CHRISTIE AGATHA- ΑΥΛΑΙΑ.pdf
December 24, 2017 | Author: DIMITRIOS PANAGOPOULOS | Category: N/A
Short Description
Download CHRISTIE AGATHA- ΑΥΛΑΙΑ.pdf...
Description
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ «ΛΥΧΝΑΡΙ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΤΑΣΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: ΞΕΝΗ ΚΟΥΒΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ 61—ΠΕΙΡΑΙΑΣ—4170478 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 139-ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ: 9516253-9512723
Agatha Christie CURTAIN (Poirot’w Last Casel)
Το δικαίωμα της αποκλειστικής δημοσιεύσεως για την ελληνική γλώσσα ανήκει στο Λυχνάρι ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΛΥΧΝΑΡΙ» PRINTED IN GREECE
Τ Α K ΥP Ι A ΠΡ Ο Σ Ω Π Α Τ Ο Υ ΕΡ Γ Ο Υ ΤΟΜΠΥ ΛΟΥΤΡΕΛ Παλαίμαχος Συνταγματάρχης της Στρατιάς των Ινδιών, υπέρμαχος της «σιδηράς» πειθαρχίας και, παρεμπιπτόντως, περίφημος σκοπευτής. Άνθρωπος που δέχεται (φαινομενικά) τους συμβιβασμούς, προσπαθεί να κρατήσει τα προσχήματα και δεν χάνει την ευκαιρία να βάλει στο σημάδι ένα... αγριοκούνελο. ΝΤΑΙΖΗ ΛΟΥΤΡΕΛ Σύζυγος του Συνταγματάρχη, με καλοσυνάτο χαμόγελο και μελιστάλαχτους (φαινομενικά) τρόπους. Ακούραστη και δραστήρια γυναίκα, στο έπακρο δεσποτική και φαρμακόγλωσσα, της διαφεύγει η σημασία της παροιμίας «πάσσαλος πασσάλω εκρούετο». ΤΖΩΝ ΦΡΑΝΚΛΙΝ Αντίγραφο (ελαφρά κακέκτυπο) του Δρ. Σβάιτσερ, με καθορισμένα βιώματα και ισχνό παρουσιαστικό. Άνθρωπος με μόνιμες αφηρημάδες και πρόσκαιρες αδυναμίες, αγνοεί τη σημασία που έχουν για την Ιδιωτική του ζωή τα πειράματα του πάνω στο φασόλι κάλαμπαρ. ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ ΦΡΑΝΚΛΙΝ Σύζυγος ενώπιον θεού και ανθρώπων του Τζων, με αδιάκοπα νωχελικούς τρόπους και ευαισθησίες νευρικής φύσεως. Ένα μη μου άπτου θηλυκό, με πρόσωπο Μαντόνας και διαφανή νεγκλιζέ, δικαιώνει (εκ των ύστερων) την επίμονη αντίληψη της πως αντιπροσώπευε μια... μυλόπετρα! ΤΖΟΥΝΤΙΘ ΧΑΣΤΙΓΚΣ Θυγατέρα του λοχαγού Χάστιγκς, μόνιμη βοηθός του δρα. Φράνκλιν, με εντυπωσιακό παρουσιαστικό και προοδευτικές ιδέες. Αντιπροσωπευτικός εκπρόσωπος της Διαστημικής εποχής, με «φόντο:» αρχαίας τραγωδίας, τα καταφέρνει τελικά να φέρει σε απελπισία τον Δημιουργό της! ΣΤΕΦΕΝ ΝOPTOΝ Ένας απλός ευχάριστος τύπος, με αξιοθαύμαστη παρατηρητικότητα και (σ’ αντιστάθμισμα) υποτονικούς τρόπους. Μια ασήμαντη μο-
νάδα, άνθρωπος χωρίς κραυγαλέα πάθη, με αδυναμία στους ξυλοφάγους, αναγκάζεται (κατόπιν εορτής) να δανείσει τα κιάλια του! ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΟΥΝΤ- ΚΑΡΙΓΚΤΟΝ Διπλωμάτης καριέρας, πρώην κυβερνήτης κάποιας επαρχίας των Ινδιών, μανιώδης κυνηγός και λάτρης της υπαίθρου. Άνθρωπος με προσωπικό μαγνητισμό και κάτοχος του τίτλου του «βαρονέτου», παρά το λούστρο του κοσμοπολίτη αποφεύγει τις γυναίκες που παίζουν μπριτζ. ΦΡΕΝΤΥ ΑΛΛΕΡΤΟΝ Ξεπερασμένο είδος γόη, με αδιόρατα βαριεστημένους τρόπους και ολοφάνερα σημάδια έκλυτου «βίου». Άνθρωπος με εντυπωσιακές επιτυχίες στο «ασθενές» φύλλο, περίφημος κοζέρ, δίνει την (εσφαλμένη;) εντύπωση πως είναι Ικανός να γδάρει τη... γιαγιά του! ΕΛΙΖΑΜΠΕΘ ΚΟΟΥΛ Μια σχετικά νέα γυναίκα, με καθαρό προφίλ και επιφυλακτικούς τρόπους. Απλή και συνεσταλμένη, μια μορφή που φανερώνει οδύνη, θα φανερώσει στον Χάστιγκς το «τραγικό» μυστικό της και στον Πουαρό την δεξιοτεχνία της στο πιάνο. ΑΡΘΟΥΡ ΧΑΣΤΙΓΚΣ Ο αχώριστος σύντροφος του Ηρακλή Πουαρό, αφηγητής των περιπετειών του και - αλλοίμονο! - εκτελεστής της διαθήκης του. Άνθρωπος με μεγάλη πείρα και γερές γνώσεις εγκληματολογίας, ξεσκεπάζει το πρόσωπο του δολοφόνου... με τη βοήθεια του Οθέλλου!. ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΥΑΡΟ Ο πασίγνωστος ντετέκτιβ με το «αυγοειδές» κεφάλι, ανατόμος του εγκλήματος και λαγωνικό με ισχυρότατη όσφρηση. Άνθρωπος με προορισμό την αποκατάσταση της νομιμότητας, κατορθώνει να «κλείσει» μια ακόμα υπόθεση δολοφονίας, ελάχιστα πριν «κλείσει» οριστικά και αμετάκλητα - τα μάτια του!
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Ποιος αλήθεια δεν ένοιωσε κάποτε έναν ξαφνικό πόνο, μια έντονη οδύνη, ξαναζώντας μια παλιά εμπειρία ή νοιώθοντας ένα παλιό, γνώριμο, συναίσθημα; Το έχω ξανακάνει αυτό...» Γιατί τα λόγια αυτά μάς συγκινούν πάντα τόσο βαθιά ; Αυτό το ερώτημα έκανα στον εαυτό μου, καθισμένοι, (μπροστά στο παράθυρο του τραίνου και παρακολουθώντας το όμορφο τοπίο του Έσσεξ έξω απ’ το παράθυρο. Πριν πόσο καιρό ξαναείχα κάνει αυτό το ταξίδι; Τότε είχα νοιώσει (πολύ γελοίο, μα την πίστη μου) πως το καλύτερο μέρος απ’ τη ζωή μου, είχε κιόλας περάσει. Πληγωμένος στον πόλεμο - με ένα τραύμα που θα το έσερνα όλα τα κατοπινά μου χρόνια θα ξαναζούσα αδιάκοπα μέσα σε κείνη τη φριχτή σύρραξη. Ένας σφοδρός πόλεμος είχε σαρώσει τον πρώτο, το ίδιο σφοδρός μα περισσότερο ανελέητος. Στα 1916 ο νεαρός Άρθουρ Χάστιγκς πίστευε πως ήταν κιόλας γερασμένος. Πόσο λίγο είχα συνειδητοποιήσει πως για μένα η ζωή άρχιζε μόλις τότε; Ταξίδευα, αν και δεν το ήξερα, για να συναντήσω τον άνθρωπο που η επιρροή του επάνω μου θα έδινε σχήμα στη ζωή μου. Στην πραγματικότητα, πήγαινα να μείνω με τον παλιό μου φίλο, τον Τζων Κάβεντις, που η μητέρα του, πρόσφατα ξαναπαντρεμένη, είχε ένα εξοχικό σπίτι που το έλεγαν «Στάυλς». Το μόνο που είχα σκεφθεί ήταν πως επρόκειτο για μια ευχάριστη ανανέωση παλιών γνωριμιών, χωρίς να προβλέπω πως σε λίγο θα βυθιζόμουν μέσα σ' όλες τις σκοτεινές πτυχές ενός μυστηριώδους φόνου. Στο «Στάυλς» είχα συναντήσει ξανά αυτόν τον παράξενο μικρόσωμο ανθρωπάκο, τον Ηρακλή Πουαρό, που είχα συναντήσει για πρώτη φορά στο Βέλγιο. Πόσο καλά θυμόμουν την κατάπληξή μου όταν είχα δει την μορφή που κούτσαινε με το μεγάλο μουστάκι ν' ανεβαίνει το δρόμο του χωρίου.
Ο Ηρακλής Πουαρό! Από κείνες τις μέρες είχε γίνει ο πιο αγαπητός μου φίλος, η επιρροή του είχε διαμορφώσει τη ζωή μου. Μαζί του, στην καταδίωξη ενός άλλου δολοφόνου, είχα συναντήσει την γυναίκα μου, την πιστότερη και γλυκύτερη σύντροφο που θα μπορούσε να βρει ένας άνδρας. Αλλοίμονο! Τώρα κείτεται στο έδαφος της Αργεντινής, έχοντας πεθάνει όπως το ήθελε - χωρίς μακροχρόνιους πόνους ή την αδυναμία της γεροντικής ηλικίας. Είχε αφήσει, ωστόσο, πίσω της έναν πολύ μοναχικό και δυστυχισμένο άνδρα. A! Αν μπορούσα να γυρίσω πίσω - να ξαναζήσω τη ζωή απ’ την αρχή. Αν μπορούσε αυτή η μέρα να ‘ναι εκείνη η μέρα στα 1916, όταν είχα ταξιδεύει για πρώτη φορά στο «Στάυλς»... Τι αλλαγές είχαν γίνει από τότε! Τι κενά ανάμεσα στα γνωστά πρόσωπα! Το ίδιο το «Στάυλς» είχε πουληθεί απ’ τους Καβέντις. Ο Τζων Κάβεντις είχε πεθάνει, αν κι η γυναίκα του η Μαίρη (εκείνη η γοητευτική αινιγματική γυναίκα) ζούσε ακόμα στο Ντέβονσαϊρ. Ο Λώρενς ζούσε με τη γυναίκα και τα παιδιά του στη Νότιο Αφρική. Αλλαγές - αλλαγές παντού. Αλλά το παράξενο ήταν πως ένα πράγμα είχε μείνει το ίδιο. Πήγαινα στο «Στάυλς» για να συναντήσω τον Ηρακλή Πουαρό. Πόση έκπληξη ένοιωσα παίρνοντας το γράμμα του με την επικεφαλίδα «Στάυλς Κώρτ, Στάυλς, Έσσεξ». Δεν είχα δει τον παλιό μου φίλο σχεδόν ένα χρόνο. Την τελευταία φορά που τον είχα δει είχα νοιώσει κλονισμό και θλίψη. Ήταν πολύ γέρος τώρα και σχεδόν παράλυτος απ’ την αρθρίτιδα. Είχε πάει στην Αίγυπτο με την ελπίδα να βελτιώσει την υγεία του, αλλά όπως μου έλεγε στο γράμμα του είχε γυρίσει μάλλον χειρότερα παρά καλύτερα. Πάντως, έγραφε χαρούμενα... ” «Και δεν απορείς, φίλε μου, βλέποντας την διεύθυνση απ’ την όποια γράφω; Δεν σου ξαναφέρνει παλιές αναμνήσεις; Ναι, βρίσκομαι εδώ, στο «Στάυλς». Φαντάσου, τώρα είναι ξενώνας. Το διευθύνει ένας απ’ τους τόσο βρετανούς γέρους συνταγματάρχες σας —πολύ παλαιάς σχολής και σικ. Φυσικά, η γυναίκα του το κάνει ν’ αποδίδει. Είναι καλή διευθύντρια αλλά η γλώσσα της στάζει ξύδι κι ο δύστυχος
Συνταγματάρχης υποφέρει πολύ γι’ αυτό.. Αν ήμουν στη θέση του θα την σκότωνα με τσεκούρι! Είδα τη διαφήμιση τους στην εφημερίδα και με κυρίευσε η επιθυμία να ξαναπάω στο μέρος που ήταν το πρώτο μου σπίτι σ’ αυτή τη χώρα. Στην ηλικία μου χαίρεται κανείς να ξαναζεί το παρελθόν. Λοιπόν, φαντάσου, βρίσκω εδώ έναν κύριο, έναν «βαρονέτο που είναι φίλος του εργοδότη της κόρης σου. (Δεν σου φαίνεται πως αυτή η φράση ακούγεται λίγο σαν γαλλική άσκηση;) Συλλαμβάνω αμέσως ένα σχέδιο, θέλει να πείσει τους Φράνκλιν να ‘ρθούν εδώ για το καλοκαίρι. Εγώ με τη σειρά μου θα πείσω εσένα και έτσι θα ‘μαστε εδώ όλοι μαζί, οικογενειακώς. Θα ‘ναι πολύ ευχάριστο. Γι’ αυτό, αγαπητέ μου Χάστιγκς, βιάσου, φθάσε όσο πιο γρήγορα μπορείς. Παρήγγειλα ένα δωμάτιο για σένα (όπως καταλαβαίνεις, το παλιό αγαπημένο «Στάυλς» έχει εκσυγχρονισθεί) και συζήτησα την τιμή με την Κυρία Συνταγματάρχου Λούτρελ ώσπου έκλεισα συμφωνία σε πολύ καλή τιμή. Οι Φράνκλιν κι η γοητευτική σου Τζούντιθ βρίσκονται εδώ μερικές μέρες. Όλα είναι κανονισμένα, γι’ αυτό μην δημιουργήσεις ιστορίες. Θα σε δω σύντομα Πάντα δικός σου, Ηρακλής Πουαρό.» Η προοπτική ήταν ελκυστική κι έτσι συμμορφώθηκα χωρίς καθυστέρηση με την επιθυμία του παλιού μου φίλου. Δεν είχα δεσμούς ούτε μόνιμο σπιτικό. Απ’ τα παιδιά μου, ένα αγόρι ήταν στο ναυτικό, το άλλο ήταν παντρεμένο και διηύθυνε το ράντσο στην Αργεντινή. Η κόρη μου Γκραίης είχε παντρευθεί έναν στρατιωτικό και βρισκόταν τώρα στις Ινδίες. Το τελευταίο μου παιδί, η Τζούντιθ, ήταν εκείνη που κρυφά αγαπούσα πάντα περισσότερο, αν και δεν την είχα καταλάβει ποτέ ούτε μια στιγμή. Ένα παράξενο, σκοτεινό, ανεξερεύνητο παιδί, μ- ένα πάθος να κάνει πάντα το δικό του, πράγμα που μερικές φορές με πλήγωνε και με απέλπιζε. Η γυναίκα μου είχε δείξει μεγαλύτερη κατανόηση. Με βεβαίωνε πως δεν ήταν έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους της Τζούντιθ, άλλα ένα είδος βίαιης παρόρμησης. Μα και εκείνη, όπως κι εγώ, ανησυχούσε μερικές φορές για το παιδί. Έ-
λεγε πως τα αισθήματα της Τζούντιθ ήταν πολύ έντονα, πολύ συγκεντρωμένα, κι η ενστικτώδης επιφυλακτικότητα της της στερούσε κάθε βαλβίδα ασφαλείας. Είχε, παράξενες κρίσεις σιωπής γεμάτης σκέψη και μια εύθυμη, σχεδόν πικρή δύναμη συντροφικότητας. Το μυαλό της ήταν το καλύτερο στην οικογένεια και συμμορφωθήκαμε με χαρά με την επιθυμία της για πανεπιστημιακή μόρφωση. Είχε πάρει το πτυχίο της κάπου ένα χρόνο πριν κι ύστερα είχε προσληφθεί σαν γραμματεύς ενός γιατρού που ασχολείτο με έρευνες για τις τοπικές ασθένειες. Η γυναίκα του ήταν σχεδόν παράλυτη. Μερικές φορές ένοιωθα ανησυχία μήπως η απορρόφηση της Τζούντιθ στη δουλειά της κι η αφοσίωσή της στον εργοδότη της, ήταν σημάδια πως μπορεί να ήταν ερωτευμένη, άλλα η επαγγελματική βάση της σχέσης τους με καθησύχαζε. Πίστευα πως η Τζούντιθ μ’ αγαπούσε, άλλα ήταν ελάχιστα εκδηλωτική εκ φύσεως και συχνά ένοιωθε περιφρόνηση κι ανυπομονησία γι’ αυτό που έλεγε συναισθηματικές και ξεπερασμένες ιδέες μου. Ειλικρινά, ένοιωθα λίγο νευρικός απέναντι στην κόρη μου. Σ’ αυτό το σημείο οι σκέψεις μου διακόπηκαν απ’ το σταμάτημα του τραίνου στο σταθμό τα «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη. Αυτός τουλάχιστον δεν είχε αλλάξει. Ο χρόνος τον είχε προσπεράσει. Ήταν ακόμα σκαρφαλωμένος ανάμεσα σε χωράφια, χωρίς να ‘χει φαινομενικά κανένα λόγο ύπαρξης. Καθώς το ταξί μου περνούσε μέσ’ απ’ το χωριό, κατάλαβα το πέρασμα των χρόνων. Το «Στάυλς» Σαιντ Μαίρη είχε γίνει αγνώριστο. Πρατήρια βενζίνης, ένας κινηματογράφος, δύο πανδοχεία και ολόκληρες σειρές από λαϊκά σπίτια. Σε λίγο μπήκαμε στην πύλη του ««Στάυλς»». Εδώ φαινόταν να ξαναφεύγουμε άλλη μια φορά απ’ τη σύγχρονη εποχή. Το πάρκο ήταν όπως το θυμόμουν, άλλα ό δρόμος ήταν κακοσυντηρημένος και σκεπασμένος μ’ αγριόχορτα που φύτρωναν πάνω στο πλακόστρωτο. Δεν είχε αλλάξει απ’ έξω και χρειαζόταν πάρα πολύ μια στρώση μπογιάς. Όπως όταν έφθασα πριν από πολλά χρόνια, μια γυναικεία μορφή έσκυβε και τώρα πάνω από ένα παρτέρι του κήπου. Η καρδιά μου σταμάτησε για μια στιγμή. Ύστερα, η μορφή σηκώθηκε κι ήρθε προς
το μέρος μου και γέλασα με τον εαυτό μου. Δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερη αντίθεση προς την γεροδεμένη Έβελυν Χάουαρντ. Ήταν μια εύθραυστη ηλικιωμένη κυρία, με άφθονα κατσαρά άσπρα μαλλιά, ροδαλά μάγουλα, κι ένα ζευγάρι ψυχρά ανοιχτογάλαζα μάτια που έρχονταν σε μεγάλη αντίθεση με τη μεγάλη εγκαρδιότητα των τρόπων της, που για να πούμε την αλήθεια ήταν λίγο πολύ μελιστάλαχτοι για τα γούστα μου. — Δεν είσθε ο Λοχαγός Χάστιγκς; με ρώτησε. Και τα χέρια μου είναι γεμάτα χώματα και δεν μπορώ να σας σφίξω το χέρι. Είμαστε ενθουσιασμένοι που σάς βλέπουμε εδώ - έχουμε ακούσει τόσα πολλά για σάς! Πρέπει να συστηθώ. Είμαι η Κυρία Λούτρελ. Ο σύζυγός μου κι εγώ αγοράσαμε αυτό το μέρος σε μια κρίση τρέλας και προσπαθούμε να το κάνουμε επικερδή επιχείρηση. Ποτέ δεν πίστευα πως θα ‘ρχόταν η μέρα που θα γινόμουν ξενοδόχα! Αλλά σας προειδοποιώ, Λοχαγέ Χάστιγκς, πως είμαι πολύ της δουλειάς. Συγκεντρώνω ό,τι μπορώ. Γελάσαμε κι oι δυο σαν να ‘ταν ένα εξαιρετικό αστείο άλλα μου πέρασε η ιδέα πως αυτό που είχε πει η Κυρία Λούτρελ ήταν πιθανόν η καθαρή αλήθεια. Πίσω απ’ το βερνίκι των τρόπων της γηραιάς κυρίας, έπιασα μια σκληρότητα πέτρας. Αν κι η Κυρία Λούτρελ προσποιούταν κάπου- κάπου μια ελαφρά Ιρλανδέζικη προφορά, δεν είχε Ιρλανδέζικο αίμα. Ήταν απλή προσποίηση. Ρώτησα για το φίλο μου. — Α, ο καημένος ο Κύριος Πουαρό. Πόσο περιμένει τον ερχομό σας. Θα ‘κανε και μια καρδιά από πέτρα να λυγίσει. Λυπάμαι πολύ που υποφέρει έτσι. Περπατούσαμε προς το σπίτι κι έβγαλε τα γάντια της κηπουρικής της. — Κι η όμορφη κόρη σας, συνέχισε. Τι αξιαγάπητο κορίτσι που είναι. Όλοι την θαυμάζουμε φοβερά. Όμως, είμαι του παλιού καιρού, ξέρετε, και μου φαίνεται ντροπή και αμαρτία για ένα τέτοιο κορίτσι, που θα ‘πρεπε να πηγαίνει σε πάρτι και να χορεύει με νέους, να περ-
νάει τον καιρό της σφάζοντας κουνέλια και σκύβοντας πάνω από ένα μικροσκόπιο όλη μέρα. Εγώ λέω πως αυτές οι δουλειές είναι για τις άσχημες. — Που είναι η Τζούντιθ; ρώτησα. Είναι πουθενά εδώ γύρω; Η Κυρία Λούτρελ έκανε αυτό που τα παιδιά λένε «μούτρα». — Το καημένο το κορίτσι. Είναι κλεισμένη σ’ εκείνο το στούντιο στο βάθος του κήπου. Ο Δρ. Φράνκλιν το νοικιάζει από μένα και το έχει εξοπλίσει. Έχει εκεί σωρούς από ινδικά χοιρίδια - κακομοίρα πλασματάκια - και ποντίκια και κουνέλια. Δεν είμαι σίγουρη πως μου αρέσει όλη αυτή η επιστήμη, Λοχαγέ Χάστιγκς. Α, να ο άνδρας μου. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ είχε μόλις στρίψει τη γωνιά του σπιτιού. Ήταν ένας πολύ ψηλός, στητός γέρος, με πρόσωπο πτώματος, ξέθωρα γαλανά μάτια και μια συνήθεια να τραβάει χωρίς να το θέλει το μικρό του άσπρο μουστάκι. Οι τρόποι του ήταν αόριστοι, μάλλον νευρικοί. — Α, Τζώρτζ, ο Λοχαγός Χάστιγκς έφθασε. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ μου έσφιξε το χέρι. — Ήρθατε με το τραίνο των 5 και 40' έ; — Με τι άλλο θα μπορούσε να ‘ρθει; είπε τραχιά η Κυρία Λούτρελ. Και τι σημασία έχει άλλωστε; Πάρτον επάνω και δείξε του το δωμάτιό του, Τζώρτζ. Κι ύστερα ίσως να ‘θελε να πάει κατ’ ευθείαν στον Κύριο Πουαρό - η προτιμάτε να πιείτε πρώτα ένα φλυτζάνι τσάι; Την βεβαίωσα πως δεν ήθελα τσάι και προτιμούσα να πάω να χαιρετήσω το φίλο μου. — Σωστά, είπε ο Συνταγματάρχης Λούτρελ. Ελάτε μαζί μου. Πιστεύω... πως ανέβασαν τα πράγματά σας επάνω —ε, Νταίζη; — Αυτή είναι δική σου δουλειά, Τζώρτζ, είπε ξινά η Κυρία Λούτρελ. Εγώ φρόντιζα τον κήπο. Δεν μπορώ να φροντίζω για όλα. — Όχι, όχι, φυσικά όχι. Θα... θα το φροντίσω εγώ, αγαπητή μου. Τον ακολούθησα στην μπροστινή σκάλα. Στο κατώφλι συναντήσαμε έναν γκριζομάλλη άνδρα, λεπτοκαμωμένο, που έβγαινε τρέχοντας μ’ ένα ζευγάρι κιάλια. Κούτσαινε κι είχε ένα παιδιάστικο ανήσυχο πρόσωπο. Είπε, τραυλίζοντας ελαφρά: — Ένα ζευγάρι μαυροπούλια βρίσκονται σε μια φωλιά κοντά στη
συκομουριά. Καθώς μπαίναμε στο χολ, ο Λούτρελ είπε: — Αυτός είναι ο Νόρτον. Καλός άνθρωπος. Τρελαίνεται για τα πουλιά. Στο ίδιο χολ ένας πολύ ψηλός άνδρας στεκόταν κοντά στο τραπέζι. Ήταν φανερό πως μόλις είχε τελειώσει κάποιο τηλεφώνημα. Σήκωσε το κεφάλι κι είπε: — Θα ‘θελα να κρεμάσω και να κόψω στα τέσσερα όλους τους εργολάβους και τους οικοδόμους. Ποτέ δεν κάνουν τίποτα σωστά, πανάθεμα τους. Η οργή του ήταν τόσο κωμική κι αξιοθρήνητη που γελάσαμε κι οι δυο. Ένοιωσα αμέσως έλξη γι' αυτόν τον άνδρα. Ήταν πολύ όμορφος, Αν κι είχε περάσει προ πολλού τα πενήντα, με βαθιά ηλιοκαμένο πρόσωπο. Φαινόταν σαν να ‘χε ζήσει στο ύπαιθρο, και φαινόταν ακόμα ο τύπος του ανδρός που γίνεται όλο και πιο σπάνιος, ένας Άγγλος της παλιάς σχολής, ευθύς, λάτρης της ζωής στο ύπαιθρο, και το είδος του ανθρώπου που μπορεί να διοικήσει. Δεν ένοιωσα σχεδόν καμμιά έκπληξη όταν ο Συνταγματάρχης Λούτρελ μου τον συνέστησε σαν Σερ Ουίλιαμ Μπόυντ Κάριγκτον. Ήξερα πως είχε διατελέσει κυβερνήτης μιας επαρχίας στην Ινδία, όπου είχε σημειώσει υποδειγματική επιτυχία. Ήταν ακόμα γνωστός σαν πρώτης τάξεως σκοπευτής και κυνηγός μεγάλων ζώων. Σκέφθηκα θλιβερά πως ήταν το είδος του ανθρώπου που δεν φαινόταν να υπάρχει πια σ' αυτές τις ξεπερασμένες μέρες. — Αχά, είπε. Χαίρομαι που γνωρίζω με σάρκα και οστά αυτόν τον περίφημο «φίλο μου Χάστιγκς» (γέλασε). Ο αγαπητός γέρο-Βέλγος μιλάει πολύ για σάς, ξέρετε. Και φυσικά, έχουμε εδώ την κόρη σας. Είναι εξαιρετικό κορίτσι. — Δεν νομίζω πως η Τζούντιθ μιλάει πολύ για μένα, είπα χαμογελώντας. — Όχι, όχι, είναι πάρα πολύ μοντέρνα. Αυτά τα σημερινά κορίτσια φαίνονται πάντα να νοιώθουν αμηχανία όταν χρειασθεί να παραδεχθούν πως έχουν πατέρα η μητέρα. — Οι γονείς, είπα, είναι σχεδόν ντροπή.
Γέλασε. — Ω, εγώ δεν έχω τέτοια βάσανα. Είμαι σε χειρότερη θέση, δεν έχω καθόλου παιδιά. Η Τζούντιθ σας είναι πολύ όμορφη κοπέλα, άλλα φοβερά διανοούμενη. Το βρίσκω μάλλον τρομακτικό. (Ξαναπήρε το ακουστικό του τηλεφώνου.) ’Ελπίζω να μην σε πειράζει, Λούτρελ, αν αρχίσω να διαολοστέλνω το τηλεφωνικό σου κέντρο. Δεν είμαι υπομονετικός άνθρωπος. — Δώστε τους να καταλάβουν, είπε ο Λούτρελ. Ανέβηκε πρώτος και τον ακολούθησα. Με πήγε στην αριστερή πτέρυγα του σπιτιού, σε μια πόρτα στην άκρη του κτιρίου και κατάλαβα πως ο Πουαρό είχε διαλέξει για μένα το δωμάτιο όπου είχα μείνει άλλοτε. Υπήρχαν αλλαγές εδώ. Καθώς διέσχιζα το διάδρομο, μερικές πόρτες ήταν ανοιχτές και είδα πως τα τεράστια περασμένης μόδας παλιά δωμάτια είχαν χωρισθεί για να σχηματίσουν αρκετά μικρότερα. Το δωμάτιο μου, που δεν ήταν μεγάλο, είχε μείνει όπως ήταν εκτός απ’ την εγκατάσταση για ζεστό και κρύο νερό, κι ένα μέρος του είχε χωρισθεί για να σχηματίσει ένα μικρό μπάνιο. Ήταν επιπλωμένο σε φθηνό μοντέρνο στυλ που μάλλον με απογοήτευσε. Θα προτιμούσα ένα στυλ που να πλησίαζε περισσότερο στην αρχιτεκτονική του σπιτιού. ΟΙ αποσκευές μου βρίσκονταν στο δωμάτιό μου κι ο Συνταγματάρχης εξήγησε πως το δωμάτιο του Πουαρό ήταν ακριβώς απέναντι. Ήταν έτοιμος να με οδηγήσει εκεί όταν η δυνατή κραυγή «Τζωρτζ» αντήχησε απ’ το κάτω χολ. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ αναπήδησε σαν τρομαγμένο άλογο. Το χέρι του ανέβηκε στα χείλια του. — Είσαστε σίγουρος πως είσαστε εντάξει; Χτυπήστε αν θέλετε τίποτα. — Τζώρτζ! — Έρχομαι, αγαπητή μου, έρχομαι. Διέσχισε βιαστικά το διάδρομο. Στάθηκα για μια στιγμή κοιτάζοντάς τον. Ύστερα, με την καρδιά μου να χτυπάει λίγο πιο γρήγορα, διέσχισα το διάδρομο και χτύπησα την πόρτα του δωματίου του
Πουαρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Κατά τη γνώμη μου, τίποτα δεν είναι πιο θλιβερό απ’ την καταστροφή που προκαλεί ο χρόνος. Ο καημένος ο φίλος μου! Τον έχω περιγράφει πολλές φορές. Τώρα πρέπει να σας πω τη διαφορά που παρουσίαζε. Παράλυτος απ’ τα αρθριτικά, τριγύριζε πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες. Το κάποτε παχύ σώμα του είχε μπάσει. Ήταν τώρα ένας κοντός κι αδύνατος άνδρας. Το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο. Η αλήθεια είναι πως το μουστάκι και τα μαλλιά του ήταν ακόμα κατάμαυρα αλλά ειλικρινά, αν και δεν θα πλήγωνα ούτε για όλο τον κόσμο τα αισθήματα του λέγοντας του το, ήταν λάθος. Έρχεται μία στιγμή που η βαφή των μαλλιών είναι οδυνηρά φανερή. Υπήρχε μια εποχή που είχα νοιώσει έκπληξή μαθαίνοντας πως η μαυρίλα των μαλλιών του Πουαρό προερχόταν από ένα κομψότατο μπουκαλάκι. Αλλά τώρα η θεατρικότητα της ήταν φανερή και δημιουργούσε την εντύπωση πως φορούσε περούκα κι είχε βάψει το πάνω χείλι του, εκείνο το περίφημο μουστάκι, για να διασκεδάσει τα παιδιά! Μόνο τα μάτια του ήταν τα ίδια όπως πάντα, πονηρά και λαμπερά και τώρα —ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία— γεμάτα συγκίνηση. — Α, φίλε μου Χάστιγκς, φίλε μου Χάστιγκς... Έσκυψα το κεφάλι μου και με αγκάλιασε θερμά όπως το συνήθιζε. — Φίλε μου Χάστιγκς! Έσκυψε πίσω εξετάζοντας με με το κεφάλι του, όπως συνήθιζε, ελαφρά γερμένο απ’ τη μια μεριά. — Ναι, ακριβώς ο ίδιος —η ίσια ράχη, οι πλατιοί ώμοι, το γκρίζο των μαλλιών - πολύ ντιστεγκέ. Ξέρεις, φίλε μου, διατηρείσαι ακόμα πολύ καλά. ΟΙ γυναίκες εξακολουθούν να ενδιαφέρονται για σένα; Ε; — Αλήθεια, Πουαρό, διαμαρτυρήθηκα. Πρέπει να... — Μα σε βεβαιώνω, φίλε μου, είναι μια δοκιμασία, η μοναδική δοκιμασία. Όταν οι πολύ νέες κοπέλες έρχονται και σου μιλάνε ευγενικά, πάρα πολύ ευγενικά, να ξέρεις, είναι το τέλος! «Ο καημένος ο γέρος», λένε, «πρέπει να ‘μαστε καλές μαζί του. Πρέπει να ‘ναι φρικτό να είσαι έτσι». Αλλά εσύ, Χάστιγκς, είσαι ακόμα νέος. Για σένα υπάρ-
χουν ακόμα πιθανότητες. Σωστά, στρίψε το μουστάκι σου, καμπούριασε τους ώμους σου — έτσι το βλέπω— γιατί αλλιώς δεν θα ‘δειχνες τόση αυτοπεποίθηση. Ξέσπασα σε γέλια. — Πραγματικά είσαι άνω ποταμών, Πουαρό. Και σύ πως είσαι; — Εγώ, είπε ο Πουαρό με μια γκριμάτσα. Είμαι ένα ναυάγιο. Ένα ερείπιο. Δεν μπορώ να περπατήσω. Είμαι παράλυτος και παραμορφωμένος. Ευτυχώς, μπορώ να τρώω ακόμη μόνος μου, άλλα, κατά τα άλλα, πρέπει να με φροντίζουν σα μωρό. Με βάζουν στο κρεββάτι, με πλένουν και με ντύνουν. Τέλος πάντων, αυτό δεν είναι διασκεδαστικό. Ευτυχώς, αν και το εξωτερικό φθείρεται ο πυρήνας είναι ακόμα γερός. — Ναι, πραγματικά. Έχεις την καλύτερη καρδιά σ’ όλο τον κόσμο. — Καρδιά; Ίσως. Δεν αναφερόμουν στην καρδιά. Λέγοντας ο πυρήνας, αγαπητέ μου, εννοούσα τον εγκέφαλο. Το μυαλό μου λειτουργεί ακόμα θαυμάσια. Μπορούσα τουλάχιστον να δω καθαρά πως δεν είχε γίνει καμμιά ζημιά στον εγκέφαλο προς την κατεύθυνση της μετριοφροσύνης. — Και σ’ αρέσει εδώ; ρώτησα. Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους. — Μου φθάνει. Καταλαβαίνεις, δεν είναι το «Ρίτς». Πραγματικά όχι. Το δωμάτιο όπου έμενα όταν πρωτοήρθα εδώ ήταν μικρό και άσχημα επιπλωμένο. Μετακόμισα σ’ αυτό εδώ χωρίς αύξηση τιμής. Ύστερα το μαγείρεμα είναι εγγλέζικο στη χειρότερη μορφή του. Αυτά τα πελώρια και σκληρά χόρτα των Βρυξελλών που αρέσουν τόσο πολύ στους Άγγλους. Οι πατάτες βρασμένες και σκληρές ή θρύψαλα. Τα χορταρικά έχουν τη γεύση νερού, νερού και πάλι νερού. Πλήρης απουσία αλατιού και πιπεριού σ’ οποιοδήποτε φαγητό. Έκανε μια εκφραστική παύση. — Ακούγεται φρικτά, παρατήρησα. — Δεν παραπονιέμαι, είπε ο Πουαρό κι εξακολούθησε τα παράπονα. Κι ακόμα υπάρχει ο δήθεν εκσυγχρονισμός. Τα μπάνια, οι βρύσες παντού και τι βγαίνει απ’ αυτές; Χλιαρό νερό, φίλε μου, τις περισσότερες ώρες της μέρας. Κι oi πετσέτες, τόσο λεπτές, τόσο ψιλές.
— Οι παλιές μέρες είχαν και μερικά καλά, είπα σκεφτικά. Θυμήθηκα τα σύννεφα του ατμού που έβγαιναν απ’ τη βρύση του ζεστού νερού του μοναδικού μπάνιου που είχε αρχικά το «Στάυλς», ένα από κείνα τα μπάνια όπου μια πελώρια μπανιέρα με πλευρές από μαόνι αναπαυόταν περήφανα στη μέση του πατώματος του μπάνιου. Θυμήθηκα ακόμα τις τεράστιες πετσέτες του μπάνιου και τα συχνά αστραφτερά δοχεία με το καυτό νερό που στέκονταν στην παλιού τύπου λεκάνη. — Μα δεν πρέπει κανείς να παραπονιέται, ξανάπε ο Πουαρό. Μ’ αρέσει να υποφέρω για μια καλή αιτία. Μου ήρθε μια ξαφνική σκέψη. — Πουαρό, μήπως τα φέρνεις δύσκολα βόλτα; Ξέρω πως ο πόλεμος χτύπησε πολύ άσχημα τις επενδύσεις... Ο Πουαρό βιάσθηκε να με καθησυχάσει. — Όχι, όχι φίλε μου. Έχω μεγάλη άνεση. Στην πραγματικότητα είμαι πλούσιος. Δεν έχω έρθει εδώ για οικονομία. — Εντάξει τότε, είπα. Νομίζω πως μπορώ να καταλάβω τα αισθήματα σου, συνέχισα. Καθώς προχωρεί κανείς, τείνει όλο και περισσότερο να ξαναγυρίζει στις παλιές μέρες. Προσπαθεί να ξανασυλλάβει τα παλιά συναισθήματα. Το βρίσκω οδυνηρό να ‘μαι εδώ, κι όμως μου ξαναφέρνει ένα σωρό παλιές σκέψεις και συναισθήματα που είχα ξεράσει πως τάχα νοιώσει ποτέ. Τολμώ να πω πως κι εσύ νοιώθεις το ίδιο. — Καθόλου. Δεν νοιώθω καθόλου έτσι. — Ήταν καλές μέρες, είπα θλιμμένα. — Μπορεί να μιλάς για τον εαυτό σου, Χάστιγκς. Για μένα, η άφιξη μου στο «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη ήταν θλιβερή κι οδυνηρή. Ήμουν πρόσφυγας, πληγωμένος, εξόριστος απ’ το σπίτι μου και την πατρίδα μου, ζώντας από φιλανθρωπία σε μια ξένη χωρά. Όχι, δεν ήταν χαρούμενο. Δεν ήξερα τότε πως η Αγγλία θα γινόταν το σπίτι μου και θα ‘βρισκα εδώ την ευτυχία. — Το είχα ξεχάσει, παραδέχτηκα. — Ακριβώς. Πάντα αποδίδεις στους άλλους τα συναισθήματα που νιώθεις εσύ ο ίδιος. Ο Χάστιγκς ήταν ευτυχισμένος - όλοι ήταν ευ-
τυχισμένοι! — Όχι, όχι, διαμαρτυρήθηκα γελώντας. — Και εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αλήθεια, συνέχισε ο Πουαρό. Λεν πως κοιτάζεις πίσω και σου ‘ρχονται δάκρυα στα μάτια. «Ω, οι ευτυχισμένες μέρες. Ήμουν νέος τότε!» Αλλά πραγματικά, φίλε μου, δεν ήσουν τόσο ευτυχισμένος όσο νομίζεις. Είχες πρόσφατα πληγωθεί βαριά, στενοχωριόσουν που δεν ήσουν πια κατάλληλος για ενεργό υπηρεσία, μόλις είχες απογοητευθεί απερίγραπτα απ’ την παραμονή σου σ’ ένα φριχτό αναρρωτήριο και, απ’ ό,τι θυμάμαι, περιέπλεξες τα πράγματα με το να ερωτευθείς ταυτόχρονα δυο γυναίκες. Γέλασα και κοκκίνισα. — Τι δυνατή μνήμη που έχεις, Πουαρό. — Τς - τς - τς, τώρα θυμάμαι τους μελαγχολικούς σου αναστεναγμούς καθώς μουρμούριζες ανοησίες για δυο όμορφες γυναίκες. — Θυμάσαι τι μου είπες; Είπες: «Και καμιά απ’ αυτές δεν είναι για σένα! Αλλά θάρρος, φίλε μου. Μπορεί να ξανακυνηγήσουμε μαζί, και τότε ίσως...» Σταμάτησα. Γιατί ο Πουαρό κι εγώ είχαμε πάει ξανά για κυνήγι στη Γαλλία κι εκεί είχα συναντήσει τη μοναδική γυναίκα... — Ξέρω, Χάστιγκς, ξέρω. Η πληγή είναι ακόμα φρέσκια. Αλλά μην επιμένεις σ’ αυτήν, μην κοιτάζεις πίσω. Κοίταξε καλύτερα μπροστά. Έκανα μια χειρονομία αηδίας. — Να κοιτάξω μπροστά; Μα τι υπάρχει για να δω μπροστά μου; — Ε, λοιπόν, φίλε μου, έχουμε δουλειά. — Δουλειά; Που; — Εδώ. Τον κοίταξα καλά καλά. —Με ρώτησες τώρα μόλις γιατί ήρθα εδώ, είπε ο Πουαρό. Ίσως να μην παρατήρησες πως δεν σου απάντησα. Θα σου δώσω την απάντηση τώρα. Βρίσκομαι εδώ για να κυνηγήσω ένα δολοφόνο. Τον κοίταξα με ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη. Για μια στιγμή σκέφθηκα πως παραμιλούσε. — Το εννοείς πραγματικά; τραύλισα ολότελα χαμένος. —Ασφαλώς και το εννοώ. Για ποιόν άλλο λόγο σε παρότρυνα να με
συναντήσεις; Τα μέλη μου δεν είναι πια δραστήρια αλλά, όπως σου είπα, ο εγκέφαλος μου δεν έχει πειραχτεί. Θυμήσου πως ο κανόνας μου ήταν πάντα ο ίδιος - κάθισε και σκέψου. Αυτό μπορώ να το κάνω ακόμα - στην πραγματικότητα είναι το μόνο πράγμα που είναι δυνατόν για μένα. Για την πιο δραστήρια πλευρά της εκστρατείας, θα ‘χω μαζί μου τον ανεκτίμητο Χάστιγκς μου. — Το εννοείς πραγματικά; ρώτησα με κομμένη την ανάσα για δεύτερη φορά. — Φυσικά το εννοώ. Εσύ κι εγώ, Χάστιγκς, ξαναπάμε άλλη μια φορά για κυνήγι. Χρειάσθηκα μερικά λεπτά για να καταλάβω πως ο Πουαρό μιλούσε πραγματικά σοβαρά. Όσο φανταστική κι αν φαινόταν η δήλωση του, δεν είχα λόγους ν’ αμφιβάλλω για την κρίση του. Μ’ ένα ελαφρό χαμόγελο είπε: — Πείσθηκες επιτέλους. Στην αρχή φαντάστηκες πως είχα πάθει μαλάκυνση εγκεφάλου, δεν είν’ έτσι; — Όχι, όχι, είπα βιαστικά. Μόνο που αυτό το μέρος φαίνεται πολύ απίθανο. — Α, νομίζεις; — Φυσικά δεν είδα ακόμα όλους τους ανθρώπους... — Ποιους είδες; — Μόνο τους Λούτρελ κι έναν άνδρα που τον λένε Νόρτον και φαίνεται άκακος άνθρωπος και τον Μπόυντ Κάριγκτον - πρέπει να πω πως με γοήτευσε πάρα πολύ. Ο Πουαρό κατένευσε: — Λοιπόν, Χάστιγκς, θα σου πω κάτι. Όταν δεις και τα υπόλοιπα πρόσωπα του σπιτιού, η δήλωσή μου θα σου φαίνεται το ίδιο απίθανη όσο τώρα. — Ποιος άλλος υπάρχει; — Ο δόκτωρ και η κυρία Φράνκλιν, η νοσοκόμος που φροντίζει την Κυρία Φράνκλιν, η κόρη σου Τζούντιθ. Ύστερα υπάρχει ένας άνδρας που τον λένε Άλλερτον, ένα είδος γόη, και μια Μις Κόουλ, μια γυναίκα γύρω στα τριάντα. Επίτρεψε μου να σου πω πως όλοι είναι
πολύ καλοί άνθρωποι. — Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος; — Κι ένας απ’ αυτούς είναι δολοφόνος. — Μα γιατί... πως... γιατί νομίζεις;... Δυσκολεύτηκα να δώσω σχήμα στις ερωτήσεις μου, που έπεφταν η μια πάνω στην άλλη. — Ηρέμησε, Χάστιγκς. Ας αρχίσουμε απ’ την αρχή. Σε παρακαλώ, φέρε μου το μικρό κουτί απ’ το γραφείο. Ωραία. Και τώρα το κλειδί έτσι... Ξεκλειδώνοντας το κουτί, έβγαλε έναν όγκο από δακτυλογραφημένα χαρτιά και αποκόμματα εφημερίδων. — Μπορείς να τα μελετήσεις με την ησυχία σου, Χάστιγκς. Για την ώρα δεν θα ασχολούμουν με τα αποκόμματα των εφημερίδων. Είναι απλώς οι περιγραφές του τύπου για διάφορες τραγωδίες, κάπου κάπου ανακριβής, μερικές φορές, κατατοπιστικές. Για να πάρεις μια ιδέα για τις υποθέσεις, προτείνω να διαβάσεις την περίληψη που έχω κάνει. Άρχισα να διαβάζω με μεγάλο ενδιαφέρον. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Α’ ΕΘΕΡΙΓΚΤΟΝ Λέοναρντ Έθεριγκτον. Άσχημες συνήθειες - έπαιρνε ναρκωτικά κι έπινε. Παράξενος και σαδιστικός χαρακτήρας. Σύζυγος νέα και γοητευτική. Απελπιστικά δυστυχισμένη μαζί του. Ο Λ. Έθεριγκτον πέθανε, φαινομενικά από τροφική δηλητηρίαση. Ο γιατρός δεν έμεινε ικανοποιημένος. Μετά την αυτοψία, ανακαλυφθεί ότι ο θάνατος οφειλόταν σε δηλητηρίαση από αρσενικό. Υπήρχε ζιζανιοκτόνο στο σπίτι, αλλά είχε παραγγελθεί πριν από πολύ καιρό. Η κυρία Έθεριγκτον συνελήφθη και κατηγορηθεί για φόνο. Είχε πιάσει τελευταία φιλίες μ’ έναν δημόσιο υπάλληλο που γύριζε στην Ινδία. Καμιά ένδειξη πραγματικής απιστίας, αλλά δείγματα βαθιάς συμπάθειας ανάμεσα τους. Ο νέος είχε αρραβωνιασθεί στη συνέχεια μια κοπέλα που συνάντησε στο ταξίδι του προς το εξωτερικό. Υπάρχουν αμφιβολίες αν το γράμμα που το ανήγγελλε στην Έθεριγκτον έφθασε στα χέρια της πριν η μετά το θάνατο του συζύγου της. Εκείνη λέει πριν. Οι εν-
δείξεις εναντίον της είναι κυρίως συμπτωματικές, η απουσία άλλου πιθανού υπόπτου και το γεγονός ότι το δυστύχημα είναι μάλλον απίθανο. Εκδηλώθηκε μεγάλη συμπάθεια γι’ αυτήν στη δίκη εξ αιτίας του χαρακτήρα του συζύγου της και της κακομεταχείρισης που είχε υποστεί απ’ αυτόν. Η ανακεφαλαίωση του δικαστού ήταν υπέρ αυτής, τονίζοντας πως η απόφαση δεν πρέπει να επιτρέπει καμιά λογική αμφιβολία. Η Κυρία Έθεριγκτον αθωώθηκε. Αλλά η γενική «γνώμη ήταν πως ήταν ένοχη. Η κατοπινή της ζωή ήταν πολύ δύσκολη, γιατί oι φίλοι της, κ.λπ. της φέρονταν πολύ ψυχρά. Πέθανε δυο χρόνια μετά τη δίκη παίρνοντας υπερβολική δόση υπνωτικών. Η ανάκριση έβγαλε το συμπέρασμα πως επρόκειτο για τυχαίο θάνατο. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Β’ ΜΙΣΣ ΣΑΡΠΑΣ Ηλικιωμένη γεροντοκόρη. Παράλυτη. Δύσκολη, πονούσε πολύ. Την φρόντιζε η ανιψιά της, η Φρέντα Κλαίη. Η Μις Σάρπλς πέθανε παίρνοντας υπερβολική δόση μορφίνης. Η Φρέντα Κλαίη παραδέχτηκε πως έκανε σφάλμα, λέγοντας πως ο πόνος της θείας της ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσε να τον υποφέρει και της έδωσε περισσότερη μορφίνη για ν’ ανακουφίσει τον πόνο. Η γνώμη της αστυνομίας ήταν πως η πράξη της ήταν εσκεμμένη κι όχι λάθος, αλλά θεώρησαν τις ενδείξεις ανεπαρκής για να συντάξουν κατηγορία. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Γ’ ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΡΙΓΚΣ Αγρότης. Υποψιαζόταν πως η γυναίκα του τον απατούσε με τον νοικάρη τους τον Μπεν Κραίηγκ. Ο Κραίηγκ κι η Κυρία Ρίγκς βρέθηκαν νεκροί από σφαίρα. Οι σφαίρες απεδείχθη ότι προέρχονταν από το όπλο του Ρίγκς. Ο Ρίγκς παραδόθηκε στην αστυνομία και είπε πως υπέθετε πως πρέπει να το έκανε, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί. Το μυαλό του είχε κενά, όπως είπε. Ο Ρίγκς καταδικάστηκε σε θάνατο, κι η ποινή μετετράπη στη συνέχεια σε ισόβια δεσμά. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Δ’ ΝΤΕΡΕΚ ΜΠΡΑΝΤΛΕΥ Είχε μια ερωτοδουλειά με μια κοπέλα. Η γυναίκα του το ανακάλυ-
ψε κι απείλησε να τον σκοτώσει. Ο Μπράντλευ πέθανε από κυανιούχο κάλιο που του δόθηκε στη μπύρα του. Η Κυρία Μπράντλευ συνελήφθη και δικάσθηκε για φόνο. Έσπασε κάτω από την διασταυρούμενη εξέταση. Καταδικάστηκε και κρεμάστηκε. ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ Ε' ΜΑΘΙΟΥ ΛΙΤΣΦΙΛΝΤ Ηλικιωμένος τύραννος. Είχε τέσσερις κόρες που δεν τις επέτρεπε να διασκεδάζουν ή να ξοδεύουν χρήματα. Ένα βράδυ, γυρίζοντας σπίτι του, δέχθηκε επίθεση έξω απ’ την πίσω πόρτα του σπιτιού του και σκοτώθηκε μ’ ένα χτύπημα στο κεφάλι. Αργότερα, μετά την ερευνά της αστυνομίας, η μεγαλύτερη κόρη του, η Μάργκαρετ, πήγε στο αστυνομικό τμήμα και παραδόθηκε σαν δολοφόνος του πατέρα της. Είπε πως το έκανε για να μπορέσουν οι μικρότερες αδελφές της να ζήσουν τη ζωή τους πριν να είναι πολύ αργά. Ο Λίτσφιλντ άφησε μεγάλη περιουσία. Η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ κρίθηκε τρελή και στάλθηκε στο Μπρόαντμουρ, άλλα πέθανε λίγο αργότερα. Διάβασα προσεκτικά, άλλα με όλο και μεγαλύτερη απορία. Τελικά άφησα κάτω την εφημερίδα και κοίταξα ερωτηματικά τον Πουαρό. — Λοιπόν, φίλε μου; — Θυμάμαι την υπόθεση Μπράντλευ, είπα αργά. Διάβασα τότε γι’ αυτήν. Ήταν πολύ όμορφη γυναίκα. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. — Άλλα πρέπει να με διαφωτίσεις. Τι είναι όλα αυτά ;... — Πες μου πρώτα τι εντύπωση σου κάνουν. Ήμουν μάλλον αμήχανος. — Μου έδωσες την περιγραφή πέντε διαφορετικών φόνων. Όλοι συνέβησαν σε διαφορετικά μέρη και σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Επιπλέον, δεν φαίνεται να υπάρχει επιφανειακή ομοιότητα μεταξύ τους. Δηλαδή, η μια ήταν περίπτωση ζήλιας, η άλλη μιας δυστυχισμένης γυναίκας που προσπαθούσε ν’ απαλλαγεί απ’ τον άντρα της, μια άλλη είχε σαν κίνητρο το χρήμα, μια άλλη μπορούμε να πούμε πως δεν είχε εγωιστικά κίνητρα γιατί ο δολοφόνος δεν προσπάθησε ν’ αποφύγει την τιμωρία κι η πέμπτη ήταν βάναυση και ίσως έγινε υπό την επίδραση του ποτού. (Σταμάτησα κι είπα με αμφι-
βολία) : Υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα τους που μου ξεφεύγει; — Όχι, όχι, η ανακεφαλαίωση σου υπήρξε πολύ ακριβής. Το μόνο σημείο που θα μπορούσες να αναφέρεις, αλλά δεν το ανέφερες, ήταν το γεγονός πως σε καμία απ’ αυτές τις περιπτώσεις δεν υπήρχε πραγματική αμφιβολία. — Δεν νομίζω πως καταλαβαίνω. — Π.χ. η κυρία Έθεριγκτον αθωώθηκε. Αλλά όλοι ήταν σίγουροι πως το ‘κανε. Η Φρέντα Κλαίη δεν κατηγορήθηκε ανοιχτά, αλλά κανένας δεν σκέφτηκε άλλη λύση έκτος απ’ το έγκλημα. Ο Ρίγκς δήλωσε πως δεν θυμόταν να σκότωσε τη γυναίκα του και τον εραστή της, αλλά ποτέ δεν προέκυψε θέμα να το ‘κανε κάποιος άλλος. Η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ ομολόγησε. Βλέπεις, Χάστιγκς, σε κάθε περίπτωση υπήρχε ένας φανερός ύποπτος και κανένας άλλος. Ζάρωσα τα φρύδια μου. — Ναι, είναι αλήθεια... αλλά δεν βλέπω τι συμπεράσματα βγάζεις απ’ αυτό. — Α, μα καταλαβαίνεις, θα φθάσω τώρα σ’ ένα γεγονός που δεν το ξέρεις. Αν υποθέσουμε, Χάστιγκς, πως σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που περιέγραψα, υπήρχε κάτι παράξενο που ήταν κοινό σ’ όλες; — Τι εννοείς; — Χάστιγκς, σκοπεύω να είμαι πολύ προσεκτικός στα λόγια μου, είπε αργά ο Πουαρό. Ας το θέσω έτσι. Υπάρχει κάποιο πρόσωπο, ας πούμε, ο X. Σε καμιά περίπτωση αυτός ο X δεν είχε (φαινομενικά) κίνητρο ν’ απαλλαγεί απ’ το θύμα. Απ’ ό,τι ανακάλυψα, σε μια περίπτωση, ο X βρισκόταν διακόσια μιλιά μακριά όταν έγινε ο φόνος. Πάντως, θα σου πω κάτι. Ο X είχε στενές σχέσεις με τον Έθεριγκτον, ο X έζησε για ένα διάστημα στο ίδιο χωριό με τον Ρίγκς, ο X γνώριζε την κυρία Μπράντλευ. Έχω μια φωτογραφία του X και της Φρέντα Κλαίη να περπατούν μαζί σ’ ένα δρόμο και ο X βρισκόταν κοντά στο σπίτι όταν πέθανε ο γέρο - Μάθιου Λίτσφιλντ. Τι λες γι’ αυτό; Τον κοίταξα καλά καλά. — Ναι, είναι κάπως πολύ, είπα αργά. Η σύμπτωση θα μπορούσε να εξηγήσει δύο περιπτώσεις ή ακόμα και τρεις, αλλά πέντε πάει πολύ. Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση ανά-
μεσα σ’ αυτούς τους διαφορετικούς φόνους. — Υποθέτεις λοιπόν αυτό που υπέθεσα κι εγώ; — Πως ο X είναι δολοφόνος; Γιατί. — Τότε, Χάστιγκς, θα είσαι πρόθυμος να κάνεις άλλο ένα βήμα μαζί μου; Θα σου πω κάτι. Ο X βρίσκεται σ’ αυτό το σπίτι. — Εδώ; Στο «Στάυλς»; — Στο «Στάυλς», μάλιστα. Τι λογικό συμπέρασμα βγαίνει απ’ αυτό; Ήξερα τι θ’ ακολουθούσε» καθώς έλεγα: — Έλα, πες το. — Σύντομα θα γίνει ένας φόνος κι εδώ, είπε ο Ηρακλής Πουαρό.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Για μια στιγμή κοίταξα απορημένος τον Πουαρό κι υστέρα αντέδρασα. — Όχι, δεν θα γίνει, είπα. Θα το εμποδίσεις. Ο Πουαρό μου έριξε μια στοργική ματιά. — Πιστέ μου φίλε. Πόσο εκτιμώ την πίστη σου σε μένα. Ωστόσο, δεν είμαι σίγουρος αν είναι δικαιολογημένη σ’ αυτή την περίπτωση. — Ανοησίες. Φυσικά μπορείς να το εμποδίσεις. Η φωνή του Πουαρό ήταν σοβαρή καθώς είπε: — Σκέψου ένα λεπτό, Χάστιγκς. Μπορεί κανείς να συλλάβει ένα δολοφόνο, ναι. Αλλά πως εμποδίζει ένα φόνο; — Να, εσύ... εσύ... να, θέλω να πω... Αν ξέρεις πριν από,.. Σταμάτησα μάλλον αδύναμα γιατί ξαφνικά είδα τις δυσκολίες. — Βλέπεις; είπε ο Πουαρό. Δεν είναι τόσο απλό. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν μόνο τρεις μέθοδοι. Η πρώτη είναι να προειδοποιήσεις το θύμα. Να κάνεις το θύμα να προσέχει. Αυτό δεν πετυχαίνει πάντα, γιατί είναι απίστευτα δύσκολο να πείσεις μερικούς ανθρώπους πως βρίσκονται σε σοβαρό κίνδυνο —ίσως από κάποιον που βρίσκεται κοντά τους και τους είναι αγαπητός, θυμώνουν κι αρνούνται να το πιστέψουν. Ο δεύτερος τρόπος είναι να προειδοποιήσεις το δολοφόνο. Να του πεις, σε ελάχιστα καλυμμένη γλώσσα «Ξέρω τους σκοπούς σου. Αν πεθάνει ο τάδε, φίλε μου, θα κρεμασθείς στα σίγουρα». Αυτό πετυχαίνει συχνότερα απ’ την πρώτη μέθοδο, αλλά ακόμα κι αυτό μπορεί ν’ αποτύχει. Γιατί ένας δολοφόνος, φίλε μου, είναι πιο ματαιόδοξος απ’ οποιοδήποτε ανθρώπινο πλάσμα. Ένας δολοφόνος είναι πάντα πιο έξυπνος απ’ όλους, κανείς δεν θα τον υποψιασθεί ποτέ, η αστυνομία θα μπερδευτεί, κλπ. Γι’ αυτό πάντα προχωρεί και το μόνο που σου μένει είναι η ικανοποίηση να τον κρεμάσεις υστέρα. (Σταμάτησε κι είπε σκεφτικά) : Προειδοποίησα ένα δολοφόνο δυο φορές στη ζωή μου —τη μια φορά στην Αίγυπτο και την άλλη κάπου άλλου. Σε κάθε περίπτωση ο εγκληματίας ήταν αποφασισμένος να σκοτώσει... Μπορεί να συμβαίνει το ίδιο κι εδώ. — Είπες πως υπάρχει και τρίτη μέθοδος, του θύμισα.
— Α, ναι. Γι’ αυτήν χρειάζεται κανείς μεγάλη εξυπνάδα. Πρέπει να μαντέψεις πως και πότε θα πέσει το χτύπημα και πρέπει να ‘σαι έτοιμος να επέμβεις στην κατάλληλη ψυχολογική στιγμή. Πρέπει να πιάσεις τον δολοφόνο, Αν όχι επ’ αυτοφώρω, τουλάχιστον ένοχο ύπεράνω πάσης αμφιβολίας για την πρόθεση να σκοτώσει. Αναστέναξε. — Κι αυτό, φίλε μου, συνέχισε, είναι, σε βεβαιώνω, θέμα με μεγάλη δυσκολία και λεπτότητα, και δεν μπορώ να εγγυηθώ ούτε για μια στιγμή την επιτυχία του! Μπορεί να είμαι ματαιόδοξος, άλλα δεν είμαι τόσο ματαιόδοξος. — Ποια μέθοδο σκοπεύεις να δοκιμάσεις εδώ; —Ίσως και τις τρεις. Η πρώτη είναι η πιο δύσκολη. — Γιατί; θα πίστευα πως είναι η ευκολότερη. — Ναι. Αν ξέρεις το υποψήφιο θύμα. Αλλά δεν καταλαβαίνεις, Χάστιγκς, πως εδώ δεν ξέρω το θύμα; — Τι; Το επιφώνημα μου ξέφυγε χωρίς να το σκεφθώ. Ύστερα άρχισα να καταλαβαίνω τις δυσκολίες της κατάστασης. Υπήρχε, έπρεπε να υπάρχει κάποιος κρίκος που συνέδεε αυτή τη σειρά των εγκλημάτων, αλλά δεν ξέραμε τ ήταν αυτός ο κρίκος. Το κίνητρο, το ζωτικά σημαντικό κίνητρο, έλλειπε. Και χωρίς να το ξέρουμε, δεν μπορούσαμε να πούμε ποιος κινδύνευε. Ο Πουαρό κατένευσε καθώς είδε στο πρόσωπό μου πως καταλάβαινα τις δυσκολίες της κατάστασης. — Βλέπεις, φίλε μου, δεν είναι τόσο εύκολο. — Όχι, είπα. Το βλέπω. Δεν μπόρεσες να βρεις ως τώρα καμιά σχέση ανάμεσα σ’ αυτές τις διαφορετικές περιπτώσεις; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. — Όχι, τίποτα, είπε μελαγχολικά. Ξανασκέφθηκα. Στα εγκλήματα ΑΒΓ, είχαμε να κάνουμε με κάτι που φαινόταν σαν αλφαβητική σειρά, Αν και στην πραγματικότητα απεδείχθη πως ήταν κάτι πολύ διαφορετικό. — Είσαι σίγουρος πως δεν υπάρχει κανένα απώτερο οικονομικό κίνητρο —π.χ. κάτι σαν αυτό που ανακάλυψες στην υπόθεση της
Έβελυν Κάρλαυλ; ρώτησα. — Όχι. Μπορείς να είσαι σίγουρος, αγαπητέ μου Χάστιγκς, πως το οικονομικό κέρδος είναι το πρώτο πράγμα που αναζητώ. Αυτό ήταν αλήθεια. Ο Πουαρό ήταν πάντα απόλυτα κυνικός σχετικά με το χρήμα. Ξανασκέφθηκα. Μήπως κάποια βεντέτα; Αυτό ταίριαζε καλύτερα με τα γεγονότα. Αλλά ακόμα κι εκεί, φαινόταν να λείπει κάποιος συνδετικός κρίκος, θυμήθηκα την ιστορία που είχα διαβάσει για μια σειρά άσκοπων φόνων —και το κλειδί τους ήταν πως τα θύματα είχαν χρηματίσει ένορκοι και τα εγκλήματα είχαν γίνει από έναν άνδρα που είχαν καταδικάσει. Μου πέρασε η σκέψη πως κάτι τέτοιο μπορούσε να ταιριάζει σ’ αυτή την περίπτωση. Ντρέπομαι να πω πως κράτησα αυτή την ιδέα για τον εαυτό μου. Θα ‘ταν μεγάλη τιμή για μένα να -πάω στον Πουαρό έχοντας έτοιμη τη λύση. ’Αντί γι’ αυτό ρώτησα: — Και τώρα πες μου, ποιος είναι ο X; Για μεγάλη μου ενόχληση, ο Πουαρό κούνησε πολύ αποφασιστικά το κεφάλι του. — Αυτό δεν θα στο πω, φίλε μου. — Ανοησίες. Γιατί όχι; Τα μάτια του Πουαρό άστραψαν. — Γιατί, αγαπητέ μου, είσαι ακόμα ο ίδιος ο παλιός Χάστιγκς. Βλέπεις, δεν θέλω να κάθεσαι και να κοιτάζεις τον X με το στόμα ανοιχτό και το πρόσωπό σου να λέει καθαρά: «Αυτό - αυτό που κοιτάζω - είναι ο δολοφόνος». — Μπορείς να είσαι βέβαιος πως μπορώ να προσποιηθώ αν είναι ανάγκη. — Όταν προσπαθείς να προσποιηθείς είναι χειρότερα. Όχι, όχι, φίλε μου, εσύ κι εγώ πρέπει να ‘μαστε πολύ ινκόγκνιτο. Ύστερα, όταν θα χτυπήσουμε, θα χτυπήσουμε. — Πεισματάρη, γέρο - διάβολε, είπα. Έχω αρκετό μυαλό για να... Σταμάτησα γιατί ακούσθηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ο Πουαρό φώναξε «εμπρός» κι η κόρη μου η Τζούντιθ μπήκε μέσα. Θα ‘θελα να περιγράφω την Τζούντιθ, άλλα πάντα ήμουν κακός στις περιγραφές.
Η Τζούντιθ είναι ψηλή, κρατάει ψηλά το κεφάλι της, έχει ίσια σκούρα φρύδια και πολύ όμορφη γραμμή μύτης και σαγανιού, αυστηρή στη λιτότητα της. Είναι σοβαρή κι ελαφρά περιφρονητική, και για μένα πάντα υπήρχε μια υπόνοια τραγωδίας γύρω της. Η Τζούντιθ δεν ήρθε να με φιλήσει -δεν είναι τέτοιος τύπος. Απλώς μου χαμογέλασε και είπε: — Γεια σου, μπαμπά. Το χαμόγελο της ήταν δειλό και λίγο αμήχανο, αλλά μ’ έκανε να νοιώσω πως παρά την έλλειψη εκδηλωτικότητας χαιρόταν που με έβλεπε. — Λοιπόν, έφθασα, είπα, νοιώθοντας ανόητος, πράγμα που μου συμβαίνει συχνά με την νεότερη γενεά. — Πολύ έξυπνο εκ μέρους σου, αγαπητέ μου, είπε η Τζούντιθ. — Του περιγράφω τη μαγειρική, είπε ο Πουαρό. — Είναι πολύ άσχημη; ρώτησε η Τζούντιθ. — Δεν θα ‘πρεπε να το ρωτάς, παιδί μου. Μήπως δεν σκέφτεσαι τιποτ’ άλλο έκτος από τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τα μικροσκόπια; Το μεσαίο δάχτυλό σου είναι λεκιασμένο με μπλε του μεθυλενίου. Δεν είναι καλό για τον άνδρα σου αν δεν ενδιαφέρεσαι για το στομάχι του. — Τολμώ να πω πως δεν θα ‘χω άνδρα. — Ασφαλώς θα ‘χεις άνδρα. Γιατί σέ έπλασε ο καλός θεός; — Ελπίζω για πολλά πράγματα, είπε ή Τζούντιθ. — Πρώτα απ’ όλα για το γάμο. — Πολύ καλά, είπε η Τζούντιθ. Βρέστε μου ένα καλό σύζυγο και θα φροντίσω πολύ προσεκτικά για το στομάχι του. — Με κοροϊδεύει, είπε ο Πουαρό. Κάποια μέρα θα μάθει πόσο σοφοί είναι οι γέροι. Άλλο χτύπημα στην πόρτα και θύτη τη φορά μπήκε ο Δρ. Φράνκλιν. Ήταν ένας ψηλός, γωνιώδης νέος, γύρω στα τριανταπέντε, με αποφασιστικό πηγούνι, κοκκινωπά μαλλιά και φωτεινά γαλάζια μάτια. Ήταν ο πιο άχαρος άνδρας πού είχα γνωρίσει ποτέ και πάντα έπεφτε πάνω σε αντικείμενα. Έπεσε πάνω στο πανί γύρω απ’ την καρέκλα του Πουαρό και μισο-
γυρίζοντας το κεφάλι του μουρμούρισε μηχανικά: — Με συγχωρείτε. Ήθελα να γελάσω, αλλά πρόσεξα πώς η Τζούντιθ έμεινε αρκετά σοβαρή. Υποθέτω πώς ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα. — Θυμάστε τον πατέρα μου, είπε η Τζούντιθ. Ο Δρ. Φράνκλιν αναπήδησε, κουνήθηκε νευρικά, στριφογύρισε τα μάτια του και με κοίταξε, κι ύστερα άπλωσε το χέρι του λέγοντας αδέξια: — Φυσικά, φυσικά, πώς είσθε; Άκουσα πώς θα ‘ρχόσαστε. (Στράφηκε στην Τζούντιθ:) Νομίζεις πώς χρειάζεται ν’ αλλάξουμε; Αν όχι, θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε λίγο μετά το δείπνο. Αν ετοιμάζαμε λίγα σλάϊτς ακόμη... — Όχι, είπε η Τζούντιθ. Θέλω να μιλήσω στον πατέρα μου. — Ω ν α ι . Ω, φυσικά. (Ξαφνικά χαμογέλασε μ’ ένα απολογητικό παιδιάστικο χαμόγελο.) Λυπάμαι... απορροφούμε τόσο πολύ από ένα πράγμα. Είναι ασυγχώρητο... με κάνει τόσο εγωιστή. Με συγχωρείτε. Το ρολόι χτύπησε κι ο Φράνκλιν το κοίταξε βιαστικά. — Θεέ μου, είναι Τόσο αργά; θα βρω το μπελά μου. Υποσχέθηκα στην Μπάρμπαρα να της διαβάσω πριν απ’ το δείπνο. Μας χαμογέλασε και βγήκε βιαστικά, πέφτοντας πάνω στο πλάι της πόρτας. — Πως είναι η Κυρία Φράνκλιν; ρώτησα. — Τα ίδια και μάλλον χειρότερα, είπε η Τζούντιθ. — Είναι πολύ θλιβερό να είναι παράλυτη, είπα. — Είναι εξοργιστικό για ένα γιατρό, είπε η Τζούντιθ. Οι γιατροί αγαπούν τούς υγιείς ανθρώπους. — Πόσο σκληροί είσαστε εσείς οι νέοι, αναφώνησα. — Απλώς είπα την αλήθεια, είπε ψυχρά η Τζούντιθ. — Πάντως, είπε ο Πουαρό, ο καλός γιατρός τρέχει να της διαβάσει. Πολύ ανόητο, είπε η Τζούντιθ. Η νοσοκόμα της μπορεί θαυμάσια να της διαβάσει, αν θέλει να της διαβάσουν. Εγώ προσωπικά θα σιχαινόμουν να μου διαβάζουν δυνατά. — Καλά, καλά, τα γούστα διαφέρουν, είπα. — Είναι πολύ ανόητη γυναίκα, είπε η Τζούντιθ.
— Έλα τώρα, παιδί μου, είπε ο Πουαρό. Δεν συμφωνώ μαζί σου. — Διαβάζει πάντα μόνο τα πιο φθηνά μυθιστορήματα. Δεν ενδιαφέρεται για τη δουλειά του. Δεν συμβαδίζει με τη σύγχρονη σκέψη. Απλώς μιλάει για την υγεία της σ’ όποιον έχει όρεξη να την ακούσει. — Εξακολουθώ να υποστηρίζω, είπε ο Πουαρό, πως χρησιμοποιεί τα φαιά της κύτταρα μ’ έναν τρόπο που αγνοείς, παιδί μου. — Έχει πολύ θηλυκότητα, είπε η Τζούντιθ. Γουργουρίζει και ρονρονίζει σαν γατούλα. Φαντάζομαι πως έτσι τις θέλετε, θείε Ηρακλή. — Καθόλου, είπα εγώ στη θέση του φίλου μου. Του αρέσουν παχιές και εύθυμες και κατά προτίμηση Ρωσίδες. — Ώστε έτσι με προδίδεις, Χάστιγκς; Ο πατέρας σου, Τζούντιθ, είχε πάντα αδυναμία στα καστανοκόκκινα μαλλιά. Αυτό του δημιούργησε φασαρίες πολλές φορές. Η Τζούντιθ μάς χαμογέλασε με επιείκεια. — Τι αστείο ζευγάρι που είσαστε, είπε. Στράφηκε να φύγει κι εγώ σηκώθηκα. — Πρέπει ν’ ανοίξω τις βαλίτσες μου κι ύστερα μπορεί να κάνω ένα μπάνιο πριν απ’ το δείπνο. Ο Πουαρό πίεσε ένα κουδουνάκι κοντά στο χέρι ταυ και μετά από ένα - δυο λεπτά μπήκε ο καμαριέρης του. Απόρησα βλέποντας πως ήταν άγνωστος. — Μα που είναι ο Τζώρτζ; Ο Τζώρτζ, ο καμαριέρης του Πουαρό ήταν πολλά χρόνια μαζί του. — Ο Τζώρτζ γύρισε στην οικογένεια του. Ο πατέρας του είναι άρρωστος. Ελπίζω να γυρίσει κάποτε κοντά μου. Στο μεταξύ, — χαμογέλασε στον καινούργιο υπηρέτη— με φροντίζει ο Κέρτις. Ο Κέρτις ανταπόδωσε το χαμόγελό του με σεβασμό. Ήταν ένας μεγαλόσωμος άνδρας με βοϊδίσιο, μάλλον κουτό, πρόσωπο. Καθώς έβγαινα πρόσεξα πως ο Πουαρό κλείδωνε προσεκτικά το κουτί με τα χαρτιά. Με το μυαλό μου να γυρίζει διέσχισα το διάδρομο προς το δωμάτιο μου.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Εκείνο ο βράδυ κατέβηκα για το δείπνο νοιώθοντας πως η ζωή ολόκληρη είχε γίνει ξαφνικά εξωπραγματική. Μια δυο φορές, καθώς ντυνόμουν, είχα αναρωτηθεί αν ήταν δυνατόν να τα είχε φαντασθεί όλα αυτά ο Πουαρό. Στο κάτω - κάτω της γραφής, ο παλιός αγαπημένος μου φίλος ήταν τώρα γέρος και η κατάσταση της υγείας του ήταν θλιβερή. Μπορεί να δήλωνε πως το μυαλό του ήταν το ίδιο γερό όπως πάντα —αλλά ήταν πραγματικά; Είχε περάσει όλη του τη ζωή εξιχνιάζοντας εγκλήματα, θα ήταν πραγματικά καταπληκτικό, αν στο τέλος, φανταζόταν εγκλήματα εκεί που δεν υπήρχαν. Η αναγκαστική του αδράνεια πρέπει να τον στενοχωρούσε πολύ. Τι πιθανότερο απ’ το να εφεύρει ένα καινούργιο ανθρωποκυνηγητό; Έμμονη ιδέα μια απόλυτα λογική νεύρωση. Είχε διαλέξει ένα αριθμό γνωστών γεγονότων κι είχε διαβάσει μέσα τους κάτι που δεν υπήρχε —μια σκοτεινή μορφή πίσω τους, έναν τρελό ομαδικό δολοφόνο. Κατά πάσαν πιθανότητα, η κ. Έθεριγκτον είχε σκοτώσει πραγματικά τον άνδρα της, ο αγρότης είχε πυροβολήσει τη γυναίκα του και τον εραστή της, μια νέα κοπέλα είχε δώσει στη θεία της υπερβολική δόση μορφίνης, μια ζηλιάρα γυναίκα είχε σκοτώσει τον άνδρα της, όπως είχε απειλήσει και μια τρελή γεροντοκόρη είχε κάνει πραγματικά το φόνο για τον όποιο είχε παραδοθεί στη συνέχεια. Στην πραγματικότητα, αυτά τα εγκλήματα ήταν ακριβώς όπως φαίνονταν! Ενάντια σ’ αυτή την άποψη (που ασφαλώς ήταν η λογική) μπορούσα μόνο να παρατάξω την έμφυτη πεποίθησή μου στην οξύνοια του Πουαρό. Ο Πουαρό έλεγε πως είχε οργανωθεί ένας φόνος. Το «Στάυλς» θα φιλοξενούσε για μια δεύτερη φορά ένα έγκλημα. Ο χρόνος θα αποδείκνυε ή θα διέψευδε την βεβαιότητά του, αλλά αν ήταν αλήθεια, έπρεπε να το προλάβουμε. Κι ο Πουαρό ήξερε την ταυτότητα του δολοφόνου, ενώ εγώ όχι. Όσο περισσότερο το σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο ένοιωθα ενοχλημένος! Πραγματικά, ειλικρινά, το θράσος του Πουαρό ήταν μεγά-
λο! Ήθελε τη συνεργασία μου κι όμως αρνιόταν να με εμπιστευθεί! Γιατί όμως; Υπήρχε ο λόγος που ανέφερε —οπωσδήποτε, ένα λόγο ολότελα ανεπαρκή! Είχα βαρεθεί το ανόητο αστείο του για το εκφραστικό μου πρόσωπο. Μπορούσα να κρατήσω ένα μυστικό το ίδιο καλά με οποιονδήποτε άλλο. Ο Πουαρό επέμενε πάντα στην ταπεινωτική πεποίθηση πως ο χαρακτήρας μου είναι διαφανής και πως οποιοσδήποτε μπορούσε πάντα να διαβάσει τί γίνεται μέσα στο μυαλό μου. Μερικές φορές προσπαθούσε να μαλακώσει το χτύπημα αποδίδοντας το στον όμορφο και τίμιο χαρακτήρα μου που απεχθάνεται κάθε είδους απάτη!. Φυσικά, σκέφτηκα, αν όλα αυτά ήταν μια χίμαιρα της φαντασίας του Πουαρό, η σιωπή του μπορούσε εύκολα να εξηγηθεί. Δεν είχα φθάσει σε κανένα συμπέρασμα, όταν χτύπησε το γκονγκ και κατέβηκα για το δείπνο με το μυαλό μου σ’ επιφυλακή, άλλα και με άγρυπνο μάτι για να εντοπίσω τον μυθικό άγνωστο X του Πουαρό. Θα δεχόμουν για την ώρα σαν αλήθεια του Ευαγγελίου όλα όσα είχε πει ο δαιμόνιος φίλος μου. Υπήρχε κάποιος κάτω απ’ αυτή τη στέγη· που είχε σκοτώσει ήδη πέντε φορές και ετοιμαζόταν να ξανασκοτώσει... Ποιος ήταν; Πριν πάμε για φαγητό, στο σαλόνι, μου σύστησαν την Μις Κόουλ και τον Ταγματάρχη Άλλερτον. Η πρώτη ήταν μια ψηλή, ακόμα όμορφη γυναίκα, τριαντατριών ή τριαντατεσσάρων ετών. Αντιπάθησα ενστικτωδώς τον Ταγματάρχη Άλλερτον. Ήταν όμορφος άνδρας, λίγο πάνω από σαράντα χρόνων, με φαρδύς ώμους, ηλιοκαμένο πρόσωπο, άνετη ομιλία και τα περισσότερα απ’ όσα έλεγε είχαν διπλό νόημα. Είχε κάτω απ’ τα μάτια του τις σακούλες που προέρχονται από μια έκλυτη ζωή. Υποψιάσθηκα πως ξενυχτούσε, έπαιζε χαρτιά, έπινε πολύ και ήταν πάνω απ’ όλα γυναίκας. Είδα πως ο γέρο - συνταγματάρχης Λούτρελ δεν τον συμπαθούσε κι εκείνος πολύ, κι ο Μπόυντ Κάριγκτον έδειχνε κάποια ακαμψία στους τρόπους του απέναντι του. Ο Άλλερτον είχε επιτυχία στις γυναίκες της παρέας. Η κ. Λούτρελ του κελαηδούσε ενθουσιασμένη, ενώ την κολάκευε τεμπέλικα και με κακοκρυμένη αναίδεια. ’Ενοχλή-
θηκα επίσης βλέποντας πως κι Τζούντιθ φαινόταν ν’ απολαμβάνει τη συντροφιά του και πίεζε τον εαυτό της να του μιλήσει πολύ περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Πάντα ήταν πρόβλημα για μένα γιατί ο χειρότερος τύπος ανδρός γοητεύει και ενδιαφέρει πάντα τις καλύτερες γυναίκες. Ήξερα από ένστικτο πως ο Άλλερτον ήταν κάθαρμα — κι εννιά στους δέκα άνδρες θα συμφωνούσαν μαζί μου. Ενώ εννιά γυναίκες ή ίσως κι οι δέκα θα τον είχαν ερωτευθεί αμέσως. Καθώς καθίσαμε στο τραπέζι και τοποθετήθηκαν μπροστά μας πιάτα μ’ ένα άσπρο κολλώδες υγρό, άφησα τα μάτια μου να πλανηθούν γύρω απ’ το τραπέζι ενώ συνόψιζα τις πιθανότητες. Αν ο Πουαρό είχε δίκιο, κι είχε διατηρήσει ανέπαφη την διαύγεια του μυαλού του, ένας απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν επικίνδυνος δολοφόνος κι ίσως και τρελός. Ο Πουαρό δεν το είχε πει, άλλα υπέθετα πως αυτός ο X ήταν πιθανόν άνδρας. Ποιος απ’ αυτούς τους άνδρες μπορούσε να είναι; Ασφαλώς όχι ο Συνταγματάρχης Λούτρελ, με την αναποφασιστικότητα του και το γενικά αδύναμο ύφος του. Ο Νόρτον, ο άνδρας που είχα δει να βγαίνει τρέχοντας απ’ το σπίτι με τα κιάλια; Φαινόταν απίθανο. Έδειχνε ευχάριστος άνθρωπος, μάλλον απλός και χωρίς ζωντάνια. Φυσικά, είπα μέσα μου, πολλοί δολοφόνοι ήταν μικροί, ασήμαντοι άνθρωποι —που οδηγήθηκαν ακριβώς απ’ αυτόν τον λόγο στο ν’ αποδείξουν την άξια τους με το έγκλημα. Θύμωναν που τους προσπερνούσαν και τους αγνοούσαν. Μπορεί ο Νόρτον να ‘ταν ένας δολοφόνος αυτού του τύπου. Αλλά υπήρχε η αγάπη του για τα πουλιά. Πάντα πίστευα πως η αγάπη για τη φύση ήταν ένδειξη υγείας για έναν άνδρα. Ο Μπόυντ Κάριγκτον; Αποκλειόταν. Ένας άνδρας μ’ ένα όνομα γνωστό σ’ όλο τον κόσμο, ένας περίφημος αθλητής, ένας διοικητικός, ένας άνθρωπος που τον συμπαθούσαν και τον εκτιμούσαν όλοι. Απάλλαξα και τον Φράνκλιν. ’Ήξερα πόσο τον σεβόταν και τον θαύμαζε η Τζούντιθ. Και τώρα ο ταγματάρχης Άλλερτον. Τον σκέφθηκα πολλή ώρα. Ήταν απαίσιος τύπος! Θα μπορούσε να γδάρει τη γιαγιά του. Κι ήταν ολόκληρος βερνικωμένος μ’ εκείνους τους επιφανειακά γοητευτικούς
τρόπους. Μιλούσε τώρα λέγοντας μια ιστορία σε βάρος του και κάνοντας όλους γύρω του να γελάνε με την ευχαρίστηση του για ένα αστείο που το είχε υποστεί η γούνα του. Αποφάσισα πως αν ο Άλλερτον ήταν ο X, τα εγκλήματα του είχαν γίνει για κάποιο κέρδος. Η αλήθεια ήταν πως ο Πουαρό δεν είχε πει συγκεκριμένα πως ο X ήταν άνδρας. Σκέφθηκα την πιθανότητα της Μις Κόουλ. Οι κινήσεις της ήταν ανήσυχες και απότομες ήταν φανερό πως ήταν νευρική γυναίκα. Ήταν όμορφη με στρίγγλικο τρόπο. Κι όμως φαινόταν αρκετά φυσιολογική. Εκείνη, η κ. Λούτρελ κι η Τζούντιθ ήταν οι μόνες γυναίκες στο τραπέζι. Η κ. Φράνκλιν έπαιρνε το δείπνο επάνω στο δωμάτιό της, κι η νοσοκόμα που την φρόντιζε έτρωγε μετά από μας. Μετά το δείπνο στεκόμουν κοντά στο παράθυρο του σαλονιού κοιτάζοντας έξω στον κήπο και σκεπτόμενος την εποχή που είχα δει την Σύνθια Μάρντοχ, μια νέα κοπέλα με καστανοκόκκινα μαλλιά, να τρέχει στο παρτέρι. Πόσο γοητευτική φαινόταν μέσα στην άσπρη φόρμα της... Χαμένος στις σκέψεις του παρελθόντος, αναπήδησα όταν η Τζούντιθ πέρασε το μπράτσο της στο δικό μου και με οδήγησε στην ταράτσα έξω απ’ ιό παράθυρο. — Τι συμβαίνει; ρώτησε απότομα. Ξαφνιάστηκα. — Τι εννοείς; Τι συμβαίνει; — Ήσουν τόσο παράξενος όλο το βράδυ. Γιατί κοίταζες όλο τον κόσμο στο δείπνο; Ενοχλήθηκα. Δεν είχα ιδέα πως οι σκέψεις μου είχαν γίνει τόσο φανερές. — Αλήθεια; Υποθέτω πως σκεφτόμουν το παρελθόν. Ίσως έβλεπα φαντάσματα. — Ω ν α ι , φυσικά, έμενες εδώ όταν ήσουν νέος. Μια γριά δολοφονήθηκε εδώ ή κάτι τέτοιο, νομίζω. — Δηλητηριάσθηκε με στρυχνίνη. — Πως ήταν; Καλή η κακιά; Σκέφθηκα την ερώτηση.
— Ήταν πολύ ευγενική γυναίκα, είπα αργά. Γενναιόδωρη. Έδινε πολλά χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς. — Ω, αυτό το είδος της γενναιοδωρίας. Η φωνή της Τζούντιθ ακουγόταν ελαφρά περιφρονητική. Ύστερα έκανε μια παράξενη ερώτηση: — Ήταν ευτυχισμένοι οι άνθρωποι εδώ; — Όχι, δεν ήταν ευτυχισμένοι. (Αυτό τουλάχιστον το ήξερα.) Όχι, είπα αργά. — Γιατί όχι; — Γιατί ένοιωθαν σαν φυλακισμένοι. Καταλαβαίνεις, η κ. Ίγκλθορπ είχε όλα τα χρήματα και τα μοίραζε. Τα θετά της παιδιά δεν μπορούσαν να κάνουν δική τους ζωή. Άκουσα την Τζούντιθ να παίρνει βαθιά αναπνοή. Το χέρι της σφίχθηκε πάνω στο μπράτσο μου. — Αυτό είναι κακό... κακό. Κατάχρηση εξουσίας. Δεν θα ‘πρεπε να επιτρέπεται. Οι γέροι, οι άρρωστοι, δεν θα ‘πρεπε να ‘χουν τη δύναμη να κρατάνε στα χέρια τους τις ζωές των νέων και των δυνατών. Να τους κρατάνε δεμένους, στενοχωρώντας τους, κάνοντας τους να σπαταλούν την δύναμη και την ενεργητικότητα τους που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί... που χρειάζεται. Αυτό είναι εγωϊσμός. — Οι γέροι, είπα στεγνά, δεν έχουν το μονοπώλιο αυτής της ιδιότητας. — Ω, το ξέρω, πατέρα, νομίζεις πως οι νέοι είναι εγωιστές. Ίσως να είμαστε, αλλά ο εγωϊσμός μας είναι καθαρός. Τουλάχιστον θέλουμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε εμείς οι ίδιοι, δεν θέλουμε να κάνουν όλοι οι άλλοι ό,τι θέλουμε, δεν θέλουμε να κάνουμε τους άλλους ανθρώπους σκλάβους. Όχι, απλώς τους ποδοπατάτε αν μπαίνουν οπό δρόμο σας. Η Τζούντιθ έσφιξε το μπράτσο μου. — Μην είσαι τόσο πικρόχολος! είπε. Δεν ποδοπατάω πολύ και ποτέ δεν προσπάθησες να υπαγορεύσεις σ’ οποιονδήποτε από μας τον τρόπο της ζωής μας. Είμαστε ευγνώμονες γι’ αυτό. — Φοβάμαι, είπα ειλικρινά, πως θα ‘θελα να το κάνω. Η μητέρα σας επέμενε να σας αφήσω να κάνετε τα δικά σας λάθη.
Η Τζούντιθ έσφιξε ξανά για λίγο το μπράτσο του. — Ξέρω, είπε, θα ‘θελες να φασαρευεις γύρω μας σαν κλώσα. Σιχαίνομαι τη φασαρία. Δεν την ανέχομαι. Αλλά δεν συμφωνείς μαζί μου πως χρήσιμες ζωές θυσιάζονται για άχρηστες; — Συμβαίνει καμμιά φορά, παραδέχθηκα. Αλλά δεν υπάρχει ανάγκη δραστικών μέτρων... Είναι στο χέρι του καθενός να φύγει. — Ναι, μα είναι; Είναι; Ο τόνος της φωνής της ήταν τόσο οργισμένος που την κοίταξα με κάποια έκπληξη. Ήταν πολύ σκοτεινά για να δω καθαρά το πρόσωπο της. Συνέχισε με χαμηλή και ταραγμένη φωνή: — Υπάρχουν τόσο πολλά... είναι τόσο δύσκολο... οικονομικά θέματα, ένα αίσθημα ευθύνης, απροθυμία να πληγώσεις κάποιον που αγάπησες —όλα αυτά τα πράγματα και μερικοί άνθρωποι είναι τόσο ασυνείδητοι, ξέρουν τόσο καλά να παίζουν μ’ όλα αυτά τα αισθήματα. Μερικοί άνθρωποι... μερικοί άνθρωποι είναι σαν βδέλλες! — Αγαπητή μου Τζούντιθ, αναφώνησα απορημένος από τη μανία της φωνής της. Φάνηκε να καταλαβαίνει πως το ‘χε παρακάνει, γιατί γέλασε και τράβηξε το μπράτσο της απ’ το δικό μου. — Μήπως μίλησα πολύ έντονα; Είναι ένα θέμα που μου ανάβει τα αίματα. Καταλαβαίνεις, ξέρω μια περίπτωση... Ένα γέρικο κτήνος. Κι όταν κάποια στάθηκε αρκετά γενναία για να... για να κόψει τον κόμπο και να ελευθερώσει τους ανθρώπους που αγαπούσε, την είπαν τρελή. Τρελή; Ήταν το πιο λογικό πράγμα που μπορούσε να κάνει κανείς... και το πιο γενναίο! Μια φοβερή ανησυχία με κυρίευσε. Που είχα ακούσει για κάτι τέτοιο, και μάλιστα πριν από λίγο καιρό; — Τζούντιθ, είπα ζωηρά. Για ποια περίπτωση μιλάς; — Ω δεν τους ξέρεις. Κάτι φίλοι των Φράνκλιν. Ένας άνδρας που τον έλεγαν Λίτσφιλντ. Ήταν αρκετά πλούσιος κι άφηνε τις δύστυχες κόρες του να πεθαίνουν της πείνας. Δεν τις άφηνε ποτέ να βλέπουν κανέναν ή να βγαίνουν έξω. Ήταν πραγματικά τρελός, αλλά όχι αρκετά τρελός από ιατρική άποψη. — Κι η μεγαλύτερη κόρη του τον δολοφόνησε, είπα.
—Ω, φαντάζομαι να το διάβασες. Υποθέτω πως εσύ θα το ‘λεγες δολοφονία άλλα δεν έγινε για προσωπικά κίνητρα. Η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ πήγε κατ’ ευθείαν στην αστυνομία και παραδόθηκε. Νομίζω πως ήταν πολύ γενναία. Εγώ δεν θα ‘χα το θάρρος. — Το θάρρος να παραδοθείς ή το θάρρος να κάνεις φόνο; — Και τα δυο. — Χαίρομαι πολύ που το ακούω, είπε αυστηρά, και δεν μ’ αρέσει να σ’ ακούω να μιλάς για δικαιολογημένους φόνους σε ορισμένες περιπτώσεις. (Σταμάτησα και πρόσθεσα): Τι γνώμη είχε ο Δρ. Φράνκλιν; — Νόμιζε πως του άξιζε, είπε η Τζούντιθ. Ξέρεις, πατέρα, μερικοί άνθρωποι ζητάνε πραγματικά να δολοφονηθούν. — Δεν σου επιτρέπω να μιλάς έτσι, Τζούντιθ. Ποιος σου ‘βαλε τέτοιες ιδέες στο κεφάλι; — Κανείς! — Λοιπόν, σου λέω πως όλα αυτά είναι κακόβουλες ανοησίες. — Καταλαβαίνω. Ας τ’ αφήσουμε.(Σταμάτησε.)Ήρθα για να σου δώσω ένα μήνυμα απ’ την κ. Φράνκλιν. Θα ‘θελε να σε δει. Αν δεν σε πειράζει μπορείς ν’ ανέβεις στο δωμάτιό της. — Θα χαρώ πολύ. Λυπάμαι πολύ που ένοιωθε πολύ άσχημα και δεν μπόρεσε να κατέβει για το δείπνο. — Είναι μια χαρά, είπε αδιάφορα η Τζούντιθ. Απλώς της αρέσει να κάνει φασαρία. Οι νέοι δεν νοιώθουν καθόλου οίκτο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Είχα συναντήσει την κ. Φράνκλιν μόνο μια φορά. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα τριάντα σε τύπο Μαντόνας. Μεγάλα καστανά μάτια, μαλλιά χωρισμένα στη μέση και ένα μακρύ ευγενικό πρόσωπο. Ήταν πολύ αδύνατη και το δέρμα της ήταν διαφανές κι εύθραυστο. Ήταν ξαπλωμένη σ’ ένα κρεββάτι, ακουμπισμένη σε μαξιλάρια και φορώντας ένα πολύ λεπτό νυχτικό από άσπρο και γαλάζιο ύφασμα. Ο Φράνκλιν κι ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν εκεί κι έπιναν καφέ. Η κ. Φράνκλιν με καλωσόρισε με απλωμένο χέρι κι ένα χαμόγελο. — Πόσο χαίρομαι που ήρθατε, Ταγματάρχα. Θα ‘ναι τόσο καλό για την Τζούντιθ. Το παιδί δουλεύει πραγματικά πολύ σκληρά. — Φαίνεται πολύ καλά, είπα καθώς πήρα το εύθραυστο χεράκι στο δικό μου. Η Μπάρμπαρα Φράνκλιν αναστέναξε. — Ναι, είναι τυχερή. Πόσο την ζηλεύω. Δεν πιστεύω να ξέρει πραγματικά τι είναι αρρώστια. Τι νομίζετε, αδελφή; Ω! Να σας συστήσω. Η αδελφή Κράβεν μου έχει φερθεί φοβερά καλά. Δεν ξέρω τι θα ‘κανα χωρίς αυτήν. Με μεταχειρίζεται σαν μωρό. Η αδελφή Κράβεν ήταν μια ψηλή, όμορφη νέα γυναίκα με ωραίο χρώμα κι όμορφο κεφάλι με καστανό κόκκινα μαλλιά. Πρόσεξα τα χέρια της που ήταν μακριά κι άσπρα —πολύ διαφορετικά απ’ τα χέρια πολλών νοσοκόμων νοσοκομείου. Ήταν από μερικές απόψεις σιωπηλή κοπέλα, και μερικές φορές δεν απαντούσε. Δεν απάντησε τώρα, απλώς κούνησε το κεφάλι της. — Μα πραγματικά, συνέχισε η κ. Φράνκλιν, ο Τζων βάζει το δύστυχο κορίτσι σας να δουλεύει πολύ σκληρά. Είναι σαν οδηγός σκλάβων. Δεν είσαι οδηγός σκλάβων, Τζων; Ο άνδρας της στεκόταν και κοίταζε έξω απ’ το παράθυρο. Σφύριζε και κουδούνιζε κάτι ψιλά στην τσέπη του. Αναπήδησε ελαφρά στην ερώτηση της γυναίκας του. — Τι είναι, Μπάρμπαρα; — Έλεγα πως κουράζεις πάρα πολύ την καημένη την μις Τζούντιθ. Τώρα ο Ταγματάρχης Χάστιγκς βρίσκεται εδώ και θα ενώσουμε τις
δυνάμεις μας και δεν θα το επιτρέψουμε. Τα πειράγματα δεν ήταν το φόρτε του Δρ. Φράνκλιν. Φάνηκε αόριστα στενοχωρημένος και στράφηκε ερωτηματικά στην Τζούντιθ. — Πρέπει να μου το λες όταν το παρακάνω, μουρμούρισε. — Απλώς προσπαθούν ν’ αστειευθούν, είπε η Τζούντιθ. Μια και μιλάμε για δουλειά, ήθελα να σας ρωτήσω για κείνη την κηλίδα, για το δεύτερο σλάιτς —ξέρετε εκείνο που... Στράφηκε πρόθυμα προς το μέρος της και την διέκοψε. — Ναι, ναι. Αν δεν σε πειράζει, θα ‘λεγα να κατέβουμε στο εργαστήριο. θα ‘θελα να βεβαιωθώ... Μιλώντας ακόμα βγήκαν μαζί έξω απ’ το δωμάτιο. Η Μπάρμπαρα Φράνκλιν ξάπλωσε πίσω στα μαξιλάρια της. Αναστέναξε. Η αδελφή Κράβεν είπε ξαφνικά και μάλλον δυσάρεστα: — Νομίζω πως η μις Χάστιγκς είναι ο οδηγός των... σκλάβων! Η κ. Φράνκλιν αναστέναξε ξανά. — Αισθάνομαι τόσο ανεπαρκής, είπε. Ξέρω πως θα ‘πρεπε να ενδιαφέρομαι περισσότερο για τη δουλειά του Τζων, αλλά δεν μπορώ να το κάνω. Θα ‘λεγα πως φταίει κάτι στο χαρακτήρα μου, αλλά... Την διέκοψε ένας καγχασμός του Μπόυντ Κάριγκτον που καθόταν κοντά στο τζάκι. — Ανοησίες, Μπάμπς, είπε. Είσαι μια χαρά. Μην ανησυχείς. — Ω, μα, αγαπητέ μου Μπιλ, ανησυχώ. Αποθαρρύνομαι πολύ με τον εαυτό μου. Είναι όλα τόσο απαίσια, δεν μπορώ να μην το αισθάνομαι. Τα ινδικά χοιρίδια κι οι αρουραίοι κι όλα αυτά. Ου!... (Ανατρίχιασε.) Ξέρω πως είναι ανόητο, αλλά είμαι τρελή. Με κάνει ν’ αρρωσταίνω. Θέλω να σκεφθώ τα όμορφα ευτυχισμένα πράγματα... τα πουλιά και τα λουλούδια και τα παιδιά που παίζουν. Ξέρεις, Μπιλ. Πλησίασε και πήρε το χέρι που του άπλωνε τόσο ικετευτικά. Το πρόσωπό του είχε αλλάξει καθώς την κοίταζε, κι ήταν ευγενικό σαν πρόσωπο γυναίκας. Κατά κάποιον τρόπο ήταν εντυπωσιακό γιατί ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν βασικά αρρενωπός άνδρας. — Δεν άλλαξες πολύ από τότε που ήσουν δεκαεφτά χρονών, Μπάμπς, είπε. Θυμάσαι το σπιτάκι σου στον κήπο και το μπάνιο για τα πουλιά και τις καρύδες;
Γύρισε το κεφάλι του προς το μέρος μου. — Η Μπάρμπαρα κι εγώ είμαστε παλιοί σύντροφοι στα παιχνίδια! — Παλιοί σύντροφοι στα παιχνίδια! διαμαρτυρήθηκε εκείνη. — Ω, δεν αρνούμαι πως είσαι πάνω από δεκαπέντε χρόνια μικρότερη μου. Αλλά έπαιζα μαζί σου όταν ήσουν παιδάκι κι εγώ νέος. Σ’ έπαιρνα στα χέρια μου, αγαπητή μου. Κι υστέρα, αργότερα, γύρισα στο σπίτι και σε βρήκα μια νεαρή κυρία, έτοιμη να κάνεις το ντεμπούτο σου στον κόσμο, κι έκανα ό,τι μπορούσα πηγαίνοντάς σε στο γήπεδο του γκολφ και μαθαίνοντας σε να παίζεις γκολφ. Το θυμάσαι; — Ω, Μπιλ, νομίζεις πως θα το ξεχνούσα; — ΟΙ δικοί μου ζούσαν σ' αυτά τα μέρη, μου εξήγησε εκείνη. Κι ο Μπιλ ερχόταν κι έμενε με τον γέρο θείο μου, τον Σερ Έβεραρντ, στον Κνάττον. — Και τι μαυσωλείο ήταν... και είναι, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Καμμιά φορά πιστεύω πως δεν θα μπορέσω να το κάνω κατοικήσιμο. — Ω, Μπιλ, θα μπορούσε να γίνει θαυμάσιο... Αρκετά θαυμάσιο! — Ναι, Μπάμπς, Αλλά το κακό είναι πως δεν έχω ιδέες. Το μόνο που μπορώ να σκεφθώ είναι μπάνια και μερικές πραγματικά αναπαυτικές καρέκλες. Χρειάζεται μια γυναίκα. — Σου είπα πως θα ‘ρθω να σε βοηθήσω. Το εννοώ. Πραγματικά. Ο Σερ Ουίλιαμ κοίταξε μ’ αμφιβολία την αδελφή Κράβεν. — Αν είσαι αρκετά δυνατή, θα μπορούσα να σε πάω με το αυτοκίνητο. Τί λέτε, Αδελφή; —Ω, ναι, σερ Ουίλιαμ. Νομίζω πως θα ‘κανε καλό στην κ. Φράνκλιν αν, φυσικά, πρόσεχε να μην παρακουρασθεί. — Σύμφωνοι, λοιπόν, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Και τώρα, κοιμήσου καλά. Να ‘σαι σε φόρμα για αύριο. Ευχηθήκαμε κι οι δυο καληνύχτα στην κ. Φράνκλιν και βγήκαμε μαζί. Καθώς κατεβαίναμε τη σκάλα, ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε κατσούφικα: — Δεν έχετε ιδέα τι αξιαγάπητο πλάσμα ήταν στα δεκαεφτά της χρόνια. Είχε γυρίσει στην πατρίδα απ’ τη Βιρμανία —ξέρετε, η γυναίκα μου πέθανε εκεί. Δεν με πειράζει να σας πω πως της έδωσα ολόκληρη την καρδιά μου. Παντρεύτηκε τον Φράνκλιν μετά από τρία η
τέσσερα χρόνια. Νομίζετε πως ο γάμος τους ήταν ευτυχισμένος; Φαντάζομαι πως αυτό συμβαίνει εξ αιτίας της κακής υγείας της. Ο άνθρωπος αυτός δεν την καταλαβαίνει και δεν την εκτιμά. Κι εκείνη είναι ευαίσθητη. Νομίζω πως η ευαισθησία της είναι εν μέρει νευρική. Βγάλ’ την έξω απ’ τον εαυτό της, διασκέδασε την, και φαίνεται διαφορετικός άνθρωπος. Αλλά αυτός ο καταραμένος κοκκαλοπριονιστής ενδιαφέρεται μόνο για τους δοκιμαστικούς σωλήνες και τους ιθαγενείς και τους πολιτισμούς της Δυτικής Αφρικής. Ρουθούνισε θυμωμένα. Νόμισα πως ίσως υπήρχε κάτι σ’ αυτά που έλεγε. Κι όμως απόρησα που ο Μπόυντ Κάριγκτον είχε γοητευθεί απ’ την κ. Φράνκλιν που, σε τελευταία ανάλυση, ήταν ένα αρρωστιάρικο πλάσμα, αν κι ήταν όμορφη μ' έναν εύθραυστο, γλυκό τρόπο. Αλλά ο ίδιος ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν τόσο γεμάτος ζωτικότητα και ζωή που θα πίστευα πως απλώς θα ‘δειχνε ανυπομονησία μ’ έναν νευρωτικό ανάπηρο. Πάντως, η Μπάρμπαρα Φράνκλιν πρέπει να ταν πολύ άμορφη σαν κοπέλα και σε πολλούς άνδρες, ιδιαίτερα στους ιδεαλιστές, όπως θεωρούσα τον Μπόυντ Κάριγκτον, οι πρώτες εντυπώσεις αργούν να περάσουν. Στο κάτω πάτωμα, η κ. Λούτρελ έπεσε πάνω μας και πρότεινε να παίξουμε μπριτζ. Δικαιολογήθηκα πως ήθελα να δω τον Πουαρό. Βρήκα τον φίλο μου στο κρεβάτι. Ο Κέρτις τριγύριζε συγυρίζοντας το δωμάτιο αλλά σε λίγο βγήκε έξω, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. — Πανάθεμα σε, Πουαρό, είπα, κι εσένα και την κολασμένη σου συνήθεια να κρατάς χαρτιά κρυμμένα στο μανίκι σου. Πέρασα όλο το βράδυ προσπαθώντας να εντοπίσω τον X. — Αυτό πρέπει να σ’ έκανε κάπως αφηρημένο, παρατήρησε ο φίλος μου. Μήπως παρατήρησε κανείς την αφηρημάδα σου και σε ρώτησε τι συμβαίνει; Κοκκίνισα ελαφρά, καθώς θυμήθηκα τις ερωτήσεις της Τζούντιθ. Νομίζω πως ο Πουαρό παρατήρησε την αμηχανία μου. Πρόσεξα ένα μικρό κακό χαμόγελο στα χείλη του. Πάντως το μόνο που είπε ήταν: — Και σε ποιο συμπέρασμα έφθασες σχετικά; — Θα μου πεις αν είχα δίκιο;
— Ασφαλώς όχι. Κοίταξα προσεκτικά το πρόσωπό του. — Σκέφθηκα τον Νόρτον. Το πρόσωπο του Πουαρό δεν άλλαξε. — Όχι πως έχω καμμιά βάση, είπα. Απλώς τον θεώρησα λιγότερο απίθανο απ’ οποιονδήποτε άλλο. Κι ύστερα είναι... να... ασήμαντος. Φαντάζομαι πως ο τύποι του δολοφόνου που κυνηγάμε πρέπει να περνάει απαρατήρητος. — Είναι αλήθεια. Αλλά υπάρχουν περισσότεροι τρόποι απ’ όσο νομίζεις για να περνάει κανείς απαρατήρητος. — Τι εννοείς; — Ας υποθέσουμε, για να πάρουμε μια υποθετική περίπτωση, πως αν ένας παράξενος ξένος φθάσει εκεί μερικές βδομάδες πριν απ’ το έγκλημα, χωρίς κανένα φανερό λόγο θα τον προσέξουν. Δεν θα ‘ταν καλύτερο αν ο ξένος ήταν μια ασήμαντη προσωπικότητα που ασχολείται μ’ ένα άκακο σπορ όπως το ψάρεμα; — Ή το κοίταγμα των πουλιών, συμφώνησα. Ναι, αλλά αυτό ακριβώς έλεγα. — Απ’ την άλλη πλευρά, είπε ο Πουαρό, ίσως να ‘ταν ακόμα καλύτερο αν ο δολοφόνος ήταν κιόλας γνωστό πρόσωπο —ας πούμε, θα μπορούσε να είναι ο χασάπης. Αυτό θα είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι κανένας δεν προσέχει λεκέδες από αίμα σ’ ένα χασάπη! — Γίνεσαι γελοίος. Όλοι θα ‘ξεραν αν ο χασάπης είχε τσακωθεί με τον φούρναρη. — Όχι αν ο χασάπης είχε γίνει χασάπης απλώς και μόνο για να βρει την ευκαιρία να δολοφονήσει τον φούρναρη. Πρέπει κανείς να κοιτάζει πάντα ένα βήμα πίσω, φίλε μου. Τον κοίταξα προσεκτικά, προσπαθώντας να δω αν τα λόγια του έκρυβαν έναν υπαινιγμό. Αν εννοούσαν κάτι συγκεκριμένο, θα μπορούσε να πει κανείς πως υποδείκνυαν τον Συνταγματάρχη Λούτρελ. Μήπως είχε ανοίξει σκόπιμα έναν ξενώνα για να έχει την ευκαιρία να δολοφονήσει έναν απ’ τους πελάτες; Ο Πουαρό κούνησε πολύ ελαφρά το κεφάλι του. — Δεν θα πάρεις την απάντηση απ’ το πρόσωπο μου, είπε.
— Είσαι πραγματικά εξοργιστικός, Πουαρό, είπα μ’ έναν αναστεναγμό. Πάντως, ο Νόρτον δεν είναι ο μοναδικός μου ύποπτος. Τι λες γι’ αυτόν τον Άλλερτον; Ο Πουαρό με το πρόσωπό του το ίδιο απαθές ρώτησε: — Δεν τον συμπαθείς; — Όχι. — Α. Είναι ο τύπος που χαρακτηρίζεις απαίσιο, δεν ειν’ έτσι; — Ασφαλώς. Δεν συμφωνείς; — Βεβαίως. Είναι πολύ ελκυστικός για τις γυναίκες είπε αργά ο Πουαρό. Έβγαλα ένα περιφρονητικό επιφώνημα: — Πως μπορούν να είναι τόσο ανόητες οι γυναίκες! Τι βρίσκουν σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο; — Ποιος ξέρει; Αλλά έτσι είναι πάντα. Οι κακοί γοητεύουν πάντα τις γυναίκες. — Μα γιατί; Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του. — Ίσως βλέπουν κάτι που δεν το βλέπουμε εμείς οι άλλοι. — Μα τι; — Πιθανόν τον κίνδυνο... Φίλε μου, όλοι ζητάνε μια γεύση κινδύνου στη ζωή τους. Μερικοί την παίρνουν προσωπικά —όπως στις ταυρομαχίες. Άλλοι διαβάζουν βιβλία που τους προκαλούν αυτό το συναίσθημα. Μερικοί το βρίσκουν στο σινεμά. Αλλά είμαι σίγουρος για δυο πράγμα —η υπερβολική ασφάλεια είναι αντιπαθής στην φύση ενός ανθρώπινου πλάσματος. Οι άνδρες βρίσκουν τον κίνδυνο με πολλούς τρόπους, οι γυναίκες περιορίζονται στο να βρίσκουν τους κινδύνους τους κυρίως σε θέματα σεξ. Ίσως γι’ αυτό καλωσορίζουν το σημάδι της τίγρης —τα σκεπασμένα νύχια, το απατηλό πήδημα. Αγνοούν τον εξαιρετικό άνθρωπο που θα γίνει καλός κι ευγενικός σύζυγος. Το σκέφτηκα σοβαρός και σιωπηλός για λίγα λεπτά. Ύστερα ξαναγύρισα στο προηγούμενο θέμα. — Ξέρεις Πουαρό, είπα, θα ‘ναι πραγματικά αρκετά εύκολο να βρω ποιος είναι αυτός ο X. Το μόνο που χρειάζεται είναι να ψάξω να βρω
ποιος γνώριζε όλους τους ανθρώπους. Εννοώ τους ανθρώπους των πέντε υποθέσεων σου. Το είπα θριαμβευτικά άλλα ο Πουαρό μου ‘ριξε μια περιφρονητική ματιά. Δεν σου ζήτησα να ‘ρθεις εδώ, Χάστιγκς, για να σε δω να ακολουθείς αδέξια και με κόπο το δρόμο που έκανα ήδη. Και θα σου πω πως δεν είναι τόσο απλό όσο νομίζεις. Τέσσερις απ’ τις υποθέσεις έγιναν σ' αυτή τη χώρα. Οι άνθρωποι που είναι μαζεμένοι κάτω απ’ αυτή τη στέγη δεν είναι άγνωστοι που ήρθαν εδώ χωριστά. Αυτό δεν είναι συνηθισμένο ξενοδοχείο. Οι Λούτρελ κατάγονται απ’ αυτά τα μέρη. Τα έβγαζαν άσχημα πέρα κι αγόρασαν αυτό το μέρος κι άρχισαν μια επιχείρηση. Οι άνθρωποι που έρχονται εδώ είναι φίλοι τους, ή φίλοι που τους συνιστούν οι φίλοι τους. Ο Σερ Ουίλιαμ έπεισε τους Φράνκλιν να ‘ρθουν. Εκείνοι με τη σειρά τους το πρότειναν στον Νόρτον και, κατά τη γνώμη μου, και στην Μις Κόουλ και ούτω καθεξής. Πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει μεγάλη πιθανότητα ένας άνθρωπος που είναι γνωστός σ’ έναν απ’ αυτούς τους ανθρώπους να είναι γνωστός σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους. Επίσης ο X μπορεί να έδρασε εκεί όπου τα γεγονότα είναι περισσότερο γνωστά. Πάρε την υπόθεση του εργάτη Ρίγκς. Το χωριό όπου έγινε η τραγωδία δεν είναι μακριά απ’ το σπίτι του θείου του Μπόυντ Κάριγκτον. Κι οι συγγενείς της κ. Φράνκλιν ζούσαν εκεί κοντά. Το πανδοχείο του χωρίου έχει πολλούς τουρίστες. Μερικοί απ’ τους οικογενειακούς φίλους της κ. Φράνκλιν συνήθιζαν να μένουν εκεί. Ο Φράνκλιν έχει μείνει εκεί. Ίσως κι ο Νόρτον κι η Μις Κόουλ έχουν μείνει εκεί, κι είναι πολύ πιθανόν.. . Αναστέναξε. — Όχι, όχι φίλε μου. Σέ παρακαλώ να μην κάνεις αυτές τις αδέξιες προσπάθειες να αποκαλύψεις ένα μυστικό που αρνούμαι να σου αποκαλύψω. — Είναι πολύ ανόητο. Σαν να επρόκειτο να το προδώσω. Στο λέω, Πουαρό, βαρέθηκα τ’ αστείο για το εκφραστικό μου πρόσωπο. Δεν είναι αστείο. — Είσαι τόσο σίγουρος πως είναι ο μοναδικός λόγος; είπε ήρεμα ο
φίλος μου. Δεν καταλαβαίνεις, καλέ μου, πως μια τέτοια γνώση μπορεί να είναι επικίνδυνη; Δεν καταλαβαίνεις πως ενδιαφέρομαι και για την ασφάλεια σου; Τον κοίταξα μ’ ανοιχτό το στόμα. Ως εκείνη τη στιγμή δεν είχα εκτιμήσει αυτή την πλευρά του θέματος. Αλλά φυσικά ήταν μάλλον αληθινή. Αν ένας έξυπνος κι εφευρετικός δολοφόνος που έχει γλυτώσει κιόλας την τιμωρία για πέντε εγκλήματα —χωρίς να τον υποψιάζεται καθείς, όπως πίστευε— καταλάβαινε, ξαφνικά, πως κάποιος βρισκόταν στα ίχνη του, τότε αυτό ήταν πραγματικά επικίνδυνο για κείνους που βρίσκονταν στα ίχνη του. — Μα τότε κι εσύ... κινδυνεύεις, Πουαρό, είπα ζωηρά. Ο Πουαρό έκανε μια χειρονομία υπέρτατης περιφρόνησης, όσο του το επέτρεπε η αναπηρία του. — Εγώ έχω συνηθίσει. Μπορώ να προστατεύσω τον εαυτό μου. Κι ύστερα, δεν έχω τον πιστό μου σκύλο, τον εξαιρετικό και πιστό μου Χάστιγκς για να με προστατεύσει ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Υποτίθεται πως ο Πουαρό κοιμόταν νωρίς. Έτσι, τον άφησα να κοιμηθεί και κατέβηκα κάτω, σταματώντας στο δρόμο για ν’ αλλάξω μερικά λόγια με τον καμαριέρη, τον Κέρτις. Τον βρήκα σταθερό, αργόστροφο, άλλα αξιόπιστο και ικανό. Ήταν με τον Πουαρό, από τότε που ο τελευταίος γύρισε απ’ την Αίγυπτο. Μου είπε πως η υγεία του κυρίου του ήταν αρκετά καλή, άλλα καμμιά φορά είχε τρομακτικές καρδιακές προσβολές κι η καρδιά του είχε αδυνατίσει πολύ τους τελευταίους μήνες. Ήταν μια περίπτωση μηχανής που χαλούσε σιγά σιγά. Ε, λοιπόν, είχε ζήσει καλή ζωή. Ωστόσο, η καρδιά μου σχιζόταν για τον παλιό μου φίλο που πολεμούσε τόσο γενναία σε κάθε βήμα της κατηφόρας. Ακόμα και τώρα, παράλυτος κι αδύνατος, εξασκούσε την τέχνη στην οποία ήταν τόσο έμπειρος, οδηγημένος απ’ το ακατανίκητο πνεύμα του. Κατέβηκα κάτω με θλίψη στην καρδιά. Δύσκολα μπορούσα να φαντασθώ τη ζωή χωρίς τον Πουαρό... Μόλις είχαν τελειώσει ένα γύρω στο σαλόνι και με κάλεσαν να μπω στο παιχνίδι. Δέχτηκα γιατί σκέφθηκα πως ίσως να βοηθούσε το μυαλό μου να ξεδώσει. Ο Μπόυντ Κάριγκτον έκοβε και κάθισα μαζί με τον Νόρτον και τον Συνταγματάρχη και την κ. Λούτρελ. — Τι λέτε, κύριε Νόρτον, είπε η κ. Λούτρελ. Πάμε εμείς οι δύο εναντίον των άλλων; Η τελευταία συνεργασία μας υπήρξε πολύ επιτυχημένη. Ο Νόρτον χαμογέλασε ευχάριστα αλλά μουρμούρισε πως ίσως έπρεπε να κόψουν —να κόψουν τι; Δεν κατάλαβα. Η κ. Λούτρελ δέχθηκε αλλά μάλλον απρόθυμος κατά τη γνώμη μου. Ο Νόρτον κι εγώ κληρωθήκαμε εναντίον των Λούτρελ. Πρόσεξα πως η κ. Λούτρελ ασφαλώς δυσαρεστήθηκε απ’ αυτό. Δάγκωσε το χείλι της κι η γοητεία της κι η ιρλανδέζικη προφορά της εξαφανίσθηκαν για κάμποσο. Σύντομα ανακάλυψα το λόγο. Από τότε έπαιξα πολλές φορές με τον Συνταγματάρχη Λούτρελ και δεν ήταν πραγματικά τόσο κακός
παίχτης. Ήταν μέτριος παίχτης, αλλά είχε την τάση να ξεχνάει. Κάπου κάπου έκανε μερικά άσχημα λάθη —να τα πούμε— ξεχασιάς. Αλλά παίζοντας με τη γυναίκα του, έκανε αδιάκοπα το ένα λάθος πάνω στ’ άλλο. Ήταν φανερό πως ένοιωθε νευρικότητα απέναντι της κι αυτό τον έκανε να παίζει περίπου τρεις φορές χειρότερα απ’ το συνηθισμένο. Η κ. Λούτρελ ήταν πραγματικά πολύ καλός παίχτης, Αν και μάλλον δυσάρεστη στο παιχνίδι της. Άρπαζε κάθε πιθανό πλεονέκτημα, αγνοούσε τους κανονισμούς όταν ο αντίπαλος της τους αγνοούσε, και τους εφάρμοζε αμέσως όταν την εξυπηρετούσαν. Επίσης, ήταν υπερβολικά ικανή στο να ρίχνει σύντομες λοξές ματιές στα χαρτιά του αντιπάλου της. Μ’ άλλα λόγια, έπαιζε για να κερδίσει. Έτσι πολύ γρήγορα κατάλαβα τι εννοούσε ο Πουαρό όταν έλεγε ξύδι. Στα χαρτιά η αυτοκυριαρχία της εξαφανιζόταν και η γλώσσα της μαστίγωνε κάθε λάθος που έκανε ο δύστυχος άνδρας της. Ήταν πραγματικά πολύ δυσάρεστο για τον Νόρτον κι εμένα και ένοιωσα ευγνωμοσύνη όταν ο γύρος τελείωσε. Ζητήσαμε κι οι δυο συγγνώμη και δεν παίξαμε άλλο χρησιμοποιώντας σαν δικαιολογία πως ήταν αργά. Καθώς φεύγαμε, ο Νόρτον άφησε ελεύθερα τα αισθήματα του, μάλλον απρόσεχτα. — Κατά τη γνώμη μου, Χάστιγκς, ήταν πραγματικά απαίσιο. Ανατριχιάζω βλέποντας αυτόν το φουκαρά το γέρο να τρομοκρατείται έτσι. Και τι ήρεμα που το αντιμετωπίζει. Ο κακομοίρης. Δεν έχει πάνω του πολλά απ’ τα χαρακτηριστικά του Συνταγματάρχη των Ινδιών με την τσουχτερή γλώσσα. — Σουτ, τον προειδοποίησα, γιατί η φωνή του Νόρτον είχε υψωθεί απρόσεκτα και φοβόμουν πως μπορούσε να τον ακούσει ο Συνταγματάρχης. Μα είναι πολύ άσχημο. — Θα τον καταλάβαινα αv την τσεκούρωνε, είπα έντονα. Ο Νόρτον κούνησε το κεφάλι του: — Δεν θα το κάνει. Το σίδερο έχει μπει στην ψυχή του. Θα συνεχίσει να λέει: Ναι, αγαπητή μου, όχι, αγαπητή μου, λυπάμαι, αγαπητή
μου τραβώντας τα μουστάκια του και βελάζοντας ήρεμα, ώσπου να τον βάλουν στο φέρετρό του. Δεν θα μπορούσε να επιβληθεί ακόμα κι αν προσπαθούσε. Κούνησα θλιμμένα το κεφάλι μου, γιατί φοβόμουν πως ο Νόρτον είχε δίκιο. Σταματήσαμε στο χολ και πρόσεξα πως η πλαϊνή πόρτα προς τον κήπο ήταν ανοιχτή κι έμπαινε αέρας. — Δεν θα ‘πρεπε να την κλείσουμε; ρώτησα. Ο Νόρτον δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα είπε; —Ε, χμ, δεν νομίζω πως όλοι έχουν μπει μέσα. Μια ξαφνική υποψία πέρασε απ’ το μυαλό μου. — Ποιος είναι έξω; — Νομίζω η κόρη σας και, χμ, ο Άλλερτον. Προσπάθησε να κάνει τη φωνή του εντελώς ανέμελη, αλλά αυτή η πληροφορία μετά τη συζήτησή μου με τον Πουαρό μ’ έκανε να νοιώσω ξαφνική ανησυχία. Η Τζούντιθ κι ο Άλλερτον! Ασφαλώς η Τζούντιθ, η έξυπνη, ψυχρή μου Τζούντιθ, δεν θα ξεγελιόταν από έναν τέτοιο άνθρωπο και θα τον έβλεπε όπως ήταν πραγματικά. Είπα στον εαυτό μου το ίδιο πράγμα πολλές φορές καθώς γδυνόμουν, αλλά η αόριστη ανησυχία εξακολουθούσε να υπάρχει. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ και στριφογύριζα μια από δω και μια από κει. Όπως συμβαίνει συχνά με τις νυχτερινές ανησυχίες, όλα υπερβάλλονται. Μια καινούργια αίσθηση απελπισίας και χαμού με κυρίευσε. Αν ζούσε η αγαπημένη μου γυναίκα! Εκείνη που είχα βασισθεί στην κρίση της τόσα χρόνια. Πάντα ήταν σοφή και γεμάτη κατανόηση σχετικά με τα παιδιά. Χωρίς εκείνη ένοιωθα θλιβερά ανεπαρκής. Ήμουν υπεύθυνος για την ασφάλεια και την ευτυχία τους. Θα μπορούσα να ανταποκριθώ σ’ αυτό το καθήκον; Αναγνώριζα πως δεν ήμουν έξυπνος άνθρωπος. Έκανα γκάφες και λάθη. Αν η Τζούντιθ κατέστρεφε τις ελπίδες της για ευτυχία, αν υπέφερε... Άναψα απελπισμένος το φως και ανακάθισα. Δεν ωφελούσε να συνεχίσω έτσι. Έπρεπε να κοιμηθώ λίγο. Κατεβαίνοντας απ’ το κρεββάτι πήγα στο νιπτήρα και κοίταξα μ’ αμφιβολία ένα μπουκάλι ασπιρίνες.
Όχι, χρειαζόμουν κάτι πιο δυνατό απ’ την ασπιρίνη. Σκέφθηκα πως ίσως ο Πουαρό να είχε κανένα υπνωτικό. Διέσχισα το διάδρομο προς το δωμάτιό του, και στάθηκα διατακτικά για ένα λεπτό έξω από την πόρτα. Ήταν μάλλον κρίμα να ξυπνήσω το φίλο μου. Καθώς δίσταζα άκουσα βήματα και γύρισα να κοιτάξω. Ο Άλλερτον διέσχιζε το διάδρομο προς τα μέρος μου. Ο διάδρομος ήταν κακοφωτισμένος και δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του ώσπου πλησίασε κι αναρωτήθηκα για ένα λεπτό ποιος ήταν. Ύστερα είδα και πάγωσα. Γιατί ο άνθρωπος αυτός χαμογελούσε στον εαυτό του και δεν μου άρεσε καθόλου αυτό το χαμόγελο που έβλεπα πάνω στο πρόσωπό του. Σήκωσε το κεφάλι και βλέποντάς με ανασήκωσε τα φρύδια του. — Γειά, Χάστιγκς, ακόμα ξύπνιος; — Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, είπα δικαιολογητικά, — Αυτό ειν’ όλο; Θα σάς τακτοποιήσω αμέσως. Ελάτε μαζί μου. Τον ακολούθησα στο δωμάτιό του πού ήταν δίπλα στο δικό μου. Μια παράξενη γοητεία μ’ έκανε να παρακολουθήσω αυτόν τον άνθρωπο όσο καλύτερα μπορούσα. — Κι εσείς κοιμάστε αργά, παρατήρησα. — Ποτέ δεν πηγαίνω νωρίς για ύπνο. Όχι όταν υπάρχει κάποια διασκέδαση. Αυτές οι όμορφες βραδιές δεν πρέπει να πηγαίνουν χαμένες. Γέλασε και πάλι δεν μου άρεσε το γέλιο του. Τον ακολούθησα στο μπάνιο. Άνοιξε ένα ντουλάπι κι έβγαλε ένα μπουκάλι χάπια. — Νάτο. Είναι πραγματικός καταπέλτης. Θα κοιμηθείτε σαν κούτσουρο... και θα δείτε κι όμορφα όνειρα. Το Σλαμπερυλ —αυτό είναι το όνομά του— είναι θαυμάσιο φάρμακο. Ο ενθουσιασμός στη φωνή του με σοκάρισε ελαφρά. Έπαιρνε κι αυτός ναρκωτικά. — Δεν είναι επικίνδυνο; είπα με δισταγμό. — Είναι αν πάρετε πάρα πολύ. Είναι ένα απ’ τα βαρβιτουρικά κι η τοξική του δόση είναι πολύ κοντά στην αποτελεσματική.
Χαμογέλασε κι οι γωνιές των χειλιών του ανέβηκαν στο πρόσωπό του με δυσάρεστο τρόπο. — Νόμιζα πως δεν μπορεί να το πάρει κανείς χωρίς συνταγή γιατρού, παρατήρησα. — Δεν μπορεί, γέρο μου. Πάντως, για να πούμε την αλήθεια, εσείς δεν μπορείτε. Εγώ έχω τα μέσα. Υποθέτω πως ήταν ανόητο από μέρους μου, αλλά μου ‘ρχονται κάτι τέτοιες παρορμήσεις. — Νομίζω πως γνωρίζατε τον Έθεριγκτον; είπα. Κατάλαβα αμέσως πως είχα αγγίξει κάποια χορδή. Τα μάτια του έγιναν σκληρά και προσεκτικά. Είπε —κι η φωνή του είχε αλλάξει— ήταν απαλή και ψεύτικη τώρα: —Ω, ναι... ήξερα τον Έθεριγκτον. Τον κακομοίρη. (Ύστερα, καθώς δεν μιλούσα, εξακολούθησε:) Φυσικά, ο Έθεριγκτον έπαιρνε ναρκωτικά, μα το παράκανε. Πρέπει να ξέρει κανείς πότε να σταματήσει. Αυτός δεν το ‘ξερε. Άσχημη δουλειά. Η γυναίκα του ήταν τυχερή. Αν η συμπάθεια των ένορκων δεν ήταν με το μέρος της θα είχε κρεμασθεί. Μου έδωσε δυο χαπάκια. Ύστερα είπε ανέμελα: — Ξέρατε καλά τον Έθεριγκτον; Απάντησα ειλικρινά πως όχι. Για μια στιγμή φάνηκε να μην ξέρει πως να εξακολουθήσει. 'Ύστερα το ξεπέρασε μ’ ένα ελαφρό γέλιο. — Παράξενος τύπος. Δεν ήταν του κατηχητικού, αλλά καμμιά φορά έκανε καλή παρέα. Τον ευχαρίστησα για τα χάπια και γύρισα στο δωμάτιό μου. Καθώς ξάπλωσα και έσβησα τα φώτα αναρωτήθηκα μήπως είχα φερθεί ανόητα. Κι αυτό γιατί μου περνούσε η επίμονη ιδέα πως ο Άλλερτον ήταν, κατά πάσαν πιθανότητα, αυτός ο X. Και το χειρότερο, τον είχα αφήσει να καταλάβει πως τον υποπτευόμουν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Η αφήγηση μου για τις μέρες που πέρασα στο «Στάυλς» πρέπει να είναι αναγκαστικά κάπως ασυνεχής. Όταν τις θυμάμαι, μου παρουσιάζονται σαν μια σειρά από συζητήσεις, από λόγια και φράσεις που χαράχθηκαν στη συνείδησή μου. Πρώτα απ’ όλα, και πολύ νωρίς, ήρθε η συνειδητοποίηση της αναπηρίας και της απελπιστικής κατάστασης του Ηρακλή Πουαρό. Πίστευα, όπως είχε πει, πως ο εγκέφαλος του λειτουργούσε ακόμα ·μ’ όλη του την παλιά οξύτητα, άλλα το σωματικό περίβλημα ήταν τόσο λεπτό που κατάλαβα αμέσως πως ο ρόλος μου θα ‘ταν πολύ πιο ενεργητικός απ’ το συνηθισμένο. Θα ‘μουν, ας πούμε, τα μάτια και τ’ αυτιά του Πουαρό. Η αλήθεια είναι πως κάθε όμορφη μέρα ο Κέρτις έπαιρνε τον κύριο του και τον κουβαλούσε προσεκτικά κάτω, εκεί όπου είχε κατεβάσει πρώτα την καρέκλα του που τον περίμενε. Ύστερα, τσούλαγε τον Πουαρό έξω στον κήπο και διάλεγε ένα σημείο που δεν είχε ρεύματα. Άλλες μέρες, όταν ο καιρός δεν ήταν κατάλληλος, τον κουβαλούσε στο σαλόνι. Όπου κι αν ήταν σίγουρο πως κάποιος θα ‘ρχόταν να καθίσει και να μιλήσει μαζί του, αλλά δεν ήταν το ίδιο σαν να ‘χε ο Πουαρό την δυνατότητα να διαλέγει τον σύντροφό του στο τετ ά τετ μόνος του. Δεν μπορούσε πιά να ξεχωρίζει αυτόν με τον όποιο ήθελε να μιλήσει. Την ήμερα μετά την άφιξή μου, ο Φράνκλιν με πήρε σ’ ένα παλιό στούντιο στον κήπο που είχε μετατροπή «εκ των ενόντων» σε επιστημονικό εργαστήριο. Πρέπει να ξεκαθαρίσω αμέσως πως εγώ δεν έχω επιστημονικό μυαλό. Στην περιγραφή μου για τη δουλειά του Δρ. Φράνκλιν ίσως χρησιμοποιήσω λανθασμένους όρους και προκαλέσω την περιφρόνηση εκείνων που έχουν γερές γνώσεις πάνω στο θέμα. Απ’ ό,τι μπορούσα να καταλάβω εγώ, ένας απλός αδαής, ο Φράνκλιν πειραματιζόταν με διάφορα αλκαλοειδή που προέρχονταν απ’ το φασόλι κάλαμπαρ, το δηλητηριώδες φυσόστιγμα. Κατάλαβα περισσότερα από μια συζήτηση που έγινε μια μέρα ανάμεσα στον
Φράνκλιν και τον Πουαρό. Η Τζούντιθ, που προσπάθησε να με διαφωτίσει, ήταν, όπως είναι συνήθως οι σοβαροί νέοι, σχεδόν απίθανα τεχνική. Αναφέρθηκε σαν γνώστης στην αλκαλοειδή φυσοστιγμίνη, εσερίνη, φυσοβεΐνη και γενεσερίνη κι υστέρα προχώρησε σε μια ουσία με τελείως απίθανο όνομα, προστιγμίνη η διμεθυλκαρβονικός έστηρ του 3 ύδραξυφαινύλ τριμεθύλλαμμονιου κλπ. κλπ. και πολλά άλλα που φαινόταν πως ήταν το ίδιο πράγμα άλλα έφθανες σ’ αυτό από άλλο δρόμο. Όλα αυτά ήταν διπλά κινέζικα για μένα και προκάλεσα την περιφρόνηση της Τζούντιθ ρωτώντας τι καλό μπορούσαν να κάνουν όλα αυτά στην ανθρωπότητα. Δεν υπάρχει ερώτηση που να ενοχλεί περισσότερο τον πραγματικό επιστήμονα. Η Τζούντιθ μου ‘ριξε αμέσως μια περιφρονητική ματιά κι άρχισε μια άλλη πολύωρη και σοφή εξήγηση. Το συμπέρασμα, απ’ ότι κατάλαβα, ήταν πως ορισμένες σκοτεινές φυλές της Δυτικής Αφρικής έδειχναν μεγάλη ανοσία σε μια εξίσου σκοτεινή, αν και θανατηφόρα ασθένεια που, απ’ ό,τι θυμάμαι λεγόταν Τζορντανίτις — γιατί την είχε αρχικά εντοπίσει ένας ενθουσιώδης Δρ. Τζόρνταν. Ήταν μια εξαιρετικά σπάνια τροπική ασθένεια που σε μια δυο περιπτώσεις είχε προσβάλλει λευκούς, με μοιραία αποτελέσματα. Ριψοκινδύνευσα να φουντώσω το θυμό της Τζούντιθ με την παρατήρηση πως θα ‘ταν λογικότερο να βρουν ένα φάρμακο που θα νικούσε τις παρενέργειες της ιλαράς! Με οίκτο και περιφρόνηση η Τζούντιθ μου εξήγησε ότι ο μόνος σκοπός που άξιζε να επιτευχθεί ήταν η διεύρυνση της ανθρώπινης γνώσης κι όχι η ωφέλεια της ανθρώπινης φυλής. Κοίταξα μερικά σλάιτς στο μικροσκόπιο, μελέτησα μερικές φωτογραφίες ιθαγενών της Δυτικής Αφρικής (πραγματικά πολύ διασκεδαστικές!) είδα έναν αρουραίο σ’ ένα κλουβί και ξαναβγήκα τρέχοντας στον καθαρό αέρα. Όπως είπα, το μοναδικό ενδιαφέρον που μπορούσα να νοιώσω, ξύπνησε από τη συζήτηση του Φράνκλιν με τον Πουαρό. — Ξέρεις, Πουαρό, είπε ο Δρ. Φράνκλιν, αυτό το πράγμα ανήκει περισσότερο στον τομέα σου παρά στο δικό μου. Είναι το φυτό της καταδίκης που υποτίθεται πως αποδεικνύει την αθωότητα ή την έ-
νοχή. Αυτές οι φυλές της Δυτικής Αφρικής το πιστεύουν βαθιά —ή τουλάχιστον το πίστευαν γιατί σήμερα έχουν εξευγενισθεί. Το μασάνε σοβαρά με την πεποίθηση πως θα τους σκοτώσει αν είναι ένοχοι και δεν θα τους βλάψει αν είναι αθώοι. — Κι έτσι, αλίμονο, πεθαίνουν. — Όχι, δεν πεθαίνουν όλοι. Αυτό είχε αγνοηθεί ως τώρα. Υπάρχουν πολλά πίσω απ’ αυτή την υπόθεση —φαντάζομαι πως πρόκειται για γιατροσόφια μάγων. Υπάρχουν δυο διαφορετικά είδη αυτού του φασολιού, μόνο που μοιάζουν τόσο πολύ ώστε δύσκολα μπορείς να εντοπίσεις τη διαφορά. Αλλά υπάρχει διαφορά. Περιέχουν και οι δύο φυσοστιγμίνη και γενεσερίνη και όλα τα άλλα αλλά στο δεύτερο είδος μπορείς ν’ απομονώσεις, ή τουλάχιστον νομίζω πως μπορώ, εγώ, άλλο ένα αλκαλοειδές και η ενέργεια αυτού του αλκαλοειδούς εξουδετερώνει την ενέργεια των άλλων. Επί πλέον, το δεύτερο είδος τρώγεται συνήθως από ένα είδος εσωτερικού δακτυλίου σε μια μυστική τελετή κι οι άνθρωποι που το τρώνε δεν παθαίνουν ποτέ Τζορντανίτιδα. Η τρίτη ουσία έχει μια αξιοσημείωτη επίδραση στο μυϊκό σύστημα, χωρίς καταστροφικές επενέργειες. Είναι φοβερά ενδιαφέρον. Δυστυχώς το καθαρό αλκαλοειδές είναι πολύ ασταθές. Ωστόσο, φθάνω σε αποτελέσματα. Άλλα αυτό που χρειάζεται είναι πολύ περισσότερη έρευνα εκεί έξω, επί τόπου. Είναι δουλειά που πρέπει να γίνει! Ναι, μα την κόλαση είναι... θα πούλαγα και την ψυχή μου στον... (σταμάτησε απότομα. Το χαμόγελό του ξαναγύρισε.)Με συγχωρείτε που παρασύρθηκα. Αυτά τα πράγματα μου ανάβουν τα αίματα! —Όπως λέτε, είπε ήρεμα ο Πουαρό, ασφαλώς το επάγγελμα μου θα γινόταν πολύ ευκολότερο αν μπορούσα να δοκιμάσω τόσο εύκολα την ένοχή και την αθωότητα. Αχ, αν υπήρχε μια ουσία που να μπορούσε να κάνει αυτό που αποδίδουν στο φασόλι καλαμπαρ! — Μα τα βάσανά σας δεν θα τελείωναν εκεί, είπε ο Φράνκλιν. Στο κάτω κάτω, τι είναι η ένοχή ή η Αθωότητα; — Θα ‘λεγα πως δεν υπάρχει αμφιβολία γι’ αυτό, παρατήρησα. Στράφηκε προς το μέρος μου: — Τι είναι κακό; Τι είναι καλό; Οι ιδέες σχετικά μ’ αυτά ποικίλλουν
από αιώνα σε αιώνα. Αυτό που θα δοκιμάζατε θα μπορούσε να είναι ένα αίσθημα ένοχης ή ένα αίσθημα αθωότητος. Στην πραγματικότητα, δεν θα ‘χε καμμιά απολύτως αξία σαν δοκιμασία. — Δεν καταλαβαίνω πως το συμπεραίνετε. — Καλέ μου άνθρωπε, ας υποθέσουμε πως ένας άνθρωπος νομίζει πως έχει το θείο δικαίωμα να σκοτώσει έναν δικτάτορα ή έναν τοκογλύφο ‘η ένα μαστροπό ή όποιον ξυπνάει τον ηθικό του θυμό. Κάνει αυτό που εσείς θεωρείτε μια πράξη ένοχης αλλά εκείνος τη θεωρεί αθώα πράξη. Τι μπορεί να κάνει αυτό το κακόμοιρο το φυτό της καταδίκης σ’ αυτή την περίπτωση; — Ασφαλώς, είπα, πάντα ο φόνος πρέπει να συνοδεύεται από μια αίσθηση ένοχης! — Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που θα ‘θελα να σκοτώσω, είπε χαρούμενα ο Δρ. Φράνκλιν. Μη νομίζετε πως ύστερα η συνείδησή μου θα με κρατούσε ξύπνιο τη νύχτα. Ξέρετε, έχω τη γνώμη πως τα ογδόντα τοις εκατό του ανθρώπινου γένους πρέπει να εξοντωθούν. Θα τα πηγαίναμε πολύ καλύτερα χωρίς αυτούς. Σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε σφυρίζοντας χαρούμενα. Τον κοίταξα με αμφιβολία. Ένα ελαφρό γέλιο του Πουαρό με συνέφερε. — Φίλε μου, φαίνεσαι σαν να είδες φιδοφωλιά. Ας ελπίζουμε πως ο φίλος μας ο γιατρός δεν θα εφαρμόσει αυτά που κηρύσσει. —Α, έκανα. Αλλά τι γίνεσαι αν το κάνει; II Μετά από μερικούς δισταγμούς αποφάσισα πως έπρεπε να προειδοποιήσω την Τζούντιθ σχετικά με τον Άλλερτον. Ένοιωθα πως έπρεπε να μάθω ποιες ήταν οι αντιδράσεις της. Ήξερα πως ήταν λογική κοπέλα και μπορούσε να φροντίζει τον εαυτό της και δεν πίστευα πως θα ξεγελιόταν πραγματικά απ’ τη φτηνή γοητεία ενός άνδρα σαν τον Άλλερτον. Υποθέτω πως στην πραγματικότητα την ψάρεψα σχετικά μ’ αυτό το θέμα γιατί ήθελα να βεβαιωθώ σχετικά μ' αυτό το σημείο. Δυστυχώς, δεν πήρα αυτό που ήθελα... Πρέπει να πω πως ήμουν απογοητευτικά αδέξιος. Δεν υπάρχει τίποτα που να εξοργίζει τους
νέους περισσότερο απ’ τις συμβουλές των μεγαλύτερων τους. Προσπάθησα να κάνω τα λόγια μου ανέμελα και ήρεμα. Υποθέτω πως απέτυχα. Η Τζούντιθ πήρε φωτιά αμέσως. — Τι είναι αυτά; είπε. Μια προειδοποίηση γονέως για τον μεγάλο κακό λύκο; — Όχι, όχι, Τζούντιθ. Φυσικά όχι. — Υποθέτω πως δεν συμπαθείς τον Ταγματάρχη Άλλερτον. — Ειλικρινά, όχι. Για να πούμε την αλήθεια, νομίζω πως ούτε κι εσύ τον συμπαθείς. — Γιατί όχι; — Ε, χμ, δεν είναι ο τύπος σου, ψέματα; — Τι θεωρείς πως είναι ο τύπος μου, πατέρα; Η Τζούντιθ με καταλαβαίνει πάντα. Τα πήγα μάλλον άσχημα. Στάθηκε και με κοίταζε με το στόμα της να γέρνει προς τα πάνω σ’ ένα ελαφρά περιφρονητικό χαμόγελο. — Φυσικά, εσύ δεν τον συμπαθείς, είπε. Εγώ τον συμπαθώ. Νομίζω πως είναι πολύ διασκεδαστικός. — Ω, διασκεδαστικός... μπορεί. Προσπάθησα να το ξεπεράσω. — Είναι πολύ γοητευτικός, είπε σκόπιμα η Τζούντιθ. Οποιαδήποτε γυναίκα θα ‘χε αυτή τη γνώμη. Φυσικά οι άνδρες δεν θα το καταλάβαιναν. — Ασφαλώς όχι, είπα και συνέχισα, μάλλον αδέξια. Ήσουν μαζί του έξω αργά τη νύχτα τις προάλλες... Δεν μ’ άφησε να τελειώσω. Η θύελλα ξέσπασε. — Πραγματικά, πατέρα, φέρεσαι σαν... μωρός. Δεν καταλαβαίνεις πως μπορώ να φροντίζω τις υποθέσεις μου στην ηλικία μου; Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να ελέγχεις τι κάνω ή ποιόν διαλέγω για φίλο. Αυτό που είναι εξοργιστικό στους γονείς είναι η παράλογη ανάμιξη τους στις ζωές των παιδιών τους. Σ’ αγαπώ πολύ αλλά είμαι ενήλικη κι η ζωή μου μου ανήκει. Μην αρχίζεις να γίνεσαι σαν τον κ. Μπάρρετ. Πληγώθηκα πολύ απ’ αυτή την υπερβολικά αγενή παρατήρηση και δεν μπόρεσα ν’ απαντήσω. Η Τζούντιθ έφυγε.
Έμεινα με το απελπισμένο συναίσθημα πως είχα κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Στεκόμουν χαμένος στις σκέψεις μου όταν με ξύπνησε η φωνή της νοσοκόμου της κ. Φράνκλιν, που αναφώνησε δυνατά: — Δίνω μια δεκάρα για να μάθω τις σκέψεις σας, Ταγματάρχα. Στράφηκα χαρούμενος και καλωσόρισα τη διακοπή. Η αδελφή Κράβεν ήταν πραγματικά πολύ όμορφη νέα γυναίκα. ίσως οι τρόποι της ήταν λίγο απότομοι, αλλά ήταν ευχάριστη κι έξυπνη. Μόλις είχε βάλει την ασθενή της σ’ ένα ηλιόλουστο σημείο κοντά στο αυτοσχέδιο εργαστήριο. — Ενδιαφέρεται η κ. Φράνκλιν για τη δουλειά του συζύγου της; ρώτησα. Η αδελφή Κράβεν σήκωσε περιφρονητικά το κεφάλι της. — Ω, είναι πολύ τεχνική γι’ αυτήν. Ξέρετε, ταγματάρχα, δεν είναι καθόλου έξυπνη γυναίκα. — Όχι, νομίζω πως έχετε δίκιο. — Φυσικά, η δουλειά του Δρα Φράνκλιν μπορεί να εκτιμηθεί από κάποιον που ξέρει κάτι για την ιατρική. Είναι πραγματικά πολύ έξυπνος άνθρωπος, ξέρετε. Λαμπρός. Τον καημένο, τον λυπάμαι πολύ. — Τον λυπάστε; — Ναι. Έχω δει πολύ συχνά την περίπτωσή του. Παντρεύτηκε λάθος τύπο γυναίκας. — Νομίζετε πως δεν είναι ο κατάλληλος τύπος γι’ αυτόν; — Εσείς δηλαδή δεν συμφωνείτε; Δεν έχουν τίποτα κοινό. — Φαίνεται να την αγαπάει πολύ, είπα. Φροντίζει πολύ να εκπληρώνει τις επιθυμίες της και λοιπά. Η αδελφή Κράβεν γέλασε μάλλον δυσάρεστα. — Το φ ρ ο ν τ ί ζ ε ι ! — Νομίζετε πως εκμεταλλεύεται την... κακή της υγεία; ρώτησα με αμφιβολία. Η αδελφή Κράβεν γέλασε. — Δεν χρειάζεται μαθήματα για να πετυχαίνει το δικό της. Ό,τι κι αν θέλει η εξοχότης της γίνεται. Μερικές γυναίκες είναι έτσι έξυπνες
σαν ένα βαρέλι μαϊμούδες. Αν κανένας τους πάει κόντρα ξαπλώνουν πίσω, κλείνουν τα μάτια τους και φαίνονται άρρωστοι και παθητικοί, ή αλλιώς παθαίνουν νευρική κρίση αλλά η κ. Φράνκλιν είναι παθητικός τύπος. Δεν κοιμάται όλη νύχτα κι είναι κατάχλομη κι εξαντλημένη το πρωί. Μα δεν είναι πραγματική ανάπηρη; ρώτησα κάπως απορημένος. Η αδελφή Κράβεν μου έριξε μια παράξενη ματιά. Είπε ξερά: — Ω, φυσικά!. Ύστερα άλλαξε απότομα θέμα. Με ρώτησε αν ήταν αλήθεια πως είχα ξαναέρθει στο «Στάυλς» πριν από πολύ καιρό, στον πρώτο πόλεμο. — Ναι, είναι αλήθεια. Χαμήλωσε τη φωνή της — Δεν έγινε τότε ένας φόνος εδώ; Έτσι μου είπε μια απ’ τις καμαριέρες. Ήταν μία γριά κυρία; — Ναι. Ανατρίχιασε ελαφρά. — Αυτό το εξηγεί κάπως, δεν είν’ έτσι; είπε. — Τι εξηγεί; Μου έριξε μια γρήγορη λοξή ματιά. — Την... την ατμόσφαιρα αυτού του μέρους. Δεν την νοιώθετε; Εγώ την νοιώθω. Κάτι δεν πάει καλά, αν καταλαβαίνετε τι θέλω να πω. Έμεινα για μια στιγμή σιωπηλός, συλλογισμένος. Ήταν αλήθεια αυτό που είχε πει; Μήπως το γεγονός πως ο βίαιος θάνατος εκ προμελέτης —που έχει συμβεί σ’ ένα σημείο— αφήνει την εντύπωση του σ’ αυτό το μέρος τόσο έντονα, ώστε να γίνεται αντιληπτή μετά από χρόνια; Οι ψυχολόγοι επέμεναν πάνω σ' αυτό. Μήπως το «Στάυλς» είχε ακόμα τα ίχνη του επεισοδίου που είχε συμβεί πριν τόσο καιρό; Εδώ, μέσα σ’ αυτούς τους τοίχους, σ’ αυτούς τους κήπους, οι σκέψεις του φόνου είχαν μείνει κι είχαν δυναμώσει κι είχαν τελικά καρποφορήσει στην τελική πράξη. Μήπως είχαν μολύνει τον αέρα; Η αδελφή Κράβεν διέκοψε τις σκέψεις μου. — Ήμουν σ’ ένα σπίτι όπου είχε γίνει κάποτε φόνος, είπε. Δεν το
ξέχασα ποτέ. Κανείς δεν το ξεχνάει. Ήταν ένας απ’ τους ασθενείς μου. Χρειάσθηκε να καταθέσω και τα λοιπά. Ένοιωσα μάλλον παράξενα. Είναι απαίσια εμπειρία για μία κοπέλα. — Πρέπει να είναι. Το ξέρω... Σταμάτησα καθώς ο Μπόυντ Κάριγκτον έστριψε τη γωνία του σπιτιού. Όπως πάντα, η μεγαλόσωμη, χαρούμενη προσωπικότητά του φαινόταν ν’ απομακρύνει τις σκιές και τους άπιαστους φόβους. Ήταν τόσο μεγάλος, τόσο υγιής, τόσο υπαίθριος —μια απ’ αυτές τις αξιαγάπητες, δυνατές προσωπικότητες που ακτινοβολούν κέφι και λογική. — Καλημέρα, Χάστιγκς, καλημέρα αδελφή. Που είναι η κ. Φράνκλιν. — Καλημέρα, Σερ Ουίλιαμ. Η κ. Φράνκλιν βρίσκεται στο βάθος του κήπου κάτω απ’ το φοινικόδεντρο, κοντά στο εργαστήριο. — Κι υποθέτω πως ο Φράνκλιν βρίσκεται μέσα στο εργαστήριο. — Ναι, Σερ Ουίλιαμ, με την μις Χάστιγκς. — Καημένο κορίτσι. Φαντάσου να ‘ναι κλεισμένη μέσα ένα τέτοιο πρωινό και ν’ ασχολείται με βρωμιές, θα ‘πρεπε να διαμαρτυρηθείτε, Χάστιγκς. — Ω, η μις Χάστιγκς είναι μάλλον ευτυχισμένη, είπε γρήγορα η αδελφή Κράβεν. Ξέρετε, της αρέσει κι είμαι σίγουρη πως ο γιατρός δεν θα μπορούσε να κάνει χωρίς εκείνην. — Το καημένο, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Αν είχα γραμματέα μια άμορφη κοπέλα σαν την Τζούντιθ σας, θα κοίταζα εκείνην αντί για τα ινδικά χοιρίδια. Ήταν το είδος του αστείου που απεχθανόταν ιδιαίτερα η Τζούντιθ, αλλά έκανε αρκετά καλή εντύπωση στην αδελφή Κράβεν που γέλασε πολύ. —Ω, Σερ Ουίλιαμ, αναφώνησε. Δεν πρέπει να λέτε τέτοια πράγματα. Είμαι σίγουρη πως όλοι ξέρουμε πως θα σας άρεσε αυτό. Αλλά ο καημένος ο Δρ. Φράνκλιν είναι τόσο σοβαρός, αφοσιωμένος στη δουλειά του. Ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε χαρούμενα: —Λοιπόν, η γυναίκα του φαίνεται να ‘χει πάρει θέση σε σημείο
όπου να μπορεί να επιβλέπει τον άνδρα της. Πιστεύω πως ζηλεύει. — Ξέρετε πάρα πολλά, Σερ Ουίλιαμ! Η αδελφή Κράβεν φαινόταν ενθουσιασμένη μ’ αυτή τη φλυαρία. Είπε απρόθυμα: — Υποθέτω πως πρέπει να πάω να φτιάξω το γάλα της κ. Φράνκλιν. Απομακρύνθηκε αργά κι ο Μπόυντ Κάριγκτον έμεινε να την κοιτάζει. — Όμορφη κοπέλα, παρατήρησε. Όμορφα μαλλιά και δόντια. Ωραίο δείγμα θηλυκότητας. Πρέπει να ‘ναι πληκτικό να φροντίζει πάντα γι’ άρρωστους. Μια τέτοια κοπέλα αξίζει καλύτερη τύχη. — Μα φαντάζομαι πως θα παντρευτεί κάποια μέρα, είπα. — Το πιστεύω. Αναστέναξε, και σκέφθηκα; πως σκεφτόταν την πεθαμένη του γυναίκα. Ύστερα είπε: — Θέλετε να ‘ρθετε μαζί μου στο Κνάττον και να δείτε το μέρος; — Μάλλον θα μου άρεσε, θα δω πρώτα αν χρειάζεται τίποτα ο Πουαρό. Βρήκα τον Πουαρό να κάθεται κουκουλωμένος στη βεράντα. Με παρότρυνε να πάω. — Μα πήγαινε, Χάστιγκς, πήγαινε. Πιστεύω πως είναι πολύ άμορφο σπίτι. Ασφαλώς πρέπει να το δεις. — Θα ‘θελα να το δω. Αλλά δεν ήθελα να σε εγκαταλείψω. — Καλέ μου φίλε! Όχι, όχι, πήγαινε με τον Σερ Ουίλιαμ. Δεν είναι γοητευτικός άνθρωπος; — Πρώτης τάξεως, είπα με ενθουσιασμό. — Α, ναι, συμφώνησε χαμογελώντας. Πίστευα πως είναι ο τύπος σου. III Απόλαυσα φοβερά την εκστρατεία μου. Όχι μόνο ο καιρός ήταν όμορφος —μια πραγματικά θαυμάσια καλοκαιρινή μέρα— αλλά και η συντροφιά έ κείνου του ανθρώπου ήταν μοναδική. Ο Μπόυντ Κάριγκτον είχε εκείνο τον προσωπικό μαγνητισμό,
εκείνη τη μεγάλη πείρα της ζωής και το λούστρο του κοσμοπολίτη που τον έκοβαν εξαιρετικό στη συντροφιά. Μου διηγήθηκε ιστορίες για τις μέρες της διακυβέρνησής του στις Ινδίες, μερικές παράξενες λεπτομέρειες για τους θρύλους των φυλών της Ανατολικής Αφρικής κι ήταν τόσο ενδιαφέρων ώστε ξέχασα τον εαυτό μου και τις έννοιες μου για την Τζούντιθ και την βαθιά ανησυχία που μου είχαν δώσει οι αποκαλύψεις του Πουαρό. Μου άρεσε ακόμα κι ο τρόπος που ο Μπόυντ Κάριγκτον μιλούσε για το φίλο μου. Έτρεφε βαθύ σεβασμό για κείνον —και για το έργο του και για τον χαρακτήρα του. Αν και η σημερινή κατάσταση της υγείας του ήταν θλιβερή, ο Μπόυντ Κάριγκτον δεν είπε εύκολα λόγια οίκτου. Φαινόταν να πιστεύει πως μια ζωή που είχε περάσει σαν τη ζωή του Πουαρό, είχε μέσα της μια πλούσια ανταμοιβή και πως ο φίλος μου θα ‘βρισκε ικανοποίηση και αυτοσεβασμό στις αναμνήσεις του. — Επί πλέον, είπε, θα στοιχημάτιζα πως το μυαλό του είναι τόσο οξύ όσο ποτέ. — Είναι, πραγματικά είναι, συμφώνησα πρόθυμα. — Δεν υπάρχει μεγαλύτερο λάθος απ’ το να πιστεύει κανείς πως επειδή τα πόδια ενός ανθρώπου είναι δεμένα επηρεάζεται το μυαλό του. Κάθε άλλο. Η ηλικία επηρεάζει την πνευματική εργασία πολύ λιγότερο απ’ ό,τι θα πιστεύατε. Μα το Θεό, δεν θα τολμούσα να διαπράξω έγκλημα κάτω απ’ τη μύτη του Ηρακλή Πουαρό —ακόμα και τώρα. — Θα σας έπιανε αν το κάνατε, είπα χαμογελώντας. — Δεν αμφιβάλλω. Όχι πως θα τα κατάφερνα και πολύ καλά να κάνω φόνο, πρόσθεσε θλιμμένα. Ξέρετε δεν μπορώ να κάνω σχέδια. Είμαι πολύ ανυπόμονος. Αν έκανα φόνο, θα τον έκανα κάτω απ’ την παρόρμηση της στιγμής. — Ίσως αυτό το έγκλημα να ‘ταν δυσκολότερο να εντοπισθεί. — Δεν νομίζω. Ίσως θα ‘φηνα πίσω μου ίχνη προς όλες τις κατευθύνσεις. Λοιπόν, είναι ευτύχημα που δεν έχω εγκληματικό μυαλό. Το μόνο είδος ανθρώπου που θα μπορούσα να φαντασθώ τον εαυτό μου να σκοτώνει, είναι ένας εκβιαστής. Είναι φοβερό πράγμα. Πάντα
πίστευα πως ένας εκβιαστής πρέπει να σκοτώνεται. Τι λέτε κι εσείς; Ομολόγησα πως συμμεριζόμουν κάπως την άποψή του. Ύστερα περάσαμε σε μια εξέταση της εργασίας που γινόταν στο σπίτι, καθώς ένας νεαρός αρχιτέκτονας προχώρησε να μας συναντήσει. Το Κνάττον ήταν βασικά της εποχής των Τυδώρ και μια πτέρυγα είχε προστεθεί εκ των ύστερων. Δεν είχε εκμοντερνιστεί ή μεταβληθεί έκτος από την εγκατάσταση δύο πρωτόγονων μπάνιων στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Ο Μπόυντ Κάριγκτον εξήγησε πως ο θείος του ήταν λίγο πολύ ερημίτης, αντιπαθούσε τους ανθρώπους και ζούσε σε μια γωνιά του μεγάλου σπιτιού. Είχε ανεχθεί τον Μπόυντ Κάριγκτον και τον αδελφό του, που περνούσαν τις διακοπές τους εκεί όταν ήταν μαθητές πριν ο Σερ Έβεραρντ γίνει τόσο μονόχνοτος όσο αργότερα. Ο γέρος δεν είχε παντρευθεί ποτέ κι είχε ξοδέψει μόνο το ένα δέκατο από το μεγάλο του εισόδημα έτσι ακόμα και μετά την πληρωμή των φόρων κληρονομιάς ο σημερινός βαρονέτος είχε βρεθεί πολύ πλούσιος. — Αλλά και πολύ μόνος, είπε αναστενάζοντας. Έμεινα σιωπηλός. Η συμπάθειά μου ήταν πολύ έντονη για να εκφρασθεί με λόγια. Γιατί κι εγώ ήμουν μόνος. Από τότε που είχε πεθάνει η Σταχτοπούτα, ένοιωθα πως ήμουν μισός άνθρωπος. Σέ λίγο, κάπως διατακτικά, εξέφρασα λίγα απ’ αυτά που ένοιωθα. —Α, ναι, Χάστιγκς, αλλά έχεις κάτι, που δεν είχα ποτέ. Σταμάτησε για ένα λεπτά κι ύστερα —μάλλον απότομα— μου περιέγραψε σε γενικές γραμμές την τραγωδία του. Μίλησε για την όμορφη νέα γυναίκα, ένα αξιαγάπητο πλάσμα γεμάτο γοητεία και προτερήματα άλλα με βαριά κληρονομιά. Σχεδόν όλη η οικογένειά της είχε πεθάνει απ’ το ποτό κι εκείνη έπεσε θύμα της ίδιας κατάρας. Μόλις ένα χρόνο μετά το γάμο τους είχε υποκύψει κι είχε πεθάνει με το θάνατο ενός διψομανούς. Δεν την κατηγορούσε. Καταλάβαινε πως η κληρονομικότητα ήταν πολύ δυνατή για τις δυνάμεις της. Μετά το θάνατό της είχε αποφασίσει να ζήσει μοναχική ζωή.
Θλιμμένος από την εμπειρία του, είχε αποφασίσει να μην ξαναπαντρευτεί. — Νοιώθει κανείς μεγαλύτερη ασφάλεια μόνος, είπε απλά. — Ναι, μπορώ να καταλάβω τα αισθήματα σας... στην αρχή τουλάχιστον. — Όλη η υπόθεση ήταν μια φοβερή τραγωδία. Με άφησε πρόωρα γερασμένο και πικραμένο. (Σταμάτησε.) Είναι αλήθεια... ένοιωσα κάποτε πολύ μεγάλο πειρασμό. Αλλά ήταν τόσο νέα... δεν ένοιωθα πως θα ‘ταν δίκαιο να την δέσω μ’ έναν απογοητευμένο άνδρα. Ήμουν πολύ μεγάλος για κείνην... ήταν ένα παιδί... τόσο όμορφη... τόσο τέλεια ανέγγιχτη. Σταμάτησε, κουνώντας το κεφάλι του. — Δεν έπρεπε να το κρίνει εκείνη αυτό; ρώτησα δειλά. — Δεν ξέρω, Χάστιγκς. Νόμιζα πως όχι. Εκείνη έδειχνε πως της άρεσα. Αλλά πάλι, όπως είπα, ήταν πάρα πολύ νέα. Πάντα θα την θυμάμαι όπως την είδα την τελευταία μέρα εκείνης της άδειας. Με το κεφάλι της λίγο προς τη μια πλευρά... μ’ εκείνο το ελαφρά συγχυσμένο βλέμμα... το χεράκι της... Σταμάτησε. Τα λόγια του σχημάτιζαν μια εικόνα που μου φαινόταν αόριστα γνωστή, αν και δεν μπορούσα να σκεφθώ το γιατί. Η φωνή του Μπόυντ Κάριγκτον, ξαφνικά τραχιά, διέκοψε τις σκέψεις μου. —Ήμουν ανόητος, είπε. Όποιος άνδρας αφήνει να του ξεφεύγει μια ευκαιρία είναι ανόητος. Πάντως, βρίσκομαι εδώ μ’ ένα μεγάλο σπίτι που είναι πάρα πολύ μεγάλο για μένα και χωρίς μια γοητευτική παρουσία στην άλλη πλευρά του τραπέζιου μου. Για μένα υπήρχε μια γοητεία στον παλιάς μόδας τρόπο της έκφρασης του. Σχημάτιζε μια εικόνα γοητείας και άνεσης του παλιού καιρού. — Που είναι τώρα η κυρία; ρώτησα. — Ω, είναι παντρεμένη, είπε και σταμάτησε απότομα. Το γεγονός είναι, Χάστιγκς, πως τώρα είμαι προορισμένος για ζωή γεροντοπαλλήκαρου. Έχω τον τρόπο μου. Έλα να δεις τους κήπους μου. Είναι πολύ παραμελημένοι, αλλά είναι όμορφοι με τον τρόπο τους.
Κάναμε τον γύρο της ιδιοκτησίας του και εντυπωσιάστηκα πολύ με όλα όσα είδα. Το Κνάττον ήταν αναμφισβήτητα πολύ όμορφο μέρος και δεν απορούσα που ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν περήφανος γι’ αυτό. Ήξερε καλά τη γειτονιά και τους περισσότερους ανθρώπους έχει γύρω, αν και φυσικά είχαν έρθει και καινούργιοι απ’ την εποχή του. Είχε γνωρίσει τον Συνταγματάρχη Λούτρελ τον παλιό καιρό και εξέφρασε την σοβαρή ελπίδα πως η επιχείρηση «Στάυλς» θα απέδιδε. — Ξέρεις, ο καημένος ο γέρο Τόμπυ Λούτρελ δυσκολεύεται πολύ, είπε. Καλός άνθρωπος. Και καλός στρατιώτης, περίφημος δε σκοπευτής. Πήγα μαζί του κάποτε για σαφάρι στην Αφρική. Α, εκείνες ήταν όμορφες μέρες! Ήταν φυσικά παντρεμένος τότε, άλλα δόξα το Θεό, η γυναίκα του δεν ήρθε μαζί μας. Ήταν όμορφο θηλυκό αλλά πάντα λίγο σαν Ταρτάρος. Παράξενο πόσα ανέχεται κανείς από μία γυναίκα. Ο γέρο Τόμπυ Λούτρελ που έκανε τους υφισταμένους του να τρέμουν μέσα στα παπούτσια τους —τόσο αυστηρός ήταν! Και νατος τώρα, μαζεμένος και τρομαγμένος σα μύδι. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η γλώσσα αυτής της γυναίκας είναι φαρμακερή. Κι όμως έχει μυαλό στο κεφάλι της. Αν κανείς μπορεί να κάνει αυτό το μέρος ν’ αποδώσει, αυτή είναι η μοναδική. Ο Λούτρελ δεν είχε ποτέ το κατάλληλο μυαλό για επιχειρήσεις αλλά η κ. Τόμπυ θα μπορούσε να γδάρει και την γιαγιά της ακόμη. — Είναι τόσο αηδιαστική μ’ όλα αυτά, παραπονέθηκα. Ο Μπόυντ Κάριγκτον φάνηκε να διασκεδάζει. — Το ξέρω. Σκέτη γλύκα. Αλλά παίξατε μπριτζ μαζί τους; Απάντησα με νόημα πως είχα παίξει. — Γενικά αποφεύγω τις γυναίκες που παίζουν μπριτζ, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Κι αν ακολουθήσετε τη συμβουλή μου, θα κάνετε το ίδιο κι εσείς. Του είπα πόσο δυσάρεστα είχαμε νοιώσει ο Νόρτον κι εγώ το πρώτο βράδυ της άφιξής μου. — Ακριβώς. Δεν ξέρει κανείς που να κοιτάξει! Καλός άνθρωπος ο Νόρτον, πρόσθεσε. Αλλά πολύ ήσυχος. Κοιτάζει πάντα τα πούλια και τα παρόμοια. Μου είπε πως δεν θέλει να τα σκοτώνει. Παράξενο! Δεν έχει το ένστικτο του κυνηγού. Του είπα πως έχανε πολλά. Δεν μπορώ
να καταλάβω τι ευχαρίστηση μπορείς να νοιώσεις περιδιαβάζοντας στα δάση και κοιτάζοντας τα πουλιά με τα κιάλια! Πόσο λίγο καταλαβαίναμε τότε πως το χόμπι του Νόρτον μπορεί να ‘παιζε σημαντικό ρόλο στα γεγονότα που θα ακολουθούσαν.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Οι μέρες περνούσαν. Ήταν δυσάρεστες, με το ανήσυχο συναίσθημα ότι περιμέναμε κάτι. Αν μπορώ να το θέσω έτσι, τίποτα δεν συνέβη στην πραγματικότητα. Κι όμως, υπήρχαν γεγονότα, κομμάτια από παλιές συζητήσεις, στιγμιαίες αναλαμπές στα πρόσωπα των διαφόρων ένοικων του «Στάυλς», διαφωτιστικές παρατηρήσεις. Όλα αυτά μαζεύοντας κι αν ενώνονταν κατάλληλα θα μπορούσαν να με διαφωτίσουν σε μεγάλο βαθμό. Ο Πουαρό, σε κάποια στιγμή που δεν κρατήθηκα και ξέσπασα, μου έδειξε πόσο εγκληματικά τυφλός ήμουν. Για απειροστή φορά παραπονιόμουν για την άρνησή του να με εμπιστευθεί. Του είπα πως δεν ήταν σωστό και δίκαιο. Πάντα εκείνος κι εγώ είχαμε τις ίδιες γνώσεις —ακόμα κι αν εγώ ήμουν κουτός κι εκείνος είχε την οξυδέρκεια να βγάζει τα σωστά συμπεράσματα απ’ αυτές τις γνώσεις. Έκανε μια ανυπόμονη κίνηση με το χέρι του. — Σωστά, φίλε μου. Δεν είναι δίκαιο. Δεν είναι αθλητικό. Δεν παίζω καλά το παιχνίδι! Τα παραδέχομαι όλα αυτά κι ακόμα περισσότερα. Αυτό δεν είναι παιχνίδι, δεν είναι άθλημα. Όσο για σένα, απασχολείσαι με το να προσπαθείς να μαντέψεις την ταυτότητα του X. Δεν σου ζήτησα να ‘ρθεις εδώ γι’ αυτό. Είναι ανώφελο ν’ ασχολείσαι μ’ αυτό. Ξέρω την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση. Αλλά αυτό που δεν ξέρω και πρέπει να το μάθω είναι: Ποιος θα πεθάνει πολύ σύντομα; Το θέμα, γέρο μου, δεν είναι να παίξουμε τα μαντέματα αλλά να εμποδίσουμε έναν άνθρωπο να πεθάνει. Απόρησα. — Φυσικά, είπα. Αυτό, μέσες άκρες, μου το ξανάπες, μα δεν το είχα συνειδητοποιήσει. — Τότε συνειδητοποίησέ το τώρα... αμέσως. — Ναι, ναι, εντάξει, θέλω να πω το συνειδητοποιώ. — Ωραία! Πες μου, λοιπόν, Χάστιγκς, ποιος πρόκειται να πεθάνει; Τον κοίταξα ανέκφραστα.
— Πραγματικά δεν έχω ιδέα! — Τότε θα ‘πρεπε να απεκτήσεις κάποια ιδέα. Για τι άλλο βρίσκεσαι εδώ; — Ασφαλώς, είπα ξαναγυρίζοντας στους διαλογισμούς μου πάνω σ’ αυτό το θέμα. Πρέπει να υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στο θύμα και στον X κι έτσι αν μου έλεγες ποιος είναι ο X... Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του με τόση δύναμη που σχεδόν τινάχτηκα. — Δεν σου είπα πως αυτή είναι η ουσία της τεχνικής του X; Δεν θα υπάρχει τίποτα που να συνδέει τον X με τον θάνατο. Αυτό είναι βέβαιο. — Θέλεις να πεις πως η σχέση θα είναι κρυμμένη; — Θα είναι κρυμμένη τόσο καλά που ούτε εσύ ούτε εγώ δεν θα την Βρούμε. — Αλλά ασφαλώς μελετώντας το παρελθόν του X... — Σου λέω όχι. Ασφαλώς όχι τώρα. Ο φόνος μπορεί να γίνει σε κάθε στιγμή, καταλαβαίνεις; — Με θύμα κάποιον απ’ αυτό το σπίτι; — Ναι. — Και δεν ξέρεις πραγματικά ποιον, ή πως; — Αχ! αν το ‘ξερα δεν θα σε παρότρυνα να μου το βρεις. — Απλώς βασίζεις την υπόθεση σου στην παρουσία του X; Έδειχνα κάποια αμφιβολία. Ο Πουαρό, που ο αυτοέλεγχός του είχε μειωθεί απ’ την αναγκαστική ακινησία των μελών του, ούρλιαξε σχεδόν: — Α, μα την πίστη μου, πόσες φορές πρέπει να στο ξαναπώ; Αν πολλοί πολεμικοί ανταποκριτές φθάσουν ξαφνικά σε κάποιο σημείο της Ευρώπης, τι σημαίνει; Σημαίνει πόλεμο! Αν έρθουν γιατροί απ’ όλο τον κόσμο σε μια πόλη, τι δείχνει αυτό; Πως θα γίνει εκεί ένα ιατρικό συνέδριο. Όπου βλέπεις έναν γύπα, πρέπει να υπάρχει ένα ψοφίμι. Αν δεις κυνηγούς να πηγαίνουν σ’ ένα βάλτο, θα γίνει κυνήγι. Αν δεις έναν άνθρωπο να σταματάει ξαφνικά, να βγάζει το παλτό του και να πέφτει στη θάλασσα σημαίνει πως κάποιος θα σωθεί από πνιγμό.
Αν δεις μεσόκοπες γυναίκες με αξιοσέβαστη εμφάνιση να κοιτάζουν μέσα από ένα φράκτη, μπορείς να συμπεράνεις πως γίνεται κάτι κακό! Και τελικά, αν νοιώσεις μια ορεχτική μυρωδιά και δεις αρκετούς ανθρώπους να διασχίζουν ένα διάδρομο προς την ίδια κατεύθυνση, μπορείς να υποθέσεις πως πρόκειται να σερβιριστεί κάποια λιχουδιά. Σκέφτηκα ένα δυο λεπτά αυτές τις αναλογίες, κι ύστερα είπα, παίρνοντας την πρώτη: — Πάντως, ένας πολεμικός ανταποκριτής δεν σημαίνει πόλεμο! — Ασφαλώς όχι. Κι ένα χελιδόνι δεν σημαίνει καλοκαίρι. Αλλά ένας δολοφόνος, Χάστιγκς, σημαίνει φόνο! Αυτό, φυσικά ήταν αναντίρρητο. Αλλά μου περνούσε η σκέψη που δεν περνούσε απ’ το μυαλό του Πουαρό, πως ακόμα κι ένας δολοφόνος έχει τα διαλείμματά του. Ο X μπορεί να βρισκόταν στο «Στάυλς» για διακοπές χωρίς καμμιά κρυφή πρόθεση. Πάντως ο Πουαρό ήταν τόσο εκνευρισμένος που δεν τόλμησα να διατυπώσω αυτή την υπόθεση. Είπα απλώς πως η κατάσταση μου φαινόταν απελπιστική. Έπρεπε να περιμένουμε... — Και να δούμε, αποτελείωσε ο Πουαρό. Όπως ο Κύριος Άσκουϊθ σας στον τελευταίο πόλεμό. Αυτό, αγαπητέ μου, είναι ότι ακριβώς δεν πρέπει να κάνουμε. Πρόσεξε, δεν λέω πως θα πέτυχουμε, γιατί όπως σου είπα, όταν ένας δολοφόνος έχει αποφασίσει να σκοτώσει, δεν είναι εύκολο να τον εμποδίσεις. Αλλά μπορούμε, τουλάχιστον, να προσπαθήσουμε. Φαντάσου, Χάστιγκς, πως έχεις το πρόβλημα του μπριτζ στην εφημερίδα. Μπορείς να δεις όλα τα χαρτιά. Αυτό που σου ζητούν να κάνεις είναι να προβλέψεις το αποτέλεσμα της παρτίδας. Κούνησα το κεφάλι μου. — Δεν ωφελεί, Πουαρό. Δεν έχω την παραμικρή ιδέα. Αν ήξερα ποιος είναι ο X... Ο Πουαρό μου ξανάμπηξε τις φωνές. Φώναξε τόσο δυνατά, ώστε ο Κέρτις ήρθε τρέχοντας απ’ το διπλανό δωμάτιο δείχνοντας τρομαγμένος. Ο Πουαρό του έκανε νόημα να φύγει, κι όταν βγήκε έξω, ο φίλος μου μίλησε με πιο συγκροτημένο τρόπο.
— Έλα, Χάστιγκς, δεν είσαι τόσο ανόητος όσο θέλεις να δείχνεις. Έχεις μελετήσει τις υποθέσεις που σου έδωσα να διαβάσεις. Μπορεί να μην ξέρεις ποιος είναι ο X, αλλά ξέρεις την τεχνική του X στην διάπραξη του εγκλήματος. — Ω, είπα, καταλαβαίνω. — Φυσικά καταλαβαίνεις. Το κακό με σένα είναι ότι είσαι διανοητικά τεμπέλης. Σ’ αρέσει να παίζεις παιχνίδια και μαντέματα. Δεν σ’ αρέσει να δουλεύεις με το μυαλό σου. Ποιο είναι το ουσιώδες στοιχείο της τεχνικής του X; Δεν είναι ότι το έγκλημα, όταν γίνει, είναι πλήρες; Δηλαδή, υπάρχει ένα κίνητρο για το έγκλημα, υπάρχει η ευκαιρία, υπάρχει ο τρόπος και, τελευταίο και πιο σημαντικό, υπάρχει ο ένοχος που είναι έτοιμος να παραδοθεί. Κατάλαβα αμέσως το ουσιώδες σημείο και κατάλαβα πόσο ανόητος ήμουν που δεν το είχα δει νωρίτερα. — Καταλαβαίνω, είπα. Πρέπει να κοιτάξω γύρω μου για κάποιον που... που ανταποκρίνεται σ’ αυτές τις προϋποθέσεις —το πιθανό θύμα, με άλλα λόγια. Ο Πουαρό ξάπλωσε πίσω μ’ έναν αναστεναγμό: — Επιτέλους! Είμαι πολύ κουρασμένος. Στείλε μου τον Κέρτις. Καταλαβαίνεις τώρα τη δουλειά σου. Είσαι δραστήριος, μπορείς να κινηθείς, μπορείς να ακολουθείς ανθρώπους, να τους μιλάς, να τους κατασκοπεύεις χωρίς να σε βλέπουν... (κόντεψα να διαμαρτυρηθώ θυμισμένα αλλά το κατάπια το επιχείρημα ήταν πολύ παλιό.) Μπορείς ν’ ακούς συζητήσεις, έχεις γόνατα που μπορούν ακόμα να λυγίσουν και να σου επιτρέψουν να γονατίσεις και να κοιτάξεις μέσα από κλειδαρότρυπες. — Δεν θα κοιτάξω μέσα από κλειδαρότρυπες, τον διέκοψα ζωηρά και θυμωμένα. Ο Πουαρό έκλεισε τα μάτια του. — Πολύ καλά, λοιπόν. Δεν θα κοιτάξεις μέσα από κλειδαρότρυπες. Θα μείνεις ο Άγγλος τζέντλεμαν και κάποιος θα σκοτωθεί. Δεν έχει σημασία. Η τιμή έρχεται πρώτη για έναν Άγγλο. Η τιμή σου είναι πιο σημαντική απ’ τη ζωή κάποιου άλλου. Εντάξει! Κατάλαβα!... — Όχι, Πουαρό, αλλά που να πάρει ο διάολος...
Ο Πουαρό είπε ψυχρά: — Στείλε μου τον Κέρτις. Φύγε. Είσαι πεισματάρης και πολύ ανόητος και εύχομαι να υπήρχε κάποιος άλλος που να μπορούσα να τον εμπιστευτώ, αλλά υποθέτω πως θα χρειαστεί ν' ανεχτώ εσένα και τις ανόητες ιδέες σου για το φέαρ πλέι. Αφού δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις τα φαιά σου κύτταρα μια και δεν τα ‘χεις, χρησιμοποίησε τουλάχιστον τα μάτια σου, τ’ αυτιά σου και τη μύτη σου, αν χρειαστεί, όσο το επιτρέπουν οι κανόνες της τιμής. ΙΙ Την άλλη μέρα τόλμησα να εκφράσω μια ιδέα που είχε περάσει πολλές φορές απ’ το μυαλό μου. Το έκανα λίγο δειλά, γιατί δεν ξέρει ποτέ κανείς με ποιο τρόπο θα αντιδράσει ο Πουαρό. — Πουαρό, είπα, το σκέφτηκα και ξέρω πως δεν αξίζω πολλά πράγματα. Είπες πως είμαι ανόητος —και κατά κάποιον τρόπο είναι αλήθεια. Και είμαι μόνο το μισό απ’ ό,τι ήμουν. Απ’ το θάνατο της Σταχτοπούτας... Σταμάτησα. Ο Πουαρό έβγαλε ένα θλιμμένο ήχο που σήμαινε συμπάθεια. — Αλλά υπάρχει εδώ ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει, συνέχισα, ακριβώς το είδος του ανθρώπου που χρειαζόμαστε. Μυαλό, φαντασία, εφευρετικότητα, έχει συνηθίσει να παίρνει αποφάσεις κι είναι ένας άνδρας με μεγάλη πείρα. Μιλάω για τον Μπόυντ Κάριγκτον. Είναι ο άνθρωπος που θέλουμε, Πουαρό. Εμπιστεύσου τον. Βάλε μπροστά του όλη την υπόθεση. Ο Πουαρό άνοιξε τα μάτια του κι είπε με μεγάλη αποφασιστικότητα: — Ασφαλώς όχι! — Μα γιατί όχι; Δεν μπορείς ν’ αρνηθείς πως είναι έξυπνος, πολύ εξυπνότερος από μένα. — ΑΥΤΟ, είπε ο Πουαρό με έντονο σαρκασμό, θα ‘ταν εύκολο. Αλλά βγάλε αυτή την ιδέα απ’ το μυαλό σου, Χάστιγκς. Δεν θα εμπιστευθούμε κανένα. Συνεννοηθήκαμε; Καταλαβαίνεις, σου απαγορεύω να μιλήσεις γι’ αυτό το θέμα. — Εντάξει, αν το λες, αλλά πραγματικά ο Μπόυντ Κάριγκτον...
— Α, τς, τς! Ο Μπόυντ Κάριγκτον; Γιατί σου έχει γίνει έμμονη ιδέα ο Μπόυντ Κάριγκτον; Τι είναι στο κάτω κάτω της γραφής; Ένας μεγαλόσωμος άνδρας, πομπώδης κι ευχαριστημένος με τον εαυτό του γιατί τον αποκαλούσαν Εξοχότατο! Ένας άνδρας με —ναι, με κάποιο τακτ και γοητευτικούς τρόπους. Αλλά δεν είναι τόσο θαυμάσιος, ο Μπόυντ Κάριγκτον σου. Επαναλαμβάνει τον εαυτό του, λέει δυο φορές την ίδια ιστορία και, ακόμα χειρότερο, η μνήμη του είναι τόσο κακή που σου ξαναλέει την ιστορία που του είπες! Ένας άνδρας με μεγάλη ικανότητα; Κάθε άλλο. Ένας ανιαρός γέρος, μια φούσκα — τέλος πάντων, ένα παραγεμισμένο πουκάμισο! — Ω, είπα καθώς άρχισα να φωτίζομαι. Είναι αλήθεια πως η μνήμη του Μπόυντ Κάριγκτον δεν ήταν καλή. Και πραγματικά είχε κάνει μια γκάφα που καταλάβαινα τώρα πως είχε ενοχλήσει πολύ τον Πουαρό. Ο Πουαρό του είχε διηγηθεί μια ιστορία από τότε που υπηρετούσε στην αστυνομία του Βελγίου και δυο μέρες αργότερα, όταν αρκετοί από μας ήταν βολεμένοι στον κήπο, ο Μπόυντ Κάριγκτον, από καθαρή αφηρημάδα ξανάπε την ίδια ιστορία στον Πουαρό, προλογίζοντας την με την παρατήρηση: «Θυμάμαι πως ο Διευθυντής της Παρισινής Ασφαλείας μου είπε...» Καταλάβαινα τώρα τι εντύπωση του είχε κάνει αυτό! Από τακτ δεν είπα τίποτε άλλο και αποσύρθηκα. ΙΙΙ Κατέβηκα στον κήπο. Δεν ήταν κανείς εκεί και διέσχισα μια δενδροστοιχία κι ανέβηκα ένα λόφο που είχε στην κορφή του ένα καλοκαιρινό περίπτερο σε προχωρημένο στάδιο γκρεμίσματος. Κάθισα, άναψα την πίπα μου και βάλθηκα να σκέφτομαι την υπόθεση. Ποιος υπήρχε στο «Στάυλς» που να έχει αρκετά σαφές κίνητρο για να δολοφονήσει κάποιον άλλο ή που να μπορούσαμε να υποθέσουμε πως είχε; Αφήνοντας κατά μέρος την κάπως φανερή περίπτωση του Συνταγματάρχη Λούτρελ που φοβόμουν πως ήταν απίθανο να τσεκουρώσει τη γυναίκα του στη μέση μιας παρτίδας, όσο κι αν ήταν δικαιολογημένος, δεν μπορούσα στην αρχή να σκεφτώ κανέναν, Το κακό ήταν πως στην πραγματικότητα δεν ήξερα αρκετά γι’ αυ-
τούς τους ανθρώπους: Υπήρχαν π.χ., ο Νόρτον κι η Μις Κόουλ. Ποια ήταν τα συνηθισμένα κίνητρα για φόνο; Το χρήμα; Απ’ ό,τι φανταζόμουν, ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν ο μόνος πλούσιος άνθρωπος της παρέας. Αν πέθαινε, ποιος θα κληρονομούσε τα χρήματά του; Μήπως, κάποιος που βρισκόταν αυτή τη στιγμή στο σπίτι; Δεν το φανταζόμουν, αλλά ήταν ένα σημείο που σήκωνε έρευνα. Μπορούσε, π.χ., να ‘χε αφήσει τα χρήματά του για έρευνες, με διαχειριστή τον Φράνκλιν. Αυτό μαζί με τις μάλλον παράλογες παρατηρήσεις του γιατρού σχετικά με το θέμα της εξόντωσης του ογδόντα τοις εκατό του ανθρωπίνου γένους, θα μπορούσε να σχηματίσει μια αρκετά καταδικαστική υπόθεση κατά του κοκκινομάλλη γιατρού. Ή μήπως ο Νόρτον κι η Μις Κόουλ ήταν μακρινοί συγγενείς και κληρονομούσαν αυτομάτως; Ήταν παρατραβηγμένο άλλα πιθανό. Μήπως ο Συνταγματάρχης Λούτρελ, που ήταν παλιός φίλος, θα ωφελείτο από την διαθήκη του Μπόυντ Κάριγκτον; Αυτές οι πιθανότητες φαίνονταν να εξαντλούν την χρηματική πλευρά. Στράφηκα σε περισσότερο ρομαντικές πιθανότητες. Οι Φράνκλιν. Η κ. Φράνκλιν ήταν ανάπηρη. Μήπως την δηλητηρίαζαν αργά κι η ευθύνη για το θάνατο της θα ‘πεφτε στον σύζυγό της; Ήταν γιατρός και χωρίς αμφιβολία είχε την ευκαιρία και τα μέσα. Και το κίνητρο; Μια δυσάρεστη ανησυχία πέρασε απ’ το μυαλό μου καθώς μου πέρασε η σκέψη πως θα μπορούσαν ν’ ανακατέψουν την Τζούντιθ. Είχα λόγους να ξέρω πόσο επαγγελματικές ήταν οι σχέσεις τους, αλλά θα το πίστευε η κοινή γνώμη; Θα το πίστευε ένας κυνικός αξιωματικός της αστυνομίας; Η Τζούντιθ ήταν πολύ όμορφη νέα. Μια γοητευτική γραμματεύς ή βοηθός ήταν κίνητρο πολλών εγκλημάτων. Η πιθανότης αυτή με απέλπισε. Ύστερα σκέφτηκα τον Άλλερτον. Μπορούσε να υπάρχει κανένας λόγος για να ξεφορτωθεί κανείς τον Άλλερτον; Αν επρόκειτο να γίνει φόνος, θα προτιμούσα να δω τον Άλλερτον θύμα! Θα ‘πρεπε να μπορεί να βρει κανείς εύκολα κίνητρο για να τον ξεφορτωθεί. Μόλο που η Μις Κόουλ δεν ήταν νέα μα ήταν, ωστόσο, όμορφη γυναίκα. Μπορούσε λογικά να ‘χει για κίνητρο τη ζήλεια αν εκείνη κι ο Άλλερτον είχαν στενές σχέσεις, αν και δεν είχα λόγους να πιστεύω πως συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εξ άλλου, αν ο Άλλερτον ήταν ο X...
Κούνησα ανυπόμονα το κεφάλι μου. Όλα αυτά δεν με οδηγούσαν πουθενά. Βήματα στο πλακόστρωτο τράβηξαν την προσοχή μου. Ήταν ο Φράνκλιν που περπατούσε βιαστικά προς το σπίτι με τα χέρια στις τσέπες του και το κεφάλι ριγμένο μπροστά. Η συμπεριφορά του έδειχνε κατήφεια. Βλέποντάς τον έτσι, χωρίς να το ξέρει, μου έκανε εντύπωση το γεγονός πως φαινόταν βαθιά δυστυχισμένος. Ήμουν τόσο απασχολημένος με το να τον κοιτάζω ώστε δεν άκουσα βήματα πιο κοντά μου και στράφηκα ξαφνιασμένος όταν μου μίλησε η Μις Κόουλ. — Δεν σας άκουσα να ‘ρχεσθε, είπα απολογητικά καθώς σηκωνόμουν. Εξέταζε το καλοκαιρινό περίπτερο. — Τι βικτωριανό ερείπιο! — Δεν είναι; Φοβάμαι πως είναι μάλλον αραχνιασμένο. Καθήστε. θα σας ξεσκονίσω το κάθισμα. Μου πέρασε απ’ το μυαλό η σκέψη πως είχα την ευκαιρία να γνωρίσω καλύτερα έναν απ’ τους συγκατοίκους μου. Μελέτησα κρυφά την Μις Κόουλ καθώς καθάριζα τις αράχνες. Ήταν μια γυναίκα ανάμεσα στα τριάντα και στα σαράντα, λίγο αδύνατη, με καθαρά προφίλ και πραγματικά πολύ όμορφα μάτια. Υπήρχε ένας αέρας επιφυλακτικότητας ή μάλλον υποψίας γύρω της. Ξαφνικά μου πέρασε απ’ το μυαλό πως ήταν μια γυναίκα που είχε υποφέρει και που, κατά συνέπεια, δυσπιστούσε βαθιά απέναντι στη ζωή. Ένοιωσα πως θα ‘θελα να μάθω περισσότερα για την Ελίζαμπεθ Κόουλ. — Ορίστε, είπα μ’ ένα τελευταίο τίναγμα του μαντηλιού, είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω. — Ευχαριστώ! Χαμογέλασε και κάθισε. Κάθισα δίπλα της. Το κάθισμα έτριξε δυνατά αλλά δεν έγινε καμμιά καταστροφή... — Πέστε μου, τι σκεφτόσαστε όταν ήρθα; είπε η Μις Κόουλ. Φαινόσαστε βυθισμένος σε σκέψεις. — Παρακολουθούσα τον Δρα Φράνκλιν, είπα αργά. — Ναι;
Δεν βρήκα κανένα λόγο για να μην επαναλάβω τι είχα στο μυαλό μου. — Μου πέρασε η ιδέα πως φαινόταν πολύ δυστυχισμένος. — Μα φυσικά είναι, είπε ήρεμα η γυναίκα δίπλα μου. Πρέπει να το ‘χετε καταλάβει. Νομίζω πως έδειξα την έκπληξή μου. Είπα, τραυλίζοντας ελαφρά: — Όχι, όχι, δεν το ‘χω καταλάβει. Πάντα πίστευα πως ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη δουλειά του. — Και είναι. — Το λέτε αυτό δυστυχία; Θα ‘λεγα πως είναι η πιο ευτυχισμένη κατάσταση που ημπορεί να φανταστεί κανείς. — Ω, ναι, δεν το αμφισβητώ —αλλά όχι αν σ’ εμποδίζουν να κάνεις ό,τι νοιώθεις πως σου ταιριάζει. Δηλαδή, αν δεν μπορείς ν’ αποδώσεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Την κοίταξα, νοιώθοντας μάλλον αμήχανος. Συνέχισε εξηγώντας μου: — Το περασμένο φθινόπωρο πρόσφεραν στον Δρα Φράνκλιν την ευκαιρία να πάει στην Αφρική και να συνεχίσει εκεί την ερευνά του. Όπως ξέρετε ενδιαφέρεται φοβερά κι έχει κάνει κιόλας πρώτης τάξεως δουλειά στον τομέα της τροπικής ιατρικής. — Και δεν πήγε; — Όχι. Η γυναίκα του διαμαρτυρήθηκε. Δεν ήταν αρκετά καλά για ν’ αντέξει το κλίμα και κλώτσησε στην ιδέα πως θα την άφηνε πίσω, ιδιαίτερα γιατί θα σήμαινε μια πολύ οικονομική ζωή για κείνην. Η αμοιβή που προσφερόταν δεν ήταν μεγάλη. — Ω! Υποθέτω, είπα αργά, πως θα ένιωθε ότι δεν μπορούσε να την αφήσει στην κατάσταση της υγείας της. — Ξέρετε πολλά για την κατάσταση της υγείας της, Ταγματάρχα; — Ε, όχι... Αλλά είναι παράλυτη, δεν ειν’ έτσι; — Ασφαλώς απολαμβάνει την κακή της υγεία, είπε στεγνά η Μις Κόουλ. Την κοίταξα μ’ αμφιβολία. Ήταν εύκολο να δει κανείς πως η συμπάθειά της έκλινε απόλυτα με το μέρος του συζύγου. — Υποθέτω, είπα αργά, πως oi γυναίκες που είναι ντελικάτες είναι
εγωίστριες. — Ναι, νομίζω πως οι παράλυτοι —οι χρόνια παράλυτοι— είναι πολύ εγωιστές. Ίσως δεν μπορεί κάνεις να τους κατηγορήσει. Είναι πολύ εύκολο. — Δεν νομίζετε πως η κ. Φράνκλιν έχει πραγματικά κάτι το σοβαρό; — Ω , δ ε ν θα ‘θελα να πω αυτό. Είναι απλώς μια υποψία. Πάντα φαίνεται ικανή να κάνει οτιδήποτε θέλει να κάνει. Σκέφτηκα σιωπηλά ένα η δυο λεπτά. Σκέφτηκα πως η Μις Κόουλ φαινόταν να ξέρει πάρα πολύ καλά τα παρακλάδια της οικογένειας Φράνκλιν. — Υποθέτω πως ξέρετε καλά τον Δρα Φράνκλιν; ρώτησα με κάποια περιέργεια. Κούνησε το κεφάλι της. — Ω, όχι. Τον έχω συναντήσει μόνο μία η δυο φορές πριν συναντηθούμε εδώ. — Αλλά, υποθέτω, πως σας έχει μιλήσει για τον εαυτό του. Και πάλι κούνησε το κεφάλι της. — Όχι, αυτά που σας είπα τα έμαθα από την κόρη σας την Τζούντιθ. Η Τζούντιθ, σκέφτηκα με κάποια πικρία, μιλούσε με όλους έκτος από μένα. — Η Τζούντιθ, εξακολούθησε η Μις Κόουλ, είναι τρομακτικά πιστή στον εργοδότη της κι έτοιμη να πάρει τα όπλα για να τον υπερασπίσει. Η καταδίκη της για τον εγωισμό της κ. Φράνκλιν είναι σαρωτική. — Κι εσείς νομίζετε πως είναι εγωίστρια; — Ναι, αλλά καταλαβαίνω την άποψή της. Καταλαβαίνω τους παράλυτους. Μπορώ να καταλάβω και την υποχωρητικότητα του Δρα Φράνκλιν απέναντι της. Φυσικά, η Τζούντιθ νομίζει πως θα μπορούσε ν’ αφήσει οπουδήποτε τη γυναίκα του και να συνεχίσει τη δουλειά του. Η κόρη σας είναι πολύ ενθουσιώδης υπηρέτης της επιστήμης. — Το ξέρω, είπα μάλλον απογοητευμένος. Μερικές φορές με ανησυχεί αυτό. Δεν φαίνεται φυσιολογικό, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Νομίζω πως θα ‘πρεπε να ‘ναι κάπως πιο ανθρώπινη... να ενδιαφέρε-
ται περισσότερο για τη διασκέδαση. Να διασκεδάζει... να ερωτευτεί ένα δυο καλά παιδιά. Στο κάτω κάτω, η νιότη είναι η εποχή για να διασκεδάσεις κι όχι να κάθεσαι να χαζεύεις δοκιμαστικούς σωλήνες. Δεν είναι φυσιολογικό. Στα νιάτα μας διασκεδάζαμε, φλερτάραμε, απολαμβάναμε τη ζωή, —ξέρετε... Έγινε σιωπή για μια στιγμή. ‘Ύστερα η Μις Κόουλ είπε με παράξενη ψυχρή φωνή: — Δεν ξέρω. Τρομοκρατήθηκα. Είχα μιλήσει ασυναίσθητα σαν να είμαστε συνομήλικοι —αλλά ξαφνικά κατάλαβα πως ήταν πάνω από δέκα χρόνια νεότερη μου και πως είχα φερθεί χωρίς να το θέλω με φοβερή έλλειψη τακτ. Ζήτησα συγγνώμη όσο καλύτερα μπορούσα. Διέκοψε τις διστακτικές μου φράσεις. — Όχι, όχι, δεν εννοούσα αυτό. Σας παρακαλώ, μην ζητάτε συγγνώμη. Εννοούσα απλώς αυτό που είπα. Δεν ξέρω. Ποτέ δεν υπήρξα αυτό που εννοείτε νέα. Ποτέ δεν διασκέδασα. Κάτι στη φωνή της, μια πικρία, μια βαθιά θλίψη, μ’ έφερε σε αμηχανία. Είπα μάλλον αδέξια αλλά με ειλικρίνεια: — Λυπάμαι... Χαμογέλασε. — Ω, καλά, δεν έχει σημασία. Μην δείχνετε τόσο ταραγμένος. Ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Υπάκουσα. — Πέστε μου κάτι για τους άλλους ανθρώπους που βρίσκονται εδώ, είπα. Εκτός αν σας είναι όλοι άγνωστοι. — Ξέρω τους Λούτρελ από τότε που γεννήθηκα. Είναι μάλλον θλιβερό που αναγκάστηκαν να κάνουν κάτι τέτοιο —ιδιαίτερα για κείνον. Είναι μάλλον αξιαγάπητος. Κι εκείνη είναι καλύτερη απ’ όσο φαίνεται. Το γεγονός ότι χρειαζόταν να σκαλίζει και να ψάχνει σ’ όλη της τη ζωή, την έκανε μάλλον αρπακτική. Αν αντιμετωπίζετε κάτι σ’ όλη τη ζωή σας, στο τέλος φαίνεται. Το μόνο που δεν μου αρέσει σε κείνην είναι αυτός ο διαχυτικός τρόπος της. — Πέστε μου κάτι για τον κ. Νόρτον.
— Δεν υπάρχουν πολλά για να πει κανείς. Είναι πολύ καλός... μέλλον δειλός... ίσως λίγο ανόητος. Πάντα ήταν αρκετά ντελικάτος. Έχει ζήσει με τη μητέρα του που είναι μάλλον περίεργη, ανόητη γυναίκα. Νομίζω πως τον δυνάστευε πάρα πολύ. Πέθανε πριν λίγα χρόνια. Αγαπάει τα λουλούδια και τα πουλιά και τα παρόμοια. Είναι πολύ ευγενικός άνθρωπος το είδος του ανθρώπου που βλέπει πολλά. — Εννοείτε με τα κιάλια του; Η Μις Κόουλ χαμογέλασε. — Δεν ήθελα να ακριβολογήσω. Εννοούσα μάλλον ότι προσέχει πολλά πράγματα. Αυτοί οι ήσυχοι άνθρωποι συχνά το κάνουν. Δεν έχει εγωισμό κι είναι μάλλον αλτρουιστής για άνδρας, άλλα είναι μάλλον... χωρίς αποτέλεσμα, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. — Ω, ναι, ξέρω, είπα απλά. Ξαφνικά η Ελίζαμπεθ Κόουλ είπε με μια βαθιά πίκρα στη φωνή της: — Αυτό είναι απογοητευτικό σε κάτι τέτοια μέρη. Τα ξενοδοχεία που διευθύνονται από ξεπεσμένους ευγενείς. Είναι γεμάτα αποτυχημένους —ανθρώπους που δεν έχουν φθάσει ποτέ πουθενά ούτε θα φθάσουν, ανθρώπους που έχουν ηττηθεί και συντρίβει απ’ τη ζωή, ανθρώπους που είναι γέροι και κουρασμένοι και ξοφλημένοι. Η φωνή της ξεθώριασε. Με κατέλαβε μια βαθιά και μεγάλη θλίψη. Πόσο δίκιο είχε! Εδώ βρισκόταν μια συλλογή από ανθρώπους που είχαν φθάσει στο ηλιοβασίλεμα. Γκρίζα κεφάλια, γκρίζες καρδιές, γκρίζα όνειρα. Εγώ, θλιμμένος και μόνος, η γυναίκα δίπλα μου ένα πικραμένο κι απογοητευμένο πλάσμα. Ο Δρ. Φράνκλιν, πρόθυμος, φιλόδοξος, νικημένος και κουρασμένος, η γυναίκα του θύμα της αρρώστιας. Ο ήσυχος μικρός Νόρτον που τριγύριζε κουτσαίνοντας και κοίταζε τα πουλιά. Ακόμα κι ο Πουαρό, ο κάποτε λαμπρός Πουαρό, τώρα ένας συντετριμμένος, παράλυτος γέρος. Πόσο διαφορετικά ήταν τον παλιό καιρό, όταν ήρθα για πρώτη Φορά στο «Στάυλς». Η σκέψη αυτή ήταν πάρα πολύ για μένα —ένα πνιγμένο επιφώνημα πόνου και θλίψης ανέβηκε στα χείλια μου. — Τι συμβαίνει; είπε γρήγορα η συντρόφισσά μου. — Τίποτα. Απλώς σκέφτηκα την αντίθεση — ξέρετε, βρισκόμουν εδώ πριν από πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος. Σκεφτόμουν τη δια-
φορά ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. — Καταλαβαίνω. Ήταν ευτυχισμένο τότε αυτό το σπίτι; Όλοι ήταν ευτυχισμένοι εδώ; Είναι περίεργο πως μερικές φορές οι σκέψεις μας φαίνονται να μπαίνουν σ’ ένα καλειδοσκόπιο. Μου συνέβαινε τώρα. Ένα ανησυχητικό ανακάτωμα από αναμνήσεις, από γεγονότα. Ύστερα το μωσαϊκό καταστάλαξε στο πραγματικό του σχέδιο. Η θλίψη μου δεν αφορούσε το παρελθόν σαν παρελθόν ή την πραγματικότητα. Γιατί ακόμα και τότε, εκείνη τη μακρινή εποχή, δεν υπήρχε ευτυχία στο ‘«Στάυλς»’. Θυμήθηκα απογοητευμένος τα πραγματικά γεγονότα. Ο φίλος μου Τζων κι η γυναίκα του, δυστυχισμένοι και αγανακτισμένοι απ’ τη ζωή που ήταν αναγκασμένοι να κάνουν. Ο Λώρενς Κάβεντις, βυθισμένος στη μελαγχολία. Η Σύνθια, που η κοριτσίστικη λαμπρότητά της σκιαζόταν απ’ την εξάρτηση της απ’ τους άλλους. Ο Ίγκλθορπ που είχε παντρευτεί μια πλούσια γυναίκα για τα λεφτά της. Όχι, κανένας τους δεν ήταν ευτυχισμένος. Και τώρα κάνεις εδώ δεν ήταν ευτυχισμένος. Το «Στάυλς» δεν ήταν τυχερό σπίτι. — Απολάμβανα ένα ψεύτικο συναίσθημα, είπα στην Μις Κόουλ. Ποτέ δεν υπήρξε ευτυχισμένο αυτό το σπίτι. Ούτε τώρα είναι. Όλοι μέσα σ’ αυτό το σπίτι είναι δυστυχισμένοι. — Όχι, όχι. Η κόρη σας... — Ούτε η Τζούντιθ είναι ευτυχισμένη. Το είπα με την βεβαιότητα της ξαφνικής γνώσης. Όχι, η Τζούντιθ δεν ήταν ευτυχισμένη. — Ο Μπόυντ Κάριγκτον, είπα με δυσπιστία, έλεγε τις προάλλες πως ένοιωθε μοναξιά, άλλα μολαταύτα είναι αρκετά ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό του, με το σπίτι του και το ένα και το άλλο. — Ω, ναι, είπε ζωηρά η Μις Κόουλ, αλλά ο Σερ Ουίλιαμ διαφέρει. Δεν ανήκει εδώ όπως οι υπόλοιποι από μας. Είναι απ’ τον έξω κόσμο —τον κόσμο της επιτυχίας και της ανεξαρτησίας. Έχει πέτυχει στη ζωή του και το ξέρει. Δεν είναι απ’ τους... μολυσμένους. Η λέξη που διάλεξε ήταν παράξενη. Γύρισα και την κοίταξα. — Θα μου πείτε γιατί χρησιμοποιήσατε αυτή την έκφραση; ρώτησα.
— Γιατί είναι η αλήθεια, είπε με ξαφνική φλογερή ενεργητικότητα. Είναι η αλήθεια, τουλάχιστον για μένα. Εγώ είμαι μολυσμένη. — Καταλαβαίνω πως υπήρξατε πολύ δυστυχισμένη, είπα ευγενικά. — Δεν ξέρετε ποια είμαι, δεν ειν' έτσι; είπε ήρεμα. — Ε, ξέρω το όνομά σας... — Το όνομά μου δεν είναι Κόουλ —ήταν το όνομα της μητέρας μου. Το πήρα ύστερα. —Ύστερα; — Ναι. Το πραγματικό μου όνομα είναι Λίτσφιλντ. Για ένα δυο λεπτά δεν κατάλαβα —το όνομα μου φάνηκε απλώς αόριστα γνωστό. Ύστερα θυμήθηκα. — Ο Μάθιου Λίτσφιλντ. Κούνησε το κεφάλι. — Βλέπω πως το ξέρετε. Αυτό εννοούσα προ ολίγου. Ο πατέρας μου ήταν παράλυτος και τύραννος. Μας απαγόρευε κάθε είδους ομαλή ζωή. Δεν μπορούσαμε να καλέσουμε φίλους στο σπίτι. Δεν μας έδινε αρκετά χρήματα. Είμαστε φυλακισμένες. Σταμάτησε με τα μάτια της, εκείνα τα όμορφα μάτια, ορθάνοιχτα και σκοτεινά. — Κι ύστερα η αδελφή μου... η αδελφή μου... Κόπηκε. — Παρακαλώ, μην συνεχίζετε. Είναι πολύ οδυνηρό για σας. Το ξέρω. Δεν υπάρχει λόγος να μου το πείτε. — Μα δεν ξέρετε. Δεν μπορεί να ξέρετε. Η Μάγκυ είναι ασύλληπτο, απίστευτο. Ξέρω πως πήγε στην αστυνομία, πως παραδόθηκε, πως ομολόγησε. Αλλά μερικές φορές δεν μπορώ ακόμα να το πιστέψω. Νοιώθω κατά κάποιον τρόπο πως δεν ήταν αλήθεια... πως δεν έγινε... πως δεν μπορούσε να γίνει όπως είπε πως έγινε. — Εννοείτε, (δίστασα) πως τα γεγονότα ήταν... διαφορετικά;... Με διέκοψε. — Όχι, όχι. Όχι αυτό. Όχι, πρόκειται για την ίδια την Μάγκυ. Δεν της ταίριαζε. Δεν ήταν... δεν ήταν η Μάγκυ. Τα λόγια τρεμούλιασαν στα χείλη μου αλλά δεν τα είπα. Δεν είχε έρθει ακόμα ο καιρός που θα μπορούσα να της πω: «Έχετε δίκιο.
Δεν ήταν η Μάγκυ...»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΝΑΤΟ Πρέπει να ‘ταν γύρω στις έξη όταν ο Συνταγματάρχης Λούτρελ φάνηκε στο μονοπάτι. Κρατούσε ένα ντουφέκι και κουβαλούσε ένα ζευγάρι νεκρά αγριοπερίστερα Αναπήδησε όταν τον φώναξα και φάνηκε απορημένος που μας είδε. — Γειά σας, τι κάνετε εδώ εσείς οι δυο; Ξέρετε, αυτό το σαραβαλιασμένο σπίτι δεν είναι πολύ ασφαλές. Γκρεμίζεται. Μπορεί να γκρεμισθεί πάνω σας. Φοβάμαι πως θα λερωθείς εκεί, Ελίζαμπεθ. — Ω, είμαι εντάξει. Ο κ. Χάστιγκς θυσίασε ένα μαντήλι για να κρατήσει το φόρεμά μου καθαρό. Ο Συνταγματάρχης μουρμούρισε αόριστα: — Αλήθεια; Ω, τότε είναι εντάξει. Στάθηκε εκεί ρουφώντας το χείλι του και σηκωθήκαμε και τον πλησιάσαμε. Το μυαλό του φαινόταν να βρίσκεται πολύ μακριά εκείνο το βράδυ. Συνήλθε και είπε: — Προσπαθούσα να σκοτώσω μερικά απ’ αυτά τα καταραμένα αγριοπερίστερα. Ξέρετε κάνουν μεγάλη ζημιά. — Άκουσα πως είσαστε πολύ καλός σκοπευτής, είπα. — Ε; Ποιος σας τόπε αυτό; Ω, ο Μπόυντ Κάριγκτον. Ήμουν άλλοτε. Ήμουν. Σήμερα έχω σκουριάσει λίγο. Η ηλικία φαίνεται. — Η όραση, πρότεινα. Αρνήθηκε αμέσως την υπόθεση μου. — Ανοησίες. Η όρασή μου είναι το ίδιο καλή όπως πάντα. Δηλαδή, πρέπει φυσικά να φοράω γυαλιά για να διαβάσω. Αλλά μακριά βλέπω καλά. Μετά από ένα δυο λεπτά επανέλαβε. — Ναι —καλά. Όχι πως έχει σημασία... Η φωνή του ξεθώριασε σ’ έναν αφηρημένο ψίθυρο. — Τι όμορφη βραδιά, είπε η Μις Κόουλ κοιτάζοντας γύρω. Είχε δίκιο. Ο ήλιος έφευγε προς τη δύση και το φως είχε πλούσιο χρυσαφί χρώμα, δείχνοντας με μια βαθιά λάμψη τις βαθύτερες απο-
χρώσεις του πράσινου στα δέντρα. Ήταν ένα βράδυ ήσυχο και ήρεμο και πολύ εγγλέζικο, σαν αυτά που θυμάται κανείς όταν βρίσκεται σε μακρινές τροπικές χώρες. Είπα τη σκέψη μου. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ συμφώνησε πρόθυμα: — Ναι, ναι, συχνά σκεφτόμουν αυτές τις βραδιές, ξέρετε, όταν ήμουν εκεί κάτω στις ’Ινδίες. Σε κάνουν να περιμένεις τη σύνταξη και το καταστάλαγμα, δεν ειν’ έτσι; Κατένευσα. Συνέχισε, με αλλαγμένη φωνή: — Ναι, να κατασταλάξω, να ‘ρθω στην πατρίδα... τίποτα δεν είναι όπως το φαντάζεσαι... όχι, όχι. Σκέφθηκα πως ίσως είχε μεγάλο δίκιο σ’ αυτή την περίπτωση. Δεν είχε φαντασθεί πως θα διηύθυνε ένα ξενοδοχείο προσπαθώντας να το κάνει ν’ αποδώσει, με μια γκρινιάρα γυναίκα που του μιλούσε αδιάκοπα απότομα και παραπονιόταν. Συζητήσαμε για λίγα λεπτά. Ο Συνταγματάρχης φαινόταν να ‘χει ζωηρέψει. Έκανε ένα δυο αστεία και φαινόταν πολύ πιο χαρούμενος και ξύπνιος απ’ το συνηθισμένο. — Η μέρα ήταν ζεστή, είπε ο Νόρτον. Διψάω. — Πάρτε ένα ποτό, παιδιά. Κερνάει το κατάστημα, έ; Ο Συνταγματάρχης φαινόταν πρόθυμος κι ευτυχισμένος. Τον ευχαριστήσαμε και δεχθήκαμε. Σηκώθηκε και μπήκε μέσα. Το μέρος της ταράτσας όπου καθόμαστε ήταν ακριβώς έξω απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας και το παράθυρο ήταν ανοιχτό. Ακούσαμε τον Συνταγματάρχη ν’ ανοίγει ένα ντουλάπι, ύστερα ακούσαμε το τρίξιμο ενός τιρμπουσόν και το θόρυβο του φελλού της μποτίλιας που έβγαινε. Κι ύστερα, έντονη και εκνευρισμένη, ακούσθηκε η φωνή της κ. Λούτρελ. — Τι κάνεις εκεί, Τζώρτζ; Η φωνή του Συνταγματάρχη ήταν ένας ψίθυρος. Ακούγαμε μόνο κάπου κάπου μια πνιγμένη λέξη —«οι άνθρωποι έξω», «ποτό». Η έντονη, ενοχλητική φωνή ξέσπασε θυμωμένα: — Δεν θα το κάνεις αυτό, Τζώρτζ. Τι ιδέα είναι πάλι αυτή; Πως νομίζεις ότι θα κάνουμε ποτέ αυτό το μέρος ν’ αποδώσει αν τριγυρνάς
κερνώντας ποτά όλο τον κόσμο; Εδώ τα ποτά θα πληρώνονται. Αν εσύ δεν έχεις επιχειρηματικό πνεύμα, εγώ έχω. Αν δεν ήμουν εγώ, αύριο θα ‘χαμε χρεωκοπήσει! Πρέπει να σε φροντίζω σαν μικρό παιδί. Ναι, σαν παιδί. Δεν έχεις καθόλου λογική. Δώσε μου αυτό το μπουκάλι. Δώστο μου, σου λέω. Ακούστηκε πάλι ένας χαμηλός ψίθυρος γεμάτος αγωνία. Η κ. Λούτρελ απάντησε απότομα: — Δεν με νοιάζει αν ακούνε ή όχι. Η μπουκάλα θα ξαναμπεί στο ντουλάπι και θα κλειδώσω το ντουλάπι. Ακούσθηκε ένα κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά. — Έτσι. Αυτό ήταν! Αυτή τη φορά η φωνή του Συνταγματάρχη ακούσθηκε πιο καθαρά: — Το παρακάνεις, Νταίζη. Δεν θα το ανεχθώ. — Δεν θα το ανεχθείς; Και ποιος είσαι σύ, θα ‘θελα να ξέρω; Ποιος διευθύνει αυτό το σπίτι; Εγώ. Και να μην το ξεχνάς. Ακούσθηκε ένα αδύνατο θρόισμα υφάσματος κι η κ. Λούτρελ όρμησε έξω απ' το δωμάτιο. Πέρασαν μερικές στιγμές πριν ξαναφανεί ο Συνταγματάρχης. Φαινόταν πως είχε γίνει πολύ πιο γέρος κι αδύναμος σ’ εκείνες τις στιγμές. Δεν υπήρχε ούτε ένας από μας που να μην τον λυπάται βαθιά και που να μην ένοιωθε πρόθυμος να σκοτώσει την κ. Λούτρελ. — Λυπάμαι, παιδιά, είπε με τη φωνή του άκαμπτη κι αφύσικη. Φαίνεται πως μου σώθηκε το ουίσκι. Πρέπει να κατάλαβε πως δεν μπορούσαμε να μην είχαμε ακούσει τι είχε συμβεί. Αν δεν το ‘χε καταλάβει, θα του το ‘δειχνε ο τρόπος μας. Όλοι νοιώθαμε αξιοθρήνητα αμήχανοι, κι ο Νόρτον έχασε την ψυχραιμία του, είπε βιαστικά πρώτα πως δεν ήθελε πραγματικά ποτό —κόντευε η ώρα του δείπνου— κι υστέρα αλλάζοντας θέμα έκανε μια σειρά από άσχετες παρατηρήσεις. Ένοιωσα παράλυτος κι ο Μπόυντ Κάριγκτον που ήταν ο μόνος από μας που θα μπορούσε να κάνει το ζήτημα να περάσει δεν βρήκε την ευκαιρία με τη φλυαρία του Νόρτον. Είδα με την άκρη του ματιού μου την κ. Λούτρελ να κατεβαίνει ένα
μονοπάτι οπλισμένη με γάντια κηπουρικής και ένα εργαλείο για ξεχορτάριασμα. Ασφαλώς ήταν ικανή γυναίκα άλλα εκείνη την ώρα ένοιωθα πικρία απέναντι της. Κανένας άνθρωπος δεν έχει το δικαίωμα να ταπεινώνει έναν άλλο. Ο Νόρτον εξακολουθούσε να μιλάει πυρετικά. Είχε μαζέψει ένα αγριοπερίστερο και αρχίζοντας με το να μας πει πόσο τον είχαν κοροϊδέψει στο δημοτικό γιατί είχε κάνει εμετό βλέποντας να σκοτώνουν ένα κουνέλι, συνέχισε μπαίνοντας στο θέμα των βάλτων με τις αγριόκοτες, λέγοντας μια ατέλειωτη και μάλλον ανούσια ιστορία για ένα δυστύχημα που είχε γίνει στη Σκωτία όταν είχε σκοτωθεί ένας κυνηγός. Συζητήσαμε για διάφορα κυνηγετικά ατυχήματα που ξέραμε, κι ύστερα ο Μπόυντ Κάριγκτον καθάρισε το λαιμό του και είπε: — Κάτι μάλλον διασκεδαστικό συνέβη μια φορά μ' έναν κυνηγό μου. Ήταν Ιρλανδός. Είχε άδεια και πήγε στην Ιρλανδία. Όταν γύρισε τον ρώτησα αν είχε περάσει ωραίες διακοπές. »Α, βέβαια εξοχότατε, τις καλύτερες διακοπές που πέρασα στη ζωή μου! »Χαίρομαι που το ακούω, είπα, μάλλον απορημένος απ’ τον ενθουσιασμό του. »Α, ναι, ήταν θαυμάσιες διακοπές! Σκότωσα τον αδελφό μου. »Σκότωσες τον αδελφό σου! αναφώνησα. »Α, ναι. Πάνε χρόνια που ήθελα να το κάνω. Και βρέθηκα σε μια στέγη στο Δουβλίνο κι ο αδελφός μου περνούσε κάτω στο δρόμο κι εγώ κρατούσα ένα ντουφέκι στο χέρι μου. Ήταν όμορφο χτύπημα, μ’ όλο που το λέω ο ίδιος. Τον ξάπλωσα σαν πουλί. Α, ήταν μια όμορφη στιγμή και δεν θα την ξεχάσω ποτέ! Ο Μπόυντ Κάριγκτον διηγούταν καλά, με υπερβολική δραματική έμφαση, κι όλοι γελάσαμε και νοιώσαμε πιο άνετα. Όταν σηκωθήκαμε και φύγαμε, λέγοντας πως έπρεπε να κάνουμε μπάνιο πριν απ’ το δείπνο, ο Νόρτον εξέφρασε τα αισθήματα μας, λέγοντας μ' ενθουσιασμό : — Τι υπέροχος άνθρωπος! Συμφώνησα, κι ο Λούτρελ είπε: — Ναι, ναι, καλός άνθρωπος. — Πάντα πετύχαινε σ’ όλα απ’ ό,τι καταλαβαίνω, είπε ο Νόρτον.
Ό,τι έπιασε στα χέρια του πέτυχε. Έχει καθαρό μυαλό, ξέρει τι θέλει —είναι βασικά άνθρωπος της δράσης. Ο πραγματικά επιτυχημένος άνθρωπος. — Μερικοί άνθρωποι είναι έτσι, είπε αργά ο Λούτρελ. Ό,τι κάνουν πετυχαίνει. Δεν μπορούν να κάνουν λάθος. Μερικοί άνθρωποι είναι τυχεροί. Ο Νόρτον κούνησε γρήγορα το κεφάλι του. — Όχι, όχι, κύριε. Δεν είναι τύχη. (Απήγγειλε με νόημα:) «Όχι στ’ άστρα, αγαπητέ Βρούτε, άλλα στον εαυτό μας». — Ίσως έχετε δίκιο, είπε ο Λούτρελ. — Πάντως είναι τυχερός που κληρονόμησε το Κνάττον, είπα γρήγορα. Τι μέρος! Αλλά πρέπει να παντρευθεί. Είναι μόνος του εκεί. Ο Νόρτον γέλασε. — Να παντρευθεί και να κατασταλάξει; Κι αν η γυναίκα του τον βασανίζει... Ήταν απλή κακοτυχία. Το είδος της παρατήρησης που θα μπορούσε να κάνει ο καθένας. Άλλα ήταν άτυχη σ’ αύτη την περίπτωση, κι ο Νόρτον το κατάλαβε μόλις πρόφερε τα λόγια του. Προσπάθησε να τα πάρει πίσω, δίστασε, τραύλισε και σταμάτησε αδέξια. Αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Αρχίσαμε να μιλάμε κι οι δυο μαζί. Έκανα κάποια ανόητη παρατήρηση για το βραδινό φως. Ο Νόρτον είπε κάτι για μπριτζ μετά το δείπνο. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ δεν μας έδωσε καμία σημασία: Είπε με παράξενη, ανέκφραστη φωνή: — Όχι, ο Μπόυντ Κάριγκτον δεν θα τυραννιέται απ’ τη γυναίκα του. Δεν είναι το είδος του ανθρώπου που αφήνει να τον τυραννάνε. Είναι εντάξει! Είναι άνδρας! Ήταν πολύ δυσάρεστο. Ο Νόρτον ξανάρχισε να φλυαρεί για μπριτζ. Στη μέση της κουβέντας του ένα μεγάλο αγριοπερίστερο πέρασε πάνω απ’ τα κεφάλια μας και κάθισε στο κλαδί ενός δένδρου που δεν ήταν μακριά. Ο Συνταγματάρχης πήρε το όπλο του. — Να ένα απ’ αυτά τα καταραμένα πλάσματα, είπε.
Αλλά πριν προλάβει να σημαδέψει, το πουλί είχε πετάξει πάλι ανάμεσα στα δέντρα, οπού ήταν αδύνατο να το πυροβολήσει. Πάντως την ίδια στιγμή η προσοχή του Συνταγματάρχη στράφηκε σε μια κίνηση στην μακρινή πλαγιά. — Να πάρει ο διάβολος, ένα κουνέλι τρώει τα φύλλα εκείνων των καινούργιων δέντρων. Νόμιζα πως το είχα περιφράξει το μέρος. Σήκωσε το ντουφέκι και πυροβόλησε, και καθώς κοίταζα... Ακούσθηκε μια γυναικεία στριγκλιά. Τελείωσε σ’ ένα είδος φρικτού γουργουρητού. Το ντουφέκι έπεσε απ’ τα χέρια του Συνταγματάρχη, το σώμα του καμπούριασε... Δάγκωσε το χείλη του. — Θεέ μου, είναι η Νταίζη! Είχα αρχίσει κιόλας να τρέχω στο μονοπάτι. Ο Νόρτον ήρθε πίσω μου. Έφθασα στο σημείο εκείνο και γονάτισα. Ήταν η κ. Λούτρελ. Ήταν γονατιστή, δένοντας ένα πάσσαλο γύρω από ένα απ’ τα μικρά φυτά. Το χορτάρι ήταν ψηλό σ’ εκείνο το σημείο και κατάλαβα πως δεν την είχε διακρίνει καθαρά ο Συνταγματάρχης και είχε προσέξει μόνο τις κινήσεις στα χόρτα. Το φως δεν ήταν καλό. Την είχε πυροβολήσει στον ώμο και το αίμα της ανάβλυζε. Έσκυψα για να εξετάσω την πληγή και κοίταξα τον Νόρτον. Ακουμπούσε σ’ ένα δέντρο και φαινόταν πράσινος σαν να επρόκειτο να κάνει έμετό. — Δεν μπορώ ν’ αντέξω το αίμα, είπε απολογητικά. — Πηγαίνετε αμέσως να βρείτε τον Φράνκλιν. Ή την νοσοκόμο. Έφυγε τρέχοντας. Η αδελφή Κράβεν έφθασε πρώτη επί τόπου. Έφθασε σε απίστευτα σύντομο χρόνο και βάλθηκε αμέσως να σταματήσει την αιμορραγία μ’ επαγγελματικό τρόπο. Ο Φράνκλιν ήρθε τρέχοντας λίγο αργότερα. Την πήγαν στο σπίτι και την έβαλαν στο κρεββάτι. Ο Φράνκλιν περιποιήθηκε κι έδεσε την πληγή κι έστειλε να καλέσουν το γιατρό της, κι η αδελφή Κράβεν έμεινε μαζί της. Συνάντησα τον Φράνκλιν καθώς έκλεινε το τηλέφωνο. — Πως είναι; — Θα το ξεπεράσει. Ευτυχώς δεν χτύπησε κανένα ζωτικό σημείο.
Πως έγινε; Του είπα. — Καταλαβαίνω, είπε. Που είναι ο γέρος; Δεν θ’ απορούσα αν ένοιωθε συντετριμμένος. Ίσως χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή από κείνην, θα ‘λεγα πως η καρδιά του δεν είναι πολύ γερή. Βρήκαμε τον Συνταγματάρχη στο καπνιστήριο. Είχε γαλάζιο χρώμα γύρω στο στόμα του και φαινόταν ολότελα χαμένος. Είπε με σπασμένη φωνή: — Η Νταίζη; Είναι... πως είναι; — Θα γίνει καλά, κύριε, είπε γρήγορα ο Φράνκλιν. Δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. — Νόμισα... ένα κουνέλι... που έτρωγε τα φυτά... δεν ξέρω πως έκανα τέτοιο λάθος. Με τύφλωσε το φως. — Συμβαίνουν αυτά τα πράγματα, είπε στεγνά ο Δρ. Φράνκλιν. Έχω δει μια δυο τέτοιες περιπτώσεις στον καιρό μου. Κοιτάξτε, κύριε, καλύτερα να μ’ αφήσετε να σας δώσω ένα τονωτικό. Δεν αισθάνεσθε πολύ καλά. — Είμαι εντάξει. Μπορώ... μπορώ να πάω κοντά της; — Όχι τώρα. Η αδελφή Κράβεν είναι μαζί της. Αλλά δεν χρειάζεται ν’ ανησυχείτε. Είναι εντάξει. Ο Δρ. Όλιβερ θα ‘ναι εδώ σε λίγο και θα σας πει το ίδιο. Τούς άφησα και βγήκα στο βραδινό φεγγαρόφωτο. Η Τζούντιθ κι ο Άλλερτον έρχονταν προς το μέρος μου διασχίζοντας το μονοπάτι. Το κεφάλι του ήταν σκυμμένο προς το μέρος της και γελούσαν κι οι δυο. Ύστερα απ’ την τραγωδία που μόλις είχε συμβεί αυτό μ’ έκανε να θυμώσω πολύ. Φώναξα απότομα την κόρη μου και κείνη σήκωσε απορημένη το κεφάλι. Με λίγες λέξεις τους είπα τι είχε συμβεί. — Τι παράξενο πράγμα, ήταν το σχόλιο της κόρης μου. Δεν φαινόταν τόσο ταραγμένη όσο θα ‘πρεπε, σκέφτηκα. Ο τρόπος του Άλλερτον ήταν εξοργιστικός. Φαινόταν ν’ αντιμετωπίζει την όλη υπόθεση σαν ένα καλό αστείο. — Της άξιζε της γριάς στρίγγλας, παρατήρησε. Νομίζετε πως ο γέρος το ‘κανε επίτηδες; — Ασφαλώς όχι, είπα έντονα. Ήταν ατύχημα.
— Ναι, άλλα ξέρω αυτά τα ατυχήματα. Είναι φοβερά βολικά μερικές φορές. Στο λόχο μου, αν ο γέρος την πυροβόλησε σκόπιμα, του βγάζω το καπέλο! — Δεν έγινε τίποτα τέτοιο, είπα θυμωμένα. — Μην είσαστε τόσο σίγουρος. Ξέρω δυο άντρες που πυροβόλησαν τις γυναίκες τους. Ο ένας καθάριζε το περίστροφό του. Ο άλλος είπε πως την πυροβόλησε γι’ αστείο. Δεν ήξερε πως το όπλο ήταν γεμάτο. Κι οι δυο γλύτωσαν. Θα ‘λεγα πως ήταν μια φοβερά ευχάριστη απαλλαγή. — Ο συνταγματάρχης Λούτρελ δεν είναι τέτοιος άνθρωπος, είπα ψυχρά. — Πάντως, δεν θα μπορούσατε να πείτε πως δεν θα ‘ταν μια θεάρεστη απαλλαγή, δεν είν’ έτσι; ρώτησε επίμονα ο Άλλερτον. Μόλις είχαν τσακωθεί, δεν είν’ έτσι; Απομακρύνθηκα θυμωμένα προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρύψω κάποια ταραχή. Ο Άλλερτον είχε πλησιάσει πολύ το στόχο. Για πρώτη φορά μια αμφιβολία γλίστρησε στο μυαλό μου. Δεν βελτιώθηκε όταν συνάντησα τον Μπόυντ Κάριγκτον. Είχε πάει περίπατο στη λίμνη, όπως μου εξήγησε. Όταν του είπα τα νέα, είπε αμέσως: — Δεν νομίζεις πως ήθελε να την πυροβολήσει, ε, Χάστιγκς; — Αγαπητέ μου! — Λυπάμαι, λυπάμαι. Δεν έπρεπε να πω κάτι τέτοιο. Μόνο για μια στιγμή αναρωτήθηκα... Ξέρεις, τον προκάλεσε λίγο. Κι οι δυο μείναμε σιωπηλοί για μια στιγμή καθώς θυμηθήκαμε την σκηνή που είχαμε κρυφακούσει χωρίς να το θέλουμε. Ένοιωθα κιόλας δυστυχισμένος και στενοχωρημένος και χτύπησα την πόρτα του Πουαρό. Είχε ακούσει κιόλας απ’ τον Κέρτις τι είχε συμβεί, άλλα ανυπομονούσε να μάθει όλες τις λεπτομέρειες. Από τότε που είχα φθάσει στο «Στάυλς» είχα πάρει τη συνήθεια να του αναφέρω με όλες τις λεπτομέρειες τις περισσότερες απ’ τις καθημερινές μου συναντήσεις και συζητήσεις μας. Ένοιωθα έτσι πως ο αγαπημένος μου φίλος ένοιωθε λιγότερο απομονωμένος. Του έδινε την ψευδαίσθηση πως συμμετεί-
χε πραγματικά σ’ όλα όσα συνέβαιναν. Πάντα είχα καλή και ακριβή μνήμη και μου ήταν εύκολο να επαναλαμβάνω τις συζητήσεις λέξη προς λέξη. Ο Πουαρό άκουγε πολύ προσεχτικά. Έλπιζα πως θα μπορούσε να απομακρύνει την φρικτή υπόθεση που έλεγχε ανησυχητικά το μυαλό μου, άλλα πριν προλάβει να μου πει τι γνώμη του, ακούστηκε ένα ελαφρό χτύπημα στην πόρτα. Ήταν η αδελφή Κράβεν. Ζήτησε συγγνώμη που μας ενόχλησε. — Με συγχωρείτε, άλλα νόμιζα πως ο γιατρός ήταν εδω. Η γριά έχει τώρα τις αισθήσεις της κι ανησυχεί για τον άνδρα της. Θα ‘θελε να τον δει. Ξέρετε που είναι, ταγματάρχα; Δεν θέλω ν’ αφήσω την ασθενή μου. Προθυμοποιήθηκα να πάω να τον βρω. Ο Πουαρό συμφώνησε και η αδελφή Κράβεν μ’ ευχαρίστησε θερμά. Βρήκα τον Συνταγματάρχη σ' ένα μικρό πρωινό δωμάτιο που το χρησιμοποιούσαν σπάνια. Στεκόταν κοντά στο παράθυρο και κοίταζε έξω. Στράφηκε απότομα καθώς μπήκα μέσα. Τα μάτια του έκαναν μια ερώτηση. Σκέφτηκα πως φαινόταν τρομαγμένος. Η γυναίκα σας έχει τις αισθήσεις της, Συνταγματάρχα, και σας ζητάει. — Ω! (Το χρώμα ανέβηκε στα μάγουλά του και τότε κατάλαβα πόσο χλωμός ήταν πριν. Είπε αργά, προσεκτικά, σαν πολύ γέρος άνθρωπος:) Με ζητάει; Θα... Θα έρθω αμέσως. Ήταν τόσο ασταθής καθώς άρχισε να πηγαίνει προς την πόρτα, ώστε πλησίασα να τον βοηθήσω. Ακουμπούσε βαριά απάνω μου καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες. Η αναπνοή του ήταν δύσκολη. Όπως είχε προφητεύσει ο Φράνκλιν, το σοκ ήταν μεγάλο. Φτάσαμε στην πόρτα του αναρρωτηρίου. Χτύπησα κι η ενεργητική, δραστήρια φωνή της Αδελφής Κράβεν φώναξε: — Περάστε. Στηρίζοντας τον γέρο, μπήκα μαζί του μέσα στο δωμάτιο. Υπήρχε ένα παραπέτασμα γύρω απ’ το κρεββάτι. Το προσπεράσαμε. Η κ. Λούτρελ φαινόταν πολύ άρρωστη —χλωμή κι εύθραυστη, με
κλειστά τα μάτια. Τα άνοιξε καθώς περνούσαμε τη γωνία του παραπετάσματος. Είπε με χαμηλή, φωνή, ανασαίνοντας με δυσκολία: — Τζώρτζ Τζώρτζ... — Νταίζη αγαπητή μου... Το ένα χέρι της ήταν δεμένο και στηριγμένο σε κάτι. Το άλλο το ελεύθερο, προχώρησε δισταχτικά προς το μέρος του. Εκείνος έκανε ένα βήμα μπροστά κι άρπαξε το εύθραυστο χεράκι της στο δικό του. Ξανάπε: — Νταίζη... (Κι υστέρα με πνιγμένη φωνή:) Δόξα τω Θεό, είσαι καλά! Και κοιτάζοντάς τον, βλέποντας τα υγρά του μάτια και τη βαθιά αγάπη κι ανησυχία που υπήρχε μέσα τους, ένοιωσα πικρά ντροπιασμένος για τις φρικτές μας φαντασίες. Γλίστρησα αθόρυβα έξω απ’ το δωμάτιο. Καμουφλαρισμένο ατύχημα, μα την αλήθεια! Δεν μπορούσε κανείς να ξεγελασθεί απ’ αυτήν την ολόθερμη ευγνωμοσύνη. Ένοιωσα απέραντη ανακούφιση. Ο ήχος του γκονγκ μ’ έκανε ν’ αναπηδήσω καθώς διέσχιζα το διάδρομο. Είχα ξεχάσει εντελώς πως ο χρόνος κυλούσε. Το ατύχημα είχε αναστατώσει τα πάντα. Μόνο η μαγείρισσα είχε συνεχίσει όπως πάντα κι είχε φτιάξει το φαγητά στη συνηθισμένη ώρα. Οι περισσότεροι από μας δεν είχαν αλλάξει, κι ο Συνταγματάρχης Λούτρελ δεν παρουσιάσθηκε. Αλλά η κ. Φράνκλιν, δείχνοντας πολύ ελκυστική σ’ ένα ροζ βραδινό φόρεμα, είχε κατέβει κάτω για πρώτη φορά και φαινόταν καλά και κεφάτη. Σκέφτηκα πως ο Φράνκλιν ήταν κατσούφης και αφηρημένος. Μετά το δείπνο, προς μεγάλη μου ενόχληση, ο Άλλερτον κι η Τζούντιθ εξαφανίστηκαν στον κήπο. Κάθισα για λίγο ακούγοντας τον Φράνκλιν και τον Νόρτον να συζητούν για τροπικές ασθένειες. Ο Νόρτον ήταν συμπαθητικός κι έδειχνε ενδιαφέρον σαν ακροατής, ακόμα κι αν ήξερε λίγα πράγματα για το θέμα της συζήτησης. Η κ. Φράνκλιν κι ο Μπόυντ Κάριγκτον μιλούσαν στην άλλη άκρη του δωματίου. Της έδειχνε κάτι σχέδια για κουρτίνες ή κρετόν. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ είχε ένα βιβλίο και φαινόταν μάλλον απορρο-
φημένη απ’ αυτό. Φανταζόμουν πως ένοιωθε ελαφρά ταραγμένη κι αμήχανη απέναντι μου. Ίσως αυτό δεν ήταν αφύσικο μετά τις εξομολογήσεις του απογεύματος. Πάντως, λυπόμουν γι’ αυτό και έλπιζα πως δεν μετάνιωνε για όλα όσα μου είχε πει. Θα ‘θελα να της πω καθαρά πως θα σεβόμουν το μυστικό της και δεν θα το διέδιδα. Πάντως, δεν μου έδωσε την ευκαιρία να το κάνω. Σέ λίγο ανέβηκα στο δωμάτιο του Πουαρό. Βρήκα τον Συνταγματάρχη Λούτρελ να κάθεται στο φωτεινό κύκλο που έριχνε η μικρή ηλεκτρική λάμπα που ήταν αναμμένη. Μιλούσε κι ο Πουαρό άκουγε. Νομίζω πως ο Συνταγματάρχης μιλούσε μάλλον στον εαυτό του παρά στον ακροατή του. — Τη θυμάμαι τόσο καλά... ήταν σ’ ένα κυνηγετικό χορό. Φορούσε ένα φόρεμα από άσπρο ύφασμα, που νομίζω πως το λένε τούλι. Ανέμιζε γύρω της. Με κατέκτησε αμέσως αυτό είναι το κορίτσι που θα παντρευτώ, είπα μέσα μου. Και μα το Θεό, τα κατάφερα. Ήταν φοβερά όμορφη με την αναίδειά της και την ετοιμολογία της. Πάντα έδινε όση είχε, ο Θεός να την ευλογεί. Γέλασε. Είδα τη σκηνή με τα μάτια του μυαλού μου. Φανταζόμουν την Νταίζη Λούτρελ μ’ ένα νεανικό αναιδές πρόσωπο και την τσουχτερή γλώσσα της —που ήταν τόσο γοητευτική τότε, μα που με τα χρόνια την είχε μεταμορφώσει σε πραγματική στρίγγλα. Αλλά ο Συνταγματάρχης Λούτρελ σκεφτόταν απόψε εκείνη τη νέα κοπέλα, την πρώτη του αληθινή αγάπη. Την Νταίζη του. Κι ένοιωσα ξανά ντροπή για ό,τι είχαμε πει μόλις πριν λίγες ώρες. Φυσικά, όταν ο Συνταγματάρχης πήγε επιτέλους για ύπνο, έδωσα πλήρη αναφορά στον Πουαρό. Άκουγε πολύ ήρεμα. Δεν μπορούσα να βγάλω κανένα συμπέρασμα απ’ την έκφραση του προσώπου του. — Ώστε αυτό σκέφτηκες, Χάστιγκς, πως ο πυροβολισμός ρίχτηκε σκόπιμα; — Ναι. Νοιώθω ντροπή τώρα. Ο Πουαρό παραμέρισε τα τωρινά μου αισθήματα. — Η σκέψη αυτή σου ήρθε από μόνη της η στην υπέβαλε κάποιος
άλλος; — Ο Άλλερτον είπε κάτι τέτοιο, είπα στενοχωρημένος. Φυσικά το περί μένα από κείνον. — Κανένας άλλος; — Ο Μπόυντ Κάριγκτον το υπονόησε. — Α, ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Και στο κάτω κάτω της γραφής είναι άνθρωπος του κόσμου κι έχει πείρα απ’ αυτά τα πράγματα. — Ω, βέβαια, βέβαια. Πάντως δεν είδε πως έγινε; — Όχι, είχε πάει περίπατο. Λίγη γυμναστική πριν αλλάξει για το δείπνο. — Καταλαβαίνω. — Δεν νομίζω πως πίστεψα πραγματικά σ’ αυτή τη θεωρία, είπα αμήχανα. Ήταν μόνο... Ο Πουαρό με διέκοψε. — Δεν χρειάζεται να νοιώθεις τόσες τύψεις για τις υποψίες σου, Χάστιγκς. Ήταν μια ιδέα που μπορούσε να περάσει απ’ το μυαλό οποιοσδήποτε κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες. ~Ω, ναι, ήταν αρκετά φυσιολογικό. Υπήρχε κάτι στον τρόπο του Πουαρό που δεν το καταλάβαινα. Μια επιφυλακτικότητα. Τα μάτια του με παρακολουθούσαν με μια παράξενη έκφραση. — Ίσως, είπα αργά. Αλλά βλέποντας τώρα πόσο αφοσιωμένος της είναι στην πραγματικότητα... Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. — Ακριβώς. Να θυμάσαι πως αυτό συμβαίνει συχνά. Κάτω απ’ τους καβγάδες, τις παρεξηγήσεις, την φαινομενική εχθρότητα της καθημερινής ζωής, μπορεί να υπάρχει μια πραγματική κι ειλικρινής στοργή. Συμφώνησα. Θυμήθηκα το τρυφερό στοργικό βλέμμα στα μάτια της μικροσκοπικής κ. Λούτρελ, καθώς κοίταζε τον άνδρα της που έσκυβε πάνω απ’ το κρεββάτι της. Δεν υπήρχε πια ξύδι, ανυπομονησία, κακή διάθεση. Η έγγαμη ζωή είναι παράξενο πράγμα, σκέφτηκα καθώς έπεφτα
στο κρεββάτι. Αυτό το κάτι στον τρόπο του Πουαρό εξακολουθούσε να με ανησυχεί. Αυτό το παράξενο προσεκτικό βλέμμα... σαν να περίμενε να δω... τι όμως; Μόλις είχα πέσει στο κρεββάτι, όταν το κατάλαβα. Ήταν σαν να δέχτηκα μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Αν είχε σκοτωθεί η κ. Λούτρελ, θα ‘ταν μια περίπτωση σαν εκείνες τις άλλες περιπτώσεις. Ο Συνταγματάρχης θα ‘χε σκοτώσει φαινομενικά τη γυναίκα του. Θ’ αναφερόταν σαν ατύχημα, αλλά κανένας δεν θα ‘ταν σίγουρος πως ήταν ατύχημα ή αν είχε γίνει σκόπιμα. Δεν υπήρχαν αρκετές ενδείξεις για ν’ αποδειχθεί πως ήταν φόνος, αλλά υπήρχαν αρκετές ενδείξεις για να δημιουργηθεί υποψία φόνου. Αλλά αυτό σήμαινε... σήμαινε... Τι σήμαινε; Σήμαινε —αν έπρεπε να δοθεί κάποια λογική εξήγηση— πως δεν είχε πυροβολήσει την κ. Λούτρελ ο Συνταγματάρχης, άλλα ο X. Κι αυτό ήταν σαφώς αδύνατο. Είχα δει όλο το συμβάν. Ο Συνταγματάρχης είχε πυροβολήσει. Κανένας άλλος πυροβολισμός δεν είχε πέσει. Εκτός αν... άλλ’ ασφαλώς αυτό θα ‘ταν αδύνατο. Όχι, ίσως όχι αδύνατο —απλώς πολύ πιθανό. Αλλά πιθανόν, ναι... Αν υποθέσουμε πως κάποιος άλλος περίμενε την ώρα του και την στιγμή ακριβώς που ο Συνταγματάρχης είχε πυροβολήσει ένα λαγό, το άλλο πρόσωπο είχε πυροβολήσει την κ. Λούτρελ. Τότε θ’ ακουγόταν μόνο ένας πυροβολισμός. Η, ακόμα κι αν υπήρχε κάποια απόσταση, θα εθεωρείτο σαν αντίλαλος. (Τώρα που το σκέφτομαι, ασφαλώς υπήρχε αντίλαλος). Αλλά όχι, ήταν παράλογο. Υπάρχουν τρόποι να προσδιορισθεί από ποιο ακριβώς όπλο ρίχτηκε μια σφαίρα. Τα σημάδια στη σφαίρα πρέπει να συμφωνούν με το διαμέτρημα της κάννης. Αλλά θυμήθηκα πως αυτό γινόταν μόνο όταν η αστυνομία ενδιαφερόταν να διαπιστώσει από ποιο όπλο είχε ριχθεί ο πυροβολισμός. Δεν θα γινόταν ανάκριση σ' αυτή την περίπτωση. Γιατί ο συνταγματάρχης θα ‘ταν το ίδιο σίγουρος με τον καθένα πως εκείνος είχε ρίξει τη μοιραία σφαίρα. Θα παραδεχόταν το γεγονός κι οι άλλοι θα το
δέχονταν χωρίς ερωτήσεις. Δεν θα υπήρχε θέμα δοκιμών. Η μόνη αμφιβολία θα ήταν αν η σφαίρα είχε ριχθεί τυχαία ή με εγκληματική πρόθεση —ένα θέμα που δεν θα λυνόταν ποτέ. Κι έτσι η περίπτωση αυτή ταίριαζε απόλυτα με κείνες τις άλλες περιπτώσεις —με την περίπτωση του εργάτη Ρίγκς που δεν θυμόταν αλλά υπέθετε πως πρέπει να το ‘χε κάνει, με την Μάγκι Κόουλ που τρελάθηκε και παραδόθηκε για ένα έγκλημα που δεν είχε κάνει. Ναι, αυτή η υπόθεση ταίριαζε με τις άλλες κι ήξερα τώρα τι σήμαινε ο τρόπος του Πουαρό. Περίμενε να εκτιμήσω το γεγονός.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Άνοιξα το θέμα το άλλο πρωί με τον Πουαρό. Το πρόσωπο του φωτίσθηκε και κούνησε επαινετικά το κεφάλι του. — Θαυμάσια, Χάστιγκς. Αναρωτιόμουν αν θα ‘βλεπες την ομοιότητα. Δεν ήθελα να σε βοηθήσω, καταλαβαίνεις... — Τότε έχω δίκιο. Είναι άλλη μια περίπτωση X; — Αναντίρρητα. — Αλλά γιατί, Πουαρό; Ποιο είναι το κίνητρο; Κούνησε το κεφάλι του. — Δεν ξέρεις; Δεν έχεις καμμιά ιδέα; επέμενα. — Ναι, είχα μια ιδέα, είπε αργά ο φίλος μου. — Έχεις τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις διαφορετικές υποθέσεις; — Νομίζω. — Λοιπόν; Δύσκολα συγκροτούσα την ανυπομονησία μου. — Όχι, Χάστιγκς. — Αλλά πρέπει να μάθω. — Είναι πολύ καλύτερα να μην μάθεις. — Γιατί; — Πρέπει να πιστεύεις τα λόγια μου. — Είσαι αδιόρθωτος, είπα. Η αρθρίτις σ’ έχει καθηλώσει. Κάθεσαι εκεί αβοήθητος. Κι όμως προσπαθείς να τα βγάλεις πέρα μόνος σου. — Μην φαντάζεσαι πως θέλω να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Κάθε άλλο. Αντίθετα, Χάστιγκς, συμμετέχεις πάρα πολύ. Είσαι τα μάτια και τ’ αυτιά μου. Αρνούμαι απλώς να σου δώσω πληροφορίες που θα μπορούσαν να είναι επικίνδυνες. — Για μένα; — Για το δολοφόνο. — Θέλεις να μην υποψιασθεί πως βρίσκεσαι στα ίχνη του; είπα αργά. Υποθέτω πως αυτό είναι. Ή νομίζεις πως δεν μπορώ να φροντίσω τον εαυτό μου. — Πρέπει τουλάχιστον να ξέρεις ένα πράγμα, Χάστιγκς. Ένας αν-
θρωπος που σκότωσε μια φορά, θα ξανασκοτώσει —ξανά και ξανά και ξανά. — Πάντως, είπα κατσούφικα, δεν έγινε άλλος φόνος αυτή τη φορά. Τουλάχιστον μια σφαίρα αστόχησε. — Ναι, αυτό ήταν μεγάλο ευτύχημα, πολύ μεγάλο ευτύχημα, πραγματικά. Όπως σου είπα, είναι δύσκολο να προβλέψει κανείς τα πράγματα. Αναστέναξε. Το πρόσωπο του πήρε στενοχωρημένη έκφραση. Έφυγα αθόρυβα, καταλαβαίνοντας με θλίψη πόσο ακατάλληλος ήταν τώρα ο Πουαρό για οποιαδήποτε προσπάθεια. Το μυαλό του ήταν ακόμη οξύ, αλλά ήταν άρρωστος και κουρασμένος. Ο Πουαρό με είχε προειδοποιήσει να μην προσπαθήσω να διεισδύσω στην προσωπικότητα του X. Στο μυαλό μου εξακολουθούσα να είμαι προσκολλημένος στην ιδέα πως είχα διεισδύσει σ’ αυτή την προσωπικότητα. Υπήρχε μόνο ένας άνθρωπος στο «Στάυλς» που μου φαινόταν πολύ κακός. Πάντως, με μια απλή ερώτηση, μπορούσα να βεβαιωθώ για κάτι. Η δοκιμασία θα ήταν αρνητική αλλά ασφαλώς θα είχε κάποια άξια. Πλησίασα την Τζούντιθ μετά το πρόγευμα. — Που πήγατε χθες το βράδυ όταν σας συνάντησα με τον Ταγματάρχη Άλλερτον; Το κακό είναι πως όταν είσαι προσκολλημένος σε μια πλευρά ενός πράγματος, έχεις την τάση ν’ αγνοείς όλες τις άλλες πλευρές. Απόρησα πολύ όταν η Τζούντιθ με αγριοκοίταξε. — Πραγματικά, πατέρα, δεν καταλαβαίνω τι σε νοιάζει. Την κοίταξα, μάλλον αμήχανος. — Απλώς ρώτησα, είπα μουδιασμένος. — Ναι, αλλά γιατί; Γιατί πρέπει να κάνεις συνεχώς ερωτήσεις; Τι έκανα; Που πήγα; Ποιος ήταν μαζί μου; Είναι πραγματικά ανυπόφορο! Το αστείο φυσικά ήταν πως στην πραγματικότητα αυτή τη φορά δεν ρωτούσα καθόλου που ήταν η Τζούντιθ. Ενδιαφερόμουν για τον Άλλερτον. Προσπάθησα να την ημερώσω.
— Πραγματικά, Τζούντιθ, δεν καταλαβαίνω γιατί δεν μπορώ να κάνω μια απλή ερώτηση. — Δεν καταλαβαίνω γιατί θέλεις να μάθεις. — Δεν θέλω ιδιαίτερα, θέλω να πω, απλώς απόρησα γιατί φαινόσαστε να ξέρετε τι είχε συμβεί. — Εννοείς το ατύχημα; Αν πρέπει να ξέρεις, είχα κατέβει στο χωριό για ν’ αγοράσω γραμματόσημα. Αναπήδησα ακούγοντας να μιλάει μόνο για τον εαυτό της. — Ο Άλλερτον δεν ήταν μαζί σου τότε; Η Τζούντιθ αναστέναξε απελπισμένα. — Όχι, δεν ήταν, είπε σε τόνο ψυχρής οργής. Είχαμε συναντηθεί κοντά στο σπίτι μόνο δυο λεπτά πριν σε συναντήσουμε. Ελπίζω πως ικανοποιήθηκες τώρα. Αλλά θα ‘θελα να σου πω πως αν είχα περάσει όλη την ήμερα κάνοντας περίπατο με τον Ταγματάρχη Άλλερτον, δεν είναι δική σου δουλειά. Είμαι 21 έτους και κερδίζω μόνη μου το ψωμί μου και το πως περνάω τον καιρό μου είναι εντελώς δική μου υπόθεση. — Εντελώς, είπα, προσπαθώντας γρήγορα να καταλαγιάσω την παλίρροια. — Χαίρομαι που συμφωνείς. (Η Τζούντιθ φαινόταν ημερωμένη. Μισοχαμογέλασε θλιμμένα.) Μπαμπακούλη μου, προσπάθησε να μην παρασταίνεις τόσο πολύ τον αυστηρό πατέρα. Δεν ξέρεις πόσο εξοργιστικό είναι. Μακάρι να μην φασάρευες τόσο πολύ. — Δεν θα τo ξανακάνω —πραγματικά δεν θα το ξανακάνω στο μέλλον, της υποσχέθηκα. Ο Φράνκλιν ήρθε εκείνη τη στιγμή. — Γειά σου, Τζούντιθ. Έλα. Αργήσαμε περισσότερο απ’ το συνηθισμένο. Ο τρόπος του ήταν απότομος και καθόλου ευγενικός. ’Ένοιωσα ενοχλημένος παρά τη θέλησή μου. Ήξερα πως ο Φράνκλιν ήταν ο εργοδότης της κόρης μου και πως εξουσίαζε το χρόνο της και πως, αφού την πλήρωνε, είχε το δικαίωμα να της δίνει διαταγές. Πάντως, δεν καταλάβαινα γιατί δεν μπορούσε να φέρεται με κοινή ευγένεια. Οι τρόποι του δεν ήταν ευγενικοί με οποιονδήποτε, αλλά τουλάχι-
στον φερόταν στους περισσοτέρους ανθρώπους με κάποιο ποσοστό καθημερινής ευγένειας. Αλλά ο τρόπος του απέναντι στην Τζούντιθ, ιδιαίτερα τελευταία, ήταν πάντα απότομος και εξαιρετικά δικτατορικός. Σπάνια την κοίταζε όταν της μιλούσε και γαύγιζε απλώς διαταγές. Η Τζούντιθ δεν φαινόταν ποτέ να δυσαρεστείται γι’ αυτό, άλλα εγώ ένοιωθα δυσαρεστημένος για λογαριασμό της. Μου πέρασε απ’ το μυαλό πως αυτό ήταν μεγάλη ατυχία γιατί ερχόταν σε φανερή αντίθεση με την υπερβολική προσοχή που της έδειχνε ο Άλλερτον. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως ο Τζων Φράνκλιν ήταν δέκα φορές καλύτερος απ’ τον Άλλερτον, αλλά δεν άντεχε στη σύγκριση μαζί του από την άποψη της ελκυστικότητας. Παρακολούθησα τον Φράνκλιν καθώς διέσχιζε το πάρκο προς το εργαστήριο, το άχαρο βάδισμά του, το γωνιώδες σώμα του, τα πεταχτά κόκκαλα του προσώπου και του κεφαλιού του, τα κόκκινα μαλλιά του και τις φακίδες του. Ήταν άσχημος κι άχαρος άνδρας. Δεν είχε κανένα φανερό προτέρημα. Είχε γερό μυαλό, αλλά οι γυναίκες σπάνια γοητεύονται μόνο απ’ το μυαλό. Σκέφθηκα με απελπισία πως η Τζούντιθ, εξαιτίας των συνθηκών της δουλειάς της, δεν ερχόταν σχεδόν ποτέ σ’ επαφή μ’ άλλους άνδρες. Δεν είχε την ευκαιρία να συγκρίνει πολλούς γοητευτικούς άνδρες. Σέ σύγκριση με τον κατσούφη και καθόλου ελκυστικό Φράνκλιν οι ψεύτικες χάρες του Άλλερτον τονίζονταν μ’ όλη την ένταση της αντίθεσης. Το καημένο το κορίτσι μου δεν είχε την ευκαιρία να εκτιμήσει την πραγματική του άξια. Κι αν υποθέσουμε πως τον ερωτευόταν στα σοβαρά; Η ενόχληση που είχε δείξει πριν από λίγο ήταν ανησυχητικό σημάδι. Ήξερα πως ο Άλλερτον ήταν πραγματικά σκάρτος. Ίσως ήταν και κάτι παραπάνω. Αν ο Άλλερτον ήταν ο X; Μπορούσε να είναι. Δεν ήταν με την Τζούντιθ όταν έπεσε ο πυροβολισμός. Αλλά ποιο ήταν το κίνητρο όλων αυτών των φαινομενικά ανώφελων εγκλημάτων; Ήμουν σίγουρος πως δεν υπήρχε τίποτα το τρελό στον Άλλερτον. Ήταν λογικός —εντελώς λογικός— και εντελώς στερημένος από αρχές. Κι η Τζούντιθ —η Τζούντιθ μου— τον έβλεπε πάρα πολύ συχνά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Μέχρι τότε, αν κι ανησυχούσα αόριστα για την κόρη μου, η απασχόληση μου με τον X και την πιθανότητα να γίνει ένα έγκλημα ανά πάσαν στιγμήν είχε καταφέρει να διώξει τα πιο προσωπικά προβλήματα στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Τώρα που το χτύπημα είχε πέσει, που είχε επιχειρηθεί ένα έγκλημα κι ευτυχώς είχε αποτύχει, ήμουν ελεύθερος να σκεφτώ αυτά τα πράγματα. Κι όσο περισσότερο τα σκεφτόμουν, τόσο περισσότερο ανησυχούσα. Μια τυχαία λέξη που ειπώθηκε μια μέρα μου αποκάλυψε το γεγονός πως ο Άλλερτον ήταν παντρεμένος. Ο Μπόυντ Κάριγκτον που ήξερε τα πάντα για όλους, με διαφώτισε περαιτέρω. Η γυναίκα του Άλλερτον ήταν πιστή καθολική, τον είχε εγκαταλείψει λίγο μετά το γάμο τους. Δεν είχε προκύψει ποτέ θέμα διαζυγίου εξ αιτίας του δόγματός της. — Κι αν με ρωτήσετε, είπε με ειλικρίνεια ο Μπόυντ Κάριγκτον, του αξίζει απόλυτα. Οι προθέσεις του είναι πάντα ανέντιμες, και μια γυναίκα στο βάθος ταιριάζει πάρα πολύ καλά στην υπόθεση. Ευχάριστα λόγια για έναν πατέρα. Οι μέρες μετά το κυνηγετικό ατύχημα πέρασαν χωρίς γεγονότα επιφανειακά, αλλά συνοδεύονταν από ένα αυξανόμενο ρεύμα ανησυχίας εκ μέρους μου. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ περνούσε πολύ καιρό στο δωμάτιο της γυναίκας του. Μια νοσοκόμα είχε έρθει για ν’ αναλάβει την ασθενή κι η αδελφή Κράβεν μπόρεσε να ξαναρχίσει τις φροντίδες της για την κ. Φράνκλιν. Χωρίς να θέλω να δείξω κακία, πρέπει να παραδεχθώ πως παρατήρησα σημάδια ενόχλησης στην κ. Φράνκλιν γιατί δεν ήταν η επικεφαλής άρρωστη. Η φασαρία κι η προσοχή γύρω απ’ την κ. Λούτρελ ήταν ολοφάνερα πολύ δυσάρεστη για την μικρή κυρία που είχε συνηθίσει να είναι η υγεία της το κύριο θέμα της ημέρας. Καθόταν ξαπλωμένη σε μια πολυθρόνα, με το χέρι της στο πλευρό της, παραπονούμενη για δύσπνοια. Κανένα απ’ τα φαγητά που σέρβιραν δεν ήταν κατάλληλο για κείνην και όλες οι απαιτήσεις της
καλύπτονταν από ένα βερνίκι υπομονητικής αντοχής. — Σιχαίνομαι τις φασαρίες, μουρμούρισε παραπονιάρικα στον Πουαρό. Νοιώθω τόσο ντροπιασμένη για την απαίσια υγεία μου. Είναι τόσο... τόσο ταπεινωτικό να πρέπει πάντα να ζητάω απ’ τους άλλους να κάνουν διάφορα πράγματα για μένα. Μερικές φορές νομίζω πως η αρρώστια είναι πραγματικά έγκλημα. Αν δεν είναι κανείς υγιής και αναίσθητος δεν είναι κατάλληλος γι’ αυτόν τον κόσμο και πρέπει ν’ απομακρυνθεί αθόρυβα. — Α, όχι, κυρία μου. (Ο Πουαρό ήταν ευγενικός όπως πάντα.) Το ντελικάτο εξωτικό λουλούδι έχει ανάγκη απ’ την προστασία του θερμοκηπίου δεν μπορεί ν’ αντέξει στους ψυχρούς ανέμους. Το κοινό αγριόχορτο μεγαλώνει στον χειμωνιάτικο αέρα, άλλα δεν το εκτιμάμε περισσότερο γι’ αυτό το λόγο. Σκεφθείτε την περίπτωσή μου, είμαι πιασμένος, παραμορφωμένος, ανίκανος να κινηθώ, άλλα δεν... δεν σκέφτομαι να εγκαταλείψω τη ζωή. Απολαμβάνω ακόμη ό,τι μπορώ —το φαγητό, το ποτό, τις χαρές της διανόησης. Η κ. Φράνκλιν αναστέναξε και μουρμούρισε: — Α, μα με σας είναι διαφορετικά. Πρέπει να σκεφθείτε μόνο τον εαυτό σας. Στην περίπτωση μου, υπάρχει ο καημένος ο Τζων μου. Νοιώθω έντονα τι βάρος του είμαι. Μια άρρωστη, άχρηστη γυναίκα. Μια μυλόπετρα κρεμασμένη απ’ το λαιμό του. — Είμαι σίγουρος πως ποτέ δεν είπε κάτι τέτοιο. — Ω, δεν το είπε, φυσικά όχι. Αλλά οι άνδρες είναι τόσο διαφανείς, οι καημένοι. Κι ο Τζων δεν τα καταφέρνει καθόλου να κρύβει τα αισθήματα του. Φυσικά δεν θέλει να είναι αγενής αλλά να, ευτυχώς για τον εαυτό του δεν είναι καθόλου ευαίσθητος. Δεν έχει αισθήματα και δεν περιμένει από κανέναν άλλο να έχει. Είναι μεγάλη τύχη να είναι κανείς γεννημένος χοντρόπετσος. — Δεν θα χαρακτήριζα τον Δρα Φράνκλιν χοντρόπετσο. — Αλήθεια; Μα δεν τον ξέρετε τόσο καλά όσο εγώ. Φυσικά ξέρω πως αν δεν ήμουν εγώ, θα ‘ταν πολύ πιο ελεύθερος. Ξέρετε, μερικές φορές, απογοητεύομαι τόσο φοβερά που σκέφτομαι τι ανακούφιση θα ήταν αν τελείωναν όλα. — Ελάτε τώρα, κυρία μου.
— Στο κάτω κάτω της γραφής, να ξεφύγω απ’ όλα και να πάω στο Μεγάλο Άγνωστο... (Κούνησε το κεφάλι της.) Και τότε ο Τζων θα ‘ταν ελεύθερος. — Ανοησίες, είπε η αδελφή Κράβεν, όταν της επανέλαβα τη συζήτηση. Δεν θα κάνει τίποτα τέτοιο. Μην ανησυχείτε, Λοχαγέ Χάστιγκς. Αυτοί που μιλάνε για να δώσουν ένα τέλος σ’ όλα με φωνή ετοιμοθάνατης πάπιας δεν έχουν την παραμικρή πρόθεση να κάνουν κάτι τέτοιο. Και πρέπει να πω πως μόλις ξεθώριασε η συγκίνηση που είχε προκαλέσει ο τραυματισμός της κ. Λούτρελ κι η αδελφή Κράβεν ξανάρχισε να την φροντίζει, η διάθεση της κ. Φράνκλιν βελτιώθηκε πάρα πολύ. Ένα εξαιρετικά όμορφο πρωινό, ο Κέρτις είχε κατεβάσει τον Πουαρό στη γωνιά κοντά στους φοίνικες, κοντά στο εργαστήριο. Ήταν το αγαπημένο του μέρος. Ήταν προφυλαγμένο από κάθε ανατολικό άνεμο και στην πραγματικότητα δεν μπορούσε κανείς να νοιώσει εκεί την παραμικρή αύρα. Αυτό άρεσε στον Πουαρό, που μισούσε τα ρεύματα και πάντα υποψιαζόταν τον καθαρό αέρα. Νομίζω πως στην πραγματικότητα προτιμούσε πολύ να κάθεται μέσα, άλλα είχε αρχίσει ν' ανέχεται τον αέρα της υπαίθρου, όταν ήταν κουκουλωμένος μέσα σε σκεπάσματα. Πήγα να τον βρω και καθώς έφτανα εκεί η κ. Φράνκλιν βγήκε απ’ το εργαστήριο. Ήταν πολύ καλοντυμένη και φαινόταν ιδιαίτερα χαρούμενη. Μας εξήγησε πως πήγαινε με τον Μπόυντ Κάριγκτον να δει το σπίτι και να δώσει συμβουλές ειδικού για την εκλογή των κρετόν. — Άφησα την τσάντα μου στο εργαστήριο χτες, όταν μιλούσα στον Τζων, εξήγησε. Ο καημένος ο Τζων έχει πάει με την Τζούντιθ στο Τάντκαστερ. Φαίνεται πως τους τέλειωσε κάποιο χημικό αντιδραστήριο. Έπεσε σε μια καρέκλα δίπλα στον Πουαρό και κούνησε το κεφάλι της με κωμική έκφραση. — Τους καημένους. Χαίρομαι που δεν έχω επιστημονικό μυαλό. Μια τέτοια όμορφη μέρα όλα αυτά φαίνονται παιδιάστικα.
— Δεν πρέπει να σας ακούσουν οι επιστήμονες να το λέτε, κυρία μου. — Όχι, φυσικά όχι. Το πρόσωπο της άλλαξε. Σοβάρεψε. — Δεν πρέπει να νομίζετε πως δεν θαυμάζω τον άνδρα μου, κύριε Πουαρό, συνέχισε ήρεμα. Τον θαυμάζω. Νομίζω πως ο τρόπος που ζει μόνο για τη δουλειά του, είναι πραγματικά καταπληκτικός. Υπήρχε μια ελαφρά τρεμούλα στη φωνή της. Μια υποψία πέρασε απ’ το μυαλό μου, πως η κυρία Φράνκλιν αρέσκοταν να παίζει διαφορετικούς ρόλους. Εκείνη τη στιγμή ήταν η πιστή γυναίκα που λατρεύει τον άντρα της σαν ηρώα. Έσκυψε μπροστά, ακουμπώντας σοβαρά το χέρι της πάνω στο γόνατο του Πουαρό. — Ο Τζων, είπε, είναι πραγματικά ένα... ένα είδος άγιου. Μερικές φορές με τρομάζει. Ήταν κάπως υπερβολικό να χαρακτηρίζει τον Φράνκλιν άγιο, αλλά η Μπάρμπαρα Φράνκλιν συνέχισε με μάτια που έλαμπαν. — Θα ‘κανε τα πάντα... θα διέτρεχε οποιονδήποτε κίνδυνο για να μεγαλώσει την ανθρώπινη γνώση. Δε νομίζετε πως αυτό είναι πολύ ωραίο; — Ασφαλώς, ασφαλώς, είπε γρήγορα ο Πουαρό. — Αλλά ξέρετε, μερικές φορές, συνέχισε η κ. Φράνκλιν, ανησυχώ πραγματικά για κείνον. Εννοώ πως μπορεί να φθάσει πολύ μακριά. Κι αυτό το φρικτό φυτό που κάνει πειράματα τώρα πάνω του. Φοβάμαι πολύ μήπως αρχίζει να πειραματίζεται πάνω στον εαυτό του. — Ασφαλώς θα ‘παιρνε όλες τις προφυλάξεις, είπα για να την καθησυχάσω. Κούνησε το κεφάλι της μ’ ένα ελαφρό θλιμμένο χαμόγελο. Δεν ξέρετε τον Τζων. Δεν ακούσατε ποτέ τι έκανε μ’ εκείνο το καινούργιο αέριο; Κούνησα το κεφάλι μου. — Ήταν κάποιο καινούργιο αέριο που ήθελαν να το εξετάσουν. Ο Τζων προθυμοποιήθηκε να το δοκιμάσει. Κλείσθηκε σε μια δεξαμενή κάπου 36 ώρες, παίρνοντας το σφυγμό, την θερμοκρασία και την α-
ναπνοή του, για να δει ποιες ήταν οι παρενέργειες κι αν ήταν ίδιες για τους ανθρώπους και τα ζώα. Ένας απ’ τους καθηγητές μου είπε αργότερα πως ήταν φοβερά ριψοκίνδυνο. Θα μπορούσε να είχε πεθάνει πολύ εύκολα. Αλλά τέτοιος άνθρωπος είναι ο Τζων —ξεχνάει εντελώς τη δική του ασφάλεια. Νομίζω πως είναι μάλλον θαυμάσιο να είσαι έτσι, δεν συμφωνείτε; Ποτέ δεν θα ‘χα αρκετό θάρρος για κάτι τέτοιο. — Χρειάζεται πραγματικά μεγάλο θάρρος για να κάνει κάνεις τέτοια πράγματα εν ψυχρω, είπε ο Πουαρό. — Ναι, είπε η Μπάρμπαρα Φράνκλιν. Είμαι φοβερά περήφανη γι’ αυτόν, ξέρετε, αλλά συγχρόνως με κάνει μάλλον ν’ ανησυχώ. Καταλαβαίνετε, μετά από ένα ορισμένο σημείο τα ινδικά χοιρίδια κι οι βάτραχοι δεν είναι πια αρκετοί. Χρειάζεσαι την ανθρώπινη αντίδραση. Γι’ αυτό φοβάμαι τόσο πολύ μήπως ο Τζων πάρει μια δόση απ’ αυτό το απαίσιο φυτό της καταδίκης και μήπως συμβεί κάτι φρικτό. (Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι της.) Μα απλώς γελάει με τους φόβους μου. Είναι πραγματικά ένα είδος αγίου, ξέρετε. Τη στιγμή εκείνη ο Μπόυντ Κάριγκτον ήρθε προς το μέρος μας. — Γειά σου, Μπάμπς, είσαι έτοιμη; — Ναι, Μπιλ, σε περίμενα. — Ελπίζω πως δεν θα κουραστείς πολύ. — Φυσικά όχι. Έχω χρόνια να αισθανθώ τόσο καλά όσο σήμερα. Σηκώθηκε, μας έστειλε ένα άμορφο χαμόγελο και ανέβηκε το μονοπάτι με τον ψηλό της συνοδό. — Ο Δρ. Φράνκλιν, ο μοντέρνος άγιος, χμ, έκανε ο φίλος μου. — Μάλλον μεγάλη αλλαγή συμπεριφοράς, είπα. Αλλά νομίζω πως έτσι είναι. — Πως; — Της αρέσει να δραματοποιεί τον εαυτό της σε διάφορους ρόλους. Τη μια μέρα είναι η παρεξηγημένη, παραμελημένη σύζυγος, υστέρα η αυτοθυσιαζόμενη γυναίκα που υποφέρει και δεν θέλει να ‘ναι βάρος στον άνδρα που αγαπάει. Σήμερα είναι η βοηθός που τον λατρεύει σαν ήρωα. Το κακό είναι πως όλοι οι ρόλοι είναι ελαφρά παρατραβηγμένοι.
— Δεν νομίζεις πως η κ. Φράνκλιν είναι μάλλον ανόητη; είπε σκεφτικά ο Πουαρό. — Δεν θα ‘λεγα κάτι τέτοιο. Ίσως δεν είναι και πάρα πολύ έξυπνη. — Α, δεν είναι ο τύπος σου. — Ποιος είναι ο τύπος μου; ρώτησα απότομα. Ο Πουαρό απάντησε απροσδόκητα: — Άνοιξε το στόμα και κλείσε τα μάτια, και δες τι θα σου στείλουν οι νεράιδες... Δεν πρόλαβα ν’ απαντήσω γιατί η Αδελφή Κράβεν έφτασε πατώντας βιαστικά πάνω στο χορτάρι. Μας χαμογέλασε δείχνοντας τ’ αστραφτερά της δόντια, ξεκλείδωσε την πόρτα του εργαστηρίου, μπήκε μέσα και ξαναφάνηκε μ’ ένα ζευγάρι γάντια. — Πρώτα ένα μαντήλι και τώρα τα γάντια, πάντα αφήνει κάτι πίσω της, παρατήρησε καθώς ξαναγύριζε βιαστικά εκεί όπου περίμεναν η Μπάρμπαρα Φράνκλιν κι ο Μπόυντ Κάριγκτον. Σκέφτηκα πως η κ. Φράνκλιν ήταν ο αφηρημένος τύπος γυναίκας που ξεχνούσε πάντα διάφορα πράγματα, σκόρπιζε τα υπάρχοντα της και περίμενε απ’ τους άλλους να τα ξαναβρούν και φανταζόμουν πως μάλλον ήταν περήφανη που έκανε κάτι τέτοιο. Την είχα ακούσει να μουρμουρίζει συχνά ευχαριστημένη: «Φυσικά, το κεφάλι μου είναι σαν κόσκινο». Κοίταζα την αδελφή Κράβεν καθώς απομακρυνόταν διασχίζοντας το μονοπάτι. Έτρεχε καλά, το σώμα της ήταν δυνατό και ισορροπημένο. — Θα ‘λεγα πως μια κοπέλα πρέπει να βαριέται αυτό το είδος της ζωής, είπα αυθόρμητα. Θέλω να πω πως δεν έχει πολλή δουλειά νοσοκόμου — απλώς πηγαίνει να φέρνει διάφορα πράγματα. Δεν νομίζω πως η κ. Φράνκλιν είναι ιδιαίτερα ευγενική. Η αντίδραση του Πουαρό ήταν σαφώς ενοχλητική. Χωρίς κανένα λόγο, έκλεισε τα μάτια του και μουρμούρισε: — Καστανοκόκκινα μαλλιά. Ασφαλώς η Αδελφή Κράβεν είχε καστανοκόκκινα μαλλιά, αλλά δεν καταλάβαινα γιατί ο Πουαρό είχε διαλέξει ακριβώς εκείνη τη στιγμή για να τα σχολιάσει. Δεν απάντησα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ Νομίζω πως το άλλο πρωί, πριν απ’ το φαγητό, έγινε μια συζήτηση που με ανησύχησε αόριστα. Είμαστε τέσσερις — η Τζούντιθ, εγώ, ο Μπόυντ Κάριγκτον κι ο Νόρτον. Δεν είμαι σίγουρος πως ακριβώς άρχισε το θέμα, άλλα μιλούσαμε για την ευθανασία —τα υπερ και τα κατά της. Ο Μπόυντ Κάριγκτον, όπως ήταν φυσικό, μιλούσε περισσότερο απ’ όλους, ο Νόρτον έλεγε κάπου κόπου μια δυο λέξεις κι η Τζούντιθ καθόταν σιωπηλή άλλα γεμάτη προσοχή. Εγώ είχα ομολογήσει, πως αν και επιφανειακά φαινόταν πως υπήρχε κάθε λόγος για να υποστηρίξει κανείς αυτή τη μέθοδο, στην πραγματικότητα ένοιωθα μια συναισθηματική αποστροφή γι’ αυτή. Εξ άλλου, είπα, νόμιζα πως έβαζε μεγάλη δύναμη στα χέρια των συγγενών. Ο Νόρτον συμφώνησε μαζί μου. Πρόσθεσε πως πίστευε ότι έπρεπε να γίνεται μόνο με την επιθυμία και την συγκατάθεση του ίδιου του ασθενούς, όταν ήταν βέβαιος ο θάνατος μετά από ένα παρατεταμένο μαρτύριο. — Α, μα αυτό είναι το περίεργο, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Θέλει ποτέ ο ενδιαφερόμενος να γλυτώσει απ’ τη δυστυχία του, όπως λέμε; Ύστερα μας είπε μια ιστορία που τόνισε πως ήταν αυθεντική, για έναν άνθρωπο που πονούσε φοβερά από καρκίνο που δεν επιδεχόταν εγχείρηση. Είχε παρακαλέσει τον γιατρό που τον φρόντιζε να του δώσει κάτι που θα ‘βαζε ένα τέλος σ’ όλα αυτά. Ο γιατρός είχε απαντήσει: «Δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, γέρο μου». Αργότερα, φεύγοντας, είχε βάλει κοντά στον ασθενή μερικά χάπια μορφίνης, λέγοντας του προσεχτικά πόσα μπορούσε να πάρει ακίνδυνα και ποια δόση θα ‘ταν επικίνδυνη. Αν και τ’ άφησε στη διάθεση του ασθενούς και μπορούσε εύκολα να πάρει μια μοιραία ποσότητα, δεν το ‘κανε. — Αποδεικνύοντας έτσι, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον, πως, παρά τα λόγια του, αυτός ο άνθρωπος προτιμούσε τον πόνο του από μια
γρήγορη κι ευσπλαχνική απαλλαγή… Τότε μίλησε για πρώτη φορά η Τζούντιθ, δυνατά κι απότομα. — Φυσικά, είπε. Δεν θα ‘πρεπε να τον αφήσουν ν’ αποφασίσει μόνος του. Ο Μπόυντ Κάριγκτον την ρώτησε τι εννοούσε. — Εννοώ, πως όποιος είναι αδύνατος, πονεμένος κι άρρωστος, δεν έχει τη δύναμη να πάρει μια απόφαση, δεν μπορεί. Πρέπει να το χάνει κάποιος άλλος για λογαριασμό του. Είναι καθήκον κάποιου που τον αγαπάει να πάρει την απόφαση. — Καθήκον; ρώτησα μ’ αμφιβολία. Η Τζούντιθ στράφηκε προς το μέρος μου: — Ναι, καθήκον. Κάποιος που το μυαλό του είναι καθαρό και θα αναλάβει την ευθύνη. Ο Μπόυντ Κάριγκτον κούνησε το κεφάλι του: —Και θα καταλήξει στη φυλακή με την κατηγορία του φόνου; — Όχι αναγκαστικά. Πάντως, αν αγαπάς κάποιον, θα διακινδύνευες. — Μα, άκου, Τζούντιθ, είπε ο Νόρτον, αυτό που προτείνεις είναι φοβερή ευθύνη. — Δεν νομίζω. Οι άνθρωποι φοβούνται υπερβολικά την ευθύνη. Αναλαμβάνουν την ευθύνη για ένα σκύλο — γιατί όχι και για έναν άνθρωπο; — Να, είναι κάπως διαφορετικό, δεν ειν’ έτσι; — Ναι, είναι πιο σημαντικό, είπε η Τζούντιθ. — Μου κόβετε την ανάσα, είπε ο Νόρτον. — Ώστε σεις θα το διακινδυνεύατε; ρώτησε με περιέργεια ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Νομίζω. Δεν φοβάμαι τους κινδύνους. Ο Μπόυντ Κάριγκτον κούνησε το κεφάλι του. — Δεν φθάνει αυτό, ξέρετε. Δεν μπορούν οι άνθρωποι εδώ, εκεί και παντού να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, ν’ αποφασίζουν για θέματα ζωής και θανάτου. — Πραγματικά, είπε ο Νόρτον. Ξέρετε, Μπόυντ Κάριγκτον, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θα ‘χαν το θάρρος ν’ αναλάβουν την
ευθύνη. Χαμογέλασε αχνά καθώς κοίταζε την Τζούντιθ. — Δεν πιστεύω πως θα το είχατε, αν φθάνατε σ’ αυτό το σημείο, πρόσθεσε. — Δεν μπορεί φυσικά να ‘ναι κανείς σίγουρος, είπε συγκροτημένα η Τζούντιθ. Νομίζω πως ναι. — Όχι, έκτος αν είχατε ν’ ακονίσετε το δικό σας τσεκούρι, είπε ο Νόρτον μ’ ένα ελαφρό κλείσιμο του ματιού. Η Τζούντιθ κοκκίνισε πολύ κι είπε έντονα: — Αυτό δείχνει απλώς πως δεν καταλαβαίνετε καθόλου. Αν είχα ένα... προσωπικό κίνητρο, θα μπορούσα να κάνω οτιδήποτε. Δεν καταλαβαίνετε; είπε απευθυνόμενη σ’ όλους μας. Πρέπει να είναι εντελώς απρόσωπο. Θα μπορούσες ν’ αναλάβεις την ευθύνη του... του τερματισμού μιας ζωής αν ήσουν ολότελα σίγουρος για τα κίνητρά σου. Πρέπει να μην είναι καθόλου εγωιστικά. — Πάντως, είπε ο Νόρτον, εσείς δεν θα το κάνατε. — Θα το ‘κανα, επέμεινε η Τζούντιθ. Κατ’ αρχήν δεν θεωρώ τη ζωή τόσο ιερή όσο όλοι εσείς. Οι αταίριαστες ζωές, οι άχρηστες ζωές πρέπει να φύγουν απ’ τη μέση. Υπάρχει τόσο μπέρδεμα. Μόνο οι άνθρωποι που μπορούν να κάνουν μια αξιοπρεπή προσφορά στην κοινότητα πρέπει ν’ αφήνονται να ζήσουν. Oι άλλοι πρέπει ν’ απομακρύνονται ανώδυνα. Ξαφνικά στράφηκε στον Μπόυντ Κάριγκτον. — Συμφωνείτε μαζί μου, δεν ειν’ έτσι; — Βασικά ναι, είπε αργά αυτός. Μόνο οι άξιοι πρέπει να επιζούν. — Δεν θα παίρνατε το νόμο στα χέρια σας αν ήταν απαραίτητο ; — Ίσως, είπε αργά ο Μπόυντ Κάριγκτον. Δεν ξέρω... — Πολλοί άνθρωποι θα συμφωνούσαν μαζί σας στη θεωρία, είπε ήρεμα ο Νόρτον. Στην πράξη είναι διαφορετικά. — Αυτό δεν είναι λογικό. — Φυσικά δεν είναι, είπε Ανυπόμονα ο Νόρτον. Στην πραγματικότητα είναι θέμα θάρρους. Απλώς δεν έχει κανείς τα κότσια, για να εκφρασθούμε χυδαία. Η Τζούντιθ έμεινε σιωπηλή. Ο Νόρτον συνέχισε.
— Ειλικρινά, ξέρετε, Τζούντιθ, είσαστε κι εσείς το ίδιο. Δεν θα ‘χατε το θάρρος, όταν ερχόταν η ώρα. — Δεν νομίζετε; — Είμαι σίγουρος. — Νομίζω πως κάνετε λάθος, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Νομίζω πως η Τζούντιθ έχει μεγάλο θάρρος. Ευτυχώς το πρόβλημα δεν παρουσιάζεται συχνά. Το γκονγκ αντήχησε απ’ το σπίτι. Η Τζούντιθ σηκώθηκε. — Ξέρετε, είπε πολύ καθαρά στον Νόρτον, κάνετε λάθος. Έχω περισσότερο... περισσότερα κότσια απ’ όσο νομίζετε. Πήγε βιαστικά προς το σπίτι. Ο Μπόυντ Κάριγκτον την ακολούθησε λέγοντας: — Ε, Τζούντιθ, περίμενε με. Ακολούθησα, νοιώθοντας μάλλον απελπισμένος για κάποιο λόγο. Ο Νόρτον, που πάντα διαισθανόταν τη διάθεση του άλλου, προσπάθησε να με παρηγορήσει. Ξέρετε, δεν το λέει στα σοβαρά, είπε. Είναι το είδος της μισοσχηματισμένης ιδέας που έχει κανείς όταν είναι νέος, Αλλά ευτυχώς δεν την εφαρμόζει. Μένει απλώς... κουβέντα. Νομίζω πως η Τζούντιθ τον άκουσε, γιατί έριξε μια οργισμένη ματιά πάνω απ’ τον ώμο της. Ο Νόρτον χαμήλωσε τη φωνή του. — Οι θεωρίες δεν χρειάζεται να μας στενοχωρούν, είπε. Αλλά κοιτάξτε, Χάστιγκς... — Ναι; Ο Νόρτον φάνηκε μάλλον αμήχανος. — Δεν θέλω να σας ερεθίσω, είπε, αλλά τι ξέρετε για τον Άλλερτον; — Για τον Άλλερτον; — Ναι, λυπάμαι αν χώνω τη μύτη μου στις υποθέσεις σας, άλλα ειλικρινά αν ήμουν στη θέση σας, δε θα ‘φηνα την κόρη μου να τον βλέπει πολύ. Είναι... να η φήμη του δεν είναι πολύ καλή. — Βλέπω μόνος μου τι είδους κάθαρμα είναι, είπα πικρά. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο στις μέρες μας.
— Ω, το ξέρω. Τα κορίτσια φροντίζουν τον εαυτό τους, όπως λέει η παροιμία. Οι περισσότερες μπορούν πραγματικά. Άλλα —να— ο Άλλερτον έχει μια μάλλον ιδιαίτερη μέθοδο σ’ αυτό το θέμα. (Δίστασε κι υστέρα είπε:) Κοιτάξτε, νομίζω πως πρέπει να σας το πω. Μην το διαδώσετε, φυσικά, μα συμβαίνει να ξέρω κάτι αρκετά κακό γι’ αυτόν. Μου το είπε —και μπόρεσα αργότερα να εξακριβώσω την κάθε λεπτομέρεια. Ήταν μια απαίσια ιστορία. Η ιστορία μιας κοπέλας, σίγουρης για τον εαυτό της, μοντέρνας, ανεξάρτητης. Ο Άλλερτον είχε βάλει όλη του την τεχνική σ’ εφαρμογή μαζί της. Αργότερα είχε εμφανισθεί η άλλη πλευρά της ιστορίας —και η υπόθεση τελείωσε με μια απελπισμένη κοπέλα που αυτοκτόνησε με υπερβολική δόση βερονάλ. Και το φρικτό ήταν πως το κορίτσι ήταν σχεδόν ο ίδιος τύπος με την Τζούντιθ —ο ανεξάρτητος, διανοούμενος τύπος. Το είδος της κοπέλας που όταν δίνει την καρδιά της το κάνει με μια απελπισία και με μια εγκατάλειψη που δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει ο ανόητος, επιπόλαιος τύπος. Πήγα για φαγητό μ’ ένα φρικτό προαίσθημα...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ — Σέ στενοχωρεί τίποτα, φίλε μου; ρώτησε ο Πουαρό εκείνο το απόγευμα. Δεν απάντησα, άλλα κούνησα απλώς το κεφάλι μου. Ένοιωθα πως δεν είχα το δικαίωμα να φορτώσω στον Πουαρό το καθαρά προσωπικό μου πρόβλημα. Δεν μπορούσε να βοηθήσει με κανέναν τρόπο. Η Τζούντιθ θ’ αντιμετώπιζε οποιαδήποτε συμβουλή εκ μέρους του με την χαμογελαστή αδιαφορία των νέων για τις βαρετές συμβουλές των γέρων. Η Τζούντιθ, η Τζούντιθ μου... Είναι δύσκολο να περιγράφω σήμερα τι ακριβώς πέρασα εκείνη τη μέρα. Αργότερα, τώρα που το ξανασκέφτομαι, έχω την τάση ν’ αποδίδω ένα μέρος του στην ίδια την ατμόσφαιρα του «Στάυλς». Ήταν εύκολο να περάσουν άσχημες φαντασίες απ’ το μυαλό εκεί. Υπήρχε ακόμα όχι μόνο το παρελθόν αλλά κι ένα άσχημο παρόν. Η σκιά του φόνου κι ένας δολοφόνος στοίχειωναν το σπίτι. Και πίστευα πως ο δολοφόνος ήταν ο Άλλερτον κι η Τζούντιθ είχε αρχίσει να τον ερωτεύεται! Ήταν απίστευτο, τερατώδες, δεν ήξερα τι να κάνω. Μετά το φαγητό ο Μπόυντ Κάριγκτον με πήρε κατά μέρος. Δίστασε λίγο πριν έρθει στο θέμα. Στο τέλος είπε μάλλον απότομα: — Μην νομίζετε πως ανακατεύομαι, αλλά νομίζω πως θα ‘πρεπε να μιλήσετε στην κόρη σας. Προειδοποιήστε την, έ; Ξέρετε αυτόν τον Άλλερτον... η φήμη του είναι αρκετά κακή κι εκείνη... να, φαίνεται πως κάτι υπάρχει ανάμεσα τους. Είναι τόσο εύκολο για τους ανθρώπους που δεν έχουν παιδιά να μιλάνε έτσι! Τι έπρεπε να κάνω. Να την συμβουλεύσω; Θα ωφελούσε σε τίποτα; Θα ‘κανε τα πράγματα χειρότερα; Αν ήταν εκεί η Σταχτοπούτα, θα ‘ξερε τι να κάνει, τι να πει. Παραδέχομαι πως ένοιωσα τον πειρασμό να καθίσω στ' αυγά μου και να μην πω τίποτα. Αλλά σε λίγο σκέφτηκα πως αυτό ήταν στην πραγματικότητα δειλία. Απ’ έφευγα την δυσαρέσκεια μιας εξήγησης με την Τζούντιθ. Καταλαβαίνετε, φοβόμουν την ψηλή, όμορφη κόρη
μου. Ανεβοκατέβηκα τον κήπο με το μυαλό μου να είναι όλο και πιο ταραγμένο. Τα βήματα μου με οδήγησαν τελικά στον κήπο με τα τριαντάφυλλα κι εκεί η απόφαση πάρθηκε μέσ’ απ’ τα χέρια μου, γιατί η Τζούντιθ καθόταν μόνη σ’ ένα κάθισμα και σ’ όλη μου τη ζωή δεν είχα δει έκφραση μεγαλύτερης δυστυχίας στο πρόσωπο μιας γυναίκας. Η μάσκα είχε πέσει. Φαινόταν καθαρά η αναποφασιστικότητα κι η βαθιά δυστυχία. Συγκέντρωσα όλο μου το κουράγιο. Πήγα προς το μέρος της. Δεν με άκουσε ώσπου βρέθηκα δίπλα της. — Τζούντιθ, είπα. Για όνομα του Θεού, Τζούντιθ, μην το παίρνεις τόσο βαριά. Γύρισε προς το μέρος μου, απορημένη. — Πατέρα; Δεν σε άκουσα. Συνέχισα, ξέροντας πως θα ‘ταν μοιραίο αν κατάφερνε να με ξαναφέρει στην συνηθισμένη καθημερινή συζήτηση. — Ω , α γ α π η μ έ ν ο μου παιδί, μη νομίζεις πως δεν ξέρω, πως δεν καταλαβαίνω. Δεν του αξίζει... ω, πίστεψε με, δεν του αξίζει. Το πρόσωπο της, ταραγμένο, τρομαγμένο ήταν στραμμένο προς το μέρος μου. — Ξέρεις πραγματικά για τι πράγμα μιλάς; είπε ήρεμα. — Ξέρω. Ενδιαφέρεσαι γι’ αυτόν τον άνδρα. Αλλά, αγαπητή μου, δεν οφείλει. Χαμογέλασε σοβαρά μ’ ένα χαμόγελο που σου ράγιζε την καρδιά. — Ίσως το ξέρω το ίδιο καλά όσο και συ. — Όχι, δεν μπορεί να το ξέρεις. Ω, Τζούντιθ, τι μπορεί να βγει απ’ όλα αυτά; Είναι παντρεμένος. Δεν υπάρχει μέλλον για σένα... μόνο θλίψη και ντροπή... κι όλα θα τελειώσουν μ’ ένα πικρό μίσος για τον εαυτό σου. Το χαμόγελό της έγινε πλατύτερο κι ακόμα πιο θλιμμένο. — Πόσο εύγλωττα μιλάς! — Παράτησε τα, Τζούντιθ, παράτησε τα όλα. — Όχι! — Δεν του αξίζει, αγαπητή μου.
— Αξίζει το παν στον κόσμο για μένα, είπε πολύ ήρεμα και αργά. — Oχι, όχι Τζούντιθ. Σέ ικετεύω… Το χαμόγελό της εξαφανίσθηκε. Στράφηκε εναντίον μου σαν εκδικητική μαινάδα. — Πως τολμάς; Πως τολμάς ν’ ανακατεύεσαι; Δεν θα το ανεχθώ. Να μην μου ξαναμιλήσεις ποτέ γι’ αυτό. Σέ μισώ, σε μισώ. Δεν είναι δική σου δουλειά. Είναι η δική μου ζωή... το μυστικό μου στη ζωή ! Σηκώθηκε. Με παραμέρισε με σταθερό χέρι και με προσπέρασε. Σαν εκδικητική μαινάδα. Την κοίταξα απελπισμένος που έφευγε. ΙΙ Βρισκόμουν ακόμα εκεί κάπου ένα τέταρτο αργότερα, κατάπληκτος κι απελπισμένος, ανίκανος να σκεφτώ την επόμενη ενέργεια μου. Ήμουν έχει όταν με βρήκαν η Ελίζαμπεθ Κόουλ κι ο Νόρτον. Κατάλαβα Αργότερα πως μου φέρθηκαν πολύ ευγενικά. Είδαν, πρέπει να είδαν, πως βρισκόμουν σε μεγάλη πνευματική σύγχυση. Αλλά με αρκετό τακτ δεν έκαναν τον παραμικρό υπαινιγμό για τη διάθεσή μου. Αντίθετα, με πήραν μαζί τους για έναν περίπατο. Αγαπούσαν κι οι δυο την φύση. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ μου έδειχνε αγριολούλουδα κι ο Νόρτον μου έδειχνε πουλιά με τα κιάλια του. Η κουβέντα τους ήταν ευγενική, ηρεμιστική, που είχε σχέση μόνο με τα φτερωτά όντα και τα λουλούδια του δάσους. Σιγά σιγά ξαναγύρισα στη φυσιολογική μου κατάσταση, αν και μέσα μου βρισκόμουν ακόμα σε υπερβολική σύγχυση. Επί πλέον, όπως πολλοί άνθρωποι, ήμουν πεπεισμένος πως ό,τι συνέβαινε είχε σχέση με την ταραχή μου. Έτσι, όταν ο Νόρτον, αναφώνησε με τα κιάλια του στα μάτια: —Ε, αν αυτό δεν είναι ξυλοφάγος με βούλες, ποτέ... Κι υστέρα σταμάτησε απότομα έγινα αμέσως καχύποπτος. Άπλωσα τα χέρια μου για να πάρω τα κιάλια. — Για να δω. Η φωνή μου ήταν επιτακτική. Ο Νόρτον ψαχούλεψε τα κιάλια. — Έκανα λάθος, είπε με παράξενα διατακτική φωνή. Έφυγε... του-
λάχιστον, η αλήθεια ήταν πως ήταν μάλλον κοινό πουλί. Το πρόσωπο του ήταν χλωμό και αναστατωμένο απέφυγε να μας κοιτάξει. Φαινόταν ταραγμένος κι απελπισμένος. Ακόμα και τώρα δεν νομίζω πως ήταν τελείως παράλογο να φθάσω στο συμπέρασμα πως είχε δει με τα κιάλια του κάτι που είχε αποφασίσει να μ’ εμποδίσει να το δω. Ό,τι κι αν είχε δει, του έκανε τόσο βαθιά κατάπληξη ώστε την παρατηρήσαμε κι οι δυο μας. Τα κιάλια του ήταν στραμμένα σε μια μακρινή λωρίδα δάσους. Τι είχε δει εκεί; — Αφήστε με να δω, είπα επιτακτικά. Άρπαξα τα κιάλια. Θυμάμαι πως προσπάθησε να τα προστατεύσει από μένα, αλλά αδέξια. Τ’ άρπαξα με δύναμη. — Δεν ήταν... θέλω να πω το πουλί έφυγε, είπε αδύναμα ο Νόρτον. Θα ‘θελα... Με τα χέρια μου να τρέμουν λίγο, προσάρμοσα τα κιάλια στα μάτια μου. Ήταν δυνατά κιάλια: Τα γύρισα όσο πιο κοντά μπορούσα προς το σημείο που νόμιζα πως κοιτούσε ο Νόρτον. Άλλα δεν είδα τίποτα —τίποτα έκτος από μια λευκή λάμψη (το λευκό φόρεμα μιας κοπέλας;) να χάνεται μέσα στα δέντρα. Χαμήλωσα τα κιάλια. Χωρίς λέξη τα ξανάδωσα σ’ εκείνον. Δεν αντίκρυσε το βλέμμα μου. Φαινόταν ανήσυχος και ταραγμένος. Γυρίσαμε μαζί στο σπίτι και θυμάμαι πως ο Νόρτον ήταν πολύ σιωπηλός σ’ όλο το δρόμο. ΙΙΙ Η κ. Φράνκλιν κι ο Μπόυντ Κάριγκτον γύρισαν λίγο μετά που μπήκαμε στο σπίτι. Την είχε πάει με το αυτοκίνητο του στο Τάντκαστερ γιατί ήθελε να κάνει μερικά ψώνια. Υποθέτω πως είχε κάνει πολλά ψώνια. Πολλά πακέτα βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο και φαινόταν αρκετά ζωηρή, γελώντας και μιλώντας και με αρκετό χρώμα στα μάγουλά της. Έστειλε πάνω τον Μπόυντ Κάριγκτον με κάτι που ήταν ιδιαίτερα εύθραυστο και δέχτηκα κι εγώ γενναιόδωρα μια αποστολή. Η ομιλία της ήταν γρηγορότερη και νευρικότερη απ’ το συνηθι-
σμένο. — Δεν κάνει φοβερή ζέστη; Νομίζω πως θα ‘χουμε καταιγίδα. Αυτός ο καιρός πρέπει να ξεσπάσει γρήγορα. Ξέρετε, λένε, πως υπάρχει έλλειψη νερού. Η χειρότερη ξηρασία εδώ και χρόνια. Συνέχισε, γυρίζοντας στην Ελίζαμπεθ Κόουλ: — Τι κάνατε όλοι σας; Που είναι ο Τζων; Είπε πως είχε πονοκέφαλο και πως θα περπατούσε για να του περάσει. Δεν του ταιριάζει καθόλου να ‘χει πονοκέφαλο. Ξέρετε, νομίζω πως ανησυχεί για τα πειράματά του. Δεν πάνε καλά ή κάτι τέτοιο. Θα ‘θελα να μου ‘λεγε περισσότερα. Σταμάτησε κι ύστερα μίλησε στον Νόρτον: — Είσαστε πολύ σιωπηλός, κύριε Νόρτον. Συμβαίνει τίποτα; Φαίνεστε... φαίνεστε τρομαγμένος. Μήπως είδατε το φάντασμα της γριάς κυρίας τάδε; — Όχι, όχι, είπε ο Νόρτον αναπηδώντας. Δεν είδα φαντάσματα. Απλώς σκεφτόμουν κάτι. . Εκείνη τη στιγμή ο Κέρτις πέρασε το κατώφλι της πόρτας τσουλώντας τον Πουαρό στην αναπηρική του καρέκλα. Σταμάτησε στο χολ, έτοιμος να πάρει τον κύριο του και να τον ανεβάσει στη σκάλα. Ο Πουαρό, με τα μάτια του ξαφνικά ξύπνια, κοίταζε μια τον ένα και μια τον άλλο. — Τι τρέχει; είπε ζωηρά. Συμβαίνει τίποτα; Κανένας μας δεν απάντησε για ένα λεπτό κι ύστερα η Μπάρμπαρα Φράνκλιν είπε μ’ ένα μικρό ψεύτικο γέλιο: — Όχι, φυσικά όχι. Τι να συμβαίνει; Μήπως έρχεται καταιγίδα; Ώ θεέ μου, είμαι φοβερά κουρασμένη Λοχαγέ Χάστιγκς, μπορείτε να φέρετε αυτά τα πράγματα επάνω; Ευχαριστώ πάρα πολύ. Την ακολούθησα, ανεβήκαμε τη σκάλα και διασχίσαμε την ανατολική πτέρυγα. Το δωμάτιό της ήταν το τελευταίο εκείνης της πλευράς. Η κ. Φράνκλιν άνοιξε την πόρτα. Βρισκόμουν πίσω της με τα χέρια μου γεμάτα πακέτα. Σταμάτησε απότομα στο κατώφλι. Κοντά στο παράθυρο, η αδελφή
Κράβεν εξέταζε την παλάμη του Μπόυντ Κάριγκτον. Σήκωσε τα μάτια του και γέλασε λίγο ανόητα. — Γειά σας. Η αδελφή από δω μου λέει την τύχη μου. Είναι καταπληκτική χειρομάντης. — Πραγματικά; Δεν είχα ιδέα. Η φωνή της Μπάρμπαρα Φράνκλιν ήταν έντονη. — Παρακαλώ, αδελφή, πάρτε αυτά τα πράγματα. Και ετοιμάστε μου ένα χτυπητό αυγό. Νοιώθω πολύ κουρασμένη. Και μια θερμοφόρα, παρακαλώ. Θα πέσω στο κρεββάτι όσο πιο γρήγορα μπορώ. — Ασφαλώς, κ. Φράνκλιν. Η αδελφή Κράβεν προχώρησε μπροστά. Έδειχνε μόνο επαγγελματική φροντίδα και τίποτ’ άλλο. — Σέ παρακαλώ, Μπιλ, φύγε, είπε η κ. Φράνκλιν. Είμαι φοβερά κουρασμένη. Ο Μπόυντ Κάριγκτον φαινόταν πολύ ανήσυχος. — Ω, Μπάμπς, μήπως ήταν πάρα πολύ για σένα; Λυπάμαι. Τι απρόσεκτα ανόητος που είμαι. Δεν θα ‘πρεπε να σ’ αφήσω να παρακουρασθείς. Η κ. Φράνκλιν του χάρισε ένα αγγελικό χαμόγελο μάρτυρα, — Δεν ήθελα να πω τίποτα. Δεν μ’ αρέσει καθόλου να είμαι κουραστική. Οι δυο άντρες βγήκαμε απ’ το δωμάτιο, κάπως ντροπιασμένοι, κι αφήσαμε τις δυο γυναίκες μαζί. — Τι ανόητος που είμαι, είπε θλιμμένα ο Μπόυντ Κάριγκτον. Η Μπάρμπαρα φαινόταν τόσο ζωηρή και χαρούμενη που ξέχασα πως δεν έπρεπε να την κουράσω. Ελπίζω να μην έκανε κακό στον εαυτό της. — Ω, είπα μηχανικά, πιστεύω πως θα ‘ναι εντάξει ύστερα από μια νύχτα ξεκούρασης. Κατέβηκε τη σκάλα. Δίστασα κι ύστερα διέσχισα την άλλη πτέρυγα προς το δωμάτιο μου και το δωμάτιο του Πουαρό. Ο κοντούλης ανθρωπάκος θα με περίμενε. Για πρώτη φορά ήμουν απρόθυμος να πάω κοντά του. Είχα τόσο πολλά να σκεφτώ, κι είχα ακόμα εκείνο το δυσάρεστο συναίσθημα στο βάθος του στομαχιού μου. Διέσχισα
αργά το διάδρομο. Άκουσα φωνές στο δωμάτιο του Άλλερτον. Δεν νομίζω -πώς ήθελα συνειδητά ν’ ακούσω, αν και σταμάτησα αυτόματα για μια στιγμή έξω απ’ την πόρτα. Τότε, ξαφνικά άνοιξε η πόρτα και βγήκε η κόρη μου η Τζούντιθ. Σταμάτησε απότομα όταν με είδε. Την πήρα απ' το μπράτσο και την έσυρα στο δωμάτιό μου. Ξαφνικά ένοιωθα πολύ θυμωμένος. — Τι γυρεύεις στο δωμάτιο αυτού του ανθρώπου; Με κοίταξε σταθερά. Δεν έδειχνε θυμό τώρα, μόνο απόλυτη ψυχρότητα. Για λίγα δευτερόλεπτα δεν απάντησε. Την τράνταξα απ’ το χέρι. — Δεν θα το ανεχθώ, σου λέω. Δεν ξέρεις τι κάνεις. Τότε είπε με χαμηλή φωνή: — Νομίζω πως έχεις εντελώς βρώμικο μυαλό. — Ναι, είπα. Είναι μια κατηγορία που η γενιά σου αρέσκεται ν’ αποδίδει στη δική μου. Τουλάχιστον έχουμε ορισμένες αρχές. Κατάλαβέ το, Τζούντιθ, σου απαγορεύω να ‘χεις οποιαδήποτε σχέση μ’ αυτόν τον άνδρα. Με κοίταξε σταθερά. Ύστερα είπε ήρεμα: — Καταλαβαίνω. Αυτό είναι λοιπόν. — Αρνείσαι πώς είσαι ερωτευμένη μαζί του; — Όχι. — Μα δεν ξέρεις τι είναι. Δεν μπορείς να ξέρεις. Σκόπιμα, χωρίς να μασάω τα λόγια μου, της επανέλαβα την ιστορία που άκουσα για τον Άλλερτον. — Καταλαβαίνεις, είπα αφού τελείωσα. Τέτοιο κτήνος είναι. Φάνηκε μάλλον ασυγκίνητη. Τα χείλια της σούφρωσαν περιφρονητικά. — Σέ βεβαιώνω πως ποτέ δεν πίστευα πως είναι άγιος. — Δεν έχει καμμιά σημασία για σένα; Τζούντιθ, δεν μπορεί να είσαι εντελώς πορωμένη. — Πες το όπως θέλεις. — Τζούντιθ, δεν έχεις... δεν είσαι... Δεν μπορούσα να εκφράσω τη σκέψη μου. Τίναξε το χέρι της για ν’
απαλλαγεί απ’ το μπράτσο μου που την συγκρατούσε. — Άκουσε τώρα, πατέρα. Κάνω ό,τι θέλω. Δεν μπορείς να με δυναστεύεις. Και δεν ωφελούν οι φωνές. Θα κάνω ακριβώς ό,τι θέλω με τη ζωή μου, και δεν μπορείς να με εμποδίσεις. Την άλλη στιγμή βρισκόταν έξω απ’ το δωμάτιο. Είδα πως τα γόνατα μου έτρεμαν. Έπεσα σε μια καρέκλα. Ήταν χειρότερο—πολύ χειρότερο απ’ ό,τι είχα πιστέψει. Το παιδί μου ήταν ολότελα ξετρελαμένο. Δεν είχα κανέναν να στραφώ. Η μητέρα της, ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να ακούσει, είχε πεθάνει. Όλα εξαρτιόνταν από μένα. Δεν νομίζω πως έχω ξαναυποφέρει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου, όσο τότε... IV Σέ λίγο σηκώθηκα. Πλύθηκα, ξυρίστηκα κι άλλαξα. Κατέβηκα για το δείπνο. Φαντάζομαι πως φέρθηκα αρκετά φυσιολογικά. Κανείς δεν φαινόταν να προσέχει πως κάτι πήγαινε στραβά. Είδα μια δυο φορές την Τζούντιθ να μου ρίχνει περίεργες ματιές. Νομίζω πως απορούσε πως τα κατάφερνα να φαίνομαι όπως συνήθως. Κι όλη αύτη την ώρα η απόφαση μου μεγάλωνε όλο και περισσότερο μέσα μου. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν θάρρος —θάρρος και μυαλό. Μετά το δείπνο πήγαμε έξω. Κοιτάξαμε τον ουρανό, σχολιάσαμε τη βαριά ατμόσφαιρα, προφητεύσαμε βροχή, κεραυνούς, καταιγίδα. Είδα με την άκρη του ματιού μου την Τζούντιθ να εξαφανίζεται στη γωνιά του σπιτιού. Σέ λίγο ο Άλλερτον πήγε προς την ίδια κατεύθυνση. Τελείωσα αυτό που έλεγα στον Μπόυντ Κάριγκτον και πήρα κι εγώ τον ίδιο δρόμο. Νομίζω πως ο Νόρτον προσπάθησε να με σταματήσει. Πήρε το μπράτσο μου. Νομίζω πως προσπάθησε να μου προτείνει να πάμε στον κήπο με τα τριαντάφυλλα. Δεν έδωσα σημασία. Ήταν ακόμα μαζί μου όταν έστριψα στη γωνιά του σπιτιού. Βρίσκονταν εκεί. Είδα το πρόσωπο της Τζούντιθ στραμμένο προς
τα πάνω, είδα το πρόσωπο του Άλλερτον σκυμμένο από πάνω της, είδα πως την πήρε στην αγκαλιά του και το φιλί που ακολούθησε. Ύστερα χώρισαν γρήγορα. Έκανα ένα βήμα προς τα μπρος. Σχεδόν με τη βία, ο Νόρτον με τράβηξε πίσω και ξαναστρίψαμε τη γωνία. — Κοιτάξτε, είπε, δεν μπορείτε... Τον διέκοψα. — Μπορώ και θα το κάνω, είπα βίαια. — Δεν ωφελεί, αγαπητέ μου. Είναι απελπιστικό αλλά το συμπέρασμα είναι πως δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα. Εμεινα σιωπηλός. Μπορεί να νόμιζε πως ήταν έτσι, αλλά εγώ ήξερα καλύτερα. Ο Νόρτον συνέχισε: — Ξέρω πόσο ανίκανος και θυμωμένος νοιώθει κανείς, αλλά το μόνο που μπορείτε να κάνετε είναι να παραδεχθείτε την ήττα. Παραδεχθείτε την, άνθρωπέ μου. Δεν του πήγα κόντρα. Περίμενα, αφήνοντας τον να μιλάει. Ύστερα ξανάστριψα σταθερά τη γωνιά του σταχιού. Είχαν εξαφανισθεί τώρα, αλλά είχα μια πονηρή ιδέα σχετικά με το που μπορούσαν να είναι. Υπήρχε ένα θερινό περίπτερο κρυμμένο σε μια συστάδα δέντρων εκεί κοντά. Πήγα προς τα εκεί. Νομίζω πως ο Νόρτον ήταν άκυρα μαζί μου, αλλά δεν είμαι σίγουρος. Καθώς πλησίαζα, άκουσα φωνές και σταμάτησα. Άκουσα τη φωνή του Άλλερτον. — Λοιπόν, εντάξει, αγαπητό μου κορίτσι. Μην φέρνεις άλλες αντιρρήσεις Αύριο θα πας στην πόλη, θα πω πως πηγαίνω να μείνω μια δυο μέρες σ’ έναν φίλο μου στο Ίπσουιτς. Θα τηλεγραφήσεις απ’ το Λονδίνο πως δεν μπορείς να γυρίσεις. Και ποιος θα μάθει για κείνο το γοητευτικό δείπνο στο διαμέρισμά μου; Σου υπόσχομαι πως δεν θα το μετανιώσεις. Ένοιωσα τον Νόρτον να με τραβάει και στράφηκα ξαφνικά. Σχεδόν γέλασα βλέποντας το στενοχωρημένο, ανήσυχο πρόσωπο του. Τον άφησα να με σύρει πίσω στο σπίτι. Έκανα πως υποχωρούσα γιατί εκείνη τη στιγμή ήξερα τι ακριβώς θα έκανα...
Του είπα καθαρά και με μυαλό ξαφνικά τελείως λαμπικαρισμένο: — Μην στενοχωριέστε, γέρο μου. Δεν ωφελεί, το καταλαβαίνω τώρα. Δεν μπορείς να ελέγξεις τη ζωή των παιδιών σου. Βαρέθηκα. Έδειξε γελοία ανακουφισμένος. Λίγο αργότερα, του είπα πως θα πήγαινα νωρίς για ύπνο. Είπα πως είχα λίγο πονοκέφαλο. Δεν είχε καμμιά υποψία για το τι θα έκανα. V Σταμάτησα για μια στιγμή στο διάδρομο. Ήταν αρκετά ήσυχος. Δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω. Τα κρεββάτια είχαν ετοιμαστεί για τη νύχτα. Είχα αφήσει κάτω τον Νόρτον που το δωμάτιο του ήταν σ’ αυτή την πλευρά. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ έπαιζε μπριτζ. Ήξερα πως ο Κέρτις θα ‘παιρνε το δείπνο του κάτω. Το μέρος ήταν όλο δικό μου. Κολακεύομαι με την ιδέα πως δεν δούλεψα μάταια τόσα χρόνια με τον Πουαρό. Ήξερα τι ακριβώς προφυλάξεις έπρεπε να πάρω. Ο Άλλερτον δεν θα πήγαινε να συναντήσει την Τζούντιθ στο Λονδίνο την άλλη μέρα. Ο Άλλερτον δεν θα πήγαινε πουθενά την άλλη μέρα... Η όλη υπόθεση ήταν πραγματικά γελοία απλή. Πήγα στο δωμάτιο και πήρα το μπουκάλι μου με τις ασπιρίνες. ‘Ύστερα πήγα στο μπάνιο του δωματίου του Άλλερτον. Τα χάπια Σλαμπερυλ ήταν στο ντουλάπι, Σκέφτηκα πως οχτώ έπρεπε να φτάνουν. Η δόση ήταν ένα ή δύο. Οχτώ θα ‘ταν άφθονα, λοιπόν. Ο ίδιος ο Άλλερτον είχε πει πως η τοξική δόση δεν ήταν μεγάλη. Διάβασα την ετικέτα. «Η υπέρβασης της προδιαγεγραμμένης δόσεως είναι επικίνδυνος». Χαμογέλασα. Τύλιξα ένα μεταξωτό μαντήλι στο χέρι μου και ξεβούλωσα προσεκτικά το μπουκάλι. Δεν έπρεπε να υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα. Άδειασα τα χάπια. Ναι, ήταν σχεδόν ακριβώς το ίδιο μέγεθος με τις ασπιρίνες. Έβαλα οχτώ ασπιρίνες στο μπουκάλι, υστέρα έβαλα μέσα τα Σλαμπερύλ, αφήνοντας οχτώ. Το μπουκάλι φαινόταν ακριβώς όπως πριν. Ο Άλλερτον δεν θα ‘βλεπε τη διαφορά.
Ξαναγύρισα ιστό δωμάτιο μου. Είχα εκεί ένα μπουκάλι ουίσκι —οι περισσότεροι στο «Στάυλς» είχαμε. Έβγαλα δυο ποτήρια κι ένα σιφόν. Ποτέ δεν είχα δει τον Άλλερτον να λέει όχι για ένα ποτό. Όταν ανέβαινε θα τον καλούσα για ένα νυκτερινό ποτηράκι. Δοκίμασα τα χάπια σε λίγο οινόπνευμα. Διαλύθηκαν αρκετά εύκολα. Δοκίμασα λίγο απ’ το μίγμα. Ίσως ήταν λίγο πικρό άλλα δύσκολα το πρόσεχε κανείς. Είχα το σχέδιό μου. Έπρεπε να παίρνω ένα ποτό όταν θ’ ανέβαινε ο Άλλερτον. Θα του το έδινα και θα σέρβιρα ένα άλλο για τον εαυτό μου. Όλα ήταν αρκετά εύκολα και φυσικά. Δεν μπορούσε να είχε ιδέα για τα αισθήματα μου έκτος, φυσικά, αν του το είχε πει η Τζούντιθ. Το σκέφτηκα για μια στιγμή, αλλά αποφάσισα πως ήμουν αρκετά ασφαλής απ’ αυτή την άποψη. Η Τζούντιθ δεν έλεγε ποτέ τίποτα σε κανέναν. Ίσως εκείνος θα πίστευε πως δεν είχα καμμιά υποψία για τα σχέδιά τους. Το μόνο που είχα να κάνω ήταν να περιμένω. Θα περνούσε πολύς χρόνος, ίσως μια δυο ώρες, πριν ανέβει για ύπνο ο Άλλερτον. ’Ήταν πάντα νυχτοπούλι. Κάθισα εκεί περιμένοντας ήσυχα. Ένα ξαφνικό χτύπημα στην πόρτα μ’ έκανε ν’ αναπηδήσω. Πάντως ήταν μόνο ο Κέρτις. Ο Πουαρό με ζητούσε. Συνήλθα μ’ ένα σοκ. Ο Πουαρό! Δεν τον είχα σκεφτεί ούτε μια φορά όλο το βράδυ. Πρέπει ν’ αναρωτιόταν τι είχα γίνει. Με ανησύχησε λίγο. Πρώτα απ' όλα γιατί ντρεπόμουν που δεν είχα πάει καθόλου κοντά του και δεύτερον γιατί δεν ήθελα να υποψιαστεί πως είχε συμβεί κάτι ασυνήθιστο. Ακολούθησα τον Κέρτις στον διάδρομο. — Ε, λοιπόν! αναφώνησε ο Πουαρό. Μ’ εγκαταλείπεις, ψέματα; Χασμουρήθηκα και χαμογέλασα απολογητικά. — Λυπάμαι φοβερά, γέρο μου, είπα. Αλλά για να σου πω την όλη θεία, έχω τέτοιο πονοκέφαλο, ώστε δυσκολεύομαι να δω. Υποθέτω πως είναι η θύελλα που έρχεται. Ένοιωθα αρκετά άσχημα... τόσο άσχημα, ώστε ξέχασα εντελώς πως δεν είχα έρθει να σε καληνυχτίσω. Όπως είχα ελπίσει, ο Πουαρό έδειξε αμέσως ενδιαφέρον. Πρόφερε
διάφορες θεραπείες. Έκανε φασαρία. Με κατηγόρησε πως είχα καθίσει σε κάποιο ρεύμα στο ύπαιθρο (την πιο ζεστή μέρα του καλοκαιριού). Αρνήθηκα να πάρω ασπιρίνη με τη δικαιολογία πως είχα πάρει κιόλας μερικές, άλλα δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω ένα φλυτζάνι γλυκείας κι αηδιαστικής σοκολάτας! — Καταλαβαίνεις, δυναμώνει τα νεύρα, εξήγησε ο Πουαρό. Την ήπια για ν’ αποφύγω τη συζήτηση, κι υστέρα, με τα ανήσυχα και στοργικά επιφωνήματα του Πουαρό ν’ αντηχούν στ’ αυτιά μου, του ευχήθηκα καληνύχτα. Γύρισα στο δωμάτιό μου κι έκλεισα επιδεικτικά την πόρτα. Αργότερα την άνοιξα λίγο με μεγάλη προσοχή. Τώρα δεν μπορούσα να μην ακούσω τον Άλλερτον όταν θα ‘ρχόταν. Αλλά θ’ αργούσε ακόμα. Κάθισα εκεί και περίμενα. Σκέφτηκα την πεθαμένη μου γυναίκα. Μουρμούρησα: — Καταλαβαίνεις, αγαπημένη μου, θα την σώσω!. Είχε αφήσει την Τζούντιθ στις φροντίδες μου και δεν σκόπευα να την απογοητεύσω. Μέσα στην ησυχία και στη σιωπή ένοιωσα ξαφνικά πως η Σταχτοπούτα βρισκόταν πολύ κοντά μου. Ένοιωσα σχεδόν σαν να ‘ταν μέσα στο δωμάτιο. Κι εξακολούθησα να κάθομαι σοβαρός και να περιμένω.
ΚΕΦΑΛΑIΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Υπάρχει κάτι στο να γράφεις ψύχραιμα μια αποκλιμάκωση που καταστρέφει την αυτοεκτίμηση σου. Γιατί καταλαβαίνετε, η αλήθεια είναι πως καθόμουν έχει περιμένοντας τον Άλλερτον κι αποκοιμήθηκα! Δεν ήταν πραγματικά τόσο παράξενο, υποθέτω. Είχα κοιμηθεί πολύ άσχημα την προηγούμενη νύχτα. Είχα μείνει έξω στον αέρα όλη μέρα. Είχα κουρασθεί απ’ τη στενοχώρια και την ένταση του να παίρνω θάρρος γι’ αυτό που επρόκειτο να κάνω. Πάνω απ’ όλα υπήρχε κι ο βαρύς φουρτουνιασμένος καιρός. Ίσως ακόμα κι η φλογερή προσπάθεια συγκέντρωσης που έκανα να βοήθησε. Πάντως συνέβη. Αποκοιμήθηκα εκεί στην καρέκλα μου κι όταν ξύπνησα, τα πουλιά κελαηδούσαν έξω, ο ήλιος είχε ανέβει ψηλά κι εγώ καθόμουν πιασμένος και νοιώθοντας άβολα στην καρέκλα μου με τα βραδινά μου ρούχα, μια άσχημη γεύση στο στόμα και φοβερό πονοκέφαλο. Ένοιωσα απορία, δυσπιστία, αηδία και τελικά αμέτρητη και ακατανίκητη ανακούφιση. Ποιος ήταν εκείνος που έγραψε: «Αν ζήσεις ως αύριο, θα ξεπεράσεις και την πιο σκοτεινή μέρα;» Κι είναι απόλυτα αληθινό. Έβλεπα τώρα καθαρά και λογικά πόσο υπερβολικός και ξεροκέφαλος ήμουν. Μελοδραματικός, χωρίς καμμιά αίσθηση αναλογίας. Είχα αποφασίσει πραγματικά να σκοτώσω έναν άλλο άνθρωπο... Εκείνη τη στιγμή τα μάτια μου έπεσαν στο ποτήρι με το ουίσκι μπροστά μου. Με μια ανατριχίλα σηκώθηκα, τράβηξα τις κουρτίνες και το ‘χρυσά έξω απ’ το παράθυρο. Πρέπει να ‘μουν τρελός την περασμένη νύχτα !... Ξυρίστηκα, έκανα μπάνιο και ντύθηκα. Ύστερα, νοιώθοντας πολύ καλύτερα, πήγα στον Πουαρό. Ήξερα πως ξυπνούσε πάντα πολύ νωρίς. Κάθισα και του εξομολογήθηκα τα πάντα. Μπορώ να πω πως ήταν μεγάλη ανακούφιση. Κούνησε ευγενικά το κεφάλι του: — Α, μα αυτά που σκέφτεσαι είναι ανοησίες. Χαίρομαι που ήρθες
να μου εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου. Αλλά γιατί δεν ήρθες χτες τη νύχτα να μου πεις τι είχες στο μυαλό σου, αγαπητέ μου φίλε; — Υποθέτω πως φοβόμουν πως θα προσπαθούσες να με εμποδίσεις, είπα ντροπιασμένα. — Ασφαλώς θα σε είχα σταματήσει. Ασφαλώς. Νομίζεις πως θέλω να σε δω κρεμασμένο για το χατίρι ενός πολύ δυσάρεστου καθάρματος που λέγεται Ταγματάρχης Άλλερτον; — Δεν θα μ έπιαναν, είπα. Είχα πάρει όλες τις προφυλάξεις. — Αυτό νομίζουν όλοι oι δολοφόνοι. Είχες τη νοοτροπία ενός αληθινού δολοφόνου! ! Αλλά σου λέω, φίλε μου, πως δεν ήσουν τόσο έξυπνος όσο νόμιζες. — Πήρα όλες τις προφυλάξεις. Έσβησα τα δαχτυλικά μου αποτυπώματα από το μπουκάλι. — Ακριβώς. Έσβησες και τα αποτυπώματα του Άλλερτον. Και τι θα γινόταν όταν τον έβρισκαν νεκρό; Κάνουν αυτοψία και βρίσκουν πως πέθανε από υπερβολική δόση Σλαμπερύλ. Την πήρε τυχαία ή σκόπιμα. Κοιτάξτε, τα αποτυπώματα του δεν υπάρχουν στο μπουκάλι. Αλλά γιατί όχι; Είτε ατύχημα είτε αυτοκτονία δεν θα ‘χε κανένα λόγο να τα σβήσει. Κι υστέρα αναλύουν τα χάπια που έχουν απομείνει και βρίσκουν πως τα μισά σχεδόν έχουν αντικατασταθεί με ασπιρίνες. — Μα σχεδόν όλοι έχουν χάπια ασπιρίνης, μουρμούρισα αδύναμα. — Ναι, άλλα δεν έχουν όλοι μια κόρη που την κυνηγάει ο Άλλερτον με ανέντιμους σκοπούς —για χρησιμοποιήσω μια μελοδραματική φράση του παλιού καιρού. Κι είχες τσακωθεί σχετικά με την κόρη σου την προηγούμενη μέρα. Δυο άνθρωποι, ο Μπόυντ Κάριγκτον κι ο Νόρτον, μπορούν να ορκιστούν πως έτρεφες βίαια αισθήματα εναντίον αυτού του ανθρώπου. Όχι, Χάστιγκς, δεν θα φαινόταν πολύ καλό. Αμέσως η προσοχή θα συγκεντρωνόταν επάνω σου κι ίσως ως τότε να είχες φτάσει σε τέτοιο σημείο φόβου —η τύψεων— ώστε ένας καλός επιθεωρητής της αστυνομίας ν’ αποφάσιζε ότι εσύ ήσουν ο ένοχος. Είναι ακόμη πιθανόν να σε είχε δει κάποιος να σκαλίζεις τα χάπια.
— Δεν μπορεί. Δεν ήταν κανείς εκεί κοντά. — Υπάρχει ένα μπαλκόνι έξω απ’ το παράθυρο. Ίσως κάποιος να βρισκόταν εκεί και να κοίταζε μέσα. Ή, ποιος ξέρει, μπορεί κάποιος να κοίταζε απ’ την κλειδαρότρυπα. — Έχεις κλειδαρότρυπες στο μυαλό σου, Πουαρό. Οι άνθρωποι δεν ξοδεύουν πραγματικά όσο χρόνο νομίζεις κοιτάζοντας μέσα απ’ τις κλειδαρότρυπες. Ο Πουαρό έκλεισε τα μάτια του και παρατήρησε πως πάντα ήμουν πολύ εύπιστος. — Και θα σου πω πως συμβαίνουν παράξενα πράγματα με τα κλειδιά αυτού του σπιτιού. Μ’ αρέσει να νοιώθω πως η πόρτα μου είναι κλειδωμένη από μέσα, ακόμα κι αν ο καλός Κέρτις βρίσκεται στο διπλανό δωμάτιο. Λίγο μετά που ήρθα εδώ, το κλειδί μου εξαφανίζεται οριστικά! Πρέπει να φτιάξω ένα άλλο. — Πάντως, είπα μ’ ένα βαθύ στεναγμό ανακούφισης και με το μυαλό μου φορτωμένο ακόμα απ’ τα βάσανα μου, δεν έγινε. Είναι φρικτό να σκέφτεσαι πως μπορείς να φτάσεις σ’ αυτό το σημείο. Χαμήλωσα τη φωνή μου. — Πουαρό, δεν νομίζεις πώς εξ αίτιας —εξ αίτιας του φόνου που έγινε πριν από καιρό— υπάρχει κάποια μόλυνση στον αέρα; —Ένας ιός φόνου, θέλεις να πεις; Λοιπόν, είναι μια ενδιαφέρουσα υπόθεση. — Τα σπίτια έχουν ατμόσφαιρα, είπα σκεφτικά. Αυτό το σπίτι έχει κακή ιστορία… — Ο Πουαρό με διέκοψε. — Ναι. Υπήρξαν εδώ αρκετοί άνθρωποι που θέλησαν βαθιά να πεθάνει κάποιος άλλος. Αυτό είναι αλήθεια. — Πιστεύω πως σε κυριεύει κατά κάποιον τρόπο. Αλλά πες μου τώρα, Πουαρό, τι πρέπει να κάνω για όλα αυτά, εννοώ τον Άλλερτον και την Τζούντιθ. Πρέπει να τους σταματήσω με κάποιον τρόπο. Τι νομίζεις πως είναι το καλύτερο; — Να μην κάνεις τίποτα, είπε ο Πουαρό με έμφαση. — Ω, μα... — Πίστεψε με, θα κάνεις λιγότερο κακό αν δεν ανακατευθείς.
— Αν έπιανα τον Άλλερτον... επέμενα. — Τι μπορείς να πεις ή να κάνεις; Η Τζούντιθ είναι 21 έτους και κυρία του εαυτού της. — Μα νοιώθω πως θα ‘πρεπε να μπορώ... Ο Πουαρό με διέκοψε. —Όχι, Χάστιγκς. Μην φαντάζεσαι πως είσαι αρκετά έξυπνος, αρκετά δυνατός ή αρκετά πονηρός για να επιβάλεις την προσωπικότητά σου σ’ οποιονδήποτε απ’ τους δυο τους. Ο Άλλερτον έχει συνηθίσει να τα βγάζει πέρα με θυμωμένους κι ανίκανους πατεράδες κι ίσως το απολαμβάνει σαν ένα καλό αστείο. Η Τζούντιθ δεν είναι το είδος του ανθρώπου που μπορεί να τρομοκρατηθεί. Αν σε συμβούλευα, θα σε συμβούλευα να κάνεις κάτι πολύ διαφορετικό. Αν ήμουν εσύ, θα της είχα εμπιστοσύνη. Τον κοίταξα. — Η Τζούντιθ, είπε ο Πουαρό, είναι φτιαγμένη από καλή πάστα. Τη θαυμάζω πάρα πολύ. — Κι εγώ τη θαυμάζω, είπα με ασταθή φωνή. Αλλά φοβάμαι για κείνην. — Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του με ξαφνική ενεργητικότητα. — Κι εγώ φοβάμαι για κείνην, είπε. Άλλα όχι όπως εσύ. Φοβάμαι φοβερά. Κι είμαι ανίσχυρος —η σχεδόν ανίσχυρος. Κι οι μέρες περνούν. Υπάρχει κίνδυνος, Χάστιγκς, κι είναι πολύ κοντινός. ΙΙ Ήξερα το ίδιο καλά όπως κι ο Πουαρό πως ο κίνδυνος ήταν πολύ κοντά. Είχα περισσότερους λόγους να το ξέρω από κείνον, εξ αίτιας αυτού που είχα ακούσει την περασμένη νύχτα. Πάντως σκέφτηκα την φράση του Πουαρό καθώς κατέβαινα για το πρόγευμα. Αν ήμουν εσύ, θα της είχα εμπιστοσύνη... Ήταν απροσδόκητο, άλλα μου είχε δώσει μια παράξενη αίσθηση άνεσης. Και σχεδόν αμέσως δικαιολογήθηκε. Γιατί ήταν φανερό πως η Τζούντιθ είχε αλλάξει γνώμη και δεν είχε πάει στο Λονδίνο εκείνη τη μέρα. Αντίθετα, πήγε, όπως πάντα, στο εργαστήριο, με το Φράνκλιν αμέσως μετά το πρόγευμα, κι ήταν φανερό πως θα περνούσαν εκεί μια
κοπιαστική και πολυάσχολη μέρα. Ένα αίσθημα έντονης ευγνωμοσύνης με κυρίευσε. Πόσο τρελός, πόσο απελπισμένος ήμουν την περασμένη νύχτα. Είχα υποθέσει — με βεβαιότητα— πως η Τζούντιθ είχε υποκύψει στις ελκυστικές προτάσεις του Άλλερτον. Αλλά τώρα σκεφτόμουν πως η αλήθεια είναι πως δεν την είχα ακούσει ποτέ να συμφωνεί. Όχι, ήταν πολύ καλή κι ειλικρινής για να ενδώσει. Είχε αρνηθεί το ραντεβού. Ο Άλλερτον είχε πάρει νωρίς το πρωινό του κι είχε πάει στο Ίπσουιτς. Ώστε εκείνος, είχε ακολουθήσει το σχέδιο κι έπρεπε να υποθέτει πως η Τζούντιθ θα πήγαινε στο Λονδίνο όπως είχαν συμφωνήσει. Λοιπόν, σκέφτηκα σοβαρά, θα απογοητευόταν. Ο Μπόυντ Κάριγκτον πλησίασε και παρατήρησε μάλλον απότομα πως φαινόμουν πολύ κεφάτος εκείνο το πρωί. — Ναι, είπα. Έμαθα μια καλή είδηση. Είπε πως εκείνος είχε πολύ λιγότερα. Είχε ένα κουραστικό τηλεφώνημα απ’ τον αρχιτέκτονα για κάποια δυσκολία στο κτίσιμο —ένας τοπικός επιθεωρητής είχε ανακατευτεί. Είχε πάρει κι ανησυχητικά γράμματα και φοβόταν πως είχε αφήσει την Κυρία Φράνκλιν να παρακουραστεί την προηγούμενη μέρα. Η κ. Φράνκλιν προσπαθούσε ασφαλώς ν’ αντισταθμίσει το πρόσφατο ξέσπασμα υγείας και κεφιού της. Απ’ ό,τι συμπέρανα απ’ τα λόγια της αδελφής Κράβεν, ήταν ανυπόφορη. Η αδελφή Κράβεν είχε αναγκασθεί να παραιτηθεί απ’ την έξοδο που της είχαν υποσχεθεί για να πάει να δει μερικούς φίλους της κι ήταν ασφαλώς δυσαρεστημένη. Από νωρίς το πρωί η κ. Φράνκλιν ζητούσε πτητικά άλατα, θερμοφόρες, διάφορα φαγητά και ποτά, και δεν ήθελε ν’ αφήσει την αδελφή να φύγει απ’ το δωμάτιο. Είχε νευραλγία, ένα πόνο γύρω απ’ την καρδιά, κράμπες στα πόδια και στις γάμπες, ρίγη κι ένα σωρό άλλα. Μπορώ να πω ότι ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος φοβόμαστε πραγματικά. Όλοι το αποδώσαμε στις υποχονδριακές τάσεις της κ. Φράνκλιν. Το ίδιο ίσχυε και για την αδελφή Κράβεν και τον δρα Φράνκλιν.
Ο τελευταίος ήρθε απ’ το εργαστήριο, άκουσε τα παράπονα της γυναίκας του, την ρώτησε αν ήθελε να καλέσουν τον τοπικό γιατρό (πράγμα που το αρνήθηκε βίαια η κ. Φράνκλιν). Ύστερα της έδωσε ένα ηρεμιστικό, την καθησύχασε όσο καλύτερα μπορούσε και ξαναγύρισε στη δουλειά του. — Φυσικά, ξέρει πως υποκρίνεται, μου είπε η αδελφή Κράβεν. . — Δεν νομίζετε πραγματικά πως έχει κάτι σοβαρό; — Η θερμοκρασία της είναι κανονική κι ο σφυγμός της απόλυτα καλός. Απλώς κάνει φασαρία, αν θέλετε τη γνώμη μου. Ήταν ενοχλημένη και μιλούσε πιο απρόσεκτα απ’ το συνηθισμένο. — Της αρέσει ν’ ανακατεύεται στη διασκέδαση των άλλων. Θα ‘θελε να είναι ο άντρας της καταστενοχωρημένος κι εγώ να τρέχω πίσω της και να κάνει τον σερ Ουίλιαμ να νοιώθει σαν κτήνος γιατί την παρακούρασε χτες. Έτσι είναι ο τύπος της. Ήταν φανερό πως η αδελφή Κράβεν εύρισκε την ασθενή της σχεδόν ανυπόφορη εκείνη την ημέρα. Υπέθεσα πως η κ. Φράνκλιν της είχε φερθεί πραγματικά πολύ άσχημα. Ήταν το είδος της γυναίκας που αντιπαθούσαν από ένστικτο οι νοσοκόμες κι οι υπηρέτες, όχι μόνο για τη φασαρία που δημιουργούσε αλλά και για τον τρόπο της. Έτσι, όπως είπα, κανένας μας δεν πήρε στα σοβαρά την αδιαθεσία της. Η μόνη εξαίρεση ήταν ο Μπόυντ Κάριγκτον που τριγύριζε με μάλλον παθητικό ύφος, σαν παιδί που το μάλωσαν. Πόσες φορές από τότε ξανασκέφτηκα τα γεγονότα εκείνης της μέρας προσπαθώντας να θυμηθώ κάτι που δεν είχα προσέξει ως τότε, κάποιο μικρό ξεχασμένο επεισόδιο, αγωνιζόμενος να θυμηθώ ακριβώς πως είχε φερθεί ο καθένας. Αν ήταν φυσιολογικοί ή είχαν δείξει ταραχή. Ας γράψω άλλη μια φορά τι ακριβώς θυμάμαι για τον καθένα. Όπως είπα, ο Μπόυντ Κάριγκτον φαινόταν αμήχανος και μάλλον ένοχος. Φαινόταν να πιστεύει πως ήταν υπερβολικά απαιτητικός την προηγούμενη μέρα κι είχε φανεί εγωιστής γιατί δεν σκέφτηκε περισσότερο την εύθραυστη υγεία της συντρόφου του. Είχε ανέβει μια
δυο φορές να ρωτήσει για την Μπάρμπαρα Φράνκλιν κι η αδελφή Κράβεν, που δεν βρισκόταν στις καλές της, του είχε φερθεί ψυχρά κι απότομα. Είχε πάει στο χωριό κι αγόρασε ένα κουτί σοκολάτες. Ξαναήρθαν κάτω. — Η κ. Φράνκλιν δεν μπορούσε ν’ ανεχθεί τις σοκολάτες. Μάλλον απελπισμένος, άνοιξε το κουτί στο καπνιστήριο κι ο Νόρτον, εγώ και κείνος φάγαμε αρκετές. Τώρα σκέφτομαι πως ο Νόρτον είχε ασφαλώς κάτι στο μυαλό του εκείνη τη μέρα. Ήταν αφηρημένος, και μια δυο φορές τα φρύδια του έσμιξαν σαν να ανησυχούσε για κάτι. Του άρεσαν οι σοκολάτες κι έφαγε αφηρημένα πολλές. Έξω ο καιρός είχε ξεσπάσει. Έβρεχε από τις δέκα το πρωί. Δεν είχε τη μελαγχολία που συνοδεύει συχνά μια υγρή μέρα. Στην πραγματικότητα ήταν ανακούφιση για όλους μας. Ο Κέρτις είχε κατεβάσει τον Πουαρό γύρω στο μεσημέρι και τον είχε εγκαταστήσει στο σαλόνι. Εδώ η Ελίζαμπεθ Κόουλ είχε πάει κοντά του και του έπαιξε πιάνο. Είχε ωραίο παίξιμο κι έπαιξε Μπαχ και Μότσαρτ που ήταν οι αγαπημένοι συνθέτες του φίλου μου. Ο Φράνκλιν κι η Τζούντιθ ανέβηκαν απ’ τον κήπο στις μία παρά τέταρτο. Η Τζούντιθ φαινόταν χλωμή κι εκνευρισμένη. Ήταν πολύ σιωπηλή, κοίταξε αόριστα γύρω της σα να ‘ταν χαμένη σε όνειρα κι ύστερα έφυγε. Ο Φράνκλιν κάθισε μαζί μας. Κι εκείνος φαινόταν κουρασμένος κι απορροφημένος κι είχε το ύφος πολύ εκνευρισμένου ανθρώπου. Θυμάμαι πως είπα κάτι σχετικά με το πόσο ανακουφιστική ήταν η βροχή κι εκείνος είπε: — Ναι. Είναι φόρες που κάτι πρέπει να σπάσει... Και μου γεννήθηκε η εντύπωση πως δε μιλούσε μόνο για τον καιρό. Αδέξιος όπως πάντα στις κινήσεις του, έπεσε πάνω στο τραπέζι κι αναποδογύρισε τις μισές σοκολάτες. Ζήτησε συγνώμη με τον συνηθισμένο απορημένο του τρόπο... απ’ το κουτί. — Ω, με συγχωρείτε. Έπρεπε να ‘ναι αστείο αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν ήταν. Έσκυψε γρήγορα και μάζεψε τις χυμένες σοκολάτες.
Ο Νόρτον τον ρώτησε αν είχε περάσει κουραστικό πρωινό. Το χαμόγελό του φάνηκε τότε —πρόθυμο, παιδιάστικο, πολύ ζωντανό. — Όχι, όχι, απλώς κατάλαβα ξαφνικά πως ακολουθούσα λάθος δρόμο. Απαιτείται μια πολύ απλούστερη διαδικασία. Μπορώ να κόψω δρόμο τώρα. Ταλαντεύτηκε λίγο μπρος πίσω, με τα μάτια του αφηρημένα αλλά αποφασισμένα. — Ναι, να κόψω δρόμο. Είναι το καλύτερο, ξανάπε. III Αν κι όλοι είμαστε νευρικοί κι αναποφάσιστοι το πρωί, το απόγευμα ήταν απροσδόκητα ευχάριστο. Ο ήλιος βγήκε, η θερμοκρασία ήταν δροσερή και ψυχρή. Κατέβασαν την κ. Λούτρελ και την κάθισαν στη βεράντα. Ήταν σε εξαιρετική φόρμα. Εξέπεμπε τη γοητεία και τους τρόπους της με λιγότερη διαχυτικότητα απ’’ το συνηθισμένο και χωρίς καμμιά κρυφή δόση ξυδιού. Μάλωνε τον άνδρα της, άλλα ευγενικά και μ’ ένα είδος στοργής, κι εκείνος της χαμογελούσε. Ήταν πραγματικά θαυμάσια να τους βλέπει κανείς τόσο μονιασμένους. Ο Πουαρό επέτρεψε στον εαυτό του να βγει και κείνος έξω, κι ήταν και κείνος εύθυμος. Νομίζω πως του άρεσε να βλέπει τους Λούτρελ να φέρνονται τόσο φιλικά ο ένας στον άλλο. Ο Συνταγματάρχης φαινόταν πολλά χρόνια νεότερος. Οι τρόποι του φαίνονταν λιγότερο νευρικοί, τραβούσε λιγότερο το μουστάκι του. Πρότεινε ακόμα και να παίξουμε μπριτζ εκείνο το βράδυ. — Η Νταίζη από δω νοσταλγεί το μπριτζ της. — Πραγματικά, είπε η κ. Λούτρελ. Ο Νόρτον είπε πως θα ‘ταν κουραστικό για κείνην. — Θα παίξω ένα γύρο, είπε η κ. Λούτρελ και πρόσθεσε μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Και θα φερθώ καλά και δεν θα κατσαδιάσω τον καημένο τον Τζώρτζ. — Αγαπητή μου, διαμαρτυρήθηκε ο άνδρας της. Ξέρω πως είμαι απαίσιος παίχτης. — Και τι σημασία έχει; είπε η κ. Λούτρελ. Δεν νοιώθω μεγάλη χαρά γκρινιάζοντας και μαλώνοντας σε γι’ αυτό!
Όλοι γελάσαμε. — Ω, ξέρω τα ελαττώματα μου, συνέχισε η κ. Λούτρελ, Αλλά δεν πρόκειται να τ’ απαρνηθώ στην ηλικία μου. Απλώς ο Τζώρτζ θ’ αναγκαστεί να με ανεχτεί. Ο Συνταγματάρχης Λούτρελ την κοίταξε μάλλον ανόητα. Νομίζω πώς το να τούς βλέπουμε τόσο καλά οδήγησε σε μια συζήτηση για γάμο και διαζύγιο που έγινε αργότερα την ίδια μέρα. Ήταν πραγματικά πιο ευτυχισμένοι οι άνδρες κι οι γυναίκες απ’ τη μεγάλη ευκολία που υπήρχε για διαζύγιο ή συχνά, μια προσωρινή περίοδος εκνευρισμού κι αποξένωσης —η φασαρίας για ένα τρίτο πρόσωπο— έδινε ύστερα από λίγο τη θέση της στη στοργή και την φιλία; Είναι παράξενο να βλέπει κανείς μερικές φορές πόσο διαφέρουν οι γνώμες των ανθρώπων απ’ τις προσωπικές τους εμπειρίες. Ο γάμος μου ήταν απίστευτα ευτυχισμένος και επιτυχημένος, κι είμαι βασικά άνθρωπος του παλιού καιρού, κι όμως ήμουν με το μέρος του διαζυγίου. Υποστήριζα πως έπρεπε να κάνεις λογαριασμό κερδών και ζημιών και να ξαναρχίσεις. Ο Μπόυντ Κάριγκτον, που ο γάμος του ήταν δυστυχισμένος, υποστήριζε τα αδιάλυτα δεσμά του γάμου. Είπε πως είχε μεγάλο σεβασμό για το θεσμό του γάμου. Ήταν το θεμέλιο του κράτους. Ο Νόρτον, που δεν είχε δεσμούς και προσωπική άποψη, συμφωνούσε με τη γνώμη μου. Ο Φράνκλιν, ο μοντέρνος επιστήμονας, ήταν αρκετά παράξενα αντίθετος προς το διαζύγιο. Ήταν φανερό πως πλήγωνε το ιδανικό του για την καθαρή σκέψη και δράση. Ανελάμβανε κανείς ορισμένες ευθύνες. Έπρεπε να τις εκτελέσει κι όχι να τις αποφεύγει ή να τις παραμερίζει. Έλεγε πως ένα συμβόλαιο είναι συμβόλαιο. Μπαίνει κανείς μέσα με την ελεύθερη θέλησή του και πρέπει να το τηρήσει. 'Οτιδήποτε άλλο κατέληγε σ’ αυτό που ονόμαζε μπέρδεμα. Χαλαρές άκρες μισαλυμένους δεσμούς. Ξαπλωμένος στην καρέκλα του, με τα μακριά του πόδια να κλωτσάνε αφηρημένα ένα τραπέζι, είπε: — Ένας άνδρας διαλέγει τη γυναίκα του. Είναι υπεύθυνος γι’ αυτήν ώσπου να πεθάνει... ή να πεθάνει εκείνος.
—Και μερικές φορές «Ω, ευλογημένε θάνατε!» ε; έκανε κωμικά ο Νόρτον. Γελάσαμε κι ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε: — Δεν χρειάζεται να μιλάς, αγόρι μου, δεν παντρεύθηκες ποτέ. — Και τώρα είναι πολύ αργά, είπε ο Νόρτον κουνώντας το κεφάλι του. — Αλήθεια; (Το βλέμμα του Μπόυντ Κάριγκτον ήταν αινιγματικό.) Είσαι βέβαιος; Εκείνη τη στιγμή η Ελίζαμπεθ Κόουλ ήρθε κοντά μας. Ήταν επάνω με την κ. Φράνκλιν. Αναρωτιέμαι αν έφταιγε η φαντασία μου ή αν ο Μπόυντ Κάριγκτον κοίταξε με σημασία μια εκείνην και μια τον Νόρτον κι ο Νόρτον κοκκίνισε. Αυτό με έκανε να σκεφτώ κάτι και κοίταξα ερευνητικά την Ελίζαμπεθ Κόουλ. Είναι αλήθεια πως ήταν ακόμα σχετικά νέα. Επί πλέον ήταν αρκετά όμορφη. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ γοητευτικός και συμπαθητικός τύπος που μπορούσε να κάνει ευτυχισμένο οποιονδήποτε άνθρωπο. Κι εκείνη κι ο Νόρτον περνούσαν πολύ καιρό μαζί τελευταία. Στα κυνήγια τους για αγριολούλουδα και πουλιά είχαν γίνει φίλοι, θυμήθηκα πως είχε πει ότι ο Νόρτον ήταν πολύ ευγενικός άνθρωπος. Ε, λοιπόν, αν ήταν έτσι, χαιρόμουν για λογαριασμό της. Η στερημένη νιότη της δεν θα εμπόδιζε την τελική της ευτυχία. Η τραγωδία που είχε ταράξει τη ζωή της δεν θα ‘ταν μάταιη. Κοιτάζοντάς την σκέφτηκα πως ασφαλώς φαινόταν πολύ πιο ευτυχισμένη και, ναι, πιο χαρούμενη από τότε που πρωτοήρθα στο «Στάυλς». Η Ελίζαμπεθ Κόουλ κι ο Νόρτον; Ναι ήταν πιθανόν... Και ξαφνικά, από πουθενά, ένα αόριστο αίσθημα ανησυχίας και αγωνίας με κυρίευσε. Δεν ήταν ασφαλές — και δεν ήταν σωστό— να σχεδιάζει κανείς την ευτυχία εδώ. Υπήρχε κάτι κακό στον αέρα του «Στάυλς». Το ‘νοιωθα τώρα —εκείνο το λεπτό ένοιωσα ξαφνικά γέρος και κουρασμένος. Και μαζί φοβισμένος. Ένα λεπτό αργότερα το συναίσθημα αυτό πέρασε. Κανείς δεν το πρόσεξε, νομίζω, έκτος απ’ τον Μπόυντ Κάριγκτον. Μου είπε σιγά
λίγα λεπτά αργότερα: — Συμβαίνει τίποτα, Χάστιγκς; — Όχι, γιατί; — Να, φαινόσουν... δεν μπορώ να το εξηγήσω. — Απλώς ένα αίσθημα, ένας φόβος. — Προαίσθημα κακού; — Ναι, αν θέλετε να το ονομάσετε έτσι. Ένα αίσθημα πως... πως κάτι θα συνέβαινε. — Παράξενο. Το ‘χω νοιώσει μια δυο φορές. Έχετε καμμιά ιδέα τι είναι αυτό; Με παρακολουθούσε προσεκτικά. Κούνησα το κεφάλι μου. Η αλήθεια είναι πως δεν φοβόμουν κάτι συγκεκριμένο. Ήταν απλώς ένα κύμα βαθιάς απογοήτευσης και φόβου. Ύστερα, η Τζούντιθ βγήκε απ’ το σπίτι. Ήρθε αργά, με το κεφάλι ψηλά, με τα χείλια της σφιγμένα, με το πρόσωπο της σοβαρό και όμορφο. Σκέφτηκα πως δεν έμοιαζε καθόλου σε μένα ή στην Σταχτοπούτα. Φαινόταν σαν νεαρή ιέρεια. Ο Νόρτον ένοιωσε κάτι τέτοιο και κείνος. Της είπε: — Μοιάζετε όπως θα μπορούσε να είναι η συνονόματη σας πριν κόψει το κεφάλι του Ολοφέρνη. Η Τζούντιθ χαμογέλασε και σήκωσε λίγο τα φρύδια της. — Δεν μπορώ να θυμηθώ τώρα γιατί ήθελε να το κάνει. — Ω, για αυστηρά ηθικούς λόγους, για το καλό του συνόλου. Η ειρωνεία της φωνής του ενόχλησε την Τζούντιθ. Κοκκίνισε και τον προσπέρασε για να καθίσει κοντά στον Φράνκλιν. — Η κ. Φράνκλιν αισθάνεται πολύ καλύτερα, είπε. Θέλει ν’ ανέβουμε όλοι να πιούμε καφέ μαζί της απόψε. IV Ασφαλώς η κ. Φράνκλιν άλλαζε εύκολα διάθεση, σκέφτηκα καθώς ανεβαίναμε στο επάνω πάτωμα μετά το δείπνο. Αφού είχε κάνει αφόρητη τη ζωή όλων όλη μέρα, τώρα ήταν η προσωποποίηση της γλύκας για όλους.
Φορούσε ένα νεγκλιζέ σε χρώμα πράσινο του Νείλου και ήταν ξαπλωμένη στη σαιζλόνγκ της. Δίπλα της ήταν ένα μικρό περιστροφικό τραπεζάκι βιβλιοθήκης με τα σύνεργα του καφέ πάνω του. Τα δάχτυλά της, επιδέξια κι άσπρα, ασχολήθηκαν με την τελετουργία της κατασκευής του καφέ, ·με κάποιο μικρή βοήθεια από την αδελφή Κράβεν. Είμαστε όλοι εκεί, έκτος από τον Πουαρό που αποσυρόταν πάντα πριν απ’ το δείπνο, τον Άλλερτον που δεν είχε γυρίσει απ’ το Ίπσουιτς και την κ. και τον Συνταγματάρχη Λούτρελ που είχαν μείνει κάτω. Το άρωμα του καφέ ήρθε στη μύτη μας —ένα θαυμάσιο άρωμα. Ο καφές στο «Στάυλς» ήταν ένα λασπόνερο χωρίς κανένα ενδιαφέρον κι έτσι όλοι περιμέναμε ανυπόμονα το ρόφημα της κ. Φράνκλιν με τις φρεσκοκομμένες φράουλες. Ο Φράνκλιν καθόταν στην άλλη μεριά του τραπέζιου και μοίραζε τα φλυτζάνια που γέμιζε εκείνη. Ο Μπόυντ Κάριγκτον καθόταν στο πόδι του καναπέ, η Ελίζαμπεθ Κόουλ κι ο Νόρτον ήταν κοντά στο παράθυρο. Η αδελφή Κράβεν είχε αποσυρθεί στο βάθος κοντά στο κεφάλι του κρεββατιού. Καθόμουν σε μια πολυθρόνα παλεύοντας με το σταυρόλεξο, των Τάιμς και διαβάζοντας δυνατά τους ορισμούς. — Κάποιος που αγαπάει, διάβασα δυνατά. Επτά γράμματα. — Ίσως είναι αναγραμματισμός, είπε ο Φράνκλιν. Σκεφτήκαμε για μια στιγμή. Συνέχισα. — Κακοί άνθρωποι. — Βασανιστές, είπε γρήγορα ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Στίχος: «Κι η ηχώ ό,τι κι αν της πουν απαντάει..—παύλα. Τέννυσον». Επτά γράμματα. — Πουθενά, πρότεινε η κ. Φράνκλιν. Ασφαλώς αυτό είναι το σωστό: «Κι η ηχώ, ό,τι κι αν της πουν απαντάει πουθενά». Είχα μερικές αμφιβολίες. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ είπε απ’ το παράθυρο: — Ο στίχος του Τέννυσον είναι: «Κι η ηχώ, ό,τι κι αν της πουν, απαντάει θάνατος». Άκουσα μια γρήγορη βαθιά αναπνοή πίσω μου. Σήκωσα τα μάτια. Ήταν η Τζούντιθ. Μας προσπέρασε, πήγε στο παράθυρο και βγήκε
στο μπαλκόνι. Καθώς έγραφα την τελευταία λέξη είπα: — Το κάποιος που αγαπάει δεν μπορεί να είναι αναγραμματισμός. Το δεύτερο γράμμα είναι «Ρ». — Πως είναι ο ορισμός; — Κάποιος που αγαπάει. Κενό, «Ρ» και πέντε κενά. — Εραστής, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Άκουσα το κουταλάκι να χτυπάει στο πιάτο της Μπάρμπαρα Φράνκλιν. Προχώρησα στον επόμενο ορισμό. — Αυτός είπε: «Η ζήλεια είναι ένα Τέρας με πράσινα μάτια». — Ο Σαίξπηρ, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Ήταν ο Οθέλλος ή η Αιμιλία; είπε η κ. Φράνκλιν. — Είναι πολύ μεγάλες λέξεις. Η λέξη έχει μόνο πέντε γράμματα. — Ιάγος. — Είμαι σίγουρος πως ήταν ο Οθέλλος. — Δεν ήταν καθόλου ο Οθέλλος. Ο Ρωμαίος το είπε στην Ιουλιέτα. Ανταλλάξαμε τις γνώμες μας. Ξαφνικά η Τζούντιθ φώναξε απ’ το μπαλκόνι: — Κοιτάξτε ένα πεφταστέρι. Ω, να κι άλλο. Ο Μπόυντ Κάριγκτον είπε: — Που; Πρέπει να κάνουμε μια ευχή. Βγήκε στο μπαλκόνι, μαζί με την Ελίζαμπεθ Κόουλ, τον Νόρτον και την Τζούντιθ. Η αδελφή Κράβεν βγήκε κι εκείνη έξω κι ο Φράνκλιν σηκώθηκε και πήγε κοντά τους. Στάθηκαν εκεί, βγάζοντας επιφωνήματα, κοιτάζοντας έξω στη νύχτα. Έμεινα με το κεφάλι μου σκυμμένο πάνω απ’ το σταυρόλεξο. Γιατί να θέλω να δω ένα πεφταστέρι; Δεν είχα τίποτα να ζητήσω... Ξαφνικά ο Μπόυντ Κάριγκτον ξαναμπήκε στο δωμάτιο. — Μπάρμπαρα, πρέπει να ‘ρθεις έξω. — Όχι, δεν μπορώ, είπε έντονα η κ. Φράνκλιν. Είμαι πολύ κουρασμένη. — Ανοησίες, Μπάμπς. Πρέπει να ‘ρθεις και να κάνεις μια ευχή! (Γέλασε.) Μην διαμαρτύρεσαι, θα σε πάω σηκωτή. Και σκύβοντας ξαφνικά την σήκωσε στην αγκαλιά του. Εκείνη
γέλασε και διαμαρτυρήθηκε: — Μπιλ, άφησε με κάτω, μην είσαι τόσο ανόητος. — Τα κοριτσάκια πρέπει να ‘ρθουν να κάνουν μια ευχή. Την κουβάλησε απ’ τη μπαλκονόπορτα και την άφησε στο μπαλκόνι. Έσκυψα πιο κοντά στην εφημερίδα. Γιατί θυμόμουν... Μια ξάστερη τροπική νύχτα, βατράχια που κόαζαν... κι ένα πεφταστέρι. Στεκόμουν εκεί κοντά στο παράθυρο κι είχα στραφεί κι είχα σηκώσει την Σταχτοπούτα και την είχα βγάλει έξω σηκώνοντας την στα χέρια για να δει τ’ αστέρια και να κάνει μια ευχή. Οι γραμμές του σταυρολέξου μπερδεύτηκαν μπροστά στα μάτια μου. Μια μορφή αποσπάστηκε από το μπαλκόνι και μπήκε στο δωμάτιο, η Τζούντιθ. Η Τζούντιθ δεν έπρεπε ποτέ να με πιάσει με δάκρυα στα μάτια. Δεν θα ωφελούσε. Γύρισα γρήγορα στη βιβλιοθήκη και προσποιήθηκα πως έψαχνα για ένα βιβλίο. Θυμήθηκα πως είχα δει εκεί μια παλιά έκδοση του Σαίξπηρ. Ναι, ήταν εκεί. Κοίταξα τον Οθέλλο. — Τι κάνεις, πατέρα; Μουρμούρισα κάτι για τον ορισμό του σταυρολέξου, με τα δάχτυλά μου να γυρίζουν τις σελίδες. Ναι, ήταν ο Ιάγος. Να φυλαχτείς, κύριε μου, από τη ζήλεια είναι η πρασινομάτα λάμια που χλευάζει την σάρκα που την τρέφει... Η Τζούντιθ συνέχισε με μερικούς ακόμα στίχους. Ούτ’ όπιο, ούτε μανδραγόρας, ούτε όλα του κόσμου τα υπνωτικά σιρόπια δε θα σε κοιμίσουν τον ύπνο τον γλυκό που απόλαψες εχτές. 1 Η φωνή της αντήχησε όμορφη και βαθιά. 1
Μετάφραση Βασίλη Ρώτα.
Οι άλλοι γύριζαν συζητώντας και γελώντας. Η κ. Φράνκλιν ξαναπήρε τη θέση της στη σαιζλόνγκ. Ο Φράνκλιν ξαναγύρισε στο κάθισμα του κι ανακάτεψε τον καφέ του. Ο Νόρτον κι η Ελίζαμπεθ Κόουλ τελείωσαν τον καφέ τους και ζήτησαν συγνώμη γιατί είχαν υποσχεθεί να παίξουν μπριτζ με τους Λούτρελ. Η κ. Φράνκλιν ήπιε τον καφέ της κι ύστερα ζήτησε τις σταγόνες της. Η Τζούντιθ της έφερε απ’ το μπάνιο γιατί η αδελφή Κράβεν είχε μόλις βγει έξω. Ο Φράνκλιν τριγύριζε άσκοπα στο δωμάτιο. Σκουντούφλησε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι. Η γυναίκα του του είπε έντονα: — Μην είσαι τόσο αδέξιος, Τζων. — Με συγχωρείς, Μπάρμπαρα. Σκεφτόμουν κάτι. Η κ. Φράνκλιν είπε μάλλον προσποιημένα: — Είσαι σαν μια μεγάλη αρκούδα, αγάπη μου. Την κοίταξε μάλλον αφηρημένα. Ύστερα είπε: — Όμορφη νύχτα. Νομίζω πως θα κάνω έναν περίπατο. Βγήκε έξω. — Ξέρετε, είναι μεγαλοφυία, είπε η κ. Φράνκλιν. Μπορείτε να το καταλάβετε απ’ τον τρόπο του. Τον θαυμάζω φοβερά. Έχει τόσο πάθος για τη δουλειά του. — Ναι, ναι, είναι έξυπνος άνθρωπος, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον, μάλλον απρόθυμα. Η Τζούντιθ βγήκε απότομα απ’ το δωμάτιο, σχεδόν πέφτοντας πάνω στην αδελφή Κράβεν στο κατώφλι. — Τι θα ‘λεγες για μια παρτίδα πικέτο, Μπάμπς; είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Ω, θαυμάσια. Μπορείτε να βρείτε μια τράπουλα, αδελφή; Η αδελφή Κράβεν πήγε να βρει τράπουλα, κι ευχήθηκα καληνύχτα στην κ. Φράνκλιν και την ευχαρίστησα για τον καφέ. Έξω είδα τον Φράνκλιν και την Τζούντιθ. Στεκόταν και κοίταζαν έξω απ’ το παράθυρο. Δεν μιλούσαν, απλώς στέκονταν πλάι πλάι. Ο Φράνκλιν κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του καθώς πλησίαζα. Προχώρησε ένα δυο βήματα, δίστασε και είπε: — Έρχεσαι μια βόλτα, Τζούντιθ;
Η κόρη μου κούνησε το κεφάλι της. — Όχι απόψε (και πρόσθεσε απότομα:) Πάω να πέσω. Καληνύχτα. Κατέβηκα κάτω με τον Φράνκλιν. Σιγοσφύριζε και χαμογελούσε. — Φαίνεστε ευχαριστημένος απ’ τον εαυτό σας απόψε, είπα μάλλον θυμωμένα, γιατί εγώ ένοιωθα απογοήτευση. Το παραδέχτηκε. — Ναι. Έκανα κάτι που ήθελα να το κάνω από πολύ καιρό. Αυτό είναι ικανοποιητικό. Τον άφησα κάτω κι έριξα μια ματιά στους παίχτες του μπριτζ. Ο Νόρτον μου ‘κλείσε το μάτι όταν δεν έβλεπε η κ. Λούτρελ. η παρτίδα φαινόταν να προχωράει με ασυνήθιστη αρμονία. Ο Άλλερτον δεν είχε γυρίσει ακόμα. Μου φαινόταν πως το σπίτι ήταν πιο ευτυχισμένο και λιγότερο καταθλιπτικό χωρίς αυτόν. Ανέβηκα στο δωμάτιο του Πουαρό. Βρήκα την κόρη μου να κάθεται μαζί του. Μου χαμογέλασε όταν μπήκα μέσα και δεν μίλησε. — Σ’ έχει συγχωρέσει, φίλε μου, είπε ο Πουαρό, κι η παρατήρησή του ήταν εξοργιστική. — Αλήθεια, είπα απότομα. Δεν νομίζω... Η Τζούντιθ σηκώθηκε. Έβαλε το μπράτσο της γύρω στο λαιμό μου και με φίλησε. — Καημένε πατέρα, είπε. Ο θείος Ηρακλής δεν πρέπει να προσβάλει την αξιοπρέπεια σου. Εγώ πρέπει να ζητήσω συγνώμη. Συγχώρεσε με λοιπόν και πες μου καληνύχτα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είπα: — Λυπάμαι Τζούντιθ. Λυπάμαι πολύ. Δεν ήθελα... Με σταμάτησε. — Εντάξει. Ας το ξεχάσουμε. Όλα είναι εντάξει τώρα... Χαμογέλασε αργά κι απόμακρα. Ξανάπε: — Όλα είναι εντάξει τώρα... Κι έφυγε αθόρυβα απ’ το δωμάτιο. Όταν έφυγε, ο Πουαρό με κοίταξε. — Λοιπόν; ρώτησε. Τι έγινε απόψε; Άπλωσα τα χέρια μου. — Δεν έγινε τίποτα, ούτε πρόκειται να γίνει, του είπα.
Στην πραγματικότητα, έπεφτα πολύ έξω. Γιατί κάτι έγινε εκείνη τη νύχτα. Η κ. Φράνκλιν αρρώστησε βαριά. Κάλεσαν άλλους δυο γιατρούς, άλλα μάταια. Πέθανε το άλλο πρωί. Μόνο είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα μάθαμε πως ο θάνατός της οφειλόταν σε δηλητηρίαση από φυσαστιγμίνη !
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ανάκριση έγινε δυο μέρες αργότερα. Ήταν η δεύτερη φορά που παρευρισκόμουν σε ανάκριση σε κείνα τα μέρη. Ο ανακριτής ήταν ένας ικανός μεσόκοπος άνδρας με πονηρό βλέμμα κι απότομους τρόπους. Πήραν πρώτα την κατάθεση των γιατρών. Διαπιστώθηκε πως ο θάνατος ήταν αποτέλεσμα δηλητηρίασης από φυσοστιγμίνη και πως υπήρχαν κι άλλα αλκαλοειδή του φυτού κάλαμπαρ. Το δηλητήριο πρέπει να ‘χε παρθεί κάποια ώρα το περασμένο βράδυ, ανάμεσα στις εφτά και στα μεσάνυχτα. Ο ιατροδικαστής της αστυνομίας και ο βοηθός του αρνήθηκαν να προσδιορίσουν ακριβέστερα την ώρα. Ο επόμενος μάρτυρας ήταν ο Δρ. Φράνκλιν. Έκανε γενικά καλή εντύπωση. Η κατάθεσή του ήταν σαφής και απλή. Μετά το θάνατο της γυναίκας του είχε ελέγξει τα διαλύματα του στο εργαστήριο. Είχε ανακαλύψει πως ένα μπουκάλι, που έπρεπε να περιέχει ένα ισχυρό διάλυμα αλκαλοειδών του φυτού κάλαμπαρ, με το όποιο έκανε πειράματα, είχε γεμίσει με συνηθισμένο νερό όπου υπήρχε μόνο ένα ίχνος από το αρχικό περιεχόμενο. Δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα πότε είχε γίνει αυτό, γιατί δεν είχε χρησιμοποιήσει για αρκετές μέρες αυτό το παρασκεύασμα. Ύστερα συζητήθηκε το θέμα της εισόδου στο εργαστήριο. Ο Δρ. Φράνκλιν συμφώνησε πως συνήθως το εργαστήριο έμενε κλειδωμένο και πως συνήθως είχε το κλειδί στην τσέπη του. Η βοηθός του, η μις Χάστιγκς, είχε δεύτερο κλειδί. Όποιος ήθελε να μπει στο στούντιο έπρεπε να ζητήσει κλειδί από κείνην ή απ’ τον ίδιο. Η γυναίκα του το δανειζόταν μερικές φορές, όταν ξεχνούσε πράγματα που της ανήκαν στο εργαστήριο. Εκείνος δεν είχε ποτέ ένα διάλυμα φυσοστιγμίνης στο σπίτι ή στο δωμάτιο της γυναίκας του και πίστευε πως δεν υπήρχε καμμιά πιθανότητα να το ‘χει πάρει τυχαία. Όταν ο ανακριτής συνέχισε τις ερωτήσεις του, εκείνος είπε πως η γυναίκα του βρισκόταν σε άσχημη και νευρική κατάσταση υγείας αρκετό καιρό. Δεν υπήρχε οργανική ασθένεια. Υπέφερε από κατάπτωση και γρήγορη εναλλαγή διαθέσεων.
Είπε πως τελευταία ήταν εύθυμη και πως νόμιζε ότι η υγεία και η διάθεσή της είχε βελτιωθεί. Δεν είχε γίνει καυγάς ανάμεσα τους και τα πήγαιναν καλά. Το τελευταίο βράδυ η γυναίκα του φαινόταν ευδιάθετη κι όχι μελαγχολική. Είπε πως η γυναίκα του μιλούσε καμμιά φορά για να δώσει ένα τέλος στη ζωή της αλλά δεν είχε πάρει στα σοβαρά τις παρατηρήσεις της. Όταν του έκαναν συγκεκριμένα την ερώτηση, είπε πως κατά την γνώμη του, η γυναίκα του δεν είχε τάσεις αυτοκτονίας. Αυτή ήταν και η ιατρική και η προσωπική του γνώμη. Ακολούθησε η αδελφή Κράβεν. Φαινόταν έξυπνη κι αποτελεσματική μέσα στην καθαρή στολή της κι οι απαντήσεις της ήταν σύντομες κι επαγγελματικές. Φρόντιζε την κ. Φράνκλιν πάνω από δυο μήνες. Η κ. Φράνκλιν υπέφερε πολύ από κατάπτωση. Η μάρτυς την είχε ακούσει να λέει τουλάχιστον τρεις φορές πως ήθελε να δώσει ένα τέλος σ' όλα αυτά, πως η ζωή της ήταν άχρηστη και πως ήταν μια μυλόπετρα γύρω στο λαιμό του συζύγου της. — Γιατί το έλεγε αυτό; Μήπως είχε υπάρξει καμμιά διαφωνία ανάμεσα τους; — Ω, όχι, άλλα ήξερε πως είχαν προσφέρει πρόσφατα στον άνδρα της μια θέση στο εξωτερικό. Την είχε αρνηθεί για να μην την αφήσει. — Κι ένοιωθε μερικές φορές άσχημα γι’ αυτό; — Ναι. Κατηγορούσε την απαίσια υγεία της και στενοχωριόταν πολύ. — Το ήξερε αυτό ο δρα Φράνκλιν; — Δεν νομίζω πως του το ‘λεγε συχνά. — Αλλά είχε κρίσεις καταπτώσεως. — Ω, ασφαλώς. — Ανέφερε ποτέ συγκεκριμένα πως θ’ αυτοκτονούσε; — Νομίζω πως η φράση που χρησιμοποιούσε ήταν: Θα ‘θελα να βάλω ένα τέλος σ' όλα αυτά! — Ανέφερε ποτέ μια συγκεκριμένη μέθοδο αφαιρέσεως της ζωής της; — Όχι. Ήταν μάλλον αόριστη. — Συμφωνείτε με τον δρα Φράνκλιν ότι ήταν σε καλή διάθεση τη
βραδιά του θανάτου της; Η αδελφή Κράβεν δίστασε. — Να, ήταν ταραγμένη. Είχε περάσει άσχημη μέρα. Παραπονιόταν για πόνους και ζαλάδα. Φαινόταν καλύτερα το βράδυ, αλλά το κέφι της ήταν κάπως αφύσικο. Φαινόταν πυρετική και μάλλον προσποιημένη. — Είδατε κανένα μπουκάλι ή τίποτ’ άλλο που να μπορούσε να περιέχει το δηλητήριο; — Όχι. — Τι έφαγε και ήπιε; — Έφαγε σούπα, μια μπριζόλα, μπιζέλια και πουρέ και τάρτα με κεράσια. Ήπιε μαζί μ’ αυτά ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας. — Από που ήρθε το κρασί της Βουργουνδίας; — Υπήρχε ένα μπουκάλι στο δωμάτιό της. Έμεινε λίγο ύστερα αλλά πιστεύω πως εξετάστηκε και βρέθηκε εντάξει. — Μπορούσε να ‘χε βάλει το φάρμακο στο ποτήρι της χωρίς να την δείτε; — Ω, ναι, εύκολοι Πηγαινοερχόταν στο δωμάτιο συγυρίζοντας και τακτοποιώντας. Δεν την παρακολουθούσα. Είχε δίπλα της μια βαλιτσούλα και μια τσάντα. Μπορούσε να ‘χε βάλει οτιδήποτε στο κρασί της Βουργουνδίας, ή στον καφέ, αργότερα, ή στο ζεστό γάλα που ήταν το τελευταίο πράγμα που ήπιε. — Έχετε καμμιά ιδέα τι θα μπορούσε να κάνει το μπουκάλι ή το δοχείο; Η αδελφή Κράβεν σκέφτηκε. — Να, υποθέτω πως θα μπορούσε να το πετάξει αργότερα απ’ το παράθυρο. Ή να το βάλει στο καλάθι των αχρήστων ή να το ξεπλύνει στο μπάνιο και να το ξαναβάλει στο ντουλάπι με τα φάρμακα. Υπάρχουν εκεί αρκετά άδεια μπουκάλια. Τα φυλάω γιατί χρειάζονται καμμιά φορά. — Πότε είδατε για τελευταία φορά την κ. Φράνκλιν; — Στις δέκα και μισή. Την τακτοποίησα για τη νύχτα. Ήπιε ζεστό γάλα κι είπε πως θα ‘θελε μια ασπιρίνη. — Πως ήταν τότε;
Η μάρτυς σκέφθηκε ένα λεπτό. — Να, όπως συνήθως... Όχι, θα ‘λεγα πως ίσως βρισκόταν σε υπερδιέγερση. — Δεν είχε κατάπτωση; — Όχι, ήταν πιο ευέξαπτη. Αλλά αν σκέπτεσαι την αυτοκτονία, θα μπορούσες να επηρεασθείς μ’ αυτό τον τρόπο. Ίσως να ένοιωθε ευγενική ή ενθουσιασμένη γι’ αυτό. — Πιστεύετε πως ήταν άνθρωπος που θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει τη ζωή του; Έγινε παύση. Η αδελφή Κράβεν φαινόταν ν’ αγωνίζεται να πάρει μια απόφαση. — Να, είπε τελικά, και ναι και όχι. Ναι, γενικά το πιστεύω. Ήταν πολύ ανισόρροπη. Ο Σερ Ουίλιαμ Μπόυντ Κάριγκτον ήταν ο επόμενος. Φαινόταν ειλικρινά ταραγμένος, αλλά έδωσε καθαρά την κατάθεσή του. Είχε παίξει πικέτο με την νεκρή την νύχτα του θανάτου της. Δεν είχε παρατηρήσει σημεία κατάπτωσης τότε, αλλά σε μια συζήτηση λίγες μέρες πριν η κ. Φράνκλιν είχε αναφέρει το θέμα της αφαίρεσης της ζωής της. Ήταν πολύ ανιδιοτελής γυναίκα, και απελπιζόταν βαθιά νοιώθοντας πως εμπόδιζε την καριέρα του συζύγου της. Ήταν αφοσιωμένη στον άνδρα της και πολύ φιλόδοξη γι’ αυτόν. Μερικές φορές ένοιωθε μεγάλη απογοήτευση για την υγεία της. Κάλεσαν την Τζούντιθ, αλλά δεν είχε πολλά να πει. Δεν ήξερε τίποτα για το πάρσιμο της φυσοστιγμίνης απ’ το εργαστήριο. Tη νύχτα της τραγωδίας η κ. Φράνκλιν της είχε φανεί όπως συνήθως, αν κι ίσως υπερβολικά ταραγμένη. Ποτέ δεν είχε ακούσει την κυρία Φράνκλιν ν’ αναφέρει γι’ αυτοκτονία. Ο τελευταίος μάρτυς ήταν ο Ηρακλής Πουαρό. Η κατάθεσή του δόθηκε με μεγάλη έμφαση και παρακάλεσε μεγάλη εντύπωση. Περιέγραψε μια συζήτηση που είχε: με την κυρία Φράνκλιν την παραμονή του θανάτου της. Ήταν πολύ απογοητευμένη κι είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να ξεφύγει απ’ όλα αυτά. Ανησυχούσε για την υγεία της και του είχε εμπιστευθεί πως είχε κρίσεις βαθιάς μελαγχολίας, όπου η ζωή δεν φαινόταν ν’ αξίζει να την ζήσει. Έλεγε πως με-
ρικές φορές αισθανόταν πως θα ‘ταν θαυμάσιο να κοιμηθεί και να μην ξαναξυπνήσει ποτέ. Η επόμενη απάντηση του προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αίσθηση. — Το πρωί της 10ης Ιουνίου καθόσαστε έξω απ’ τη πόρτα του εργαστηρίου; — Ναι. — Είδατε την κ. Φράνκλιν να βγαίνει απ’ το εργαστήριο; — Μάλιστα. — Κρατούσε τίποτα στο χέρι της: — Έσφιγγε ένα μπουκάλι στο δεξί της χέρι. — Είσαστε σίγουρος γι’ αυτό; — Ναι. — Έδειχνε συγχυσμένη όταν σας είδε; — Φάνηκε απλώς απορημένη. Ο ανακριτής συνόψισε την υπόθεση. Είπε πως έπρεπε ν’ αποφασίσουν πως ακριβώς είχε πεθάνει. Δεν υπήρχε δυσκολία στην εξακρίβωση της αιτίας του θανάτου γιατί η ιατρική γνωμάτευση τους το είχε πει. Η νεκρή δηλητηριάστηκε με θειική φυσοστιγμίνη. Το μόνο που έπρεπε ν’ αποφασίσουν ήταν αν την πήρε τυχαία ή σκόπιμα, η αν της δόθηκε από κάποιο άλλο άτομο. Είχαν ακούσει πως η νεκρή είχε κρίσεις μελαγχολίας, πως η υγεία της ήταν κακή, και πως ενώ δεν υπήρχε οργανική, ασθένεια, η κατάσταση των νεύρων της ήταν άσχημη. Ο κύριός Ηρακλής Πουαρό, ένας μάρτυς που το όνομα του δίνει βαρύτητα στην κατάθεσή του, είχε βεβαιώσει θετικά πως είχε δει την κυρία Φράνκλιν να βγαίνει απ’ το εργαστήριο μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι της και πως είχε πάρει το δηλητήριο απ’ το εργαστήριο με σκοπό ν αυτοκτονήσει. Φαινόταν να υποφέρει απ’ την έμμονη ιδέα πως ενοχλούσε τον σύζυγό της και εμπόδιζε την καριέρα του. Ήταν σωστό για τον δρα Φράνκλιν να πούμε πως φαινόταν ευγενικός και στοργικός σύζυγός και πως ποτέ δεν εξέφρασε ενόχληση για την λεπτή της υγεία, ή παραπονέθηκε πως εμπόδιζε την καριέρα του. Η ιδέα φαινόταν να είναι απόλυτα δική της. Οι γυναίκες που βρίσκονται σε μια ορισμένη κατάσταση νευρικής κατάρρευσης έχουν τέτοιες έμμονες ιδέες. Δεν υπήρχε καμμιά ένδειξη σχετικά με τον χρόνο ή
τον τρόπο που πάρθηκε το δηλητήριο. Ίσως ήταν λίγο ασυνήθιστο που δεν είχε βρεθεί το μπουκάλι που περιείχε αρχικά το δηλητήριο, αλλά ήταν πιθανόν, όπως είπε η αδελφή Κράβεν, να το ξέπλυνε η κ. Φράνκλιν και να το κρύψε στο ντουλάπι του μπάνιου απ’ οπού μπορεί να το είχε πάρει. Οι ένορκοι θα ‘παιρναν την απόφασή τους. Η απόφαση πάρθηκε μετά από ελάχιστο χρονικό διάστημα. Οι ένορκοι αποφάσισαν πως η κυρία Φράνκλιν αφαίρεσε τη ζωή της έχοντας χάσει προσωρινά τα λογικά της. ΙΙ Μισή ώρα αργότερα βρισκόμουν στο δωμάτιο του Πουαρό. Φαινόταν πολύ εξαντλημένος. Ο Κέρτις τον είχε βάλει στο κρεββάτι και τον συνέφερνε με κάποιο διεγερτικό. Πέθαινα από λαχτάρα να μιλήσω μαζί του αλλά έπρεπε να συγκρατηθώ ώσπου να τελειώσει ο υπηρέτης και να βγει απ’ το δωμάτιο. Ύστερα ξέσπασα. — Ήταν αλήθεια αυτό που είπες, Πουαρό; Πως είδες ένα μπουκάλι στο χέρι της κ. Φράνκλιν όταν βγήκε απ’ το εργαστήριο; Ένα πολύ Αδύνατο χαμόγελο φάνηκε στα γαλαζωπά χείλη του Πουαρό. — Δεν το είδες, φίλε μου; μουρμούρισε. — Όχι, δεν το είδα. — Αλλά θα μπορούσες να μην το είχες προσέξει, ε; — Όχι, ίσως όχι. Ασφαλώς δεν μπορώ να ορκιστώ πως δεν το είχε. Τον κοίταξα με αμφιβολία. — Το θέμα είναι αν λες την αλήθεια, επέμενα. — Νομίζεις πως θα ‘λεγα ψέματα, φίλε μου; — Δεν θα το θεωρούσα ανώτερο των δυνάμεων σου. — Χάστιγκς, με σοκάρεις και με κάνεις ν’ απορώ... Που είναι τώρα η απλοϊκή σου πίστη; — Εντάξει, παραδέχτηκα. Δεν νομίζω πως θα μπορούσες πραγματικά να ψευδορκήσεις. — Δεν θα ‘ταν ψευδορκία. Δεν είχα πάρει όρκο, είπε γαλήνια ο Πουαρό. —Ώστε ήταν ψέμα;
Ο Πουαρό κούνησε αυτόματα το χέρι του. — Ό,τι ειπώθηκε, ειπώθηκε, φίλε μου. Είναι ανώφελο να το συζητάμε. — Απλώς δεν σε καταλαβαίνω φώναξα. — Τι δεν καταλαβαίνεις; ρώτησε πάντα ήρεμος. — Την κατάθεσή σου—όλα αυτά, πως η κυρία Φράνκλιν είχε μιλήσει για αυτοκτονία, πως έπασχε από κατάπτωση. — Μα επιτέλους, κι εσύ την άκουσες να λέει τέτοια πράγματα. — Ναι. Αλλά ήταν απλώς μια απ’ τις πολλές της διαθέσεις. Δεν το ξεκαθάρισες αυτό. — Ίσως δεν ήθελα. Τον κοίταξα. — Ήθελες η γνωμάτευση να είναι αυτοκτονία; Ο Πουαρό σταμάτησε πριν απαντήσει. Ύστερα είπε : — Νομίζω, Χάστιγκς, πως δεν εκτιμάς την σοβαρότητα της καταστάσεως. Ναι, αν θέλεις, ήθελα να γνωματεύσουν πως επρόκειτο γι’ αυτοκτονία... — Μα εσύ προσωπικά δεν νομίζεις πως αυτοκτόνησε; ρώτησα. Ο Πουαρό κούνησε αργά το κεφάλι του. — Νομίζεις πως δολοφονήθηκε; είπα. — Ναι, Χάστιγκς, δολοφονήθηκε. — Τότε γιατί να προσπαθήσεις να το αποσιωπήσεις, να το αφήσεις να χαρακτηρισθεί αυτοκτονία και να παραμερισθεί. Αυτό σταματάει κάθε ανάκριση. — Ακριβώς. — Αυτό θέλεις; — Ναι. — Μα γιατί; — Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνεις; Δεν πειράζει, ας μην επεκταθούμε πάνω σ’ αυτό. Πρέπει να πιστέψεις τα λόγια μου πως ήταν φόνος —εσκεμμένος φόνος εκ προμελέτης. Σου είπα, Χάστιγκς, πως θα γινόταν εδώ ένα έγκλημα και πως ήταν απίθανο να μπορέσουμε να το εμποδίσουμε γιατί ο δολοφόνος είναι ανελέητος κι αποφασισμένος.
Ανατρίχιασα. — Και τι θα γίνει τώρα; είπα. Ο Πουαρό χαμογέλασε. — Η υπόθεση λύθηκε —χαρακτηρίσθηκε σαν αυτοκτονία και μπήκε στο αρχείο. Αλλά εσύ κι εγώ, Χάστιγκς, εξακολουθούμε να δουλεύουμε υπόγεια, σαν τυφλοπόντικες. Και, αργά ή γρήγορα, θα πιάσουμε τον περίφημο X. — Κι αν υποθέσουμε πως στο μεταξύ θα σκοτωθεί και κάποιος άλλος; ρώτησα. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. — Δεν νομίζω. Εκτός δηλαδή αν κάποιος είδε κάτι ή ξέρει κάτι, άλλα αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ασφαλώς θα ‘χε έρθει να το πει...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Η μνήμη μου είναι λίγο αόριστη σχετικά με τα γεγονότα των ήμερων που ακολούθησαν αμέσως μετά την ανάκριση για την κυρία Φράνκλιν. Φυσικά, έγινε η κηδεία, που μπορώ να πω πως παρευρέθηκαν ένας μεγάλος αριθμός περιέργων από το «Στάυλς» Σαίντ Μαίρη. Τότε μου μίλησε μια γριά με υγρά μάτια και δυσάρεστους τρόπους. Με πλησίασε καθώς φεύγαμε απ’ το νεκροταφείο. — Δεν σας έχω ξαναδεί, κύριε; — Ε, χμ, ίσως... Συνέχισε, χωρίς ν’ ακούσει καλά καλά τι έλεγα. — Έχουν περάσει πάνω από είκοσι χρόνια. Όταν η γριά κυρία πέθανε εκεί πάνω στο Κώρτ. Ήταν ο πρώτος φόνος που είχαμε στο «Στάυλς». Λέω πως δεν θα ‘ναι κι ο τελευταίος. Ο άνδρας της γριάς κυρίας Ίγκλθορπ την σκότωσε, έτσι είπαμε όλοι. Είμαστε σίγουροι γι’ αυτό. (Με κοίταξε πονηρά.) Ίσως κι αυτή τη φορά να ‘ταν ο σύζυγος. — Τι εννοείτε; είπα έντονα. Δεν ακούσατε πως η γνωμάτευση ήταν αυτοκτονία; — Αυτό είπε ο ανακριτής. Αλλά δεν νομίζετε πως μπορεί να ‘κανε λάθος; Με σκούντησε με τον αγκώνα. — Οι γιατροί ξέρουν πως να ξεφορτωθούν τις γυναίκες τους. Και δεν ήταν και πολύ καλή γι’ αυτόν. Στράφηκα θυμωμένα προς το μέρος της και τραβήχτηκε μουρμουρίζοντας πως δεν εννοούσε τίποτα μόνο που φαινόταν παράξενο που συνέβη για δεύτερη φορά. — Κι είναι παράξενο που βρίσκεστε εδώ και τις δυο φορές, κύριε, δεν είν’ έτσι; Για μια στιγμή αναρωτήθηκα μήπως υποψιαζόταν πως εγώ είχα κάνει στην πραγματικότητα τα δύο εγκλήματα. Ήταν πολύ ενοχλητικό. Μ’ έκανε να καταλάβω πόσο παράξενες και επίμονες είναι οι τοπικές προλήψεις. Και στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ήταν και τόσο λάθος. Γιατί
κάποιος είχε σκοτώσει την κ. Φράνκλιν. Όπως είπα θυμάμαι πολύ λίγο εκείνες τις ήμερες. Η υγεία του Πουαρό, με ανησυχούσε σοβαρά. Ο Κέρτις ήρθε σε μένα με το ανέκφραστο πρόσωπο του ελαφρά ταραγμένο και μου ανέφερε πως ο Πουαρό είχε μια κάπως ανησυχητική καρδιακή προσβολή. — Μου φαίνεται πως θα ‘πρεπε να δει ένα γιατρό, κύριε. Πήγα τρέχοντας στον Πουαρό που αρνήθηκε πολύ επίμονα την πρότασή μου. Σκέφθηκα πως αυτό ήταν λίγο αταίριαστο με τον χαρακτήρα του. Πάντα, κατά τη γνώμη μου, ήταν πολύ σχολαστικός με την υγεία του. Δυσπιστούσε στα ρεύματα, τύλιγε το λαιμό του σε μετάξι και μαλλί, έδειχνε φρίκη στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να βραχούν τα πόδια του κι έπαιρνε τη θερμοκρασία του κι έπεφτε στο κρεββάτι με την παραμικρή υποψία κρυολογήματος. Γιατί αλλιώς μπορώ να πάθω φλεγμονή του στήθους, έλεγε. Ήξερα πως πάντα συμβουλευόταν αμέσως γιατρό για τις περισσότερες μικροαρρώστειες. Τώρα που ήταν πραγματικά άρρωστος, η κατάσταση φαινόταν να ‘χει αντιστραφεί. Κι όμως ίσως αυτός να ήταν πραγματικά ο λόγος. Οι άλλες αρρώστιες ήταν ασήμαντες. Τώρα που ήταν πραγματικά άρρωστος ίσως φοβόταν να παραδεχθεί την πραγματικότητα της αρρώστιας του. Την έπαιρνε ανάλαφρα γιατί φοβόταν. Απάντησε στις διαμαρτυρίες μου με ενεργητικότητα και πικρία. — Α, μα συμβουλεύθηκα γιατρούς. Όχι έναν αλλά πολλούς. Πήγα στον Τάδε και στον Δείνα (ανέφερε δυο ειδικούς) και τι έκαναν; Μ’ έστειλαν στην Αίγυπτο όπου χειροτέρεψα αμέσως πολύ. Πήγα και στον Ρ... Ήξερα πως ο Ρ ήταν ειδικός καρδιολόγος. — Τι είπε; ρώτησα γρήγορα. Ο Πουαρό μου έριξε μια ξαφνική γρήγορη λοξή ματιά κι η καρδιά μου χτύπησε με αγωνία. — Έκανε ό,τι μπορεί να γίνει για μένα, είπε ήρεμα. Έχω τις θεραπείες μου, τα φάρμακά μου, τα πάντα. Πέρα απ’ αυτό δεν υπάρχει τίποτα. Βλέπεις λοιπόν, Χάστιγκς, δεν θα ωφελούσε να καλέσω κι άλ-
λους γιατρούς. Ο μηχανισμός φθείρεται, φίλε μου. Αλλοίμονο, δεν μπορεί κανείς να βάλει καινούργια μηχανή και να εξακολουθήσει να λειτουργεί όπως πριν, σαν αυτοκίνητο. — Μα κοίτα, Πουαρό, ασφαλώς υπάρχει κάτι. Ο Κέρτις... — Ο Κέρτις; είπε έντονα ο Πουαρό. — Ναι, ήρθε να με βρει. Ανησυχούσε. Είχες μια προσβολή... Ο Πουαρό χαμογέλασε ευγενικά. — Ναι, ναι. Αυτές οι προσβολές είναι μερικές φορές οδυνηρές για τους μάρτυρες. Νομίζω πως ο Κέρτις δεν είναι συνηθισμένος σ’ αυτές τις καρδιακές προσβολές. — Πραγματικά δεν θα δεις γιατρό; — Δεν ωφελεί, φίλε μου. Μίλησε πολύ ευγενικά αλλά αποφασιστικά. Και πάλι η καρδιά μου ένοιωσε ένα οδυνηρό σφίξιμο. Ο Πουαρό μου χαμογέλασε. — Αυτή, Χάστιγκς, θα είναι η τελευταία μου υπόθεση, είπε. Και θα ‘ναι η πιο ενδιαφέρουσα υπόθεση μου − κι ο πιο ενδιαφέρων εγκληματίας μου. Γιατί στον X έχουμε μία υπέροχη, θαυμάσια τεχνική, που σε κάνει να τον θαυμάζεις παρά τη θέλησή σου. Ως τώρα, αγαπητέ μου, αυτός ο X έχει ενεργήσει με τέτοια ικανότητα ώστε νίκησε έμενα, τον Ηρακλή Πουαρό. Έχει αναπτύξει μία επίθεση στην όποια δεν μπορώ να βρω απάντηση. — Αν είχες την υγεία σου... άρχισα παρηγορητικά. Αλλά φαίνεται πως δεν είχα πει κάτι σωστό. Ο Ηρακλής Πουαρό έγινε αμέσως έξαλλος. — Α! Πρέπει να σου πω τριανταέξι φορές κι υστέρα άλλες τριανταέξι πως δεν υπάρχει ανάγκη φυσικής προσπάθειας; Χρειάζεται κανείς μόνο σκέψη. — Ναι, φυσικά, ναι, αυτό μπορείς να το κάνεις. — Μπορώ να το κάνω; Μπορώ να το κάνω θαυμάσια. Τα μέλη μου είναι παράλυτα, η καρδιά μου μου κάνει κόλπα, αλλά ο εγκέφαλός μου, Χάστιγκς, ο εγκέφαλός μου λειτουργεί χωρίς καμμιά βλάβη. Είναι ακόμα πρώτης τάξεως. — Αυτό είναι υπέροχο, είπα καθησυχαστικά. Αλλά καθώς κατέβαινα αργά κάτω, σκέφτηκα πως ο εγκέφαλος του
Πουαρό δεν τα ‘βγαζε πέρα τόσο γρήγορα όσο θα μπορούσε. Πρώτα η διάσωση της κ. Λούτρελ την τελευταία στιγμή και τώρα ο θάνατος της κ. Φράνκλιν. Και τι κάναμε γι’ αυτό; Σχεδόν τίποτα. II Την άλλη μέρα ο Πουαρό μου είπε: — Χάστιγκς, πρότεινες να δω ένα γιατρό. — Ναι, είπα πρόθυμα. Θα ‘νοιωθα πολύ πιο ευτυχισμένος αν το ’κανες. — Ε, λοιπόν, εντάξει. Θα δω τον Φράνκλιν. — Τον Φράνκλιν; Έδειξα κάποια αμφιβολία. — Δεν είναι γιατρός; — Ναι, αλλά ασχολείται κυρίως με έρευνες, δεν ειν’ έτσι; — Αναμφίβολα. Φαντάζομαι πως δεν θα πετύχαινε σαν γενικός παθολόγος. Δεν έχει σε αρκετό βαθμό αυτό που ονομάζεις τρόπους του κρεββατιού. Αλλά έχει τα προσόντα. Στην πραγματικότητα θα ‘λεγα όπως λένε στις ταινίες ξέρει τη δουλειά του καλύτερα απ’ τους περισσότερους ανθρώπους. Δεν ήμουν ακόμα ολότελα ικανοποιημένος. Αν και δεν αμφισβητούσα την ικανότητα του Φράνκλιν, πάντα μου είχε κάνει την εντύπωση ενός ανθρώπου που έδειχνε ανυπομονησία κι αδιαφορία για τις ανθρώπινες αρρώστιες. Μπορεί αυτή η στάση να ήταν αξιοθαύμαστη για έρευνες, άλλα δεν ήταν τόσο καλή για τους τυχόν άρρωστους που θα φρόντιζε. Πάντως, ήταν μια παραχώρηση για τον Πουαρό να φθάσει ως εκεί, κι επειδή ο Πουαρό δεν είχε τοπικό γιατρό, ο Φράνκλιν δέχτηκε πρόθυμα να του ρίξει μια ματιά. Αλλά εξήγησε πως αν χρειαζόταν κανονική ιατρική φροντίδα, έπρεπε να καλέσουν έναν ντόπιο παθολόγο. Δεν μπορούσε ν’ ασχοληθεί με την περίπτωση. Ο Φράνκλιν έμεινε πολλή ώρα μαζί του. Όταν βγήκε επιτέλους, τον περίμενα. Τον τράβηξα στο δωμάτιό μου κι έκλεισα την πόρτα. — Λοιπόν; ρώτησα ανήσυχα. — Είναι πολύ αξιόλογος άνθρωπος, είπε σκεφτικά ο Φράνκλιν.
— Ναι. (Παραμέρισα αυτό το ολοφάνερο γεγονός.) Αλλά η υγεία του; — Ω! Η υγεία του; Ο Φράνκλιν έδειξε μάλλον αφηρημένος —σαν να ‘χα αναφέρει κάτι που δεν είχε καμμιά απολύτως σημασία. — Ω! Η υγεία του είναι απαίσια, φυσικά. Ένοιωσα πως αυτός ο τρόπος δεν ήταν καθόλου επαγγελματικός. Κι όμως είχα ακούσει —απ’ την κόρη μου— πως ο Φράνκλιν ήταν ένας απ’ τους λαμπρότερους φοιτητές στην εποχή του. — Πόσο άσχημα είναι; ρώτησα ανήσυχα. Μου ‘ριξε μια ματιά. — Θέλετε να μάθετε; — Φυσικά. Τι νόμιζε αυτός ο βλάκας; Μου είπε σχεδόν αμέσως: — Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να ξέρουν, είπε. Θέλουν καταπραϋντικό σιρόπι. Θέλουν ελπίδα. Αλλά δεν θα γίνει κάτι τέτοιο στην περίπτωση του Πουαρό. — Θέλετε να πείτε... Και πάλι το κρύο χέρι σφίχτηκε γύρω απ’ την καρδιά μου. Ο Φράνκλιν κούνησε το κεφάλι του. — Ω, ναι, πηγαίνει προς τα εκεί. Και θα ‘λεγα πολύ γρήγορα. Δεν θα σας το έλεγα αν δεν με είχε εξουσιοδοτήσει. — Τότε... ξέρει; — Το ξέρει πολύ καλά, είπε ο Φράνκλιν. Η καρδιά του μπορεί να σταματήσει κάθε στιγμή. Φυσικά δεν μπορεί κανείς να πει ποτέ ακριβώς. Σταμάτησε κι ύστερα είπε αργά: — Απ’ ό,τι λέει, συμπεραίνω πως ανησυχεί να τελειώσει κάτι, κάτι που έχει αναλάβει, όπως λέει. Ξέρετε σχετικά. — Ναι, είπα. Ξέρω. Ο Φράνκλιν μου ‘ριξε μια ματιά γεμάτη ενδιαφέρον... — Θέλει να ‘ναι σίγουρος πως θα τελειώσει τη δουλειά. — Καταλαβαίνω.
Αναρωτήθηκα αν ο Τζων Φράνκλιν είχε καμμιά ιδέα τι ήταν η δουλειά! — Ελπίζω να τα καταφέρει, είπε αργά. Απ’ ό,τι μου είπε έχει μεγάλη σημασία γι’ αυτόν! (Σταμάτησε και πρόσθεσε:) Έχει μεθοδικό μυαλό. — Δεν μπορεί να γίνει τίποτα... κάποια θεραπεία... ρώτησα ανήσυχα. Κούνησε το κεφάλι του. — Δεν ωφελεί. Έχει ενέσεις νιτρικού αμύλου για να τις χρησιμοποιεί όταν αισθάνεται πως πλησιάζει μια κρίση. Ύστερα είπε κάτι μάλλον παράξενο. — Δεν έχει μεγάλο σεβασμό για την ανθρώπινη ζωή; — Ναι, υποθέτω πως έχει. Πόσες φορές δεν είχα ακούσει τον Πουαρό να λέει δεν εγκρίνω το φόνο! Αυτή η δήλωση, που γινόταν τόσο μεγαλόπρεπα, κέντριζε πάντα τη φαντασία μου. — Αυτή είναι η διαφορά μας, συνέχισε ο Φράνκλιν. Εγώ δεν έχω... Τον κοίταξα με περιέργεια. Κούνησε το κεφάλι του μ’ ένα αδύναμο χαμόγελο. — Είναι αλήθεια, είπε. Αφού ο θάνατος έρχεται οπωσδήποτε, τι σημασία έχει αν θα ‘ρθει νωρίς ή αργά; Η διαφορά είναι πολύ μικρή. — Τότε γιατί γίνατε γιατρός αν νοιώθετε έτσι; ρώτησα με κάποιο θυμό. — Ω αγαπητέ μου άνθρωπε, η ιατρική δεν είναι θέμα αποφυγής του τέλους. Είναι κάτι πολύ περισσότερο... είναι η βελτίωση της ζωής. Αν πεθάνει ένας υγιής άνθρωπος δεν έχει μεγάλη σημασία. Αν πεθάνει ένας ηλίθιος, ένας κρετίνος, είναι καλό, αλλά αν, ανακαλύπτοντας τη χορήγηση του σωστού αδένος, κάνετε τον κρετίνο υγιή, φυσιολογικό άνθρωπο, διορθώνοντας την ανεπάρκεια του θυρεοειδούς του, αυτό έχει μεγάλη σημασία για μένα. Τον κοίταξα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ένοιωθα ακόμα πως δεν θα καλούσα τον Δρα Φράνκλιν αν είχα γρίπη, αλλά έπρεπε να εκτιμήσω την ειλικρίνεια και την πραγματική δύναμη αυτού του ανθρώπου. Είχα προσέξει μια αλλαγή μέσα του, μετά το θάνατο της γυ-
ναίκας του. Είχε δείξει ελάχιστα συμβατικά σημάδια πένθους. Αντίθετα, φαινόταν πιο ζωντανός, λιγότερο αφηρημένος, και γεμάτος καινούργια ενεργητικότητα και φλόγα. — Εσείς κι η Τζούντιθ δεν μοιάζετε πολύ, δεν είναι έτσι; είπε απότομα, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. — Όχι, υποθέτω πως όχι. — Μοιάζει στη μητέρα της; Σκάφτηκα κι υστέρα κούνησα το κεφάλι μου. Όχι. Η γυναίκα μου ήταν ένα εύθυμο, γελαστό πλάσμα. Δεν έπαιρνε τίποτα στα σοβαρά και προσπάθησε να με κάνει το ίδιο, άλλα φοβάμαι πως δεν πέτυχε πολύ. Χαμογέλασε αδύναμα. — Όχι, είσαστε μάλλον βαρύς πατέρας, όπως λέει η Τζούντιθ. Η Τζούντιθ δεν γελάει πολύ. Είναι μια σοβαρή νέα γυναίκα. Φαντάζομαι πως είναι απ’ την πολλή δουλειά. Εγώ φταίω. Μπήκε σε μια μελέτη του εαυτού του. — Η δουλειά σας πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα, είπα συμβατικά. — Τι; — Είπα πως η δουλειά σας πρέπει να είναι ενδιαφέρουσα. — Μόνο για μισή ντουζίνα ανθρώπους πάνω κάτω... Για όλους τους άλλους είναι φοβερά ανιαρή και ίσως έχουν δίκιο. Πάντως... (έριξε το κεφάλι του πίσω, οι ώμοι του έγιναν τετράγωνοι, ξαφνικά φάνηκε αυτό που ήταν, ένας δυνατός κι αρρενωπός άνδρας) τώρα έχω την ευκαιρία μου! Θεέ μου, θα μπορούσα να φωνάξω δυνατά. Οι άνθρωποι του ινστιτούτου του Υπουργείου με ειδοποίησαν σήμερα. Η δουλεία υπάρχει ακόμα και την πήρα. Αρχίζω σε δέκα μέρες. — Στην Αφρική; — Ναι. Είναι υπέροχα. — Τόσο γρήγορα; Ένοιωθα ελαφρά σοκαρισμένος. Με κοίταξε με απορία. — Τι εννοείτε γρήγορα; Ω, (τα φρύδια του ξέσμιξαν.) Εννοείτε μετά το θάνατο της Μπάρμπαρα; Γιατί όχι; Δεν ωφελεί να υποκρίνομαι
πως ο θάνατός της δεν ήταν η μεγαλύτερη ανακούφιση για μένα. Φαινόταν να διασκεδάζει με την έκφραση του προσώπου μου. — Φοβάμαι πως δεν έχω καιρό για συμβατική συμπεριφορά. Ερωτεύθηκα την Μπάρμπαρα... ήταν πολύ όμορφη κοπέλα... την παντρεύθηκα κι έπαψα να ‘μαι ερωτευμένος μαζί της ένα χρόνο αργότερα. Δεν νομίζω πως για κείνην κράτησε έστω και τόσο. Φυσικά ήταν μια απογοήτευση για κείνην. Νόμιζε πως μπορούσε να με επηρεάζει. Δεν μπορούσε. Είμαι ένα εγωιστικό ξεροκέφαλο κτήνος, και κάνω ό,τι θέλω να κάνω. — Μα δεν αρνηθήκατε αυτή τη δουλειά στην Αφρική για χάρη της; του θύμισα. — Ναι. Αλλά οι λόγοι ήταν καθαρά οικονομικοί. Είχα αναλάβει να συντηρώ την Μπάρμπαρα με τον τρόπο που είχε συνηθίσει. Αν είχα πάει, θα ‘χε πολύ λίγα χρήματα. Αλλά τώρα... (χαμογέλασε μ’ ένα ολότελα ειλικρινές, παιδιάστικο χαμόγελο.) Αποδείχτηκε πως ήμουν εξαιρετικά τυχερός, συμπλήρωσε. Επαναστάτησα. Υποθέτω πως είναι αλήθεια πως πολλοί άνδρες που οι γυναίκες τους πεθαίνουν δεν έχουν ραγισμένη καρδιά, και όλοι το ξέρουν, λίγο πολύ. Αλλά αυτό ήταν πολύ κραυγαλέο. Είδε το πρόσωπο μου, αλλά δεν φάνηκε ν’ απογοητεύεται, — Η αλήθεια σπάνια εκτιμάται, είπε. Κι όμως εξοικονομεί πολύ χρόνο και ανακρίβειες. — Και δεν σας ανησυχεί καθόλου που η γυναίκα σας αυτοκτόνησε; είπα έντονα. — Δεν πιστεύω πραγματικά πως αυτοκτόνησε, είπε σκεφτικά. Πολύ απίθανο... — Μα τότε, τι νομίζετε πως συνέβη; Με διέκοψε: — Δεν ξέρω. Δεν νομίζω... πως θέλω να μάθω. Με καταλαβαίνετε; Τον κοίταξα με απορία. Τα μάτια του ήταν σκληρά και ψυχρά. Ξαναείπε: — Δεν θέλω να μάθω. Δεν ενδιαφέρομαι. Καταλαβαίνετε; Καταλάβαινα αλλά δεν μου άρεσε καθόλου. ΙΙΙ
Δεν ξέρω πότε πρόσεξα πως ο Στέφεν Νόρτον είχε κάτι στο μυαλό του. Ήταν πολύ σιωπηλός μετά την ανάκριση και αφού τέλειωσε η ανάκριση και η κηδεία εξακολουθούσε να περπατάει με τα μάτια του καρφωμένα στο χώμα και το μέτωπό του ζαρωμένο. Είχε τη συνήθεια να περνάει τα χέρια του μέσα στα κοντά γκρίζα μαλλιά του, έτσι που να πετάνε σαν σκαντζόχοιρου. Ήταν κωμικό αλλά δεν το ήθελε κι έδειχνε κάποια σύγχυση του μυαλού του. Έδινε αφηρημένες απαντήσεις, όταν του μιλούσες και μου πέρασε τουλάχιστον η ιδέα πως ανησυχούσε για κάτι. Τον ρώτησα δοκιμαστικά αν είχε πάρει καμμιά άσχημη είδηση κι αρνήθηκε αμέσως. Αυτό έκλεισε τα θέμα για την ώρα. Αλλά λίγο αργότερα φάνηκε να προσπαθεί να πάρει τη γνώμη μου για ένα ζήτημα, μ’ αδέξιο, πλάγιο τρόπο. Τραυλίζοντας λίγο, όπως πάντα, όταν σκεφτόταν κάτι στα σοβαρά, άρχισε μια μπερδεμένη ιστορία σχετικά μ’ ένα θέμα ηθικής. — Ξέρετε, Χάστιγκς, πρέπει να είναι φοβερά όπλο να πεις αν ένα πράγμα είναι καλό ή κακό, αλλά όταν φτάσουμε σ’ αυτό το πράγμα δεν είναι τόσο απλό. Θέλω να πω, μπορεί κανείς να συναντήσει κάτι... καταλαβαίνετε, δεν εννοώ εσάς... ένα είδος ατυχήματος, και κάτι που δεν θα μπορούσε να σας ωφελήσει κι όμως θα μπορούσε να είναι φοβερά σημαντικό. Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; — Όχι πολύ καλά, φοβάμαι, ομολόγησα. Το μέτωπο του Νόρτον ζάρωσε ξανά. Πέρασε ξανά τα χέρια του μέσ’ απ’ τα μαλλιά του, ώσπου στάθηκαν όρθια με τον συνηθισμένο κωμικό τους τρόπο. — Είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσω. Θέλω να πω, ας υποθέσουμε πως συμβαίνει να δείτε κάτι σ’ ένα ιδιωτικό γράμμα... ένα γράμμα που ανοίξατε κατά λάθος ή κάτι τέτοιο... ένα γράμμα που προοριζόταν για κάποιον άλλο κι αρχίσατε να το διαβάζετε γιατί νομίζατε πως είχε γραφεί για σας και έτσι διαβάσατε κάτι που δεν προοριζόταν για σας πριν το καταλάβετε. Ξέρετε, θα μπορούσε να συμβεί. — Ω, ναι, φυσικά θα μπορούσε. — Να, θέλω να πω, τι πρέπει να κάνει κανείς; — Να... (Σκέφτηκα το πρόβλημα.) Υποθέτω πως θα πηγαίνατε σ’
αυτόν τον άνθρωπο και θα του λέγατε: Λυπάμαι πάρα πολύ, αλλά το άνοιξα κατά λάθος. Ο Νόρτον αναστέναξε. Είπε πως το πράγμα δεν ήταν τόσο απλό. — Καταλαβαίνετε, Χάστιγκς, μπορεί να διαβάσατε κάτι που σας έφερε σε μεγάλη αμηχανία. — Θέλετε να πείτε που θα ‘φερνε τον άλλον σε αμηχανία; Υποθέτω πως θα ‘πρεπε να υποκριθείτε πως στην πραγματικότητα δεν διαβάσατε τίποτα... πως ανακαλύψατε εγκαίρως το λάθος σας. — Ναι. Ο Νόρτον το είπε αυτό ύστερα από μια παύση και δεν φαινόταν να νοιώθει πως είχε φτάσει σε μια ικανοποιητική λύση. — Θα ‘θελα να ξέρω τι πρέπει να κάνω, είπε μάλλον με πόθο. Είπα πως δεν μπορούσα να καταλάβω αν υπήρχε τίποτα άλλο που θα μπορούσε να κάνει. Ο Νόρτον είπε με το ταραγμένο ζάρωμα στο μέτωπό του. — Καταλαβαίνετε, Χάστιγκς, το θέμα είναι μάλλον ευρύτερο. Ας πούμε πως αυτό που διαβάσατε ήταν, χμ, να, μάλλον σημαντικό και πάλι για κάποιον άλλο, θέλω να πω. Έχασα την υπομονή μου. — Πραγματικά, Νόρτον, δεν καταλαβαίνω τι εννοείτε. Δεν μπορείτε να διαβάζετε τα ιδιωτικά γράμματα των άλλων, έτσι δεν είναι; — Όχι, όχι, φυσικά όχι. Δεν εννοούσα αυτό. Και στο κάτω κάτω της γραφής, δεν ήταν καθόλου γράμμα. Το είπα μόνο και μόνο για να προσπαθήσω να σας εξηγήσω τι εννοούσα. Φυσικά, θα φυλάγατε για τον εαυτό σας οτιδήποτε βλέπατε ή διαβάζατε ή ακούγατε... τυχαία... εκτός αν... — Εκτός αν τι; — Εκτός αν ήταν κάτι που θα ‘πρεπε να το αναφέρετε, είπε αργά ο Νόρτον. Τον κοίταξα με το ενδιαφέρον μου να ξυπνάει ξαφνικά. — Κοιτάξτε, συνέχισε, σκεφτείτε, το έτσι, υποθέστε πως είδατε κάτι μέσ’ από μια... κλειδαρότρυπα... Οι κλειδαρότρυπες μ’ έκαναν να σκεφτώ τον Πουαρό. Ο Νόρτον συνέχισε δισταχτικά:
— Θέλω να πω, είχατε έναν καλό λόγο για να κοιτάξετε απ’ την κλειδαρότρυπα... ας πούμε πως το κλειδί είχε κολλήσει και κοιτάξατε για να δείτε αν εύρισκε πουθενά... ή... η κάποιον άλλο καλό λόγο... και ποτέ δεν περιμένατε ούτε για μια στιγμή να δείτε αυτό που είδατε... Για μια η δυο στιγμές έχασα τον ειρμό των διατακτικών του φράσεων γιατί ξαφνικά είχα φωτισθεί. Θυμήθηκα μια μέρα σ’ ένα λιβάδι και τον Νόρτον να ρυθμίζει τα κιάλια του για να δει ένα ξυλοφάγο με βουλές. Θυμήθηκα την άμεση απογοήτευση και σύγχυσή του, τις προσπάθειές του να μ' εμποδίσει να κοιτάξω κι εγώ με τα κιάλια. Εκείνη τη στιγμή είχα καταλήξει στο συμπέρασμα πως αυτό που είχε δει είχε κάποια σχέση με μένα —στην πραγματικότητα πως ήταν ο Άλλερτον κι η Τζούντιθ. Αλλά αν υποθέσουμε πως δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο; Πως είχε δει κάτι τελείως διαφορετικό; Είχα υποθέσει πως είχε κάποια σχέση με τον Άλλερτον και την Τζούντιθ γιατί μου είχαν γίνει έμμονη ιδέα εκείνη τη στιγμή και δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. — Μήπως ήταν κάτι που είδατε με τα κιάλια σας; είπα απότομα. — Τι μαντεύετε, Χάστιγκς; — Ήταν την ημέρα που εσείς κι εγώ κι η Ελίζαμπεθ Κόουλ βρισκόμαστε στο λόφο, δεν ειν’ έτσι; — Ναι, σωστά. — Και δεν θέλατε να το δω κι εγώ; — Όχι. Δεν ήταν... θέλω να πω δεν έπρεπε να το δει κανένας μας. — Τι ήταν; Ο Νόρτον ξανασυνοφρυώθηκε. — Γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται. Πρέπει να το πω θέλω να πω ήταν... να, ήταν κατασκοπία. Είδα κάτι που δεν έπρεπε να δω. Δεν έψαχνα γι’ αυτό —υπήρχε πραγματικά ένας ξυλοφάγος με βούλες— ένα όμορφο πουλί, κι υστέρα είδα το άλλο. Σταμάτησε. Ήμουν περίεργος, έντονα περίεργος κι όμως σεβόμουν την συνείδησή του. — Είχε σημασία; ρώτησα. — Μπορεί να είχε σημασία, είπε αργά. Αυτό είναι ακριβώς. Δεν
ξέρω. Τότε ρώτησα: — Έχει καμμιά σχέση με τον θάνατο της κ. Φράνκλιν; Αναπήδησε. — Παράξενο να λέτε κάτι τέτοιο. — Έχει λοιπόν; — Όχι, όχι, όχι άμεσα. Αλλά θα μπορούσε να έχει. Θα ‘ριχνε ένα διαφορετικό φως σε ορισμένα πράγματα, είπε αργά. Θα σήμαινε πως... ω, στο διάβολο όλα, δεν ξέρω τι να κάνω. Ήταν ένα δίλημμα. Ήμουν γεμάτος περιέργεια, κι όμως ένοιωθα πως ο Νόρτον ήταν πολύ απρόθυμος να πει τι είχε δει. Το καταλάβαινα, θα ‘νοιωθα κι εγώ το ίδιο. Πάντα είναι δυσάρεστο ν’ αποκτάς μια πληροφορία με τρόπο που ο έξω κόσμος θα τον θεωρούσε αμφίβολο. Τότε μου πέρασε μια ιδέα. — Γιατί δεν συμβουλεύεστε τον Πουαρό; Ο Νόρτον έδειξε κάποια αμφιβολία. — Τον Πουαρό; — Ναι, ζητήστε τη συμβουλή του. — Είναι μια ιδέα, είπε αργά ο Νόρτον. Μόνο, φυσικά, που είναι ξένος... Σταμάτησε μάλλον αμήχανος. Ήξερα τι εννοούσε. Οι παρατηρήσεις του Πουαρό για το πώς παίζεται ένα παιχνίδι μου ήταν πολύ γνωστές. Αναρωτιόμουν μόνο πως ο Πουαρό δεν είχε ποτέ σκεφτεί να καταφύγει στα κιάλια! Θα το ‘χε κάνει αν το σκεφτόταν. — Θα σεβόταν την εμπιστοσύνη σας, τον παρότρυνα. Και δεν χρειάζεται ν’ ακολουθήσετε τις συμβουλές του αν δεν σας αρέσουν. — Αυτό είναι αλήθεια, είπε ο Νόρτον και το μέτωπο του καθάρισε. Ξέρετε, Χάστιγκς, νομίζω πως αυτό ακριβώς θα κάνω. IV Απόρησα με την άμεση αντίδραση του Πουαρό στην πληροφορία μου. — Τι είναι αυτά που λες, Χάστιγκς;
Πέταξε τη φρυγανιά που ετοιμαζόταν να φέρει στα χείλια του. Έσκυψε μπροστά το κεφάλι του. — Πες μου. Πες μου γρήγορα. Επανέλαβα την ιστορία. — Είδε κάτι με τα κιάλια εκείνη την ημέρα, επανέλαβε σκεφτικά ο Πουαρό. Κάτι που δεν θέλει να στο πει. Το χέρι του απλώθηκε κι άρπαξε το μπράτσο μου: — Δεν το ‘χει πει σε καν έναν άλλο; — Δεν νομίζω. Όχι, είμαι σίγουρος πως όχι. — Πρόσεχε πολύ, Χάστιγκς. Έχει μεγάλη σημασία να μην το πει σε κανέναν. Δεν πρέπει καν να κάνει υπαινιγμό. Ίσως θα ‘ταν επικίνδυνο. — Επικίνδυνο; — Πολύ επικίνδυνο μάλιστα. Το πρόσωπο του Πουαρό ήταν σοβαρό. — Κανόνισε μαζί του, φίλε μου, να ‘ρθει να με δει σήμερα το βράδυ. Καταλαβαίνεις, μια συνηθισμένη φιλική επίσκεψη. Μην αφήσεις κανέναν να υποψιασθεί πως υπάρχει ειδικός λόγος για να ‘ρθει. Και πρόσεχε, Χάστιγκς, πρόσεξε πολύ, πάρα πολύ. Ποιος άλλος είπες πως ήταν μαζί σας τότε; — Η Ελίζαμπεθ Κόουλ. — Πρόσεξε τίποτα παράξενο στους τρόπους του; Προσπάθησα να θυμηθώ. — Δεν ξέρω. Μπορεί, θέλεις να την ρωτήσω αν... — Δεν θα πεις τίποτα, Χάστιγκς, απολύτως τίποτα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Έδωσα στον Νόρτον το μήνυμα του Πουαρό. — Θ’ ανέβω ασφαλώς να τον δω. θα ‘θελα... Αλλά ξέρετε, Χάστιγκς, μάλλον μετανιώνω που ανέφερα αυτό το ζήτημα ακόμα και σε σας. — Αλήθεια, είπα, έχετε πει τίποτα σε καν έναν άλλον σχετικά; — Όχι, τουλάχιστον... όχι, φυσικά όχι. — Είσθε σίγουρος; — Όχι, όχι, δεν είπα τίποτα. — Λοιπόν, μην πείτε, ώσπου να δείτε τον Πουαρό. Είχα προσέξει τον ελαφρό δισταγμό στη φωνή του όταν απάντησε για πρώτη φορά, αλλά η δεύτερη σιγουριά του ήταν μάλλον σταθερή. Αργότερα, ωστόσο, θα θυμόμουν αυτόν τον ελαφρό δισταγμό. II Ξανανέβηκα στον χορταριασμένο λόφο όπου είμαστε εκείνη την ημέρα. Κάποιος άλλος βρισκόταν κιόλας εκεί. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ. Γύρισε το κεφάλι της καθώς ανέβαινα την πλαγιά. — Φαίνεστε πολύ ταραγμένος, Ταγματάρχα, είπε. Συμβαίνει τίποτα; Προσπάθησα να ηρεμήσω. — Όχι, όχι, απολύτως τίποτα. Απλώς λαχάνιασα λίγο απ’ το γρήγορο περπάτημα. Και πρόσθεσα με καθημερινή, συνηθισμένη φωνή: — Θα βρέξει. Κοίταξε τον ουρανό: — Ναι, νομίζω πως θα βρέξει, συμφώνησε μαζί μου. Σταθήκαμε εκεί σιωπηλοί για ένα δυο λεπτά. Υπήρχε κάτι σ’ αυτή τη γυναίκα που το έβρισκα πολύ συμπαθητικό. Από τότε που μου είχε πει ποια ήταν πραγματικά και μου είχε μιλήσει για την τραγωδία που είχε καταστρέψει τη ζωή της, είχα ενδιαφερθεί για κείνην. Δυο άνθρωποι που έχουν υποφέρει από δυστυχία έχουν ένα μεγάλο κοινό δεσμό. Κι όμως για κείνην υποψιαζόμουν πως υπήρχε μια δεύτερη άνοιξη. Τώρα είπα αυθόρμητα: — Δεν είμαι ταραγμένος, είμαι απογοητευμένες σήμερα. Άκουσα
άσχημα νέα για τον αγαπητό μου παλιό φίλο. — Για τον κύριο Πουαρό; Το γεμάτο συμπάθεια ενδιαφέρον της μ’ έκανε να της ανοίξω την καρδιά μου. Όταν τελείωσα, είπε απλά: — Καταλαβαίνω. Ώστε το τέλος μπορεί να ‘ρθει οποτεδήποτε; Συμφώνησα βουβά, ανίκανος να μιλήσω. Μετά από ένα δυο λεπτά είπα: — Όταν φύγει, θα ‘μαι πραγματικά: μόνος στον κόσμο. — Ω, όχι, έχετε την Τζούντιθ... και τ’ άλλα παιδιά σας. — Είναι σκορπισμένα στις άκρες του κόσμου, κι η...Τζούντιθ, να, έχει τη δουλειά της, δεν με χρειάζεται έμενα. — Υποψιάζομαι πως τα παιδιά δεν χρειάζονται ποτέ τους γονείς τους ώσπου να βρεθούν σε κάποια δυσκολία, θα ‘πρεπε να το δεχθείτε σαν θεμελιώδη νόμο. Είμαι πολύ πιο μόνη από σας. Οι αδελφές μου είναι πολύ μακριά, η μια στην Αμερική κι η άλλη στην Ιταλία. — Αγαπητό μου κορίτσι, είπα. Η ζωή για σας αρχίζει μόλις τώρα. — Στα τριανταπέντε; — Και τι είναι τα τριανταπέντε. Μακάρι να ‘μουν κι εγώ τριανταπέντε. Ξέρετε, δεν είμαι τυφλός, πρόσθεσα πονηρά. Με κοίταξε ερωτηματικά κι υστέρα κοκκίνισε. — Δεν φαντάζομαι να νομίζετε —ω, ο Στέφεν Νόρτον κι εγώ είμαστε απλώς φίλοι. Έχουμε πολλά κοινά σημεία... — Τόσο το καλύτερο. — Είναι... είναι φοβερά ευγενικός. — Ω, αγαπητή μου, είπα. Μην πιστεύετε πως πρόκειται μόνο για ευγένεια. Εμείς οι άνδρες δεν είμαστε φτιαγμένοι έτσι. Αλλά η Ελίζαμπεθ Κόουλ είχε χλομιάσει ξαφνικά. Είπε με χαμηλή, ταραγμένη φωνή: — Είσαστε σκληρός... τυφλός! Πως μπορώ να σκεφτώ ποτέ το γάμο; Με την ιστορία μου. Με μια αδελφή δολοφόνο, ή, αν όχι δολοφόνο, τρελή. Δεν ξέρω ποιο είναι το χειρότερο απ’ τα δύο. — Μην αφήνετε αυτή την ιδέα να σας κυριεύσει, είπα έντονα, θυμηθείτε πως μπορεί να μην είναι αλήθεια.
— Τι εννοείτε; Είναι αλήθεια! — Δεν θυμόσαστε που μου είπατε μια φορά, δεν ήταν η Μάγκυ; Σταμάτησε ν’ αναπνέει. — Νοιώθει κανείς έτσι. — Αυτό που νοιώθει κανείς είναι συχνά αληθινό. Με κοίταξε. — Τι εννοείτε. — Η αδελφή σας δεν σκότωσε τον πατέρα της, είπα. Το χέρι της ανέβηκε στο στόμα της. Τα μάτια της ανοιχτά και τρομαγμένα κοίταζαν τα δικά μου. — Είσαστε τρελός, είπε. Πρέπει να ‘σαστε τρελός. Ποιος σας το ‘πε; — Δεν έχει σημασία, είπα. Είναι αλήθεια. Κάποια μέρα θα σας το αποδείξω. ΙΙΙ Κοντά στο σπίτι, έπεσα πάνω στον Μπόυντ Κάριγκτον. — Είναι το τελευταίο μου βράδυ, μου είπε. Αύριο θα φύγω. — Για το Κνάττον; — Ναι. — Θα ‘ναι πολύ συγκινητικό για σας. — Αλήθεια; Υποθέτω πως είναι. (Αναστέναξε.) Πάντως, Χάστιγκς, δεν με πειράζει να σας πω πως θα χαρώ που θα φύγω από δω. — Το φαγητό είναι ασφαλώς μάλλον άσχημο και η υπηρεσία δεν είναι καλή. — Δεν εννοώ αυτό. Στο κάτω κάτω της γραφής είναι φθηνή και δεν μπορεί να περιμένει κανείς πολλά από έναν ξενώνα. Όχι, Χάστιγκς, δεν εννοώ την έλλειψη ανέσεως. Δε μου αρέσει αυτό το σπίτι. Υπάρχει μια κακή επιρροή πάνω του. Συμβαίνουν πράγματα εδώ. — Ασφαλώς. — Δεν ξέρω τι είναι. Ίσως ένα σπίτι όπου έγινε κάποτε ένας φόνος δεν είναι ποτέ πιά το ίδιο ύστερα... Αλλά δεν μου αρέσει. Πρώτα ήταν εκείνο το ατύχημα της κυρίας Λούτρελ —μια φοβερό ατυχία. Κι ύστερα η καημένη η μικρή Μπάρμπαρα. (Σταμάτησε.) Θα ‘λεγα πως ήταν ο λιγότερο πιθανός άνθρωπος στον κόσμο για ν’ αυτοκτονήσει. Δίστασα.
— Να, δεν ξέρω αν θα πήγαινα τόσο μακριά... Με διέκοψε: — Εγώ θα πήγαινα. Που να πάρει ο διάβολος, ήμουν μαζί της το μεγαλύτερο μέρος της προηγούμενης μέρας. Είχε κέφι... απόλαυσε την έξοδο μας. Το μόνο πράγμα που την στενοχωρούσε ήταν πως ο Τζων ήταν πολύ απορροφημένος απ’ τα πειράματά του και μπορούσε να το παρακάνει ή να δοκιμάσει κάποιο απ’ τα μίγματά του πάνω του. Ξέρετε τι πιστεύω, Χάστιγκς; — Όχι. — Ο άνδρας της είναι υπεύθυνος για το θάνατό της. Φαντάζομαι πως της γκρίνιαζε. Πάντα ήταν αρκετά ευτυχισμένη όταν ήταν μαζί μου. Της έδειχνε πως κατέστρεφε την πολύτιμη καριέρα του (καριέρα να σου πετύχει!) και αυτό την έφερνε σ’ απόγνωση. Αυτός ο άνθρωπος είναι φοβερά χοντρόπετσος, δεν του κάηκε καρφί. Μου είπε όσο πιο ψύχραιμα γινόταν' πως τώρα θα πάει στην Αφρική. Ξέρετε, Χάστιγκς, δεν θ’ απορούσα αν την είχε δολοφονήσει πραγματικά. — Δεν πιστεύω να μιλάτε σοβαρά, είπα έντονα. — Όχι, όχι. Άλλα προσέξτε, κυρίως γιατί καταλαβαίνω πως αν την δολοφονούσε, δεν θα το ‘κανε μ’ αυτόν τον τρόπο. Θέλω να πω, ήξεραν πως δούλευε μ’ αυτή τη φυσοστιγμίνη κι είναι λογικό να μην χρησιμοποιούσε αυτή αν τη δολοφονούσε. Πάντως, Χάστιγκς, δεν είμαι ο μόνος που πιστεύει πως ο Φράνκλιν είναι ύποπτος τύπος. Κάποιος που πρέπει να ξέρει μου έδωσε αυτή την πληροφορία. — Ποιος ήταν αυτός; ρώτησα απότομα. Ο Μπόυντ Κάριγκτον χαμήλωσε τη φωνή του. — Η αδελφή Κράβεν, ψιθύρισε. — Τι; έκανα νοιώθοντας έκπληξη. — Σιωπή. Μην φωνάζετε. Ναι, η αδελφή Κράβεν μου έβαλε την ιδέα. Ξέρετε, είναι έξυπνη κοπέλα, έχει πολύ μυαλό στο κεφάλι της. Δεν συμπαθεί τον Φράνκλιν. Ποτέ δεν τον συμπαθούσε... Απόρησα. Θα ‘λεγα πως η αδελφή Κράβεν αντιπαθούσε την ασθενή της. Μου πέρασε ξαφνικά η ιδέα πως η αδελφή Κράβεν έπρεπε να ξέρει ένα σωρό για τα οικογενειακά των Φράνκλιν. — Θα μείνει εδώ απόψε, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον.
— Τι; Ένοιωσα μάλλον κατάπληκτος. Η αδελφή Κράβεν είχε φύγει αμέσως μετά την κηδεία. — Μόνο για μια νύχτα πριν αναλάβει την καινούργια της δουλειά, εξήγησε ο Μπόυντ Κάριγκτον. — Καταλαβαίνω. Ανησυχούσα αόριστα απ’ την επιστροφή της αδελφής Κράβεν, αλλά δυσκολευόμουν να πω το γιατί. Μήπως υπήρχε κάποιος λόγος για την επιστροφή της; Δεν συμπαθούσε τον Φράνκλιν, όπως είχε πει ο Μπόυντ Κάριγκτον. Καθησυχάζοντας τον εαυτό μου, είπα με ξαφνική δριμύτητα: — Δεν έχει κανένα δικαίωμα να κάνει υπαινιγμούς σχετικά με τον Φράνκλιν. Στο κάτω κάτω της γραφής η δική της μαρτυρία βοήθησε στη διαπίστωσή της αυτοκτονίας. Αυτή και το γεγονός πως ο Πουαρό είδε την κ. Φράνκλιν να βγαίνει απ’ το στούντιο μ’ ένα μπουκάλι στο χέρι της. — Και τι είναι ένα μπουκάλι; με αντέκρουσε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Οι γυναίκες κουβαλάνε πάντα μπουκάλια —αρώματα, λοσιόν για τα μαλλιά, βερνίκι για τα νύχια. Η κόρη σας πηγαινοερχόταν μ’ ένα μπουκάλι στα χεριά της εκείνο το βράδυ —μήπως αυτό σημαίνει πως κι εκείνη σκεφτόταν την αυτοκτονία; Ανοησίες! Σταμάτησε καθώς ο Άλλερτον μας πλησίασε. Πολύ ταιριαστά, μελοδραματικά, κεραυνοί ακούγονταν μακριά. Σκέφτηκα, όπως και άλλοτε, πως ασφαλώς ο Άλλερτον ήταν φτιαγμένος για το ρόλο του κακού. Αλλά έλειπε απ’ το σπίτι τη νύχτα του θανάτου της Μπάρμπαρας Φράνκλιν. Κι εξ άλλου, τι πιθανό κίνητρο μπορούσε να έχει; Αλλά και πάλι, σκέφτηκα, ο X δεν είχε ποτέ κίνητρο. Αυτό ήταν το μεγάλο του ατού. Αυτό και μόνο αυτό μας εμπόδιζε. Κι όμως, σε κάθε στιγμή, μπορούσε να ‘ρθει εκείνη η μικρή Αστραπή φωτός. IV Νομίζω πως θα ‘θελα σ’ αυτό το σημείο ν’ αναφέρω πως ποτέ, όλο αυτό το διάστημα, δεν είχα σκεφτεί την πιθανότητα πως ο X θα μπορούσε να βγει νικητής απ’ τη σύγκρουση μεταξύ X και Πουαρό. Παρά
την αδυναμία και την κακή υγεία του Πουαρό, είχα πίστη σε κείνον και τον θεωρούσα τον ισχυρότερο απ’ τους δυο. Καταλαβαίνετε, είχα συνηθίσει στις επιτυχίες του Πουαρό. Ο ίδιος ο Πουαρό έβαλε για πρώτη φορά την αμφιβολία στο μυαλό μου. Πήγα να τον δω κατεβαίνοντας για το δείπνο. Ξεχνάω τώρα τι ακριβώς με οδήγησε σ’ αυτό, Αλλά ξαφνικά χρησιμοποίησε τη φράση αν μου συμβεί τίποτα. Διαμαρτυρήθηκα αμέσως και δυνατά. Τίποτα δεν θα συνέβαινε, τίποτα δεν μπορούσε να συμβεί. — Ε, λοιπόν, φαίνεται πως δεν άκουσες προσεκτικά τι σου είπε ο δρ Φράνκλιν. — Ο Φράνκλιν δεν ξέρει. Έχεις ακόμα πολλά χρόνια μπροστά σου, Πουαρό. — Είναι δυνατόν, φίλε μου, αν και είναι εξαιρετικά απίθανο. Αλλά μιλάω συγκεκριμένα κι όχι γενικά. Αν και μπορεί να πεθάνω πολύ γρήγορα, μπορεί να μην πεθάνω αρκετά γρήγορα για να ικανοποιήσω τον φίλο μας τον Χ. — Τι; έκανα και το πρόσωπο μου έδειξε την σοκαρισμένη μου αντίδραση. Ο Πουαρό κατένευσε. — Μα ναι Χάστιγκς. Στο κάτω κάτω της γραφής, ο X είναι έξυπνος. Στην πραγματικότητα, πολύ έξυπνος. Κι ο X δεν μπορεί να μην καταλαβαίνει πως η εξαφάνιση μου, ακόμα κι αν προηγείτο λίγες μέρες του φυσικού μου θανάτου, θα είχε φοβερά πλεονεκτήματα. — Μα τότε... τότε... τι θα συνέβαινε; Ήμουν ταραγμένος. — Όταν πέσει ο συνταγματάρχης, φίλε μου, Αναλαμβάνει ο υποδιοικητής. Θα συνεχίσεις εσύ. — Πως μπορώ; Βρίσκομαι εντελώς στο σκοτάδι. — Το ‘χω κανονίσει. Αν μου συμβεί τίποτα, φίλε μου, θα βρεις εδώ... Χάιδεψε το κλειδωμένο βαλιτσάκι δίπλα του. — Όλες τις ενδείξεις που σου χρειάζονται. Καταλαβαίνεις, έχω
προβλέψει την κάθε πιθανότητα. — Πραγματικά, δεν χρειάζεται εξυπνάδα. Πες μου τώρα ό,τι χρειάζεται να ξέρω. — Όχι, φίλε μου. Το γεγονός πως δεν ξέρεις ό,τι ξέρω είναι πολύτιμο πλεονέκτημα. — Μου άφησες μια σαφή περιγραφή της υποθέσεως; — Ασφαλώς όχι. θα μπορούσε να πέσει στα χέρια του X. — Τότε, τι μου άφησες; — Υλικές ενδείξεις. Δεν θα σημαίνουν τίποτα για τον X —μπορείς να ‘σαι σίγουρος γι’ αυτό— αλλά θα σε οδηγήσουν στην ανακάλυψη της αλήθειας. — Δεν είμαι και τόσο σίγουρος Γιατί έχεις τόσο στριμμένο μυαλό, Πουαρό; Πάντα σ’ αρέσει να δυσκολεύεις τα πράγματα. Πάντα σου άρεσε! — Και τώρα μου έχει γίνει πάθος; Αυτό ήθελες να πεις; Ίσως. Αλλά μείνε ήσυχος, οι ενδείξεις μου θα σε οδηγήσουν στην αλήθεια. (Σταμάτησε κι υστέρα είπε:) Κι ίσως τότε, να ευχηθείς να μην σε είχαν οδηγήσει τόσο μακριά. Ίσως να πεις: «Κατεβάστε την αυλαία!» Κάτι στη φωνή του έκανε να ξαναρχίσει ο αόριστος κι ασχημάτιστος φόβος που είχα νοιώσει μια δυο φορές την ημέρα εκείνη. Ήταν σαν να υπήρχε κάπου, σ’ ένα μέρος που δεν έβλεπα, ένα γεγονός που δεν ήθελα να το δω —που δεν μπορούσα να το αναγνωρίσω. Κάτι που το ήξερα κιόλας, βαθιά μέσα μου... Αποτίναξα αυτό το συναίσθημα και κατέβηκα για το δείπνο.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ Το δείπνο ήταν αρκετά εύθυμο. Η κ. Λούτρελ είχε ξανακατέβει κάτω και είχε την καλύτερη φλέβα ψευτοιρλανδέζικης ευθυμίας. Ο Φράνκλιν ήταν ζωηρότερος και πιο εύθυμος παρά ποτέ. Είδα για πρώτη φορά την αδελφή Κράβεν με κανονικά ρούχα αντί για τη στολή της νοσοκόμου. Τώρα που είχε αφήσει κατά μέρος την επαγγελματική της επιφυλακτικότητα, ήταν ασφαλώς μια πολύ ελκυστική νέα. Μετά το δείπνο η κ. Λούτρελ πρότεινε μπριτζ αλλά τελικά άρχισαν μερικά παιχνίδια συναναστροφών. Γύρω στις ενάμισι ο Νόρτον εκδήλωσε την πρόθεσή του ν’ ανέβει να δει τον Πουαρό. Έπρεπε να ενεργήσω γρήγορα. — Κοιτάξτε, είπα. Αν δεν σας πειράζει... τον κουράζει πραγματικά πάρα πολύ να μιλάει με περισσότερους από έναν άνθρωπο συγχρόνως. Ο Νόρτον κατάλαβε τον υπαινιγμό μου κι είπε γρήγορα : — Υποσχέθηκα να του δανείσω ένα βιβλίο για τα πουλιά. — Εντάξει, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Θα ξαναγυρίσετε, Χάστιγκς; — Ναι. Ανέβηκα επάνω με τον Νόρτον. Ο Πουαρό περίμενε. Ύστερα από μια δυο λέξεις ξανακατέβηκα. Αρχίσαμε να παίζουμε ραμί. Νομίζω πως ο Μπόυντ Κάριγκτον στενοχωριόταν απ’ την ανέμελη ατμόσφαιρα του «Στάυλς» εκείνο το βράδυ. Ίσως σκεπτόταν πως είχε περάσει πολύ λίγος καιρός απ’ την τραγωδία για να την έχουν ξεχάσει όλοι. Ήταν αφηρημένος, συχνά ξεχνούσε τι έκανε, και στο τέλος ζήτησε συγνώμη και σταμάτησε να παίζει. Πήγε στο παράθυρο και το άνοιξε. Ο ήχος του κεραυνού ακουγόταν μακριά. Υπήρχε γύρω μας μια καταιγίδα αν δεν μας είχε φτάσει ακόμα. Έκλεισε πάλι το παράθυρο και ξαναγύρισε. Στάθηκε για ένα δυο λεπτά κοιτάζοντάς μας να παίζουμε. Ύστερα βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ανέβηκα για ύπνο στις έντεκα παρά τέταρτο. Δεν πήγα στον Πουαρό. Μπορεί να κοιμόταν. Εξ άλλου, ένοιωθα απρόθυμος να σκεφτώ
περισσότερο το «Στάυλς» και τα προβλήματά του. Ήθελα να κοιμηθώ να κοιμηθώ και να ξεχάσω. Ετοιμαζόμουν να κοιμηθώ όταν με ξύπνησε ένας θόρυβος. Νόμισα πως μπορούσε να είναι ένα χτύπημα στην πόρτα μου. Φώναξα «Εμπρός», αλλά μην παίρνοντας απάντηση, άναψα το φως κι αφού σηκώθηκα κοίταξα το διάδρομο. Είδα τον Νόρτον να ‘ρχεται απ’ το μπάνιο και να πηγαίνει στο δωμάτιό του. Φορούσε μια καρό ρόμπα με απαίσια χρώματα και μαλλιά που πετούσαν όπως συνήθως. Πήγε στο δωμάτιό του κι έκλεισε την πόρτα κι αμέσως μετά τον άκουσα να γυρίζει το κλειδί στην κλειδαριά. Από ψηλά ακούγονταν κεραυνοί. Η θύελλα πλησίαζε... Ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου με μια ελαφριά ανησυχία που είχε δημιουργηθεί απ’ τον ήχο του κλειδιού που γύριζε. Έδειχνε, πολύ αμυδρά, άσχημες πιθανότητες. Αναρωτήθηκα αν ο Νόρτον κλείδωνε πάντα την πόρτα του τη νύχτα. Μήπως ο Πουαρό τον είχε προειδοποιήσει να το κάνει. Θυμήθηκα με ξαφνική ανησυχία πως το κλειδί της πόρτας του Πουαρό είχε εξαφανιστεί μυστηριωδώς. Έμεινα ξαπλωμένος στο κρεβάτι κι η ανησυχία μου μεγάλωνε ενώ η θύελλα αύξαινε την νευρικότητά μου. Σηκώθηκα τελικά και κλείδωσα την πόρτα μου. Ύστερα ξαναγύρισα στο κρεβάτι μου και κοιμήθηκα. Πήγα στον Πουαρό πριν κατέβω για το πρωινό. Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και μου έκανε ξανά εντύπωση πόσο άσχημα φαινόταν. Βαθιές γραμμές κούρασης και κόπωσης υπήρχαν στο πρόσωπο του. — Πως είσαι, γέρο μου; Μου χαμογέλασε υπομονητικά. — Υπάρχω, φίλε μου. Υπάρχω ακόμα. — Πονάς; — Όχι, είμαι απλώς κουρασμένος... αναστέναξε. Πολύ κουρασμένος. — Τι έγινε χτες τη νύχτα; ρώτησα. Σου είπε ο Νόρτον τι είδε κείνη
τη μέρα; — Ναι, μου είπε. — Τι ήταν; Ο Πουαρό με κοίταξε σκεφτικά για πολλή ώρα πριν απαντήσει: — Δεν είμαι σίγουρος αν πρέπει να στο πω, Χάστιγκς. Ίσως να το παρεξηγήσεις. — Τι εννοείς; — Ο Νόρτον, είπε ο Πουαρό, μου είπε πως είδε δυο ανθρώπους... — Την Τζούντιθ και τον Άλλερτον, είπα. Το σκέφτηκα τότε. — Ε, λοιπόν, όχι. Όχι την Τζούντιθ και τον Άλλερτον. Δεν σου είπα πως θα με παρεξηγούσες; Έχεις έμμονες ιδέες! — Λυπάμαι, είπα λίγο ντροπιασμένος. Πες μου. — Θα σου πω αύριο. Υπάρχουν πολλά που θέλω να σκεφτώ. — Βοηθάει στην υπόθεση; Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. Έκλεισε τα μάτια του, ξαπλώνοντας στα μαξιλάρια του. — Η υπόθεση έχει κλείσει. Ναι, έχει κλείσει. Υπάρχουν μόνο μερικές χαλαρές άκρες που πρέπει να δεθούν. Κατέβα για πρωινό, φίλε μου. Και καθώς κατεβαίνεις, στείλε μου τον Κέρτις. Το έκανα και κατέβηκα κάτω. Ήθελα να δω τον Νόρτον. Ένοιωθα μεγάλη περιέργεια να μάθω τι είχε πει στον Πουαρό. Υποσυνείδητα δεν ήμουν ακόμα ευτυχισμένος. Η έλλειψη ενθουσιασμού στους τρόπους του Πουαρό, μου έκανε δυσάρεστη εντύπωση. Μήπως έφταιγε η επίμονη μυστικότητα του; Γιατί αυτή η βαθιά ανεξήγητη θλίψη; Ποια ήταν η αλήθεια σ’ όλα αυτά; Ο Νόρτον δεν ήταν στο πρόγευμα. Ύστερα, πήγα να περπατήσω στον κήπο. Ο αέρας ήταν δροσερός και ψυχρός μετά την καταιγίδα. Πρόσεξα πως είχε βρέξει πολύ. Ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν στην πρασιά. Χάρηκα που τον είδα κι ευχήθηκα να μπορούσα να τον εμπιστευθώ. Το ‘θελα πάντα. Τώρα ένοιωθα μεγάλο πειρασμό να το κάνω. Ο Πουαρό ήταν πραγματικά ακατάλληλος για να συνεχίσει μόνος του. Εκείνο το πρωί ο Μπόυντ Κάριγκτον φαινόταν τόσο ζωηρός, τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, που ένοιωσα ένα κύμα ζεστασιάς και
σιγουριάς. — Αργήσατε να ξυπνήσετε σήμερα το πρωί, είπε. — Κοιμήθηκα αργά, δικαιολογήθηκα — Είχαμε γερή θύελλα χτες τη νύχτα. Την ακούσατε; Θυμήθηκα πως είχα καταλάβει τους κεραυνούς μέσα στον ύπνο μου. — Ένοιωθα λίγο άκεφος χτες τη νύχτα, είπε ο Μπόυντ Κάριγκτον. Σήμερα νοιώθω πολύ καλύτερα. Τεντώθηκε και χασμουρήθηκε. — Που είναι ο Νόρτον; ρώτησα. — Δεν νομίζω να σηκώθηκε ακόμα. Τεμπέλης διάολος... Σηκώσαμε τα μάτια μας, σαν από κοινή συμφωνία. Εκεί όπου στεκόμαστε, τα παράθυρα του δωματίου του Νόρτον ήταν ακριβώς από πάνω μας. Αναπήδησα. Γιατί μόνο τα παντζούρια των παραθύρων του Νόρτον ήταν ακόμα κλειστά. — Παράξενο, είπα. Δεν νομίζετε πως ξέχασαν να τον φωνάξουν; — Παράξενο. Ελπίζω να μην είναι άρρωστος. Πάμε επάνω να δούμε. Ανεβήκαμε μαζί επάνω. Η καμαριέρα, μια μάλλον ανόητη κοπέλα, βρισκόταν στο διάδρομο. Απάντησε στην ερώτηση μας πως ο κύριος Νόρτον δεν είχε απαντήσει, όταν χτύπησε. Είχε χτυπήσει μια δυο φορές άλλα δεν φαινόταν να ‘χε ακούσει. Η πόρτα του ήταν κλειδωμένη. Ένα κακό προαίσθημα με κυρίευσε. Χτύπησα δυνατά την πόρτα, φωνάζοντας: — Νόρτον, Νόρτον! Ξυπνήστε! Και πάλι, με μεγαλύτερη ανησυχία: — Ξυπνήστε!... ΙΙΙ Όταν έγινε φανερό πως δεν θα παίρναμε απάντηση, πήγαμε να βρούμε τον Συνταγματάρχη Λούτρελ... Μας άκουσε με έναν αόριστο πανικό στα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του. Τράβηξε αβέβαια το μουστάκι του. Η κ. Λούτρελ που ήταν άνθρωπος των άμεσων αποφάσεων, δεν
δυσκολεύτηκε καθόλου. — Πρέπει ν’ ανοίξουμε αυτή την πόρτα με κάποιον τρόπο. Δεν υπάρχει άλλη λύση. Είδα για δεύτερη φορά στη ζωή μου μια πόρτα να σπάει στο «Στάυλς». Πίσω απ’ την πόρτα υπήρχε ό,τι υπήρχε και την πρώτη φορά πίσω από μια κλειδωμένη πόρτα. Βίαιος θάνατος. Ο Νόρτον ήταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι του με τη ρόμπα του. Το κλειδί της πόρτας ήταν στην τσέπη του. Είχε στο χέρι του ένα πιστολάκι, ένα παιχνίδι, αλλά ικανό να κάνει τη δουλειά του. Υπήρχε μια τρυπίτσα ακριβώς στο κέντρο του μετώπου του. Για ένα δυο λεπτά δεν μπορούσα να σκεφτώ τι μου θύμιζε. Κάτι ασφαλώς πολύ παλιό... Ήμουν πολύ κουρασμένος για να θυμηθώ. Καθώς έμπαινα στο δωμάτιο του Πουαρό, είδε το πρόσωπο μου. — Τι συνέβη; είπε γρήγορα. Ο Νόρτον; — Είναι νεκρός. — Πως; Πότε; Του είπα με λίγα λόγια. — Λένε πως είναι αυτοκτονία, κατέληξα κουρασμένα. Τι άλλο μπορούν να πουν; Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Τα παντζούρια ήταν κλειστά. Το κλειδί ήταν στην τσέπη του. Εξ άλλου τον είδα πραγματικά να μπαίνει μέσα και τον άκουσα να κλειδώνει την πόρτα. — Τον είδες, Χάστιγκς; — Ναι, χτες το βράδυ. Του εξήγησα. — Είσαι σίγουρος πως ήταν ο Νόρτον; — Φυσικά, θ’ αναγνώριζα αυτή την απαίσια παλιά ράμπα οπουδήποτε. — Α, μα αναγνωρίζεις έναν άνθρωπο κι όχι μια ρόμπα. Μα την πίστη μου. 'Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να φοράει μια ρόμπα. — Είναι αλήθεια, είπα αργά, πως δεν είδα το πρόσωπο του. Αλλά ήταν τα μαλλιά του και εκείνο το ελαφρό κούτσαμα... — Θεέ μου, οποιοσδήποτε θα μπορούσε να κουτσαίνει!... Τον κοίταξα κατάπληκτος.
— Θέλεις να πεις πως αυτός που είδα δεν ήταν ο... Νόρτον, Πουαρό; — Δεν υπονοώ τίποτα τέτοιο. Απλώς μ’ ενοχλούν οι ελάχιστα· επιστημονικοί λόγοι που αναφέρεις για να λες πως ήταν ο Νόρτον. Όχι, όχι, ούτε για μια στιγμή δεν υπονόησα πως δεν ήταν ο Νόρτον. Θα ‘ταν δύσκολο να είναι οποιοσδήποτε άλλος, γιατί όλοι οι άνδρες εδώ είναι ψηλοί —πολύ ψηλότεροι από κείνον— και τέλος πάντων, δεν μπορείς να κρύψεις το ύψος, όχι αυτό. Νομίζω πως ο Νόρτον ήταν μόνο ένα κι εξήντα. Πάντως, δεν μοιάζει με συνωμοτικό κόλπο; Πηγαίνει στο δωμάτιό του, κλειδώνει την πόρτα, βάζει το κλειδί στην τσέπη του και βρίσκεται πυροβολημένος μ’ ένα πιστόλι στο χέρι του και το κλειδί ακόμα στην τσέπη του. — Τότε δεν πιστεύεις πως αυτοκτόνησε; είπα. Ο Πουαρό κούνησε αργά το κεφάλι του. — Όχι, είπε. Ο Νόρτον δεν αυτοκτόνησε. Δολοφονήθηκε με πολύ έξυπνο τρόπο. IV Κατέβηκα κάτω σαν χαμένος. Η υπόθεση ήταν τόσο ανεξήγητη που ελπίζω πως μπορεί κανείς να με συγχωρέσει που δεν είδα το επόμενο αναπόφευκτο βήμα. Ήμουν θαμπωμένος. Το μυαλό μου δεν λειτουργούσε σωστά. Κι όμως ήταν τόσο λογικό. Γιατί είχε δολοφονηθεί ο Νόρτον; Για να τον εμποδίσουν, όπως πίστευα τουλάχιστον, να πει τι είχε δει. Αλλά είχε εμπιστευθεί αυτά που ήξερε σ’ έναν άλλο άνθρωπο. Έτσι, κι αυτός ο άνθρωπος βρισκόταν σε κίνδυνο... Και δεν ήταν μόνο σε κίνδυνο, αλλά δε μπορούσε να τον βοηθήσει κανείς. Έπρεπε να ξέρω. Έπρεπε να ‘χα προβλέψει... — Αγαπητέ φίλε! μου είχε πει ο Πουαρό καθώς έφευγα απ’ το δωμάτιο. Ήταν τα τελευταία λόγια που θ’ άκουγα ποτέ από κείνον. Γιατί όταν ο Κέρτις πήγε να φροντίσει τον κύριο του, τον βρήκε νεκρό...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΝΑΤΟ Δεν θέλω να γράψω για όλα αυτά. Καταλαβαίνετε, θέλω να τα σκέφτομαι όσο το δυνατόν λιγότερο. Ο Ηρακλής Πουαρό ήταν νεκρός… και μαζί του πέθανε ένα μεγάλο μέρος του Άρθουρ Χάστιγκς. Θα σας δώσω τα γυμνά γεγονότα χωρίς γαρνιτούρες. Είναι το μόνο που μπορώ ν’ αντέξω. Είπαν πως πέθανε από φυσικά αίτια. Δηλαδή πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ο Φράνκλιν είπε πως έτσι περίμενε να πεθάνει. Ασφαλώς το σοκ του θανάτου του Νόρτον την προκάλεσε. Φαίνεται πως από κάποια απροσεξία oι ενέσεις του νιτρικού άμυλου δεν βρίσκονταν δίπλα στο κρεββάτι του. Ήταν απροσεξία; Τίς πήρε κάποιος σκόπιμα; Όχι πρέπει να ‘ταν κάτι· περισσότερο απ’ αυτό. Ο X δεν μπορούσε να υπολογίσει πως ο Πουαρό θα πάθαινε καρδιακή προσβολή. Γιατί, καταλαβαίνετε, αρνούμαι να πιστέψω πως ο θάνατος του Πουαρό ήταν φυσιολογικός. Σκοτώθηκε, όπως σκοτώθηκε ο Νόρτον, όπως σκοτώθηκε η Μπάρμπαρα Φράνκλιν. Και δεν ξέρω γιατί σκοτώθηκαν και δεν ξέρω ούτε ποιος τους σκότωσε! Έγινε ανάκριση για τον Νόρτον και έβγαλαν απόφαση πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Η μοναδική αμφιβολία προβλήθηκε απ’ τον χειρουργό που είπε πως ήταν ασυνήθιστο για έναν άνθρωπο να πυροβολήσει ακριβώς το κέντρο του μετώπου του. Αλλά αυτή ήταν η μοναδική σκιά αμφιβολίας. Η όλη υπόθεση ήταν πολύ ξεκάθαρη. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη από μέσος το κλειδί βρισκόταν στην τσέπη του νεκρού, τα παντζούρια ήταν καλά κλεισμένα, το πιστόλι βρισκόταν στο χέρι του. Ο Νόρτον είχε παραπονεθεί για πονοκεφάλους, όπως φαίνεται και μερικές επενδύσεις του πήγαιναν άσκημα τελευταία. Δεν ήταν σοβαροί λόγοι για αυτοκτονία, αλλά έπρεπε να βρουν κάτι. Το πιστόλι ήταν ολοφάνερα δικό του. Το είχε δει δυο φορές η καμαριέρα στο κομοδίνο του κατά το διάστημα της παραμονής του στο «Στάυλς». Ώστε αυτό ήταν. Άλλο ένα καλοσκηνοθετημένο έγκλημα
και όπως συνήθως, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Στην μονομαχία μεταξύ Πουαρό και X, είχε κερδίσει ο X. Τώρα η υπόθεση βρισκόταν στα χέρια μου. Πήγα στο δωμάτιο του Πουαρό και πήρα το κουτί. Ήξερα πως με είχε ορίσει εκτελεστή της διαθήκης του κι είχα απόλυτο δικαίωμα να το κάνω. Το κλειδί βρισκόταν γύρω απ’ το λαιμό του. Άνοιξα το κουτί στο δωμάτιό μου. Κι ένοιωσα αμέσως σοκ. Οι φάκελοι των υποθέσεων X είχαν εξαφανισθεί. Τούς είχα δει εκεί μόνο μια δυο μέρες πριν, όταν ο Πουαρό την είχε ξεκλειδώσει. Αν χρειαζόμουν μια απόδειξη πως ο X είχε δράσει, την είχα μπροστά μου. Ή ο Πουαρό είχε καταστρέψει μόνος του τα χαρτιά (πράγμα εξαιρετικά απίθανο) ή το είχε κάνει ο X. Ο X. Ο X. Αυτός ο καταραμένος διάολος, ο X. Αλλά το κουτί δεν ήταν άδειο. Θυμήθηκα την υπόσχεση του Πουαρό πως θα ‘βρίσκα άλλες ενδείξεις που δεν θα τις ήξερε ο X. Ήταν άραγε αυτές οι ενδείξεις; Υπήρχε ένα αντίτυπο ενός απ’ τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ, του Οθέλλου σε μια μικρή φτηνή έκδοση. Το άλλο βιβλίο ήταν το θεατρικό έργο Τζων Φέργκιουσον του Σαίντ Τζων Έρβιν. Υπήρχε ένας σελιδοδείχτης στην τρίτη πράξη. Κοίταξα ανέκφραστα τα δυο βιβλία. Εδώ ήταν οι ενδείξεις που μου είχε αφήσει ο Πουαρό και δεν σημαίνον απολύτως τίποτα για μένα! Τι μπορούσαν να σημαίνουν; Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν ένα είδος κώδικα. Ένας κώδικας, με λέξεις, βασισμένος στα θεατρικά έργα. Αλλά αν ήταν έτσι, πως θα τον έβρισκα; Δεν υπήρχαν υπογραμμισμένες λέξεις ή γράμματα πουθενά. Δοκίμασα σε σιγανή φωτιά, μήπως ήταν συμπαθητική μελάνη, αλλά χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Διάβασα προσεκτικά την τρίτη πράξη του Τζων Φέργκιουσον. Ήταν μια θαυμάσια και συγκλονιστική σκηνή όπου ο απαιτητικός Κλούτυ Τζων κάθεται και μιλάει και που τελειώνει με τον νεότερο Φέργκιουσον να πηγαίνει να βρει τον άνδρα που έκανε κακό στην αδελφή του.
Θαυμάσια διαγραφή χαρακτήρων αλλά δεν μπορούσα να πιστέψω πως ο Πουαρό τα είχε αφήσει για να βελτιώσει τα λογοτεχνικά του γούστα! Κι υστέρα, καθώς γύριζα τα φύλλα του βιβλίου, έπεσε ένα φύλλο χαρτί. Είχε πάνω του μια φράση, γραμμένη με τον γραφικό χαρακτήρα του Πουαρό. Μίλησε στον υπηρέτη μου Τζώρτζ. Υπήρχε λοιπόν κάτι εδώ. Ίσως το κλειδί για τον κώδικα — αν ήταν κώδικας — ήταν στα χέρια του Τζώρτζ. Έπρεπε να βρω τη διεύθυνσή του και να πάω να τον δω. Αλλά πρώτα υπήρχε η θλιβερή δουλειά της ταφής του αγαπητού μου φίλου. Εδώ ήταν το μέρος όπου είχε ζήσει όταν πρωτοήρθε σ’ αυτή τη χώρα. Εδώ θα κειτόταν ως το τέλος. Η Τζούντιθ ήταν πολύ ευγενική μαζί μου εκείνες τις μέρες. Περνούσε πολλή ώρα κάνοντας μου συντροφιά, και με βοήθησε να τα τακτοποιήσω όλα. Ήταν ευγενική και γεμάτη συμπάθεια. Κι η Ελίζαμπεθ Κόουλ κι ο Μπόυντ Κάριγκτον ήταν επίσης πολύ ευγενικοί. Η Ελίζαμπεθ Κόουλ επηρεάσθηκε απ’ το θάνατο του Νόρτον λιγότερο απ’ όσο πίστευα. Αν ένοιωθε βαθιά θλίψη την κρατούσε για τον εαυτό της. Κι έτσι τέλειωσαν όλα... ΙΙ Ναι, πρέπει να το γράψω. Πρέπει να ειπωθεί. Η κηδεία είχε τελειώσει. Καθόμουν με την Τζούντιθ, προσπαθώντας να κάνω μερικά αόριστα σχέδια για το μέλλον. — Αλλά καταλαβαίνεις, πατέρα, δεν θα βρίσκομαι εδω, είπε ξαφνικά η Τζούντιθ. — Δεν θα βρίσκεσαι εδώ; — Δεν θα είμαι στην Αγγλία. Την κοίταξα. — Δεν θέλησα να στο πω νωρίτερα, πατέρα. Δεν ήθελα να χειροτερέψω τα πράγματα για σένα. Αλλά τώρα πρέπει να μάθεις. Ελπίζω να
μην σε πειράξει πάρα πολύ. Καταλαβαίνεις, πηγαίνω στην Αφρική με τον Δρα Φράνκλιν. Ξέσπασα. Ήταν αδύνατον. Δεν μπορούσε να κάνει τέτοιο πράγμα. Όλοι θα μιλούσαν... Άλλο πράγμα ήταν να είναι βοηθός του στην Αγγλία, και ιδιαίτερα όταν ζούσε η γυναίκα του κι άλλο να πάει μαζί του στην Αφρική. Ήταν αδύνατον και θα το απαγόρευα απολύτως. Η Τζούντιθ δεν έπρεπε να κάνει τέτοιο πράγμα!... Δεν με διέκοψε. Μ’ άφησε να τελειώσω. Χαμογέλασε πολύ ελαφρά. — Μα, πολυαγαπημένε μου, είπε, δεν πηγαίνω σαν βοηθός του. Πηγαίνω σαν γυναίκα του. Ήταν σαν να δέχτηκα μια σφαίρα ανάμεσα στα μάτια. Είπα —η μάλλον τραύλισα: — Κι ο Άλ... Άλλερτον. Φάνηκε ελαφρά διασκεδασμένη. — Δεν υπήρχε ποτέ τίποτα σ’ αυτό, θα στο ‘λεγα αν δεν με είχες κάνει να θυμώσω τόσο πολύ. Εξ άλλου ήθελα να σκεφτείς, να... αυτό που σκέφτηκες. Δεν ήθελα να ξέρεις πως ήταν ο Τζων. — Μα τον είδα να σε φιλάει ένα βράδυ στην ταράτσα. — Ω, ναι, είπε ανυπόμονα. Ήμουν δυστυχισμένη εκείνη τη νύχτα. Συμβαίνουν αυτά. Ασφαλώς το ξέρεις. — Δε μπορείς να παντρευτείς τον Φράνκλιν ακόμα... τόσο νωρίς, είπα. — Ναι, μπορώ, θέλω να φύγω μαζί του, κι είπες και σύ πως είναι ευκολότερο. Δεν έχουμε τίποτα να περιμένουμε... τώρα. Η Τζούντιθ κι ο Φράνκλιν. Ο Φράνκλιν κι η Τζούντιθ. Καταλαβαίνετε τις σκέψεις που ήρθαν στο μυαλό μου —τις σκέψεις που βρίσκονταν κάτω απ’ την επιφάνεια γι’ αρκετό καιρό; Η Τζούντιθ κι ο Φράνκλιν. Ο Φράνκλιν κι η Τζούντιθ να δηλώνει με την νεανική γεμάτη πάθος φωνή της πως οι άχρηστες ζωές έπρεπε να δώσουν τη θέση τους στις χρήσιμες —η Τζούντιθ που αγαπούσα και που την είχε αγαπήσει κι ο Πουαρό. Οι δυο άνθρωποι που είχε δει ο Νόρτον —μήπως ήταν η Τζούντιθ κι ο Φράνκλιν; Άλλα αν ήταν έτσι... αν ήταν έτσι... όχι, δεν μπορούσε να ‘ναι αλήθεια. Όχι η Τζούντιθ. Ίσως ο Φράνκλιν —ένας παράξενος άνθρωπος, ένας άσπλαχνος
άνθρωπος, ένας άνθρωπος που αν αποφάσιζε να δολοφονήσει, θα μπορούσε να δολοφονήσει ξανά και ξανά. Ο Πουαρό είχε δείξει προθυμία να συμβουλευθεί τον Φράνκλιν. Γιατί; Τι του είχε πει εκείνο το πρωί; Αλλά όχι η Τζούντιθ. Όχι η αξιαγάπητη, σοβαρή, νεαρή μου Τζούντιθ. Κι όμως, πόσο παράξενο ύφος είχε ο Πουαρό! Πως είχαν αντηχήσει τα λόγια του: «Ίσως να προτιμήσεις να πεις “Κλείστε την αυλαία !...”». Και ξαφνικά μου πέρασε μια καινούργια ιδέα. Τερατώδης! Αδύνατη! Μήπως η όλη ιστορία του X ήταν ψεύτικη; Μήπως ο Πουαρό είχε έρθει στο «Στάυλς» γιατί φοβόταν μια τραγωδία στην οικογένεια Φράνκλιν; Είχε έρθει για να παρακολουθεί την Τζούντιθ; Γι’ αυτό είχε αρνηθεί αποφασιστικά να μου πει οτιδήποτε; Γιατί όλη η ιστορία του X ήταν ψεύτικη, ένα προπέτασμα καπνού; Μήπως η βάση της τραγωδίας ήταν η Τζούντιθ, η κόρη μου; Ο Οθέλλος! Τη νύχτα που είχε πεθάνει η κ. Φράνκλιν είχα πάρει απ’ τη βιβλιοθήκη τον Οθέλλο. Μήπως αυτή ήταν η ένδειξη; Η Τζούντιθ, που φαινόταν, όπως είπε κάποιος, εκείνη τη νύχτα, σαν την συνονόματη της πριν κόψει το κεφάλι του Ολοφέρνη. Η Τζούντιθ με το θάνατο στην καρδιά της;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ Συνεχίζω τα γραπτά μου από Ήστμπουρν. Ήρθα στο Ήστμπουρν για να δω τον Τζώρτζ, τον πρώην υπηρέτη του Πουαρό. Ο Τζώρτζ είχε μείνει πολλά χρόνια με τον Πουαρό. Ήταν ένας ικανός προσγειωμένος άνδρας, χωρίς καθόλου φαντασία. Πάντα έλεγε τα πράγματα όπως ήταν και τα ‘παιρνε με την ονομαστική τους άξια. Πήγα λοιπόν να τον δω. Του είπα για τον θάνατο του Πουαρό κι ο Τζώρτζ αντέδρασε όπως θ’ αντιδρούσε ο Τζώρτζ. Ήταν απελπισμένος και θλιμμένος και μόλις κατάφερνε να το κρύψει. Ύστερα είπα; — Δεν σου άφησε ένα μήνυμα για μένα; — Για σας, κύριε; είπε αμέσως ο Τζώρτζ. Όχι, όχι, απ’ ότι ξέρω. Έμεινα κατάπληκτος. Τον πίεσα αλλά ήταν αποφασιστικός. — Φαντάζομαι πως έκανα λάθος, είπα τελικά. Αυτά λοιπόν, θα ‘θελα να ‘σουν μαζί του στο τέλος. — Κι εγώ θα το ‘θελα, κύριε. — Κι όμως υποθέτω πως αν ο πατέρας σου ήταν άρρωστος έπρεπε να ‘ρθεις κοντά του. Ο Τζώρτζ με κοίταξε πολύ παράξενα. — Με συγχωρείτε, κύριε, είπε, αλλά δεν σας καταλαβαίνω. — Έπρεπε να φύγεις για να φροντίσεις τον πατέρα σου, δεν ειν’ έτσι; — Δεν ήθελα να φύγω, κύριε. Ο κ. Πουαρό μ’ έδιωξε... — Σ’ έδιωξε; έκανα και τον κοίταξα επίμονα. — Δεν εννοώ πως με απέλυσε, κύριε. Η συμφωνία μας ήταν πως θα ξαναγύριζα αργότερα στην υπηρεσία του. Αλλά έφυγα σύμφωνα με την επιθυμία του, και, μου κανόνισε μια κατάλληλη αμοιβή όσα καιρό βρισκόμουν εδώ με τον γέρο πατέρα μου. — Αλλά γιατί, Τζώρτζ, γιατί; — Δεν ξέρω, κύριε. — Δεν ρώτησες; — Όχι, κύριε. Δεν νόμιζα πως ταίριαζε στη θέση μου να το κάνω. Ο
κ. Πουαρό είχε πάντα τις ιδέες του, κύριε. Ήταν ένας πολύ έξυπνος κύριος, όπως καταλάβαινα πάντα, κύριε, και όλοι τον σέβονταν πάρα πολύ. — Ναι, ναι, μουρμούρισα αφηρημένα. — Φρόντιζε πολύ τα ρούχα του, αν κι είχε την τάση να φοράει ξενικά και παράξενα ρούχα, αν ξέρετε τι εννοώ. Αλλά φυσικά, μπορεί να το καταλάβει κανείς αυτό, αφού ήταν ξένος. Και τα μαλλιά του και το μουστάκι του... — Αχ, εκείνο το περίφημο μουστάκι... Ένοιωσα ένα τσίμπημα πόνου καθώς θυμήθηκα πόσο περήφανος ήταν γι’ αυτό. — Ήταν πολύ ιδιότροπος σχετικά με το μουστάκι του, είπε ο Τζώρτζ. Ο τρόπος που το ‘κοβε δεν ήταν πολύ της μόδας, αλλά του πήγαινε, κύριε, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Είπα πως ήξερα. Ύστερα μουρμούρισα με λεπτότητα: — Υποθέτω πως το ‘βαφε όπως και τα μαλλιά του; — Ρετουσάριζε λίγο το μουστάκι του αλλά όχι τα μαλλιά του... όχι τα τελευταία χρόνια. — Ανοησίες, είπα. Ήταν μαύρα σαν του κόρακα, ήταν τόσο αφύσικα που φαινόταν σαν περούκα. Ο Τζώρτζ έβηξε απολογητικά. — Με συγχωρείτε, κύριε, ήταν περούκα. Τα μαλλιά του κυρίου Πουαρό έπεφταν πολύ τελευταία, κι έτσι... κατέφυγε στην περούκα. Σκέφτηκα πόσο παράξενο ήταν να ξέρει ένας υπηρέτης περισσότερα για έναν άνθρωπο απ’ τον πιο στενό του φίλο. Ξαναγύρισα στο θέμα που με απασχολούσε. — Μα δεν έχεις πραγματικά καμία ιδέα γιατί ο κ. Πουαρό σ’ έδιωξε; Σκέψου, άνθρωπέ μου, σκέψου. Ο Τζώρτζ προσπάθησε, αλλά ήταν φανερό πως δεν τα κατάφερνε πολύ καλά στις σκέψεις. — Το μόνο που μπορώ να υποθέσω, κύριε, είπε τελικά, είναι πως μ’ έδιωξε γιατί ήθελε να προσλάβει τον Κέρτις. — Τον Κέρτις; Γιατί να θέλει να προσλάβει τον Κέρτις; Ο Τζώρτζ ξανάβηξε.
— Να σας πω, κύριε, πραγματικά δεν ξέρω. Δεν μου φάνηκε εξαιρετικά έξυπνος όταν τον είδα, κύριε. Φυσικά, είχε σωματική δύναμη, αλλά δύσκολα θα πίστευα πως ήταν το είδος που θ’ άρεσε στον κύριο Πουαρό. Πιστεύω πως είχε διατελέσει βοηθός σ’ ένα ψυχιατρείο. Κοίταξα τον Τζώρτζ. Ο Κέρτις! Μήπως αυτός ήταν ο λόγος που ο Πουαρό επέμενε να μου λέει τόσο λίγα; Ο Κέρτις, ο μόνος άνθρωπος που δεν είχα σκεφτεί ποτέ! Ναι, κι ο Πουαρό ήθελε να ναι έτσι, να με κάνει να ψάχνω για τον μυστηριώδη X ανάμεσα στους πελάτες του «Στάυλς». Αλλά ο X δεν ήταν πελάτης. Ο Κέρτις! Κάποτε βοηθός σε ψυχιατρείο. Και δεν είχα διαβάσει κάπου πως οι άνθρωποι που υπήρξαν ασθενείς σε ψυχιατρεία και άσυλα, μένουν έχει μερικές φορές ή ξαναγυρίζουν σαν βοηθοί; Ένας παράξενος, κουτός, ανόητος άνδρας, ένας άνδρας που θα μπορούσε να σκοτώσει για κάποιον παράξενο, διεστραμμένο λόγο... Κι αν ήταν έτσι, αν ήταν έτσι... Μα τότε, ένα μεγάλο σύννεφο θα ‘φευγε από πάνω μου! Ο Κέρτις;...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Σημείωμα του Λοχαγού Άρθουρ Χάστιγκς: Το χειρόγραφο που ακολουθεί ήρθε στην κατοχή μου τέσσερις μήνες μετά το θάνατο του φίλου μου Ηρακλή Πουαρό. Πήρα ένα μήνυμα από μια εταιρεία δικηγόρων που μου ζητούσαν να επισκεφτώ το γραφείο τους. Εκεί συμφώνως προς τις οδηγίες του πελάτη τους, του μακαρίτη κυρίου Ηρακλή Πουαρό, μου παρέδωσαν ένα σφραγισμένο δέμα. Παραθέτω εδώ το περιεχόμενό του. Χειρόγραφο γραμμένο απ’ τον Ηρακλή Πουαρό: «Αγαπητέ μου φίλε, »Θα έχω πεθάνει εδώ και τέσσερις μήνες, όταν θα διαβάσεις αυτά τα λόγια. Σκέφτηκα πολύ αν έπρεπε ή όχι να γράψω ό,τι είναι γραμμένο εδώ, κι αποφάσισα πως είναι απαραίτητο να ξέρει κάποιος την αλήθεια για τη δεύτερη “Υπόθεσή «Στάυλς»’’. Επίσης διακινδυνεύω την υπόθεση πως όταν θα το διαβάσεις αυτό θα έχεις αναπτύξει τις πιο απίθανες θεωρίες κι ίσως να πληγώνεις τον εαυτό σου. »Αλλά θα σου πω κάτι: Φίλε μου, θα ‘πρεπε να μπορέσεις να φτάσεις εύκολα στην αλήθεια. Φρόντισα να ‘χεις όλες τις ενδείξεις. Αν δεν έφτασες είναι γιατί, όπως πάντα, υπήρξες πολύ όμορφη κι ευκολόπιστη φύση. Στο τέλος όπως και στην αρχή. »Αλλά θα ‘πρεπε να ξέρεις τουλάχιστον ποιος σκότωσε τον Νόρτον —ακόμα κι αν βρίσκεσαι στο σκοτάδι, σχετικά με το ποιος σκότωσε την Μπάρμπαρα Φράνκλιν. Το τελευταίο μπορεί να είναι σοκ για σένα. »Για ν’ αρχίσω, όπως ξέρεις, έστειλα να σε καλέσω. Σου είπα πως σε χρειαζόμουν. Ήταν αλήθεια. Σου είπα πως ήθελα να ‘σαι τ’ αυτιά μου και τα μάτια μου. Κι αυτό ήταν αλήθεια, απόλυτα αληθινό, αν κι όχι με την έννοια που το κατάλαβες! Ήθελα να δεις ό,τι ήθελα να δεις, και ν’ ακούσεις ό,τι ήθελα ν’ ακούσεις. »Παραπονέθηκες, Αγαπητέ μου φίλε, πως ήμουν “άδικος’’ στην
παρουσίαση της υπόθεσης. Σου έκρυψα πράγματα που ήξερα. Δηλαδή, αρνήθηκα να σου αποκαλύψω την ταυτότητα του X. Είναι αλήθεια. Έπρεπε να το κάνω, αν κι όχι για ιούς λόγους που ανέφερα. Θα καταλάβεις σε λίγο το λόγο. »Και τώρα ας εξετάσουμε το θέμα του X. Σου έδειξα καθαρά την περίληψη διαφόρων υποθέσεων. Σου τόνισα πως σε κάθε περίπτωση φαινόταν αρκετά καθαρά πως ο άνθρωπος που είχε κατηγορηθεί, ή ο ύποπτος, είχε πραγματικά διαπράξει το έγκλημα, πως δεν υπήρχε εναλλακτική λύση. Κι υστέρα προχώρησα στο δεύτερο σημαντικό γεγονός, πως σε κάθε περίπτωση ο X ήταν ή επί τόπου ή είχε μεγάλη ανάμιξη. Ύστερα κατέληξες σ’ ένα συμπέρασμα που, παραδόξως, ήταν και σωστό και λάθος. Είπες πως ο X είχε κάνει όλους τους φόνους. »Αλλά, φίλε μου, οι συνθήκες ήταν τέτοιες που σε κάθε περίπτωση (η σχεδόν σε κάθε περίπτωση) μόνο ο κατηγορούμενος μπορούσε να ‘χει κάνει το έγκλημα. Απ’ την άλλη πλευρά, αν ήταν έτσι, πως θα το εξηγούσαμε σχετικά με τον X; Εκτός από έναν άνθρωπο που σχετίζεται με την αστυνομία, ή, ας πούμε, μία εταιρεία ποινικολόγων, δεν είναι λογικό για έναν άνδρα ή για μια γυναίκα να έχει ανάμιξη σε πέντε υποθέσεις φόνων. Καταλαβαίνεις, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο! Ποτέ, ποτέ δεν λέει κάποιος εμπιστευτικά: ‘’Για να πούμε την αλήθεια, έχω γνωρίσει πέντε δολοφόνους!’’ Όχι, όχι, φίλε μου, αυτό δεν είναι δυνατόν. Έτσι φτάνουμε στο παράξενο αποτέλεσμα πως εδώ έχουμε μια περίπτωση κατάλυσης —μια αντίδραση ανάμεσα σε δυο ουσίες που γίνεται μόνο παρουσία μιας τρίτης ουσίας, που φαινομενικά δεν παίρνει κανένα μέρος στην αντίδραση και παραμένει αμετάβλητη. Έτσι έχει το πράγμα. Όπου βρίσκεται ο X, γίνονταν εγκλήματα, αλλά ο X δεν έπαιρνε ενεργό μέρος σ’ αυτά τα εγκλήματα. »Μια παράξενη, αφύσικη κατάσταση! Κι είδα πως είχα συναντήσει, επιτέλους, στο τέλος της καριέρας μου τον τέλειο εγκληματία, τον εγκληματία που είχε εφεύρει μια τέτοια τεχνική, ώστε ποτέ να μην μπορεί να καταδικαστεί για έγκλημα. Ήταν καταπληκτικό. Αλλά δεν ήταν καινούργιο. Υπήρχαν παράλληλες υποθέσεις. Κι εδώ έρχεται η πρώτη απ’ τις “ενδείξεις” που σου
άφησα. Το θεατρικό έργο “ Οθέλλος ”. Γιατί εκεί έχεις το πρωτότυπο του X θαυμάσια σχεδιασμένο. Ο Ιάγος είναι ο τέλειος δολοφόνος. Ο θάνατος της Δεισδαιμόνας, του Κάσσιου :— και στην πραγματικότητα και του ίδιου του Οθέλλου— είναι εγκλήματα του Ιάγου, που έχουν σχεδιασθεί από κείνον κι έχουν εκτελεσθεί απ’ αυτόν. Και μένει έξω απ’ τον κύκλο, ανέγγιχτος από υποψία —ή θα μπορούσε να το κάνει. Γιατί ο μεγάλος σας Σαίξπηρ, φίλε μου, χρειάσθηκε ν’ αντιμετωπίσει το δίλημμα που είχε δημιουργήσει η τέχνη του. Για να ξεσκεπάσει τον Ιάγο έπρεπε να καταφύγει στο αδεξιότερο μέσο —το μαντήλι— ένα έργο που δεν συμφωνούσε καθόλου με την τεχνική του Ιάγου και ένα λάθος που νοιώθει κανείς σίγουρος πως δεν θα μπορούσε να το κάνει. »Ναι, εδώ υπάρχει η τελειοποίηση της τέχνης του φόνου. Ούτε καν μια λέξη άμεσης πρότασης. Πάντα αποτρέπει τους άλλους απ’ τη βία, απορρίπτοντας με φρίκη τις υποψίες που δεν έχουν δημιουργηθεί ώσπου να τις αναφέρει ο ίδιος! »Και βλέπουμε την ίδια τεχνική στην λαμπρή τρίτη πράξη του Τζων Φέργκιουσον οπού ο “μισότρελλος” Κλουτυ Τζων βάζει τους άλλους να σκοτώσουν τον άνθρωπο που ο ίδιος μισεί. Είναι μια θαυμάσια ψυχολογική πρόταση. »Τώρα πρέπει να καταλάβεις κάτι, Χάστιγκς. Όλοι είναι πιθανοί δολοφόνοι. Στον καθένα παρουσιάζεται κάπου κάπου η επιθυμία να σκοτώσει —αν κι όχι η θέληση να το κάνει. Πόσες φορές δεν ένοιωσες ή δεν άκουσες άλλους να λένε: “Με θύμωσε τόσο πολύ ώστε ένοιωσα πως θα μπορούσα να την σκοτώσω!” “θα μπορούσα να σκοτώσω τον Β., γιατί είπε αυτό κι αυτό!” “θύμωσα τόσο πολύ που θα μπορούσα να τον δολοφονήσω!” Κι όλες αυτές οι δηλώσεις είναι αληθινές στην κυριολεξία. Το μυαλό σου είναι ξεκάθαρο σε τέτοιες στιγμές. Θα ‘θελες να σκοτώσεις τον τάδε. Αλλά δεν το κάνεις. Η θέληση σου πρέπει να συμφωνεί με την επιθυμία σου. Στα μικρά παιδιά, το φρένο δεν λειτουργεί ακόμα τέλεια. Ήξερα ένα παιδί, που επειδή το ενοχλούσε το γατάκι του είπε. “Κάθισε ήσυχα γιατί θα σε χτυπήσω στο κεφάλι και θα σε σκοτώσω” και το ‘κανε πραγματικά — για να μείνει κατάπληκτο και τρομαγμένο μια στιγμή αργότερα όταν
κατάλαβε πως η ζωή του γατιού δεν θα ξαναγύριζε, γιατί, καταλαβαίνεις, το παιδί αγαπούσε πραγματικά πολύ το γατάκι του. Ώστε λοιπόν όλοι είμαστε πιθανοί δολοφόνοι. Κι η τέχνη του X ήταν πως δεν υπέβαλε την επιθυμία, αλλά έσπαγε την συνηθισμένη αξιοπρεπή αντίσταση. Ήταν μια τέχνη που είχε τελειοποιηθεί με μακρόχρονη εξάσκηση. Ο X ήξερε την ακριβή λέξη, την ακριβή φράση, ακόμα και τον τόνο της φωνής που θα υπέβαλε και θ’ αύξανε την πίεση σ’ ένα αδύνατο σημείο! Μπορούσε να γίνει. Γινόταν χωρίς να το υποπτεύεται ποτέ το θύμα. Δεν ήταν υπνωτισμός. ο υπνωτισμός δεν θα πετύχαινε. Ήταν κάτι πιο πονηρό, πιο θανάσιμο. Ήταν η προώθηση των δυνάμεων ενός ανθρώπου προς την διεύρυνση ενός χάσματος, αντί να το κλείσει. Έκανε έκκληση σ’ ό,τι καλύτερο υπήρχε σ’ έναν άνθρωπο και το ‘κανε να συμμαχήσει με το χειρότερο. »Θα ‘πρεπε να το ξέρεις, Χάστιγκς, γιατί συνέβη και σε σένα... »Έτσι τώρα αρχίζεις ίσως να καταλαβαίνεις τι σήμαιναν πραγματικά μερικές παρατηρήσεις μου που σ' ενοχλούσαν και σε μπέρδευαν. Όταν μίλησα για ένα έγκλημα που θα γινόταν, δεν αναφερόμουν πάντα στο ίδιο έγκλημα. Σου είπα πως βρισκόμουν στο «Στάυλς» για κάποιο σκοπό. Είπα πως βρισκόμουν εκεί γιατί θα γινόταν ένα έγκλημα. Έδειξες έκπληξη για τη βεβαιότητά μου σ’ αυτό το σημείο. Αλλά μπορούσα να είμαι σίγουρος — γιατί καταλαβαίνεις, το έγκλημα θα γινόταν από μένα τον ίδιο... »Ναι, φίλε μου, είναι παράξενο και αστείο και φοβερό! Εγώ που δεν εγκρίνω το φόνο, εγώ που εκτιμώ την ανθρώπινη ζωή, τελείωσα την καριέρα μου διαπράττοντας φόνο, ίσως αυτό έγινε γιατί ήμουν πολύ σωστός, είχα μεγάλη συναίσθηση της ορθότητας κι αυτό το δίλημμα έπρεπε να παρουσιασθεί σε μένα. Γιατί, καταλαβαίνεις, Χάστιγκς, υπάρχουν δυο πλευρές στην υπόθεση. Το έργο μου στη ζωή είναι να σώζω τους αθώους, να προλαβαίνω το έγκλημα κι αυτός, αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να το κάνω. Μην κάνεις λάθη, Χάστιγκς, ο X δεν μπορούσε ν’ αγγιχθεί απ’ το νόμο. Ήταν ασφαλής. Δεν μπορούσα να τον νικήσω με κανέναν άλλο τρόπο, με κανένα άλλο κόλπο που θα μπορούσα να σκεφτώ. »Kι όμως, φίλε μου, ήμουν απρόθυμος. Έβλεπα τι έπρεπε να γίνει,
αλλά δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να το κάνει. Ήμουν σαν τον Άμλετ —ανέβαλα επ’ άπειρον την κακή μέρα... Κι ύστερα έγινε η επόμενη απόπειρα, η απόπειρα κατά της κ. Λούτρελ. »Ήμουν περίεργος, Χάστιγκς, να δω αν θα λειτουργούσε η γνωστή σου διαίσθηση για το φανερό. Λειτούργησε. Η πρώτη σου αντίδραση ήταν να υποψιασθείς ελαφρά τον Νόρτον. Κι είχες δίκιο. Ο Νόρτον ήταν ο άνθρωπός μας. Δεν είχες κανένα λόγο για την πεποίθησή σου —εκτός απ’ την τέλεια λογική αν κι ελαφρά παρατραβηγμένη υπόθεση πως ήταν ασήμαντος. Νομίζω πως εκεί πλησίασες πολύ στην αλήθεια. »Σκέφτηκα με κάποια προσοχή την ιστορία της ζωής του. Ήταν ο μόνος γιος μιας κυριαρχικής κι αυταρχικής γυναίκας. Φαίνεται πως ποτέ δεν είχε ταλέντο στο να διακριθεί ή στο να επιβάλει την προσωπικότητά του στους άλλους. Πάντα ήταν λίγο κουτσός και δεν μπορούσε να συμμετέχει στα σχολικά παιχνίδια. »Ένα απ’ τα σημαντικότερα πράγματα που μου είπες ήταν η παρατήρηση πως τον είχαν κοροϊδέψει στο σχολείο γιατί αρρώστησε όταν είδε ένα σκοτωμένο κουνέλι. Νομίζω, πως αυτό ήταν ένα γεγονός που μπορούσε να του είχε αφήσει μια βαθιά εντύπωση. Αντιπαθούσε το αίμα και τη βία και το γόητρο του υπέφερε γι’ αυτό. Θα ‘λεγα πως υποσυνείδητα περίμενε ν’ ανταμειφθεί δείχνοντας τόλμη κι ασπλαγνία. »Φαντάζομαι πως άρχισε ν’ ανακαλύπτει αρκετά νέος τη δύναμη που είχε να επηρεάζει τους ανθρώπους. »Ήταν καλός ακροατής, είχε μια ήσυχη, συμπαθητική προσωπικότητα. Οι άνθρωποι τον συμπαθούσαν, χωρίς, ταυτόχρονα, να τον προσέχουν πάρα πολύ. Στενοχωριόταν γι’ αυτό —κι υστέρα το εκμεταλλεύθηκε. Ανακάλυψε πόσο γελοία εύκολο ήταν να επηρεάζει τους συνανθρώπους του χρησιμοποιώντας τις σωστές λέξεις και παρέχοντας το σωστό κίνητρο. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους καταλαβαίνει, να διεισδύει στις σκέψεις τους, στις μυστικές αντιδράσεις κι επιθυμίες τους. »Μπορείς να καταλάβεις, Χάστιγκς, πως μια τέτοια ανακάλυψη μπορεί να τροφοδοτήσει μια αίσθηση δύναμης; Εδώ ήταν αυτός, ο
Στέφεν Νόρτον, που όλοι τον συμπαθούσαν και. τον περιφρονούσαν και μπορούσε να κάνει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που δεν ήθελαν να κάνουν, ή, (πρόσεξε με) που πίστευαν πως δεν ήθελαν να τα κάνουν. »Μπορώ να τον φαντασθώ, ν’ αναπτύσσει αυτό το χόμπι του... Και σιγά σιγά ν’ αναπτύσσει μια φριχτή συμπάθεια για τη βία από δεύτερο χέρι. Τη βία για την όποια δεν είχε το σωματικό σθένος και που τον είχαν κοροϊδέψει για την έλλειψη του. »Ναι, το χόμπι του μεγαλώνει ολοένα ώσπου γίνεται πάθος, ανάγκη! Ήταν σαν ναρκωτικό, Χάστιγκς, ένα ναρκωτικό που προκαλούσε την επιθυμία τόσο σίγουρα όσο το όπιο ή η κοκαΐνη. »Ο Νόρτον, ο ευγενικός, γεμάτος αγάπη άνθρωπος, ήταν κρυφός σαδιστής. Αγαπούσε τον πόνο, το πνευματικό μαρτύριο. Υπάρχει μια τέτοια επιδημία τα τελευταία χρόνια —τρώγοντας έρχεται η όρεξη. »Έτρεφε δυο ηδονές, την ηδονή του σαδισμού και την ηδονή της δύναμης. Εκείνος, ο Νόρτον, είχε τα κλειδιά της ζωής και του θανάτου. »Όπως οποιοσδήποτε σκλάβος των ναρκωτικών, έπρεπε να ‘χει τη δόση του ναρκωτικού του. Έβρισκε το ένα θύμα μετά το άλλο. Δεν αμφιβάλλω πως υπήρξαν περισσότερες περιπτώσεις απ’ τις πέντε που ανακάλυψα. Στην κάθε μια απ’ αυτές έπαιζε τον ίδιο ρόλο. Ήξερε τον Έθεριγκτον, έμεινε ένα καλοκαίρι στο χωριό όπου ζούσε ο Ρίγκς κι έπινε στην τοπική ταβέρνα μαζί του. Σέ μια κρουαζιέρα γνώρισε την Φρήντα Κλαίη και ενθάρρυνε και επηρέασε την μισοσχηματισμένη πεποίθησή της πως αν πέθαινε η γριά θεία της θα ‘ταν πραγματικά καλό —μια λύτρωση για τη θείτσα και μια ζωή οικονομικής άνεσης κι ευχαρίστησης για την ίδια. Ήταν φίλος των Λίτσφιλντ, κι όταν του μιλούσε η Μάργκαρετ Λίτσφιλντ είδε τον εαυτό της στο φως μιας ηρωίδας που θα ελευθέρωνε τις αδελφές της απ’ την ισόβια καταδίκη τους σε φυλάκιση. Αλλά δεν πιστεύω, Χάστιγκς, πως οποιοσδήποτε απ’ αυτούς τους ανθρώπους θα ‘κανε ό,τι έκανε αν δεν υπήρχε η επιρροή του Νόρτον. »Kαι τώρα ερχόμαστε στα γεγονότα του «Στάυλς». Βρισκόμουν στα ίχνη του Νόρτον αρκετό καιρό. Γνωρίσθηκε με τους Φράνκλιν και
μυρίσθηκα αμέσως τον κίνδυνο. Πρέπει να καταλάβεις πως ακόμα κι ο Νόρτον πρέπει να ‘χει ένα πυρήνα για να δουλέψει. Μπορείς ν’ αναπτύξεις ένα πράγμα μόνο αν υπάρχει ήδη ο σπόρος του. Στον Οθέλλο, π.χ., ανέκαθεν πίστευα πως στο μυαλό του Οθέλλου υπήρχε πάντα η πεποίθηση (ίσως σωστή) πως η αγάπη της Δεισδαιμόνας γι’ αυτόν ήταν η παθιασμένη ανισόρροπη λατρεία του ήρωας μιας νέας κοπέλας για έναν φημισμένο πολεμιστή κι όχι η ισορροπημένη αγάπη μιας γυναίκας για τον Οθέλλο σαν άνδρα. Μπορεί να είχε καταλάβει πως ο Κάσσιος ήταν το αληθινό της ταίρι και πως με τον καιρό θα συνειδητοποιούσε αυτό το γεγονός. »Οι Φράνκλιν παρουσίαζαν μια πολύ ευχάριστη προοπτική στον Νόρτον μας. Υπήρχαν κάθε είδους πιθανότητες! Ασφαλώς θα ‘χεις καταλάβει τώρα, φίλε μου Χάστιγκς, (πράγμα που θα ‘βλεπε κάθε λογικός άνθρωπος όλο αυτό τον καιρό) πως ο Φράνκλιν ήταν ερωτευμένος με την Τζούντιθ κι εκείνη μαζί του. Ο απότομος τρόπος του, η συνήθεια του να μην την κοιτάζει ποτέ, να αποφεύγει κάθε ενέργεια, θα ‘πρεπε να σου είχε πει πως αυτός ο άνθρωπος ήταν ερωτευμένος μαζί της ως τα μπούνια. Αλλά ο Φράνκλιν είναι ένας άνθρωπος με πολύ δυνατό χαρακτήρα και πολύ σωστός. Η ομιλία του είναι βάναυσα αναίσθητη, αλλά είναι άνθρωπος με πολύ καθορισμένα πρότυπα. Στον κώδικά του ένας άνδρας μένει προσκολλημένος στη γυναίκα που διάλεξε. »Η Τζούντιθ, όπως πίστευα πως ακόμα και σύ θα είχες καταλάβει, ήταν βαθιά και δυστυχισμένα ερωτευμένη μαζί του. Νόμιζε πως το ‘χες καταλάβει την ήμερα που την βρήκες στον κήπο με τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό ξέσπασε τόσο βίαια. Οι χαρακτήρες σαν το δικό της δεν ανέχονται οποιαδήποτε έκφραση οίκτου ή συμπάθειας. Ήταν σαν ν’ άγγιζες μια φρέσκια πληγή. »Ύστερα ανακάλυψε πως νόμιζες ότι ενδιαφερόταν για τον Άλλερτον. Σ’ άφησε να το πιστεύεις, προστατεύοντας έτσι τον εαυτό της απ’ την αδέξια συμπάθεια και το σκάλισμα της πληγής. Φλερτάριζε με τον Άλλερτον μ’ ένα είδος απελπισμένης παρηγοριάς. Ήξερε τι ακριβώς άνθρωπος ήταν. Την διασκέδαζε και την έκανε να ξεχνάει, αλλά ποτέ δεν ένοιωθε το παραμικρό αίσθημα για κείνον.
»Φυσικά, ο Νόρτον ήξερε που ακριβώς φυσούσε ο άνεμος. ’Έβλεπε πιθανότητες στο τρίο των Φράνκλιν. Μπορώ να πω πως άρχισε πρώτα απ’ τον Φράνκλιν, αλλά έπεσε στο κενό. Ο Φράνκλιν είναι ο τύπος του ανθρώπου που είναι άνοσος στην απατηλή αποβολή του Νόρτον. Το μυαλό του Φράνκλιν είναι ξεκάθαρο, ασπρόμαυρο, με ακριβή γνώση των αισθημάτων του και πλήρη αδιαφορία για τις εξωτερικές πιέσεις. Επιπλέον, το μεγάλο πάθος της ζωής του είναι η δουλειά του. Η απορρόφηση του σ’ αυτήν τον κάνει πολύ λιγότερο τρωτό. »Με την Τζούντιθ, ο Νόρτον είχε πολύ μεγαλύτερη επιτυχία. Έπαιξε πολύ έξυπνα στο θέμα των ανώφελων ζωών. Ήταν ένα άρθρο πίστης για την Τζούντιθ και το γεγονός πως οι κρυφές της επιθυμίες συμφωνούσαν μ’ αυτό ήταν ένα γεγονός που το αγνοούσε απόλυτα Ενώ ο Νόρτον ήξερε πως θα ‘ταν σύμμαχός του. Φέρθηκε πολύ έξυπνα σ’ αυτό, υποστηρίζοντας την αντίθετη άποψη, κοροϊδεύοντας ευγενικά την ιδέα πως δεν θα ‘χε ποτέ το θάρρος να κάνει μια τόσο αποφασιστική ενέργεια. Είναι το είδος του πράγματος που λένε όλοι oι νέοι άλλα δεν το κάνουν ποτέ! Ένα παλιό φθηνό κόλπο και πόσο συχνά πιάνει, Χάστιγκς! Πόσο ευάλωτα είναι αυτά τα παιδιά! Τόσο πρόθυμα να δεχθούν μια πρόκληση, αν και δεν το αναγνωρίζουν! »Και με την άχρηστη Μπάρμπαρα έξω απ’ το δρόμο, ο ορίζοντας είναι ελεύθερος για τον Φράνκλιν και την Τζούντιθ. Αυτό δεν ειπώθηκε ποτέ —ποτέ δεν αφέθηκε να βγει στο φως. Τονιζόταν πως η προσωπική άποψη δεν είχε καμμιά σχέση μ’ αυτό —απολύτως καμία. Γιατί αν η Τζούντιθ αναγνώριζε έστω και για μια φορά ότι είχε, θ’ αντιδρούσε βίαια. Αλλά μ’ έναν μανιακό του εγκλήματος σαν τον Νόρτον, δεν φθάνει ένα σίδερο στη φωτιά. Βλέπει πιθανότητες για διασκέδαση παντού. Βρήκε μια στους Λούτρελ. »Γύρισε πίσω το μυαλό σου, Χάστιγκς. Θυμήσου το πρώτο βράδυ που παίξατε μπριτζ. Τις παρατηρήσεις του Νόρτον σε σένα μετά, που ειπώθηκαν τόσο δυνατά, ώστε φοβόσουν μήπως ακούσει ο Συνταγματάρχης Λούτρελ. Φυσικά! Ο Νόρτον ήθελε ν’ ακούσει! Ποτέ δεν έχανε ευκαιρία να το υπογραμμίζει, να το υποθάλπει, και τελικά οι προσπάθειές του στέφθηκαν από επιτυχία. Έγινε κάτω απ’ τη μύτη σου, Χάστιγκς, και ποτέ δεν κατάλαβες πως έγινε. Τα θεμέλια είχαν
μπει κιόλας —η αυξανόμενη αίσθηση του φορτίου, της ντροπής για την εντύπωση που έκανε στους άλλους άνδρες, η βαθιά αυξανόμενη μνησικακία εναντίον της γυναίκας του. »Θυμήσου πως ακριβώς έγινε. Ο Νόρτον λέει πως διψάει. (Ήξερε πως η κ. Λούτρελ βρισκόταν στο σπίτι και θα εμφανιζόταν;) Ο Συνταγματάρχης αντιδρά αμέσως σαν ανοιχτοχέρης οικοδεσπότης και προσφέρει ένα ποτό. Πηγαίνει να φέρει ποτά. Όλοι βρισκόσαστε έξω απ’ το παράθυρο. Φθάνει η γυναίκα του, γίνεται αναπόφευκτη σκηνή, που ξέρει πως την ακούτε. Βγαίνει έξω. Μπορεί να περνούσε το πράγμα με μια καλή πρόφαση —ο Μπόυντ Κάριγκτον θα τα κατάφερνε καλά. (Έχει ένα ποσοστό γνώσης του κόσμου και τακτ αν και κατά τ’ άλλα είναι ένα απ’ τα πιο πομπώδη και βαρετά άτομα που έχω συναντήσει! Ακριβώς το είδος του ανθρώπου που θα θαύμαζες εσύ!) Ακόμα κι εσύ θα μπορούσες να τα ‘χες καταφέρει καλούτσικα. Αλλά ο Νόρτον βιάζεται να μιλήσει, βαριά, ανόητα, υπογραμμίζοντας το τακτ του, ώσπου γίνεται φανερό και κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα. Κουβεντιάζει για μπριτζ (θυμίζοντας κι άλλες ταπεινώσεις), μιλάει άσκοπα για κυνηγετικά ατυχήματα. Και πρόθυμος ν’ ανταποκριθεί, όπως ακριβώς ήθελε ο Νόρτον, εκείνος ο γέρο βλάκας ο Μπόυντ Κάριγκτον λέει την ιστορία του για τον Ιρλανδό κυνηγό που σκότωσε τον αδελφό του — μια ιστορία, Χάστιγκς, που την είπε στον Μπόυντ Κάριγκτον ο Νόρτον, ξέροντας καλά πως ο γέρο βλάκας θα την ξεφούρνιζε για δική του μόλις τον παρακινούσαν κατάλληλα. Καταλαβαίνεις, η υπέρτατη υποβολή δεν θα ‘ρθει απ’ τον Νόρτον. Προς Θεού, όχι! »Όλα λοιπόν έχουν κανονισθεί. Το αποκορύφωμα. Το σημείο θραύσης. Πληγωμένος στα φιλόξενα ένστικτά του, ντροπιασμένος μπροστά στους συνανθρώπους του, βράζοντας με την ιδέα πως όλοι είναι πεπεισμένοι πως δεν έχει το θάρρος να κάνει τίποτα έκτος απ’ το να υποταχθεί στην τρομοκρατία κι ύστερα το κλειδί της φυγής. Το ντουφέκι, τα ατυχήματα, ο άνδρας που πυροβόλησε τον αδελφό του, και ξαφνικά, βλέπει το κεφάλι της γυναίκας του να παρουσιάζεται... “ Αρκετά ασφαλές ένα ατύχημα... Θα τους δείξω... θα της δείξω... που να την πάρει ο διάολος! Θα ‘θελα να πεθάνει... θα πεθάνει! ”.
»Δεν την σκότωσε, Χάστιγκς. Εγώ νομίζω πως ακόμα κι όταν πυροβολούσε αστόχησε από ένστικτο γιατί ήθελε ν’ αστοχήσει. Κι ύστερα, ύστερα η μαγεία του κακού διαλύθηκε. Ήταν η γυναίκα του, η γυναίκα που αγαπούσε μ’ όλα όσα του έκανε. »Ήταν ένα απ’ τα εγκλήματα του Νόρτον που δεν πέτυχε απόλυτα. »Α, μα η επόμενη απόπειρα του! Καταλαβαίνεις, Χάστιγκς, πως εσύ ήσουν ο επόμενος; Γύρισε πίσω το μυαλό σου —θυμήσου τα πάντα! Εσύ, ο ευγενικός, τίμιος Χάστιγκς μου! Βρήκε το κάθε αδύνατο σημείο στο μυαλό σου, ναι, και το κάθε αξιοπρεπές κι ευσυνείδητο σημείο. »Ο Άλλερτον είναι το είδος του ανθρώπου που αντιπαθείς και φοβάσαι από ένστικτο. Είναι ο τύπος του ανθρώπου που νομίζεις πως θα ‘πρεπε να φύγει απ’ τη μέση. Κι ό,τι άκουσες γι’ αυτόν και σκέφθηκες γι’ αυτόν ήταν αληθινό. Ο Νόρτον σου λέει μια ιστορία γι’ αυτόν —μια εντελώς αληθινή ιστορία, όπως δείχνουν τα γεγονότα. (Αν και στην πραγματικότητα η κοπέλα ήταν νευρωτικός τύπος και προερχόταν από φτωχή οικογένεια). »Κάνει έκκληση στα συμβατικά και κάπως περασμένης μόδας ένστικτα σου. Αυτός ο άνθρωπος είναι ο κακός, ο πλάνος, ο άνθρωπος που καταστρέφει τις κοπέλες και τις οδηγεί στην αυτοκτονία! Ο Νόρτον βάζει και τον Μπόυντ Κάριγκτον να σε ερεθίσει. Σέ σπρώχνουν να “μιλήσεις στην Τζούντιθ”. Όπως θα μπορούσε να προβλέψει κανείς, η Τζούντιθ αντιδρά αμέσως λέγοντας πως θα κάνει ό,τι θέλει με τη ζωή της. Αυτό σε κάνει να πιστεύεις το χειρότερο. »Κοίταξε τώρα τους διάφορους σταθμούς του παιχνιδιού του Νόρτον. Η αγάπη σου για το παιδί σου. Το έντονο ξεπερασμένο συναίσθημά ευθύνης που νοιώθει ένας άνδρας σαν εσένα για τα παιδιά του. Η ελαφρά υπεροψία που έχεις εκ φύσεως: Πρέπει να κάνω κάτι. Εξαρτάται από μένα”. Το αίσθημα της απελπισίας σου εξ αίτιας της έλλειψης της φρόνιμης κρίσης της γυναίκας σου. Η πίστη σου —δεν πρέπει να την απογοητεύσεις. Και, σε δεύτερο πλάνο, η ματαιοδοξία σου. Με τη σχέση σου μαζί μου έχεις μάθει όλα τα κόλπα της δουλειάς! Και τελικά, τα εσωτερικά αισθήματα που έχουν οι περισσότεροι άνδρες για την κόρη τους, η παράλογη ζήλεια κι αντιπάθεια για
τον άνδρα που την παίρνει μακριά τους. Ο Νόρτον, Χάστιγκς, έπαιξε σαν βιρτουόζος σ’ όλα αυτά τα θέματα. Κι εσύ ανταποκρίθηκες. »Δέχεσαι πολύ εύκολα τα πράγματα κι όπως φαίνονται. Πάντα το έκανες. Δέχθηκες αρκετά εύκολα το γεγονός πως ο Άλλερτον μιλούσε στην Τζούντιθ στο θερινό περίπτερο. Κι όμως δεν την είδες, δεν την άκουσες καν να μιλάει. Και απίστευτα, ακόμα και το άλλο πρωί, εξακολουθούσες να πιστεύεις πως ήταν η Τζούντιθ. Χάρηκες γιατί είχε αλλάξει γνώμη”. »Αλλά αν είχες κάνει τον κόπο να εξετάσεις τα γεγονότα, θα είχες καταλάβει αμέσως πως ποτέ δεν είχε γίνει λόγος για μια μετάβαση της Τζούντιθ στο Λονδίνο εκείνη τη μέρα! Και δεν μπόρεσες να δεις κάτι άλλο που ήταν φανερό. Υπήρχε κάποιος που θα ‘φευγε εκείνη την ημέρα και που έγινε έξαλλος που δεν μπόρεσε να φύγει. Η αδελφή Κράβεν. Ο Άλλερτον δεν είναι άνθρωπος που περιορίζεται στο κυνήγι μιας γυναίκας! Η ερωτική του ιστορία με την αδελφό Κράβεν είχε προχωρήσει πολύ μακρύτερα απ’ το απλό φλερτ που είχε με την Τζούντιθ. »Όχι, και πάλι ήταν σκηνοθεσία του Νόρτον. »Είδες τον Άλλερτον και την Τζούντιθ να φιλιούνται. Ύστερα ο Νόρτον σε τραβάει πίσω. Ασφαλώς ξέρει αρκετά καλά πως ο Άλλερτον θα συναντήσει την αδελφή Κράβεν στο θερινό περίπτερο. Μετά από λίγη συζήτηση σ’ αφήνει να πας αλλά σε συνοδεύει. Η φράση που ακούς τον Άλλερτον να λέει είναι θαυμάσια για το σκοπό σου και σε τραβάει γρήγορα μακριά πριν προλάβεις ν’ ανακαλύψεις πως η γυναίκα δεν είναι η Τζούντιθ! »Ναι, ο βιρτουόζος! Κι η αντίδρασή σου είναι άμεση, απόλυτη σ’ όλα αυτά τα θέματα! Ανταποκρίθηκες. Αποφάσισες να κάνεις φόνο. »Αλλά ευτυχώς, Χάστιγκς, είχες ένα φίλο που τo μυαλό του λειτουργούσε ακόμα. Κι όχι μόνο το μυαλό του! »Είπα στην αρχή πως αν δεν έφθασες στην αλήθεια είναι γιατί είσαι πολύ εύπιστος απ’ τη φύση σου. Πιστεύεις ό,τι σου λένε, πίστεψες ό,τι σου είπα εγώ... »Ναι, ήταν πολύ εύκολο ν’ ανακαλύψεις την αλήθεια. Είχα διώξει τον Τζώρτζ, άλλα γιατί; Τον είχα αντικαταστήσει μ’ έναν λιγότερο
πεπειραμένο και σαφώς λιγότερο έξυπνο άνδρα αλλά γιατί; Δεν με κοίταζε γιατρός —εμένα που πάντα πρόσεχα τόσο πολύ την υγεία μου— δεν ήθελα να ακούσω καν για γιατρό, άλλα γιατί; »Καταλαβαίνεις τώρα γιατί μου ήσουν απαραίτητος στο «Στάυλς»; Έπρεπε να ‘χω κάποιον που να δέχεται ό,τι έλεγα χωρίς ερωτήσεις. Δέχθηκες τη δήλωσή μου πως γύρισα απ’ την Αίγυπτο πολύ χειρότερα απ’ ό,τι ήμουν όταν πήγα. Όχι γύρισα πολύ καλύτερα! Μπορούσες να το είχες ανακαλύψει αν είχες κάνει τον κόπο. Αλλά όχι. Πίστευες. Έδιωξα τον Τζώρτζ γιατί δεν θα κατάφερνα να τον κάνω να πιστέψει πως ξαφνικά τα μέλη μου είχαν χάσει κάθε δύναμη. Ο Τζώρτζ είναι πολύ έξυπνος σχετικά με ό,τι βλέπει. Θα καταλάβαινε πως προσποιούμαι. »Καταλαβαίνεις, Χάστιγκς; Όλο τον καιρό που υποκρινόμουν πως ήμουν αβοήθητος και εξαπατούσα τον Κέρτις, δεν ήμουν καθόλου αβοήθητος. Μπορούσα να περπατήσω, έστω κουτσαίνοντας το πολύ πολύ. »Σ’ άκουσα ν’ ανεβαίνεις εκείνο το βράδυ. Σ’ άκουσα να διστάζεις κι ύστερα να πηγαίνεις στο δωμάτιο του Άλλερτον. Και μπήκα αμέσως σ’ επιφυλακή. Ήξερα κιόλας πολύ καλά πως λειτουργούσε το μυαλό σου. »Δεν καθυστέρησα. Ήμουν μόνος μου. Ο Κέρτις είχε κατέβει για δείπνο. Γλίστρησα έξω απ’ το δωμάτιό μου και διέσχισα το διάδρομο. Σ’ άκουσα στο μπάνιο του Άλλερτον. KL αμέσως, φίλε μου, με τον τρόπο που τόσο επικρίνεις, γονάτισα και κοίταξα απ’ την κλειδαρότρυπα της πόρτας του μπάνιου. Ευτυχώς μπορεί να δει κανείς από μέσα, γιατί υπάρχει σύρτης κι όχι κλειδί. »Είδα τις μανούβρες σου με τα υπνωτικά χάπια. Κατάλαβα ποια ήταν η ιδέα σου. »Κι έτσι, φίλε μου, έδρασα. Γύρισα στο δωμάτιό μου. Έκανα τις προετοιμασίες μου. Όταν ανέβηκε ο Κέρτις τον έστειλα να σε φέρει. Ήρθες, χασμουριόσουν κι εξήγησες πως είχες πονοκέφαλο. Έκανα αμέσως μεγάλη φασαρία —σου είπα να κάνεις διάφορα γιατροσόφια. Για να ησυχάσεις, δέχθηκες να πιείς ένα φλυτζάνι σοκολάτα. Το κατέβασες γρήγορα για να φύγεις πιο γρήγορα. Αλλά κι εγώ, φίλε
μου, έχω υπνωτικά χάπια... »Κι έτσι κοιμήθηκες, κοιμήθηκες ως το πρωί που ξύπνησες έχοντας ξαναβρεί τα λογικά σου και ένοιωσες φρίκη γι’ αυτό που κόντεψες να κάνεις. »Ήσουν τώρα ασφαλής... Δεν δοκιμάζει κανείς δυο φορές αυτά τα πράγματα, όχι όταν ξαναβρεί τα λογικά του. »Αλλά αυτό μ’ έκανε ν' αποφασίσω, Χάστιγκς. Γιατί ό,τι κι αν ήξερα για τους άλλους δεν εφαρμοζόταν σε σένα. Δεν είσαι δολοφόνος, Χάστιγκς! Αλλά θα μπορούσες να κρεμασθείς για φόνο — για έναν φόνο που είχε κάνει κάποιος άλλος που θα ‘ταν αθώος στα μάτια του νόμου. »Εσύ, ο καλός μου, ο τίμιός μου, ο τόσο έντιμος Χάστιγκς μου, τόσο ευγενικός, τόσο ευσυνείδητος, τόσο αθώος! »Ναι, έπρεπε να δράσω. Ήξερα πως δεν είχα πολύ χρόνο μπροστά μου και χαιρόμουν γι’ αυτό. Γιατί το χειρότερο μέρος του φόνου, Χάστιγκς, είναι η επίδραση του πάνω στο δολοφόνο. Εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, μπορούσα να πιστέψω πως είχα προορισθεί απ’ το Θεό για να μοιράζω το θάνατο... Αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε καιρός για να γίνει κάτι τέτοιο. Το τέλος θα ‘ρχόταν γρήγορα. Και φοβόμουν πως ο Νόρτον θα πετύχαινε με κάποιον που ήταν απερίγραπτα αγαπητός και στους δυο μας. Μιλάω για την κόρη σου... »Και τώρα ερχόμαστε στο θάνατο της Μπάρμπαρα Φράνκλιν. Ό,τι κι αν φαντάσθηκες πάνω σ’ αυτό το θέμα, Χάστιγκς, δεν νομίζω πως υποψιάσθηκες έστω και για μια φορά την αλήθεια. »Γιατί, καταλαβαίνεις, Χάστιγκς, εσύ σκότωσες τη Μπάρμπαρα Φράνκλιν. »Μα ναι, το έκανες! »Καταλαβαίνεις, υπήρχε και μια άλλη γωνία στο τρίγωνο. Μια που δεν την έλαβα απόλυτα υπ’ όψη μου. Σ’ αυτή την περίπτωση κανείς μας δεν έβλεπε ούτε άκουγε την τακτική του Νόρτον. Αλλά δεν έχω καμμιά αμφιβολία πως την εφάρμοσε. »Σου πέρασε ποτέ απ’ το μυαλό ν’ αναρωτηθείς, Χάστιγκς, γιατί η κυρία Φράνκλιν ήταν πρόθυμη να ‘ρθει στο «Στάυλς»; Όταν το σκεφτείς, το μέρος δεν της ταίριαζε καθόλου. Της αρέσουν οι ανέσεις, το
καλό φαγητό και πάνω απ’ όλα οι κοινωνικές επαφές. Το «Στάυλς» δεν είναι εύθυμο. Δεν λειτουργεί καλά και βρίσκεται σε νεκρή περιοχή. Κι όμως η κυρία Φράνκλιν επέμενε να περάσουν εδώ το καλοκαίρι. »Ναι, υπήρχε μια τρίτη γωνιά. Ο Μπόυντ Κάριγκτον. Η κυρία Φράνκλιν 'ήταν μια απογοητευμένη γυναίκα. Αύτη ήταν η ρίζα της νευρωτικής της αρρώστιας. ’Ήταν κοινωνικά και οικονομικά φιλόδοξη. Παντρεύτηκε τον Φράνκλιν γιατί περίμενε πως θα ‘χε λαμπρή καριέρα. »Ήταν λαμπρή αλλά όχι με τον τρόπο της. Η λαμπρότητά του ποτέ δεν θα του ‘φερνε τη δόξα των εφημερίδων ή τη φήμη στην Χάρλεϋ Στρήτ. Θα ‘ταν γνωστός σε μίση ντουζίνα ανθρώπους του επαγγέλματος του και θα δημοσίευε άρθρα σε επιστημονικές εφημερίδες. Ο έξω κόσμος δεν θα ‘κουγε γι’ αυτόν κι ασφαλώς δεν θα ‘βγαζε χρήματα. »Και να, ο Μπόυντ Κάριγκτον που γυρίζει στην πατρίδα απ’ την Ανατολή, που μόλις έχει κληρονομήσει ένα τίτλο βαρονέτου και χρήματα, κι ο Μπόυντ Κάριγκτον ένοιωθε πάντα ένα τρυφερό αίσθημα για το όμορφο δεκαπεντάχρονο κορίτσι που είχε κοντέψει να ζητήσει σε γάμο. Πηγαίνει στο «Στάυλς», προτείνει στους Φράνκλιν να ‘ρθουν κι εκείνοι και η Μπάρμπαρα έρχεται. »Πόσο εξοργιστικό είναι γι’ αυτήν! Είναι φανερό πως δεν έχει χάσει καθόλου απ’ τη γοητεία της γι’ αυτόν τον πλούσιο ελκυστικό άνδρα, αλλά είναι παλιάς εποχής, δεν είναι ο τύπος του ανθρώπου που θα πρότεινε διαζύγιο. Αν πέθαινε ο Τζων Φράνκλιν, τότε θα γινόταν Λαίδη Μπόυντ Κάριγκτον —και τι υπέροχη που θα ‘ταν η ζωή της! »Νομίζω πως ο Νόρτον την βρήκε πολύ πρόθυμο όργανο! »Αν το καλοσκεφτείς, Χάστιγκς, ήταν ολοφάνερο. Εκείνες οι πρώτες δοκιμαστικές απόπειρες ν’ αποδείξει πόσο αγαπούσε τον άνδρα της. Το παράκανε λίγο μουρμουρίζοντας πως “θα ‘δινε ένα τέλος σ’ όλα αυτά” γιατί του ήταν βάρος. »Κι υστέρα ένα εντελώς καινούργιο μοτίβο. Οι φόβοι της πως ο Φράνκλιν θα μπορούσε να πειραματισθεί πάνω στον εαυτό του.
»Θα ‘πρεπε να ήταν φανερό, για μας, Χάστιγκς! Μας προετοίμαζε για τον θάνατο του Τζων Φράνκλιν από δηλητηρίαση με φυσοστιγμίνη. Δεν υπήρχε θέμα να προσπαθήσει κάποιος να τον δηλητηριάσει —ω όχι — επρόκειτο για καθαρή επιστημονική έρευνα. Παίρνει το άβλαβες αλκαλοειδές, και αποδεικνύεται πως είναι βλαβερό. »Το μόνο πράγμα ήταν πως ήταν κάπως γρήγορο. Μου είχες πει πως δεν χάρηκε όταν βρήκε την αδελφή Κράβεν να λέει την τύχη του Μπόυντ Κάριγκτον. Η αδελφή Κράβεν ήταν μια γοητευτική νέα γυναίκα που είχε άγρυπνο μάτι για άνδρες. Είχε δοκιμάσει με τον Δρα Φράνκλιν και δεν είχε πετύχει. (Γι’ αυτό αντιπαθούσε την Τζούντιθ.) Τα ‘χει φτιάξει με τον Άλλερτον, άλλα ξέρει πως τα πράγματα δεν είναι σοβαρά. Είναι αναπόφευκτο να ρίξει τα μάτια της πάνω στον πλούσιο και ακόμα ελκυστικό Σερ Ουίλιαμ κι ίσως ο Σερ Ουίλιαμ ήταν πολύ πρόθυμος να γοητευθεί. Είχε προσέξει κιόλας την αδελφή Κράβεν σαν υγιές όμορφο κορίτσι. »Η Μπάρμπαρα Φράνκλιν τρομάξει κι αποφασίζει να δράσει γρήγορα. Όσο γρηγορότερα γίνει μια παθητική, γοητευτική κι όχι απαρηγόρητη χήρα τόσο το καλύτερο. »Κι έτσι, μετά από ένα πρωί γεμάτο νεύρα, φτιάχνει το σκηνικό. »Ξέρεις, φίλε μου, σέβομαι κάπως το φυτό κάλαμπαρ. Καταλαβαίνεις, αυτή τη φορά έπιασε. Έσωσε τον αθώο και σκότωσε τον ένοχο. »Η κυρία Φράνκλιν σας καλεί όλους στο δωμάτιό της. Φτιάχνει καφέ με μεγάλη φασαρία κι επίδειξη. Όπως μου είπες, ο καφές της είναι δίπλα της και του συζύγου της στην άλλη πλευρά του τραπέζιου βιβλιοθήκη. »Κι υστέρα εμφανίζονται τα πεφταστέρια και όλοι πάνε έξω και μόνο εσύ, φίλε μου, μένεις με το σταυρόλεξό σου και τις αναμνήσεις σου και για να κρύψεις τη συγκίνησή σου γυρίζεις τη βιβλιοθήκη για να βρεις ένα στίχο του Σαίξπηρ. »Κι έτσι γυρίζουν και τα δυο φλυτζάνια αλλάζοντας θέση κι η κυρία Φράνκλιν πίνει τον γεμάτο κάλαμπαρ καφέ που προοριζόταν για τον αγαπητό, επιστημονικό Τζων, κι ο Τζων Φράνκλιν πίνει τον ωραίο, σκέτο, καφέ που προοριζόταν για την έξυπνη κυρία Φράνκλιν. »Αλλά θα καταλάβεις, Χάστιγκς, αν σκεφτείς ένα λεπτό, πως αν και
καταλάβαινα τι είχε συμβεί, έβλεπα πως δεν γινόταν τίποτα. Δεν μπορούσα να αποδείξω τι είχε συμβεί. Κι αν ο θάνατος της κυρίας Φράνκλιν εθεωρείτο οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτοκτονία, η υποψία θα ‘πεφτε αναπόφευκτα ή στον Φράνκλιν ή στην κόρη σου, την Τζούντιθ. Σέ δύο ανθρώπους που ήταν εντελώς και απόλυτα αθώοι. Έτσι έκανα ό,τι είχα δικαίωμα να κάνω, τόνισα κι έκανα πειστική την επανάληψη των εξαιρετικά απίθανων παρατηρήσεων της κυρίας Φράνκλιν πως ήθελε να αυτοκτονήσει. »Μπορούσα να το κάνω κι ίσως ήμουν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε. Γιατί καταλαβαίνεις, η κατάθεσή μου είχε βαρύτητα. Είμαι ένας άνθρωπος με πείρα στους φόνους —κι αν είμαι πεπεισμένος πως είναι αυτοκτονία, θα το δεχθούν σαν αυτοκτονία. »Καταλάβαινα πως μπερδεύτηκες και δεν ήσουν ικανοποιημένος. Αλλά, ευτυχώς, δεν υποπτεύθηκες τον πραγματικό κίνδυνο. »Αλλά θα τον σκεφθείς όταν θα ‘χω φύγει; Θα περάσει απ’ το μυαλό σου, σαν σκοτεινό φίδι που σηκώνει κάπου κάπου το κεφάλι του και λέει: “Κι αν η Τζούντιθ;…’’. »Μπορεί. Και γι’ αυτό στα γράφω όλα αυτά. Πρέπει να μάθεις την αλήθεια. »Υπήρχε ένας άνθρωπος που δεν τον ικανοποιούσε η γνωμάτευση της αυτοκτονίας. Ο Νόρτον. Καταλαβαίνεις, είχε χάσει τη λίμπρα της σάρπας του. Όπως λέω, είναι σαδιστής, θέλει ολόκληρη την κλίμακα της συγκίνησης, την υποψία, το φόβο, τα πλοκάμια του νόμου. Τα στερήθηκε όλα αυτά. Ο φόνος που κανόνισε πήγε στραβά. »Αλλά σε λίγο είδε μια ανταμοιβή. Άρχισε να διαδίδει υπαινιγμούς. Νωρίτερα είχε προσποιηθεί πως είδε κάτι με τα κιάλια του. Ήθελε τότε να δώσει ακριβώς την εντύπωση που έδωσε —δηλαδή πως ήταν ο Άλλερτον κι η Τζούντιθ σε πολύ ενοχλητική στάση. Άλλα μη έχοντας πει τίποτα το συγκεκριμένο, μπορούσε να χρησιμοποιήσει διαφορετικά το επεισόδιο. »Ας πούμε, π.χ., πως έλεγε ότι είδε τον Φράνκλιν και την Τζούντιθ. Αυτό θα άνοιγε μια καινούργια ενδιαφέρουσα πλευρά στην υπόθεση της αυτοκτονίας! Ίσως να δημιουργούσε αμφιβολίες για το αν ήταν αυτοκτονία...
»Έτσι, φίλε μου, αποφάσισα πως ό,τι έπρεπε να γίνει έπρεπε να γίνει αμέσως. Κανόνισα να τον φέρεις στο δωμάτιό μου εκείνη τη νύχτα... »Θα σου πω τώρα τι ακριβώς συνέβη. Ασφαλώς, ο Νόρτον, θα χαιρόταν πολύ να μου πει την κανονισμένη ιστορία του. Δεν του ‘δωσα τον καιρό. Του είπα καθαρά και ξάστερα τι ήξερα για κείνον. »Δεν αρνήθηκε. Όχι, φίλε μου, κάθισε πίσω στην καρέκλα του και χαμογέλασε αυτάρεσκα. Μα, ναι, δεν υπάρχει άλλη λέξη, χαμογέλασε αυτάρεσκα. Με ρώτησε τι πίστευα πως θα ‘κανα σχετικά μ’ αυτή τη διασκεδαστική ιδέα μου. Του είπα πως σκόπευα να τον εκτελέσω. »— Α, είπε, καταλαβαίνω. Με μαχαίρι ή με δηλητήριο; »Ετοιμαζόμαστε να πιούμε σοκολάτα. Ο κ. Νόρτον αγαπούσε τα γλυκά. »—Το απλούστερο θα ‘ταν το δηλητήριο, είπα. »Και του έδωσα το φλυτζάνι με τη σοκολάτα που είχα σερβίρει. »— Τότε, είπε, θα σας πείραζε αν πιώ απ’ το φλυτζάνι σας αντί για το δικό μου; »— Καθόλου, είπα. »Πραγματικά, δεν είχε σημασία. Όπως σου έχω πει, παίρνω κι εγώ υπνωτικά. Το μόνο πράγμα είναι πως από τότε που τα παίρνω κάθε βράδυ για μεγάλο χρονικό διάστημα, έχω αποκτήσει μια κάποια αντοχή και μια δόση που θα κοίμιζε τον κύριο Νόρτον θα ‘χε ελάχιστη επίδραση σε μένα. Η δόση ήταν μέσα στη σοκολάτα. Κι οι δυο ήπιαμε την ίδια. Η μερίδα του επέδρασσε εγκαίρως, η δική μου είχε ελάχιστη επίδραση πάνω μου, ιδιαίτερα με την αντίδραση μιας δόσης της στρυχνίνης που έπαιρνα για τονωτικό. »Και φθάνουμε στο τελευταίο κεφάλαιο. Όταν ο Νόρτον κοιμήθηκε, τον έβαλα στην πολυθρόνα με τις ρόδες μου —που είναι αρκετά εύκολη γιατί έχει πολλούς τύπους μηχανισμού— και την ξαναπήγα στη συνηθισμένη της θέση στο κούφωμα του παραθύρου ανάμεσα στις κουρτίνες. »Ύστερα ο Κέρτις μ' έβαλε στο κρεββάτι. Όταν έγινε ησυχία, τσούλησα τον Νόρτον στο δωμάτιο του. Απέμενε τώρα να επωφεληθώ απ’ τα μάτια και τ’ αυτιά του εξαιρετικού μου φίλου Χάστιγκς.
»Ίσως να μην τα ‘χεις καταλάβει, αλλά φοράω περούκα. Θα ‘χεις καταλάβει ακόμα λιγότερο ότι φοράω ψεύτικο μουστάκι. (Ακόμα κι ο Τζώρτζ δεν το ξέρει αυτό!) Έκανα πως το ‘καψα τυχαία λίγο μετά που ήρθε ο Κέρτις, κι ο κουρέας μου μου ‘φτιαξε ένα αντίγραφο... »Φόρεσα τη ρόμπα του Νόρτον, ανακάτεψα τα γκρίζα μου μαλλιά και κατέβηκα το διάδρομο και χτύπησα την πόρτα σου. Σέ λίγο βγήκες έξω και κοίταξες νυσταγμένα το διάδρομο. Είδες τον Νόρτον να βγαίνει απ’ το μπάνιο και να διασχίζει κουτσαίνοντας το διάδρομο προς το δωμάτιό του. Τον άκουσες να γυρίζει το κλειδί και να κλειδώνει από μέσα. »Τότε ξαναφόρεσα στον Νόρτον τη ρόμπα, τον ξάπλωσα στο κρεβάτι και τον πυροβόλησα μ’ ένα μικρό πιστόλι που είχα αγοράσει στο εξωτερικό και το κρατούσα προσεκτικά κλειδωμένο έκτος από δυο φορές που, (όταν δεν ήταν κανείς εκεί κοντά) το είχα βάλει επιδεικτικά στο κομοδίνο του Νόρτον, ενώ εκείνος έλειπε κάπου άλλου. »Ύστερα βγήκα απ’ το δωμάτιο αφού έβαλα το κλειδί στην τσέπη του Νόρτον. Κλείδωσα την πόρτα απ’ εδω με το αντικλείδι που έχω εδώ κι αρκετό καιρό. Ξανακύλησα την καρέκλα στο δωμάτιό μου. »Από τότε γράφω αυτή την εξήγηση. »Είμαι πολύ κουρασμένος κι οι προσπάθειες που έκανα μ’ έχουν κουράσει πάρα πολύ. Νομίζω, πως δεν θα αργήσω να... »Υπάρχουν ένα δυο πράγματα που θα ‘θελα να τονίσω. »Τα εγκλήματα του Νόρτον ήταν τέλεια. »Το δικό μου δεν ήταν. Δεν είχα σκοπό να είναι. »Ο ευκολότερος και καλύτερος τρόπος να τον σκοτώσω ήταν να το κάνω φανερά —ας πούμε να είχα ένα ατύχημα με το πιστολάκι μου. Θα ‘χα εκφράσει απελπισία, λύπη,— ένα πολύ δυσάρεστο ατύχημα. Θα ‘λεγαν: » Ο γεροξεκούτης δεν κατάλαβε πως ήταν γεμάτο, το καημένο το γεροντάκι”. »Δεν θέλησα να το κάνω. »Θα σου πω το γιατί. »Γιατί θέλησα να φερθώ ‘’αθλητικά”, Χάστιγκς. »Μα ναι, αθλητικά. Κάνω όλα τα πράγματα που τόσο συχνά με
κατηγόρησες πως δεν τα έκανα. Παίζω τίμιο παιχνίδι μαζί σου. Σου δίνω μια ευκαιρία να κερδίσεις τα λεφτά σου. Παίζω το παιχνίδι μου. Έχεις όλες τις πιθανότητες να ανακαλύψεις την αλήθεια. »Αν δεν με πιστεύεις, θα σου απαριθμήσω όλες τις ενδείξεις. »Τα κλειδιά. »Ξέρεις, γιατί εγώ στο είπα, πως ο Νόρτον έφθασε εδώ μετά από μένα; Ξέρεις, γιατί στο είπαν, πως άλλαξα δωμάτιο μετά που ήρθα εδώ. Ξέρεις, γιατί και πάλι στο είπαν, πως το κλειδί του δωματίου μου χάθηκε όταν βρισκόμουν στο «Στάυλς» κι έφτιαξα άλλο. »Ποιος λοιπόν θα μπορούσε να σκοτώσει τον Νόρτον, αν ρωτήσεις τον εαυτό σου; Ποιος μπορούσε να πυροβολήσει και ν’ αφήσει το δωμάτιο (φαινομενικά...) κλειδωμένο από μέσα, αφού το κλειδί βρίσκεται στην τσέπη του Νόρτον; »Η απάντηση είναι: Ο Ηρακλής Πουαρό που έχει αντικλείδι ενός δωματίου από τότε που βρίσκεται εκεί”. »Ο άνθρωπος που είδες στο διάδρομο. »Σε ρώτησα αν ήσουν σίγουρος πως ο άνθρωπος που είδες στο διάδρομο ήταν ο Νόρτον. Απόρησες. Με ρώτησες αν ήθελα να υπονοήσω πως δεν ήταν ο Νόρτον. Απάντησα ειλικρινά πως δεν ήθελα καθόλου να υπονοήσω πως δεν ήταν ο Νόρτον. (Φυσικά, αφού είχα δυσκολευθεί πολύ για να δημιουργήσω την υπόνοια πως ήταν ο Νόρτον.) Ύστερα δημιούργησα το ζήτημα του ύψους. Είπα πως όλοι οι άνδρες ήταν ψηλότεροι απ’ τον Νόρτον. Αλλά υπήρχε ένας άνθρωπος που ήταν πιο κοντός απ’ τον Νόρτον __ο Ηρακλής Πουαρό. “Κι είναι σχετικά εύκολο με ψηλά τακούνια ή πατάκια στα παπούτσια να προσθέσεις ύψος. »Είχες την εντύπωση πως ήμουν ένας αβοήθητος ανάπηρος; Μόνο και μόνο γιατί εγώ στο είπα. Κι είχα διώξει τον Τζώρτζ. Αυτή ήταν η τελευταία ένδειξη που σου έδωσα Πήγαινε να μιλήσεις στον Τζώρτζ”. »Ο Οθέλλος κι ο Κλούτυ Τζων σου δείχνουν πως ο X ήταν ο Νόρτον. »Τότε ποιος μπορούσε να ‘χει σκοτώσει τον Νόρτον; »Μόνο ο Ηρακλής Πουαρό. »Κι αν το υποψιαζόσουν αυτό, όλα θα ‘μπαιναν στη θέση τους, ό,τι
είχα πει και κάνει, η ανεξήγητη σιωπή μου. Η μαρτυρία των γιατρών της Αιγύπτου και του γιατρού μου στο Λονδίνο πως δεν ήμουν ανίκανος να περπατήσω. Η μαρτυρία του Τζώρτζ πως φορούσα περούκα. Το γεγονός που δεν μπορούσα να κρύψω και που θα ‘πρεπε να το ‘χες προσέξει, πως κουτσαίνω πολύ περισσότερο απ’ τον Νόρτον. »Και τέλος, ο πυροβολισμός. Το μοναδικό αδύνατο σημείο μου. Ξέρω πως έπρεπε να τον είχα πυροβολήσει στον κρόταφο. Δεν μπορούσα να παράγω ένα τόσο ακανόνιστο τυχαίο αποτέλεσμα. Όχι, τον πυροβόλησα συμμετρικά, ακριβώς στο κέντρο του μετώπου... »Ω, Χάστιγκς, Χάστιγκς, αυτό έπρεπε να σου είχε πει την αλήθεια. »Αλλά ίσως, στο κάτω κάτω της γραφής, να υποψιάσθηκες την αλήθεια. Ίσως να την ξέρεις κιόλας όταν διαβάζεις αυτό το γραφτό μου. »Αλλά κατά κάποιον τρόπο δεν το πιστεύω. »Όχι, είσαι πολύ εύπιστος... »Έχεις πολύ όμορφη φύση... »Τι άλλο να σου πω; Κι ο Φράνκλιν κι η Τζούντιθ ήξεραν την αλήθεια, όπως θ’ ανακαλύψεις, αν και δεν θα στην έχουν πει. Θα γίνουν ευτυχισμένοι μαζί, αυτοί οι δυο. Θα είναι φτωχοί και θα τους δαγκώνουν αμέτρητα τροπικά έντομα και θα τους πιάνουν παράξενοι πυρετοί —αλλά όλοι έχουμε τις ιδέες μας για την τέλεια ζωή, δεν ειν’ έτσι; »Κι εσύ, καημένε, μοναχικέ μου Χάστιγκς; Α, η καρδιά μου ματώνει για σένα, αγαπητέ φίλε. Δεν θα δεχθείς για τελευταία φορά τη συμβουλή του γέρου Πουαρό σου; »Όταν το διαβάσεις αυτό, πάρε τραίνο ή αυτοκίνητο ή λεωφορείο, και πήγαινε να βρεις την Ελίζαμπεθ Κόουλ που λέγεται και Ελίζαμπεθ Λίτσφιλντ. Δωσ’ της να διαβάσει αυτό το γραφτό μου, ή πες της τι γράφει μέσα. Πες της πως κι εσύ θα μπορούσες να κάνεις αυτό που έκανε η αδελφή της η Μάργκαρετ —μόνο που δεν υπήρχε κανένας προσεκτικός Πουαρό κοντά στην Μάργκαρετ Λίτσφιλντ. Διώξε μακριά της τον εφιάλτη, δείξε της πως ο πατέρας της δεν δολοφονήθηκε απ’ την κόρη του αλλά από κείνον τον ευγενικό και συμπαθητικό οικογενειακό φίλο, τον “τίμιο Ιάγο” Στέφεν Νόρτον...
»Γιατί δεν είναι αλήθεια, φίλε μου, πως μια γυναίκα σαν αυτή, ακόμα νέα, γοητευτική θ’ αρνιόταν τη ζωή, επειδή θεωρεί τον εαυτό της μολυσμένο. Όχι, δεν είναι σωστό. Πες της το, εσύ, φίλε μου, που δεν έχεις πάψει να είσαι ελκυστικός για τις γυναίκες. »Ε, λοιπόν, τώρα δεν έχω άλλο τίποτα να πω. Δεν ξέρω, Χάστιγκς, αν αυτό που έκανα είναι δικαιολογημένο ή αδικαιολόγητο. Όχι, δεν ξέρω. Δεν πιστεύω πως ένας άνθρωπος πρέπει να παίρνει το νόμο στα χέρια του... »Αλλά απ’ την άλλη πλευρά, είμαι ο νόμος! Όταν ήμουν νέος και υπηρετούσα στην αστυνομία του Βελγίου, πυροβόλησα έναν απελπισμένο εγκληματία που καθόταν σε μια στέγη ενός κτιρίου και πυροβολούσε τον κόσμο που περνούσε από κάτω. Σέ κατάσταση εξαιρετικής ανάγκης κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος. »Παίρνοντας τη ζωή του Νόρτον, έσωσα άλλες ζωές, αθώες ζωές. Αλλά και πάλι δεν ξέρω. Ίσως είναι δίκαιο να μην ξέρω. Πάντα ήμουν τόσο σίγουρος, υπερβολικά σίγουρος.. »Αλλά τώρα είμαι πολύ ταπεινός και λέω σαν μικρό παιδί: “Δεν ξέρω...”. »Αντίο, αγαπητέ μου φίλε, απομάκρυνα τις ενέσεις του νιτρικού αμύλου απ’ το κρεββάτι μου. Προτιμώ ν’ αφήσω τον εαυτό μου στα χέρια του καλού Θεού. Μακάρι να είναι γρήγορη η τιμωρία ή η ευσπλαχνία του! »Δεν θα ξανακυνηγήσουμε μαζί, φίλε μου. Το πρώτο μας κυνήγι ήταν εδώ, αλλά και το τελευταίο... »Εκείνες ήταν όμορφες μέρες. »Ναι, υπήρξαν όμορφες μέρες.... (Τέλος του χειρόγραφου του Ηρακλή Πουαρό.) Υστερόγραφο του Λοχαγού Άρθουρ Χάστιγκς: Τέλειωσα το διάβασμα... Δεν μπορώ να τα πιστέψω ακόμα όλα... Αλλά έχει δίκιο. Θα ‘πρεπε να το ξέρω, Θα ‘πρεπε να ξέρω όταν είδα την τρύπα της σφαίρας τόσο συμμετρικά στη μέση του μετώπου.
Παράξενο! Μόλις τώρα το σκέφτηκα—η σκέψη που τριγύριζε στο βάθος του μυαλού μου εκείνο το πρωί. Το σημάδι στο μέτωπο του Νόρτον ήταν... ήταν σαν το σημάδι του Κάιν...
View more...
Comments