Christie Agatha (1969) - Εγκλημα Στο Γκολφ

December 24, 2017 | Author: DIMITRIOS PANAGOPOULOS | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Christie Agatha (1969) - Εγκλημα Στο Γκολφ...

Description

165 ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ 165

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: ΤΑΣΟΣ ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ ΕΜΒΑΣΜΑΤΑ-ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ: ΞΕΝΗ ΚΟΥΒΕΛΗ ΒΟΥΛΓΑΡΗ 61—ΠΕΙΡΑΙΑΣ—4170478 ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ: ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ 139-ΚΑΛΛΙΘΕΑ ΤΗΛΕΦΩΝΑ: 9516253-9512723 AGATHA CHRISTIE Murder on the Links

Copyright, 1969 by Agatha Christie

Το δικαίωμα της αποκλειστικής δημοσιεύσεως για την ελληνική γλώσσα ανήκει στο Λυχνάρι ΤΥΠΩΘΗΚΕ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ «ΛΥΧΝΑΡΙ» PRINTED IN GREECE

ΤΑ ΚΥΡΙΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΠΩΛΤ ΡΕΝΩ Βαθύπλουτος επιχειρηματίας Γαλλακαναδικής καταγωγής, μεσόκοπος και οστεώδης, ελάχιστα κοινωνικός τύπος. Άνθρωπος με ευρύ πλέγμα γνωριμιών, έχει λόγους να πιστεύει πώς απειλείται η ζωή του μα εκδηλώνει απορία όταν διαπιστώνει, πίσω απ' την πλάτη του, πώς είχε δίκιο.

ΜAPT ΝΤΩΜΠΡΕΙΓ Μία εντυπωσιακά όμορφη κοπέλα, με φωτεινό πρόσωπο και ανήσυχα μάτια — μοντέρνα και λυγερόκορμη Αταλάντη. Αφοσιωμένη φίλη του νεαρού Ρενώ, προσπαθεί να τον διαφυλάξει από κάθε είδους απειλή, ξεχνώντας συνειδητά πώς η πρόθεση της είναι να χρησιμοποιήσει τα νύχια της!

ΕΛΟΙΖ ΡΕΝΩ Επιβλητική και αγέρωχη γυναίκα, με ασημένια μαλλιά και αμείωτη ζωτικότητα — μητέρα του Τζακ Ρενώ. Μετρημένη και λογική, δίνει πρόθυμα τις λεπτομέρειες για το αναπάντεχο κακό που τη βρήκε και το ίδιο πρόθυμα, για το χατίρι του γιού της, ακολουθεί τις οδηγίες του Πουαρό. ΖΙΣΚΑΡ ΩΤΕ Ένας πανύψηλος και κοκκαλιάρης άνδρας, με διεισδυτικά

σκούρα μάτια και ψαλιδισμένη γενειάδα — ανακριτής της αστυνομίας. Έμπειρος και μεθοδικός, προσπαθεί να φτάσει στον «πάτο» της υποθέσεως και διαπληκτίζεται συχνά με το λαγωνικό της αστυνομίας που του μπαίνει στη μύτη.

ΖΙΡΩ Λαγωνικό της αστυνομίας, τετραπέρατος και εν ανάγκη τετράποδος, με μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητάς του. Είρων και αλαζών, προκαλεί τακτικότατα τον Πουαρό και διατείνεται πώς έχει στο τσεπάκι του το δολοφόνο, ενώ δύσκολα ένας ολόκληρος δολοφόνος θα χωρούσε εκεί μέσα. ΤΖΑΚ ή ΖΑΚ ΡΕΝΩ Μοναχογιός του μεγαλοεπιχειρηματία, με αδρά χαρακτηριστικά και ωραίο παράστημα και με αλλεπάλληλες επιτυχίες στον ωραιόκοσμο. Ευθύς και εχέμυθος, προσπαθεί να βοηθήσει την επίσημη αστυνομία στο έργο της, ενώ τελικά αφήνει απροστάτευτο τον ίδιο του τον εαυτό! ΜΑΝΤΑΜ ΝΤΩΜΠΡΕΙΓ Μια γυναίκα κατά τις μαρτυρίες με παρελθόν, μητέρα της Μάρτ.

ΣΤΑΧΤΟΠΟΥΤΑ Ένα χαριτωμένο κοριτσόπουλο με πονηρό μουτράκι και πειραχτική διάθεση ταξιδιωτική γνωριμία του Χάστιγκς. Σώου γκέρλ του νυχτερινού θεάματος, εμφανίζεται αναπάντεχα στο Μερλινβίλλ Σύρ Μερ και κατορθώνει να έχει μια εμπειρία (λόγω λιποθυμίας) από πρώτο... μάτι!

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΣΤΟΝΟΡ Ένας εντυπωσιακός και αθλητικός τύπος, με μπρούτζινο δέρμα και αλάνθαστο μάτι — ιδιαίτερος γραμματέας το Πωλ Τ. Ρενώ. Ντόμπρος και ειλικρινής, προσπαθεί να προστατεύσει τους ανθρώπους του και δείχνει κεραυνόπληκτος όταν

αναπάντεχα διαψεύδεται ο ίδιος απ' αυτούς!

ΑΡΘΟΥΡ ΧΑΣΤΙΓΚΣ Ο αχώριστος σύντροφος του Ηρακλή Πουαρό, αφηγητής των περιπετειών του και —συχνά— ο επίμονος αντίπαλος του στην ερμηνεία των φαινομένων. Ευαίσθητος και καλόκαρδος, με ρομαντική θεώρηση της ζωής, δεν βλέπει συνήθως παρά μόνο όσα από τη φύση τους είναι ορατά! ΗΡΑΚΛΗΣ ΠΟΥΑΡΟ Ο πασίγνωστος ντετέκτιβ με το «αυγοειδές» κεφάλι, ανατόμος του εγκλήματος και λαγωνικό με ισχυρότατη όσφρηση. Πανέξυπνος και διορατικός, με ελαφρώς ανορθόδοξες μεθόδους, προσπαθεί να ανακαλύψει ένα δολοφόνο και, πράγμα ακατανόητο, βρίσκεται μπροστά σε δυο πτώματα!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η Σταχτοπούτα κι ο Εργένης Νομίζω πώς υπάρχει ένα γνωστό ανέκδοτο που λέει πώς ένας νεαρός συγγραφέας, αποφασισμένος να κάνει την αρχή της ιστορίας του αρκετά δυνατή και πρωτότυπη ώστε να τραβήξει και να καθηλώσει την προσοχή και του πιο μπλαζέ έκδοτη, έγραψε την ακόλουθη φράση: «"Κόλαση!”, είπε η Δούκισσα». Το παράξενο είναι πώς η ιστορία μου αυτή αρχίζει με τον ίδιο σχεδόν τρόπο. Μόνο που η κυρία που έβγαλε το επιφώνημα δεν ήταν δούκισσα. Ήταν μια μέρα στις αρχές Ιουνίου. Είχα πάει για δουλειές στο Παρίσι και γύριζα με το πρωινό τραίνο στο Λονδίνο, όπου συγκατοικούσα ακόμα με τον παλιό μου φίλο, τον Βέλγο ντετέκτιβ Ηρακλή Πουαρό. Το εξπρές του Καλαί ήταν παραδόξως άδειο — στην πραγματικότητα το βαγόνι μου είχε μέσα ένα μόνο ταξιδιώτη έκτος από μένα. Είχα ξεκινήσει κάπως βιαστικά απ’ το ξενοδοχείο και προσπαθούσα να βεβαιωθώ αν είχα πάρει όλα μου τα πράγματα όταν ξεκίνησε το τραίνο. Ως τότε μόλις και μετά βίας είχα προσέξει την συντρόφισσα μου, αλλά τώρα μου θύμισε βίαια την ύπαρξη της. Πηδώντας απ’ το κάθισμά της, κατέβασε το παράθυρο κι έβγαλε έξω το κεφάλι της, τραβώντας το ξανά σε μια στιγμή με την σύντομη και δυνατή αναφώνηση:

10

AGATHA _ CHRISTIE

«Κόλαση!» Είμαι άνθρωπος παλιάς μόδας. Πιστεύω πώς μια γυναίκα πρέπει να φέρεται σαν γυναίκα. δεν είμαι υπομονετικός με το σύγχρονο νευρωτικό κορίτσι που στριφογυρίζει απ’ το πρωί ως το βράδυ, καπνίζει σαν φουγάρο και χρησιμοποιεί μια γλώσσα που θα ‘κανε ακόμα και μια εμπόρισσα ψαριών απ’ το Μπίλλινγκσνκαιητ να κοκκινίσει! Σήκωσα το κεφάλι, ζαρώνοντας ελαφρά τα φρύδια, και είδα ένα όμορφο, αναιδές πρόσωπο, που πάνω του είχε ένα μικρό κόκκινο καπέλο. Ένα παχύ στρώμα από μαύρες μπούκλες έκρυβε το κάθε αυτί της. Έκρινα πως ήταν λίγο πάνω από δεκαεφτά χρονών, άλλα το πρόσωπό της ήταν σκεπασμένο με πούδρα και τα χείλια της ήταν απίθανα κόκκινα. Χωρίς να ντραπεί καθόλου, ανταπέδωσε το βλέμμα μου κι έκανε μια εκφραστική χειρονομία. «Θεέ μου, σοκάραμε τον ευγενικό κύριο!» είπε σ’ ένα φανταστικό ακροατήριο. «Ζητώ συγνώμη για τη γλώσσα μου! Δεν ταιριάζει σε μια κυρία, αλλά είχα αρκετούς λόγους γι’ αυτό που είπα, ξέρετε πως έχασα τη μοναδική μου αδελφή;» «Αλήθεια;» είπα ευγενικά. «Τι ατυχία». «Δεν μας εγκρίνει!» παρατήρησε η μικρή. «Δεν μας εγκρίνει καθόλου κι εμένα και την αδελφή μου — πράγμα που είναι άδικο μια που δεν την έχει δει!» Άνοιξα το στόμα μου άλλα με πρόλαβε. «Μην πείτε τίποτ’ άλλο! Κάνεις δεν μ’ αγαπάει! Θα πάω στον κήπο να φάω σκουλήκια! Μπου. Είμαι λιώμα». Έθαψε το πρόσωπό της πίσω από μια μεγάλη γαλλική χιουμοριστική εφημερίδα. Σ’ ένα δυο λεπτά την είδα να με κρυφοκοιτάζει πάνω απ’ την εφημερίδα. Δεν μπόρεσα να μη χαμογελάσω και σ’ ένα λεπτό είχε πετάξει παράμερα την εφημερίδα και είχε σκάσει στα γέλια. «Ήξερα πως δεν ήσαστε τόσο στριμμένος όσο φαινόσαστε», φώναξε. Το γέλιο της ήταν τόσο μεταδοτικό που δεν μπόρεσα να μη γελάσω κι εγώ, αν και δεν μού άρεσε καθόλου η λέξη

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

11 _

’'στριμμένος”. «Λοιπόν! Τώρα είμαστε φίλοι!» δήλωσε η αγριόγατα. «Πέστε πως λυπόσαστε για την αδελφή μου...». «Είμαι απελπισμένος!» «Μπράβο, καλό παιδί!» «Αφήστε με να τελειώσω, θα πρόσθετα πως, αν και είμαι απελπισμένος, μπορώ να τα καταφέρω μια χαρά και χωρίς αυτήν». Έκανα μια μικρή υπόκλιση. Αλλά αυτή η απίθανη κοπέλα ζάρωσε τα φρύδια και κούνησε το κεφάλι της. «Αφήστε τα αυτά. Προτιμώ τη στάση της "αξιοπρεπής αποδοκιμασίας”. Αχ, το πρόσωπό σας! Ήταν σαν να ‘λεγε: "Δεν είναι της τάξεως μας”. Κι είχατε δίκιο αν και σήμερα είναι πολύ δύσκολο να πει κανείς κάτι τέτοιο. Δεν μπορούν όλοι να ξεχωρίσουν μια γυναίκα του ημίκοσμου από μια δούκισσα. Πιστεύω πως σας σοκάρισα πάλι! Σας έφερα σε δύσκολη θέση. Όχι πως με πειράζει. Μας χρειάζονται μερικοί ακόμα του είδους σας. Απλώς δεν μ’ αρέσουν οι άνδρες που ρίχνονται. Με κάνει έξω φρενών». Κούνησε δυνατά το κεφάλι της. «Πως είσαστε όταν είσαστε έξω φρενών;» ρώτησα μ’ ένα χαμόγελο. «Σαν μικρός διάβολος! Δεν με νοιάζει τι λέω και τι κάνω! Μια φορά κόντεψα να καθαρίσω κάποιον. Και δεν θα ‘χα άδικο». «Λοιπόν», παρακάλεσα, «μη θυμώσετε μαζί μου». «Δεν θα θυμώσω. Μου αρέσατε, απ’ την πρώτη στιγμή που σας είδα. Αλλά δείχνατε τέτοια αποδοκιμασία που δεν πίστευα ποτέ πως θα γινόμαστε φίλοι». «Λοιπόν, να που γίναμε. Πέστε μου κάτι για τον εαυτό σας». «Είμαι ηθοποιός. Όχι του είδους που νομίζετε. Βρίσκομαι στη σκηνή από τότε που ήμουν έξη χρονών. Έκανα τούμπες». «Δεν καταλαβαίνω», είπα απορημένος. «Δεν έχετε δει ποτέ παιδιά ακροβάτες;» «Ω, κατάλαβα!»

12

AGATHA _ CHRISTIE

«Έχω γεννηθεί στην Αμερική, αλλά έχω περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου στην Αγγλία. Έχουμε τώρα ένα καινούργιο σόου...». «Ποιοι;» «Η αδελφή μου κι εγώ. Χορός και τραγούδι και λίγη φλυαρία και λίγα απ’ τα παλιά κόλπα. Είναι μάλλον καινούργια ιδέα και πετυχαίνει κάθε φορά, θα ‘χει χρήμα...». Η καινούργια μου γνωριμία έσκυψε μπροστά και άρχισε να μιλάει με ορούς που δεν τους καταλάβαινα. Κι όμως βρήκα πως ενδιαφερόμουν όλο και περισσότερο γι’ αυτήν. Φαινόταν ένα παράξενο κράμα γυναίκας και παιδιού. Αν και ήξερε πολύ καλά τον κόσμο και μπορούσε, όπως είπε, να φροντίσει τον εαυτό της, υπήρχε κάτι το αθώο στην μονόπλευρη στάση της απέναντι στη ζωή και στην απόφαση της να «πιάσει την καλή». Περάσαμε απ’ την Αμιένη. Το όνομα ξύπνησε παλιές αναμνήσεις. Η συντρόφισσα μου φαινόταν να διαισθάνεται τι είχα στο μυαλό μου. «Σκεφτόσαστε τον πόλεμο;» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Φαντάζομαι πως τον ζήσατε». «Αρκετά. Πληγώθηκα μια φορά και μετά τον Σόμμ μ' έκαναν ανάπηρο. Τώρα είμαι ένα είδος ιδιαίτερου γραμματέως ενός ΜΡ». «Πρέπει να ‘σαστε πολύ έξυπνος!» «Όχι, δεν είμαι. Έχω πάρα πολύ λίγα πράγματα να κάνω. Συνήθως η δουλειά μου με απασχολεί μια δυο ώρες την ημέρα. Είναι βαρετή δουλειά. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω τι θα ‘κανα αν δεν είχα μια απασχόληση». «Μαζεύετε έντομα;» «Όχι. Συγκατοικώ μ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα άνθρωπο. Είναι Βέλγος, ένας παλαίμαχος αστυνομικός. Κάνει τον ιδιωτικό ντετέκτιβ στο Λονδίνο και τα καταφέρνει θαυμάσια. Είναι πραγματικά ένας θαυμάσιος ανθρωπάκος. Πολλές φορές έχει αποδείξει πως είχε δίκιο εκεί που η επίσημη αστυνομία απέτυχε».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

13 _

Η συντρόφισσα μου άκουγε μ’ ορθάνοιχτα μάτια. «Δεν είναι ενδιαφέρον; Λατρεύω το έγκλημα. Πηγαίνω σ’ όλα τα αστυνομικά έργα στον κινηματογράφο. Κι όταν γίνει κανένα έγκλημα, καταβροχθίζω τις εφημερίδες». «Θυμόσαστε την υπόθεση Σταυλς;*» ρώτησα. «Δεν ήταν μ’ εκείνη τη γριά που την δηλητηριάσαν κάπου στο Έσσεξ;» Κούνησα το κεφάλι. «Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη υπόθεση του Πουαρό. Αν δεν ήταν αυτός, ασφαλώς ο δολοφόνος θα ’χε γλυτώσει. Ήταν θαυμάσια δουλειά λαγωνικού». Μια που το θέμα με τραβούσε, περιέγραψα την υπόθεση φθάνοντας ως το θριαμβευτικά και απροσδόκητο τέλος. Το κορίτσι μ’ άκουγε γοητευμένο. Ήμαστε τόσο απορροφημένοι ώστε το τραίνο μπήκε στο σταθμό του Καλαί χωρίς να το καταλάβουμε. Η σύντροφος μου πουδράρισε το πρόσωπό της, έβαλε μπόλικο κραγιόν στα χείλη της κι εξέτασε τέλος το αποτέλεσμα σ’ ένα καθρέφτη. «Ίσως φανώ αδιάκριτος», είπα, «άλλα θα ήθελα να μάθω γιατί τα κάνετε όλα αυτά;» Η μικρή σταμάτησε με υψωμένο τον καθρέφτη στο δεξί της χέρι και με κοίταξε παραξενεμένη. «Θέλω να πω», εξήγησα σχεδόν τραυλίζοντας, «θέλω να πω πως είσαι αρκετά... νόστιμη». «Μα τι λέτε;» έκανε με κοκεταρία. «Φαντάζεσθε πως θα μου άρεσε να έχω εμφάνιση χωριατοπούλας;» Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη της, χαμογέλασε ικανοποιημένη και μετά τον έριξε μέσα στην τσάντα της. «Καλέ μου άνθρωπε, μάθε πως ένα κορίτσι δεν πρέπει ποτέ να παραμελεί τον εαυτό της. Είναι στοιχειώδης αρχή». Η γνώμη μου ήταν τελείως διαφορετική μα απέφυγα να τη διατυπώσω. * ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ ΣΕ ΚΑΠΝΟΔΟΧΟ, Λυχνάρι No 164.

14

AGATHA _ CHRISTIE

Το τραίνο τώρα είχε μπει στο σταθμό και μ’ ένα στρίγκλισμα των φρένων του είχε σταθεί μπροστά στην πλατφόρμα. Σηκώθηκα και κατέβασα τις βαλίτσες μας. Βρήκα δυο αχθοφόρους και κατεβήκαμε στην πλατφόρμα. Η συντρόφισσα μου άπλωσε το χέρι της. «Αντίο, και θα προσέχω καλύτερα τη γλώσσα μου στο μέλλον». «Μα ασφαλώς θα σας δω στο πλοίο». «Μπορεί να μην είμαι στο πλοίο. Πρέπει να κοιτάξω αν η αδελφή μου ανέβηκε στο τραίνο. Πάντως σας ευχαριστώ». «Εγώ πάντως ελπίζω να ξανασυναντηθούμε. Θα... Δίστασα. «Θέλω να πω πως θα ήθελα να γνώριζα την αδελφή σας». Γελάσαμε και οι δυο. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σας. Θα της το πω. Ωστόσο, δε φαντάζομαι πως θα ξανασυναντηθούμε. Μου φερθήκατε πολύ εντάξει στο ταξίδι αλλά η αρχική έκφραση του προσώπου σας μπορώ να πω πως ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Απλούστατα, δεν είμαι της "σειράς” σας. Και ξέρω πολύ καλά πως κάτι τέτοια φέρνουν μπελάδες». Το πρόσωπό της άλλαξε απότομα. Πήρε μια έκφραση... θυμού άραγε; «Λοιπόν, γεια σας», είπε με ένα συγκροτημένο γλυκό τόνο. «Δεν θα μου πείτε τουλάχιστον το όνομά σας;» φώναξα καθώς την έβλεπα να απομακρύνεται. Κοντοστάθηκε και με κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της. «Σταχτοπούτα», είπε και γέλασε. Αλλά δεν φανταζόμουν πότε και πως θα ξανασυναντούσα την Σταχτοπούτα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Μια θεά στο σταυροδρόμι Ήταν εννιά και πέντε όταν μπήκα στην κοινή μας τραπεζαρία για πρόγευμα το άλλο πρωί. Ο φίλος μου ο Πουαρό, ακριβής στην ώρα του όπως συνήθως, έσπαγε το δεύτερο αυγό του. Μου χαμογέλασε καθώς έμπαινα. «Κοιμήθηκες καλά; Συνήλθες απ’ το φρικτό ταξίδι; Καταπληκτικό, είσαι σχεδόν στην ώρα σου σήμερα το πρωί. Με συγχωρείς αλλά η γραβάτα σου δεν είναι συμμετρική. Επέτρεψε μου να στη φτιάξω». Έχω περιγράψει αλλού τον Ηρακλή Πουαρό. Είναι ένας παράξενος κοντός άνδρας! Ύψος ένα κι εξήντα, κεφάλι σε σχήμα αυγού που γέρνει λίγο προς το ένα μέρος, μάτια που φαίνονται πράσινα όταν είναι ταραγμένος, στρατιωτικό μουστάκι, ύφος αξιοπρέπειας! Ήταν τακτικός και σαν δανδής στην εμφάνιση του. Είχε πάθος για την κάθε είδους τάξη. Ήταν μαρτύριο γι’ αυτόν να βλέπει ένα στολίδι βαλμένο στραβά ή έναν κόκκο σκόνης ή μια μικροακαταστασία στο ντύσιμο κάποιου και δεν ησύχαζε αν δεν το διόρθωνε. Οι θεοί του ήταν η τάξη και η μέθοδος. Περιφρονούσε τις απτές αποδείξεις, όπως οι πατημασιές και η στάχτη των τσιγάρων, και υποστήριζε πως αν τα παίρνε κανείς μόνος του ποτέ δεν θα βοηθούσαν έναν ντετέκτιβ να λύσει ένα πρόβλημα. Ύστερα χτυπούσε το κεφάλι του που είχε σχήμα αυγού με ανόητη αυταρέσκεια και

16

AGATHA _ CHRISTIE

παρατηρούσε με μεγάλη ικανοποίηση: «Η πραγματική δουλειά γίνεται από μέσα. Τα μικρά φαιά κύτταρα... να θυμάσαι πάντα τα μικρά φαιά κύτταρα, φίλε μου». Γλίστρησα στην καρέκλα μου και παρατήρησα ανέμελα, απαντώντας στον χαιρετισμό του φίλου μου, πως μια ώρα ταξίδι απ’ το Καλαί ως το Ντόβερ δεν θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρισθεί πραγματικό «ταξίδι». Ο Πουαρό απέκρουσε την παρατήρησή μου. «Κι όμως! Αν κανείς, μέσα σε μια ώρα δοκιμάσει αισθήματα και συγκινήσεις, είναι σαν να έζησε πολλές ώρες. Ένας Άγγλος ποιητής δεν λέει ότι ο χρόνος δεν μετριέται με τις ώρες, παρά με τους κτύπους της καρδιάς;» «Ωστόσο, νομίζω, πως ο Μπράουϊνγκ κάνει νύξη για κάτι ρομαντικότερο, από τη ναυτία της θάλασσας!» «Γιατί ήταν ένας Άγγλος, ένας νησιώτης, που γι’ αυτόν η Μάγχη δεν υπολογίζεται. Αχ! εσείς οι Άγγλοι. Για μας τους άλλους είναι διαφορετικά». Κούνησε το κεφάλι του, ενώ εγώ προσπαθούσα να κρατήσω το σοβαρό μου ύφος. Ξαφνικά, μου έδειξε το πιάτο με τα "τοουστ”. «Τι είναι;» «Αυτό το "τοουστ”; δεν το πρόσεξες;» Πήρε το κομμάτι, και μου το ‘δωσε να το εξετάσω. «Είναι τετράγωνο; Όχι. Είναι τρίγωνο; Πάλι όχι. Είναι στρογγυλό; Όχι. Έχει όμορφο σχήμα; Έχει καμιά συμμετρία; Καμιά». «Είναι τάρτα από χωριάτικο ψωμί», του εξήγησα ήρεμα. Ο Πουαρό μου έριξε ένα άγριο βλέμμα. «Τι εξυπνάδα που έχει ο φίλος μου Χάστιγκς!» φώναξε σαρκαστικά. «Δεν καταλαβαίνεις ότι έχω απαγορέψει ν’ αγοράζουν τέτοιο· ψωμί που κανένας φούρναρης δεν θα ‘πρεπε να ψήνει!» Προσπάθησα ν’ αλλάξω συζήτηση. «Ήρθε τίποτα ενδιαφέρον με το ταχυδρομείο;» ρώτησα. Ο Πουαρό κούνησε δυσαρεστημένος το κεφάλι του.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

17 _

«Δεν εξέτασα ακόμα τα γράμματα μου, αλλά σήμερα δεν παίρνει κανείς τίποτα το ενδιαφέρον. Δεν υπάρχουν οι μεγάλοι, μεθοδικοί εγκληματίες». Κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του κι εγώ έσκασα στα γέλια. «Μη στενοχωριέσαι, Πουαρό, θ’ αλλάξει η τύχη. ’Εμπρός, άνοιξε τα γράμματα σου. Που ξέρεις, μπορεί να φαίνεται μια μεγάλη υπόθεση στον ορίζοντα». Ο Πουαρό χαμογέλασε και παίρνοντας τον μικρό χαρτοκόπτη που χρησιμοποιούσε για την αλληλογραφία του, άνοιξε τους φακέλους που βρίσκονταν δίπλα στο πιάτο του. «Λογαριασμός. Κι άλλος λογαριασμός. Φαίνεται πως γίνομαι σπάταλος όσο γερνάω. Αχά! ένα σημείωμα απ’ τον Τζαπ!» «Ναι;» Τέντωσα τ’ αυτιά μου. Ο επιθεωρητής της Σκώτλαντ Γυάρντ μας είχε παρουσιάσει πολλές φορές ενδιαφέρουσες υποθέσεις. «Απλώς μ’ ευχαριστεί (με τον τρόπο του) για κάποιο σημείο στην υπόθεση Άμπερνστγουϊθ στο όποιο τον βοήθησα. Χαίρομαι που τον εξυπηρέτησα». «Πως σε ευχαριστεί;» τον ρώτησα περίεργα, γιατί γνώριζα τον Τζαπ. «Έχει την καλοσύνη να μου πει πως είμαι καταπληκτικός για την ηλικία μου, και πως είναι ευχαριστημένος που μου ‘δωσε την ευκαιρία ν’ ασχοληθώ με την υπόθεση. Ήταν κάτι που χαρακτήριζε τον Τζαπ, και δεν μπόρεσα να μη γελάσω. Ο Πουαρό συνέχισε να διαβάζει ήρεμα την αλληλογραφία του. «Μια πρόταση να κάνω μια διάλεξη στους προσκόπους της γειτονιάς μας. Η Κόμισσα του Φόρφανοκ με παρακαλεί να την επισκεφθώ. Χωρίς άλλο θα ‘χασε το σκυλάκι της! Και τώρα το τελευταίο. Α!...». Σήκωσα το κεφάλι καταλαβαίνοντας την αλλαγή στον τόνο της φωνής του. Ο Πουαρό διάβαζε προσεκτικά. Σ’ ένα λεπτό μου

18

AGATHA _ CHRISTIE

πέταξε το χαρτί. «Αυτό είναι κάτι ασυνήθιστο, φίλε μου. Διάβασε το μόνος σου». Το γράμμα ήταν γραμμένο σε χαρτί φτιαγμένο στο εξωτερικό μ’ έναν χαρακτηριστικά τολμηρό χαρακτήρα: ΒΙΛΛΑ ΖΕΜΕΒΙΕΒ ΜΕΡΛΙΝΒΙΛΛ ΣΥΡ ΜΕΡ ΓΑΛΛΙΑ

Κύριε, Χρειάζομαι έναν ντετέκτιβ, και για λόγους που θα σας εξηγήσω αργότερα, δεν θέλω να καλέσω την επίσημη αστυνομία. Έχω ακούσει για σας από διάφορες πλευρές και όλες οι φήμες δείχνουν πως δεν είσαστε μόνο ένας άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες αλλά ξέρετε επίσης να είσαστε διακριτικός. Δεν θέλω να εμπιστευθώ τις λεπτομέρειες στο ταχυδρομείο, αλλά, εξαιτίας ενός μυστικού που κατέχω, φοβάμαι καθημερινά για τη ζωή μου. Είμαι πεπεισμένος πως ο κίνδυνος είναι άμεσος, γι’ αυτό σας παρακαλώ να έρθετε στη Γαλλία χωρίς να χάσετε καιρό, θα στείλω ένα αυτοκίνητο να σας πάρει απ’ το Καλαί, αν μου τηλεγραφήσετε πότε φτάνετε, θα σας είμαι υποχρεωμένος αν αφήσετε όλες τις υποθέσεις που έχετε στα χέρια σας και αφοσιωθείτε μόνο στα συμφέροντα μου. Ίσως χρειαστώ τη βοήθειά σας για αρκετό καιρό, γιατί μπορεί να χρειασθεί να πάτε στο Σαντιάγκο, όπου πέρασα αρκετά χρόνια απ’ τη ζωή μου. Σας αφήνω να ορίσετε την αμοιβή σας μόνος σας. Σας βεβαιώνω άλλη μια φορά πως το θέμα είναι επείγον. Μετά τιμής, Π. Τ. Ρενώ Κάτω απ’ την υπογραφή υπήρχε μια γραμμή γραμμένη

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

19 _

βιαστικά, που σχεδόν δεν διαβαζόταν: «Ελάτε, για όνομα του θεού!» Έδωσα πίσω το γράμμα ενώ ο σφυγμός μου γινόταν πιο γρήγορος. «Επιτέλους!» είπα. «Να κάτι ασυνήθιστο». «Ναι, πραγματικά», είπε σκεφτικά ο Πουαρό. «Θα πας φυσικά», συνέχισα. Ο Πουαρό κούνησε καταφατικά το κεφάλι. Σκεφτόταν βαθιά. Τελικά φάνηκε ν’ αποφασίζει και κοίταξε το ρολόι. Το πρόσωπό του ήταν πολύ σοβαρό. «Βλέπεις, φίλε μου, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Το "Κοντινένταλ Εξπρές” φεύγει απ’ το σταθμό της Βικτώριας στις 11. Μην ταράζεσαι. Έχουμε πολύ καιρό. Μπορούμε να διαθέσουμε δέκα λεπτά για συζήτηση, θα με συνοδέψεις, δεν είν’ έτσι;» «Μα...». «Μου είπες εσύ ο ίδιος πως ο εργοδότης σου δεν σε χρειαζόταν για λίγες βδομάδες». «Απ’ αυτή την πλευρά είναι εντάξει. Αλλά ο κύριος Ρενώ λέει πως η υπόθεσή του είναι ιδιωτικής φύσεως». «Θα τα κανονίσω με τον κύριο Ρενώ. Το όνομά του μου φαίνεται γνωστό». «Υπάρχει ένας γνωστός νοτιαμερικανός εκατομμυριούχος. Τον λένε Ρενώ. δεν ξέρω αν μπορεί να ‘ναι ο ίδιος». «Χωρίς αμφιβολία. Έτσι εξηγείται γιατί αναφέρει το Σαντιάγκο. Το Σαντιάγκο είναι στη Χιλή και η Χιλή στη Νότιο ’Αμερική! Προχωρούμε θαυμάσια». «Πω, πω, Πουαρό», φώναξα, «υπάρχει πολύ χρήμα στην υπόθεση. Αν πετύχουμε, θα κάνουμε την τύχη μας». «Μην είσαι τόσο σίγουρος γι’ αυτό, αγαπητέ μου. Ένας πλούσιος δεν πέτα εύκολα τα λεφτά του. Εμένα που με βλέπεις, είδα ένα γνωστό εκατομμυριούχο, ν’ αδειάζει τον κόσμο από ένα βαγόνι, για να βρει μια δεκάρα που του είχε πέσει!» Τα λόγια του ήταν σοφά.

20

AGATHA _ CHRISTIE

«Εν πάση περιπτώσεις», είπε ο Πουαρό, «Δεν είναι το χρήμα που με τραβά σ’ αυτή την υπόθεση. Υπάρχει όμως κάτι παράξενο που μου κεντρίζει το ενδιαφέρον. Πρόσεξες το υστερόγραφο; Σου περνάει τίποτα από το νου;» Σκέφτηκα. «Είναι φανερό πως έγραψε το γράμμα με αρκετή ψυχραιμία, αλλά στο τέλος έχασε τον αυτοέλεγχο του και με την παρόρμηση της στιγμής έγραψε βιαστικά αυτές τις πέντε λέξεις». Αλλά ο φίλος μου κούνησε δυνατά το κεφάλι. «Κάνεις λάθος, δεν βλέπεις πως ενώ το μελάνι της υπογραφής είναι σχεδόν μαύρο, το μελάνι του υστερόγραφου είναι ξεθωριασμένο;» «Λοιπόν;» είπα απορημένος. «Θεέ μου, φίλε μου, χρησιμοποίησε τα φαιά σου κύτταρα. Δεν είναι φανερό; Ο κύριος Ρενώ έγραψε το γράμμα του. Χωρίς να το στυπώσει το ξαναδιάβασε προσεκτικά. Τότε, όχι από μια παρόρμηση άλλα ηθελημένα πρόσθεσε τα τελευταία αυτά λόγια και το στύπωσε ολόκληρο». «Μα γιατί;» «Μα για να μου κάνει την εντύπωση που ’κάνε και σε σένα». «Τι;» «Μα ναι... για να βεβαιωθεί πως θα πάω! Ξαναδιάβασε το γράμμα και δεν έμεινε ικανοποιημένος. Δεν ήταν αρκετά δυνατό». Σταμάτησε, κι ύστερα πρόσθεσε σιγανά, με τα μάτια του να λάμπουν από κείνο το πράσινο φως που πάντα σήμαινε εσωτερική ταραχή: «Κι έτσι, φίλε μου, αφού πρόσθεσε το υστερόγραφο όχι από παρόρμηση, άλλα νηφάλια, εν ψυχρώ, η υπόθεση είναι πολύ επείγουσα και πρέπει να φθάσουμε κοντά του όσο το δυνατόν γρηγορότερα». «Μερλινβίλλ», μουρμούρισα σκεφτικά. «Νομίζω πως το ‘χω ξανακούσει». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

21 _

«Είναι ένα ήσυχο μικρό μέρος... αλλά σικ! Βρίσκεται περίπου στα μισά του δρόμου ανάμεσα στην Βουλώνη και στο Καλαί. Ο κύριος Ρενώ έχει σπίτι στην Αγγλία;» «Ναι, στο Ράτλαντ Γκαίητ, απ’ ό,τι θυμάμαι. Έχει ακόμα ένα μεγάλο σπίτι στην έξοχή, κάπου στο Χερτοφορντσάιρ. Αλλά ξέρω πολύ λίγα γι’ αυτόν, δεν είναι πολύ κοινωνικός. Πιστεύω πως έχει μεγάλα Νοτιοαμερικανικά συμφέροντα στο Σίτι, κι έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Χιλή και την ’Αργεντινή». «Καλά, θα μάθουμε όλες τις λεπτομερείς απ’ τον ίδιο. Ας ετοιμάσουμε τα πράγματα μας. Μια μικρή βαλίτσα ο καθένας, κι υστέρα ένα ταξί για το σταθμό της Βικτωρίας». Στις ένδεκα ξεκινήσαμε απ’ το σταθμό της Βικτωρίας για το Ντόβερ. Πριν ξεκινήσουμε, ο Πουαρό είχε στείλει τηλεγράφημα στον κύριο Ρενώ, δίνοντας το χρόνο της άφιξης μας στο Καλαί. «Μου κάνει εντύπωση το πως δεν πήρες χαπάκι για τη ναυτία, Πουαρό», παρατήρησα, ενώ θυμόμουν την πρωινή μας συζήτηση. Ο φίλος μου, που αναπολούσε στον ορίζοντα, γύρισε και με κοίταξε. «Ξέχασε την περίφημη μέθοδο του Λαβεργκιέ; Ακολουθώ πάντα το σύστημά του. Κρατάς ισορροπία στα άκρα των ποδιών κουνώντας το κεφάλι δεξιά κι αριστερά, αναπνέοντας αργά και μετρώντας ως το έξι μεταξύ κάθε εισπνοής». «Νομίζω πως θα κουραστείς απ’ αυτή την άσκηση, πριν φτάσεις στο Μπουένος Άιρες η στο Σαντιάγκο». «Και φαντάζεσαι πως θα πάω στο Σαντιάγκο;» «Ο κ. Ρενώ το αναφέρει στο γράμμα του». «Επειδή δεν γνωρίζει τη μέθοδο του Ηρακλή Πουαρό». «Καλά όλα αυτά, Πουαρό, νομίζω όμως πως έχεις την συνήθεια ν’ αντιπαθείς πολύ ορισμένα πράγματα. Ένα δακτυλικό αποτύπωμα συχνά οδηγεί στη σύλληψη και στην καταδίκη του δολοφόνου». «Και πολλές φορές έχει κάψει αθώους ανθρώπους», παρατήρησε ξερά ο Πουαρό.

22

AGATHA _ CHRISTIE

«Ωστόσο όμως, η μελέτη των αποτυπωμάτων, στάχτης των τσιγάρων, τα ίχνη της λάσπης, κι όλες οι άλλες ενδείξεις, δεν έχουν ουσιώδη σημασία» «Ασφαλώς. δεν είπα ποτέ το αντίθετο. Ο ειδικός, ο, παρατηρητής είναι πάντα χρήσιμος. Άλλα οι άλλοι, οι Πουαρό, είναι πάνω απ’ τους ειδικούς. Κυνήγησες ποτέ αλεπού ;» «Ναι, κάποτε. Γιατί;» «Όταν κυνηγάς αλεπού έχεις πάντα την ανάγκη των σκυλιών, δεν είναι έτσι;» «Ναι, βέβαια». «Ωστόσο», είπε ο Πουαρό, «δεν κατέβηκες ποτέ απ’ το άλογο, και δεν έτρεξες μυρίζοντας στο έδαφος και γαυγίζοντας;» Ξέσπασα σε γέλια, ενώ ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος. «Αφήνετε τη δουλειά των σκυλιών στα σκυλιά. Κι όμως, θέλεις εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, να γίνω γελοίος, ξαπλώνοντας ίσως στο βρεγμένο χόρτο, για να μελετήσω τα ίχνη υποθετικών βημάτων, και να μαζέψω τη στάχτη του τσιγάρου, όταν δεν ξεχωρίζω τη μια μάρκα καπνού από την άλλη! Θυμηθείτε το μυστήριο της ταχείας του Πλίμουθ. Ο κακομοίρης ο Τζαπ άρχισε μια λεπτομερή εξέταση της σιδηροδρομικής γραμμής. Όταν επέστρεψε, μπόρεσα να του πω ακριβώς τι είχε ανακαλύψει, χωρίς να το κουνήσω από το διαμέρισμα μου». «Είσαι λοιπόν της γνώμης πως ο Τζαπ έχασε τον καιρό του;» «Καθόλου, εφόσον οι αποδείξεις του επιβεβαίωσαν τη θεωρία μου. Αλλά, εγώ, θα ‘χανα τον καιρό μου, αν τον είχα ακολουθήσει». Κι ο Πουαρό ακούμπησε την πλάτη του στη καρέκλα του. Φθάνοντας στο Καλαί, διαπιστώσαμε πως δεν υπήρχε κανένα αυτοκίνητο να μας περιμένει. Ο Πουαρό δικαιολόγησε την καθυστέρηση λόγω της πυκνής κυκλοφορίας. «Θα νοικιάσουμε αυτοκίνητο», είπε ζωηρά. Λίγα λεπτά αργότερα, κυλούσαμε προς την Μερλινβίλλ. Είχα κέφια.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

23 _

«Τι υπέροχος αέρας!» φώναξα. «Αυτό το ταξίδι υπόσχεται να είναι θαυμάσιο». «Για σένα ίσως! Μη ξεχνάς όμως πως στο τέλος του ταξιδιού μας περιμένει η δουλειά!» «Μπα!» Φώναξα ζωηρά, «Θ’ ανακαλύψετε τα πάντα, θ’ αποκαταστήσετε την ασφάλεια του κ. Ρενώ, θα ξεσκεπάσετε αυτούς τους κακοποιούς, κι όλα θα τελειώσουν μ’ ένα νικηφόρο τραγούδι!» «Είσαι πολύ αισιόδοξος, φίλε μου!» «Ναι, αισθάνομαι απόλυτα σίγουρος για την επιτυχία! Δεν είσαι ο ασύγκριτος Ηρακλής Πουαρό;» Ο φίλος μου έκανε πως δεν πρόσεξε το κομπλιμάν. Με κοίταξε αυστηρά. «Είσαι παράξενος, Χάστιγκς. Αυτό προμηνύει κακό». «Ανοησίες! Εν πάση περιπτώσει. Δεν συμμερίζεσαι τα αισθήματα μου». «Όχι, αλλά φοβάμαι». Τον κοίταξα ξαφνιασμένος. «Τι φοβάσαι;» «Δεν ξέρω. Αλλά έχω ένα προαίσθημα... δεν ξέρω τι είναι». Μιλούσε τόσο σοβαρά ώστε εντυπωσιάσθηκα παρά τη θέλησή μου. «Έχω ένα προαίσθημα», είπε αργά, «πως θα ‘ναι μια μεγάλη υπόθεση... ένα μεγάλο, δύσκολο πρόβλημα που δεν θα είναι εύκολο να λυθεί». Θα του είχα κάνει κι άλλες ερωτήσεις, αλλά μπαίναμε στην μικρή πόλη Μερλινβίλλ και, σταματήσαμε για να ρωτήσουμε το δρόμο για την Βίλλα Ζενεβιέβ. «Κατ’ ευθείαν μπροστά σας, κύριε, στην άλλη άκρη της πόλης. Η Βίλλα Ζενεβιέβ είναι περίπου μισό μίλι από δω. Δεν μπορεί να μην την δείτε. Είναι μια μεγάλη βίλα που βλέπει στη θάλασσα». Ευχαριστήσαμε τον πληροφοριοδότη μας και συνεχίσαμε το δρόμο μας αφήνοντας πίσω μας την πόλη. Ένα σταυροδρόμι μας έκανε να σταματήσουμε για δεύτερη φορά. Ένας χωριάτης

24

AGATHA _ CHRISTIE

ερχόταν προς το μέρος μας και περιμέναμε για να τον ξαναρωτήσουμε το δρόμο. Υπήρχε μια βιλίτσα δεξιά στο δρόμο, αλλά ήταν πολύ μικρή και παλιά για να είναι αυτή που θέλαμε. Καθώς περιμέναμε, η πύλη άνοιξε και βγήκε μια κοπέλα. Ο χωριάτης μας έφτασε τώρα και ο οδηγός έσκυψε για να τον ρωτήσει το δρόμο. «Η Βίλλα Ζενεβιέβ; Λίγα βήματα δεξιά σας, κύριε, θα την βλέπατε αν δεν ήταν η στροφή». Ο σοφέρ τον ευχαρίστησε και έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. Τα μάτια μου είχαν γοητευθεί απ’ το κορίτσι που στεκόταν ακόμα και μας κοίταζε με το ένα χέρι στην πύλη. Είμαι θαυμαστής της ομορφιάς και εδώ υπήρχε μια ομορφιά που κανείς δεν θα την άφηνε να περάσει απαρατήρητη. Πολύ ψηλή, με αναλογίες νεαρής θεάς, με τα ακάλυπτα χρυσά μαλλιά της να λάμπουν στο ηλιόφωτο. Ορκίστηκα πως ήταν μια απ’ τις ωραιότερες κοπέλες που είχα δει. Καθώς ανηφορίζαμε στον ανώμαλο δρόμο, γύρισα το κεφάλι μου να την κοιτάξω. «Μα το Δία, Πουαρό», αναφώνησα, «είδες αυτή τη νεαρή θεά;» Ο Πουαρό σήκωσε τα φρύδια. «Αρχίσαμε» μουρμούρισε. «Είδες κιόλας μια θεά!» «Μα δεν ήταν;» «Ίσως, δεν το πρόσεξα». «Ασφαλώς την πρόσεξες». «Φίλε μου, σπάνια δυο άνθρωποι βλέπουν το ίδιο πράγμα. Εσύ, παραδείγματος χάρη, είδες μια θεά. Εγώ...». Δίστασε. «Ναι;» «Είδα μόνο ένα κορίτσι μ’ ανήσυχα μάτια», είπε σοβαρά ο Πουαρό. Αλλά τη στιγμή εκείνη φθάσαμε σε μια μεγάλη πράσινη πύλη και βγάλαμε κι οι δυο ένα επιφώνημα. Μπροστά μας στεκόταν ένας επιβλητικός αστυνομικός. Άπλωσε το χέρι του για να μας κλείσει το δρόμο». «Δεν μπορείτε να περάσετε, κύριοι». «Μα θέλουμε να δούμε τον κύριο Ρενώ», φώναξα. «Έχουμε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

ραντεβού. Αυτή δεν είναι η βίλλα του;» «Ναι, κύριε, αλλά...». Ο Πουαρό έσκυψε μπροστά. «Αλλά τι;» «Ο κύριος Ρενώ δολοφονήθηκε σήμερα το πρωί».

25 _

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Μακάβρια ... σκηνοθεσία! Σε μια στιγμή ο Πουαρό είχε πηδήξει από το αυτοκίνητο, με τα μάτια του να λάμπουν από ταραχή. «Τι είπατε; Δολοφονήθηκε; Πότε; Πως;» Ο αστυνομικός τεντώθηκε. «Δεν μπορώ ν’ απαντήσω σ’ ερωτήσεις, κύριε». «Καταλαβαίνω». Ο Πουαρό σκέφτηκε ένα λεπτό. «Ο επιθεωρητής της αστυνομίας είναι μέσα;» «Μάλιστα, κύριε». Ο Πουαρό έβγαλε μια κάρτα και έγραψε μερικές λέξεις πάνω της. «Να! Έχετε την καλοσύνη να στείλετε αυτή την κάρτα στον επιθεωρητή αμέσως;» Ο άλλος την πήρε και, γυρίζοντας το κεφάλι πάνω απ’ τον ώμο του, σφύριξε. Σε λίγα δευτερόλεπτα ένας συνάδελφος του τον πλησίασε και πήρε το μήνυμα του Πουαρό. Περιμέναμε λίγα λεπτά κι υστέρα ένας κοντόχοντρος άνδρας με πελώριο μουστάκι ήρθε τρέχοντας στην πύλη. Ο αστυνόμος χαιρέτησε και στάθηκε παράμερα. «Αγαπητέ μου κύριε Πουαρό», φώναξε ο νεοφερμένος. «Είμαι ενθουσιασμένος που σας βλέπω. Η άφιξή σας είναι πολύ έγκαιρη». Το πρόσωπο του Πουαρό είχε φωτιστεί.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

27 _

«Κύριε Μπέξ! Χαίρομαι αληθινά». (Στράφηκε σε μένα). «Αυτός είναι ένας Άγγλος φίλος μου, ο Λοχαγός Χάστιγκς. Ο κύριος Λυσιέν Μπέξ». Ο επιθεωρητής κι εγώ κάναμε μια τυπική υπόκλιση ο ένας στον άλλο κι υστέρα ο κύριος Μπέξ ξαναγύρισε στον Πουαρό. «Γέρο μου, δεν σας έχω δει απ’ το 1909, τότε στην Οστάνδη. Έχετε καμία πληροφορία που να μπορεί να μας βοηθήσει;» «Ίσως την ξέρετε κιόλας, ξέρατε πως με είχαν καλέσει;» «Όχι. Ποιος;» «Ο νεκρός. Φαίνεται πως ήξερε πως θα γινόταν μια απόπειρα κατά της ζωής του. Δυστυχώς με κάλεσε πολύ αργά». «Θεέ μου!» αναφώνησε ο Γάλλος. «Πρόβλεψε τον ίδιο του το φόνο. Αυτό αναιρεί σε μεγάλο βαθμό τις θεωρίες μας. Περάστε μέσα». Κρότησε ανοιχτή την πύλη κι αρχίσαμε να προχωρούμε προς το σπίτι. Ο κύριος Μπέξ εξακολούθησε να μιλάει: «Ο ανακριτής, ο κύριος Ωτέ, πρέπει να το μάθει αμέσως. Μόλις τέλειωσε την εξέταση της σκηνής του εγκλήματος κι είναι έτοιμος ν’ αρχίσει τις ανακρίσεις του». «Πότε έγινε το έγκλημα;» ρώτησε ο Πουαρό. «Το πτώμα ανακαλύφθηκε σήμερα το πρωί, γύρω στις Εννιά. Η μαρτυρία της κυρίας Ρενώ και του γιατρού δείχνουν πως ο θάνατος πρέπει να επήλθε γύρω στις 2 το πρωί. Αλλά περάστε, σας παρακαλώ». Είχαμε φθάσει στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην μπροστινή πόρτα της βίλλας. Στο χολ καθόταν άλλος ένας αστυνομικός. Σηκώθηκε όταν είδε τον επιθεωρητή. «Που είναι τώρα ο κύριος Ωτέ;» ρώτησε ο τελευταίος. «Στο σαλόνι, κύριε». Ο κύριος Μπέξ άνοιξε μια πόρτα στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου, και περάσαμε μέσα. Ο κύριος Ωτέ κι ο γραμματέας του κάθονταν σ’ ένα μεγάλο στρογγυλό τραπέζι. Σήκωσαν το κεφάλι καθώς μπήκαμε μέσα. Ο επιθεωρητής μας σύστησε και εξήγησε την παρουσία μας.

28

AGATHA _ CHRISTIE

Ο κύριος Ωτέ, ο Ανακριτής, ήταν ένας ψηλός, αδύνατος άνδρας, με διεισδυτικά σκούρα μάτια και καλοκομμένη γκρίζα γενειάδα, που είχε τη συνήθεια να την χαϊδεύει καθώς μιλούσε. Δίπλα στο τζάκι ήταν ένας ηλικιωμένος άνδρας, μ’ ελαφρά γυρτούς ώμους, που μας τον σύστησαν σαν δρ. Ντυράν. «Πολύ παράξενο», παρατήρησε ο κύριος Ωτέ όταν ο Επιθεωρητής σταμάτησε να μιλάει. «Έχετε το γράμμα εδώ, κύριε;» Ο Πουαρό του το δωσε κι ο ανακριτής το διάβασε. «Χμ! Μιλάει για ένα μυστικό. Κρίμα που δεν ήταν πιο σαφής. Σας είμαστε πολύ υποχρεωμένοι, κύριε Πουαρό. Ελπίζω πως θα μας κάνετε την τιμή να παρευρεθείτε στις έρευνές μας. Η πρέπει να γυρίσετε στο Λονδίνο;» «Κύριε Ανακριτά σκοπεύω να μείνω. Δεν έφθασα εγκαίρως για να εμποδίσω το θάνατο του πελάτη μου, αλλά νοιώθω πως έχω χρέος τιμής να ανακαλύψω τον δολοφόνο». Ο ανακριτής υποκλίθηκε. «Αυτά τα αισθήματα σας τιμούν. Χωρίς αμφιβολία, η κυρία Ρενώ θα θελήσει να επωφεληθεί απ’ τις υπηρεσίες σας. Περιμένουμε όπου να ναι τον κύριο Ζιρώ απ’ την Ασφάλεια του Παρισιού, και είμαι σίγουρος πως θα μπορέσετε να βοηθηθείτε αμοιβαία στις έρευνες σας. Στο μεταξύ, ελπίζω πως θα μου κάνετε την τιμή να παρευρεθείτε στις ανακρίσεις μου, και δεν είναι ανάγκη να πω πως όποια βοήθεια χρειασθείτε θα ναι στη διάθεσή σας». «Ευχαριστώ, κύριε. Καταλαβαίνετε πως για την ώρα βρίσκομαι ολότελα στο σκοτάδι. Δεν ξέρω τίποτα». Ο κύριος Ωτέ έκανε νόημα στον επιθεωρητή, κι ο τελευταίος άρχισε την ιστορία: «Σήμερα το πρωί, η γριά υπηρέτρια Φρανσουάζ, κατεβαίνοντας για ν’ αρχίσει τη δουλειά της, βρήκε μισάνοιχτη την μπροστινή πόρτα. Πανικόβλητη για μια στιγμή μήπως είχαν μπει διαρρήκτες, κοίταξε την τραπεζαρία,, αλλά βλέποντας πως τα ασημικά ήταν εντάξει δεν έδωσε περισσότερη σημασία, συμπεραίνοντας πως

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

29 _

ο κύριος της είχε ασφαλώς ξυπνήσει νωρίς κι είχε βγει για έναν περίπατο». «Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, κύριε, αλλά το συνήθιζε;» «Όχι, αλλά η γριά Φρανσουάζ έχει την γενική ιδέα που επικρατεί για τους Άγγλους, πως είναι τρελοί και μπορούν να κάνουν τα πιο παράξενα πράγματα σε οποιαδήποτε στιγμή! Πηγαίνοντας, όπως το συνήθιζε, να ξυπνήσει την κυρία της, η Λεονί, μια νεαρή καμαριέρα, έφριξε βλέποντας την φιμωμένη και δεμένη και την ίδια στιγμή έφεραν την είδηση πως ο κύριος Ρενώ είχε βρεθεί νεκρός, μαχαιρωμένος στην πλάτη». «Που;» «Αυτό είναι ένα απ’ τα πιο παράξενα στοιχεία της υποθέσεως. Κύριε Πουαρό, το πτώμα κειτόταν με το πρόσωπο προς τα κάτω σ’ έναν ανοιχτό τάφο». «Τι;» «Ναι. Ο λάκκος ήταν φρεσκοσκαμμένος... λίγα μέτρα απ’ τα σύνορα της βίλας». «Και πόση ώρα ήταν πεθαμένος;» Σ’ αυτό απάντησε ο δρ. Ντυράν. «Εξέτασα το πτώμα σήμερα το πρωί στις δέκα. Ο θάνατος πρέπει να επήλθε τουλάχιστον εφτά η ίσως και δέκα ώρες πριν». «Χμ! αυτό τον προσδιορίζει ανάμεσα στα μεσάνυχτα και στις 3 π.μ.». «Ακριβώς και η μαρτυρία της κυρίας Ρενώ τον τοποθετεί στις 2 π.μ., πράγμα που περιορίζει ακόμα περισσότερο το χρόνο. Ο θάνατος πρέπει να ήταν ακαριαίος και φυσικά δεν μπορεί να ήταν αυτοκτονία». Ο Πουαρό κατένευσε και ο επιθεωρητής ξανάρχισε τη διήγηση του: «Η κυρία Ρενώ ελευθερώθηκε · γρήγορα απ’ τα δεσμά της απ’ τους τρομαγμένους υπηρέτες. Βρισκόταν σε κατάσταση φοβερής αδυναμίας, σχεδόν αναίσθητη απ’ τον πόνο που της προκαλούσαν τα δεσμά της. Φαίνεται πως δυο μασκοφόροι

30

AGATHA _ CHRISTIE

μπήκαν στην κρεβατοκάμαρα, την φίμωσαν και την έδεσαν, ενώ απήγαγαν διά της βίας τον άνδρα της. Αυτά τα ξέρουμε από δεύτερο χέρι, απ’ τους υπηρέτες. Ακούγοντας τα τραγικά νέα, έπεσε αμέσως σε μια τρομαχτική ταραχή. Όταν έφθασε, ο δρ. Πτυράν διέταξε αμέσως ένα καταπραϋντικό και δεν μπορέσαμε ακόμα να την ανακρίνουμε. Αλλά χωρίς αμφιβολία θα ναι πιο ήρεμη όταν θα ξυπνήσει και θα μπορέσει να υποστεί τη δοκιμασία της ανακρίσεως». Ο επιθεωρητής σταμάτησε. «Και, οι ένοικοι του σπιτιού, κύριε;» «Υπάρχει η γριά Φρανσουάζ, η οικονόμος, που ζούσε πολλά χρόνια με τους πρώην ιδιοκτήτες της Βίλλας Ζενεβιέβ. Ύστερα υπάρχουν δυο κοπέλες, αδελφές, η Ντενίζ και η Λεονί Συλάρ, Το σπίτι τους είναι στο Μερλινβίλλ και προέρχονται από πολύ έντιμους γονείς. Έπειτα υπάρχει ο σοφέρ που ο κύριος Ρενώ έφερε μαζί του απ’ την Αγγλία, άλλα λείπει με άδεια. Τέλος υπάρχουν η κυρία Ρενώ και ο γιος της, ο Ζακ Ρενώ. Κι αυτός λείπει τώρα απ’ το σπίτι». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι. Ο κύριος Ωτέ φώναξε: «Μαρσώ!» Ο αστυνομικός εμφανίσθηκε. «Φέρτε εκείνη τη γυναίκα, την Φρανσουάζ». Ο άλλος χαιρέτησε κι εξαφανίσθηκε. Σε λίγα λεπτά γύρισε, συνοδεύοντας την τρομαγμένη Φρανσουάζ. «Ονομάζεσαι Φρανσουάζ Αρρισέ;» «Μάλιστα, κύριε». «Δουλεύεις πολύ καιρό στη Βίλλα Ζενεβιέβ;» «Έντεκα χρόνια με την κυρία Υποκόμισσα. Ύστερα όταν πούλησε τη βίλα την άνοιξη, δέχθηκα να μείνω με τον Άγγλο κύριο. Ποτέ δεν φανταζόμουν...». Ο ανακριτής την έκοψε. «Ασφαλώς, ασφαλώς. Τώρα, Φρανσουάζ, ποιος κλειδώνει τη μπροστινή πόρτα τη νύχτα;» «Εγώ, κύριε. Πάντα το φρόντιζα μόνη μου...». «Και χθες τη νύχτα;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

31 _

«Την κλείδωσα όπως πάντα». «Είσαι σίγουρη;» «Το ορκίζομαι στους άγιους, κύριε». «Τι ώρα ήταν;» «Την ίδια ώρα όπως πάντα, δέκα και μισή, κύριε». «Οι υπόλοιποι είχαν πάει για ύπνο;» «Η κυρία είχε αποσυρθεί πριν λίγη ώρα. Η Ντενίζ και η Λεονί ανέβηκαν μαζί μου. Ο κύριος βρισκόταν ακόμα στο σπουδαστήριο του». «Τότε, αν κανείς ξεκλείδωσε ύστερα την πόρτα, πρέπει να ‘ταν ο ίδιος ο κύριος Ρενώ». Η Φρανσουάζ σήκωσε τους φαρδύς της ώμους. «Γιατί θα ‘κανε κάτι τέτοιο; Με ληστές και φονιάδες να περνάνε κάθε λεπτό. Ωραία ιδέα. Ο κύριος δεν ήταν βλάκας. Δεν χρειαζόταν να ανοίξει στην κυρία...». Ο ανακριτής την διέκοψε έντονα: «Την κυρία; Ποια κυρία εννοείς;» «Μα, την κυρία που ήρθε να τον δει». «Ήρθε καμιά κυρία να τον δει εκείνο το βράδυ;» «Μα ναι, κύριε... και πολλά άλλα βράδια». «Ποια ήταν; Την ήξερες;» Μια μάλλον πονηρή έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπο της γυναίκας. «Πως να ξέρω ποια ήταν;» γκρίνιαξε. «Δεν της άνοιξα χτες τη νύχτα». «Αχά», φώναξε ο ανακριτής, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Μήπως θες να παίξεις με την αστυνομία; Απαιτώ να μου πεις αμέσως τ’ όνομα αυτής της γυναίκας που επισκεπτόταν τον κύριο Ρενώ τα βράδια». «Η αστυνομία, η αστυνομία», γκρίνιαξε η Φρανσουάζ.: «Ποτέ δεν σκέφτηκα πως θ’ ανακατευόμουν με την αστυνομία. Άλλα ξέρω αρκετά καλά ποια ήταν. Ήταν η κυρία Ντωμπρέιγ». Ο επιθεωρητής έβγαλε ένα επιφώνημα κι έσκυψε μπροστά δείχνοντας μεγάλη κατάπληξη. «Η κυρία Ντωμπρέιγ... απ’ τη βίλα Μαργκερίτ κάτω στο

32

AGATHA _ CHRISTIE

δρόμο;» «Αυτό είπα, κύριε. Ω, είναι όμορφη». «Η κυρία Ντωμπρέιγ», μουρμούρισε ο επιθεωρητής. «Αδύνατον». «Να», γκρίνιαξε η Φρανσουάζ. «Αυτά τραβάς όταν λες την αλήθεια». «Καθόλου», είπε καθησυχαστικά ο ανακριτής. «Απλώς νοιώσαμε έκπληξη. Λοιπόν, η κυρία Ντωμπρέιγ κι ο κύριος Ρενώ ήταν...;» Σώπασε ένα λεπτό. «Ε; Σίγουρα;» «Πως θέλετε να ξέρω; Αλλά τι τα θέλετε. Ο κύριος ήταν Άγγλος, πολύ πλούσιος και η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν φτωχή και πολύ σικ μ’ όλο που ζει ήσυχα με την κόρη της. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχει ιστορία! Δεν είναι πιά νέα, αλλά, μα την πίστη μου! Εγώ που σας μιλάω έχω δει τους άνδρες να γυρίζουν να την κοιτάζουν όταν κατεβαίνει στο δρόμο. Εξ άλλου τελευταία έχει περισσότερα χρήματα για ξόδεμα... όλη η πόλη το ξέρει. Οι μικροοικονομίες τέλειωσαν». Και η Φρανσουάζ κούνησε το κεφάλι της με ύφος απόλυτης βεβαιότητας. Ο κύριος Ωτέ χάιδεψε σκεφτικά τη γενειάδα του. «Και η κυρία Ρενώ;» ρώτησε σε λίγο. «Πως έπαιρνε αυτή τη... τη φιλία;» Η Φρανσουάζ σήκωσε τους ώμους. «Ήταν πάντα πολύ αξιαγάπητη... πολύ ευγενική. Θα ‘λεγε κανείς πως δεν υποψιαζόταν τίποτα. Αλλά η καρδιά υποφέρει, δεν είν’ έτσι, κύριε; Μέρα με τη μέρα έβλεπα την κυρία να χλομιάζει και ν’ αδυνατίζει. δεν ήταν η ίδια γυναίκα που έφτασε εδώ πριν ένα μήνα. Κι ο κύριος είχε αλλάξει. Είχε κι αυτός στενοχώριες. Μπορούσε να δει κανείς πως βρισκόταν στα πρόθυρα μιας νευρικής κρίσεως. Και ποιος θ’ απορούσε, με μια τέτοια υπόθεση; Καμία διακριτικότητα, καμία σιωπή. Αγγλικό στυλ, ασφαλώς!» Αναπήδησα θυμωμένος στην καρέκλα μου, αλλά ο ανακριτής συνέχιζε τις ερωτήσεις του, χωρίς ν’ ασχολείται με δευτερεύοντα θέματα.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

33 _

«Λες πως ο κύριος Ρενώ δεν είχε ν’ ανοίξει στην κυρία Ντωμπρέιγ. Είχε φύγει;» «Ναι, κύριε. Τούς άκουσα να βγαίνουν απ’ το σπουδαστήριο και να πηγαίνουν στην πόρτα. Ο κύριος είπε καληνύχτα κι έκλεισε την πόρτα πίσω της». «Τι ώρα έγινε αυτό;» «Γύρο στις δέκα και εικοσιπέντε, κύριε». «Ξέρεις τι ώρα πήγε για ύπνο ο κύριος Ρενώ;» «Τον άκουσα ν’ ανεβαίνει περίπου δέκα λεπτά μετά από μας. Η σκάλα τρίζει κι ακούει κανείς ποιος ανεβαίνει και κατεβαίνει». «Κι αυτό ειν’ όλο; δεν άκουσες κανένα θόρυβο τη νύχτα;» «Τίποτα, κύριε». «Ποιος απ’ τους υπηρέτες κατέβηκε πρώτος σήμερα το πρωί;» «Εγώ, κύριε. Είδα αμέσως την πόρτα ανοιχτή». «Τα άλλα παράθυρα του κάτω πατώματος ήταν κλειστά;» «Όλα. Δεν υπήρχε τίποτα το ύποπτο η παράξενο πουθενά». «Καλά, Φρανσουάζ, μπορείς να πηγαίνεις». Η γριά σύρθηκε προς την πόρτα. Στο κατώφλι γύρισε πίσω. «Θα σας πω κάτι, κύριε. Αυτή η κυρία Ντωμπρέιγ, είναι κακός άνθρωπος! Ω, ναι, οι γυναίκες καταλαβαίνονται μεταξύ τους. Είναι κακός άνθρωπος, να το θυμόσαστε». Και, κουνώντας σοφά το κεφάλι της, η Φρανσουάζ βγήκε απ’ το δωμάτιο. «Λεονί Ουλάρ», φώναξε ο ανακριτής. Η Λεονί εμφανίσθηκε βουτηγμένη στα δάκρυα κι έτοιμη να πάθει υστερία. Ο κύριος Ωτέ την χειρίσθηκε επιδέξια. Η μαρτυρία της αφορούσε κυρίως την ανακάλυψη της κυρίας της φιμωμένης και δεμένης, και η διήγησή της ήταν μάλλον υπερβολική. Όπως και η Φρανσουάζ, δεν είχε ακούσει τίποτα τη νύχτα. Την ακολούθησε η αδελφή της η Ντενίζ. Συμφώνησε πως ο κύριος της είχε αλλάξει πολύ τελευταία. «Γινόταν όλο και πιο θλιμμένος κάθε μέρα. Έτρωγε λιγότερο.

34

AGATHA _ CHRISTIE

Ήταν πάντα καταβεβλημένος». Αλλά η Ντενίζ είχε τη δική της θεωρία. «Χωρίς αμφιβολία τον κυνηγούσε η Μαφία! Δυο μασκοφόροι... ποιος άλλος μπορεί να ήταν; Φοβερή οργάνωση!» «Φυσικά, είναι πιθανόν», είπε ευγενικά ο ανακριτής, «Τώρα κορίτσι μου εσύ άνοιξες χτες βράδυ στην κυρία Ντωμπρέιγ;» «Όχι χτες κύριε, προχτές». «Μα η Φρανσουάζ μας είπε τώρα μόλις πως η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν εδώ χτες τη νύχτα». «Όχι, κύριε. Ήρθε μια κυρία να δει τον κύριο Ρενώ χτες τη νύχτα, αλλά δεν ήταν η κυρία Ντωμπρέιγ». Έκπληκτος, ο ανακριτής επέμεινε, αλλά η κοπέλα ήταν σταθερή στην άποψη της. Ήξερε πολύ καλά την κυρία Ντωμπρέιγ. Αυτή η γυναίκα ήταν μελαχρινή αλλά πιο κοντή και πολύ πιο νέα. Τίποτα δεν μπορούσε να κλονίσει την κατάθεση της. «Είχες ξαναδεί αυτή την κυρία;» «Ποτέ, κύριε». Κι υστέρα η κοπέλα πρόσθεσε: «Αλλά νομίζω πως ήταν Αγγλίδα». «Αγγλίδα;» «Μάλιστα, κύριε. Ζήτησε τον κύριο Ρενώ με αρκετά καλά γαλλικά, αλλά η προφορά της... όσο ελαφριά κι αν είναι, μπορεί κανείς πάντα να την διακρίνει. Εξ άλλου, όταν βγήκαν απ’ το σπουδαστήριο μιλούσαν αγγλικά». «Άκουσες τι είπαν; Θέλω να πω, κατάλαβες;» «Μιλάω πολύ καλά αγγλικά», είπε περήφανα η Ντενίζ. «Η κυρία μιλούσε πολύ γρήγορα και δεν καταλάβαινα τι έλεγε, αλλά άκουσα τα τελευταία λόγια του κυρίου καθώς της άνοιγε την πόρτα. (Σταμάτησε κι ύστερα επανέλαβε αργά και με δυσκολία): "Ναι, ναι, αλλά για όνομα του θεού, φύγε τώρα”». «Ναι, ναι, αλλά για όνομα του θεού, φύγε τώρα!» επανέλαβε ο ανακριτής. Έδιωξε την Ντενίζ και αφού άφησε να περάσουν λίγα λεπτά για να σκεφθεί, κάλεσε την Φρανσουάζ. Της έθεσε το ερώτημα μήπως είχε κάνει λάθος τοποθετώντας την επίσκεψη της κυρίας

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

35 _

Ντωμπρέιγ την περασμένη νύχτα. Αλλά η Φρανσουάζ αποδείχθηκε απροσδόκητα πεισματάρα. Η κυρία Ντωμπρέιγ είχε έρθει την περασμένη νύχτα. Ήταν αυτή χωρίς καμία αμφιβολία. Απλώς η Ντενίζ ήθελε να φανεί ενδιαφέρουσα! Έτσι είχε σκαρώσει αυτό το παραμύθι για μια άγνωστη κυρία. Έκανε επίδειξη και των γνώσεων της στ’ αγγλικά! Ίσως ο κύριος να μην είχε πει ποτέ αυτή τη φράση στ’ αγγλικά κι ακόμα κι αν την είχε πει, δεν αποδείκνυε τίποτα, γιατί η κυρία Ντωμπρέιγ μιλούσε τέλεια αγγλικά και χρησιμοποιούσε γενικά αυτή τη γλώσσα όταν μιλούσε με τον κύριο και την κυρία Ρενώ. «Βλέπετε, συνήθως ήταν εδώ ο κύριος Τζακ, ο γιος του κυρίου, και μιλούσε πολύ άσχημα γαλλικά». Ο ανακριτής δεν επέμεινε. Αντίθετα, ρώτησε για τον σοφέρ, κι έμαθε πως μόλις χτες ο κύριος Ρενώ είχε δηλώσει πως ήταν απίθανο να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο και πως ο Μάστερς μπορούσε να πάρει άδεια. Ένα ζάρωμα γεμάτο απορία είχε αρχίσει να φαίνεται ανάμεσα στα φρύδια του Πουαρό. «Τι τρέχει;» ψιθύρισα. Κούνησε ανυπόμονα το κεφάλι κι έκανε μια ερώτηση: «Με συγχωρείτε, κύριε Μπέξ, αλλά ο κύριος Ρενώ οδηγούσε μόνος του;» Ο επιθεωρητής κοίταξε την Φρανσουάζ και η γριά απάντησε αμέσως: «Όχι, ο κύριος δεν οδηγούσε ποτέ ο ίδιος». Το ζάρωμα των φρυδιών του Πουαρό έγινε πιο έντονο. «Θα ’θελα να μου πεις τι σε στενοχωρεί», είπα ανυπόμονα. «Δεν βλέπεις; Στο γράμμα του ο κύριος Ρενώ λέει πως θα στείλει το αυτοκίνητο να με πάρει απ’ το Καλαί!» «Ίσως εννοούσε ένα νοικιασμένο αυτοκίνητο». «Χωρίς αμφιβολία. Αλλά γιατί να νοικιάσεις αυτοκίνητο όταν έχεις δικό σου; Γιατί να διαλέξει τη χθεσινή μέρα για να στείλει τον σοφέρ σε άδεια... ξαφνικά, χωρίς καμία προειδοποίηση; Μήπως για κάποιο λόγο ήθελε να φύγει πριν φθάσουμε;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Μικροενδείξεις... Η Φρανσουάζ είχε φύγει απ’ το δωμάτιο. Ο ανακριτής χτυπούσε σκεφτικά το τραπέζι. «Κύριε Μπέξ», είπε σε λίγο. «Εδώ έχουμε συγκρουόμενες μαρτυρίες. Ποια πρέπει να πιστέψουμε, την Φρανσουάζ η την Ντενίζ;» «Την Ντενίζ», είπε αποφασιστικά ο επιθεωρητής. «Εκείνη άνοιξε στην επισκέπτρια. Η Φρανσουάζ είναι γριά και πεισματάρα και είναι φανερό πως αντιπαθεί την κυρία Ντωμπρέιγ. Εξ άλλου, οι πληροφορίες μας δείχνουν πως ο Ρενώ ήταν μπλεγμένος με μια άλλη γυναίκα». «Πω, πω!» φώναξε ο κύριος Ωτέ. «Ξεχάσαμε να πληροφορήσουμε τον κύριο Πουαρό γι’ αυτό». Έψαξε ανάμεσα στα χαρτιά πάνω στο τραπέζι και τελικά έδωσε στον φίλο μου αυτό που έψαχνε. «Βρήκαμε αυτό το γράμμα στην τσέπη του σακακιού του νεκρού, κύριε Πουαρό». Ο Πουαρό το πήρε και το ξεδίπλωσε. Ήταν κάπως σχισμένο και τσαλακωμένο κι ήταν γραμμένο αγγλικά από μάλλον αμόρφωτο χέρι: «Αγαπημένε μου. Γιατί δεν μου ‘γραψες τόσον καιρό; Μ’ αγαπάς ακόμα, δεν είν’ έτσι; Τα γράμματα σου τελευταία ήταν τόσο διαφορετικά, ψυχρά και παράξενα και τώρα αυτή η μακριά σιωπή. Με κάνει να

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

37 _

φοβάμαι. Αν έπαυες να μ’ αγαπάς! Αλλά αυτό είναι αδύνατο... τι ανόητο παιδί που είμαι... όλο φαντάζομαι πράγματα! Αλλά αν έπαυες να μ’ αγαπάς, δεν ξέρω τι θα ‘κανα... ίσως ν’ αυτοκτονούσα! Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς εσένα. Μερικές φορές φαντάζομαι πως μια άλλη γυναίκα μπαίνει ανάμεσα μας. Ας προσέξει... κι εσύ το ίδιο! Θα προτιμούσα να σε σκοτώσω παρά να την αφήσω να σε πάρει! Μιλάω σοβαρά. Αλλά γράφω ανοησίες. Μ' αγαπάς και σ’ αγαπώ, ναι, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Η Μπέλλα σου που σε λατρεύει». Δεν υπήρχε διεύθυνση η ημερομηνία. Ο Πουαρό το ξανάδωσε με σκοτεινό πρόσωπο. «Και υποθέτουμε πως...;» Ο ανακριτής σήκωσε τους ώμους. «Είναι φανερό πως ο κύριος Ρενώ ήταν μπλεγμένος μ’ αυτή την Αγγλίδα, την Μπέλλα. Έρχεται εδώ, συναντάει την κυρία Ντωμπρέιγ κι αρχίζει ένα δεσμό μαζί της. Ψυχραίνεται με την άλλη κι εκείνη υποψιάζεται αμέσως κάτι. Αυτό το γράμμα περιλαμβάνει μια ξεκάθαρη απειλή. Κύριε Πουαρό, εκ πρώτης όψεως η υπόθεση φαινόταν απλούστατη. Ζήλεια! Το γεγονός ότι ο κύριος Ρενώ μαχαιρώθηκε στην πλάτη φαινόταν να δείχνει καθαρά πως ο ένοχος ήταν γυναίκα». Ο Πουαρό κατένευσε. «Η μαχαιριά στην πλάτη ναι, άλλα όχι ο τάφος! Αυτή ήταν κοπιαστική, σκληρή δουλειά... αυτός ο τάφος δεν σκάφτηκε από γυναίκα, φίλε μου. Ήταν ανδρική δουλειά». Ο επιθεωρητής αναφώνησε ενθουσιασμένος: «Ναι, ναι, έχετε δίκιο. Δεν το σκεφτήκαμε». «Όπως είπα», συνέχισε ο κύριος Ωτέ, «εκ πρώτης όψεως η υπόθεση φαίνεται απλή, αλλά οι μασκοφόροι και το γράμμα που πήρατε απ’ τον κύριο Ρενώ, μπλέκουν τα πράγματα. Φαίνεται πως έχουμε μια διαφορετική σειρά γεγονότων, χωρίς καμία σχέση μεταξύ τους. Όσο για το γράμμα που πήρατε, πιστεύετε πως αναφερόταν σ’ αυτή την "Μπέλλα” και τις απειλές της;»

38

AGATHA _ CHRISTIE

Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι. «Μάλλον όχι. Ένας άνδρας σαν τον κύριο Ρενώ, που έχει ζήσει μια ζωή γεμάτη περιπέτειες σ’ εξωτικά μέρη, δεν θα ζητούσε προστασία ενάντια σε μια γυναίκα». Ο ανακριτής κούνησε εμφατικά το κεφάλι. «Αυτή ακριβώς είναι και η δική μου γνώμη. Πρέπει λοιπόν να ψάξουμε να βρούμε την εξήγηση του γράμματος». «Στο Σαντιάγκο», συμπλήρωσε ο επιθεωρητής. «Θα τηλεγραφήσω χωρίς καθυστέρηση στην αστυνομία αυτής της πόλεως, ζητώντας πλήρεις λεπτομέρειες για τη ζωή του δολοφονημένου εκεί, τις ερωτικές του υποθέσεις, τις συναλλαγές του, τις φιλίες του και τις τυχόν έχθρες που είχε, θα ’ναι παράξενο αν μετά απ’ αυτό δεν βρούμε κάποιο κλειδί για τη μυστηριώδη δολοφονία του». Ο επιθεωρητής κοίταξε γύρω του περιμένοντας κάποια έγκριση. «Θαυμάσια!» είπε ο Πουαρό με θαυμασμό. «Δεν βρήκατε άλλα γράμματα αυτής της Μπέλλα στα πράγματα του κυρίου Ρενώ;» ρώτησε ο Πουαρό. «Όχι. Φυσικά ένα απ’ τα πρώτα πράγματα που κάναμε ήταν να ψάξουμε στα προσωπικά του πράγματα στο σπουδαστήριο. Πάντως, δεν βρήκαμε τίποτα ενδιαφέρον. Όλα φαίνονταν ξεκάθαρα. Το μόνο παράξενο ήταν η διαθήκη του. Να την». Ο Πουαρό διάβασε βιαστικά το έγγραφο. «Έτσι λοιπόν. Ένα κληροδότημα χιλίων λιρών στον κύριο Στόνορ... ποιος είναι;» «Ο γραμματέας του κυρίου Ρενώ. Έμενε στην Αγγλία, άλλα ήρθε εδώ μια η δυο φορές για το Σαββατοκύριακο». «Και όλα τ’ άλλα περιέρχονται χωρίς κανένα όρο στην αγαπημένη του σύζυγο Ελοΐζ. Απλό σχέδιο άλλα ολότελα νόμιμο. Μάρτυρες οι δύο υπηρέτριες Ντενίζ και Φρανσουάζ. Τίποτα το παράξενο σ’ αυτό». Την έδωσε πίσω. «Ίσως δεν προσέξατε...», άρχισε ο Μπέξ. «Την ημερομηνία;» είπε ο Πουαρό. «Μα, ναι, την πρόσεξα.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

39 _

Δεκαπέντε μέρες πριν. Ίσως τότε άρχισε να διαισθάνεται τον κίνδυνο. Πολλοί πλούσιοι πεθαίνουν χωρίς διαθήκη γιατί ποτέ δεν σκέφτονται την πιθανότητα του θανάτου τους. Αλλά είναι επικίνδυνο να βγάζουμε πρόωρα συμπεράσματα. Πάντως, δείχνει πως είχε πραγματική συμπάθεια κι αγάπη για τη γυναίκα του, παρά τις ερωτικές του περιπέτειες». «Ναι», είπε δύσπιστα ο κύριος Ωτέ. «Αλλά ίσως είναι λίγο άδικο για το γιό του, αφού τον αφήνει να εξαρτάται ολότελα απ’ τη μητέρα του. Αν ξαναπαντρευόταν, κι ο δεύτερος άνδρας της την κληρονομούσε, το παιδί δεν θ’ άγγιζε ποτέ ούτε δεκάρα απ’ τα χρήματα του πατέρα του». Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του. «Ο άνδρας είναι ένα ματαιόδοξο ζώο. Ο κύριος Ρενώ φανταζόταν ασφαλώς πως η χήρα του δεν θα ξαναπαντρευόταν ποτέ. Όσο για το γιό του, μπορεί να ’ταν μια φρόνιμη προφύλαξη από μέρους του ν’ αφήσει τα χρήματα στα χέρια της μητέρας του. Οι γιοι των πλουσίων είναι πολύ απερίσκεπτοι». «Μπορεί να ’ναι όπως λέτε. Τώρα, κύριε Πουαρό, ασφαλώς θα θέλατε να επισκεφθείτε τη σκηνή του εγκλήματος. Λυπάμαι που μετακίνησαν το πτώμα, αλλά πήραν φωτογραφίες απ’ όλες τις γωνίες και θα είναι στη διάθεσή σας μόλις ετοιμασθούν». «Σας ευχαριστώ για την ευγένεια σας, αγαπητέ μου». Ο επιθεωρητής σηκώθηκε. «Ελάτε μαζί μου, κύριοι». Άνοιξε την πόρτα κι έκανε ευγενικά νόημα στον Πουαρό να προηγηθεί. Ο Πουαρό, με την ίδια ευγένεια, έκανε πίσω και υποκλίθηκε στον επιθεωρητή. «Απρέ τουά». «Άφτερ του γιού». Τελικά, άσχετο ποιος πριν απ’ τον άλλον, βγήκαν στο διάδρομο. «Αυτό το δωμάτιο εκεί είναι το σπουδαστήριο, έ;» ρώτησε ξαφνικά ο Πουαρό δείχνοντας με το κεφάλι την αντικρινή πόρτα. «Ναι. Θα θέλατε να το δείτε;» Καθώς μιλούσε ο επιθεωρητής

40

AGATHA _ CHRISTIE

άνοιξε την πόρτα και μπήκαμε μέσα. Το δωμάτιο που είχε διαλέξει για προσωπική του χρήση ο κύριος Ρενώ ήταν μικρό, αλλά επιπλωμένο με μεγάλο γούστο και άνεση. Ένα γραφείο με πολλά σκαλίσματα βρισκόταν κοντά στο παράθυρο. Δυο μεγάλες δερμάτινες πολυθρόνες βρίσκονταν απέναντι στο τζάκι και ανάμεσα τους ήταν ένα στρογγυλό τραπέζι σκεπασμένο με τα τελευταία βιβλία και περιοδικά. Ο Πουαρό στάθηκε όρθιος μια στιγμή αφομοιώνοντας το δωμάτιο κι ύστερα προχώρησε μπροστά, πέρασε ελαφρά το χέρι του πάνω απ’ τις ράχες των δερμάτινων πολυθρόνων, διάλεξε ένα περιοδικό απ’ το τραπέζι, και πέρασε το δάχτυλό του πάνω στην επιφάνεια του δρύινου μπουφέ. Το πρόσωπό του έδειχνε τέλεια ικανοποίηση. «Δεν υπάρχει σκόνη;» ρώτησα μειδιώντας ανεπαίσθητα. Μου χαμογέλασε, εκτιμώντας τις γνώσεις μου σχετικά με τις ιδιοτροπίες του. «Ούτε κόκκος, φίλε μου! Και για μια φορά ίσως είναι κρίμα». Τα επίμονα, γερακίσια μάτια του, κοίταζαν εδώ κι εκεί, δεξιά αριστερά. «Α!» είπε ξαφνικά δείχνοντας ανακούφιση. «Το χαλάκι του τζακιού είναι τσαλακωμένο». Έσκυψε για να το ισιώσει. Ξαφνικά έβγαλε ένα επιφώνημα και σηκώθηκε. Στα χέρια του κρατούσε ένα κομματάκι ροζ χαρτί. «Και στη Γαλλία όπως στην Αγγλία», παρατήρησε, «οι υπηρέτριες δεν σκουπίζουν κάτω απ’ τα χαλιά!» Ο Μπέξ του πήρε το χαρτάκι και εγώ πλησίασα για να το εξετάσω. «Το αναγνωρίζεις, έ, Χάστιγκς;» Κούνησα απορημένος το κεφάλι μου, κι όμως αυτή η ιδιαίτερη απόχρωση ροζ χαρτιού μου ήταν πολύ γνωστή. Οι σκέψεις του επιθεωρητή ήταν πιο γρήγορες απ’ τις δικές μου. «Ένα κομμάτι από τσεκ», αναφώνησε. Το χαρτάκι ήταν στο μέγεθος εισιτηρίου του λεωφορείου.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

41 _

Πάνω του ήταν γραμμένη η λέξη "Ντουβήν”. «Ωραία!» είπε ο Μπέξ. «Το τσεκ ήταν πληρωτέο ή είχε εκδοθεί από κάποιον που λεγόταν Ντουβήν». «Μάλλον το πρώτο», είπε ο Πουαρό. «Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, ο γραφικός χαρακτήρας είναι του κυρίου Ρενώ». Αυτό εξακριβώθηκε γρήγορα, καθώς έγινε μια πρόχειρη σύγκριση με ένα υπόμνημα απ’ το γραφείο. «Θεέ μου», μουρμούρισε ο επιθεωρητής, με απελπισμένο ύφος. «Δεν μπορώ να φαντασθώ πως μου διέφυγε». Ο Πουαρό γέλασε. «Το ηθικό δίδαγμα είναι πως πρέπει πάντα να κοιτάζεις κάτω απ’ τα χαλιά! Ο φίλος μου ο Χάστιγκς από δω, θα σας πει πως οτιδήποτε είναι έστω και ελάχιστα στραβό αποτελεί ένδειξη για μένα. Μόλις είδα πως το χαλάκι του τζακιού δεν ήταν ίσιο, είπα μέσα μου: "Να! Τα πόδια της πολυθρόνας πιάστηκαν πάνω του καθώς τραβούσαν προς τα πίσω. Ίσως να υπάρχει κάτι από κάτω που δεν το πρόσεξε η καλή Φρανσουάζ”». «Η Φρανσουάζ;» «’Η η Ντενίζ, η η Λεονί. Όποια τακτοποίησε αυτό το δωμάτιο. Αφού δεν υπάρχει σκόνη, το δωμάτιο πρέπει να συγυρίστηκε σίγουρα σήμερα το πρωί. Να πως το φαντάζομαι. Χθες, ίσως χθες τη νύχτα, ο κύριος Ρενώ εξέδωσε μια επιταγή εις διαταγήν κάποιου που λεγόταν Ντουβήν. Μετά σχίσθηκε και τα κομμάτια σκορπίσθηκαν. Σήμερα το πρωί...» Αλλά ο κύριος Μπέξ χτυπούσε κιόλας ανυπόμονα το κουδούνι. Απάντησε η Φρανσουάζ. Ναι, υπήρχαν πολλά κομμάτια χαρτί στο πάτωμα. Τι τα είχε κάνει; Φυσικά τα ’χε βάλει στη σόμπα της κουζίνας. Τι άλλο; Με μια χειρονομία απόγνωσης, ο Μπέξ την έδιωξε. Ύστερα το πρόσωπό του φωτίσθηκε και έτρεξε στο γραφείο. Σ’ ένα λεπτό έψαχνε το βιβλιάριο επιταγών του νεκρού. Ύστερα επανέλαβε την προηγούμενη χειρονομία του. Το τελευταίο αντίγραφο ήταν

42

AGATHA _ CHRISTIE

λευκό. «Θάρρος!» φώναξε ο Πουαρό, χτυπώντας τον στην πλάτη. «Ασφαλώς η κυρία Ρενώ θα μπορέσει να μας τα πει όλα γι’ αυτό το μυστηριώδες άτομο που ονομάζεται Ντουβήν». Το πρόσωπο του επιθεωρητή ξαστέρωσε. «Πραγματικά. Πάμε». Καθώς γύριζε για να βγει απ’ το δωμάτιο, ο Πουαρό παρατήρησε ανέμελα: «Εδώ δέχθηκε χθες τη νύχτα ο κύριος Ρενώ την επισκέπτρια του, έ;» «Ναι, αλλά πως το ξέρατε;» «Απ’ αυτό. Το βρήκα στη ράχη της πολυθρόνας». Κι έδειξε μια μακριά μαύρη τρίχα, γυναικεία, ανάμεσα στο μεγάλο του δάχτυλο και στο δείχτη. Ο κύριος Μπέξ μας οδήγησε απ’ την πίσω πόρτα σ’ ένα μικρό υπόστεγο που γειτόνευε με το σπίτι. Έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη του και το ξεκλείδωσε. «Το πτώμα βρίσκεται εδώ. Το απομακρύναμε απ’ τον τόπο του εγκλήματος πριν έρθετε, μόλις οι φωτογράφοι τέλειωσαν τη δουλειά τους». Άνοιξε την πόρτα και περάσαμε μέσα. Ο νεκρός κειτόταν στο πάτωμα, μ’ ένα σεντόνι πάνω του. Ο κύριος Μπέξ παραμέρισε επιδέξια το σκέπασμα. Ο Ρενώ ήταν μετρίου αναστήματος, αδύνατος και με λεπτό πρόσωπο. Φαινόταν κάπου πενήντα χρονών και τα μαύρα του μαλλιά είχαν άφθονες γκρίζες τρίχες. Ήταν φρεσκοξυρισμένος, είχε μακριά, λεπτή μύτη και μάτια μάλλον κοντά το ένα στο άλλο το δέρμα του είχε ένα έντονο μπρούτζινο χρώμα όπως ενός ανθρώπου που ’χει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του κάτω από τροπικούς ουρανούς. Τα χείλια του ήταν τραβηγμένα και μια έκφραση απόλυτης απορίας και φρίκης ήταν χαραγμένη στα μελανιασμένα του χαρακτηριστικά. «Βλέπει κανείς στο πρόσωπό του πως τον μαχαίρωσαν πισώπλατα», παρατήρησε ο Πουαρό. Γύρισε πολύ απαλά τον νεκρό. Εκεί, ανάμεσα στις

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

43 _

ωμοπλάτες, ήταν ένας σκουροκόκκινος λεκές που λέκιαζε το ανοιχτό καφέ παλτό. Στη μέση ήταν μια μαχαιριά στο ύφασμα. Ο Πουαρό την εξέτασε από κοντά. «Έχετε καμία ιδέα για το όπλο του εγκλήματος;» «Ήταν μέσα στην πληγή». Ο επιθεωρητής πήρε μια μεγάλη γυάλινη κανάτα. Μέσα της ήταν ένα μικροαντικείμενο που έμοιαζε περισσότερο με χαρτοκόπτη παρά μ’ οτιδήποτε άλλο. Είχε μαύρη λαβή και στενή αστραφτερή λεπίδα. δεν είχε μήκος πάνω από δέκα ίντσες. Ο Πουαρό δοκίμασε την λεκιασμένη κόψη με την άκρη του δάχτυλου του. «Μα την πίστη μου! άλλα είναι κοφτερό! Ένα ωραίο εύκολο όπλο εγκλήματος !» «Δυστυχώς, δεν βρήκαμε δαχτυλικά αποτυπώματα επάνω του», παρατήρησε θλιμμένα ο Μπέξ. «Ο δολοφόνος πρέπει να φορούσε γάντια». «Φυσικά», είπε περιφρονητικά ο Πουαρό. «Ακόμα και στο Σαντιάγκο ξέρουν από τέτοια κόλπα. Ακόμα κι ο πιο ερασιτέχνης Άγγλος εγκληματίας το ξέρει, χάρη στην δημοσιότητα που έδωσε ο τύπος στο σύστημα Μπερτιγιόν. Πάντως, το γεγονός πως δεν υπήρχαν αποτυπώματα μ’ ενδιαφέρει πάρα πολύ. Είναι τόσο εκπληκτικά απλό ν’ αφήσεις τα δαχτυλικά αποτυπώματα κάποιου άλλου! Και τότε η αστυνομία είναι ευτυχισμένη. (Κούνησε το κεφάλι του). Φοβάμαι πολύ πως ο εγκληματίας μας δεν είναι μεθοδικός άνθρωπος... ή αυτό ή βιαζόταν. Αλλά θα δούμε». Άφησε το σώμα να γυρίσει στην αρχική του θέση. «Φορούσε μόνο εσώρουχα κάτω απ’ το παλτό του», παρατήρησε. «Ναι, ο ανακριτής βρίσκει μάλλον παράξενο αυτό το σημείο». Την ίδια στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα που είχε κλείσει πίσω του ο Μπέξ. Προχώρησε και την άνοιξε. Εκεί βρισκόταν η Φρανσουάζ. Προσπάθησε να κοιτάξει μέσα με φοβερή περιέργεια. «Λοιπόν, τι συμβαίνει;» ρώτησε ανυπόμονα ο Μπέξ.

44

AGATHA _ CHRISTIE

«Η κυρία παραγγέλνει πως έχει συνέλθει αρκετά και είναι έτοιμη να δεχθεί τον ανακριτή». «Καλά», είπε ζωηρά ο κύριος Μπέξ. «Πέστο στον κύριο Ωτέ και πες του πως θα ’ρθουμε αμέσως». Ο Πουαρό χασομέρησε λίγο, κοιτάζοντας το πτώμα. Για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα του μιλούσε, πως θα δήλωνε δυνατά την πρόθεσή του να μην αναπαυθεί ώσπου ν’ ανακαλύψει το δολοφόνο. Αλλά όταν μίλησε, μίλησε ήρεμα κι αδέξια, και το σχόλιό του ήταν γελοία αταίριαστο με τη σοβαρότητα της στιγμής. «Φορούσε πολύ μακρύ παλτό», είπε συγκροτημένα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Ο Πουαρό ξαναρχίζει... Βρήκαμε τον κύριο Ωτέ να μας περιμένει στο χολ κα» προχωρήσαμε όλοι μαζί προς το επάνω πάτωμα, με την Φρανσουάζ να προπορεύεται για να μας δείξει το δρόμο. Ο Πουαρό προχωρούσε με ζιγκ ζαγκ, πράγμα που μ’ έκανε ν’ απορήσω ώσπου μου ψιθύρισε με μια γκριμάτσα: «Καθόλου παράξενο που οι υπηρέτριες άκουσαν τον κύριο Ρενώ ν’ ανεβαίνει τις σκάλες δεν υπάρχει ούτε ένα σανίδι που να μην μπορούσε να ξυπνήσει και πεθαμένο με το τρίξιμό του!» Στην κορφή της σκάλας, υπήρχε ένας μικρός διάδρομος. «Τα δωμάτια των υπηρετών», εξήγησε ο Μπέξ. Προχωρήσαμε σ’ ένα διάδρομο και η Φρανσουάζ χτύπησε στην τελευταία πόρτα δεξιά. Μια αδύναμη φωνή μας ζήτησε να μπούμε και περάσαμε σ’ ένα μεγάλο ηλιόλουστο διαμέρισμα που έβλεπε στη θάλασσα, που φαινόταν γαλάζια κι αστραφτερή σαν ένα τεράστιο σεντόνι απλωμένο ως πέρα μακριά. Σ’ ένα ντιβάνι μ’ ένα σωρό μαξιλάρια και με τον δρ. Ντυράν να την φροντίζει, κειτόταν μια ψηλή γυναίκα με εκπληκτική εμφάνιση. Ήταν μεσόκοπη, και τα κάποτε μαύρα μαλλιά της ήταν τώρα σχεδόν ολότελα ασημένια, αλλά η έντονη ζωτικότητα και η δύναμη της προσωπικότητας της θα μπορούσε να γίνει αισθητή οπουδήποτε. Έβλεπε κανείς πως

46

AGATHA _ CHRISTIE

είχε να κάνει με μια αρχοντογυναίκα. Μάς χαιρέτησε μ’ ένα άξιόπρεπο κούνημα του κεφαλιού. «Καθήστε, παρακαλώ, κύριοι». Καθίσαμε και ο γραμματέας του ανακριτή εγκαταστάθηκε σ’ ένα στρογγυλό τραπέζι. «’Ελπίζω, κυρία μου», άρχισε ο κύριος Ωτέ, «πως δεν θα σας ταράξει υπερβολικά το να μας διηγηθείτε τι συνέβη χθες τη νύχτα». «Καθόλου, κύριε. Ξέρω την άξια του χρόνου, αν πρόκειται να συλληφθούν και να τιμωρηθούν αυτοί οι απαίσιοι δολοφόνοι». «Πολύ καλά, κυρία. Πιστεύω πως θα σας κουράσει λιγότερο αν σας κάνω ερωτήσεις και περιορισθείτε στο να απαντήσετε. Τι ώρα πήγατε για ύπνο χθες το βράδυ;» «Στις εννιάμιση, κύριε. Ήμουν κουρασμένη». «Κι ο σύζυγός σας;» «Κάπου μια ώρα αργότερα, φαντάζομαι». «Φαινόταν ενοχλημένος... ταραγμένος;» «Όχι περισσότερο απ’ το συνηθισμένο». «Τι συνέβη υστέρα;» «Κοιμηθήκαμε, ξύπνησα από ένα χέρι που μου ‘κλεινε το στόμα. Προσπάθησα να φωνάξω άλλα, το χέρι μ’ εμπόδιζε. Υπήρχαν δυο άνδρες στο δωμάτιο. Κι οι δυο φορούσαν μάσκες». «Μπορείτε να τους περιγράφετε καθόλου, κυρία;» «Ο ένας ήταν πολύ ψηλός κι είχε μακριά μαύρη γενειάδα, ο άλλος ήταν κοντός και παχύς. Η γενειάδα του ήταν κοκκινωπή. Κι οι δυο φορούσαν καπέλα κατεβασμένα ως τα μάτια τους». «Χμ!», είπε σκεφτικά ο ανακριτής. «Πολλές γενειάδες, φοβάμαι». «Εννοείτε πως ήταν ψεύτικες;» «Ναι, κυρία. Άλλα συνεχίστε την ιστορία σας». «Ο κοντός με κρατούσε. Μου ’βαλε ένα φίμωτρο κι ύστερα μ’ έδεσε χειροπόδαρα μ’ ένα σχοινί. Ο άλλος στεκόταν πάνω απ’ τον άνδρα μου. Είχε πάρει τον μικρό χαρτοκόπτη μου απ’ την τουαλέτα και τον κρατούσε με την μύτη πάνω απ’ την καρδιά

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

47 _

του. Όταν ο κοντός τέλειωσε μαζί μου, πήγε κοντά στον άλλο κι ανάγκασαν τον άνδρα μου να σηκωθεί και να τους ακολουθήσει στο δωμάτιο τουαλέτας που είναι δίπλα. Κόντευα να λιποθυμήσω απ’ την τρομάρα, αλλά άκουγα απελπισμένα. »Μιλούσαν πολύ χαμηλά για να μπορέσω ν’ ακούσω τι έλεγαν. Αλλά αναγνώρισα τη γλώσσα, τα μπασταρδεμένα ισπανικά που μιλάνε σε μερικά μέρη της Νοτίου Αμερικής. Φαίνεται πως ζητούσαν κάτι απ’ τον άνδρα μου και σε λίγο θύμωσαν και οι φωνές τους δυνάμωσαν λίγο. Νομίζω πως μιλούσε ο ψηλός. "Ξέρεις τι θέλουμε”, είπε. "Το μυστικό! Που είναι”; δεν ξέρω τι απάντησε ο άνδρας μου, αλλά ο άλλος αποκρίθηκε θυμωμένα: "Λες ψέματα! Ξέρουμε πως το ‘χεις. Που είναι τα κλειδιά σου;”» »Ύστερα άκουσα συρτάρια ν’ ανοίγουν. Υπάρχει ένα χρηματοκιβώτιο στον τοίχο της τουαλέτας του άνδρα μου όπου φυλάει πάντα αρκετά μετρητά. Η Λεονί μου λέει πως το διέρρηξαν και πήραν τα χρήματα, αλλά ήταν φανερό πως έψαχναν για κάτι που δεν βρισκόταν εκεί, γιατί σε λίγο άκουσα τον ψηλό, να διατάζει με μια βλαστήμια τον άνδρα μου να ντυθεί. Σέ λίγο, νομίζω πως πρέπει να τους ανησύχησε κάποιος θόρυβος μέσα στο σπίτι, γιατί έσπρωξαν τον άνδρα μου μισοντυμένο μέσα στο δωμάτιό μου». «Συγνώμη», διέκοψε ο Πουαρό, «δεν υπάρχει άλλη έξοδος απ’ το δωμάτιο της τουαλέτας;» «Όχι, κύριε, υπάρχει μόνο η πόρτα που συγκοινωνεί με το δωμάτιο μου. Πέρασαν βιαστικά τον άνδρα μου από κει, ο κοντός μπροστά και ο ψηλός πίσω του με το μαχαίρι ακόμα στο χέρι του. Ο Πωλ προσπάθησε να ξεφύγει και να ’ρθει σε μένα. Είδα τα γεμάτα αγωνία μάτια του. Γύρισε σ’ αυτούς που τον κρατούσαν. "Πρέπει να της μιλήσω”, είπε. Ύστερα τον έσπρωξαν έξω απ’ την πόρτα κι ο ψηλός είπε: "Θυμήσου, μια λέξη κι είσαι νεκρός”. »Ύστερα πρέπει να λιποθύμησα», συνέχισε η κυρία Ρενώ. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι η Λεονί που μου έτριβε τους καρπούς και μου έδινε κονιάκ».

48

AGATHA _ CHRISTIE

«Κυρία Ρενώ», είπε ο ανακριτής, «έχετε καμία ιδέα για το τι ήταν αυτό που έψαχναν οι δολοφόνοι;» «Καμία, κύριε». «Ξέρετε πως ο άνδρας σας φοβόταν κάτι;» «Ναι. Είχα δει την αλλαγή επάνω του». «Πριν πόσο καιρό συνέβη αυτό;» Η κυρία Ρενώ σκέφθηκε. «Ίσως δέκα μέρες». «Όχι περισσότερο;» «Πιθανόν. Τότε μόνο το πρόσεξα». «Ρωτήσατε ποτέ τον άνδρα σας για την αίτια;» «Μια φορά. Απέφυγε να μου απαντήσει. Πάντως, ήμουν σίγουρη πως υπέφερε από φοβερή ανησυχία. Πάντως, επειδή ήταν φανερό πως ήθελε να μου το κρύψει, προσπάθησα να υποκρίνομαι πως δεν είχα προσέξει τίποτα». «Ξέρατε πως είχε καλέσει έναν ντετέκτιβ;» «Έναν ντετέκτιβ;» αναφώνησε κατάπληκτη η κυρία Ρενώ. «Ναι, αυτόν τον κύριο... τον κύριο Ηρακλή Πουαρό». Ο Πουαρό υποκλίθηκε. «Έφθασε σήμερα μετά από μια πρόσκληση του συζύγου σας». Και βγάζοντας απ’ την τσέπη του το γράμμα του κυρίου Ρενώ το έδωσε στη γυναίκα. Το διάβασε με ολοφάνερα ειλικρινή έκπληξη. «Δεν είχα ιδέα. Είναι φανερό πως συναισθανόταν απόλυτα τον κίνδυνο». «Τώρα, κυρία μου, σας παρακαλώ να είσθε ειλικρινής μαζί μου. Υπάρχει κανένα γεγονός στη ζωή του άνδρα σας στη Νότιο Αμερική που θα μπορούσε να διαφωτίσει την υπόθεση;» Η κυρία Ρενώ σκέφθηκε πολύ αλλά στο τέλος κούνησε το κεφάλι. «Δεν μπορώ να σκεφθώ τίποτα. Ασφαλώς ο άνδρας μου είχε πολλούς εχθρούς, ανθρώπους που τους είχε ξεπεράσει με τον ένα η τον άλλο τρόπο, αλλά δεν μπορώ να σκεφθώ καμία χαρακτηριστική υπόθεση. Δεν λέω πως δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, απλώς πως δεν το ξέρω». Ο ανακριτής χάιδεψε στενοχωρημένα τη γενειάδα του. «Μήπως μπορείτε να μας προσδιορίσετε το χρόνο της

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

49 _

επιθέσεως;» «Ναι, θυμάμαι καλά πως άκουσα το ρολόι του τζακιού να χτυπάει δύο». Έδειξε ένα ρολόι ταξιδιού μέσα σε μια δερμάτινη θήκη που βρισκόταν στο κέντρο της καπνοδόχου. Ο Πουαρό σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του, εξέτασε προσεκτικά το ρολόι και κούνησε με ικανοποίηση το κεφάλι του. «Κι εδώ», αναφώνησε ο κύριος Μπέξ, «υπάρχει ένα ρολόι του χεριού που ασφαλώς το 'ριξαν οι δολοφόνοι απ’ το τραπεζάκι της τουαλέτας και το ‘καναν χίλια κομμάτια. δεν ήξεραν πως θα μαρτυρούσε εναντίον τους». ’Απομάκρυνε προσεχτικά τα κομμάτια του σπασμένου γυαλιού. Ξαφνικά το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση τέλειας απορίας. «Θεέ μου!» αναφώνησε. «Τι τρέχει;» «Οι δείκτες του ρολογιού δείχνουν εφτά». «Τι;» αναφώνησε κατάπληκτος ο ανακριτής. Άλλα ο Πουαρό, επιδέξιος όπως πάντα, πήρε το σπασμένο ρολόι απ’ τον κατάπληκτο επιθεωρητή και το ‘φερε στο αυτί του. Ύστερα χαμογέλασε. «Το τζάμι είναι σπασμένο άλλα το ρολόι δουλεύει ακόμα». Η εξήγηση του μυστηρίου έγινε δεκτή μ’ ένα χαμόγελο ανακούφισης. Άλλα ο ανακριτής σκέφθηκε κάτι άλλο. «Μα τώρα δεν είναι εφτά η ώρα». «Όχι», είπε ευγενικά ο Πουαρό, «είναι πέντε και λίγα λεπτά. Ίσως το ρολόι πηγαίνει μπροστά, δεν είν’ έτσι, κυρία μου;» Η κυρία Ρενώ είχε ζαρώσει τα φρύδια με απορία. «Πηγαίνει μπροστά», παραδέχθηκε, «άλλα ποτέ τόσο πολύ». Με μια χειρονομία ανυπομονησίας, ο ανακριτής άφησε το ζήτημα του ρολογιού και προχώρησε στις ερωτήσεις του. «Κυρία μου, η μπροστινή πόρτα βρέθηκε μισάνοιχτη. Είναι σχεδόν σίγουρο πως οι δολοφόνοι μπήκαν από κει, άλλα δεν

50

AGATHA _ CHRISTIE

έχει παραβιασθεί καθόλου. Μπορείτε να μας δώσετε καμία εξήγηση;» «Ίσως ο άνδρας μου να βγήκε για μια βόλτα πριν πάει να κοιμηθεί και ξέχασε να συρτώσει». «Είναι πιθανόν;» «Πολύ. Ο άνδρας μου ήταν ο πιο αφηρημένος άνθρωπος του κόσμου». Το μέτωπο της ήταν ελαφρά ζαρωμένο καθώς μιλούσε σαν να την είχε συχνά ενοχλήσει αυτό το σημείο του χαρακτήρα του νεκρού. «Νομίζω πως μπορούμε να πούμε κάτι», παρατήρησε ξαφνικά ο επιθεωρητής». «Αφού οι άνδρες επέμεναν να ντυθεί ο κύριος Ρενώ, φαίνεται πως το μέρος όπου θα τον πήγαιναν, το μέρος όπου ήταν κρυμμένο "το μυστικό”, βρισκόταν κάπως μακριά». Ο ανακριτής κατένευσε. «Ναι, μακριά, κι όμως όχι πολύ μακριά, αφού είπε πως θα γύριζε ως το πρωί». «Τι ώρα φεύγει το τελευταίο τραίνο απ’ το σταθμό του Μερλινβίλλ;» ρώτησε ο Πουαρό. «Στις 11.50 προς το ένα μέρος και στις 12.17 προς το άλλο, αλλά είναι πολύ πιθανόν να είχαν κάποιο αυτοκίνητο που τους περίμενε». «Φυσικά», συμφώνησε ο Πουαρό δείχνοντας κάπως απογοητευμένος. «Πραγματικά, ίσως αυτός να ’ναι ένας τρόπος για να τους εντοπίσουμε», συνέχισε ο ανακριτής με το πρόσωπό του φωτισμένο. «Ένα αυτοκίνητο με δυο ξένους είναι πολύ πιθανόν να έγινε αντιληπτό. Αυτό είναι ένα εξαιρετικό σημείο, κύριε Μπέξ». Χαμογέλασε κι υστέρα, ξανασοβαρεύοντας, είπε στην κυρία Ρενώ: «Υπάρχει άλλη μια ερώτηση, ξέρετε κανέναν που να λέγεται Ντουβήν;» «Ντουβήν;» επανέλαβε σκεφτικά η κυρία Ρενώ. «Όχι, για την

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

51 _

ώρα δεν μπορώ να πω πως ξέρω». «Ποτέ δεν ακούσατε τον άνδρα σας ν’ αναφέρει κάποιον μ’ αυτό το όνομα;» «Ποτέ». «Ξέρετε καμία που το μικρό της όνομα να είναι Μπέλλα;» Παρακολουθούσε επίμονα την κυρία Ρενώ καθώς μιλούσε, προσπαθώντας να βρει ίχνη θυμού ή αναγνώρισης, αλλά εκείνη κούνησε απλά το κεφάλι της μ’ αρκετά φυσικό τρόπο. Εξακολούθησε τις ερωτήσεις του: «Ξέρετε πως ο άνδρας σας είχε έναν επισκέπτη χθες τη νύχτα;» Τώρα είδε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν ελαφρά, αλλά απάντησε συγκρατημένα: «Όχι, ποιος ήταν;» «Μια κυρία». «Αλήθεια;» Αλλά για μια στιγμή ο ανακριτής δεν είπε τίποτ’ άλλο. Φαινόταν απίθανο να ’χει η κυρία Ντωμπρέιγ καμία σχέση με το έγκλημα και δεν ήθελε να ταράξει την κυρία Ρενώ περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν. Έκανε νόημα στον επιθεωρητή κι εκείνος απάντησε μ’ ένα καταφατικό νόημα. Ύστερα σηκώθηκε, πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου και γύρισε με το γυάλινο κανάτι που είχαμε δει στα χέρια του στο υπόστεγο. Έβγαλε το μαχαίρι. «Κυρία», είπε ευγενικά, «το αναγνωρίζετε;» Έβγαλε μια μικρή κραυγή. «Ναι, είναι το μαχαιράκι μου». Ύστερα είδε τη λεκιασμένη λεπίδα κι έκανε πίσω, με τα μάτια της διάπλατα απ’ τη φρίκη. «Είναι... είναι αίμα;» «Μάλιστα, κυρία. Ο σύζυγός σας σκοτώθηκε μ’ αυτό το όπλο». Το απομάκρυνε βιαστικά απ’ το βλέμμα της. «Είσαστε σίγουρη πως αυτό είναι εκείνο που βρισκόταν στην τουαλέτα σας χθες τη νύχτα;» «Ω, ναι. Ήταν δώρο του γιού μου. Ήταν στην αεροπορία στον πόλεμο. Δήλωσε πως ήταν μεγαλύτερος απ’ ό,τι ήταν

52

AGATHA _ CHRISTIE

πραγματικά». ('Υπήρχε ένας τόνος μητρικής περηφάνειας στη φωνή της). «Αυτό έγινε από μέταλλο αεροπλάνου και ο γιός μου μου το ’δωσε σαν ενθύμιο του πολέμου». «Καταλαβαίνω, κυρία. Αυτό μας φέρνει σ’ ένα άλλο θέμα. Που είναι τώρα ο γιός σας; Είναι απαραίτητο να του τηλεγραφήσουμε χωρίς καθυστέρησης. «Ο Τζακ; Πηγαίνει προς το Μπουένος Άιρες». «Τι;» «Ναι. Ο άνδρας μου του τηλεγράφησε χθες. Τον είχαν στείλει για δουλειά στο Παρίσι, άλλα χθες ανακάλυψε πως ήταν απαραίτητο να πάει χωρίς καθυστέρηση στη Νότιο Αμερική. Ένα πλοίο έφευγε χθες τη νύχτα απ’ το Χερβούργο για το Μπουένος Άιρες και του τηλεγράφησε να το προλάβει». «Μήπως ξέρετε τι είδους ήταν η δουλειά του στο Μπουένος Άιρες;» «Όχι, κύριε, δεν ξέρω τίποτα σχετικό, άλλα το Μπουένος Άιρες δεν είναι ο τελικός προορισμός του γιου μου. Θα πήγαινε από κει οδικώς στο Σαντιάγκο». Και, με μια φωνή, ο ανακριτής κι ο επιθεωρητής αναφώνησαν: «Το Σαντιάγκο! Πάλι το Σαντιάγκο!» Εκείνη τη στιγμή, ενώ όλοι είμαστε κατάπληκτοι απ’ την μνεία αυτής της λέξης, ο Πουαρό πλησίασε την κυρία Ρενώ. Στεκόταν κοντά στο παράθυρο σαν άνθρωπος χαμένος σ’ ένα όνειρο, και αμφιβάλω αν είχε καταλάβει εντελώς τι είχε συμβεί. Σταμάτησε δίπλα στην κυρία με μια υπόκλιση. «Συγνώμη, κυρία, μπορώ να εξετάσω τους καρπούς των χεριών σα»;» Αν και ελαφρά έκπληκτη απ’ την απαίτηση του, η κυρία Ρενώ του έτεινε τους καρπούς της. Γύρω στον καθένα υπήρχε ένα άσχημο κόκκινο σημάδι στο σημείο όπου τα σχοινιά είχαν σχίσει το δέρμα. Καθώς τους εξέταζε, νόμισα πως η στιγμιαία αστραπή ενδιαφέροντος που είχα δει στα μάτια του εξαφανίσθηκε. «Πρέπει να σας πονούν πολύ», είπε κι έδειξε απορία για άλλη μια φορά.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

53 _

Τότε ο ανακριτής είπε: «Πρέπει να επικοινωνήσουμε αμέσως με τον νεαρό κύριο Ρενώ με τον ασύρματο. Είναι ζωτικό να μάθουμε οτιδήποτε μπορεί να μας πει για το ταξίδι του στο Σαντιάγκο». Δίστασε. «Ήλπιζα πως θα ’ταν κοντά, για ν’ ανακουφίσει τον πόνο σας, κυρία». Σταμάτησε. «Εννοείτε την αναγνώριση του πτώματος του συζύγου μου;» είπε η γυναίκα με χαμηλή φωνή. Ο ανακριτής έσκυψε το κεφάλι. «Είμαι δυνατή γυναίκα, κύριε. Μπορώ να υποφέρω ό,τι χρειασθεί. Είμαι έτοιμη... τώρα». «Ω, σας βεβαιώνω πως αύριο θα ’ναι αρκετά νωρίς...». «Προτιμώ να τελειώνω», είπε με χαμηλή φωνή, ενώ ένας σπασμός πόνου διαπερνούσε το πρόσωπό της. «Έχετε την καλοσύνη να μου προσφέρετε το μπράτσο σας, γιατρέ;» Ο γιατρός προχώρησε βιαστικά, μια κάπα τοποθετήθηκε πάνω απ’ τους ώμους της κυρίας Ρενώ και μια αργή παρέλαση κατέβηκε τις σκάλες. Ο κύριος Μπέξ έτρεξε μπροστά τους για ν’ ανοίξει την πόρτα του υπόστεγου. Ένα δυο λεπτά αργότερα η κυρία Ρενώ εμφανίσθηκε στο κατώφλι. Ήταν πολύ χλωμή άλλα αποφασιστική. Σήκωσε το χέρι στο πρόσωπό της. «Μια στιγμή κύριοι, να πάρω δυνάμεις». Απομάκρυνε το χέρι της και κοίταξε τον νεκρό. Ύστερα ο θαυμάσιος αυτοέλεγχος που την είχε συγκροτήσει ως τότε την εγκατέλειψε. «Πωλ!» φώναξε. «Καλέ μου! Ω, Θεέ μου!» Και αφού ταλαντεύθηκε προς τα εμπρός έπεσε λιπόθυμη στο πάτωμα. Ο Πουαρό βρέθηκε δίπλα της στη στιγμή, σήκωσε το βλέφαρό της, έπιασε το σφυγμό της. Όταν βεβαιώθηκε πως είχε λιποθυμήσει πραγματικά, παραμέρισε. Μ’ έπιασε απ’ το μπράτσο. «Είμαι ηλίθιος, φίλε μου! Αν ποτέ υπήρξε αγάπη και πόνος στη φωνή μιας γυναίκας, τον άκουσα. Η μικρή μου ιδέα ήταν

54

AGATHA _ CHRISTIE

ολότελα λαθεμένη. Καλά! Πρέπει να ξαναρχίσω! »

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ Λόγος για μια... τρύπα! Ο γιατρός και ο κύριος Ωτέ μετέφεραν την αναίσθητη γυναίκα στο σπίτι. Ο επιθεωρητής τους κοίταξε, κουνώντας το κεφάλι του. «Καημένη γυναίκα», μουρμούρισε. «Το σοκ ήταν πολύ μεγάλο γι’ αυτήν. Ας είναι, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τώρα, κύριε Πουαρό, θα επισκεφθούμε το μέρος όπου έγινε το έγκλημα;» «Αν θέλετε, κύριε Μπέξ». Περάσαμε από το σπίτι και βγήκαμε απ’ την μπροστινή πόρτα. Ο Πουαρό κοίταξε περνώντας τη σκάλα και κούνησε δυσαρεστημένος το κεφάλι του. «Μου φαίνεται απίστευτο που δεν άκουσαν τίποτα οι υπηρέτριες. Το τρίξιμο της σκάλας, με τρεις ανθρώπους να την κατεβαίνουν, θα μπορούσε να ξυπνήσει και πεθαμένο». «Πρέπει να θυμηθείτε πως ήταν στη μέση της νύχτας. Κοιμόνταν βαθιά». Αλλά ο Πουαρό εξακολούθησε να κουνάει το κεφάλι του σαν να μη δεχόταν ολότελα την εξήγηση. Σταματήσαμε στην αρχή του δρόμου, κοιτάζοντας το σπίτι. «Τι τους έκανε κατ’ αρχήν να δοκιμάσουν αν η μπροστινή πόρτα ήταν ανοιχτή; Ήταν απίθανο να είναι. Ήταν πολύ πιθανότερο να δοκιμάσουν αμέσως να διαρρήξουν ένα

56

AGATHA _ CHRISTIE

παράθυρο». «Αλλά όλα τα δωμάτια του ισογείου είναι κλεισμένα με σιδερένια παντζούρια», διαμαρτυρήθηκε ο επιθεωρητής. Ο Πουαρό έδειξε ένα δωμάτιο στο πρώτο πάτωμα. «Αυτό δεν είναι το δωμάτιο της κρεβατοκάμαρας όπου βγήκαμε; Κοιτάξτε υπάρχει ένα δέντρο απ’ όπου θα ‘ταν πολύ εύκολο ν’ ανέβει κανείς». «Πιθανόν», παραδέχθηκε ο άλλος. «Αλλά δεν μπορούσαν να το κάνουν χωρίς ν’ αφήσουν πατημασιές στο παρτέρι». Είδα πόσο δίκιο είχε. Υπήρχαν δυο μεγάλα οβάλ παρτέρια φυτεμένα με κόκκινα γεράνια, το καθένα από μια πλευρά της σκάλας που οδηγούσε στην μπροστινή πόρτα. Το δέντρο είχε τις ρίζες του στο πίσω μέρος του παρτεριού και θα ’ταν αδύνατο να φθάσει κανείς εκεί χωρίς να πατήσει το παρτέρι. «Βλέπετε», συνέχισε ο επιθεωρητής, «εξ αιτίας της ξηρασίας δεν θα φαίνονταν πατημασιές στο δρόμο ή στους διαδρόμους. Αλλά στο μαλακό χώμα του παρτεριού το πράγμα είναι πολύ διαφορετικό». Ο Πουαρό πλησίασε το παρτέρι και το μελέτησε προσεκτικά. Όπως είχε πει ο Μπέξ, το χώμα ήταν εξαιρετικά λείο. Δεν υπήρχε πουθενά η παραμικρή ανωμαλία. Ο Πουαρό κατένευσε, σαν να ’χε πεισθεί, κι ύστερα απομακρύνθηκε, μα ξαφνικά, σαν άλλαξε γνώμη, προχώρησέ γρήγορα προς το άλλο παρτέρι κι άρχισε να το εξετάζει. «Κύριε Μπέξ!», φώναξε. «Κοιτάξτε εδώ. Υπάρχουν ένα σωρό ίχνη για σας». Ο επιθεωρητής πήγε κοντά του, έριξε μια ματιά και χαμογέλασε. «Αγαπητέ μου κύριε Πουαρό, αυτά είναι χωρίς αμφιβολία ίχνη απ’ τις μεγάλες μπότες του κηπουρού. Πάντως, δεν θα ’χε σημασία, αφού δεν έχουμε δέντρο σ’ αυτή την πλευρά, και κατά συνέπεια, κανένα μέσο για να φθάσει κανείς στο επάνω πάτωμα». «Σωστά, έχετε δίκιο», είπε ο Πουαρό, φανερά απογοητευμένος.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

57 _

«Ώστε νομίζετε πως αυτές οι πατημασιές δεν έχουν σημασία;» «Την παραμικρή». Τότε, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο Πουαρό είπε αυτά τα λόγια: «Δεν συμφωνώ μαζί σας. Έχω μια μικρή ιδέα πως αυτές οι πατημασιές είναι το πιο σημαντικό πράγμα που είδαμε ως τώρα». Ο κύριος Μπέξ δεν είπε τίποτα, απλώς σήκωσε τους ώμους. Ήταν πολύ ευγενικός για να πει την πραγματική του γνώμη. «Θα συνεχίσουμε;» ρώτησε. «Ασφαλώς. Μπορώ να ερευνήσω αργότερα το θέμα των πατημασιών», είπε χαρούμενα ο Πουαρό. Αντί ν’ ακολουθήσει το δρόμο ως την πύλη, ο κύριος Μπέξ πήρε ένα μονοπάτι που έστριβε δεξιά. Οδηγούσε, με μια μικρή κλίση, στο δεξί μέρος του σπιτιού, και είχε σε κάθε πλευρά θάμνους. Ξαφνικά έβγαζε σ’ ένα μικρό ξέφωτο απ’ όπου φαινόταν η θάλασσα. Ένα κάθισμα είχε τοποθετηθεί εδώ και, κοντά του ήταν ένα μάλλον σαραβαλιασμένο υπόστεγο. Μερικά βήματα παρακάτω, μια ίσια γραμμή από μικρούς θάμνους χάραζε τα όρια της βίλλας. Ο κύριος Μπέξ πέρασε ανάμεσα τους και βρεθήκαμε σ’ ένα μεγάλο ανοιχτό μέρος. Κοίταξα γύρω μου και, είδα κάτι μου με γέμισε έκπληξη. «Μα είναι γήπεδο γκολφ!», φώναξα. Ο Μπέξ κατένευσε. «Δεν έχει τελειώσει ακόμα», εξήγησε. «Ελπίζουν πως θα μπορέσουν να το ανοίξουν τον άλλο μήνα. Μερικοί απ’ τους άνδρες που δουλεύουν εδώ ανακάλυψαν το πτώμα νωρίς σήμερα το πρωί». Ανάσανα βαριά. Λίγο αριστερά μου, εκεί όπου δεν είχα κοιτάξει για μια στιγμή, ήταν ένας μακρύς στενός λάκκος και δίπλα του, με το κεφάλι προς τα κάτω, ήταν το σώμα ενός άνδρα! Για μια στιγμή η καρδιά μου έδωσε ένα φοβερό τίναγμα και φαντάσθηκα πως η τραγωδία είχε επαναληφθεί. Αλλά ο επιθεωρητής διάλυσε την ψευδαίσθηση μου με ένα έντονο επιφώνημα ενόχλησης:

58

AGATHA _ CHRISTIE

«Τι κάνουν οι αστυνομικοί μου; Είχαν αυστηρές διαταγές να μην αφήσουν κανέναν να πλησιάσει αν δεν τους έδειχνε τα διαπιστευτήριά του». Ο άνδρας στο έδαφος σήκωσε το κεφάλι του πάνω απ’ τον ώμο του. «Μα έχω διαπιστευτήρια», παρατήρησε και σηκώθηκε αργά. «Αγαπητέ μου κύριε Ζιρώ», φώναξε ο επιθεωρητής. «Δεν είχα ιδέα πως φθάσατε. Ο ανακριτής σας περιμένει με μεγάλη ανυπομονησία». Καθώς μιλούσε, παρατηρούσα τον νεοφερμένο με έντονη περιέργεια. Ο διάσημος ντετέκτιβ της Ασφαλείας του Παρισιού, μου ήταν γνωστός εξ ακοής και ενδιαφερόμουν πολύ να τον δω με σάρκα και οστά. Ήταν πολύ ψηλός, κάπου τριάντα χρόνων, με καστανά μαλλιά και μουστάκι και στρατιωτικό παράστημα. Υπήρχε ένα ίχνος αλαζονείας στους τρόπους του που έδειχνε πως είχε πλήρη συναίσθηση της σημασίας του. Ο Μπέξ μας σύστησε, παρουσιάζοντας τον Πουαρό σαν συνάδελφο. Μια αστραπή ενδιαφέροντος πέρασε απ’ τα μάτια του Ζιρώ. «Έχω ακούσει για σας, κύριε Πουαρό», είπε. «Είσαστε αρκετά διάσημος τα παλιά χρόνια, δεν ειν’ έτσι; Αλλά οι μέθοδοι είναι πολύ διαφορετικές τώρα». «Τα εγκλήματα όμως είναι τα ίδια», παρατήρησε ευγενικά ο Πουαρό. Είδα αμέσως πως ο Ζιρώ είχε εχθρικές διαθέσεις. Δεν του άρεσε να συνεργάζεται με τον άλλο κι ένοιωθα πως αν ανακάλυπτε κάποιο σημαντικό ίχνος ήταν πολύ πιθανόν να το κρατήσει για τον εαυτό του. «Ο ανακριτής...», άρχισε πάλι ο Μπέξ. Αλλά ο Ζιρώ τον διέκοψε με αγένεια: «Δεν δίνω δεκάρα για τον ανακριτή ! Εκείνο που έχει σημασία είναι το φως. Σέ μίση ώρα θα ’χει σκοτεινιάσει, ξέρω τα πάντα για την υπόθεση, και οι άνθρωποι του σπιτιού μπορούν θαυμάσια να περιμένουν ως αύριο. Αλλά, αν πρόκειται να βρούμε κάποια ένδειξη για τους δολοφόνους, εδώ θα την βρούμε. Οι αστυνομικοί σας άφησαν πατημασιές παντού.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

59 _

Νόμιζα πως ήξεραν περισσότερα σήμερα». «Ασφαλώς ξέρουν. Τα ίχνη για τα όποια παραπονιόσαστε έγιναν απ’ τους εργάτες που ανακάλυψαν το πτώμα» Ο άλλος γρύλλισε αηδιασμένος. «Βλέπω τα ίχνη που άφησαν οι τρεις τους όταν πέρασαν το φράκτη, αλλά ήταν έξυπνοι. Μπορεί κανείς ν’ αναγνωρίσει εύκολα τα μεσαία πατήματα που ανήκουν στον κύριο Ρενώ, αλλά τα ίχνη και στις δυο πλευρές έχουν σβησθεί προσεκτικά. Όχι πως θα ’ταν πολύ σημαντικά σ’ αυτό το σκληρό χώμα, αλλά δεν ριψοκινδύνευσαν καθόλου». «Τα εξωτερικά σημάδια», είπε ο Πουαρό. «Αυτά ψάχνετε, έ;» Ο άλλος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Φυσικά». Ένα πολύ αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του Πουαρό. Φαινόταν έτοιμος να μιλήσει, αλλά συγκρατήθηκε. Έσκυψε εκεί όπου ήταν ριγμένο ένα φτυάρι. «Ασφαλώς μ’ αυτό έσκαψαν τον τάφο», είπε ο Ζιρώ. «Αλλά δε θα βγάλετε τίποτα απ’ αυτό. Ήταν το φτυάρι του Ρενώ, κι ο άνθρωπος που το χρησιμοποίησε φορούσε γάντια. Εδώ είναι». Έδειξε με το πόδι του το σημείο όπου βρίσκονταν δυο γάντια γεμάτα χώματα. «Κι αυτά ανήκουν στον Ρενώ, ή τουλάχιστον στον κηπουρό του. Σας λέω πως οι άνθρωποι που σχεδίασαν αυτό το έγκλημα δεν άφησαν τίποτα στην τύχη. Μαχαιρώθηκε με το εγχειρίδιο του και θάφτηκε με το φτυάρι του. Δεν ήθελαν ν’ αφήσουν ίχνη! Αλλά θα τους νικήσω. Πάντα υπάρχει κάτι! Και σκοπεύω να το βρω». Αλλά ο Πουαρό ήταν φανερό πως ενδιαφερόταν τώρα για κάτι άλλο, ένα μικρό, ξεθαμμένο κομμάτι από σωλήνα που βρισκόταν δίπλα στο φτυάρι, Το άγγιξε απαλά με το δάχτυλό του. «Μήπως κι αυτό ανήκει στον δολοφονημένο;» ρώτησε, και νόμισα πως είδα κάποια ειρωνεία στην ερώτηση του. Ο Ζιρώ σήκωσε τους ώμους του για να δείξει πως ούτε ήξερε, ούτε τον ενδιέφερε. «Μπορεί να υπήρχε εδώ από βδομάδες. Πάντως, δεν μ’

60

AGATHA _ CHRISTIE

ενδιαφέρει». «Εγώ, αντίθετα, το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον», είπε γλυκά ο Πουαρό. Μάντεψα πως ήθελε απλώς να ενοχλήσει τον Φραντσέζο, κι αν ήταν έτσι, το είχε καταφέρει. Ο άλλος απομακρύνθηκε με αγένεια, λέγοντας πως δεν είχε καιρό για χάσιμο και, σκύβοντας κάτω, ξανάρχισε την λεπτομερειακή εξέταση του εδάφους. Στο μεταξύ, ο Πουαρό, σαν να του είχε περάσει μια ξαφνικά ιδέα, πέρασε το σύνορο και δοκίμασε την πόρτα του μικρού υπόστεγου. «Είναι κλειδωμένη», είπε ο Ζιρώ πάνω απ’ τον ώμο του. «Αλλά είναι μόνο ένα μέρος όπου φυλάει ο κηπουρός τα σύνεργά του. Το φτυάρι δεν βγήκε από δω, άλλα απ’ το υπόστεγο των εργαλείων κοντά στο σπίτι». «Θαυμάσια», μου ψιθύρισε ο κύριος Μπέξ. «Μόλις μισή ώρα είναι εδώ και ξέρει κιόλας τα πάντα. Τι άνθρωπος ! Χωρίς αμφιβολία είναι το καλύτερο λαγωνικό που ζει σήμερα». Αν και αντιπαθούσα βαθιά τον ντετέκτιβ, είχα εντυπωσιασθεί κατά βάθος. Ο άνθρωπος φαινόταν να ακτινοβολεί ικανότητα. Δεν μπορούσα να μην νοιώθω πως, ως τώρα, ο Πουαρό δεν είχε διακριθεί ιδιαίτερα, κι αυτό μ’ ενοχλούσε. Φαινόταν να στρέφει την προσοχή του σε κάθε είδους ανόητα παιδιάστικα σημεία που δεν είχαν καμμιά σχέση με την υπόθεση. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ρώτησε ξαφνικά: «Κύριε Μπέξ, πέστε μου σας παρακαλώ τη σημασία αυτής της ασβεστωμένης γραμμής που είναι σχεδιασμένη γύρω απ’ τον τάφο. Οι αστυνομικοί την έκαναν;» «Όχι, κύριε Πουαρό, ανήκει στο γήπεδο του γκολφ. Δείχνει πως εδώ θα γίνει ένα “μπάνκερ”, όπως το λέτε». «Μπάνκερ;» Ο Πουαρό στράφηκε σε μένα. «Δεν είναι η ακανόνιστη τρύπα που είναι γεμάτη άμμο κι έχει έναν πάγκο στη μια πλευρά;» Συμφώνησα. «Δεν παίζετε γκολφ, κύριε Πουαρό;» ρώτησε ο Μπέξ. «Εγώ; Ποτέ! Παιχνίδι είναι αυτό;» Κοίταξε γύρω του και

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

61 _

πρόσθεσε: «Ασφαλώς ο κύριος Ρενώ έπαιζε γκολφ». «Ναι, του άρεσε πολύ. Αυτό το έργο γίνεται χάρη σ’ αυτόν και στις μεγάλες του εισφορές. Έδωσε τη γνώμη του και στο σχέδιο». Ο Πουαρό κατένευσε σκεφτικά. Ύστερα παρατήρησε: «Η εκλογή τους δεν ήταν πολύ καλή σχετικά με το μέρος που έθαψαν το πτώμα. Όταν θα άρχιζαν να σκάβουν, όλα θ’ ανακαλύπτονταν». «Ακριβώς», φώναξε θριαμβευτικά ο Ζιρώ. «Κι αυτό αποδείχνει πως ήταν ξένοι σ’ αυτό το μέρος. Είναι μια εξαιρετική έμμεση ένδειξη». «Ναι», είπε δύσπιστα ο Πουαρό. «Κανείς που ήξερε δεν θα έθαβε εδώ ένα πτώμα, έκτος αν ήθελαν ν’ ανακαλυφθεί. Κι αυτό είναι πολύ ανόητο, δεν ειν’ έτσι;» Ο Ζιρώ δεν έκανε καν τον κόπο ν’ απαντήσει. «Ναι», επανέλαβε ο Πουαρό κάπως δυσαρεστημένος. «Ναι, χωρίς αμφιβολία, ανόητο, πέρα για πέρα ανόητο!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ένα πρόσωπο κάπως γνωστό Καθώς ξαναγυρίζαμε στο σπίτι, ο κύριος Μπεξ ζήτησε συγγνώμη που θα μας άφηνε, εξηγώντας πως έπρεπε αμέσως να γνωστοποιήσει στον ανακριτή την άφιξη του Ζιρώ. Ο ίδιος ο Ζιρώ ήταν φανερά ενθουσιασμένος όταν ο Πουαρό δήλωσε πως είχε δει όλα όσα ήθελε. Το τελευταίο πράγμα που είδαμε, καθώς φεύγαμε, ήταν ο Ζιρώ, που σερνόταν με τα τέσσερα, με μια προσοχή στο ψάξιμό του που δεν μπορούσα να μην τη θαυμάσω. Ο Πουαρό μάντεψε τις σκέψεις μου, γιατί μόλις μείναμε μόνοι παρατήρησε ειρωνικά: «Είδες επιτέλους τον ντετέκτιβ που θαυμάζεις, το ανθρώπινο κυνηγόσκυλο! Δεν είν’ έτσι, φίλε μου;» «Πάντως, κάνει κάτι», είπα πικρόχολα. «Αν υπάρχει τίποτα για να βρεθεί, θα το βρει. Ενώ εσύ...». «Ε, καλά! Κι εγώ βρήκα κάτι! ‘Ένα κομμάτι σωλήνα». «Ανοησίες, Πουαρό. Ξέρεις πολύ καλά πως δεν έχει καμία σχέση. Εννοούσα μικροπράματα... ίχνη που δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σίγουρα στους φονιάδες». «Φίλε μου, ένα ίχνος που έχει δυο πόδια μάκρος είναι το ίδιο πολύτιμο μ’ ένα που έχει μήκος δυο χιλιοστά! Αλλά είναι η ρομαντική ιδέα πως όλα τα σημαντικά ίχνη πρέπει να είναι πολύ

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

63 _

μικρά. Όσο για το γεγονός πως το κομμάτι του σωλήνα δεν έχει καμιά σχέση με το έγκλημα, το λες γιατί το είπε ο Ζιρώ. Όχι», είπε βλέποντας πως ήμουν έτοιμος να κάνω μια ερώτηση, «δεν θα πούμε τίποτ’ άλλο. Άσε τον Ζιρώ στην έρευνά του κι εμένα στις ιδέες μου. Η υπόθεση φαίνεται αρκετά ξεκάθαρη κι όμως... κι όμως, φίλε μου, δεν είμαι ικανοποιημένος! Και ξέρεις γιατί; Εξ αίτιας του ρολογιού που πηγαίνει δυο ώρες μπροστά. Κι υστέρα υπάρχουν αρκετά παράξενα μικροχημεία που δεν φαίνονται να ταιριάζουν. Π.χ. αν το κίνητρο των δολοφόνων ήταν η εκδίκηση, γιατί δεν μαχαίρωσαν τον Ρενώ στον ύπνο του για να ξεμπερδεύουν;» «Ήθελαν το “μυστικό”», του θύμισα. Ο Πουαρό βούρτσισε ένα κόκκο σκόνης απ’ το μανίκι του με δυσαρεστημένο ύφος. «Λοιπόν, που είναι αυτό το "μυστικό”; Υποθέτουμε πως είναι κάπως μακριά, αφού του ζήτησαν να ντυθεί. Κι όμως βρίσκεται δολοφονημένος πολύ κοντά, σχεδόν σε απόσταση που μπορεί να τον ακούσει κανείς απ’ το σπίτι. Και πάλι, είναι καθαρή τύχη, να βρίσκεται εκεί γύρω ένα όπλο σαν το εγχειρίδιο, έτοιμο για χρήση». Σταμάτησε, ζαρώνοντας τα φρύδια, κι ύστερα συνέχισε: «Γιατί δεν άκουσαν τίποτα οι υπηρέτριες; Τις είχαν ναρκώσει; ‘Υπήρχε κανένας συνένοχος που φρόντισε να μείνει ανοιχτή η μπροστινή πόρτα; Αναρωτιέμαι μήπως...». Σταμάτησε απότομα. Είχαμε φθάσει στο δρόμο μπροστά στο σπίτι. Ξαφνικά γύρισε σε μένα. «Φίλε μου, θα σου κάνω μια έκπληξη, θα σε ευχαριστήσω! Πήρα κατάκαρδα τις μομφές σου! Θα εξετάσουμε μερικές πατημασιές!» «Που;» «Στο δεξί παρτέρι του κήπου. Ο κύριος Μπέξ λέει πως είναι οι πατημασιές του κηπουρού. Ας δούμε αν είναι έτσι. Νάτος, έρχεται με το καροτσάκι του». Πραγματικά, ένας ηλικιωμένος άνθρωπος διέσχιζε το δρόμο

64

AGATHA _ CHRISTIE

μ’ ένα καροτσάκι γεμάτο δέντρα. Ο Πουαρό του φώναξε, κι ο άνθρωπος άφησε κάτω το καρότσι κι ήρθε κουτσαίνοντας προς το μέρος μας. «Θα του ζητήσεις μια απ’ τις μπότες του για να συγκρίνεις τις πατημασιές;» ρώτησα με κομμένη την ανάσα. Η πίστη μου στον Πουαρό ζωντάνεψε λίγο. Αφού έλεγε πως οι πατημασιές στο δεξί παρτέρι ήταν σημαντικές, μπορούσαμε να υποθέσουμε πως ήταν. «Ακριβώς», είπε ο Πουαρό. «Αλλά δεν θα το βρει πολύ παράξενο;» «Δεν θα το σκεφθεί καθόλου». Δεν πρόλαβε να πει τίποτ’ άλλο, γιατί ο γέρος μας είχε πλησιάσει. «Με θέλετε τίποτα, κύριε;» «Ναι. Είσαι πολύ καιρό κηπουρός εδώ;» «Είκοσι τέσσερα χρόνια, κύριε». «Και ονομάζεσαι;» «Αύγουστος, κύριε». «Θαύμαζα αυτά τα θαυμάσια γεράνια. Είναι αληθινά υπέροχα. Είναι φυτεμένα πολύ καιρό;» «Αρκετό, κύριε. ’Αλλά φυσικά, για να φαίνονται όμορφα τα παρτέρια, πρέπει να φυτεύει κανείς καινούργια φυτά και να βγάζει αυτά που ’χουν μαραθεί, έκτος απ’ το να κλαδεύει καλά τα παλιά φυτά». «Φυτέψατε μερικά καινούργια φυτά χθες, δεν ειν’ έτσι; Εδώ στη μέση και στο άλλο παρτέρι». «Ο κύριος έχει γερό μάτι. Πάντα χρειάζονται μια δυο μέρες για να "πιάσουν”. Ναι, Φύτεψα δέκα καινούργια φυτά σε κάθε παρτέρι χθες τη νύχτα. Όπως ασφαλώς θα ξέρει ο κύριος, δεν πρέπει να φυτεύει κανείς φυτά όταν ο ήλιος καίει». Ο Αύγουστος ήταν γοητευμένος απ’ το ενδιαφέρον του Πουαρό, και ήταν μάλλον πρόθυμος για φλυαρία. «Αυτό εκεί είναι ένα υπέροχο δείγμα», είπε ο Πουαρό, δείχνοντας. «Μήπως θα μπορούσα να ’χω ένα κομματάκι;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

65 _

«Μα φυσικά, κύριε». Ο γέρος μπήκε στο παρτέρι κι. έκοψε προσεκτικά ένα κομμάτι απ’ το φυτό που είχε θαυμάσει ο Πουαρό. Ο Πουαρό ήταν γενναιόδωρος στις ευχαριστίες του και ο Αύγουστος ξεκίνησε για το καρότσι του. «Βλέπεις;» είπε ο Πουαρό μ’ ένα χαμόγελο, καθώς έσκυβε πάνω απ’ το παρτέρι για να εξετάσει το αποτύπωμα της βαρείας μπότας του κηπουρού. «Είναι πολύ απλό». «Δεν είχα καταλάβει...». «Πως το πόδι θα ’ταν μέσα στη μπότα; Δεν χρησιμοποιείς ικανοποιητικά τις εξαιρετικές διανοητικές σου ικανότητες. Λοιπόν, τι λες για την πατημασιά;» Εξέτασα προσεκτικά το παρτέρι. «Όλες οι πατημασιές στο παρτέρι έγιναν απ’ την ίδια μπότα», είπα μετά από προσεχτική μελέτη. «Νομίζεις; Έ, λοιπόν, συμφωνώ μαζί σου», είπε ο Πουαρό. Φαινόταν γεμάτος ενδιαφέρον κι έδειχνε να σκέπτεται κάτι άλλο. «Πάντως», παρατήρησα, «τώρα θα ’χεις μια μέλισσα λιγότερη στο καπέλο σου». «Θεέ μου! Τι ιδιωματισμός! Τι σημαίνει;» «Εννοούσα πως τώρα θα σταματήσει το ενδιαφέρον σου γι’ αυτές τις πατημασιές». Αλλά για μεγάλη μου έκπληξη ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι φίλε μου. Βρίσκομαι επιτέλους στο σωστό δρόμο. Βρίσκομαι ακόμα στο σκοτάδι, αλλά, όπως είπα τώρα μόλις στον κύριο Μπέξ, αυτές οι πατημασιές είναι τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα πράγματα στην υπόθεση! Δεν θ’ απορούσα καθόλου αν αυτός ο φουκαράς ο Ζιρώ δεν τις είχε προσέξει καθόλου». Τη στιγμή εκείνη άνοιξε η μπροστινή πόρτα και ο κύριος Ωτέ κι ο επιθεωρητής κατέβηκαν τη σκάλα. «Αχ, κύριε Πουαρό, ερχόμαστε να σας ψάξουμε», είπε ο ανακριτής.

66

AGATHA _ CHRISTIE

«Είναι αργά, αλλά θέλω να επισκεφθώ την κυρία Ντωμπρέιγ. Χωρίς αμφιβολία θα ’ναι πολύ αναστατωμένη απ’ το θάνατο του κυρίου Ρενώ, και ίσως είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να μας δώκει κάποια ένδειξη. Ίσως να είπε στη γυναίκα που η αγάπη της τον κρατούσε σκλαβωμένο, το μυστικό που δεν εμπιστεύθηκε στη γυναίκα του. Ξέρουμε το αδύνατο σημείο του Σαμψών, δεν είν’ έτσι;» «Ο κ. Ζιρώ δεν θα ’ρθει μαζί μας;» ρώτησε ο Πουαρό. «Ο κύριος Ζιρώ προτιμά να χειριστεί την υπόθεση με το δικό του τρόπο», είπε ξερά ο κ. Ωτέ. Δεν είπαμε τίποτ’ άλλο, αλλά τους ακολουθήσαμε. Ο Πουαρό βάδιζε μαζί με τον ανακριτή και ο επιθεωρητής κι εγώ ακολουθούσαμε μερικά βήματα πιο πίσω. «Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η ιστορία της Φρανσουάζ είναι βασικά σωστή», μου είπε εμπιστευτικά. «Τηλεφώνησα στο αρχηγείο. Φαίνεται πως τρεις φορές στις έξη τελευταίες εβδομάδες, δηλαδή απ’ τον ερχομό του κυρίου Ρενώ στο Μερλινβίλλ, η κυρία Ντωμπρέιγ έκανε μια μεγάλη κατάθεση σε χαρτονομίσματα στο λογαριασμό της. Το ποσό ανέρχεται συνολικά σε διακόσιες χιλιάδες φράγκα!» «Θεέ μου», είπα, κάνοντας το λογαριασμό μέσα μου, «αυτό πρέπει να ’ναι περίπου τέσσερις χιλιάδες λίρες!» «Ακριβώς. Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν ολότελα ξετρελαμένος μαζί της. Αλλά μένει να δούμε αν της εμπιστεύθηκε το μυστικό του. Ο ανακριτής ελπίζει, άλλα δεν συμμερίζομαι την άποψη του». Ενώ κρατούσε αυτή τη συζήτηση, κατεβαίναμε την αλέα προς τη στροφή όπου το αυτοκίνητο μας είχε σταματήσει νωρίτερα το ίδιο απόγευμα, και σε μια στιγμή κατάλαβα πως η Βίλλα Μαργκερίτ, το σπίτι της μυστηριώδους κυρίας Ντωμπρέιγ, ήταν το μικρό σπίτι απ’ όπου είχε βγει η όμορφη κοπέλα. «Έχει ζήσει εδώ πολλά χρόνια», είπε ο επιθεωρητής δείχνοντας με το κεφάλι το σπίτι. «Πολύ ήσυχα, πολύ διακριτικά. Φαίνεται πως δεν έχει φίλους η συγγενείς εκτός απ’

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

67 _

τις γνωριμίες που έκανε στο Μερλινβίλλ. Ποτέ δεν αναφέρεται στο παρελθόν ή στον άνδρα της. Δεν ξέρει καν κανείς αν ζει ή πέθανε. Υπάρχει ένα μυστήριο γύρω της, καταλαβαίνετε». Κούνησα καταφατικά το κεφάλι ενώ το ενδιαφέρον μου μεγάλωνε. «Και... η κόρη;» διακινδύνευσα. «Μια πραγματικά όμορφη νέα κοπέλα... σεμνή, αφοσιωμένη, ό,τι πρέπει να είναι. Την λυπούνται γιατί, αν και μπορεί να μην ξέρει τίποτα για το παρελθόν, ένας άνδρας που θέλει να ζητήσει το χέρι της πρέπει κατ’ ανάγκην να πληροφορηθεί σχετικά και τότε...». Ο επιθεωρητής σήκωσε κυνικά τους ώμους. «Αλλά δεν φταίει αυτή !», φώναξα, ενώ ο θυμός μου αύξανε. «Όχι. Αλλά τι τα θέλετε. Οι άνδρες είναι ιδιότροποι σχετικά με τους προγόνους των συζύγων τους». Εμποδίσθηκα απ’ τη συνέχιση της συζητήσεως απ’ την άφιξή μας στην πόρτα. Ο κύριος Ωτέ χτύπησε το κουδούνι. Πέρασαν λίγα λεπτά κι ύστερα ακούσαμε βήματα από μέσα και η πόρτα άνοιξε. Στο κατώφλι στεκόταν η νεαρή θεά μου του απογεύματος. Όταν μας είδε, το χρώμα έφυγε απ’ τα μάγουλά της, αφήνοντας την θανάσιμα χλωμή και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από φόβο. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως φοβόταν! «Δεσποινίς Ντωμπρέιγ», είπε ο κύριος Ωτέ, βγάζοντας το καπέλο του, «λυπούμαστε πάρα πολύ που σας ενοχλούμε, αλλά βλέπετε, οι απαιτήσεις του νόμου... Δώστε τους χαιρετισμούς μου στην κυρία μητέρα σας και παρακαλέστε την να μου παραχωρήσει μια συνέντευξη λίγων λεπτών». Για μια στιγμή η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Το αριστερό της χέρι ακουμπούσε στο πλευρό της, σαν να ’θελε να ησυχάσει την ξαφνική ακαταμάχητη ταραχή της καρδιάς της. Αλλά συγκρατήθηκε και είπε με χαμηλή φωνή: «Θα πάω να κοιτάξω. Παρακαλώ, περάστε μέσα». Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο στ’ αριστερά του διαδρόμου κι ακούσαμε τον χαμηλό ψίθυρο της φωνής της. Κι ύστερα μια άλλη φωνή, περίπου στην ίδια απόχρωση, αλλά με λίγο πιο ώριμη

68

AGATHA _ CHRISTIE

σταθερότητα είπε: «Μα φυσικά:. Πες τους να περάσουν». Σ’ ένα λεπτό βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την μυστηριώδη κυρία Ντωμπρέιγ. Δεν ήταν τόσο ψηλή όσο η κόρη της, και οι στρογγυλές καμπύλες του σώματος της είχαν όλη τη χάρη της πλήρους ωριμότητας. Τα μαλλιά της, αντίθετα απ’ της κόρης της, ήταν σκούρα και χωρισμένα στη μέση σε στυλ μαντόνας. Τα μάτια της, μισοσκεπασμένα απ’ τα βλέφαρά της, ήταν γαλάζια. Αν και ήταν διατηρημένη πολύ καλά, ασφαλώς δεν ήταν πιά νέα, άλλα η γοητεία της ήταν του είδους που δεν εξαρτάται απ’ την ηλικία. «Θέλατε να με δείτε, κύριε;» ρώτησε. «Μάλιστα, κυρία». Ο κύριος Ωτέ καθάρισε το λαιμό του. «Κάνω έρευνα για τον θάνατο του κυρίου Ρενώ. Ασφαλώς ακούσατε σχετικά». Κούνησε το κεφάλι χωρίς να μιλήσει. Η έκφρασή της δεν άλλαξε. «Ήρθαμε να σας ρωτήσουμε αν μπορείτε — χμ— να ρίξετε φως πάνω στις συνθήκες του». «Εγώ;» Η έκπληξη στη φωνή της ήταν εξαιρετική. «Μάλιστα, κυρία. Έχουμε λόγους να πιστεύουμε πως συνηθίζατε να επισκέπτεσθε το νεκρό στη βίλλα του τα βράδια. Είναι αλήθεια;» Το χρώμα ανέβηκε στα χλωμά μάγουλα της κυρίας, αλλά απάντησε ήρεμα: «Δεν σας δίνω το δικαίωμα να μου κάνετε μια τέτοια ερώτηση !» «Κυρία μου, κάνουμε έρευνα για ένα φόνο». «Και λοιπόν; Δεν είχα καμία σχέση με το φόνο». «Κυρία μου, δεν το λέμε αυτό ούτε για μια στιγμή. Αλλά ξέρατε καλά τον νεκρό. Σας εμπιστεύθηκε ποτέ έναν κίνδυνο που τον απειλούσε;» «Ποτέ». «Ανέφερε ποτέ τη ζωή του στο Σαντιάγκο, και εχθρούς που είχε αποκτήσει εκεί;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

69 _

«Όχι». «Λοιπόν δεν μπορείτε να μας βοηθήσετε καθόλου;» «Φοβάμαι πως όχι. Δεν καταλαβαίνω πραγματικά γιατί ήρθατε σε μένα. Δεν μπορεί η γυναίκα του να σας πει αυτό που θέλετε να μάθετε;» Η φωνή της είχε μια λεπτή απόχρωση ειρωνείας. «Η κυρία Ρενώ μας είπε ό,τι μπόρεσε». «Α!», είπε η κυρία Ντωμπρέιγ. «Αναρωτιέμαι». «Τι αναρωτιέστε, κυρία;» «Τίποτα». Ο ανακριτής την κοίταξε. Καταλάβαινε πως μονομαχούσε και πως ο ανταγωνιστής του δεν ήταν κατώτερος. «Επιμένετε στη δήλωσή σας ότι ο κύριος Ρενώ δεν σας εμπιστεύθηκε τίποτα;» «Γιατί πιστεύετε πως θα μπορούσε να εμπιστευθεί σε μένα; «Γιατί, κυρία μου», είπε ο κύριος Ωτέ με υπολογισμένη σκληρότητα, «ένας άνδρας λέει στην ερωμένη του ό,τι δεν λέει πάντα στη γυναίκα του». «Α!» Πήδηξε μπροστά. Τα μάτια της πετούσαν φλόγες. «Με προσβάλλετε, κύριε! Και μπροστά στην κόρη μου! Δεν μπορώ να σας πω τίποτα. Σας παρακαλώ να αφήσετε το σπίτι μου!» Ασφαλώς η τιμή ανήκε στην κυρία. Αφήσαμε την Βίλλα Μαργκερίτ σαν μια ομάδα ντροπιασμένα σχολιαρόπαιδα. Ο ανακριτής μουρμούριζε θυμωμένος. Ο Πουαρό φαινόταν χαμένος σε σκέψεις. Ξαφνικά βγήκε απ’ το ονειροπόλημα του και ρώτησε τον κύριο Ωτέ αν υπήρχε κανένα καλό ξενοδοχείο εκεί κοντά. «Υπάρχει ένα μικρό μέρος, το Οτέλ ντε Μπαίν, σ’ αυτή την πλευρά της πόλης. Λίγα μέτρα κάτω στο δρόμο, θα ’ναι βολικό για τις έρευνές σας. θα σας δούμε το πρωί, λοιπόν». «Ναι, ευχαριστώ, κύριε Ωτέ». Με αμοιβαίες ευγένειες, χωριστήκαμε. Ο Πουαρό κι εγώ πήγαμε προς το Μερλινβίλλ κι οι άλλοι γύρισαν στη Βίλλα Ζενεβιέβ. «Το σύστημα της γαλλικής αστυνομίας είναι θαυμάσιο», είπε

70

AGATHA _ CHRISTIE

ο Πουαρό, κοιτάζοντας τους. «Οι πληροφορίες που έχουν για τη ζωή του καθενός, ως την πιο κοινή λεπτομέρεια, είναι καταπληκτικές. Αν και ο κύριος Ρενώ βρισκόταν εδώ μόνο κάπου έξι βδομάδες, ξέρουν τα πάντα για τα γούστα του και τις συνήθειες του και σε μια στιγμή μπορούν να δώσουν πληροφορίες για τον τραπεζικό λογαριασμό της κυρίας Ντωμπρέιγ και για τα ποσά που κατέθεσε τελευταία! Χωρίς αμφιβολία ο φάκελος είναι ένας μεγάλος θεσμός. Αλλά τι είναι αυτό;» Στράφηκε απότομα. Μια μορφή έτρεχε χωρίς καπέλο πίσω μας στο δρόμο. Ήταν η Μάρτ Ντωμπρέιγ. «Σας ζητώ συγνώμη», φώναξε με κομμένη ανάσα, καθώς μας πλησίαζε. «Ξέρω πως δεν θα ‘πρεπε να το κάνω αυτό. Δεν πρέπει να το πείτε στη μητέρα μου. Αλλά είναι αλήθεια αυτό που λένε, πως ο κύριος Ρενώ κάλεσε ένα ντετέκτιβ πριν πεθάνει και... και πως είσαστε εσείς;» «Μάλιστα, δεσποινίς», είπε ευγενικά ο Πουαρό. «Είναι αλήθεια. Αλλά πως το μάθατε;» «Η Φρανσουάζ το είπε στην Αμελί μας», εξήγησε η Μάρτ κοκκινίζοντας. Ο Πουαρό έκανε μια γκριμάτσα. «Είναι αδύνατο να κρατήσεις μυστικά σε μια τέτοια υπόθεση ! Όχι πως έχει σημασία. Λοιπόν, δεσποινίς, τι θέλετε να μάθετε;» Το κορίτσι δίστασε. Φαινόταν να θέλει, αλλά να φοβάται να μιλήσει. Τελικά, σχεδόν ψιθυριστά, ρώτησε: «Υποψιάζονται κανένα;» Ο Πουαρό την κοίταξε επίμονα. Ύστερα απάντησε διφορούμενα: «Υπάρχει υποψία στον αέρα τώρα, δεσποινίς». «Ναι, το ξέρω... αλλά... κανέναν συγκεκριμένα;» «Γιατί θέλετε να μάθετε;» Το κορίτσι φάνηκε τρομαγμένο απ’ την ερώτηση. Ξαφνικά θυμήθηκα τα λόγια που είχε πει νωρίτερα γι’ αυτήν ο Πουαρό. Την είχε αποκαλέσει το «κορίτσι με τα ανήσυχα μάτια».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

71 _

«Ο κύριος Ρενώ ήταν πάντα ευγενικός μαζί μου», απάντησε τελικά. «Είναι φυσικό να ενδιαφέρομαι». «Καταλαβαίνω», είπε ο Πουαρό. «Λοιπόν, δεσποινίς, οι υποψίες αυτή τη στιγμή στρέφονται σε δύο ανθρώπους». «Δυο;» Θα μπορούσα να ορκισθώ πως υπήρχε ένας τόνος έκπληξης κι ανακούφισης στη φωνή της. «Τα ονόματα τους είναι άγνωστα, αλλά υποθέτουμε πως είναι Χιλιανοί απ’ το Σαντιάγκο. Και, τώρα, δεσποινίς, βλέπετε τι θα πει να είσαστε νέα κι όμορφη. Σας πρόδωσα επαγγελματικά μυστικά!» Το κορίτσι γέλασε χαρούμενα, κι υστέρα, μάλλον δειλά, τον ευχαρίστησε. «Πρέπει να γυρίσω τώρα. Η μαμά θα καταλάβει πως λείπω». Κι ανηφόρισε τρέχοντας το δρόμο, σαν μοντέρνα Αταλάντη. Κοίταξα πίσω της. «Φίλε μου», είπε ο Πουαρό με την ευγενική ειρωνική φωνή του, «μήπως θα μείνουμε καρφωμένοι εδώ όλη νύχτα, μόνο και μόνο γιατί είδες ένα όμορφο κορίτσι και το κεφάλι σου γυρίζει;» Γέλασα και ζήτησα συγνώμη. «Μα είναι όμορφη, Πουαρό. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να συγχωρεθεί αν ήταν ξετρελαμένος μαζί της». Αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη ο Πουαρό κούνησε πολύ σοβαρά το κεφάλι του. «Αχ, φίλε μου, μη βάζεις την Μάρτ Ντωμπρέιγ στην καρδιά σου. δεν είναι για σένα! Άκου τον γέρο Πουαρό!» «Μα», φώναξα, «ο επιθεωρητής με βεβαίωσε πως είναι όμορφη όσο και καλή! Ένας τέλειος άγγελος!» «Μερικοί απ’ τους μεγαλύτερους εγκληματίες που γνώρισα είχαν αγγελικά πρόσωπα», παρατήρησε χαρούμενα ο Πουαρό. «Μια παραμόρφωση των φαιών κυττάρων μπορεί να συμβεί αρκετά εύκολα σε μια γυναίκα με πρόσωπο μαντόνας». «Πουαρό», φώναξα με φρίκη, «δεν μπορεί να εννοείς πως υποπτεύεσαι ένα τόσο αθώο παιδί!»

72

AGATHA _ CHRISTIE

«Τς, τς, τς! Μην εξάπτεσαι! δεν είπα πως την υποψιαζόμουν. Αλλά πρέπει να παραδεχθείς πως η ανησυχία της να μάθει για την υπόθεση είναι κάπως ασυνήθιστη». «Για μια φορά βλέπω μακρύτερα από σένα», είπα. «Η ανησυχία της δεν είναι για τον εαυτό της, αλλά για τη μητέρα της». «Φίλε μου», είπε ο Πουαρό, «ως συνήθως δεν βλέπεις απολύτως τίποτα. Η κυρία Ντωμπρέιγ μπορεί θαυμάσια να φροντίσει τον εαυτό της χωρίς ν’ ανησυχεί γι’ αυτήν η κόρη της. Παραδέχομαι πως σε πείραζα πριν λίγο, αλλά πάντως επαναλαμβάνω αυτό που είπα πριν. Μη βάζεις αυτό το κορίτσι στην καρδιά σου. Δεν είναι για σένα! Εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, το ξέρω. Διάβολε! αν μπορούσα να θυμηθώ που έχω δει αυτό το πρόσωπο». «Ποιο πρόσωπο;» ρώτησα έκπληκτος. «Της κόρης;» «Όχι, της μητέρας». Βλέποντας την έκπληξή μου, κούνησε το κεφάλι με έμφαση. «Μα ναι, είναι όπως στο λέω. Ήταν πολύ καιρό πριν, όταν ήμουν ακόμη στη Βελγική Αστυνομία. Δεν έχω δει πραγματικά ποτέ αυτή τη γυναίκα, άλλα έχω δει τη φωτογραφία της, και σχετικά με κάποια υπόθεση. Μάλλον φαντάζομαι...». «Ναι;» «Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά μάλλον φαντάζομαι πως ήταν υπόθεση δολοφονίας!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ Μια μικρή μα σοβαρή παράλειψη Είμαστε στη βίλλα στην ώρα μας το άλλο πρωί. Ο φρουρός της πύλης δεν μας έκλεισε το δρόμο αυτή τη φορά. Αντίθετα, μας χαιρέτησε με σεβασμό και προχωρήσαμε προς το σπίτι. Η Λεονί κατέβαινε μόλις τη σκάλα, και δεν φαινόταν αντίθετη στην προοπτική μιας μικρής κουβέντας. Ο Πουαρό την ρώτησε για την υγεία της κυρίας Ρενώ. Η Λεονί κούνησε το κεφάλι της. «Είναι φοβερά ταραγμένη, η καημένη η κυρία! Δεν τρώει τίποτα... τίποτα απολύτως! Και είναι χλωμή σαν φάντασμα. Σου σχίζεται η καρδιά να την βλέπεις. Α, εγώ δεν θα λυπόμουν τόσο πολύ για έναν άνδρα που με είχε απατήσει με μια άλλη γυναίκα». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του με συμπάθεια. «Αυτό που λες είναι πολύ σωστό, αλλά τι τα θες; Η καρδιά μιας γυναίκας που αγαπά συγχωρεί πολλά χτυπήματα. Πάντως, ασφαλώς θα υπήρχαν πολλές σκηνές ζήλειας ανάμεσα τους τους λίγους μήνες που μας πέρασαν». Η Λεονί κούνησε πάλι το κεφάλι της. «Ποτέ, κύριε. Ποτέ δεν άκουσα την κυρία να λέει μια λέξη διαμαρτυρίας η μομφής! Είχε χαρακτήρα αγγέλου, πολύ διαφορετικό απ’ του κυρίου». «Ο κύριος Ρενώ δεν είχε αγγελικό χαρακτήρα;»

74

AGATHA _ CHRISTIE

«Κάθε άλλο. Όταν θύμωνε, το μάθαινε όλο το σπίτι, τη μέρα που τσακώθηκε με τον κύριο Τζακ, μα την πίστη μου, μπορεί να τους άκουσαν και στην αγορά, τόσο δυνατά φώναζαν!» «Αλήθεια», είπε ο Πουαρό. «Και πότε έγινε αυτός ο καυγάς;» «Ω, ήταν λίγο πριν φύγει ο κύριος Τζακ για το Παρίσι. Κόντεψε να χάσει το τραίνο του. Βγήκε απ’ τη βιβλιοθήκη και πήρε τη βαλίτσα του που την είχε αφήσει στο χολ. Επισκεύαζαν το αυτοκίνητο και χρειάσθηκε να τρέξει για να φθάσει στο σταθμό, ξεσκόνιζα το σαλόνι, και τον είδα να περνάει, και το πρόσωπό του ήταν άσπρο – άσπρο, με δυο ζωηρούς κόκκινους λεκέδες. Ήταν πολύ θυμωμένος!» Η Λεονί απολάμβανε βαθιά την αφήγηση της. «Και γιατί ήταν ο καυγάς;» «Α, δεν το ξέρω», ομολόγησε η Λεονί. «Είναι αλήθεια πως φώναζαν, αλλά οι φωνές τους ήταν τόσο δυνατές και έντονες, και μιλούσαν τόσο γρήγορα, που μόνο κάποιος που ήξερε καλά αγγλικά θα μπορούσε να τους καταλάβει. Αλλά ο κύριος ήταν θηρίο όλη μέρα! Ήταν αδύνατον να τον ευχαριστήσει κανείς!» Ο ήχος μιας πόρτας που έκλεινε επάνω έκοψε την ευγλωττία της Λεονί. «Κι η Φρανσουάζ με περιμένει!» αναφώνησε, ξυπνώντας καθυστερημένα στην θύμηση των καθηκόντων της. «Αυτή η γριά όλο γκρινιάζει». «Μια στιγμή, δεσποινίς. Που είναι ο ανακριτής;» «Πήγαν να δουν το αυτοκίνητο έξω στο γκαράζ. Ο κύριος επιθεωρητής είχε την ιδέα πως μπορεί να χρησιμοποιήθηκε τη νύχτα του φόνου». «Τι ιδέα», μουρμούρισε ο Πουαρό καθώς η κοπέλα εξαφανιζόταν. «Θα πας έξω να τους συναντήσεις;» «Όχι, θα περιμένω την επιστροφή τους στο σαλόνι Είναι δροσερό και σήμερα το πρωί κάνει ζέστη». Ο ήρεμος τρόπος που έπαιρνε τα πράγματα δεν μου ταίριαζε πολύ. «Αν δεν σε πειράζει...», είπα και δίστασα.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

75 _

«Καθόλου, θέλεις να κάνεις έρευνα για λογαριασμό σου, έ;» «Να θα προτιμούσα να ρίξω μια ματιά στον Ζιρώ, αν είναι πουθενά εδώ γύρω, και να δω τι κάνει». «Το ανθρώπινο κυνηγόσκυλο», μουρμούρισε ο Πουαρό καθώς ξάπλωνε σε μια αναπαυτική καρέκλα και έκλεινε τα μάτια του. «Φυσικά φίλε μου. Αντίο». Βγήκα από την μπροστινή πόρτα. Έκανε ζέστη. Έστριψα στο μονοπάτι που είχαμε πάρει την προηγούμενη μέρα. Ει�χα στο νου μου να μελετη� σω μο� νος μου τον το� πο του εγκλη� ματος. Πα� ντως δεν μπη� κα κατευθει�αν εκει� αλλα� ε� στριψα στους θα� μνους, για να βγω στο γη� πεδο του γκολφ κα� που εκατο� με� τρα προς τα δεξια� . Εδω� οι θα� μνοι η� ταν πολυ� πιο πυκνοι�, και δυσκολευ� τηκα αρκετα� να περα� σω. Όταν βγη� κα επιτε� λους στο γη� πεδο αυτο� ε� γινε μα� λλον απροσδο� κητα και με τε� τοια δυ� ναμη ω�στε ε� πεσα βαρια� πα� νω σε μια κοπε� λα που στεκο� ταν με την πλα� τη της στραμμε� νη στη φυτει�α. Έβγαλε αυθόρμητα ένα ούρλιασμα, άλλα κι εγώ έβγαλα ένα επιφώνημα έκπληξης. Γιατί ήταν η φίλη μου του τραίνου, η Σταχτοπούτα. Η έκπληξη ήταν αμοιβαία. «Εσείς!» φωνάξαμε ταυτόχρονα. Η κοπέλα συνήλθε πρώτη. «Η μοναδική μου θεία!», αναφώνησε. «Τι κάνετε εδώ;» «Μια και το φέρε η κουβέντα, εσείς τι κάνετε;» απάντησα. «Όταν σας είδα για τελευταία φορά, προχθές, γυρίζατε τρέχοντας στην Αγγλία σαν καλό αγοράκι». «Όταν σας είδα για τελευταία φορά», είπα, «γυρίζατε σπίτι με την αδελφή σας σαν καλό κοριτσάκι. Αλήθεια, τι κάνει η αδελφή σας;» Η ανταμοιβή μου ήταν μια αστραπή άσπρων δοντιών. «Τι ευγενικό από μέρους σας να ρωτήσετε! Η αδελφή μου είναι καλά, σας ευχαριστώ». «Είναι εδώ μαζί σας;» «Έμεινε στην πόλη», είπε η κοπέλα με αξιοπρέπεια. «Δεν πιστεύω πως έχετε αδελφή», είπα γελώντας. «Αν έχετε, την λένε Χάρρις!»

76

AGATHA _ CHRISTIE

«Θυμόσαστε τ’ όνομά μου;» ρώτησε χαμογελώντας. «Σταχτοπούτα. Αλλά δεν θα μου πείτε τώρα το αληθινό σας όνομα;» Κούνησε το κεφάλι της με κακία. Επέμενα. «Ούτε γιατί βρίσκεστε εδώ;» «Ω! Ασφαλώς θα ’χετε ακούσει πως τα μέλη του επαγγέλματος μου "αναπαύονται”». «Σε ακριβές γαλλικές λουτροπόλεις;» «Πολύ φθηνές αν ξέρεις που να πας». Την κοίταξα έντονα. «Όμως δεν σκοπεύατε να ’ρθετε εδώ όταν σας συνάντησα πριν δυο μέρες». «Όλοι έχουμε τις απογοητεύσεις μας», είπε η μις Σταχτοπούτα επιγραμματικά. «Σας είπα αρκετά. Τα μικρά παιδιά δεν πρέπει να ’ναι περίεργα. Δεν μου είπατε όμως ακόμα τι κάνετε εσείς εδώ;» «Θυμόσαστε που σας είπα ότι ο μεγάλος μου φίλος ήταν ντετέκτιβ;» «Ναι;» «Και ίσως ακούσατε γι’ αυτό το έγκλημα, στη βίλλα Ζενεβιέβ...». Με κοίταξε. Το στήθος της φούσκωσε, και τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. «Δεν εννοείτε πως είσαστε μέσα στην υπόθεση;» Κατένευσα. Δεν υπήρχε αμφιβολία πως είχα πετύχει διάνα. Η συγκίνησή της, καθώς με κοίταζε, ήταν ολοφάνερη. Για λίγα δευτερόλεπτα έμεινε σιωπηλή, κοιτάζοντας με. Ύστερα κούνησε μ’ έμφαση το κεφάλι της. «Αυτό είναι υπέροχο! Κάντε μου μια βόλτα, θέλω να δω όλα τα φριχτά θεάματα». «Τι εννοείτε;» «Αυτό που λέω. Δεν σας είπα πως λατρεύω τα εγκλήματα; Τριγυρίζω εδώ γύρω από ώρες. Είμαι πραγματικά τυχερή που έπεσα πάνω σας. Ελάτε τώρα, δείξτε μου όλα τα αξιοθέατα». «Μα, ακούστε, περιμένετε ένα λεπτό, δεν μπορώ. Δεν

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

77 _

αφήνουν κανέναν να μπει μέσα. Είναι φοβερά αυστηροί». «Εσείς κι ο φίλος σας δεν είσαστε τα μεγάλα κεφάλια;» Δεν μου άρεσε ν’ αρνηθώ τη σημαντικότητα της θέσης μου. «Γιατί είσαστε τόσο περίεργη;» ρώτησα αδύναμα. «Και τι είναι αυτό που θέλετε να δείτε;» «Ω, τα πάντα! Το μέρος όπου έγινε, και τ’ όπλο, και το πτώμα, και δακτυλικά αποτυπώματα κι ό,τι άλλο ενδιαφέρον υπάρχει. Ποτέ δεν είχα άμεση επαφή μ’ ένα φόνο όπως τώρα. Είναι αρκετό για να περάσω όλη μου τη ζωή». Γύρισα άλλου το κεφάλι μου, αηδιασμένος. Που έφθασαν οι γυναίκες σήμερα; Η φοβερή συγκίνηση της κοπέλας μου ’φερνε ναυτία. «Μη έχετε υπεροπτικό ύφος», είπε ξαφνικά η κοπέλα. «Και μην παίρνετε πόζες. Όταν σας κάλεσαν γι’ αυτή τη δουλειά μήπως σηκώσατε τη μύτη σας στον αέρα κι είπατε πως ήταν σιχαμένη δουλειά και πως δεν θέλατε ν’ ανακατευθείτε;» «Όχι, αλλά...». «Αν βρισκόσαστε εδώ για διακοπές, δεν θα προσπαθούσατε να χώσετε τη μύτη σας στην υπόθεση όπως εγώ; Φυσικά». «Είμαι άνδρας. Εσείς είσαστε γυναίκα». «Έχετε την ιδέα πως οι γυναίκες ανεβαίνουν σε μια καρέκλα και στριγγλίζουν όταν δουν κανένα ποντίκι. Αυτά ανήκουν στην προϊστορική εποχή. Αλλά θα μου δείξετε την περιοχή, δεν ειν’ έτσι; Βλέπετε, έχει μεγάλη σημασία για μένα». «Γιατί;» «Δεν αφήνουν κανέναν ρεπόρτερ να πλησιάσει, θα μπορούσα να πιάσω την καλή σε καμιά εφημερίδα. Δεν ξέρετε πόσα πληρώνουν για ένα κομμάτι γραμμένο από κοντά». Δίστασα. Γλίστρησε το μικρό απαλό χέρι της στο δικό μου. «Σας παρακαλώ... φανείτε καλό παιδί». Συνθηκολόγησα. Από μέσα μου ήξερα πως μάλλον θ’ απολάμβανα το ρόλο του ξεναγού. Πήγαμε πρώτα στο μέρος όπου είχε ανακαλυφθεί το πτώμα. Ένας άνδρας φρουρούσε εκεί, και με χαιρέτισε με σεβασμό, μια που με γνώριζε εξ όψεως. και δεν έκανε ερωτήσεις για τη

78

AGATHA _ CHRISTIE

συντρόφισσα μου. Φαίνεται πως πίστευε πως εγγυόμουν γι’ αυτήν. Εξήγησα στην Σταχτοπούτα πως είχε γίνει η ανακάλυψη, κι άκουσε προσεκτικά, κάνοντας κάπου κάπου μια έξυπνη ερώτηση. Ύστερα πήγαμε προς την βίλα. Προχωρούσα μάλλον προσεκτικά, γιατί, για να πούμε την αλήθεια, δεν ήθελα καθόλου να συναντήσω κανέναν. Θυμήθηκα πως χθες τη νύχτα, αφού ξανακλείδωσε την πόρτα, ο κ. Μπέξ είχε αφήσει το κλειδί στον αστυφύλακα, τον Μαρσώ, για την περίπτωση που ο κύριος Ζιρώ θα το ζητούσε όταν βρισκόμαστε επάνω. Σκέφθηκα πως ήταν πολύ πιθανόν να το ξανάδωσε ο ντετέκτιβ της ασφαλείας στον Μαρσώ αφού το χρησιμοποίησε. Αφήνοντας το κορίτσι κρυμμένο στους θάμνους, μπήκα στο σπίτι. Ο Μαρσώ ήταν της υπηρεσίας έξω απ’ την πόρτα του σαλονιού. Από μέσα ερχόταν ψίθυρος από φωνές. «Ο κύριος θέλει τον κύριο Ωτέ; Είναι μέσα. Ανακρίνει πάλι την Φρανσουάζ». «Όχι», είπα βιαστικά, «δεν τον θέλω. Αλλά θα ’θελα το κλειδί του υπόστεγου έξω, αν βέβαια δεν είναι αντίθετο προς τους κανονισμούς». «Μα, φυσικά, κύριε». (Μου το έδωσε). «Να το. Ο κύριος Ωτέ έδωσε διαταγή να σας παρέχουμε κάθε διευκόλυνση. Θα μου το επιστρέφετε όταν τελειώσετε τη δουλειά σας, κι αυτό είναι όλο». «Φυσικά». Ένοιωσα μεγάλη ικανοποίηση καθώς κατάλαβα πως τουλάχιστον στα μάτια του Μαρσώ ήμουν το ίδιο σημαντικός όσο κι ο Πουαρό. Το κορίτσι με περίμενε. Άφησε ένα επιφώνημα ενθουσιασμού καθώς είδε το κλειδί στο χέρι μου. «Το πήρατε λοιπόν;» «Φυσικά», είπα ψυχρά. «Πάντως, να ξέρετε πως αυτό που κάνω είναι ολότελα αντικανονικό». «Είσαστε τέλειος, και δεν θα το ξεχάσω. Ελάτε. Δεν μπορούν να μας δουν απ’ το σπίτι, δεν είν’ έτσι;» «Ένα λεπτό». Σταμάτησα την ανυπόμονη προέλαση της. «Δεν θα σας εμποδίσω αν θέλετε πραγματικά να μπείτε μέσα. Αλλά

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

79 _

θέλετε; Είδατε τον τάφο και την περιοχή και ακούσατε όλες τις λεπτομέρειες της υποθέσεως. Δεν σας φθάνει; Αυτό θα ’ναι φριχτό και... δυσάρεστο». Με κοίταξε για μια στιγμή με μια έκφραση που δεν μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Ύστερα γέλασε. «Το κρίμα στο λαιμό μου», είπε. «Ελάτε». Φθάσαμε σιωπηλοί στην πόρτα του υπόστεγου. Την άνοιξα και περάσαμε μέσα. Πήγα προς το πτώμα και τράβηξα ευγενικά το σεντόνι όπως είχε κάνει ο Μπέξ το προηγούμενο απόγευμα. Η κοπέλα ανάπνευσε βαριά και γύρισα και την κοίταξα. Υπήρχε φρίκη στο πρόσωπό της τώρα και το κέφι της είχε ολότελα χαθεί. Δεν είχε θελήσει ν’ ακούσει τη συμβουλή μου, και τώρα δεχόταν την τιμωρία της γιατί τον αγνόησε. Ένοιωσα ολότελα άσπλαχνος. Τώρα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ως το τέλος. Γύρισα απαλά το πτώμα ανάποδα. «Βλέπετε», είπα. «Μαχαιρώθηκε πισώπλατα». Η φωνή της ήταν σχεδόν σβησμένη. «Με τι;» Έδειξα το γυάλινο δοχείο. «Μ’ εκείνο το εγχειρίδιο». Ξαφνικά η κοπέλα κύλησε και σωριάστηκε κάτω. Έτρεξα να την βοηθήσω. «Είσθε αδύνατη. Ελάτε έξω. Ήταν πάρα πολύ για σας». «Νερό», μουρμούρισε. «Γρήγορα. Νερό». Την άφησα κι έτρεξα στο σπίτι. Ευτυχώς καμιά απ’ τις υπηρέτριες δεν βρισκόταν εκεί και μπόρεσα να πάρω απαρατήρητος ένα ποτήρι νερό και να προσθέσω μερικές σταγόνες κονιάκ από ένα μπουκαλάκι που είχα στην τσέπη μου. Σε λίγα λεπτά ξαναγύρισα. Το κορίτσι ήταν ξαπλωμένο όπως το είχα αφήσει, άλλα μερικές σταγόνες απ’ το νερωμένο κονιάκ την ξαναζωντάνεψαν θαυμάσια. «Πάρτε με έξω από δω... ώ, γρήγορα, γρήγορα», φώναξε τρέμοντας. Υποστηρίζοντας την με το μπράτσο μου, την οδήγησα έξω στον αέρα, κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ύστερά

80

AGATHA _ CHRISTIE

πήρε μια βαθιά ανάσα. «Τώρα είμαι καλύτερα. Ω, ήταν φριχτό! Γιατί μ’ αφήσατε να μπω μέσα;» Ένοιωσα πως η αντίδρασή της ήταν τόσο γυναικεία που δεν μπόρεσα να συγκρατήσω ένα χαμόγελο. Από μέσα μου, δεν ήμουν δυσαρεστημένος απ’ την κατάρρευση της. Απόδειχνε πως δεν ήταν τόσο άκαρδη όσο την είχα νομίσει. Στο κάτω κάτω ήταν σχεδόν παιδί, και η περιέργεια της ίσως να ’ταν απερίσκεπτη. «Έκανα ό,τι μπορούσα για να σας εμποδίσω και το ξέρετε», είπα ευγενικά. «Φαντάζομαι πως ναι. Λοιπόν, αντίο». «Ακούστε, δεν μπορείτε να φύγετε έτσι... ολομόναχη. Δεν είστε σε θέση. Επιμένω να σας συνοδέψω πίσω στο Μερλινβίλλ». «Ανοησίες. Είμαι πολύ καλά τώρα». «Κι αν νοιώσετε ξανά αδυναμία; Όχι, θα ’ρθω μαζί σας». Αλλά αντιστάθηκε πολύ ενεργητικά. Πάντως στο τέλος κατάφερα να μου επιτρέπει να την συνοδέψω ως τα περίχωρα της πόλης. Ξαναπήραμε τον προηγούμενο δρόμο μας, περνώντας ξανά απ’ τον τάφο και βγαίνοντας υστέρα στο δρόμο. Όταν άρχισε η πρώτη σειρά των μαγαζιών, σταμάτησε κι άπλωσε το χέρι της. «Αντίο και σας ευχαριστώ που ήρθατε μαζί μου». «Είσθε σίγουρη πως είσαστε εντάξει τώρα;» «Ναι, ευχαριστώ. Ελπίζω πως δεν θα βρείτε τον μπελά σας που με ξεναγήσατε». Απόρριψα αυτή την ιδέα. «Λοιπόν, αντίο». «Ωρεβουάρ», διόρθωσα. «Αν μείνετε εδώ θα ξανασυναντηθούμε». Μου χαμογέλασε. «Σωστά. Ωρεβουάρ λοιπόν». «Μια στιγμή, δεν μου ’πατε τη διεύθυνσή σας». «Ω, μένω στο ξενοδοχείο του Φάρου. Είναι μικρό αλλά αρκετά καλό. Ελάτε να με δείτε αύριο».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

81 _

«Θα ’ρθω», είπα, με ίσως άχρηστη βιασύνη. Την κοίταξα καθώς απομακρυνόταν κι υστέρα έστριψα και ξαναπήρα το δρόμο προς τη βίλα. Θυμήθηκα πως δεν είχα κλειδώσει την πόρτα του υπόστεγου. Ευτυχώς κανείς δεν είχε προσέξει την παράλειψή μου και κλειδώνοντας έβγαλα το κλειδί και το ξανάδωσα στον αστυφύλακα. Και, καθώς το ’κανα, θυμήθηκα ξαφνικά πως αν κι η Σταχτοπούτα μου είχε δώσει τη διεύθυνσή της δεν ήξερα ακόμα τ’ όνομά της.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ Μια ψυχολογική ένδειξη Στο σαλόνι βρήκα τον ανακριτή να ανακρίνει τον γέρο κηπουρό, τον Αύγουστο. Ο Πουαρό κι ο επιθεωρητής, που βρίσκονταν εκεί, με χαιρέτησαν ο ένας μ’ ένα χαμόγελο κι ο άλλος με μια ευγενική υπόκλιση. Γλίστρησα αθόρυβα σε μια καρέκλα. Ο κύριος Ωτέ ήταν εξαιρετικά ευσυνείδητος κι επίμονος αλλά δεν κατάφερε να βγάλει τίποτα σημαντικό. Ο Αύγουστος παραδέχθηκε πως τα γάντια του κηπουρού ήταν δικά του. Τα φορούσε όταν περιποιόταν ένα ορισμένο φυτό που ήταν δηλητηριώδες για μερικούς ανθρώπους. Δεν μπορούσε να πει πότε τα είχε φορέσει για τελευταία φορά. Ασφαλώς δεν τα ’χε χάσει. Που τα φύλαγε; Άλλοτε εδώ κι άλλοτε εκεί. Συνήθως το φτυάρι βρισκόταν στο μικρό υπόστεγο των εργαλείων. Ήταν κλειδωμένο; Φυσικά ήταν κλειδωμένο. Που φύλαγαν το κλειδί; Μα φυσικά ήταν πάνω στην πόρτα. Δεν υπήρχε τίποτα πολύτιμο για να κλέψει κανείς. Ποιος θα περίμενε μια συμμορία ληστών η δολοφόνων; Τέτοια πράγματα δεν συνέβαιναν στον καιρό της κυρίας Υποκόμισσας. Όταν ο κύριος Ωτέ είπε πως τέλειωσε μαζί του, ο γέρος αποσύρθηκε μουρμουρίζοντας. Καθώς θυμήθηκα το τεράστιο ενδιαφέρον του Πουαρό για τις πατημασιές στα παρτέρια, τον κοίταξα επίμονα καθώς κατέθετε. ’Η δεν είχε καμία σχέση με το έγκλημα, ή ήταν φτασμένος ηθοποιός. Ξαφνικά, καθώς έβγαινε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

83 _

απ’ την πόρτα, μου ήρθε μια ιδέα. «Συγνώμη, κύριε Ωτέ», φώναξα, «Θα μου επιτρέψετε να του κάνω μια ερώτηση;» «Μα βέβαια, κύριε». Παίρνοντας θάρρος, γύρισα στον Αύγουστο. «Που φυλάς τις μπότες σου;» «Στα πόδια μου», γρύλλισε ο γέρος. «Που αλλού;» «Μα όταν κοιμάσαι τη νύχτα;» «Κάτω απ’ το κρεβάτι μου». «Μα ποιος τις καθαρίζει;» «Κανείς. Γιατί να καθαριστούν; Μήπως κάνω περιπάτους σαν κανένας νεαρός; Τις Κυριακές φοράω τις Κυριακάτικες μου μπότες, άλλα τις άλλες μέρες...». Σήκωσε τους ώμους του. Κούνησα το κεφάλι, αποθαρρημένος κι άφησα το γέρο να τραβήξει για τις δουλειές του. «Λοιπόν, λοιπόν», είπε ο ανακριτής, «δεν προχωράμε πολύ καλά. Χωρίς αμφιβολία δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα ώσπου να πάρουμε την τηλεγραφική απάντηση απ’ το Σαντιάγκο. Είδε κανείς τον Ζιρώ; Είναι πραγματικά πολύ αγενής! Θα στείλω να τον φωνάξουν και...». «Δεν θα χρειασθεί να στείλετε μακριά». Η ήρεμη φωνή μας κατέπληξε. Ο Ζιρώ στεκόταν έξω κοιτάζοντας απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Πήδηξε ανάλαφρα μέσα στο δωμάτιο και προχώρησε στο τραπέζι. «Εδώ είμαι, στις διαταγές σας. Παρακαλώ, συγχωρέστε με που δεν εμφανίσθηκα νωρίτερα». «Τίποτα, τίποτα», είπε μάλλον συγχυσμένος ο ανακριτής. «Φυσικά είμαι ένας απλός ντετέκτιβ», συνέχισε ο άλλος. «Δεν ξέρω τίποτα από ανακρίσεις. Αν έκανα μια ανάκριση δεν θα την έκανα μ’ ανοιχτό παράθυρο. Όποιος στέκεται έξω μπορεί εύκολα ν’ ακούσει τι γίνεται. Αλλά δεν πειράζει». Ο κύριος Ωτέ κοκκίνισε θυμωμένος. Ασφαλώς δεν θα υπήρχε μεγάλη αγάπη ανάμεσα στον ανακριτή και στον ντετέκτιβ που

84

AGATHA _ CHRISTIE

είχε αναλάβει την υπόθεση. Είχαν αντιπαθήσει ο ένας τον άλλο απ’ την αρχή. ’Ίσως να μην είχε σημασία όμως. Για τον Ζιρώ όλοι οι ανακριτές ήταν ανόητοι και για τον κύριο Ωτέ, που έπαιρνε τον εαυτό του στα σοβαρά, ο ανέμελος τρόπος του Παρισινού ντετέκτιβ δεν θα μπορούσε να μην τον προσβάλει. «Έ, λοιπόν, κύριε Ζιρώ», είπε μάλλον έντονα ο ανακριτής. «Χωρίς αμφιβολία εκμεταλλευθήκατε θαυμάσια τον χρόνο σας! Έχετε τα ονόματα των δολοφόνων, δεν είν’ έτσι; Και ξέρετε ασφαλώς ακριβώς που βρίσκονται τώρα». ’Απτόητος απ’ την ειρωνεία του, ο κύριος Ζιρώ απάντησε: «Τουλάχιστον ξέρω από που ήρθαν». Ο Ζιρώ έβγαλε δυο μικροαντικείμενα απ’ την τσέπη του και τ' ακούμπησε στο τραπέζι. Μαζευτήκαμε γύρω του. Τα αντικείμενα ήταν πολύ απλά: μια γόπα από τσιγάρο κι ένα σβησμένο σπίρτο. Ο ντετέκτιβ στράφηκε στον Πουαρό. «Τι βλέπετε;» ρώτησε. Υπήρχε κάτι το σχεδόν αγενές στον τόνο της φωνής του. Τα μάγουλά μου κοκκίνισαν. ’Αλλά ο Πουαρό έμεινε ατάραχος. Σήκωσε τους ώμους του. «Μια γόπα από τσιγάρο κι ένα σπίρτο». «Και τι σας λέει αυτό;» Ο Πουαρό τέντωσε τα χέρια του. «Δεν μου λέει τίποτα». «Αχ!» είπε ευχαριστημένος ο Ζιρώ. «δεν μελετήσατε αυτά τα πράγματα. Αυτό το σπίρτο δεν είναι συνηθισμένο — τουλάχιστον σ’ αυτή τη χώρα. Είναι αρκετά συνηθισμένο στην Νότιο Αμερική. Ευτυχώς δεν έχει αναφτεί. Ίσως να μην μπορούσα να το αναγνωρίσω αλλιώς. Είναι φανερό πως ένας απ’ τους άνδρες πέταξε το τσιγάρο του κι άναψε ένα άλλο, πετώντας ένα σπίρτο απ’ το κουτί». «Και το άλλο σπίρτο;» ρώτησε ο Πουαρό. «Ποιο σπίρτο;» «Το σπίρτο με το όποιο άναψε το τσιγάρο του. Το βρήκατε κι αυτό;» «’Όχι».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

85 _

«’Ίσως δεν ψάξατε πολύ καλά». «Δεν έψαξα καλά...». Για μια στιγμή φαινόταν πως ο ντετέκτιβ θ’ άφηνε το θυμό του να ξεσπάσει, άλλα με μια προσπάθεια συγκρατήθηκε. «Βλέπω πως σας αρέσουν τ’ αστεία, κύριε Πουαρό. Πάντως, και χωρίς το σπίρτο, η γόπα είναι αρκετή. Είναι νοτιοαμερικάνικο τσιγάρο με ειδικό τσιγαρόχαρτο». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι. Ο επιθεωρητής μίλησε: «Ίσως η γόπα και το σπίρτο ν’ ανήκαν στον κύριο Ρενώ. Θυμηθείτε πως είναι μόνο δυο χρόνια που γύρισε απ’ τη Νότιο ’Αμερική». «Όχι», απάντησε μ’ αυτοπεποίθηση ο άλλος. «Έψαξα κιόλας τα πράγματα του κυρίου Ρενώ. Τα τσιγάρα που κάπνιζε και τα σπίρτα που χρησιμοποιούσε είναι διαφορετικά». «Δεν το βρίσκετε παράξενο», ρώτησε ο Πουαρό, «που αυτοί οι ξένοι ήρθαν εδώ χωρίς όπλο, γάντια και φτυάρι και βρήκαν τόσο εύκολα όλα αυτά τα πράγματα;» 0 Ζιρώ χαμογέλασε με ανωτερότητα. «Ασφαλώς είναι παράξενο. Πραγματικά, χωρίς τη θεωρία που υποστηρίζω, θα ’ταν ανεξήγητο». «Αχά!» είπε ο κύριος Ωτέ. «Ένας συνένοχος μέσα στο σπίτι!» «’Η έξω», είπε ο Ζιρώ μ’ ένα παράξενο χαμόγελο. «Μα κάποιος πρέπει να τους άνοιξε. Δεν μπορούμε να φαντασθούμε πως από μια άνευ προηγουμένου καλοτυχία, θα ’βρισκαν την πόρτα ανοιχτή για να μπουν μέσα». «Η πόρτα άνοιξε για να μπουν, άλλα θα μπορούσε το ίδιο εύκολα ν’ ανοιχθεί κι απ’ έξω, από κάποιον που είχε κλειδί». «Μα ποιος είχε κλειδί;» Ο Ζιρώ σήκωσε τους ώμους του. «Όσο γι’ αυτό, κανείς απ’ όσους έχουν δεν θα το παραδεχθεί αν μπορεί να το αποφύγει. Αλλά αρκετοί άνθρωποι μπορούσαν να έχουν κλειδί. Π.χ. ο κύριος Τζακ Ρενώ, ο γιός. Είναι αλήθεια πως βρίσκεται στο δρόμο προς τη Νότιο Αμερική άλλα μπορεί να ’χασε το κλειδί ή να του το ‘κλεψαν. Ύστερα είναι ο κηπουρός... έχει δουλέψει πολλά χρόνια εδώ. Μια απ’ τις

86

AGATHA _ CHRISTIE

νεότερες υπηρέτριες μπορεί να ’χει εραστή. Είναι εύκολο να πάρεις το αποτύπωμα ενός κλειδιού και να φτιάξεις αντικλείδι. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Ύστερα υπάρχει κι ένα άλλο πρόσωπο που, κατά τη γνώμη μου, είναι πολύ πιθανόν να ’χει κλειδί». «Ποιο;» «Η κυρία Ντωμπρέιγ», είπε ο ντετέκτιβ. «Έ, έ!» είπε ο ανακριτής. «Ώστε ακούσατε γι’ αυτό, έ;» «Ακούω τα πάντα», είπε ατάραχος ο Ζιρώ. «Υπάρχει κάτι που θα μπορούσα να ορκισθώ πως δεν το ακούσατε», είπε ο κύριος Ωτέ, ενθουσιασμένος που μπορούσε να δείξει ανώτερη γνώση και χωρίς περιστροφές διηγήθηκε την ιστορία της μυστηριώδους επισκέπτριας της περασμένης νύχτας. Ανέφερε ακόμα την επιταγή που είχε εκδοθεί στ’ όνομα «Ντουβήν» και τελικά έδωσε στον Ζιρώ το γράμμα με την υπογραφή «Μπέλλα». «Όλα αυτά είναι πολύ ενδιαφέροντα. Αλλά η θεωρία μου παραμένει αναλλοίωτη». «Και ποια είναι η θεωρία σας;» «Προτιμώ να μην την, πω για την ώρα. Σκεφθείτε πως τώρα μόλις αρχίζω τις έρευνες μου». «Πέστε μου κάτι, κύριε Ζιρώ», είπε ξαφνικά ο Πουαρό. «Η θεωρία σας λέει πως η πόρτα ανοίχθηκε. Δεν εξηγεί γιατί έμεινε ανοιχτή. Όταν έφυγαν, δεν θα ’ταν φυσικό να την κλείσουν πίσω τους; Αν ένας αστυφύλακας ερχόταν τυχαία στο σπίτι, όπως γίνεται καμιά φορά, για να δει αν όλα πήγαιναν καλά, ίσως να τους ανακάλυπτε και να τους συλλάμβανε σχεδόν αμέσως». «Μπα! Το ξέχασαν. Σας εγγυώμαι πως ήταν λάθος τους». Τότε, για μεγάλη μου έκπληξη, ο Πουαρό είπε σχεδόν τα ίδια λόγια που είχε πει το περασμένο βράδυ στον Μπέξ: «Δεν συμφωνώ μαζί σας. Το ότι η πόρτα έμεινε ανοιχτή ήταν αποτέλεσμα σχεδίου ή ανάγκης, και όποια θεωρία δεν παραδέχεται αυτό το γεγονός μπορεί ν’ αποδειχθεί λανθασμένη».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

87 _

Κοιτάξαμε όλοι τον κοντό άνδρα με πολύ κατάπληξη. Πίστευα πως η ομολογία άγνοιας που είχε αποσπάσει σχετικά με το σπίρτο θα τον ταπείνωνε, αλλά ήταν αυτάρεσκος όπως πάντα, καθώς έκανε επίθεση στον Ζιρώ χωρίς να τρέμει καθόλου. Ο ντετέκτιβ έστριψε το μουστάκι του, κοιτάζοντας τον φίλο μου κάπως ειρωνικά. «Δεν συμφωνείτε μαζί μου, έ; Λοιπόν, τι σας κάνει ιδιαίτερη εντύπωση στην υπόθεση; Πέστε μου την άποψη σας». «Κάτι μου φαίνεται σημαντικό. Πέστε μου, κύριε Ζιρώ, δεν σας φαίνεται τίποτα γνωστό σ’ αυτή την υπόθεση; Δεν σας θυμίζει τίποτα;» «Γνωστό; Να μου θυμίζει κάτι; Δεν μπορώ να πω αμέσως. Πάντως δεν νομίζω». «Κάνετε λάθος», είπε ήρεμα ο Πουαρό. «Έχει γίνει παλιότερα ένα ακριβώς όμοιο έγκλημα». «Πότε; Και που;» «Αχ, δυστυχώς δεν μπορώ να το θυμηθώ αυτή τη στιγμή, αλλά θα το θυμηθώ. Είχα ελπίσει πως θα μπορούσατε να με βοηθήσετε». Ο Ζιρώ κάγχασε δύσπιστα. «Υπήρχαν πολλές υποθέσεις με μασκοφόρους. Δεν μπορώ να τις θυμηθώ όλες με λεπτομέρειες. Όλα τα εγκλήματα μοιάζουν λίγο πολύ μεταξύ τους». «Υπάρχει όμως και το προσωπικό ύφος». Ο Πουαρό πήρε ξαφνικά το διδακτικό του ύφος και απευθύνθηκε σ’ όλους μας. «Σας μιλάω τώρα για την ψυχολογία του εγκλήματος. Ο κύριος Ζιρώ ξέρει αρκετά καλά πως κάθε εγκληματίας έχει την δική του μέθοδο, και πως η αστυνομία, όταν καλείται να κάνει έρευνες, ας πούμε, για μια υπόθεση διαρρήξεως, συχνά μπορεί να μαντέψει τον ένοχο, απλώς και μόνο απ’ τις ιδιαίτερες μεθόδους που χρησιμοποίησε. (Κι ο Τζαπ θα σου ’λεγε το ίδιο, Χάστιγκς). Ο άνθρωπος είναι ένα κοινότυπο ζώο. Κοινότυπο μέσα στα πλαίσια του νόμου στην καθημερινή του αξιοσέβαστη ζωή, κοινότυπο κι έξω απ’ το νόμο. Αν κάνει

88

AGATHA _ CHRISTIE

κάποιος ένα έγκλημα, όποιο άλλο έγκλημα κάνει μοιάζει πολύ μ’ αυτό. Ο Άγγλος δολοφόνος που ξεφορτωνόταν τις γυναίκες του πνίγοντας τις στο μπάνιο τους, είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση. Αν είχε αλλάξει μέθοδο, ίσως να μην τον είχαν ανακαλύψει μέχρι σήμερα. ’Αλλά υπάκουσε στους κοινούς νόμους της ανθρώπινης φύσης, με το επιχείρημα πως ό,τι πέτυχε μια φορά θα πετύχαινε ξανά, και πλήρωσε το τίμημα της ελλείψεως πρωτοτυπίας του». «Και τι σημαίνει αυτό;» είπε ειρωνικά ο Ζιρώ. «Πως όταν έχετε δυο εγκλήματα ακριβώς όμοια σε κατάστρωση και εκτέλεση, βρίσκετε τον ίδιο εγκέφαλο πίσω απ’ τα δυο εγκλήματα. Ψάχνω γι’ αυτόν τον εγκέφαλο, κύριε Ζιρώ, και θα τον βρω. Έχουμε εδώ μια αληθινή ένδειξη, μια ψυχολογική ένδειξη. Μπορείτε να ξέρετε τα πάντα για τις γόπες και τα σπίρτα, κύριε Ζιρώ, αλλά εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, γνωρίζω τον ανθρώπινο νου». Ο Ζιρώ έμεινε ιδιαίτερα απαθής. «Για να σας καθοδηγήσω», συνέχισε ο Πουαρό, «θα σας πω ακόμα ένα γεγονός που μπορεί να μην το προσέξατε. Το ρολόι της κυρίας Ρενώ, την επόμενη της τραγωδίας, πήγαινε δυο ώρες μπροστά». Ο Ζιρώ τον κοίταξε. «Ίσως πηγαίνει πάντα μπροστά». «Έτσι μου είπαν». «Πολύ καλά, λοιπόν». «Πάντως, δυο ώρες είναι πολύ», είπε μαλακά ο Πουαρό. «Ύστερα είναι και το θέμα των πατημασιών στο παρτέρι». ’Έδειξε με το κεφάλι του το ανοιχτό παράθυρο. Ο Ζιρώ έκανε δυο βήματα βιαστικά και κοίταξε έξω. «Μα δεν βλέπω πατημασιές». «Όχι», είπε ο Πουαρό ταχτοποιώντας ένα σωρό από βιβλία πάνω σ’ ένα τραπέζι. «Δεν υπάρχουν». Για μια στιγμή μια σχεδόν δολοφονική λύσσα σκοτείνιασε το πρόσωπο του Ζιρώ. Έκανε δυο βήματα προς το μέρος του βασανιστή του, άλλα τη στιγμή εκείνη η πόρτα του σαλονιού

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

89 _

άνοιξε και ο Μαρσώ ανάγγειλε: «Ο κύριος Στόνορ, ο γραμματέας, μόλις έφθασε απ’ την ’Αγγλία. Μπορεί να περάσει;»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Τα δάκρυα μιας γυναίκας... Ο άνδρας που μπήκε τώρα στο δωμάτιο ήταν εντυπωσιακός. Πολύ ψηλός με καλοκαμωμένο, αθλητικό σώμα και πολύ μαυρισμένο πρόσωπο και λαιμό, κυριαρχούσε στη συντροφιά. Ακόμα κι ο Ζιρώ φαινόταν αναιμικός δίπλα του. Όταν τον γνώρισα καλύτερα κατάλαβα πως ο Γκάμπριελ Στόνορ ήταν μάλλον ασυνήθιστη προσωπικότητα. Άγγλος από καταγωγή, είχε γυρίσει όλο τον κόσμο. Είχε κυνηγήσει στην Αφρική, ταξίδεψε στην Κορέα, έμεινε σε ράντσο στην Καλιφόρνια και έκανε εμπόριο στα νησιά των Νότιων θαλασσών. Το αλάνθαστο μάτι του εντόπισε τον κύριο Ωτέ. «Ο ανακριτής που έχει αναλάβει την υπόθεση; Χαίρομαι που σας γνωρίζω, κύριε. Φριχτή δουλειά. Πως είναι η κυρία Ρενώ; Το αντιμετωπίζει καλά; Πρέπει να ’ταν φοβερό σοκ γι’ αυτήν». «Φριχτό, φριχτό», είπε ο κύριος Ωτέ. «Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον κύριο Μπέξ, τον επιθεωρητή της αστυνομίας μας, τον κύριο Ζιρώ της Ασφαλείας. Αυτός ο κύριος είναι ο Ηρακλής Πουαρό. Ο κύριος Ρενώ τον κάλεσε αλλά έφθασε πολύ αργά για να εμποδίσει την τραγωδία. Ένας φίλος του κυρίου Πουαρό, ο Λοχαγός Χάστιγκς». Ο Στόνορ κοίταξε με κάποιο ενδιαφέρον τον Πουαρό. «Σας κάλεσε;» «Δεν ξέρατε, λοιπόν, πως ο κύριος Ρενώ σκεφτόταν να

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

91 _

καλέσει έναν ντετέκτιβ;» είπε ο κύριος Μπέξ. «Όχι, δεν το ’ξερα. Αλλά δεν απορώ καθόλου». «Γιατί;» «Γιατί ο γέρος ήταν τρομοκρατημένος. Δεν ξέρω γιατί. Δεν μου το εμπιστεύθηκε. Δεν τα πηγαίναμε τόσο καλά. Αλλά ήταν τρομοκρατημένος... και πολύ μάλιστα». «Χμ!» είπε ο κύριος Ωτέ. «Αλλά δεν έχετε καμιά ιδέα για το λόγο;» «Αυτό είπα, κύριε». «Με συγχωρείτε, κύριε Στόνορ, άλλα πρέπει ν’ αρχίσουμε με μερικές τυπικές ερωτήσεις. Πως λέγεσθε;» «Γκάμπριελ Στόνορ». «Πριν πόσο καιρό γίνατε γραμματεύς του κυρίου Ρενώ;» «Πριν δυο χρόνια περίπου, όταν ήρθε από τη Νότιο Αμερική. Τον γνώρισα μέσω ενός κοινού φίλου και μου πρόσφερε τη θέση. Ήταν καταπληκτικά καλός εργοδότης». «Σας μίλησε πολύ για τη ζωή του στη Νότιο ’Αμερική;» «Ναι, αρκετά». «Ξέρετε αν ήταν ποτέ στο Σαντιάγκο;» «Νομίζω πολλές φορές». «Δεν σας ανέφερε ποτέ κανένα ιδιαίτερο επεισόδιο που συνέβη εκεί, κάτι που να μπορούσε να προκαλέσει μια βεντέτα εναντίον του;» «Ποτέ». «Μίλησε για κανένα μυστικό που είχε μάθει όταν έμενε εκεί;» «Όχι, απ’ όσο θυμάμαι. Αλλά υπήρχε κάποιο μυστήριο γύρω του. Π.χ. ποτέ δεν άκουσα να μιλάει για τα παιδικά του χρόνια η για κανένα γεγονός πριν την άφιξή του στη Νότιο Αμερική. Πιστεύω πως ήταν Γαλλοκαναδικής καταγωγής, άλλα ποτέ δεν τον άκουσα να μιλάει για τη ζωή του στον Καναδά. Αν ήθελε, ήταν βουβός σαν τάφος». «Ώστε, απ’ ό,τι ξέρετε, δεν είχε εχθρούς και δεν μπορείτε να μας πείτε τίποτα για κάποιο μυστικό που θα μπορούσε να δολοφονηθεί γιατί το είχε στην κατοχή του». «Μάλιστα».

92

AGATHA _ CHRISTIE

«Κύριε Στόνορ, ακούσατε ποτέ τ’ όνομα Ντουβήν σχετικά με τον κύριο Ρενώ;» «Ντουβήν, Ντουβήν». Επανέλαβε σκεφτικά τ’ όνομα. «Δεν νομίζω. Κι όμως φαίνεται γνωστό». «Ξέρετε μια κυρία, φίλη του κυρίου Ρενώ, που το μικρό της όνομα είναι Μπέλλα;» Και πάλι ο κύριος Στόνορ κούνησε το κεφάλι του. «Μπέλλα Ντουβήν; Αυτό είναι ολόκληρο το όνομα; Παράξενο. Είμαι σίγουρος πως το ξέρω. Αλλά για την ώρα δεν μπορώ να θυμηθώ που το έχω ακούσει». Ο ανακριτής έβηξε. «Καταλαβαίνετε, κύριε Στόνορ, το πράγμα είναι έτσι. Δεν πρέπει να έχετε επιφυλάξεις. Ίσως, από φροντίδα για την κυρία Ρενώ, που, απ’ ό,τι καταλαβαίνω, νοιώθετε μεγάλη εκτίμηση και συμπάθεια γι’ αυτήν... να... πράγματι!» είπε ο κύριος Ωτέ, μάλλον συνεπαρμένος απ’ τη φράση του, «δεν πρέπει να έχετε καμία απολύτως επιφύλαξη». Ο Στόνορ τον κοίταξε, μ’ ένα φως στα μάτια του που έδειχνε πως άρχιζε να καταλαβαίνει. «Δεν σας καταλαβαίνω πολύ καλά», είπε ευγενικά. «Τι σχέση έχει η κυρία Ρενώ; Νοιώθω πολύ μεγάλο σεβασμό και συμπάθεια γι’ αυτή την κυρία. Είναι θαυμάσιος και ασυνήθιστος τύπος άλλα δεν μπορώ να καταλάβω τι σχέση έχουν μαζί της οι επιφυλάξεις μου;» «Δεν θα είχαν καμία σχέση αν αποδεικνυόταν πως αυτή η Μπέλλα Ντουβήν ήταν κάτι παραπάνω από φίλη για τον άνδρα της;» «Α!» είπε ο Στόνορ. «Τώρα σας καταλαβαίνω. Αλλά θα στοιχημάτιζα και το τελευταίο μου δολάριο πως κάνετε λάθος. Ο γέρος δεν κοίταζε ποτέ του γυναίκες. Λάτρευε τη γυναίκα του. Ήταν το πιο αφοσιωμένο ζευγάρι που ξέρω». Ο κύριος Ωτέ κούνησε ευγενικά το κεφάλι. «Κύριε Στόνορ, έχουμε αποδείξεις... ένα ερωτικό γράμμα γραμμένο απ’ αυτήν την Μπέλλα στον κύριο Ρενώ, που τον

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

93 _

κατηγορεί πως την βαρέθηκε. Επίσης, έχουμε αποδείξεις πως, την εποχή του θανάτου του, είχε σχέσεις με μια γαλλίδα, την κυρία Ντωμπρέιγ, που είχε νοικιάσει τη διπλανή βίλλα». Τα μάτια του γραμματέα στένεψαν. «Περιμένετε, κύριε. Πήρατε λάθος δρόμο. Ήξερα τον Πωλ Ρενώ. Αυτά που λέτε είναι τελείως απίθανα. Υπάρχει κάποια άλλη εξήγηση». Ο ανακριτής σήκωσε τους ώμους. «Τι άλλη εξήγηση θα μπορούσε να υπάρχει;» «Τι σας κάνει να πιστεύετε πως ήταν ερωτοδουλειά;» «Η κυρία Ντωμπρέιγ συνήθιζε να τον επισκέπτεται εδώ τα βράδια. Επίσης, από τότε που ο κύριος Ρενώ ήρθε στη Βίλλα Ζενεβιέβ, η κυρία Ντωμπρέιγ κατάθεσε μεγάλα ποσά σε χαρτονομίσματα στην τράπεζα. Το ποσό ανέρχεται συνολικά σε τέσσερις χιλιάδες εγγλέζικες λίρες». «Σωστά», είπε ήρεμα ο Στόνορ. «Του μετεβίβαζα αυτά τα ποσά σε χαρτονομίσματα όταν μου το ζητούσε. Αλλά δεν ήταν ερωτοδουλειά». «Τι άλλο θα μπορούσε να είναι;» «Εκβιασμός», είπε έντονα ο Στόνορ, χτυπώντας το χέρι του πάνω στο τραπέζι. «Αυτό ήταν». «Ά!», φώναξε ο ανακριτής, επηρεασμένες χωρίς να το θέλει. «’Εκβιασμός», επανέλαβε ο Στόνορ. «Ρουφούσε το αίμα του γέρου... και για καλά, μάλιστα. Τέσσερις χιλιάδες σε δυο μήνες. Σας είπα πως υπήρχε κάποιο μυστήριο σχετικά με τον Ρενώ. Είναι φανερό πως η κυρία Ντωμπρέιγ ήξερε αρκετά για να τον εκβιάζει». «Είναι πιθανόν», φώναξε ενθουσιασμένος ο επιθεωρητής. «Ασφαλώς είναι πιθανόν». «Πιθανόν;» βρυχήθηκε ο Στόνορ. «Είναι σίγουρο. Πέστε μου, ρωτήσατε την κυρία Ρενώ γι’ αυτήν την δήθεν ερωτοδουλειά;»; «Όχι, κύριε. Δεν θέλαμε να την στενοχωρήσουμε αν μπορούσαμε να το αποφύγουμε». «Να την στενοχωρήσετε; Θα σας γελούσε κατάμουτρα. Σας

94

AGATHA _ CHRISTIE

λέω, ο Ρενώ κι εκείνη ήταν σπάνιο ζευγάρι». «Α, αυτό μου θυμίζει κάτι άλλο», είπε ο κύριος Ωτέ. «Σας εμπιστεύθηκε ο κύριος Ρενώ τους ορούς της διαθήκης του;» «Τα ξέρω όλα. Εγώ την πήγα στους δικηγόρους του όταν την έφτιαξε. Μπορώ να σας δώσω το όνομα των δικηγόρων του αν θέλετε να την δείτε. Την έχουν εκεί. Είναι πολύ απλή. Τα μισά χρήματα στη γυναίκα του εφ’ όρου ζωής και τ’ άλλα μισά στο γιό του. Λίγα κληροδοτήματα. Νομίζω πως μου άφησε χίλιες λίρες». «Πότε έγινε αυτή η διαθήκη;» «Ω, πριν ενάμιση χρόνο περίπου». «Θα νοιώθατε μεγάλη έκπληξη, κύριε Στόνορ, αν μαθαίνατε πως ο κύριος Ρενώ έφτιαξε μια άλλη διαθήκη, πριν από λιγότερο από δεκαπέντε μέρες;» Ήταν φανερό πως ο κύριος Στόνορ ένοιωσε πολύ μεγάλη έκπληξη. «Δεν είχα ιδέα. Τι γράφει;» «Αφήνει ολόκληρη την τεράστια περιουσία του χωρίς κανένα όρο, στη γυναίκα του. Δεν αναφέρει καθόλου το γιό του». Ο κύριος Στόνορ έβγαλε ένα παρατεταμένο σφύριγμα. «Νομίζω πως είναι μάλλον σκληρό για το μικρό. Η μητέρα του τον λατρεύει, φυσικά, αλλά για τον κόσμο φαίνεται μάλλον σαν έλλειψη εμπιστοσύνης εκ μέρους του πατέρα του. Θα πληγωθεί η περηφάνεια του. Κι όμως, όλα αυτά αποδεικνύουν αυτό που σας είπα, πως ο Ρενώ και η γυναίκα του τα πήγαιναν θαυμάσια». «Σωστά, σωστά», είπε ο κύριος Ωτέ. «Πιθανόν να χρειασθεί ν’ αναθεωρήσουμε τις ιδέες μας σχετικά με αρκετά σημεία. Φυσικά, τηλεγραφήσαμε στο Σαντιάγκο και περιμένουμε όπου να ’ναι απάντηση από κει. Κατά πάσα πιθανότητα, όλα θα ξεκαθαρισθούν τότε. Απ’ την άλλη μεριά, αν η υπόθεση σας σχετικά με τον εκβιασμό είναι αληθινή, η κυρία Ντωμπρέιγ πρέπει να μπορέσει να μας δώσει πολύτιμες πληροφορίες». Ο Πουαρό έκανε μια παρατήρηση: «Κύριε Στόνορ, ο άγγλος σοφέρ, ο Μάστερς, ήταν πολύ καιρό

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

95 _

με τον κύριο Ρενώ;» «Πάνω από ένα χρόνο». «Ξέρετε αν ήταν ποτέ στη Νότιο Αμερική;» «Είμαι αρκετά σίγουρος πως δεν ήταν. Πριν έρθει στον κύριο Ρενώ ήταν για πολλά χρόνια σε κάτι ανθρώπους στο Γκλόστερσάιρ που τους ξέρω καλά». «Μπορείτε να εγγυηθείτε πως είναι υπεράνω υποψίας;» «Απόλυτα». Ο Πουαρό φάνηκε κάπως απογοητευμένος. Στο μεταξύ, ο ανακριτής είχε καλέσει τον Μαρσώ. «Τα σέβη μου στην κυρία Ρενώ, και θα χαρώ να της μιλήσω για λίγα λεπτά. Παρακάλεσε την να μην ενοχληθεί. Θα την επισκεφθώ επάνω». Ο Μαρσώ χαιρέτισε κι εξαφανίσθηκε. Περιμέναμε λίγα λεπτά κι ύστερα, προς μεγάλη μας έκπληξη, η πόρτα άνοιξε κι η κυρία Ρενώ, θανάσιμα χλομή μέσα στο βαρύ της πένθος, μπήκε στο δωμάτιο. Ο κύριος Ωτέ, έφερε μια καρέκλα, διαμαρτυρόμενος έντονα, κι εκείνη τον ευχαρίστησε μ’ ένα χαμόγελο. Ο Στόνορ κρατούσε το χέρι της στο δικό του μ’ εύγλωττη συμπάθεια. Ήταν φανερό πως δεν έβρισκε λόγια να της πει. Η κυρία Ρενώ στράφηκε στον κύριο Ωτέ. «Θέλετε να με ρωτήσετε τίποτα;» «Με την άδεια σας, κυρία μου. Καταλαβαίνω πως ο άνδρας σας ήταν γαλλοκαναδικής καταγωγής. Μπορείτε να μου πείτε τίποτε για τα νιάτα του η για τα παιδικά του χρόνια;» Κούνησε το κεφάλι της. «Ο σύζυγός μου δεν μιλούσε ποτέ πολύ για τον εαυτό του, κύριε, ξέρω πως καταγόταν απ’ τα βορειοδυτικά, αλλά φαντάζομαι πως τα παιδικά του χρόνια ήταν δυστυχισμένα, γιατί ποτέ δεν θέλησε να μιλήσει για κείνη την εποχή. Η ζωή μας στρεφόταν ολόκληρη στο παρόν και το μέλλον». «Υπήρχε κανένα μυστήριο στην περασμένη του ζωή;» Η κυρία Ρενώ χαμογέλασε λίγο και κούνησε το κεφάλι της. «Είμαι σίγουρη πως δεν υπήρχε τίποτα τόσο ρομαντικό,

96

AGATHA _ CHRISTIE

κύριε». Κι ο κύριος Ωτέ χαμογέλασε. «Πράγματι, δεν πρέπει να γινόμαστε μελοδραματικοί. Υπάρχει κάτι ακόμα...». Δίστασε. Ο Στόνορ μπήκε στη μέση: «Έχουν μια απίθανη ιδέα στο κεφάλι τους, κυρία Ρενώ. Φαντάζονται πως ο κύριος Ρενώ είχε σχέσεις με την κυρία Ντωμπρέιγ που, όπως φαίνεται, μένει εδώ δίπλα». Τα μάγουλα της κυρίας Ρενώ κοκκίνισαν. Σήκωσε το κεφάλι, ύστερα δάγκωσε το χείλι της ενώ το πρόσωπό της έτρεμε. Ο Στόνορ την κοίταζε κατάπληκτος, αλλά ο κύριος Μπέξ έσκυψε μπροστά και είπε ευγενικά: «Λυπούμαστε που σας προκαλούμε πόνο, κυρία, αλλά έχετε λόγους να πιστεύετε πως η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν ερωμένη του συζύγου σας;» Μ’ ένα λυγμό αγωνίας, η κυρία Ρενώ έκρυψε το πρόσωπο της στα χέρι της. Οι ώμοι της έτρεμαν σπασμωδικά. Τελικά σήκωσε το κεφάλι της κι είπε με σπασμένη φωνή: «Μπορεί να ήταν». Ποτέ στη ζωή μου δεν είδα τίποτα παρόμοιο με την έκφραση απορίας στο πρόσωπο του Στόνορ. Είχε μείνει ολότελα άναυδος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ Ο Χάστιγκς σε δύσκολη θέση... Δεν ξέρω τι εξέλιξη θα είχε η συζήτηση, γιατί τη στιγμή εκείνη η πόρτα άνοιξε βίαια και ένας ψηλός νέος μπήκε στο δωμάτιο. Μόνο για μια στιγμή είχα το παράξενο συναίσθημα πως ο νεκρός είχε αναστηθεί. Ύστερα κατάλαβα πως αυτά τα σκούρα μαλλιά δεν είχαν γκρίζες τρίχες και πως αυτός που μπήκε τόσο ξαφνικά ανάμεσα μας ήταν ένα παιδί. Πήγε κατ’ ευθείαν στην κυρία Ρενώ χωρίς να προσέξει την παρουσία των άλλων. «Μητέρα!» «Τζακ!» Με μια κραυγή τον πήρε στην αγκαλιά της. «Αγαπημένε μου! Μα τι σε φέρνει εδώ; Θα ξεκινούσες με το Ανζόρα απ’ το Χερβούργο πριν δυο μέρες». Ύστερά, θυμούμενη ξαφνικά την παρουσία των άλλων, στράφηκε με αξιοπρέπεια προς το μέρος τους: «Ο γιός μου, κύριοι». «Αχά!», είπε ο κύριος Ωτέ, απαντώντας στην υπόκλιση του νέου. «Ώστε δεν φύγατε με το Ανζόρα;» «Όχι, κύριε. Όπως ετοιμαζόμουν να σας εξηγήσω, το Ανζόρα καθυστέρησε εικοσιτέσσερις ώρες από μια βλάβη στη μηχανή, θα ξεκινούσα χθες τη νύχτα αντί για προχθές, αλλά, καθώς αγόρασα μια βραδινή εφημερίδα, είδα μια περιγραφή του... της φοβερής τραγωδίας που μας βρήκε...». Η φωνή του έσπασε και

98

AGATHA _ CHRISTIE

τα δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του. «Ο καημένος ο πατέρας μου, τι τύχη που είχε». Κοιτάζοντας τον σαν να ονειρευόταν, η κυρία Ρενώ επανέλαβε: «Ώστε δεν έφυγες;» Κι ύστερα, με μια χειρονομία απέραντης κούρασης, μουρμούρισε σαν να μιλούσε στον εαυτό της: «Στο κάτω κάτω της γραφής δεν έχει σημασία... τώρα». «Καθήστε, κύριε Ρενώ, σας παρακαλώ», είπε ο κύριος Ωτέ δείχνοντας μια καρέκλα. «Νοιώθω βαθιά συμπάθεια για σας. Πρέπει να ’ταν φοβερό σοκ για σας να μάθετε τα νέα μ’ αυτό τον τρόπο. Πάντως, είναι ευτύχημα που δεν φύγατε. Ελπίζω πως θα μπορέσετε να μας δώσετε τις πληροφορίες που χρειαζόμαστε για να ξεκαθαρίσουμε το μυστήριο». «Είμαι στη διάθεσή σας, κύριε. Ρωτήστε με ό,τι θέλετε». «Για ν’ αρχίσουμε, αναλάβατε αυτό το ταξίδι γιατί σας το ζήτησε ο πατέρας σας;» «Μάλιστα, κύριε. Πήρα ένα τηλεγράφημα που με διέταζε να πάω χωρίς καθυστέρηση στο Μπουένος Άιρες κι από κει μέσω των Άνδεων στο Βαλπαραΐζο και στο Σαντιάγκο». «Α! Κι ο σκοπός αυτού του ταξιδιού;» «Δεν έχω ιδέα». «Τι;» «Όχι. Βλέπετε, να το τηλεγράφημα». Ο ανακριτής το πήρε και το διάβασε δυνατά. «Πήγαινε αμέσως Χερβούργο, αποβιβάσου Ανζόρα, »αναχώρηση απόψε Μπουένος Άιρες. Τελικός προορισμός Σαντιάγκο. Περισσότερες οδηγίες θα σε περιμένουν στο Μπουένος Άιρες. Μην αμελήσεις. Το θέμα έχει τεράστια σημασία. ΡΕΝΩ». «Και δεν είχατε προηγούμενη αλληλογραφία πάνω σ’ αυτό;» Ο Τζακ Ρενώ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτό είναι το μόνο που ξέρω. Ήξερα, φυσικά, πως ο πατέρας μου, που είχε ζήσει τόσο καιρό εκεί έξω, είχε αναγκαστικά πολλά συμφέροντα στη Νότιο Αμερική. Αλλά ποτέ

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

99 _

δεν είχε πει πως θα μ’ έστελνε εκεί». «Φυσικά, έχετε μείνει πολύ καιρό στη Νότιο Αμερική, κύριε Ρενώ». «Ήμουν εκεί όταν ήμουν παιδί. Αλλά σπούδασα στην Αγγλία, και περνούσα τις περισσότερες διακοπές μου εκεί κι έτσι ξέρω στην πραγματικότητα πολύ λιγότερα για τη Νότιο Αμερική απ’ ό,τι θα μπορούσε να υποθέσει κανείς. Καταλαβαίνετε, ο πόλεμος ξέσπασε όταν ήμουν δεκαεφτά χρόνων». «Υπηρετήσατε στην Αγγλική Αεροπορία, δεν είναι;» «Μάλιστα, κύριε». Ο κύριος Ωτέ κούνησε το κεφάλι του και προχώρησε στις ερωτήσεις του ακολουθώντας τις γραμμές που ήταν τώρα γνωστές. Απαντώντας, ο Τζακ Ρενώ δήλωσε αποφασιστικά πως δεν ήξερε τίποτα για καμία έχθρα που μπορεί να είχε δημιουργήσει ο πατέρας του στην πόλη του Σαντιάγκο η αλλού στην νοτιοαμερικανική ήπειρο, πως δεν είχε προσέξει τελευταία καμία αλλαγή στη συμπεριφορά του πατέρα του, και πως ποτέ δεν τον είχε ακούσει ν’ αναφέρει κανένα μυστικό, θεωρούσε πως η αποστολή του στη Νότιο Αμερική συνδεόταν μ’ επαγγελματικά συμφέροντα. Καθώς ο κύριος Ωτέ σταμάτησε για μια στιγμή, ακούσαμε την ήρεμη φωνή του Ζιρώ: «Θα ’θελα να κάνω μερικές ερωτήσεις, κύριε ανακριτά». «Ασφαλώς, κύριε Ζιρώ, αν θέλετε», είπε ψυχρά ο ανακριτής. Ο Ζιρώ έφερε την καρέκλα του λίγο πιο κοντά στο τραπέζι. «Είχατε καλές σχέσεις με τον πατέρα σας, κύριε Ρενώ;» «Ασφαλώς», απάντησε υπεροπτικά ο νέος. «Το βεβαιώνετε θετικά;» «Ναι». «Δεν είχατε μικροκαυγαδάκια, έ;» Ο Τζακ σήκωσε τους ώμους. «Όλοι μπορούν να ’χουν μια διαφορά κάπου κάπου». «Βέβαια, βέβαια. Αλλά, αν βεβαίωνε κανείς πως είχατε έναν άγριο καυγά με τον πατέρα σας την παραμονή της αναχώρησης σας για το Παρίσι, θα ’λεγε χωρίς αμφιβολία ψέματα;»

100

AGATHA _ CHRISTIE

Δεν μπορούσα να μην θαυμάζω την εξυπνάδα του Ζιρώ. Η καυχησιά του πως ήξερε τα πάντα δεν ήταν κούφια. Ήταν φανερό πως ο Τζακ Ρενώ στενοχωρήθηκε απ’ την ερώτηση. «Είχαμε... είχαμε μια συζήτηση», παραδέχθηκε. «Α, μια συζήτηση! Σ’ αυτή τη συζήτηση, χρησιμοποιήσατε τη φράση: "Όταν πεθάνεις θα μπορώ να κάνω ό,τι θέλω;”» «Μπορεί», μουρμούρισε ο άλλος. «δεν ξέρω». «Απαντώντας σ’ αυτό είπε ο πατέρας σας: "Μα δεν πέθανα ακόμα!”; Κι εσείς απαντήσατε: "Μακάρι να είχες πεθάνει!”» Το αγόρι δεν απάντησε. Τα χέρια του έπαιζαν νευρικά με τα πράγματα που υπήρχαν στο τραπέζι μπροστά του. «Πρέπει να σας ζητήσω ν’ απαντήσετε, κύριε Ρενώ», είπε έντονα ο Ζιρώ. Με ένα θυμωμένο επιφώνημα, το αγόρι έριξε ένα βαρύ χαρτοκόπτη στο πάτωμα. «Τι σημασία έχει; Μπορείτε να το μάθετε. Ναι, τσακώθηκα με τον πατέρα μου. Μπορώ να πω πως είπα όλα αυτά τα πράγματα... ήμουν τόσο θυμωμένος που δεν θυμάμαι καν τι είπα! Ήμουν έξαλλος... θα μπορούσα σχεδόν να τον σκοτώσω εκείνη τη στιγμή... εμπρός λοιπόν, επωφεληθείτε!». Έγειρε πίσω στην καρέκλα του, κατακόκκινος και προκλητικός. Ο Ζιρώ χαμογέλασε κι ύστερα, κάνοντας λίγο πίσω την καρέκλα του, είπε: «Αυτό είν’ όλο. Ασφαλώς θα προτιμούσατε να συνεχίσετε εσείς τις ερωτήσεις, κύριε Ωτέ». «Ά, ναι, ακριβώς», είπε ο κύριος Ωτέ. «Και ποιο ήταν το θέμα του καυγά σας;» «Αρνούμαι να σας το πω». Ο κύριος Ωτέ ανακάθισε στην καρέκλα του. «Κύριε Ρενώ, δεν επιτρέπεται να παίζετε με τη δικαιοσύνη!» φώναξε. «Ποιο ήταν το θέμα του καυγά;» Ο νεαρός Ρενώ έμεινε σιωπηλός, με το νεανικό του πρόσωπο θυμωμένο και συννεφιασμένο. Αλλά μια άλλη φωνή μίλησε τώρα, ατάραχη και ήρεμη, η φωνή του Ηρακλή Πουαρό: «Θα σας πληροφορήσω εγώ, αν θέλετε, κύριε».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

101 _

«Ξέρετε;» «Ασφαλώς ξέρω. Το θέμα του καυγά ήταν η δεσποινίς Μάρτ Ντωμπρέιγ». Ο Ρενώ αναπήδησε κατάπληκτος. Ο ανακριτής έσκυψε μπροστά. «Είναι αλήθεια, κύριε;» Ο Τζακ Ρενώ έσκυψε το κεφάλι. «Ναι», ομολόγησε. «Αγαπώ την δεσποινίδα Ντωμπρέιγ και θέλω να την παντρευτώ. Όταν πληροφόρησα τον πατέρα μου σχετικά, έγινε αμέσως έξαλλος. Φυσικά δεν ανεχόμουν ν’ ακούω να προσβάλουν την κοπέλα που αγαπούσα κι έχασα κι εγώ την ψυχραιμία μου». Ο κύριος Ωτέ κοίταξε την κυρία Ρενώ. «Γνωρίζατε αυτόν τον σύνδεσμο, κυρία μου;» «Τον φοβόμουν», απάντησε απλά εκείνη. «Μητέρα», φώναξε το αγόρι. «Κι εσύ! Η Μάρτ είναι καλή όσο κι όμορφη. Τι μπορεί να έχεις εναντίον της;» «Δεν έχω τίποτα εναντίον της δεσποινίδος Ντωμπρέιγ. ’Αλλά θα προτιμούσα να παντρευτείς Αγγλίδα, η, αν παντρευόσουν Γαλλίδα, όχι μια που έχει μια μητέρα αμφίβολης καταγωγής!» Η πίκρα της εναντίον της μεγαλύτερης γυναίκας φαινόταν καθαρά στη φωνή της, και καταλάβαινα καλά πως πρέπει να ’ταν σκληρό χτύπημα γι’ αυτήν όταν ο μοναδικός της γιος έδειχνε σημεία έρωτα για την κόρη της αντιζήλου της. Η κυρία Ρενώ συνέχισε, μιλώντας στον ανακριτή: «Ίσως να ‘πρεπε να μιλήσω στον άνδρα μου γι’ αυτό το θέμα, άλλα έλπιζα πως ήταν ένα απλό φλερτ που θα σβήνε αν δεν του δίναμε σημασία. Τώρα κατηγορώ τον εαυτό μου για τη σιωπή μου, αλλά, όπως σας είπα, ο άνδρας μου φαινόταν τόσο ανήσυχος και στενοχωρημένος, διαφορετικός απ’ τον συνηθισμένο του εαυτό, που μ’ ενδιέφερε κυρίως να μην τον στενοχωρήσω περισσότερο». Ο κύριος Ωτέ κατένευσε. «Όταν πληροφορήσατε τον πατέρα σας για τις προθέσεις σας σχετικά με την δεσποινίδα Ντωμπρέιγ», ρώτησε, «έδειξε

102

AGATHA _ CHRISTIE

έκπληξη;» «Φάνηκε εντελώς κατάπληκτος. Ύστερα με διέταξε να βγάλω κάθε τέτοια ιδέα απ’ το μυαλό μου. Ποτέ δεν θα ’δινε τη συγκατάθεση του για ένα τέτοιο γάμο. Απορημένος, ρώτησα τι είχε εναντίον της δεσποινίδος Ντωμπρέιγ. Δεν μπόρεσε να δώσει ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτό, αλλά μίλησε προσβλητικά για το μυστήριο που περιέβαλλε τη ζωή της μητέρας και της κόρης. Απάντησα πως παντρευόμουν την Μάρτ κι όχι τους προγόνους της αλλά μ’ έκανε να σωπάσω ουρλιάζοντας πως αρνιόταν να συζητήσει το θέμα. Έπρεπε να εγκαταλείψω αυτή την υπόθεση. Με ξετρέλανε η αδικία κι η αυταρχικότητα του... ιδιαίτερα μια και πάντα έκανε ό,τι μπορούσε για να φροντίζει τις Ντωμπρέιγ και πάντα πρότεινε να τις καλέσουμε στο σπίτι. Έχασα το νου μου και μαλώσαμε στα σοβαρά. Ο πατέρας μου μου θύμισε πως εξαρτιόμουν ολότελα από κείνον και απαντώντας σ’ αυτό πρέπει να είπα πως θα ’κανα ό,τι ήθελα μετά το θάνατο του...» Ο Πουαρό διέκοψε ρωτώντας γρήγορα: «Ξέρατε λοιπόν τους ορούς της διαθήκης του πατέρα σας;» «Ήξερα πως είχε αφήσει τη μισή του περιουσία σε μένα και την άλλη μισή στη μητέρα μου και μετά το θάνατο της σε μένα», απάντησε το αγόρι. «Συνεχίστε την ιστορία σας», είπε ο ανακριτής. «Ύστερα φωνάζαμε έξαλλοι ο ένας στον άλλο, ώσπου κατάλαβα ξαφνικά πως κινδύνευα να χάσω το τραίνο μου για το Παρίσι. Χρειάσθηκε να πάω τρέχοντας στο σταθμό, μανιασμένος ακόμα. Πάντως, μόλις απομακρύνθηκα, ηρέμησα. Έγραψα στην Μάρτ, λέγοντας της τι είχε συμβεί, κι η απάντησή της με κάλμαρε ακόμα περισσότερο. Μου τόνιζε πως έπρεπε να μείνουμε σταθεροί και πως οποιαδήποτε αντίδραση θα υποχωρούσε τελικά. Η αγάπη μας έπρεπε να δοκιμασθεί και ν’ αποδειχθεί, κι όταν οι γονείς μου θα καταλάβαιναν πως δεν ήταν επιπολαιότητα από μέρους μου, χωρίς αμφιβολία θα γίνονταν επιεικείς μαζί μας. Φυσικά, δεν της είχα αναφέρει τις κύριες αντιρρήσεις του πατέρα μου για το γάμο μας. Γρήγορα

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

103 _

είδα πως δεν θα ωφελούσα την υπόθεση μου με τη βία». «Για να περάσουμε σ’ ένα άλλο θέμα, σας είναι γνωστό τ’ όνομα Ντουβήν, κύριε Ρενώ;» «Ντουβήν;» είπε ο Τζακ. «Ντουβήν;» Έσκυψε μπροστά και μάζεψε αργά το χαρτοκόπτη που είχε πετάξει απ’ το τραπέζι. Καθώς σήκωνε το κεφάλι του τα μάτια του συνάντησαν τα μάτια του Ζιρώ που τον παρακολουθούσαν. «Όχι, δεν μπορώ να πω πως μου είναι γνωστό». «Θα διαβάσετε αυτό το γράμμα, κύριε Ρενώ; Και μπορείτε να μου πείτε αν έχετε ιδέα ποιο ήταν το άτομο που το απηύθυνε στον πατέρα σας;» Ο Τζακ Ρενώ πήρε το γράμμα και το διάβασε, ενώ το χρώμα έβαφε τα μάγουλά του. «Απευθυνόταν στον πατέρα μου;» Η συγκίνηση κι ο θυμός ήταν φανερός στη φωνή του. «Ναι. Το βρήκαμε στην τσέπη του παλτού του». «Μήπως...». Δίστασε, ρίχνοντας μια ανεπαίσθητη ματιά στη μητέρα του. Ο ανακριτής κατάλαβε. «Όχι ακόμα. Μπορείτε να μας δώσετε καμιά ένδειξη γι’ αυτόν που το έγραψε;» «Δεν έχω ιδέα». Ο κύριος Ωτέ αναστέναξε. «Πολύ μυστηριώδης υπόθεση. Υποθέτω πως μπορούμε ν’ αγνοήσουμε το γράμμα. Που είχαμε μείνει; Ω, το όπλο. Φοβάμαι, πως αυτό μπορεί να σας κάνει να πονέσετε, κύριε Ρενώ. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ήταν ένα δώρο από σας προς τη μητέρα σας. Πολύ θλιβερό... πολύ καταθλιπτικό». Ο Τζακ Ρενώ έσκυψε μπροστά. Το πρόσωπό του, που είχε κοκκινίσει στο διάστημα της ανάγνωσης του γράμματος, ήταν τώρα θανάσιμα χλωμό. «Εννοείτε... πως ο πατέρας μου σκοτώθηκε μ’ ένα χαρτοκόπτη φτιαγμένο από ένα κομμάτι μολυβένιο σωλήνα; Μα είναι αδύνατον! Ένα τόσο μικρό πράγμα!» «Αλλοίμονο, κύριε Ρενώ, είναι αλήθεια! Φοβάμαι πως ήταν

104

AGATHA _ CHRISTIE

ιδανικό όργανο. Αιχμηρό κι εύκολο στη χρήση». «Που είναι; Μπορώ να το δω; Είναι ακόμα μέσα στο... στο πτώμα;» «Ω, όχι, το ‘βγαλαν. Θέλετε να το δείτε; Για να βεβαιωθείτε; Ίσως να ’ταν καλό, αν και η κυρία το αναγνώρισε κιόλας. Κι όμως... κύριε Μπέξ, θα μπορούσα να σας βάλω στον κόπο;» «Ασφαλώς, θα το φέρω αμέσως». «Δεν θα ’ταν καλύτερα να οδηγήσετε τον κύριο Ρενώ στο υπόστεγο;» πρότεινε απαλά ο Ζιρώ. «Ασφαλώς θα ’θελε να δει το πτώμα του πατέρα του». Το αγόρι έκανε μια τρεμουλιαστή χειρονομία άρνησης, κι ο ανακριτής, πάντα έτοιμος να συγκρουσθεί με τον Ζιρώ όταν μπορούσε, απάντησε: «Μα όχι... όχι προς το παρόν. Ο κύριος Μπέξ θα ’χει την καλοσύνη να μας το φέρει εδώ». Ο επιθεωρητής βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Στόνορ πλησίασε τον Τζακ και του ‘σφιξε το χέρι. Ο Πουαρό είχε σηκωθεί και ταχτοποιούσε κάτι κηροπήγια που είχαν φανεί λίγο στραβά στο εξασκημένο του μάτι. Ο ανακριτής διάβαζε τη μυστηριώδη ερωτική επιστολή για μια τελευταία φορά, προσκολλημένος απελπισμένα στη θεωρία της ζήλειας και του μαχαιρώματος στην πλάτη. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ο επιθεωρητής όρμησε μέσα. «Κύριε Ανακριτά! Κύριε Ανακριτά!» «Ναι. Τι είναι;» «Το εγχειρίδιο! Εξαφανίσθηκε!» «Τι; Εξαφανίσθηκε;» «Χάθηκε. Εξαφανίσθηκε. Η γυάλινη κανάτα όπου το ‘χαμε βάλει είναι άδεια!» «Τι;» φώναξα. «Αδύνατον. Σήμερα το πρωί είδα...». Τα λόγια έσβησαν στα χείλη μου. Αλλά η προσοχή όλων που βρίσκονταν στο δωμάτιο είχε στραφεί σε μένα. «Τι λέτε;» φώναξε ο επιθεωρητής. «Σήμερα το πρωί;» «Το είδα εκεί σήμερα το πρωί», είπα αργά. «Για την ακρίβεια,

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

105 _

πριν από μιάμιση ώρα περίπου». «Πήγατε λοιπόν στο υπόστεγο; Πως πήρατε το κλειδί;» «Το ζήτησα απ’ τον αστυφύλακα». «Και πήγατε εκεί; Γιατί;» Δίστασα, αλλά τελικά αποφάσισα πως το μόνο που είχα να κάνω ήταν να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. «Κύριε Ωτέ», είπα, «διέπραξα ένα σοβαρό λάθος, για το όποιο πρέπει να ζητήσω την επιείκεια σας». «Συνεχίστε, κύριε». «Η αλήθεια είναι», είπα, ενώ ευχόμουν να βρισκόμουν οπουδήποτε άλλου, «πως συνάντησα μια νεαρή κυρία, γνωστή μου. Έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για να δει τα πάντα, κι εγώ... να, με λίγα λόγια, πήρα το κλειδί για να της δείξω το πτώμα». «Ά!», φώναξε θυμωμένος ο ανακριτής. «Μα κάνατε καλό μεγάλο λάθος, Λοχαγέ Χάστιγκς. Είναι αυτόχρημα αντικανονικό. Δεν θα ‘πρεπε να επιτρέψετε στον εαυτό σας αυτή την ανοησία». «Το ξέρω», είπα ταπεινά. «Ό,τι και να πείτε δεν θα ‘ναι υπερβολικά αυστηρό, κύριε». «Δεν καλέσατε αυτή την κυρία να ’ρθει εδώ;» «Ασφαλώς όχι. Την συνάντησα μάλλον τυχαία. Είναι μια Αγγλίδα που βρίσκεται στο Μερλινβίλλ, αν και δεν ήξερα ώσπου την συνάντησα απροσδόκητα». «Καλά, καλά», είπε ο ανακριτής μαλακώνοντας. «Ήταν πολύ αντικανονικό, αλλά η κυρία είναι ασφαλώς νέα και όμορφη. Τι είναι τα νιάτα!» Και αναστέναξε αισθηματικά. Αλλά ο επιθεωρητής, λιγότερο ρομαντικός και πιο πρακτικός, πήρε το λόγο: «Μα δεν ξανακλείσατε και δεν κλειδώσατε την πόρτα όταν φύγατε;» «Αυτό ακριβώς είναι», είπα αργά. «Γι’ αυτό κατηγορώ τόσο πολύ τον εαυτό μου. Η φίλη μου ταράχθηκε απ’ το θέαμα. Σχεδόν λιποθύμησε. Τής έφερα λίγο κονιάκ και νερό κι ύστερα επέμεινα να την συνοδέψω πίσω στην πόλη, Στην ταραχή μου

106

AGATHA _ CHRISTIE

ξέχασα να ξανακλειδώσω την πόρτα. Το ‘κανα μόνο όταν γύρισα στη Βίλα». «Τότε τουλάχιστον για είκοσι λεπτά...», είπε αργά ο επιθεωρητής. Σταμάτησε. «Ακριβώς», είπα. «Είκοσι λεπτά», είπε σκεπτικά ο επιθεωρητής. «Είναι λυπηρό», είπε ο κύριος Ωτέ, ενώ η αυστηρότητα του ξαναγύριζε. «Άνευ προηγουμένου». Ξαφνικά ακούστηκε μια άλλη φωνή. «Έτσι νομίζετε;» ρώτησε ο Ζιρώ. «Ασφαλώς». «Εγώ το βρίσκω θαυμάσιο». Αυτός ο απροσδόκητος σύμμαχος μ’ έκανε να τα χάσω. «Θαυμάσιο, κύριε Ζιρώ;» ρώτησε ο δικαστής, μελετώντας τον προσεκτικά με την άκρη του ματιού του. «Ακριβώς». «Και γιατί;» «Γιατί τώρα ξέρουμε πως ο δολοφόνος, ή ένας συνένοχος του δολοφόνου, βρισκόταν κοντά στη βίλα μόλις πριν μια ώρα. Θα ’ναι παράξενο, αν, ξέροντας το, δεν τον πιάσουμε γρήγορα». Υπήρχε ένας απειλητικός τόνος στη φωνή του. Συνέχισε: «Μπήκε σε μεγάλο κίνδυνο για να πάρει το εγχειρίδιο. Ίσως φοβόταν πως μπορούσαμε ν’ ανακαλύψουμε πάνω του δαχτυλικά αποτυπώματα». Ο Πουαρό στράφηκε στον Μπέξ. «Είπατε πως δεν υπήρχαν;» Ο Ζιρώ σήκωσε τους ώμους του. «Ίσως δεν ήταν σίγουρος». Ο Πουαρό τον κοίταξε. «Κάνετε λάθος, κύριε Ζιρώ. Ο δολοφόνος φορούσε γάντια. Άρα πρέπει να ήταν σίγουρος». «Δεν λέω πως ήταν ο ίδιος ο δολοφόνος. Μπορεί να ’ταν ένας συνένοχος που δεν το ‘ξερε». Ο γραμματέας του ανακριτή μάζεψε τα χαρτιά απ’ το τραπέζι. Ο κύριος Ωτέ μας μίλησε: «Η δουλειά μας εδώ τελείωσε. Ίσως να θέλετε ν’ ακούσετε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

107 _

την κατάθεση σας, κύριε Ρενώ. Έκανα σκόπιμα την ανάκριση όσο πιο ανεπίσημα μπορούσα. Έχουν πει πως οι μέθοδοι μου είναι πρωτότυπες, αλλά υποστηρίζω πως υπάρχουν άλλοι πιο πρωτότυποι από μένα. Η υπόθεση βρίσκεται τώρα στα έξυπνα χέρια του διάσημου κυρίου Ζιρώ. Ασφαλώς θα διακριθεί. Πραγματικά, απορώ που δεν έβαλε κιόλας στο χέρι τους δολοφόνους! Κυρία μου, επιτρέψτε μου να σας εκφράσω ξανά τη συμπάθειά μου. Κύριοι, εύχομαι σ’ όλους σας καλή μέρα». Και, συνοδευόμενος απ’ τον γραμματέα του και τον επιθεωρητή, έφυγε. Ο Πουαρό έβγαλε το τεράστιο ρολόι του και κοίταξε την ώρα. «Ας γυρίσουμε στο ξενοδοχείο για το γεύμα, φίλε μου», είπε. «Και θα μου διηγηθείς με λεπτομέρειες τις πρωινές σου αδιακρισίες. Κανείς δεν μας βλέπει. Δεν χρειάζεται ν’ αποχαιρετήσουμε». Βγήκαμε αθόρυβα απ’ το δωμάτιο. Ο ανακριτής μόλις είχε φύγει με το αυτοκίνητο του. Κατέβαινα τις σκάλες όταν με σταμάτησε η φωνή του Πουαρό: «Μια στιγμή, φίλε μου». Έβγαλε επιδέξια το μέτρο του και άρχισε να μετράει με μεγάλη σοβαρότητα το παλτό που κρεμόταν στο χολ, απ’ το κολλάρο ως το στρίφωμα. Δεν το είχα δει να κρέμεται εκεί πριν και μάντεψα πως άνηκε ή στον κύριο Στόνορ ή στον Τζακ Ρενώ. Έπειτα, μ’ ένα ευχαριστημένο γρύλλισμα, ο Πουαρό ξανάβαλε το μέτρο στην τσέπη του και με ακολούθησε έξω.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ Ο Πουαρό ξεκαθαρίζει ορισμένα σημεία «Γιατί μέτρησες εκείνο το παλτό;» ρώτησα με κάποια περιέργεια καθώς κατηφορίζαμε αργά τον ζεστό άσπρο δρόμο. «Μα για να δω πόσο μακρύ ήταν», απάντησε ατάραχα ο φίλος μου. Ενοχλήθηκα. Η αθεράπευτη συνήθεια του Πουαρό να κάνει το τίποτα να φαίνεται μυστήριο, ποτέ δεν έπαυε να μ' ενοχλεί. Σώπασα κι ακολούθησα τις δικές μου σκέψεις. Αν και δεν τα είχα προσέξει ιδιαίτερα όταν ειπώθηκαν, ορισμένα λόγια που είχε απευθύνει η κυρία Ρενώ στο γιό της μου ξανάρθαν τώρα, με μια καινούργια σημασία. «Ώστε δεν έφυγες;» είχε πει, κι υστέρα είχε προσθέσει; «Στο κάτω - κάτω, δεν έχει σημασία... τώρα». Τι εννοούσε μ’ αυτό; Τα λόγια αυτά ήταν αινιγματικά, σημαντικά. Μήπως ήξερε περισσότερα απ’ ό,τι νομίζαμε; Είχε αρνηθεί κάθε γνώση σχετικά με την μυστηριώδη αποστολή που είχε αναθέσει ο άνδρας της στο γιό ταυ. Αλλά μήπως στην πραγματικότητα ήξερε περισσότερα απ’ όσα ισχυριζόταν; Μήπως μπορούσε να μας διαφωτίσει, αν ήθελε, κι η σιωπή της ήταν μέρος ενός προσεκτικά καταστρωμένου και προσχεδιασμένου σχεδίου; Όσο περισσότερο το σκεπτόμουν, τόσο περισσότερο πειθόμουν πως είχα δίκιο. Η κυρία Ρενώ ήξερε περισσότερα απ’ όσα ήθελε να πει. Στην έκπληξη που ένοιωσε βλέποντας το γιό

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

109 _

της, είχε προδοθεί για μια στιγμή. Ήμουν σίγουρος πως ήξερε, αν όχι τους δολοφόνους, τουλάχιστον το κίνητρο της δολοφονίας. Αλλά ορισμένοι πολύ δυνατοί δισταγμοί πρέπει να την είχαν κρατήσει σιωπηλή. «Σκέπτεσαι βαθιά, φίλε μου», παρατήρησε ο Πουαρό, διακόπτοντας τους στοχασμούς μου. «Τι σε απασχολεί τόσο πολύ;» Τού το είπα, σίγουρος για το δίκιο μου, αν και περίμενα πως θα γελοιοποιούσε τίς υποψίες μου. Αλλά για μεγάλη μου έκπληξη κατένευσε σκεπτικά. «Έχεις δίκιο, Χάστιγκς. Απ’ την αρχή ήμουν σίγουρος πως κάτι έκρυβε. Στην αρχή την υποψιάσθηκα, αν όχι πως ενέπνευσε, τουλάχιστον πως ανέχθηκε το έγκλημα». «Την υποψιάσθηκες;» φώναξα. «Μα βέβαια. Επωφελείται υπερβολικά... στην πραγματικότητα, μ’ αυτή την καινούργια διαθήκη, είναι η μόνη που επωφελείται. Έτσι, απ’ την αρχή τράβηξε την προσοχή μου. Μπορεί να πρόσεξες πως βιάστηκα να εξετάσω τους καρπούς των χεριών της. Ήθελα να δω αν μπορούσε να είχε δεθεί και φιμωθεί μόνη της. Ε, λοιπόν, είδα αμέσως πως δεν υπήρχε απάτη, τα σχοινιά είχαν σφιχθεί τόσο ώστε να κόψουν το δέρμα. Αυτό απόκλεισε την πιθανότητα να έχει κάνει μόνη της το έγκλημα. Αλλά ήταν ακόμα πιθανόν να συνεργασθεί η να ’ταν ο ηθικός αυτουργός με κάποιο συνένοχο. Επιπλέον, η ιστορία, όπως την είπε, μου ήταν ιδιαίτερα γνωστή οι μασκοφόροι που δεν μπορούσε ν’ αναγνωρίσει, το «μυστικό» που ανέφερε— όλα αυτά τα είχα ξανακούσει η ξαναδιαβάσει. Μια άλλη μικρολεπτομέρεια ενίσχυσε την πεποίθηση μου πως δεν έλεγε την αλήθεια. Το ρολόι, Χάστιγκς, το ρολόι!» Πάλι το ρολόι! Ο Πουαρό με κοίταζε με περιέργεια. «Βλέπεις φίλε μου; Καταλαβαίνεις;» «Όχι», απάντησα με κάπως κακή διάθεση. «Ούτε βλέπω, ούτε καταλαβαίνω. Δημιουργείς όλα αυτά τα αναθεματισμένα μυστήρια κι είναι ανώφελο να σου ζητήσω να τα εξηγήσεις. Πάντα σ’ αρέσει να κρύβεις ένα ατού στο μανίκι σου για την

110

AGATHA _ CHRISTIE

τελευταία στιγμή». «Μη θυμώνεις, φίλε μου», είπε ο Πουαρό μ’ ένα χαμόγελο. «Θα σου εξηγήσω, αν θέλεις. Αλλά, φυσικά, ούτε λέξη στον Ζιρώ! Με μεταχειρίζεται σαν ασήμαντο γεροντάκι ! Θα δούμε! Με κοινή δικαιοσύνη του ‘δωσα ένα στοιχείο. Αν δεν θελήσει να το ακολουθήσει, είναι δική του δουλειά». Βεβαίωσα τον Πουαρό ότι μπορούσε να βασίζεται στη διακριτικότητα μου. «Έ, λοιπόν! "Ας χρησιμοποιήσουμε τα μικρά μας φαιά κύτταρα. Πες μου, φίλε μου, τι ώρα έγινε κατά τη γνώμη σου η τραγωδία;» «Μα γύρω στις δύο», είπα κατάπληκτος, «Θυμάμαι πως η κυρία Ρενώ μας είπε πως άκουσε το ρολόι να χτυπάει ενώ οι άνδρες βρίσκονταν στο δωμάτιο». «Ακριβώς, και βάσει αυτού, εσύ, ο ανακριτής, ο Μπέξ κι όλοι οι άλλοι, δέχεσθε το χρόνο χωρίς συζήτηση. Αλλά εγώ, ο Ηρακλής Πουαρό, λέω πως η κυρία Ρενώ είπε ψέματα. Το έγκλημα έγινε τουλάχιστον δυο ώρες νωρίτερα». «Μα οι γιατροί...». ; «Δήλωσαν, αφού εξέτασαν το πτώμα, πως ο θάνατος είχε επέλθει εφτά ως δέκα ώρες νωρίτερα. Φίλε μου, για κάποιο λόγο ήταν απαραίτητο να φαίνεται πως το έγκλημα έγινε αργότερα απ’ ό,τι έγινε στην πραγματικότητα. Έχεις ακούσει ποτέ για ένα σπασμένο ρολόι που δείχνει την ακριβή ώρα ενός εγκλήματος; Για να μην βασισθεί ο χρόνος μόνο στη μαρτυρία της κυρίας Ρενώ, κάποιος προχώρησε τους δείχτες του ρολογιού στις δύο η ώρα, κι ύστερα το ‘ριξε με δύναμη στο έδαφος. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, κατάστρεψαν τον ίδιο το σκοπό τους. Το γυαλί έσπασε, αλλά ο μηχανισμός του ρολογιού έμεινε απείραχτος. Ήταν μια καταστροφική μανούβρα εκ μέρους τους, γιατί τράβηξε αμέσως την προσοχή μου σε δυο σημεία: πρώτον πως η κυρία Ρενώ έλεγε ψέματα και δεύτερον πως πρέπει να υπάρχει κάποιος ζωτικός λόγος για την καθυστέρηση του χρόνου». «Μα τι λόγος θα μπορούσε να υπάρχει;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

111 _

«Α, αυτό είναι το θέμα! Εκεί βρίσκεται όλο το μυστήριο. Μέχρι τώρα δεν μπορώ να το εξηγήσω. Υπάρχει μόνο μια ιδέα που μου φαίνεται πως έχει μια πιθανή σχέση». «Και ποια είναι;» «Το τελευταίο τραίνο έφυγε απ’ το Μέρλινβιλλ στις δώδεκα και δεκαεπτά». Παρακολούθησα αργά το συλλογισμό του και είπα: «Έτσι, αν το έγκλημα φαίνεται πως έγινε κάπου δυο ώρες αργότερα, όποιος έφευγε μ’ αυτό το τραίνο, θα ’χε ακλόνητο άλλοθι!» «Θαυμάσια, Χάστιγκς! Το βρήκες!» Αναπήδησα. «Μα πρέπει να ρωτήσουμε στο σταθμό! Ασφαλώς δεν μπορεί να μην πρόσεξαν δυο ξένους που έφυγαν μ’ εκείνο το τραίνο. Πρέπει να πάμε εκεί αμέσως!» «Νομίζεις, Χάστιγκς!» «Φυσικά. Ας πάμε εκεί τώρα». Ο Πουαρό περιόρισε τον ενθουσιασμό μου αγγίζοντας με ελαφρά στο μπράτσο. «Πήγαινε αν θέλεις, φίλε μου, αλλά αν πας, μη ζητήσεις λεπτομέρειες για τους δυο ξένους». Τον κοίταξα απορημένος κι είπα μάλλον ανυπόμονα: «Ω λα λα, δεν πιστεύεις σ’ όλη αυτή τη φάρσα βέβαια. Τούς μασκοφόρους κι όλο αυτό το παραμύθι!» Τα λόγια του με κατέπληξαν τόσο πολύ, που δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω. Συνέχισε ήρεμα: «Μ’ άκουσες να λέω στον Ζιρώ πως όλες οι λεπτομέρειες του εγκλήματος μου ήταν γνωστές, δεν ειν’ έτσι; Ε, λοιπόν, αυτό προϋποθέτει δύο πράγματα: ή πως ο εγκέφαλος που σχεδίασε το πρώτο έγκλημα σχεδίασε κι αυτό, ή η περιγραφή μιας περίφημης υποθέσεως έμεινε ασυναίσθητα στη μνήμη του δολοφόνου μας και υπαγόρεψε τις λεπτομέρειες. Θα μπορέσω να αποφασίσω οριστικά πάνω σ’ αυτό αφού...». Σταμάτησε. Γύριζα διάφορα θέματα στο μυαλό μου. «Αλλά το γράμμα του κυρίου Ρενώ; Αναφέρει ξεκάθαρα ένα μυστικό και το Σαντιάγκο!» «Ασφαλώς υπήρχε κάποιο μυστικό στη ζωή του κυρίου

112

AGATHA _ CHRISTIE

Ρενώ... κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει. Απ’ την άλλη μεριά, η λέξη Σαντιάγκο, είναι κατά τη γνώμη μου ένα δόλωμα που το βάζουν συνεχώς μπροστά μας για να μας παραπλανήσουν. Πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε μ τον ίδιο τρόπο και στον κύριο Ρενώ, για να τον εμποδίσει να κατευθύνει τις υποψίες του σε ένα πλησιέστερο σημείο. Ώ, να ’σαι σίγουρος, Χάστιγκς, πως ο κίνδυνος που τον απειλούσε δεν ήταν στο Σαντιάγκο, ήταν κοντά, στη Γαλλία». Μίλησε τόσο σοβαρά, και με τέτοια σιγουριά ώστε δεν μπόρεσα να μην πεισθώ. Αλλά δοκίμασα μια τελευταία αντίρρηση: «Και το σπίρτο και η γόπα που βρέθηκαν κοντά στο πτώμα; Τι λες γι’ αυτά;» Ένα φως ευχαρίστησης φώτισε το πρόσωπο του Πουαρό. «Τα ‘βαλαν επίτηδες για να τα βρει ο Ζιρώ ή κάποιος όμοιος του! Α, o Ζιρώ είναι έξυπνος, μπορεί να κάνει τα παιχνιδάκια του σαν καλό κυνηγόσκυλο. Γυρίζει πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του. Σύρθηκε μπρούμυτα ώρες ολόκληρες. «Δέστε τι βρήκα», λέει. Κι ύστερα σε μένα: «Τι βλέπετε εδώ;» Εγώ, απαντώ λέγοντας την καθαρή αλήθεια, «Τίποτα». Και ο Ζιρώ, ο μέγας Ζιρώ, γελάει και σκέπτεται. «Αυτός ο γέρος είναι ηλίθιος!» Αυτό θα το δούμε...». Αλλά το μυαλό μου είχε γυρίσει στα κύρια σημεία. «Ώστε όλη η ιστορία των μασκοφόρων...;» «Είναι ψεύτικη». «Τι έγινε πραγματικά;» Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του. «Ένα πρόσωπο θα μπορούσε να μας το πει η κυρία Ρενώ. Αλλά δεν θα μιλήσει. Δεν θα την συγκινούσαν οι απειλές κι οι ικεσίες. Αξιοπρόσεκτη γυναίκα, Χάστιγκς. Κατάλαβα μόλις την είδα πως είχα να κάνω με μια γυναίκα μ’ ασυνήθιστο χαρακτήρα. Όπως σου είπα, στην αρχή έτεινα να υποψιασθώ πως είχε σχέση με το έγκλημα. Ύστερα άλλαξα γνώμη». «Τι σ’ έκανε ν’ αλλάξεις γνώμη;» «Η αυθόρμητη και ειλικρινής λύπη της στη θέα του πτώματος του συζύγου της. Θα μπορούσα να ορκισθώ πως η

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

113 _

αγωνία στην κραυγή της ήταν πραγματική». «Ναι», είπα σκεπτικά, «δεν μπορεί κανείς να κάνει λάθος σ’ αυτά τα πράγματα». «Με συγχωρείς φίλε μου, πάντα μπορεί κανείς να κάνει λάθος. Κοίταξε μια μεγάλη ηθοποιό μήπως όταν παριστάνει ένα θλιμμένο άνθρωπο δεν σε παρασέρνει και δεν σ’ εντυπωσιάζει με την πραγματικότητα της; Όχι, όσο δυνατή κι αν ήταν η εντύπωση κι η πεποίθησή μου χρειαζόμουν κι άλλες μαρτυρίες πριν επιτρέψω στον εαυτό μου να μείνει ικανοποιημένος. Ο μεγάλος εγκληματίας μπορεί να είναι και μεγάλος ηθοποιός. Σ’ αυτή την περίπτωση βασίζω τη βεβαιότητα μου όχι μόνο στην εντύπωση μου, αλλά και στο αναντίρρητο γεγονός πως η κυρία Ρενώ λιποθύμησε. Γύρισα τα βλέφαρά της κι έπιασα το σφυγμό της. Δεν ήταν απάτη λιποθυμία ήταν πραγματική. Γι’ αυτό βεβαιώθηκα πως η αγωνία της ήταν πραγματική κι όχι προσποιητή. Εξ άλλου ένα μικρό σημείο χωρίς ενδιαφέρον είναι πως δεν χρειαζόταν να δείξει η κυρία Ρενώ ασυγκράτητο πόνο. Είχε ένα παροξυσμό μαθαίνοντας το θάνατο του συζύγου της και δεν ήταν ανάγκη να προσποιηθεί ακόμα ένα τόσο βίαιο παροξυσμό βλέποντας το πτώμα του. Όχι, η κυρία Ρενώ δεν ήταν η δολοφόνος του συζύγου της. Αλλά γιατί είπε ψέματα; Είπε ψέματα για το ρολόι, είπε ψέματα για τους μασκοφόρους, είπε ψέματα και για ένα τρίτο σημείο. Πες μου, Χάστιγκς, πως εξηγείς την ανοιχτή πόρτα;» «Μα», είπα μάλλον αμήχανα, «υποθέτω πως ήταν μια παράλειψη, ξέχασαν να την κλείσουν». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του κι αναστέναξε. «Αυτή είναι η εξήγηση του Ζιρώ. Δεν με ικανοποιεί. Υπάρχει ένα νόημα πίσω απ’ αυτή την ανοιχτή πόρτα που δεν μπορώ να το ανακαλύψω για την ώρα. Για ένα πράγμα είμαι μάλλον σίγουρος: δεν έφυγαν απ’ την πόρτα. Έφυγαν απ’ το παράθυρο». «Τι;» «Ακριβώς».

114

AGATHA _ CHRISTIE

«Μα δεν υπήρχαν πατημασιές στο παρτέρι από κάτω». «Όχι, κι έπρεπε να υπάρχουν. Άκουσε, Χάστιγκς: ο κηπουρός, ο Αύγουστος, όπως άκουσες να λέει, φύτεψε και τα δύο παρτέρια το προηγούμενο απόγευμα. Στο ένα υπάρχουν άφθονα αποτυπώματα απ’ τις μεγάλες του μπότες, στο άλλο καθόλου. Καταλαβαίνεις; Κάποιος είχε περάσει από κει, κάποιος που, για να σβήσει τις πατημασιές του, ίσιωσε την επιφάνεια του παρτεριού με μια τσουγκράνα». «Που βρήκαν την τσουγκράνα;» «Που βρήκαν το φτυάρι και τα γάντια του κηπουρού;» είπε ανυπόμονα ο Πουαρό. «δεν υπάρχει καμιά δυσκολία σ’ αυτό». «Τι σε κάνει να νομίζεις πως έφυγαν από κει; Είναι ασφαλώς πιθανότερο να μπήκαν απ’ το παράθυρο και να βγήκαν απ’ την πόρτα». «Φυσικά είναι πιθανόν. Κι όμως έχω μια έντονη ιδέα πως έφυγαν απ’ το παράθυρο». «Νομίζω πως κάνεις λάθος». «Ίσως, φίλε μου». Σκέφθηκα το νέο πεδίο σκέψεων που μου είχαν ανοίξει τα συμπεράσματα του Πουαρό. Θυμήθηκα την απορία μου για την μυστηριώδη κουβέντα του σχετικά με το παρτέρι και το ρολόι. Οι παρατηρήσεις του είχαν φανεί τόσο ασήμαντες εκείνη τη στιγμή και τώρα, για πρώτη φορά, κατάλαβα πόσο αξιοπρόσεκτα είχε ξεκαθαρίσει μεγάλο μέρος του μυστηρίου που περιέβαλλε την υπόθεση ξεκινώντας από μερικά μικροεπεισόδια. Εκτίμησα καθυστερημένα το φίλο μου. «Εν τω μεταξύ», είπα σκεπτικά, «αν και ξέρουμε πολύ περισσότερα από πριν, δεν βρισκόμαστε πιο κοντά στη λύση του μυστηρίου του ποιος σκότωσε τον κύριο Ρενώ». «Όχι», είπε χαρούμενα ο Πουαρό. «Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε πολύ μακρύτερα». Το γεγονός φαινόταν να του δίνει τόσο παράξενη ευχαρίστηση που τον κοίταξα απορημένος, Αντίκρυσε το βλέμμα μου και χαμογέλασε. Ξαφνικά το μυαλό μου φωτίσθηκε.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

115 _

«Πουαρό! Η κυρία Ρενώ ! Τώρα το βλέπω. Πρέπει να καλύπτει κάποιον». Απ’ την ηρεμία με την όποια ο Πουαρό δέχθηκε την παρατήρησή μου, κατάλαβα πως του είχε περάσει κιόλας αυτή η ιδέα. «Ναι», είπε σκεπτικά. «Καλύπτει κάποιον... η κρύβει κάποιον. Το ένα απ’ τα δύο». Ύστερα, καθώς μπαίναμε στο ξενοδοχείο μας, μου επέβαλε σιωπή μ’ ένα νόημα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΡΙΤΟ Το κακό βρίσκει το ταίρι του... Γευματίσαμε με εξαιρετική όρεξη. Για ένα διάστημα τρώγαμε σιωπηλά, κι ύστερα ο Πουαρό παρατήρησε με κακία: «Ε, λοιπόν! δεν θα μου διηγηθείς τις αδιακρισίες σου;» Ένοιωσα τον εαυτό μου να κοκκινίζει. «Ω, εννοείς σήμερα το πρωί;» Προσπάθησα να δώσω απόλυτη νωχέλεια στον τόνο της φωνής μου. Μα δεν τα ‘βγαζα πέρα με τον Πουαρό. Σέ πολύ λίγα λεπτά μου είχε ξεκολλήσει ολόκληρη την ιστορία, ενώ τα μάτια του έλαμπαν. «Να ‘μαστε! Μια πολύ ρομαντική ιστορία. Πως λένε αυτή τη χαριτωμένη σου νεαρή κυρία;» Αναγκάσθηκα να ομολογήσω πως δεν ήξερα. «Ακόμα πιο ρομαντικό! Η πρώτη συνάντηση στο τραίνο απ’ το Παρίσι, η δεύτερη εδώ. Το τέλος του ταξιδιού τελειώνει τους έρωτες, έτσι δεν λέει η παροιμία;» «Μην είσαι γάιδαρος, Πουαρό». «Χθες ήταν η δεσποινίς Ντωμπρέιγ, σήμερα είναι η δεσποινίς... Σταχτοπούτα. Ασφαλώς έχεις καρδιά Τούρκου, Χάστιγκς! Θα ‘πρεπε να ιδρύσεις χαρέμι!» «Μη μου κάνεις τον έξυπνο. Η δεσποινίς Ντωμπρέιγ είναι μια πολύ όμορφη κοπέλα, και την θαυμάζω πολύ, δεν με πειράζει να το παραδεχθώ. Η άλλη δεν είναι τίποτα, δεν νομίζω πως θα την

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

117 _

ξαναδώ». «Δεν θέλεις να ξαναδείς αυτή την κυρία;» Τα τελευταία του λόγια ήταν σχεδόν σαν ερώτηση κι ένοιωθα το έντονο βλέμμα που μου ‘ριξε. Και μπροστά στα μάτια μου, με πύρινα γράμματα, είδα τίς λέξεις «Ξενοδοχείο του Φάρου», κι άκουσα πάλι τη φωνή της να λέει, «Ελάτε να με επισκεφθείτε», και την βιαστική απάντηση μου «θα ’ρθω». Απάντησα αρκετά ανάλαφρα στον Πουαρό: «Μου ζήτησε να την επισκεφθώ, άλλα φυσικά δεν θα το κάνω». «Γιατί φυσικά;» «Δεν θέλω». «Μου είπες πως η δεσποινίς Σταχτοπούτα μένει στο Ξενοδοχείο της Αγγλίας;» «Όχι, στο ξενοδοχείο του Φάρου». «Σωστά, το ξέχασα». Για μια στιγμή ένοιωσα αμφιβολία. Ασφαλώς ποτέ δεν είχα αναφέρει ξενοδοχείο στον Πουαρό. Τον κοίταξα και καθησύχασα. Έκοβε το ψωμί του σε κύβους και ήταν ολότελα απορροφημένος απ’ τη δουλειά του. Πρέπει να είχε φαντασθεί πως του είχα πει που έμενε η κοπέλα. Ήπιαμε καφέ έξω βλέποντας τη θάλασσα. Ο Πουαρό κάπνισε ένα απ’ τα μικροσκοπικά του τσιγάρα, κι ύστερα πήρε το ρολόι του απ’ την τσέπη του. «Το τραίνο για το Παρίσι φεύγει στις 2 και 25», παρατήρησε. «Πρέπει να φεύγω». «Για το Παρίσι;» φώναξα. «Αυτό είπα, φίλε μου». «Πηγαίνεις στο Παρίσι; Μα γιατί;» Απάντησε πολύ σοβαρά: «Για να ψάξω για το δολοφόνο του κυρίου Ρενώ». «Νομίζεις πως βρίσκεται στο Παρίσι;» «Είμαι μάλλον σίγουρος πως δεν είναι. Πάντως, εκεί πρέπει να ψάξω γι’ αυτόν. Δεν καταλαβαίνεις, αλλά με τον καιρό θα σου τα εξηγήσω όλα. Πίστεψέ με, αυτό το ταξίδι στο Παρίσι είναι

118

AGATHA _ CHRISTIE

απαραίτητο. Δεν θα λείψω πολύ. Κατά πάσα πιθανότητα θα γυρίσω αύριο. Δεν σου προτείνω να με συνοδεύσεις. Μείνε εδώ και πρόσεχε τον Ζιρώ. Επίσης καλλιέργησε συντροφιά με τον κύριο Ρενώ υιό». «Μια που το θυμήθηκα», είπα, «ήθελα να σε ρωτήσω πως ήξερες γι’ αυτούς τους δυο». «Φίλε μου, ξέρω την ανθρώπινη φύση. Βάλε μαζί ένα αγόρι σαν τον νεαρό Ρενώ και μια όμορφη κοπέλα σαν τη δεσποινίδα Μάρτ και το αποτέλεσμα είναι σχεδόν αναπόφευκτο. Έπειτα, ο καυγάς! Ήταν για χρήματα ή για μια γυναίκα, και καθώς θυμήθηκα την περιγραφή που είχε κάνει η Λεονί για το θυμό του νεαρού, αποφάσισα πως ήταν το τελευταίο. Έτσι, έκανα την υπόθεσή μου, και είχα δίκιο». «Υποψιαζόσουν κιόλας πως αγαπούσε τον νεαρό Ρενώ ;» Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Οπωσδήποτε είδα πως είχε ανήσυχα μάτια. Έτσι σκέφτομαι πάντα την δεσποινίδα Ντωμπρέιγ, σαν το κορίτσι με τ’ ανήσυχα μάτια». Η φωνή του ήταν τόσο σοβαρή που μου ‘κανε άσχημη εντύπωση. «Τι εννοείς, Πουαρό;» «Φαντάζομαι, φίλε μου, πως θα το δούμε πολύ σύντομα. Άλλα πρέπει να φύγω». «Θα σε συνοδέψω ως το σταθμό», είπα και σηκώθηκα. «Δεν θα κάνεις τίποτα τέτοιο. Στο απαγορεύω». Ήταν τόσο επιτακτικός ώστε τον κοίταξα έκπληκτος. Κούνησε το κεφάλι του με έμφαση. «Μιλάω σοβαρά, φίλε μου. Αντίο». Ένοιωσα κάπως χαμένος όταν μ’ άφησε ο Πουαρό. Πήγα στην παραλία και κοίταξα τους λουόμενους, χωρίς να νοιώθω αρκετά ενεργητικός για να βουτήξω κι εγώ στο νερό. Είχα φαντασθεί πως η Σταχτοπούτα μπορεί να επιδείκνυε τον εαυτό της ανάμεσα τους με ένα θαυμάσιο κοστούμι, αλλά δεν είδα κανένα ίχνος της. Περπάτησα χωρίς σκοπό στην αμμουδιά προς την άλλη άκρη της πόλης, θυμήθηκα πως, στο κάτω κάτω, θα

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

119 _

’ταν ευγενικό από μέρους μου να ρωτήσω για την κοπέλα. Και θα μ’ έβγαζε από πολλούς μπελάδες, θα ξεμπέρδευα μ’ αυτό το ζήτημα. Δεν θα ’χα ανάγκη ν’ ασχοληθώ περισσότερο μαζί της. Αλλά αν δεν πήγαινα καθόλου, μπορεί να ερχόταν να με ζητήσει στη βίλλα. Έτσι, έφυγα απ’ την παραλία και πήγα προς το εσωτερικό της πόλης. Βρήκα σύντομα το Ξενοδοχείο του Φάρου, ένα ελάχιστα εντυπωσιακό κτίριο. Ήταν εξαιρετικά ενοχλητικό που δεν ήξερα το όνομά της και για να σώσω την αξιοπρέπεια μου αποφάσισα να μπω μέσα και να ρίξω μια ματιά. Ίσως να την έβρισκα στο σαλόνι. Μπήκα μέσα αλλά δεν την είδα. Περίμενα λίγο, ώσπου δεν μπορούσα να αντέξω άλλο. Πήρα παράμερα το θυρωρό και γλίστρησα πέντε φράγκα στο χέρι του. «Θέλω να δω μια κυρία που μένει εδώ. Μια νεαρή Αγγλίδα, κοντή και μελαχρινή. Δεν είμαι βέβαιος για το όνομα της». «Δεν υπάρχει εδώ καμιά τέτοια κυρία». «Μα μου είπε πως έμενε εδώ». «Ο κύριος πρέπει να έκανε λάθος, ή μάλλον η κυρία, γιατί κι ένας άλλος κύριος ήρθε και ρώτησε γι’ αυτήν». «Τι λέτε;» φώναξα κατάπληκτος. «Μα, ναι, κύριε. Ένας κύριος που την περιέγραψε ακριβώς όπως κι εσείς». «Πως ήταν;» «Ήταν κοντός, πολύ καλοντυμένος, πολύ προσεγμένος, πολύ άψογος, με πολύ στρωτό μουστάκι, κεφάλι με παράξενο σχήμα και πράσινα μάτια». Ο Πουαρό! Ώστε γι’ αυτό είχε αρνηθεί να τον συνοδέψω στο σταθμό. Τι αναίδεια! Θα ’θελα να μην ανακατεύεται στις δουλειές μου. Μήπως φανταζόταν πως είχα ανάγκη από νταντά; Αφού ευχαρίστησα τον άνθρωπο, έφυγα, κάπως αμήχανος και πολύ ενοχλημένος με τον περίεργο φίλο μου. Αλλά που ήταν η κοπέλα; Παραμέρισα την οργή μου και προσπάθησα να λύσω το μυστήριο. Ασφαλώς, από απροσεξία, μου είχε δώσει λάθος όνομα ξενοδοχείου. Ύστερα μου πέρασε μια άλλη ιδέα. Ήταν απροσεξία; Ή είχε σκόπιμα κρύψει τ’ όνομά της και μου είχε

120

AGATHA _ CHRISTIE

δώσει λάθος διεύθυνση; Όσο πιο πολύ το σκεπτόμουν, τόσο πιο σίγουρος ένοιωθα πως η τελευταία μου υπόθεση ήταν σωστή. Για κάποιο λόγο δεν ήθελε ν’ αφήσει τη γνωριμία μας να ωριμάσει σε φιλία. Και, αν και πριν μισή ώρα αυτή ακριβώς ήταν και η δική μου γνώμη, δεν μου άρεσε να βλέπω τους ορούς ν’ αντιστρέφονται. Όλη η υπόθεση ήταν πολύ δυσάρεστη, και πήγα στη βίλα Ζενεβιέβ με πολύ κακή διάθεση. Δεν πήγα στο σπίτι, άλλα ακολούθησα το μονοπάτι ως το παγκάκι δίπλα στο υπόστεγο και κάθισα εκεί αρκετά κατσουφιασμένος. Μ’ έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου ο ήχος φωνών που έρχονταν από κοντά. Σ’ ένα δυο δευτερόλεπτα κατάλαβα πως έρχονταν όχι απ’ τον κήπο όπου βρισκόμουν, άλλα απ’ τον γειτονικό κήπο της βίλλας Μαργκερίτ, και πως πλησίαζαν γρήγορα. Μιλούσε η φωνή μιας κοπέλας και αναγνώρισα τη φωνή της όμορφης Μάρτ. «Αγαπημένε μου», έλεγε, «είναι αλήθεια; Τέλειωσαν τα βάσανά μας;» «Το ξέρεις, Μάρτ», απάντησε ο Τζακ Ρενώ. «Τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει τώρα, αγαπημένη μου. Το τελευταίο εμπόδιο στην ένωση μας έφυγε. Τίποτα δεν μπορεί να σε πάρει από μένα». «Τίποτα;» μουρμούρισε το κορίτσι. «Ω, Τζακ, Τζακ... φοβάμαι». Ετοιμαζόμουν να φύγω, καταλαβαίνοντας πως κρυφάκουγα χωρίς να το θέλω. Καθώς σηκώθηκα, τους είδα από ένα άνοιγμα του φράκτη. Στέκονταν μαζί απέναντι μου κι ο άνδρας είχε αγκαλιάσει την κοπέλα, κοιτάζοντας την στα μάτια. Φαίνονταν υπέροχο ζευγάρι — το μελαχρινό, καλοκαμωμένο αγόρι και η ξανθή νεαρή θεά. Φαινόνταν πλασμένοι ο ένας για τον άλλο καθώς στέκονταν εκεί, ευτυχισμένοι παρά τη φοβερή τραγωδία που σκίαζε τις νεανικές τους ζωές. Αλλά το πρόσωπο της κοπέλας ήταν ανήσυχο, και ο Τζακ Ρενώ φάνηκε να το καταλαβαίνει, καθώς την έσφιγγε κοντά του και ρωτούσε:

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

121 _

«Μα τι φοβάσαι, αγάπη μου; Τι υπάρχει για να φοβάσαι... τώρα;» Κι ύστερα είδα το βλέμμα της, το βλέμμα για το οποίο είχε μιλήσει ο Πουαρό, καθώς μουρμούριζε τόσο σιγά ώστε σχεδόν μάντεψα τα λόγια: «Φοβάμαι... για σένα». Δεν άκουσα την απάντηση του νεαρού Ρενώ, γιατί η προσοχή μου αποσπάστηκε από ένα ασυνήθιστο φαινόμενο λίγο μακρύτερα στο φράκτη. Φαινόταν να υπάρχει εκεί ένας καφέ θάμνος, πράγμα τουλάχιστον παράξενο τόσο νωρίς το καλοκαίρι. Πήγα να κοιτάξω, αλλά καθώς προχωρούσα, ο καφέ θάμνος τραβήχτηκε βιαστικά κι έβαλε το δάχτυλο στα χείλη του. Ήταν ο Ζιρώ. Κάνοντας μου νόημα να προσέχω με οδήγησε προς το υπόστεγο ώσπου δεν μπορούσαν πια να μας ακούσουν. «Τι κάνετε εκεί;» ρώτησα. «Ακριβώς ότι κάνατε κι εσείς, άκουγα» «Μα εγώ δεν βρισκόμουν εκεί σκόπιμα!» «Α!» είπε ο Ζιρώ. «Εγώ βρισκόμουν». Όπως πάντα, θαύμαζα αυτόν τον άνθρωπο ενώ τον αντιπαθούσα. Με κοίταξε μ’ ένα είδος περιφρονητικής δυσαρέσκειας. «Δεν με βοηθήσατε μπαίνοντας στη μέση. Μπορεί να είχα ακούσει κάτι χρήσιμο σ’ ένα λεπτό. Τι κάνατε το γέρο σας;» «Ο κύριος Πουαρό πήγε στο Παρίσι», απάντησε ψυχρά. Ο Ζιρώ χτύπησε περιφρονητικά τα δάχτυλά του. «Ώστε πήγε στο Παρίσι; Πολύ ωραία. Όσο περισσότερο μείνει εκεί, τόσο το καλύτερο. Αλλά τι νομίζει πως θα βρει εκεί;» Νόμισα πως διέκρινα κάποια ανησυχία στην ερώτηση. Κορδώθηκα. «Δεν έχω το δικαίωμα να το πω», είπα ήρεμα. Ο Ζιρώ με κοίταξε επίμονα. «Ίσως να ’ναι αρκετά λογικός για να μην το πει σε σας», είπε με αγένεια. «Καλησπέρα σας. Είμαι απασχολημένος». Και πάνω σ’ αυτό έκανε στροφή· και μ’ άφησε χωρίς περιστροφές.

122

AGATHA _ CHRISTIE

Τα πράγματα φαίνονταν να βρίσκονται σε αδιέξοδο στη βίλα Ζενεβιέβ. Ήταν φανερό πως ο Ζιρώ δεν επιθυμούσε τη συντροφιά μου και απ’ ό,τι είχα δει ήταν φανερό πως ούτε ο Τζακ Ρενώ την ήθελε. Γύρισα στην πόλη, έκανα ένα όμορφο μπάνιο και ξαναγύρισα στο ξενοδοχείο. Κοιμήθηκα νωρίς κι αναρωτιόμουν αν η άλλη μέρα θα ’φερνε τίποτα το ενδιαφέρον. Ήμουν εντελώς απροετοίμαστος γι’ αυτό που συνέβη. Έτρωγα το πρωινό μου στην τραπεζαρία, όταν ο σερβιτόρος, που μιλούσε με κάποιον έξω, γύρισε δείχνοντας φανερά ταραγμένος. Δίστασε για μια στιγμή, παίζοντας με την πετσέτα του, κι υστέρα ξέσπασε: «Με συγχωρείτε κύριε, αλλά δεν έχετε σχέση με την υπόθεση της βίλλας Ζενεβιέβ;» «Ναι», απάντησα πρόθυμα. «Γιατί;» «Δεν μάθατε λοιπόν τα νέα;» «Ποια νέα» «Πως έγινε κι άλλος φόνος εκεί χθες τη νύχτα!» «Τι;» ’Αφήνοντας το πρωινό μου άρπαξα το καπέλο μου κι έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Κι άλλος φόνος... κι ο Πουαρό έλειπε! Τι τραγικό! Μα ποιος είχε δολοφονηθεί;», Όρμησα μέσα. Μια ομάδα υπηρετριών βρίσκονταν στον κήπο, μιλώντας και χειρονομώντας. Έπιασα την Φρανσουάζ. «Τι Έγινε;» «Ω κύριε! κύριε. Κι άλλος θάνατος! Είναι φρικτό. Υπάρχει κατάρα πάνω στο σπίτι. Μα ναι, σας λέω, κατάρα! Θα ’πρεπε να φέρουν παπά να κάνει αγιασμό. Ποτέ δεν θα ξανακοιμηθώ κάτω απ’ αυτή τη στέγη. Μπορεί να ‘ναι η σειρά μου, ποιος ξέρει;» Σταυροκοπήθηκε. «Ναι», φώναξα, «μα ποιος δολοφονήθηκε;» «Μήπως ξέρω; Ένας άνδρας... Ένας άγνωστος. Τον βρήκαν εκεί πάνω, στο υπόστεγο, ούτε εκατό μέτρα από κει που βρήκαν τον καημένο τον κύριο. Κι αυτό δεν είναι όλο. Είναι μαχαιρωμένος... μαχαιρωμένος στην καρδιά με το ίδιο μαχαίρι!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Το δεύτερο πτώμα Χωρίς να περιμένω άλλο, έστριψα και ανέβηκα τρέχοντας το μονοπάτι προς το υπόστεγο. Οι δυο άνδρες που φρουρούσαν παραμέρισαν για να μ’ αφήσουν να περάσω και, γεμάτος ταραχή, μπήκα μέσα. Το φως ήταν θαμπό, το μέρος ήταν ένα απλό ξύλινο δωμάτιο όπου φύλαγαν παλιές γλάστρες κι εργαλεία. Είχα μπει με φόρα, αλλά στο κατώφλι συγκρατήθηκα, γοητευμένος απ’ το θέαμα που έβλεπα μπροστά μου. Ο Ζιρώ ήταν πεσμένος στα γόνατα, μ’ ένα φακό στο χέρι του με το όποιο εξέταζε κάθε ίντσα του εδάφους. Με κοίταξε συνοφρυωμένος καθώς έμπαινα, κι υστέρα το πρόσωπο του χαλάρωσε λίγο και πήρε ένα ύφος καλόκαρδης περιφρόνησης. «Εκεί είναι», είπε ο Ζιρώ, φωτίζοντας την πιο μακρινή γωνιά με το φακό του. Πήγα προς τα εκεί. Ο νεκρός ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Ήταν μετρίου αναστήματος, χλωμός, και καμιά πενηνταριά χρόνων. Ήταν καλοντυμένος με σκούρο μπλε κοστούμι, καλοκομμένο και ίσως φτιαγμένο από ακριβό ράφτη, αλλά όχι καινούργιο. Το πρόσωπό του ήταν παραμορφωμένο σ’ ένα φρικτό σπασμό και αριστερά, ακριβώς πάνω απ’ την καρδιά, προεξείχε η λαβή ενός μαχαιριού, μαύρη κι αστραφτερή. Το αναγνώρισα. Ήταν το ίδιο

124

AGATHA _ CHRISTIE

μαχαίρι που είχα δει ν’ αναπαύεται στο γυάλινο κανάτι το προηγούμενο πρωί! «Περιμένω το γιατρό όπου να ’ναι», εξήγησε ο Ζιρώ. «Αν και δεν τον χρειαζόμαστε. Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αιτία του θανάτου. Μαχαιρώθηκε στην καρδιά, και ο θάνατος πρέπει να ’ταν μάλλον ακαριαίος». «Πότε έγινε; Χθες τη νύχτα;» Ο Ζιρώ κούνησε το κεφάλι του. «Μάλλον όχι. Δεν είμαι ειδικός στα ιατρικά θέματα, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός πολύ περισσότερα από δώδεκα ώρες. Πότε λέτε πως είδατε για τελευταία φορά αυτό το μαχαίρι;» «Γύρω στις δέκα χθες το πρωί». «Τότε θα καθόριζα το έγκλημα λίγο αργότερα». «Μα περνούσαν συνεχώς άνθρωποι απ’ αυτό το υπόστεγο». Ο Ζιρώ γέλασε με δυσάρεστο τρόπο. «Προχωρείτε θαυμάσια! Ποιος σας είπε πως σκοτώθηκε σ’ αυτό το υπόστεγο;» «Μα...». Ένοιωσα ντροπιασμένος. «Το... το υποθέτω».. «Τι ωραίος ντετέκτιβ! Κοιτάξτε τον. Ένας άνθρωπος που τον μαχαιρώνουν στην καρδιά πέφτει έτσι... σχεδόν μ’ ενωμένα τα πόδια και με τα χέρια του κολλημένα στα πλευρά του; Όχι. Ύστερα ξαπλώνει κανείς ανάσκελα κι αφήνει να τον μαχαιρώσουν χωρίς να σηκώσει το χέρι του για να υπερασπίσει τον εαυτό του; Είναι παράλογο, δεν είν’ έτσι; Αλλά κοιτάξτε εδώ, και εδώ...». Έφεξε με το φακό στο χώμα. Είδα παράξενα ακανόνιστα σημάδια στο μαλακό χώμα. «Τον έσυραν εδώ αφού πέθανε. Δυο άνθρωποι τον έφεραν μισοσέρνοντας και μισοκουβαλώντας τον. Τα ίχνη τους δεν φαίνονται στο σκληρό χώμα έξω, και φρόντισαν να τα σβήσουν. Αλλά ο ένας απ’ τους δυο ήταν γυναίκα, νεαρέ μου φίλε». «Γυναίκα;» «Ναι». «Μα αν τα ίχνη σβήστηκαν, πως το ξέρετε;» «Γιατί, όσο σβησμένα κι αν είναι, τα αποτυπώματα ενός

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

125 _

γυναικείου ποδιού γνωρίζονται αμέσως. Το ξέρω ακόμα κι απ’ αυτό». Και σκύβοντας μπροστά, τράβηξε κάτι απ’ τη λαβή του μαχαιριού και το κράτησε ψηλά για να το δω. Ήταν μια μακριά γυναικεία τρίχα, παρόμοια μ’ εκείνη που είχε πάρει ο Πουαρό απ’ την πολυθρόνα στη βιβλιοθήκη. Με ένα ελαφρό ειρωνικό χαμόγελο την ξανατύλιξε γύρω απ’ το μαχαίρι. «Θ’ αφήσουμε τα πράγματα όπως είναι όσο μπορούμε», εξήγησε. «Αυτό ευχαριστεί τον ανακριτή. Λοιπόν, βλέπετε τίποτ’ άλλο;» Αναγκάσθηκα να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι μου. «Κοιτάξτε τα χέρια του». Τα κοίταξα. Τα νύχια ήταν σπασμένα και λεκιασμένα και το δέρμα ήταν σκληρό. Δεν με φώτισε όσο θα ’θελα. Κοίταξα τον Ζιρώ. «Δεν είναι τα χέρια ενός κυρίου», είπε, απαντώντας στο βλέμμα μου. «Αντίθετα τα ρούχα είναι ρούχα εύπορου ανθρώπου. Παράξενο, δεν ειν’ έτσι;» «Πολύ παράξενο», συμφώνησα. «Και κανένα απ’ τα ρούχα του δεν έχει μάρκα. Τι μαθαίνουμε απ’ αυτό; Αυτός ο άνθρωπος ήθελε να περάσει για ένα διαφορετικό πρόσωπο. Ήταν μεταμφιεσμένος. Γιατί; Φοβόταν κάτι; Προσπαθούσε να δραπετεύσει μεταμφιεσμένος; Δεν ξέρουμε ακόμα, άλλα ξέρουμε κάτι: ανυπομονούσε να κρύψει την ταυτότητα του όσο ανυπομονούμε κι εμείς να την ανακαλύψουμε». Ξανακοίταξε το πτώμα. «Όπως πριν, δεν υπάρχουν δαχτυλικά αποτυπώματα στη λαβή του μαχαιριού. Και πάλι ο δολοφόνος φορούσε γάντια;». «Πιστεύετε λοιπόν πως ο δολοφόνος ήταν ο ίδιος και στις δυο περιπτώσεις;» ρώτησα ανυπόμονα. Ο Ζιρώ έγινε μυστηριώδης. «Δεν έχει σημασία τι πιστεύω, θα δούμε. Μαρσώ!» Ο αστυφύλακας παρουσιάσθηκε στην πόρτα.

126

AGATHA _ CHRISTIE

«Διατάξτε!» «Γιατί δεν είναι εδώ η κυρία Ρενώ; Έστειλα να την φωνάξουν πριν από ένα τέταρτο». «Ανεβαίνει τώρα το μονοπάτι κύριε, μαζί με το γιό της». «Ωραία. Αλλά θέλω τον καθένα χωριστά». Ο Μαρσώ χαιρέτισε κι εξαφανίσθηκε. Σ’ ένα λεπτό ξαναφάνηκε μαζί με την κυρία Ρενώ. «Να η κυρία». Ο Ζιρώ έκανε μια σύντομη υπόκλιση. «Από δω, κυρία μου». Την οδήγησε μέσα στο δωμάτιο, κι ύστερα παραμερίζοντας ξαφνικά, είπε: «Να ο νεκρός. Τον γνωρίζετε;» Και καθώς μιλούσε, τα μάτια του τρυπούσαν το πρόσωπο της σαν τρυπάνι, προσπαθώντας να διαβάσουν στο μυαλό της, προσέχοντας κάθε ένδειξη στα φερσίματα της. Αλλά η κυρία Ρενώ έμεινε ολότελα ήρεμη, πάρα πολύ ήρεμη, σκέφθηκα. Κοίταξε το πτώμα σχεδόν χωρίς ενδιαφέρον, κι ασφαλώς χωρίς κανένα σημάδι ταραχής ή αναγνώρισης. «Όχι», είπε. «Δεν τον έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Μου είναι εντελώς άγνωστος». «Είσθε σίγουρη;» «Απόλυτα». «Δεν τον αναγνωρίζετε σαν έναν απ’ τους ανθρώπους που σας επιτέθηκαν, παραδείγματος χάριν;» «Όχι». Φάνηκε να διστάζει, σαν να την επηρέασε αυτή η ιδέα. «Όχι, δεν νομίζω. Φυσικά είχαν γένια —ψεύτικα κατά τη γνώμη του ανακριτή— αλλά και πάλι όχι». Φαινόταν τώρα ν’ αποφασίζει οριστικά. «Είμαι σίγουρη πως κανένας απ’ τους δυο δεν ήταν αυτός ο άνθρωπος». «Πολύ καλά, κυρία μου. Τίποτ’ άλλο, λοιπόν». Βγήκε έξω με το κεφάλι ψηλά, και με τον ήλιο ν’ αστράφτει πάνω στις ασημένιες τρίχες των μαλλιών της. Την ακολούθησε ο Τζακ Ρενώ. Κι εκείνος με εντελώς φυσικό τρόπο δεν μπόρεσε ν’ αναγνωρίσει τον άνδρα.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

127 _

Ο Ζιρώ περιορίσθηκε να γρυλίσει. δεν μπορούσα πω αν ήταν ευχαριστημένος η δυσαρεστημένος. Κάλε τον Μαρσώ. «Έχεις εδώ την άλλη;» «Μάλιστα, κύριε». «Φέρ’ την εδώ λοιπόν». Η «άλλη» ήταν η κυρία Ντωμπρέιγ. Μπήκε θυμωμένη με έντονες διαμαρτυρίες. «Διαμαρτύρομαι, κύριε! Αυτό είναι εξωφρενικό! Τι σχέση έχω εγώ μ’ όλα αυτά;» «Κυρία μου», είπε σκληρά ο Ζιρώ, «δεν ερευνώ ένα φόνο, αλλά δύο φόνους! Απ’ ό,τι ξέρω μπορεί να τους έχετε κάνει και τους δυο». «Πως τολμάτε;» φώναξε εκείνη. «Πως τολμάτε να με προσβάλετε με μια τόσο εξωφρενική κατηγορία! Είναι φρικτό!» «Φρικτό, έ; Και τι λέτε γι’ αυτό;» (Σκύβοντας, ξαναπήρε την τρίχα και τη σήκωσε ψηλά). «Το βλέπετε αυτό, κυρία μου;» Προχώρησε προς το μέρος της. «Επιτρέπετε να δω αν ταιριάζει;» Οπισθοχώρησε με μια κραυγή, κατάχλομη. «Είναι ψέματα, σας ορκίζομαι. Δεν ξέρω τίποτα για το έγκλημα, για κανένα απ’ τα εγκλήματα. Όποιος λέει πως έχω, λέει ψέματα! Α, θεέ μου, τι θα κάνω;» «Ηρεμήστε, κυρία μου», είπε ψυχρά ο Ζιρώ. «Κανείς δεν σας κατηγόρησε ακόμα. Αλλά καλά θα κάνετε ν’ απαντήσετε στις ερωτήσεις μου χωρίς περισσότερη φασαρία». «Όπως θέλετε, κύριε». «Κοιτάξτε τον νεκρό. Τον έχετε ξαναδεί;» Πλησιάζοντας, με λίγο χρώμα να ξαναγυρίζει στο πρόσωπό της, η κυρία Ντωμπρέιγ κοίταξε το θύμα με κάποιο ενδιαφέρον και περιέργεια. Ύστερα κούνησε το κεφάλι της. «Δεν τον γνωρίζω». Φαινόταν αδύνατον ν’ αμφιβάλει κανείς, τα λόγια της βγήκαν πολύ φυσικά. Ο Ζιρώ την έδιωξε μ’ ένα νεύμα. «Την αφήνετε να φύγει;» ρώτησα χαμηλόφωνα. «Είναι άραγε φρόνιμο; Ασφαλώς η μαύρη τρίχα είναι απ’ τα μαλλιά της».

128

AGATHA _ CHRISTIE

«Δεν χρειάζομαι μαθήματα στη δουλειά μου» είπε ξερά ο Ζιρώ. «Βρίσκεται υπό επιτήρηση. Δε θέλω να τη συλλάβω ακόμη». Ύστερα ζαρώνοντας τα φρύδια, κοίταξε το πτώμα. «Σας φαίνεται για σπανιόλικος τύπος;» ρώτησε ξαφνικά. Κοίταξα προσεκτικά το πρόσωπο. «Όχι», είπα στο τέλος, «θα έλεγα σίγουρα πως είναι άλλος». Ο Ζιρώ γρύλλισε δυσάρεστη μένα. «Το ίδιο κι εγώ». Στάθηκε εκεί για μια στιγμή κι υστέρα με μια επιτακτική χειρονομία με παραμέρισε, και γονατίζοντας άλλη μια φορά, συνέχισε την ερευνά του στο δάπεδο του υπόστεγου. Ήταν υπέροχος. Τίποτα δεν του ξέφευγε. Ίντσα με ίντσα εξέτασε το πάτωμα, αναποδογυρίζοντας γλάστρες, εξετάζοντας παλιά σακιά. Άνοιξε ένα πακέτο που ήταν κοντά στην πόρτα, αλλά αποδείχθηκε πως ήταν ένα σκισμένο σακάκι και παντελόνι και το ‘ριξε πάλι κάτω με ίνα γρύλλισμα. Δυο ζευγάρια παλιών γαντιών τράβηξαν το ενδιαφέρον του, άλλα στο τέλος κούνησε το κεφάλι του και τα ‘βαλε κατά μέρος. Ύστερα ξαναγύρισε στις γλάστρες, αναποδογυρίζοντας τις μεθοδικά μία μία. Στο τέλος σηκώθηκε και κούνησε σκεφτικά το κεφάλι. Φαινόταν στενοχωρημένος και μπερδεμένος. Νομίζω πως είχε ξεχάσει την παρουσία μου. Αλλά τη στιγμή εκείνη ακούστηκε φασαρία έξω και ο παλιός μας φίλος, ο ανακριτής, μαζί με τον γραμματέα του και τον κύριο Μπέξ, με το γιατρό πίσω τους, όρμησαν μέσα. «Μα αυτό είναι αδύνατον, κύριε Ζιρώ», φώναξε ο κύριος Ωτέ. «Κι άλλο έγκλημα! Ά, δεν φθάσατε στο τέλος αυτής της υποθέσεως. Υπάρχει ένα βαθύ μυστήριο εδώ. Μα ποιος είναι το θύμα αυτή τη φορά;» «Αυτό ακριβώς δεν μπορεί να μας πει κανείς, κύριε. Δεν το αναγνώρισαν». «Που είναι το πτώμα;» ρώτησε ο γιατρός. Ο Ζιρώ παραμέρισε λίγο. «Εκεί στη γωνία. Όπως βλέπετε, τον μαχαίρωσαν στην

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

129 _

καρδιά. Και με το μαχαίρι που έκλεψαν χθες το πρωί. Φαντάζομαι πως το έγκλημα έγινε λίγο μετά την κλοπή, αλλά αυτό θα το πείτε εσείς. Μπορείτε να πιάσετε το μαχαίρι, δεν υπάρχουν δακτυλικά αποτυπώματα». Ο γιατρός γονάτισε δίπλα στον νεκρό, κι ο Ζιρώ στράφηκε στον ανακριτή. «Ωραίο προβληματάκι, έ; Αλλά θα το λύσω». «Ώστε κανείς δεν μπορεί να το αναγνωρίσει», είπε σκεπτικά ο ανακριτής. «Μήπως θα μπορούσε να είναι ένας απ’ τους δολοφόνους; ’Ίσως φαγώθηκαν μεταξύ τους». Ο Ζιρώ κούνησε το κεφάλι του. «Αυτός ο άνθρωπος είναι Γάλλος, θα μπορούσα να πάρω όρκο...». Αλλά τη στιγμή εκείνη τους διέκοψε ο γιατρός, που στεκόταν στις μύτες με αμήχανη έκφραση. «Λέτε πως σκοτώθηκε χθες το πρωί;» «Το καθορίζω απ’ την κλοπή του μαχαιριού», εξήγησε ο Ζιρώ. «Φυσικά, μπορεί να τον σκότωσαν κι αργότερα». «Αργότερα; Κουραφέξαλα! Αυτός ο άνθρωπος είναι νεκρός τουλάχιστον σαρανταοκτώ ώρες, και ίσως και περισσότερο». Κοιταχθήκαμε κατάπληκτοι.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Μια παλιά φωτογραφία Τα λόγια του γιατρού ήταν τόσο εκπληκτικά ώστε όλοι μείναμε άναυδοι για μια στιγμή. Είχαμε έναν άνδρα μαχαιρωμένο, με ένα μαχαίρι που ξέραμε πως το ‘χαν κλέψει μόνο πριν είκοσι τέσσερις ώρες κι όμως ο Δρ. Ντυράν βεβαίωνε, θετικά, πως ήταν νεκρός τουλάχιστον σαρανταοκτώ ώρες! Η όλη υπόθεση ήταν τελείως φανταστική. Προσπαθούσαμε ακόμα να συνέλθουμε απ’ την έκπληξη που μας είχε προκαλέσει η αναγγελία του γιατρού, όταν μου έφεραν ένα τηλεγράφημα. Μου είχε σταλεί απ’ το ξενοδοχείο στη βίλα. Το άνοιξα. Ήταν απ’ τον Πουαρό και ανήγγελλε την επιστροφή του με το τραίνο που έφθανε στο Μέρλινβιλλ στις 12 και 28'. Κοίταξα το ρολόι μου και είδα πως μόλις είχα καιρό να πάω στο σταθμό να τον συναντήσω. Ένοιωθα πως είχε τεράστια σημασία να μάθει αμέσως για τις νέες και εκπληκτικές εξελίξεις στην υπόθεση. Σκέφθηκα πως ήταν φανερό ότι ο Πουαρό δεν είχε δυσκολευθεί να βρει αυτό που ζητούσε στο Παρίσι. Η ταχύτητα της επιστροφής του το επιβεβαίωνε. Πολύ λίγες ώρες είχαν σταθεί αρκετές. Αναρωτήθηκα, πως θα ‘παιρνε τα συγκλονιστικά νέα που είχα να του πω. Το τραίνο άργησε λίγα λεπτά. Ανεβοκατέβαινα άσκοπα την πλατφόρμα, ώσπου, σε κάποια στιγμή, σκέφθηκα πως

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

131 _

μπορούσα να περάσω την ώρα μου κάνοντας μερικές ερωτήσεις σχετικά με το ποιος είχε φύγει απ’ το Μερλινβίλλ με το τελευταίο τραίνο της τραγωδίας. Πλησίασα τον σταθμάρχη, έναν άνθρωπο με έξυπνο πρόσωπο, και δεν δυσκολεύθηκα πολύ να τον πείσω να μπει στο θέμα. Βεβαίωσε με θέρμη πως-ήταν ντροπή για την αστυνομία να αφήνει να μένουν ατιμώρητοι τέτοιοι κακούργοι και δολοφόνοι. Έκανα έναν υπαινιγμό πως μπορεί να είχαν φύγει με το τραίνο του μεσονυχτιού, αλλά απέρριψε αποφασιστικά την ιδέα, θα είχε προσέξει δυο ξένους, ήταν σίγουρος. Μόνο κάπου είκοσι άνθρωποι είχαν φύγει μ’ εκείνο το τραίνο και δεν θα μπορούσε να μην τους προσέξει… δεν ξέρω τι έβαλε την ιδέα στο κεφάλι μου, ίσως η βαθιά ανησυχία που διακρινόταν στον τόνο της φωνής της Μάρτ Ντωμπρέιγ, αλλά ρώτησα ξαφνικά: «Ο νεαρός κύριος Ρενώ δεν έφυγε μ’ αυτό το τραίνο, δεν ειν’ έτσι;» «Α, όχι, κύριε, δεν θα ήταν διασκεδαστικό να έρθει και να ξαναφύγει μέσα σε μισή ώρα!» Κοίταξα τον άνθρωπο, μη καταλαβαίνοντας ολότελα το νόημα των λόγων του. Ύστερα κατάλαβα. «Θέλετε να πείτε», είπα μ’ ελαφρό καρδιοχτύπι, «πως ο κύριος Τζακ Ρενώ έφθασε στο Μερλινβίλλ εκείνο το βράδυ;» «Μα, ναι, κύριε. Με το τελευταίο τραίνο που έφθασε στις 11 και 40'». Το μυαλό μου στριφογύριζε. Αυτός λοιπόν ήταν ο λόγος της έντονης ανησυχίας της Μάρτ. Ο Τζακ Ρενώ βρισκόταν στο Μερλινβίλλ τη βραδιά του εγκλήματος. Αλλά γιατί δεν το ‘χε πει; Γιατί, αντίθετα, μας είχε κάνει να πιστέψουμε πως είχε μείνει στο Χερβούργο θυμήθηκα το γεμάτο ειλικρίνεια παιδικό του πρόσωπο και δεν ήθελα να πιστέψω πως είχε κάποια σχέση με το έγκλημα. Όμως, γιατί αυτή η σιωπή σχετικά μ’ ένα τόσο ζωτικό θέμα; Ένα πράγμα ήταν βέβαιο: η Μάρτ το ήξερε. Γι’ αυτό ανησυχούσε και ρωτούσε ανυπόμονα τον Πουαρό αν υποψιάζονταν κανέναν.

132

AGATHA _ CHRISTIE

Οι σκέψεις μου διακόπηκαν απ’ την άφιξη του τραίνου και λίγο αργότερα χαιρετούσα τον Πουαρό. Ο κοντός ανθρωπάκος ακτινοβολούσε. Γελούσε και φώναζε και, ξεχνώντας την αγγλική μου επιφυλακτικότητα, μ’ αγκάλιασε θερμά στην πλατφόρμα. «Αγαπητέ μου φίλε, πέτυχα... πέτυχα ένα θαύμα!» «Αλήθεια; Χαίρομαι πολύ που το ακούω. Άκουσες τα τελευταία νέα;» «Πως ήθελες ν’ ακούσω τίποτα; Υπήρξαν εξελίξεις, έ; Ο γενναίος Ζιρώ συνέλαβε κανέναν; Ή μήπως έκανε πολλές συλλήψεις; Α, μα θα τον κάνω να φανεί γελοίος! Αλλά που με πηγαίνεις, φίλε μου; Δεν πάμε στο ξενοδοχείο; Πρέπει να φροντίσω το μουστάκι μου έχει στραπατσαρισθεί αξιοθρήνητα απ’ τη ζέστη του ταξιδιού. ’Επίσης, χωρίς αμφιβολία, το παλτό μου είναι σκονισμένο. Και πρέπει να φτιάξω τη γραβάτα μου!» Έκοψα τις διαμαρτυρίες του. «Αγαπητέ μου Πουαρό, μη δίνεις σημασία σ’ όλα αυτά. Πρέπει να πάμε αμέσως στη βίλα. Έγινε κι άλλος φόνος!» Ποτέ δεν είδα άνθρωπο τόσο κατάπληκτο. Το σαγόνι του κρέμασε. Όλο το κέφι του χάθηκε. Με κοίταξε μ’ ανοιχτό στόμα. «Τι λες; Κι άλλος φόνος; Τότε κάνω λάθος. Απέτυχα, Ο Ζιρώ θα ’χει δίκιο να με κοροϊδέψει!» «Δεν το περίμενες, λοιπόν;» «Εγώ; Καθόλου. Καταστρέφει τη θεωρία μου... καταστρέφει τα πάντα! Α, όχι!» Σταμάτησε, χτυπώντας το στήθος του. «Είναι αδύνατον, δεν μπορεί να κάνω λάθος. Τα γεγονότα, παρμένα μεθοδικά και στη σωστή τους σειρά, δέχονται μόνο μια εξήγηση. Πρέπει να ’χω δίκιο! Έχω δίκιο!» «Μα τότε...». Με διέκοψε: «Περίμενε, φίλε μου. Πρέπει να ’χω δίκιο, έτσι αυτό το καινούργιο, έγκλημα είναι αδύνατον, έκτος αν... έκτος αν… Ω, περίμενε, σε ικετεύω. Μη πεις λέξη». Έμεινε σιωπηλός για λίγο κι υστέρα, ξαναπαίρνοντας το συνηθισμένο του ύφος, είπε με ήρεμη, καθησυχασμένη φωνή:

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

133 _

«Το θύμα είναι ένας μεσόκοπος άνδρας. Το πτώμα του βρέθηκε στο κλειδωμένο υπόστεγο κοντά στη σκηνή του εγκλήματος κι ήταν νεκρός τουλάχιστον σαρανταοκτώ ώρες, Και πολύ πιθανόν να μαχαιρώθηκε με τον ίδιο τρόπο όπως ο κύριος Ρενώ, αν και δεν είναι ανάγκη να μαχαιρώθηκε στην πλάτη». Ήταν η σειρά μου να μείνω μ’ ανοιχτό στόμα, κι έμεινα. Όσο ήξερα τον Πουαρό δεν είχε κάνει ποτέ κάτι τόσο καταπληκτικό. Και, σχεδόν αναπόφευκτα, μια αμφιβολία πέρασε απ’ το μυαλό μου. «Πουαρό», φώναξα, «με κοροϊδεύεις. Τα ’χεις ακούσει όλα!» Με κοίταξε επιτιμητικά με το σοβαρό του βλέμμα. «Θα ‘κανα τέτοιο πράγμα; Σέ βεβαιώνω πως δεν άκουσα τίποτα. Δεν πρόσεξες το σοκ που ένοιωσα ακούγοντας τα νέα;» «Μα πως μπορούσες να τα ξέρεις όλα αυτά;» «Είχα δίκιο λοιπόν; Μα το ‘ξερα. Τα μικρά φαιά κύτταρα, φίλε μου, τα μικρά φαιά κύτταρα μου το είπαν. Μόνο έτσι θα μπορούσε να υπάρξει δεύτερος θάνατος. Πες μου τώρα τα πάντα. Αν κάνουμε αριστερά θα μπορούμε να κόψουμε δρόμο απ’ το γήπεδο του γκολφ και να βγούμε πολύ γρηγορότερα στο πίσω μέρος της βίλλας Ζενεβιέβ». Καθώς περπατούσαμε, ακολουθώντας το δρόμο που είχε προτείνει, διηγήθηκα όλα όσα ήξερα. Ο Πουαρό με άκουγε προσεκτικά. «Λες πως το μαχαίρι ήταν μέσα στην πληγή; Αυτό είναι περίεργο. Είσαι σίγουρος πως ήταν το ίδιο;» «Απόλυτα. Αυτό είναι που το κάνει αδύνατον». «Τίποτα δεν είναι αδύνατον. Μπορεί να υπήρχαν δυο μαχαίρια». Σήκωσα τα φρύδια. «Δεν είναι κάπως τραβηγμένο αυτό; Θα ‘ταν πολύ εξωφρενική σύμπτωση». «Μιλάς όπως συνήθως χωρίς να σκέπτεσαι, Χάστιγκς. Σέ μερικές περιπτώσεις δυο όμοια όπλα θα ‘ταν πολύ απίθανα.

134

AGATHA _ CHRISTIE

Αλλά όχι εδώ. Αυτό το όπλο ήταν ένα πολεμικό ενθύμιο που κατασκευάσθηκε με εντολή του Τζακ Ρενώ. Είναι πραγματικά απίθανο, αν το σκεφθείς, να παρήγγειλε μόνο ένα. Ίσως να ‘χε άλλο ένα για προσωπική του χρήση». «Μα κανείς δεν ανέφερε τέτοιο πράγμα», διαμαρτυρήθηκα. Ο Πουαρό πήρε δασκαλίστικο ύφος. «Φίλε μου, όταν επεξεργάζεται κανείς μια υπόθεση, δεν υπολογίζει μόνο τα πράματα που αναφέρονται . Δεν υπάρχει λόγος ν' αναφερθούν πολλά πράγματα που μπορεί να είναι σημαντικά. Επίσης, συχνά, υπάρχει σοβαρός λόγος για να μην αναφερθούν. Μπορείς να διαλέξεις το ένα απ’ τα δυο κίνητρα». Σώπασα, εντυπωσιασμένος χωρίς να το θέλω. Σέ λίγα λεπτά φθάσαμε στο περίφημο υπόστεγο. Βρήκαμε εκεί όλους τους φίλους μας, κι αφού αντάλλαξαν μερικές ευγένειες, ο Πουαρό άρχισε τη δουλειά του. Μια και είχα παρακολουθήσει το Ζιρώ να δουλεύει, ενδιαφερόμουν πολύ. Ο Πουαρό μόλις έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα στο μέρος. Το μόνο που εξέτασε ήταν το σκισμένο παλτό και το παντελόνι κοντά στην πόρτα. Ένα περιφρονητικό χαμόγελο ανέβηκε στα χείλη του Ζιρώ, και σαν να το πρόσεξε, ο Πουαρό πέταξε ξανά κάτω το δέμα. «Παλιά ρούχα του κηπουρού;» ρώτησε. «Ακριβώς», είπε ο Ζιρώ. Ο Πουαρό γονάτισε δίπλα στο πτώμα. Τα δάχτυλά του δούλευαν γρήγορα αλλά μεθοδικά. Εξέτασε το ράψιμο των ρούχων, και βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν μάρκες. Εξέτασε με ιδιαίτερη φροντίδα τις μπότες και τα βρώμικα και σπασμένα νύχια των χεριών. Ενώ εξέταζε τα τελευταία, έκανε μια γρήγορη ερώτηση στο Ζιρώ. «Τα είδατε;» «Ναι, τα είδα», απάντησε ο άλλος. Το πρόσωπό του ήταν αδιαπέραστο. Ξαφνικά ο Πουαρό τεντώθηκε. «Δρ. Ντυράν!»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

135 _

«Ναι;» Ο γιατρός πλησίασε. «Υπάρχει αφρός στα χείλη του. Το προσέξατε;» «Πρέπει να παραδεχθώ πως δεν το πρόσεξα». «’Αλλά το βλέπετε τώρα;» «Βεβαίως». Ο Πουαρό έκανε άλλη μια ερώτηση στο Ζιρώ. «Ασφαλώς το προσέξατε, έ;» Ο άλλος δεν απάντησε. Ο Πουαρό συνέχισε. Το μαχαίρι είχε τραβηχτεί απ’ την πληγή. Βρισκόταν σ’ ένα γυάλινο κανάτι δίπλα στο πτώμα. Ο Πουαρό το εξέτασε κι ύστερα μελέτησε προσεκτικά την πληγή. Όταν σήκωσε το βλέμμα, τα μάτια του ήταν ταραγμένα κι έλαμπαν με το πράσινο φως που ήξερα τόσο καλά. «Παράξενη πληγή! Δεν μάτωσε. Δεν υπάρχουν λεκέδες στα ρούχα. Η κόψη του μαχαιριού είναι λίγο λεκιασμένη κι αυτό είναι όλο. Τι πιστεύετε, γιατρέ;» «Μπορώ να πω μόνο πως είναι πολύ παράξενο. «Δεν είναι καθόλου παράξενο. Είναι πολύ απλό. Αυτός ο άνθρωπος μαχαιρώθηκε μετά το θάνατο του». Και, σταματώντας με μια κίνηση του χεριού του τις φωνές που ακούσθηκαν, ο Πουαρό στράφηκε στον Ζιρώ και πρόσθεσε: «Ο κύριος Ζιρώ συμφωνεί μαζί μου, δεν ειν’ έτσι, κύριε;» Ό,τι κι αν πι�στευε πραγματικα� , ο Ζιρω� δε� χθηκε τη θε� ση χωρίς να κουνηθεί ούτε ένας μυς του. Ήρεμα και σχεδόν περιφρονητικά, απάντησε: «Ασφαλώς, συμφωνώ». Το μουρμουρητό έκπληξης κι ενδιαφέροντος ξανάρχισε. «Μα τι ιδέα!» φώναξε ο κύριος Ωτέ. «Να μαχαιρώσεις έναν άνθρωπο μετά το θάνατο του! Βάρβαρο! Ανήκουστο! Ίσως κάποιο άσβεστο μίσος». «Όχι», είπε ο Πουαρό. «Θα ‘λεγα πως έγινε μάλλον εν ψυχρώ... για να δημιουργηθεί μια εντύπωση». «Τι εντύπωση;» «Την εντύπωση που κόντεψε να προκαλέσει», απάντησε

136

AGATHA _ CHRISTIE

μυστηριωδώς ο Πουαρό. Ο κύριος Μπέξ σκεφτόταν. «Πως λοιπόν σκοτώθηκε;» «Δεν σκοτώθηκε. Πέθανε. Πέθανε, αν δεν κάνω λάθος, από κρίση επιληψίας». Αυτή η δήλωση του Πουαρό προκάλεσε πάλι αρκετή συγκίνηση. Ο Δρ Ντυράν γονάτισε πάλι, Κι έκανε μια προσεκτική εξέταση. Τέλος σηκώθηκε. «Κύριε Πουαρό, τείνω να πιστεύω πως η βεβαίωσή σας είναι σωστή. Παραπλανήθηκα. Το αδιάψευστο γεγονός πως ο άνθρωπος είχε μαχαιρωθεί απέσπασε την προσοχή μου απ’ τις άλλες ενδείξεις». Ο Πουαρό ήταν ο ήρωας της ώρας εκείνης. Ο ανακριτής ήταν γενναιόδωρος σε κομπλιμέντα. Ο φίλος μου απάντησε με χάρη κι υστέρα έφυγε με το πρόσχημα πως ούτε εκείνος ούτε ενώ είχαμε φάει ακόμα για μεσημέρι και πως ήθελε να επισκευάσει το στραπατσάρισμα του ταξιδιού. Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε απ’ το υπόστεγο, ο Ζιρώ μας πλησίασε. «Κάτι ακόμα, κύριε Πουαρό», είπε με την ήρεμη κοροϊδευτική του φωνή. «Βρήκαμε αυτό τυλιγμένο γύρω απ’ τη λαβή του μαχαιριού, μια γυναικεία τρίχα». «Ά!» είπε ο Πουαρό. «Μια γυναικεία τρίχα; ’Αναρωτιέμαι σε ποια γυναίκα ανήκει». «Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Ζιρώ. ‘Ύστερα μας άφησε με μια υπόκλιση. «Είναι επίμονος, ο καλός Ζιρώ», είπε σκεπτικά ο Πουαρό κάπως αφηρημένα κι απρόσεκτα. Ύστερα πήγαμε στο σαλόνι μας, κι εκεί τον παρακάλεσα να μού πει κάτι για το μυστηριώδες του ταξίδι, στο Παρίσι. «Ευχαρίστως, φίλε μου. Πήγα στο Παρίσι για να βρω αυτό». Έβγαλε απ’ την τσέπη του ένα μικρό ξεθωριασμένο απόκομμα εφημερίδας. Ήταν η φωτογραφία μιας γυναίκας. Μού την έδωσε. ’Έβγαλα ένα επιφώνημα. «Την αναγνωρίζεις, φίλε μου;» Κατένευσα. Αν και η φωτογραφία ήταν φανερό πως είχε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

137 _

τραβηχτεί πριν πολλά χρόνια και το πρόσωπο που απεικόνιζε είχε χτενισμένα τα μαλλιά του πολύ διαφορετικά, η ομοιότητα ήταν αδιάψευστη. «Η κυρία Ντωμπρέιγ!» αναφώνησα. Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του μ’ ένα χαμόγελο. «Όχι απόλυτα σωστό, φίλε μου. Δεν λεγόταν έτσι τότε. Αυτή είναι μια φωτογραφία της περιβόητης κυρίας Μπερολντύ! Κυρία Μπερολντύ! Σαν αστραπή ξαναθυμήθηκα όλη την ιστορία. Τη δίκη για φόνο που είχε προκαλέσει παγκόσμιο ενδιαφέρον. Η υπόθεση Μπερολντύ!...

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΚΤΟ Η υπόθεση Μπερολντύ Κάπου είκοσι χρόνια πριν απ’ την αρχή αυτής της ιστορίας, ο κύριος Άρνολντ Μπερολντύ, κάτοικος της Λυών, έφθασε στο Παρίσι μαζί με την όμορφη γυναίκα του και την κορούλα τους, που ήταν ακόμα μωρό. Ο κύριος Μπερολντύ ήταν συνεταίρος σε μια εταιρία οινεμπόρων, ένας γεροδεμένος μεσόκοπος άνδρας, που αγαπούσε τα όμορφα πράγματα στη ζωή, αφοσιωμένος στην γοητευτική του γυναίκα και εντελώς ασήμαντος από κάθε άποψη. Η εταιρία όπου ήταν συνεταίρος ο κύριος Μπερολντύ ήταν μικρή και αν και τα πήγαινε καλά, δεν έδινε μεγάλο εισόδημα. Οι Μπερολντύ είχαν ένα μικρό διαμέρισμα όπου ζούσαν πολύ μέτρια στην αρχή. Αλλά όσο ασήμαντος κι αν ήταν ο κύριος Μπερολντύ, η γυναίκα του ήταν γαρνιρισμένη με μια ρομαντική μπογιά. Νέα κι όμορφη, και προικισμένη με μια μοναδική γοητεία στους τρόπους της, η κυρία Μπερολντύ προκάλεσε αμέσως ταραχή στη συνοικία, ιδιαίτερα όταν άρχισε να ψιθυρίζεται πως κάποιο ενδιαφέρον μυστήριο περιέβαλλε την γέννησή της. Έλεγαν πως ήταν νόθο παιδί ενός Ρώσου μεγάλου δουκός. Άλλοι βεβαίωναν πως ήταν Αρχιδούκας της Αυστρίας και πως ο γάμος ήταν νόμιμος αν και μοργανατικός. Αλλά όλες οι ιστορίες συμφωνούσαν σ’ ένα σημείο, πως η Ζαν Μπερολντύ ήταν το κέντρο ενός ενδιαφέροντος μυστηρίου.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

139 _

Ανάμεσα στους φίλους και γνωστούς των Μπερολντύ ήταν ένας νεαρός δικηγόρος, ο Ζωρζ Κοννώ. Σύντομα έγινε φανερό πως η γοητευτική Ζαν του είχε ολότελα σκλαβώσει την καρδιά. Η κυρία Μπερολντύ ενθάρρυνε τον νεαρό με διακριτικό τρόπο, άλλα προσέχοντας πάντα να βεβαιώνει την πλήρη αφοσίωση της στον μεσόκοπο άνδρα της. Πάντως, οι φθονεροί άνθρωποι δεν δίσταζαν να δηλώνουν πως ο νεαρός Κοννώ ήταν ο εραστής της, κι όχι ο μόνος! Όταν οι Μπερολντύ είχαν μείνει κάπου τρεις μήνες στο Παρίσι, ένα άλλο πρόσωπο εμφανίσθηκε στο προσκήνιο. Ήταν ο κύριος Χίραμ Π. Τραπ, απ’ τις Ηνωμένες Πολιτείες, και υπερβολικά πλούσιος. Όταν τον σύστησαν στην γοητευτική και μυστηριώδη κυρία Μπερολντύ, έπεσε αμέσως θύμα των θέλγητρων της. Ο θαυμασμός του ήταν φανερός, αν και απόλυτα γεμάτος σεβασμό. Περίπου την ίδια εποχή, η κυρία Μπερολντύ έγινε πιο ομιλητική στους φίλους της. Σε αρκετούς φίλους, δήλωσε πως ανησυχούσε πολύ για τον άνδρα της. Εξηγούσε πως είχε ανακατευθεί σε διάφορες πολιτικές υποθέσεις, και ανέφερε μερικά σημαντικά χαρτιά που του είχαν εμπιστευθεί και που αφορούσαν ένα «μυστικό» με μεγάλη σημασία για την Ευρώπη. Τού τα είχαν εμπιστευθεί για να παραπλανήσουν αυτούς που τα κυνηγούσαν, αλλά η κυρία Μπερολντύ ανησυχούσε γιατί είχε αναγνωρίσει στο Παρίσι αρκετά σημαντικά μέλη του Επαναστατικού Κύκλου. Στις 28 Νοεμβρίου ήρθε το χτύπημα. Η γυναίκα που ερχόταν κάθε μέρα για να καθαρίσει και να μαγειρέψει για τους Μπερολντύ, έμεινε κατάπληκτη βρίσκοντας ορθάνοιχτη την πόρτα του διαμερίσματος. Ακούγοντας αδύνατα βογγητά απ’ την κρεβατοκάμαρα, μπήκε μέσα. Τα μάτια της αντίκρυσαν ένα φοβερό θέαμα. Η κυρία Μπερολντύ κειτόταν στο πάτωμα δεμένη χειροπόδαρα, βγάζοντας αδύναμα βογγητά, έχοντας καταφέρει να βγάλει το φίμωτρο απ’ το στόμα της. Στο κρεβάτι ήταν ο κύριος Μπερολντύ, σε μια λίμνη αίματος, μ’ ένα μαχαίρι

140

AGATHA _ CHRISTIE

στην καρδιά. Η ιστορία της κυρίας Μπερολντύ ήταν αρκετά ξεκάθαρη. Ξυπνώντας ξαφνικά, είχε διακρίνει δυο μασκοφόρους να σκύβουν πάνω της. Κλείνοντας της το στόμα για να μη φωνάζει, την είχαν δέσει και φιμώσει. Ύστερα είχαν ζητήσει απ’ τον κύριο Μπερολντύ το περίφημο «μυστικό». Αλλά ο γενναίος κρασέμπορας αρνήθηκε να υποκύψει στην απαίτησή τους, θυμωμένος απ’ την άρνησή του, ο ένας απ’ τους άνδρες τον μαχαίρωσε στην καρδιά. Άνοιξαν το χρηματοκιβώτιο στη γωνιά με τα κλειδιά του νεκρού, και πήραν μαζί τους ένα σωρό χαρτιά. Κι οι δυο είχαν γενειάδες και φορούσαν μάσκες, αλλά η κυρία Μπερολντύ δήλωσε θετικά πως ήταν Ρώσοι. Η υπόθεση προκάλεσε μεγάλη αίσθηση. Ο καιρός περνούσε, και οι μυστηριώδεις γενειοφόροι δεν ανακαλύφθηκαν ποτέ. Κι ύστερα, καθώς το ενδιαφέρον του κοινούς άρχιζε να ξεθωριάζει, συνέβη μια καταπληκτική εξέλιξη: Η κυρία Μπερολντύ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για το φόνο του συζύγου της. Η δίκη, όταν έγινε, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. Τα νιάτα κι η ομορφιά της κατηγορουμένης, μαζί με την μυστηριώδη της ιστορία, ήταν αρκετά για να σχηματίσουν μια φημισμένη υπόθεση. Αποδείχθηκε χωρίς καμιά αμφιβολία πως οι γονείς της Ζαν Μπερολντύ ήταν ένα πολύ τίμιο και ασήμαντο ζευγάρι, έμποροι φρούτων, που ζούσαν στα περίχωρα της Λυών. Ο Ρώσος Μεγάλος Δούκας, οι ίντριγκες της αυλής και τα πολιτικά σχέδια — όλες οι ιστορίες στράφηκαν ενάντια στην ίδια! Χωρίς τύψεις, ξεγυμνώθηκε ολόκληρη η ιστορία της ζωής της. Το κίνητρο του φόνου βρέθηκε στον κύριο Χίραμ Π. Τραπ. Ο κύριος Τραπ έκανε ό,τι μπορούσε αλλά, όταν ανακρίθηκε άσπλαχνα και συνεχώς, αναγκάσθηκε να παραδεχθεί πως αγαπούσε την κυρία και πως αν ήταν ελεύθερη θα της είχε ζητήσει να γίνει γυναίκα του. Το γεγονός πως οι σχέσεις ανάμεσα τους ήταν καθαρά πλατωνικές, ενίσχυσε τις υποψίες εναντίον της κατηγορουμένης. Μη μπορώντας να γίνει ερωμένη του εξ αιτίας της εντιμότητας του, η Ζαν Μπερολντύ είχε συλλάβει το τερατώδες σχέδιο να

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

141 _

απαλλαγεί απ’ τον ηλικιωμένο, ασήμαντο άνδρα της και να γίνει γυναίκα του πλούσιου Αμερικάνου. Σ’ όλο το διάστημα της δίκης η κυρία Μπερολντύ αντιμετώπισε τους κατηγόρους της με απόλυτη ψυχραιμία και αυτοκυριαρχία. Η ιστορία της δεν άλλαξε ποτέ. Εξακολουθούσε να ισχυρίζεται πως ήταν βασιλικής καταγωγής και πως την είχαν αλλάξει με την κόρη του έμπορου των φρούτων όταν ήταν μικρή. Αν κι αυτές οι δηλώσεις ήταν ανόητες και ολότελα αβάσιμες, πολλοί άνθρωποι τις πίστευαν. Αλλά η πολιτική αγωγή ήταν αμετάπειστη. Είπε πως οι μασκοφόροι «Ρώσοι» ήταν μύθος και βεβαίωσε πως το έγκλημα είχε γίνει απ’ την κυρία Μπερολντύ και τον εραστή της, τον Ζωρζ Κοννώ. Εξεδόθη ένταλμα για τη σύλληψη του τελευταίου, αλλά είχε τη φρόνηση να εξαφανισθεί. Αποδείχθηκε πως τα δεσμά της κυρίας Μπερολντύ ήταν τόσο χαλαρά ώστε μπορούσε εύκολα να απελευθερωθεί. Κι ύστερα, προς το τέλος της δίκης, ένα γράμμα, σταλμένο απ’ το Παρίσι, έφθασε στα χέρια του Δημόσιου Κατήγορου. Ήταν απ’ τον Ζωρζ Κοννώ και, χωρίς ν’ αποκαλύπτει που βρισκόταν, περιείχε πλήρη ομολογία του εγκλήματος. Δήλωνε πως είχε πραγματικά καταφέρει το θανάσιμο χτύπημα με προτροπή της κυρίας Μπερολντύ. Το έγκλημα το είχαν σχεδιάσει μαζί. Πιστεύοντας πως ο άνδρας της την κακομεταχειριζόταν και τρελός απ’ το πάθος του γι’ αυτήν, ένα πάθος που πίστευε πως το ανταπέδιδε εκείνη, είχε σχεδιάσει το έγκλημα κι είχε καταφέρει το θανάσιμο χτύπημα που θα ελευθέρωνε τη γυναίκα που αγαπούσε από μια μισητή σκλαβιά. Τώρα, έμαθε για πρώτη φορά για τον κύριο Χίραμ Π. Τραπ και κατάλαβε πως η γυναίκα που αγαπούσε τον είχε προδώσει! Δεν ήθελε να ελευθερωθεί για χάρη του αλλά για να παντρευθεί τον πλούσιο Αμερικανό. Τον είχε μεταχειρισθεί σαν όπλο της και τώρα, μέσα στη μανία της ζήλειας του, την κατήγγελλε σαν ηθικό αυτουργό. Κι ύστερα η κυρία Μπερολντύ απέδειξε πόσο αξιόλογη γυναίκα ήταν. Χωρίς δισταγμό, άφησε την προηγουμένη

142

AGATHA _ CHRISTIE

υπεράσπιση της και παραδέχθηκε πως οι «Ρώσοι» ήταν εφεύρεση δική της. Ο πραγματικός δολοφόνος ήταν ο Ζωρζ Κοννώ. Τρελός από πάθος, είχε κάνει το έγκλημα, ορκιζόμενος πως αν δεν σώπαινε θα δεχόταν μια τρομερή εκδίκηση. Τρομοκρατημένη απ’ τις απειλές του, είχε συμφωνήσει κι από φόβο μήπως αν έλεγε την αλήθεια την κατηγορούσαν για συνενοχή στο έγκλημα. Αλλά αρνήθηκε κάθε άλλη σχέση με το φόνο του άνδρα της, και σε αντεκδίκηση για τη στάση της είχε γράφει αυτό το γράμμα που την κατηγορούσε. Ορκίσθηκε πως δεν είχε καμία σχέση με την σχεδίαση του εγκλήματος, πως είχε ξυπνήσει εκείνη την αξιομνημόνευτη νύχτα κι είχε βρει τον Ζωρζ Κοννώ να στέκεται από πάνω της, με το αιματοβαμμένο μαχαίρι στο χέρι του. Ήταν μια επικίνδυνη υπόθεση. Η ιστορία της κυρίας Μπερολντύ ήταν σχεδόν απίστευτη. Αλλά η απολογία της ήταν αριστούργημα. Με τα δάκρυα να μουσκεύουν το πρόσωπο της, μίλησε για το παιδί της, για την τιμή της σαν γυναίκα, για την επιθυμία της να κρατήσει αμόλυντη τη φήμη της για χάρη του παιδιού. Παραδέχθηκε πως, μια και ο Ζωρζ Κοννώ ήταν εραστής της, μπορεί να ‘ταν ηθικά υπεύθυνη για το έγκλημα, αλλά, μπροστά στο θεό, τίποτ’ άλλο! Ήξερε πως είχε κάνει σοβαρό λάθος με το να μην καταγγείλει τον Κοννώ, αλλά δήλωσε με σπασμένη φωνή πως ήταν κάτι που καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το κάνει. Τον είχε αγαπήσει. Μπορούσε το χέρι της να τον στείλει στη λαιμητόμο; Ήταν ένοχη για πολλά πράγματα, αλλά ήταν αθώα για το φοβερό έγκλημα που της απέδιδαν. Όπως κι αν είχε το πράγμα, η ευγλωττία κι η προσωπικότητα της νίκησαν. Η κυρία Μπερολντύ, μέσα σε μια σκηνή ανεπανάληπτης συγκίνησης, αθωώθηκε. Παρά τίς τεράστιες προσπάθειες της αστυνομίας, δεν βρέθηκαν ποτέ τα ίχνη του Ζωρζ Κοννώ. Όσο για την κυρία Μπερολντύ, δεν ακούσθηκε πιά τίποτα γι’ αυτήν. Παίρνοντας μαζί της το παιδί, άφησε το Παρίσι για ν’ αρχίσει μια νέα ζωή.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Το τέχνασμα του Πουαρό Περιέγραψα ολόκληρη την υπόθεση Μπερολντύ. Φυσικά όλες οι λεπτομέρειες δεν υπήρχαν στη μνήμη μου όπως τίς αφηγήθηκα. Πάντως, θυμόμουν μ’ αρκετή ακρίβεια την υπόθεση. Είχε προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον εκείνη την εποχή, κι είχε περιγράφει με λεπτομέρειες απ’ τίς Αγγλικές εφημερίδες, έτσι ώστε δεν χρειαζόταν μεγάλη προσπάθεια από μέρους μου για να θυμηθώ τις βασικές λεπτομέρειες. Εκείνη τη στιγμή, στον ενθουσιασμό μου, μου φάνηκε πως όλη η υπόθεση ξεκαθαρίστηκε. Παραδέχομαι πως είμαι αυθόρμητος, κι ο Πουαρό θεωρεί αξιοθρήνητη τη συνήθειά μου να πηδάω σε συμπεράσματα, αλλά νομίζω πως είχα κάποια δικαιολογία σ’ αυτή την περίπτωση. Ο αξιοπρόσεκτος τρόπος που αυτή η ανακάλυψη δικαίωνε την άποψη του Πουαρό μου έκανε αμέσως εντύπωση. «Πουαρό», είπα, «σε συγχαίρω. Τα βλέπω όλα τώρα». Ο Πουαρό άναψε ένα απ’ τα μικρά του τσιγάρα με τη συνηθισμένη του ακρίβεια. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα. «Κι αφού τα βλέπεις όλα τώρα, φίλε μου, τι ακριβώς βλέπεις;» «Μα πως η κυρία Ντωμπρέιγ Μπερολντύ δολοφόνησε τον κύριο Ρενώ. Η ομοιότητα των δύο υποθέσεων το αποδεικνύει, χωρίς αμφιβολία».

144

AGATHA _ CHRISTIE

«Πιστεύεις λοιπόν πως η κυρία Μπερολντύ αθωώθηκε άδικα; Πως στην πραγματικότητα ήταν συνένοχος στο φόνο του συζύγου της;» Άνοιξα τα μάτια μου διάπλατα. «Φυσικά! Εσύ;» Ο Πουαρό πήγε στην άκρη του δωματίου, ίσιωσε αφηρημένα μια καρέκλα κι υστέρα είπε σκεπτικά: «Ναι, αυτή είναι η γνώμη μου. Αλλά δεν υπάρχει "φυσικά” σ’ αυτό, φίλε μου. Από τεχνικής απόψεως, η κυρία Μπερολντύ είναι αθώα». «Ίσως για κείνο το έγκλημα. Αλλά όχι γι’ αυτό». Ο Πουαρό ξανακάθισε και με κοίταξε πιο σκεπτικά παρά ποτέ. «Ώστε η οριστική σου γνώμη, Χάστιγκς, είναι πως η κυρία Ντωμπρέιγ δολοφόνησε τον κύριο Ρενώ;» «Ναι». «Γιατί;» Μου έκανε τόσο ξαφνικά την ερώτηση ώστε με κατέλαβε εξ απροόπτου. «Γιατί;» τραύλισα. «Γιατί; Ω, γιατί...». Σταμάτησα. Ο Πουαρό μ’ έδειξε με το κεφάλι. «Βλέπεις, αρχίζεις αμέσως να χάνεις τα λόγια σου. Γιατί θα δολοφονούσε η κυρία Ντωμπρέιγ (την λέω έτσι για σαφήνεια) τον κύριο Ρενώ; Δεν μπορούμε να βρούμε καδένα κίνητρο. δεν ωφελείται απ’ το θάνατο του. Είτε σαν ερωμένη ή σαν εκβιάστρια χάνει. Δεν μπορείς να ‘χεις ένα φόνο χωρίς κίνητρο. Το πρώτο έγκλημα ήταν διαφορετικό, υπήρχε ένας πλούσιος εραστής που περίμενε να πάρει τη θέση του συζύγου». «Το χρήμα δεν είναι το μόνο κίνητρο για φόνο», διαμαρτυρήθηκα. «Σωστά», συμφώνησε ήρεμα ο Πουαρό. «Υπάρχουν άλλα δύο, και το πρώτο είναι το έγκλημα πάθους. Και υπάρχει και το τρίτο σπάνιο κίνητρο, ο φόνος για μια ιδέα που σημαίνει κάποια διανοητική διαταραχή εκ μέρους του δολοφόνου. Σ’ αυτή την κατηγορία ακούν η ανθρωποκτόνος μανία και ο θρησκευτικός

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

145 _

φανατισμός. Μπορούμε να την αποκλείσουμε σ’ αυτή την περίπτωση». «Μα τι λες για το έγκλημα πάθους; Μπορείς να το αποκλείσεις; Αν η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν ερωμένη του Ρενώ, αν βρήκε πως η αγάπη του είχε ψυχρανθεί, η αν η ζήλεια της ξύπνησε με κάποιον τρόπο, δεν θα μπορούσε να τον σκοτώσει σε μια στιγμή θυμού;» Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. «Αν... πρόσεξέ με, λέω, αν η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν ερωμένη του Ρενώ, δεν είχε καιρό να την βαρεθεί. Και εν πάση περιπτώσει, παρεξηγείς το χαρακτήρα της. Είναι μια γυναίκα που μπορεί να υποκριθεί μεγάλη συναισθηματική ταραχή. Είναι θαυμάσια ηθοποιός. Αλλά, αν την κοιτάξουμε χωρίς πάθος, η ζωή της διαψεύδει την εμφάνιση της. Σ όλη της τη ζωή, αν την εξετάσουμε, υπήρξε ψύχραιμη και υπολογίστρια στα κίνητρα και στις πράξεις της. Δεν συνεργάσθηκε στο φόνο του συζύγου της για να συνδέσει τη ζωή της με τον νεαρό εραστή της. Αντικειμενικός της σκοπός ήταν ο πλούσιος Αμερικάνος, για τον όποιον πιθανόν να μην ένοιωθε τίποτα. Αν έκανε έγκλημα, θα το ‘κανε πάντα για κέρδος. Εδώ δεν υπήρχε κέρδος. Εξ άλλου, πως εξηγείς το σκάψιμο του τάφου; Αυτή είναι ανδρική δουλειά». «Μπορεί να είχε συνένοχο», πρότεινα, μη θέλοντας ν’ απαρνηθώ την πεποίθησή μου. «Περνάω σε μια άλλη αντίρρηση. Μίλησες για την ομοιότητα ανάμεσα στα δύο εγκλήματα. Που βρίσκεται, φίλε μου;» Τον κοίταξα κατάπληκτος. «Μα, Πουαρό, εσύ την παρατήρησες! Η ιστορία των μασκοφόρων, το ''μυστικό”, τα χαρτιά;» Ο Πουαρό χαμογέλασε λίγο. «Μη θυμώνεις τόσο εύκολα, σε παρακαλώ. Δεν αρνούμαι τίποτα. Η ομοιότητα των δύο ιστοριών συνδέει αναπόφευκτα τις δύο υποθέσεις. Αλλά σκέψου τώρα κάτι πολύ παράξενο. Δεν μας λέει αυτή την ιστορία η κυρία Ντωμπρέιγ, —αν ήταν έτσι, η υπόθεση θα ήταν πολύ απλή—, αλλά η κυρία Ρενώ. Είναι λοιπόν σύμμαχος της άλλης;»

146

AGATHA _ CHRISTIE

«Δεν μπορώ να το πιστέψω», είπα αργά. «Αν είναι, είναι η πιο τέλεια ηθοποιός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος». «Τς, τς, τς!» έκανε ανυπόμονα ο Πουαρό. «Και πάλι έχεις συναίσθηση και όχι λογική! Αν είναι απαραίτητο για μια φόνισσα να είναι τέλεια ηθοποιός, τότε υπόθεσε πως είναι. Αλλά είναι απαραίτητο; Δεν πιστεύω πως η κυρία Ρενώ είναι σύμμαχος της κυρίας Ντωμπρέιγ για πολλούς λόγους, που μερικούς απ’ αυτούς τους έχω αναφέρει κιόλας. Οι άλλοι είναι φανεροί. Έτσι, αν αποκλείσουμε αυτή την πιθανότητα, πλησιάζουμε πολύ στην αλήθεια, που είναι, όπως πάντα, πολύ παράξενη και ενδιαφέρουσα». «Πουαρό», φώναξα, «τι άλλο ξέρεις;» «Φίλε μου, πρέπει να βγάλεις μόνος σου τα συμπεράσματα σου. Έχεις “δίοδο προς τα γεγονότα”. Συγκέντρωσε τα φαιά σου κύτταρα. Σκέψου, όχι σαν τον Ζιρώ, αλλά σαν τον Ηρακλή Πουαρό!» «Μα είσαι σίγουρος;» «Φίλε μου, υπήρξα ηλίθιος από πολλές απόψεις. Αλλά επιτέλους βλέπω καθαρά». «Ξέρεις τα πάντα;» «Ανακάλυψα αυτό που με κάλεσε να ανακαλύψω ο κύριος Ρενώ». «Και ξέρεις το δολοφόνο;» «Ξέρω έναν δολοφόνο». «Τι εννοείς;» «Ας μιλήσουμε καθαρά. Δεν υπάρχει εδώ ένα έγκλημα, άλλα δύο. Έχω λύσει το πρώτο, όσο για το δεύτερο, παραδέχομαι πως δεν είμαι σίγουρος!» «Μα Πουαρό, νομίζω πως είπες πως ο άνθρωπος στο υπόστεγο πέθανε από φυσικό θάνατο». «Τς, τς, τς! (Ο Πουαρό έβγαλε το αγαπημένο του επιφώνημα ανυπομονησίας). Και πάλι δεν καταλαβαίνεις. Μπορεί κανείς να έχει ένα έγκλημα χωρίς δολοφόνο, αλλά για δυο εγκλήματα είναι απαραίτητο να ‘χουμε δύο πτώματα».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

147 _

Η παρατήρηση του μου φάνηκε τόσο ασαφής ώστε τον κοίταξα με κάποια ανησυχία. Φαινόταν, ωστόσο, ολότελα φυσιολογικός, Ξαφνικά σηκώθηκε και πήγε στο παράθυρο. «Να τος», παρατήρησε. «Ποιος;» «Ο κύριος Τζακ Ρενώ. Έστειλα ένα σημείωμα στη βίλα ζητώντας του να ‘ρθει εδώ». Αυτό άλλαξε την πορεία των ιδεών μου, και ρώτησα τον Πουαρό αν ήξερε πως ο Τζακ Ρενώ βρισκόταν στο Μερλινβίλλ τη νύχτα του εγκλήματος. Έλπιζα πως θα ‘πιανα τον κοντούλη φίλο μου στον ύπνο, αλλά όπως συνήθως, ήξερε τα πάντα. Κι εκείνος είχε ρωτήσει στο σταθμό. «Και χωρίς αμφιβολία η ιδέα μας δεν ήταν πρωτότυπη, Χάστιγκς. Ο εξαίρετος Ζιρώ ίσως να ‘κανε κι αυτός τις έρευνες του». «Μήπως νομίζεις...», είπα και σταμάτησα. «Α, όχι, θα ‘ταν πολύ φρικτό!» Ο Πουαρό με κοίταξε ερωτηματικά, αλλά δεν είπα τίποτ’ άλλο. Είχα μόλις τότε σκεφθεί πως αν και υπήρχαν εφτά γυναίκες που συνδέονταν άμεσα η έμμεσα με την υπόθεση, η κυρία Ρενώ, η κυρία Ντωμπρέιγ και η κόρη της, η μυστηριώδης επισκέπτρια και οι τρεις υπηρέτριες —υπήρχε μόνο ένας άνδρας, ο Τζακ Ρενώ, εκτός απ’ τον γέρο Αύγουστο που δεν λογαριαζόταν. Και ένας άνδρας πρέπει να ‘σκαψε τον τάφο. Δεν είχα καιρό να αναπτύξω περισσότερο την καταπληκτική ιδέα που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, γιατί οδήγησαν τον Τζακ Ρενώ στο δωμάτιο. Ο Πουαρό τον χαιρέτησε με επαγγελματικό τρόπο. «Καθήστε, κύριε. Λυπούμαι πολύ που σας ενοχλώ, άλλα ίσως καταλαβαίνετε πως η ατμόσφαιρα στη βίλα δεν μου είναι πολύ ευχάριστη. Ο κύριος Ζιρώ κι εγώ δεν συμφωνούμε σ’ όλα. Η ευγένεια του απέναντι μου δεν είναι μεγάλη, και καταλαβαίνετε πως δεν σκοπεύω να τον ωφελήσω με τις τυχόν μικροανακαλύψεις μου». «Ακριβώς, κύριε Πουαρό», είπε ο νεαρός. «Αυτός ο Ζιρώ είναι

148

AGATHA _ CHRISTIE

ένα κακότροπο κτήνος, και θα χαρώ πολύ να δω κάποιον να τον νικάει». «Μπορώ λοιπόν να σας ζητήσω μια μικρή χάρη;» «Ασφαλώς». «Θα σας ζητήσω να πάτε στο σιδηροδρομικό σταθμό και να πάρετε ένα τραίνο ως τον επόμενο σταθμό, το Αμπαλάκ. Ρωτήστε στις αποσκευές αν δυο ξένοι άφησαν εκεί μια βαλίτσα τη νύχτα του φόνου. Είναι μικρός σταθμός, κι ασφαλώς θα θυμούνται, θα το κάνετε;» «Φυσικά θα το κάνω», είπε ο νεαρός, απογοητευμένος, αν και πρόθυμος. «Καταλαβαίνετε, εγώ κι ο φίλος μου, έχουμε δουλειά άλλου», εξήγησε ο Πουαρό. «Ένα τραίνο φεύγει σ’ ένα τέταρτο, και θα σας ζητήσω να μη γυρίσετε στη βίλα, γιατί δεν θέλω να καταλάβει ο Ζιρώ την αποστολή σας». «Πολύ καλά, θα πάω κατ' ευθείαν στο σταθμό». Σηκώθηκε. Η φωνή του Πουαρό τον σταμάτησε: «Μια στιγμή, κύριε Ρενώ, υπάρχει ένα μικροπράγμα που με κάνει ν’ απορώ. Γιατί δεν αναφέρατε σήμερα το πρωί στον κύριο Ωτέ πως βρισκόσαστε στο Μερλινβίλλ τη νύχτα του εγκλήματος;» Το πρόσωπο του Τζακ Ρενώ έγινε κατακόκκινο. Συγκροτήθηκε με μια προσπάθεια. «Κάνετε λάθος. Βρισκόμουν στο Χερβούργο, όπως είπα σήμερα το πρωί στον ανακριτή». Ο Πουαρό τον κοίταξε, τα μάτια του στένεψαν σαν της γάτας, ώσπου φαινόταν μόνο μια πράσινη λάμψη. «Τότε είναι πολύ παράξενο το λάθος μου, γιατί το συμμερίζεται και το προσωπικό του σταθμού. Λένε πως φθάσατε με το τραίνο των 11 και 40'». Για μια στιγμή ο Τζακ Ρενώ δίστασε, κι ύστερα αποφάσισε. «Κι αν ήρθα; Υποθέτω πως δεν θέλετε να με κατηγορήσετε για συμμετοχή στο φόνο του πατέρα μου, έ;» ρώτησε υπεροπτικά, με ριγμένο πίσω το κεφάλι του.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

149 _

«Θα ‘θελα μια εξήγηση για το λόγο που σας έφερε εδώ,». «Είναι πολύ απλός. Ήρθα να δω τη μνηστή μου, την δεσποινίδα Ντωμπρέιγ. Θα ‘φευγα την άλλη μέρα για μακρινό ταξίδι, και δεν ήταν σίγουρο πότε θα γύριζα. Ήθελα να την δω πριν φύγω για να την βεβαιώσω για την αμείωτη αφοσίωσή μου». «Και την είδατε;» Τα μάτια του Πουαρό δεν άφησαν καθόλου το πρόσωπο του άλλου. Έγινε μια σημαντική παύση πριν απαντήσει ο Ρενώ. Ύστερα είπε: «Ναι». «Κι ύστερα;» «Ανακάλυψα πως είχα χάσει το τελευταίο τραίνο. Πήγα με τα πόδια στο Σαιν Μπωβαί, όπου χτύπησα σ’ ένα γκαράζ και πήρα ένα αυτοκίνητο για να γυρίσω στο Χερβούργο». «Στο Σαιν Μπωβαί; Είναι δεκαπέντε χιλιόμετρα. Μεγάλος περίπατος, κύριε Ρενώ». «Είχα... είχα όρεξη για περπάτημα». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του δείχνοντας πως δεχόταν την εξήγηση. Ο Τζακ Ρενώ πήρε το καπέλο του και το μπαστούνι του κι έφυγε. Σέ μια στιγμή ο Πουαρό πήδηξε όρθιος. «Γρήγορα, Χάστιγκς. Θα τον ακολουθήσουμε». Κρατώντας μια διακριτική απόσταση πίσω απ’ το αντικείμενο της παρακολούθησής μας, τον ακολουθήσαμε μεσ’ απ’ τους δρόμους του Μερλινβίλλ. Αλλά όταν ο Πουαρό είδε πως έστριψε προς το σταθμό, σταμάτησε. «Όλα πάνε καλά. Δάγκωσε το δόλωμα, θα πάει στο Αμπαλάκ, και θα ρωτήσει για τη μυθική βαλίτσα που άφησαν οι μυθικοί ξένοι. Ναι, φίλε μου, όλα αυτά ήταν μια μικρή εφεύρεση μου». «Ήθελες να τον ξεφορτωθείς!» αναφώνησα. «Η διορατικότητα σου είναι καταπληκτική, Χάστιγκς! Τώρα, αν θέλεις, θα πάμε στη βίλλα Ζενεβιέβ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΟΓΔΟΟ Ανάμεσα σε δυο χωροφύλακες Όταν φθάσαμε στη βίλα, ο Πουαρό με οδήγησε στο υπόστεγο όπου είχε ανακαλυφθεί το δεύτερο πτώμα. Πάντως, δεν μπήκε μέσα αλλά σταμάτησε στο παγκάκι που έχω αναφέρει πως βρισκόταν λίγα μέτρα μακρύτερα. Αφού το κοίταξε ένα δυο λεπτά, προχώρησε προσεκτικά ως το φράκτη που αποτελούσε το σύνορο ανάμεσα στη βίλλα Μαργκερίτ. Ύστερα ξαναγύρισε, κουνώντας το κεφάλι του. Μετά προχώρησε πάλι ως το φράχτη και τράβηξε τους θάμνους με τα χέρια του. «Αν έχουμε τύχη», μου είπε πάνω απ’ τον ώμο του, «η δεσποινίς Μάρτ μπορεί να βρίσκεται στον κήπο, θέλω να της μιλήσω και θα προτιμούσα να μην επισκεφθώ επίσημα τη βίλλα Μαργκερίτ. Α, όλα πάνε καλά, να ‘την. Ψιτ, δεσποινίς, ψιτ, ένα λεπτό σας παρακαλώ». Τον πλησίασα τη στιγμή που η Μάρτ Ντωμπρέιγ, δείχνοντας λίγο έκπληκτη, ήρθε τρέχοντας στο φράχτη. «Μου επιτρέπετε να σας ρωτήσω κάτι, δεσποινίς;» «Φυσικά, κύριε Πουαρό». Παρά την διαβεβαίωσή της, τα μάτια της φαίνονταν ταραγμένα κι ανήσυχα. «Δεσποινίς, θυμόσαστε που τρέξατε ξοπίσω μου τη μέρα που ήρθα σπίτι σας με τον ανακριτή; Με ρωτήσατε αν υποψιάζονταν κανένα για το έγκλημα».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

151 _

«Και μου είπατε δυο Χιλιανούς». Η φωνή της ήταν λίγο λαχανιασμένη και το αριστερό της χέρι ανέβηκε κρυφά στο στήθος της. «Μήπως θα μου κάνετε κι άλλες ερωτήσεις, δεσποινίς;» «Τι εννοείτε;» «Αυτό. Αν μου ξανακάνατε την ίδια ερώτηση θα έδινα διαφορετική, απάντηση. Υποψιάζονται κάποιον, όχι Χιλιανό». «Ποιόν;» Η λέξη ανέβηκε αδύναμη στα μισάνοιχτα χείλη της. «Τον κύριο Τζακ Ρενώ». «Τι;» Ήταν μια κραυγή. «Τον Τζακ; Αδύνατον. Ποιος τολμάει να τον υποψιάζεται;» «Ο Ζιρώ». «Ο Ζιρώ!» Το πρόσωπο της κοπέλας ήταν γκρίζο. «Φοβάμαι, αυτόν τον άνθρωπο. Είναι σκληρός, θα... θα...», Ξέσπασε. Στο πρόσωπό της συγκεντρωνόταν θάρρος κι αποφασιστικότητα. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ήταν μαχήτρια. Ο Πουαρό την παρακολουθούσε επίμονα. «Ξέρετε, φυσικά, πως βρισκόταν εδώ τη νύχτα του φόνου;» «Ναι», απάντησε μηχανικά εκείνη. «Μου το είπε». «Δεν ήταν φρόνιμο να προσπαθήσει να κρύψει το γεγονός», τόλμησε να πει ο Πουαρό. «Ναι, ναι», απάντησε ανυπόμονα. «Αλλά δεν μπορούμε να χάνουμε χρόνο με μετάνοιες. Πρέπει να βρούμε κάτι για να τον σώσουμε. Είναι αθώος, φυσικά. Αλλά αυτό δεν θα τον βοηθήσει μ’ έναν άνθρωπο σαν τον Ζιρώ, που πρέπει να σκεφθεί την υπόληψη του. Πρέπει να συλλάβει κάποιον, κι αυτός ο κάποιος θα είναι ο Τζακ». «Τα γεγονότα θα τον κατηγορήσουν», είπε ο Πουαρό. «Το καταλαβαίνετε;» Τον κοίταξε ψύχραιμα. «Δεν είμαι παιδί, κύριε Πουαρό. Μπορώ να είμαι γενναία και να κοιτάξω τα πράγματα καταπρόσωπο. Είναι αθώος και πρέπει να τον σώσουμε». Μιλούσε μ’ ένα είδος απελπισμένης ενεργητικότητας, υστέρα

152

AGATHA _ CHRISTIE

σώπασε, ζαρώνοντας τα φρύδια καθώς σκεπτόταν. «Δεσποινίς», είπε ο Πουαρό παρατηρώντας την έντονα, «δεν υπάρχει κάτι που κρύβετε και θα μπορούσατε να μας το πείτε;» Κούνησε αμήχανα το κεφάλι. «Ναι, υπάρχει κάτι, αλλά δεν ξέρω αν θα το πιστέψετε... φαίνεται τόσο παράλογο». «Πάντως πέστε μας το, δεσποινίς». «Να. Ο κύριος Ζιρώ έστειλε να με καλέσουν, για να δουν αν μπορούσα ν’ αναγνωρίσω τον άνθρωπο εκεί μέσα. (Έδειξε με το κεφάλι της το υπόστεγο). Δεν μπόρεσα. Τουλάχιστον εκείνη τη στιγμή; Δεν μπορούσα. Αλλά σκέφθηκα ύστερα και...». «Και;» «Φαίνεται τόσο περίεργο, κι όμως είμαι σχεδόν σίγουρη. Θα σας πω. Την ήμερα που σκοτώθηκε ο κύριος Ρενώ, το πρωί, περπατούσα εδώ στον κήπο, όταν άκουσα φωνές ανδρών που τσακώνονταν. Παραμέρισα τους θάμνους και κοίταξα. Ο ένας απ’ τους άνδρες ήταν ο κύριος Ρενώ κι ο άλλος ένας αλήτης, ένας απαίσιος τύπος με βρώμικα κουρέλια. Μια κλαψούριζε και μια απειλούσε. Υπέθεσα πως ζητούσε χρήματα, άλλα εκείνη τη στιγμή η μαμά με φώναξε απ’ το σπίτι κι αναγκάσθηκα να φύγω. Αυτό είναι όλο, μόνο που... είμαι σχεδόν σίγουρη πως ο αλήτης και ο νεκρός στο υπόστεγο είναι το ίδιο πρόσωπο». Ο Πουαρό έβγαλε ένα επιφώνημα. «Αλλά γιατί δεν το είπατε τότε, δεσποινίς;» «Γιατί στην αρχή μου φάνηκε μόνο πως το πρόσωπο ήταν αόριστα γνώριμο. Ο άνδρας ήταν ντυμένος διαφορετικά, και άνηκε ολοφάνερα σ’ ένα ανώτερο κοινωνικό στρώμα». Μια φωνή φώναξε απ’ το σπίτι. «Η μαμά», ψιθύρισε η Μάρτ. «Πρέπει να φύγω». Κι έφυγε γλιστρώντας ανάμεσα στα δέντρα. «Έλα», είπε ο Πουαρό, και παίρνοντας το μπράτσο μου, στράφηκε προς την κατεύθυνση της βίλλας. «Τι σκέπτεσαι πραγματικά;» ρώτησα με κάποια περιέργεια. «Ήταν αληθινή η ιστορία, ή την κατασκεύασε η κοπέλα για να στρέψει τις υποψίες μακριά απ’ τον αγαπημένο της;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

153 _

«Είναι παράξενη ιστορία», είπε ο Πουαρό, «άλλα πιστεύω πως είναι η απόλυτη αλήθεια. Χωρίς να το ξέρει, η δεσποινίς Μάρτ μας είπε την αλήθεια πάνω σ’ ένα άλλο σημείο, και διέψευσε τον Τζακ Ρενώ. Πρόσεξες το δισταγμό του όταν τον ρώτησα αν είδε την Μάρτ Ντωμπρέιγ τη νύχτα του εγκλήματος; Σταμάτησε κι ύστερα είπε: "Ναι!”. Υποψιάσθηκα πως έλεγε ψέματα. Ήταν ανάγκη να δω τη δεσποινίδα Μάρτ πριν την προειδοποιήσει. Τρεις λέξεις έδωσαν την πληροφορία που ήθελα. Όταν την ρώτησα αν ήξερε πως ο Τζακ Ρενώ ήταν εδώ εκείνη τη νύχτα, απάντησε: "Μου το είπε”. Τώρα, Χάστιγκς, τι έκανε εδώ ο Τζακ Ρενώ εκείνο το επεισοδιακό βράδυ, και αν δεν είδε την Μάρτ Ντωμπρέιγ, ποιόν είδε;» «Ασφαλώς δεν μπορείς να πιστεύεις πως ένα αγόρι σαν αυτό μπορούσε να σκοτώσει τον ίδιο του τον πατέρα, Πουαρό!», φώναξα κατάπληκτος. «Φίλε μου», είπε ο Πουαρό, «εξακολουθείς να είσαι απίστευτα συναισθηματικός! Είδα μητέρες να δολοφονούν τα παιδάκια τους για τα λεφτά της ασφάλειας! Μετά απ’ αυτό μπορείς να πιστέψεις οτιδήποτε». «Και το κίνητρο;» «Φυσικά τα χρήματα, θυμήσου πως ο Τζακ Ρενώ πίστευε πως θα ‘παιρνε την μισή περιουσία του πατέρα του όταν πέθαινε» «Κι ο αλήτης τι σχέση έχει;» Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του. «Ο Ζιρώ θα ‘λεγε ότι ήταν συνένοχος, ένας αλήτης που βοήθησε τον νεαρό Ρενώ να διαπράξει το έγκλημα κι ύστερα τον ξεφορτώθηκε καταλλήλως». «Μα η τρίχα γύρω από το μαχαίρι; Η γυναικεία τρίχα;» «Α!» είπε ο Πουαρό χαμογελώντας πλατεία. «Αυτό είναι το αλατοπίπερο της ιστορίας του Ζιρώ. Κατά τη γνώμη του, δεν είναι γυναικεία τρίχα. Σήμερα οι νέοι βουρτσίζουν τα μαλλιά τους πίσω με πομάδα ή σαμπουάν για να τα ισιώσουν. Συνεπώς μερικές τρίχες έχουν αρκετό μάκρος».

154

AGATHA _ CHRISTIE

«Και το πιστεύεις κι εσύ, αυτό;» «Όχι», είπε ο Πουαρό με παράξενο χαμόγελο. «Γιατί εγώ ξέρω πως είναι τρίχα μιας γυναίκας... κι ακόμα ποιας γυναίκας!» «Της κυρίας Ντωμπρέιγ», είπε με σιγουριά. «Ίσως», είπε ο Πουαρό κοιτάζοντας με αινιγματικά. Αρνήθηκα να ενοχληθώ. «Τι θα κάνουμε τώρα;» ρώτησα καθώς μπαίναμε στο χολ της βίλλας Ζενεβιέβ. «Θέλω να κάνω μια έρευνα στα πράγματα του κυρίου Τζακ Ρενώ. Γι' αυτό θέλησα να τον ξεφορτωθώ για μερικές ώρες». Τακτικά και μεθοδικά, ο Πουαρό άνοιξε το κάθε συρτάρι, εξέτασε το περιεχόμενο και το ξανάβαλε ακριβώς στη θέση του. Ήταν μια εξαιρετικά βαρετή και χωρίς ενδιαφέρον δουλειά. Ο Πουαρό έψαξε ανάμεσα σε κολλάρα, πιτζάμες και κάλτσες. Ένα βουητό απέξω μ’ έκανε να πάω στο παράθυρο, και αμέσως ζωντάνεψα. «Πουαρό!» φώναξα. «Μόλις έφθασε ένα αυτοκίνητο. Μέσα είναι ο Ζιρώ κι ο Τζακ Ρενώ και δυο χωροφύλακες». «Κατάρα!», γρύλλισε ο Πουαρό. «Αυτό το ζώων, ο Ζιρώ, δεν μπορούσε να περιμένει; Δεν θα μπορέσω να ξαναβάλω τακτικά τα πράγματα στο τελευταίο συρτάρι. Ας κάνουμε γρήγορα». Έριξε βιαστικά τα πράγματα στο πάτωμα, κυρίως γραβάτες και μαντήλια. Ξαφνικά με μια θριαμβευτική κραυγή ο Πουαρό άρπαξε κάτι, ένα μικρό τετράγωνο χαρτόνι, ολοφάνερα φωτογραφία. Ρίχνοντας την στην τσέπη του, ξανάβαλε τα πράγματα άνω κάτω μέσα στο συρτάρι, και πιάνοντας με απ’ το μπράτσο μ’ έσυρε έξω απ’ το δωμάτιο και κατεβήκαμε τη σκάλα. Στο χολ, ο Ζιρώ μελετούσε τον κρατούμενό του. «Καλησπέρα, κύριε Ζιρώ», είπε ο Πουαρό. «Τι έχουμε;» Ο Ζιρώ έδειξε με το κεφάλι τον Τζακ. «Προσπαθούσε να το σκάσει, αλλά είμαι εξυπνότερος του. Συλλαμβάνεται για το φόνο του πατέρα του, του κυρίου Πωλ Ρενώ». Ο Πουαρό γύρισε ν’ αντικρύσει τον νεαρό, που ακουμπούσε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

155 _

στην πόρτα, με το πρόσωπό του χλωμό σαν στάχτη. «Τι λέτε γι’ αυτό, νεαρέ;» Ο Τζακ Ρενώ τον κοίταξε παγερά. «Τίποτα», είπε.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ ΕΝΑΤΟ Ένα παράξενο λάθος Έμεινα άναυδος. Μέχρι τέλους δεν είχα καταφέρει να πείσω τον εαυτό μου πως ο Τζακ Ρενώ ήταν ένοχος. Περίμενα μια τρανταχτή δήλωση της αθωότητας του όταν ο Πουαρό τον προκάλεσε. Αλλά τώρα, βλέποντας τον να στέκεται χλωμός κι αδύναμος πάνω στον τοίχο κι ακούγοντας την καταδικαστική λέξη που πρόφεραν τα χείλη του, δεν αμφέβαλα πιά. Άλλα ο Πουαρό είχε στραφεί στον Ζιρώ. «Ποιοι είναι οι λόγοι που τον συλλάβατε;» «Περιμένετε να σας τους πω;» «Από ευγένεια, ναι». Ο Ζιρώ τον κοίταξε δύσπιστα. Ταλαντευόταν ανάμεσα στην επιθυμία του για μια αγενή άρνηση και στην ευχαρίστηση να θριαμβεύσει πάνω στον αντίπαλό του. «Υποθέτω πως νομίζετε πως έκανα λάθος», κάγχασε. «Δεν θα με εξέπληττε», απάντησε ο Πουαρό με κάποια κακία. Το πρόσωπο του Ζιρώ κοκκίνισε περισσότερο. «Ε, λοιπόν, ελάτε εδώ. Θα κρίνετε μόνος σας». Άνοιξε την πόρτα του σαλονιού και περάσαμε μέσα, αφήνοντας τον Τζακ Ρενώ στη φροντίδα των δύο άλλων. «Τώρα, κύριε Πουαρό», είπε ο Ζιρώ, ακουμπώντας το καπέλο του στο τραπέζι και μιλώντας με μεγάλο σαρκασμό, «θα σας κάνω μια διάλεξη για τη δουλειά του ντετέκτιβ. Θα σας δείξω

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

157 _

πως δουλεύουμε εμείς οι μοντέρνοι». «Καλά», είπε ο Πουαρό, πιέζοντας τον εαυτό του ν’ ακούσει. «Θα σας δείξω πόσο θαυμάσια μπορεί ν’ ακούει η Παλαιά Φρουρά». Και ξάπλωσε πίσω κι έκλεισε τα μάτια του, ανοίγοντας τα για μια στιγμή για να πει: «Μη φοβόσαστε πως θα με πάρει ο ύπνος, θ’ ακούω πολύ προσεκτικά». «Φυσικά», άρχισε ο Ζιρώ, «άφησα αμέσως κατά μέρος τις Χιλιανές ανοησίες. Δυο άνθρωποι ήταν ανακατεμένοι, αλλά δεν ήταν μυστηριώδεις ξένοι. Όλα αυτά ήταν στάχτη στα μάτια!» «Πολύ σωστά ως τώρα, αγαπητέ μου Ζιρώ», μουρμούρισε ο Πουαρό. «Ιδιαίτερα μετά το έξυπνο κόλπο τους με το σπίρτο και τη γόπα του τσιγάρου». Ο Ζιρώ τον αγριοκοίταξε, αλλά συνέχισε. «Ένας άνδρας πρέπει να είχε σχέση με την υπόθεση, για να σκάψει τον τάφο. Δεν υπάρχει κανένας άνδρας που να ωφελείται πραγματικά απ’ το έγκλημα, αλλά υπήρχε ένας άνδρας που πίστευε πως επωφελείτο. Άκουσα για τον καυγά του Τζακ Ρενώ με τον πατέρα του, και για τις απειλές που χρησιμοποίησε. Το κίνητρο διαπιστώθηκε. Τώρα, ο τρόπος. Ο Τζακ Ρενώ βρισκόταν στο Μερλινβίλλ εκείνη τη νύχτα. Το ‘κρυψε, πράγμα που έκανε την υποψία βεβαιότητα. Ύστερα βρήκαμε ένα δεύτερο θύμα, μαχαιρωμένο με το ίδιο μαχαίρι. Ξέρουμε πως το μαχαίρι κλέφτηκε. Ο λοχαγός Χάστιγκς από δω μπορεί να προσδιορίσει την ώρα. Ο Τζακ Ρενώ, φθάνοντας απ’ το Χερβούργο, ήταν ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να το πάρει. Έλεγξα το άλλοθι όλων των άλλων μελών του προσωπικού». Ο Πουαρό τον διέκοψε. «Κάνετε λάθος. Υπάρχει άλλο ένα πρόσωπο που θα μπορούσε να πάρει το μαχαίρι». «Εννοείτε τον κύριο Στόνορ; Έφθασε στη μπροστινή πόρτα, μ’ ένα αυτοκίνητο που τον είχε φέρει κατ’ ευθείαν απ’ το Καλαί. Α! πιστέψτε με, τα εξέτασα όλα. Ο κύριος Τζακ Ρενώ έφθασε με το τραίνο. Μια ώρα πέρασε απ’ την άφιξή του ως τη στιγμή που εμφανίσθηκε στο σπίτι. Χωρίς αμφιβολία, είδε τον λοχαγό

158

AGATHA _ CHRISTIE

Χάστιγκς και την φίλη του να βγαίνουν απ’ το υπόστεγο, γλίστρησε μέσα και πήρε το μαχαίρι, μαχαίρωσε τον συνένοχό του στο υπόστεγο...». «Που ήταν κιόλας νεκρός!» Ο Ζιρώ σήκωσε τους ώμους. «Μπορεί να μην το πρόσεξε. Μπορεί να νόμισε πως κοιμόταν. Είχαν, χωρίς αμφιβολία, ραντεβού. Πάντως, ήξερε πως αυτός ο φαινομενικός δεύτερος φόνος θα περιέπλεκε πολύ την υπόθεση, πράγμα που συνέβη». «Μα δεν μπορούσε να ξεγελάσει τον κύριο Ζιρώ», είπε ο Πουαρό. «Με κοροϊδεύετε! Αλλά θα σας δώσω μια τελευταία ατράνταχτη απόδειξη, Η ιστορία της κυρίας Ρενώ ήταν ψεύτικη, παραμύθι απ’ την αρχή ως το τέλος. Πιστεύουμε πως η κυρία Ρενώ αγαπούσε τον άνδρα της, κι όμως είπε ψέματα για να καλύψει το δολοφόνο του. Για ποιόν λέει ψέματα μια γυναίκα; Μερικές φορές για τον εαυτό της, συνήθως για τον άνδρα που αγαπάει, πάντα για τα παιδιά της. Αυτή είναι η τελευταία, η αδιάψευστη απόδειξη. Δεν μπορείτε να την αγνοήσετε». Ο Ζιρώ σταμάτησε, κόκκινος και θριαμβευτικός. Ο Πουαρό τον κοίταξε σταθερά. «Αυτή είναι η θεωρία μου», είπε ο Ζιρώ. «Τι έχετε να πείτε;» «Μόνο πως υπάρχει κάτι που δεν το λογαριάσατε». «Τι;» «Ίσως ο Τζακ Ρενώ ήξερε το σχέδιο του γηπέδου του γκολφ. Ήξερε πως θ’ ανακάλυπταν το πτώμα σχεδόν αμέσως, όταν άρχιζαν να σκάβουν το πλατό». Ο Ζιρώ γέλασε δυνατά. «Μα αυτό που λέτε είναι ηλίθιο! Ήθελε να βρεθεί το πτώμα! Ώσπου να βρεθεί, δεν μπορούσε να πει πως ήταν νεκρός και δεν θα μπορούσε να τον κληρονομήσει». Είδα μια γοργή πράσινη αστραπή στα μάτια του Πουαρό καθώς σηκωνόταν. «Τότε γιατί να το θάψει;» ρώτησε πολύ σιγά. «Σκεφθείτε, Ζιρώ. Αφού ο Τζακ Ρενώ ήθελε να βρουν το πτώμα χωρίς καθυστέρηση, γιατί να σκάψει τάφο;»

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

159 _

Ο Ζιρώ δεν απάντησε. Η ερώτηση τον βρήκε απροετοίμαστο. Σήκωσε τους ώμους του σαν να ‘θελε να πει πως δεν είχε σημασία. Ο Πουαρό προχώρησε προς την πόρτα. Τον ακολούθησα. «Υπάρχει κάτι ακόμα που δεν υπολογίσατε», είπε πάνω απ’ τον ώμο του. «Τι;» «Το κομμάτι του μολυβένιου σωλήνα», είπε ο Πουαρό και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ο Τζακ Ρενώ στεκόταν ακόμα στο χολ, με άσπρο βουβό πρόσωπο, αλλά όταν βγήκαμε απ’ το σαλόνι κοίταξε έντονα. Την ίδια στιγμή ακούσθηκαν βήματα στις σκάλες. Η κυρία Ρενώ κατέβαινε. Βλέποντας τον γιό της ανάμεσα στους δυο εκπροσώπους του νόμου, σταμάτησε σαν να είχε πετρώσει. «Τζακ», τραύλισε. «Τζακ, τι είναι αυτό;» Την κοίταξε ανέκφραστα. «Με συνέλαβαν, μητέρα». «Τι;» Έβγαλε μια διαπεραστική κραυγή, και πριν μπορέσει κανείς να πάει κοντά της παραπάτησε κι έπεσε βαριά. Τρέξαμε κι οι δυο κοντά της και την σηκώσαμε. Σ’ ένα λεπτό, ο Πουαρό ξανασηκώθηκε. «Έκοψε άσχημα το κεφάλι της στη γωνιά της σκάλας. Φαντάζομαι πως έπαθε κι ελαφρά διάσειση. Αν ο Ζιρώ θέλει να της πάρει κατάθεση, θα χρειασθεί να περιμένει. Ίσως να ‘ναι αναίσθητη τουλάχιστον μια βδομάδα». Η Ντενίζ κι η Φρανσουάζ είχαν τρέξει κοντά στην κυρία τους, κι αφήνοντας την στις φροντίδες τους ο Πουαρό έφυγε απ’ το σπίτι. Περπατούσε με το κεφάλι κάτω, ζαρώνοντας σκεπτικά τα φρύδια. Για λίγη ώρα δεν μίλησα, αλλά τελικά τόλμησα να του κάνω μια ερώτηση: «Πιστεύεις λοιπόν, παρ’ όλα τα φαινόμενα, πως ο Τζακ Ρενώ μπορεί να μην είναι ένοχος;» Ο Πουαρό δεν απάντησε αμέσως, άλλα μετά από πολύ ώρα είπε σοβαρά:

160

AGATHA _ CHRISTIE

«Δεν ξέρω, Χάστιγκς. Υπάρχει μια πιθανότης. Φυσικά ο Ζιρώ κάνει λάθος, απ’ την αρχή ως το τέλος. Αν ο Τζακ Ρενώ είναι ένοχος, είναι ένοχος παρά τα επιχειρήματα του Ζιρώ κι όχι εξ αιτίας τους. Και η σοβαρότερη κατηγορία εναντίον του είναι γνωστή μόνο σε μένα». «Ποια είναι;» ρώτησα εντυπωσιασμένος. «Αν μπορούσες να χρησιμοποιήσεις τα φαιά σου κύτταρα και να δεις καθαρά όλη την υπόθεση όπως εγώ, ίσως να την έβλεπες κι εσύ, φίλε μου». Αυτή ήταν μια απ’ τις εκνευριστικές απαντήσεις του Πουαρό. Συνέχισε, χωρίς να περιμένει να μιλήσω: «Ας πάμε προς τη θάλασσα, θα καθίσουμε σ’ εκείνο το λόφο που βλέπει στην παραλία και θα ξανακοιτάξουμε την υπόθεση. Θα μάθεις ό,τι ξέρω, αλλά θα προτιμούσα να φθάσεις στην αλήθεια με τις δικές σου προσπάθειες, όχι με το να σε οδηγήσω απ’ το χέρι». Εγκατασταθήκαμε στον πράσινο λόφο καθώς είχε προτείνει ο Πουαρό, κοιτάζοντας τη θάλασσα. «Σκέψου, φίλε μου», είπε ενθαρρυντικά η φωνή του Πουαρό. «Τακτοποίησε τις ιδέες σου. Να είσαι μεθοδικός και τακτικός. Αυτό είναι το μυστικό της επιτυχίας». Προσπάθησα να τον υπακούω, ξαναφέρνοντας στο μυαλό μου όλες τις λεπτομέρειες της υπόθεσης. Και ξαφνικά αναπήδησα καθώς μού ήρθε στο μυαλό μια εκπληκτικά φωτεινή ιδέα. Τρέμοντας, σχημάτισα την υπόθεσή μου. «Βλέπω πως έχεις μια μικρή ιδέα, φίλε μου! Θαυμάσια. Κάνουμε πρόοδο». Σηκώθηκα κι άναψα την πίπα μου. «Πουαρό», είπα, «μου φαίνεται πως κάναμε ένα παράξενο λάθος. Λέω κάναμε, αν και "έκανα” θα ‘ταν πιο κοντά στην αλήθεια. ’Αλλά πρέπει να πληρώσεις το τίμημα της αποφασιστικής σου μυστικότητας. Γι’ αυτό λέω και πάλι πως κάναμε ένα παράξενο λάθος. Υπάρχει κάποιος που ξεχάσαμε». «Και ποιος ειν’ αυτός;» ρώτησε ο Πουαρό με μάτια που

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

έλαμπαν. «Ο Ζωρζ Κοννώ !»

161 _

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ Μπερδεμένα συμπεράσματα Την επόμενη στιγμή ο Πουαρό με φίλησε θερμά στο μάγουλο. «Επιτέλους! Έφθασες! Και μόνος σου. Είναι υπέροχο! Συνέχισε τη σκέψη σου. Έχεις δίκιο. Ασφαλώς κάναμε λάθος ξεχνώντας τον Ζωρζ Κοννώ». Κολακεύτηκα τόσο πολύ απ’ την έγκριση του κοντού ανθρωπάκου ώστε δεν μπορούσα να συνεχίσω. Αλλά τελικά συγκέντρωσα τις σκέψεις μου και συνέχισα. «Ο Ζωρζ Κοννώ εξαφανίστηκε πριν είκοσι χρόνια, αλλά δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως πέθανε». «Καθόλου», συμφώνησε ο Πουαρό. «Συνέχισε». «Γι’ αυτό θα υποθέσουμε πως ζει». «Ακριβώς». «Ή πως ζούσε ως τώρα τελευταία». «Όλο και καλύτερα!» «Θα υποθέσουμε», συνέχισα, με αυξανόμενο ενθουσιασμό, «πως βρέθηκε σε δύσκολες μέρες. Έγινε εγκληματίας, απάχης, αλήτης, ό,τι θέλεις. Έρχεται τυχαία στο Μερλινβίλλ. Εκεί βρίσκει τη γυναίκα που ποτέ δεν έπαψε ν’ αγαπά». «Ε, ε! Η συναισθηματικότητα», με προειδοποίησε ο Πουαρό. «Όταν κανείς μισεί, αγαπάει κιόλας», είπα. «Πάντως την βρίσκει εκεί, να ζει με ψεύτικο όνομα. Αλλά έχει έναν καινούργιο εραστή, τον Άγγλο, τον Ρενώ. Ο Ζωρζ Κοννώ, θυμάται το κακό

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

163 _

που του είχε κάνει άλλοτε και τσακώνεται με τον Ρενώ. Τον περιμένει καθώς έρχεται να επισκεφθεί την ερωμένη του και τον μαχαιρώνει στην πλάτη. Ύστερα, τρομαγμένος απ’ την πράξη του, αρχίζει να σκάβει έναν τάφο. Φαντάζομαι πως η κυρία Ντωμπρέιγ βγήκε έξω για να αναζητήσει τον εραστή της. Έγινε μια φοβερή σκηνή ανάμεσα σ’ εκείνην και στον Κοννώ. Την παρασύρει στο υπόστεγο και ξαφνικά πέφτει κάτω παθαίνοντας κρίση επιληψίας. Ας υποθέσουμε τώρα πως εμφανίζεται ο Τζακ Ρενώ. Η κυρία Ντωμπρέιγ του τα λέει όλα, του δείχνει τις φρικτές συνέπειες που θα ‘χει για την κόρη της η αποκάλυψη του σκανδάλου του παρελθόντος. Ο δολοφόνος του πατέρα του είναι νεκρός, ας κάνουν ό,τι μπορούν για να σκεπάσουν την υπόθεση. Ο Τζακ Ρενώ δέχεται, πηγαίνει στο σπίτι και συζητάει με τη μητέρα του, παίρνοντας την με το μέρος του. Με βάση την ιστορία που του πρότεινε η κυρία Ντωμπρέιγ, δέχεται να την δέσουν και να την φιμώσουν. Λοιπόν, Πουαρό, τι λες γι’ αυτό;» Έγειρα πίσω, κατακόκκινος απ’ την περηφάνεια της επιτυχημένης αναπαράστασής μου. Ο Πουαρό με κοίταξε σκεπτικά. «Νομίζω πως θα ‘πρεπε να γράψεις για το σινεμά, φίλε μου», παρατήρησε σε λίγο. «Θες να πεις...». «Η ιστορία που μου διηγήθηκες θα ‘κανε μια καλή ταινία, αλλά δεν έχει καμιά ομοιότητα με την καθημερινή ζωή». «Παραδέχομαι πως δεν μπήκα σ’ όλες τις λεπτομέρειες, αλλά...». «Προχώρησες ακόμα περισσότερο, τις αγνόησες με θαυμάσιο τρόπο. Τι λες για τα ρούχα των δύο ανδρών; Μήπως νομίζεις πως αφού μαχαίρωσε το θύμα του, ο Κοννώ έβγαλε τα ρούχα του, τα φόρεσε, και ξανάβαλε το μαχαίρι στη θέση του.;» «Δεν νομίζω πως έχει σημασία», διαμαρτυρήθηκα κάπως μουτρωμένος. «Μπορεί να πήρε χρήματα και ρούχα απ’ την κυρία Ντωμπρέιγ απειλώντας την, νωρίτερα την ίδια μέρα». «Απειλώντας την, ε; Υποστηρίζεις σοβαρά αυτή την

164

AGATHA _ CHRISTIE

υπόθεση;» «Ασφαλώς. Μπορεί να απείλησε ν’ αποκαλύψει την ταυτότητα της στους Ρενώ, πράγμα που θα ‘βαζε τέλος σε κάθε ελπίδα για το γάμο της κόρης της». «Κάνεις λάθος, Χάστιγκς. δεν μπορούσε να την εκβιάσει, γιατί εκείνη είχε το πάνω χέρι. Ο Ζωρζ Κοννώ καταζητείται ακόμα για φόνο. Μια λέξη της θα τον έφερνε κοντά στον κίνδυνο της λαιμητόμου». Αναγκάσθηκα, μάλλον απρόθυμα, να παραδεχθώ πως ήταν αλήθεια. «Η θεωρία σου», παρατήρησα ξινά, «είναι χωρίς αμφιβολία σωστή σ’ όλες τις λεπτομέρειες;» «Η θεωρία μου είναι η αλήθεια», είπε ήρεμα ο Πουαρό. «Κι η αλήθεια είναι αναγκαστικά σωστή. Στη θεωρία σου έκανες ένα βασικό λάθος. Επέτρεψες στη φαντασία σου να σε παραπλανήσει με σκοτεινούς σκοπούς και παθιασμένες ερωτικές σκηνές. Αλλά όταν ερευνούμε το έγκλημα πρέπει να κοιτάξουμε και τα κοινότυπα πράγματα, θέλεις να σου αναπτύξω τις μεθόδους μου;» «Ναι, σε παρακαλώ, κάντο». Ο Πουαρό κάθισε πολύ στητός κι άρχισε, κουνώντας το δείκτη του χεριού του για να τονίσει τις απόψεις του: «Θ αρχίσω, όπως και σύ, απ’ το βασικό γεγονός του Ζωρζ Κοννώ. Κατ’ αρχήν, η ιστορία που είπε η κ. Μπερολντύ στο δικαστήριο για τους «Ρώσους» ήταν παραδεγμένα ψεύτικη. Αν ήταν αθώα συνενοχής στο έγκλημα, κατασκευάστηκε μόνο απ’ αυτήν, όπως είπε. Αλλά αν δεν ήταν αθώα, μπορεί να είχε κατασκευασθεί απ’ αυτήν η απ’ τον Ζωρζ Κοννώ. «Τώρα, στην υπόθεση που ερευνούμε, συναντάμε την ίδια ιστορία. Όπως σου τόνισα, τα γεγονότα κάνουν πολύ απίθανη την υπόθεση να τον ενέπνευσε η κυρία Ντωμπρέιγ. Έτσι γυρίζουμε στην υπόθεση πως η ιστορία προερχόταν απ’ τον εγκέφαλο του Ζωρζ Κοννώ. Πολύ καλά. Λοιπόν, ο Ζωρζ Κοννώ σχεδίασε το έγκλημα, με συνένοχο την κυρία Ρενώ. Βρίσκεται στο

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

165 _

προσκήνιο, και πίσω της βρίσκεται μια σκοτεινή μορφή που μας είναι άγνωστο το σημερινό της ψευδώνυμο. »Τώρα ας μελετήσουμε προσεκτικά την υπόθεση Ρενώ απ’ την αρχή, βάζοντας κάθε σημαντικό σημείο στην χρονολογική του σειρά. Έχεις ένα σημειωματάριο κι ένα μολύβι; Καλά. Τώρα, ποιο είναι το πρώτο σημείο για να το σημειώσουμε;» «Το γράμμα που πήρες;» «Αυτό ήταν το πρώτο γνωστό, αλλά δεν είναι η αρχή της υπόθεσης. Το πρώτο σημαντικό σημείο, κατά τη γνώμη μου, είναι η αλλαγή του κυρίου Ρενώ λίγο μετά την άφιξη του στο Μερλινβίλλ, και που διαπιστώθηκε από αρκετούς μάρτυρες. Πρέπει να υπολογίσουμε επίσης και τη φιλία του με την κυρία Ντωμπρέιγ, και τα μεγάλα χρηματικά ποσά που της πλήρωσε. Από κει ερχόμαστε κατ’ ευθείαν στις 23 Μαΐου». Ο Πουαρό σταμάτησε, καθάρισε το λαιμό του και μου έκανε νόημα να γράψω: «23 Μαΐου. Ο κύριος Ρενώ τσακώνεται με το γιό του σχετικά με την επιθυμία του τελευταίου να παντρευτεί την Μάρτ Ντωμπρέιγ. Ο γιος φεύγει για το Παρίσι. »24 Μαΐου. Ο κύριος Ρενώ αλλάζει τη διαθήκη του, αφήνοντας τον πλήρη έλεγχο της περιουσίας του στα χέρια της γυναίκας του. »7 Ιουνίου. Καυγάς μ’ έναν αλήτη στον κήπο, με μάρτυρα την Μάρτ Ντωμπρέιγ. »Γράμμα στον κύριο Ηρακλή Πουαρό, ικετεύοντας για βοήθεια. »Τηλεγράφημα στον κύριο Τζακ Ρενώ, διατάζοντας τον να φύγει με το "Ανζόρα” για το Μπουένος Άιρες. »Ο σοφέρ, ο Μάστερς, στέλνεται με άδεια. »Επίσκεψη μιας κυρίας εκείνο το βράδυ. Καθώς την ξεπροβόδιζε, τα λόγια του είναι «Ναι, ναι, αλλά για όνομα του θεού, φύγε τώρα...». Ο Πουαρό σταμάτησε. «Τώρα, Χάστιγκς, πάρε όλα τα γεγονότα ένα ένα, μελέτησε τα προσεκτικά, χωριστά και σε σχέση με το σύνολο και δες αν

166

AGATHA _ CHRISTIE

μπορέσεις να ρίξεις καινούργιο φως στην υπόθεση». Προσπάθησα ευσυνείδητα να κάνω ό,τι μου είπε. Σέ λίγο είπα με αμφιβολία: «Σχετικά με το πρώτο θέμα, φαίνεται πως το θέμα είναι αν παραδεχόμαστε τη θεωρία του εκβιασμού ή μια τρέλα γι’ αυτή τη γυναίκα». «Ασφαλώς εκβιασμός. Άκουσες τι είπε ο Στόνορ για τον χαρακτήρα και τις συνήθειες του». «Η κυρία Ρενώ δεν επιβεβαίωσε την άποψη του», είπα. «Είδαμε κιόλας πως δεν μπορούμε με κανένα τρόπο να βασισθούμε στην μαρτυρία της κυρίας Ρενώ. Πρέπει να εμπιστευθούμε τον Στόνορ σχετικά μ’ αυτό». «Όμως, αν ο Ρενώ είχε ένα σύνδεσμο με μια γυναίκα που λεγόταν Μπέλλα, φαίνεται απίθανο να ‘χει έναν άλλο σύνδεσμο με την κυρία Ντωμπρέιγ». «Καθόλου, Χάστιγκς, στο εγγυώμαι. Αλλά είχε;» «Το γράμμα, Πουαρό. Ξεχνάς το γράμμα». «Όχι, δεν το ξεχνάω. Αλλά τι σε κάνει να πιστεύεις πως γράφτηκε στον κύριο Ρενώ;» «Μα, βρέθηκε στην τσέπη του, και... και...». «Κι αυτό είναι όλο», με διέκοψε ο Πουαρό. «δεν αναφέρεται κανένα όνομα που να δείχνει σε ποιόν απευθυνόταν το γράμμα. Υποθέσαμε πως απευθυνόταν στο νεκρό γιατί βρισκόταν στην τσέπη του παλτού του. Τώρα, φίλε μου, κάτι σχετικά μ’ αυτό το παλτό μου φάνηκε παράξενο. Το μέτρησα, και παρατήρησα πως φορούσε πολύ μακρύ παλτό. Αυτή η παρατήρηση θα ‘πρεπε να σε είχε βάλει σε σκέψεις». «Σκέφθηκα πως το είπες για να πεις κάτι», ομολόγησα. «Α, τι ιδέα! Αργότερα με είδες να μετράω το παλτό του κυρίου Τζακ Ρενώ. Ε, λοιπόν, ο κύριος Τζακ Ρενώ φορούσε πολύ κοντό παλτό. Βάλε αυτά τα δύο γεγονότα μαζί μ’ ένα τρίτο, δηλαδή πως ο κύριος Τζακ Ρενώ έφυγε βιαστικά απ’ το σπίτι ξεκινώντας για το Παρίσι, και πες μου τι συμπεραίνεις». «Καταλαβαίνω», είπα αργά, καθώς συνειδητοποιούσα το

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

167 _

νόημα των παρατηρήσεων του Πουαρό. «Το γράμμα απευθυνόταν στον Τζακ Ρενώ, όχι στον πατέρα του. Πήρε λάθος παλτό μέσα στη βιασύνη και στην ταραχή του». Ο Πουαρό κατένευσε. «Ακριβώς! Μπορούμε να γυρίσουμε αργότερα σ’ αυτό το σημείο. Για την ώρα ας αρκεστούμε στο να δεχθούμε πως το γράμμα δεν είχε καμιά σχέση με τον κύριο Ρενώ πατέρα, και ας περάσουμε στο επόμενο γεγονός κατά χρονολογική σειρά». «23 Μαΐου», διάβασα: «Ο κύριος Ρενώ τσακώνεται με το γιό του για την επιθυμία του τελευταίου να παντρευτεί τον Μάρτ Ντωμπρέιγ. Ο γιός φεύγει για το Παρίσι. Δεν βλέπω τίποτα το αξιοπαρατήρητο εδώ και η αλλαγή της διαθήκης την άλλη μέρα φαίνεται αρκετά φυσιολογική. Ήταν το άμεσο αποτέλεσμα του καυγά». «Συμφωνούμε, φίλε μου, τουλάχιστον για την αίτια. Αλλά ποιο ακριβώς κίνητρο βρισκόταν κάτω απ’ αυτή την πράξη του κυρίου Ρενώ;» Άνοιξα τα μάτια μου με κατάπληξη. «Ο θυμός εναντίον του γιού του, φυσικά». «Κι όμως, του ‘γραφε τρυφερά γράμματα στο Παρίσι». «Έτσι λέει ο Τζακ Ρενώ, άλλα δεν μπορεί να μας τα δείξει». «Καλά, ας το αφήσουμε αυτό». «Ερχόμαστε τώρα στη μέρα της τραγωδίας. Έβαλες σε κάποια τάξη τα γεγονότα του πρωινού. Έχεις καμιά δικαιολογία γι’ αυτό;» «Εξακρίβωσα πως το γράμμα που μου ‘στειλαν στάλθηκε την ίδια ώρα με το τηλεγράφημα. Λίγο αργότερα πληροφόρησαν τον Μάστερς πως μπορούσε να πάρει άδεια. Κατά τη γνώμη μου ο καυγάς με τον αλήτη έγινε πριν απ’ αυτά τα γεγονότα». «Δεν βλέπω πως μπορείς να το καθαρίσεις οριστικά αν δεν ξαναρωτήσεις τη δεσποινίδα Ντωμπρέιγ». «Δεν είναι ανάγκη. Είμαι σίγουρος. Κι αν δεν το βλέπεις, δεν βλέπεις τίποτα, Χάστιγκς». Τον κοίταξα, για μια στιγμή.

168

AGATHA _ CHRISTIE

«Φυσικά! Είμαι ηλίθιος. Αν ο αλήτης ήταν ο Ζωρζ Κοννώ, μετά την θυελλώδη συζήτηση μαζί του ο κύριος Ρενώ κατάλαβε τον κίνδυνο. Απομάκρυνε τον σοφέρ, τον Μάστερς, που υποψιαζόταν πως πληρωνόταν απ’ τον άλλο, τηλεγράφησε στο γιό του και σε κάλεσε». Ένα αχνό χαμόγελο φάνηκε στα χείλη του Πουαρό. «Δεν νομίζεις πως είναι παράξενο να χρησιμοποιήσει στο γράμμα του ακριβώς τις ίδιες εκφράσεις που χρησιμοποίησε η κυρία Ρενώ, αργότερα στην ιστορία της; Αν το Σαντιάγκο ήταν στάχτη στα μάτια, γιατί θα μιλούσε γι’ αυτό ο Ρενώ, κι ακόμα περισσότερο γιατί θα ‘στελνε το γιο του εκεί;» «Είναι παράξενο, το παραδέχομαι, άλλα ίσως βρούμε κάποια εξήγηση αργότερα. Ερχόμαστε τώρα στο βράδυ και στην επίσκεψη της μυστηριώδους κυρίας. Ομολογώ πως αυτό μου προκαλεί σύγχυση, έκτος αν ήταν πραγματικά η κυρία Ντωμπρέιγ, όπως ισχυριζόταν απ’ την αρχή η Φρανσουάζ». Ο Πουαρό κούνησε το κεφάλι του. «Φίλε μου, φίλε μου, που πλανιέται το πνεύμα σου; Θυμήσου το απόκομμα της επιταγής και το γεγονός πως το όνομα Μπέλλα Ντουβήν θύμιζε αμυδρά κάτι στον Στόνορ, και νομίζω πως είμαστε σίγουροι πως Μπέλλα Ντουβήν ήταν το όνομα της άγνωστης επιστολογράφου του Τζακ, και πως ήταν, η γυναίκα που ήρθε στη βίλλα Ζενεβιέβ εκείνη τη νύχτα. Δεν μπορούμε να βεβαιώσουμε αν σκόπευε να δει τον Τζακ ή να απευθυνθεί στον πατέρα του, άλλα νομίζω πως μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτό συνέβη. Εμφάνισε τις αξιώσεις της πάνω στον Τζακ, ίσως έδειξε γράμματα που της είχε γράψει, κι ο γέρος προσπάθησε να την εξαγοράσει γράφοντας μια επιταγή. Εκείνη την έσκισε θυμωμένα. Οι λέξεις του γράμματος είναι λέξεις μιας πραγματικά ερωτευμένης γυναίκας κι ίσως να πληγώθηκε βαθιά που της πρόσφεραν χρήματα. Στο τέλος την ξεφορτώθηκε και εδώ έχουν σημασία τα λόγια που χρησιμοποίησε». «Ναι, ναι, αλλά για όνομα του Θεού φύγε τώρα», επανέλαβα. «Φαίνονται λίγο έντονα, ίσως, μα αυτό ειν’ όλο».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

169 _

«Είναι αρκετό. Βιαζόταν απελπιστικά να φύγει η κοπέλα. Γιατί; Όχι γιατί η συζήτηση ήταν δυσάρεστη. Όχι, ήταν γιατί η ώρα περνούσε, και για κάποιο λόγο ο χρόνος ήταν πολύτιμος». «Γιατί να είναι;» ρώτησα απορώντας. «Αυτό ρωτάμε εμείς. Γιατί να είναι; Αλλά αργότερα έχουμε το επεισόδιο του ρολογιού, που και πάλι δείχνει πως ο χρόνος παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στο έγκλημα. Τώρα πλησιάζουμε γρήγορα στο πραγματικό δράμα. Είναι δέκα και μισή όταν η Μπέλλα Ντουβήν φεύγει, και σύμφωνα με την μαρτυρία του ρολογιού ξέρουμε πως το έγκλημα έγινε ή τουλάχιστον σκηνοθετήθηκε πριν απ’ τις δώδεκα. Εξετάσαμε όλα τα γεγονότα πριν απ’ το φόνο, και μένει μόνο ένα που δεν έχει μπει στη θέση του. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γιατρού, ο αλήτης, όταν βρέθηκε, ήταν νεκρός τουλάχιστον σαρανταοκτώ ώρες, με πιθανό περιθώριο άλλων είκοσι τεσσάρων ωρών. Τώρα, χωρίς να έχω άλλα γεγονότα για να με βοηθήσουν, εκτός απ’ αυτά που συζητήσαμε, τοποθετώ τον θάνατο το πρωί τη, 7ης Ιουνίου». Τον κοίταξα κατάπληκτος. «Μα πως; Γιατί; Πως μπορείς να το ξέρεις;» «Γιατί μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί λογικά η σειρά των γεγονότων. Φίλε μου, σε οδήγησα βήμα βήμα σ’ όλο το δρόμο. Δεν βλέπεις τώρα αυτό που είναι εντελώς φανερό;» «Αγαπητέ μου Πουαρό, δεν βλέπω τίποτα το φανερό σ’ αυτό. Πίστευα πως είχα αρχίσει να βλέπω κάτι προηγουμένως, αλλά τώρα βρίσκομαι απελπιστικά στο σκοτάδι. Για όνομα του θεού, συνέχισε και πες μου ποιος σκότωσε τον κύριο Ρενώ». «Γι’ αυτό ακριβώς δεν είμαι ακόμα σίγουρος». «Μα είπες πως ήταν εντελώς φανερό!» «Μιλάμε χωρίς να καταλαβαινόμαστε, φίλε μου. Να θυμάσαι πως ερευνούμε δυο εγκλήματα, για τα όποια, όπως σου τόνισα, έχουμε τα απαραίτητα δύο πτώματα. Έ λα, έλα, μην ανυπομονείς! Στα εξηγώ όλα. Για ν’ αρχίσουμε, εφαρμόζουμε την ψυχολογία μας. Βρίσκουμε τρία σημεία στα όποια ο κύριος Ρενώ εμφανίζει ξεκάθαρη αλλαγή απόψεων και δράσεως,

170

AGATHA _ CHRISTIE

συνεπώς τρία ψυχολογικά σημεία. Το πρώτο συμβαίνει αμέσως μετά την άφιξή του στο Μερλινβίλλ, το δεύτερο μετά τον καυγά με το γιό του για ένα ορισμένο θέμα και το τρίτο το πρωί της 7ης Ιουνίου Τώρα οι τρεις αιτίες. Μπορούμε ν’ αποδώσουμε το No 1 στη συνάντηση του με την κυρία Ντωμπρέιγ. Το No 2 έχει έμμεση σχέση μαζί της, αφού άφορά ένα γάμο ανάμεσα στο γιό του κυρίου Ρενώ και την κόρη της. Αλλά η αίτια του No 3 είναι κρυμμένη. Χρειάσθηκε να την συμπεράνουμε. Τώρα, φίλε μου, άσε με να σου κάνω μια ερώτηση: Ποιος πιστεύεις πως σχεδίασε το έγκλημα;» «Ο Ζωρζ Κοννώ», είπα χωρίς βεβαιότητα. «Ακριβώς. Τώρα ο Ζιρώ έθεσε το αξίωμα ότι οι γυναίκες λένε ψέματα για τον εαυτό τους, για τον άνδρα που αγαπούν και για τα παιδιά τους. Αφού λέμε πως ο Ζωρζ Κοννώ της υπαγόρεψε το ψέμα, και καθώς ο Ζωρζ Κοννώ δεν είναι ο Τζακ Ρενώ, αποκλείουμε την τρίτη περίπτωση. Και, αν αποδώσουμε το έγκλημα στον Ζωρζ Κοννώ αποκλείουμε και την πρώτη. Έτσι, αναγκαζόμαστε να παραδεχθούμε τη δεύτερη, πως η κυρία Ρενώ είπε ψέματα για χάρη του άνδρα που αγαπούσε, ή μ’ άλλα λόγια, για χάρη του Ζωρζ Κοννώ. Συμφωνείς;» «Ναι», παραδέχθηκα. «Φαίνεται αρκετά λογικό». «Ωραία! Η κυρία Ρενώ αγαπάει τον Ζωρζ Κοννώ. Ποιος λοιπόν είναι ο Ζωρζ Κοννώ;» «Ο αλήτης». «Έχουμε καμιά ένδειξη που να μας δείχνει πως η κυρία Ρενώ αγαπούσε τον αλήτη;» «Όχι, αλλά...». «Πολύ καλά, λοιπόν. Μην προσκολλάσαι σε θεωρίες πού δεν τις υποστηρίζουν πια τα γεγονότα. Αντίθετα, κάνε στον εαυτό σου την ερώτηση ποιόν αγαπούσε η κυρία Ρενώ». Κούνησα το κεφάλι μου με αμηχανία. «Μα ναι, το ξέρεις στην εντέλεια. Ποιόν αγαπούσε η κυρία Ρενώ τόσο πολύ ώστε όταν είδε το νεκρό του σώμα λιποθύμησε;» Τον κοίταξα άναυδος.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

171 _

«Τον άνδρα της;» είπα με κομμένη ανάσα. Ο Πουαρό κατένευσε. «Τον άνδρα της... ή τον Ζωρζ Κοννώ, αν προτιμάς». Συγκεντρώθηκα. «Μα είναι αδύνατον». «Πως "αδύνατον”; Δεν συμφωνήσαμε τώρα μόλις πως η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν σε θέση να εκβιάζει τον Ζωρζ Κοννώ;» «Ναι, μα...». «Και δεν εξεβίαζε πραγματικά τον κύριο Ρενώ;» «Μπορεί να είναι αλήθεια, αλλά...». «Και δεν είναι αλήθεια πως δεν ξέρουμε τίποτα για τα νεανικά και παιδικά χρόνια του κυρίου Ρενώ;. Πως εμφανίζεται ξαφνικά σαν Γαλλοκαναδός πριν ακριβώς από εικοσιδύο χρόνια;» «Όλα αυτά είναι σωστά», είπα πιο σταθερά, «αλλά φαίνεται πως παραβλέπεις ένα ζωτικό σημείο». «Ποιο είναι αυτό, φίλε μου;» «Να, δεχθήκαμε πως ο Ζωρζ σχεδίασε το έγκλημα. Αυτό μας φέρνει στο γελοίο συμπέρασμα ότι σχεδίασε τον ίδιο το φόνο του!» «Έ, λοιπόν, φίλε μου», είπε ήρεμα ο Πουαρό, «αυτό ακριβώς έκανε!».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΡΩΤΟ Το πρόσωπο της φωτογραφίας Με μετρημένη φωνή, ο Πουαρό άρχισε την εξήγηση του. «Σου φαίνεται παράξενο, φίλε μου, να σχεδιάσει ένας άνθρωπος τον ίδιο το θάνατο του; Τόσο παράξενο, ώστε να προτιμάς να απορρίπτεις την αλήθεια σαν φανταστική και να γυρίζεις σε μια ιστορία που είναι στην πραγματικότητα δέκα φορές πιο αδύνατη. Ναι, ο κύριος Ρενώ, σχεδίασε τον ίδιο του το θάνατο, αλλά υπάρχει μια λεπτομέρεια που ίσως σου διέφυγε. Δεν σκόπευε να πεθάνει». Κούνησα απορώντας το κεφάλι μου. «Μα όχι, είναι πολύ απλό στην πραγματικότητα», είπε ευγενικά ο Πουαρό. «Για το έγκλημα που σχεδίαζε ο κύριος Ρενώ δεν ήταν απαραίτητος ένας δολοφόνος, όπως σου είπα, αλλά ένα πτώμα. Ας αναπαραστήσουμε τη σκηνή, βλέποντας αυτή τη φορά τα γεγονότα από διαφορετική σκοπιά. »Ο Ζωρζ Κοννώ δραπετεύει απ’ τη δικαιοσύνη και πηγαίνει στον Καναδά. Εκεί, με ψεύτικο όνομα, παντρεύεται και τελικά αποκτά μεγάλη περιουσία στη Νότιο Αμερική. Αλλά τον κυριεύει μια νοσταλγία για την πατρίδα του. Έχουν περάσει είκοσι χρόνια, η εμφάνιση του έχει αλλάξει σημαντικά, κι εκτός απ’ αυτό είναι ένας άνδρας με τέτοια δύναμη ώστε κανείς δεν μπορεί να τον συνδέσει μ’ έναν άνθρωπο που δραπέτευσε πριν από πολλά χρόνια. Θεωρεί την επιστροφή του αρκετά ασφαλή.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

173 _

Εγκαθίσταται στην Αγγλία, αλλά σκοπεύει να περνάει τα καλοκαίρια του στη Γαλλία. Και η κακή τύχη, ή εκείνη η σκοτεινή δικαιοσύνη που κανονίζει τη μοίρα των ανθρώπων και δεν τους επιτρέπει ν’ αποφύγουν τις συνέπειες των πράξεων τους, τον φέρνει στο Μερλινβίλλ. Εκεί, απ’ όλη τη Γαλλία, υπάρχει το μόνο πρόσωπο που μπορεί να τον αναγνωρίσει. Φυσικά, είναι χρυσορυχείο για την κυρία Ντωμπρέιγ και δεν αργεί να επωφεληθεί απ’ αυτό το χρυσορυχείο. Είναι απελπισμένος, ολότελα κάτω απ’ την εξουσία της. Και του απορροφά μεγάλα ποσά. »Κι υστέρα συμβαίνει το αναπόφευκτο. Ο Τζακ Ρενώ ερωτεύεται την όμορφη κοπέλα που βλέπει σχεδόν καθημερινά, και θέλει να την παντρευτεί. Αυτό κάνει τον πατέρα του έξω φρένων. Δεν θ’ αφήσει ποτέ το γιό του να παντρευτεί την κόρη αυτής της κακής γυναίκας. Ο Τζακ Ρενώ δεν ξέρει τίποτα για το παρελθόν του πατέρα του, αλλά η κυρία Ρενώ ξέρει τα πάντα. Είναι μια γυναίκα με μεγάλη δύναμη χαρακτήρος και αφοσιωμένη με πάθος στον άνδρα της. Κάνουν συμβούλιο. Ο Ρενώ βλέπει μόνο ένα τρόπο διαφυγής, το θάνατο. Πρέπει να φανεί ότι πέθανε, ενώ στην πραγματικότητα θα φύγει σε μια άλλη χώρα, όπου θ’ αρχίσει ξανά μ’ ένα ψεύτικο όνομα και όπου μπορεί να τον συναντήσει η κυρία Ρενώ, αφού παίξει για ένα διάστημα το ρόλο της χήρας. Είναι απαραίτητο να έχει τον έλεγχο των χρημάτων' έτσι αλλάζει τη διαθήκη του. Δεν ξέρω αρχικά πως σκόπευαν να κανονίσουν το ζήτημα του πτώματος —ίσως ένας σκελετός από έναν φοιτητή καλών τεχνών και μια πυρκαγιά— ή κάτι τέτοιο, αλλά πολύ πριν ωριμάσουν τα σχέδιά τους συμβαίνει κάτι που τους έρχεται κουτί. Ένας άγριος αλήτης, βίαιος και ενοχλητικός, μπαίνει στον κήπο. Γίνεται πάλη. Ο Ρενώ προσπαθεί να τον διώξει και ξαφνικά ο αλήτης, που είναι επιληπτικός, πέφτει κάτω παθαίνοντας κρίση. Είναι νεκρός. Ο Ρενώ φωνάζει τη γυναίκα του. Τον κουβαλάνε μαζί στο υπόστεγο—όπως ξέρουμε το επεισόδιο έγινε ακριβώς απ’ έξω— και καταλαβαίνουν τη θαυμάσια ευκαιρία που τους προσφέρεται Ο άνθρωπος δεν μοιάζει καθόλου με τον Ρενώ

174

AGATHA _ CHRISTIE

αλλά είναι μεσόκοπος, συνηθισμένος γαλλικός τύπος. Αυτό είναι αρκετό. » Φαντάζομαι μάλλον πως κάθονταν εκεί στον πάγκο, ώστε να μην ακούγονται απ’ το σπίτι, συζητώντας το πράγμα. Το σχέδιό τους έγινε γρήγορα. Η αναγνώριση έπρεπε να βασισθεί μόνο στην μαρτυρία της κυρίας Ρενώ. Ο Τζακ Ρενώ κι ο σοφέρ (που ήταν δυο χρόνια με τον κύριο του) έπρεπε να βγουν απ’ τη μέση. Ήταν απίθανο να πλησιάσουν το πτώμα οι Γαλλίδες υπηρέτριες και ο Ρενώ σκόπευε να πάρει μέτρα για να ξεγελάσει οποιονδήποτε που δεν θα ‘μπαινε σε λεπτομέρειες. Ο Μάστερς διώχτηκε, ένα τηλεγράφημα στάλθηκε στον Τζακ, το Μπουένος Άιρες διαλέχτηκε για να κάνει πιστευτή την ιστορία που είχε διαλέξει ο Ρενώ. Έχοντας ακούσει πως είμαι ένας μάλλον σκοτεινός ηλικιωμένος ντετέκτιβ, έγραψε την έκκλησή του για βοήθεια, ξέροντας πως όταν θα ‘φθανα, το γράμμα θα έκανε βαθιά εντύπωση στον ανακριτή, πράγμα που, φυσικά, συνέβη. » Έντυσαν το πτώμα του αλήτη μ’ ένα κουστούμι του Ρενώ κι άφησαν τα κουρελιασμένα ρούχα του δίπλα στην πόρτα του υπόστεγου, μη τολμώντας να τα πάνε στο σπίτι. Κι υστέρα, για να κάνουν πιστευτή την ιστορία που έφτιαξε η κυρία Ρενώ, έμπηξαν το μαχαίρι στην καρδιά του. Εκείνη τη νύχτα ο Ρενώ θα έδενε και θα φίμωνε τη γυναίκα του κι ύστερα, παίρνοντας ένα φτυάρι, θα έσκαβε ένα τάφο στο μέρος εκείνο όπου ήξερε πως θα έφτιαχναν ένα —πως το λέτε;— «μπάνκερ». Είναι απαραίτητο να βρεθεί το πτώμα, η κυρία Ντωμπρέιγ δεν πρέπει να έχει υποψίες. Απ’ την άλλη πλευρά, αν περάσει λίγος χρόνος, ο κίνδυνος της αναγνώρισης θα μειωθεί σε μεγάλο βαθμό. Ύστερα, ο Ρενώ θα φορέσει τα κουρέλια του αλήτη και θα φτάσει κρυφά στο σταθμό απ’ όπου θα φύγει, χωρίς να τον προσέξουν, με το τραίνο των 12 και 10'. Αφού θα υποθέσουν πως το έγκλημα έγινε δυο ώρες αργότερα, καμιά υποψία δεν μπορεί να στραφεί εναντίον του. » Καταλαβαίνεις τώρα τον εκνευρισμό του απ’ την άκαιρη επίσκεψη της κοπέλας, της Μπέλλα. Κάθε στιγμή καθυστέρησης είναι μοιραία για τα σχέδιά του. Πάντως, την ξεφορτώνεται όσο

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

175 _

γρηγορότερα μπορεί. Ύστερα, επί το έργον! Αφήνει μισάνοιχτη τη μπροστινή πόρτα για να δημιουργήσει την εντύπωση πως οι δολοφόνοι έφυγαν από κει. Δένει και φιμώνει την κυρία Ρενώ, διορθώνοντας λάθος που είχε κάνει πριν είκοσι δύο χρόνια, όταν η χαλαρότητα των δεσμών έκανε τις υποψίες να πέσουν πάνω στη συνένοχό του, αλλά αφήνοντας της βασικά την ίδια ιστορία που είχε ανακαλύψει άλλοτε, αποδείχνοντας την ασυναίσθητη στροφή του μυαλού ενάντια στην πρωτοτυπία. Η νύχτα είναι ψυχρή και γλιστράει έξω μ’ ένα παλτό πάνω απ’ τα εσώρουχα του, σκοπεύοντας να το ρίξει στον τάφο μαζί με τον νεκρό. Βγαίνει απ’ το παράθυρο, ισιώνοντας προσεκτικά το παρτέρι, και δίνοντας έτσι την πιο θετική μαρτυρία ενάντια στον εαυτό του. Βγαίνει στο μοναχικό γήπεδο του γκολφ και σκάβει. Και τότε...». «Ναι;» «Και τότε», είπε σοβαρά ο Πουαρό, «η δικαιοσύνη που απέφευγε τόσο καιρό, τον πιάνει. Ένα άγνωστο χέρι του καρφώνει ένα μαχαίρι στην πλάτη... Τώρα, Χάστιγκς, καταλαβαίνεις τι εννοώ όταν μιλάω για δυο εγκλήματα. Το πρώτο έγκλημα, το έγκλημα που μας κάλεσε να ερευνήσουμε, μέσα στην αλαζονεία του, ο κύριος Ρενώ, έχει λυθεί. Αλλά πίσω του βρίσκεται ένα βαθύτερο αίνιγμα. Και θα είναι δύσκολο να το λύσουμε, γιατί ο εγκληματίας, από φρόνηση, αρκέστηκε να επωφεληθεί απ’ ό,τι είχε ετοιμάσει ο Ρενώ. Ήταν ένα ιδιαίτερο περίπλοκο μυστήριο». «Είσαι υπέροχος, Πουαρό», είπα με θαυμασμό. «Απόλυτα υπέροχος. Κανένας, εκτός από σένα, δεν θα μπορούσε να το κάνει!» Νομίζω πως ο έπαινός μου τον ευχαρίστησε. Για μια φορά στη ζωή του φάνηκε σχεδόν αμήχανος. «Ο καημένος ο Ζιρώ», είπε ο Πουαρό, προσπαθώντας χωρίς επιτυχία να φανεί μετριόφρων. «Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν μόνο βλακεία του. Είχε καλή τύχη μια-δυο φορές. Π.χ. η σκούρα τρίχα που ήταν τυλιγμένη γύρω απ’ το μαχαίρι. Ήταν

176

AGATHA _ CHRISTIE

τουλάχιστον παραπλανητική». «Για να πούμε την αλήθεια, Πουαρό», είπα αργά, «δεν καταλαβαίνω τίνος ήταν η τρίχα». «Φυσικά της κυρίας Ρενώ. Εδώ είναι η κακοτυχία. Τα μαλλιά της που ήταν κάποτε μαύρα, είναι τώρα σχεδόν εντελώς γκρίζα, θα μπορούσε να ήταν γκρίζα τρίχα, και τότε ποτέ δεν θα μπορούσε ο Ζιρώ να πείσει τον εαυτό του πως προερχόταν απ’ το κεφάλι του Τζακ Ρενώ! Αλλά όλα ταιριάζουν. Τα γεγονότα πρέπει πάντα να διαστρέφονται για να ταιριάζουν στη θεωρία! «Χωρίς αμφιβολία, όταν η κυρία Ρενώ συνέλθει, θα μιλήσει. Η πιθανότητα να κατηγορηθεί ο γιός της για το φόνο δεν της πέρασε ποτέ απ’ το νου. Πως θα μπορούσε, όταν πίστευε πως βρισκόταν ασφαλισμένος στη θάλασσα, πάνω στο «Ανζόρα». Αυτή είναι γυναίκα, Χάστιγκς! Τι δύναμη, τι αυτοκυριαρχία! Έκανε μόνο ένα λάθος. Στην απρόσμενη επιστροφή του: «δεν έχει σημασία... τώρα». Και κανένας δεν πρόσεξε, κανένας δεν συνειδητοποίησε τη σημασία των λέξεων αυτών. Τι φοβερό ρόλο αναγκάσθηκε να παίξει, η καημένη η γυναίκα. Φαντάσου το σοκ όταν πάει ν’ αναγνωρίσει το πτώμα και, αντί γι’ αυτό που περιμένει, βλέπει την πραγματική άψυχη μορφή του άνδρα της που πίστευε πως βρισκόταν μιλιά μακριά. Δεν πρέπει ν’ απορούμε που λιποθύμησε. Αλλά από τότε, παρά τον πόνο και την απελπισία της, πόσο αποφασιστικά έπαιξε το ρόλο της και πόσο πρέπει να την τρώει η αγωνία. Δεν μπορεί να πει λέξη για να μας βάλει στα ίχνη των πραγματικών δολοφόνων. Για χάρη του γιού της, κανείς δεν πρέπει να ξέρει πως ο Πωλ Ρενώ ήταν ο Ζωρζ Κοννώ, ο εγκληματίας. Σαν τελευταίο και πικρότερο χτύπημα, παραδέχθηκε δημόσια πως η κυρία Ντωμπρέιγ ήταν ερωμένη του άνδρα της, γιατί ένας υπαινιγμός εκβιασμού μπορεί να ήταν μοιραίος για το μυστικό της. Πόσο έξυπνα χειρίσθηκε τον ανακριτή όταν τη ρώτησε αν υπήρχε κανένα μυστήριο στην περασμένη ζωή του συζύγου της. «Τίποτα πολύ ρομαντικό, κύριε, είμαι βέβαιη». Ήταν τέλειο, ο αφρόντιστος τόνος, το ύφος της θλιμμένης ειρωνείας. Αμέσως ο κύριος Ωτέ ένοιωσε ανόητος και μελοδραματικός. Ναι, είναι μεγάλη

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

177 _

γυναίκα! Αν αγαπούσε έναν εγκληματία, τον αγαπούσε βασιλικά!» Ο Πουαρό βυθίστηκε σε σκέψεις. «Κάτι ακόμα, Πουαρό. Τι τρέχει με τον μολυβένιο σωλήνα;» «Δεν καταλαβαίνεις; Για να παραμορφώσουν το πρόσωπο του θύματος ώστε να μην αναγνωρίζεται. Αυτό μ’ έβαλε πρώτα στο σωστό δρόμο. Κι αυτός ο ανόητος ο Ζιρώ, το παραμέρισε για να δει άκρες από σπίρτα! Δεν σου είπα πως ένα ίχνος μάκρους δύο ποδιών ήταν το ίδιο καλό μ’ ένα ίχνος δύο ιντσών; Βλέπεις, Χάστιγκς, τώρα πρέπει να ξαναρχίσουμε. Ποιος σκότωσε τον κύριο Ρενώ; Κάποιος που βρισκόταν κοντά στη βίλα ακριβώς πριν απ’ τις δώδεκα εκείνη τη νύχτα, κάποιος που θα επωφελείτο απ’ το θάνατο του. Η περιγραφή ταιριάζει πολύ καλά στον Τζακ Ρενώ. Δεν χρειαζόταν να είναι προσχεδιασμένο το έγκλημα. Κι υστέρα το μαχαίρι!» Αναπήδησα. δεν είχα συνειδητοποιήσει αυτό το σημείο. «Φυσικά», είπα, «το μαχαίρι της κυρίας Ρενώ ήταν το δεύτερο που βρήκαμε πάνω στον αλήτη. Υπήρχαν δύο λοιπόν;» «Ασφαλώς, και αφού είναι αντίγραφα, το λογικό είναι ο κάτοχος να είναι ο Τζακ Ρενώ. Αλλά αυτό δεν θα με ανησυχούσε πάρα πολύ. Πραγματικά, είχα μια ιδέα σχετικά μ’ αυτό. Όχι, η χειρότερη κατηγορία εναντίον του είναι και πάλι ψυχολογική. Η κληρονομικότητα, φίλε μου, η κληρονομικότητα! Κατά μάνα, κατά κόρη, ο Τζακ Ρενώ, σε τελευταία ανάλυση, είναι γιος του Ζωρζ Κοννώ». Ο τόνος του ήταν σοβαρός, κι εντυπωσιάσθηκα παρά τη θέληση μου. «Ποια είναι η μικρή ιδέα που μόλις ανέφερες;» ρώτησα. Για απάντηση, ο Πουαρό κοίταξε το ρολόι του κι ύστερα ρώτησε: «Τι ώρα φεύγει το απογευματινό πλοίο για το Καλαί;» «Φαντάζομαι κατά τις πέντε». «Πολύ καλά. Θα ‘χουμε καιρό». «Πας στην ’Αγγλία;»

178

AGATHA _ CHRISTIE

«Ναι, φίλε μου». «Γιατί;» «Για να βρω έναν πιθανό... μάρτυρα». «Ποιόν;» «Την Μις Μπέλλα Ντουβήν». «Μα πως θα την βρεις; Τι ξέρεις γι’ αυτήν;» «Δεν ξέρω τίποτα γι’ αυτήν, αλλά μπορώ να μαντέψω πολλά. Μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο πως τ’ όνομά της είναι Μπέλλα Ντουβήν, κι αφού το όνομα αυτό ήταν αμυδρά γνωστό στον κύριο Στόνορ, αν και όχι σε σχέση με την οικογένεια Ρενώ, πιθανόν να είναι ηθοποιός. Ο Τζακ Ρενώ ήταν ένας νέος με πολλά χρήματα και είκοσι χρονών. Ασφαλώς το θέατρο θα ήταν το σπίτι της πρώτης του αγάπης. Επίσης ταιριάζει με την προσπάθεια του κυρίου Ρενώ να την εξευμενίσει με μια επιταγή. Νομίζω πως θα την βρούμε, ιδιαίτερα με τη βοήθεια αυτού!» Κι έβγαλε τη φωτογραφία που τον είχα δει να παίρνει απ’ το συρτάρι του Τζακ Ρενώ. Στην άκρη ήταν χαραγμένες οι λέξεις: «Απ’ τη Μπέλλα με αγάπη», αλλά δεν τράβηξε αυτό το βλέμμα μου. Η ομοιότητα δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά δεν μπορούσε να μου ξεφύγει. ’Ένοιωσα ένα κρύο συναίσθημα, σαν να με είχε βρει κάποια συμφορά. Ήταν το πρόσωπο της Σταχτοπούτας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ Ζήτω ο έρωτας! Για μια στιγμή κάθισα σαν παγωμένος, με τη φωτογραφία στα χέρια μου. Ύστερα συγκεντρώνοντας όλο μου το θάρρος για να φανώ ασυγκίνητος, την επέστρεψα. Ταυτόχρονα έριξα μια κλεφτή ματιά στον Πουαρό. Είχε προσέξει τίποτα; Αλλά για μεγάλη μου ανακούφιση δεν φαινόταν να με προσέχει. Ασφαλώς δεν είχε δει τίποτα το ασυνήθιστο στους τρόπους μου. Σηκώθηκε απότομα. «Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε. Όλα πάνε καλά, η θάλασσα θα είναι ήρεμη!» Στη βιασύνη της αναχώρησης, δεν είχα καιρό να σκεφθώ, αλλά όταν βρέθηκα πάνω στο πλοίο, ασφαλισμένος απ’ την επιτήρηση του Πουαρό, συγκεντρώθηκα και αντίκρυσα χωρίς πάθος τα γεγονότα. Πόσα ήξερε ο Πουαρό, και γιατί ήθελε να βρει αυτή την κοπέλα; Μήπως υποψιαζόταν πως είχε δει τον Τζακ Ρενώ να κάνει το έγκλημα; Ή μήπως υποψιαζόταν... Αλλά αυτό ήταν αδύνατο! Η κοπέλα δεν είχε τίποτα με τον γέρο Ρενώ, δεν είχε κανένα πιθανό κίνητρο για να θέλει το θάνατο του. Τι την είχε φέρει πίσω στον τόπο του εγκλήματος; Ξαναεξέτασα προσεκτικά τα γεγονότα. Πρέπει να κατέβηκε απ’ το τραίνο στο Καλαί όταν χωρίσαμε εκείνη τη μέρα. Δεν ήταν περίεργο που

180

AGATHA _ CHRISTIE

δεν μπόρεσα να την βρω στο πλοίο. Αν είχε δειπνήσει στο Καλαί κι είχε πάρει ύστερα ένα τραίνο για το Μερλινβίλλ, θα είχε φθάσει στη βίλα Ζενεβιέβ περίπου την ώρα που έλεγε η Φρανσουάζ. Τι είχε κάνει όταν έφυγε απ’ το σπίτι λίγο μετά τις δέκα; Ή είχε πάει σε ξενοδοχείο, ή είχε γυρίσει στο Καλαί. Κι υστέρα; Το έγκλημα έγινε τη νύχτα της Τρίτης. Την Τρίτη το πρωί βρισκόταν πάλι στο Μερλινβίλλ. Είχε φύγει καθόλου απ’ τη Γαλλία; Είχα πάρα πολλές αμφιβολίες. Τι την είχε κρατήσει εκεί; Η ελπίδα να δει τον Τζακ Ρενώ; Τής είχα πει (όπως πιστεύαμε τότε), πως βρισκόταν στη θάλασσα πηγαίνοντας προς το Μπουένος Άιρες. Ίσως ήξερε πως το «Ανζόρα» δεν είχε φύγει. Αλλά για να το ξέρει, θα ‘πρεπε να είχε δει τον Τζακ. Αυτό ζητούσε ο Πουαρό; Μήπως ο Τζακ Ρενώ, γυρίζοντας για να δει την Μάρτ Ντωμπρέιγ, είχε βρεθεί αντιμέτωπος με την Μπέλλα Ντουβήν, την κοπέλα που είχε άσπλαχνα απαρνηθεί; Άρχισα να βλέπω καθαρά. Αν τα πράγματα ήταν πραγματικά έτσι, μπορεί να έδινε στον Τζακ το άλλοθι που χρειαζόταν. Όμως κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες η σιωπή του ήταν δύσκολο να εξηγηθεί. Γιατί δεν είχε μιλήσει; Φοβόταν μήπως έφθανε ο παλιός του δεσμός στ’ αυτιά της Μάρτ Ντωμπρέιγ; Κούνησα το κεφάλι μου δυσαρεστημένος. Η υπόθεση ήταν αρκετά αθώα, ένας ανόητος παιδιάστικος δεσμός και σκέφθηκα κυνικά πως ο γιος ενός εκατομμυριούχου δεν ήταν πιθανόν να παρασυρθεί από μια απένταρη Γαλλίδα, που επιπλέον τον αγαπούσε αφοσιωμένα, χωρίς πολύ σοβαρότερο λόγο. Ο Πουαρό εμφανίσθηκε ζωηρός και χαμογελαστός στο Ντόβερ, και το ταξίδι μας στο Λονδίνο ήταν χωρίς επεισόδια. Ήταν περασμένες εννιά όταν φθάσαμε, και υπόθεσα πως θα γυρίζαμε κατ’ ευθείαν στο διαμέρισμα μας και δεν θα κάναμε τίποτα ως το πρωί. Αλλά ο Πουαρό είχε άλλα σχέδια. «Δεν πρέπει να χάσουμε καιρό, φίλε μου. Τα νέα της σύλληψης δεν θα βρίσκονται στις αγγλικές εφημερίδες μέχρι μεθαύριο, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε καιρό».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

181 _

Δεν κατάλαβα πολύ καλά τη σκέψη του, αλλά ρώτησα πως σκόπευε να βρει την κοπέλα. «Θυμάσαι τον Τζόζεφ Άαρονς, τον θεατρικό πράκτορα; Όχι; Τον βοήθησα σε μια μικρουπόθεση ενός Γιαπωνέζου παλαιστή. Ήταν ένα όμορφο προβληματάκι, πρέπει να στο διηγηθώ μια μέρα. Χωρίς αμφιβολία θα μπορέσει να μας βάλει στο δρόμο για να βρούμε αυτό που θέλουμε να μάθουμε». Χρειασθήκαμε αρκετή ώρα για να βρούμε τον κύριο Άαρονς, κι ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν το καταφέραμε τελικά. Χαιρέτησε τον Πουαρό με μεγάλη θέρμη και δήλωσε πως ήταν πρόθυμος να μας εξυπηρετήσει μ’ οποιοδήποτε τρόπο. «Δεν υπάρχουν πολλά πράγματα στο επάγγελμα που να μην τα ξέρω», είπε, αστράφτοντας ολόκληρος. «Ε, λοιπόν, κύριε Άαρονς, θέλω να βρω μια νέα κοπέλα που λέγεται Μπέλλα Ντουβήν». «Μπέλλα Ντουβήν. Ξέρω το όνομα αλλά δεν μπορώ να το εντοπίσω αυτή τη στιγμή. Σέ ποιόν κλάδο είναι;» «Δεν ξέρω... αλλά να η φωτογραφία της». Ο κύριος Άαρονς την μελέτησε για μια στιγμή κι ύστερα το πρόσωπό του φωτίσθηκε. «Το βρήκα!» Χτύπησε το γοφό του. «Οι αδελφές Ντουλσιμπέλλα, μα το θεό!» «Οι αδελφές Ντουλσιμπέλλα;» «Ακριβώς. Είναι αδελφές. Ακροβάτιδες, χορεύτριες και τραγουδίστριες. Είναι αρκετά καλές. Πιστεύω πως βρίσκονται κάπου στην επαρχία, αν δεν αναπαύονται. Βρίσκονταν στο Παρίσι τις τελευταίες δύο η τρεις βδομάδες». «Μπορείτε να βρείτε που ακριβώς βρίσκονται;» «Πολύ εύκολο. Πηγαίνετε σπίτι σας, και θα σας στείλω ένα σημείωμα το πρωί». Φύγαμε μ’ αυτή την υπόσχεση. Κράτησε το λόγο του. Κατά τις έντεκα το άλλο πρωί πήραμε ένα σημείωμα. «Οι αδελφές Ντουλσιμπέλλα βρίσκονται στο Πάλας του Κόβεντρι. Καλή τύχη».

182

AGATHA _ CHRISTIE

Χωρίς άλλη φασαρία, ξεκινήσαμε για το Κόβεντρι. Ο Πουαρό δεν έκανε ερωτήσεις στο θέατρο, αλλά αρκέστηκε να κλείσει θέσεις για το βαριετέ της ίδιας βραδιάς. Το σώου ήταν απελπιστικά βαρετό, ή ίσως μόνο η διάθεση μου το ‘κανε να φαίνεται έτσι. Γιαπωνέζικες οικογένειες έκαναν επικίνδυνα νούμερα ισορροπίας, δήθεν γοητευτικοί άνδρες, με πρασινωπά βραδινά κοστούμια και θαυμάσια στρωμένα μαλλιά, έκαναν κοσμικό κουτσομπολιό και χόρευαν θαυμάσια. Χοντρές πριμαντόνες τραγουδούσαν μ’ όλη τη δύναμη της φωνής τους, ένας κωμικός προσπαθούσε να μιμηθεί το μεγάλο Τσάρλι Τσάπλιν κι απέτυχε παταγωδώς. Τέλος ανέβηκε το νούμερο που ανήγγελλε τις αδελφές Ντουλσιμπέλλα. Η καρδιά μου χτυπούσε αρρωστημένα. Βρισκόταν εκεί, κι οι δυο τους ήταν εκεί, η μια ξανθιά, η άλλη μελαχρινή, στο ίδιο μπόι, με κοντές φούστες και τεράστιους φιόγκους. Φαίνονταν σαν ένα ζευγάρι εξαιρετικά πικάντικων παιδιών. Άρχισαν να τραγουδούν. Οι φωνές τους ήταν φρέσκες και πραγματικές, μάλλον λεπτές και θεατρινίστικες, αλλά γοητευτικές. Ήταν μάλλον όμορφο νουμεράκι. Χόρευαν όμορφα, κι έκαναν μερικά έξυπνα ακροβατικά. Τα λόγια των τραγουδιών τους ήταν σύντομα κι έξυπνα. Όταν έπεσε η αυλαία, ακούστηκαν πλούσια χειροκροτήματα. Ήταν φανερό πως οι αδελφές Ντουλσιμπέλλα ήταν επιτυχημένες. _Ξαφνικά ένοιωσα πως δεν μπορούσα να μείνω άλλο. Έπρεπε να βγω στον αέρα. Πρότεινα στον Πουαρό να φύγουμε. «Πήγαινε, φίλε μου. Διασκεδάζω και θα μείνω ως το τέλος, θα σε συναντήσω αργότερα». Ήταν δυο βήματα απ’ το θέατρο ως το ξενοδοχείο. Πήγα στο σαλόνι, παράγγειλα ένα ουίσκι με σόδα και κάθισα να το πιώ, κοιτάζοντας σκεπτικά τον άδειο δρόμο. Άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει, και γύρισα το κεφάλι, νομίζοντας πως ήταν ο Πουαρό. Ύστερα αναπήδησα. Ήταν η Σταχτοπούτα που στεκόταν στο κατώφλι. Μιλούσε λαχανιασμένα κι η ανάσα της ήταν κοφτή. «Σέ είδα μπροστά. Εσένα και το φίλο σου. Όταν σηκώθηκες

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

183 _

για να φύγεις, περίμενα έξω και σ’ ακολούθησα. Γιατί βρισκόσαστε εδώ, στο Κόβεντρι; Τι κάνατε εκεί απόψε; Ο άνθρωπος που είναι μαζί σου είναι ο... ο ντετέκτιβ;» Στεκόταν εκεί, και το παλτό που είχε ρίξει πάνω απ’ το κουστούμι της γλιστρούσε απ’ τους ώμους της. Είδα τη χλωμάδα του προσώπου της κάτω απ’ το ρουζ, και διέκρινα τρόμο στη φωνή της. Κατάλαβα τα πάντα, κατάλαβα γιατί την έψαχνε ο Πουαρό, και τι φοβόταν, και κατάλαβα επιτέλους την καρδιά μου... «Ναι», είπα απαλά. «Ψάχνει για... μένα;» μισοψιθύρισε. Ύστερα, επειδή δεν απάντησα για μια στιγμή, γλίστρησε δίπλα στη μεγάλη καρέκλα κι άρχισε να κλαίει πικρά. Γονάτισα δίπλα της, κρατώντας την στην αγκαλιά μου, και βγάζοντας τα μαλλιά της απ’ το πρόσωπό της. «Μην κλαις, παιδί μου, μην κλαις, για όνομα του Θεού. Είσαι ασφαλής εδώ. Θα σε φροντίσω. Μην κλαις, αγάπη μου. Μην κλαις. Τα ξέρω... τα ξέρω όλα». «Ω, όχι!» «Νομίζω πως ναι». Και σε λίγο, όταν οι λυγμοί της σιγάνεψαν ρώτησα: «Εσύ πήρες το μαχαίρι, δεν ειν’ έτσι;» «Ναι». «Γι’ αυτό ήθελες να σου δείξω την περιοχή; Και γι’ αυτό έκανες πως λιποθύμησες;» Κατένευσε και πάλι. «Γιατί πήρες το μαχαίρι;» ρώτησα σε λίγο. Απάντησε απλά σαν παιδί: «Φοβόμουν μήπως υπήρχαν δαχτυλικά αποτυπώματα πάνω του». «Μα δεν θυμόσουν πως φορούσες γάντια;» Κούνησε το κεφάλι της σαν ν’ απορούσε, κι ύστερα είπε αργά: «Θα με παραδώσεις στην αστυνομία;» «Προς Θεού, όχι!»

184

AGATHA _ CHRISTIE

Τα μάτια της έψαξαν σοβαρά τα δικά μου, κι ύστερα ρώτησε με μια ήρεμη φωνή που έδειχνε φοβισμένη: «Γιατί όχι;» Φαινόταν παράξενο μέρος και παράξενος χρόνος για ερωτική εξομολόγηση, κι ένας θεός ξέρει αν είχα ποτέ φαντασθεί πως ο έρωτας θα μου ερχόταν με τέτοιο τρόπο. Αλλά απάντησα αρκετά απλά και φυσικά: «Γιατί σ’ αγαπώ, Σταχτοπούτα». Έσκυψε το κεφάλι, σαν να ντρεπόταν και μουρμούρισε με σπασμένη φωνή. «Δεν μπορεί... δεν μπορεί... αν ξέρεις...». Κι ύστερα, σαν να συγκεντρωνόταν, με κοίταξε και ρώτησε: «Τι ξέρεις λοιπόν;» «Ξέρω πως ήρθες να δεις τον κύριο Ρενώ εκείνη τη νύχτα. Σου πρόσφερε μια επιταγή και την έσκισες θυμωμένη. Ύστερα έφυγες απ’ το σπίτι». Σταμάτησα. «Συνέχισε... τι άλλο;» «Δεν ξέρω αν ήξερες πως ο Τζακ Ρενώ θα ερχόταν εκείνη τη νύχτα, ή αν περίμενες απλώς ελπίζοντας να τον δεις, αλλά περίμενες. Ίσως ήσουν απλώς δυστυχισμένη και περπατούσες άσκοπα, αλλά πάντως λίγο πριν απ’ τις δώδεκα βρισκόσουν ακόμα εκεί κοντά, και είδες έναν άνδρα στο γήπεδο του γκολφ...». Σταμάτησα και πάλι. Η αλήθεια μου είχε έρθει σαν αστραπή τη στιγμή που έμπαινε στο δωμάτιο, αλλά τώρα η εικόνα υψωνόταν μπροστά μου ακόμα πιο πειστική. Είδα ζωντανά το παράξενο σχήμα του παλτού στο πτώμα του κυρίου Ρενώ, και θυμήθηκα την εκπληκτική ομοιότητα που με είχε κάνει για μια στιγμή να πιστέψω πως ο νεκρός είχε αναστηθεί όταν ο γιός του όρμησε στη συγκέντρωσή μας στο σαλόνι. «Συνέχισε», επανέλαβε σταθερά η κοπέλα. «Φαντάζομαι πως η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς εσένα, αλλά τον αναγνώρισες ή νόμισες πως τον αναγνώρισες. Το βάδισμα και το παράστημα σου ήταν γνωστά, και το σχέδιο του παλτού του». Σταμάτησα. «Χρησιμοποίησες μια απειλή σ’ ένα απ’ τα γράμματα σου προς τον Τζακ Ρενώ. Όταν τον είδες εκεί, ο

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

185 _

θυμός κι η ζήλεια σου σε τρέλαναν και χτύπησες. Ούτε για μια στιγμή δεν πιστεύω πως ήθελες να τον σκοτώσεις. Αλλά τον σκότωσες, Σταχτοπούτα». Είχε σηκώσει τα χέρια της για να σκεπάσει το πρόσωπο της κι είπε με σπασμένη φωνή: «Έχεις δίκιο... έχεις δίκιο... Τα βλέπω όλα όπως τα λες» Ύστερα στράφηκε σε μένα σχεδόν άγρια. «Και μ’ αγαπάς; ξέροντας όσα ξέρεις, πως μπορείς να μ’ αγαπάς;» «Δεν ξέρω», είπα λίγο κουρασμένα. «Νομίζω πως η αγάπη είναι, έτσι, κάτι που δεν μπορείς να το αποφύγεις. Το ξέρω πως προσπάθησα, απ’ την πρώτη μέρα που σε γνώρισα. Κι η αγάπη ήταν πολύ δυνατή για μένα». Κι ύστερα ξαφνικά, όταν το περίμενα λιγότερο, ξέσπασε πάλι, πέφτοντας στο πάτωμα και κλαίγοντας μ’ άγριους λυγμούς. «Ω, δεν μπορώ!» φώναξε. «Δεν ξέρω τι να κάνω. Δεν ξέρω προς τα που να στραφώ. Ω, ας με λυπηθεί κάποιος κι ας μου πει τι να κάνω!» Γονάτισα και πάλι δίπλα της, παρηγορώντας την όσο μπορούσα καλύτερα. «Μη με φοβάσαι, Μπέλλα. Για το θεό, μη με φοβάσαι. Είναι αλήθεια πως σ’ αγαπώ, άλλα δεν θέλω τίποτα σ’ αντάλλαγμα. Μόνο άφησέ με να σε βοηθήσω. Αγαπά τον ακόμα αν πρέπει, άλλα άσε με να σε βοηθήσω, όπως δεν μπορεί εκείνος». Ήταν σαν να πέτρωσε ακούγοντας τα λόγια μου. Σήκωσε το κεφάλι της απ’ τα χέρια της και με κοίταξε. «Έτσι νομίζεις;» ψιθύρισε. «Νομίζεις πως αγαπώ τον Τζακ Ρενώ;» Ύστερα, μισογελώντας και μισοκλαίγοντας, έριξε με πάθος τα μπράτσα της γύρω απ’ το λαιμό μου, και πίεσε το γλυκό υγρό πρόσωπό της στο δικό μου. «Όχι όπως αγαπώ εσένα», ψιθύρισε. «Ποτέ όπως αγαπώ εσένα!» Τα χείλια της χάιδεψαν το μάγουλό μου κι υστέρα, αναζητώντας το στόμα μου, με φίλησε ξανά και ξανά μ’

186

AGATHA _ CHRISTIE

απίστευτη γλύκα και φλόγα. Ποτέ όσο ζώ δεν θα ξεχάσω την αγριάδα και το θαύμα του φιλιού της! Ο κρότος της πόρτας μας έκανε να γυρίσουμε. Ο Πουαρό στεκόταν εκεί και μας κοίταζε. Δεν δίστασα. Μ’ ένα πήδημα, τον έφθασα και κάρφωσα τα χέρια μου στα πλευρά του. «Γρήγορα», είπα στην κοπέλα. «Φύγε από δω. Όσο πιο γρήγορα μπορείς, θα τον κρατήσω». Ρίχνοντας μου ένα βλέμμα, έτρεξε και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Κρατούσα τον Πουαρό με σιδερένια λαβή. «Φίλε μου», παρατήρησε ήρεμα ο τελευταίος, «τα καταφέρνεις πολύ καλά σ’ αυτά τα πράγματα. Ο δυνατός άνδρας με κρατάει και είμαι αβοήθητος σαν παιδί. Αλλά όλα αυτά είναι άβολα και ελαφρά γελοία. Ας καθίσουμε κάτω κι ας ηρεμήσουμε». «Δεν θα την κυνηγήσεις;» «Προς θεού, όχι. Μήπως είμαι ο Ζιρώ; Άφησέ με, φίλε μου». Παρακολουθώντας τον με το βλέμμα, γιατί ήξερα πως δεν θα έφθανα τον Πουαρό σ’ εξυπνάδα, χαλάρωσα το σφίξιμό μου κι έπεσε σε μια πολυθρόνα, ψαχουλεύοντας τα μπράτσα του. «Έχεις δύναμη ταύρου όταν εκνευρίζεσαι, Χάστιγκς! Ε, λοιπόν, νομίζεις πως φέρθηκες καλά στον παλιό σου φίλο; Σου δείχνω τη φωτογραφία της κοπέλας και την αναγνωρίζεις, αλλά δεν λες λέξη». «Δεν ήταν ανάγκη, αν ήξερες πως την αναγνώρισα», είπα μάλλον πικρά. Ώστε ο Πουαρό το ‘ξερε απ’ την αρχή. Δεν τον είχα ξεγελάσει ούτε για μια στιγμή. «Τα, τα! Δεν ήξερες πως το ‘ξερα. Και απόψε βοηθάς την κοπέλα να ξεφύγει όταν την βρήκαμε με τόσους, κόπους. Ε, λοιπόν, σε ρωτάω, θα δουλέψεις μαζί μου η εναντίον μου, Χάστιγκς;» Για λίγο δεν απάντησα. Το να διακόψω με τον παλιό μου φίλο μ’ έκανε να πονέσω πολύ. Κι όμως έπρεπε να είμαι

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

187 _

εναντίον του. Αναρωτιόμουν αν θα με συγχωρούσε ποτέ. Μέχρι τώρα ήταν παράξενα ήρεμος, άλλοι ήξερα πως είχε θαυμάσια αυτοκυριαρχία. «Πουαρό», είπα, «λυπάμαι. Παραδέχομαι πως φέρθηκα άσχημα απέναντι σου σ’ αυτό το θέμα. Αλλά μερικές φορές δεν έχει κανείς περιθώρια εκλογής. Και στο μέλλον πρέπει ν’ ακολουθήσω δική μου γραμμή». Ο Πουαρό κούνησε αρκετές φορές το κεφάλι του. «Καταλαβαίνω», είπε. Το κοροϊδευτικό φως είχε χαθεί απ’ τα μάτια του, και μίλησε με μια ειλικρίνεια κι ευγένεια που με κατέπληξε. «Αυτό είναι, φίλε μου, δεν ειν’ έτσι; Είναι ο έρωτας που ήρθε, όχι όπως τον φανταζόσουν, ζωηρός και μ’ όμορφα φτερά, άλλα θλιβερός, με ματωμένα πόδια. Λοιπόν, σε προειδοποίησα. Όταν κατάλαβα πως αυτή η κοπέλα πρέπει να πήρε το μαχαίρι, σε προειδοποίησα. Ίσως να το θυμάσαι. Αλλά ήταν κιόλας πολύ αργά. Μα πες μου, πόσα ξέρεις;» Τον κοίταξα κατάματα. «Τίποτα απ’ ό,τι μπορείς να μου πεις δεν θα με καταπλήξει, Πουαρό. Κατάλαβε το. Αλλά αν σκεφθείς να ξαναρχίσεις να ψάχνεις για την μις Ντουβήν, θα ‘θελα να ξέρεις καθαρά ένα πράγμα. Αν έχεις την ιδέα πως είχε σχέση με το έγκλημα, ή ήταν η μυστηριώδης κυρία που επισκέφθηκε τον κύριο Ρενώ εκείνη τι νύχτα, κάνεις λάθος. Ταξίδεψα μαζί της απ’ τη Γαλλία εκείνη τη μέρα, και χωριστήκαμε απ’ το σταθμό της Βικτωρίας εκείνο το βράδυ, ώστε είναι αδύνατον να βρισκόταν στο Μερλινβίλλ». «Α!» (Ο Πουαρό με κοίταξε σκεπτικά). «Και θα ορκιζόσουν στο δικαστήριο;» «Ασφαλώς θα το ‘κανα». Ο Πουαρό σηκώθηκε και υποκλίθηκε. «Φίλε μου! Ζητώ ο έρωτας! Μπορεί να κάνει θαύματα. Αυτό που σκέφθηκες είναι πραγματικά πολύ έξυπνο. Μπορεί να νικήσει ακόμα και τον Ηρακλή Πουαρό!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΡΙΤΟ Συμπεράσματα και ανησυχίες... Μετά από μια στιγμή έντασης, σαν αυτή που περιέγραψα μόλις τώρα, θα υπάρξει αντίδραση. Αποσύρθηκα για να ξεκουρασθώ εκείνη τη νύχτα με μια αίσθηση θριάμβου, αλλά ξύπνησα για να καταλάβω πως δεν ήμουν απόλυτα ασφαλής. Ήταν αλήθεια πως δεν έβλεπα ελάττωμα στο άλλοθι που είχα συλλάβει τόσο ξαφνικά. Έπρεπε να προσκολληθώ στην ιστορία μου, και δεν έβλεπα πως θα μπορούσε να καταδικασθεί η Μπέλλα. Αλλά ένοιωθα την ανάγκη να προχωρήσω προσεκτικά. Ο Πουαρό δεν θα δεχόταν την ήττα χωρίς αντίσταση. Με κάποιο τρόπο, θα προσπαθούσε να με ξεσκεπάσει και με τον τρόπο και τη στιγμή που θα το περίμενα λιγότερο. Συναντηθήκαμε την άλλη μέρα στο πρόγευμα σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Η καλή διάθεση του Πουαρό ήταν ατάραχη, κι όμως νόμιζα πως διέκρινα στον τρόπο του μια επιφυλακτικότητα που ήταν καινούργια. Μετά το πρόγευμα, ανήγγειλα το σκοπό μου να βγω για μια βόλτα. Μια αστραπή κακίας φάνηκε στα μάτια του Πουαρό. «Αν ζητάς πληροφορίες, δεν χρειάζεται να ενοχληθείς. Μπορώ να σου πω ό,τι θέλεις να μάθεις. Οι αδελφές Ντουλσιμπέλλα ακύρωσαν το συμβόλαιό τους κι έφυγαν απ’ το Κόβεντρι προς άγνωστη κατεύθυνση».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

189 _

«Είναι αλήθεια, Πουαρό;» «Μπορείς να με πιστέψεις, Χάστιγκς. Έκανα έρευνες μόλις ξύπνησα σήμερα το πρωί. Στο κάτω κάτω της γραφής, τι άλλο περίμενες;» Ήταν αλήθεια, δεν μπορούσα να περιμένω τίποτ’ άλλο. Η Σταχτοπούτα είχε επωφεληθεί απ’ το λίγο χρόνο που της είχα δώσει κι ασφαλώς δεν έχασε ούτε στιγμή για να ξεφύγει απ’ τον διώκτη της. Αυτό ήθελα και σχεδίαζα. Όμως, ένοιωθα πως βούλιαζα σ’ ένα δίχτυ από καινούργιες, δυσκολίες. Δεν είχα κανένα απολύτως μέσο επικοινωνίας με την κοπέλα, και ήταν ουσιαστικό να ξέρεις τη γραμμή υπερασπίσεως που είχα σκεφθεί και που ήμουν έτοιμος ν’ ακολουθήσω. Φυσικά, μπορεί να προσπαθούσε να μου στείλει ένα μήνυμα με κάποιο τρόπο, αλλά δεν το νόμιζα πιθανόν. Θα ‘ξερε τον κίνδυνο που υπήρχε να πέσει το μήνυμα στα χέρια του Πουαρό και να τον ξαναβάλει στα ίχνη της. Ασφαλώς η μόνη της πιθανότητα ήταν να εξαφανισθεί τελείως για την ώρα. Αλλά, εν τω μεταξύ, τι έκανε ο Πουαρό. Τον μελέτησα προσεκτικά. Είχε το πιο αθώο του ύφος, και κοίταζε σκεπτικά το άπειρο. Φαινόταν πολύ ήρεμος και γαλήνιος για να είμαι ήσυχος. Με τον Πουαρό είχα μάθει πως όσο πιο ακίνδυνος φαινόταν, τόσο πιο επικίνδυνος ήταν. Η ηρεμία του με τρόμαζε. Βλέποντας κάποια ταραχή, στο βλέμμα μου, χαμογέλασε καλόκαρδα. «Απορείς, Χάστιγκς; Αναρωτιέσαι αν θα ριχτώ στο ντορό;» «Κάτι τέτοιο». «Αυτό θα ‘κανες αν ήσουν στη θέση μου. Το καταλαβαίνω. Αλλά δεν είμαι από κείνους που τους αρέσει να ψάχνουν μια ολόκληρη χώρα για να βρουν μια βελόνα μέσα στ’ άχυρα, όπως λέτε εσείς οι Άγγλοι. Όχι, άφησε τη δεσποινίδα Μπέλλα Ντουβήν να φύγει. Χωρίς αμφιβολία, θα μπορέσω να την βρω όταν έρθει η ώρα. Ως τότε, αρκούμαι να περιμένω». Τον κοίταξα δύσπιστα. Προσπαθούσε να με παραπλανήσει;

190

AGATHA _ CHRISTIE

Είχα το ενοχλητικό συναίσθημα πως, ακόμα και τώρα, ήταν κύριος της καταστάσεως. Η αίσθηση της υπεροχής μου ξεθώριαζε βαθμιαία. Είχα πετύχει την απόδραση της κοπέλας, και είχα εφεύρει ένα έξυπνο σχέδιο για να την σώσω απ’ τις συνέπειες της απερίσκεπτης πράξης της, άλλα δεν μπορούσα να ησυχάσω. Η τέλεια ηρεμία του Πουαρό ξυπνούσε χίλιους φόβους μέσα μου. «Υποθέτω, Πουαρό», είπα μάλλον αψήφιστα, «πως δεν πρέπει να σε ρωτήσω ποια είναι τα σχέδιά σου. Έχω παραιτηθεί απ’ αυτό το δικαίωμα». «Καθόλου. Δεν είναι μυστικό, θα γυρίσουμε χωρίς καθυστέρηση στη Γαλλία». «Εμείς;» «Ακριβώς, εμείς! Ξέρεις πολύ καλά πως δεν μπορείς να μην βλέπεις το γέρο Πουαρό. Ε; δεν είν’ έτσι, φίλε μου; Αλλά μείνε στην ’Αγγλία, αν θέλεις...». Κούνησα το κεφάλι μου. Είχε χτυπήσει στο καρφί. Δεν μπορούσα να μην τον βλέπω. Αν και δεν μπορούσα να περιμένω να μ’ εμπιστεύεται υστέρα απ’ ό,τι είχε συμβεί, μπορούσα να παρακολουθώ τις πράξεις του. Ο μοναδικός κίνδυνος για τη Μπέλλα ήταν εκείνος. Ο Ζιρώ και η γαλλική αστυνομία αδιαφορούσαν για την ύπαρξη της. Έπρεπε να μείνω κοντά στον Πουαρό με κάθε θυσία. Ο Πουαρό με παρακολουθούσε προσεκτικά καθώς αυτές οι σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου και κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι του. «Έχω δίκιο, δεν είν’ έτσι; Και επειδή είσαι ικανός να με ακολουθήσεις, μεταμφιεσμένος με κάποια ανοησία σαν ένα ψεύτικο μούσι, που ασφαλώς θα το ‘βλεπε ο καθένας, προτιμώ να ταξιδέψουμε μαζί, θα μ’ ενοχλούσε πολύ να σε κοροϊδέψουν». «Πολύ καλά λοιπόν. Αλλά πρέπει να σε προειδοποιήσω...». «Το ξέρω, τα ξέρω όλα. Είσαι εχθρός μου. Μείνε εχθρός μου, λοιπόν. Δεν με στενοχωρεί καθόλου». «Αφού είμαι ειλικρινής μαζί σου, δεν με πειράζει». «Έχεις το αγγλικό πάθος για το "τίμιο παιχνίδι”; Τώρα που

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

191 _

ικανοποίησες τη συνείδησή σου, ας φύγουμε αμέσως. Δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Η παραμονή μας στην Αγγλία ήταν σύντομη, αλλά αρκετή. Ξέρω... αυτό που ήθελα να μάθω». Ο τόνος του ήταν ανάλαφρος, αλλά διάβασα μια κρυφή απειλή στα λόγια του. «Όμως...», άρχισα, και σταμάτησα. «Όμως... όπως το λες! Χωρίς αμφιβολία είσαι ικανοποιημένος απ’ το ρόλο που παίζεις. Εγώ ασχολούμαι με τον Τζακ Ρενώ». Απομάκρυνα με φρίκη τη σκέψη. Δεν ήταν δυνατόν, θ’ αθωωνόταν. Ασφαλώς θ’ αθωωνόταν. Αλλά ο κρύος φόβος ξαναγύρισε. Κι αν δεν αθωωνόταν; Τότε; Μπορούσα να ‘χω στη συνείδησή μου... φρικτή σκέψη! Εκεί θα ‘φθανα στο τέλος; Μια απόφαση. Η Μπέλλα ή ο Τζακ Ρενώ; Η καρδιά μου μ’ έσπρωχνε να σώσω την κοπέλα που αγαπούσα κάνοντας κάθε θυσία. Αλλά αν θυσιαζόταν κάποιος άλλος, το πρόβλημα άλλαζε. Τι θα ‘λεγε η ίδια η κοπέλα; Θυμήθηκα πως δεν είχα πει λέξη για τη σύλληψη του Τζακ Ρενώ. Μέχρι τώρα αγνοούσε τελείως το γεγονός πως ο πρώην εραστής της βρισκόταν στη φυλακή κατηγορούμενος για ένα φρικτό έγκλημα που δεν είχε κάνει. Όταν μάθαινε, πως θα ενεργούσε; Θα επέτρεπε να σωθεί η ζωή της σε βάρος της δικής του; Ασφαλώς δεν έπρεπε να κάνει τίποτα το απερίσκεπτο. Ο Τζακ Ρενώ μπορούσε να αθωωθεί και πιθανότατα θ’ αθωωνόταν χωρίς την επέμβαση της. Αν έτσι, όλα ήταν εντάξει. Αλλά αν δεν αθωωνόταν; Αυτό ήταν το φοβερό, το άλυτο πρόβλημα. Φαντάστηκα πως δεν διέτρεχε τον κίνδυνο να καταδικασθεί σε θάνατο. Οι συνθήκες του εγκλήματος ήταν πολύ διαφορετικές στην περίπτωσή της. Θα μπορούσε να επικαλεσθεί τη ζήλεια και την πρόκληση και τα νιάτα κι η ομορφιά της θα μετρούσαν πολύ. Το γεγονός πως από ένα τραγικό λάθος το τίμημα πληρώθηκε απ’ τον κύριο Ρενώ κι όχι απ’ τον πατέρα του, δεν θα άλλαζε το κίνητρο του εγκλήματος. Αλλά πάντως, όσο επιεικής κι αν ήταν η απόφαση του δικαστηρίου, θα μπορούσε να σημαίνει μια μακρόχρονη φυλάκιση. Όχι, η Μπέλλα έπρεπε να προστατευθεί. Και ταυτόχρονα

192

AGATHA _ CHRISTIE

έπρεπε να σωθεί ο Τζακ Ρενώ. δεν έβλεπα καθαρά πως θα γινόταν αυτό. Αλλά στήριζα τις ελπίδες μου στον Πουαρό. Εκείνος ήξερε ό,τι και να γινόταν θα κατόρθωνε να σώσει έναν αθώο. Έπρεπε να βρει κάποιο πρόσχημα άλλο απ’ το πραγματικό. Μπορεί να ήταν δύσκολο, αλλά θα το κατόρθωνε με κάποιο τρόπο. Και αν δεν υποψιάζονταν την Μπέλλα κι αθωωνόταν ο Τζακ Ρενώ, όλα θα τέλειωναν ικανοποιητικά. Αυτό έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου, αλλά στο βάθος της καρδιάς μου έμενε ένας κρύος φόβος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ Οι ικεσίες μιας όμορφης... Πήγαμε στη Γαλλία με το βραδινό πλοίο και το επόμενο πρωί βρεθήκαμε στο Σαίντ Ομέρ, όπου είχαν οδηγήσει τον Τζακ Ρενώ. Ο Πουαρό βιάστηκε να επισκεφθεί τον κύριο Ωτέ. Καθώς δεν φαινόταν να έχει αντιρρήσεις στο να τον συνοδέψω, του έκανα συντροφιά. Μετά από πολλές διατυπώσεις και προκαταρκτικά, μας οδήγησαν στο δωμάτιο του ανακριτή. Μάς χαιρέτησε εγκάρδια. «Μου είπαν πως γυρίσατε στην Αγγλία, κύριε Πουαρό. Χαίρομαι που βλέπω πως δεν ήταν αλήθεια». «Είναι αλήθεια πως πήγα εκεί, κύριε, αλλά ήταν μόνο για μια βιαστική επίσκεψη. Ένα δευτερεύον πρόβλημα, αλλά που νόμιζα πως άξιζε να ερευνηθεί». «Και άξιζε, έ;» Ο Πουαρό σήκωσε τους ώμους του. Ο κύριος Ωτέ κούνησε το κεφάλι του αναστενάζοντας. «Φοβάμαι πως πρέπει να παραιτηθούμε. Εκείνο το ζώον ο Ζιρώ έχει απαίσιους τρόπους, άλλα χωρίς αμφιβολία είναι έξυπνος! Δεν υπάρχουν πολλές πιθανότητες να ‘κάνε λάθος!» «Νομίζετε;» Ήταν η σειρά του ανακριτή να σηκώσει τους ώμους του. «Ω, για να πούμε την αλήθεια —εμπιστευτικά, φυσικά— μπορείτε να βγάλετε κανένα άλλο συμπέρασμα;»

194

AGATHA _ CHRISTIE

«Ειλικρινά, μου φαίνεται πως υπάρχουν πολλά σκοτεινά σημεία». «Παραδείγματος χάριν;» Αλλά ο Πουαρό δεν παρασυρόταν εύκολα. «Δεν τα ‘χω συγκεκριμενοποιήσει ακόμα», παρατήρησε. «Έκανα μια γενική σκέψη. Συμπαθούσα τον νεαρό, και θα λυπόμουν να τον πιστεύω ένοχο για ένα τόσο φρικτό έγκλημα. Αλήθεια, τι λέει για να υπερασπίσει τον εαυτό του;» Ο ανακριτής ζάρωσε τα φρύδια. «Δεν μπορώ να τον καταλάβω. Φαίνεται να μην μπορεί να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Δυσκολεύθηκα πολύ να τον κάνω ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις μου. Αρκείται σε μια γενική άρνηση, και πέρα απ’ αυτό κλείνεται σε μια πεισματάρικη σιωπή, θα τον ανακρίνω πάλι αύριο. Μήπως θέλετε να παρευρεθείτε;» Δεχθήκαμε πρόθυμα την πρόσκλησή του. «Απελπιστική υπόθεση», είπε ο ανακριτής μ’ έναν αναστεναγμό. «Νοιώθω βαθιά συμπάθεια για την κυρία Ρενώ». «Πως είναι η κυρία Ρενώ;» «Δεν έχει βρει ακόμα τις αισθήσεις της. Η καημένη η γυναίκα, από μια άποψη είναι καλό, γλυτώνει από πολλά. Οι γιατροί λένε πως δεν υπάρχει κίνδυνος, αλλά πως όταν συνέλθει πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο ήρεμη. Καταλαβαίνω πως και το σοκ και το πέσιμο την έφεραν στην τωρινή της κατάσταση, θα ταν φοβερό να πειραχτεί το μυαλό της, αλλά δεν θ’ απορούσα καθόλου, πραγματικά καθόλου». Ο κύριος Ωτέ έσκυψε πίσω, κουνώντας το κεφάλι του, μ’ ένα είδος θλιβερής απόλαυσης, καθώς αντιμετώπιζε την σκοτεινή προοπτική. Τελικά συνήλθε και παρατήρησε ξαφνικά: «Μια που το θυμήθηκα, έχω ένα γράμμα για σας, κύριε Πουαρό. Για να δω, που το έβαλα;» Άρχισε να ψαχουλεύει τα χαρτιά του. Τελικά βρήκε αυτό που

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

195 _

έψαχνε και το ‘δωσε στον Πουαρό. «Μου το ‘στειλαν με την παράκληση να σας το στείλω», εξήγησε. «Αλλά επειδή δεν αφήσατε διεύθυνση, δεν μπόρεσα να το κάνω». Ο Πουαρό μελέτησε με περιέργεια το γράμμα. Ήταν γραμμένο με έναν πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα και το γράψιμο ήταν καθαρά γυναικείο. Ο Πουαρό δεν το άνοιξε. Αντίθετα, το ‘βαλε στην τσέπη του και, σηκώθηκε. «Αύριο, λοιπόν. Χίλια ευχαριστώ για την ευγένεια και την καλοσύνη σας». «Παρακαλώ. Είμαι πάντα στη διάθεση σας»; Φεύγαμε απ’ το κτίριο όταν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ζιρώ, που έμοιαζε περισσότερο παρά ποτέ με δανδή, και φαινόταν βαθιά ικανοποιημένος απ’ τον εαυτό του. «Αχά! Ο κύριος Πουαρό!», φώναξε με κέφι. «Ώστε γυρίσατε απ’ την Αγγλία;» «Όπως βλέπετε», είπε ο Πουαρό. «Φαντάζομαι πως δεν βρισκόμαστε μακριά απ’ το τέλος της υποθέσεως». «Συμφωνώ μαζί σας, κύριε Ζιρώ». Ο Πουαρό μιλούσε ταπεινά. Το απελπισμένο ύφος του φαινόταν να ενθουσιάζει τον άλλον. «Τι εγκληματίας! Ούτε ιδέα να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Είναι παράξενο!» «Τόσο παράξενο ώστε να σε βάζει σε σκέψεις, έ;» είπε ήρεμα ο Πουαρό. Αλλά ο Ζιρώ δεν άκουγε καν. Έπαιζε φιλικά με το μπαστούνι του. «Λοιπόν, καλημέρα σας, κύριε Πουαρό. Χαίρομαι που τελικά πεισθήκατε για την ένοχή του νεαρού Ρενώ». «Συγγνώμη! Αλλά δεν πείσθηκα καθόλου. Ο Τζακ Ρενώ είναι αθώος». Ο Ζιρώ τον κοίταξε κατάπληκτος για μια στιγμή, κι ύστερα ξέσπασε σε γέλια, χτυπώντας με σημασία το κεφάλι του με τη

196

AGATHA _ CHRISTIE

σύντομη παρατήρηση: «Βλαμμένος!» Ο Πουαρό κορδώθηκε. Ένα επικίνδυνο φως φάνηκε στα μάτια του. «Κύριε Ζιρώ, σ’ όλη αυτή την υπόθεση ο τρόπος σας απέναντι μου ήταν ηθελημένα προσβλητικός. Χρειαζόσαστε ένα μάθημα. Είμαι πρόθυμος να στοιχηματίσω μαζί σας πεντακόσια φράγκα πως θα βρω τον δολοφόνο του κυρίου Ρενώ πριν από σας. Συμφωνείτε;» Ο Ζιρώ τον κοίταξε απελπισμένα, και ξαναμουρμούρισε: «Βλαμμένος!» «Ελάτε τώρα», τον παρότρυνε ο Πουαρό, «συμφωνείτε;» «Δεν θέλω να σας πάρω τα χρήματα σας». «Ησυχάστε, δεν πρόκειται!» «Εντάξει, λοιπόν, συμφωνώ. Μιλάτε για τον προσβλητικό μου τρόπο απέναντι σας. Ε, λοιπόν, μια δυο φορές ο δικός σας τρόπος μ’ ενόχλησε». «Χαίρομαι που το ακούω», είπε ο Πουαρό. «Καλημέρα σας, κύριε Ζιρώ. Έλα, Χάστιγκς». Δεν είπα λέξη καθώς προχωρούσαμε. Η καρδιά μου ήταν βαριά. Ο Πουαρό είχε φανερώσει πολύ καθαρά τους σκοπούς του. Αμφέβαλλα περισσότερο παρά ποτέ αν είχα τη δύναμη να σώσω την Μπέλλα απ’ τίς συνέπειες της πράξης της. Αυτή η άτυχη συνάντηση με τον Ζιρώ είχε ξεσηκώσει τον Πουαρό. Ξαφνικά ένοιωσα ένα χέρι ν’ ακουμπάει στον ώμο μου, και γύρισα για ν’ αντικρύσω τον Γκάμπριελ Στόνορ. Σταματήσαμε και τον χαιρετήσαμε, και πρότεινε να περπατήσει μαζί μας ως το ξενοδοχείο μας. «Και τι κάνετε εδώ, κύριε Στόνορ;» ρώτησε ο Πουαρό. «Πρέπει να μένει κανείς κοντά στους φίλους του», απάντησε ξερά ο άλλος. «Ιδιαίτερα όταν κατηγορούνται άδικα». «Δεν πιστεύετε λοιπόν πως ο Τζακ Ρενώ έκανε το έγκλημα;» ρώτησα ανυπόμονα. «Φυσικά όχι. Ξέρω τον νεαρό. Παραδέχομαι πως υπάρχουν ένα δυο πράγματα σ’ αυτή την υπόθεση που μ' έχουν καταπλήξει σε μεγάλο βαθμό, αλλά πάντως, παρά τον ανόητο

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

197 _

τρόπο που αντιμετωπίζει την κατάσταση, ποτέ δεν θα πιστέψω πως ο Τζακ Ρενώ είναι δολοφόνος». Η καρδιά μου ένοιωσε συμπάθεια για τον γραμματέα. Τα λόγια του φάνηκαν να βγάζουν ένα κρυφό βάρος απ’ την καρδιά μου. «Δεν αμφιβάλλω πως πολλοί άνθρωποι νοιώθουν όπως εσείς», αναφώνησα. «Υπάρχουν παράλογα λίγες ενδείξεις εναντίον του. Θα ‘λεγα πως δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία για την αθώωση του, απολύτως καμία». Αλλά ο Γκάμπριελ Στόνορ δεν αντέδρασε όπως ήθελα. «Θα ‘δινα πολλά για να σκέπτομαι όπως εσείς», είπε σοβαρά. Στράφηκε στον Πουαρό. «Ποια είναι η γνώμη σας, κύριε;» «Νομίζω πως τα πράγματα φαίνονται πολύ μαύρα γι’ αυτόν», είπε ήρεμα ο Πουαρό. «Πιστεύετε πως είναι ένοχος;» είπε έντονα ο Στόνορ. «Όχι. Αλλά νομίζω πως θα δυσκολευθεί ν’ αποδείξει την αθωότητα του». «Φέρεται τόσο παράξενα», μουρμούρισε ο Στόνορ. «Φυσικά, καταλαβαίνω πως σ’ αυτή την υπόθεση υπάρχουν πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται. Ο Ζιρώ δεν το καταλαβαίνει γιατί είναι απέξω, αλλά η όλη υπόθεση είναι πολύ παράξενη. Όσο γι’ αυτό, όσο λιγότερα πούμε, τόσο το καλύτερο. Αν η κυρία Ρενώ θέλει να κρύψει κάτι, θα την μιμηθώ. Η παράσταση είναι δική της, και σέβομαι πολύ την κρίση της για ν’ ανακατευτώ. Αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τη στάση του Τζακ. Θα ‘λεγε κανείς πως θέλει να θεωρηθεί ένοχος». «Μα είναι παράλογο», φώναξα, επεμβαίνοντας. «Κατ’ αρχήν, το μαχαίρι...». Σταμάτησα, μη ξέροντας πόσα ήθελε ο Πουαρό ν’ αποκαλύψω. Συνέχισα διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις μου: «Ξέρουμε πως το μαχαίρι δεν μπορούσε να βρίσκεται στην κατοχή του Τζακ Ρενώ εκείνο το βράδυ. Η κυρία Ρενώ το ξέρει». «Πραγματικά», είπε ο Στόνορ. «Όταν συνέλθει, ασφαλώς θα πει κι αυτό και πολλά άλλα. Λοιπόν, πρέπει να σας αφήσω». «Μια στιγμή». Το χέρι του Πουαρό τον σταμάτησε. «Μπορείτε να κανονίσετε να ειδοποιηθώ αμέσως αν η κυρία

198

AGATHA _ CHRISTIE

Ρενώ ξαναβρεί τις αισθήσεις της;» «Ασφαλώς. Αυτό είναι εύκολο».. «Αυτό το σημείο του μαχαιριού είναι καλό, Πουαρό», είπα καθώς ανεβαίναμε επάνω. «Δεν μπορούσα να μιλήσω πολύ καθαρά μπροστά στον Στόνορ». «Έκανες πολύ καλά. Καλύτερα να κρατήσουμε ό,τι ξέρουμε για τον εαυτό μας όσο μπορούμε. Όσο για το μαχαίρι, το επιχείρημα σου δεν βοηθάει πολύ τον Τζακ Ρενώ. Θυμάσαι που έλειψα για μια ώρα σήμερα το πρωί, πριν φύγουμε απ’ το Λονδίνο;» «Ναι;» «Λοιπόν, προσπαθούσα να βρω την εταιρία όπου παρήγγειλε ο Τζακ Ρενώ τα ενθύμια του. Δεν ήταν πολύ δύσκολο. E, λοιπόν, Χάστιγκς, έφτιαξαν όχι δύο χαρτοκόπτες, αλλά τρεις». «Έτσι...». «Έτσι, αφού έδωσε ένα στη μητέρα του κι ένα στην Μπέλλα Ντουβήν, έμεινε ένα τρίτο που ασφαλώς το κράτησε για δική του χρήση. Όχι, Χάστιγκς, φοβάμαι πως το θέμα του μαχαιριού δεν θα μας βοηθήσει να τον σώσουμε απ’ τη λαιμητόμο». «Δεν θα φθάσει ως εκεί», φώναξα πληγωμένος. Ο Πουαρό κούνησε αβέβαια το κεφάλι του. «Θα τον σώσεις», φώναξα με σιγουριά. Ο Πουαρό με κοίταξε ξερά. «Δεν το ‘κανες αδύνατον, φίλε μου;» «Με κάποιο άλλο τρόπο», μουρμούρισα. «Α! Χριστέ μου! Μα μου ζητάς θαύματα. Όχι, μην πεις τίποτ’ άλλο. Ας δούμε τι είναι σ’ αυτό το γράμμα». Κι έβγαλε το φάκελο απ’ την τσέπη του σακακιού του. Το πρόσωπό του συσπάστηκε καθώς διάβαζε, κι ύστερα μου έδωσε το μοναδικό φύλλο χαρτιού. «Υπάρχουν κι άλλες γυναίκες που υποφέρουν, Χάστιγκς». Το γράψιμο ήταν μουτζουρωμένο κι ήταν φανερό πως το σημείωμα είχε γραφτεί με μεγάλη ταραχή.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

199 _

ΑΓΑΠΗΤΕ ΚΥΡΙΕ ΠΟΥΑΡΟ. Αν πάρετε το σημείωμα μου, σας παρακαλώ να έρθετε να με βοηθήσετε. Δεν έχω κανέναν να απευθυνθώ κι ο Τζακ πρέπει να σωθεί με κάθε θυσία. Σας παρακαλώ γονατιστή να μας βοηθήσετε. ΜΑΡΤ ΝΤΩΜΠΡΕΙΓ. Το ‘δωσα πίσω, συγκινημένος. «Θα πας;» «Αμέσως, θα καλέσουμε ένα αυτοκίνητο». Μισή ώρα αργότερα βρεθήκαμε στη βίλλα Μαργκερίτ. Η Μάρτ βρισκόταν στην πόρτα και μας περίμενε και οδήγησε μέσα τον Πουαρό, κρατώντας με τα δυο της χέρια το χέρι του. «Α, ήρθατε, τι καλός που είσθε. Ήμουν απελπισμένη, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μ’ αφήνουν ούτε να τον δω στη φυλακή. Υποφέρω τρομερά. Είμαι σχεδόν τρελή». «Είναι αλήθεια αυτό που λέτε, πως δεν αρνιέται το έγκλημα; Μα αυτό είναι τρέλα. Είναι αδύνατον να το ‘κανε αυτός. Δεν θα το πιστέψω ούτε για μια στιγμή». «Ούτε εγώ το πιστεύω, δεσποινίς», είπε ευγενικά ο Πουαρό. «Μα γιατί δεν μιλάει; Δεν καταλαβαίνω». «Ίσως γιατί καλύπτει κάποιον», είπε ο Πουαρό, παρακολουθώντας την. Η Μάρτ ζάρωσε τα φρύδια. «Καλύπτει κάποιον; Εννοείτε την μητέρα του; Α, την υποψιάσθηκα απ’ την αρχή. Ποιος κληρονομεί όλη αυτή την τεράστια περιουσία; Εκείνη. Είναι εύκολο να φορέσεις μαύρα και να υποκριθείς. Και λένε πως όταν τον συνέλαβαν έπεσε ξερή!» Έκανε μια δραματική χειρονομία. «Και χωρίς αμφιβολία, ο κύριος Στόνορ, ο γραμματέας, την βοήθησε. Αυτοί οι δυο είναι πολύ συνδεδεμένοι. Είναι αλήθεια πως είναι μεγαλύτερη απ’ αυτόν... άλλα τι τον νοιάζει όταν μια γυναίκα είναι πλούσια!» Υπήρχε κάποια πικρία στον τόνο της φωνής της. «Ο Στόνορ ήταν στην ’Αγγλία», είπα. «Έτσι λέει, άλλα ποιος ξέρει;»

200

AGATHA _ CHRISTIE

«Δεσποινίς», είπε ήρεμα ο Πουαρό, «αν θα συνεργασθούμε, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, θα σας κάνω μια ερώτηση». «Ναι, κύριε». «Ξέρετε το αληθινό όνομα της μητέρας σας;» Η Μάρτ τον κοίταξε για ένα λεπτό κι ύστερα, αφήνοντας το κεφάλι της να πέσει πάνω στο μπράτσο της, ξέσπασε σε δάκρυα. «Ελάτε, ελάτε», είπε ο Πουαρό, χαϊδεύοντας την στον ώμο. «Ηρεμήστε, μικρή μου, βλέπω πως το ξέρετε. Τώρα μια δεύτερη ερώτηση: ξέρετε ποιος ήταν ο κύριος Ρενώ;» «Ο κύριος Ρενώ;» έκανε σηκώνοντας το κεφάλι της απ’ τα χέρια της και κοιτάζοντας τον με απορία. «Α, βλέπω πως δεν το ξέρετε αυτό. Τώρα ακούστε με προσεκτικά». Βήμα προς βήμα, της διηγήθηκε την υπόθεση, όπως το είχε κάνει σε μένα την ημέρα της αναχώρησης μας για την Αγγλία. Η Μάρτ άκουγε γοητευμένη. Όταν τέλειωσε, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Μα είσθε θαυμάσιος, υπέροχος! Είσθε ο μεγαλύτερος ντετέκτιβ του κόσμου». Με μια γρήγορη κίνηση γλίστρησε απ’ την καρέκλα της και γονάτισε μπροστά του με μια καθαρά γαλλική εγκατάλειψη. «Σώστε τον, κύριε», φώναξε. «Τον αγαπώ τόσο πολύ. Σώστε τον, σώστε τον, σώστε τον!»

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΠΕΜΠΤΟ Μια απροσδόκητη εξέλιξη Την άλλη μέρα είμαστε παρόντες στην ανάκριση του Τζακ Ρενώ. Όσο μικρό κι αν ήταν το χρονικό διάστημα, ταράχθηκα βλέποντας την αλλαγή του νεαρού κρατούμενου. Τα μάγουλά του είχαν βαθουλώσει, υπήρχαν βαθιοί μαύροι κύκλοι γύρω απ’ τα μάτια του και φαινόταν κομμένος κι απελπισμένος, σαν να προσπαθούσε μάταια να κοιμηθεί πολλές νύχτες. Δεν έδειξε καμία συγκίνηση βλέποντας μας. «Ρενώ», άρχισε ο ανακριτής, «αρνείσθε πως βρισκόσαστε στο Μερλινβίλλ τη νύχτα του εγκλήματος;» Ο Τζακ δεν απάντησε αμέσως, κι ύστερα είπε με αξιοθρήνητο δισταγμό: «Σας... σας... είπα πως βρισκόμουν στο Χερβούργο». Ο ανακριτής γύρισε απότομα. «Φέρτε μέσα τους μάρτυρες του σταθμού». Σέ λίγο η πόρτα άνοιξε και μπήκε ένας άνθρωπος που τον αναγνώρισα σαν τον θυρωρό του σταθμού του Μερλινβίλλ. «Είσαστε βάρδια τη νύχτα της 7ης Ιουνίου;» «Μάλιστα, κύριε». «Παρακολουθήσατε την άφιξη του τραίνου των 11 και 40' ;» «Μάλιστα, κύριε». «Κοιτάξτε τον κρατούμενο. Τον αναγνωρίζετε σαν έναν απ’ τους επιβάτες που κατέβηκαν;»

202

AGATHA _ CHRISTIE

«Μάλιστα, κύριε». «Δεν υπάρχει πιθανότητα να κάνετε λάθος;» «Όχι, κύριε. Ξέρω καλά τον κύριο Τζακ Ρενώ». «Ούτε να κάνετε λάθος στην ημερομηνία;» «Όχι, κύριε. Γιατί το άλλο πρωί, στις 8 Ιουνίου, ακούσαμε για το φόνο». Ένας άλλος σιδηροδρομικός μπήκε μέσα και βεβαίωσε την μαρτυρία του πρώτου. Ο ανακριτής κοίταξε τον Τζακ Ρενώ. «Αυτοί οι άνθρωποι σας αναγνώρισαν θετικά. Τι έχετε να πείτε;» Ο Τζακ σήκωσε τους ώμους του. «Τίποτα». «Ρενώ», συνέχισε ο ανακριτής, «το αναγνωρίζετε αυτό;» Πήρε κάτι απ’ το τραπέζι δίπλα του και το ‘δειξε στον κρατούμενο. Ανατρίχιασα καθώς αναγνώρισα εκείνο το αλλόκοτο μολυβένιο μαχαίρι. «Συγνώμη», φώναξε ο δικηγόρος του Τζακ, ο Μαιτρ Γκροζιέ. «Ζητώ να μιλήσω στον πελάτη μου πριν απαντήσει σ’ αυτή την ερώτηση». Αλλά ο Τζακ Ρενώ δεν σκοτιζόταν για τα αισθήματα του φουκαρά του Γκροζιέ. Τον παραμέρισε κι απάντησε ήρεμα: «Ασφαλώς το αναγνωρίζω. Ήταν ένα δώρο που έκανα στη μητέρα μου, σαν ενθύμιο του πολέμου». «Απ’ ό,τι ξέρετε, υπάρχει αντίγραφο αυτού του μαχαιριού;» Και πάλι ο Μαιτρ Γκροζιέ έκανε να μπει στη μέση και πάλι ο Τζακ τον σταμάτησε. «Απ’ ό,τι ξέρω, όχι. Το σχέδιο ήταν δικό μου». Ακόμα κι ο ανακριτής έμεινε άναυδος απ’ την τόλμη της απάντησης. Φαινόταν σαν ο Τζακ να βιαζόταν ν’ αντικρύσει το πεπρωμένο του. Φυσικά, καταλάβαινα, πόσο ζωτικά ένοιωθε την ανάγκη να κρύψει για χάρη της Μπέλλας, το γεγονός πως στην υπόθεση υπήρχε κι ένα όμοιο μαχαίρι. Όσο υπέθεταν πως υπήρχε μόνο ένα όπλο, δεν υπήρχε περίπτωση να υποψιασθούν την κοπέλα που είχε στην κατοχή της το δεύτερο χαρτοκόπτη. Προστάτευε γενναία τη γυναίκα που είχε αγαπήσει κάποτε,

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

203 _

αλλά με την θυσία του εαυτού του. Άρχιζα να καταλαβαίνω το μέγεθος του έργου που τόσο επιπόλαια είχα αναθέσει στον Πουαρό. Δεν θα ‘ταν εύκολο να εξασφαλίσει την αθώωση του Τζακ Ρενώ μ’ οτιδήποτε άλλο έκτος απ’ την αλήθεια. Ο κύριος Ωτέ ξαναμίλησε, με ιδιαίτερα κοφτό ύφος: «Η κυρία Ρενώ μας είπε πως αυτό το μαχαίρι βρισκόταν στο τραπέζι της τουαλέτας της τη νύχτα του εγκλήματος. Αλλά η κυρία Ρενώ είναι μητέρα! Ασφαλώς θα εκπλαγείτε, Ρενώ, αλλά νομίζω πως η κυρία Ρενώ έκανε λάθος και πως, ίσως από απροσεξία, το είχατε πάρει μαζί σας στο Παρίσι. Ασφαλώς θα με διαψεύσετε...». Είδα τα δεμένα με χειροπέδες χέρια του νεαρού να σφίγγονται. Ο ιδρώτας έσταζε απ’ το μέτωπό του, καθώς με υπέρτατη προσπάθεια διέκοψε με τραχιά φωνή τον κύριο Ωτέ: «Δεν θα σας διαψεύσω. Είναι πιθανόν». Ήταν μια καταπληκτική στιγμή. Ο Μαιτρ Γκροζιέ σηκώθηκε και διαμαρτυρήθηκε: «Ο πελάτης μου πέρασε μια σημαντική νευρική ταραχή. Θα ‘θελα να γράψετε πως δεν τον θεωρώ υπεύθυνο για όσα λέει». Ο ανακριτής τον αγριοκοίταξε. Για μια στιγμή μια αμφιβολία φάνηκε να εμφανίζεται στο μυαλό του. Ο Τζακ Ρενώ είχε σχεδόν ξεπεράσει τον εαυτό του. Έσκυψε μπροστά και κοίταξε ερευνητικά τον κρατούμενο. «Καταλαβαίνετε καλά, Ρενώ, πως απ’ τις απαντήσεις που μου δίνετε δεν έχω άλλη λύση παρά να σας παραπέμψω σε δίκη;» Το χλωμό πρόσωπο του Τζακ κοκκίνισε. Ανταπέδωσε σταθερά το βλέμμα του. «Κύριε Ωτέ, ορκίζομαι πως δεν σκότωσα τον πατέρα μου». Αλλά η σύντομη στιγμή της αμφιβολίας του ανακριτή είχε τελειώσει. Γέλασε μ’ ένα σύντομο δυσάρεστο γέλιο. «Ασφαλώς, ασφαλώς, οι κρατούμενοί μας είναι πάντα αθώοι. Καταδικάζεσθε με το ίδιο σας το στοά. Δεν μπορείτε να παρουσιάσετε καμία υπεράσπιση, κανένα άλλοθι, μόνο μια διαβεβαίωση που δεν θα ξεγελούσε ούτε μωρό, πως δεν είσαστε

204

AGATHA _ CHRISTIE

ένοχος. Σκοτώσατε τον πατέρα σας, Ρενώ, ένας σκληρός κι άνανδρος φόνος, για τοι χρήματα που πιστεύατε πως θα κληρονομούσατε με το θάνατο του. Η μητέρα σας ήταν συνεργός μετά την πράξη. Ασφαλώς, επειδή ενήργησε σαν μητέρα, τα δικαστήρια θα της δείξουν μια επιείκεια που δεν θα την δείξουν σε σας. Και θα ‘χουν δίκιο. Το έγκλημά σας είναι φρικτό, μισητό και για τους θεούς και για τους ανθρώπους». Ο κύριος Ωτέ διακόπηκε προς μεγάλη του ενόχληση. Η πόρτα άνοιξε απότομα. «Κύριε ανακριτά, κύριε ανακριτά», τραύλισε ο κλητήρας, «είναι μια κυρία που λέει... που λέει...». «Που λέει τι;» φώναξε δίκαια εκνευρισμένος ο ανακριτής. «Αυτό είναι ολότελα αντικανονικό. Το απαγορεύω, το απαγορεύω απόλυτα». Αλλά μια λεπτή μορφή παραμέρισε τον χωροφύλακα που τραύλιζε. Ντυμένη κατάμαυρα, μ’ ένα μακρύ πέπλο που έκρυβε το πρόσωπό της, προχώρησε μέσα στο δωμάτιο. Η καρδιά μου χτύπησε. Ώστε είχε έρθει! Όλες μου οι προσπάθειες ήταν μάταιες! Κι όμως δεν μπορούσα πάρα να θαυμάσω το θάρρος που την είχε κάνει να κάνει αυτό το διάβημα. Σήκωσε το πέπλο της, κι η ανάσα μου κόπηκε. Γιατί, αν και μοιάζαν σαν δυο σταγόνες νερό, η κοπέλα δεν ήταν η Σταχτοπούτα! Απ’ την άλλη πλευρά, τώρα που την έβλεπα χωρίς την ξανθιά περούκα που φορούσε στο θέατρο, αναγνώρισα την κοπέλα της φωτογραφίας στο δωμάτιο του Τζακ Ρενώ. «Είσθε ο ανακριτής, ο κύριος Ωτέ;» ρώτησε. «Ναι, αλλά σας απαγορεύω...». «Ονομάζομαι Μπέλλα Ντουβήν. Θέλω να παραδοθώ για το φόνο του κυρίου Ρενώ».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΚΤΟ Το γράμμα «ΦΙΛΕ ΜΟΥ, θα τα μάθεις όλα όταν πάρεις αυτό το γράμμα. Τίποτα απ’ ό,τι λέω δεν μπορεί να συγκινήσει την Μπέλλα. Πήγε να παραδοθεί. Κουράστηκα να αγωνίζομαι. » Τώρα θα μάθεις πως σε ξεγέλασα, πως μ’ εμπιστεύθηκες και σε πλήρωσα με ψέματα. Ίσως θα σου φανώ αδικαιολόγητη, αλλά θα ‘θελα, πριν φύγω για πάντα απ’ τη ζωή σου, να σου πω πως ακριβώς έγιναν όλα. Αν ήξερα πως με συγχωρέσες, η ζωή μου θα γινόταν ευκολότερη. Δεν το ‘κανα για μένα, αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω για να υπερασπίσω τον εαυτό μου. » Θ’ αρχίσω απ’ τη μέρα που σε συνάντησα στο παραλιακό τραίνο απ’ το Παρίσι. ’Ανησυχούσα τότε για την Μπέλλα. Ήταν απελπισμένη με τον Τζακ Ρενώ, θα γινόταν χαλί να την πατήσει κι όταν εκείνος άρχισε ν’ αλλάζει και σταμάτησε να της γράφει συχνά, άρχισε να γίνεται παράξενη. Της μπήκε η ιδέα πως ενδιαφερόταν για μια άλλη κοπέλα, και φυσικά, όπως αποδείχθηκε αργότερα, είχε απόλυτο δίκιο. Είχε αποφασίσει να πάει στη βίλα τους στο Μερλινβίλλ και να προσπαθήσει να δει τον Τζακ. Ήξερε πως ήμουν αντίθετη και προσπάθησε να μου ξεφύγει. Ανακάλυψα πως δεν βρισκόταν στο τραίνο του Καλαί, κι αποφάσισα να μην πάω στην ’Αγγλία χωρίς αυτήν. Ανησυχούσα πως κάτι φοβερό θα συνέβαινε αν δεν το εμπόδιζα.

206

AGATHA _ CHRISTIE

» Πήρα το επόμενο τραίνο απ’ το Παρίσι. Ήταν μέσα, κι ήταν αποφασισμένη να πάει αμέσως στο Μερλινβίλλ. Το κουβέντιασα μαζί της όσο μπορούσα, αλλά δεν ωφέλησε. Ήταν αποφασισμένη να κάνει το δικό της. Λοιπόν, δεν θέλησα να ‘χω καμιά ανάμιξη. Είχα κάνει ό,τι μπορούσα. Ήταν αργά. Πήγα σ’ ένα ξενοδοχείο, κι η Μπέλλα ξεκίνησε για το Μερλινβίλλ. Δεν μπορούσα να διώξω το συναίσθημα αυτού που τα βιβλία ονομάζουν “επερχόμενη καταστροφή”. » Ήρθε η άλλη μέρα, αλλά όχι η Μπέλλα. Μού είχε δώσει ραντεβού να συναντηθούμε στο ξενοδοχείο, αλλά δεν ήρθε. Δεν εμφανίσθηκε όλη τη μέρα. Ανησυχούσα όλο και περισσότερο. Ύστερα ήρθε μια βραδινή εφημερίδα με τα νέα. » Ήταν φρικτό! Φυσικά δεν μπορούσα να είμαι σίγουρη, αλλά φοβόμουν τρομερά. Φαντάσθηκα πως η Μπέλλα είχε συναντήσει τον πατέρα Ρενώ και του είχε μιλήσει για κείνην και τον Τζακ και πως την είχε προσβάλει η κάτι τέτοιο. Είμαστε κι οι δυο φοβερά οξύθυμες. »Ύστερα παρουσιάσθηκε η ιστορία με τους μασκοφόρους ξένους, κι άρχισα να καθησυχάζω. Αλλά ανησυχούσα ακόμα που η Μπέλλα δεν είχε έρθει στο ραντεβού μας. »Το άλλο πρωί ανησυχούσα τόσο πολύ ώστε έπρεπε να πάω εκεί και να δω ό,τι μπορούσα. Το πρώτο πράγμα που είδα ήσουν εσύ. Όλα αυτά τα ξέρεις... Όταν είδα τον νεκρό να μοιάζει τόσο πολύ με τον Τζακ, και να φοράει το φανταχτερό παλτό του Τζακ, κατάλαβα. Και υπήρχε κι ο χαρτοκόπτης —καταραμένο πραγματάκι!— που είχε δώσει ο Τζακ στην Μπέλλα! Οι πιθανότητες ήταν δέκα προς ένα πως επάνω του υπήρχαν τα δαχτυλικά της αποτυπώματα. Δεν ελπίζω να μπορέσω να σου εξηγήσω το είδος της απελπισμένης φρίκης εκείνης της στιγμής. Έβλεπα καθαρά μόνο ένα πράγμα, πως έπρεπε να πάρω το μαχαίρι και να το ξεφορτωθώ πριν καταλάβουν πως χάθηκε. Έκανα πως λιποθύμησα κι ενώ είχες πάει να φέρεις νερό, το πήρα και το ‘κρυψα στο φόρεμά μου. »Σου είπα πως έμενα στο ξενοδοχείο του "Φάρου”, άλλα

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

207 _

φυσικά στην πραγματικότητα πήγα στο Καλαί κι ύστερα στην ’Αγγλία με το πρώτο πλοίο. Όταν βρισκόμαστε στη μέση της Μάγχης, πέταξα το διαβολεμένο μαχαιράκι στη θάλασσα. Ύστερα ένοιωσα πως μπορούσα να αναπνεύσω ξανά. »Η Μπέλλα βρισκόταν στο σπίτι μας στο Λονδίνο. Φαινόταν απόκοσμη. Της είπα τι είχα κάνει, και πως ήταν αρκετά ασφαλής για την ώρα. Με κοίταξε κι ύστερα άρχισέ να γελάει... να γελάει... να γελάει, ήταν φρικτό να την ακούς! Κατάλαβα πως το καλύτερο ήταν ν’ απασχοληθούμε με κάτι. Θα τρελαινόταν αν είχε τον καιρό να σκεφθεί τι έκανε. Ευτυχώς βρήκαμε δουλειά αμέσως. » Κι ύστερα σε είδα να μας παρακολουθείς με το φίλο σου εκείνη τη νύχτα. Ένοιωσα πανικό. Έπρεπε να υποψιάζεσθε, γιατί αλλιώς δεν θα είχατε ψάξει να με βρείτε. Έπρεπε να μάθω το χειρότερο, γι’ αυτό σε ακολούθησα. Ήμουν απελπισμένη. Κι ύστερα, πριν προλάβω να πω τίποτα, κατάλαβα πως υποψιαζόσουν έμενα, κι όχι την Μπέλλα! Ή τουλάχιστον, πως νόμιζες πως ήμουν η Μπέλλα, αφού πήρα το μαχαίρι. »Θα ‘θελα, αγαπημένε μου, να μπορούσες να δεις το μυαλό μου εκείνη τη στιγμή... ίσως να με συγχωρούσες. Ήμουν τόσο τρομαγμένη και χαμένη, κι απελπισμένη. Το μόνο που μπορούσα να καταλάβω ήταν πως θα προσπαθούσες να με σώσεις, δεν ήξερα αν θα ‘θελες να σώσεις εκείνη. Πίστευα πως μάλλον όχι, δεν ήταν το ίδιο. Και δεν μπορούσα να το διακινδυνεύσω! Η Μπέλλα είναι δίδυμη αδελφή μου, θα ‘κανα το καλύτερο για κείνην. Έτσι εξακολούθησα να λέω ψέματα. Ένοιωθα πως έκανα κάτι κακό, ακόμα νοιώθω πως έκανα κάτι κακό. Αυτό ει’ όλο, και φαντάζομαι πως θα πεις πως είναι αρκετά. Θα ‘πρεπε να σε είχα εμπιστευθεί. Αν το ‘χα κάνει..,. » Μόλις δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα πως είχαν συλλάβει τον Τζακ Ρενώ, όλα τελείωσαν. Η Μπέλλα δεν περίμενε καν να δει πως θα πάνε τα πράγματα... » Είμαι πολύ κουρασμένη. Δεν μπορώ να γράψω άλλο». Είχε οργίσει να υπογράφει Σταχτοπούτα, αλλά το ‘χε σβήσει

208

AGATHA _ CHRISTIE

και είχε γράψει «Ντούλσι Ντουβήν». Ήταν ένα κακογραμμένο, μουτζουρωμένο γράμμα, αλλά το ‘χω κρατήσει ως σήμερα. Ο Πουαρό βρισκόταν μαζί μου όταν το διάβασα. Τα χαρτιά έπεσαν απ’ τα χέρια μου και τον κοίταξα. «Ήξερες απ’ την αρχή πως ήταν... η άλλη;» «Ναι, φίλε μου» «Γιατί δεν μου το ‘πες;» «Στην αρχή δεν πίστευα πως μπορούσες να κάνεις τέτοιο λάθος. Είχες δει τη φωτογραφία. Οι αδελφές μοιάζουν πάρα πολύ, άλλα σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κανείς να μην τις ξεχωρίσει». «Μα τα ξανθά μαλλιά;» «Περούκα, που την φόραγε για να κάνει μια πικάντική αντίθεση στη σκηνή. Είναι δυνατόν η μια δίδυμη να είναι ξανθιά κι η άλλη μελαχρινή;» «Γιατί δεν μου το ‘πες εκείνη τη νύχτα στο Κόβεντρι;» «Ήσουν μάλλον βίαιος στις μεθόδους σου, φίλε μου», είπε ξερά ο Πουαρό. «Δεν μου ‘δωσες την ευκαιρία». «Μα ύστερα;» «Α, ύστερα! Λοιπόν, στην αρχή, πληγώθηκα απ’ την έλλειψη εμπιστοσύνης σου. Κι ύστερα, ήθελα να δω αν τα αισθήματα σου θ’ άντεχαν στη δοκιμασία του χρόνου. Πραγματικά, ήθελα να δω αν ήταν αγάπη ή κάτι το επιπόλαιο. Δεν θα ‘πρεπε να σ’ αφήσω πολύ καιρό στην πλάνη σου». Κατένευσα. Ο τόνος του ήταν τόσο γεμάτος αγάπη ώστε δεν μπορούσα να του κρατήσω κακία. Κοίταξα τα φύλλα του γράμματος, ξαφνικά τα μάζεψα απ’ το πάτωμα και τα ‘σπρωξα προς το μέρος του. «Διάβασε το», είπα. «Θέλω να το διαβάσεις». Το διάβασε σιωπηλός κι ύστερα με κοίταξε. «Τι σε στενοχωρεί, Χάστιγκς;» Η διάθεση του Πουαρό ήταν καινούργια. Ο ειρωνικός του τρόπος φαινόταν να ‘χει παραμεριστεί. Μπορούσα να πω ό,τι ήθελα χωρίς μεγάλη δυσκολία.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

209 _

«Δεν λέει... δεν λέει... να, αν ενδιαφέρεται για μένα η όχι». Ο Πουαρό μου ξανάδωσε τα χαρτιά. «Νομίζω πως κάνεις λάθος, Χάστιγκς». «Που;» φώναξα σκύβοντας ανυπόμονα μπροστά. Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Στο λέει σε κάθε γραμμή του γράμματος, φίλε μου». «Μα που θα τη βρω; Δεν υπάρχει διεύθυνση στο γράμμα. Υπάρχει μόνο ένα γαλλικό γραμματόσημο». «Μην ταράζεσαι! Άφησε το· στον γέρο – Πουαρό. Μπορώ να στην βρω μόλις θα ‘χω πέντε λεπτά στη διάθεσή μου».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΕΒΔΟΜΟ Η απολογία του νεαρού Ρενώ... «Συγχαρητήρια, κύριε Τζακ», είπε ο Πουαρό, σφίγγοντας θερμά το χέρι του νεαρού. Ο νεαρός Ρενώ είχε έρθει σε μας μόλις ελευθερώθηκε, πριν ξεκινήσει για το Μερλινβίλλ για να δει την Μάρτ και την μητέρα του. Ο Στόνορ τον συνόδευε. Η ζωντάνια του ήταν εντελώς αντίθετη με τη χλωμάδα του νεαρού. Ήταν φανερό πως το αγόρι βρισκόταν στα πρόθυρα μιας νευρικής κρίσης. Χαμογέλασε θλιμμένα στον Πουαρό κι είπε με χαμηλή φωνή: «Τράβηξα τόσα για να την προστατέψω, και τώρα δεν ωφελεί». «Δεν μπορούσες να περιμένεις να δεχθεί η κοπέλα τη θυσία της ζωής σου», παρατήρησε ξερά ο Στόνορ. «Θα εμφανιζόταν όταν έβλεπε πως πήγαινες κατ’ ευθείαν για τη λαιμητόμο». «Και, μα την πίστη μου, πηγαίνατε κατ’ ευθείαν», πρόσθεσε ο Πουαρό, μ’ ένα ελαφρό κλείσιμο του ματιού, «θα ‘χατε στη συνείδησή σας το θάνατο του Μαιτρ Γκροζιέ από λύσσα αν συνεχίζατε». «Υποθέτω πως είχε καλή πρόθεση», είπε ο Τζακ. «Αλλά μ’ ενοχλούσε φοβερά. Καταλαβαίνετε, δεν μπορούσα να τον εμπιστευθώ. Αλλά, θεέ μου! Τι θα γίνει με την Μπέλλα;» «Αν ήμουν στη θέση σας», είπε ειλικρινά ο Πουαρό, «δεν θ’ απελπιζόμουν υπερβολικά. Τα Γαλλικά δικαστήρια είναι πολύ

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

211 _

επιεική με τα νιάτα και την ομορφιά, και το έγκλημα πάθους! Ένας έξυπνος δικηγόρος θα σχηματίσει μια υπέροχη υπόθεση ψυχικού βρασμού. Δεν θα ‘ναι ευχάριστο για σας...». «Δεν με νοιάζει γι’ αυτό. Βλέπετε, κύριε Πουαρό, νιώθω ένοχος κατά κάποιον τρόπο για το θάνατο του πατέρα μου. Αν δεν ήμουν εγώ κι ο δεσμός μου μ’ αυτή την κοπέλα, θα ‘ταν ζωντανός και μια χαρά σήμερα. Κι εκείνη η καταραμένη απροσεξία μου να πάρω λάθος παλτό. Δεν μπορώ να μη νοιώθω υπεύθυνος για το θάνατο του. Θα με καταδιώκει για πάντα!» «Όχι, όχι», είπα παρηγορητικά. «Φυσικά είναι φρικτό να σκέπτομαι πως η Μπέλλα σκότωσε τον πατέρα μου», ξανάρχισε ο Τζακ. «Αλλά της είχα φερθεί απαίσια. Όταν συνάντησα την Μάρτ και κατάλαβα πως είχα κάνει λάθος, έπρεπε να της γράψω και να της πω με ειλικρίνεια. Αλλά φοβόμουν τόσο μήπως τσακωθούμε κι η υπόθεση φθάσει στ’ αυτιά της Μάρτ και φαντασθεί πως υπήρχε σ’ αυτήν κάτι περισσότερο απ’ ό,τι υπήρχε πραγματικά, ώστε... να, ήμουν δειλός κι ήλπιζα πως το πράγμα θα ξεθώριαζε από μόνο του. Στην πραγματικότητα απέφευγα την αλήθεια... χωρίς να καταλαβαίνω πως έφερνα την καημένη την κοπέλα σε κατάσταση απελπισίας, Αν με είχε μαχαιρώσει πραγματικά, όπως ήθελε, δεν θα είχα πάρει τίποτα παραπάνω απ’ ό,τι μου άξιζε. Κι ο τρόπος που εμφανίσθηκε τώρα είναι πολύ γελοίος, ξέρετε, θα ‘χα κρατήσει ως το τέλος». Σώπασε για λίγο κι υστέρα άρχισε άλλο θέμα: «Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι γιατί ο πατέρας μου τριγύριζε με τα εσώρουχα και το παλτό μου εκείνη την ώρα. Φαντάζομαι πως μόλις είχε ξεφύγει απ’ τους ξένους, και η μητέρα μου πρέπει να ‘κανε λάθος όταν είπε πως ήταν δύο η ώρα όταν ήρθαν. Ή... ή μήπως ήταν όλα σχεδιασμένα; Θέλω να πω, η μητέρα μου δεν νόμιζε... δεν μπορούσε να νομίζει... πως... πως ήμουν εγώ;» Ο Πουαρό τον καθησύχασε γρήγορα. «Όχι, όχι, κύριε Τζακ. Μη φοβόσαστε γι’ αυτό. Όσο για τα υπόλοιπα, θα σας τα εξηγήσω μια απ’ αυτές τίς μέρες. Είναι μάλλον περίεργο. Αλλά θα μας διηγηθείτε ακριβώς τι συνέβη

212

AGATHA _ CHRISTIE

εκείνο το φρικτό βράδυ;» «Δεν έχω πολλά να πω. Όπως σας είπα, ήρθα απ’ το Χερβούργο για να δω την Μάρτ πριν πάω στην άλλη άκρη του κόσμου. Το τραίνο άργησε κι αποφάσισα να κόψω δρόμο απ’ το γήπεδο του γκολφ. Μπορούσα εύκολα να φθάσω στη βίλα Μαργκερίτ από κει. Σχεδόν είχα φθάσει, όταν...». Σταμάτησε και ξεροκατάπιε. «Ναι;» «Άκουσα μια φρικτή κραυγή. Δεν ήταν δυνατή, κάτι σαν πνίξιμο και λαχάνιασμα, αλλά με τρόμαξε. Για μια στιγμή έμεινα καρφωμένος στη θέση μου. Ύστερα έστριψα σ’ ένα θάμνο. Είχε φεγγάρι. Είδα τον τάφο και μια μορφή ξαπλωμένη με το πρόσωπο προς τα κάτω μ’ ένα μαχαίρι στην πλάτη. Κι ύστερα... ύστερα... κοίταξα επάνω και την είδα. Με κοίταζε σαν να ήμουν φάντασμα —αυτό πρέπει να σκέφθηκε στην αρχή— και το πρόσωπό της είχε χάσει κάθε έκφραση. Κι ύστερα έβγαλε μια κραυγή και γύρισε κι έφυγε τρέχοντας». Σταμάτησε, προσπαθώντας να συγκροτήσει τη συγκίνησή του. «Κι ύστερα;» ρώτησε ευγενικά ο Πουαρό. «Δεν ξέρω. Έμεινα λίγο εκεί, σα χαμένος. Κι ύστερα κατάλαβα πως ήταν καλύτερα να φύγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Δεν σκέφθηκα πως θα με υποψιάζονταν, αλλά φοβόμουν μήπως με καλέσουν να καταθέσω εναντίον της. Όπως σας είπα, περπάτησα ως το Σαιν Μπωβαί κι από κει πήρα ένα αυτοκίνητο και γύρισα στο Χερβούργο». Ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ένας υπηρέτης μ’ ένα τηλεγράφημα που το ‘δωσε στον Στόνορ. Το άνοιξε. Ύστερα σηκώθηκε απ’ το κάθισμά του. «Η κυρία Ρενώ ξαναβρήκε τις αισθήσεις της», είπε. «Α!» Ο Πουαρό πήδηξε όρθιος. «Ας πάμε όλοι αμέσως στο Μερλινβίλλ!» Ξεκινήσαμε αμέσως βιαστικά. Ο Στόνορ, κατά παράκληση του Τζακ, συμφώνησε να μείνει πίσω και να κάνει ό,τι μπορούσε

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

213 _

για την Μπέλλα Ντουβήν. Ο Τζακ Ρενώ, ο Πουαρό κι εγώ ξεκινήσαμε με το αμάξι των Ρενώ. Χρειασθήκαμε λίγο παραπάνω από σαράντα λεπτά. Καθώς πλησιάζαμε στην πόρτα της βίλλας Μαργκερίτ, ο Τζακ Ρενώ έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Πουαρό. «Τι θα λέγατε αν πηγαίνατε πρώτος, για να πείτε στη μητέρα μου την είδηση πως είμαι ελεύθερος;» «Ενώ εσείς θα την λέτε προσωπικά στην δεσποινίδα Μάρτ, έ;» συμπλήρωσε ο Πουαρό μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. «Μα, ναι, ασφαλώς, ήμουν έτοιμος να σας το προτείνω ο ίδιος». Ο Τζακ Ρενώ δεν περίμενε περισσότερο. Σταματώντας το αυτοκίνητο, πήδηξε έξω κι έτρεξε προς την μπροστινή πόρτα. Συνεχίσαμε με το αυτοκίνητο για την βίλλα Ζενεβιέβ. «Πουαρό», είπα, «θυμάσαι πως φθάσαμε εδώ την πρώτη μέρα; Και ακούσαμε τα νέα για το φόνο του κυρίου Ρενώ;» «Α, ναι, πραγματικά. Και δεν έχει περάσει πολύς καιρός. Αλλά πολλά πράγματα έχουν συμβεί από τότε, ιδιαίτερα για σένα, φίλε μου!» «Ναι, πραγματικά», συμφώνησα. «Το βλέπεις από συναισθηματική άποψη, Χάστιγκς. Δεν εννοώ αυτό. Ας ελπίσουμε πως θα φερθούν μ’ επιείκεια στη δεσποινίδα Μπέλλα, και στο κάτω κάτω ο Τζακ Ρενώ δεν μπορεί να παντρευθεί και τις δύο κοπέλες! Μίλησα από επαγγελματική άποψη. Αυτό δεν είναι ένα τακτικό και κανονικό έγκλημα σαν αυτά που αρέσουν στους ντετέκτιβ. Αυτή η σκηνοθεσία που σχεδίασε ο Ζωρζ Κοννώ, είναι πραγματικά τέλεια, αλλά η εξέλιξη, ά, όχι! 'Ένας άνδρας σκοτώνεται από ατύχημα μέσα σε μια κρίση θυμού μιας κοπέλας — τι τάξη ή μέθοδος υπάρχει σ’ αυτό;» Και μέσα σε μια κρίση γέλιου από μέρους μου για τις ιδιοτροπίες του Πουαρό, η πόρτα ανοίχθηκε απ’ την Φρανσουάζ. Ο Πουαρό εξήγησε πως έπρεπε να δούμε αμέσως την κυρία Ρενώ κι η γριά τον οδήγησε επάνω. Έμεινα στο σαλόνι. Πέρασε αρκετή ώρα πριν ξαναφανεί ο Πουαρό. Φαινόταν ασυνήθιστα

214

AGATHA _ CHRISTIE

σοβαρός. «Εδώ είσαι, Χάστιγκς! να πάρει η οργή! Έχουμε δυσκολίες! «Τι εννοείς;» φώναξα. «Δεν θα το περίμενα ποτέ», είπε σκεφτικά ο Πουαρό, «αλλά οι γυναίκες είναι πολύ ανεξιχνίαστες». «Να ο Τζακ κι η Μάρτ Ντωμπρέιγ», αναφώνησα κοιτάζοντας απ’ το παράθυρο. Ο Πουαρό πήδηξε έξω απ’ το δωμάτιο, και συνάντησε το νεαρό ζευγάρι έξω στις σκάλες. «Μη μπαίνετε. Καλύτερα όχι. Η μητέρα σας είναι πολύ ταραγμένη». «Ξέρω, ξέρω», είπε ο Τζακ Ρενώ. «Πρέπει να πάω αμέσως κοντά της». «Μα όχι, σας λέω. Καλύτερα όχι». «Μα η Μάρτ κι εγώ...». «Πάντως μην πάρετε τη δεσποινίδα μαζί σας. Ανεβείτε, αν πρέπει, αλλά καλύτερα θα ‘ταν να σας οδηγήσω εγώ». Μια φωνή στις σκάλες μας έκανε όλους ν’ αναπηδήσουμε. «Σας ευχαριστώ για τις καλές σας υπηρεσίες, κύριέ Πουαρό, αλλά θα εκφράσω μόνη μου τις επιθυμίες μου». Κοιτάξαμε κατάπληκτοι. Η κυρία Ρενώ κατέβαινε τις σκάλες, ακουμπώντας στο μπράτσο της Λεονί, με το κεφάλι της ακόμα δεμένο. Η γαλλίδα έκλαιγε και ικέτευε την κυρία της να γυρίσει στο κρεβάτι της. «Η κυρία θα σκοτωθεί. Είναι αντίθετο σ’ όλες τις εντολές των γιατρών!» Αλλά η κυρία Ρενώ προχώρησε. «Μητέρα», φώναξε ο Τζακ τρέχοντας προς το μέρος της. Αλλα� με μια χειρονομία τον απώθησε. «Δεν είμαι μητέρα σου! Δεν είσαι γιός μου! Απ’ αυτή τη στιγμή σ’ απαρνιέμαι». «Μητέρα!», φώναξε κατάπληκτος ο νεαρός. Για μια στιγμή φάνηκε να ταλαντεύεται μπροστά στην αγωνία της φωνής του. Ο Πουαρό έκανε μια καθησυχαστική χειρονομία. Αλλά ξαναβρήκε αμέσως την αυτοκυριαρχία της.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

215 _

«Το αίμα του πατέρα σου είναι στο κεφάλι σου. Είσαι ηθικά ένοχος για το θάνατο του. Τσακώθηκες μαζί του και τον αψήφησες γι’ αυτή την κοπέλα, και με την άκαρδη συμπεριφορά σου απέναντι σε μια άλλη κοπέλα προκάλεσες το θάνατο του. Φύγε απ’ το σπίτι μου. Αύριο σκοπεύω να κάνω ό,τι χρειάζεται για να βεβαιωθώ πως δεν θ’ αγγίξεις ποτέ ούτε δεκάρα απ’ τα χρήματα του. Βγάλτα πέρα όπως μπορείς με τη βοήθεια της κοπέλας που είναι κόρη της χειρότερης έχθρας του πατέρα σου!» Και αργά, με κόπο, ξανάρχισε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες. Όλοι μείναμε άναυδοι, ολότελα απροετοίμαστοι για μια τέτοια εκδήλωση. Ο Τζακ Ρενώ, εξαντλημένος απ’ όσα είχε περάσει, παραπάτησε και κόντεψε να πέσει. Ο Πουαρό κι εγώ πήγαμε γρήγορα να τον βοηθήσουμε. «Είναι εξαντλημένος», μουρμούρισε ο Πουαρό στην Μάρτ. «Που μπορούμε να τον πάμε;» «Μα σπίτι! Στη βίλλα Μαργκερίτ. Θα τον φροντίσουμε, η μητέρα μου κι εγώ. Καημένε μου Τζακ!» Πήγαμε τον νεαρό στη βίλα, όπου έπεσε σαν παράλυτος σε μια καρέκλα μισολιπόθυμος. Ο Πουαρό άγγιξε το κεφάλι και τα χέρια του. «Έχει πυρετό. Η μεγάλη ένταση αρχίζει να δείχνει. Και τώρα αυτό το σοκ. Πηγαίνετέ τον στο κρεβάτι, και ο Χάστιγκς θα καλέσει ένα γιατρό». Γρήγορα βρέθηκε ένας γιατρός. Αφού εξέτασε τον άρρωστο, είπε πως ήταν απλώς μια περίπτωση νευρικής υπερέντασης. Αν έμενε απόλυτα ήρεμος, θα μπορούσε να γίνει καλά ως την άλλη μέρα αλλά αν ταραζόταν, υπήρχε περίπτωση εγκεφαλικού πυρετού, θα ‘ταν καλό να μείνει κάποιος όλη τη νύχτα μαζί του. Τελικά, αφού κάναμε ό,τι μπορούσαμε, τον αφήσαμε στις φροντίδες της Μάρτ και της μητέρας της και ξεκινήσαμε για την πόλη. Είχε περάσει η συνηθισμένη ώρα του δείπνου μας, και πεινούσαμε κι οι δυο σαν λύκοι. Το πρώτο εστιατόριο που συναντήσαμε κατεύνασε την πείνα μας με μια θαυμάσια ομελέτα, και μια εξίσου θαυμάσια μπριζόλα.

216

AGATHA _ CHRISTIE

«Και τώρα ας σκεφθούμε που θα μείνουμε τη νύχτα», είπε ο Πουαρό, όταν τελικά συμπληρώσαμε το γεύμα μας με μαύρο καφέ. «Να δοκιμάσουμε τον παλιό μας φίλο, το Ξενοδοχείο των Λουτρών;» Πήγαμε εκεί χωρίς άλλη συζήτηση. Ναι, οι κύριοι θα μπορούσαν να ‘χουν· δυο καλά δωμάτια με θέα στη θάλασσά. Ύστερα ο Πουαρό έκανε μια ερώτηση που με κατέπληξε: «Έφθασε μια αγγλίδα κυρία, η μις Ρόμπινσον;» «Ναι, κύριε. Βρίσκεται στο μικρό σαλόνι». «Α!» «Πουαρό», φώναξα τρέχοντας ξοπίσω του καθώς περπατούσε στο διάδρομο, «ποια είναι η μις Ρόμπινσον;» Ο Πουαρό μού χαμογέλασε ευγενικά. «Σου κανόνισα ένα γάμο, Χάστιγκς». «Μα σε ρωτάω...». «Μπα!», είπε ο Πουαρό σπρώχνοντας με φιλικά στο κατώφλι της πόρτας. «Νομίζεις πως θέλω να διαλαλήσω τ’ όνομα Ντουβήν στο Μερλινβίλλ;» Πραγματικά η Σταχτοπούτα σηκώθηκε για να μας χαιρετήσει. Πήρα το χέρι της στα δικά μου. Τα μάτια μου είπαν τα υπόλοιπα. Ο Πουαρό καθάρισε το λαιμό του. «Παιδιά μου», είπε, «για την ώρα δεν έχουμε καιρό για συναισθήματα. Χέουμε δουλειά μπροστά μας. Δεσποινίς, μπορέσατε να κάνετε αυτό που σας ζήτησα;» Αντί γι’ απάντηση, η Σταχτοπούτα έβγαλε απ’ τη βαλίτσα της ένα αντικείμενο τυλιγμένο σε χαρτί, και το ‘δωσε σιωπηλά στον Πουαρό. Ο τελευταίος το ξετύλιξε. Αναπήδησα· ήταν εκείνο το μολυβένιο χειροποίητο μαχαίρι που πίστευα πως είχε ρίξει στη θάλασσα. Παράξενο, ποσό απρόθυμες είναι οι γυναίκες να καταστρέψουν τα πιο ενοχοποιητικά αντικείμενα και ντοκουμέντα! «Πολύ καλά, παιδί μου», είπε ο Πουαρό. «Είμαι ευχαριστημένος μαζί σου. Πήγαινε τώρα να ξεκουρασθείς. Ο Χάστιγκς κι εγώ έχουμε δουλειά, θα τον δεις αύριο».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

217 _

«Που πηγαίνετε;» ρώτησε η κοπέλα ανοίγοντας τα μάτια της. «Θα τα μάθεις όλα το πρωί». «Γιατί, όπου πάτε, θα ‘ρθω κι εγώ». «Μα, δεσποινίς...». «Σας λέω πως θα ‘ρθω κι εγώ». Ο Πουαρό κατάλαβε πως ήταν μάταιο να συζητήσει. Υποχώρησε. «Ελάτε λοιπόν, δεσποινίς. Αλλά δεν θα ‘ναι διασκεδαστικό. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα γίνει τίποτα». Η κοπέλα δεν απάντησε. Είκοσι λεπτά αργότερα ξεκινήσαμε. Ήταν αρκετά σκοτεινά τώρα, ένα καταθλιπτικό σκοτεινό βράδυ. Ο Πουαρό μας οδήγησε έξω απ’ την πόλη προς την κατεύθυνση της βίλλας Ζενεβιέβ. Αλλά όταν φθάσαμε στη βίλλα Μαργκερίτ, σταμάτησε. «Θα ‘θελα να βεβαιωθώ πως όλα πάνε καλά με τον Τζακ Ρενώ. Έλα μαζί μου, Χάστιγκς. Ίσως η δεσποινίς θα μείνει έξω. Η κυρία Ντωμπρέιγ θα μπορούσε να πει κάτι που θα την πλήγωνε». Ξεσυρτώσαμε την πύλη και ανεβήκαμε το μονοπάτι. Καθώς πηγαίναμε στο πλαϊνό μέρος του σπιτιού, έδειξα στον Πουαρό ένα παράθυρο στο πρώτο πάτωμα. Στο στόρι φαινόταν το προφίλ της Μάρτ Ντωμπρέιγ. «Α!» είπε ο Πουαρό. «Φαντάζομαι πως εκεί θα βρούμε τον Τζακ Ρενώ». Η κυρία Ντωμπρέιγ μας άνοιξε την πόρτα. Εξήγησε πως ο Τζακ ήταν περίπου στην ίδια κατάσταση, αλλά ίσως να θέλαμε να τον δούμε μόνοι μας. Μας οδήγησε επάνω στην κρεβατοκάμαρα. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ καθόταν δίπλα σ’ ένα τραπέζι με μια λάμπα επάνω του και δούλευε. Έβαλε το δάχτυλο στα χείλια της καθώς μπήκαμε. Ο Τζακ Ρενώ κοιμόταν μ’ έναν ανήσυχο, ταραγμένο ύπνο στριφογυρίζοντας το κεφάλι και το πρόσωπό του ήταν ακόμα πολύ κόκκινο. «Θα ξανάρθει ο γιατρός;» ρώτησε ψιθυριστά ο Πουαρό. «Μόνο αν τον καλέσουμε. Κοιμάται, αυτό είναι το

218

AGATHA _ CHRISTIE

σπουδαιότερο. Η μαμά του έφτιαξε ένα τίλιο». Κάθισε πάλι με το κέντημά της, καθώς βγαίναμε απ’ το δωμάτιο. Η κυρία Ντωμπρέιγ μας συνόδεψε ως κάτω. Από τότε που είχα μάθει την περασμένη της ιστορία, έβλεπα αυτή τη γυναίκα με αυξημένο ενδιαφέρον. Στεκόταν εκεί με τα μάτια χαμηλά, με το ίδιο αχνό, αινιγματικό χαμόγελο που θυμόμουν στα χείλια της. Και ξαφνικά ένοιωσα φόβο γι’ αυτήν, όπως θα μπορούσε κανείς να φοβηθεί ένα όμορφο φαρμακερό φίδι. «Ελπίζω πως δεν σας ενοχλήσαμε, κυρία μου», είπε ευγενικά ο Πουαρό, καθώς εκείνη μας άνοιγε την πόρτα για να περάσουμε. «Καθόλου, κύριε». «Αλήθεια», είπε ο Πουαρό, σαν να του ήρθε μια ξαφνική σκέψη, «ο κύριος Στόνορ δεν ήρθε σήμερα στο Μερλινβίλλ, έ;» Δεν μπορούσα καθόλου να καταλάβω το νόημα της ερώτησης του, που ήταν τελείως ασήμαντη για τον Πουαρό. Η κυρία Ντωμπρέιγ απάντησε μάλλον συγκροτημένα: «Απ’ ό,τι ξέρω, όχι». «Δεν μίλησε με την κυρία Ρενώ;» «Πως θέλετε να το ξέρω, κύριε;» «Αλήθεια», είπε ο Πουαρό. «Σκέφθηκα πως μπορεί να τον είδατε να ‘ρχεται ή να φεύγει. Καληνύχτα σας, κυρία μου». «Γιατί...», άρχισα. «Μην κάνεις ερωτήσεις, Χάστιγκς. Θα ‘χουμε αργότερα καιρό γι’ αυτά». Βρήκαμε τη Σταχτοπούτα και πήγαμε γρήγορα προς τη βίλλα Ζενεβιέβ. Ο Πουαρό κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο του το φωτισμένο παράθυρο και το προφίλ της Μάρτ καθώς έσκυβε πάνω απ’ το εργόχειρο της. «Πάντως, τον φυλάνε», μουρμούρισε. Όταν φθάσαμε στη βίλλα Ζενεβιέβ, ο Πουαρό πήρε θέση πίσω από κάτι θάμνους αριστερά απ’ το μονοπάτι, όπου, αν και βλέπαμε καλά, είμασταν εντελώς κρυμμένοι. Η ίδια η βίλλα ήταν εντελώς σκοτεινή, χωρίς αμφιβολία όλοι κοιμόνταν. Βρισκόμαστε σχεδόν ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρο της

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

219 _

κρεβατοκάμαρας της κυρίας Ρενώ, που πρόσεξα πως ήταν ανοιχτό. Μού φάνηκε πως τα μάτια του Πουαρό ήταν καρφωμένα σ’ αυτό το σημείο. «Τι θα κάνουμε;» ψιθύρισα. «Θα παρακολουθήσουμε». «Μα...». «Δεν περιμένω να συμβεί τίποτα, τουλάχιστον για μια ή δυο ώρες, αλλά...». Τον διέκοψε μια μακρόσυρτη, αδύναμη κραυγή: «Βοήθεια!» Ένα φως άναψε στο δωμάτιο του πρώτου πατώματος δεξιά απ’ την μπροστινή πόρτα. Η κραυγή ερχόταν από κει. Και καθώς παρακολουθούσαμε, στο στόρι φάνηκε μια σκιά δυο ανθρώπων που πάλευαν. «Χίλιοι κεραυνοί!» φώναξε ο Πουαρό. «Πρέπει ν’ άλλαξε δωμάτιο». Ορμώντας μπροστά, χτύπησε δυνατά την μπροστινή πόρτα. Ύστερα τρέχοντας στο δέντρο του παρτεριού, σκαρφάλωσε σαν γάτα. Τον ακολούθησα καθώς μπήκε μ’ ένα πήδημα απ’ το ανοιχτό παράθυρο. Κοιτάζοντας πάνω απ’ τον ώμο μου, είδα την Ντούλσι να ανεβαίνει στο κλαδί πίσω μου. «Πρόσεξε», φώναξα. «Να προσέχεις τη γιαγιά σου!» απάντησε η κοπέλα. «Αυτό είναι παιχνιδάκι για μένα». Ο Πουαρό είχε περάσει το άδειο δωμάτιο και χτυπούσε την πόρτα. «Κλειδωμένη και συρτωμένη απ’ έξω», γρύλλισε. «Και θα χρειασθούμε ώρα για να την σπάσουμε». Οι κραυγές για βοήθεια ήταν τώρα πολύ πιο αδύναμες. Είδα την απελπισία στα μάτια του Πουαρό. Βάλαμε κι οι δυο τους ώμους μας στην πόρτα. Η φωνή της Σταχτοπούτας ήρθε απ’ το παράθυρο ήρεμη και απαθής: «Θα φθάσετε πολύ αργά. Νομίζω πως είμαι η μόνη που μπορεί να κάνει κάτι». Πριν μπορέσω να την σταματήσω, μου φάνηκε πως πήδηξε

220

AGATHA _ CHRISTIE

απ’ το παράθυρο στο κενό. Έτρεξα και κοίταξα έξω. Με φρίκη την είδα να κρέμεται απ’ τη στέγη, προχωρώντας προς την κατεύθυνση του φωτισμένου παράθυρου. «Θεέ μου! Θα σκοτωθεί», είπα. «Ξεχνάς, είναι επαγγελματίας ακροβάτης, Χάστιγκς. Η θεία Πρόνοια την έκανε να επιμείνει να ‘ρθει μαζί μας απόψε. Εύχομαι μόνο να προλάβει. Α!» Μια κραυγή τρόμου ακούσθηκε μέσα στη νύχτα, καθώς η κοπέλα εξαφανίσθηκε μπαίνοντας απ’ το παράθυρο, κι ύστερα ακούστηκε η καθαρή φωνή της Σταχτοπούτας να λέει: «Όχι. Σε κρατάω, και οι καρποί μου είναι σαν ατσάλι». Την ίδια στιγμή η πόρτα της φυλακής μας ανοίχθηκε προσεκτικά απ’ την Φρανσουάζ. Ο Πουαρό την παραμέρισε απότομα κι έτρεξε στο διάδρομο όπου οι άλλες υπηρέτριες είχαν συγκεντρωθεί γύρω απ’ την πιο μακρινή πόρτα. «Είναι κλειδωμένη από μέσα, κύριε». Ακούστηκε ένα βαρύ πέσιμο από μέσα. Σέ λίγο το κλειδί, γύρισε κι η πόρτα άνοιξε αργά. Η Σταχτοπούτα, πολύ χλωμή, μας έκανε νόημα να μπούμε. «Είναι ασφαλής;» ρώτησε ο Πουαρό. «Ναι, μόλις πρόλαβα. Ήταν εξαντλημένη». Η κυρία Ρενώ ήταν μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι. Προσπαθούσε ν’ αναπνεύσει. «Σχεδόν με στραγγάλισε», ψιθύρισε με κόπο. Η κοπέλα πήρε κάτι απ’ το πάτωμα και το ‘δωσε στον Πουαρό. Ήταν μια τυλιγμένη σκάλα από μεταξωτό σχοινί, πολύ λεπτή άλλα αρκετά γερή. «Ένα μέσο διαφυγής», είπε ο Πουαρό. «Απ’ το παράθυρο, ενώ χτυπούσαμε την πόρτα. Που είναι η άλλη;» Το κορίτσι παραμέρισε λίγο κι έδειξε με το χέρι. Στο πάτωμα κειτόταν μια μορφή τυλιγμένη με κάτι σκούρο, που μια πτυχή του της έκρυβε το πρόσωπο. «Νεκρή;» Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. «Νομίζω. Πρέπει να χτύπησε το κεφάλι της στο μάρμαρο».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

221 _

«Μα ποια είναι;» φώναξα. «Η δολοφόνος του Ρενώ, Χάστιγκς. Και η επίδοξη δολοφόνος της κυρίας Ρενώ». Χωρίς να καταλαβαίνω, γονάτισα, και σηκώνοντας την πτυχή του υφάσματος κοίταξα το νεκρό όμορφο πρόσωπο της Μάρτ Ντωμπρέιγ!

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΙΚΟΣΤΟ ΟΓΔΟΟ Το τέλος του ταξιδιού... Έχω συγκεχυμένες αναμνήσεις απ’ τα υπόλοιπα γεγονότα εκείνης της νύχτας. Ο Πουαρό φαινόταν να μην ακούει τις συνεχείς μου ερωτήσεις. Ήταν απασχολημένος με το να μαλώνει την Φρανσουάζ γιατί δεν του είχε πει πως η κυρία Ρενώ είχε αλλάξει δωμάτιο. Τον έπιασα απ’ τον ώμο, αποφασισμένος να τραβήξω την προσοχή του και να τον κάνω να μ’ ακούσει. «Μα έπρεπε να το ξέρεις», αναφώνησα. «Σέ πήγαν να την δεις σήμερα το απόγευμα». Ο Πουαρό καταδέχθηκε να με προσέξει για μια στιγμή. «Την είχαν ξαπλώσει σ’ έναν καναπέ στο μεσαίο δωμάτιο, στο μπουντουάρ της», εξήγησε. «Μα κύριε», φώναξε η Φρανσουάζ, «η κυρία άλλαξε δωμάτιο σχεδόν αμέσως μετά το έγκλημα. Οι αναμνήσεις ήταν πολύ θλιβερές!» «Τότε γιατί δεν μου το είπατε;» φώναξε ο Πουαρό χτυπώντας το τραπέζι και δείχνοντας έξω φρένων. «Σας ρωτάω, γιατί δεν μου το είπατε; Είσαι μια ολότελα ηλίθια γριά! Κι η Λεονί κι η Ντενίζ δεν είναι καλύτερες. Είσαστε όλες σας τρεις φορές ηλίθιες! Η βλακεία σας παρά λίγο να προκαλέσει το θάνατο της κυρίας σας. Αν δεν ήταν αυτό το γενναίο παιδί...». Ξέσπασε και χυμώντας στο δωμάτιο όπου η κοπέλα

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

223 _

περιποιόταν την κυρία Ρενώ, την αγκάλιασε με γαλλική θέρμη, πράγμα που με ενόχλησε ελαφρά. Βγήκα απ’ την πνευματική μου ομίχλη από μια έντονη διαταγή του Πουαρό να φέρω αμέσως το γιατρό για την κυρία Ρενώ. Ύστερα μπορούσα να καλέσω την αστυνομία. Και πρόσθεσε, για να συμπληρώσει τις οδηγίες του. «Δεν αξίζει τον κόπο να γυρίσεις εδώ. Θα ‘μαι πολύ απασχολημένος για ν’ ασχοληθώ μαζί σου, και θα χρησιμοποιήσω τη δεσποινίδα από δω για νοσοκόμα». Αποσύρθηκα μ’ όση αξιοπρέπεια μου είχε απομείνει. Αφού έκανα ό,τι μου είχαν αναθέσει, γύρισα στο ξενοδοχείο. Δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτα απ’ όσα είχαν συμβεί. Τα γεγονότα εκείνης της νύχτας φαίνονταν φανταστικά κι απίθανα. Κανείς δεν απαντούσε στις ερωτήσεις μου. Κανείς δεν φαινόταν να τις ακούει. Θυμωμένα, έπεσα στο κρεβάτι και κοιμήθηκα με τον ύπνο του ολότελα εξαντλημένου ανθρώπου. Όταν ξύπνησα, ο ήλιος έμπαινε απ’ το ανοιχτό παράθυρο κι ο Πουαρό, συγυρισμένος και χαμογελαστός, καθόταν δίπλα στο κρεβάτι. «Ξύπνησες, επιτέλους! Μα είσαι φοβερός υπναράς, Χάστιγκς! Ξέρεις πως κοντεύει έντεκα η ώρα;» Γρύλλισα κι έφερα το χέρι στο κεφάλι μου. «Πρέπει να· ονειρεύτηκα», είπα, «ξέρεις ονειρεύτηκα πως βρήκαμε το πτώμα της Μάρτ Ντωμπρέιγ στο δωμάτιο της κυρίας Ρενώ και πως δήλωσες πως είχε δολοφονήσει τον κύριο Ρενώ». «Δεν ονειρεύτηκες. Όλα αυτά είναι αλήθεια». «Μα δεν σκότωσε η Μπέλλα Ντουβήν τον κύριο Ρενώ;» «Ω, όχι, Χάστιγκς, δεν τον σκότωσε. Είπε πως το ‘κανε, αλλά το ‘κανε για να σώσει τον άνδρα που αγαπούσε απ’ τη λαιμητόμο». «Τι;» «Θυμήσου την ιστορία του Τζακ Ρενώ. Έφθασαν επιτόπου την ίδια στιγμή, κι ο καθένας πίστεψε πως ο άλλος είχε κάνει το έγκλημα. Το κορίτσι τον κοιτάζει με φρίκη, κι υστέρα φεύγει

224

AGATHA _ CHRISTIE

τρέχοντας με μια κραυγή. Αλλά όταν μαθαίνει πως τον κατηγόρησαν για το έγκλημα, δεν μπορεί να το αντέξει, και εμφανίζεται για να κατηγορήσει τον εαυτό της και να τον σώσει από βέβαιο θάνατο». Ο Πουαρό ακούμπησε στην καρέκλα του, κι ένωσε τις άκρες των δάχτυλων του με το γνωστό του τρόπο. «Η υπόθεση δεν με ικανοποιούσε αρκετά», παρατήρησε. «Είχα συνέχεια την εντύπωση πως είχαμε να κάνουμε μ’ ένα ψύχραιμο και προσχεδιασμένο έγκλημα που είχε γίνει από κάποιους που είχαν επωφεληθεί (πολύ έξυπνα) απ’ τα σχέδια του κυρίου Ρενώ για να παραπλανήσει την αστυνομία. Ο μεγάλος εγκληματίας (όπως σου είχα πει κάποτε, αν θυμάσαι), είναι πολύ απλός». Παρακολουθούσα άφωνος. «Τώρα, για να ενισχυθεί αυτή η θεωρία, ο εγκληματίας πρέπει να ‘ξερε κάθε λεπτομέρεια απ’ τα σχέδια του κυρίου Ρενώ. Αυτό μας οδηγεί στην κυρία Ρενώ. Αλλά τα γεγονότα δεν ενίσχυσαν καμία θεωρία για την ένοχή της. Υπάρχει κανένας άλλος που μπορούσε να τα ξέρει; Ναι. Απ’ τα ίδια τα χείλη της Μάρτ Ντωμπρέιγ, έχουμε την παραδοχή του γεγονότος πως άκουσε τον καυγά του κυρίου Ρενώ με τον αλήτη. Αν μπορούσε ν’ ακούσει αυτό, δεν υπάρχει λόγος γιατί να μην είχε ακούσει κι όλα τ’ άλλα, ιδιαίτερα αν ο κύριος και η κυρία Ρενώ ήταν τόσο απερίσκεπτοι ώστε να συζητούν τα σχέδιά τους καθισμένοι στο παγκάκι, θυμήσου πόσο εύκολα άκουσες από κει τη συζήτηση της Μάρτ με τον Τζακ Ρενώ». «Μα τι κίνητρο μπορούσε να ‘χει η Μάρτ Ντωμπρέιγ για να δολοφονήσει τον κύριο Ρενώ;» διαμαρτυρήθηκα. «Τι κίνητρο! Το χρήμα! Ο Ρενώ ήταν πολυεκατομμυριούχος και με το θάνατο του (έτσι πίστευαν εκείνη κι ο Τζακ), η μισή απ’ την τεράστια περιουσία του θα περνούσε στο γιό του. Ας αναπαραστήσουμε τη σκηνή απ’ την άποψη της Μάρτ Ντωμπρέιγ. » Η Μάρτ Ντωμπρέιγ ακούει τι λέγεται ανάμεσα στον Ρενώ και στη γυναίκα του. Ως τώρα ήταν μια καλή πηγή εισοδήματος

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

225 _

για την μητέρα και την κόρη Ντωμπρέιγ, αλλά τώρα θέλει να ξεφύγει απ’ τα δίχτυα τους. Ίσως στην αρχή, η ιδέα της είναι να εμποδίσει τη διαφυγή του. Αλλά μια ιδέα πιο τολμηρή παίρνει τη θέση της, και μια ιδέα που δεν προκαλούσε φρίκη στην κόρη της Ζαν Μπερολντύ! Αυτή τη στιγμή ο Ρενώ εμποδίζει το γάμο της με τον Τζακ. Αν αψηφήσει τον πατέρα του θα ‘ναι φτωχός, πράγμα που δεν βολεύει καθόλου τη δεσποινίδα Μάρτ. Πραγματικά, αμφιβάλλω αν σκοτίσθηκε ποτέ για τον Τζακ Ρενώ. Μπορεί να υποκρίνεται αίσθημα, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο ίδιος ψυχρός, υπολογιστικός τύπος με τη μητέρα της. Αμφιβάλλω επίσης αν ήταν ποτέ πραγματικά σίγουρη για την σταθερότητα των αισθημάτων του νεαρού. Τον είχε θαμπώσει και τον είχε γοητεύσει, αλλά αν τον χώριζαν από κείνη, όπως εύκολα μπορούσε να τον χωρίσει ο πατέρας του, μπορεί να τον έχανε. Αλλά αν ά Ρενώ πεθάνει, κι ο Τζακ κληρονομήσει τα μισά απ’ τα εκατομμύρια του, ο γάμος μπορεί να γίνει αμέσως, και θα γίνει πλούσιος τη στιγμή, κι όχι σαν τις ψωροχιλιάδες που του είχε πάρει ως τώρα. Και το έξυπνο μυαλό της συλλαμβάνει την απλότητα του πράγματος. Όλα θα ’ναι πολύ εύκολα. Ο Ρενώ σχεδιάζει όλες τις συνθήκες του θανάτου του, πρέπει μόνο να μπει μέσα στην κατάλληλη στιγμής και να κάνει την φάρσα φοβερή πραγματικότητα. Κι εδώ έρχεται το δεύτερο σημείο που με οδήγησε σίγουρα στην Μάρτ Ντωμπρέιγ, το μαχαίρι: ο Τζακ Ρενώ είχε παραγγείλει τρία ενθύμια. Το ένα το έδωσε στη μητέρα του, το άλλο στην Μπέλλα Ντουβήν, δεν ήταν πολύ πιθανόν να είχε δώσει το τρίτο στην Μάρτ Ντωμπρέιγ; »Έτσι, συνοψίζοντας, υπάρχουν τέσσερα σημαντικά σημεία εναντίον της Μάρτ Ντωμπρέιγ: 1. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ μπορούσε να ‘χει ακούσει τα σχέδια του Ρενώ. 2. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ είχε άμεσο συμφέρον απ’ το θάνατο του Ρενώ.

226

AGATHA _ CHRISTIE

3. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ ήταν κόρη της περιβόητης κυρίας Μπερολντύ που, κατά τη γνώμη μου, ήταν ηθικά και πραγματικά η δολοφόνος του συζύγου της, αν και μπορεί το πραγματικό χτύπημα να δόθηκε απ’ το χέρι του Ζωρζ Κοννώ. 4. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ ήταν το μόνο πρόσωπο, έκτος απ’ τον Τζακ Ρενώ, που ήταν πιθανόν να έχει στην κατοχή του το τρίτο μαχαίρι».

Ο Πουαρό σταμάτησε και καθάρισε το λαιμό του: «Φυσικά, όταν έμαθα για την ύπαρξη της άλλης κοπέλας, της Μπέλλα Ντουβήν, κατάλαβα πως μπορούσε να ‘χε σκοτώσει τον Ρενώ. Η λύση δεν με ικανοποιούσε γιατί, όπως σου τόνισα, Χάστιγκς, ένας ειδικός σαν έμενα θέλει να συναντάει εχθρούς του αναστήματος του. Όμως πρέπει να παίρνει κανείς τα εγκλήματα όπως τα βρίσκει, κι όχι όπως θα ‘θελε να είναι. Δεν μου φαινόταν πολύ πιθανόν να περιφέρεται η Μπέλλα Ντουβήν μ’ ένα χαρτοκόπτη στο χέρι της, αλλά φυσικά μπορεί να σκεφτόταν να εκδικηθεί τον Τζακ Ρενώ. Όταν εμφανίσθηκε πραγματικά και ομολόγησε το έγκλημα, φαινόταν πως όλα είχαν τελειώσει. Κι όμως δεν ήμουν ικανοποιημένος, φίλε μου. δεν ήμουν ικανοποιημένος... » Εξέτασα ξανά την υπόθεση με λεπτομέρειες, και έφθασα στο ίδιο συμπέρασμα. Αν η Μπέλλα Ντουβήν δεν ήταν ένοχος, ο μόνος άνθρωπος που θα μπορούσε να ‘χει κάνει το έγκλημα ήταν η Μάρτ Ντωμπρέιγ. ’Αλλά δεν είχα ούτε μια απόδειξη εναντίον της! » Κι ύστερα μου ‘δειξες το γράμμα της δεσποινίδος Ντούλσι, και είδα μια πιθανότητα να τακτοποιήσω οριστικά το ζήτημα. Το αρχικό μαχαίρι κλέφτηκε απ’ την Ντούλσι Ντουβήν και πετάχτηκε στη θάλασσα, γιατί, όπως νόμιζε, άνηκε στην αδελφή της. Αλλά αν δεν ήταν της αδελφής της, αλλά ήταν εκείνο που έδωσε ο Τζακ στην Μάρτ Ντωμπρέιγ, τότε το μαχαίρι της Μπέλλα Ντουβήν θα βρισκόταν ακόμα στη θέση του! Δεν σου είπα λέξη, Χάστιγκς, (δεν ήταν ώρα για έρωτες), άλλα έψαξα τη δεσποινίδα Ντούλσι, της είπα όσα έκρινα απαραίτητα και την

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

227 _

έστειλα να ψάξει ανάμεσα στα πράγματα της αδελφής μου. Φαντάζεσαι τη χαρά μου όταν με ζήτησε (σύμφωνα με τίς οδηγίες μου), σαν μις Ρόμπινσον, με το πολύτιμο σουβενίρ στα χέρια της! » Εν τω μεταξύ, είχα πάρει μέτρα για ν’ αναγκάσω τη δεσποινίδα Μάρτ ν’ αποκαλυφθεί. Σύμφωνα με τίς εντολές μου, η κυρία Ρενώ έδιωξε το γιό της και δήλωσε πως σκόπευε να φτιάξει την επόμενη μέρα μια διαθήκη που θα τον εμπόδιζε να απολαύσει ποτέ έστω και μέρος απ’ την περιουσία του πατέρα του. Ήταν ένα απελπισμένο διάβημα, αλλά απαραίτητο, και η κυρία Ρενώ ήταν πρόθυμη να διακινδυνεύσει, αν και δυστυχώς, δεν σκέφθηκε ποτέ να αναφέρει πως είχε αλλάξει δωμάτιο. Υποθέτω πως πίστευε πως το ‘ξερα. Όλα έγιναν όπως πίστευα. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ έκανε μια τελευταία τολμηρή επιχείρηση για να βάλει στο χέρι τα εκατομμύρια του Ρενώ κι απέτυχε!» «Αυτό που με κάνει ν’ απορώ», είπα, «είναι πως μπήκε στο σπίτι χωρίς να την δούμε. Μου φαίνεται σαν θαύμα. Την αφήσαμε πίσω μας στη βίλα Μαργκερίτ, πήγαμε κατ’ ευθείαν στη βίλα Ζενεβιέβ κι όμως βρέθηκε εδώ πριν από μας!» «Α, μα δεν την αφήσαμε πίσω μας. Είχε φύγει απ’ την πίσω πόρτα της βίλας Μαργκερίτ ενώ μιλούσαμε με την μητέρα της στο χολ. Εκεί την έφερε στον Ηρακλή Πουαρό!» «Μα η σκιά στο στόρι; Την είδαμε απ’ το δρόμο». «Ε, λοιπόν, όταν κοιτάξαμε επάνω, η κυρία Ντωμπρέιγ μόλις είχε προλάβει ν’ ανέβει επάνω και να πάρει τη θέση της». «Η κυρία Ντωμπρέιγ;» «Ναι. Η μία είναι ηλικιωμένη και η άλλη νέα, η μία μελαχρινή κι η άλλη ξανθιά, αλλά σαν σιλουέτα στο στόρι το προφίλ τους μοιάζει υπερβολικά. Ούτε εγώ δεν υποψιάσθηκα, τόσο βλάκας ήμουν! Νόμιζα πως είχα πολύ καιρό μπροστά μου, πως δεν θα προσπαθούσε να φθάσει στη βίλλα παρά πολύ αργότερα. Είχε μυαλό η όμορφη δεσποινίς Μάρτ». «Κι ο αντικειμενικός της σκοπός ήταν να σκοτώσει την κυρία Ρενώ;» «Ναι. Τότε ολόκληρη η περιουσία θα περνούσε στο γιό της.

228

AGATHA _ CHRISTIE

’Αλλά θα ‘ταν αυτοκτονία, φίλε μου! Στο πάτωμα, δίπλα στο πτώμα της Μάρτ Ντωμπρέιγ, βρήκα μια γάζα κι ένα μπουκαλάκι με χλωροφόρμιο, και μια υποδερματική σύριγγα με μια θανατηφόρο δόση μορφίνης. Καταλαβαίνεις; Πρώτα το χλωροφόρμιο, υστέρα όταν το θύμα είναι αναίσθητο, το τσίμπημα της βελόνας. Ως το πρωί η μυρωδιά του χλωροφορμίου έχει εξαφανισθεί κι η σύριγγα βρίσκεται εκεί όπου έπεσε απ’ το χέρι της κυρίας Ρενώ. Τι θα ‘λεγε ο θαυμάσιος κύριος Ωτέ; "Καημένη γυναίκα! Τι σας έλεγα; Το σοκ της χαράς ήταν πάρα πολύ! Δεν σας έλεγα πως δεν θα απορούσα αν το μυαλό της σάλευε; Πολύ τραγική υπόθεση, η υπόθεση Ρενώ”!. » Πάντως, Χάστιγκς, τα πράγματα δεν έγιναν όπως τα σχεδίαζε η δεσποινίς Μάρτ. Κατ’ αρχήν η κυρία Ρενώ ήταν ξύπνια και την περίμενε. Έγινε πάλη. Αλλά η κυρία Ρενώ ήταν ακόμα φοβερά αδύνατη. Υπάρχει ακόμα μια ευκαιρία για την Μάρτ Ντωμπρέιγ. Η ιδέα της αυτοκτονίας είναι η μια άποψη, άλλα αν μπορέσει να σκοτώσει την κυρία Ρενώ με τα δυνατά της χέρια, να ξεφύγει με την μικρή μεταξωτή της σκάλα ενώ χτυπάμε ακόμα το εσωτερικό της άλλης πόρτας και να γυρίσει στην βίλλα Μαργκερίτ πριν από μας, θα ‘ναι δύσκολο ν’ αποδειχθεί τίποτα εναντίον της. Αλλά ηττήθηκε, όχι από τον Ηρακλή Πουαρό, αλλά απ’ την μικρή ακροβάτιδα με τα ατσαλένια χέρια!» Σκέφθηκα ολόκληρη την ιστορία. «Πότε άρχισες να υποπτεύεσαι την Μάρτ Ντωμπρέιγ, Πουαρό; Όταν μας είπε πως άκουσε τον καυγά στον κήπο;» Ο Πουαρό χαμογέλασε. «Φίλε μου, θυμάσαι την πρώτη μέρα που ήρθαμε στο Μερλινβίλλ; Και την όμορφη κοπέλα που είδαμε να στέκεται στην πόρτα; Με ρώτησες αν είχα προσέξει μια νεαρή θεά και σου απάντησα πως είχα δει μόνο μια κοπέλα με ανήσυχα μάτια. Έτσι σκεπτόμουν απ’ την αρχή την Μάρτ Ντωμπρέιγ. Το κορίτσι με τα ανήσυχα μάτια! Γιατί ανησυχούσε; Όχι για τον Τζακ Ρενώ, γιατί δεν ήξερε τότε πως βρισκόταν στο Μερλινβίλλ το προηγούμενο βράδυ».

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

229 _

«Αλήθεια», φώναξα, «πως είναι ο Τζακ Ρενώ;» «Πολύ καλύτερα. Βρίσκεται ακόμα στη βίλλα Μαργκερίτ. Αλλά η κυρία Ντωμπρέιγ έχει εξαφανισθεί. Η αστυνομία την ψάχνει». «Νομίζεις πως ήταν συνένοχος της κόρης της;» «Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Η κυρία είναι μια γυναίκα που κρατάει τα μυστικά της. Κι αμφιβάλλω πολύ αν θα την βρει ποτέ η αστυνομία». «Το είπαν στον Τζακ Ρενώ;» «Όχι ακόμα». «Θα ‘ναι φοβερό σοκ γι’ αυτόν». «Φυσικά. Κι όμως Χάστιγκς, αμφιβάλλω αν η καρδιά του ήταν δοσμένη στα σοβαρά. Ως τώρα θεωρούσαμε την Μπέλλα Ντουβήν σαν σειρήνα και την Μάρτ Ντωμπρέιγ σαν την κοπέλα που αγαπούσε πραγματικά. Αλλά νομίζω πως αν αντιστρέφαμε τους όρους, θα πλησιάζαμε περισσότερο στην αλήθεια. Η Μάρτ Ντωμπρέιγ ήταν πολύ όμορφη. Βάλθηκε να γοητεύσει τον Τζακ και τα κατάφερε, αλλά θυμήσου την παράξενη απροθυμία του να διακόψει με την άλλη κοπέλα. Και κοίτα πως ήταν πρόθυμος να πάει στην λαιμητόμο παρά να την ενοχοποιήσει. Έχω την ιδέα πως όταν μάθει την αλήθεια, θα φρίξει θα νοιώσει αποστροφή και η ψεύτικη αγάπη του θα ξεθωριάσει». «Κι ο Ζιρώ;» «Έπαθε νευρική κρίση! Αναγκάσθηκε να γυρίσει στο Παρίσι». Χαμογελάσαμε κι οι δυο.

*** Ο Πουαρό αποδείχθηκε αρκετά καλός προφήτης. Όταν τελικά ο γιατρός είπε πως ο Τζακ Ρενώ ήταν αρκετά δυνατός για ν’ ακούσει την αλήθεια, του την είπε ο Πουαρό. Το σοκ ήταν πραγματικά φοβερό. Κι όμως ο Τζακ το αντιμετώπισε καλύτερα απ’ ό,τι φανταζόμουν. Η αφοσίωση της μητέρας του τον βοήθησε να περάσει εκείνες τις δύσκολες μέρες. Η μητέρα κι ο γιος ήταν αχώριστοι τώρα. Υπήρχε άλλη μια αποκάλυψη. Ο Πουαρό είχε πει στην κυρία

230

AGATHA _ CHRISTIE

Ρενώ πως ήξερε το μυστικό της, και της είχε πει πως δεν έπρεπε ν’ αγνοεί ο Τζακ το παρελθόν του πατέρα του. «Ποτέ δεν ωφελεί να κρύβουμε την αλήθεια, κυρία μου! Φανείτε γενναία και πέστε του τα πάντα». Με βαριά καρδιά, δέχθηκε και ο γιός της έμαθε πως ο πατέρας που είχε αγαπήσει ήταν φυγόδικος. Μια διατακτική ερώτηση πήρε αμέσως την απάντησή της απ’ τον Πουαρό. «Ησυχάστε, νεαρέ μου. Ο κόσμος δεν ξέρει τίποτα. Απ’ ό,τι ξέρω, δεν είμαι υποχρεωμένος να εκμυστηρευθώ στην αστυνομία. Σ’ όλη την υπόθεση δεν δούλευα γι’ αυτήν αλλά για τον πατέρα σας. Η δικαιοσύνη τον έπιασε τελικά, αλλά δεν χρειάζεται να μάθει ποτέ κανείς πως εκείνος κι ο Ζωρζ Κοννώ ήταν το ίδιο πρόσωπο». Υπήρχαν φυσικά αρκετά σημεία στην υπόθεση που ήταν σκοτεινά για την αστυνομία, αλλά ο Πουαρό εξήγησε τα πράγματα τόσο όμορφα ώστε σιγά σιγά σταμάτησε κάθε έρευνα. *** Λίγο μετά την επιστροφή μας στο Λονδίνο, είδα ένα θαυμάσιο μοντέλο κυνηγόσκυλου να στολίζει την εταζέρα του Πουαρό. Απαντώντας στο ερωτηματικό μου βλέμμα, ο φίλος μου κατένευσε. «Μα ναι! Πήρα τα πεντακόσια φράγκα μου! Δεν είναι υπέροχο; Το φωνάζω Ζιρώ!» Λίγες μέρες αργότερα, ο Τζακ Ρενώ ήρθε να μας δει με μια αποφασιστική έκφραση στο πρόσωπό του. «Κύριε Πουαρό, ήρθα να σας αποχαιρετήσω. Φεύγω σχεδόν αμέσως για τη Νότιο Αμερική. Ο πατέρας μου είχε μεγάλα συμφέροντα σ’ αυτή την ήπειρο, και σκοπεύω ν’ αρχίσω μια καινούργια ζωή εκεί». «Πηγαίνετε μόνος σας, κύριε Τζακ;» «Η μητέρα μου θα ‘ρθει μαζί μου και θα κρατήσω τον Στόνορ σαν γραμματέα μου. Του αρέσουν τα εξωτικά μέρη». «Δεν θα ‘ρθει κανένας άλλος μαζί σας;» Ο Τζακ κοκκίνισε.

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟ ΓΚΟΛΦ

231 _

«Εννοείτε...». «Μια κοπέλα που σας αγαπάει πάρα πολύ... που ήταν πρόθυμη να θυσιάσει τη ζωή της για σας». «Πως μπορώ να της το ζητήσω;» μουρμούρισε ο νεαρός. «Ύστερα απ’ όσα συνέβησαν, μπορώ να πάω σ’ εκείνην και... ω, τι είδους κουτσή ιστορία θα μπορούσα να της πω;» «Οι γυναίκες έχουν ένα θαυμάσιο τρόπο να φτιάχνουν δεκανίκια για τέτοιες ιστορίες». «Μα ήμουν τόσο ανόητος!» «Το ίδιο είμαστε όλοι μας κάποτε», παρατήρησε φιλοσοφικά ο Πουαρό. Μα το πρόσωπο του Τζακ είχε σκληρύνει. «Υπάρχει και κάτι άλλο. Είμαι γιος του πατέρα μου. Θα με παντρευόταν καμία, αν το ‘ξερε;» «Λέτε πως είσαστε γιος του πατέρας σας. Ο Χάστιγκς από δω θα σας πει πως πιστεύω στην κληρονομικότητα...». «Τότε;» «Περιμένετε. Ξέρω μια γυναίκα, μια γυναίκα με θάρρος και υπομονή, ικανή για μεγάλη αγάπη, υπέρτατη αυτοθυσία...». Το αγόρι τον κοίταξε. Τα μάτια του μαλάκωσαν. «Τη μητέρα μου!» «Ναι. Είσαστε γιός της μητέρας σας όπως και του πατέρα σας. Πηγαίνετε στη δεσποινίδα Μπέλλα. Πέστε της τα πάντα. Μη κρύψετε τίποτα και θα δείτε τι θα πει!» Ο Τζακ φαινόταν αναποφάσιστος. «Πηγαίνετε σ’ εκείνην όχι πιά σαν παιδί, αλλά σαν άνδρας... ένας άνδρας τσακισμένος απ’ τη μοίρα του παρελθόντος και τη μοίρα του παρόντος, αλλά που ατενίζει μια καινούργια και υπέροχη ζωή. Ζητήστε της να την μοιραστεί μαζί σας. Μπορεί να μην το καταλαβαίνετε, αλλά η αγάπη σας δοκιμάσθηκε στη φωτιά κι άντεξε. Κι οι δυο σας δειχθήκατε πρόθυμοι να θυσιάσετε τη ζωή σας ο ένας για τον άλλο». Και τι απέγινε ο Λοχαγός Άρθουρ Χάστιγκς, ο ταπεινός χρονογράφος αυτών των σελίδων; Λένε πως πήγε με τους Ρενώ σ’ ένα αγρόκτημα πέρα απ’ τον

232

AGATHA _ CHRISTIE

ωκεανό, αλλά για το τέλος της ιστορίας προτιμώ να γυρίσω σ’ ένα πρωινό στον κήπο της βίλλας Ζενεβιέβ. «Δεν μπορώ να σε φωνάζω Μπέλλα», είπα, «γιατί δεν είναι το όνομά σου. Και το Ντούλσι φαίνεται τόσο ξένο. Έτσι, πρέπει να σε λέω Σταχτοπούτα, θυμάσαι, η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκηπα. δεν είμαι πρίγκηπας, αλλά...». Με διέκοψε. «Είμαι σίγουρη πως η Σταχτοπούτα τον προειδοποίησε. Βλέπεις, δεν μπορούσε να υποσχεθεί να γίνει πριγκίπισσα. Ήταν μόνο ένα φτωχαδάκι...». «Είναι η σειρά του πρίγκηπα να διακόψει», είπα. «Ξέρεις τι είπε;» «Όχι». «Διάβολε!», είπε ο πρίγκηπας, «και τη φίλησε!» Και ξεστομίζοντας τα λόγια αυτά, φρόντισα συγχρόνως να τα εφαρμόσω!

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF