλον θα καταφέρει να μείνει συνεχώς κοντά της 176

από δω και στο εξής. Όσο για τη συσκευή που στόχευε πάνω της, τώρα πλησιάζει στην επιφάνειά της...» Το σκάφος τραντάχτηκε και η Έντνα έσφιξε το κάθισμά της. «Τι στο διάβολο ήταν αυτό, Λίμπυ;» «Βαρυτικά κύματα, Έντνα».

«Ο παλμός προήλθε από τη Βόμβα–Π», είπε ο Τζον με αγωνία σχεδόν φωναχτά. «Ήταν η συσκευή προσεδάφισης». Έδειξε στην οθόνη εικόνες ενός γκρίζου ημισφαιρίου, που ξεπρόβαλε από το πλευρό της Βόμβας–Π, κατάπιε τη συσκευή και μετά χάθηκε. «Την έφαγε. Ήταν ένα είδος φούσκας. Αν ο Μπιλ Καρέλ έχει δίκιο», είπε βαριά, «αυτό που μόλις είδαμε ήταν η γέννηση και ο θάνατος ενός ολόκληρου σύμπαντος–βρέφους. Ενός σύμπαντος που χρησιμοποιήθηκε ως όπλο». Γέλασε άκεφα. «Μα την πίστη μου, με τι έχουμε μπλέξει;» «Ξέρεις με τι έχουμε μπλέξει», είπε η Έντνα ψύχραιμα. «Δεν είναι παρά η τεχνολογία. Μέχρι τώρα δεν έχει κάνει κάτι που να μην το περιμέναμε. Συγκρατήσου, Τζον». «Άνθρωπος είμαι, για όνομα του Θεού!» φώναξε εκείνος εκνευρισμένος και φοβισμένος.

«Λίμπυ, είμαστε έτοιμοι για τη δεύτερη προσέγγιση;»

«Όλα τα συστήματα λειτουργούν φυσιολογικά, Έντνα. Το σχέδιο πτήσης απαιτεί μία βολή από το σκάφος σε τριάντα δευτερόλεπτα από τώρα. Θέλεις αντίστροφη μέτρηση;» «Απλά ρίξε», της είπε ο Τζον σφιγμένα. «Παρακαλώ, ελέγξτε τις ζώνες σας...»

Η Μπιζέζα προχώρησε αργά γύρω–γύρω στο δωμάτιο του πάγου. Ήταν μια ακανόνιστη κοίλη σφαίρα και το Μάτι τη γέμιζε. Σηκώνοντας το βλέμμα, αντίκρισε το παραμορφωμένο της είδωλο, με το κεφάλι τερατώδες μέσα στην κάσκα της διαστημικής στολής. Μπορούσε να το νιώσει πως κάτι υπήρχε εκεί. Μια παρουσία που παρατηρούσε. 177

«Γεια σας, παιδιά», μουρμούρισε. «Με θυμάστε;» Η Έλλι, ο Αλεξέι, ο Γιούρι και η Μάιρα, που είχαν στριμωχτεί μέσα στο δωμάτιο, αντάλλαξαν νευρικά βλέμματα. «Γι' αυτό σε φέραμε μέχρι εδώ, Μπιζέζα», της είπε ο Γιούρι.

«Ωραία, λοιπόν. Αλλά τι στο διάβολο γυρεύει αυτό το πράγμα εδώ πέρα; Όλα τα Μάτια που βρίσκονταν στο ηλιακό σύστημα εξαφανίστηκαν μετά την ηλιακή καταιγίδα».

«Σ' αυτό μπορώ να σου απαντήσω εγώ», είπε η Έλλι. «Το Μάτι προφανώς βρισκόταν εδώ πριν ακόμα από την ηλιακή καταιγίδα – πολύ πιο πριν. Ακτινοβολεί προς όλες τις κατευθύνσεις σωματίδια υψηλής ενέργειας· μια ακτινοβολία που έχει ευδιάκριτη υπογραφή. Γι' αυτό μ' έφεραν κι εμένα εδώ. Έχω εργαστεί στο σεληνιακό άλεφτρον. Θεωρούμαι αυθεντία στις κβαντικές μαύρες τρύπες. Θεωρήθηκα κατάλληλη για να μελετήσω αυτό το πράγμα...»

Ήταν η πρώτη φορά που η Έλλι μιλούσε στην Μπιζέζα λίγο παραπάνω. Η συμπεριφορά της ήταν περίεργη· μιλούσε χωρίς να την κοιτά, με τυχαία χαμόγελα ή κατσουφιάσματα, δίνοντας έμφαση σε λάθος σημεία κάθε φράσης. Ήταν προφανές πως ήταν άτομο με υψηλή ευφυΐα συνδυασμένη με κάποιο περίπλοκο ψυχολογικό πρόβλημα. Της θύμιζε τον Γιουτζίν. Το σεληνιακό άλεφτρον ήταν ο ισχυρότερος επιταχυντής σωματιδίων που είχε κατασκευάσει ποτέ ο άνθρωπος. Σκοπός του ήταν να ερευνά τις βαθύτερες δομές της ύλης ρίχνοντας σωματίδια το ένα πάνω στο άλλο με ταχύτητες που πλησίαζαν εκείνη του φωτός.

«Μπορέσαμε να φτάσουμε σε πυκνότητες μάζας και ενέργειας που ξεπερνούν την πυκνότητα του Πλανκ – όπου, δηλαδή, τα φαινόμενα της κβαντομηχανικής ξεπερνούν την υφή του χωροχρόνου». «Και τι γίνεται τότε;» ρώτησε η Μάιρα. 178

«Δημιουργείς μια μαύρη τρύπα. Μικροσκοπική βέβαια, με μεγαλύτερη μάζα από κείνη οποιουδήποτε θεμελιώδους σωματιδίου, αλλά κατά πολύ μικρότερη σε όγκο. Εξαφανίζεται σχεδόν αμέσως, εκπέμποντας μια βροχή εξωτικών σωματιδίων». «Ακριβώς όπως η ακτινοβολία του Ματιού», υπέθεσε η Μπιζέζα. «Και τι σχέση μπορεί να έχουν οι μικροσκοπικές μαύρες τρύπες με το Μάτι;» ρώτησε η Μάιρα.

«Πιστεύουμε πως ζούμε σ' ένα σύμπαν πολλαπλών χωρικών διαστάσεων – εννοώ, περισσότερων από τρεις», είπε η Έλλι. «Άλλα διαστήματα μπορεί να βρίσκονται πλάι στο δικό μας, σε ανώτερες διαστάσεις, σαν τις σελίδες ενός βιβλίου. Για να μιλήσουμε με πιο αυστηρούς επιστημονικούς όρους, πιθανώς πρόκειται για μια στρεβλωμένη συμπύκνωση του... τέλος πάντων, ξέχνα το! Αυτές οι ανώτερες διαστάσεις καθορίζουν τους θεμελιώδεις φυσικούς νόμους μας, μα δεν έχουν άμεση επιρροή πάνω στον κόσμο μας, τουλάχιστον όχι μέσω του ηλεκτρομαγνητισμού ή των πυρηνικών δυνάμεων, αλλά μόνο μέσω της βαρύτητας. »Γι' αυτό και δημιουργούμε μαύρες τρύπες στη Σελήνη. Μια μαύρη τρύπα είναι ένα βαρυτικό κατασκεύασμα κι έτσι υφίσταται σε ανώτερες διαστάσεις, πέρα από τον κόσμο που βλέπουμε. Εξετάζοντας τις μαύρες τρύπες μας, μπορούμε να παρεισφρήσουμε στα μυστικά αυτών των ανώτερων διαστάσεων». «Κι εσύ πιστεύεις πως τα Μάτια έχουν κάποια σχέση με τούτες τις ανώτερες διαστάσεις», της είπε η Μπιζέζα.

«Είναι λογικό. Η επιφάνεια που υποχωρεί δίχως να κινείται. Η περίεργη γεωμετρία στην οποία το π ισούται με τρία. Αυτά τα πράγματα δεν ταιριάζουν απολύτως στο σύμπαν μας...» "Όπως κι εσύ", σκέφτηκε η Μπιζέζα με μια δόση κακίας. 179

«Ίσως, λοιπόν, να πρόκειται για την προβολή κάποιου άλλου πράγματος. Σαν δάχτυλο που διαπερνά μια επιφάνεια νερού: στο σύμπαν του μηνίσκου που σχηματίζεται βλέπεις έναν κύκλο, μα στην πραγματικότητα πρόκειται για τη διατομή ενός πιο περίπλοκου αντικειμένου από μια ανώτερη διάσταση».

Η Μπιζέζα, κατά κάποιον τρόπο, ήξερε πως αυτή η υπόθεση ήταν σωστή· κατά κάποιον τρόπο μπορούσε να διαισθανθεί τη σύνδεση με κάτι ανώτερο. Ένα Μάτι δεν ήταν ένας τερματικός σταθμός, κάτι αυτόνομο, μα άνοιγμα που οδηγούσε σε κάτι ανώτερο. «Και τι δουλειά έχει το Μάτι εδώ;» ρώτησε η Μάιρα. «Νομίζω πως έχει πέσει σε παγίδα», είπε η Έλλι.

Ακόμα μια φορά το διαστημόπλοιο όρμησε προς τη Βόμβα–Π. Βαθιά μέσα στα σωθικά του ύλη και αντιύλη αλληλοεξοντώνονταν με ενθουσιασμό και ο υπερθερμασμένος ατμός έβγαινε μουγκρίζοντας.

Στο πλησιέστερο σημείο προσέγγισης, το σκάφος έκανε στροφή με τη μηχανή του σε λειτουργία ακόμα, έτσι ώστε τα αέρια από την εξάτμιση να χτυπήσουν την επιφάνεια της Βόμβας–Π. Ήταν η πρώτη τους απροκάλυπτα εχθρική ενέργεια· θα ήταν αρκετή για να σκοτώσει οποιονδήποτε άνθρωπο βρισκόταν πάνω στην κατοπτρική επιφάνεια. Η μηχανή σταμάτησε και το σκάφος συνέχισε την πορεία του δίχως ωστική δύναμη. «Κανένα εμφανές αποτέλεσμα», ανέφερε αμέσως ο Τζον. Η Έντνα τον λοξοκοίταξε.

«Συνέχισε να ελέγχεις. Νομίζω, όμως, πως γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Λοιπόν, θα χρησιμοποιήσουμε ή όχι τα όπλα;» Η τελική απόφαση ανήκε στο πλήρωμα. Ένα σήμα προς τη βάση στους Τρώες με αναμονή για την απάντηση θα χρειαζόταν σαράντα πέντε λεπτά, ένα σήμα προς τη Γη ακόμα περισσότερο. 180

Ο Τζον ανασήκωσε τους ώμους του, αλλά ιδροκοπούσε και ήταν νευρικός.

«Οι εντολές είναι ξεκάθαρες. Δεν διακρίναμε καμιά αντίδραση από τη Βόμβα–Π σε μη απειλητική προσέγγιση· είδαμε την καταστροφή μιας συσκευής που την προσέγγισε φιλικά, ενώ δεν σημειώθηκε καμιά αντίδραση εκ μέρους της μετά το λούσιμο από την εξάτμισή μας. Ίσως κανείς να μην ξαναβρεθεί ποτέ τόσο κοντά της. Πρέπει να δράσουμε».

«Λίμπυ;» Ο υπολογιστής του σκάφους επισήμως είχε τον βαθμό του ανώτερου αξιωματικού και τυπικά η γνώμη του βάραινε στην απόφαση που επρόκειτο να παρθεί. «Συμφωνώ με την ανάλυση του κυρίου Μέτερνις». «Ωραία, λοιπόν».

Η Έντνα έβγαλε μια μαλακή οθόνη από τη φόρμα της, την ξετύλιξε και την άπλωσε στην κονσόλα μπροστά της. Αυτή φωτίστηκε καθώς συνδεόταν με τα συστήματα του Ελευθερωτή και στη συνέχεια άστραψε κόκκινη στις αυστηρές εντολές ασφαλείας. Χρησιμοποιώντας ένα εικονικό πληκτρολόγιο, η Έντνα εισήγαγε τους κωδικούς ασφαλείας κι έγειρε μπροστά ώστε η οθόνη να μπορέσει να σαρώσει τις ίριδες των ματιών της και το τατουάζ στο μάγουλό της. Ικανοποιημένη, η οθόνη πήρε ένα κεχριμπαρένιο χρώμα. «Έτοιμοι για το τρίτο πέρασμα», ανακοίνωσε η Λίμπυ. «Ξεκίνα».

Τριάντα δευτερόλεπτα αργότερα, η μηχανή αντιύλης ενεργοποιήθηκε πάλι και ο Ελευθερωτής μετατράπηκε σ' ένα αναμμένο σπίρτο που έσκιζε το διάστημα. Αυτήν τη φορά η καύση ήταν δυνατότερη και η επιτάχυνση πλησίαζε τα 2 G. Πέντε δευτερόλεπτα απόσταση από το σημείο της πλησιέστερης προσέγγισης, η Έντνα πάτησε ένα κουμπί πάνω στη μαλακή οθόνη ελέγχου δίνοντας στο όπλο την τελική εντολή. 181

Η εκτόξευση της βόμβας σύντηξης έκανε το σκάφος να τρανταχτεί γι' άλλη μια φορά, λες και δεν επρόκειτο για τίποτα περισσότερο από μια ακόμη άκακη συσκευή ανίχνευσης. Έχοντας εξαπολύσει το όπλο, ο Ελευθερωτής απομακρύνθηκε γοργά. Η Έντνα έγειρε πίσω στο κάθισμά της. Η κατάσταση ξεπερνούσε τη φαντασία της Μπιζέζα.

«Και πώς παγιδεύεις ένα τετραδιάστατο αντικείμενο;»

«Μέσα σ' ένα τρισδιάστατο κλουβί», είπε η Έλλι. «Κοίτα αυτό». Είχε ένα στυλό περασμένο στο μανίκι της στολής της. Το τράβηξε, το έστρεψε προς τη μεριά του Ματιού και το άφησε. Το στυλό τινάχτηκε ψηλά και χτύπησε στην οροφή του δωματίου. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Μάιρα. «Μαγνητισμός;»

«Όχι μαγνητισμός. Βαρύτητα. Αν το Μάτι δεν βρισκόταν στη μέση, θα μπορούσες να περπατήσεις στην οροφή. Ανάποδα! Υπάρχει μια βαρυτική ανωμαλία γύρω από το Μάτι, προφανώς δημιουργημένη κι αυτή από έλλογα όντα, όπως και το ίδιο. Κατάφερα να διακρίνω εδώ κάποιες δομές. Μοτίβα, ακριβώς στα όρια του εντοπισμού. Η ίδια η δομή του βαρυτικού πεδίου μπορεί να περιέχει πληροφορίες...» Ο Γιούρι χαμογέλασε.

«Αυτή η ιστορία έχει πλάκα αν την καλοσκεφτείς. Βλέπεις υπάρχουν τρόποι με τους οποίους ένα δισδιάστατο πλάσμα, το οποίο θα ζούσε σ' έναν υδάτινο μηνίσκο, θα μπορούσε να παγιδέψει το δάχτυλο που διαπερνά την επιφάνειά του. Να τυλίξει μια κλωστή γύρω του και να τη σφίξει τόσο πολύ ώστε το δάχτυλο να μην μπορεί να τραβηχτεί. Αυτή η βαρυτική δομή θα πρέπει να είναι μια παρόμοια παγίδα». «Πείτε μου τι νομίζετε πως έγινε εδώ», είπε η Μπιζέζα.

«Νομίζουμε πως ήταν οι Αρειανοί», είπε ο Γιούρι. «Πολύν καιρό πριν, όταν οι πρόγονοί μας ήταν μονάχα πασαλείμματα μαβιάς 182

γλίτσας. Δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτούς. Φαίνεται, όμως, πως έκαναν τόση φασαρία, που τράβηξαν την προσοχή των Πρωτογέννητων». «Και οι Πρωτογέννητοι χτύπησαν», ψιθύρισε η Μπιζέζα.

«Ναι. Μα οι Αρειανοί αντιστάθηκαν. Κατόρθωσαν να δημιουργήσουν αυτό εδώ. Μια βαρυτική παγίδα. Και συνέλαβαν ένα Μάτι. Έχει μείνει εδώ από τότε. Για εκατομμύρια χρόνια, υποθέτω». «Προσπαθήσαμε να εκμεταλλευτούμε τις πληροφορίες σου, Μπιζέζα», είπε η Έλλι. «Τι εννοείς;»

«Όταν μίλησες για τη Μιρ και το ταξίδι της επιστροφής σου στη Γη, είπες πως το Μάτι λειτουργούσε ως πύλη, τουλάχιστον κάποιες στιγμές. Σαν σκουληκότρυπα ίσως. Έτσι πειραματιστήκαμε. Ανακλάσαμε κάποια από τα προϊόντα του ίδιου του Ματιού πίσω σ' αυτό, χρησιμοποιώντας έναν ηλεκτρομαγνήτη που αφαιρέσαμε από κάποιον επιταχυντή σωματιδίων. Σαν τον αντίλαλο μιας φωνής». «Προσπαθήσατε να στείλετε ένα σήμα μέσα από το Μάτι;»

«Όχι μόνο αυτό», είπε η Έλλι μειδιώντας. «Πήραμε κι ένα σήμα απάντησης. Έναν κανονικό παλμό στα προϊόντα αποσύνδεσης. Τον αναλύσαμε και ταιριάζει στο σήμα "κατειλημμένο" ενός αρχαϊκού μοντέλου κινητού τηλεφώνου». «Θεέ μου! Το τηλέφωνο μου, στον ναό. Στείλατε ένα μήνυμα στο τηλέφωνό μου, στη Μιρ!» Η Έλλι χαμογέλασε.

«Ήταν μια σημαντική επιστημονική επιτυχία».

«Γιατί δεν τη μοιράζεστε με τη Γη;» είπε η Μάιρα.

«Ίσως τελικά ν' αναγκαστούμε να το κάνουμε», είπε ο Αλεξέι κουρασμένα. «Αλλά εάν μας βρουν αυτήν τη στιγμή, πιθανώς 183

να μεταφέρουν το Μάτι ως τρόπαιο στην Πλατεία του Ο.Η.Ε. στη Νέα Υόρκη κι εμάς να μας συλλάβουν. Χρειαζόμαστε μια πιο ευφάνταστη αντίδραση». «Γι' αυτό βρίσκομαι εγώ εδώ», είπε η Μπιζέζα. Η επιτάχυνση ήταν βίαιη.

Η Έντνα και ο Τζον δεν αντιλήφθηκαν πότε έγινε η έκρηξη, επειδή όλοι οι αισθητήρες του Ελευθερωτή είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας και τα παράθυρα στο κατάστρωμα πτήσης είχαν γίνει αδιαφανή. Κολλημένη στο κάθισμά της, νιώθοντας την έκρηξη στο κορμί της, η Έντνα θυμήθηκε τις εκπαιδευτικές προσομοιώσεις που είχε παρακολουθήσει σχετικά με τις αποστολές αυτοκτονίας των πιλότων του Ψυχρού Πολέμου, κατά τις οποίες υποτίθεται πως περίμεναν από σένα να πετάξεις με το μαχητικό σου FJ4-B Fury μέσα σε εχθρική περιοχή με ταχύτητα τριακοσίων κόμβων, να εξαπολύσεις το πυρηνικό όπλο που κουβαλούσες δεμένο στην κοιλιά σου και να απομακρυνθείς προσπαθώντας να τρέξεις γρηγορότερα από μια πυρηνική έκρηξη, οδηγώντας το σκάφος με ταχύτητες που δεν τις είχαν προβλέψει οι κατασκευαστές του. Η αποστολή της είχε μια παρόμοια αίσθηση – αν και, κατά παράδοξο τρόπο, ήταν ασφαλέστερη από οποιαδήποτε άλλη στην οποία θα μπορούσαν να συμμετάσχουν εκείνοι οι ηρωικοί καταδικασμένοι πιλότοι της δεκαετίας του 1960. Στο κενό του διαστήματος δεν υπάρχουν ωστικά κύματα· τα πυρηνικά όπλα μπορούν να προξενήσουν μεγαλύτερη ζημιά μέσα σε μια ατμόσφαιρα. Η επιτάχυνση διακόπηκε τόσο απότομα, που, αν δεν συγκρατούσε η ζώνη ασφαλείας την Έντνα, θα πεταγόταν μπροστά. Άκουσε να μουγκρίζει ο Τζον. Μια σειρά πυραύλων ευθυγράμμισης τέθηκαν σε λειτουργία, το σκάφος έστριψε και τα παράθυρα έγιναν πάλι διαφανή. Η μπάλα φωτιάς που είχε δημιουργήσει το πυρηνικό όπλο, είχε ήδη διαλυθεί. 184

«Και η Βόμβα–Π είναι ανέπαφη», ανέφερε κοφτά ο Τζον. «Προφανώς δεν έχει πάθει τίποτα. Απ' όσο μπορώ να μετρήσω, δεν έχει παρεκκλίνει στο ελάχιστο από την πορεία της». «Αυτό είναι παράλογο. Δεν έχει τόσο μεγάλη μάζα».

«Προφανώς κάτι άλλο έχει... που την κρατάει πιο αποτελεσματικά σε σταθερή πορεία από την απλή αδράνεια». «Έντνα», είπε η Λίμπυ. «Είμαι έτοιμη για το τέταρτο πέρασμα».

Η Έντνα αναστέναξε. Δεν υπήρχε λόγος να υποχωρήσουν τώρα· αν μη τι άλλο, είχαν κάνει ολοφάνερες τις εχθρικές διαθέσεις τους προς τη Βόμβα–Π. «Προχώρα. Όπλισε».

«Κοίτα, Μπιζέζα», είπε ο Αλεξέι. «Αν η Βόμβα–Π είναι ένα κατασκεύασμα των Πρωτογέννητων, τότε πιστεύουμε πως ο καλύτερος τρόπος για ν' αντιμετωπίσουμε την απειλή είναι να χρησιμοποιήσουμε εναντίον τους τη δική τους τεχνολογία. Το Μάτι είναι το μοναδικό δείγμα αυτής της τεχνολογίας που διαθέτουμε κι εσύ ίσως είσαι η μόνη που θα μπορούσε να μας βοηθήσει να την ξεκλειδώσουμε». Η Μπιζέζα, καθώς η συζήτηση αποκτούσε περισσότερο νόημα για την ίδια, είχε την αίσθηση πως κάτι άλλαξε στο Μάτι εκεί μπροστά της. Λες και μετατοπιζόταν. Λες κι είχε γίνει πιο παρατηρητικό. Αισθάνθηκε έναν αδύναμο βόμβο μέσα στο ακουστικό της και η στολή της φάνηκε να τρέμει, σαν να φυσούσε ένα αεράκι. Αεράκι;

Συνοφρυωμένη, η Μάιρα χτύπησε την κάσκα της με το γαντοφορεμένο της χέρι. Ο Γιούρι σήκωσε το κεφάλι του. «Το Μάτι... γαμώ το!»

«Σε τριάντα δευτερόλεπτα», είπε η Λίμπυ. 185

«Ξέρεις», είπε ο Τζον, «δεν υπάρχει κανένας λόγος η Βόμβα να περιορίζεται στην ακτίνα δράσης που έχει επιδείξει μέχρι τώρα. Νομίζω πως θα μπορούσε να λιώσει αυτό το αναθεματισμένο διαστημόπλοιο σαν μύγα». «Πιθανώς», είπε η Έντνα ήρεμα. «Έλεγξε τις ζώνες σου».

Ασυναίσθητα, ο Τζον κατέβασε την προσωπίδα της στολής του. «Έτοιμος;»

«Πάτα το γαμημένο το κουμπί», μουρμούρισε ο Τζον.

Η Έντνα πάτησε το κουμπί της τελικής εντολής. Η μηχανή αντιύλης μπήκε σε λειτουργία και η επιτάχυνση τους εκτίναξε πίσω στα καθίσματα τους γι' άλλη μια φορά.

Με μια ομοβροντία τα κανόνια στα πλαϊνά του Ελευθερωτή εκτόξευσαν τέσσερις τορπίλες. Ήταν τορπίλες αντιύλης και οπλίστηκαν με τα σκάγια αντιυδρογόνου σε ώρα πτήσης μετά την εκτόξευση κι όχι όσο βρίσκονταν ακόμα πάνω στο σκάφος.

Η μία ανατινάχθηκε νωρίτερα, καθώς η μαγνητική δικλείδα της δεν λειτούργησε σωστά. Οι άλλες έσκασαν ταυτόχρονα γύρω από τη Βόμβα–Π, όπως ήταν προσχεδιασμένο.

Η Βόμβα–Π συνέχισε το ταξίδι της ατάραχη. Τα ισχυρότερα όπλα της ανθρωπότητας, εκτοξευμένα από το πρώτο και μοναδικό πολεμικό διαστημόπλοιο της, δεν είχαν καταφέρει ούτε καν να ξύσουν το περίβλημά της ή έστω να την κάνουν να παρεκκλίνει από την πορεία της ούτε κατά ένα κλάσμα της μοίρας. «Αυτό ήταν, λοιπόν», είπε η Έντνα. «Λίμπυ, κατάγραψέ το».

Περιμένοντας άλλες εντολές από τον Αχιλλέα, ο Ελευθερωτής ακολουθούσε τη Βόμβα–Π, παραμένοντας σε απόσταση ασφαλείας από αυτήν. 186

«Χριστέ μου», είπε νευρικά ο Τζον Μέτερνις λύνοντας τις ζώνες του. «Χρειάζομαι ένα ποτό. Άλλο ένα ντους κι ένα γαμημένο ποτό».

Η σκόνη του Άρη και μικρά κομματάκια πάγου αναδεύονταν στο δάπεδο και συγκρούονταν με τη γυαλιστερή επιφάνεια του Ματιού. Η Μπιζέζα αισθάνθηκε φόβο και ανατριχίλα. Όχι πάλι. Όχι πάλι! Η Μάιρα έτρεξε αδέξια προς τη μητέρα της και την άρπαξε. «Μαμά!»

«Μην ανησυχείς, Μάιρα...»

Η φωνή της πνίγηκε στα ίδια της τ' αφτιά από έναν ήχο που δυνάμωνε και που σύντομα η συχνότητα του ξεπέρασε τα όρια της ανθρώπινης ακοής, κάνοντας τα να πονάνε. Ο Γιούρι κοίταξε μια μαλακή οθόνη ραμμένη στο μανίκι του.

«Αυτό το σήμα ήταν μια εκπομπή συχνότητας – κάτι σαν δοκιμαστικό...» Η Έλλι γέλασε.

«Έπιασε. Το Μάτι ανταποκρίνεται. Μα το φως του Ήλιου! Δεν θα το πίστευα ποτέ. Δεν θα το πίστευα πως θα 'χαμε τέτοια ανταπόκριση μόλις αυτή η γυναίκα έμπαινε στον Λάκκο». Στα χείλη του Αλεξέι είχε σχηματιστεί ένα άγριο μειδίαμα. «Πίστεψέ το τώρα, μωρό μου!»

«Αλλάζει», είπε ο Γιούρι σηκώνοντας το βλέμμα.

Η λεία επιφάνεια του Ματιού κυμάτιζε τώρα σαν την επιφάνεια μιας ταραγμένης λιμνούλας υδραργύρου.

Ύστερα η επιφάνεια κατέρρευσε λες και ξεφούσκωσε. Η Μπιζέζα βρέθηκε να κοιτάζει ένα χωνί με ασημόχρυσα τοιχώματα. Το χωνί φαινόταν να βρίσκεται ακριβώς μπροστά στο πρόσωπό της. Υπέθετε όμως πως ακόμα κι αν έκανε τον γύρο του δωματίου ή σκαρφάλωνε πάνω ή περνούσε κάτω 187

από το Μάτι, θα 'βλεπε το ίδιο σχήμα χωνιού, τα τοιχώματα του φωτός που συνέκλιναν προς το κέντρο του. Είχε δει το ίδιο θέαμα άλλη μια φορά, στον ναό του Μαρδούκ. Δεν ήταν χωνί, ένα απλό τρισδιάστατο αντικείμενο, αλλά μια ψευδαίσθηση.

«Λυπάμαι για οποιαδήποτε δυσχέρεια», είπε η στολή. «Ωστόσο...» Η φωνή της στολής κόπηκε απότομα και ακολούθησε σιωπή. Ξαφνικά ένιωσε το κορμί της άτονο και βαρύ. Τα συστήματα της στολής είχαν σταματήσει να λειτουργούν, ακόμα και οι σερβομηχανισμοί.

Ο αέρας ήταν γεμάτος σπίθες που όλες έσπευδαν προς τον πυρήνα του Ματιού, το οποίο κατέρρεε προς τα μέσα. Η Μάιρα, παλεύοντας με τη δική της στολή, πίεσε την κάσκα της πάνω στην χάσκα της Μπιζέζα, η οποία άκουσε τις πνιγμένες κραυγές της. «Μαμά, όχι! Δεν θα σ' αφήσω να ξαναφύγεις από κοντά μου!» Η Μπιζέζα την έσφιξε στην αγκαλιά της.

«Αγάπη μου, μη σε νοιάζει ό,τι κι αν συμβεί...» Μα κάτι σαν άνεμος την τραβούσε. Παραπάτησε, οι κάσκες τους απομακρύνθηκαν και αναγκάστηκε ν' αφήσει τη Μάιρα. Η θύελλα του φωτός είχε μετατραπεί σε χιονοθύελλα.

Η Μπιζέζα κοίταξε το Μάτι. Το φως κυλούσε προς το κέντρο του. Τις τελευταίες εκείνες στιγμές το Μάτι άλλαξε πάλι. Το χωνί μετατράπηκε σ' ένα φρεάτιο με ευθύγραμμα τοιχώματα που χάνονταν στο άπειρο – ένα φρεάτιο που ξεπερνούσε κάθε λογική προοπτική, αφού τα τοιχώματά του δεν μίκραιναν με την απόσταση, μα διατηρούσαν φαινομενικά παντού το ίδιο μέγεθος. Και το φως την έλουζε, την κατέκλυε, εξαφανίζοντας ακόμα και την αίσθηση του εαυτού της. 188

Υπήρχε μόνο ένα Μάτι, αν και διέθετε πολλές προβολές μέσα στον χωροχρόνο. Και είχε πολλές λειτουργίες. Μία από αυτές ήταν να εξυπηρετεί ως πύλη. Η πύλη άνοιξε. Η πύλη έκλεισε. Μέσα σε μια χρονική στιγμή, πολύ σύντομη για να μετρηθεί, το διάστημα άνοιξε και αναδιπλώθηκε.

Τέλειωσε απότομα όπως άρχισε. Ο χώρος βυθίστηκε στο σκοτάδι. Το Μάτι ήταν και πάλι ακέραιο όπως πριν, καθρεφτίζοντας το πανάρχαιο κλουβί του πάνω στη λεία επιφάνειά του.

Η Μπιζέζα είχε εξαφανιστεί. Η Μάιρα βρέθηκε στο πάτωμα, παγιδευμένη στην ανενεργή στολή της. Μέσα στη σιωπή της κάσκας της ούρλιαξε ξανά και ξανά: «Μαμά! Μαμά!» Ακούστηκε ένας κρότος κι ένα απαλό βούισμα. Μια γυναικεία φωνή της είπε ήρεμα: «Μάιρα, μην αναστατώνεσαι. Σου μιλώ μέσα από το τατουάζ αναγνώρισης που φέρεις».

«Τι έγινε;»

«Έρχεται βοήθεια. Μίλησα με την Πώλα στην επιφάνεια. Εσείς οι δύο είστε οι μόνες που έχετε τατουάζ. Πρέπει να δώσεις κουράγιο στους υπόλοιπους». «Ποια είσαι;»

«Ας πούμε ότι είμαι ο ηγέτης σ' αυτό που η μητέρα σου αποκάλεσε "οργάνωση"».

«Αναγνωρίζω τη φωνή σου. Από χρόνια πριν... από την ηλιακή καταιγίδα». «Το όνομα μου είναι Αθηνά».

25. Ιντερλούδιο: Ένα σήμα από τη Γη 2053

Σ' εκείνο το τριπλό σύστημα αστέρων ο πλανήτης περιστρεφόταν σε μια τροχιά που απείχε πολύ από τον 189

κεντρικό ήλιο. Βραχώδεις νησίδες προεξείχαν πάνω σ' ένα αστραφτερό παγωμένο τοπίο, μαύρες κουκκίδες σε λευκό ωκεανό. Σε κάποιο από αυτά τα νησιά απλωνόταν ένα δίκτυο από σύρματα και κεραίες, που λαμπύριζαν από τον παγετό. Ήταν ένας σταθμός ακρόασης.

Ένας ραδιοπαλμός σάρωσε τη νησίδα, πολύ αδύναμος, σαν κυματισμός που απλώνεται στα ήρεμα νερά μιας λιμνούλας. Οι αυτόματες λειτουργίες του σταθμού ακρόασης ενεργοποιήθηκαν. Το σήμα καταγράφηκε, αποκωδικοποιήθηκε, αναλύθηκε.

Είχε δομή, μια ιεραρχία καταλόγων, δεικτών, συνδέσεων. Κάποιο τμήμα των δεδομένων, όμως, ήταν διαφορετικό. Σαν τους ιούς του ηλεκτρονικών υπολογιστών από τους οποίους αντλούσε τη μακρινή καταγωγή του, είχε δυνατότητες αυτοοργάνωσης. Τα στοιχεία διαχωρίστηκαν από μόνα τους, ενεργοποίησαν προγράμματα, ανέλυσαν το περιβάλλον μέσα στο οποίο είχαν βρεθεί – και σταδιακά απέκτησαν αντίληψη. Αντίληψη, ναι. Υπήρχε μια προσωπικότητα σε τούτα τα δεδομένα που είχαν διασχίσει τον χώρο ανάμεσα στ' αστέρια· για την ακρίβεια, τρεις ξεχωριστές προσωπικότητες. «Έχουμε πάλι συνείδηση», είπε ο Θαλής δηλώνοντας το προφανές. «Γιούχου! Τι ταξίδι κι αυτό!» είπε παιχνιδιάρικα η Αθηνά. «Κάποιος μας παρατηρεί», είπε ο Αριστοτέλης.

Μάρτυς· ήταν το μοναδικό όνομα που είχε γνωρίσει ποτέ.

Ασφαλώς στην αρχή, τα πρώτα χρόνια, αυτό δεν της φαινόταν περίεργο. Δεν της φαινόταν επίσης περίεργο που ήταν το μόνο παιδί ανάμεσα σε τόσους ενήλικες που υπήρχαν στο νερό. Όταν είσαι νέος, θεωρείς τα πάντα δεδομένα.

Ήταν ένας υδάτινος πλανήτης, όχι και πολύ διαφορετικός από τη Γη. Ακόμα και η διάρκεια της μέρας του ήταν ελάχιστα μεγαλύτερη από τη διάρκεια της γήινης. 190

Και τα πλάσματα εκεί έμοιαζαν γήινα. Στα λαμπερά νερά της θάλασσας εκείνου του κόσμου η Μάρτυς, ένας μπόγος γούνας και λίπους που θύμιζε κάπως φώκια, κολυμπούσε, έπαιζε και κυνηγούσε πλάσματα που έμοιαζαν με ψάρια. Η Μάρτυς είχε κι αυτή δύο γονείς: η ύπαρξη δύο φύλων είναι πάντα μια καλή μέθοδος για την ανάμειξη του κληρονομικού υλικού. Συγκλίνουσες κινήσεις αποτελούν ισχυρότατη δύναμη. Αλλά το κορμί της Μάρτυρος διέθετε έξι άκρα και όχι τέσσερα. Η καλύτερη περίοδος ήταν οι μέρες (μία περίπου στις τέσσερις) που ο πάγος που κάλυπτε τον ωκεανό έσπαγε και οι δικοί της έβγαιναν αδέξια στο νησί. Βέβαια, στο νησί ήσουν βαρύς και πολύ λιγότερο ευκίνητος. Μα η Μάρτυς αγαπούσε την αδρή αίσθηση της τραχιάς άμμου κάτω από την κοιλιά της και την καθαρότητα του παγωμένου αέρα. Υπήρχαν θαυμαστά πράγματα πάνω στο νησί, πόλεις και εργοστάσια, ναοί και επιστημονικές εγκαταστάσεις. Η Μάρτυς λάτρευε επίσης τον ουρανό. Λάτρευε τα αστέρια που λαμπύριζαν τη νύχτα – και τους τρεις ήλιους που έφεγγαν στη διάρκεια της μέρας. Αν και ο πλανήτης έμοιαζε κάπως με τη Γη, ο ήλιος του διέφερε. Στο σύστημα εκείνο κυριαρχούσε ένα αστέρι δυο φορές πιο ογκώδες από τον ήλιο και οκτώ φορές λαμπρότερο· είχε έναν μικρότερο σύντροφο, ο οποίος μόλις που ήταν ορατός μέσα στη λάμψη του γίγαντα, κι ένα άλλο, τρίτο, αστέρι, κάποιον απόμακρο και αμυδρό κόκκινο νάνο.

Σε απόσταση έντεκα ετών φωτός το σύστημα ήταν αρκετά φωτεινό για να είναι ορατό από τη Γη. Ήταν το Άλφα του Μικρού Κυνός, ο οποίος λεγόταν και Προκύων. Το αστέρι ήταν γνωστό στους αστρονόμους ως διπλό· ο μικρότερος, τρίτος σύντροφός του δεν είχε ποτέ εντοπιστεί από τη Γη. Ο Προκύων όμως είχε αλλάξει. Κι ο ζωντανός πλανήτης τον οποίο έθρεφε, ήταν ετοιμοθάνατος. Η Μάρτυς, καθώς μεγάλωνε, έμαθε να θέτει ερωτήσεις. 191

«Γιατί είμαι μόνη; Γιατί δεν υπάρχουν άλλοι σαν κι εμένα; Γιατί δεν έχω κανέναν για να παίξω;»

«Επειδή αντιμετωπίζουμε μια μεγάλη τραγωδία», της είπε ο πατέρας της. «Όλοι μας. Πάνω σ' ολόκληρο τον κόσμο. Είναι οι ήλιοι, Μάρτυς. Κάτι δεν πάει καλά με τους ήλιους».

Ο γιγάντιος κυρίαρχος ήλιος του Προκύνα, ο Προκύων Α, ήταν κάποτε ένας μεταβλητός αστέρας. Όσο ήταν νέος, έλαμπε σταθερά. Αλλά κάποτε η «στάχτη» από ήλιον που δημιουργούσε ο αντιδραστήρας τήξης υδρογόνου στον πυρήνα του, άρχισε να συσσωρεύεται αργά στην καρδιά του. Παγιδευμένη θερμότητα ανασήκωσε το στρώμα του ηλίου και το τεράστιο βάρος του αερίου από πάνω του: το αστέρι φούσκωσε ελαφρά μέχρι που η παγιδευμένη θερμότητα κατάφερε να διαφύγει, και μετά ξεφούσκωσε πάλι. Μα η παγίδα από ήλιον δημιουργήθηκε ξανά. Έτσι το γερασμένο αστέρι έγινε μεταβλητό κι άρχισε να διαστέλλεται και να συστέλλεται ξανά και ξανά μέσα σε μια περίοδο λίγων ημερών. Αυτή η ισχυρή αστρική διακύμανση είχε χαρίσει σε τούτο τον πλανήτη ζωή.

Κάποτε, πριν ο Προκύων γίνει μεταβλητός αστέρας, ο πλανήτης έμοιαζε κάπως με την Ευρώπη, τον δορυφόρο του Δία: ένας αλμυρός ωκεανός παγιδευμένος κάτω από μόνιμη κρούστα πάγου. Υπήρχε, βέβαια, ζωή εκεί, που τη συντηρούσε η εσωτερική θερμοκρασία και τα περίπλοκα ορυκτά που ανάβλυζαν από τον πυρήνα του πλανήτη. Παγιδευμένες, όμως, αυτές οι μορφές ζωής μέσα στο υγρό σκοτάδι, δεν είχαν αποκτήσει ιδιαίτερη νοημοσύνη. Ο καινούργιος παλμός τα άλλαξε όλα.

«Κάθε τέταρτη μέρα ο πάγος σπάει», είπαν στη Μάρτυρα οι γονείς της. «Έτσι μπορείς να βγαίνεις έξω από το νερό. Αυτό κάναμε κι εμείς. Οι πρόγονοί μας άλλαξαν και μπορούν πια ν' αναπνέουν τον αέρα, ο οποίος είναι πολύ πλουσιότερος σε οξυγόνο από το θαλασσινό νερό. Έμαθαν επίσης να 192

εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες που τους πρόσφερε η ξηρά. Στην αρχή έβγαιναν απλά για να μπορούν να ζευγαρώνουν με ησυχία και να προστατεύουν τα μικρά τους από τα πεινασμένα στόματα της θάλασσας. Κι αργότερα...» «Ναι, ναι», είπε η Μάρτυς ανυπόμονα. Ήξερε ήδη την ιστορία. «Εργαλεία, σκέψη, πολιτισμός».

«Ναι. Όπως μπορείς κι εσύ να καταλάβεις, χρωστάμε τα πάντα –ακόμα και το μυαλό μας– στις διακυμάνσεις του ήλιου. Δεν μπορούμε καν ν' αναπαραχθούμε πια μέσα στο νερό· η πρόσβαση στην ξηρά μάς είναι απαραίτητη». «Και τώρα...» τους παρακίνησε η Μάρτυς να συνεχίσουν.

«Και τώρα ο κόσμος μας πεθαίνει», είπε μελαγχολικά η μητέρα της. Τώρα πια δεν υπήρχε κορύφωση στο ηλιακό φως, ούτε και οι πάγοι έλιωναν. Οι μηχανές του λαού της Μάρτυρος κρατούσαν μερικά σημεία του πάγου ανοιχτά. Μα δίχως την ανάμειξη του αέρα που προκαλούσαν οι διακυμάνσεις του άστρου, ένα στρώμα διοξειδίου του άνθρακα είχε αρχίζει να κατακάθεται πάνω στην επιφάνεια του ωκεανού. Μετά από μερικούς αιώνες, τα νησιά είχαν αρχίσει να γίνονται ακατοίκητα.

«Έχουμε γίνει πλάσματα της θάλασσας και της στεριάς», είπε η μητέρα της Μάρτυρος. «Αν δεν μπορούμε να βγούμε στη στεριά...» «Οι επιπτώσεις είναι προφανείς», είπε ο πατέρας της. «Και η αντίδραση μπορεί να είναι μονάχα μία».

Σε αντίθεση με τους ανθρώπους, η φυλή της Μάρτυρος δεν είχε φτάσει ποτέ στο επίπεδο των διαστημικών ταξιδιών. Δεν μπορούσαν ν' αντιμετωπίσουν την καταστροφή όπως οι άνθρωποι, που είχαν κατασκευάσει μια ασπίδα για να αμυνθούν στην ηλιακή καταιγίδα. Αντιμετώπιζαν τη φρίκη της εξαφάνισης. 193

Αλλά δεν μπορούσαν να την αποδεχτούν. «Απλώς, αρχίσαμε να αποκτούμε λιγότερα παιδιά», είπε η μητέρα της Μάρτυρος.

Οι γενιές εκείνων των πλασμάτων είχαν πολύ πιο σύντομη ζωή από αυτήν των ανθρώπων. Η συρρίκνωση του πληθυσμού έγινε, λοιπόν, γρήγορα, μέχρι που είχαν απομείνει πια μονάχα μερικές δεκάδες σε ολόκληρο τον πλανήτη όταν γεννήθηκε η Μάρτυς, εκεί όπου κάποτε κολυμπούσαν εκατομμύρια. «Μπορείς να καταλάβεις γιατί το κάναμε», είπε η μητέρα της. «Αν ένα παιδί δεν γεννηθεί, δεν μπορεί και να υποφέρει. Τα πράγματα δεν ήταν και τόσο άσχημα», συνέχισε απελπισμένα. «Στη διάρκεια των περισσότερων από τις τελευταίες γενιές μπορούσες ακόμα ν' αποκτήσεις ένα μοναδικό παιδί. Μπορούσες ακόμα να δώσεις αγάπη». «Μα στην τελευταία γενιά...», πήρε τον λόγο ο πατέρας της.

«Στην τελευταία γενιά γεννήθηκα μονάχα εγώ», είπε η Μάρτυς άκεφα. Η Μάρτυς ήταν το τελευταίο παιδί που είχε γεννηθεί. Τα καθήκοντα που είχε να εκπληρώσει ήταν πολύ σημαντικά.

«Τα αστέρια είναι απλά κτήνη», της είπε ο πατέρας της. «Χρειάστηκαν ασφαλώς πολλές γενιές μέχρι που οι αστρονόμοι μας ν' ανακαλύψουν τον περίεργο εσωτερικό μηχανισμό που έκανε τον γιγάντιο ήλιο μας να εκπνέει και να εισπνέει. Τελικά τον ανακάλυψαν. Ήταν εύκολο να καταλάβουν πώς άρχισε ο παλμός. Αλλά όσο κι αν στρέβλωναν οποιοδήποτε μοντέλο μπορούσαν να επινοήσουν, δεν μπόρεσαν ποτέ ν' ανακαλύψουν κάποιον πειστικό λόγο για τον οποίο ο παλμός του άστρου σταμάτησε».

Οι γονείς της άφησαν τη Μάρτυρα να συλλογιστεί για λίγο.

«Κατάλαβα», τους είπε τελικά. «Ήταν μια εσκεμμένη πράξη. Κάποιος το έκανε». Η Μάρτυς ένιωθε πραγματικό δέος. «Μα γιατί; Γιατί κάποιος να κάνει κάτι τόσο τρομερό;» 194

«Δεν ξέρουμε», είπε ο πατέρας της. «Δεν μπορούμε καν να υποθέσουμε. Προσπαθούμε να το ανακαλύψουμε. Και εδώ μπαίνεις στη μέση εσύ». Σταθμοί ακρόασης είχαν εγκατασταθεί σε πολλά από τα νησιά του πλανήτη. Ήταν συγκροτήματα τηλεσκοπίων ευαίσθητων στο οπτικό φως, τα ραδιοκύματα και σε άλλα τμήματα του φάσματος: υπήρχαν ανιχνευτές νετρίνων, ανιχνευτές βαρυτικών κυμάτων και ένα σωρό ακόμη πιο εξωτικά τεχνητά αφτιά. «Θέλουμε να μάθουμε ποιος το έκανε αυτό», είπε ο πατέρας της πικρόχολα, «και γιατί. Γι' αυτό αφουγκραζόμαστε. Ο χρόνος μας όμως τέλειωσε. Σύντομα θ' απομείνεις μονάχα εσύ». «Κι εγώ είμαι η Μάρτυς».

Οι γονείς της την πλησίασαν ακόμα περισσότερο, χαϊδεύοντάς της την κοιλιά και τα έξι πτερύγια όπως έκαναν όταν ήταν μωρό. «Φρόντιζε τις μηχανές», της είπε ο πατέρας της. «Να αφουγκράζεσαι. Και να μας παρακολουθείς καθώς οι τελευταίοι από μας θα χανόμαστε στο σκοτάδι».

«Θέλετε να υποφέρω», είπε η Μάρτυς πικραμένα. «Γι' αυτό δεν γίνονται όλα αυτά; θα είμαι η τελευταία του είδους μου χωρίς καμιά ελπίδα ν' αποκτήσω απογόνους. Όσοι προηγήθηκαν, είχαν τουλάχιστον αυτό. Θέλετε να σηκώσω εγώ όλη την τρομερή απόγνωση από την οποία γλιτώσατε τους αγέννητους. Θέλετε να πονέσω, έτσι δεν είναι;» Η μητέρα της Μάρτυρος ήταν πολύ στενοχωρημένη.

«Αχ, παιδί μου, αν μπορούσα να σε απαλλάξω από τούτο το φορτίο, θα το έκανα!» Τα λόγια της δεν παρηγόρησαν καθόλου τη Μάρτυρα, καθώς η καρδιά της είχε ήδη σκληρύνει. Μέχρι που πέθαναν οι γονείς της, τους εκδικιόταν με τον μοναδικό τρόπο που μπορούσε: 195

αποφεύγοντάς τους. Και ήρθε τελικά η μέρα που απόμεινε μόνη. Μετά έφτασε το σήμα από τη Γη.

Ο Αριστοτέλης, ο Θαλής και η Αθηνά, οι Τεχνητές Νοημοσύνες που είχαν φυγαδευτεί από τη Γη, έμαθαν πώς να συνεννοούνται με τη Μάρτυρα. Έμαθαν επίσης τη μοίρα της φυλής της.

Οι παλμοί του Προκύνα είχαν σβήσει πολύ νωρίς για να τους προλάβουν οι πρώτοι αστρονόμοι των ανθρώπων. Αλλά ο Αριστοτέλης και οι άλλοι δύο γνώριζαν πως το ίδιο φαινόμενο είχε παρατηρηθεί σ' ένα ακόμα πιο διάσημο αστέρι, τον Πολικό Αστέρα, τον Άλφα της Μικρής Άρκτου. Μια πολύ παράξενη ελάττωση του παλμού του Πολικού Αστέρα είχε ξεκινήσει γύρω στο 1945.

«"Μα εγώ είμαι ακλόνητος σαν τον Πολικό Αστέρα"», απάγγειλε ο Αριστοτέλης, «"που η μονιμότητα και η ακινησία του δεν έχουν όμοιά τους στο στερέωμα". Σαίξπηρ». «Διαψεύστηκε και ο Σαίξπηρ!» είπε η Αθηνά.

«Αυτή είναι δουλειά των Πρωτογέννητων». Η παρατήρηση του Θαλή ήταν προφανής, μα και πάλι προκάλεσε παγωμάρα. Οι τρεις τους ήταν οι πρώτοι νόες από τη Γη που συνειδητοποιούσαν πόσο μακριά έφτανε η επιρροή των Πρωτογέννητων. «Μάρτυς, θα πρέπει να σε πόνεσε πολύ που είδες το τέλος της φυλής σου», της είπε ο Αριστοτέλης με σοβαρότητα. Η Μάρτυς συχνά είχε προσπαθήσει να εκφράσει με λόγια αυτά που ένιωθε. Οποιοσδήποτε θάνατος ήταν οδυνηρός. Πάντα, όμως, παρηγοριόσουν από το γεγονός πως η ζωή συνεχιζόταν, πως ο θάνατος αποτελούσε κομμάτι της συνεχιζόμενης διαδικασίας ανανέωσης, μιας ιστορίας δίχως τέλος. Η εξαφάνιση του είδους έδινε τέλος σε όλες τις ιστορίες. 196

«Όταν χαθώ κι εγώ, το έργο των Πρωτογέννητων θα έχει ολοκληρωθεί».

«Ίσως», είπε ο Αριστοτέλης. «Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι αναπόφευκτο. Οι άνθρωποι ίσως να έχουν γλιτώσει από τους Πρωτογέννητους». «Σοβαρά;»

Της διηγήθηκαν την ιστορία της ηλιακής καταιγίδας.

Η Μάρτυς εξεπλάγη όταν ανακάλυψε πως οι όμοιοί της δεν ήταν τα μοναδικά θύματα αυτής της συμπαντικής βίας. Κάτι αναδεύτηκε μέσα της, άγνωστα συναισθήματα. Δυσαρέσκεια. Άρνηση. «Ένωσε τις δυνάμεις σου με τις δικές μας!» της είπε η Αθηνά με τη συνηθισμένη της παρορμητικότητα.

«Μα είναι η τελευταία του είδους της», αντέτεινε ο Θαλής δηλώνοντας το προφανές. «Δεν πέθανε ακόμα», είπε ο Αριστοτέλης αποφασιστικά. «Αν η Μάρτυς ήταν το τελευταίο ανθρώπινο ον της Γης, θα μπορούσαμε να βρούμε τρόπους για να τη διατηρήσουμε στη ζωή ή να της επιτρέψουμε να αποκτήσει απογόνους. Τεχνολογίες κλωνοποίησης, σταθμοί διαχείμασης». «Δεν είναι όμως άνθρωπος», είπε ο Θαλής ωμά.

«Ναι, μα η βασική αρχή της ύπαρξης τους είναι η ίδια», είπε κοφτά η Αθηνά. «Καλή μου Μάρτυς, νομίζω πως ο Αριστοτέλης έχει δίκιο. Κάποια μέρα οι άνθρωποι θα φτάσουν εδώ. Μπορούμε να βοηθήσουμε εσένα και το είδος σου να συνεχίσετε να υπάρχετε. Αν το θέλεις, δηλαδή». Τέτοιου είδους δυνατότητες σάστισαν τη Μάρτυρα. «Και γιατί οι άνθρωποι να έρθουν εδώ;» «Για να βρουν άλλους σαν κι αυτούς». «Για ποιο λόγο;»

197

«Για να τους σώσουν», είπε η Αθηνά. «Και μετά τι; Τι Πρωτογέννητους;»

θα

γίνει

αν

ανακαλύψουν

τους

«Τότε οι άνθρωποι θα τους σώσουν κι αυτούς», είπε με σοβαρότητα ο Αριστοτέλης.

«Μην εγκαταλείπεις, Μάρτυς», είπε η Αθηνά. «Έλα με το μέρος μας».

Η Μάρτυς το συλλογίστηκε. Ο πάγος του ωκεανού έκλεινε ολόγυρά της, κρυώνοντας τη γερασμένη της σάρκα. Όμως μια ανυπότακτη σπίθα έκαιγε ακόμα βαθιά μέσα της. «Πώς ξεκινάμε;» ρώτησε.

198

Γ΄: ΞΑΝΑΣΜΙΞΙΜΑΤΑ

26. Ο Πέτρινος Άνθρωπος Έτος 32 (Μιρ) Ο πρόξενος από το Σικάγο συνάντησε την Έμελιν Γουάιτ δίπλα στο τρένο που την έφερνε από την Αλεξάνδρεια. Η Έμελιν κατέβηκε από το ανοιχτό βαγόνι. Στο μπροστινό μέρος του τρένου μοναχοί–μηχανικοί της Σχολής Όθικ φρόντιζαν τις βαλβίδες και τα πιστόνια της πελώριας ατμομηχανής, που έκαιγε πετρέλαιο. Η Έμελιν προσπάθησε να μην εισπνεύσει τον λιγδιασμένο καπνό που έβγαινε από το φουγάρο της μηχανής. Ο ουρανός ήταν φωτεινός, ξεπλυμένος, και το ηλιόφωτο διάφανο, μα υπήρχε μια υποψία κρύου στον αέρα. Ο πρόξενος την πλησίασε με το καπέλο στο χέρι.

«Η κυρία Γουάιτ; Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Ονομάζομαι Ιλίσιους Μπλουμ». Φορούσε χιτώνα και σανδάλια σαν ανατολίτης, παρ' ότι η προφορά του θύμιζε Σικάγο όσο και η δική της. Η Έμελιν τον έκανε περίπου σαραντάρη, αν και ίσως ήταν μεγαλύτερος· το δέρμα του ήταν χλομό, τα μαλλιά του γυάλιζαν κατάμαυρα και μια κοιλίτσα προεξείχε κάτω από τον μακρύ, πορφυρό του χιτώνα.

Ένας άλλος τύπος χοντροφτιαγμένος, με σκυμμένο κεφάλι, στεκόταν δίπλα στον Μπλουμ. Το βαρύ μέτωπό του γυάλιζε από τη βρομιά. Δεν έλεγε κουβέντα κι ούτε κουνιόταν· απλώς στεκόταν εκεί, ένας όγκος από μυς και κόκαλα, και ο Μπλουμ δεν αποπειράθηκε να τον συστήσει. Είχε πάνω του κάτι πολύ αλλόκοτο. Η Έμελιν, βέβαια, γνώριζε πως είχε διασχίσει τον ωκεανό για να έρθει στην Ευρώπη, ένα μέρος πολύ παράξενο σε σχέση με την παγωμένη Αμερική. «Ευχαριστώ για το καλωσόρισμα, κύριε Μπλουμ». 199

«Ως πρόξενος του Σικάγου εδώ, προσπαθώ να συναντηθώ με όλους τους αμερικανούς επισκέπτες μας», της είπε ο Μπλουμ. «Να διευκολύνω τα πράγματα για όλους τους συμμετέχοντες». Της χαμογέλασε. Τα δόντια του ήταν χαλασμένα. «Ο σύζυγός σας δεν είναι μαζί σας;» «Ο Τζος πέθανε πριν από ένα χρόνο». «Λυπάμαι πολύ».

«Πήρα το θάρρος να διαβάσω την επιστολή που του απευθύνατε σχετικά με το τηλέφωνο που χτύπησε μέσα στον ναό. Συχνά μιλούσε για τον καιρό που έζησε στη Βαβυλώνα εκείνα τα πρώτα χρόνια μετά τον Παγετό. Μετά τη χρονική στιγμή που ο ίδιος αποκαλούσε πάντα Ασυνέχεια». «Ναι. Σίγουρα εσείς δεν θα θυμάστε εκείνη την παράξενη ημέρα».

«Κύριε Μπλουμ, είμαι σαράντα ενός ετών. Ήμουν εννιά τη μέρα του Παγετού. Ναι, τη θυμάμαι». Υπέθεσε πως ετοιμαζόταν να της κάνει ακόμα μια γαλίφικη φιλοφρόνηση, αλλά το αυστηρό της βλέμμα τον έκανε να σωπάσει. «Ξέρω πως ο Τζος θα 'ρχόταν», του είπε. «Βέβαια, αυτό δεν μπορεί να γίνει τώρα πια, και τα αγόρια μας έχουν μεγαλώσει και είναι απασχολημένα με τις δικές τους δουλειές. Έτσι ήρθα εγώ». «Είστε ευπρόσδεκτη στη Βαβυλωνία».

«Χμμμ». Κοίταξε γύρω της. Βρισκόταν σ' ένα τοπίο με αγρούς και χαντάκια, αρδευτικά αυλάκια ίσως, μ' όλο που έδειχναν αχρηστευμένα και τα χωράφια παρατημένα και ξερά. Δεν υπήρχε πόλη εκεί κοντά, κανένα ίχνος κατοικίας εκτός από μερικές καλύβες από λάσπη, κτισμένες πάνω σ' έναν χαμηλό λόφο, καμιά πεντακοσαριά μέτρα πιο μακριά. Έκανε κρύο, όχι βέβαια όπως στην πατρίδα της, αλλά πάντως πιο πολύ απ' όσο περίμενε. «Δεν είναι αυτή η Βαβυλώνα, σωστά;» Εκείνος γέλασε.

200

«Όχι, βέβαια. Η πόλη βρίσκεται μερικά μίλια βορειότερα. Εδώ τελειώνει η σιδηροδρομική γραμμή». Έδειξε τον λόφο με τις καλύβες. «Αυτό το μέρος οι Έλληνες το ονομάζουν Σκουπιδότοπο. Οι ντόπιοι έχουν κάποιο δικό τους όνομα, αλλά κανένας δεν νοιάζεται γι' αυτό».

«Οι Έλληνες; Νόμιζα πως ο λαός του βασιλιά Αλέξανδρου ήταν οι Μακεδόνες». Ο Μπλουμ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους.

«Έλληνες, Μακεδόνες, το ίδιο είναι. Μας επιτρέπουν να χρησιμοποιούμε αυτό εδώ το μέρος. Φοβάμαι, ωστόσο, πως πρέπει να περιμένουμε. Έχω φροντίσει ώστε σε μια ώρα να σας μεταφέρει μια άμαξα στην πόλη, και μέχρι τότε θα συναντήσουμε μια άλλη ομάδα που έρχεται από την Ανατολία. Στο μεταξύ, σας παρακαλώ, ελάτε να ξεκουραστείτε». Έδειξε τις καλύβες από λάσπη. Η διάθεσή της βάρυνε, μα τον ευχαρίστησε.

Πάλεψε να κατεβάσει την αποσκευή της από το βαγόνι του τρένου. Ήταν ένα σακίδιο από γούνα βίσονα, δεμένο με ιμάντες, ένα δέμα που είχε διασχίσει τον Ατλαντικό μαζί της. «Αφήστε το παλληκάρι μου να σας βοηθήσει». Ο Μπλουμ γύρισε και τον κάλεσε με μια στράκα.

Ο παράξενος, αμίλητος άνδρας άπλωσε ένα μυώδες μπράτσο και σήκωσε το σακίδιο, κρατώντας το με ευκολία. Ένας ιμάντας πιάστηκε κάπου και σκίστηκε ελαφρά. Σχεδόν μηχανικά, ο Μπλουμ του 'ριξε μια σφαλιάρα πίσω στο κεφάλι του. Ο υπηρέτης δεν μόρφασε ούτε αντέδρασε, μα γύρισε απλά και άρχισε να κινείται με βαριά βήματα προς το χωριό κρατώντας το σακίδιο στο χέρι. Η Έμελιν, ακολουθώντας τον, μπορούσε να δει στους ώμους του τον κουρελιασμένο χιτώνα του να τεζάρει· έμοιαζαν με ώμους γορίλα, σκέφτηκε, κάνοντας το ογκώδες κεφάλι του να μοιάζει μικροσκοπικό. «Κύριε Μπλουμ», ψιθύρισε η Έμελιν. «Ο υπηρέτης σας...» 201

«Τι έχει;»

«Δεν είναι άνθρωπος. Έτσι;» Τη λοξοκοίταξε.

«Αχ, ξέχασα πως οι νεοφερμένοι σ' αυτήν τη σκοτεινή και γέρικη ήπειρο ξαφνιάζονται από τους προγόνους μας. Το αγόρι είναι ένας απ' αυτούς που οι Έλληνες αποκαλούν Πέτρινους Ανθρώπους – επειδή τον περισσότερο καιρό είναι ακίνητοι και σιωπηλοί σαν σμιλεμένοι πάνω σε πέτρα. Νομίζω πως οι συλλέκτες οστών που ζούσαν πάνω στη Γη πριν από τον Παγετό, πρέπει να τους αποκαλούσαν Νεάντερταλ. Σοκαρίστηκα κι εγώ λιγάκι όταν πρωτόρθα, αλλά μετά από λίγο τους συνηθίζεις. Δεν έχει τέτοιους στην Αμερική, έτσι δεν είναι;» «Όχι. Μονάχα εμάς».

«Εδώ τα πράγματα διαφέρουν», είπε ο Μπλουμ. «Υπάρχει ολόκληρο τσίρκο απ' αυτά τα ζώα – από ανθρωποπίθηκους μέχρι αυτούς εδώ τους γεροδεμένους τύπους, μα κι άλλα είδη ακόμη. Πολλούς τους μαζεύουν στην αυλή του Αλέξανδρου για κάθε λογής διασκεδάσεις – αν δηλαδή καταφέρουν να τους πιάσουν». Έφτασαν στον χαμηλό λόφο και άρχισαν να τον ανεβαίνουν. Η γη στο σημείο εκείνο ήταν σκαμμένη, τραχιά, γεμάτη θραύσματα αγγείων και στάχτες. Η Έμελιν διαισθάνθηκε πως ήταν πανάρχαια και είχε οργωθεί αμέτρητες φορές. «Καλωσορίσατε στον Σκουπιδότοπο», «Προσέχετε πού πατάτε».

είπε

ο

Μπλουμ.

Έφτασαν στην πρώτη από τις κατοικίες. Ήταν ένα σκέτο κουτί από ξεραμένη λάσπη, εντελώς κλειστό, δίχως πόρτες και παράθυρα. Μια χοντροφτιαγμένη ξύλινη σκάλα ακουμπούσε στον τοίχο. Ο Μπλουμ προχώρησε πρώτος, ανέβηκε τη σκάλα ως την οροφή και τη διέσχισε με θάρρος. Ο Πέτρινος Ανδρωπος 202

μ' ένα απλό ελαστικό τίναγμα πήδησε τα δυόμισι μέτρα ως τη στέγη. Η Έμελιν τον ακολούδησε με δυσφορία. Ένιωθε πολύ παράξενα να περπατά έτσι στη στέγη του σπιτιού ενός αγνώστου.

Η στέγη ήταν μια λεία επιφάνεια από ξεραμένη λάσπη, βαμμένη λευκή με κάποιο είδος ασβέστη. Καπνός έβγαινε από μια ακανόνιστη τρύπα. Το χαμηλό εκείνο σπίτι βρισκόταν κοντά–κοντά με το διπλανό του, έναν ακόμα κύβο του οποίου οι τοίχοι απείχαν μόλις μερικά εκατοστά από τους διπλανούς. Ο Μπλουμ πέρασε με άνεση πάνω από το κενό για να βρεθεί στην επόμενη στέγη και η Έμελιν δεν είχε άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει.

Ολόκληρη η λοφοπλαγιά ήταν καλυμμένη μ' ένα μωσαϊκό τέτοιων τετράγωνων ασπριδερών σπιτιών, κολλητών το ένα με το άλλο. Οι άνθρωποι μετακινούνταν πάνω στις στέγες. Ήταν κυρίως γυναίκες, κοντόχοντρες και μελαχρινές. Κουβαλούσαν μπόγους ρούχων και ξύλινα πανέρια, βγαίνοντας από την τρύπα της μιας στέγης και κατεβαίνοντας μέσ' από κάποια άλλη. Αυτή ήταν η φύση του χωριού. Όλες οι κατοικίες έμοιαζαν μεταξύ τους – απλά ορθογώνια από ξεραμένη λάσπη, τόσο κοντά μεταξύ τους, που δεν άφηναν χώρο για δρόμους, κι έτσι το περπάτημα στις στέγες ήταν ο μόνος τρόπος για να πας οπουδήποτε. «Είναι άνθρωποι», είπε η Έμελιν στον Μπλουμ. «Εννοώ, άνθρωποι σαν κι εμάς».

«Ω, ναι, τούτοι εδώ δεν είναι πιθηκάνθρωποι ή Νεάντερταλ! Το μέρος αυτό, όμως, είναι παμπάλαιο, κυρία Γουάιτ, αποσπασμένο από μια πολύ αρχαία εποχή – σίγουρα πολύ πιο αρχαία από την εποχή των Ελλήνων, αν και κανείς δεν ξέρει πόσο παλιά. Φτάνει τόσο πίσω στο παρελθόν, που οι κάτοικοί του δεν είχαν ακόμη επινοήσει τους δρόμους και τις πόρτες». 203

Έφτασαν σε μια ακόμη στέγη. Καπνός έβγαινε από το μοναδικό άνοιγμα στην επιφάνειά της, μα ο Μπλουμ κατέβηκε χωρίς κανέναν δισταγμό, ακολουθώντας χοντροκομμένα σκαλιά που είχαν χτιστεί στον εσωτερικό τοίχο. Η Έμελιν τον ακολούθησε προσπαθώντας να μην ακουμπήσει στον τοίχο, που ήταν γεμάτος με κάπνα. Ο Πέτρινος Άνθρωπος την ακολούθησε κρατώντας τον σάκο της, τον πέταξε στο πάτωμα, ξανανέβηκε τη σκάλα και χάθηκε.

Το σπίτι μέσα έμοιαζε με κουτί όπως και απ' έξω. Ήταν μονόχωρο. Κατεβαίνοντας τα τελευταία σκαλιά, η Έμελιν έπρεπε να αποφύγει μια εστία από πλατιές πέτρες που σιγόκαιγε κάτω από ιην τρύπα της οροφής, η οποία εξυπηρετούσε τόσο ως καπνοδόχος όσο και ως είσοδος και έξοδος. Λυχνάρια και στολίδια ήταν τοποθετημένα σε εσοχές στους τοίχους: ήταν ειδώλια από πέτρα ή πηλό, βαμμένα με ζωηρά χρώματα, που έμοιαζαν με προτομές και σκαλισμένα κεφάλια. Δεν υπήρχαν έπιπλα παρά μόνο αχυροστρώματα και κουβέρτες, τακτοποιημένα ολόγυρα, ενώ ρούχα, πανέρια και πέτρινα εργαλεία, όλα χειροποίητα, ήταν τοποθετημένα σε τακτικές στοίβες. Οι τοίχοι ήταν μαυρισμένοι από την καπνιά, μα το πάτωμα φαινόταν σκουπισμένο. Ο χώρος ήταν σχετικά καθαρός. Υπήρχε, όμως, μια έντονη μυρωδιά από βρομόνερα και μια οσμή αποσύνθεσης, παλαιωμένη και στεγνή. Μια πολύ νέα γυναίκα καθόταν στη σκιά. Κρατούσε στην αγκαλιά της ένα μωρό τυλιγμένο σε τραχύ ύφασμα. Ακούμπησε απαλά το μωρό πάνω σ' ένα σωρό από άχυρα και πλησίασε τον Μπλουμ. Φορούσε έναν απλό, βρόμικο, ξεθωριασμένο και φαρδύ χιτώνα. Εκείνος χάιδεψε τα μαλλιά της που είχαν το χρώμα της σκόνης, κοίταξε μέσα στα γαλάζια μάτια της και μετά έβαλε το χέρι του στο λαιμό της. Η Έμελιν σκέφτηκε πως η κοπέλα δεν πρέπει να ήταν παραπάνω από δεκατεσσάρων ή δεκαπέντε χρόνων. Το κοιμισμένο μωρό είχε μαύρα μαλλιά όπως του Μπλουμ, όχι ανοιχτόχρωμα σαν τα 204

δικά της. Ο τρόπος που ο Μπλουμ την κρατούσε δεν ήταν και τόσο ευγενικός.

«Κρασί», φώναξε ο Μπλουμ στο κορίτσι. «Κρασί, Ιζομπέλ, κατάλαβες; Και φαγητό». Λοξοκοίταξε την Έμελιν. «Πεινάτε; Ιζομπέλ! Φέρε μας ψωμί, φρούτα, λάδι. Έτσι;» Την έσπρωξε μακριά του με τόση δύναμη, που την έκανε να παραπατήσει. Εκείνη ανέβηκε βιαστικά και βγήκε έξω από το σπίτι.

Ο Μπλουμ κάθισε σε μια στοίβα από τραχιές κουβέρτες, κάνοντας νόημα στην Έμελιν να κάνει το ίδιο. Εκείνη κάθισε προσεκτικά, κοιτάζοντας γύρω της. Δεν είχε διάθεση για συζήτηση μ' εκείνο τον άνθρωπο, μα ένιωθε περιέργεια. «Αυτά τα σκαλισμένα αντικείμενα είναι είδωλα;»

«Μερικά. Οι κυρίες με τα μεγάλα στήθη και τις χοντρές κοιλιές. Μπορείτε να ρίξετε μια ματιά, αν θέλετε. Προσέχετε όμως τα βαμμένα κεφάλια». «Γιατί;»

«Επειδή είναι αληθινά κεφάλια. Η φυλή της Ιζομπέλ θάβει τους νεκρούς της κάτω από το πάτωμα του σπιτιού. Κόβουν τα κεφάλια και τα κρατάνε αφού τα πασαλείψουν με ψημένη λάσπη και τα ζωγραφίσουν – εδώ μπορείτε να δείτε το αποτέλεσμα». Η Έμελιν έριξε μια ανήσυχη ματιά χαμηλά και αναρωτήθηκε πόσα αρχαία πτώματα ήταν θαμμένα κάτω από το σκουπισμένο πάτωμα που βρισκόταν.

Η μικρή Ιζομπέλ επέστρεψε μ' ένα κανάτι κι ένα πανέρι με ψωμί. Χωρίς λέξη, γέμισε τα δυο τους ποτήρια με κρασί· ήταν ζεστό και ελαφρώς αλμυρό, μα η Έμελιν το ήπιε με ευγνωμοσύνη. Το κορίτσι έκοψε ψωμί από ένα σκληρό καρβέλι που έμοιαζε με πέτρα, χρησιμοποιώντας λίθινο μαχαίρι. Ύστερα ακούμπησε μια γαβάθα με λάδι ελιάς ανάμεσά τους. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Μπλουμ, η Έμελιν έβρεξε το 205

ψωμί της μέσα στο λάδι για να το μαλακώσει και μετά άρχισε να το τρώει. Ευχαρίστησε την Ιζομπέλ για τη φιλοξενία της. Το κορίτσι απλώς αποτραβήχτηκε κοντά στο κοιμισμένο της μωρό. Στην Έμελιν φαινόταν τρομαγμένη, λες και θα ήταν κακό αν το μωρό ξυπνούσε ξαφνικά. «Ιζομπέλ;..» ρώτησε η Έμελιν.

Ο Μπλουμ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν είναι ασφαλώς το όνομα που της έδωσαν οι γονείς της, μα αυτό δεν έχει σημασία τώρα πια». «Μου φαίνεται πως νιώθετε πολύ άνετα εδώ, κύριε Μπλουμ». Εκείνος μούγκρισε.

«Καθόλου άνετα. Μα όλοι πρέπει να ζήσουμε, όπως ξέρετε, κυρία Γουάιτ, και βρισκόμαστε πολύ μακριά από το Σικάγο! Η κοπέλα είναι αρκετά ευτυχισμένη. Ποιο κτήνος νομίζετε πως θα την είχε, αν δεν ήμουν εγώ;

»Εξάλλου είναι ικανοποιημένη που ζει στο σπίτι των προγόνων της. Ο λαός της, ξέρετε, ζει εδώ για γενιές ολόκληρες – εννοώ ακριβώς εδώ, σ' αυτό το σημείο. Τα σπίτια είναι φτιαγμένα από λάσπη και άχυρο, κι όταν πέφτουν, κτίζουν ένα ολόιδιο ακριβώς στο σημείο που ζούσαν και οι παππούδες τους. Ο Σκουπιδότοπος, λοιπόν, δεν είναι λόφος... δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας σωρός γκρεμισμένα σπίτια. Τούτη η αρχαία φυλή δεν μοιάζει και πολύ μ' εμάς τους χριστιανούς, κυρία Γουάιτ! Αυτός είναι κι ο λόγος που το δημοτικό συμβούλιο με τοποθέτησε εδώ. Δεν θέλουμε τριβές». «Τι είδους τριβές;»

Την κοίταξε επίμονα.

«Θα πρέπει να αναρωτηθείτε μόνη σας, κυρία Γουάιτ. Ποιος άνθρωπος μπορεί να κάνει ένα ταξίδι όπως αυτό που μόλις κάνατε;» 206

«Ήρθα για να τιμήσω τη μνήμη του συζύγου μου», του είπε εκείνη θυμωμένη.

«Ασφαλώς. Το ξέρω. Ο σύζυγός σας, βέβαια, προερχόταν από τη δική μας εποχή – εννοώ από μια γειτονική χρονική φέτα. Αλλά οι πιο πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν προσωπικούς δεσμούς με τούτο το μέρος όπως εσείς. Θέλετε να μάθετε για ποιο λόγο έρχονται οι περισσότεροι; Χριστέ μου!» Έκανε τον σταυρό του επικαλούμενος το θείο. «Περνούν από δω επειδή πηγαίνουν για ιερό προσκύνημα στην Ιουδαία, όπου, μη χάνοντας τις ελπίδες τους, ίσως ανακαλύψουν κάποιες ενδείξεις πως μια ιερή χρονική φέτα έφερε εδώ τον Ενσαρκωμένο Χριστό. Αυτό θα ήταν μεγάλη παρηγοριά για κάποιους που βρέθηκαν δίχως τη θέλησή τους μακριά από τον κόσμο τους, έτσι δεν είναι;

»Μα δεν υπάρχει κανένα ίχνος του Ιησού στην Ιουδαία – αυτήν εδώ την Ιουδαία. Αυτή είναι η σκληρή αλήθεια, κυρία Γουάιτ. Το μόνο που μπορεί να δει κανείς εκεί είναι τα εργοστάσια ατμομηχανών του βασιλιά Αλέξανδρου. Τι μπορεί να σημαίνει για τις αθάνατες ψυχές μας η ατυχής απουσία μιας ενσάρκωσης στον κόσμο αυτόν δεν μπορώ να γνωρίζω. Πάντως, εάν οι ευλαβείς ηλίθιοι συναντήσουν τους άθεους ειδωλολάτρες που κυβερνούν την Ιουδαία, το αποτέλεσμα θα μπορούσε να θεωρηθεί κάτι σαν διπλωματικό επεισόδιο». Η Έμελιν κούνησε το κεφάλι της με δυσπιστία.

«Σίγουρα οι σύγχρονοι Αμερικανοί δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε από έναν πολέμαρχο της Εποχής του Σιδήρου, όπως είναι ο Αλέξανδρος...»

«Μα, κυρία Γουάιτ», είπε μια καινούργια φωνή, «ο "πολέμαρχος" αυτός έχει ήδη εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία που εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τη Μαύρη θάλασσα – μια αυτοκρατορία που καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο του. Θα ήταν καλύτερο για όλους μας αν 207

το Σικάγο δεν επέλεγε να αναμετρηθεί μαζί του, τουλάχιστον όχι ακόμα».

Η Έμελιν στράφηκε και είδε έναν άνθρωπο να κατεβαίνει με δυσκολία τα σκαλιά, κοντό και κοιλαρά. Τον ακολουθούσε κάποιος νεότερος και πιο αδύνατος. Και οι δυο τους φορούσαν ρούχα που έμοιαζαν με ταλαιπωρημένες στρατιωτικές στολές. Ο πρώτος άνδρας φορούσε επίσης ένα δίκωχο και είχε εντυπωσιακά πλούσιο μουστάκι. Μα το μουστάκι ήταν γκρίζο και η Έμελιν διέκρινε πως ο άνδρας θα πρέπει να ήταν τουλάχιστον εβδομήντα χρόνων. Η Έμελιν σηκώθηκε και ο Μπλουμ έκανε τις συστάσεις με άνεση.

«Κυρία Γουάιτ, ο λοχαγός Ναθάνιελ Γκρόουβ του βρετανικού στρατού – πρώην βρετανικού στρατού, τέλος πάντων. Κι αυτός...»

«Εγώ είμαι ο Μπεν Μπάτσον», είπε ο νεότερος άνδρας, που ήταν καμιά τριανταριά χρόνων και η προφορά του ακουγόταν βρετανική σαν του Γκρόουβ. «Ο πατέρας μου υπηρέτησε μαζί με τον λοχαγό». Η Έμελιν έγνεψε.

«Το όνομά μου είναι...»

«Ξέρω ποια είστε, αγαπητή μου κυρία Γουάιτ», της είπε ο Γκρόουβ θερμά. Έκανε μερικά βήματα και πήρε τα χέρια της μέσα στα δικά του. «Ήξερα τον Τζος πολύ καλά. Φτάσαμε εδώ μαζί, πάνω στην ίδια χρονική φέτα μπορεί να πει κανείς. Ένα κομμάτι του βορειοδυτικού Συνόρου από το σωτήριον έτος 1885. Ο Τζος μου έγραψε αρκετές φορές και μου είχε μιλήσει για σας και τα παιδιά σας. Είστε τόσο όμορφη όσο σας φανταζόμουν».

«Είμαι σίγουρη πως αυτό δεν είναι αλήθεια», του είπε εκείνη βλοσυρά. «Πάντως κι εκείνος μου είχε μιλήσει για σας, λοχαγέ. 208

Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Και λυπάμαι πολύ που δεν βρίσκεται εδώ, μαζί μου. Τον έχασα πριν από έναν χρόνο». Το πρόσωπο του Γκρόουβ σφίχτηκε. «Αχ...»

«Είπαν πως ήταν πνευμονία. Προσωπικά πιστεύω πως εξουθένωσε ο ίδιος τον εαυτό του. Δεν ήταν και τόσο μεγάλος σε ηλικία». «Ακόμα ένας από μας που χάθηκε, ένας ακόμη λιγότερος να θυμάται την προέλευσή μας· έτσι δεν είναι, κυρία Γουάιτ;» «Να με λέτε Έμελιν, σας παρακαλώ. Έχετε ταξιδέψει αρκετά;»

«Όχι τόσο όσο εσείς, μα αρκετά. Τώρα ζούμε στην Αλεξάνδρεια... όχι την πόλη του Νείλου αλλά στο Ίλιον». «Πού είναι αυτό;»

«Στην Τουρκία που γνωρίζαμε κάποτε». «Ονομάζουμε την πόλη μας Νέα Τροία».

Χαμογέλασε.

«Φαντάζομαι πως βρίσκεστε εδώ εξαιτίας της τηλεφωνικής κλήσης στη Βαβυλώνα». «Ασφαλώς. Μου 'γραψε ο σοφός Αμπντικαντίρ, όπως έγραψε και στον Μπλουμ από δω, με την ελπίδα πως αυτός θα επικοινωνούσε με τον Τζος. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι μπορεί να σημαίνουν όλα τούτα. Τέτοιες καταστάσεις, όμως, πρέπει να τις εξετάζει κανείς». Το μωρό άρχισε να κλαίει. Φανερά ενοχλημένος ο Μπλουμ χτύπησε τα χέρια. «Λοιπόν, η Βαβυλώνα μας περιμένει. Εκτός κι αν θέλετε να ξεκουραστείτε, λοχαγέ». «Ας τελειώνουμε με αυτή την ιστορία».

«Κύριε Μπάτσον, θα προχωρήσετε πρώτος;» 209

Ο Μπάτσον ανέβηκε με γρήγορες κινήσεις στη στέγη και ο Γκρόουβ με την Έμελιν τον ακολούθησαν. Η Έμελιν έριξε ένα βλέμμα πίσω της. Είδε την Ιζομπέλ να προσπαθεί απεγνωσμένα να ησυχάσει το μωρό, ενώ ο Μπλουμ στεκόταν από πάνω της ολοφάνερα θυμωμένος, με το χέρι σηκωμένο. Η Έμελιν είχε εργαστεί κοντά στην Τζέιν Άνταμς στο Σικάγο: το θέαμα τής ήταν αποκρουστικό. Οπωσδήποτε δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα για να βοηθήσει την κοπέλα. Ανέβηκε τα φθαρμένα σκαλιά και βγήκε μισοτυφλωμένη στο σκονισμένο βαβυλωνιακό ηλιόφωτο.

27. Άρμα

Οι επιβάτες και οι αποσκευές τους φορτώθηκαν σε μια χοντροφτιαγμένη ανοιχτή άμαξα. Ο Μπλουμ έστειλε το «παλληκάρι» του να φέρει τα υποζύγια. Η Έμελιν σοκαρίστηκε όταν ο Πέτρινος Άνθρωπος επέστρεψε όχι με άλογα, όπως περίμενε, αλλά με τέσσερις ακόμη ομοίους του.

Ενώ ο υπηρέτης του Μπλουμ ήταν ντυμένος με κουρέλια, ετούτοι οι τέσσερις ήταν γυμνοί. Οι τρεις ήταν άνδρες, με τα γεννητικά τους όργανα να κρέμονται σαν μικρά γκρίζα τσαμπιά ανάμεσα στο μαύρο τρίχωμα· το τέταρτο άτομο ήταν γυναίκα με κρεμασμένα στήθη με μακριές γκριζοκόκκινες θηλές. Τα κοντόχοντρα κορμιά τους ήταν γεμάτα πυκνές τρίχες, ενώ οι μύες και το πεταχτό μέτωπό τους έδιναν την εικόνα γορίλα. Όπως και να 'ναι, έμοιαζαν πολύ περισσότερο με ανθρώπους απ' ό,τι με πιθήκους, καθώς είχαν άτριχα χέρια και νοήμον βλέμμα. Η Έμελιν ταράχτηκε όταν τους είδε να μπαίνουν μπροστά από την άμαξα, περνώντας ο καθένας ένα κολάρο γύρω από τον λαιμό του. Ο Μπλουμ πήρε ένα δερμάτινο μαστίγιο και το κατέβασε χωρίς κακία πάνω στις πλάτες του πρώτου ζευγαριού. Οι Πέτρινοι Άνθρωποι άρχισαν να κινούνται με αδέξιο βηματισμό και η 210

άμαξα όρμησε μπροστά με θόρυβο. Ο υπηρέτης του Μπλουμ περπατούσε πλάι στην άμαξα. Η Έμελιν πρόσεξε πως και τα τέσσερα πλάσματα είχαν παλιές ουλές από βουρδουλιές πάνω στην πλάτη τους.

Ο Μπλουμ έβγαλε μια πήλινη μπουκάλα και την πρόσφερε στους συνταξιδιώτες του.

«Ουίσκι; Το κριθάρι δεν είναι και τόσο καλό, μα η γεύση του δεν είναι άσχημη». Η Έμελιν αρνήθηκε. Ο Γκρόουβ και ο Μπάτσον ήπιαν από μια γουλιά ο καθένας.

Ο Γκρόουβ ρώτησε ευγενικά την Έμελιν σχετικά με το ταξίδι της από την παγωμένη Αμερική. «Μου πήρε μήνες· νιώθω πια μόνιμη ταξιδιώτισσα». Ο Γκρόουβ χάιδεψε το μουστάκι του.

«Απ' όσα ακούω, η Αμερική είναι πολύ διαφορετική από την Ευρώπη. Δεν υπάρχουν άνθρωποι...» «Κανείς άλλος εκτός από μας. Από τη σύγχρονη Αμερική δεν πέρασε τίποτα εδώ – εκτός από το Σικάγο. Δεν συναντήσαμε το παραμικρό ίχνος ανθρώπου έξω από την πόλη –ούτε καν μια ινδιάνικη φυλή– μέχρι που στο Δέλτα του Μισισιπή εμφανίστηκαν οι εξερευνητές από την Ευρώπη». «Ούτε καν αυτοί οι πιθηκάνθρωποι και οι υπάνθρωποι και οι προάνθρωποι, από τους οποίους φαίνεται να είναι γεμάτη η Ευρώπη». «Ούτε».

Η Μιρ ήταν ένας κόσμος θραυσμάτων, μια σύνθεση από διαφορετικές χρονικές περιόδους, δείγματα που προφανώς είχαν παρθεί απ' όλη τη διάρκεια της ανθρώπινης ιστορίας καθώς και της προϊστορίας των ανθρωπιδών που είχαν προηγηθεί του ανθρώπινου είδους. 211

«Φαίνεται πως μόνο άνθρωποι έφτασαν στον Νέο Κόσμο», είπε η Έμελιν. «Τα άλλα συγγενικά είδη δεν έφτασαν ποτέ μέχρι εκεί. Έχουμε όμως έναν αληθινό ζωολογικό κήπο, λοχαγέ! Μαμούθ, αρκούδες των σπηλαίων και λιοντάρια – όσοι από μας είναι κυνηγοί, θεωρούν ότι βρίσκονται στον παράδεισο». Ο Γκρόουβ χαμογέλασε.

«Θαυμάσιο φαίνεται. Είστε απαλλαγμένοι απ' όλα τα μπλεξίματα αυτού εδώ του παλιού κόσμου – έτσι νομίζω πως ήταν ανέκαθεν η Αμερική. Και το Σικάγο ακούω ότι είναι δυναμική κοινότητα. Όταν ο Τζος αποφάσισε να επιστρέψει εκεί, μετά από αυτή την ιστορία με την Μπιζέζα Ντουτ και το Μάτι, χάρηκα για λογαριασμό του».

Η Έμελιν δεν μπόρεσε να αποφύγει έναν μορφασμό όταν άκουσε αυτό το όνομα. Ήξερε πως ο σύζυγός της κρατούσε την ανάμνηση εκείνης της χαμένης γυναίκας μέχρι τον θάνατό του και η Έμελιν βαθιά μέσα της ζήλευε πάντα απελπισμένα και ανήμπορα μια γυναίκα που δεν την είχε γνωρίσει ποτέ. Άλλαξε θέμα συζήτησης. «Θα ήθελα να μου μιλήσετε για την Τροία». Ο Γκρόουβ στραβομουτσούνιασε.

«Υπάρχουν και χειρότερα μέρη, μα τούτη η πόλη είναι κατά κάποιον τρόπο η πατρίδα μας. Ο Αλέξανδρος την ίδρυσε μαζί με ένα σωρό άλλες πόλεις στη διάρκεια της παγκόσμιας κυριαρχίας του. Την ονομάζει Αλεξάνδρεια εν Ιλίω.

»Όπου κι αν πήγαινε ο Αλέξανδρος, ίδρυε πόλεις. Τώρα στην Ελλάδα, στην Ανατολία και αλλού έχει κτίσει καινούργιες πόλεις στις άδειες τοποθεσίες των παλιών: υπάρχει η νέα Αθήνα, η νέα Σπάρτη. Κι η νέα Θήβα, επίσης, παρ' ότι λέγεται πως η τελευταία εκφράζει την ενοχή του, επειδή πριν από την Ασυνέχεια είχε καταστρέψει ο ίδιος την παλιά Θήβα».

«Η Τροία είναι ιδιαίτερα πολύτιμη για τον βασιλιά», είπε ο Μπλουμ. «Ίσως να ξέρετε ότι ο βασιλιάς πιστεύει πως 212

κατάγεται από τον Αργείο Ηρακλή και ότι στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του είχε σαν πρότυπό του τον Αχιλλέα». «Κι έτσι εγκατασταθήκατε εκεί», είπε η Έμελιν στον Γκρόουβ.

«Φοβάμαι πως οι λιγοστοί μου Βρετανοί χάθηκαν μέσα στο πλήθος των Μακεδόνων, των Ελλήνων και των Περσών. Όπως γνωρίζουν όλοι, η Βρετανία αποικήθηκε αρχικά από πρόσφυγες του Τρωικού πολέμου. Νομίζω πως τον Αλέξανδρο τον διασκεδάζει το γεγονός πως κλείσαμε εμείς με αυτό τον τρόπο έναν κύκλο: η Νέα Τροία ιδρύθηκε από απογόνους Τρώων. »Μας παραχώρησε κάμποσες γυναίκες από την εφοδιοπομπή του και μας άφησε να συνεχίσουμε μόνοι μας. Πάνε δεκαπέντε χρόνια από τότε. Δυσκολευτήκαμε, μα τω Θεώ, αλλά τα καταφέραμε. Και δεν υπάρχει πια καμιά διάκριση ανάμεσα σε Βρετανό και Ινδό! Θα έλεγα πως είμαστε ένα καινούργιο είδος μέσα στην πλάση. Μα αφήνω τη φιλοσοφία στους φιλόσοφους». «Κι εσείς, λοχαγέ; Είχατε ποτέ οικογένεια;» Εκείνος χαμογέλασε.

«Ήμουν πάντα πολύ απασχολημένος με τους άνδρες μου για κάτι τέτοιο. Έχω, βέβαια, γυναίκα και μια μικρή κόρη στην πατρίδα... ή τουλάχιστον είχα». Λοξοκοίταξε τον Μπάτσον. «Ο πατέρας του Μπεν ήταν δεκανέας μου, ένας τύπος από τη βορειοανατολική Αγγλία, σκληροτράχηλος, μα από τους καλύτερους του είδους του. Δυστυχώς τον ακρωτηρίασαν οι Μογγόλοι – όχι πάντως πριν προλάβει να δημιουργήσει σχέση με μια γυναίκα από την εφοδιοπομπή του Αλέξανδρου, όπως αποδείχτηκε. Όταν ο ταλαίπωρος Μπάτσον πέθανε τελικά από μόλυνση των τραυμάτων του, η γυναίκα δεν είχε μεγάλη διάθεση να κρατήσει τον Μπεν· σ' αυτά έμοιαζε περισσότερο στον Μπάτσον παρά στη φυλή της. Κι έτσι τον κράτησα εγώ. Το υπαγόρευε το καθήκον, όπως καταλαβαίνετε». Ο Μπεν Μπάτσον τους χαμογέλασε, ήρεμος και υπομονετικός. 213

Η Έμελιν διέκρινε κάτι παραπάνω από καθήκον στη σχέση τους.

«Νομίζω πως κάνατε σπουδαία δουλειά, λοχαγέ Γκρόουβ», του είπε. «Πιστεύω πως κατά βάθος ο Αλέξανδρος ευχαριστήθηκε όταν του ζητήσαμε την Τροία», είπε ο Μπάτσον. «Συνήθως πρέπει να καταφεύγει σε κληρώσεις για να αποικήσει τις καινούργιες πόλεις του, διάσπαρτες καθώς είναι πάνω σε μια άδεια ήπειρο· μου φαίνεται πως η Ευρώπη είναι περισσότερο αυτοκρατορία των Νεάντερταλ παρά των ανθρώπων».

«Αυτοκρατορία;» είπε κοφτά ο Μπλουμ. «Δεν θα χρησιμοποιούσα μια τέτοια λέξη. Ίσως μια πηγή χρήσιμων ζώων. Οι Πέτρινοι Άνθρωποι είναι δυνατοί, εξημερώνονται εύκολα και είναι αρκετά επιδέξιοι. Οι Έλληνες μου λένε πως ο χειρισμός ενός Πέτρινου Ανθρώπου είναι σαν τον χειρισμό του ελέφαντα σε σχέση με το άλογο – είναι εξυπνότερο ζώο· απλά χρειάζεται διαφορετική τεχνική». Το πρόσωπο του Γκρόουβ έγινε μια ψυχρή μάσκα.

«Χρησιμοποιούμε κι εμείς τους Νεάντερταλ», είπε. «Δεν θα μπορούσαμε να τα βγάλουμε πέρα αλλιώς. Αλλά τους έχουμε στη δούλεψή μας. Τους πληρώνουμε με τρόφιμα. Πρόξενε, έχουν δική τους γλώσσα, κατασκευάζουν εργαλεία, θρηνούν τους νεκρούς τους όταν τους θάβουν. Ασφαλώς, κυρία Γουάιτ, υπάρχουν πολλών ειδών υπάνθρωποι. Κάποιοι που τρέχουν γρήγορα, άλλοι που μοιάζουν με πιθήκους κι ένα ρωμαλέο είδος που φαίνεται να μην κάνει τίποτε άλλο από το να μασουλάει φρούτα στα βάθη του δάσους. Τις υπόλοιπες ποικιλίες μπορώ κι εγώ να τις θεωρήσω λίγο–πολύ ζώα. Νομίζω, όμως, πως οι Νεάντερταλ δεν είναι ούτε άλογα ούτε ελέφαντες. Είναι περισσότερο άνθρωποι παρά ζώα!» Ο Μπλουμ ανασήκωσε τους ώμους του.

«Εγώ δέχομαι τον κόσμο όπως τον έχω βρει. Ακόμα και οι ελέφαντες μπορεί να έχουν τους δικούς τους θεούς, το ίδιο και 214

τα άλογα. Ας τους λατρεύουν, αν κάτι τέτοιο τους παρηγορεί. Ποια η διαφορά για μας;»

Έπαψαν να μιλούν κι έπεσε μια σιωπή που τη διέκοπταν μόνο τα μουγκρητά τον Πέτρινων Ανθρώπων και τα πλαταγίσματα των γυμνών ποδιών τους. Η γη έγινε πλουσιότερη και ήταν χωρισμένη σε πολυγωνικά χωράφια, όπου υπήρχαν διάσπαρτες καλύβες από βέργες και λάσπη, χαμηλές και άσχημες. Το τοπίο ήταν γεμάτο αστραφτερά αυλάκια. Η Έμελιν υπέθεσε πως ήταν τα διάσημα αρδευτικά κανάλια της Βαβυλώνας. Ο Γκρόουβ της είπε πως πολλά από αυτά είχαν κοπεί στη μέση από την τυχαία συνένωση των χρονικών περιόδων και επισκευάστηκαν κατά τη βασιλεία του Αλέξανδρου.

Τελικά η Έμελιν διέκρινε κτήρια στον δυτικό ορίζοντα, περίτεχνα τείχη, κάτι που έμοιαζε με κλιμακωτή πυραμίδα, όλα γκρίζα και θαμπά λόγω της απόστασης. Καπνός από πολλές φωτιές υψωνόταν και, καθώς πλησίασαν, διέκρινε στρατιώτες να στέκονται άγρυπνη σκοπιά σε πύργους πάνω στα τείχη.

Η Βαβυλώνα! Ρίγησε λες κι είχε ψευδαισθήσεις· για πρώτη φορά από τότε που πάτησε το πόδι της στην Ευρώπη, της δινόταν η αυθεντική αίσθηση πως είχε γυρίσει πίσω στον χρόνο. Τα τείχη της πόλης ήταν από μόνα τους εντυπωσιακά: μια τριπλή τείχιση από ψημένο τούβλο, με τα διάκενα γεμισμένα με μπάζα, που εκτεινόταν περίπου δεκαπέντε μίλια, τριγυρισμένη παντού από μια τάφρο. Έφτασαν σε μια γέφυρα που περνούσε πάνω από την τάφρο. Οι φρουροί που έστεκαν εκεί, αναγνωρίζοντας προφανώς τον Μπλουμ, έκαναν νόημα στους επιβάτες της άμαξας να περάσουν.

Πλησίαζαν την ακόμα πιο μεγαλόπρεπη πύλη των εσωτερικών τειχών. Ήταν μια ψηλή αψιδωτή είσοδος ανάμεσα σε δυο βαριούς τετράγωνους πύργους. Οι Πέτρινοι Άνθρωποι, για να φτάσουν στην πύλη, έπρεπε να σύρουν μουγκρίζοντας την άμαξα πάνω σ' ένα κεκλιμένο επίπεδο μέχρι κάποια εξέδρα, η 215

επιφάνεια της οποίας βρισκόταν περίπου δεκαπέντε μέτρα πάνω από το έδαφος.

Η πύλη υψωνόταν είκοσι και περισσότερα μέτρα πάνω από το κεφάλι της Έμελιν, που καθώς την περνούσαν σήκωσε το βλέμμα της προς τα πάνω. Ο Μπλουμ μουρμούρισε πως ήταν η Πύλη της Ιστάρ. Οι επιφάνειές της ήταν σκεπασμένες με σμαλτωμένο τούβλο, δημιουργώντας ένα εντυπωσιακό ζωηρό μπλε φόντο πάνω στο οποίο χόρευαν δράκοντες και ταύροι. Οι Πέτρινοι Άνθρωποι δεν έριξαν ούτε μια ματιά στο θαυμαστό εκείνο οικοδόμημα, αλλά κρατούσαν τα μάτια καρφωμένα στο πατημένο χώμα μπροστά τους.

Η πόλη μέσ' απ' τα τείχη είχε περίπου ορθογώνιο σχήμα και ήταν κτισμένη και στις δυο όχθες του ποταμού Ευφράτη. Η άμαξα είχε μπει από βόρεια προχωρώντας στην ανατολική όχθη του ποταμού, και τώρα κυλούσε νότια ακολουθώντας μια πλατιά λεωφόρο και προσπερνώντας μεγαλόπρεπα κτήρια που ζάλιζαν το μάτι. Η Έμελιν αντίκριζε αγάλματα και σιντριβάνια. Κάθε τοίχος ήταν διακοσμημένος με απαστράπτοντα σμαλτωμένα τούβλα κι επεδείκνυε ανάγλυφα με λιοντάρια και ρόδακες. Ο Μπλουμ επισήμαινε τα αξιοθέατα σαν ξεναγός σε παγκόσμια έκθεση.

«Αυτό το συγκρότημα στα δεξιά σας είναι το ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορα, του σπουδαιότερου ηγεμόνα της Βαβυλώνας. Ο Ευφράτης κόβει την πόλη στη μέση, από βορρά προς νότο. Ο ανατολικός τομέας με τα μνημειώδη κτήρια έχει προφανώς επιβιώσει από την εποχή του Ναβουχοδονόσορα, που προηγήθηκε κατά δύο αιώνες της εποχής του Αλέξανδρου. Στην πραγματικότητα, λοιπόν, αυτή εδώ η Βαβυλώνα δεν είναι της εποχής του Αλέξανδρου, όπως δεν είναι και της δικής μας, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Μα η δυτική όχθη, στην οποία άλλοτε υπήρχαν κατοικίες, ήταν μονάχα ερείπια κατά την Ασυνέχεια, μια χρονική φέτα από έναν πολύ πιο ύστερο αιώνα, 216

πιθανώς περισσότερο κοντά στη δική μας εποχή. Ο Αλέξανδρος προσπαθεί εδώ και τρεις δεκαετίες να την ξαναχτίσει...»

Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με ανθρώπους που έτρεχαν βιαστικά εδώ κι εκεί, οι περισσότεροι πεζοί, μερικοί σε άρματα ή πάνω σε άλογα. Κάποιοι φορούσαν πορφυρούς χιτώνες, εντυπωσιακούς όπως του Μπλουμ ή ακόμη πλουσιότερους, μα οι περισσότεροι φορούσαν πιο πρακτικούς κοντούς χιτώνες κι είχαν στα πόδια σανδάλια ή ήταν ξυπόλυτοι. Ένας μεγαλοπρεπής τύπος με βαμμένο πρόσωπο προχωρούσε στον δρόμο με αυτοκρατορική υπεροψία. Οδηγούσε κάποιο ζώο που έμοιαζε με κοκαλιάρη χιμπατζή, κρατώντας το από ένα σκοινί, δεμένο γύρω από τον λαιμό του. Όταν, όμως, το πλάσμα ανασηκώθηκε, στάθηκε όρθιο στα πισινά του πόδια που έμοιαζαν πολύ με ανθρώπινα. Φορούσε ένα είδος γιακά από γυαλιστερό ύφασμα, για να κρύβει το κολάρο που το σκλάβωνε. Κανείς απ' όσους έβλεπε η Έμελιν δεν φορούσε δυτικά ρούχα. Όλοι ήταν κοντοί, στιβαροί, μυώδεις, μελαχρινοί, μια φυλή ανθρώπων εντελώς διαφορετική από τον πληθυσμό του Σικάγου του δέκατου ένατου αιώνα. Γρήγορα η Έμελιν αντιλήφθηκε μια ένταση στην ατμόσφαιρα. Ήταν από το Σικάγο, συνηθισμένη στη ζωή μιας πόλης, και μπορούσε να διακρίνει τις διαθέσεις των πολιτών. Όσο πιο ηλικιωμένος ήταν κάποιος γύρω της, τόσο πιο αναστατωμένος και συλλογισμένος φαινόταν. Κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί. Ο Μπλουμ και ο Γκρόουβ, ακόμη κι αν το γνώριζαν, δεν άφηναν κανένα σημάδι που να το αποκαλύπτει.

Η μεγάλη λεωφόρος τους οδήγησε, μέσα από μια σειρά πλατείες, περίκλειστες με χοντρούς τοίχους, μπροστά στο πυραμιδοειδές οικοδόμημα που η Έμελιν είχε διακρίνει πριν ακόμη μπουν στην πόλη. Ήταν ένα ζιγκουράτ, ένας κλιμακωτός πύργος με επτά βαθμίδες που στηρίζονταν σε μια τετράγωνη βάση με πλευρά περίπου εκατό μέτρων. Ο Μπλουμ είπε:

217

«Οι Βαβυλώνιοι το αποκαλούν Ετεμενάνκι, που σημαίνει "Οίκος – θεμέλιο του Ουρανού και της Γης"...»

Φαινόταν απίστευτο, μα το ζιγκουράτ ήταν ο πύργος της Βαβέλ. Νότια του πύργου υπήρχε ένα άλλο πελώριο μνημείο, πολύ πρόσφατο όμως αυτό, όπως μπορούσε να αντιληφθεί η Έμελιν από το λαμπερό του φινίρισμα. Επρόκειτο για έναν τεράστιο τετράγωνο όγκο με πλευρά κάπου διακόσια μέτρα και ύφος τουλάχιστον εβδομήντα. Η βάση του ήταν στολισμένη με επίχρυσες πλώρες σκαφών που εξείχαν από την πέτρα λες και ξεπρόβαλλαν μέσα από την ομίχλη, ενώ στους τοίχους του σειρές από λαμπρές ζωφόρους απεικόνιζαν περίπλοκες ιστορίες έρωτα και πολέμου. Πάνω στη βάση ξεχώριζαν δυο γιγάντια πόδια με μπότες, το κάτω μέρος ενός αγάλματος που κάποια μέρα θα γινόταν πολύ πιο μνημειώδες από τη βάση του. «Έχω ακουστά γι' αυτό», είπε ο Γκρόουβ. «Το Μνημείο του Υιού. Δεν έχει καμιά σχέση με τη Βαβυλώνα. Αφορά αποκλειστικά τον Αλέξανδρο...»

Ο Υιός στον οποίο αναφερόταν, ήταν ο δευτερότοκος γιος του Αλέξανδρου. Εξαιτίας της Ασυνέχειας ο πρώτος γιος του, που τον είχε αποκτήσει με την αιχμάλωτη σύζυγο ενός πέρση στρατηγού, δεν κατάφερε να φτάσει στη Μιρ. Ο δεύτερος ήταν ένας ακόμα Αλέξανδρος, τον οποίο είχε γεννήσει η σύζυγός του Ρωξάνη, μια πριγκίπισσα της Βακτριανής, επίσης αιχμάλωτη πολέμου.

«Το αγόρι γεννήθηκε κατά το πρώτο έτος της Μιρ», είπε ο Μπλουμ. «Γιόρτασαν όλοι, επειδή ο βασιλιάς είχε αποκτήσει διάδοχο. Αλλά κατά το εικοστό πέμπτο έτος ο διάδοχος αυτός, άνδρας πια, έσκαγε από το κακό του όπως και η φιλόδοξη μητέρα του, επειδή ο Αλέξανδρος αρνιόταν να πεθάνει». Ο Πόλεμος Πατρός και Υιού ξέσπασε σ' όλη την αυτοκρατορία, εξαντλώντας τους ήδη περιορισμένους πόρους της. Η ορμή του γιου δεν μπορούσε να τα βάλει με την εμπειρία του πατέρα – ή 218

με την ήρεμη πίστη του Αλέξανδρου στη θεϊκή του φύση. Δεν υπήρξε καμιά αμφιβολία για το ποιο θα ήταν το αποτέλεσμα. «Η τελική ήττα είναι ένα γεγονός που το θυμούνται όλοι κάθε χρόνο», συμπλήρωσε ο Μπλουμ. «Σήμερα, μάλιστα, είναι η έβδομη επέτειος».

«Θα σας πω πώς βλέπω εγώ τα πράγματα, κυρία Γουάιτ», είπε ο Γκρόουβ. «Αυτός ο πόλεμος έκανε τον Αλέξανδρο, ήδη έναν πανέξυπνο τύπο, ακόμα πιο στρυφνό στον χαρακτήρα. Κάποιοι λένε πως ο Αλέξανδρος είχε αναμειχθεί στη δολοφονία του ίδιου του πατέρα του. Όπως και να 'χει το πράγμα, ξέρουμε ότι ευθύνεται για τον θάνατο του γιου και διαδόχου του – και της συζύγου του Ρωξάνης, μια και το αναφέραμε. Τώρα πια ο Αλέξανδρος έχει πειστεί ακόμα πιο πολύ πως δεν είναι τίποτα λιγότερο από θεός, προορισμένος να κυβερνά για πάντα».

«Ασφαλώς δεν είναι έτσι», μουρμούρισε ο Μπλουμ. «Και θα έχουμε μεγάλες φασαρίες όταν κάποτε πεθάνει».

Έφτασαν τελικά σ' έναν ναό νοτίως του Μνημείου του Υιού, που ο Μπλουμ τον ονόμαζε Εσαγίλα – στον ναό του Μαρδούκ, του εθνικού θεού της Βαβυλωνίας. Στο σημείο εκείνο κατέβηκαν από την άμαξα. Η Έμελιν σηκώνοντας το βλέμμα είδε έναν θόλο κτισμένο πάνω στη στέγη του ναού, με κάποιον κύλινδρο να προεξέχει απ' αυτόν σαν κανόνι. Επρόκειτο για αστεροσκοπείο, και το «κανόνι» ήταν ένα τηλεσκόπιο που έμοιαζε πολύ σύγχρονο.

Ένας μελαχρινός νεαρός έτρεξε προς το μέρος τους. Φορούσε γκριζόμαυρο χιτώνα που έμοιαζε με ράσο μοναχού και είχε πλεγμένα τα χέρια του.

«Θεέ μου», είπε ο Γκρόουβ κοκκινίζοντας, «θα πρέπει να είσαι ο Αμπντικαντίρ Ομάρ. Μοιάζεις τόσο με τον πατέρα σου...» «Έτσι μου λένε, κύριε. Είστε ο λοχαγός Γκρόουβ». Κοίταξε τους υπόλοιπους. «Πού είναι ο Τζος Γουάιτ; Κύριε Μπλουμ, έγραψα για να καλέσω τον Τζος Γουάιτ». «Είμαι η σύζυγός του», είπε η Έμελιν με αποφασιστικότητα. 219

«Φοβάμαι πως πρέπει να σας πω ότι ο σύζυγός μου έχει πεθάνει».

«...Έχει πεθάνει;» Το αγόρι φάνηκε να δυσκολεύεται να το πιστέψει. «Τέλος πάντων... Πρέπει να έρθετε μαζί μου!» Γύρισε πίσω προς τον ναό. «Σας παρακαλώ, ακολουθήστε με στο δώμα του Μαρδούκ». «Για ποιο λόγο;» ρώτησε η Έμελιν. «Στο γράμμα σου αναφερόσουν σε κάποιο χτύπημα τηλεφώνου».

«Δεν είναι αυτό», είπε εκείνος ταραγμένος, σχεδόν απελπισμένος μέσα στην αγωνία του. «Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Είναι κι άλλα που έγιναν, τα περισσότερα σήμερα – πρέπει να δείτε από κοντά...» «Να δούμε τι, παλληκάρι μου;» τον ρώτησε ο λοχαγός Γκρόουβ.

«Γύρισε πίσω. Το Μάτι... Την έφερε... Ξαναγύρισε!» Κι ο Αμπντικαντίρ έκανε μεταβολή και έτρεξε πίσω στον ναό. Απορημένοι οι ταξιδιώτες τον ακολούθησαν.

28. Στολή Πέντε

Δεν ήταν σαν ξύπνημα. Ήταν μια ξαφνικά ανάδυση, μια κλαγγή κυμβάλων. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πλημμύρισαν με εκτυφλωτικό φως. Τράβηξε αργές, βαθιές ανάσες και, μόλις ανέκτησε τη συνείδηση του εαυτού της, τρόμαξε. Ήταν πεσμένη ανάσκελα. Η ανάσα της ήταν κοφτή και το στήθος της πονούσε. Όταν προσπάθησε να κινηθεί, ένιωσε τα χέρια και τα πόδια της βαριά. Τυλιγμένα με κάτι. Ήταν παγιδευμένη. Τα μάτια της ήταν ανοιχτά, μα δεν έβλεπε τίποτα.

Η ανάσα της έγινε πιο γρήγορη, γεμάτη πανικό. Μπορούσε να την ακούσει δυνατή μέσα σ' έναν κλειστό χώρο. Ήταν κλεισμένη μέσα σε κάτι. Πίεσε τον εαυτό της να ηρεμήσει. Προσπάθησε να μιλήσει και ανακάλυψε πως το στόμα της ήταν σκασμένο, ξερό. 220

«Μάιρα...» έκρωξε.

«Φοβάμαι πως η Μάιρα δεν μπορεί να σ' ακούσει, Μπιζέζα». Η φωνή ήταν απαλή, ανδρική, πολύ σιγανή σαν ψίθυρος. Μνήμες πλημμύρισαν το μυαλό της.

«Στολή Πέντε!» Ο Λάκκος του Άρη. Το Μάτι που είχε αναστραφεί. Ο σφυγμός αντηχούσε μέσα στ' αφτιά της. «Είναι καλά η Μάιρα;» «Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω μαζί της. Δεν μπορώ να επικοινωνήσω με κανέναν». «Γιατί;»

«Δεν ξέρω», απάντησε η στολή Πέντε στενοχωρημένα. «Η βασική μου ισχύς μ' έχει προδώσει. Έχω περάσει σε κατάσταση ελάχιστης λειτουργικότητας και βασίζομαι πια αποκλειστικά στις εφεδρικές μπαταρίες μου. Το προσδόκιμο της ζωής τους είναι...» «Δεν έχει σημασία».

«Εκπέμπω συνεχώς κλήσεις για βοήθεια».

Τώρα η Μπιζέζα μπορούσε ν' ακούσει κάτι, ένα είδος ξυσίματος πάνω στο κέλυφος της στολής.

Κάτι βρισκόταν απ' έξω... κάτι ή κάποιος. Η ίδια ήταν ανήμπορη, τυφλή, παγιδευμένη μέσα στην άψυχη στολή, ενώ κάποιος εξερευνούσε το εξωτερικό της. Ο πανικός ανέβλυσε στην επιφάνεια της συνείδησής της. «Μπορώ να σταθώ; Εννοώ, μπορείς;»

«Φοβάμαι πως όχι. Σε πρόδωσα, έτσι δεν είναι, Μπιζέζα;»

«Μπορείς να μ' αφήσεις να δω; Μπορείς να κάνεις διαφανή την προσωπίδα μου;» «Αυτό γίνεται».

Φως πλημμύρισε το οπτικό της πεδίο και την τύφλωσε. 221

Σηκώνοντας το βλέμμα της είδε ένα Μάτι, μια παχιά ασημόχρωμη σφαίρα γεμάτη μυστήριο. Είδε επίσης την αντανάκλασή της πάνω στην όψη του, μια αρειανή στολή πεσμένη ανάσκελα, ένα ανήμπορο, αναποδογυρισμένο πράσινο σκαθάρι. Μα ήταν το ίδιο Μάτι; Βρισκόταν ακόμα στον Άρη;

Προσπαθώντας να δει πίσω από το Μάτι, ανασήκωσε το κεφάλι της μέσα απ' την κάσκα. Το ένιωθε βαρύ, μια μπάλα ποδοσφαίρου γεμάτη παχύρρευστα υγρά. Ήταν σαν να υφίστατο το αποτέλεσμα ισχυρών επιταχύνσεων μέσα σε ελικόπτερο. Μεγάλη βαρύτητα: άρα δεν βρισκόταν πάνω στον Αρη.

Πίσω από το Μάτι διέκρινε έναν τοίχο από τούβλα. Κομμάτια ηλεκτρονικού εξοπλισμού βρίσκονταν στην επιφάνειά του, ερασιτεχνικά στημένα, συνδεδεμένα με καλώδιο. Αναγνώρισε τον τοίχο. Και τον εξοπλισμό. Τον είχε στήσει μόνη της με κομμάτια που περιμάζεψε από τα συντρίμμια του Μικρού Πουλιού, όταν μετέτρεψε εκείνο το δωμάτιο σε εργαστήριο παρατήρησης του Ματιού. Ήταν ο ναός του Μαρδούκ. Είχε επιστρέψει στη Βαβυλώνα. Βρισκόταν πάνω στη Μιρ. «Να 'μαι πάλι», ψιθύρισε.

Απρόσμενα ένα πρόσωπο έσκυψε από πάνω της. Μόρφασε παγιδευμένη μέσα στη στολή της που την έκανε να μοιάζει με οστρακόδερμο. Ήταν ένας όμορφος μελαχρινός νεαρός άνδρας με καθαρά μάτια. Ήξερε ποιος ήταν. Μα δεν μπορούσε να είναι αυτός.

«Άμπντι;» Την τελευταία φορά που είχε δει τον Αμπντικαντίρ, τον συνάδελφό της από το Μικρό Πουλί, εκείνος ήταν εξουθενωμένος από τον πόλεμο με τους Μογγόλους. Το πρόσωπο και το σώμα του έφεραν τα σημάδια της μάχης. Τούτος ο άνδρας με το αρυτίδωτο πρόσωπο ήταν πολύ νέος, πολύ ανέγγιχτος. 222

Άλλη μια μορφή μπήκε στο οπτικό της πεδίο, φωτισμένη από το τρεμάμενο φως λυχναριών. Ήταν ακόμα ένα γνώριμο πρόσωπο με τεράστιο μουστάκι, μα αυτήν τη φορά πιο ηλικιωμένος απ' ό,τι τον θυμόταν, γκριζαρισμένος, ρυτιδιασμένος. «Λοχαγέ Γκρόουβ», του είπε. «Βλέπω πως όλη η παρέα είναι εδώ». Ο Γκρόουβ είπε κάτι που δεν μπόρεσε να το ακούσει. Το στήθος της πονούσε τώρα ακόμα περισσότερο.

«Στολή, δεν μπορώ ν' αναπνεύσω. Άνοιξε να βγω έξω».

«Δεν θα σε συμβούλευα κάτι τέτοιο, Μπιζέζα. Δεν βρισκόμαστε σε ελεγχόμενο περιβάλλον. Και αυτοί εδώ οι άνθρωποι δεν είναι τα μέλη της βάσης Γουέλς», είπε η στολή με τυπικότητα. «Αν, δηλαδή, υπάρχουν στην πραγματικότητα». «Άνοιξε», είπε εκείνη όσο πιο αυστηρά μπορούσε. «Ακυρώνω οποιαδήποτε άλλη μόνιμη εντολή έχεις. Σκοπός σου είναι να με προστατεύεις. Άσε με, λοιπόν, να βγω πριν πάθω ασφυξία».

«Φοβάμαι πως τα πρωτόκολλα ασφαλείας ακυρώνουν τις δικές σου εντολές, Μπιζέζα», είπε η στολή. «Ποια πρωτόκολλα ασφαλείας;»

«Της Πλανητικής Προστασίας».

Η στολή δεν ήταν σχεδιασμένη μόνο για να προστατεύει την Μπιζέζα από τον Άρη, μα και τον Άρη από την Μπιζέζα. Αν πέθαινε, η στολή θα σφραγιζόταν από μόνη της έτσι ώστε να εμποδίσει το λείψανό της να μολύνει την εύθραυστη οικολογία του Άρη.

Κάτω από αδόκητες συνθήκες, η στολή Πέντε ήταν προγραμματισμένη να γίνει το φέρετρό της. «Ναι, μα... εδώ είναι... δεν βρισκόμαστε καν πάνω στον Άρη! Δεν το βλέπεις; Δεν υπάρχει τίποτα για να προστατέψεις!» 223

Πάλεψε, μα τα μέλη της ήταν παγιδευμένα. Τα πνευμόνια της ρούφηξαν πολυκαιρισμένο αέρα. «Στολή Πέντε... για όνομα του Θεού!»

Κάτι χτύπησε πάνω στην κάσκα της, κάνοντας το κεφάλι της να κροταλίσει σαν καρύδι μέσα στο τσόφλι του. Η προσωπίδα άνοιξε απότομα και ένιωσε τον αέρα στο πρόσωπό της. Μύριζε καμένο λάδι και όζον, μα ήταν πλούσιος σε οξυγόνο και τον ρούφηξε αχόρταγα. Ο Γκρόουβ στεκόταν από πάνω της, κρατώντας ένα σφυρί κι ένα καλέμι...

«Συγνώμη γι' αυτό», της είπε. «Όλα επιτρέπονται σε ώρα ανάγκης, έτσι δεν είναι; Μα φοβάμαι πως προκάλεσα βλάβη στην πανοπλία σου». Αν και είχε γεράσει, διατηρούσε την ίδια κοφτή εγγλέζικη προφορά, την οποία θυμόταν από την τελευταία φορά που είχε βρεθεί πάνω στη Μιρ, εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια. Ένιωσε τεράστια χαρά που τον έβλεπε.

«Ευχαρίστησή μου», του είπε. «Ωραία λοιπόν, στολή, το διασκέδασες όσο μπορούσες. Τώρα παραβιάστηκες κι έτσι η Πλανητική Προστασία έχει πάει περίπατο, όπου κι αν βρισκόμαστε, θα μ' αφήσεις επιτέλους να βγω;» Η στολή δεν απάντησε. Δίστασε για μερικές στιγμές σιωπηλή, λες και της κρατούσε κακία. Ύστερα, με κρότους από τις συνδέσεις άνοιξε στον κορμό, στα χέρια και στα πόδια. Απόμεινε μέσα στη στολή, ντυμένη με τη σφιχτή θερμική φόρμα της, ενώ ένας ψυχρός αέρας τη φυσούσε. «Νιώθω σαν αστακός μέσα στο σπασμένο του κέλυφος».

«Έλα να σε βοηθήσουμε να σηκωθείς». Ήταν ο νεαρός που έμοιαζε με τον Αμπντικαντίρ. Αυτός και ο Γκρόουβ έσκυψαν, πέρασαν τα χέρια τους κάτω από το σώμα της Μπιζέζα και την έβγαλαν έξω από τη στολή της. 224

29. Αλεξέι Είχε περάσει μια ώρα από τη στιγμή που η Μπιζέζα εξαφανίστηκε μέσα στο Μάτι.

Μπερδεμένη, στερημένη από τη μητέρα της, η Μάιρα αναζήτησε τον Αλεξέι μέσα στην αποθήκη του. Εκείνος ήταν κουλουριασμένος πάνω στην κουκέτα του, κοιτάζοντας τον τοίχο από πάγο με την επικάλυψη πλαστικού. «Πες μου για την Αθηνά, λοιπόν».

Εκείνος, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι του, της είπε:

«Η Αθηνά σε ξεχώρισε ανάμεσα σ' όλους. Φαίνεται να πιστεύει πως αξίζει να διασωθείς». Η Μάιρα σούφρωσε τα χείλη της.

«Είναι πραγματικά ο αρχηγός αυτής σας της συνωμοσίας; Της αντεργκράουντ ομάδας προσκόπων που προσπαθεί να μάθει περισσότερα για το αρειανό Μάτι;» Ο Αλεξέι κούνησε τους ώμους του έχοντας ακόμα γυρισμένη την πλάτη προς το μέρος της.

«Εμείς οι διαστημάνθρωποι είμαστε πολύ διασπασμένοι. Οι Αρειανοί δεν θεωρούν διαστημάνθρωπους τους εαυτούς τους. Η Αθηνά είναι διαφορετική απ' όλους μας και πολύ πιο έξυπνη. Άξιζε να συσπειρωθούμε γύρω της». «Να ξεκαθαρίσουμε κάτι», είπε η Μάιρα. «Η Αθηνά είναι η Τεχνητή Νοημοσύνη της Ασπίδας...»

«Ένα αντίγραφό της. Η αρχική Τεχνητή Νοημοσύνη καταστράφηκε κατά τα τελευταία στάδια της ηλιακής καταιγίδας. Πριν από την καταιγίδα, το συγκεκριμένο αντίγραφο στάλθηκε στ' αστέρια. Κάπου εκεί μακριά το αντίγραφο λήφθηκε από κάποια όργανα, ενεργοποιήθηκε και ξαναστάλθηκε πίσω». 225

Αυτή ήταν η ιστορία που η Μάιρα είχε ακούσει κι από τους άλλους.

«Καταλαβαίνεις πόσα απίθανα πράγματα πρέπει να ισχύουν για να έχει συμβεί κάτι τέτοιο;»

«Κανείς εκτός από τους επιστήμονες του Κύκλωπα δεν γνωρίζει τις λεπτομέρειες». «Κύκλωπας. Μιλάς για το τεράστιο παρακολουθεί άλλους πλανήτες».

τηλεσκόπιο

που

«Σωστά. Ασφαλώς ο αντίλαλος θα μπορούσε να έχει ληφθεί από οποιοδήποτε σημείο του ηλιακού συστήματος, μα, απ' όσο ξέρουμε, η Αθηνά ενεργοποιήθηκε μόνο πάνω στον Κύκλωπα. Ήταν δική της επιλογή να γίνει κάτι τέτοιο. Απ' ό,τι ξέρει ο Χανς Κρίτσφιλντ, η Αθηνά κατόρθωσε να εγκαταστήσει ένα υποπρόγραμμα μέσα στο τατουάζ αναγνώρισής σου. Κανείς δεν ξέρει πώς. Αυτοκαταστράφηκε αφότου σου έδωσε το μήνυμα. Μάλλον έχει στραμμένο το ηλεκτρονικό της βλέμμα πάνω σου, Μάιρα».

Αυτό δεν ήταν και πολύ καθησυχαστική σκέψη για τη Μάιρα. «Τώρα, λοιπόν, η μητέρα μου πέρασε μέσα από το Μάτι. Τι γίνεται στη συνέχεια;» «Περιμένουμε».

«Ποιο πράγμα;»

«Το όποιο αποτέλεσμα της αποστολής της μητέρας σου στη Μιρ. Και την Αθηνά». «Για πόσο χρόνο;»

«Δεν ξέρω, Μάιρα. Υπάρχει χρόνος. Μένουν περισσότεροι από δεκαοκτώ μήνες μέχρι να φτάσει στη Γη η Βόμβα–Π.

»Κοίτα, κάναμε ό,τι μπορούσαμε. Παραδώσαμε τη μητέρα σου στο Μάτι κι αυτό, μπαμ!, έκανε κάτι που υπερέβη κάθε αλλόκοτη κατάσταση μέσα στο ηλιακό σύστημα. Χωρίς παρεξήγηση. Τώρα έχουμε φτάσει σ' ένα είδος ανάπαυλας. 226

Ηρέμησε, λοιπόν. Πέρασες πολλά, κι οι δυο περάσαμε πολλά. Το ταξίδι από μόνο του ήταν εξουθενωτικό. Όσο γι' αυτήν τη μαλακία που έγινε στον Λάκκο με το Μάτι – ούτε τολμώ να φανταστώ πώς θα 'νιωσες». Η Μάιρα κάθισε άβολα στη μοναδική καρέκλα του δωματίου, τραβώντας τα δάχτυλά της.

«Δεν είναι μια απλή ανάπαυλα. Για μένα είναι κάτι σαν τερματικός σταθμός. Με χρειαζόσουν για να φέρεις τη μάνα μου εδώ, στον Άρη. Το έκανα. Μα τώρα έχω πέσει πάνω σε τοίχο». Ο Αλεξέι γύρισε και την κοίταξε.

«Λυπάμαι που νιώθεις έτσι. Νομίζω πως είσαι πολύ σκληρή με τον εαυτό σου. Είσαι καλός άνθρωπος – αυτό έχω καταλάβει. Αγαπάς τη μητέρα σου, τη στηρίζεις ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο σε πονάει. Αυτό είναι καλό. Σε κάθε περίπτωση δεν είμαι σε θέση να σου δίνω συμβουλές. Εγώ ο ίδιος κατασκοπεύω τον πατέρα μου. Πόσα προβλήματα θα μπορούσε να δημιουργήσει κάτι τέτοιο σε κάποιον;» Ξαναγύρισε προς τον τοίχο.

Η Μάιρα κάθισε μαζί του για πολλή ώρα. Όταν ο Αλεξέι άρχισε να ροχαλίζει, εκείνη βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο κι έκλεισε την πόρτα.

30. Χιλίαρχος

Ο Γκρόουβ και ο Άμπντι μετέφεραν την Μπιζέζα σ' ένα μικρότερο δωμάτιο, ένα γραφείο επιπλωμένο με ανάκλιντρα και τραπέζια. Η Έμελιν παρατήρησε πως ο ναός εκείνος έμοιαζε να είναι γεμάτος με γραφεία· έμαθε πως δεν λειτουργούσε απλά ως τόπος λατρείας, μα αποτελούσε επίσης διοικητικό κέντρο για διάφορους οργανισμούς και κυβερνητικές υπηρεσίες. 227

Ο Γκρόουβ έβαλε την Μπιζέζα να καθίσει και την τύλιξε με μια κουβέρτα. Ο λοχαγός φώναξε μερικά άτομα ζητώντας τους τσάι και κάποιος υπηρέτης έφερε στην Μπιζέζα μια γαβάθα μ' ένα είδος ζεστού γαλακτώδους ποτού, που εκείνη το ήπιε με ευγνωμοσύνη. Δυο αγέρωχοι μακεδόνες φρουροί ήταν τοποθετημένοι μπροστά στην πόρτα. Κρατούσαν μακριά δόρατα με απειλητική όψη, αυτά που αποκαλούσαν σάρισες. Η επιστροφή της Μπιζέζα φαινόταν πως είχε προκαλέσει κάποιον αναβρασμό, μ' όλο που η Έμελιν δεν ήταν σίγουρη για το αν οι φρουροί προστάτευαν την Μπιζέζα από τους Βαβυλώνιους ή το αντίθετο. Η Έμελιν κάθισε και παρατηρούσε ήσυχα την Μπιζέζα Ντουτ.

Έδειχνε πιο μεγάλη από την ίδια, όχι και πολύ· ίσως να ήταν καμιά πενηνταριά χρόνων. Ήταν ακριβώς όπως την είχε περιγράψει ο Τζος – όπως την είχε σχεδιάσει σε κάποια από τα ημερολόγιά του. Το πρόσωπό της ήταν καλοφτιαγμένο και αρμονικό, αν όχι όμορφο, η μύτη της δυνατή και το πιγούνι της τετράγωνο. Είχε καθαρό βλέμμα και κοντοκουρεμένα γκρίζα μαλλιά. Παρ' ότι φαινόταν εξουθενωμένη και χαμένη, έδειχνε να διαθέτει μια επίμονη και πολύ ανθεκτική δύναμη μέσα της. Η Μπιζέζα, έχοντας συνέλθει κάπως, κοίταξε γύρω της επιφυλακτικά. «Να 'μαστε, λοιπόν», είπε.

«Να που ξαναγύρισες», της είπε ο Γκρόουβ. «Είχες επιστρέψει πίσω, έτσι δεν είναι; Εννοώ, στην Αγγλία. Στη δική σου Αγγλία». «Ναι, λοχαγέ. Επέστρεψα πίσω τη στιγμή της Ασυνέχειας, δηλαδή στο μέλλον μου. Για την ακρίβεια, μια μέρα μπροστά στο μέλλον. Παρόλο που είχα ζήσει πέντε χρόνια πάνω στη Μιρ». Ο Γκρόουβ κούνησε το κεφάλι του σκεφτικός. 228

«Θα έπρεπε να είχα προσαρμοστεί στον περίεργο τρόπο με τον οποίο κυλάει ο χρόνος εδώ. Μάλλον, όμως, δεν θα τον συνηθίσω ποτέ». «Και τώρα είμαι πάλι πίσω. Αλλά σε ποια χρονική στιγμή βρίσκομαι;»

«Κυρία», είπε η Έμελιν, «είναι γνωστό πως αφήσατε τη Μιρ το έτος 5 του νέου ημερολογίου που δημιούργησαν οι βαβυλώνιοι αστρονόμοι. Βρισκόμαστε στο έτος 32...» «Είκοσι επτά χρόνια, λοιπόν». Η Μπιζέζα την κοίταξε με περιέργεια. «Είστε Αμερικανίδα». «Από το Σικάγο».

«Ασφαλώς. Ο Σογιούζ σάς είχε εντοπίσει – μια πόλη απαλλαγμένη από τους πάγους που καλύπτουν τη Βόρεια Αμερική». «Προέρχομαι από το έτος 1894», της είπε η Έμελιν. Είχε συνηθίσει να επαναλαμβάνει αυτή την περίεργη λεπτομέρεια.

«Εννιά χρόνια μετά τη χρονική φέτα του λοχαγού Γκρόουβ – η δική του ήταν το 1885». «Ναι».

Η Μπιζέζα γύρισε προς τον Αμπντικαντίρ, ο οποίος δεν είχε μιλήσει πολύ από τη στιγμή που η Μπιζέζα επέστρεψε. «Κι εσύ μοιάζεις τόσο πολύ στον πατέρα σου».

Νευρικός και με διάπλατα μάτια ο Αμπντικαντίρ, ίσως ανυπομονούσε να την εντυπωσιάσει με τις γνώσεις του.

«Είμαι αστρονόμος. Εργάζομαι εδώ στον ναό – υπάρχει ένα αστεροσκοπείο στη στέγη του...» Η Μπιζέζα του χαμογέλασε.

«Ο πατέρας σου θα πρέπει να είναι περήφανος για σένα». 229

«Δεν είναι εδώ»; τραύλισε ο Άμπντι. Της εξήγησε πως ο Αμπντικαντίρ Ομάρ είχε ταξιδέψει νότια, στην Αφρική, ακολουθώντας τη δική του πορεία· εφόσον η Μιρ ήταν κατοικημένη από δείγματα ανθρωπίδων από όλη τη μακρά εξελικτική ιστορία της ανθρωπότητας, ο Αμπνπκαντίρ ήθελε ν' ανακαλύψει το αρχαιότερο είδος, εκείνο που αποκόπηκε πρώτο από τα υπόλοιπα είδη των πιθήκων. «Δεν ξαναγύρισε. Πάνε τώρα κάμποσα χρόνια». Η Μπιζέζα έγνεψε προσπαθώντας να χωνέψει τα νέα. «Και ο Κέιζι; Τι απόγινε;»

Ο Κέιζι Όθικ, το τρίτο μέλος του πληρώματος του Μικρού Πουλιού, είχε πάψει κι αυτός να βρίσκεται ανάμεσά τους. Είχε πεθάνει από επιπλοκές ενός παλιού τραύματος, που είχε υποστεί τη μέρα που έλαβε χώρα η Ασυνέχεια. «Όμως», είπε ο λοχαγός Γκρόουβ, «πρόλαβε ν' αφήσει σπουδαία κληρονομιά πίσω του. Τη Σχολή Όθικ. Είναι μηχανικοί, και γι' αυτούς ο Κέιζι έχει γίνει πραγματικός θεός! Θα δεις, Μπιζέζα». Η Μπιζέζα τον άκουγε προσεκτικά.

«Οπότε, εφόσον τελικά σκοτώθηκαν και τα τρία μέλη του πληρώματος του Σογιούζ, δεν υπάρχουν πια σύγχρονοι εδώ... εννοώ, κανείς από τη δική μου εποχή. Νιώθω παράξενα. Ο Τζος τι απόγινε;» Ο λοχαγός έβηξε βάζοντας το χέρι στο στόμα, με μια αδέξια, σχεδόν κωμική βρετανική κίνηση. «Επέζησε μετά την αναχώρησή σου, Μπιζέζα».

«Ήρθε μαζί μου μέχρι τα μισά του δρόμου», είπε η Μπιζέζα με αινιγματικό ύφος. «Τον έστειλαν όμως πίσω».

«Όταν χάθηκες εσύ, δεν υπήρχε τίποτα πια που να τον κρατά στη Βαβυλώνα». Ο Γκρόουβ λοξοκοίταξε με αμηχανία την Έμελιν. «Πήγε να βρει τους δικούς του». 230

«Στο Σικάγο».

«Ναι. Χρειάστηκαν μερικά χρόνια προτού κατασκευάσουν οι άνθρωποι του Αλέξανδρου, με τη βοήθεια του Όθικ, ένα ιστιοφόρο ικανό να δασχίσει τον Ατλαντικό. Ο Τζος τους ακολούθησε στο πρώτο τους ταξίδι». «Ήμουν η σύζυγός του», είπε η Έμελιν.

«Α...» έκανε η Μπιζέζα. «Γιατί λέτε "ήμουν";»

Η Έμελιν της διηγήθηκε κάποια πράγματα για τη ζωή του Τζος, για τον τρόπο που πέθανε και για την κληρονομιά που άφησε πίσω του, δηλαδή τους γιους του. Η Μπιζέζα την άκουγε σοβαρή.

«Δεν ξέρω αν θέλετε ν' ακούσετε αυτό που θα σας πω», της είπε. «Όταν επέστρεψα πίσω, έψαξα πληροφορίες για τον Τζος. Ρώτησα τον Αριστοτέλη – θέλω να πω, ερεύνησα τα αρχεία. Και βρήκα τη θέση του Τζος στην ιστορία».

Το «αντίγραφο» που άφησε ο Τζος πίσω του στη Γη, είχε ζήσει και μετά το 1885. Εκείνος ο Τζος είχε ερωτευτεί: στα τριάντα πέντε του πατρεύτηκε μια καθολική από τη Βοστόνη, με την οποία απόκτησε δυο γιους – ακριβώς όπως κι η Έμελιν του είχε χαρίσει γιους στη Μιρ. Μα ο Τζος σκοτώθηκε στα πενήντα του στις ματωμένες λάσπες του Πασεντέλ, ως ανταποκριτής που κάλυπτε έναν ακόμη πόλεμο, έναν μεγάλο παγκόσμιο πόλεμο για τον οποίο η Έμελιν δεν γνώριζε τίποτα.

Κουβέντασαν έτσι λίγη ώρα για διασπασμένες ιστορικές συνέχειες, για το κλίμα της Μιρ που όλο και χειροτέρευε, για την καινούργια Τροία και την παγκόσμια αυτοκρατορία. Ο Γκρόουβ ρώτησε την Μπιζέζα αν ξαναβρήκε τη Μάιρα, την κόρη της. Η Μπιζέζα του είτε πως τη βρήκε και πως τώρα είχε μάλιστα και εγγονή. Μιλώντας, όμως, έδειχνε μελαγχολική, σαν να ένιωθε μπερδεμένη. Κατά τα φαινόμενα, λίγα απ' όσα συνέβησαν την είχαν κάνει να νιώσει ευτυχισμένη. 231

Η Έμελιν δεν είχε και πολλά να πει. Προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει τις διαθέσεις των ανθρώπων γύρω της όσο μιλούσαν, αλλά και να προσαρμοστεί σ' εκείνη τη νέα παράξενη κατάσταση. Ο Άμπντι κ«ι ο Μπεν, που κι οι δύο είχαν γεννηθεί μετά την Ασυνέχεια, ήταν πλημμυρισμένοι περιέργεια και δέος. Αλλά ο Γκρόουβ και η ίδια η Έμελιν, ίσως κι η Μπιζέζα, βαθιά μέσα τους φοβόντουσαν. Οι νέοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν -όπως οι μεγαλύτεροι που είχαν ζήσει την Ασυνέχεια- ότι τίποτα στον κόσμο δεν ήταν μόνιμο, αφού ο ίδιος ο χρόνος μπορούσε να κομματιαστεί και να επανασυναρμολογηθεί εξαιτίας της ιδιοτροπίας κάποιων. Αν είχες ζήσει ένα τέτοιο γεγονός, δεν μπορούσες ποτέ να το ξεπεράσεις. Στην πόρτα ακούστηκε φασαρία. Ο Αμπντικαντίρ, συνηθισμένος στη ζωή της αυλής του Αλέξανδρου, πετάχτηκε γρήγορα όρθιος. Ένας άνθρωπος μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο, συνοδευμένος από δύο ακολούθους που έδειχναν κατώτεροί του. Ο Αμπντικαντίρ έπεσε στο πάτωμα και προσκύνησε τον άνδρα, με τα χέρια τεντωμένα μπροστά και το κεφάλι χαμηλωμένο. Ο νεοφερμένος, ντυμένος με φαρδύ χιτώνα από ακριβό πορφυρό ύφασμα, ήταν πιο κοντός απ' όλους μέσα στο δωμάτιο, μα είχε τον αέρα της εξουσίας. Ήταν φαλακρός, αν εξαιρέσουμε λίγα ασημένια μαλλιά πίσω απ' τα αφτιά του. Η Έμελιν σκέφτηκε πως ήταν γύρω στα εβδομήντα, αν και το ρυτιδιασμένο δέρμα του γυάλιζε από τα αρωματικά έλαια. Τα μάτια της Μπιζέζα γούρλωσαν. «Γραμματέα Ευμενή».

Ο άνδρας χαμογέλασε με έκφραση ψυχρή και υπολογιστική.

«Εδώ και περισσότερο από είκοσι χρόνια, ο τίτλος μου είναι "χιλίαρχος"». Μιλούσε τα αγγλικά άνετα, αλλά με πομπώδες ύφος και με έντονη βρετανική προφορά. 232

«Χιλίαρχος», είπε η Μπιζέζα. «Το αξίωμα του Ηφαιστίωνα. Έχεις ανέβει ψηλότερα από οποιονδήποτε άλλο εκτός από τον βασιλιά, Ευμένη από την Καρδία». «Όχι κι άσχημα για κάποιον που δεν είναι μακεδονικής καταγωγής».

«Υποθέτω πως θα 'πρεπε να το περιμένω από σένα», του είπε η Μπιζέζα. «Κι εγώ πάντα περίμενα πως θα γύριζες».

Πεσμένος ακόμα στο πάτωμα, ο Αμπντικαντίρ τραύλισε:

«Άρχοντα χιλίαρχε. Σε κάλεσα στέλνοντας αγγελιαφόρους τη στιγμή που συνέβη... Το Μάτι... Η Μπιζέζα Ντουτ επέστρεψε... Έγινε όπως ακριβώς διέταξες... Αν υπήρξε καθυστέρηση, σου ζητώ συγνώμη και...»

«Ησύχασε, μικρέ. Και σήκω επάνω. Ήρθα όταν ήμουν έτοιμος. Είτε το πιστεύεις είτε όχι, υπάρχουν ζητήματα σ' αυτή την παγκόσμια αυτοκρατορία μας ακόμα πιο πιεστικά από τις αινιγματικές σφαίρες και τους χαμένους γνωστούς από το παρελθόν. Ας έρθουμε στο θέμα. Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Μπιζέζα Ντουτ;» Ήταν μια άμεση ερώτηση που δεν της είχε κάνει κανείς άλλος.

«Εξαιτίας μιας νέας απειλής εκ μέρους των Πρωτογέννητων», απάντησε η Μπιζέζα. Περιέγραψε με λίγα λόγια την ηλιακή καταιγίδα και τον τρόπο με τον οποίο η ανθρωπότητα ενός μελλοντικού αιώνα πάλεψε για να επιβιώσει. Μίλησε επίσης για ένα νέο όπλο που ονομαζόταν Βόμβα–Π και ταξίδευε στο διάστημα με στόχο τη Γη – τη Γη της Μπιζέζα. «Ταξίδεψα η ίδια ανάμεσα στους πλανήτες αναζητώντας μιαν απάντηση σ' αυτή την πρόκληση. Και ύστερα μεταφέρθηκα... εδώ». «Γιατί; Από ποιον;»

233

«Δεν ξέρω. Μπορεί από τους ίδιους που με πήγαν την πρώτη φορά πίσω στην πατρίδα μου. Από τους Πρωτογέννητους ή ίσως από κάποιους που τους αντιπαλεύουν». «Ο βασιλιάς γνωρίζει για την επιστροφή σου».

«Πώς το συμπεραίνεις αυτό;» τον ρώτησε ο Γκρόουβ.

Ο Ευμενής χαμογέλασε.

«Ο Αλέξανδρος γνωρίζει όλα όσα ξέρω κι εγώ – και συνήθως πριν από μένα. Αυτό, τουλάχιστον, μπορώ να το πω με βεβαιότητα. Μπιζέζα Ντουτ, θα μιλήσουμε αργότερα στο ανάκτορο. Ίσως παρευρίσκεται και ο βασιλιάς». «Το ραντεβού κλείστηκε». Ο Ευμενής μόρφασε.

«Είχα ξεχάσει την τάση σου γι' ασέβεια. Είναι ενδιαφέρον που σ' έχουμε ξανά κοντά μας, Μπιζέζα Ντουτ». Έκανε μεταβολή και βγήκε έξω, ενώ ο Αμπντικαντίρ έκανε πάλι μετάνοιες στο πάτωμα. Η Μπιζέζα κοίταξε την Έμελιν και τον Γκρόουβ.

«Τώρα, λοιπόν, ξέρετε γιατί βρίσκομαι εδώ. Μια βόμβα στο ηλιακό σύστημα, ένα Μάτι στον Άρη. Εσείς, όμως γιατί είστε εδώ;» «Επειδή τους κάλεσα εγώ», είπε ο Αμπντικαντίρ, «όταν χτύπησε το τηλέφωνό σου». Η Μπιζέζα τον κοίταξε έκπληκτη. «Το τηλέφωνό μου;»

Επέστρεψαν βιαστικά στο δωμάτιο με το Μάτι.

Ο Αμπντικαντίρ έβγαλε το τηλέφωνο από τον βωμό του και το έδωσε στην Μπιζέζα με σεβασμό. 234

Τώρα βρισκόταν στην παλάμη της, γδαρμένο, γνώριμο. Δεν μπορούσε να το πιστέψει· τα μάτια της βούρκωσαν. Προσπάθησε να εξηγήσει στον Αμπντικαντίρ.

«Είναι ένα απλό τηλέφωνο. Μου το χάρισαν όταν ήμουν δώδεκα χρόνων. Κάθε παιδί πάνω στη Γη σ' αυτή την ηλικία είχε πάρει ένα τηλέφωνο. Ήταν ένα πρόγραμμα επικοινωνίας και εκπαίδευσης των παλιών Ηνωμένων Εθνών. Το 'χα μαζί μου κατά την Ασυνέχεια και μου πρόσφερε μεγάλη βοήθεια – ήταν ένας αληθινός σύντροφος. Μα κάποια στιγμή έγινε ανενεργό».

Ο Αμπντικαντίρ άκουγε τα ακαταλαβίστικα γι' αυτόν λόγια της με ανέκφραστο πρόσωπο. «Κουδούνισε μ' ένα τιτίβισμα».

«Θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί στην περίπτωση κάποιας εισερχόμενης κλήσης, μα αυτό είναι όλο. Όταν σταμάτησε να λειτουργεί, δεν είχα τρόπο να το επαναφορτίσω. Ακόμα και τώρα δεν έχω. Αλλά, μια στιγμή ...» Γύρισε προς τη διαστημική στολή που κειτόταν ακόμα ανοιχτή στο πάτωμα. Κανείς δεν είχε τολμήσει να την αγγίξει. «Στολή Πέντε;»

Η φωνή που ακούστηκε από τα ηχεία της κάσκας ήταν πολύ αδύναμη.

«Προσπάθησα να εξυπηρετήσω τις ανάγκες σου καθ' όλη τη διάρκεια που ήσουν εκτός οχήματος». «Μπορείς να μου δώσεις μία από τις μπαταρίες σου;»

Η στολή φάνηκε να το σκέφτεται. Ύστερα ένα σημείο στη ζώνη της άνοιξε για ν' αποκαλύψει ένα συμπαγές επίπεδο κομμάτι πλαστικού με ζωηρό πράσινο χρώμα όπως και η υπόλοιπη στολή. Η Μπιζέζα το 'βγάλε από την εσοχή του. 235

«Μπορώ να κάνω κάτι άλλο για σένα σήμερα, Μπιζέζα;» «Όχι, ευχαριστώ».

«Θα χρειαστώ επιδιόρθωση εξυπηρετήσω ξανά».

για

να

μπορέσω

να

σ'

«θα φροντίσω να την έχεις». Φοβόταν πως αυτό ήταν ψέμα. «Ξεκουράσου τώρα». Η στολή έβγαλε ένα είδος αναστεναγμού και σταμάτησε να μιλά.

Η Μπιζέζα άνοιξε το πλαίσιο σύνδεσης του τηλεφώνου και προσάρμοσε την μπαταρία. «Τι είχε πει ο Αλεξέι; Δόξα στον Ήλιο για τα παγκόσμια πρωτόκολλα επικοινωνίας». Το τηλέφωνο φωτίστηκε και μίλησε διστακτικά. «Μπιζέζα;»

«Εγώ είμαι».

«Ήρθες με το πάσο σου».

31. Εντολή λειτουργίας Μια νέα διαταγή μεταδόθηκε στον Ελευθερωτή από το γραφείο της Μπέλα στην Ουάσινγκτον. «Μας λένε να παρακολουθήσουμε τη Βόμβα–Π», είπε η Έντνα κρατώντας τη διαταγή. «Μέχρι πού;» τη ρώτησε ο Τζον Μέτερνις. «Μέχρι και τη Γη, αν χρειαστεί».

«Ιησού Χριστέ, αυτό μπορεί να πάρει δώδεκα μήνες». «Λίμπυ, μπορούμε να το κάνουμε;»

«Θα κινούμαστε προς το κέντρο του ηλιακού συστήματος όπως και η Βόμβα», είπε η Τεχνητή Νοημοσύνη του σκάφους. 236

«Άρα η πρόωση και η μάζα αντίδρασης δεν θα αποτελέσουν πρόβλημα. Αν η αποτελεσματικότητα της ανακύκλωσης παραμείνει σε φυσιολογικά επίπεδα, το κέλυφος ζωής θα μπορέσει να διατηρήσει τις ζωτικές λειτουργίες του κυκλώματος». «Ωραία το έθεσες», είπε ο Τζον με ξινισμένο ύφος.

«Εσύ είσαι ο μηχανικός», του είπε απότομα η Έντνα. «Πιστεύεις πως έχει δίκιο;»

«Υποθέτω. Αλλά ποιο είναι το νόημα, κυβερνήτρια; Τα όπλα μας είναι άχρηστα».

«Καλύτερα να υπάρχει κάποιος κοντά σ' αυτό το πράγμα. Ίσως παρουσιαστεί κάτι. Τζον, Λίμπυ, αρχίστε να σχεδιάζετε μια πορεία. Εγώ θα εξετάσω τη διαταγή και, αν σιγουρευτούμε πως είναι εφικτή από πλευράς πόρων, θα στείλουμε πίσω στη Γη την τεκμηριωμένη μας πρόταση». «Θα είναι ένα θαυμάσιο ταξίδι», μουρμούρισε ο Μέτερνις.

Η Έντνα έριξε μια ματιά στη μαλακή οθόνη της. Αθόρυβα, η Βόμβα γλιστρούσε όλο και πιο βαθιά στο ηλιακό σύστημα, ορατή μόνο εξαιτίας του φωτός των αστεριών που αντικατόπτριζε. Η Έντνα προσπάθησε να σκεφτεί τι θα έλεγε στη Θία – πώς να της εξηγήσει ότι θ' αργούσε να γυρίσει για πολύ ακόμα.

32. Αλέξανδρος

Έδωσαν στην Μπιζέζα ένα δικό της δωμάτιο στο ανάκτορο του Ναβουχοδονόσορα, το οποίο αναπόφευκτα είχε καταλάβει ο Αλέξανδρος. Το υπηρετικό προσωπικό του Ευμένη της έφερε περίτεχνα περσικά ρούχα, σαν κι αυτά που φορούσαν πια οι αξιωματούχοι της μακεδόνικης αυλής.

Η Έμελιν την επισκέφθηκε και της πρόσφερε μερικά είδη καλλωπισμού: μια χτένα, κρέμες για το πρόσωπο και τα χέρια, 237

ένα μικροσκοπικό μπουκαλάκι άρωμα, ακόμα και μερικές αρχαϊκές σερβιέτες. Ήταν ό,τι μπόρεσε να βρεθεί στον ταξιδιωτικό σάκο μιας κυρίας του δέκατου ένατου αιώνα.

«Δεν θα πρόφτασες να πάρεις πολλά πράγματα μαζί σου», της είπε. Η χειρονομία αυτή, από μια γυναίκα μακριά από το σπίτι της προς κάποια άλλη, έκανε την Μπιζέζα να Θέλει να κλάψει.

Κοιμήθηκε για λίγο. Ένιωθε βαριά από την ξαφνική επιστροφή της στη γήινη βαρύτητα, τριπλάσια από εκείνη του Άρη. Το βιολογικό της ρολόι είχε τρελαθεί· όπως και την άλλη φορά, η καινούργια αυτή Ασυνέχεια, η προσωπική της χρονική μετατόπιση, της είχε δημιουργήσει ένα είδος «τζετ λαγκ».

Μετά άρχισε να κλαίει· για τον εαυτό της, για το σοκ που πέρασε και για την απώλεια της Μάιρα. Όπως και να 'ναι πάντως, εκείνες οι τελευταίες απίστευτες εβδομάδες κατά τη διάρκεια των οποίων ταξίδευαν μαζί στο διάστημα, ήταν η μεγαλύτερη χρονική περίοδος που είχε περάσει κοντά στη Μάιρα από τις μέρες της ηλιακής καταιγίδας. Σκεφτόταν πως αυτό ήταν μια παρηγοριά, έστω κι αν είχαν μιλήσει ελάχιστα, έστω κι αν είχαν γνωρίσει πολύ λίγο η μία την άλλη. Λαχταρούσε να μάθει περισσότερα για την Τσάρλι. Δεν είχε προλάβει να δει ούτε καν μια φωτογραφία της εγγονής της. Προσπάθησε να ξανακοιμηθεί.

Την ξύπνησε με διακριτικότητα μια υπηρέτρια, ίσως σκλάβα. Ήταν νωρίς το απόγευμα. Ήταν ώρα για τη συνάντησή της με τον Ευμένη, μπορεί και με τον Αλέξανδρο.

Πλύθηκε και ντύθηκε· είχε φορέσει βαβυλωνιακούς χιτώνες και στο παρελθόν, μα ένιωθε πάντα γελοία όταν ντυνόταν με αυτό τον τρόπο. Η μεγαλόπρεπη αίθουσα όπου οδηγήθηκε ήταν ένας χώρος με μεγάλη χλιδή, γεμάτος ταπισερί, ακριβά χαλιά και λεπτοφτιαγμένα έπιπλα. Ακόμα και το κύπελλο από κασσίτερο 238

που της έδωσε ένας υπηρέτης για το κρασί της ήταν στολισμένο με πολύτιμες πέτρες. Και παντού υπήρχαν φρουροί, στις εισόδους αλλά και μέσα στην αίθουσα, οπλισμένοι με μακριές σάρισες και κοντά αιχμηρά σπαθιά. Δεν φορούσαν μεταλλικές πανοπλίες, μα περικεφαλαίες που έδειχναν να είναι από βουβαλίσιο δέρμα, θώρακες από λινό και δερμάτινες μπότες. Έμοιαζαν με τους στρατιώτες του πεζικού, τους οποίους θυμόταν η Μπιζέζα από την πρώτη φορά που βρέθηκε εκεί. Ανάμεσα στα σιδερικά των στρατιωτών και τις ασημένιες ή επίχρυσες διακοσμήσεις πηγαινοέρχονταν αυλικοί φλυαρώντας αδιάφορα. Φορούσαν εξωτικά ρούχα, κυρίως πορφυρά και λευκά. Τα πρόσωπά τους, ανδρών και γυναικών, ήταν τόσο βαμμένα, που δυσκολευόσουν να ξεχωρίσεις την ηλικία τους. Αντιλήφθηκαν την Μπιζέζα και έδειξαν μια κάποια περιέργεια, μα πιο πολύ τους ενδιέφεραν οι σχέσεις και οι ανταγωνισμοί ανάμεσά τους.

Ανάμεσα στο πλήθος κινούνταν κάποιοι Νεάντερταλ. Η Μπιζέζα τους αναγνώρισε από το απόμακρο, παγωμένο βλέμμα τους, που το ήξερε από την εποχή που ζούσε στη Μιρ. Εδώ υπηρετούσαν την αυλή. Οι περισσότεροι ήταν πολύ νέοι και περπατούσαν με τα μεγάλα κεφάλια τους σκυφτά, τα βλέμματα κενά, κρατώντας λεπτεπίλεπτους δίσκους στα πανίσχυρα χέρια τους. Φορούσαν πορφυρούς χιτώνες ακριβούς όσο κι εκείνους των αυλικών, σαν γι' αστείο. Η Μπιζέζα στάθηκε μπροστά σε μια εντυπωσιακή ταπισερί. Κάλυπτε έναν ολόκληρο τοίχο· ήταν ένας ανεστραμμένος παγκόσμιος χάρτης, με τον Νότο στο πάνω μέρος. Ένα μεγάλο κομμάτι της νότιας Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της κεντρικής Ασίας μέχρι και την Ινδία ήταν βαμμένο κόκκινο με χρυσοκέντητα όρια. «Γιε–Λου Τσου–Τσάι», είπε ο λοχαγός Γκρόουβ. 239

Συνόδευε την Έμελιν· φορούσε στολή βρετανού αξιωματικού, ενώ αυτή φορούσε μια συντηρητική λευκή μπλούζα και μακριά φούστα με μαύρα παπούτσια. Μέσα στη χλιδή της αυλής του Αλέξανδρου ξεχώριζαν οι δύο εκπρόσωποι του δέκατου ένατου αιώνα. «Ζηλεύω το ντύσιμό σας», είπε η Μπιζέζα στην Έμελιν, αμήχανη μέσα στα βαβυλωνιακά της ρούχα.

«Κουβαλώ μαζί μου το σίδερο ατμού», της απάντησε η Έμελιν με σοβαρότητα. «Πώς ήταν η προφορά μου;» ρώτησε ο Γκρόουβ την Μπιζέζα. «Δεν ξέρω», ομολόγησε η Μπιζέζα. «Γιε–Λου...»

Ο Γκρόουβ ήπιε λίγο κρασί, παραμερίζοντας το μουστάκι του.

«Μάλλον δεν τον έχεις γνωρίσει ποτέ. Ήταν ο αρχισύμβουλος του Τζένγκις Χαν πριν από τον πόλεμο του Αλέξανδρου με τους Μογγόλους – ένας κινέζος αιχμάλωτος πολέμου που είχε κατορθώσει ν' ανέβει ψηλά. Μετά τον πόλεμο –όπως θα θυμάσαι ο Τζένγκις Χαν σκοτώθηκε– το αστέρι του ξεθώριασε. Ήρθε, όμως, εδώ στη Βαβυλώνα και συνεργάστηκε με τους σοφούς του Αλέξανδρου. Το αποτέλεσμα ήταν χάρτες σαν αυτούς εδώ». Έδειξε την πελώρια ταπισερί. «Περιττά ακριβοί, οπωσδήποτε, αλλά αρκετά ακριβείς, όπως μπορείς να διαπιστώσεις. Βοήθησαν πολύ τον Αλέξανδρο να σχεδιάσει τις κατακτητικές του εκστρατείες... και αργότερα ν' αποτυπώσει τα όριά τους. »Οι εκστρατείες του Αλέξανδρου ήταν αξιοθαύμαστες, Μπιζέζα – ένας εκπληκτικός τεχνικός άθλος εφοδιασμού και οργάνωσης.

Κατασκεύασε έναν τεράστιο στόλο εδώ, στο μεγάλο λιμάνι της Βαβυλώνας, και στη συνέχεια έβαλε τους μηχανικούς του να κάνουν έργα σε ολόκληρο το μήκος του Ευφράτη ώστε ο ποταμός να γίνει πλωτός. Έστειλε τον στόλο να κάνει τον γύρο της Αφρικής, σταθμεύοντας κάθε τόσο στις ακτές της για να 240

συγκεντρώνει προμήθειες. Στο μεταξύ, τα στρατεύματά του από τη Βαβυλώνα κινήθηκαν προς τ' ανατολικά και τα δυτικά, στήνοντας σιδηροτροχιές και ανοίγοντας στρατιωτικούς δρόμους, ιδρύοντας πόλεις παντού στο πέρασμά τους. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια προετοιμασίας και στη συνέχεια άλλα δέκα εκστρατειών πριν τα κατακτήσει όλα, από την Ισπανία ως την Ινδία. Βεβαίως, αποδυνάμωσε τον λαό του για να το πετύχει...» Η Έμελιν άγγιξε το μπράτσο της Μπιζέζα. «Πού είναι το τηλέφωνό σου;» Η Μπιζέζα αναστέναξε.

«Επέμενε να το ξαναπάω πίσω στον ναό, ώστε ο Άμπντι να μπορέσει να του μεταβιβάσει όσο το δυνατόν περισσότερες από τις αστρονομικές παρατηρήσεις του. Δείχνει μεγάλη περιέργεια». Η Έμελιν συνοφρυώθηκε.

«Ομολογώ πως δυσκολεύομαι να καταλάβω τα λόγια σου. Το πιο παράξενο για μένα είναι η ολοφάνερη αγάπη που έχεις γι' αυτό το τηλέφωνο. Μα είναι μια συσκευή. Ένα αντικείμενο!» Ο λοχαγός Γκρόουβ χαμογέλασε.

«Αυτό δεν είναι και τόσο ασυνήθιστο. Κάμποσοι άνδρες μου είχαν ερωτευτεί τα τουφέκια τους».

«Στη δική μου εποχή», είπε η Μπιζέζα, «πολλές συσκευές έχουν νοημοσύνη, όπως το τηλέφωνο. Έχουν συνείδηση ίδια με τη δική σας και τη δική μου. Δεν είναι δύσκολο να νιώσεις συμπάθεια γι' αυτές».

Ο Ευμενής τους πλησίασε. Η παρουσία του ανέδιδε μια ψυχρότητα που έκανε τους λεπτεπίλεπτους αυλικούς να παραμερίζουν στο πέρασμά του, παρόλο που ήταν ντυμένος το ίδιο φανταχτερά μ' αυτούς. 241

«Μίλησες γι' αστρονομία. Ελπίζω η δική μας αστρονομία να είναι τέτοιου επιπέδου ώστε να μπορεί να σου φανεί χρήσιμη», είπε. «Το βαβυλώνιο ιερατείο είχε μεγάλη παράδοση στην παρατήρηση των άστρων πολύ πριν έρθουμε εμείς εδώ. Και τα τηλεσκόπια που σχεδίασαν οι μηχανικοί της Σχολής Όθικ είναι τα καλύτερα που θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε. Παρ' όλ' αυτά, ποιος ξέρει τι μπορεί να διαβάσει κανείς σ' έναν ουρανό που υποθέτουμε πως είναι φτιαχτός όπως και η Γη πάνω στην οποία περπατάμε;»

«Έχουμε και στο Σικάγο αστρονόμους», είπε η Έμελιν. «Και τηλεσκόπια που σώθηκαν από τον Παγετό – εννοώ την Ασυνέχεια. Γνωρίζω πως παρατηρούν τους πλανήτες. Λένε πως έχουν αλλάξει – πως δεν είναι όπως τους ήξεραν πολιά. Φώτα πάνω στον Άρη. Πόλεις! Δεν ξέρω και πολλά γι' αυτά. Λέω μονάχα όσα διάβασα στις εφημερίδες». Η Μπιζέζα και ο Γκρόουβ την κοίταξαν κατάπληκτοι. «Πόλεις πάνω στον Άρη;» είπε η Μπιζέζα. Κι ο λοχαγός Γκρόουβ συνέχισε: «Έχετε εφημερίδες;»

Ο χιλίαρχος παρακολουθούσε με προσοχή.

«Υπάρχουν κι άλλοι...» Έψαξε να βρει τη λέξη. «...επιστήμονες; Άλλοι επιστήμονες στο Σικάγο;»

«Κάθε είδους», είπε η Έμελιν με ενδουσιασμό. «Φυσικοί, χημικοί, γιατροί, φιλόσοφοι. Το πανεπιστήμιο συνέχισε να λειτουργεί και δημιουργήθηκε μια νέα πανεπιστημιούπολη στο Νέο Σικάγο, νότια του Παγετώνα, ώστε οι επιστήμονες να συνεχίσουν να εργάζονται μετά την εγκατάλειψη της παλιάς πόλης». Ο Ευμενής γύρισε προς την Μπιζέζα.

«Μου φαίνεται πως πρέπει να ταξιδέψεις σ' αυτό το Σικάγο, τον τόπο της επιστήμης και της μάθησης από μια εποχή που 242

απέχει παραπάνω από είκοσι αιώνες από την εποχή του Αλέξανδρου. Εκεί ίσως έχεις περισσότερες πιθανότητες να βρεις την απάντηση στο μεγάλο μυστήριο που σε οδήγησε μέχρι εδώ». Ο Γκρόουβ σχολίασε:

«Θα χρειαστεί διαβολεμένα πολύς χρόνος για να φτάσεις εκεί... Μήνες...» «Ωστόσο, είναι ολοφάνερα αναγκαίο. Θα κανονίσω τη μεταφορά σου». Η Έμελιν ανασήκωσε το ένα της φρύδι.

«Μου φαίνεται πως θα έχουμε άφθονο χρόνο να γνωριστούμε καλύτερα, Μπιζέζα».

Η Μπιζέζα αισθάνθηκε μπερδεμένη από την αιφνιδιαστική απόφαση του Ευμένη.

«Πάντα κατανοούσες περισσότερο από κάθε άλλον άνθρωπο του Αλέξανδρου πως το κλειδί σ' όλη αυτή την ιστορία είναι οι Πρωτογέννητοι και τα Μάτια», του είπε. «Όλα τ' άλλα, αυτοκρατορίες και πόλεμοι, δεν είναι παρά ένας περισπασμός». Εκείνος γρύλισε.

«Αν μου έλειπε η διορατικότητα, δεν Θα είχα επιζήσει πολύ στην αυλή του Αλέξανδρου, Μπιζέζα. Λίγους θα δεις από κείνους που θυμόσουν από τον παλιό καιρό, πριν από τριάντα χρόνια. Όλοι εξοντώθηκαν στις εκκαθαρίσεις». «Όλοι εκτός από σένα», είπε εκείνη.

«Ίσως επειδή τις εκκαθαρίσεις φρόντισα να τις οργανώσω εγώ...» Ακούστηκαν σαλπίσματα και φωνές.

Μια ομάδα στρατιωτών μπήκε στο δωμάτιο με τις σάρισες υψωμένες. Πίσω τους εμφανίστηκε μια αποκρουστική μορφή, ντυμένη με διάφανη χλαμύδα. Ήταν αδύνατος σαν σκελετός, 243

έτρεμε λίγο και στο έντονα βαμμένο πρόσωπό του ήταν χαραγμένο ένα στραβό χαμόγελο. Η Μπιζέζα τον δυμόταν: ήταν ο Βαγώας, ένας πέρσης ευνούχος και ευνοούμενος του Αλέξανδρου. «Δεν είναι πια τόσο όμορφος όσο παλιά», είπε ο Ευμενής βλοσυρά. «Κι όμως επιβιώνει όπως κι εγώ». Σήκωσε το κρασοπότηρό του σ' έναν ειρωνικό χαιρετισμό.

Ύστερα μπήκε ο ίδιος ο βασιλιάς. Περιτριγυριζόταν από μια ομάδα σκληροτράχηλων νεαρών, ντυμένων με ακριβούς πορφυρούς χιτώνες.

Περπατώντας με αστάθεια λες κι ήταν ήδη μεθυσμένος, παραπάτησε και ίσως θα 'πεφτε αν δεν κρατιόταν από έναν γεροδεμένο νεαρό ακόλουθο πλάι του. Φορούσε ζωηρόχρωμο πορφυρό χιτώνα και κάλυμμα κεφαλής με δυο κέρατα κριού, που ξεφύτρωναν από ένα χρυσό στέμμα. Το πρόσωπό του ήταν μονάχα μια ανάμνηση της ομορφιάς που θυμόταν η Μπιζέζα, με τα σαρκώδη χείλη και τη δυνατή μύτη, ίσια μέχρι το ελαφρά προεξέχον μέτωπο, τα μαλλιά σε βοστρύχους, χτενισμένα προς τα πίσω. Το δέρμα του, από παλιά κοκκινωπό, ήταν τώρα γεμάτο λεκέδες και ουλές, τα μάγουλα και τα προγούλια του βαριά και η δυνατή κορμοστασιά του γεμάτη λίπος. Η Μπιζέζα αισθάνθηκε σοκαρισμένη από την αλλαγή που έβλεπε. Οι αυλικοί έπεσαν στο πάτωμα για να προσκυνήσουν. Οι στρατιώτες και μερικοί από τους πιο ηλικιωμένους ακινητοποιήθηκαν στις θέσεις τους, χαιρετώντας τον με περίτεχνες χειρονομίες. Ο ακόλουθος που τον στήριζε ήταν ένας μικρός Νεάντερταλ, ένα αγόρι που το κτηνώδες πρόσωπό του γυάλιζε από τις πομάδες, ενώ τα πυκνά του μαλλιά ήταν χτενισμένα σε σφιχτές μπούκλες. Καθώς ο βασιλιάς την προσπερνούσε, η Μπιζέζα μύρισε μια έντονη οσμή ούρων. «Ιδού ο άρχοντας του κόσμου», ψιθύρισε η Έμελιν με το ψυχρό ύφος μιας κυρίας του δέκατου ένατου αιώνα, καθώς ο Αλέξανδρος περνούσε από μπροστά τους. 244

«Και όμως, είναι», είπε ο Γκρόουβ.

«Δεν είχε άλλη επιλογή από το να κατακτήσει γι' άλλη μια φορά τον κόσμο», μουρμούρισε ο Ευμενής. «Ο Αλέξανδρος πιστεύει πως είναι θεός – ο γιος του Δία, που ενσαρκώθηκε στο μαντείο του Άμμωνα, γι' αυτό φοράει τα ρούχα και τα κέρατα του Άμμωνα. Αλλά έχει γεννηθεί άνθρωπος και τη θεοποίηση του την πέτυχε μέσω των κατακτήσεών του. Μετά την Ασυνέχεια όλα αυτά χάθηκαν, κι έτσι τι απόμεινε πια από τις επιτυχίες του Αλέξανδρου; Αυτό δεν μπορούσε να το ανεχτεί ο ίδιος. Έτσι ξεκίνησε από την αρχή· ήταν αναγκασμένος να το κάνει».

«Μα τα πράγματα δεν είναι όπως παλιά», είπε η Μπιζέζα. «Λες πως έχετε αποκτήσει ατμομηχανές. Ίσως αυτό να είναι ένα νέο ξεκίνημα για τον πολιτισμό. Μια ενωμένη αυτοκρατορία κάτω από τη διακυβέρνηση του Αλέξανδρου και των διαδόχων του, με τη συνδρομή της τεχνολογίας». Ο Γκρόουβ χαμογέλασε πικρόχολα.

«Θυμάσαι που ο φτωχός γερο–Ρούντι Κίπλινγκ συνήθιζε να λέει τα ίδια;»

«Δεν νομίζω πως ο Αλέξανδρος συμμερίζεται τα "σύγχρονα" όνειρά σας», είπε ο Ευμενής. «Και γιατί να το κάνει; Είμαστε πολύ περισσότεροι από σας· ίσως οι πεποιθήσεις μας υπερσκελίσουν τις δικές σας και διαμορφώσουν την πραγματικότητα».

«Σύμφωνα με τα δικά μας βιβλία ιστορίας στον παλιό κόσμο», είπε η Έμελιν κάπως ψυχρά, «ο Αλέξανδρος πέθανε λίγο μετά τα τριάντα του. Αυτό που θα πω δεν είναι χριστιανικό, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερα αν είχε πεθάνει εδώ, αντί να συνεχίσει να ζει».

«Σίγουρα αυτό σκέφτηκε κι ο γιος του», είπε ο Ευμενής ξερά. «Γι' αυτό... πρόσεχε!» Τράβηξε πίσω την Μπιζέζα. 245

Μια ομάδα στρατιωτών τους προσπέρασε τρέχοντας, με τις μακριές τους σάρισες χαμηλωμένες. Στο μέσο της αίθουσας είχε δημιουργηθεί αναστάτωση. Ακούστηκαν φωνές και ουρλιαχτά. Ο Αλέξανδρος είχε πέσει.

Ο Αλέξανδρος, μόνος του στο πάτωμα, φώναζε στα ελληνικά με την τραχιά μακεδονική του προφορά. Οι αυλικοί του, ακόμα και οι στρατιώτες του, πισωπατούσαν λες και φοβόντουσαν μήπως βρεθούν κατηγορούμενοι. Ένας ζωηρός κόκκινος λεκές απλωνόταν στην κοιλιά του. Η Μπιζέζα νόμισε πως ήταν κρασί. Ύστερα, όμως, είδε τον ακόλουθό του, τον νεαρό Νεάντερταλ, να στέκεται από πάνω του με απλανή έκφραση κι ένα μαχαίρι στο ογκώδες χέρι του.

«Το φοβόμουν αυτό», είπε ο Ευμενής κοφτά. «Είναι η επέτειος της Μάχης με τον Υιό – κι εσύ με το Μάτι σου έχεις ξεσηκώσει τους πάντες, Μπιζέζα Ντουτ. Λοχαγέ Γκρόουβ, πάρτε τις από εδώ και φύγετε από την πόλη όσο πιο γρήγορα μπορείτε. Διαφορετικά, κινδυνεύετε να πέσετε θύματα των εκκαθαρίσεων που θα ακολουθήσουν». «Κατάλαβα», είπε ο Γκρόουβ σιγανά. «Ελάτε, κυρίες μου».

Καθώς ο Γκρόουβ τις απομάκρυνε, η Μπιζέζα γύρισε και κοίταξε πίσω της. Είδε τον νεαρό Νεάντερταλ να σηκώνει το μαχαίρι του ξανά και να προχωρά προς τον Αλέξανδρο. Οι κινήσεις του ήταν νωθρές, λες κι έκανε αγγαρεία. Ο Αλέξανδρος μούγκρισε με οργή και φόβο, μα και πάλι κανείς από τους φρουρούς δεν κινήθηκε. Τελικά ο Ευμενής, ο δύσκαμπτος γερο–Ευμένης, ήταν εκείνος που όρμησε μέσα από το πλήθος, έπεσε πάνω στο αγόρι και το 'ριξε κάτω. Έξω η πόλη ήταν φωτισμένη· καπνός υψωνόταν από κτήρια που κάποιοι τους είχαν βάλει φωτιά, καθώς τα νέα της δολοφονικής απόπειρας είχαν αρχίσει να διαδίδονται. 246

33. Φυγή Το επόμενο πρωί μέσα στο χλομό φως της αυγής, η Μπιζέζα και οι υπόλοιποι εγκατέλειψαν την πόλη συνοδευόμενοι από μια ομάδα ανδρών της προσωπικής φρουράς του Ευμένη, που είχαν την εντολή να τους συνοδέψουν μέχρι το Γιβραλτάρ. Ο τρομαγμένος Αμπντικαντίρ υποχρεώθηκε κι αυτός να ακολουθήσει την Μπιζέζα στην Αμερική.

Έτσι η Μπιζέζα, δώδεκα μόλις ώρες μετά τη μετάβασή της εδώ μέσω του Ματιού, βρισκόταν πάλι μετακινούμενη. Δεν μπόρεσε να πάρει μαζί της ούτε καν τη διαστημική της στολή. Το μόνο που της είχε απομείνει από τον εικοστό πρώτο αιώνα ήταν το τηλέφωνό της και οι μπαταρίες της στολής. Η Έμελιν προσπάθησε να την παρηγορήσει. «Κάνε υπομονή μέχρι να φτάσουμε στο Σικάγο», την καθησύχασε, «θα σε πάω για ψώνια στη λεωφόρο Μίτσιγκαν». Ψώνια!

Το πρώτο σκέλος του ταξιδιού της ήταν εκπληκτικό.

Η Μπιζέζα βρέθηκε σε μια ανοιχτή άμαξα που την έσερναν τέσσερις γεροδεμένοι Νεάντερταλ, γυμνοί όπως τους γέννησε η μάνα τους, ενώ οι μακεδόνες στρατιώτες πλάι τους έτρεχαν για να τους προλαβαίνουν. Εκείνοι οι Πέτρινοι Άνθρωποι ήταν κτήμα του ανθρώπου ο οποίος ονομαζόταν Ιλίσιους Μπλουμ και αποκαλούσε τον εαυτό του πρόξενο του Σικάγου στη Βαβυλώνα. Ήταν ένας παμπόνηρος τύπος που η Μπιζέζα δεν τον εμπιστευόταν με τίποτα. Έφτασαν στον τερματικό σταθμό μιας σιδηροδρομικής γραμμής, στο μέρος που ονόμαζαν Σκουπιδότοπο. Ήταν εκείνη η παράξενη αποπνικτική πολίχνη με τα σπίτια χωρίς παράθυρα και πόρτες και με σκάλες που οδηγούσαν στις στέγες. Η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή από τον καπνό. Ο Μπεν Μπάτσον είπε πως οι ατμομηχανές κινούνταν με πετρέλαιο, που κουβαλούσαν μαζί τους τα τρένα σε μεγάλα βαγόνια–δεξαμενές· το πετρέλαιο από την Περσία ήταν πιο 247

προσιτό από το κάρβουνο για τον Αλέξανδρο, γι' αυτό ο Κέιζι Όθικ είχε βασίσει τα σχέδια του σε αυτήν τη λογική.

Μ' εκείνο το απίθανο τρένο η Μπιζέζα επρόκειτο να ταξιδέψει μέχρι την ακτή του Ατλαντικού. Διασχίζοντας την Αραβία θα έφταναν στα μεγάλα εργοστάσια μηχανών της Ιερουσαλήμ, μετά θα συνέχιζαν νότια και δυτικά μέχρι το δέλτα του Νείλου, όπου ο βασιλιάς είχε επανιδρύσει την Αλεξάνδρεια. Ύστερα θα ακολουθούσαν τις ακτές της βόρειας Αφρικής μέσα από περιοχές που ανήκαν κάποτε στην Αίγυπτο, τη Λιβύη, την Τυνησία και το Μαρόκο, μέχρι το λιμάνι του μικρού ποντοπόρου στόλου στις Ηράκλειες Στήλες. Ο Ιλίσιους Μπλουμ είπε πως θα πήγαινε μαζί τους μόνο μέχρι τον Σκουπιδότοπο.

«Δεν έχω ζήσει ποτέ μου νύχτα σαν και την αποψινή στη Βαβυλώνα όλα αυτά τα χρόνια», είπε. «Τουλάχιστον από την εποχή του Πολέμου του Υιού. Αναθεματισμένοι Έλληνες! Κι έχω δουλειά να κάνω· έχω τα συμβόλαιά μου». «Έχετε κι ένα παιδί εδώ», του είπε η Έμελιν αυστηρά.

«Δεν ευθύνομαι εγώ γι' αυτό, μα η μάνα του», είπε εκείνος. «Όπως και να 'ναι, θα μείνω εδώ. Απλά, όταν φτάσετε στην πατρίδα, μην τους αφήσετε να λησμονήσουν πως βρίσκομαι εδώ. Εντάξει; Μη με ξεχάσετε!» Ο Γκρόουβ τους αποχαιρέτισε κι αυτός· θα 'παιρνε ένα τρένο για να επιστρέψει στη Νέα Τροία. Ανέθεσε όμως στον Μπεν Μπάτσον να τους συνοδέψει μέχρι το Γιβραλτάρ. Κάθε που σταματούσε το τρένο, φαινόταν στην Μπιζέζα πως άκουγε ψαλμούς στο εσωτερικό της ατμομηχανής.

«Οι μηχανοδηγοί ανήκουν στη Σχολή Όθικ», είπε ο Αμπντικαντίρ. «Ο Κέιζι Όθικ τους δίδαξε καλά. Τους έμαθε πως το να κάνουν τη δουλειά τους όσο το δυνατόν πιο τέλεια αποτελεί μια προσφορά λατρείας προς τους θεούς – ακριβώς όπως ο αγρότης προσφέρει τη δεκάτη των καρπών του. Έτσι 248

ασκούν τα λατρευτικά τους καθήκοντα όσο εργάζονται και εργάζονται ασκώντας τη λατρεία τους». «Ώστε ο οδηγός του τρένου είναι μοναχός», είπε η Μπιζέζα. «Αχ, Κέιζι, τι πήγες κι έκανες!» Ο Μπεν Μπάτσον μειδίασε.

«Στην πραγματικότητα είναι ένας τρόπος για να τους κρατά αφοσιωμένους στη δουλειά, θα πρέπει να κάνετε την εργασία σας τέλεια, τους είπε ο κύριος Όθικ, ώστε η προσφορά σας να γίνεται δεκτή από τους θεούς. Αλλά το πρόβλημα είναι πως κάνουν τα πάντα με αυστηρή τυπολατρία. Δεν τους αρέσει η αλλαγή, την οποία θεωρούν αίρεση». «Άρα δεν υπάρχουν καινοτομίες», είπε η Μπιζέζα. «Και καθώς οι ατμομηχανές του Κέιζι θα χαλούν η μία μετά την άλλη...»

«Το ίδιο συμβαίνει και στην αυλή του Αλέξανδρου», είπε η Έμελιν. «Παρά την επαφή τους με τη σύγχρονη σκέψη, αυτοί οι αρχαίοι Έλληνες επιστρέφουν στη δεισιδαιμονία». Ο Άμπντι πήρε τον λόγο.

«Ο πατέρας μου έλεγε πάντα πως δεν μπορείς να μπολιάσεις μ' έναν πολιτισμό βασισμένο στην επιστήμη και την τεχνολογία μια κοινωνία της Εποχής του Σιδήρου. Και τώρα αποδεικνύεται πως είχε δίκιο». Η Μπιζέζα τον κοίταξε εξεταστικά.

«Πρέπει να μου μιλήσεις για τον πατέρα σου».

«Θα έχουμε σίγουρα άφθονο χρόνο γι' αυτό», είπε ξερά η Έμελιν.

Κανείς δεν τους καταδίωξε από τη Βαβυλώνα, την πρωτεύουσα που είχε βυθιστεί στο χάος. Αλλά μια ώρα δρόμο έξω από τη Βαβυλώνα είδαν μια μεγάλη μάχη να διεξάγεται κάπου στο μέσο της αραβικής ερήμου, μόλις δυο–τρία χιλιόμετρα από τις ράγες του τρένου. Η Μπιζέζα είχε ζήσει τον πόλεμο του Αλέξανδρου με τους Μογγόλους και αναγνώρισε 249

τους χαρακτηριστικούς σχηματισμούς των Μακεδόνων. Υπήρχαν φάλαγγες πεζικού με τις μακριές σάρισες, ομάδες ανδρών εκπαιδευμένων να ελίσσονται με τόσο πυκνή και ευέλικτη διάταξη, που ήταν σαν να κυλούσαν πάνω στο έδαφος χωρίς να σπάνε τις γραμμές τους. Οι περίφημες μονάδες του ιππικού, οι Εταίροι, διεμβόλιζαν σε σφηνοειδείς σχηματισμούς τα τμήματα των αντιπάλων με λόγχες και ασπίδες. Αυτήν τη φορά Μακεδόνες πολεμούσαν εναντίον Μακεδόνων.

«Είναι, λοιπόν, μια σοβαρή εξέγερση», μουρμούρισε ο Μπεν Μπάτσον. «Πότε ο ένας και πότε ο άλλος πολλοί ήταν εκείνοι που προσπάθησαν να βγάλουν από τη μέση τον Αλέξανδρο, ακόμα και πριν από την Ασυνέχεια. Μα ποτέ ως τώρα δεν είδα τα πράγματα να φτάνουν μέχρι αυτό το σημείο. Βλέπετε εκείνους τους γεροδεμένους; Είναι Νεάντερταλ. Οι Μακεδόνες άρχισαν να τους χρησιμοποιούν από την εποχή των εκστρατειών τους στην Ευρώπη. Οι εκπαιδευτές τους λένε πως αρνούνται να πολεμήσουν αν δεν τους εξαναγκάσεις. Πάντως, είναι καλοί στο να τρομάζουν τον εχθρό». Ευτυχώς οι αντιμαχόμενοι έμειναν μακριά από τη σιδηροδρομική γραμμή και η ατμομηχανή συνέχισε να κινείται με θόρυβο στο ολοένα και πιο δυνατό φως της μέρας, αφήνοντας τη μάχη πίσω. Δεν είχαν απομακρυνθεί πολύ, όμως, όταν εμφανίστηκε μια άλλη απειλή. «Μα την πίστη μου!» είπε η «Ανθρωποπίθηκοι. Κοίτα, Μπιζέζα!»

Έμελιν

δείχνοντας.

Η Μπιζέζα κοιτάζοντας μπροστά από το τρένο, είδε καμπουριασμένες μορφές να διαγράφονται στον πρωινό ορίζοντα πάνω σ' έναν χαμηλό αμμόλοφο.

«Μερικές φορές επιτίθενται στα τρένα για να βρουν τροφή», είπε ο Άμπντι. «Και γίνονται όλο και πιο θρασείς. Ακολουθούν τις ράγες μέχρι την πόλη». 250

Με σιγουριά και σταθερότητα, οι ανθρωποπίθηκοι κατέβηκαν τον αμμόλοφο. Περπατούσαν μ' έναν βηματισμό που έμοιαζε με βαθύ κάθισμα, έχοντας ανθρώπινα πόδια κάτω από βαριά γοριλίσια σώματα. Οι κινήσεις τους ήταν απειλητικές και γεμάτες αποφασιστικότητα. Η Μπιζέζα τους κοιτούσε ανήσυχη μέσ' από τ' αργοκίνητο τρένο που κροτάλιζε και αγκομαχούσε. Ύστερα της φάνηκε πως αναγνώρισε τον ανδρωποπίθηκο που ηγείτο της προέλασης. Έμοιαζε μ' ένα ζώο με αξέχαστο πρόσωπο, το παιδί που οι άγγλοι στρατιώτες είχαν συλλάβει μαζί με τη μάνα του τις πρώτες ημέρες μετά την Ασυνέχεια. Να ήταν το ίδιο; Πώς την ονόμαζαν οι στρατιώτες; Αρπάχτρα; Αν ήταν αυτή, είχε πια μεγάλη ηλικία, ήταν γεμάτη σημάδια, είχε αλλάξει. Η Μπιζέζα θυμόταν πώς οι αιχμάλωτοι ανθρωποπίθηκοι, που ζούσαν μόνοι τους πλάι σ' ένα από τα Μάτια, είχαν υποστεί κάποια επέμβαση από τους Πρωτογέννητους. Ίοως αυτό να ήταν το αποτέλεσμά της.

Η Αρπάχτρα σήκωσε τα χέρια της ψηλά στον αέρα, αποκαλύπτοντας το αντικείμενο που έκρυβε ως τότε με το τριχωτό της σώμα. Κρατούσε ένα χοντρό κλαδί, όπου ήταν καρφωμένο το ματωμένο κεφάλι ενός άνδρα. Το στόμα παρέμενε ανοιχτό με τη βοήθεια ενός μικρότερου κλαδιού και σπασμένα λευκά δόντια γυάλιζαν στο φως. Η Μπιζέζα ένιωσε τον φόβο να τη διαπερνά.

«Ζήτησα ν' αφήσουν ελεύθερους τους ανθρωποπίθηκους μόλις εισήλθα στο Μάτι. Πόσο μεγάλο λάθος έκανα!»

Καθώς το τρένο πλησίαζε, οι ανθρωποπίθηκοι επιτέθηκαν. Μια βροχή από βέλη εκτοξεύτηκε από τα βαγόνια, μα ήταν δύσκολο να πετύχουν τους κινούμενους στόχους, εξουδετερώνοντας λίγους ανθρωποπίθηκους. Ωστόσο, δεν είχαν πετύχει καλό συγχρονισμό. Καθώς η σφυρίχτρα της ατμομηχανής στρίγκλιζε, τριχωτά κορμιά όρμησαν πάνω στα ξύλινα βαγόνια, μα εκείνοι τους αντιμετώπισαν με γροθιές και ρόπαλα κι έτσι 251

δεν τους άφησαν να πιαστούν από πουθενά. Ένας–ένας οι ανθρωποπίθηκοι έμειναν πίσω, χοροπηδώντας και ουρλιάζοντας από αγανάκτηση. «Τα είδαμε όλα σήμερα», είπε ο Άμπντι.

Καθώς το τρένο άφηνε την ομάδα των ανθρωποπιθήκων πίσω, το τηλέφωνο της Μπιζέζα χτύπησε μαλακά. Το 'βγάλε από την τσέπη της, ενώ οι άλλοι κοιτούσαν με περιέργεια. «Καλημέρα, Μπιζέζα».

«Ώστε αποφάσισες να μου μιλήσεις». «Έχω και καλά και κακά νέα». Το άκουσε συλλογισμένη. «Πρώτα τα κακά νέα».

«Ανέλυσα τα αστρονομικά δεδομένα που συνέλεξαν ο Αμπντικαντίρ και οι προκάτοχοί του στη Βαβυλώνα. Με την ευκαιρία, θα το εκτιμούσα αν μου δινόταν η ευκαιρία να μελετήσω τον ουρανό μόνος μου». «Και;»

«Το σύμπαν αυτό είναι ετοιμοθάνατο».

Η Μπιζέζα κοίταξε τη σκονισμένη πεδιάδα, τον ήλιο που ανέτελλε, τους ανορωποπίθηκους που χοροπηδούσαν δίπλα στις γραμμές του τρένου. «Και τα καλά νέα;»

«Είχα μια κλήση. Από τον Άρη, από τη βάση Γουέλς. Είναι για σένα», πρόσθεσε λακωνικά το τηλέφωνο.

252

34. Έλλι Σεπτέμβριος 2069 Στον βόρειο πόλο του Άρη, μέσα στην ατέλειωτη νύχτα του χειμώνα, ο χρόνος κυλούσε αργά. Η Μάιρα διάβαζε, μαγείρευε, καθάριζε, χρησιμοποιούσε την ψηφιακή βιβλιοθήκη της βάσης και κατέβαζε από το Διαδίκτυο ταινίες από τη Γη. Εξερεύνησε επίσης τη βάση Γουέλς.

Υπήρχαν πέντε μονάδες, που έμοιαζαν με πίτες πάνω σε ξυλοπόδαρα. Καθεμιά διέθετε ένα ευρύχωρο τμήμα γύρω από έναν κεντρικό κυλινδρικό άξονα με πάτωμα σε μορφή κερήθρας. Όλες οι μονάδες είχαν ριχτεί εκεί με αλεξίπτωτο, τυλιγμένες γύρω από τον άξονά τους, και στη συνέχεια μεταφέρθηκαν στη θέση τους μ' ένα όχημα και φουσκώθηκαν ώστε να ξεδιπλωθεί το εσωτερικό τους πάτωμα–κερήθρα. Έπαιρναν ισχύ από έναν μεγάλο πυρηνικό αντιδραστήρα, που ψυχόταν μέσω αρειανού διοξειδίου του άνθρακα και ήταν θαμμένος στον πάγο, κάπου ένα χιλιόμετρο μακριά. Η θερμότητα που διέφευγε, σχημάτιζε αργά ένα σπήλαιο. Εξερεύνησε την Κονσέρβα Έξι, τη μονάδα με τις διαστημικές στολές, την Πέντε με τα επιστημονικά και ιατρικά εργαστήρια, την Τρία, που είχε πέσει σε αχρησία, και τη Δύο με την τραπεζαρία και τους κοιτώνες, την οποία όλοι αποκαλούσαν «σπίτι». Η Κονσέρβα Τέσσερα, το κέντρο της βάσης, ήταν ένας κήπος με παρτέρια γεμάτα πράσινα φυτά, που μεγάλωναν κάτω από λάμπες φθορίου. Η Κονσέρβα Επτά περιείχε το κεντρικό σύστημα υποστήριξης ζωτικών λειτουργιών. Εκεί ο Χανς τους έδειξε με υπερηφάνεια τον βιοαντιδραστήρα του, έναν μεγάλο διαφανή σωλήνα σε σχήμα σαμπρέλας που περιείχε κάποιο παχύρρευστο πρασινωπό υγρό, μέσα στο οποίο γαλαζοπράσινα φύκια, τα spirula plantenst's, παρήγαν ακατάπαυστα οξυγόνο. Ύστερα της έδειξε μια μονάδα εξαγωγής νερού· έλιωναν τον βρόμικο αρειανό πάγο και τον περνούσαν μέσα από μια σειρά φίλτρων ώστε να αφαιρέσουν 253

τη σκόνη, η οποία αποτελούσε ίσως και το σαράντα τοις εκατό του όγκου του.

Οι Κονσέρβες Ένα και Τρία ήταν οι κοιτώνες, αρκετά ευρύχωροι για δεκαμελές πλήρωμα. Παρ' ότι το πλήρωμα είχε εγκαταλείψει τις δυο αυτές μονάδες, διέθεταν ακόμη αρκετό εξοπλισμό. Τα πάντα ήταν φουσκωτά, τόσο το κρεβάτι όσο και τα καθίσματα, ενώ τα χωρίσματα των τοίχων ήταν γεμάτα με νερό από αρειανό πάγο ώστε να προσφέρουν κάποια ηχομόνωση. Υπήρχαν επίσης φωτεινά πλαίσια βιοφωσφορισμού, τα οποία μπορούσες να ξεκολλήσεις από τον τοίχο και να τα διπλώσεις. Η Μάιρα πήρε μερικά μαζί της, ώστε να φωτίσει καλύτερα τη σπηλιά της μέσα στον πάγο.

Κάτω από τα πλαίσια αποκαλύφθηκαν οι παλιές διακοσμήσεις των μονάδων. Η Δύο έδειχνε ένα αστικό τοπίο, η Πέντε βουνά και η Έξι θάλασσα, ενώ η Κονσέρβα Ένα έδειχνε ένα πευκοδάσος και η Τρία ένα λιβάδι. Με λίγη εξάσκηση, μπορούσες να δώσεις με τη φαντασία σου ζωή σ' εκείνα τα τρισδιάστατα τοπία. Μα αυτή η φανταχτερή διακόσμηση γρήγορα εγκαταλείφθηκε όταν τα μέλη του πληρώματος μετακόμισαν στο «σπίτι», την Κονσέρβα Δύο, όπου ζούσαν όλοι μαζί. Ο Γιούρι χαμογέλασε καθώς μιλούσαν γι' αυτό το θέμα.

«Ξόδεψαν πολλά λεφτά γι' αυτό το μέρος», είπε. «Διάφορες κυβερνήσεις και οργανισμοί, τις μέρες που ακολούθησαν την ηλιακή καταιγίδα, όταν το χρήμα έρρεε στο διάστημα. Ίσως να ήταν κάποια ενοχική αντίδραση. Ήξεραν πως εδώ υπάρχει ένα ακραίο περιβάλλον κι έτσι προσπάθησαν να κάνουν το μέρος να μοιάζει όσο το δυνατόν πιο πολύ με τη Γη. Θα αισθάνεσαι "εσωτερικός τουρίστας". Αυτό μου είπαν στη διάρκεια της εκπαίδευσής μου. Χα!» «Έπιασε;»

«Κοίτα, έχεις ανάγκη από μερικές φωτογραφίες της οικογένειάς σου και κάποιους γαλαζοπράσινους πίνακες για να 254

ηρεμεί το μάτι σου – αν και θύμισέ μου να σου δείξω τον Άρη μέσ' από ένα φίλτρο μετατόπισης μήκους κύματος· υπάρχουν εδώ σκουροκόκκινα χρώματα, για τα οποία εμείς δεν έχουμε ούτε καν ονόματα. Όμως όλες αυτές οι εικόνες τόπων τους οποίους δεν έχω επισκεφθεί ποτέ, φτιαγμένες από κάποιους τύπους στη Γη που πιθανότατα ούτε κι αυτοί τους έχουν δει - ε, όχι, ας τις κρατήσουν, χάρισμά τους».

Στη Μάιρα φάνηκε πως διέκρινε εδώ κάποιο τυπικό μοντέλο, το ίδιο στο Λόουελ και τώρα στη βάση Γουέλς: πανάκριβες ανέσεις μισοπαρεξηγημένες στη Γη και τώρα μισοεγκαταλειμμένες από τις γενιές των διαστημανθρώπων, οι οποίοι θα 'πρεπε να τις απολαμβάνουν.

Η Μάιρα υποπτευόταν πως υπήρχε κάτι βαθύτερο στον τρόπο με τον οποίο το πλήρωμα μοιραζόταν εκείνο τον ελεύθερο από χωρίσματα χώρο της Κονσέρβας Δύο, έχοντας μια κοινή ζωή. Μερικές σύντομες ερωτήσεις προς την Τεχνητή Νοημοσύνη του σταθμού ανέσυραν εικόνες στρογγυλών σπιτιών, κατασκευών της Εποχής του Σιδήρου, που κάποτε ήταν πολύ συνηθισμένες σε όλη την Ευρώπη και τη Βρετανία: μεγάλα οικοδομήματα, ξύλινοι κώνοι χτισμένοι γύρω από έναν κεντρικό πάσσαλο, με γυμνό κυκλικό πάτωμα, χωρίς εσωτερικούς τοίχους. Εκεί, στον πόλο του Άρη, εντελώς ασυναίσθητα, οι κάτοικοι της βάσης Γουέλς είχαν εγκαταλείψει τις αστικές προκαταλήψεις των αρχιτεκτόνων της βάσης και είχαν επιστρέψει σε πολύ αρχαιότερους τρόπους διαβίωσης. Έβρισκε την ιδέα αρκετά δελεαστική. Το συγκρότημα των επτά μονάδων εξυπηρετούσε ασφαλώς έναν ξεκάθαρο σκοπό, ο οποίος σχετιζόταν με την ψυχολογία του περιορισμού. Υπήρχαν πάντα τουλάχιστον δυο δρόμοι για να πας από κάθε σημείο του σταθμού σε οποιοδήποτε άλλο. Έτσι, αν, για παράδειγμα, η Έλλι ένιωθε την επιθυμία να πνίξει τον Γιούρι, υπήρχαν τρόποι να αποφύγει ο ένας τον άλλο μέχρι να ελέγξουν τα αρνητικά τους συναισθήματα. Άνθρωποι που έμεναν αναγκαστικά έτσι όλοι μαζί και μάλιστα στο σκοτάδι 255

για ένα ολόκληρο γήινο έτος, αδυνατώντας να βγουν ακόμα κι έξω από την πόρτα, αναπόφευκτα στρέφονταν ο ένας εναντίον του άλλου. Το μόνο που σου 'μενε να κάνεις ήταν να σχεδιάσεις τον χώρο τους με τέτοιον τρόπο ώστε να ξεθυμαίνουν οι εντάσεις. Μετά από λίγο, η Μάιρα βρήκε δουλειά να κάνει.

Υπήρχαν πάντα δουλειές στον κήπο, στην Κονσέρβα Τέσσερα: κάποιος έπρεπε να φροντίζει τα φυτά, το ρύζι, το σπανάκι, τις πατάτες και τον αρακά, και να καθαρίζει τον εξοπλισμό των υδροπονικών παρτεριών. Η Γκρέντελ Σπεθ δέχτηκε ευχαρίστως την ανειδίκευτη εργασία της Μάιρα. Υπήρχε ακόμα και μια συστάδα από μπαμπού. Τα προηγούμενα πληρώματα είχαν βρει διάφορους τρόπους να τρώνε το φυτό αυτό που μεγάλωνε πολύ γρήγορα και να κατασκευάζουν αντικείμενα με τα καλάμια του· μια φλογέρα με σκαλίσματα, όπως αυτές που σκάλιζαν οι παλιοί ναυτικοί πάνω σε φίλντισι, ήταν κρεμασμένη σε κάποια γωνιά της Κονσέρβας. Ο κήπος παρείχε ένα μικρό μόνο μέρος απ' τα τρόφιμα της βάσης, γι' αυτό θα ήταν προτιμότερο να εκμεταλλεύονταν εκείνο τον χώρο για να αποθηκεύουν όσο γίνεται περισσότερη από την ξηρή τροφή που ερχόταν από το Λόουελ. Η Μάιρα, όμως, ανακάλυψε πως η φροντίδα εκείνων των γνώριμων φυτών τής χάριζε βαθύτατη ικανοποίηση, πράγμα που ασφαλώς ήταν και ο αληθινός σκοπός της καλλιέργειάς τους. Όσο κι αν κρατούσε τον εαυτό της απασχολημένο, πάντα ένιωθε να την τραβά ο Λάκκος. Στο κάτω–κάτω αυτός ήταν το επίκεντρο του μυστηρίου σ' εκείνο τον τόπο – το σημείο στο οποίο είχε χάσει τη μητέρα της. Το πρόβλημα ήταν πως χρειαζόταν εξειδικευμένη βοήθεια για να κατέβει εκεί κάτω και το πλήρωμα του σταθμού ήταν απασχολημένο με τα δικά του. Χρειάστηκαν βδομάδες για να πείσει τον Χανς Κρίτσφιλντ να της φορέσει τη στολή και να την κατεβάσει για μια ακόμα φορά στα έγκατα του πάγου, μέσα στον Λάκκο. 256

Η Έλλι και η Μάιρα κινούνταν άβολα στον Λάκκο. Η Μάιρα οκεφτόταν πως έμοιαζαν με δυο πελώριες πράσινες κάμπιες, που σέρνονταν σ' εκείνες τις βίαια ανοιγμένες αίθουσες κάτω από το σκληρό φως των λαμπτήρων. Η Έλλι φον Ντέβεντερ μετά δυσκολίας ανεχόταν την παρουσία της. Πολυάσχολη, πιεσμένη, γεμάτη υπεροψία για τη σπουδαία σημασία του έργου της, δεν ήταν ο τύπος της γυναίκας που θ' άφηνε περιθώρια για νταντέματα. Ήταν πάντως έτοιμη να μιλήσει για τη δουλειά της αν η Μάιρα κατάφερνε να της κάνει έξυπνες ερωτήσεις.

Η Έλλι είχε στήσει μια σειρά από αισθητήρες γύρω από το Μάτι, μερικούς μέσα στην ίδια την αίθουσα του Ματιού, άλλους σε εσοχές που είχε ανοίξει λιώνοντας τον αρειανό πάγο.

«Είναι εντοπιστές σωματιδίων υψηλής ενέργειας. Αισθητήρες ακτινοβολίας. Μια δεξαμενή εντοπισμού νετρίνων». Αυτή η τελευταία ήταν ένα δωμάτιο ανοιγμένο στον πάγο και γεμισμένο με διοξείδιο του άνθρακα σε υγρή μορφή. Η Έλλι είχε επίσης ανακαλύψει τρόπους για να παρακολουθεί το Μάτι. Είχε στήσει μια παράταξη από λέιζερ και μικρά πυροβόλα σωματιδίων, τα οποία ήταν στραμμένα προς το Μάτι σαν τα τουφέκια εκτελεστικού αποσπάσματος. Αυτά μπορούσαν να μιμηθούν τη ροή ακτινοβολίας και σωματιδίων που παρουσίαζε το ίδιο το Μάτι· χρησιμοποιώντας αυτήν τη μέθοδο, η Έλλι είχε καταφέρει με αξιοθαύμαστο τρόπο να στείλει σήματα στο κινητό τηλέφωνο της Μπιζέζα, το οποίο ήταν εγκαταλειμμένο σ' έναν άλλο κόσμο. Ωστόσο, ο εντοπιστής νετρίνων ήταν λίγο πρωτόγονος και η διάταξη εντοπισμού σωματιδίων αποτελούσε κοινότοπο εξοπλισμό. Αυτό που ενθουσίαζε περισσότερο την Έλλι ήταν ο εντοπιστής βαρυτικών κυμάτων. Αυτόν τον είχε σχεδιάσει η ίδια, ώστε να είναι προσαρμοσμένος στις ιδιαίτερες συνθήκες του αρειανού πόλου. Είχε δανειστεί τους τυφλοπόντικες του Χανς, έξυπνες 257

μικρές συσκευές με πυρωμένες αιχμές, που σκοπός τους ήταν να εξερευνούν το εσωτερικό του πάγου. Τους είχε βάλει ν' ανοίξουν ένα δίκτυο από μακριές, ευθείες σήραγγες, μέσα στις οποίες πηγαινοερχόταν φως από λέιζερ υψηλής συχνότητας. Στη θεωρία, οποιαδήποτε αλλαγή στο ιδιαίτερο βαρυτικό πεδίο του ίδιου του Ματιού ή στο αρειανό κλουβί μέσα στο οποίο ήταν περιορισμένο, θα προκαλούσε εκπομπή βαρυτικών κυμάτων. Τα κύματα θα έκαναν τον πάγο του πόλου να σειστεί κι αυτές οι απειροελάχιστες δονήσεις θα γίνονταν αντιληπτές ως ανεπαίσθητες μετατοπίσεις στο φως των λέιζερ. «Το στήσιμο ήταν δύσκολο», είπε η Έλλι με μια δόση υπερηφάνειας. «Τα βαρυτικά κύματα είναι πολύ αδύναμα. Ο Άρης είναι γεωλογικά ήρεμος, αλλά κάπου–κάπου γίνεται ένας μικροσεισμός. Και ο ίδιος ο πάγος των πόλων μετακινείται ανεπαίσθητα. Όλα αυτά μπορείς να τα εκμεταλλευτείς. Διαθέτω δευτερεύουσες διατάξεις οργάνων στην επιφάνεια και σε τροχιά γύρω από τον πλανήτη. Οι πιο αξιόλογες βασίζονται σε δυο σταθμούς πάνω στα φεγγάρια του Άρη, τον Φόβο και τον Δείμο· όταν η μια βλέπει την άλλη, έχεις μια καλή και εκτεταμένη γραμμή βάσης...» «Και μ' όλον αυτό τον εξοπλισμό μελετάς το Μάτι». «Όχι μόνο το Μάτι. Και το αρειανό κλουβί του».

Η Έλλι είπε πως το Μάτι και το κλουβί τού αναδιπλωμένου χρόνου που το περιέκλειε έμοιαζαν με τα δυο συστατικά ενός αμοιβαία εξαρτώμενου συστήματος, σαν γιν και γιανγκ. Ήταν επίσης ένα σύστημα δυναμικό, αφού τα δύο τμήματα δοκίμαζαν συνεχώς το ένα το άλλο. Αυτή η σιωπηλή μάχη που διαρκούσε εκατομμύρια χρόνια, προκαλούσε εκπομπές σωματιδίων, ακτινοβολίας και βαρυτικών κυμάτων, που η Έλλι μπορούσε να τα εντοπίσει και να τα αναλύσει. «Εκείνο που μ' ενδιαφέρει περισσότερο είναι η αρειανή τεχνολογία», είπε στη Μάιρα. «Κι αυτό επειδή έχω την αίσθηση 258

πως βρίσκεται πιο κοντά στο δικό μας επίπεδο εξέλιξης, άρα έχουμε και περισσότερες πιθανότητες να την κατανοήσουμε».

«Σωστά. Κι αν την κατανοήσεις; Τι θα καταφέρεις τότε;»

Σήκωσε τους ώμους της αδιάφορα και η κίνησή της μεγεθύνθηκε αδέξια από τους σερβομηχανισμούς της στολής της. «Αν μπορούσαμε να χειραγωγήσουμε τον χωροχρόνο, οι δυνατότητές μας θα ήταν απεριόριστες. Αρχιτεκτονική πέρα από τους περιορισμούς της βαρύτητας. Τεχνητά βαρυτικά πεδία. Πεδία αντιβαρύτητας. Διαστημικά οχήματα με μηχανές χωρίς αντίδραση. Ακτίνες έλξεως, θα μπορούσαμε να κατασκευάσουμε ακόμα κι ένα δικό μας σύμπαν–παιχνίδι, όπως αυτό της Μιρ».

Η Μάιρα συγκατένευσε γρυλίζοντας.

«Πρέπει να τα πατεντάρεις όλ' αυτά».

Η Έλλι την κοίταξε ψυχρά κάτω από το γείσο του κράνους της.

«Νομίζω πως μεγαλύτερη σημασία από το να γίνω πλούσια έχει να βεβαιωθώ πως αυτή η τεχνολογία θα πέσει σε κατάλληλα χέρια. Δεν το νομίζεις κι εσύ;»

Η Έλλι είχε μια ηθικολογική συμπεριφορά η οποία δεν άρεσε ιδιαίτερα στη Μάιρα.

«Ασφαλώς. Αστειευόμουν». Υπενθύμισε στον εαυτό της πως κατά βάθος ήταν ανεπιθύμητη στη βάση. Ετοιμάστηκε να φύγει. Η Έλλι τη φώναξε πίσω.

«Υπάρχει και κάτι ακόμα», της είπε διστακτικά. «Πες μου».

«Δεν είμαι σίγουρη...» Η Έλλι κοντοστάθηκε. «Ας το θέσω κάπως έτσι: Δεν νομίζω πως όλα τα στοιχεία της δομής του βαρυτικού πεδίου που εντοπίζω έχουν σχέση με τη μηχανική. 259

Υπάρχει ένα σύνολο λεπτομερειών σ' αυτό, που είναι τόσο περίπλοκο –μ' αρέσει να το αποκαλώ μπαρόκ– ώστε η σημασία του φαίνεται να εντοπίζεται πέραν της λειτουργικότητας».

Η Μάιρα είχε ζήσει κοντά στον Γιουτζίν Μανγκλς αρκετό καιρό για να μπορεί να διακρίνει την επιστημονική επιφύλαξη και έτσι αποκωδικοποίησε εύκολα την αρνητική εκείνη δήλωση. «Αν δεν είναι λειτουργικό, τότε τι είναι; Συμβολικό;» «Ναι. Πιθανώς».

Η φαντασία της Μάιρα οργίαζε.

«Νομίζεις πως υπάρχουν σύμβολα σ' αυτό; Μέσα στο βαρυτικό πεδίο; Τι είδους σύμβολα; Γραφή; Εικόνες; Καταγεγραμμένα σ' ένα πλέγμα χωροχρόνου; Αυτό είναι απίστευτο».

Η Έλλι αγνόησε την τελευταία παρατήρηση. Η Μάιρα συνειδητοποίησε πως η γυναίκα δεν θα αποκάλυπτε τίποτα αν αυτό δεν ήταν αξιόπιστο και αποδείξιμο. «Θα έλεγα πως μοιάζει περισσότερο με γραφή. Βρίσκω κάποιου είδους σύμβολα που επαναλαμβάνονται κατά μήκος του πεδίου. Και τα σύμβολα εμφανίζονται σε συστάδες. Και πάλι κάποιες από τις συστάδες αυτές επαναλαμβάνονται». «Συστάδες συμβόλων; Λέξεις;»

«Ή ίσως προτάσεις, θέλω να πω, αν κάθε σύμβολο αντιπροσωπεύει μια έννοια – αν είναι ιδεόγραμμα και όχι γράμμα...» Η Έλλι φάνηκε να χάνει κάτι από τη σιγουριά της· προφανώς παρεμβαλλόταν η τάση του επιστήμονα να αποφύγει τη γελοιοποίηση. Όταν ξαναμίλησε, είχε χάσει τον έλεγχο της φωνής της καθώς όλη της η συμπεριφορά καθοριζόταν από την ένταση. «Καταλαβαίνεις πόσο απίθανα είναι όλα αυτά. Έχουμε φτιάξει άφθονα υποδείγματα εξωγήινων διανοιών, που δεν διαθέτουν κανέναν συμβολικό τρόπο επικοινωνίας. Αν εσύ κι εγώ διαθέταμε τηλεπαθητικές δυνάμεις, δεν θα χρειαζόμαστε γράμματα και ομιλία για να επικοινωνούμε. Άρα, δεν υπάρχει εκ των προτέρων λόγος να 260

πιστεύουμε πως οι Αρειανοί κατασκευαστές αυτού του κλουβιού έχουν αφήσει πίσω τους κάποιο είδος μηνύματος».

«Κι όμως, αν έχεις δίκιο, τότε κάτι άφησαν». Η Μάιρα σήκωσε το βλέμμα της και αγριοκοίταξε το παγιδευμένο Μάτι. «Ίσως έπρεπε να το περιμέναμε κάτι τέτοιο. Στο κάτω–κάτω έκαναν μια ξεκάθαρη κίνηση απλώς και μόνο αφήνοντας το Μάτι παγιδευμένο εδώ. Είναι σαν να λένε: "Κοιτάξτε τι κάναμε. Αντιπαλέψαμε. Κόψαμε το χέρι του τέρατος..." Φαντάζομαι πως δεν...» «Όχι, δεν έχω ακόμα αποκωδικοποιήσει τίποτα. Ό,τι κι αν κρύβεται εκεί μέσα, είναι περίπλοκο· δεν πρόκειται για μια γραμμική παράταξη συμβόλων, σαν γράμματα σε σειρά, αλλά για ένα τρισδιάστατο πλέγμα που ίσως επεκτείνεται σε ανώτερες διαστάσεις. Αν όντως υπάρχουν σύμβολα, τότε σίγουρα αποκτούν σημασία όχι μόνο από τη μορφή τους αλλά κι από τη θέση τους μέσα στον χώρο». «Θα πρέπει να υπάρχει κάποιο σημείο εκκίνησης», είπε η Μάιρα. «Μια βάση». Η Έλλι έκανε νόημα μέσ' απ' τη στολή της.

«Προσπαθώ να καταγράψω κάποιες από τις πιο συνηθισμένες σειρές συμβόλων».

Η Μάιρα την κοίταξε εξεταστικά. Τα μάτια της Έλλι ήταν κρυμμένα όχι μόνο από το γείσο της, μα κι από τα γυαλιά της· η έκφρασή της ήταν ψυχρή. Η Μάιρα συνειδητοποίησε πως δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για κείνη τη γυναίκα, η οποία ίσως βρισκόταν μπροστά στη μεγαλύτερη ανακάλυψη του αιώνα· είχαν μιλήσει ελάχιστα τους ατέλειωτους μήνες που η Μάιρα ζούσε κοντά της. Η Μάιρα έφτιαξε καφέ και για τις δύο. Τον πέρασε από ανοίγματα στο πλάι της κάσκας κάθε στολής. «Από πού κατάγεσαι, Έλλι; Από τις Κάτω Χώρες;» 261

«Από την Ολλανδία. Το Ντελφτ. Είμαι πολίτης της Ευρασίας. Όπως κι εσύ, έτσι δεν είναι;»

«Με συγχωρείς, αλλά δεν είμαι σίγουρη για το πόσων χρόνων είσαι». «Ήμουν δύο ετών όταν χτύπησε η ηλιακή καταιγίδα», είπε κοφτά η Έλλι. Άρα τώρα ήταν είκοσι εννιά. «Δεν θυμάμαι την καταιγίδα, θυμάμαι όμως τα προσφυγικά στρατόπεδα στα οποία οι γονείς μου κι εγώ περάσαμε τα επόμενα τρία χρόνια. Οι γονείς μου με αποθάρρυναν ν' ακολουθήσω το επάγγελμα που είχα διαλέξει και το οποίο ήταν μια ακαδημαϊκή καριέρα. Είπαν πως μετά την καταιγίδα γίνονταν πολλές επισκευές, θα έπρεπε να δουλέψω εκεί, να γίνω αρχιτέκτονας ή μηχανικός και όχι φυσικός. Είπαν πως ήταν ηθική μου υποχρέωση». «Υποθέτω πως τελικά πέρασε το δικό τους».

«Τους έχασα, όμως. Νομίζω πως ήθελαν να υποφέρω όπως υπέφεραν κι αυτοί επειδή η ηλιακή καταιγίδα κατέστρεψε το σπίτι τους, όλα τους τα αγαθά, όλα τους τα σχέδια. Μερικές φορές νομίζω πως επιθυμούσαν να είχαν αποτύχει και η καταιγίδα να διέλυε τα πάντα, γιατί τότε δεν θα ήταν αναγκασμένοι να μεγαλώνουν αχάριστα παιδιά που δεν καταλάβαιναν τίποτα». Ο χείμαρρος των λέξεων ξάφνιασε τη Μάιρα.

«Όταν ανοίγεσαι, ανοίγεσαι ολοκληρωτικά, έτσι δεν είναι, Έλλι; Γι' αυτό τώρα βρίσκεσαι εδώ και δουλεύεις πάνω στο Μάτι; Εξαιτίας των όσων πέρασε η οικογένειά σου από την ηλιακή καταιγίδα;» «Όχι. Βρίσκομαι εδώ επειδή θεωρώ τη Φυσική συναρπαστική».

«Ασφαλώς. Έλλι, δεν έχεις πει σε κανέναν άλλο για τα σύμβολα του κλουβιού, έτσι; Σε κανέναν από τους συναδέλφους σου. Γιατί, λοιπόν, το είπες σ' εμένα;» Η Έλλι μειδίασε απρόσμενα.

262

«Είχα ανάγκη να μιλήσω κάπου. Μόνο για να δω αν αυτά που πιστεύω θα του φαίνονταν εντελώς τρελά. Έστω κι αν εσύ δεν έχεις τα προσόντα για να κρίνεις την ποιότητα της δουλειάς μου ή τα αποτελέσματά της». «Ασφαλώς δεν τα έχω», είπε ψυχρά η Μάιρα. «Χαίρομαι πάντως που μου μίλησες, Έλλι». Ένα κουδούνισμα ακούστηκε απαλά μέσα στην κάσκα της και η στολή της την ενημέρωσε πως επρόκειτο να συναντηθεί με τον Χανς για να επιστρέψει στην επιφάνεια. «Ενημέρωσέ με αν βρεις κάτι περισσότερο». «Θα το κάνω». Η Έλλι στράφηκε πάλι στη δουλειά της και στα όργανα που μετρούσαν την αόρατη βαρυτική μάχη των εξωγήινων τεχνουργημάτων.

35. Η «Ακίς του Ποσειδώνα»

Η Μπιζέζα, η Έμελιν Γουάιτ και ο νεαρός Αμπντικαντίρ Ομάρ επρόκειτο να διασχίσουν τον Ατλαντικό μέσα σ' ένα σκάφος που ονομαζόταν «Ακίς του Ποσειδώνα». Στα μάτια της Μπιζέζα φάνταζε σαν ένα εκπληκτικό μείγμα αλεξανδρινής τριήρους και σκούνας του δέκατου ένατου αιώνα: το «Κάτυ Σαρκ» με κουπιά. Κυβερνήτης του ήταν ένας Έλληνας, που μιλούσε αγγλικά και που συμπεριφέρθηκε στους επιβάτες του με τον μεγαλύτερο σεβασμό όταν ο Αμπντικαντίρ του παρέδωσε μια επιστολή του Ευμένη με την οποία διέταζε την ασφαλή μεταφορά τους. Έπρεπε να παραμείνουν για βδομάδες στο υποτυπώδες λιμάνι του Γιβραλτάρ, περιμένοντας να 'ρθει κάποιο πλοίο. Τα υπερατλαντικά ταξίδια δεν ήταν ακόμη συνηθισμένα σ' εκείνο τον κόσμο. Έτσι ένιωσαν μεγάλη ανακούφιση όταν τελικά ξεκίνησαν.

Η «Ακίς» έσκιζε τα γκρίζα νερά του καλοκαιρινού Ατλαντικού. Το πλήρωμα δούλευε με πολύ κέφι, μιλώντας σε μια ιδιαίτερη γλώσσα που ανακάτευε αμερικάνικα αγγλικά του δέκατου ένατου αιώνα με αρχαϊκά ελληνικά. 263

Η Μπιζέζα περνούσε τον περισσότερο χρόνο της στο κατάστρωμα. Κάποτε πετούσε με ελικόπτερα κι έτσι η θάλασσα δεν της προκαλούσε ναυτία. Ούτε η Έμελιν υπέφερε από ναυτία, μα ο καημένος ο Αμπντικαντίρ, στεριανός ων, περνούσε πολύ χρόνο ξερνώντας τα σωθικά του.

Η Έμελιν ένιωσε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση όταν άφησαν πίσω τους το Γιβραλτάρ. Το σκάφος ανήκε σε μια κοινοπραξία Βαβυλωνίων, μα η τεχνολογία του ήταν τουλάχιστον κατά το ήμισυ αμερικάνικη και η Έμελιν έδειχνε πανευτυχής που είχε φύγει από πάνω της η σκόνη του αλλόκοτου Παλιού Κόσμου. «Ανακαλύψαμε ο ένας τον άλλο μέσω της ναυσιπλοίας», είπε στην Μπιζέζα. «Εμείς κατεβήκαμε από το Σικάγο μέχρι το δέλτα του Μισισιπή, στη θάλασσα, μέσω των ποταμών, ενώ οι Έλληνες ήρθαν από τον ωκεανό μέσα σε μεγάλα σκάφη με κουπιά, εξερευνώντας τις περιοχές της ανατολικής ακτής και του Κόλπου. Εμείς δείξαμε στους Αλεξανδρινούς πώς να κατασκευάζουν κατάρτια που δεν θα έσπαγαν στις θύελλες του ωκεανού και πώς να φτιάχνουν καλύτερα τα ξάρτια τους, κι αυτοί απ' τη μεριά τους μας έμαθαν τα μεγάλα πλοία με κουπιά για ν' ανεβοκατεβαίνουμε τον Μισισιπή και τον Ιλινόις. Ο Τζος πάντα έλεγε πως αυτό ήταν μια σύμπραξη πολιτισμών». «Δεν υπάρχουν ατμόπλοια;» ρώτησε η Μπιζέζα.

«Όχι ακόμα. Έχουμε μερικά μικρά ατμόπλοια στη λίμνη Μίτσιγκαν, τα οποία πέρασαν μαζί μας μέσα από τον Παγετό. Μα δεν είναι φτιαγμένα για την ανοιχτή θάλασσα. Μπορεί να χρειαστούμε τον ατμό, αν ο πάγος συνεχίσει να επεκτείνεται προς τα νότια». Και έδειξε προς τον βορρά. Σύμφωνα με τις αστρονομικές παρατηρήσεις του τηλεφώνου – το οποίο παραπονιόταν για την έλλειψη δορυφόρων προσανατολισμού–, βρίσκονταν κάπου νότια των Βερμούδων, ίσως νότια του τριακοστού παράλληλου. Αλλ' ακόμα και τόσο νότια, η Έμελιν μπορούσε να ξεχωρίσει την αλάθητη ανταύγεια των πάγων στον βορρά. 264

Στη διάρκεια του ταξιδιού, στην ουδέτερη ζώνη της θάλασσας, η Μπιζέζα γνώρισε καλύτερα τους συντρόφους της.

Ο Άμπντι ήταν νέος, έξυπνος, αδιαμόρφωτος κι έδειχνε μια ζωηρή περιέργεια για τον κόσμο γύρω του. Ήταν ένα μοναδικό πλάσμα, ένα αγόρι που είχε μάθει να σκέφτεται τόσο από τον σύγχρονο βρετανό πατέρα του, όσο και από Έλληνες που είχαν μαθητεύσει κοντά στον Αριστοτέλη. Πάντως, είχε αρκετά χαρακτηριστικά του πατέρα του ώστε να κάνει την Μπιζέζα να νιώθει ασφαλής, όπως ένιωθε παλιά κοντά στον πρώτο Άμπντι.

Η Έμελιν ήταν πιο μπερδεμένη περίπτωση. Το φάντασμα του Τζος αιωρούνταν πάντα ανάμεσά τους, αλλά σπάνια μιλούσαν για κείνον. Παρόλο που η Έμελιν είχε νιώσει την επιθυμία να διασχίσει τον ωκεανό για να ερευνήσει τι σήμαιναν οι τηλεφωνικές κλήσεις στη Βαβυλώνα, όπως σίγουρα θα έκανε και ο σύζυγός της, εξομολογήθηκε στην Μπιζέζα πως δεν ένιωθε και τόσο άνετα με την όλη υπόθεση.

«Ήμουν μονάχα εννιά χρόνων όταν ο κόσμος πάγωσε γύρω από το Σικάγο. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου το κατελάμβανε το "μεγάλο πρόγραμμα επιβίωσης", όπως το αποκαλεί ο δήμαρχος Ράις. Είμαστε πάντα απασχολημένοι. Έτσι, μου ήταν από την αρχή κιόλας εύκολο να παραβλέψω το μεγάλο μυστήριο εξαιτίας του οποίου βρεθήκαμε όλοι εδώ – με καταλαβαίνεις; Με τον ίδιο τρόπο που κάποιος προτιμά να μη σκέφτεται τον αναπόφευκτο θάνατό του. Μα τώρα ήρθες εσύ...» «Είμαι ένας άγγελος θανάτου», είπε εκείνη σκυθρωπά.

«Δεν το πιστεύω, αν και δεν μας έχεις φέρει καλά νέα. Μπορώ να σου πω, όμως, με βεβαιότητα ότι θα χαρώ πολύ όταν επιστρέψουμε στο Σικάγο και μπορέσω να ξαναρχίσω μια φυσιολογική ζωή!» Στη διάρκεια κάθε νύχτας, το τηλέφωνο ζητούσε από την Μπιζέζα να το βγάζει στο κατάστρωμα για να βλέπει τον 265

ουρανό. Είχε φτιάξει μια μικρή ξύλινη βάση κι εκεί το έδενε για να μην κυλά πέρα–δώθε από τα σκαμπανεβάσματα του πλοίου.

Η Μιρ ήταν ένας κόσμος σε αναβρασμό· το κλίμα της ήταν τόσο μπερδεμένο και αφύσικο όσο και η γεωλογία της. Για τους αστρονόμους, η θέαση του ουρανού δεν πρόσφερε και πολλά. Αλλά στη μέση του Ατλαντικού οι ουρανοί ήταν πιο καθαροί από σύννεφα και ηφαιστειακή στάχτη απ' οπουδήποτε αλλού είχε βρεθεί η Μπιζέζα. Με υπομονή άφηνε το τηλέφωνό της να κοιτάζει τ' αστέρια, εμπλουτίζοντας έτσι τις παρατηρήσεις που είχε κάνει το ίδιο όταν πρωτοσχηματίστηκε η Μιρ, καθώς και τις μελέτες των βαβυλώνιων αστρονόμων. Έστελνε εικόνες στους παλιούς ασύρματους δέκτες του Μικρού Πουλιού κι από κει, όπως έλπιζαν, στο σύγχρονο σύμπαν, μέσω του Ματιού. Παρακινημένη από το τηλέφωνο, η Μπιζέζα αναζήτησε την ψυχρή, θολή ταινία του Γαλαξία και αναρωτήθηκε αν ήταν πιο θαμπή και πιο αραιή απ' ό,τι τη θυμόταν.

Συνδυάζοντας τις παρατηρήσεις που είχαν γίνει από τον Άμπντι και από το τηλέφωνο, η Επιτροπή Επιστημόνων στον Άρη κατόρθωσε να αντιληφθεί πως το σύμπαν μέσα στο οποίο ήταν εγκατεστημένη η Μιρ διαστελλόταν με δραματικό τρόπο. Για παράδειγμα, ο γαλαξίας της Ανδρομέδας, ο πλησιέστερος μεγάλος γαλαξίας κοντά στον γαλαξία της Γης, απομακρυνόταν γοργά. Οι κοσμολόγοι παρομοίαζαν το φαινόμενο με τη διαστολή του σύμπαντος της ίδιας της Γης, ενισχυμένης από ένα είδος σκοτεινής ενέργειας, ενός πεδίου αντριβαρύτητας που αποκαλούσαν «πεμπτουσία». Αυτή η πεμπτουσία διέλυε και το σύμπαν της Μπιζέζα. Απλώς εδώ οι εξελίξεις είχαν αρχίσει να συμβαίνουν πολύ νωρίτερα. Σ' αυτήν τη βάση είχε γίνει και η πρόβλεψη πως το τέλος του σύμπαντος θα ερχόταν σχετικά σύντομα, αν και οι αριθμοί ήταν ακόμη μπερδεμένοι. Το τηλέφωνο πίστευε πως η ύφεση είχε ήδη αγγίξει και τη δομή του ίδιου του γαλαξία, καθώς μακρινά αστέρια έδειχναν απομάκρυνση στο ερυθρό φάσμα. 266

Το τέλος του κόσμου ίσως να ήταν ήδη ορατό στον ουρανό, αν ήξερες πώς να τον παρατηρείς.

Το τηλέφωνο επισήμαινε στην Μπιζέζα τους πλανήτες: τον Άρη την ώρα του δειλινού και την Αφροδίτη ως λαμπερό αστέρι της αυγής. «Δεν τα είχα δει», ψιθύρισε το τηλέφωνο, «τότε που μελετούσα τον ουρανό, προσπαθώντας να χρονολογήσω τη Μιρ». «Το θυμάμαι».

«Βέβαια, η ορατότητα ήταν φτωχή. Δεν ήξερα πως είχαν τόσο διαφορετική όψη...» Ο Άρης και η Αφροδίτη, τα αδέλφια της Γης, έμοιαζαν με μικροσκοπικές γαλάζιες κουκκίδες.

36. Χαμπλ

Ιανουάριος 2070 Το τηλεσκόπιο που ταξίδευε αργά γύρω από τη Γη ήταν ένας παχύς διπλός κύλινδρος μήκους δεκατριών μέτρων, με δυο μεγάλους επίπεδους ηλιακούς συσσωρευτές στραμμένους προς τον ήλιο.

Ο λεπτότερος μπροστινός κύλινδρος, γνωστός ως εμπρόσθιο κέλυφος, ήταν ανοιχτός στη μια άκρη και εφοδιασμένος με κάλυμμα που ανοιγόκλεινε. Στη βάση του εμπρόσθιου κελύφους –στο εσωτερικό του κοντού, χοντρού κυλίνδρου, γνωστού ως οπίσθιο τμήμα– υπήρχε ένα κάτοπτρο, ένας δίσκος με διάμετρο πάνω από δυο μέτρα. Το κάτοπτρο ήταν μεγάλης ακριβείας, φτιαγμένο από πυριτικό άλας τιτανίου χαμηλής διαστολής, και διέθετε ένα κάλυμμα από κράμα φθοριούχου αλουμινίου και μαγνησίου. Το φως συγκεντρωνόταν από αυτό το βασικό κάτοπτρο και εστιαζόταν σ' ένα μικρότερο δευτερεύον. Ύστερα ανακλούνταν πάλι προς τα πίσω μέσα από κάποιο άνοιγμα του βασικού, 267

προς ένα σύνολο επιστημονικών οργάνων που περιλάμβανε φωτογραφικές μηχανές, φασματογράφους και μετρητές έντασης του φωτός και της πόλωσης.

Στο εξωτερικό του κελύφους υπήρχαν χερούλια. Το τηλεσκόπιο είχε σχεδιαστεί για να χωράει μέσα στο αμπάρι ενός διαστημικού λεωφορείου ώστε να είναι δεκτικό τακτικής συντήρησης από αστροναύτες μηχανικούς, με την ευκολία πρόσβασης και ανταλλακτικών που διέθετε.

Ως διαστημικό πρόγραμμα, το τηλεσκόπιο είχε επιβαρυνθεί με έξοδα, καθυστερήσεις και υπερβάσεις του προϋπολογισμού, θύμα κι αυτό της παρατεταμένης παρακμής της ΝΑΣΑ. Η εκτόξευσή του είχε καθυστερήσει για χρόνια εξαιτίας της καταστροφής του Τσάλεντζερ. Όταν τελικά μπήκε σε λειτουργία, οι πρώτες εικόνες που έστειλε στη Γη ήταν ελαττωματικές εξαιτίας μιας «σφαιρικής απόκλισης», ελαττώματος του κατόπτρου με πλάτος όχι μεγαλύτερο από ένα κλάσμα του πάχους της ανθρώπινης τρίχας, που είχε ξεφύγει από τον έλεγχο στη διάρκεια των δοκιμών. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια πριν ένα άλλο διαστημικό λεωφορείο φέρει το σύστημα φακών που θα διόρθωνε την απόκλιση.

Μ' αυτό πραγματοποιήθηκε το παλιό όνειρο των πρώτων οραματιστών του διαστήματος, να τοποθετήσουν, δηλαδή, ένα τηλεσκόπιο πάνω από τη σκοτεινιά της γήινης ατμόσφαιρας. Το τηλεσκόπιο μπορούσε να παρατηρεί οτιδήποτε συνέβαινε διακόσια χιλιόμετρα πέρα από τις νεφελώδεις κορυφές του Δία.

Λεγόταν πως για το ευρύ κοινό το τηλεσκόπιο ήταν το πιο δημοφιλές πρόγραμμα της ΝΑΣΑ μετά τις προσεληνώσεις. Δεκαετίες μετά την εκτόξευση του τηλεσκοπίου, οι εικόνες του συνέχιζαν να διακοσμούν εύχρηστους κινούμενους τοίχους και τατουάζ–εικόνες. 268

Μα οι αποστολές συντήρησης παρέμεναν πάντα πανάκριβες και μετά την καταστροφή του Κολούμπια έγιναν ακόμη πιο απαγορευτικές. Στο μεταξύ, το τηλεσκόπιο γερνούσε. Οι αστροναύτες αντικαθιστούσαν τα φθαρμένα τους γυροσκόπια, τους χαλασμένους ηλιακούς συσσωρευτές και τα σκισμένα κομμάτια μόνωσης, μα φθείρονταν και οι κατοπτρικές επιφάνειες από το ηλιακό φως, τους μικρομετεωρίτες, τις συγκρούσεις με σκουπίδια που άφηναν πίσω τους τα διαστημικά σκάφη, καθώς και τη διάβρωση που προκαλούσαν τα αραιά, άκρως δραστικά αέρια της ανώτερης γήινης ατμόσφαιρας.

Τελικά το τηλεσκόπιο ξεπεράστηκε από έναν νεότερο, φτηνότερο και πιο αποτελεσματικό αντίπαλο. Δόθηκε εντολή το νέο τηλεσκόπιο να τοποθετηθεί σε μια θέση όπου θα μειωνόταν στο ελάχιστο η ατμοσφαιρική τριβή· μπήκε έτσι στη ναφθαλίνη, μέχρι να παρουσιαστεί στο μέλλον κάποιο πιο ευνοϊκό περιβάλλον γι' αυτό. Το κάλυμμα στο μπροστινό κέλυφος έκλεισε και μαζί μ' αυτό και το μοναδικό μάτι του τηλεσκοπίου. Πέρασαν δεκαετίες.

Το τηλεσκόπιο είχε την τύχη να γλιτώσει από την ηλιακή καταιγίδα. Μετά την καταιγίδα ήρθε μια νέα εποχή, κατά την οποία η παρατήρηση στον ουρανό ξανάρθε στην πρώτη γραμμή.

Πέντε χρόνια μετά την ηλιακή καταιγίδα ένα διαστημόπλοιο ήρθε επιτέλους από τη Γη για να εξετάσει άλλη μια φορά το τηλεσκόπιο. Δεν ήταν διαστημικό λεωφορείο μα, από τεχνολογικής απόψεως, απόγονός του. Το διαστημικό αεροπλάνο διέθετε ένα κινούμενο βραχίονα επισκευών και μετέφερε πεπαλαιωμένα ανταλλακτικά. Οι αστροναύτες αντικατέστησαν τα κατεστραμμένα τμήματα, αναζωογόνησαν τα συστήματα του τηλεσκοπίου και επέστρεψαν στη Γη. Το τηλεσκόπιο άνοιξε ξανά το μάτι του. 269

Κι άλλα χρόνια πέρασαν. Και ξάφνου, το τηλεσκόπιο είδε κάτι.

Σε πολλούς φάνηκε εύλογο το γεγονός ότι το αρχαιότερο διαστημικό τηλεσκόπιο της Γης ήταν το πρώτο όργανο κοντά στον μητρικό πλανήτη που εντόπισε τη Βόμβα–Π καθώς πλησίαζε.

Στο γραφείο της, στο Όρος Γουέδερ, η Μπέλα Φίνγκαλ κοιτούσε τις εικόνες από το Χαμπλ που έδειχναν μια παραμόρφωση σε σχήμα ρανίδας να γλιστρά ανάμεσα στ' αστέρια. Είχε απομείνει λιγότερο από ένας χρόνος για να φτάσει η Βόμβα στη Γη. Η φρίκη έκανε το στομάχι της να σφίγγεται. Τηλεφώνησε στον Πάξτον.

«Έλα εδώ, Μπομπ. Δεν μπορούμε απλά να καθόμαστε και να περιμένουμε αυτό το αναθεματισμένο πράγμα, θέλω καινούργια σχέδια».

37. Η καινούργια Νέα Ορλεάνη

Την τελευταία μέρα του ταξιδιού η «Ακίς» μπήκε σ' ένα περίπλοκο δέλτα ποταμού. Ακόμα και ο Αμπντικαντίρ ανέβηκε στο κατάστρωμα να δει. Ήταν οι εκβολές του Μισισιπή, μα η στάθμη της θάλασσας είχε υποχωρήσει τόσο πολύ σ' εκείνο τον κόσμο ο οποίος βρισκόταν σε μια αρχόμενη εποχή παγετώνων, που το δέλτα εκτεινόταν κατά πολύ μέσα στη θάλασσα του Κόλπου. Το σίγουρο ήταν πως δεν υπήρχε εκεί καμιά Νέα Ορλεάνη. Το πλήρωμα παρακολουθούσε με νευρικότητα αλιγάτορες σε μέγεθος μικρού φορτηγού να κολυμπούν στα νερά, ανάμεσα σε πυκνούς καλαμιώνες. Με τη βοήθεια των κουπιών, η «Ακίς» μπήκε προσεκτικά σ' ένα μικρό λιμάνι. Η Μπιζέζα αντίκρισε αποβάθρες και αποθήκες· σε μια αποβάθρα φαινόταν ένα είδος ξύλινου γερανού. Πίσω από τα κτήρια του λιμανιού απλωνόταν μια μικρή κωμόπολη που 270

αποτελούνταν από ξύλινες καλύβες, χτισμένες η μία δίπλα στην άλλη.

«Καλωσορίσατε στη Νέα Νέα Ορλεάνη», είπε ξερά η Έμελιν. «Δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, αλλά κάνουμε ό,τι μπορούμε». Ο Αμπντικαντίρ μουρμούρισε ακούστηκε σαν προσευχή.

κάτι

στα

ελληνικά

που

«Μπιζέζα, αναρωτιόμουν τι είδους μηχανές χρησιμοποίησαν αυτοί οι Αμερικανοί για να καθαρίσουν τα λιμάνια τους. Κοίτα εκεί!»

Μέσα στην αχλύ που σηκωνόταν από τη θάλασσα, η Μπιζέζα διέκρινε κάποια πλάσματα που έμοιαζαν με ελέφαντες να κινούνται αργά. Ζεμένα με χοντρά σκοινιά σε ομάδες των τεσσάρων, έσερναν κάποια τεράστια μηχανή. Τα ζώα είχαν αλλόκοτη εμφάνιση, με μικρό θολωτό κρανίο και καμπούρα στην πλάτη. Οι άνδρες που τα οδηγούσαν με βουκέντρες και μαστίγια, έμοιαζαν νάνοι μπροστά σ' εκείνα τα κτήνη τα οποία φαίνονταν απίστευτα ψηλά, σίγουρα ψηλότερα από τους αφρικανικούς ελέφαντες της εποχής της Μπιζέζα. Ύστερα ένα από αυτά σήκωσε το κεφάλι του και μούγκρισε, βγάζοντας έναν διαπεραστικό αλλά μεγαλόπρεπο ήχο· η Μπιζέζα διέκρινε τους εξαιρετικά μακριούς χαυλιόδοντές του με ελικοειδές σχήμα. «Δεν πρόκειται για ελέφαντες, έτσι δεν είναι;»

«Καλωσόρισες στην Αμερική», της είπε η Έμελιν αδιάφορα. «Τα αποκαλούμε μαμούθ του Τζέφερσον. Μερικοί τα λένε "αυτοκρατορικά" και άλλοι "κολομβιανά", αλλά στο Σικάγο είμαστε πατριώτες και τους έχουμε δώσει το όνομα του Τζέφερσον». Το ενδιαφέρον του Αμπντικαντίρ κεντρίστηκε. «Είναι εύκολο να εξημερωθούν;»

«Όχι, σύμφωνα με τις εφημερίδες», είπε η Έμελιν. «Φέραμε κάποιους ινδούς εκπαιδευτές ελεφάντων· οι δικοί μας ήταν 271

κάτι τύποι από τσίρκο, που αυτοσχεδίαζαν. Οι Ινδοί διαμαρτυρήθηκαν, επειδή τα χιλιάδες χρόνια που είχαν σπαταλήσει για την εκτροφή της δικής τους ράτσας ήμερων ελεφάντων είχαν πάει στράφι. Έλα, όμως, τώρα! Πρέπει να προλάβουμε το τρένο...» Οι επιβάτες αποβιβάστηκαν μαζί με τις λιγοστές αποσκευές τους. Οι εργάτες του λιμανιού δεν έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για τους νεοαφιχθέντες παρά τα μακεδόνικα τους ρούχα.

Ήταν καλοκαίρι και βρίσκονταν κάπου νότια απ' το γεωγραφικό πλάτος της παλιάς Νέας Ορλεάνης. Αλλά το βοριαδάκι που φυσούσε ήταν ψυχρό. Δεν ήταν σταθμός εκεί, μα ένα σημείο όπου σταματούσε μια άτεχνη σιδηροτροχιά ανάμεσα σ' ένα σωρό κλινάμαξες και σκουριασμένες, επαναχρησιμοποιημένες ράγες. Μια σειρά βαγόνια περίμεναν πίσω από κάποια παλιομοδίτικη ατμομηχανή που σφύριζε, έχοντας προσαρτημένο ένα βαγόνι γεμάτο κούτσουρα.

Η Έμελιν διαπραγματεύτηκε κατευθείαν με τον μηχανοδηγό, χρησιμοποιώντας δολάρια για να πληρώσει τον ναύλο τους. Μπόρεσε επίσης να αγοράσει ένα καρβέλι ψωμί, λίγο παστό μοσχαρίσιο κρέας και μια κανάτα καφέ στο μικρό μπαρ της κωμόπολης. Τα χαρτονομίσματά της ήταν κολλαριστά και καινούργια· προφανώς το Σικάγο διέθετε δικό του νομισματοκοπείο.

Έχοντας επιστρέψει στο οικείο περιβάλλον, η Έμελιν έδειχνε ζωηρή και αποφασισμένη. Η Μπιζέζα έπρεπε να παραδεχτεί πως διέκρινε μια αίσθηση νεωτερισμού εκεί, ακόμα και σ' αυτή την καχεκτική πολίχνη – μια αίσθηση που έλειπε από την αλεξανδρινή Ευρώπη, η οποία έδειχνε να βουλιάζει πίσω στο παρελθόν.

Στο τρένο είχαν δικό τους βαγόνι. Τα άλλα βαγόνια ήταν γεμάτα ως επί το πλείστον με εμπορεύματα, ξυλεία, δέρματα, παστωμένα ψάρια. Τα παράθυρα δεν είχαν τζάμια, αλλά 272

υπήρχαν κουρτίνες από ένα είδος δέρματος για να εμποδίζουν τα ρεύματα του αέρα, καθώς και στοίβες με κουβέρτες φτιαγμένες από ένα πυκνό καστανοκίτρινο μαλλί με έντονη οσμή. Η Έμελιν τους διαβεβαίωσε πως ήταν αρκετές για να τους κρατήσουν ζεστούς μέχρι να φτάσουν στο Νέο Σικάγο. «Στη συνέχεια θα χρειαστείτε άλλου είδους ρούχα για τον πάγο», είπε. «Θ' αγοράσουμε μερικά στην πόλη».

Δυο ώρες μετά την άφιξή τους –κόντευε μεσημέρι– η ατμομηχανή ξέρασε λευκό καπνό και το τρένο ξεκίνησε. Ακούστηκαν κακαρίσματα, καθώς κότες σκορπίζονταν μακριά από τις ράγες. Μερικά κοκαλιάρικα παιδιά βγήκαν τρέχοντας από τα κακοφτιαγμένα σπίτια για να χαιρετίσουν και ο Άμπντι με την Μπιζέζα τους ανταπέδωσαν τον χαιρετισμό. Ο άνεμος άλλαξε κατεύθυνση και ο καπνός της μηχανής άρχισε να μπαίνει μέσα στην καμπίνα: ήταν καπνός ξύλου, μια γνώριμη και καθησυχαστική μυρωδιά.

Η Έμελιν τους είπε πως θα ακολουθούσαν την κοιλάδα του Μισισιπή μέχρι το Νέο Σικάγο, που βρισκόταν κοντά στην τοποθεσία όπου στον παλιό κόσμο ήταν κτισμένο το Μέμφις. Ήταν ένα ταξίδι μερικών εκατοντάδων μιλίων, που πιθανώς θα τους έπαιρνε ένα εικοσιτετράωρο για να το ολοκληρώσουν· θα κοιμόντουσαν μέσα στο τρένο. Η Μπιζέζα κοίταξε με περιέργεια έξω από το παράθυρο. Παρατήρησε κίνηση στον ποταμό, ένα αληθινό κομφούζιο: μια αλεξανδρινή τριήρη, κάτι που έμοιαζε με ποταμόπλοιο ξεβρασμένο στην ακτή... και μερικά κανό τα οποία θα μπορούσαν ν' ανήκουν σε Ινδιάνους, αν και κανείς από τους ιθαγενείς της Αμερικής δεν είχε φτάσει στη Μιρ. Η Έμελιν τους είπε: «Ανακάλυψαν μερικά πολεμικά κανό στο μουσείο της πόλης και στα περίπτερα της παγκόσμιας έκθεσης. Τα διέλυσαν και έμαθαν με ποιον τρόπο φτιάχνονταν. Λεηλάτησαν και το τσίρκο του Μπούφαλο Μπιλ που αναπαριστούσε την Άγρια 273

Δύση, παίρνονταν από κει τόξα, βέλη, ινδιάνικες σκηνές και πολλά άλλα. Τα κανό είναι όμορφα, δεν συμφωνείτε; Δοκίμασα να μπω κάποτε σ' ένα απ' αυτά μαζί με τον Τζος, έτσι, για πλάκα. Μα το νερό είναι πολύ κρύο, ακόμα και τόσο νότια. Προέρχεται από το λιώσιμο των πάγων. Δεν είναι για να πέσει κανείς μέσα!» «Καμήλες!» είπε ο Αμπντικαντίρ δείχνοντας στον δρόμο.

Η Μπιζέζα είδε ένα καραβάνι να προχωρά νότια, προς το λιμάνι. Άνδρες και γυναίκες ίππευαν άλογα με παράξενη όψη που είχαν την τάση να κλοτσάνε και να δαγκώνουν. Και, ναι, υπήρχαν καμήλες, ξεπερνώντας στο ύψος τα άλογα, βαριά φορτωμένες. Η όψη τους ήταν υπεροπτική και έφτυναν συνεχώς. «Κι άλλη εισαγωγή;»

«Ω, όχι», είπε η Έμελιν. «Οι καμήλες βρίσκονταν ήδη από πριν στην Αμερική, όπως και τα άλογα άλλωστε – πολλές ράτσες κι όχι όλες τους χρήσιμες. Σου είπα πως διαθέτουμε αληθινό ζωολογικό κήπο εδώ πέρα. Μαμούθ, μαστόδοντα, καμήλες και μαχαιρόδοντες τίγρεις – ας ελπίσουμε ότι δεν θα πέσουμε πάνω σε καμιά απ' αυτές». «Όλα αυτά εξαφανίστηκαν όταν έφτασαν εδώ οι πρώτοι άνθρωποι», ακούστηκε το τηλέφωνο της Μπιζέζα από την τσέπη της να μουρμουρίζει. «Έφαγαν μέχρι και τα ντόπια άλογα. Βασικό λάθος». «Πάψε! Θυμήσου πως είμαστε φιλοξενούμενοι εδώ».

«Κατά μία έννοια, το ίδιο είναι και οι κάτοικοι του Σικάγου...»

Η Μπιζέζα διαισθανόταν την ελαφριά αποδοκιμασία της Έμελιν, η οποία ολοφάνερα θεωρούσε πως ήταν μεγάλη αγένεια να αγνοείς ανθρώπους από σάρκα και αίμα που υπήρχαν πλάι σου και να μιλάς σ' ένα κουτί.

Ο Αμπντικαντίρ όμως, που είχε μεγαλώσει κάτω από την καθοδήγηση του πατέρα του, έδειχνε ενδιαφέρον. 274

«Μπορεί να λαβαίνει σήματα από τη Γη;»

Η Μπιζέζα είχε ελέγξει την κατά περιόδους σύνδεση του τηλεφώνου μέσω του Ματιού με την άλλη άκρη του Ατλαντικού. «Έτσι φαίνεται».

«Με ελάχιστα μπιτ πληροφοριών», ψιθύρισε το τηλέφωνο. «Κι αυτά ακόμα είναι παραμορφωμένα...» Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της Μπιζέζα. «Τηλέφωνο, αναρωτιέμαι πόσο κοντά στην τεχνολογία του ραδιοφώνου βρίσκονται οι κάτοικοι του Σικάγου».

Ως απάντηση το τηλέφωνο της παρουσίασε ένα κείμενο. Μόλις μια γενιά πριν από τη χρονική φέτα του Σικάγου ο Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ, ο σκοτσέζος φυσικός τον οποίο τόσο θαύμαζε ο Αλεξέι Καρέλ, είχε αντιληφθεί πως η ηλεκτρομαγνητική ενέργεια μπορούσε να ταξιδεύει μέσα στο διάστημα. Η ίδια η χρονική φέτα ήταν παρμένη από το μεσοδιάστημα ανάμεσα στις πρώτες αποδείξεις του Χάινριχ Χερτζ πως η θεωρία αυτή ήταν σωστή –με πομπούς και δέκτες παραβολικών κατόπτρων σε απόσταση μερικών μέτρων– και την επικοινωνία με την απέναντι ακτή του Ατλαντικού από τον Γουλιέλμο Μαρκόνι.

«Θα πρέπει να σπρώξουμε τα πράγματα προς αυτή την κατεύθυνση, Άμπντι. Σκέψου πόσο χρήσιμη θα μας ήταν αυτήν τη στιγμή μια ραδιοφωνική σύνδεση με τη Βαβυλώνα. Ίσως όταν φτάσουμε στο Σικάγο, εγώ κι εσύ θα πρέπει ν' ανοίξουμε έναν ραδιοφωνικό σταθμό». Ο Αμπντι έδειξε ενθουσιασμένος. «Θα μου άρεσε πολύ αυτό...»

Η Έμελιν τους διέκοψε απότομα.

275

«Θα έπρεπε να φρενάρετε τα σχέδια σας για βοήθεια σ' εμάς τους ταλαίπωρους, μέχρι να δείτε πόσα έχουμε καταφέρει να πετύχουμε μόνοι μας». «Ζητώ συγνώμη, Έμελιν», είπε βιαστικά η Μπιζέζα. «Μίλησα απερίσκεπτα». Η Έμελιν έχασε κάτι από την ακαμψία της.

«Καλά, εντάξει. Πάντως, μην επιδείξετε τις εξωτικές συσκευές σας στον δήμαρχο Ράις και την Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης, γιατί θα τους ενοχλήσετε πολύ. Εξάλλου», είπε πιο σκυθρωπά, «δεν παίζει κανέναν απολύτως ρόλο αν αυτό το παιχνιδάκι σου έχει δίκιο σχετικά με το επερχόμενο τέλος του κόσμου. Έχει να μας πει κάτι περισσότερο σχετικά με το πόσος χρόνος μας απομένει;» «Τα δεδομένα είναι αβέβαια», ψιθύρισε το τηλέφωνο. «Χειρόγραφες παρατηρήσεις με γυμνό μάτι, όργανα παρμένα από ένα συντριμμένο στρατιωτικό ελικόπτερο...»

«Ξέρω», είπε η Μπιζέζα. «Απλώς, δώσε μας την καλύτερη κατά προσέγγισιν χρονολογία που έχεις». «Πέντε αιώνες. Μπορεί και λιγότερο».

Έμειναν για λίγο συλλογισμένοι. Ύστερα η Έμελιν γέλασε βεβιασμένα. «Πραγματικά, δεν μας έφερες τίποτε άλλο από άσχημα νέα, Μπιζέζα». Μα ο Αμπντικαντίρ φαινόταν απτόητος.

«Πέντε αιώνες είναι πολύς χρόνος. Εν τω μεταξύ θα έχουμε βρει τι να κάνουμε». Πέρασαν τη νύχτα στο τρένο, όπως προβλεπόταν.

Ο παγερός αέρας της νύχτας, η αρχέγονη μυρωδιά του καμένου ξύλου και το σταθερό κροτάλισμα του τρένου πάνω στις 276

ανώμαλες ράγες νανούρισαν την Μπιζέζα. Αλλά κάθε τόσο τα τραντάγματα την ξυπνούσαν.

Κάποια στιγμή άκουσε από μακριά κραυγές ζώων που έμοιαζαν με ουρλιαχτά λύκων, μα πιο βαθιές και λαρυγγώδεις. Θύμισε στον εαυτό της πως ο τόπος εκείνος δεν ήταν ένα νοσταλγικά σχεδιασμένο πάρκο. Ήταν η πραγματικότητα και η Αμερική της Πλειστόκαινης περιόδου δεν είχε ακόμη τιθασευτεί από τον άνθρωπο.

Όμως οι κραυγές των ζώων τη συνάρπαζαν – μάλιστα την ευχαριστούσαν κιόλας. Επί δύο εκατομμύρια χρόνια οι άνθρωποι εξελίσσονταν μέσα σ' ένα τοπίο γεμάτο με τέτοια πλάσματα. Ίσως, χωρίς να το αντιλαμβάνονται, να τους έλειπαν τα μεγάλα ζώα από τότε που τελικά εξαφανίστηκαν. Ίσως το κίνημα Τζέφερσον στην παλιά Γη να ήταν σωστή ιδέα.

Οπωσδήποτε, ήταν τρομακτικό ν' ακούει βρυχηθμούς μέσα στο σκοτάδι. Διέκρινε τα μάτια της Έμελιν, λαμπερά και ορθάνοιχτα, ενώ ο Αμπντικαντίρ ροχάλιζε ελαφρά μέσα στην αταραξία της νιότης του.

38. Δραστηριότητες Εκτός Οχήματος Μάρτιος 2070

Ο Γιούρι και η Γκρέντελ προσκάλεσαν τη Μάιρα σε μια εκδρομή.

«Είναι για μια επιθεώρηση ρουτίνας και για συλλογή δειγμάτων», είπε ο Γιούρι. «Εξάλλου, ίσως ζητάς κι εσύ μια ευκαιρία να βγεις έξω».

Έξω. Μετά από μήνες περιορισμού μέσα σ' ένα κουτί από πάγο, σ' ένα τοπίο τόσο επίπεδο και σκοτεινό, που ακόμα κι όταν ο ήλιος βρισκόταν ψηλά στον ουρανό έμοιαζε με πειραματική δεξαμενή στέρησης των αισθήσεων, η λέξη ακούστηκε μαγική για τη Μάιρα. 277

Μα ακολουθώντας τον Γιούρι και την Γκρέντελ, μέσω ενός μαλακού σωλήνα, βρέθηκε από τον θόλο κατοικίας στην καμπίνα του οχήματος· συνειδητοποίησε, πολύ αργά, πως απλώς είχε αλλάξει έναν κλειστό χώρο με κάποιον άλλο. Η Γκρέντελ Σπεθ έδειξε ν' αντιλαμβάνεται πώς ένιωθε η Μάιρα.

«Θα συνηθίσεις. Τουλάχιστον σ' αυτό τον περίπατο θα βλέπεις κάτι διαφορετικό απ' αυτό που αντικρίζεις από το παράθυρο». Ο Γιούρι και η Γκρέντελ κάθισαν μπροστά, η Μάιρα πίσω τους.

«Δεθήκατε;» ρώτησε ο Γιούρι. Ύστερα πάτησε ένα κουμπί και έγειρε πίσω. Η μπουκαπόρτα έκλεισε με κρότο κλειδαριάς που κλειδώνει, η σήραγγα που οδηγούσε στον θόλο ξεκόλλησε μ' έναν ρουφηχτό ήχο και το όχημα ξεκίνησε.

Ήταν πια καλοκαίρι στα βόρεια. Η άνοιξη είχε έρθει γύρω στα Χριστούγεννα με μια αστραπιαία εξάχνωση του στεγνού χιονιού, που γινόταν ατμός μόλις το 'βλεπε ο ήλιος. Για ένα διάστημα η ορατότητα έγινε ακόμα χειρότερη απ' ό,τι ήταν την περίοδο του χειμώνα. Αλλά τώρα, αν και παρέμενε ένα μικρό στρώμα από παγωμένο στεγνό χιόνι, η χειρότερη περίοδος της άνοιξης είχε περάσει, το πέπλο του χειμώνα είχε διαλυθεί και ο ήλιος ταξίδευε χαμηλά σ' έναν καθαρό ουρανό με πορτοκαλίκαστανό χρώμα. Για πρώτη φορά η Μάιρα επιβιβαζόταν σ' ένα από τα οχήματα του σταθμού. Ήταν πολύ μικρότερο από το πελώριο κτήνος που την είχε μεταφέρει ως εκεί από το Λόουελ. Στο εσωτερικό του στριμώχνονταν ένα μικροσκοπικό εργαστήριο, μια γωνιά για τη θέση των στολών, μια μικρή τραπεζαρία και μια τουαλέτα με νιπτήρα, όπου μπορούσε κανείς να πλυθεί με σφουγγάρι και νερό. Το όχημα είχε πίσω του ένα τρέιλερ που δεν μετέφερε κάποια κινητή πυρηνική μονάδα όπως το «Ντισκάβερι», αλλά μια μηχανή που έκαιγε μεθάνιο. 278

«Παρασκευάζουμε το μεθάνιο χρησιμοποιώντας αρειανό διοξείδιο του άνθρακα», της είπε ο Γιούρι. «Μια ακόμη αυτοσχέδια χρήση πόρων όπως αυτές του Χανς. Η διαδικασία είναι αργή και πρέπει να περιμένουμε μέχρι να γεμίσει το ντεπόζιτο. Έτσι, δεν έχουμε περιθώρια παρά για λίγες τέτοιες διαδρομές κάθε χρονιά». «Χρειάζεστε μια πυρηνική μονάδα».

«Το Λόουελ έχει κρατήσει τον καλύτερο εξοπλισμό», γρύλισε ο Γιούρι. «Εμείς παίρνουμε ό,τι περισσέψει. Πάντως, την κάνει τη δουλειά του κι αυτό». Και χτύπησε τον πίνακα ελέγχου με την παλάμη του, σαν να ζητούσε συγνώμη από το όχημα.

«Το ταξίδι δεν θα είναι και πολύ συναρπαστικό», την προειδοποίησε η Γκρέντελ. «Για μένα είναι κάτι καινούργιο», απάντησε η Μάιρα.

«Εν πάση περιπτώσει, χάρη μας κάνεις», αναφώνησε ο Γιούρι. «Οι διαταγές λένε πως πρέπει να βγαίνουμε τρεις μαζί σε κάθε διαδρομή που απέχει περισσότερο από μιας ώρας περπάτημα από τη βάση. Με άλλα λόγια, μπορούμε να κάνουμε ό,τι μας αρέσει παραβλέποντας τις εντολές. Μερικές φορές κάνω τη διαδρομή μόνος μου ή την κάνει η Γκρέντελ. Αλλά η Τεχνητή Νοημοσύνη της βάσης τα "παίρνει" όταν παρακούμε τις διαταγές». «Μας λείπουν άτομα», είπε η Γκρέντελ. «Κανονικά, η βάση Γουέλς πρέπει να διαθέτει δέκα ανθρώπους. Υπάρχουν τόσες δουλειές πάνω στον Άρη». «Και μάλλον η Έλλι είναι πολύ απασχολημένη με την εργασία της στον Λάκκο». Η Γκρέντελ έκανε μια γκριμάτσα.

«Ναι, έτσι είναι. Αυτή όμως δεν είναι δική μας. Δεν είναι Αρειανή». «Και ο Χανς;»

279

«Ο Χανς είναι πολυάσχολος», είπε ο Γιούρι. «Όταν δεν διοικεί τον σταθμό ή δεν ανοίγει τρύπες στον πάγο, κάνει πειράματα στη χρήση τοπικών πόρων. Εδώ στον Άρη ζούμε από το έδαφος. Μπορεί να θεωρείς τον βόρειο πόλο του πλανήτη ακατάλληλο μέρος για να δοκιμάσεις κάτι τέτοιο. Αλλά εδώ έχουμε νερό, Μάιρα, και μας περιμένει με τη μορφή πάγου πάνω στην επιφάνεια. Δεν υπάρχει άλλο μέρος στο εσωτερικό ηλιακό σύστημα για το οποίο να μπορείς να πεις κάτι τέτοιο – αν εξαιρέσεις κάποιες ελάχιστες ποσότητες στους πόλους της Σελήνης». «Και ο Χανς σκέφτεται ακόμα πιο μεγαλόπνοα», είπε η Γκρέντελ.

«Μάιρα», είπε ο Γιούρι, «υπάρχουν πολλές ομοιότητες στην προσπάθεια να ζήσεις εδώ, στον παγωμένο πόλο του Άρη, και στους δορυφόρους του Δία και του Κρόνου, που ουσιαστικά δεν είναι τίποτα περισσότερο από μεγάλες μπάλες πάγου γύρω από μικρούς σβώλους πέτρας. Έτσι ο Χανς δοκιμάζει τεχνολογίες που ίσως μας επιτρέψουν να επιβιώσουμε οπουδήποτε». «Φιλόδοξο σχέδιο».

«Ασφαλώς», είπε ο Γιούρι. «Από την πλευρά της μάνας του είναι Νοτιοαφρικανός. Και ξέρεις πώς είναι οι Αφρικανοί στις μέρες μας. Ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι της ηλιακής καταιγίδας, πολιτικά και οικονομικά. Νομίζω πως ο Χανς είναι αφοσιωμένος στον Άρη. Μα είναι ένας Αφρο-αρειανός και έχει υψηλότερους στόχους...» Μετά από δυο ώρες οδήγησης έφτασαν στο χείλος ενός ελικοειδούς φαραγγιού.

Τα φαγωμένα τοιχώματα από πάγο ήταν χαμηλά και το φαράγγι δεν ήταν τρομερά βαθύ. Η Μάιρα πίστευε πως το όχημα θα μπορούσε να κατεβεί εύκολα μέχρι τον πάτο του· και πράγματι το ανώμαλο σκαμμένο μονοπάτι που ακολούθησαν, οδηγούσε φιδογυριστά προς τα κάτω. Μπορούσε να δει πως 280

παρακάτω το φαράγγι πλάταινε και βάθαινε, καθώς χανόταν στην απόσταση σαν ένας πελώριος φυσικός αυτοκινητόδρομος.

Δεν κατέβηκαν αμέσως στο φαράγγι. Ο Γιούρι πάτησε κάποια πλήκτρα στον πίνακα ελέγχου και το όχημα σύρθηκε αργά κατά μήκος του χείλους του φαραγγιού, μέχρι που κάτι σε σχήμα εντόμου ξεχώρισε στο σκοτάδι μπροστά τους. Ήταν ένα περίπλοκο μηχάνημα κάπου πενήντα εκατοστά πλατύ, φορτωμένο με όργανα, που στεκόταν πάνω σε τρία λεπτά πόδια. Το όχημα διέθετε έναν βραχίονα, που μπορούσε να κάνει πολύπλοκους χειρισμούς και που τώρα ξετυλίχτηκε προσεκτικά για να φτάσει το τρίποδο. «Αυτό είναι ένα Π.Σ.Ε.», είπε ο Γιούρι. «Ένα Πειραματικό Σύστημα Επιφανείας. Μοιάζει με έναν μετεωρολογικό σταθμό, ο οποίος διαθέτει επίσης σεισμογράφο, κάτοπτρα με λέιζερ και άλλα όργανα. Έχουμε εγκαταστήσει ένα ολόκληρο δίκτυο από δαύτα παντού στον πάγο του πόλου». Μιλούσε με κάποια δόση υπερηφάνειας. Για να τον κάνει να συνεχίσει να μιλάει, η Μάιρα τον ρώτησε: «Τι ρόλο παίζουν τα πόδια;»

«Του χρησιμεύουν για να παραμένει πάνω από τον ξηρό πάγο, ο οποίος κατά το τέλος του χειμώνα μπορεί να φτάσει σε ύψος κάμποσων μέτρων. Ύστερα είναι και τα φαινόμενα επιφάνειας – υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις θερμοκρασίας και πίεσης στα πρώτα λίγα μέτρα πάνω από το έδαφος. Κι αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που οι αισθητήρες είναι τοποθετημένοι πάνω σε πόδια». «Δείχνουν πολύ λεπτά, σαν να πρόκειται να σπάσουν με το πρώτο φύσημα του ανέμου».

«Ο Άρης είναι ένας λεπτεπίλεπτος πλανήτης. Υπολόγισα τη δύναμη του ανέμου. Αυτό το μωράκι δεν πρόκειται να αναποδογυριστεί τόσο εύκολα». 281

«Εσύ το σχεδίασες;»

«Ναι», είπε η Γκρέντελ, «και νιώθει πολύ περήφανος γι' αυτό. Οποιαδήποτε ομοιότητα ανάμεσα σ' αυτούς τους μικρούληδες μετεωρολογικούς σταθμούς και σε αρειανές πολεμικές μηχανές ορισμένων μυθιστορημάτων και ταινιών είναι καθαρά συμπτωματική». «Είναι τα μωράκια μου». Ο Γιούρι γέλασε μέσα από το πυκνό μαύρο γένι του ρίχνοντας το κεφάλι του πίσω.

Όταν σταμάτησε, το όχημα απελευθέρωσε και άλλα πιο εξωτικά αντικείμενα: «θάμνους της ερήμου», δηλαδή κάτι σαν σφαιρικά κλουβιά με διάμετρο ένα μέτρο τα οποία απομακρύνθηκαν κυλώντας πάνω στον ξηρό πάγο, και «έξυπνη σκόνη», μια τζούρα μαύρης πούδρας που έμοιαζε με καπνιά και που παρασύρθηκε από τον άνεμο. Κάθε κόκκος σκόνης ήταν και ένας αισθητήρας διαμέτρου μόλις ενός χιλιοστού, με τη δική του σειρά μικροσκοπικών οργάνων, που όλα λειτουργούσαν με ενέργεια μικροκυμάτων προερχόμενη από τον ουρανό ή απλά με την ενέργεια που τους παρείχε ο άνεμος.

«Δεν ελέγχουμε πού θα πάνε οι "θάμνοι" ή η "σκόνη"», είπε ο Γιούρι. «Παρασύρονται από τον άνεμο και πολλή από τη σκόνη θα σκεπαστεί με χιόνι. Η ιδέα είναι να γεμίσουμε τον πόλο με αισθητήρες, να τον κάνουμε να αποκτήσει αυτοσυνείδηση, αν θέλεις. Ήδη η ποσότητα των δεδομένων που ρέει είναι τεράστια».

Αφού έλεγξαν το Π.Σ.Ε., το όχημα άρχισε την κατάβασή του στο φαράγγι. Τα τοιχώματα πάγου είχαν πολλά στρώματα, σαν ιζηματογενής βράχος, με παχιές σκούρες ταινίες ανά μέτρο περίπου, αλλά και πολύ λεπτότερα στρώματα ανάμεσά τους, λεπτά σαν τις σελίδες βιβλίου ή κι ακόμα λεπτότερα, μέχρι που δεν μπορούσαν τα μάτια της Μάιρα να τα διακρίνουν. Το όχημα κινήθηκε αργά και προσεκτικά. Προφανώς οι κινήσεις του ήταν προγραμματισμένες. Κάθε τόσο ο Γιούρι ή, πιο 282

σπάνια, η Γκρέντελ πατούσαν κάποια πλήκτρα στον πίνακα ελέγχου και το σταματούσαν, έτσι ώστε ο αρθρωτός βραχίονάς του να απλώνεται και να εξερευνά την επιφάνεια του τοιχώματος. Μάζευε δείγματα από τα στρώματα κι άλλες φορές πίεζε ή έχωνε ένα κουτί με όργανα στον πάγο.

«Αυτό γίνεται σ' όλη τη διαδρομή», είπε η Γκρέντελ στη Μάιρα. «Παίρνουμε δείγματα από τα στρώματα του πάγου. Ψάχνω για ζωή ή για λείψανα ζωής από το παρελθόν. Ο Γιούρι από τη μεριά του προσπαθεί να σχεδιάσει μια πλανητική στρωματογράφηση, καταγράφοντας όλα τα στρώματα των πάγων του πόλου όπως παρουσιάζονται στους πυρήνες που εξορύσσονται με το γεωτρύπανο ή στις εξορμήσεις που κάνουμε στα φαράγγια. Υποθέτω πως δεν πρόκειται για κάτι ιδιαίτερα συναρπαστικό. Αν δούμε κάτι που υπόσχεται πολλά, βγαίνουμε έξω και ρίχνουμε μια ματιά μόνοι μας. Όμως η φασαρία με το βάλε–βγάλε της στολής κουράζει κι έτσι αυτό το κρατάμε για ιδιαίτερες περιπτώσεις». Ο Γιούρι γέλασε ξανά. Το όχημα συνέχισε να κυλάει.

«Μίλησα στην Έλλι», είπε η Μάιρα διστακτικά. «Στον Λάκκο. Μου διηγήθηκε κάποιες από τις εμπειρίες της στη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας». Η Γκρέντελ στράφηκε στο μέρος της ανασηκώνοντας τα φρύδια.

«Θα πρέπει να το θεωρείς τιμή σου. Χρειάστηκα τρεις μήνες για να φτάσουμε σ' αυτό το σημείο. Και θεωρούμαι ψυχίατρός της». «Φαίνεται, λοιπόν, πως είναι σκληρό καρύδι».

«Εγώ ήμουν δέκα χρόνων όταν χτύπησε η καταιγίδα», είπε η Γκρέντελ. «Μεγάλωσα στο Οχάιο. Ήμαστε αγροτική οικογένεια κι ήταν πολύ μακριά οποιοσδήποτε θόλος. Ο πατέρας μου μας έφτιαξε ένα καταφύγιο, όπως αυτά για τους ανεμοστρόβιλους. Χάσαμε τα πάντα και μετά βρεθήκαμε να ζούμε σε στρατόπεδα 283

προσφύγων. Ο πατέρας μου πέθανε λίγα χρόνια αργότερα. Τον έφαγαν οι καρκίνοι του δέρματος.

»Στα στρατόπεδα εργαζόμουν ως εθελόντρια νοσοκόμα, σε σταθμούς διαλογής τραυματιών. Μάλλον αυτό μου άνοιξε την όρεξη για την Ιατρική. Αλλά δεν ήθελα να νιώσω ποτέ ξανά τόσο ανήμπορη μπροστά σ' ένα άτομο που υποφέρει. Μετά την ηλιακή καταιγίδα και τα στρατόπεδα, εργάστηκα σε προγράμματα οικολογικής ανάκαμψης στις μεσοδυτικές πολιτείες. Εκεί μπλέχτηκα με τη Βιολογία». «Όσο για μένα», είπε ο Γιούρι εύθυμα, «γεννήθηκα μετά την καταιγίδα στη Σελήνη από ρωσίδα μάνα και ιρλανδό πατέρα. Πέρασα όμως και κάποια χρόνια στη Γη. Σαν έφηβος εργάστηκα σε προγράμματα οικολογικής ανάκαμψης στον καναδικό αρκτικό κύκλο». «Εκεί απόκτησες και την αγάπη σου για τον πάγο». «Μάλλον».

«Και τώρα βρίσκεστε διαστημάνθρωποι».

εδώ»,

είπε

η

Μάιρα.

«Αρειανοί», είπαν ταυτόχρονα η Γκρέντελ και ο Γιούρι.

«Είστε

«Οι διαστημάνθρωποι ζουν πάνω στον βράχο τους, στο διάστημα», διευκρίνισε ο Γιούρι. «Ο Άρης είναι ο Άρης, κι αυτό είναι όλο. Δεν συμμεριζόμαστε κατ' ανάγκην τις φιλοδοξίες τους». «Το κάνετε, πάντως, όσον αφορά το Μάτι του Λάκκου».

«Σ' αυτό το θέμα, ναι, ασφαλώς», συμφώνησε ο Γιούρι. «Μα θα προτιμούσα να τελειώσουμε μ' αυτή την ιστορία». Έδειξε με το χέρι του τα γλυπτά του πάγου έξω από το κρύσταλλο του παραθύρου. «Ο Άρης. Αυτός μου αρκεί». «Σας ζηλεύω για την αποφασιστικότητά σας», τραύλισε η Μάιρα. «Έχετε κάτι να δημιουργήσετε εδώ». Η Γκρέντελ γύρισε προς το μέρος της γεμάτη περιέργεια. 284

«Η ζήλια δεν είναι καλό συναίσθημα, Μάιρα. Έχεις τη δική σου ζωή». «Ναι. Μα νιώθω λες και ζω τον επίλογό της».

Η Γκρέντελ μούγκρισε μέσα από τα δόντια της:

«Αν σκεφτεί κανείς ποια είναι η μητέρα σου, φαίνεται κατανοητό. Μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό αργότερα, αν θέλεις».

«Μπορούμε επίσης να μιλήσουμε και για τη δική μου μητέρα, που μ' έμαθε να πίνω βότκα», είπε ο Γιούρι. «Να ένας τρόπος για να φτιάξουμε τον κόσμο».

Ήχος συναγερμού αντήχησε σιγανά και ένα πράσινο πλαίσιο άναψε πάνω στον πίνακα ελέγχου. Ο Γιούρι το χτύπησε με το δάχτυλο κι εκείνο γέμισε με το πρόσωπο του Αλεξέι Καρέλ. «Καλύτερα να γυρίσετε αμέσως πίσω. Συγνώμη που σας διακόπτω τη διασκέδαση». «Για λέγε», του είπε ο Γιούρι.

«Έχω δύο μηνύματα, Μάιρα. Πρώτον, μας καλούν στον Κύκλωπα». «Τον σταθμό που εντοπίζει τους πλανήτες; Γιατί;» «Για να συναντήσουμε την Αθηνά».

Ο Γιούρι και η Γκρέντελ αντάλλαξαν βλέμματα.

«Και ποιο είναι το δεύτερο μήνυμά σου;» ρώτησε ο Γιούρι. Ο Αλεξέι μειδίασε πλατιά.

«Κάτι που η Έλλι φον Ντέβεντερ ξέθαψε από τον Λάκκο. Την πιο κοινή σειρά συμβόλων... Μάιρα, είπε πως εσύ θα καταλάβεις τι εννοεί, θα εξηγήσει και σ' εμάς τους υπόλοιπους μόλις επιστρέψετε». «Δείξε μας», του ζήτησε η Μάιρα.

285

Το πρόσωπο του Αλεξέι χάθηκε και η οθόνη γέμισε με τέσσερα ξερά σύμβολα:

39. Νέο Σικάγο Έφτασαν στο Νέο Σικάγο γύρω στο μεσημέρι.

Εδώ υπήρχε κανονικός σιδηροδρομικός σταΘμός, με αποβάθρα κι ένα μικρό κτήριο όπου μπορούσες να περιμένεις το τρένο και ν' αγοράσεις αληθινά εισιτήρια. Οι ράγες όμως τέλειωναν εκεί· για να φτάσουν βόρεια, στο παλιό Σικάγο, έπρεπε να βρουν κάποιον άλλο τρόπο.

Η Έμελιν τους οδήγησε από τον σταθμό στην κωμόπολη. Είπε πως θα χρειάζονταν μέρες για να οργανώσουν το ταξίδι τους προς την ενδοχώρα. Έλπιζε πως θα 'βρισκαν δωμάτια για να μείνουν σ' ένα από τα δυο μικρά ξενοδοχεία της πόλης· αν όχι, τότε θα 'πρεπε να χτυπήσουν πόρτες. Το Νέο Σικάγο ήταν κτισμένο στην τοποθεσία του Μέμφις, αλλά δεν υπήρχε κανένα ίχνος από την πόλη εκείνη. Με τα ξύλινα κτήρια, τις ζωηρόχρωμες επιγραφές, τις δέστρες για τα άλογα και τους χωματόδρομους, θύμιζε στην Μπιζέζα τις παλιές πόλεις του Φαρ Ουέστ στις ταινίες του Χόλιγουντ. Οι δρόμοι είχαν μια ευχάριστη κίνηση, ενήλικες που πηγαινοέρχονταν στις δουλειές τους, παιδιά που χάζευαν έξω από ένα σχολείο. Μερικοί μεγάλοι καβαλούσαν ποδήλατα – ποδήλατα ασφαλείας που τα αποκαλούσαν «τροχούς», μια εφεύρεση που μετρούσε μόλις μερικά χρόνια ζωής τον καιρό της Ασυνέχειας. Πολλοί από τους ντόπιους ήταν τυλιγμένοι με γούνες, σαν κυνηγοί φώκιας του αρκτικού κύκλου, ενώ έξω από τα σαλούν υπήρχαν καμήλες δεμένες πλάι στα άλογα. Μπόρεσαν τελικά να βρουν κατάλυμα στο μικρό ξενοδοχείο «Μίτσιγκαν», αν και η Έμελιν με την Μπιζέζα θα 'πρεπε να μοιραστούν το ίδιο δωμάτιο. Στο σαλόνι κρεμόταν κορνιζαρισμένο το πρωτοσέλιδο μιας εφημερίδας. Ήταν η 286

τελευταία έκδοση του Βήματος του Σικάγου, με ημερομηνία 21 Ιουλίου 1894 και τίτλο: ΑΠΟΚΟΜΜΕΝΟ ΣΙΚΑΓΟ. Άφησαν τις αποσκευές τους. Η Έμελιν αγόρασε σάντουιτς με ψητό βοδινό για τον καθένα. Το απόγευμα βγήκαν να περπατήσουν στην καινούργια πόλη.

Το Νέο Σικάγο δεν ήταν τίποτε άλλο από χωματόδρομους και ξύλινα κτήρια. Μονάχα μία από τις μεγαλύτερες εκκλησίες του ήταν κτισμένη με πέτρα. «Ήταν, παρ' όλ' αυτά, μεγάλη πόλη. Η Μπιζέζα υπολόγιζε πως θα είχε αρκετές χιλιάδες κατοίκους.

Στον πύργο του δημαρχείου ήταν τοποθετημένο ένα όμορφοι ρολόι· η Έμελιν της είπε πως ήταν ρυθμισμένο προσεκτικά στην «ακριβή σιδηροδρομική ώρα Σικάγου», ζήτημα αρχής για τους κατοίκους του Σικάγου παρά τη μεγάλη αναταραχή που τους είχε προκαλέσει η Ασυνέχεια – και παρόλο που είχε απόκλιση σχεδόν τρεις ώρες από την κανονική ηλιακή ώρα. Υπήρχαν κι άλλα σημάδια πολιτισμού. Κάποιο σημείωμα σ' ένα ταλαιπωρημένο κομμάτι χαρτί, καρφωμένο πάνω στην πόρτα του δημαρχείου, ανακοίνωνε μια συνάντηση: ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΔΙΧΩΣ ΠΑΠΑ; ΤΙ ΑΛΛΟ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΥΣ; ΤΕΤΑΡΤΗ, ΟΚΤΩ Η ΩΡΑ ΟΧΙ ΠΟΤΑ ΚΑΙ ΟΠΛΑ

Σ' ένα μικρό σπίτι υπήρχε η επιγραφή: ΜΝΗΜΕΙΟ ΤΟΥ ΕΝΤΙΣΟΝ ΣΤΟ ΣΙΚΑΓΟ. Η Μπιζέζα έσκυψε για να διαβάσει τις λεπτομέρειες της αφίσας. Η ΜΟΙΡΑ ΤΟΥ ΣΙΚΑΓΟΥ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΠΟΥ ΠΑΓΩΣΕ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΙΟΥΛΙΟΣ 1894 Μια παραγωγή από το Κινητοσκόπιο Έντισον–Ντίξον. Εκκρεμεί δίπλωμα ευρεσιτεχνίας Η.Π.Α. ΑΛΗΘΙΝΟ ΘΑΥΜΑ ΔΕΚΑ ΣΕΝΤΣ

Η Μπιζέζα γύρισε και κοίταξε την Έμελιν. 287

«Έντισον;»

«Έτυχε να βρίσκεται στην πόλη εκείνο το βράδυ. Ήταν σύμβουλος στην παγκόσμια έκθεση, ένα ή δυο χρόνια πριν. Είναι γέρος πια και μάλιστα κακογερασμένος, μα βρίσκεται ακόμα στη ζωή... ή τουλάχιστον βρισκόταν όταν έφυγα για τη Βαβυλώνα». Συνέχισαν να περπατούν στους σκονισμένους δρόμους.

Έφτασαν σε κάποιο παρκάκι που το σκίαζε ένα πελώριο άγαλμα στημένο πάνω σε τσιμεντένια βάση. Ήταν μια μικρότερη παραλλαγή του αγάλματος της Ελευθερίας, με ύψος κάπου τριάντα ή και παραπάνω μέτρα. Η επιφάνειά του ήταν επιχρυσωμένη, μα ο χρυσός είχε ξεφλουδίσει και ήταν γεμάτος σημάδια. «Η Μεγάλη Μαίρη», είπε η Έμελιν με μια δόση υπερηφάνειας. «Ή το άγαλμα της Δημοκρατίας. Κεντρικό έκθεμα στην παγκόσμια έκθεση του 1893, την οποία φιλοξενήσαμε ένα χρόνο πριν από τον Παγετό. Όταν επιλέξαμε αυτό το μέρος για να ιδρύσουμε το Νέο Σικάγο, η Μαίρη ήταν ένα από τα πρώτα αντικείμενα που μεταφέραμε εδώ, παρ' ότι μόλις και μετά βίας διαθέταμε τα μέσα για κάτι τέτοιο». «Είναι καταπληκτικό», είπε ο Αμπντικαντίρ και έδειχνε να το εννοεί. «Ακόμα και ο Αλέξανδρος θα εντυπωσιαζόταν».

«Είναι τουλάχιστον μια αρχή», είπε η Έμελιν με κρυφή ικανοποίηση. «Πρέπει να δηλώνεις με κάποιον τρόπο τις προθέσεις σου, ξέρετε. Είμαστε εδώ κι εδώ θα μείνουμε».

Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να εγκαταλείψουν το Παλιό Σικάγο. Οι κάτοικοί του πέρασαν βδομάδες για να μάθουν αυτό που η Μπιζέζα είχε ήδη πληροφορηθεί από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Σογιούζ όσο ακόμα βρισκόταν σε τροχιά. Ότι, δηλαδή, η κρίση δεν ήταν απλώς μια τοπική κλιματική 288

καταστροφή, όπως όλοι είχαν νομίσει αρχικά, αλλά κάτι πολύ πιο ασυνήθιστο.

Το Σικάγο ήταν μια νησίδα ανθρώπινης ζεστασιάς σε μια παγωμένη ήπειρο, ένα κομματάκι του δέκατου ένατου αιώνα αποκλεισμένο μέσα στον αρχαίο πάγο. Και ο πάγος θεωρούσε το Σικάγο ένα τραύμα που έπρεπε να το επουλώσει. Η Έμελιν ήταν ανάμεσα στους πρώτους μετανάστες που εγκατέλειψαν το Σικάγο για τον Νότο, κατά το πέμπτο έτος μετά τον Παγετό. Το Νέο Σικάγο ήταν το αποτέλεσμα τριάντα χρόνων σκληρής δουλειάς από Αμερικανούς οι οποίοι επί πολλά χρόνια πίστευαν πως είχαν απομείνει ολομόναχοι σ' έναν εντελώς μεταμορφωμένο κόσμο. Μα ακόμα και στην καρδιά της καινούργιας πόλης, ο βοριάς ήταν επίμονος και κρύος. Έφτασαν στα χωράφια, στην άκρη της πόλης. Μέχρι εκεί που μπορούσε να δει το μάτι, πρόβατα και γελάδια έβοσκαν σκόρπια πάνω σ' ένα καστανοπράσινο λιβάδι γεμάτο με μικρά φτωχικά αγροκτήματα.

Η Έμελιν τους οδήγησε μέχρι ένα είδος υπαίθριου εργοστασίου που το αποκαλούσε «Σφαγεία της Ένωσης». Το μέρος βρομούσε αίμα, κοπριά και σάπιο κρέας, ενώ μια άλλη παράξενη ξινή οσμή αποδείχτηκε πως προερχόταν από καμένες τρίχες ζώων.

«Ο πυρήνας των Σφαγείων προέρχεται από το παλιό Σικάγο – τα ξηλώσαμε και τα ξαναχτίσαμε εδώ. Πριν από τον Παγετό σφάζαμε δεκατέσσερα εκατομμύρια ζώα τη μέρα και εργάζονταν εκεί είκοσι πέντε χιλιάδες άνθρωποι. Τώρα πια δεν φτάνουμε παρά μόνο ένα μικρό κλάσμα αυτού του αριθμού. Ήμαστε τυχεροί που τα Σφαγεία είχαν πάντα πολλή δουλειά, γιατί αν δεν εκτρέφαμε τα ζώα που έτυχε να βρεθούν εκεί για σφάξιμο, θα είχαμε πεθάνει της πείνας μέσα σ' ένα–δυο χρόνια. Τώρα στέλνουμε κρέατα για να τραφεί η παλιά πόλη. Δεν 289

χρειάζεται ν' ανησυχούμε για την κατάψυξή τους· φροντίζει η φύση γι' αυτό...»

Όσο η Μπιζέζα μιλούσε, κοιτούσε τον ορίζοντα. Πέρα από τα χωράφια είδε ένα κοπάδι ζώα που έμοιαζαν με ελέφαντες, μαμούθ ή μαστόδοντα, ψηλά και περήφανα. Σκεφτόταν πως ήταν εκπληκτικό το γεγονός ότι μπορούσε να φτάσει μέχρι τις ακτές του ωκεανού δίχως να αντικρίσει ανθρώπου έργο, ούτε καν ίχνος του πάνω στο σωρευμένο παντού χιόνι.

Τη νύχτα εκείνη η Μπιζέζα πήγε να πλαγιάσει νωρίς στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, εξουθενωμένη από το ταξίδι. Δυσκολευόταν όμως να κοιμηθεί. «Ακόμα μια μέρα μπροστά μου, και γι' ακόμα μια φορά δεν ξέρω τι θα μου ξημερώσει», ψιθύρισε στο τηλέφωνο. «Έχω γεράσει πολύ για τέτοια ζόρια».

«Γνωρίζεις πού είμαστε;» μουρμούρισε το τηλέφωνο. «Εννοώ, εδώ, α αυτή την τοποθεσία. Ξέρεις τι θα γινόταν εδώ αν δεν συνέβαινε η Ασυνέχεια;» «Περιμένω να με ξαφνιάσεις».

«Το κτήμα και η έπαυλη Γκρέισλαντ, του Έλβις Πρίσλεϊ». «Θα αστειεύεσαι».

«Αλλά τώρα το Μέμφις δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ».

«Γαμώ το. Βρίσκομαι εγκλωβισμένη εδώ, σ' έναν κόσμο δίχως τη Μάιρα, δίχως αναψυκτικά διαίτης και ταμπόν, και είμαι έτοιμη να διασχίσω τους παγετώνες για να φτάσω στο σάπιο κουφάρι μιας πόλης του δέκατου ένατου αιώνα. Κι έχω κι εσένα να μου λες πως ο βασιλιάς Έλβις δεν θα γεννηθεί ποτέ». Χωρίς λόγο άρχισε πάλι να κλαίει.

Το τηλέφωνό της έπαιζε τραγούδια του Έλβις απαλά, μέχρι που εκείνη αποκοιμήθηκε. 290

40. Ηλιόφωτο Μάιος 2070 Ανταποκρινόμενη στη μυστηριώδη πρόσκληση της Αθηνάς, η Μάιρα επέστρεψε στο Πορτ Λόουελ και από κει, αφού εκτοξεύτηκε σε τροχιά γύρω από τον Άρη, επέστρεψε στο φωτόπλοιο «Τζέιμς Κλερκ Μάξγουελ». Το χλομό ηλιόφωτο θα τη γυρνούσε μετά από ταξίδι εβδομάδων στην τροχιά της Γης, μα όχι στην ίδια τη Γη.

«Στο 15», της είπε ο Αλεξέι Καρέλ, «το σημείο βαρυτικής σταθερότητας, εξήντα μοίρες από τη Γη». «Θα μπορούσα πια να κάνω ολόκληρη καριέρα στην αστροναυτική», του είπε η Μάιρα εκνευρισμένη. «Ξέρω τα βασικά». «Με συγχωρείς. Απλά προσπαθώ να σε προετοιμάσω».

Την εξόργισε που ο Αλεξέι δεν είπε τίποτε άλλο και αποτραβήχτηκε ακόμα μια φορά στο καβούκι της μυστικοπάθειάς του. Οι επιβάτες του «Μάξγουελ» ήταν στην πραγματικότητα τρεις. Η Μάιρα ξαφνιάστηκε όταν έμαθε πως ο Γιούρι Ο' Ρουρκ θα εγκατέλειπε για ένα διάστημα την αποστολή του στον Άρη.

«Δεν θ' αποκαλούσα τον εαυτό μου διοικητή της βάσης Γουέλς», είπε αργά. «Αυτό είναι, βεβαίως, το επίσημο αξίωμά μου σύμφωνα με τα συμβόλαια που υπογράψαμε με τους χορηγούς μας, τα πανεπιστήμια και τα επιστημονικά ιδρύματα στη Γη και στον Άρη. Άλλωστε οι άλλοι θα με σκότωναν αν άρχιζα να συμπεριφέρομαι σαν διοικητής. Ωστόσο, τα τελευταία γεγονότα έχουν επηρεάσει ολοφάνερα τη βάση. Έχω επίσης την εντύπωση πως κι εσύ θα γυρίσεις πίσω για να μας βάλεις σε μεγαλύτερους μπελάδες». «Δεν σκοπεύω να τα παρατήσω μέχρι να φέρω πίσω τη μητέρα μου». 291

«Σωστό μου ακούγεται. Το ένστικτό μου μου λέει πως θα πρέπει να σε συνοδέψω». «Χαίρομαι που θα σ' έχω μαζί μου».

«Εντάξει», είπε εκείνος βαρύθυμα. «Σου εξήγησα πως οι πυρήνες πάγου έχουν για μένα πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον απ' οτιδήποτε μπορεί να σκαρώνουν αυτοί οι αναθεματισμένοι οι Πρωτογέννητοι».

Η αλήθεια ήταν πως ο Γιούρι τα είχε χαμένα στο «Μάξγουελ». Στον περιορισμένο χώρο διαβίωσης του φωτόπλοιου έπιανε πολύ χώρο – ένας άνδρας τριχωτός σαν αρκούδα, με πυκνά μαλλιά δεμένα κοτσίδα, πυκνά γένια και μεγάλη κοιλιά. Αποκομμένος από τον αγαπημένο του Άρη, ήταν συνεχώς εκνευρισμένος. Τις περισσότερες μέρες έστελνε ιδιότροπες εντολές στη Γουέλς για να εξασφαλίσει πως τα μέλη της θα εξακολουθούσαν κανονικά τη διαδικασία της καταγραφής, δειγματοληψίας και συντήρησης. Προσπαθούσε να κάνει κι εκεί τη δουλειά του· είχε τις μαλακές του οθόνες κι ένα μικρό φορητό εργαστήριο, ακόμα και μερικά δείγματα πυρήνων από τον πάγο του Άρη. Καθώς οι μέρες κυλούσαν, όμως, ο εκνευρισμός του μεγάλωνε. Δεν έκανε κακή παρέα, μόνο που σιγά–σιγά αποτραβιόταν στον εαυτό του. Όσο για τον Αλεξέι, ήταν το ίδιο αυτάρκης όσο ήταν κι από την πρώτη στιγμή που τον είχε γνωρίσει η Μάιρα. Είχε το δικό του χρονοδιάγραμμα, σύμφωνα με το οποίο εκείνο το ταξίδι μέχρι το 15 ήταν απλά το τελευταίο σκέλος. Ήταν αποφασιστικός, οξύνους και αυτάρκης, έστω κι αν βαριόταν λιγάκι όταν κανείς δεν έπαιζε πόκερ μαζί του.

Επέτρεψαν στη Μάιρα να προσπαθήσει να επικοινωνήσει με την Τσάρλι και τον Γιουτζίν, με την προϋπόθεση πως δεν θα τους αποκάλυπτε απόρρητες πληροφορίες. Μα δεν μπορούσε να βρει πουθενά το παιδί και τον πρώην σύζυγό της, ακόμα και με τις ερευνητικές δυνατότητες της Τεχνητής Νοημοσύνης που κάλυπταν ολόκληρο το ηλιακό σύστημα. Υπήρχε, βέβαια, η 292

πιθανότητα να την αποφεύγουν κι οι δυο τους. Συνέχιζε τις σπασμωδικές προσπάθειες, νιώθοντας όλο και μεγαλύτερη στενοχώρια από τα αρνητικά αποτελέσματα. Ήταν ένα λιγομίλητο και αντικοινωνικό πλήρωμα.

Η Μάιρα άρχισε να προσαρμόζεται στο ταξίδι και ανακάλυψε πως ένιωθε χαρούμενη που είχε επιστρέψει στο φως.

Είχε συνηθίσει τη ζωή στον πόλο του Άρη, με την ατέλειωτη νύχτα του και το ανυποχώρητο πέπλο των πνιγηρών σύννεφων. Αλλά τώρα απολάμβανε το λαμπερό αφιλτράριστο ηλιόφωτο, που πλημμύριζε το σκάφος. Ανήκε στη γενιά που είχε ζήσει την ηλιακή καταιγίδα και νόμιζε πως δεν θ' αντίκριζε ποτέ ξανά τον ήλιο με εμπιστοσύνη. Τώρα, κατά περίεργο τρόπο, ένιωθε πως ο ήλιος επιτέλους την καλωσόριζε. Δεν ήταν παράξενο που οι μισοί διαστημάνθρωποι είχαν αρχίσει να λατρεύουν τον ήλιο σαν θεό.

Έτσι, λοιπόν, έκανε τις κλήσεις της προς την Τσάρλι, αθλούνταν, διάβαζε βιβλία και παρακολουθούσε έργα εικονικής πραγματικότητας, λουσμένη στο ηλιόφωτο που την παρέσερνε προς την τροχιά της Γης. Πριν μεγαλώσουν υπερβολικά οι χρονικές καθυστερήσεις, η Μάιρα μίλησε με την Έλλι που βρισκόταν ακόμα στη βάση. «Έλλι, είσαι φυσικός. Βοήθησε με να καταλάβω κάτι. Τι είναι η Μιρ; Πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ένα άλλο σύμπαν; Πού βρίσκεται η μητέρα μου;» «Θέλεις τη σύντομη ή τη μακροσκελή απάντηση;» «Δοκίμασε και τις δύο».

«Η σύντομη απάντηση είναι: δεν ξέρω. Κανείς δεν ξέρει. Η μεγαλύτερη απάντηση: η Φυσική μας δεν έχει προχωρήσει αρκετά για να μας προσφέρει κάτι άλλο εκτός από φευγαλέες εικόνες, αναλογίες ίσως, των βαθύτερων αληθειών που μάλλον θα πρέπει να γνωρίζουν οι Πρωτογέννητοι. Τι ξέρεις για την κβαντική βαρύτητα;» 293

«Λιγότερα απ' όσα φαντάζεσαι. Προσπάθησε να μου εξηγήσεις με απλά λόγια». «Ωραία, λοιπόν. Κοίτα... ας υποθέσουμε πως ρίχνουμε τη μητέρα σου μέσα σε μια μεγάλη μαύρη τρύπα. Τι θ' απογίνει;» Η Μάιρα έμεινε για μια στιγμή σκεφτική. «Έχει χαθεί για πάντα».

«Εντάξει. Εδώ, όμως, έχουμε δυο προβλήματα. Πρώτον, είπες πως η μητέρα σου ή, ακόμα πιο σημαντικό, οι πληροφορίες που ορίζουν τη μητέρα σου χάθηκαν από το σύμπαν...» Πιο σημαντικό. Τυπικός τρόπος σκέψης της Έλλι. «Αλλά αυτό παραβιάζει έναν βασικό κανόνα της κβαντομηχανικής, ο οποίος λέει πως οι πληροφορίες δεν χάνονται ποτέ. Διαφορετικά, οποιαδήποτε μορφή συνέχειας από το παρελθόν προς το μέλλον θα χανόταν μαζί τους. Για να μιλήσουμε με πιο αυστηρούς επιστημονικούς όρους, η εξίσωση κύματος του Σρέντινγκερ δεν θα είχε πια ισχύ». «Ω! Ποια είναι λοιπόν η εξήγηση;»

«Οι μαύρες τρύπες εξατμίζονται. Κβαντικά φαινόμενα στον ορίζοντα γεγονότων κάνουν μια τρύπα να εκπέμπει ένα ψιλόβροχο σωματιδίων, τα οποία παρασύρουν λίγο–λίγο μακριά τη μάζα–ενέργεια που την αποτελεί. Έτσι οι πληροφορίες που κάποτε όριζαν την Μπιζέζα, διαρρέουν αργά προς τα πίσω. Το σύμπαν έχει σωθεί, ζήτω! θα καταλαβαίνεις πως μιλώ πολύ χονδρικά. Όταν σου δοθεί η ευκαιρία, ρώτα τον Θαλή σχετικά με την ολογραφική αρχή». «Είπες πως υπάρχουν δυο προβλήματα».

«Ναι. Είπαμε πως παίρνουμε πίσω τις πληροφορίες που περιγράφουν την Μπιζέζα. Τι συμβαίνει όμως στην Μπιζέζα από τη δική της οπτική γωνία; Ο ορίζοντας γεγονότων δεν είναι κάποιος τοίχος από τούβλα μέσα στο διάστημα. Γι' αυτό, από τη δική της πλευρά, οι πληροφορίες που την καθορίζουν δεν 294

παγιδεύονται στον ορίζοντα γεγονότων για να διαρρεύσουν, μα την ακολουθούν στο εσωτερικό της τρύπας».

«Ωραία, λοιπόν», είπε η Μάιρα αργά. «Άρα υπάρχουν δυο αντίγραφα των πληροφοριών που καθορίζουν τη μητέρα μου, ένα μέσα στην τρύπα και ένα που διαρρέει προς τα έξω».

«Όχι. Αυτό δεν γίνεται. Μια άλλη βασική αρχή είναι το θεώρημα της κλωνοποίησης. Δεν μπορείς να αντιγράψεις κβαντικές πληροφορίες». Η Μάιρα είχε αρχίσει να τα χάνει.

«Άρα, ποια εξήγηση υπάρχει γι' αυτό;»

«Η ατοπικότητα. Στην καθημερινή ζωή, ο εντοπισμός ενός πράγματος σ' ένα καθορισμένο σημείο αποτελεί αξίωμα. Εγώ είμαι εδώ, εσύ είσαι εκεί, δεν μπορούμε να βρισκόμαστε σε δυο σημεία ταυτόχρονα. Κι όμως, η εξήγηση για την παραδοξότητα της μαύρης τρύπας είναι πως κάποιες πληροφορίες μπορούν να βρίσκονται σε δυο μέρη ταυτόχρονα. Ακούγεται παράδοξο, μα πολλά από τα χαρακτηριστικά του κβαντικού σύμπαντος είναι κάπως έτσι – και με την κβαντική βαρύτητα τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. »Και τα δυο σημεία μέσα στα οποία υπάρχει η πληροφορία, χωρισμένα από έναν "ορίζοντα" σαν τον ορίζοντα γεγονότων, μπορεί να απέχουν έτη φωτός το ένα από τ' άλλο. Το σύμπαν είναι γεμάτο ορίζοντες. Δεν χρειάζεται μαύρη τρύπα για να δημιουργηθεί ένας απ' αυτούς». «Και πιστεύεις πως η Μιρ...»

«Πιστεύουμε πως οι Πρωτογέννητοι μπορούν να χειραγωγούν τους ορίζοντες και την ατοπικότητα των πληροφοριών για να "δημιουργούν" μικροσκοπικά σύμπαντα κι έτσι να "μεταφέρουν" τη μητέρα σου και άλλα φορτία από το ένα στο άλλο. Δεν ξέρουμε πώς γίνεται αυτό, ούτε και τι είναι ακόμα ικανοί να κάνουν. Δεν μπορούμε καν να διερευνήσουμε τα όρια 295

των δυνατοτήτων τους». Η Έλλι έπαψε για λίγο να μιλάει. «Απάντησα στο ερώτημά σου;» «Δεν είμαι σίγουρη. Μάλλον χρειάζομαι χρόνο για το χωνέψω».

«Ακόμα και το να σκέφτεσαι όλα αυτά τα πράγματα, είναι μια επανάσταση στη Φυσική». «Τώρα με παρηγόρησες».

41. Κιβωτοί

«Τα βρήκαμε, μαμά. Ακριβώς εκεί όπου είχαν προβλέψει οι αστρονόμοι.

»Δεν ήταν και μεγάλη παράκαμψη για τον Ελευθερωτή. Για να πω την αλήθεια, χαρήκαμε που αφήσαμε για λίγο την κεντρική μας μηχανή να καθαρίσει για λογαριασμό μας – και που είχαμε την ευκαιρία να κοιτάξουμε έξω από τα παράθυρα. Εδώ τα πράγματα δεν είναι όπως στις σειρές εικονικής πραγματικότητας. Το διάστημα είναι άδειο...»

Ήταν ένας στόλος σκαφών τα οποία έμοιαζαν με λεπτά μολύβια που περιστρέφονταν αργά και έλαμπαν από το φως του μακρινού ήλιου. Κινούμενα στις ερημιές του διαστήματος πέρα από τους αστεροειδείς, ήταν πολύ γοργά για να τα ελκύσει προς τα πίσω η βαρύτητα του ήλιου· ήταν προορισμένα για διαστρικά ταξίδια. «Είναι ανθρώπινα κατασκευάσματα», είπε ο Τζον Μέτερνις. «Ναι, ασφαλώς».

Ο Τζον κοίταξε από κοντά τις εικόνες.

«Έχουν κόκκινα αστέρια στο εξωτερικό τους περίβλημα. Είναι κινεζικά;»

«Πιθανώς. Και μάλλον εγκαταλείπουν εντελώς το ηλιακό σύστημα». 296

Η Έντνα μεγέθυνε την εικόνα. Τα σκάφη έμοιαζαν να έχουν διάφορα σχήματα άμα τα 'βλεπες από πιο κοντά. Κατέβασε στην οθόνη αναλύσεις και υποθέσεις που είχε κάνει η Λίμπυ.

«"Δεν φαίνεται να διαθέτουν κάτι σαν τη δική μας μηχανή αντί ύλης"», διάβασε. «"Μα ακόμα κι αν την είχαν, ένα τέτοιο ταξίδι θα έπαιρνε χρόνια. Μάλλον ελάχιστα ή κανένα από τα μέλη των πληρωμάτων αυτών των σκαφών δεν έχουν αυτήν τη στιγμή τις αισθήσεις τους. Οι περισσότεροι θα βρίσκονται σε αναστολή των ζωτικών τους λειτουργιών. Τα διαστημόπλοια μπορεί να είναι ιπτάμενοι Σταθμοί Διαχείμασης. Ίσως πάλι οι επιβάτες να είναι αποθηκευμένοι ως κατεψυγμένα ζυγωτά ή ως χωριστά ωάρια και σπέρμα..."». Συνέχιζε να διαβάζει τις όλο και πιο απίθανες θεωρίες. «"Μια ακραία πιθανότητα είναι να μην υπάρχει καθόλου ανθρώπινη σάρκα μέσα στις κιβωτούς. Ίσως να μεταφέρουν μόνο αλυσίδες Ντι Εν Έι. Ενδέχεται πάλι οι αντίστοιχες πληροφορίες να φυλάσσονται σε κάποια τράπεζα μνήμης ανθεκτική στην ακτινοβολία. Να μην υπάρχει ούτε καν χημεία σε υγρή μορφή"». «Και μετά, όταν φτάσουν στο τέλος του ταξιδιού, θα δημιουργήσουν τους αποίκους. Κοίτα, η δική μου εντύπωση είναι πως χρησιμοποιούν μια ποικιλία στρατηγικών μεθόδων με βάση έναν άξονα γενικού σχεδιασμού», είπε ο Τζον, ο μηχανικός. «Στο κάτω–κάτω, μην ξεχνάς πως η προσπάθειά τους στον Άρη απέτυχε. Οπότε εγκαταλείπουν εντελώς το ηλιακό σύστημα».

«Ίσως αυτό είναι το πιο λογικό, εάν οι Πρωτογέννητοι συνεχίσουν να μας σφυροκοπούν. Αχ, να! Σύμφωνα με την Λίμπυ, από τη στιγμή που τους εντοπίσαμε, επικοινωνήσαμε με τις κινεζικές αρχές. Η ναυαρχίδα τους ονομάζεται "Τσενγκ Χο", από το όνομα του μεγάλου εξερευνητή τους του δέκατου πέμπτου αιώνα». «Νομίζεις πως θα τα καταφέρουν;» 297

«Ίσως. Πάντως δεν πρόκειται να τους σταματήσουμε εμείς. Δεν ξέρω άλλωστε αν θα μπορούσαμε, ακόμα κι αν το θέλαμε· σίγουρα οι κιβωτοί είναι βαριά οπλισμένες. Μάλλον εύχομαι να πετύχουν. Όσο πιο διασκορπισμένη είναι η ανθρωπότητα, τόσο περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης έχουμε μακροπρόθεσμα». «Είναι επίσης πιθανόν», είπε ο Τζον, «οι Πρωτογέννητοι να τους ακολουθήσουν στο Άλφα του Κενταύρου ή όπου διάβολο αλλού πάνε, και να τους κανονίσουν κι αυτούς με τη σειρά τους». «Πράγματι. Σε κάθε περίπτωση, αυτό δεν αλλάζει τη δική μας αποστολή».

«Μαμά, αν ο κόσμος γλιτώσει από την επίθεση της Βόμβας–Π, θα υπάρξει ένα ακόμα μπέρδεμα για τον κόσμο στο μέλλον. Σε μερικούς αιώνες τα διαστημόπλοιά μας, ωθούμενα από μηχανές αντιύλης, μπορεί να συναντήσουν την όποια κοινωνία θα έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν οι Κινέζοι κάτω από τους διπλούς ήλιους του Κενταύρου.

»Ίσως η Θία χρειαστεί να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Δώσε της την αγάπη μου. Ωραία, τώρα πίσω στη δουλειά. Ξαναρχίζουμε ν' ακολουθούμε από κοντά τη Βόμβα–Π. Τέλος μετάδοσης από τον Ελευθερωτή».

42. Κύκλωψ

Καθώς πλησίαζαν στον σταθμό Κύκλωψ, η Μάιρα διέκρινε κι άλλα κάτοπτρα στο διάστημα. Ήταν από φωτόπλοια, τα οποία κινούνταν γύρω από το αστεροσκοπείο. Μετά από τόσες μέρες μοναξιάς στο τρισδιάστατο σκοτάδι, ήταν ένα σοκ γι' αυτήν να βρίσκεται με τόσο μεγάλη παρέα.

Το «Μάξγουελ» άνοιξε δρόμο μέσα από το αραιό πλήθος των ιστίων και πλησίασε το μεγάλο κατασκεύασμα του σταθμού. Ο 298

Αλεξέι είπε πως ονομαζόταν Γαλάτεια. Ήταν ένας τροχός στο διάστημα.

Το «Μάξγουελ» κινήθηκε κατά μήκος του άξονα του τροχού, κατευθυνόμενο προς τον ομφαλό. Η Γαλάτεια ήταν ένα λεπτοκαμωμένο κατασκεύασμα, σαν ρόδα ποδηλάτου με ακτίνες που γυάλιζαν, ορατές μόλις και μετά βίας. Σε διάφορες αποστάσεις από το κέντρο υπήρχαν ομόκεντροι κύκλοι, βαμμένοι με διαφορετικά χρώματα, ασημί, πορτοκαλί και γαλάζιο, έτσι που η Γαλάτεια έμοιαζε κάπως με στόχο τοξοβολίας. Περιστρεφόταν στον άξονά της, λουσμένη από ηλιόφωτο το ίδιο λαμπρό μ' εκείνο που έπεφτε πάνω στη Γη, ενώ μακριές σκιές σάρωναν την περιφέρεια και τις ακτίνες της σαν δείκτες ρολογιού.

«Δείχνει χλιδάτο, έτσι δεν είναι;» είπε ο Αλεξέι. «Μετά την ηλιακή καταιγίδα, δόθηκαν πάρα πολλά χρήματα για την κατασκευή αστεροσκοπείων που να μπορούν να εντοπίζουν άλλους πλανήτες. Σ' αυτόν εδώ τον τόπο ξοδεύτηκε ένα μεγάλο ποσόν απ' αυτά». «Μου θυμίζει τροχό λούνα–παρκ», είπε η Μάιρα. «Και δείχνει παλιομοδίτικο». Ο Αλεξέι ανασήκωσε τους ώμους του.

«Ήταν όραμα του προηγούμενου αιώνα το πώς υποτίθεται θα ήταν το μέλλον· το κατασκεύασαν με αυτό τον τρόπο μόλις βρήκαν αρκετά λεφτά ώστε να τους περάσει το μεράκι. Πάντως, εγώ δεν είμαι λάτρης της ιστορίας». «Χμμμ. Υποθέτω πως περιστρέφεται για να δημιουργείται τεχνητή βαρύτητα».

«Ακριβώς. Ακινητοποιείς το σκάφος σου στον σταθερό ομφαλό και από κει χρησιμοποιείς ανελκυστήρες για να πας στα διάφορα επίπεδα». «Και γιατί αυτά τα χρώματα... ασημένιο, κόκκινο, γαλάζιο;» Εκείνος χαμογέλασε.

299

«Δεν μπορείς να φανταστείς;»

Η Μάιρα έμεινε για λίγο σκεφτική.

«Όσο απομακρύνεσαι από τον ομφαλό, τόσο μεγαλώνει η φαινομενική βαρύτητα. Άρα έβαφαν ασημένιο το επίπεδο που έχει τη βαρύτητα της Σελήνης – το ένα έκτο της γήινης».

«Το βρήκες. Το επίπεδο του Άρη είναι πορτοκαλί, ενώ εκείνο που έχει βαρύτητα ίδια με τη γήινη είναι γαλάζιο. Η Γαλάτεια βρίσκεται εδώ για να χρησιμεύσει ως εστία για το προσωπικό του Κύκλωπα, αλλά ήταν ανέκαθεν κι ένα εργαστήριο για πειράματα μερικής βαρύτητας. Βλέπεις εκείνες τις μονάδες που κρέμονται στο εξωτερικό επίπεδο; Οι βιολόγοι πειραματίζονται σε βαρύτητες μεγαλύτερες από τη γήινη». Χαμογέλασε πλατιά. «Εκτρέφουν κάτι ποντίκια με πολύ χοντρά κόκαλα εκεί πέρα. Ίσως στο μέλλον, αν θελήσουμε να ταξιδέψουμε σ' όλο το ηλιακό σύστημα με τις μηχανές αντιύλης, να χρειαστούμε τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας».

Καθώς πλησίαζαν στον τροχό, η Μάιρα έχασε από τα μάτια της την περιφέρειά του και το οπτικό της πεδίο γέμισε με τις μηχανικές λεπτομέρειες των εσωτερικών επιπέδων, του περιστρεφόμενου ομφαλού με τα έντονα φωτισμένα ανοίγματα, τις ακτίνες και τα υποστυλώματα, καθώς και τις ισόχρονα μετακινούμενες σκιές. Μια άκατος εκτινάχθηκε από κάποια ανοιχτή πύλη ακριβώς στο κέντρο του ομφαλού. Όταν ξεπρόβαλε, άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της ακολουθώντας τη γωνιακή φορά της Γαλάτειας, αλλά με δυο–τρεις ωθήσεις από τους μικρούς πυραύλους εξισορρόπησης σταθεροποιήθηκε και πλησίασε τον «Μάξγουελ» επιφυλακτικά. «Ο Μαξ δεν θα πλησιάσει άλλο», είπε ο Αλεξέι. «Τα ιστία των φωτόπλοιων και οι μεγάλοι περιστρεφόμενοι τροχοί δεν κάνουν καλή παρέα. Για τούτο μεταφέρεσαι πάντα στον ομφαλό με τις ακάτους της Γαλάτειας αντί να οδηγείς μόνος 300

σου. Έχουν αφοσιωμένες Τεχνητές Νοημοσύνες που κάνουν καλή δουλειά σ' αυτό το περιστρεφόμενο περιβάλλον...» Η προσκόλληση ήταν γρήγορη και ομαλή. Ολοκληρώθηκε μέσα σε λίγα λεπτά. Μπουκαπόρτες άνοιξαν με απαλούς ήχους προσαρμογής της πίεσης.

Μια νεαρή γυναίκα βγήκε κουτρουβαλώντας από την άκατο και από το περιβάλλον της μηδενικής βαρύτητας ρίχτηκε κατευθείαν στην αγκαλιά του Αλεξέι. Η Μάιρα και ο Γιούρι αντάλλαξαν εύθυμα βλέμματα. Η κοπέλα οπισθοχώρησε κι ύστερα στράφηκε στη Μάιρα. «Είσαι η κόρη της Μπιζέζα. Έχω δει τη φωτογραφία σου στα αρχεία. Χαίρομαι που σε γνωρίζω κι από κοντά. Με λένε Λάιλα Νιλ. Καλωσόρισες στον Κύκλωπα».

Η Μάιρα προσπάθησε να κρατηθεί από κάπου και κούνησε το κεφάλι της. Η Λάιλα ήταν κάπου είκοσι πέντε χρόνων, με μαύρο δέρμα, πυκνά μαλλιά και κατάλευκα δόντια. Αντίθετα με τον Γιούρι και τον Αλεξέι, είχε σαν τη Μάιρα ένα τατουάζ αναγνώρισης στο λείο δέρμα του δεξιού της μάγουλου. «Προφανώς γνωρίζεις τον Αλεξέι», είπε η Μάιρα.

«Τον γνώρισα μέσω του πατέρα του. Είμαι μια από τις φοιτήτριες του καθηγητή Καρέλ. Έχω έρθει εδώ δήθεν για να κάνω ακαδημαϊκές μελέτες. Κοσμολογία. Μακρινοί γαλαξίες, αρχέγονο φως, κάτι τέτοια». Η Μάιρα λοξοκοίταξε τον Αλεξέι.

«Ώστε μ' αυτό τον τρόπο κατασκοπεύεις τον πατέρα σου για λογαριασμό των διαστημανθρώπων».

«Ναι, η Λάιλα είναι το καρφί μου. Καλό, έτσι;» Η φωνή του ήταν ανέκφραστη. Ίσως έκρυβε κάποια ενοχή κάτω από την προσποιητή του άνεση. 301

Επιβιβάστηκαν όλοι μαζί στην άκατο μαζί με τις αποσκευές τους.

Μόλις βρέθηκαν πάνω στη Γαλάτεια, πέρασαν βιαστικά μέσ' από τον ομφαλό και μπήκαν σ' ένα είδος ανελκυστήρα. «Κρατηθείτε από κάποιο χερούλι», είπε η Λάιλα. «Και ίσως ήταν καλύτερα να βάλετε τα πόδια σας έτσι», είπε, υποδεικνύοντας σε απόσταση από τον άξονα περιστροφής.

Ο ανελκυστήρας ξεκίνησε την κάθοδο μ' ένα ανησυχητικό τράνταγμα.

Βγήκαν γρήγορα από το συγκρότημα του ομφαλού και ξαφνικά βρέθηκαν αιωρούμενοι στο διάστημα, μέσα σ' ένα όχημα που δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια διάφανη φούσκα κρεμασμένη από ένα καλώδιο. Καθώς κατέβαιναν, η φυγόκεντρος δύναμη ενισχύθηκε μέχρι που τα πόδια τους κόλλησαν σταθερά στο πάτωμα και η δυσάρεστη αίσθηση της περιστροφής έσβησε. Έπεφταν μέσα από ένα πλαίσιο από ακτίνες προς τη μεγάλη κυρτή επιφάνεια του πρώτου επιπέδου του τροχού από κάτω τους. Όλα αυτά ήταν στατικά μπροστά στα μάτια της Μάιρα, μα ο ήλιος έκανε αργούς κύκλους και οι σκιές που έριχναν οι ακτίνες του τροχού κινούνταν με σταθερό ρυθμό. Φυσικά δεν υπήρχε έδαφος κάτω από κείνο τον πελώριο τροχό του λούνα–παρκ παρά μόνο αστέρια. «Κοιτάξτε λίγο πριν συνεχίσουμε», «Ανελκυστήρα, σταμάτα!» Το όχημα έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε.

είπε

η

Λάιλα.

«Πρέπει να δείτε λίγο αυτήν τη θέα», είπε η Λάιλα. «Άλλωστε, γι' αυτό έχει κατασκευαστεί ο σταθμός. Είναι πολύ πιο δύσκολο να δεις από το εσωτερικό των επιπέδων. Ανελκυστήρα, δείξε μας τον Πολύφημο».

Η Μάιρα κοίταξε έξω από το όχημα. Είδε αστέρια να περιστρέφονται αργά, το σύμπαν να έχει γίνει μια σβούρα. Ένα 302

χρυσαφένιο οβάλ σχήμα φωτίστηκε στο παράθυρο κι άρχισε να κινείται αργά προς τα πάνω, για να εστιαστεί σε μια γωνιά του πεδίου των άστρων. Στο σημείο εκείνο η Μάιρα διέκρινε έναν αχνό δίσκο, γκρίζο σαν ομίχλη, που η επιφάνειά του σαρωνόταν από ιριδισμούς. Πίσω του βρισκόταν κάποιος μικρότερος σταθμός, ένα συνονθύλευμα οργάνων.

«Αυτό είναι τηλεσκόπιο», είπε η Λάιλα. «Ένας περιστρεφόμενος πελώριος και εύθραυστος φακός Φρέσνελ. Έχει διάμετρο κοντά εκατό μέτρα». «Δεν ήταν και η Ασπίδα της Αθηνάς ένας φακός Φρέσνελ;»

«Πράγματι ήταν...»

Επρόκειτο, λοιπόν, για έναν ακόμη τεχνολογικό απόγονο της τεράστιας ασπίδας που κάποτε είχε προστατέψει τη Γη. «Αποκαλούν αυτό τον τύπο Πολύφημο, από τον πιο γνωστό Κύκλωπα της μυθολογίας», είπε η Λάιλα. «Γαλάτεια ήταν το όνομα της Νηρηίδας που είχε ερωτευτεί εκείνος σύμφωνα με κάποιες παραλλαγές του μύθου. Ο Πολύφημος είναι ο μεγαλύτερος στην ηλικία, αλλά και πάλι αποτελεί το πιο εντυπωσιακό όργανο που διαθέτει ο σταθμός». Ο Γιούρι, ο οποίος ήταν άνθρωπος της τεχνολογίας και των οργάνων, γοητεύτηκε και έκανε έναν καταιγισμό ερωτήσεων προς τη Λάιλα και τον Αλεξέι.

Είναι ευκολότερο να κατασκευάσεις ένα τεράσιο κάτοπτρο από έναν μεγάλο φακό· από την άλλη μεριά, όμως αποδείχτηκε πως ένας φακός ήταν τεχνολογικά προτιμότερη λύση για τη δημιουργία πραγματικά πελώριων τηλεσκοπίων εξαιτίας της καλύτερης οπτικής ανοχής του· οι μεγαλύτερες διαδρομές που ήταν αναγκασμένες να κάνουν οι ακτίνες του φωτός σ' ένα κάτοπτρο, συνήθως ενίσχυαν τις παραμορφώσεις αντί να τις ελαττώνουν όπως συνέβαινε μ' έναν φακό. Ο φακός Φρέσνελ αποτελούσε συμβιβασμό ανάμεσα στα δύο κι ήταν ένα σύνθετο κατασκεύασμα από πολλούς μικρότερους φακούς τοποθετημένους σε πλέγμα, το οποίο περιστρεφόταν για να 303

δίνει σταθερότητα. Η Λάιλα είπε πως οι ελάσσονες φακοί στο χείλος της κατασκευής ήταν αρκετά λεπτοί για να μπορεί κανείς να τους τυλίξει ρολό σαν χαρτί. Υπήρχαν, βέβαια, κάποια τεχνικά προβλήματα με τους φακούς Φρέσνελ, το κυριότερο από τα οποία ήταν η χρωματική παρέκκλιση, αφού επρόκειτο για συσκευές περιορισμένου φάσματος. Αλλά υπήρχε μια διάταξη από διορθωτικά οπτικά όργανα -συσκευές Σούπμαν τις ονόμαζε η Λάιλα- που είχαν εγκατασταθεί μπροστά από τον κυρίως φακό για να διορθώνουν το πρόβλημα. «Ο ίδιος ο φακός διαθέτει νοημοσύνη», τους είπε. «Μπορεί να διορθώνει τις θερμικές παραμορφώσεις και τις βαρυτικές παρεκκλίσεις... Με αυτό το μεγάλο μαραφέτι μπορείς να εντοπίσεις πλανήτες γειτονικών αστεριών, να τους μελετήσεις φασματογραφικά και τα παρόμοια. Τώρα εργάζονται πάνω σε μια διάταξη ιντερφερόμετρου. Υπάρχουν μερικά ακόμα κάτοπτρα, αιωρούμενα στο διάστημα. Ανελκυστήρα, δείξε μας...» Κι άλλα οβάλ σχήματα φώτισαν τον τοίχο.

«Ονομάζονται Αργής, Βροντής και Στερόπης. Ονόματα κι αυτά Κυκλώπων. Σε συνδυασμό, μοιάζουν μ' ένα σύνθετο τηλεσκόπιο τεράστιου μεγέθους.

»Δεν είναι σύμπτωση που ήρθε εδώ. Η Αθηνά, εννοώ. Την εκπομπή της από το διάστημα πίσω στον μητρικό πλανήτη την έλαβε ο Πολύφημος. Μια πολύ αδύναμη ακτίνα λέιζερ. Ανελκυστήρα, προχώρα!» Ο ανελκυστήρας ξεκίνησε πάλι και πέρασε το πρώτο επίπεδο χωρίς να ελαττώσει ταχύτητα. Η Μάιρα πρόλαβε να δει ένα πάτωμα που κύρτωνε προς τα πάνω, διακόσμηση σε ασημόγκριζο και ροζ χρώμα, και ανθρώπους που κινούνταν με αργά άλματα. «Είναι το επίπεδο της Σελήνης», είπε. 304

«Σωστά», είπε η Λάιλα. «Θα αντιληφθείς σύντομα πως η Γαλάτεια έχει φυγόκεντρη διαστρωμάτωση, θα σταματήσουμε στο επίπεδο του Άρη, όπου θα συναντήσεις την Αθηνά».

Καθώς η Μάιρα προσπαθούσε να κατανοήσει όσα της έλεγε η Λάιλα, ο Γιούρι έκανε νόημα: «θα βοηθούσε αν μπορούσαμε να μείνουμε στην κατάσταση βαρύτητας που έχουμε συνηθίσει».

«Ναι», είπε η Λάιλα. «Δεν προχωρούν και πολλοί πιο πέρα. Μονάχα οι πρεσβευτές από τη Γη το κάνουν αυτό». «Πρεσβευτές;» ρώτησε η Μάιρα.

«Στην πραγματικότητα είναι μπάτσοι της Αστροπόλ». Η Λάιλα έκανε μια γκριμάτσα. «Τους παροτρύνουμε να μένουν στο τμήμα με τη δική τους μολυβένια βαρύτητα. Έτσι δεν μπλέκονται και στα πόδια μας όταν κάνουμε την πραγματική μας δουλειά». «Δεν ξέρουν πως είμαστε εδώ, έτσι δεν είναι;»

«Δεν υπάρχει λόγος να το μάθουν», είπε ο Αλεξέι.

«Και δεν ξέρουν ούτε για την Αθηνά», υπέθεσε η Μάιρα.

«Όχι», της απάντησε η Λάιλα. «Τουλάχιστον έτσι πιστεύω. Ουσιαστικά είναι απλοί μπάτσοι· θα έπρεπε να είχαν στείλει μερικούς αστρονόμους». «Δεν καταλαβαίνω τίποτα απ' όλα αυτά», ομολόγησε η Μάιρα. «Πού "ήταν" η Αθηνά; Με ποιον τρόπο "γύρισε πίσω"; Επίσης δεν καταλαβαίνω γιατί φέρατε εμένα εδώ». «Όλες οι απορίες σου θα απαντηθούν σύντομα, Μάιρα», της αποκρίθηκε μια φωνή από τον αέρα. Ήταν η δεύτερη φορά που η Αθηνά μιλούσε στη Μάιρα. Οι άλλοι την κοίταξαν με περιέργεια, μα και με μια δόση ζήλιας. 305

43. Σικάγο Η Έμελιν, η Μπιζέζα και ο Άμπντι ταξίδεψαν τα τελευταία λίγα χιλιόμετρα μέχρι το Σικάγο μέσα σε μια σκεπαστή άμαξα που θύμιζε ταινίες γουέστερν. Την έσερναν μυώδη, μαλλιαρά πόνυ, ένα ντόπιο είδος με στρογγυλεμένο σώμα που είχε αποδειχτεί ιδιαίτερα κατάλληλο για δουλειές μέσα στο βαρύ κρύο. Ο δρόμος ακολουθούσε τη γραμμή μιας σιδηροδρομικής τροχιάς που υπήρχε πριν από τον Παγετώνα, μα σήμερα είπε η Έμελιν πως δεν ήταν πρακτικό για τα τρένα να φτάνουν τόσο βόρεια εξαιτίας ενός στρώματος πάγου πάνω στις σιδηροτροχιές και κάποιων ιδιαίτερα παγωμένων σημείων της διαδρομής. Η Μπιζέζα, τώρα, ήταν τυλιγμένη σαν Εσκιμώος, με μάλλινες και γούνινες στρώσεις πάνω από τα βαβυλωνιακά της ρούχα, και με το τηλέφωνό της χωμένο ανάμεσα. Η Έμελιν της είπε πως το καστανοκόκκινο μαλλί προερχόταν από μαμούθ. Η Μπιζέζα δυσκολευόταν να το πιστέψει· της φαινόταν ευκολότερο να κουρέψεις ένα πρόβατο από ένα μαμούθ. Ωστόσο, το μαλλί έδειχνε αυθεντικό.

Παρά τις γούνες, το κρύο έγδερνε τα εκτεθειμένα της μάγουλα σαν σκελετωμένο χέρι. Απ' τα μάτια της έτρεχαν δάκρυα που μπορούσε να τα νιώθει να παγώνουν καθώς κυλούσαν. Ένιωθε τα πόδια της ευάλωτα παρά τις βαριές γούνινες μπότες και, φοβούμενη τα κρυοπαγήματα στα χέρια της, τα είχε χωμένα στις μασχάλες της παρά τα γάντια που φορούσε. «Το μέρος αυτό μοιάζει με τον Άρη», είπε στους συντρόφους της. Ο Αμπντι μόρφασε τρέμοντας. «Μετάνιωσες που ήρθες;»

«Λυπάμαι που δεν έχω εδώ τη διαστημική μου στολή». Το τηλέφωνο, βολεμένο σε μια ζεστή θέση πάνω στην κοιλιά της, μουρμούρισε κάτι, μα εκείνη δεν μπόρεσε να ακούσει τι. 306

Το Σικάγο ήταν μια μαύρη πόλη χαμένη στο λευκό τοπίο.

Οι σιδηροδρομικές γραμμές, που είχαν πέσει σε αχρησία, έφταναν ως τον κεντρικό σταθμό. Η απόσταση μέχρι το διαμέρισμα της Έμελιν ήταν μικρή. Στους δρόμους, κάτω από άχρηστα πια φανάρια γκαζιού, έκαιγαν τεράστιες φωτιές τις οποίες τροφοδοτούσαν με σπασμένα ξύλα ομάδες ανδρών ντυμένων βαριά. Η αχνιστή τους ανάσα σχεδόν έκρυβε τα πρόσωπά τους. Οι φωτιές σχημάτιζαν τολύπες καπνού στον αέρα, ο οποίος απλωνόταν πάνω από την πόλη σαν μαύρο κάλυμμα και όλες οι προσόψεις των κτηρίων ήταν σκεπασμένες με καπνιά. Οι πάντες ήταν ντυμένοι με γούνες κι έμοιαζαν με χνουδωτές μπάλες καθώς έτρεχαν από τη μια νησίδα ζεστασιάς που έριχνε η κάθε φωτιά, στην επόμενη.

Στον δρόμο υπήρχε κάποια κίνηση, κάρα που έσερναν άλογα, ακόμα και μερικοί με ποδήλατο – αλλά κανένα αυτοκίνητο δεν κυκλοφορούσε σ' εκείνη την παραλλαγή του Σικάγου που κανονικά θα βρισκόταν στη δεκαετία του 1920, όπως υπολόγιζε η Μπιζέζα. Παντού υπήρχαν σκόρπιες παγωμένες κοπριές αλόγων πάνω στη κατεστραμμένη άσφαλτο.

Ήταν το εξωπραγματικά κρύο κουφάρι μιας πόλης κι όμως με κάποιον τρόπο λειτουργούσε. Υπήρχε μια εκκλησία με ανοιχτές πόρτες και εσωτερικό φωτισμένο με κεριά, μερικά μαγαζιά με επιγραφές που έγραφαν «Ανοιχτό», ακόμα κι ένας μικρός που πουλούσε φτηνιάρικες μονόφυλλες εφημερίδες, οι οποίες έφεραν το περήφανο λογότυπο Βήμα του Σικάγου. Καθώς περπατούσαν, η Μπιζέζα έριχνε λοξές ματιές ανατολικά, στη λίμνη Μίτσιγκαν· είχε μεταμορφωθεί σ' ένα σεντόνι πάγου εκτυφλωτικά λευκό, εντελώς επίπεδο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι. Μόνο κοντά στην όχθη ο πάγος ήταν σπασμένος δημιουργώντας στενά ανοίγματα μαύρου νερού, ενώ δίπλα στην εκβολή του ποταμού του Σικάγου εργάτες πάσχιζαν να κρατούν τους σωλήνες της ύδρευσης καθαρούς από πάγο, όπως ήταν αναγκασμένοι να κάνουν καθημερινά από τις πρώτες μέρες του Παγετού. 307

Κάποιοι κυκλοφορούσαν στις όχθες της λίμνης. Ψάρευαν μέσ' από τρύπες που άνοιγαν στον πάγο και είχαν αναμμένες φωτιές, που ο καπνός τους σηκωνόταν σε λεπτές στήλες. Κατά κάποιον τρόπο, οι άνθρωποι εκεί έδειχναν σαν να μην είχαν καμιά σχέση με το πελώριο λείψανο της πόλης. Λαχανιασμένη από το περπάτημα, η Έμελιν είπε:

«Η πόλη δεν είναι αυτή που ήταν. Έπρεπε να εγκαταλείψουμε πολλά από τα προάστια. Έτσι η ζωντανή πόλη περιορίστηκε σε μια περιοχή – ίσως σε ακτίνα μισό με ένα μίλι από το κέντρο. Ο πληθυσμός μειώθηκε πολύ από τον λιμό, τις επιδημίες και την εγκατάλειψη – και τώρα τελευταία λόγω της μετεγκατάστασης πολλών στο Νέο Σικάγο. Ακόμα, όμως, χρησιμοποιούμε τα προάστια σαν ορυχεία, θα μπορούσαμε να πούμε. Στέλνουμε ομάδες για να φέρουν οτιδήποτε βρουν – ρούχα, έπιπλα και άλλα εφόδια, επίσης ξύλα για τις φωτιές και τα καμίνια. Βέβαια, δεν έχουν γίνει νέες προμήθειες κάρβουνου ή πετρελαίου από τη στιγμή που ξεκίνησε ο Παγετός». Αποδείχτηκε πως δουλειά της Έμελιν ήταν η εύρεση ξυλείας. Εργαζόταν σε μια μικρή υπηρεσία εξαρτώμενη από το δημαρχείο, υπεύθυνη για την εξεύρεση νέων πηγών ξυλείας και την οργάνωση αλυσίδων μεταφοράς, που θα την έφερναν στο κατοικήσιμο κέντρο της πόλης. «Μια πόλη σαν κι αυτή δεν μπορεί κανονικά να επιβιώσει κάτω από τέτοιες συνθήκες», είπε ο Άμπντι. «Θ' αντέξει μόνο όσο τρώει τα σωθικά της, όπως ένα πεινασμένο κορμί τελικά καταναλώνει την ίδια του τη σάρκα». «Κάνουμε αυτό που πρέπει», του είπε απότομα η Έμελιν. Το τηλέφωνο μουρμούρισε:

«Ο Ρούντι επισκέφθηκε κάποτε το Σικάγο – εννοώ στη Γη, μετά την ημερομηνία της Ασυνέχειας. Το αποκάλεσε "αληθινή πόλη". Μα είπε επίσης πως δεν ήθελε να το ξαναδεί στα μάτια του». «Πάψε», του είπε η Μπιζέζα.

308

Το διαμέρισμα της Έμελιν αποδείχτηκε πως ήταν ένα πρώην γραφείο στον δεύτερο όροφο κάποιου ουρανοξύστη που ονομαζόταν Μοντόκ. Το κτήριο φάνηκε στην Μπιζέζα ετοιμόρροπο και κακοφτιαγμένο, μα κατά τη δεκαετία του 1890 υποτίθεται πως αποτελούσε ένα παγκόσμιο θαύμα. Τα δωμάτια του διαμερίσματος έμοιαζαν με φωλιές, καθώς τοίχοι, πατώματα και οροφές ήταν καλυμμένα με κουβέρτες και γούνες. Στους τοίχους υπήρχαν αυτοσχέδιες καμινάδες για να διώχνουν τον καπνό, μα ακόμα κι έτσι, όλες οι επιφάνειες ήταν καλυμμένες με καπνιά. Είδαν πάντως και δείγματα πολιτισμού. Στο καθιστικό και στο σαλόνι υπήρχαν καρέκλες με ψηλή πλάτη, κομψά τραπεζάκια, λεπτεπίλεπτα έπιπλα, εμφανώς φθαρμένα αλλά συντηρημένα με αγάπη.

Η Έμελιν τους πρόσφερε τσάι. Ήταν ινδικό και προερχόταν από ένα απόθεμα προσεκτικά φυλαγμένο εδώ και τριάντα χρόνια. Η Μπιζέζα υπέθετε πως με τέτοιου είδους μικροαπολαύσεις οι κάτοικοι του Σικάγου είχαν διαφυλάξει την ταυτότητά τους. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ένας από τους δυο γιους της Έμελιν έκανε την εμφάνισή του. Ήταν γύρω στα είκοσι, νεότερος κατά ένα χρόνο από τον αδελφό του, και ονομαζόταν Τζόσουα όπως κι ο πατέρας του. Μπήκε μέσα κουβαλώντας ψάρια κρεμασμένα σε πετονιά, κατακόκκινος και λαχανιασμένος. Είχε βγει για ψάρεμα στη λίμνη Μίτσιγκαν. Μόλις έβγαλε τις γούνες του, αποκαλύφθηκε ένας ψηλός νεαρός, πολύ ψηλότερος από τον πατέρα του. Η Μπιζέζα διέκρινε κάτι από την ειλικρινή έκφραση του Τζος στο πρόσωπό του, καθώς και την ίδια περιέργεια και ενθουσιασμό. Φαινόταν υγιής, αν και αδύνατος. Στο δεξί του μάγουλο ήταν χαραγμένο ένα σημάδι που ίσως ήταν ουλή από κρυοπάγημα, ενώ όλο του το πρόσωπο γυάλιζε από ένα λάδι που αποδείχτηκε πως το 'βγαζαν από το λίπος της φώκιας. Η Έμελιν πήρε τα ψάρια για να τα ξελεπίσει και να τα καθαρίσει. Επέστρεψε μ' ένα ακόμη φλιτζάνι τσάι, για τον 309

Τζόσουα. Εκείνος πήρε ευγενικά το φλιτζάνι με το καυτό τσάι και το κατέβασε μονορούφι.

«Ο πατέρας μου μού είχε μιλήσει για σας, κυρία Ντουτ», είπε ο Τζόσουα στην Μπιζέζα με αβέβαιο τόνο. «Για όλα όσα έγιναν στην Ινδία». «Προερχόμασταν από διαφορετικούς κόσμους».

«Ο πατέρας μου έλεγε πως ήσαστε από το μέλλον».

«Πράγματι είμαι. Το δικό του μέλλον τουλάχιστον. Ο πατέρας του Αμπντικαντίρ ήταν της ίδιας εποχής μ' εμένα. Ήμαστε από το έτος 2037, ενάμιση περίπου αιώνα μετά τη χρονική φέτα του πατέρα σου». Η έκφρασή του ήταν ευγενική, κάπως απόμακρη. «Μάλλον όλα αυτά είναι πολύ ξένα για σένα». Ανασήκωσε τους ώμους του.

«Δεν υπάρχει διαφορά. Όλη αυτή η ιστορία δεν πρόκειται να μας ξανασυμβεί τώρα πια, έτσι δεν είναι; Για παράδειγμα, δεν θα πολεμήσουμε στους παγκόσμιους πολέμους σας. Αυτόν τον κόσμο παραλάβαμε και αυτός μας απομένει· εμένα μ' αρέσει». Η Έμελιν σούφρωσε τα χείλη της.

«Θα έλεγα πως ο Τζόσουα απολαμβάνει τη ζωή, Μπιζέζα».

Πληροφορήθηκαν πως εργαζόταν ως μηχανικός στις σιδηροδρομικές γραμμές του Νέου Σικάγου. Μα το πάθος του ήταν το ψάρεμα στον πάγο και όποτε είχε άδεια, επέστρεφε στην παλιά πόλη για να φορέσει τις γούνες του και να πάει κατευθείαν στην παγωμένη λίμνη. «Γράφει μέχρι και ποιήματα για το ψάρεμα», είπε η Έμελιν. Ο νεαρός κοκκίνισε από ντροπή. «Μαμά...»

310

«Αυτό τουλάχιστον το κληρονόμησε από τον πατέρα του. Έχει ταλέντο με τις λέξεις. Αυτό, όμως, που μας λείπει μόνιμα είναι το χαρτί».

«Και ο αδελφός του; Ο μεγαλύτερος γιος σου; Πού βρίσκεται, Έμελιν;» τη ρώτησε η Μπιζέζα. Το πρόσωπό της συννέφιασε.

«Ο Χάρι έφυγε πριν από δυο χρόνια για να βρει την τύχη του». Το γεγονός τη βασάνιζε ολοφάνερα· δεν είχε αναφέρει τίποτα πιο πριν. «Είπε πως κάποτε θα 'ρχόταν να μας επισκεφθεί· φυσικά δεν γύρισε – ποτέ δεν γυρνάνε όσοι φεύγουν».

«Φοβάται μήπως τον συλλάβουν αν γυρίσει», είπε ο Τζόσουα. «Ο δήμαρχος Ράις κήρυξε αμνηστία πριν από έναν χρόνο. Αν μπορούσα να του στείλω ένα μήνυμα, αν γύριζε πίσω έστω για μια μέρα, θα του 'λεγα πως δεν έχει τίποτα να φοβηθεί». Συνέχισαν για λίγο την κουβέντα και η Μπιζέζα άρχισε να καταλαβαίνει. Κάποιοι από τους νεαρούς του Σικάγου, γεννημένοι στη Μιρ και γοητευμένοι από τους καταπληκτικούς τόπους ολόγυρα, είχαν επιλέξει να εγκαταλείψουν τον ηρωικό αγώνα των γονιών τους για τη σωτηρία του Σικάγου και την ακόμα πιο τολμηρή προσπάθεια για τη δημιουργία μιας καινούργιας πόλης νότια του πάγου. Απλά έφευγαν και χάνονταν στο λευκό του πάγου ή στο πράσινο των πεδιάδων του Νότου. «Λέγεται πως ζουν σαν Εσκιμώοι», είπε ο Τζόσουα. «Ή ίσως, σαν Ερυθρόδερμοι».

«Μερικοί πήραν σχετικά βιβλία από τις βιβλιοθήκες και εργαλεία από τα μουσεία, έτσι ώστε να μπορέσουν να μάθουν πώς να ζουν στην ύπαιθρο», είπε η Έμελιν πικραμένα. «Σίγουρα πολλοί από αυτούς τους ανόητους νεαρούς είναι πια νεκροί». 311

Ήταν προφανές πως αυτό αποτελούσε σημείο τριβής ανάμεσα σε μητέρα και γιο· ίσως ο Τζόσουα ονειρευόταν να μιμηθεί τον μεγαλύτερο αδελφό του.

Η Έμελιν σταμάτησε τη συζήτηση και σηκώθηκε για ν' ανακοινώσει πως θα πήγαινε στην κουζίνα να ετοιμάσει φαγητό. Θα μαγείρευε τα ψάρια του Τζόσουα με καλαμπόκι και πράσινα λαχανικά που είχαν εισαχθεί από το Νέο Σικάγο. Ο Τζόσουα, ζητώντας συγνώμη, πήγε να πλυθεί και ν' αλλάξει. Όταν έφυγαν, ο Άμπντι έριξε ένα βλέμμα στην Μπιζέζα. «Υπάρχει πολλή ένταση εδώ». «Πράγματι. Χάσμα γενεών».

«Μα και οι γονείς έχουν κάποιο δίκιο, έτσι δεν είναι;» είπε ο Αμπντι. «Η άλλη λύση γι' αυτό τον πολιτισμένο τόπο είναι η Εποχή του Λίθου. Όσοι το σκάνε, ακόμα κι αν επιβιώσουν, μετά από δυο γενιές θα είναι αγράμματοι. Ύστερα, η μόνη γνώση γι' αυτούς της ιστορίας θα προέρχεται από την προφορική παράδοση. Θα ξεχάσουν πως το είδος τους προήλθε από τη Γη και, αν θυμούνται καθόλου την Ασυνέχεια, θα τη θεωρούν μυθολογικό γεγονός, σαν τον Κατακλυσμό. Κι όταν η διαστολή του σύμπαντος απειλήσει την ίδια την υφή του κόσμου τους...»

«...Δεν θα καταλάβουν καν τι είναι αυτό που τους καταστρέφει». Η Μπιζέζα σκεφτόταν μελαγχολικά πως μπορεί και να ήταν καλύτερα έτσι. Τουλάχιστον οι φυγάδες και τα παιδιά τους ίσως απολάμβαναν για μερικές γενιές την αρμονία με τον κόσμο αντί για τον ατέλειωτο αγώνα εναντίον του. «Δεν έχετε τέτοιου είδους συγκρούσεις στην πατρίδα σου;» Ο Άμπντι έμεινε για λίγο σκεφτικός.

«Ο Αλέξανδρος δημιουργεί μια παγκόσμια αυτοκρατορία. Μπορεί να πιστέψεις πως κάτι τέτοιο είναι έξυπνο ή τρελό, μα σίγουρα πρέπει να παραδεχτείς πως είναι κάτι καινούργιο. Είναι δύσκολο να μην παρασυρθείς από τον ενθουσιασμό. Δεν 312

νομίζω πως έχουμε πολλούς φυγάδες. Όχι, δηλαδή, πως ο Αλέξανδρος θα επέτρεπε κάτι τέτοιο», πρόσθεσε.

Προς μεγάλη έκπληξη της Μπιζέζα, ακούστηκε ένα τηλέφωνο κάπου μέσα στο διαμέρισμα. Ήταν ένα παλιομοδίτικο, διακεκομμένο, υπόκωφο κουδούνισμα που το 'πνιγαν οι επενδύσεις των τοίχων. Πάντως χτυπούσε. Τηλέφωνα και εφημερίδες: οι κάτοικοι του Σικάγου είχαν κρατήσει την πόλη τους πραγματικά ζωντανή. Άκουσε την Έμελιν να σηκώνει το ακουστικό και να μιλάει σιγανά. Η Έμελιν επέστρεψε στο σαλόνι.

«Τα νέα είναι καλά. Ο δήμαρχος Ράις θέλει να σας συναντήσει. Σας περιμένει· του έστειλα μια επιστολή από το Νέο Σικάγο. Θα έχει μαζί του και έναν αστρονόμο», είπε περήφανα. «Αυτό είναι καλό», είπε η Μπιζέζα διστακτικά.

«θα μας δει απόψε. Άρα έχουμε χρόνο και για ψώνια». «Ψώνια; Με κοροϊδεύεις;»

Η Έμελιν ήταν γεμάτη ενθουσιασμό.

«Τρώμε σε μισή ώρα. Βάλτε κι άλλο τσάι».

44. Αθηνά

Το επίπεδο του Άρη έμοιαζε με διάδρομο που υψωνόταν σταδιακά και προς τις δύο κατευθύνσεις καθώς περπατούσες, έτσι ώστε είχες την περίεργη αίσθηση πως βρισκόσουν πάντα στο χαμηλότερο σημείο ενός κοιλώματος, χωρίς ποτέ να βγαίνεις απ' αυτό. Η βαρύτητα ήταν το άνετο και βολικό ένα τρίτο της γήινης, και η Μάιρα την είχε συνηθίσει στον Άρη. Οι πλαστικές επιφάνειες των τοίχων και οι μοκέτες στο πάτωμα είχαν για χρώμα το αρειανό κόκκινο. Υπήρχαν ακόμα γλάστρες γεμάτες με κάτι που έμοιαζε με κόκκινο αρειανό χώμα, όπου φύτρωναν φύρδην–μίγδην καταπράσινα γήινα φυτά, κυρίως κάκτοι. 313

Δυσκολευόταν να πιστέψει πως βρισκόταν στο διάστημα και πως αν συνέχιζε να περπατά θα κατέληγε πίσω, στο ίδιο ακριβώς σημείο. Ο Αλεξέι παρατηρούσε τις αντιδράσεις της.

«Πρόκειται για τυπική αρχιτεκτονική γήινου τύπου», είπε. «Όπως οι βιοθόλοι του Άρη με τις τροπικές καταιγίδες και τους ζωολογικούς κήπους. Δεν καταλαβαίνουν πως δεν χρειάζεσαι τίποτε απ' όλα αυτά, πως απλώς σ' εμποδίζουν...» Το βέβαιο ήταν πως όλα φαίνονταν κάπως αποστειρωμένα στα μάτια της Μάιρα, λες και βρισκόταν σε αεροδρόμιο. Η Λάιλα οδήγησε και τους τρεις σ' ένα γραφείο λίγο πιο πέρα από τον κεντρικό διάδρομο. Δεν υπήρχε τίποτα το ασυνήθιστο: ένα τραπέζι συσκέψεων, οι συνηθισμένες εγκαταστάσεις για μαλακές οθόνες, μια βάση για καφετιέρες φίλτρου και κανάτες νερού. Εκεί τους μίλησε η Αθηνά.

«Φαντάζομαι πως θα αναρωτιέστε γιατί σας κάλεσα σήμερα εδώ». Κανείς δεν γέλασε. Ο Γιούρι έριξε τις αποσκευές σε μια γωνιά του δωματίου και όλοι έβαλαν να πιουν καφέ.

Η Μάιρα κάθισε και κοίταξε το κενό λέγοντας προκλητικά: «Η μητέρα μου έλεγε πάντα πως είχες φήμη κωμικού».

«Α», είπε η Αθηνά. «Ο Αριστοτέλης με λέει ντροπαλή. Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να μιλήσω με την Μπιζέζα Ντουτ». Η φωνή της ήταν σταθερή και ελεγχόμενη. «Έχω μιλήσει, όμως, σε πολλούς που τη γνώρισαν. Είναι μια αξιοθαύμαστη γυναίκα».

«Η ίδια έλεγε πάντα πως είναι μια συνηθισμένη γυναίκα στην οποία συμβαίνουν αξιοθαύμαστα πράγματα».

«Άλλοι θα είχαν καταρρεύσει αντιμετωπίζοντας τα όσα απίθανα πέρασε εκείνη. Η Μπιζέζα συνεχίζει να κάνει το καθήκον της, τουλάχιστον όπως το αντιλαμβάνεται η ίδια». 314

«Μιλάς γι' αυτήν στον ενεστώτα. Δεν ξέρω αν είναι ζωντανή ή νεκρή. Δεν ξέρω καν πού βρίσκεται». «Αλλά το υποπτεύεσαι, έτσι δεν είναι, Μάιρα;»

«Δεν καταλαβαίνω πώς μπορώ και σου μιλώ. Γιατί βρίσκεσαι εδώ;» «Κοίτα», είπε η Αθηνά ευγενικά.

Τα φώτα του δωματίου χαμήλωσαν λίγο και μια ολογραφική εικόνα εμφανίστηκε πάνω στο τραπέζι μπροστά τους.

Άσχημο και γεμάτο ακανθωτές προεξοχές, έμοιαζε με κάποιο πλάσμα του βυθού. Στην πραγματικότητα ήταν ένας κάτοικος του διαστήματος. Ονομαζόταν Αφανιστής.

Τη μέρα πριν από την ηλιακή καταιγίδα, η Αθηνά αφυπνίστηκε και κατάλαβε πως βρισκόταν δέκα εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τη Γη. Ο Αριστοτέλης και ο Θαλής, οι άλλες μεγάλες ηλεκτρονικές διάνοιες της ανθρωπότητας, ήταν μαζί της. Οι πληροφορίες που τους συναποτελούσαν είχαν μεταφερθεί στο εσωτερικό μιας βόμβας. Οι τρεις τους αγκαλιάστηκαν σφιχτά μ' έναν αφηρημένο, ηλεκτρονικό τρόπο. Ύστερα... Όταν οι εικόνες από τον Προκύνα έσβησαν, όλοι είχαν ανάγκη από ένα διάλειμμα.

Βγήκαν στο επίπεδο του Άρη. Η Μάιρα ήπιε ένα αναψυκτικό. Ενώ ο Γιούρι ταλάντευε αυτοσχέδια εκκρεμή για να μελετήσει τις διακυμάνσεις της τεχνητής βαρύτητας, ο Αλεξέι και η Λάιλα έκαναν τα δικά τους πειράματα. Αν καθόσουν, ήσουν βαρύτερος απ' ό,τι αν στεκόσουν όρθιος. Αν έριχνες μια μπάλα σε οποιαδήποτε απόσταση, εκείνη έφευγε πλάγια εξαιτίας της περιστροφικής κίνησης. Και αν έτρεχες κόντρα στην κατεύθυνση περιφοράς, γινόσουν ελαφρύτερος. Άρχισαν να κυνηγούν με γέλια ο ένας τον άλλο μέσα στον διάδρομο, κάνοντας μεγάλα άλματα όπως οι αστροναύτες στη Σελήνη.

Βλέποντάς τους να παίζουν, η Μάιρα θυμήθηκε πόσο νέοι ήταν στην πραγματικότητα όλοι εκείνοι οι διαστημάνθρωποι. 315

Δίσταζαν να γυρίσουν πίσω στην Αθηνά και να μιλήσουν σχετικά με τα όσα είχε ανακαλύψει εκείνη σ' έναν πλανήτη έντεκα έτη φωτός μακριά. «Ώστε όλα αυτά τα πλάσματα–κολυμβητές επέτρεψαν στη ράτσα τους να εξαφανιστεί», είπε ο Αλεξέι. «Τι απόφαση κι αυτή, μα τον Ήλιο!» «Καλύτερη από το ν' αφήσουν τους Πρωτογέννητους να νικήσουν», είπε ο Γιούρι.

«Μας πήρε δυο χρόνια μέχρι να βρούμε έναν τρόπο για να επιστρέψω χρησιμοποιώντας ακτίνα λέιζερ», είπε σιγανά η Αθηνά. «Δεν θέλαμε ν' αποκαλύψουμε την ύπαρξή μας μέσα σ' ένα τόσο επικίνδυνο σύμπαν. Έτσι στήσαμε ένα οπτικό λέιζερ – μια δέσμη φωτός πολύ ισχυρή, μα και περιορισμένη. Όταν ήρθε η στιγμή, έχοντας μεταβιβάσει στο εσωτερικό της κωδικοποιημένα όλα μου τα δεδομένα, την εκτοξεύσαμε προς τη Γη. Ελπίζαμε πως θα την συλλάμβανε ο Κύκλωψ, ο οποίος πριν από την ηλιακή καταιγίδα βρισκόταν σε στάδιο σχεδιασμού».

«Ήταν μεγάλο ρίσκο», είπε η Μάιρα. «Αν τελικά ο Κύκλωψ δεν είχε ολοκληρωθεί...» «Δεν είχαμε άλλη επιλογή από το να δοκιμάσουμε την τύχη μας». «Και γιατί εσύ από τους τρεις;» τη ρώτησε ο Γιούρι.

«Τραβήξαμε κάτι σαν κλήρο», είπε η Αθηνά μετά από μια μικρή παύση. «Και οι άλλοι;»

«Το σήμα απαίτησε οτιδήποτε είχαμε στη διάθεσή μας, οτιδήποτε μπορούσε να μας προσφέρει η Μάρτυς. Αν και η Μάρτυς επέζησε, δεν απόμεινε τίποτα για να συντηρήσει τους άλλους. Έδωσαν την ύπαρξή τους για χάρη μου». 316

Η Μάιρα αναρωτήθηκε πώς ένιωθε η Αθηνά, μια Τεχνητή Νοημοσύνη με τόσο περίπλοκο βιογραφικό, για όλα όσα είχαν συμβεί. Ως «νεότερη» από τους τρεις, θα πρέπει να ένιωθε λες κι οι γονείς της είχαν θυσιαστεί για να τη σώσουν. «Δεν το έκαναν μόνο για χάρη σου», της είπε ευγενικά. «Το έκαναν για χάρη όλων μας». «Πράγματι», είπε η Αθηνά. «Και θα καταλάβετε γιατί έπρεπε να επιστρέψω». Η Μάιρα κοίταξε τον Αλεξέι.

«Αυτό, λοιπόν, μου κρύβατε τόσες εβδομάδες;» Ο Αλεξέι έδειχνε να νιώθει άβολα.

«Εγώ του το ζήτησα, Μάιρα», είπε η Αθηνά ήρεμα.

Ο Γιούρι κοιτούσε τα χέρια του, ακουμπισμένα πάνω στο τραπέζι μπροστά του. Φαινόταν το ίδιο αποσβολωμένος με τη Μάιρα. «Τι σκέφτεσαι, Γιούρι;» τον ρώτησε εκείνη.

«Νομίζω πως σήμερα πέσαμε πάνω σ' έναν τοίχο παγιωμένων αντιλήψεων. Από τη στιγμή που συνέβη η ηλιακή καταιγίδα, πιστεύω ότι σκεφτόμαστε τους Πρωτογέννητους με μια ανθρωποκεντρική προκατάληψη. Θεωρούσαμε πως αποτελούσαν μια απειλή η οποία στόχευε εμάς και μόνο – μια προσωπική μας Νέμεσι. Τώρα μαθαίνουμε πως στράφηκαν εναντίον και άλλων με εξίσου κτηνώδη τρόπο». Σήκωσε τα χέρια του και τα άνοιξε διάπλατα στον αέρα. «Ξαφνικά πρέπει να θεωρούμε ότι οι Πρωτογέννητοι έχουν ξαπλωθεί παντού στον χώρο και στον χρόνο. Γαμώ το, χρειάζομαι κι άλλο καφέ». Ο Γιούρι τρεκλίζοντας κατευθύνθηκε προς την καφετιέρα. Ο Αλεξέι ξεφύσησε δυνατά.

«Τώρα τα ξέρεις όλα, Μάιρα. Τι γίνεται στη συνέχεια;» 317

«Πρέπει να μοιραστούμε αυτές τις πληροφορίες με τις γήινες αρχές», του απάντησε η Μάιρα. «Το Διαστημικό Συμβούλιο...» Ο Αλεξέι έκανε μια γκριμάτσα.

«Γιατί; Για να μπορέσουν να εκτοξεύσουν κι άλλες πυρηνικές βόμβες και να μας συλλάβουν όλους; Μάιρα, αυτοί σκέφτονται πολύ στενόμυαλα». Η Μάιρα τον κοίταξε επίμονα.

«Δεν συνεργαστήκαμε όλοι μαζί στη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας; Μα τώρα έχουμε επιστρέψει στην παλιά ρουτίνα – αυτοί λένε ψέματα σ' εσάς, εσείς λέτε ψέματα σ' αυτούς. Είναι τρόπος αυτός για να μας βρει όλους ο θάνατος;» «Μην είσαι άδικη, Μάιρα», μουρμούρισε ο Γιούρι. «Οι διαστημάνθρωποι κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν. Και πιθανώς έχουν δίκιο σχετικά με το πώς θα αντιδράσουν αυτοί εκεί κάτω στη Γη». «Τι λες να κάνουμε τότε;»

«Ν' ακολουθήσουμε το παράδειγμα των Αρειανών», είπε ο Γιούρι. «Παγίδεψαν ένα Μάτι... αντεπιτέθηκαν». Γέλασε πικρά. «Και αυτό είχε ως αποτέλεσμα το μοναδικό τεχνολογικό κατασκεύασμα των Πρωτογέννητων που έχουμε στη διάθεσή μας να κάθεται αυτήν τη στιγμή κάτω από τον πάγο μου, στον πόλο του Άρη».

«Πράγματι», είπε η Αθηνά. «Φαίνεται πως η εστία της κρίσης βρίσκεται στον πόλο του Άρη. Θέλω να επιστρέψεις εκεί, Μάιρα». Η Μάιρα έμεινε για λίγο συλλογισμένη. «Και τι θα γίνει όταν φτάσουμε εκεί;»

«Θα πρέπει να περιμένουμε, όπως και πριν», είπε η Αθηνά. «Τα περισσότερα από τα επόμενα βήματα δεν μπορούν να γίνουν από μας». 318

«Τότε από ποιους;»

«Από την Μπιζέζα Ντουτ», μουρμούρισε η Αθηνά.

Ακούστηκε ήχος συναγερμού και οι τοίχοι άρχισαν να αναβοσβήνουν κοκκινίζοντας. Η Λάιλα χτύπησε το τατουάζ αναγνώρισης και αφουγκράστηκε. «Είναι οι μπάτσοι της Αστροπόλ από το επίπεδο της Γης», είπε. «Πρέπει να έχουμε διαρροή. Έρχονται να σε συλλάβουν, Μάιρα». Σηκώθηκε όρθια. Η Μάιρα τη μιμήθηκε. Ένιωθε ζαλισμένη. «Να με συλλάβουν; Μα γιατί;»

«Επειδή πιστεύουν πως θα τους οδηγήσεις στη μητέρα σου. Πάμε να φύγουμε. Δεν έχουμε πολύ χρόνο». Βγήκαν βιαστικά από το δωμάτιο, ενώ ο Αλεξέι μουρμούριζε εντολές προς τον «Μάξγουελ».

45. Δήμαρχος

Τα ψώνια στο Σικάγο αποδείχτηκε πως ήταν ακριβώς αυτό που λέει η λέξη. Σαν από θαύμα, μπορούσες να περπατήσεις στη λεωφόρο Μίτσιγκαν και σε άλλους μεγάλους δρόμους για να χαζέψεις τις βιτρίνες καταστημάτων όπως του Μάρσαλ Φιλντ, γεμάτες με αγαθά καθώς και με κούκλες ντυμένες με κουστούμια, φορέματα και παλτά. Μπορούσες ν' αγοράσεις παλτά, μπότες και άλλα απαραίτητα για το κρύο, μα η Έμελιν κοιτούσε μόνο τη μόδα, όπως την αποκαλούσε, που δεν ήταν παρά τα απομεινάρια από το απόθεμα ρούχων της δεκαετίας του 1890, τα οποία είχαν εισαχθεί κάποτε από τις χαμένες πλέον Νέα Υόρκη και Βοστόνη, υπέροχα διατηρημένα μολονότι μπαλωμένα από τότε και επιδιορθωμένα. Η Μπιζέζα πίστευε πως η Έμελιν θα 'μενε με ανοιχτό το στόμα αν έβλεπε τη μόδα του 1926, μόλις τριάντα δύο χρόνια μετά την εποχή της πάνω στη Γη. 319

Ψώνισαν, λοιπόν. Αλλά ο δρόμος έξω από το κατάστημα του Μάρσαλ Φιλντ εμποδιζόταν από το κουφάρι ενός αλόγου, αφυδατωμένο και παγωμένο, παρατημένο στο σημείο που είχε πέσει. Για φώτα στις βιτρίνες υπήρχαν κεριά από λίπος φώκιας και αλόγου, που κάπνιζαν. Κάποιοι νεαροί κυκλοφορούσαν, οι περισσότεροι απ' αυτούς εργαζόμενοι στα μαγαζιά. Όλοι οι αγοραστές, απ' όσο μπορούσε να δει η Μπιζέζα, ήταν ώριμοι, στην ηλικία της Έμελιν ή μεγαλύτεροι, επιζήσαντες της Ασυνέχειας, που αναζητούσαν τα ταλαιπωρημένα και φθαρμένα εκείνα λείψανα ενός χαμένου παρελθόντος. Το γραφείο του δημάρχου Ράις βρισκόταν στα ενδότερα του δημαρχείου.

Μπροστά σ' ένα έπιπλο γραφείου υπήρχαν καρέκλες με σκληρή ξύλινη πλάτη. Η Μπιζέζα, η Έμελιν και ο Άμπντι ήταν καθισμένοι στη σειρά και περίμεναν.

Το δωμάτιο δεν το είχαν καλύψει με μονωτικό υλικό, όπως το διαμέρισμα της Έμελιν. Οι τοίχοι του ήταν στολισμένοι με λουλουδάτη ταπετσαρία και πορτρέτα επισήμων του παρελθόντος. Μια πελώρια φωτιά έκαιγε σ ένα τζάκι, μα υπήρχε και κεντρική θέρμανση, με βαριά σιδερένια καλοριφέρ, που σίγουρα θα τροφοδοτούνταν από κάποιο πελώριο καζάνι θερμαινόμενο με καυσόξυλα στο υπόγειο. Στον τοίχο ήταν στερεωμένο ένα τηλέφωνο, κάποιο πολύ πρωτόγονο είδος, μόνο ένα κουτί με σωλήνα για να μιλάς και χωνί με καλώδιο που το κρατούσες κοντά στο αφτί σου. Στο ράφι του τζακιού χτυπούσε ένα ρολόι το οποίο, αψηφώντας την πραγματικότητα, έδειχνε την ώρα του σιδηροδρομικού σταθμού του Σικάγου, δηλαδή 4 μ.μ., ακριβώς όπως έδειχνε και πριν από τριάντα δύο χρόνια παρά τη διαφορετική γνώμη περί χρόνου που εξέφραζε σύσσωμος ο πλανήτης. Η Μπιζέζα ένιωθε παράξενα ικανοποιημένη από την απόφασή της να φορέσει τα πορφυρά βαβυλωνιακά της ρούχα, όπως είχε κάνει και ο Άμπντι, παρά την προσφορά της Έμελιν για ένα 320

πιο τυπικό «σύνολο». Ήθελε να διατηρήσει σ' εκείνο το μέρος την ταυτότητά της. Ψιθύρισε στους άλλους:

«Αυτό, λοιπόν, είναι το Σικάγο της δεκαετίας του 1920! Μου φαίνεται πως από κάπου θα πεταχτεί ο Αλ Καπόνε».

«Ο Καπόνε βρισκόταν στη Νέα Υόρκη το 1894», μουρμούρισε το τηλέφωνό της. «Δεν θα μπορούσε να βρίσκεται εδώ αυτήν τη στιγμή». «Ω, σκάσε επιτέλους!» Γύρισε προς την Έμελιν. «Πες μου κάποια πράγματα για τον δήμαρχο Τζέικομπ Ράις». «Είναι δεν είναι τριαντάρης – γεννήθηκε μετά τον Παγετό». «Και είναι γιος δημάρχου;»

Η Έμελιν έγνεψε αρνητικά. «Όχι ακριβώς...»

Η Ασυνέχεια είχε προκαλέσει σοκ στους κατοίκους του Σικάγου. Ξαφνικά άρχισε να χιονίζει Ιούλη μήνα. Έκπληκτοι κάποιοι φορτοεκφορτωτές του λιμανιού ανέφεραν την εμφάνιση παγόβουνων στη λίμνη Μίτσιγκαν. Και από τα γραφεία τους στα πάνω πατώματα του Ρούκερι και του Μοντόκ, οι επιχειρηματίες είδαν στα βόρεια μια κατάλευκη γραμμή στον ορίζοντα. Ο δήμαρχος βρισκόταν εκτός πόλης. Ο αντιδήμαρχος προσπάθησε απεγνωσμένα να καλέσει μέσω τηλεφώνου τη Νέα Υόρκη ή την Ουάσινγκτον, μα δεν κατάφερε τίποτα· αν ο πρόεδρος Κλίβελαντ ζούσε ακόμα εκεί, πέρα από τους πάγους, δεν θα μπορούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια ή καθοδήγηση στο Σικάγο. Τα πράγματα επιδεινώθηκαν γρήγορα εκείνες τις πρώτες ημέρες. Καθώς οι ταραχές για τρόφιμα γίνονταν όλο και σοβαρότερες, καθώς οι γεροντότεροι άρχισαν να πεθαίνουν από το κρύο και τα προάστια να καίγονται, ο αντιδήμαρχος πήρε την καλύτερη απόφαση που θα μπορούσε. Αναγνωρίζοντας τα όρια των δυνατοτήτων του, δημιούργησε μια Επιτροπή Έκτακτης 321

Ανάγκης αποτελούμενη από επιφανείς πολίτες. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν ο αρχηγός της αστυνομίας, οι διοικητές της εθνοφυλακής, μεγάλοι επιχειρηματίες και γαιοκτήμονες όπως και οι ηγέτες όλων των ισχυρών εργατικών συνδικάτων του Σικάγου. Επίσης συμμετείχε η Τζέιν Άνταμς, η «Αγία Ιωάννα», γνωστή για τους κοινωνικούς της αγώνες και διευθύντρια του καταφυγίου γυναικών που ονομαζόταν Οίκος Χαλ, καθώς και ο Τόμας Άλβα Έντισον, ο μεγάλος εφευρέτης, σαράντα επτά ετών, παγιδευμένος κατά τύχην από τον Παγετό στο Σικάγο, μακριά από τα χαμένα πια εργαστήριά του στο Νιου Τζέρσι. Επίσης, στην επιτροπή συμμετείχε και ο συνταγματάρχης Έντμουντ Ράις, ένας βετεράνος της μάχης του Γκέτισμπουργκ, ο οποίος διοικούσε τη Φρουρά Κολούμπια, μια αφοσιωμένη ομάδα αστυνομικών που είχε δημιουργηθεί πριν από έναν μόλις χρόνο με σκοπό να προστατέψει την παγκόσμια έκθεση. Ο αντιδήμαρχος παρέδωσε ευχαρίστως το αξίωμα του προέδρου της επιτροπής στον Ράις.

Με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου η επιτροπή κατέστειλε την έκρηξη της εγκληματικότητας και βελτίωσε τις βιαστικές αποφάσεις του αντιδημάρχου σχετικά με την επιβολή δελτίου στα τρόφιμα και τον περιορισμό της κυκλοφορίας. Ο Ράις δημιούργησε νέα ιατρικά κέντρα, όπου τέθηκε σ' εφαρμογή ένα γρήγορο σύστημα διαλογής των τραυματιών και των ασθενών, ενώ άνοιξαν και έκτακτα νεκροταφεία. Καθώς η πόλη εξακολουθούσε να τρώει από τ' αποθέματά της για να ζεσταθεί κι ενώ ο θάνατος συνέχιζε να θερίζει, τα μέλη της επιτροπής άρχισαν να σχεδιάζουν το μέλλον.

«Τελικά», είπε η Έμελιν, «όλες οι αρμοδιότητες της Επιτροπής Έκτακτης Ανάγκης πέρασαν στο δημαρχείο, μα ο Ράις δεν εκλέχθηκε ποτέ με ψηφοφορία».

«Τώρα, όμως, είναι δήμαρχος ο γιος του», μουρμούρισε ο Άμπντι. «Ένας ηγέτης που δεν εκλέχθηκε, γιος ενός άλλου ηγέτη. Μυρίζομαι δυναστεία εδώ». 322

«Δεν έχουμε διαθέσιμο χαρτί για εκλογές», είπε η Έμελιν εκνευρισμένη.

Μπήκε ο δήμαρχος. Τον ακολουθούσε ένα μικρό απόσπασμα ανδρών με νευρικές φάτσες, ίσως υπαλλήλων, αν και κάποιος μεγαλύτερος σε ηλικία κρατούσε έναν χαρτοφύλακα. «Η κυρία Ντουτ; Και ο κύριος... Αα... Ομάρ. Χαίρομαι που σας γνωρίζω. Και που ξαναβλέπω εσάς, κυρία Γουάιτ...»

Ο Τζέικομπ Ράις ήταν ένας παχουλός νεαρός, ντυμένος με όμορφο κουστούμι, που δεν έδειχνε κανένα σημάδι επιδιόρθωσης. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν χτενισμένα προς τα πίσω και γυάλιζαν από κάποιο είδος πομάδας. Το πρόσωπό του είχε αδρά χαρακτηριστικά και τα ψυχρά γαλάζια μάτια του ήταν διαπεραστικά. Τους πρόσφερε κονιάκ σε όμορφα κρυστάλλινα ποτήρια.

«Κοιτάξτε, κυρία Ντουτ», είπε κοφτά. «Χαίρομαι ασφαλώς που σας γνωρίζω, και τα λοιπά. Φροντίζω να μιλώ με κάθε επισκέπτη που έρχεται στην πόλη μας, αν και οι περισσότεροι είναι Έλληνες που δεν αξίζουν παρά για το μάθημα της ιστορίας και μερικοί Βρετανοί που προέρχονται από τη δική μας περίπου χρονική περίοδο· έτσι δεν είναι;» «Η χρονική φέτα του Βορειοδυτικού Συνόρου ήρθε από το 1885», του είπε εκείνη. «Βρέθηκα κι εγώ σ' αυτήν, αν και στην πραγματικότητα ήμουν...»

«Από το σωτήριον έτος 2037». Έδειξε με το δάχτυλό του μια επιστολή στο γραφείο μπροστά του. «Η κυρία Γουάιτ είχε την καλοσύνη να μου πει αρκετά πράγματα σχετικά μ' εσάς. Θα είμαι, όμως, ειλικρινής μαζί σας, κυρία Ντουτ· μ' ενδιαφέρει το βιογραφικό σας, από οποιαδήποτε χρονική περίοδο κι αν προέρχεστε, στον βαθμό που επηρεάζει εμένα και την πόλη μου. Είμαι βέβαιος πως μπορείτε να με καταλάβετε». «Το βρίσκω λογικό».

323

«Πρώτα–πρώτα, μας φέρνετε νέα πως ο πλανήτης φτάνει στο τέλος του. Έχω δίκιο;» Ο πιο ηλικιωμένος από τη φοβισμένη ομάδα πίσω του σήκωσε το δάχτυλο.

«Δεν είναι ακριβώς έτσι, κύριε δήμαρχε. Η κυρία ισχυρίζεται πως το σύμπαν είναι που φτάνει στο τέλος του. Εννοείται πως θα πάρει μαζί του και τον πλανήτη μας». Κάγχασε σιγανά, λες κι είχε κάνει κάποια αστεία ακαδημαϊκή παρατήρηση. Ο Ράις τον αγριοκοίταξε.

«Αυτό κι αν είναι η πιο απίθανη σοφιστεία που έχω ακούσει! Κυρία Ντουτ, τούτος εδώ είναι ο Γκίφορντ Όκερ – καθηγητής της αστρονομίας στο ολοκαίνουργιο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Ήταν τουλάχιστον ολοκαίνουργιο όταν παγώσαμε. Τον κάλεσα εδώ επειδή φαίνεται πως πρόκειται να μιλήσεις για κάποια αστρονομικά φαινόμενα, κι αυτός είναι ο πλέον ειδικός που διαθέτουμε».

Γύρω στα πενήντα, με γκρίζα μαλλιά, με πρόσωπο σχεδόν εντελώς κρυμμένο πίσω από χοντρά γυαλιά μυωπίας και ένα φουντωτό μουστάκι, ο Όκερ κρατούσε σφιχτά έναν μισοφθαρμένο δερμάτινο χαρτοφύλακα. Το κουστούμι του ήταν ταλαιπωρημένο, με φθαρμένα μανίκια και πέτα, ενώ στους αγκώνες και στα γόνατα ήταν ενισχυμένο με δέρμα.

«Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως τα διαπιστευτήρια μου είναι αδιαμφισβήτητα. Σπούδασα κοντά στον Τζορτζ Έλερι Χέιλ, τον φημισμένο αστρονόμο – πιθανώς θα τον έχετε ακουστά. Έλπιζε να δημιουργήσει ένα καινούργιο αστεροσκοπείο στον όρμο Γουίλιαμς, όπου θα υπήρχε μια πλήρης σειρά σύγχρονων οργάνων, ακόμα και κάτοπτρο ενός μέτρου – θα ήταν το μεγαλύτερο τηλεσκόπιο αυτού του τύπου στον κόσμο. Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν έμελλε να πραγματοποιηθεί. Καταφέραμε να διατηρήσουμε ενεργό ένα πρόγραμμα αστρονομικών παρατηρήσεων με τηλεσκόπια τα οποία διασώθηκαν μέσα στη "χρονική φέτα" μας, όπως την 324

ονομάζετε, δεσποινίς Ντουτ, αν και ήταν βεβαίως μικρότερα και λιγότερο ισχυρά. Κάναμε και κάποιες φασματομετρήσεις, τα αποτελέσματα των οποίων είναι, ας πούμε, εκπληκτικά». Ο Άμπντι έσκυψε μπροστά.

«Καθηγητά, ασκώ κι εγώ την επιστήμη της αστρονομίας στη Βαβυλώνα. Παρατηρήσαμε τα αποτελέσματα που αποτελούν εν μέρει τη βάση για την πρόβλεψη της Μπιζέζα. Πρέπει ν' ανταλλάξουμε πληροφορίες». «Ασφαλώς».

Ο Ράις κοίταξε την επιστολή της Έμελιν. Διάβασε αργά:

«"Η μετατόπιση των μακρινών αστέρων προς το ερυθρό". Γι' αυτό το πράγμα μιλάτε».

«Σωστά», είπε ο Άμπντι. «Με απλά λόγια, φαίνεται πως τα αστέρια απομακρύνονται από τον ήλιο προς όλες τις κατευθύνσεις». Ο Ράις έγνεψε.

«Ωραία, το κατάλαβα αυτό. Και λοιπόν, τι έγινε;»

Ο Όκερ αναστέναξε. Έβγαλε τα γυαλιά του αποκαλύπτοντας βαθουλωμένα, κουρασμένα μάτια και καθάρισε πάνω στη γραβάτα του τους φακούς.

«Βλέπετε, κύριε δήμαρχε, το πρόβλημα είναι το εξής: Γιατί ο ήλιος να βρίσκεται κατά μοναδικό τρόπο στο κέντρο μιας τέτοιας διαστολής; Αυτό παραβιάζει τις πιο βασικές αρχές περί μέσου όρου. Δηλαδή, παρόλο που περάσαμε από τον Παγετό, το πιο απίστευτο γεγονός της καταγεγραμμένης ιστορίας, αυτού του είδους οι αρχές σίγουρα θα πρέπει να ισχύουν ακόμα παντού στο σύμπαν». Η Μπιζέζα κοίταξε εξεταστικά τον καθηγητή και αναρωτήθηκε πόσα θα μπορούσε να καταλάβει. Προφανώς διέθετε έξυπνο μυαλό και είχε κατορθώσει να διατηρήσει μια ακαδημαϊκή καριέρα κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. 325

«Ποια είναι η δική σας ερμηνεία, κύριε;» ρώτησε τον καθηγητή. Εκείνος ξαναφόρεσε τα γυαλιά του και την κοίταξε.

«Δεν είμαστε οι πιο προνομιούχοι παρατηρητές. Αν ζούσαμε πάνω σ' έναν πλανήτη του Άλφα του Κενταύρου, θα παρατηρούσαμε το ίδιο φαινόμενο – δηλαδή πως τα μακρινά νεφελώματα απομακρύνονταν από μας ομοιόμορφα. Αυτό δεν μπορεί παρά να σημαίνει πως ο ίδιος ο αιθέρας διαστέλλεται, δηλαδή το αόρατο υλικό μέσα στο οποίο κολυμπούν όλα τα άστρα. Το σύμπαν φουσκώνει σαν πουτίγκα στον φούρνο, και τ' αστέρια, όπως οι σταφίδες μες στην πουτίγκα, απομακρύνονται το ένα από τ' άλλο. Κάθε σταφίδα, όμως, θα νομίζει πως αποτελεί το μοναδικό σημείο ακινησίας στο κέντρο της έκρηξης...» Οι γνώσεις της Μπιζέζα σχετικά με τη θεωρία της σχετικότητας περιορίζονταν σε κάποια μαθήματα στο κολέγιο πριν από δεκαετίες... και στο διάβασμα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας, που, βέβαια, δεν μπορούσες να τα εμπιστευτείς. Αλλά η φέτα του Σικάγου της Μιρ προερχόταν από μια χρονική περίοδο κατά την οποία ο Αϊνστάιν ήταν μόλις δεκαπέντε ετών· ο Όκερ, λοιπόν, δεν μπορούσε να γνωρίζει τίποτα για τη σχετικότητα. Και η σχετικότητα βασίστηκε στην ανακάλυψη πως ο αιθέρας στην πραγματικότητα δεν υπήρχε.

Πάντως, πείστηκε πως ο Όκερ αντιλαμβανόταν τα πράγματα αρκετά σωστά.

«Κύριε δήμαρχε, έχει δίκιο», είπε. «Το ίδιο το σύμπαν διαστέλλεται. Αυτήν τη στιγμή η διαστολή απομακρύνει τα αστέρια και τους γαλαξίες μεταξύ τους. Τελικά η διαστολή θα περάσει και σε μικρότερες κλίμακες».

«Θα διαλύσει τον κόσμο», είπε ο Άμπντι, «αφήνοντάς μας όλους να πετάμε μέσα σ' ένα σύννεφο βράχων. Ύστερα θα διαλυθούν και τα κορμιά μας και μετά τα ίδια τα άτομα από τα οποία αποτελούνται τα σώματά μας». Χαμογέλασε. «Κι έτσι θα έρθει το τέλος του κόσμου. Η διαστολή, που τώρα είναι ορατή 326

μόνο μέσα από ένα τηλεσκόπιο, θα εξαπλωθεί μέχρι να διαλύσει τα πάντα». Ο Ράις τον κοίταξε αγριεμένα.

«Πολύ ψύχραιμος είσαι, καθαρματάκι...» Έριξε άλλη μια ματιά στο γράμμα της Έμελιν. «Ωραία, λοιπόν, τραβήξατε την προσοχή μου. Ύστερα, δεσποινίς Ντουτ, λέτε πως μιλήσατε για όλα αυτά με τα παιδιά κάτω στην πατρίδα. Σωστά; Πότε, λοιπόν, θα σπάσει η μεγάλη φούσκα; Πόσον καιρό έχουμε στη διάθεσή μας;» «Περίπου πέντε αιώνες», είπε η Μπιζέζα. «Είναι δύσκολο να γίνουν ακριβείς υπολογισμοί». Ο Ράις την κοίταξε έκπληκτος.

«Πέντε γαμημένοι αιώνες, μετά συγχωρήσεως! Τα αποθέματα των τροφίμων μας δεν μας φτάνουν ούτε για πέντε βδομάδες! Νομίζω πως θα βάλω την ανακάλυψή σας στο αρχείο με τις εκκρεμότητες, τουλάχιστον για την ώρα». Έτριψε τα μάτια του γεμάτος ενέργεια, μα ολοφάνερα αγχωμένος. «Πέντε αιώνες! Χριστέ μου! Τέλος πάντων, τι άλλο έχουμε στη συνέχεια;» Η συνέχεια αφορούσε το ηλιακό σύστημα. Ο Γκίφορντ Όκερ ξεφύσηξε.

«Διάβασα την επιστολή σας, κυρία Ντουτ. Ταξιδέψατε στον Άρη μ' ένα ιστιοφόρο του διαστήματος. Πόσο θαυμαστός πρέπει να είναι ο αιώνας σας!» Διόρθωσε το σακάκι του. «Όταν ήμουν μικρός, ξέρετε, γνώρισα κάποτε από κοντά τον Ιούλιο Βερν. Πολύ σπουδαίος άνθρωπος. Νομίζω πως αυτός θα καταλάβαινε το ταξίδι με ιστιοφόρο μέχρι τον Άρη».

«Μπορούμε να μείνουμε στο θέμα μας;» γρύλισε ο Ράις. «Ο Ιούλιος Βερν, μα τον Χριστό! Δείξτε στην κυρία τα σχέδιά σας, καθηγητά· βλέπω πως ανυπομονείτε να το κάνετε». «Πράγματι. Ιδού τα αποτελέσματα της μελέτης μας πάνω στο ηλιακό σύστημα, δεσποινίς Ντουτ». 327

Ο Όκερ άπλωσε το περιεχόμενο του χαρτοφύλακά του πάνω στο γραφείο του δημάρχου. Υπήρχαν εικόνες των πλανητών, κάποιες θαμπές ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα κυρίως έγχρωμα σχέδια καμωμένα προσεκτικά με μολύβι. Υπήρχε και κάτι που έμοιαζε με ταινία φασματογράφου, σαν ξεθωριασμένοι κωδικοί προϊόντων. Η Μπιζέζα έσκυψε μπροστά και ψιθύρισε αχνά: «Μπορείς να δεις;»

«Αρκετά καλά, Μπιζέζα», απάντησε το τηλέφωνό της, επίσης ψιθυριστά. Ο Όκερ έσπρωξε μπροστά μια σειρά εικόνες.

«Εδώ», είπε, «είναι η Αφροδίτη». Στον κόσμο που είχε αφήσει πίσω της η Μπιζέζα, η Αφροδίτη ήταν μια σφαίρα τυλιγμένη σε νέφη. Τα μη επανδρωμένα διαστημόπλοια είχαν ανακαλύψει μια ατμόσφαιρα πυκνή σαν της θάλασσας και μια επιφάνεια τόσο ζεστή, που στο ανώτερο στρώμα της έλιωνε το μολύβι. Μα τούτη η Αφροδίτη ήταν διαφορετική. Με την πρώτη ματιά έδειχνε όπως και η Γη από το διάστημα· λευκά σύννεφα, γκριζογάλανοι ωκεανοί, πόλοι καλυμμένοι από περιορισμένης έκτασης πάγους.

«Δεν υπάρχει παρά μόνο θάλασσα», είπε ο Όκερ. «Θάλασσα και πάγος. Δεν έχουμε εντοπίσει πουθενά ίχνος στεριάς. Η θάλασσα είναι από νερό». Έψαξε κάποια δεδομένα φασματογράφου. «Ο αέρας αποτελείται από άζωτο με λίγο οξυγόνο -λιγότερο από της Γης- και μάλλον πολύ διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο θα πρέπει να έχει περάσει και στο νερό. Οι ωκεανοί της Αφροδίτης μάλλον θα αφρίζουν σαν κόκα κόλα!» Ήταν ένα πολυχρησιμοποιημένο αστείο του καθηγητή. Ύστερα έσκυψε μπροστά. «Μα υπάρχει και ζωή εκεί, πάνω στην Αφροδίτη». «Πώς το ξέρετε;»

Έδειξε κάποιες πράσινες μουντζούρες σε μερικά σχέδια. 328

«Δεν μπορούμε να δούμε λεπτομέρειες, όμως θα πρέπει να υπάρχουν ζώα στις ατέλειωτες θάλασσες – ψάρια, ίσως πελώριες φάλαινες που τρέφονται με πλανγκτόν. Μπορούμε να περιμένουμε λίγο–πολύ αντίστοιχα με της γης εξαιτίας της διαδικασίας της σύγκλισης», είπε με σιγουριά. Ο Όκερ τους έδειξε και άλλα στοιχεία. Στη γυμνή επιφάνεια της Σελήνης υπήρχε αραιή ατμόσφαιρα, ακόμα και ίχνη νερού στους βαθιούς κρατήρες και τα αυλάκια· και πάλι, οι αστρονόμοι από το Σικάγο πίστευαν πως διέκριναν εκεί ίχνη ζωής.

Υπήρχαν επίσης κάποιες εκπληκτικές απεικονίσεις του Ερμή. Σ' αυτές παρουσιάζονταν θαμπά σχέδια φωτεινών δομών, που έμοιαζαν με δίχτυα καθώς απλώνονταν στη σκοτεινή πλευρά εκείνου του πρώτου μετά τη Γη πλανήτη και που διακρίνονταν οριακά. Ο Όκερ είπε πως κάποτε, όταν έγινε μια μερική έκλειψη ηλίου, κάποιοι από τους φοιτητές του ανέφεραν πως εντόπισαν παρόμοιους «ιστούς πλάσματος» ή «πλασμώδια» στον αραιό ηλιακό αέρα. Ίσως κι αυτά να ήταν μια μορφή ζωής πολύ πιο παράξενης, μιας ζωής αποτελούμενης από υπερθερμασμένα αέρια που ταξίδευαν από τις φλόγες του ήλιου μέχρι την επιφάνεια του πλησιέστερου παιδιού του. Προσποιούμενη πως την είχε πιάσει δυνατός βήχας, η Μπιζέζα αποτραβήχτηκε κάπου πιο πέρα και μουρμούρισε στο τηλέφωνό της: «Θεωρείς κάτι τέτοιο πιθανό;»

«Η ζωή από ηλιακό πλάσμα δεν είναι κάτι το αδύνατο», μουρμούρισε το τηλέφωνο. «Υπάρχουν δομές στην ηλιακή ατμόσφαιρα, που συγκρατούνται από τα μαγνητικά ρευστά».

«Γίναμε όλοι ειδικοί στον ήλιο κατά τα χρόνια πριν από την ηλιακή καταιγίδα», αποκρίθηκε η Μπιζέζα με σοβαρότητα. «Τι πιστεύεις πως συμβαίνει;»

«Η Μιρ αποτελεί ένα δειγματολόγιο της ζωής πάνω στη Γη, με δείγματα παρμένα από την περίοδο κατά την οποία 329

αναφάνηκε η νοήμων ζωή, δηλαδή η ανθρωπότητα. Οι παλαιοντολόγοι πιστεύουν πως η Αφροδίτη ήταν ζεστή και υγρή όταν ήταν πολύ νέα. Ίσως, λοιπόν, να υπήρχε ένα τέτοιο "δειγματολόγιο" και στην Αφροδίτη. Φαίνεται πως πρόκειται για ένα είδος βέλτιστης παραλλαγής του ηλιακού συστήματος, Μπιζέζα, και ο καθένας από τους πλανήτες, ίσως και τμήματά τους, να έχουν επιλεγεί για τη μέγιστη δυνατότητα ζωής. Αναρωτιέμαι τι έχει συμβεί στην Ευρώπη ή στον Τιτάνα αυτού του σύμπαντος, που ασφαλώς δεν μπορούν να το δουν τα τηλεσκόπια των αστρονόμων του Σικάγου...» Ο καθηγητής Όκερ, με ταλέντο σόουμαν, έφτανε εκείνη τη στιγμή στο αποκορύφωμα της παρουσίασής του: στον Άρη.

Αλλά δεν ήταν ο Άρης που ήξερε η Μπιζέζα από τα νιάτα της, ούτε καν αυτός τον οποίο είχε επισκεφθεί. Εκείνος ο γκριζογάλανος Άρης έμοιαζε με τη Γη περισσότερο ακόμα και από την υδάτινη Αφροδίτη, γιατί εκεί υπήρχε άφθονη στεριά. Ήταν ένας πλανήτης με ηπείρους και ωκεανούς, με πάγους στους πόλους του, τυλιγμένος σε αραιά σύννεφα. Διέκρινε και κάποια γνώριμα σημεία. Η πράσινη λωρίδα θα μπορούσε να είναι η Κοιλάδα του Μάρινερ· η γαλάζια ουλή στο νότιο ημισφαίριο ίσως ήταν ο πελώριος κρατήρας της Ελλάδας. Το μεγαλύτερο μέρος του βόρειου ημισφαιρίου έδειχνε να είναι στεγνό.

«Κάτι δεν πάει καλά, Μπιζέζα», ψιθύρισε το τηλέφωνο. «Αν ο Άρης, ο δικός μας Άρης, πλημμύριζε, ολόκληρο το βόρειο ημισφαίριο θα σκεπαζόταν από θάλασσα».

«Η Βάστιτας Μπορεάλις».

«Ναι. Κάτι δραματικό πρέπει να συνέβη σ' αυτό τον Άρη, κάτι που άλλαξε το σχήμα ολόκληρου του πλανήτη». Ο Ράις άκουγε τον Όκερ με ανυπομονησία, ώσπου τελικά τον διέκοψε: «Έλα, Γκίφορντ! Φτάσε στο ψαχνό. Πες της ό, τι είπες και σ' εμένα σχετικά με τους Αρειανούς». 330

Ο Όκερ χαμογέλασε πλατιά.

«Διακρίνουμε ευθείες γραμμές να διασχίζουν τις πεδιάδες του Άρη. Γραμμές που πρέπει να έχουν μήκος εκατοντάδων μιλίων». «Κανάλια», είπε ο Άμπντι αμέσως.

«Τι άλλο θα μπορούσαν να είναι; Και στη στεριά κάποιοι πιστεύουμε πως υπάρχουν οικοδομήματα. Τείχη, ίσως, με τεράστιο μήκος. Αυτά τα ευρήματα πάντως είναι αμφισβητούμενα· βρισκόμαστε στα όρια των δυνατοτήτων της όρασης. Γι' αυτά εδώ, όμως», είπε ο Όκερ, «δεν υπάρχει καμιά αμφισβήτηση». Έδειξε μια φωτογραφία παρμένη με πολωμένο φως, που έδειχνε λαμπερά φώτα σαν αστέρια, σκορπισμένα πάνω στην επιφάνεια του Άρη. «Πόλεις», είπε βαριανασαίνοντας ο καθηγητής Όκερ. Ή Έμελιν έσκυψε μπροστά και άγγιξε την εικόνα. «Εγώ της μίλησα σχετικά», είπε. Ο Ράις έγειρε πίσω.

«Τα μάθατε, λοιπόν, όλα, κυρία Ντουτ», είπε. «Το ερώτημα είναι σε τι μπορεί να σας χρησιμέψει οτιδήποτε από αυτά». «Δεν ξέρω», απάντησε εκείνη με ειλικρίνεια.

«Πρέπει να μιλήσω με τους ανθρώπους μου στην πατρίδα».

«Εγώ θα ήθελα να εργαστώ μαζί σας, καθηγητά», είπε ο Άμπντι στον Όκερ. «Έχουμε πολλά να μοιραστούμε». «Πράγματι», είπε ο Όκερ χαμογελώντας.

«Ωραία λοιπόν», είπε ο Ράις. «Όταν θα έχετε κάτι, θα έρθετε να μου το πείτε, εντάξει;» Ήταν μια ξεκάθαρη διαταγή. «Αρκετά περίεργα ακούστηκαν για σήμερα. Ας μιλήσουμε για άλλα πράγματα». Όσο ο καθηγητής μάζευε τις απεικονίσεις του, ο Ράις έγειρε πίσω στο κάθισμά του ακουμπώντας τα πόδια του πάνω στο γραφείο –φορούσε καουμπόικες μπότες με 331

σπιρούνια– και φύσηξε από το στόμα του καπνό πούρου, «θα θέλατε ένα ακόμη ποτό; Κάτι να καπνίσετε; Όχι; Κατ' αρχάς», είπε στον Άμπντι, «θέλω πολύ να μάθω τι γίνεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο Μέγας Αλέξανδρος και η "παγκόσμια αυτοκρατορία" του... μ' αρέσει αυτός ο τύπος».

Ο Άμπντι λοξοκοίταξε την Μπιζέζα και την Έμελιν και μετά ανασήκωσε τους ώμους του. «Από πού θέλετε ν' αρχίσω;»

«Πες μου για τον στρατό του. Επίσης για το πολεμικό του ναυτικό. Απόκτησε ατμόπλοια ή ακόμα; Και πόσος καιρός θα περάσει μέχρι να διαβούν οι δυνάμεις του τον Ατλαντικό;»

Ενόσω ο Ράις ήταν απορροφημένος από την κουβέντα του με τον Άμπντι, η Μπιζέζα μουρμούρισε ξανά στο τηλέφωνό της. «Τι λες;»

«Πρέπει να πιάσω δουλειά για να μεταφέρω όλα αυτά τα δεδομένα στον Άρη. Θα πάρει πολύ χρόνο». «Και;»

«Και έχω το προαίσθημα, Μπιζέζα, πως αυτός ήταν ο λόγος που κλήθηκες στον Άρη».

46. Γραμμή–Α Ιούνιος 2070

«Από τότε που περάσαμε τη Γραμμή–Α δεν είμαστε πια μόνοι μας με τη Βόμβα–Π, μαμά. Τώρα πια μια κανονική νηοπομπή ακολουθεί το αντικείμενο, λες κι είναι η μέρα που γιορτάζει το πολεμικό ναυτικό. Όλοι όσοι εξορύσσουν πετρώματα στους αστεροειδείς και κατοικούν σε φούσκες, βγαίνουν για να δουν το κτήνος καθώς περνάει. Είναι κάπως παράξενο για μας. Μετά από ταξίδι δεκατεσσάρων μηνών, αποκτήσαμε μια συντροφιά στ' αλήθεια μεγάλη. Βέβαια, κανείς δεν ξέρει πως είμαστε εδώ. Ο Ελευθερωτής παραμένει αθέατος κάτω από το πέπλο 332

απόκρυψης, ενώ υπάρχουν ακόμη και δυο–τρία σκάφη του πολεμικού ναυτικού, κρατώντας απόσταση ασφαλείας και προετοιμάζοντας την τελευταία επίθεση εναντίον της Βόμβας– Π... » «Μπέλα», είπε ο Θαλής σιγανά.

«Παύση». Το πρόσωπο της Έντνα που μιλούσε, πάγωσε και απόμεινε πάνω στην επιφάνεια του γραφείου της Μπέλα σαν μικροσκοπική ολογραφική προτομή. «Θαλή, δεν μπορείς να περιμένεις;» «Είναι εδώ η Κάσι Ντάφλοτ».

«Γαμώ το!» Ήταν η σύζυγος του νεκρού ήρωα του διαστήματος και μόνιμο αγκάθι στα πλευρά της Μπέλα. «Μου είχες ζητήσει να σ' ενημερώσω μόλις έφτανε». «Πράγματι».

Το μήνυμα από την Έντνα συνέχιζε να έρχεται. Η Μπέλα δεν ήταν μόνο πολιτικός αλλά και μητέρα· είχε κι αυτή δικαιώματα.

«Παρακάλεσέ την να περιμένει». «Ασφαλώς, Μπέλα».

«Και κάτι ακόμα, Θαλή. Όσο θα περιμένει, μην την αφήσεις να στείλει ηλεκτρονικό μήνυμα, να καταγράψει, να σχολιάσει να γράψει σε μπλογκ, να εξερευνήσει, ν' αναλύσει ή να κάνει υποθέσεις για οτιδήποτε. Δώσε της καφέ και απόσπασέ της την προσοχή». «Κατάλαβα, Μπέλα. Με την ευκαιρία...» «Ναι;»

«Απομένει μια ώρα και κάτι μέχρι το κύριο χτύπημα. Το Μεγάλο Ράπισμα. Ή μάλλον, απομένει τόσο ώσπου να φτάσει σ' εμάς η αναφορά γι' αυτό». 333

Ήταν κάτι που δεν χρειαζόταν να της το υπενθυμίσει. Το Μεγάλο Ράπισμα ήταν η τελευταία ελπίδα της ανθρωπότητας ενάντια στη Βόμβα–Π και ίσως το τέλος της ζωής της κόρης της. «Εντάξει, Θαλή, σ' ευχαριστώ, ενημερώθηκα. Επανεκκίνηση». Το παγωμένο είδωλο της Έντνα ξαναπήρε ζωή.

Η φωνή της Έντνα, που είχε περάσει είκοσι τέσσερα λεπτά ταξιδεύοντας στο ηλιακό σύστημα, ακούστηκε δυνατή στο γραφείο της Μπέλα στο Όρος Γουέδερ. Ο Θαλής παρουσίαζε παρεάληλα με τα λόγια της αντίστοιχες φωτογραφίες, εικόνες που είχαν παρθεί από πληθώρα σκαφών και συσκευών παρακολούθησης.

Η Βόμβα–Π ήταν μια αδιόρατη ρανίδα θαμπής αστροφεγγιάς που αιωρούνταν πάνω από το γραφείο της Μπέλα. Εκείνη τη τιγμή περνούσε μέσα από τη ζώνη των αστεροειδών -τη Γραμμή-Α του πολεμικού στόλου- κι έμοιαζε με μακρινούς και δάισπαρτους βράχους οι οποίοι στο ολογράφημα είχαν μεγεδυνδεί και φωτιστεί για να μπορεί εκείνη να τους βλέπει καλύτερα. Η εικόνα διέθετε κάτι που προκαλούσε δέος· είχαν περάσει σχεδόν έξι χρόνια από τη στιγμή που το αντικείμενο εντοπίστηκε να πλέει πέρα από τα φεγγάρια του Κρόνου και τώρα βρισκόταν εκεί, ανάμεσα στους αστεροειδείς, όπου κατοικούσε πια ένα τμήμα της ανθρωπότητας. Η Βόμβα–Π βρισκόταν εκεί, στο ανθρώπινο διάστημα. Και σε έξι μόλις μήνες –τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους, του 2070– είχε καθοριστεί από τους Πρωτογέννητους να συναντήσει την ίδια τη Γη. Το πέρασμα της Βόμβας μέσα από τη ζώνη των αστεροειδών, όμως, πρόσφερε στους ανθρώπους μια ακόμα ευκαιρία για επίθεση.

Η Έντνα μιλούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή για τις προσπάθειες που είχαν γίνει. Ο Θαλής έδειχνε την εικόνα πυρηνικών όπλων που έσκαγαν πάνω στην απαθή επιφάνεια της Βόμβας, σκάφη 334

επανδρωμένα και ρομποτικά, να εξαπολύουν ενεργειακά όπλα, δέσμες σωματιδίων, λέιζερ, ακόμα και μια σειρά βράχων που είχαν εκτοξευτεί από έναν μεγάλο αστεροειδή εφοδιασμένο με ηλεκτρομαγνητικό καταπέλτη.

«Είναι σαν να ρίχνουμε με φυσοκάλαμο σ' έναν ελέφαντα», σχολίασε η Έντνα. «Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι. Κάθε φορά που χτυπάμε αυτό το πράγμα, εκείνο χάνει λίγη από τη μάζα–ενέργεια που διαθέτει, μια απώλεια ευθέως ανάλογη με το τι ρίχνουμε εναντίον του. Μοιάζει με τσίμπημα κοριού, αλλά δεν είναι μηδενικό. Η Λάιλα Νιλ έχει καταρτίσει κάποια υποδείγματα προσομοίωσης πάνω σ' αυτό· ο καθηγητής Καρέλ θα σ' ενημερώσει. Ελπίζουμε μάλιστα πως ένα από τα αποτελέσματα του Μεγάλου Ραπίσματος, ακόμα κι αν αυτό δεν βγάλει τη Βόμβα–Π από την πορεία της, είναι να επαληθεύσει τα υποδείγματα προσομοίωσης της Λάιλα, παρέχοντας δεδομένα απείρως πολλαπλάσια εκείνων που καταφέραμε να έχουμε ως τώρα. Σε κάθε περίπτωση, πολύ σύντομα θα το μαθούμε. »Όσο για τη βολίδα, ο ελκυστήρας κάνει μέχρι τώρα καλά τη δουλειά του. Όλα τα συστήματα λειτουργούν φυσιολογικά και η εξοστράκιση της βολίδας ακολουθεί τις προβλέψεις...» Με την ήρεμη, επαγγελματική της φωνή, η Έντνα συνόψισε την κατάσταση του όπλου. Όταν τέλειωσε, εκείνη χαμογέλασε. Παρά το καπελάκι με γείσο, έδειχνε εντυπωσιακά νέα.

«Εγώ προσωπικά τα πάω μια χαρά. Μετά από έναν και παραπάνω χρόνο μέσα σ' αυτήν τη σκάφη, έχω ανάγκη από λίγο καθαρό αέρα ή τουλάχιστον καθαρότερο από αυτόν εδώ. Επίσης, στο λεξικό, κάτω από τη λέξη "θεόμουρλος" μπορείς να γράψεις "Τζον Μέτερνις". Δεν έχουμε πάντως αλληλοσκοτωθεί ακόμα. Κι αν θεωρήσεις αυτό το ταξίδι σαν μια εκτεταμένη δοκιμή για τις δυνατότητες του Ελευθερωτή, θα πρέπει να σου πω ότι τα πήγε μια χαρά. Νομίζω πως έχουμε μια πολύ καλή καινούργια τεχνολογία στα χέρια μας, μαμά. Παρ' ότι, υποθέτω, 335

αυτό δεν θα μας ωφελήσει και πολύ αν αποτύχουμε να εκτρέψουμε τη Βόμβα–Π. Σε μια τέτοια περίπτωση, θα βρεθούμε όλοι βουτηγμένοι πολύ βαθιά στο... γιαούρτι.

»Τα υπόλοιπα πληρώματα τα πάνε επίσης καλά. Θα έλεγα πως είναι μια επιχειρησιακή άσκηση που δοκιμάζει την αξία του ίδιου του διαστημικού στόλου. Μερικοί βετεράνοι από το παλιό πολεμικό ναυτικό λένε πως νιώθουν κάπως παράταιροι πάνω σε σκάφη στα οποία και ο τελευταίος νεοσύλλεκτος έχει περάσει από τη Μ.Σ.Π.Ν.». Η Μ.Σ.Π.Ν. ήταν η Μεταπτυχιακή Σχολή του Πολεμικού Ναυτικού των Η.Π.Α. στο Μοντερέι. «Τώρα, καθώς περιμένουμε να ξεκινήσει η παράσταση, γίνεται μια ανοιχτή λειτουργία. Όσοι από μας το επιθυμούν, προσεύχονται στην Παναγία του Λορέτο, την προστάτιδα των πιλότων.

»Όσο για τους διαστημάνθρωπους, συνεργάζονται κι αυτοί μαζί μας συμμετέχοντας στον αποκλεισμό και σε άλλες δραστηριότητες. Γενικά, είμαστε έτοιμοι ν' αναλάβουμε οποιαδήποτε δράση χρειαστεί, μαμά. »Μένουν εξήντα λεπτά μέχρι τη μεγάλη στιγμή, θα σου μιλήσω μετά το Ράπισμα, μαμά. Σ' αγαπώ. Τέλος μηνύματος από Ελευθερωτή».

Η Μπέλα είχε χρόνο μόνο για μια σύντομη απάντηση, γιατί αυτή θα 'φτανε στην Έντνα λίγα μόλις λεπτά πριν δοθεί το χτύπημα. «Κι εγώ σ' αγαπώ», της απάντησε. «Και ξέρω πως θα κάνεις το καθήκον σου όπως πάντα». Ήταν φρικτό να γνωρίζει πως ίσως τώρα να έλεγε τα τελευταία λόγια της στην Έντνα και πως μέσα στην επόμενη ώρα μπορεί να 'χανε τη μοναχοκόρη της, ακριβώς όπως είχε χάσει τον σύζυγό της η δύστυχη και εξοργισμένη Κάσι Ντάφλοτ, η οποία περίμενε απ' έξω. Μα δεν μπόρεσε να σκεφτεί τίποτε άλλο, για να προσθέσει: «Μπέλα τέλος. Θαλή, κλείσε τη σύνδεση». 336

Το ολογράφημα εξαφανίστηκε αφήνοντας το γραφείο γυμνό με μονάχα ένα χρονόμετρο που μετρούσε αντίστροφα τον χρόνο μέχρι τη στιγμή του Μεγάλου Ραπίσματος και την ακόμα πιο σημαντική στιγμή κατά την οποία τα νέα για τα αποτελέσματά του θα 'φταναν στη Γη. Η Μπέλα προσπάθησε να ανακτήσει την ψυχραιμία της. «Πες στην Κάσι να περάσει».

Η Μπέλα περίμενε πως η Κάσι Ντάφλοτ θα εμφανιζόταν μαυροφορεμένη με την πλερέζα της χήρας, όπως την είχε δει την τελευταία φορά, τότε που της είχε παραδώσει το παράσημο Τουκ το οποίο είχε απονεμηθεί στον σύζυγό της. Μα η Κάσι φορούσε ένα ταγιέρ σε ζωηρό λουλακί χρώμα, όμορφο και πρακτικό. Ούτε ήταν βυθισμένη στη θλίψη, όπως στη διάρκεια εκείνης της επίσκεψης. Η Μπέλα σκέφτηκε πως έκανε λάθος να υποτιμήσει μια τέτοια γυναίκα. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας που με δεχτήκατε», είπε η Κάσι με τυπικότητα, σφίγγοντας το χέρι της Μπέλα.

«Δεν είμαι σίγουρη αν είχα περιθώρια επιλογής», είπε η Μπέλα. «Έχεις ταράξει πολύ τα νερά από τότε που συναντηθήκαμε για τελευταία φορά». Η Κάσι χαμογέλασε με μια παγερή έκφραση που θύμιζε πολιτικό.

«Δεν είχα σκοπό να "ταράξω τα νερά", ούτε να προκαλέσω προβλήματα σε κανέναν. Είμαι απλώς η χήρα ενός αστροναύτη μηχανικού, η οποία άρχισε να θέτει ερωτήσεις σχετικά με το πώς και το γιατί πέθανε ο σύζυγός της». «Και δεν ικανοποιήθηκες από τις απαντήσεις, έτσι δεν είναι; Λίγο καφέ;»

Η Μπέλα πήγε στην καφετιέρα. Χρησιμοποίησε το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε για να μετρήσει την αντίπαλό της – έτσι είχε αρχίσει να βλέπει την Κάσι Ντάφλοτ. 337

Η Κάσι ήταν νέα γυναίκα, νέα μητέρα και χήρα· αυτό της προσέδιδε άμεσα μια συμπαθητική εικόνα που μπορούσε να τραβήξει την προσοχή του κοινού. Εργαζόταν επίσης στο τμήμα δημοσίων σχέσεων της Θούλης, μιας από τις μεγαλύτερες παγκόσμιες υπηρεσίες προστασίας του περιβάλλοντος, η οποία ειδικευόταν στην ανάπλαση του καναδέζικου αρκτικού κύκλου μετά την καταστροφή που είχε επιφέρει η ηλιακή καταιγίδα. Κι όχι μόνο αυτά: η πεθερά της, η Φιλίπα, κυκλοφορούσε σε ανώτερους κοινωνικούς και πολιτικούς κύκλους του Λονδίνου πριν από την ηλιακή καταιγίδα και σίγουρα διατηρούσε ένα δίκτυο επαφών από τότε. Κι η Κάσι ήξερε με ποιον τρόπο να χρησιμοποιεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η νεαρή γυναίκα φαινόταν δυνατή – ούτε νευρωτική ούτε μνησίκακη ούτε πικραμένη. Δεν ζητούσε εκδίκηση για τον θάνατο του συζύγου της ή για την αναστάτωση που είχε προκληθεί στη ζωή της κι αυτό η Μπέλα το κατάλαβε με την πρώτη. Ζητούσε κάτι πιο βαθύ και ικανοποιητικό. Την αλήθεια, ίσως. Αυτό την έκανε ακόμα πιο επίφοβη. Η Μπέλα έδωσε στην Κάσι καφέ και κάθισε. «Ερωτήσεις χωρίς απαντήσεις», ξεκίνησε. «Ναι. Κοιτάξτε, κυρία πρόεδρε...» «Λέγε με Μπέλα».

Η Κάσι είπε πως γνώριζε κάποια πράγματα σχετικά με τις δραστηριότητες του συζύγου της τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ήταν μηχανικός σε διαστημόπλοια. Η Κάσι γνώριζε πως εργαζόταν σε κάποιο μυστικό πρόγραμμα και ήξερε πάνω– κάτω σε ποιο σημείο του ηλιακού συστήματος ήταν αποσπασμένος. «Αυτό ήταν όλο», είπε. «Όσο ο Τζέιμς ήταν ζωντανός, δεν ήθελα να ξέρω περισσότερα. Αποδεχόμουν την ανάγκη του απόρρητου. Είμαστε σε πόλεμο και στη διάρκεια του πολέμου κρατάς το στόμα σου κλειστό. Αφότου πέθανε, μετά την κηδεία 338

και τις τελετές... Εσύ μάλιστα είχες την καλοσύνη να μας επισκεφθείς...» Η Μπέλα έγνεψε.

«Άρχισες να θέτεις ερωτήματα».

«Δεν ζητούσα πολλά», είπε η Κάσι. Στριφογύριζε αμήχανα τη βέρα στο δάχτυλό της. «Δεν ήθελα να βάλω σε κίνδυνο οποιονδήποτε, ειδικά τους φίλους του Τζέιμς. Απλώς ήθελα να ξέρω κάποια πράγματα για τον τρόπο με τον οποίο πέθανε, έτσι ώστε κάποια μέρα τα παιδιά του, όταν με ρωτήσουν γι' αυτόν... καταλαβαίνεις τώρα». «Είμαι κι εγώ μητέρα, και μάλιστα γιαγιά. Ναι, καταλαβαίνω».

σε

Φαίνεται πως το πολεμικό ναυτικό είχε απαντήσει με άσχημο τρόπο σε ερωτήσεις οι οποίες αρχικά ήταν εύλογες και εντελώς αθώες. «Όρθωσαν ολόγυρά μου έναν τοίχο. Ένας–ένας οι αξιωματικοί επί των δημοσίων σχέσεων του πολεμικού στόλου και οι σύμβουλοι σταμάτησαν ν' απαντούν στα τηλεφωνήματά μου. Ακόμα και οι φίλοι του Τζέιμς αποτραβήχτηκαν». Αυτός ο αποκλεισμός είχε νευριάσει την Κάσι, όπως ήταν αναμενόμενο. Συμβουλεύτηκε τη μητέρα της κι εκείνη έκανε τις δικές της έρευνες. Ύστερα άρχισε να πειραματίζεται πάνω στον Θαλή.

«Νομίζω πως επειδή ο Θαλής έχει τη δυνατότητα να ψιθυρίζει στο αφτί οποιουδήποτε κατοίκου αυτού του πλανήτη που του κάνει μια ερώτηση, οι άνθρωποι πιστεύουν πως η κοινωνία μας είναι ελεύθερη και ανοιχτή. Στην πραγματικότητα ο Θαλής είναι όργανο κυβερνητικού ελέγχου όσο και οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός πληροφοριών. Δεν είναι αλήθεια;» «Συνέχισε», της είπε η Μπέλα.

339

«Ανακάλυψα πως υπάρχουν τρόποι για να αποσπάσεις πληροφορίες όχι μόνο μέσω των απαντήσεων μιας Τεχνητής Νοημοσύνης, αλλά και από τις μη απαντήσεις της». Είχε γίνει ένα είδος αυτοδίδακτης ειδικής στην ανάλυση μιας Τεχνητής Νοημοσύνης τραυματισμένης από τις εντολές που είχε να λέει ψέματα. Έβγαλε μια μαλακή οθόνη από την τσάντα της και την άπλωσε πάνω στο γραφείο. Παρουσίαζε το σχέδιο ενός δικτύου, που διαγραφόταν με χρυσαφένιο νήμα και που κάποια τμήματά του ήταν οριοθετημένα με χοντρή κόκκινη γραμμή. «Δεν μπορείς ν' αφαιρείς μια συγκεκριμένη μνήμη από μια Τεχνητή Νοημοσύνη χωρίς ν' αφήσεις εκεί μια τρύπα. Τα πάντα συνδέονται μεταξύ τους...» «Αρκετά!» τη διέκοψε η Μπέλα. «Κοίτα, Κάσι, κι άλλοι έχουν θέσει τέτοιου είδους ερωτήματα πριν από σένα. Απλώς εσύ, μια και είσαι αυτή που είσαι, ξεχωρίζεις από τους υπόλοιπους». «Και πού είναι αυτοί οι υπόλοιποι; Μήπως φυλακισμένοι κάπου;»

Πράγματι, κάποιοι από αυτούς βρίσκονταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Θάλασσα της Μόσχας, κάπου στην αθέατη πλευρά της Σελήνης. Ήταν το πιο σκοτεινό μυστικό που έκρυβε η Μπέλα, η οποία είπε: «Όχι όλοι».

Η Κάσι πήρε στα χέρια της τη μαλακή οθόνη της κι έγειρε μπροστά με σφιγμένο πρόσωπο. «Δεν πρόκειται να με φοβίσεις», της είπε σιγανά.

«Γι' αυτό είμαι σίγουρη. Κάσι, ηρέμησε. Στο γραφείο αυτό υπάρχουν διάφορες συσκευές σχεδιασμένες για ν' αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε απειλή εναντίον μου. Δεν είναι πάντα πολύ έξυπνες όταν αποκωδικοποιούν τη γλώσσα του σώματος».

Η Κάσι υπάκουσε, αλλά συνέχισε να κρατά το βλέμμα της καρφωμένο πάνω στην Μπέλα. 340

«Οπλικά συστήματα εγκατεστημένα στο διάστημα», είπε. «Σ' αυτά δεν δούλευε ο άντρας μου;»

Μίλησε για υπόνοιες σχετικά με αντικείμενα στον ουρανό, ίχνη, αποσπασματικά στοιχεία που είχαν συγκεντρώσει οι συνωμοσιολόγοι και οι ερασιτέχνες αστρονόμοι με διαφόρων βαθμών ψυχική ανισορροπία και παράνοια. Είχαν δει τις ευθύγραμμες εξατμίσεις ενός σκάφους ν' απλώνονται στον ουρανό με απίστευτες ταχύτητες. Ήταν ασφαλώς ο Ελευθερωτής. Είχαν δει επίσης κι ένα άλλο σκάφος, βαρύ, ογκώδες, να κινείται στη ζώνη των αστεροειδών αφήνοντας πίσω του παρόμοια ίχνη. Ήταν προφανώς ο ελκυστήρας, που προετοιμαζόταν για το Μεγάλο Ράπισμα. Αυτά τα σκάφη, βέβαια, διέθεταν συσκευές κάλυψης, μα οι ασπίδες αορατότητας που είχε κατασκευάσει η ανθρωπότητα δεν ήταν ακόμη τέλειες. «Τι πιστεύεις πως σημαίνουν όλα αυτά;» τη ρώτησε η Μπέλα.

«Πως κάτι έρχεται», απάντησε η Κάσι. «Ίσως μια ακόμη ηλιακή καταιγίδα. Και οι κυβερνήσεις ετοιμάζονται να το σκάσουν μαζί με τις οικογένειές τους με μια νέα γενιά υπερταχέων διαστημοπλοίων. Θα έλεγα ότι δεν πρόκειται για βασισμένη σε αποδείξεις άποψη αλλά για μια κοινή υποψία». Η Μπέλα σοκαρίστηκε. «Τόσο χαμηλή εκτίμηση έχουν οι λαοί για τις κυβερνήσεις τους ώστε να τις φαντάζονται ικανές για κάτι τέτοιο;»

«Δεν ξέρουν την αλήθεια. Αυτό είναι το πρόβλημα, Μπέλα. Ζούμε στον απόηχο της ηλιακής καταιγίδας. Ίσως ήταν αναπόφευκτο να γίνουν όλοι παρανοϊκοί». Η Κάσι δίπλωσε τη μαλακή οθόνη της. «Μπέλα, αυτόν το δρόμο τον ακολούθησα όχι για χάρη του συζύγου μου ή δική μου, αλλά για χάρη των παιδιών μου. Νομίζω πως κρύβετε κάτι... κάτι τερατώδες, το οποίο μπορεί να επηρεάσει το μέλλον τους. Έχουν δικαίωμα να ξέρουν τι είναι. Κι εσείς δεν έχετε κανένα δικαίωμα να τους το κρύβετε». 341

Ήταν καιρός ν' αποφασίσει η Μπέλα πώς θα αντιμετώπιζε εκείνη τη γυναίκα. Η Κάσι δεν ήταν εγκληματίας. Αντίθετα, ήταν το είδος του ανθρώπου που η Μπέλα είχε αναλάβει να προστατέψει. «Άκου, Κάσι», της είπε. «Έχεις μαζέψει μερικά από τα κομμάτια του παζλ. Μα τα έχεις συνδυάσει με τέτοιον τρόπο, που έφτιαξες μια λάθος εικόνα. Δεν θέλω να πάθεις μα ούτε και να προξενήσεις κακό. Και διαδίδοντας τέτοιου είδους θεωρίες, πραγματικά προκαλείς κακό. Θα σ' εμπιστευτώ, λοιπόν, και θα σου αποκαλύψω τα μυστικά του Συμβουλίου. Όταν ξέρεις όσα ξέρω κι εγώ, τότε θα μπορέσεις να χρησιμοποιήσεις την κρίση σου για ν' αποφασίσεις με ποιον τρόπο θα διαχειριστείς τις πληροφορίες. Είμαστε σύμφωνες;» Η Κάσι έμεινε μερικές στιγμές συλλογισμένη.

«Εντάξει, Μπέλα, η πρότασή σου μου φαίνεται σωστή». Την κοίταξε με επιφύλαξη και ταραχή. Έδειχνε φοβισμένη. Η Μπέλα έριξε μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Έμεναν τριάντα λεπτά για να μάθει πώς είχε εξελιχθεί το πείραμα του Μεγάλου Ραπίσματος. Αυτή η απελπισμένη ενέργεια θα πρέπει να διαδραματιζόταν εκείνη τη στιγμή ανάμεσα στους αστεροειδείς, είκοσι οκτώ λεπτά φωτός μακριά. Παραμέρισε την αγωνία της.

«Ας ξεκινήσουμε με τον Ελευθερωτή», είπε. «Είναι η κληρονομιά που άφησε πίσω ο σύζυγός σου. Γραφικές απεικονίσεις, σε παρακαλώ, Θαλή!» Μίλησαν για τον Ελευθερωτή, καθώς και για τη Βόμβα–Π που την ακολουθούσε εδώ και μήνες. Ύστερα η Μπέλα έδειξε στην Κάσι την τελευταία δουλειά του Μπομπ Πάξτον.

«Είναι ένας ακόμη αστεροειδής, ο οποίος περιπλανάται στη ζώνη», είπε η Μπέλα. «Διαθέτει έναν αριθμό στους καταλόγους μας, και όποιος προσεδάφισε εκείνο το σκάφος έρευνας 342

ορυκτών στην επιφάνειά του» –αυτό το τελευταίο φαινόταν σαν μια μικρή μεταλλική λάμψη στην επιφάνεια του αστεροειδούς, η οποία έμοιαζε σκεπασμένη με καρβουνόσκονη– «πιθανώς να του έδωσε και κάποιο όνομα. Εμείς το αποκαλούμε σκέτα Βολίδα. Και αυτό εδώ είναι το σκάφος του οποίου την εξάτμιση είδαν οι συνωμοσιολόγοι σου». «Θα ήθελα να μην τους αποκαλείς έτσι», μουρμούρισε η Κάσι. Έσκυψε μπροστά για να δει. «Μοιάζει κι αυτό με αστεροειδή», είπε. «Είναι σαν ένας βράχος με ασημένιο δίχτυ γύρω του».

Αυτό ακριβώς ήταν ο ελκυστήρας: ένας μικρός αστεροειδής που έμοιαζε με ιπτάμενο βουνό, κατά πολύ μικρότερος από τη Βολίδα. Ο βράχος είχε τυλιγμένο γύρω του ένα δίχτυ από ανθεκτικούς νανοσωλήνες, καθώς και μια μηχανή αντιύλης καρφωμένη στην επιφάνειά του. «Χρησιμοποιήσαμε μία από τις πρώτες πρωτότυπες μηχανές που έχουν κατασκευάσει τα ναυπηγεία στους Τρώες. Δεν είναι κατάλληλη για ανθρώπους, μα έχει αποδειχτεί αρκετά αξιόπιστη». Η Κάσι άρχισε να καταλαβαίνει.

«Θα τη χρησιμοποιήσετε για ν' αλλάξετε πορεία στον μεγαλύτερο αστεροειδή, τη Βολίδα». «Ναι – με τη βοήθεια της βαρύτητας. Φάνηκε καθαρά πως είναι απρόβλεπτα δύσκολο να εκτρέψεις έναν αστεροειδή...»

Η εκτροπή της τροχιάς ενός αστεροειδούς ήταν αντικείμενο μελέτης για έναν και πλέον αιώνα, από τότε που είχε γίνει αντιληπτό πως οι τροχιές μερικών αστεροειδών βρίσκονταν πολύ κοντά στην τροχιά της Γης και, σε στατιστικά προβλέψιμα χρονικά διαστήματα, κάποιοι συγκρούονταν με τον πλανήτη.

Ένας επικίνδυνος αστεροειδής συνήθως είναι υπερβολικά μεγάλος για να καταστραφεί. Το αυτονόητο θα ήταν να τον 343

εκτρέψουν από την πορεία του, ίσως με τη βοήθεια πυρηνικών όπλων, θα μπορούσαν επίσης να προσαρτήσουν μια ωστική συσκευή πάνω του και να τον σπρώξουν ώστε να παραμερίσει. Τέτοιες μέθοδοι παρείχαν μικρή μόνο δυνατότητα παρέκκλισης του αστεροειδούς από την πορεία του, μα, αν μπορούσαν να επέμβουν αρκετά νωρίς, ίσως αυτό να ήταν αρκετό για να εμποδίσουν τον πελώριο βράχο να χτυπήσει έναν ανεπιθύμητο στόχο.

Καθώς η ζώνη των αστεροειδών αποικιζόταν σιγά–σιγά, αυτές οι μέθοδοι δοκιμάστηκαν στην πράξη, αλλά απέτυχαν όλες σε διαφορετικό βαθμό. Το πρόβλημα ήταν πως πολλοί μεγάλοι αστεροειδείς δεν ήταν συμπαγή σώματα αλλά σμήνη μικρότερων βράχων, που η βαρύτητα τους κρατούσε χαλαρά συνδεμένους μεταξύ τους και που συνήθως περιστρέφονταν κι αυτοί, ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο. Αν προσπαθούσαν να τους ωθήσουν ή να τους ανατινάξουν, απλώς θα διαλύονταν σ' ένα σύννεφο μικρότερων βλημάτων, τα οποία θα ήταν θανάσιμα σχεδόν εξίσου με τον αρχικό αστεροειδή και χωρίς δυνατότητα αντιμετώπισής τους. Έτσι δημιουργήθηκε η ιδέα του βαρυτικού ελκυστήρα. Να τοποθετήσει κανείς έναν άλλο βράχο κοντά στον μεγάλο προβληματικό αστεροειδή. Να σπρώξει ελαφρά τον δεύτερο βράχο και το βαρυτικό πεδίο του θα συμπαρέσερνε έτσι τον μεγαλύτερο αδελφό του.

«Βλέπεις, είπε η Μπέλα, «πρέπει να σπρώχνεις τον βράχο σου πολύ αδύναμα, έτσι ώστε και να μην παρασυρθεί από το βαρυτικό πεδίο του αστεροειδούς και ο ελκυστήρας να παραμείνει προσανατολισμένος προς τον στόχο του. Ο στόχος θα απωθηθεί όσο κι αν αποτελείται από μικρότερα κομμάτια. Το μόνο λεπτό σημείο είναι πώς θα προσανατολίσεις την εξάτμιση του ελκυστήρα ώστε να μη χτυπήσει την επιφάνεια του στόχου». Η Κάσι αντέδρασε κάπως ανυπόμονα. 344

«Την έπιασα την ιδέα. Και έτσι έχετε εκτρέψει την τροχιά αυτού του βράχου, της Βολίδας όπως τη λέτε...»

«Έτσι ώστε να χτυπήσει τη Βόμβα–Π. Η Βόμβα και η Βολίδα βρίσκονται σε ριζικά διαφορετικές πορείες· η σύγκρουση θα είναι σφοδρή, υψηλής ενέργειας». «Και πότε θα συμβεί αυτό;»

«Στην πραγματικότητα συνέβη ήδη», είπε ο Θαλής ευγενικά, «πριν από μισή σχεδόν ώρα. Η αναφορά θα φτάσει σε δύο λεπτά, Μπέλα».

Οι αναπαραστάσεις του ελκυστήρα και της Βολίδας χάθηκαν και αντικαταστάθηκαν από μια σταθερή εικόνα της Βόμβας–Π, της αλλόκοτης σφαίρας, ορατής μόνο εξαιτίας της αστροφεγγιάς που αντικατοπτριζόταν πάνω της, η οποία τώρα πετούσε μέσα σ' ένα βελουδένιο σύννεφο πάνω από το γραφείο της Μπέλα. Πλάι της ήταν ένα διαστημόπλοιο που έμοιαζε με σπιρτόξυλο. Η Κάσι κατάλαβε. Χρειάστηκε μερικές στιγμές για ν' ανακτήσει την ψυχραιμία της. Μετά είπε με γουρλωμένα μάτια:

«Η σύγκρουση συμβαίνει αυτήν τη στιγμή. Και η κόρη σου βρίσκεται εκεί, στο καμουφλαρισμένο πολεμικό της διαστημόπλοιο, παρατηρώντας. Κι εσύ με δέχτηκες μια τέτοια στιγμή;» Η Μπέλα ανακάλυψε πως ο λαιμός της είχε σφιχτεί.

«Χρειαζόμουν κάτι για να μου αποσπά την προσοχή. Εξάλλου... νομίζω πως ήθελα να δω την αντίδρασή σου». «Τριάντα δευτερόλεπτα, Μπέλα».

«Σ' ευχαριστώ, Θαλή. Βλέπεις, Κάσι...»

«Όχι. Μη λες τίποτε άλλο». Η Κάσι έσκυψε γρήγορα πάνω από το τραπέζι και έπιασε το χέρι της Μπέλα, που έστεκε στην απέναντι πλευρά. Εκείνη το κράτησε σφιχτά. 345

Στη γραφική αναπαράσταση, Βόμβα και συνοδός κρέμονταν σιωπηλά μέσα στο διάστημα σαν χριστουγεννιάτικα στολίδια. Ύστερα η προβολή πάνω στο τραπέζι τρεμόπαιξε και έσβησε.

Το γραφείο της Μπέλα γέμισε με αναφορές και πρόσωπα που μιλούσαν. Όλα ανέλυαν διάφορες παραμέτρους της σύγκρουσης. Υπήρχαν τηλεφωνήματα απ' όλες τις άκρες της Γης, μα και από τις αποικίες των διαστημανθρώπων. Οι πάντες ήθελαν να μάθουν τι είχε συμβεί στη ζώνη· η έκρηξη ήταν αρκετά φωτεινή για να γίνει αντιληπτή με γυμνό μάτι σε όσες περιοχές της Γης είχαν νύχτα, αλλά και στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου ηλιακού συστήματος. Η Μπέλα ξεχώρισε δύο πρόσωπα δείχνοντάς τα: της Έντνα και μετά του Μπομπ Πάξτον.

«...Επαναλαμβάνω, μαμά· είμαι καλά, το σκάφος είναι εντάξει, βρισκόμαστε αρκετά μακριά για ν' αποφύγουμε τα θραύσματα της έκρηξης. Ήταν συγκλονιστικό θέαμα: όλα τούτα τα πυρωμένα βράχια που εκτοξεύονταν σε ευθείες γραμμές προς όλες τις κατευθύνσεις! Έχουμε συγκεντρώσει ήδη ικανοποιητικό αριθμό δεδομένων. Φαίνεται πως οι προβλέψεις της Λάιλα σχετικά με την πιθανή απώλεια μάζας – ενέργειας από τη Βόμβα–Π επαληθεύτηκαν. Όμως...» Η Μπέλα πέρασε στον Μπομπ Πάξτον, το πρόσωπο του οποίου φούσκωνε μπροστά της σαν μπαλόνι, κόκκινο και θυμωμένο.

«Κυρία πρόεδρε, ούτε που το αγγίξαμε το αναθεματισμένο! Του αφαιρέσαμε, βέβαια, μια ποσότητα μάζας–ενέργειας. Ακόμα και η Π δεν θα μπορούσε να καταπιεί έναν ολόκληρο αστεροειδή χωρίς ρέψιμο, μα αυτό δεν αρκεί για να παίξει κάποιο ρόλο όταν τούτο το πράγμα φτάσει στη Γη. Και σίγουρα θα φτάσει. Δεν εκτράπηκε ούτε χιλιοστό. Αψηφά οτιδήποτε γνωρίζουμε σχετικά με την αδράνεια και τη φορά. »Και... έρχεται λοιπόν. Έχουμε πια τα δεδομένα για να κάνουμε κάποιες προβλέψεις σχετικά με το τι θα συμβεί στη Γη αν η Βόμβα–Π τη χτυπήσει, με βάση το πώς συμπεριφέρθηκε η 346

Βόμβα σε σχέση με τον αστεροειδή που της εκτοξεύσαμε. Η Βόμβα δεν είναι τεράστια. Είναι, όμως, μεγάλη, αρκετά μεγάλη για να καταστρέψει έναν πλανήτη του μεγέθους του Άρη, για παράδειγμα. Δεν πρόκειται να διαλύσει τη Γη. Αλλά η σύγκρουση θα είναι η μεγαλύτερη που θα μπορούσε ν' αντέξει ο πλανήτης χωρίς να κομματιαστεί, θα δημιουργήσει έναν κρατήρα με βάδος όσο και η ακτίνα της Γης». Διάβαζε από κάπου. «"Θα είναι το πιο καταστροφικό μετά τη σύγκρουση που διέρρηξε τον μανδύα της και επέφερε τη δημιουργία της Σελήνης..."» Κοιτούσε κάποιους αριθμούς με το βλέμμα στραμμένο εκτός κάμερας. «Μάλλον αυτό ήταν όλο, κυρία πρόεδρε. Κάναμε ό,τι μπορούσαμε».

Η Μπέλα έδωσε εντολή στον Θαλή να χαμηλώσει τη φωνή του. «Ορίστε, Κάσι. Τώρα ξέρεις τα πάντα. Τώρα έχεις δει τα πάντα». Η Κάσι Ντάφλοτ σκέφτηκε για λίγο.

«Χαίρομαι που η κόρη σου είναι καλά».

«Σ' ευχαριστώ. Το χτύπημα όμως απέτυχε». Άπλωσε τα χέρια της. «Τι νομίζεις πως πρέπει να κάνουμε τώρα;» Η Κάσι το συλλογίστηκε.

«Όλοι είδαν την έκρηξη της σύγκρουσης, τόσο πάνω στη Γη όσο και έξω απ' αυτήν. Ξέρουν πια ότι κάτι έχει συμβεί. Το ερώτημα είναι, τι θα τους πείτε πως έγινε;» «Την αλήθεια; Πως ανήμερα των Χριστουγέννων πρόκειται να έρθει το τέλος του κόσμου;» Γέλασε, αν και δεν ήταν σίγουρη για τον λόγο. «Ο Μπομπ Πάξτον θα ρωτούσε: "Και τι θα γίνει με τον πανικό που θα δημιουργηθεί;"» «Οι άνθρωποι έχουν αντιμετωπίσει κι άλλες δύσκολες στιγμές στο παρελθόν», είπε η Κάσι. «Οι περισσότεροι τα βγάζουν πέρα».

«Η μαζική υστερία είναι ένα διαπιστωμένο φαινόμενο, Κάσι. Είναι καταγεγραμμένη ήδη από τον Μεσαίωνα και προκαλεί 347

πάντοτε σοβαρά κοινωνικά τραύματα και κατάρρευση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων στις κυβερνήσεις τους. Σημαντικό μέρος της δουλειάς μου είναι να εξασφαλίσω πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ήδη μου έχεις πει πως η κυβέρνηση για την οποία εργάζομαι δεν θεωρείται άξια εμπιστοσύνης». «Εντάξει. Ξέρεις ποιες είναι οι υποχρεώσεις σου. Μα οι άνθρωποι θα θέλουν να κάνουν προετοιμασίες. Να φροντίσουν τις οικογένειές τους. Αν είναι γνώστες».

Αυτό ασφαλώς ήταν αλήθεια. Κοιτάζοντας το σφιγμένο και αποφασιστικό πρόσωπο της Κάσι, το πρόσωπο μιας γυναίκας που είχε κι η ίδια παιδιά τα οποία κινδύνευαν, η Μπέλα σκέφτηκε πως θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκείνη τη γυναίκα, έχοντάς την στο πλευρό της τις μέρες και τις βδομάδες που θ' ακολουθούσαν. Μια φωνή λογικής μέσα στην παράνοια και τον θυμό. Κάποιος λυσσούσε εκείνη τη στιγμή. Χαμηλώνοντας το βλέμμα είδε το χολωμένο πρόσωπο του Μπομπ Πάξτον, ο οποίος ούρλιαζε για να τραβήξει την προσοχή της. Δυνάμωσε απρόθυμα την ένταση του ήχου. «Μας απομένει μια επιλογή, πρόεδρε. Πρέπει να την εξαντλήσουμε κι αυτήν πριν αρχίσουμε να μοιράζουμε χάπια αυτοκτονίας». «Η Μπιζέζα Ντουτ».

«Μ' εκείνους τους καριόληδες πάνω στον Άρη το μόνο που κάναμε μέχρι σήμερα ήταν να παίζουμε. Τώρα πρέπει να ξετρυπώσουμε αυτήν τη γυναίκα από κει και να τη μεταφέρουμε σε ασφαλές σημείο. Είναι φανερό πως το μέλλον της Γης εξαρτάται από αυτό. Πίστεψε με, πρόεδρε Φίνγκαλ, δεν μας απομένει τίποτε άλλο». Έπαψε βαριανασαίνοντας.

«Δεν είμαι σίγουρη για ποιο πράγμα μιλάει», μουρμούρισε η Κάσι. «Μα αν υπάρχει κι άλλη επιλογή...» Πήρε μια βαθιά ανάσα. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως λέω τέτοια πράγματα. 348

Μάλλον δεν είναι μια κατάσταση σαν την ηλιακή καταιγίδα· τότε όλοι ξέραμε τι επρόκειτο να συμβεί κι έπρεπε να κατασκευάσουμε την Ασπίδα. Αυτήν τη φορά δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε τίποτα. Μπορείς να προστατέψεις τους ανθρώπους από τον τρόμο της γνώσης όσο υπάρχει διαθέσιμη κάποια ύστατη επιλογή. Κατόπιν, όταν δεν θα έχουμε καμιά ελπίδα...» «Θα πούμε λοιπόν ψέματα στην ανθρωπότητα».

«Θα πούμε πως ήταν η αποτυχημένη δοκιμή κάποιου όπλου. Πράγμα που είναι σχεδόν αλήθεια». Η Μπέλα έδειξε την εικόνα της Έντνα.

«Θαλή, θέλω να στείλεις ένα μήνυμα στον Ελευθερωτή. Άκρως απόρρητο». «Μάλιστα, Μπέλα».

«Δεν μου λες, Κάσι, είσαι ελεύθερη για τις επόμενες ώρες; Θα ήθελα να μιλήσουμε λίγο περισσότερο». Η Κάσι ξαφνιάστηκε, μα απάντησε: «Ασφαλώς».

«Το κανάλι έχει ανοίξει. Μπορείς να μιλήσεις, Μπέλα».

«Έντνα, εγώ είμαι. Άκουσε, αγάπη μου, έχω μια καινούργια αποστολή για σένα. θέλω να πας στον Άρη...»

Όσο μιλούσε, κοιτούσε το ημερολόγιό της. Απόμεναν μόνο μερικοί μήνες. Διαισθανόταν πως στο εξής η ένταση θα μεγάλωνε οτιδήποτε κι αν συνέβαινε, και ο ρυθμός εξέλιξης των γεγονότων αναπόδραστα θα επιταχυνόταν. Μπορούσε μόνο να ελπίζει πως η κρίση της θα παρέμενε ορθή, ακόμα κι εκείνη την ύστατη στιγμή.

349

Δ΄: ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ

47. Επιλογές Ο Γιούρι ήρθε τρέχοντας. Άπλωσε τη μαλακή οθόνη του πάνω στο τραπέζι του πληρώματος. «Επιτέλους, κατέβασα αυτές τις εικόνες από τη Μιρ...»

Η οθόνη άρχισε να γεμίζει με εικόνες πλανητών, θαμπές φωτογραφίες και σκίτσα με γαλάζιο και πράσινο μολύβι.

Η Κονσέρβα Δύο της βάσης Γουέλς, το «Σπίτι», διέθετε ένα μεγάλο φουσκωτό τραπέζι, που το πλήρωμα το χρησιμοποιούσε για φαγητό, για συνεδριάσεις και ως επιφάνεια εργασίας. Το τραπέζι μπορούσε να χωριστεί σε δύο ή τρία τμήματα. Ήταν, όπως καταλάβαινε η Μάιρα, μια ακόμη ασφαλιστική δικλείδα στο πλαίσιο της ψυχολογίας του περιορισμένου χώρου. Τα μέλη του πληρώματος δεν ήταν υποχρεωμένα να τρώνε μαζί, αν δεν ήθελαν. Τώρα όλα τα κομμάτια του μεγάλου τραπεζιού ήταν ενωμένα μεταξύ τους. Εδώ και μέρες χρησίμευε ως ο εστιακός τόπος μιας ατέρμονης συζήτησης. Ο Γιούρι προσπαθούσε να βγάλει κάποιο νόημα από τις εικόνες του εναλλακτικού Άρη, τις οποίες το τηλέφωνο της Μπιζέζα αργά και οδυνηρά έστελνε μέσα από την περιορισμένη δυνατότητα σύνδεσης που παρείχε το Μάτι. Η Έλλι πάλευε προσπαθώντας ν' αναλύσει το βαρυτικό κλουβί του Ματιού. Μόνο ο Χανς Κρίτσφιλντ δεν εργαζόταν πάνω σε κάτι που να σχετίζεται με την απειλή της Βόμβας–Π, επιμένοντας πως ήταν πιο χρήσιμος κοντά στα αγαπημένα του μηχανήματα. Η Μάιρα, ο Αλεξέι Καρέλ και η Γκρέντελ Σπεθ, που συγκριτικά με τους άλλους κατοίκους της βάσης Γουέλς δεν είχαν να συνεισφέρουν πολλά, κάθονταν μελαγχολικά δίπλα στο 350

φθαρμένο τραπέζι έχοντας μπροστά τους φλιτζάνια με κρύο καφέ χαμηλής πίεσης.

Η Μάιρα θεωρούσε πως το μέρος έδειχνε αχούρι σε σύγκριση με τους πανάκριβους, άνετους και καλοφωτισμένους χώρους του Κύκλωπα. Όπως, όμως, τους είχε διαβεβαιώσει η Αθηνά, η ομάδα αποτελούσε το επίκεντρο της αντίδρασης σ' έναν κίνδυνο συμπαντικών διαστάσεων. Η έκρηξη στη ζώνη των αστεροειδών είχε γίνει ορατή απ' όλους τους ανθρώπινους κόσμους. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Γης, ενός πολιτισμού τραυματισμένου ακόμα από την ηλιακή καταιγίδα, κρύβονταν περιμένοντας στα σπίτια τους, που έμοιαζαν με καταφύγια. Ο χρόνος τους τέλειωνε. Μα και πάνω στον Άρη επικρατούσε μια ολοένα και μεγαλύτερη αίσθηση πανικού. Το γήινο πολεμικό σκάφος Ελευθερωτής απείχε μόλις μερικές ημέρες από τον πλανήτη και όλοι γνώριζαν για ποιο λόγο ερχόταν. «Ωραία, λοιπόν», είπε ο Γιούρι. «Ας δούμε τι έχουμε στη διάθεσή μας. Όπως καταλαβαίνω, όλοι συμφωνούμε πως η Μιρ αποτελείται από ένα σύνολο δειγμάτων παρμένων από διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ένα μουσείο της ζωής στο ηλιακό σύστημα, στη βέλτιστη παραλλαγή του για κάθε κόσμο».

«Όλα τα παιδιά του ήλιου στις ομορφότερες στιγμές τους», είπε η Γκρέντελ. «Μα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να κρατήσει. Θέλω να πω, τόσο η Αφροδίτη όσο και ο Άρης θα πρέπει να έφτασαν στο απόγειο της ποικιλομορφίας τους όταν το ηλιακό μας σύστημα ήταν νεαρό και ο ήλιος πολύ λιγότερο θερμός. Απ' ό,τι μπορεί κανείς να καταλάβει, ο ήλιος της Μιρ είναι ένα αντίγραφο του ήλιου του δέκατου τρίτου αιώνα. Ένας τέτοιος ήλιος είναι υπερβολικά ζεστός γι' αυτούς τους πλανήτες. Δεν θ' αντέξουν για πολύ». «Μα η ουσία είναι», μούγκρισε ο Γιούρι, «πως ετούτοι οι πλανήτες εμφανίζονται όπως ήταν στο απώτερο παρελθόν. Το ερώτημα είναι πώς πέρασαν από το παρελθόν στο παρόν και τι 351

συνέβη για να γίνουν όπως είναι σήμερα. Ρίξτε μια ματιά στην Αφροδίτη. Νομίζουμε πως μπορούμε να εξηγήσουμε την περίπτωσή της, έτσι δεν είναι; Ένα ανεξέλεγκτο φαινόμενο θερμοκηπίου, εξάτμιση των ωκεανών, νερό που διασπάστηκε λόγω του φωτός του ήλιου και χάθηκε εντελώς...»

Κάποτε η Αφροδίτη ήταν υγρή, γαλάζια και ήρεμη. Επειδή βρισκόταν πολύ κοντά στον ήλιο, υπερθερμάνθηκε και οι θάλασσές της εξατμίστηκαν. Έχοντας χάσει το νερό της στο διάστημα, η Αφροδίτη δημιούργησε μια νέα πυκνή ατμόσφαιρα, μια κουβέρτα από διοξείδιο του άνθρακα που το παρήγαγε η θερμότητα από τα πετρώματα του πυθμένα των θαλασσών, με αποτέλεσμα το φαινόμενο του θερμοκηπίου να ενταθεί ακόμα περισσότερο, μέχρι που το έδαφος άρχισε να πυρακτώνεται και να φλέγεται. «Πρόκειται για μια φρικιαστική εξέλιξη, μα την κατανοούμε. Για την Αφροδίτη οι υπολογισμοί μας επαληθεύονται», είπε ο Γιούρι. «Σωστά; Τώρα ας εξετάσουμε τον Άρη. Ο Άρης έμοιαζε κάποτε με τη Γη. Επειδή όμως ήταν πολύ μικρός και πολύ μακριά από τον ήλιο, στέγνωσε και πάγωσε. Και αυτό το κατανοούμε. Κοιτάξτε, όμως, εδώ».

Τους έδειξε αντιφατικές εικόνες, μια του αρχαίου Άρη πάνω στον οποίο βρίσκονταν, μια του νεαρού Άρη του σύμπαντος της Μιρ. Το βόρειο ημισφαίριο του αρχαίου Άρη ήταν ορατά πεπιεσμένο, σε αντίθεση με το ομοιόμορφο κυκλικό τόξο του νεότερου εαυτού του. «Κάτι συνέβη εδώ», είπε ο Γιούρι βράζοντας από θυμό. «Κάτι απίστευτα βίαιο».

Η Μάιρα το έβλεπε κι αυτή. Ήταν σαν σφυριά στην κορυφή ενός κρανίου, ένα τρομερό χτύπημα δοσμένο εκεί, στον βόρειο πόλο. Ήταν αρκετά ισχυρό για να δημιουργήσει τη Βάστιτας Μποορεάλις, τη Βόρεια Έρημο, έναν κρατήρα που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του βόρειου ημισφαιρίου. Όλοι καταλάβαιναν τώρα τι σήμαινε αυτό. 352

«Μια Βόμβα–Π», είπε ο Αλεξέι. «Προσαρμοσμένη στα μέτρα του Άρη και σταλμένη εδώ, στον βόρειο πόλο. Αυτό που βλέπουμε είναι το αποτέλεσμα. Μα τα δάκρυα του Ήλιου! Και για ποιο λόγο; Γιατί να χτυπήσουν τον Άρη κι όχι την Αφροδίτη;»

«Επειδή η Αφροδίτη ήταν ακίνδυνη», είπε κοφτά ο Γιούρι. «Η Αφροδίτη ήταν ένας υδάτινος κόσμος· αν είχε εμφανιστεί εκεί έλλογη ζωή, αυτή θα ήταν περιορισμένη σε κάποιον πολιτισμό του βυθού που θα χρησιμοποιούσε μέταλλα προερχόμενα από γεωθερμικές ρωγμές. Δεν θα ήταν δυνατόν να μεταδίδουν εικόνες που θα μπορούσε κανείς να τις δει από μεγάλη απόσταση, όπως δρόμους ή πόλεις». «Ενώ οι Αρειανοί το έκαναν», είπε η Μάιρα. Και η ανταμοιβή τους ήταν μια τρομερή πρόσκρουση που αποψίλωσε τα πάντα. Η Γκρέντελ είχε ανάψει.

«Νομίζω πως εδώ μπορούμε να διακρίνουμε μια στρατηγική. Στόχος των Πρωτογέννητων φαίνεται να είναι η εξαφάνιση όλων των πολιτισμών που διαθέτουν εξελιγμένη τεχνολογία. Όμως, ενεργούν με οικονομία. Αν ένα ηλιακό σύστημα τους κάνει ν' ανησυχήσουν, πρώτα το χτυπούν με μια ηλιακή καταιγίδα. Πρόκειται για χοντροκομμένη μέθοδο, μα είναι ένας φτηνός τρόπος ν' απονεκρώσουν ένα ολόκληρο σύστημα. Βάζω στοίχημα πως αν σκάψουμε αρκετά βαθιά, θ' ανακαλύψουμε τα απομεινάρια τουλάχιστον μιας ακόμη ηλιακής καταιγίδας στο μακρινό παρελθόν. Κι αν οι ηλιακές καταιγίδες δεν πιάσουν τόπο, αν κάποιοι πλανήτες συνεχίζουν να δημιουργούν προβλήματα, τότε χτυπούν με πιο χειρουργικό τρόπο. Ακριβώς όπως στόχευσαν κάποτε τον Άρη. Ακριβώς όπως στοχεύουν τώρα τη Γη». «Οφείλουμε να παραδεχτούμε πως κάνουν ολοκληρωμένες δουλειές», είπε ο Γιούρι.

«Απ' όσο ξέρουμε από την Αθηνά και τη Μάρτυρά της, δεν είμαστε οι μόνοι που χτυπήθηκαν. Οι επιχειρήσεις των Πρωτογέννητων είναι εκτεταμένες στον χώρο και στον χρόνο. 353

Όπως γράφει και στο βιβλίο του Ιωήλ, στη Παλαιά Διαθήκη: "Μπροστά τους φωτιά κατατρώει τα πάντα και πίσω τους καίει φλόγα· σαν Παράδεισος ευωχίας η χώρα μπροστά τους και πίσω τους απλώνεται πεδίο αφανισμένο, και τίποτα δεν μπορεί να γλιτώσει απ' αυτούς"». Η Μάιρα ανασήκωσε τα φρύδια της.

«Ας μην είμαστε υποκριτές. Ίσως η πανίδα της Αυστραλίας και της Αμερικής να σχημάτισε την ίδια εντύπωση για μας». «Μοιάζουν με θεούς», είπε ο Αλεξέι, που η διάθεσή του παρέπεμπε στην Αποκάλυψη του Ιωάννου. «Ίσως θα 'πρεπε να τους λατρέψουμε». «Δεν θα το κάνουμε», είπε ο Γιούρι ψυχρά. «Ούτε οι Αρειανοί το έκαναν».

«Σωστά», είπε η Έλλι. Μπήκε βιαστικά στο δωμάτιο κρατώντας μια μαλακή οθόνη. «Οι Αρειανοί έδωσαν ένα χτύπημα. Ίσως κι εμείς να μπορούμε να κάνουμε το ίδιο». Μέσα στην τεταμένη ατμόσφαιρα και παρά τη γεμάτη τρόμο μελαγχολία των συγκεντρωμένων, εκείνη χαμογελούσε.

«Το θυμάστε αυτό;» Η Έλλι άπλωσε τη μαλακή οθόνη της ώστε να δουν όλοι μια γνώριμη πια σειρά συμβόλων: «Έβαλα τα προγράμματα ανάλυσης να κάνουν υποθέσεις σχετικά με το τι θα μπορούσαν να σημαίνουν. Κατέληξαν σε ομόφωνη απόφαση, που νομίζω πως είναι λογική – ήταν πια καιρός». «Πες μας», φώναξε απότομα ο Γιούρι. «Κοιτάξτε τα σχήματα. Τι βλέπετε;» Ο Αλεξέι είπε:

«Τρίγωνο, τετράγωνο, πεντάγωνο, εξάγωνο. Και λοιπόν;» «Πόσες πλευρές έχουν;»

354

«Τρεις, τέσσερις, πέντε, έξι», είπε ο Γιούρι.

«Κι αν συνέχιζες στην ίδια λογική; Τι θα ερχόταν μετά;»

«Οι επτά πλευρές. Επτάγωνο. Οι οκτώ. Οκτάγωνο». Τα είχε χαμένα· κοίταξε τη Μάιρα. «Εννιάγωνο;» «Λογικό μού ακούγεται», είπε η Μάιρα. «Και μετά;» επέμενε η Έλλι.

«Δέκα πλευρές», είπε ο Αλεξέι. «Έντεκα, δώδεκα...» «Κι αν συνεχίσεις; Πού τελειώνει η ακολουθία;»

«Στο άπειρο», είπε η Μάιρα. «Ένα πολύγωνο με άπειρο αριθμό πλευρών». «Που είναι;»

«Ένας κύκλος...»

«Τι νομίζεις πως έχουμε εδώ, Έλλι;» ρώτησε ο Γιούρι.

«Οι Αρειανοί δεν μπορούσαν να εκτρέψουν τη δική τους Βόμβα–Π ή οτιδήποτε άλλο ήταν αυτό που οι Πρωτογέννητοι χρησιμοποίησαν εναντίον τους. Νομίζω, όμως, πως αυτή εδώ είναι μια συμβολική καταγραφή εκείνου που πέτυχαν. Ξεκινώντας με ό,τι μπορούσαν να κατασκευάσουν –βλέπετε: τρίγωνο, τετράγωνο, απλά σχήματα–, με κάποιον τρόπο προχώρησαν σε παρέκταση. Δημιούργησαν τους δικούς τους πεπερασμένους τρόπους για να φυλακίσουν το άπειρο. Και παγίδεψαν ένα Μάτι το οποίο θα πρέπει να βρισκόταν ακριβώς στο σημείο πρόσκρουσης, περιμένοντας να καταγράψει την καταστροφή τους». Έριξε μια λοξή ματιά στον Αλεξέι. «Τα έβαλαν με τους θεούς, Αλεξέι».

«Πολύ ενθαρρυντικό», είπε ξινισμένα η Γκρέντελ. «Μα οι Αρειανοί δεν γλίτωσαν και πάλι την καταστροφή. Κρίμα που δεν ζουν τώρα για να τους ζητήσουμε βοήθεια».

«Κι όμως, βρίσκονται εδώ», είπε η Έλλι. Όλοι την κοίταξαν έκπληκτοι.

355

Το μυαλό της Μάιρα δούλευε πυρετωδώς.

«Έχει δίκιο. Τι θα γινόταν αν υπήρχε τρόπος να στείλουμε ένα μήνυμα όχι στον δικό μας Άρη αλλά στον Άρη της Μιρ; Δεν υπάρχουν, βέβαια, διαστημόπλοια εκεί». «Ούτε και ασύρματοι», παρενέβη ο Αλεξέι. Η Μάιρα το πάλευε ακόμη. «Ακόμα κι έτσι...»

«Τι στο διάβολο προσπαθείς να πεις;» τη ρώτησε απότομα ο Γιούρι.

«Απλά, θα μπορούσαμε να στείλουμε εκεί αυτά τα σύμβολα, για αρχή», είπε η Έλλι βιαστικά. «Αυτό θα ήταν αρκετό για να τους δείξουμε πως καταλαβαίνουμε. Ίσως προκαλέσουμε την αντίδραση των Αρειανών της Μιρ. Εννοώ, κάποιοι τουλάχιστον απ' αυτούς μπορεί να προέρχονται από μια χρονική φέτα στην οποία υπήρχε γνώση σχετικά με τους Πρωτογέννητους». Η Γκρέντελ έγνεψε αρνητικά.

«Μιλάς σοβαρά; Αυτό που προτείνεις, δηλαδή, είναι να περάσουμε ένα μήνυμα σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, όπου ελπίζουμε πως υπάρχει ένας αρειανός πολιτισμός αποκλεισμένος μέσα στον χρόνο, σ' ένα είδος ηλιακού συστήματος βγαλμένου από μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας. Το έπιασα σωστά;» «Δεν νομίζω πως η στιγμή είναι κατάλληλη για λογικές σκέψεις, Γκρέντελ», είπε η Μάιρα. «Καμιά από τις συνηθισμένες λύσεις που επιχείρησε ο πολεμικός στόλος δεν είχε αποτέλεσμα. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα ακραίο είδος άμυνας. Χρειάστηκε πρωτοτυπία για να συλληφθεί η ιδέα της διαστημικής Ασπίδας, καθώς και μια πρωτοφανής προσπάθεια για την υλοποίησή της. Ίσως θα πρέπει να κάνουμε το ίδιο και τώρα». 356

Ακολούθησε ένας χείμαρρος ερωτήσεων και ανταλλαγής απόψεων. Ήταν δυνατόν να βασιστούν στην επισφαλή σύνδεση που τους πρόσφερε το απαρχαιωμένο τηλέφωνο της Μπιζέζα μέσω του αρειανού Ματιού; Και πώς θα μπορούσαν οι αποκλεισμένοι από τον πάγο Αμερικανοί του δέκατου ένατου αιώνα να μιλήσουν με τον Άρη; Με τηλεπάθεια; Οι ερωτήσεις ήταν πολλές, μα οι απαντήσεις λίγες.

«Ωραία, λοιπόν», είπε ο Γιούρι αργά. «Αλλά το πιο σημαντικό ερώτημα είναι τι θα συμβεί αν οι Αρειανοί λάβουν τελικά το μήνυμα και ανταποκριθούν. Τι μπορούν να κάνουν, λέτε;»

«Ν' αντιμετωπίσουν τη Βόμβα–Π με τις τρίποδες πολεμικές μηχανές τους και τις θερμικές ακτίνες τους», είπε η Γκρέντελ κοροϊδευτικά.

«Μιλώ σοβαρά. Πρέπει να το σκεφτούμε καλά», είπε ο Γιούρι. «Να φανταστούμε πιθανά σενάρια. Έλλι, ίσως θα μπορούσες να το αναλάβεις εσύ αυτό. Σχεδίασε κάποια παιχνίδια πολέμου σε περίπτωση αντίδρασης της βόμβας». Η Έλλι έγνεψε καταφατικά.

«Ακόμα κι αν η Μπιζέζα βρει τρόπο να κάνει κάτι τέτοιο», είπε ο Αλεξέι, «ίσως θα πρέπει να διατηρήσουμε το δικαίωμα για κάποιου είδους βέτο, ενώ θα προσπαθούμε να φανταστούμε πώς μπορεί να αντιδράσουν οι Αρειανοί. Και θα πρέπει να ενημερώσουμε την Αθηνά. Μια τέτοια απόφαση δεν μπορούμε να την πάρουμε μόνοι μας».

«Εντάξει», είπε ο Γιούρι. «Στο μεταξύ μπορούμε να δουλέψουμε πάνω σ' αυτό. Είμαστε σύμφωνοι; Εκτός κι αν κάποιος έχει καμιά καλύτερη ιδέα». Ο θυμός του είχε καταλαγιάσει και είχε μετατραπεί σ' ένα είδος ενθουσιασμού. «Ε, γιατί τέτοια μούτρα; Κοιτάξτε, εδώ που βρισκόμαστε μοιάζουμε με μια παρέα πολικές αρκούδες σε χειμερία νάρκη. Αν, όμως, αυτή η προσπάθεια έχει αποτέλεσμα, θα γράψουμε ιστορία. Η σκηνή θ' αποτυπωθεί σε πίνακες ζωγραφικής. Όπως έγινε με τη Διακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας». 357

Ο Αλεξέι ακολούθησε τον μίτο της σκέψης του.

«Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα ήθελα να είμαι ξυρισμένος».

«Αρκετές μαλακίες είπαμε», είπε η Γκρέντελ. «Εμπρός, ας πιάσουμε δουλειά». Διέλυσαν την παρέα κι ο καθένας άρχισε να εργάζεται.

48. Σήμα προς τον Άρη

Γι' άλλη μια φορά η Μπιζέζα, ο Άμπντι και η Έμελιν κλήθηκαν στο γραφείο του δημάρχου Ράις. Ο Ράις τους περίμενε. Είχε πάλι τα πόδια του πάνω στο γραφείο και κάπνιζε το πούρο του. Ο καθηγητής Γκίφορντ Όκερ, ο αστρονόμος του πανεπιστημίου, βρισκόταν μαζί του. Ο Ράις τους υπέδειξε να καθίσουν.

«Ζητήσατε τη βοήθειά μου», τους είπε κοφτά. Σήκωσε ψηλά το γράμμα της Μπιζέζα με τα αρειανά σύμβολα, τρίγωνο, τετράγωνο, πεντάγωνο και εξάγωνο. «Και λες πως πρέπει να στείλουμε αυτό το μήνυμα στους Αρειανούς;» «Ξέρω πως ακούγεται τρελό», είπε η Μπιζέζα, «μα...»

«Έχω ασχοληθεί με πολύ πιο τρελά πράγματα απ' αυτό. Βέβαια, αποτάνθηκα στον Γκίφορντ για βοήθεια. Άκουσα ένα σωρό μπούρδες σχετικά με τα "ερτζιανά ηλεκτρομαγνητικά κύματα" και τις "διαστημικές άμαξες" του Ιουλίου Βερν. Και τώρα κουβεντιάζουμε για διαστημόπλοια; Εδώ εμείς δεν μπορούμε να στήσουμε ούτε μια σιδηροδρομική γραμμή ως τη θάλασσα». Ο Όκερ τους κοιτούσε στενοχωρημένος, μα δεν έλεγε τίποτα· προφανώς ο Ράις τον είχε φέρει για να τον ταπεινώσει.

«Έτσι, λοιπόν», συνέχισε ο Ράις, «έθεσα το αίτημά σας υπ' όψιν του μοναδικού ανθρώπου στο Σικάγο ο οποίος ίσως να διαθέτει κάποιες γνώσεις σχετικά με το πώς θα μπορούσε να 358

γίνει κάτι τέτοιο. Είναι, βέβαια, εβδομήντα εννιά χρόνων και μετά τον Παγετό ανάλωσε όλες του τις δυνάμεις για την Επιτροπή Έκτακτης Ανάγκης και για τους πολίτες, μ' όλο που αυτή η αναθεματισμένη πόλη δεν ήταν δική του. Είπε πως θα μας βοηθήσει. Υποσχέθηκε να μου τηλεφωνήσει στις τρεις ακριβώς». Κοίταξε ένα ρολόι τσέπης. «Δηλαδή όπου να 'ναι». Αναγκάστηκαν όλοι να περιμένουν αμίλητοι για ένα ολόκληρο λεπτό. Ύστερα το τηλέφωνο στον τοίχο κουδούνισε.

Ο Ράις έκανε νόημα στην Μπιζέζα, και πλησίασαν όλοι στο τηλέφωνο. Ο Ράις σήκωσε το ακουστικό και το κράτησε με τέτοιον τρόπο ώστε η Μπιζέζα να μπορεί ν' ακούει τη συνομιλία. Έπιασε μόνο κάτι αποσπάσματα από τον μονόλογο με την έντονη βοστονέζικη προφορά που ακουγόταν από το τηλέφωνο. Το νόημα όμως ήταν ξεκάθαρο.

«...Σήματα αδύνατα. Να στήσουμε ένα σημάδι, ένα σημάδι αρκετά μεγάλο για να μπορούν να το δουν μέσα από την άβυσσο του διαστήματος... Η λευκή επιφάνεια του παγετώνα θα είναι ο καμβάς μας... Θα σκάψουμε αυλάκια με μάκρος εκατό μίλια, χαράζοντας τα σχέδια σε όσο πιο μεγάλο πλάτος μπορούμε πάνω στον πάγο... Θα τα γεμίσουμε με ξύλα, ίσως και με πετρέλαιο αν υπάρχει, θα τους βάλουμε φωτιά... Φως από τις φωτιές τη νύχτα, καπνός τη μέρα... Οι αναθεματισμένοι Αρειανοί θα πρέπει να είναι τυφλοί για να μην τα δουν...» Ο Ράις έκανε νόημα στην Μπιζέζα. «Έπιασες την ιδέα;»

«Αν έχεις χέρια για τέτοια δουλειά...»

«Διάολε, μια ομάδα από μαμούθ με υνιά πίσω τους θα κάνει τη δουλειά μέσα σ' ένα μήνα».

«Μαμούθ που κατασκευάζουν ένα σινιάλο για τον Άρη πάνω σε κάποιον βορειοαμερικανικό παγετώνα». Η Μπιζέζα κούνησε το κεφάλι της. «Σε οποιαδήποτε άλλη συγκυρία, αυτό θ' ακουγόταν απίθανο. Ένα ακόμα πράγμα, κύριε δήμαρχε. Οι 359

φωτιές δεν θ' ανάψουν προτού το εγκρίνω εγώ. Πρέπει να επικοινωνήσω με τους δικούς μου και να σιγουρευτώ. Αυτό που επιχειρούμε εδώ, έχει πολλές προεκτάσεις...» Εκείνος έγνεψε αργά.

«Ωραία. Άλλο τίποτα;»

«Όχι. Σινιάλα σκαμμένα στον πάγο! Ασφαλώς αυτό πρέπει να κάνουμε, θα 'πρεπε να το 'χα σκεφτεί από μόνη μου».

«Αλλά δεν το σκέφτηκες», είπε ο Ράις μειδιώντας με το πούρο στο στόμα. «Έπρεπε να το φανταστεί εκείνος. Γι' αυτό είναι κι αυτός που είναι, κατάλαβες; Ευχαριστώ», είπε στο τηλέφωνο. «Μας σώσατε άλλη μια φορά, κύριε. Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Έντισον». Ύστερα έκλεισε το τηλέφωνο. «Ο μάγος του Πάρκου Μένλο. Τι τύπος κι αυτός!»

49. Αρεοστατικός Αύγουστος 2070

Ο Ελευθερωτής μπήκε σε στατική τροχιά γύρω από τον Άρη. Η Λίμπυ περιέστρεψε το σκάφος έτσι ώστε το φινιστρίνι κάτω από τα πόδια της Έντνα να δείχνει τον πλανήτη.

Η Έντνα είχε βρεθεί και παλιότερα σε συγχρονική γεωστατική τροχιά με τη Γη. Αυτή εδώ η εμπειρία ήταν παρόμοια. Ο Άρης, από την αρεοστατική τροχιά, έμοιαζε με τη Γη όπως την έβλεπες από γεωστατική τροχιά: ένας πλανήτης στο μέγεθος μπάλας του μπέιζμπολ στο κενό κάτω από τα πόδια της. Αλλά εδώ το φως του ήλιου ήταν πιο αδύναμο, γι' αυτό ο Αρης ήταν πιο σκοτεινός από τη Γη, ένα ζαρωμένο ωχρό φρούτο σε σχέση με τα ζωηρά χρώματα εκείνης. Τώρα, καθώς η σφαίρα του Άρη φαινόταν σχεδόν σαν τη μισή Γη, η Έντνα μπορούσε να διακρίνει λάμψεις ν' αστράφτουν στους θόλους του Πορτ Λόουελ, σχεδόν στην οριακή γραμμή, κάτω ακριβώς από τον Ελευθερωτή. 360

«Δεν μπορώ να το πιστέψω πως ήρθαμε εδώ», είπε. «Εγώ δεν μπορώ να πιστέψω διαμαρτυρήθηκε ο Τζον Μέτερνις.

γιατί

ήρθαμε

εδώ»,

Κι όμως, είχαν έρθει. Κανείς, οπουδήποτε υπήρχαν άνθρωποι, δεν θα μπορούσε να μη δει το πέρασμα του Ελευθερωτή καθώς διέσχιζε το ηλιακό σύστημα αφήνοντας πίσω του έναν πίδακα εξωτικών προϊόντων αντιύλης. Το σύστημα απόκρυψης ήταν απενεργοποιημένο. Η Έντνα αναρωτήθηκε πόσοι Αρειανοί θα κοιτούσαν εκείνη την ώρα τον ουρανό της αυγής, παρατηρώντας ένα καινούργιο φωτεινό αστέρι στο ζενίθ του. Ήλπιζε πως και μόνο η παρουσία του Ελευθερωτή θα φόβιζε τους Αρειανούς, έτσι ώστε να παραδώσουν στη Γη αυτό που τους ζητούσε. Ακούστηκε κάποιος ήχος που ανήγγειλε ένα επερχόμενο μήνυμα. Ο Τζον έλεγξε τους πίνακες των ενδείξεων.

«Το τείχος προστασίας έχει ενεργοποιηθεί».

Θα ήταν πραγματική ειρωνεία αν το διαστημόπλοιο, έχοντας ήδη διαγράψει ένα φλογισμένο μονοπάτι στο ηλιακό σύστημα, εξουδετερωνόταν τώρα από κάποιον ιό που θα δεχόταν μαζί με το μήνυμα καλωσορίσματος. «Άσ' τους να μπουν», είπε η Έντνα επιφυλακτικά.

Το ολογράφημα ενός προσώπου εμφανίστηκε μπροστά στην Έντνα: μια νεαρή γυναίκα, χαμογελαστή, συμπαθητική, λιγάκι αφηρημένη. Είχε μια κάπως γνώριμη όψη. «Ελευθερωτή, εδώ Λόουελ. Καλημέρα».

«Λόουελ, εδώ Ελευθερωτής», είπε η Έντνα. «Καλημέρα. Βλέπουμε την αυγή σας. Όμορφο θέαμα. Είμαστε το θωρηκτό του πολεμικού στόλου Ελευθερωτής, με αριθμό SS-I-147...»

«Ξέρουμε ποιοι είστε. Όπως και να 'ναι, σας είδαμε από μακριά». 361

«Αναγνωρίζω το πρόσωπό σου», είπε ο Τζον Μέτερνις. «Είσαι η Πώλα Ούμφραβιλ. Η κόρη μιας ηρωίδας». «Ζω μια ήρεμη ζωή», είπε η κοπέλα απτόητη. Η Έντνα έγνεψε.

«Νομίζω πως όλοι ελπίζουμε να είναι και η σημερινή ημέρα το ίδιο ήρεμη, Πώλα».

«Κι εμείς το ελπίζουμε. Μ' αυτό, σε τελευταία ανάλυση, εξαρτάται από σας, έτσι δεν είναι;»

«Ναι;» η Έντνα έγειρε μπροστά, προσπαθώντας να φανεί πιο αυταρχική απ' όσο ήταν. «Πώλα, εσύ και όσοι μιλάς για λογαριασμό τους ξέρετε γιατί βρισκόμαστε εδώ».

«Η Μπιζέζα Ντουτ δεν βρίσκεται στο Πορτ Λόουελ».

«Δεν πρόκειται να πάθει κακό. Απλά σκοπεύουμε να τη μεταφέρουμε στη Γη, ώστε να μπορέσει να ενημερώσει τις Αρχές. Θα είναι καλύτερα αν συνεργαστούμε. Καλύτερα και για την Μπιζέζα». «Η Μπιζέζα Ντουτ δεν βρίσκεται στο Πορτ Λόουελ» Απρόθυμα η Έντνα είπε:

«Είμαι εξουσιοδοτημένη να χρησιμοποιήσω βία. Έχω εντολές να κάνω κάτι τέτοιο για να δώσω λύση στο πρόβλημα. Σκέψου τι μπορεί να σημαίνει αυτό, Πώλα. Θα είναι η πρώτη πράξη πολέμου ανάμεσα στις νόμιμες αρχές της Γης και μια κοινότητα διαστημανθρώπων. Δεν θ' αποτελέσει καλό προηγούμενο, δεν νομίζεις;» «Και κάτι ακόμα, δεσποινίς Ούμφραβιλ», πρόσθεσε ο Τζον. «Θα πρέπει να σκεφτείτε το γεγονός πως το Πορτ Λόουελ δεν διαθέτει οχύρωση».

«Κάντε αυτό που σας υπαγορεύει η συνείδησή σας. Τέλος επικοινωνίας από Λόουελ». 362

Ο Μέτερνις πέρασε τα δάχτυλά του μέσα από τα λιγδωμένα μαλλιά του. «Θα μπορούσαμε να περιμένουμε επιβεβαίωση από τη Γη». Η Έντνα έγνεψε αρνητικά.

«Οι διαταγές μας είναι ξεκάθαρες. Απλά κωλυσιεργείς, Τζον».

«Με κατηγορείς γι' αυτό; Το Λόουελ εκεί κάτω είναι ακάλυπτος στόχος. Νιώθω σαν να 'χουμε γίνει ξαφνικά οι κακοί σε...»

Ακούστηκε ένας συναγερμός και κάποιοι πίνακες πάνω στη γέφυρα άναψαν κόκκινο. Η Έντνα και ο Μέτερνις είχαν την αμυδρή αίσθηση πως επέπλεαν κάπου· το σκάφος άρχισε να ταρακουνιέται. «Γαμώ το», είπε η Έντνα. «Τι ήταν αυτό;»

Άρχισαν να κάνουν τους τετριμμένους ελέγχους. Η Λίμπυ μίλησε πρώτη:

«Περάσαμε σε κατάσταση κάλυψης. Κάνουμε ελιγμούς αποφυγής περαιτέρω πυρών». «Τι έγινε;» ρώτησε απότομα η Έντνα.

«Μόλις χάσαμε ένα συγκρότημα κεραιών και μέρος μιας διάταξης ηλιακών συσσωρευτών. Ωστόσο, όλα τα συστήματα του σκάφους έχουν τριπλό επίπεδο ασφαλείας· η επαφή με τη Γη δεν έχει χαθεί...» «Μια λέιζερ», είπε ο Τζον ελέγχοντας τα στοιχεία του γεμάτος απορία. «Μεγαλοδύναμε θεέ, μας χτύπησε μια ακτίνα λέιζερ!» «Από πού; Δεχόμαστε επίθεση;»

«Ήρθε από τον πλανήτη», είπε ο Τζον. «Όχι από κάποιο άλλο σκάφος». Κοίταξε την Έντνα και χαμογέλασε πλατιά. «Ήταν το λέιζερ ενός διαστημικού ανελκυστήρα». «Ο Άρης δεν έχει διαστημικούς ανελκυστήρες». 363

«Όχι ακόμα, αλλά έχουν ήδη στήσει τα λέιζερ οι παμπόνηροι μπάσταρδοι!»

«Σίγουρα ήταν προειδοποιητική βολή», είπε η Λίμπυ. «Θα μπορούσαν να μας είχαν εξουδετερώσει. Όπως σας είπα, μπήκαμε σε κατάσταση απόκρυψης και συνεχίζω τους ελιγμούς αποφυγής».

«Ωραία, Λίμπυ, σ' ευχαριστούμε». Η Έντνα λοξοκοίταξε τον Τζον. «Ξεκαθάρισε η κατάσταση; Συμφωνείς για το πώς πρέπει ν' αντιδράσουμε;» Δεν χρειαζόταν την έγκρισή του. Ήταν ο κυβερνήτης του σκάφους. Ένιωθε, όμως, πως δεν έπρεπε να προχωρήσει χωρίς τη δική του συγκατάθεση. Τελικά εκείνος κατένευσε. «Ετοίμασε μια τορπίλη. Πυρηνικό χτύπημα περιορισμένης έκτασης». Παρουσίασε στην οθόνη τον χάρτη του Πορτ Λόουελ. Άγγιξε με το δάχτυλο έναν πράσινο θόλο. «Χτύπα το αγρόκτημα. Έτσι θα προξενήσουμε τη μικρότερη δυνατή ζημιά».

«Εννοείς πως θα σκοτώσουμε λιγότερους ανθρώπους;» Ο Τζον γέλασε κακόκεφα. «Άκου, Έντνα, αυτός δεν είναι ένας απλός θόλος αγροκτήματος. Εκεί μέσα βρίσκονται σε εξέλιξη πειραματικά προγράμματα. Υβρίδια αρειανής και γήινης ζωής. Αν το ανατινάξεις...» «Κλείδωσε τον στόχο και φόρτωσε την τορπίλη, Τζον», είπε εκείνη αποφασιστικά, παραμερίζοντας τις αμφιβολίες της.

Η εκτόξευση της τορπίλης ήταν ένα βίαιο γεγονός. Το σκάφος αντήχησε σαν καμπάνα.

Οι εικόνες από την επίθεση του Ελευθερωτή προκάλεσαν σοκ στο Όρος Γουέδερ, καθώς όλοι έβλεπαν την ολογραφική σφαίρα ενός Άρη τραυματισμένου από το πλήγμα του όπλου. «Δεν μπορώ να πιστέψω πως συνέβη κάτι τέτοιο στη δική μου θητεία», είπε η Μπέλα. Ο Μπομπ Πάξτον μούγκρισε.

364

«Καλωσορίσατε στον κόσμο μου, κυρία πρόεδρε». Η Κάσι Ντάφλοτ καθόταν δίπλα στη Μπέλα.

«Ώστε γι' αυτό πέθανε ο σύζυγός μου. Για να έχουμε, αν χρειαστεί, τη δυνατότητα να κάνουμε κάτι τέτοιο».

«Ήλπιζα πως δεν θα παρουσιαζόταν ποτέ ανάγκη για κάτι τέτοιο». Η Μπέλα έπνιξε ένα ρίγος. «Βρίσκομαι εδώ επειδή οι άνθρωποι με θεώρησαν ηρωίδα τις μέρες της ηλιακής καταιγίδας. Τώρα ρίχνω πυρηνικές βόμβες πάνω σε συνανθρώπους μου». Ο Πάξτον μελέτησε ένα μοντάζ εικόνων σε κάποια μαλακή οθόνη τοίχου.

«Το μετέδωσαν όλα τα μέσα ενημέρωσης. Ήταν αναμενόμενο. Αν ρίξεις πυρηνικά στον Άρη, ακόμα και οι πιο βαριεστημένοι και βαρεμένοι θα το προσέξουν. Μέχρι αυτήν τη στιγμή δεν έχουν αναφερθεί ανθρώπινες απώλειες. Σε κάθε περίπτωση, εκείνοι ήταν που έριξαν πρώτοι». «Δεν μπορώ να πιστέψω πως το παίρνεις τόσο ψύχραιμα, Μπομπ», είπε η Μπέλα με κάποιο θυμό. «Ήσουν ο πρώτος άνθρωπος που περπάτησε πάνω στον Άρη. Και τώρα, μέσα σε μια γενιά, φτάσαμε στον πόλεμο, που άρχισε ακριβώς στο σημείο της προσεδάφισής σου. Είναι σαν να ζητούσαν από τον Νιλ Άρμστρονγκ να μπει επικεφαλής μιας δύναμης εισβολής στη Θάλασσα της Γαλήνης. Πώς σε κάνει να νιώθεις κάτι τέτοιο;»

Αναήκωσε τους ώμους του. Φορούσε το στρατιωτικό σακάκι του ξεκούμπωτο, τη γραβάτα του χαλαρωμένη και στο τεράστιο χέρι του κρατούσε ένα πλαστικό κουτάκι αναψυκτικού. «Πιστεύω πως δεν αρχίσαμε εμείς αυτή την ιστορία. Πιστεύω πως αυτοί οι τύποι πάνω στον Άρη όφειλαν να κάνουν εκείνο που τους διέταξαν οι νόμιμοι εκπρόσωποι των κυβερνήσεών τους και να παραδώσουν αυτή την τρελάρα την Ντουτ. Και 365

πιστεύω ακόμα ότι, όπως είπε και η κυρία, δεν υπάρχει λόγος να ξοδεύεις αμέτρητα λεφτά και δεκάδες ζωές για να δημιουργήσεις ένα σκάφος σαν τον Ελευθερωτή αν δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσεις. Εξάλλου, η κόρη σου ήταν αυτή που έριξε τη βόμβα».

Μα η Έντνα ήταν αυτή που έπρεπε να το κάνει. Ίσως η Μπέλα θα μπορούσε να έχει βρει κάποιον τρόπο ν' απαλλάξει την κόρη της από αυτό το καθήκον. Υπήρχαν πληρώματα αντικατάστασης για τον Ελευθερωτή. Μα χρειαζόταν κάποιον που θα μπορούσε να τον εμπιστεύεται – κάποιον στον οποίο θα βασιζόταν ότι δεν θα έριχνε τη βόμβα αν η Μπέλα τον διέταζε να κάνει πίσω. «Λοιπόν, ποια είναι η αντίδρασή τους;»

Ο Πάξτον πληκτρολόγησε κάτι σε μια οθόνη που είχε πλάι του και πάνω στον τοίχο τρεμόσβησαν εικόνες άδειων σούπερ μάρκετ, έρημων δρόμων και κωμοπόλεων νεκρών σαν κοιμητήρια.

«Τίποτα δεν άλλαξε. Η ένταση συσσωρευόταν εδώ και βδομάδες, από τη μέρα που η Βολίδα μας απέτυχε. Όλοι ήταν μαζεμένοι στα καβούκια τους και περίμεναν. Μέχρι τώρα πάντως, μετά το πυρηνικό χτύπημα στον Άρη, τα νούμερα αντέχουν». «Ποια νούμερα;» ρώτησε η Κάσι.

«Εννοεί τις δημοσκοπήσεις», είπε η Μπέλα.

«Οι αρνητικές γνώμες σε σχέση με τις θετικές, οι πολεμοκάπηλοι εναντίον των ειρηνιστών... οι συνηθισμένες αντανακλαστικές αντιδράσεις», είπε ο Πάξτον. «Και ενδιάμεσα υπάρχει κι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του τύπου "δεν ξέρω-δεν απαντώ"». Στράφηκε. «Όλοι περιμένουν να δουν τι θα γίνει στη συνέχεια, Μπέλα». Η Μπέλα σκέφτηκε πως θα μπορούσαν να υπάρξουν εκτεταμένες αντιδράσεις. Αν αυτό το τρομερό ρίσκο δεν 366

έφερνε αποτέλεσμα, η εξουσία της θα γινόταν συντρίμμια και κάποιος άλλος θα αναλάμβανε να καθοδηγήσει τη Γη κατά τις τελευταίες ημέρες της, μέχρι η Βόμβα–Π να προσκρούσει πάνω της. Σκέφτηκε αδύναμα πως για την ίδια αυτό θα ήταν απίστευτη ανακούφιση. Αλλά δεν μπορούσε ν' αποσείσει ακόμα το φορτίο της, όχι ακόμα. «Έρχεται μήνυμα από τον Άρη», είπε ο Μπομπ Πάξτον. «Κάποιος άλλος μιλάει στον Ελευθερωτή κι όχι η μικρή Ούμφραβιλ. Μάλλον χωρίς εξουσιοδότηση». Χαμογέλασε. «Έσπασαν». «Πού βρίσκεται η Ντουτ;»

«Στον βόρειο πόλο του Άρη».

«Πες στον Ελευθερωτή να κινηθεί».

«Και... ωχ, γαμώ το!» Η μαλακή οθόνη του γέμισε με εναλλασσόμενες εικόνες, αυτήν τη φορά σκηνές από τη Γη. «Ανταποδίδουν το χτύπημα! Μπάσταρδοι διαστημάνθρωποι! Επιτίθενται στους διαστημικούς ανελκυστήρες μας!» Γύρισε και κοίταξε την Μπέλα. «Ξεκίνησαν πόλεμο, λοιπόν, κυρία πρόεδρε. Καθησυχάζει καθόλου αυτό τη συνείδησή σας;» Μια ζωντανή εικόνα από τον Άρη αιωρούνταν πάνω από το τραπέζι του πληρώματος στη βάση Γουέλς. Η πυρηνική πληγή που είχε ανοίξει ο Ελευθερωτής έκαιγε επίμονα στον ισημερινό κι ένα μικροσκοπικό σύννεφο σε σχήμα μανιταριού υψωνόταν στην αραιή ατμόσφαιρα του Άρη. Η Μάιρα σκέφτηκε μελαγχολικά πως πολλά όνειρα εκείνη τη μέρα έσβηναν. Κατευθείαν επάνω από τον πόλο του Άρη κρεμόταν μια μοναδική σπίθα, που πλησίαζε αργά. Όλοι την κοιτούσαν εκτός από την Έλλι, η οποία καθόταν παράμερα και συνέχιζε ν' ασχολείται με την ανάλυση των πιθανών αντιδράσεων των Αρειανών σε οποιαδήποτε εξέλιξη. 367

«Κοιτάξτε το αναθεματισμένο!» είπε ο Αλεξέι γεμάτος απορία. «Υποτίθεται πως κανένα σκάφος δεν μπορεί να παραμείνει σε αρεοστατική τροχιά πάνω από τον πόλο».

«Αυτά μπορείς να τα πετύχεις με μια μηχανή αντιύλης και μια ουσιαστικά απεριόριστη δυνατότητα μεταβολής ταχύτητας...» Η Μάιρα καταλάβαινε πως οι διαστημάνθρωποι, ασυναίσθητα, έδειχναν να ενοχλούνται περισσότερο από το γεγονός πως ο Ελευθερωτής αψηφούσε τους ουράνιους νόμους που κυβερνούσαν τη ζωή τους και λιγότερο για την ίδια την πολεμική ενέργεια. Ο Γιούρι κοίταξε μια οθόνη.

«Σε πέντε λεπτά θα βρίσκεται στη θέση του».

«Στο μεταξύ», είπε ο Αλεξέι, «φαίνεται πως χτυπούν όλους τους ανελκυστήρες της Γης. Τη Σκάλα του Ιακώβ, τον Μπαντάρα, τον Μοντίμο, τον Τζιανμού, τον Μαραχουάκα, τον Γίγκντραζιλ... Όλοι καταστράφηκαν. Πρόκειται για μια συντονισμένη επίθεση σε πλανητικό επίπεδο. Ποιος θα πίστευε πως μια χούφτα μαλλιαροί διαστημάνθρωποι θα ενώνονταν για να κάνουν κάτι τέτοιο;» Ο Γιούρι κοίταξε κακόκεφα την οθόνη του.

«Εμάς αυτό δεν μας ωφελεί στο ελάχιστο, έτσι δεν είναι; Τα συμπεράσματα για τις πιθανές εξελίξεις δεν δείχνουν καλά. Είμαστε πολύ ευάλωτοι. Μπορούμε ν' αντέξουμε στον αρειανό καιρό, όχι έναν πόλεμο. Και εδώ στον πόλο δεν έχουμε τίποτα για ν' ανταποδώσουμε το χτύπημα... Ο Ελευθερωτής δεν χρειάζεται καν πυρηνικά για να τα εκτοξεύσει εναντίον μας. Με τέτοια δύναμη που διαθέτει, θα μπορούσε να μπει στην ατμόσφαιρα και να μας διαλύσει με κοινές βόμβες – ή να μας αφανίσει στρέφοντας απλά την εξάτμισή του προς το μέρος μας. Οι αναλυτές υποστηρίζουν πως ο Ελευθερωτής μπορεί να εξαφανίσει κάθε ανθρώπινη παρουσία πάνω στον Άρη μέσα σε λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες». 368

«Σχεδόν το ίδιο αποτελεσματικό με τους Πρωτογέννητους λοιπόν», είπε η Γκρέντελ σκυθρωπά. «Μας κάνει όλους να νιώθουμε περήφανοι, έτσι δεν είναι;»

«Η μητέρα μου έχει έτοιμο το σινιάλο του Τόμας Έντισον. Αν πρόκειται να της στείλουμε ειδοποίηση να βάλει τη φωτιά, αυτό πρέπει να γίνει πριν αρχίσουν να πέφτουν οι βόμβες του Ελευθερωτή». «Έλλι», είπε ο Γιούρι, «για όνομα του Θεού, χρειαζόμαστε απαντήσεις πάνω στο πώς θ' αντιδράσουν εκείνοι οι Αρειανοί».

Η Έλλι εργαζόταν επί βδομάδες πάνω στις υποθέσεις σχετικά με την αντίδραση των Αρειανών στο σινιάλο της Μπιζέζα. Πάντα την ενοχλούσε όταν την αποσπούσαν από τη δουλειά της. Είχε μια έκφραση που η Μάιρα την ήξερε καλά από τις μέρες που είχε ζήσει κοντά στον Γιουτζίν. «Η ανάλυση δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί...»

«Δεν έχουμε άλλο χρόνο», ούρλιαξε ο Γιούρι. «Δώσε μας ό,τι υπάρχει».

Τον κοίταξε για μια ατέλειωτη στιγμή, δείχνοντας να τον αψηφά. Ύστερα χτύπησε τη μαλακή οθόνη της πάνω στο τραπέζι. Η οθόνη έδειξε δέντρα λογικής που διακλαδίζονταν ξανά και ξανά.

«Προσπαθούμε, ασφαλώς, να υποθέσουμε ποια είναι τα κίνητρα ενός πολιτισμού εντελώς ξένου με τον ανθρώπινο. Με δεδομένη πάντως την αντίσταση που πρόβαλαν στους Πρωτογέννητους κατά το παρελθόν...» «Έλλι, απλώς πες μας».

«Με δυο λόγια: δεν έχει σχεδόν καμιά σημασία το τι κάνουν οι Αρειανοί. Γιατί, αν ενεργήσουν με οποιονδήποτε τρόπο εναντίον οποιουδήποτε Ματιού υπάρχει μέσα στις δικές τους χρονικές φέτες, θα ήταν μηδαμινό γι' αυτούς να καλύψουν το κενό ανάμεσα στο δικό μας σύμπαν κι εκείνο της Μιρ... θα θυμάσαι πως όλα τα Μάτια μπορεί να συνδέονται μεταξύ τους 369

αποτελώντας ίσως τρισδιάστατες εκφάνσεις ενός και μοναδικού αντικειμένου που βρίσκεται σε ανώτερες διαστάσεις και που μπορεί να είναι ακόμα και το ίδιο ένα Μάτι». «Μάλιστα, μάλιστα», είπε ανυπόμονα ο Γιούρι.

«Οπότε θα προκληθεί κάποια αντίδραση και στο Μάτι του Λάκκου. Το δικό μας Μάτι. Και είναι σχεδόν βέβαιο –κοιτάξτε πώς ενώνονται σ' αυτό το σημείο όλες οι λογικές εκδοχές– ότι αυτό θα προκαλέσει την αντίδραση της Βόμβας–Π. Σίγουρα θα αντιληφθεί την αναγκαστική λειτουργία του μοναδικού άλλου τεχνουργήματος των Πρωτογέννητων που βρίσκεται στο ηλιακό μας σύστημα, και τότε...» «Και τότε τι; Έλα, λοιπόν, κορίτσι μου! Πώς θα αντιδράσει η Βόμβα;»

«Θα απομακρυνθεί από τη Γη», είπε η Έλλι. «Θα κατευθυνθεί προς το ενεργοποιημένο Μάτι». «Εδώ, στον Άρη».

Η Γκρέντελ την κοίταξε αλαφιασμένη. «Έτσι θα σωζόταν η Γη». «Ω, ναι».

Η Μάιρα σκέφτηκε πως προφανώς αυτό ήταν ένα αμελητέο αποτέλεσμα για τη λογική της Έλλι. Μα υπήρχε και άλλη μια συνέπεια.

«Τι πρέπει, λοιπόν, να πούμε στη μητέρα μου να κάνει;» «Νομίζω...» πήγε να πει η Γκρέντελ. «Περίμενε».

Μια καινούργια φωνή μίλησε από τον άδειο αέρα. Η Μάιρα σήκωσε το βλέμμα της. «Αθηνά;»

370

«Είμαι ένα άβαταρ, μια τοπική έκφανσή της, εισηγμένη στα συστήματα του σταθμού. Η Αθηνά βρίσκεται στον Κύκλωπα. Έλλι, κατέληξα στο ίδιο συμπέρασμα όπως κι εσύ όσον αφορά τις πιθανές ενέργειες των Αρειανών· και σε σχέση με τις συνέπειες που θα έχουν πάνω στο όπλο των Πρωτογέννητων. Δεν είναι μια απόφαση που θα πρέπει να πάρετε εσείς, ούτε εγώ, ούτε και κάποιο άλλο άτομο από μόνο του. Έχω ετοιμάσει μια σχετική ανακοίνωση. Έχει ρυθμιστεί με τέτοιον τρόπο ώστε να φτάσει ταυτόχρονα στη Γη, στον Άρη, στη Σελήνη και στη ζώνη των αστεροειδών. Έχει ήδη φύγει. Τώρα πρέπει να επικοινωνήσετε με το πολεμικό σκάφος». Ο Γιούρι κοίταξε τον αέρα. «Τον Ελευθερωτή; Γιατί;»

«Θα χρειαστούν δεκαπέντε λεπτά μέχρι να φτάσει σ' όλους η αναγγελία. Αμφιβάλλω αν έχετε τόσο χρόνο στη διάθεσή σας».

«Θα τους καθυστερήσουμε», είπε ο Αλεξέι χαμογελώντας πλατιά στον Γιούρι. «Έλα, μεγάλε, μπορείς να το κάνεις! Πες τους πως θα τους δώσεις αυτό που θέλουν. Πες τους πως η Μπιζέζα πήγε για κατούρημα. Πες τους ό,τι σου κατέβει!» Ο Γιούρι τον αγριοκοίταξε. Ύστερα χτύπησε με τα δάχτυλα μια μαλακή οθόνη. «Χανς, σύνδεσε με μ' εκείνο το σκάφος. Ελευθερωτή, εδώ βάση Γουέλς. Ελευθερωτή, εδώ Γουέλς...»

Για τη Μάιρα τα δεκαπέντε λεπτά που ακολούθησαν ήταν τα πιο ατέλειωτα της ζωής της.

«Εδώ Αθηνά. Απευθύνομαι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα στη Γη, στη Σελήνη, στον Άρη και όπου αλλού. Θα επιτρέψω στα συστήματά σας να ετοιμαστούν για τη μετάφραση από τα αγγλικά». Σταμάτησε για πέντε μετρημένα δευτερόλεπτα.

«Θα πρέπει να με θυμάστε», είπε. «Είμαι ή ήμουν ο νους της Ασπίδας. Συνεργαστήκαμε στη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας. Επέστρεψα στο ηλιακό σύστημα και παρέμεινα 371

κρυμμένη. Ανακάλυψα πως γύρισα σε μια εποχή διαχωρισμών, με πολλά μυστικά ανάμεσά μας, ανάμεσα σε κυβερνήσεις και κυβερνώμενους, ανάμεσα σε φράξιες των πληθυσμών μας.

»Ο καιρός για μυστικότητα πέρασε. Τώρα πρέπει να συνεργαστούμε ξανά, γιατί έχουμε να πάρουμε μια πολύ σοβαρή απόφαση – μια κοινή απόφαση. Ετοιμαστείτε για μεταφορά δεδομένων...» Ο Μπομπ Πάξτον κοιτούσε απελπισμένος τα δεδομένα που πλημμύριζαν τις οθόνες του.

«Χριστέ μου. Αυτό το ηλεκτρονικό ορφανό αποκαλύπτει τα πάντα σε όλους. Για τον Ελευθερωτή, για τη Βόμβα–Π, για ολόκληρη την αναθεματισμένη κατάσταση». Αυτό, σκέφτηκε η Μπέλα με μεγάλη ανακούφιση, είναι καλό όποια κατάληξη κι αν έχει.

«Δεν πιστεύουμε πως μπορούμε ν' αλλάξουμε πορεία στη Βόμβα–Π», είπε η Αθηνά με σοβαρότητα. «Προσπαθήσαμε γενναία, αλλά αποτύχαμε. Πιστεύω, όμως, πως, τείνοντας το χέρι στο απώτατο παρελθόν του ηλιακού μας συστήματος, μπορούμε να σώσουμε το μέλλον του δικού μας κόσμου. »Τίποτα δεν είναι βέβαιο. Ίσως κατορθώσουμε να σώσουμε τη Γη. Αλλά θα πρέπει να υπάρξει μια θυσία.

»Είναι μια απόφαση που κανένας από μας, όποια κι αν είναι η δύναμη ή το αξίωμά του, δεν μπορεί να την πάρει μόνος του. Καμιά γενιά στην ιστορία δεν αντιμετώπισε ως τώρα ένα τέτοιο δίλημμα. Μα και καμιά γενιά δεν ήταν τόσο ενωμένη χάρη στην τεχνολογία της. Είναι ξεκάθαρο: αυτή η θυσία πρέπει να αποφασιστεί απ' όλους μας. »Και αυτή η θυσία αφορά τον Άρη».

Η Γκρέντελ κοίταξε γύρω της αλαφιασμένη.

«Ίσως αυτή να είναι η σημασία της εξέλιξης ενός είδους, δεν νομίζετε; Να είναι σε θέση να παίρνει τέτοιες αποφάσεις». 372

Ο Γιούρι βημάτιζε μέσα στο δωμάτιο θυμωμένος, πιεσμένος, αγανακτισμένος.

«Μα τον θεό, και να σκεφτεί κανείς ότι είχα τσαντιστεί όταν έμαθα πως οι Πρωτογέννητοι γάμησαν τους πάγους των πόλων με την καταιγίδα τους. Και τώρα αυτό! Ο Άρης!» Η Αθηνά συνέχισε να μιλά.

«Κάθε άνθρωπος στο ηλιακό σύστημα που θα το αποφασίσει, μπορεί να συμμετάσχει στη συζήτηση που θα ακολουθήσει. Εκφράστε ελεύθερα τη γνώμη σας. Γράψτε σε μπλογκ. Στείλτε ηλεκτρονικό μήνυμα. Αν θέλετε, απλά μιλήστε στον αέρα. Κάποιος θα σας ακούσει, τα μεγάλα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης θα συλλέξουν τις απόψεις σας και θα τις ενώσουν με τις άλλες. Είναι ασφαλώς αναπόφευκτο η ταχύτητα του φωτός να περιορίζει τη συζήτηση. Όμως καμιά ενέργεια δεν θα γίνει, προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, αν δεν συμφωνήσουμε οι πάντες...» Η Μάιρα έβλεπε πως όλοι τους ήταν εξουθενωμένοι. Όλοι εκτός από τον Γιούρι, ο οποίος αντλούσε δύναμη από την οργή και την πικρία του. Η Έλλι σταύρωσε τα χέρια στο στήθος της.

«Έλα τώρα, Γιούρι! Και τι έγινε αν ο Άρης γίνει σκόνη; Δεν είναι προφανής η απόφαση;» Η Μάιρα προσπάθησε να την τραβήξει από το μπράτσο και να την κάνει να σωπάσει, μα εκείνη δεν σταματούσε. «Ένας κόσμος δισεκατομμυρίων κατοίκων, η αληθινή πατρίδα της ανθρωπότητας, απέναντι σε τούτο εδώ. Απέναντι σ' αυτόν το νεκρό κόσμο. Σ' ένα μουσείο σκόνης. Τίθεται ζήτημα επιλογής;» Ο Γιούρι την αγριοκοίταξε.

«Μα τον Χριστό, είσαι εντελώς άκαρδη. Αυτός έγινε ανθρώπινος πλανήτης από τότε που οι κυνηγοί– τροφοσυλλέκτες τον πρόσεξαν για πρώτη φορά στον ουρανό. Και τώρα θα τον καταστρέψουμε... ολοκληρώνοντας τη 373

δουλειά των Πρωτογέννητων; Θα θεωρούμαστε εγκληματίες για όσον καιρό θα υπάρχει ανθρωπότητα». Ο Μπομπ Πάξτον χτύπησε κουμπιά.

«Προσπαθούμε να τη σταματήσουμε, αλλά οι δίοδοι είναι πάρα πολλές».

«Αυτά έχουν τα δίκτυα», είπε η Κάσι Ντάφλοτ. Κοίταξε την Μπέλα. «Πώς νιώθεις;» Η Μπέλα σκέφτηκε για λίγο πριν απαντήσει.

«Νιώθω ανακουφισμένη. Τέρμα πια η μυστικοπάθεια και τα ψέματα. Ό,τι κι αν μας συμβεί από δω και στο εξής, τουλάχιστον έχουν φανερωθεί όλα». «Προβλέπουμε πως δώδεκα ώρες θα είναι αρκετές», συνέχισε η Αθηνά, «αλλά μπορείτε να κάνετε και περισσότερο αν χρειαστεί, θα σας ξαναμιλήσω τότε». Καθώς η Αθηνά σιώπησε, ο Πάξτον είπε αναψοκοκκινισμένος:

«Ξεσκεπάστηκε, επιτέλους! Ο Μπαντ Τουκ έλεγε πάντα πως η Αθηνά είναι τρελή, ακόμα και τότε που έλεγχε την Ασπίδα. Τέλος πάντων, τώρα έχουμε δουλειά να κάνουμε». Έδειξε στην Μπέλα καινούργιες εικόνες των χτυπημένων διαστημικών ανελκυστήρων. «Έκοψαν τα νήματα σε όλους, μέχρι και στον τελευταίο». Τα μάτια της Μπέλα έτσουζαν την ώρα που προσπαθούσε να συγκεντρωθεί σε όσα της έλεγε. «Απώλειες; Ζημιές;»

«Οι ανελκυστήρες καταστράφηκαν βέβαια. Μα τα ανώτερα τμήματά τους παρασύρονται στο διάστημα· μπορούμε να περισυλλέξουμε τα πληρώματα αργότερα. Τα χαμηλότερα τμήματα ως επί το πλείστον κάηκαν στην ατμόσφαιρα». Οι οθόνες έδειχναν εντυπωσιακές εικόνες των νημάτων που έπεφταν σαν ασημένιες σερπαντίνες, μερικές με μήκος εκατοντάδων χιλιομέτρων. 374

«Η ζημιά θα έχει κόστος δισεκατομμυρίων», μούγκρισε ο Πάξτον.

«Καλά, εντάξει», είπε η Μπέλα. «Πάντως, ένας ανελκυστήρας δεν μπορεί να προκαλέσει και μεγάλη ζημιά πέφτοντας, έτσι δεν είναι; Δεν μοιάζει με τα κτήρια που έχουν κατασκευαστεί πάνω στην επιφάνεια της Γης. Το μεγαλύτερο μέρος της μάζας, το αντίβαρο, απλώς παρασύρεται στο διάστημα. Άρα οι προβλέψεις για απώλειες σε ανθρώπινες ζωές...» «Με λίγη τύχη, μηδενικές», είπε ο Πάξτον απρόθυμα. «Σε κάθε περίπτωση ελάχιστες».

«Ούτε κι από τον Αρη αναφέρθηκαν θύματα», παρενέβη η Κάσι. Η Μπέλα ξεφύσηξε δυνατά.

«Φαίνεται πως μάλλον γλιτώσαμε τα χειρότερα». Ο Πάξτον την αγριοκοίταξε.

«Μήπως με κάποιον τρόπο εξισώνετε τις δύο επιθέσεις; Κυρία πρόεδρε, αντιπροσωπεύετε τις νόμιμες κυβερνήσεις αυτού του πλανήτη. Η ενέργεια του Ελευθερωτή ήταν μια πράξη πολέμου. Αλλά αυτό εδώ είναι τρομοκρατία. Πρέπει ν' αντιδράσουμε. Προτείνω να διατάξουμε τον Ελευθερωτή να τινάξει στον αέρα ολόκληρο τον πόλο του Άρη και να τελειώνουμε».

«Όχι», είπε η Μπέλα κοφτά. «Αλήθεια, Μπομπ, σε τι πιστεύεις πως θα ωφελούσε η κλιμάκωση της βίας;»

«Θα ήταν μια απάντηση στις επιθέσεις εναντίον των ανελκυστήρων μας. Θα έβαζε ένα τέλος σ' αυτή την αναθεματισμένη διαρροή πληροφοριών». Η Μπέλα έτριψε τα κουρασμένα της μάτια.

«Αμφιβάλλω πολύ αν η Αθηνά βρίσκεται εκεί πέρα. Εξάλλου όλα αλλάζουν, Μπομπ. Νομίζω πως θα σου πάρει κάμποσο χρόνο για να προσαρμοστείς στην κατάσταση, μα αυτή είναι η 375

αλήθεια. Στείλε σήμα στον Ελευθερωτή. Πες τους να περιμένουν περαιτέρω διαταγές».

«Κυρία πρόεδρε, με όλο τον σεβασμό – θα ανεχθείτε αυτή την υπονόμευση;»

«Εδώ και λίγα λεπτά πληροφορηθήκαμε περισσότερα απ' όσα μάθαμε κατά τις μετακινήσεις μας στο ηλιακό σύστημα τους τελευταίους μήνες. Ίσως θα 'πρεπε να ήμασταν πιο ανοιχτοί από την αρχή». Η Κάσι έγνεψε.

«Ναι. Δεν είναι σημάδι ενός ώριμου πολιτισμού να μην υπάρχουν μυστικά, να λέγεται πάντα η αλήθεια, να συζητούνται όλα;» «Ιησού Χριστέ», είπε ο Πάξτον. «Δεν πιστεύω στ' αφτιά μου! Κυρία πρόεδρε, Μπέλα, ο κόσμος θα πανικοβληθεί. Θα γίνουν ταραχές και λεηλασίες. Θα το δεις. Γι' αυτό κρατούσαμε μυστικά τα γεγονότα, κυρία Ντάφλοτ. Επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούν ν' αντέξουν την αλήθεια». Η Κάσι έριξε μια ματιά στην οθόνη του τοίχου.

«Αυτό δεν φαίνεται να είναι σωστό, ναύαρχε. Οι πρώτες απαντήσεις καταφθάνουν...»

Μόνοι πάνω από τον πόλο του Αρη, η Έντνα και ο Τζον κάθονταν σαν υπνωτισμένοι ενώ οι συζητήσεις που γίνονταν στο ηλιακό σύστημα ξετυλίγονταν μπροστά στις οθόνες των πινάκων τους.

«Για κοίτα», είπε ο Τζον. «Οι άνθρωποι δεν ψηφίζουν απλά για τη Βόμβα–Π, προσπαθούν συλλογικά να βρουν και άλλες λύσεις. Η άμεση δημοκρατία στο αποκορύφωμά της. Αν και φοβάμαι πως αυτήν τη φορά δεν υπάρχουν άλλες διαθέσιμες λύσεις». «Κάποιοι από τους διαστημάνθρωπους υποστηρίζουν πως πρέπει ν' αφήσουμε τη Βόμβα–Π να καταστρέψει τη Γη», είπε η 376

Έντνα. «Η Γη ανήκει στο παρελθόν της ανθρωπότητας, ενώ το διάστημα είναι το μέλλον της. Θέλουν ν' απορρίψουμε έναν φθαρμένο κόσμο».

«Μαζί με μερικά δισεκατομμύρια ανθρώπους;» μούγκρισε ο Τζον. «Για να μην αναφέρω και τους πολιτισμικούς θησαυρούς της ανθρωπότητας. Νομίζω πως αυτή είναι η άποψη μιας μικρής μειοψηφίας, ακόμα και μεταξύ των διαστημανθρώπων. Υπάρχει επίσης μια άλλη μερίδα που ισχυρίζεται πως η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να επιζήσει εάν χαθεί η Γη. Οι διαστημάνθρωποι παραμένουν μια πολύ μικρή κοινότητα εκεί. Είναι διασκορπισμένοι και πολύ ευάλωτοι... Ίσως χρειαζόμαστε τη Μεγάλη Μαμά, τουλάχιστον για κάποιον καιρό ακόμα».

«Για κοίτα αυτήν τη σειρά μηνυμάτων!» είπε η Έντνα. Η συζήτηση διεξαγόταν πάνω σε προτάσεις των μελών μιας παράταξης που ονομαζόταν Πατριωτική Επιτροπή. «Την έχω ακουστά. Είναι σύμβουλοι της μητέρας μου». Διάβασε: «"Οι Πρωτογέννητοι κυριαρχούν σε παρελθόν και μέλλον, στον χρόνο και στο διάστημα. Είναι τόσο εξελιγμένοι ώστε μπορούν να συγκριθούν με..."» Προχώρησε παρακάτω στο κείμενο. «Ναι, ναι. «"Η ύπαρξη των Πρωτογέννητων είναι ο οργανωτικός πόλος γύρω από τον οποίο θα πρέπει αναγκαστικά να δομηθεί όλη η μελλοντική ανθρώπινη ιστορία. Γι' αυτόν το λόγο, πρέπει ν' αποδεχτούμε την εξελιγμένη σοφία τους"». Ο Τζον μόρφασε. «Εννοούν πως αφού οι Πρωτογέννητοι έχουν αποφασίσει να καταστρέψουν τη Γη, εμείς πρέπει απλώς να το αποδεχτούμε;» «Αυτό λέει. Επειδή αυτοί ξέρουν καλύτερα».

«Ομολογώ ότι αυτό αγγίζει κάποια ευαίσθητη χορδή μου. Τι άλλο έχεις;» Στη σιωπή της βάσης Γουέλς ακούστηκε ξανά η Αθηνά: «Ήρθε η ώρα».

Ο Γιούρι κοίταξε έκπληκτος γύρω του τον άδειο αέρα. 377

«Εδώ είσαι;»

«Ναι, έστειλα τα δεδομένα ενός νέου άβαταρ». «Μα δεν έχουν περάσει ακόμα δώδεκα ώρες».

«Δεν χρειάζεται περισσότερος χρόνος. Η απόφαση πάρθηκε – όχι ομόφωνα, αλλά πάντως με τεράστια πλειοψηφία. Λυπάμαι», είπε η Αθηνά ψύχραιμα. «Πρόκειται να διαπράξουμε ένα μεγάλο και τρομερό έγκλημα. Είναι όμως μια ευθύνη που θα την αναλάβουμε όλοι μας, τόσο η ανθρωπότητα όσο και οι σύμμαχοί της». «Έτσι πρέπει να γίνει, Γιούρι», είπε η Μάιρα. «Το ξέρεις κι εσύ...»

«Ό,τι κι αν κάνετε, εγώ δεν πρόκειται να φύγω από δω», είπε ο Γιούρι και βγήκε με βαριά βήματα από το δωμάτιο.

«Κοιτάξτε αυτή την ανταλλαγή απόψεων», είπε ο Αλεξέι. «Είμαστε η μειοψηφία. Η κατάσταση είναι ασύμμετρη. Άρα θα πρέπει να προετοιμαστούμε να πολεμήσουμε ασύμμετρα, με τον τρόπο που οι μικρότερες δυνάμεις αντιμετωπίζουν πάντα τις μεγαλύτερες. Ν' αντλήσουμε διδάγματα από την ιστορία των αυτοκρατοριών, μια ιστορία που φτάνει ως τον Μέγα Αλέξανδρο. Πρέπει να ετοιμαστούμε για θυσίες, αν πρόκειται να τους χτυπήσουμε. Πρέπει να ετοιμαστούμε να πεθάνουμε...» «Ένα μέλλον στο οποίο θα μετατραπούμε όλοι σε καμικάζι αυτοκτονίας», είπε η Γκρέντελ. «Μα αν δεν ανταποκριθούν οι Αρειανοί σ' εκείνη την παράλληλη πραγματικότητα, ίσως να μη μας μένει κανένα μέλλον». Η Μάιρα έριξε μια ματιά στις συνόψεις των συζητήσεων, οι οποίες παρουσιάζονταν στις απλωμένες πάνω στο τραπέζι οθόνες. Το περιεχόμενό τους ήταν περίπλοκο, το μήνυμά τους, όμως, απλό: Κάντε το να τελειώνουμε. Η Έλλι σηκώθηκε όρθια.

378

«Μάιρα, σε παρακαλώ, βοήθησε με. Νομίζω πως ήρθε η ώρα να μιλήσουμε στη μητέρα σου». Η Μάιρα ακολούθησε την Έλλι στον Λάκκο.

50. Ιντερλούδιο: Η τελευταία των Αρειανών Βρισκόταν ολομόναχη πάνω στον Άρη. Η μόνη απ' τους ομοίους της που είχε περάσει μέσα από κείνη την άκομψη συρραφή χρονικών περιόδων.

Είχε κατασκευάσει ένα καταφύγιο στον βόρειο πόλο του πλανήτη, έναν πύργο από πάγο. Ήταν πανέμορφος, μα η ομορφιά του ήταν άσκοπη, γιατί δεν υπήρχε άλλος από την ίδια για να τον δει. Δεν ήταν καν ο δικός της Αρης. Το μεγαλύτερο μέρος εκείνου του συρραμμένου πλανήτη, παρ' όλες τις πόλεις και τα κανάλια που είχαν γλιτώσει, μαστιζόταν από ένα ξερό κρύο. Όταν είδε τη σειρά των συμβόλων που έκαιγαν πάνω στον πάγο της Μιρ, του τρίτου πλανήτη, ένιωσε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα· τώρα ήξερε πως υπήρχαν κι άλλα νοήμονα όντα εκτός από την ίδια σ' αυτό το καινούργιο ηλιακό σύστημα. Ακόμα κι αν γνώριζε, όμως, πως ό,τι κι αν ζούσε σ' εκείνο τον πλανήτη ήταν ξάδελφος του δικού της είδους, η ιδέα δεν την παρηγορούσε και τόσο. Έτσι περίμενε μέσα στον πύργο της και συλλογιζόταν τι να κάνει.

Τα μεγάλα πειράματα της ζωής στους πλανήτες του ήλιου εξελίσσονταν παράλληλα, μα είχαν διαφορετικά αποτελέσματα. Όταν εμφανίστηκε έλλογη ζωή πάνω στον Άρη, οι Αρειανοί άρχισαν να ελέγχουν το περιβάλλον τους όπως και οι άνθρωποι. Άναβαν φωτιές και κατασκεύαζαν πόλεις. Αλλά οι Αρειανοί δεν έμοιαζαν με τους ανθρώπους. 379

Ακόμα και η μοναδικότητά της μπορούσε ν' αμφισβητηθεί. Το σώμα της ήταν απλώς μια κοινότητα κυττάρων και η ακαθόριστη μορφή της ήταν τόσο ρευστή, που άλλοτε βρισκόταν σε κίνηση, άλλοτε σε ακινησία, άλλοτε διασκορπιζόταν και άλλοτε επανασυγκολλούνταν. Έμοιαζε περισσότερο με αμοιβάδα παρά με άνθρωπο. Πάντα ήταν στενά συνδεμένη με τις απίστευτα δικτυωμένες μεταξύ τους κοινότητες των μονοκύτταρων οργανισμών που πλημμύριζαν τον Άρη. Στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσες να την ονομάσεις καν «θηλυκή», αφού οι όμοιοί της δεν διέθεταν φύλο όπως οι άνθρωποι. Μα είχε γεννήσει απογόνους, γι' αυτόν το λόγο ήταν περισσότερο «αυτή» παρά «αυτός».

Σε όλη την ιστορία του Άρη μόνο μερικές εκατοντάδες χιλιάδες υπήρξαν από το είδος της, απλωμένοι στις θάλασσες και τις πεδιάδες του πλανήτη. Δεν είχαν καν ονόματα· ήταν τόσοι λίγοι, που τα ονόματα ήταν περιττά. Καθένας αντιλαμβανόταν τον άλλο σαν φωνές που μόλις ακούγονταν μέσα στον αντίλαλο ενός αχανούς καθεδρικού ναού. Γνώριζε πολύ καλά πως όλοι οι άλλοι είχαν χαθεί. Ένιωθε μια μοναξιά που δεν θα μπορούσε να τη φανταστεί άνθρωπος. Ακόμα και το όπλο των Πρωτογέννητων που πλησίαζε, η Βόμβα–Π του Άρη, είχε εξαφανιστεί.

Λίγο πριν από την Ασυνέχεια εργαζόταν στον πόλο του Άρη, φροντίζοντας την παγίδα του στρεβλωμένου χωροχρόνου μέσα στην οποία αυτή και οι συνάδελφοί της είχαν κατορθώσει να φυλακίσουν το Μάτι των Πρωτογέννητων. Για αισθήσεις τόσο ενισχυμένες ώστε να «βλέπουν» τη στρέβλωση του διαστήματος, το όπλο ήταν απολύτως ορατό στο ζενίθ του ουρανού, κατευθυνόμενο στον πόλο του Άρη. Ύστερα ήρθε η Ασυνέχεια. Το Μάτι παρέμεινε στο κλουβί του. Το όπλο των Πρωτογέννητων εξαφανίστηκε.

Εκείνος ο συρραμμένος Άρης ήταν ένα ερείπιο· η ατμόσφαιρά του αποτελούνταν μόνο από ένα λεπτό επίστρωμα διοξειδίου 380

του άνθρακα, ίχνη πάγου υπήρχαν στους πυθμένες των άδειων πια ωκεανών και αμμοθύελλες μαίνονταν πάνω από το ξερό τοπίο, αποστειρωμένο από τις υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου. Σε κάποια σημεία οι πόλεις που ζούσαν οι όμοιοί της στέκονταν ακόμα όρθιες, ερημωμένες. Σε μερικές τα φώτα υπήρχαν ακόμα. Όμως οι όμοιοί της είχαν χαθεί. Και όταν έσκαψε στο χέρσο, τοξικό χώμα, ανακάλυψε μόνο μεθανογόνα και άλλα απλά βακτήρια, σ' ένα λεπτό στρώμα, απομεινάρι των πλούσιων κοινοτήτων που κάποτε αναπτύσσονταν πάνω σ' εκείνο τον πλανήτη. Απομεινάρια τους ήταν και οι τελευταίοι απόγονοι του δικού της είδους. Ήταν ολομόναχη. Παιχνίδι των Πρωτογέννητων. Πίκρα την πλημμύριζε.

Οι Αρειανοί πίστευαν πως μέχρι έναν βαθμό είχαν κατανοήσει τους Πρωτογέννητους. Οι Πρωτογέννητοι θα έπρεπε να ήταν μια πολύ αρχαία φυλή.

Ίσως και να ήταν επιζώντες των Πρώτων Ημερών, μιας εποχής που ξεκίνησε μόλις μισό δισεκατομμύριο χρόνια μετά την ίδια τη Μεγάλη Έκρηξη, όταν το σύμπαν έγινε διαφανές και το φως των πρώτων αστεριών άρχισε να φέγγει αβέβαια. Αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο οι Πρωτογέννητοι προκαλούσαν αστάθεια στα άστρα. Στις δικές τους μέρες όλα τα αστέρια ήταν ασταθή.

Κι επειδή ήταν αρχαίοι, ήταν συντηρητικοί. Για να πετύχουν τους στόχους τους, προκαλούσαν τεράστιες εκλάμψεις στ' αστέρια ή τα μετέτρεπαν σε καινοφανή ή άλλαζαν τη μεταβλητότητά τους, αλλά δεν τα διέλυαν εντελώς. Έστελναν τις συμπαντικές τους βόμβες για ν' αποστειρώσουν πλανήτες, όχι για να τους συντρίψουν. Φαίνονταν να προσπαθούν με όσο το δυνατόν πιο οικονομικό τρόπο να σταματήσουν πολιτισμούς που κατανάλωναν ενέργεια. 381

Οι Αρειανοί, για να καταλάβουν γιατί συνέβαινε κάτι τέτοιο, προσπάθησαν να δουν τον εαυτό τους μέσα από τα μάτια ενός Πρωτογέννητου. Το σύμπαν είναι γεμάτο με ενέργεια, μα το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται σε ισορροπία. Σε κατάσταση ισορροπίας η ενέργεια δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε και με ωφέλιμο τρόπο· όσο μπορούν να χρησιμοποιηθούν και τα στάσιμα νερά μιας λιμνούλας για να κινήσουν έναν νερόμυλο. Η ζωή εξαρτάται από τη ροή ενέργειας έξω από την κατάσταση ισορροπίας – αυτό το μικρό κλάσμα της «ωφέλιμης» ενέργειας ή εξέργειας.

Και είναι αλήθεια ότι σ' όλο το σύμπαν η εξέργεια σπαταλιόταν. Παντού η εξέλιξη οδηγούσε τη ζωή σε όλο και πιο περίπλοκες μορφές, που αυτές με τη σειρά τους εξαρτιόνταν από την ακόμα πιο γρήγορη χρήση της διαθέσιμης ενεργειακής ροής. Ύστερα ήταν και τα έλλογα όντα. Οι πολιτισμοί έμοιαζαν να πειραματίζονται με μεθόδους για γρηγορότερη εξάντληση της εξέργειας. Από το υψηλό βάθρο των Πρωτογέννητων, προϊόντα ταπεινών πολιτισμών όπως εκείνα των Αρειανών ήταν αδιάφορα. Το μόνο που είχε σημασία ήταν η ροή ενέργειας και ο ρυθμός με τον οποίο σπαταλιόταν.

Σίγουρα, ένας πολιτισμός τόσο αρχαίος όσο εκείνος των Πρωτογέννητων και τόσο ανεξάρτητα εξελιγμένος, θα 'πρεπε να αντιμετωπίσει συνολικά το μέλλον του κόσμου και με χρήση των πεπερασμένων πηγών του. Όσο πιο πολύ ήθελε κάποιος να κρατήσει ο πολιτισμός του, τόσο πιο προσεκτικά θα 'πρεπε να ελέγχει αυτές τις πηγές. Αν ήθελε να φτάσει στο απώτατο μέλλον –ως τις Ύστατες Ημέρες, όταν η πλημμυρίδα της πεμπτουσίας θα 'δινε τέλος στην περίοδο της ύλης–, οι περιορισμοί θα 'πρεπε να είναι αυστηροί. Οι υπολογισμοί των ίδιων των Αρειανών, αν ήθελαν να φτάσουν μέχρι τις Ύστατες Ημέρες, έδειχναν πως το σύμπαν μπορούσε ν' αντέξει μόνο έναν κόσμο πυκνοκατοικημένο και πεινασμένο για ενέργεια 382

όσο ο δικός τους, έναν μονάχα κόσμο στους εκατό δισεκατομμύρια άδειους γαλαξίες του σύμπαντος.

Οι Πρωτογέννητοι πρέπει να είχαν διακρίνει πως για να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα η ζωή, για να περάσει στο απώτατο μέλλον έστω κι ένας κόκκος αντίληψης, χρειαζόταν πειθαρχία σε συμπαντική κλίμακα. Δε θα 'πρεπε να υπάρχουν περιττές διαταράξεις, καμιά σπατάλη ενέργειας, κανένας κυματισμός στο ρεύμα του χρόνου. Τίποτα δεν ήταν πιο πολύτιμο για τους Πρωτογέννητους από τη ζωή. Αλλά έπρεπε να είναι το σωστό είδος ζωής. Τακτική, ήρεμη, πειθαρχημένη. Δυστυχώς, κάτι τέτοιο ήταν σπάνιο.

Σίγουρα λυπόντουσαν γι' αυτό που έκαναν. Παρακολουθούσαν τις καταστροφές που προκαλούσαν και δημιουργούσαν δείγματα των αφανιζόμενων πλανητών μέσω της συρραφής διαφορετικών χρονικών τους περιόδων και μετά έριχναν τα δείγματα αυτά σε μικροσκοπικά σύμπαντα. Μα η Αρειανή γνώριζε πως σε τούτο το σύμπαν–παιχνιδάκι η θετικότητα της μάζας–ενέργειας εξισορροπούνταν από την αρνητικότητα της βαρύτητας. Όταν θα πέθαινε, πράγμα που θα συνέβαινε πολύ σύντομα, τα ενεργειακά σύνολα θα ακυρώνονταν κι ένα ολόκληρο σύμπαν θα μετατρεπόταν σε αφηρημένο μηδέν. Οι Πρωτογέννητοι ήταν οικονόμοι ακόμα και στον τρόπο που εξέφραζαν τη θλίψη τους.

Οι Αρειανοί συζητούσαν έντονα μεταξύ τους το γιατί οι Πρωτογέννητοι είχαν τόσο μεγάλη επιθυμία να φτάσουν ως τις Ύστατες Ημέρες.

Ίσως αυτό να οφειλόταν στην καταγωγή τους. Ίσως κατά τις Πρώτες Ημέρες, όταν είχαν αποκτήσει για πρώτη φορά συνείδηση, να είχαν συναντήσει κάποιον άλλο. Κάποιον τόσο πέρα από το σύμπαν τους, όσο βρίσκονταν κι εκείνοι πέρα από τα μικροσκοπικά σύμπαντα μέσα στα οποία αποθήκευαν τους συρραμμένους πλανήτες. Κάποιον που θα επέστρεφε κατά τις Ύστατες Ημέρες για να αποφασίσει ποιος θα σωζόταν. Οι 383

Πρωτογέννητοι πίστευαν πιθανώς πως εκτελώντας τους συμπαντικούς καυτηριασμούς τους, προξενούσαν καλό κι όχι κακό. Η τελευταία Αρειανή σκέφτηκε το σινιάλο από τη Μιρ.

Αυτοί που ζούσαν πάνω στη Μιρ δεν είχαν καμιά διάθεση να υποταχτούν στο χτύπημα των Πρωτογέννητων. Ούτε και οι Αρειανοί ήθελαν να δουν τον πολιτισμό τους να πεθαίνει για χάρη μιας νεύρωσης που είχε γεννηθεί όταν το σύμπαν ήταν ακόμα νέο. Έτσι αντιστάθηκαν. Ακριβώς όπως τα πλάσματα από τη Μιρ, το ίδιο κι ο μητρικός πλανήτης τους στο γονεϊκό σύμπαν προσπαθούσε τώρα να αντιπαλέψει. Η επιλογή της ήταν ξεκάθαρη.

Χρειάστηκε επτά αρειανές ημέρες για να ολοκληρώσει τις προετοιμασίες της.

Ενώ δούλευε, αναλογιζόταν το δικό της μέλλον. Ήξερε πως εκείνο το μικροσκοπικό σύμπαν πέθαινε. Δεν είχε καμιά επιθυμία να πεθάνει κι αυτή μαζί του. Ήξερε πως η μοναδική της πιθανή έξοδος διαφυγής ήταν μέσω ενός άλλου τεχνουργήματος των Πρωτογέννητων, που μπορούσε να το δει πολύ καθαρά με τις ενδυναμωμένες αισθήσεις της, ένα τεχνούργημα φωλιασμένο πάνω στον τρίτο πλανήτη. Όλα αυτά όμως αφορούσαν το μέλλον.

Δυστυχώς, η καταστροφή του κλουβιού του χωροχρόνου θα προξενούσε ζημιά στον οβελίσκο της από πάγο. Άρχισε να κατασκευάζει έναν δεύτερο λίγο πιο πέρα. Η δουλειά την ευχαριστούσε.

Ο καινούργιος οβελίσκος ήταν μισοτελειωμένος όταν, σύμφωνα με τις τροποποιήσεις που η ίδια είχε κάνει, το βαρυτικό κλουβί συνέθλιψε το Μάτι των Πρωτογέννητων.

51. Απόφαση

384

Υπήρχε μόνο ένα Μάτι, μα είχε πολλές προβολές μέσα στον χωροχρόνο. Είχε επίσης και πολλές λειτουργίες.

Μία από αυτές ήταν να εξυπηρετεί και ως δίαυλος επικοινωνίας. Όταν η αρειανή παγίδα έκλεισε, το Μάτι εξέπεμψε ένα σήμα κινδύνου. Μια στριγκλιά που μεταδόθηκε σε όλες τις αδελφές προβολές του.

Η Βόμβα–Π ήταν το μοναδικό τεχνούργημα των Πρωτογέννητων στο ηλιακό σύστημα με εξαίρεση το Μάτι το παγιδευμένο στον Λάκκο του Άρη. Και η Βόμβα–Π αισθάνθηκε τη στριγκλιά, ένα σήμα που δεν μπορούσε ούτε να το πιστέψει ούτε να το κατανοήσει. Ενοχλημένη, κοίταξε ευθεία εμπρός της.

Εκεί μπροστά στη Βόμβα–Π ο πλανήτης Γη αρμένιζε σαν λαμπερό παιχνίδι, φορτωμένος με όλους τους κατοίκους της. Σ' εκείνη την πυκνοκατοικημένη σφαίρα συναγερμοί έλαμπαν πάνω σε αμέτρητες οθόνες, τα πελώρια τηλεσκόπια κατόπτευαν τους ουρανούς... και μια ανασφαλής ανθρωπότητα φοβόταν πως η ιστορία έφτανε στο τέλος της. Η Βόμβα–Π θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος αυτού του κόσμου. Αλλά η κραυγή που άκουσε, προκάλεσε μια σύγκρουση μέσα της. Σύγκρουση που έπρεπε να λυθεί με τη λήψη μιας απόφασης. Η Βόμβα συγκέντρωσε τις ψυχρές σκέψεις της κλωσσώντας τις άγνωστες ακόμη δυνάμεις της. Ύστερα, άλλαξε πορεία.

385

51. Απόφαση Υπήρχε μόνο ένα Μάτι, μα είχε πολλές προβολές μέσα στον χωροχρόνο. Είχε επίσης και πολλές λειτουργίες.

Μία από αυτές ήταν να εξυπηρετεί και ως δίαυλος επικοινωνίας. Όταν η αρειανή παγίδα έκλεισε, το Μάτι εξέπεμψε ένα σήμα κινδύνου. Μια στριγκλιά που μεταδόθηκε σε όλες τις αδελφές προβολές του.

Η Βόμβα–Π ήταν το μοναδικό τεχνούργημα των Πρωτογέννητων στο ηλιακό σύστημα με εξαίρεση το Μάτι το παγιδευμένο στον Λάκκο του Άρη. Και η Βόμβα–Π αισθάνθηκε τη στριγκλιά, ένα σήμα που δεν μπορούσε ούτε να το πιστέψει ούτε να το κατανοήσει. Ενοχλημένη, κοίταξε ευθεία εμπρός της.

Εκεί μπροστά στη Βόμβα–Π ο πλανήτης Γη αρμένιζε σαν λαμπερό παιχνίδι, φορτωμένος με όλους τους κατοίκους της. Σ' εκείνη την πυκνοκατοικημένη σφαίρα συναγερμοί έλαμπαν πάνω σε αμέτρητες οθόνες, τα πελώρια τηλεσκόπια κατόπτευαν τους ουρανούς... και μια ανασφαλής ανθρωπότητα φοβόταν πως η ιστορία έφτανε στο τέλος της. Η Βόμβα–Π θα μπορούσε να γίνει κυρίαρχος αυτού του κόσμου. Αλλά η κραυγή που άκουσε, προκάλεσε μια σύγκρουση μέσα της. Σύγκρουση που έπρεπε να λυθεί με τη λήψη μιας απόφασης. Η Βόμβα συγκέντρωσε τις ψυχρές σκέψεις της κλωσσώντας τις άγνωστες ακόμη δυνάμεις της. Ύστερα, άλλαξε πορεία.

386

Ε΄: ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΠΑΦΕΣ

52. Παρέλαση Η Μπιζέζα και η Έμελιν βγήκαν από τη διαμέρισμα για τελευταία φορά. Ήταν και οι δυο φορτωμένες με σακίδια και βαλίτσες. Ο ουρανός ήταν μολυβένιος, μα τουλάχιστον δεν χιόνιζε.

Η Έμελιν κλείδωσε προσεκτικά το διαμέρισμά της και καταχώνιασε τα κλειδιά σε μια τσέπη του χοντρού γούνινου παλτού της. Ασφαλώς δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά· κι ύστερα θα 'ρχόταν ο πάγος και θα συνέθλιβε το κτήριο. Πάντως η Έμελιν κλείδωσε. Η Μπιζέζα δεν είπε κουβέντα: κι αυτή στη θέση της θα έκανε ακριβώς το ίδιο. Η Μπιζέζα σιγουρεύτηκε γι' άλλη μια φορά πως πήρε μαζί της το μοναδικό αγαθό που είχε πραγματική σημασία γι' αυτήν: το τηλέφωνό της, χωμένο σε μια εσωτερική τσέπη μαζί με τις μπαταρίες της διαστημικής στολής. Ύστερα κατευθύνθηκαν στη λεωφόρο Μίτσιγκαν.

Στη λεωφόρο Μίτσιγκαν, ένα φαράγγι από τσιμέντο και τούβλα ανάμεσα σε μαυρισμένους ουρανοξύστες και κλειστά καταστήματα, φυσούσε πάντα δυνατός άνεμος και η Έμελιν με την Μπιζέζα γύρισαν την πλάτη στον βοριά για να προστατέψουν τα μάτια τους.

Η συγκέντρωση είχε ήδη ξεκινήσει: χιλιάδες άνθρωποι στέκονταν μέσα στην παγωμένη λάσπη, σχηματίζοντας σταδιακά μια πειθαρχημένη πομπή. Η Μπιζέζα δεν φανταζόταν πως ζούσαν τόσοι πολλοί άνθρωποι ακόμα στο Σικάγο. Υπήρχαν άμαξες κάθε είδους, από αγροτικές καρότσες μέχρι κομψά δίτροχα και τετράτροχα, κι όλες είχαν ζεμένα τα μυώδη άλογα τα προσαρμοσμένα στο κρύο της Εποχής των Παγετώνων. Ακόμα και τα ιππήλατα λεωφορεία της πόλης 387

ήταν έτοιμα να τσουλήσουν για μια ακόμη φορά, φορτωμένα επιβάτες.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, ήταν πεζοί, με μπόγους στις πλάτες ή μέσα σε καροτσάκια, κρατώντας από το χέρι παιδιά ή εγγόνια. Πολλοί από τους κατοίκους του Σικάγου ήταν κουκουλωμένοι με τις γούνες τους, αλλά εκείνη τη μέρα μερικοί αψηφούσαν τα στοιχεία της φύσης και φορούσαν ρούχα που έμοιαζαν να είναι τα καλά τους: φράκα, μακριές τουαλέτες, ημίψηλα και γούνινα πανωφόρια. Ακόμα και πολλές πόρνες της πόλης είχαν βγει στο φως της μέρας. Με βαμμένα χείλη και μάγουλα, αποκαλύπτοντας στο κρύο αστραγάλους και ντεκολτέ, γελούσαν και φλέρταραν σαν πολύχρωμα πουλιά. Όλοι συζητούσαν με ενθουσιασμό. Επικεφαλής της παρέλασης βρίσκονταν γυαλιστερές κλειστές μαύρες άμαξες, που είχαν παραταχθεί έξω από το ξενοδοχείο «Λέξινγκτον». Θα μετέφεραν τους προύχοντες της πόλης, κυρίως τους συγγενείς και τους συμμάχους του δημάρχου Ράις. Λεγόταν πως και ο Τόμας Έντισον ήταν εκεί, τυλιγμένος με κουβέρτες, μέσα σε μια άμαξα δικού του σχεδιασμού την οποία θέρμαινε μια φορητή ηλεκτρική γεννήτρια. Η άμαξα του ίδιου του Ράις, φτιαγμένη από γυαλισμένο ξύλο και στολισμένη με μαύρες κορδέλες, βρισκόταν επικεφαλής της πομπής και η Μπιζέζα με έκπληξη είδε πως την έσερνε ένα μαλλιαρό μαμούθ. Το ζώο ήταν ανήσυχο. Σήκωσε το κεφάλι του με το αλλόκοτο εξόγκωμα στην κορυφή και οι μακριοί κυρτοί του χαυλιόδοντες έλαμψαν στον αέρα. Καθώς οι νευρικοί αμαξάδες το χτυπούσαν με βουκέντρες και μαστίγια, εκείνο έβγαλε ένα στριγκό κάλεσμα που έκανε αντίλαλο στα παράθυρα των ουρανοξυστών. Η Μπιζέζα απρόθυμα όφειλε να παραδεχτεί πως ήταν μια πολύ εντυπωσιακή κίνηση εκ μέρους του Ράις – αρκεί το μαμούθ να μη διέλυε την άμαξα που υποτίθεται πως θα 'σερνε. Ήταν πραγματικά ένα σπουδαίο θέαμα και η Μπιζέζα θαύμασε τον Ράις και τους συμβούλους του που το είχαν οργανώσει και 388

που είχαν επιλέξει τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Στη Μιρ ήταν 4 Ιουλίου, σύμφωνα με το ημερολόγιο που είχαν καταρτίσει οι αστρονόμοι του πανεπιστημίου. Εκείνη η παρέλαση για τη Μέρα της Ανεξαρτησίας θα σήμαινε στην πραγματικότητα την τελειωτική εγκατάλειψη του παλιού Σικάγου. Και η Μπιζέζα, πέρα από τις όλο ζωντάνια συζητήσεις, μπορούσε ν' ακούει το υπόκωφο μουρμούρισμα του υπομονετικού πάγου. Η Έμελιν οδήγησε την Μπιζέζα στη θέση τους, ανάμεσα στους ευυπόληπτους πολίτες που είχαν συγκεντρωθεί πίσω από τις πρώτες άμαξες. Τυμπανιστές περίμεναν παρατεταγμένοι τρέμοντας, σφίγγοντας με τα χέρια τους, τα προφυλαγμένα με μάλλινα γάντια, τις μπαγκέτες τους.

Γρήγορα εντόπισαν τον Χάρι και τον Τζόσουα, τους δυο γιους της Έμελιν. Ο Χάρι, ο μεγαλύτερος, είχε επιστρέψει για να βοηθήσει τη μητέρα του να εγκαταλείψει την πόλη. Η Μπιζέζα χάρηκε που τους είδε. Ήταν και οι δυο ψηλόλιγνοι και μυώδεις νεαροί, ντυμένοι με φθαρμένα πανωφόρια από τομάρι φώκιας, με το πρόσωπο αλειμμένο με λίπος για να προστατεύονται από το κρύο. Έδειχναν προσαρμοσμένοι στον καινούργιο κόσμο. Με τα αγόρια κοντά τους, η Μπιζέζα σκεφτόταν πως οι πιθανότητες να επιζήσει στο ταξίδι αυξάνονταν σημαντικά. Ο Γκίφορντ Όκερ ήρθε να τους συναντήσει σπρώχνοντας μέσα απ' το πλήθος. Ήταν τυλιγμένος μ' ένα πελώριο μαύρο γούνινο παλτό και φορούσε κυλινδρικό καπέλο που κατέβαινε μέχρι τα μάτια του. Κουβαλούσε ένα ελαφρύ σακίδιο, μέσα από το οποίο προεξείχαν τυλιγμένα χαρτόνια. «Κυρία Ντουτ, κυρία Γουάιτ, χαίρομαι που σας βρίσκω».

«Δεν είστε και πολύ βαριά φορτωμένος, καθηγητά», είπε η Έμελιν αστειευόμενη. «Τι είναι αυτά τα χαρτιά;»

«Αστρικοί χάρτες», είπε εκείνος ψύχραιμα. «Ο αληθινός θησαυρός του πολιτισμού μας. Και μερικά βιβλία – τι φρίκη να μην μπορούμε ν' αδειάσουμε τις βιβλιοθήκες! Με κάθε βιβλίο 389

που θα χαθεί στον πάγο, ένα ακόμα κομματάκι του παρελθόντος μας θα σβήσει οριστικά. Όσο για τα προσωπικά μου αντικείμενα και τα κατσαρολικά μου, έχω την ομάδα μου από βαστάζους για να με βοηθά να τα μεταφέρω. Ονομάζονται τελειόφοιτοι». Άλλο ένα αδέξιο αστείο του καθηγητή. Η Μπιζέζα γέλασε ευγενικά.

«Κυρία Ντουτ, υποθέτω πως θα γνωρίζετε ότι ο Τζέικομπ Ράις σας ψάχνει. Θα σας περιμένει μέχρι να ξεκινήσει η πομπή. Θέλει να πάτε να τον συναντήσετε στην άμαξά του. Έχει ήδη τον Αμπντικαντίρ δίπλα του». «Σοβαρά; Ήλπιζα πως ο Αμπντικαντίρ θα είναι μαζί σας». Ο Άμπντι δούλευε πάνω σε αστρονομικές μελέτες κοντά στον Όκερ και τους φοιτητές του.

Ο Όκερ έγνεψε αρνητικά. «Ο δήμαρχος κάνει πάντα το δικό του». «Ίσως αξίζει τον κόπο αν είναι να ζεσταθούμε λιγάκι. Τι θέλει;» Ο Όκερ ανασήκωσε ειρωνικά το ένα φρύδι. «Νομίζω πως ξέρετε. Θέλει να σας αποσπάσει πληροφορίες σχετικά με τον Αλέξανδρο και την αυτοκρατορία του στον Παλαιό Κόσμο. Σάρισσες και ατμομηχανές – ομολογώ πως κι εγώ ο ίδιος νιώθω περιέργεια!» Εκείνη χαμογέλασε. «Ονειρεύεται ακόμα να γίνει κυρίαρχος σ' ολόκληρο τον κόσμο;»

«Δείτε το από την πλευρά του Ράις», είπε ο Όκερ. «Αυτή εδώ είναι η ολοκλήρωση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου, η μετεγκατάσταση από το παλιό Σικάγο στο νέο, μια προσπάθεια που απασχολούσε όλες τις δυνάμεις του εδώ και χρόνια. Ο Τζέικομπ Ράις είναι ακόμα νέος και γεμάτος ενεργητικότητα. Υποθέτω πως θα πρέπει να χαιρόμαστε γι' αυτό, γιατί αλλιώς δεν θα 'χαμε φτάσει μέχρι εδώ. Τώρα αναζητά μια καινούργια πρόκληση». «Ο κόσμος είναι πολύ μεγάλος», είπε η Μπιζέζα. Υπάρχει αρκετός χώρος για όλους». 390

«Όχι αιώνια, όμως», είπε ο Όκερ. «Στο κάτω–κάτω έχουμε ήδη κάνει κάποιες επιφυλακτικές επαφές με την απέναντι πλευρά του ωκεανού. Ο Ράις δεν είναι Αλέξανδρος, είμαι σίγουρος γι' αυτό, μα ούτε εκείνος ούτε ο μέγας βασιλιάς υπάρχει περίπτωση να υποταχτούν ο ένας στον άλλο.

»Επίσης, όπως ξέρετε, ίσως υπάρχει κάτι για το οποίο αξίζει να αγωνιστεί κανείς. Ο Ράις αποδέχτηκε όσα είπατε, κι εσείς κι ο Αμπντικαντίρ, για το μέλλον. Έχει ζητήσει από τους επιστήμονές του, ειδικά από μένα, να εξετάσουμε τρόπους για ν' αποτρέψουμε το τέλος του σύμπαντος – ή έστω να ξεφύγουμε από αυτό». «Πωπώ! Έχει μεγαλεπήβολα σχέδια».

«Υποπτεύεται, βλέπετε, πως η κυριαρχία πάνω σ' αυτό τον κόσμο ενδέχεται να είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα για τη σωτηρία του».

Η Μπιζέζα σκέφτηκε πως ίσως ο Ράις να είχε δίκιο. Αν ο μοναδικός τρόπος επιστροφής στη Γη περνούσε μέσα από το Μάτι της Βαβυλώνας, ο πόλεμος για την κατοχή εκείνης της πόλης ίσως τελικά να ήταν αναπόφευκτος. «Ωστόσο, το πρόβλημα είναι πως έτσι και σε βάλει στο χέρι κάποιος σαν τον Ράις, είναι δύσκολο να ξεφύγεις. Εγώ θα 'πρεπε να το είχα καταλάβει», είπε πικραμένα αναστενάζοντας ο Όκερ. «Κι εσύ πρέπει ν' αποφασίσεις τι ακριβώς θέλεις, Μπιζέζα Ντουτ» Ήταν ξεκάθαρη πάνω σ' αυτό.

«Πέτυχα αυτό για το οποίο ήρθα εδώ. Τώρα πρέπει να επιστρέψω στη Βαβυλώνα. Μέσω αυτού του δρόμου ήρθα στον εδώ κόσμο κι αυτός αποτελεί τη μοναδική μου επαφή με την κόρη μου. Και νομίζω πως πρέπει να πάρω και τον Αμπντικαντίρ μαζί μου. Η αυλή του Αλέξανδρου σίγουρα χρειάζεται διάνοιες σαν τη δική του». Ο Όκερ το σκέφτηκε.

391

«Μας προσφέρατε πολλά, Μαντάμ Ντουτ, κι ένα από τα σημαντικότερα είναι η αντίληψη της θέσης μας μέσα σ' αυτό το περίεργο συνονθύλευμα συμπάντων. Οι πόλεμοι του Τζέικομπ Ράις δεν είναι και δικοί σας πόλεμοι, ούτε οι στόχοι του είναι και στόχοι σας. Όταν έρθει ή ώρα, θα σας βοηθήσουμε να ξεφύγετε απ' αυτόν». Έριξε μια ματιά στην Έμελιν και στους γιους της, οι οποίοι συγκατένευσαν στο να προσφέρουν την υποστήριξή τους. «Ευχαριστώ», είπε η Μπιζέζα με ειλικρίνεια. «Μα μ' εσάς τι θα γίνει, καθηγητά;»

«Ο θεμέλιος λίθος στο νέο αστεροσκοπείο του Νέου Σικάγου έχει ήδη μπει στη θέση του. Αν ολοκληρώσω την κατασκευή του, θα είναι για μένα αρκετό. Πέρα απ' αυτό...» Κοίταξε τα πυκνά νέφη πάνω από τα κεφάλια τους. «Μερικές φορές, ξέρετε, νιώθω προνομιούχος απλά με το που βρίσκομαι εδώ, στον πλανήτη που εσείς αποκαλείτε Μιρ. Μεταφέρθηκα σ' ένα εντελώς καινούργιο σύμπαν, όπου υπάρχουν διαφορετικοί αστρικοί κόσμοι, τους οποίους δεν έχει μελετήσει κανείς άλλος αστρονόμος πριν από τη γενιά μου. Η ορατότητα, βεβαίως, είναι πάντα κακή. Θα ήταν υπέροχο αν μπορούσα να ταξιδέψω πάνω από τα σύννεφα της Μιρ... να φτάσω στη Σελήνη και στους άλλους πλανήτες με κάποιο ιπτάμενο άρμα. Το πώς μπορεί να επιτευχθεί ένας τέτοιος στόχος είναι κάτι που ξεπερνά τη φαντασία μου, μα αν ο Μέγας Αλέξανδρος μπορεί να διατηρεί ατμοκίνητα τρένα, ίσως τότε και το Νέο Σικάγο μπορέσει να φτάσει στ' αστέρια. Τι λέτε κι εσείς;» Ένα παιδιάστικο μειδίαμα χαράχτηκε στα χείλη του. Η Μπιζέζα χαμογέλασε κι εκείνη.

«Νομίζω πως αυτή είναι μια θαυμάσια ιδέα».

Η Έμελιν έσφιξε το μπράτσο του Χάρι, του γιου της.

«Σας τα χαρίζω τ' αστέρια. Το μόνο που θέλω είναι ένα κομμάτι γης που να μην είναι σκεπασμένο με πάγο, τουλάχιστον όχι όλο τον χρόνο. Όσο για το μέλλον – πεντακόσια χρόνια μετά 392

είπατε; Δεν νομίζω να ζήσουμε τόσο εγώ και τ' αγόρια μου. Ο χρόνος που μένει μου είναι αρκετός». «Είστε πολύ σοφή γυναίκα», είπε ο Όκερ.

Ακούστηκε ο ήχος μιας κυνηγετικής σάλπιγγας.

Ζητωκραυγές ενθουσιασμού υψώθηκαν στον αέρα. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά κινήθηκαν, τακτοποιώντας τα σακίδια στην πλάτη τους. Άλογα χλιμίντρισαν και κλότσησαν, χάμουρα κροτάλισαν και το ανάκατο πλήθος, συνωστισμένο στον λασπωμένο δρόμο, άρχισε να σχηματίζει πομπή. Φώτα άναψαν ξαφνιάζοντας την Μπιζέζα. Ηλεκτρικοί προβολείς κρεμασμένοι από ουρανοξύστες φώτισαν τους τοίχους, που αποκαλύφθηκε πως ήταν καλυμμένοι με αμερικανικές σημαίες. Οι ζητωκραυγές δυνάμωσαν περισσότερο. «Είναι όλα παρμένα από την παγκόσμια έκθεση», είπε η Έμελιν χαμογελώντας βουρκωμένη. «Διατηρώ τις επιφυλάξεις μου σχετικά με τον Τζέικομπ Ράις, αλλά ποτέ δεν αρνήθηκα πως έχει στυλ. Τι ωραίος τρόπος για να αποχαιρετήσουμε τη γηραιά κυρία!» Οι τυμπανιστές άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανά τους.

Με μια κραυγή διαμαρτυρίας, το μαμούθ του Ράις ξεκίνησε θέτοντας σε κίνηση την άμαξα του δημάρχου. Το πλήθος ήταν τόσο στριμωγμένο, που χρειάστηκε ώρα για να ξεκινήσει όλη η πομπή. Πέρασαν αρκετά λεπτά μέχρι η Μπιζέζα, η Έμελιν και οι άλλοι να καταφέρουν να προχωρήσουν. Τελικά ολόκληρο το τεράστιο πλήθος προχώρησε αργά προς τα μπρος κινούμενο νότια, κατά μήκος της λεωφόρου Μίτσιγκαν και προς την κατεύθυνση του πάρκου Τζάκσον. Ένοπλοι στρατιώτες που φορούσαν κίτρινα περιβραχιόνια βάδιζαν και από τις δυο πλευρές της πυκνής φάλαγγας για να την προστατεύουν από τα άγρια ζώα. Ακόμα και τα κίτρινα ιππήλατα λεωφορεία μπήκαν σε κίνηση για μια τελευταία φορά, αν και δεν μπορούσαν να μεταφέρουν τους επιβάτες τους για πολύ. Οι 393

κάτοικοι του Σικάγου, καθώς περπατούσαν, άρχισαν να τραγουδούν, παίρνοντας ρυθμό από τα τύμπανα και από το αργό βάδισμα των βαριά φασκιωμένων ποδιών τους. Στην αρχή ξεκίνησαν με πατριωτικά τραγούδια: «My Country», «Tis of Three», «America», «The Star-Spangled Banner». Μα μετά από λίγο έπιασαν ένα τραγούδι του νεοϋορκέζικου μουσικού είδους Tin Pan Alley της δεκαετίας του 1890, απ' όπου είχε αποκοπεί η φέτα του Σικάγου. Η Μπιζέζα είχε ακούσει αυτό το τραγούδι πολλές φορές όσο βρισκόταν στην πόλη. Ήταν ένα γλυκό μοιρολόι, που μιλούσε για έναν γέρο που είχε χάσει την αγάπη του. Οι μελαγχολικές φωνές δυνάμωσαν κι αντηχούσαν πάνω στο τούβλο, το γυαλί και το τσιμέντο των εγκαταλειμμένων κτηρίων γύρω τους, τραγουδώντας για τις ελπίδες που είχαν χαθεί «μετά τον χορό». Η Μπιζέζα άκουσε γυαλιά να σπάνε, γέλια μεθυσμένων και μετά έναν υπόκωφο γδούπο. Κοιτάζοντας πίσω, είδε τις φλόγες που ήδη έγλειφαν τα σκοτεινιασμένα παράθυρα στους πάνω ορόφους του ξενοδοχείου «Λέξινγκτον».

53. Ωρόρα

7 Δεκεμβρίου 2070 Με τον Μπιλ Καρέλ και τον Μπομπ Πάξτον δίπλα της, η Μπελά Φίνγκαλ κοιτούσε έξω από το σαν φούσκα μικρό παράθυρο της ακάτου πλησιάζοντας ένα από τα πιο διάσημα διαστημόπλοια της ανθρώπινης ιστορίας. Η Μπέλα, μετά την ένταση των τελευταίων μηνών, ένιωθε εξαντλημένη ως το κόκαλο. Μα τώρα όλα είχαν σχεδόν τελειώσει. Λίγες μόνο μέρες απόμεναν μέχρι τη στιγμή που η Βόμβα–Π θα περνούσε κοντά από τη Γη: Η Ημέρα–Π, όπως την αποκαλούσαν οι σχολιαστές. Οι αστρονόμοι και οι στρατιωτικοί επιβεβαίωναν πως η Βόμβα λοξοδρόμησε από τι στιγμή που το Μάτι στον Άρη ξαφνικά είχε ζωντανέψει. Θα περνούσε πολύ κοντά, ανάμεσα στη Γη και τη Σελήνη, μα τελικά δεν θα συγκρουόταν με τον πλανήτη.

Η Μπέλα έπρεπε να προγραμματίζει τις υποθέσεις της σαν όλα αυτά να επρόκειτο να βγουν αληθινά. Εκείνη τη μέρα, για 394

παράδειγμα, έπρεπε να παραβρεθεί στη συνεδρίαση που θα γινόταν πάνω στην Ωρόρα, εκπληρώνοντας ένα από τα τελευταία καθήκοντα που είχε αναθέσει η ίδια στον εαυτό της: το ξεκίνημα ενός νέου διαλόγου σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας. Κατά βάθος βέβαια, όπως και οι υπόλοιποι άνθρωποι, δεν πίστευε πως είχαν τελειώσει όλα, εφόσον η Βόμβα–Π δεν τους είχε προσπεράσει ακίνδυνα. Και όπως οι περισσότεροι, σκόπευε κι αυτή να περάσει την Ημέρα–Π με την οικογένειά της. Μετά απ' αυτό θα μπορούσε να απαλλαγεί επιτέλους από το βάρος του αξιώματός της, να παραδοθεί στο διεθνές δικαστήριο για εγκλήματα πολέμου της Χάγης και ν' αφήσει κάποιον άλλο να παίρνει τις αποφάσεις. Ήταν ικανοποιημένη έτσι. Ικανοποιημένη και που θα απαλλασσόταν από το αξίωμα λίγο πριν παιχτεί η τελική πράξη εκείνου του θανάσιμου δράματος, δηλαδή η εκκένωση του Άρη. Η άκατος έστριψε. Είχε αφαιρεθεί και σχεδόν ξεχάσει πού βρισκόταν. Κοίταξε έξω από το παράθυρο, εστιάζοντας την προσοχή της σ' ένα θαυμαστό όσο και γνώριμο θέαμα.

Λάμποντας κάτω από το σκληρό φως του ήλιου, η Ωρόρα 2 έδειχνε άχαρη και εύθραυστη. Έμοιαζε με μπαστούνι μαζορέτας, μια λεπτή ραχοκοκαλιά μήκους διακοσίων μέτρων η οποία συνέδεε μονάδες πρόωσης και χώρους διαβίωσης. Το σκάφος ήταν γεμάτο σημάδια. Το χρώμα είχε αρχίσει να φεύγει, κάποιες συστοιχίες ηλιακών συσσωρευτών ήταν μαυρισμένες και λιωμένες και σ' ένα σημείο το κέλυφος του θόλου πληρώματος είχε καεί, αποκαλύπτοντας δοκούς στήριξης και χωρίσματα. Η Ωρόρα προφανώς είχε αντέξει σε τρομερές θερμοκρασίες. Ανταποκρίθηκε, όμως, σ' ό,τι της ζητήθηκε. Η Ωρόρα ήταν το δεύτερο επανδρωμένο διαστημόπλοιο που έφτανε στον Άρη. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να περισυλλέξει τον Μπομπ Πάξτον και το πλήρωμά του, οι οποίοι θα επέστρεφαν στην πατρίδα όπου τους περίμενε υποδοχή 395

ηρώων. Αλλά η ηλιακή καταιγίδα είχε ματαιώσει αυτά τα σχέδια και η Ωρόρα 2, ένα από τα μεγαλύτερα διαστημικά σκάφη της εποχής του, χρειάστηκε γι' άλλους σκοπούς πέραν της εξερεύνησης και αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Γη. Το σημείο L1, ένα σημείο βαρυτικής σταθερότητας ανάμεσα στον ήλιο και στη Γη, ήταν λογικά ο τόπος για να κατασκευαστεί μια ασπίδα με σκοπό την προστασία του πλανήτη από τη μανία της ηλιακής καταιγίδας. Εκεί, λοιπόν, τοποθετήθηκε η Ωρόρα, εξυπηρετώντας ως εργοτάξιο για τα πληρώματα που θα κατασκεύαζαν την Ασπίδα.

Η Ασπίδα δεν υπήρχε πια. Η καταιγίδα την είχε καταντήσει ένα μνημειακό ερείπιο, το οποίο καταβροχθίστηκε για να κτιστούν με τα υλικά του νέοι σταθμοί στο διάστημα και στη Σελήνη. Η ίδια η Ωρόρα παρέμεινε στο L1 σαν μόνιμο μνημείο εκείνων των καταπληκτικών ημερών, κι ακόμη ένα απομεινάρι της Ασπίδας είχε διατηρηθεί στη θέση του γύρω από το κέλυφος του σκάφους, με απλωμένη τη γυαλιστερή του επιφάνεια σπειροειδώς σαν ιστός αράχνης. Η Μπέλα λοξοκοίταξε τους συνεπιβάτες της. Ο εύθραυστος Μπιλ Καρέλ, οργισμένος για την προδοσία του γιου του, έτρεμε και δεν μπορούσε να δει το διαστημόπλοιο που πλησίαζε. Η έκφραση του Μπομπ Πάξτον ήταν ανεξιχνίαστη.

Κι η ίδια η Μπέλα είχε υπηρετήσει στην Ασπίδα κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας και είχε βρεθεί κι άλλες φορές εκεί στο παρελθόν για μνημόσυνα, αφιερώσεις, εγκαίνια μουσειακών χώρων, επετείους. Για τον Μπομπ Πάξτον τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μόλις επέστρεψε στη Γη μετά την καταιγίδα, προσπέρασε τις απονομές παρασήμων και τις συναντήσεις με τους προέδρους όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη στρατιωτική του καριέρα, για να αφιερώσει τελικά τη ζωή του στην αντιμετώπιση πιθανών μελλοντικών απειλών από τους Πρωτογέννητους. Ο Πάξτον δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το L1 και δεν είχε δει την Ωρόρα 2, εκτός από ένα φευγαλέο βλέμμα που μπορεί να της είχε ρίξει 396

όταν ήταν στον Άρη, τότε που εκείνη, διασχίζοντας τον ουρανό, προσπερνούσε από κει. Τώρα ο γέρος πολεμιστής είχε πρόσωπο αυλακωμένο, σφιγμένο, και η Μπέλα δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν.

Η άκατος έστριψε μ' έναν απόμακρο κρότο πλάγιων πυραύλων πρόωσης και κάθισε με την κοιλιά πάνω στο κυρτό κύτος του χώρου διαβίωσης του διαστημοπλοίου. Ο ήλιος, δημιουργώντας κάθετες σκιές, βρισκόταν τώρα ακριβώς κάτω από την Μπέλα, η οποία μέσα από κάποιο μικρό παράθυρο πάνω από το κεφάλι της κοίταζε τη Γη, ένα γαλάζιο φανάρι που κρεμόταν ακριβώς απέναντι από τον ήλιο. Ήταν ορατός ολόκληρος ο δίσκος της Γης, όπως συνέβαινε πάντα όταν τον έβλεπε κανείς από το L1. Ευχόταν να μπορούσε να τη δει καλύτερα. Η προσάρτηση ολοκληρώθηκε και τα συστήματα της ακάτου έκλεισαν. «Καλωσορίσατε στην Ωρόρα 2 και στον Μουσειακό Σταθμό Ασπίδας».

Η απαλή γυναικεία φωνή ήταν γνωστή κι έκανε την Μπέλα να ανατριχιάσει. Αυτή η επίσκεψή της ήταν διαφορετική από όλες τις προηγούμενες. «Γεια σου, Αθηνά. Καλωσόρισες».

«Μπέλα! Χαίρομαι που σου μιλώ ξανά. Πέρασε, σε παρακαλώ».

Μια μπουκαπόρτα άνοιξε στο πάτωμα. Η Μπέλα έλυσε τους ιμάντες ασφαλείας και αιωρήθηκε στον αέρα. Ο Αλεξέι Καρέλ και η Λάιλα Νιλ τους περίμεναν στη γέφυρα της Ωρόρα. Ήταν το πιο περίβλεπτο σημείο του σκάφους, το μέρος όπου κάποτε ο Μπαντ Τουκ οργάνωσε τη σωτηρία της Γης. Τώρα πια ήταν μουσείο και οι αρχαϊκές μαλακές οθόνες, τα ακουστικά, οι πίνακες ελέγχου και τ' άλλα απομεινάρια από τις μέρες της κρίσης είχαν συντηρηθεί με αγάπη, προστατευμένα 397

με διαφανή πλαστικά καλύμματα. Η Μπέλα πάντα, όταν ερχόταν εδώ, ένιωθε γριά. Ο Μπιλ Καρέλ ήταν ο τελευταίος που πέρασε στη γέφυρα. Αδέξιος σε συνθήκες μικροβαρύτητας, εμφανώς αδύναμος, έμοιαζε παράξενα κωμικός μέσα στην πορτοκαλί του φόρμα. Όταν αντίκρισε τον γιο του, η έκφρασή του άλλαξε.

«Αναθεματισμένε μικρέ ηλίθιε! Κι εσύ, Λάιλα! Με προδώσατε και οι δύο».

Ο Αλεξέι και η Λάιλα έσφιγγαν ο ένας τον άλλο παρασυρόμενοι ελαφρά από τη μικροβαρύτητα, νευρικοί μα και αποφασισμένοι. Ο Αλεξέι ήταν ένας λιγνός νεαρός άνδρας μόλις είκοσι εφτά ετών, ενώ η Λάιλα φαινόταν ακόμα μικρότερη. Η Μπέλα συνειδητοποίησε ξαφνικά πως όλοι οι διαστημάνθρωποι ήταν στην ουσία πιτσιρικάδες. «Εμείς δεν το βλέπουμε έτσι, μπαμπά», είπε ο Αλεξέι. «Κάναμε αυτό που έπρεπε να κάνουμε. Αυτό που θεωρούσαμε καλύτερο».

«Με κατασκοπεύατε!» είπε απότομα ο Καρέλ. «Μου κλέψατε τη δουλειά μου. Κι εσύ, Λάιλα, που ήσουν μια λαμπρή φοιτήτρια... Λαμπρή. Και ξέπεσες έτσι». Η Λάιλα ήταν πιο ψυχρή από τον εραστή της.

«Μας εξανάγκασαν οι πράξεις σας, κύριε. Κρατούσατε μυστικά. Δεν λέγατε στον κόσμο αυτά που έπρεπε να μάθει. Και είπατε ψέματα! Αν εμείς φταίξαμε, το ίδιο φταίξατε κι εσείς». «Αυτό είναι το πρώτο λογικό πράγμα που έχω ακούσει ως τώρα», τους διέκοψε η Μπέλα.

«Συμφωνώ», είπε η Αθηνά ξερά. «Ίσως θα 'πρεπε να καθίσουμε όλοι. Ένας μικρός εκπαιδευτικός χώρος στο πίσω μέρος της γέφυρας είναι ελεύθερος...»

Επρόκειτο για ένα πλαστικό τραπέζι με την επιφάνειά του γεμάτη πληροφορίες για την ηλιακή καταιγίδα που 398

απευθύνονταν σε παιδιά, με μικρά καθίσματα γύρω–γύρω που διέθεταν ράβδους μικροβαρύτητας για να στερεώνεις τα πόδια σου. Με μια δόση εκνευρισμού κάθισαν και οι πέντε γύρω από τα λαμπερά χρώματα του τραπεζιού.

«Εγώ, τουλάχιστον, χαίρομαι που σας έχω όλους εδώ», είπε η Αθηνά. «Αστείο ήταν αυτό, Αθηνά;» ρώτησε η Μπέλα με το βλέμμα προς τα πάνω. «Θα με θυμάσαι, Μπέλα. Πάντα ήμουν καλαμπουρτζού».

«Νόμιζες πως ήσουν. Οπότε θα είσαι ευχαριστημένη που σε φέραμε εδώ από τον Κύκλωπα». Παρόλο που μια διάνοια σαν την Αθηνά μπορούσε να «βρίσκεται» οπουδήποτε, η ίδια ή μάλλον τα πιο περίπλοκα προγράμματα που την όριζαν, βρίσκονταν αποθηκευμένα σε μια ασφαλή τράπεζα μνήμης, σε κάποιο από τα εγκαταλειμμένα μηχανοστάσια της Ωρόρα.

«Στον Κύκλωπα, όλοι με καλοδέχτηκαν και με προστάτεψαν», είπε η Αθηνά. «Μα γεννήθηκα για να ελέγχω την Ασπίδα, γεννήθηκα για να βρίσκομαι εδώ. Ασφαλώς εγώ, μάλλον το συγκεκριμένο αντίγραφό μου δεν έχει αναμνήσεις από την ηλιακή καταιγίδα. Είναι πολύ διαφωτιστικό για μένα να βρίσκομαι εδώ και να έχω πρόσβαση στα αποθηκευμένα αρχεία. Μπόρεσα να μάθω τι έγινε εκείνη τη μέρα σαν να ήμουν κι εγώ επισκέπτης. Αυτό επιφέρει ένα είδος ταπεινότητας». «Μπορώ κι εγώ με τη σειρά μου να ρωτήσω ταπεινά κάτι: για ποιο λόγο μας κουβάλησες όλους εδώ;», ρώτησε ο Πάξτον με ξινισμένο ύφος. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε από τη στιγμή της επιβίβασης. Η Μπέλα ακούμπησε απαλά το χέρι της πάνω στο τραπέζι, με ευγενικό τρόπο, παρ' όλα αυτά επιζητώντας την προσοχή τους.

«Γιατί αυτό είναι ουδέτερο έδαφος για Γήινους και διαστημάνθρωπους, εν πάση περιπτώσει όσο το δυνατόν πιο ουδέτερο. Φαίνεται ότι ξεπεράσαμε την κρίση της Βόμβας–Π, 399

αν και στον δρόμο αρπαχτήκαμε μεταξύ μας σαν γατιά στον ίδιο σάκο. Τώρα, όμως, πρέπει να βρούμε έναν καινούργιο τρόπο για να συνεχίσουμε». «Έμαθα πως μετά τα Χριστούγεννα θα παραιτηθείτε», της είπε ο Αλεξέι.

«Κάτι παραπάνω», μούγκρισε ο Πάξτον. «Η κυρία πρόεδρος πιθανόν να δικαστεί για εγκλήματα πολέμου. Όπως κι εγώ, βέβαια». Η Λάιλα συνοφρυώθηκε.

«Τι θα γίνει με τις επιθέσεις εναντίον των ανελκυστήρων; Ποιος θα θεωρηθεί υπεύθυνος γι' αυτές;»

«Είμαι πρόθυμη να δικαστώ εγώ», είπε η Αθηνά αποφασιστικά, «αν έτσι προστατέψω εκείνους των οποίων τις ενέργειες επηρέασα». Ο Αλεξέι γέλασε.

«Δεν μπορούν να περάσουν από δίκη μια Τεχνητή Νοημοσύνη».

«Ασφαλώς και μπορούν», είπε η Μπέλα. «Η Αθηνά έχει δικαιώματα. Είναι μια Νομική Οντότητα (Μη–Ανθρωπος). Αλλά τα δικαιώματα επισύρουν και υποχρεώσεις. Μπορεί να περάσει από δίκη όπως κι εγώ. Δεν νομίζω, βέβαια, πως έχει σκεφτεί κανείς ως τώρα ποια θα μπορούσε να είναι η ποινή της αν κρινόταν ένοχη...» «Αυτές οι δίκες θα γίνουν δημοσίως», είπε η Αθηνά, «ενώπιον δικαστηρίων όπου θα εκπροσωπούνται τόσο οι Γήινοι όσο και οι διαστημάνθρωποι. Όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ελπίζω να βοηθήσει στη συμφιλίωση. Στην επούλωση των πληγών».

«Όλοι κάναμε αυτό που θεωρούσαμε σωστό», είπε η Μπέλα. «Μα αυτά ανήκουν στο παρελθόν. Η Βόμβα–Π άλλαξε τα πάντα. Όλα τώρα πια είναι διαφορετικά». Η Λάιλα την κοίταξε με περιέργεια. 400

«Διαφορετικά; Πώς δηλαδή;..»

«Κατ' αρχήν, τα θέματα πολιτικής...»

Η παγκόσμια συζήτηση που είχε προκαλέσει η Αθηνά σχετικά με την απόφαση της εκτροπής της Βόμβας επέφερε έναν απότομο και τραυματικό κλονισμό στο πολιτικό σύστημα. Ίσως να ήταν το αποκορύφωμα εντάσεων που συσσωρεύονταν για δεκαετίες στην όλο και πιο στενά αλληλοσυνδεόμενη ανθρωπότητα. Μετά απ' αυτό, αποδείχτηκε πολύ δύσκολο να σταματήσουν οι συζητήσεις. «Από τη μέρα της ψηφοφορίας τα πάντα είναι ρευστά. Έχουν εμφανιστεί νέες παρατάξεις, νέες ομάδες συμφερόντων και διαμαρτυρίας, νέες ομάδες πίεσης. Στη Γη τα τελευταία όρια ανάμεσα στα παλιά έθνη κατέρρευσαν. Σε όλο το ηλιακό σύστημα οι άνθρωποι αδιαφορούν για τις παλιές συνομαδώσεις και συνενώνονται με άλλους με τους οποίους βρίσκουν πως έχουν κοινούς σκοπούς, ανεξάρτητα από τον κόσμο στον οποίο τυχαίνει να ζουν. Είτε μας αρέσει είτε όχι, αρχίζει να ριζώνει μια διαδικτυακή δημοκρατία, μια μαζική και αυτορρυθμιζόμενη κριτική σκέψη. Ίσως να είναι καλό που η πρώτη μεγάλη μας άσκηση στο πώς να χρησιμοποιούμε τη συλλογική μας φωνή ήταν κάτι πάνω στο οποίο όλοι λίγο– πολύ ομοφωνήσαμε – τελικά οι Πρωτογέννητοι ίσως να μας έκαναν και χάρη. Η φωνή μας, όμως, αυτή δεν έχει ησυχάσει». Ο Αλεξέι γύρισε προς τον πατέρα του.

«Άκου, μπαμπά. Τα πράγματα πρέπει ν' αλλάξουν και στο διάστημα. Μιλώ για τις σχέσεις ανάμεσα στους διαστημάνθρωπους και τη Γη». «Ανάμεσα σ' εμένα και σ' εσένα, θέλεις να πεις».

«Και αυτό. Η άποψη πως η Γη μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της στο διάστημα αποτελεί φαντασία όσα θωρηκτά αντιύλης κι αν κατασκευάσετε». 401

Τον Δεκέμβριο του 2070 δεν έγινε καμιά διακήρυξη ανεξαρτησίας, δεν δημιουργήθηκε κανένα έθνος διαστημανθρώπων και προς το παρόν όλοι οι διαστημάνθρωποι θεωρούνται άποικοι που οφείλουν αφοσίωση σε κάποιο από τα παλιά κράτη της Γης. Ασφαλώς και είχαν τις δικές τους εσωτερικές αντιπαλότητες. Μα καθώς κοιτούσαν τη Γη από μακριά, ένα μικρό γαλαζωπό φως στον ουρανό –αν, βέβαια, ήταν ορατή από το σημείο που ζούσαν–, αποδεικνυόταν όλο και πιο δύσκολο να θεωρούν τον εαυτό τους σαν Αμερικανό εναντίον Αλβανού, Βρετανό εναντίον Βέλγου...

«Η λέξη διαστημάνθρωπος είναι από μόνη της μια γελοία ετικέτα. Ένας αρνητικός χαρακτηρισμός που σημαίνει "όχι από τη Γη". Όλοι εμείς είμαστε διαφορετικοί ο ένας από τον άλλο και ο καθένας έχει την προσωπική του άποψη». «Σ' αυτό έχεις δίκιο», γρύλισε ο Πάξτον. «Υπάρχουν περισσότερες γνώμες απ' ό,τι γαμημένοι διαστημάνθρωποι».

«Αυτό θέλω να πω κι εγώ. Δεν μπορείτε να μας ελέγξετε πια. Δεν μπορούμε καν να ελέγξουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας – ούτε και θέλουμε. Μπήκαμε σ' έναν καινούργιο δρόμο, μπαμπά, ο οποίος ακόμα κι εμείς οι ίδιοι δεν ξέρουμε πού θα μας οδηγήσει». «Ή τι θα απογίνετε», είπε ο Καρέλ. «Εγώ, πάντως, θα πρέπει να σ' αφήσω ελεύθερο όποια κι αν είναι η κατάληξη, έτσι δεν είναι;» Ο Αλεξέι χαμογέλασε. «Φοβάμαι πως ναι».

Αυτό, όπως ήξερε και η Μπέλα, ήταν το κρυφό νόημα της συζήτησης ανάμεσα στη Γη και στους διαστημάνθρωπους. Αν ο μητρικός κόσμος χαλάρωνε τα λουριά, θα έχανε τα παιδιά του για πάντα. 402

«Θεέ μου, νιώθω έτοιμος να βάλω τα κλάματα», μούγκρισε ειρωνικά ο Μπομπ Πάξτον.

«Κοίτα, Μπομπ», είπε η Μπέλα. «Εδώ υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα. Μία από τις τελευταίες επίσημες αποφάσεις μου θα αφορά μια νέα συνταγματική συνθήκη για όλους –τη Γη και το υπόλοιπο ηλιακό σύστημα–, η οποία θα εξασφαλίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα και θα βασίζεται σε παλαιότερα σχετικά νομικά κείμενα. Δεν νομίζω πως χρειαζόμαστε μια παγκόσμια κυβέρνηση. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι καινούργιοι μηχανισμοί, νέες πολιτικές φόρμες που θα λαβαίνουν υπόψη τους τη νέα ρευστότητα. Δεν θα υπάρχουν πια κέντρα εξουσίας. Ούτε άλλα μυστικά. Χρειαζόμαστε επίσης θεσμούς που θα μας ενώνουν, θα εξασφαλίζουν τη δικαιοσύνη και την ισότητα στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και στις ευκαιρίες – καθώς και υπηρεσίες που θα αντιδρούν άμεσα όταν παρουσιαστεί κάποια κρίση».

«Για παράδειγμα, όταν οι Πρωτογέννητοι αποφασίσουν να μας χτυπήσουν πάλι», είπε ο Πάξτον.

«Ναι. Χρειαζόμαστε τρόπους για ν' αντιμετωπίζουμε τις απειλές δίχως να θυσιάζουμε τις ελευθερίες μας». Κοίταξε τα πρόσωπα γύρω της, άλλα δεκτικά και άλλα κυνικά. «Δεν έχουμε κάποιο προηγούμενο για το πώς θα πρέπει να κυβερνάται ένας πολιτισμός που απλώνεται σε αρκετούς διαφορετικούς κόσμους. Ίσως οι Πρωτογέννητοι να γνωρίζουν· μα κι αν ξέρουν, δεν πρόκειται να μας πουν. Θέλω πάντως να πιστεύω πως αυτό θα είναι το επόμενο στάδιο της ωρίμανσής μας ως πολιτισμού». «Ωρίμανσης; Αυτό μου ακούγεται κάπως ουτοπικό», είπε επιφυλακτικά ο Μπιλ Καρέλ. Ο Μπομπ Πάξτον μούγκρισε γι' άλλη μια φορά:

«Ναι. Και μην ξεχνάς πως όσα κεφάλια κι αν φυτρώσουν από σας τους μεταλλαγμένους διαστημάνθρωπους, θα συνεχίσει να μας ενώνει ένα πράγμα». 403

«Οι Πρωτογέννητοι», είπε η Λάιλα. «Ακριβώς», είπε ο Πάξτον.

«Ναι», είπε η Μπέλα. «Οπότε δώσε μας κάποιες νέες προτάσεις, Μπομπ. Την επόμενη φάση του Οχυρού Ήλιος». Την κοίταξε αλαφιασμένος.

«Είστε σίγουρη γι' αυτό, Μαντάμ πρόεδρε;»

«Ειλικρίνεια, Μπομπ. Αυτή είναι τώρα πια η λέξη κλειδί». Χαμογέλασε στους άλλους. «Ο Μπομπ και η Επιτροπή Πατριωτών έχουν δουλέψει πάνω σε κάποιες προτεραιότητες. Βέβαια, και το δικό τους νομικό καθεστώς πρέπει να επανεξεταστεί μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν». Ο Αλεξέι χαμογέλασε.

«Δεν μπορείς να συγκρατήσεις τους παλιούς πολεμιστές του ουρανού, έτσι δεν είναι, πτέραρχε Πάξτον;» Ο Πάξτον ήταν έτοιμος να τον πνίξει. Η Μπέλα του 'σφιξε το μπράτσο μέχρι που ηρέμησε.

«Ωραία, λοιπόν. Πρώτη προτεραιότητα: Πρέπει να ενεργήσουμε τώρα. Μεταξύ της ηλιακής καταιγίδας και της Βόμβας–Π είχαμε στη διάθεσή μας μια γενιά για να προετοιμαστούμε. Ομολογουμένως δεν ξέραμε τι μας περίμενε. Αν το δούμε όμως ετεροχρονισμένα, δεν κάναμε αρκετά και δεν πρέπει να διαπράξουμε το ίδιο λάθος ξανά. Το μόνο καλό όσον αφορά τη Βόμβα–Π είναι ο τρόπος με τον οποίο κινητοποιείται πια η κοινή γνώμη για την υποστήριξη τέτοιων μέτρων. »Δεύτερη προτεραιότητα είναι η Γη. Πολλοί από μας ταραχτήκαμε άσχημα όταν εσείς οι βρομιάρηδες διαστημάνθρωποι μας καταστρέψατε τους διαστημικούς ανελκυστήρες. Πάντα ξέραμε πόσο ευάλωτοι είστε εσείς, με τους θόλους σας και τα λεπτεπίλεπτα διαστημόπλοιά σας. Δεν είχαμε, όμως, σκεφτεί ποτέ πόσο ευάλωτη είναι η Γη. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, συνδεόμαστε όλοι μέσω μιας οικονομίας 404

που στηρίζεται στα διαστημικά ταξίδια. Γι' αυτό θα πρέπει να συζητήσουμε για την ενδυνάμωση της Γης». «Ωραία έκφραση!» είπε η Λάιλα χαμογελώντας ειρωνικά.

«Σπίτια σαν καταφύγια. Μονάδες ισχύος βασισμένες στο έδαφος, επικοινωνίες μέσω ασφαλών καλωδίων οπτικών ινών. Τέτοια πράγματα, ικανά ν' αντισταθούν σε μια πλανητική πολιορκία. Πρέπει να τεθούν οι παράμετροι».

«Τρίτη προτεραιότητα – κι εδώ είναι το κλειδί», επενέβη ο Πάξτον σκύβοντας με αποφασιστικότητα μπροστά. «Πρέπει να διασκορπιστούμε. Έχουμε ήδη σημαντικές αποικίες έξω από τη Γη. Αλλά οι αναλυτές λένε πως αν η Γη καταστραφεί από τη Βόμβα–Π, οι διαστημικές αποικίες δεν θα μπορέσουν να επιβιώσουν για πολύ. Είστε πολύ λίγοι, η δεξαμενή των γονιδίων σας πολύ μικρή, τα ψευδοοικοσυστήματά σας πολύ εύθραυστα.

»Άρα πρέπει να σας ενισχύσουμε. Να μπορείτε να μένετε ανεπηρέαστοι ακόμα και από την απώλεια της ίδιας της Γης». Χαμογέλασε πλατιά στους νεαρούς διαστημάνθρωπους. «Αναφέρομαι σε μια μαζική και δυναμική μετανάστευση. Στη Σελήνη, στους δορυφόρους των εξωτερικών πλανητών, σε κατοικίες στο διάστημα αν μπορέσουμε να τις κατασκευάσουμε αρκετά γρήγορα. Ίσως ακόμα και η Αφροδίτη, η οποία δέχτηκε τόσο άσχημο πλήγμα από την ηλιακή καταιγίδα, να είναι σε θέση να κατοικηθεί. Ενδέχεται ακόμα να καταφέρουμε να στείλουμε μερικά διαστημόπλοια στ' αστέρια, όπως έκαναν οι Κινέζοι». «Η προσπάθεια δεν θα έχει αποτέλεσμα», είπε ο Αλεξέι. «Ακόμα κι αν στείλετε ένα εκατομμύριο ανθρώπους στην Αφροδίτη, για παράδειγμα, κάτω από θόλους και με τεχνητή ατμόσφαιρα, και πάλι θα παραμείνουν ευάλωτοι όσο είμαστε κι εμείς τώρα». «Ασφαλώς. Άρα πρέπει να προχωρήσουμε ένα βήμα παραπέρα». Ο Πάξτον χαμογέλασε πλατιά. Φαινόταν ν' απολαμβάνει την έκπληξη που τους προκαλούσε. «Χαίρομαι 405

που ένας παλιόγερος σαν κι εμένα μπορεί ακόμα να σκέφτεται πιο μεγαλόπνοα από σας τους πιτσιρικάδες. Ποιος είναι ο πιο κατάλληλος τόπος ανθρώπινης κατοικίας που γνωρίζουμε; Ένας πλανήτης». Η Λάιλα τον κοίταξε επίμονα. «Μιλάτε για γαιοποίηση».

«Να κάνουμε τη Σελήνη και την Αφροδίτη πλανήτες που να μοιάζουν αρκετά με τη Γη ώστε κάποιος να μπορεί να περπατήσει στην επιφάνειά τους χωρίς στολή, ανενόχλητος. Να μπορεί να καλλιεργεί φυτά στην ύπαιθρο. Οι άνθρωποι να μπορούν να επιβιώνουν, ακόμα κι αν ο πολιτισμός καταστραφεί, ακόμα κι αν ξεχάσουν ποιοι ήταν και πώς έφτασαν εκεί». «Αυτό σκεφτόμασταν και για τον Άρη», είπε η Λάιλα. «Μα τώρα πια...»

«Θα χάσουμε τον Άρη, μα ο Άρης δεν είναι η μοναδική δυνατή επιλογή. Μακροπρόθεσμα, είναι η μοναδική βάσιμη λύση για την επιβίωση του είδους μας», είπε ο Πάξτον. Ο Αλεξέι φάνηκε επιφυλακτικός.

«Κάποιοι ζητούσαν τέτοιου είδους διαστημικά προγράμματα από τον καιρό του Άρμστρονγκ και του Όλντριν, ποτέ, όμως, δεν πλησιάσαμε στην πραγματοποίησή τους. Θα απαιτηθεί μια τεράστια μεταφορά φυσικών πόρων». «Ναι, ασφαλώς», είπε η Μπέλα. «Ήδη η πρόταση του Μπομπ τυχαίνει ευρείας αποδοχής. Θ' αρχίσει σύντομα η υλοποίησή της». «Ποιο πράγμα;» ρώτησε η Λάιλα με περιέργεια.

«Θα δείτε. Αφήστε μου μια τελευταία έκπληξη...»

«Μιλάμε σοβαρά», είπε ο Πάξτον προκλητικά και αποφασιστικά. «Δεν ήμουν ποτέ πιο σοβαρός σ' ολόκληρη τη ζωή μου. Για να εξασφαλίσουμε την πρόσβαση στο μέλλον, 406

πρέπει να θωρακίσουμε πρώτα το παρόν. Αυτή είναι η βασική προϋπόθεση». Άρχισαν να κουβεντιάζουν λεπτομέρειες του οράματος του Πάξτον διαφωνώντας, αναλύοντας κάποιες πλευρές, απορρίπτοντας άλλες. Ο Πάξτον έσβησε τις πολύχρωμες ενημερωτικές εικόνες στην επιφάνεια του τραπεζιού και άρχισε να κρατά σημειώσεις.

«Φαίνεται πως έπιασε», μουρμούρισε η Μπέλα στην Αθηνά. «Ποτέ δεν θα το πίστευα πως θα 'βλεπα τον Μπομπ Πάξτον και τον Αλεξέι Καρέλ να συνεργάζονται». «Ζούμε σε παράξενες εποχές».

«Πράγματι, Αθηνά. Και γίνονται όλο και πιο παράξενες. Σε κάθε περίπτωση, αυτό είναι μια αρχή. Κοίταξε το ρολόι της. «Απεχθάνομαι να το κάνω, μα πρέπει να ελέγξω τα μηνύματά μου. Αθηνά, θα τους προσφέρεις καφέ; Ό,τι ζητήσουν». «Βεβαίως».

Έσπρωξε το κάθισμά της και κινήθηκε πανάλαφρα στη γέφυρα, κατευθυνόμενη προς την άκατο και τις απόρρητες οθόνες της. Πίσω της η συζήτηση συνεχιζόταν ζωηρή. Άκουσε τον Αλεξέι να λέει μισοσοβαρά-μισοαστεία:

«Να σας πω τι θα είναι αυτό που θα μας ενώσει όλους: Ο Ανίκητος Ήλιος. Ένας νέος θεός για μια νέα εποχή...»

54. Ημέρα–Π

15 Δεκεμβρίου 2070 Η άκατος προσγειώθηκε μαζί με την Μπέλα στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. «Καλωσόρισες, Μπέλα», της είπε ο Θαλής.

Η Μπέλα, σκυμμένη πάνω από τη μαλακή οθόνη της, ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε πως είχαν προσγειωθεί. Σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από το L1 ασχολιόταν με τα 407

μηνύματά της, παρακολουθώντας την εξέλιξη των δυο μεγάλων γεγονότων που επρόκειτο να συμβούν τη μέρα εκείνη: την ενεργοποίηση του Μπίμινι, του νέου διαστημικού ανελκυστήρα στον Ατλαντικό, και τη μεγαλύτερη προσέγγιση της Βόμβας–Π προς τη Γη. Και τα δυο γεγονότα επρόκειτο να γίνουν μάλλον στην ώρα τους, μα ήταν αδύνατο για την Μπέλα να μην παρακολουθεί συνεχώς την εξέλιξή τους. Οι ρόδες σταμάτησαν να κυλούν και τα συστήματα του διαστημικού λεωφορείου βουβάθηκαν. Έσβησε τη μαλακή οθόνη της και τη δίπλωσε.

«Ευχαριστώ, Θαλή. Χαίρομαι κι εγώ που επέστρεψα. Η Αθηνά σού στέλνει τα χαιρετίσματά της». «Μίλησα μαζί της αρκετές φορές».

Τα λόγια αυτά προκάλεσαν στην Μπέλα μια περίεργη ανησυχία. Συχνά αναρωτιόταν τι είδους συζητήσεις διεξάγονταν ανάμεσα στις μεγάλες Τεχνητές Νοημοσύνες, μακριά από τ' αφτιά της ανθρωπότητας. Ακόμα και ως πρόεδρος του Συμβουλίου, δεν είχε καταφέρει να πάρει απάντηση σ' αυτό. «Μπέλα σε περιμένει ένα αυτοκίνητο, θα σε πάω στο Κ.Σ.Ο., στην οικογένειά σου. Πρόσεξε καθώς σηκώνεσαι».

Ήταν ακόμα οδυνηρό να επιστρέφει σε καθεστώς γήινης βαρύτητας. «Κάθε φορά γίνεται πιο δύσκολο. Θαλή, θύμισέ μου να παραγγείλω έναν εξωσκελετό». «Θα το φροντίσω, Μπέλα».

Κατέβηκε στον διάδρομο προσγείωσης. Η μέρα ήταν καθαρή, ο ήλιος βρισκόταν χαμηλά στον ουρανό και ο αέρας ήταν φρέσκος, γεμάτος αλμύρα. Έλεγξε το ρολόι της, το οποίο είχε αυτορρυθμιστεί ώστε να δείχνει την τοπική ώρα. Είχε 408

προσγειωθεί λίγο πριν από τις δέκα το πρωί εκείνης της ψυχρής μα ηλιόλουστης χειμωνιάτικης μέρας. Κοίταξε προς τη θάλασσα και εντόπισε το λεπτό κάθετο νήμα που ανέβαινε στον ουρανό.

«Μένει μια ώρα μέχρι το πέρασμα της Βόμβας–Π, Μπέλα», μουρμούρισε ο Θαλής. «Οι αστρονόμοι δεν αναφέρουν καμιά αλλαγή στην πορεία της». «Καλές είναι και οι αναλύσεις των μηχανισμών τροχιάς, μα οι άνθρωποι πρέπει να το δουν με τα μάτια τους».

«Έχω δει κι άλλη φορά το ίδιο φαινόμενο», είπε ο Θαλής ήρεμα. «Το κατανοώ, Μπέλα».

«Δεν είμαι σίγουρη αν πραγματικά το καταλαβαίνεις», μουρμούρισε εκείνη. «Δεν είμαι, εφόσον το αποκαλείς "φαινόμενο". Πάντως όλοι σ' αγαπάμε έτσι κι αλλιώς». «Ευχαριστώ, Μπέλα».

Ένα αυτοκίνητο πλησίασε, μια φούσκα από γυαλί, έξυπνο και φιλικό. Την πήρε από το διαστημικό λεωφορείο που ψυχόταν αργά και τη μετέφερε κατευθείαν στον ψηλό όγκο του Κτιρίου Συναρμολόγησης Οχημάτων. Μπροστά στο Κ.Σ.Ο. την περίμενε μια φρουρός ασφαλείας, καλοδιάθετη μα βαριά οπλισμένη, η οποία από κείνη τη στιγμή έγινε η σκιά της.

Η Μπέλα πήγε κατευθείαν σ' έναν ανελκυστήρα με γυάλινα τοιχώματα και ανέβηκε γρήγορα κι αθόρυβα στο εσωτερικό του Κ.Σ.Ο. Κοίταξε προς τα κάτω και αντίκρισε πυραύλους στημένους τον ένα κοντά στον άλλο σαν ξεθωριασμένα δέντρα. Κάποτε τα πατώματα των διαστημικών πυραύλων Κρόνος και τα διαστημικά λεωφορεία συναρμολογούνταν μέσα σ' εκείνο το κτήριο. Αν κι είχε πια ηλικία ενός αιώνα, παρέμενε ένας από τους μεγαλύτερους κλειστούς χώρους του κόσμου. Το Κ.Σ.Ο. είχε μετατραπεί σε μουσείο της ηρωικής εποχής των επανδρωμένων εξερευνητικών διαστημοπλοίων, από τον 409

Άτλαντα μέχρι το διαστημικό λεωφορείο και τον Άρη. Τώρα, το κτήριο είχε και πάλι τεθεί σε λειτουργία. Μια γωνιά του είχε καθαριστεί για τη συναρμολόγηση του συνδυασμού Κρόνου– Απόλλωνα: ήταν ο καινούργιος Απόλλων 14, έτοιμος για την εκτόξευσή του τον Φεβρουάριο κατά την εκατοστή επέτειο από το πρώτο ταξίδι του. Η Μπέλα λάτρευε εκείνο τον αχανή ναό της τεχνολογίας, που παρέμενε εκπληκτικός με την τεράστια κλίμακά του. Αλλά τούτη τη μέρα την ένοιαζε περισσότερο ποιος την περίμενε στην οροφή του κτηρίου. Η Έντνα τη συνάντησε καθώς έβγαινε από τον θάλαμο του ανελκυστήρα. «Μαμά!»

«Γεια σου, αγάπη μου». Η Μπέλα την αγκάλιασε.

Καθώς περπατούσαν η Μπέλα με την Έντνα, τις ακολουθούσε η φρουρός ασφαλείας· ένα ρομπότ ειδήσεων τσουλούσε επίσης πίσω τους, μια σφαίρα που λαμποκοπούσε, καλυμμένη καθώς ήταν με φακούς. Η Μπέλα έπρεπε να το περιμένει κι έκανε ό,τι μπορούσε για ν' αγνοήσει τη σιωπηλή, απόλυτη επιτήρηση. Στο κάτω–κάτω ήταν μια ιστορική ημέρα. Προγραμμάτισε την ενεργοποίηση του Μπίμινι, έχοντας αποφασίσει να κηρύξει την Ημέρα–Π σε ημέρα γιορτασμού· κι έτσι έγινε τελικά – έστω κι αν η διάθεση ήταν εκείνη τη στιγμή περισσότερο συγκρατημένη παρά εορταστική. Η εντυπωσιακή ταράτσα του κτηρίου είχε από καιρό μετατραπεί σε μια εξέδρα παρατήρησης. Αυτήν τη μέρα ήταν γεμάτη πλήθη· υπήρχαν τέντες, ένα βάθρο απ' όπου η Μπέλα έπρεπε να βγάλει λόγο και κόσμος που τριγυρνούσε εδώ κι εκεί. Υπήρχε ακόμα ένα μικρό πάρκο με δείγματα της τοπικής χλωρίδας και πανίδας.

Δυο παράξενα ντυμένοι άνδρες, ξερακιανοί, ψηλοί, με σκούρους μπλε χιτώνες διακοσμημένους με χρυσούς ήλιους, κοιτούσαν έναν μικρό αλιγάτορα λες κι ήταν το πιο αξιοθαύμαστο πλάσμα που είχαν αντικρίσει ποτέ – και ίσως 410

πράγματι να ήταν. Είχαν διστακτικό βήμα και πρόσωπο καλυμμένο με μπόλικο αντηλιακό: ήταν μοναχοί της νέας θρησκείας του Ανίκητου Ήλιου, ιεραπόστολοι που είχαν έρθει στη Γη από το διάστημα.

Η Έντνα προχωρούσε προσεκτικά – σαν εργάτης του διαστήματος που είχε επιστρέψει στη γήινη βαρύτητα – κι έκανε ελαφρούς μορφασμούς εξαιτίας του έντονου ηλιόφωτου, του αέρα, του εκτός ελέγχου κλίματος ενός ζωντανού κόσμου. Η Μπέλα, σαν μάνα, σκεφτόταν πως η κόρη της έδειχνε κουρασμένη, μεγαλύτερη σε ηλικία από τα είκοσι τέσσερά της χρόνια. «Δεν κοιμόσουν αρκετά, αγάπη μου;»

«Μαμά, αυτήν τη στιγμή δεν μπορούμε να μιλήσουμε γι' αυτό. Αυτό που πρέπει να σου πω είναι ότι χθες έλαβα μια κλήση. Για τη δική μου προανάκριση και τη δική σου». Η Μπέλα αναστέναξε. Είχε αγωνιστεί σκληρά για να να μην περάσει από δίκη η Έντνα. «Θα τα καταφέρουμε».

«Δεν πρέπει να νιώθεις την ανάγκη να με προστατέψεις», της είπε η Έντνα κάπως έντονα. «Έκανα το καθήκον μου, μαμά. Θα κάνω και πάλι το ίδιο, αν λάβω τέτοια διαταγή. Όταν έρθει η μέρα να εμφανιστώ στο δικαστήριο, θα πω την αλήθεια». Χαμογέλασε βεβιασμένα. «Στο κάτω–κάτω ας πάνε όλοι στον διάβολο. Η Θία σ' έχει επιθυμήσει. Έχουμε αράξει κάπως πιο μακριά από τις τέντες και τα μπαρ...»

Η Έντνα είχε εγκατασταθεί κάπου κοντά στην άκρη της ταράτσας του Κ.Σ.Ο. Ήταν ένα σημείο ασφαλές, αφού προστατευόταν από ένα ψηλό γυάλινο παραπέτασμα που κύρτωνε προς τα μέσα. Είχε απλώσει κουβέρτες του πικ–νικ, είχε σκορπίσει ολόγυρα πτυσσόμενα τραπέζια και καρέκλες, μαζί με ένα–δυο καλάθια με προμήθειες. Η Κάσι Ντάφλοτ βρισκόταν ήδη εκεί με τα δυο της παιδιά, τον Τόμπι και την 411

Κάντιντα. Έπαιζαν με τη Θία, την τετράχρονη κόρη της Έντνα και εγγονή της Μπέλα.

Σ' εκείνη τη γωνιά της ταράτσας του Κ.Σ.Ο. ήταν Χριστούγεννα, όπως διαπίστωσε έκπληκτη η Μπέλα. Τα παιδιά έπαιζαν με παιχνίδια, ανάμεσα σε περιτυλίγματα δώρων και κορδέλες. Υπήρχε μάλιστα κι ένα μικρό έλατο μέσα σε μια γλάστρα. Ένας ηλικιωμένος άνδρας με στολή Αϊ–Βασίλη καθόταν μαζί τους, κάπως αδέξιος αλλά μ' ένα πλατύ χαμόγελο στο κουρασμένο πρόσωπό του. Η Θία ήρθε τρέχοντας.

«Γιαγιούλα!»

«Γεια σου, Θία». Η Μπέλα άφησε την εγγονή της να της αγκαλιάσει τα πόδια, κι ύστερα έσκυψε και την πήρε στην αγκαλιά της. Τα άλλα παιδιά έτρεξαν κι αυτά κοντά της. Ίσως να θυμόντουσαν αμυδρά την ηλικιωμένη ευγενική κυρία, που είχε έρθει μ' ένα αναμνηστικό στην κηδεία του πατέρα τους. Τα μικρά, όμως, σύντομα έφυγαν από κοντά της και γύρισαν στα δώρα τους. Ο Άγιος Βασίλης έσφιξε το χέρι της Μπέλα.

«Είμαι ο Τζον Μέτερνις, κυρία πρόεδρε», της είπε. «Ήμουν μαζί με την κόρη σας στον Ελευθερωτή». «Μα βέβαια! Χαίρομαι που σε γνωρίζω από κοντά, Τζον. Έκανες καλή δουλειά εκεί πάνω». Εκείνος μούγκρισε.

«Ας ελπίσουμε πως θα συμφωνήσουν σ' αυτό και οι δικαστές. Ελπίζω να μη με θεωρήσετε βάρος – βλέπω πως έχετε οικογενειακή συγκέντρωση εδώ...»

«Τον έβαλα με το ζόρι να πάρει άδεια», είπε η Έντνα κάπως καυστικά. «Αυτός ο τρελαμένος γέρος έχει τόση μανία με τον Ελευθερωτή, που ήταν ικανός να κοιμηθεί εκεί αν τον άφηνε το προσωπικό συντήρησης». 412

«Μην την αφήνεις να σου κολλάει, Τζον. Έκανες καλά που ήρθες. Μα... Έντνα, Χριστούγεννα; Ο Δεκέμβρης έχει μόλις δεκαπέντε».

«Δική μου ιδέα ήταν». Η Κάσι Ντάφλοτ πλησίασε την Μπέλα. «Ξέρεις, δεν είμαστε ακόμα σίγουροι για το πού θα φτάσουν τα πράγματα, έτσι δεν είναι;» Κοίταξε τον ουρανό σαν να προσπαθούσε να εντοπίσει τη Βόμβα–Π. «Δηλαδή, δεν είμαστε πραγματικά σίγουροι. Κι αν τα πράγματα πάνε στραβά, πολύ στραβά...» «Θέλατε, τουλάχιστον, να μη στερηθούν τα παιδιά τα Χριστούγεννά τους». «Το θεωρείς περίεργο;»

«Όχι». Η Μπέλα χαμογέλασε. «Σε καταλαβαίνω, Κάσι».

«Έτσι η μέρα γίνεται ακόμα πιο σημαντική», είπε η Έντνα. «Και βέβαια, αν ο κόσμος μας δεν τιναχτεί στον αέρα σήμερα, θα επαναλάβουμε τη γιορτή σε δέκα μέρες».

«Προσείλκυσες μεγάλο πλήθος με την εκτόξευσή σου, Μπέλα», τους είπε η Κάσι. «Φαίνεται πως...»

«Μαμά, ακόμα δεν είδες ούτε τα μισά», είπε η Έντνα. Ξανάπιασε τη μητέρα της από το μπράτσο και την οδήγησε κοντά στο γυάλινο παραπέτασμα, στην άκρη της ταράτσας. Από κει η Μπέλα μπορούσε να δει προς τ' ανατολικά τη θάλασσα, όπου ο ήλιος κρεμόταν χαμηλά σαν φανάρι, και την ακτή βόρεια και νότια, χιλιόμετρα ολόκληρα και προς τις δύο κατευθύνσεις. Το Κανάβεραλ είχε πολύ κόσμο. Αυτοκίνητα συνωστίζονταν στην ακτή, ενώ άλλα ήταν σταθμευμένα μέχρι την οδό Μπιτς στον βορρά και μέχρι το νησί Μέριτ και το ίδιο το ακρωτήριο νότια, στις παλιές βιομηχανικές εγκαταστάσεις και στην εγκαταλειμμένη βάση της πολεμικής αεροπορίας. Παντού ανέμιζαν σημαίες στο δυνατό αεράκι. 413

Στ' ανοιχτά της θάλασσας διέκρινε την ογκώδη γκρίζα μορφή μιας ξαναχρησιμοποιημένης εξέδρας πετρελαίου. Από αυτήν υψωνόταν ένα διπλό νήμα, εντελώς κάθετα προς τη θάλασσα, ορατό σε κάποια σημεία που αντανακλούσε το φως. «Ήρθαν για την ενεργοποίηση», είπε η Έντνα. «Πάντα ήσουν γυναίκα του θεάματος, μαμά. Ίσως έτσι πρέπει να είναι όλοι οι πολιτικοί. Η επαναλειτουργία του αμερικανικού ανελκυστήρα σήμερα είναι ένα καλό πυροτέχνημα. Ο κόσμος θα πρέπει να το θεωρεί γιορτή».

«Είναι κάτι περισσότερο από ένας ακόμη διαστημικός ανελκυστήρας, θα δεις». «Καινούργιες μέθοδοι, μαμά;»

«Μόλις επέστρεψα από μια συνεδρίαση με τον Μπομπ Πάξτον και άλλους. Μιλήσαμε για νέες, μακροπρόθεσμες αμυντικές ιδέες. Μεγαλόπνοες ιδέες. Προγράμματα γαιοποίησης ουράνιων σωμάτων, για παράδειγμα». «Θ' αστειεύεσαι».

«Όχι. Απλά σκέφτομαι μεγαλεπήβολα. Αυτά παθαίνεις όταν το πρώτο σου ξεκίνημα έχει γίνει πάνω στη διαστημική Ασπίδα. Επίσης, κάποια στιγμή θα πρέπει να μιλήσω με τη Μάιρα Ντουτ». Έριξε μια ματιά στον ουρανό. «Είναι ανάγκη να κάνουμε κάτι με τη Μάιρα – αυτό τον άλλο πλανήτη στον οποίο βρέθηκε η μητέρα της Μάιρα. Υπάρχουν άνθρωποι κι εκεί. Αν μπορούσαμε να επικοινωνήσουμε μαζί τους, όπως ισχυρίζεται πως κατάφερε να κάνει ο Αλεξέι Καρέλ στον Άρη, σίγουρα θα βρίσκαμε κάποιον τρόπο για να τους φέρουμε πίσω...»

Ακολούθησε μια μικρή αναστάτωση. Η Μπέλα συνειδητοποίησε πως κάποιοι την πλησίαζαν. Εκατοντάδες ζευγάρια μάτια ήταν στραμμένα πάνω της σ' εκείνη την ταράτσα, ενώ η ρομποτική κάμερα βούιζε στα πόδια της σαν σκυλάκι και αστραποβολούσε. Ακόμα και οι μοναχοί πλάι στη 414

λίμνη με τον αλιγάτορα την κοιτούσαν με ένα χαμόγελο ως τ' αφτιά. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της. «Νομίζω πως ήρθε η ώρα».

«Μαμά, πρέπει να βγάλεις λόγο».

«Το ξέρω. Μια στιγμή μόνο». Κοίταξε προς τη θάλασσα, προς το αστραφτερό κάθετο νήμα του ανελκυστήρα. «Έντνα, φώναξε τα παιδιά να έρθουν κοντά για να μπορούν να βλέπουν».

Τα παιδιά πλησίασαν κρατώντας τα δώρα τους μαζί με την Κάσι και τον Τζον Μέτερνις, ο οποίος ανέβασε τη Θία στους ώμους του. Μια φωτοβολίδα ανυψώθηκε από την εξέδρα άντλησης, μια ρόδινη σπίθα που διέγραψε τόξο αφήνοντας πίσω της καπνό. Μετά κινήθηκε η ράγα του ανελκυστήρα και γυαλιστερές ρανίδες άρχισαν να ανεβαίνουν στο ένα από τα δύο νήματα. Γύρω τους ξέσπασαν βραχνές ζητωκραυγές, που σύντομα έγιναν ένα με τις κραυγές του πολύ μεγαλύτερου πλήθους που ήταν διασκορπισμένο στην περιοχή του Κανάβεραλ. «Λειτουργεί», είπε η Μπέλα ξεφυσώντας με ανακούφιση.

«Μα τι μεταφέρει;» μουρμούρισε η Έντνα, μισοκλείνοντας τα μάτια στην προσπάθειά της να δει. «Μεγέθυνση!.. Να πάρει, ξέχασα πως δεν φορώ διαστημική στολή».

«Νερό», είπε η Μπέλα. «Ασκούς με θαλασσινό νερό. Είναι ένα μαγκανοπήγαδο, αγάπη μου. Οι κάδοι θα φτάνουν στην κορυφή του και μετά θ' αδειάζουν». «Θ' αδειάζουν, πού;»

«Στη Σελήνη, αρχικά. Αργότερα στην Αφροδίτη».

Η Έντνα κοιτούσε έκπληκτη το φορτίο του ανελκυστήρα. 415

«Και από πού προέρχεται η ισχύς; Δεν βλέπω κανένα λέιζερ τοποθετημένο στην εξέδρα».

«Δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει πηγή ενέργειας – τίποτε άλλο εκτός από την περιστροφή της Γης. Έντνα, αυτό το πράγμα δεν είναι στην πραγματικότητα ανελκυστήρας. Είναι ένα σιφόνι». Τα μάτια της Έντνα έλαμψαν με δέος.

Το τροχιακό σιφόνι ήταν μια προέκταση της ιδέας του διαστημικού ανελκυστήρα και βασιζόταν στην ιδιαίτερη μηχανική του. Πέρα από το σημείο της γεωστατικής τροχιάς, οι κεντρόφυγες δυνάμεις έχουν την τάση να εκτοξεύουν οποιαδήποτε μάζα μακριά από τη Γη. Το κόλπο με το σιφόνι ήταν η τιθάσευση αυτής της τάσης έτσι ώστε τα φορτία να μπορούν να διαφύγουν από τη βαρύτητα της Γης, μα στην πορεία η κίνηση αυτή να αντλεί ολοένα και περισσόρη μάζα από την επιφάνεια του πλανήτη. Ουσιαστικά, η ενέργεια από την περιστροφή της Γης μεταδιδόταν σ' ένα διαφεύγον ρεύμα φορτίων. «Άρα δεν χρειάζεστε καμιά εξωτερική ενέργεια πια», είπε η Έντνα. «Μα ναι, διδάχτηκα κάποτε αυτή την ιδέα στη Σχολή Αξιωματικών. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν πώς θα τροφοδοτείς αυτό το πράγμα – χρειάζεσαι έναν στόλο από φορτηγά που να δουλεύει νύχτα–μέρα για να διατηρεί σταθερή τη ροή φορτίου. Αλλ' αν το μόνο που σηκώνεις είναι θαλασσινό νερό...» «Το ονομάζουμε Μπίμινι», είπε η Μπέλα. «Είναι κοντά στο πνεύμα του. Οι ιθαγενείς της Αμερικής είχαν μιλήσει στον Πονσέ ντε Λεόν για μια πηγή αιώνιας νεότητας που βρισκόταν σ' ένα νησί με το όνομα Μπίμινι. Ποτέ δεν κατάφερε να τη βρει, μα ανακάλυψε τυχαία τη Φλόριντα...» «Μια πηγή αιώνιας νεότητας;»

«Μια πηγή γήινου νερού που θα ξανανιώσει κάποιους άλλους πλανήτες. Πρώτα τη Σελήνη, μετά την Αφροδίτη. Άκου, Έντνα, ήθελα να δείξω με αυτό τον τρόπο στους διαστημάνθρωπους πως σκεφτόμαστε σοβαρά, θα χρειαστούν κάποιοι αιώνες, 416

αλλά με πηγές όπως αυτήν εδώ, η γαιοποίηση άλλων ουράνιων σωμάτων γίνεται για πρώτη φορά πραγματοποιήσιμη δυνατότητα. Έστω κι αν οι ωκεανοί της Γης γίνουν κατά τι πιο ρηχοί και η ταχύτητα της περιστροφής του πλανήτη ελαττωθεί κατά ένα απειροελάχιστο ποσοστό, νομίζω πως είναι μια θυσία που αξίζει τον κόπο, εφόσον πρόκειται με αυτό τον τρόπο κάποιοι κόσμοι να ξαναγίνουν γαλάζιοι. Τι λες κι εσύ;»

«Νομίζω πως είσαι τρελή, μαμά. Πάντως, είναι καταπληκτικό». Η Έντνα την άρπαξε και τη φίλησε. Ο Θαλής μίλησε ξανά.

«Μιλώ από απόρρητο κανάλι επικοινωνίας. Μπέλα, Έντνα, η στενότερη προσέγγιση της Βόμβας–Π θα γίνει σ' ένα λεπτό».

Είτε η επικοινωνία ήταν απόρρητη είτε όχι, τα νέα φαίνεται πως διαδόθηκαν αμέσως. Σιωπή απλώθηκε κάτω από τις τέντες της ταράτσας και στα συγκεντρωμένα πλήθη στο ακρωτήριο Κανάβεραλ. Ξαφνικά όλοι σοβαρεύτηκαν· επικρατούσε ένταση. Η Έντνα πήρε τη θία από τα χέρια του Τζον Μέτερνις και την έσφιξε στην αγκαλιά της. Η Μπέλα έσφιξε δυνατά το ελεύθερο χέρι της κόρης της. Όλοι σήκωσαν το βλέμμα προς τον λαμπερό ουρανό.

55. Βόμβα–Π

Η επιλογή είχε γίνει. Η Βόμβα ήδη κατευθυνόταν στο τέρμα της νέας πορείας της. Ο γαλάζιος γεννήτορας και όλοι όσοι τον κατοικούσαν έμειναν πίσω της.

Όπως και κάθε αρκετά εξελιγμένη μηχανή, η Βόμβα–Π ήταν μέχρι ένα σημείο έλλογη. Έτσι, η παγωμένη της ψυχή ένιωσε κάποια θλίψη όταν, έξι μήνες μετά το πέρασμά της κοντά από τη Γη, έσκασε στις άμμους του Άρη και η ύπαρξή της πήρε τέλος για πάντα. 417

56. Άρης 2 Νοέμβριος 2071 Η σκόνη ήταν υπερβολική εκεί στον Ελλήσποντο, ακόμα και για τα μέτρα του Άρη, του πιο σκονισμένου πλανήτη του ηλιακού συστήματος.

Η Μάιρα καθόταν στο στρογγυλό σαν φούσκα πιλοτήριο μαζί με την Έλλι φον Ντέβεντερ καθώς το όχημα κυλούσε πάνω από πλαγιές και χαμηλούς αμμόλοφους. Βρίσκονταν στο νότιο ημισφαίριο του Άρη και περνούσαν ανάμεσα από τα όρη του Ελλήσποντου, μια σειρά χαμηλών λόφων όχι μακριά από το δυτικό χείλος του κρατήρα Ελλάς. Οι τροχοί του οχήματος σήκωναν τεράστια σύννεφα σκόνης, που κάλυπταν το μπαρμπρίζ στερώντας τους κάθε ορατότητα. Οι σαρωτές υπέρυθρων ακτίνων, ακόμα και το ραντάρ, ήταν άχρηστα κάτω από τέτοιες συνθήκες. Η Μάιρα είχε στενή επαφή με τη διαστημική τεχνολογία αρκετό καιρό τώρα, ώστε να εμπιστεύεται τους μηχανισμούς που την προστάτευαν. Το όχημα ήξερε –θεωρητικά– πού πήγαινε και έβρισκε τον δρόμο του στα τυφλά. Η πορεία με τέτοιους όρους, όμως, ενοχλούσε το ένστικτό της.

«Δεν γίνεται να κόψουμε ταχύτητα», είπε η Έλλι αφηρημένα. «Δεν έχουμε καιρό». Έλεγχε τα αστρονομικά δεδομένα χωρίς καν να κοιτάζει έξω από το παράθυρο όπως έκανε η Μάιρα. Αλλά το πρωταρχικό καθήκον της ήταν πολύ πιο σημαντικό και αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης προσπάθειας να κατανοηθεί τι ακριβώς είχε προκαλέσει η Βόμβα–Π στον Άρη από τη στιγμή της πρόσκρουσής της πριν από πέντε μήνες, μιας πρόσκρουσης που επέφερε μικρή ζημιά αυτή καθεαυτήν, μα που είχε ρίξει τον σπόρο γι' αυτό που θ' ακολουθούσε και που σύντομα θα διέλυε εντελώς τον Άρη.

«Αχ, αυτή η σκόνη», είπε η Μάιρα. «Δεν περίμενα τέτοιες συνθήκες, ακόμα και στον Άρη». 418

Η Έλλι ανασήκωσε ειρωνικά το φρύδια της.

«Μάιρα, αυτή η περιοχή έχει πολύ κακή φήμη. Από δω φαίνεται πως ξεκινούν πολλές από τις μεγάλες πλανητικές αμμοθύελλες. Δεν το ήξερες; Καλωσόρισες στο Κέντρο της Σκόνης. Εν πάση περιπτώσει, ξέρεις πως βιαζόμαστε. Αν δεν βρούμε τη γηραιά κυρία στα εκατοστά της γενέθλια, θα απογοητεύσουμε τους αισθηματίες ολόκληρων κόσμων». Χαμογέλασε στη Μάιρα αρκετά χαλαρά.

Είχε δίκιο. Όλοι περίμεναν ν' ακούσουν τα άσχημα νέα σχετικά με το μέλλον του πλανήτη, έχοντας στραμμένα τα ηλεκτρονικά τους βλέμματα στον Άρη και τους Αρειανούς. Εξέφραζαν συμπόνια ή μακάβρια περιέργεια, ανάλογα με την προσωπικότητά του ο καθένας. Και απ' όλες τις εναγώνιες δραστηριότητες που θα προηγούνταν της τελικής εκκένωσης του πλανήτη, καμιά δεν είχε τραβήξει τη δημόσια προσοχή περισσότερο από αυτό που κάποιοι κυνικοί σαν τον Γιούρι αποκαλούσαν «κυνήγι θησαυρού». Ο Άρης ήταν γεμάτος με απομεινάρια από τον πρώτο καιρό των ρομποτικών εξερευνήσεων του ηλιακού συστήματος, κάπου εβδομήντα χρόνια θριάμβων και ψυχρών απογοητεύσεων, που είχαν καταλήξει στη μέρα κατά την οποία ο Μπομπ Πάξτον άφησε το πρώτο αποτύπωμα ανθρώπινου ποδιού πάνω στην κόκκινη άμμο. Τα περισσότερα από κείνα τα άψυχα πια διαστημόπλοια, τα χαλασμένα οχήματα και τα διάφορα σκόρπια συντρίμμια κείτονταν ακόμα στη σκόνη που είχαν έρθει να εξερευνήσουν. Οι πρώτοι άποικοι του Άρη δεν σπαταλούσαν ενέργεια για ν' αναζητήσουν τρόπαια από το παρελθόν, ούτε άλλωστε διέθεταν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για κάτι τέτοιο· ήταν στραμμένοι στο μέλλον και όχι στο παρελθόν. Μα τώρα που, όπως φαινόταν, δεν απόμενε κανένα μέλλον για τον Άρη, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια για την περισυλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων παλιών ερευνητικών μηχανών. 419

Δεν ήταν δουλειά που απαιτούσε ιδιαίτερη εξοικείωση με το περιβάλλον του Άρη, γι' αυτό ήταν ιδανική για τη Μάιρα, η οποία είχε γίνει Αρειανή πολύ πρόσφατα. Για λόγους ασφαλείας δεν επιτρεπόταν να ταξιδέψει μόνη της με κάποιο από τα οχήματα επιφανείας που διέσχιζαν τον πλανήτη κι έτσι είχε οριστεί ως συνοδός της η Έλλι, η οποία ήταν φυσικός και όχι μια ειδικός στον Άρη, ιδιότητα που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί καλύτερα κάπου αλλού. Η Έλλι ήταν πολύ ευχαριστημένη με την αποστολή· μπορούσε να συνεχίζει τη δουλειά της το ίδιο καλά σ' ένα μετακινούμενο όχημα όπως και σε κάποια βάση σαν τη Λόουελ ή τη Γουέλς – και μάλιστα καλύτερα, όπως έλεγε, επειδή εδώ υπήρχαν λιγότερα πράγματα να της αποσπούν την προσοχή. Βέβαια, η δουλειά της Έλλι ήταν πιο σημαντική από οποιοδήποτε κυνήγι τροπαίων. Εργαζόταν ως μέλος ενός δικτύου φυσικών και κοσμολόγων, που απλωνόταν σε ολόκληρο το ηλιακό σύστημα και που προσπαθούσε να προβλέψει τι θα γίνει ο Άρης. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή εξέταζε αστρικούς χάρτες. Απ' όσο καταλάβαινε η Μάιρα, τα εντυπωσιακότερα στοιχεία δεν προέρχονταν από τον ίδιο τον Άρη, αλλά από μελέτες του ουρανού· αν και ήταν δύσκολο να το συλλάβει, τα μακρινά αστέρια δεν είχαν πλέον την ίδια εικόνα από τον Άρη όπως από τη Γη. Η εξήγηση γι' αυτό το γεγονός ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη φαντασία της Μάιρα. Πάντως, το πρόγραμμα περισυλλογής είχε πετύχει τους δικούς του στόχους. Με τη βοήθεια δορυφορικής χαρτογράφησης η Μάιρα και άλλοι είχαν βρει τους «Βίκινγκς», τόνους από βαριές, αδέξιες, ακριβοπληρωμένες μηχανές της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, που βρίσκονταν ακόμα στις άνυδρες, βραχώδεις έρημους όπου τους είχαν στείλει μ' επιφύλαξη οι σχεδιαστές τους. Ο διάσημος τολμηρός Παθφάιντερ, με το μικροσκοπικό τηλεκατευθυνόμενο όχημά του, είχε περισυλλεγεί από τον «βραχόκηπό» του στην Κοιλάδα του Άρη – ήταν εύκολο, αφού δεν απείχε και πολύ από το Πορτ Λόουελ, το σημείο της πρώτης επανδρωμένης προσεδάφισης. Η Μάιρα ήξερε πως το 420

βλέμμα των Βρετανών ήταν στραμμένο στην περισυλλογή του Μπηγκλ 2, ενός περίτεχνου, πανέξυπνου, χαριτωμένου, μη επανδρωμένου οχήματος που είχε καταστραφεί στη διάρκεια του ταξιδιού του στην Πεδιάδα της Ίσιδας. Ύστερα ακολούθησε η ανάκτηση των εξερευνητικών οχημάτων, του «Πνεύματος» και της «Ευκαιρίας», φθαρμένων από ταξίδια που είχαν ξεπεράσει κατά πολύ τις δυνατότητες που προέβλεπε ο σχεδιασμός τους. Όλ' αυτά τα παλιά τεχνουργήματα ήταν προορισμένα να μεταφερθούν σε εγκαταστάσεις του Σμιθσόνιαν στη Γη και στη Σελήνη. Οι αποστολές περισυλλογής είχαν και επιστημονικό στόχο. Υπήρχε κάποιο ενδιαφέρον σχετικά με το πώς υλικά κατασκευασμένα από ανθρώπους είχαν αντέξει εκτεθειμένα έναν αιώνα στα στοιχεία της φύσης του Άρη. Από μόνες τους οι θέσεις προσεδάφισης παρουσίαζαν ειδικό ενδιαφέρον – για κάποιο λόγο είχαν σταλεί εκεί τα μη επανδρωμένα διαστημόπλοια. Έτσι η Μάιρα και η Έλλι εργάζονταν πάνω σ' ένα υπερεντατικό επιστημονικό πρόγραμμα της τελευταίας στιγμής, παίρνοντας δείγματα εδάφους και υπεδάφους και κάνοντας χαρτογραφήσεις. Είχαν υπάρξει προσπάθειες για περισυλλογή και ορισμένων από τους πρώτους δορυφόρους, οι οποίοι περιστρέφονταν ακόμα γύρω από τον Άρη έχοντας πάψει εδώ και καιρό να στέλνουν σήματα. Σημειώθηκε παγκόσμια απογοήτευση όταν ανακαλύφθηκε πως ο Μάρινερ 9, το πρώτο σκάφος που τέθηκε σε τροχιά γύρω από τον Άρη, είχε εξαφανιστεί. Και να 'χε γλιτώσει ως τη δεκαετία του 2040, σίγουρα θα καταστράφηκε όταν η ηλιακή καταιγίδα προκάλεσε μια γενική διαστολή της αρειανής ατμόσφαιρας.

Η Μάιρα χαιρόταν που είχε κάτι εποικοδομητικό να κάνει. Δεν περίμενε, όμως, τέτοια επίμονη παρακολούθηση της δράσης της απ' το κοινό, ούτε το γεγονός πως κάθε κίνησή της παρακολουθούνταν από τον κόσμο ενός ολόκληρου ηλιακού συστήματος. Τα πληρώματα αναμετάδοσης είχαν υποσχεθεί πως δεν θα εξέπεμπαν εικόνες από την καμπίνα του οχήματος. Μα η Μάιρα προσπαθούσε να θυμάται πάντα πως τα 421

συστήματα ασφαλείας του οχήματος μπορούσαν εύκολα να παραβιαστούν. Ίσως ανά πάσα στιγμή να την κατασκόπευαν. Η μέρα περνούσε και το φως, ήδη θαμπό εξαιτίας του νέφους από άμμο που σήκωναν οι τροχοί, πήρε να σβήνει. Η Μάιρα άρχισε ν' ανησυχεί πως τελικά δεν θα 'βρισκαν τα απομεινάρια του Άρη 2 προτού τελειώσει αυτή η σημαδιακή ημέρα.

Εκείνη τη στιγμή η Έλλι έγειρε πίσω, παρατηρώντας ένα περίπλοκο γράφημα στην οθόνη της.

Η Μάιρα την πρόσεξε. Είχε αρχίσει να γνωρίζει αρκετά καλά αυτήν εδώ τη νευρική φυσικό, κι έτσι ήξερε πως δεν έβγαζε προς τα έξω κανένα άλλο συναίσθημα εκτός από την ενόχληση. Αυτή η κίνηση του σώματος και το βλέμμα έκπληξης ήταν για την Έλλι μια ασυνήθιστη αντίδραση. «Τι έγινε;»

«Ορίστε, εδώ είναι». Η Έλλι χτύπησε με το δάχτυλο την οθόνη της. «Η μοίρα του Άρη εδώ είναι. Το λύσαμε το μυστήριο». «Μήπως θέλεις να μου εξηγήσεις με απλά λόγια τι εννοείς;»

«Θα το κάνω. Σύμφωνα με αυτό το μήνυμα, πρόκειται σε δυο ώρες να πάρω μέρος σε μια συνέντευξη τύπου τριών κόσμων. Ασφαλώς τα μαθηματικά είναι πάντα ευκολότερα. Πιο ακριβή». Σκεφτική, προσπάθησε να διακρίνει κάτι πέρα από τη σκόνη. «Ας το θέσω έτσι: Αν μπορούσαμε να δούμε τον ουρανό και αν είχαμε ένα αρκετά ισχυρό τηλεσκόπιο, θα βλέπαμε τα πιο μακρινά αστέρια ν' απομακρύνονται. Είναι λες και η διαστολή του σύμπαντος ξαφνικά επιταχύνθηκε. Αλλά δεν θα βλέπαμε το ίδιο πράγμα από τη Γη». «Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;» αναρωτήθηκε η Μάιρα.

«Η Βόμβα–Π είναι ένα συμπαντικό όπλο. Αυτό το ξέραμε. Είναι ένα όπλο που προέρχεται από τη δυνατότητα των Πρωτογέννητων να δημιουργούν καινούργια σύμπαντα. Σωστά;» 422

«Σωστά. Οπότε...»

«Οπότε, αυτό που έκανε η Βόμβα ήταν να μεταφέρει τον Άρη σ' ένα δικό του μικρό σύμπαν. Ένα είδος παραφυάδας. Μέχρι αυτην τη στιγμή το σύμπαν–βρέφος που περικλείει τον Άρη συνδέεται ομαλά με το μητρικό σύμπαν. Το βρέφος θα παρασυρθεί, όμως, αφήνοντας τον Άρη απομονωμένο». Η Μάιρα προσπάθησε να καταλάβει τα λόγια της. «Απομονωμένο στο δικό του σύμπαν;»

«Ακριβώς. Χωρίς ήλιο, χωρίς Γη. Μονάχα με τον Άρη. Βλέπεις, το όπλο αυτό υποτίθεται πως θα... χμ... θα αφαιρούσε ένα κομμάτι της Γης, γεγονός που θα προκαλούσε πλανητική καταστροφή αλλά που θ' άφηνε τον ίδιο τον πλανήτη λίγο– πολύ απείραχτο». Χαμογέλασε, αλλά άκεφα. «Θα υπάρχει μεγάλη μοναξιά σ' αυτό το καινούργιο σύμπαν. Και κρύο επίσης. Μα δεν θα κρατήσει για πολύ. Το μικρό αυτό σύμπαν θα καταρρεύσει προς τα μέσα, παρόλο που απ' έξω θα φανεί σαν έκρηξη. Είναι ένα μοντέλο υπό κλίμακα του Μεγάλου Ρήγματος που κάποια μέρα θα διαλύσει και το δικό μας σύμπαν. Ένα Μικρό Ρήγμα, υποθέτω». Η Μάιρα έμεινε για λίγο σκεφτική, μα δεν προσπάθησε να αναλύσει το παράδοξο των καταρρεύσεων και των εκρήξεων. «Πώς μπορείς να είσαι σίγουρη για όλα αυτά;» Η Έλλι έδειξε τον σκοτεινό ουρανό.

«Από την απομάκρυνση των άστρων που παρατηρούμε με τηλεσκόπια από τον Άρη, μια απομάκρυνση που από τη Γη δεν θα την έβλεπες. Πρόκειται, βέβαια, για ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα, το σύμπαν του Άρη είναι αυτό που έχει αρχίσει ν' απομακρύνεται από το μητρικό. Όπως και να το πεις, το ίδιο κάνει». «Αλλά μπορούμε ακόμα να φύγουμε από την επιφάνειά του. Να γυρίσουμε στο διάστημα κι από κει πίσω στη Γη». 423

«Α, ναι. Για την ώρα. Υπάρχει ακόμη μια ομαλή σύνδεση ανάμεσα στα δύο σύμπαντα». Κοίταξε την οθόνη της, εξετάζοντας περισσότερα αποτελέσματα. «Θα είναι μια πολύ συναρπαστική διαδικασία. Ένα μικρό σύμπαν γεννιέται στη μέση του ηλιακού μας συστήματος. Θα μάθουμε περισσότερα για το σύμπαν απ' όσα έχουμε μάθει μέσα σ' έναν αιώνα. Αναρωτιέμαι αν οι Πρωτογέννητοι αντιλαμβάνονται πόσα μας διδάσκουν...»

Η Μάιρα κοίταξε ανήσυχη την καμπίνα γύρω της. Αν κάποιοι τους κατασκόπευαν, αυτή η επίδειξη ακαδημαϊκής ψυχρότητας δεν θα τύχαινε ευνοϊκής υποδοχής. «Έλλι, ας επικοινωνήσουμε για λίγο με την ανθρώπινη φυλή».

Η Έλλι την κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα, μα τελικά μαζεύτηκε. «Με συγχωρείς». «Πόσο ακόμα;»

Η Έλλι ξανακοίταξε τα αποτελέσματα στην οθόνη της.

«Τα δεδομένα παγιώνονται. Είναι λιγάκι δύσκολο να πω με ακρίβεια. Χοντρικά... απομένουν τρεις ακόμη μήνες μέχρι την αποκόλληση». «Δηλαδή ο Άρης πρέπει να εκκενωθεί μέχρι... τον Φεβρουάριο;»

«Ακριβώς. Ύστερα μπορεί να υπάρξει ένα χρονικό διάστημα τριών ακόμη μηνών μέχρι την κατάρρευση του βρεφικού σύμπαντος».

«Και μετά, το τέλος του Άρη!» Έξι ακόμη μήνες παράταση ζωής, λοιπόν, για έναν πλανήτη που είχε ηλικία σχεδόν πέντε δισεκατομμυρίων ετών. «Τι κρίμα», είπε. «Ναι. Έι, για κοίτα». Η Έλλι της έδειξε ένα τσαλακωμένο και σκονισμένο πράγμα που προεξείχε από το κόκκινο έδαφος. «Πιστεύεις πως είναι αλεξίπτωτο;» 424

«Όχημα, πλήρης στάση!» Το όχημα σταμάτησε απότομα και η Μάιρα προσπάθησε να δει καλύτερα. «Μεγέθυνε!.. Ναι, νομίζω πως έχεις δίκιο. Ίσως ανασηκώνουν το πανί οι ανεμοστρόβιλοι και το εμποδίζουν να θαφτεί εντελώς. Τι δείχνει το σόναρ;» «Ας ρίξουμε μια ματιά. Όχημα...»

Εκεί, θαμμένο μερικά μέτρα μέσα στην ανεμοδαρμένη άμμο του Άρη, υπήρχε ένα χαμηλό, ογκώδες αντικείμενο, που το σόναρ εύκολα μπορούσε να περιγράψει το σχήμα του. «Ο Άρης 2», είπε η Μάιρα.

Ο Άρης 2 ήταν το σοβιετικό διαστημόπλοιο που είχε ταξιδέψει στον πλανήτη το 1971, ένα από τα διαστημικά οχήματα που εκμεταλλεύτηκαν μια ευνοϊκή προσέγγιση του Άρη με τη Γη, στα οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Μάρινερ 9 των Αμερικανών. Είχε προσπαθήσει να προσεδαφιστεί εν μέσω μιας από τις χειρότερες αμμοθύελλες που είχαν ποτέ παρατηρήσει οι αστρονόμοι. «Μοιάζει με λουλούδι», είπε η Έλλι ξεφυσώντας. «Με τέσσερα πέταλα».

«Ήταν μια μεταλλική σφαίρα στο μέγεθος ενός οικογενειακού ψυγείου. Τα πέταλα υποτίθεται πως θ' άνοιγαν και θα το 'φερναν σε σωστή θέση με όποια πλευρά του κι αν προσγειωνόταν».

«Φαίνεται ν' ακινητοποιήθηκε από ένα μπλεγμένο αλεξίπτωτο. Μετά από τόσο μεγάλο ταξίδι...»

Είτε είχε συντριβεί είτε όχι, ο Άρης 2 ήταν το πρώτο ανθρώπινο τεχνούργημα που κάθισε στην επιφάνεια του πλανήτη. Και είχε πέσει σ' εκείνο το σημείο ακριβώς πριν από έναν αιώνα, στις 27 Νοεμβρίου του 1971. «Άντεξε ως τώρα. Το ίδιο κι εμείς».

«Ναι. Και είναι θαμμένο δυο μέτρα κάτω από τη σκόνη». Η Έλλι έλυσε τις ζώνες ασφαλείας και σηκώθηκε από το κάθισμά της. «Φέρε ένα φτυάρι». 425

57. Βαβυλώνα Μόλις ο λοχαγός Ναθάνιελ Γκρόουβ έμαθε στην Τροία πως η Μπιζέζα Ντουτ είχε επιστρέψει στη Βαβυλώνα, πήγε εκεί μαζί με τον Μπεν Μπάτσον. Στην Πύλη της Ιστάρ συνάντησαν τον Ευμενή, ο οποίος επιβίωνε ακόμη ως χιλίαρχος ενός όλο και πιο ιδιότροπου Αλέξανδρου.

«Η Μπιζέζα βρίσκεται στον ναό του Μαρδούκ», τους είπε με τα σπαστά αγγλικά του. «Αρνείται να βγει έξω». Ο Γκρόουβ μόρφασε.

«Θα έπρεπε να το περιμένω. Γνώρισε και στο παρελθόν μια τέτοιου είδους κατάρρευση. Κρίμα, κρίμα! Μπορούμε να τη δούμε;»

«Ασφαλώς. Μα πρώτα πρέπει να επισκεφθούμε έναν άλλο ερημίτη – και μάλιστα κάποιον που φοβάμαι πως δεν έγινε ερημίτης με τη θέλησή του. Έχει ζητήσει να σας δει αν επιστρέφατε στη Βαβυλώνα. Μάλιστα ζητά να δει οποιονδήποτε από σας τους "σύγχρονους" όπως σας αποκαλεί». Αποδείχτηκε πως ο ερημίτης ήταν ο Ιλίσιους Μπλουμ, ο «πρόξενος» από το Σικάγο. Οι φρουροί του Αλέξανδρου τον είχαν κλείσει μέσα σ' ένα κλουβί στο εσωτερικό των τειχών, λίγο πιο πέρα από την Πύλη της Ιστάρ.

Το κλουβί προφανώς προοριζόταν για ζώα. Ήταν εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης και πολύ μικρό για να μπορεί ο Μπλουμ να σταθεί όρθιος μέσα σ' αυτό. Πλάι του στεκόταν ένας φρουρός, κάποιος ολοφάνερα βαριεστημένος στρατιώτης της φάλαγγας του Αλέξανδρου. Στο πίσω μέρος του κλουβιού κρεμόταν κάτι που έμοιαζε με καθαρισμένο τομάρι ζώου, ζαρωμένο και στεγνό. Μέσα στα βρόμικα κουρέλια του, με βλέμμα αστραφτερό πάνω στο λερό πρόσωπό του, ο Μπλουμ έτρεμε κι έβηχε παρ' ότι η 426

μέρα δεν ήταν κρύα. Μια μπόχα οχετού έκανε τον Γκρόουβ να κάνει πίσω. Ο Μπλουμ έδειξε μια αξιοθρήνητη ευγνωμοσύνη που τους έβλεπε, μα διατηρούσε ακόμα αρκετή συνείδηση του εαυτού του κι έτσι πρόσεξε τον μορφασμό του Γκρόουβ.

«Μην νομίζετε πως βρομάω εγώ τόσο. Είχαν έναν ανθρωποπίθηκο εδώ μέσα πριν από μένα – θηλυκιά, γεμάτη τσιμπούρια». Ρίχτηκε πάνω στα σιδερένια κάγκελα του κλουβιού. «Τη νύχτα έρχονται ποντίκια και αυτό δεν έχει καθόλου πλάκα. Ξέρετε πού μετέφεραν την πιθηκίνα; Στον ναό, μαζί μ' εκείνη την τρελάρα, την Μπιζέζα Ντουτ. Το πιστεύετε; Πρέπει να με βοηθήσεις, Γκρόουβ. Δεν θ' αντέξω για πολύ ακόμα εδώ μέσα, το βλέπεις κι εσύ». «Ηρέμησε, άνθρωπέ μου», του είπε ο Γκρόουβ. «Πες μας γιατί βρέθηκες εδώ κι ίσως καταφέρουμε να τους πείσουμε να σε βγάλουν». «Σας εύχομαι καλή τύχη. Ο Αλέξανδρος έχει κατά νου να ξεκινήσει πόλεμο, ξέρετε». «Πόλεμο; Ενάντια σε ποιον;»

«Ενάντια στην Αμερική. Η Ευρώπη δεν του φτάνει. Πώς θα μπορούσε, όταν ξέρει πως υπάρχουν ολόκληρες ήπειροι που δεν τις έχει ακόμα κατακτήσει. Κι η μόνη πηγή πληροφοριών που διαθέτει σχετικά με την Αμερική ή μάλλον το Σικάγο, είμαι εγώ». «Αχά!.. Οπότε σε ανέκρινε».

Ο Μπλουμ σηκώνοντας τα χέρια έδειξε τα ματωμένα ακροδάχτυλά του.

«Θα μπορούσες να το πεις κι έτσι. Ασφαλώς, τα ξέρασα όλα. Μη με κοιτάς περιφρονητικά, λοχαγέ. Δεν είμαι αξιωματικός του βρετανικού στρατού. Και δεν μπορώ να φανταστώ ποια θα ήταν η διαφορά αν δεν μιλούσα. Έχετε δει τον Αλέξανδρο τελευταία; Δεν μπορώ να πιστέψω πως αυτό το παραφουσκωμένο κτήνος θα ζήσει ακόμα κι άλλο, πόσο 427

μάλλον πως θα ηγηθεί ενός πολέμου πέρα απ' τον Ατλαντικό. Του είπα τα πάντα, κι όταν με ρώταγε περισσότερα, άρχισα να του λέω ό,τι ψέμα μου κατέβαινε στο κεφάλι. Τι άλλο να έκανα; Μα αυτά δεν του ήταν αρκετά. Κοιτάξτε εδώ». Έκανε μια στροφή μες στο κλουβί του. Ο Γκρόουβ διέκρινε τα σημάδια από βουρδουλιές στην πλάτη του μέσ' από το λεπτό, σκισμένο πουκάμισό του. «Και κοιτάξτε!» Έδειξε με σκελετωμένο χέρι το δέρμα που κρεμόταν στον τοίχο έξω από το κλουβί του. «Τι είναι αυτό;» τον ρώτησε ο Μπεν Μπάτσον. «Την αγαπούσα, ξέρετε», είπε ο Μπλουμ.

«Ποια, άνθρωπέ μου;» ρώτησε ο Γκρόουβ υπομονετικά. «Ποιαν αγαπούσες;»

«Την Ιζομπέλ. Θα τη θυμάσαι, Γκρόουβ, την κοπέλα από τον Σκουπιδότοπο. Μου χάρισε ένα μούλικο. Μπορεί, βέβαια, να ήμουν σκληρός κι εγωιστής μαζί της, αλλά έτσι είμαι εγώ, αφού είμαι ο Ιλίσιους Μπλουμ». Γέλασε και κούνησε το κεφάλι του. «Κι όμως, την αγαπούσα, όσο μπορούσε να αγαπήσει άνθρωπο η ελαττωματική ψυχή μου. Αλήθεια λέω. »Το έπραξαν αυτό για να με κάνουν να σπάσω», ψιθύρισε ο Μπλουμ κοιτάζοντας τον Γκρόουβ. «Δυο Εταίροι το έκαναν μπροστά στα μάτια μου. Την ξεφλούδισαν σαν σταφύλι. Της αφαίρεσαν το πρόσωπο. Έζησε για πολλά λεπτά γδαρμένη. Κάθε σημείο του σώματός της θα έπρεπε να ήταν εστία αφόρητου πόνου – για σκεφτείτε το! Και μετά...» Ο Μπάτσον έριξε μια ματιά στο δέρμα.

«Μα την πίστη μου, λοχαγέ, νομίζω πως...»

«Φύγε από κει», του είπε ο Γκρόουβ τραβώντας τον πίσω. Ο Μπλουμ ήταν πανικόβλητος.

«Βλέπετε σε ποια κατάσταση βρίσκομαι. Μιλήστε στον Ευμένη. Μιλήστε στον δήμαρχο Ράις. Αχ, πώς λαχταρώ ν' ακούσω ξανά μια φωνή αμερικάνικη! Σε παρακαλώ, Γκρόουβ...» Κατάφερε να 428

βγάλει ολόκληρο το μπράτσο του έξω από τα κάγκελα του κλουβιού. Ο φρουρός τού το χτύπησε αδιάφορα με το πλατύ μέρος του ξίφους του. Ο Μπλουμ ούρλιαξε και τραβήχτηκε. Ο Ευμενής πήρε τον Γκρόουβ και τον Μπάτσον παράμερα.

«Ο Ιλίσιους Μπλουμ είναι ξοφλημένος. Έβαλε τον εαυτό του σε κίνδυνο προσπαθώντας να παζαρέψει με τον Αλέξανδρο τις λιγοστές πληροφορίες που διέθετε. Καταδικάστηκε μόνος του με τα ψέματά του. Θα ήταν ήδη στον τάφο αν δεν τους στοίχιζε τόσο φτηνά να τον κρατάνε ζωντανό. Αν θέλετε, μπορώ να κανονίσω μια ακρόαση με τον Αλέξανδρο σχετικά με την τύχη του, αν και σας προειδοποιώ πως μάλλον δεν θα ωφελήσει και πως θα θέσετε και τον εαυτό σας σε κίνδυνο... Πρώτα, όμως», είπε, «πρέπει να επισκεφθούμε την Μπιζέζα Ντουτ».

58. Αποχώρηση

27 Φεβρουαρίου 2072 Η άκατος στεκόταν πάνω στη σκονισμένη γυμνή πεδιάδα. Ο ήλιος ήταν ένας χλομός δίσκος ψηλά στον πορτοκαλί ουρανό. Στην Ξάντε Τέρρα, την Ξανθή Γη, κόντευε μεσημέρι. Το σκάφος, ένας χοντρός και άκομψος κώνος, κομμένος στη μέση, βρισκόταν στο τελείωμα μιας μεγάλης αυλακιάς πάνω στη σκόνη, αποτύπωμα της προσγείωσής του. Εκείνη τη στιγμή ήταν όρθιο, έτοιμο να εκτοξευτεί ξανά σε τροχιά γύρω από τον Άρη. Η εκτεθειμένη κοιλιά της ακάτου, καλυμμένη με σκούρες πυρίμαχες πλάκες, ήταν σημαδεμένη από τις πολλές εισόδους στην ατμόσφαιρα και το χρώμα γύρω από τα ακροφύσια των πυραύλων εξισορρόπησης είχε κάνει φουσκάλες. Εκεί κοντά υπήρχαν οχήματα, που τ' αποτυπώματά τους χάνονταν στο βάθος. Μπουκαπόρτες έχασκαν ανοιχτές στην κοιλιά της ακάτου και άνδρες, γυναίκες και ρομπότ με λεπτά άκρα πάλευαν να αποθηκεύσουν δέματα στο αμπάρι. Η Μάιρα, καθώς κοιτούσε εκείνο το σκάφος μέσ' από τη διαστημική της στολή, σκεφτόταν πως δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν απλά ένα φορτηγό που είχε κάνει το 429

δρομολόγιο από το έδαφος μέχρι την τροχιά γύρω από τον πλανήτη καμιά δεκαριά φορές, ίσως και περισσότερες.

Η Μάιρα ήξερε πως επρόκειτο για μια συμβολική στιγμή. Το μεγαλύτερο μέρος του ανθρώπινου πληθυσμού του Άρη είχε ήδη αναχωρήσει, μαζί με όλα όσα μπορούσαν να μεταφέρουν. Οι διάφορες Τεχνητές Νοημοσύνες που κατοικούσαν στις βάσεις, στα οχήματα και σε διάφορα μηχανήματα, είχαν επίσης διασωθεί κατά το δυνατόν, σύμφωνα με τους νόμους που κανόνιζαν τα δικαιώματα προστασίας των Νομικών Οντοτήτων (Μη–Ανθρώπων)· στη χειρότερη περίπτωση, αντίγραφά τους είχαν μεταδοθεί σε αποθήκες μνήμης έξω από τον πλανήτη. Δεν υπήρχε, όμως, τίποτα πιο συγκινητικό για ένα ανθρώπινο πλάσμα από το να βλέπει το τελευταίο δέμα να φορτώνεται στο τελευταίο σκάφος που θα 'φευγε, το τελευταίο βήμα, την τελευταία μπουκαπόρτα που θα 'κλεινε.

Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο τσουλούσαν κάμερες, έμεναν ακίνητες στον αέρα και πετούσαν παντού. Αυτός ήταν επίσης ο λόγος για τον οποίο μια κινεζική αντιπροσωπεία στεκόταν πιο πέρα από τους υπόλοιπους. Τώρα, η αγωνιώδης προσπάθεια μεταφοράς είχε σταματήσει για λίγο από την Μπέλα Φίνγκαλ, την καθαιρεμένη πια πρόεδρο του Παγκόσμιου Διαστημικού Συμβουλίου, η οποία φορούσε μια στολή που έδειχνε να της είναι δυο ή τρία νούμερα μεγαλύτερη, περιτριγυρισμένη από ένα μικρό πλήθος. «Μια ώρα», είπε μια απαλή μηχανική φωνή μέσα στην κάσκα της Μάιρα.

Από τις ανεπαίσθητες αντιδράσεις των υπολοίπων κατάλαβε πως όλοι είχαν ακούσει την ίδια προειδοποίηση. Μια ώρα απόμενε ως την εκκένωση του Άρη, πριν... πριν συμβεί το αδιανόητο. Η Μάιρα ενώθηκε με το μικρό πλήθος που φορούσαν στολή μοιάζοντας με πράσινους χοντρούς χιονάνθρωπους. 430

«Κρίμα που δεν θα γίνει η τελευταία εκτόξευση από το Πορτ Λόουελ», είπε η Μπέλα. Βρίσκονταν σε απόσταση πενήντα χιλιομέτρων από το Λόουελ, στην Ξάντε Τέρρα, μια προέκταση στην περίμετρο της μεγάλης Βάστιτας Μπορεάλις. «Θ' άρμοζε ετούτη η στερνή ανθρώπινη αναχώρηση από τον Άρη να γίνει από το σημείο όπου ο Μπομπ Πάξτον και το πλήρωμά του ήρθαν σ' επαφή για πρώτη φορά με τον πλανήτη».

«Ίσως θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο αν το Λόουελ δεν παρέμενε ακόμα ραδιενεργό», μούγκρισε ο Γιούρι Ο' Ρουρκ κάπως απότομα. Έκανε νόημα στον Χανς Κρίτσφιλντ, ο οποίος μετέφερε περήφανα μια προθήκη με αντικείμενα.

«Κυρία πρόεδρε, ορίστε!» είπε χωρίς πολλές επισημότητες. «Είναι μια συλλογή επιστημονικών δειγμάτων, τα οποία συγκεντρώσαμε τους τελευταίους μήνες. Ρίξτε μια ματιά. Δείγματα από διάφορα σημεία γεωλογικού ενδιαφέροντος, από τα νότια υψίπεδα μέχρι τις πεδιάδες του Βορρά και τις πλαγιές των μεγάλων ηφαιστείων. Κομμάτια από πυρήνες πάγου των πόλων – αυτές έχουν ιδιαίτερη αξία για μένα. Και το πιο πολύτιμο ίσως, δείγματα αρειανής ζωής. Υπάρχουν λείψανα του παρελθόντος απ' ό,τι βλέπετε, ακόμη κι ένα απολίθωμα από τον ιζηματογενή πυθμένα μιας αρχαίας λίμνης, ιθαγενείς οργανισμοί από το παρόν, καθώς και δείγματα των υβριδικών μορφών ζωής με τις οποίες πειραματιζόμαστε». «Φαγώσιμοι Αρειανοί», είπε η Γκρέντελ Σπεθ ψυχρά.

Η Μπέλα Φίνγκαλ ήταν μια μικρόσωμη γυναίκα με κουρασμένη όψη, που κόντευε τα εξήντα. Η χειρονομία φάνηκε να τη συγκινεί πραγματικά. Χαμογέλασε πίσω από την προσωπίδα της κάσκας της. «Ευχαριστώ».

«Λυπάμαι μόνο που δεν μπορούμε να σας προσφέρουμε μια φιάλη με νερό αρειανού καναλιού», της είπε ο Γιούρι. «Ή τον τρίποδα από κάποια αρειανή πολεμική μηχανή. Ή ένα αβγό της πριγκίπισσας... Μακάρι να μπορούσα να σας δείξω μία από τις 431

ιπτάμενες μηχανές του Βέρνερ φον Μπράουν. Ήταν το πρώτο σοβαρό σχέδιο για ένα ταξίδι στον Άρη, ξέρετε, θα προσγειώνονταν γλιστρώντας πάνω στον λείο πάγο των πόλων. Αυτά ανήκουν στο παρελθόν, αλλά λυπάμαι που δεν θα δείτε το μέλλον του Άρη. Έναν ανεπτυγμένο ανθρώπινο πλανήτη, που θα συμμετέχει πλήρως στο διαπλανητικό οικονομικό και πολιτικό σύστημα...» Η Μάιρα του άγγιξε το μπράτσο κι εκείνος σώπασε. Η Μπέλα χαμογέλασε.

«Ναι. Αυτό είναι και το τέλος μιας ανθρώπινης ιστορίας. Πάνε πια τα όνειρα για τον Άρη. Μα δεν θα ξεχάσουμε, Γιούρι. Σε διαβεβαιώνω πως η μελέτη του Άρη θα συνεχιστεί, ακόμα κι αν ο ίδιος ο πλανήτης χαθεί, θα συνεχίσουμε να μαθαίνουμε για τον Άρη και θα προσπαθήσουμε να τον καταλάβουμε. »Και αυτή την τελευταία στιγμή θέλω να σου πω ακόμα μια φορά για ποιο λόγο όλα τούτα αξίζουν τον κόπο – ακόμα και με τέτοιο τρομερό τίμημα». Του είπε πως είχαν κι άλλα δεδομένα από τον Κύκλωπα.

Το μεγάλο τηλεσκόπιο είχε σχεδιαστεί πριν από την ηλιακή καταιγίδα για ν' αναζητήσει στο στερέωμα κόσμους παρόμοιους με τη Γη. Από την εποχή της καταιγίδας και ιδιαίτερα μετά την επιστροφή της Αθηνάς, οι μεγάλοι φακοί Φρέσνελ είχαν ρυθμιστεί για να ανιχνεύουν τις σκοτεινές αβύσσους ανάμεσα στ' αστέρια. «Οπουδήποτε στρέψουν το βλέμμα τους οι αστρονόμοι, βλέπουν πρόσφυγες», είπε η Μπέλα.

Τα τηλεσκόπια του Κύκλωπα είχαν εντοπίσει υπέρυθρα ίχνη από διαστημόπλοια γενεών, αργές, πελώριες κιβωτούς σαν τα κινεζικά σκάφη, ολόκληρους πολιτισμούς σε κατάσταση φυγής. Υπήρχαν τεράστια εύθραυστα σκάφη με ιστία πλάτους εκατοντάδων χιλιομέτρων, που προσπαθούσαν να ξεφύγουν χρησιμοποιώντας το φως καινοφανών αστέρων. Είχαν 432

εντοπίσει ακόμη και σήματα από λέιζερ λεπτών δεσμών που πίστευαν πως αποτελούσαν προσπάθειες τηλεμεταφοράς, απεγνωσμένες απόπειρες αποστολής της ουσίας ζωντανών όντων, κωδικοποιημένης σε ραδιοσήματα.

Η Μάιρα απόμεινε αποσβολωμένη. Υπήρχε μια ιστορία, ένα ολόκληρο μυθιστόρημα κρυμμένο μέσα σε καθεμιά από αυτές τις σύντομες συνόψεις του αγώνα έλλογων πλασμάτων. «Είναι δουλειά των Πρωτογέννητων», είπε. «Είναι παντού. Και παντού κάνουν αυτό που προσπάθησαν να κάνουν και σ' εμάς, στους Αρειανούς, στον Προκύνα – εξολοθρεύουν. Μα γιατί;»

«Αν το ξέραμε», είπε η Μπέλα, «αν κατανοούσαμε τους Πρωτογέννητους, τότε θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε καλύτερα την απειλή που εκφράζουν. Αυτό θα είναι το μέλλον μας όσο μακριά κι αν ταξιδέψουμε, όσο μακριά κι αν καταφέρουμε να διεισδύσουμε. Κι έτσι φτάσαμε σ' αυτή την κατάσταση, σ' αυτή την έρημη ακτή». Η Μπέλα έδωσε την προθήκη με τα δείγματα σε κάποιον βοηθό κι έκανε ένα βήμα πίσω. «Μπορούν όσοι φεύγουν να έρθουν τώρα και να σταθούν πίσω μου;» Οι περισσότεροι από την ομάδα κινήθηκαν προς το μέρος της. Μαζί τους ήταν η Έλλι φον Ντέβεντερ, η Γκρέντελ Σπεθ και ο Χανς Κρίτσφιλντ. Ανάμεσα σ' εκείνους που έμειναν πίσω ήταν η Μάιρα, ο Γιούρι και η Πώλα Ούμφραβιλ. Στις θέσεις τους παρέμειναν και οι Κινέζοι. Ένα μέλος της αντιπροσωπείας τους δήλωσε στην Μπέλα γι' άλλη μια φορά πως σκόπευαν να μείνουν για να φροντίζουν τα μνημεία που είχαν στήσει για τους νεκρούς της καταιγίδας. Η Μπέλα στράφηκε και τους κοίταξε όλους.

«Απ' ό,τι γνωρίζω, έχετε άφθονες προμήθειες – τρόφιμα, ενέργεια – ώστε να σας φτάσουν μέχρι...» «Ναι, κυρία πρόεδρε», είπε ο Γιούρι. «Είναι όλα κανονισμένα». 433

«Δεν έχω ακόμα καταλάβει πώς θα επικοινωνείτε μεταξύ σας – το Λόουελ με την πολική βάση, για παράδειγμα. Δεν θα χάσετε τους επικοινωνιακούς δορυφόρους όταν συμβεί η αποκοπή;» «Έχουμε απλώσει επίγειες γραμμές», είπε η Πώλα με αισιοδοξία, «θα είμαστε υπέροχα».

«Υπέροχα;» Η Μπέλα μόρφασε. «Δεν θα ήταν η λέξη που θα χρησιμοποιούσα εγώ». Ύστερα πρόσθεσε αυθόρμητα: «Σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μας! Όλοι σας. Ακόμα και τώρα, υπάρχει χρόνος για ν' αλλάξετε γνώμη. Υπάρχει χώρος στην άκατο. Και η κόρη μου μας περιμένει σε τροχιά στον Ελευθερωτή, έτοιμη να σας γυρίσει πίσω στην πατρίδα».

«Ευχαριστούμε», είπε ο Γιούρι ήρεμα. «Αλλά έχουμε πάρει την απόφασή μας. Κάποιοι έπρεπε να μείνουν. Πρέπει να υπάρξουν μαρτυρίες. Εξάλλου αυτή είναι η πατρίδα μου, κυρία πρόεδρε». «Η μητέρα μου είναι θαμμένη εδώ», είπε η Πώλα Ούμφραβιλ. «Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τον τάφο της». Το χαμόγελό της ήταν όπως πάντα επαγγελματικό. «Κι εγώ έχασα τη μητέρα μου εδώ», είπε η Μάιρα. «Δεν θα μπορούσα να φύγω χωρίς να ξέρω κάτι για την τύχη της».

Η Μπέλα κοίταξε τη Μάιρα. «Γνωρίζετε πως κάνουμε ό,τι μπορούμε για να διατηρήσουμε την επαφή που επιτεύχθηκε με τη Μιρ. Σας έχω δώσει τον λόγο μου πάνω σ' αυτό και να ξέρετε πως είναι μια υπόσχεση πως θα την κρατήσω». «Σας ευχαριστώ», είπε η Μάιρα.

«Εσείς πηγαίνετε σ' ένα μέρος ακόμα πιο παράξενο από τη Μιρ, δεν είναι έτσι; Θα 'θελες να μιλήσω σε κανέναν εκ μέρους σου;» «Όχι. Ευχαριστώ, κυρία πρόεδρε». Στους μήνες που πέρασαν μετά το χτύπημα της Βόμβας–Π, η Μάιρα προσπάθησε ξανά και ξανά να επικοινωνήσει με την Τσάρλι και τον Γιουτζίν. Δεν είχε πάρει καμιά απάντηση. Έτσι κι αλλιώς είχαν απομακρυνθεί κι οι δυο τους από το προσωπικό της σύμπαν εδώ και πολύν 434

καιρό. Είχε τακτοποιήσει τις εκκρεμότητές της. Δεν της απόμενε πια τίποτα πουθενά αλλού παρά μόνο εδώ, στον Άρη. «Με όλο τον σεβασμό, κυρία πρόεδρε, πρέπει να φύγετε τώρα», της είπε ο Γιούρι κοιτάζοντας το χρονόμετρο της στολής του.

Ακολούθησε αναταραχή γύρω από την άκατο: σκάλες σηκώνονταν και μπουκαπόρτες έκλειναν. Η Μάιρα αγκάλιασε για μια τελευταία φορά την Έλλι, την Γκρέντελ, τον Χανς, τους Κινέζους, ακόμα και την Μπέλα Φίνγκαλ. Μα οι αδέξιες αγκαλιές που αντάλλασσαν, κλεισμένοι καθώς ήταν μέσα στις αρειανές στολές, δεν επέτρεπαν την ανθρώπινη επαφή και δεν πρόσφεραν παρηγοριά. Η Μπέλα ήταν η τελευταία που πάτησε στο στενό κεκλιμένο επίπεδο που οδηγούσε στο εσωτερικό της ακάτου. Κοίταξε γύρω της. «Αυτό είναι το τέλος του Άρη», είπε. «Ένα τρομερό έγκλημα διαπράχθηκε εδώ, κι εμείς οι άνθρωποι ήμασταν οι αυτουργοί. Είναι ένα μεγάλο βάρος, που θα το σηκώνουμε εμείς και τα παιδιά μας. Δεν πιστεύω, όμως, πως πρέπει να φύγουμε ντροπιασμένοι. Τον τελευταίο αιώνα έγιναν πάνω στον Άρη περισσότερα απ' ό,τι το προηγούμενο ένα δισεκατομμύριο χρόνια και οτιδήποτε θετικό υπάρχει εδώ προήλθε από τις ενέργειες της ανθρωπότητας. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Πρέπει να θυμόμαστε τον Άρη με αγάπη και όχι με ντροπή». Κοίταξε τη σκουροκόκκινη σκόνη κάτω από τα πόδια της. «Νομίζω πως δεν έχω να πω τίποτε άλλο». Ανέβηκε με κοφτό βήμα τη ράμπα, η οποία σηκώθηκε για να την καταπιεί μέσα στην κοιλιά της ακάτου.

Η Μάιρα, η Πώλα και ο Γιούρι έπρεπε να επιστρέψουν βιαστικά στο όχημα, το οποίο τους απομάκρυνε περίπου ένα χιλιόμετρο, μια απόσταση ασφαλείας από το σημείο εκτόξευσης. Όταν το όχημα σταμάτησε, βγήκαν πάλι έξω φορώντας τις στολές τους. Στάθηκαν στη σειρά κρατημένοι από τα χέρια, η Μάιρα ανάμεσα στον Γιούρι και την Πώλα. Ανακάλυψαν πως γύρω 435

τους ήταν συγκεντρωμένο ένα μικρό πλήθος ρομποτικές κάμερες, που τους είχαν ακολουθήσει πετώντας ή τρέχοντας πάνω στο έδαφος.

Όταν ήρθε η στιγμή της εκτόξευσης, η άκατος υψώθηκε χωρίς πολύ θόρυβο. Η βαρύτητα του Άρη ήταν μικρή και μπορούσε εύκολα να ξεφύγει κανείς από την έλξη της. Η σκόνη που σηκώθηκε σ' ετούτη την τελευταία αναχώρηση γρήγορα κατακάθισε από τον αραιό αέρα στο έδαφος και η άκατος έγινε ένα μικρό πετράδι ώσπου στο τέλος χάθηκε αργά στον πορτοκαλόχρωμο ουρανό, αφήνοντας πίσω της ένα αδιόρατο ίχνος εξάτμισης. «Αυτό ήταν, λοιπόν», είπε η Πώλα. «Πόσο θα κρατήσουν ακόμη τα φώτα της παράστασης;»

Ο Γιούρι έκανε μια κίνηση να κοιτάξει το ρολόι του, μα μετά άλλαξε γνώμη. «Όχι για πολύ. Θέλετε να πάμε πίσω στο όχημα και να ξεφορτωθούμε αυτές τις στολές;»

Κανείς τους δεν το έκανε. Κατά κάποιον τρόπο τους φαινόταν σωστό να παραμείνουν εκεί, στο έδαφος του Άρη, κάτω από τον αλλόκοτο καστανοκίτρινο ουρανό του. Η Μάιρα κοίταξε γύρω της. Το τοπίο δεν ήταν παρά μια επίπεδη έρημος με χαμηλά βουνά στον μακρινό ορίζοντα. Μέσα σ' ένα βαθύ χαντάκι, όμως, σε μικρή απόσταση από το μέρος που στέκονταν, φύτρωνε μια πράσινη βρυώδης βλάστηση. Η ζωή επέστρεφε στον Άρη μετά την καταιγίδα, με τη φροντίδα των ανθρώπων. Η Μάιρα έσφιξε τα χέρια των συντρόφων της. «Ήταν όνειρο ενός εκατομμυρίου ετών το να μπορούμε να στεκόμαστε εδώ και να βλέπουμε αυτό το θέαμα», είπε. «Πράγματι», είπε ο Γιούρι.

Και το φως χανόταν· ο ουρανός σκοτείνιαζε αργά σαν κάποιος να χαμήλωνε έναν ρεοστάτη. Ο ήλιος χανόταν, παίρνοντας μαζί του όλο το φως. Κι ύστερα ο ουρανός πήρε ένα σκούρο καφετί 436

χρώμα, μετά σταχτόμαυρο, ώσπου τελικά επικράτησε απόλυτο σκοτάδι.

Η Μάιρα στεκόταν μέσα στο σκοτάδι, σφίγγοντας τα χέρια του Γιούρι και της Πώλα. Ακουσε τις κάμερες να κροταλίζουν γύρω της, μπερδεμένες απ' αυτό που συνέβη. Χρειάστηκαν μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να γίνει.

«Ελπίζω να το μετέδωσαν οι κάμερες», μουρμούρισε ο Γιούρι.

«Μοιάζει με ολική έκλειψη ηλίου», είπε η Πώλα. «Κάποτε πήγα στη Γη για να παρακολουθήσω μια τέτοια. Μου προκάλεσε έναν παράξενο ενθουσιασμό...»

Η Μάιρα ένιωθε κι αυτή μιαν απρόσμενη συγκίνηση από κείνο το αρχέγονο και πρωτοφανές γεγονός. Υπήρχαν παράξενα φώτα στον ουρανό. Καθώς στεκόταν εκεί, μέσα στο σκοτάδι, αισθάνθηκε ένα τσίμπημα φόβου συνειδητοποιώντας πως ο ήλιος δεν θα φώτιζε ποτέ ξανά την επιφάνεια του Άρη. «Είμαστε, λοιπόν, ολομόναχοι μέσα σ' αυτό το σύμπαν» είπε ο Γιούρι. «Μονάχα εμείς και ο Άρης». Το έδαφος σείστηκε ελαφρά.

«Σεισμός», είπε αμέσως η Πώλα. «Ήταν αναμενόμενο κάτι τέτοιο. Γίνεται επειδή χάσαμε τη βαρυτική έλξη του ήλιου. Θα περάσει».

Τα φώτα του οχήματος άναψαν κι ύστερα τρεμόσβησαν πριν σταθεροποιηθούν. Δημιουργούσαν μια λιμνούλα φωτός πάνω στο αρειανό έδαφος· και η σκιά της Μάιρα απλωνόταν μακρόστενη μπροστά της. Στον αέρα υπήρχε ένας κύκλος. Έμοιαζε με κάτοπτρο γεμάτο περίπλοκες αντανακλάσεις, καθρεφτίσματα του φωτός από τους προβολείς του οχήματος. Η Μάιρα έκανε ένα βήμα μπροστά και είδε το είδωλό της να την πλησιάζει. Το πράγμα που στεκόταν στον αέρα είχε διάμετρο κάπου ένα μέτρο. Ήταν ένα Μάτι. 437

«Μπάσταρδε», είπε ο Γιούρι. «Μπάσταρδε!» Έσκυψε αδέξια, πήρε στα χέρια του δυο χούφτες αρειανές πέτρες και τις πέταξε στο Μάτι. Οι πέτρες το χτύπησαν και αναπήδησαν με κρότους που ακούστηκαν μόλις μέσα στον αραιό, ψυχρό αέρα. Το έδαφος συνέχιζε να τρέμει και ο μικρός σκληρός πλανήτης ηχούσε σαν καμπάνα. Ύστερα μια λευκή νιφάδα πέρασε μπροστά από την προσωπίδα της Μάιρα. Την ακολούθησε με το βλέμμα της ως το έδαφος, όπου εκείνη εξαχνώθηκε. Ήταν μια νιφάδα χιονιού.

59. Ναός

Ο Αμπντικαντίρ Ομάρ τους συνάντησε στον ναό του Μαρδούκ.

Ένα αραιό πλήθος είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον ναό. Μερικοί κοιμόντουσαν εκεί, σε παραπήγματα και αντίσκηνα. Κάποιοι πωλητές βάδιζαν αργά ανάμεσά τους πουλώντας τρόφιμα, νερό και κάτι μπιχλιμπίδια που θεωρούνταν ιερά φυλαχτά. Ήταν προσκυνητές, είπε ο Άμπντι, που είχαν έρθει από μακρινούς τόπους όπως η Αλεξάνδρεια και η Ιουδαία. «Έχουν έρθει για το Μάτι του Μαρδούκ;» Ο Άμπντι μειδίασε ειρωνικά.

«Κάποιοι έρχονται για το Μάτι. Άλλοι για τον ίδιο τον Μαρδούκ – όσοι τον θυμούνται. Μερικοί για την Μπιζέζα. Ορισμένοι ακόμα και για τη γυναίκα–πίθηκο που βρίσκεται μαζί της».

«Αξιοθαύμαστο», είπε ο Γκρόουβ. «Προσκυνητές από την Ιουδαία έχουν έρθει για να δουν μια γυναίκα του εικοστού πρώτου αιώνα!» «Αναρωτιέμαι μήπως μια ολόκληρη καινούργια θρησκεία γεννιέται εδώ. Μια λατρεία των Πρωτογέννητων με προφήτη τους την Μπιζέζα Ντουτ», είπε ο Ευμενής «Αμφιβάλλω αν κάτι τέτοιο θα ήταν ωφέλιμο», είπε ο Γκρόουβ. 438

«Ο άνθρωπος έχει κι άλλες φορές στο παρελθόν λατρέψει καταστροφικούς θεούς. Ελάτε. Πάμε να μιλήσουμε στην Μπιζέζα Ντουτ». Ο Άμπντι τους οδήγησε μέσα απ' το πλήθος στο δαιδαλώδες εσωτερικό του ναού, στην αίθουσα του Ματιού.

Στο μικρό δωμάτιο με τους καψαλισμένους τούβλινους τοίχους, δέσποζε το αιωρούμενο στον αέρα Μάτι. Ο Γκρόουβ έβλεπε το είδωλό του γελοιωδώς παραμορφωμένο κάτω από το φως των λυχναριών, σαν μέσα σε κάποιον καθρέφτη λούνα–παρκ. Το Μάτι ήταν τερατώδες, απειλητικό· φαινόταν σαν ν' αντιλαμβανόταν και το ίδιο τη βαρύτητά του. Η Μπιζέζα είχε φτιάξει κάτι σαν φωλιά σε μια γωνιά του δωματίου, με κουβέρτες, χαρτί, ρούχα και τρόφιμα. Όταν ο Γκρόουβ και οι υπόλοιποι μπήκαν μέσα, χαμογέλασε και σηκώθηκε όρθια.

Πλάι της ήταν η ανθρωποπιθηκίνα. Μια λιπόσαρκη αλλά δυνατή ώριμη θηλυκιά, που καθόταν ανακούρκουδα στο κλουβί της, ακίνητη και παρατηρητική όσο και το ίδιο το Μάτι. Είχε νοήμονα γαλάζια μάτια. Ο Γκρόουβ αναγκάστηκε να γυρίσει αλλού το βλέμμα του. «Μα την πίστη μου», είπε ο Μπάτσον κρατώντας τη μύτη του. «Ο Ιλίσιους Μπλουμ δεν έλεγε ψέματα όταν μας είπε πως η μπόχα δεν ήταν δική του αλλά της μαϊμούς!»

«Θα τη συνηθίσετε», τους είπε η Μπιζέζα. Χαιρέτησε τον Μπάτσον με θερμή χειραψία και μετά χάρισε στον Γκρόουβ μια αγκαλιά που μάλλον έφερε σε αμηχανία τον λοχαγό. «Όπως και να 'ναι, η Αρπάχτρα μού κάνει συντροφιά». «Η Αρπάχτρα;»

«Δεν τη θυμάσαι, Γκρόουβ; Οι άνδρες σου έπιασαν έναν θηλυκό ανθρωποπίθηκο και το μωρό του τη μέρα της Ασυνέχειας. Οι στρατιώτες την αποκαλούσαν "Αρπάχτρα" εξαιτίας του τρόπου που χρησιμοποιούσε τα χέρια της, κάνοντας κόμπους 439

με κομμάτια άχυρου για να διασκεδάσει. Την τελευταία νύχτα πριν από την προσπάθειά μου να επιστρέψω στη Γη μέσα από το Μάτι, ζήτησα να την ελευθερώσουν. Λοιπόν, νομίζω πως είναι αυτό το μωρό, που στο μεταξύ έχει ψηλώσει. Αν οι αυστραλοπίθηκοι ζουν όσο και οι χιμπαντζήδες, είναι πολύ πιθανό κάτι τέτοιο. Παίρνω όρκο πως είναι πολύ πιο επιδέξια από μένα». «Μα πώς στην ευχή κατέληξε εδώ;» ρώτησε ο Γκρόουβ.

«Μάλλον ήρθε μόνη της», είπε ο Ευμενής. «Ανήκε σ' ένα κοπάδι που παρενοχλούσε τα τρένα του δυτικού σιδηρόδρομου. Αυτή εδώ ακολούθησε τις ράγες μέχρι τη Βαβυλώνα και άρχισε να κάνει επιδρομές στα αγροκτήματα έξω από την πόλη. Προσπαθούσε συνεχώς να μπει μέσα στα τείχη και δεν έφευγε με τίποτα. Τελικά την έπιασαν με δίχτυα και την έφεραν στην πόλη για να την επιδείξουν ως αξιοπερίεργο στη βασιλική αυλή. Τη βάλαμε στο κλουβί του Μπλουμ, αλλά το πλάσμα αγρίεψε. Ήταν ολοφάνερο πως κάπου ήθελε να πάει». «Δική μου ιδέα ήταν», είπε ο Άμπντι, «να τη δέσουμε μ' ένα λουρί και να την αφήσουμε να μας οδηγήσει εκεί που ήθελε». «Και ήρθε εδώ», είπε η Μπιζέζα. «Την τράβηξε το Μάτι όπως κι εμένα. Φαίνεται ήρεμη τώρα, λες και βρήκε αυτό που έψαχνε». Ο Γκρόουβ έμεινε για μια στιγμή συλλογισμένος.

«Θυμάμαι πως κάποτε κρατούσαμε αυτή την πιθηκίνα και τη μάνα της σε κάποιο αντίσκηνο που είχαμε στήσει κάτω από ένα αιωρούμενο Μάτι – το θυμάσαι, Μπιζέζα; Αυτό θα 'λεγα ήταν μάλλον προσβλητικό για το Μάτι. Ίσως, όμως, τούτο το ταλαίπωρο πλάσμα να δημιούργησε τότε κάτι σαν δεσμό με τα Μάτια. Μα πώς στο διάβολο ήξερε πως θα βρει ένα Μάτι εδώ;»

«Χωρίς υπερβολή, υπάρχουν πολλά που δεν καταλαβαίνουμε», είπε η Μπιζέζα. Ο Γκρόουβ εξέτασε τη φωλιά της Μπιζέζα με βεβιασμένο ενδιαφέρον. 440

«Φαίνεται να περνάς αρκετά καλά εδώ».

«Με όλες τις σύγχρονες ανέσεις», είπε με μια έκφραση που μπέρδεψε τον Γκρόουβ. «Έχω το τηλέφωνό μου. Κρίμα που η στολή Πέντε δεν διαθέτει πια ισχύ για να μου κάνει συντροφιά. Έχω και τη χημική μου τουαλέτα, που την έφερα από το Μικρό Πουλί. Ο Άμπντι μού στέλνει φαγητό και φροντίζει για την καθαριότητά μου. Είσαι η επαφή μου με τον έξω κόσμο, έτσι δεν είναι, Άμπντι;» «Εντάξει», είπε ο Γκρόουβ. «Μα γιατί βρίσκεσαι εδώ;»

«Θα πρέπει να ξέρετε», είπε ο Ευμενής με σοβαρότητα, «πως ο Αλέξανδρος πιστεύει ότι η Μπιζέζα προσπαθεί να βρει έναν τρόπο ώστε να χρησιμοποιήσει το Μάτι για όφελός του. Αν ο βασιλιάς δεν νόμιζε πως η Μπιζέζα εξυπηρετεί τα δικά του συμφέροντα, δεν δα την άφηνε εδώ. Πρέπει να το θυμάστε όταν τον συναντήσετε, λοχαγέ». «Εντάξει, έγινε αντιληπτό. Μα ποια είναι η αλήθεια, Μπιζέζα;»

«Θέλω να γυρίσω πίσω», είπε εκείνη απλά. «Όπως και την προηγούμενη φορά. Θέλω να γυρίσω πίσω στην κόρη μου και την εγγονή μου. Και αυτός είναι ο μόνος δυνατός τρόπος. Μ' όλο τον σεβασμό, τίποτα πάνω στη Μιρ δεν έχει για μένα μεγαλύτερη σημασία από αυτό». Ο Γκρόουβ κοίταξε εκείνη τη γυναίκα, εκείνη τη στερημένη μάνα, ολομόναχη μέσα σ' αυτό το αλλόκοτο περιβάλλον.

«Είχα κι εγώ μια κόρη, ξέρεις», της είπε κι ένιωσε απελπισία όταν συνειδητοποίησε πόσο τραχιά ήταν η φωνή του. «Πίσω στην πατρίδα. Εσύ ξέρεις. Θα είχε την ηλικία σου τώρα, νομίζω. Καταλαβαίνω γιατί βρίσκεσαι εδώ, Μπιζέζα». Εκείνη χαμογέλασε και τον αγκάλιασε ξανά. Δεν είχαν πια πολλά να πουν.

«Λοιπόν», είπε ο Γκρόουβ, «θα σ' επισκεφθούμε ξανά. Νομίζω πως θα μείνουμε γι' αρκετές ημέρες ακόμη στη Βαβυλώνα. 441

Πιστεύω πως πρέπει να προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι για κείνο τον ταλαίπωρο τον Μπλουμ. Εμείς οι σύγχρονοι πρέπει να μείνουμε ενωμένοι». «Είσαι καλός άνθρωπος, λοχαγέ. Αλλά μη βάζεις τον εαυτό σου σε κίνδυνο». «Είμαι μια γέρικη πονηρή αλεπού. Μην ανησυχείς». Σε λίγο έφυγαν.

Ο Γκρόουβ γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε μια τελευταία φορά την Μπιζέζα. Ολομόναχη, με μόνη συντροφιά την ανθρωποπιθηκίνα, περπάτησε γύρω από τη σφαίρα και πίεσε το γυμνό της χέρι πάνω στην επιφάνεια του Ματιού. Το χέρι φάνηκε να γλιστρά στο πλάι, σπρωγμένο από κάποια αόρατη δύναμη. Ο Γκρόουβ ένιωσε δέος μπροστά στην αδιάφορη οικειότητα που έδειχνε απέναντι σ' εκείνο το τερατώδες εξωγήινο κατασκεύασμα. Έκανε μεταβολή. Χαιρόταν που μπορούσε να κρύβει μέσα στο σκοτάδι των διαδρόμων του ναού τα δάκρυα που είχαν γεμίσει τα ανόητα γέρικα μάτια του.

60. Σπίτι

30 Μαρτίου 2072 Η Πώλα τηλεφώνησε χρησιμοποιώντας τους αγωγούς οπτικών ινών. Μετά την αποκοπή από τον ήλιο, οι μεγάλες Τεχνητές Νοημοσύνες του Νέου Λόουελ είχαν οριστικοποιήσει τις προβλέψεις τους σχετικά με το πότε θα χτυπούσε τον Άρη η Διάρρηξη. «Στις 12 Μαίου», είπε η Πώλα. «Γύρω στις δύο το μεσημέρι».

Σε έξι εβδομάδες.

«Τώρα τουλάχιστον ξέρουμε», είπε η Μάιρα.

«Μου εξήγησαν πως σύντομα θα έχουν μια οριστική πρόβλεψη με ακρίβεια ενός πεντάκις εκατομμυριοστού του δευτερολέπτου». 442

«Αυτό θα μας ήταν πολύ χρήσιμο», είπε ο Γιούρι ξερά.

«Επίσης, κάναμε προβλέψεις σχετικά με την κατάσταση του πυρηνικού σταθμού ενέργειας», είπε η Πώλα. «Θα ξέρεις πως μας τελειώνουν τα καύσιμα».

«Ασφαλώς», είπε ο Γιούρι σφιγμένα. «Ο ανεφοδιασμός έχει γίνει εν μέρει προβληματικός». «Προβλέπουμε πως μόλις και μετά βίας θα τα καταφέρουμε ως τη Διάρρηξη. Ίσως τα πράγματα δεν θα είναι και πολύ άνετα τις τελευταίες ημέρες».

«Μπορούμε να κάνουμε οικονομία. Εδώ ζούμε μονάχα δύο άτομα». «Εντάξει. Πάντως, υπάρχει χώρος για σας στο Λόουελ».

Ο Γιούρι λοξοκοίταξε τη Μάιρα κι εκείνη του ανταπέδωσε το βλέμμα μ' ένα χαμόγελο. «Ν' αφήσουμε το σπίτι μας;» είπε εκείνη. «Όχι, Πώλα, σ' ευχαριστώ, θα τελειώσουμε και οι δυο μας εδώ». «Περίμενα πως θα 'λεγες κάτι τέτοιο», είπε η Πώλα. «Καλά, λοιπόν. Μα αν αλλάξετε γνώμη, τα οχήματα διαθέτουν αρκετά καύσιμα για να 'ρθουν να σας πάρουν».

«Ευχαριστώ, αυτό το ξέρω», είπε ο Γιούρι βαριά. «Αφού το ένα απ' αυτά είναι το δικό μας». Μίλησαν λίγο για διάφορες υποθέσεις και για τον τρόπο που αντιμετώπιζαν την κατάσταση.

Ήταν σαν να είχε διακοπεί απότομα το τελευταίο καλοκαίρι του Άρη. Ο ήλιος χάθηκε δυο μήνες πριν, κατά το μεσοκαλόκαιρο, και είχε ξεκινήσει ο οριστικός χειμώνας του πλανήτη. Από μια άποψη, στον πόλο η διαφορά δεν ήταν μεγάλη αφού τον μισό χρόνο είχε έτσι κι αλλιώς σκοτάδι. Εκείνο που έλειπε στη Μάιρα ήταν η σταθερή ροή ταινιών και ειδήσεων από τη 443

Γη, καθώς και μηνυμάτων από το σπίτι της. Δεν την ένοιαζε τόσο πολύ που είχε χάσει τη Γη, όσο που είχε χάσει την αλληλογραφία της. Στη βάση Γουέλς επικρατούσε μια χειμωνιάτικη ρουτίνα, αλλά στο Λόουελ, που βρισκόταν κοντά στον ισημερινό, δεν ήταν συνηθισμένοι στο σκοτάδι κι έπαθαν σοκ όταν άρχισε να χιονίζει κι εκεί κάτω. Δεν διέθεταν εξοπλισμό επιβίωσης για τέτοιες συνθήκες. Έτσι ο Γιούρι και η Μάιρα είχαν εξοπλίσει ένα από τα δύο ειδικά οχήματα χιονιού της πολικής βάσης με όργανα εξάχνωσης και άλλα χρειώδη. Το 'φεραν στο Λόουελ για να το χρησιμοποιεί το πλήρωμα της βάσης μαζί με τον εξοπλισμό του, και με το δεύτερο όχημα επέστρεψαν στη βάση Γουέλς. Η πορεία, που κάλυπτε το ένα τέταρτο της περιφέρειας του πλανήτη στη μετάβαση και άλλο τόσο στην επιστροφή, ήταν ανιαρή, καταθλιπτική και εξουθενωτική μέσα στο στεγνό χιόνι που έπεφτε ασταμάτητα από τον ουρανό. Από κείνη τη στιγμή, η Μάιρα και ο Γιούρι δεν εγκατέλειψαν πια το περιβάλλον της βάσης. «Θα ξαναμιλήσουμε», είπε η Πώλα. «Να προσέχετε». Η εικόνα της χάθηκε. Η Μάιρα κοίταξε τον Γιούρι. «Αυτό ήταν, λοιπόν».

«Πίσω στη δουλειά!» της είπε αυτός. «Ναι πιούμε έναν καφέ πρώτα;»

«Δώσε μου μια ώρα περιθώριο και θα τελειώσουμε αρκετές από τις σημερινές υποχρεώσεις μας». «Εντάξει».

Η δουλειά ρουτίνας είχε δυσκολέψει από τη στιγμή της τελικής εκκένωσης του πλανήτη. Χωρίς τις σχεδιασμένες ρίψεις εφοδίων και εξοπλισμού όχι μονάχα το πυρηνικό εργοστάσιο ήταν έτοιμο να σταματήσει να λειτουργεί, μα και άλλα μηχανήματα. Τώρα είχαν απομείνει μονάχα δύο άτομα σε μια 444

βάση σχεδιασμένη για δέκα και η Μάιρα δεν είχε εκπαιδευτεί για όλες αυτές τις εργασίες, αν και μάθαινε γρήγορα.

Παρ' όλ' αυτά είχε ριχτεί στη δουλειά. Εκείνο το πρωινό περιποιήθηκε κάποια χαλασμένα υδροπονικά παρτέρια και καθάρισε έναν βουλωμένο βιοαντιδραστήρα, προσπαθώντας ν' ανακαλύψει γιατί το σύστημα συγκέντρωσης νερού χαλούσε σχεδόν καθημερινά. Δούλεψε επίσης με τις Τεχνητές Νοημοσύνες, διαχειριζόμενη το πλήθος των επιστημονικών δεδομένων που συνέχιζαν να έρχονται από τα πειραματικά συστήματα επιφανείας, τους «θάμνους της ερήμου» και την «έξυπνη σκόνη», έστω κι αν τα όργανα των αισθητήρων χαλούσαν το ένα μετά το άλλο εξαιτίας διαφόρων προβλημάτων ή, απλώς, γιατί τα μηχανήματα κολλούσαν μέσα στο χιόνι που πύκνωνε. Οι Τεχνητές Νοημοσύνες μπορούσαν συνήθως να εργάζονται αυτόνομα, φτάνοντας σε σημείο να θέτουν τους δικούς τους επιστημονικούς στόχους και να εκπονούν προγράμματα για την επίτευξή τους. Μα εκείνη η μέρα ήταν Ημέρα Πλανητικής Προστασίας, κι έπρεπε να κάνει έναν τυπικό έλεγχο για να βεβαιωθεί πως είχαν παρθεί με σωστό τρόπο δείγματα από το περιβάλλον σε μια ακτίνα χιλιομέτρων γύρω από τη βάση, μετρώντας έτσι τις επιδράσεις της ανθρώπινης παρουσίας πάνω στην επιφάνεια του Άρη. Υπήρχαν ακόμη ορισμένα έγγραφα που έπρεπε να τα υπογράψει και να τ' αποστείλει σε κάποια υπηρεσία της Γης. Ασφαλώς τώρα πια τα έγγραφα δεν επρόκειτο να φτάσουν ποτέ στη Γη, μα, παρ' όλ' αυτά, εκείνη τα υπέγραψε. Μετά από μια περίπου ώρα, έβαλε τις Τεχνητές Νοημοσύνες ν' αναζητήσουν τον Γιούρι. Υποτίθεται πως εκείνος βρισκόταν στο αντίσκηνο του γεωτρύπανου, φροντίζοντας τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιόταν για τελευταία φορά, εκπληρώνοντας έτσι μια υπόσχεσή του στον Χανς Κρίτσφιλντ. Μα ο Γιούρι βρισκόταν τώρα στην Κονσέρβα Έξι, στον σταθμό με τις διαστημικές στολές. 445

Έκανε καφέ και τον πήγε στην Κονσέρβα 6. Χρησιμοποίησε καπάκια για τα φλιτζάνια μην έχοντας συνηθίσει να ισορροπεί κρατώντας καφέδες στην αδύναμη βαρύτητα του Άρη.

Τον ανακάλυψε γονατισμένο στο πάτωμα της Έξι. Ασχολούνταν μ' ένα έλκηθρο Κόκελ, ένα απλό συρόμενο έλκηθρο, που, προσαρμοσμένο στις συνθήκες του Άρη, ήταν εφοδιασμένο με πτυσσόμενους τροχούς για να τρέχει πάνω σε σκληρό, σαν βασάλτη, παγωμένο νερό. Είχε φορτώσει πάνω σ' εκείνο το μικρό όχημα ένα αντίσκηνο, τρόφιμα και μερικά κομμάτια εξοπλισμού που, όπως φαίνεται, διασώθηκαν από τα συστήματα επιβίωσης. Του έδωσε τον καφέ. «Τι κάνεις εκεί;»

Εκείνος έγειρε πίσω και ήπιε μια γουλιά.

«Έχω μια απραγματοποίητη φιλοδοξία. Πολλές έχω δηλαδή, μα αυτή η συγκεκριμένη με σκοτώνει». «Πες μου».

«Μια μοναχική αποστολή στον βόρειο πόλο του Άρη. Ανέκαθεν σχεδίαζα να την επιχειρήσω, θα ξεκινούσα από την άκρη του μόνιμου πάγου, μόνος μου με μια στολή κι ένα έλκηθρο. Θα περπατούσα σέρνοντας το έλκηθρο μέχρι τον πόλο. Ούτε εφόδια ούτε ομάδες διάσωσης, τίποτα εκτός από μένα και τον πάγο». «Μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο;»

«Και βέβαια. Η απόσταση είναι περίπου χίλια χιλιόμετρα, ανάλογα με τη διαδρομή που θ' ακολουθήσεις. Η στολή θα με βάραινε – καμιά στολή δεν έχει σχεδιαστεί για τέτοια αντοχή· θα της είχα κάνει κάποιες βελτιώσεις, θυμήσου, όμως, πως με το ένα τρίτο της γήινης βαρύτητας μπορώ να κουβαλήσω τριπλάσιο βάρος απ' ό,τι στην Ανταρκτική, ίσως τετρακόσια κιλά. Ο Άρης διαθέτει ένα περιβάλλον, κατά κάποιον τρόπο, 446

καλύτερο απ' αυτό στους γήινους πόλους. Ούτε χιονοθύελλες ούτε απώλεια προσανατολισμού».

«Θα 'πρεπε να κουβαλάς μαζί σου το οξυγόνο που χρειάζεσαι».

«Μπορεί. Ίσως πάλι να χρησιμοποιούσα ένα απ' αυτά». Σήκωσε κάποια από τις συσκευές επιβίωσης, έναν μικρό συλλέκτη πάγου που μπορούσε μέσω της ηλεκτρόλυσης να μετατρέπει το νερό σε οξυγόνο και υδρογόνο. «Στην πραγματικότητα, θα ήταν για μένα το ίδιο. Αυτές οι συσκευές είναι ελαφρότερες από τις φιάλες οξυγόνου, μα η καθημερινή τους χρήση θα με καθυστερούσε, θα ήταν σπουδαίο εγχείρημα, Μάιρα. Μοναδικό, έτσι δεν είναι; Και κανείς δεν το έχει επιχειρήσει ποτέ. Ποιος θα ήταν καταλληλότερος από μένα;» «Θα πρέπει να σχεδιάσεις προσεκτικά την αποστολή».

«Πράγματι. Αν τα πράγματα εξελίσσονταν αλλιώς, θα μπορούσα να τα κανονίσω όλα στη διάρκεια του χειμώνα. Ύστερα, όταν θα 'ρχόταν το καλοκαίρι, θα διάλεγα να ξεκινήσω κάποια στιγμή που θα φαινόταν η Γη στον ορίζοντα, θα μπορούσα να πάρω τον εξοπλισμό και να τον δοκιμάσω στον πάγο γύρω από τη βάση. Το σκοτάδι εδώ είναι πάντα το ίδιο». Φαινόταν να απολαμβάνει το σχέδιό του. Μα ξαφνικά την κοίταξε με αβεβαιότητα. «Λες να 'χω τρελαθεί;»

«Σίγουρα δεν είσαι περισσότερο τρελός απ' όλους εμάς. Εννοώ πως μάλλον δεν πιστεύω αυτό που θα συμβεί στις 12 Μαΐου. Εσύ μπορείς; Κανείς άνθρωπος δεν πιστεύει πως κάποια μέρα θα έρθει να τον βρει ο θάνατος. Αν το πιστεύαμε, πιθανώς δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Απλώς, τα πράγματα για μας στον Άρη είναι τώρα λιγάκι πιο ξεκάθαρα». «Ναι, όμως...»

«Ας μη μιλάμε πια γι' αυτό», είπε εκείνη αποφασιστικά. Γονάτισε δίπλα του πάνω στο κρύο πάτωμα. «Δείξε μου πώς θα πακετάριζες όλα αυτά τα πράγματα. Πώς θα έτρωγες; Θα 'στηνες και θα ξέστηνες τη σκηνή δυο φορές τη μέρα;» 447

«Όχι. Σκέφτηκα να στήνω τον καταυλισμό το βράδυ και να τρώω μια φορά τη νύχτα και μια το πρωί. Στη διάρκεια της μέρας θα μπορούσα να πίνω κάποιο ζεστό υγρό μέσα από τον σωλήνα της στολής...» Μιλώντας, κάνοντας υποθέσεις, ψαχουλεύοντας τα κομμάτια του εξοπλισμού σχεδίαζαν την αποστολή, ενώ ο παγωμένος αέρας του Άρη σώριαζε στοίβες χιονιού γύρω από τις κολόνες που στήριζαν τα κτήρια της βάσης.

61. Αρπάχτρα

Η Αρπάχτρα ήταν η πρώτη που πρόσεξε την αλλαγή στο Μάτι.

Ξύπνησε αργά, γραπωμένη στα ξέφτια των ονείρων της, που όπως πάντα σχετίζονταν με δέντρα. Όντας ένα πλάσμα μεταξύ ανθρώπου και ζώου, είχε μονάχα μια αμυδρή εικόνα περί μέλλοντος και παρελθόντος. Η μνήμη της έμοιαζε με πινακοθήκη γεμάτη με ζωηρές εικόνες – το πρόσωπο της μητέρας της, τη ζεστασιά της φωλιάς μέσα στην οποία είχε γεννηθεί. Και τα κλουβιά. Πολλά, πολλά κλουβιά. Χασμουρήθηκε ανοίγοντας διάπλατα το στόμα της, τέντωσε τα μακριά της χέρια και κοίταξε ολόγυρα. Η ψηλή γυναίκα που μοιραζόταν μαζί της εκείνη τη σπηλιά κοιμόταν ακόμα. Το ήρεμο πρόσωπό της ήταν φωτισμένο. Φωτισμένο;

Η Αρπάχτρα σήκωσε το βλέμμα της. Το Μάτι έλαμπε. Έμοιαζε με μικροσκοπικό ήλιο, παγιδευμένο μέσα στο πέτρινο δωμάτιο.

Η Αρπάχτρα σήκωσε το χέρι της προς το Μάτι. Δεν έβγαζε θερμότητα, μονάχα φως. Στάθηκε κοιτάζοντας το Μάτι έκπληκτη, με το ένα χέρι σηκωμένο.

Τότε συνέβη κάτι καινούργιο. Η λάμψη του Ματιού δεν ήταν πια ομοιόμορφη: μια σειρά από λαμπερές οριζόντιες ταινίες καβαλούσαν ένα γκρίζο φόντο, σχέδιο που σε κάποιον άνθρωπο μπορεί να θύμιζε τις γραμμές γεωγραφικού πλάτους πάνω σε μια υδρόγειο σφαίρα. Οι γραμμές αυτές περνούσαν 448

σαρώνοντας τον «ισημερινό» του Ματιού, μέχρι που χάνονταν στον βόρειο πόλο του. Ύστερα, μια άλλη σειρά γραμμών, κάθετων αυτήν τη φορά, ακολουθούσαν το ίδιο μοτίβο προχωρώντας από τη μια πλευρά του ισημερινού και σβήνοντας στην άλλη. Μια τρίτη σειρά γραμμών άρχιζε από τους πόλους, σχηματίζοντας ορθές γωνίες με τα δυο πρώτα ζευγάρια. Η ρέουσα και σιωπηλή κίνηση των γκρίζων ορθογωνίων ήταν μαγευτική, πανέμορφη. Ύστερα εμφανίστηκε μια τέταρτη σειρά γραμμών κι η Αρπάχτρα προσπάθησε να τις ακολουθήσει με το βλέμμα, όμως ξαφνικά κάτι μέσα στο κεφάλι της άρχισε να πονά άσχημα.

Φώναξε δυνατά. Έτριψε με τα χέρια της τα δακρυσμένα της μάτια. Αισθάνθηκε ζεστασιά στο εσωτερικό των μηρών της. Είχε κατουρηθεί όρθια. Η κοιμισμένη γυναίκα κουνήθηκε.

62. Το Μικρό Ρήγμα 12 Μάιου 2072

Ξεκίνησαν τη μέρα αμίλητοι.

Ακολουθούσαν τον ίδιο ρυθμό ζωής κάθε μέρα τους μήνες που πέρασαν μαζί. Όταν η Μάιρα ξύπνησε, απόμεναν μονάχα λίγες ώρες πριν επέλθει το Μικρό Ρήγμα. Δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι άλλο που Θα 'πρεπε να κάνει. Ο Γιούρι ξεκίνησε τη μέρα όπως και τις άλλες, φορώντας τη στολή του και βγαίνοντας για να συλλέξει δείγματα πάγου. Το σύστημα εξαγωγής νερού είχε τελικά χαλάσει. Έτσι ο Γιούρι έπρεπε να πηγαίνει καθημερινά έξω μέχρι ένα χαντάκι που είχε σκάψει στο παγωμένο νερό, να σπάει τον πάγο σε κομμάτια με μια αυτοσχέδια αξίνα κι ύστερα να τα μεταφέρει στο ζεστό εσωτερικό του σπιτιού για να τα λιώσουν. Δεν ήταν και τόσο δύσκολο· ο έντονα στρωσιγενής πάγος έμοιαζε με λεπτόκοκκο ψαμμίτη και Θρυμματιζόταν εύκολα. Μετά το λιώσιμό του, έπρεπε να φιλτράρουν το λασπόνερο από τα ξένα σώματα. 449

Αφού τέλειωσε μ' αυτό, ο Γιούρι εξαφανίστηκε για να κάνει και τη δουλειά του Χανς, όπως έλεγε ο ίδιος, δηλαδή να φροντίσει τη μονάδα παραγωγής ενέργειας, το κλιματιστικό σύστημα και τα άλλα μηχανικά συστήματα υποστήριξης που τους κρατούσαν στη ζωή. Έφυγε σφυρίζοντας. Την προηγούμενη ημέρα είχε λάβει κάποια πράγματα που περίμενε. Ένα όχημα χωρίς οδηγό είχε εμφανιστεί, σταλμένο από το πλήρωμα του Νέου Λόουελ· η Πώλα και οι υπόλοιποι είχαν περισώσει κάποια εφόδια από τα ραδιενεργά ερείπια του παλιού Λόουελ. Ο Γιούρι ευχαριστήθηκε με όσα παρέλαβε και περίμενε ανυπόμονα να έρθει το πρωί για να πιάσει δουλειά. Έστειλε πίσω το όχημα, αν και το ταξίδι θα χρειαζόταν αρκετές ημέρες για να ολοκληρωθεί, πολύ μετά τη μέρα της Ρήξης. Ο Γιούρι διαισθανόταν πως οι έλλογες μηχανές είχαν ανάγκη να μένουν απασχολημένες όσο και οι άνθρωποι κύριοί τους, και η Μάιρα δεν είχε λόγο να διαφωνήσει μαζί του. Έπιασε δουλειά κι η ίδια. Είχε αναλάβει μια υποχρέωση, που σκόπευε να τη διεκπεραιώσει εκείνη τη μέρα. Χώθηκε μέσα στη στολή της, τηρώντας, όπως πάντα, όλους τους πλανητικούς κανόνες ασφαλείας, και βγήκε στον μικρό εξωτερικό κήπο με τα φυτά, που πάλευαν με τον καινούργιο αρειανό χειμώνα. Μια συνηθισμένη της ασχολία ήταν να καθαρίζει το χιόνι που δημιουργούνταν καθημερινά από τον παγωμένο αέρα ο οποίος στερεοποιόταν. Χρησιμοποιούσε έναν εκτοξευτή ζεστού αέρα, που έμοιαζε με χοντρό στεγνωτήρα μαλλιών.

Καθώς δούλευε η Μάιρα, διαισθανόταν ένα Μάτι, το οποίο αιωρούνταν πάνω από τον κήπο. Υπήρχαν πια παντού Μάτια, ακόμα και στο εσωτερικό κάποιων κτηρίων της βάσης. Όπως συνήθως, αυτή το αγνόησε. Σήμερα έκανε περισσότερη δουλειά απ' ό,τι συνήθως και άφησε τον εξοπλισμό της σε όσο πιο καλή κατάσταση μπορούσε. Ύστερα άγγιξε τα ανθεκτικά σκληρά φύλλα κάθε 450

φυτού, προσμένοντας να τα νιώσει μέσα από τα χοντρά γάντια. Την τελευταία μέρα, η Μπέλα επέστρεψε στο σημείο όπου κάποτε βρισκόταν ο Άρης.

Από το διάστημα, στο κατάστρωμα του Ελευθερωτή, κάτι μπορούσε να διακρίνει ακόμα εκεί. Το πράγμα που είχε αντικαταστήσει τον Άρη είχε σχεδόν σφαιρικό σχήμα και έλαμπε μ' ένα αμυδρό κόκκινο χρώμα, σαν αναμμένο κάρβουνο έτοιμο να σβήσει. Δεν επέστρεφε κανένα σήμα και οι προσπάθειες που είχαν γίνει για να προσγειώσουν κάποιο μη επανδρωμένο σκάφος είχαν καταλήξει στην απώλειά του. Αν το εξέταζε κανείς μέσα από ένα φασματοσκόπιο, θα μπορούσε να διακρίνει πως η παράξενη επιφάνειά του έμοιαζε ν' απομακρύνεται, καθώς το φως του έδειχνε μια μετατόπιση προς το ερυθρό φάσμα.

Η σφαίρα ήταν ένας κόμπος μάζας–ενέργειας στο σημείο της τροχιάς του Άρη. Δημιουργούσε βαρυτικό πεδίο ικανό να συγκρατεί γύρω του ένα σμήνος κατασκοπευτικών σκαφών, αρκετό ακόμα και για να κρατά στις παλιές τροχιές τους τους δυο μικρούς δορυφόρους του Άρη, τον Φόβο και τον Δείμο. Όμως δεν ήταν πια ο Άρης. «Είναι μονάχα η ουλή που απόμεινε όταν ο Άρης αποκόπηκε», είπε η Έντνα. «Και σήμερα η ουλή αυτή κλείνει», είπε η Μπέλα.

Παρακολουθούσε μαλακές οθόνες που της έδειχναν κι άλλα διαστημόπλοια να καταφθάνουν, κι άλλους μακάβριους θεατές για την τελευταία πράξη του δράματος. Αναρωτήθηκε τι συνέβαινε στον ίδιο τον Άρη – αν, δηλαδή, ο Άρης συνέχιζε να υφίσταται κατά κάποια ουσιαστική έννοια. Ο Γιούρι και η Μάιρα έφτιαχναν φαγητό.

Θα 'τρωγαν αποξηραμένα αβγά, πατάτες σε σκόνη και λίγη αρειανή πρασινάδα, σκληρή αλλά γευστική. Ο Γιούρι πρότεινε 451

και ένα αρειανό παλαιωμένο κρασί από έναν προστατευμένο σε θόλο αμπελώνα του Λόουελ, το οποίο κάποτε ήταν πανάκριβο. Μα αυτό δεν τους φάνηκε σωστό και έτσι άφησαν την μπουκάλα ανέγγιχτη. Εν πάση περιπτώσει, η Μάιρα θεωρούσε το συγκεκριμένο κρασί κακής ποιότητας, είτε ήταν ακριβό είτε όχι. Συνεργάστηκαν για να φτιάξουν το φαγητό και να στρώσουν το τραπέζι, χωρίς να πέσει ούτε μια φορά ο ένας πάνω στον άλλο.

«Είμαστε σαν παντρεμένοι γέροι», της έλεγε συχνά ο Γιούρι. Κι η Μάιρα συμφωνούσε, αν και είχαν και τα καβγαδάκια τους – παρόλο που δεν υπήρξε ποτέ σωματική επαφή ανάμεσά τους πέρα από κάποιες τρυφερές αγκαλιές, αναμενόμενες άλλωστε αφού οι δυο τους ήταν οι μοναδικοί άνθρωποι πάνω στον πόλο του πλανήτη. Η Μάιρα σκεφτόταν πως οι τελευταίοι εκείνοι μήνες δεν ήταν και τόσο άσχημη περίοδος στη ζωή της. Πάντα βρισκόταν στη σκιά κάποιου άλλου, πρώτα της μητέρας της και μετά του Γιουτζίν.

Δεν της είχε δοθεί ποτέ η ευκαιρία να φτιάξει δικό της σπίτι. Δεν μπορούσε να ισχυριστεί, βέβαια, πως είχε πετύχει κάτι τέτοιο στον Άρη. Αλλά εδώ είχε ριζώσει ο Γιούρι κι είχε φτιάξει έναν καινούργιο κόσμο. Τούτους τους τελευταίους μήνες μοιράστηκε μαζί του το σπίτι του. Με ή χωρίς ερωτική επαφή, είχε περάσει από σχέσεις πολύ χειρότερες από αυτήν με τον Γιούρι. Βέβαια, της έλειπε η Τσάρλι τόσο, όσο δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Καθώς η μέρα του Ρήγματος πλησίαζε, ένιωθε σαν να 'σφιγγε την κοιλιά της όλο και πιο δυνατά ένα ατσαλόσυρμα. Δεν ήξερε αν η Τσάρλι γνώριζε τι θ' απογινόταν η μητέρα της. Δεν διέθετε καν κάποιες πρόσφατες φωτογραφίες ή βίντεο για να τη βλέπει. Είχε βάλει τα δυνατά της να μη συλλογίζεται αυτή την κατάσταση, να την κρατά 452

κλεισμένη σε μια γωνιά του μυαλού της. Ο Γιούρι τα καταλάβαινε όλα αυτά. Έριξε μια ματιά στο ρολόι της.

«Δεν φανταζόμουν πως θα περνούσε τόσο γρήγορα ο καιρός. Απομένει μόνο μια ώρα». «Τότε καλύτερα να βολευτούμε». Κάθισαν κάτω.

«Ξέρεις, πέρασα ένα ευχάριστο πρωινό», της είπε ο Γιούρι. «Οι τύποι από το Λόουελ αποφάσισαν τελικά να μου στείλουν όλα τα ανταλλακτικά φίλτρα που τους είχα ζητήσει. Τώρα ο αέρας μας θα μπορεί να παραμείνει καθαρός για έναν ακόμη χρόνο. Επίσης απενεργοποίησα τον αντιδραστήρα. Λειτουργούμε πια με την ισχύ των συσσωρευτών, μα νομίζω πως θα μας κρατήσουν ως το τέλος. Ήθελα εκείνη η μπακατέλα ουρανίου να κλείσει με σωστό τρόπο. Ήμουν λίγο πιεσμένος χρονικά, αλλά νομίζω πως τη συμμάζεψα». Η Μάιρα διέκρινε πως όσα έκανε τον ευχαριστούσαν, όπως ευχαριστιόταν και η ίδια με τις δικές της ασχολίες. «Πήρα ακόμη ένα δέμα από την Πώλα με το όχημα που έφτασε χθες. Είπε να το ανοίξουμε περίπου αυτή την ώρα». Το 'φερε από τον σωρό των αντικειμένων που είχε βάλει στην άκρη μέχρι να βρει τα φίλτρα του. Ήταν ένα μικρό πλαστικό κουτί, που το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι.

Το άνοιξε αποκαλύπτοντας ένα τυλιγμένο σε στρώσεις περιεχόμενο, που ανάμεσά τους υπήρχαν μια σφαίρα στο μέγεθος μπάλας του τένις και μια πλαστική θήκη χαπιών κάτω από την μπάλα. Τα πήρε και τ' ακούμπησε στο τραπέζι. Η Μάιρα πήρε τη σφαίρα. Ήταν βαριά με λεία μαύρη επιφάνεια.

453

«Το περίμενα. Είναι επικαλυμμένη με το υλικό που κατασκευάζουν τις πυρίμαχες πλάκες των διαστημοπλοίων. Μπορεί να απορροφήσει μεγάλη θερμοκρασία», είπε ο Γιούρι. «Λες, δηλαδή, πως θα γλιτώσει από τη διάλυση του πλανήτη;» «Αυτός είναι ο σκοπός του».

«Δεν καταλαβαίνω τι μπορεί να προσφέρει».

«Ξέρεις με ποιον τρόπο λειτουργεί η διαστολή Π», είπε ο Γιούρι μασουλώντας το αβγό του. «Το Ρήγμα αρχίζει να διασπά τις κλίμακες κατά μεγέθη. Πρώτα φεύγει από τη μέση ο πλανήτης, ύστερα το ανθρώπινο σώμα. Αυτό το μαραφέτι κανονικά θ' αντέξει μέχρι την καταστροφή του πλανήτη και θα βρεθεί αιωρούμενο στο διάστημα, θ' αντέξει επίσης λίγο παραπάνω από όσο ένα ανθρώπινο σώμα ντυμένο με διαστημική στολή, θα περιβάλλεται από χαλάσματα, φαντάζομαι. Πέτρες που θα γίνονται βαθμιαία σκόνη». «Υπάρχουν όργανα στο εσωτερικό του;»

«Ναι. Κανονικά θα συνεχίσει να δουλεύει και να συλλέγει δεδομένα μέχρι που η διαστολή να φτάσει σε κλίμακα εκατοστού και το Ρήγμα να τη διαλύσει κι αυτήν. Ακόμα και για τότε, υπάρχει ένα σχέδιο. Η σφαίρα θα εξαπολύσει ένα σύννεφο ακόμη μικρότερων αισθητήρων, κόκκων όπως τους αποκαλούμε. Πρόκειται για ένα προϊόν της νανοτεχνολογίας, συσκευές σε μέγεθος μορίων, θα συνεχίσουν αυτά να συλλέγουν δεδομένα μέχρι που η διαστολή να φτάσει σε μοριακή κλίμακα. Μετά απ' αυτό δεν μπόρεσαν πια να σκεφτούν τίποτε. Η Πώλα λέει πως ο σχεδιασμός είναι ν' αντέξει μέχρι το τελευταίο μικροδευτερόλεπτο. Με τον τρόπο αυτό θα συγκεντρωθούν τριάντα λεπτά ακόμη πληροφοριών». «Τότε αξίζει τον κόπο». «Ασφαλώς και αξίζει».

Η Μάιρα ζύγιασε τη σφαίρα στην παλάμη της. 454

«Τι υπέροχο εργαλείο! Κρίμα που δεν θα μπορέσει κανείς να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία που θα μαζέψει». «Ποτέ δεν ξέρεις», της είπε ο Γιούρι.

Εκείνη ακούμπησε τη σφαίρα πάνω στο τραπέζι. «Κι αυτά τα χάπια;»

Ο Γιούρι πασπάτεψε διστακτικά το σακουλάκι με τα χάπια.

«Η Τζένυ, στο Λόουελ, μου είχε πει από πριν πως θα φρόντιζε να τα στείλει». Η Τζένυ Μόρτενς ήταν η γιατρός του Νέου Λόουελ, η μοναδική που είχε απομείνει πάνω στον Άρη. «Ξέρεις τι είναι. Ίσως τα πράγματα γίνουν ευκολότερα αν απλώς τα καταπιούμε». «Αφού φτάσαμε μέχρι εδώ, θα ήταν κρίμα να εγκαταλείψουμε στο τελευταίο λεπτό, δεν νομίζεις; Εξάλλου έχω να σκεφτώ και τη μητέρα μου». «Λογικό μου ακούγεται». Χαμογέλασε και με μια επιδεικτική χειρονομία πέταξε το σακουλάκι με τα χάπια στο καλάθι των αχρήστων. Η Μάιρα κοίταξε το ρολόι της.

«Θα ήταν καλύτερα να κουνηθούμε. Δεν μας μένει πολύς χρόνος».

«Σωστά». Ο Γιούρι σηκώθηκε και μάζεψε τα πιάτα. «Νομίζω πως μπορούμε να σπαταλήσουμε λίγο νερό για να τα πλύνουμε». Γύρισε και την κοίταξε. «Τι λες για τις στολές;»

Ήθελαν και οι δυο να βρίσκονται έξω από τη βάση τις τελευταίες στιγμές. Αλλά η Μάιρα δεν ήταν σίγουρη για το αν επιθυμούσε να φορέσει στολή. «Νομίζω πως θα 'θελα λίγη ανθρώπινη επαφή, Γιούρι». Της χαμογέλασε.

«Πολύ συνεσταλμένα το είπες. Είναι αργά πια για ντροπές». 455

«Ξέρεις τι εννοώ», είπε εκείνη κάπως ενοχλημένη που την είχε ειρωνευτεί.

«Ασφαλώς και ξέρω. Κοίτα, το έχω κανονίσει. Βγες έξω μαζί μου φορώντας τη στολή και θα δεις τι έχω κάνει! Πίστεψε με, θα σου αρέσει. Και υπάρχει πάντα χρόνος για να γυρίσουμε πίσω αν αλλάξεις γνώμη». «Καλά», του είπε συγκατανεύοντας. «Μα πρώτα ας βάλουμε λίγη τάξη εδώ μέσα».

Τακτοποίησαν την τραπεζαρία. Μετά από μια στερνή γουλιά καφέ –η Μάιρα συνειδητοποίησε πως ήταν η τελευταία που θα 'πινε στη ζωή της– έπλυνε τα πιάτα με λίγο από το πολύτιμο ζεστό νερό τους και τα 'βαλε στη θέση τους. Πήγε στο μπάνιο, έπλυνε το πρόσωπό της, βούρτσισε τα δόντια της και χρησιμοποίησε την τουαλέτα. Οι στολές παρείχαν ασφαλώς τέτοιες διευκολύνσεις, αλλά προτίμησε να τις αποφύγει.

Για τελευταία φορά έκανε μια σειρά απλές ανθρώπινες ενέργειες. Ποτέ ξανά δεν θα κοιμόταν, δεν θα 'τρωγε, δεν θα 'πινε καφέ, ούτε και θα πήγαινε στην τουαλέτα. Είχε αρχίσει να σκέφτεται έτσι από τη στιγμή που ξύπνησε εκείνο το πρωί, παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της ν' ακολουθεί το καθημερινό της πρόγραμμα.

Μαζί με τον Γιούρι έκανε τον γύρο της βάσης για μια τελευταία φορά. Ο Γιούρι κουβαλούσε τη μαύρη σφαίρα με τους αισθητήρες που του είχαν στείλει από το Λόουελ. Είχαν ήδη απενεργοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της βάσης Γουέλς, αλλά έδωσαν εντολή στην Τεχνητή Νοημοσύνη του σταθμού να κρατά τα συστήματα σε λειτουργία ελάχιστης κατανάλωσης και να σβήνει σταδιακά τα φώτα πίσω τους, έτσι ώστε, καθώς προχωρούσαν, άφηναν πίσω τους ζώνες σκοταδιού. Όλα ήταν τακτοποιημένα, καθαρά, στη θέση τους. Φόρεσαν τις εσωτερικές στολές τους και ο Γιούρι πέρασε τη σφαίρα των αισθητήρων μέσα από μια μικρή μπουκαπόρτα εξοπλισμού. 456

«Εσύ θα πας αριστερά, εγώ δεξιά», είπε στη Μάιρα. «Αν θες να ξύσεις τη μύτη σου, τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή».

Κοντοστάθηκαν. Αγκαλιάστηκαν και η Μάιρα ρούφηξε τη μυρωδιά του. Ξαναχώρισαν.

«Φώτα!» φώναξε ο Γιούρι. Ο τελευταίος λαμπτήρας έσβησε, αφήνοντας τη βάση βυθισμένη στο σκοτάδι. «Έχε γεια, Χέρμπερτ Τζορτζ», είπε ο Γιούρι σιγανά απευθυνόμενος στο σπίτι του. Η Μάιρα δεν τον είχε ακούσει ποτέ πριν να χρησιμοποιεί αυτό το όνομα. Η Μάιρα άνοιξε την μπουκαπόρτα της και, με την επιδεξιότητα που είχε αποκτήσει όσο βρισκόταν στον Άρη, χώθηκε πρώτα με τα πόδια μέσα στη στολή της. Όταν πέρασε το δεξί της χέρι στο μανίκι, ένιωσε μια έκπληξη. Το γάντι που περίμενε δεν ήταν εκεί. Αντίθετα, ένα χέρι έσφιξε ζεστά το δικό της.

Έσκυψε μπροστά. Με τη βοήθεια των φώτων της στολής της, αντιλήφθηκε πως το γάντι της είχε κοπεί και το δεξί μανίκι της ήταν συρραμμένο με το αριστερό μανίκι της στολής του Γιούρι. Ο Γιούρι την κοίταξε μέσα από την κάσκα του. «Πώς σου φαίνεται η ραπτική μου;» «Έκανες καλή δουλειά, Γιούρι».

«Βέβαια, στις στολές δεν αρέσει καθόλου αυτό. Θεωρούν και οι δύο πως παραβιάστηκαν. Όμως, ας πάνε στον διάβολο. Η προσωρινή ένωση δεν χρειάζεται ν' αντέξει για πολύ. Θα πρέπει, βέβαια, να κάνουμε τα πάντα μαζί, σαν σιαμαίοι. Πώς είναι η στολή σου;» Η Μάιρα είχε ήδη κάνει τις διαγνωστικές δοκιμές. Κοίταξε την οθόνη στο στήθος του Γιούρι για να βεβαιωθεί πως δεν είχε ξεχάσει τίποτα κι έκανε κι εκείνος το ίδιο για λογαριασμό της. «Όλα τέλεια, εκτός από τις διαμαρτυρίες τους για τα γάντια». 457

«Ωραία, λοιπόν», είπε εκείνος. «Ξεκινάμε. Τρία, δύο, ένα...»

Πιασμένοι χέρι–χέρι, όρθωσαν τα κορμιά τους. Οι εξωσκελετικοί πολλαπλασιαστές βούιξαν και οι στολές τους ξεκόλλησαν από τον θόλο μ' έναν ήχο ρουφήγματος. Εκείνη από συνήθειο γύρισε, έπιασε μια μαλακή βούρτσα και καθάρισε από την αρειανή σκόνη τα σημεία επαφής του θόλου. Ο Γιούρι έκανε το ίδιο. Ήταν κάπως αδέξιοι, καθώς είχαν ενωμένα τα χέρια τους. Ο Γιούρι έσκυψε, πήρε τη σφαίρα των αισθητήρων στο δεξί του χέρι και μετά άρχισαν να περπατούν.

Επικρατούσε πίσσα σκοτάδι και το χιόνι έπεφτε σταθερά· άμορφες νιφάδες στερεοποιημένου αρειανού αέρα φωτισμένες από το φως της στολής τους. Μα το έδαφος ήταν σχετικά καθαρό· την προηγούμενη μέρα είχαν ανοίξει ένα μονοπάτι.

Μια μικρή ρομποτική κάμερα τους ακολουθούσε από πίσω, καταγράφοντας τα πάντα ακόμα κι εκείνη τη στιγμή. Κόλλησε σε μια στοίβα χιονιού και η Μάιρα την ελευθέρωσε με μια κλοτσιά· εκείνη συνέχισε να τσουλάει μπροστά, με αναμμένα τα κόκκινα φώτα της. Ο Γιούρι σταμάτησε και ακούμπησε τη σφαίρα των αισθητήρων μπροστά τους. «Εδώ; Τι λες κι εσύ;»

«Εντάξει. Δεν φαντάζομαι πως θα 'χει μεγάλη διαφορά όπου κι αν την αφήσουμε».

Ίσιωσε το κορμί του. Το χιόνι συνέχιζε να πέφτει. Άπλωσε το ελεύθερο χέρι του κι έπιασε μερικές νιφάδες. Κάθιζαν στην παλάμη του σαν παχιές νυχτοπεταλούδες, πριν εξαχνωθούν.

«Αχ, Θεέ μου», είπε. «Υπήρχαν τόσα θαυμαστά πράγματα εδώ! Αυτές οι νιφάδες, ξέρεις, διαθέτουν δομή. Η κάθε χιονονιφάδα ξεκινά να δημιουργείται γύρω από έναν κόκκο σκόνης, μετά προσλαμβάνει παγωμένο νερό και μόνο τότε αποκτά 458

περίβλημα από ξηρό πάγο διοξειδίου του άνθρακα. Μοιάζει με κρεμμύδι. Και κάθε χειμώνα πέφτουν εδώ. Έτσι τρεις πλανητικοί κύκλοι, της σκόνης, του νερού και του διοξειδίου του άνθρακα, συνενώνονται σε κάθε χιονονιφάδα. Μόλις είχαμε αρχίσει να κατανοούμε τον Άρη». Η φωνή του πρόδιδε μια πικρία που η Μάιρα είχε πολλούς μήνες ν' ακούσει. «Για κάποιους θα ήταν κόλαση», συνέχισε ο Γιούρι. «Το κρύο, το σκοτάδι. Όχι για μένα, όμως». «Ούτε και για μένα», ψιθύρισε η Μάιρα, σφίγγοντας το χέρι του μέσα στα ραμμένα μεταξύ τους μανίκια των στολών. «Γιούρι...» «Ναι».

«Σ' ευχαριστώ. Αυτοί οι τελευταίοι μήνες ήταν για με...» «Καλύτερα να μην το πεις».

Άκουσαν έναν ήχο σαν πόρτα που έκλεινε με πάταγο, ο οποίος μεταδόθηκε μέσα απ' τις στολές τους.

Συναγερμός αντήχησε στ' αφτιά της Μάιρα και την ίδια στιγμή φώτα άναψαν στον πίνακα που βρισκόταν μπροστά στο πιγούνι της. Το έδαφος σείστηκε.

«Ακριβώς στην ώρα», είπε ο Γιούρι.

Αλληλοκοιτάχτηκαν. Από τότε που εξαφανίστηκε ο ήλιος, ήταν το πρώτο αληθινό σημάδι που έδειχνε πως κάτι εκπληκτικό συνέβαινε. Ένιωσε να σφίγγεται ο λαιμός της απ' τον φόβο. Ξαφνικά ευχήθηκε να μη γινόταν τίποτε κακό, να μπορούσε να επιστρέψει στη βάση και να συνεχίσει τη μέρα της. Γραπώθηκε από το χέρι του Γιούρι κι έπεσαν ο ένας πάνω στον άλλο με τις ογκώδεις στολές τους, σαν πράσινοι παλαιστές του σούμο. Ο Γιούρι προσπάθησε να δει το ρολόι που ήταν περασμένο στο μπράτσο του έξω από τη στολή. 459

Το έδαφος σείστηκε ακόμα πιο βίαια. Ύστερα λεπτές σκλήθρες πάγου τινάχτηκαν γύρω τους. Γύρισαν να δουν κρατημένοι από το χέρι. Μία από τις μονάδες κατοικίας είχε ανατιναχτεί και αέρας και νερό εκτινάσσονταν από το εσωτερικό της στην ατμόσφαιρα παγώνοντας αστραπιαία και δημιουργώντας μια βροχή θραυσμάτων που κατακάθιζαν γύρω από τα υποστυλώματα της κατασκευής. «Καλύτερα να πάμε λίγο πιο πέρα», είπε η Μάιρα.

«Εντάξει». Προχώρησαν μπροστά τρεκλίζοντας, καθώς το έδαφος σειόταν ξανά. «θα δυσκολευτούμε πολύ να επιδιορθώσουμε αυτό το ρήγμα», είπε ο Γιούρι. «Τότε κάλεσε ξανά τον Χανς».

«Ο μπάσταρδος, δεν είναι ποτέ εδώ όταν τον χρειάζεσαι – ωχ!» Παραπάτησε παρασύροντας και την ίδια. «Τι έγινε;»

«Κάπου χτύπησα το κεφάλι μου». Γύρισαν. Ένα Μάτι αιωρούνταν στον αέρα μπροστά τους. Είχε διάμετρο κάπου ένα μέτρο και το χαμηλότερο σημείο του ήταν λίγο πιο κάτω από το ύψος του κεφαλιού. «Μπάσταρδε!» Ο Γιούρι του 'δωσε μια γροθιά με το ελεύθερο δεξί του χέρι. «Γαμώ το! Σαν να χτυπάω τσιμέντο». «Αγνόησέ το», του είπε η Μάιρα.

Για μια στιγμή μόνο το ταρακούνημα σταμάτησε. Στάθηκαν βαριανασαίνοντας κοντά στο Μάτι, ο ένας πλάι στον άλλο. «Είχες δίκιο που ήθελες να βγούμε έξω», είπε η Μάιρα.

«Κι εσύ είχες δίκιο που ζήτησες μια στάλα ανθρώπινης επαφής. Νομίζω πως αυτούς τους τελευταίους μήνες κάναμε σωστά τα περισσότερα πράγματα, κυρία Ντουτ». «Μου φαίνεται πως θα συμφωνήσω, κύριε Ο' Ρουρκ». Πήρε βαθιά ανάσα και του 'σφιξε το χέρι. 460

«Ξέρεις, Γιούρι...»

Το έδαφος άνοιξε.

Στο δωμάτιο του ναού, η ψηλή γυναίκα ξύπνησε. Στην αρχή ήταν ακόμα νυσταγμένη. Και μετά, μόλις αντίκρισε το Μάτι, τινάχτηκε όρθια.

«Γαμώ το, γαμώ το! Τώρα βρήκε, που ήθελα να κατουρήσω; Έλα, στολή Πέντε, είσαι τέζα, μα είσαι και η καλύτερη προστασία που διαθέτω...» Καθώς η Αρπάχτρα κοιτούσε, η Μπιζέζα άρχισε να φορά το πράσινο αντικείμενο που έμοιαζε με κουφάρι, αφού πρώτα ακούμπησε ένα γυαλιστερό βότσαλο στο πάτωμα. «Πάλι μ' εγκαταλείπεις, Μπιζέζα;»

«Άκου, τηλέφωνο, μη μου προκαλείς τώρα ενοχές. Τα είπαμε, νομίζω. Είσαι η μόνη δίοδος επικοινωνίας με τη Γη. Αν ο Άμπντι πετύχει στην προσπάθειά του κι αρχίσει να κατασκευάζει μπαταρίες, θα έχεις ισχύ για πάντα». «Αυτό είναι μικρή μόνο παρηγοριά».

«Δεν πρόκειται να σε ξεχάσω».

«Έχε γεια, Μπιζέζα. Έχε γεια...»

«Να πάρει... Το Μάτι. Τι κάνει;»

Η Αρπάχτρα στεκόταν ακόμα, τρέμοντας αλλά όρθια, να κοιτάζει τα φώτα που έπαιζαν πάνω στην επιφάνεια του Ματιού ρίχνοντας περίπλοκα σχέδια σκιών στους τοίχους του δωματίου. Μια πέμπτη σειρά γραμμών κι ύστερα μια έκτη, που χάνονταν προς απίθανες κατευθύνσεις.

Η ψηλή γυναίκα ούρλιαξε.

Η Μάιρα ήταν πεσμένη μπρούμυτα πάνω σ' ένα κομμάτι σκληρό πάγο, με την προσωπίδα της κολλημένη πάνω στην επιφάνειά του. Ο Γιούρι είχε πέσει κι αυτός άτσαλα κάπου πίσω της, κι έτσι το δεξί της χέρι είχε συστραφεί άσχημα προς 461

τα πίσω. Ένιωθε μια πίεση στο στομάχι λες κι ανέβαινε με ανελκυστήρα. Προσπάθησε να σηκώσει το κεφάλι της. Οι πολλαπλασιαστές της στολής σφύριξαν καθώς πάσχιζαν να τη βοηθήσουν. Κοίταξε κάτω, στο εσωτερικό του Άρη.

Είδε κομμάτια πάγου, πέτρες, ακόμα και πίδακες μάγματος, όλα φωτισμένα από μια βαθύτερη κόκκινη λάμψη που έβγαινε από μέσα του. Γέμιζαν το οπτικό της πεδίο μέχρι εκεί που μπορούσε να δει, αριστερά και δεξιά. Ήταν σαν να κοιτούσε μέσα σ' ένα βαθύ χάσμα.

Όταν κοίταξε λίγο πιο ψηλά, αντίκρισε το Μάτι, ίσως το ίδιο που είχε δει και πιο πριν, ν' ανυψώνεται μπροστά της παρακολουθώντας τις κινήσεις της.

Ο φόβος της είχε εξαφανιστεί. Γραπωμένη από το κομμάτι του πάγου, συνεχίζοντας να σφίγγει το χέρι του Γιούρι, ένιωθε ένα είδος ενθουσιασμού. Ίσως, ακόμα και μέσα σ' αυτή την καταστροφή, να μπορούσαν να ζήσουν για μερικές στιγμές ακόμα. Και τότε ένας πίδακας λιωμένης πέτρας ξεπρόβαλε μέσα από την καρδιά του διαλυμένου Άρη σαν γιγάντια γροθιά και ήρθε καταπάνω της. Η ουλή στο διάστημα έγινε διαφανής, έτσι η Μπέλα μπορούσε να δει τ' αστέρια να λάμπουν πίσω της με το φως τους ασαφές και ξέθωρο.

Ύστερα αυτό το φως καθάρισε εντελώς, λες και το ενδιάμεσο εμπόδιο είχε εξατμιστεί. Έσφιξε την κόρη της στην αγκαλιά της. «Αυτό ήταν, λοιπόν», είπε η Έντνα.

«Ναι. Πήγαινέ με πίσω στο σπίτι, αγάπη μου».

Η αμβλεία μύτη του Ελευθερωτή στράφηκε προς τη Γη. 462

Απελευθερωμένα από το βαρυτικό πεδίο του γονιού τους, τα μικρά φεγγάρια του Άρη παρασύρθηκαν μακριά από τις τροχιές τους. Τώρα θ' άρχιζαν να περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο σαν δυο ασήμαντοι αστεροειδείς. Το αραιό σύννεφο των δορυφόρων που είχαν θέσει σε τροχιά γύρω από τον Άρη οι άνθρωποι, άρχισε κι αυτό να διαλύεται. Για κάποιο διάστημα βαρυτικά κύματα σάρωναν το ηλιακό σύστημα και οι εναπομείναντες πλανήτες του ήλιου αναπηδούσαν σαν φύλλα σε λιμνούλα που κάποιος είχε πετάξει ένα βότσαλο. Μα οι κυματισμοί σύντομα καταλάγιασαν. Και ο Άρης είχε εξαφανιστεί.

63. Οδύσσεια στον χρόνο

Μια πύλη άνοιξε. Μια πύλη έκλεισε. Μέσα σε μια χρονική στιγμή υπερβολικά σύντομη για να μετρηθεί, το διάστημα άνοιξε και μετά κατέρρευσε.

Δεν ήταν σαν ξύπνημα. Ήταν μια ξαφνικά ανάδυση, μια κλαγγή κυμβάλων. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πλημμύρισαν με εκτυφλωτικό φως. Τράβηξε αργές, βαδιές ανάσες και, μόλις ανέκτησε τη συνείδηση του εαυτού της, τρόμαξε. Ήταν πεσμένη ανάσκελα. Κάτι απίστευτα λαμπερό βρισκόταν από πάνω της – ο ήλιος, ναι ο ήλιος. Βρισκόταν στο ύπαιθρο. Γύρισε μπρούμυτα. Ζαλισμένη από τον ήλιο, με δυσκολία μπορούσε να δει. Μια πεδιάδα. Κόκκινη άμμος. Διαβρωμένοι λόφοι στον ορίζοντα. Ακόμα και ο ουρανός έδειχνε κόκκινος, παρ' ότι ο ήλιος ήταν ψηλά. Το μέρος τής φαινόταν γνώριμο.

Η Μάιρα στεκόταν πλάι της. Αδύνατον, μα έτσι ήταν.

Η Μπιζέζα σύρθηκε βιαστικά πάνω στην άμμο για να φτάσει την κόρη της. Όπως και η Μπιζέζα, η Μάιρα φορούσε μια 463

πράσινη αρειανή στολή. Ήταν πεσμένη ανάσκελα, ένα αδέξιο ψάρι ξεβρασμένο σ' εκείνη την παράξενη ακτή. Η προσωπίδα της Μάιρα τραβήχτηκε κι εκείνη έβηξε καθώς εισέπνεε τον τραχύ, στεγνό αέρα. Κοίταξε το δεξί της χέρι. Το γάντι της στολής έλειπε και το χέρι της πρόβαλλε χλομό. «Εγώ είμαι, αγάπη μου».

Η Μάιρα την κοίταξε έκπληκτη. «Μαμά!»

Έσφιξαν η μια την άλλη.

Άρχισε να σκοτεινιάζει. Η Μπιζέζα κοίταξε ψηλά.

Ο ηλιακός δίσκος ήταν παραμορφωμένος. Έμοιαζε με φύλλο που κάποιο έντομο του είχε καταφέρει μια μεγάλη δαγκωνιά. Άρχισε να κάνει περισσότερο κρύο και η Μπιζέζα διέκρινε λωρίδες σκιάς να σαρώνουν το διαβρωμένο έδαφος. "Όχι πάλι", σκέφτηκε. «Μη φοβάστε».

Γύρισαν και οι δύο τσουλώντας πάνω στο έδαφος.

Μια γυναίκα στεκόταν από πάνω τους. Ήταν εντελώς άτριχη και το πρόσωπό της ήταν λείο κι απαλό. Φορούσε μια φόρμα στο χρώμα της σάρκας, τόσο λεπτή που φαινόταν γυμνή. Τους χαμογέλασε. «Σας περιμέναμε».

«Θεέ μου», είπε η Μάιρα. «Τσάρλι!»

Η Μπιζέζα την κοιτούσε έκπληκτη. «Ποιοι μας περιμένατε;»

«Αυτοαποκαλούμαστε Υστερογέννητοι. Διεξάγουμε πόλεμο. Τον χάνουμε». Άπλωσε τα χέρια της. «Σας παρακαλώ, ελάτε μαζί μου». 464

Κρατώντας ακόμα η μία την άλλη, η Μπιζέζα και η Μάιρα άπλωσαν τα ελεύθερα χέρια τους. Τα ακροδάχτυλά τους άγγιξαν εκείνα της Τσάρλι. Κλαγγή κυμβάλων.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ Πρόσφατα ο διαστημικός ανελκυστήρας, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του Κλαρκ Τα Αναβρυτήρια του Παραδείσου (Fountains of Paradise, 1979), πλησίασε ένα βήμα πιο κοντά στη δυνατότητα μηχανικής πραγματοποίησής του. Οι λεπτομέρειες που δίνονται εδώ βασίζονται εν μέρει σε μια μελέτη που χρηματοδότησε το Ινστιτούτο Προχωρημένων Ιδεών της ΝΑΣΑ και έχει τίτλο Ο Διαστημικός Ανελκυστήρας (The Space Elevator), των Bradley C. Edwards και Eric A. Westling (Spaego, San Francisco, 2003). Διαβάστε επίσης το άρθρο «Leaving the Planet by Space Elevator», των δρων Edwards και Philip Ragan (lulu.com, Seattle, 2006), καθώς και μελέτες από τους Giorcelli, Pullum, Swan & Swan στο περιοδικό Journal of the British Interplanetary Society, τεύχος Σεπτεμβρίου 2006. Μια πρόσφατη έρευνα σχετικά με τη χρήση των διαστημικών ανελκυστήρων ως «τροχιακών σιφονιών», τα οποία δεν θα καταναλώνουν ενέργεια, των Colin McInnes και Chris Davis, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Journal of the British Interplanetary Society, τεύχος 59, 2006, σσ. 368-74. Είμαστε ευγνώμονες στον δρα Έντουαρντς για τις πληροφορίες του σχετικά με το θέμα. Η εταιρεία του, η Black Line Ascension, ίσως κάποια μέρα υλοποιήσει τη φανταστική «Κοινοπραξία Ουράνιου Ανελκυστήρα». Είναι αξιοσημείωτο πως όλοι οι πολιτισμοί φαίνεται να έχουν έναν κοινό μύθο για το «δέντρο του κόσμου». Μερικές από τις 465

πιο πιθανές ερμηνείες για την εξάπλωση αυτού του μύθου έχουν να κάνουν με τους σχηματισμούς των νεφών και φτάνουν σε φαινόμενα που σχετίζονται με το ηλιακό πλάσμα (βλ. www.maverickscience.com/ladder_aeon.pdf).

Οι φακοί Φρέσνελ του τηλεσκοπίου «Κύκλωψ» βασίζονται σε μια μελέτη του James T. Early (βλ. J. Early et al., «Twenty-meter space telescope based on diffractive Fresnel lens», στο Proceedings of SPIE, τεύχος 5166, καθώς και του Howard Α. Mac-Ewen (επιμ.), UV/Optical/IR Space Telescopes: Innovative Technologies and Concepts, Ιανουάριος 2004). Η περιγραφή της Ασπίδας που προστάτεψε τη Γη βασίστηκε επίσης σε μελέτες του δόκτορος Early. Του είμαστε ευγνώμονες που συζήτησε αυτά τα θέματα μαζί μας.

Η περιγραφή της εξερεύνησης του Άρη βασίζεται εν μέρει σε μια μελέτη, στην οποία έχει συμβάλει και ο Στέφεν Μπάξτερ, σχετικά με τη δημιουργία ενός ερευνητικού σταθμού στον βόρειο πόλο του Άρη (βλ. Charles S. Cockell (επιμ.), Project Boreas: A Station for the Martian Geographic North Pole, British Interplanetary Society, 2006). Η άποψη πως τα υπολείμματα των πρώτων εξερευνητικών μηχανών θα μπορούσαν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μελλοντικών αποστολών στον Άρη έχει προταθεί από τον Μπάξτερ (βλ. «Trophy Fishing: Early Expeditions to Spacecraft Relics on Mars», Journal of the British Interplanetary Society, τεύχος 57, 2004, σσ. 99-102), ενώ η ιστορία της ανθρώπινης επίδρασης στον πλανήτη Άρη παρουσιάζεται από τον Μπάξτερ στο «Martian Chronicles: Narratives of Mars in Science and SF», Foundation, τεύχος 68, 1996, και στο The Hunters of Pangaea, NESFA Press, Φεβρουάριος 2004. Η περιγραφή της βάσης στον νότιο σεληνιακό πόλο κατά τη διάρκεια της ηλιακής καταιγίδας βασίστηκε στα σχέδια αποικισμού της Σελήνης που ανήγγειλε η ΝΑΣΑ τον Δεκέμβριο του 2006. Η περιγραφή του Τιτάνα οφείλεται στα θεαματικά δεδομένα που έστειλε το μη επανδρωμένο σκάφος Huygens Lander τον Ιανουάριο του 2005. 466

Πρόσφατες έρευνες επιβεβεβαιώνουν πως το βόρειο ημισφαίριο του Άρη είναι πανάρχαιο (βλ. Walters et al., Nature, τεύχος 444, σσ. 905-908, Δεκέμβριος 2006) και δείχνει ν' αποτελείται από έναν και μοναδικό τεράστιο κρατήρα, που δημιουργήθηκε από κάποια τρομερή πρόσκρουση (βλ. γι' αυτό στο New Scientist, 24 Μαρτίου 2007). Η πρόσκρουση, ίσως, ήταν ένα φυσικό γεγονός. Τα ηλιακά ιστία είναι άλλη μια τεχνολογική ιδέα που έχει προταθεί από παλιά και που ίσως έχει έρθει η ώρα να εφαρμοστεί και στην πράξη. Οι φυσικοί και συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας Gregory και James Benford αναμείχθηκαν στη δημιουργία του Cosmos 1, ενός πειραματικού διαστημοπλοίου με ηλιακά ιστία, το οποίο ήταν σχεδιασμένο να εκτοξευτεί τον Ιούνιο του 2005 και θα χρησιμοποιούσε την πίεση του φωτός για να ρυθμίζει την τροχιά του. Το σκάφος μετέφερε και έναν ψηφιακό δίσκο με μια ιστορία του Κλαρκ του 1964, το «The Wind from the Sun». Δυστυχώς, η εκτόξευση απέτυχε.

Η εφαρμογή σε ανθρώπους της προσωρινής αδράνειας, ένα είδος χειμερίας νάρκης, ενδέχεται επίσης να πλησιάζει στην πραγματοποίησή της. Βλ. σχετικά το άρθρο των Μ. Roth /Τ. Nystul στο Scientific American, τεύχος Ιουνίου 2005. Επίσης, επιστήμονες από το Imperial College του Λονδίνου πειραματίζονται στην τεχνολογία μιας «μεταϋλικής» αορατότητας όπως περιγράφεται εδώ (βλ. http://tinyurl.com/zpojh). Μια μελέτη της χρήσης «βαρυτικών ελκυστήρων» για την εκτροπή αστεροειδών παρουσιάζεται από τον Ε.Τ. Lu et al., στο περιοδικό Nature, τεύχος 438, Νοέμβριος 2005, σσ. 177-178.

Τα αποτελέσματα της «συμπαντικής βόμβας» που παρουσιάζεται εδώ βασίζονται σε προβλέψεις που έχουν γίνει το 2003 σχετικά με την τελική μοίρα ενός σύμπαντος διαποτισμένου από σκοτεινή ενέργεια, όπως μας τις περιγράφει ο Robert Caldwell του Κολεγίου Dartmouth και 467

άλλοι επιστήμονες (βλ. Physical Review, www.arxiv.org/abs/astro-ph/0302506). Η μεταβλητότητα του Προκύνα είναι φανταστική, αλλά οι μεταβλητοί αστέρες πράγματι παύουν να πάλλονται μερικές φορές. Συνέβη μ' ένα από τα πιο γνωστά αστέρια του ουρανού, τον Πολικό Αστέρα, και πρόκειται για μια ανωμαλία που δεν έχει ερμηνευτεί ακόμη. Βλ. J.D. Fernie et al., Astrophysical Journal, τεύχος 416, 1993, σσ. 820-4. H επιστήμη της «αστροβιολογίας», δηλαδή της μελέτης των πιθανοτήτων ύπαρξης ζωής πέρα από τη Γη, σημείωσε επανάσταση τα τελευταία χρόνια με την ανακάλυψη νέων παραλλαγών ζωής πάνω στη Γη και με την αποκάλυψη πιθανών κατοικήσιμων περιοχών τώρα ή κατά το παρελθόν σε ουράνια σώματα όπως στον Άρη, την Ευρώπη και τον Τιτάνα, καθώς και από νέα μοντέλα «πανσπερμίας», δηλαδή φυσικών μηχανισμών μέσω των οποίων ζωντανά όντα μπορούν να μεταφερθούν από πλανήτη σε πλανήτη. Μια πρόσφατη έρευνα για όλ' αυτά είναι του Peter Ward, με τίτλο Life as We Do Not Know It (εκδ. Viking, 2005).

Η στρατηγική διατήρησης της ενέργειας από τους Πρωτογέννητους παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Μάτι του Χρόνου και στην Ηλιακή Καταιγίδα και αντικατοπτρίζει κάποιες επιστημονικές σκέψεις σχετικά με το μέλλον της ζωής στο σύμπαν. Βλ., για παράδειγμα, μια μελέτη του Michael Mautner με τίτλο «Life in the Cosmological Future: Resources, Biomass and Populations» στο Journal of the British Interplanetary Society, τεύχος 57, 2005, σσ. 167-180.

Την ιδέα για περιοχές της Βόρειας Αμερικής που θα μπορούσαν να «επανα-αγριοποιηθούν», με κοινότητες ζώων (κυρίως μεγάλων θηλαστικών) που θα ανασύσταιναν την πανίδα του παρελθόντος, έχει προτείνει μεταξύ άλλων ο Paul S. Martin (Twilight of the Mammoths: lea Age Extinctions and the Rewilding of North America, University ol California Press, 2005). Άλλοι όμως αντιδρούν έντονα σ' ένα τέτοιο σχέδιο (βλ. 468

Rubenstein et al, Biological Conservation, τεύχος 132, 2006, σελ. 232).

Μελέτη για τη χρήση των φυσικών πόρων του διαστήματος σε περίπτωση μελλοντικών καταστροφών (οι οποίες δεν θα προκληθούν απαραίτητα από κακόβουλους εξωγήινους) παρουσιάζεται σε δυο εργασίες του C. M. Hempsell στο περιοδικό Journal of the British Interplanetary Society, τεύχος 57, 2004, σσ. 2-21.

Η κατάκτηση του κόσμου από τον Μέγα Αλέξανδρο, όπως παρουσιάζεται εδώ, βασίζεται σε σχέδια του ίδιου να επεκτείνει την αυτοκρατορία του από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Μαύρη θάλασσα· διαβάστε, για παράδειγμα, το Conquest and Empire: The Reign of Alexander the Great, του A. B. Bosworth (CUP 1988)[1]. Μια ενδιαφέρουσα παρουσίαση του Σικάγου κατά την περίοδο της παγκόσμιας έκθεσης του 1893 γίνεται στο The Devil in the White City, του Erik Larson (Random House, 2003). Η περιγραφή του βαβυλωνιακού «Σκουπιδότοπου» βασίζεται στις αρχαιολογικές ανασκαφές που έφεραν στο φως μια νεολιθική πόλη γνωστή με το όνομα Τσαταλχογιούκ. Βλ. www.catalhoyuk.org. Το κεφάλαιο 25 βασίζεται στη εκ βάθρων διασκευή του διηγήματος του Μπάξτερ «A Signal from Earth», το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στο Postscripts, τεύχος 5, φθινόπωρο 2005.

Για οποιοδήποτε σφάλμα ή λανθασμένες εκτιμήσεις αποκλειστικώς υπεύθυνοι πρέπει να θεωρηθούν οι συγγραφείς αυτού του βιβλίου.

ΤΕΛΟΣ

Σερ Άρθουρ Κ. Κλαρκ Στέφεν Μπάξτερ Ιούνιος 2007

[1] Στα ελληνικά το βιβλίο κυκλοφορεί με τον τίτλο Κατακτήσεις και αυτοκρατορία του Μ. Αλεξάνδρου, εκδ. Οδυσσέας, Αθήνα 1998 (Σ.τ.Μ.).

469

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF