Cecelia Ahern - Θα Σε Βρω Ξανα

April 12, 2018 | Author: SIRENAPELLIROJA | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

NOVEL...

Description

CECELIA AHERN

Θα σε βρω ξανά Μετ άφ ραση: Βούλ α Α υγουστ ί νου

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΙΟΠΤΡΑ

Τίτλος πρωτοτύπου: A place called here © 2006 by Cecelia Ahern © Για την ελληνική γλώσσα σε όλο τον κόσμο: Εκδόσεις Διόπτρα, 2009 Εκδίδεται κατόπιν συμφωνίας με το Vicki Satlow Literary Agency Απαγορεύεται η αναπαραγωγή ή ανατύπωση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, σε οποιαδήποτε μορφή, χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη. ISBN: 978-960-364-663-1. Ηλεκτρονική έκδοση: Ιούνιος 2013 Μετάφραση: Βούλα Αυγουστίνου, επιμέλεια-διόρθωση: Αλέξανδρος Φιλίππου, σχεδίαση εξωφύλλου: Ελένη Οικονόμου, Εκδόσεις Διόπτρα, ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Γιώργος Παναρετάκης, Εκδόσεις Διόπτρα

Εξαφανισμένος θεωρείται ο άνθρωπος που δεν ξέρουμε πού βρίσκεται, ανεξάρτητα από τις συνθήκες εξαφάνισής του. Το άτομο αυτό θεωρείται «εξαφανισμένο» ωσότου εντοπιστεί και εξακριβωθεί ότι είναι καλά, ή όχι, στην υγεία του. An Gardaí Síochána 1 1 ι ρ λ αν δι κ ά στ ο κ εί μ εν ο: ι ρ λ αν δι κ ή αστ υ ν ομ ί α (Στ Μ)

ένα Η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, το κοριτσάκι που έμενε απέναντί μου , εξαφανίστηκε όταν ήμου ν μικρή. Οι έρευ νες της αστυ νομίας οδήγησαν σε μακρόχρονη δημόσια έρευ να για την ανεύ ρεσή της. Για πολλού ς μήνες το έλεγαν κάθε βράδυ στις ειδήσεις, ήταν κάθε μέρα το πρώτο θέμα στις εφημερίδες, το συ ζητού σαν παντού . Ολόκληρη η χώρα συ μμετείχε στην κοινή προσπάθεια· στη δεκάχρονη ζωή μου δεν είχα δει μεγαλύ τερη έρευ να για εξαφανισμένο άτομο, και μου φαινόταν λες και συ μμετείχε όλος ο κόσμος. Η Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν μια ξανθομάλλα, γαλανομάτα κου κλίτσα που χαμογελού σε και ακτινοβολού σε από την οθόνη της τηλεόρασης στο καθιστικό όλων των νοικοκυ ριών της χώρας, φέρνοντας δάκρυ α στα μάτια και κάνοντας του ς γονείς να σφίγγου ν λίγο περισσότερο τα παιδιά του ς αγκαλιά προτού τα βάλου ν για ύ πνο. Ήταν στα όνειρα και τις προσευ χές όλων. Ήταν δέκα χρόνων όπως εγώ, και πηγαίναμε ίδια τάξη

στο σχολείο. Κάθε μέρα καθόμου ν και χάζευ α την όμορφη φωτογραφία της στις ειδήσεις και άκου γα του ς ρεπόρτερ να μιλάνε για εκείνη σαν να ήταν κάποιος άγγελος. Έτσι όπως την περιέγραφαν, κανείς δεν θα το πίστευ ε πως ήταν το ίδιο κορίτσι που στα διαλείμματα, όποτε δεν κοιτού σε η δασκάλα, πετού σε πέτρες στη Φιόνα Μπρέιντι ή με φώναζε «κατσαροκάτσικο» μπροστά στον Στίβεν Σπένσερ για να προσέξει εκείνη αντί για μένα. Όλου ς εκείνου ς του ς μήνες είχε μεταμορφωθεί σε ένα πλάσμα τέλειο, και δεν μου φαινόταν σωστό να σκιάσω την εικόνα της. Μετά από λίγο, ακόμα κι εγώ ξέχασα όλα τα άσχημα που έκανε, επειδή έπαψε να είναι η Τζένι-Μέι· έγινε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, το γλυ κύ τατο εξαφανισμένο κοριτσάκι εκείνης της καλής οικογένειας που βαλάντωνε στο κλάμα κάθε βράδυ στο βραδινό δελτίο ειδήσεων. Δεν βρέθηκε ποτέ – ού τε πτώμα ού τε ίχνος της· σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Δεν είχε παρατηρηθεί καμία ύ ποπτη παρου σία, δεν υ πήρχαν κάμερες που κατέγραψαν τις τελευ ταίες της κινήσεις. Δεν υ πήρχαν μάρτυ ρες, δεν υ πήρχαν ύ ποπτοι· οι αστυ νομικοί ανέκριναν όλο τον κόσμο. Η γειτονιά έγινε φιλύ ποπτη. Μπορεί οι γείτονες να χαιρετιού νταν φιλικά πηγαίνοντας στο αυ τοκίνητό του ς νωρίς το πρωί, μέσα του ς όμως όλο αναρωτιού νταν, όλο υ ποψιάζονταν και όλο έκαναν τις χειρότερες σκέψεις για του ς διπλανού ς του ς· όσο κι αν προσπαθού σαν δεν μπορού σαν να ξεφύ γου ν από αυ τό τον τρόπο σκέψης. Το πλύ σιμο του αυ τοκινήτου , το βάψιμο του φράχτη, το ξεβοτάνισμα του κήπου και το κού ρεμα του γκαζόν τα πρωινά του Σαββάτου

συ νοδεύ ονταν από κρυ φές ματιές στου ς γείτονες, οι οποίες γεννού σαν τις πιο μαύ ρες σκέψεις. Οι άνθρωποι σόκαραν ακόμα και τον εαυ τό του ς και εξοργίζονταν που αυ τό το περιστατικό είχε σπείρει τη διαστροφή στα μυ αλά του ς. Οι κατηγορίες που εκτοξεύ ονταν πίσω από κλειστές πόρτες δεν προσέφεραν καμία βοήθεια στου ς αστυ νομικού ς· το μόνο στοιχείο που είχε η αστυ νομία ήταν μια ωραία φωτογραφία. Πάντα αναρωτιόμου ν πού μπορεί να πήγε η Τζένι-Μέι, πού είχε εξαφανιστεί, πώς στο καλό γινόταν να χαθεί κάποιος χωρίς ίχνος, χωρίς να δει κανείς τίποτα, σαν να άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Τις νύ χτες καθόμου ν στο παράθυ ρο της κρεβατοκάμαράς μου και κοιτού σα το σπίτι της. Το φως της βεράντας έμενε πάντα αναμμένο, ένας φάρος που θα οδηγού σε την Τζένι-Μέι σπίτι της. Η κυ ρία Μπάτλερ δεν κοιμόταν πια, την έβλεπα πάντα καθισμένη στην άκρη του καναπέ της, σαν να είχε λάβει θέση και περίμενε την εκπυ ρσοκρότηση από τον αφέτη για την εκκίνηση του αγώνα. Καθόταν στο καθιστικό της και κοιτού σε έξω από το παράθυ ρο, περιμένοντας να έρθει κάποιος να της φέρει νέα. Μερικές φορές τη χαιρετού σα και εκείνη μου ανταπέδιδε το χαιρετισμό με έκφραση δυ στυ χισμένη. Τις περισσότερες φορές δεν έβλεπε τίποτα μέσα από τα δάκρυ α. Όπως η κυ ρία Μπάτλερ έτσι κι εγώ δεν ήμου ν ικανοποιημένη που δεν υ πήρχαν απαντήσεις. Ακόμη, συ μπαθού σα πολύ περισσότερο την Τζένι-Μέι Μπάτλερ αφότου χάθηκε παρά όταν ήταν εδώ, και αυ τό ήταν κάτι

που επίσης μου κίνησε το ενδιαφέρον. Μου έλειπε –η ιδέα της περισσότερο– και αναρωτιόμου ν αν ήταν κάπου κοντά, πετώντας πέτρες σε κάποιο άλλο παιδάκι και γελώντας δυ νατά, μόνο που εμείς δεν μπορού σαμε να τη δού με ή να την ακού σου με. Μετά από αυ τό άρχισα να ψάχνω εξονυ χιστικά για να βρίσκω όσα πράγματα τύ χαινε να μου παραπέσου ν. Μια φορά που χάθηκαν οι αγαπημένες μου κάλτσες έκανα το σπίτι άνω-κάτω, ενώ οι γονείς μου με παρακολου θού σαν ανήσυ χοι. Στην αρχή δεν ήξεραν τι να κάνου ν, αλλά τελικά ήρθαν να με βοηθήσου ν. Εκνευ ριζόμου ν επειδή συ χνά τα πράγματα που έχανα παρέμεναν άφαντα, ενώ τις σπάνιες φορές που τα έβρισκα εκνευ ριζόμου ν επειδή, στην περίπτωση με τις κάλτσες, έβρισκα μόνο τη μία. Τότε φανταζόμου ν ότι η Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν κάπου όπου πετού σε πέτρες, γελού σε και φορού σε τις αγαπημένες μου κάλτσες. Ποτέ δεν ήθελα τίποτα καινού ριο· από τα δέκα μου είχα πειστεί πως δεν γινόταν να αντικαταστήσεις τίποτα χαμένο. Επέμενα ότι έπρεπε να βρίσκου με τα πράγματα. Πιστεύ ω ότι η απορία που μου γεννού σαν όλες εκείνες οι χαμένες κάλτσες έφτανε την ανησυ χία της κυ ρίας Μπάτλερ για την κόρη της. Κι εγώ έμενα ξάγρυ πνη τις νύ χτες και αναλογιζόμου ν όλα τα αναπάντητα ερωτήματα. Κάθε φορά που τα βλέφαρά μου βάραιναν και κόντευ αν να κλείσου ν, ξεπεταγόταν άλλη μια ερώτηση από τα βάθη του μυ αλού μου και τα ανάγκαζε να ξανανοίξου ν. Δεν κοιμόμου ν όσο έπρεπε, κι έτσι τα πρωινά ήμου ν πιο κου ρασμένη, χωρίς όμως να έχω περισσότερες απαντήσεις.

Μπορεί γι’ αυ τό να μου συ νέβη ό,τι συ νέβη. Για πολλά χρόνια έκανα τη ζωή μου άνω-κάτω κι έψαχνα τα πάντα, ίσως γι’ αυ τό ξέχασα να ψάξω να βρω τον εαυ τό μου . Κάπου στην πορεία ξέχασα να ανακαλύ ψω ποια ήμου ν και πού βρισκόμου ν. Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά την εξαφάνιση της ΤζένιΜέι Μπάτλερ, εξαφανίστηκα κι εγώ. Αυ τή εδώ είναι η ιστορία μου .

δύο Η ζωή μου ήταν πάντα ένα κολάζ από ειρωνείες της τύ χης. Το ότι εξαφανίστηκα ήταν απλώς άλλη μια προσθήκη στο κατεβατό. Κατ’ αρχάς, έχω ύ ψος ένα και ογδόντα έξι. Από παιδί ακόμα ήμου ν ψηλότερη απ’ όλου ς σχεδόν. Δεν μπορού σα να χαθώ στο εμπορικό κέντρο όπως τα άλλα παιδάκια, δεν κρυ βόμου ν καλά όταν παίζαμε κρυ φτό, δεν με ζητού σαν για χορό στις ντίσκο· ήμου ν η μόνη έφηβη που δεν λαχταρού σε να αγοράσει το πρώτο της ζευ γάρι ψηλοτάκου να. Το αγαπημένο παρατσού κλι που μου έλεγε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ –αν όχι το πρώτο, σίγου ρα ένα από τα δέκα καλύ τερά της– ήταν «μακρυ ποδαρού σα», το οποίο της άρεσε να μου λέει μπροστά σε μεγάλες παρέες φίλων και θαυ μαστών της. Πιστέψτε με, δεν υ πάρχει παρατσού κλι για ψηλού ς που να μην το έχω ακού σει. Ήμου ν το άτομο που διέκρινες από χιλιόμετρα μακριά. Ήμου ν η ανοικονόμητη χορεύ τρια στην πίστα, η κοπέλα που κανείς δεν ήθελε να κάθεται πίσω της στον κινηματογράφο, αυ τή που στα

μαγαζιά έψαχνε το μεγαλύ τερο νού μερο μήκος παντελονιού , η κοπέλα στην πίσω σειρά κάθε φωτογραφίας. Βλέπετε, ξεχωρίζω σαν τη μύ γα μες στο γάλα. Όποιος με βλέπει, με προσέχει και με θυ μάται. Παρ’ όλα αυ τά, εξαφανίστηκα. Καλά οι μονές κάλτσες, καλά η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, αλλά πώς γίνεται να μη βλέπεις τη μύ γα μες στο γάλα; Αυ τό ήταν το κερασάκι στην τού ρτα. Το μυ στήριο που ξεπέρασε όλα τα μυ στήρια ήταν το δικό μου . Η δεύ τερη ειρωνεία της τύ χης είναι ότι δου λειά μου ήταν η αναζήτηση εξαφανισμένων προσώπων. Δού λευ α χρόνια αστυ νομικός. Λαχταρού σα να αναλαμβάνω αποκλειστικά υ ποθέσεις εξαφανίσεων, αλλά καθώς δεν δού λευ α σε τμήμα με τέτοια αρμοδιότητα, εναπόθετα τις ελπίδες μου στην «τύ χη» και περίμενα να πέσω τυ χαία πάνω σε τέτοιες υ ποθέσεις. Βλέπετε, η υ πόθεση της Τζένι-Μέι Μπάτλερ ξύ πνησε κάτι μέσα μου . Ήθελα απαντήσεις, ήθελα λύ σεις, και ήθελα να τις βρίσκω όλες μόνη μου . Μπορώ να πω ότι οι αναζητήσεις έγιναν η ψύ χωσή μου . Όλο αναζητού σα στοιχεία στον έξω κόσμο, αλλά δεν νομίζω ότι αναλογίστηκα έστω και μια στιγμή τι γινόταν μέσα στο κεφάλι μου . Στην αστυ νομία, βρίσκαμε μερικές φορές εξαφανισμένου ς σε κατάσταση που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω, ενώ η εικόνα του ς θα με συ νοδεύ ει ακόμα και στην επόμενη ζωή· από την άλλη, ήταν οι άνθρωποι που δεν ήθελαν να βρεθού ν. Συ χνά ανακαλύ πταμε μόνο ένα ίχνος, ακόμα πιο συ χνά ού τε καν αυ τό. Εκείνες ήταν οι περιπτώσεις που με έκαναν να συ νεχίζω τις έρευ νες μονάχη μου , ακόμα και εκτός υ πηρεσίας. Συ νέχιζα να

ερευ νώ υ ποθέσεις πολύ καιρό αφότου έκλειναν, να κρατάω επαφή με οικογένειες πολύ περισσότερο από το επιτρεπτό. Συ νειδητοποίησα ότι δεν μπορού σα να προχωρήσω στην επόμενη υ πόθεση αν δεν έλυ να πρώτα την προηγού μενη, με αποτέλεσμα να προκύ πτει υ περβολικό χαρτομάνι και ελάχιστη δράση. Έτσι, όταν κατάλαβα ότι αυ τό που ήθελα ήταν να βρίσκω του ς εξαφανισμένου ς, παραιτήθηκα από την αστυ νομία και άρχισα τις ιδιωτικές έρευ νες. Δεν θα το πιστεύ ατε πόσοι άνθρωποι εκεί έξω ήθελαν να ψάξου ν όσο κι εγώ. Οι οικογένειες απορού σαν πάντα για ποιο λόγο έψαχνα. Εκείνοι είχαν ένα λόγο, ένα δεσμό, μια αγάπη για τον εξαφανισμένο, ενώ εμένα η αμοιβή μου μόλις που έφτανε για να τα βγάζω πέρα· επομένως, αν δεν ήταν χρηματικός ο λόγος, τότε ποιο ήταν το κίνητρό μου ; Η ηρεμία, φαντάζομαι. Ήταν κάτι που με βοηθού σε να κλείνω τα μάτια και να κοιμάμαι τη νύ χτα. Πώς γίνεται να χαθεί κάποια σαν εμένα, με τα δικά μου σωματικά χαρακτηριστικά και τη νοοτροπία μου ; Τώρα μόλις συ νειδητοποίησα ότι ού τε το όνομά μου δεν σας έχω πει ακόμα. Με λένε Σάντι Σορτ 2 . Εντάξει, μην κρατιέστε να γελάσετε. Το ξέρω πως αυ τό θέλετε. Κι εγώ θα γελού σα αν δεν με πονού σε τόσο, που να πάρει. Οι γονείς μου με έβγαλαν Σάντι επειδή γεννήθηκα με μαλλιά κατάξανθα σαν την άμμο. Κρίμα που δεν προέβλεψαν ότι τα μαλλιά μου θα γίνονταν μαύ ρα σαν την πίσσα. Επίσης, δεν ήξεραν ότι εκείνα τα γλυ κού λικα κοντόχοντρα ποδαράκια θα σταματού σαν γρήγορα να ρίχνου ν κλοτσιές και θα άρχιζαν να μακραίνου ν απίστευ τα γρήγορα και για απίστευ τα μεγάλο χρονικό

διάστημα. Έτσι με λένε, λοιπόν: Σάντι Σορτ. Αυ τή υ ποτίθεται ότι είμαι, έτσι με ταυ τοποιού ν και με καταγράφου ν πάντα στα αρχεία, αλλά δεν είμαι αυ τό που λέει ού τε το όνομά μου ού τε το επώνυ μό μου . Η αντίθεση αυ τή προκαλεί συ χνά το γέλιο των ανθρώπων όταν μας συ στήνου ν. Να με συ γχωρείτε που εγώ δεν σκάω ού τε χαμόγελο. Βλέπετε, δεν είναι καθόλου αστείο το να αγνοείσαι. Επίσης, συ νειδητοποίησα ότι το να αγνοείσαι δεν κάνει και καμιά μεγάλη διαφορά στη ζωή σου . Εγώ πάντως κάνω το ίδιο όπως και όταν δού λευ α. Ψάχνω. Μόνο που αυ τή τη φορά ψάχνω έναν τρόπο να βρεθώ. Ένα πράγμα που έμαθα αξίζει να αναφερθεί εδώ. Υπάρχει μια τεράστια διαφορά στη ζωή μου τώρα σε σχέση με πριν, ένα βασικό στοιχείο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου θέλω να γυ ρίσω σπίτι. Χειρότερη στιγμή δεν θα μπορού σα να βρω για να συ νειδητοποιήσω τέτοιο πράγμα. Αυ τή είναι η μεγαλύ τερη απ’ όλες τις ειρωνείες της τύ χης. 2 Sandy Shor tt στ ο κ εί μ εν ο· τ ο επών υ μ ο τ ης ηρ ωί δας σημ αί ν ει «κ ον τ ή» στ α αγ γ λ ι κ ά. (Στ Μ)

τρία Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην επαρχία Λήτριμ της Ιρλανδίας, τη μικρότερη επαρχία της χώρας, με πληθυ σμό κάπου είκοσι πέντε χιλιάδες. Παλιά, η πρωτεύ ου σα Λήτριμ φιλοξενού σε τα ερείπια ενός κάστρου και μερικά ακόμα αρχαία κτίσματα, αλλά από τότε έχασε την παλιά της αίγλη και υ ποβιβάστηκε σε απλό χωριου δάκι. Το τοπίο διαμορφώνει μια ατέλειωτη εναλλαγή από θαμνόφυ του ς καστανού ς λόφου ς και μεγαλόπρεπα βου νά με ανοιχτές πεδιάδες και αναρίθμητες ειδυ λλιακές λίμνες. Το Λήτριμ έχει σταθερή στεριά ολόγυ ρα· δυ τικά συ νορεύ ει με το Σλίγκο και το Ρόσκομον, νότια με το Ρόσκομον και το Λόνγκφορντ, ανατολικά με το Κάβαν και το Φέρμανα, και βόρεια με το Ντόνεγκαλ. Κάθε φορά που είμαι εκεί, νιώθω ξαφνικά κλειστοφοβία και μια έντονη λαχτάρα να πατήσω στέρεη γη. Υπάρχει ένα ρητό για το Λήτριμ που λέει ότι το καλύ τερο πράγμα που βγήκε ποτέ από εκεί είναι ο δρόμος για το Δου βλίνο. Έτσι κι εγώ αποφοίτησα από το

σχολείο στα δεκαεπτά, έκανα αίτηση στην αστυ νομία και βρέθηκα εντέλει στο δρόμο για το Δου βλίνο. Από τότε, σπανίως επιστρέφω εκεί. Κάθε δύ ο μήνες πήγαινα να δω του ς γονείς μου στο σπίτι με τα τρία δωμάτια, στο μικρό ανηφορικό αδιέξοδο με τα δώδεκα απαράλλαχτα σπίτια, εκεί όπου μεγάλωσα. Συ νήθως σχεδίαζα να μείνω όλο το Σαββατοκύ ριακο, αλλά τις περισσότερες φορές η επίσκεψη κρατού σε μόλις μία μέρα, αφού με πρόσχημα κάποια επείγου σα δου λειά έπαιρνα τη βαλίτσα που με περίμενε κλειστή πλάι στην πόρτα και κατευ θυ νόμου ν γρήγορα, πολύ γρήγορα, όσο πιο γρήγορα γινόταν, στο καλύ τερο πράγμα που βγήκε ποτέ από το Λήτριμ. Δεν είχα κακές σχέσεις με του ς γονείς μου . Ήταν πάντα πολύ υ ποστηρικτικοί μαζί μου , έτοιμοι να φάνε σφαίρα για χάρη μου , να πέσου ν στη φωτιά και να γκρεμιστού ν από βου νά, αν αυ τό θα μου εξασφάλιζε την ευ τυ χία. Η αλήθεια είναι ότι με έκαναν να νιώθω άβολα. Στα μάτια του ς διέκρινα ποια έβλεπαν και η εικόνα εκείνη δεν μου άρεσε. Στην έκφρασή του ς έβλεπα την αντανάκλασή μου πιο καθαρά απ’ ό,τι σε όλου ς του ς καθρέφτες του κόσμου . Κάποιοι άνθρωποι έχου ν αυ τή την ιδιότητα: σε κοιτάζου ν, και στο πρόσωπό του ς διακρίνεις τη συ μπεριφορά σου . Φαντάζομαι ότι αυ τό γινόταν επειδή με αγαπού σαν, αλλά εμένα μου ήταν αδύ νατον να μείνω πολλή ώρα με ανθρώπου ς που με αγαπού σαν και ο λόγος ήταν εκείνα τα μάτια και εκείνη η αντανάκλαση. Από τα δέκα μου , οι γονείς μου ήταν πάντα επιφυ λακτικοί απέναντί μου και με παρακολου θού σαν με άγρυ πνο μάτι. Έκαναν προσποιητές συ ζητήσεις και

το ψεύ τικο γέλιο του ς αντηχού σε σε όλο το σπίτι. Προσπαθού σαν να μου τραβού ν την προσοχή, να δημιου ργού ν ζεστή και φυ σιολογική ατμόσφαιρα, αλλά εγώ καταλάβαινα ότι όλα αυ τά ήταν βεβιασμένα και ήξερα το λόγο· έτσι, το μόνο που πετύ χαιναν ήταν να νιώθω ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Με στήριζαν πάρα πολύ , με αγαπού σαν πάρα πολύ , ενώ κάθε φορά που καταλάβαιναν πως σε λίγο το σπίτι θα γινόταν άνω-κάτω στο πλαίσιο άλλης μιας ανελέητης αναζήτησης, δεν εγκατέλειπαν ποτέ τα όπλα χωρίς να δώσου ν πρώτα την καλή μάχη. Γάλα και κου λου ράκια στο τραπέζι της κου ζίνας, το ραδιόφωνο ανοιχτό και το πλυ ντήριο σε λειτου ργία – ό,τι χρειαζόταν προκειμένου να αποσοβηθεί η δυ σάρεστη σιωπή που θα ακολου θού σε σίγου ρα μετά. Η μαμά μού χάριζε εκείνο το χαμόγελο, εκείνο το χαμόγελο που δεν ζέσταινε ποτέ τα μάτια της, το χαμόγελο που την έκανε να σφίγγει και να τρίζει του ς τραπεζίτες της όταν νόμιζε πως δεν έβλεπα. Με πιεσμένη αταραξία στη φωνή και με μια βεβιασμένη έκφραση χαράς, έγερνε το κεφάλι της στο πλάι, προσπαθώντας να μη δείξει ότι με περιεργαζόταν με διαπεραστικό βλέμμα, και έλεγε «Γιατί θες να ξαναψάξεις το σπίτι, γλυ κιά μου ;» Πάντα με έλεγε «γλυ κιά» της, σαν να ήξερε, όπως κι εγώ εξάλλου , ότι όσο η Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν άγγελος άλλο τόσο ήμου ν κι εγώ Σάντι Σορτ. Πάντως, όση κίνηση, όση φασαρία κι αν είχε στην κου ζίνα προκειμένου να αποσοβηθεί η δυ σάρεστη σιωπή, δεν φαινόταν να έχει αποτέλεσμα. Η σιωπή τα έπνιγε όλα.

Η απάντησή μου : «Επειδή δεν τις βρίσκω, μαμά». «Για ποιες λες;» – το αβίαστο χαμόγελο, η προσποίηση ότι κάναμε μια καθημερινή κου βέντα και όχι ότι η μαμά μου προσπαθού σε απεγνωσμένα να πάρει απαντήσεις ώστε να καταλάβει πώς λειτου ργού σε το μυ αλό μου . «Τις μπλε με τις άσπρες ρίγες», απάντησα σε μια τέτοια περίσταση. Επέμενα να φοράω ζωηρόχρωμες κάλσες, ζωηρόχρωμες και ευ διάκριτες ώστε να βρίσκονται εύ κολα. «Μήπως δεν τις έβαλες και τις δύ ο στα άπλυ τα, γλυ κιά μου ; Μήπως αυ τή που έχεις χάσει είναι ακόμα στο δωμάτιό σου ;» Χαμογέλασε, προσπάθησε να μη δείξει νευ ρικότητα και ανησυ χία, ξεροκατάπιε. Κού νησα το κεφάλι. «Τις έβαλα και τις δύ ο στο καλάθι, σε είδα να βάζεις και τις δύ ο στο πλυ ντήριο αλλά βγήκε μόνο η μία. Η άλλη δεν είναι ού τε στο πλυ ντήριο ού τε στο καλάθι». Το σχέδιο να βάλου ν πλυ ντήριο για να μου αποσπάσει την προσοχή, του ς γύ ρισε μπού μερανγκ όταν το πλυ ντήριο βρέθηκε στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Η μαμά μου προσπάθησε να μη χάσει το ατάραχο χαμόγελο όταν είδε το αναποδογυ ρισμένο καλάθι και τα διπλωμένα ρού χα σκόρπια και κου βαριασμένα πάνω στο πάτωμα της κου ζίνας. Για μια στιγμή όμως, η μάσκα έπεσε. Δεν κράτησε ού τε ένα κλάσμα του δευ τερολέπτου , αλλά πρόλαβα και το είδα. Είδα το βλέμμα στο πρόσωπό της όταν κατέβασε τα μάτια. Φόβος. Όχι για τη χαμένη κάλτσα, αλλά για μένα. Ξαναφόρεσε βιαστικά το χαμόγελο στο πρόσωπό της και ανασήκωσε του ς ώμου ς σαν να μην έτρεχε τίποτα.

«Μπορεί να την πήρε ο αέρας. Είχα την πόρτα της βεράντας ανοιχτή». Κού νησα το κεφάλι. «Ή μπορεί να έπεσε από το καλάθι όταν το πήγα από εκεί, εκεί». Κού νησα πάλι το κεφάλι. Ξεροκατάπιε και το χαμόγελό της έγινε πιο σφιγμένο. «Μπορεί να μπλέχτηκε με τα σεντόνια. Είναι πολύ μεγάλα αυ τά τα σεντόνια, πού να βρεις μια τόση δα καλτσού λα ανάμεσά του ς». «Κοίταξα ήδη εκεί». Πήρε ένα κου λου ράκι από το κέντρο του τραπεζιού και το δάγκωσε με δύ ναμη – έκανε ό,τι περνού σε από το χέρι της ώστε να μη σβήσει το χαμόγελο από το μαγκωμένο της πρόσωπο. Μάσησε λίγο, παριστάνοντας ότι δεν σκεφτόταν, παριστάνοντας ότι άκου γε ραδιόφωνο και σιγομου ρμού ριζε το σκοπό ενός τραγου διού που δεν ήξερε καν. Όλα αυ τά, για να με κάνει να πιστέψω ότι δεν υ πήρχε λόγος ανησυ χίας. «Γλυ κιά μου », χαμογέλασε, «μερικές φορές κάποια πράγματα απλώς χάνονται». «Πού πάνε όταν χάνονται;» «Που θενά δεν πάνε», χαμογέλασε. «Μένου ν πάντα εκεί που σου έπεσαν ή εκεί που τα παράτησες. Απλώς, όταν δεν τα βρίσκου με, δεν ψάχνου με εκεί που πρέπει». «Μα έψαξα παντού, μαμά. Πάντα ψάχνω παντού ». Είχα ψάξει παντού , πάντα έψαχνα παντού . Έκανα τον κόσμο άνω-κάτω· δεν έμενε ού τε ένα τόσο δα σημείο στο μικρό σπίτι που να μην πάω να κοιτάξω. «Μια κάλτσα ποτέ δεν σηκώνεται να φύ γει χωρίς να τη

φοράει κάποιο πόδι», ψευ τογέλασε η μαμά. Βλέπετε, όπως η μαμά σήκωσε τότε τα χέρια ψηλά, τότε είναι η στιγμή που οι περισσότεροι παύ ου ν να απορού ν, που οι περισσότεροι παύ ου ν να ενδιαφέρονται. Δεν βρίσκεις κάτι, ξέρεις ότι είναι κάπου και μολονότι έψαξες παντού, δεν βρήκες που θενά ού τε ίχνος του . Και τότε, τα ρίχνεις στην τρέλα που σε δέρνει, κατηγορείς τον εαυ τό σου που το έχασες και εντέλει το ξεχνάς. Αυ τό ήταν κάτι που δεν μπορού σα να κάνω εγώ. Θυ μάμαι που εκείνο το βράδυ , όταν γύ ρισε ο μπαμπάς μου από τη δου λειά, αντίκρισε ένα σπίτι στην κυ ριολεξία άνω-κάτω. «Έχασες τίποτα, γλυ κιά μου ;» «Την μπλε κάλτσα με τις άσπρες ρίγες», ήταν η πνιχτή μου απάντηση κάτω από τον καναπέ. «Μόνο τη μία πάλι;» Έγνεψα καταφατικά. «Αριστερή ή δεξιά;» «Αριστερή». «Καλά, θα ψάξω πάνω». Κρέμασε το παλτό του στην κρεμάστρα πλάι στην πόρτα, έβαλε την ομπρέλα του στην ομπρελοθήκη, έδωσε ένα τρυ φερό φιλί στο μάγου λο της συ γχυ σμένης του γυ ναίκας και ένα ενθαρρυ ντικό χάδι στην πλάτη της και ανέβηκε πάνω. Έμεινε για δύ ο ώρες κλεισμένος στο δωμάτιο των γονιών μου , ψάχνοντας, αν και δεν άκου γα καμία κίνηση από μέσα. Μια ματιά στην κλειδαρότρυ πα μου αποκάλυ ψε έναν άντρα ξαπλωμένο ανάσκελα στο κρεβάτι με μια πετσέτα να του σκεπάζει τα μάτια. Στις κατοπινές μου επισκέψεις, οι γονείς μου μου

έκαναν πάντα τις ίδιες ανέμελες ερωτήσεις, προσέχοντας να μη φανού ν αδιάκριτοι· παρ’ όλα αυ τά, ένας άνθρωπος με τη δική μου επιφυ λακτικότητα δεν μπορού σε να μην τις θεωρήσει αδιάκριτες. «Καμιά ενδιαφέρου σα υ πόθεση στη δου λειά;» «Πώς πάνε τα πράγματα στο Δου βλίνο;» «Ωραίο το διαμέρισμα;» «Σχέση έχεις;» «Ποτέ δεν είχα σχέση· δεν ήθελα να με βασανίζει μέρα-νύ χτα άλλο ένα προδοτικό ζευ γάρι μάτια σαν των γονιών μου . Είχα εραστές, γκόμενου ς, φίλου ς και γνωριμίες της μια βραδιάς. Ήξερα από πείρα πως τίποτα μακρόχρονο δεν θα μπορού σε να πετύ χει. Δεν μπορού σα να συ νδεθώ με κανέναν στενά· δεν μπορού σα να αγαπήσω αρκετά, να δώσω αρκετά ή να ποθήσω αρκετά. Δεν με ενδιέφερε αυ τό που είχαν να προσφέρου ν όλοι εκείνοι οι άντρες, και αυ τοί δεν καταλάβαιναν τι ήταν αυ τό που ήθελα εγώ, γι’ αυ τό μοίραζα σφιγμένα χαμόγελα και έλεγα στου ς γονείς μου ότι η δου λειά πήγαινε περίφημα, το Δου βλίνο είχε πολύ τρέξιμο, το διαμέρισμα ήταν τέλειο και, όχι, δεν είχα καμία σχέση. Κάθε φορά που έφευ γα από το σπίτι, ακόμα και όταν οι επισκέψεις μου διακόπτονταν γρήγορα και απότομα, ο μπαμπάς έλεγε με καμάρι ότι εγώ ήμου ν το καλύ τερο πράγμα που είχε βγει ποτέ από το Λήτριμ. Το φταίξιμο δεν ήταν ού τε του Λήτριμ ού τε των γονιών μου . Αυ τοί με στήριζαν πάντα – είναι κάτι που μόλις τώρα αρχίζω να συ νειδητοποιώ. Το ανακαλύ πτω σιγάσιγά, μέρα με τη μέρα, και αυ τή η συ νειδητοποίηση με φέρνει σε μεγαλύ τερη απόγνωση από το να μη βρίσκω

ποτέ τίποτα.

τέσσερα Οταν χάθηκε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, η τελευ ταία προσβολή της προς το πρόσωπό μου ήταν που πήρε ένα κομμάτι του εαυ τού μου μαζί της. Πιστεύ ω πως έχει γίνει σαφές ότι μετά την εξαφάνισή της, ένα κομμάτι του εαυ τού μου χάθηκε. Όσο μεγάλωνα, όσο ψήλωνα, τόσο ξεχείλωνε και η τρύ πα μέσα μου , μέχρι που ενηλικιώθηκα και αυ τή έχασκε πια σαν κατεψυ γμένο ψάρι που σε κοιτάζει με μάτια διάπλατα και σαγόνια ορθάνοιχτα. Πώς έγινε όμως και χάθηκα κανονικά; Πώς βρέθηκα εδώ που είμαι τώρα; Αλλά πρώτα-πρώτα, πού είμαι τώρα; Είμαι εδώ, και αυ τό ξέρω μόνο. Κοιτάζω γύ ρω μου και ψάχνω κάτι γνώριμο να δω. Περιπλανιέμαι διαρκώς και ψάχνω το δρόμο που βγάζει από δω, αλλά δεν υ πάρχει τέτοιος δρόμος. Πού είναι το εδώ; Μακάρι να ’ξερα. Παντού στοιβάζονται προσωπικά αντικείμενα: κλειδιά αυ τοκινήτων, κλειδιά σπιτιών, κινητά τηλέφωνα, τσάντες, παλτά, βαλίτσες στολισμένες με αυ τοκόλλητα αεροδρομίων, μονά

παπού τσια, επαγγελματικά αρχεία, φωτογραφίες, ανοιχτήρια, ψαλίδια, σκου λαρίκια σκόρπια ανάμεσα στου ς σωρού ς με τα χαμένα αντικείμενα, στραφταλίζοντας πότε-πότε στο φως. Υπάρχου ν επίσης κάλτσες, πολλές μονές κάλτσες. Όπου κι αν πάω, σκοντάφτω πάνω σε πράγματα που οι ιδιοκτήτες του ς θα πρέπει να τρώνε ακόμα τον κόσμο για να τα βρου ν. Υπάρχου ν και ζώα. Πολλές γάτες και πολλοί σκύ λοι με σαστισμένα μου τράκια και πεσμένα μου στάκια, που δεν θυ μίζου ν σε τίποτα πια τις φωτογραφίες του ς στου ς τηλεφωνικού ς στύ λου ς των μικρών πόλεων. Καμία υ πόσχεση αμοιβής δεν μπορεί να τα γυ ρίσει πίσω. Πώς να περιγράψω αυ τό το μέρος; Είναι ένα ενδιάμεσο μέρος. Σαν ένας μεγάλος διάδρομος που δεν οδηγεί που θενά, σαν συ μπόσιο με αποφάγια, σαν αθλητική ομάδα με παίκτες του ς ανθρώπου ς του ς οποίου ς δεν διάλεξαν ποτέ πρώτου ς, σαν μια μητέρα δίχως παιδί, σαν κορμί χωρίς την καρδιά του . Σχεδόν υ πάρχει, αλλά όχι ακριβώς. Ξεχειλίζει από προσωπικά αντικείμενα, αλλά την ίδια στιγμή είναι άδειο επειδή οι άνθρωποι στου ς οποίου ς ανήκου ν δεν είναι εδώ να το αγαπήσου ν. Πώς βρέθηκα εγώ εδώ; Ήμου ν μία από εκείνες τις περιπτώσεις εξαφάνισης την ώρα του πρωινού τζόγκινγκ. Γελοίο δεν είναι; Παλιά, όποτε έβλεπα κάτι τέτοια θρίλερ βήτα διαλογής, δυ σανασχετού σα κάθε φορά που στην αρχή της ταινίας έδειχναν την κοπέλα να δολοφονείται την ώρα που έκανε τζόγκινγκ ξημερώματα. Θεωρού σα πως ήταν ανοησία να δείχνου ν γυ ναίκες που πήγαιναν για τρέξιμο σε σκοτεινά δρομάκια, είτε αξημέρωτα ακόμα είτε στην ησυ χία της αυ γής, ιδίως

όταν κυ κλοφορού σε ελεύ θερος ένας γνωστός μανιακός δολοφόνος. Αυ τό μου συ νέβη, όμως. Ήμου ν η προβλέψιμη, αξιολύ πητη, τραγικά αφελής κοπελιά που πήγε για τρέξιμο στην ακροποταμιά τις πρώτες πρωινές ώρες, φορώντας γκρίζα φόρμα και ακού γοντας δυ νατά μου σική από τα ακου στικά. Δεν με απήγαγαν όμως· μόνο πήρα λάθος δρόμο. Έτρεχα κατά μήκος του καναλιού , με τα πόδια μου να κοπανάνε με οργή το έδαφος, όπως πάντα, στέλνοντας δονήσεις σε ολόκληρο το κορμί μου . Θυ μάμαι που ένιωθα τον ιδρώτα να κυ λάει στο μέτωπό μου , στο κέντρο του στήθου ς και στην πλάτη μου . Το κρύ ο αγιάζι μαζί με τον ιδρώτα προκαλού σαν ελαφρύ ρίγος σε όλο μου το κορμί. Κάθε φορά που αναλογίζομαι εκείνο το πρωινό, προσπαθώ να καταπολεμήσω την παρόρμηση να φωνάξω για να με προειδοποιήσω, να μην κάνω το ίδιο λάθος. Μερικές φορές, που έχω πιο ευ χάριστη διάθεση, όταν ανακαλώ το περιστατικό στη μνήμη μου , μένω στον ίδιο δρόμο· είναι ωραίο πράγμα να έχεις τη στερνή γνώση από πρώτα. Πόσο συ χνά ευ χόμαστε να είχαμε μείνει στον ίδιο δρόμο... Η ώρα ήταν έξι παρά τέταρτο, ένα όμορφο καλοκαιριάτικο πρωινό· είχε ησυ χία εκτός από τη μου σική του Ρόκι που με κέντριζε να συ νεχίσω. Παρότι δεν άκου γα τον εαυ τό μου , ήξερα πως βαριανάσαινα. Πάντα πίεζα τον εαυ τό μου να φτάνει στα όριά του . Όποτε ένιωθα την ανάγκη να σταματήσω, πιεζόμου ν να τρέξω πιο γρήγορα. Δεν ξέρω αν ήταν κάποιου είδου ς καθημερινή τιμωρία, ή αν έφταιγε το κομμάτι εκείνο του εαυ τού μου που διψού σε για την έρευ να, που ήθελε να

γνωρίζει καινού ριου ς τόπου ς, να πιέζει το κορμί μου να κάνει πράγματα που δεν είχε ξανακάνει. Στην πρασινόμαυ ρη σκοτεινιά του χαντακιού δίπλα μου , διέκρινα μπροστά μου μια νεροβιολέτα μισοβυ θισμένη στο νερό. Θυ μάμαι πως όταν ήμου ν κοριτσάκι, ψηλόλιγνο και με κορακίσια μαλλιά, και ντρεπόμου ν για το αντιφατικό μου όνομα, ο μπαμπάς μου μου έλεγε ότι η νεροβιολέτα είχε κι αυ τή λάθος όνομα, επειδή δεν είχε βιολετί χρώμα. Είχε χρώμα λιλάροζ και κίτρινο λαιμό, αλλά δεν ήταν όμορφη παρ’ όλα αυτά, και δεν ήταν αστεία η σύμπτωση; Φυ σικά όχι, απαντού σα κου νώντας το κεφάλι. Την κοιτού σα από μακριά να πλησιάζει ολοένα και περισσότερο, ενώ από μέσα μου της έλεγα ξέρω πώς αισθάνεσαι. Εκεί που έτρεχα, ένιωσα το ρολόι να γλιστράει από τον καρπό μου και να πέφτει πάνω στα δέντρα αριστερά. Το κού μπωμα είχε σπάσει από την πρώτη-πρώτη φορά που το φόρεσα στον καρπό μου και από τότε ξεκου μπωνόταν πότε-πότε κι έπεφτε κάτω. Σταμάτησα να τρέχω και γύ ρισα πίσω. Το είδα κατάχαμα στην υ γρή όχθη. Ακού μπησα την πλάτη πάνω στον τραχύ σκού ρο καφέ κορμό ενός δέντρου για να πάρω μια ανάσα και τότε πρόσεξα ένα δρομάκι να ξεμακραίνει αριστερά. Δεν έδειχνε ού τε φιλόξενο ού τε ανοιχτό, αλλά η ερευ νητική πλευ ρά μου υ περίσχυ σε· το ανιχνευ τικό μυ αλό μου μου είπε να πάω να δω πού έβγαζε. Με έβγαλε εδώ. Έτρεξα τόσο μακριά και τόσο γρήγορα που όταν τελείωσε η λίστα των τραγου διών στο iPod μου , κοίταξα γύ ρω μου και δεν αναγνώρισα το τοπίο. Πυ κνή ομίχλη με

κύ κλωνε και απ’ ό,τι φαινόταν, βρισκόμου ν στην κορυ φή ενός πευ κόφυ του βου νού . Τα δέντρα έστεκαν κατακόρυ φα, με τις βελόνες του ς σε στάση προσοχής, σαν σκαντζόχοιρος που νιώθει να απειλείται και παίρνει στάση άμυ νας. Έβγαλα αργά τα ακου στικά από τα αυ τιά και άκου σα το λαχάνιασμά μου να αντηχεί ολόγυ ρα στα μεγαλόπρεπα βου νά. Αμέσως κατάλαβα ότι δεν ήμου ν πλέον στη μικρή πόλη Γκλιν. Δεν ήμου ν καν στην Ιρλανδία. Ήμου ν απλώς εδώ. Αυ τό έγινε χθες και είμαι ακόμα εδώ. Δου λειά μου είναι να ερευ νώ, κι έτσι ξέρω πώς πάει το πράγμα. Είμαι μια γυ ναίκα που μπορεί να φύ γει όποτε της καπνίσει χωρίς να δώσει λογαριασμό σε κανέναν, και να λείψει μια ολόκληρη βδομάδα χωρίς να δώσει κανένα σημείο ζωής. Εξαφανίζομαι συ χνά-πυ κνά, χάνω τακτικά την επαφή, κανείς δεν ψάχνει να με βρει και μου αρέσει έτσι. Μου αρέσει να πηγαινοέρχομαι όποτε θέλω. Ταξιδεύ ω πολύ , με προορισμό μέρη όπου θεάθηκαν τελευ ταία φορά τα άτομα που η τύ χη του ς αγνοείται, ερευ νώ την περιοχή και κάνω ερωτήσεις. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι σε αυ τή την πόλη είχα φτάσει μόλις εκείνο το πρωί και είχα πάει κατευ θείαν στις εκβολές του Σάνον για τζόγκινγκ. Δεν είχα μιλήσει με κανέναν, δεν είχα πάει καν σε κάποιο πανδοχείο, ού τε είχα διασχίσει κάποιον πολυ σύ χναστο δρόμο. Ξέρω τι θα που ν, ξέρω ότι ού τε καν φάκελο εξαφάνισης προσώπου δεν θα μου ανοίξου ν – θα είμαι απλώς ο άνθρωπος που άφησε πίσω την παλιά ζωή και δεν θέλει να βρεθεί· συ μβαίνει συ νεχώς αυ τό – και αν μου είχε συ μβεί τέτοια ώρα την

προηγού μενη βδομάδα, θα είχαν δίκιο κιόλας. Εντέλει, θα με κατατάξου ν στην κατηγορία της εξαφάνισης όπου δεν συ ντρέχει προφανής κίνδυ νος, ού τε για το εξαφανισμένο άτομο ού τε για το κοινό· για παράδειγμα, άτομα άνω των δεκαοκτώ που αποφασίζου ν να κάνου ν νέο ξεκίνημα στη ζωή. Εγώ είμαι τριάντα τεσσάρων και στα μάτια των άλλων ήθελα εδώ και πάρα πολύ καιρό να αλλάξω ζωή. Μόνο ένα πράγμα μπορού ν να σημαίνου ν όλα αυ τά: ότι αυ τή τη στιγμή δεν με αναζητάει κανείς. Πόσο θα κρατήσει αυ τό; Τι θα συ μβεί όταν βρου ν το σαραβαλιασμένο κόκκινο Φορντ Φιέστα του 1 9 9 1 στην όχθη του ποταμού , με μια γεμάτη βαλίτσα στο πορτμπαγκάζ, το φάκελο ενός εξαφανισμένου ατόμου στο ταμπλό, ένα γεμάτο ποτήρι ήδη παγωμένου καφέ και ένα κινητό τηλέφωνο με αναπάντητες κλήσεις πάνω στο κάθισμα του συ νοδηγού ; Τι θα γίνει τότε;

πέντε Μια στιγμή... Ο καφές. Μόλις θυ μήθηκα τον καφέ. Ερχόμενη από Δου βλίνο, σταμάτησα σε ένα κλειστό γκαράζ για να αγοράσω καφέ από το αυ τόματο μηχάνημα απέξω και τότε με είδε· εκείνος εκεί που έβαζε αέρα στα λάστιχά του , με είδε. Ήταν στη μέση του που θενά, καταμεσής στην εξοχή, πέντε και τέταρτο το πρωί, ώρα που τα που λιά κελαηδού σαν και οι αγελάδες μου κάνιζαν τόσο δυ νατά που με ξεκού φαιναν. Η μυ ρωδιά της κοπριάς ήταν βαριά αλλά τη γλύ καινε η ευ ωδιά του αγιοκλήματος που αναδευ όταν στο ελαφρύ πρωινό αεράκι. Αυ τός ο ξένος κι εγώ ήμαστε πολύ μακριά από τα πάντα αλλά ταυ τόχρονα καταμεσής σε κάτι. Και μόνο το γεγονός ότι ήμαστε τόσο απόλυ τα ξεκομμένοι από τη ζωή, ήταν αρκετό για να μας κάνει να κοιταχτού με και να νιώσου με συ νδεδεμένοι. Ήταν ψηλός, όχι όμως όσο εγώ· έτσι γίνεται πάντα εξάλλου . Ένα και ογδόντα, με στρογγυ λό πρόσωπο,

κόκκινα μάγου λα, πυ ρόξανθα μαλλιά και καταγάλανα μάτια, που μου φάνηκε πως τα είχα ξαναδεί κάπου , τα οποία έμοιαζαν κου ρασμένα έτσι νωρίς το πρωί όπως ήταν. Φορού σε φθαρμένο τζιν και το βαμβακερό που κάμισο με τα μπλε και άσπρα καρό ήταν μες στις ζάρες από το αυ τοκίνητο, είχε τα μαλλιά ξεχτένιστα, το πιγού νι αξύ ριστο και η κοιλιά του είχε αρχίσει να μεγαλώνει με την ηλικία. Τον έκανα τριάντα πέντε με σαράντα χρόνων, αν και έδειχνε μεγαλύ τερος γιατί είχε ρυ τίδες έκφρασης στο μέτωπο και ρυ τίδες γέλιου … όχι, από τη θλίψη που έβγαζε καταλάβαινα ότι δεν ήταν από το γέλιο. Λίγες γκρίζες τρίχες είχαν τρυ πώσει στου ς κροτάφου ς του – πρόσφατη προσθήκη στο νεανικό κεφάλι, κάθε τού φα αποτέλεσμα ενός σκληρού μαθήματος. Παρά τα παραπανίσια κιλά έδειχνε δυ νατός και μυ ώδης. Ήταν άνθρωπος που έκανε έντονη σωματική δραστηριότητα και την εικασία μου ενίσχυ σε το γεγονός ότι φορού σε βαριές μπότες. Είχε χέρια μεγάλα, αργασμένα αλλά δυ νατά. Διέκρινα τις φλέβες στου ς βραχίονές του να φου σκώνου ν με την κίνησή του καθώς ανασήκωσε άτσαλα τα μανίκια μέχρι κάτω από του ς αγκώνες, την ώρα που σήκωσε την τρόμπα του αέρα από τη θέση της. Ωστόσο, δεν μπορεί να πήγαινε στη δου λειά ντυ μένος έτσι, με αυ τό το που κάμισο. Φαινόταν πως αυ τά ήταν τα καλά του ρού χα. Τον περιεργαζόμου ν καθώς επέστρεφα στο αυ τοκίνητό μου . «Με συ γχωρείτε, σας έπεσε κάτι», φώναξε. Σταμάτησα και κοίταξα πίσω μου . Εκεί, πάνω στην άσφαλτο, το ασήμι στραφτάλιζε κάτω από τον ήλιο.

Αναθεματισμένο ρολόι, ψέλλισα, και κοίταξα να δω αν είχε σπάσει. «Ευ χαριστώ», χαμογέλασα, και το ξαναφόρεσα στον καρπό. «Δεν κάνει τίποτα. Ωραίος καιρός». Γνωστή φωνή συ νδυ άστηκε με τα γνώριμα μάτια. Τον περιεργάστηκα λίγο προτού απαντήσω. Κάποιος που γνώρισα σε ένα μπαρ, ένας μεθυ σμένος έρωτας, ένας παλιός εραστής, ένας πρώην συ νάδελφος, πελάτης, γείτονας ή συ μμαθητής από το σχολείο; Ανέτρεξα στο μυ αλό μου όλο το συ νηθισμένο κατεβατό με τα ονόματα. Δεν μπόρεσα να τον κατατάξω σε καμία κατηγορία. Αν δεν ήταν κάποιος παλιός εραστής, σκεφτόμου ν ότι θα ήθελα να γίνει τώρα. «Κού κλος», του αντιγύ ρισα το χαμόγελο. Τα φρύ δια του υ ψώθηκαν πρώτα από την έκπληξη και μετά ξανάπεσαν, και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε η ευ χαρίστηση όταν αντιλήφθηκε το κομπλιμέντο. Όσο όμως κι αν θα ήθελα να μείνω και να κανονίσω ίσως ένα ραντεβού για το μέλλον, με περίμενε μια συ νάντηση με τον Τζακ Ρατλ, τον συ μπαθητικό κύ ριο που είχα υ ποσχεθεί να βοηθήσω, τον άνθρωπο που ερχόμου ν από το Δου βλίνο να συ ναντήσω στο Λίμερικ. Ω, σε παρακαλώ, όμορφε τύ πε από το γκαράζ εκείνης της ημέρας, θυ μήσου με, σε παρακαλώ. Δεν γίνεται να αναρωτηθείς για μένα; Να με ψάξεις; Να με βρεις; Ναι, το ξέρω, άλλη μια ειρωνεία της τύ χης. Να λαχταράω να μου τηλεφωνήσει ένας άντρας· ποια, εγώ; Οι γονείς μου θα καμάρωναν για μένα.

έξι Ο Τζακ Ρατλ βρισκόταν πίσω από ένα βαρύ όχημα και προχωρού σε αργά στον Ν6 9 , τον παράκτιο δρόμο που οδηγού σε από το βόρειο Κέρι στο Φόινς όπου έμενε, μια μικρή πόλη της επαρχίας Λίμερικ, μισή ώρα με το αυ τοκίνητο από την πόλη Λίμερικ. Η ώρα ήταν πέντε το πρωί και ο Τζακ ακολου θού σε τη μοναδική διαδρομή για το λιμάνι Σάνον Φόινς, το μοναδικό επίνειο του Λίμερικ. Με το βλέμμα καρφωμένο στο ταχύ μετρο, προσπαθού σε τηλεπαθητικά να κάνει το φορτηγό να πάει γρηγορότερα ενώ έσφιγγε το τιμόνι τόσο δυ νατά που οι αρθρώσεις του άσπρισαν. Αγνόησε τη συ μβου λή του οδοντογιατρού , τον οποίο είχε επισκεφθεί χθες στο Τράλι, και άρχισε να τρίζει τα δόντια του . Το αδιάκοπο σφίξιμο έφθειρε τα δόντια του και εξασθενού σε τα ού λα, προκαλώντας του ενοχλήσεις και πόνου ς στη στοματική κοιλότητα. Τα μάγου λά του ήταν κόκκινα και πρησμένα, ασορτί με τα κου ρασμένα μάτια του . Είχε σηκωθεί μες στα μαύ ρα μεσάνυ χτα από τον καναπέ του φίλου ο οποίος τον φιλοξενού σε στο Τράλι, για να γυ ρίσει πίσω. Ο ύ πνος

δεν τον έπαιρνε εύ κολα τον τελευ ταίο καιρό. «Περνάς κάποιο άγχος;» τον είχε ρωτήσει ο οδοντογιατρός, ενώ εξέταζε το στόμα του Τζακ. Ο Τζακ, με το στόμα ανοιχτό, κατάπιε μια βρισιά και αντιστάθηκε στην παρόρμηση να κλείσει τα δόντια πάνω στα άσπρα χειρου ργικά δάχτυ λα μέσα στο στόμα του . Αγχωμένος, δεν λέει τίποτα. Ο αδελφός του , ο Ντόναλ, εξαφανίστηκε στα εικοστά τέταρτα γενέθλιά του , μετά από μια βραδινή έξοδο με φίλου ς στο κέντρο του Λίμερικ. Μετά από ένα μεταμεσονύ χτιο χάμπου ργκερ με πατάτες σε ένα φαστφου ντάδικο, χώρισε από του ς φίλου ς του κι έφυ γε μόνος. Το φαστφου ντάδικο ήταν τόσο γεμάτο με κόσμο που κανείς δεν έδινε σημασία σε κανέναν. Όσο για του ς τέσσερις φίλου ς του , ήταν τόσο μεθυ σμένοι και τόσο αφοσιωμένοι στην προσπάθεια να βρου ν ο καθένας από μια γυ ναίκα για το βράδυ , που δεν τον πρόσεξαν. Οι κάμερες ασφαλείας τον έδειξαν να βγάζει 3 0 ευ ρώ από ένα μηχάνημα αυ τόματης ανάληψης στην οδό Ο’Κόνελ στις 03 :08, τρεις ώρες μετά τα μεσάνυ χτα της Παρασκευ ής, ενώ μια άλλη κάμερα τον έδειξε να σκου ντου φλάει αργότερα προς την Άρθου ρ’ς Κου έι. Ύστερα χάθηκαν τα ίχνη του . Σχεδόν σαν να σταμάτησε να πατάει στη γη και να αναλήφθηκε στου ς ου ρανού ς. Ο Τζακ προετοιμαζόταν μάλιστα για το γεγονός ότι ίσως αυ τό ακριβώς να είχε συ μβεί κατά κάποιον τρόπο. Ο θάνατός του ήταν κάτι που ήξερε ότι θα κατάφερνε να αποδεχτεί εντέλει, αρκεί μόνο να βρίσκονταν αποχρώσες ενδείξεις ότι όντως συ νέβη. Αυ τό που τον βασάνιζε ήταν το γεγονός ότι δεν ήξερε.

Ήταν η ανησυ χία που τον κρατού σε ξύ πνιο τα βράδια, και ο φόβος που τον έκανε να σηκώνεται από το κρεβάτι του μες στη νύ χτα για να πάει στην του αλέτα να κάνει εμετό. Αλλά το γεγονός ότι οι έρευ νες της αστυ νομίας δεν είχαν καταλήξει που θενά ήταν αυ τό που τον κινητοποιού σε να συ νεχίζει τις έρευ νές του . Είχε συ νδυ άσει την επίσκεψη στον οδοντογιατρό στο Τράλι με μια επίσκεψη σε έναν από του ς φίλου ς του Ντόναλ που ήταν μαζί του τη νύ χτα της εξαφάνισης. Όπως και οι υ πόλοιποι της παρέας που είχαν βγει μαζί εκείνο το βράδυ , ήταν ένας άνθρωπος που ο Τζακ ήθελε να χτυ πήσει και να αγκαλιάσει ταυ τόχρονα. Ήθελε να του βάλει τις φωνές, αλλά και να τον παρηγορήσει επειδή είχε χάσει ένα φίλο. Δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια του , ού τε όμως και να φύ γει από κοντά του σε περίπτωση που θυ μόταν κάτι – κάτι που είχε ξεχάσει πριν και που θα του ς έδινε ξαφνικά το στοιχείο που αναζητού σαν όλοι. Τις νύ χτες έμενε ξάγρυ πνος ξεψαχνίζοντας χάρτες, ξαναδιαβάζοντας αναφορές, επιβεβαιώνοντας ώρες και καταθέσεις ενώ δίπλα του το στήθος της Γκλόρια ανεβοκατέβαινε καθώς ανάπνεε ήσυ χα, η γλυ κιά της ανάσα ανάδευ ε μερικές φορές τις γωνίες των χαρτιών του και ο κόσμος του ύ πνου της τρύ πωνε κρυ φά στον δικό του . Η Γκλόρια, η φιλενάδα του τα τελευ ταία οκτώ χρόνια, δεν είχε πρόβλημα να κοιμάται. Κοιμόταν σαν που λάκι όλη εκείνη τη χρονιά του φριχτού εφιάλτη για τον Τζακ και συ νέχιζε να ονειρεύ εται. Συ νέχιζε να έχει ελπίδες για το αύ ριο. Είχε αποκοιμηθεί βαθιά μετά την πολύ ωρη παραμονή

του ς στο αστυ νομικό τμήμα, την πρώτη φορά που ανησύ χησαν επειδή μετά από τέσσερις ημέρες σιωπής δεν είχαν ακόμα νέα του Ντόναλ. Κοιμήθηκε μετά την ολοήμερη έρευ να των αστυ νομικών στο ποτάμι για την ανεύ ρεση της σορού του . Κοιμήθηκε μετά τη μέρα που είχαν περάσει ώρες κολλώντας φωτογραφίες του Ντόναλ σε βιτρίνες καταστημάτων, πίνακες ανακοινώσεων σου περμάρκετ και στύ λου ς στου ς δρόμου ς. Κοιμήθηκε τη νύ χτα που πίστεψαν πως ανακάλυ ψαν τη σορό του σε ένα στενό της πόλης, και κοιμήθηκε και την επομένη όταν ανακάλυ ψαν ότι τελικά δεν ήταν αυ τός. Κοιμήθηκε τη νύ χτα που η αστυ νομία τού ς ανακοίνωσε ότι δεν μπορού σαν να κάνου ν τίποτε άλλο ύ στερα από πολύ μηνες έρευ νες. Κοιμήθηκε τη νύ χτα της κηδείας της μητέρας του , αφού είδε το φέρετρο μιας τσακισμένης από τη θλίψη μάνας να κατεβαίνει στο χώμα, να πηγαίνει επιτέλου ς να συ ναντήσει τον άντρα της μετά από είκοσι χρόνια ζωής χωρίς αυ τόν. Ο Τζακ εκνευ ριζόταν, αλλά ήξερε ότι δεν ήταν η έλλειψη ενδιαφέροντος που έκανε τα βλέφαρα της Γκλόρια να κλείνου ν. Το ήξερε επειδή του κρατού σε το χέρι εκείνη την πρώτη φορά στο αστυ νομικό τμήμα, όταν του ς έκαναν τη μια ερώτηση μετά την άλλη. Στεκόταν στο πλευ ρό του με τον άνεμο και τη βροχή να του ς μαστιγώνει το πρόσωπο, εκεί δίπλα στο ποτάμι, παρακολου θώντας του ς δύ τες να αναδύ ονται στην επιφάνεια του γκρίζου βου ρκόνερου με πρόσωπα περισσότερο συ ννεφιασμένα απ’ ό,τι προτού εξαφανιστού ν στον κόσμο από κάτω. Τον είχε βοηθήσει να κολλήσει πόστερ του Ντόναλ σε βιτρίνες και

στύ λου ς. Τον είχε σφίξει στην αγκαλιά της ενώ έκλαιγε τη μέρα που η αστυ νομία σταμάτησε τις έρευ νες, ενώ στεκόταν στην πρώτη σειρά της εκκλησίας και τον περίμενε την ώρα που εκείνος βοηθού σε να μεταφερθεί το φέρετρο της μητέρας του στο βωμό. Φυ σικά και νοιαζόταν. Όμως είχε περάσει ένας χρόνος και εκείνη εξακολου θού σε να κοιμάται τη νύ χτα, όταν αυ τός περνού σε τις πιο βασανιστικές ώρες της ζωής του . Εκείνες ήταν οι ώρες που ο Τζακ νοιαζόταν περισσότερο για τα πάντα, αλλά και οι ώρες που η Γκλόρια, έτσι βυ θισμένη στον ύ πνο της, ού τε νοιαζόταν ού τε μπορού σε να νοιαστεί για τίποτα. Κάθε νύ χτα, ο Τζακ ένιωθε την απόσταση ανάμεσα στον δικό της και στον δικό του κόσμο να μεγαλώνει. Έτσι, δεν της είπε ότι βρήκε μια γυ ναίκα, ονόματι Σάντι Σορτ, με πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων στον Χρυ σό Οδηγό. Δεν της είπε ότι της τηλεφώνησε. Δεν της είπε για τα τηλεφωνήματα αργά μες στη νύ χτα την περασμένη βδομάδα, ού τε για την καινού ρια αίσθηση ελπίδας με την οποία γέμισε το μυ αλό και την καρδιά του η αποφασιστικότητα και το πείσμα εκείνης της γυ ναίκας. Και δεν της είπε ότι είχαν κανονίσει να συ ναντηθού ν σήμερα στη διπλανή πόλη· και δεν της τα είπε επειδή… επειδή κοιμόταν.

Ο Τζακ κατάφερε να προσπεράσει την νταλίκα. Πλησίαζε επιτέλου ς σπίτι και βρέθηκε ολομόναχος να οδηγεί το δωδεκάχρονο σαραβαλιασμένο Νισάν του στον ήσυ χο

επαρχιακό δρόμο. Μέσα στο αυ τοκίνητο όλα ήταν ήσυ χα. Τον τελευ ταίο χρόνο δεν μπορού σε να ανεχθεί κανέναν ανεπιθύ μητο θόρυ βο· ο ήχος της τηλεόρασης ή του ραδιοφώνου στο βάθος ήταν ένας περισπασμός από την αναζήτηση απαντήσεων. Μέσα στο μυ αλό του επικρατού σε πανικός: φωνές, κραυ γές, επαναλήψεις παλιότερων συ ζητήσεων, φαντασιώσεις μελλοντικών· όλα στροβιλίζονταν μέσα στο κεφάλι του σαν χρυ σόμυ γα παγιδευ μένη μέσα σε βαζάκι. Έξω από το αυ τοκίνητο, η μηχανή βρυ χόταν, το μέταλλο κροτάλιζε, οι τροχοί αναπηδού σαν κι έπεφταν μέσα σε κάθε κοίλωμα και σαμαράκι του οδοστρώματος. Το μυ αλό του βοού σε μέσα στο σιωπηλό αμάξι και το αμάξι του δημιου ργού σε χλαπαταγή στην ήσυ χη εξοχή. Ήταν πέντε και τέταρτο ένα ηλιόλου στο κυ ριακάτικο πρωινό Ιού λιο μήνα, και ο Τζακ ένιωσε την ανάγκη να σταματήσει για να πάρει αέρα· να γεμίσει τόσο τα πνευ μόνια του όσο και την ξεφού σκωτη μπροστινή ρόδα. Σταμάτησε στο έρημο βενζινάδικο, που άνοιγε αργότερα το πρωί, και πάρκαρε δίπλα στην αντλία του αέρα. Άφησε το κελάηδημα να γεμίσει φευ γαλέα το μυ αλό του και να διώξει τις άλλες σκέψεις του , ενώ ανασήκωσε τα μανίκια του και τέντωσε τα μέλη του που είχαν πιαστεί από το μακρύ ταξίδι. Η χρυ σόμυ γα σταμάτησε μια στιγμή να πετάει γύ ρω-γύ ρω. Τότε, ήρθε άλλο ένα αμάξι που πάρκαρε κι αυ τό. Ο πληθυ σμός της περιοχής ήταν μικρός κι έτσι μπορού σε να εντοπίσει ξένο αμάξι από χιλιόμετρα μακριά… χώρια που το πρόδωσε και η δου βλινέζικη πινακίδα του . Μέσα από το μικροσκοπικό σαραβαλάκι ξεπρόβαλαν δύ ο

μακριά πόδια ντυ μένα με γκρίζα φόρμα, τα οποία ακολού θησε μετά ένα μακρύ κορμί. Ο Τζακ συ γκρατήθηκε για να μην καρφωθεί σαν χαζός, αλλά με την άκρη του ματιού του κοιτού σε τη γυ ναίκα με τα μαύ ρα κατσαρά μαλλιά να πηγαίνει με μεγάλες δρασκελιές στο αυ τόματο μηχάνημα πώλησης καφέ πλάι στην είσοδο του θεόκλειστου γκαράζ. Ξαφνιάστηκε που κάποια με το δικό της ύ ψος μπορού σε να χωρέσει σε τόσο μικρό αυ τοκίνητο. Πρόσεξε πως κάτι της έπεσε από το χέρι και άκου σε έναν μεταλλικό ήχο όταν χτύ πησε στο έδαφος. «Με συ γχωρείτε, κάτι σας έπεσε», της φώναξε. Εκείνη κοίταξε πίσω της σαστισμένη, και γύ ρισε πίσω, εκεί όπου το μέταλλο στραφτάλιζε πάνω στο έδαφος. «Ευ χαριστώ», του χαμογέλασε, και φόρεσε στον καρπό της κάτι που έμοιαζε με βραχιόλι ή ρολόι. «Δεν κάνει τίποτα. Ωραίος καιρός». Ο Τζακ ένιωσε τον πόνο στα πρησμένα του μάγου λα να δυ ναμώνει όταν ανασηκώθηκαν σε χαμόγελο. Τα πράσινα μάτια της άστραψαν σαν σμαράγδια πάνω στην κατάλευ κη επιδερμίδα της και λαμπύ ρισαν όταν έπεσε πάνω του ς το φως του ήλιου που περνού σε μέσα από τα ψηλά δέντρα. Οι κορακίσιες μπού κλες της γύ ριζαν παιχνιδιάρικα γύ ρω από το πρόσωπό της, αποκαλύ πτοντας κάποια χαρακτηριστικά της και κρύ βοντας άλλα. Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, τον περιεργάστηκε σαν να ανέλυ ε κάθε εκατοστό του κορμιού του . Εντέλει ανασήκωσε το φρύ δι. «Κού κλος», απάντησε, και του αντιγύ ρισε το χαμόγελο. Και τότε, η

γυ ναίκα, τα κορακίσια κατσαρά μαλλιά της, το πλαστικό κύ πελλο με τον καφέ, τα μακριά πόδια και όλα τα άλλα, εξαφανίστηκαν μέσα στο μικροσκοπικό αμάξι σαν πεταλού δα που την καταπίνει σαρκοβόρο φυ τό. Ο Τζακ κοιτού σε το Φορντ Φιέστα να χάνεται πέρα μακριά, νιώθοντας πως θα ήθελε να είχε μείνει μαζί του , και πρόσεξε για άλλη μια φορά πώς άλλαζαν τα πράγματα ανάμεσα σε αυ τόν και την Γκλόρια· ή ίσως να άλλαζαν μόνο τα συ ναισθήματά του γι’ αυ τήν. Δεν είχε όμως χρόνο να το σκεφτεί αυ τό τώρα. Απεναντίας, γύ ρισε στο αυ τοκίνητό του και άρχισε να ξεφυ λλίζει του ς φακέλου ς ώστε να προετοιμαστεί για το ραντεβού του με τη Σάντι Σορτ αργότερα το ίδιο πρωί. Ο Τζακ δεν ήταν θρησκευ όμενος· είχε πάνω από είκοσι χρόνια να πάει στην εκκλησία. Του ς τελευ ταίου ς δώδεκα μήνες είχε προσευ χηθεί όλες κι όλες τρεις φορές. Μια φορά για να μη βρεθεί ο Ντόναλ όταν τον αναζητού σαν στο ποτάμι, τη δεύ τερη για να μην ανήκει σε αυ τόν το πτώμα στο στενό, και την τρίτη φορά για να γλιτώσει η μητέρα του από το δεύ τερο εγκεφαλικό επεισόδιο μέσα σε έξι χρόνια. Οι δύ ο από τις τρεις προσευ χές του είχαν εισακου στεί. Σήμερα προσευ χήθηκε για τέταρτη φορά. Προσευ χήθηκε να τον πάρει η Σάντι Σορτ από το μέρος όπου βρισκόταν τώρα και να του φέρει τις απαντήσεις που γύ ρευ ε.

επτά Το φως της βεράντας ήταν ακόμη αναμμένο όταν γύ ρισε σπίτι ο Τζακ. Επέμενε να μένει αναμμένο όλη νύ χτα για χάρη του Ντόναλ, σαν φάρος που θα οδηγού σε τον αδελφό του σπίτι. Τώρα που είχε ξημερώσει, το έσβησε και άρχισε να γυ ρίζει αθόρυ βα μέσα στο διαμέρισμα πατώντας στις μύ τες των ποδιών του για να μην ξυ πνήσει την Γκλόρια που απολάμβανε το κυ ριακάτικο χου ζού ρι της. Έψαξε μέσα στο καλάθι με τα άπλυ τα, έβγαλε έξω το λιγότερο τσαλακωμένο ρού χο που βρήκε και άλλαξε το ένα καρό που κάμισο με ένα άλλο. Δεν είχε πλυ θεί επειδή δεν ήθελε να την ξυ πνήσει ο ήχος της βρύ σης και του ανεμιστήρα οροφής του μπάνιου . Κρατήθηκε και δεν τράβηξε ού τε το καζανάκι. Ήξερε πως όλα αυ τά δεν σήμαιναν ότι ήταν υ περβολικά γαλαντόμος – όχι ότι ένιωθε και καμιά ντροπή που στην πραγματικότητα ήταν το ακριβώς αντίθετο. Κράτησε επίτηδες κρυ φό το ραντεβού του με τη Σάντι Σορτ, τόσο από την Γκλόρια όσο και από την υ πόλοιπη οικογένειά του .

Τόσο για το δικό του ς όσο και για το δικό του καλό. Βαθιά μέσα του ς, εκείνοι είχαν αρχίσει να προχωρού ν παρακάτω. Έβαζαν τα δυ νατά του ς να ξαναβρεί η ζωή τού ς φυ σιολογικού ς της ρυ θμού ς μετά τη μεγάλη αναταραχή και την αναστάτωση που προκάλεσε ο χαμός όχι ενός αλλά δύ ο συ γγενών τον ίδιο χρόνο. Ο Τζακ σεβόταν τη στάση του ς· είχαν φτάσει όλοι σε ένα σημείο όπου δεν μπορού σαν να πάρου ν άλλη άδεια από τη δου λειά, όπου τα συ μπονετικά χαμόγελα έδιναν τη θέση του ς σε καθημερινού ς χαιρετισμού ς και όπου οι συ ζητήσεις με του ς γείτονες είχαν αρχίσει να επανέρχονται σε φυ σιολογικά πλαίσια. Ο κόσμος είχε αρχίσει να μιλάει και για άλλα πράγματα, δεν έκαναν ερωτήσεις και είχαν σταματήσει τις συ μβου λές. Σταμάτησαν να προσγειώνονται στο χαλάκι της εισόδου κάρτες με λόγια παρηγοριάς. Οι πάντες συ νέχιζαν τη ζωή του ς, οι εργοδότες είχαν προσπαθήσει όσο γινόταν να αλλάζου ν τις βάρδιες στη δου λειά ώστε να του ς εξυ πηρετήσου ν, τώρα όμως έπρεπε να γυ ρίσει κάθε κατεργάρης στον πάγκο του . Ο Τζακ όμως ένιωθε πως ήταν και λάθος και αλλόκοτο να συ νεχιστεί η ζωή χωρίς τον Ντόναλ. Αν ήθελε να φανεί ειλικρινής, αυ τό που δεν άφηνε τον Τζακ να κάνει ό,τι και η υ πόλοιπη οικογένειά του , και να ξαναπιάσει με θάρρος το νήμα της ζωής του από εκεί που το είχε αφήσει, δεν ήταν η απου σία του Ντόναλ. Φυ σικά του έλειπε, αλλά, όπως είχε συ μβεί και με το θάνατο της μητέρας του , μπορού σε και θα κατάφερνε εντέλει να ξεπεράσει το πένθος. Δεν ήταν αυ τό. Ήταν το μυ στήριο που περιέβαλλε την εξαφάνισή του · όλα εκείνα τα

αναπάντητα ερωτήματα ήταν σαν ερωτηματικά που του θόλωναν την όραση όπως όταν σε τραβάνε φωτογραφία με φλας. Έκλεισε την πόρτα στο ακατάστατο σπίτι με το ένα υ πνοδωμάτιο όπου έμεναν με την Γκλόρια τα τελευ ταία πέντε χρόνια. Όπως ο πατέρας του έτσι και ο Τζακ δού λευ ε όλη του τη ζωή φορτοεκφορτωτής στην εταιρεία Σάνον Φόινς Πορτ. Είχε διαλέξει το χωριό Γκλιν, δεκατρία χιλιόμετρα δυ τικά του Φόινς, για τη συ νάντηση με τη Σάντι Σορτ επειδή ήταν ένα μέρος όπου δεν είχε καθόλου συ γγενείς. Στις εννέα το πρωί κάθισε σε ένα μικρό καφέ, μισή ώρα νωρίτερα από την προγραμματισμένη συ νάντηση. Η Σάντι είχε πει στο τηλέφωνο ότι έφτανε πάντα νωρίς στα ραντεβού της, ενώ ο Τζακ δεν μπορού σε να κρύ ψει την αδημονία, τη νευ ρικότητα και τη διακαή του επιθυ μία να δώσει μια ευ καιρία σε αυ τή την καινού ρια ιδέα που είχε αρχίσει να σχηματίζεται. Όσο περισσότερη ώρα θα περνού σαν μαζί, τόσο το καλύ τερο. Παράγγειλε καφέ και κάρφωσε το βλέμμα στην πιο πρόσφατη φωτογραφία του Ντόναλ στο τραπέζι μπροστά του . Τον τελευ ταίο χρόνο είχε δημοσιευ τεί σχεδόν σε κάθε εφημερίδα της Ιρλανδίας, είχε αναρτηθεί σε πίνακες ανακοινώσεων και σε βιτρίνες καταστημάτων. Στο φόντο ήταν το ψεύ τικο άσπρο χριστου γεννιάτικο δέντρο που στόλιζε κάθε χρόνο στο καθιστικό του σπιτιού η μητέρα του . Το φλας της φωτογραφικής μηχανής είχε ανακλαστεί στις μπάλες, και τα στολίδια αστραποβολού σαν. Το κατεργάρικο χαμόγελο του Ντόναλ ήταν σαν να κορόιδευ ε τον Τζακ, σαν να τον τσιγκλού σε να τον βρει. Του Ντόναλ του

άρεσε πάντα το κρυ φτό όταν ήταν παιδί. Ήταν ικανός να μείνει κρυ μμένος για ώρες, αν αυ τό θα του εξασφάλιζε τη νίκη. Οι άλλοι έχαναν την υ πομονή του ς και ανήγγελλαν δυ νατά ότι ο Ντόναλ ήταν νικητής, μόνο και μόνο για να βγει από την κρυ ψώνα του με ένα περήφανο πλατύ χαμόγελο στα χείλη. Η τωρινή ήταν η πιο μακρόχρονη έρευ να που είχε αναγκαστεί να κάνει ποτέ ο Τζακ, και όλο ευ χόταν να έβγαινε ο αδελφός του από την κρυ ψώνα του , να εμφανιζόταν με το ίδιο περήφανο χαμόγελο και να τελείωνε εκεί το παιχνίδι. Τα γαλανά μάτια του Ντόναλ –το μόνο κοινό χαρακτηριστικό ανάμεσα στα δύ ο αδέλφια– κοιτού σαν σπιθίζοντας τον Τζακ, ο οποίος σαν να περίμενε σχεδόν πως θα έβλεπε να του κλείνει το μάτι. Όσο πολύ και όσο έντονα κι αν είχε κοιτάξει τη φωτογραφία, ο Τζακ δεν μπορού σε να της δώσει ζωή. Δεν μπορού σε να βάλει το χέρι μέσα στο κάδρο της εκτύ πωσης και να τραβήξει τον αδελφό του έξω· δεν μπορού σε να μυ ρίσει το άφτερ σέιβ με το οποίο λου ζόταν, δεν μπορού σε να του ανακατέψει τα καστανά μαλλιά και να τον ξεχτενίσει εκνευ ρίζοντάς τον, δεν μπορού σε να ακού σει τη φωνή του καθώς βοηθού σε τη μητέρα του ς στις δου λειές του σπιτιού . Ένα χρόνο μετά, είχε ακόμα στη μνήμη του την αφή και τη μυ ρωδιά του Ντόναλ, αλλά σε αντίθεση με του ς υ πόλοιπου ς συ γγενείς, του Τζακ δεν του αρκού σε η ανάμνηση. Η φωτογραφία είχε τραβηχτεί τα προπέρσινα Χριστού γεννα, μόλις έξι μήνες πριν από την εξαφάνισή του . Ο Τζακ περνού σε μία φορά την εβδομάδα από το σπίτι της μητέρας του , όπου έμενε με τον Ντόναλ, τον

μοναδικό από τα έξι αδέλφια που έμενε ακόμα στο πατρικό. Εκτός από τις συ νηθισμένες σύ ντομες συ ζητήσεις του ς περί ανέμων και υ δάτων που δεν κρατού σαν πάνω από δύ ο λεπτά κάθε φορά, εκείνα τα Χριστού γεννα ήταν η τελευ ταία φορά που ο Τζακ έκανε μια κανονική συ ζήτηση με τον Ντόναλ. Ο Ντόναλ του έδωσε το συ νηθισμένο δώρο του –κάλτσες– και ο Τζακ του έδωσε το κου τί με τα μαντίλια που του είχε κάνει δώρο την περσινή χρονιά η μεγάλη του ς αδελφή. Γέλασαν και οι δύ ο με το πόσο αδιάφορα του ς φάνηκαν τα δώρα του ς. Εκείνη τη μέρα, ο Ντόναλ ήταν όλο ζωή, τρισευ τυ χισμένος με την καινού ρια του δου λειά ως τεχνικός ηλεκτρονικών υ πολογιστών. Είχε αρχίσει δου λειά τον Σεπτέμβρη μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Λίμερικ – μια τελετή στην οποία η μητέρα του παραλίγο να πέσει από το κάθισμά της υ πό το βάρος της περηφάνιας που ένιωθε για το μωράκι της. Ο Ντόναλ του είχε μιλήσει με σιγου ριά για το πόσο πολύ του άρεσε η δου λειά, και ο Τζακ κατάλαβε ότι ο αδελφός του ήταν πια ώριμος και είχε βρει το δρόμο του αφότου άφησε πίσω τη φοιτητική ζωή. Δεν ήταν ποτέ πολύ δεμένοι μεταξύ του ς. Σε μια οικογένεια με έξι παιδιά, ο Ντόναλ ήταν το μωρόέκπληξη, ενώ κανείς δεν είχε εκπλαγεί περισσότερο από την ίδια τη μητέρα του ς, τη Φράνσες, η οποία ήταν στα σαράντα επτά της την εποχή που έμαθε πως ήταν έγκυ ος. Το γεγονός ότι ο Τζακ ήταν δώδεκα χρόνια μεγαλύ τερος από τον Ντόναλ σήμαινε πως είχε ήδη φύ γει από το σπίτι όταν ο Ντόναλ ήταν έξι χρόνων. Έτσι,

δεν έμαθε ποτέ τις σκοτεινές πτυ χές του αδελφού του , τις οποίες αντιλαμβάνεται κανείς μόνο όταν μένει με τον άλλο· για δεκαοκτώ χρόνια λοιπόν ήταν αδέλφια, αλλά όχι φίλοι. Ο Τζακ αναρωτήθηκε, για πολλοστή φορά, αν ίσως θα μπορού σε να λύ σει μέρος του μυ στηρίου στην περίπτωση που γνώριζε καλύ τερα τον Ντόναλ. Αν είχε προσπαθήσει πιο πολύ να γνωρίσει τον μικρό του αδελφό, ή αν είχαν κάνει περισσότερες συ ζητήσεις πάνω σε συ γκεκριμένα θέματα αντί να μιλού ν περί ανέμων και υ δάτων, τότε ίσως να είχε βγει και εκείνος μαζί του τη νύ χτα των γενεθλίων του . Ίσως να μην τον είχε αφήσει να φύ γει από εκείνο το φαστφου ντάδικο, ή ίσως να είχαν φύ γει μαζί και να είχαν πάρει το ίδιο ταξί. Ή μπορεί ο Τζακ να βρισκόταν τώρα στο ίδιο μέρος όπου ήταν και ο Ντόναλ τού τη τη στιγμή. Όποιο κι αν ήταν αυ τό το μέρος.

οκτώ Ο Τζακ ήπιε το τρίτο φλιτζάνι καφέ και κοίταξε την ώρα. Δέκα και τέταρτο. Η Σάντι Σορτ είχε αργήσει. Τα πόδια του πήγαιναν νευ ρικά σαν το εκκρεμές κάτω από το τραπέζι και τα δάχτυ λα του αριστερού του χεριού χτυ πού σαν ρυ θμικά το ξύ λο, ενώ με το δεξί έκανε νεύ μα να του φέρου ν κι άλλον καφέ. Συ νέχισε να σκέφτεται αισιόδοξα. Θα ερχόταν. Το ήξερε ότι θα ερχόταν. Στις έντεκα, επιχείρησε για πέμπτη φορά να τη βρει στο κινητό της. Καλού σε για πολλή ώρα και εντέλει η απάντηση ήταν: «Γεια, είμαι η Σάντι Σορτ. Αυ τή τη στιγμή δεν μπορώ να σας μιλήσω. Αφήστε μήνυ μα και θα σας καλέσω όσο γίνεται συ ντομότερα». Μπιπ. Ο Τζακ έκλεισε. Στις εντεκάμισι είχε ήδη καθυ στερήσει δύ ο ώρες, και ο Τζακ άκου σε ξανά το φωνητικό μήνυ μα που του είχε αφήσει η Σάντι το προηγού μενο βράδυ . «Γεια σου Τζακ, Σάντι Σορτ εδώ. Σε παίρνω για να επιβεβαιώσου με το αυ ριανό ραντεβού στις εννιάμισι το

πρωί στο Κίτι’ς Καφέ στο Γκλιν. Θα ξεκινήσω από απόψε». Ο τόνος της μαλάκωσε. «Όπως ξέρεις, δεν κοιμάμαι», γέλασε σιγανά, «γι’ αυ τό θα φτάσω νωρίς. Ανυ πομονώ να σε γνωρίσω από κοντά, μετά τις συ ζητήσεις που κάναμε. Και, Τζακ» –παύ ση– «σου υ πόσχομαι ότι θα βάλω τα δυ νατά μου να σε βοηθήσω. Δεν θα σταματήσου με την προσπάθεια να βρού με τον Ντόναλ». Στις δώδεκα, ο Τζακ άκου σε πάλι το μήνυ μα. Στη μία, μετά από αναρίθμητα φλιτζάνια καφέ, τα δάχτυ λα του Τζακ σταμάτησαν να χτυ πού ν ρυ θμικά και σφίχτηκαν γροθιά πάνω στην οποία στήριξε το σαγόνι του . Ένιωθε το βλέμμα του μαγαζάτορα στην πλάτη του τόσες ώρες που καθόταν και περίμενε νευ ρικά, κοιτάζοντας διαρκώς την ώρα και χωρίς να παραχωρεί το τραπέζι σε μια παρέα που ήθελε να ξοδέψει περισσότερα χρήματα από τον ίδιο. Τα τραπέζια γύ ρω του γέμιζαν και άδειαζαν, το κεφάλι του τιναζόταν κάθε φορά που κου δού νιζε το καμπανάκι πάνω από την πόρτα. Δεν ήξερε πώς ήταν εμφανισιακά η Σάντι Σορτ· το μόνο που του είχε πει ήταν ότι δεν περνού σε απαρατήρητη. Δεν ήξερε τι να περιμένει, αλλά κάθε φορά που το καμπανάκι κου δού νιζε, ένιωθε τόσο το μυ αλό όσο και την καρδιά του να γεμίζου ν ελπίδα, μετά όμως ένιωθε πάλι το ίδιο σφίξιμο, όταν το βλέμμα του κάθε νεοφερμένου προσπερνού σε το δικό του και καρφωνόταν κάπου αλλού . Στις δυ όμισι, το καμπανάκι κου δού νισε άλλη μια φορά. Μετά από αναμονή πεντέμισι ωρών, το κου δού νισμα

αυ τό συ νόδευ σε το άνοιγμα και το κλείσιμο της πόρτας πίσω από τον Τζακ. εννέα

Για δύ ο μέρες σχεδόν έμεινα στην ίδια δασωμένη περιοχή, τρέχοντας μπρος-πίσω, προσπαθώντας να αναπαραγάγω τις κινήσεις μου και να αντιστρέψω κατά κάποιον τρόπο την άφιξη μου εδώ πέρα. Έτρεχα πάνωκάτω στη βου νοπλαγιά, δοκίμαζα διάφορες ταχύ τητες και πάσχιζα να θυ μηθώ πόσο γρήγορα έτρεχα, τι τραγού δι άκου γα, τι σκεφτόμου ν και σε ποια περιοχή βρισκόμου ν, όταν πρόσεξα για πρώτη φορά την αλλαγή στο τοπίο γύ ρω μου . Θαρρείς κι αυ τά τα πράγματα είχαν παίξει κάποιο ρόλο σε αυ τό που μου είχε συ μβεί. Περπατού σα πάνω-κάτω, κάτω-πάνω, αναζητώντας το σημείο εισόδου και, το σημαντικότερο, το σημείο εξόδου . Ήθελα να έχω κάτι να ασχολού μαι. Δεν ήθελα να μείνω άπραγη, σαν τα προσωπικά αντικείμενα που ήταν σκορπισμένα παντού τριγύ ρω· δεν ήθελα να καταντήσω σαν τα σκου λαρίκια που στραφτάλιζαν μέσα στο ψηλό χορτάρι. Το συ μπέρασμα ότι είχα εξαφανιστεί ήταν παράδοξο – το ξέρω– αλλά, πιστέψτε με, δεν κατέληξα ξαφνικά σε αυ τό. Τις πρώτες ώρες ένιωθα τρομερή σύ γχυ ση και εκνευ ρισμό, αλλά καταλάβαινα πως είχε συ μβεί κάτι πιο ασυ νήθιστο από μια λάθος στροφή επειδή, από γεωγραφική άποψη, δεν γινόταν να υ ψωθεί ένα ολόκληρο βου νό από το έδαφος μέσα σε λίγα δευ τερόλεπτα, ού τε μπορού σαν να βλαστήσου ν ξαφνικά δέντρα τα οποία δεν είχαν φυ τρώσει ποτέ σε ιρλανδικό έδαφος, ού τε

μπορού σε ο ποταμός Σάνον να ξεραθεί και να εξαφανιστεί. Έτσι, κατάλαβα πως βρισκόμου ν κάπου αλλού . Μου πέρασε φυ σικά από το μυ αλό το ενδεχόμενο να ονειρεύ ομαι, να έπεσα και να χτύ πησα στο κεφάλι και να βρίσκομαι σε κώμα, ή και να είχα πεθάνει. Αναρωτήθηκα αν η ανωμαλία της εξοχικής περιοχής έδειχνε προς το τέλος του κόσμου , και αμφισβήτησα τις γεωγραφικές γνώσεις μου για το δυ τικό Λίμερικ. Επίσης, αφιέρωσα πολλή σκέψη στην πιθανότητα να είχα χάσει τα λογικά μου . Μάλιστα, ήταν το νού μερο ένα στη λίστα των πιθανοτήτων. Όταν όμως τα έβαλα κάτω και σκέφτηκα λογικά τα πράγματα, έτσι περιτριγυ ρισμένη από το ομορφότερο τοπίο που είχα αντικρίσει ποτέ μου , συ νειδητοποίησα πως ήμου ν σίγου ρα ζωντανή, πως ο κόσμος δεν είχε τελειώσει, ότι δεν είχε επικρατήσει κάποια μαζική παράκρου ση, και ότι δεν ήμου ν ακόμα μια κάτοικος χωματερής. Συ νειδητοποίησα ότι οι έρευ νες για δρόμο διαφυ γής μού θόλωναν την όραση και δεν με άφηναν να δω πού ακριβώς ήμου ν. Δεν είχα καμία διάθεση να κρυ φτώ πίσω από το ψέμα ότι θα έβρισκα δρόμο διαφυ γής ανεβοκατεβαίνοντας ένα λόφο. Δεν το συ νήθιζα να καταφεύ γω συ νειδητά σε περισπασμού ς που έπνιγαν τη φωνή της λογικής. Είμαι άνθρωπος ορθολογικός και η πιο ορθολογική εξήγηση απ’ όλες τις απίστευ τες πιθανότητες ήταν πως ήμου ν ακόμα ζωντανή, σώα και ασφαλής, και ότι είχα εξαφανιστεί. Έτσι έχου ν τα πράγματα, όσο παράδοξα κι αν είναι. Κοντά στο σού ρου πο της δεύ τερής μου ημέρας εκεί,

αποφάσισα να εξερευ νήσω τον παράξενο καινού ριο τόπο και να πάω πιο βαθιά στο πευ κοδάσος. Κλαράκια έσπαζαν κάτω από τα αθλητικά μου παπού τσια και το χώμα ήταν μαλακό, σκεπασμένο με αλλεπάλληλες στρώσεις από πεσμένα, σάπια πλέον φύ λλα, φλού δες κορμών, κου κου νάρια και βελου δένια βρύ α. Η ομίχλη υ ψωνόταν σαν ανάριο μπαμπάκι πάνω από το κεφάλι μου και έφτανε ίσαμε τις κορυ φές των δέντρων. Οι ψηλόλιγνοι κορμοί υ ψώνονταν σαν πελώρια ξύ λινα μολύ βια που χρωμάτιζαν τον ου ρανό. Την ημέρα έβαφαν το στερέωμα καταγάλανο, σκοτεινιάζοντας το χρώμα με ανάρια σύ ννεφα και πορτοκαλί μπογιά, ενώ τη νύ χτα οι μαυ ρισμένες μύ τες, που τις είχε κάψει ο καυ τός ήλιος, σκοτείνιαζαν τα ου ράνια. Στον ου ρανό λαμπύ ριζαν εκατομμύ ρια άστρα που μου έκλειναν το μάτι και μοιράζονταν ένα κοινό μυ στικό για τον κόσμο, που εγώ δεν θα μάθαινα ποτέ. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθω φόβο καθώς περπατού σα στη βου νοπλαγιά ολομόναχη μες στο σκοτάδι. Όμως ένιωθα ασφάλεια έτσι όπως με περιτριγύ ριζε το κελάηδημα των που λιών, με κύ κλωνε η γλυ κιά ευ ωδιά των βρύ ων και του πεύ κου , και με κου κού λωνε η ομίχλη που έκρυ βε κάτι σαν μαγεία. Στο παρελθόν είχα βρεθεί σε πολλές ασυ νήθιστες καταστάσεις, άλλες επικίνδυ νες και άλλες αλλόκοτες. Στη δου λειά μου ακολου θού σα κάθε λογής στοιχεία, έπαιρνα κάθε λογής δρόμου ς και ποτέ δεν άφησα το φόβο να με απομακρύ νει από μια κατεύ θυ νση η οποία θα μπορού σε να με οδηγήσει στον εντοπισμό κάποιου . Δεν φοβόμου ν να αναποδογυ ρίσω όποια πέτρα έβρισκα στο

δρόμο μου , ή να τις εκσφενδονίσω μαζί με τις ερωτήσεις μου σε ατμόσφαιρες που απειλού σαν να σπάσου ν σε χίλια κομμάτια. Όταν εξαφανίζονται άνθρωποι, αυ τό συ μβαίνει συ νήθως κάτω από σκοτεινές συ νθήκες τις οποίες προτιμού ν να αγνοού ν οι περισσότεροι άνθρωποι. Σε σύ γκριση με τις προηγού μενες εμπειρίες μου με τον υ πόκοσμο, αυ τός ο καινού ριος μου σκοπός ήταν κυ ριολεκτικά παιχνιδάκι. Γιατί, το να βρω έναν τρόπο να επιστρέψω πίσω ήταν ο καινού ριος μου σκοπός. Ήχος μου ρμου ρητού μπροστά μου με έκανε να σταματήσω απότομα. Είχα μέρες να έρθω σε επαφή με ανθρώπου ς, και δεν ήμου ν καθόλου σίγου ρη αν θα ήταν φιλικοί οι άνθρωποι αυ τοί. Το τρεμάμενο φως μιας υ παίθριας φωτιάς έριχνε σκιές στο δάσος και, πλησιάζοντας αθόρυ βα, αντίκρισα ένα ξέφωτο. Τα δέντρα αραίωναν και μετά έδιναν τη θέση του ς σε έναν μεγάλο κύ κλο όπου κάθονταν πέντε άνθρωποι. Γελού σαν, αστειεύ ονταν και τραγου δού σαν με τη συ νοδεία μου σικής. Έμεινα κρυ μμένη στις σκιές των γιγάντιων κωνοφόρων νιώθοντας σαν τη διστακτική πεταλού δα που έλκεται στη φλόγα. Άκου γα ιρλανδικές προφορές, πράγμα που με έκανε να αμφισβητήσω τη γελοία εικασία μου πως είχα βγει εκτός συ νόρων, και εκτός προσωπικής ζωής. Εκείνα τα λίγα δευ τερόλεπτα, αμφισβήτησα τα πάντα. Ένα κλαδί έσπασε με κρότο κάτω από το πόδι μου και αντήχησε σε ολόκληρο το δάσος. Η μου σική σταμάτησε απότομα και οι φωνές σίγησαν. «Κάποιος είναι εκεί», ψιθύ ρισε δυ νατά μια γυ ναίκα. Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το μέρος μου .

«Έι, εσύ !» φώναξε με έξαψη ένας πρόσχαρος άντρας. «Έλα κοντά μας! Ετοιμαζόμασταν να τραγου δήσου με τα “Χριστιανόπου λα”». Όλη η παρέα άφησε ένα ταυ τόχρονο βογκητό. Ο άντρας πετάχτηκε όρθιος από τη θέση του πάνω στον κορμό ενός πεσμένου δέντρου και με πλησίασε με ανοιχτά τα μπράτσα σε καλωσόρισμα. Το κεφάλι του ήταν φαλακρό, με εξαίρεση τέσσερις τού φες που κρέμονταν σαν μακαρόνια, έτσι όπως τις χτένιζε προς τα πάνω στο κρανίο του για να καλύ πτου ν τη φαλάκρα. Ήταν φεγγαροπρόσωπος και είχε φιλική όψη, κι έτσι βγήκα στο φως και ένιωσα αμέσως τη ζεστασιά της φωτιάς στο δέρμα μου . «Γυ ναίκα είναι», ψιθύ ρισε πάλι δυ νατά η γυ ναικεία φωνή. Δεν ήξερα τι να πω, και ο άντρας που με πλησίασε γύ ρισε να κοιτάξει αβέβαια την παρέα του . «Μπορεί να μη μιλάει αγγλικά», ψιθύ ρισε δυ νατά η γυ ναίκα. «Α», ο άντρας στράφηκε πάλι σε μένα, «μιλάαααατε ανν-γγου -λι-κά;» Η παρέα στραβομου τσού νιασε. «Ού τε το Λεξικό της Οξφόρδης δεν θα το καταλάβαινε αυ τό, βρε Μπέρναρντ». Χαμογέλασα και έγνεψα ναι. Η παρέα βου βάθηκε. Με περιεργάζονταν και ξέρω τι σκέφτονταν όλοι: ψηλή είναι. «Α, ωραία». Χτύ πησε παλαμάκια και οι παλάμες του έμειναν σφιχτοδεμένες κοντά στο στήθος του . Στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα ακόμα πιο φιλικό χαμόγελο. «Από πού είσαι;»

Δεν ήξερα αν έπρεπε να πω από τη Γη, την Ιρλανδία ή το Λήτριμ. Ακολού θησα το ένστικτό μου και η λέξη «Ιρλανδία» ήταν το μόνο που βγήκε από το στόμα μου το οποίο είχε μέρες να μιλήσει. «Θαυ μάσια!» Το χαμόγελο του πρόσχαρου τύ που ήταν τόσο πλατύ που δεν μπόρεσα να μην του το ανταποδώσω. «Κοίτα σύ μπτωση! Παρακαλώ, έλα κοντά μας». Με μια αναπήδηση, ένα χοροπήδημα και έναν πήδο, με οδήγησε γεμάτος ενθου σιασμό προς το μέρος της παρέας. «Με λένε Μπέρναρντ», χαμογέλασε σαν τη Γάτα του Τσεσάιρ από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, «και σε καλωσορίζω θερμά στην ιρλανδική αντιπροσωπεία. Αποτελού με ισχνή μειοψηφία εδώ πέρα», είπε συ νοφρυ ωμένος, «αν και μου φαίνεται πως οι αριθμοί μας αυ ξάνονται. Με συ γχωρείς, πού πήγαν οι καλοί μου τρόποι;» Τα μάγου λά του αναψοκοκκίνισαν. «Κάτω από εκείνη εκεί την κάλτσα». Γύ ρισα να κοιτάξω την πηγή του πνευ ματώδου ς σχόλιου και είδα μια ελκυ στική γυ ναίκα, εκεί γύ ρω στα πενήντα, με πιασμένα γκρίζα μαλλιά και μια λιλά πασμίνα ριγμένη στου ς ώμου ς. Κοιτού σε την κεντρική φωτιά με βλέμμα απόμακρο, και οι φλόγες που χόρευ αν καθρεφτίζονταν στα σκού ρα μάτια της, ενώ τα σχόλια έρρεαν από το στόμα της σαν να είχε μπει στον αυ τόματο πιλότο. «Με ποιαν έχω την τιμή να ομιλώ;» Ο Μπέρναρντ έλαμπε από τον ενθου σιασμό, και τέντωσε το λαιμό του να με κοιτάξει. «Με λένε Σάντι», απάντησα, «Σάντι Σορτ». «Θαυ μάσια». Τα μάγου λά του αναψοκοκκίνισαν πάλι

και μου έσφιξε το απλωμένο χέρι. «Χαίρω πολύ . Να σου συ στήσω τώρα την υ πόλοιπη παλιοπαρέα, που λέει ο λόγος». «Ποιος λόγος το λέει;» μου ρμού ρισε τσαντισμένη η γυ ναίκα. «Από δω η Έλενα. Της αρέσου ν οι κου βέντες. Έχει πάντα κάτι να πει, έτσι δεν είναι Έλενα;» Ο Μπέρναρντ την κοίταξε περιμένοντας απάντηση. Οι ρυ τίδες γύ ρω από το στόμα της βάθυ ναν, όταν σού φρωσε τα χείλη της. «Α!» Ο Μπέρναρντ σκού πισε το μέτωπο και γύ ρισε να με συ στήσει σε μια γυ ναίκα ονόματι Τζόαν, στον Ντέρεκ, τον μακρυ μάλλη χίπη που έπαιζε κιθάρα, και τον Μάρκου ς που καθόταν ήσυ χος-ήσυ χος στην άκρη. Του ς έριξα μια πεταχτή ματιά – ήταν όλοι συ νομήλικοι πάνω-κάτω και έμοιαζαν να αισθάνονται πολύ άνετα μεταξύ του ς. Ού τε καν τα σαρκαστικά σχόλια της Έλενας δεν προκαλού σαν την παραμικρή τριβή μεταξύ του ς. «Πάμε να σου βρού με μια θέση να κάτσεις και θα σου φέρω κάτι να πιεις…» «Πού βρισκόμαστε;» τον διέκοψα, ανήμπορη να ακού σω άλλο τις κοινότοπες φλυ αρίες του . Κάθε άλλη κου βέντα γύ ρω από τη φωτιά σταμάτησε μεμιάς, ενώ ακόμα και η Έλενα σήκωσε το κεφάλι να με κοιτάξει. Μου έριξε μια γρήγορη ματιά από πάνω μέχρι κάτω και ένιωσα σαν να μου ρού φηξε την ψυ χή. Ο Ντέρεκ σταμάτησε να γρατσου νάει την κιθάρα του , ο Μάρκου ς χαμογέλασε ανάλαφρα και κοίταξε αλλού , η Τζόαν και ο Μπέρναρντ έμειναν να με κοιτάζου ν με

μάτια ορθάνοιχτα – σαν να με έβλεπε ο Μπάμπι το ελαφάκι. Το μόνο που ακου γόταν ήταν το τρίξιμο της υ παίθριας φωτιάς και ένα σκάσιμο όταν ξεπετάγονταν σπίθες που στροβιλίζονταν προς τον ου ρανό. Κου κου βάγιες έκρωζαν και από μακριά ακού γονταν κλαδιά να σπάνε όταν πατού σαν επάνω του ς άλλοι περιπλανώμενοι. Γύ ρω από τη φωτιά έπεσε θανατερή σιωπή. «Θα απαντήσει κανείς στην κοπέλα;» Η Έλενα κοίταξε ολόγυ ρα με εύ θυ μη έκφραση. Δεν μίλησε κανείς. «Αφού δεν μιλάει κανείς λοιπόν», τύ λιξε πιο σφιχτά την εσάρπα στου ς ώμου ς και την έσφιξε στο στήθος της, «θα πω εγώ τι πιστεύ ω». Ενάντιες φωνές υ ψώθηκαν απ’ όλου ς στην παρέα και ξαφνικά ένιωσα αδημονία να ακού σω ακόμα περισσότερο την άποψη της Έλενας. Τα μάτια της χόρευ αν, απολάμβανε αυ τή την αποδοκιμασία εν χορώ. «Πες μου , Έλενα», διέκοψα, νιώθοντας πάλι την ίδια ανυ πομονησία που με έπιανε πάντα με του ς ανθρώπου ς. Εμένα μου άρεσε να μπαίνου με κατευ θείαν στο ψητό. Δεν το άντεχα όταν προσπαθού σαν να το πάνε λάου λάου . «Πίστεψέ με, δεν θα το ήθελες αυ τό», πέταξε ο Μπέρναρντ, με το διπλοσάγονο να τρεμου λιάζει καθώς μιλού σε. Η Έλενα ανασήκωσε απείθαρχα το ασημένιο της κεφάλι, και τα σκού ρα μάτια της γυ άλισαν όταν με κοίταξε κατάματα. Το στόμα της συ σπάστηκε στο πλάι. «Έχου με πεθάνει». Δύ ο λέξεις, που τις είπε ατάραχα, ψύ χραιμα, κοφτά.

«Έλα τώρα, μην της δίνεις σημασία», είπε ο Μπέρναρντ, με φωνή που φαντάστηκα πως θα πρέπει να ήταν η καλύ τερη προσπάθειά του να ακου στεί θυ μωμένος. «Έλενα», τη μάλωσε η Τζόαν, «τα έχου με ξαναπεί αυ τά. Δεν πρέπει να τρομάζεις έτσι τη Σάντι». «Εμένα δεν μου φαίνεται τρομαγμένη», είπε η Έλενα, με την ίδια εύ θυ μη έκφραση και τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου . «Εντάξει», μίλησε εντέλει ο Μάρκου ς, μετά την παρατεταμένη βου βαμάρα του από τη στιγμή που πλησίασα την παρέα, «μπορεί να έχει κάποιο δίκιο. Μπορεί και να έχου με πεθάνει». Ο Μπέρναρντ και η Τζόαν άφησαν από ένα βογκητό και ο Ντέρεκ άρχισε να γρατσου νάει ανάλαφρα την κιθάρα του και να τραγου δάει σιγανά «Έχου με πεθάνει, μπορεί και να έχου με πεθάνει». Ο Μπέρναρντ πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα, και από μια πορσελάνινη τσαγιέρα σέρβιρε τσάι σε ένα φλιτζάνι που μου έδωσε πάνω σε πιατάκι. Έτσι καταμεσής στο δάσος όπως ήμαστε, δεν μπόρεσα να κρύ ψω το χαμόγελό μου . «Αν έχου με πεθάνει, τότε πού είναι οι γονείς μου , Έλενα;» τη μάλωσε η Τζόαν, αδειάζοντας ένα πακέτο μπισκότα σε ένα πορσελάνινο πιάτο, που το άφησε μπροστά μου . «Πού είναι οι άλλοι πεθαμένοι;» «Στην κόλαση», είπε η Έλενα τραγου διστά. Ο Μάρκου ς χαμογέλασε και κοίταξε αλλού για να μη δει το πρόσωπό του η Τζόαν. «Και τι σε κάνει να πιστεύ εις ότι εμείς είμαστε στον

παράδεισο; Τι σε κάνει να πιστεύ εις ότι εσύ θα πήγαινες στον παράδεισο;» είπε η Τζόαν φου ρκισμένη, βου τώντας το μπισκότο μέσα στο τσάι της και τραβώντας το έξω προτού κοπεί η μου λιασμένη άκρη. Ο Ντέρεκ γρατσού νισε τις χορδές και τραγού δησε βραχνά. «Κόλαση ή παράδεισος; Όσο κι αν κοιτάζω, άκρη δεν βγάζω». «Μόνο εγώ είδα χρυ σές πύ λες και χορωδίες αγγέλων όταν μπήκα εδώ;» χαμογέλασε η Έλενα. «Δεν πέρασες από χρυ σές πύ λες». Ο Μπέρναρντ κού νησε ζωηρά το κεφάλι, και ο πλαδαρός λαιμός του πήγε πέρα-δώθε. Μετά κοίταξε εμένα και ο λαιμός του συ νέχισε να κου νιέται. «Ού τε αυ τή πέρασε από χρυ σές πύ λες». Ο Ντέρεκ συ νέχισε να γρατσου νάει στην κιθάρα «Δεν πέρασα τις πύ λες τις χρυ σές, ού τε έπεσα στου μίσου ς τις φλόγες τις καυ τές». «Ου φ, κόφτο πια!» είπε φου ρκισμένη η Τζόαν. «Κόφτο πια!» τραγού δησε. «Δεν υ ποφέρεται άλλο!» «Δεν υ ποφέρεται άλλο αυ τό, δείξτε μου την έξοδο να φύ γω από δω…» «Θα σου δείξω εγώ την έξοδο, να δεις», του είπε προειδοποιητικά η Έλενα, αλλά με λιγότερη σιγου ριά. Ο Ντέρεκ συ νέχισε να γρατσου νάει την κιθάρα του . Όλοι του ς βου βάθηκαν και άρχισαν να συ λλογίζονται του ς τελευ ταίου ς στίχου ς. «Η μικρού λα Τζου ν, η κόρη της Πολίν Ο’Κόνορ ήταν μόλις δέκα χρόνων όταν πέθανε, βρε Έλενα», συ νέχισε ο Μπέρναρντ. «Σίγου ρα ένα τέτοιο αγγελού δι θα πήγαινε

στον παράδεισο, αλλά δεν είναι εδώ, οπότε πάει η θεωρία σου ». Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και η Τζόαν συ γκατάνευ σε. «Δεν έχου με πεθάνει». «Να με συ γχωρείτε, εδώ είναι για του ς δεκαοκτώ και άνω», είπε η Έλενα βαριεστημένα. «Ο Άγιος Πέτρος στέκεται στην πύ λη με τα χέρια σταυ ρωμένα και ένα ακου στικό στο αυ τί, και παίρνει οδηγίες κατευ θείαν από τον Κύ ριο». «Δεν μπορείς να μιλάς έτσι, Έλενα», της πέταξε η Τζόαν. «Ού τε μέσα να μπω ού τε έξω να βγω, Άγιε Πέτρο, τι γίνεται εδώ;» τραγού δησε ο Ντέρεκ με βαθιά φωνή. Ξαφνικά, σταμάτησε να γρατσου νάει την κιθάρα και μίλησε επιτέλου ς. «Σίγου ρα δεν είμαστε στον παράδεισο. Αλλιώς θα ήταν και ο Έλβις εδώ». «Α, τότε πάω πάσο». Η Έλενα σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Εμείς έχου με τον ολόδικό μας Έλβις εδώ πέρα, έτσι;» γέλασε ο Μπέρναρντ αλλάζοντας θέμα. «Σάντι, το ήξερες ότι ο Ντέρεκ ήταν σε συ γκρότημα;» «Πού να το ξέρει, βρε Μπέρναρντ;» του είπε η Έλενα, εκνευ ρισμένη. Ο Μπέρναρντ δεν της έδωσε πάλι σημασία. «Ο Ντέρεκ Κάμινγκς», ανήγγειλε, «το πιο καυ τό όνομα του Σεντ Κέβιν’ς στη δεκαετία του εξήντα». Γέλασαν όλοι. Το κορμί μου πάγωσε. «Πώς σας έλεγαν, βρε Ντέρεκ; Ξέχασα», γέλασε η Τζόαν. «Ου όντερ Μπόις, Τζόαν, Ου όντερ Μπόις», είπε ο Ντέρεκ τρυ φερά, αναπολώντας εκείνες τις ημέρες.

«Θυ μάστε του ς χορού ς μας τις Παρασκευ ές το βράδυ ;» ρώτησε ο Μπέρναρντ συ νεπαρμένος. «Ανέβαινε ο Ντέρεκ στη σκηνή, έπαιζε ροκ εν ρολ, και ο πατήρ Μάρτιν παραλίγο να πάθει καρδιακή προσβολή με τον τρόπο που κου νού σε του ς γοφού ς του ». Γέλασαν πάλι όλοι. «Πώς έλεγαν τη λέσχη χορού , να δεις;» σκέφτηκε μεγαλόφωνα η Τζόαν. «Θεού λη μου …» Ο Μπέρναρντ έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να θυ μηθεί. Ο Ντέρεκ σταμάτησε να παίζει και έστυ ψε το μυ αλό του . Η Έλενα συ νέχισε να με κοιτάζει, παρακολου θώντας τις αντιδράσεις μου . «Μήπως κρυ ώνεις, Σάντι;» Η φωνή της ακού στηκε πολύ μακρινή. Φίνμπαρ’ς Χολ – το όνομα μου ήρθε ξαφνικά. Όλοι πήγαιναν στο Φίνμπαρ’ς Χολ κάθε Παρασκευ ή βράδυ . «Φίνμπαρ’ς Χολ», θυ μήθηκε εντέλει ο Μάρκου ς. «Α, αυ τό είναι, ναι». Όλοι έδειξαν ανακου φισμένοι, και ο Ντέρεκ συ νέχισε να γρατσου νάει την κιθάρα. Η τρίχα μου σηκώθηκε κάγκελο. Αναρίγησα. Κοίταξα ένα γύ ρο τα πρόσωπα της παρέας, περιεργάστηκα τα μάτια του ς, τα γνώριμα χαρακτηριστικά του ς και άφησα όλα όσα είχα μάθει όταν ήμου ν κοριτσάκι να μου πλημμυ ρίσου ν πάλι το μυ αλό. Το έβλεπα ξεκάθαρα σαν να ήταν τότε, τότε που έπεσα τυ χαία πάνω στην ιστορία ενώ έκανα έρευ να στα ηλεκτρονικά αρχεία για μια σχολική εργασία. Αμέσως μου είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον και άρχισα να ερευ νώ την ιστορία, η οποία μου ήταν κάτι παραπάνω από

γνωστή. Με το μυ αλό μου είδα τα εφηβικά πρόσωπα να χαμογελού ν από την πρώτη σελίδα της εφημερίδας, και τώρα έβλεπα με τα μάτια μου εκείνα τα ίδια πρόσωπα γύ ρω μου . Ο Ντέρεκ Κάμινγκς, η Τζόαν Χάτσαρντ, ο Μπέρναρντ Λιντς, ο Μάρκου ς Φλιν και η Έλενα Ντίκενς. Πέντε μαθητές από το οικοτροφείο του Σεντ Κέβιν’ς. Εξαφανίστηκαν στη διάρκεια σχολικής εκδρομής στη δεκαετία του εξήντα και δεν βρέθηκαν ποτέ. Και νάτοι τώρα όλοι εδώ – πιο μεγάλοι, πιο σοφοί, λιγότερο αθώοι. Του ς είχα βρει επιτέλου ς.

δέκα Στα δεκατέσσερά μου , οι γονείς μου με έπεισαν να βλέπω ψυ χολόγο τις Δευ τέρες μετά το σχολείο. Δεν χρειάστηκε να προσπαθήσου ν πολύ . Μόλις μου είπαν ότι θα μπορού σα να κάνω όσες ερωτήσεις ήθελα, καθώς και ότι το συ γκεκριμένο άτομο είχε τις γνώσεις να μου απαντήσει, κυ ριολεκτικά δεν έβλεπα την ώρα να πάω σχολείο τη Δευ τέρα. Ήξερα πως ένιωθαν ότι είχαν αποτύ χει μαζί μου . Το καταλάβαινα από την έκφρασή του ς όταν με κάθιζαν στο τραπέζι της κου ζίνας, με το γάλα και τα κου λου ράκια στο κέντρο και το πλυ ντήριο αναμμένο στο βάθος, σε ρόλο περισπασμού . Η μαμά κρατού σε σφιχτά στο χέρι ένα τσαλακωμένο χαρτομάντιλο, θαρρείς και το είχε χρησιμοποιήσει λίγο πριν για να σκου πίσει δάκρυ α. Αυ τό ήταν το κακό με του ς γονείς μου – ποτέ δεν με άφηναν να δω τις αδυ ναμίες του ς, αλλά πάλι ξεχνού σαν να ξεφορτωθού ν τις αποδείξεις των αδυ ναμιών του ς. Μπορεί να μην έβλεπα τα δάκρυ α της μαμάς, έβλεπα όμως το χαρτομάντιλο. Μπορεί να μην άκου γα την οργή

του μπαμπά επειδή δεν μπορού σε να με βοηθήσει, την έβλεπα όμως στα μάτια του . «Τρέχει τίποτα;» Κοίταξα μια το ένα και μια το άλλο δυ νατό πρόσωπο. Η μόνη περίσταση που οι άνθρωποι δείχνου ν τέτοια σιγου ριά, σαν να μπορού ν να αντιμετωπίσου ν τα πάντα, είναι όταν έχει συ μβεί κάτι κακό. «Έγινε κάτι;» Ο μπαμπάς χαμογέλασε. «Όχι, γλυ κιά μου , μην ανησυ χείς, δεν έγινε τίποτα κακό». Τα φρύ δια της μαμάς ανασηκώθηκαν μόλις τον άκου σε να λέει πως δεν είχε γίνει τίποτα κακό, και κατάλαβα πως εκείνη δεν συ μφωνού σε. Ού τε ο μπαμπάς συ μφωνού σε δηλαδή με τα λόγια του , αλλά τα έλεγε. Δεν ήταν κακό να με στείλου ν σε ψυ χολόγο, καθόλου κακό, αλλά ήξερα πως θα ήθελαν να με βοηθήσου ν οι ίδιοι. Θα ήθελαν να μου είναι αρκετές οι απαντήσεις του ς στις ερωτήσεις μου . Κρυ φάκου γα τις ατέρμονες συ ζητήσεις του ς για τη σωστή μέθοδο αντιμετώπισης της συ μπεριφοράς μου . Με είχαν βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορού σαν, και συ ναισθανόμου ν τώρα πόσο είχαν απογοητευ θεί από του ς εαυ τού ς του ς, και τα έβαζα με τον εαυ τό μου που του ς έκανα να νιώθου ν έτσι. «Ξέρεις πως έχεις πολλές απορίες, γλυ κιά μου », εξήγησε ο μπαμπάς. Έγνεψα καταφατικά. «Γι’ αυ τό, η μαμά σου κι εγώ…» –την κοίταξε για να αντλήσει δύ ναμη, και τα μάτια της μαλάκωσαν αμέσως όταν τον κοίταξε– «γι’ αυ τό, η μαμά σου κι εγώ βρήκαμε κάποιον που θα μπορέσει να σου μιλήσει για όλες αυ τές τις απορίες».

«Αυ τός ο άνθρωπος που λες, θα μπορέσει να απαντήσει στις απορίες μου ;» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και η καρδιά μου άρχισε να χτυ πάει σαν τρελή, θαρρείς και από ώρα σε ώρα θα έβρισκα την απάντηση στα μυ στήρια της ζωής. «Το ελπίζω, γλυ κιά μου », απάντησε η μαμά. «Ελπίζω, μιλώντας μαζί του , να μη σου μείνου ν άλλες απορίες να σε βασανίζου ν. Ξέρει πολύ περισσότερα από εμάς για όλα όσα σε απασχολού ν». Τότε, ακολού θησε ο γύ ρος των γρήγορων ερωτήσεων. Βάλτε το δάχτυ λο στο κου μπί, παρακαλώ. «Πώς τον λένε;» «Κύ ριο Μπάρτον», είπε ο μπαμπάς. «Ποιο είναι το μικρό του ;» «Γκρέγκορι», είπε η μαμά. «Πού δου λεύ ει;» «Στο σχολείο», είπε η μαμά. «Πότε θα τον βλέπω;» «Τις Δευ τέρες μετά το σχολείο. Για μία ώρα», είπε η μαμά. Ήταν καλύ τερη σε αυ τό από τον μπαμπά. Ήταν εξοικειωμένη με αυ τές τις συ ζητήσεις, την ώρα που ο μπαμπάς έλειπε στη δου λειά. «Ψυ χίατρος είναι;» Ποτέ δεν μου είπαν ψέματα. «Ναι, γλυ κιά μου », είπε ο μπαμπάς. Νομίζω πως από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, άρχισα να μην υ ποφέρω την εικόνα μου στα μάτια του ς, και δυ στυ χώς τότε άρχισα να μην αντέχω να βρίσκομαι κοντά του ς.

Το γραφείο του κυ ρίου Μπάρτον ήταν σαν ντου λάπα – μόλις που χωρού σε δύ ο πολυ θρόνες. Διάλεξα να καθίσω στη βρόμικη λαδί βελού δινη πολυ θρόνα με τα σκού ρα ξύ λινα μπράτσα, αντί στη λεκιασμένη καφέ βελού δινη πολυ θρόνα. Και οι δύ ο έμοιαζαν να προέρχονται από τη δεκαετία του σαράντα, και από τότε ού τε είχαν πλυ θεί ού τε είχαν βγει ποτέ από το μικρό δωμάτιο. Ένα μικρό παράθυ ρο βρισκόταν τόσο ψηλά στον πίσω τοίχο που μόνο τον ου ρανό έβλεπα. Την πρώτη φορά που συ νάντησα τον κύ ριο Μπάρτον είχε καταγάλανο ου ρανό. Κάπου -κάπου διάβαινε κάποιο σύ ννεφο που άσπριζε ολόκληρο το παράθυ ρο προτού προχωρήσει παρακάτω. Στου ς τοίχου ς ήταν κολλημένα πόστερ με μαθητές που έδειχναν χαρού μενοι και δήλωναν στο άδειο δωμάτιο πώς είχαν πει όχι στα ναρκωτικά, πώς είχαν αντιδράσει στη βία στο σχολείο, πώς τα είχαν καταφέρει με το άγχος των εξετάσεων, πώς είχαν νικήσει τις διατροφικές διαταραχές, πώς είχαν αντιμετωπίσει το πένθος, πώς είχαν την εξυ πνάδα να μη βρεθού ν αντιμέτωποι με μια εφηβική εγκυ μοσύ νη επειδή δεν έκαναν σεξ, αλλά στην απίθανη περίπτωση που έκαναν, υ πήρχε ένα άλλο πόστερ με το ίδιο κορίτσι και αγόρι να λένε πώς χρησιμοποίησαν προφυ λακτικά. Ήταν όλοι του ς αγγελού δια. Το δωμάτιο είχε τέτοια θετικότητα που νόμιζα ότι θα εκτοξευ όμου ν από το κάθισμά μου σαν πύ ραυ λος. Ο θαυ μαστός του ς κύ ριος Μπάρτον του ς είχε βοηθήσει όλου ς. Περίμενα πως ο κύ ριος Μπάρτον θα ήταν ένας πάνσοφος γέροντας με ατίθασα γκρίζα μαλλιά, μονόκλ στο ένα μάτι, γιλέκο με ρολόι τσέπης με αλυ σίδα, και

έναν εγκέφαλο που θα ξεχείλιζε από γνώσεις μετά από μακρόχρονες εντατικές έρευ νες του ανθρώπινου εγκεφάλου . Περίμενα να δω τον Γιόντα του δυ τικού κόσμου , έναν άνθρωπο ενδεδυ μένο σοφία, που θα μιλού σε με γρίφου ς και θα προσπαθού σε να με πείσει πως η δύ ναμη μέσα μου ήταν ισχυ ρή. Όταν μπήκε στο δωμάτιο ο πραγματικός κύ ριος Μπάρτον, τα συ ναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Η ερευ νητική πλευ ρά μου απογοητεύ τηκε, ενώ το δεκατετράχρονο κορίτσι μέσα μου ενθου σιάστηκε. Ήταν πιο πολύ Γκρέγκορι παρά κύ ριος Μπάρτον. Ήταν νέος και όμορφος, σέξι και κού κλος. Έμοιαζε σαν να είχε μόλις βγει από το κολέγιο, με το τζιν και το τι-σερτ και το μοντέρνο του κού ρεμα. Άρχισα του ς συ νηθισμένου ς υ πολογισμού ς μου : αν είχε τα διπλάσια χρόνια μου , τότε θα μπορού σε να πετύ χει το πράγμα. Σε λίγα χρόνια θα ήταν νόμιμο και θα είχα τελειώσει το σχολείο. Ολόκληρη η ζωή μου χαρτογραφήθηκε προτού ο κύ ριος Μπάρτον κλείσει καν την πόρτα πίσω του . «Γεια σου , Σάντι». Η φωνή του ήταν δυ νατή και πρόσχαρη. Μου έσφιξε το χέρι και ορκίστηκα να το γλείψω όταν θα γύ ριζα σπίτι και να μην το ξαναπλύ νω ποτέ. Κάθισε στην καφέ βελού δινη πολυ θρόνα απέναντί μου . Βάζω στοίχημα ότι όλα εκείνα τα κορίτσια στα πόστερ επινόησαν τα προβλήματά του ς μόνο και μόνο για να έρθου ν στο γραφείο του . «Ελπίζω να βολεύ τηκες στα σινιέ υ περσύ γχρονα έπιπλά μας». Ζάρωσε τη μύ τη του με απέχθεια και κάθισε στην πολυ θρόνα. Ήταν σκισμένη στο πλάι και αφρολέξ ξεχυ νόταν από τη σχισμή.

Γέλασα. Ω, ήταν τόσο τέλειος! «Ναι, ευ χαριστώ. Αναρωτιόμου ν τι θα σκεφτόσασταν ότι λέει για μένα η επιλογή πολυ θρόνας». «Γιά να δού με», χαμογέλασε, «λέει ένα από τα παρακάτω δύ ο πράγματα». Τον άκου γα με προσοχή. «Πρώτον, ότι δεν σου αρέσει το καφέ ή, δεύ τερον, ότι σου αρέσει το πράσινο». «Τίποτε από τα δύ ο», χαμογέλασα. «Ήθελα μόνο να βλέπω το παράθυ ρο». «Α χα!» χαμογέλασε. «Είσαι αυ τό που στο εργαστήριο θα χαρακτηρίζαμε “παρατηρήτρια παραθύ ρων”». «Α, ώστε είμαι μία απ’ αυτές». Με κοίταξε εύ θυ μα για μια στιγμή και ύ στερα ακού μπησε ένα στυ λό με σημειωματάριο στα πόδια του και ένα μαγνητοφωνάκι στο μπράτσο της πολυ θρόνας. «Σε πειράζει να μαγνητοφωνώ;» «Γιατί;» «Για να θυ μάμαι όσα λες. Μερικές φορές δεν πιάνω μερικά πράγματα αν δεν ξανακού σω τη συ νομιλία». «Εντάξει, όμως δεν καταλαβαίνω γιατί κρατάτε στυ λό και σημειωματάριο;» «Για να έχω κάτι να μου ντζου ρώνω σε περίπτωση που βαρεθώ να σε ακού ω». Πάτησε το κου μπί για να ξεκινήσει η εγγραφή και είπε την ημερομηνία και την ώρα. «Νιώθω σαν να βρίσκομαι σε αστυ νομικό τμήμα, σαν να περνάω από ανάκριση». «Σου έχει συ μβεί ποτέ αυ τό;» Έγνεψα καταφατικά. «Όταν εξαφανίστηκε η Τζένι-Μέι

Μπάτλερ, μας ζήτησαν από το σχολείο να δώσου με ό,τι πληροφορίες ξέραμε». Πόσο γρήγορα είχε φτάσει η συ ζήτηση στην Τζένι-Μέι. Θα ήταν ενθου σιασμένη με την προσοχή που τραβού σε πάνω της. «Α», έκανε. «Ήσαστε φίλες με την Τζένι-Μέι, έτσι;» Το σκέφτηκα. Κοίταξα τα πόστερ στον τοίχο, που μιλού σαν ενάντια στη σχολική βία, και αναρωτήθηκα πώς έπρεπε να απαντήσω. Δεν ήθελα να φανώ αναίσθητη στα μάτια αυ τού του κού κλου απαντώντας όχι, αλλά πώς να το κρύ ψω ότι δεν ήταν φίλη μου ; Η Τζένι-Μέι με μισού σε. Όμως είχε εξαφανιστεί, γι’ αυ τό μάλλον δεν έπρεπε να την κακολογώ επειδή στο κάτω-κάτω όλοι πίστευ αν πως ήταν ένας άγγελος. Ο κύ ριος Μπάρτον παρεξήγησε τη σιωπή μου , θεώρησε ότι στενοχωρήθηκα, πράγμα που με έκανε να αισθανθώ άσχημα, ενώ ήταν τόσο τρυ φερή η φωνή του στην επόμενη ερώτηση που παραλίγο να σκάσω στα γέλια. «Σου λείπει;» Το σκέφτηκα κι αυ τό. ‘‘Εσάς θα σας έλειπε να σας χαστου κίζου ν κάθε μέρα;’’ μου ήρθε να τον ρωτήσω. Αλλά και πάλι, δεν ήθελα να με θεωρήσει αναίσθητη αν έλεγα όχι. Τότε, δεν θα με ερωτευ όταν ποτέ και δεν θα με έπαιρνε να φύ γου με μακριά από το Λήτριμ. Έσκυ ψε μπροστά στην πολυ θρόνα του . Πόσο γαλανά μάτια είχε! «Η μαμά και ο μπαμπάς σου μου είπαν ότι θέλεις να βρεις την Τζένι-Μέι. Είναι αλήθεια;» Μα τι λέει! Καμία σχέση με την πραγματικότητα. Σήκωσα τα μάτια ψηλά· εντάξει, φτάνου ν οι βλακείες. «Κύ ριε Μπάρτον, δεν θέλω να φανώ ού τε αγενής ού τε

αναίσθητη, επειδή ξέρω ότι η Τζένι-Μέι αγνοείται και όλοι στενοχωριού νται, αλλά…» άφησα τη φράση μισοτελειωμένη. «Συ νέχισε», με ενθάρρυ νε· έτσι μου ’ρθε να ορμήσω καταπάνω του και να τον φιλήσω. «Κοιτάξτε, εγώ και η Τζένι-Μέι δεν ήμαστε ποτέ φίλες. Με μισού σε. Όταν λέω ότι μου λείπει, εννοώ ότι αντιλαμβάνομαι πως έχει χαθεί, όχι πως τη θέλω πίσω. Δεν είναι ού τε ότι τη θέλω πίσω ού τε ότι θέλω να βρεθεί. Θα μου έφτανε αν ήξερα πού βρίσκεται». Ανασήκωσε τα φρύ δια του . «Καταλαβαίνω ότι μάλλον νομίζατε πως επειδή η Τζένι-Μέι ήταν φίλη μου και επειδή εξαφανίστηκε, κάθε φορά που χάνω κάτι –όπως μια κάλτσα, για παράδειγμα– και προσπαθώ να το βρω, είναι ένας τρόπος να βρω την Τζένι-Μέι και να τη φέρω πίσω». Το στόμα του άνοιξε λίγο από την έκπληξη. «Φαντάζομαι πως είναι λογικό το συ μπέρασμα, κύ ριε Μπάρτον, μόνο που δεν έχει σχέση μ’ εμένα. Ειλικρινά σας μιλάω, δεν είμαι τόσο περίπλοκος άνθρωπος. Απλώς είναι πολύ εκνευ ριστικό που , όταν χάνονται πράγματα, δεν ξέρω πού πάνε. Πάρτε το σελοτέιπ, για παράδειγμα. Χθες βράδυ , η μαμά προσπαθού σε να τυ λίξει το δώρο για τα γενέθλια της θείας Ντέιρντρε, αλλά δεν έβρισκε το σελοτέιπ. Το αφήνου με πάντα στο δεύ τερο συ ρτάρι κάτω από το συ ρτάρι με τα μαχαιροπίρου να. Πάντα εκεί είναι, ποτέ δεν το βάζου με αλλού , και επειδή η μαμά και ο μπαμπάς ξέρου ν πώς κάνω για κάτι τέτοια πράγματα, κυ ριολεκτικά βάζου ν τα πάντα στη θέση του ς. Ειλικρινά, το σπίτι μας είναι πολύ τακτοποιημένο, κι έτσι δεν

μπορείς να πεις ότι τα πράγματα χάνονται διαρκώς εξαιτίας της ακαταστασίας. Τέλος πάντων, χρησιμοποίησα το σελοτέιπ το Σάββατο που έκανα την εργασία των καλλιτεχνικών –για την οποία, παρεμπιπτόντως, πήρα ένα χάλια δεκατρία σήμερα, αν και η Τρέισι Τίνσλτον πήρε άριστα επειδή ζωγράφισε κάτι που έμοιαζε με λιωμένη μύ γα σε παρμπρίζ αυ τοκινήτου , και αυ τό θεωρείται «πραγματική τέχνη»– αλλά παίρνω όρκο ότι το έβαλα πίσω στο συ ρτάρι. Ο μπαμπάς δεν το χρησιμοποίησε, η μαμά δεν το χρησιμοποίησε και είμαι σχεδόν σίγου ρη ότι κανείς δεν έκανε διάρρηξη στο σπίτι μας, μόνο και μόνο για να κλέψει το σελοτέιπ. Παρ’ όλα αυ τά, έψαχνα όλο το βράδυ να το βρω αλλά δεν τα κατάφερα. Πού είναι;» Ο κύ ριος Μπάρτον έμεινε σιωπηλός. Έκανε αργά προς τα πίσω και τεντώθηκε στην πολυ θρόνα του . «Ας δω αν κατάλαβα καλά», είπε αργά. «Δεν σου λείπει η Τζένι-Μέι Μπάτλερ». Αρχίσαμε να γελάμε και οι δύ ο, και για πρώτη φορά στα χρονικά δεν ένιωσα άσχημα γι’ αυ τό. «Εσύ γιατί νομίζεις πως είσαι εδώ;» Ο κύ ριος Μπάρτον σοβαρεύ τηκε μετά τα γέλια μας. «Επειδή θέλω απαντήσεις». «Απαντήσεις όπως…;» Το σκέφτηκα. «Πού είναι το σελοτέιπ που δεν βρίσκαμε το πρωί; Πού είναι η Τζένι-Μέι Μπάτλερ; Γιατί χάνεται πάντα μια κάλτσα μου στο πλυ ντήριο;» «Νομίζεις ότι εγώ μπορώ να σου πω πού βρίσκονται όλα αυ τά τα πράγματα;» «Δεν θέλω λεπτομέρειες, κύ ριε Μπάρτον, μου αρκεί

μια γενική κατεύ θυ νση». Μου χαμογέλασε. «Γιατί δεν με αφήνεις να σου κάνω εγώ τις ερωτήσεις για λίγο και ίσως μέσα από τις απαντήσεις σου να βρού με τις απαντήσεις που γυ ρεύ εις». «Εντάξει, αν νομίζετε ότι θα πετύ χει». Θεόμου ρλος. «Γιατί νιώθεις αυ τή την ανάγκη να ξέρεις πού είναι τα πράγματα;» «Πρέπει να ξέρω». «Γιατί νιώθεις πως πρέπει να ξέρεις;» «Εσείς γιατί νιώθετε ότι πρέπει να μου κάνετε ερωτήσεις;» Ο κύ ριος Μπάρτον ανοιγόκλεισε τα μάτια και κατάλαβα πως η σιωπή του κράτησε λίγο παραπάνω απ’ όσο ήθελε. «Είναι η δου λειά μου και πληρώνομαι να την κάνω». «Πληρώνεστε να την κάνετε». Σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Κύ ριε Μπάρτον, θα μπορού σατε να κάνετε τη σαββατιάτικη δου λειά μου , να στοιβάζετε ρολά χαρτιά υ γείας το ένα πάνω στο άλλο και να πληρώνεστε, αλλά εσείς διαλέξατε να σπου δάσετε –πόσα χρόνια; εκατομμύ ρια ίσως– για να πάρετε όλου ς αυ τού ς του ς παπύ ρου ς που κρέμονται στου ς τοίχου ς». Κοίταξα ένα γύ ρο τα κορνιζαρισμένα πτυ χία του . «Θα έλεγα ότι κάνατε όλες αυ τές τις σπου δές, περάσατε όλες αυ τές τις εξετάσεις και κάνετε όλες αυ τές τις ερωτήσεις για πολύ περισσότερου ς λόγου ς, όχι μόνο για να πληρώνεστε». Χαμογέλασε αδύ ναμα και με κοίταξε. Δεν νομίζω πως ήξερε τι άλλο να πει. Έτσι, για ένα-δυ ο λεπτά έγινε σιωπή. Ήταν βυ θισμένος στις σκέψεις του . Εντέλει,

άφησε το στυ λό και το χαρτί του και έγειρε προς το μέρος μου , στηρίζοντας του ς αγκώνες στα γόνατα. «Μου αρέσει να συ ζητάω με του ς άλλου ς, πάντα μου άρεσε. Νομίζω ότι μιλώντας για τον εαυ τό του ς, οι άνθρωποι μαθαίνου ν πράγματα που δεν ήξεραν πριν. Είναι ένα είδος αυ τοθεραπείας. Κάνω ερωτήσεις επειδή μου αρέσει να βοηθάω του ς άλλου ς». «Το ίδιο κι εγώ». «Πιστεύ εις ότι κάνοντας ερωτήσεις για την Τζένι-Μέι, τη βοηθάς ή ίσως βοηθάς του ς γονείς της;» Προσπάθησε να κρύ ψει τη σύ γχυ ση από τα μάτια του . «Όχι, βοηθάω εμένα την ίδια». «Με ποιον τρόπο σε βοηθάει αυ τό; Δεν απογοητεύ εσαι περισσότερο όταν δεν βρίσκεις τις απαντήσεις;» «Μερικές φορές βρίσκω πράγματα, κύ ριε Μπάρτον. Βρίσκω τα πράγματα που έχου ν μπει απλώς σε λάθος θέση». «Αυ τό δεν ισχύ ει για όλα τα χαμένα πράγματα;» «Όταν βάζεις κάτι σε λάθος θέση, σημαίνει ότι το χάνεις προσωρινά επειδή ξέχασες πού το έβαλες. Εγώ θυ μάμαι πάντα πού βάζω τα πράγματα. Εμένα με νοιάζει να βρίσκω τα πράγματα που δεν έβαλα σε λάθος θέση· εμένα με εκνευ ρίζου ν τα πράγματα που σηκώνονται και φεύ γου ν από μόνα του ς». «Πιστεύ εις πως είναι πιθανό να μετακινεί κάποιος άλλος, και όχι εσύ , όλα αυ τά τα πράγματα;» «Σαν ποιος δηλαδή;» «Εγώ ρώτησα πρώτος». «Κοιτάξτε, στην περίπτωση του σελοτέιπ, η απάντηση είναι προφανώς όχι. Όσο για τις κάλτσες, αν δεν βγάζει

κάποιος τις κάλτσες μου μέσα από το πλυ ντήριο, τότε η απάντηση είναι όχι. Κύ ριε Μπάρτον, οι γονείς μου θέλου ν να με βοηθήσου ν. Δεν νομίζω ότι θα μετακινού σαν πράγματα και μετά θα το ξεχνού σαν κάθε φορά. Αν μη τι άλλο, προσπαθού ν να θυ μού νται ακριβώς πού βάζου ν τα πράγματα». «Τι υ ποθέτεις ότι συ μβαίνει, λοιπόν; Πού νομίζεις ότι βρίσκονται αυ τά τα πράγματα;» «Κύ ριε Μπάρτον, αν το ήξερα, δεν θα ήμου ν εδώ». «Άρα, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα; Ού τε στα πιο τρελά σου όνειρα, στις στιγμές της μεγαλύ τερης απογοήτευ σής σου , όταν ψάχνεις εναγωνίως κάτι μέσα στα άγρια χαράματα και δεν το βρίσκεις, ού τε τότε έχεις την παραμικρή ιδέα πού μπορεί να βρίσκονται τα χαμένα πράγματα;» Ήταν προφανές ότι είχε μάθει από του ς γονείς μου περισσότερα απ’ όσα νόμιζα. Φοβόμου ν όμως ότι αν απαντού σα ειλικρινά στην ερώτησή του , αυ τό θα σήμαινε ότι δεν θα με ερωτευ όταν ποτέ. Παρ’ όλα αυ τά, πήρα βαθιά ανάσα και ξεφού ρνισα την αλήθεια. «Κάτι τέτοιες στιγμές είμαι σίγου ρη ότι βρίσκονται στο μέρος όπου πάνε όλα τα χαμένα πράγματα». Δεν διέκρινα καμία αντίδραση από μέρου ς του . «Πιστεύ εις πως εκεί είναι και η Τζένι-Μέι; Νιώθεις καλύ τερα όταν πιστεύ εις ότι είναι εκεί;» «Ω, Θεέ μου !» Σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Αν τη σκότωσε κανείς, κύ ριε Μπάρτον, τότε πάει και τελείωσε, τη σκότωσε. Δεν προσπαθώ να δημιου ργήσω φανταστικού ς κόσμου ς για να νιώσω καλύ τερα». Ο κύ ριος Μπάρτον έβαλε τα δυ νατά του να μη σαλέψει

ού τε ένας μυ ς στο πρόσωπό του . «Όμως, είτε ζωντανή είτε όχι, το θέμα είναι γιατί δεν μπόρεσαν να τη βρου ν οι αστυ νομικοί;» «Δεν θα ένιωθες καλύ τερα αν αποδεχόσου ν απλώς το γεγονός ότι μερικές φορές κάποια μυ στήρια παραμένου ν άλυ τα;» «Εσείς δεν το αποδέχεστε, γιατί να το αποδεχτώ εγώ;» «Τι σε κάνει να πιστεύ εις ότι δεν το αποδέχομαι;» «Ψυ χοθεραπευ τής είστε. Πιστεύ ετε ότι κάθε δράση έχει και αντίδραση, τέτοια πράγματα. Ήρθα διαβασμένη, βλέπετε. Ό,τι κάνω τώρα οφείλεται σε κάτι που συ νέβη, σε κάτι που είπε ή έκανε κάποιος. Πιστεύ ετε πως υ πάρχου ν απαντήσεις για τα πάντα και τρόποι επίλυ σης για τα πάντα». «Δεν είναι κατ’ ανάγκη αλήθεια αυ τό. Δεν μπορώ να διορθώσω τα πάντα, Σάντι». «Εμένα μπορείτε να με διορθώσετε;» «Δεν είσαι χαλασμένη». «Αυ τή είναι η ιατρική σας γνωμάτευ ση;» «Δεν είμαι γιατρός». «Μα δεν είστε “γιατρός του πνεύ ματος”;» Σχημάτισα με τα δάχτυ λα δύ ο εισαγωγικά στον αέρα και σήκωσα τα μάτια ψηλά. Σιωπή. «Πώς νιώθεις όταν ψάχνεις ασταμάτητα, όμως παρ’ όλα αυ τά δεν βρίσκεις αυ τό που γυ ρεύ εις;» Καταλάβαινα πως αυ τή ήταν η πιο παράξενη συ ζήτηση που είχε κάνει ποτέ του . «Έχετε φιλενάδα, κύ ριε Μπάρτον;» Ζάρωσε το μέτωπο. «Σάντι, δεν καταλαβαίνω τι σχέση

μπορεί να έχει αυ τό». Όταν δεν απάντησα, αναστέναξε. «Όχι, δεν έχω». «Θέλετε;» Έμεινε συ λλογισμένος. «Θες να πεις ότι το αίσθημα του να ψάχνεις για μια χαμένη κάλτσα είναι σαν να ψάχνεις την αγάπη;» Προσπάθησε να θέσει την ερώτηση χωρίς να με κάνει να φανώ ηλίθια, αλλά απέτυ χε παταγωδώς. Σήκωσα πάλι τα μάτια ψηλά. Σαν πολύ συ χνά δεν το έκανα αυ τό όταν ήμου ν μαζί του ; «Όχι, είναι το αίσθημα του να ξέρεις ότι κάτι σου λείπει στη ζωή, αλλά να μην μπορείς να το βρεις όσο κι αν ψάχνεις». Καθάρισε αμήχανα το λαιμό του , έπιασε το στυ λό του και καμώθηκε πως κάτι έγραφε. Ώρα μου ντζου ρώματος, λοιπόν. «Σας κάνω και βαριέστε, δηλαδή;» Γέλασε και το γέλιο του διέλυ σε την ένταση. Προσπάθησα να εξηγήσω καλύ τερα. «Ίσως θα ήταν πιο εύ κολο αν σας έλεγα ότι το να μην μπορείς να βρεις κάτι, είναι σαν να ξέχασες ξαφνικά του ς στίχου ς του αγαπημένου σου τραγου διού , που το ήξερες απέξω κι ανακατωτά. Είναι σαν να μη θυ μάσαι ξαφνικά το όνομα κάποιου που γνωρίζεις πολύ καλά και βλέπεις καθημερινά, ή το όνομα του συ γκροτήματος που τραγού δησε ένα διάσημο κομμάτι. Είναι εκνευ ριστικό και γυ ρίζει διαρκώς στο μυ αλό σου επειδή ξέρεις ότι υ πάρχει απάντηση αλλά κανείς δεν μπορεί να σου την πει. Με τσιγκλάει ασταμάτητα και δεν βρίσκω ησυ χία μέχρι να μάθω τις απαντήσεις». «Καταλαβαίνω», είπε σιγανά.

«Τότε, πολλαπλασιάστε αυ τό το αίσθημα με το εκατό». Έμεινε σκεφτικός. «Είσαι πολύ ώριμη για την ηλικία σου , Σάντι». «Πολύ αστείο αυ τό που λέτε, γιατί ευ χόμου ν εσείς να γνωρίζατε πολύ περισσότερα πράγματα για τη δική σας». Δεν σταμάτησε να γελάει ώσπου τελείωσε η ώρα μας.

Εκείνο το βράδυ , στο τραπέζι, ο μπαμπάς με ρώτησε πώς πήγε η συ νάντηση. «Δεν απάντησε στις ερωτήσεις μου », είπα ρου φώντας με θόρυ βο τη σού πα μου . Ο μπαμπάς με κοίταξε θαρρείς και η καρδιά του θα ράγιζε από στιγμή σε στιγμή. «Άρα, φαντάζομαι πως δεν θέλεις να ξαναπάς». «Τι λες!» είπα βιαστικά, και η μαμά μου προσπάθησε να κρύ ψει το χαμόγελό της πίνοντας μια γου λιά νερό. Ο μπαμπάς κοίταζε απορημένος μια εκείνη, μια εμένα. «Έχει ωραία μάτια», είπα αντί για άλλη εξήγηση, ρου φώντας πάλι τη σού πα μου . Τα φρύ δια του υ ψώθηκαν και κοίταξε τη μαμά μου , που είχε ένα χαμόγελο μέχρι τα αυ τιά και κατακόκκινα μάγου λα. «Είναι αλήθεια, Χάρολντ. Έχει πολύ ωραία μάτια». «Α, καλά τότε!» Σήκωσε τα χέρια ψηλά στον αέρα. «Για όνομα του Χριστού και της Παναγίας! Αφού έχει ωραία μάτια, τότε ποιος είμαι εγώ για να φέρω αντίρρηση;»

Αργά την ίδια νύ χτα, ήμου ν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και σκεφτόμου ν τη συ ζήτησή μου με τον κύ ριο Μπάρτον. Μπορεί να μην είχε απαντήσεις να μου δώσει, σίγου ρα όμως με είχε θεραπεύ σει από την αναζήτηση ενός πράγματος.

έντεκα Οσο πήγαινα στο Λύ κειο Σεντ Μαίρη’ς, έβλεπα κάθε βδομάδα τον κύ ριο Μπάρτον. Συ ναντιόμασταν ακόμα και του ς καλοκαιρινού ς μήνες, όταν το σχολείο έμενε ανοιχτό για την υ πόλοιπη κοινότητα για θερινές δραστηριότητες. Η τελευ ταία φορά που πήγα να τον επισκεφθώ ήταν μόλις πάτησα τα δεκαοκτώ. Είχα πάρει το απολυ τήριό μου την προηγού μενη χρονιά, και εκείνο το πρωί είχα μάθει ότι με δέχτηκαν στην Gardaí Síochána. Σε μερικού ς μήνες θα έπρεπε να μετακομίσω στο Κορκ για να περάσω από εκπαίδευ ση στο Τέμπλεμορ. «Γεια σας, κύ ριε Μπάρτον», είπα μόλις μπήκα στο μικρό γραφείο που δεν είχε αλλάξει καθόλου από την πρώτη μέρα της γνωριμίας μας. Ήταν ακόμα νέος και όμορφος, και αγαπού σα κάθε σπιθαμή του . «Σάντι, θα σου το πω για εκατοστή φορά: σταμάτα να με φωνάζεις κύ ριο Μπάρτον. Με κάνεις και νιώθω γέρος». «Είστε γέρος», τον πείραξα.

«Άρα κι εσύ είσαι γριά», είπε ανάλαφρα, κι έπεσε σιωπή ανάμεσά μας. «Λοιπόν», πήρε πάλι το επαγγελματικό του ύ φος, «τι σε απασχολεί αυ τή την εβδομάδα;» «Με δέχτηκαν στην αστυ νομία σήμερα». Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ευ τυ χία; Θλίψη; «Τι λες! Συ γχαρητήρια, Σάντι. Τα κατάφερες!» Ήρθε κοντά μου και με αγκάλιασε. Μείναμε αγκαλιασμένοι ένα δευ τερόλεπτο παραπάνω από το επιτρεπτό. «Πώς το πήραν η μαμά και ο μπαμπάς σου ;» «Δεν το ξέρου ν ακόμα». «Θα στενοχωρηθού ν που θα φύ γεις». «Είναι για καλό». Κοίταξα αλλού . «Δεν θα αφήσεις όλα σου τα προβλήματα πίσω στο Λήτριμ, ξέρεις», είπε μαλακά. «Όχι, αλλά θα αφήσω πίσω του ς ανθρώπου ς που ξέρου ν γι’ αυ τά». «Θα έρχεσαι κάπου -κάπου ;» Τον κοίταξα κατάματα. Άραγε μιλού σε ακόμα για του ς γονείς μου ; «Όσο μπορώ». «Πόσο δηλαδή;» Ανασήκωσα του ς ώμου ς. «Πάντα σε στήριζαν, Σάντι». «Δεν μπορώ να γίνω αυ τή που θέλου ν, κύ ριε Μπάρτον. Του ς κάνω να νιώθου ν άβολα». Σήκωσε τα μάτια ψηλά επειδή συ νέχιζα να τον φωνάζω κύ ριο Μπάρτον, επειδή προσπαθού σα επίτηδες να υ ψώσω τείχος ανάμεσά μας. «Απλώς θέλου ν να είσαι ο εαυ τός σου , το ξέρεις αυ τό. Μην ντρέπεσαι γι’ αυ τό που είσαι. Σε αγαπού ν γι’ αυ τό που είσαι».

Με κοίταξε με τρόπο που πάλι με έκανε να αναρωτηθώ αν μιλού σε για του ς γονείς μου . Κοίταξα γύ ρω-γύ ρω το δωμάτιο. Ήξερε τα πάντα για μένα, από το άλφα ως το ωμέγα, ενώ εγώ διαισθανόμου ν τα πάντα για εκείνον. Ήταν ακόμη αδέσμευ τος κι έμενε μόνος, μολονότι δεν υ πήρχε ελεύ θερη κοπέλα στο Λήτριμ που να μην τον κυ νηγάει. Δεν περνού σε βδομάδα που να μην προσπαθού σε να μου πει να αποδέχομαι τα πράγματα όπως ήταν και να αφήνω πίσω μου τα παλιά, αλλά αν υ πήρχε ένας άνθρωπος που είχε βάλει όλη του τη ζωή σε αναμονή επειδή περίμενε κάτι, ή κάποιον, τότε ήταν αυ τός. Καθάρισε το λαιμό του . «Έμαθα πως το Σαββατοκύ ριακο βγήκες με τον Άντι ΜακΚάρθι». «Και;» Έτριψε κου ρασμένα το πρόσωπο και άφησε να πέσει σιωπή ανάμεσά μας. Ήμαστε και οι δύ ο πολύ καλοί σε αυ τό. Τέσσερα χρόνια έκανα ψυ χοθεραπεία· τέσσερα χρόνια του ξεγύ μνωνα την ψυ χή μου , αλλά κάθε καινού ρια λέξη που ανταλλάσσαμε μας απομάκρυ νε όλο και περισσότερο από τη συ ζήτηση εκείνου του πράγματος που στοίχειωνε τις σκέψεις μου τις περισσότερες ώρες, τον περισσότερο καιρό. «Έλα τώρα, μίλα μου », μου είπε μαλακά. Ήταν η τελευ ταία μας συ νεδρία και δεν έβρισκα τίποτα να πω. Εξακολου θού σε να μην έχει τις απαντήσεις που γύ ρευ α. «Θα πας στο μασκέ πάρτι την Παρασκευ ή;» Αντιλήφθηκε τη διάθεσή μου . «Ναι», χαμογέλασα. «Δεν μπορώ να σκεφτώ καλύ τερο

αποχαιρετισμό από το μέρος αυ τό, από το να φύ γω μεταμφιεσμένη σε κάτι άλλο». «Τι θα ντυ θείς;» «Κάλτσα». Ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Θα έρθει ο Άντι μαζί σου ;» «Πάνε ποτέ δύ ο-δύ ο οι δικές μου κάλτσες;» Ύψωσε τα φρύ δια για να δείξει πως ήθελε να ακού σει κι άλλα. «Δεν κατάλαβε γιατί έκανα το σπίτι του άνω-κάτω επειδή δεν έβρισκα την πρόσκληση». «Πού νομίζεις ότι πήγε;» «Μαζί με όλα τα άλλα. Μαζί με το μυ αλό μου ». Έτριψα κου ρασμένα τα μάτια μου . «Δεν έχεις χάσει το μυ αλό σου , Σάντι. Ώστε θα γίνεις αστυ νομικίνα». Το χαμόγελό του ήταν τρεμου λιαστό. «Ανησυ χείτε για το μέλλον της χώρας μας;» «Όχι», χαμογέλασε. «Του λάχιστον ξέρω ότι θα είμαστε σε καλά χέρια. Θα ανακρίνεις μέχρι θανάτου του ς κακοποιού ς». «Με όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις». Πίεσα τον εαυ τό μου να χαμογελάσει.

Ήρθε και ο κύ ριος Μπάρτον στο μασκέ πάρτι εκείνη την Παρασκευ ή το βράδυ . Είχε ντυ θεί κάλτσα και ξεκαρδίστηκα στα γέλια. Εκείνο το βράδυ , με γύ ρισε σπίτι με το αυ τοκίνητο και καθίσαμε σιωπηλοί. Μετά από τόσα χρόνια συ ζητήσεων, κανείς μας δεν ήξερε τι να πει. Έξω από το σπίτι μου , έσκυ ψε και με φίλησε πεινασμένα στα χείλη· πολλή ώρα και παθιασμένα.

Ήταν σαν ένα γεια κι ένα αντίο ταυ τόχρονα. «Κρίμα που δεν έχου με ίδια σχέδια, Γκρέγκορι. Θα γινόμασταν ωραίο ζευ γάρι», είπα θλιμμένα. Ήθελα να μου πει ότι θα γινόμασταν το τελειότερο παράταιρο ζευ γάρι που υ πήρχε, αλλά νομίζω ότι συ μφώνησε επειδή μετά έμεινα να τον κοιτάζω να φεύ γει. Όσο περισσότερου ς συ ντρόφου ς είχα, τόσο περισσότερο συ νειδητοποιού σα ότι ο Γκρέγκορι κι εγώ θα γινόμασταν το καλύ τερο ζευ γάρι όλων των εποχών. Όμως, γυ ρεύ οντας τις απαντήσεις στα δύ σκολα ερωτήματα της ζωής μου , έχασα τις προφανείς απαντήσεις που ήταν μπροστά στα μάτια μου .

δώδεκα Η Έλενα με κοιτού σε περίεργα μέσα από την κεχριμπαρένια λάμψη της υ παίθριας φωτιάς. Οι σκιές που έριχναν οι φλόγες αναπηδού σαν ψηλά και της έγλειφαν το πρόσωπο. Τα άλλα μέλη της παρέας συ νέχιζαν να αναπολού ν τις ροκ εν ρολ μέρες του Ντέρεκ, καθώς δεν έδειχναν να θέλου ν να συ ζητήσου ν την ερώτησή μου για το πού ήμαστε. Το ζωηρό κου βεντολόι ξανάρχισε αλλά εγώ δεν συ μμετείχα, και δεν ήμου ν η μόνη. Τελικά, σήκωσα τα μάτια από τις στάχτες στο χώμα, και η ματιά μου συ ναντήθηκε με της Έλενας. Η Έλενα περίμενε να γίνει σιωπή ανάμεσα στην παρέα και τότε ρώτησε «Τι δου λειά κάνεις, Σάντι;» «Ωωω, ναι», είπε όλο έξαψη η Τζόαν, που ζέσταινε τις παλάμες της γύ ρω από το φλιτζάνι με το τσάι της. «Πες μας, πες μας». Η προσοχή όλων στράφηκε πάνω μου και αναλογίστηκα τις εναλλακτικές επιλογές μου . Γιατί να πω ψέματα;

«Έχω ένα πρακτορείο…» άρχισα, και σταμάτησα. «Τι είδου ς πρακτορείο;» ρώτησε ο Μπέρναρντ. «Μη μου πεις πρακτορείο μοντέλων;» ρώτησε η Τζόαν σιγανά. «Με μακριά πόδια σαν και τα δικά σου , σίγου ρα». Κρατού σε το φλιτζάνι με το τσάι λίγο κάτω από τα χείλη της, και το μικρό της δαχτυ λάκι ήταν ανορθωμένο και έστεκε στητό σαν κυ νηγιάρικο σκυ λί. «Τζόαν, είπε ότι έχει πρακτορείο, όχι ότι ανήκει σε πρακτορείο». Ο Μπέρναρντ κού νησε το κεφάλι και το προγού λι του τρεμού λιασε. «Για να πω την αλήθεια, είναι πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων». Έγινε σιωπή. Όλοι κοίταξαν με διαπεραστική ματιά το πρόσωπό μου · όταν όμως κοιτάχτηκαν αναμεταξύ του ς, ξέσπασαν σε γέλια. Όλοι, εκτός από την Έλενα. «Σάντι, πολύ καλό». Ο Μπέρναρντ σκού πισε τις άκρες των ματιών του με το μαντίλι του . «Τι είδου ς πρακτορείο είναι πραγματικά;» «Ηθοποιών». Η Έλενα πετάχτηκε προτού μου δοθεί η ευ καιρία να απαντήσω. «Κι εσύ πού το ξέρεις;» τη ρώτησε ο Μπέρναρντ, κάπως πειραγμένος που είχε μάθει κάτι πριν από αυ τόν. «Τότε, τι τη ρώτησες;» «Μου το είπε όση ώρα γελού σατε». Κού νησε αδιάφορα το χέρι. «Πρακτορείο ηθοποιών!» Η Τζόαν με κοίταξε με διάπλατα μάτια. «Τι τέλειο! Ανεβάζαμε εξαιρετικές παραστάσεις στο Φίνμπαρ’ς Χολ», εξήγησε. «Το θυ μάστε;» Κοίταξε ένα γύ ρο του ς φίλου ς της. «Ι ούλιος Καίσαρας, Ρωμαίος και Ι ουλιέτα, για να αναφέρω μόνο

δύ ο από τα σπου δαιότερα έργα του Σαίξπηρ. Ο Μπέρναρντ ήταν…» Ο Μπέρναρντ έβηξε δυ νατά. «Συ γγνώμη», αναψοκοκκίνισε η Τζόαν. «Ο Μπέρναρντ είναι φανταστικός ηθοποιός. Έπαιξε πειστικότατα τον Μπότομ στο Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας. Σίγου ρα θα τον ήθελες πολύ στο πρακτορείο σου ». Και τότε άρχισαν, ως συ νήθως, να μιλού ν όλοι μαζί και να διηγού νται παλιές ιστορίες. Η Έλενα έκανε το γύ ρο της φωτιάς και ήρθε να καθίσει πλάι μου . «Οφείλω να παραδεχτώ ότι στη δου λειά σου παίρνεις άριστα», γέλασε σιγανά. «Γιατί το έκανες αυ τό;» Αναφερόμου ν στην παρέμβασή της. «Μα δεν θέλεις να του ς πεις τέτοιο πράγμα· ιδίως στην Τζόαν που έχει τόσο ξεψυ χισμένη φωνή ώστε νιώθει την ανάγκη να λέει τα πάντα στου ς πάντες, μόνο και μόνο για να είναι βέβαιη ότι την ακού ν», είπε πειραχτικά, αλλά κοίταξε με αγάπη τη φίλη της. «Έτσι και μάθει κανείς ότι έχεις πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων, θα σε τρελάνου ν στις ερωτήσεις. Όλοι θα νομίζου ν πως ήρθες για να του ς πάρεις πίσω». Δεν ήμου ν σίγου ρη αν αστειευ όταν ή μου έκανε ερώτηση. Όπως και να είχε, δεν γέλασε κι εγώ δεν απάντησα. «Σε ποιον άλλον να τα πει;» Κοίταξα το σιωπηλό κατάμαυ ρο δάσος. Εδώ και δύ ο μέρες δεν είχα συ ναντήσει ψυ χή. Η Έλενα με κοίταξε πάλι περίεργα. «Σάντι, είναι κι άλλοι, ξέρεις».

Δυ σκολευ όμου ν να πιστέψω ότι κατοικού σε κανείς άλλος σε τού τον το σκοτεινό και σιωπηλό τόπο, εκτός ίσως από Έγου οκς 3 . «Ξέρεις την ιστορία μας, έτσι;» Η Έλενα μιλού σε με χαμηλή φωνή για να μην ακού σου ν οι άλλοι. Έγνεψα ναι, πήρα βαθιά ανάσα και είπα, σαν να έκανα απαγγελία: «“Πέντε μαθητές αγνοού νται μετά την εξαφάνισή του ς κατά τη διάρκεια σχολικής εκδρομής στο Ράου ντγου ντ, της επαρχίας Ου ίκλο. Οι δεκαεξάχρονοι Ντέρεκ Κάμινγκς, Έλενα Ντίκενς, Μάρκου ς Φλιν, Τζόαν Χάτσαρντ και Μπέρναρντ Λιντς από το Μεικτό Οικοτροφείο Σεντ Κέβιν’ς στο Μπλάκροκ επρόκειτο να επισκεφθού ν το Γκλένταλοκ, αλλά εξαφανίστηκαν από τις σκηνές του ς το πρωί της προγραμματισμένης επίσκεψης”». Η Έλενα με κοιτού σε με παιδιάστικη ένταση και δακρυ σμένα μάτια, και ένιωσα πως ήταν χρέος μου να απαγγείλω το άρθρο της εφημερίδας λέξη προς λέξη, με τέλεια φωνή. Ήθελα να εκφράσω τη συ γκίνηση που είχε επικρατήσει στη χώρα εκείνη την πρώτη βδομάδα· εκ μέρου ς της χώρας, ήθελα να μεταδώσω επακριβώς το ξεχείλισμα αγάπης και υ ποστήριξης που είχαν δείξει άγνωστοι άνθρωποι για του ς πέντε εξαφανισμένου ς μαθητές. Ένιωθα πως το χρωστού σα σε όλου ς εκείνου ς του ς ανθρώπου ς οι οποίοι προσεύ χονταν για την επιστροφή των παιδιών. Ένιωθα πως της Έλενας της άξιζε να το ακού σει. «“Οι αστυ νομικοί δήλωσαν πως ακολου θού ν ορισμένα στοιχεία, αν και δεν μπορού ν να αποκλείσου ν μετά βεβαιότητος την εγκληματική ενέργεια. Ζητού ν από

οποιονδήποτε διαθέτει τυ χόν πληροφορίες, να επικοινωνήσει με την αστυ νομία του Ράου ντγου ντ ή του Μπλάκροκ. Σύ σσωμοι οι μαθητές του Σεντ Κέβιν’ς συ γκεντρώθηκαν να προσευ χηθού ν για του ς συ μμαθητές του ς, ενώ οι ντόπιοι αφήνου ν λου λού δια κοντά στον τόπο της εξαφάνισης”». Σώπασα. «Τι έχου ν τα μάτια σου Έλενα;» ρώτησε με φανερή ανησυ χία ο Μπέρναρντ. «Ω», ρου θού νισε εκείνη, «δεν είναι τίποτα. Μου μπήκε στο μάτι ένα αποκαΐδι από τη φωτιά. αυ τό είναι όλο». Σκού πισε τα μάτια της με την άκρη της πασμίνας της. «Ω, Θεέ μου !» είπε η Τζόαν και ήρθε να κοιτάξει το μάτι της φίλης της. «Όχι, μια χαρά φαίνεται, μόνο κόκκινο και δακρυ σμένο. Μάλλον θα σε τσού ξει μόνο λίγο». «Καλά είμαι, ευ χαριστώ», του ς καθησύ χασε όλου ς η Έλενα νιώθοντας άβολα με τις περιποιήσεις του ς, κι έτσι οι άλλοι συ νέχισαν το κου βεντολόι. «Με τέτοια υ ποκριτική δεινότητα, μπορείς να έρθεις εσύ στο πρακτορείο μου », χαμογέλασα. Η Έλενα γέλασε και σώπασε πάλι. Ένιωσα πως έπρεπε να πω κάτι. «Ποτέ δεν σταμάτησαν να σας ψάχνου ν, ξέρεις». Ένας αδύ ναμος ήχος ξέφυ γε από τα χείλη της. Ήταν ένας ήχος τον οποίο δεν μπόρεσε να ελέγξει, ένας ήχος που είχε βγει κατευ θείαν από την καρδιά της. «Ο πατέρας σου επιστράτευ ε στο σκοπό όποιον καινού ριο Αστυ νομικό Επίτροπο και Υπου ργό

Δικαιοσύ νης αναλάμβανε καθήκοντα. Χτύ πησε όλες τις πόρτες και δεν άφησε σπιθαμή γης που να μη σε ψάξει. Φρόντισε να χτενίσου ν ολόκληρη την περιοχή. Όσο για τη μητέρα σου , την εκπληκτική μητέρα σου ...» Η Έλενα χαμογέλασε στην αναφορά της μητέρας της. «Ίδρυ σε έναν οργανισμό για την ηθική υ ποστήριξη οικογενειών που έχου ν βιώσει τις συ νέπειες της εξαφάνισης αγαπημένων προσώπων. Ονομάζεται Φως στη Βεράντα καθώς πολλές οικογένειες εξαφανισμένων αφήνου ν τα μπροστινά φώτα του σπιτιού του ς αναμμένα σαν φάρο, με την ελπίδα ότι κάποια μέρα θα επιστρέψου ν οι αγαπημένοι του ς. Στάθηκε ακού ραστη στο φιλανθρωπικό της έργο, δημιού ργησε κέντρα σε ολόκληρη τη χώρα. Οι γονείς σου δεν παρέδωσαν ποτέ τα όπλα. Η μητέρα σου ακόμα αγωνίζεται». «Ζει;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και πλημμύ ρησαν πάλι δάκρυ α. «Ο πατέρας σου –λυ πάμαι– πέθανε πριν από λίγα χρόνια». Την άφησα για λίγο να φιλτράρει την πληροφορία προτού συ νεχίσω. «Η μητέρα σου δραστηριοποιείται ακόμα ενεργά στο Φως στη Βεράντα. Πέρσι παραβρέθηκα στο ετήσιο γεύ μα του ς και είχα τη χαρά να τη γνωρίσω προσωπικά και να της πω πόσο θαυ μάσιο άνθρωπο τη θεωρώ». Κοίταξα τα χέρια μου και καθάρισα το λαιμό μου , καθώς ο ρόλος του αγγελιαφόρου δεν ήταν πάντα εύ κολος. «Μου είπε να συ νεχίσω τις προσπάθειες, με την ευ χή να μπορού σα να της έβρισκα την πολυ αγαπημένη της κόρη». Η φωνή της Έλενας έγινε ψίθυ ρος. «Πες μου γι’ αυ τήν».

Έτσι, ξέχασα τις δικές μου έγνοιες, βολεύ τηκα πλάι στη ζεστασιά της φωτιάς και έκανα ακριβώς ό,τι μου ζήτησε.

«Δεν ήθελα να πάω στην εκδρομή». Η Έλενα ήταν συ νεπαρμένη και κατασυ γκινημένη, αφού της είπα όσα ήξερα για τη μητέρα της. «Του ς ικέτευ σα να μη με αναγκάσου ν να πάω». Τα ήξερα όλα αυ τά, αλλά την άκου γα με προσοχή, ενθου σιασμένη που άκου γα την ιστορία την οποία γνώριζα πάρα πολύ καλά από το στόμα μιας από τις βασικές πρωταγωνίστριες. Ήταν σαν να έβλεπα το αγαπημένο μου βιβλίο να ζωντανεύ ει στη σκηνή. «Εκείνο το Σαββατοκύ ριακο ήθελα να πάω σπίτι. Ήταν ένα αγόρι…» Γέλασε και με κοίταξε. «Πάντα ένα αγόρι δεν είναι στη μέση;» Δεν μπορού σα να πω ότι την καταλάβαινα, παρ’ όλα αυ τά όμως χαμογέλασα. «Είχε μετακομίσει ένα καινού ριο αγόρι δίπλα μας. Σάμιου ελ Τζέιμς τον έλεγαν και ήταν το ομορφότερο πλάσμα της γης». Τα μάτια της φωτίστηκαν, θαρρείς και οι σπίθες της φωτιάς ξεπήδησαν και της φλόγισαν τις κόρες των ματιών. «Γνωριστήκαμε το καλοκαίρι, ερωτευ τήκαμε και περάσαμε υ πέροχα μαζί. Αμαρτωλά». Με κοίταξε με υ ψωμένα φρύ δια και χαμογέλασα. «Ήταν δύ ο μήνες που είχα επιστρέψει στο σχολείο και μου έλειπε απελπιστικά. Παρακάλεσα, ικέτευ σα του ς γονείς μου να με αφήσου ν να γυ ρίσω σπίτι, αλλά μάταια. Ήθελαν να με τιμωρήσου ν», είπε με θλιμμένο

χαμόγελο. «Με είχαν πιάσει να αντιγράφω στο διαγώνισμα της ιστορίας την ίδια βδομάδα που με τσάκωσαν να καπνίζω πίσω από το γυ μναστήριο. Ήταν απαράδεκτο, ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα». Κοίταξε ένα γύ ρο όλη την παρέα. «Κι έτσι βρέθηκα με αυ τού ς εδώ, θαρρείς κι αν με χώριζαν από του ς καλύ τερού ς μου φίλου ς θα γινόμου ν ξαφνικά αγγελού δι. Πάντως, αποδείχτηκε τιμωρία που δεν είμαι σίγου ρη πως μου άξιζε εντελώς». «Φυ σικά όχι», είπα συ μπονετικά. «Πώς βρεθήκατε εδώ;» Η Έλενα αναστέναξε. «Νωρίς το βράδυ κανονίσαμε με τον Μάρκου ς να συ ναντηθού με όταν θα έπεφταν όλοι για ύ πνο. Ήταν ο μόνος που είχε τσιγάρα, γι’ αυ τό πήγαν μαζί του και τα δύ ο άλλα αγόρια. Όσο για την Τζόαν» –η Έλενα κοίταξε τρυ φερά τη φίλη της στην άλλη πλευ ρά της φωτιάς– «φοβόταν να μείνει μόνη στη σκηνή, κι έτσι ήρθε κι αυ τή. Απομακρυ νθήκαμε από την κατασκήνωση για να μη δου ν τα αναμμένα τσιγάρα και να μη μυ ρίσου ν τον καπνό οι καθηγητές μας. Δεν πήγαμε μακριά, μόνο λίγα λεπτά πάνω-κάτω, αλλά βρεθήκαμε εδώ». Ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά». «Θα πρέπει να τρομοκρατηθήκατε». «Όχι περισσότερο από σένα». Με κοίταξε. «Κι εμείς είχαμε του λάχιστον ο ένας τον άλλο. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς θα ήταν να το περνάς μόνη σου ». Ήθελε να της μιλήσω, αλλά εγώ δεν είχα διάθεση. Δεν ήταν του χαρακτήρα μου να ξανοίγομαι. Εκτός κι αν ήμου ν με τον Γκρέγκορι.

«Θα πρέπει να ήσου ν αγέννητη ακόμη όταν εξαφανιστήκαμε. Πώς και ξέρεις τόσο πολλά;» «Ας πού με απλώς ότι ήμου ν περίεργο παιδί». «Περίεργο, δεν λες τίποτα!» Με περιεργάστηκε πάλι και κοίταξα αλλού , νιώθοντας τη ματιά της αδιάκριτη. «Ξέρεις τι έχει συ μβεί στις οικογένειες όλων εδώ πέρα;» Έγνεψε προς την υ πόλοιπη παρέα. «Ναι». Του ς κοίταξα όλου ς έναν-έναν και διέκρινα τα πρόσωπα των γονιών του ς στον καθένα του ς. «Είναι ο σκοπός της ζωής μου το να ξέρω. Κάθε χρόνο ανέτρεχα στην υ πόθεσή σας, για να δω αν είχε γυ ρίσει κανείς σας σπίτι». «Πάντως, θέλω να σ’ ευ χαριστήσω που με όσα μου είπες τώρα, με βοήθησες να πάω ένα βήμα πιο κοντά στο σπίτι». Σιωπή έπεσε ανάμεσά μας· το δίχως άλλο, η Έλενα ήταν χαμένη στις αναμνήσεις από τα παλιά. Τελικά, μίλησε πάλι. «Η γιαγιά μου ήταν περήφανη γυ ναίκα, Σάντι. Δεκαοκτώ χρόνων παντρεύ τηκε τον παππού μου και απέκτησαν έξι παιδιά μαζί. Η μικρή της αδελφή, την οποία δεν μπόρεσαν να παντρέψου ν, ξεκίνησε μια μυ στηριώδη ερωτική σχέση με έναν άντρα τον οποίο δεν ονομάτισε ποτέ και προς μεγάλη κατάπληξη όλων γέννησε ένα αγοράκι». Γέλασε σιγανά. «Το γεγονός ότι το παιδί ήταν φτυ στό ο παππού ς μου δεν διέφυ γε της προσοχής της γιαγιάς μου , ού τε η εξαφάνιση των χρημάτων από τις οικονομίες του ς την εποχή που το παιδί εμφανιζόταν με καινού ρια ρού χα. Φυ σικά, αυ τά τα πράγματα είναι εντελώς συ μπτωματικά», είπε με τραγου διστή φωνή, τεντώνοντας τα πόδια της μπροστά.

«Υπάρχου ν πάρα πολλοί καστανομάλληδες, γαλανομάτηδες άντρες στη χώρα και το γεγονός ότι ο παππού ς μου είχε αδυ ναμία στο ποτό εξηγού σε τα ελλείμματα στις οικονομίες του ς». Τα μάτια της με κοίταξαν σπιθίζοντας. Κοίταξα σαστισμένη την Έλενα. «Συ γγνώμη, Έλενα, δεν καταλαβαίνω πού το πας». Γέλασε. «Το γεγονός ότι κατέληξες εδώ μαζί μας, μπορεί να είναι μία από τις μεγάλες συ μπτώσεις της ζωής». Έγνεψα καταφατικά. «Η γιαγιά μου όμως δεν πίστευ ε στις συ μπτώσεις. Ού τε εγώ. Υπάρχει κάποιος λόγος που είσαι εδώ, Σάντι». 3 Φ αν τ αστ ι κ ά πλ άσμ ατ α που μ οι άζου ν μ ε αρ κ ού δες κ αι ζου ν στ ο δάσος τ ου Έν τ ορ , στ ην τ αι ν ί α Πόλ εμος τ ω ν Άστ ρω ν Επεισόδιο 6: Η Επιστ ροφή τ ω ν Τζεν τ άι. (Στ Μ)

δεκατρία Η Έλενα έριξε άλλο ένα κού τσου ρο στη φωτιά που σιγόσβηνε, και το βάρος του έκανε τις στάχτες να αρχίσου ν το κυ νηγητό κατά μήκος της φλεγόμενης στήλης. Οι φλόγες ζωντάνεψαν από τα αποκαΐδια και ξεκίνησαν να σκαρφαλώνου ν νυ σταγμένα το κού τσου ρο, στέλνοντας τη ζεστασιά του ς στις δυ ο μας. Της μιλού σα για ώρες, της είπα για όσες λεπτομέρειες γνώριζα σχετικά με τη ζωή της οικογένειάς της. Μέσα μου ξύ πνησε ένα ασυ νήθιστο συ ναίσθημα μόλις συ νειδητοποίησα με ποια καθόμου ν. Ερχόταν κατά κύ ματα· κάθε νέο κύ μα με χαλάρωνε και μου βάραινε λίγο περισσότερο τα μάτια, έκανε το μυ αλό μου να παίρνει λίγο πιο αργές στροφές και του ς μυ ς μου να χαλαρώνου ν λίγο περισσότερο. Ήταν πολύ λίγο, μη νομίζετε, αλλά ήταν κάτι. Σε όλη μου τη ζωή, οι άλλοι μου έλεγαν πως οι ερωτήσεις μου ήταν άσχετες, πως το υ περβολικό μου ενδιαφέρον για υ ποθέσεις εξαφανισμένων προσώπων ήταν ανώφελο· εκεί πέρα όμως, μέσα στο δάσος, κάθε

χαζή, δυ σάρεστη, άσχετη και ανώφελη ερώτηση που είχα κάνει ποτέ για την Έλενα Ντίκενς σήμαινε τα πάντα για εκείνη. Ήξερα πως είχαν τελικά κάποιο νόημα οι αδιάκοπες έρευ νές μου , οι ατελείωτες ερωτήσεις τόσο στον εαυ τό μου όσο και στου ς άλλου ς. Και το πιο σπου δαίο απ’ όλα ήταν πως ο λόγος δεν ήταν μόνο ένας· δίπλα μου , πλάι στη φωτιά, κάθονταν άλλοι τέσσερις. Τι ανακού φιση κι αυ τή! Αυ τό ήταν το συ ναίσθημα. Η πρώτη αίσθηση ανακού φισης που είχε νιώσει το μυ αλό μου από τότε που ήμου ν δέκα χρόνων. Ο ου ρανός άρχισε να φέγγει όλο και πιο πολύ · οι κορυ φές των δέντρων, που ο ήλιος τις έκαιγε την ημέρα, είχαν δροσιστεί από τη νύ χτα κι έριχναν τώρα στον ου ρανό ένα ψυ χρό μπλε χρώμα. Τα που λιά που είχαν σωπάσει τις σκοτεινές ώρες της νυ χτιάς, ζέσταιναν τώρα τις φωνητικές του ς χορδές – σαν να άκου γες την ιδιοσυ γκρασιακή απόδοση του κου ρδίσματος της ορχήστρας πριν από το κοντσέρτο. Ο Μπέρναρντ, ο Ντέρεκ, ο Μάρκου ς και η Τζόαν κοιμού νταν στου ς υ πνόσακου ς, κου κου λωμένοι με κου βέρτες· έτσι θα πρέπει να ήταν και τη νύ χτα της σχολικής εκδρομής. Αναρωτιόμου ν τι θα γινόταν αν εκείνη τη νύ χτα κοιμού νταν του καλού καιρού , αντί να πάνε στο δάσος· θα είχαν επιστρέψει άραγε στις αγκάλες των δικών του ς πριν από τόσα χρόνια, ή θα του ς είχε υ ποδεχτεί έτσι κι αλλιώς η μυ στική πόρτα που έβγαζε σε αυ τόν εδώ τον κόσμο; Τυ χαία βρισκόμασταν όλοι εδώ; Μήπως πέσαμε κατά λάθος σε κάποια ασυ νέχεια της δημιου ργίας του κόσμου , σε μια μαύ ρη τρύ πα της επιφάνειας, ή μήπως ήταν

απλώς άλλο ένα κομμάτι της ζωής, το οποίο έμενε άρρητο για αιώνες; Είχαμε χαθεί κάτω από αδιευ κρίνιστες συ νθήκες ή μήπως εδώ ανήκαμε πραγματικά και η «κανονική» μας ζωή ήταν το πρωταρχικό λάθος; Μήπως εδώ ήταν ο τόπος όπου ανήκαν, όπου έβρισκαν επιτέλου ς ανακού φιση όσοι ένιωθαν ξένοι στη ζωή; Παρά την ανακού φιση που ένιωσα, οι ερωτήσεις μου κυ λού σαν με αμείωτη ένταση. Ο κόσμος γύ ρω μου είχε αλλάξει, αλλά κάποια πράγματα παρέμεναν σταθερά. «Ήσαστε ευ τυ χισμένοι;» Κοίταξα ένα γύ ρο του ς άλλου ς που κοιμού νταν. «Ήσαστε όλοι ευ τυ χισμένοι;» Η Έλενα χαμογέλασε αχνά. «Όλοι αναρωτηθήκαμε το γιατί, αλλά απάντηση δεν βρήκαμε. Ναι, ήμαστε ευ τυ χισμένοι. Ήμαστε όλοι πάρα πολύ ευ τυ χισμένοι στη ζωή μας». Κόμπιασε. «Σάντι», έσπασε πάλι τη σιωπή ενώ με κοιτού σε εύ θυ μα, σαν να αναλογιζόταν κάποιο προσωπικό αστείο, «είτε το πιστεύ εις είτε όχι, κι εδώ είμαστε πολύ ευ τυ χισμένοι. Περισσότερα χρόνια έχου με περάσει εδώ απ’ ό,τι οπου δήποτε αλλού . Το παρελθόν είναι για εμάς μια μακρινή και ευ χάριστη ανάμνηση». Κοίταξα γύ ρω από την υ παίθρια φωτιά. Δεν είχαν τίποτα. Μόνο μικρά σακίδια γεμάτα φακελάκια τσάι, άχρηστα σερβίτσια του τσαγιού και μπισκότα, κου βέρτες και υ πνόσακου ς, εσάρπες και που λόβερ για να μένου ν ζεστοί, πράγματα τα οποία είχαν μαζέψει σίγου ρα από του ς σωρού ς των αντικειμένων που υ πήρχαν σκόρπιοι παντού τριγύ ρω. Αυ τοί οι πέντε άνθρωποι κοιμού νταν κάτω από τα αστέρια, τυ λιγμένοι με κου βέρτες, με τη φωτιά και τον ήλιο μοναδική πηγή

φωτός και θερμότητας. Εδώ και σαράντα χρόνια. Πώς γινόταν να είναι πραγματικά ευ τυ χισμένοι; Πώς γινόταν να μη λυ σσάνε να επιστρέψου ν στην προηγού μενη ύ παρξή του ς και στα υ λικά αγαθά, πώς γινόταν να μη λαχταρού ν τη συ ντροφιά των άλλων ανθρώπων; Κού νησα το κεφάλι και κοίταξα ολόγυ ρα. Η Έλενα γέλασε όταν με είδε. «Γιατί κου νάς το κεφάλι;» «Συ γγνώμη». Ένιωσα άσχημα επειδή με είχε τσακώσει να οικτίρω μια ζωή που έμοιαζε να του ς ικανοποιεί. «Απλώς, σαράντα χρόνια είναι πολύ ς καιρός για να ζεις», κοίταξα ένα γύ ρο το ξέφωτο, «να… εδώ». Τα μάτια της Έλενας άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. «Χίλια συ γγνώμη», πήγα να απολογηθώ. «Δεν ήθελα να σε προσβάλω…» «Σάντι, Σάντι», με διέκοψε, «δεν είναι όλος μας ο κόσμος αυ τό που βλέπεις εδώ πέρα». «Ξέρω, ξέρω», έκανα πίσω. «Έχετε ο ένας τον άλλο και…» «Όχι». Η Έλενα έβαλε τα γέλια και το μέτωπό της έκανε ρυ τίδες από το σάστισμα. «Συ γγνώμη, νόμιζα πως είχες καταλάβει ότι δεν ήταν μόνιμο αυ τό. Πάμε κατασκήνωση όλοι μαζί μια φορά το χρόνο, στην επέτειο της εξαφάνισής μας. Νόμιζα ότι θα συ νδύ αζες την ημερομηνία. Αυ τό το ξέφωτο είναι το πρώτο μέρος όπου φτάσαμε πριν από σαράντα χρόνια – δηλαδή, η πρώτη περιοχή όπου συ νειδητοποιήσαμε ότι δεν ήμαστε πια στην πατρίδα. Όλον το χρόνο διατηρού με επαφές μεταξύ μας, αλλά ζού με λίγο-πολύ ξεχωριστή ζωή».

«Τι;» Είχα σαστίσει. «Συ νεχώς χάνονται άνθρωποι, το ξέρεις αυ τό. Όπου μαζεύ ονται πολλοί άνθρωποι μαζί, ξεκινάει η ζωή, αρχίζει ο πολιτισμός. Σάντι, σε δεκαπέντε λεπτά δρόμο από δω, το δάσος τελειώνει και ξεκινάει μια καινού ρια ζωή». Ήμου ν αποσβολωμένη. Το στόμα μου ανοιγόκλεισε, αλλά ήχος δεν ακού στηκε. «Είναι ενδιαφέρον που απ’ όλες τις μέρες του χρόνου , έφτασες σήμερα εδώ», είπε η Έλενα, βυ θισμένη στις σκέψεις. Σηκώθηκα με κόπο. «Έλα, πάμε τώρα. Δείξε μου το μέρος που λες. Δεν θα ενοχλήσου με του ς άλλου ς». «Όχι». Η φωνή της Έλενας ακού στηκε σκληρή και το χαμόγελό της έσβησε γρήγορα. Το χέρι της τινάχτηκε και με άρπαξε από το μπράτσο. Μόρφασα και προσπάθησα να τραβηχτώ, γιατί δεν μου άρεσε η σωματική επαφή, αλλά δεν φάνηκε να πτοείται. Δεν μπορού σα να κου νηθώ – τόσο δυ νατή ήταν η λαβή της. Το πρόσωπό της ήταν σαν πέτρα. «Δεν αφήνου με έτσι ξαφνικά ο ένας τον άλλο, δεν εξαφανιζόμαστε ο ένας από τον άλλο. Θα κάτσου με εδώ μέχρι να ξυ πνήσου ν». Χαλάρωσε το κράτημά της στο μπράτσο μου και τυ λίχτηκε πιο σφιχτά με την πασμίνα της· ξανάγινε η επιφυ λακτική γυ ναίκα που ήταν και νωρίτερα το βράδυ . Κοιτού σε διαπεραστικά του ς φίλου ς της σαν να βρισκόταν σε υ πηρεσία, και τότε συ νειδητοποίησα πως δεν την κρατού σα μόνο εγώ ξύ πνια όλη νύ χτα. Απλού στατα ήταν η σειρά της να φυ λάξει. «Θα μείνου με μέχρι να ξυ πνήσου ν», επανέλαβε σταθερά.

Ο Τζακ κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και κοιτού σε την Γκλόρια να κοιμάται με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπο. Ήταν ξημερώματα Δευ τέρας και μόλις είχε επιστρέψει σπίτι. Αφού δεν φάνηκε η Σάντι Σορτ, πέρασε όλη την υ πόλοιπη μέρα ψάχνοντας σε ξενώνες και ξενοδοχεία σε όλες τις κοντινές πόλεις για να δει αν η Σάντι είχε κλείσει που θενά δωμάτιο. Ήταν πολλά εκείνα που θα μπορού σαν να την είχαν εμποδίσει να πάει στο καφέ. Ο Τζακ έπεισε τον εαυ τό του ότι το γεγονός πως δεν φάνηκε εκείνο το πρωί στο ραντεβού του ς, δεν σήμαινε και το τέλος των ερευ νών του ς. Μπορεί να την πήρε ο ύ πνος και να έχασε το ραντεβού του ς, ή να την κράτησε κάτι στο Δου βλίνο και να μην μπορού σε να φύ γει για το Λίμερικ εκείνο το βράδυ . Μπορεί να πέθανε κάποιος συ γγενής της ή να βρήκε ξαφνικά ένα στοιχείο σε κάποια άλλη υ πόθεση το οποίο την ανάγκασε να φύ γει από το Λίμερικ. Μπορεί αυ τή τη στιγμή να ερχόταν κοντά του , να οδηγού σε μες στη νύ χτα για να έρθει στο Γκλιν. Ο Τζακ είχε αναλογιστεί όλες τις πιθανές και απίθανες εκδοχές, αλλά ού τε που του πέρασε από το μυ αλό η περίπτωση ότι τον είχε παρατήσει επίτηδες. Απλώς, είχε γίνει κάποιο λάθος. Θα γυ ρνού σε στο Γκλιν αργότερα σήμερα, στο μεσημεριανό του διάλειμμα, για να δει αν είχε έρθει. Όλη την εβδομάδα περίμενε αυ τό το ραντεβού και δεν σκόπευ ε να τα παρατήσει τώρα. Η Σάντι του είχε δώσει περισσότερη ελπίδα σε μία εβδομάδα, στη διάρκεια λίγων τηλεφωνικών συ νδιαλέξεων, απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος όλη τη χρονιά. Από τις συ ζητήσεις που είχαν κάνει ήξερε ότι δεν θα τον απογοήτευ ε.

Θα τα έλεγε όλα στην Γκλόρια, όντως θα τα έλεγε. Πήγε να την αγγίξει στον ώμο και να την ταρακου νήσει απαλά, αλλά το χέρι του έμεινε μετέωρο. Ίσως ήταν καλύ τερα να περιμένει μέχρι να επικοινωνήσει πάλι με τη Σάντι. Η Γκλόρια στέναξε στον ύ πνο της, τεντώθηκε και άλλαξε πλευ ρό. Βολεύ τηκε εντέλει στο πλάι, με την πλάτη γυ ρισμένη στον Τζακ και το απλωμένο του χέρι.

δεκατέσσερα Μόλις μία εβδομάδα πριν από την ημερομηνία που δεν φάνηκε η Σάντι, ο Τζακ είχε κλείσει σιγά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας δίπλα στο καθιστικό ώστε να μην ανησυ χήσει την κοιμισμένη Γκλόρια. Ο Χρυ σός Οδηγός ήταν ανοιχτός επάνω στον καναπέ και τον κοιτού σε να βηματίζει στην άλλη πλευ ρά του δωματίου , με το ένα μάτι καρφωμένο στον τηλεφωνικό κατάλογο και το άλλο στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Σταμάτησε και διέτρεξε με το δάχτυ λο τη σελίδα ώσπου έφτασε στην αγγελία της οργάνωσης Φως στη Βεράντα που παρείχε ψυ χολογική υ ποστήριξη σε φίλου ς και συ γγενείς εξαφανισμένων προσώπων. Ο Τζακ και η αδελφή του Τζού ντιθ είχαν προσπαθήσει να πείσου ν τη μητέρα του ς να μιλήσει με ανθρώπου ς της οργάνωσης μετά την εξαφάνιση του Ντόναλ, αλλά δεν την άφηνε η παραδοσιακή ιρλανδέζικη νοοτροπία της, που της απαγόρευ ε να μοιράζεται τις ιδιαίτερες σκέψεις της με ξένου ς. Κάτω από την αγγελία ήταν το τηλέφωνο του πρακτορείου ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων της

Σάντι Σορτ. Έπιασε το κινητό του και άνοιξε την τηλεόραση ώστε να καλύ ψει τον ήχο της φωνής του σε περίπτωση που ξυ πνού σε η Γκλόρια. Σχημάτισε τον αριθμό που είχε απομνημονεύ σει από την πρώτη φορά που είδε την αγγελία. Το τηλέφωνο χτύ πησε δύ ο φορές προτού το σηκώσει μια γυ ναίκα. «Εμπρός;» Ξαφνικά, ο Τζακ ξέχασε τι ήθελε να πει. «Εμπρός;» Η φωνή ήταν πιο απαλή αυ τή τη φορά. «Γκρέγκορι, εσύ είσαι;» «Όχι». Ο Τζακ βρήκε επιτέλου ς τη φωνή του . «Με λένε Τζακ. Τζακ Ρατλ. Βρήκα τον αριθμό σας στον Χρυ σό Οδηγό». «Με συ γχωρείτε», ζήτησε συ γγνώμη εκείνη και ξανάπιασε τον αρχικό επαγγελματικό της τόνο. «Περίμενα κάποιον άλλο. Είμαι η Σάντι Σορτ», είπε. «Γεια σου , Σάντι». Ο Τζακ βημάτιζε στο μικρό στριμωχτό καθιστικό, σκοντάφοντας πάνω στα ανόμοια στρωμένα, παράταιρα χαλιά που διακοσμού σαν τα παλιά ξύ λινα πατώματα του σπιτιού . «Συ γγνώμη που τηλεφωνώ τόσο αργά». Μπες στο θέμα, προσπάθησε να πιέσει τον εαυ τό του , ενώ άρχισε να βηματίζει πιο γρήγορα, με το μάτι στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. «Μην ανησυ χείς. Ένα τηλεφώνημα τέτοια ώρα τη νύ χτα είναι το όνειρο όποιου ανθρώπου υ ποφέρει από αϋ πνία. Σε τι μπορώ να σε βοηθήσω;» Ο Τζακ σταμάτησε το πήγαιν’-έλα κι έφερε το χέρι στο κεφάλι. Μα τι έκανε; αναρωτήθηκε. Η φωνή της Σάντι ακού στηκε πάλι απαλή. «Εξαφανίστηκε κάποιος δικός σου ;»

«Ναι», ήταν η μόνη απάντηση που μπόρεσε να δώσει ο Τζακ. «Πριν από πόσο καιρό;» Την άκου γε να ψαχου λεύ ει για να βρει χαρτί. «Ένα χρόνο». Κάθισε στο μπράτσο του καναπέ. «Πώς λέγεται;» «Ντόναλ Ρατλ». Ξεροκατάπιε για να σπρώξει προς τα κάτω τον κόμπο στο λαιμό του . Η Σάντι έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Ναι, ο Ντόναλ», είπε με έναν τόνο αναγνώρισης στη φωνή. «Είστε συ γγενείς;» «Αδέλφια…» Η φωνή του Τζακ ράγισε. Κατάλαβε πως δεν μπορού σε να συ νεχίσει. Έπρεπε να σταματήσει τώρα· έπρεπε να πάει παρακάτω όπως και η υ πόλοιπη οικογένειά του . Ήταν ανόητος που πίστεψε ότι μια τύ πισσα από τον Χρυ σό Οδηγό, η οποία έπασχε από αϋ πνίες και είχε υ περβολικά πολύ χρόνο στη διάθεσή της, θα μπορού σε να τα καταφέρει εκεί που ολόκληρη αστυ νομία δεν μπόρεσε. «Ζητώ συ γγνώμη. Ζητώ χίλιες φορές συ γγνώμη. Ήταν λάθος μου που τηλεφώνησα», είπε καταβάλλοντας προσπάθεια. «Συ γγνώμη που σου έφαγα το χρόνο». Έκλεισε άρον-άρον το τηλέφωνο και σωριάστηκε στον καναπέ, νιώθοντας ντροπιασμένος και εξου θενωμένος· έπεσε όμως πάνω στου ς φακέλου ς του και οι φωτογραφίες του χαμογελαστού Ντόναλ σκόρπισαν στο πάτωμα. Λίγες στιγμές αργότερα, χτύ πησε το κινητό του . Όρμησε να το πιάσει, γιατί δεν ήθελε να ξυ πνήσει η Γκλόρια από το κου δού νισμα. «Ντόναλ;» ψιθύ ρισε ενώ πεταγόταν όρθιος.

«Τζακ, Σάντι Σορτ εδώ». Σιωπή. «Έτσι συ νηθίζεις να απαντάς στο τηλέφωνο;» τον ρώτησε μαλακά. Ο Τζακ τα είχε χάσει· δεν ήξερε τι να πει. «Αν ναι, και περιμένεις ακόμα να τηλεφωνήσει ο αδελφός σου , τότε δεν νομίζω πως ήταν λάθος σου που τηλεφώνησες· τι λες κι εσύ ;» Η καρδιά του σφυ ροκοπού σε στο στήθος του . «Πού βρήκες τον αριθμό μου ;» «Έχω αναγνώριση κλήσεων». «Ο αριθμός μου έχει απόκρυ ψη». «Βρίσκω ανθρώπου ς, Τζακ. Αυ τή είναι η δου λειά μου . Και υ πάρχει πιθανότητα να μπορέσω να σου βρω τον Ντόναλ». Ο Τζακ κοίταξε τις φωτογραφίες που είχαν σκορπίσει γύ ρω του , το πονηρό χαμόγελο του μικρού του αδελφού να τον κοιτάζει, να τον προκαλεί σιωπηρά να ψάξει να τον βρει όπως όταν ήταν παιδί. «Είσαι πάλι μέσα;» τον ρώτησε. «Είμαι μέσα», της απάντησε και πήγε στην κου ζίνα να φτιάξει ένα φλιτζάνι καφέ γιατί τον περίμενε μακριά νύ χτα.

Την επόμενη νύ χτα, στις δύ ο μετά τα μεσάνυ χτα, ενώ η Γκλόρια κοιμόταν στο κρεβάτι, ο Τζακ ήταν ξαπλωμένος στον καναπέ και μιλού σε με τη Σάντι στο τηλέφωνο, με τις εκατοντάδες σελίδες των αστυ νομικών αναφορών σκορπισμένες γύ ρω του .

«Απ’ ό,τι βλέπω, μίλησες στου ς φίλου ς του Ντόναλ», του είπε η Σάντι, και την άκου σε να ξεφυ λλίζει τις σελίδες που της είχε στείλει με φαξ νωρίτερα την ίδια μέρα. «Ξανά και ξανά», είπε κου ρασμένα. «Μάλιστα, το Σάββατο που θα είμαι στο Τραλί, θα πάω να δω πάλι έναν από του ς φίλου ς του . Έχω ραντεβού στον οδοντογιατρό», πρόσθεσε ανέκφραστα και μετά αναρωτήθηκε γιατί. «Στον οδοντογιατρό… ωχ… κάλλιο να μου βγάλου ν τα μάτια», μου ρμού ρισε η Σάντι. Ο Τζακ γέλασε. «Δεν έχου ν οδοντογιατρού ς στο Φόινς;» «Πρέπει να δω ειδικό». Άκου σε το χαμόγελο στη φωνή της. «Δεν έχου ν ειδικού ς στο Λίμερικ;» «Καλά, καλά», της είπε γελώντας. «Ήθελα να κάνω κάποιες ερωτήσεις ακόμα στο φίλο του Ντόναλ». «Τραλί, Τραλί», επανέλαβε η Σάντι, ενώ μέσα από το τηλέφωνο ακού γονταν χαρτιά να θροΐζου ν. «Αχά!» Το θρόισμα σταμάτησε. «Ο Άντριου στο Τραλί, φίλος από το κολέγιο, είναι επαγγελματίας σχεδιαστής ιστοσελίδων». «Αυ τός». «Δεν νομίζω πως ο Άντριου ξέρει τίποτα παραπάνω, Τζακ». «Πού το ξέρεις;» «Κρίνοντας από τις απαντήσεις του στην ανάκριση». «Δεν σου έδωσα εγώ τέτοιο φάκελο». Ο Τζακ ανακάθισε. «Ήμου ν αστυ νομικός παλιά. Ευ τυ χώς για μένα, είναι το μόνο μέρος όπου κατάφερα να κάνω φίλου ς».

«Πρέπει να δω αυ τού ς του ς φακέλου ς». Η καρδιά του Τζακ άρχισε να χτυ πάει σαν τρελή. Υπήρχε κάτι καινού ριο, ένα παραπάνω στοιχείο, που η ανάλυ σή του θα τον κρατού σε ξύ πνιο τις νύ χτες. «Θα συ ναντηθού με σύ ντομα», αρνήθηκε ευ γενικά η Σάντι. «Υποθέτω όμως πως δεν θα πείραζε να ξαναμιλού σες με τον Άντριου ». Ακού στηκε πάλι ο ήχος ξεφυ λλίσματος κι άλλων σελίδων και η Σάντι έμεινε αρκετή ώρα σιωπηλή. «Τι κοιτάζεις;» «Τη φωτογραφία του Ντόναλ». Ο Τζακ πήρε τη φωτογραφία από τη στοίβα που είχε μπροστά του και την κοίταξε κι εκείνος. Είχε αρχίσει να του γίνεται πολύ οικεία· κάθε μέρα που περνού σε, την έκανε να μοιάζει περισσότερο με μια απλή φωτογραφία και λιγότερο με τον αδελφό του . «Ωραίο παλικάρι», έκανε φιλοφρόνηση η Σάντι. «Ωραία μάτια. Μοιάζετε καθόλου ;» Ο Τζακ γέλασε. «Πώς να πω όχι μετά από τέτοιο σχόλιο». Συ νέχισαν να εξετάζου ν τις σελίδες. «Δεν κοιμάσαι;» ρώτησε η Σάντι. «Όχι. Όχι αφότου χάθηκε ο Ντόναλ. Εσύ ;» «Ποτέ δεν τα είχα καλά με τον ύ πνο». Ο Τζακ έβαλε τα γέλια. «Τι έγινε;» τον ρώτησε με αμυ ντική διάθεση. «Τίποτα. Απλώς είναι σπου δαία απάντηση: ότι δεν τα έχεις καλά με τον ύ πνο», της είπε παιχνιδιάρικα και άφησε τις σελίδες πάνω στα πόδια του . Μέσα στη βαθιά σιγαλιά του σπιτιού του , ο Τζακ αφου γκράστηκε τον ήχο

της ανάσας και της φωνής της Σάντι και προσπάθησε να φανταστεί πώς ήταν εμφανισιακά, πού ήταν και τι σκεφτόταν. Η σιωπή τράβηξε σε μάκρος και τότε ακού στηκε απαλή η φωνή της. «Έχω πολλού ς εξαφανισμένου ς στο μυ αλό μου . Έχω πάρα πολλά να σκεφτώ, πάρα πολλά μέρη να ψάξω, κι έτσι δεν αφήνω να με παίρνει ο ύ πνος. Στα όνειρά σου δεν μπορείς να βρεις τίποτα και κανέναν». Ο Τζακ κοίταξε την κλειστή πόρτα της κρεβατοκάμαρας και συ μφώνησε. «Δεν έχω ιδέα γιατί σου το είπα αυ τό», γρύ λισε η Σάντι, ενώ ακού στηκε ο ήχος χαρτιών που μετακινού νταν. «Πες μου ειλικρινά, Σάντι, ποιο είναι το ποσοστό επιτυ χίας σου ;» Το θρόισμα σταμάτησε. «Εξαρτάται από το επίπεδο της υ πόθεσης εξαφάνισης. Θα σου μιλήσω ειλικρινά· περιπτώσεις σαν του Ντόναλ είναι δύ σκολες. Έχει ήδη γίνει εκτεταμένη έρευ να και κάτω από αυ τές τις συ νθήκες σπανίως βρίσκω κάποιον. Σε ό,τι αφορά τις γενικές υ ποθέσεις εξαφάνισης, όμως, βρίσκω ανθρώπου ς γύ ρω στο σαράντα τοις εκατό των περιπτώσεων. Θα πρέπει να ξέρεις ότι δεν επιστρέφου ν στις οικογένειές του ς όλοι όσου ς βρίσκω. Θα πρέπει να είσαι προετοιμασμένος γι’ αυ τό». «Είμαι προετοιμασμένος. Αν ο Ντόναλ βρίσκεται πεταμένος σε κάποιο χαντάκι, τον θέλω πίσω για να μπορέσου με να τον θάψου με και να τον κηδέψου με κανονικά».

«Δεν εννοώ αυ τό. Μερικές φορές οι άνθρωποι εξαφανίζονται επίτηδες». «Ο Ντόναλ δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα», είπε ο Τζακ. «Ίσως όχι. Αλλά υ πήρξαν περιπτώσεις σαν κι αυ τή όπου ανακάλυ ψα ότι άνθρωποι όπως ο Ντόναλ από οικογένειες όπως η δική σας, εγκαταλείπου ν με δική του ς βού ληση τη ζωή του ς χωρίς να γυ ρίσου ν να που ν λέξη σε κανένα κοντινό του ς πρόσωπο». Ο Τζακ προσπάθησε να χωνέψει αυ τό που άκου γε. Δεν του είχε περάσει από το μυ αλό ότι ο Ντόναλ θα έφευ γε ποτέ από μόνος του , και έβρισκε εξαιρετικά απίθανο όλο αυ τό το σενάριο. «Θα μου έλεγες πού ήταν αν τον έβρισκες;» «Αν δεν ήθελε να βρεθεί; Όχι, δεν θα μπορού σα να σου πω». «Θα μου το έλεγες αν τον έβρισκες;» «Εξαρτάται από το πόσο έτοιμος είσαι να αποδεχτείς το ότι δεν θα μπορείς να μάθεις πού είναι». «Το μόνο που θα ήθελα να μάθω είναι αν είναι καλά και ευ τυ χισμένος, όπου κι αν βρίσκεται». «Τότε, θα σου το έλεγα». Ακολού θησε κι άλλη μακρόσυ ρτη σιωπή πριν ο Τζακ ρωτήσει: «Έχεις πολλή δου λειά; Στις σπάνιες περιπτώσεις που χάνονται άνθρωποι, οι οικογένειές του ς δεν απευ θύ νονται στην αστυ νομία για να χειριστεί την υ πόθεση;» «Είναι αλήθεια. Δεν υ πάρχου ν πολλές σοβαρές υ ποθέσεις σαν του Ντόναλ, πάντα όμως υ πάρχει κάτι ή κάποιος για να βρεθεί. Υπάρχου ν ορισμένες κατηγορίες εξαφανισμένων ανθρώπων με τις οποίες δεν μπορού ν και

δεν θέλου ν να ασχοληθού ν οι αστυ νομικοί». «Σαν ποιες δηλαδή;» «Θέλεις στ’ αλήθεια να το ακού σεις αυ τό;» «Θέλω να μάθω τα πάντα γι’ αυ τό». Ο Τζακ κοίταξε το ρολόι: δυ όμισι μετά τα μεσάνυ χτα. «Εξάλλου , δεν έχω τίποτα καλύ τερο να κάνω τέτοια ώρα νυ χτιάτικα». «Κοίτα, μερικές φορές βρίσκω ανθρώπου ς με του ς οποίου ς απλώς έχασαν επαφή κάποιοι άνθρωποι – μακρινοί συ γγενείς, παλιοί συ μμαθητές, υ ιοθετημένα παιδιά που προσπαθού ν να βρου ν του ς βιολογικού ς του ς γονείς, τέτοια πράγματα. Συ νεργάζομαι συ χνά με το Στρατό Σωτηρίας και προσπαθώ να εντοπίζω του ς ανθρώπου ς. Έπειτα, είναι οι σοβαρότερες περιπτώσεις, όπως οι άνθρωποι που έχου ν εξαφανιστεί, πολλοί με δική του ς θέληση, και οι οικογένειες θέλου ν απλώς να μάθου ν πού βρίσκονται». «Μα πώς ξέρει η αστυ νομία ότι εξαφανίστηκαν από δική του ς επιλογή;» «Μερικοί αφήνου ν μηνύ ματα στα οποία λένε ότι δεν θέλου ν να επιστρέψου ν». Μέσα από το τηλέφωνο την άκου σε να ξετυ λίγει κάτι. «Μερικές φορές παίρνου ν μαζί του ς τα προσωπικά του ς αντικείμενα, ή άλλες φορές, οι άνθρωποι αυ τοί εξέφρασαν στο παρελθόν δυ σαρέσκεια για τη ζωή του ς». «Τι τρως;» «Μάφιν σοκολάτα», απάντησε η Σάντι με μπου κωμένο στόμα. Κατάπιε. «Συ γγνώμη, με άκου σες;» «Ναι, τρως μάφιν σοκολάτα». «Όχι, όχι αυ τό», του είπε γελαστά. Ο Τζακ χαμογέλασε. «Άρα, οι οικογένειες

απευ θύ νονται σ’ εσένα για υ ποθέσεις τις οποίες δεν μπορεί να χειριστεί η αστυ νομία». «Ακριβώς. Μεγάλο μέρος της δου λειάς μου , στο πλαίσιο του οποίου χρησιμοποιώ τη βοήθεια άλλων πρακτορείων ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων στην Ιρλανδία, έχει να κάνει συ γκεκριμένα με υ ποθέσεις που δεν θεωρού νται υ ψηλού κινδύ νου . Αν κάποιος φύ γει από το σπίτι του από μόνος του , δεν θεωρείται εξαφανισμένος, αυ τό όμως δεν καθησυ χάζει τις ανησυ χίες συ γγενών και φίλων». «Άρα, αυ τοί μένου ν ξεχασμένοι;» «Όχι, γίνεται καταγραφή του συ μβάντος στο τμήμα, αλλά η έκταση των ερευ νών επαφίεται στη διακριτική ευ χέρεια του επικεφαλής αστυ νομικού του κάθε τμήματος». «Κι αν κάποιος ήταν απίστευ τα δυ στυ χισμένος στη ζωή του και τα μάζεψε για να πάει να μείνει λίγο μόνος, αλλά εξαφανίστηκε μετά; Δεν θα τον ψάξει κανείς μόνο και μόνο επειδή παλιότερα εξέφρασε δυ σαρέσκεια για τη ζωή του . Αυ τό δεν το έχου με κάνει όλοι μας κάποια στιγμή;» Η Σάντι έμεινε σιωπηλή. «Κάνω λάθος που σκέφτομαι έτσι; Εσύ δεν θα ήθελες να βρεθείς;» «Τζακ, μόνο υ ποθέσεις μπορώ να κάνω, αλλά νομίζω ότι αν υ πάρχει κάτι πιο εκνευ ριστικό από το να μην μπορείς να βρεις κάποιον, αυ τό είναι να μη βρίσκου ν εσένα. Εγώ θα ήθελα να με βρει κάποιος, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο», του είπε σταθερά. Έμειναν και οι δύ ο συ λλογισμένοι.

«Πρέπει να κλείσω τώρα», χασμου ρήθηκε ο Τζακ. «Έχω να σηκωθώ για δου λειά σε λίγες ώρες. Θα πας για ύ πνο τώρα;» «Αφού ξανακοιτάξω του ς φακέλου ς». Ο Τζακ κού νησε το κεφάλι με απορία. «Και για να ξέρεις, ακόμα κι αν μου έλεγες ότι δεν έχεις βρει ποτέ κανέναν, και πάλι θα σου μιλού σα στο τηλέφωνο». Η Σάντι έμεινε σιωπηλή για λίγο. «Κι εγώ το ίδιο, ακόμη κι αν δεν είχα βρει ποτέ κανέναν».

δεκαπέντε Οπως παντα, ο Τζακ σηκώθηκε νωρίτερα από την Γκλόρια. Το κεφάλι της ήταν ακου μπισμένο στο στήθος του . Τα μακριά καστανά μαλλιά της κυ μάτιζαν πάνω στο στέρνο του και τον γαργαλού σαν στα πλευ ρά. Αθόρυ βα και με απαλές κινήσεις μετακίνησε το κορμί του κάτω από το δικό της και ξεγλίστρησε από το κρεβάτι. Η Γκλόρια άφησε ένα κοιμισμένο βογκητό και συ νέχισε τον ύ πνο της με μια γαλήνια έκφραση στο πρόσωπο. Ο Τζακ έκανε ντου ς, ντύ θηκε κι έφυ γε από το σπίτι προτού η Γκλόρια αλλάξει πάλι πλευ ρό. Κάθε πρωί, ο Τζακ έφευ γε από το σπίτι του ς πριν από εκείνη, για να είναι στη δου λειά του στις οκτώ η ώρα. Η Γκλόρια ξεκινού σε δου λειά ως ξεναγός στο Μου σείο Ιπτάμενων Σκαφών του Φόινς στις δέκα. Το μου σείο ήταν η νού μερο ένα του ριστική ατραξιόν του Φόινς, και προέβαλλε την περίοδο 1 9 3 9 -1 9 4 5, όταν το Φόινς ήταν το επίκεντρο του κόσμου της αεροπλοΐας, με αεροπορικές συ νδέσεις ανάμεσα σε Ευ ρώπη και Αμερική. Η Γκλόρια, που είχε πάντα όρεξη να μιλάει και

να βοηθάει τον κόσμο, εργαζόταν ως ξενόγλωσση ξεναγός στο μου σείο από τον Μάρτιο ως τον Οκτώβριο. Εκτός από το μου σείο, το Φόινς ήταν διάσημο και για άλλο ένα πράγμα: την εφεύ ρεση του ιρλανδικού καφέ. Όταν ο καιρός ήταν κρύ ος και βροχερός, όσοι περίμεναν στο τέρμιναλ του αεροδρομίου χρειάζονταν κάτι πιο δυ νατό από τον απλό καφέ για να του ς κρατάει ζεστού ς. Έτσι γεννήθηκε ο ιρλανδικός καφές. Σε λίγες ημέρες, με την ευ καιρία του Καλοκαιρινού Φεστιβάλ Ιρλανδικού Καφέ, το Φόινς θα πλημμύ ριζε από μου σικά συ γκροτήματα που θα εμφανίζονταν στη σκηνή του φεστιβάλ, στην πόλη θα λειτου ργού σε λαϊκή αγορά στην πλατεία του μου σείου , θα διοργανώνονταν λεμβοδρομίες και θα παρου σιαζόταν η τέχνη του δρόμου για παιδιά. Ως συ νήθως, τα εορταστικά πυ ροτεχνήματα θα ήταν ευ γενική χορηγία της εταιρείας Σάνον Φόινς Πορτ, της εταιρείας δηλαδή στην οποία κατευ θυ νόταν εκείνο το πρωί ο Τζακ. Αφού καλημέρισε του ς συ ναδέλφου ς του και κου βέντιασε μαζί του ς, ο Τζακ έκατσε στη θέση του μέσα στον γιγάντιο μεταλλικό γερανό κι έπιασε να φορτώνει εμπορεύ ματα. Του άρεσε η δου λειά του κι ένιωθε μια αίσθηση ικανοποίησης επειδή ήξερε ότι κάποιος σαν κι αυ τόν, κάπου σε ξένο έδαφος, θα ξεφόρτωνε το δώρο που είχε βοηθήσει κι αυ τός να σταλεί. Του άρεσε να βάζει τα πράγματα στη θέση που ανήκαν. Ήξερε ότι τα πάντα και οι πάντες είχαν μια θέση στη ζωή: κάθε εμπόρευ μα που στοιβαζόταν στις αποβάθρες, και κάθε άντρας και γυ ναίκα που εργαζόταν εκεί μαζί του , είχαν ένα κενό να γεμίσου ν κι ένα ρόλο να παίξου ν.

Κάθε μέρα, ο Τζακ είχε τον ίδιο στόχο: να μετακινεί πράγματα και να τα βάζει εκεί που ανήκαν. Άκου γε τη φωνή της Σάντι στο κεφάλι του , να επαναλαμβάνει την ίδια φράση ξανά και ξανά: Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω, αλλά νομίζω ότι αν υπάρχει κάτι πιο εκνευριστικό από το να μην μπορείς να βρεις κάποιον, αυτό είναι να μη βρίσκουν εσένα. Εγώ θα ήθελα να με βρει κάποιος, περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Τοποθέτησε προσεκτικά το φορτίο πάνω στο καράβι, πήδησε από την καμπίνα του γερανού στο έδαφος και μπροστά στου ς εμβρόντητου ς συ ναδέλφου ς του , έβγαλε το κράνος, το πέταξε καταγής και άρχισε να τρέχει. Κάποιοι τον κοιτού σαν σαστισμένοι, άλλοι θυ μωμένοι, αλλά όσοι βρίσκονταν πιο κοντά του αντιμετώπισαν το φευ γιό του με συ μπόνια, γιατί ψυ χανεμίστηκαν ότι, παρόλο που είχε περάσει ένας χρόνος, ο Τζακ δεν μπορού σε να κάθεται πια στην ψηλή του θέση πάνω από το έδαφος, τόσο ψηλά που ένιωθε ότι μπορού σε να δει ολόκληρη την επαρχία και ό,τι υ πήρχε μέσα σε αυ τή, με εξαίρεση τον αδελφό του . Το μόνο που σκεφτόταν ο Τζακ όμως, όση ώρα έτρεχε προς το αυ τοκίνητό του , ήταν να βρει τη Σάντι ώστε να φέρει τον Ντόναλ πίσω εκεί που ανήκε.

Οι απανωτές ερωτήσεις του Τζακ για τη Σάντι Σορτ στα ξενοδοχεία, τα πανδοχεία και του ς ξενώνες του Γκλιν είχαν αρχίσει να προκαλού ν αντιδράσεις. Η ανυ πομονησία εκδηλωνόταν στις φωνές των μέχρι πρότινος φιλικών υ παλλήλων, και ολοένα πιο συ χνά οι

τηλεφωνικές του κλήσεις εκτρέπονταν προς του ς διευ θυ ντές του ς. Τώρα, και χωρίς να υ πάρχει κανένα στοιχείο ακόμη για το πού μπορεί να ήταν η Σάντι, ο Τζακ βρέθηκε να παίρνει βαθιές ανάσες καθαρού αέρα στις εκβολές του Σάνον. Ο ποταμός Σάνον έπαιζε εξέχοντα ρόλο στη ζωή του Τζακ. Από παιδί, ήθελε να δου λέψει στην εταιρεία Σάνον Φόινς Πορτ. Του άρεσε η έξαψη που κυ ριαρχού σε στις πολύ βου ες αποβάθρες όπου στεγάζονταν οι τερατώδεις μηχανές που περιδιάβαιναν τις όχθες του ποταμού σαν μεταλλικοί ερωδιοί με μακριά ατσάλινα πόδια και ράμφη. Πάντα ένιωθε ένα σύ νδεσμο με το ποτάμι και ήθελε να παίρνει μέρος στη διευ κόλυ νση όσων μετέφερε ο ποταμός. Μια χρονιά, η μητέρα και ο πατέρας του είχαν φέρει όλη την οικογένεια για καλοκαιρινές διακοπές στο Λήτριμ· οι διακοπές εκείνες ήταν ακόμα ολοζώντανες στη μνήμη του Τζακ, περισσότερο απ’ όλες όσες είχαν κάνει. Ο Ντόναλ δεν είχε γεννηθεί και ο Τζακ δεν ήταν ού τε δέκα χρόνων ακόμα. Σε εκείνες τις διακοπές έμαθε πού και πώς ξεκινού σε ο μεγάλος ποταμός: αργά και ήσυ χα στην αρχή, στην επαρχία Κάβαν, προτού ανοίξει ταχύ τητα και αρχίσει να συ γκεντρώνει τα μυ στικά και το πνεύ μα κάθε επαρχίας από την οποία διερχόταν με κάθε τμήμα εδάφου ς που διάβρωνε. Κάθε παραπόταμος ήταν σαν αρτηρία που αντλού σε ζωή από την καρδιά της χώρας, ψιθυ ρίζοντας μυ στικά με πνιχτά και ζωηρά κελαρύ σματα, ώσπου τα μετέφερε εντέλει στον Ατλαντικό όπου χάνονταν μαζί με τις ψιθυ ριστές ελπίδες και λύ πες του υ πόλοιπου κόσμου . Ήταν σαν χαλασμένο τηλέφωνο που ξεκινού σε σιγά, αλλά γρήγορα

δυ νάμωνε και μεγάλωνε· από τις φρεσκοβαμμένες ξύ λινες βάρκες που κλυ δωνίζονταν στην επιφάνεια στο Κάρικ-ον-Σάνον, έφτανε τέλος στο υ περθέαμα του Σάνον Φόινς Πορτ με τα πλοία που μετέφεραν μέταλλο και ατσάλι, αραγμένα πλάι σε γερανού ς και αποθήκες. Ο Τζακ περπατού σε άσκοπα στον ήσυ χο δρόμο κατά μήκος στις εκβολές του Σάνον, χαρού μενος που είχε βρει λίγη γαλήνη και ησυ χία. Όταν προχώρησε παρακάτω στο μονοπάτι, το κάστρο του Γκλιν χάθηκε πίσω από τα δέντρα. Μια ζωηρή κόκκινη αναλαμπή άστραψε πίσω από τις φυ λλωσιές σε μια περιοχή που λειτου ργού σε παλιά ως χώρος στάθμευ σης αυ τοκινήτων, αλλά είχε πλέον καλυ φθεί από βλάστηση και είχε γίνει πια τόπος περιπάτου για περιπατητές και παρατηρητές που λιών. Η χαλικόστρωση ήταν ακανόνιστη, οι άσπρες γραμμές σβησμένες και αγριόχορτα φύ τρωναν ανάμεσα στις σχισμές. Εκεί ήταν ένα παλιό κόκκινο Φιέστα, σαραβαλιασμένο και καταχτυ πημένο, με το λού στρο του καινού ριου να αποτελεί μακρινό παρελθόν. Ο Τζακ κοντοστάθηκε καθώς αναγνώρισε μεμιάς στο αυ τοκίνητο αυ τό, το σαρκοφάγο μηχανικό φυ τό που είχε καταβροχθίσει την καλλονή με τα μακριά πόδια στο γκαράζ το προηγού μενο πρωί. Η καρδιά του άρχισε να χτυ πάει πιο γρήγορα όταν κοίταξε ολόγυ ρα ψάχνοντας να τη βρει, αλλά δεν είδε ού τε άκου σε το παραμικρό που να υ ποδηλώνει άλλη παρου σία. Ένα γεμάτο πλαστικό ποτήρι καφέ ήταν ακου μπισμένο πάνω στο ταμπλό, και στη θέση του συ νοδηγού στοιβάζονταν εφημερίδες πλάι σε μια πετσέτα· η ζωηρή φαντασία του Τζακ τον οδήγησε στο

συ μπέρασμα πως θα πρέπει να είχε πάει για τζόγκινγκ κάπου εκεί κοντά. Απομακρύ νθηκε από το αμάξι μήπως και επέστρεφε η γυ ναίκα και τον έβρισκε να κοιτάζει μέσα από τα παράθυ ρα. Η σύ μπτωση να συ ναντηθού ν σε άλλη μια ερημική περιοχή, του προξένησε τόση περιέργεια που δεν του έκανε καρδιά να φύ γει. Εξάλλου , το να τη χαιρετήσει ξανά θα ήταν μια ευ πρόσδεκτη χαρά σε μια μίζερη μέρα. Πέρασαν σαράντα πέντε λεπτά αναμονής και ο Τζακ άρχισε να βαριέται και να νιώθει ανόητος. Το αυ τοκίνητο έμοιαζε να έχει εγκαταλειφθεί από χρόνια σε τού τη την ερημιά, παρότι ο Τζακ ήξερε πολύ καλά ότι το είχε δει να κυ κλοφορεί χθες το πρωί. Πλησίασε και κόλλησε το πρόσωπο στο τζάμι. Παραλίγο να του ’ρθει συ γκοπή. Η τρίχα του σηκώθηκε κάγκελο κι ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί του . Πάνω στο ταμπλό, δίπλα στον καφέ και στο κινητό με τις αναπάντητες κλήσεις, ήταν ένας χοντρός καφέ φάκελος με το όνομα «Ντόναλ Ρατλ» καθαρογραμμένο μπροστά-μπροστά.

δεκαέξι Χτύ πησα το παπού τσι μου πάνω στο πιάτο όπου ήταν κάποτε τα σοκολατένια μπισκότα και ένας δυ νατός καμπανιστός ήχος αντήχησε στο ξέφωτο. Γύ ρω μου , κατάχαμα στο δάσος, ξάπλωναν τεμπέλικα τέσσερα κοιμισμένα κορμιά, ενώ τα ροχαλητά του Μπέρναρντ έμοιαζαν να δυ ναμώνου ν λεπτό το λεπτό. Αναστέναξα δυ νατά, νιώθοντας σαν ενοχλητική έφηβη με τις ορμόνες της σε αναβρασμό, που θέλει να γίνει το δικό της. Η Έλενα, στην οποία είχα καμιά ώρα να μιλήσω, ύ ψωσε τα φρύ δια προς το μέρος μου , προσπαθώντας να μου δείξει ότι δεν το έβρισκε καθόλου αστείο, αν και ήξερα πολύ καλά ότι απολάμβανε κάθε στιγμή του μαρτυ ρίου μου . Την τελευ ταία ώρα, μου είχαν συ μβεί διάφορα ατυ χήματα «κατά λάθος»· είχα σκοντάψει πάνω στα πιάτα, μου είχε πέσει ένα πακέτο μπισκότα πάνω στην Τζόαν, και με είχε πιάσει μια μάλλον ηχηρή κρίση βήχα. Αυ τοί όμως συ νέχιζαν να κοιμού νται αμέριμνοι και η Έλενα εξακολου θού σε να αρνιέται να με οδηγήσει ή και να μου δώσει οδηγίες ακόμα για το πώς να βγω από το

δάσος ώστε να πάω να δω εκείνη την άλλη ζωή που μου είχε αναφέρει. Ακού γοντας γέλια, προσπάθησα να βγω μόνη μου από κει, όταν όμως συ νάντησα χιλιάδες πανομοιότυ πα πεύ κα να με περιπαίζου ν και να μου κλείνου ν το δρόμο, αποφάσισα πως μου έφτανε που χάθηκα μια φορά· το να χαθώ δεύ τερη φορά κάτω μάλιστα από ασυ νήθιστες συ νθήκες θα ήταν σκέτη ηλιθιότητα. «Πόσο κοιμού νται συ νήθως;» ρώτησα δυ νατά με βαριεστημένη φωνή, ελπίζοντας να του ς ταράξω τον ύ πνο. «Του ς αρέσει να κλείνου ν το οκτάωρο». «Τρώνε;» «Τρεις φορές την ημέρα· συ νήθως στερεά τροφή. Του ς βγάζω βόλτα δύ ο φορές την ημέρα. Του Μπέρναρντ ιδιαίτερα του αρέσει το λου ρί». Χαμογέλασε με ύ φος απόμακρο σαν να αναπολού σε. «Και πότε-πότε περιποιού νται τις γού νες του ς», συ μπλήρωσε τη φράση της. «Εννοού σα αν τρώνε εδώ». Κοίταξα με απέχθεια το ξέφωτο· τώρα πια δεν μου καιγόταν καρφί αν έτσι πρόσβαλλα την ετήσια κατασκήνωσή του ς. Δεν μπορού σα να κου μαντάρω την ταραχή μου , αλλά δεν μου άρεσε να νιώθω κολλημένη κάπου . Συ νήθως, στη ζωή μου , πηγαινοερχόμου ν όποτε μου άρεσε, μπαινοβγαίνοντας στη ζωή των άλλων. Ού τε στο πατρικό μου κατάφερνα να μείνω για πολύ καιρό καθώς συ νήθως έπαιρνα την τσάντα που με περίμενε πλάι στην πόρτα και το έβαζα στα πόδια. Εδώ όμως δεν είχα πού να πάω. Μακρινό γέλιο αντήχησε πάλι.

«Τι είναι αυ τός ο θόρυ βος;» «Ο κόσμος το ονομάζει γέλιο, νομίζω». Η Έλενα βολεύ τηκε στον υ πνόσακό της. Έδειχνε να απολαμβάνει τόσο τη θαλπωρή όσο και το αστείο της. «Είχες πάντα πρόβλημα συ μπεριφοράς;» ρώτησα. «Εσύ ;» «Ναι», είπα κοφτά, και η Έλενα έβαλε τα γέλια. Σταμάτησα να κατσου φιάζω και χαμογέλασα. «Απλώς, είμαι δύ ο ολόκληρες ημέρες σ’ αυ τό το δάσος». «Προσπαθείς να μου ζητήσεις συ γγνώμη;» «Δεν ζητάω συ γγνώμη εγώ. Εκτός κι αν είναι απολύ τως απαραίτητο». «Μου θυ μίζεις τον εαυ τό μου όταν ήμου ν νέα. Νεότερη δηλαδή. Ακόμα νέα είμαι. Τι σε έχει κάνει τόσο εριστική σε τόσο νεαρή ηλικία;» «Δεν τα πάω καλά με του ς ανθρώπου ς». Κοίταξα γύ ρω όταν άκου σα άλλο ένα ξέσπασμα γέλιου . Η Έλενα συ νέχισε να μιλάει σαν να μην το είχε ακού σει καν. «Φυ σικά και δεν τα πας. Απλώς πέρασες το μεγαλύ τερο μέρος της ζωής σου προσπαθώντας να του ς βρεις». Δεν είναι ότι δεν άκου σα τη δήλωσή της, απλώς αποφάσισα να μην απαντήσω. «Δεν ακού ς αυ τή τη φασαρία;» «Μεγάλωσα δίπλα σε σιδηροδρομικό σταθμό. Όταν έμεναν σπίτι φίλοι μου , ξαγρυ πνού σαν όλη νύ χτα από το θόρυ βο και τις δονήσεις. Εγώ ήμου ν τόσο συ νηθισμένη που δεν άκου γα τίποτα, αλλά το τρίξιμο στη σκάλα όταν ανέβαιναν για ύ πνο οι γονείς μου , με ξυ πνού σε πάντα. Είσαι παντρεμένη;»

Σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Θα το εκλάβω ως άρνηση. Έχεις φίλο;» «Πού και πού ». «Έχεις παιδιά;» «Δεν με ενδιαφέρου ν τα παιδιά». Οσμίστηκα τον αέρα. «Τι μυ ρωδιά είναι αυ τή; Και ποιος γελάει; Είναι κανείς εδώ κοντά;» Γύ ριζα το κεφάλι γύ ρω-γύ ρω, σαν σκύ λος που πασχίζει να τσακώσει μύ γα. Δεν μπορού σα να ξεχωρίσω από πού έρχονταν οι θόρυ βοι. Στην αρχή, μου φάνηκε πως έρχονταν από πίσω, όταν όμως γύ ρισα ο θόρυ βος ακού στηκε πιο δυ νατός από την άλλη μεριά. «Είναι παντού », εξήγησε βαριεστημένα η Έλενα. «Οι νέοι εδώ πέρα το συ γκρίνου ν με σύ στημα ήχου σαράου ντ. Εσύ θα το καταλαβαίνεις μάλλον καλύ τερα από μένα». «Ποιος κάνει το θόρυ βο, και καπνίζει κανείς πού ρο;» Οσμίστηκα πάλι τον αέρα. «Σαν πολλές ερωτήσεις δεν κάνεις;» «Ενώ εσύ δεν έκανες όταν πρωτόφτασες εδώ; Έλενα, δεν ξέρω πού είμαι, ού τε τι γίνεται εδώ, κι εσύ δεν βοηθάς καθόλου ». Η Έλενα είχε του λάχιστον την ευ γένεια να δείξει ντροπιασμένη. «Σου ζητώ συ γγνώμη. Ξέχασα πώς είναι». Σταμάτησε και αφου γκράστηκε. «Αυ τή τη στιγμή μπαίνου ν στην ατμόσφαιρά μας γέλια και μυ ρωδιές. Τι ξέρεις μέχρι στιγμής για του ς ανθρώπου ς που έρχονται εδώ;» «Ότι είναι εξαφανισμένοι». «Ακριβώς. Το ίδιο και το γέλιο, το κλάμα και οι οσμές

που φτάνου ν εδώ». «Πώς γίνεται αυ τό;» ρώτησα, έχοντας σαστίσει παντελώς. «Μερικές φορές, Σάντι, οι άνθρωποι δεν χάνου ν μόνο κάλτσες. Πρώτα-πρώτα, μπορεί να ξεχάσεις πού έβαλες κάτι. Το να ξεχνάς πράγματα, είναι απλώς η εξαφάνιση της μνήμης, αυ τό είναι όλο». «Ναι, αλλά μπορεί να ξαναθυ μηθείς». «Ναι, αλλά δεν θυ μάσαι τα πάντα και δεν βρίσκεις τα πάντα. Αυ τά τα πράγματα καταλήγου ν εδώ, όπως η αφή και η οσμή κάποιου , η ακριβής ανάμνηση του προσώπου του και ο ήχος της φωνής του ». «Παράξενο αυ τό». Κού νησα το κεφάλι, ανήμπορη να τα κατανοήσω όλα αυ τά. «Είναι πολύ απλό αν το θυ μάσαι κάπως έτσι: τα πάντα έχου ν μια θέση στη ζωή και όταν μετακινείται ένα πράγμα, πρέπει να πάει κάπου αλλού . Εδώ είναι το μέρος όπου μετακινού νται όλα εκείνα τα πράγματα». Σήκωσε τα χέρια της ψηλά για να δείξει γύ ρω μας. Μια σκέψη μού ήρθε ξαφνικά στο νου . «Εσύ άκου σες ποτέ το γέλιο ή το κλάμα σου ;» Η Έλενα έγνεψε θλιμμένη. «Πολλές φορές». «Πολλές φορές;» ρώτησα ξαφνιασμένη. Χαμογέλασε. «Βλέπεις, είχα τη χαρά να αγαπηθώ από πολλού ς ανθρώπου ς. Όσο περισσότεροι σ’ αγαπάνε, τόσο περισσότεροι είναι οι άνθρωποι εκεί έξω που θα χάσου ν την ανάμνησή σου . Μην κατεβάζεις μού τρα, Σάντι. Δεν είναι τόσο θλιβερό όσο ακού γεται. Οι άνθρωποι δεν το θέλου ν που χάνου ν αναμνήσεις. Αν και υ πάρχου ν πάντα κάποια πράγματα που θα

προτιμού σαμε να ξεχάσου με». Μου έκλεισε το μάτι. «Μπορεί ο πραγματικός ήχος του γέλιου μου να αντικαταστάθηκε από μια καινού ρια ανάμνηση, ή λίγου ς μήνες αφότου εξαφανίστηκα να έσβησε η μυ ρωδιά μου από την κρεβατοκάμαρα και τα ρού χα μου , να άλλαξε η μυ ρωδιά που προσπαθού σαν να κρατήσου ν στη μνήμη του ς. Είμαι σίγου ρη ότι η εικόνα του προσώπου της μητέρας μου , έτσι όπως την έχω στο μυ αλό μου , είναι πολύ διαφορετική απ’ ό,τι στην πραγματικότητα, αλλά ύ στερα από σαράντα χρόνια και χωρίς το παραμικρό ενθύ μιο, πώς να ξέρει το μυ αλό μου πώς ακριβώς είναι; Δεν μπορείς να κρατήσεις τα πάντα για πάντα, όσο δυ νατά κι αν σφίγγεις». Συ λλογίστηκα την ημέρα που θα άκου γα και το δικό μου γέλιο να φτερου γίζει πάνω από το κεφάλι μου , και ήξερα ότι θα συ νέβαινε μόνο μία φορά επειδή μόνο ένας άνθρωπος ήξερε τον πραγματικό ήχο από το γέλιο και το κλάμα μου . «Παρ’ όλα αυ τά», η Έλενα κοίταξε τον φωτεινό πια ου ρανό με δάκρυ α στα μάτια, «είναι φορές που σου ’ρχεται να τα πιάσεις και να τα πετάξεις πίσω, εκεί απ’ όπου ήρθαν. Οι αναμνήσεις μας είναι ο μόνος σύ νδεσμος που διατηρού με. Μπορού με να αγκαλιαζόμαστε, να φιλιόμαστε, να γελάμε και να κλαίμε μαζί του ς ξανά και ξανά μέσα στο μυ αλό μας. Είναι πολύ τιμες για εμάς». Σιγανά γέλια, καγχασμοί, χάχανα και χαχανητά διαπερνού σαν τον αέρα και πετού σαν στ’ αυ τιά μας με τον άνεμο, ενώ το ελαφρύ αεράκι κου βαλού σε αδύ ναμες μυ ρωδιές, όπως τη λησμονημένη ευ ωδιά ενός σπιτικού των παιδικών χρόνων· μια κου ζίνα μετά από ολοήμερα

ψησίματα. Την ξεχασμένη ευ ωδιά ενός μωρού που μεγάλωσε πια: πού δρα, κρέμα για συ γκάματα, δέρμα που μυ ρίζει ζαχαρωτό. Υπήρχαν και οι παλιότερες, πιο μπαγιάτικες μυ ρωδιές από αγαπημένου ς παππού δες και γιαγιάδες: λεβάντα για τη γιαγιά, καπνός πού ρου , τσιγάρου και πίπας για τον παππού . Μυ ρωδιές χαμένων εραστών: γλυ κά αρώματα και άφτερ σέιβ, η ευ ωδιά νυ σταγμένων πρωινών χου ζου ριών ή απλώς η ανεξήγητη προσωπική μυ ρωδιά που αφήνει κανείς πίσω του σε ένα δωμάτιο. Προσωπικές μυ ρωδιές πολύ τιμες όσο και οι ίδιοι οι άνθρωποι. Όλα τα αρώματα που χάθηκαν από τη ζωή των ανθρώπων, κατέληγαν εδώ. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ· έκλεισα τα μάτια και ανάσανα όλες εκείνες τις ευ ωδιές και γέλασα μαζί με του ς ήχου ς. Η Τζόαν σάλεψε μέσα στο υ πνόσακό της και με έβγαλε από του ς ρεμβασμού ς μου . Η καρδιά μου άρχισε να χτυ πάει γοργά από την προσμονή να δω επιτέλου ς τι υ πήρχε πέρα από το δάσος. «Καλημέρα, Τζόαν», τραγού δησε η Έλενα τόσο δυ νατά που κατάφερε να ξυ πνήσει και τον Μπέρναρντ. Αυ τός ξύ πνησε με ένα τίναγμα, σήκωσε το κεφάλι του και αποκάλυ ψε τις τρίχες στο κεφάλι του που κρέμονταν στη λάθος πλευ ρά. Κοίταξε γύ ρω του νυ σταγμένα και ψηλάφισε γύ ρω του για να βρει τα γυ αλιά του . «Καλημέρα, Μπέρναρντ», είπε η Έλενα τόσο δυ νατά που κατάφερε να ξυ πνήσει τον Μάρκου ς και τον Ντέρεκ. Έπνιξα το γέλιο μου . «Ορίστε, λίγος ζεστός καφές να σας ξυ πνήσει». Του ς έτεινε αχνιστές κού πες κάτω από τη μύ τη. Όλοι την κοίταξαν νυ σταγμένα, με σαστισμάρα.

Μόλις ήπιαν την πρώτη γου λιά καφέ, η Έλενα πέταξε την κου βέρτα από πάνω της και σηκώθηκε όρθια. «Λοιπόν, αρκετά χασομερήσαμε εδώ πέρα. Πάμε, παιδιά». Άρχισε να διπλώνει τακτικά την κου βέρτα της και να μαζεύ ει τα πιατικά. «Γιατί, παρακαλώ, μιλάς τόσο δυ νατά και προς τι τόση βιασύ νη;» Η Τζόαν κρατού σε το αναμαλλιασμένο από τον ύ πνο κεφάλι της και ψιθύ ριζε σαν να συ νερχόταν από μεθύ σι. «Ξημέρωσε μια καινού ρια μέρα· ας πιού με λοιπόν τον καφέ μας και μόλις τελειώσου με ξεκινάμε για πίσω». «Γιατί;» ρώτησε η Τζόαν κατεβάζοντας γρήγορα γου λιές. «Δεν έχει πρωινό;» γκρίνιαξε σαν παιδί ο Μπέρναρντ. «Θα πάρου με πρωινό μόλις φτάσου με σπίτια μας». Η Έλενα του άρπαξε την κού πα από τα χέρια, έχυ σε τον υ πόλοιπο καφέ πάνω από τον ώμο της κι έχωσε την κού πα μέσα σε μια τσάντα. Κοίταξα αλλού για να μη γελάσω. «Προς τι τόση βιασύ νη;» ρώτησε ο Μάρκου ς. «Όλα καλά;» την κοίταξε διαπεραστικά, καθώς ήταν ακόμα αβέβαιος για το τι σήμαινε η παρου σία μου εκεί. «Μια χαρά, Μάρκου ς». Ακού μπησε στοργικά το χέρι της στον ώμο του . «Μόνο που η Σάντι έχει λίγη δου λειά να κάνει». Μου χαμογέλασε. Αλήθεια, είχα; «Τι καλά! Ανεβάζεις παράσταση; Έχει περάσει πολύ ς καιρός από την τελευ ταία φορά που ανεβάσαμε παράσταση», είπε ενθου σιασμένη η Τζόαν. «Ελπίζω να μας ειδοποιήσεις εγκαίρως για τις

ακροάσεις επειδή χρειαζόμαστε χρόνο να προετοιμαστού με. Έχου με σκου ριάσει λίγο», είπε ανήσυ χος ο Μπέρναρντ. «Μην ανησυ χείς», πετάχτηκε η Έλενα, «αυ τό θα κάνει». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, αλλά η Έλενα σήκωσε το χέρι για να εμποδίσει τις διαμαρτυ ρίες μου . «Σκέφτηκες ποτέ να ανεβάσεις μιού ζικαλ;» ρώτησε ο Ντέρεκ, ενώ φύ λαγε την κιθάρα του . «Θα υ πήρχε τεράστιο ενδιαφέρον για συ μμετοχή σε μιού ζικαλ». «Είναι πολύ πιθανό». Η Έλενα του μίλησε σαν να απευ θυ νόταν σε παιδί. «Θα γίνου ν ομαδικές ακροάσεις;» ρώτησε ο Μπέρναρντ κάπως πανικόβλητος. «Όχι, όχι», χαμογέλασε η Έλενα, και τότε κατάλαβα επιτέλου ς τι σκάρωνε. «Νομίζω ότι η Σάντι θα θελήσει να περάσει λίγο χρόνο με τον καθένα ξεχωριστά». Τράβηξε την κου βέρτα του Μπέρναρντ από του ς ώμου ς του και άρχισε να τη διπλώνει ενώ εκείνος την κοιτού σε με το στόμα ανοιχτό. «Λοιπόν, ας ετοιμαστού με για να πάμε να ξεναγήσου με τη Σάντι. Θα πρέπει να βρει ένα καλό μέρος για την παράσταση». Πόσο γρήγορα ετοιμάστηκαν ο Μπέρναρντ με την Τζόαν! «Παρεμπιπτόντως, ήθελα να σε ρωτήσω κάτι», ψιθύ ρισε η Έλενα. «Δού λευ ες όταν έφτασες εδώ;» «Τι ακριβώς εννοείς;» «Ήσου ν σε αποστολή ή ακολου θού σες τα ίχνη κάποιου όταν έφτασες εδώ; Είναι πολύ σημαντική ερώτηση αλλά ξέχασα να σε ρωτήσω».

«Και ναι, και όχι», απάντησα. «Έκανα τζόγκινγκ στις εκβολές του Σάνον όταν βρέθηκα εδώ, αλλά ο λόγος που ήμου ν στο Λίμερικ είχε να κάνει με δου λειά. Πριν από πέντε μέρες ανέλαβα μια καινού ρια υ πόθεση». Έφερα στο μυ αλό μου το τηλεφώνημα που είχα λάβει από τον Τζακ Ρατλ αργά ένα βράδυ . «Ο λόγος που ρωτάω είναι επειδή αναρωτιέμαι τι ξεχωριστό είχε ο συ γκεκριμένος άνθρωπος απ’ όλου ς του ς εξαφανισμένου ς με του ς οποίου ς έχεις ασχοληθεί, που σε έφερε εδώ. Σας συ νέδεε δυ νατός δεσμός;» Κού νησα το κεφάλι αλλά ήξερα πως δεν έλεγα όλη την αλήθεια. Τα νυ χτερινά τηλεφωνήματα με τον Τζακ Ρατλ ήταν πολύ διαφορετικά από τις άλλες μου υ ποθέσεις. Ήταν τηλεφωνήματα που απολάμβανα, ήταν κάποιος με τον οποίο μπορού σα να συ ζητήσω κι άλλα πράγματα πέρα από τη δου λειά. Όσο περισσότερο μιλού σα με τον συ μπαθητικό Τζακ τόσο περισσότερο πάσχιζα να βρω τον αδελφό του . Μόνο ένας άλλος άνθρωπος στη ζωή μου με έκανε να νιώθω ανάλογα. «Πώς έλεγαν τον εξαφανισμένο;» «Ντόναλ Ρατλ», είπα, και θυ μήθηκα τα παιχνιδιάρικα γαλανά μάτια της φωτογραφίας. Η Έλενα το σκέφτηκε λίγο. «Μπορού με κάλλιστα να ξεκινήσου με από τώρα. Ξέρει κανείς σας κάποιον Ντόναλ Ρατλ;» Κοίταξε τριγύ ρω.

δεκαεπτά Ο Τζακ πηγαινοερχόταν συ νεχώς πέρα-δώθε πλάι στο κόκκινο Φορντ Φιέστα, νιώθοντας ανυ πομονησία, μαζί με εκνευ ρισμό και αγωνία. Κάπου -κάπου σταματού σε, κοιτού σε από το παράθυ ρο του συ νοδηγού και προσπαθού σε να κάνει τηλεπαθητικά την πόρτα να ανοίξει ώστε να αρπάξει το φάκελο και να καταβροχθίσει σαν λιμασμένος τις πληροφορίες στις σελίδες του . Έπειτα ηρεμού σε και συ νέχιζε το πήγαιν’- έλα. Κοίταξε τριγύ ρω, αλλά δεν ήθελε να απομακρυ νθεί από το αμάξι σε περίπτωση που γύ ριζε η Σάντι Σορτ και έφευ γε χωρίς αυ τόν. Του φαινόταν απίστευ το που η Σάντι Σορτ ήταν η γυ ναίκα του βενζινάδικου . Μπορεί να είχαν συ ναντηθεί σαν δύ ο ξένοι αλλά, όπως όταν της μιλού σε από το τηλέφωνο, έτσι κι αυ τή τη φορά είχε νιώσει κάτι όταν την είδε, ένα ιδιαίτερο δέσιμο να του ς συ νδέει. Αρχικά νόμιζε πως οφειλόταν στο ότι ήταν οι μόνοι σ’ εκείνο το μέρος τόσο νωρίς το πρωί, τώρα όμως καταλάβαινε πως εκείνος ο δεσμός ήταν κάτι παραπάνω. Και τώρα, είχε

πέσει πάλι τυ χαία πάνω της σε ένα μυ στικό μέρος. Κάτι τον τραβού σε κοντά της. Και τι δεν θα ’δινε για να ξαναγυ ρίσει το χρόνο πίσω, στη στιγμή εκείνη, ώστε να της μιλήσει για τον Ντόναλ. Ώστε είχε έρθει στο Γκλιν τελικά. Ο Τζακ ήξερε ότι δεν υ πήρχε περίπτωση να τον απογοητεύ σει· είχε όντως οδηγήσει όλη νύ χτα, όπως του είχε υ ποσχεθεί. Το γεγονός ότι βρήκε το αυ τοκίνητό της σε τού τη την ερημιά πρόσθετε απλώς κι άλλα ερωτηματικά σε όσα ήδη τον βασάνιζαν. Αφού η Σάντι είχε έρθει στο Γκλιν, πού ήταν την Κυ ριακή που υ ποτίθεται ότι θα συ ναντιού νταν; Κοίταξε το ρολόι του . Είχαν περάσει τρεις ώρες από τη στιγμή που βρήκε το αμάξι, και ού τε ίχνος της ακόμα. Ένα πιο σοβαρό ερώτημα έδειξε τα δόντια του : πού ήταν τώρα; Ο Τζακ κάθισε στο τσακισμένο κράσπεδο πλάι στο αμάξι και έκανε αυ τό που του είχε γίνει συ νήθεια τον τελευ ταίο χρόνο. Περίμενε. Και δεν θα το κου νού σε ρού πι μέχρι να επιστρέψει η Σάντι Σορτ στο αμάξι της.

Ακολού θησα την παρέα μέσα από τα δέντρα, με την καρδιά μου να χτυ πάει τόσο δυ νατά που δεν άκου γα καλά-καλά τον Μπέρναρντ, που φλυ αρού σε ασταμάτητα για την υ ποκριτική του εμπειρία των περασμένων χρόνων. Πού και πού , όποτε ένιωθα τα μάτια του πάνω μου , έγνεφα καταφατικά. Δυ στυ χώς, το όνομα του Ντόναλ δεν προκάλεσε καμία αντίδραση· μόνο ανασηκώματα ώμων και μασημένα «Δεν ξέρω». Όταν όμως άκου σα την Έλενα να αναφέρει το όνομά του στου ς

άλλου ς, ένιωσα κάτι να ξυ πνάει μέσα μου , καθώς στο άκου σμά του συ νειδητοποίησα την πραγματικότητα. Θα έβλεπα ανθρώπου ς του ς οποίου ς αναζητού σα εδώ και πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Ένιωσα σάμπως το έργο της ζωής μου να με είχε οδηγήσει σε τού τη δω τη στιγμή. Οι νύ χτες της αγρύ πνιας, η αποξένωση από πιθανού ς φίλου ς και στοργικού ς γονείς, είχαν κάνει τη ζωή μου μοναχική· μπορεί εμένα να με ικανοποιού σε, αλλά ήταν μια ζωή στοιχειωμένη από φιλίες και σχέσεις με ανθρώπου ς που δεν γνώριζα. Ήξερα τα πάντα γι’ αυ τού ς του ς ανθρώπου ς –τα αγαπημένα του ς χρώματα, τα ονόματα των καλύ τερών του ς φίλων, τα αγαπημένα του ς συ γκροτήματα– κι έτσι τώρα ένιωθα ότι με κάθε μου βήμα πλησίαζα όλο και πιο κοντά στην ώρα της συ νάντησης με χαμένου ς φίλου ς, εξαφανισμένου ς γονείς, θείου ς, θείες και συ γγενείς. Όταν συ νειδητοποίησα αυ τά τα συ ναισθήματα, αντιλήφθηκα πως είχα καταντήσει σαν αχαρτογράφητο νησί. Κανείς από του ς εξαφανισμένου ς, του ς οποίου ς εγώ σκεφτόμου ν με τόση αγάπη, δεν θα με αναγνώριζε καν. Όταν τα μάτια του ς θα έπεφταν επάνω μου , θα αντίκριζαν μια ξένη, αλλά τα δικά μου μάτια θα έβλεπαν το αντίθετο. Παρότι δεν είχαμε γνωριστεί ποτέ, οι οικογενειακές φωτογραφίες από περασμένα Χριστού γεννα, γενέθλια και γάμου ς, πρώτες ημέρες στο σχολείο και σχολικού ς χορού ς, ήταν χαραγμένες ανεξίτηλα στη μνήμη μου . Είχα καθίσει μαζί με γονείς που έκλαιγαν με μαύ ρο δάκρυ και μου έδειχναν το ένα φωτογραφικό άλμπου μ μετά το άλλο, αλλά δεν θυ μόμου ν

να είχα καθίσει ού τε μία φορά στον καναπέ με τη δική μου οικογένεια και να είχα κάνει το ίδιο. Οι άνθρωποι για του ς οποίου ς ζού σα δεν γνώριζαν καν την ύ παρξή μου , και εγώ δεν έδινα σημασία στην ύ παρξη των ανθρώπων που ζού σαν για μένα. Ίσια μπροστά, είδα τα δέντρα να τελειώνου ν. Η ακινησία του δάσου ς λιγόστευ ε και έδινε τη θέση της στην κίνηση, το θόρυ βο και το χρώμα. Πάρα πολύ ς κόσμος. Κοντοστάθηκα και άπλωσα το τρεμάμενο χέρι μου για να στηριχτώ στον κορμό ενός πεύ κου . «Σάντι, είσαι καλά;» ρώτησε ο Μπέρναρντ σταματώντας δίπλα μου . Κοντοστάθηκαν όλοι και γύ ρισαν να με κοιτάξου ν. Ού τε να χαμογελάσω δεν μπορού σα. Δεν γινόταν να προσποιηθώ πως ήταν όλα μια χαρά. Εγώ, η αρχόντισσα του ψεύ δου ς, πιάστηκα στον ιστό με τα ψέματα που είχα εξυ φάνει μόνη μου . Η Έλενα ήρθε πίσω κι έτρεξε προς το μέρος μου . «Προχωρήστε εσείς. Θα συ ναντηθού με αργότερα», του ς έδιωξε όλου ς, και όταν δεν κου νήθηκαν πρόσθεσε: «Άντε ντε!» Γύ ρισαν αργά από την άλλη και άφησαν απρόθυ μα τη σκιά βγαίνοντας στο φως. «Σάντι». Η Έλενα ακού μπησε μαλακά την παλάμη της στον ώμο μου . «Τρέμεις». Πέρασε το μπράτσο της γύ ρω από του ς ώμου ς μου και με κράτησε πάνω της. «Ησύ χασε, δεν έχεις να φοβάσαι τίποτα. Είσαι απολύ τως ασφαλής». Δεν ήταν η ασφάλεια του τόπου που με έκανε να τρέμω σύ γκορμη. Ήταν το γεγονός ότι ποτέ μου δεν είχα νιώσει σαν να ανήκα κάπου . Μια ζωή απομακρυ νόμου ν

από όποιον ήθελε να με πλησιάσει, αποξενωνόμου ν από φίλου ς και εραστές επειδή δεν μου έδιναν απαντήσεις στις ερωτήσεις μου , ή δεν ανέχονταν ή δεν καταλάβαιναν τις έρευ νές μου . Με έκαναν να νιώθω πως έκανα κάτι στραβά και, εντελώς ασυ ναίσθητα, ότι μπορεί να ήμου ν και λίγο παλαβή, αλλά εγώ είχα ένα και μόνο πάθος: να βρίσκω πράγματα. Το να βρω αυ τό εδώ το μέρος, ήταν απλώς μια μεγάλη απάντηση στο μεγάλο ερώτημα της ζωής μου , που με είχε κάνει να θυ σιάσω τα πάντα. Είχα πληγώσει πάρα πολλού ς ανθρώπου ς που με αγαπού σαν, προκειμένου να βοηθήσω ανθρώπου ς που δεν μπορού σα να δω· και τώρα, που ήμου ν έτοιμη να του ς δω, φοβόμου ν να του ς αφήσω κι αυ τού ς να με πλησιάσου ν. Παλιά, με θεωρού σα κάτι σαν αγία, όπως στα βραδινά δελτία ειδήσεων την Τζένι-Μέι Μπάτλερ· νόμιζα πως ήμου ν η Μητέρα Τερέζα με ένα φάκελο εξαφανισμένου προσώπου παραμάσχαλα, πως έκανα θυ σίες για να βοηθάω του ς άλλου ς. Στην πραγματικότητα, δεν είχα κάνει καμία θυ σία. Η συ μπεριφορά μου βόλευ ε εμένα και μόνο εμένα. Οι άνθρωποι που βρίσκονταν στο μέρος αυ τό ήταν οι άνθρωποι στου ς οποίου ς είχα προσκολληθεί. Όποτε άρπαζα την τσάντα που με περίμενε πλάι στην πόρτα του πατρικού μου στο Λήτριμ, το έκανα γι’ αυ τού ς εδώ του ς ανθρώπου ς. Όποτε τελείωνα σχέσεις και απέρριπτα προσκλήσεις για βραδινές εξόδου ς, το έκανα γι’ αυ τού ς εδώ του ς ανθρώπου ς. Τώρα όμως που του ς είχα βρει, δεν είχα ιδέα τι έπρεπε να κάνω.

δεκαοκτώ Μαζί με την Έλενα βγήκαμε από το σκοτάδι του σκιερού δάσου ς και βρεθήκαμε σε έναν πολύ χρωμο κόσμο. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται με αυ τό που αντίκρισαν τα μάτια μου . Ήταν σαν να είχε ανοίξει μια μεγάλη κόκκινη αυ λαία για να καλωσορίσει μια τόσο ανυ πέρβλητη παραγωγή που μου ήταν αδύ νατον να συ γκεντρωθώ σε ένα πράγμα για πολλή ώρα. Αυ τό που αντίκρισαν τα μάτια μου ήταν ένα πολύ βου ο χωριό όπου ήταν μαζεμένα όλα τα έθνη της γης. Κάποιοι περπατού σαν μόνοι, άλλοι ήταν μαζεμένοι δυ ο-δυ ο, τρεις-τρεις, σε παρέες και πλήθη. Εικόνες από παραδοσιακές φορεσιές, ήχοι από ανάμεικτες γλώσσες, ευ ωδιές από κου ζίνες όλου του κόσμου . Το θέαμα ήταν πλού σιο και ολοζώντανο, ξεχείλιζε από χρώμα και ήχου ς, θαρρείς και είχαμε ακολου θήσει τη διαδρομή ενός σφυ γμού για να φτάσου με στην καρδιά του δάσου ς. Και εκεί βρισκόταν η αντλία που έστελνε του ς ανθρώπου ς εδώ, εκεί, παντού . Φινετσάτα ξύ λινα κτίρια πλαισίωναν το δρόμο, με

περίτεχνα σκαλίσματα να κοσμού ν τα πορτοπαράθυ ρα. Κάθε κτίριο ήταν κατασκευ ασμένο από διαφορετικό είδος ξυ λείας και τα διαφορετικά χρώματα και νερά του ξύ λου κάλυ πταν όλο το χωριό έτσι που αυ τό και το δάσος συ νταιριάζονταν και γίνονταν σχεδόν ένα. Οι στέγες ήταν στρωμένες με ηλιακά πλαίσια – έβλεπα εκατοντάδες στέγες στο βάθος. Παντού ολόγυ ρα υ πήρχαν ανεμογεννήτριες, ίσαμε τριάντα μέτρα ψηλές, με έλικες που στριφογύ ριζαν ασταμάτητα στου ς γαλανού ς αιθέρες, και τις σκού ρες σκιές του ς να περιστρέφονται πάνω από στέγες και δρόμου ς. Το χωριό ήταν κου ρνιασμένο ανάμεσα σε δέντρα, ανάμεσα σε βου νά, ανάμεσα σε ανεμομηχανές. Μπροστά μου , εκατοντάδες άνθρωποι, ντυ μένοι με παραδοσιακές φορεσιές κάθε εποχής, ζούσαν σε έναν χαμένο τόπο που φάνταζε αληθινός και μύ ριζε αληθινός και, όταν άπλωσα το χέρι μου και άγγιξα το ύ φασμα του ρού χου ενός περαστικού , είχε την υ φή του αληθινού . Πάσχιζα να το πιστέψω. Ήταν μια σκηνή την οποία γνώριζα και δεν γνώριζα συ νάμα, επειδή ό,τι έβλεπα ήταν δημιου ργημένο από γνώριμα στοιχεία, τα οποία χρησιμοποιού νταν με πολύ διαφορετικό τρόπο εδώ πέρα. Δεν είχαμε πάει ού τε πίσω ού τε μπροστά, απλώς είχαμε μπει σε μια εντελώς καινού ρια εποχή. Ένα μεγάλο χωνευ τήρι εθνών, πολιτισμών, σχεδίων και ήχων που αναμειγνύ ονταν για να δημιου ργήσου ν έναν καινού ριο κόσμο. Παιδιά έπαιζαν, υ παίθριοι πάγκοι αγοράς κοσμού σαν το δρόμο και η πελατεία συ νωστιζόταν γύ ρω του ς. Τόσα χρώματα, τόσοι καινού ριοι ήχοι, που δεν θύ μιζαν καμία χώρα απ’

όσες είχα επισκεφθεί. Μια πινακίδα δίπλα μας έλεγε «Εδώ». Η Έλενα πέρασε το μπράτσο της στο δικό μου , μια χειρονομία την οποία θα είχα αποτινάξει αν δεν τη χρειαζόμου ν να με στηρίξει σωματικά. Ήμου ν αποσβολωμένη. Ήμου ν ο Αλή Μπαμπά που είχε βρεθεί τυ χαία στη σπηλιά με του ς θησαυ ρού ς, ο Γαλιλαίος μετά τις ανακαλύ ψεις του μέσα από το τηλεσκόπιο. Το σημαντικότερο, ήμου ν το δεκάχρονο κοριτσάκι που είχε βρει όλες του τις κάλτσες. «Κάθε μέρα έχει παζάρι», μου εξήγησε σιγανά η Έλενα. «Σε κάποιου ς αρέσει να ανταλλάσσου ν ό,τι βρου ν με άλλα πράγματα. Μερικές φορές δεν έχου ν καμία αξία – απλώς έχει εξελιχθεί σε μια μορφή ψυ χαγωγίας. Το χρήμα δεν έχει καμία αξία –ό,τι χρειαζόμαστε το βρίσκου με εύ κολα στου ς δρόμου ς– κι έτσι δεν υ πάρχει ανάγκη να δου λεύ ου με για την επιβίωση. Υποχρεού μαστε ωστόσο να δου λεύ ου με για να βοηθάμε το χωριό, τις ηλικίες εκείνες που έχου ν ανάγκη, την κατάσταση της υ γείας και άλλα προσωπικά ζητήματα όπου επιτρέπεται. Εργαζόμαστε περισσότερο για να προσφέρου με στην κοινότητα παρά για να επιδιώκου με το προσωπικό κέρδος. Κοίταξα γύ ρω μου με δέος. Η Έλενα συ νέχιζε να μου μιλάει σιγανά στο αυ τί, κρατώντας με από το μπράτσο ενώ το κορμί μου έτρεμε. «Οι ανεμογεννήτριες είναι κάτι που θα συ ναντάς παντού . Έχου με πολλά αιολικά πάρκα και τα περισσότερα βρίσκονται ανάμεσα στα σχίσματα των βου νών που παράγου ν αερισμό. Μια ανεμομηχανή

μπορεί να παράγει ηλεκτρισμό μέχρι και για τετρακόσια σπιτικά το χρόνο, ενώ τα ηλιακά πλαίσια στα κτίρια βοηθού ν επίσης στην παραγωγή ενέργειας». Την άκου γα αλλά δεν καταλάβαινα λέξη. Τα αυ τιά μου ήταν συ ντονισμένα στις συ ζητήσεις που γίνονταν γύ ρω μου , στου ς ήχου ς από τις τεράστιες έλικες στις ανεμογεννήτριες που έσκιζαν τον αέρα. Η μύ τη μου προσαρμοζόταν στην ψυ χρή φρεσκάδα που φαινόταν να γεμίζει τα πνευ μόνια μου με δροσερό αέρα με κάθε μικρή μου ανάσα. Η προσοχή μου στράφηκε στον πιο κοντινό μας υ παίθριο πάγκο. «Είναι κινητό τηλέφωνο», εξηγού σε ένας Βρετανός κύ ριος στον ηλικιωμένο ιδιοκτήτη του πάγκου . «Τι να μου κάνει εμένα το κινητό τηλέφωνο;» αρνήθηκε γελώντας ο ιδιοκτήτης του πάγκου ο οποίος πρέπει να είχε καταγωγή από την Καραϊβική. «Έχω ακού σει πως τού τα τα μαραφέτια ού τε που δου λεύ ου ν εδώ πέρα». «Δεν δου λεύ ου ν, αλλά…» «Δεν έχει ‘‘αλλά’’. Είμαι σαράντα πέντε χρόνια, τρεις μήνες και δέκα μέρες εδώ πέρα» –σήκωσε ψηλά το κεφάλι– «και δεν καταλαβαίνω πώς τού το το μου σικό κου τί είναι δίκαιο αντάλλαγμα για ένα τηλέφωνο που δεν δου λεύ ει». Ο πελάτης σταμάτησε να δυ σανασχετεί και φάνηκε να τον αντιμετωπίζει με μεγαλύ τερο σεβασμό. «Κοιτάξτε, εγώ είμαι μόνο τέσσερα χρόνια εδώ», εξήγησε ευ γενικά, «γι’ αυ τό αφήστε με να σας δείξω τι μπορού ν να κάνου ν την σήμερον ημέρα τα τηλέφωνα. Σήκωσε το τηλέφωνο στον αέρα, σημάδεψε τον ιδιοκτήτη του πάγκου και

ακού στηκε ένα κλικ. Έπειτα, έδειξε την οθόνη στον πωλητή. «Α!» έβαλε τα γέλια εκείνος. «Είναι φωτογραφική μηχανή! Γιατί δεν το είπες από την αρχή;» «Είναι τηλέφωνο με κάμερα αλλά το καλύ τερο είναι άλλο· κοιτάξτε εδώ. Ο παλιός του ιδιοκτήτης είχε τραβήξει ένα σωρό φωτογραφίες δικές του και της χώρας όπου έμενε». Πάτησε το κου μπί της κύ λισης στο τηλέφωνο. Ο ιδιοκτήτης του πάγκου το έπιασε προσεκτικά στα χέρια του . «Κάποιος εδώ πέρα μπορεί να ξέρει αυ τού ς του ς ανθρώπου ς», είπε σιγανά ο πελάτης. «Α, ναι, φίλε», απάντησε με σιγανή φωνή ο πωλητής και έγνεψε καταφατικά. «Είναι σίγου ρα πολύ τιμο τελικά». «Έλα, πάμε», ψιθύ ρισε η Έλενα, και με τράβηξε από το μπράτσο. Άρχισα να προχωρώ σαν αυ τόματο, κοιτάζοντας γύ ρω μου του ς ανθρώπου ς με το στόμα ανοιχτό. Προσπεράσαμε τον πελάτη και τον ιδιοκτήτη του πάγκου , οι οποίοι έγνεψαν και χαμογέλασαν. «Καλωσόρισες». Δεν ανταποκρίθηκα, παρά μόνο του ς κοίταξα. Δύ ο παιδιά που έπαιζαν κου τσό σταμάτησαν το παιχνίδι του ς όταν άκου σαν το χαιρετισμό των δύ ο αντρών. «Καλωσορίσατε». Μου χαμογέλασαν και τα δύ ο με φαφού τικα στόματα. Η Έλενα με οδήγησε ανάμεσα από το πλήθος, μέσα από τα ομόφωνα καλωσορίσματα, τα νεύ ματα και τα

χαμόγελα των καλοθελητών. Η Έλενα απαντού σε ευ γενικά σε όλου ς για λογαριασμό μου . Διασχίσαμε το δρόμο και πήγαμε προς το μεγάλο ξύ λινο διώροφο κτίριο με τη σκεπαστή βεράντα μπροστά. Το περίτεχνο σκάλισμα ενός πάπυ ρου και ενός εντυ πωσιακού φτερού πένας κοσμού σε την πόρτα. Η Έλενα άνοιξε την πόρτα και η πένα με τον πάπυ ρο χωρίστηκαν στη μέση σαν να υ ποκλίνονταν και να άνοιγαν τα μπράτσα για να μας αφήσου ν να περάσου με. «Εδώ είναι το Μητρώο. Όλοι εδώ έρχονται όταν πρωτοφτάνου ν», μου εξήγησε υ πομονετικά. «Το όνομα και τα προσωπικά στοιχεία όλων μας είναι καταγεγραμμένα σε τού τα τα βιβλία ώστε να παρακολου θού με ποιος είναι ποιος, και πόσοι βρίσκονται εδώ». «Μήπως και χαθεί κανένας», είπα κοφτά. «Νομίζω πως θα δεις ότι τίποτα δεν χάνεται εδώ πέρα, Σάντι», μίλησε σοβαρά η Έλενα. «Τα πράγματα δεν έχου ν πού αλλού να πάνε, κι έτσι μένου ν εδώ». Δεν έδωσα σημασία στην παγερή της έκφραση, μόνο προσπάθησα ανεπιτυ χώς να μεταγγίσω λίγο χιού μορ στην κατάσταση. «Τι θα κάνω εγώ αν δεν έχω τίποτα να ψάχνω;» «Θα κάνεις αυ τό που ήθελες πάντα· θα γυ ρέψεις όσου ς έψαχνες. Θα ολοκληρώσεις τη δου λειά που ξεκίνησες». «Και μετά;» Η Έλενα δεν είπε τίποτα. «Μετά, θα με βοηθήσεις να γυ ρίσω πίσω· σωστά;» ρώτησα μάλλον πιεστικά.

Δεν απάντησε. «Έλενα», φώναξε ένας πρόσχαρος τύ πος καθισμένος πίσω από ένα γραφείο. Πάνω στο τραπέζι ήταν μια σειρά με αριθμού ς. Δίπλα στην κεντρική είσοδο ήταν ένας πίνακας με όλες τις χώρες του κόσμου , τις επίσημες γλώσσες του ς, κάποιες από τις οποίες δεν είχα καν ακου στά, και του ς αντίστοιχου ς αριθμού ς του ς. Αντιστοίχισα έναν από του ς αριθμού ς στο γραφείο του με έναν γνωστό προορισμό στον πίνακα. «Χώρα: Ιρλανδία. Γλώσσες: γαελικά, αγγλικά». «Γεια σου , Τέρενς». Η Έλενα φάνηκε να χαίρεται που είχε διακοπεί η συ ζήτησή μας. Τότε κοίταξα για πρώτη φορά γύ ρω-γύ ρω την αίθου σα. Μέσα στον μεγάλο χώρο υ πήρχαν δεκάδες γραφεία. Κάθε γραφείο είχε από μια σειρά αριθμού ς και πίσω από κάθε τραπέζι καθόταν ένα άτομο διαφορετικής εθνικότητας. Μπροστά από τα τραπέζια σχηματίζονταν ου ρές. Στο δωμάτιο επικρατού σε ησυ χία και κυ ριαρχού σε η ένταση εκατοντάδων ανθρώπων οι οποίοι είχαν μόλις φτάσει εδώ και δεν καταλάβαιναν ακόμα την κατάστασή του ς. Κοιτού σαν όλοι γύ ρω-γύ ρω νευ ρικά με γου ρλωμένα, τρομαγμένα μάτια, ενώ αγκάλιαζαν το κορμί του ς για να βρου ν παρηγοριά. Πρόσεξα πως η Έλενα είχε πάει στο γραφείο του Τέρενς. Ο Τέρενς σήκωσε τα μάτια όταν του ς πλησίασα. «Καλωσόρισες», χαμογέλασε απαλά. Διέκρινα τη συ μπόνια στη φωνή του και η προφορά του αποκάλυ ψε τις ιρλανδικές του ρίζες. «Σάντι, από δω ο Τέρενς Ο’Μάλι. Τέρενς, από δω η

Σάντι. Ο Τέρενς ήρθε εδώ πριν από… Θεέ μου , πόσα χρόνια έχου ν περάσει, βρε Τέρενς;» τον ρώτησε η Έλενα. Έντεκα χρόνια, είπα από μέσα μου . «Πάνε έντεκα χρόνια σχεδόν», απάντησε με χαμόγελο ο Τέρενς. «Ο Τέρενς ήταν…» «Βιβλιοθηκάριος στην Μπαλίνα», πετάχτηκα ασυ ναίσθητα. Αν και είχαν περάσει δέκα χρόνια, ήταν ακόμα ίδιος με τον ανύ παντρο, πενηνταπεντάχρονο βιβλιοθηκάριο που είχε εξαφανιστεί γυ ρίζοντας σπίτι από τη δου λειά του πριν από έντεκα χρόνια. Η Έλενα πάγωσε και ο Τέρενς φάνηκε να σαστίζει. «Ω, ναι. Σου το είπα πριν μπού με», πετάχτηκε η Έλενα. «Τι χαζή που είμαι, πρέπει να γερνάω για να επαναλαμβάνομαι έτσι», γέλασε. «Καταλαβαίνω πώς νιώθεις», γέλασε και ο Τέρενς και ανέβασε τα γυ αλιά που του είχαν γλιστρήσει στη μύ τη. Πάντα έλεγα πως η μύ τη του ήταν ακριβώς ίδια με της αδελφής του . Την περιεργάστηκα λίγο παραπάνω. «Μάλιστα». Ο Τέρενς άρχισε να μετακινείται νευ ρικά κάτω από το διαπεραστικό μου βλέμμα και στράφηκε στην Έλενα για βοήθεια. «Ας ξεκινήσου με, λοιπόν. Τι λέτε; Αν θέλεις, Σάντι, κάθισε, σε παρακαλώ, και θα σε βοηθήσω να συ μπληρώσου με αυ τή τη φόρμα. Είναι απλού στατη». Όταν κάθισα μπροστά στο γραφείο κοίταξα τις ου ρές γύ ρω μου . Δεξιά μου , μια γυ ναίκα βοηθού σε ένα αγοράκι να καθίσει στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο της.

«Permettimi di aiutarti a sederti e mi puoi raccontare tutto su come sei arrivato fin qui. Avresti voglia di un po’ di latte con biscotti;»4 Την κοίταξε με τα μεγάλα καστανά του μάτια, με βλέμμα χαμένο σαν κου τάβι, και έγνεψε καταφατικά. Εκείνη έγνεψε με τη σειρά της σε κάποια πίσω της, η οποία εξαφανίστηκε μέσα από μια πόρτα πίσω από το γραφείο και επέστρεψε λίγες στιγμές αργότερα με ένα ποτήρι γάλα κι ένα πιάτο μπισκότα. Δεξιά μου , ένας σαστισμένος κύ ριος έφτασε στην κορυ φή της ου ράς. Ο άντρας στο γραφείο, με το ταμπελάκι του να αποκαλύ πτει ότι λεγόταν Μάρτιν, του χαμογέλασε ενθαρρυ ντικά. «Nehmen Sie doch Platz, bitte, dann helfe ich I hnen mit den Formularen». 5 «Σάντι!» Ο Τέρενς και η Έλενα προσπαθού σαν να μου αποσπάσου ν την προσοχή. «Ναι, τι… συ γγνώμη», βγήκα από το ρεμβασμό μου . «Ο Τέρενς σε ρωτού σε από πού είσαι». «Από το Λήτριμ». «Εκεί έμενες;» «Όχι. Στο Δου βλίνο». Κοίταξα γύ ρω μου καθώς έφερναν μέσα κι άλλου ς ανθρώπου ς, οι οποίοι έδειχναν να τα έχου ν χαμένα. «Και χάθηκες στο Δου βλίνο», επιβεβαίωσε ο Τέρενς. «Όχι. Στο Λίμερικ». Η φωνή μου ήταν σιγανή καθώς οι σκέψεις μέσα στο κεφάλι μου δυ νάμωναν ολοένα και περισσότερο. «Ξέρεις τον Τζιμ Γκάνον… στην πόλη Λήτριμ…;» «Ναι», απάντησα, κοιτάζοντας μια νεαρή Αφρικανή να

τυ λίγεται πιο σφιχτά με την κου βέρτα της στο χρώμα της ώχρας, ενώ κοιτού σε φοβισμένη το ξένο περιβάλλον γύ ρω της. Περιβραχιόνια από μπρού ντζο, πλεγμένα χορτάρια και χάντρες κοσμού σαν την επιδερμίδα της. Για μια στιγμή κοιταχτήκαμε στα μάτια προτού κοιτάξει βιαστικά αλλού , και εγώ συ νέχισα να μιλάω στον Τέρενς σαν να μην ήμου ν πραγματικά εκεί. «Ο Τζιμ που έχει το σιδεράδικο. Ο γιος του μου έκανε γεωγραφία». Ο Τέρενς γέλασε χαρωπά που ήταν τόσο μικρός ο κόσμος. «Πολύ μεγαλύ τερος απ’ όσο πίστευ α», απάντησα, και η φωνή μου ακού στηκε σαν να ερχόταν από κάπου αλλού . Η φωνή του Τέρενς μπαινόβγαινε στο μυ αλό μου καθώς κοίταζα γύ ρω μου τα πρόσωπα των ανθρώπων που τη μια στιγμή πήγαιναν στη δου λειά του ς ή έκαναν βόλτα στα μαγαζιά και την επόμενη βρέθηκαν ξαφνικά εδώ. «…κάνεις;» «Ασχολείται με το θέατρο, Τέρενς. Διατηρεί πρακτορείο ηθοποιών». Κι άλλα μου ρμου ρητά ενώ εγώ αποσυ ντονίστηκα πάλι από την κου βέντα του ς. «…αλήθεια, Σάντι; Έχεις δικό σου πρακτορείο;» «Ναι», είπα αφηρημένη, ενώ κοιτού σα να παίρνου ν το αγοράκι δίπλα μου από το χέρι και να το οδηγού ν μέσα από μια πόρτα πίσω από το ιταλικό Μητρώο. Με κοιτού σε με μεγάλα ανήσυ χα μάτια ώσπου έφτασε στην πόρτα. Του χαμογέλασα και το κατσού φιασμά του χαλάρωσε. Η πόρτα έκλεισε πίσω του .

«Πού οδηγεί εκείνη εκεί η πόρτα;» ρώτησα ξαφνικά στα μισά μιας ερώτησης του Τέρενς. Σταμάτησε. «Ποια πόρτα;» Κοίταξα ένα γύ ρο την αίθου σα και πρόσεξα για πρώτη φορά ότι πίσω από κάθε γραφείο υ πήρχε από μια πόρτα. «Όλες του ς. Πού οδηγού ν όλες του ς;» ρώτησα αδύ ναμα. «Εκεί ενημερώνεται ο κόσμος για όσα πράγματα γνωρίζου με, πού είμαστε και τι συ μβαίνει εδώ. Λειτου ργού ν υ πηρεσίες ψυ χολογικής υ ποστήριξης και επαγγελματικών ευ καιριών, και κανονίζου με κάποιος από δω να έρθει να του ς προϋ παντήσει ώστε να του ς ξεναγήσει εδώ πέρα για όσο καιρό χρειαστεί». Κοίταξα τις μεγάλες βαριές δρύ ινες πόρτες και δεν είπα τίποτα. «Εφόσον γνώρισες ήδη την Έλενα, ας είναι αυ τή η οδηγός σου », είπε σιγανά ο Τέρενς. «Και τώρα, ας δού με τις τελευ ταίες ερωτήσεις και μετά μπορείς να φύ γεις από δω, πράγμα για το οποίο ανυ πομονείς, φαντάζομαι». Η κεντρική πόρτα άνοιξε και το φως του ήλιου πλημμύ ρισε πάλι την αίθου σα. Όλοι σήκωσαν τα μάτια και είδαν ένα κοριτσάκι –δεν θα ήταν πάνω από δέκα χρόνων– με απαλές ξανθές μπού κλες που αναπηδού σαν και μεγάλα γαλανά μάτια, να ακολου θεί την οδηγό που την έφερε μέσα στο δωμάτιο. «Τζένι-Μέι», ψιθύ ρισα και ένιωσα να ζαλίζομαι πάλι. «Και τον αδελφό σου ;» ρώτησε ο Τέρενς, που συ νέχισε να διαβάζει από το ερωτηματολόγιο. «Όχι, στάσου μια στιγμή. Δεν έχει αδελφή», διέκοψε η Έλενα. «Μου είπε νωρίτερα πως ήταν μοναχοπαίδι».

«Όχι, όχι». Ο Τέρενς ακου γόταν κάπως ταραγμένος. «Τη ρώτησα αν είχε αδελφές και είπε Τζένι-Μέι». «Δεν θα σε άκου σε καλά, Τέρενς», είπε η Έλενα ψύ χραιμα, και οι υ πόλοιπες φράσεις του ς έγιναν μου ρμου ρητά στ’ αυ τιά μου . Τα μάτια μου συ νέχισαν να ακολου θού ν το κοριτσάκι μέσα στο δωμάτιο· η καρδιά μου άρχισε να χτυ πάει πιο γρήγορα, όπως έκανε πάντα όποτε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ βρισκόταν μερικά μέτρα μακριά μου . «Θα μπορού σες να ξεκαθαρίσεις το μπέρδεμα;» Ο Τέρενς με κοίταξε. Το πρόσωπό του τη μια θόλωνε και την άλλη ξεκαθάριζε. «Μπορεί να μην είναι καλά, Τέρενς. Μάλιστα, φαίνεται πολύ χλομή». Η φωνή της Έλενας ακού στηκε πολύ κοντά στο αυ τί μου . «Σάντι, θα ήθελες να…» Εκείνη τη στιγμή έπεσα αναίσθητη. 4 «Έλ α ν α σε β άλ ω ν α κ αθί σει ς κ αι ν α μ ου δι ηγ ηθεί ς πώς έφτ ασες ως εδώ. Θα ήθελ ες λ ί γ ο γ άλ α μ ε μ πι σκ ότ α;» 5 «Καθί στ ε, παρ ακ αλ ώ, θα σας β οηθήσω εγ ώ ν α συ μ πλ ηρ ώσετ ε τ ι ς φόρ μ ες ».

δεκαεννέα «Σάντι…»

Άκου γα ξανά και ξανά το όνομά μου και ένιωθα μια ζεστή ανάσα στο πρόσωπό μου . Η μυ ρωδιά γνωστή: γλυ κός καφές, που έκανε την καρδιά μου να πεταρίσει ως συ νήθως, ριπίζοντας το κορμί μου και προκαλώντας ρίγη ενθου σιασμού που άρχισαν να κυ νηγιού νται κάτω από την επιφάνεια της επιδερμίδας μου . Το χέρι του Γκρέγκορι έδιωξε τρυ φερά τού φες μαλλιά από το πρόσωπό μου , σαν να ξεσκόνιζε με προσοχή άμμο σε αρχαιολογική ανασκαφή, για να αποκαλύ ψει κάτι πολύ πιο πολύ τιμο από μένα. Αλλά αυ τό ακριβώς ήταν, ο ανασκαφέας μου , ο άνθρωπος που ξέθαβε όλα όσα ήταν θαμμένα από κάτω για να ανακαλύ ψει τις κρυ μμένες μου σκέψεις. Έβαλε το ένα χέρι στο σβέρκο μου σαν να ήμου ν το πιο εύ θραυ στο πράγμα που είχε κρατήσει ποτέ στα χέρια του · με το άλλο, μου χάιδεψε απαλά τη γραμμή του σαγονιού , ανεβαίνοντας πότε-πότε στα μάγου λα και

περνώντας μέσα από τα μαλλιά μου . «Σάντι, γλυ κιά μου , άνοιξε τα μάτια», ψιθύ ρισε η φωνή κοντά στο αυ τί μου . «Κάντε πίσω, ρε παιδιά!» φώναξε εκεί κοντά μια πιο δυ νατή και πιο επιθετική φωνή. «Είναι καλά;» Η φωνή δυ νάμωσε, πλησίασε πιο κοντά. Το καθησυ χαστικό χέρι πήγε από τα μαλλιά στο χέρι μου και το έσφιξε δυ νατά, με τον αντίχειρα να χαϊδεύ ει καταπραϋ ντικά το δέρμα μου ενώ η φωνή μίλησε σιγανά. «Δεν αντιδρά. Φώναξε ασθενοφόρο». Η φωνή του ακου γόταν παραμορφωμένη και δημιου ργού σε ηχώ στο κεφάλι μου . Το κεφάλι μου πονού σε. «Παναγία μου !» ψέλλισε η φωνή. «Σον, γύ ρνα τα παιδιά στο σχολείο. Μην τα αφήνεις να κάθονται να κοιτάζου ν», είπε ήρεμα ο σωτήρας μου . Σον, Σον, Σον. Κάπου το ήξερα αυ τό το όνομα. Κάπου την ήξερα αυ τή τη φωνή. «Από πού τρέχει όλο αυ τό το αίμα;» είπε πανικόβλητος. «Από το κεφάλι της. Πάρε τα παιδιά από δω». Κάποιος μου έσφιξε περισσότερο το χέρι. «Την τσάκισε, το καθίκι». «Το ξέρω, το είδα. Κοιτού σα από το παράθυ ρο. Κάλεσε ασθενοφόρο». Οι φωνές του Σον στα παιδιά να πάνε μέσα απομακρύ νθηκαν και έμεινα στην εκκωφαντική σιωπή μαζί με τον άγγελό μου . Ένιωσα απαλά χείλη πάνω στο χέρι μου . «Άνοιξε τα μάτια, Σάντι», ψιθύ ρισε. «Σε παρακαλώ».

Προσπάθησα αλλά τα ένιωθα σαν να ήταν κολλημένα μεταξύ του ς, σαν νού φαρο παγιδευ μένο στις λάσπες, που αναγκάζεται να ανοίξει τα πέταλά του πολύ πριν της ώρας του . Το κεφάλι μου ήταν βαρύ , οι σκέψεις μου μπερδεμένες και αργόσυ ρτες καθώς το κεφάλι μου σφυ ροκοπού σε και πάλλονταν με αφύ σικη δύ ναμη μέσα στο προστατευ τικό χέρι όπου ήταν φωλιασμένο. Ένιωσα το έδαφος κρύ ο και τραχύ από κάτω μου . Τσιμέντο. Γιατί ήμου ν πεσμένη στο έδαφος; Έκανα να ανασηκωθώ, αλλά τα μάτια μου δεν έλεγαν να ανοίξου ν. Άκου σα το ασθενοφόρο από μακριά και πάσχισα να ανοίξω τα μάτια. Άνοιξαν μια σχισμή. Α, ο κύ ριος Μπάρτον. Ο σωτήρας μου . Με κρατού σε στην αγκαλιά του , με κοιτού σε σαν να είχε ανακαλύ ψει χρυ σό στο κράσπεδο του Λήτριμ. Είχε αίμα στο που κάμισό του – είχε χτυ πήσει; Τα μάτια του φανέρωναν πόνο καθώς έψαχναν το πρόσωπό μου . Ξαφνικά θυ μήθηκα το τεράστιο σπυ ρί στο πιγού νι μου , που ευ χόμου ν όλη μέρα να είχα σπάσει εκείνο το πρωί. Προσπάθησα να μετακινήσω το χέρι μου για να το σκεπάσω, αλλά ένιωθα σάμπως το χέρι μου να είχε βου τήξει ολόκληρο στο τσιμέντο και είχε μείνει εκεί να στεγνώσει. «Δόξα να ’χει ο Θεός!» ψιθύ ρισε, και το χέρι του έσφιξε πιο δυ νατά το δικό μου . «Μην κου νιέσαι ακόμα. Σχεδόν έφτασε το ασθενοφόρο». Έπρεπε να κρύ ψω το σπυ ρί. Μετά από τέσσερα χρόνια, βρισκόμου ν επιτέλου ς τόσο κοντά στον κύ ριο Μπάρτον και είχα τα χάλια μου . Οι ορμόνες των δεκαεπτά μου χρόνων κατέστρεφαν τη στιγμή που ονειρευ όμου ν. «Κρατήσου », μου έλεγε, «ασθενοφόρο».

Μα τι είχε συ μβεί; Προσπάθησα να μιλήσω αλλά από τα χείλη μου βγήκε ένα κρώξιμο. «Όλα θα πάνε καλά», μου είπε σιγανά, κάνοντάς μου νεύ μα να μη μιλάω, με το πρόσωπο κοντά στο δικό μου . Τον πίστεψα και για μια στιγμή ξέχασα τον πόνο μου ενώ πήγα πάλι να πιάσω το σπυ ρί. «Ξέρω τι πας να κάνεις, Σάντι· κόφτο». Ο Γκρέγκορι προσπάθησε να γελάσει ανάλαφρα, ενώ απομάκρυ νε απαλά το χέρι μου από το πρόσωπό μου . Βόγκησα, αλλά ού τε τώρα βγήκαν λέξεις από το στόμα μου . «Δεν είναι και τόσο απαίσιο, ξέρεις. Τον λένε Χένρι, μου κρατάει συ ντροφιά όσο εσύ μένεις τόσο αγενώς αναίσθητη. Χένρι, να σου γνωρίσω τη Σάντι· Σάντι, να σου γνωρίσω τον Χένρι, αν και δεν πιστεύ ω πως είσαι και πολύ ευ πρόσδεκτος εδώ». Πέρασε το δάχτυ λό του πάνω από το σαγόνι μου , χαϊδεύ οντας ανάλαφρα το σπυ ράκι σαν να ήταν το πιο όμορφο πράγμα επάνω μου . Είμαι λοιπόν εκεί, με το κεφάλι μου ανοιγμένο και αίμα να τρέχει, με ένα σπυ ράκι ονόματι Χένρι στο πιγού νι και ένα πρόσωπο που έκαιγε τόσο πολύ ώστε θα μπορού σε να ζεστάνει ολόκληρη την πόλη. Άρχισα να κλείνω πάλι τα μάτια. Ο ου ρανός ήταν τόσο γαλανός που σαν να μου τρυ πού σε τις κόρες των ματιών και έστελνε σου βλιές πόνου στις κόγχες των ματιών μου και στο κεφάλι μου που ήδη σφυ ροκοπού σε. «Μην κλείνεις τα μάτια, Σάντι», είπε ο Γκρέγκορι πιο δυ νατά. Τα άνοιξα και διέκρινα την ανησυ χία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του , προτού προλάβει να την κρύ ψει.

«Είμαι κου ρασμένη», ψιθύ ρισα επιτέλου ς. «Το ξέρω». Με έσφιξε ακόμα πιο δυ νατά. «Αλλά μείνε για λίγο ξύ πνια μαζί μου . Κράτα μου παρέα μέχρι να έρθει το ασθενοφόρο», με ικέτευ σε. «Υποσχέσου το». «Το υ πόσχομαι», ψιθύ ρισα, προτού τα ξανακλείσω. Μια δεύ τερη σειρήνα ακού στηκε στην περιοχή. Ένα αμάξι πάρκαρε εκεί κοντά καθώς ένιωσα τις δονήσεις στην άσφαλτο κοντά στο κεφάλι μου και φοβήθηκα ότι θα με πατού σαν οι ρόδες του . Πόρτες άνοιξαν και έκλεισαν με κρότο. «Εκεί είναι, κύ ριε αστυ νομικέ». Ο Σον είχε επιστρέψει και φώναζε. «Έπεσε κατευ θείαν επάνω της, ού τε που κοιτού σε», είπε πανικόβλητος. «Αυ τός εδώ ο άνθρωπος τα είδε όλα». Ησύ χασαν τον Σον και άκου σα έναν άντρα να κλαίει. Άκου σα φωνές αστυ νομικών που προσπαθού σαν να παρηγορήσου ν, ασύ ρματου ς να τρίζου ν και να βομβίζου ν, τον Σον να απομακρύ νεται. Βήματα με πλησίασαν και άκου σα ανήσυ χα ψελλίσματα πάνω από το κεφάλι μου . Όλη εκείνη την ώρα, ο Γκρέγκορι μου ψιθύ ριζε στο αυ τί λόγια που ακού γονταν όμορφα, με φωνήεντα που χάιδευ αν τα βου ερά αυ τιά μου . Οι ήχοι σίγησαν τις σειρήνες, τις φοβισμένες φωνές, τις πανικόβλητες και οργισμένες κραυ γές, την αίσθηση που άφηνε η κρύ α άσφαλτος και το κολλώδες υ γρό που μου έτρεχε από το αυ τί. Όταν δυ νάμωσαν οι σειρήνες του ασθενοφόρου , ο τόνος της φωνής του Γκρέγκορι έγινε πιο επιτακτικός καθώς άρχισα να χάνω τις αισθήσεις μου στην αγκαλιά του .

«Καλωσόρισες». Συ νήλθα και είδα την Έλενα να ανεμίζει ανήσυ χη μια βεντάλια στο πρόσωπό μου . Βόγκησα και το χέρι μου πετάχτηκε στο κεφάλι μου . «Έκανες άσχημο καρού μπαλο, γι’ αυ τό θα σε συ μβού λευ α να μην το πιάνεις», είπε απαλά. Το μπράτσο μου συ νέχισε να κινείται. «Είπα, μην…» «Ωχ!» «Καλά να πάθεις», είπε υ περοπτικά και έφυ γε. Κοίταξα με μισόκλειστα μάτια το άγνωστο δωμάτιο, νιώθοντας το ωοειδές καρού μπαλο που είχε σχηματιστεί πάνω από τον κρόταφό μου . Ήμου ν ξαπλωμένη σε ένα καναπέ. Η Έλενα στεκόταν στο νεροχύ τη μπροστά από ένα παράθυ ρο. Το φως ήταν έντονο και έπεφτε πάνω της, θολώνοντας το περίγραμμά της σαν να ήταν θεϊκή οπτασία. «Πού είμαστε;» «Σπίτι μου ». Δεν γύ ρισε, παρά συ νέχισε να ξεπλένει ένα πανί. Κοίταξα ολόγυ ρα. «Γιατί έχεις καναπέ στην κου ζίνα;» Η Έλενα γέλασε ανάλαφρα. «Απ’ όλες τις ερωτήσεις που θα μπορού σες να μου κάνεις, πας και διαλέγεις αυ τή για πρώτη». Έμεινα σιωπηλή. «Δεν είναι κου ζίνα, είναι καθιστικό», ήταν η απάντησή της. «Δεν μαγειρεύ ω εδώ». «Δεν έχετε ηλεκτρικό, ε;» Άφησε ένα γρύ λισμα δυ σαρέσκειας. «Μόλις σου δοθεί η ευ καιρία να κοιτάξεις έξω, θα δεις ότι έχου με ένα

σύ στημα ηλιακών πλαισίων, όπως τα αποκαλού με». Έλεγε τις λέξεις μακρόσυ ρτα σαν να ήμου ν αργόστροφη. «Είναι ίδια με αυ τά που χρησιμοποιού νται στις αριθμομηχανές τσέπης και παράγου ν ηλεκτρισμό από τον ήλιο. Κάθε σπίτι έχει δικό του σύ στημα τροφοδότησης ηλεκτρικού ρεύ ματος», είπε με ζωηρή φωνή. Έμεινα ξαπλωμένη στον καναπέ καθώς ένιωθα ζαλάδα, και έκλεισα τα μάτια. «Ξέρω πώς λειτου ργού ν τα ηλιακά πλαίσια». «Έχετε κι εκεί;» Ήταν έκπληκτη. Αγνόησα την ερώτησή της. «Πώς έφτασα εδώ;» «Σε κου βάλησε ο άντρας μου ». Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα και μόρφασα από τον πόνο. Ού τε τώρα γύ ρισε η Έλενα ενώ το νερό συ νέχισε να τρέχει. «Ο άντρας σου ; Μπορείς να παντρευ τείς εδώ πέρα;» «Παντού μπορείς να παντρευ τείς». «Δεν είναι απαραίτητα αλήθεια αυ τό», αντέτεινα μειλίχια. «Θεού λη μου , ηλεκτρισμός και γάμος; Δεν ξέρω αν μπορώ να τα αντέξω όλα αυ τά», ψέλλισα, ενώ το ταβάνι από πάνω μου άρχισε να στροβιλίζεται. Η Έλενα κάθισε δίπλα μου στον καναπέ και ακού μπησε μια κρύ α πετσέτα πάνω στο μέτωπο και τα μάτια μου . Την ένιωσα καταπραϋ ντική πάνω στο κεφάλι μου που σφυ ροκοπού σε και με έκαιγε. «Είδα ένα απαίσιο όνειρο, ότι ήμου ν, λέει, σε ένα παράξενο μέρος όπου πάνε όλα τα χαμένα πράγματα και οι εξαφανισμένοι άνθρωποι του κόσμου », γόγγυ σα. «Πες μου , σε παρακαλώ, πως ήταν όνειρο ή του λάχιστον

νευ ρική κατάρρευ ση. Τη νευ ρική κατάρρευ ση μπορώ να την αντέξω». «Αν μπορείς να αντέξεις την κατάρρευ ση, τότε μπορείς να αντέξεις και την αλήθεια». «Ποια είναι η αλήθεια;» Άνοιξα τα μάτια. Έμεινε σιωπηλή και με κοίταξε· μετά αναστέναξε. «Την ξέρεις την αλήθεια». Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να καταπνίξω την επιθυ μία μου να κλάψω. Η Έλενα μου έπιασε το μπράτσο, το ζού ληξε, έσκυ ψε από πάνω μου και είπε επιτακτικά: «Κράτα γερά, Σάντι. Σε λίγο, θα αρχίσει να βγαίνει κάποιο νόημα». Το θεωρού σα μάλλον απίθανο. «Αν σε κάνει να νιώθεις καλύ τερα, δεν είπα σε κανέναν άλλο ό,τι μου είπες. Σε κανέναν». Με έκανε στ’ αλήθεια να νιώσω καλύ τερα. Τώρα θα μπορού σα να καταλάβω με την ησυ χία μου τι έπρεπε να κάνω. «Ποια είναι η Τζένι-Μέι;» ρώτησε με περιέργεια η Έλενα. Έκλεισα τα μάτια και βόγκησα, όταν θυ μήθηκα τη σκηνή στο Μητρώο. «Καμία. Δηλαδή, όχι καμία, είναι κάποια. Μου φάνηκε ότι την είδα στο Μητρώο, αυ τό είναι όλο». «Δεν ήταν εκείνη;» «Όχι, εκτός κι αν σταμάτησε να μεγαλώνει την ημέρα που έφτασε εδώ. Δεν ξέρω τι μου ’ρθε». Συ νοφρυ ωμένη, έπιασα πάλι το πονεμένο μου κεφάλι. Ακού στηκε ένας ελαφρύ ς χτύ πος στην πόρτα· άνοιξε σιγά από έναν άντρα τόσο ψηλό και σωματώδη που

γέμισε την κάσα της πόρτας. Άσπρο φως έτρεξε να στριμωχτεί στα μικρά κενά που δεν γέμιζε το σώμα του , τρυ πώντας τα μάτια μου σαν πύ ρινες λόγχες σταλμένες ολόισια από τον ήλιο. Ήταν συ νομήλικος της Έλενας, με λαμπερό εβένινο δέρμα και διαπεραστικά μαύ ρα μάτια. Ήταν πολύ ψηλότερος από το δικό μου ένα ογδόντα έξι ύ ψος· μόνο και μόνο γι’ αυ τό, τον συ μπάθησα αμέσως. Η μορφή του δέσποζε στο δωμάτιο αλλά σου έδινε και μια αίσθηση ασφάλειας. Ένα μικρό χαμόγελο αποκάλυ ψε χιονάτα δόντια· βολβοί σαν καθαρή ζάχαρη αναλύ ονταν γύ ρω από κόρες μαύ ρου καφέ. Ήταν σκληρός, αλλά με απαλό περίγραμμα. Είχε ψηλά και επιβλητικά ζυ γωματικά, τετράγωνο πιγού νι και από πάνω του σαρκώδη χείλη απ’ όπου ξεπηδού σαν τα λόγια του για να ξεκινήσου ν το ταξίδι του ς στον κόσμο. «Πώς είναι το κιπεπέο κορίτσι μας;» Ο ρυ θμικός ήχος της φράσης του αποκάλυ ψε τις αφρικανικές του ρίζες. Κοίταξα σαστισμένη την Έλενα, που τον κοιτού σε έκπληκτη· καταλάβαινα ότι η έκπληξη δεν είχε να κάνει με την ξαφνική του εμφάνιση αλλά με τα λόγια που είχε πει. Τον ήξερε και φανταζόμου ν ότι ήξερε και τα λόγια. Εγώ πάλι, δεν ήξερα τι σήμαιναν τα λόγια αλλά φαντάστηκα ότι ο άνθρωπος που τα είχε ξεστομίσει ήταν ο άντρας της. Οι ματιές μας αντάμωσαν και ένιωσα να βυ θίζομαι στο βλέμμα του , να παγιδεύ ομαι στη ματιά του κι αυ τός στη δική μου , σαν να μας τραβού σε ένας μαγνήτης. Στα μεγάλα του χέρια κρατού σε μια σανίδα· ροκανίδια είχαν κολλήσει στα άσπρα λινά του ρού χα. «Τι σημαίνει “κιπεπέο”;» ρώτησα αόριστα το δωμάτιο. Το δωμάτιο δεν απάντησε, αν και ήξερε.

«Σάντι, από δω ο άντρας μου , ο Τζόζεφ», μας σύ στησε η Έλενα. «Είναι μαραγκός», πρόσθεσε, αναφερόμενη στη σανίδα που κρατού σε στο χέρι του . Τις ασυ νήθιστες συ στάσεις με τον Τζόζεφ το μαραγκό διέκοψε ένα κοριτσάκι που τρύ πωσε χαχανίζοντας στην κου ζίνα ανάμεσα από τα πόδια του Τζόζεφ, ενώ τα κατσαρά μαύ ρα μαλλιά της αναπηδού σαν με κάθε παιδιάστικο χοροπήδημά της. Έτρεξε στην Έλενα και την άρπαξε από το πόδι. «Και αυ τή ποια είναι, η άμωμος σύ λληψη;» ρώτησα, ενώ οι φωνές του κοριτσιού ηχού σαν σαν στριγκλιές στο κεφάλι μου που σφυ ροκοπού σε. «Παραλίγο», χαμογέλασε η Έλενα. «Είναι η άμωμος σύ λληψη της κόρης μας. Πες γεια, Γου άντα». Πέρασε το χέρι μέσα από τα μαλλιά του κοριτσιού . Ένα φαφού τικο χαμόγελο με χαιρέτησε προτού το κοριτσάκι τρέξει ντροπαλά έξω από το δωμάτιο περνώντας κάτω από τα πόδια του παππού της. Σήκωσα τα μάτια από το σημείο όπου είχε εξαφανιστεί και ξανακοίταξα τον Τζόζεφ κατάματα. Με κοιτού σε ακόμα. Η Έλενα κοίταξε μια αυ τόν και μια εμένα, όχι με καχυ ποψία, αλλά με… δεν μπορού σα να καταλάβω τι ακριβώς. «Πρέπει να κοιμηθείς». Έγνεψε μια φορά. Κάτω από το βλέμμα της Έλενας και του Τζόζεφ, άπλωσα την πετσέτα πάνω στα μάτια και αφέθηκα να με πάρει ο ύ πνος. Πρώτη φορά ήμου ν τόσο κου ρασμένη που δεν είχα τη δύ ναμη να κάνω ερωτήσεις.

«Α, νάτη». Άκου σα τη φωνή του πατέρα μου να με χαιρετάει σαν να με είχαν τραβήξει ξαφνικά έξω από το νερό. Πνιχτοί ήχοι άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο ευ διάκριτοι, τα πρόσωπα αναγνωρίζονταν επιτέλου ς. Ήταν σαν να ξαναγεννιόμου ν στον κόσμο, κοιτάζοντας του ς αγαπημένου ς μου από ένα κρεβάτι νοσοκομείου και πάλι. «Γεια σου , γλυ κιά μου ». Η μητέρα μου έτρεξε στο πλευ ρό μου και μου έπιασε το χέρι. Το πρόσωπό της φάνηκε κοντά στο δικό μου , τόσο κοντά που δεν μπορού σα να εστιάσω το βλέμμα μου , κι έτσι παρέμεινε μια θολή εικόνα με τέσσερα μάτια που ανέδιδε άρωμα λεβάντας. «Πώς αισθάνεσαι;» Δεν μου είχε δοθεί ακόμα χρόνος να αισθανθώ προτού μου κάνου ν την ερώτηση, γι’ αυ τό συ γκεντρώθηκα προτού δώσω απάντηση. Δεν αισθανόμου ν πολύ καλά. «Καλά», απάντησα. «Αχ, καημένο μου μωράκι». Το στήθος της κυ ριάρχησε στο πεδίο της όρασής μου όταν έσκυ ψε και με φίλησε στο μέτωπο· ένιωσα τα γυ αλιστερά από το λίπγκλος χείλη της να κολλάνε πάνω στο δέρμα μου και να με γαργαλού ν. Όταν απομακρύ νθηκε κοίταξα γύ ρω το δωμάτιο και είδα τον πατέρα μου , με το κασκέτο τσαλακωμένο στο χέρι του · έμοιαζε πιο γερασμένος απ’ όσο θυ μόμου ν. Ίσως να είχα μείνει περισσότερο απ’ όσο θυ μόμου ν βυ θισμένη στο νερό. Του έκλεισα το μάτι και μου χαμογέλασε, με την ανακού φιση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του . Παράξενο που ήταν καθήκον του ασθενή να κάνει του ς επισκέπτες να αισθανθού ν καλύ τερα. Σαν να ήμου ν στη σκηνή και είχε έρθει η σειρά μου να

ψυ χαγωγήσω τον κόσμο. Οι τοίχοι του νοσοκομείου έκαναν του ς γονείς μου να καταπιού ν τη γλώσσα του ς και να συ μπεριφέρονται αμήχανα, σάμπως να γνωριζόμασταν εκείνη την ημέρα πρώτη φορά. «Τι έγινε;» ρώτησα, αφού ήπια νερό με καλαμάκι από ένα κύ πελλο που μου έβαλε κάτω από τη μύ τη μια νοσοκόμα. Κοιτάχτηκαν με νευ ρικότητα. Η μαμά αποφάσισε να αναλάβει το δύ σκολο έργο των εξηγήσεων. «Σε χτύ πησε αυ τοκίνητο, γλυ κιά μου , την ώρα που περνού σες το δρόμο από το σχολείο. Έστριψε στη γωνία… ένας νεαρός ήταν, μόλις είχε πάρει την προσωρινή του άδεια. Η μητέρα του –να ’ναι καλά– δεν ήξερε πως πήρε το αμάξι. Ευ τυ χώς ο κύ ριος Μπάρτον τα είδε όλα κι έδωσε πλήρη κατάθεση στου ς αστυ νομικού ς. Καλός άνθρωπος ο κύ ριος Μπάρτον», χαμογέλασε. «Ο Γκρέγκορι», πρόσθεσε λίγο πιο σιγανά σε μένα. Χαμογέλασα κι εγώ. «Δεν έφυ γε στιγμή από δίπλα σου ώσπου σε μετέφεραν στο νοσοκομείο». «Το κεφάλι μου », ψιθύ ρισα, όταν ο πόνος εισχώρησε ξαφνικά στο κορμί μου , θαρρείς και ακού γοντας την ιστορία θυ μήθηκε πως είχε δου λειά να κάνει. «Έσπασες το αριστερό σου χέρι». Τα γυ αλιστερά χείλη της μαμάς γυ άλιζαν στο φως έτσι όπως ανοιγόκλειναν. «Και το αριστερό σου πόδι», η φωνή της έτρεμε λίγο, «κατά τα άλλα όμως στάθηκες πολύ τυ χερή». Μόνο τότε πρόσεξα πως είχα το αριστερό χέρι σε αορτήρα και το αριστερό πόδι στο γύ ψο, και μου φάνηκε

αστείο που με θεωρού σαν τυ χερή ακόμα και αφού με είχε χτυ πήσει αυ τοκίνητο. Άρχισα να γελάω αλλά ο πόνος με έκανε να σταματήσω. «Ναι, έσπασες κι ένα παΐδι», πρόσθεσε γρήγορα ο πατέρας μου · το βλέμμα του μου ζήτησε συ γγνώμη που δεν με προειδοποίησε έγκαιρα. Όταν έφυ γαν, χτύ πησε ανάλαφρα την πόρτα ο Γκρέγκορι. Ήταν πιο κού κλος από ποτέ, με τα κου ρασμένα ανήσυ χα μάτια του και τα ξεχτένιστα μαλλιά του που φανταζόμου ν ότι ανακάτευ ε όσο πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε από την αγωνία. Πάντα έτσι έκανε. «Γεια», χαμογέλασε, πλησίασε και με φίλησε στο μέτωπο. «Γεια», απάντησα ψιθυ ριστά. «Πώς αισθάνεσαι;» «Σαν να με τράκαρε λεωφορείο». «Μπα, μόνο ένα Μίνι ήταν. Σταμάτα να επιζητάς την προσοχή». Ένα χαμόγελο γαργάλησε τις άκρες των χειλιών του . «Έμαθες τα άσχημα νέα, φαντάζομαι;» «Ότι πρέπει να δώσω τελικές εξετάσεις προφορικά;» Σήκωσα το αριστερό χέρι με το γύ ψο. «Νομίζω ότι η αστυ νομία θα με δεχτεί πάντως», χαμογέλασα. «Όχι», είπε σοβαρά, και κάθισε στο κρεβάτι. «Χάσαμε τον Χένρι στο ασθενοφόρο. Νομίζω πως τον ξέκανε η μάσκα οξυ γόνου ». Άρχισα να γελάω, αλλά αναγκάστηκα να σταματήσω. «Ωχ, σκατά… συ γγνώμη». Αμέσως σταμάτησε να σαχλαμαρίζει όταν είδε πόσο πονού σα. «Ευ χαριστώ που έμεινες μαζί μου ».

«Ευ χαριστώ που έμεινες εσύ μαζί μου », απάντησε. «Σου το υ ποσχέθηκα, δεν σου το υ ποσχέθηκα;» χαμογέλασα. «Και δεν σκοπεύ ω να πάω που θενά τώρα κοντά».

είκοσι Ο Τζακ κάθισε στη χαλικόστρωτη επιφάνεια δίπλα στο αυ τοκίνητο που υ ποψιαζόταν πλέον πως είχε εγκαταλειφθεί. Το ανήσυ χο μυ αλό του αναλογιζόταν κάθε πιθανό σενάριο για το πού μπορεί να ήταν η Σάντι Σορτ, γιατί το αυ τοκίνητό της βρισκόταν ανάμεσα στα δέντρα σε ένα παλιό πάρκινγκ, γιατί δεν είχε έρθει στο ραντεβού του ς την προηγού μενη μέρα και γιατί δεν είχε επιστρέψει στο αυ τοκίνητό της όλη μέρα σήμερα. Τίποτα δεν έβγαζε νόημα πια. Δεν είχε κου νήσει ρού πι από το αμάξι όλη μέρα. Μια γρήγορη έρευ να στη γύ ρω περιοχή δεν αποκάλυ ψε το παραμικρό ίχνος της – ού τε ίχνος οποιασδήποτε άλλης μορφής ζωής, για την ακρίβεια. Τώρα ήταν αργά. Η ζώνη του δάσου ς ήταν σκοτεινή, αφού τα μόνα φώτα προέρχονταν από τα πλοία που βρίσκονταν μακριά στη θάλασσα και από το κάστρο του Γκλιν πέρα μακριά, πίσω από τα ψηλά πεύ κα. Ο Τζακ δεν έβλεπε πέρα από τη μύ τη του . Η νύ χτα ήταν ζοφερή και τύ λιγε τα πάντα, αλλά ο Τζακ φοβόταν να φύ γει, για να μην τη χάσει. Σε περίπτωση που έπαιρνε κανείς το αμάξι

με γερανό, θα έπαιρνε και τον Ντόναλ και κάθε πιθανό ίχνος του μακριά του . Ο φάκελος βρισκόταν πάνω στο ταμπλό. Το κινητό παραδίπλα ήταν η μόνη άμεση πηγή φωτός, έτσι όπως αναβόσβηνε κάθε λίγα δευ τερόλεπτα σηματοδοτώντας την αποφόρτιση της μπαταρίας. Αν δεν ερχόταν τώρα κοντά η Σάντι στο αυ τοκίνητό της, ο Τζακ έπρεπε να πάρει πάση θυ σία στα χέρια του το τηλέφωνο ώστε να δει τη λίστα με τις πρόσφατες κλήσεις της και, με λίγη καλή τύ χη, να εντοπίσει κάποιον από τον τηλεφωνικό της κατάλογο που θα ήταν σε θέση να τον βοηθήσει. Αν έσβηνε η μπαταρία, ήταν πολύ πιθανόν να μην κατάφερνε να ενεργοποιήσει πάλι το τηλέφωνο χωρίς κωδικό εισαγωγής. Χτύ πησε πάλι το δικό του τηλέφωνο – σίγου ρα η Γκλόρια που τον έψαχνε. Ήταν έντεκα η ώρα και δεν άντεχε να απαντήσει· δεν ήξερε τι να της έλεγε. Δεν ήθελε να πει ψέματα, γι’ αυ τό τώρα τελευ ταία απέφευ γε κάθε συ ζήτηση μαζί της· έφευ γε από το σπίτι προτού ξυ πνήσει και γύ ριζε σπίτι αφού η Γκλόρια είχε πέσει για ύ πνο. Ήξερε πως η συ μπεριφορά του σίγου ρα τη στενοχωρού σε – τη γλυ κιά, υ πομονετική Γκλόρια που δεν του γκρίνιαζε ποτέ, όπως ισχυ ρίζονταν οι φίλοι του πως έκαναν οι δικές του ς κοπέλες. Πάντα του έδινε το χώρο που χρειαζόταν, ενώ είχε αρκετή αυ τοπεποίθηση για να γνωρίζει ότι δεν θα την πρόδιδε. Την πρόδιδε όμως – πρόδιδε την υ πομονή της και ίσως και να την έδιωχνε και μακριά του . Μπορεί αυ τό να ήθελε κατά βάθος. Μπορεί και όχι. Το μόνο που ήξερε ο Τζακ ήταν ότι η εξαφάνιση του Ντόναλ είχε βάλει τέλος στα σχέδια για

οικογένεια και γάμο, τα οποία παλιότερα θεωρού σε –και οι δύ ο τα θεωρού σαν– πολύ σημαντικά. Αυ τή τη στιγμή, ο Τζακ άφηνε τη σχέση του ς στην άκρη και εστίαζε την προσοχή του στο να βρει τον χαμένο αδελφό του . Για κάποιο λόγο ένιωθε ότι βρίσκοντας τη Σάντι θα έκανε ένα βήμα πιο κοντά στο να βρει τον Ντόναλ, ή μπορεί και όλο αυ τό να ήταν άλλη μια δικαιολογία, άλλη μια εμμονή με σκοπό να καθυ στερήσει να προχωρήσει παρακάτω στη ζωή του , να καθυ στερήσει να αντιμετωπίσει την Γκλόρια για το θέμα μιας σχέσης για την οποία δεν ήξερε πώς ένιωθε πια. Τότε, έκανε το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί. Έκανε κλήση με το κινητό του στον Γκράχαμ Τέρνερ, τον αστυ νομικό με τον οποίο μιλού σαν αυ τός και η οικογένειά του όσο διαρκού σαν οι έρευ νες για τον Ντόναλ. «Εμπρός;» απάντησε ο Γκράχαμ. Στο βάθος επικρατού σε ολχοβοή από φωνές, σού σου ρο και γέλια. Η φασαρία μιας παμπ. «Γκράχαμ, ο Τζακ είμαι», φώναξε μέσα στη σιωπηλή δασική περιοχή. «Εμπρός;» φώναξε πάλι ο Γκράχαμ. «Ο Τζακ είμαι!» ύ ψωσε ακόμα περισσότερο την ένταση της φωνής του , κοψοχολιάζοντας όποια ζώα είχαν αναζητήσει καταφύ γιο στα δέντρα εκεί κοντά. «Περιμένετε, πάω έξω», φώναξε ο Γκράχαμ. Οι φωνές και η φασαρία δυ νάμωσαν καθώς το τηλέφωνο μεταφερόταν μέσα από την παμπ. Τελικά, έγινε σιωπή. «Εμπρός;» είπε πιο σιγά τώρα ο Γκράχαμ. «Γκράχαμ, ο Τζακ είμαι». Χαμήλωσε κι εκείνος τη

φωνή του . «Συ γγνώμη που σου τηλεφωνώ τόσο αργά». «Δεν υ πάρχει πρόβλημα. Όλα καλά;» ρώτησε ο Γκράχαμ με ενδιαφέρον, καθώς τον τελευ ταίο χρόνο είχε συ νηθίσει τα νυ χτερινά τηλεφωνήματα του Τζακ. «Ναι, μια χαρά», είπε ψέματα ο Τζακ. «Κανένα νέο από τον Ντόναλ;» «Όχι, κανένα νέο. Να σου πω την αλήθεια, για άλλο σου τηλεφώνησα». «Τι τρέχει;» Πώς στο καλό να του το εξηγού σε τώρα αυ τό; «Κοίτα, ανησυ χώ για ένα άτομο. Υποτίθεται ότι θα συ ναντιόμασταν χθες το πρωί στο Γκλιν αλλά δεν φάνηκε». Σιωπή. «Μάλιστα». «Μου άφησε μήνυ μα στον αυ τόματο τηλεφωνητή προτού φύ γει από Δου βλίνο για να μου πει πως ξεκινού σε, αλλά δεν φάνηκε ποτέ και το αυ τοκίνητο είναι παρκαρισμένο δίπλα στις εκβολές του Σάνον». Σιωπή. «Ναι». «Απλώς, έχω αρχίσει να ανησυ χώ· καταλαβαίνεις;» «Ναι, ναι, καταλαβαίνω. Και τι άλλο να κάνεις κάτω από αυ τές τις συ νθήκες». Αυ τή η τελευ ταία φράση έκανε ξαφνικά τον Τζακ να νιώσει σαν σαλεμένος παρανοϊκός ψυ χασθενής. Μπορεί και να ήταν. «Το ξέρω ότι ακού γεται σαν τίποτα, αλλά νομίζω πως είναι κάτι· καταλαβαίνεις;» «Ναι, ναι, φυ σικά», είπε βιαστικά ο Γκράχαμ.

«Συ γγνώμη, περίμενε ένα λεπτό». Θα πρέπει να κάλυ ψε το μικρόφωνο γιατί οι φωνές ακού στηκαν πνιχτές. «Ναι, άλλη μια μπίρα. Να ’σαι καλά, Ντάμιαν. Θα μπω μόλις τελειώσω το τσιγάρο μου », είπε και επέστρεψε στη γραμμή. «Με συ γχωρείς γι’ αυ τό». «Κανένα πρόβλημα. Κοίτα, ξέρω πως είναι αργά κι έχεις βγει. Ζητώ συ γγνώμη που τηλεφώνησα». Ο Τζακ έκρυ ψε το κεφάλι στα χέρια του , νιώθοντας ένας βλάκας και μισός. Αμέσως μόλις την ξεστόμισε, κατάλαβε πως η ιστορία του ακου γόταν ηλίθια και η ανησυ χία του για τη Σάντι περιττή· βαθιά μέσα του όμως ήξερε πως κάτι δεν πήγαινε καλά. «Μη σκας. Τι θέλεις να κάνω; Πες μου πώς λέγεται ο τύ πος και θα ρωτήσω να μάθω». «Σάντι Σορτ». «Σάντι Σορτ». Ναι, ο τύ πος ήταν γυ ναίκα. «Ναι». «Μάλιστα». «Και θα τη συ ναντού σες…;» «Χθες στο Γκλιν. Συ ναντηθήκαμε τυ χαία στο βενζινάδικο του Λόιντς, ξέρεις, στο…» «Ναι, το ξέρω». «Ναι, λοιπόν, συ ναντηθήκαμε γύ ρω στις πεντέμισι τα χαράματα, αλλά αργότερα το πρωί δεν φάνηκε». «Δεν είπε πού πήγαινε όταν τη συ νάντησες;» «Όχι, δεν μιλήσαμε σχεδόν καθόλου ». «Πώς είναι εμφανισιακά;» «Πολύ ψηλή, μαύ ρα κατσαρά μαλλιά…» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του καθώς συ νειδητοποίησε ότι δεν είχε ιδέα πώς ήταν η Σάντι Σορτ, ότι δεν είχε κανένα

λόγο να πιστέψει πως η γυ ναίκα που συ νάντησε τυ χαία στο βενζινάδικο ήταν η Σάντι Σορτ. Η μόνη απόδειξη που είχε ήταν ένας φάκελος στο ταμπλό του αυ τοκινήτου με το όνομα του Ντόναλ γραμμένο πάνω του . Ο οδηγός του αυ τοκινήτου θα μπορού σε να είναι ο καθένας. Ο Τζακ είχε συ νταιριάξει όλα τα κομμάτια χωρίς να αμφισβητήσει καν τη λογική της εικόνας, η οποία δεν φαινόταν καθόλου λογική τού τη τη στιγμή. «Τζακ;» είπε ο Γκράχαμ. «Ναι». «Είναι ψηλή, με μαύ ρα κατσαρά μαλλιά. Ξέρεις τίποτε άλλο; Την ηλικία της ή από πού είναι ή κάτι άλλο;» «Όχι, δεν ξέρω, Γκράχαμ. Δεν είμαι καν σίγου ρος πώς είναι εμφανισιακά. Μόνο στο τηλέφωνο έχου με μιλήσει. Ού τε καν ξέρω αν ήταν εκείνη στο βενζινάδικο». Ξαφνικά, του ήρθε μια σκέψη. «Ήταν αστυ νομικός. Στο Δου βλίνο. Παραιτήθηκε πριν από τέσσερα χρόνια. Μόνο αυ τά ξέρω». Παράτησε την προσπάθεια. «Καλά, εντάξει. Λοιπόν, θα κάνω μερικά τηλεφωνήματα και τα ξαναλέμε». «Ευ χαριστώ». Ο Τζακ ένιωθε ταπεινωμένος· η ιστορία του έμπαζε από παντού . «Θα μείνει μεταξύ μας, έτσι δεν είναι;» ρώτησε σιγανά. «Φυ σικά. Όλα καλά με την Γκλόρια;» Ο τόνος ήταν επικριτικός. Ή μπορεί και να μην ήταν – πιθανόν ο Τζακ να παρεξηγού σε τα πάντα τώρα τελευ ταία. «Τέλεια, ναι». «Ωραία. Δώσ’ της χαιρετίσματα. Έχεις έναν άγγελο στο πλευ ρό σου , Τζακ». «Ναι, το ξέρω», απάντησε αμυ ντικά.

Σιωπή. Μετά, ατμόσφαιρα παμπ. «Θα σου τηλεφωνήσω, Τζακ», φώναξε ο Γκράχαμ. Η γραμμή νέκρωσε. Ο Τζακ χτύ πησε το κεφάλι του , νιώθοντας ένας βλάκας και μισός. Τα μεσάνυ χτα, ενώ διέτρεχε με το δάχτυ λο πάνω-κάτω μια ευ θεία στο ένα πλάι της κρύ ας μεταλλικής επιφάνειας του αυ τοκινήτου βηματίζοντας πέρα-δώθε, χτύ πησε το τηλέφωνό του . Είχε ήδη στείλει γραπτό μήνυ μα στην Γκλόρια για να την ενημερώσει ότι θα αργού σε, γι’ αυ τό το σήκωσε γνωρίζοντας ότι δεν ήταν εκείνη. «Τζακ, ο Γκράχαμ είμαι». Ο τόνος του ήταν πιο ήπιος απ’ ό,τι προηγου μένως. «Άκου , έκανα μερικά τηλεφωνήματα, ρώτησα τα παιδιά για να δω αν ήξερε κανείς του ς κάποια Σάντι Σορτ». «Για λέγε». Η καρδιά του βροντοχτυ πού σε. «Έπρεπε να μου το πεις, Τζακ», είπε μαλακά ο Γκράχαμ. Ο Τζακ έγνεψε στο σκοτάδι, παρότι ο Γκράχαμ δεν μπορού σε να τον δει. Ο Γκράχαμ συ νέχισε. «Απ’ ό,τι φαίνεται, ανησυ χείς χωρίς λόγο γι’ αυ τήν. Την ξέρου ν κάποιοι από τα παιδιά», γέλασε, αλλά αμέσως συ γκρατήθηκε. «Είπαν πως εξαφανίζεται διαρκώς χωρίς να λέει τίποτα σε κανέναν. Είναι ερημίτισσα, κλειστός άνθρωπος και πηγαινοέρχεται όποτε της γου στάρει αλλά πάντα γυ ρίζει μετά από καμιά βδομάδα πάνω-κάτω. Αν ήμου ν στη θέση σου , δεν θα ανησυ χού σα γι’ αυ τήν, Τζακ. Φαίνεται πως το τωρινό περιστατικό επιβεβαιώνει τη συ νηθισμένη

συ μπεριφορά της». «Ναι, αλλά το αυ τοκίνητό της;» «Ένα κόκκινο Φορντ Φιέστα του 1 9 9 1 ;» «Ναι». «Δικό της είναι. Μην ανησυ χείς· το πιθανότερο είναι να τριγυ ρίζει στην περιοχή. Τα παιδιά λένε πως της αρέσει πολύ το τζόγκινγκ, γι’ αυ τό μάλλον πάρκαρε εκεί και πήγε για τρέξιμο λίγο νωρίτερα ή μπορεί να μην έπαιρνε μπροστά το αυ τοκίνητο ή κάτι τέτοιο. Τέλος πάντων, έχου ν περάσει λίγο πάνω από είκοσι τέσσερις ώρες από την ώρα που έπρεπε να συ ναντηθείτε. Δεν υ πάρχει λόγος να πανικοβάλλεσαι». «Νόμιζα πως οι πρώτες είκοσι τέσσερις ώρες ήταν οι πιο σημαντικές», είπε ο Τζακ μέσα από τα σφιγμένα δόντια του . «Στις υ ποθέσεις εξαφανίσεων είναι, Τζακ, αλλά αυ τή η Σάντι Σορτ δεν εξαφανίστηκε. Διαρκώς χάνεται από προσώπου γης. Απ’ ό,τι φαίνεται, από συ ζητήσεις με πρώην συ ναδέλφου ς της, θα επικοινωνήσει αυ τή μαζί σου σε μερικές ημέρες. Προφανώς έτσι δου λεύ ει αυ τή. Μου είπαν ότι ού τε η οικογένειά της ξέρει πού είναι. Πριν από χρόνια, τηλεφώνησαν σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις στην αστυ νομία, αλλά δεν μπαίνου ν πια στον κόπο. Επιστρέφει μόνη της». Ο Τζακ έμεινε σιωπηλός. «Δεν μπορώ να κάνω πολλά πράγματα. Δεν έχω κανένα στοιχείο, καμία ένδειξη ότι μπορεί να διατρέχει κάποιον κίνδυ νο». «Το ξέρω, το ξέρω». Ο Τζακ έτριψε κου ρασμένα τα μάτια του .

«Αν θες, άκου μια συ μβου λή: πρόσεχε κάτι τέτοιου ς ανθρώπου ς. Το μόνο που επιδιώκου ν τα πρακτορεία σαν της Σάντι Σορτ είναι να βγάλου ν χρήματα, ξέρεις. Δεν θα ξαφνιαζόμου ν αν μάθαινα πως είχε μπλέξει σε καμιά απατεωνιά. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα που δεν έχου με ήδη κάνει εμείς. Δεν υ πάρχου ν άλλα μέρη να ερευ νηθού ν που δεν έχου με ήδη ψάξει». Η Σάντι δεν είχε ζητήσει δεκάρα τσακιστή, καθώς ήξερε ότι ο Τζακ δεν είχε δεκάρα τσακιστή να της δώσει. «Έπρεπε να κάνω κάτι», ήταν το μόνο που είπε. Δεν του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο μιλού σε για τη Σάντι ο Γκράχαμ. Δεν πίστευ ε πως ήταν απατεώνας, δεν πίστευ ε πως είχε φύ γει για να ερευ νήσει μια υ πόθεση χωρίς το τηλέφωνο, το φάκελο, το ημερολόγιο και το αυ τοκίνητό της, ού τε ότι έκανε τζόγκινγκ άγρια μεσάνυ χτα. Τίποτε απ’ όσα είπε ο Γκράχαμ δεν έβγαζε νόημα, ού τε όμως τίποτε απ’ όσα έλεγε ο Τζακ φαινόταν να έχει νόημα. Ακολου θού σε το ένστικτό του στα τυ φλά, ένστικτο επηρεασμένο από την εξαφάνιση του Ντόναλ και από μια βδομάδα νυ χτερινών τηλεφωνημάτων σε μια γυ ναίκα την οποία δεν είχε συ ναντήσει ποτέ. «Καταλαβαίνω», σχολίασε ο Γκράχαμ. «Κι εγώ μάλλον το ίδιο θα έκανα στη θέση σου ». «Τι θα γίνει με τα πράγματά μου που είναι κλειδωμένα στο αμάξι της;» μπλόφαρε ο Τζακ. «Τι σόι πράγματα;» «Της έστειλα το φάκελο του Ντόναλ και μερικά άλλα πράγματα. Τα βλέπω μέσα στο αμάξι. Αν είναι να πάρει τα λεφτά μου και να το σκάσει, τότε θα ήθελα του λάχιστον τα πράγματά μου πίσω».

«Δεν μπορώ να σε βοηθήσω σ’ αυ τό, Τζακ, αλλά δεν θα ξεκινού σα έρευ νες αν το πρωί είχες πάλι στην κατοχή σου τα πράγματά σου ». «Ευ χαριστώ, Γκράχαμ». «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω». Λίγες ώρες αργότερα, ενώ ο ήλιος ξεπρόβαλλε πάνω από τις εκβολές του Σάνον, ρίχνοντας πορτοκαλί λάμψεις πάνω σε μαύ ρου ς κυ ματισμού ς, ο Τζακ ήταν καθισμένος στο αυ τοκίνητο της Σάντι και ξεφύ λλιζε το φάκελο του Ντόναλ και τις σελίδες με τις αναφορές της αστυ νομίας, που μόνο η Σάντι μπόρεσε να βρει με τις επαφές της. Το ημερολόγιο φανέρωνε το σχέδιό της να πάει στο Λίμερικ εκείνη την ημέρα για να επισκεφθεί έναν από του ς φίλου ς του Ντόναλ, τον Άλαν Ο’Κόνορ, που ήταν μαζί με τον Ντόναλ τη νύ χτα της εξαφάνισής του . Οι ελπίδες του αναπτερώθηκαν με την πιθανότητα να τη συ ναντήσει εκεί. Το αποπνικτικό αμάξι μύ ριζε αηδιαστικά γλυ κερά από το αποσμητικό χώρου με άρωμα βανίλια που κρεμόταν από το καθρεφτάκι του παρμπρίζ, και την ταγκίλα του μπαγιάτικου καφέ από το πλαστικό κύ πελλο που ισορροπού σε από κάτω του . Στο αμάξι δεν υ πήρχε τίποτα που να δείχνει τι είδου ς άνθρωπος ήταν η Σάντι. Δεν υ πήρχαν πεταμένα περιτυ λίγματα, ού τε cd ή κασέτες που να δηλώνου ν τα μου σικά της γού στα. Μόνο ένα παλιό, ψυ χρό αμάξι με ένα μάτσο χαρτιά και έναν κρύ ο καφέ, παρατημένα πίσω. Δεν είχε καρδιά· αυ τό το κομμάτι το είχε πάρει μαζί της η Σάντι.

είκοσι ένα Ξύ πνησα –ού τε ξέρω πόσες ώρες μετά– και βρήκα ένα κοριτσάκι με ατίθασα μαύ ρα σγου ρά μαλλιά σκαρφαλωμένο δίπλα μου στο μπράτσο της πολυ θρόνας, να με κοιτάζει με μάτια μαύ ρα και διαπεραστικά, ίδια με του παππού της. Αναπήδησα τρομαγμένη. Χαμογέλασε. Λακάκια σχηματίστηκαν στην κίτρινη επιδερμίδα της και τα μάτια της μαλάκωσαν και έγιναν σκού ρα καστανά. «Γεια», είπε τραγου διστά. Κοίταξα γύ ρω-γύ ρω το δωμάτιο που ήταν πλέον σχεδόν εντελώς βυ θισμένο στο σκοτάδι, με εξαίρεση το πορτοκαλί φως που τρύ πωνε κάτω από την πόρτα της κου ζίνας και φώτιζε όσο χρειαζόταν ώστε να διακρίνω τόσο το χώρο γύ ρω μου όσο και το κοριτσάκι που καθόταν μισοφωτισμένο μπροστά μου . Ο ου ρανός έξω από το παράθυ ρο πάνω από το νεροχύ τη ήταν μαύ ρος. Άστρα, τα ίδια άστρα στα οποία δεν έδινα ποτέ την παραμικρή σημασία πίσω στην πατρίδα, κρέμονταν από πάνω σαν

χριστου γεννιάτικα λαμπιόνια που στόλιζαν ένα κου κλίστικο χωριό. «Εσύ δεν θα πεις γεια;» τιτίβισε πρόσχαρα η φωνού λα. Αναστέναξα· ποτέ δεν είχα χρόνο για παιδιά, και μάλιστα το σιχαινόμου ν όταν ήμου ν κι εγώ ένα από αυ τά. «Γεια», είπα με αδιαφορία. «Βλέπεις; Δεν ήταν και τόσο δύ σκολο, ήταν;» «Μαρτυ ρικό». Χασμου ρήθηκα και τεντώθηκα. Κατέβηκε από το μπράτσο και μ’ ένα πήδο βρέθηκε κοντά μου στην άλλη άκρη του καναπέ, πατικώνοντας τα πόδια μου με το άτσαλο τίναγμά της. «Ωχ!» γκρίνιαξα, μαζεύ οντας ακόμα περισσότερο τα πόδια μου . «Δεν μπορεί να σε πόνεσα». Κατέβασε το κεφάλι και με κοίταξε με δυ σπιστία. «Πόσο χρονών είσαι; Εκατόν ενενήντα;» ρώτησα και έσφιξα ακόμα περισσότερο την κου βέρτα γύ ρω μου , θαρρείς και θα με προστάτευ ε από αυ τή. «Αν ήμου ν εκατόν ενενήντα, θα είχα πεθάνει». Σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Και τι κρίμα που θα ήταν…» «Δεν με συ μπαθείς, έτσι;» Το σκέφτηκα. «Να σου πω την αλήθεια, όχι». «Γιατί όχι;» «Επειδή κάθισες πάνω στα πόδια μου ». «Δεν με συ μπαθού σες και πριν κάτσω πάνω στα πόδια σου ». «Σωστό κι αυ τό».

«Οι περισσότεροι με βρίσκου ν χαριτωμένη», είπε μ’ ένα στεναγμό. «Αλήθεια;» ρώτησα με προσποιητή έκπληξη. «Δεν μου δίνεις τέτοια εντύ πωση». «Γιατί όχι;» Δεν φαινόταν θιγμένη, μόνο περίεργη. «Επειδή είσαι ενενήντα πόντου ς και δεν έχεις μπροστινά δόντια». Έκλεισα τα μάτια με την ελπίδα ότι θα έφευ γε, και ακού μπησα το κεφάλι στην πλάτη του καναπέ. Το σφυ ροκόπημα στο κεφάλι μου είχε υ ποχωρήσει, αλλά το τερέτισμα στην άκρη του καναπέ σίγου ρα θα το επανέφερε δριμύ τερο. «Δεν θα είμαι πάντα έτσι, ξέρεις», είπε προσπαθώντας να με ευ χαριστήσει. «Το ελπίζω, για το δικό σου καλό». «Κι εγώ το ίδιο», είπε αφήνοντας κι άλλο στεναγμό, και ακού μπησε το κεφάλι στην πλάτη του καναπέ, αντιγράφοντας την κίνησή μου . Την κοίταξα αμίλητη, ελπίζοντας να πιάσει το υ πονοού μενο και να φύ γει. Μου χαμογέλασε. «Οι περισσότεροι άνθρωποι έχου ν την εντύ πωση ότι δεν θέλω να του ς μιλάω», έκανα έναν υ παινιγμό. «Αλήθεια; Δεν μου δίνεις τέτοια εντύ πωση», με μιμήθηκε, προφέροντας τα λόγια με δυ σκολία με το φαφού τικο στόμα της. Γέλασα. «Πόσο χρονών είσαι;» Σήκωσε την παλάμη, δείχνοντας τέσσερα δάχτυ λα κι έναν αντίχειρα. «Είσαι τέσσερα δάχτυ λα κι ένας αντίχειρας;» ρώτησα. Συ νοφρυ ώθηκε και κοίταξε πάλι το χέρι της· τα χείλη της συ νόδευ αν ψιθυ ριστά το μέτρημα.

«Υπάρχει κάποιο ειδικό σχολείο που πηγαίνου ν τα παιδιά για να μάθου ν να το κάνου ν αυ τό;» ρώτησα. «Δεν μπορείτε να πείτε απλώς “πέντε”;» «Μπορώ να πω “πέντε”». «Τότε τι; Νομίζεις πως είναι πιο χαριτωμένο να σηκώνεις το χέρι;» Ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Πού είναι όλοι;» «Κοιμού νται. Είχες τηλεόραση; Έχου με τηλεοράσεις εδώ αλλά δεν δου λεύ ου ν». «Την πάτησες». «Ναι, την πάτησα», αναστέναξε μελοδραματικά, αλλά δεν νομίζω πως την ένοιαζε πραγματικά. «Η γιαγιά μου λέει πως κάνω πολλές ερωτήσεις, αλλά έχω την εντύ πωση πως εσύ κάνεις περισσότερες». «Σου αρέσει να κάνεις ερωτήσεις;» Ξαφνικά το κοριτσάκι μου κέντρισε το ενδιαφέρον. «Τι ερωτήσεις;» Ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Κανονικές ερωτήσεις». «Για ποιο πράγμα;» «Για όλα». «Συ νέχισε να ρωτάς, Γου άντα, ίσως έτσι καταφέρεις να φύ γεις από δω». «Καλά». Σιωπή. «Γιατί να θέλω να φύ γω από δω;» Όχι και τόσο κανονικές ερωτήσεις τελικά, απ’ ό,τι φαινόταν. «Σ’ αρέσει εδώ;» Κοίταξε γύ ρω-γύ ρω το δωμάτιο. «Προτιμώ το δικό μου δωμάτιο». «Όχι· αυ τό το χωριό», έδειξα έξω από το παράθυ ρο,

«εδώ που μένετε». Έγνεψε καταφατικά. «Τι κάνεις όλη μέρα;» «Παίζω». «Πολλή κού ραση». Έγνεψε ότι συ μφωνού σε. «Μερικές φορές ναι. Σε λίγο όμως αρχίζω σχολείο». «Έχει σχολείο εδώ;» «Όχι εδώ μέσα». Ακόμα δεν μπορού σε να σκεφτεί έξω από αυ τό το δωμάτιο. «Τι κάνου ν οι γονείς σου όλη μέρα;» «Η μαμά δου λεύ ει με τον παππού ». «Είναι κι αυ τή μαραγκός;» Η Γου άντα κού νησε το κεφάλι. «Δεν έχου με μαρέγκα». «Τι κάνει ο μπαμπάς σου ;» Ανασήκωσε πάλι του ς ώμου ς. «Η μαμά κι ο μπαμπάς σταμάτησαν να συ μπαθιού νται. Εσύ έχεις φίλο;» «Όχι». «Είχες ποτέ κάποιον;» «Είχα πάνω από ένα». «Μαζί;» Δεν απάντησα. «Γιατί δεν είσαι με κανέναν από αυ τού ς τώρα;» «Επειδή σταμάτησα να του ς συ μπαθώ». «Όλου ς;» «Σχεδόν όλου ς». «Δεν είναι πολύ καλό αυ τό». «Όχι…» Το μυ αλό μου αφαιρέθηκε. «Μάλλον δεν είναι».

«Εσένα σε στενοχωρεί; Πάντως, τη μαμά μου τη στενοχωρεί πολύ ». «Όχι, δεν με στενοχωρεί». Γέλασα αμήχανα. Δεν αισθανόμου ν άνετα, ού τε με το βλέμμα της ού τε με τη λυ τή της γλώσσα. «Φαίνεσαι στενοχωρημένη». «Πώς γίνεται να φαίνομαι στενοχωρημένη ενώ γελάω;» Ανασήκωσε πάλι του ς ώμου ς. Αυ τός είναι ο λόγος που αντιπαθώ τα παιδιά· ήταν τόσα τα κενά σημεία στα μυ αλά του ς αλλά τόσο ανεπαρκείς οι απαντήσεις· γι’ αυ τόν ακριβώς το λόγο δεν μου άρεσε όταν ήμου ν παιδί. Πάντα δεν ήξερα τι συ νέβαινε, ενώ σπανίως συ ναντού σα ενήλικο που ήταν σε θέση να με διαφωτίσει. «Γου άντα, για κοριτσάκι με τόσες ερωτήσεις, δεν ξέρεις και πολλές απαντήσεις». «Κάνω διαφορετικές ερωτήσεις από σένα», είπε συ νοφρυ ωμένη. «Από απαντήσεις ξέρω πολλές». «Όπως;» «Όπως…» έστυ ψε το μυ αλό της να βρει κάτι, «το λόγο που ο κύ ριος Νγκαμπάο από δίπλα δεν δου λεύ ει στα χωράφια επειδή τον πονάει η μέση του ». «Πού είναι τα χωράφια;» Έδειξε έξω από το παράθυ ρο. «Από κει. Εκεί φυ τρώνει η τροφή μας και μετά πάμε όλοι στο φαγάδικο τρεις φορές κάθε μέρα και την τρώμε». «Όλο το χωριό τρώει μαζί;» Έγνεψε ναι. «Η μαμά της Πέτρας δου λεύ ει εκεί, αλλά εγώ δεν θέλω να δου λέψω εκεί όταν μεγαλώσω, ού τε στα

χωράφια. Θέλω να δου λέψω με τον Μπόμπι», είπε ονειροπόλα. «Ο μπαμπάς της φίλης μου , της Λέισι, δου λεύ ει στη βιβλιοθήκη». Αναζήτησα κάποιον λογικό ειρμό στη φράση της και δεν βρήκα κανέναν. «Σκέφτεται ποτέ κανείς να κάνει κάτι πιο έξυ πνο με το χρόνο του , όπως για παράδειγμα να προσπαθήσει να ξεκου μπιστεί από δω;» ρώτησα κοφτά. «Κάποιοι προσπαθού ν να φύ γου ν», είπε, «αλλά δεν μπορού ν. Δεν υ πάρχει έξοδος, αλλά εμένα μ’ αρέσει εδώ, κι έτσι δεν με νοιάζει». Χασμου ρήθηκε. «Νύ σταξα. Πάω για νάνι. Καληνύ χτα». Κατέβηκε από τον καναπέ και πήγε στην πόρτα, σέρνοντας μια κου ρελιασμένη κου βέρτα πίσω της. «Δικό σου είναι;» Σταμάτησε, έσκυ ψε και σήκωσε κάτι από το πάτωμα. Το κράτησε ψηλά και το είδα να αστράφτει όταν έπεσε πάνω του το φως που τρύ πωνε κάτω από την πόρτα. «Ναι», αναστέναξα, και πήρα το ρολόι μου από τα χέρια της. Η πόρτα άνοιξε· πορτοκαλί φως πλημμύ ρισε το δωμάτιο και με ανάγκασε να κλείσω τα μάτια. Μετά, την άκου σα να ξανακλείνει κι έμεινα μόνη στο σκοτάδι με τα λόγια μιας πεντάχρονης να ηχού ν στα αυ τιά μου . Κάποιοι προσπαθούν να φύγουν, αλλά δεν μπορούν. Δεν υπάρχει έξοδος… Αυ τό ήταν το άλλο που αντιπαθώ στα παιδιά: έλεγαν πάντα εκείνο ακριβώς που βαθιά μέσα σου ήδη ήξερες, αλλά που δεν θα παραδεχόσου ν ποτέ, και που σίγου ρα δεν ήθελες να ακού σεις ποτέ.

είκοσι δύο «Ωστε λοιπόν μαραγκός ο Τζόζεφ. Κι εσύ τι κάνεις, Παρθένα μου Μαρία;» ρώτησα την Έλενα ενώ προχωρού σαμε στο χωματόδρομο του χωριού . Η Έλενα χαμογέλασε. Είχαμε διασχίσει το χωριό και τώρα κάναμε βόλτα πιο πέρα. Περνού σαμε από λαμπρά, ολόχρυ σα και καταπράσινα χωράφια, γεμάτα ανθρώπου ς κάθε εθνικότητας, που έσκυ βαν και σηκώνονταν καθώς δού λευ αν τη γη, καλλιεργώντας τα πάντα. Δεκάδες θερμοκήπια έσπαζαν τη μονοτονία του τοπίου καθώς οι χωρικοί εκμεταλλεύ ονταν κάθε ευ καιρία για να καλλιεργήσου ν ό,τι μπορού σαν. Όπως οι λαοί, έτσι και ο καιρός στον τόπο αυ τό εναλλασσόταν σε όλες τις παθιασμένες αλλά ζωτικές μορφές του . Μέσα σε λίγες ημέρες είχα βιώσει τον καύ σωνα, μια καταιγίδα με αστραπόβροντα, ένα ανοιξιάτικο αεράκι και μια χειμωνιάτικη παγωνιά. Υπέθετα ότι ο άστατος καιρός ήταν ο λόγος της ασυ νήθιστης συ λλογής από φυ τά, δέντρα, λου λού δια και σπαρτά που κατάφερναν να

συ μβιώνου ν αποτελεσματικά στο ίδιο περιβάλλον. Την εξήγηση για του ς ανθρώπου ς δεν την είχα μάθει ακόμα. Ωστόσο, απ’ ό,τι φαινόταν, η φύ ση στον τόπο αυ τό δεν ακολου θού σε κανόνες. Η εναλλαγή των τεσσάρων εποχών μέσα σε μια μέρα ήταν κάτι που οι άνθρωποι εδώ αποδέχονταν, καλωσόριζαν και στο οποίο προσαρμόζονταν. Τώρα που κάναμε βόλτα πλάι-πλάι, η ζέστη είχε ξαναγυ ρίσει. Από παιδί –από την Τζένι-Μέι– είχα να κοιμηθώ τόσες ώρες μέσα σε μια νύ χτα, και ένιωθα αναζωογονημένη. «Τι από την Τζένι-Μέι;» με ρωτού σε πάντα ο Γκρέγκορι. «Από τότε που χάθηκε;» «Όχι, απλώς από την Τζένι-Μέι, τελεία και παύ λα». Εκείνο το πρωί, συ νάντησα κάποια που έψαχνα δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Η Έλενα με είχε σπρώξει να προχωρήσω, μου είχε κλείσει το στόμα που έχασκε ανοιχτό και είχε κροταλίσει τα δάχτυ λα μπροστά στα γου ρλωμένα μάτια μου . Η παρου σία της γυ ναίκας εκείνης με συ γκλόνισε – εμένα που δεν με συ γκλόνιζε ποτέ τίποτα. Είχα μείνει εμβρόντητη – εγώ που δεν έμενα ποτέ εμβρόντητη. Ξαφνικά ένιωσα μεγάλη μοναξιά – εγώ που δεν ένιωθα ποτέ μοναξιά. Αλλά τώρα τελευ ταία αισθανόμου ν πολλά που δεν είχα ξανανιώσει. Μετά από τόσα χρόνια γεμάτα έρευ νες, ήταν σχεδόν αδύ νατον να παραμείνω ήρεμη σαν την Έλενα, τη στιγμή που τα πρόσωπα που έβλεπα στα όνειρά μου , περνού σαν από μπροστά μου στον ξύ πνιο μου . «Μείνε ψύ χραιμη», δεν έπαψε να μου ρμου ρίζει η Έλενα στο αυ τί μου . Η Ρόμπιν Γκέρατι ήταν το πρώτο από τα φαντάσματα

της ζωής μου που είδα να ίπταται μπροστά μου . Καθόμασταν στο «φαγάδικο», ένα επιβλητικό ξύ λινο κτίσμα σε δύ ο επίπεδα, με περιμετρικό μπαλκόνι απ’ όπου έβλεπε κανείς σε όλο της το μεγαλείο τη θέα που άπλωναν το δάσος, τα βου νά και τα χωράφια. Δεν ήταν ένα στριμωχτό κυ λικείο χώρου εργασίας, όπως είχα φανταστεί, αλλά ένα όμορφο κτίσμα που φιλοξενού σε του ς κατοίκου ς του χωριού για το πρωινό, το μεσημεριανό και το βραδινό φαγητό· ήταν ένα σύ στημα διανομής των τροφίμων που συ νέλεγαν και καλλιεργού σαν. Όπως είχα μάθει, τα χρήματα δεν είχαν καμία αξία εδώ… ού τε καν όταν έφταναν στο κατώφλι του ς φου σκωμένα πορτοφόλια. «Γιατί να ξοδεύ ου με λεφτά για κάτι που φτάνει καθημερινά σε αφθονία;» είχε εκτοξεύ σει η Έλενα το ρητορικό της ερώτημα αντί να δώσει άλλη εξήγηση. Όπως στο κτίριο του Μητρώου , έτσι και την είσοδο στην πρόσοψη αυ τού του κτιρίου κοσμού σαν περίτεχνα χειροποίητα ξύ λινα δημιου ργήματα. Η Έλενα μου εξήγησε ότι λόγω της πολυ γλωσσίας του χωριού , αυ τά τα σκαλίσματα ήταν η πιο παραγωγική και ελκυ στική μέθοδος παρου σίασης της λειτου ργίας κάθε κτιρίου . Υπερμεγέθη κλήματα, κρασί και ψωμί στόλιζαν την πρόσοψη του συ γκεκριμένου . Ακόμα και στην ξύ λινη μορφή του ς έδειχναν τόσο λαχταριστά που δεν μπόρεσα να αντισταθώ και πέρασα το χέρι μου πάνω από την απαλή καμπύ λη του σταφυ λιού . Επέστρεφα από την επίσκεψή μου στον πάγκο σερβιρίσματος που λειτου ργού σε σαν μπου φές, όταν είδα τη Ρόμπιν. Παραλίγο να μου πέσει από τα χέρια ο

δίσκος με τα ντόνατς και τον φραπου τσίνο. Απ’ ό,τι φαινόταν, εκείνο το πρωί, ένα ολόκληρο κιβώτιο με τρόφιμα εξαφανίστηκε από ένα φορτηγό παραδόσεων της Κρίσπι Κριμ, το οποίο κατέφθασε στη συ νέχεια στα περίχωρα του χωριού , προκαλώντας τον ενθου σιασμό μου . Έβλεπα με τη φαντασία μου το διανομέα, με το τιμολόγιο στο χέρι, να αγνοεί τις βρισιές ενός στρεσαρισμένου μαγαζάτορα, την ώρα που έξυ νε απορημένος το κεφάλι και ξαναμετρού σε τα περιεχόμενα του φορτηγού του , που είχε παρκάρει σε μια πολύ βου η αποβάθρα φορτοεκφόρτωσης έξω από ένα κεντρικό νεοϋ ορκέζικο κατάστημα, την ίδια στιγμή που σε έναν χαμένο από καιρό τόπο, εγώ, μαζί με μια ολόκληρη ου ρά πεινασμένων ανθρώπων πίσω μου , πέφταμε με τα μού τρα στο καλάθι με τα τρόφιμα. Η εμφάνιση της Ρόμπιν παραλίγο να με κάνει να ζεματιστώ, αφού ήταν σαν να τρόμαξε ακόμα και ο φραπου τσίνο μου , που άρχισε να τρεμου λιάζει στην ειδική βάση του . Η Ρόμπιν Γκέρατι εξαφανίστηκε όταν ήταν έξι χρόνων. Είχε βγει να παίξει στον μπροστινό κήπο του σπιτιού της, στα προάστια του βόρειου Δου βλίνου στις έντεκα το πρωί, αλλά όταν η μητέρα της πήγε να δει τι έκανε στις 1 1 :05, είχε χαθεί. Όλοι –και εννοώ κυ ριολεκτικά όλοι–, η οικογένεια, η χώρα, η αστυ νομία, η οποία συ μπεριλάμβανε και την αφεντιά μου τότε, όλοι πιστέψαμε πως είχε πέσει θύ μα απαγωγής του γείτονά του ς. Ο πενηνταπεντάρης Ντένις Φέρμαν, άνθρωπος ιδιόρρυ θμος και μοναχικός, δεν μιλού σε παρά μόνο στη Ρόμπιν κάθε φορά που την έβλεπε στο δρόμο, προκαλώντας την ανησυ χία των γονιών της.

Ο ίδιος ισχυ ριζόταν ότι δεν το είχε κάνει. Μου ορκίστηκε ότι δεν το είχε κάνει· διαρκώς επαναλάμβανε ότι η Ρόμπιν ήταν φίλη του και ότι ού τε θα του περνού σε ποτέ από το μυ αλό να πειράξει έστω και μια τρίχα από το κεφάλι της. Κανείς δεν τον πίστεψε –ού τε εγώ– αλλά δεν είχαμε απόδειξη της ενοχής του . Ού τε καν πτώμα δεν είχαμε. Ο άνθρωπος αυ τός υ πέφερε τόσα από του ς γείτονές του , από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και από τις ατέλειωτες ανακρίσεις της αστυ νομίας, ώστε έβαλε τέλος στη ζωή του – βέβαιο σημάδι της ενοχής του , τόσο για του ς γονείς όσο και για όλο τον υ πόλοιπο κόσμο. Όταν λοιπόν η δεκαεννιάχρονη Ρόμπιν πέρασε από μπροστά μου πηγαίνοντας προς τον πάγκο σερβιρίσματος, ένιωσα να με πιάνει ίλιγγος. Παρότι η Ρόμπιν είχε εξαφανιστεί όταν ήταν έξι χρόνων, κατάλαβα αμέσως πως ήταν αυ τή, από την πρώτη στιγμή που σήκωσα τα λιγωμένα μάτια μου από το Κρίσπι Κριμ μου και είδα τη νεαρή κοπέλα να περνάει από μπροστά μου . Μια εικόνα της από ηλεκτρονικό υ πολογιστή είχε δημοσιοποιηθεί και ενημερωνόταν κάθε λίγα χρόνια. Την είχα απομνημονεύ σει και τη χρησιμοποιού σα καθημερινά σαν μέρος των νοερών μου ελέγχων όποτε συ ναντού σα γνωστές φυ σιογνωμίες. Άξαφνα είδα το πρόσωπο εκείνο να έρχεται προς το μέρος μου . Η εικόνα του υ πολογιστή δεν είχε πέσει πολύ έξω, αν και το πρόσωπο ήταν πιο γεμάτο, τα μαλλιά πιο σκού ρα, οι γοφοί άφηναν ένα λίκνισμα και τα μάτια έκρυ βαν σοφία, θαρρείς και όλα όσα είχε δει και κάνει είχαν μεταβάλει τα πάντα εκτός από το χρώμα του ς. Όλα εκείνα τα πράγματα δηλαδή, που δεν μπορεί να

αναπαραστήσει μια φωτογραφία. Όμως ήταν σίγου ρα εκείνη. Δεν μπόρεσα να φάω το πρωινό μου · απεναντίας, κάθισα στο τραπέζι μαζί με την οικογένεια της Έλενας, νιώθοντας χαμένη σε μια παραζάλη, ενώ η Γου άντα με παρακολου θού σε προσεκτικά και αντέγραφε κάθε μου κίνηση. Δεν της έδινα σημασία, ού τε και στην ασταμάτητη φλυ αρία της για κάποιον Μπόμπι καθώς δεν μπορού σα να πάρω τα μάτια μου από τη Ρόμπιν, ενώ προσπαθού σα να καταλάβω πώς ένιωθα που έβλεπα αυ τή τη νεαρή κοπέλα να ζει τη ζωή της όπως έκανε τα δώδεκα τελευ ταία χρόνια. Τα συ ναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα, η χαρά μου γλυ κόπικρη, επειδή, παρότι με τριγύ ριζαν όλοι εκείνοι οι άνθρωποι του ς οποίου ς λαχταρού σα να βρω, ήταν επίσης η στιγμή που συ νειδητοποιού σα ότι είχα περάσει ένα κολοσσιαίο κομμάτι της ζωής μου ψάχνοντας σε όλα τα λάθος μέρη. Ήταν σαν τη στιγμή που συ ναντάς το ίνδαλμά σου , τη στιγμή που πραγματοποιού νται όλες σου οι επιθυ μίες· νιώθεις ένα αίσθημα κρυ φής απογοήτευ σης. Σε ένα ακαλλιέργητο, πολύ χρωμο χωράφι γεμάτο κατακίτρινες νεραγκού λες, μπλε και μοβ πολύ γαλα, μαργαρίτες, πικραλίδες και ψηλά χορτάρια, σταματήσαμε· η γλυ κιά μυ ρωδιά μού έφερε στο νου τις τελευ ταίες ανάσες μου στο Γκλιν. «Τι είναι πιο πέρα;» Διέκρινα κι άλλα κτίσματα να ξεπροβάλλου ν πίσω από μια συ στάδα ασημιές σημύ δες· η δρυ ς ξεχώριζε με την αντίθεση που έκανε με τον ξεφλου δισμένο, ασπρόμαυ ρο φλοιό των κορμών. «Ένα άλλο χωριό», εξήγησε η Έλενα. «Είναι τόσο

πολλές οι καθημερινές αφίξεις ώστε δεν ήταν δυ νατόν να χωρέσου με όλοι σε τού τη τη μικροσκοπική πόλη. Επίσης, υ πάρχου ν αρκετοί πολιτισμοί που ού τε ήθελαν ού τε μπορού σαν να προσαρμοστού ν σε περιβάλλον σαν το δικό μας. Τα δικά του ς σπιτικά είναι εκεί έξω». Έγνεψε προς τα μακρινά δέντρα και βου νά. Ού τε που μου είχε περάσει από το νου αυ τό το πράγμα. «Άρα, εκεί πέρα μπορεί να υ πάρχου ν και άλλοι άνθρωποι του ς οποίου ς έχω αναζητήσει;» «Ίσως», πιθανολόγησε η Έλενα. «Θα έχου ν κι εκείνοι Μητρώα όπως κι εμείς, ώστε να καταγράφου ν όλα τα ονόματα, αν και δεν είμαι σίγου ρη αν δίνου ν τέτοιες πληροφορίες καθώς θεωρού νται συ νήθως εμπιστευ τικές, εκτός και αν πρόκειται για επείγου σες περιπτώσεις. Ας ελπίσου με ότι δεν θα χρειαστεί να του ς ψάξεις εσύ , ότι θα σε βρου ν εκείνοι». Χαμογέλασα με την ειρωνεία της κατάστασης. «Τι ακριβώς σχεδιάζεις;» «Κοίτα», χαμογέλασε και τα μάτια της σπίθισαν κατεργάρικα, «χάρη στη λίστα που μου έδωσες, η Τζόαν θα κανονίσει κατ’ ιδίαν ακροάσεις για ένα καινού ριο ιρλανδικό θεατρικό έργο σε περίπου –μου σήκωσε το χέρι και κοίταξε το ρολόι μου – δύ ο ώρες». Ανυ πομονού σα να συ ναντήσω ανθρώπου ς όπως η Ρόμπιν, αλλά το σχέδιο της Έλενας με έκανε να βάλω τα γέλια. «Σίγου ρα θα υ πήρχε ευ κολότερος τρόπος». «Φυ σικά». Η Έλενα έριξε τη λεμονί πασμίνα της πάνω από τον δεξιό της ώμο. «Αυ τό έδω όμως έχει περισσότερη πλάκα». «Τι σε κάνει να πιστεύ εις ότι θα έρθει στις ακροάσεις

κάποιος από τη λίστα μου ;» «Αστειεύ εσαι;» Η Έλενα έδειχνε να εκπλήσσεται. «Δεν είδες τον Μπέρναρντ και την Τζόαν; Οι περισσότεροι εδώ πέρα θέλου ν να παίρνου ν μέρος σε δραστηριότητες, ιδίως σε δραστηριότητες που οργανώνου ν συ μπατριώτες του ς». «Δεν θα ζηλέψου ν οι μη ιρλανδικές κοινότητες;» είπα μεταξύ αστείου και σοβαρού . «Δεν θα ήθελα να πιστέψου ν ότι του ς αποκλείω από τη μεγάλη παραγωγή μου ». «Όχι», γέλασε η Έλενα, «θα μας κράξου ν όλοι όταν έρθει η ώρα της παράστασης». «Η ώρα της παράστασης; Θες να πεις ότι στ’ αλήθεια θα ανεβάσου με παράσταση;» Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. «Φυ σικά!» γέλασε η Έλενα. «Δεν πρόκειται να σύ ρου με είκοσι ανθρώπου ς στις ακροάσεις μόνο και μόνο για να του ς πού με ότι δεν υ πάρχει έργο· βέβαια, μένει να αποφασιστεί ποιο ακριβώς έργο θα ανεβάσου με». Ο πονοκέφαλός μου ξαναγύ ρισε. «Μόλις αρχίσω να του ς μιλάω σήμερα, θα συ νειδητοποιήσου ν ότι όσο πιθανό είναι ο Μπέρναρντ να αρπάξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο, άλλο τόσο πιθανό είναι να έχω εγώ πρακτορείο ηθοποιών». Η Έλενα γέλασε πάλι. «Μην ανησυ χείς, δεν θα υ ποψιαστού ν το παραμικρό· όμως ακόμα κι αν υ ποπτευ θού ν κάτι, δεν θα του ς νοιάξει. Εδώ πέρα, οι άνθρωποι έχου ν την τάση να επαναπροσδιορίζου ν τον εαυ τό του ς· χρησιμοποιού ν την εμπειρία σαν δεύ τερη

ευ καιρία στη ζωή. Αν στην πατρίδα δεν ήσου ν πράκτορας ηθοποιών, αυ τό δεν σημαίνει ότι δεν είσαι ού τε εδώ. Όσο περισσότερο ζεις εδώ τόσο περισσότερο θα παρατηρείς ότι επικρατεί μια ωραία ατμόσφαιρα ανάμεσα σε όλου ς». Το είχα προσέξει. Η ατμόσφαιρα ήταν χαλαρή· οι άνθρωποι ήταν γαλήνιοι και επιτελού σαν τα καθημερινά του ς καθήκοντα αποτελεσματικά, χωρίς βιασύ νη ή πανικό. Είχαν χώρο να ανασάνου ν, περιθώριο να σκεφτού ν, χρόνο να τον ξοδέψου ν με σύ νεση, και μαθήματα να πάρου ν. Οι άνθρωποι που ήταν κάποτε χαμένοι, εκμεταλλεύ ονταν τις ευ καιρίες να σκεφτού ν, να αγαπήσου ν, να νοσταλγήσου ν και να αναπολήσου ν. Η αίσθηση του να ανήκεις ήταν σημαντική, έστω κι αν αυ τό σήμαινε συ μμετοχή σε μια καταδικασμένη παράσταση. «Τι θα πει ο Τζόζεφ που δεν μπορεί να πάρει μέρος;» «Δεν νομίζω ότι θα τον νοιάξει καθόλου », είπε η Έλενα. «Από την Κένυ α είναι ο Τζόζεφ;» «Ναι». Πήραμε το δρόμο της επιστροφής στο χωριό. «Από την ακτή του Γου ατάμου ». «Πώς με αποκάλεσε χθες;» Η έκφραση της Έλενας άλλαξε και κατάλαβα ότι παρίστανε την ανήξερη. «Τι εννοείς;» «Έλα, βρε Έλενα, είδα το ύ φος σου όταν με αποκάλεσε έτσι. Ξαφνιάστηκες. Δεν θυ μάμαι τη λέξη, κάλα… κάπα κάτι· τι σημαίνει;» Το μέτωπό της ζάρωσε από το προσποιητό σάστισμα. «Συ γγνώμη, Σάντι, δεν έχω ιδέα. Ειλικρινά, δεν

θυ μάμαι». Δεν την πίστεψα. «Του είπες τι δου λειά κάνω;» Η έκφρασή της άλλαξε στο ίδιο ραδιού ργο ύ φος που είχε και χθες. «Τώρα το ξέρει φυ σικά, αλλά δεν το ήξερε τότε». «Πότε δηλαδή;» «Όταν γνωριστήκατε». «Φυ σικά και δεν το ήξερε τότε. Δεν λέω ότι έχει τηλεπάθεια, απλώς θέλω να μάθω τι μου είπε». Ήμου ν τόσο εκνευ ρισμένη που κοντοστάθηκα. «Έλενα, σε παρακαλώ, μη μου λες ψέματα. Δεν του ς μπορώ του ς γρίφου ς». Το πρόσωπό της κοκκίνισε. «Θα πρέπει να ρωτήσεις τον ίδιο, Σάντι, επειδή εγώ δεν ξέρω. Ό,τι κι αν ήταν, θα πρέπει να το είπε στην κισου αχίλι διάλεκτο του τόπου του και εγώ δεν είμαι ού τε κατά διάνοια ειδικός στη γλώσσα». Ήμου ν σίγου ρη ότι μου έλεγε ψέματα και συ νεχίσαμε να προχωράμε αμίλητες. Κοίταξα πάλι το ρολόι μου , αγχωμένη που σε λίγο θα μοίραζα μηνύ ματα από συ γγενείς πίσω στην πατρίδα· μηνύ ματα που έστελναν κάθε νύ χτα με τις προσευ χές του ς για να προσγειωθού ν εδώ και να κοινοποιηθού ν. Αμφισβητού σα την ικανότητά μου να μεταδώσω με ακρίβεια τα συ ναισθήματά του ς. Ήταν αλήθεια αυ τό που είχα πει την προηγου μένη στην Έλενα – δεν ήμου ν καλή με του ς ανθρώπου ς· το ότι του ς έβρισκα δεν σήμαινε ότι ήθελα να περνάω χρόνο μαζί του ς. Το να αναρωτιέμαι πού πήγε η Τζένι-Μέι δεν σήμαινε ότι ήθελα να πάω εγώ εκεί, ού τε ότι ευ χόμου ν να γύ ριζε αυ τή πίσω.

Η Έλενα, με τον συ νηθισμένο ενστικτώδη τρόπο της, αντιλήφθηκε πώς ένιωθα. «Μου άρεσε που μπόρεσα να μιλήσω επιτέλου ς στον Τζόζεφ για την οικογένειά μου », είπε μαλακά. «Μιλήσαμε γι’ αυ τού ς ώσπου έκλεισαν τα βλέφαρά μου και του ς ονειρεύ τηκα μέχρι που ανέτειλε ο ήλιος. Ονειρεύ τηκα τη μητέρα μου και την οργάνωσή της, τον πατέρα μου και τις έρευ νές του για να με βρει». Έκλεισε τα μάτια της. «Σήμερα το πρωί ξύ πνησα σ’ αυ τόν εδώ τον τόπο και δεν ήξερα πού βρισκόμου ν, γιατί στα όνειρά μου πέρασα τόσες ώρες στον τόπο όπου μεγάλωσα». «Λυ πάμαι αν σε στενοχώρησα», απολογήθηκα. «Δεν είμαι σίγου ρη πώς να λέω στον κόσμο αυ τά που θα ήθελαν οι οικογένειές του ς να του ς πω». Ενώ περπατού σαμε έστριβα το ρολόι στον καρπό μου , θέλοντας να γυ ρίσω πίσω το χρόνο, που συ νέχιζε το χτύ πο του γύ ρω από τον καρπό μου . Τα μάτια της Έλενας άνοιξαν και είδα στάλες δάκρυ α στα κάτω ματόκλαδα, να συ γκεντρώνονται σε μια αόρατη δεξαμενή. «Μη σκέφτεσαι έτσι για τον εαυ τό σου , Σάντι. Τα λόγια σου με παρηγόρησαν – πώς όχι;» Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Ξύ πνησα σήμερα γνωρίζοντας ότι είχα μια μητέρα που ακόμα με νοιαζόταν. Σήμερα νιώθω προστατευ μένη, σαν να με φάσκιωσαν με αόρατη κου βέρτα. Ξέρεις κάτι; Δεν είσαι η μόνη που βρήκε απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της ζωής. Τώρα, έχω στο μυ αλό μου φωτογραφίες που δεν είχα παλιά. Ένας ολόκληρος κατάλογος αρχειοθετήθηκε και αποθηκεύ τηκε, μέσα σε μια νύ χτα». Περιορίστηκα να συ γκατανεύ σω. Δεν υ πήρχε τίποτα

να πω. «Θα τα πας μια χαρά με του ς ανθρώπου ς αυ τού ς· το ξέρω ότι θα τα πας καλύτερα κι από καλά. Σε πόση ώρα θα αρχίσου ν να φτάνου ν οι άνθρωποι από τη λίστα που έδωσες;» Κοίταξα το ρολόι μου . «Σε μιάμιση ώρα». «Μάλιστα, σε ενενήντα λεπτά θα είναι όλοι εδώ, διατεθειμένοι να περάσου ν λίγο χρόνο από τη ζωή του ς καλώντας τον Ρωμαίο από ένα μπαλκόνι ή αναπαριστώντας τη μεγάλη απόδραση μέσα από την τέχνη της παντομίμας». Έβαλα τα γέλια. «Οτιδήποτε παραπάνω του ς πεις, θα το έχου ν όφελος, ανεξάρτητα από το πώς θα το διατυ πώσεις». «Σ’ ευ χαριστώ, Έλενα». «Ού τε λόγος!» Μου έριξε ένα καθησυ χαστικό μπατσάκι στο μπράτσο και προσπάθησα να μη σφιχτώ. Κοίταξα τα ρού χα μου . «Υπάρχει άλλο ένα πρόβλημα. Φοράω αυ τή τη φόρμα εδώ και μέρες, και πολύ θα ήθελα μια αλλαξιά ρού χα. Έχεις τίποτα που θα μπορού σα να δανειστώ;» «Μην ανησυ χείς γι’ αυ τό», είπε η Έλενα και στράφηκε προς την κατεύ θυ νση των δέντρων. «Περίμενε εδώ, θα γυ ρίσω σε ένα λεπτό». «Πού πας;» «Ένα λεπτό…» Η φωνή της χάθηκε ανάμεσα στα δέντρα, μαζί με τα κοντά ψαρά μαλλιά της και την κραυ γαλέα λεμονί πασμίνα. Από την ανυ πομονησία άρχισα να χτυ πάω το πόδι μου στο χώμα· αναρωτιόμου ν και ανησυ χού σα πού είχε πάει.

Δεν γινόταν να χάσω την Έλενα τώρα. Ίσια μπροστά διέκρινα την πανύ ψηλη φιγού ρα του Τζόζεφ να βγαίνει από το δάσος μεταφέροντας κού τσου ρα στο ένα χέρι και ένα τσεκού ρι στο άλλο. «Τζόζεφ!» φώναξα. Σήκωσε τα μάτια, χαιρέτησε με το τσεκού ρι –όχι και τόσο φιλική χειρονομία– και κίνησε προς το μέρος μου . Το φαλακρό του κεφάλι άστραφτε σαν γυ αλισμένο μάρμαρο και η αψεγάδιαστη επιδερμίδα του τον έδειχνε μικρότερο από τα χρόνια του . «Όλα καλά;» ρώτησε με ενδιαφέρον. «Ναι, νομίζω. Δηλαδή, δεν ξέρω», πρόσθεσα συ γχυ σμένη. «Μόλις εξαφανίστηκε η Έλενα στο δάσος και…» «Τι;» Η ματιά του σκοτείνιασε. «Δεν εννοώ εξαφανίστηκε». Κατάλαβα το λάθος μου . «Μπήκε… μπήκε στο δάσος πριν από λίγα λεπτά». Ήταν αδύ νατον να εξαφανιστεί κανείς από δω, γι’ αυ τό δικαιολογημένα θορυ βήθηκε ο Τζόζεφ. «Μου είπε να την περιμένω εδώ». Άφησε κάτω το τσεκού ρι και κοίταξε το δάσος. «Θα γυ ρίσει, κιπεπέο κορίτσι». Η φωνή του ήταν απαλή. «Τι σημαίνει αυ τό;» «Σημαίνει ότι θα επιστρέψει», χαμογέλασε. «Όχι αυτό· τι σημαίνει η κενυ άτικη λέξη;» «Αυ τό που είσαι», είπε ράθυ μα, αλλά τα μάτια του δεν μετακινήθηκαν από τα δέντρα. «Δηλαδή;» Προτού προλάβει να απαντήσει, φάνηκε η Έλενα. Έσερνε πίσω της κάτι που έμοιαζε με βαλίτσα. «Σου

βρήκα αυ τό. Ω, γεια σου , καρδιά μου . Καλά σε άκου σα να πελεκάς δέντρα. Το όνομα στη βαλίτσα λέει Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ από το Οχάιο. Ελπίζω, για το δικό σου καλό, να έχει μακριά πόδια η Μπάρμπαρα από το Οχάιο». Απίθωσε τη βαλίτσα στα πόδια μου και ξεσκόνισε τα χέρια της. «Τι είναι αυ τό;» ρώτησα με το στόμα ανοιχτό, εξετάζοντας το ταμπελάκι στο χερού λι. «Έπρεπε να είχε πάει στη Νέα Υόρκη πριν από καμιά εικοσαριά χρόνια». «Τέλεια! Θα έχεις μια πολύ ωραία ρετρό εμφάνιση», αστειεύ τηκε η Έλενα. «Δεν μπορώ να φορέσω ρού χα άλλης», διαμαρτυ ρήθηκα. «Γιατί, παρακαλώ; Τα δικά μου θα τα φορού σες», γέλασε η Έλενα. «Ναι, αλλά εσένα σε ξέρω!» «Ναι, αλλά το άτομο που τα φορού σε πριν από μένα δεν θα το ήξερες», είπε πειρακτικά. Πέρασε μπροστά και ξεκίνησε. «Έλα, πάμε, πόση ώρα μάς έχει μείνει; Πάμε στις ακροάσεις», εξήγησε στον Τζόζεφ, που έγνεψε βλοσυ ρά και σήκωσε το τσεκού ρι από κάτω. Η ματιά μου πήγε στον καρπό μου . Το ρολόι δεν ήταν εκεί. «Να πάρει…» γκρίνιαξα· παράτησα τη βαλίτσα κάτω και άρχισα να ψάχνω γύ ρω από τα πόδια μου . «Τι τρέχει;» Η Έλενα και ο Τζόζεφ κοντοστάθηκαν για λίγο και γύ ρισαν. «Πάλι μου έπεσε το ρολόι από το χέρι», γκρίνιαξα· στάθηκα πίσω και σάρωσα το έδαφος με τα μάτια. «Πάλι;» «Έχει σπάσει το κού μπωμα. Μερικές φορές

ξεκου μπώνεται και πέφτει κάτω». Η φωνή μου ακού στηκε πνιχτή καθώς έπεσα στα γόνατα και άρχισα να ψάχνω στο έδαφος από πιο κοντά. «Πάντως, το φορού σες ένα λεπτό πιο πριν, άρα δεν μπορεί να είναι μακριά. Για σήκωσε τη βαλίτσα», είπε ήρεμα η Έλενα. Κοίταξα κάτω από τη βαλίτσα. «Παράξενο». Η Έλενα ήρθε στο μέρος όπου στεκόμου ν και έσκυ ψε να κοιτάξει καλύ τερα το έδαφος. «Πήγες που θενά όταν χώθηκα στα δέντρα;» «Όχι, που θενά. Περίμενα εδώ ακριβώς με τον Τζόζεφ». Έπεσα στα γόνατα και άρχισα να μπου σου λάω πέραδώθε στο χώμα. «Δεν μπορεί να χάθηκε», είπε η Έλενα, χωρίς το παραμικρό ίχνος ανησυ χίας για την όλη κατάσταση. «Θα το βρού με, πάντα τα βρίσκου με όλα, εδώ». Μείναμε όλοι ακίνητοι και κοιτάζαμε γύ ρω-γύ ρω τη μικρή περιοχή από την οποία δεν είχα κου νήσει ρού πι για πάνω από πέντε λεπτά. Που θενά αλλού δεν μπορεί να είχε πέσει. Τίναξα τα μανίκια μου , άδειασα τις τσέπες μου και κοίταξα τη βαλίτσα για να δω αν είχε πιαστεί που θενά το ρολόι. Τίποτα, ού τε ίχνος, που θενά. «Πού στο καλό πήγε και τρύ πωσε;» μου ρμού ρισε η Έλενα, εξετάζοντας το έδαφος. Ο Τζόζεφ, που σχεδόν δεν είχε βγάλει άχνα από τότε που ήρθε κοντά μας, έστεκε ακίνητος στο ίδιο σημείο όπου στεκόταν εξαρχής. Τα μάτια του , μαύ ρα σαν κατράμι, έμοιαζαν να απορροφού ν όλο το φως γύ ρω του . Δεν τα πήρε στιγμή από πάνω μου . Απλώς με κοιτού σε.

είκοσι τρία Το επόμενο μισάωρο έψαξα το ρολόι μου στο δρόμο, κάνοντας ξανά και ξανά τα ίδια βήματα με τον συ νηθισμένο ψυ χαναγκαστικό τρόπο μου . Χτένισα το ψηλό χορτάρι πλάι στα ακαλλιέργητα χωράφια και βύ θισα τα χέρια μου βαθιά μες στο χώμα που πλαισίωνε το δάσος. Το ρολόι ήταν άφαντο, αλλά το γεγονός αυ τό με καθησύ χασε κατά ένα παράξενο τρόπο. Το μυ αλό μου έσβησε αμέσως το πού βρισκόμου ν και όλα όσα είχαν συ μβεί, και εκείνες τις λίγες στιγμές ξανάγινα ο εαυ τός μου με τον ένα και μοναδικό στόχο. Να βρω. Όταν ήμου ν δέκα χρόνων κυ νηγού σα κάθε μονή κάλτσα σαν να είχε την αξία του σπανιότερου διαμαντιού στον κόσμο, αλλά αυ τή τη φορά ήταν διαφορετικά· το ρολόι άξιζε πολύ παραπάνω. Ο Τζόζεφ και η Έλενα με κοιτού σαν ανήσυ χοι να ξεριζώνω χορτάρια, μαζί με χώματα, προκειμένου να βρω το πολύ τιμο κόσμημα που είχα περασμένο στον καρπό εδώ και δεκατρία χρόνια. Η ανικανότητά του να μένει στη θέση του για μεγάλα χρονικά διαστήματα σε αυ τά τα

δεκατρία χρόνια αντικατόπτριζε την ασυ νέπεια της σχέσης με το άτομο που μου το είχε δώσει. Ακόμα όμως κι εκείνες τις φορές που έσπαγε τα δεσμά με τα οποία το κρατού σα και πετού σε ελεύ θερο στον αέρα, τραβώντας προς την αντίθετη κατεύ θυ νση από αυ τή που ακολου θού σα εγώ, πάντα το πρόσεχα και ήθελα να είμαι κοντά του . Και σε αυ τό λοιπόν το σημείο ήταν ακριβώς ίδιο με τη σχέση. Η Έλενα και ο Τζόζεφ δεν υ ποκρίθηκαν, όπως έκαναν οι γονείς μου σε παρόμοιες κρίσεις. Έδειχναν ανήσυ χοι, και με το δίκιο του ς, επειδή πριν από λίγο έλεγαν πως τίποτα δεν μπορού σε να χαθεί ή δεν είχε χαθεί ποτέ σε τού το δω το μέρος, και τώρα του ς φαινόταν πολύ δύ σκολο να κάνου ν γαργάρα και να καταπιού ν τα ίδια του ς τα λόγια. Του λάχιστον έτσι έλεγε η ψυ χαναγκαστική πλευ ρά μου . Η λογική πλευ ρά μου αναγνώριζε πως ο προφανέστερος λόγος της ανησυ χίας του ς μπορεί να ήμου ν απλώς εγώ η ίδια, έτσι πεσμένη στα τέσσερα, βου τηγμένη μες στη σκόνη, τα χώματα, του ς λεκέδες από τα χορτάρια και τη μάκα. «Νομίζω πως πρέπει να πάψεις να ψάχνεις πια», είπε η Έλενα με μια υ πόνοια ευ θυ μίας στο πρόσωπό της. «Έχεις να συ ναντήσεις πολύ κόσμο στο δημοτικό κέντρο, για να μην πω πόσο ανάγκη έχεις ένα ντου ς και μια αλλαξιά ρού χα». «Μπορού ν να περιμένου ν», είπα σκάβοντας με τα χέρια τα χόρτα, και νιώθοντας το χώμα να τρυ πώνει κάτω από τα νύ χια. «Αρκετά περίμεναν», είπε επιτακτικά η Έλενα, «το ίδιο κι εσύ , αν θες να ξέρεις. Σταμάτα να προσπαθείς να

αποφύ γεις το αναπόφευ κτο κι έλα μαζί μου τώρα αμέσως». Σταμάτησα να ψάχνω. Να μια λέξη που άκου γα πολύ συ χνά από το στόμα του Γκρέγκορι. «Αποφεύ γω». Σταμάτα να αποφεύγεις πράγματα, Σάντι… Αυ τό έκανα άραγε; Ποτέ δεν κατάλαβα πώς ήταν δυ νατόν να μου λένε ότι απέφευ γα πράγματα, τη στιγμή που επικεντρωνόμου ν αποκλειστικά σε ένα πράγμα και αρνιόμου ν να το αφήσω. Σίγου ρα, το να αποφεύ γεις κάτι σημαίνει να πηγαίνεις προς την αντίθετη κατεύ θυ νση. Οι άνθρωποι σαν τον Γκρέγκορι, του ς γονείς μου και τώρα την Έλενα και τον Τζόζεφ, ήταν που απέφευ γαν να αντιμετωπίσου ν το γεγονός ότι κάτι είχε χαθεί και δεν μπορού σε να βρεθεί. Κοίταξα την Έλενα που έμοιαζε με κου κλίτσα δίπλα στη θεόρατη κορμοστασιά του Τζόζεφ. «Πρέπει πραγματικά να βρω αυ τό το ρολόι». «Και θα το βρεις», είπε τόσο ατάραχα που την πίστεψα. «Εδώ πέρα τα πράγματα πάντα βρίσκονται. Ο Τζόζεφ είπε πως θα έχει το νου του μήπως δει τίποτα, και ίσως να ξέρει ο Μπόμπι κάτι». «Ποιος είναι αυ τός ο Μπόμπι που ακού ω ξανά και ξανά;» ρώτησα ενώ σηκωνόμου ν όρθια. «Δου λεύ ει στα Απολεσθένα και Ανευ ρεθέντα», μου εξήγησε η Έλενα και μου έδωσε τη βαλίτσα που είχα παρατημένη στη μέση του δρόμου . «Απολεσθέντα και Ανευ ρεθέντα», γέλασα και κού νησα το κεφάλι. «Εκπλήσσομαι που δεν κατέληξες στη βιτρίνα του », είπε απαλά η Έλενα. «Το Άμστερνταμ θα πρέπει να έχεις στο νου σου 6 »,

χαμογέλασα. Ζάρωσε το μέτωπό της. «Άμστερνταμ; Τι είναι αυ τά που λες;» Άρχισα να ξεσκονίζομαι και άφησα πίσω μου το πεδίο της έρευ νας. «Έλενα, έχεις πολλά να μάθεις». «Θαυ μάσια συ μβου λή από τα χείλη κάποιας που πέρασε το τελευ ταίο μισάωρο πεσμένη στα τέσσερα κυ λισμένη στο βού ρκο». Αφήσαμε τον Τζόζεφ όρθιο στη μέση του δρόμου , με τα χέρια στου ς γοφού ς, τα κού τσου ρα και το τσεκού ρι αφημένα στα πόδια, να επιθεωρεί το χωματόδρομο.

Έφτασα στο δημοτικό κέντρο ντυ μένη Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ από το Οχάιο. Τελικά, τα πόδια της δεν ήταν ού τε κατά διάνοια μακριά, ενώ είχε αδυ ναμία στις μίνι φού στες και τα κολάν που δεν τόλμησα ού τε καν να δοκιμάσω. Τα άλλα αντικείμενα που δεν μπόρεσε να φορέσει δυ στυ χώς στο ταξίδι της στη Νέα Υόρκη ήταν ένα ριγέ που λόβερ με βάτες που μου έφταναν μέχρι τα αυ τιά και σακάκια γεμάτα με κονκάρδες με σήματα της ειρήνης, εμβλήματα Γιν και Γιανγκ, κίτρινες χαμογελαστές φατσού λες και αμερικανικές σημαίες. Τη δεκαετία του ογδόντα τη σιχάθηκα από την πρώτη φορά· δεν είχα καμία διάθεση να την ξαναζήσω. Η Έλενα είχε βάλει τα γέλια όταν με είδε με κολλητό πετροπλυ μένο τζιν που σταματού σε πάνω από του ς αστραγάλου ς, άσπρες κάλτσες, τα αθλητικά μου παπού τσια κι ένα μαύ ρο μπλου ζάκι με στάμπα μια κίτρινη χαμογελαστή φατσού λα.

«Λες να είχε καμιά σχέση με το Μπρέκφαστ Κλαμπ 7 η Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ;» ρώτησα όταν βγήκα από το μπάνιο σαν παιδί που το ανάγκασαν να αντικαταστήσει τα ρού χα του παιχνιδιού με φόρεμα και καλσόν για να παρου σιαστεί σε κυ ριακάτικο δείπνο με αφθονία πράσινων λαχανικών. Η Έλενα έδειξε σαστισμένη. «Δεν έχω ιδέα σε ποια κλαμπ ήταν μέλος, αν και εδώ πέρα βλέπω κι άλλου ς ντυ μένου ς έτσι». Τελικά, κατέληξα να κάνω αυ τό που ήμου ν σίγου ρη ότι δεν θα έκανα ποτέ – να μαζεύ ω από το δρόμο κάπως πιο αξιοπρεπή ενδύ ματα ενώ πηγαίναμε στο χωριό. «Μπορού με να περάσου με από του Μπόμπι μετά», προσπάθησε να μου φτιάξει το κέφι η Έλενα. «Έχει τεράστια συ λλογή ρού χων από τα οποία μπορείς να διαλέξεις, αλλιώς υ πάρχου ν μερικά ραφτάδικα στην περιοχή». «Προτιμώ να βρω μερικά μεταχειρισμένα», είπα. «Δεν θα είμαι εδώ μέχρι να μου ράψου ν την γκαρνταρόμπα». Εκνευ ρίστηκα πολύ όταν η Έλενα άφησε ένα περιφρονητικό ξεφύ σημα. Το δημοτικό κέντρο ήταν ένα επιβλητικό δρύ ινο κτίριο με μεγάλη διπλή είσοδο όμοια με τις άλλες. Πάνω της υ πήρχαν σκαλίσματα, μεγαλύ τερα από το φυ σικό μέγεθος, που απεικόνιζαν ανθρώπου ς μαζεμένου ς όλου ς μαζί, με τα μπράτσα και του ς ώμου ς κολλητά και τα χέρια πιασμένα, ενώ τα μαλλιά και τα ρού χα του ς ανέμιζαν σε ένα αεράκι που είχε παγιδευ τεί στου ς ξύ λινου ς τοίχου ς. Η Έλενα άνοιξε την τριάμισι μέτρα ψηλή πόρτα και το πλήθος χωρίστηκε να περάσου με.

Στο τέρμα της αίθου σας που είχε μάκρος δώδεκα μέτρα βρισκόταν μια σκηνή. Στις τρεις πλευ ρές γύ ρω της υ πήρχαν σειρές από βαριά δρύ ινα καθίσματα, το ίδιο κι από πάνω, στο ύ ψος του δεύ τερου εξώστη. Μια κόκκινη βελού δινη αυ λαία ήταν ανοιχτή, συ γκρατημένη δεξιά κι αριστερά από χοντρά χρυ σά σκοινιά. Κατά μήκος του πίσω τοίχου της σκηνής ήταν τοποθετημένος ένας καμβάς σκεπασμένος με μαύ ρα αποτυ πώματα χεριών. Τα αποτυ πώματα είχαν όλα διαφορετικά μεγέθη και ανήκαν σε ανθρώπου ς διαφόρων ηλικιών, από μωρά μέχρι ηλικιωμένου ς, παρατεταγμένα σε σειρές των εκατό, τόσο κάθετα όσο και οριζόντια. Από πάνω ήταν γραμμένες λέξεις σε πολλές γλώσσες· όταν διάβασα τα αγγλικά είδα ότι έλεγαν «Δύ ναμη και Ελπίδα». Μου ήταν πολύ οικεία όλα αυ τά. «Είναι τα αποτυ πώματα των χεριών όλων των ανθρώπων που ζου ν κι έχου ν ζήσει εδώ τα τελευ ταία τρία χρόνια. Κάθε χωριό έχει το ίδιο στο δημοτικό του κέντρο. Φαντάζομαι πως θεωρείται πλέον έμβλημά μας». «Το ξέρω», εξέφρασα μεγαλόφωνα τις σκέψεις μου . «Όχι, δεν μπορεί», κού νησε το κεφάλι η Έλενα. «Το δημοτικό κέντρο είναι το μόνο μέρος που θα δεις σε όλο το χωριό». «Όχι, το ξέρω από την πατρίδα. Υπάρχει ένα πανομοιότυ πο εθνικό μνημείο στου ς χώρου ς του κάστρου Κιλκένι. Κάθε χέρι αποτελεί το εκμαγείο του χεριού ενός συ γγενή κάποιου εξαφανισμένου προσώπου . Δίπλα του είναι μια πέτρα με χαραγμένα τα λόγια –έκλεισα τα μάτια και απήγγειλα την επιγραφή που είχαν ψηλαφίσει τόσες και τόσες φορές τα δάχτυ λά

μου – Το γλυπτό και ο χώρος στοχασμού αφιερώνονται σε όλους τους εξαφανισμένους ανθρώπους. Είθε οι συγγενείς και φίλοι που τον επισκέπτονται να βρίσκουν πάντα δύναμη και ελπίδα. Υπάρχει και το εκμαγείο του χεριού της μητέρας σου εκεί». Η Έλενα φάνηκε να συ γκρατεί την ανάσα της ενώ έψαχνε το πρόσωπό μου , περιμένοντας να της πω με κάποιον τρόπο ότι αστειευ όμου ν. Δεν της το είπα και άφησε την ανάσα της να βγει αργά-αργά. «Δεν ξέρω τι να πω». Η φωνή της έτρεμε και γύ ρισε να κοιτάξει την τοιχογραφία. «Ο Τζόζεφ σκέφτηκε πως θα ήταν καλή ιδέα να το κάνου ν όλοι αυ τό». Κού νησε το κεφάλι χωρίς να μπορεί να πιστέψει αυ τό που άκου γε. «Περίμενε, να ακού σει τι μου είπες». «Πω πω», είπα και κοίταξα το υ πόλοιπο κτίριο. Πιο πολύ με θέατρο έμοιαζε παρά με δημοτικό κέντρο. «Χωράει δυ όμισι χιλιάδες άτομα», εξήγησε η Έλενα, αφήνοντας πίσω αυ τό που της είχα πει, αν και δικαιολογημένα ήταν κάπως αφηρημένη. «Τα καθίσματα αφαιρού νται σε περίπτωση που προβλέπεται να συ γκεντρωθού ν περισσότεροι αλλά σπανίως παρίσταται ολόκληρη η κοινότητα σε κάποια εκδήλωση. Ο χώρος χρησιμοποιείται για πολλού ς και διάφορου ς σκοπού ς: εκλογικό κέντρο, αίθου σα συ νελεύ σεων ανάμεσα στο αιρετό συ μβού λιο και την κοινότητα, γκαλερί, αίθου σα συ σκέψεων, ακόμα και ως θέατρο στις σπάνιες περιπτώσεις που ανεβαίνου ν παραστάσεις. Η λίστα δεν τελειώνει εδώ». «Ποιος είναι στο αιρετό συ μβού λιο;» «Ένας εκπρόσωπος από κάθε έθνος στο χωριό. Μόνο

σε τού το το χωριό έχου με πάνω από εκατό εθνικότητες και κάθε χωριό έχει δικό του συ μβού λιο. Τα χωριά είναι δεκάδες». «Και τι γίνεται σ’ αυ τές τις συ νελεύ σεις;» ρώτησα. «Τα ίδια όπως παντού στον κόσμο· ό,τι απαιτεί συ ζήτηση και απόφαση, συ ζητιέται και αποφασίζεται». «Ποιο είναι το επίπεδο εγκληματικότητας εδώ;» «Ελάχιστο». «Πώς διατηρείται έτσι; Δεν θυ μάμαι να είδα το μακρύ χέρι του νόμου να περιπολεί του ς δρόμου ς καθώς ερχόμασταν εδώ. Πώς μένου ν όλοι στον ίσιο δρόμο;» «Εδώ και εκατοντάδες χρόνια έχει τεθεί ένα δικαστικό σύ στημα σε εφαρμογή. Έχου με δικαστήριο, ίδρυ μα επανένταξης και συ μβού λιο ασφαλείας, αλλά δεν είναι πάντα εύ κολο να πείθονται όλα τα έθνη να συ μμορφώνονται με του ς ίδιου ς κανόνες. Το συ μβού λιο ενθαρρύ νει του λάχιστον το διάλογο και τη συ ζήτηση». «Ώστε εδώ είναι ο οίκος των κοινών; Έχει καμιά εξου σία το συ μβού λιο;» «Την εξου σία που του ς παραχωρού με εμείς. Όλοι παίρνου ν από ένα αντίτυ πο μαζί με τον ενημερωτικό του ς φάκελο όταν φτάνου ν εδώ», είπε η Έλενα παίρνοντας ένα φυ λλάδιο από μια προθήκη στον τοίχο. «Θα έβρισκες κι εσύ ένα, αν έκανες τον κόπο να κοιτάξεις το φάκελό σου . Υπάρχου ν οδηγίες ψήφου ». Ξεφύ λλισα το φυ λλάδιο, διαβάζοντας δυ νατά: «Να ψηφίζετε ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να ακούν και να λαμβάνουν αποφάσεις για λογαριασμό του λαού με τρόπο που αντανακλά ομοφροσύνη και υπηρετεί το γενικό καλό», γέλασα. «Τι άλλο διδάσκεται – δύ ο πόδια

καλά, τέσσερα πόδια κακά;8 » «Αυ τές είναι οι βάσεις της καλής ηγεσίας». «Και είναι αποτελεσματικό τού το το φυ λλάδιο σε ό,τι αφορά του ς τρόπου ς εκλογής ηγέτη;» είπα με αυ τάρεσκο χαμόγελο. «Έτσι λέω». Η Έλενα προχώρησε προς το μέρος της Τζόαν, που βρισκόταν στην άλλη άκρη της αίθου σας. «Αφού συ μμετέχει και ο Τζόζεφ στο συ μβού λιο». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό, να την κοιτάζω ενώ διέσχιζε την αίθου σα. «Ο Τζόζεφ;» «Δείχνεις να εκπλήσσεσαι». «Και είναι αλήθεια. Φαίνεται τόσο…» έψαξα τον σωστό τρόπο να της το εξηγήσω χωρίς να την προσβάλω. «Είναι μαραγκός», είπα τελικά. «Τα μέλη του συ μβου λίου είναι καθημερινοί άνθρωποι, που καθένας έχει τη δου λειά του . Απλώς καλείται να εκφράσει αποφάσεις όταν πρέπει να εκφραστού ν αποφάσεις». Δεν μπόρεσα να κρύ ψω το χαμόγελό μου . «Είναι ότι έχω την αίσθηση πως όλοι εδώ πέρα παίζου ν “του ς μεγάλου ς”, κατάλαβες; Δυ σκολεύ ομαι να το πάρω στα σοβαρά», γέλασα. «Έλα τώρα. Θέλω να πω, είμαστε στη μέση του πουθενά κι εσείς έχετε συ μβού λια και δικαστήρια, κι ένας θεός ξέρει τι άλλο». «Σου φαίνεται αστείο;» «Ναι! Όπου κι αν γυ ρίσω να κοιτάξω, όλοι κυ κλοφορού ν μεταμφιεσμένοι με ρού χα άλλων. Πώς γίνεται το μέρος αυ τό, όπου κι αν είναι αυ τό», είπα με έμφαση, «να έχει τάξη ή κανόνες οποιασδήποτε μορφής; Είναι πέρα από κάθε λογική. Στερείται κάθε αίσθησης

πρακτικότητας». Η Έλενα έδειξε να θίγεται στην αρχή, αλλά μετά έδειξε συ γκαταβατικότητα, πράγμα που σιχαινόμου ν. «Μιλάμε για ζωή, Σάντι, πραγματική ζωή. Αργά ή γρήγορα θα ανακαλύ ψεις ότι κανείς δεν παίζει παιχνίδια εδώ πέρα. Απλώς συ νεχίζου με όλοι τη ζωή μας και κάνου με ό,τι περνάει από το χέρι μας για να είναι η ζωή μας όσο το δυ νατόν πιο φυ σιολογική, όπως όλος ο κόσμος, σε κάθε άλλη χώρα, σε ολόκληρη την υ φήλιο». Πήγε κοντά στην Τζόαν. «Πώς τα πήγες με τη λίστα της Σάντι;» ρώτησε, βάζοντας τέλος στην κου βέντα μας. Η Τζόαν σήκωσε ξαφνιασμένη τα μάτια. «Γεια σας. Δεν σας άκου σα να μπαίνετε». Κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω τα ρού χα μου από τη δεκαετία του ογδόντα. «Δείχνεις διαφορετική». «Μπόρεσες να του ς βρεις όλου ς στη λίστα;» ρώτησα, αγνοώντας το αποδοκιμαστικό της βλέμμα. «Όχι, όχι όλου ς», είπε ρίχνοντας μια ματιά στη σελίδα της. «Γιά να δω». Της άρπαξα το μπλοκ από τα χέρια, και το σώμα μου πλημμύ ρισε ένα ξαφνικό κύ μα αδρεναλίνης. Τα μάτια μου διέτρεξαν τη λίστα με τα τριάντα ονόματα που της είχα δώσει: λιγότεροι από του ς μισού ς είχαν σημαδάκια δίπλα του ς. Η Τζόαν συ νέχισε να μιλάει όσο διάβαζα τα ονόματα με τόση βιασύ νη που δεν καταλάβαινα λέξη απ’ ό,τι διάβαζα. Η καρδιά μου χτυ πού σε τρελά και σκιρτού σε κάθε φορά που τα μάτια μου κατέγραφαν ένα όνομα και συ νειδητοποιού σα ότι το συ γκεκριμένο άτομο ήταν ζωντανό, ήταν καλά, και ότι πολύ σύ ντομα θα συ ναντιόμασταν.

«Όπως έλεγα», είπε η Τζόαν, τσαντισμένη που προέτρεχα, «ο Τέρενς στο Μητρώο δεν βοήθησε καθόλου επειδή δεν μπορού σε να δώσει τέτοιες πληροφορίες, εκτός κι αν του το ζητού σε κάποιος από το συ μβού λιο για επίσημου ς λόγου ς». Κοίταξε επιφυ λακτικά την Έλενα. «Γι’ αυ τό, αναγκάστηκα να ρωτήσω στο χωριό. Αλλά θα χαρείς να μάθεις, Σάντι, ότι η ιρλανδική κοινότητα εδώ πέρα είναι τόσο μικρή που έτσι κι αλλιώς όλοι γνωρίζονται μεταξύ του ς». «Συ νέχισε», την προέτρεψε η Έλενα. «Λοιπόν, επικοινώνησα με κάμποσου ς ανθρώπου ς, δώδεκα συ νολικά», συ νέχισε. «Οι οκτώ έδειξαν ενδιαφέρον να περάσου ν από ακρόαση, οι άλλοι τέσσερις είπαν πως θα συ μμετάσχου ν στην παραγωγή με κάποιον άλλο τρόπο, πάντως σίγου ρα όχι πάνω στη σκηνή. Άλλου ς όμως δεν του ς βρήκα, όπως… γιά να δω…» Φόρεσε τα γυ αλιά της και πήρε τη σελίδα στα χέρια της. «Την Τζένι-Μέι Μπάτλερ», συ μπλήρωσα εγώ τη φράση της, και ένιωσα την καρδιά μου να βου λιάζει στα σωθικά μου . Η Έλενα με κοίταξε, αναγνωρίζοντας προφανώς το όνομα που με άκου σε να λέω τη στιγμή που έπεσα αναίσθητη. «Τον Μπόμπι Στάνλεϊ», διάβασα ένα άλλο όνομα, και ένιωσα τις ελπίδες μου να γίνονται φύ λλο και φτερό. Συ νέχισα παρακάτω, «Τζέιμς Μου ρ, Κλερ Στίνσον…» η λίστα των ανθρώπων που δεν είχαν εντοπιστεί συ νεχιζόταν. «Πάντως, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι εδώ, αυ τό δεν σημαίνει ότι δεν είναι και στο διπλανό χωριό»,

προσπάθησε να με καθησυ χάσει η Τζόαν. «Τι πιθανότητες υ πάρχου ν να είναι σε άλλο χωριό;» ρώτησα νιώθοντας πάλι αισιόδοξη. «Δεν θα σου πω ψέματα, Σάντι. Οι πιο πολλοί από την ιρλανδική κοινότητα βρίσκονται σ’ αυ τό το χωριό», εξήγησε η Έλενα. «Κάθε χρόνο φτάνου ν πέντε με δεκαπέντε άνθρωποι, και επειδή είμαστε τόσο λίγοι συ νήθως μένου με ο ένας κοντά στον άλλο». «Επομένως, η Τζένι-Μέι Μπάτλερ πρέπει να είναι εδώ», είπα με έξαψη. «Δεν μπορεί να μην είναι εδώ». «Και οι άλλοι στη λίστα σου ;» είπε η Τζόαν με σιγανή φωνή. Την κοίταξα στα γρήγορα: Κλερ και Πίτερ, Στέφανι και Σάιμον… Είχα κάτσει μαζί με του ς συ γγενείς του ς μέχρι αργά τη νύ χτα, ξεφύ λλισα φωτογραφικά άλμπου μ και σκού πισα δάκρυ α εν μέσω υ ποσχέσεων ότι θα έβρισκα τα παιδιά, του ς αδελφού ς, τις αδελφές και του ς φίλου ς του ς. Αν δεν ήταν εδώ, τότε το μυ αλό μου δεν μπορού σε παρά να πάει στο χειρότερο. «Αλλά η Τζένι-Μέι…» άρχισα να ανασκαλεύ ω τα στοιχεία της υ πόθεσης, που είχα αποθηκεύ σει στο μυ αλό μου . «Δεν υ πήρξε κανείς. Κανείς δεν είδε τίποτα ή κανέναν». Η Τζόαν φάνηκε να σαστίζει· η Έλενα να στενοχωριέται. «Δεν μπορεί να μην είναι εδώ. Η εξαφάνισή της δεν είχε κανένα σκοτεινό σημείο», άρχισα να μονολογώ. «Εκτός κι αν κρύ βεται ή είναι σε άλλη χώρα· σε άλλες χώρες δεν κοίταξα». «Εντάξει, Σάντι, δεν κάθεσαι; Νομίζω πως έχεις

αρχίσει να φου ντώνεις», διέκοψε η Έλενα. «Δεν φου ντώνω». Της χτύ πησα το χέρι να μη με πιάνει. «Όχι, δεν κρύ βεται και δεν μπορεί να είναι σε άλλη χώρα. Τώρα θα είναι στην ηλικία μου ». Κοίταξα την Τζόαν και όλα ξεκαθάρισαν. «Πρέπει να βρεις την ΤζένιΜέι Μπάτλερ. Πες σε όλου ς ότι είναι στην ηλικία μου . Είναι τριάντα τεσσάρων χρόνων. Βρίσκεται εδώ από τα δέκα της· το ξέρω». Η Τζόαν έγνεψε γρήγορα, σχεδόν σαν να φοβόταν να πει όχι. Η Έλενα άπλωσε τα χέρια προς το μέρος μου · από τη μια φοβόταν να με ακου μπήσει, από την άλλη φοβόταν να φύ γει. Παρατήρησα τα πρόσωπα των δύ ο γυ ναικών που με κοιτού σαν. Ήταν ανήσυ χα. Κάθισα γρήγορα κάτω και ήπια από ένα ποτήρι νερό που μου έβαλε η Έλενα στα χέρια. «Είναι καλά;» άκου σα την Τζόαν να ρωτάει την Έλενα ενώ απομακρύ νονταν. «Μια χαρά», είπε ήρεμα η Έλενα. «Μόνο που ήθελε την Τζένι-Μέι για το έργο. Ας βάλου με τα δυ νατά μας να τη βρού με· σύ μφωνοι;» «Δεν νομίζω να είναι εδώ», ψιθύ ρισε η Τζόαν. «Ας ψάξου με, έτσι κι αλλιώς». «Μπορώ να ρωτήσω γιατί μου δόθηκε λίστα τριάντα ατόμων τα οποία έπρεπε να βρω; Πού το ξέρει η Σάντι ότι αυ τοί σκαμπάζου ν από θέατρο; Όταν επικοινώνησα μαζί του ς, ξαφνιάστηκαν όλοι του ς. Οι περισσότεροι δεν έχου ν ασχοληθεί ποτέ με το ερασιτεχνικό θέατρο. Τι θα γίνει με όλου ς του ς άλλου ς που ενδιαφέρονται να πάρου ν μέρος; Επιτρέπεται να περάσου ν από ακρόαση, έτσι;»

«Φυ σικά και επιτρέπονται όλοι», είπε η Έλενα για να την ξεφορτωθεί. «Απλώς οι άνθρωποι στη λίστα ήταν ιδιαίτεροι, αυ τό είναι όλο».

Από τα δύ ο χιλιάδες άτομα που εξαφανίζονται κάθε χρόνο στην Ιρλανδία, δέκα με δεκαπέντε δεν βρίσκονται ποτέ. Οι τριάντα που είχα επιλέξει, ήταν εκείνοι του ς οποίου ς έψαχνα με πάθος όσα χρόνια ασκού σα το επάγγελμα. Άλλου ς του ς είχα βρει, άλλου ς μπορού σα να σταματήσω να του ς ψάχνω, γνωρίζοντας ότι υ πήρχαν σκοτεινά σημεία στην υ πόθεσή του ς, ότι δυ στυ χώς του ς είχε συ μβεί κάτι κακό ή ότι απλού στατα έφυ γαν με τη δική του ς θέληση. Αλλά αυ τοί οι τριάντα στη λίστα ήταν εκείνοι που είχαν εξαφανιστεί χωρίς ίχνος και δίχως λόγο. Αυ τοί ήταν οι τριάντα που με στοίχειωναν, οι τριάντα που δεν είχαν αφήσει πίσω του ς τόπο εγκλήματος που μπορού σα να εξετάσω, ού τε μάρτυ ρες που μπορού σα να ρωτήσω. Σκεφτόμου ν του ς συ γγενείς του ς και πως του ς είχα υ ποσχεθεί ότι θα έβρισκα του ς αγαπημένου ς του ς. Σκεφτόμου ν τον Τζακ Ρατλ, πως μόλις την περασμένη βδομάδα τού είχα υ ποσχεθεί το ίδιο. Σκεφτόμου ν ότι δεν είχα καταφέρει να πάω στο ραντεβού μας στο Γκλιν και ότι είχα αποτύ χει άλλη μια φορά. Επειδή σύ μφωνα με τη λίστα, ο Ντόναλ Ρατλ δεν ήταν εδώ. 6 Α ν αφορ ά στ ην περ ι οχ ή Κόκ κ ι ν α Φ αν άρ ι α τ ης ολ λ αν δι κ ής πρ ωτ εύ ου σας όπου υ πάρ χ ου ν τ α περ ι β όητ α παρ άθυ ρ α απ’ όπου εκ θέτ ου ν τ α κ άλ λ η τ ου ς στ ου ς περ αστ ι κ ού ς οι πόρ ν ες τ ης πόλ ης . (Στ Μ)

7 The Br eak f ast Cl ub · εμ β λ ημ ατ ι κ ή ν εαν ι κ ή τ αι ν ί α τ ης δεκ αετ ί ας τ ου ογ δόν τ α όπου εμ φαν ί ζετ αι η αφρ όκ ρ εμ α τ ων ν έων Α μ ερ ι κ αν ών ηθοποι ών τ ης εποχ ής . (Στ Μ) 8 Α ν τ ι στ ρ οφή τ ου γ ν ωστ ού συ ν θήμ ατ ος από τ η Φ άρμα τ ω ν Ζώ ω ν τ ου Τζορ τ ζ Όρ γ ου ελ , «Τέσσερ α πόδι α κ αλ ά, δύ ο πόδι α κ ακ ά». (Στ Μ)

είκοσι τέσσερα Την Τρίτη το πρωί, ακριβώς δυ ο μέρες αφότου η Σάντι δεν είχε φανεί στο ραντεβού του ς, ο Τζακ, λίγη ώρα μετά που γύ ρισε σπίτι με το φάκελο της Σάντι για τον Ντόναλ παραμάσχαλα, βγήκε στον καθαρό πρωινό αέρα του Ιου λίου και έκλεισε την πόρτα της αγροικίας απαλά πίσω του . Όλη η πόλη ήταν ανάστατη από τις προετοιμασίες για το επερχόμενο Φεστιβάλ Ιρλανδικού Καφέ. Μπάνερ ξετυ λίγονταν δίπλα σε στύ λου ς, έτοιμα να κρεμαστού ν, και το πίσω μέρος ενός φορτηγού είχε ανοιχτεί ώστε να δημιου ργηθεί η αυ τοσχέδια σκηνή για τις υ παίθριες παραστάσεις των συ γκροτημάτων παραδοσιακής ιρλανδικής μου σικής. Αυ τή τη στιγμή όμως, η πόλη ήταν σιωπηλή καθώς όλοι ήταν ακόμα χου χου λιασμένοι στη ζεστασιά των κρεβατιών του ς και ονειρεύ ονταν άλλου ς κόσμου ς. Ο Τζακ έβαλε μπροστά το αμάξι του , που έκανε τόση φασαρία στην ήσυ χη γειτονιά ικανή να σηκώσει όλη την πόλη στο πόδι, και κατευ θύ νθηκε στο Λίμερικ όπου ευ χόταν ότι θα συ ναντού σε τη Σάντι στο σπίτι του φίλου τού Ντόναλ, του Άλαν. Σκόπευ ε επίσης να

περάσει μια βόλτα από την αδελφή του , Τζού ντιθ. Η Τζού ντιθ ήταν η πιο κοντινή απ’ όλα του τα αδέλφια. Παντρεμένη, με πέντε παιδιά, ήταν γεννημένη μαμά. Οκτώ χρόνια μεγαλύ τερη από τον Τζακ, είχε αποδείξει τον δεξιοτεχνικό τρόπο να επιβάλλει πειθαρχία και ανατροφή σε κάθε κού κλα και κάθε παιδί που ζού σε σε κοντινή ακτίνα από το σπίτι του ς. Το αστείο που κυ κλοφορού σε στη γειτονιά ήταν πως δεν υ πήρχε κού κλα στην πόλη που δεν καθόταν ήσυ χα και δεν το βού λωνε όταν έκανε την εμφάνισή της η Τζού ντιθ. Μόλις γεννήθηκε ο Τζακ, έστρεψε την προσοχή της επάνω του , σε ένα πραγματικό μωρό το οποίο μπορού σε να νταντεύ ει και συ χνά να πνίγει με την αγάπη της, από εκείνη τη μέρα κι έπειτα. Σ’ εκείνη έτρεχε για συ μβου λές και η Τζού ντιθ έβρισκε πάντα χρόνο να τον ακού σει ανάμεσα σε διαδρομές από και προς το σχολείο, ξεσκατίσματα και βυ ζάγματα. Την ώρα που σταμάτησε έξω από το υ περυ ψωμένο σπίτι της, άνοιξε η εξώπορτα και στ’ αυ τιά του έφτασαν στον αέρα τα ου ρλιαχτά χιλιάδων ξωτικών, που παραλίγο να του πάρου ν το κεφάλι. «Μπααα-μπααα», έσκου ξε ένα ξωτικό. Ο πατέρας του ξωτικού εμφανίστηκε στην πόρτα φορώντας υ πόλευ κο, τσαλακωμένο που κάμισο με το επάνω κου μπί ξεκού μπωτο και τη γραβάτα χαλαρά δεμένη σε στραβό κόμπο. Στο ένα χέρι κρατού σε ως κόρη οφθαλμού μια κού πα απ’ όπου έπινε, και είχε μάτια πρησμένα. Το άλλο του χέρι γράπωνε έναν φθαρμένο χαρτοφύ λακα ενώ το ξωτικό με τα κατάξανθα μαλλιά, τις πιτζάμες Πάου ερ Ρέιντζερς και τις παντόφλες Κέρμιτ

βατραχάκι, είχε κολλήσει πάνω στο πόδι του . «Που ου ού παααααας!» ού ρλιαξε το κοριτσάκι και τύ λιξε πόδια-χέρια γύ ρω από το πόδι του , θαρρείς και θα χανόταν αν έφευ γε. «Πρέπει να φύ γω, καρδού λα μου . Ο μπαμπάς πρέπει να πάει στη δου λειά». «Όοοοοοχι!» Ένα μπράτσο εμφανίστηκε μέσα από την πόρτα, σπρώχνοντας μια φέτα ψωμί του τοστ προς την κατεύ θυ νση του Γου ίλι. «Φάε», ακού στηκε η φωνή της Τζού ντιθ πάνω από τα ου ρλιαχτά μιας δεύ τερης ηχητικής πηγής. Ο Γου ίλι δάγκωσε μια μπου κιά, κατέβασε λίγο καφέ ακόμα και ταρακού νησε μαλακά την Κέιτι να ξεκολλήσει από το πόδι του . Το κεφάλι του χάθηκε μέσα στο σπίτι, φίλησε αυ τήν που είχε απλώσει το μπράτσο, φώναξε «Γεια, παιδιά!» και η πόρτα βρόντησε πίσω του . Οι κραυ γές ακού γονταν ακόμα, αλλά ο Γου ίλι δεν έχασε το χαμόγελό του . Ήταν οκτώ το πρωί και είχε ήδη περάσει ένα δίωρο σκέτου μαρτυ ρίου , έτσι όπως το σκεφτόταν ο Τζακ. Πάντως, χαμογελού σε. «Γεια, Τζακ». Το ολοστρόγγυ λο πρόσωπο του Γου ίλι χαμογελού σε πλατιά. «Καλημέρα, Γου ίλι», είπε ο Τζακ, παρατηρώντας πως τα κου μπιά του που κάμισου ήταν τεζαρισμένα στην περιοχή της κοιλιάς, ένας λεκές από καφέ στόλιζε την τσέπη του που κάμισου και οδοντόκρεμα λέκιαζε τη λαχου ρένια γραβάτα του . «Συ γγνώμη. Δεν προλαβαίνω να τα πού με. Τρέχω να ξεφύ γω», γέλασε. Έριξε ένα φιλικό χτύ πημα στην πλάτη

του Τζακ, ζου λήχτηκε μέσα στο αμάξι που άφησε με την εξάτμιση έναν δυ νατό κρότο και πάτησε με νεύ ρο το γκάζι. Ο Τζακ κοίταξε τη γειτονιά με τα στριμωχτά γκρίζα σπίτια και πρόσεξε πως παρόμοιες σκηνές εξελίσσονταν σε όλα τα κατώφλια. Άνοιξε δισταχτικά την πόρτα, με την ελπίδα να μην τον κάνει μια χαψιά το φρενοκομείο. Μπήκε μέσα και είδε τον δεκαπενταμηνίτη Νέιθαν να τρέχει στο χολ, με ένα μπιμπερό κρεμασμένο από τα χείλη· ήταν ολοτσίτσιδος με εξαίρεση μια παραφου σκωμένη πάνα. Ο Τζακ τον ακολού θησε. Η τετράχρονη Κέιτι, που πριν από δευ τερόλεπτα κρεμόταν από το πόδι του πατέρα της, θαρρείς και είχε φτάσει η συ ντέλεια του κόσμου , καθόταν οκλαδόν στο πάτωμα μισό μέτρο από την τηλεόραση, με ένα μπολ δημητριακά να στάζει στην ήδη λεκιασμένη μοκέτα, ολότελα απορροφημένη από κάτι ζου ζού νια που χόρευ αν και τραγου δού σαν για το τροπικό δάσος. «Νέιθαν!» φώναξε με ευ χάριστη φωνή η Τζού ντιθ από την κου ζίνα. «Πρέπει να σου αλλάξω πάνα. Έλα δω, σε παρακαλώ!» Είχε την υ πομονή οσίας, ενώ γύ ρω της επικρατού σε το χάος. Παιχνίδια στοιβάζονταν σε κάθε επιφάνεια, μου ντζού ρες και ζωγραφιές ήταν είτε καρφιτσωμένες στου ς τοίχου ς είτε ζωγραφισμένες κανονικά πάνω του ς. Υπήρχαν καλάθια με άπλυ τα ρού χα, καλάθια με καθαρά ρού χα, ενώ απλώστρες με πλυ μένα ρού χα στέγνωναν πλάι στου ς τοίχου ς. Η τηλεόραση έπαιζε στη διαπασών, ένα μωρό έσκου ζε, κατσαρολικά και πιατικά τσού γκριζαν

το ένα με το άλλο. Ήταν ένας ανθρώπινος ζωολογικός κήπος: τρία κορίτσια και δύ ο αγόρια, ένα δέκα χρόνων, ένα οκτώ, ένα τεσσάρων, ένα δεκαπέντε μηνών και ένα τριών μηνών, που έκαναν όλα σαν τρελά και απαιτού σαν την προσοχή. Η Τζού ντιθ καθόταν στο τραπέζι της κου ζίνας, φορώντας τη λερωμένη ρόμπα της, με το κεφάλι αναμαλλιασμένο και άλου στο, ανάμεσα σε σκόρπια αντικείμενα που στοιβάζονταν σε κάθε επιφάνεια· το πρόσωπό της όμως ήταν η επιτομή της γαλήνης. «Γεια σου , Τζακ!» Τον κοίταξε ξαφνιασμένη. «Πώς μπήκες;» «Η πόρτα ήταν ανοιχτή και ακολού θησα το θυ ρωρό σας». Έγνεψε προς τη μεριά του Νέιθαν. Ο μπόμπιρας είχε στρογγυ λοκαθίσει στο πάτωμα, φορώντας ακόμα τη λερωμένη πάνα του , και είχε ξαναρχίσει να κοπανάει τα κατσαρολικά με μια ξύ λινη κου τάλα. Η Ρέιτσελ, τριών μηνών, είχε βου βαθεί από το σοκ, και είχε μείνει με τα μάτια ορθάνοιχτα και τα χείλη ανοιχτά, έτοιμα να σχηματίσου ν φου σκάλες. «Μη σηκώνεσαι». Ο Τζακ έσκυ ψε πάνω από τη κού νια της Ρέιτσελ και φίλησε την Τζού ντιθ. «Νέιθαν, γλυ κέ μου , σου είπα να μην ξεκλειδώνεις την πόρτα αν δεν το πει η μαμάκα», εξήγησε ψύ χραιμα η Τζού ντιθ. «Όλο γυ ρίζει το κλειδί», στράφηκε στον Τζακ. Ο Νέιθαν σταμάτησε να κοπανάει και σήκωσε τα μεγάλα γαλανά του μάτια πάνω της, με τα σάλια του να στάζου ν από το προγού λι. «Μπαμπααά», γου ργού ρισε σε απάντηση. «Ναι, μοιάζεις με τον μπαμπάκα σου », απάντησε η

Τζού ντιθ και σηκώθηκε όρθια. «Να σου φέρω κάτι, Τζακ; Ένα φλιτζάνι τσάι, καφέ, φρυ γανιά, ωτασπίδες;» «Τσάι και φρυ γανιά, παρακαλώ. Αρκετού ς καφέδες έχω πιει», απάντησε ο Τζακ, τρίβοντας κου ρασμένα το πρόσωπό του καθώς το κοπάνημα των κατσαρολικών είχε γίνει σχεδόν αφόρητο. «Σταμάτα, Νέιθαν!» είπε αυ στηρά η Τζού ντιθ, βάζοντας σε λειτου ργία το βραστήρα. «Έλα, ήρθε η ώρα να αλλάξου με πανού λα». Τον ανέβασε στην αλλαξιέρα που υ πήρχε μέσα στην κου ζίνα και καταπιάστηκε με το έργο, δίνοντας στον Νέιθαν τα κλειδιά του σπιτιού για να έχει κάτι να ασχολείται. Ο Τζακ κοίταξε αλλού – δεν πεινού σε πια… «Γιατί δεν είσαι στη δου λειά;» ρώτησε η Τζού ντιθ, κρατώντας τα δύ ο τροφαντά ποδαράκια σηκωμένα από του ς αστραγάλου ς σαν να ετοιμαζόταν να γεμίσει γαλοπού λα. «Πήρα ρεπό». «Πάλι;» Δεν της απάντησε. «Μίλησα με την Γκλόρια χθες. Μου είπε πως πήρες ρεπό», του εξήγησε η Τζού ντιθ. «Πού το ήξερε;» Η Τζού ντιθ τράβηξε ένα μωρομάντιλο από ένα κου τί. «Δεν είναι τώρα η ώρα να αρχίσεις να πιστεύ εις ότι η επί οκτώ χρόνια έξυ πνη σύ ντροφός σου είναι ηλίθια. Ω, μα τι είναι αυ τό που ακού ν τα αυ τάκια μου ;» Έφερε το χέρι στο αυ τί της και το βλέμμα της χάθηκε πέρα μακριά. Ο Νέιθαν σταμάτησε να κου δου νίζει τα κλειδιά κι έμεινε

να την κοιτάζει. «Όχι, δεν το ακού ω πια, αλλά παλιά άκου γα ήχο από γαμήλια καμπανάκια και ποδοβολητό από μικροσκοπικά ποδαράκια». Ο Νέιθαν γέλασε και συ νέχισε να κου δου νίζει τα κλειδιά του . Η Τζού ντιθ άφησε τον Νέιθαν πάλι στο πάτωμα· ο ήχος που έκαναν οι πατού σες του πάνω στα πλακάκια θύ μιζε πάπια που τσαλαβου τάει στα νερά. «Θεέ μου , Τζακ, κατάπιες τη γλώσσα σου », του είπε σαρκαστικά, πλένοντας τα χέρια της στο νεροχύ τη, πάνω από μια στοίβα βρόμικα πιάτα και φλιτζάνια, όπως παρατήρησε ο Τζακ. «Δεν είναι η κατάλληλη ώρα», είπε κου ρασμένα ο Τζακ, παίρνοντας την ξύ λινη κου τάλα από τον Νέιθαν. Αυ τός έμπηξε με τη σειρά του τσιρίδες που ξύ πνησαν τη Ρέιτσελ, η οποία άρχισε να σκού ζει, πράγμα που έκανε την Κέιτι να δυ ναμώσει αμέσως την τηλεόραση στο καθιστικό. «Εξάλλου , αυ τό εδώ το σπίτι μού φτάνει και μου περισσεύ ει ως μέθοδος αντισύ λληψης». «Κοίτα, αν πας και παντρεύ εσαι έναν άντρα ονόματι Γου ίλι 9 , ξέρεις λίγο-πολύ τι σε περιμένει». Μέσα σε λιγότερο από ένα λεπτό, η Τζού ντιθ είχε ηρεμήσει πάλι την κατάσταση, ενώ στο τραπέζι μπροστά στον Τζακ βρίσκονταν ένα φλιτζάνι τσάι και μια φέτα ψωμί του τοστ. Η Τζού ντιθ κάθισε επιτέλου ς, πήρε τη Ρέιτσελ από την κού νια της, παραμέρισε τη ρόμπα της και άρχισε να θηλάζει, ενώ τα μικροσκοπικά δαχτυ λάκια της Ρέιτσελ ανοιγόκλειναν στον αέρα, παίζοντας μια αόρατη άρπα με τα μάτια κλειστά. «Πήρα όλη την εβδομάδα άδεια», εξήγησε ο Τζακ. «Το κανόνισα ερχόμενος εδώ σήμερα το πρωί».

«Τι έκανε λέει;» Η Τζού ντιθ ήπιε μια γου λιά τσάι. «Σ’ αφήνου ν να πάρεις κι άλλη άδεια;» «Χρειάστηκε να επιστρατεύ σω τα μεγάλα μέσα». «Καλό αυ τό. Εσύ και η Γκλόρια χρειάζεστε περισσότερο χρόνο μαζί». Κατάλαβε όμως από το ύ φος του ότι δεν ήταν αυ τή η πρόθεσή του . «Τι τρέχει, Τζακ;» Ο Τζακ αναστέναξε· ήθελε πάρα πολύ να της πει τα καθέκαστα, αλλά φοβόταν κιόλας. «Μίλα μου », του είπε μαλακά. «Συ νάντησα κάποια», ξεκίνησε. «Ένα πρακτορείο». «Ναι;» Η φωνή της ήταν σιγανή και ερωτηματική, όπως τότε που γύ ριζε σπίτι μετά το σχολείο αφού είχε μπλέξει σε φασαρίες, και προσπαθού σε να εξηγήσει κάποια πράγματα, όπως γιατί είχαν ξεβρακώσει τον Τόμι ΜακΓκόβερν και τον είχαν δέσει τσίτσιδο στα δοκάρια του τέρματος στο προαύ λιο του σχολείου . «Πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων». «Τζακ», ψιθύ ρισε η Τζού ντιθ, και έφερε ασυ ναίσθητα την παλάμη της μπροστά στο στόμα της. «Τι κακό μπορεί να κάνει, βρε Τζου ντ; Τι βλάπτει να ερευ νήσει ένας ακόμα την υ πόθεση;» «Αυτό είναι το κακό, βρε Τζακ. Εσύ που παίρνεις μια βδομάδα άδεια από τη δου λειά, η Γκλόρια που τηλεφωνεί σ’ εμένα, ψάχνοντας εσένα». «Τηλεφώνησε;» «Στις δέκα χθες βράδυ ». «Ω!» «Άντε λοιπόν, πες μου για το πρακτορείο». «Όχι». Έριξε το βάρος του πίσω, στην πλάτη της καρέκλας του , εκνευ ρισμένος. «Όχι, τι νόημα έχει

τώρα». «Τζακ, μην κάνεις σαν μωρό. Πες μου ». Ο Τζακ περίμενε να ηρεμήσει προτού μιλήσει πάλι. «Βρήκα την αγγελία στον Χρυ σό Οδηγό και της τηλεφώνησα». «Σε ποια;» «Στη Σάντι Σορτ. Της εξήγησα την υ πόθεση και μου είπε πως έχει λύ σει κι άλλες παρόμοιες υ ποθέσεις στο παρελθόν. Μιλού σαμε στο τηλέφωνο μέχρι αργά κάθε βράδυ όλη την περασμένη βδομάδα. Ήταν αστυ νομικός παλιά και κατάφερε να βρει κάποιες αναφορές που δεν είδαμε ποτέ εμείς». Η Τζού ντιθ ανασήκωσε τα φρύ δια. «Δεν μου ζήτησε δεκάρα τσακιστή, Τζού ντιθ, και την πίστεψα. Πίστεψα πως ήθελε να βοηθήσει και πίστεψα πως θα έβρισκε τον Ντόναλ. Ήταν σπαθί, δεν χωράει αμφιβολία». «Γιατί μιλάς γι’ αυ τήν σαν να είναι νεκρή;» χαμογέλασε η Τζού ντιθ, αλλά σταμάτησε και τον κοίταξε θυ ρυ βημένη. «Μη μου πεις ότι πέθανε…» «Όχι», κού νησε το κεφάλι ο Τζακ, «αλλά δεν ξέρω πού είναι. Κανονίσαμε να συ ναντηθού με την Κυ ριακή το πρωί στο Γκλιν. Πέσαμε τυ χαία ο ένας επάνω στον άλλο σε ένα βενζινάδικο, αλλά μόνο μετά κατάλαβα πως ήταν εκείνη». Το κού τελο της Τζού ντιθ ζάρωσε. «Βλέπεις, μόνο στο τηλέφωνο έχου με μιλήσει». «Τότε, πώς ξέρεις ότι ήταν εκείνη;» «Βρήκα το αυ τοκίνητό της πλάι στις εκβολές του Σάνον».

Η Τζού ντιθ φάνηκε ακόμα πιο σαστισμένη. «Κοίτα, υ ποτίθεται ότι θα συ ναντιόμασταν και μου άφησε ένα φωνητικό μήνυ μα το προηγού μενο βράδυ για να μου πει ότι ερχόταν από Δου βλίνο, αλλά τελικά δεν ήρθε. Έτσι, έψαξα στην πόλη, ρώτησα σε όλου ς του ς ξενώνες και αφού δεν την έβρισκα, πήγα μια βόλτα στο ποτάμι. Τότε, βρήκα το αυ τοκίνητο». «Πώς είσαι τόσο σίγου ρος ότι ήταν δικό της;» Ο Τζακ άνοιξε την τσάντα δίπλα του . «Επειδή βρήκα αυ τό στο ταμπλό του αυ τοκινήτου ». Άφησε το φάκελο πάνω στο τραπέζι της κου ζίνας. «Όπως κι αυ τό». Άφησε το ημερολόγιό της, «κι αυ τό», το φορτισμένο κινητό της. «Βάζει ετικέτες κυ ριολεκτικά στα πάντα. Έψαξα τη βαλίτσα της – όλα της τα ρού χα, οι κάλτσες, όλα έχου ν ετικέτες. Σαν να φοβάται μη χάσει τίποτα». Η Τζού ντιθ δεν είπε τίποτα. «Έψαξες τη βαλίτσα της;» Κού νησε το κεφάλι συ γχυ σμένη. «Μα πώς τα πήρες μέσα από το αμάξι της; Μπορεί να είχε πάει μια βόλτα, βρε Τζακ. Τι θα γίνει αν επιστρέψει στο αυ τοκίνητό της και δει να λείπου ν όλα της τα πράγματα; Τρελάθηκες που πήγες και τα πήρες όλα αυ τά;» «Τότε θα πρέπει να ζητήσω συ γγνώμη, αλλά έχου ν περάσει δύ ο μέρες τώρα. Σαν πολύ μεγάλη βόλτα…» Έμειναν αμίλητοι και οι δύ ο, φέρνοντας στο μυ αλό του ς πόσο είχε ανησυ χήσει η μητέρα του ς όταν πέρασαν δύ ο μέρες και ού τε φωνή ού τε ακρόαση από τον Ντόναλ. «Τηλεφώνησα στον Γκράχαμ Τέρνερ». «Τι είπε;» Η Τζού ντιθ βύ θισε το πρόσωπο στις παλάμες της. Το ίδιο σενάριο πάλι από την αρχή. «Είπε ότι καθώς είχε περάσει μόλις ένα

εικοσιτετράωρο και επειδή ήταν κάτι που ταίριαζε με τη συ νηθισμένη συ μπεριφορά της, δεν πίστευ ε πως υ πήρχε λόγος ανησυ χίας». «Γιατί, πώς συ μπεριφέρεται συ νήθως;» «Φεύ γει κι έρχεται όποτε της καπνίσει, είναι μοναχική και δεν λέει σε κανέναν πού πάει», είπε κου ρασμένα ο Τζακ. «Ω!» Η Τζού ντιθ φάνηκε ανακου φισμένη. «Αυ τό όμως δεν σημαίνει ότι παρκάρεις το αυ τοκίνητό σου μέσα στα δέντρα στην ακροποταμιά, και το εγκαταλείπεις για δύ ο ολόκληρες ημέρες. Αυ τό διαφέρει λίγο από το να πηγαινοέρχεσαι όποτε σου καπνίσει». «Γιά να δω αν κατάλαβα καλά», είπε αργά η Τζού ντιθ. «Δηλαδή, το άτομο που βρίσκει εξαφανισμένα άτομα, εξαφανίστηκε;» Σιωπή. Η Τζού ντιθ κλωθογύ ρισε τη σκέψη στο μυ αλό της, ώσπου της βρήκε μια άνετη θέση στο κεφάλι της και τη βόλεψε. Έδειχνε σκεφτική και έκανε το σαγόνι της δεξιάαριστερά. Μετά, άφησε ένα δυ νατό ρου θού νισμα και ξέσπασε σε γέλια. Ο Τζακ ακού μπησε πίσω στην καρέκλα του και σταύ ρωσε πειραγμένος τα μπράτσα, ενώ η Τζού ντιθ σπαρταρού σε μπροστά του . Η Ρέιτσελ σταμάτησε να θηλάζει κι έμεινε να κοιτάζει τη μητέρα της που τρανταζόταν πάνω-κάτω και σκού πιζε τα δάκρυ α από τα μάτια της. Ο Νέιθαν σταμάτησε να παίζει με τα του βλάκια του και σηκώθηκε όρθιος να κοιτάξει τη μητέρα του . Το πρόσωπό του αναλύ θηκε σε ένα φαφού τικο χαμόγελο και μετά άρχισε να γελάει,

χτυ πώντας τα παχου λά χεράκια του και ανεβοκατεβάζοντας ενθου σιασμένος το κορμάκι του από τα γόνατα και πάνω. Τελικά, ο Τζακ ένιωσε τις άκρες των χειλιών του να μυ ρμηγκιάζου ν και του ς μιμήθηκε, γελώντας υ στερικά με τη γελοιότητα της κατάστασης και νιώθοντας απίστευ τη ανακού φιση που αφηνόταν μετά από τόσο καιρό, έστω και στιγμιαία. Μόλις ηρέμησαν, η Τζού ντιθ άρχισε να τρίβει τρυ φερά την πλατού λα της Ρέιτσελ, με τόσο καταπραϋ ντικό τρόπο που ο Τζακ ένιωσε τα βλέφαρά του να βαραίνου ν. «Κοίτα, Τζού ντιθ, μπορεί να έχει δίκιο ο Γκράχαμ. Μπορεί να σηκώθηκε όντως και να έφυ γε από μόνη της. Μπορεί να σκέφτηκε δεν πάνε όλα στο διάολο, να παράτησε αυ τοκίνητο, τηλέφωνο, ημερολόγιο, ολόκληρη τη ζωή της και να τα εγκατέλειψε όλα. Μπορεί να είναι καμιά τρελή, σαλεμένη γυ ναίκα που κάνει διαρκώς τα ίδια σχεδιάζοντας να επιστρέψει μετά από λίγο. Μπορεί να έφυ γε διά παντός, αλλά εγώ θα τη βρω, μετά αυτή θα βρει τον Ντόναλ και τότε μπορεί να τα παρατήσει. Τότε θα την αφήσω να φύ γει». «Λες, αλήθεια, να μπορέσει να βρει τον Ντόναλ αυ τή η γυ ναίκα;» Η Τζού ντιθ ήταν σκεφτική. «Πάντως, αυ τή το πίστευ ε». «Εσύ τι λες;» Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Άρα, αν τη βρεις, θα είναι σαν να βοηθάς να βρεθεί ο Ντόναλ». Είχε πέσει σε βαθιά περισυ λλογή. «Ξέρεις κάτι, ο Γου ίλι κι εγώ κοιτού σαμε το άλμπου μ με τις φωτογραφίες χθες βράδυ μαζί με τα παιδιά, και η Κέιτι έδειξε τον Ντόναλ και ρώτησε ποιος ήταν». Τα μάτια της

γέμισαν δάκρυ α. «Ού τε ο Νέιθαν ού τε η Κέιτι τον θυ μού νται – ποτέ δεν θα έχου ν μια ανάμνηση απ’ αυ τόν. Όσο για τη Ρέιτσελ», κοίταξε το μωρό στην αγκαλιά της, «δεν ξέρει ού τε καν ότι υ πήρξε. Η ζωή συ νεχίζεται χωρίς αυ τόν κι αυ τός τα χάνει όλα αυ τά». Κού νησε το κεφάλι της. Ο Τζακ δεν μπορού σε να βρει κάτι να πει, μάλλον δεν πίστευ ε πως υ πήρχε κάτι να ειπωθεί. Οι ίδιες σκέψεις περνού σαν και από το δικό του μυ αλό κάθε ώρα και στιγμή, κάθε μέρα. «Τι σε κάνει να πιστεύ εις τόσο ακράδαντα ότι μια γυ ναίκα που δεν έχεις γνωρίσει καν, μια γυ ναίκα για την οποία δεν ξέρεις το παραμικρό, έχει την ικανότητα να βρει τον Ντόναλ;» «Τυ φλή πίστη», της χαμογέλασε. «Κι από πότε το έχεις εσύ αυ τό;» «Από τη στιγμή που μίλησα με τη Σάντι στο τηλέφωνο», απάντησε σοβαρά. «Δεν είχατε…» η Τζού ντιθ κόμπιασε, αλλά αποφάσισε να ρωτήσει έτσι κι αλλιώς, «δεν είχατε τίποτα μεταξύ σας εσείς οι δυ ο, έτσι;» «Κάτι είχαμε, αλλά δεν ήταν τίποτα». «Από πότε δεν είναι τίποτα το κάτι;» Ο Τζακ αναστέναξε και αποφάσισε να αποφύ γει την ερώτηση. «Η Γκλόρια δεν ξέρει τίποτα για τη Σάντι. Όχι ότι υ πάρχει κάτι για να μάθει, αλλά δεν θέλω να μάθει ού τε αυ τή ού τε η υ πόλοιπη οικογένεια για το πρακτορείο». Η Τζού ντιθ δεν φάνηκε να χαίρεται με αυ τό. «Σε παρακαλώ, Τζου ντ». Της έπιασε το χέρι. «Δεν

θέλω να ξαναπεράσου ν τα ίδια εξαιτίας μου . Απλώς θέλω να κάνω μια προσπάθεια μόνος μου . Το έχω ανάγκη». «Καλά, καλά». Τράβηξε το χέρι της και το σήκωσε αμυ ντικά. «Και τι θα κάνεις τώρα λοιπόν;» «Είναι απλό». Έβαλε το φάκελο, το ημερολόγιο και το τηλέφωνο πίσω στην τσάντα του . «Θα αρχίσω να την ψάχνω». 9 W i l l i e στ ο κ εί μ εν ο· εκ τ ός από κ ύ ρ ι ο όν ομ α, η λ έξη χ ρ ησι μ οποι εί τ αι κ αι ως ου σι αστ ι κ ό μ ε τ η σημ ασί α τ ου αν τ ρ ι κ ού γ εν ν ητ ι κ ού μ ορ ί ου . (Στ Μ)

είκοσι πέντε Ημου ν δεκαέξι χρόνων και βρισκόμου ν στο γραφείο του κυ ρίου Μπάρτον. Καθόμου ν σε μια από τις σκισμένες βελού δινες πολυ θρόνες, που δεν είχαν αλλάξει από τότε που πήγα πρώτη φορά εκεί, πάνω από δύ ο χρόνια πριν, μόνο που τώρα εξείχε περισσότερο αφρολέξ από μέσα. Κοιτού σα τις ίδιες αφίσες στου ς τοίχου ς του ασφυ κτικού δωματίου . Οι τοίχοι από τού βλα είχαν βαφτεί άτεχνα άσπροι, όμως κάποιες τρύ πες είχαν παραμείνει μαύ ρες και άβαφες, ενώ σε άλλες είχε πέσει μεγαλύ τερη ποσότητα άσπρης μπογιάς. Σε αυ τό το δωμάτιο ήταν ή όλα ή τίποτα, ποτέ ισορροπία. Μεριές-μεριές οι τοίχοι είχαν κολλημένο μπλου -τάκ, ενώ γωνίτσες από παλιά πόστερ ήταν ακόμα κολλημένες πάνω στο μπλου -τάκ. Κάπου μέσα στο σχολείο φανταζόμου ν ένα δωμάτιο γεμάτο μέχρι πάνω με πόστερ χωρίς γωνίες. «Τι σκέφτεσαι;» μίλησε τελικά ο κύ ριος Μπάρτον. «Πόστερ χωρίς γωνίες», απάντησα. «Α, παλιό το ανεκδοτάκι». Έγνεψε καταφατικά. «Πώς ήταν η βδομάδα σου ;»

«Σκατά». «Γιατί σκατά;» «Δεν συ νέβη τίποτα συ ναρπαστικό». «Τι έκανες;» «Σχολείο, φαΐ, ύ πνος, σχολείο, φαΐ, ύ πνος, πολλαπλασιάστε επί πέντε ακόμα μέρες και μετά πολλαπλασιάστε επί ένα εκατομμύ ριο ακόμα βδομάδες στη ζωή μου . Το μέλλον μου διαγράφεται σκοτεινό». «Βγήκες το Σαββατοκύ ριακο; Έλεγες την περασμένη βδομάδα ότι έβγαινες με μια παρέα». Πάντα ήθελε να κάνω φίλου ς. «Ναι, βγήκα». «Και;…» «Και καλά ήταν. Έγινε πάρτι σε ένα σπίτι. Έλειπαν οι γονείς του Τζόνι Νιού τζεντ, κι έτσι πήγαμε όλοι από κει». «Ο Τζόνι Νιού τζεντ;» Ύψωσε τα φρύ δια. Δεν απάντησα, αλλά τα μάγου λά μου κοκκίνισαν. «Κατάφερες να ξεχάσεις τον κύ ριο Πομπς και να περάσεις καλά;» Με ρώτησε με απόλυ τη σοβαρότητα. Περιεργάστηκα το μπλου -τάκ πάλι, νιώθοντας μια υ πόνοια ντροπής. Είχα τον κύ ριο Πομπς από μωρό – ένας γκρίζος, χνου δωτός, μονόφθαλμος αρκού δος με μπλε ριγέ πιτζάμες, που κοιμόταν κάθε νύ χτα στο κρεβάτι μου , καθώς και σε όποιο άλλο κρεβάτι τύ χαινε να κοιμηθώ. Πριν από λίγο καιρό, οι γονείς μου κι εγώ λείψαμε για μια βδομάδα και μόλις επιστρέψαμε έπρεπε να ξαναφτιάξω βαλίτσες για να πάω να περάσω ένα Σαββατοκύ ριακο με τη γιαγιά και τον παππού . Εκεί που άλλαζα ρού χα, ο κύ ριος Πομπς μού παράπεσε κάπου .

Ήμου ν στις μαύ ρες μου για όσο διάστημα έμεινα με τον παππού και τη γιαγιά, και μόλις επέστρεψα ξεκίνησα να ψάχνω το σπίτι για δύ ο ολόκληρες εβδομάδες, προς μεγάλη ανησυ χία των γονιών μου . Την περασμένη βδομάδα είχαμε συ ζητήσει το γεγονός ότι δεν ήθελα να βγω με τον Τζόνι Νιού τζεντ το Σαββατοκύ ριακο επειδή θα προτιμού σα να έβρισκα τον κύ ριο Πομπς, τον έμπιστο φίλο μου , όσο γελοίο κι αν ακου γόταν αυ τό. Δυ σκολεύ τηκα να φύ γω από το σπίτι για να βγω έξω, γνωρίζοντας ότι κάπου εκεί μέσα κρυ βόταν ο κύ ριος Πομπς. «Ώστε βγήκες με τον Τζόνι Νιού τζεντ;» επανέφερε την ερώτηση ο κύ ριος Μπάρτον. «Ναι, βγήκα». Χαμογέλασε αμήχανα. Προφανώς είχε ακού σει κι αυ τός τις φήμες. «Είναι όλα… είσαι…;» Σταμάτησε να μιλάει και άρχισε να κάνει ήχου ς τρομπέτας με τα χείλη ενώ σκεφτόταν πώς να επαναδιατυ πώσει την ερώτησή του . Σπανίως τον έβλεπα αμήχανο αφού έδειχνε να διατηρεί πάντοτε τον έλεγχο. Μέσα σ’ αυ τό το δωμάτιο, τέλος πάντων· εκτός από μικρές νύ ξεις σε προσωπικά δεδομένα που αποκάλυ πτε κατά λάθος στη διάρκεια των, ενίοτε, ειλικρινών μας συ ζητήσεων, δεν είχα ιδέα για τη ζωή του έξω από αυ τού ς του ς τέσσερις τοίχου ς. Ήξερα επίσης πως δεν έπρεπε να κάνω ερωτήσεις, επειδή δεν θα μου απαντού σε αλλά κι επειδή δεν ήθελα να ξέρω. Το να μην ξέρω, να μη ρωτάω και να μη μου απαντάει, μου υ πενθύ μιζε ότι ήμαστε κατά κάποιον τρόπο ξένοι. Μόνο μέσα σ’ αυ τό το δωμάτιο γνωριζόμασταν. Είχαμε δημιου ργήσει τον δικό μας κόσμο, όπου υ πήρχαν

απαράβατοι κανόνες καθώς και μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσά μας που , παρότι δεν μπορού σαμε να υ περπηδήσου με, μπορού σαμε όμως να χορέψου με πάνω της όταν είχαμε πιο παιχνιδιάρικη διάθεση. Τότε πετάχτηκα και σταμάτησα τα χείλη του που έπαιζαν τρομπέτα ώστε να μην εξελιχθού ν σε ολόκληρη ορχήστρα χάλκινων πνευ στών. «Κύ ριε Μπάρτον, σε περίπτωση που αναρωτιέστε αν είμαι καλά, μην ανησυ χείτε, σας παρακαλώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου έχασα κάτι και δεν έχω καμία διάθεση να ψάξω να το ξαναβρώ, ού τε περιμένω να επιστρέψει. Νομίζω πως γιατρεύ τηκα». Αρχίσαμε να γελάμε. Και τελειωμό δεν είχαμε. Κι όταν έπεσε μια αμήχανη σιωπή ανάμεσά μας, όπου φαντασιωνόμου ν ότι με γιάτρευ ε κι εκείνος, βάλαμε πάλι τα γέλια. «Θα τον ξαναδείς; Και με αυ τό εννοώ, πέρασες καλά παρέα με του ς άλλου ς; Σου άρεσε που βγήκες έξω, χαλάρωσες, ξέχασες τα πράγματα που έχου ν χαθεί;» Έβαλε πάλι τα γέλια. «Κατάφερε να φτάσει κανείς στο νησί της Σκάθατς;» Όση ώρα το κεφάλι μου κοπανιόταν στο κεφαλάρι του κρεβατιού των γονιών του Τζόνι Νιού τζεντ, μου ήρθε μια επιφοίτηση. Θυ μήθηκα πού νόμιζα πως είχα αφήσει τον κύ ριο Πομπς προτού μαζέψω τα ρού χα μου . Τηλεφώνησα την επομένη και περίμενα ότι ο κύ ριος Πομπς θα βρισκόταν πεταμένος κάτω από το κρεβάτι να κοιτάζει με το ένα του μάτι τις σπασμένες σού στες κάτω από το στρώμα. Αλλά δεν ήταν εκεί και κανονίσαμε να ψάξω στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς το ερχόμενο

Σαββατοκύ ριακο. Παρότι ο Τζόνι Νιού τζεντ μου είχε ζητήσει να βγού με. Όλα αυ τά ήμου ν έτοιμη να του εξηγήσω αλλά σταμάτησα απότομα. «Για σταθείτε μια στιγμή, τι είναι το νησί της Σκάθατς;» Ο κύ ριος Μπάρτον γέλασε. «Συ γγνώμη, μου ξέφυ γε. Κακή παρομοίωση». «Εξηγηθείτε!» χαμογέλασα, βλέποντας το πρόσωπό του να κοκκινίζει. «Δεν ήθελα να το πω. Μου ξέφυ γε. Μη δίνεις σημασία, πάμε παρακάτω». «Για σταθείτε ένα λεπτό, εσείς δεν με αφήνετε να τη γλιτώνω με τέτοια πράγματα! Είμαι αναγκασμένη να επαναλαμβάνω και το παραμικρό ψέλλισμα», γέλασα, και για πρώτη φορά στη ζωή μου τον είδα να έρχεται σε αμηχανία. Ξαναβρήκε την ψυ χραιμία του . «Είναι μια παλιά κέλτικη ιστορία, και ήταν μια ηλίθια σύ γκριση». Του έκανα νεύ μα να πει περισσότερα. Έτριψε το πρόσωπό του . «Δεν το πιστεύ ω ότι σου τα λέω αυ τά. Η Σκάθατς ήταν μια σπου δαία πολεμίστρια που εκπαίδευ σε πολλού ς ήρωες. Ο θρύ λος λέει πως ήταν σχεδόν αδύ νατον να φτάσεις στο νησί της, γι’ αυ τό όποιος τα κατάφερνε θεωρού νταν άξιος να εκπαιδευ τεί στις πολεμικές τέχνες». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. «Μου δώσατε το όνομα μιας πολεμίστριας που εκπαιδεύ ει άντρες στις πολεμικές τέχνες;» Γέλασε πάλι. «Το θέμα είναι ότι ήταν μια απροσπέλαστη γυ ναίκα». Σταμάτησε να γελάει όταν είδε το ενοχλημένο ύ φος μου . Έσκυ ψε μπροστά και μου

έπιασε το χέρι. «Νομίζω ότι το παρεξήγησες». «Μακάρι», είπα κου νώντας αργά το κεφάλι. Άφησε ένα βογκητό και το μυ αλό του πήρε γρήγορες στροφές. «Απλώς μόνο οι πιο δυ νατοί, οι πιο θαρραλέοι και οι πιο άξιοι άνθρωποι μπορού σαν να τη φτάσου ν». Ηρέμησα λίγο καθώς μου άρεσε όπως ακου γόταν αυ τό. «Και πώς την έφταναν;» Τότε ηρέμησε κι εκείνος λιγάκι. «Πρώτα-πρώτα είχαν να διασχίσου ν την Κοιλάδα της Κακοτυ χίας όπου του ς πετσόκοβαν χορτάρια κοφτερά σαν ξυ ράφια». Σώπασε και κοίταξε εξεταστικά το πρόσωπό μου για να δει αν έπρεπε να συ νεχίσει ή όχι. Ικανοποιημένος που δεν έδειχνα έτοιμη να του ρίξω μπου νιά, συ νέχισε. «Έπειτα, έπρεπε να αντιμετωπίσου ν τα Επικίνδυ να Λαγκάδια με τα κτήνη που κατασπάραζαν ανθρώπου ς. Τελευ ταία του ς αποστολή ήταν η Γέφυ ρα του Γκρεμού , μια γέφυ ρα που έπαιρνε κλίση προς τα πάνω όποτε προσπαθού σε κανείς να τη διασχίσει». Φαντάστηκα του ς ανθρώπου ς στη ζωή μου που προσπαθού σαν να με πλησιάσου ν, που προσπαθού σαν να με κάνου ν φίλη, που προσπαθού σαν να επικοινωνήσου ν μαζί μου . Φαντάστηκα τον εαυ τό μου να του ς πετάει όλου ς πίσω. «Μόνο οι αληθινοί ήρωες κατάφερναν να περάσου ν», συ μπλήρωσε. Αναρίγησα. Η τρίχα μου σηκώθηκε κάγκελο και ευ χήθηκα να μην το πρόσεξε. Πέρασε τα χέρια μέσα από τα μαλλιά του και κού νησε το κεφάλι. «Αυ τό δεν ήταν μέρος της…» δουλειάς, παραλίγο να πει. «Δεν έπρεπε να το πω αυ τό. Σου ζητώ

συ γγνώμη, Σάντι». «Δεν πειράζει», αποφάσισα στο τέλος και φάνηκε ανακου φισμένος. «Πείτε μου μόνο ένα πράγμα: σε ποιο σημείο του ταξιδιού βρίσκεστε εσείς;» Τα εκπληκτικά καταγάλανα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά μου . Ού τε που χρειάστηκε να το σκεφτεί, ού τε που γύ ρισε αλλού το βλέμμα. «Θα έλεγα ότι μόλις τώρα διέσχισα την Κοιλάδα της Κακοτυ χίας». Το σκέφτηκα. «Θα πω στα σαρκοβόρα κτήνη μου να σας φερθού ν με το γάντι, αν μόνο μου υ ποσχεθείτε να μου πείτε πότε θα έχετε διασχίσει τη γέφυ ρα». «Θα το καταλάβεις», χαμογέλασε και μου έπιασε το χέρι και το ζού ληξε. «Θα το καταλάβεις».

Ο Τζακ σταμάτησε πλάι στο διαμέρισμα του Άλαν και φυ λλομέτρησε το ημερολόγιο της Σάντι. Είχε άλλο ένα ραντεβού για χθες στη μία η ώρα, σε ένα μέρος με δου βλινέζικο αριθμό, και ο Τζακ έπρεπε να μάθει αν είχε πάει. Ευ χόταν να μπορού σε να τον βοηθήσει όποιος ήταν να συ ναντηθεί μαζί της. Παρότι η Σάντι είχε κλείσει το χθεσινό ραντεβού στο Δου βλίνο, την ίδια στιγμή σχεδίαζε να επισκεφθεί σήμερα τον Άλαν στο Λίμερικ. Θα πρέπει να ήταν σημαντικό το ραντεβού στο Δου βλίνο, αν ήταν να κάνει δύ ο φορές το ταξίδι πήγαιν’έλα. Με τρεμάμενα χέρια, σχημάτισε τον δου βλινέζικο αριθμό που είχε σημειώσει η Σάντι. Μια γυ ναίκα απάντησε βιαστικά· φαινόταν να πνίγεται στη δου λειά, καθώς στο βάθος ακού γονταν να κου δου νίζου ν κι άλλα

τηλέφωνα. «Οίκος Σκάθατς· λέγετε, παρακαλώ». «Γεια σας, ίσως μπορείτε να με βοηθήσετε», είπε ευ γενικά ο Τζακ. «Έχω το τηλέφωνό σας σημειωμένο στο ημερολόγιό μου και δεν μπορώ να θυ μηθώ για ποιο λόγο σημείωσα να σας τηλεφωνήσω». «Φυ σικά», του είπε ευ γενικά η γυ ναίκα. «Ο οίκος Σκάθατς είναι το ιατρείο του δρα Γκρέγκορι Μπάρτον. Ίσως θέλατε να κλείσετε ένα ραντεβού ;»

Ξύ πνησα στο δωμάτιο που νοίκιαζα στο Δου βλίνο από τον στριγκό ήχο ενός τηλεφώνου που κου δού νιζε στο αυ τί μου . Έβαλα το μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι μου και προσευ χήθηκα να σταματήσει ο θόρυ βος. Είχα φοβερό πονοκέφαλο μετά το χθεσινό μεθύ σι. Έριξα μια ματιά κάτω από το κρεβάτι μου και είδα μια τσαλακωμένη στολή αστυ νομικού να κείτεται κου βάρι στο πάτωμα. Ήμου ν βραδινή βάρδια και μετά είχα πάει για λίγα ποτάκια. Τα λίγα είχαν εξελιχθεί προφανώς σε λίγο παραπάνω απ’ όσα έπρεπε, κι έτσι τώρα δεν μπορού σα να θυ μηθώ πώς γύ ρισα σπίτι. Το κου δού νισμα σταμάτησε επιτέλου ς και άφησα ένα στεναγμό ανακού φισης, αν και το κεφάλι μου συ νέχισε να βου ίζει για μερικά δευ τερόλεπτα ακόμα. Και τότε, ξανάρχισε. Άρπαξα το τηλέφωνο πλάι από το κρεβάτι, το έφερα κάτω από το μαξιλάρι και το κόλλησα στο αυ τί. «Εμπρός!» έκρωξα. «Να ζήσεις, αγααάπη και Χρόνια Πολλά, μεγάλη να γίνεις με άσπρα μαλλιααά». Ήταν η μητέρα μου που

τραγου δού σε γλυ κά σαν να ήταν στη χορωδία της εκκλησίας. «Παντού να σκορπίζεις…» «...της γνώσης το φως!» Ο μπαμπάς. «Και όλοι να λένε…» «...να μία σοφός!» Μια σφυ ρίχτρα για πάρτι σφύ ριξε στο ακου στικό, το οποίο απομάκρυ να αμέσως από το αυ τί μου , και κρέμασα το μπράτσο μου έξω από το κρεβάτι. Συ νέχισα να του ς ακού ω να πανηγυ ρίζου ν κάτω από το μαξιλάρι, ενώ άρχισε να με ξαναπαίρνει ο ύ πνος. «Να χαίρεσαι τα εικοστά πρώτα σου γενέθλια, γλυ κιά μου », είπε με καμάρι η μαμά. «Γλυ κιά μου ; Με ακού ς;» Ξανάφερα το τηλέφωνο στο αυ τί. «Ευ χαριστώ, μαμά», ψέλλισα. «Μακάρι να μας άφηνες να σου κάνου με πάρτι», είπε μελαγχολικά. «Δεν είναι κάθε μέρα είκοσι ενός το κοριτσάκι μου ». «Για να πού με την αλήθεια, είναι», είπα κου ρασμένα. «Θα είμαι είκοσι ενός άλλες τριακόσιες εξήντα τέσσερις ημέρες, κι έτσι έχου με μπόλικο χρόνο να το γιορτάσου με». «Το ξέρεις ότι δεν είναι το ίδιο». «Ξέρεις πώς είμαι με αυ τά τα πράγματα», είπα, και αναφερόμου ν στην ιδέα του πάρτι. «Ξέρω, ξέρω. Καλά, θέλω να περάσεις όμορφα σήμερα. Το σκέφτεσαι να έρθεις καθόλου σπίτι για φαγητό; Το Σαββατοκύ ριακο, ίσως; Μπορού με να κάνου με κάτι μικρό, μόνο εγώ, εσύ κι ο μπαμπάς σου . Ού τε που θα πού με τη λέξη γενέθλια», έκανε μια προσπάθεια. Κόμπιασα. «Όχι, δεν μπορώ αυ τό το Σαββατοκύ ριακο,

λυ πάμαι. Έχου με πολλή δου λειά», είπα ψέματα. «Καλά. Τι θα ’λεγες τότε αν ερχόμου ν στο Δου βλίνο για μερικές ωρίτσες; Δεν θα μείνω καν εκεί το βράδυ · μπορού με να πιού με ένα καφεδάκι ή κάτι τέτοιο. Θα τα πού με στα γρήγορα και μετά φεύ γω, σου το υ πόσχομαι». Γέλασε νευ ρικά. «Απλώς θέλω να κάνου με κάτι μαζί για να τιμήσου με την ημέρα. Θα ήθελα πολύ να σε δω». «Δεν μπορώ, μαμά, λυ πάμαι». Ακολού θησε σιωπή. Πολύ παρατεταμένη. Ο μπαμπάς πήρε πρόσχαρος το τηλέφωνο. «Να τα εκατοστήσεις, αγάπη μου . Το ξέρου με πως έχεις δου λειά, γι’ αυ τό σε αφήνου με να συ νεχίσεις ό,τι έκανες». «Πού είναι η μαμά;» «Ε… έπρεπε να πάει να ανοίξει την πόρτα». Ήταν εξίσου κακός μ’ εμένα στα ψέματα. Έκλαιγε, και το ήξερα. «Λοιπόν, ωραία. Να περάσεις τέλεια, γλυ κιά μου . Προσπάθησε να διασκεδάσεις, εντάξει;» πρόσθεσε μαλακά. «Εντάξει», είπα σιγανά, και τότε ακού στηκε ένα κλικ και η γραμμή νέκρωσε. Άφησα ένα βογκητό, έβαλα το τηλέφωνο στη θέση του στο κομοδίνο μου και πέταξα το μαξιλάρι από το κεφάλι μου . Έδωσα λίγο χρόνο στα μάτια μου να προσαρμοστού ν στο έντονο φως που αδυ νατού σαν να κρατήσου ν απέξω οι φτηνές κου ρτίνες μου . Ήταν δέκα η ώρα πρωί Δευ τέρας και είχα επιτέλου ς μία μέρα ρεπό. Δεν είχα ιδέα τι θα έκανα. Θα προτιμού σα να δού λευ α στα γενέθλιά μου , μολονότι είχα να ασχοληθώ με μια

υ πόθεση εξαφάνισης που πρόσφατα είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Ένα κοριτσάκι ονόματι Ρόμπιν Γκέρατι είχε εξαφανιστεί την ώρα που έπαιζε στον μπροστινό κήπο του σπιτιού της. Όλα τα στοιχεία ενοχοποιού σαν για την εξαφάνιση της Ρόμπιν τον μεσόκοπο γείτονά της. Παρ’ όλα αυ τά, όσο κι αν ανασκαλεύ αμε την υ πόθεση δεν βρίσκαμε το σεντού κι με το θησαυ ρό στον πάτο. Πρόσφατα είχα αρχίσει να παρακολου θώ μόνη μου κάτι τέτοιες υ ποθέσεις, ανήμπορη να τις βγάλω από το μυ αλό μου όταν ο φάκελος έπαιρνε το δρόμο για το αρχείο. Γύ ρισα ανάσκελα και τότε πρόσεξα με την άκρη του ματιού μου ένα εξόγκωμα στο κρεβάτι δίπλα μου . Το εξόγκωμα ήταν γυ ρισμένο στο πλάι, και τα ξεχτένιστα σκού ρα καστανά μαλλιά ήταν απλωμένα στο μαξιλάρι. Πετάχτηκα όρθια, μάζεψα τα σκεπάσματά μου και τα τύ λιξα πιο σφιχτά γύ ρω μου . Το εξόγκωμα άρχισε να γυ ρίζει προς το μέρος μου και τα μάτια του άνοιξαν. Κοκκινισμένα, κου ρασμένα μάτια. «Νόμιζα πως δεν θα το σήκωνες ποτέ», είπε βραχνά. «Ποιος είσαι εσύ ;» ρώτησα με σιχασιά και σηκώθηκα όπως-όπως από το κρεβάτι παίρνοντας και τα σκεπάσματα μαζί, κι έτσι έμεινε ξαπλωμένος φαρδύ ςπλατύ ς στο κρεβάτι, τσίτσιδος. Χαμογέλασε, έβαλε νυ σταγμένα τα χέρια πίσω από το κεφάλι και μου ’κλεισε το μάτι. Άφησα ένα βογκητό. Πρόθεσή μου ήταν να είναι ένα βου βό, εσωτερικό βογκητό αλλά βγήκε με το έτσι θέλω από το στόμα μου . «Πάω στο μπάνιο. Όταν γυ ρίσω θα έχεις φύ γει». Σήκωσα κάτι που φαντάστηκα πως ήταν τα ρού χα του και τα πέταξα πάνω στο κρεβάτι. Σήκωσα τα

δικά μου παραπεταμένα ρού χα που ήταν επάνω σε μια καρέκλα, τα έσφιξα πάνω μου και βρόντησα την πόρτα πίσω μου . Σχεδόν αμέσως γύ ρισα πίσω και άρπαξα το πορτοφόλι μου , επισύ ροντας ένα βλέμμα απέχθειας από μέρου ς του . Δεν υ πήρχε περίπτωση να το αφήσω εκεί. Όχι, μετά την τελευ ταία φορά… Έμεινα στο μπάνιο όσο περισσότερη ώρα μπορού σα ώσπου ο κύ ριος Ράνκιν από δίπλα άρχισε να κοπανάει την πόρτα και να λέει δυ νατά, για να τον ακού σου ν όλοι μέσα στο κτίριο, πως από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε μια συ γκεκριμένη περιοχή του σώματός του , που δεν είχα καμία όρεξη να σκεφτώ. Άνοιξα αμέσως την πόρτα και γύ ρισα στο δωμάτιό μου , με την ελπίδα να είχε εξαφανιστεί ο τριχωτός ξένος. Πού τέτοια τύ χη! Εκείνη την ώρα έκλεινε την πόρτα πίσω του . Πήγα αργά προς το μέρος του , καθώς δεν ήξερα τι να πω. Ού τε εκείνος έμοιαζε να ξέρει τι να πει, αλλά δεν φαινόταν να τον νοιάζει κιόλας, αφού στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένο το ίδιο αυ τάρεσκο χαμόγελο με πριν. «Κάναμε…;» ρώτησα. «Δύ ο φορές». Μου ’κλεισε το μάτι και τα σωθικά μου σφίχτηκαν. «Μιας που το ανέφερες, προτού με πετάξεις έξω από την πολυ κατοικία σου , πρέπει να σου πω ότι πέρασε ένας τύ πος όσο ήσου ν στο μπάνιο. Του είπα ότι μπορού σε να κάτσει να περιμένει αν ήθελε, αλλά ότι μάλλον δεν θα τον αναγνώριζες όταν θα τον έβλεπες». Χαμογέλασε πάλι. «Τι τύ πος;» έστυ ψα το μυ αλό μου να σκεφτώ. «Τα βλέπεις; Του το είπα ότι δεν θα τον θυ μόσου ν». «Μέσα είναι;» Κοίταξα την κλειστή πόρτα.

«Όχι. Μάλλον δεν είχε όρεξη να αράξει σε ένα δωμάτιο παρέα με έναν τσίτσιδο τριχωτό άντρα». «Άνοιξες την πόρτα γυ μνός;» ρώτησα θυ μωμένη. «Νόμιζα πως ήσου ν εσύ ». Ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Τέλος πάντων, σου άφησε αυ τή την κάρτα». Μου έδωσε μια επαγγελματική κάρτα. «Μάλλον δεν έχει νόημα να σου δώσω το τηλέφωνό μου , ε;» Κού νησα το κεφάλι και πήρα την κάρτα από το χέρι του . «Ευ χαριστώ, ε…» ξεκίνησα δειλά. «Στιβ». Μου έδωσε το χέρι του . «Χάρηκα», χαμογέλασα κι εκείνος έβαλε τα γέλια. Ήταν κάπως ομορφού λης, αλλά παρ’ όλα αυ τά συ νέχισα να τον κοιτάζω να κατεβαίνει τη σκάλα. «Αν θες να ξέρεις, έχου με ξαναγνωριστεί», φώναξε χωρίς να γυ ρίσει ενώ κατέβαινε τα σκαλιά. Έμεινα σιωπηλή προσπαθώντας να θυ μηθώ. «Πέρσι, στο χριστου γεννιάτικο πάρτι της Λου ίζ Ντράμοντ;» Σταμάτησε και με κοίταξε με την ελπίδα ζωγραφισμένη στα μάτια. Τον κοίταξα συ νοφρυ ωμένη. «Α, δεν πειράζει». Κού νησε αδιάφορα το χέρι. «Ού τε τότε με θυ μόσου ν το επόμενο πρωί». Χαμογέλασε κι έφυ γε. Ένιωσα στιγμιαίες τύ ψεις μέχρι που θυ μήθηκα την επαγγελματική κάρτα στο χέρι μου , και τα δυ σάρεστα συ ναισθήματα εξαφανίστηκαν. Ένιωσα τα γόνατά μου να λύ νονται όταν διάβασα το όνομα. Απ’ ό,τι φαινόταν, ο κύ ριος Μπάρτον είχε ανοίξει κλινική στο Δου βλίνο – Οίκος Σκάθατς στην οδό Λίσον. Για στάσου – δρ Μπάρτον· είχε περάσει επιτέλου ς τις

εξετάσεις του . Κατενθου σιασμένη άρχισα να χορεύ ω επιτόπου . Άκου σα το καζανάκι της του αλέτας και ο κύ ριος Ράνκιν βγήκε με μια εφημερίδα στο χέρι και με τσάκωσε να χορεύ ω. «Θέλεις να ξαναπάς; Εγώ δεν θα έμπαινα εκεί μέσα για λίγη ώρα». Ανέμισε την εφημερίδα. Δεν του έδωσα σημασία παρά μόνο γύ ρισα στο δωμάτιό μου . Ο κύ ριος Μπάρτον ήταν τώρα εδώ. Με βρήκε τρία χρόνια μετά που μετακόμισα, και μόνο αυ τό είχε σημασία. Επιτέλου ς, είχε εμφανιστεί μία μονή κάλτσα που νόμιζα χαμένη.

είκοσι έξι «Του δοκτορα Μπάρτον». Ο Τζακ ανακάθισε στο κάθισμα του αυ τοκινήτου και κόλλησε το τηλέφωνο στο αυ τί του . «Τώρα θυ μήθηκα γιατί το σημείωσα. Να πω την αλήθεια, δεν πρόκειται για μένα, αλλά για μια φίλη μου που είχε ραντεβού χθες με το δρα…» Σταμάτησε, καθώς είχε ήδη ξεχάσει το επώνυ μο. «Μπάρτον», συ μπλήρωσε τη φράση του η γραμματέας, και ο Τζακ άκου σε άλλο ένα τηλέφωνο να χτυ πάει στο βάθος. «Με συ γχωρείτε, μπορείτε να περιμένετε λίγο, σας παρακαλώ;» «Ναι». Ο Τζακ περίμενε ακού γοντας Ντου ράν Ντου ράν από το τηλέφωνο, ενώ προσπαθού σε να σκαρώσει κάποιου είδου ς σχέδιο. Σημείωσε βιαστικά το όνομα και τη διεύ θυ νση του δρα Μπάρτον στο σημειωματάριό του . Αργότερα, θα έψαχνε στις αναπάντητες και στις εξερχόμενες κλήσεις που είχε καταγράψει το τηλέφωνό της τις τελευ ταίες ημέρες και θα προσπαθού σε να συ νδυ άσει τα στοιχεία για να βρει τις τελευ ταίες της κινήσεις, ακόμα κι αν χρειαζόταν να

τηλεφωνήσει σε όλου ς όσου ς είχε στον κατάλογό της. Η γραμματέας ακού στηκε πάλι στο τηλέφωνο. «Σας ζητώ συ γγνώμη, έχει πολλή δου λειά σήμερα. Πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» «Μήπως μπορείτε να μου πείτε αν ήρθε στο χθεσινό της ραντεβού η φίλη μου Σάντι Σορτ;» «Με συ γχωρείτε, κύ ριε…;» Το μυ αλό του Τζακ πήρε γρήγορες στροφές. «Λε Μπον». Όχι και τόσο γρήγορες. Ακού ς εκεί, Λε Μπον! «Με συ γχωρείτε, κύ ριε Λε Μπον, αλλά δεν μπορού με να δίνου με τέτοια στοιχεία για του ς πελάτες μας». «Μα φυ σικά και δεν μπορείτε, το καταλαβαίνω, αλλά δεν γυ ρεύ ω προσωπικά στοιχεία. Η φίλη μου ήταν άσχημα άρρωστη τον τελευ ταίο καιρό αλλά φοβόταν να κάνει κάτι γι’ αυ τό, μήπως είναι πιο σοβαρό απ’ ό,τι περιμένει. Έχει το στομάχι της· την ταλαιπωρεί μήνες τώρα. Της έκλεισα ένα ραντεβού και μου είπε πως πήγε χθες στον δρα Μπάρτον αλλά φοβάμαι πως λέει ψέματα σε όλου ς μας. Όλη η οικογένεια ανησυ χεί πολύ . Μπορείτε να μου πείτε του λάχιστον αν ήρθε στο ραντεβού ; Δεν σας ζητάω προσωπικά στοιχεία». «Θέλετε να μάθετε για τη Σάντι Σορτ;» Ο Τζακ ακού μπησε πίσω ανακου φισμένος, «Μάλιστα, για τη Σάντι», απάντησε χαρωπά. «Το ραντεβού της ήταν στη μία η ώρα». «Μάλιστα. Κοιτάξτε... φοβάμαι πως δεν μπορώ να σας βοηθήσω καθώς εδώ δεν είναι ιατρική κλινική, κύ ριε Λε Μπον. Είναι κέντρο ψυ χοθεραπείας, οπότε δεν μπορεί να κλείσατε ραντεβού για τα στομαχικά της προβλήματα. Μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι άλλο;» Η φωνή της ήταν

αυ στηρή, ακόμα-ακόμα και οργισμένη. «Εμ…» το πρόσωπο του Τζακ ήταν κατακόκκινο από την ντροπή, «όχι». «Σας ευ χαριστώ που τηλεφωνήσατε». Του έκλεισε το τηλέφωνο κατάμου τρα. Ο Τζακ έμεινε να κοιτάζει ντροπιασμένος το ραντεβού των 1 3 :00 στο ημερολόγιο της Σάντι. Ξαφνικά άρχισε να χτυ πάει το κινητό τηλέφωνο της Σάντι, και το όνομα «Γκρέγκορι Μπ.» φωτίστηκε στην οθόνη. Η καρδιά του Τζακ χτυ πού σε σαν ταμπού ρλο. Αγνόησε το κου δού νισμα και ένιωσε την ανακού φιση να τον πλημμυ ρίζει όταν σταμάτησε επιτέλου ς και ένα μπιπ σηματοδότησε τη λήψη μηνύ ματος. Σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε τον αριθμό της υ πηρεσίας μηνυ μάτων. «Σάντι, γεια. Γκρέγκορι εδώ. Προσπάθησα να σου τηλεφωνήσω μερικές φορές αλλά δεν απαντού σες. Φαντάζομαι πως περιπλανιέσαι πάλι στη βαθιά άβυ σσο. Σου τηλεφωνώ για να σου πω ότι κάποιος ονόματι…», απομάκρυ νε το στόμα του από το τηλέφωνο, «Κάρολ, πώς τον έλεγαν;» Ο Τζακ άκου σε τη φωνή της γραμματέως να λέει «κύ ριο Λε Μπον». «Ναι, σωστά». Ο Γκρέγκορι γύ ρισε στο τηλέφωνο. «Κάποιος κύ ριος Λε Μπον –υ ποθέτω ότι δεν είναι το πραγματικό του όνομα αυ τό», γέλασε– «τηλεφώνησε στο γραφείο και σε έψαχνε. Ρωτού σε αν ήρθες στο χθεσινό ραντεβού για τα στομαχικά σου προβλήματα;» Η φωνή του χαμήλωσε. «Μόνο πρόσεχε, εντάξει; Φαντάζομαι πως είναι απίθανο να σκέφτηκες να βρεις μια πραγματική δου λειά, σαν σερβιτόρα ή κάτι τέτοιο. Λίγο

απίθανο να σε κυ νηγού ν σαλεμένοι τύ ποι, τότε. Επίσης, μπορείς να γυ ρίζεις από πόρτα σε πόρτα και να που λάς αγίες γραφές· αν θες να ξέρεις, μια συ μπαθέστατη κυ ρία ντυ μένη με του ίντ απ’ την κορυ φή ως τα νύ χια, μου χτύ πησε χθες βράδυ την πόρτα, πράγμα που προφανώς με έκανε να σκεφτώ αυ τομάτως εσένα, γι’ αυ τό πήρα την κάρτα της. Λέω να της τηλεφωνήσω. Είναι μια όμορφη εξυ ψωτική κάρτα με τον Κύ ριό μας δυ στυ χή επί του Σταυ ρού . Και είναι από ανακυ κλωμένο χαρτί, άρα θα πρέπει να νοιάζεται πραγματικά», γέλασε πάλι. «Τέλος πάντων, αν νομίζεις πως δεν θα άντεχες το του ίντ, βρες μια δου λειά γραφείου εννέα με πέντε. Δεν ξέρω αν τις έχεις ακου στά, αλλά είναι αυ τό που κάνου ν όλοι. Είναι αυ τό που του ς επιτρέπει να έχου ν ζωή εκτός δου λειάς. “Ζωή”, γράφεται ΖΩΗ· μπορείς να ψάξεις τη λέξη στο λεξικό όταν βρεις λίγο χρόνο. Τέλος πάντων…» αναστέναξε κι έμεινε σιωπηλός για λίγο, θαρρείς και προσπαθού σε να αποφασίσει τι να πει, ή μάλλον ήξερε ακριβώς τι ήθελε να πει και προσπαθού σε να αποφασίσει αν έπρεπε να το πει ή όχι. Ο Τζακ ήξερε καλά αυ τή τη σιωπή. «Μάλιστα», η φωνή του δυ νάμωσε ξαφνικά κι έγινε πιο επαγγελματική. «Τα λέμε σύ ντομα». Ένα δυ νατό χτύ πημα στο τζάμι της θέσης του συ νοδηγού έκανε τον Τζακ να αναπηδήσει τρομαγμένος και το τηλέφωνο του έπεσε από τα χέρια. Σήκωσε τα μάτια και είδε τη μητέρα του Άλαν, μια στρογγυ λοπρόσωπη ασου λού πωτη γυ ναίκα να αγριοκοιτάζει μέσα από το παράθυ ρο. Ο Τζακ έσκυ ψε και κατέβασε το παράθυ ρο. «Γεια σας, κυ ρία Ο’Κόνορ».

«Ποιος είναι;» ζάρωσε το πρόσωπό της και έχωσε το κεφάλι μέσα από το παράθυ ρο. Σκληρές τρίχες εξείχαν από το πιγού νι της. Η μασέλα της ξεκολλού σε από τα ού λα της και κου νιόταν μέσα στο στόμα της καθώς μιλού σε. «Σε ξέρω;» φώναξε, και σάλια εκτινάχτηκαν στο χείλος του Τζακ. «Ναι, κυ ρία Ο’Κόνορ». Σκού πισε το χείλος του και δυ νάμωσε τη φωνή του , καθώς ήξερε ότι βαριάκου γε. «Ο Τζακ Ρατλ είμαι, ο αδελφός του Ντόναλ». «Μπα σε καλό σου , ο αδελφός του μικρού λη Ντόναλ. Τι κάνεις και κάθεσαι εδώ πέρα; Βγες έξω να σε δω». Έσυ ρε τα πόδια με τις καφετιές βελού δινες παντόφλες πιο πίσω και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, με το σαγόνι της να κου νιέται και τα δόντια της να κάνου ν έναν υ γρό ήχο μες στο στόμα της. Φαινόταν να φοράει τα ίδια ρού χα από τη δεκαετία του σαράντα. Το «ΡάβεΜάνταρε» αποτελού σε πάντα μέρος του τρόπου ζωής της οικογένειας Ο’Κόνορ, καθώς ήταν απαραίτητη η ανακύ κλωση υ φασμάτων στο σπίτι, προκειμένου να ντυ θού ν τα δώδεκα παιδιά που είχε μεγαλώσει ολομόναχη χωρίς τον πατέρα του ς, ο οποίος ερχόταν για ένα πράγμα κι έφευ γε όταν το έπαιρνε. Ο Τζακ θυ μόταν μια μέρα, όταν ήταν παιδιά, που ο Άλαν βγήκε με τον Ντόναλ φορώντας άσπρο σορτσάκι ραμμένο από μαξιλαροθήκες. Ο Ντόναλ δεν φαινόταν να νοιάζεται και αρνιόταν να κοροϊδέψει το φίλο του όπως έκαναν τα άλλα παιδιά. Όχι ότι ο Άλαν ανεχόταν τις κοροϊδίες, αφού δεν δίσταζε να κάνει μαύ ρο στο ξύ λο όποιον τολμού σε να τον κοιτάξει έστω με λάθος τρόπο. Αλλά τον Ντόναλ τον προστάτευ ε απ’ όλου ς, και η εξαφάνιση του φίλου του

τον είχε πληγώσει ιδιαίτερα. «Έλα δω, πω πω, έγινες σωστός άντρας!» Έτριψε τα χέρια του Τζακ και του ανακάτεψε τα μαλλιά, θαρρείς κι εκείνη ήταν η πρώτη μέρα της εφηβείας του . «Φτυ στός ο συ χωρεμένος ο πατέρας σου είσαι», σταυ ροκοπήθηκε. «Σας ευ χαριστώ, κυ ρία Ο’Κόνορ. Κι εσείς είστε μια χαρά», είπε ψέματα. «Α μπα», κού νησε αδιάφορα το χέρι της, και άρχισε να σέρνει τα βήματά της πίσω στο ισόγειο διαμέρισμα του υ περυ ψωμένου κτίσματος. Δύ ο κρεβατοκάμαρες και δώδεκα παιδιά – ο Τζακ αναρωτιόταν πώς τα είχε καταφέρει. Δεν ήταν να απορεί κανείς που ο Άλαν περνού σε τόσο χρόνο στο σπίτι των Ρατλ, όπου τον μπού κωνε με φαγητό η μητέρα του Τζακ. «Είναι ο Άλαν εδώ; Ήρθα να του μιλήσω». «Όχι, δεν είναι. Μετακόμισε πια μ’ εκείνη τη μικρή χλεμπονιάρα. Μένει σε σπίτι πια, ποιος τον πιάνει. Μένει μαζί της, μόνο και μόνο για το σπίτι, αλλά μη θαρρείς, κι αυ τή το παίρνει μόνο και μόνο επειδή έχει παιδί. Ωραία σπίτια παίρνου ν τού τες τις μέρες οι ανύ παντρες μητέρες. Στις μέρες μου , εμείς δεν είχαμε τέτοια – όχι ότι ήμου ν ανύ παντρη, αλλά δεν διέφερα και πολύ , και καλύ τερα έτσι», συ νέχισε, σέρνοντας τα πόδια της μέχρι την πόρτα του σπιτιού της. Ο Τζακ γέλασε. Πάντα κάπου ήταν μπλεγμένος ο Άλαν. Είχε την ικανότητα να στέκεται στα πόδια του , όποιες κι αν ήταν οι συ νθήκες. Ο Ντόναλ τον έλεγε «Η Γάτα». «Δεν ήθελα να σας ενοχλήσω, κυ ρία Ο’Κόνορ. Θα περάσω από το σπίτι του Άλαν, αν δεν υ πάρχει

πρόβλημα». «Λες πως έκανε τίποτα κακό;» φαινόταν ανήσυ χη. «Όχι σε μένα πάντως», χαμογέλασε ο Τζακ, κι εκείνη έγνεψε, με την ανακού φιση ζωγραφισμένη στο σκληρό της πρόσωπο. Ο Άλαν θα πρέπει να έλαβε τηλεφώνημα από τη μητέρα του καθώς ήταν έξω στο δρομάκι και περίμενε. Έδειχνε αδυ νατισμένος –πιο αδύ νατος απ’ ό,τι συ νήθως– και το πρόσωπό του ήταν χλομό και τραβηγμένο, πιο χλομό και πιο τραβηγμένο απ’ ό,τι συ νήθως. Αλλά έτσι δεν ήταν όλοι του ς; Η εξαφάνιση του Ντόναλ δεν είχε επηρεάσει του ς πάντες και τα πάντα; Θαρρείς και όταν έφυ γε από το φαστφου ντάδικο εκείνο το βράδυ , σκου ντου φλώντας μεθυ σμένος πάνω στις πόρτες, είχε κατορθώσει να πετάξει τη γη από τον άξονά της, την είχε κάνει να στριφογυ ρίσει πολύ γρήγορα στην αντίθετη φορά και σε λάθος τροχιά. Από τότε, τα πάντα φαίνονταν εκτός τόπου . Χαιρετήθηκαν με μια αγκαλιά. Ο Άλαν έβαλε αμέσως τα κλάματα και ο Τζακ αντιστάθηκε στην παρόρμηση να τον μιμηθεί. Αντί γι’ αυ τό όμως ατσαλώθηκε και άφησε τον νεότερο άντρα να κλάψει στον ώμο του , κατάπιε τον κόμπο που στάθηκε στο λαιμό του , βλεφάρισε για να διώξει τα δάκρυ α και προσπάθησε να συ γκεντρωθεί σε ό,τι υ πήρχε γύ ρω του και ήταν πραγματικό και χειροπιαστό, σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Ντόναλ. Κάθισαν στο καθιστικό. Τα χέρια του Άλαν έτρεμαν όταν τίναξαν τη στάχτη από το τσιγάρο του σε ένα άδειο κου τάκι μπίρας, από τα πολλά που ήταν πεταμένα πλάι στον καναπέ. Στο δωμάτιο επικρατού σε θανατερή σιωπή·

ο Τζακ ευ χόταν να μπορού σε να ανοίξει την τηλεόραση σαν μια μορφή περισπασμού . «Ήρθα να δω αν πέρασε μια γυ ναίκα σήμερα από δω. Με βοηθάει στις έρευ νες για τον Ντόναλ». Το πρόσωπο του Άλαν φωτίστηκε. «Ναι;» «Απλώς ήθελε να σε ρωτήσει για τη νύ χτα – ξέρεις, να ξαναπείτε τα πάντα». «Τα έχω πει ένα εκατομμύ ριο φορές στην αστυ νομία, και τα λέω άλλο ένα εκατομμύ ριο φορές κάθε μέρα στον εαυ τό μου ». Ο Άλαν τράβηξε μια βαθιά ρου φηξιά από το τσιγάρο του και τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυ λά του έτριψαν κου ρασμένα τα μάτια του . «Το ξέρω, αλλά είναι καλό να εξετάσει πάλι τα πάντα από την αρχή ένα φρέσκο μάτι κι ένα φρέσκο αυ τί. Μπορεί να μας ξέφυ γε κάτι». «Μπορεί», είπε ο Άλαν με σιγανή φωνή, αλλά ο Τζακ αμφέβαλλε αν το πίστευ ε πραγματικά. Ήταν σίγου ρος πως δεν υ πήρχε η παραμικρή στιγμή εκείνης της νύ χτας που δεν είχε αναλύ σει, υ περαναλύ σει και διυ λίσει ξανά και ξανά ο Άλαν. Γι’ αυ τό, θα πρέπει να ήταν προσβολή να του πει ότι μπορεί να ξεχνού σε κάτι. «Δεν πέρασε;» Ο Άλαν κού νησε το κεφάλι. «Είμαι όλη μέρα εδώ, και χθες ήμου ν όλη μέρα στο σπίτι και αύ ριο θα είμαι όλη μέρα εδώ», είπε θυ μωμένα. «Τι έγινε με την τελευ ταία σου δου λειά;» Ο Άλαν έκανε ένα μορφασμό και ο Τζακ κατάλαβε πως δεν έπρεπε να κάνει άλλες ερωτήσεις. «Θα μου κάνεις μια χάρη, σε παρακαλώ;» Ο Τζακ έδωσε το τηλέφωνό του στον Άλαν. «Τηλεφώνησε εδώ και

κλείσε μου ένα ραντεβού με τον δρα Μπάρτον. Δεν θέλω να καταλάβου ν τη φωνή μου ». Ο Άλαν δεν έκανε καμία ερώτηση· έτσι ήταν ο Άλαν. «Γεια, θέλω να κλείσω ένα ραντεβού με τον δρα Μπάρτον», είπε, και άνοιξε άλλο ένα κου τάκι μπίρα. Ύψωσε τα φρύ δια του και κοίταξε απορημένα τον Τζακ. «Ναι, για ψυ χοθεραπεία». Ο Τζακ συ γκατένευ σε. «Πότε θέλω το ραντεβού ;» επανέλαβε την ερώτηση της γραμματέως, κοιτάζοντας τον Τζακ. «Το συ ντομότερο δυ νατόν», ψιθύ ρισε ο Τζακ. «Το συ ντομότερο δυ νατόν», επανέλαβε ο Άλαν. Άκου σε την απάντηση και κοίταξε τον Τζακ. «Τον επόμενο μήνα;» Ο Τζακ κού νησε ζωηρά το κεφάλι. «Όχι, πρέπει να είναι πιο σύ ντομα. Το κεφάλι μου είναι μαύ ρο χάλι, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνω». Ο Τζακ σήκωσε τα μάτια ψηλά. Λίγα δευ τερόλεπτα μετά, ο Άλαν έκλεισε το τηλέφωνο. «Είχαν μια ακύ ρωση την Πέμπτη το μεσημέρι». «Την Πέμπτη;» ρώτησε ο Τζακ και πετάχτηκε όρθιος θαρρείς και αν άρχιζε να κινείται από τώρα θα έφτανε στην ώρα του στο ραντεβού . «Αφού είπες όσο το δυ νατόν συ ντομότερα», είπε ο Άλαν και του έδωσε πίσω το τηλέφωνο. «Μήπως κατά τύ χη όλα αυ τά έχου ν καμιά σχέση με την έρευ να για τον Ντόναλ;» Ο Τζακ το σκέφτηκε. «Κατά κάποιον τρόπο, ναι». «Ελπίζω να τον βρεις, Τζακ». Τα μάτια του γέμισαν πάλι δάκρυ α. «Όλο κλωθογυ ρίζω σ’ εκείνη τη βραδιά,

λέω μακάρι να είχα φύ γει μαζί του . Πραγματικά πίστευ α ότι δεν θα είχε πρόβλημα να βρει ταξί από κει, ξέρεις». Τα μάτια του έδειχναν βασανισμένα και το χέρι του έτρεμε. Στο πάτωμα γύ ρω από τα πόδια του ήταν πεταμένες στάχτες, που τις τίναζε διαρκώς με τον κιτρινισμένο από τη νικοτίνη αντίχειρά του . «Πού να το ’ξερες», τον παρηγόρησε ο Τζακ. «Δεν φταις εσύ ». «Ελπίζω να τον βρεις», επανέλαβε ο Άλαν, και άνοιξε άλλο ένα κου τάκι μπίρα. Την κατέβασε μονορού φι. Ο Τζακ τον άφησε καθισμένο εκεί στη σιωπή του αδειανού σπιτιού , με το βλέμμα χαμένο στο κενό, ξέροντας ότι ξανασκεφτόταν και ξαναζού σε εκείνη τη βραδιά ξανά και ξανά, αναζητώντας το καίριο στοιχείο που είχε ξεφύ γει απ’ όλου ς του ς. Ήταν το μόνο που μπορού σαν να κάνου ν.

είκοσι επτά Το υ π’ αριθμόν ένα εξαφανισμένο άτομο, η Όρλα Κιν, μπήκε στο επιβλητικό δημοτικό κέντρο, και το φως που έφεξε από την ανοιχτή πόρτα φώτισε το περίγραμμά της από πίσω. Σταμάτησε στην είσοδο, προσπαθώντας να βρει τον προσανατολισμό της, και έτσι όπως στάθηκε πλάι στην τεράστια δρύ ινη πόρτα ήταν σαν την Αλίκη στη Χώρα των Θαυ μάτων που μόλις κατάπιε ένα «Φάε Με». Ξερόβηξα νευ ρικά και ο ενισχυ μένος ήχος έκανε γκελ στου ς τοίχου ς, έτρεξε στα ταβάνια κι έπεσε πάλι κάτω σαν ξαμολημένο μπαλάκι του πινγκ πονγκ. Στράφηκε προς το μέρος όπου είχα κάνει τη φασαρία και άρχισε να έρχεται προς τα κει, με τα ψηλοτάκου να να αντηχού ν δυ νατά πάνω στο ξύ λινο πάτωμα. Η Τζόαν και η Έλενα μου είχαν στήσει ένα τραπέζι πίσω από το οποίο καθόμου ν, στην άλλη άκρη της αίθου σας, και προς μεγάλη δυ σαρέσκεια της Τζόαν, έφυ γαν για να με αφήσου ν μόνη. Καθώς η Όρλα ερχόταν προς το μέρος μου , ένιωσα θαμπωμένη. Δεν μπορού σα να το πιστέψω ότι το άτομο αυ τό είχε ξεπηδήσει από τις

φωτογραφίες των «Εξαφανισμένων» και ήταν τώρα ένας άνθρωπος με σάρκα και οστά που κατευ θυ νόταν προς το μέρος μου . «Γεια», μου χαμογέλασε. Η προφορά του Κορκ ήταν ακόμα βαριά, παρά το χρόνο που είχε περάσει εδώ. «Γεια σου ». Η φωνή μου βγήκε σαν ψίθυ ρος. Καθάρισα το λαιμό μου και δοκίμασα πάλι. Κοίταξα τη λίστα των ονομάτων στο τραπέζι μπροστά μου . Θα έπρεπε να κάνω το ίδιο δώδεκα φορές σήμερα, και μετά να μιλήσω και με την Τζόαν και τον Μπέρναρντ. Η σκέψη ότι θα έβλεπα όλου ς αυ τού ς του ς ανθρώπου ς ήταν συ ναρπαστική, αλλά η ιδέα ότι έπρεπε να συ ζητήσω τόσο λεπτά ζητήματα με τέτοια διακριτικότητα, ήταν ήδη εξου θενωτική. Νωρίτερα είχα ρωτήσει άλλη μια φορά την Έλενα γιατί στο καλό δεν μπορού σα να το πω απλώς σε όλου ς χωρίς να πρέπει να παίξω όλο αυ τό το θέατρο. «Σάντι», μου απάντησε τόσο αυ στηρά που δεν μου χρειαζόταν πλέον να ακού σω καν το λόγο. «Όταν οι άνθρωποι θέλου ν να γυ ρίσου ν πίσω, φτάνου ν στα όρια της απόγνωσης. Αν μάθου ν ότι βρέθηκες εδώ ενώ του ς αναζητού σες, θα πιστέψου ν ότι μπορού ν να φύ γου ν μαζί σου . Η ζωή εδώ πέρα δεν θα έχει κανένα νόημα αν αρχίσου ν να σε ακολου θού ν σε κάθε σου βήμα μερικές εκατοντάδες άνθρωποι». Είχε κάποιο δίκιο. Να λοιπόν που βρέθηκα εδώ, να παίζω το ρόλο της υ πεύ θυ νης κάστινγκ αλλά και της ιδιοκτήτριας πρακτορείου ηθοποιών, έτοιμη να μεταμφιέσω την κου βέντα για συ γγενείς και φίλου ς σε μονόλογο του Άμλετ. Είχα άλλη μια ερώτηση για την Έλενα. «Πιστεύ εις ότι

μπορώ πραγματικά να πάρω του ς ανθρώπου ς από δω και να του ς γυ ρίσω πίσω;» Αναρωτιόμου ν μήπως αυ τός ήταν ο λόγος που βρέθηκα εδώ, επειδή ήμου ν πεπεισμένη ότι εγώ δεν επρόκειτο να μείνω. Η τυ πική πεποίθηση του θύ ματος: δεν μπορεί να μου συ μβαίνει εμένα αυ τό, όχι σ’ εμένα απ’ όλο τον κόσμο. Χαμογέλασε θλιμμένα και για άλλη μια φορά δεν χρειαζόταν να ακού σω καν την απάντησή της επειδή το πρόσωπό της τα έλεγε όλα. «Συ γγνώμη, Μωυ σή, δεν το νομίζω». Αλλά προτού καταρρεύ σω εντελώς, πρόσθεσε βιαστικά: «Πιστεύ ω όμως πως είσαι εδώ για κάποιο λόγο, και αυ τή τη στιγμή ο λόγος είναι να μοιραστείς τις ιστορίες σου με τον κόσμο, να του ς μιλήσεις για τις οικογένειές του ς και πόσο πολύ λείπου ν στου ς δικού ς του ς ανθρώπου ς. Με αυ τό τον τρόπο είναι σαν να του ς γυ ρίζεις πίσω». Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα την Όρλα, που καθόταν μπροστά μου , περιμένοντας εναγωνίως την επόμενη κίνησή μου . Ήταν ώρα να τη γυ ρίσω πίσω. Τώρα ήταν είκοσι έξι χρόνων και δεν έδειχνε να έχει αλλάξει καθόλου . Είχαν περάσει έξι χρόνια σχεδόν από την εξαφάνισή της. Έξι χρόνια που την έψαχνα. Ήξερα πως οι γονείς της λέγονταν Κλάρα και Τζιμ, και είχαν πάρει διαζύ γιο πριν από δύ ο χρόνια. Ήξερα πως είχε δύ ο αδελφές, τη Ρου θ και τη Λόρνα, κι έναν αδελφό, τον Τζέιμς. Οι καλύ τερες φίλες της ήταν η Λόρα και η Ρεμπέκα, αλλιώς γνωστή ως «Φερμου άρ» επειδή ξεχνού σε τακτικά να κλείσει το φερμου άρ της. Η Όρλα σπού δαζε ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Κορκ όταν εξαφανίστηκε. Το φόρεμά της για τον σχολικό

χορό ήταν βυ σσινί, και η ου λή στο αριστερό της φρύ δι είχε γίνει όταν έπεσε από το ποδήλατο σε διακοπές στο Μπάντρι, όταν ήταν οκτώ χρόνων. Έχασε την παρθενιά της σε ένα πάρτι όταν ήταν δεκαπέντε χρόνων, με τον Νιλ Κένεντι, τον τύ πο που δού λευ ε στο βίντεο κλαμπ της περιοχής, και είχε τρακάρει κρυ φά το αυ τοκίνητο των γονιών της όταν έλειψαν για μία εβδομάδα στην Ισπανία, αλλά το είχε επισκευ άσει εγκαίρως κι έτσι μέχρι σήμερα δεν ήξεραν την αλήθεια. Το αγαπημένο της χρώμα είναι το λιλά, λατρεύ ει την ποπ, έπαιζε πιάνο μέχρι τα δεκατέσσερα, κρυ φό της όνειρο από την ηλικία των έξι ήταν να γίνει μπαλαρίνα, αλλά δεν έκανε ποτέ ού τε ένα μάθημα, και βρισκόταν εδώ τα τελευ ταία πέντε χρόνια και εννέα μήνες. Την κοίταξα και δεν ήξερα από πού να αρχίσω. «Λοιπόν, Όρλα, μίλησέ μου λίγο για τον εαυ τό σου » Την κοιτού σα σαν υ πνωτισμένη, παρακολου θού σα τα χείλη που είχα δει μόνο σε φωτογραφίες, να ανοιγοκλείνου ν, το πρόσωπό της ζωηρό και ολοζώντανο, και άκου γα τα λόγια της. Τον τραγου διστό τόνο της προφοράς του Κορκ, τον τρόπο που κινού νταν τα μαλλιά της όταν μιλού σε. Ήμου ν μαγεμένη. Όταν έφτασε στο σημείο για τις σπου δές στο κολέγιο, βρήκα την ευ καιρία που ζητού σα να παρέμβω. «Ιστορία της τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Κορκ;» επανέλαβα. «Ξέρω κάποια που σπού δαζε στο ίδιο έτος με σένα». «Ποια;» Παραλίγο να πεταχτεί από τη θέση της. «Τη Ρεμπέκα Γκρέι». Έμεινε με το στόμα ανοιχτό. «Ψέματα λες! Η Ρεμπέκα Γκρέι είναι μία από τις καλύ τερές μου φίλες!»

«Αλήθεια;» Πρόσεξα πως όλα εξακολου θού σαν να είναι σε ενεστώτα χρόνο. Η Ρεμπέκα ήταν ακόμα η καλύ τερή της φίλη. «Ναι! Πολύ παράξενο. Πώς την ξέρεις;» «Βγήκαμε μερικές φορές με τον αδελφό της, τον Έντα. Είναι φίλος φίλων μου – ξέρεις πώς πάει». «Τι κάνει ο Έντα τώρα;» «Να σου πω την αλήθεια, τελευ ταία φορά τον είδα στο γάμο του πριν από λίγου ς μήνες. Νομίζω ότι μπορεί να γνώρισα και τη μαμά με τον μπαμπά σου εκεί». Σώπασε για μια στιγμή και όταν μίλησε, πάλι η φωνή της ήταν πνιχτή και τρεμου λιαστή. «Τι κάνου ν;» «Είναι πολύ καλά· μιλού σα μάλιστα με μια από τις αδελφές σου – Λόρνα την έλεγαν, νομίζω». «Ναι, Λόρνα!» «Μου έλεγε ότι αρραβωνιάστηκε». «Με τον Στίβεν;» Άρχισε να πηδάει πάνω-κάτω στην καρέκλα της και να χτυ πάει ενθου σιασμένη παλαμάκια. «Ναι», χαμογέλασα, «με τον Στίβεν». «Το ήξερα ότι θα τα ξανάφτιαχναν», γελού σε με δάκρυ α στα μάτια. «Ήταν εκεί και η μεγάλη σου αδελφή με τον άντρα της. Πρόσεξα πως ήταν ετοιμόγεννη». «Ω!» Ένα δάκρυ κύ λησε από το ένα μάτι της και το σκού πισε βιαστικά. «Τι άλλο; Ποιον άλλο είδες; Σου είπαν τίποτα η μαμά και ο μπαμπάς μου ; Πώς ήταν;» Κι έτσι, τη γύ ρισα πίσω, σπίτι της.

Ένα μισάωρο κύ λησε και τότε η Τζόαν έβηξε υ περβολικά

δυ νατά για να μου δείξει πως είχε φτάσει κι άλλος υ ποψήφιος για ακρόαση. Δεν είχαμε προσέξει καν την Τζόαν να μπαίνει στην αίθου σα και κοίταξα τον καρπό μου για να δω την ώρα, ξεχνώντας πως το ρολόι μου βρισκόταν ακόμα κάπου στο δρόμο που έβγαζε από το χωριό. Ένιωσα το οικείο αίσθημα του εκνευ ρισμού να μου γρατσου νάει όλο μου το είναι, όταν σκέφτηκα ότι το ρολόι βρισκόταν κάπου αλλά εγώ δεν μπορού σα να το βρω. Σήκωσα τα μάτια και είδα το επόμενο άτομο που θα συ ναντού σα –η Κάρολ Ντέμπσι έπλεκε νευ ρικά τα χέρια έτσι όπως στεκόταν πλάι στην Τζόαν– και τότε ο εκνευ ρισμός μου εξαφανίστηκε. Ένιωσα πάλι το φόβο. «Λυ πάμαι, ο χρόνος μας τελείωσε», είπα στην Όρλα. Το πρόσωπό της κατσού φιασε και κατάλαβα πως άξαφνα την είχα αρπάξει από το σπίτι της και την είχα μεταφέρει και πετάξει στην πραγματικότητα του μέρου ς όπου βρισκόταν τώρα. «Μα ού τε από ακρόαση δεν πέρασα», πανικοβλήθηκε. «Δεν πειράζει, πήρες το ρόλο», ψιθύ ρισα και της έκλεισα το μάτι. Το πρόσωπό της φωτίστηκε καθώς σηκώθηκε, έσκυ ψε και μου έσφιξε ζεστά το χέρι μέσα στα δικά της. «Ευ χαριστώ, χίλια ευ χαριστώ». Την κοιτού σα να φεύ γει μαζί με την Έλενα, με το κεφάλι της πλημμυ ρισμένο από εκατομμύ ρια καινού ριες σκέψεις από τις ιστορίες για το σπίτι της. Είχε τόσα να σκεφτεί τώρα: καινού ριες σκέψεις και καινού ριες αναμνήσεις έθεταν καινού ρια ζητήματα και ξυ πνού σαν μια καινού ρια νοσταλγία. Η Κάρολ ήρθε και κάθισε μπροστά μου . Μητέρα τριών

παιδιών, νοικοκυ ρά, από το Ντόνεγκαλ, σαράντα δύ ο χρόνων και μέλος της τοπικής χορωδίας· εξαφανίστηκε ενώ επέστρεφε από την πρόβα της χορωδίας πριν από τέσσερα χρόνια. Είχε πάρει δίπλωμα οδήγησης μία εβδομάδα πριν από την εξφάνισή της, ο άντρας της είχε γιορτάσει τα τεσσαρακοστά πέμπτα γενέθλιά του μαζί με όλη την οικογένεια το προηγού μενο βράδυ και η παράσταση της μικρότερης κόρης της θα έκανε πρεμιέρα την επόμενη εβδομάδα. Κοίταξα το ποντικίσιο μού τρο της, το συ νεσταλμένο και ντροπαλό, τα καστανά άτονα μαλλιά πιασμένα πίσω από τα ροδαλά αυ τιά, την τσάντα που έσφιγγαν τα χέρια της πάνω στα πόδια της και αυ τομάτως μου ήρθε να την πάρω σπίτι. «Λοιπόν, Κάρολ», είπα μαλακά, «γιατί δεν ξεκινάμε λέγοντάς μου λίγα πράγματα για τον εαυ τό σου ;» Αργότερα την ίδια μέρα, καθίσαμε όλοι σε έναν κύ κλο μέσα στο μεγαλόπρεπο δημοτικό κέντρο. Είχα το πρόσωπο στραμμένο στη σκηνή και στα χιλιάδες αποτυ πώματα χεριών που στόλιζαν το φόντο. ‘‘Δύ ναμη και Ελπίδα’’, επανέλαβα από μέσα μου . Η δύ ναμη και η ελπίδα με είχαν βοηθήσει να τα βγάλω πέρα σήμερα· ακόμα ένιωθα μεθυ σμένη από τις συ ναντήσεις με τα ινδάλματά μου αλλά ήξερα ότι σύ ντομα θα ένιωθα εξου θενωμένη. Ως συ νήθως, μόλις κάθισαν όλοι στις θέσεις του ς, εγώ επέλεξα να μείνω πίσω και να παρατηρώ, έξω από τον κύ κλο. Οι παλιές συ νήθειες δύ σκολα πεθαίνου ν. Τότε με φώναξε η Έλενα και τη μιμήθηκαν άλλες δεκαπέντε φωνές όλες μαζί, προσπαθώντας να με πειθαναγκάσου ν να καθίσω. Βρήκα μια θέση, έχοντας συ ναίσθηση ότι έμπαινα σε μια

ομάδα, κάτι από το οποίο προσπαθού σα να ξεφύ γω μια ζωή. Κάθισα αργά, ενώ προσπαθού σα να τιθασεύ σω τα πόδια μου , που είχαν βαλθεί να φύ γου ν τρέχοντας, καθώς και το στόμα μου , που ήθελε να πετάξει μια δικαιολογία ώστε να μπορέσω να φύ γω από κει. Αφού μίλησα με τον καθένα ξεχωριστά, η Έλενα είχε την ιδέα να μοιραστού με όλοι μαζί τις εμπειρίες από τον τόπο και το χρόνο της εξαφάνισής μας ώστε να γνωριστού με καλύ τερα. Το αποκάλεσε εργαστήριο δόμησης ομάδας χάριν της παραγωγής, αλλά ήξερα ότι στην πραγματικότητα το έκανε για μένα, για να με βοηθήσει στην προσπάθειά μου να συ νεχίσω να αναζητώ απαντήσεις στα ερωτήματα που με βασάνιζαν: πού ήμαστε και πώς φτάσαμε εδώ. Ένας-ένας εξήγησαν όλοι πώς έφτασαν εδώ. Ήταν συ γκινησιακά φορτισμένη εμπειρία. Κάποιοι ήταν μόλις λίγα χρόνια εδώ, άλλοι για πάνω από δεκαετία, αλλά η συ νειδητοποίηση ότι δεν θα επέστρεφαν ποτέ πίσω, ήταν ακόμα νωπή. Πολλοί έχυ σαν δάκρυ α, ως συ νήθως, αλλά εγώ κανένα. Θαρρείς και μέχρι να φτάσου ν τα δάκρυ α από την καρδιά στα μάτια μου , προλάβαιναν και εξατμίζονταν και πετού σαν στον αέρα σαν θλιμμένοι υ δρατμοί. Άκου σα συ γκλονισμένη τι του ς είχε συ μβεί αφού άφησαν πίσω του ς τόπου ς που είχα εξετάσει αμέτρητες φορές, και έφτασαν εδώ. Ήταν απλού στατο. Είχα ακολου θήσει αδιέξοδου ς δρόμου ς, είχα υ ποψιαστεί λάθος ανθρώπου ς, είχα εξετάσει εξονυ χιστικά και το παραμικρό εκατοστό του δρόμου όπου θεάθηκαν τελευ ταία φορά. Ήταν όλα μάταια επειδή το μόνο που είχε συ μβεί στην πραγματικότητα ήταν ότι είχαν

καταλήξει εδώ. Μολονότι ήταν επώδυ νο για του ς εξαφανισμένου ς, εντού τοις το να γνωρίζου ν ότι δεν θα γυ ρνού σαν πίσω ήταν πολύ καλύ τερο από την εναλλακτική. Μακάρι να ήταν η Τζένι-Μέι Μπάτλερ εδώ. Μακάρι να ήταν ο Ντόναλ Ρατλ εδώ, μάκαρι να ήταν εδώ και οι άλλοι άνθρωποι της λίστας, όπως και οι χιλιάδες άνθρωποι που εξαφανίζονται κάθε χρόνο. Προσευ χόμου ν να μην είχε συ μβεί τίποτα κακό στην Τζένι-Μέι. Προσευ χόμου ν αν της είχε συ μβεί, να ήταν γρήγορο και ανώδυ νο. Αλλά κυ ρίως προσευ χόμου ν να ήταν εδώ. Κοιτού σα σαν μαγεμένη όλου ς αυ τού ς του ς ανθρώπου ς. Εγώ γι’ αυ τού ς ήμου ν μια ξένη, αλλά αυ τοί ήταν για μένα οι καλύ τεροι φίλοι. Είχα πάρα πολλές δικές του ς ιστορίες που ήθελα να του ς πω, που γνώριζα και καταλάβαινα και με τις οποίες είχα γελάσει και ταυ τιστεί. Ήθελα να του ς πω πόσου ς γνωστού ς του ς είχα γνωρίσει και είχα γελάσει μαζί του ς. Υπήρχαν καταστάσεις τις οποίες ήξερα ότι είχαν περάσει και ήθελα να του ς το πω και να τις μοιραστώ μαζί του ς. Είχα φτάσει στο άλλο άκρο σε σύ γκριση με το πώς ήμου ν στην κανονική μου ζωή. Εδώ ήθελα να συ μμετάσχω, να ανταλλάξω ιστορίες και να νιώσω ότι ανήκω κάπου . Έγινε σιωπή και συ νειδητοποίησα πως όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μου . «Λοιπόν;» ρώτησε η Έλενα, σιάχνοντας τη λεμονί πασμίνα της γύ ρω από του ς ώμου ς. «Τι λοιπόν;» ρώτησα και κοίταξα γύ ρω μου σαστισμένη. «Δεν θα μας πεις πώς έφτασες εδώ;»

Μου ήρθε να του ς πω ότι ήμου ν εδώ πολύ πιο πριν απ’ όλου ς του ς. Δεν το έκανα όμως. Αντί γι’ αυ τό, ζήτησα ευ γενικά συ γγνώμη και βγήκα από την αίθου σα.

Αργότερα το ίδιο βράδυ , καθόμου ν σε ένα ήσυ χο τραπέζι στο φαγάδικο μαζί με την Έλενα και τον Τζόζεφ. Κεριά τρεμόφεγγαν σε κάθε τραπέζι και παραδείσια που λιά κού ρνιαζαν σε μικρά τενεκεδάκια στο κέντρο. Είχαμε μόλις τελειώσει μια ορεκτική μανιταρόσου πα με άγρια μανιτάρια και καυ τό μαύ ρο ψωμί, και ακού μπησα πίσω στην καρέκλα μου , ήδη χορτασμένη, για να περιμένω το κυ ρίως πιάτο μου . Το φαγάδικο ήταν ήσυ χο τού το το βράδυ Τετάρτης καθώς ο κόσμος είχε επιλέξει να πάει νωρίς για ύ πνο επειδή την επόμενη μέρα είχαν να ξυ πνήσου ν νωρίς για δου λειά. Σε καθέναν από του ς συ μμετέχοντες στην παραγωγή είχε δοθεί άδεια από τις δου λειές του ς, γιατί η ενασχόλησή του ς με τις τέχνες θεωρού νταν αρκετή από το Συ μβού λιο. Έπρεπε να κάνου με ολημερίς πρόβες καθημερινά προκειμένου να προλάβου με την προθεσμία της επόμενης Κυ ριακής, οπότε θα γινόταν η γενική πρόβα, όπως η Έλενα είχε ήδη διαβεβαιώσει θίασο και κοινότητα. Ήταν ένας στόχος που φάνταζε υ περβολικά φιλόδοξος και ολότελα εξωπραγματικός στα μάτια μου , αν και η Έλενα με διαβεβαίωσε ότι εδώ πέρα οι άνθρωποι έπεφταν με τα μού τρα στη δου λειά και ήταν πολύ παραγωγικοί. Αλλά πού να το ξέρω εγώ αυ τό; Κοίταξα τον καρπό μου για εκατομμυ ριοστή φορά από τη στιγμή που έχασα το ρολόι μου , και αναστέναξα

εκνευ ρισμένη. «Πρέπει να βρω το ρολόι μου ». «Μην ανησυ χείς», χαμογέλασε η Έλενα. «Εδώ δεν είναι όπως στην πατρίδα, Σάντι· εδώ δεν χάνονται έτσι εύ κολα τα πράγματα». «Το ξέρω, το ξέρω, όλο αυ τό μου λες, αλλά αν είναι έτσι, τότε πού στο καλό είναι;» «Όπου σου έπεσε», είπε γελαστά και κού νησε το κεφάλι της σαν να μιλού σε με παιδί. Πρόσεξα πως ο Τζόζεφ δεν χαμογέλασε παρά άλλαξε θέμα. «Τι είδου ς έργο θα ανεβάσετε;» ρώτησε με τη βαθιά, καθησυ χαστική φωνή του . Έβαλα τα γέλια. «Δεν έχου με ιδέα. Η Έλενα κατάφερνε να απομακρύ νει τη συ ζήτηση από το θέμα του θεατρικού έργου που θα ανεβάσου με, κάθε φορά που το ανέφερε κάποιος. Δεν θέλω να σου χαλάσω τα σχέδια, αλλά νομίζω ότι μία εβδομάδα δεν φτάνει για τις πρόβες και την τελειοποίηση μιας παράστασης». «Θα είναι σύ ντομο έργο», είχε έτοιμη τη δικαιολογία η Έλενα. «Τι θα γίνει με τα σενάρια, τα κοστού μια και όλα όσα χρειάζονται;» ρώτησα, όταν συ νειδητοποιού σα ξαφνικά το μέγεθος όλων αυ τών που θα έπρεπε να κάνου με. «Εσύ μην ανησυ χείς γι’ αυ τά τα πράγματα, Σάντι». Στράφηκε στον Τζόζεφ. «Στην πατρίδα έχου ν την πεποίθηση ότι τα θέατρα είναι στοιχειωμένα επειδή πάντα αναφέρονται ή φημολογού νται εξαφανίσεις κοστου μιών και ειδών μακιγιάζ. Αλήθεια είναι, όντως εξαφανίζονται αντικείμενα, όχι όμως εξαιτίας φαντασμάτων –φαντασμάτων που ξαφρίζου ν, εν πάση

περιπτώσει– αφού καθημερινά εμφανίζονται εδώ πέρα τα καλύ τερα κοστού μια. Ο Μπόμπι θα έχει ό,τι χρειαστού με», είπε ήρεμα. «Τα έχει σκεφτεί όλα», χαμογέλασε τρυ φερά ο Τζόζεφ στη γυ ναίκα του . «Δεν χρειάζεται άλλη σκέψη, αγάπη μου . Η απόφαση έχει ήδη ληφθεί. Θα ανεβάσου με το Μάγο του Οζ», είπε με στόμφο και καμάρι η Έλενα, στριφογυ ρίζοντας το κόκκινο κρασί της στο ποτήρι και πίνοντας μια γου λιά. Έβαλα τα γέλια. «Πού βρίσκεις το αστείο;» ρώτησε εύ θυ μα ο Τζόζεφ. «Στο Μάγο του Οζ», είπα με έμφαση. «Δεν είναι θεατρικό, είναι μιού ζικαλ! Αυ τό το έργο διαλέγου ν τα παιδιά για τις σχολικές του ς παραστάσεις. Νόμιζα ότι θα έβρισκες κάτι λίγο πιο διανοου μενίστικο, όπως ένα θεατρικό του Μπέκετ ή του Ο’Κέισι», είπα. «Το Μάγο του Οζ όμως…;» ζάρωσα τη μύ τη μου . «Πω πω, νομίζω πως έχου με μια σνομπαρία ανάμεσά μας». Η Έλενα προσπάθησε να μη χαμογελάσει. «Δεν τον ξέρω αυ τόν το Μάγο του Οζ». Ο Τζόζεφ έδειχνε μπερδεμένος. Άφησα μια πνιχτή κραυ γή έκπληξης. «Σε παραμέλησαν όταν ήσου ν παιδί;» «Δεν θα πρέπει να το έβλεπαν συ νεχώς στο Γου ατάμου », μου υ πενθύ μισε η Έλενα. «Εξάλλου , Σάντι, αν δεν είχες φύ γει τόσο νωρίς από την πρόβα σήμερα, θα είχες μάθεις ότι δεν θα ανεβάσου με το μιού ζικαλ, αλλά μια διασκευ ή που γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια από τον Ντένις Ο’Ση, έναν εκλεκτό Ιρλανδό θεατρικό συ γγραφέα ο οποίος βρίσκεται δύ ο χρόνια εδώ

μαζί μας. Έμαθε τι κάνου με και μου έφερε το έργο σήμερα το πρωί για να του ρίξω μια ματιά. Το βρήκα τέλειο, κι έτσι έγινε ήδη η διανομή των ρόλων και στήθηκαν οι πρώτες σκηνές. Έχε υ πόψη σου ότι χρειάστηκε να πω σε όλου ς πως η απόφαση ήταν δική σου ». «Έκανες διανομή ρόλων για το Μάγο του Οζ;» είπα παντελώς ασυ γκίνητη. «Περί τίνος πρόκειται;» ρώτησε ο Τζόζεφ με περιέργεια. «Πες εσύ , Σάντι», είπε η Έλενα. «Λοιπόν, είναι μια παιδική ταινία», είπα με έμφαση, απευ θυ νόμενη στην Έλενα, «που γυ ρίστηκε στη δεκαετία του τριάντα, με πρωταγωνίστρια ένα κοριτσάκι, την Ντόροθι Γκέιλ, η οποία παρασύ ρεται από ανεμοστρόβιλο και φτάνει σε μια μαγική χώρα. Με το που φτάνει εκεί, προσπαθεί να βρει το μάγο που θα τη βοηθήσει να γυ ρίσει σπίτι της. Είναι γελοίο να ζητάμε από μια ομάδα ενηλίκων να το παίξου ν», είπα γελώντας, αλλά συ νειδητοποίησα ότι δεν γελού σε κανείς μαζί μου . «Κι αυ τός ο μάγος, τη βοηθάει;» «Ναι», είπα αργά, νιώθοντας περίεργα που έπαιρναν τόσο σοβαρά την ιστορία. «Ο μάγος τη βοηθάει και η Ντόροθι μαθαίνει ότι μπορού σε εξαρχής να γυ ρίσει σπίτι, φτάνει να χτυ πού σε τα κόκκινα παπού τσια της και να πει “Σαν στο σπίτι που θενά, σαν στο σπίτι που θενά”». Ο Τζόζεφ εξακολου θού σε να μη γελάει. «Και γυ ρίζει πίσω, στο τέλος;» Έπεσε σιωπή και τότε κατάλαβα επιτέλου ς το γιατί.

Έγνεψα αργά. «Και τι κάνει όσο βρίσκεται σ’ αυ τή τη μαγική χώρα;» «Βοηθάει του ς φίλου ς της», είπα σιγανά. «Δεν μου φαίνεται και τόσο χαζή ιστορία», είπε ο Τζόζεφ σοβαρά. «Ο κόσμος εδώ θα θέλει πολύ να τη δει». Το σκέφτηκα λίγο. Για να πω την αλήθεια, το σκεφτόμου ν όλη νύ χτα, ώσπου άρχισα να ονειρεύ ομαι κόκκινα γοβάκια και ανεμοστρόβιλου ς και λιοντάρια με ανθρώπινη λαλιά και σπίτια που πέφτου ν επάνω σε μάγισσες, ώσπου η φράση «Σαν στο σπίτι που θενά» αντηχού σε τόσο δυ νατά και αδιάκοπα στο κεφάλι μου , που ξύ πνησα φωνάζοντάς την δυ νατά και μετά φοβόμου ν να ξανακοιμηθώ.

είκοσι οκτώ Κάρφωσα το βλέμμα στο ταβάνι, στο σημείο ακριβώς πάνω από το κεφάλι μου όπου η άσπρη μπογιά είχε φου σκώσει και σκάσει πάνω από το ξύ λο. Το παράθυ ρο του καθιστικού όπου κοιμόμου ν, καδράριζε τέλεια το φεγγάρι. Γαλάζιο φως έφεγγε μέσα από το παράθυ ρο, δημιου ργώντας μια επιπλέον αντανάκλαση από τα τετράγωνα τζάμια του πάνω στο χοντροκομμένο ξύ λινο τραπέζι. Παρατήρησα ότι στο παράθυ ρο πάνω στο τραπέζι δεν φαινόταν φεγγάρι, παρά μόνο μια φασματική ανοιχτογάλαζη αντανάκλαση. Τώρα πια είχα ξυ πνήσει εντελώς. Έπιασα τον καρπό μου να δω την ώρα και θυ μήθηκα πάλι πως έλειπε το ρολόι μου . Η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυ πάει όπως πάντα κάθε φορά που χανόταν κάτι δικό μου · στη στιγμή, ένιωθα να μη με χωράει ο τόπος και δεν έβρισκα ησυ χία μέχρι να αρχίσω το ψάξιμο. Οι αναζητήσεις μου ήταν σαν εθισμός και η αίσθηση πριν από την έρευ να σαν μανία για ναρκωτικό. Ένα κομμάτι μου ένιωθε κυ ριευ μένο και ο ψυ χαναγκασμός δεν με άφηνε να

ησυ χάσω αν δεν βρίσκονταν τα πράγματά μου . Ελάχιστα πράγματα μπορού σε να κάνει κανείς όταν ήμου ν σ’ αυ τή την κατάσταση, ελάχιστα μπορού σε να πει ή να πράξει για να με κάνει να πατήσω φρένο. Οι άνθρωποι που ήταν μαζί μου μου έλεγαν πάντα πόση μοναξιά ένιωθαν όταν του ς παρατού σα έτσι ξαφνικά. Όποιος ήταν μαζί μου ήταν πάντα το θύ μα· μα δεν καταλάβαιναν ότι και για μένα ήταν πολύ μοναχικά; «Μα το στυλό δεν είναι το χαμένο σου αντικείμενο», μου είχε πει μια φορά ο Γκρέγκορι. «Πώς δεν είναι;» μου ρμού ρισα θυ μωμένη, ενώ έψαχνα την τσάντα μου , με τη μύ τη χωμένη κυ ριολεκτικά στον πάτο. «Όχι, δεν είναι. Όταν ψάχνεις προσπαθείς να ικανοποιήσεις ένα συ ναίσθημα, Σάντι. Δεν έχει καμία απολύ τως σχέση το αν θα έχεις το στυ λό ή όχι». «Πώς δεν έχει σχέση», του έβαλα τις φωνές. «Αν δεν έχω στυ λό, πώς μπορώ να γράψω αυ τά που θα μου πεις;» Έβαλε το χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού του και μου έδωσε ένα στυ λό. «Ορίστε». «Μα δεν είναι το δικό μου στυ λό». Τότε αναστέναξε και μου χαμογέλασε όπως πάντα. «Αυ τή η αναζήτηση για τα χαμένα πράγματα είναι περισπασμός…» «Ο περισπασμός, του περισπασμού , τον περισπασμό, ω περισπασμέ... Άσε με μωρέ· εσύ είσαι που έχεις την ψύ χωση μ’ αυ τή τη λέξη. Το να λες τη λέξη “περισπασμός” είναι ο δικός σου περισπασμός από το να λες οτιδήποτε άλλο», ξέσπασα τσαντισμένη. «Άσε με να ολοκληρώσω», είπε βλοσυ ρά.

Σταμάτησα αμέσως το ψαχού λεμα και έκανα πως τον άκου γα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. «Αυ τή η αναζήτηση για τα χαμένα πράγματα είναι περισπασμ…», σταμάτησε, «είναι ένας τρόπος για να αποφύ γεις να αντιμετωπίσεις κάτι άλλο που έχει χαθεί από μέσα σου. Τι θα ’λεγες λοιπόν να ξεκινού σαμε να ψάχνου με τι είναι αυ τό;» «Α χα!» χαμογέλασα κι έβγαλα χαρού μενη το στυ λό από τον πάτο της τσάντας μου . «Το βρήκα!» Δυ στυ χώς για τον Γκρέγκορι, η μανία δεν έδειχνε ποτέ τα δόντια της όποτε προσπαθού σαμε να ψάξου με μέσα μου . Αν υ πήρχε τοίχος τρία μέτρα ψηλός γύ ρω από το σπίτι, θα τον σκαρφάλωνα. Δεν υ πήρχε όριο στου ς τόπου ς των αναζητήσεών μου · ίσα-ίσα, που τα εμπόδια γίνονταν αόρατα. Πάντως, ο Γκρέγκορι είχε κάτι καλό να πει για τις αναζητήσεις μου και αυ τό ήταν ότι δεν είχε ξαναδεί τέτοια αντοχή και αποφασιστικότητα. Αλλά μετά πήγαινε και κατέστρεφε την καλή κου βέντα του , λέγοντας τι κρίμα που δεν διοχέτευ α αυ τή την ενέργεια σε άλλου ς τομείς της ζωής μου . Παρ’ όλα αυ τά, κάπου μέσα στα σχόλιά του διαισθανόμου ν και τον έπαινο. Το ρολόι στον τοίχο του καθιστικού έλεγε 03 :4 5. Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου μες στο θανατερά σιωπηλό σπίτι και άρχισα να ψαχου λεύ ω τη βαλίτσα της Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ με τα εφιαλτικά ρού χα της δεκαετίας του ογδόντα. Τελικά, επέλεξα μια ασπρόμαυ ρη ναυ τική μπλού ζα, μαύ ρο κολλητό τζιν και ίσια μαύ ρα παπού τσια. Το μόνο που μου έλειπε ήταν ένα μπράτσο γεμάτο βραχιόλια, κρίκοι στ’ αυ τιά και μαλλιά

χτενισμένα προς τα πίσω και θα ήμου ν έτοιμη να χορέψω στου ς ρυ θμού ς του «The Tim e Warp»1 0 . Όχι ότι δεν χόρευ α ήδη δηλαδή. Ο Τζόζεφ και η Έλενα έδειχναν απόλυ τα σίγου ροι ότι το ρολόι μου δεν είχε χαθεί· έδειχναν απόλυ τα πεπεισμένοι ότι τίποτα δεν μπορού σε να φύ γει από δω. Έπρεπε να ψάξω μόνη μου . Ξεγλίστρησα σαν τη γάτα από το σπίτι ώστε να μην ξυ πνήσω την οικογένεια. Έξω, ο καιρός ήταν γλυ κός. Ένιωθα σαν να περπατού σα σε κάποιο κου κλίστικο χωριό στα χιονισμένα βου νά της Ελβετίας – μικρά ξύ λινα σαλέ με μικρά παράθυ ρα και κεριά στα παράθυ ρα για να φωτίζου ν το δρόμο και να καλωσορίζου ν του ς νεοφερμένου ς. Έξω επικρατού σε απόλυ τη ησυ χία. Από το δάσος ακού γονταν τριξίματα και σπασίματα κλαδιών καθώς άνθρωποι έφταναν για πρώτη φορά στο χωριό. Άνθρωποι που θα πρέπει να βρέθηκαν εκεί κάνοντας μια αθώα βόλτα στα μαγαζιά ή επιστρέφοντας στο σπίτι μετά την παμπ. Στο χωριό ένιωθα ασφαλής, αισθανόμου ν ότι με προστάτευ αν άνθρωποι που το είχαν βάλει σκοπό να συ νεχίσου ν τη ζωή του ς και να προχωρήσου ν παρακάτω. Βγήκα από το χωριό, ακολου θώντας το χωματόδρομο που πήγαινε κατά μήκος των χωραφιών. Πέρα μακριά, ο ήλιος ανέτελλε πάνω από τα δέντρα, ρίχνοντας πορτοκαλί λάμψεις στο γαλανό φως, σαν τεράστιο πορτοκάλι που στύ βει τον χρωματιστό χυ μό του πάνω στα χωριά, τα δέντρα, τα βου νά και τα χωράφια, και αφήνει το ρευ στό φως να κυ λήσει σαν ποτάμι στα μονοπάτια. Πέρα μακριά, είδα μια μορφή να σηκώνεται και να

σκύ βει στο κέντρο του δρόμου . Όταν ίσιωσε το κορμί, το ύ ψος και το παράστημα αποκάλυ ψαν πως ήταν ο Τζόζεφ. Η μορφή του φαινόταν κατάμαυ ρη στο φόντο του ήλιου που ανέτελλε, του γιγάντιου πορτοκαλιού που είχε σταθεί στην κορυ φή του δρόμου κι έμοιαζε έτοιμο να κυ λήσει καταπάνω μας, συ νθλίβοντας τα πάντα στο διάβα του . Πάνω που ετοιμαζόμου ν να τον πλησιάσω, τον είδα να πέφτει στα τέσσερα και να αρχίσει να χτενίζει το χώμα. Πήδησα μέσα στο δάσος, κρύ φτηκα πίσω από ένα δέντρο και έμεινα να παρακολου θώ. Με είχε προλάβει· συ νειδητοποίησα ότι έψαχνε για το ρολόι μου . Ένας φακός έφεξε μέσα από τα δέντρα και κατευ θύ νθηκε προς το μέρος μου . Έσκυ ψα αλαφιασμένη και αναρωτήθηκα από πού στο καλό ερχόταν. Ο Τζόζεφ σταμάτησε ό,τι έκανε για να κοιτάξει το φως. Όταν το φως χάθηκε, συ νέχισε να ψάχνει κι εγώ εξακολού θησα να τον παρακολου θώ καθώς ήθελα να δω τι θα έκανε όταν θα έβρισκε το ρολόι. Αλλά δεν το βρήκε. Μετά από μία ώρα πολύ αποφασιστικό –νομίζω πως θα συ μφωνού σε και ο Γκρέγκορι– ψάξιμο, ο Τζόζεφ σηκώθηκε τελικά όρθιος, έβαλε τα χέρια στου ς γοφού ς, κού νησε το κεφάλι και αναστέναξε. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Δεν ήταν εκεί, το ήξερα.

Προτού γυ ρίσει σπίτι ο Τζακ, την Τετάρτη το βράδυ , επέστρεψε στις εκβολές για να δει αν το αμάξι της Σάντι είχε σηκωθεί και φύ γει το τελευ ταίο εικοσιτετράωρο. Η Γκλόρια είχε ενθου σιαστεί όταν έμαθε ότι ο Τζακ σχεδίαζε να επισκεφθεί ψυ χίατρο, παρότι σάστισε λίγο –

και κάτι παραπάνω– αναφορικά με το λόγο που τον έκανε να πηγαίνει στο Δου βλίνο για τις συ νεδρίες του . Παρ’ όλα αυ τά, ο Τζακ είχε πολύ καιρό να τη δει τόσο χαρού μενη, πράγμα που του έδειξε πόσο άθλιος θα πρέπει να ήταν τώρα τελευ ταία. Σχεδόν την άκου γε να σκέφτεται και να σχεδιάζει γάμου ς, μωρά, βαφτίσια και ποιος ξέρει τι άλλο, όταν της το είπε. Ωστόσο, η Γκλόρια έκανε λάθος που νόμιζε ότι η ψυ χοθεραπεία ήταν για εκείνον. Ο Τζακ δεν ήθελε να γιατρευ τεί από την επιθυ μία να βρει τον αδελφό του . Ο ίδιος δεν πίστευ ε πως έπασχε από κάποια αρρώστια. Το σκοτάδι ήταν πίσσα ανάμεσα στα δέντρα των εκβολών του Σάνον, όπου έκρωζαν κου κου βάγιες και νυ κτόβια πλάσματα σάλευ αν ανάμεσα στα χαμόκλαδα. Έβγαλε το φακό επείγου σας ανάγκης από το αυ τοκίνητο και όταν τον άναψε είδε κάμποσα τρομαγμένα γυ αλιστερά μάτια να παγώνου ν και μετά να ορμάνε πίσω στου ς θάμνου ς. Το Φορντ Φιέστα της Σάντι ήταν στη θέση του , ανέπαφο από την τελευ ταία φορά που είχε έρθει εδώ. Ο Τζακ έφεξε με το φακό γύ ρω-γύ ρω στα δέντρα, στο δρομάκι που οδηγού σε πιο πάνω στην ακροποταμιά. Ευ χάριστος περίπατος για παρατηρητές που λιών και φυ σιοδίφες ή ένα μονοπάτι για τζόγκινγκ για τη Σάντι; Ο Τζακ πήγε προς τα κει, μπήκε πιο βαθιά στο δάσος όπου είχε ψάξει αμέτρητες φορές τις τελευ ταίες ημέρες. Εξαιτίας της απειρίας του , τις προηγού μενες φορές αναζητού σε χνάρια, θαρρείς και θα τον βοηθού σαν σε κάτι. Προχώρησε περισσότερο· διασκέδαζε που έβλεπε διάφορα πλάσματα να πετάγονται έξω από τη δέσμη φωτός. Έστρεψε το φακό ψηλά στα

δέντρα και είδε το φως να φτάνει στον ου ρανό. Ένα μονοπάτι εμφανίστηκε αριστερά του . Ο Τζακ κοντοστάθηκε και τότε έπαψε να προσπαθεί να καταλάβει τι τον ενοχλού σε. Ποτέ πριν δεν είχε προσέξει το μονοπάτι. Έστρεψε το φακό προς τα κει: στο τέρμα του ήταν κι άλλα δέντρα, κι άλλο σκοτάδι. Αναρίγησε και απομάκρυ νε πάλι τη δέσμη του φακού με σκοπό να επιστρέψει με το φως της ημέρας για να εξερευ νήσει το μονοπάτι. Όταν έφεξε με το φακό προς άλλη κατεύ θυ νση, μια μεταλλική αναλαμπή τού τράβηξε το βλέμμα και χάθηκε πάλι. Έψαξε γρήγορα γύ ρω-γύ ρω με το φακό, μη τυ χόν κι εξαφανιζόταν ό,τι ήταν αυ τό που είχε δει. Το βλέμμα του έπεσε πάνω σε ένα ασημένιο ρολόι, ανάμεσα στο ψηλό χορτάρι πλάι στο μονοπάτι αριστερά του . Έσκυ ψε να το πιάσει, με την καρδιά να βροντοχτυ πάει στο στήθος του , και στο μυ αλό του σχηματίστηκε ξαφνικά μια εικόνα. Η ανάμνηση της Σάντι που έσκυ βε να πιάσει το ρολόι της στο βενζινάδικο μερικά πρωινά πιο πριν. 1 0 Υπόδει γ μ α χ ορ ευ τ ι κ ού κ ομ μ ατ ι ού από τ ο μ ι ού ζι κ αλ Th e Roc k y Horror S h ow , που γ ν ώρ ι σε δι αδοχ ι κ ές δι ασκ ευ ές στ η δεκ αετ ί α τ ου 1 980· ο τ ί τ λ ος σημ αί ν ει «δι αστ ρ έβ λ ωση τ ου χ ρ όν ου ». (Στ Μ)

είκοσι εννέα «Γεια σας. Ελπίζω να έχω καλέσει τον σωστό αριθμό· ψάχνω τη Μαίρη Στάνλεϊ». Ο Τζακ μιλού σε με την υ πηρεσία αυ τόματου τηλεφωνητή. «Με λένε Τζακ Ρατλ. Δεν με γνωρίζετε αλλά προσπαθώ να έρθω σε επαφή με τη Σάντι Σορτ, με την οποία ξέρω ότι επικοινωνήσατε πρόσφατα. Ξέρω πως σας φαίνεται παράξενο το τηλεφώνημά μου , αλλά αν μιλήσετε μαζί της ή έχετε κάποια ιδέα πού μπορεί να έχει πάει, επικοινωνήστε, σας παρακαλώ, μαζί μου στο τηλέφωνο…» Ο Τζακ αναστέναξε και δοκίμασε άλλο νού μερο. Παντού ολόγυ ρά του , τού τη την ηλιόλου στη μέρα στο Δου βλίνο, έβλεπε ανθρώπου ς αραγμένου ς στο γρασίδι του πάρκου Σεντ Στίβενς Γκριν. Πάπιες περπατού σαν κου νιστές και λυ γιστές γύ ρω από το παγκάκι του , αναζητώντας κομματάκια ψωμί που είχαν πέσει από αυ τού ς που τις τάιζαν. Έκαναν κου άκ κου άκ, τσιμπολογού σαν και πηδού σαν μέσα στο στραφταλιστό νερό, αποσπώντας φευ γαλέα την προσοχή του . Αφού πέρασε πάνω από μία ώρα προσπαθώντας να βρει το

δρόμο του στο σύ στημα των δου βλινέζικων μονόδρομων, και αφού κόλλησε πολλές φορές στην κίνηση, κατάφερε τελικά να βρει μια θέση να παρκάρει κοντά στο Σεντ Στίβενς Γκριν. Είχε μία ώρα καιρό μέχρι τη συ νεδρία με τον δρα Μπάρτον, συ νάντηση που τον γέμιζε με ολοένα περισσότερο άγχος. Ο Τζακ δεν ήταν, στην καλύ τερη περίπτωση, καλός στο να συ ζητάει τα συ ναισθήματά του με του ς άλλου ς, πόσο μάλλον τώρα που θα έπρεπε να ανασκαλεύ ει το μυ αλό του για μία ολόκληρη ώρα ώστε να βρει δήθεν ανησυ χίες για να συ ζητήσει με έναν ψυ χίατρο· κι όλα αυ τά, μόνο και μόνο για να βρει πληροφορίες για τη Σάντι Σορτ. Δεν ήταν κανένας ντετέκτιβ, και είχε αρχίσει να τον κου ράζει η προσπάθεια να βρίσκει πλάγιου ς τρόπου ς για να παίρνει τις απαντήσεις που γύ ρευ ε. Όλο το πρωί τηλεφωνού σε σε ανθρώπου ς από τη λίστα του τηλεφωνικού καταλόγου της Σάντι, αφήνοντας μηνύ ματα σε όσου ς είχαν κλείσει ραντεβού μαζί της τις προηγού μενες εβδομάδες. Δεν έβλεπε φως στο τού νελ. Μέχρι στιγμής είχε αφήσει έξι φωνητικά μηνύ ματα, είχε μιλήσει με δύ ο ανθρώπου ς που φάνηκαν ιδιαίτερα επιφυ λακτικοί στο να του δώσου ν πληροφορίες, και είχε ακού σει για υ περβολικά πολλή ώρα τον τσαντισμένο σπιτονοικοκύ ρη της, ο οποίος φαινόταν να στενοχωριέται περισσότερο που δεν είχε εισπράξει ακόμα το νοίκι του μήνα παρά να νοιάζεται πού ήταν η Σάντι. «Θα σου δώσω μια συ μβου λή, αγόρι μου , προτού σου ραγίσει την καρδιά αυ τή η γυ ναίκα», είχε γρυ λίσει. «Αν δεν θες να κάθεσαι να την περιμένεις για μέρες, σου προτείνω να κόψεις τις παρτίδες σου μαζί της όσο είναι

καιρός. Δεν είσαι ο μόνος, αυ τό σου το υ πογράφω». Γέλασε με την καρδιά του . «Μη σε ξεγελάει. Μπάζει συ νεχώς άντρες στο σπίτι της, θαρρεί πως δεν την ακού ει κανείς μας. Μένω ακριβώς από πάνω της και ακού ω τα σού ρτα-φέρτα της. Άκου με που σου λέω· θα ξαναφανεί σε μερικές ημέρες και θα απορεί που έγινε τόσος ντόρος. Πιθανόν να νομίζει πως έλειψε δύ ο ώρες αντί για δύ ο εβδομάδες. Το κάνει συ νεχώς. Αλλά αν τύ χει και τη δεις νωρίτερα, πες της να μου στείλει αμέσως τα χρήματα, αλλιώς θα την πετάξω έξω». Ο Τζακ άφησε ένα στεναγμό. Αν ήταν να τα παρατήσει, τώρα ήταν η κατάλληλη στιγμή. Αλλά δεν μπορού σε. Νάτος τώρα στο Δου βλίνο, λίγα λεπτά μακριά από τη συ νάντηση με τον άνθρωπο που φανταζόταν πως ήξερε περισσότερα από οποιονδήποτε για το τι γινόταν μέσα στο κεφάλι της Σάντι. Ο Τζακ δεν ήθελε να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να γυ ρίσει πίσω, στο… τίποτα. Η άποψη που είχε για τη Σάντι άλλαζε. Μέσα από τις συ ζητήσεις του ς στο τηλέφωνο, είχε σχηματίσει μια εικόνα γι’ αυ τή στο μυ αλό του : οργανωμένη, άψογη επαγγελματίας, ερωτευ μένη με τη δου λειά της, ευ προσήγορη, φιλική. Όσο περισσότερο ανασκάλευ ε τη ζωή της τόσο περισσότερο άλλαζε αυ τή η εικόνα. Ήταν ακόμα όλα αυ τά τα πράγματα, αλλά και περισσότερα. Η Σάντι γινόταν πιο αληθινή. Δεν κυ νηγού σε κάποιο φάντασμα, αλλά ένα αληθινό, περίπλοκο, πολυ σχιδές άτομο· όχι μόνο την πρόθυ μη να τον βοηθήσει ξένη, με την οποία είχε μιλήσει στο τηλέφωνο. Μπορεί να είχε δίκιο ο αστυ νόμος Τέρνερ, μπορεί η Σάντι να είχε μπου χτίσει απλώς και να κρυ βόταν για λίγο από τον

κόσμο, αυ τό όμως ήταν κάτι που θα γνώριζε σίγου ρα ο ψυ χοθεραπευ τής της. Πάνω που ετοιμαζόταν να σχηματίσει άλλον ένα αριθμό, χτύ πησε το τηλέφωνό του . «Είσαι ο Τζακ;» ρώτησε σιγανά μια γυ ναικεία φωνή. «Ναι. Ποιος είναι;» «Μαίρη Στάνλεϊ. Μου άφησες μήνυ μα στο τηλέφωνο σχετικά με τη Σάντι Σορτ». «Ναι, Μαίρη, γεια. Σ’ ευ χαριστώ που ανταποκρίθηκες στο τηλεφώνημά μου . Το ξέρω πως ήταν παράξενο το μήνυ μα». «Ναι…» Ήταν επιφυ λακτική, όπως και όλοι οι υ πόλοιποι· δεν ήταν σίγου ροι γι’ αυ τό τον άγνωστο άντρα που γύ ρευ ε τη φίλη του ς χωρίς κανέναν απολύ τως προφανή λόγο. «Μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύ νη, Μαίρη. Δεν θέλω να κάνω κακό στη Σάντι. Δεν ξέρω πόσο καλά την ξέρεις, αν είσαι συ γγενής ή φίλη, αλλά άσε με να σου εξηγήσω πρώτα ποιος είμαι». Της διηγήθηκε την ιστορία: πώς είχε έρθει σε επαφή με τη Σάντι, πώς κανόνισε να τη συ ναντήσει, πώς τη συ νάντησε τυ χαία στο βενζινάδικο και πώς έχασε την επαφή μαζί της από τότε. Παρέλειψε το λόγο για τον οποίο θα τη συ ναντού σε, δεν του φαινόταν να έχει καμία σχέση με την υ πόθεση. «Δεν ήθελα να ανησυ χήσω κανέναν», συ νέχισε, «αλλά τηλεφωνώ σε ανθρώπου ς με του ς οποίου ς φαίνεται να διατηρού σε στενή επαφή η Σάντι, απλώς για να μάθω αν την είδαν ή της μίλησαν τελευ ταία». «Έλαβα ένα τηλεφώνημα από κάποιον αστυ νομικό Γκράχαμ Τέρνερ σήμερα το πρωί», είπε η Μαίρη, και ο

Τζακ δεν ήταν βέβαιος αν ήταν ερώτηση ή δήλωση. Μάλλον και τα δύ ο. «Ναι, επικοινώνησα εγώ μαζί του . Ανησυ χώ για τη Σάντι». Ο Τζακ είχε τηλεφωνήσει εκείνο το πρωί στον αστυ νομικό Τέρνερ και του είπε πως ανακάλυ ψε το ρολόι της Σάντι, με την ελπίδα ότι έτσι θα τον έκανε να ανασκου μπωθεί και να δώσει σημασία στην υ πόθεση. Προφανώς, το είχε καταφέρει. «Κι εγώ ανησυ χώ», είπε η Μαίρη, και ο Τζακ τέντωσε τ’ αυ τιά του με προσοχή. «Πώς ήξερε να σε πάρει;» ρώτησε ο Τζακ, εννοώντας ‘‘Ποια είσαι; Πώς ξέρεις τη Σάντι;’’ «Ποιον άλλο έχεις στη λίστα των τηλεφώνων σου ;» ρώτησε η Μαίρη, αγνοώντας τη δική του ερώτηση· έμοιαζε χαμένη στις σκέψεις. Ο Τζακ άνοιξε το σημειωματάριό του . «Πίτερ Ντέμπρι, Κλάρα Κιν, Άιλις Ο’Μπράιεν, Τόνι Ου άτς… να συ νεχίσω;» «Όχι, δεν φτάνου ν αυ τά. Βρήκες κάποια λίστα της Σάντι;» «Άφησε πίσω το τηλέφωνο και το ημερολόγιό της. Αυ τά ήταν οι μόνοι τρόποι για να την ψάξω». Ο Τζακ προσπάθησε να μην ακου στεί ένοχος. «Χάθηκε κάποιος γνωστός σου ;» Ο τόνος της δεν ήταν μαλακός, ού τε σκληρός. Τον αιφνιδίασε η ερώτησή της. Την έκανε με τέτοια ευ θύ τητα, σαν να εξαφανίζονταν καθημερινά άνθρωποι. «Ναι, ο αδελφός μου , Ντόναλ». Ένας κόμπος σκάλωνε στο λαιμό του Τζακ κάθε φορά που ανέφερε τον αδελφό του .

«Ο Ντόναλ Ρατλ… ναι, σωστά. Θυ μάμαι που το διάβασα στην εφημερίδα», είπε, κι έμεινε πάλι σιωπηλή, βυ θισμένη σε περισυ λλογή. «Όλοι αυ τοί που ανέφερες είναι άνθρωποι οι οποίοι έχου ν χάσει συ γγενείς του ς», εξήγησε η Μαίρη, «ανάμεσά του ς κι εγώ. Ο γιος μου , ο Μπόμπι, εξαφανίστηκε πριν από τρία χρόνια». «Λυ πάμαι πολύ », είπε μαλακά ο Τζακ. Ήταν απολύ τως λογικό που όλες οι πρόσφατες επικοινωνίες της Σάντι είχαν να κάνου ν με τη δου λειά· δεν είχε μιλήσει ακόμα με κανένα φίλο της. «Μη λυ πάσαι. Δεν φταις εσύ . Γιά να δω αν κατάλαβα καλά λοιπόν. Προσλάβαμε όλοι τη Σάντι για να μας βοηθήσει να βρού με του ς αγαπημένου ς μας, και τώρα μας ζητάς εσύ να σε βοηθήσου με να βρεις τη Σάντι;» Παρότι μιλού σε στο τηλέφωνο, το πρόσωπο του Τζακ κοκκίνισε. «Ναι, κάπως έτσι». «Λοιπόν, δεν ξέρω αν σου απάντησαν ακόμα οι άλλοι ή όχι, αλλά δεν με νοιάζει κιόλας. Θα μιλήσω εκ μέρου ς όλων του ς. Βασίσου πάνω μας. Η Σάντι είναι πολύ σημαντική για όλου ς μας· θα κάνου με ό,τι μπορού με για να βοηθήσου με να βρεθεί. Όσο πιο γρήγορα βρεθεί τόσο πιο γρήγορα θα μπορέσει να βρει τον Μπόμπι μου ». Αυ τό ακριβώς έλεγε και ο Τζακ.

Ανήμπορη να κλείσω μάτι όλη την υ πόλοιπη νύ χτα, έμεινα ξύ πνια και συ λλογιζόμου ν πού μπορεί να βρισκόταν το ρολόι μου . Το κεφάλι μου γύ ριζε από τις πιθανότητες, γιατί αφότου βρέθηκα εδώ, υ πήρχαν ένα σωρό μέρη όπου μπορού σα να φανταστώ ότι κατοικού σε.

Πάνω που είχα αρχίσει να φαντάζομαι έναν κόσμο όπου τα ρολόγια έτρωγαν, κοιμού νταν και παντρεύ ονταν το ένα με το άλλο, όπου τα εκκρεμή ήταν αρχηγοί κρατών, τα ρολόγια τσέπης διανοού μενοι, τα αδιάβροχα ρολόγια ζού σαν στο νερό, τα διαμαντένια ρολόγια ήταν η αριστοκρατία και τα ψηφιακά ρολόγια οι απλοί εργάτες, με διέκοψε ο Τζόζεφ που τρύ πωσε σαν τον κλέφτη μες στο σπίτι. Είχα μείνει να τον κοιτάζω για καμιά ώρα ακόμα να πηγαινοέρχεται στο δρόμο, να δείχνει άγρυ πνος και αποφασισμένος στην προσπάθειά του να βρει το ρολόι μου . Τώρα ήξερα πώς φαινόμου ν εγώ στου ς άλλου ς κατά τη διάρκεια των ερευ νών μου : συ γκεντρωμένη και παντελώς εστιασμένη, χωρίς συ ναίσθηση της ζωής γύ ρω μου , ιδίως της ύ παρξης ενός ανθρώπου που κρυ βόταν πίσω από ένα δέντρο εκεί κοντά. Ένα μισάωρο αφού ξανάπεσα στο κρεβάτι, ο Τζόζεφ επέστρεψε ήσυ χα –όχι και τόσο, είναι η αλήθεια– στο σπίτι. Κόλλησα το αυ τί στον τοίχο καθώς προσπαθού σα να ακού σω τα ψελλίσματα ανάμεσά σ’ αυ τόν και την Έλενα στο διπλανό δωμάτιο. Το ξύ λο ήταν ζεστό πάνω στο μάγου λό μου και έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια, όταν ένιωσα τη σου βλιά της νοσταλγίας και μια λαχτάρα για το ζεστό ζωντανό στέρνο στο οποίο ακου μπού σα το κεφάλι μου όταν ήμου ν στο κρεβάτι. Μετά έγινε πάλι σιωπή και, νιώθοντας σαν λιοντάρι στο κλου βί, αποφάσισα να ξεγλιστρήσω από το σπίτι προτού σηκωθεί κανείς άλλος πάλι. Έξω, είχαν αρχίσει να στήνονται οι υ παίθριοι πάγκοι για άλλη μια πολύ βου η μέρα εμπορίου . Η ζωηρή φασαρία

από τα χωρατά ανακατευ όταν με το κελάηδημα των που λιών, τα γέλια και τις φωνές καθώς κασόνια και κιβώτια ξεφορτώνονταν και άδειαζαν. Έκλεισα τα μάτια, όταν με πλημμύ ρισε το δεύ τερο κύ μα νοσταλγίας την ίδια μέρα, και φαντάστηκα πως ήμου ν κοριτσάκι και περπατού σα χέρι-χέρι με τη μητέρα μου στην αγορά οργανικών γεωργικών προϊόντων στο Μάρκετ Γιαρντ στο Κάρικ-ον-Σάνον, με τη γαργαλιστική μυ ρωδιά των φρού των και των λαχανικών, που ήταν τόσο ώριμα και πολύ χρωμα, να καλεί του ς πάντες να αγγίξου ν, να μυ ρίσου ν και να γευ τού ν. Άνοιξα τα μάτια και βρέθηκα πάλι εδώ. Έφτασα έξω από τα Απολεσθέντα και Ανευ ρεθέντα, και πρόσεξα ότι τα σκαλίσματα αυ τού του κτιρίου ήταν πιο πολύ χρωμα και παιχνιδιάρικα: δύ ο μονές κάλτσες, μία κίτρινη με ροζ που ά και μία άλλη μοβ με πορτοκαλί ρίγες. Στάθηκα και συ λλογίστηκα τον Γκρέγκορι και την αφεντιά μου στον τελευ ταίο αποχαιρετιστήριο χορό του σχολείου , κι έβαλα τα γέλια. Ένα πρόσωπο εμφανίστηκε στο παράθυ ρο, ένα πολύ γνώριμο πρόσωπο, και αμέσως σταμάτησα να γελάω, νιώθοντας σαν να είχα δει φάντασμα. Ήταν νέος – δεκαεννιά θα πρέπει να ήταν τώρα, αν υ πολόγιζα σωστά. Μου χαμογέλασε κατεργάρικα, χαιρέτησε κι εξαφανίστηκε από το παράθυ ρο για να εμφανιστεί στην ανοιχτή πλέον πόρτα σαν τη Γάτα του Τσέσαϊρ. Ώστε αυ τός λοιπόν ήταν ο Μπόμπι από τα Απολεσθένα και Ανευ ρεθέντα που μου είχαν αναφέρει η Έλενα και η Γου άντα. «Γεια σου ». Στήριξε τον ώμο στην κάσα της πόρτας, σταύ ρωσε το ένα πόδι πάνω από το άλλο και άπλωσε και

τα δυ ο του χέρια. «Καλωσόρισες στα Απολεσθένα και Ανευ ρεθέντα». Γέλασα. «Γεια σας, κύ ριε Στάνλεϊ». Τα μάτια του στένεψαν όταν με άκου σε να τον φωνάζω με το όνομά του , αλλά το χαμόγελό του πλάτυ νε. «Κι εσύ είσαι η…;» «Σάντι». Είχα ακου στά πως ήταν ωραίος τύ πος, ότι πάντα παρίστανε τον κλόου ν. Είχα δει αναρίθμητα σπιτικά βίντεο που τον έδειχναν να παίζει θέατρο μπροστά στην κάμερα από την ηλικία των έξι μέχρι και τα δεκάξι του χρόνια, πριν από την εξαφάνισή του . «Ήσου ν στη λίστα μου », του εξήγησα, «για τις χθεσινές ακροάσεις, αλλά δεν εμφανίστηκες». «Α!» Συ νειδητοποίησε ποια ήμου ν, αλλά εξακολου θού σε να με περιεργάζεται με περιέργεια. «Σε έχω ακου στά». Σταμάτησε να γέρνει πάνω στην κάσα της πόρτας και κατέβηκε ατάραχος τα σκαλιά με τα χέρια στις τσέπες. Σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου , σταύ ρωσε τα μπράτσα, έφερε το ένα του χέρι στο σαγόνι και άρχισε να κόβει αργά κύ κλου ς γύ ρω μου . Έβαλα τα γέλια. «Σαν τι έχεις ακού σει για μένα δηλαδή;» Σταμάτησε πίσω μου και στράφηκα προς το μέρος του . «Λένε πως ξέρεις διάφορα». «Το λένε;» «Το λένε», επανέλαβε και συ νέχισε να γυ ρίζει γύ ρω μου . Όταν ολοκλήρωσε μια πλήρη περιφορά σταμάτησε και σταύ ρωσε πάλι τα μπράτσα, ενώ σπίθες χόρευ αν στα γαλανά του μάτια. Ήταν όπως ακριβώς καμάρωνε ότι ήταν η μητέρα του . «Λένε πως είσαι η προφήτισσα του

Εδώ». «Ποιοι;» ρώτησα. «Οι…» – κοίταξε γύ ρω του για να βεβαιωθεί ότι δεν άκου γε κανείς· χαμήλωσε την ένταση της φωνής του σε ψίθυ ρο: «ακροασθέντες». «Α», έγνεψα χαμογελαστή. «Αυ τοί». «Ναι, αυτοί. Έχου με πολλά κοινά», είπε με μυ στηριώδες ύ φος. «Έχου με;» «Έχου με», επανέλαβε. «Λένε – δηλαδή», κοίταξε πάλι δεξιά-αριστερά προτού ψιθυ ρίσει, «οι ακροασθέντες – λένε ότι είσαι το άτομο στο οποίο πρέπει να απευ θυ νθείς αν θες να μάθεις πράγματα». Ανασήκωσα του ς ώμου ς. «Μπορεί και να ξέρω μερικά πράγματα». «Αν θες να ξέρεις πάντως, εγώ είμαι ο άνθρωπος στον οποίο πρέπει να απευ θυ νθείς αν θες να βρεις πράγματα». «Αν θες να ξέρεις πάντως, γι’ αυ τό είμαι τώρα εδώ». Χαμογέλασα. Σοβάρεψε. Νομίζω. «Για ποιο; Είσαι εδώ για να βρεις κάτι ή για να μου πεις κάτι;» Το σκέφτηκα αλλά δεν απάντησα. «Δεν θα μου πεις να περάσω μέσα;» «Φυ σικά», χαμογέλασε και άφησε το θέατρο. «Είμαι ο Μπόμπι», άπλωσε το χέρι, «αλλά αυ τό το ξέρεις ήδη». «Το ξέρω», χαμογέλασα. «Είμαι η Σάντι Σορτ». Του έπιασα το χέρι και το έσφιξα. Το ένιωσα άψυ χο στην παλάμη μου . Σήκωσα τα μάτια και είδα το πρόσωπό του να χλομιάζει.

«Σάντι Σορτ;» ρώτησε πάλι. «Ναι». Η καρδιά μου χτύ πησε ακατάστατα. «Γιατί, τι τρέχει;» «Η Σάντι Σορτ από το Λήτριμ στην Ιρλανδία;» Του άφησα το άψυ χο χέρι και ξεροκατάπια. Δεν απάντησα. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν χρειαζόταν κιόλας. Ο Μπόμπι με έπιασε από το μπράτσο και με οδήγησε μέσα στο μαγαζί. «Σε περίμενα». Κοίταξε πάνω από τον ώμο του για να βεβαιωθεί για τελευ ταία φορά ότι δεν κοιτού σε κανείς και έκλεισε την πόρτα. Μετά, κλείδωσε το μαγαζί.

τριάντα Η Λίσον Στριτ που ξεκινού σε από το Σεντ Στίβενς Γκριν, ήταν ένας όμορφος γεωργιανός δρόμος που διατηρού νταν σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτος. Τα κτίρια, κάποτε μεγαλόπρεποι οίκοι της αριστοκρατίας, τώρα στέγαζαν κυ ρίως επιχειρήσεις –ξενοδοχεία, γραφεία– ενώ τα ισόγεια αποτελού σαν το «Στριπ» του Δου βλίνου , μια σειρά από νάιτκλαμπ και στριπτιζάδικα που γνώριζαν πιένες. Μια μπρού ντζινη ταμπέλα πλάι στη μεγαλόπρεπη μαύ ρη γεωργιανή πόρτα ανήγγελλε το όνομα του κτιρίου ως Οίκο Σκάθατς. Ο Τζακ ανέβηκε τα επτά τσιμεντένια σκαλοπάτια μέχρι την πόρτα και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με μια μπρού ντζινη λεοντοκεφαλή με έναν κρίκο ανάμεσα στα δόντια. Στο τσακ ήταν να τον πιάσει και να τον χτυ πήσει πάνω στην πόρτα, όταν παρατήρησε μια συ λλογή από κου δού νια δεξιά της πόρτας: η άσχημη εφεύ ρεση της σύ γχρονης εποχής συ νδυ ασμένη με την παλιά. Έψαξε να βρει την κλινική του δρα Μπάρτον· ήταν στον δεύ τερο όροφο. Από κάτω είχε ένα πρακτορείο

δημοσίων σχέσεων και από πάνω ένα δικηγορικό γραφείο. Του άνοιξαν να ανεβεί και κάθισε να περιμένει σε μια άδεια αίθου σα υ ποδοχής. Η ρεσεψιονίστ του χαμογέλασε και ο Τζακ παραλίγο να της φωνάξει «Δεν ήρθα για μένα, εγώ δεν έχω τίποτα, έρευνα κάνω!» Αντί γι’ αυ τό, όμως, της χαμογέλασε κι εκείνος. Περιοδικά στόλιζαν το τραπέζι, κάποια μερικού ς μήνες παλιά, άλλα, περσινά. Πήρε ένα και άρχισε να ξεφυ λλίζει μηχανικά τις σελίδες. Ξεκίνησε να διαβάζει για κάποια που ήταν μέλος της βασιλικής οικογένειας μιας άσημης χώρας, η οποία ξάπλωνε σε κρεβάτια, καναπέδες, τραπέζια κου ζίνας, στο πιάνο, σε όλα τα αγαπημένα δωμάτια του σπιτιού της. Η πόρτα του γραφείου του δρα Μπάρτον άνοιξε και ο Τζακ ξεφορτώθηκε άρον-άρον το περιοδικό. Ο δρ Μπάρτον ήταν νεότερος απ’ ό,τι τον φανταζόταν ο Τζακ: σαράντα πέντε με πενήντα. Είχε κοντό γένι, ανοιχτοκάστανο με ασημιές ανταύ γειες τόπου ς-τόπου ς. Είχε καταγάλανα μάτια, ύ ψος ένα ογδόντα πέντε, σύ μφωνα με του ς υ πολογισμού ς του Τζακ, και φορού σε τζιν και καφέ κοτλέ σακάκι. «Ο Τζακ Ρατλ;» ρώτησε, και τον κοίταξε. «Μάλιστα». Ο Τζακ σηκώθηκε και χαιρετήθηκαν με χειραψία. Το γραφείο ήταν παραφορτωμένο, τα έπιπλα και η διακόσμηση παράταιρα, με μια βιβλιοθήκη φίσκα, ένα ευ ρύ χωρο γραφείο, μια σειρά αρχειοθήκες, έναν τοίχο με πτυ χία, ανόμοια χαλιά, μια πολυ θρόνα κι ένα καναπέ. Το μέρος είχε χαρακτήρα. Ταίριαζε με τον άνθρωπο που κάθισε μπροστά του στην πολυ θρόνα για να σημειώσει

τα προσωπικά του στοιχεία. «Λοιπόν, Τζακ». Ο δρ Μπάρτον ολοκλήρωσε τη συ μπλήρωση του ερωτηματολογίου και σταύ ρωσε τα πόδια, στρέφοντας την αμέριστη προσοχή του στον Τζακ. Αυ τός αντιπάλεψε την παρόρμηση να φύ γει τρέχοντας από το κτίριο. «Για ποιο λόγο ήρθες σήμερα εδώ;» ‘‘Για να βρω τη Σάντι Σορτ’’, ήθελε να πει. Αντί γι’ αυ τό, όμως, ανασήκωσε του ς ώμου ς και μετακινήθηκε νευ ρικά στη θέση του . Ήθελε να τελειώνει με αυ τό το πράγμα, εδώ και τώρα. Πώς στο καλό θα έβρισκε περισσότερα στοιχεία για τη Σάντι σκαρώνοντας ψέματα για τον εαυ τό του ; Δεν τα είχε σκεφτεί καλά τα πράγματα. Απλώς είχε υ ποθέσει ότι τα πάντα θα έμπαιναν στη θέση του ς μόλις θα βρισκόταν στο γραφείο του δρα Μπάρτον. Τι έλεγαν στις ταινίες όταν έκαναν ερωτήσεις οι ψυ χίατροι; Σκέψου, βρε Τζακ, σκέψου. «Βρίσκομαι κάτω από μεγάλη πίεση», είπε με λίγο περισσότερη σιγου ριά απ’ όσο έπρεπε, γιατί ένιωθε ικανοποιημένος με τον εαυ τό του που κατάφερε να απαντήσει σε μια ερώτηση. «Τι είδου ς πίεση;» Τι είδους; Υπήρχαν πάνω από ένα είδος δηλαδή; «Κανονική πίεση». Ανασήκωσε πάλι του ς ώμου ς. Ο δρ Μπάρτον συ νοφρυ ώθηκε και ο Τζακ φοβήθηκε ότι δεν είχε καταλάβει την ερώτηση. «Οφείλεται στη δου λειά ή…» «Ναι», πετάχτηκε, «η δου λειά φταίει. Είναι πολύ …» έψαξε στο μυ αλό του , «πιεστική». «Ωραία». Ο δρ Μπάρτον έγνεψε. «Τι δου λειά κάνεις;» «Είμαι φορτοεκφορτωτής στην εταιρεία Σάνον Φόινς

Πορτ». «Και τι σε φέρνει στο Δου βλίνο;» «Εσείς». «Ήρθες μέχρι εδώ για να δεις εμένα;» «Έπρεπε να επισκεφθώ κι ένα φίλο», πρόσθεσε βιαστικά. «Μάλιστα». Ο δρ Μπάρτον χαμογέλασε. «Πες μου λοιπόν τι ακριβώς έχει η δου λειά σου που το βρίσκεις τόσο πιεστικό. Μίλα μου γι’ αυ τό». «Ε… το ωράριο». Ο Τζακ έκανε ένα μορφασμό για να δείξει πως ήταν υ πό πίεση – του φάνηκε πολύ πειστικός ο μορφασμός του . «Το ωράριο είναι πολύ καταπιεστικό». Έμεινε σιωπηλός και ύ στερα έπλεξε τα χέρια πάνω στα πόδια του , κού νησε το κεφάλι και κοίταξε το δωμάτιο γύ ρω-γύ ρω. «Πόσες ώρες την εβδομάδα δου λεύ εις;» «Σαράντα». Το είπε πριν προλάβει να σκεφτεί. «Οι σαράντα ώρες δεν ξεπερνού ν τον μέσο όρο, Τζακ. Για ποιο λόγο νιώθεις ότι δεν μπορείς να αντεπεξέλθεις σ’ αυ τό το ωράριο;» Το πρόσωπο του Τζακ κοκκίνισε. «Δεν πειράζει που νιώθεις έτσι, Τζακ. Ίσως μπορού με να φτάσου με στη ρίζα της αιτίας που σ’ ενοχλεί η δου λειά σου . Αν δηλαδή, είναι η δου λειά αυ τό που σ’ ενοχλεί πραγματικά…» Ο δρ Μπάρτον συ νέχισε να μιλάει, αλλά ο Τζακ σταμάτησε να ακού ει και κοίταξε το δωμάτιο αναζητώντας ίχνη της Σάντι, θαρρείς και προτού φύ γει θα είχε γράψει το όνομά της στον τοίχο. Ο Τζακ συ νειδητοποίησε ότι ο δρ Μπάρτον τον κοιτού σε και δεν

μιλού σε. «Ναι, νομίζω πως αυ τό είναι», είπε ο Τζακ γνέφοντας, και κοίταξε τα χέρια του , ελπίζοντας να μην είχε πει τίποτε άσχετο. «Και πώς τη λένε;» «Ποια;» «Τη σύ ντροφό σου , το άτομο στο σπίτι, με την οποία αντιμετωπίζετε δυ σκολίες στη σχέση σας». «Γκλόρια», είπε ο Τζακ, και η σκέψη του πήγε σ’ αυ τή και στο πόσο είχε ενθου σιαστεί που ο Τζακ βρισκόταν σήμερα εδώ, ανοίγοντας την καρδιά του στον ψυ χίατρο, τη στιγμή που στην πραγματικότητα δεν άκου γε καν. Όσο περισσότερο το συ λλογιζόταν τόσο περισσότερο ένιωθε το θυ μό του να φου ντώνει. «Της μιλάς για το άγχος και την πίεση που αισθάνεσαι;» «Όχι», γέλασε ο Τζακ. «Δεν μιλάω για τέτοια πράγματα στην Γκλόρια». «Γιατί όχι;» «Επειδή έχει πάντα μια απάντηση· έχει πάντα έναν τρόπο να φτιάχνει τα πάντα». «Δεν το θέλεις αυ τό;» «Όχι», κού νησε το κεφάλι. «Δεν θέλω φτιάξιμο». «Τι θέλει φτιάξιμο;» Ο Τζακ ανασήκωσε του ς ώμου ς· δεν ήθελε να παρασυ ρθεί σε μια τέτοια συ ζήτηση. Ο δρ Μπάρτον άφησε να γίνει σιωπή και ο Τζακ ένιωσε την ανάγκη να τη γεμίσει. «Αυ τά που συ μβαίνου ν γύ ρω μας θέλου ν φτιάξιμο», απάντησε στο τέλος. Ο δρ Μπάρτον περίμενε να ακού σει κι άλλα.

«Και…» κόμπιασε, «αυ τό προσπαθώ να κάνω». «Προσπαθείς να φτιάξεις όσα συ μβαίνου ν γύ ρω σου », επανέλαβε. «Αυ τό είπα». «Και η Γκλόρια δεν το θέλει αυ τό». ‘‘Ο δρ Μπάρτον πληρώνεται ένα απαράδεκτα μεγάλο ποσό γι’ αυ τό το πράγμα’’, σκέφτηκε με δυ σπιστία ο Τζακ. «Όχι», κού νησε το κεφάλι, «νομίζει πως πρέπει να προχωρήσω και να ξεχάσω τα πάντα». Δεν το ήθελε που του ξέφυ γαν όλα αυ τά, αλλά δεν είχε γίνει και κανένα κακό, ενώ ακόμα δεν είχε αποκαλύ ψει τίποτα. «Τι θέλει να ξεχάσεις;» «Τον Ντόναλ», είπε αργά ο Τζακ, που δεν ήταν σίγου ρος αν έπρεπε να συ νεχίσει ή όχι. Ίσως, αν του εξηγού σε, ο δρ Μπάρτον να συ μφωνού σε μαζί του και να έβρισκε επιτέλου ς ένα σύ μμαχο. «Τα ίδια και η υ πόλοιπη οικογένεια. Θέλου ν να τον ξεχάσου ν, να τον αφήσου ν πίσω του ς. Όμως, εγώ δεν σκέφτομαι έτσι, καταλαβαίνετε; Αδελφός μου είναι. Η Γκλόρια με κοιτάζει σαν να είμαι τρελός κάθε φορά που προσπαθώ να της εξηγήσω». «Ο αδελφός σου , ο Ντόναλ, πέθανε;» «Όχι, δεν πέθανε», είπε ο Τζακ σαν να ήταν γελοία αυ τή η σκέψη, «αλλά είναι σαν να πέθανε. Απλώς εξαφανίστηκε. Απλώς», γέλασε με οργή κι έτριψε κου ρασμένα το πρόσωπό του . «Μερικές φορές λέω πως θα ήταν πιο εύ κολο αν ήξερα πως είχε πεθάνει». Έπεσε σιωπή και ο Τζακ ένιωσε πάλι την ανάγκη να τη γεμίσει. Άρχισε να κοπανάει τη γροθιά στο χέρι του με κάθε φράση που ξεστόμιζε. «Εξαφανίστηκε πέρσι, τη

νύ χτα των εικοστών τέταρτων γενεθλίων του ». Μπαμ. «Έβγαλε χρήματα από το μηχάνημα αυ τόματης ανάληψης της οδού Ο’Κόνελ στις 3 :08 π.μ. την Παρασκευ ή προχωρημένα μεσάνυ χτα». Μπαμ. «Θεάθηκε στην Άρθου ρ’ς Κου έι στις 3 :3 0 π.μ.» Μπαμ. «Μετά, δεν τον ξαναείδε κανείς. Πώς γίνεται να αφήσεις κάτι τέτοιο πίσω σου ;» ρώτησε. «Πώς αποφασίζεις να συ νεχίσεις τη ζωή σου όταν ο αδελφός σου βρίσκεται κάπου εκεί έξω κι εσύ δεν ξέρεις πού είναι ή αν έχει πάθει κακό ή αν σε χρειάζεται; Πώς στον κόρακα μπορού ν να επανέλθου ν όλα στο φυ σιολογικό;» Ένιωσε πάλι το θυ μό του να φου ντώνει. «Πώς γίνεται να περιμένει κανείς από σένα να μπαίνεις στον κόπο να κάνεις επί σαράντα ώρες την εβδομάδα μια ανού σια δου λειά, να φορτώνεις φορτία σ’ ένα πλοίο; Κού τες που δεν ξέρω καν τι περιέχου ν, και να τις στέλνω σε μέρη όπου δεν έχω πάει ποτέ και όπου ποτέ δεν θα πάω. Γιατί είναι πιο σημαντικό αυ τό από το να βρω τον αδελφό μου ; Πώς γίνεται να μην κοιτάς προς όλες τις κατευ θύ νσεις γύ ρω σου , προσπαθώντας να τον βρεις, κάθε φορά που βρίσκεσαι έξω; Πώς γίνεται και όπου πάω κι όποιον ρωτήσω έρχομαι αντιμέτωπος με τις ίδιες απαντήσεις;» Η φωνή του δυ νάμωσε ακόμα περισσότερο. «Κανείς δεν είδε τίποτα, κανείς δεν άκου σε τίποτα, κανείς δεν ξέρει τίποτα. Πέντε εκατομμύρια άνθρωποι ζου ν στη χώρα αυ τοί, οι 1 7 5.000 στο Λίμερικ, από του ς οποίου ς 55.000 στην πόλη του Λίμερικ. Πώς στο δαίμονα δεν είδε τον αδελφό μου κάποιος, έστω κι ένας, κάπου;» Σταμάτησε να φωνάζει μένοντας χωρίς ανάσα. Ο λαιμός του τον πονού σε και τα μάτια του ήταν πλημμυ ρισμένα

δάκρυ α που αρνιόταν να αφήσει να τρέξου ν. Ο δρ Μπάρτον άφησε τη σιωπή να μακρύ νει. Άφησε τον Τζακ να συ νέλθει, να συ γκεντρώσει τις σκέψεις του και να σκεφτεί όλα όσα είχε ξεφου ρνίσει. Πήγε στον ψύ κτη και γύ ρισε με ένα πλαστικό ποτήρι νερό για τον Τζακ. Ο Τζακ ήπιε νερό και άρχισε να λέει δυ νατά τις σκέψεις του . «Κοιμάται πολύ , βλέπετε. Τις ώρες ακριβώς που τη χρειάζομαι, κοιμάται». «Η Γκλόρια;» Ο Τζακ έγνεψε καταφατικά. «Εσύ δυ σκολεύ εσαι να κοιμηθείς;» «Γυ ρίζου ν τόσα στο κεφάλι μου , έχω τόσα χαρτιά να κοιτάξω, τόσες αναφορές να διαβάσω. Τα πράγματα που έχου ν ειπωθεί γυ ρίζου ν ξανά και ξανά στο κεφάλι μου , και απλώς δεν μπορώ να κατεβάσω διακόπτες. Πρέπει να τον βρω. Είναι σαν εθισμός. Με κατατρώει». Ο δρ Μπάρτον έγνεψε με κατανόηση – όχι με τον συ γκαταβατικό τρόπο που περίμενε να αντιμετωπίσει ο Τζακ, αλλά σαν να καταλάβαινε πραγματικά. Θαρρείς και το πρόβλημα του Τζακ ήταν τώρα δικό του πρόβλημα, και είχε φτάσει η ώρα να βρου ν μαζί τη λύ ση. «Τζακ, πρέπει να ξέρεις πως δεν είσαι ο μόνος που νιώθει έτσι και ζει έτσι. Αυ τού του είδου ς η συ μπεριφορά είναι αναμενόμενη μετά από ένα ψυ χικό τραύ μα σαν αυ τό που πέρασες εσύ . Σου σύ στησαν να μιλήσεις σε ψυ χολόγο μετά την εξαφάνιση του αδελφού σου ;» Ο Τζακ σταύ ρωσε τα μπράτσα. «Ναι, κάτι ανέφεραν οι αστυ νομικοί, ενώ κάθε μέρα προσγειώνονταν στο

πάτωμα του χολ του σπιτιού μου φυ λλάδια και διαφημιστικά για ομάδες “πασχόντων”, όπως του ς ονομάζου ν». Κού νησε αδιάφορα το χέρι. «Δεν με ενδιαφέρου ν αυ τά». «Δεν είναι απλώς χάσιμο χρόνου , ξέρεις. Εκεί θα συ νειδητοποιού σες ότι υ πάρχου ν πολλοί στην ίδια θέση με σένα, άνθρωποι που έχου ν υ ποστεί τις ίδιες συ νέπειες χάνοντας κάποιον δικό του ς», και μετά πρόσθεσε, περισσότερο μονολογώντας, «ή και που υ ποφέρου ν ακόμα επειδή χάνου ν πράγματα». Ο Τζακ κοίταξε συ γχυ σμένος τον δρα Μπάρτον. «Όχι, όχι, με παρεξηγήσατε. Εγώ δεν έχω πρόβλημα όταν χάνω πράγματα, κανένα απολύ τως πρόβλημα· εμένα μου τη σπάει όταν χάνονται μέλη της οικογένειάς μου . Τα αδέλφια μου έχασαν κι αυ τά έναν αδελφό, αλλά ού τε ένας δεν αισθάνεται όπως εγώ. Δεν μπορώ να φανταστώ τίποτα χειρότερο από το να κάθομαι σε μια ομάδα και να κάνω τις ίδιες συ ζητήσεις που κάνω και στο σπίτι». «Η Γκλόρια φαίνεται να σε στηρίζει – θα έπρεπε να το εκτιμάς αυ τό. Είμαι σίγου ρος ότι και γι’ αυ τήν ήταν δύ σκολο που έχασε τον Ντόναλ, αλλά να θυ μάσαι ότι δεν έχασε μόνο εκείνον, αλλά κι εσένα μαζί. Δείξε της πόσο την εκτιμάς. Είμαι σίγου ρος ότι αυ τό θα είχε τεράστια σημασία για εκείνη». Ειλικρινής συ γκίνηση διαφάνηκε στη φωνή του δρα Μπάρτον, ο οποίος σηκώθηκε όρθιος και πήγε στην άλλη πλευ ρά του δωματίου για να βάλει ένα ποτήρι νερό να πιει ο ίδιος. Όταν γύ ρισε πίσω, είχε ξαναβρεί τον ψύ χραιμο εαυ τό του . «Την αγαπάς;» Ο Τζακ έμεινε αμίλητος και μετά ανασήκωσε του ς

ώμου ς. Δεν ήξερε πια. «Η μαμά μου έλεγε να ακού ς ό,τι σου λέει η καρδιά σου », γέλασε ο δρ Μπάρτον, ελαφρύ νοντας την ατμόσφαιρα. «Ήταν κι εκείνη ψυ χίατρος;» χαμογέλασε ο Τζακ. «Κάλλιστα θα μπορού σε», γέλασε ο δρ Μπάρτον. «Ξέρεις κάτι, Τζακ, μου θυ μίζεις έναν άνθρωπο που γνωρίζω πολύ καλά». Χαμογέλασε ανάλαφρα, θλιμμένα, αλλά αμέσως ξαναγύ ρισε ο πρότερος εαυ τός του . «Και τι θα κάνεις, λοιπόν;» κοίταξε το ρολόι του . «Λαμβάνοντας υ πόψη ότι μας έχου ν μείνει λίγα λεπτά για να μου πεις». «Έχω ήδη αρχίσει να κάνω κάτι γι’ αυ τό». Ο Τζακ θυ μήθηκε ξαφνικά το λόγο για τον οποίο βρισκόταν εκεί και είδε μια ευ καιρία να θίξει το θέμα. «Πες μου ». Ο δρ Μπάρτον έγειρε μπροστά και ακού μπησε του ς αγκώνες στου ς μηρού ς του . «Βρήκα κάποιον στον Χρυ σό Οδηγό, ένα πρακτορείο, ένα πρακτορείο ανεύρεσης εξαφανισμένων προσώπων», είπε, υ πογραμμίζοντας τα λόγια του . Ο δρ Μπάρτον δεν εκδήλωσε καμία αντίδραση. «Ναι;» «Επικοινώνησα με αυ τή τη γυ ναίκα και μιλήσαμε πολύ . Μου είπε πως θα με βοηθού σε να βρω τον Ντόναλ. Κανονίσαμε να συ ναντηθού με την περασμένη εβδομάδα στο Λίμερικ». «Ναι;» Ο δρ Μπάρτον ακού μπησε αργά πίσω στην πολυ θρόνα, με το πρόσωπο ανεξιχνίαστο. «Το παράξενο είναι ότι συ ναντηθήκαμε τυ χαία σε ένα βενζινάδικο στο δρόμο για κει, αλλά μετά δεν εμφανίστηκε στο ραντεβού ». Κού νησε το κεφάλι. «Πραγματικά πίστεψα, και ακόμα το πιστεύ ω, ότι αυ τό

το άτομο έχει την ικανότητα να τον βρει». «Αλήθεια;» Ο τόνος του δρα Μπάρτον ήταν ξερός. «Ναι, αλήθεια. Άρχισα λοιπόν να την ψάχνω». «Το άτομο που ψάχνει εξαφανισμένα άτομα;» διατύ πωσε ανέκφραστος την ερώτηση. «Ναι». «Και τη βρήκες;» «Όχι, αλλά βρήκα το αμάξι της και του ς φακέλου ς του αδελφού μου στο αμάξι της, και το τηλέφωνό της, το ημερολόγιό της, το πορτοφόλι της και μια τσάντα γεμάτη ρού χα με ετικέτες που είχαν το όνομά της επάνω του ς. Κολλάει ετικέτες στα πάντα». Ο δρ Μπάρτον άρχισε να μετακινείται νευ ρικά στην πολυ θρόνα του . «Ανησύ χησα πολύ γι’ αυ τήν –ακόμα ανησυ χώ γι’ αυ τήν– επειδή πιστεύ ω πως η γυ ναίκα αυ τή έχει την ικανότητα να βρει τον αδελφό μου ». «Άρα, στρέφεις την εμμονή σου σ’ αυ τή την άλλη γυ ναίκα», είπε κάπως ψυ χρά ο δρ Μπάρτον. Ο Τζακ κού νησε το κεφάλι. «Μου είπε μια φορά στο τηλέφωνο ότι αν υ πάρχει κάτι πιο εκνευ ριστικό από το να μην μπορείς να βρεις κάποιον, αυ τό είναι να μη βρίσκου ν εσένα. Θέλει να βρεθεί». «Μπορεί απλώς να έφυ γε για μερικές ημέρες». «Το ίδιο ακριβώς είπε κι ο αστυ νομικός με τον οποίο επικοινώνησα». Τα φρύ δια του δρα Μπάρτον ανασηκώθηκαν όταν αναφέρθηκε η εμπλοκή της αστυ νομίας. «Επικοινώνησα με πολλού ς που την ξέρου ν και είπαν κι εκείνοι το ίδιο πράγμα», ανασήκωσε του ς ώμου ς του ο Τζακ.

«Τότε, θα έπρεπε να ακού σεις αυ τού ς του ς ανθρώπου ς. Μην το ταλαιπωρείς, Τζακ. Προσπάθησε να επικεντρωθείς στο να αντιμετωπίσεις την εξαφάνιση του αδελφού σου προτού αρχίσεις να ανησυ χείς για ένα άλλο άτομο. Αν αυ τή η γυ ναίκα έχει φύ γει για λίγες ημέρες και δεν έχει επικοινωνήσει, μπορεί να υ πάρχει λόγος». «Δεν την ενοχλού σα, γιατρέ, αν αυ τό υ παινίσσεστε. Έχου με μαζευ τεί μερικοί άνθρωποι που έχου με ανησυ χήσει και γι’ αυ τό κανονίσαμε να συ ναντηθού με και να κάνου με κάτι γι’ αυ τό». «Μπορεί να είναι κάτι που κάνει συ χνά», είπε ο δρ Μπάρτον. «Μπορεί να μην της συ μβαίνει τίποτα κακό, απλώς να φεύ γει για να μείνει μόνη της για λίγες ημέρες». «Ναι, μπορεί. Όμως έχου ν περάσει τέσσερις ημέρες από τότε που την είδα και ακόμα περισσότερες από τότε που την είδε κάποιος άλλος, εκτός κι αν βρεθεί κάποιος που θα μου πει το αντίθετο. Αν συ μβεί αυ τό το τελευ ταίο, τότε θα κάνω πίσω και θα συ νεχίσω τη ζωή μου , αλλά δεν νομίζω ότι έχει φύγει από μόνη της, όπως είπαν τόσοι άνθρωποι», είπε μαλακά. «Απλώς θα ήθελα πολύ να τη βρω, να την ευ χαριστήσω για την ενθάρρυ νση που μου έδωσε, για την ελπίδα ότι θα βρού με τον Ντόναλ, που με βοήθησε να νιώσω. Αυ τή η ελπίδα που μου έδωσε, με βοήθησε να συ νειδητοποιήσω ότι κι εγώ θα μπορού σα να τη βρω». «Τι σε κάνει να πιστεύ εις πως χάθηκε;» «Ακού ω ό,τι μου λέει η καρδιά μου στο θέμα αυ τό». Ο δρ Μπάρτον χαμογέλασε βλοσυ ρά όταν άκου σε τα ίδια του τα λόγια να επαναλαμβάνονται, αλλά αυ τή τη

φορά να χρησιμοποιού νται εναντίον του . «Και σε περίπτωση που η καρδιά μου δεν είναι αρκετά αδιάσειστη απόδειξη για εσάς, υ πάρχει κι αυ τό». Ο Τζακ έβγαλε από την τσέπη και απόθεσε προσεκτικά στο τραπέζι το ασημένιο ρολόι της Σάντι.

τριάντα ένα Τρία χρόνια είχα να δω τον κύ ριο Μπάρτον. Από μακριά έβλεπα πως ο χρόνος τού είχε φερθεί καλά. Από μακριά φαινόταν πως ο χρόνος είχε φερθεί και στου ς δυ ο μας καλά. Από μακριά τα πάντα ήταν τέλεια και τίποτα δεν είχε αλλάξει. Άλλαξα έξι φορές ρού χα προτού φύ γω από το ενοικιαζόμενο δωμάτιο μου . Νιώθοντας κάπως ικανοποιημένη με την εμφάνισή μου , έφτασα στην οδό Λίσον για τέταρτη φορά εκείνο το μήνα. Όταν πήρα την επαγγελματική του κάρτα άρχισα να χορεύ ω στου ς διαδρόμου ς. Πηδού σα τα σκαλιά σαν να ήμου ν πάλι δεκατεσσάρων χρόνων, Δευ τέρα πρωί, και ήξερα τι και ποιος με περίμενε εκείνη την ημέρα. Πήγα τρέχοντας από το Χάρολντ’ς Κρος στην οδό Λίσον, ανέβηκα δυ ο-δυ ο τα σκαλιά που οδηγού σαν στη μεγαλόπρεπη γεωργιανή είσοδο, κι εκεί κοκάλωσα με τα δάχτυ λά μου μετέωρα στον αέρα πάνω από το κου μπί του θυ ροτηλεφώνου , οπότε υ ποχώρησα όπως-όπως στην απέναντι πλευ ρά του δρόμου . Από κοντά, η εικόνα ήταν τελείως διαφορετική.

Δεν ήμου ν πια η μαθητριού λα που προσέτρεχε σ’ αυ τόν για βοήθεια. Τώρα δεν ήξερα ποια ήμου ν κι έτρεχα να φύ γω μακριά από τη βοήθεια. Άλλες δύ ο φορές κάθισα απέναντι από το δρόμο, ανήμπορη να περάσω απέναντι· αντί γι’ αυ τό καθόμου ν και τον έβλεπα να φτάνει τα πρωινά, να φεύ γει τα βράδια και όλα τα άλλα στο ενδιάμεσο. Την τέταρτη φορά κάθισα στα τσιμεντένια σκαλοπάτια, με του ς αγκώνες στα γόνατα, τις γροθιές κάτω από το πιγού νι, και κοίταζα όλες τις σόλες και τα πόδια να περνού ν βιαστικά από το πεζοδρόμιο. Ένα ζευ γάρι καφέ παπού τσια κάτω από ένα μπλου τζίν διέσχισαν το δρόμο. Προχώρησαν προς το μέρος μου . Περίμενα να με προσπεράσου ν και να μπου ν στην πόρτα πίσω μου , αλλά όχι. Πρώτο σκαλοπάτι, δεύ τερο σκαλοπάτι, τρίτο σκαλοπάτι, σταμάτησαν δίπλα μου . «Γεια», είπε σιγανά η φωνή. Φοβόμου ν να κοιτάξω, αλλά κοίταξα. Βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο· τα γαλανά του μάτια ήταν φωτεινά όσο και την ημέρα που τον είχα πρωτοδεί. «Κύ ριε Μπάρτον», χαμογέλασα. Κού νησε το κεφάλι. «Πόσες φορές πρέπει να σου πω να μη με φωνάζεις έτσι;» Πήγα να τον φωνάξω Γκρέγκορι, αλλά πρόσθεσε: «Τώρα πια είμαι ο δόκτωρ Μπάρτον». «Συ γχαρητήρια, δόκτωρ Μπάρτον», χαμογέλασα. Περιεργάστηκα το πρόσωπό του , και τα μάτια μου κατέγραψαν όλες τις λεπτομέρειες. «Πιστεύ εις πως αυ τή την εβδομάδα υ πάρχει περίπτωση να σηκωθείς από τα σκαλοπάτια και να μπεις

στο κτίριο; Είχα αρχίσει να βαριέμαι να σε κοιτάζω από μακριά». «Παράξενο, αλλά τώρα δα σκεφτόμου ν πως μερικές φορές είναι ευ κολότερο να κοιτάζεις από μακριά». «Ναι, αλλά είναι αδύ νατον να ακού ς». Έβαλα τα γέλια. «Μ’ αρέσει το όνομα του κτιρίου ». Κοίταξα την μπρού ντζινη πινακίδα όπου ήταν χαραγμένες οι λέξεις «Οίκος Σκάθατς». «Έπεσα πάνω στο ενοικιαστήριο στην εφημερίδα. Το βρήκα τέλειο. Σαν σημάδι καλοτυ χίας». «Ίσως. Τι λέτε; Πλησιάσατε καθόλου εκείνη τη Γέφυ ρα που λέγαμε;» Χαμογέλασε και περιεργάστηκε το πρόσωπό μου . Κατέγραψε όλες τις λεπτομέρειες και ένιωσα ρίγη να με διαπερνού ν. «Αν μ’ αφήσεις να σε βγάλω για μεσημεριανό, μπορού με να δού με πού βρισκόμαστε. Αν δηλαδή δεν πειράζει το φίλο σου ». «Φίλο;» ρώτησα με απορία. «Τον αδενικά απροβλημάτιστο νεαρό που μου άνοιξε την πόρτα του σπιτιού σου πριν από λίγες εβδομάδες». «Α, αυ τόν». Κού νησα το κεφάλι. Ήταν μόνο ο…» κόμπιασα, καθώς δεν μπορού σα να θυ μηθώ το όνομά του , «ο Τόμας», είπα ψέματα. «Δεν είμαστε μαζί». Ο κύ ριος Μπάρτον γέλασε, σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι να με βοηθήσει να σηκωθώ. «Καλή μου Σάντι, νομίζω πως πρέπει να μάθεις ότι τον έλεγαν Στιβ, αλλά μη χολοσκάς. Όσο περισσότερα αντρικά ονόματα ξεχνάς τόσο το καλύ τερο για μένα». Ακού μπησε ελαφρά το χέρι

του στη μέση μου κι ένιωσα ηλεκτρικό ρεύ μα να διαπερνά το κορμί μου . Με οδήγησε απέναντι. «Μπορού με να περάσου με μια στιγμή από το γραφείο μου . Θέλω να σου δώσω κάτι πρώτα». Με σύ στησε με καμάρι στη ρεσεψιονίστ του , την Κάρολ, και με πήγε στο γραφείο του . Μύ ριζε σαν αυ τόν, έμοιαζε σαν αυ τόν, τα πάντα εκεί μέσα ήταν κύ ριος Μπάρτον, του κυ ρίου Μπάρτον, για τον κύ ριο Μπάρτον, ω κύ ριε Μπάρτον. Ένιωσα σαν να ήμου ν χωμένη σε μια γιγάντια αγκαλιά, φωλιασμένη στα μπράτσα του αμέσως μόλις μπήκα μέσα και κάθισα στον καναπέ του . «Δεν είναι λίγο καλύ τερο από το παλιό μας γραφείο;» χαμογέλασε· έβγαλε κάτι από το συ ρτάρι του γραφείου του και μου το έφερε. «Είναι πανέμορφα». Κοίταξα γύ ρω-γύ ρω και ανάσανα το άρωμά του . Ξαφνικά, τον έπιασε νευ ρικότητα. Κάθισε απέναντί μου . «Θα σου το έδινα τον περασμένο μήνα, όταν πέρασα από το σπίτι σου , για τα γενέθλιά σου . Ελπίζω να σου αρέσει». Γλίστρησε το κου τί πάνω στο τραπέζι από λου στραρισμένο ξύ λο κερασιάς. Το κου τί ήταν μακρύ , κόκκινο και βελου δένιο. Το πήρα στα χέρια μου σαν να μην είχα κρατήσει πιο εύ θραυ στο πράγμα στη ζωή μου , και έτριψα τα δάχτυ λά μου πάνω στο απαλό χνου δωτό βελού δο. Τον κοίταξα· αυ τός κοιτού σε νευ ρικά το κου τί. Το άνοιξα αργά και ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Εκεί μέσα αστραποβολού σε ένα ασημένιο ρολόι. «Κύ ριε Μπάρ…» άρχισα να λέω, αλλά μου άρπαξε το χέρι και με σταμάτησε. «Σε παρακαλώ, Σάντι. Γκρέγκορι, από δω και πέρα,

εντάξει;» Γκρέγκορι από δω και πέρα. Γκρέγκορι από δω και πέρα. Γκρέγκορι από δω και πέρα. Μια χορωδία από αγγελάκια έψαλαν στ’ αυ τιά μου . Κατένευ σα χαμογελαστά. Έβγαλα το ρολόι από το κου τί και το πέρασα στον αριστερό καρπό μου , ψαχου λεύ οντας αδέξια το κού μπωμα, καθώς ήμου ν ακόμα αποσβολωμένη από το απρόσμενο δώρο. «Αν κοιτάξεις τη ράχη, θα δεις πως έχει χαραγμένο το όνομά σου ». Με τρεμάμενα χέρια, το γύ ρισα από την άλλη. Νάτο, «Σάντι Σορτ». «Είθε ποτέ να μη χαθεί». Χαμογελάσαμε. «Μην το πιέζεις», με προειδοποίησε, κοιτάζοντάς με που προσπαθού σα να το κου μπώσω. «Περίμενε, κάτσε να σε βοηθήσω», είπε, τη στιγμή ακριβώς που το κού μπωμα έκανε ένα κρακ ανάμεσα στα δάχτυ λά μου . Πάγωσα. «Το έσπασα;» Ήρθε στον καναπέ δίπλα μου , προσπαθώντας να το φτιάξει με αδέξια δάχτυ λα· το δέρμα του τρίφτηκε με το δικό μου και τα πάντα, τα πάντα έλιωσαν μέσα μου . «Δεν έσπασε, μόνο που χαλάρωσε το κού μπωμα. Πρέπει να το πάω πίσω για να το φτιάξου ν». Έκανε προσπάθεια να κρύ ψει την απογοήτευ ση από τη φωνή του , αλλά απέτυ χε παταγωδώς. «Όχι!» Δεν τον άφησα να μου το βγάλει. «Το λατρεύ ω, θέλω να το φορέσω». «Είναι πολύ χαλαρό, Σάντι. Μπορεί να ανοίξει και να σου πέσει». «Όχι, θα έχω το νου μου . Δεν θα το χάσω». Έμοιαζε αβέβαιος.

«Μόνο για σήμερα του λάχιστον, άσε με να το φορέσω». «Εντάξει». Σταμάτησε να το ψαχου λεύ ει και επιτέλου ς μείναμε ακίνητοι και οι δυ ο και κοιταχτήκαμε. «Να σου πω την αλήθεια, σου το δίνω για να σε βοηθάει με του ς χρόνου ς σου . Είναι ανεπίτρεπτο να περάσου ν άλλα τρία χρόνια χωρίς την παραμικρή επικοινωνία». Κατέβασα τα μάτια και έστριψα το ρολόι γύ ρω από τον καρπό μου , θαυ μάζοντας τον μπρασελέ και τη φιλντισένια πλάκα. «Σ’ ευ χαριστώ, Γκρέγκορι», χαμογέλασα· μου άρεσε η αίσθηση της λέξης στο στόμα μου , στη γλώσσα μου . «Γκρέγκορι, Γκρέγκορι», επανέλαβα μερικές φορές ακόμη κι εκείνος γέλασε. χαιρόταν σαν μικρό παιδί. Τον άφησα να με βγάλει έξω για φαγητό και είδαμε πού βρισκόμασταν. Το μεσημεριανό δεν γινόταν να είναι πιο καταστροφικό. Καταναλώσαμε τόσες Τροφές για Σκέψη που μας έφταναν για μια ολόκληρη ζωή. Αν ένας από του ς δυ ο μας έτρεφε τη γελοία ψευ δαίσθηση ότι αυ τό θα μπορού σε να σημάνει το ξεκίνημα μιας ιδιαίτερης σχέσης ανάμεσά μας –και σίγου ρα τρέφαμε και οι δύ ο τέτοιες ψευ δαισθήσεις– μας προσγείωσε στην πραγματικότητα η συ νειδητοποίηση ότι βρισκόμασταν στο σημείο όπου είχαμε μείνει. Ή πολύ πιθανόν ο Γκρέγκορι να έπρεπε να περάσει πάλι από τον τόπο με τα κοφτερά σαν ξυ ράφια χορτάρια. Ήμου ν η Σκάθατς και η καρδιά μου βρισκόταν στο νησί της Σκάθατς, με όλες τις άγριες ακρότητες τόσο της καρδιάς όσο και του νησιού .

Αν μη τι άλλο, είχα χειροτερέψει με τα χρόνια. Πάντως, ποτέ, ού τε για μία μέρα, δεν έβγαλα το ρολόι. Υπήρχαν φορές που μου έπεφτε, αλλά σε όλου ς μας συ μβαίνει αυ τό. Το έβαζα πάλι πίσω εκεί που ανήκε, εκεί που ένιωθα και ήξερα ότι ανήκε. Αυ τό το ρολόι συ μβόλιζε πάρα πολλά πράγματα. Η θετική πλευ ρά του διαφωτιστικού μας μεσημεριανού ήταν ότι επιβεβαίωσε πως νιώθαμε αξεδιάλυ τα δεμένοι ο ένας με τον άλλο, θαρρείς και μας ένωνε ένας αόρατος ομφάλιος λώρος, που μας επέτρεπε να τρεφόμαστε ο ένας από τον άλλο, που μας βοηθού σε να αναπτυ σσόμαστε και να δίνου με ζωή ο ένας στον άλλο. Φυ σικά, υ πήρχε αναπόφευ κτα και η άλλη πλευ ρά: μπορού σαμε να τραβάμε τον ομφάλιο λώρο όποτε θέλαμε, να τον στρίβου με και να τον δένου με κόμπο, χωρίς να νοιαζόμαστε που το στρίψιμο και οι κόμποι μας είχαν την ικανότητα να πνίγου ν λίγο-λίγο τον άλλο. Από μακριά ήταν όλα τέλεια, από κοντά τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Δεν μπορού σαμε να αντισταθού με στις συ νέπειες του χρόνου : πώς μας μεταβάλλει, πώς κάθε χρόνος που περνάει προσθέτει μία επιπλέον στρώση πάνω μας, πώς κάθε μέρα είμαστε κάτι παραπάνω απ’ ό,τι ήμαστε. Δυ στυ χώς για μένα και τον Γκρέγκορι, ήταν προφανές ότι εγώ ήμου ν κάτι και κάποια πολύ κάτω από αυ τό που ήμου ν κάποτε.

τριάντα δύο Ο Μπόμπι έκλεισε σιγά πίσω μας την πόρτα των Απολεσθέντων και Ανευ ρεθέντων, θαρρείς και ο θόρυ βος θα έκανε του ς ιδιοκτήτες των υ παίθριων πάγκων απέξω να βου βαθού ν αποσβολωμένοι. Δεν ήμου ν σίγου ρη αν τού το το φέρσιμο ήταν άλλος ένας από του ς θεατρινισμού ς του , αλλά διαισθανόμου ν –κάπως πανικόβλητη– ότι δεν ήταν. Ο Μπόμπι μου άφησε το ιδρωμένο χέρι και έτρεξε χωρίς άλλη λέξη στο διπλανό δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα πίσω του . Μέσα από τη χαραμάδα έβλεπα τη σκιά του να τρεμοφέγγει κάθε φορά που έμπαινε μπροστά στο φως, ψάχνοντας με μανία κάτι· μετακινού σε κιβώτια, έσερνε έπιπλα στο πάτωμα, τσού γκριζε γυ αλικά, έκανε κάθε δυ νατό θόρυ βο, και ο καθένας γεννού σε μια καινού ρια θεωρία συ νωμοσίας στο καχύ ποπτο μυ αλό μου . Τελικά, ξεκόλλησα τα μάτια από την πόρτα και κοίταξα το δωμάτιο γύ ρω-γύ ρω. Βρέθηκα αντιμέτωπη με ράφια από ξύ λο καρυ διάς, που έφταναν ίσαμε το ταβάνι, σαν τα παλιά παντοπωλεία περασμένων δεκαετιών. Καλάθια ξέχειλα με ένα σωρό

μπιχλιμπίδια: σελοτέιπ, γάντια, στυ λό, μαρκαδόρου ς και αναπτήρες. Άλλα γεμάτα κάλτσες με χειρόγραφη πινακίδα που ανήγγελλε με ενθου σιασμό την πώληση κανονικών ζευγαριών. Στο κέντρο του μαγαζιού ήταν δεκάδες κρεμάστρες ρού χα, με χωριστό αντρικό και γυ ναικείο τμήμα· όλα ήταν τακτοποιημένα σύ μφωνα με τα χρώματα, τα διάφορα στιλ και τις εποχές που σημειώνονταν με χρονολογίες από τις δεκαετίες του πενήντα, του εξήντα, του εβδομήντα και μετά. Υπήρχαν κοστού μια, παραδοσιακές φορεσιές και νυ φικά (μα πώς γίνεται να χάσεις νυ φικό;). Στον απέναντι τοίχο υ πήρχε μια συ λλογή βιβλίων και μπροστά του ς ένας πάγκος με κοσμήματα: κου μπώματα από σκου λαρίκια, μονά σκου λαρίκια, ενώ ο Μπόμπι είχε ζευ γαρώσει κάποια παρά τις διαφορές στην εμφάνιση. Στο μαγαζί πλανιόταν μια μυ ρωδιά μού χλας, αφού όλα τα πράγματα ήταν από δεύ τερο χέρι· χρησιμοποιημένα, κου βαλού σαν μια ιστορία. Λεπτά μπλου ζάκια με βάθος, με στρώσεις ιστορίας κολλημένες επάνω του ς. Εδώ δεν έβρισκες την ίδια ατμόσφαιρα όπως σε ένα μαγαζί με γυ αλιστερά ολοκαίνου ρια πράγματα. Τίποτα δεν ήταν τριζάτο από την καθαριότητα, ού τε καινού ριο ού τε αθώα έτοιμο να μάθει. Δεν υ πήρχαν αδιάβαστα βιβλία, ού τε καπέλα αφόρετα ακόμα, ού τε στυ λό που δεν τα είχε κρατήσει κάποιο χέρι. Τα γάντια τα είχε κρατήσει το χέρι ενός αγαπημένου προσώπου , του ιδιοκτήτη του ς, τα παπού τσια είχαν διανύ σει αποστάσεις, τα κασκόλ είχαν τυ λιχτεί, οι ομπρέλες είχαν προσφέρει την προστασία του ς. Τα αντικείμενα αυ τά γνώριζαν πράγματα, ήξεραν τι έπρεπε να κάνου ν. Είχαν πείρα ζωής και κείτονταν σε

καλάθια, διπλωμένα σε ράφια και κρεμασμένα από κρεμάστρες, έτοιμα να διδάξου ν όσου ς θα τα φορού σαν. Όπως οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ, έτσι και τα αντικείμενα αυ τά είχαν γευ τεί τη ζωή και την είχαν δει να του ς ξεγλιστράει. Και όπως οι περισσότεροι άνθρωποι εδώ πέρα, περίμεναν να τη γευ τού ν και πάλι. Δεν μπορού σα να μην αναρωτιέμαι ποιος μπορεί να έψαχνε τώρα αυ τά τα πράγματα, ποια τραβού σε τα μαλλιά της προσπαθώντας να βρει τα αγαπημένα της σκου λαρίκια. Ποιος γκρίνιαζε ψάχνοντας στον πάτο της τσάντας του για να βρει άλλο ένα χαμένο στυ λό; Ποιος έκανε διάλειμμα για τσιγάρο, μόνο και μόνο για να ανακαλύ ψει ότι είχε χάσει τον αναπτήρα του ; Ποιος είχε αργήσει ήδη στη δου λειά εκείνο το πρωί και δεν μπορού σε να βρει τα κλειδιά του αυ τοκινήτου του ; Ποιος προσπαθού σε να κρύ ψει από το έτερον ήμισυ το γεγονός ότι είχε εξαφανιστεί η βέρα του ; Όλοι αυ τοί μπορού σαν να ψάξου ν αδιάκοπα μέχρι να του ς πονέσου ν τα μάτια, αλλά δεν θα έβρισκαν ποτέ. Ώρα που βρήκα για μια τέτοια επιφοίτηση! Εδώ, στη σπηλιά του Αλαντίν με τα χαμένα αντικείμενα, μακριά από το σπίτι. Σαν στο σπίτι πουθενά… ένιωσα πάλι τη φράση να με εμπαίζει. «Μπόμπι», φώναξα πλησιάζοντας την πόρτα και έπνιξα την άλλη φωνή μες στο κεφάλι μου . «Μια στιγμή», ακού στηκε η πνιχτή απάντησή του , που την ακολού θησε ένας γδού πος και αμέσως μετά μια βλαστήμια. Παρά τα νεύ ρα μου , κατάφερα να χαμογελάσω. Χάιδεψα με το δάχτυ λο μια προθήκη από ξύ λο καρυ διάς, από αυ τές που περιμένεις να περιέχου ν χρυ σά

μαχαιροπίρου να και πιατικά. Αυ τή εδώ περιείχε εκατοντάδες φωτογραφίες με χαμογελαστά πρόσωπα απ’ όλο τον κόσμο, απ’ όλες τις δεκαετίες. Πήρα μία που έδειχνε ένα ζευ γάρι να στέκεται μπροστά από του ς καταρράκτες του Νιαγάρα, και την περιεργάστηκα. Έμοιαζε να έχει τραβηχτεί τη δεκαετία του εβδομήντα· είχε την κιτρινισμένη όψη που μόνο η πατίνα του χρόνου δίνει. Δύ ο σαραντάρηδες με φαρδιές καμπάνες και αδιάβροχα, μια στιγμή απαθανατισμένη και εγκλωβισμένη ανάμεσα σε μια ολόκληρη ζωή από στιγμές. Αν ζού σαν σήμερα, θα ήταν κι αυ τοί εβδομηντάρηδες με εγγόνια που κοιτού σαν και περίμεναν υ πομονετικά καθώς η γιαγιά και ο παππού ς ξεφύ λλιζαν το φωτογραφικό του ς άλμπου μ, ψάχνοντας τη φωτογραφία που θα του ς θύ μιζε το ταξίδι στο Νιαγάρα. Κρυ φά μέσα του ς θα αναρωτιού νταν αν τα είχαν φανταστεί όλα, αν εκείνη η στιγμή ανάμεσα σε μια ολόκληρη ζωή από στιγμές ήταν πραγματική, ενώ θα μονολογού σαν γκρινιάρικα «Το ξέρω πως κάπου εδώ την έχω…» «Δεν είναι καλή ιδέα;» Σήκωσα τα μάτια και είδα τον Μπόμπι να με παρακολου θεί από την πόρτα. Μετά από τόση λεηλασία στο διπλανό δωμάτιο, είχε τα χέρια αδειανά. «Την περασμένη βδομάδα, η κυ ρία Χάρπερ βρήκε μια φωτογραφία του γάμου της ξαδέλφης της Ναντίν, την οποία είχε να δει πέντε χρόνια. Δεν μπορείς να πιστέψεις την αντίδρασή της όταν έπεσε τυ χαία πάνω στη φωτογραφία. Καθόταν και την κοιτού σε όλη μέρα. Βλέπεις, ήταν μια ομαδική φωτογραφία με όλου ς του ς

καλεσμένου ς στο γάμο. Όλη της η οικογένεια ήταν εκεί. Φαντάσου να έχεις πέντε χρόνια να δεις την οικογένειά σου και να βρίσκεις ξαφνικά μια πρόσφατη φωτογραφία του ς. Να φανταστείς, είχε έρθει μόνο για ένα ζευ γάρι κάλτσες». Ανασήκωσε του ς ώμου ς του . «Κάτι τέτοιες στιγμές είναι που με κάνου ν να νιώθω χρήσιμος εδώ πέρα». Άφησα τη φωτογραφία του ζευ γαριού . «Είπες πως με περίμενες», είπα πιο σκληρά απ’ όσο ήθελα, αλλά ένιωθα τρομαγμένη. Ξεσταύ ρωσε τα μπράτσα και έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Νόμιζα πως θα έβγαζε επιτέλου ς κάτι και θα μου το έδινε, αλλά αυ τός τα άφησε εκεί. «Είμαι τρία χρόνια εδώ». Είχε το ίδιο βασανισμένο πρόσωπο με όλου ς όταν ανακαλού σαν στη μνήμη του ς τη στιγμή που έφτασαν εδώ. «Ήμου ν δεκάξι χρόνων. Μου είχαν μείνει δύ ο χρόνια μέχρι να τελειώσω το σχολείο, δέκα χρόνια ακόμα μέχρι τη στιγμή που σχεδίαζα να ωριμάσω. Δεν είχα ιδέα τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου . Έλεγα πως θα ήμου ν ακόμα σπίτι και θα εκνεύ ριζα τη μάνα μου , μέχρι να με αναγκάσει να φύ γω και να με βάλει να βρω κανονική δου λειά. Στο μεταξύ , μου άρεσε να είμαι ο κλόου ν του σχολείου , καθώς και να έχω τα μποξεράκια μου πλυ μένα και σιδερωμένα. Δεν έπαιρνα πολλά πράγματα στα σοβαρά», ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Δεκάξι χρόνων ήμου ν μόνο», επανέλαβε. Έγνεψα συ γκαταβατικά, χωρίς να έχω ιδέα πού το πήγαινε. Αναρωτιόμου ν γιατί στο καλό είχε πει πως με περίμενε. «Δεν ήξερα τι να κάνω όταν πρωτόφτασα εδώ. Τον

περισσότερο καιρό τον περνού σα στην άλλη πλευ ρά του δάσου ς, προσπαθώντας να βρω δρόμο διαφυ γής. Έλα όμως που δεν υ πάρχει...» Έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες και μου έκανε μια ξεκάθαρη χειρονομία. «Σου το λέω από τώρα, Σάντι, δεν υ πάρχει δρόμος διαφυ γής από δω, κι έχω δει ανθρώπου ς να παραφρονού ν στην προσπάθειά του ς να βρου ν δρόμο διαφυ γής». Κού νησε το κεφάλι. «Πολύ σύ ντομα συ νειδητοποίησα ότι έπρεπε να αρχίσω να ζω εδώ. Για πρώτη φορά στη ζωή μου , έπρεπε να πάρω κάτι στα σοβαρά». Μετακινήθηκε αμήχανα. «Αυ τό έγινε όσο έψαχνα ρού χα να φορέσω. Έψαχνα στα πράγματα που υ πήρχαν εκεί έξω κι ένιωθα σαν άστεγος σε χωματερή. Έπεσα πάνω σε μια κάλτσα με ζωηρό πορτοκαλί χρώμα, η οποία έλαμπε κάτω από έναν επαγγελματικό φάκελο που φαντάζομαι ότι εξαιτίας του κάποιος θα πρέπει να έχασε τη δου λειά του εκείνο το πρωί επειδή τον έχασε. Ήταν τόσο ζωηρό το χρώμα της ώστε αναρωτήθηκα πώς στο καλό είχε καταφέρει κάποιος να χάσει κάτι τόσο φεγγοβόλο, κάτι που ξεχώριζε τόσο έντονα. Όσο περισσότερο την κοιτού σα, όμως, τόσο καλύ τερα άρχισα να νιώθω για το γεγονός ότι βρέθηκα εδώ, επειδή λίγη ώρα πριν, αισθανόμου ν πως ευ θυ νόμου ν εγώ γι’ αυ τό. Νόμιζα πως έφταιγε η αδιαφορία μου που κατέληξα εδώ. Νόμιζα πως αν πρόσεχα περισσότερο στο σχολείο και δεν σαχλαμάριζα τόσο, θα είχα αποτρέψει τον ερχομό μου εδώ». Έγνεψα καταφατικά. Ήξερα πώς ακριβώς ένιωθε. «Η κάλτσα με έκανε να νιώσω καλύ τερα επειδή ήταν το πιο ζωηρόχρωμο πράγμα που είχα δει ποτέ μου », γέλασε. «Μέχρι και ετικέτα είχε, για όνομα του Θεού ,

και κατάλαβα ότι ήταν θέμα κακοτυ χίας, απλής κακοτυ χίας, και της κάλτσας και δικής μου , που καταλήξαμε εδώ! Δεν μπορού σα να κάνω τίποτα για να αποφύ γω την κατάληξή μου εδώ, όπως δεν μπορού σε να κάνει τίποτα και η κάλτσα. Λυ πήθηκα τον άνθρωπο που της είχε κολλήσει την ετικέτα, που είχε γράψει τη διεύ θυ νσή του πάνω της, που βασικά είχε κάνει τα πάντα για να μην τη χάσει. Γι’ αυ τό την κράτησα, για να μου θυ μίζει εκείνο το συ ναίσθημα, εκείνη την ημέρα που έπαψα να κατηγορώ τον εαυ τό μου και τον κόσμο όλο. Μια κάλτσα με έκανε να νιώσω καλύ τερα». Χαμογέλασε. «Ακολού θησε με». Πήγε πάλι στο διπλανό δωμάτιο. Το επόμενο δωμάτιο ήταν λίγο-πολύ παρόμοιο με το μαγαζί, με τοίχου ς καλυ μμένου ς με ράφια, αν και ο χώρος ήταν πολύ μικρότερος και γεμάτος με ψηλές στοίβες από χαρτόκου τα, τα οποία χρησιμοποιού νταν, απ’ ό,τι φαινόταν, για αποθήκευ ση. «Να η κάλτσα». Μου την έδωσε και την κράτησα στα χέρια μου . Ήταν μικρή, παιδική, από πετσετέ ύ φασμα. Αν ο Μπόμπι πίστευ ε πως η κάλτσα θα είχε πάνω μου την ίδια επίδραση που είχε και σ’ εκείνον, ήταν πολύ γελασμένος. Εγώ εξακολου θού σα να θέλω να φύ γω από δω και κατηγορού σα τον εαυ τό μου και όλο τον κόσμο που με έφεραν εδώ. «Μετά από μερικές εβδομάδες, βρέθηκα να βοηθάω νεοφερμένου ς να βρίσκου ν ρού χα και ό,τι άλλο είχαν ανάγκη όταν έφταναν εδώ. Έτσι, άνοιξα εντέλει αυ τό εδώ το μέρος. Το δικό μου είναι το μόνο μαγαζί στο χωριό αυ τό όπου μπορείς να βρεις τα πάντα κάτω από την ίδια

στέγη», είπε με καμάρι. Η απου σία ενθου σιασμού από την πλευ ρά μου τον έκανε να σταματήσει να χαμογελάει και να συ νεχίσει την ιστορία του . «Τέλος πάντων, ως ιδιοκτήτης και διευ θυ ντής αυ τού του μαγαζιού , πρέπει να βγαίνω έξω καθημερινά και να συ λλέγω όσο το δυ νατόν περισσότερα χρήσιμα πράγματα. Μπορώ να περηφανευ τώ ότι είμαι το μόνο μαγαζί που που λάει κανονικά ζευ γάρια παπού τσια, κάλτσες, ασορτί ρού χα και ού τω καθεξής. Οι άλλοι απλώς μαζεύ ου ν ό,τι βρου ν και τα εκθέτου ν. Εγώ ψάχνω για το άλλο μισό· είμαι κάτι σαν προξενήτρα», χαμογέλασε. «Για συ νέχισε», τον παρότρυ να και κάθισα σε μια παλιά, ξεχαρβαλωμένη πολυ θρόνα που μου θύ μισε τις πρώτες μου συ νεδρίες με τον κύ ριο Μπάρτον. «Τέλος πάντων, η πορτοκαλί κάλτσα δεν ήταν σπου δαία υ πόθεση ώσπου βρήκα αυ τό εδώ». Έσκυ ψε και έβγαλε μια μπλού ζα από μια κού τα δίπλα του . Έμοιαζε κι αυ τή παιδική. «Ού τε αυ τό όμως ήταν σπου δαία υ πόθεση ώσπου βρήκα αυ τό». Άφησε άλλη μια μονή κάλτσα στο πάτωμα μπροστά μου και με κοίταξε εξεταστικά. «Δεν καταλαβαίνω», ανασήκωσα του ς ώμου ς και πέταξα την πορτοκαλί κάλτσα στο πάτωμα. Συ νέχισε να αδειάζει σιωπηλός τα περιεχόμενα του χαρτόκου του και να τα αραδιάζει στο πάτωμα μπροστά μου , ενώ το μυ αλό μου έπαιρνε χίλιες στροφές προσπαθώντας να αποκρυ πτογραφήσει τον κώδικα. «Νόμιζα πως είχε κι άλλα αυ τή η κού τα, αλλά τέλος πάντων, υ πάρχου ν πολλά», είπε τελικά ο Μπόμπι. Το πάτωμα ήταν σχεδόν τελείως καλυ μμένο με είδη ρου χισμού και αξεσου άρ. Ήμου ν έτοιμη να σηκωθώ

πάνω και να του ζητήσω να αρχίσει να μιλάει λογικά, όταν αναγνώρισα επιτέλου ς μια μπλού ζα. Και μετά, αναγνώρισα μια κάλτσα, μια κασετίνα… και μετά, τον γραφικό χαρακτήρα πάνω σε ένα κομμάτι χαρτί. Ο Μπόμπι στάθηκε πλάι στην άδεια κού τα, με την έξαψη να αστράφτει στη ματιά του . «Το ’πιασες τώρα;» Δεν μπορού σα να αρθρώσω λέξη. «Έχου ν όλα ετικέτες. Το όνομα “Σάντι Σορτ” είναι γραμμένο πάνω σε όλα τα αντικείμενα που βλέπεις μπροστά σου ». Μου κόπηκε η ανάσα, η ματιά μου πετού σε ξέφρενα από το ένα αντικείμενο στο άλλο. «Κι αυ τή είναι μόνο μία κού τα. Όλες αυ τές εκεί δικές σου είναι», είπε με ενθου σιασμό, δείχνοντας στη γωνία του δωματίου όπου ήταν στοιβαγμένες άλλες πέντε κού τες. «Κάθε φορά που έβλεπα το όνομά σου , μάζευ α το αντικείμενο και το φύ λαγα. Όσο περισσότερα πράγματά σου έβρισκα τόσο μεγάλωνε η πεποίθησή μου ότι ήταν θέμα χρόνου μέχρι να έρθεις να τα πάρεις πίσω μόνη σου . Και να που ήρθες». «Να που ήρθα», επανέλαβα, κοιτάζοντας τα πράγματα στο πάτωμα. Έπεσα στα γόνατα και χάιδεψα την πορτοκαλί κάλτσα. Αν και δεν τη θυ μόμου ν, μπορού σα να φανταστώ τις μανιώδεις έρευ νές μου εκείνη τη νύ χτα κάτω από το βλέμμα των καημένων των γονιών μου . Αυ τή ήταν η αρχή για όλα. Πήρα την μπλού ζα στα χέρια μου και είδα το όνομά μου γραμμένο στην ετικέτα με τον γραφικό χαρακτήρα της μητέρας μου . Ψηλάφισα το μελάνι με τα ακροδάχτυ λά μου , με την ελπίδα ότι με κάποιον τρόπο αυ τή η κίνηση με συ νέδεε μαζί της.

Προχώρησα στο κομμάτι χαρτί με τον άσχημο εφηβικό γραφικό χαρακτήρα μου . Απαντήσεις στις ερωτήσεις για το βιβλίο Ρωμαίος και Ι ουλιέτα από το σχολείο. Θυ μάμαι που έκανα την εργασία και δεν μπορού σα να τη βρω στην τάξη την επόμενη μέρα. Ο δάσκαλος δεν με πίστεψε όταν δεν μπόρεσα να τη βρω στη σάκα του σχολείου . Είχε σταθεί από πάνω μου μέσα σε μια βου βή τάξη και με κοιτού σε να κάνω την τσάντα μου φύ λλο και φτερό, με την απόγνωσή μου να μεγαλώνει ολοφάνερα, αλλά η ανικανότητά του να αναγνωρίσει την ειλικρινή μου απελπισία είχε σημάνει επιπρόσθετη δου λειά για το σπίτι σαν τιμωρία. Έτσι μου ’ρχόταν να αρπάξω τη σελίδα και να τρέξω πίσω στο Λήτριμ, να εισβάλω στην τάξη εκείνου του δασκάλου και να πω «Ορίστε, κοιτάξτε, σας το είπα ότι την είχα γράψει!» Άγγιξα κάθε αντικείμενο στο πάτωμα και μου ήρθαν στο μυ αλό οι αναμνήσεις απ’ όταν τα φόρεσα, απ’ όταν τα έχασα και απ’ όταν τα έψαχνα. Αφού είδα όλα τα αντικείμενα της πρώτης κού τας, έτρεξα στην επόμενη στην κορυ φή της στοίβας στη γωνία. Άνοιξα την κού τα με τρεμάμενα χέρια. Πάνω-πάνω είδα να με κοιτάζει με το ένα του μάτι ο αγαπημένος μου φίλος, ο κύ ριος Πομπς. Τον έβγαλα από την κού τα και τον κράτησα σφιχτά πάνω μου , εισπνέοντας τη μυ ρωδιά του , προσπαθώντας να διακρίνω τη γνώριμη οσμή του σπιτιού . Την είχε χάσει προ πολλού και τώρα μύ ριζε μού χλα, όπως και όλα τα άλλα υ πάρχοντα εδώ πέρα, αλλά τον έσφιξα πάνω μου και τον ζού ληξα στο στήθος μου . Το όνομα και το τηλέφωνό μου διακρίνονταν ακόμα πάνω στην ετικέτα του , αλλά ο μπλε μαρκαδόρος του γραφικού χαρακτήρα

της μητέρας μου είχε ξεθωριάσει πια. «Σου το είπα ότι θα σ’ έβρισκα, κύ ριε Πομπς», ψιθύ ρισα, και άκου σα την πόρτα πίσω μου να κλείνει σιγανά καθώς ο Μπόμπι βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντάς με ολομόναχη με ένα κεφάλι και ένα δωμάτιο γεμάτα αναμνήσεις.

τριάντα τρία Δεν ξέρω πόσο έμεινα στην αποθήκη – έχασα την αίσθηση του χρόνου . Μετά από πολλές ώρες κοίταξα πρώτη φορά έξω από το παράθυ ρο· είχα αλληθωρίσει και ένιωθα ξεθεωμένη μετά από τόσες ώρες που η προσοχή μου ήταν επικεντρωμένη στα πράγματά μου . Τα πράγματά μου . Είχα στ’ αλήθεια δικά μου πράγματα σε τού το δω το μέρος. Με έκαναν να νιώθω λίγο πιο κοντά στο σπίτι μου , συ νέδεαν για μια στιγμή του ς δύ ο κόσμου ς και θόλωναν τα όρια ανάμεσά του ς, έτσι που , όταν άγγιξα και κράτησα στα χέρια μου τα πράγματα που είχα κρατήσει κάποτε και στο σπίτι μου , κοντά στου ς ανθρώπου ς που αγαπού σα, δεν ένιωθα τόσο χαμένη. Ιδίως τον κύ ριο Πομπς. Είχαν συ μβεί πάρα πολλά από την τελευ ταία φορά που τον είχα δει. Είχε συ μβεί ο Τζόνι Νού τζεντ και χιλιάδες άλλοι Τζόνι Νού τζεντ. Μου φαινόταν ότι από τη νύ χτα που εξαφανίστηκε ο κύ ριος Πομπς από το κρεβάτι μου , είχε πάρει τη θέση του μια ολόκληρη ορδή από λάθος άντρες. Ο Τζόζεφ πέρασε μπροστά από το παράθυ ρο. Έκανα

πίσω και τον κοιτού σα να προχωράει με αυ τοπεποίθηση φορώντας το άσπρο λινό του που κάμισο με τα μανίκια διπλωμένα λίγο κάτω από του ς αγκώνες και το παντελόνι διπλωμένο πάνω από του ς αστραγάλου ς των ποδιών με τα σανδάλια. Πάντα τον ξεχώριζα μέσα στο πλήθος. Μου έδινε την εντύ πωση κάποιου σπου δαίου , κάποιου που ξεχείλιζε κύ ρος και δύ ναμη. Μιλού σε λίγο, αλλά όταν άνοιγε το στόμα του διάλεγε με προσοχή τα λόγια του . Όταν μιλού σε, ο κόσμος τον άκου γε. Τα λόγια του κυ μαίνονταν από ψίθυ ρο σε τραγού δι, τίποτα ενδιάμεσο. Παρά την έντονη εντύ πωση που έδινε η συ μπεριφορά του προς τα έξω, μιλού σε απαλά, πράγμα που του προσέδιδε ακόμα μεγαλύ τερη αίσθηση ανωτερότητας. Το καμπανάκι στην εξώπορτα του μαγαζιού χτύ πησε πάλι. Η πόρτα έτριξε και έκλεισε. «Γεια σου , Τζόζεφ», είπε πρόσχαρα ο Μπόμπι. «Δεν ήθελε να με δει σήμερα η Γου άντα μου ;» Ο Τζόζεφ γέλασε ανάλαφρα και κατάλαβα πως ο Μπόμπι ήταν αστείος αφού τον έκανε να γελάσει. «Μα είναι τόσο ερωτευ μένο μαζί σου αυ τό το κορίτσι. Λες να μην ήταν εδώ αν ήξερε ότι θα ερχόμου ν;» Ο Μπόμπι γέλασε. «Τι μπορώ να κάνω για σένα;» Η φωνή του Τζόζεφ χαμήλωσε, σαν να ήξερε πως ήμου ν εκεί, και αμέσως κόλλησα το αυ τί μου πάνω στην πόρτα. «Ρολόι;» άκου σα να επαναλαμβάνει δυ νατά ο Μπόμπι. «Έχω πολλά ρολόγια εδώ πέρα». Η φωνή του Τζόζεφ χαμήλωσε, και δεν άκου γα πάλι. Κατάλαβα ότι το θεωρού σε πολύ σημαντικό να είναι τόσο σιγανή η φωνή του . Μιλού σε για το ρολόι μου .

«Ένα ασημένιο ρολόι με φιλντισένια πλάκα», άκου σα να λέει ο Μπόμπι, και ευ χαρίστησα τον Θεό που είχε τη συ νήθεια να επαναλαμβάνει ό,τι του έλεγαν. Τα βήματά του ς στο καρυ δένιο πάτωμα δυ νάμωσαν και ετοιμάστηκα να απομακρυ νθώ από την πόρτα σε περίπτωση που την άνοιγαν. «Αυ τό εδώ;» ρώτησε ο Μπόμπι. «Όχι, αυ τό που θέλω θα έπρεπε να το είχες βρει είτε χθες είτε σήμερα το πρωί», είπε ο Τζόζεφ. «Και πού το ξέρεις;» «Επειδή χθες χάθηκε». «Δεν ξέρω πώς γίνεται να το ξέρεις αυ τό», γέλασε αμήχανα ο Μπόμπι. «Εκτός κι αν έχεις πάρε-δώσε με κανέναν από τον άλλο κόσμο, για το οποίο πολύ αμφιβάλλω». Ακολού θησε σιωπή. «Τζόζεφ, αυ τό εδώ το ρολόι ταιριάζει ακριβώς με την περιγραφή σου ». Διέκρινα τη σύ γχυ ση στη φωνή του Μπόμπι. «Δεν είναι αυ τό που θέλω», είπε ο Τζόζεφ. «Το είδες που θενά να το φοράει κάποιος; Μπορείς να του πεις να έρθει να με δει, ώστε να πάρω μια ιδέα τι ψάχνεις. Αν το πετύ χω που θενά, θα σου το φυ λάξω». «Αυ τό που ψάχνω είναι το ίδιο το ρολόι που είδα να φοράει κάποιος». «Κάποιος από την Κένυ α; Πριν από χρόνια;» «Όχι, από Εδώ». «Εδώ;» επανέλαβε ο Μπόμπι. «Ναι, εδώ». «Μου το έδωσε κάποιος από Εδώ;»

«Όχι, χάθηκε». Σιωπή. «Δεν μπορεί. Θα πρέπει να του ς παράπεσε κάπου ». «Το ξέρω, αλλά το είδα με τα ίδια μου τα μάτια να γίνεται». «Το είδες να εξαφανίζεται;» «Το είδα στον καρπό της και δεν κού νησε ρού πι από τη θέση της και μετά το είδα να έχει χαθεί από τον καρπό της». «Θα πρέπει να της έπεσε». «Ναι, αυ τό έγινε». «Άρα, είναι πεσμένο στο έδαφος». «Αυ τό είναι το αστείο», είπε ξερά ο Τζόζεφ, αλλά κατάλαβα πως δεν ήταν καθόλου αστείο. «Μα δεν μπορεί να…» «Κι όμως, έγινε». «Και σκέφτηκες πως θα κατέληγε εδώ;» «Σκέφτηκα πως μπορεί να το έβρισκες». «Δεν το βρήκα». «Το βλέπω. Ευ χαριστώ, Μπόμπι. Μην πεις τίποτα σε κανέναν γι’ αυ τό», είπε προειδοποιητικά και αναρίγησα. Βήματα άρχισαν να απομακρύ νονται. «Στάσου μια στιγμή, Τζόζεφ. Για περίμενε λίγο! Πες μου , ποιος το έχασε;» «Δεν την ξέρεις». «Πού το έχασε;» «Στα μισά του δρόμου ανάμεσα στο χωριό μας και το επόμενο χωριό». «Όχι», ψιθύ ρισε ο Μπόμπι. «Ναι».

«Θα το βρω», είπε αποφασιστικά ο Μπόμπι. «Εκεί πρέπει να είναι». «Δεν είναι». Ο Τζόζεφ ύ ψωσε τη φωνή του σε κανονική ένταση, αλλά για τα δικά του δεδομένα ήταν δυ νατή. Από τον τρόπο που το είπε, κατάλαβα πως όντως δεν ήταν. «Καλά, καλά», υ ποχώρησε ο Μπόμπι, αλλά η φωνή του ήταν σαν να έλεγε ότι δεν το πίστευ ε. «Ξέρει ότι χάθηκε, το άτομο που το έχασε; Μπορεί να ξέρει πού πήγε». «Είναι καινού ρια εδώ». Αυ τό τα έλεγε όλα· αυ τό σήμαινε ότι δεν καταλάβαινε τίποτα. Όχι ότι είχε άδικο, όντως δεν καταλάβαινα τίποτα· αλλά μάθαινα γρήγορα. «Καινού ρια;» Ο τόνος της φωνής του Μπόμπι είχε αλλάξει. Το κατάλαβα και είμαι σίγου ρη ότι το κατάλαβε και ο Τζόζεφ. «Μπορώ να της μιλήσω για να μου δώσει ακριβή περιγραφή;» «Σου έδωσα εγώ την ακριβή περιγραφή». Ναι, είχε προσέξει την αλλαγή. Βήματα πήγαν πάλι προς την πόρτα, η οποία έτριξε και το καμπανάκι κου δού νισε. «Υπήρχε κάποιο όνομα πάνω στο ρολόι;» φώναξε ο Μπόμπι την τελευ ταία στιγμή και το τρίξιμο της εξώπορτας σταμάτησε, η πόρτα έκλεισε πάλι και τα βήματα δυ νάμωσαν καθώς ήρθαν πάλι κοντά μου . «Γιατί ρωτάς;» Η φωνή του Τζόζεφ ήταν σταθερή. «Επειδή μερικές φορές ο κόσμος χαράζει ονόματα, ημερομηνίες ή μηνύ ματα στις ράχες των ρολογιών». Ο Μπόμπι ακου γόταν νευ ρικός. «Με ρώτησες αν υ πήρχε όνομα – γιατί ρώτησες συ γκεκριμένα για όνομα;» «Κάποια ρολόγια έχου ν χαραγμένα ονόματα πάνω

του ς». Η ένταση της φωνής του ανέβηκε μια οκτάβα καθώς μίλησε αμυ ντικά. «Ξέρω τι σου λέω». Χτύ πησε το τζάμι και φαντάστηκα πως ήταν η κοσμηματοθήκη. Επικρατού σε μια παράξενη ατμόσφαιρα εκεί έξω. Δεν μου άρεσε. «Πες μου αν βρεις το ρολόι. Μην πεις κου βέντα γι’ αυ τό, ξέρεις πώς θα αντιδρού σε ο κόσμος έτσι και μάθαιναν ότι χάνονται πράγματα από Εδώ». «Φυ σικά, καταλαβαίνω πως μπορεί να του ς έδινε ελπίδα». «Μπόμπι…» είπε προειδοποιητικά ο Τζόζεφ, κι ένα ρίγος με διαπέρασε. «Μάλιστα, κύ ριε», είπε κοφτά ο Μπόμπι. Η πόρτα έτριξε, το καμπανάκι κου δού νισε και η πόρτα ξανάκλεισε. Περίμενα λίγο μέχρι να βεβαιωθώ ότι δεν θα γύ ριζε πίσω ο Τζόζεφ. Ο Μπόμπι είχε μείνει σιωπηλός απέξω. Πάνω που ετοιμαζόμου ν να σηκωθώ, ο Τζόζεφ πέρασε πάλι μπροστά από το παράθυ ρο, πιο κοντά αυ τή τη φορά και κοίταξε το κτίριο με καχυ ποψία. Έσκυ ψα γρήγορα-γρήγορα και κόλλησα στο πάτωμα. Αναρωτήθηκα γιατί στο καλό κρυ βόμου ν ξαφνικά από τον Τζόζεφ. Ο Μπόμπι άνοιξε την πόρτα και με κοίταξε από ψηλά. «Τι στο καλό κάνεις;» «Μπόμπι Στάνλεϊ», ανακάθισα και άρχισα να ξεσκονίζομαι, «έχεις πολλές εξηγήσεις να μου δώσεις». Με αιφνιδίασε όταν σταύ ρωσε τα μπράτσα στο στήθος και είπε ψυ χρά: «Κι εσύ το ίδιο. Θες να μάθεις γιατί δεν ήμου ν στις ακροάσεις σου ; Επειδή κανείς δεν με ενημέρωσε. Θες να μάθεις το γιατί; Επειδή εδώ πέρα όλοι

με ξέρου ν ως Μπόμπι Ντιού κ. Από την ημέρα που έφτασα εδώ, δεν έχω πει σε κανέναν ότι με λένε Μπόμπι Στάνλεϊ. Από πού το ’ξερες εσύ λοιπόν;»

τριάντα τέσσερα «Ο κύ ριος Λε Μπον, να υ ποθέσω», είπε ο δρ Μπάρτον στον Τζακ, ακου μπώντας στη ράχη της πολυ θρόνας του και σταυ ρώνοντας τα μπράτσα. Ο Τζακ κοκκίνισε, αλλά ήταν αποφασισμένος να μην κάνει πίσω, ού τε να φύ γει από το γραφείο του δρα Μπάρτον με τη ρετσινιά του θεόμου ρλου . Έγειρε μπροστά. «Δρ Μπάρτον, είμαστε πολλοί που προσπαθού με να βρού με τη Σάντι…» «Δεν μου χρειάζεται να ακού σω άλλα». Έσπρωξε την πολυ θρόνα του πίσω, άρπαξε το φάκελο του Τζακ από το τραπεζάκι και σηκώθηκε όρθιος. «Ο χρόνος μας τελείωσε, κύ ριε Ρατλ. Μπορείτε να κανονίσετε το θέμα της αμοιβής έξω, με την Κάρολ». Μιλού σε με την πλάτη γυ ρισμένη ενώ πήγαινε προς το γραφείο του . «Δρ…» «Αντίο, κύ ριε Ρατλ». Ύψωσε τη φωνή. Ο Τζακ πήρε το ασημένιο ρολόι και σηκώθηκε. Μίλησε σιγανά και γρήγορα, όσο είχε την ευ καιρία. «Να σας πω μόνο ότι ένας αστυ νομικός ονόματι Γκράχαμ Τέρνερ

μπορεί να επικοινωνήσει…» «Αρκετά!» φώναξε ο δρ Μπάρτον, κοπανώντας το φάκελο πάνω στο γραφείο. Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε και τα ρου θού νια του τρεμού λιασαν. Ο Τζακ κοκάλωσε και βου βάθηκε μεμιάς. «Προφανώς δεν γνωρίζετε ού τε πολύ καιρό ού τε πολύ καλά τη Σάντι. Κατά συ νέπεια, είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν έχετε καμία δου λειά να χώνετε τη μύ τη σας στη ζωή της». Ο Τζακ άνοιξε το στόμα να διαμαρτυ ρηθεί αλλά τον πρόλαβε πάλι. «Αλλά», συ νέχισε ο δρ Μπάρτον, «πιστεύ ω ότι εσείς και η ομάδα σας είστε ειλικρινείς, οπότε σας το λέω από τώρα, προτού εμπλέξετε άλλο την αστυ νομία». Ήταν προφανές ότι πάσχιζε να κοντρολάρει την οργή του . «Θα σας πω τι θα σας που ν οι αστυ νομικοί αν αρχίσου ν να μιλάνε με κάποιου ς ανθρώπου ς. Θα σας πω τι θα σας πει η ίδια η οικογένεια της Σάντι». Η οργή του φού ντωσε πάλι και έτριξε τα πίσω δόντια. «Και τι θα σας πει όποιος την ξέρει· και αυ τό που θα σας που ν όλοι αυ τοί, είναι το εξής: ότι έτσι», σήκωσε με απελπισία τα χέρια στον αέρα, «κάνει η Σάντι». Ο Τζακ προσπάθησε πάλι να μιλήσει. «Συνεχώς», φώναξε. «Πηγαίνει κι έρχεται, αφήνει πίσω της πράγματα, μερικές φορές τα μαζεύ ει, άλλες όχι». Έβαλε τα χέρια στου ς γοφού ς, με το στήθος του να ανεβοκατεβαίνει από την ένταση της οργής. «Αλλά το θέμα είναι ότι θα γυ ρίσει πίσω. Πάντα γυ ρίζει πίσω». Ο Τζακ έγνεψε συ γκαταβατικά και κατέβασε τα μάτια του . Έκανε μεταβολή για να φύ γει από το δωμάτιο.

«Μπορείτε να αφήσετε τα πράγματά της εδώ», πρόσθεσε ο δρ Μπάρτον. «Θα φροντίσω να τα πάρει και να σας ευ χαριστήσει μόλις επιστρέψει». Ο Τζακ κατέβασε αργά το σακίδιο με τα πράγματά της, το άφησε κάτω, πλάι στην πόρτα, και βγήκε αθόρυ βα έξω, νιώθοντας σαν μαθητού δι που μόλις είχε δεχτεί επίπληξη, αλλά ταυ τόχρονα ένιωθε συ μπόνια για το διευ θυ ντή του σχολείου , που τον είχε επιπλήξει. Ο δρ Μπάρτον δεν τα ’χε με τον Τζακ. Έφταιγε το αεράκι που ερχόταν κι έφευ γε, που φυ σού σε σποραδικές ριπές καυ τού και κρύ ου αέρα μέσα από σφιγμένα χείλη, φιλιά που γαργαλού σαν και αέρας που μύ ριζε γλυ κά, αλλά που σε κλάσματα του δευ τερολέπτου η Σάντι μπορού σε να τον ξαναπάρει πίσω. Με τη Σάντι τα ’χε. Και με τον εαυ τό του , που την περίμενε αιώνια. Ο Τζακ άφησε τον δρα Μπάρτον, με τα χέρια στου ς γοφού ς, να κοιτάζει με σφιγμένο σαγόνι έξω από το γεωργιανό παράθυ ρο. Έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω του , παγιδεύ οντας μέσα μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Ήταν εξαιρετικά πολύ τιμη και δεν έπρεπε να την αφήσει να ξεγλιστρήσει στο χώρο υ ποδοχής όπου θα την αντιλαμβάνονταν οι άνθρωποι που περίμεναν. Θα παρέμενε κλειδωμένη μέσα στο γραφείο, θα πλανιόταν γύ ρω από τον δρα Μπάρτον όση ώρα θα του έπαιρνε μέχρι να την επεξεργαστεί, να την αντιμετωπίσει, να την αφήσει να καταλαγιάσει και εντέλει να εξανεμιστεί. Η ρεσεψιονίστ, η Κάρολ, κοίταξε τον Τζακ με ανησυ χία. Δεν ήξερε αν έπρεπε να φοβηθεί ή να τον λυ πηθεί για τις φωνές που είχαν ακου στεί από μέσα. Ο Τζακ άφησε την πιστωτική του κάρτα πάνω στον πάγκο

και έσκυ ψε πάνω από το γραφείο της να της δώσει ένα κομμάτι χαρτί. «Μπορείτε, σας παρακαλώ, να πείτε στον δρα Μπάρτον ότι αν αλλάξει γνώμη, αυ τό εδώ είναι το τηλέφωνο και η διεύ θυ νση του τόπου συ νάντησης αργότερα σήμερα;» Εκείνη διάβασε στα γρήγορα το σημείωμα και έγνεψε, κρατώντας ακόμη αμυ ντική στάση για να προασπιστεί το αφεντικό της. Πληκτρολόγησε τον κωδικό αριθμό του στο μηχάνημα και πήρε την πιστωτική κάρτα. «Και του δίνετε αυ τό, σας παρακαλώ;» Άφησε το ασημένιο ρολόι πάνω στον πάγκο. Τα μάτια της μισόκλεισαν όταν ο Τζακ γύ ρισε να φύ γει. «Κύ ριε Λε Μπον;» την άκου σε να λέει, όταν έφτασε στην πόρτα. Ένας άντρας που διάβαζε ένα περιοδικό για αυ τοκίνητα σήκωσε τα μάτια ακού γοντας το παράξενο όνομα. Ο Τζακ πάγωσε και γύ ρισε αργά-αργά να την κοιτάξει. «Ναι;» «Είμαι σίγου ρη ότι ο δρ Μπάρτον θα επικοινωνήσει και μάλιστα σύ ντομα». Ο Τζακ γέλασε αδύ ναμα. «Εγώ δεν είμαι και τόσο σίγου ρος». Έκανε να φύ γει πάλι και η Κάρολ ξερόβηξε, προσπαθώντας να του τραβήξει την προσοχή. Ο Τζακ επέστρεψε πάλι στο γραφείο της. Η Κάρολ έσκυ ψε μπροστά και χαμήλωσε τη φωνή της. Ο άλλος κύ ριος έπιασε το υ πονοού μενο και συ νέχισε να διαβάζει το περιοδικό του . «Συ νήθως κρατάει μερικές ημέρες κάθε φορά. Το μεγαλύ τερο διάστημα ήταν δύ ο εβδομάδες σχεδόν, αλλά

αυ τό έγινε στην αρχή. Το τωρινό είναι, μακράν, το μακρύ τερο», ψιθύ ρισε. «Όταν τη βρείτε, πείτε της να γυ ρίσει να…» κοίταξε θλιμμένα την πόρτα του γραφείου του δρα Μπάρτον, «απλώς πείτε της να γυ ρίσει». Όσο γρήγορα είχε μιλήσει, άλλο τόσο γρήγορα σταμάτησε, πήρε το ρολόι από τον πάγκο, το έβαλε μέσα σε ένα συ ρτάρι και συ νέχισε να πληκτρολογεί. «Κένεθ», φώναξε, χωρίς να δίνει πια καμία σημασία στον Τζακ. «Ο δρ Μπάρτον θα σε δει τώρα. Πέρνα μέσα». Δύ σκολα ξεκινάς μια σχέση με κάποιον για τον οποίο δεν επιτρέπεται να μάθεις ποτέ τίποτα. Η σχέση μας μέχρι σήμερα βασιζόταν σε μένα και δυ σκολευ όμου ν να κάνω τη μετάβαση που σήμαινε ότι στο εξής θα αφορού σε ξαφνικά και στου ς δυ ο μας. Κάθε βδομάδα, οι συ ναντήσεις μας περιστρέφονταν γύ ρω από το πώς αισθανόμου ν εγώ, τι είχα κάνει εγώ εκείνη την εβδομάδα, τι είχα σκεφτεί εγώ και τι είχα μάθει εγώ. Ο Γκρέγκορι είχε ελεύ θερη πρόσβαση στο μυ αλό μου όποτε ήθελε. Αυ τός ήταν ο μοναδικός λόγος της σχέσης μας· η προσπάθειά του να αποκωδικοποιήσει το μυ αλό μου και να προσπαθήσει να με καταλάβει. Και να προσπαθήσει να με αποτρέψει από την προσπάθεια να τον καταλάβω εγώ. Μια πιο σοβαρή, μια πιο στενή σχέση αποδεικνυ όταν ότι βρισκόταν στον αντίποδα. Έπρεπε να θυ μάμαι να τον ρωτάω γι’ αυ τόν και να θυ μάμαι ότι τώρα ού τε αυ τός μπορού σε να γνωρίζει όλα όσα είχα στο μυ αλό μου . Κάποια πράγματα έπρεπε να τα κρατάω κρυ φά, για λόγου ς προστασίας, αυ τοσυ ντήρησης, κι έτσι έχασα κατά κάποιον τρόπο τον έμπιστό μου . Όσο πιο κοντά

ερχόμασταν τόσο λιγότερα ήξερε για μένα και τόσο περισσότερα μάθαινα εγώ για εκείνον. Η μία ώρα την εβδομάδα εντατικοποιήθηκε και οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Ποιος να το έλεγε ότι ο κύ ριος Μπάρτον είχε τη δική του ζωή πέρα από του ς τέσσερις τοίχου ς του παλιού σχολείου ; Ήξερε ανθρώπου ς και έκανε πράγματα που δεν είχα μάθει ποτέ μου . Πράγματα που μου επιτράπηκε ξαφνικά να μάθω, αλλά δεν ήμου ν σίγου ρη αν ήθελα να ξέρω. Πώς γίνεται ένας άνθρωπος, εκ των πραγμάτων ανίκανος να μοιραστεί το κρεβάτι και τις σκέψεις του με κάποιον άλλο, να μην αισθανθεί την ανάγκη να το βάλει στα πόδια για να ξεφύ γει απ’ όλα αυ τά; Φυ σικά και εξαφανιζόμου ν για μερικές ημέρες σερί. Όχι, η διαφορά ηλικίας δεν είχε σημασία, από την αρχή ακόμα. Τα χρόνια δεν ήταν το πρόβλημα· το λάθος ήταν ο χρόνος. Αυ τή η καινού ρια σχέση υ πήρχε χωρίς να μετράει την ώρα κάποιο ρολόι. Δεν υ πήρχε μεγάλος δείκτης που να υ παγορεύ ει το τέλος της συ ζήτησης· δεν μπορού σε να με σώσει το παροιμιώδες κου δού νι. Μπορού σε να έχει πρόσβαση ανά πάσα στιγμή. Φυ σικά και το έβαλα στα πόδια. Μια λεπτή γραμμή χωρίζει την αγάπη από το μίσος. Η αγάπη απελευ θερώνει την ψυ χή αλλά με την ίδια ανάσα μπορεί να την πνίξει κιόλας. Εγώ περπάτησα πάνω σ’ αυ τό το τεντωμένο σκοινί με τη χάρη ελέφαντα, με το κεφάλι μου να με γέρνει προς την πλευ ρά του μίσου ς, και την καρδιά μου να με ανυ ψώνει προς την πλευ ρά της αγάπης. Ο δρόμος είχε όλο τραμπαλίσματα και μερικές φορές έπεφτα. Κάποιες φορές έπεφτα για μεγάλα χρονικά

διαστήματα, ποτέ όμως για υ περβολικά μεγάλα. Ποτέ για τόσο μεγάλο διάστημα όσο το τωρινό. Δεν ζητάω τη συ μπάθεια. Ποτέ δεν λαχτάρησα να με συ μπαθού ν, ού τε ζητάω την κατανόηση· ποτέ δεν με κατάλαβαν εξάλλου . Όταν συ μπεριφερόμου ν έτσι, όταν σηκωνόμου ν από το κρεβάτι του , του άφηνα το χέρι, του έκλεινα το τηλέφωνο και έκλεινα την πόρτα του σπιτιού του πίσω μου · μέχρι κι εγώ δυ σκολευ όμου ν να νιώσω συ μπάθεια για τον εαυ τό μου , να τον κατανοήσω. Αλλά έτσι ήμου ν εγώ. Ήμουν εγώ.

τριάντα πέντε Ο Μπόμπι στεκόταν στην πόρτα της αποθήκης, με τα μπράτσα σταυ ρωμένα στο στήθος, και το πρόσωπο σκυ θρωπό. «Τι;» Σηκώθηκα με κόπο και στάθηκα πανύ ψηλη από πάνω του . Δεν μου φαινόταν τόσο σίγου ρος για τον εαυ τό του τώρα που είχα ξεδιπλώσει όλο μου το ανάστημα, το ένα ογδόντα έξι ύ ψος μου . Άφησε τα χέρια του να πέσου ν στα πλευ ρά του και με κοίταξε. «Δεν σε λένε Μπόμπι Στάνλεϊ;» «Όχι, όλος ο κόσμος εδώ με ξέρει σαν Μπόμπι Ντιού κ», είπε αμυ ντικά, επικριτικά, παιδιάστικα. «Μπόμπι Ντιούκ;» έτριψα εκνευ ρισμένη το πρόσωπό μου . «Τι εννοείς;» επανέλαβα. «Σαν τον τύ πο από τις καου μπόικες ταινίες; Γιατί;» «Μη σε νοιάζει το γιατί». Το πρόσωπό του αναψοκοκκίνισε. «Νομίζω πως το θέμα μας εδώ είναι ότι είσαι η μόνη που ξέρεις το πραγματικό μου όνομα. Μου λες πώς γίνεται αυ τό;» «Ξέρω τη μητέρα σου , Μπόμπι», του είπα μαλακά.

«Δεν υ πάρχει κάποιο μεγάλο μυ στήριο. Τα πράγματα είναι τόσο απλά». Οι τελευ ταίες μέρες ήταν γεμάτες μυ στικά, μυ στήρια και λευ κά ψεματάκια. Ήταν ώρα να σταματήσου ν όλα αυ τά, προς το παρόν του λάχιστον. Το μόνο που ήθελα ήταν να συ ναντήσω του ς ανθρώπου ς που έψαχνα, να του ς πω όσα ήξερα και μετά να του ς γυ ρίσω πίσω. Αυ τό θα έκανα. Ενώ τα συ λλογιζόμου ν όλα αυ τά, πρόσεξα ξαφνικά ότι ο Μπόμπι είχε βου βαθεί εντελώς και είχε χλομιάσει αδιόρατα. «Μπόμπι;» είπα. Δεν μίλησε, μόνο απομακρύ νθηκε λίγο από την πόρτα. «Μπόμπι, είσαι καλά;» τον ρώτησα κάπως πιο τρυ φερά. «Ναι», είπε, αν και δεν έδειχνε καθόλου καλά. «Σίγου ρα;» «Το ήξερα κάτα κάποιον τρόπο», είπε σιγανά. «Τι πράγμα;» «Ήξερα κατά κάποιον τρόπο ότι ήξερες τη μαμά μου . Όχι μόνο όταν άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού σήμερα το πρωί και με είπες κύ ριο Στάνλεϊ, και όχι μόνο όταν όλος ο κόσμος που ήρθε στις ακροάσεις, μου είπε ότι ήξερες τόσα πράγματα· απλώς σαν να το κατάλαβα όταν συ νέχισα να βρίσκω διαρκώς δικά σου πράγματα». Κοίταξε πίσω μου , τη χαμένη μου ζωή που ήταν τώρα σκόρπια στο πάτωμα. «Όταν είσαι μόνος, όλο αναζητάς σημάδια· μερικές φορές τα σκαρφίζεσαι μόνος, άλλες φορές είναι όντως εκεί, αλλά τις περισσότερες δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αλήθεια ανάμεσα στα δύ ο. Πάντως σ’ αυ τό το σημάδι πίστεψα περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο».

Χαμογέλασα. «Είσαι όπως ακριβώς είπε πως θα ήσου ν». Το κάτω χείλος του άρχισε να τρέμει και προσπάθησε να συ γκρατήσει το τρέμου λο. «Είναι καλά;» «Πέρα από το ότι σ’ έχει πεθυ μήσει σαν τρελή, είναι μια χαρά». «Απ’ όταν έφυ γε ο μπαμπάς, ήμαστε πάντα οι δυ ο μας: εγώ κι αυ τή. Τώρα, είναι μόνη της. Δεν μ’ αρέσει καθόλου που είναι μόνη της». Η φωνή του έκανε σκαμπανεβάσματα καθώς προσπαθού σε να την κοντρολάρει. «Δεν είναι ποτέ μόνη, Μπόμπι· έχει του ς θείου ς, τις θείες και του ς παππού δες σου . Εξάλλου , φέρνει σπίτι όποιον έχει όρεξη να την ακού σει, και ξεφυ λλίζου ν μαζί φωτογραφικά άλμπου μ και βλέπου ν δικά σου βίντεο. Δεν νομίζω να υ πάρχει κανείς στο Μπαλντόιλ που να μη σ’ έχει δει να σκοράρεις ενάντια στο Σεντ Κέβιν’ς στου ς τελικού ς». Χαμογέλασε. «Θα μπορού σαμε να είχαμε κερδίσει το παιχνίδι, αν δεν ήταν…» άφησε τη φράση του μετέωρη. Τη συ νέχισα: «Αν δεν ήταν ο τραυ ματισμός του Τζέραλντ Φιτζου ίλιαμ στο δεύ τερο ημίχρονο». Σήκωσε το κεφάλι και με κοίταξε, με ένα φως στα μάτια. «Ο Άνταμ ΜακΚέιμπ έφταιγε», είπε αποδοκιμαστικά και κού νησε το κεφάλι. «Δεν έπρεπε να παίξει σε θέση μέσου », είπα, και ο Μπόμπι έβαλε τα γέλια. Αυ τό το δυ νατό, καρτου νίστικο γέλιο που είχα ακού σει αμέτρητες φορές στα σπιτικά βίντεο, το γέλιο για το οποίο μιλού σε διαρκώς η

οικογένειά του . Τον ψηλό, μεταδοτικά αστείο ήχο που με έκανε αυ τομάτως να βάλω κι εγώ τα γέλια. «Πω πω», ψιθύ ρισε, «την ξέρεις καλά». «Μπόμπι, πίστεψέ με, δεν χρειάζεται να ξέρει κανείς τη μητέρα σου καλά για να ξέρει τα πάντα για τον αγώνα».

Ο Τζακ καθόταν στο σπίτι της Μαίρης Στάνλεϊ, πίνοντας καφέ και παρακολου θώντας σπιτικά βίντεο του Μπόμπι. «Δες εδώ». Η Μαίρη έκανε ξαφνικά μπροστά στην καρέκλα της και καφές πιτσίλισε από την κού πα της και λέρωσε το μπλου τζίν. «Αχ!» έκανε πίσω, με μορφασμό, και ο Τζακ πετάχτηκε πάνω, νομίζοντας ότι είχε τσου ρου φλιστεί. «Εδώ πήγαν όλα κατά διαόλου », είπε οργισμένη. Ο Τζακ συ νειδητοποίησε ότι αναφερόταν ακόμη στην τηλεόραση και ακού μπησε πίσω στον καναπέ. «Τον βλέπεις;» Η Μαίρη έδειξε την τηλεόραση, χύ νοντας πάλι τον καφέ. «Πρόσεχε», την προειδοποίησε ο Τζακ. «Μια χαρά είμαι». Έτριψε το πόδι της χωρίς να κοιτάξει. «Εδώ στράβωσε το πράγμα. Θα μπορού σαμε να κερδίσου με τον αγώνα αν δεν ήταν αυ τός», έδειξε πάλι, «ο Τζέραλντ Φιτζου ίλιαμ, που τραυ ματίστηκε εκείνη τη στιγμή στο δεύ τερο ημίχρονο». «Μμμ», έκανε ο Τζακ, πίνοντας καφέ και παρακολου θώντας την ερασιτεχνική μαγνητοσκόπηση του αγώνα να τραμπαλίζεται στην οθόνη. Την περισσότερη ώρα, το μόνο που έβλεπε ήταν μια πράσινη

θολού ρα που την ακολου θού σαν κοντινά πλάνα του κεφαλιού του Μπόμπι. «Ο Άνταμ ΜακΚέιμπ έφταιγε», είπε πλαταγίζοντας αποδοκιμαστικά τη γλώσσα της και κου νώντας το κεφάλι. «Δεν έπρεπε να τον βάλου ν να παίξει μέσος».

Ο Μπόμπι με οδήγησε σε μια μικρή στριφογυ ριστή σκάλα που οδηγού σε στην κατοικία του , πάνω από το κατάστημα. Κάθισα να τον περιμένω στο καθιστικό, σε έναν εντυ πωσιακό δερμάτινο καναπέ που φαντάστηκα ότι κάποιος θα πρέπει να περίμενε να τον παραλάβει με ανυ πομονησία για πολύ περισσότερο χρόνο από το συ νηθισμένο διάστημα των τεσσάρων με έξι εβδομάδων. Ο Μπόμπι μου έφερε ένα ποτήρι χυ μό κι ένα κρου ασάν, και το άδειο μου στομάχι γου ργού ρισε με ευ γνωμοσύ νη. «Νόμιζα πως έπρεπε να τρώνε όλοι στο φαγάδικο», είπα, εξαπολύ οντας επίθεση στο κρου ασάν, που άρχισε να τρίβεται στα χέρια μου . «Ας πού με ότι η μαγείρισσα μου έχει αδυ ναμία. Έχει γιο στην ηλικία μου στο Τόκιο. Μια στις τόσες, μου δίνει φαγητό στα κρυ φά, κι εγώ την πειράζω, την αηδιάζω κι άλλα τέτοια ωραία που κάνου ν οι γιοι στις μανάδες του ς». «Πολύ χαριτωμένο», μου ρμού ρισα, με το πρόσωπο πασαλειμμένο σφολιάτα. Ο Μπόμπι με κοιτού σε, με το δικό του φαγητό ακόμη ανέγγιχτο στο πιάτο του . «Ντι;» είπα με το στόμα μπου κωμένο. Συ νέχισε να με κοιτάζει και κατάπια βιαστικά. «Έχω τίποτα στο

πρόσωπο;» Έπιασα το πρόσωπό μου . «Θέλω να ακού σω κι άλλα», είπε σοβαρά. Κοίταξα θλιμμένα το υ πόλοιπο κρου ασάν στο πιάτο μου . Ήθελα πάρα πολύ να το τελειώσω, αλλά καταλάβαινα από την έκφραση στο πρόσωπο του Μπόμπι ότι το χρωστού σα στη μητέρα του να αρχίσω να μιλάω γρήγορα. «Θες να μάθεις για τη μαμά σου ;» Κατάπια τα ψίχου λα με τη βοήθεια της πορτοκαλάδας. «Όχι, θέλω να μάθω για σένα». Τον κοιτού σα με ανοιχτό το στόμα να τεντώνεται στον καναπέ, και ξάφνου ένιωσα πολύ άβολα. «Μου είπαν πως έχεις πρακτορείο ηθοποιών – μέσω του πρακτορείου γίνατε φίλες με τη μαμά μου ;» «Όχι, δεν θα το ’λεγα». «Το φαντάστηκα». «Τι θες να πεις;» «Δεν έχεις πρακτορείο ηθοποιών, έτσι; Δεν μου φαίνεσαι τέτοιος τύ πος». Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Ξαφνικά ένιωσα θιγμένη. «Γιατί, τι είδου ς άνθρωπος έχει συ νήθως πρακτορείο ηθοποιών;» «Άνθρωποι που δεν είναι σαν κι εσένα», χαμογέλασε. «Τι κάνεις στ’ αλήθεια;» «Ψάχνω», χαμογέλασα. «Αναζητώ». «Ταλέντα;» «Ανθρώπου ς». «Ανθρώπου ς με ταλέντα;» «Φαντάζομαι πως όλοι αυ τοί που αναζητώ έχου ν κάποιο ταλέντο, αν και για σένα δεν βάζω και το χέρι μου

στη φωτιά». Ο Μπόμπι φάνηκε να σαστίζει και αποφάσισα να αφήσω τις κρυ άδες και να τον εμπιστευ τώ. «Έχω πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων, Μπόμπι». Στην αρχή φάνηκε σοκαρισμένος. Έπειτα, όταν συ νειδητοποίησε τι του είχα πει, άρχισε να μειδιά, το μειδίαμα εξελίχθηκε σε χαμόγελο, το χαμόγελο μετατράπηκε σε γέλιο, το γέλιο έγινε ο μεταδοτικός ήχος που γνώριζα πολύ καλά, και τότε άρχισα να γελάω κι εγώ. Ξαφνικά, σταμάτησε. «Ήρθες εδώ για να μας γυ ρίσεις όλου ς πίσω ή ήρθες απλώς σαν επισκέπτρια;» Κοίταξα το πρόσωπό του που το είχε πλημμυ ρίσει η ελπίδα, και ένιωσα ξάφνου στενοχώρια. «Τίποτε από τα δύ ο. Δυ στυ χώς, κόλλησα κι εγώ εδώ». Στις στιγμές που η ζωή δείχνει το χειρότερο πρόσωπό της, μπορείς να κάνεις ένα από δύ ο πράγματα: Πρώτον, να καταρρεύ σεις, να χάσεις κάθε ελπίδα και να αρνηθείς να προχωρήσεις μπροστά, να μείνεις ξαπλωμένη μπρού μυ τα στο χώμα κοπανώντας τις γροθιές σου και κλοτσώντας τα πόδια σου , ή, δεύ τερον, να γελάσεις. Ο Μπόμπι κι εγώ κάναμε το δεύ τερο. «Ωραία, να τι πρέπει να κάνεις. Μην πεις σε κανέναν άλλο αυ τά τα νέα», είπε ο Μπόμπι. «Δεν το έχω πει σε κανέναν. Εκτός από την Έλενα και τον Τζόζεφ, δεν το ξέρει κανείς». «Ωραία. Αυ τού ς μπορού με να του ς εμπιστευ τού με. Της Έλενας ήταν η ιδέα για την παράσταση;» Έγνεψα ναι. «Έξυ πνη κίνηση». Τα μάτια του γυ άλισαν

κατεργάρικα. «Σάντι, πρέπει να προσέχεις. Ο κόσμος συ ζητού σε σήμερα στο φαγάδικο». «Συ νήθως δεν συ ζητάει ο κόσμος στο φαγάδικο;» αστειεύ τηκα, και μπου κώθηκα με το υ πόλοιπο κρου ασάν μου . «Έλα τώρα, σοβαρέψου . Εσένα συ ζητού σαν. Οι υ ποψήφιοι για ακρόαση θα πρέπει να μίλησαν στου ς φίλου ς και τις οικογένειές του ς εδώ πέρα για όσα του ς είπες, και αυ τοί μίλησαν με τη σειρά του ς σε μερικού ς ακόμα, και τώρα οι πάντες μιλάνε». «Είναι στ’ αλήθεια τόσο κακό το γεγονός ότι ξέρου ν; Θέλω να πω, πού είναι το κακό αν μάθου ν όλοι ότι αναζητού σα εξαφανισμένου ς ανθρώπου ς;» Τα μάτια του Μπόμπι άνοιξαν διάπλατα. «Τρελάθηκες; Μπορεί η τεράστια πλειονότητα των ανθρώπων που βρίσκονται εδώ να έχου ν φτιάξει τη ζωή του ς και να μη γύ ριζαν πίσω ακόμα κι αν του ς πλήρωνες –και όχι μόνο επειδή τα λεφτά δεν έχου ν καμία αξία εδώ πέρα– αλλά είναι κάμποσοι άλλοι άνθρωποι που είναι όπως ήμου ν εγώ όταν πρωτόφτασα εδώ. Οι άνθρωποι αυ τοί δεν προσαρμόστηκαν ακόμα επειδή εξακολου θού ν να προσπαθού ν να βρου ν τρόπο να φύ γου ν από δω. Οι άνθρωποι αυ τοί θα κολλήσου ν πάνω σου και δεν θα σε αφήνου ν σε ησυ χία και θα εύ χεσαι να μην είχες ανοίξει ποτέ το στόμα σου ». «Το ίδιο ακριβώς μου είπε και η Έλενα. Έχει ξανασυ μβεί το ίδιο;» «Άκου τι λέει, Θεούλη μου, αν έχει ξανασυ μβεί! Όχι ακριβώς με τις ίδιες συ νθήκες». Κού νησε αδιάφορα το χέρι και άφησε του ς θεατρινισμού ς. «Πολλά χρόνια

προτού έρθω εγώ εδώ, ένας γέρος άρχισε να ισχυ ρίζεται ότι έχανε κάποια από τα πράγματά του . Αν με ρωτήσεις τι πιστεύ ω εγώ, μάλλον το μυ αλό του έχανε. Πάντως, μόλις μαθεύ τηκε, δεν μπορού σε να πάει πια ού τε στην του αλέτα μόνος του . Τον ακολου θού σαν κυ ριολεκτικά παντού. Όταν πήγαινε στο φαγάδικο, ο κόσμος συ νωστιζόταν στο τραπέζι του · τον ακολου θού σαν στα μαγαζιά, έφτασαν να τον περιμένου ν ακόμα κι έξω από το σπίτι του . Παρανοϊκή κατάσταση. Εντέλει, αναγκάστηκε να παρατήσει τη δου λειά του επειδή τον ακολου θού σε ένας πολυ άριθμος στρατός». «Τι δου λειά έκανε;» «Ήταν ταχυ δρόμος». «Ταχυ δρόμος; Εδώ πέρα;» Μόρφασα. «Τι το παράξενο βρίσκεις σ’ αυ τό; Εδώ, περισσότερο απ’ οπου δήποτε αλλού , χρειαζόμαστε ταχυ δρόμου ς. Πρέπει να μεταφέρονται γράμματα, μηνύ ματα και πακέτα στα γύ ρω χωριά, καθώς, παρότι έχου με τηλέφωνα, τηλεοράσεις και ηλεκτρονικού ς υ πολογιστές, τίποτε απ’ όλα αυ τά δεν έχει δίκτυ ο ή πρόγραμμα, απλώς στατικό θόρυ βο και πολύ χιόνι. Τέλος πάντων, δεν μπορού σε πλέον να πηγαίνει με το ποδήλατο στα χωριά έχοντας πίσω του μια ου ρά κόσμο. Οι χωρικοί άρχισαν να δυ σανασχετού ν αλλά οι άνθρωποι που τον ακολου θού σαν πίστευ αν ότι θα έβρισκε ως εκ θαύ ματος τον τρόπο να φύ γει από δω». «Και τι έγινε στο τέλος;» ρώτησα με αγωνία. «Τρελάθηκε, ακόμα περισσότερο απ’ ό,τι ήταν ήδη. Δεν μπορού σε να πάει που θενά μόνος». «Πού είναι τώρα;»

«Πού να ξέρω;» Ξαφνικά, ο Μπόμπι φάνηκε να βαριέται την ιστορία. «Εξαφανίστηκε. Θα πρέπει να πήγε μερικές πόλεις παρακάτω ή κάτι τέτοιο. Ο Τζόζεφ θα πρέπει να ξέρει, γιατί ήταν πολύ κοντά οι δυ ο του ς. Ρώτα τον». Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί μου και ανατρίχιασα. «Κρυ ώνεις εδώ μέσα;» ρώτησε ο Μπόμπι με δυ σπιστία. «Κατά τη γνώμη μου , πάντα έχει πολλή ζέστη εδώ πάνω. Ιδροκοπάω όλη την ώρα». Μάζεψε τα πιάτα και τα ποτήρια μας. Μπορεί να παρίστανε τον ψύ χραιμο, αλλά τον είδα. Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να μου ρίχνει μια παρατεταμένη ματιά προτού βγει από το δωμάτιο. Ήθελε να δει αν είχαν πιάσει ρίζες τα λόγια του . Αδίκως ανησυ χού σε. Είχαν ριζώσει.

τριάντα έξι «Eλα, μπορού με να περπατάμε και να μιλάμε ταυ τόχρονα», είπε ο Μπόμπι. Σηκώθηκε και μου έπιασε το χέρι να με τραβήξει να σηκωθώ κι εγώ. «Πού πάμε;» «Στις πρόβες, φυ σικά. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, πρέπει να συ νεχίσεις αυ τό το παραμύ θι με το θεατρικό. Ο κόσμος θα σε παρακολου θεί, είτε το αντιλαμβάνεσαι είτε όχι». Αναρίγησα πάλι και ανατρίχιασα. Όταν κατεβήκαμε κάτω, ο Μπόμπι άρχισε να μου πετάει ρού χα. «Τι κάνεις;» «Ο κόσμος θα αρχίσει να σε παίρνει περισσότερο στα σοβαρά αν σταματήσεις να ντύ νεσαι σαν τον Σεβάχ το θαλασσινό. Μου έδωσε ένα γκρίζο ριγέ παντελόνι και γαλάζιο που κάμισο. «Είναι το σωστό νού μερο», είπα εντυ πωσιασμένη, διαβάζοντας τις ετικέτες. «Ναι, αλλά δεν έλαβα υ πόψη τα πολύ μακριά πόδια». Δάγκωσε το χείλος του και με κοίταξε.

«Το βάσανο της ζωής μου ». Σήκωσα τα μάτια ψηλά και του έδωσα πίσω το παντελόνι. «Δεν υ πάρχει πρόβλημα, έχω ό,τι ακριβώς χρειάζεσαι!» Έτρεξε στην άλλη άκρη του μαγαζιού . «Ολόκληρη αυ τή η ράγα είναι για ανθρώπου ς με πολύ μακριά πόδια». Άρχισε να ψάχνει ανάμεσα στις κρεμάστρες, ενώ εγώ κοιτού σα τα ρού χα σαν παιδάκι που το είχαν αφήσει σε ζαχαροπλαστείο. Ποτέ άλλοτε δεν είχα ξαναδεί τέτοια πολυ τέλεια. «Θεού λη μου , νομίζω ότι τελικά μπορεί και να βρω την ευ τυ χία εδώ πέρα». Χάιδεψα με τα δάχτυ λα όλα τα ρού χα. «Πάρε». Μου έδωσε κάτι που έμοιαζε να είναι ακριβώς το ίδιο παντελόνι, μόνο μακρύ τερο. «Φόρα το γρήγορα. Δεν θέλου με να αργήσου με στις πρόβες». Βγήκαμε έξω στη λιακάδα και τα μάτια μου πόνεσαν καθώς είχα μείνει πολλή ώρα κλεισμένη στο νοτερό σκοτάδι του κτιρίου από καρυ διά. Έξω επικρατού σε η οχλοβοή του παζαριού . Κόσμος φώναζε, παζάρευ ε, γελού σε και μιλού σε σε κάθε λογής γλώσσες, κάποιες από τις οποίες δεν είχα ξανακού σει. Μια μικρή παρέα τεσσάρων γυ ναικών γύ ρισαν να κοιτάξου ν τον Μπόμπι και μένα την ώρα που κλείδωνε το μαγαζί. Στάθηκα στη βεράντα φορώντας τα καινού ρια μου ρού χα και νιώθοντας σαν έκθεμα καθώς τις είδα να ψιθυ ρίζου ν αναμεταξύ του ς. «Νάτην», άκου σα να ψιθυ ρίζει πολύ δυ νατά η μία, τόσο δυ νατά μάλιστα που αναρωτήθηκα πώς στο καλό νόμιζε πως δεν θα την άκου γα. Μία σκού ντησε μια άλλη και την έσπρωξε μπροστά, έτσι που η δεύ τερη ήρθε

σκοντάφτοντας προς το μέρος μου , την ώρα που κατεβαίναμε τα σκαλιά. «Γεια». Μας σταμάτησε. Ο Μπόμπι πήγε να την προσπεράσει, αλλά αυ τή έκανε αριστερά και μας έκλεισε πάλι το δρόμο. «Γεια», επανέλαβε, κοιτάζοντας εμένα και αγνοώντας τον Μπόμπι. «Γεια», απάντησα, και αντιλήφθηκα ότι η παρέα της μας κοιτού σαν. «Με λένε Κρίστιν Τέιλορ;» Εμένα ρωτού σε; «Γεια σου , Κρίστιν». Σιωπή. «Είμαι η Σάντι». Τα μάτια της μισόκλεισαν, καθώς κοιτού σε εξεταστικά το πρόσωπό μου , αναζητώντας κάποιο σημάδι αναγνώρισης. «Μπορώ να σε βοηθήσω σε κάτι;» ρώτησα ευ γενικά. «Είμαι δυ όμισι χρόνια εδώ;» ρώτησε πάλι. «Α, μάλιστα. Είναι…» κοίταξα τον Μπόμπι, που σήκωσε τα μάτια ψηλά, «…τι να πω, είναι κάμποσος καιρός, έτσι;» Με κοίταξε πάλι εξεταστικά. «Έμενα στο Δου βλίνο;» «Αλήθεια; Πολύ όμορφη πόλη το Δου βλίνο». «Έχω τρεις αδελφού ς και μια αδελφή;» Προσπάθησε να μου φρεσκάρει τη μνήμη. «Τον Άντριου Τέιλορ;» Τα μάτια της κοίταξαν εξεταστικά το πρόσωπό μου . «Τον Μάρτιν Τέιλορ;» Σιωπή. «Τον Γκάβιν Τέιλορ;» Σιωπή. «Η αδελφή μου είναι η Ροϊζίν Τέιλορ;» Εξεταστικό βλέμμα πάλι. «Είναι νοσοκόμα στο νοσοκομείο Μπομόντ;»

«Μάλιστα…» «Ξέρεις κανέναν του ς;» ρώτησε γεμάτη ελπίδα. «Όχι, λυ πάμαι, δεν του ς ξέρω». Στ’ αλήθεια δεν του ς ήξερα. «Χάρηκα πάντως που σε γνώρισα». Πήγαμε να φύ γου με όταν με άρπαξε από το μπράτσο. «Έι!» έβγαλα φωνή, προσπαθώντας να τραβήξω το μπράτσο μου . Με έσφιξε περισσότερο. «Έι, άσ’ την», μπήκε στη μέση ο Μπόμπι. «Του ς ξέρεις, έτσι;» είπε και ήρθε πιο κοντά μου . «Όχι!» είπα, και έκανα πίσω, ενώ το χέρι της μου έσφιξε πιο δυ νατά το μπράτσο. «Η μαμά και ο μπαμπάς μου είναι ο Τσαρλς και η Σάντρα Τέιλορ». Είχε αρχίσει να μιλάει πιο γρήγορα. «Και αυ τού ς θα πρέπει να του ς ξέρεις. Πες μου μόνο πώς…» «Παράτα με!» Τράβηξα βίαια το μπράτσο μου , και το πλήθος γύ ρω μας σώπασε και γύ ρισε να κοιτάξει. Αυ τό την έκανε να σταματήσει και να στραφεί στις φίλες της, που κοιτού σαν κι αυ τές, προσπαθώντας να καταλάβου ν τι μέρος του λόγου ήμου ν. «Συ γγνώμη, αλλά αργήσαμε στις πρόβες. Πρέπει να πηγαίνου με». Ο Μπόμπι με έπιασε από το πονεμένο μου μπράτσο και με τράβηξε μακριά από κει. Έτσι σοκαρισμένη όπως ήμου ν, τον άφησα να με τραβήξει. Αρχίσαμε πότε να μισοτρέχου με και πότε να μισοπερπατάμε ανάμεσα από το πλήθος, ενώ ένιωθα μάτια καρφωμένα πάνω μου απ’ όπου περνού σαμε. Τελικά φτάσαμε στο δημοτικό κέντρο· στην πόρτα είδαμε να έχει σχηματιστεί μικρή ου ρά. «Η Σάντι!» φώναξε κάποιος. «Νάτην! Η Σάντι!»

Άρχισαν να φωνάζου ν κι άλλοι και μαζεύ τηκαν γύ ρω μου . Ένιωσα τον Μπόμπι να με τραβάει πάλι. Κάποιος με τράβηξε προς τα πίσω και η πόρτα του δημοτικού κέντρου έκλεισε δυ νατά πίσω μου . Οι ηθοποιοί της παράστασης που κάθονταν σε κύ κλο, γύ ρισαν όλοι να κοιτάξου ν εμένα με τον Μπόμπι, που είχαμε σταθεί και κοντανασαίναμε, με τις πλάτες ακου μπισμένες στην πόρτα. «Μήπως», είπα όταν βρήκα την ανάσα μου , και η φωνή μου αντήχησε σε όλη την αίθου σα, «είμαστε στη ζώνη του λυ κόφωτος, ρε γαμώτο;» Τότε, πετάχτηκε η Έλενα. «Είπε η Ντόροθι όταν προσγειώθηκε στη χώρα του Οζ. Ευ χαριστού με, Σάντι, που μοιράστηκες την πρώτη της ατάκα μαζί μας», είπε βιαστικά, και τα τρομοκρατημένα πρόσωπα μεταμορφώθηκαν σε νεύ ματα κατανόησης. «Θα δώσει έναν σύ γχρονο αέρα σε μια παλιά ιστορία», εξήγησε η Έλενα. «Ευ χαριστού με, Σάντι, που το μοιράστηκες με τόσο δραματικό τρόπο μαζί μας».

Η Μαίρη πάτησε επιτέλου ς το στοπ όταν τελείωσε η πρώτη σχολική παράσταση του Μπόμπι και έβγαλε τη βιντεοκασέτα που ο Τζακ ήταν σίγου ρος ότι είχε πια πυ ρώσει τις δύ ο τελευ ταίες ώρες. Ήπιε μονορού φι τον υ πόλοιπο κρύ ο καφέ του , σε μια προσπάθεια να παραμείνει ξύ πνιος. «Μαίρη, αλήθεια, πρέπει να επιστρέψω απόψε στο Λίμερικ», υ παινίχθηκε ο Τζακ, κοιτάζοντας το ρολόι του . Τόση ώρα που ήταν μαζί της, ού τε μία φορά δεν είχε

αναφερθεί το όνομα της Σάντι. Ένιωθε πως προσπαθού σε πρώτα να τον «στρώσει», πως θα τον μυ ού σε πρώτα στη ζωή της Μαίρης προτού προχωρήσου ν σε άλλα ζητήματα. Παντού ολόγυ ρά του μέσα στο καθιστικό υ πήρχαν κορνιζαρισμένες φωτογραφίες που στοιβάζονταν σε κάθε επιφάνεια. Ο Μπόμπι νεογέννητο, ο Μπόμπι νήπιο, ο Μπόμπι με το πρώτο του ποδήλατο, ο Μπόμπι την πρώτη μέρα στο σχολείο, ο Μπόμπι την πρώτη φορά που κοινώνησε, ο Μπόμπι την πρώτη φορά που πήγε στη θεία λειτου ργία, ο Μπόμπι να στολίζει το χριστου γεννιάτικο δέντρο, ο Μπόμπι σ’ ένα ενσταντανέ ενώ πηδού σε μέσα στην πισίνα σε κάποιες ηλιόλου στες διακοπές. Από φαλακρός, κατάξανθος και μετά καστανός. Χωρίς δόντια, με λίγα δόντια, με σιδεράκια. Δεν υ πήρχαν ρολόγια στο δωμάτιο· ο χρόνος είχε αποτυ πωθεί σε κάθε φωτογραφία και είχε σταματήσει, θαρρείς και απαγορευ όταν να συ νεχίσει να κυ λάει μετά την τελευ ταία φωτογραφία: ο Μπόμπι και η Μαίρη στα δέκατα έκτα γενέθλια του Μπόμπι. Η τριανταοκτάχρονη Μαίρη έμενε σε ένα διαμέρισμα πάνω από το κατάστημα μεταχειρισμένων που διατηρού σε, το οποίο ήταν φίσκα από ρού χα, τσάντες, βιβλία, μπιχλιμπίδια, αξεσου άρ σπιτιού και ό,τι άλλο μπορού σε να βάλει ο νου ς. Το μαγαζί μύ ριζε μού χλα από τα μεταχειρισμένα ρού χα από δεύ τερο ή και τρίτο χέρι ακόμα, από τα σκονισμένα και σκοροφαγωμένα βιβλία και τα παλιά παιχνίδια που είχαν ξεπεράσει κατά πολύ την ημερομηνία λήξης της χρήσης του ς καθώς οι ιδιοκτήτες του ς είχαν μεγαλώσει πια. Από πάνω ήταν το σπίτι που μοιραζόταν η Μαίρη με τον Μπόμπι σε όλα

αυ τά τα δεκαέξι χρόνια του . Η Μαίρη σηκώθηκε. «Άλλο καφέ;» «Ευ χαριστώ». Ο Τζακ την ακολού θησε στην κου ζίνα όπου βρήκε κι άλλες φωτογραφίες να στολίζου ν του ς τοίχου ς, να καλύ πτου ν το περβάζι του παράθυ ρου . «Δεν θα έρθου ν άλλοι απ’ όσου ς τηλεφώνησα;» Ο Τζακ περίμενε πως θα γινόταν μια μικρή συ γκέντρωση. «Δεν τα κατάφεραν τόσο τελευ ταία στιγμή. Ο Πίτερ μένει στο Ντόνεγκαλ με τα δύ ο μικρά παιδιά του , και η Κλάρα με τον Τζιμ μένου ν στο Κορκ, αν και πήραν διαζύ γιο πρόσφατα, κι έτσι οι πιθανότητες να του ς πείσου με να βρεθού ν στον ίδιο χώρο είναι ισχνές. Είναι πολύ λυ πηρό, να σου πω την αλήθεια. Η κόρη του ς, η Όρλα, αγνοείται εδώ κι έξι χρόνια. Νομίζω ότι αυ τός είναι ο λόγος που χώρισαν». Έβαλε καφέ. «Κάτι τέτοια πράγματα, οι τεράστιες, δραματικές αλλαγές στη ζωή επιδρού ν σαν μαγνήτης. Είτε χωρίζου ν του ς ανθρώπου ς είτε του ς φέρνου ν κοντά. Δυ στυ χώς, στη δική του ς περίπτωση έγινε το πρώτο». Αμέσως, ο Τζακ άρχισε να σκέφτεται την Γκλόρια και πώς αυ τό το μαγνητικό γεγονός τού ς είχε κάνει να απομακρυ νθού ν, σαν να απωθού νταν σχεδόν. «Δεν αμφιβάλλω καθόλου όμως ότι θα βοηθήσου ν όλοι μόλις του ς χρειαστού με να κάνου ν κάτι συ γκεκριμένο». «Η Σάντι βοηθού σε όλον αυ τό τον κόσμο;» «Η Σάντι βοηθάει, Τζακ. Δεν χάθηκε ακόμα. Έχει ψυ χή. Ξέρω πως δεν είχες τη χαρά να τη δεις σε ώρα δράσης αλλά σε πληροφορώ ότι επικοινωνεί μαζί μας κάθε βδομάδα. Ακόμα και μετά από τόσα χρόνια, μας παίρνει τηλέφωνο κάθε βδομάδα για να μας πει αν

υ πήρξαν τίποτα νέα. Τις περισσότερες φορές, ειδικά πιο πρόσφατα, τα τηλεφωνήματα γίνονταν πιο πολύ για να δει πώς τα πάμε». «Της μίλησε κανείς αυ τή την εβδομάδα;» «Κανείς». «Είναι ασυ νήθιστο αυ τό;» «Όχι εντελώς ασυ νήθιστο». «Κάποιοι μου είπαν ότι δεν είναι ασυ νήθιστο εκ μέρου ς της να κόβει τις γέφυ ρες επικοινωνίας και να εξαφανίζεται για λίγο καιρό». «Συ νεχώς εξαφανιζόταν, παρ’ όλα αυ τά όμως μας τηλεφωνού σε και από τις κρυ ψώνες της ακόμα. Αν η Σάντι είναι αφοσιωμένη σε κάτι, αυ τό είναι η δου λειά της». «Μου φαίνεται πως είναι και το μόνο». «Ναι, δεν θα μου προκαλού σε κατάπληξη αν ήταν αλήθεια αυ τό», συ μφώνησε η Μαίρη. «Η Σάντι μιλού σε… μιλάει…» διόρθωσε τα λόγια της, «πολύ λίγο για τον εαυ τό της. Είναι επαγγελματίας σ’ αυ τό. Ποτέ δεν μιλάει για συ γγενείς ή φίλου ς. Ούτε μία φορά, και σε διαβεβαιώ ότι την ξέρω τρία ολόκληρα χρόνια». «Δεν νομίζω να έχει», είπε ο Τζακ και κάθισε στο τραπέζι της κου ζίνας με μια ζεστή κού πα καφέ. «Έχει εμάς, πάντως». Η Μαίρη πήγε κοντά του . «Δεν κατάφερες τίποτα με τον αστυ νόμο Τέρνερ;» Ο Τζακ κού νησε το κεφάλι. «Του μίλησα χθες. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε αν τόσο οι συ γγενείς όσο και οι φίλοι της λένε πως αυ τή είναι φυ σιολογική συ μπεριφορά. Η Σάντι δεν αποτελεί κίνδυ νο ού τε για τον εαυ τό της ού τε για άλλου ς, και η εξαφάνισή της δεν

εγείρει καμία υ ποψία». «Δεν εγείρει καμία υ ποψία ένα εγκαταλειμμένο αυ τοκίνητο με όλα της τα προσωπικά είδη παρατημένα μέσα;» ρώτησε έκπληκτη η Μαίρη. «Όχι, αν έτσι συ νηθίζει να συ μπεριφέρεται πάντα». «Και με το ρολόι που βρήκες;» «Είχε σπάσει το κού μπωμά του . Προφανώς της πέφτει συ νεχώς». Η Μαίρη πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα της και κού νησε το κεφάλι. «Η φου καριάρα τιμωρείται για την παράξενη συ μπεριφορά της στο παρελθόν». «Πολύ θα ήθελα να μιλήσω στου ς γονείς της, να δω τι γνώμη έχου ν εκείνοι για το όλο θέμα. Μου είναι αδύ νατον να το χωνέψω ότι κανείς δεν ανησυ χεί με το γεγονός ότι έχου ν πέντε μέρες να επικοινωνήσου ν με μια συ γγενή του ς». Ο Τζακ ήξερε βαθιά μέσα του ότι κάτι τέτοιο ήταν πιθανότατο. Ο ίδιος δεν είχε πολύ στενές επαφές με τον Ντόναλ, ού τε με την υ πόλοιπη οικογένειά του , για να είναι ειλικρινής. Με εξαίρεση την Τζού ντιθ, συ χνά περνού σαν ακόμα και βδομάδες χωρίς να μιλήσου ν αναμεταξύ του ς. Η μητέρα του ς ήταν εκείνη που χτυ πού σε καμπανάκια συ ναγερμού μετά από τρεις ημέρες σιωπής. «Έχω τη διεύ θυ νσή του ς, αν τη θες». Η Μαίρη σηκώθηκε από το τραπέζι και πήγε να ψάξει σε ένα ντου λάπι της κου ζίνας. «Παραδόξως, η Σάντι μου ζήτησε να της στείλω κάτι εκεί». Η φωνή της ακού στηκε πνιχτή έτσι όπως είχε σκύ ψει μέσα στο ντου λάπι. «Νομίζω ότι μια χρονιά είχε κολλήσει με την οικογένειά της για τα Χριστού γεννα και αναζητού σε απεγνωσμένα μια

δου λειά να τη σώσει», γέλασε. «Αλλά έτσι δεν είναι τα Χριστού γεννα; Νάτην». Επιτέλου ς ξεπρόβαλε το κεφάλι της. «Δεν είναι σωστό να πάω έτσι απροειδοποίητα», είπε ο Τζακ. «Γιατί όχι; Το χειρότερο που μπορού ν να κάνου ν είναι να μη σου μιλήσου ν, αλλά αξίζει να δοκιμάσεις». Του έδωσε τη διεύ θυ νση στο Λήτριμ. «Μπορείς να μείνεις εδώ απόψε, αν θες. Είναι πολύ αργά για να ταξιδέψεις μέχρι το Λήτριμ και μετά στο Λίμερικ». «Ευ χαριστώ, μπορεί να μείνω και αύ ριο στο Δου βλίνο για να δω αν θα πάει η Σάντι σε ένα άλλο ραντεβού που έχει κλείσει». Ο Τζακ χαμογέλασε κοιτάζοντας τη φωτογραφία του μικρού Μπόμπι που ήταν μεταμφιεσμένος δεινόσαυ ρος για τις Απόκριες. «Γίνεται ποτέ ευ κολότερο;» Η Μαίρη αναστέναξε. «Ευ κολότερο ποτέ, ίσως όμως κάπως λιγότερο δύ σκολο. Βρίσκεται πάντα στο μπροστινό μέρος του μυ αλού μου , κάθε ώρα του ύ πνου και του ξύ πνιου μου . Ο πόνος αρχίζει να… όχι να εξαφανίζεται ακριβώς, αλλά σαν να εξατμίζεται· πλανιέται πάντα στον αέρα γύ ρω μου , έτοιμος να πέσει σαν βροχή πάνω μου , εκεί που δεν το περιμένω. Τότε, όταν φεύ γει ο πόνος, τη θέση του παίρνει η οργή, όταν ξεθυ μαίνει η οργή, έρχεται η μοναξιά. Είναι ένας αέναος κύ κλος συ ναισθημάτων· κάθε χαμένο συ ναίσθημα δίνει τη θέση του σε ένα άλλο. Δυ στυ χώς, δεν γίνεται το ίδιο με του ς γιου ς», χαμογέλασε πικρά. «Παλιά, μου άρεσαν τα μεγάλα μυ στήρια της ζωής, οι αβεβαιότητες, το να μην ξέρεις τι σε περιμένει. Πίστευ α πάντα ότι ήταν

αναπόσπαστο κομμάτι του ταξιδιού της ζωής», χαμογέλασε θλιμμένα. «Τώρα πια, δεν με ενθου σιάζου ν τόσο πολύ ». Ο Τζακ έγνεψε συ γκαταβατικά και για λίγο βυ θίστηκαν και οι δυ ο στις σκέψεις του ς. «Τέλος πάντων, δεν είναι μόνο μαυ ρίλα και ζόφος», ζωήρεψε η Μαίρη. «Ας ελπίσου με ότι η Σάντι θα κάνει ό,τι κάνει πάντα και θα επιστρέψει το πρωί». «Με τον Μπόμπι και τον Ντόναλ μαζί», πρόσθεσε ο Τζακ. «Τι να πω, η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευ ταία». Η Μαίρη ύ ψωσε την κού πα της και τσού γκρισαν με τον Τζακ.

τριάντα επτά Εκείνη τη νύ χτα, ο Τζακ κοιμήθηκε στη μικροσκοπική κρεβατοκάμαρα του Μπόμπι, περιτριγυ ρισμένος από πόστερ με σπορ αμάξια και ημίγυ μνες ξανθές. Στο ταβάνι ήταν διάσπαρτα μικροσκοπικά άστρα και διαστημόπλοια που φεγγοβολού σαν κάποτε έντονα στο σκοτάδι, αλλά, όπως και η παρου σία του Μπόμπι, εξέπεμπαν τώρα μόνο μια αμυ δρή λάμψη. Τα στίκερ που ήταν κάποτε κολλημένα στην πόρτα και η ξεβαμμένη ταπετσαρία είχαν σκιστεί, αφήνοντας τον Εξ-Μαν χωρίς το ξίφος του , τον Μπόμπι Ντιού κ χωρίς το καου μπόικο καπέλο του και τον Νταρθ Βέιντερ χωρίς το κράνος του . Στη σκού ρα μπλε παπλωματοθήκη απεικονιζόταν το ηλιακό σύ στημα της Γης, όπου φαίνονταν όλοι οι πλανήτες και όλοι οι τόποι εκτός από το μέρος όπου βρισκόταν ο Μπόμπι. Ένα γραφείο ήταν φορτωμένο μέχρι εκεί πάνω με cd, ένα cd play er, μεγάφωνα και περιοδικά που περιείχαν ακόμα πιο πολλά αμάξια και γυ ναίκες. Λίγα σχολικά βιβλία στοιβάζονταν στη γωνία, καθώς η σημασία του ς

τα τοποθετού σε πολύ χαμηλά στην κλίμακα. Πάνω από το γραφείο, υ πήρχαν ράφια ξέχειλα με cd, dv d, περιοδικά, καθώς και μετάλλια και κύ πελλα ποδοσφαίρου . Ο Τζακ ήταν σίγου ρος ότι τίποτα δεν είχε αλλάξει θέση από την ημέρα που έφυ γε από το δωμάτιό του ο Μπόμπι για να μην ξαναγυ ρίσει ποτέ. Ο Τζακ ακού μπησε όσο το δυ νατόν λιγότερα αντικείμενα και περπατού σε νυ χοπατώντας στη μοκέτα, γιατί δεν ήθελε να αφήσει αποτυ πώματα. Τα πάντα μέσα σ’ αυ τό το δωμάτιο ήταν πολύ τιμα και υ πήρχαν μόνο ως μου σειακά εκθέματα. Ανάμεσα στα πόστερ με τα αστραφτερά αυ τοκίνητα και τα γυ μνά γκλαμου ράτα μοντέλα ξεπρόβαλλε μια ταπετσαρία με τον Τόμας το Τρενάκι. Ακριβώς κάτω από την επιφάνεια κρυ βόταν η παιδικότητα· μόνο μια λεπτή στρώση τη χώριζε από την εφηβεία. Ήταν το δωμάτιο κάποιου που δεν ήταν πια αγοράκι, ού τε όμως άντρας ακόμα· κάποιου ανάμεσα στην αθωότητα και τη συ νειδητοποίηση, κάποιου στο δρόμο της ανακάλυ ψης. Ο Τζακ ένιωσε πάλι όπως πριν, μέσα σ’ αυ τό το σπίτι. Ένιωσε εγκλωβισμένος σε ένα χρόνο όπου δεν τον άφηναν να προχωρήσει μπροστά. Η πινακίδα στην πόρτα που έγραφε «Δωμάτιο του Μπόμπι: ΜΑΚΡΙ Α!» είχε γίνει απόλυ τα σεβαστή· η πόρτα είχε κλείσει ερμητικά, κλείνοντας τα πάντα μέσα, κλειδώνοντας όλα τα πολύ τιμα αντικείμενα, θαρρείς και το δωματιάκι ήταν θησαυ ροφυ λάκιο. Ο Τζακ αναρωτήθηκε αν ο Μπόμπι βρισκόταν τώρα κάπου αλλού , αν συ νέχιζε τη ζωή του , αν είχε αφήσει πίσω του την εικόνα που πάλευ ε να κρατήσει ζωντανή η Μαίρη, ή αν το ταξίδι του είχε

φτάσει στο τέρμα. Άραγε θα εξακολου θού σε να υ πάρχει εις του ς αιώνας των αιώνων σαν κάποιος που δεν ήταν πια αγόρι αλλά ού τε ακόμη άντρας, ένας ενδιάμεσος άνθρωπος σε έναν ενδιάμεσο τόπο, που δεν είχε ολοκληρώσει τίποτα, δεν είχε συ νειδητοποιήσει τίποτα πλήρως; Συ λλογίστηκε τη δική του άρνηση να ξεχάσει τον Ντόναλ, και αυ τό που του είχε πει ο δρ Μπάρτον: ότι αντικαθιστού σε τη μία έρευ να, η οποία είχε φτάσει σε αδιέξοδο, με μια άλλη. Θεωρητικά, μάλλον αυ τό ακριβώς έκανε, ωστόσο έμενε ανυ ποχώρητος στην άποψη ότι αυ τό δεν οφειλόταν στην απροθυ μία και την ανικανότητά του να προχωρήσει μπροστά. Απόδιωξε τη σκέψη ότι έμοιαζε στο παραμικρό με τη Μαίρη, η οποία είχε γαντζωθεί από τις αναμνήσεις και είχε τελματώσει αιωνίως σε μια στιγμή πολύ πίσω στο παρελθόν. Τράβηξε το πάπλωμα πάνω από το κεφάλι του και κρύ φτηκε από τα αστέρια στο ταβάνι και το γαλαξία από κάτω του . Αν ήθελε να είναι ρεαλιστής, έπρεπε να παραδεχτεί ότι η αναζήτησή του για τη Σάντι δεν θα τον οδηγού σε και στον Ντόναλ, αλλά κάτι μέσα στην καρδιά, μέσα στο μυ αλό του , τον παρακινού σε να προχωρήσει. Η επομένη ήταν Παρασκευ ή και στην περίπτωση που η Σάντι δεν επέστρεφε στην κανονική της ζωή, θα έκλεινε έξι μέρες εξαφανισμένη. Ο Τζακ έπρεπε να πάρει τώρα μια απόφαση: Ήταν άραγε τώρα η κατάλληλη στιγμή να κάνει πίσω, να ανοίξει την πόρτα της ζωής του και να αφήσει να βγου ν από μέσα ο εγκλωβισμένος χρόνος και οι αναμνήσεις, να τα αφήσει να προχωρήσου ν μπροστά, να αναπληρώσου ν όσα είχαν χάσει; Ή

μπορού σε να συ νεχίσει με όλες του τις δυ νάμεις την έρευ να, όσο παράξενη και ασυ νήθιστη κι αν ήταν; Σκέφτηκε την Γκλόρια στο σπίτι, το τίποτα που ένιωθε απέναντί της, τη ζωή του και το μέλλον του ς, και αποφάσισε ότι όπως ο Μπόμπι που κατοικού σε ακόμα στο δωμάτιο όπου ξάπλωνε τώρα ο Τζακ, έτσι κι αυ τός ξεκινού σε ένα ταξίδι ανακάλυ ψης. Άκου σε τη Μαίρη να κλείνει την τηλεόραση και να βγάζει από την πρίζα τις συ σκευ ές της κου ζίνας. Από ένα χώρισμα της κου ρτίνας τρύ πωσε ξαφνικά ένα ευ χάριστο φως μέσα στο δωμάτιο, ρίχνοντας μια κίτρινη φωτεινή γραμμή στο πόστερ μιας κόκκινης Φεράρι. Όταν συ νειδητοποίησε πως ήταν το φως της βεράντας, ο Τζακ ένιωσε να τον τυ λίγει μια παράξενη ηρεμία και έμεινε να κοιτάζει το φως στον τοίχο ώσπου τα μάτια του βάρυ ναν.

Ξύ πνησε στις εννέα παρά τέταρτο το επόμενο πρωί, από τον ήχο κου δου νίσματος τηλεφώνου . «Ναι;» άρθρωσε, ενώ τα μάτια του κοιτού σαν γύ ρω του και για μια στιγμή νόμιζε πως είχε κάνει ένα ταξίδι στο χρόνο, πίσω στα εφηβικά του χρόνια, και ξυ πνού σε στο σπίτι της μητέρας του . Η μητέρα του … ένιωσε μια σου βλιά μοναξιάς όταν τη σκέφτηκε. «Τι στον κόρακα κάνεις;» ρώτησε θυ μωμένα η αδελφή του , η Τζού ντιθ. Στο βάθος άκου γε μωρά να κλαίνε και σκυ λιά να γαβγίζου ν. Βόγκησε. «Ξυ πνάω». «Ναι;» του είπε σαρκαστικά. «Δίπλα σε ποια;» Ο Τζακ γύ ρισε προς τα δεξιά και κοίταξε την ξανθιά

που δεν φορού σε τίποτε άλλο από ένα καου μπόικο καπέλο και μπότες. «Την Κάντι από το Χιού στον του Τέξας. Της αρέσει η ιππασία, η σπιτική λεμονάδα και να βγάζει βόλτα το σκύ λο της τον Τσάρλι». «Τι;» τσίριξε, και το κλάμα ενός μωρού δυ νάμωσε. Ο Τζακ έβαλε τα γέλια. «Ηρέμησε, βρε Τζου ντ. Είμαι στο δωμάτιο ενός δεκαεξάχρονου αγοριού . Δεν υ πάρχει λόγος να ανησυ χείς». «Τι έκανε, λέει;» Πυ ροβολισμοί ήταν αυ τό που άκου σε; «ΤΖΕΪΜΣ, ΧΑΜΗΛΩΣΕ ΤΗΝ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ!» «Ωχ!» Ο Τζακ απομάκρυ νε το κεφάλι από το τηλέφωνό του . «Συ γγνώμη, μπας και σε ενόχλησε ένας θόρυ βος από εκατοντάδες μίλια μακριά;» είπε φου ρκισμένη. «Τζού ντιθ, γιατί είσαι τόσο ευ έξαπτη σήμερα;» Αναστέναξε. «Νόμιζα πως ο μόνος λόγος που πήγες στο Δου βλίνο ήταν για να συ ναντηθείς με το γιατρό». «Έτσι ήταν αλλά σκέφτηκα να ψάξω λίγο ακόμα προτού γυ ρίσω σπίτι». «Ακόμα ασχολείσαι με τη γυ ναίκα για τα εξαφανισμένα πρόσωπα;» «Τη Σάντι Σορτ, ακριβώς». «Τι νομίζεις ότι κάνεις, βρε Τζακ, μ’ αυ τά τα καμώματα;» τον ρώτησε μαλακά. Ακού μπησε το κεφάλι του πάνω στην Αυ στραλέζα Μπαμπς. «Ξαναφτιάχνω τη ζωή μου ». «Διαλύ οντάς την πρώτα;» «Θυ μάσαι που κάθε Χριστού γεννα κάναμε μαζί το παζλ με τον Χάμπι Ντάμπι;»

«Ω, Θεέ μου , πάει, του ’στριψε ολότελα», είπε τραγου διστά εκείνη. «Κάνε μου τη χάρη και πες μου αν το θυ μάσαι». «Ξεχνιέται; Την πρώτη χρονιά, μας πήρε μέχρι τον Μάρτη να το τελειώσου με επειδή η μαμά το εξαφάνισε πανικόβλητη από την καλή μας τραπεζαρία όταν έκανε αιφνιδιαστική επίσκεψη σπίτι μας ο πατήρ Κίο». Γέλασαν και οι δύ ο. «Αφού έφυ γε ο πατήρ Κίο, ήρθε ο μπαμπάς και μας βοήθησε να ξαναρχίσου με· το θυ μάσαι; Μας έμαθε να χωρίζου με όλα τα κομμάτια, να τα γυ ρίζου με πρώτα από την καλή και μετά να αρχίζου με να τα βάζου με μαζί». «Κι έλεγαν “Όλα του βασιλιά τα άλογα κι όλοι του βασιλιά οι άντρες” 1 1 », αναστέναξε. «Ώστε, μαζεύ εις τα κομμάτια σου ». «Ακριβώς». «Ο αδελφού λης μου , ο φιλόσοφος. Τι απέγιναν οι βόλτες στην παμπ και τα αστεία με τις κλανιές;» Γέλασε. «Είναι ακόμα κάπου μέσα μου ». Η Τζού ντιθ σοβάρεψε. «Καταλαβαίνω τι περνάς και τι κάνεις, αλλά είναι ανάγκη να το κάνεις ολομόναχος, χωρίς να λες τίποτα σε κανέναν; Δεν μπορείς να γυ ρίσεις του λάχιστον σπίτι για να γιορτάσου με μαζί αυ τό το Σαββατοκύ ριακο; Θα πάμε απόψε με τον Ου ίλι και τα παιδιά. Θα παίξει μια υ παίθρια μπάντα κι έχου ν στηθεί μερικά παιχνίδια για τα παιδιά, και την Κυ ριακή το βράδυ έχει προγραμματιστεί η συ νηθισμένη επίδειξη πυ ροτεχνημάτων. Δεν έχεις χάσει ποτέ καμία». «Θα προσπαθήσω να έρθω», είπε ψέματα ο Τζακ. «Δεν ξέρω από πού βρίσκει ακόμα την υ πομονή η

Γκλόρια. Έδειχνε να αντιμετωπίζει πολύ ψύ χραιμα το γεγονός ότι συ νεχίζεις, σίγου ρα όμως βάζεις σε δοκιμασία την ψυ χραιμία της. Επίτηδες προσπαθείς να τη διώξεις μακριά σου ;» Ο Τζακ ήταν έτοιμος να ξεσπάσει σε άλλη μια υ περάσπιση του εαυ τού του αλλά, έτσι για αλλαγή, συ γκρατήθηκε και το σκέφτηκε. «Δεν ξέρω», είπε στενάζοντας. «Μπορεί να είναι κι έτσι. Δεν ξέρω».

«Καλημέρα», είπε τραγου διστά η Μαίρη, χτυ πώντας την πόρτα. «Έλα, πέρνα μέσα», φώναξε ο Τζακ, και τυ λίχτηκε με τα σκεπάσματα. Ακού στηκε ένα κροτάλισμα και μερικά τσικ καθώς το πόμολο χαμήλωσε και η Μαίρη άνοιξε την πόρτα κου βαλώντας ένα δίσκο με πρωινό. «Πω πω!» είπε ο Τζακ, κοιτάζοντας πεινασμένα το φαγητό. Η Μαίρη άφησε το δίσκο πάνω στο γραφείο. Δεν μετακίνησε περιοδικά ή cd, παρά προτίμησε να τον ισορροπήσει παρακινδυ νευ μένα στην άκρη του γραφείου . Δεν επιτρεπόταν να ακου μπήσει το παραμικρό. Μάλιστα, ο Τζακ είχε μείνει κατάπληκτος που τον άφησε να κοιμηθεί στο κρεβάτι. «Ευ χαριστώ, Μαίρη, όλα φαίνονται τέλεια». «Παρακαλώ. Κάπου -κάπου έφερνα στον Μπόμπι πρωινό στο κρεβάτι». Κοίταξε ολόγυ ρα το δωμάτιο, τρίβοντας τα χέρια της. «Κοιμήθηκες καλά;» «Ναι, ευ χαριστώ», απάντησε ευ γενικά.

«Ψεύ τη!» είπε η Μαίρη και πήγε στην πόρτα. «Δεν έχω κοιμηθεί ού τε μία νύ χτα από τότε που εξαφανίστηκε ο Μπόμπι. Πάω στοίχημα πως κι εσύ το ίδιο». Ο Τζακ χαμογέλασε μόνο, και χάρηκε που άκου σε ότι δεν ήταν ο μόνος. «Πρέπει να πάω να ανοίξω το μαγαζί, αλλά εσύ κάτσε με την ησυ χία σου . Σου άφησα μια πετσέτα στο μπάνιο». Χαμογέλασε, έριξε άλλη μια βασανισμένη ματιά ολόγυ ρα στο δωμάτιο και βγήκε. Ο Τζακ χάρηκε που είχε σημειώσει όλα τα μελλοντικά ραντεβού της Σάντι προτού παραδώσει το ημερολόγιό της στον δρα Μπάρτον. Για σήμερα είχε γράψει, «ΧΑΝ οδός Όνγκιερ, 1 2 το μεσημέρι, δωμάτιο 4 ». Δεν αναφερόταν που θενά ποιος ήταν ο λόγος της συ νάντησης, αλλά ο Τζακ πρόσεξε ότι πήγαινε, ή του λάχιστον σημείωνε να πάει, μία φορά το μήνα. Αποφάσισε πως ήταν καλύ τερα να μην τηλεφωνήσει εκ των προτέρων αλλά να πάει κατευ θείαν. Μπήκε στο κτίριο στις δώδεκα και δέκα, εξαιτίας της ασφυ κτικής δου βλινέζικης κίνησης που δεν είχε μάθει ακόμα να λογαριάζει στον προγραμματισμό του . Δεν υ πήρχε ψυ χή στον πάγκο της ρεσεψιόν. Έσκυ ψε πάνω από το γραφείο, κοίταξε δεξιά-αριστερά κι έβαλε μια φωνή, μάταια όμως. Βρέθηκε αντιμέτωπος με πολλές πόρτες και πίνακες ανακοινώσεων που διαφήμιζαν μαθήματα γυ μναστικής, φύ λαξη παιδιών, μαθήματα υ πολογιστών, υ πηρεσίες ψυ χολογικής υ ποστήριξης και προγράμματα νεανικής εργασίας. Αναρωτήθηκε τι να βρισκόταν πίσω από την πόρτα με τον αριθμό τέσσερα. Δεν πίστευ ε πως ήταν άλλη μια υ πηρεσία ψυ χολογικής

υ ποστήριξης· τέλος πάντων, ας ήταν ό,τι ήθελε, αρκεί να μην ήταν μάθημα γυ μναστικής. Ευ χόταν να ήταν υ πολογιστές· θα του φαινόταν χρήσιμο ένα μάθημα στου ς υ πολογιστές. Χτύ πησε μαλακά την πόρτα· αναζητού σε σημάδια για το τι υ πήρχε μέσα και ευ χόταν με όλη του την καρδιά να έβρισκε τη Σάντι. Η πόρτα άνοιξε και ξεπρόβαλε μια κυ ρία με καλοσυ νάτο πρόσωπο. «Γεια σας», χαμογέλασε, ψιθυ ριστά σχεδόν. «Συ γγνώμη που σας διακόπτω», ψιθύ ρισε ο Τζακ. Ό,τι κι αν γινόταν πίσω από την πόρτα, το σίγου ρο ήταν ότι γινόταν σιγανά. Γιόγκα – ευ χήθηκε να μην ήταν γιόγκα. «Μην ανησυ χείτε, δεχόμαστε κόσμο όλες τις ώρες. Θέλετε να περάσετε;» «Εμ… ναι… Για να πω την αλήθεια, έψαχνα τη Σάντι Σορτ». «Μάλιστα. Αυ τή μας σύ στησε σ’ εσάς;» «Ναι». Έγνεψε με έμφαση. Η κυ ρία άνοιξε περισσότερο την πόρτα και ένας κύ κλος ανθρώπων γύ ρισαν να κοιτάξου ν. Δεν είχε χαλάκια, σκέφτηκε ανακου φισμένος, άρα δεν ήταν γιόγκα. Η καρδιά του χτυ πού σε δυ νατά ενώ αναζητού σε τη Σάντι και αναρωτιόταν αν θα τον έβλεπε πρώτη εκείνη προτού τη διακρίνει αυ τός. Επίσης, αν τον έβλεπε τώρα, θα τον αναγνώριζε; Θα θύ μωνε που την είχε βρει, που την είχε ξετρυ πώσει από την κρυ ψώνα της, ή θα χαιρόταν, θα ανακου φιζόταν που είχε προσέξει κάποιος την απου σία της; «Καλωσήρθες, πέρασε, κάτσε». Η γυ ναίκα άπλωσε το χέρι προς τον κύ κλο και κάποιος κατέβασε μια καρέκλα

από τις στοίβες στο πλάι του μικρού δωματίου και την έφερε στον κύ κλο. Ο Τζακ πήγε προς το μέρος του ς, κοιτάζοντας το ένα πρόσωπο μετά το άλλο, αναζητώντας κάποιο σημάδι της Σάντι. Ο κύ κλος μεγάλωνε όσο πλησίαζε και του θύ μισε ομπρέλα που άνοιγε αργά. Κάθισε ταραγμένος. Η Σάντι δεν ήταν εκεί. «Όπως μπορείς να δεις, η Σάντι δεν είναι δυ στυ χώς μαζί μας σήμερα». «Ναι, το βλέπω». Έτριξε τα πίσω δόντια του και ο γνώριμος πόνος άρχισε να σφυ ροκοπάει στο πίσω μέρος στο στόμα του . «Είμαι η Τρέισι», χαμογέλασε η γυ ναίκα. «Χάρηκα». Ο Τζακ καθάρισε νευ ρικά το λαιμό του καθώς τα κεφάλια γύ ρισαν να τον κοιτάξου ν, να τον αποτιμήσου ν, να τον περιεργαστού ν, να αναλύ σου ν κάθε του αδέξια κίνηση. «Εγώ είμαι ο Τζακ». «Γεια σου , Τζακ», απάντησαν όλοι μαζί με μια φωνή. Ο Τζακ κόμπιασε και τα μάτια του άνοιξαν έκπληκτα με τον υ πνωτικό τόνο που είχαν οι φωνές. Έπεσε βαριά σιωπή και ο Τζακ άρχισε να μετακινείται νευ ρικά στο κάθισμά του καθώς δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο υ ποτίθεται πως είχε πάει εκεί. «Τζακ, θα προτιμού σες να μιλού σαν πρώτα οι άλλοι αυ τή την εβδομάδα, και ίσως την επόμενη να μας πεις κι εσύ τη δική σου ιστορία;» Την ιστορία του ; Κοίταξε όλου ς του ς άλλου ς· κάποιοι είχαν σημειωματάρια και στυ λό στα πόδια του ς. Στη μια πλευ ρά του δωματίου ήταν ένας άσπρος πίνακας με τις λέξεις «Γραπτή Εργασία» κυ κλωμένες στην κορυ φή του . Από τον κύ κλο έβγαιναν οι λέξεις «Συ ναισθήματα»,

«Σκέψεις», «Φόβοι», «Ιδέες», «Γλώσσα», «Έκφραση», «Τόνοι» ανάμεσα σε πάμπολλες άλλες που δεν μπορού σε να διαβάσει με τη μία· έτσι, κατέληξε στο συ μπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα είχε έρθει σε σεμινάριο δημιου ργικής γραφής. «Αμέ», απάντησε με ανακού φιση. «Θα ήθελα να ακού σω πρώτα του ς άλλου ς». «Ωραία. Ρίτσαρντ, μπορείς να ξεκινήσεις λέγοντάς μας πώς τα πήγες αυ τόν το μήνα». «Πάρε, πιστεύ ω ότι θα σε βοηθήσει», ψιθύ ρισε μια γυ ναίκα δίπλα στον Τζακ και του έδωσε ένα φυ λλάδιο. «Ευ χαριστώ». Το άφησε πάνω στα πόδια του και αποφάσισε να περιμένει μέχρι να τελειώσει ο Ρίτσαρντ την ιστορία του , προτού το διαβάσει. Η ιστορία του Ρίτσαρντ ήταν μια παράλογη αφήγηση για έναν αντιπαθέστατο άντρα και τον αδιάκοπο φόβο του μήπως ενδώσει στις βίαιες παρορμήσεις του . Με μονότονη, βασανιστική και μίζερη φωνή διηγήθηκε την ιστορία για το πώς ένας εξίσου βασανιστικά μίζερος άντρας ένιωθε πάντα υ περβολικά υ πεύ θυ νος για την ασφάλεια των άλλων, μέχρι το σημείο να φοβάται να οδηγήσει, από φόβο μήπως πατήσει κανέναν με το αυ τοκίνητό του . Κάπου -κάπου ο Τζακ κου νού σε το κεφάλι και γελού σε δυ νατά, πιστεύ οντας ότι επρόκειτο για προφανή, αν και κάπως μαύ ρη, κωμωδία, αλλά γρήγορα σταμάτησε όταν είδε να του ρίχνου ν περίεργες ματιές. Μετά από κάμποσα λεπτά, που του φάνηκαν ώρες, το δωμάτιο εξακολου θού σε να αντηχεί ακόμα από τη μονότονη αφήγηση της ιστορίας του Ρίτσαρντ. Κάθε του φράση ηχού σε διπλή στ’ αυ τιά του Τζακ, που δεν

χρειαζόταν να τις ακού σει και δεύ τερη φορά, αφού τις σκυ λοβαριόταν και με την πρώτη. Καθώς η ιστορία πήγαινε να γίνει ολότελα καταθλιπτική, με τη συ μπεριφορά του πρωταγωνιστή να αποτελεί την αιτία της απώλειας τόσο της συ ζύ γου όσο και του παιδιού του , ο Τζακ σταμάτησε τελικά να ακού ει και άρχισε να διαβάζει το φυ λλάδιο που είχε τσαλακώσει κάτω από τις ιδρωμένες παλάμες του . Το χαλαρό του σώμα σφίχτηκε όταν επικέντρωσε εντέλει την προσοχή του στο εξώφυ λλο του λεπτού ιλου στρασιόν φυ λλαδίου . Μέσα σε δευ τερόλεπτα, καυ τά κύ ματα χρώματος εξαπλώθηκαν από το λαιμό μέχρι την κορυ φή του πυ ρόξανθου κεφαλιού του όταν διάβασε «Καλωσήρθατε στου ς Ανώνυ μου ς Ψυ χαναγκαστικού ς». Ο Τζακ έμεινε σιωπηλός σε όλη την υ πόλοιπη συ νάντηση, νιώθοντας ντροπή που ήταν εκεί και γενικά λόγω της συ μπεριφοράς του πιο πριν, κατά τη διάρκεια της αφήγησης του Ρίτσαρντ. Όταν τελείωσε η συ νάντηση, βγήκε από το δωμάτιο με το κεφάλι κατεβασμένο, κρυ μμένος ανάμεσα στα υ πόλοιπα μέλη της ομάδας. «Τζακ!» του φώναξε η Τρέισι και τον έκανε να παγώσει. Ο Τζακ σταμάτησε και άφησε του ς άλλου ς να περάσου ν δίπλα του και να βγου ν έξω, κοιτάζοντας τα πρόσωπά του ς τώρα που ετοιμάζονταν να αφήσου ν το δίχτυ ασφαλείας του ς και να παλέψου ν μόνοι με τον κόσμο και όλου ς του ς δαίμονές του ς. Είδε επίσης τον δρα Μπάρτον να περιμένει απέξω, με τα μπράτσα σταυ ρωμένα και το πρόσωπο βλοσυ ρό. Ο Τζακ έκανε λίγα βήματα μέσα στο δωμάτιο, προς την Τρέισι.

Η Τρέισι τον πρόλαβε και άπλωσε το χέρι, να σφίξει το δικό του . «Ευ χαριστώ που ήρθες σήμερα», χαμογέλασε. «Ξέρεις κάτι, το γεγονός ότι ήρθες είναι το πρώτο βήμα που θα σε βοηθήσει να θεραπευ τείς. Είναι δύ σβατος ο δρόμος και δύ σκολο το ταξίδι, αλλά θέλω να ξέρεις ότι είμαστε όλοι εδώ για να σε βοηθήσου με να τα βγάλεις πέρα». Ο Τζακ άκου σε τον δρα Μπάρτον να γελάει δίχως ίχνος ευ θυ μίας. «Τα δώδεκα βήματα που αναφέραμε πριν, όπως θεσπίστηκαν από του ς Ανώνυ μου ς Αλκοολικού ς και προσαρμόστηκαν στου ς σκοπού ς των Ανώνυ μων Ψυ χαναγκαστικών, μπορούν να σου προσφέρου ν ανακού φιση. Έχω δει ότι μπορού ν να μειώσου ν, ακόμα και να εξαλείψου ν τις ψυ χώσεις και του ς ψυ χαναγκασμού ς μας, γι’ αυ τό θα ήθελα να έρθεις και τον επόμενο μήνα». Η Τρέισι του έριξε ένα ενθαρρυ ντικό μπατσάκι στο μπράτσο. «Ευ χαριστώ». Ξερόβηξε αμήχανος, νιώθοντας κάπως σαν απατεώνας. «Ξέρεις καλά τη Σάντι;» τον ρώτησε. Ο Τζακ μόρφασε· δεν του άρεσε που του έθετε την ερώτηση μπροστά στον δρα Μπάρτον. «Κάπως», είπε νιώθοντας άβολα, και καθάρισε το λαιμό του . «Αν τη δεις, πες της να ξανάρθει. Δεν το συ νηθίζει να χάνει συ ναντήσεις». Ο Τζακ έγνεψε πάλι, και τώρα ένιωσε καλά που του ς άκου γε και ο δρ Μπάρτον. «Θα κάνω ό,τι μπορώ». «Το ακού σατε αυ τό;» είπε στον δρα Μπάρτον μόλις απομακρύ νθηκε η Τρέσι και δεν μπορού σε να του ς ακού σει. «Λέει ότι η Σάντι δεν το συ νηθίζει να μην έρχεται. Αναρωτιέμαι πού να είναι».

1 1 Στ ί χ ος από γ ν ωστ ό αγ γ λ ι κ ό ν αν ού ρ ι σμ α μ ε θέμ α τ ον Χάμ πι Ν τ άμ πι . (Στ Μ)

τριάντα οκτώ Πήγαινα κάθε μήνα στις συ ναντήσεις των Ανώνυ μων Ψυ χαναγκαστικών. Πήγαινα επειδή κάθε μήνα που ήμου ν εκεί ήξερα ότι ήταν ακόμα ένας μήνας που μου άξιζε να είμαι στο πλευ ρό του Γκρέγκορι. «Σάντι!» άκου σα να με φωνάζει ο Γκρέγκορι. Ήμου ν στον κάτω όροφο του σπιτιού του , ημίγυ μνη στις δύ ο και δέκα μετά τα μεσάνυ χτα, και έψαχνα μέσα στην τσάντα με τα πράγματά μου για το βράδυ , την οποία είχα αφήσει, ως συ νήθως, πλάι στην εξώπορτα μπαίνοντας μέσα. «Σάντι!» φώναξε πάλι. Ακού στηκε ένας γδού πος και οι σανίδες από πάνω μου έτριξαν όταν σηκώθηκε από το κρεβάτι και διέσχισε την κρεβατοκάμαρα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυ πάει πιο γρήγορα και η αναζήτησή μου έγινε πιο ξέφρενη. Νιώθοντας πιεσμένη τώρα που ο Γκρέγκορι ερχόταν προς το μέρος μου , αναποδογύ ρισα την τσάντα μου και άδειασα τα περιεχόμενα στο πάτωμα. Άρχισα να σηκώνω αντικείμενα, να τα πετάω στην άκρη, να τινάζω όλα μου

τα ρού χα, να ψάχνω στις τσέπες, να τα απλώνω στο πάτωμα και να τα ισιώνω με την παλάμη μου , προσπαθώντας να ψηλαφίσω ένα κρυ μμένο εξόγκωμα. «Τι κάνεις;» Άξαφνα, άκου σα τη φωνή του πίσω μου και τινάχτηκα τρομαγμένη. Η καρδιά μου βροντοχτυ πού σε και η αδρεναλίνη κυ λού σε μέσα μου , καθώς ένιωθα σαν να με είχε τσακώσει στα πράσα, σαν να έκανα κάτι εγκληματικό – κλοπή, για παράδειγμα, ή ανήθικο – παραδείγματος χάριν να τον απατού σα. Το σιχαινόμου ν που με έκανε να νιώθω πως αυ τό που έκανα ήταν λάθος. Αυ τό ακριβώς το βλέμμα που έβλεπα τώρα στο πρόσωπό του με έκανε να το βάζω στα πόδια όταν το έβλεπα στου ς άλλου ς· παραδόξως όμως αυ τό ακριβώς το βλέμμα δεν είχε καταφέρει να με διώξει ακόμα μακριά του . Όχι εντελώς, τέλος πάντων, αν και το είχα βάλει κάμποσες φορές στα πόδια. Το άφτερ σέιβ που του είχα κάνει δώρο και τα έξι Χριστού γεννα που ήμαστε μαζί, πλημμύ ρισε το δωμάτιο. Δεν αντέδρασα. Μόνο άπλωσα τη σκού ρα μπλε στολή της αστυ νομίας στο χαλί και άρχισα να ψηλαφίζω ό,τι εξείχε, ψάχνοντας για ασυ νήθιστα εξογκώματα. «Είσαι καλά;» είπε τραγου διστά. «Σου φώναζα». «Δεν σε άκου σα». «Τι κάνεις;» «Σαν τι σου φαίνεται ότι κάνω;» απάντησα ήρεμα, περνώντας το χέρι μου πάνω από το σκού ρο μπλε νάιλον μπατζάκι. «Μου φαίνεται πως κάνεις μασάζ στα ρού χα σου ». Τον ένιωσα να προχωράει παραμέσα στο δωμάτιο και να κάθεται στον καναπέ μπροστά μου , τυ λιγμένος με τη

ρόμπα που του είχα κάνει δώρο τα φετινά Χριστού γεννα, φορώντας τις παντόφλες από ταρτάν που του είχα αγοράσει τα περσινά. «Ζηλεύ ω», μου ρμού ρισε, καθώς με κοιτού σε να ισιώνω τις τσέπες. «Ψάχνω την οδοντόβου ρτσά μου », του εξήγησα, ενώ άδειαζα τα περιεχόμενα του νεσεσέρ μου στο πάτωμα. «Μάλιστα». Με κοιτού σε. Καθόταν ήσυ χα-ήσυ χα εκεί και με κοιτού σε χωρίς να κάνει τίποτε, αλλά εγώ ένιωθα άβολα. Το αποδοκιμαστικό βλέμμα που είχε καρφώσει πάνω μου με έκανε να ξεχάσω ότι απλώς έψαχνα κάτι, με έκανε να νιώσω σαν να ήμου ν καθισμένη κατάχαμα κάνοντας χρήση ναρκωτικών. Πέρασαν λίγα λεπτά μάταιης αναζήτησης. «Το ξέρεις ότι έχεις μια οδοντόβου ρτσα στο επάνω μπάνιο;» «Αγόρασα καινού ρια το πρωί». «Δεν σου κάνει η παλιά;» «Έχει πολύ μαλακή τρίχα». «Νόμιζα πως σου άρεσαν οι μαλακές τρίχες». Πέρασε το χέρι του μέσα από το κοντό του γένι. Του χαμογέλασα για να μην του χαλάσω το χατίρι. Έμεινε να με κοιτάζει λίγη ώρα ακόμα. «Θα φτιάξω λίγο τσάι, θες κι εσύ ;» Ακολου θού σε την ίδια μέθοδο με του ς γονείς μου · κι εκείνοι συ νήθιζαν να μου μιλού ν με τον ίδιο ήρεμο τόνο, παριστάνοντας πως ήταν όλα εντάξει, ώστε να μην αντιληφθώ τίποτε αρνητικές δονήσεις και πανικοβληθώ επειδή χάθηκε κάτι. Αυ τό πίστευ α όταν ήμου ν μικρότερη. Τώρα που ήμου ν μεγαλύ τερη, είχα μάθει από τον Γκρέγκορι ότι δεν προσπαθού σε να ελαφρύ νει την ατμόσφαιρα για χάρη

μου , αλλά για χάρη του ίδιου . Σταμάτησα να ψάχνω κι έμεινα να τον κοιτάζω να κινείται στη διπλανή κου ζίνα, θαρρείς και το είχε συ νήθειο να φτιάχνει τσάι στις δύ ο μετά τα μεσάνυ χτα. Τον κοιτού σα να κάνει το νοικοκύ ρη και να παριστάνει πως ήταν απόλυ τα φυ σιολογικό και σωστό να κάθεται ημίγυ μνη στο χαλί η περιστασιακή φιλενάδα του και να αδειάζει την τσάντα της ψάχνοντας για μια οδοντόβου ρτσα η οποία την περίμενε ήδη στο επάνω μπάνιο. Τον κοιτού σα να προσπαθεί να ξεγελάσει τον εαυ τό του και να χαμογελάσει, ενώ εγώ ερωτευ όμου ν άλλο ένα ψεγάδι που δεν ήξερα πως είχε μέσα του . «Μπορεί να έπεσε στο αμάξι», είπα, πιο πολύ μονολογώντας. «Βρέχει, Σάντι. Δεν θες να βγεις έξω τώρα, έτσι;» Δεν χρειαζόταν να ρωτήσει, ήξερε την απάντηση, αλλά συ νέχιζε να παίζει το παιχνίδι του . Να παριστάνει ότι η μόνιμη, αιώνια πιστή φιλενάδα του θα διακινδύ νευ ε να βγει έξω στη βροχερή νύ χτα για να ψάξει κάτι. Τι ασυ νήθιστο, τι τρομακτικά παράξενο, τι ελκυ στικά ιδιόρρυ θμο. Τι ωραία που περνάμε. Κοίταξα στο καθιστικό για να βρω ένα σακάκι ή μια κου βέρτα να ρίξω πάνω μου . Δεν βρήκα τίποτα. Όταν είμαι σ’ αυ τή την κατάσταση, παρότι εξωτερικά δείχνω ήρεμη, μέσα μου τρέχω γύ ρω-γύ ρω ου ρλιάζοντας, φωνάζοντας, κοιτάζοντας παντού , ανυ πομονώντας να φύ γω, να φύ γω από κει. Θα μου έπαιρνε πολύ χρόνο μέχρι να τρέξω πάνω και να φορέσω ρού χα, θα αφαιρού σε πολύ τιμα λεπτά από την ανεύ ρεση. Κοίταξα τον Γκρέγκορι, που έριχνε το βραστό νερό μέσα στην αστεία κού πα που του είχα πάρει δώρο τα περασμένα

Χριστού γεννα. Προφανώς είδε το βλέμμα απόγνωσης, τη βου βή ικεσία για βοήθεια. Ως συ νήθως, καμώθηκε τον ψύ χραιμο. «Καλά, καλά», σήκωσε τα χέρια ψηλά παραιτημένος, «μπορείς να πάρεις τη ρόμπα μου ». Δεν είχα σκεφτεί καν τη ρόμπα του . «Ευ χαριστώ». Σηκώθηκα όρθια και πήγα στην κου ζίνα. Έλυ σε τη ζώνη, την έβγαλε από του ς ώμου ς και μου την έδωσε. Τώρα είχε μείνει μόνο με τις ταρτάν παντόφλες και την ασημένια αλυ σίδα που του είχα δώσει δώρο για τα τεσσαρακοστά του γενέθλια πέρσι. Έβαλα τα γέλια και πήγα να του την πάρω, αλλά δεν την άφησε από τα χέρια, παρά την κράτησε σφιχτά. Σοβάρεψε. «Σε παρακαλώ, Σάντι, μη βγεις έξω». «Μην το κάνεις αυ τό, Γκρέγκορι», ψέλλισα, και τράβηξα τη ρόμπα. Δεν ήθελα να ξανακάνου με την ίδια συ ζήτηση, δεν ήθελα να πού με πάλι τα ίδια και τα ίδια, να καβγαδίσου με, να κάνου με κύ κλου ς, να μη βγάζου με άκρη και να μη ζητάμε συ γγνώμη για τίποτα παρά μόνο για τις προσβολές που εκτοξεύ αμε ο ένας στον άλλο ανάμεσα στα βασικά ζητήματα. Το πρόσωπό του ζάρωσε. «Σε παρακαλώ, Σάντι, σε παρακαλώ, δεν μπορού με να πάμε να πέσου με πάλι στο κρεβάτι; Θα σηκωθώ σε τέσσερις ώρες». Σταμάτησα να τραβάω τη ρόμπα και τον κοίταξα να στέκει μπροστά μου ολόγυ μνος· ωστόσο, το βλέμμα του προσώπου του ήταν πιο αποκαλυ πτικό. Δεν ξέρω τι ήταν αυ τό που είχε το πρόσωπό του , ο τρόπος που με κοιτού σε, ο τρόπος που λαχταρού σε να μην τον αφήσω, ο

τρόπος που έκανε να δείχνει πολύ σημαντικό το να μείνω μαζί του και να μη φύ γω μακριά του · πάντως, το θέμα είναι ότι κάτι μέσα μου σταμάτησε να αντιστέκεται. Το σφίξιμο του χεριού μου στη ρόμπα χαλάρωσε. «Εντάξει», υ ποχώρησα. Εγώ υποχώρησα. «Εντάξει», επανέλαβα, πιο πολύ μονολογώντας αυ τή τη φορά, «θα έρθω στο κρεβάτι». Ο Γκρέγκορι φάνηκε κατάπληκτος, ανακου φισμένος και σαστισμένος ταυ τόχρονα, αλλά δεν με πίεσε άλλο, δεν το συ ζήτησε άλλο. Δεν ήθελε να καταστρέψει τη στιγμή, να χαλάσει το όνειρο και να με διώξει πάλι μακριά του . Με έπιασε από το χέρι, ανεβήκαμε μαζί πάνω και πέσαμε στο κρεβάτι, αφήνοντας τα σκόρπια ρού χα μου και το νεσεσέρ ένα κου βάρι στο πάτωμα πλάι στην πόρτα. Ήταν η πρώτη φορά που γύ ριζα την πλάτη στην κατάσταση και πήγαινα προς την αντίθετη κατεύ θυ νση. Μου φαινόταν απόλυ τα ταιριαστό που με καθοδηγού σε ο Γκρέγκορι. Στο κρεβάτι, ακού μπησα το κεφάλι μου πάνω στο ζεστό του στήθος που ανεβοκατέβαινε, νιώθοντας την καρδιά του να χτυ πάει κάτω από το μάγου λό μου και την ανάσα του να μου χαϊδεύ ει την κορυ φή του κεφαλιού . Ένιωθα αγάπη και ασφάλεια, και πίστευ α ότι τίποτα στη ζωή δεν μπορού σε να είναι πιο τέλειο, πιο θαυ μάσιο. Προτού αποκοιμηθεί, μου ψιθύ ρισε να θυ μάμαι αυ τό το συ ναίσθημα. Στην αρχή πίστεψα ότι αναφερόταν στο ότι ήμαστε μαζί, αλλά καθώς η νύ χτα κυ λού σε αργά και το τσίγκλισμα επέστρεφε, κατάλαβα ότι εννοού σε να θυ μάμαι τι ένιωσα όταν γύ ρισα την πλάτη στην ανάγκη και για ποιο λόγο οδηγήθηκα σ’ αυ τή την απόφαση.

Έπρεπε να γαντζωθώ από αυ τό το συ ναίσθημα, να το φυ λάξω στη μνήμη μου και να το επικαλού μαι κάθε φορά που η στιγμή της ανάγκης έδειχνε τα δόντια της. Εκείνη τη νύ χτα δεν μπορού σα να ησυ χάσω. Το μόνο που ήθελα ήταν να κατεβώ κάτω και να μαζέψω τα πράγματά μου . Και μετά, όταν έγινε αυ τό, το μόνο που ήθελα ήταν να βγω έξω στη βροχερή νύ χτα και να ψάξω το αυ τοκίνητό μου . Και όταν δεν βρήκα τίποτα εκεί, ξέχασα το αίσθημα από το οποίο είχα προσπαθήσει να κρατηθώ όσο βρισκόμου ν στην αγκαλιά, στο κρεβάτι του Γκρέγκορι. Εκείνο το πρωί, ξύ πνησε ολομόναχος και με πονάει όταν φαντάζομαι τι μπορεί να σκέφτηκε όταν έψαξε το κρεβάτι γύ ρω του και το χέρι του άγγιξε μόνο κρύ α σεντόνια. Εντωμεταξύ , όσο εκείνος κοιμόταν στο κρεβάτι του , προσποιού μενος στα όνειρά του ότι ήξερε πως ήμου ν δίπλα του , εγώ επέστρεψα στο κρύ ο, ενοικιαζόμενο δωμάτιό μου και ανακάλυ ψα την οδοντόβου ρτσά μου μέσα ακόμα στη συ σκευ ασία της, πάνω στο τραπέζι. Για πρώτη φορά δεν ένιωσα να με παρηγορεί καθόλου το γεγονός ότι είχα βρει αυ τό που έψαχνα. Αφού βρήκα την οδοντόβου ρτσα ένιωσα μεγαλύ τερο κενό απ’ ό,τι πριν. Μου φαινόταν ότι όσο περισσότερα πράγματα ανακάλυ πτα όσο ήμου ν με τον Γκρέγκορι, τόσο περισσότερα έχανα μέσα μου . Ήμου ν μόνη στο κρεβάτι στις πέντε το πρωί, αφού σηκώθηκα κι έφυ γα από το ζεστό κρεβάτι του άντρα που αγαπού σα και που μ’ αγαπού σε κι εκείνος. Του άντρα που εξαιτίας αυ τού που είχα κάνει, τώρα δεν θα μου ξαναμιλού σε στο τηλέφωνο. Του άντρα που μετά από δεκατρία ολόκληρα

χρόνια στα οποία ήθελε να μάθει όλα όσα μπορού σε για μένα, τώρα είχε εγκαταλείψει την προσπάθεια και δεν ήθελε να με ξέρει πια. Για λίγο καιρό τον ξέγραψα κι εγώ ώσπου ένιωσα πολύ μόνη και πολύ κου ρασμένη και η καρδιά μου άρχισε να πονάει από την προσποίηση ότι νοιαζόμου ν περισσότερο για μια ολόκληρη σειρά από τίποτα με ασήμαντου ς άντρες αντί για ένα μονάχα επεισόδιο από κάτι με κάποιον σημαντικό. Εκείνο το πρωί είπα στον εαυ τό μου να μην ξεχάσει αυ τό το συ ναίσθημα, να θυ μάται πόσο μεγάλη ανοησία είναι να φεύ γεις από τη ζεστασιά για να βρεθείς να προχωράς μόνη σου στο κρύ ο, πόσο γελοία μοναχικό είναι να αφήνεις το κάτι για το τίποτα. Με δέχτηκε πάλι πίσω, με έναν όρο. Να αναγνωρίσω τα προβλήματά μου και να αρχίσω να παρακολου θώ κάθε μήνα τις συ ναντήσεις μιας ομάδας ονόματι Ανώνυ μοι Ψυ χαναγκαστικοί. Το πρώτο που μαθαίνεις όσο είσαι στου ς Ανώνυ μου ς Ψυ χαναγκαστικού ς, είναι ότι δεν μπορείς να είσαι στου ς Ανώνυ μου ς Ψυ χαναγκαστικού ς για κανέναν άλλο παρά μόνο για τον εαυ τό σου . Ήταν ψέμα εξαρχής. Κάθε μήνα που πήγαινα στη συ νάντηση ήταν ένας ακόμα μήνας με τον Γκρέγκορι, τον χαρού μενο Γκρέγκορι, που του αρκού σε να ξέρει ότι έκανα βήματα – δώδεκα, για την ακρίβεια– για να γίνω καλά. Πάλι υ ποκρινόταν στον ίδιο του τον εαυ τό, αφού ήταν ηλίου φαεινότερο ότι στη συ μπεριφορά μου δεν είχε αλλάξει τίποτα. Ήξερα βαθιά μέσα μου ότι δεν ήμου ν ίδια με του ς υ πόλοιπου ς της ομάδας. Το θεωρού σα παραλογισμό εκ μέρου ς του που πίστευ ε ότι ανήκα στην ίδια ομάδα με ανθρώπου ς που τρίβονταν και πλένονταν για ώρες τη

νύ χτα προτού πέσου ν στο κρεβάτι, μέχρι που μάτωναν σχεδόν, και για άλλες τόσες ώρες το πρωί προτού πάνε στη δου λειά. Ή τη γυ ναίκα που χάραζε μικρές χαρακιές στα μπράτσα της με ένα ξυ ράφι, ή τον άντρα που άγγιζε, μετρού σε, τακτοποιού σε και μάζευ ε όποιο πραγματάκι έβρισκε μπροστά του . Εγώ δεν ήμου ν σαν αυ τού ς. Η δική μου αφοσίωση παρεξηγού νταν ως ψύ χωση. Υπήρχε διαφορά. Εγώ ήμου ν διαφορετική. Αμέτρητα χρόνια συ ναντήσεων είχαν περάσει και ήμου ν ακόμα ίδια με την εικοσιδυ άχρονη που καθόταν κάθε βδομάδα στα τσιμεντένια σκαλοπάτια απέναντι από το γραφείο του δρα Μπάρτον, με του ς αγκώνες στηριγμένου ς στα γόνατα και το σαγόνι ακου μπισμένο στις πλεγμένες γροθιές, παρακολου θώντας τον κόσμο να περνάει ενώ περίμενα να διασχίσω το δρόμο. Κάθε φορά ο Γκρέγκορι ήταν αυ τός που ερχόταν κοντά μου , που περνού σε στη δική μου πλευ ρά. Τώρα συ νειδητοποιώ ότι δεν νομίζω να τον συ νάντησα ποτέ στη μέση. Και δεν νομίζω ότι τον ευ χαρίστησα ποτέ γι’ αυ τό. Όμως τώρα πια θέλω να του ζητήσω συ γγνώμη. Του το φωνάζω χίλιες φορές κάθε μέρα από δω που βρίσκομαι, από δω που δεν μπορεί να με ακού σει πια. Του λέω ευ χαριστώ και συ γγνώμη, και το ου ρλιάζω μες στα δέντρα, πάνω από τα βου νά, χύ νω την αγάπη μου στις λίμνες και στέλνω φιλιά στον άνεμο, με την ελπίδα να φτάσου ν κάποτε στον Γκρέγκορι. Παρακολου θού σα κάθε μήνα ανελλιπώς τις συ ναντήσεις των Ανώνυ μων Ψυ χαναγκαστικών. Πήγαινα επειδή κάθε μήνα που ήμου ν εκεί, ήξερα πως

ήταν άλλος ένας μήνας που μου άξιζε να είμαι με τον Γκρέγκορι. Αυ τόν το μήνα όμως, την έχασα.

τριάντα εννέα Αφού επιστρέψαμε από μια απογευ ματινή πρόβα στο δημοτικό κέντρο, η Έλενα, ο Τζόζεφ, ο Μπόμπι κι εγώ καθίσαμε γύ ρω από το τραπέζι από πευ κόξυ λο στο σπίτι του ς. Η Γου άντα καθόταν απέναντί μου · το αναμαλλιασμένο κεφαλάκι της με τα μαύ ρα κατσαρά μαλλιά μόλις που ξεπρόβαλλε πάνω από το τραπέζι, ενώ είχε καταβάλει υ περάνθρωπη προσπάθεια να σηκώσει τα χέρια της ψηλά και να τα δέσει μπροστά της, μιμού μενη τον τρόπο που καθόμου ν εγώ. Ο Τζόζεφ μόλις είχε αναγγείλει ότι το συ μβού λιο είχε συ γκαλέσει συ νέλευ ση για αύ ριο βράδυ , πράγμα που , για λόγου ς του ς οποίου ς γνώριζαν μόνο οι υ πόλοιποι γύ ρω από το τραπέζι, ήταν αιτία να βου βαθού με και να αφήσου με να κυ ριαρχήσει ατμόσφαιρα επικείμενης καταστροφής. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έβρισκα πολύ αστείο τον καθημερινό τρόπο λειτου ργίας του τόπου αυ τού . Δεν ήθελα και δεν μπορού σα να πάρω στα σοβαρά ού τε τον κόσμο ού τε τα ζητήματα που του ς απασχολού σαν, όσο σημαντικά κι αν ήταν. Έκρυ ψα το χαμόγελό μου κάτω

από το χέρι μου καθώς του ς παρακολου θού σα να κοιτάζονται ανήσυ χοι. Είχα αποκοπεί τελείως από το πρόβλημα, χαρού μενη που ό,τι συ νέβαινε, συ νέβαινε σ’ αυ τού ς και όχι σε μένα. Θαρρείς και τα προβλήματά του ς δεν ήταν δικά μου επειδή εγώ ήμου ν ξένη, από επιλογή, και θα έκανα ό,τι περνού σε από το χέρι μου για να παραμείνω ξένη. Οτιδήποτε χρειαζόταν προκειμένου να αποφύ γω να αντιμετωπίσω τη σκληρή πραγματικότητα να πρέπει να μείνω για πάντα εδώ. Φαινόταν να υ πάρχου ν ελάχιστα περιθώρια επιλογής ως προς την πραγματικότητα αυ τή. Έτσι, αυ τό που αισθανόμου ν ενώ καθόμου ν στο τραπέζι ήταν ότι ο χρόνος μου εδώ θα ήταν πολύ σύ ντομος, γι’ αυ τό δεν χρειαζόταν να με νοιάζει τι ήταν αυ τό που επηρέαζε τον κόσμο του ς. Τον δικό τους κόσμο, όχι τον δικό μου . Είχε ώρα να μιλήσει κάποιος, κι έτσι επιχείρησα να σπάσω την παγερή ατμόσφαιρα. «Για πείτε μου , λοιπόν, ποιο είναι το σοβαρό θέμα που απαιτεί τη σύ γκληση συ νέλευ σης;» «Εσύ », είπε ζωηρά η Γου άντα, και από τον τρόπο που κου νιού νταν οι ώμοι της κατάλαβα ότι λίκνιζε τα πόδια της κάτω από το τραπέζι. Ένα ρίγος με διαπέρασε. Προτίμησα να την αγνοήσω, εκνευ ρισμένη που άφηναν ένα παιδί να κάθεται στην κου βέντα μας χωρίς να της που ν να το κλείνει, εκνευ ρισμένη που με είχαν μεταμορφώσει από μαύ ρο πρόβατο σε γου ρου νάκι, ξεκόβοντάς με από το περιθώριο όπου ένιωθα άνετα και φυ τεύ οντάς με καταμεσής στην εξίσωση. Κοίταξα τα πρόσωπα γύ ρω-γύ ρω στο τραπέζι που κοιτάζονταν ακόμα με ανήσυ χα βλέμματα χωρίς να μιλού ν. Η μόνη που ήταν πρόθυ μη να με κοιτάξει στα μάτια ήταν η Γου άντα.

«Τι σε κάνει να το λες αυ τό;» ρώτησα την πεντάχρονη, αφού κανείς δεν την είχε διορθώσει, είτε επειδή αυ τή ήταν η ομόφωνη άποψη είτε επειδή την αγνοού σαν γιατί έλεγε ασυ ναρτησίες. Ευ χόμου ν να ίσχυ ε το δεύ τερο. «Ο τρόπος που σε κοιτού σαν όλοι όταν ήρθαμε από το δημοτικό κέντρο εδώ». «Αρκετά, γλυ κιά μου », είπε σιγανά η Έλενα. «Γιατί;» Η Γου άντα κοίταξε τη γιαγιά της. «Δεν είδατε πως σταματού σαν όλοι να μιλού ν και της άνοιγαν δρόμο; Σαν να ήταν πριγκίπισσα νεραϊδού λα», ξεγύ μνωσε το φαφού τικο χαμόγελό της. Ευ τυ χώς, ασυ ναρτησίες. «Εντάξει». Η Έλενα της χτύ πησε χαϊδευ τικά το μπράτσο για να της δείξει ότι έπρεπε να σταματήσει. Η Γου άντα σώπασε και κατάλαβα ότι σταμάτησε να κου νάει και τα πόδια της. «Η συ νέλευ εση συ γκλήθηκε για μένα;» Προσπάθησα να χωνέψω την πληροφορία. «Αλήθεια, Τζόζεφ;» Σπανίως, αν όχι ποτέ, αγχωνόμου ν για κάτι, κι έτσι τώρα, στην ιδέα αυ τή, το μόνο συ ναίσθημα που κυ ριάρχησε μέσα μου ήταν η περιέργεια. Παρ’ όλα αυ τά, ήταν ανάμεικτη με την παράξενη αίσθηση ότι όλα αυ τά ήταν πολύ χαριτωμένα και γλυ κού λικα. Ένα αστείο συ μβάν σε ένα αστείο μέρος. «Δεν ξέρου με αν είναι για σένα», πετάχτηκε να με υ περασπιστεί ο Μπόμπι. Κοίταξε τον Τζόζεφ. «Ξέρου με;» «Δεν μου είπαν τίποτα». «Συ γκαλού νται συ χνά συ νελεύ σεις για του ς νεοφερμένου ς; Είναι φυ σιολογικό αυ τό;» ρώτησα. Προσπαθού σα να στύ ψω την πέτρα που ήταν

μεταμορφωμένη σε Τζόζεφ, για να βγάλω νερό. «Φυ σιολογικό», σήκωσε τα χέρια ψηλά στον αέρα. «Μπας κι έχου με την παραμικρή ιδέα για το τι είναι φυ σιολογικό; Έχει ο κόσμος μας, αλλά κι ο παλιός ο κόσμος, ο κόσμος που νομίζει ότι τα ξέρει όλα, καμιά ιδέα για το τι είναι φυ σιολογικό;» Σηκώθηκε όρθιος και υ ψώθηκε πελώριος από πάνω μας. «Πρέπει να ανησυ χήσω;» ρώτησα, με την ελπίδα ότι θα με καθησύ χαζε του λάχιστον. «Κιπεπέο, κανείς δεν πρέπει να ανησυ χεί ποτέ». Έβαλε το χέρι του στο κεφάλι μου και ένιωσα τη ζεστασιά του να μου καταπραΰ νει τον πονοκέφαλο που μου έσφιγγε το κεφάλι. «Θα είμαστε στο δημοτικό κέντρο αύ ριο στις επτά το βράδυ . Τότε, θα δοκιμαστεί η κατανόησή μας για το τι είναι φυ σιολογικό». Με αδιόρατο χαμόγελο έφυ γε αθόρυ βα από το δωμάτιο. Η Έλενα τον ακολού θησε. «Πώς σε είπε μόλις τώρα;» ρώτησε μπερδεμένος ο Μπόμπι. «Κιπεπέο», απάντησε τραγου διστά η Γου άντα, κου νώντας πάλι με μανία τα πόδια της. Έσκυ ψα πάνω από το τραπέζι και η Γου άντα τρόμαξε για μια στιγμή. «Τι σημαίνει αυ τό;» ρώτησα μάλλον επιθετικά καθώς διψού σα να μάθω. «Δεν σου λέω», σού φρωσε τα χείλη και σταύ ρωσε τα μπράτσα στο στήθος της. «Επειδή δεν με συ μπαθείς». «Μη λες χαζομάρες. Φυ σικά και σε συ μπαθεί η Σάντι», είπε βλακωδώς ο Μπόμπι. «Μου το είπε ότι δεν με συ μπαθεί». «Σίγου ρα παράκου σες».

«Καλά άκου σε», ανέλαβα να του εξηγήσω. «Της το είπα κατάμου τρα». Ο Μπόμπι φάνηκε να σοκάρεται και έκανα μια προσπάθεια να σηκώσω λευ κή σημαία. «Καλά, πες μου τι σημαίνει κιπεπέο και μπορεί να σε συ μπαθήσω». «Σάντι!» αναφώνησε ο Μπόμπι. Του έκανα νεύ μα να σωπάσει. Η Γου άντα το κλωθογύ ρισε στο μυ αλό της. Αργά αλλά ολοφάνερα το πρόσωπό της άρχισε να παραμορφώνεται. Ο Μπόμπι με κλότσησε στο πόδι και έσκυ ψα μπροστά. «Γου άντα, μην ανησυ χείς». Προσπάθησα να μαλακώσω όσο μπορού σα τη φωνή μου . «Δεν φταις εσύ που δεν σε συ μπαθώ». Πίσω μου ο Μπόμπι πλατάγισε αποδοκιμαστικά τη γλώσσα του και αναστέναξε. «Αν ήσου ν δέκα χρόνια μεγαλύ τερη, πολύ πιθανόν να σε συ μπαθού σα». Τα μάτια της φωτίστηκαν. Ο Μπόμπι μου κού νησε το κεφάλι. «Πόσο χρονών θα είμαι τότε;» ρώτησε γονατίζοντας με έξαψη στην καρέκλα της και σκύ βοντας μπροστά με του ς αγκώνες πάνω στο τραπέζι για να έρθει πιο κοντά μου . «Δεκαπέντε». «Σχεδόν όσο ο Μπόμπι;» ρώτησε γεμάτη ελπίδα. «Ο Μπόμπι είναι δεκαεννιά». «Δηλαδή τέσσερα χρόνια περισσότερο από τα δεκαπέντε», εξήγησε ευ γενικά ο Μπόμπι. Η Γου άντα φάνηκε να ενθου σιάζεται με την πληροφορία και του χάρισε ένα συ νεσταλμένο φαφού τικο χαμόγελο. «Εγώ όμως θα είμαι είκοσι εννέα όταν εσύ θα είσαι δεκαπέντε», εξήγησε ο Μπόμπι, και είδα το πρόσωπό της

να μου τρώνει. «Κάθε φορά που μεγαλώνεις εσύ , μεγαλώνω κι εγώ», γέλασε. Παρεξηγού σε την κατήφεια που έβλεπε στο πρόσωπό της για έλλειψη κατανόησης, γι’ αυ τό συ νέχιζε. «Θα είμαι πάντα δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύ τερος σου · κατάλαβες;» Βλέποντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου της να επανέρχονται στη θέση του ς, όταν μπήκαν στη θέση του ς και τα λόγια του Μπόμπι, του έκανα νεύ μα να σωπάσει. «Ω!» ψιθύ ρισε η Γου άντα. Η καρδιά σου μπορεί να ραγίσει σε κάθε ηλικία. Νομίζω ότι τότε άρχισα να συ μπαθώ τη Γου άντα.

Δεν μου άρεσε καθόλου να πέφτω για ύ πνο στον τόπο που αποκαλού σαν Εδώ. Δεν μου άρεσαν καθόλου οι νυ χτερινοί θόρυ βοι που ακού γονταν στην ατμόσφαιρα από τον δικό μου κόσμο. Δεν μου άρεσε να ακού ω το γέλιο, ήθελα να κλείσω τη μύ τη στις μυ ρωδιές, να σφαλίσω τα μάτια για να μη βλέπω του ς ανθρώπου ς που έβγαιναν για πρώτη φορά από το δάσος. Κάθε φορά φοβόμου ν πως ο επόμενος ήχος θα ήταν δικός μου , φοβόμου ν πως ο επόμενος ήχος θα ήταν ένα κομμάτι δικό μου που είχε ξεχαστεί. Ο Μπόμπι κι εγώ μοιραζόμασταν τον ίδιο φόβο. Μείναμε ξύ πνιοι μέχρι αργά τη νύ χτα, κου βεντιάζοντας για τον κόσμο που είχε αφήσει πίσω του : μου σική, αθλητικά, πολιτική και όλα τα άλλα, αλλά κατά κύ ριο λόγο μιλού σαμε για τη μητέρα του .

Ο Τζακ επέστρεψε στο σπίτι της Μαίρης Στάνλεϊ αφού

χώρισε από τον δρα Μπάρτον μετά τη συ νάντηση των Ανώνυ μων Ψυ χαναγκαστικών. Για άλλη μια φορά είχαν ανταλλάξει θυ μωμένες κου βέντες, με το δόκτορα να εκτοξεύ ει απειλές για μηνύ σεις και ό,τι άλλο μπορού σε να σκεφτεί προκειμένου να κάνει τον Τζακ να σταματήσει τις έρευ νές του . Αφού περιπλανήθηκε στην πόλη του Δου βλίνου όλο το απόγευ μα, άφησε φωνητικό μήνυ μα στο τηλέφωνο της Γκλόρια, για να της πει ότι δεν θα γύ ριζε σπίτι για λίγες ημέρες ακόμα· ότι ήταν πολύ πλοκο και σημαντικό. Ήξερε πως θα τον καταλάβαινε. Έπειτα από σχετική προειδοποίηση του δρα Μπάρτον είχε αναβάλει το ταξίδι του στο Λήτριμ όπου θα επισκεπτόταν του ς γονείς της Σάντι. Αντί γι’ αυ τό ήθελε να μοιραστεί τις σκέψεις και του ς φόβου ς του με τη Μαίρη, προτού προχωρήσει στην έρευ νά του . Χρειαζόταν να μάθει αν έπρεπε να συ νεχίσει ή όχι. Χρειαζόταν να μάθει αν κυ νηγού σε χίμαιρες, αν είχε νόημα η αναζήτηση της Σάντι, τη στιγμή που όσοι τη γνώριζαν καλά, δεν ανησυ χού σαν καθόλου . Η Μαίρη δέχτηκε ευ χαρίστως να μείνει άλλη μια νύ χτα σπίτι της ο Τζακ, και κάθισαν στο καθιστικό να παρακολου θήσου ν άλλο ένα βίντεο του Μπόμπι να παίζει στη σχολική θεατρική παράσταση Όλιβερ της έκτης τάξης. Πρόσεξε ότι ο Μπόμπι είχε ασυ νήθιστο γέλιο, ένα δυ νατό χαχανητό που έβγαινε από βαθιά μέσα του , κάνοντας του ς πάντες γύ ρω του , ανάμεσά του ς και το κοινό, να χαμογελού ν. Όταν η Μαίρη έβγαλε την κασέτα, ο Τζακ συ νειδητοποίησε πως είχε ένα χαμόγελο κολλημένο στο πρόσωπο. «Έδειχνε χαρού μενο παιδί», σχολίασε ο Τζακ.

«Ναι», έγνεψε η Μαίρη με ενθου σιασμό, πίνοντας καφέ. «Ότι ήταν χαρού μενος, ήταν. Όλο αστεία έλεγε, όλο έκανε τον κλόου ν της τάξης κι έλεγε πράγματα που τον έβαζαν σε μπελάδες από του ς οποίου ς τον γλίτωνε το γέλιο του . Όλοι τον αγαπού σαν». Χαμογέλασε. «Το γέλιο του …» Κοίταξε μια φωτογραφία πάνω στο τζάκι. Το πρόσωπο του Μπόμπι ήταν η προσωποποίηση της χαράς, το στόμα του ήταν ορθάνοιχτο καθώς γελού σε. «Ήταν μεταδοτικό, όπως του παππού του ». Ο Τζακ χαμογέλασε και κοίταξαν επίμονα τη φωτογραφία. Το χαμόγελο της Μαίρης έσβησε. «Έχω να σου εκμυ στηρευ τώ κάτι, όμως». Ο Τζακ σώπασε· δεν ήταν σίγου ρος αν ήθελε να το ακού σει. «Τώρα πια, δεν ακού ω το γέλιο του ». Η φωνή της ήταν ψίθυ ρος σχεδόν, θαρρείς και αν το έλεγε πιο δυ νατά θα γινόταν πραγματικότητα. «Παλιά, γέμιζε το σπίτι, γέμιζε την καρδιά μου , το κεφάλι μου , όλη μέρα, κάθε μέρα. Πώς γίνεται και δεν το ακού ω πια;» Από το απόμακρο βλέμμα της, ο Τζακ καταλάβαινε ότι δεν περίμενε την απάντησή του . «Θυ μάμαι πώς με έκανε να νιώθω. Θυ μάμαι τι ατμόσφαιρα δημιου ργού σε στο δωμάτιο ένα απλό χαχανητό του . Θυ μάμαι τις αντιδράσεις των άλλων. Σαν να βλέπω τα πρόσωπά του ς και την επίδραση που είχε πάνω του ς ο ήχος. Το ακού ω στα βίντεο, όταν τα βάζω να παίξου ν, το βλέπω στο πρόσωπό του στις φωτογραφίες, ακού ω παραλλαγές του , μπορώ να πω, αντηχήσεις του στο γέλιο άλλων ανθρώπων. Αλλά χωρίς αυ τά τα

πράγματα, χωρίς τις φωτογραφίες, τα βίντεο και τις αντηχήσεις, δεν μπορώ να το θυ μηθώ σαν πέσω στο κρεβάτι τη νύ χτα. Δεν το ακού ω, όσο κι αν προσπαθώ, αλλά το μυ αλό μου γίνεται ένα κου βάρι από του ς ήχου ς που έχει πλάσει η φαντασία μου και του ς ήχου ς που έχω ανακαλέσει στη μνήμη μου . Ωστόσο, όσο κι αν ψάχνω, η ανάμνηση έχει χαθεί…» άφησε τη φράση της μισοτελειωμένη. Κοίταξε πάλι τη φωτογραφία στο τζάκι και τέντωσε το αυ τί της σαν να περίμενε να ακού σει τον ήχο. Μετά, το σώμα της φάνηκε να βου λιάζει και εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Ο Μπόμπι κι εγώ είχαμε κου ρνιάσει στον καναπέ στο σπίτι της Έλενας. Όλοι είχαν πέσει για ύ πνο, εκτός από τη Γου άντα, που είχε γυ ρίσει πίσω κρυ φά και λού φαζε τώρα πίσω από τον καναπέ, πολύ αναστατωμένη που ο αγαπημένος της Μπόμπι θα περνού σε τη νύ χτα στο σπίτι της. Ξέραμε πως ήταν εκεί αλλά την αγνοού σαμε με την ελπίδα ότι θα βαριόταν και θα πήγαινε για ύ πνο. «Ανησυ χείς για την αυ ριανή συ νέλευ ση;» με ρώτησε. «Όχι, δεν ξέρω καν το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να ανησυ χήσω. Δεν βλέπω τι κακό έκανα». «Δεν έκανες κανένα κακό, αλλά ξέρεις πράγματα – ξέρεις πάρα πολλά για τις οικογένειες των άλλων, κάτι που του ς κάνει όλου ς να νιώθου ν άβολα. Θα θέλου ν να μάθου ν πώς και γιατί». «Κι εγώ θα του ς πω ότι είμαι πολύ κοινωνικό άτομο. Πως κυ κλοφορώ στου ς ιρλανδικού ς κοινωνικού ς κύ κλου ς μιλώντας σε φίλου ς και συ γγενείς

εξαφανισμένων ατόμων», είπα ξερά. «Έλα τώρα, τι θα μου κάνου ν; Θα με κατηγορήσου ν για μάγισσα και θα με ρίξου ν στην πυ ρά;» Ο Μπόμπι χαμογέλασε ανάλαφρα. «Όχι, αλλά δεν θα ήθελες να σου κάνου ν τη ζωή δύ σκολη». «Δεν γίνεται να την κάνου ν πιο δύ σκολη. Ζω στον τόπο όπου πηγαίνου ν τα πράγματα όταν χάνονται. Δεν γίνεται πιο παράξενο από αυ τό». Έτριψα κου ρασμένα το πρόσωπό μου και ψέλλισα: «Σίγου ρα θα μου χρειαστού ν χρόνια ψυ χοθεραπείας όταν γυ ρίσω πίσω». Ο Μπόμπι καθάρισε το λαιμό του . «Δεν θα γυ ρίσεις πίσω. Για την ώρα, πρέπει να το βγάλεις από το μυ αλό σου . Αν πεις κάτι τέτοιο στη συ νέλευ ση θα είναι σαν να πηγαίνεις γυ ρεύ οντας να το φας το κεφάλι σου ». Κού νησα το χέρι για να τον κάνω να σωπάσει καθώς δεν ήθελα να ξανακού σω πάλι τα ίδια και τα ίδια. «Ίσως θα μπορού σες να ξεκινήσεις να γράφεις ημερολόγιο πάλι. Φαινόταν να σου άρεσε πολύ αυ τό». «Πώς ξέρεις ότι έγραφα ημερολόγιο;» «Από το ημερολόγιο σε μια από τις κού τες σου στο μαγαζί. Το βρήκα δίπλα στο ποτάμι πίσω από το μαγαζί. Ήταν βρόμικο και μου σκεμένο αλλά όταν είδα το όνομά σου γραμμένο πάνω του , το έφερα στο μαγαζί και αφιέρωσα πολύ χρόνο για να το συ μμαζέψω», είπε με καμάρι. Όταν είδε πως δεν αντιδρού σα, μου ξεφού ρνισε βιαστικά το ψέμα: «Σου ορκίζομαι, δεν το διάβασα». «Θα πρέπει να με μπερδεύ εις με κάποια άλλη». Άφησα ένα βεβιασμένο χασμου ρητό. «Δεν υ πήρχε ημερολόγιο». «Υπήρχε και παραϋ πήρχε». Ανακάθισε. «Ήταν

βυ σσινί και…» δεν ολοκλήρωσε τη φράση του , καθώς προσπάθησε να το επαναφέρει στη μνήμη του . Άρχισα να τραβάω μια κλωστή από το στρίφωμα του παντελονιού μου . Κροτάλισε τα δάχτυ λά του και αναπήδησα τρομαγμένη, ενώ ένιωσα και τη Γου άντα πίσω από τον καναπέ να κάνει το ίδιο. «Το βρήκα! Ήταν βυ σσινί, το υ λικό ήταν σαν σου έντ που καταστράφηκε από την υ γρασία αλλά το καθάρισα όσο καλύ τερα μπορού σα. Όπως είπα, δεν το διάβασα αλλά άνοιξα τις πρώτες σελίδες και υ πήρχαν καρδού λες ζωγραφισμένες παντού ». Σκέφτηκε λίγο ακόμα. «Η Σάντι αγαπάει τον…» Τράβηξα πιο δυ νατά την κλωστή. «Γκράχαμ», συ νέχισε. «Όχι, δεν ήταν Γκράχαμ». Τύ λιξα σφιχτά τη λεπτή κλωστή γύ ρω από το μικρό μου δαχτυ λάκι και κοίταζα το δέρμα να ζου λιέται και τη ροή του αίματος να κόβεται. «Γκάβιν ή Γκάρετ… Έλα τώρα, βρε Σάντι, δεν μπορεί να μη θυ μάσαι. Ήταν γραμμένο τόσες φορές που δεν ξέρω πώς μπόρεσες να τον ξεχάσεις». Συ νέχισε να στύ βει το μυ αλό του , κι εγώ συ νέχισα να τραβάω την κλωστή, να την τυ λίγω όλο και πιο σφιχτά. Κροτάλισε πάλι τα δάχτυ λά του . «Γκρέγκορι! Αυ τό είναι! “Η Σάντι αγαπάει τον Γκρέγκορι”. Ήταν γραμμένο σε όλο το εσώφυ λλο του βιβλίου . Δεν μπορεί να μην το θυ μήθηκες τώρα». Μίλησα σιγανά. «Δεν ήταν στις κού τες, Μπόμπι». «Ήταν και παραήταν». Κού νησα το κεφάλι. «Πέρασα ώρες ψάχνοντας τα πάντα. Σίγου ρα δεν είναι εκεί. Θα το θυ μόμου ν».

Ο Μπόμπι έδειχνε μπερδεμένος και εκνευ ρισμένος. «Ήταν και παραήταν, που να πάρει». Ακού γοντάς τον, η Γου άντα άφησε μια πνιχτή κραυ γή πίσω από τον καναπέ και πετάχτηκε όρθια. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου ;» ρώτησα, όταν είδα το κεφάλι της να ξεπροβάλλει ανάμεσα στο δικό μου και του Μπόμπι. «Έχασες κι άλλο πράγμα;» ψιθύ ρισε η Γου άντα. «Όχι, δεν έχασα τίποτα», είπα, αλλά ένιωσα πάλι ένα ρίγος. «Δεν θα το πω σε κανέναν», ψιθύ ρισε, με μάτια γου ρλωμένα. «Ορκίζομαι». Έπεσε σιωπή. Κάρφωσα τα μάτια μου στη μαύ ρη κλωστή που συ νέχιζε να τραβιέται. Ξαφνικά, την πιο ακατάλληλη στιγμή, άκου σα τον Μπόμπι να γελάει δυ νατά – ένα από τα πιο όμορφα, πιο δυ νατά γέλια που είχα ακού σει μέχρι εκείνη τη στιγμή από τον Μπόμπι. «Αν δεν σε πειράζει, Μπόμπι, η κατάσταση δεν είναι καθόλου για γέλια». Ο Μπόμπι δεν απάντησε. «Μπόμπι…» Ο παιδικός ψίθυ ρος της Γου άντα μου χάιδεψε την πλάτη. Σήκωσα τα μάτια στον Μπόμπι και τότε πρόσεξα το θανατερό χλόμιασμα του προσώπου του και το ορθάνοιχτο στόμα του , θαρρείς και τα λόγια που είχαν ξεκινήσει από τις φωνητικές του χορδές, είχαν δειλιάσει την τελευ ταία στιγμή, είχαν αρνηθεί να πηδήσου ν στο κενό, και τώρα στέκονταν στα χείλη του τρέμοντας από το φόβο του ς. Δάκρυ α λαμπύ ρισαν στα μάτια του και το κάτω χείλος του άρχισε να τρέμει. Και τότε

συ νειδητοποίησα ότι το γέλιο δεν είχε βγει από το στόμα του . Είχε πετάξει από εκεί Εδώ, το είχε μεταφέρει ο άνεμος, είχε πλανηθεί πάνω από τις κορυ φές των δέντρων και είχε καταλήξει σε τού το δω το μέρος, είχε προσγειωθεί κάπου ανάμεσά μας. Όσο προσπαθού σα να το επεξεργαστώ, άνοιξε η πόρτα του καθιστικού και εμφανίστηκε μια νυ σταγμένη Έλενα φορώντας νυ χτικιά, με τα μαλλιά ξέπλεκα και μια όψη ίδια προσωποποίηση της ανησυ χίας. Κοκάλωσε στην πόρτα και κοίταξε με διαπεραστικό βλέμμα τον Μπόμπι, θέλοντας να βεβαιωθεί πως είχε ακού σει καλά. Η ματιά του τα έλεγε όλα και η Έλενα έτρεξε προς το μέρος του , με τα χέρια ανοιχτά. Σωριάστηκε στον καναπέ, έφερε το κεφάλι του στο στήθος της και άρχισε να τον κου νάει σαν να ήταν μωρό όσο αυ τός έκλαιγε και ψέλλιζε μέσα από τα δάκρυ ά του πως τον είχαν ξεχάσει. Εγώ καθόμου ν στην άλλη άκρη του καναπέ και εξακολου θού σα να τραβάω την κλωστή. Συ νέχισε να βγαίνει, να ξετυ λίγεται όλο και περισσότερο με κάθε λεπτό που περνού σα σε τού το δω το μέρος, συ νέχισε να ξηλώνεται στις ραφές.

σαράντα Ανακαλύ πτω ότι οι πάμπολλες ανισορροπίες στη ζωή του καθενός μας καταλήγου ν σε μια γενικότερη, περισσότερο εγκόσμια, ισορροπία. Εννοώ ότι όσο άδικο κι αν μου φαίνεται κάτι, αρκεί να το δω ενταγμένο στη μεγάλη εικόνα για να καταλάβω πως, με κάποιον τρόπο, ταιριάζει. Ο μπαμπάς μου είχε δίκιο όταν έλεγε ότι τίποτα δεν κερδίζεται χωρίς κόστος: τα πάντα κοστίζου ν στου ς άλλου ς, ενώ τις περισσότερες φορές το κόστος βαραίνει εμάς του ς ίδιου ς. Όπου κερδίζεται κάτι, πρέπει να αφαιρεθεί από κάπου αλλού . Όποτε χάνεται κάτι, πηγαίνει αλλού . Υπάρχου ν τα συ νηθισμένα φιλοσοφικά ερωτήματα: γιατί συ μβαίνου ν άσχημα πράγματα σε καλού ς ανθρώπου ς; Σε κάθε άσχημο πράγμα διακρίνω το καλό και, αντιστρόφως, σε κάθε καλό πράγμα διακρίνω και το κακό, όσο αδύ νατον κι αν είναι να το καταλάβεις ή να το δεις από την πρώτη στιγμή. Το ανθρώπινο είδος είναι η επιτομή της ζωής και στη ζωή υ πάρχει πάντα ισορροπία. Ζωή και θάνατος, αρσενικό και θηλυ κό, καλό και κακό, όμορφο και άσχημο, κερδίζω και χάνω, αγάπη

και μίσος. Χάνομαι και βρίσκομαι. Εκτός από τη χριστου γεννιάτικη γαλοπού λα που κέρδισε ο μπαμπάς μου στο διαγωνισμό της παμπ Λήτριμ Αρμς όταν ήμου ν πέντε χρόνων, ο μπαμπάς μου δεν είχε κερδίσει ποτέ τίποτα στη ζωή του . Την ημέρα που εξαφανίστηκε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν η μέρα που ο μπαμπάς μου κέρδισε 500 λίρες στο ξυ στό. Ίσως η τύ χη να του χρωστού σε κάτι. Ήταν μια καλοκαιριάτικη μέρα. Μόνο μια βδομάδα μάς χώριζε από την έναρξη της σχολικής χρονιάς και έτρεμα ακόμα και στη σκέψη, αλλά εκτός από την αγωνία για την ερχόμενη βδομάδα, το γεγονός ότι του ς τελευ ταίου ς μήνες δεν χρειαζόταν να ξυ πνάω κάθε πρωί για το σχολείο, σήμαινε πως είχα χάσει κάθε αίσθηση του χρόνου . Οι καθημερινές ήταν ίδιες με τα Σαββατοκύ ριακα. Για λίγου ς μήνες το χρόνο, τα φριχτά κυ ριακάτικα βράδια ήταν ίδια με τα βράδια της Παρασκευ ής και του Σαββάτου . Απόψε ήταν Σάββατο βράδυ , αλλά, πράγμα ασυ νήθιστο γι’ αυ τή την εποχή του χρόνου , ήταν φριχτό. Η ώρα ήταν επτά παρά είκοσι, έξω ήταν μέρα ακόμα και ο δρόμος ήταν γεμάτος παιδιά που έπαιζαν, όπως εγώ, ξεχνώντας τι μέρα ήταν αλλά γνωρίζοντας ότι όποια μέρα κι αν ήταν, σίγου ρα ήταν τέλεια επειδή κι αύ ριο θα ήταν ακριβώς ίδια. Η μητέρα μου ήταν στον κήπο μπροστά από το σπίτι μας, με τον παππού και τη γιαγιά μου , και απολάμβαναν τις τελευ ταίες ζεστές απογευ ματινές ηλιαχτίδες. Εγώ καθόμου ν στο τραπέζι της κου ζίνας και περίμενα με αδημονία το κου δού νι της πόρτας. Έπινα ένα ποτήρι γάλα και παρακολου θού σα τα ρού χα που έπαιρναν

στροφές στο πλυ ντήριο, προσπαθώντας να αναγνωρίσω κάθε ρού χο που περνού σε, μόνο και μόνο για να έχω κάτι να απασχολώ το μυ αλό μου . Ο μπαμπάς μου με κοιτού σε επιφυ λακτικά καθώς πηγαινοερχόταν από το δωμάτιο της τηλεόρασης στην κου ζίνα, τσιμπολογώντας κρυ φά φαγητό που δεν έπρεπε να τρώει τώρα που είχε ξεκινήσει δίαιτα. Δεν ήξερα αν με υ ποψιαζόταν για κάτι ή αν ήθελε να δει αν τον είχα προσέξει που άπλωνε χέρι στο φαγητό. Όπως και να ’χε, με είχε ρωτήσει ήδη τρεις φορές τι είχα, κι εγώ είχα ανασηκώσει μόνο του ς ώμου ς και δεν είχα πει τίποτα. Ήταν μια από εκείνες τις περιπτώσεις όπου τα πράγματα δεν θα βελτιώνονταν αν μιλού σες με κάποιον. Κάπου κάπου ερχόταν να δει τι κάνω και παρατήρησε πως πετάχτηκα μέχρι πάνω όταν χτύ πησε το κου δού νι – ήταν όμως η μαμά μου , που είχε ξεχάσει να αφήσει την πόρτα ξεκλείδωτη. Μου έκανε μερικού ς μορφασμού ς για να με κάνει να γελάσω, έχωσε μια χού φτα μπισκότα στο στόμα του παριστάνοντας ότι το έκανε για να ευ χαριστήσει εμένα και όχι το στομάχι του . Χαμογέλασα για να μην του χαλάσω το χατίρι και αυ τό φάνηκε να τον ικανοποιεί, αφού μετά πήγε πάλι στο δωμάτιο με την τηλεόραση, με ένα μπισκότο κρυ μμένο στο μανίκι του . Βλέπετε, περίμενα να έρθει η Τζένι-Μέι. Με είχε προκαλέσει σε έναν αγώνα Βασιλιάς/ Βασίλισσα. Ήταν ένα παιχνίδι που παίζαμε στο δρόμο με ένα μπαλάκι του τένις. Κάθε παίκτης στεκόταν μέσα στα τετράγωνα που σχεδιάζαμε στην άσφαλτο με κιμωλία· ο σκοπός ήταν να ρίξεις πρώτα το μπαλάκι μέσα στο δικό σου πλαίσιο κάνοντάς το να αναπηδήσει προτού το

περάσεις στο πλαίσιο του άλλου παίκτη. Ο άλλος παίκτης έπρεπε να κάνει το ίδιο και όποιος έχανε, όποιος δεν κατάφερνε να ρίξει πρώτα το μπαλάκι στο δικό του πλαίσιο κάνοντάς το να αναπηδήσει ή αν το μπαλάκι ξέφευ γε από τις γραμμές, τότε ο παίκτης αυ τός έβγαινε από το παιχνίδι. Σκοπός ήταν να προσπαθήσεις να φτάσεις στο πλαίσιο στην κορυ φή, στο πλαίσιο του Βασιλιά, όπου βρισκόταν η Τζένι-Μέι σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού . Όλοι έλεγαν πάντα πόσο υ πέροχη ήταν σ’ αυ τό το παιχνίδι, πόσο εκπληκτική και φοβερή και ταλαντού χα και γρήγορη και ακριβής και πόσο μπλιαχ, θέλω να ξεράσω τώρα ήταν. Ο φίλος μου ο Έμερ κι εγώ παρακολου θού σαμε τα παιχνίδια από τον τοίχο μας. Ποτέ δεν μας άφηναν να παίξου με επειδή η Τζένι-Μέι δεν μας άφηνε. Μια μέρα, γύ ρισα και είπα στον Έμερ ότι ένας από του ς λόγου ς που η Τζένι-Μέι κέρδιζε πάντα ήταν επειδή ξεκινούσε πάντα από το πάνω τετράγωνο. Αυ τό σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να προσπαθήσει για να φτάσει μέχρι εκεί όπως οι άλλοι. Λοιπόν, κάποιος κάπου μας άκου σε και η Τζένι-Μέι έμαθε τι είχα πει και την επομένη, εκεί που καθόμασταν με τον Έμερ στον τοίχο, κλοτσώντας τα τού βλα με τις φτέρνες και γκρεμίζοντας πασχαλίτσες από του ς στύ λου ς για να δού με πόσο μακριά θα πήγαιναν, ήρθε και στάθηκε μπροστά μας η Τζένι-Μέι με τα χέρια στου ς γοφού ς και τη συ μμορία της γύ ρω της, και μου ζήτησε εξηγήσεις, τις οποίες και της έδωσα. Με το πρόσωπο κατακόκκινο και φλογισμένο επειδή διανοήθηκε να της αντιμιλήσει κάποιος, με προκάλεσε σε ένα παιχνίδι Βασιλιάς/Βασίλισσα. Όπως είπα, δεν είχα ξαναπαίξει το

παιχνίδι και ήξερα πολύ καλά πως η Τζένι-Μέι ήταν καλή. Η Τζένι-Μέι είχε κάτι που έκανε τον κόσμο να βλέπει πάνω της χαρίσματα περισσότερα απ’ όσα είχε στην πραγματικότητα. Στη ζωή μου έχω γνωρίσει λίγου ς ανθρώπου ς που είναι έτσι, και πάντα μου τη θυ μίζου ν. Ήταν όμως έξυ πνη. Φρόντισε να μάθου ν όλοι ότι αν δεν εμφανιζόμου ν, θα ανακηρυ σσόταν αυ τομάτως πρωταθλήτρια· ξαφνικά, άρχισα να εύ χομαι να πήγαινα μια μέρα νωρίτερα επίσκεψη στη θεία Λίλα την οποία έτρεμα πάντα. Η είδηση ότι η Τζένι-Μέι με είχε προκαλέσει σε αγώνα διαδόθηκε σε ολόκληρη τη γειτονιά. Θα έρχονταν όλοι και θα κάθονταν στο κράσπεδο να μας χαζέψου ν – ακόμα και ο Κόλιν Φιτζπάτρικ που ήταν πολύ τυ πάς και δεν σύ χναζε στο δρόμο μας. Πήγαινε για σκέιτμπορντ με τα παιδιά της άλλης γειτονιάς, με τα οποία δεν είχε κανείς άλλος το προνόμιο να συ χνάζει. Είχε ακου στεί ότι μέχρι και οι σκεϊτμπορντάδες θα έρχονταν να κάνου ν χάζι. Την προηγού μενη νύ χτα δεν έκλεισα μάτι. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, φόρεσα τα αθλητικά μου και βγήκα έξω με τη νυ χτικιά για να προπονηθώ στο Βασιλιάς/ Βασίλισσα πάνω στον τοίχο του κήπου . Δεν είχε νόημα επειδή το μπαλάκι όλο χτυ πού σε πάνω στον χαραγμένο πίσω τοίχο και μετά εκσφενδονιζόταν προς όλες τις λάθος κατευ θύ νσεις. Χώρια που ήταν θεοσκότεινα και δεν έβλεπα το μπαλάκι. Τελικά, άνοιξε το παράθυ ρο της κρεβατοκάμαράς της η κυ ρία Σμιθ από δίπλα, η οποία έβγαλε έξω ένα κεφάλι φορτωμένο με ρόλεϊ –παράξενο αυ τό, αφού το επόμενο πρωί τα μαλλιά της ήταν ολόισια– και μου ζήτησε νυ σταγμένα να σταματήσω. Γύ ρισα στο

κρεβάτι αλλά δεν κοιμήθηκα πολύ , ενώ όταν κοιμήθηκα, είδα το πλήθος να έχει σηκώσει την Τζένι-Μέι Μπάτλερ στου ς ώμου ς, με ένα στέμμα στο κεφάλι, ενώ ο Στίβεν Σπένσερ, ανεβασμένος σε σκέιτμπορντ, είχε στρέψει ένα δάχτυ λο με βαμμένο νύ χι καταπάνω μου και γελού σε. Α ναι, και ήμου ν τσίτσιδη. Ο αγώνας μου με την Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν αυ τός που κίνησε τις υ ποψίες των γονιών της ότι είχε εξαφανιστεί. Του ς καλοκαιρινού ς μήνες, όλα τα παιδιά απολαμβάναμε πλήρη ελευ θερία. Μέναμε έξω όλη μέρα παίζοντας όλοι μαζί, σπανίως μπαίναμε μέσα και μερικές φορές τρώγαμε ο ένας στο σπίτι του άλλου . Γι’ αυ τό δεν κατηγορώ του ς γονείς της που δεν πρόσεξαν ότι δεν την είχαν δει όλη μέρα. Κανείς δεν του ς κατηγόρησε, επειδή ήξερα ότι του ς καταλάβαιναν όλοι. Βαθιά μέσα του ς όλοι ήξεραν ότι το ίδιο θα μπορού σε να είχε συ μβεί και στου ς ίδιου ς, ότι θα μπορού σε να είναι δικό του ς το παιδί που κανείς δεν πρόσεξε ότι έλειπε για κάποιες ώρες εκείνη την ημέρα. Το σπίτι της Τζένι-Μέι Μπάτλερ ήταν ακριβώς απέναντι από το δικό μου . Η μαμά και η γιαγιά με τον παππού μου μπήκαν μέσα όταν ο ήλιος χάθηκε πίσω από το σπίτι των Μπάτλερ. Ήξερα πως όλος ο κόσμος είχε αρχίσει να μαζεύ εται στο κράσπεδο περιμένοντας εμένα και την Τζένι-Μέι να βγού με από τα σπίτια μας και να συ ναντηθού με στη μέση. Είδα τον μπαμπά μου να κοιτάζει από το μπροστινό παράθυ ρο και μετά να κοιτάζει εμένα. Νομίζω ότι κατάλαβε εντέλει τι έτρεχε και μου χαμογέλασε αδιόρατα. Μετά, άφησε τα μπισκότα στο τραπέζι και κάθισε μαζί μου , μασου λώντας.

Τελικά, όταν πήγε επτά η ώρα, όλοι έξω άρχισαν να φωνάζου ν ρυ θμικά. Υπήρχαν και κάποιες φωνές που φώναζαν το δικό μου όνομα, αλλά τις έπνιγε η ρυ θμική επανάληψη του ονόματος της Τζένι-Μέι. Μπορεί και να ήταν μοιρασμένες στη μέση, εμένα όμως μου φαινόταν πως άκου γα μόνο το δικό της όνομα. Σε όλη μου τη ζωή ακού ω το δικό της όνομα πιο δυ νατά από το δικό μου . Ξαφνικά, ακού στηκε μια δυ νατή ζητωκραυ γή και φαντάστηκα πως η Τζένι-Μέι βγήκε από το σπίτι της. Μετά, οι ζητωκραυ γές σταμάτησαν και σηκώθηκε σού σου ρο· μετά, το σού σου ρο κόπασε και τέλος έπεσε απόλυ τη σιγή. Ο μπαμπάς με κοίταξε και ανασήκωσα του ς ώμου ς. Τότε χτύ πησε το κου δού νι της πόρτας. Αυ τή τη φορά δεν πετάχτηκα μέχρι πάνω επειδή ένιωθα πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο μπαμπάς μου χάιδεψε το χέρι. Άκου σα τη μαμά να ανοίγει την πόρτα· η φωνή της ήταν φιλική και ζωηρή όπως πάντα. Μετά, άκου σα τη φωνή της κυ ρίας Μπάτλερ· δεν ήταν τόσο φιλική, δεν είχε τραγου διστό τόνο. Ο μπαμπάς την αναγνώρισε κι εκείνος και σηκώθηκε από το τραπέζι να πάει στο χολ να δει τι έλεγαν. Οι φωνές μετατράπηκαν σε ανήσυ χου ς ψιθύ ρου ς. Δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μπορού σα να σηκωθώ από το τραπέζι. Καθόμου ν εκεί και σκεφτόμου ν τρόπου ς να ξεφύ γω από τον αγώνα, αλλά ταυ τόχρονα είχα την παράξενη αίσθηση ότι τελικά δεν θα χρειαζόταν να βρω δικαιολογία. Διαισθάνθηκα την ατμόσφαιρα να αλλάζει προς το χειρότερο, αλλά είχα ένα αίσθημα ανακού φισης όπως όταν φτάνεις στο σχολείο και μαθαίνεις ότι ο δάσκαλος αρρώστησε αλλά εσένα δεν σου καίγεται καρφί

για το δάσκαλο. Λίγα λεπτά αργότερα, άνοιξε η πόρτα της κου ζίνας και μπήκαν ο μπαμπάς, η μαμά και η κυ ρία Μπάτλερ. «Γλυ κιά μου », είπε μαλακά η μαμά, «μήπως ξέρεις πού είναι η Τζένι-Μέι;» Συ νοφρυ ώθηκα, σαστισμένη με την ερώτηση, παρότι το νόημά της ήταν ξεκάθαρο. Κοίταξα μια το ένα και μια το άλλο πρόσωπο. Ο μπαμπάς με κοιτού σε με ανησυ χία, η μαμά μού έγνεφε ενθαρρυ ντικά και η κυ ρία Μπάτλερ έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Έδειχνε σάμπως και από την απάντησή μου να κρεμόταν ολόκληρη η ζωή της. Μάλλον έτσι ήταν, κατά κάποιον τρόπο. Όταν δεν απάντησα αμέσως, η κυ ρία Μπάτλερ άρχισε να μιλάει γρήγορα. «Τα παιδιά έξω δεν την έχου ν δει όλη μέρα. Σκέφτηκα μήπως ήταν μαζί σου ». Το ήξερα πως ήταν λάθος αλλά ένιωσα την ξαφνική επιθυ μία να γελάσω με την ιδέα ότι η Τζένι-Μέι θα περνού σε τη μέρα της μαζί μου . Απλώς κού νησα το κεφάλι. Η κυ ρία Μπάτλερ πέρασε απ’ όλα τα σπίτια της γειτονιάς για να μάθει αν είχαν δει την κόρη της. Όσο περισσότερες πόρτες χτυ πού σε τόσο περισσότερο έβλεπα το πρόσωπό της να αλλάζει, και την αμηχανία να δίνει τη θέση της στην ατσαλένια αποφασιστικότητα και μετά στο φόβο. Έχω δει πρόσωπα μαμάδων σε εμπορικά κέντρα όταν γυ ρίζου ν από την άλλη και βλέπου ν ότι δεν είναι το παιδί του ς μαζί. Ο λόγος που περιεργαζόμου ν τόσο διαπεραστικά τα πρόσωπά του ς, συ νεπαρμένη από το θέαμα, ήταν επειδή δεν θυ μάμαι να είδα ποτέ αυ τό το βλέμμα στο πρόσωπο της μαμάς μου . Όχι επειδή δεν με αγαπού σε, φυ σικά, αλλά επειδή ήμου ν πάντα τόσο ψηλή

και εκτός τόπου , που δεν υ πήρχε περίπτωση να με έχανε. Μερικές φορές, προσπαθού σα να χαθώ μόνη μου , μόνο και μόνο για να δω το πρόσωπό της. Έκλεινα τα μάτια, στροβιλιζόμου ν γύ ρω-γύ ρω και διάλεγα μια κατεύ θυ νση να πάρω. Άλλες φορές περίμενα επίτηδες να στρίψει στη γωνία και να πάει στον άλλο διάδρομο του σου περμάρκετ. Εγώ καθόμου ν κι έτρεμα πλάι στα κατεψυ γμένα και μετρού σα μέχρι το είκοσι ώσπου ένιωθα πως είχε απομακρυ νθεί αρκετά, αλλά τις περισσότερες φορές έστριβα στη γωνία και την έβλεπα να μελετάει την περιεκτικότητα σε θερμίδες στα ψιλά που γράφου ν οι συ σκευ ασίες των τροφίμων, χωρίς να έχει προσέξει καν την απου σία μου . Αν πρόσεχε ποτέ την απου σία του ψηλόλιγνου κορμιού μου που έσερνε τα βήματά του πίσω της, δεν περνού σαν ποτέ πάνω από πέντε λεπτά μέχρι να με βρει. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να κοιτάξει ψηλά και θα έβλεπε το κεφάλι μου να εξέχει πάνω από τις κρεμάστρες των ρού χων, ή να κοιτάξει κάτω για να εντοπίσει τα αδέξια, ανοικονόμητα πόδια μου να ξεπροβάλλου ν πίσω από κάποιο ράφι. Κοιτάζοντας τις άλλες μανάδες, βλέπω πότε το πρώτο αδιάφορο βλέμμα πάνω από τον ώμο του ς αλλάζει σε πανικό, πώς οι κινήσεις του ς γίνονται πιο γρήγορες, πώς το κεφάλι, τα μάτια, τα μέλη αρχίζου ν να τινάζονται προς όλες τις κατευ θύ νσεις, εγκαταλείπου ν τα καροτσάκια με τα ψώνια σε αναζήτηση του μοναδικού πράγματος που του ς τρέφει πραγματικά την ψυ χή. Ο φόβος, ο πανικός, ο τρόμος, το πάθος. Λένε πως μια μητέρα έχει τη δύ ναμη να σηκώσει και αυ τοκίνητο ακόμη αν έτσι είναι να σώσει το παιδί της. Νομίζω πως εκείνη την εβδομάδα, η κυ ρία

Μπάτλερ θα μπορού σε να σηκώσει λεωφορείο για να βρει την Τζένι-Μέι. Όταν μπήκε ο δεύ τερος μήνας φαινόταν ότι δεν μπορού σε να σηκώσει ού τε καν τα μάτια της ψηλότερα από το έδαφος. Η Τζένι-Μέι πήρε μαζί κι ένα δικό της μεγάλο κομμάτι. Όπως αποδείχτηκε, ήμου ν από του ς τελευ ταίου ς ανθρώπου ς που την είδαν. Όταν η γιαγιά και ο παππού ς έφτασαν το μεσημέρι εκείνης της ημέρας και άνοιξα την πόρτα για να του ς καλωσορίσω, η Τζένι-Μέι περνού σε από μπροστά με το ποδήλατο. Γύ ρισε και μου έριξε ένα βλέμμα. Ένα από τα βλέμματά της που μισού σα τόσο πολύ . Ένα βλέμμα που μπορού σε να σε φτύ σει στη στιγμή, ένα βλέμμα που έλεγε «είμαι καλύ τερη από σένα και θα χάσεις σήμερα στο Βασιλιάς/Βασίλισσα και τότε ο Στίβεν Σπένσερ θα καταλάβει τι ανίκανη κοκάλω και ηλίθια είσαι». Κοίταξα πάνω από τον ώμο της γιαγιάς μου όταν την αγκάλιασα και είδα την Τζένι-Μέι να κατεβαίνει με το ποδήλατο το δρόμο, με το κεφάλι ψηλά, το πιγού νι ανασηκωμένο και τη μύ τη στον αέρα, και τα ξανθά μαλλιά να ανεμίζου ν στην πλάτη της. Τότε, έκανα ό,τι θα έκανε ο καθένας στη θέση μου – ευ χήθηκα να εξαφανιζόταν. Εκείνη την ημέρα ο μπαμπάς μου κέρδισε 500 λίρες στο ξυ στό. Καταλάβαινα πόσο είχε ενθου σιαστεί. Κάθισε στην κου ζίνα μαζί μου και προσπαθού σε να μη χαμογελάσει άλλα έβλεπα τις άκρες των χειλιών του να κυ ρτώνου ν. Ακού γαμε την κυ ρία Μπάτλερ να κλαίει στο δίπλα δωμάτιο με τη μητέρα μου . Έβαλε το χέρι του πάνω στο δικό μου και κατάλαβα πως εκείνη τη στιγμή σκεφτόταν τι μεγάλη τύ χη που είχε, πόσο τυ χερός

πατέρας ήταν που κέρδισε λεφτά στο λαχείο και είχε ακόμα την κόρη του , τη στιγμή που άνθρωποι όπως ο κύ ριος και η κυ ρία Μπάτλερ υ πέφεραν τόσο πολύ . Εγώ, με τη σειρά μου , χαιρόμου ν που δεν είχα εξαφανιστεί, ενώ αφού δεν είχε εμφανιστεί η Τζένι-Μέι ήμου ν πλέον η αδιαφιλονίκητη πρωταθλήτρια στο Βασιλιάς/Βασίλισσα. Έκανα επίσης κάποιου ς καινού ριου ς φίλου ς τώρα που δεν ήταν εκεί η Τζένι-Μέι να του ς λέει να μη με κάνου ν φίλη. Τα πάντα πήγαιναν τέλεια για την οικογένειά μου , ενώ η ζωή δεν θα μπορού σε να τα φέρει χειρότερα για τον κύ ριο και την κυ ρία Μπάτλερ. Εκείνα τα βράδια, οι γονείς μου έμεναν ξύ πνιοι μέχρι αργά, κου βεντιάζοντας και δοξάζοντας τον Θεό για τις ευ λογίες που του ς είχαν δοθεί. Μέσα μου , όμως, ένιωθα κάπως διαφορετικά. Η τελευ ταία κλεφτή ματιά της Τζένι-Μέι είχε πάρει μαζί ένα κομμάτι του εαυ τού μου . Εκείνη την ημέρα, ο κύ ριος και η κυ ρία Μπάτλερ δεν ήταν οι μοναδικοί γονείς που έχασαν το παιδί του ς. Όπως είπα, πάντα υ πάρχει ισορροπία.

σαράντα ένα Παρά τις απειλές και τις αντιρρήσεις του δρα Μπάρτον, ο Τζακ είχε αποφασίσει να συ νεχίσει την αποστολή του και να κάνει τελικά το ταξίδι στο Λήτριμ. Άλλη μια νύ χτα στο δωμάτιο του Μπόμπι, του είχε ατσαλώσει τη θέληση να βρει τον Ντόναλ – όχι δηλαδή ότι χρειαζόταν να πάει και σε σιδεράδικο... Αυ τό το κομμάτι του εαυ τού του ήταν πάντα ξύ πνιο και σε εγρήγορση, αναζητού σε απαντήσεις, στοιχεία και νόημα με κάθε χτύ πο της καρδιάς του . Ο Τζακ ήταν ακόμα προσκολλημένος στην ιδέα ότι το να βρει τη Σάντι ήταν η διέξοδός του . Η Σάντι ήταν το φάρμακο που χρειαζόταν το υ περφορτωμένο του μυ αλό για να ξεκου ραστεί. Δεν ήξερε το λόγο, αλλά σπανίως στη ζωή του ένιωθε το ένστικτό του να τον σπρώχνει τόσο έντονα. Θαρρείς και το κομμάτι του εαυ τού του που είχε χαθεί μαζί με τον Ντόναλ, είχε αντικατασταθεί από κάτι πιο δυ νατό. Ήταν σαν τον τυ φλό που τον καθοδηγεί η οξυ μμένη αίσθηση της όσφρησης, που προσανατολίζεται με την αφή, που ακού ει την καρδιά του με την ακοή. Όταν ο Τζακ έχασε

τον Ντόναλ, έχασε την όρασή του , αλλά είχε κερδίσει μια καινού ρια αίσθηση προσανατολισμού στη ζωή του . Δεν ήξερε τι θα έλεγε στου ς γονείς της Σάντι όταν θα του ς έβλεπε, αν δηλαδή ήταν όντως σπίτι ή αν θα αποφάσιζαν να του ανοίξου ν την πόρτα του σπιτιού του ς. Απλώς συ νέχισε να ακολου θεί την αόρατη εσωτερική πυ ξίδα που είχε αντικαταστήσει τον Ντόναλ. Το μεσημέρι, βρέθηκε καθισμένος στο αυ τοκίνητό του μια στροφή μακριά από το σπίτι όπου έμεναν, και άρχισε να παίρνει βαθιές ανάσες. Ήταν Σάββατο, αλλά το μικρό αδιέξοδο δρομάκι ήταν ήσυ χο. Βγήκε από το αυ τοκίνητο και κατηφόρισε το δρόμο, προσπαθώντας να περάσει απαρατήρητος, παρότι αισθανόταν και ήξερε ότι ήταν εντελώς παράταιρος σε τού τον το γαλήνιο δρόμο, πως ήταν το μόνο κινού μενο πιόνι σε τού τη τη σκακιέρα. Σταμάτησε έξω από τον αριθμό τέσσερα. Στο δρομάκι ήταν παρκαρισμένο ένα μικρό δίπορτο ασημί αμάξι που γυ άλιζε εκτυ φλωτικά. Ο κήπος μπροστά ήταν άψογος και βού ιζε από τις μέλισσες και τα που λιά. Όλα τα καλοκαιρινά λου λού δια ήταν ανθισμένα σε όλο του ς το μεγαλείο· χρώματα όλων των αποχρώσεων, γλυ κές ευ ωδιές, γιασεμιά και λεβάντες. Το γρασίδι ήταν συ μμετρικά κου ρεμένο, ενώ το σημείο όπου συ ναντιόταν με το χώμα ήταν μια γραμμή ίσια σαν ξυ ράφι, που φαινόταν ότι θα έκοβε στα δύ ο όποιο πέταλο τολμού σε να πέσει. Ένα κρεμαστό καλάθι ξέχειλο με πετού νιες και γεράνια κρεμόταν έξω από την πόρτα της βεράντας. Από μέσα υ πήρχε μια ομπρελοθήκη και δίπλα της γαλότσες και εξοπλισμός για ψάρεμα. Πλάι στην είσοδο, ένας καλικάντζαρος κρυ μμένος κάτω από μια

ιτιά, κρατού σε μια ταμπέλα που έγραφε «Καλωσήρθατε». Ο Τζακ ηρέμησε λιγάκι. Δεν αντίκρισε τα σανιδωμένα παράθυ ρα, του ς σκύ λου ς που γαβγίζου ν και τα καμένα αυ τοκίνητα που έβλεπε στου ς χειρότερου ς εφιάλτες του . Άνοιξε τη λεμονί πύ λη, που ήταν ασορτί με την εξώπορτα και τα πλαίσια των παραθύ ρων· το σπίτι θύ μιζε ζαχαρωτό. Δεν ακού στηκε κανένα τρίξιμο, όπως το περίμενε. Ανηφόρισε το πλακόστρωτο δρομάκι· ανάμεσα από τις πλάκες δεν φύ τρωνε ού τε ένα τόσο δα χορταράκι. Καθάρισε το λαιμό του και πάτησε το κου δού νι· ο καμπανιστός ήχος δεν ήταν, επίσης, καθόλου απειλητικός. Άκου σε βήματα και είδε μια σκιά πίσω από το σκιασμένο τζάμι. Παρά τη φιλική όψη της γυ ναίκας, που θα πρέπει να ήταν η μητέρα της Σάντι, η άφιξη ενός αγνώστου στην πόρτα της επέβαλλε να παραμείνει κλειστή η συ ρόμενη πόρτα της βεράντας. «Η κυ ρία Σορτ;» χαμογέλασε ο Τζακ, προσπαθώντας να έχει όσο το δυ νατόν λιγότερο απειλητικό βλέμμα. Αυ τή φάνηκε να ηρεμεί λίγο και βγήκε στο πεδίο της βεράντας, με τη συ ρόμενη πόρτα να λειτου ργεί ακόμα ως εμπόδιο ανάμεσά του ς. «Ναι;» «Ονομάζομαι Τζακ Ρατλ. Λυ πάμαι πολύ που σας ενοχλώ στο σπίτι σας αλλά αναρωτιόμου ν αν είναι εδώ η Σάντι». Η ματιά της τον ζύ γισε στα γρήγορα, εξετάζοντας πεταχτά τον άνθρωπο που αναζητού σε την κόρη της. Έπειτα, άνοιξε την πόρτα της βεράντας. «Είστε φίλος της Σάντι;» Αν έλεγε όχι, το πιο πιθανό ήταν να του έκλεινε πάλι

την πόρτα. «Ναι», χαμογέλασε ο Τζακ. «Είναι εδώ;» Του χαμογέλασε κι εκείνη. «Λυ πάμαι, κύ ριε… πώς είπατε ότι λέγεστε;» «Τζακ Ρατλ, αλλά εσείς να με λέτε μόνο Τζακ». «Τζακ», του χαμογέλασε ευ χάριστα. «Δεν είναι εδώ. Μπορώ να βοηθήσω εγώ σε κάτι;» «Μήπως μπορείτε να μου πείτε πού βρίσκεται;» Συ νέχισε να χαμογελάει, γνωρίζοντας ότι ήταν πιθανό η συ νάντηση να εξελισσόταν σε πολύ αμήχανο επεισόδιο, καθώς ήταν ένας άγνωστος άντρας που ανέκρινε μια μητέρα για το πού βρισκόταν η κόρη της. «Πού είναι;» επανέλαβε σκεφτική. «Δεν ξέρω, Τζακ. Θα ήθελε να σου πω πού βρίσκεται;» Γέλασαν και οι δύ ο, και ο Τζακ μετακινήθηκε αμήχανα. «Κοιτάξτε, δεν είμαι σίγου ρος πώς μπορώ να σας πείσω γι’ αυ τό». Άνοιξε τα χέρια του και παραδέχτηκε την ήττα του . «Δεν ξέρω τι περίμενα όταν ήρθα εδώ, αλλά αποφάσισα να το διακινδυ νεύ σω. Λυ πάμαι πολύ για την ενόχληση. Μπορώ να σας αφήσω ένα μήνυ μα να της δώσετε; Μπορείτε να της πείτε ότι την ψάχνω και…» κόμπιασε, στην προσπάθειά του να σκεφτεί κάτι που θα έπειθε τη Σάντι να ξεπροβάλει από την κρυ ψώνα της και να βγει έξω, σε περίπτωση που ήταν αυ τή τη στιγμή μέσα στο σπίτι και τον άκου γε, «μπορείτε να της πείτε ότι δεν μπορώ χωρίς αυ τή. Θα καταλάβει τι εννοώ». Η μητέρα της Σάντι έγνεψε, χωρίς να σταματήσει να τον περιεργάζεται. «Θα της μεταβιβάσω το μήνυ μα». «Σας ευ χαριστώ». Έπεσε σιωπή και ο Τζακ ετοιμάστηκε να κάνει μεταβολή. «Η προφορά σου δείχνει πως δεν είσαι από τα μέρη

μας». Της χαμογέλασε. «Είμαι από το Λίμερικ». Το σκέφτηκε λίγο. «Εσένα ερχόταν να δει την περασμένη βδομάδα;» «Ναι». «Αυ τό που ξέρω για την κόρη μου είναι ότι μου τηλεφώνησε στο δρόμο για το Γκλιν… έτσι δεν το λένε;» χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελό της έσβησε γρήγορα. «Έψαχνε κάποιον δικό σου ;» Ο Τζακ έγνεψε, νιώθοντας σαν τον έφηβο που έρχεται αντιμέτωπος με έναν φου σκωτό νυ χτερινού μαγαζιού και ελπίζει πως με τη σιωπή του θα τα καταφέρει ώστε να του επιτραπεί η είσοδος. Η κυ ρία Σορτ δεν είπε τίποτα καθώς σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Κοίταξε δεξιά-αριστερά στο δρόμο. Μια γειτόνισσα από απέναντι ύ ψωσε το γάντι του κήπου και η κυ ρία Σορτ της ανταπέδωσε το χαιρετισμό. Νιώθοντας ίσως πως δεν είχε να αντιμετωπίσει απειλή, πήρε την απόφασή της. «Πέρνα μέσα», του έκανε νεύ μα. Παραμέρισε και προχώρησε παραμέσα στο χολ. Ο Τζακ κοίταξε δεξιά-αριστερά το δρόμο. Η γειτόνισσα τον κοιτού σε να μπαίνει διστακτικά στο σπίτι. Χαμογέλασε αμήχανα. Άκου γε την κυ ρία Σορτ από την κου ζίνα, φλιτζάνια και πιατάκια τσού γκριζαν το ένα με το άλλο. Άκου σε το βραστήρα να ζεσταίνει νερό. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν αψεγάδιαστο, όπως και το εξωτερικό. Η εξώπορτα έβγαζε κατευ θείαν μέσα στο καθιστικό. Μύ ριζε λού στρο και καθαρό αέρα, θαρρείς και όλα τα παράθυ ρα έμεναν ανοιχτά για να μπαίνου ν μέσα οι ευ ωδιές του κήπου . Που θενά ακαταστασία. Η μοκέτα

ήταν σκου πισμένη, τα ασημικά και τα μπρού ντζινα άστραφταν, το ξύ λο γυ άλιζε. «Εδώ, Τζακ», φώναξε η κυ ρία Σορτ σαν να ήταν μια ζωή φίλοι. Ο Τζακ μπήκε στην αναμενόμενα αστραφτερή κου ζίνα. Το πλυ ντήριο πιάτων ήταν σε λειτου ργία, το ραδιόφωνο έπαιζε στο βάθος και ο βραστήρας έφτανε σταδιακά στο κρεσέντο του σημείου βρασμού . Από την κου ζίνα μπαλκονόπορτες οδηγού σαν στον πίσω κήπο, που ήταν εξίσου περιποιημένος με τον μπροστινό, με ένα μεγάλο κλου βί όπου στεγαζόταν επί του παρόντος ένας αχόρταγος κοκκινολαίμης που κελαηδού σε και τσιμπολογού σε σποράκια. «Έχετε πανέμορφο σπίτι, κυ ρία Σορτ», είπε ο Τζακ και κάθισε σε μια καρέκλα στο τραπέζι της κου ζίνας. «Σας ευ χαριστώ για την καλοσύ νη σας να με καλέσετε μέσα». «Παρακαλώ. Μπορείς να με λες Σού ζαν». Γέμισε το τσαγιερό με βραστό νερό, το σκέπασε με το ειδικό κάλυ μμα και περίμενε να ετοιμαστεί το τσάι. Ο Τζακ είχε να πιει έτσι το τσάι του από τότε που το έφτιαχνε η μητέρα του . Παρότι του άνοιξε το σπίτι της, η Σού ζαν εξακολου θού σε να είναι επιφυ λακτική και στάθηκε πλάι στον πάγκο με το ένα χέρι πάνω στο κάλυ μμα της τσαγιέρας ενώ με το άλλο πασπάτευ ε ένα φακελάκι τσαγιού . «Είσαι ο πρώτος φίλος της Σάντι που μας επισκέπτεται από τότε που ήταν έφηβη». Φάνηκε να βυ θίζεται σε περισυ λλογή. Ο Τζακ δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Από κει και μετά, όλοι ήξεραν να φυ λάνε τα νώτα του ς», χαμογέλασε. «Πόσο καλά γνωρίζεις τη Σάντι;»

«Όχι και τόσο». «Όχι», είπε, πιο πολύ μονολογώντας, «το φαντάστηκα». «Κάθε μέρα που την ψάχνω, μαθαίνω κάτι καινού ριο γι’ αυ τήν», πρόσθεσε. «Την ψάχνεις;» ανασήκωσε τα φρύ δια. «Γι’ αυ τό βρίσκομαι εδώ, κυ ρία Σορτ…» «Σού ζαν, σε παρακαλώ». Έδειχνε πληγωμένη. «Όποτε ακού ω αυ τό το όνομα νομίζω ότι θα δω τη μητέρα του Χάρολντ και θα μυ ρίσω λάχανο. Όλο λάχανο, λάχανο, λάχανο έφτιαχνε εκείνη η γυ ναίκα», γέλασε με την ανάμνηση. «Σού ζαν», της χαμογέλασε. «Το τελευ ταίο που θα ήθελα είναι να σε ανησυ χήσω, αλλά, όπως είπες, ήταν να συ ναντηθώ με τη Σάντι την περασμένη βδομάδα. Δεν ήρθε στο ραντεβού και από τότε το μόνο που κάνω είναι να προσπαθώ να επικοινωνήσω μαζί της». Παρέλειψε επίτηδες να αναφέρει τη λεπτομέρεια ότι είχε βρει το αυ τοκίνητο και το τηλέφωνό της. «Είμαι σίγου ρος πως είναι μια χαρά», επέμεινε, «αλλά πραγματικά θέλω», ξεκίνησε πάλι, «είναι πραγματική ανάγκη να τη βρω». Το να πανικοβάλει τη μητέρα της Σάντι ήταν ό,τι δεν ήθελε να πετύ χει, γι’ αυ τό κράτησε την ανάσα του , περιμένοντας να δει την αντίδρασή της. Ανακου φίστηκε, αλλά και σοκαρίστηκε κάπως, όταν είδε ένα κου ρασμένο χαμόγελο να απλώνεται στο πρόσωπό της· το χαμόγελο όμως εγκατέλειψε αμέσως την επέκτασή του και κου βαριάστηκε σε ένα θλιβερό σφίξιμο, προτού προλάβει να φτάσει στα μάτια της. «Έχεις δίκιο, Τζακ, πραγματικά δεν ξέρεις και τόσο

καλά τη Σάντι μας». Του γύ ρισε την πλάτη για να σερβίρει το τσάι. «Επίτρεψέ μου να σε πληροφορήσω κάτι ακόμα για την κόρη μου . Την αγαπάω πάρα πολύ , αλλά έχει την ικανότητα να κρύ βεται με τον επαγγελματισμό κάλτσας που χάνεται στο πλυ ντήριο. Κανείς δεν ξέρει πού πάει και τρυ πώνει η κάλτσα, όπως κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει η Σάντι, του λάχιστον όμως, όταν αποφασίζει να γυ ρίσει πίσω, είμαστε όλοι εδώ και την περιμένου με». «Αυ τό άκου σα απ’ όλο τον κόσμο αυ τή τη βδομάδα». Γύ ρισε απότομα προς το μέρος του . «Σε ποιον άλλο μίλησες;» «Στον σπιτονοικοκύ ρη της, στου ς πελάτες της, στο γιατρό της…» άφησε τη φράση του μετέωρη και την κοίταξε ένοχα. «Δεν ήθελα να σε ενοχλήσω γι’ αυ τό το θέμα». «Το γιατρό της;» ρώτησε η Σού ζαν, χωρίς να την πειράζει καθόλου που την είχε αφήσει για το τέλος. Περισσότερο την ενδιέφερε η αναφορά στο γιατρό της κόρης της. «Ναι, τον δρα Μπάρτον», είπε αργά ο Τζακ, αλλά δεν ήταν σίγου ρος αν έπρεπε να αποκαλύ ψει προσωπικά πράγματα της Σάντι στη μητέρα της. «Ω!» Η Σού ζαν προσπάθησε να κρύ ψει ένα χαμόγελο. «Τον ξέρεις;» «Μήπως κατά τύ χη πρόκειται για τον Γκρέγκορι Μπάρτον;» Προσπάθησε να κρύ ψει τον ενθου σιασμό της αλλά απέτυ χε πανηγυ ρικά. «Αυ τός είναι, αλλά δεν με πολυ συ μπαθεί, σε περίπτωση που τύ χει να του μιλήσεις».

«Μάλιστα», είπε συ λλογισμένη η Σού ζαν, χωρίς να ακού σει τι της είχε πει. «Μάλιστα», επανέλαβε, με τα μάτια της να λάμπου ν, απαντώντας σε μια ερώτηση την οποία δεν γνώριζε ο Τζακ. Ήταν προφανώς ενθου σιασμένη αλλά, όταν θυ μήθηκε πως ήταν και ο Τζακ στο δωμάτιο μαζί της, κατάφερε να συ γκρατηθεί, και η περιέργεια πήρε τη θέση του μητρικού ενθου σιασμού . «Γιατί θέλεις τόσο πολύ να βρεις τη Σάντι;» «Ανησύ χησα γι’ αυ τήν όταν δεν φάνηκε στο ραντεβού μας στο Γκλιν, και μετά δεν κατάφερα να επικοινωνήσω μαζί της, πράγμα που με ανησύ χησε ακόμα περισσότερο». Εν μέρει ήταν αλήθεια αυ τό, αλλά δεν ακου γόταν καθόλου πειστικό και ο Τζακ το ήξερε πολύ καλά. Η Σού ζαν φάνηκε να το καταλαβαίνει επίσης. Ανασήκωσε τα φρύ δια και μίλησε με βαριεστημένο ύ φος. «Τρεις εβδομάδες περιμένω να έρθει ο Μπάρνι ο υ δραυ λικός να μου φτιάξει το νεροχύ τη αλλά ακόμα δεν κανόνισα να πάω να επισκεφθώ τη μητέρα του ». Ο Τζακ κοίταξε αφηρημένος το νεροχύ τη. «Κοίτα να δεις, η Σάντι ψάχνει τον αδελφό μου . Επικοινώνησα μέχρι και με άνθρωπο της αστυ νομίας στο Λίμερικ». Ένιωσε το πρόσωπό του να αναψοκοκκινίζει, όταν η Σού ζαν άφησε ένα επιφώνημα έκπληξης. «Γκράχαμ Τέρνερ τον λένε, σε περίπτωση που τηλεφωνήσει». Η Σού ζαν χαμογέλασε. «Τρεις φορές καλέσαμε την αστυ νομία στις αρχές, αλλά έχου με μάθει πλέον ότι δεν υ πάρχει λόγος. Αν ψάξει την υ πόθεση ο αστυ νόμος Τέρνερ, θα καταλάβει ότι δεν υ πάρχει λόγος να

συ νεχίσει τις έρευ νες». «Το έχει κάνει ήδη», είπε βλοσυ ρά ο Τζακ, και συ νοφρυ ώθηκε. «Δεν το καταλαβαίνω, Σού ζαν. Δεν καταλαβαίνω πού έχει πάει. Δεν μπορώ να καταλάβω πώς μπορεί να εξαφανίζεται τόσο έξυ πνα χωρίς να ξέρει κανείς πού είναι, χωρίς να θέλει κανείς να μάθει πού είναι». «Ο καθένας από εμάς έχει τις κρυ ψώνες του και όλοι μας ανεχόμαστε τις ιδιοτροπίες των ανθρώπων που αγαπάμε». Στήριξε το κεφάλι στο χέρι της και φάνηκε να τον κοιτάζει προσεκτικά. Ο Τζακ αναστέναξε. «Αυ τό είναι, λοιπόν;» «Τι εννοείς;» «Αυ τό είναι; Να αφήνου με τον κόσμο να εξαφανίζεται, λοιπόν; Να μην κάνου με ερωτήσεις; Να πηγαινοερχόμαστε όποτε μας καπνίσει; Να φεύ γου με και να ξαναρχόμαστε. Να εξαφανιζόμαστε, να επανεμφανιζόμαστε και να γινόμαστε πάλι καπνός; Χωρίς κανένα πρόβλημα!» γέλασε θυ μωμένος. «Κανείς να μην ανησυ χεί για τίποτα! Να μη μας καίγεται καρφί για του ς ανθρώπου ς που έχου ν μείνει πίσω και μας αγαπάνε και που έχου ν πέσει άρρωστοι από την ανησυ χία του ς;» Σιωπή. «Αγαπάς τη Σάντι;» «Τι πράγμα;» Ζάρωσε το πρόσωπό του . «Είπες…» δεν ολοκλήρωσε τη φράση της. «Δεν έχει σημασία». Ήπιε μια γου λιά τσάι. «Μόνο στο τηλέφωνο έχω μιλήσει με τη Σάντι», είπε αργά ο Τζακ. «Δεν υ πήρχε… σχέση μεταξύ μας».

«Ώστε δηλαδή, βρίσκοντας την κόρη μου , βρίσκεις και τον αδελφό σου ;» Ο Τζακ δεν πρόλαβε να απαντήσει σ’ αυ τό. «Νομίζεις πως η κρυ ψώνα του αδελφού σου είναι η ίδια με την κρυ ψώνα της κόρης μου ;» τον ρώτησε έξω από τα δόντια. Ορίστε, λοιπόν. Μια άγνωστη γυ ναίκα, κάποια που είχε γνωρίσει πριν από δέκα λεπτά, είχε καταφέρει να συ νοψίσει σε μία ερώτηση τη γελοία σκέψη που κρυ βόταν πίσω από τη λυ σσαλέα του έρευ να. Η Σού ζαν άφησε μερικές στιγμές να περάσου ν προτού προσθέσει: «Δεν ξέρω τις συ νθήκες της εξαφάνισης του αδελφού σου , Τζακ, αλλά μπορώ να σου πω ότι ξέρω πως δεν βρίσκεται στο ίδιο μέρος με τη Σάντι. Άκου άλλο ένα μάθημα», είπε σιγανά, «ένα μάθημα που πήραμε με τα χρόνια εγώ κι ο Χάρολντ. Κανείς δεν βρίσκει ποτέ την άλλη κάλτσα στο πλυ ντήριο, όχι πάντως ψάχνοντας επί τού του ». Κού νησε αόριστα το χέρι της. «Τα πράγματα, απλώς εμφανίζονται από μόνα του ς. Μπορείς να χάσεις το μυ αλό σου προσπαθώντας να τα βρεις. Δεν έχει σημασία πόσο τακτική και τακτοποιημένη είναι η ζωή σου , δεν έχει σημασία πόσο οργανωμένα είναι τα πράγματα», κόμπιασε και γέλασε λυ πημένα. «Είμαι υ ποκρίτρια. Προσποιού μαι ότι ένα τακτικό σπίτι θα κάνει τη Σάντι να έρχεται πιο συ χνά. Νομίζω ότι αν μπορεί να βλέπει τα πάντα, αν βλέπει ότι τα πάντα είναι σε τάξη και ότι το κάθε πράγμα έχει τη θέση του , τότε δεν θα χρειάζεται να ανησυ χεί για τα πράγματα που χάνονται». Κοίταξε γύ ρω-γύ ρω την πεντακάθαρη κου ζίνα. «Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία πόσο πολύ , πόσο συ χνά ή πόσο άγρυ πνα προσέχεις τα πράγματα, το

θέμα είναι ότι δεν μπορείς να κοντρολάρεις τίποτα. Μερικές φορές, τόσο τα πράγματα όσο και οι άνθρωποι χάνονται», κού νησε το χέρι στον αέρα, «έτσι απλά». Μετά, ακού μπησε καθησυ χαστικά το χέρι της επάνω στο δικό του . «Μην καταστρέφεις τη ζωή σου προσπαθώντας να μάθεις πού πάνε».

Αποχαιρετίστηκαν στην πόρτα και η Σού ζαν είπε, προσπαθώντας να κρύ ψει την αμηχανία της: «Μιας και αναφερθήκαμε στα πράγματα που βρίσκονται, αν βρεθείς με τη Σάντι πριν από εμάς, πες της ότι βρήκα το βυ σσινί ημερολόγιό της με τις πεταλού δες. Ήταν στην παλιά της κρεβατοκάμαρα, πράγμα παράξενο γιατί καθάρισα την ντου λάπα της δεκάδες φορές αλλά δεν το είχα βρει μέχρι τώρα», είπε συ νοφρυ ωμένη. «Τέλος πάντων, θα ήταν σημαντικό να το ξέρει». Σήκωσε τα μάτια και χαιρέτησε πάλι απέναντι. Ο Τζακ γύ ρισε και είδε μια γυ ναίκα συ νομήλικη με τη Σού ζαν. «Είναι η κυ ρία Μπάτλερ», του είπε, παρότι αυ τό δεν είχε καμία σημασία για τον Τζακ. «Η κόρη της, η Τζένι-Μέι, εξαφανίστηκε όταν ήταν δέκα χρόνων. Είχε την ίδια ηλικία με τη Σάντι. Πολύ καλό κοριτσάκι, ένας άγγελος, έλεγαν όλοι». Ο Τζακ ένιωσε ξαφνικά το ενδιαφέρον του να εξάπτεται και κοίταξε λίγο πιο προσεκτικά τη γυ ναίκα εκείνη. «Τη βρήκαν;» «Όχι», είπε θλιμμένα η Σού ζαν, «ποτέ δεν τη βρήκαν αλλά εδώ και είκοσι τέσσερα χρόνια αφήνει το φως της βεράντας αναμμένο κάθε βράδυ με την ελπίδα ότι θα

γυ ρίσει σπίτι. Δεν φεύ γει ποτέ, ού τε για διακοπές, από το φόβο μην τη χάσει». Ο Τζακ πήγε αργά στο αυ τοκίνητό του . Ένιωθε παράξενα, διαφορετικά, σάμπως να είχε αλλάξει σώματα με τον άντρα που είχε μπει στο σπιτικό των Σορτ πριν από μία ώρα. Κοντοστάθηκε, κοίταξε τον ου ρανό και συ λλογίστηκε όσα είχε μάθει από τη συ νάντηση με τη μητέρα της Σάντι. Χαμογέλασε. Και μετά άρχισε να κλαίει καθώς η ανακού φιση τον πλημμύ ρισε σαν καταρράκτης που σε λού ζει. Επειδή για πρώτη φορά όλη εκείνη τη χρονιά, ένιωσε ότι μπορού σε να σταματήσει επιτέλου ς. Και να ξαναρχίσει να ζει.

σαράντα δύο Ο Μπόμπι δεν είχε καμία όρεξη να συ ζητήσει το γεγονός ότι άκου σε το γέλιο του να μπαίνει στην ατμόσφαιρα το προηγού μενο βράδυ , αλλά δεν χρειαζόταν να πει το παραμικρό επειδή ήταν προφανές ότι το κάποτε παραφου σκωμένο πνεύ μα του είχε ξεφου σκώσει, και το μόνο που είχε απομείνει ήταν ένα άδειο σακί. Ράγιζε η καρδιά μου που τον έβλεπα έτσι, που έβλεπα ένα που λί που πετού σε κάποτε ελεύ θερο να κείτεται τώρα ξεφού σκωτο στο χώμα, με μια σπασμένη φτερού γα να το εμποδίζει να πετάξει. Τις ελάχιστες φορές που επιχείρησα να θίξω το θέμα, η ακινησία του μεγάλωνε. Δεν ακού στηκε ού τε λυ γμός, δεν χύ θηκε ού τε ένα δάκρυ · η σιωπή του ού ρλιαζε τις λέξεις που δεν μπορού σε ή δεν ήθελε να πει. Απ’ ό,τι φαινόταν θα εστίαζε την προσοχή του στα δικά μου προβλήματα μέχρι να νιώσει πως ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει το δικό του – πράγμα που για μένα προσωπικά, δεν αποτελού σε άγνωστη μέθοδο αντιμετώπισης της ζωής. «Γιατί αφήνεις πάντα την τσάντα σου πλάι στην

πόρτα;» ρώτησε ο Μπόμπι την πρώτη φορά που μίλησε, την ώρα που μπαίναμε στο μαγαζί του . Είδα τον Μπόμπι να κοιτάζει την τσάντα μου ή, τολμώ να πω, την τσάντα της Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ, που την είχα αφήσει αφηρημένη πλάι στην πόρτα. Σαν καου μπόης σε γου έστερν που δένει το άλογό του πλάι στην πόρτα του σαλού ν, ο σκοπός ήταν να μου επιτρέψει την εσπευ σμένη αναχώρηση από οποιαδήποτε κατάσταση. Να βοηθήσει να καταλαγιάσει η κλειστοφοβία που θα ένιωθα στα δωμάτια και στη συ ντροφιά των ανθρώπων με του ς οποίου ς δεν ένιωθα άνετα – ανάμεσα σε αυ τού ς και οι γονείς μου . Και ο Γκρέγκορι. Και το σπίτι μου . Σπανίως υ πήρχαν μέρη όπου μπορού σα να κρατήσω την τσάντα πάνω μου . Συ νήθιζα να κοιτάζω την πόρτα, να βλέπω την τσάντα μου και να νιώθω ασφάλεια γνωρίζοντας ότι υ πήρχε τρόπος να ξεφύ γω, η απόδειξη ήταν ότι έβλεπα τα πράγματά μου κοντά στην έξοδο προς την ελευ θερία. Ανασήκωσα του ς ώμου ς. «Απλή συ νήθεια». Πώς γινόταν και όλες οι περιπλοκές και οι μπερδεμένες ιδιοσυ γκρασίες της ζωής μου μπορού σαν να συ νοψιστού ν σε ένα ανασήκωμα των ώμων και δύ ο λέξεις. Πώς γινόταν και οι λέξεις μπορού σαν να είναι ένα τίποτα. Ο Μπόμπι δεν είχε διάθεση να με ρωτήσει περισσότερα κι έτσι επιστρέψαμε στην αποθήκη όπου είχε τις κού τες με τα πράγματά μου . «Λοιπόν», έσπασα τη σιωπή και κοίταξα τον Μπόμπι, που κοιτού σε με βλέμμα χαμένο, σαν να μην είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του αυ τό το δωμάτιο, «τι θέλου με

πάλι εδώ;» ρώτησα. «Θα αδειάσου με τις κού τες σου ». «Γιατί;» Δεν απάντησε· όχι γιατί δεν μου έδινε σημασία, αλλά επειδή νομίζω ότι δεν με άκου σε. Είχε τόσα άλλα να ακού σει πλέον. Άρχισε να αδειάζει την κού τα πάνωπάνω, αφήνοντας με μεγάλη προσοχή τον κύ ριο Πομπς στο πάτωμα. Αράδιασε όλα τα πράγματα στη σειρά από τοίχο σε τοίχο, και ύ στερα προχώρησε στην επόμενη κού τα, και έκανε το ίδιο. Τον βοηθού σα παρότι δεν καταλάβαινα το λόγο. Μετά από είκοσι λεπτά, τα πράγματά μου ήταν τακτικά στοιχισμένα σε έξι σειρές κατά μήκος του πατώματος από ξύ λο καρυ διάς. Κοίταξα ένα-ένα τα αντικείμενα και δεν μπόρεσα να συ γκρατήσω το χαμόγελό μου . Καθένα από αυ τά, από το απρόσωπο συ ρραπτικό μέχρι τον προσωπικό κύ ριο Πομπς, άνοιγαν την πόρτα σε καλά κλειδωμένες αναμνήσεις. Ο Μπόμπι με κοιτού σε. «Τι;» «Παρατηρείς κάτι;» Κοίταξα πάλι το πάτωμα και τα μάτια μου διέτρεξαν τις σειρές. Ο κύ ριος Πομπς, το συ ρραπτικό, το μπλου ζάκι, είκοσι μονές κάλτσες, μια πένα με εγχάραξη, ένας φάκελος εργασίας που είχα βρει τον μπελά μου όταν τον έχασα… Μου διέφευ γε κάτι; Στράφηκα και τον κοίταξα με απορία. «Το διαβατήριο;» δήλωσε ξέπνοα. Κοίταξα πάλι το πάτωμα, χαμογελώντας ήδη. Όταν ήμου ν δεκαπέντε χρόνων, οι γονείς μου κανόνισαν να πάμε στην Αυ στρία για πεζοπορία αλλά το βράδυ πριν

από το προγραμματισμένο μας ταξίδι, το διαβατήριό μου ήταν άφαντο. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω. Μήνες ολόκληρου ς γκρίνιαζα για το ταξίδι. Το να λείψω μία εβδομάδα σήμαινε ότι θα έχανα δύ ο συ νεδρίες με τον κύ ριο Μπάρτον, αλλά δεν ήταν μόνο αυ τό· κάθε φόβος, κάθε παράλογη φοβία τείνει να επηρεάζει την καθημερινή ζωή. Σταμάτησα να χαίρομαι τα ταξίδια εξαιτίας του φόβου μου μη χάσω πράγματα. Αν έχανα κάτι σε έναν τόπο όπως η Αυ στρία, έναν τόπο που δεν είχα επισκεφθεί ποτέ, έναν τόπο όπου κατά πάσα πιθανότητα δεν θα επέστρεφα ποτέ, τότε πώς στο καλό θα μπορού σα να ξαναβρώ κάτι; Το βράδυ που έχασα το διαβατήριό μου , είχα αλλάξει ξαφνικά γνώμη. Ξέχασα τις δύ ο συ νεδρίες με τον δρα Μπάρτον – άξαφνα, το μόνο που ήθελα ήταν να βρω το διαβατήριο και να κάνω το ταξίδι. Οτιδήποτε θα σήμαινε ότι δεν θα έχανα άλλο ένα από τα πράγματά μου . Το ταξίδι ακυ ρώθηκε καθώς ήταν πολύ αργά για να αντικαταστήσω το διαβατήριό μου ή να βγάλω προσωρινό, αλλά για πρώτη φορά, οι γονείς μου αναστατώθηκαν όσο κι εγώ, και είχα ψάξει με την ίδια λύ σσα όπως πάντα. Ήταν απίστευ τη η στιγμή όταν το βρήκα εδώ, μετά απ’ όλα αυ τά τα χρόνια, ξεσκισμένο και φθαρμένο και με τη φωτογραφία του ασου λού πωτου εντεκάχρονου εαυ τού μου . Αλλά όσο έψαχνα στο πάτωμα, το χαμόγελό μου άρχισε να σβήνει. Δεν ήταν πια εδώ. Πέρασα πάνω από τις σειρές των αντικειμένων, κλοτσώντας κάποια στη βιασύ νη μου να φτάσω στα χαρτόκου τα όπου άρχισα να ψαχου λεύ ω μανιωδώς. Ο

Μπόμπι βγήκε από το δωμάτιο για να μου αδειάσει το χώρο, ή έτσι νόμιζα του λάχιστον, αλλά επέστρεψε με μια πολαρόιντ φωτογραφική μηχανή στο χέρι. Μου έκανε νεύ μα να κάνω στην άκρη, και υ πάκου σα χωρίς ερωτήσεις. Σημάδεψε το έδαφος με τη φωτογραφική μηχανή, τράβηξε τη φωτογραφία, έβγαλε την τετράγωνη πλάκα, την κού νησε, την εξέτασε και μετά την έβαλε μέσα σε έναν πλαστικό φάκελο. «Βρήκα τη φωτογραφική μηχανή πριν από χρόνια», μου εξήγησε, με τη θλίψη να αντηχεί στη φωνή του . «Δύ σκολα βρίσκω το ειδικό φιλμ. Δεν ξέρω καν αν συ νεχίζου ν να τα κατασκευ άζου ν, αλλά πότε-πότε πετυ χαίνω τα σωστά. Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός με τις φωτογραφίες που τραβάω· δεν γίνεται να τις χαραμίζω. Δεν με νοιάζει που πρέπει να προσέχω, αλλά δύ σκολα καταλαβαίνει κανείς ποιο δευ τερόλεπτο μέσα σε μια ζωή δευ τερολέπτων είναι πιο ξεχωριστό. Συ χνά, όταν συ νειδητοποιείς πόσο πολύ τιμα είναι τα δευ τερόλεπτα αυ τά, είναι πια πολύ αργά για να τα απαθανατίσεις επειδή η στιγμή έχει περάσει. Το συ νειδητοποιού με πολύ αργά». Έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, χαμένος στις σκέψεις του . Κοκάλωσε σαν να είχαν αδειάσει οι μπαταρίες του . Άγγιξα το μπράτσο του και σήκωσε τα μάτια του , ξαφνιασμένος που με έβλεπε εκεί μέσα. Κοίταξε τη φωτογραφική μηχανή στα χέρια του , ξαφνιασμένος που την έβλεπε κι αυ τήν εκεί. Μετά έκανε επανεκκίνηση, το φως ξαναγύ ρισε στα μάτια του και συ νέχισε: «Έτσι την οπλίζεις. Από δω και στο εξής βγάζε κάθε πρωί φωτογραφία όλα αυ τά τα αντικείμενα στο πάτωμα». Μου την έδωσε και προτού φύ γει,

πρόσθεσε: «Και μετά, σου προτείνω να αρχίσεις να τραβάς τις άλλες φωτογραφίες». «Ποιες άλλες φωτογραφίες;» Ο Μπόμπι στάθηκε μπροστά στην πόρτα και ξαφνικά φάνηκε ακόμα μικρότερος από τα δεκαεννιά του χρόνια, σαν χαμένο αγοράκι. «Δεν ξέρω και πολλά για όσα συ μβαίνου ν εδώ πέρα, Σάντι. Δεν ξέρω γιατί είμαστε όλοι εδώ, πώς βρεθήκαμε εδώ, ού τε καν τι υ ποτίθεται ότι πρέπει να κάνου με. Αυ τά όμως δεν τα ήξερα ού τε παλιά, όταν ήμου ν με τη μαμά μου », χαμογέλασε. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, όμως, ακολού θησες τα πράγματά σου εδώ, και τώρα, μέρα με τη μέρα, εξαφανίζονται αντικείμενα. Δεν ξέρω πού πηγαίνου ν, αλλά όπου κι αν πηγαίνου ν, σου προτείνω όταν βρεθείς κι εσύ εκεί, να έχεις αποδείξεις ότι ήσου ν κάποτε εδώ. Αποδείξεις δικές μας». Το χαμόγελό του άρχισε να σβήνει. «Νιώθω κου ρασμένος τώρα, Σάντι. Πάω να πέσω για ύ πνο. Τα λέμε στις επτά για τη συ νέλευ ση του δημοτικού συ μβου λίου ».

σαράντα τρία Η Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ δεν είχε και πολλά ρού χα κατάλληλα για συ νελεύ σεις κοινοτήτων, μάλλον επειδή στις αναθεματισμένες νεοϋ ορκέζικες διακοπές της, όπου έχασε τη βαλίτσα της πριν από καμιά εικοσαετία, δεν χρειάστηκε να περάσει από δίκη μπροστά σε μια ολόκληρη κοινότητα. Από την άλλη όμως, ποτέ δεν ξέρεις. Επέλεξα να μείνω μακριά από τις πρόβες στο δημοτικό κέντρο, γνωρίζοντας ότι η παρου σία μου εκεί αργότερα θα ήταν αρκετή, και ότι η Έλενα κου μαντάριζε πλήρως την παράσταση στην οποία δεν ενδιαφερόμου ν πραγματικά να συ μμετάσχω. Πέρασα την ημέρα μου κρατώντας το μαγαζί στο πόδι του Μπόμπι, που είχε εύ λογα αποφασίσει να μείνει στο κρεβάτι όλη την υ πόλοιπη μέρα. Έτσι, είχα κάτι να ασχοληθώ· κάτι να διασκεδάσω. Άρχισα να ψαχου λεύ ω το τμήμα για του ς μακρυ πόδαρου ς ανθρώπου ς, να βου τάω σε καλάθια με προσφορές με τη μανία αρκού δας που έτυ χε να βρεθεί σε πάρκο για πικνίκ. Άρχισα να βγάζω με ενθου σιασμό

ρού χα που ονειρευ όμου ν στο σπίτι. Εκστατικά γου ργου ρίσματα ξέφευ γαν από τα χείλη μου καθώς δοκίμαζα που κάμισα με μανίκια που μου έφταναν μέχρι του ς καρπού ς, μπλού ζες που κάλυ πταν τον αφαλό μου και παντελόνια με στριφώματα που έφταναν μέχρι το πάτωμα. Γαργαλητά ευ χαρίστησης διέτρεχαν το κορμί μου κάθε φορά που ένιωθα ύ φασμα να καλύ πτει μια περιοχή του δέρματος που ήταν συ νηθισμένη να μένει γυ μνή και εκτεθειμένη. Πόση διαφορά κάνου ν μερικά εκατοστά υ φάσματος! Ιδίως κάτι κρύ α πρωινά που στέκεσαι στη στάση του λεωφορείου και τεντώνεις τα μανίκια του αγαπημένου σου που λόβερ έτσι ώστε να καλύ ψει του ς σφυ γμού ς σου που χτυ πού ν σαν τρελοί. Αυ τά τα λίγα εκατοστά –ασήμαντα για του ς περισσότερου ς, το παν για μένα– ήταν που έκαναν τη διαφορά ανάμεσα σε μια καλή μέρα και σε μια άσχημη εσωτερική ηρεμία και εξωτερική απέχθεια, όπου ένιωθα να βου τάω στην άρνηση και τη συ νειδητοποίηση μιας συ γκλονιστικής, αν και προσωρινής, επιθυ μίας να είμαι όπως όλοι οι άλλοι. Λίγα εκατοστά κοντύ τερη, λίγα εκατοστά πιο χαρού μενη, πιο πλού σια, πιο ικανοποιημένη, πιο ζεστή. Μια στις τόσες ηχού σε το καμπανάκι πάνω από την πόρτα και όπως το τέλος του διαλείμματος στο σχολείο, έτσι και τώρα ο οργασμός κοβόταν απότομα. Η πλειονότητα των πελατών εκείνης της ημέρας είχαν έρθει στο κατάστημα με έναν και μόνο στόχο στο μυ αλό του ς: να με δου ν καλά-καλά, τη γυ ναίκα για την οποία είχαν ακού σει τόσα και τόσα, αυ τήν που ήξερε πράγματα. Άνθρωποι όλων των εθνικοτήτων με

κάρφωναν με το βλέμμα του ς, ελπίζοντας να του ς αναγνωρίσω, και όταν δεν του ς αναγνώριζα, έφευ γαν, με την απογοήτευ ση να του ς βαραίνει την πλάτη. Κάθε φορά που κου δού νιζε το καμπανάκι και ακόμα ένα ζευ γάρι μάτια κάρφωναν τα δικά μου , γινόμου ν πιο νευ ρική για το βράδυ που με περίμενε, και όσο κι αν ήθελα να σταματήσω τα πάμπολλα ρολόγια στον τοίχο, οι δείκτες συ νέχισαν να τρέχου ν σαν τρελοί και ξαφνικά βράδιασε. Απ’ ό,τι φαινόταν, ολόκληρο το χωριό είχε αποφασίσει να παραστεί στη συ νέλευ ση του δημοτικού συ μβου λίου στο δημοτικό κέντρο. Ο Μπόμπι κι εγώ ανοίγαμε δρόμο ανάμεσα από τα πλήθη των ανθρώπων που συ νέρρεαν αργά προς τη γιγάντια δρύ ινη πόρτα. Η είδηση ότι κάποια είχε την ικανότητα να γνωρίζει πράγματα για οικογένειες που είχαν μείνει πίσω, είχε κάνει ανθρώπου ς κάθε εθνικότητας, φυ λής και δόγματος να συ νωστίζονται κατά εκατοντάδες μέσα στο κτίριο. Ο ζεστός πορτοκαλής ήλιος βου τού σε πίσω από τα πεύ κα, μοιάζοντας με φλογισμένο δίσκο έτσι όπως προχωρού σαμε γρήγορα δίπλα του ς. Από πάνω μας, γεράκια έκοβαν κύ κλου ς χαμηλά στον ου ρανό, περνώντας επικίνδυ να ξυ στά από τις κορυ φές των δέντρων. Γύ ρω μου , ένιωθα μάτια καρφωμένα πάνω μου , να κοιτάζου ν και να παραμονεύ ου ν να μου ορμήσου ν. Το σκάλισμα πάνω στις γιγάντιες πόρτες που απεικόνιζε ανθρώπου ς τον ένα δίπλα στον άλλο, χώρισε στα δύ ο και κόσμος άρχισε να συ ρρέει μέσα. Το θέατρο είχε πάρει μορφή διαφορετική από τον ανεπίσημο χώρο που ήταν τις ώρες της πρόβας. Ένιωσα εξαπατημένη,

όταν συ νειδητοποίησα ότι ο χώρος ήταν κάτι παραπάνω απ’ ό,τι μου είχε φανεί αρχικά, ότι ήταν ικανός για περισσότερα απ’ ό,τι έδειχνε εκ πρώτης όψεως, αφού τώρα ήταν κομψά ντυ μένος και στεκόταν ευ θυ τενής και περήφανος· βασιλιάς όταν τον είχα θεωρήσει υ πηρέτη. Εκατοντάδες σειρές καθισμάτων ξεκινού σαν από τη σκηνή, η κόκκινη αυ λαία ήταν ανοιγμένη και την κρατού σαν ανοιχτή χρυ σά κορδόνια με φού ντες, με τα αναποδογυ ρισμένα μαλλιαρά του ς κεφάλια να αγγίζου ν το πάτωμα. Επί σκηνής, οι σειρές των αντιπροσώπων κάθονταν σε επάλληλα καθίσματα· κάποιοι φορού σαν τις παραδοσιακές φορεσιές των χωρών του ς, ενώ άλλοι είχαν επιλέξει σύ γχρονα ρού χα. Έβλεπες κοστού μια με γιλέκο πλάι σε κεντητές κελεμπίες, καφτάνια με πού λιες, μεταξωτά κιμονό, κιππά, του ρμπάνια και τσαντόρ, κοσμήματα από χάντρες, κόκαλο, χρυ σό και ασήμι, γυ ναίκες με αφρικανικές μαντίλες με περίτεχνα σχέδια και σου αχίλι παροιμίες τυ πωμένες επάνω του ς, λόγια σοφίας που δεν καταλάβαινα, και Κορεάτες με όμορφα χάνμποκ. Έβλεπες τα πάντα, από παραδοσιακά ινδικά πασού μια μέχρι γόβες Τζίμι Τσου , αθλητικά σανδάλια και σαγιονάρες μέχρι λου στραρισμένες δερμάτινες δετές γόβες. Εντόπισα τον Τζόζεφ στη δεύ τερη σειρά τυ λιγμένο με βυ σσινί ριχτό ρού χο με χρυ σό τελείωμα. Η εικόνα ήταν εκπληκτική, η μείξη των φίνων ρού χων από διάφορου ς πολιτισμού ς δίπλα-δίπλα ήταν αληθινή πανδαισία. Παρά τα συ ναισθήματά μου για τη βραδιά που με περίμενε, σήκωσα την πολαρόιντ και τράβηξα μια φωτογραφία. «Έι!» Ο Μπόμπι μου άρπαξε τη φωτογραφική μηχανή

μέσα από τα χέρια. «Σταμάτα να χαραμίζεις το φιλμ!» «Να χαραμίζω;» είπα πνιχτά. «Δες εδώ!» Έδειξα τη σκηνή των αντιπροσώπων απ’ όλα τα έθνη, να κάθονται μεγαλοπρεπείς και να εποπτεύ ου ν τη λαοθάλασσα των χωρικών, που του ς κοιτού σαν γεμάτοι προσμονή, περιμένοντας απεγνωσμένα, νέα από τον παλιό κόσμο που είχαν αφήσει πίσω του ς. Καθίσαμε κάπου στα μισά της πλατείας ώστε να μη βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή του πυ ρός. Είδαμε την Έλενα μπροστά, να χτενίζει με το βλέμμα τα πλήθη με μια απεγνωσμένη έκφραση ενδιαφέροντος ή φόβου στο πρόσωπο – δεν καταλάβαινα τι από τα δύ ο. Υποθέτοντας ότι εμάς έψαχνε, ο Μπόμπι κού νησε ζωηρά το χέρι. Εγώ δεν μπορού σα να κου νηθώ. Το κορμί μου ήταν παγωμένο από τού το τον καινού ριο φόβο που ένιωθα, μέσα σε ένα θέατρο που είχε γεμίσει πολύ γρήγορα από τη φασαρία εκατοντάδων ανθρώπων που με ξεκού φαιναν ολοένα και περισσότερο όσο περνού σε η ώρα. Έριξα μια ματιά πάνω από τον ώμο μου . Δεκάδες άτομα έστεκαν όρθιοι στο πίσω μέρος της αίθου σας κλείνοντας τις εξόδου ς, καθώς δεν μπορού σαν να βρου ν θέσεις. Ο κρότος που έκαναν οι γιγάντιες πόρτες όταν έκλεισαν και αμπαρώθηκαν αντήχησε σε ολόκληρη την αίθου σα και αμέσως όλοι σίγησαν. Η ανάσα του άντρα που καθόταν πίσω μου ακου γόταν δυ νατά στ’ αυ τιά μου , οι ψίθυ ροι του ζευ γαριού μπροστά μου ήταν σαν να ακού γονταν μέσα από μεγάφωνο. Η καρδιά μου άρχισε να βαράει το δικό της ταμπού ρλο. Στράφηκα στον Μπόμπι για να με καθησυ χάσει, αλλά δεν με καθησύ χασε. Τα σκληρά φώτα από ψηλά δεν άφηναν να κρυ φτεί κανείς και καμία αντίδραση.

Αποκάλυ πταν του ς πάντες και τα πάντα. Η Έλενα αναγκάστηκε να καθίσει όταν έκλεισε η πόρτα κι έγινε σιγή. Έβαλα τα δυ νατά μου να συ νεχίσω να σκέφτομαι ότι εδώ πέρα ήταν ένας χαζός τόπος, ένα αποκύ ημα της φαντασίας μου . Όλα ήταν ένα όνειρο, στερού νταν σημασίας, δεν ήταν η πραγματική ζωή. Αλλά όσο κι αν τσιμπιόμου ν και προσπαθού σα να ηρεμήσω, η ατμόσφαιρα με τραβού σε πάλι μέσα, δίνοντάς μου τη δυ σάρεστη αίσθηση ότι όλα αυ τά ήταν πραγματικά όσο και οι χτύ ποι της καρδιάς μου . Μια γυ ναίκα προχώρησε στον εξωτερικό διάδρομο με ένα καλάθι ακου στικά. Το άτομο που καθόταν στην τελευ ταία θέση τα πήρε και τα πέρασε σε ολόκληρη τη σειρά όπως περνάει από του ς πιστού ς στην εκκλησία ο δίσκος με τις προσφορές. Κοίταξα απορημένη τον Μπόμπι και μου έδειξε τι έπρεπε να κάνω, βάζοντας το ακου στικό στο βύ σμα στην μπροστινή καρέκλα. Τα φόρεσε στ’ αυ τιά του την ώρα που ένας άντρας πήγε και στάθηκε μπροστά στο μικρόφωνο στη σκηνή. Άρχισε να μιλάει ιαπωνικά. Δεν καταλάβαινα λέξη αλλά με είχε συ νεπάρει τόσο πολύ η σκηνή που έβλεπα μπροστά μου ώστε δεν θυ μήθηκα να φορέσω τα ακου στικά. Ο Μπόμπι μου έριξε μια αγκωνιά και αναπήδησα, βάζοντάς τα αλαφιασμένη στ’ αυ τιά μου . Μια αγγλική φωνή με βαριά προφορά έκανε τη διερμηνεία. Είχα χάσει την αρχή της ομιλίας. «…αυ τή την Κυ ριακή, το βράδυ . Σπάνια μαζευ όμαστε τόσο πολλοί μαζί. Σας ευ χαριστώ για την καταπληκτική προσέλευ ση. Είμαστε απόψε εδώ για κάποιου ς λόγου ς…» Ο Μπόμπι μου έριξε πάλι μια αγκωνιά και έβγαλα τα

ακου στικά. «Αυ τός είναι ο Ιτσίρο Τακάσε», ψιθύ ρισε. «Είναι ο πρόεδρος. Το πρόσωπο αλλάζει κάθε λίγου ς μήνες». Έγνεψα ότι κατάλαβα και φόρεσα πάλι τα ακου στικά. «…ο Χανς Λίβιν θα ήθελε να σας μιλήσει για τα σχέδιά του για τον καινού ριο μύ λο, αλλά προτού φτάσου με εκεί θα ασχοληθού με με το λόγο για τον οποίο προσήλθατε πολλοί από εσάς στη συ νέλευ ση. Η Ιρλανδή αντιπρόσωπος Γκρέις Μπερνς έχει το λόγο». Μια γυ ναίκα που έμοιαζε καμιά πενηνταριά χρόνων σηκώθηκε από τη θέση της και πήγε στο μικρόφωνο. Είχε μακριά κυ ματιστά κόκκινα μαλλιά, τα χαρακτηριστικά της ήταν μυ τερά, σμιλεμένα θαρρείς σε βράχο, και φορού σε κομψό μαύ ρο επαγγελματικό ταγιέρ. Έβγαλα τα ακου στικά μου . «Καλησπέρα σε όλου ς». Από τη φωνή της φαινόταν να είναι από τα βόρεια της Ιρλανδίας, το Ντόνεγκαλ. Πολλοί από του ς μη Ιρλανδού ς αγγλόφωνου ς φόρεσαν τα ακου στικά του ς για τη διερμηνεία. «Δεν θα μακρηγορήσω», είπε. «Αυ τή την εβδομάδα με πλησίασαν πολλοί άνθρωποι της ιρλανδικής κοινότητας και μου είπαν ότι μια νεοφερμένη από την Ιρλανδία είχε πληροφορίες για τις οικογένειες διαφόρων εδώ πέρα. Παρά τις φήμες που κυ κλοφόρησαν, αυ τό δεν είναι ασυ νήθιστο φυ σικά, δεδομένου του μεγέθου ς της Ιρλανδίας. Μου είπαν επίσης ότι ένα αντικείμενο που ανήκει σε αυ τό το άτομο –το ρολόι της, απ’ ό,τι κατάλαβα– εξαφανίστηκε», είπε ατάραχα. Όσοι καταλάβαιναν αγγλικά άφησαν αμέσως μια πνιχτή κραυ γή, παρότι η πλειονότητά του ς σίγου ρα γνώριζαν

ήδη τη φήμη. Λίγα δευ τερόλεπτα μετά, ακού στηκε δεύ τερη πνιχτή κραυ γή όταν μετέφρασαν οι διερμηνείς. Σού σου ρο σηκώθηκε στην αίθου σα και η Ιρλανδή αντιπρόσωπος σήκωσε ψηλά τα χέρια για να επιβάλει σιωπή. «Καταλαβαίνω ότι η είδηση αυ τή επηρέασε ολόκληρο το χωριό. Τέτοιες ειδήσεις αναστατώνου ν τις προσπάθειές μας να ζού με φυ σιολογικά, γι’ αυ τό θα θέλαμε να πάψει η φημολογία». Η καρδιά μου άρχισε να χτυ πάει κάπως λιγότερο δραματικά. «Συ γκαλέσαμε την αποψινή συ νέλευ ση για να σας διαβεβαιώσου με ότι έχου με επιληφθεί του θέματος, το οποίο θα αντιμετωπιστεί. Μόλις αντιμετωπιστεί, θα ενημερώσου με, όπως πάντα, πάραυ τα την κοινότητα σε ό,τι αφορά την έκβαση. Πιστεύ ω ότι η εν λόγω νεοφερμένη είναι απόψε μαζί μας», ανήγγειλε, «και θα ήθελα να απευ θυ νθώ στο άτομο αυ τό». Αμέσως η καρδιά μου άρχισε πάλι να σφυ ροκοπάει. Οι άνθρωποι γύ ρω μου άρχισαν να κοιτάζου ν γύ ρω-γύ ρω, να μου ρμου ρίζου ν, να ψιθυ ρίζου ν με έξαψη σε ξένες γλώσσες και να ανταλλάσσου ν καχύ ποπτες, επικριτικές ματιές. Κοίταξα σοκαρισμένη τον Μπόμπι. Με κοίταξε κι αυ τός με μάτια ορθάνοιχτα από την απορία. «Τι θα κάνω;» ψιθύ ρισα. «Πώς ξέρου ν για το ρολόι;» Ο δεκαεννιάχρονος μέσα του ανασήκωσε του ς ώμου ς, με μάτια γου ρλωμένα. «Πιστεύ ου με όλοι ότι είναι καλύ τερα να το χειριστού με κατ’ ιδίαν και με διακριτικότητα, ώστε το άτομο να παραμείνει ανώνυ μο…» Γιου χαΐσματα ξέσπασαν από το πλήθος, ενώ κάποιοι

γέλασαν. Ανατρίχιασα. «Δεν βλέπω λόγο για μελοδραματισμού ς», συ νέχισε η Γκρέις με την επίσημη φωνή που έδειχνε ότι δεν σήκωνε αστεία. «Αν η νεοφερμένη μπορεί να μας παρου σιάσει το φερόμενο ως χαμένο αντικείμενο, τότε το θέμα θα θεωρηθεί λήξαν και θα ξεχαστεί διά παντός, κι έτσι όλοι εσείς θα μπορέσετε να συ νεχίσετε να αφιερώνετε τον πολύ τιμο χρόνο σας στου ς συ νήθεις εξόχως παραγωγικού ς σκοπού ς σας». Χαμογέλασε πονηρά και γέλια ακού στηκαν απ’ όλη την αίθου σα. «Αν το εν λόγω άτομο μπορεί να περάσει από το γραφείο μου αύ ριο και να φέρει και το ρολόι μαζί, τότε το θέμα μπορεί να διευ θετηθεί γρήγορα και εμπιστευ τικά». Ακόμα περισσότερα γιου χαΐσματα ακού στηκαν από το κοινό. «Θα δεχτώ λίγες ερωτήσεις για το θέμα και μετά θα προχωρήσου με στο σημαντικότερο ζήτημα των σχεδίων της επέκτασης πέρα από την άγρια φάρμα». Καταλάβαινα πως παρίστανε επίτηδες την αδιάφορη. Ένα ολόκληρο χωριό είχε έρθει να ακού σει για μένα, για το πώς γνώριζα προσωπικά δεδομένα για του ς ανθρώπου ς εδώ και του ς συ γγενείς του ς. Με μερικές προτάσεις εκείνη τα είχε κρύ ψει όλα κάτω από το χαλί. Οι άνθρωποι άρχισαν να κοιτάζονται με στενοχώρια και διαισθάνθηκα την καταιγίδα να έρχεται. Ήταν πολλοί εκείνοι που σήκωσαν χέρι και η αντιπρόσωπος έγνεψε σε έναν απ’ όλου ς. Σηκώθηκε ένας άντρας. «Κυ ρία Μπερνς, δεν το θεωρώ δίκαιο να διευ θετηθεί κατ’ ιδίαν το θέμα. Νομίζω ότι είναι προφανές από την αποψινή προσέλευ ση ότι το ζήτημα

είναι σοβαρότερο από τον τρόπο με τον οποίο επιλέξατε να το χειριστείτε, πράγμα που δείχνει σκόπιμη προσπάθεια υ ποβάθμισης της σημασίας του ». Ακού στηκαν μερικά χειροκροτήματα. «Προτείνω το εν λόγω άτομο, που γνωρίζω πως είναι γυ ναίκα, να μας δείξει το ρολόι εδώ και τώρα, απόψε, ώστε να δού με όλοι με τα μάτια μας και ως εκ τού του να μπορέσου με να πάψου με να ασχολού μαστε με το θέμα και να βρού με την πνευ ματική μας γαλήνη». Την πρότασή του ακολού θησε γενναίο χειροκρότημα. Η αντιπρόσωπος φάνηκε να έρχεται σε δύ σκολη θέση και γύ ρισε να κοιτάξει του ς συ ναδέλφου ς της. Κάποιοι έγνεψαν καταφατικά, άλλοι κού νησαν το κεφάλι αρνητικά, άλλοι έδειχναν βαριεστημένοι, κάποιοι ανασήκωσαν αδιάφορα του ς ώμου ς και το άφησαν επάνω της. «Το μόνο που με ενδιαφέρει είναι η ασφάλεια του εν λόγω ανθρώπου , κύ ριε Ο’Μάρα», του μίλησε. «Δεν θεωρώ καθόλου δίκαιο το γεγονός ότι παρότι έφτασε μόλις αυ τή την εβδομάδα εδώ, βρίσκεται τώρα αντιμέτωπη με όλο αυ τό. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει σεβαστή η ανωνυ μία της. Σίγου ρα το καταλαβαίνετε αυ τό». Τα λόγια της δεν συ νάντησαν εξίσου σθεναρή υ ποστήριξη από το κοινό, αλλά ακού στηκε ένα αδύ ναμο χειροκρότημα από λίγες δεκάδες ανθρώπου ς και του ς ευ χαρίστησα βου βά ενώ ταυ τόχρονα βλαστημού σα την Γκρέις που είχε επιβεβαιώσει το φύ λο μου . Μια ηλικιωμένη κυ ρία η οποία καθόταν δίπλα στον άντρα από το κοινό που είχε μιλήσει, πετάχτηκε από τη

θέση της. «Κυ ρία Μπερνς, η δική μας ασφάλεια είναι πιο σημαντική, όπως και η ασφάλεια όλων των κατοίκων του χωριού . Δεν είναι πιο σημαντικό αν ακού σου με πάλι φήμες ότι εξαφανίζονται τα πράγματα κάποιου , να μας δοθεί το δικαίωμα να μάθου με αν είναι αλήθεια;» Ακού στηκαν κι άλλες φωνές συ μπαράστασης από το πλήθος. Η Γκρέις Μπερνς έφερε το χέρι της στο μέτωπο για να μην την τυ φλώνει το σκληρό φως της σκηνής ώστε να δει το άτομο που μίλησε. «Μα, Κάθριν, θα σας αποκαλυ φθεί αύ ριο, αφού το άτομο αυ τό έρθει να με δει. Όποια κι αν είναι η έκβαση, θα το αντιμετωπίσου με με τον κατάλληλο τρόπο». «Αυ τό το ζήτημα δεν αφορά μόνο την ιρλανδική κοινότητα», ακού στηκε μια αντρική φωνή με αμερικανική προφορά του Νότου . Γύ ρισαν όλοι να κοιτάξου ν. Η φωνή ανήκε σε έναν άντρα που στεκόταν πίσω-πίσω. «Θυ μάστε τι έγινε την τελευ ταία φορά που κυ κλοφόρησαν φήμες ότι χάνονται πράγματα;» Ακού στηκαν επιβεβαιωτικά ψελλίσματα και κάποιοι ένευ σαν καταφατικά. «Όλοι εδώ μέσα θα θυ μάστε έναν τύ πο ονόματι Τζέιμς Φέρετ;» φώναξε τώρα, απευ θυ νόμενος σε ολόκληρη την αίθου σα. Ακού στηκαν δυ νατά μου ρμου ριστά «ναι», και κεφάλια συ γκατένευ σαν. «Πριν από λίγα χρόνια είπε ότι του συ νέβη το ίδιο ακριβώς πράγμα. Οι αντιπρόσωποι έκαναν ό,τι ακριβώς κάνου ν και σήμερα», απευ θύ νθηκε στο κοινό που δεν γνώριζε την ιστορία. «Παρότρυ ναν τον κύ ριο Φέρετ να ακολου θήσει την ίδια διαδικασία με την ανώνυ μη

γυ ναίκα απόψε, αλλά αντί γι’ αυ τό, εξαφανίστηκε ο ίδιος. Ποτέ δεν θα μάθου με αν πήγε να βρει τα υ πόλοιπα πράγματά του ή αν έβαλαν το χεράκι του ς οι αντιπρόσωποι». Τα λόγια του ξεσήκωσαν θύ ελλα αντιδράσεων, αλλά με τη δυ νατή φωνή του κατάφερε να ακου στεί πάνω από την οχλοβοή. «Αφήστε μας του λάχιστον να χειριστού με τώρα το θέμα, προτού το εν λόγω άτομο έχει την ευ καιρία να το σκάσει πάλι χωρίς να μάθου με τι συ μβαίνει. Δεν είναι ότι θα της συ μβεί κάτι κακό, ενώ είναι χρέος μας να ξέρου με!» Τα λόγια του έγιναν δεκτά με δυ νατό χειροκρότημα. Ολόκληρη η κοινότητα ξέσπασε. Δεν ήθελαν να χάσου ν άλλη μια ευ καιρία να βρου ν δρόμο διαφυ γής από δω. Η αντιπρόσωπος έμεινε σιωπηλή για λίγο, ενώ η αίθου σα γύ ρω της φώναζε ρυ θμικά. Μετά έκανε νεύ μα να κάνου ν ησυ χία και το πλήθος σίγησε. «Πολύ καλά», είπε δυ νατά στο μικρόφωνο, και αυ τές οι δύ ο λέξεις αντήχησαν στην καρδιά μου μέχρι που σκέφτηκα πως είτε θα λιποθυ μού σα είτε θα έβαζα τα γέλια – δεν ήξερα ποιο από τα δύ ο. Κοίταξα τον Μπόμπι. «Τσίμπα με, σε παρακαλώ», χαμογέλασα, «επειδή όλα αυ τά είναι τόσο γελοία που νιώθω ότι ζω έναν από εκείνου ς του ς άθλιου ς εφιάλτες που σε κάνου ν να γελάς την επόμενη μέρα». «Δεν είναι αστείο, Σάντι», είπε προειδοποιητικά. «Μην πεις τίποτα». Προσπάθησα να κρύ ψω ένα χαμόγελο, αλλά η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. «Σάντι Σορτ», ανήγγειλε η αντιπρόσωπος, «θα

μπορού σες να σηκωθείς επάνω, σε παρακαλώ;»

σαράντα τέσσερα Οταν ο Τζακ έφυ γε από το πατρικό της Σάντι Σορτ, πήγε με το αυ τοκίνητο μέχρι το Λήτριμ Αρμς, το τοπικό μπαρ του μικρού χωριού . Παρότι ήταν νωρίς, στην παμπ ήταν σκοτεινά, έτσι όπως τη φώτιζαν ελάχιστες σκονισμένες απλίκες, ενώ τα σκού ρα μπορντό βιτρό στα παράθυ ρα εμπόδιζαν το φυ σικό φως να τρυ πώσει μέσα. Το δάπεδο ήταν ανώμαλο, στρωμένο με πέτρες, και οι ξύ λινοι πάγκοι σκεπασμένοι με λαχου ρένια μαξιλάρια από τα οποία εξείχε το αφρολέξ. Στο μπαρ ήταν όλοι κι όλοι τρεις άνθρωποι – οι δύ ο κάθονταν σε κάθε άκρη του πάγκου , με μπίρες στα χέρια και το λαιμό τεντωμένο για να μη χάσου ν στιγμή από τις ιπποδρομίες που προβάλλονταν στη μικρή τηλεόραση που κρεμόταν από έναν ειδικό βραχίονα από το ταβάνι. Ο μπάρμαν βρισκόταν στο κέντρο πίσω από την μπάρα, με τα χέρια στηριγμένα πάνω στις κάνου λες, το κεφάλι ανασηκωμένο και τα μάτια καρφωμένα στον αγώνα. Στα πρόσωπα και των τριών του ς ήταν ζωγραφισμένη η νευ ρική προσμονή· ήταν ολοφάνερο το χρηματικό ενδιαφέρον για το

αποτέλεσμα. Ο σχολιαστής που έκανε την περιγραφή του αγώνα καρέ-καρέ είχε βαριά προφορά από το Κορκ και μιλού σε τόσο γρήγορα που όλοι κρατού σαν την ανάσα του ς, πράγμα που κλιμάκωνε την ατμόσφαιρα αγωνίας. Ο Τζακ κατάφερε να τραβήξει την προσοχή του μπάρμαν και παρήγγειλε ένα ποτήρι Γκίνες, προτιμώντας να πάει να κάτσει στο ήσυ χο δωματιάκι στην άλλη άκρη του μπαρ, μακριά απ’ όλου ς. Είχε κάτι σημαντικό να κάνει. Ο μπάρμαν ξεκόλλησε το βλέμμα από την τηλεόραση, επιλέγοντας τη δου λειά από την ψύ χωση, κι έδωσε την αμέριστη προσοχή του στο σερβίρισμα της τέλειας Γκίνες. Κράτησε το ποτήρι με κλίση σαράντα πέντε μοιρών κοντά στο στόμιο της κάνου λας ώστε να μη σχηματιστού ν φυ σαλίδες. Άνοιξε την κάνου λα τέρμα και γέμισε το ποτήρι κατά εβδομήντα πέντε τοις εκατό. Ακού μπησε το ποτήρι στον πάγκο, αφήνοντας την μπίρα να κατακαθίσει προτού απογεμίσει και το υ πόλοιπο ποτήρι. Ο Τζακ έβγαλε το φάκελο της αστυ νομίας από την τσάντα του και τον άφησε πάνω στο τραπέζι μπροστά του , απλώνοντας για μια τελευ ταία φορά τις σελίδες διάσπαρτες. Αυ τός ήταν ο αποχαιρετισμός του . Αυ τό ήταν το τέλος, η τελευ ταία ματιά στα πράγματα που μελετού σε καθημερινά τον τελευ ταίο χρόνο. Το τέλος της αναζήτησης και η αρχή της υ πόλοιπης ζωής του . Ήθελε να κάνει μια τελευ ταία πρόποση στον αδελφό του , να πιου ν ένα τελευ ταίο ποτό μαζί. Τα μάτια του κοίταξαν τις αναφορές της αστυ νομίας, αποτέλεσμα

πολύ ωρου φιλότιμου αστυ νομικού έργου . Κάθε σελίδα τού θύ μιζε τα πάνω και τα κάτω, τις ελπίδες και τις απογοητεύ σεις της περασμένης χρονιάς. Ήταν μια χρονιά μακριά και δύ σκολη. Αράδιασε μπροστά του τις καταθέσεις των μαρτύ ρων, τις καταθέσεις των φίλων του Ντόναλ που ήταν μαζί του εκείνο το βράδυ . Την αγωνία και τα δάκρυ α, τον χαμένο ύ πνο και την απελπισία που συ νόδευ αν τις προσπάθειές του ς να θυ μηθού ν και την παραμικρή θολή λεπτομέρεια εκείνης της νύ χτας. Ο Τζακ ακού μπησε τη φωτογραφία του Ντόναλ στο ψηλό σκαμπό απέναντί του . Μια τελευ ταία μπίρα με τον αδελφό του . Του χαμογέλασε. Έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, Ντόναλ· σ’ το ορκίζομαι πως έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα. Για πρώτη φορά, το πίστεψε κιόλας. Δεν μπορού σε να κάνει τίποτε άλλο. Η σκέψη αυ τή του έφερε απέραντη ανακού φιση. Κοίταξε πάλι τις σελίδες που είχε μπροστά του . Το πρόσωπο του Άλαν Ο’Κόνορ τον κοιτού σε από τη φωτογραφία διαβατηρίου που ήταν συ ρραμμένη στη γωνία. Άλλος ένας ραγισμένος άνθρωπος, άλλη μια σχεδόν κατεστραμμένη ζωή. Ο Άλαν απείχε πολύ από το σημείο όπου είχε φτάσει ο Τζακ σήμερα. Ο Τζακ είχε χάσει τον αδελφό του , έναν αδελφό που δεν γνώριζε όσο καλά θα έπρεπε. Ο Άλαν είχε χάσει τον καλύ τερό του φίλο. Κοίταξε την κατάθεση που είχε διαβάσει χίλιες φορές, αν όχι περισσότερες. Η πλήρης, λεπτομερής περιγραφή του Άλαν για την αναθεματισμένη νύ χτα συ μφωνού σε με τις καταθέσεις του Άντριου , του Πολ και του Γκάβιν, καθώς και των τριών κοριτσιών τις οποίες είχαν γνωρίσει στο φαστφου ντάδικο· αν και εδώ δυ σκολεύ ονταν να

θυ μηθού ν την αρχή της βραδιάς του ς, πόσο μάλλον τις πρώτες ώρες του επόμενου πρωινού . Η γλώσσα της αναφοράς ήταν αμήχανη, ξύ λινη και αλλόκοτη. Της έλειπε το συ ναίσθημα, παρέθετε μόνο τα γεγονότα, τις ώρες και τα μέρη, ποιος ήταν εκεί και τι είχε ειπωθεί. Δεν καταγραφόταν κανένα συ ναίσθημα που να μεταφέρει το γεγονός ότι μια παρέα φίλων είχε διαλυ θεί εξαιτίας των γεγονότων εκείνης της μίας νύ χτας. Της νύ χτας που άλλαξε τις νύ χτες μιας ολόκληρης ζωής. Ο Άντριου, ο Πολ, ο Γκάβιν, ο Σέιν, ο Ντόναλ κι εγώ φύγαμε από το Κλόσι στο Χάουλι’ς Κουέι γύρω στις 12:30 την Παρασκευή μετά τα μεσάνυχτα. Πήγαμε στο νάιτ κλαμπ «Δε Σιν Μπιν» στο ίδιο κτίριο… ο Τζακ πήδησε τις λεπτομέρειες όσων είχαν συ μβεί μέσα στο κλαμπ. Ο Άντριου, ο Πολ, ο Γκάβιν, ο Ντόναλ κι εγώ φύγαμε από το κλαμπ στις 2 η ώρα περίπου, περπατήσαμε δύο τετράγωνα και πήγαμε στο ΣούπερΜακς στην οδό Ο’Κόνελ. Ο Σέιν γνώρισε μια κοπέλα στο νάιτ κλαμπ την οποία δεν ήξερε κανείς μας και πήγε σπίτι μαζί της… πήδησε μερικές αράδες. Καθίσαμε όλοι μαζί σε ένα τραπέζι στη δεξιά πλευρά του φαστφουντάδικου, κοντά στα ταμεία, για να φάμε τα χάμπουργκερ και τις πατάτες μας. Πιάσαμε κουβέντα με τρία κορίτσια που έτρωγαν επίσης στο φαστφουντάδικο. Τους ζητήσαμε να κάτσουν μαζί μας και καθίσαμε όλοι μαζί στο τραπέζι μας. Ήμαστε οκτώ: εγώ, ο Άντριου, ο Πολ, ο Γκάβιν, ο Ντόναλ, η Κολέτ, η Σαμάνθα και η Φιόνα. Ο Ντόναλ καθόταν απέξω, στην άκρη του πάγκου, δίπλα στη Φιόνα και απέναντί μου. Κανονίζαμε να πάμε σε ένα πάρτι στο σπίτι της Φιόνας… ο Τζακ πέρασε στο σημαντικότερο μέρος.

Ρώτησα τον Ντόναλ αν θα πήγαινε στο πάρτι και μου είπε, ναι. Αυτή ήταν η τελευταία συζήτηση που κάναμε εκείνη τη νύχτα. Δεν μου είπε ότι θα έφευγε από το φαστφουντάδικο. Άρχισα να κουβεντιάζω με την Κολέτ και όταν γύρισα ο Ντόναλ είχε φύγει. Αυτό έγινε στις 3 η ώρα περίπου. Όλοι είχαν αφηγηθεί την ίδια ιστορία. Ήταν μια κανονική έξοδος αντροπαρέας Παρασκευ ή βράδυ . Παμπ, νάιτ κλαμπ, φαστφου ντάδικο, τίποτε ασυ νήθιστο, τίποτε αξιομνημόνευ το· μόνο το γεγονός ότι εξαφανίστηκε ο καλύ τερός του ς φίλος. Καθένας από του ς φίλου ς του Ντόναλ είχε καταθέσει διαφορετικές τελευ ταίες συ ζητήσεις, κανείς δεν πρόσεξε πως έφυ γε από το φαστφου ντάδικο εκτός από την κοπέλα που άκου γε στο όνομα Φιόνα, η οποία καθόταν δίπλα του και παρατήρησε ότι δεν ήταν πια δίπλα της όταν γύ ρισε και τον είδε να βγαίνει από το φαστφου ντάδικο. Αυ τή είπε πως ο Ντόναλ σκου ντού φλησε πάνω στο πλαίσιο της πόρτας όταν βγήκε έξω και ότι κάποια κορίτσια δίπλα στην πόρτα τον είχαν δει και γέλασαν. Αργότερα, κανένα από τα κορίτσια αυ τά δεν μπόρεσε να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Το φαστφου ντάδικο ήταν γεμάτο κόσμο που είχαν φύ γει την ίδια ώρα από τα νάιτ κλαμπ, ενώ η κάμερα κλειστού κυ κλώματος του φαστφου ντάδικου δεν κατέγραφε το τραπέζι που καθόταν ο Ντόναλ. Οι σειρές που σχηματίζονταν μπροστά από τα ταμεία και οι παρέες που έστεκαν όρθιοι επειδή δεν έβρισκαν να καθίσου ν έκρυ βαν τα τραπέζια. Παρ’ όλα αυ τά, το μόνο που είχαν να δου ν ήταν τον Ντόναλ να βγαίνει από το φαστφου ντάδικο και να χτυ πάει τον ώμο του πάνω στην

κάσα της πόρτας, όπως είχαν καταθέσει όλοι. Η κάμερα κλειστού κυ κλώματος τον βιντεοσκόπησε στο κοντινό μηχάνημα αυ τόματης ανάληψης, απ’ όπου πήρε τριάντα ευ ρώ, μετά τον είδαν πάλι να σκου ντου φλάει στην Άρθου ρ’ς Κου έι και έπειτα τα ίχνη του χάθηκαν. Ο Τζακ σκέφτηκε την τελευ ταία φορά που είχε μιλήσει με τον Άλαν και ένιωσε τύ ψεις που τον είχε πιέσει τόσο πολύ να προσπαθήσει να θυ μηθεί κι άλλα. Ήταν ολοφάνερο ότι οι αστυ νομικοί είχαν ήδη πιέσει τον Άλαν να στύ ψει το μυ αλό του για την παραμικρή λεπτομέρεια αναφορικά με εκείνη τη νύ χτα. Ο Τζακ ένιωθε ότι κατά κάποιον τρόπο το γεγονός ότι ο αδελφός του είχε χαθεί ήταν δικό του σφάλμα, ότι σαν μεγαλύ τερος αδελφός έπρεπε να είχε κάνει κάτι, ήταν υ ποχρεωμένος να κάνει κάτι για να διορθώσει τα πράγματα. Η μητέρα του πέθανε νιώθοντας την ίδια αίσθηση ευ θύ νης. Υπήρχε κανείς που δεν κατηγορού σε τον εαυ τό του ; Θυ μήθηκε τη συ ζήτησή του με τον Άλαν, πώς είχε παραδεχτεί το ίδιο ακριβώς πριν από μερικές ημέρες. Ελπίζω να τον βρεις, Τζακ. Το μυαλό μου συνεχώς γυρίζει σ’ εκείνη τη νύχτα και λέω μακάρι να είχα πάει μαζί του. Πάνω στον πάγκο, το αφρώδες κεφάλι της Γκίνες άρχισε να διαχωρίζεται από το σκού ρο σώμα. Ήταν ακόμα θολή αλλά λίγο-λίγο καθάριζε. Το μυαλό μου συνεχώς γυρίζει σ’ εκείνη τη νύχτα και λέω μακάρι να είχα πάει μαζί του. Ο Τζακ ένιωσε την καρδιά να του σκαλώνει στο λαιμό. Ξεφύ λλισε γρήγορα τις σελίδες για να ξαναβρεί την κατάθεση του Άλαν. Κανονίζαμε να πάμε σε ένα πάρτι

στο σπίτι της Φιόνας. Ρώτησα τον Ντόναλ αν θα πήγαινε στο πάρτι και μου είπε, ναι. Αυτή ήταν η τελευταία συζήτηση που κάναμε εκείνη τη νύχτα. Δεν μου είπε ότι θα έφευγε από το φαστφουντάδικο. Ο μπάρμαν γέμισε το υ πόλοιπο ποτήρι σπρώχνοντας λίγο μπροστά την κάνου λα, και το κεφάλι υ ψώθηκε πάνω από το χείλος. Ο Τζακ ανακάθισε με την πλάτη στητή και προσπάθησε να συ γκεντρώσει τη σκέψη του , να μην αφεθεί να παρασυ ρθεί από τη συ γκίνηση. Σκέψεις άρχισαν να αναβρύ ζου ν στην κορυ φή, και ένιωσε πως κάτι πήγαινε να βρει. Διάβαζε και ξαναδιάβαζε την αναφορά της αστυ νομίας ενώ ταυ τόχρονα επαναλάμβανε νοερά τη συ ζήτηση που είχε κάνει πριν από λίγες μόλις ημέρες με τον Άλαν. Η μαύ ρη μπίρα δεν ξεχείλισε, ού τε χύ θηκε από το ποτήρι. Ο Τζακ έλεγξε την ανάσα του και συ γκράτησε το φόβο του . Ο μπάρμαν έφερε την μπίρα στο δωματιάκι και κοντοστάθηκε στο άνοιγμα αναποφάσιστος πού να βάλει την Γκίνες αφού το τραπέζι ήταν γεμάτο χαρτιά. «Άφησέ την όπου να ’ναι», είπε ο Τζακ. Ο μπάρμαν έκανε μια κυ κλική κίνηση με το ποτήρι στον αέρα, προσπαθώντας να αποφασίσει πού να την ακου μπήσει και την άφησε εντέλει στο τραπέζι. Αμέσως έτρεξε πίσω, όπου οι άλλοι φώναζαν στην τηλεόραση, παρακινώντας τα άλογά του ς να τρέξου ν. Τα μάτια του Τζακ κατηφόρισαν τη βαθιά μαύ ρη κοιλιά του σώματος του ποτηριού , μέχρι τη βάση του . Ο μπάρμαν το είχε

τοποθετήσει πάνω στην κατάθεση του Άλαν, δίπλα στην πρόταση που διάβαζε και ξαναδιάβαζε. Τα πάντα τον τραβού σαν πίσω σ’ εκείνη την πρόταση. Ρώτησα τον Ντόναλ αν θα πήγαινε στο πάρτι και μου είπε, ναι. Και αυτή ήταν η τελευταία συζήτηση που κάναμε εκείνη τη νύχτα. Δεν μου είπε ότι θα έφευγε από το φαστφουντάδικο. Ο Τζακ έτρεμε, χωρίς να ξέρει το λόγο. Ύψωσε το τρεμάμενο ποτήρι στον αέρα και χαμογέλασε τρεμου λιαστά στη φωτογραφία του αδελφού του . Έφερε το ποτήρι στα χείλη και ήπιε μια μεγάλη γου λιά από το βαρύ ποτό. Την ώρα που η ζεστή μπίρα γλίστρησε στο λαιμό του , η ανάμνηση της τελευ ταίας πρότασης του Άλαν, του έσκασε καταπρόσωπο. Πραγματικά πίστευα ότι δεν θα είχε πρόβλημα να πάρει ταξί από κει, ξέρεις. Η Γκίνες του κάθισε στο λαιμό και άρχισε να βήχει. Έκανε πίσω για να ξαναβρεί την ανάσα του . «Καλά είσαι;» του φώναξε ο μπάρμαν. «Μπράβο! Δώσ’ τα όλα, έτσι ντε!» Οι δύ ο άντρες στο μπαρ πανηγύ ρισαν τη νίκη του αλόγου του ς χτυ πώντας παλαμάκια και ζητωκραυ γάζοντας, και τρόμαξαν τον Τζακ. Το μυ αλό του Τζακ έψαχνε ανάμεσα από εκατομμύ ρια δικαιολογίες, λόγου ς, λάθη, καθώς και την πιθανότητα να είχε παρακού σει. Σκέφτηκε την καταχώρηση στο ημερολόγιο της Σάντι να τον επισκεφθεί, γραμμένη με κόκκινα κεφαλαία γράμματα, σκέφτηκε το ανήσυ χο πρόσωπο της κυ ρίας Ο’Κόνορ – θαρρείς πως έκανε τίποτα κακό; Ήξερε. Ήξερε εξαρχής. Ρίγη τον διαπέρασαν. Ο

θυ μός τού έκαψε τις φλέβες. Κοπάνησε το ποτήρι στο τραπέζι· στο εσωτερικό του ποτηριού είχε σχηματιστεί ένας άσπρος δακτύ λιος. Ένιωσε πως τα πόδια του δεν τον κρατού σαν έτσι όπως τον πλημμύ ρισε η οργή και ο φόβος. Δεν θυ μόταν πώς έφυ γε από την παμπ, δεν θυ μόταν που τηλεφώνησε στον Άλαν και δεν θυ μόταν πώς γύ ρισε πίσω στο Λίμερικ σε χρόνο ρεκόρ για να τον συ ναντήσει. Όταν ανακαλού σε στη μνήμη του εκείνες τις ώρες, ήξερε ελάχιστα πράγματα για εκείνη τη νύ χτα εκτός απ’ ό,τι του είχαν πει οι άλλοι. Αυ τό που θυ μόταν ξεκάθαρα ήταν η απελπισμένη φωνή του Άλαν, που ηχού σε πλέον αδιάλειπτα στο κεφάλι του : Ελπίζω να τον βρεις, Τζακ. Το μυαλό μου συνεχώς γυρίζει σ’ εκείνη τη νύχτα και λέω μακάρι να είχα πάει μαζί του. Πραγματικά πίστευα ότι δεν θα είχε πρόβλημα να πάρει ταξί από κει, ξέρεις. Η αντιφατική φωνή της κατάθεσής του φώναζε ακόμα πιο δυ νατά: Ρώτησα τον Ντόναλ αν θα πήγαινε στο πάρτι και μου είπε, ναι. Και αυτή ήταν η τελευταία συζήτηση που κάναμε εκείνη τη νύχτα. Η τελευταία συζήτηση που κάναμε. Είχε πει ψέματα; Για ποιο λόγο θα έκανε κάτι τέτοιο άραγε;

σαράντα πέντε Σηκώθηκα από το κάθισμά μου και τα μάτια χιλιάδων ανθρώπων γύ ρισαν να με κοιτάξου ν, να με περιεργαστού ν, να σχηματίσου ν απόψεις, να κρίνου ν, να με κρεμάσου ν, να με κάψου ν στην πυ ρά. Είδα την Έλενα στην πρώτη σειρά, προφανώς στενοχωρημένη με την εξέλιξη που έπαιρνε το πράγμα. Τα χέρια της ήταν σφιχτά δεμένα στο στήθος της, σαν σε προσευ χή, και στα μάτια της γυ άλιζαν δάκρυ α. Της χαμογέλασα, νιώθοντας να τη λυ πάμαι. Εγώ λυ πόμου ν εκείνη. Μου έγνεψε ενθαρρυ ντικά. Ο Τζόζεφ, επί σκηνής, έκανε το ίδιο. Δεν ήμου ν σίγου ρη για το τι έπρεπε να φοβάμαι, γι’ αυ τό μάλλον δεν φοβόμου ν κιόλας. Δεν καταλάβαινα τι γινόταν, γιατί είχε τόσο τεράστια σημασία που κάτι δικό μου είχε χαθεί, γιατί κάτι που φαινόταν τόσο θετικό μπορού σε να μετατραπεί σε κάτι τόσο αρνητικό. Το μόνο που καταλάβαινα ήταν ότι οι άνθρωποι που βρίσκονταν εδώ περισσότερο καιρό από μένα, ένιωθαν φόβο για λογαριασμό μου , και αυ τό έφτανε και περίσσευ ε. Ήδη τις τελευ ταίες ημέρες, η ζωή μου είχε καταντήσει

πολύ άβολη καθώς με ακολου θού σαν παντού άνθρωποι που μου έκαναν ερωτήσεις για τις οικογένειές του ς. Δεν είχα καμία διάθεση να χειροτερέψου ν άλλο τα πράγματα. Η αντιπρόσωπος κάρφωσε τα μάτια της επάνω μου . «Καλωσόρισες, Σάντι. Ξέρω πως δεν σου φαίνεται δίκαιο που γίνεται τόσο δημόσια όλο αυ τό, αλλά άκου σες το λόγο που είμαστε αναγκασμένοι να το κάνου με έτσι». Έγνεψα καταφατικά. «Είμαι υ ποχρεωμένη να σε ρωτήσω. Αυ τή η φήμη ότι εξαφανίστηκαν πράγματά σου », κόμπιασε καθώς ήταν προφανές ότι δεν ήθελε να θέσει την ερώτηση, φοβού μενη την απάντηση, «θα μπορού σες να επιβεβαιώσεις ότι δεν είναι αλήθεια;» «Την κατευ θύ νεις!» φώναξε κάποιος, και οι άλλοι του επέβαλαν να σωπάσει. «Δεν βρισκόμαστε σε δικαστική αίθου σα», είπε οργισμένη η αντιπρόσωπος. «Αφήστε, σας παρακαλώ, την κυ ρία Σορτ να μιλήσει». «Η φήμη», κοίταξα τα εκατοντάδες πρόσωπα, κάποια από τα οποία άκου γαν τη μετάφραση των λόγων μου από τα ακου στικά του ς, «είναι σίγου ρα ψευ δής». Επικράτησε πάλι σού σου ρο, κι έτσι ύ ψωσα την ένταση της φωνής μου . «Αν και καταλαβαίνω πώς προκλήθηκε. Χαιρετού σα κάποιον και το ρολόι μου γλίστρησε από τον καρπό και έπεσε στον δίπλα αγρό. Ζήτησα από κάποιου ς ανθρώπου ς να με βοηθήσου ν να το βρω. Πραγματικά, δεν έγινε τίποτα σπου δαίο». «Και το βρήκαν;» ρώτησε η Γκρέις Μπερνς, χωρίς να κρύ βει την ανακού φιση από τη φωνή της. «Ναι», είπα ψέματα.

«Δείξ’ το μας!» φώναξε ένας, και μαζί του συ μφώνησαν μερικές εκατοντάδες ακόμη. Η Γκρέις αναστέναξε. «Φοράς τώρα αυ τό το ρολόι;» Πάγωσα και κοίταξα τον γυ μνό καρπό μου . «Εμ… όχι, επειδή έσπασε το κού μπωμα κι έπεσε κάτω, και δεν το έχω φτιάξει ακόμα». «Φέρε το ρολόι!» φώναξε μια φωνή. «Όχι!» φώναξα κι εγώ με τη σειρά μου , και όλοι σώπασαν. Ένιωσα τον Μπόμπι να με κοιτάζει κατάπληκτος. «Με όλον το σεβασμό, πιστεύ ω ότι το όλο θέμα δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα γελοίο κυ νήγι μαγισσών. Σας έδωσα το λόγο μου ότι το ρολόι μου δεν χάθηκε, και αρνού μαι να συ νεχίσω αυ τό το μασκαραλίκι φέρνοντάς το εδώ και περιφέροντάς το σε όλη την αίθου σα. Δεν είμαι τόσο καιρό εδώ ώστε να καταλαβαίνω για ποιον ακριβώς λόγο συ μπεριφέρεστε έτσι, αλλά αν θέλετε να με καλωσορίσετε εδώ, όπως έχετε υ ποχρέωση να το κάνετε, τότε δεχτείτε, σας παρακαλώ, το λόγο μου και μη ζητάτε τίποτα παραπάνω». Δεν του ς άρεσε αυ τό. «Σας παρακαλώ, κυ ρία Σορτ», είπε ανήσυ χη η Γκρέις. «Το καλύ τερο που έχετε να κάνετε είναι να φύ γετε από την αίθου σα για να μας φέρετε το ρολόι. Θα σας συ νοδεύ σει ο Τζέισον». Ένας άντρας με μαύ ρο κοστού μι, λυ γερή και κομψή κορμοστασιά, και τόσο τέλειο παράστημα που μόνο από το στρατό θα μπορού σε να προέρχεται, ήρθε στο τέρμα της σειράς όπου καθόμου ν. Είχε το χέρι απλωμένο προς την πόρτα. «Δεν τον ξέρω αυ τό τον άνθρωπο». Ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται. «Δεν σκοπεύ ω, ού τε και

πρόκειται να εμπιστευ τώ έναν άγνωστο». Η Γκρέις φάνηκε να σαστίζει στην αρχή, και μετά πήρε επιφυ λακτική στάση. «Κοιτάξτε, είστε υ ποχρεωμένη να φέρετε το ρολόι, είτε σας αρέσει είτε όχι. Λοιπόν, ποιον θεωρείτε καταλληλότερο να σας συ νοδεύ σει;» Το μυ αλό μου πήρε γρήγορες στροφές. «Ο άντρας δίπλα μου ». Ο Μπόμπι στάθηκε προσοχή. Η Γκρέις προσπάθησε να διακρίνει ποιος ήταν, τον αναγνώρισε και συ γκατένευ σε. «Πολύ καλά, θα έρθου ν και οι δύ ο μαζί σας. Όσο θα λείπετε θα προχωρήσου με σε άλλα θέματα της σύ σκεψης». Ο Ολλανδός αντιπρόσωπος ανέβηκε τότε στη σκηνή για να μιλήσει για τα σχέδια κατασκευ ής κι άλλων ανεμόμυ λων, αν και κανείς δεν του έδινε σημασία. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα πάνω μας καθώς διασχίζαμε τον μακρύ διάδρομο της αίθου σας. Όσοι κάθονταν πίσω έκαναν τόπο όταν πλησιάσαμε και μετά μας κατάπιαν οι τεράστιες πόρτες. Όταν βρεθήκαμε έξω, ο Μπόμπι περιορίστηκε να με κοιτάξει με γου ρλωμένα μάτια, γιατί δεν ήθελε να μιλήσει μπροστά στο συ νοδό μας. «Πρέπει να πάρου με το ρολόι μου από το μαγαζί του Μπόμπι», εξήγησα ήρεμα στον Τζέισον. «Είχε πει ότι θα μου έφτιαχνε το κού μπωμα». Ο Μπόμπι έγνεψε, όταν κατάλαβε επιτέλου ς. Φτάσαμε έξω από την πόρτα του μαγαζιού Απολεσθέντων και Ανευ ρεθέντων, με τις ζωηρόχρωμες μονές κάλτσες να στολίζου ν την πρόσοψη. Έξω είχε σκοτεινιάσει πια, και το χωριό έμοιαζε με μέρος-

φάντασμα αφού όλοι ήταν στο δημοτικό κέντρο και με περίμεναν, περίμεναν να μάθου ν αν ήταν δυ νατόν να φύ γει κανείς από Εδώ ή όχι. «Θα ήθελα να μείνω εδώ και να περιμένω τον Μπόμπι». Σταμάτησα και έμεινα στη βεράντα που έβλεπε στο σκοτεινό δάσος. Ο Τζέισον δεν είπε τίποτα παρά έμεινε κι αυ τός πίσω με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη και περίμενε μαζί μου . «Στις μυ στικές υ πηρεσίες είσαι;» τον πείραξα, κοιτάζοντάς τον από πάνω μέχρι κάτω. Δεν χαμογέλασε, παρά μόνο κοίταξε αλλού . «Από του ς κακού ς του Μάτριξ; Από του ς Άντρες με τα Μαύ ρα; Οπαδός του Τζόνι Κας;» Δεν απάντησε. Αναστέναξα. «Είσαι εδώ για να με προσέχεις να μην το σκάσω;» τον ρώτησα. Δεν απάντησε. «Θα με πυ ροβολού σες αν το επιχειρού σα;» είπα κοφτά. «Ακού ς εκεί, να σου ζητήσου ν να με συ νοδεύ σεις!» πλατάγισα αποδοκιμαστικά τη γλώσσα. «Τι νομίζου ν ότι είμαι, εγκληματίας;» Γύ ρισα προς το μέρος του . «Και για να μην παρεξηγού μεθα, δεν μου αρέσει καθόλου το ότι είσαι εδώ». Κράτησε το βλέμμα του στραμμένο ίσια μπροστά. Ο Μπόμπι διέκοψε την αμήχανη σιωπή κοπανώντας την πόρτα πίσω του . «Ωραία, το έφερα». Το πήρα από το χέρι του και το εξέτασα. «Δικό σου είναι;» Ο Τζέισον μίλησε για πρώτη φορά, κοιτάζοντάς με εξεταστικά. Ήταν ασημένιο με φιλντισένια πλάκα αλλά εκεί τελείωναν οι ομοιότητες. Αντί για μπρασελέ με κρίκου ς, αυ τό ήταν συ μπαγές· αντί για ορθογώνια πλάκα, αυ τό

είχε στρογγυ λή. «Ναι», είπα με σιγου ριά. «Αυ τό είναι το ρολόι μου ». Ο Τζέισον το πήρε στα χέρια του και μου το φόρεσε στον καρπό. Ήταν πολύ μεγάλο, ακόμα και για τον δικό μου καρπό. «Μπόμπι», ο Τζέισον έτριψε κου ρασμένα τα μάτια του , «φέρ’ της άλλο ρολόι. Ένα που να της κάνει αυ τή τη φορά». Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι και οι δύ ο. «Γι’ αυ τό βρίσκομαι εδώ», είπε κοφτά και ξαναγύ ρισε στη θέση του στη βεράντα. Ο Μπόμπι γύ ρισε βιαστικά στο μαγαζί και ο Τζέισον φώναξε ξοπίσω του : «Και φρόντισε να είναι σπασμένο το κού μπωμα. Είπες πως δεν το φορού σες επειδή ήταν σπασμένο· σωστά;» Έγνεψα καταφατικά, χωρίς να βγάζω μιλιά. «Πάντως, σ’ έκανα να το βου λώσεις», είπε κοιτάζοντας το δάσος.

Ο Τζέισον, ο Μπόμπι κι εγώ περπατού σαμε βιαστικά επιστρέφοντας βου βοί στο δημοτικό κέντρο. Κρατού σα σφιχτά στα χέρια μου το ρολόι. Μια στιγμή προτού ο Τζέισον ανοίξει την πόρτα, τον σταμάτησα. «Τι γίνεται τώρα;» ρώτησα, με την αγωνία να φου ντώνει μέσα μου . «Υποθέτω ότι θα μπεις μέσα και…» Το σκέφτηκε, ανασήκωσε του ς ώμου ς και πρόσθεσε: «θα πεις ψέματα». Άνοιξε την πόρτα και εκατοντάδες πρόσωπα γύ ρισαν να μας κοιτάξου ν. Η ομιλία του Ολλανδού αντιπροσώπου διακόπηκε αμέσως και η Γκρέις Μπερνς προχώρησε μπροστά στο

μικρόφωνο. Το άγχος ήταν ζωγραφισμένο στο πρόσωπό της. Ο Μπόμπι και ο Τζέισον έμειναν στην πόρτα. Ο Μπόμπι έγνεψε ενθαρρυ ντικά κι εγώ άρχισα να προχωράω στον μακρύ διάδρομο που έβγαζε στη σκηνή στο τέρμα του . Αν δεν ένιωθα τόσο άβολα θα είχα γελάσει με την ειρωνεία του πράγματος. Ο Γκρέγκορι θα είχε κάνει τα πάντα για να με κάνει να διασχίσω το διάδρομο της εκκλησίας που θα με οδηγού σε νύ φη στο πλευ ρό του , και τελικά το ρολόι που μου είχε κάνει δώρο το είχε πετύ χει. Έφτασα στο τέρμα και έδωσα το ρολόι στην Γκρέις. Το περιεργάστηκε· αναρωτήθηκα πώς στο καλό υ ποτίθεται ότι θα καταλάβαινε αν ήταν δικό μου ή όχι. Μου φαίνονταν πολύ γελοία όλα αυ τά. Ήταν όλα θέατρο. Για να κάνου με όσου ς ανησυ χού σαν να νιώσου ν πιο ασφαλείς ώστε να μην ξεσηκωθού ν και αρχίσου ν να απαιτού ν να βρεθεί τρόπος να φύ γου ν από δω. «Πώς ξέρου με ότι είναι το ρολόι της;» φώναξε κάποιος, και σήκωσα τα μάτια ψηλά. «Έχει χαραγμένο το όνομά της στη ράχη του !» φώναξε ένας άλλος, και το αίμα πάγωσε στις φλέβες μου . Μόνο ελάχιστοι άνθρωποι το γνώριζαν αυ τό. Κοίταξα αμέσως τον Τζόζεφ, αλλά από την έκφραση του προσώπου του , κατάλαβα πως δεν ήταν αυ τός. Ο Τζόζεφ κοιτού σε θυ μωμένος την Έλενα, η οποία κοιτού σε ακόμα πιο θυ μωμένη την… Τζόαν. Η Τζόαν καθόταν στην μπροστινή σειρά, με το πρόσωπο κατακόκκινο, δίπλα στον άντρα που είχε φωνάξει. Θα πρέπει να το είχε ακού σει κατά τύ χη. Κοίταξε την Έλενα και μένα με απολογητικό βλέμμα. Κοίταξα αλλού . Δεν ήξερα πώς

έπρεπε να αισθανθώ, δεν ήξερα πραγματικά ποια θα μπορού σε να είναι η πιθανή έκβαση της κατάστασης. «Είναι αλήθεια αυ τό;» με κοίταξε η αντιπρόσωπος. «Σας διαβεβαιώνω πως είναι αλήθεια», φώναξε πάλι ο ίδιος. Είμαι σίγου ρη πως το πρόσωπό μου τα έλεγε όλα. Η αντιπρόσωπος γύ ρισε το ρολόι ανάποδα για να ψάξει το όνομά μου στη ράχη. Φάνηκε ικανοποιημένη. «Στη ράχη είναι χαραγμένο το όνομα Σάντι Σορτ». Ακού στηκε ένας δυ νατός αναστεναγμός και το σού σου ρο ανάμεσα στο κοινό δυ νάμωσε. «Σάντι, σ’ ευ χαριστώ που συ νεργάστηκες. Τώρα μπορείς να πηγαίνεις και να απολαύ σεις τη ζωή σου εδώ, μαζί μας. Ελπίζω οι άνθρωποι να είναι πιο φιλικοί απέναντί σου από δω και πέρα», χαμογέλασε ζεστά. Πήρα αποσβολωμένη το ρολόι, χωρίς να μπορώ να πιστέψω ότι ο Μπόμπι είχε καταφέρει να χαράξει το όνομά μου σε τόσο σύ ντομο χρονικό διάστημα. Διέσχισα γρήγορα το διάδρομο ενώ ο κόσμος άρχισε να χειροκροτάει και να μου χαμογελάει. Κάποιοι μου ζήτησαν συ γγνώμη, ενώ άλλοι δεν είχαν πειστεί ακόμα και πιθανότατα δεν θα πείθονταν ποτέ. Άρπαξα τον Μπόμπι από το χέρι και τον οδήγησα έξω από την αίθου σα. «Μπόμπι!» γέλασα μόλις βρεθήκαμε σε απόσταση ασφαλείας από το δημοτικό κέντρο. «Πώς στον κόρακα το κατάφερες αυ τό;» Ο Μπόμπι έδειχνε τρομοκρατημένος. «Πώς κατάφερα τι;» «Να χαράξεις τόσο γρήγορα το όνομά μου !»

«Δεν χάραξα τίποτα», είπε σοκαρισμένος. «Τι πράγμα;» Γύ ρισα το ρολόι από την άλλη. Μια άγραφη μεταλλική ράχη ήταν το μόνο που αντίκρισα. «Έλα, πάμε μέσα», είπε ο Μπόμπι και ξεκλείδωσε την πόρτα του μαγαζιού κοιτώντας γύ ρω του αβέβαια. Στις σκιές ακού στηκε ένας θόρυ βος και μέσα από το σκοτάδι ξεπρόβαλε ο Τζέισον. Αναπήδησα. «Συ γγνώμη που σε τρόμαξα», είπε με φωνή σαν του ρομπότ. «Σάντι», η συ γκίνηση εισχώρησε στη φωνή του και το κορμί του χαλάρωσε όταν βγήκε στο φως της βεράντας, «απλώς αναρωτιόμου ν αν ήξερες τη γυ ναίκα μου , την Άλισον», ρώτησε αδέξια. «Άλισον Ράις. Είμαστε από το Γκάλγου εϊ. Από το Σπίνταλ». Ξεροκατάπιε, η επιθετική του εμφάνιση μαλάκωσε και έγινε ευ άλωτος. Η ανησυ χία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του . Καθώς δεν είχα συ νέλθει ακόμη από την έκπληξη που μου προκάλεσε η ξαφνική του εμφάνιση, χρειάστηκε να ζορίσω μερικές φορές τη μνήμη μου για να βρω το όνομα. Δεν το ήξερα. Κού νησα αργά το κεφάλι. «Λυ πάμαι». «Εντάξει». Καθάρισε το λαιμό του και ίσιωσε την πλάτη. Η σκληράδα επέστρεψε, θαρρείς και η ερώτηση δεν είχε βγει ποτέ από τα χείλη του . «Η Γκρέις Μπερνς μου ζήτησε να σου πω ότι θα ήθελε να κάνετε μια συ νάντηση στο γραφείο της νωρίς αύ ριο το πρωί». Και με τα λόγια αυ τά, χάθηκε πάλι στο σκοτάδι.

σαράντα έξι Ο Τζακ ένιωθε το θυ μό να κατακλύ ζει τις φλέβες του . Οι μύ ες στο πρόσωπό του συ σπώνταν νευ ρικά έτσι όπως τινάζονταν κάτω από το δέρμα του , καθώς ψυ χώνονταν για τη μεγάλη μάχη. Προσπαθού σε να ελέγξει την ανάσα του , να τιθασεύ σει τα νεύ ρα του . Ένιωθε τα πίσω δόντια του σαν να είχαν φαγωθεί μέχρι τη γνάθο έτσι όπως τα έσφιγγε στο δρόμο μέχρι εκεί. Τα μάγου λά του έκαιγαν και πονού σαν μαζί με το υ πόλοιπο κορμί του . Έσφιγγε και ξέσφιγγε τις γροθιές του ενώ διέσχιζε την πολύ βου η παμπ του Λίμερικ. Εντόπισε τον Άλαν καθισμένο ολομόναχο σε ένα μικρό τραπέζι με ένα ποτήρι μπίρα μπροστά του κι ένα σκαμνί κενό να περιμένει τον Τζακ. Ο Άλαν σήκωσε τα μάτια και χαιρέτησε. ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του και σ’ εκείνο το πρόσωπο ο Τζακ είδε τον δεκάχρονο που ερχόταν κάθε μέρα σπίτι του ς. Ετοιμάστηκε να ορμήσει στον Άλαν, όμως συ γκρατήθηκε. Αντί γι’ αυ τό, λοξοδρόμησε στην του αλέτα όπου στάθηκε μπροστά από το νιπτήρα και έριξε νερό στο πρόσωπό του ,

κοντανασαίνοντας σαν να είχε τρέξει μαραθώνιο. Μόνο αυ τό τον συ γκράτησε για να μην πιάσει τον Άλαν και τον πνίξει με τα ίδια του τα χέρια. Τι πήγε κι έκανε ο Άλαν; Τι στο καλό είχε κάνει;

σαράντα επτά Την εβδομάδα που εξαφανίστηκε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, ήρθε η αστυ νομία στο δημόσιο σχολείο του Λήτριμ. Ήμαστε όλοι ιδιαίτερα συ νεπαρμένοι επειδή σπανίως ο διευ θυ ντής τιμού σε με την παρου σία του τις ταπεινές μας υ πάρξεις, ιδίως μέσα στις τάξεις. Μόλις είδαμε το αυ στηρό, επικριτικό του πρόσωπο, πεταλου δίτσες άρχισαν να πεταρίζου ν στα στομάχια όλων μας, και ο καθένας από εμάς ευ χήθηκε αμέσως να μην είχε μπλέξει παρότι ξέραμε ότι δεν είχαμε κάνει τίποτα στραβό. Τέτοια ήταν όμως η εξου σία του . Ο κύ ριος λόγος που νιώσαμε συ νεπαρμένοι ήταν το γεγονός ότι διέκοψε το μάθημα των θρησκευ τικών για να ψιθυ ρίσει δυ νατά στο αυ τί της κυ ρίας Σάλιβαν. Οι δυ νατοί ψίθυ ροι από δασκάλου ς μέσα στην τάξη σήμαιναν πάντα πως κάτι σημαντικό είχε συ μβεί. Εκείνο το πρωί, μας επέτρεψαν να αφήσου με τα μαθήματά μας και μας είπαν να στοιχηθού με όλοι σε μονή γραμμή στην πόρτα, με τα δάχτυ λα στα χείλη μας. Για του ς δασκάλου ς, η τοποθέτηση των δακτύ λων στα χείλη μας δεν είχε

συ νήθως το επιθυ μητό αποτέλεσμα, καθώς το δάχτυ λο δεν ήταν κατάλληλος σιγαστήρας αφού ήταν στην πραγματικότητα ένα δάχτυ λο και όχι φερμου άρ, και, το σημαντικότερο, ήταν το δικό μας δάχτυ λο, το οποίο είχε την ικανότητα να κατεβαίνει ανά πάσα στιγμή. Εκείνη τη μέρα όμως, όταν μπήκαμε στην αίθου σα εκδηλώσεων του σχολείου , κανείς μας δεν είπε λέξη επειδή στο τέρμα του πολύ ασυ νήθιστα σιωπηλού δωματίου ήταν δύ ο μέλη της Gardaí Síochána. Μια γυ ναίκα κι ένας άντρας, ντυ μένοι από την κορυ φή ως τα νύ χια, στα σκού ρα μπλε. Καθίσαμε κατάχαμα στο κέντρο της αίθου σας μαζί με του ς άλλου ς μαθητές της τετάρτης δημοτικού . Μπροστάμπροστά ήταν τα νήπια και τα πρωτάκια, αφού όσο μεγαλύ τερος ήσου ν τόσο μακρύ τερα σε άφηναν να κάτσεις. Οι μαθητές της έκτης ήταν οι τύ ποι που έπαιρναν πάντα θέση στις πίσω σειρές. Η αίθου σα γέμισε πολύ γρήγορα. Οι δάσκαλοι στοιχήθηκαν στου ς τοίχου ς στου ς εξωτερικού ς διαδρόμου ς σαν δεσμοφύ λακες, ενώ κάθε τόσο κροτάλιζαν θυ μωμένοι τα δάχτυ λα σε κάποιο μαθητή που ψιθύ ριζε ή προσπαθού σε να βολευ τεί καλύ τερα πάνω στο κρύ ο και λίγο βρόμικο δάπεδο του γυ μναστηρίου , αλλά εκείνοι θεωρού σαν ότι κου νιόταν υ περβολικά. Ο διευ θυ ντής μας μας σύ στησε του ς δύ ο αστυ νομικού ς και μας εξήγησε ότι ήταν από το τοπικό αστυ νομικό τμήμα και είχαν έρθει να μας μιλήσου ν για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Μας είπε ότι οι δάσκαλοί μας θα μας έκαναν ερωτήσεις αργότερα στην τάξη για το τι θα μας έλεγαν. Όταν το είπε αυ τό, κοίταξα του ς δασκάλου ς μας και πρόσεξα πως κάποιοι στάθηκαν

ξαφνικά πιο στητοί για να ακού σου ν. Έπειτα, άρχισε να μιλάει ο άντρας αστυ νομικός· συ στήθηκε ως αστυ νομικός Ρότζερς και σύ στησε τη συ νάδελφό του ως αστυ νομικό Μπράνιγκαν, ενώ περπατώντας αργά κατά πλάτος του τέρματος της αίθου σας, με τα χέρια πίσω από την πλάτη, μας εξήγησε πως δεν έπρεπε να εμπιστευ όμαστε του ς ξένου ς, πως δεν έπρεπε να μπαίνου με στα αυ τοκίνητά του ς, ού τε καν όταν μας έλεγαν ότι του ς το ζήτησαν οι γονείς μας να έρθου ν να μας πάρου ν από το σχολείο. Αυ τό με έκανε να σκεφτώ ότι έπρεπε να αρνηθώ να μπω στο αυ τοκίνητο του θείου Φρεντ τα απογεύ ματα της Τετάρτης όταν ερχόταν να με πάρει και παραλίγο να γελάσω δυ νατά. Ότι πρέπει πάντα να το λέμε όταν παρατηρού με ότι κάποιος είναι πιο φιλικός απ’ όσο πρέπει. Αν μας πλησιάσει κάποιος ή δού με ότι κάποιος πλησιάζει κάποιο συ μμαθητή μας, θα πρέπει να το λέμε αμέσως στου ς γονείς ή του ς δασκάλου ς. Ήμου ν δέκα χρόνων και θυ μήθηκα ότι όταν ήμου ν επτά, είδα να παίρνει ένας παράξενος άντρας τον Τζόι Χάρισον από το σχολείο. Τότε το είχα πει στη δασκάλα μου κι αυ τή με κατσάδιασε επειδή ήταν ο μπαμπάς του και της φάνηκε πως ήμου ν αγενής. Επίσης, στην ηλικία των δέκα, σχεδόν έντεκα, χρόνων, όλες αυ τές οι συ μβου λές περί ασφάλειας ήταν παρωχημένες. Αλλά υ πέθεσα ότι η συ γκεκριμένη διάλεξη περί ασφάλειας απευ θυ νόταν ιδιαίτερα στα πεντάχρονα και τα εξάχρονα, που κάθονταν στις μπροστινές σειρές της αίθου σας και έβαζαν το δάχτυ λο στη μύ τη, έξυ ναν το κεφάλι, κοιτού σαν το ταβάνι. Μια μπροστινή σειρά από μικρές ακρίδες. Σ’ εκείνη τη φάση

δεν είχα καμία λαχτάρα να πάω στην αστυ νομία. Τη φιλοδοξία μου δεν πυ ροδότησε το δωρεάν μάθημα περί ασφάλειας εκείνης της ημέρας, αλλά οι μονές κάλτσες. Ήξερα επίσης ότι η διάλεξη οφειλόταν στην εξαφάνιση της Τζένι-Μέι εκείνη την εβδομάδα. Όλοι συ μπεριφέρονταν παράξενα εκείνη την εβδομάδα. Η δασκάλα μας μάλιστα έφυ γε μερικές φορές κλαίγοντας από την τάξη καθώς τα μάτια της έπεφταν στην άδεια θέση της Τζένι-Μέι. Εγώ χαιρόμου ν από μέσα μου , αν και ήξερα ότι ήταν λάθος, αλλά ήταν η πρώτη ήσυ χη εβδομάδα που είχα ζήσει στο σχολείο εδώ και χρόνια. Για πρώτη φορά δεν ένιωθα τα μπαλάκια από χαρτί που φυ σού σε η Τζένι-Μέι μέσα από ένα καλαμάκι να με πετυ χαίνου ν στο κεφάλι, και όποτε απαντού σα σε μια ερώτηση στην τάξη δεν άκου γα χαχανητά πίσω μου . Ήξερα ότι είχε συ μβεί κάτι φριχτό και θλιβερό αλλά απλού στατα δεν μπορού σα να στενοχωρηθώ. Τις πρώτες εβδομάδες μετά την εξαφάνισή της, λέγαμε κάθε πρωί προσευ χή μέσα στην τάξη και προσευ χόμασταν για την ασφάλεια της Τζένι-Μέι, προσευ χόμασταν για την οικογένειά της και προσευ χόμασταν να βρεθεί. Η προσευ χή άρχισε να συ ντομεύ ει ολοένα και περισσότερο όσο περνού σαν οι εβδομάδες και τότε, άξαφνα, μια Δευ τέρα, γυ ρίσαμε στο σχολείο μετά το Σαββατοκύ ριακο και η κυ ρία Σάλιβαν παρέλειψε απλώς την προσευ χή χωρίς να πει κου βέντα. Όλα τα θρανία τοποθετήθηκαν σε διαφορετική διάταξη μέσα στην τάξη και όλα ξανάγιναν όπως πρώτα. Αυ τό μου φάνηκε πιο παράξενο ακόμα και από την εξαφάνιση της Τζένι Μέι. Τα πρώτα λεπτά εκείνης της ημέρας

καθόμου ν και κοίταζα του ς πάντες να απαγγέλλου ν το ποίημά του ς σαν να ήταν τρελοί, αλλά η δασκάλα με κατσάδιασε που δεν έμαθα το ποίημα που είχα καθίσει δύ ο ώρες το προηγού μενο βράδυ για να μάθω και όλη την υ πόλοιπη μέρα με σήκωνε στο μάθημα. Αφού ο αστυ νομικός Ρότζερς ολοκλήρωσε τη διάλεξή του για την ασφάλεια, ήρθε η σειρά της αστυ νομικού Μπράνιγκαν να μας μιλήσει πιο συ γκεκριμένα για την Τζένι-Μέι. Εκείνη μίλησε με πιο μαλακό ύ φος για το ότι, αν ήξερε κανείς τίποτα ή είχε οποιεσδήποτε πληροφορίες για κάτι που είδε τις τελευ ταίες εβδομάδες ή του ς τελευ ταίου ς μήνες, θα έπρεπε να πάει στην αίθου σα τέσσερα, δίπλα στην αίθου σα προσωπικού , καθώς η ίδια και ο αστυ νομικός Ρότζερς θα ήταν εκεί όλη μέρα. Ένιωθα το πρόσωπό μου να καίει επειδή αισθανόμου ν ότι απευ θυ νόταν σε μένα προσωπικά. Κοίταξα γύ ρω, βυ θισμένη στην παράνοια, νιώθοντας πως όλο αυ τό είχε σκηνοθετηθεί για μένα, για να ομολογήσω ό,τι ήξερα. Παραδόξως, κανείς δεν με κοιτού σε, εκτός από τον Τζέιμς Μέιμπερι, που τράβηξε ένα κακάδι από τον αγκώνα του και μου το πέταξε. Η δασκάλα μας κροτάλισε τα δάχτυ λα προς το μέρος του , κάτι που είχε ελάχιστη επίδραση καθώς το κακό είχε ήδη γίνει, και ο Τζέιμς Μέιμπερι ού τε φοβόταν ού τε νοιαζόταν πολύ για δάχτυ λα που κροταλίζου ν. Όταν η διάλεξη τελείωσε, οι δάσκαλοί μας μας παρότρυ ναν πάλι να πάμε στην αίθου σα τέσσερα και να μιλήσου με στου ς αστυ νομικού ς και μετά μας άφησαν για το μεσημεριανό διάλειμμα, που ήταν ηλίθια ιδέα επειδή κανείς δεν θα έχανε την ώρα του παιχνιδιού στην

αυ λή για να πάει στου ς αστυ νομικού ς. Μόλις γυ ρίσαμε στην τάξη μας και η κυ ρία Σάλιβαν μας είπε να βγάλου με τα βιβλία των μαθηματικών, άρχισαν ξαφνικά να σηκώνονται χέρια στον αέρα. Όλοι θυ μήθηκαν ξαφνικά σημαντικά στοιχεία. Τι άλλο να έκανε όμως η κυ ρία Σάλιβαν; Έτσι, οι αστυ νομικοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια πολύ μακριά ου ρά από μαθητές κάθε ηλικίας έξω από την πόρτα του ς, κάποιοι από του ς οποίου ς δεν γνώριζαν καν την Τζένι-Μέι Μπάτλερ. Η αίθου σα τέσσερα πήρε το παρατσού κλι αίθουσα ανακρίσεων, και οι ιστορίες για το τι συ νέβη εκεί μέσα άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο παρατραβηγμένες με το που κάθε μαθητής έφευ γε από κει και πήγαινε να ξαναβρεί του ς φίλου ς του . Ήταν τόσο πολλοί οι μαθητές που είχαν τάχα πληροφορίες ώστε οι αστυ νομικοί ήρθαν και την επόμενη μέρα, όχι όμως προτού γίνει αυ στηρή σύ σταση σε κάθε τάξη ότι αν και η βοήθεια όλων ήταν πολύ τιμη, ο χρόνος των αστυ νομικών ήταν εξαιρετικά πολύ τιμος και οι μαθητές θα έπρεπε να πηγαίνου ν στην αίθου σα τέσσερα μόνο αν είχαν κάτι πολύ σημαντικό να που ν. Τη δεύ τερη μέρα, η δασκάλα μου μου είχε ήδη αρνηθεί δύ ο φορές την πρόσβαση στην αίθου σα τέσσερα λόγω του ότι την πρώτη φορά το ζήτησα την ώρα της ιστορίας και τη δεύ τερη την ώρα της γλώσσας. «Μα μου αρέσει η γλώσσα, κυ ρία», διαμαρτυ ρήθηκα. «Ωραία, τότε θα χαρείς που θα μείνεις εδώ», είπε απότομα, προτού με βάλει να διαβάσω δυ νατά στην τάξη ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου . Δεν είχα άλλη επιλογή από το να σηκώσω το χέρι κατά τη διάρκεια των καλλιτεχνικών την Παρασκευ ή το

απόγευ μα. Σε όλου ς άρεσαν τα καλλιτεχνικά. Η κυ ρία Σάλιβαν με κοίταξε έκπληκτη. «Να πάω τώρα, κυ ρία;» «Στην του αλέτα;» «Όχι, στην αίθου σα τέσσερα». Φάνηκε να ξαφνιάζεται αλλά με πήρε τελικά στα σοβαρά και μου έδωσε την άδεια να φύ γω από τα καλλιτεχνικά ενώ όλοι οι άλλοι έκαναν «ωωω». Χτύ πησα την πόρτα της αίθου σας τέσσερα και μου άνοιξε ο αστυ νομικός Ρότζερς. Θα πρέπει να ήταν ένα κι ογδόντα πέντε. Στα δέκα μου χρόνια ήμου ν ήδη πολύ ψηλή, με ένα εξήντα επτά ύ ψος, κι έτσι χαιρόμου ν που έβλεπα επιτέλου ς κάποιον πιο ψηλό από μένα, έστω κι αν ήταν τρομακτικός, έτσι ντυ μένος με τη στολή του αστυ νομικού κι εγώ ήμου ν έτοιμη να ομολογήσω. «Μαθηματικά κι εσύ ;» χαμογέλασε πλατιά. «Όχι», είπα τόσο σιγά που ού τε εγώ άκου σα τη φωνή μου . «Καλλιτεχνικά». «Α!» Ύψωσε έκπληκτος τα πυ κνά του φρύ δια. «Είμαι υ πεύ θυ νη», είπα γρήγορα. «Εντάξει, αλλά δεν νομίζω ότι το να χάσεις μια ώρα μαθηματικά σε κάνει ανεύ θυ νη, αν και θα σε παρακαλού σα να μην πεις στη δασκάλα σου ότι σου το είπα». «Όχι», είπα και πήρα βαθιά ανάσα. «Εννοώ ότι εγώ είμαι υ πεύ θυ νη που χάθηκε η Τζένι-Μέι». Αυ τή τη φορά δεν χαμογέλασε. Άνοιξε περισσότερο την πόρτα. «Πέρνα μέσα». Κοίταξα γύ ρω-γύ ρω την αίθου σα. Δεν είχε καμία σχέση με αυ τές τις φήμες που κυ κλοφορού σαν τις δύ ο

τελευ ταίες ημέρες. Η Τζεμάιμα Χέις είπε ότι κάποιος είπε στη φίλη της ότι κάποιος της είπε ότι δεν άφησαν κάποιον να βγει από την αίθου σα για να πάει του αλέτα και κατου ρήθηκε πάνω του . Η αίθου σα δεν είχε τίποτα το απειλητικό· είχε έναν καναπέ στον ένα τοίχο, ένα τραπεζάκι στο κέντρο και μια πλαστική σχολική καρέκλα απέναντί του . Ού τε ίχνος μου σκεμένης καρέκλας. «Κάτσε εκεί». Έδειξε τον καναπέ. «Με την άνεσή σου . Πώς σε λένε;» «Σάντι Σορτ». «Πάντως, είσαι ψηλή για την ηλικία σου , έτσι, δεσποινίς Σορτ;» γέλασε, κι εγώ χαμογέλασα ευ γενικά, αν και το είχα ξανακού σει εκατομμύ ρια φορές. Σταμάτησε να γελάει. «Λοιπόν, για πες μου , τι σε κάνει να πιστεύ εις ότι είσαι υ πεύ θυ νη για την εξαφάνιση της Τζένι-Μέι, όπως τη χαρακτήρισες;» Συ νοφρυ ώθηκα. «Εσείς πώς τη χαρακτηρίζετε;» «Κοίτα να δεις, δεν είμαστε σίγου ροι… θέλω να πω, δεν υ πάρχει τίποτα που να υ ποδεικνύ ει…» Αναστέναξε. «Πες μου μόνο γιατί νομίζεις πως είσαι υ πεύ θυ νη». Έκανε νεύ μα πως ήθελε να ακού σει περισσότερα. «Κοιτάξτε, η Τζένι-Μέι δεν με συ μπαθού σε», ξεκίνησα να λέω αργά, νιώθοντας ξαφνικά μεγάλη νευ ρικότητα. «Είμαι σίγου ρος ότι δεν είναι αλήθεια αυ τό», είπε καλοσυ νάτα. «Τι σε κάνει να το πιστεύ εις αυ τό;» «Με φώναζε κοκαλιάρα τσού λα και μου πετού σε πέτρες». «Α!» Έμεινε σιωπηλός. Πήρα ανάσα. «Και την περασμένη βδομάδα έμαθε πως

είπα στο φίλο μου , τον Έμερ, ότι δεν πίστευ α πως ήταν τόσο καλή στο Βασιλιάς/Βασίλισσα όσο πίστευ αν όλοι και θύ μωσε πολύ και μας όρμησε σε μένα και τον Έμερ και μας προκάλεσε σε αγώνα – δηλαδή, όχι εμάς, επειδή δεν είπε τίποτα στον Έμερ, μόνο σε μένα. Ού τε τον Έμερ συ μπαθεί, αλλά εμένα δεν με συ μπαθεί ακόμα περισσότερο, κι εγώ ήμου ν αυ τή που το είπε, γι’ αυ τό υ ποτίθεται ότι θα παίζαμε το παιχνίδι την επομένη, εγώ και η Τζένι-Μέι, και όποια κέρδιζε θα σήμαινε πως ήταν αδιαμφισβήτητη πρωταθλήτρια και κανείς δεν θα μπορού σε να πει ότι δεν ήταν καλή επειδή θα το αποδείκνυ ε το γεγονός ότι κέρδισε. Ήξερε ακόμα ότι μου άρεσε ο Στίβεν Σπένσερ και μου φώναζε πάντα πράγματα για να μην του αρέσω, αλλά ήξερα ότι και σ’ αυ τήν άρεσε. Δηλαδή, ήταν ολοφάνερο γιατί φιλήθηκαν γαλλικά στου ς θάμνου ς στο τέρμα του δρόμου μερικές φορές, πιο πολύ ήταν η πρόκληση, αλλά δεν νομίζω πως του Στίβεν του αρέσει πραγματικά και ίσως να είναι κι αυ τός χαρού μενος τώρα που χάθηκε, ώστε να τον αφήσει ήσυ χο, αλλά δεν λέω ότι νομίζω πως έκανε κάτι για να την κάνει να εξαφανιστεί. Τέλος πάντων, την ημέρα που υ ποτίθεται ότι θα παίζαμε Βασιλιάς/Βασίλισσα, είδα την Τζένι-Μέι να περνάει με το ποδήλατο μπροστά από το σπίτι μου και να κατεβαίνει το δρόμο και με κοίταξε κακιασμένη και κατάλαβα ότι θα με νικού σε εκείνη την ημέρα στο Βασιλιάς/Βασίλισσα και ότι τα πράγματα θα χειροτέρευ αν ακόμα περισσότερο και…» σταμάτησα να μιλάω και σού φρωσα τα χείλη καθώς δεν ήμου ν σίγου ρη αν έπρεπε να πω αυ τό που ένιωθα. «Τι συ νέβη, Σάντι;»

Ξεροκατάπια. «Έκανες κάτι;» Έγνεψα ναι, και τότε εκείνος ήρθε πιο κοντά, σέρνοντας τον πισινό του μέχρι την άκρη του καθίσματός του . «Τι έκανες;» «Εγώ…εγώ…» «Δεν πειράζει. Μπορείς να μου πεις». «Ευ χήθηκα να φύ γει», το είπα γρήγορα, σαν να έβγαζα ένα χανζαπλάστ από το δέρμα μου , γρήγορα κι εύ κολα. «Συ γγνώμη, τι είπες;» «Ευ χήθηκα να φύ γει». «Φχήθηκα; Είναι κάποιο όπλο…» «Όχι! Ευχήθηκα. Ευ χήθηκα να εξαφανιστεί». «Α!» Τότε κατάλαβε και κάθισε αργά πίσω στην καρέκλα του . «Τώρα κατάλαβα». «Όχι, λέτε ότι καταλάβατε αλλά στην πραγματικότητα δεν καταλαβαίνετε. Πραγματικά ευ χήθηκα να χαθεί· σε όλη μου τη ζωή για τίποτα δεν έχω ευ χηθεί πιο δυ νατά να χαθεί, ού τε καν όταν ο θείος Φρεντ έμεινε για ένα μήνα σπίτι μας αφού χώρισε με τη θεία Ίζαμπελ και κάπνιζε κι έπινε και βρόμιζε τον τόπο και ήθελα πραγματικά να χαθεί αλλά όχι τόσο όσο ήθελα να χαθεί η Τζένι-Μέι, και λίγες ώρες αφού το ευ χήθηκα ήρθε στο σπίτι μας η κυ ρία Μπάτλερ και μας είπε ότι είχε εξαφανιστεί». Ο αστυ νομικός έσκυ ψε πάλι μπροστά. «Ώστε είδες την Τζένι-Μέι λίγες ώρες προτού έρθει στο σπίτι σας η κυ ρία Μπάτλερ;» Έγνεψα ναι.

«Τι ώρα έγινε αυ τό;» Ανασήκωσα του ς ώμου ς. «Υπάρχει κάτι που θα μπορού σε να σου θυ μίσει τι ώρα ήταν; Σκέψου … τι έκανες; Ήταν κάποιος άλλος εκεί κοντά; «Μόλις είχα ανοίξει την πόρτα στη γιαγιά και τον παππού μου . Είχαν έρθει για φαγητό και αγκάλιαζα τη γιαγιά όταν την είδα να περνάει με το ποδήλατο. Τότε έκανα την ευ χή». Μόρφασα. «Ώρα μεσημεριανού φαγητού , λοιπόν. Ήταν μαζί με κάποιον;» Ο αστυ νομικός καθόταν σε αναμμένα κάρβου να πια και αγνοού σε την ανησυ χία μου για το γεγονός ότι είχα ευ χηθεί να χαθεί. Άρχισε να κάνει τη μια ερώτηση μετά την άλλη για το τι έκανε η Τζένι-Μέι, με ποιον ήταν, πώς ήταν, τι φορού σε, πού φαινόταν να πηγαίνει – πολλές ερωτήσεις ξανά και ξανά ώσπου πόνεσε το κεφάλι μου και δεν μπορού σα να σκεφτώ πια τις σωστές απαντήσεις. Όπως αποδείχτηκε τελικά, του ς βοήθησα πολύ επειδή ήμου ν ο τελευ ταίος άνθρωπος που την είχε δει, γι’ αυ τό με άφησαν να γυ ρίσω σπίτι νωρίς εκείνη την ημέρα. Άλλο ένα όφελος από την εξαφάνιση της Τζένι-Μέι. Κάποιες νύ χτες προτού έρθει η αστυ νομία στο σχολείο, είχα αρχίσει να αισθάνομαι τύ ψεις για την εξαφάνιση της Τζένι-Μέι. Παρακολου θού σα ένα ντοκιμαντέρ με τον μπαμπά μου για το πώς εκατόν πενήντα χιλιάδες άνθρωποι στην Ου άσινγκτον αποφάσισαν να σκέφτονται θετικά την ίδια ώρα και ο δείκτης εγκληματικότητας μειώθηκε, πράγμα που απέδειξε ότι η θετική και η αρνητική σκέψη ασκού ν

όντως επίδραση. Αλλά μετά, ο αστυ νομικός Ρότζερς μου είπε ότι δεν έφταιγα εγώ που χάθηκε η Τζένι-Μέι Μπάτλερ, ότι όταν εύ χεσαι να γίνει κάτι, αυ τό δεν γίνεται πραγματικά, κι έτσι μετά από αυ τό έγινα πολύ πιο ρεαλίστρια. Και τώρα, είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, στεκόμου ν έξω από το γραφείο της Γκρέις Μπερνς, έτοιμη να χτυ πήσω την πόρτα και νιώθοντας όπως όταν ήμου ν δέκα χρόνων. Είχα την ίδια αίσθηση, ότι έφταιγα εγώ για κάτι πέρα από τον έλεγχό μου αλλά με κάποιον παιδιάστικο τρόπο είχα επίσης την πεποίθηση ότι από τότε που ήμου ν δέκα χρόνων, ευ χόμου ν κρυ φά, σιωπηρά και υ ποσυ νείδητα να ανακαλύ ψω ένα μέρος σαν αυ τό.

σαράντα οκτώ «Τζακ, όλα καλά;» ρώτησε ο Άλαν, μόλις ο Τζάκ κάθισε απέναντί του στο χαμηλό τραπεζάκι του μπαρ. Η ανησυ χία ήταν ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του και η αμφιβολία τρύ πωσε πάλι στο μυ αλό του Τζακ. «Μια χαρά», απάντησε ο Τζακ. Άφησε κάτω το ποτό του και σκαρφάλωσε στο σκαμπό. Ένιωθε μπερδεμένος αλλά προσπάθησε να κρύ ψει το θυ μό από τη φωνή του . «Σκατά είσαι». Τα μάτια του έπεσαν στο πόδι του Τζακ, που αναπηδού σε σταθερά. «Όλα καλά». «Σίγου ρα;» Ο Άλαν μισόκλεισε τα μάτια. «Ναι». Ήπιε μια γου λιά Γκίνες και το μυ αλό του επανήλθε στην ανάμνηση που του είχε έρθει στο μυ αλό σαν επιφοίτηση, την τελευ ταία φορά που είχε γευ τεί Γκίνες. Το ψέμα του Άλαν. «Τι τρέχει τότε;» είπε ο Άλαν. «Στο τηλέφωνο ακου γόσου ν σαν να είχαν πιάσει φωτιά τα μπατζάκια σου . Έχεις να μου πεις κάτι σημαντικό;» «Όχι, όχι, καμία φωτιά». Ο Τζακ κοίταξε τριγύ ρω,

αποφεύ γοντας επιμελώς την οπτική επαφή, κάνοντας ό,τι μπορού σε για να συ γκρατηθεί να μην του ρίξει μπου νιά. Έπρεπε να προσεγγίσει σωστά το θέμα και προσπάθησε να χαλαρώσει. Το πόδι του σταμάτησε να αναπηδάει. Έσκυ ψε μπροστά στο τραπέζι και κάρφωσε τα μάτια στην μπίρα του . «Μόνο που την τελευ ταία βδομάδα έψαχνα για τον Ντόναλ και μου ξανάρθαν όλα στη μνήμη· καταλαβαίνεις;» Ο Άλαν αναστέναξε και κάρφωσε κι εκείνος τα μάτια του στην μπίρα. «Ναι, ξέρω. Το σκέφτομαι κάθε μέρα». «Ποιο πράγμα;» Ο Άλαν σήκωσε αμέσως τα μάτια. «Τι εννοείς;» «Εννοώ τι είδου ς πράγματα σκέφτεσαι κάθε μέρα;» Ο Τζακ προσπάθησε να κρύ ψει τον ανακριτικό τόνο από τη φωνή του . «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς. Σκέφτομαι όλο αυ τό που έγινε», συ νοφρυ ώθηκε ο Άλαν. «Εγώ πάλι σκέφτομαι πως εύ χομαι να ήμου ν εκεί τη νύ χτα εκείνη, πως εύ χομαι να ήξερα καλύ τερα τον Ντόναλ επειδή αν τον ήξερα, τότε ίσως…» –ο Τζακ σήκωσε τα χέρια ψηλά– «ίσως, ίσως, ίσως… Ίσως να ήξερα πού να ψάξω, ίσως να ήξερα τα μέρη ή του ς ανθρώπου ς στου ς οποίου ς κατέφευ γε όταν ήθελε να νιώσει ασφάλεια ή να μείνει μόνος. Τέτοια πράγματα· καταλαβαίνεις; Ίσως να έτρεχε να ξεφύ γει από κάποιου ς ανθρώπου ς, από ανθρώπου ς με του ς οποίου ς είχε μπλέξει. Δεν μιλού σαμε πολύ για προσωπικά ζητήματα και κάθε μέρα σκέφτομαι ότι αν ήμου ν καλύ τερος αδελφός, ίσως να τον είχα βρει. Ίσως τώρα να καθόταν δίπλα μας πίνοντας μπίρα».

Κοίταξαν και οι δύ ο το άδειο σκαμνί δίπλα του ς. «Μη σκέφτεσαι τέτοια πράγματα, Τζακ. Ήσου ν καλός αδελφ…» «Μη!» τον διέκοψε ο Τζακ, υ ψώνοντας τη φωνή. Ο Άλαν σταμάτησε έκπληκτος. «Τι μη;» Ο Τζακ τον κοίταξε κατάματα. «Μη λες ψέματα». Ο φόβος και η αβεβαιότητα σκίασαν το πρόσωπο του Άλαν, και ο Τζακ κατάλαβε τότε ότι η διαίσθησή του δεν είχε πέσει έξω. Ο Άλαν κοίταξε τρομαγμένος ολόγυ ρα αλλά ο Τζακ τον σταμάτησε. «Δεν χρειάζεται να μου λες ότι ήμου ν καλός αδελφός επειδή ξέρω πως δεν ήμου ν. Μη μου λες ψέματα για να με κάνεις να νιώσω καλύ τερα». Ο Άλαν έδειξε να ανακου φίζεται από την απάντηση. «Εντάξει, ήσου ν σκατένιος αδελφός», χαμογέλασε, κι έβαλαν τα γέλια. «Όσο κι αν βασανίζω τον εαυ τό μου που δεν ήμου ν εκεί το βράδυ εκείνο, βαθιά μέσα μου ξέρω ότι ακόμα κι εκεί να ήμου ν, μάλλον το ίδιο θα είχε συ μβεί. Επειδή ξέρω πως φύ λαγες εσύ τα νώτα του , πως πάντα φύ λαγες τα νώτα του ». Ο Άλαν χαμογέλασε θλιμμένα με το πρόσωπο χωμένο στο ποτήρι με την μπίρα του . «Την τελευ ταία φορά που μιλήσαμε, κατηγόρησες τον εαυ τό σου που δεν έφυ γες με τον Ντόναλ εκείνο το βράδυ ». Ο Τζακ πήρε ένα μου σκεμένο σου βέρ μπίρας και άρχισε να ξεκολλάει αργά την ετικέτα. «Ξέρω πώς είναι να κατηγορείς τον εαυ τό σου – δεν είναι καλό πράγμα. Έχω αρχίσει να βλέπω κάποιου ς ανθρώπου ς για να με βοηθήσου ν να ξεκαθαρίσω το κεφάλι μου ». Έξυ σε αμήχανα το κεφάλι. «Μου είπαν ένα σωρό πράγματα για

το ότι είναι φυ σιολογικό να κατηγορείς τον εαυ τό σου . Σκέφτηκα πως ήταν σημαντικό να σου το πω. Πίνοντας μια μπίρα». «Ευ χαριστώ», είπε σιγανά ο Άλαν, «το εκτιμώ αυ τό». «Ναι, του λάχιστον εσύ μπόρεσες να κάνεις μια συ ζήτηση μαζί του προτού φύ γει· σωστά;» Το πρόσωπο του Άλαν έδειχνε ότι δεν ήταν σίγου ρος πού οδηγού σε όλο αυ τό, αλλά η φωνή του Τζακ εξακολου θού σε να μην κρύ βει απειλητικές διαθέσεις ενώ τώρα πια είχε καταφέρει να ηρεμήσει εντελώς, να αγνοεί τις εικασίες που του τριβέλιζαν το μυ αλό. «Είσαι τυ χερός. Οι υ πόλοιποι δεν τον πρόσεξαν όταν έφυ γε». «Ού τε εγώ». Ο Άλαν άρχισε να μετακινείται νευ ρικά. «Όχι, τον πρόσεξες», είπε ατάραχος ο Τζακ. «Μου το είπες την περασμένη βδομάδα». Ήπιε άλλη μια γου λιά Γκίνες και κοίταξε αδιάφορος τριγύ ρω. «Κόσμο δεν έχει εδώ; Δεν το περίμενα, από τόσο νωρίς το απόγευ μα». Κοίταξε το ρολόι του – 6 το απόγευ μα. Του φαινόταν σαν να είχαν περάσει μέρες από τη συ νάντησή του με τη μητέρα της Σάντι, και όχι ώρες. «Την περασμένη βδομάδα είπες ότι μακάρι να είχες φύ γει μαζί του και ότι σκέφτηκες πως δεν θα είχε πρόβλημα να πάρει ταξί από κει». Ο Άλαν έδειχνε να βρίσκεται σε άβολη θέση. «Δεν…» «Το είπες, φίλε μου », τον διέκοψε ο Τζακ και γέλασε. «Μπορεί να χάνω τα λογικά μου αλλά αυ τό το θυ μάμαι καλά. Χάρηκα που το άκου σα, πάντως». «Ναι;» «Ναι», ο Τζακ έγνεψε χαρωπά, «επειδή σήμαινε ότι

δεν έφυ γε έτσι απλά, ξέρεις. Το είπε σε κάποιον και επίσης έτσι βγαίνει κάποιο νόημα για το λόγο που πήγε από κει. Αυ τό θα πρέπει να σε κάνει να νιώθεις καλύ τερα. Οι άλλοι έχου ν οργιστεί με τον εαυ τό του ς που δεν το πρόσεξαν. Κατηγορού ν τον εαυ τό του ς που δεν τον είδαν να φεύ γει. Του λάχιστον εσύ δεν έχεις κι αυ τό το βάρος στο μυ αλό σου ». Ο Άλαν κου νιόταν νευ ρικά. «Ναι, μάλλον». Έβγαλε το σακου λάκι με τον καπνό από την τσέπη του που κάμισού του . «Θα βγω έξω για ένα τσιγάρο. Γυ ρνάω σε ένα λεπτό». «Για στάσου μισό λεπτό», είπε ατάραχος ο Τζακ. «Τελείωνω την μπίρα κι έρχομαι μαζί σου ». «Δεν καπνίζεις». «Το ξανάρχισα», είπε ψέματα ο Τζακ. Το τελευ ταίο πράγμα που ήθελε τώρα ήταν να εξαφανιστεί ο Άλαν. Μόνο μία ευ καιρία θα του δινόταν ποτέ. «Γιατί έχει τόσο κόσμο απόψε;» είπε κοιτάζοντας τριγύ ρω. Ο Άλαν χαλάρωσε. «Δεν ξέρω». Έβγαλε ένα χαρτάκι και άρχισε να το γεμίζει με καπνό. «Μάλλον επειδή είναι Σάββατο». «Να πάρου με ταξί από την Άρθου ρ’ς Κου έι απόψε;» ρώτησε αδιάφορα ο Τζακ. «Άφησα το αυ τοκίνητο στο σπίτι». «Τι εννοείς;» «Εκεί δεν είπες στον Ντόναλ να πάει να βρει ταξί;» Ο Άλαν ρου θού νισε και κατάπιε για να καθαρίσει τα ρου θού νια του . Μπορεί να έκανε έναν ήχο αλλά δεν έδωσε απάντηση. Έστριψε αργά το τσιγάρο ανάμεσα στα χέρια του · ο Τζακ καταλάβαινε ότι το μυ αλό του

προσπαθού σε να σκεφτεί. Προσπαθού σε να βάλει τα πράγματα σε τάξη στο κεφάλι του . «Μάλλον τώρα πια δεν είναι και τόσο καλή ιδέα να συ στήνεις αυ τό το μέρος στον οποιονδήποτε», είπε ο Τζακ κάπως υ περβολικά θυ μωμένα. Ο Άλαν σταμάτησε να παίζει με το τσιγάρο του και κοίταξε τον Τζακ. «Τι τρέχει, Τζακ;» «Είναι κάποια πράγματα που γυ ρίζου ν στο μυ αλό μου », έξυ σε το κού τελο με τον αντίχειρα και είδε τα δάχτυ λά του να τρέμου ν από το θυ μό. Ο Άλαν σήκωσε τα μάτια και τα είδε κι εκείνος. Τα μάτια του στένεψαν. «Έχασα την επαφή μου με τη γυ ναίκα που με βοηθού σε να ψάξω τον Ντόναλ», εξήγησε ο Τζακ. Άκου γε τη φωνή του που έτρεμε, αλλά δεν μπορού σε να το ελέγξει. «Κι αυ τό με τρέλανε. Αλλά αυ τό που με ενοχλεί κυ ρίως», είπε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του , «είναι το γεγονός ότι είπες στου ς αστυ νομικού ς και στην οικογένειά μου και σε όλο τον κόσμο ότι δεν πρόσεξες πότε έφυ γε ο Ντόναλ. Την περασμένη βδομάδα, όμως, μου είπες ότι πρόσεξες πότε έφυ γε. Μάλιστα του μίλησες κιόλας, του είπες πού να πάει να βρει ταξί». Τα μάτια του Άλαν άνοιγαν ολοένα και περισσότερο όσο μιλού σε ο Τζακ. Τα χέρια του άρχισαν να κάνου ν περισσότερες νευ ρικές κινήσεις, κου νήθηκε άβολα στη θέση του και ένας κόμπος ιδρώτα σχηματίστηκε στο πάνω χείλος του . «Δεν βγαίνει νόημα, Άλαν. Και μπορεί να μην είναι σημαντικό, αλλά μήπως μπορείς να μου πεις γιατί έλεγες ψέματα έναν ολόκληρο χρόνο για το γεγονός ότι εσύ είπες στον αδελφό μου , τον καλύ τερό σου φίλο, να

πάει να βρει ταξί σε μια περιοχή που θα τον έκανε να εξαφανιστεί;» Ο θυ μός άρχισε να φου ντώνει, και μαζί του δυ νάμωσε και η ένταση της φωνής του . Ο Άλαν άρχισε να τρέμει. «Δεν είχα καμία ανάμειξη σ’ αυ τό». «Στο ποιο;» «Στο ότι χάθηκε ο Ντόναλ. Δεν είχα καμία σχέση μ’ αυ τό». Έκανε να σηκωθεί, αλλά ο Τζακ τον έπιασε από τον ώμο και τον έσπρωξε να καθίσει πάλι. Το σακου λάκι με τον καπνό χύ θηκε στη μοκέτα. Ο Τζακ κράτησε σταθερό το χέρι του και τον κράτησε να μη σηκωθεί. «Και τότε, ποιος είχε σχέση;» ρώτησε οργισμένος. «Δεν ξέρω». Ο Τζακ βύ θισε τα δάχτυ λά του στην ωμοπλάτη του Άλαν. Ήταν πετσί και κόκαλο. «Χριστέ και Κύ ριε, είναι απαραίτητο να το κάνου με εδώ αυ τό;» είπε ο Άλαν πονεμένα, προσπαθώντας μάταια να ξεφύ γει από τη λαβή του Τζακ. Ο Τζακ έσκυ ψε μπροστά. «Να κάνου με τι εδώ; Θα ήθελες να πάμε κάπου αλλού ; Στο αστυ νομικό τμήμα ίσως;» «Δεν έκανα τίποτα», σφύ ριξε ο Άλαν. «Λόγω τιμής». «Τότε, γιατί είπες ψέματα;» «Δεν είπα ψέματα», είπε με μάτια γου ρλωμένα που έμοιαζαν να μην έχου ν πει ποτέ αλήθεια. «Δεν έχω ακριβώς καθαρό ποινικό μητρώο. Σκέφτηκα ότι οι αστυ νομικοί θα πίστευ αν πως είχα σχέση με ό,τι έγινε». Τα πρόσωπά του ς απείχαν ελάχιστα εκατοστά πια. «Πες μου την αλήθεια».

«Σ’ την είπα». «Ήταν ο καλύ τερός σου φίλος, Άλαν, σου συ μπαραστεκόταν πάντα…» «Το ξέρω, το ξέρω», τον διέκοψε, φέρνοντας τα κιτρινισμένα από τη νικοτίνη δάχτυ λά του που έτρεμαν, στο κεφάλι του . Δάκρυ α άρχισαν να μαζεύ ονται στα μάτια του και τα κατέβασε στο τραπέζι τρέμοντας σύ γκορμος. «Πες μου τι έγινε και δώσε μου να καταλάβω, ειδάλλως πάω στην αστυ νομία», απείλησε ο Τζακ. Του φάνηκε σαν να πέρασαν ώρες προτού ο Άλαν βρει το κου ράγιο να ξαναμιλήσει. «Ο Ντόναλ έμπλεξε κάπου », είπε τόσο σιγανά που ο Τζακ πλησίασε ακόμα περισσότερο το κεφάλι του . Τα κεφάλια του ς τώρα σχεδόν ακου μπού σαν. «Λες ψέματα». «Δεν λέω ψέματα». Το κεφάλι του Άλαν τινάχτηκε ψηλά και ο Τζακ κατάλαβε πως για πρώτη φορά έλεγε την αλήθεια. «Δού λευ ε για κάτι τύ που ς…» «Τι τύ που ς;» «Δεν μπορώ να σου πω». Ο Τζακ τον γράπωσε από το γιακά. «Ποιοι είναι;» «Σε βοηθάω όσο μπορώ, Τζακ», είπε τραχιά ο Άλαν και το πρόσωπό του άρχισε να μπλαβιάζει γρήγορα. Ο Τζακ χαλάρωσε λίγο τη λαβή του , όσο χρειαζόταν για να μπορεί να αναπνέει ο Άλαν, και τον άκου σε με προσοχή. «Πήραν τον Ντόναλ για να του ς προγραμματίσει κάποια πράγματα στον υ πολογιστή. Εγώ του ς τον σύ στησα επειδή είχε πτυ χίο κι έτσι, αλλά είδε κι άκου σε

κάποια πράγματα που δεν έπρεπε, κι αυ τό του ς τσάντισε. Του ς είπα ότι δεν θα άνοιγε το στόμα του , αλλά ο Ντόναλ απειλού σε να μιλήσει». «Για ποιο πράγμα;» Η οργή φλόγιζε τον Τζακ. Δεν μπορού σε να το πιστέψει ότι ύ στερα από έρευ νες ενός ολόκληρου χρόνου , η απάντηση βρισκόταν κάτω από τη μύ τη του , ότι ο καλύ τερος φίλος του αδελφού του του ς έκρυ βε την αλήθεια. «Δεν μπορώ να σου το πω αυ τό», είπε ο Άλαν μέσα από σφιγμένα δόντια, ενώ σάλια έτρεχαν από τις γωνίες του στόματός του . «Δεν μπορού σα να μεταπείσω τον Ντόναλ να μην πάει να του ς καρφώσει. Προσπαθού σε να με βάλει στον ίσιο δρόμο, αλλά δεν καταλάβαινε ότι αυ τοί οι τύ ποι σοβαρολογού σαν. Δεν ήθελε να ακού σει τίποτα». Ολόκληρο το κορμί του έτρεμε και τα μάτια του Τζακ πλημμύ ρησαν δάκρυ α όσο περίμενε. Η φωνή του Άλαν ράγισε και η ντροπή ήταν φανερή όταν ψιθύ ρισε: «Υποτίθεται ότι μόνο θα τον χτυ πού σαν λίγο, θα τον προειδοποιού σαν να κάνει πίσω, θα τον τρόμαζαν». Ο Τζακ ένιωθε σάμπως να είχε πέσει μπροστά στα μάτια του ένα κόκκινο πέπλο. Η οργή κυ μάτιζε βίαια μέσα του . «Κι εσύ τον έστειλες κατευ θείαν επάνω του ς». Η φωνή του ήταν τραχιά. Ο Τζακ πετάχτηκε όρθιος, έπιασε τον Άλαν από το λαιμό και τον ανάγκασε να σηκωθεί κι εκείνος. Έπεσε πάνω στον τοίχο και ο καθρέφτης πίσω από το κεφάλι του Άλαν έγινε θρύ ψαλα από τη δύ ναμη του χτυ πήματος. Η παμπ σίγησε μεμιάς και κάποιοι έτρεξαν να βγου ν από τη μέση για να μη βρεθού ν ανάμεσα στου ς δύ ο άντρες. Ο Τζακ κοπάνησε πάλι το κεφάλι του Άλαν στον τοίχο. «Πού είναι;»

σφύ ριξε, με το πρόσωπο κολλημένο στο μού τρο του Άλαν. Αυ τός άρχισε να πνίγεται και ο Τζακ έσφιξε περισσότερο τα χέρια. Ο Άλαν δοκίμασε να μιλήσει, και τότε ο Τζακ συ ναισθάνθηκε τι πήγαινε να κάνει και χαλάρωσε το σφίξιμο. «Πού είναι το πτώμα του ;» Όταν πήρε την απάντηση που γύ ρευ ε, άφησε το λαιμό του Άλαν και πισωπάτησε, τον παράτησε σαν ένα βρομερό κου ρέλι. Άφησε τον αστυ νομικό Γκράχαμ Τέρνερ, που καθόταν λίγο παραπέρα, να αναλάβει τα υ πόλοιπα, και ο Τζακ έφυ γε από την παμπ για να πάει να βρει τον αδελφό του . Αυ τή τη φορά θα τον αποχαιρετού σε κανονικά. Αυ τή τη φορά τα δύ ο αδέλφια θα έβρισκαν επιτέλου ς ανάπαυ ση.

σαράντα εννέα «Γεια σου , Σάντι». Η Γκρέις Μπερνς μου χαμογέλασε πίσω από το γραφείο της. Ήταν μια αποθηκού λα στο πίσω μέρος ενός γραφείου πολεοδομίας. Μέσα υ πήρχαν μακέτες κτιρίων και μελλοντικά οικοδομικά σχέδια της γύ ρω γης. Κάθισα μπροστά στο γραφείο της. «Σ’ ευ χαριστώ που με έσωσες από τον οργισμένο όχλο χθες βράδυ », αστειεύ τηκα. «Παρακαλώ». Το χαμόγελό της έσβησε γρήγορα. «Πες μου τι συ μβαίνει πραγματικά, Σάντι. Χάθηκε το ρολόι σου ;» Αφού μίλησα με τον Τζόζεφ, την Έλενα και τον Μπόμπι μέχρι αργά τη νύ χτα για το ποιος ήταν ο καλύ τερος τρόπος δράσης, συ μφώνησαν όλοι ότι έπρεπε να πω ψέματα. Εγώ όμως δεν συ μφωνού σα. «Ναι, χάθηκε», απάντησα. Τα μάτια της γού ρλωσαν και ανακάθισε στην καρέκλα της με στητή την πλάτη. «Αλλά το τελευ ταίο που θα ήθελα τώρα είναι να το κάνου με μεγάλο θέμα», την προειδοποίησα. «Δεν μπορώ

να εξηγήσω πώς εξαφανίστηκε, όπως δεν μπορώ να εξηγήσω πώς έφτασα εδώ. Ωστόσο, οι ερωτήσεις των συ ναδέλφων σου ή των επιστημόνων ή των ανθρώπων που θεωρού ν πως είναι ειδικοί, δεν μπορού ν να βοηθήσου ν την κατάσταση. Ού τε θέλω να με ακολου θεί πια όπου πηγαίνω ο Τζι-Άι Τζο. Δεν ξέρω τίποτα. Πρέπει να μου δώσεις το λόγο σου ότι δεν θα διαδώσεις τα νέα επειδή δεν πρόκειται να συ νεργαστώ». «Καταλαβαίνω», είπε. «Όσο καιρό βρίσκομαι εδώ γνώρισα κάποιου ς ανθρώπου ς ακόμα οι οποίοι ανέφεραν το ίδιο πράγμα, αλλά δεν μπορέσαμε να μάθου με τίποτα παραπάνω, όπως ακριβώς καμία από τις έρευ νές μας δεν μας βοήθησε να ανακαλύ ψου με πώς φτάσαμε εδώ. Οι άνθρωποι που ξέρω είτε άλλαξαν πόλη επειδή μαθεύ τηκε η είδηση και η ζωή του ς έγινε δύ σκολη κάτω από τη στενή παρακολού θηση όλων των κατοίκων του χωριού , είτε επρόκειτο για λάθος συ ναγερμό και βρήκαν τελικά ό,τι ήταν αυ τό που νόμιζαν πως είχαν χάσει. Οι δύ ο άνθρωποι με του ς οποίου ς μας δόθηκε η ευ καιρία να συ νεργαστού με στενά δεν μπόρεσαν να μας δώσου ν κάποιο ατράνταχτο στοιχείο. Δεν ήξεραν γιατί και πώς συ νέβαινε ό,τι συ νέβαινε, ενώ οι περισσότεροι από εμάς έχου με συ νειδητοποιήσει ότι είναι αδύ νατον να γίνει κατανοητό αυ τό το πράγμα». «Πού βρίσκονται τώρα;» «Ο ένας έχει πεθάνει, ένας άλλος ζει σε άλλο χωριό. Είσαι απολύ τως σίγου ρη ότι χάθηκε το ρολόι σου ;» «Χάθηκε», τη διαβεβαίωσα. «Είναι το μόνο πράγμα που εξαφανίστηκε;» Στο σημείο αυ τό προτίμησα να πω ψέματα. Έγνεψα

καταφατικά. «Και πίστεψέ με, δεν υ πάρχει καλύ τερη στο ψάξιμο από μένα». Κοίταξα γύ ρω-γύ ρω το δωμάτιο ενώ εκείνη με περιεργαζόταν. «Τι ακριβώς κάνεις στην πατρίδα, Σάντι;» Ακού μπησε το πιγού νι στο χέρι της και με κοίταξε διαπεραστικά, προσπαθώντας να λύ σει το αίνιγμα με το μυ αλό της. «Έχω πρακτορείο ανεύ ρεσης εξαφανισμένων προσώπων». Γέλασε, αλλά το χαμόγελό της έσβησε όταν συ νειδητοποίησε ότι εγώ δεν γελού σα. «Ψάχνεις εξαφανισμένου ς ανθρώπου ς;» «Και βοηθάω ανθρώπου ς να ξαναβρεθού ν, να βρου ν χαμένου ς συ γγενείς, θετού ς γονείς, θετά παιδιά, τέτοια πράγματα», είπα ξερά. Είδα τα μάτια της να ανοίγου ν περισσότερο με κάθε καινού ριο παράδειγμα. «Επομένως, η περίπτωσή σου διαφέρει πολύ από των άλλων που σου ανέφερα». «Ή είναι σύ μπτωση». Το κλωθογύ ρισε στο μυ αλό της αλλά δεν σχολίασε. «Έτσι λοιπόν, ξέρεις τόσα πολλά για τον κόσμο εδώ». «Μόνο για μερικού ς. Μόνο για όσου ς συ μμετέχου ν στην παράσταση. Παρεμπιπτόντως, η γενική πρόβα είναι απόψε. Η Έλενα ήθελε να σε προσκαλέσω». Θυ μήθηκα πως η Έλενα μου το είπε πολλές φορές προτού φύ γω από το σπίτι εκείνο το πρωί. «Ανεβάζου με το Μάγο του Οζ, αλλά δεν είναι μιού ζικαλ, όπως λέει δεξιά κι αριστερά η Έλενα· είναι απλώς η ερμηνεία που δίνου ν στο έργο αυ τή και ο Ντέιβιντ Ο’Ση», είπα γελώντας. «Η Όρλα Κιν παίζει το ρόλο της Ντόροθι. Το περιμένω πώς και πώς, να σου πω την αλήθεια». Ήταν

κάτι που συ νειδητοποιού σα για πρώτη φορά. «Η ιδέα γι’ αυ τή τη θεατρική παράσταση ήταν αρχικά το άλλοθι ώστε να μου δοθεί η ευ καιρία να μιλήσω στου ς υ ποψήφιου ς ηθοποιού ς χωρίς να κινήσω υ ποψίες. Σκεφτήκαμε ότι θα ήταν πολύ πιο έξυ πνο από το να αρχίσω να χτυ πάω πόρτες και να λέω ιστορίες από την πατρίδα, αλλά ίσως έπρεπε να το είχαμε σκεφτεί καλύ τερα. Δεν είχα συ νειδητοποιήσει πόσο γρήγορα μιλάει ο κόσμος εδώ». «Τα νέα διαδίδονται γρήγορα», παρατήρησε η Γκρέις, χαμένη ακόμα στην παραζάλη της. Έσκυ ψε ακόμα πιο μπροστά. «Έψαχνες κάποιον συ γκεκριμένα όταν έφτασες εδώ;» «Τον Ντόναλ Ρατλ», είπα. Ακόμα δεν είχε πεθάνει η ελπίδα μου ότι θα τον έβρισκα. «Όχι». Κού νησε το κεφάλι. «Δεν μου λέει τίποτα το όνομα». «Τώρα θα είναι είκοσι πέντε χρόνων, είναι από το Λίμερικ και θα πρέπει να έφτασε εδώ πέρσι». «Πάντως, σίγου ρα δεν είναι σ’ αυ τό το χωριό». «Πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι που θενά αλλού », είπα δυ νατά τη σκέψη μου , νιώθοντας αμέσως συ μπόνια για τον Τζακ Ρατλ. «Εγώ είμαι από το Κίλιμπεγκς στο Ντόνεγκαλ – δεν ξέρω αν το ξέρεις…» Η Γκρέις έγειρε πάλι μπροστά. «Φυ σικά και το ξέρω», χαμογέλασα. Το πρόσωπό της μαλάκωσε. «Εδώ είμαι παντρεμένη αλλά το πατρικό μου όνομα είναι Ο’Ντόνοχιου . Οι γονείς μου είναι ο Τόνι και η Μάργκαρετ Ο’Ντόνοχιου . Έχου ν πεθάνει. Είδα το όνομα του πατέρα μου στις αναγγελίες

θανάτων μιας εφημερίδας που βρήκα πριν από έξι χρόνια. Την κράτησα», γύ ρισε και κοίταξε το ντου λάπι του τοίχου . «Η Κάρολ Ντέμπσι», ξεκίνησε πάλι, «την ξέρεις την Κάρολ; Παίζει κι αυ τή στην παράσταση, νομίζω. Είναι κι αυ τή από το Ντόνεγκαλ, όπως ξέρετε όλοι, και με ενημέρωσε για το θάνατο της μητέρας μου όταν έφτασε πριν από λίγα χρόνια». «Λυ πάμαι που το ακού ω». «Ναι, τι να πω…» είπε σιγανά. «Είμαι μοναχοπαίδι», εξήγησε, «αλλά έχω ένα θείο Ντόνι που μετακόμισε στο Δου βλίνο λίγα χρόνια προτού έρθω εγώ εδώ». Έγνεψα συ γκαταβατικά, περιμένοντας να ξεκινήσει την ιστορία της αλλά εκείνη σώπασε και με κοίταξε. Μετακινήθηκα αμήχανα στην καρέκλα μου καθώς συ νειδητοποίησα ότι μου έδινε πληροφορίες για τη ζωή της ώστε να μου φρεσκάρει τη μνήμη. «Λυ πάμαι, Γκρέις», είπα απαλά. «Μπορεί να ήταν προτού ανοίξω το γραφείο. Πόσο καιρό είσαι εδώ;» «Δεκατέσσερα χρόνια». Θα πρέπει να την κοίταξα με πολύ οίκτο επειδή μου εξήγησε βιαστικά: «Μη νομίζεις, μου αρέσει εδώ, έχω έναν θαυ μάσιο σύ ζυ γο και τρία υ πέροχα παιδιά και δεν θα γύ ριζα με τίποτα πίσω, μόνο αναρωτιόμου ν…» άφησε τη φράση της μισοτελειωμένη. «Συ γγνώμη». Ίσιωσε πάλι την πλάτη και ξαναβρήκε την αυ τοκυ ριαρχία της. «Δεν πειράζει, κι εγώ θα ήθελα να ξέρω», είπα μαλακά, «αλλά δεν γνωρίζω του ς ανθρώπου ς που ανέφερες. Λυ πάμαι». Έπεσε σιωπή και σκέφτηκα ότι την είχα στενοχωρήσει αλλά όταν ξαναμίλησε φαινόταν μια χαρά.

«Τι σε έκανε να θέλεις να βρίσκεις εξαφανισμένου ς ανθρώπου ς; Είναι πολύ ασυ νήθιστο επάγγελμα». Γέλασα. «Ωραία ερώτηση». Συ λλογίστηκα πότε ξεκίνησαν όλα. «Δύ ο λέξεις», χαμογέλασα. «Τζένι-Μέι Μπάτλερ. Έμενε απέναντί μου όταν ήμου ν παιδί στο Λήτριμ, αλλά εξαφανίστηκε όταν ήταν δέκα χρόνων». «Ναι», χαμογέλασε η Γκρέις, «η Τζένι-Μέι είναι καλός λόγος. Τι προσωπικότητα κι αυ τή». Μου πήρε μια στιγμή μέχρι να καταλάβω τι είχε πει. Η καρδιά μου σκίρτησε από την έκπληξη. «Τι; Τι είπες;»

πενήντα «Eλα, Μπόμπι!» φώναξα και έχωσα το κεφάλι μου στην πόρτα των Απολεσθέντων και Ανευ ρεθέντων. «Τι;» φώναξε από τον επάνω όροφο. «Φέρε τη φωτογραφική μηχανή, πάρε τα κλειδιά σου , κλείδωσε και πάμε. Πρέπει να ξεκινήσου με!» Άφησα την πόρτα να κλείσει και άρχισα να βηματίζω στη βεράντα, με τα λόγια της Γκρέις να ηχού ν ακόμα στ’ αυ τιά μου . Ήξερε την Τζένι-Μέι. Μου είχε δώσει οδηγίες. Έπρεπε να πάω να τη βρω τώρα αμέσως. Η έξαψή μου είχε ξεπεράσει το σημείο βρασμού και ξεχείλιζε, ξεχυ νόταν από μέσα μου όσο περίμενα να έρθει ο Μπόμπι έξω. Δεν με χωρού σε ο τόπος. Τον χρειαζόμου ν για να μου δείξει πώς να πάω στο σπίτι της Τζένι-Μέι στο δάσος, αλλά δεν είχα την υ πομονή να του εξηγήσω τι ήθελα. Ο Μπόμπι έφτασε στην πόρτα, δείχνοντας σαστισμένος. «Τι στον κόρακα κάνεις…» Σταμάτησε μόλις είδε την έκφρασή μου . «Τι έγινε;» «Πάρε τα πράγματά σου , Μπόμπι, και φύ γαμε». Τον έσπρωξα μέσα στο μαγαζί. «Θα σου εξηγήσω στο δρόμο.

Φέρε τη φωτογραφική μηχανή». Άρχισα να χοροπηδάω γύ ρω του καθώς προσπαθού σε αδέξια να μαζέψει τα πράγματά του , πασχίζοντας να ακολου θήσει την ταχύ τητα με την οποία του πετού σα διαταγές. Μέχρι να κλείσει το μαγαζί εγώ είχα αρχίσει να περπατάω γρήγορα στο χωματόδρομο, έχοντας συ ναίσθηση ότι ακόμα περισσότερα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω μου μετά τη χθεσινοβραδινή συ γκέντρωση. «Περίμενε, βρε Σάντι!» τον άκου σα να κοντανασαίνει πίσω μου . «Τι στον κόρακα έγινε; Κάνεις σαν να σου έβαλαν νέφτι στον κώλο!» «Μπορεί και να μου έβαλαν», χαμογέλασα και συ νέχισα να τρέχω. «Πού πάμε;» Άρχισε να τρέχει δίπλα μου . «Εδώ». Του έδωσα το χαρτί με τις οδηγίες και συ νέχισα να προχωράω. «Για στάσου . Πήγαινε πιο σιγά», είπε, προσπαθώντας να διαβάσει τρέχοντας ταυ τόχρονα δίπλα μου . Μία δική μου δρασκελιά ήταν όσο δύ ο δικές του , αλλά παρ’ όλα αυ τά συ νέχισα να προχωράω. «Σταμάτα!» φώναξε δυ νατά καταμεσής στο παζάρι, και κάποιοι γύ ρισαν να κοιτάξου ν. Σταμάτησα επιτέλου ς. «Αν θες να το διαβάσω σωστά, πρέπει να μου πεις τι στον κόρακα συ μβαίνει». Τόσο γρήγορα δεν είχα ξαναμιλήσει ποτέ στη ζωή μου . «Εντάξει, νομίζω πως τα κατάλαβα αυ τά», είπε ο Μπόμπι, ακόμα λίγο μπερδεμένος, «αλλά δεν έχω ξαναπάει από κει». Μελέτησε πάλι το χάρτη. «Θα πρέπει να ρωτήσου με την Έλενα και τον Τζόζεφ». «Όχι! Δεν προλαβαίνου με! Πρέπει να πάμε τώρα», γκρίνιαξα σαν ανυ πόμονο παιδί. «Μπόμπι, αυ τή τη

στιγμή περίμενα τα τελευ ταία είκοσι τέσσερα χρόνια της ζωής μου . Σε παρακαλώ, μη με καθυ στερείς τώρα που είμαι τόσο κοντά». «Ναι, Ντόροθι, αλλά θα χρειαστεί κάτι παραπάνω από το να ακολου θήσου με τον κίτρινο λιθόστρωτο δρόμο», είπε σαρκαστικά. Παρά τον εκνευ ρισμό μου , έβαλα τα γέλια. «Καταλαβαίνω τη βιασύ νη σου αλλά αν προσπαθήσω να σε πάω εκεί, θα κάνου με άλλα είκοσι τέσσερα χρόνια μέχρι να φτάσου με. Δεν ξέρω αυ τό το κομμάτι του δάσου ς, δεν έχω ξανακού σει αυ τή την Τζένι-Μέι, και δεν έχω φίλου ς που να μένου ν τόσο βαθιά στο δάσος. Αν χαθού με, τότε τη βάψαμε. Πάμε πρώτα στην Έλενα για να μας βοηθήσει». Παρότι είχε σχεδόν τα μισά μου χρόνια, το παιδί είχε δίκιο, κι έτσι κίνησα νευ ριασμένη για το σπίτι της Έλενας και του Τζόζεφ, κοπανώντας τα πόδια μου στο δρόμο. Η Έλενα και ο Τζόζεφ κάθονταν στο παγκάκι απέξω, μπροστά από το σπίτι του ς, και απολάμβαναν την ήρεμη ατμόσφαιρα του κυ ριακάτικου μεσημεριού . Ο Μπόμπι, έχοντας συ ναίσθηση της βιασύ νης μου , έτρεξε αμέσως στην Έλενα και τον Τζόζεφ ενώ η Γου άντα, που έπαιζε καθισμένη καταγής, πετάχτηκε όρθια κι έτρεξε καταπάνω μου . «Γεια, Σάντι», είπε και μου άρπαξε το χέρι. Άρχισε να πηδάει κου τσό δίπλα μου ενώ προχωρού σαμε προς το σπίτι. «Γεια, Γου άντα», είπα βαριεστημένα, αλλά προσπάθησα να κρύ ψω το χαμόγελό μου .

«Τι έχεις στο χέρι σου ;» «Λέγεται χέρι της Γου άντα», είπα. Σήκωσε τα μάτια ψηλά. «Όχι, στο άλλο χέρι». «Είναι μια φωτογραφική μηχανή Πολαρόιντ». «Γιατί;» «Γιατί είναι φωτογραφική μηχανή;» «Όχι. Γιατί την έχεις;» «Επειδή θέλω να βγάλω φωτογραφία κάποια». «Ποια;» «Ένα κορίτσι που ήξερα». «Ποια;» «Ένα κορίτσι που το λένε Τζένι-Μέι Μπάτλερ». «Ήταν φίλη σου ;» «Όχι». «Ε τότε, γιατί θέλεις να τη βγάλεις φωτογραφία;» «Δεν ξέρω». «Μήπως επειδή σου λείπει;» Ήμου ν έτοιμη να πω όχι αλλά σταμάτησα. «Να σου πω την αλήθεια, μου έλειψε πάρα πολύ ». «Και θα πας να τη δεις σήμερα;» «Ναι», χαμογέλασα. Άρπαξα τη Γου άντα από τις μασχάλες και την έκανα κού νια, κάτι που χαιρόταν πολύ . «Θα πάω να δω την Τζένι-Μέι Μπάτλερ σήμερα!» Η Γου άντα άρχισε να γελάει χωρίς λόγο και να τραγου δάει ένα τραγού δι που παρίστανε πως ήξερε για ένα κορίτσι ονόματι Τζένι-Μέι, το οποίο σκαρφιζόταν προφανώς εκείνη τη στιγμή. Ένιωσα πολύ όμορφα. «Θα έρθω μαζί σας», είπε η Έλενα διακόπτοντας το τραγού δι της Γου άντα και της έδωσε ένα φιλί στην κορυ φή του κεφαλιού . Τις τράβηξα φωτογραφία και τις

δύ ο μαζί όταν δεν κοιτού σαν. «Σταμάτα να χαραμίζεις το φιλμ», μου είπε απότομα ο Μπόμπι, και τον τράβηξα κι αυ τόν μία. «Όχι, Έλενα, δεν είναι ανάγκη να έρθεις». Ανέμισα τις φωτογραφίες στον αέρα για να στεγνώσου ν προτού τις βάλω μέσα στην τσέπη του που κάμισού μου . «Έχεις τη γενική πρόβα απόψε. Είναι πιο σημαντικό αυ τό. Απλώς εξήγησε στον Μπόμπι πού είναι». Άρχισα να νιώθω πάλι νευ ρικότητα. Κοίταξε το ρολόι της και ένιωσα να με σου βλίζει η νοσταλγία για το δικό μου . «Μόλις μία είναι ακόμα. Η γενική πρόβα είναι στις επτά· θα γυ ρίσου με εγκαίρως πίσω. Εξάλλου , θέλω να έρθω μαζί σας». Με άγγιξε απαλά στο πιγού νι και μου ’κλεισε το μάτι. «Είναι πολύ πιο σημαντικό αυ τό, χώρια που ξέρω ακριβώς πού πάμε. Το ξέφωτο αυ τό δεν είναι πολύ μακριά από κει που γνωριστήκαμε την περασμένη βδομάδα». Ο Τζόζεφ ήρθε προς το μέρος μου . Άπλωσε το χέρι του . «Καλό ταξίδι, κιπεπέο κορίτσι». Του έπιασα σαστισμένη το χέρι. «Θα γυ ρίσω πίσω, Τζόζεφ». «Μακάρι», χαμογέλασε, και ακού μπησε το άλλο του χέρι πάνω στο κεφάλι μου . «Όταν γυ ρίσεις θα σου πω τι είναι το κιπεπέο κορίτσι», χαμογέλασε. «Ψεύ τη!» είπα και μισόκλεισα τα μάτια. «Άντε, πάμε», είπε η Έλενα, ρίχνοντας στον ώμο της μια πασμίνα σε χρώμα πράσινο του μοσχολέμονου . Ξεκινήσαμε με κατεύ θυ νση το δάσος και την Έλενα μπροστά. Στις παρυ φές του δάσου ς εμφανίστηκε μια νεαρή κοπέλα κοιτάζοντας ζαλισμένη και σαστισμένη το

χωριό. «Καλωσόρισες», της είπε η Έλενα. «Καλωσόρισες», της είπε πρόσχαρα ο Μπόμπι. Κοίταξε σαστισμένη τα πρόσωπά του ς και μετά εμένα. «Καλωσόρισες», της χαμογέλασα και της έδειξα να πάει στο Μητρώο. Οι δρόμοι που διάλεξε η Έλενα ήταν καθαρισμένα και καλά πατημένα μονοπάτια. Η ατμόσφαιρα μου θύ μισε τις πρώτες ημέρες που είχα περάσει μόνη μου στο δάσος αυ τό, όταν αναρωτιόμου ν πού βρισκόμου ν. Η ευ ωδιά του πεύ κου ήταν πλού σια, ανάμεικτη με βρύ α, φλού δα κορμού και νοτισμένα φύ λλα. Η δυ σοσμία των σάπιων φύ λλων ανακατευ όταν με τις γλυ κές ευ ωδιές των αγριολού λου δων. Κου νού πια πετού σαν πάνω από μικρές περιοχές, κάνοντας όλα μαζί κύ κλου ς. Κόκκινα σκιου ράκια πηδού σαν από κλαδί σε κλαδί και πότε-πότε ο Μπόμπι σταματού σε να μαζέψει κάποιο ενδιαφέρον αντικείμενο από το δρόμο μας. Έτσι όπως το έβλεπα εγώ, μπορού σαμε να κάνου με ακόμα πιο γρήγορα. Χθες νόμιζα πως ήταν απίθανη η προοπτική να βρω την ΤζένιΜέι· σήμερα γυ ρνού σα από εκεί όπου είχα έρθει για να πάω να τη δω. Η Γκρέις Μπερνς μου εξήγησε ότι η Τζένι-Μέι είχε φτάσει στο χωριό μαζί με έναν ηλικιωμένο Γάλλο, που ζού σε για χρόνια βαθιά μέσα στο δάσος. Του είχε χτυ πήσει την πόρτα, ζητώντας βοήθεια, όταν έφτασε πριν από χρόνια. Στα σαράντα χρόνια που ζού σε εκείνος Εδώ, σπανίως πήγαινε στο χωριό, αλλά πριν από είκοσι τέσσερα χρόνια είχε πάει στο Μητρώο με το δεκάχρονο κοριτσάκι που το έλεγαν Τζένι-Μέι Μπάτλερ και η οποία

επέμενε ότι ο άνθρωπος εκείνος ήταν ο κηδεμόνας της, ο μόνος που εμπιστευ όταν. Παρά την επιθυ μία του να είναι μόνος, συ μφώνησε να αναλάβει τη φροντίδα της, επιλέγοντας να μείνει στο σπίτι του στο δάσος αλλά φροντίζοντας ώστε η Τζένι-Μέι να πηγαινοέρχεται καθημερινά στο σχολείο, όπως και να κάνει και να διατηρεί φιλίες. Η Τζένι-Μέι έμαθε τέλεια γαλλικά και επέλεξε να τα μιλάει όταν ήταν στο χωριό, πράγμα που σήμαινε ότι λίγα μέλη της ιρλανδικής κοινότητας ήξεραν τις αληθινές της ρίζες. Η Τζένι-Μέι φρόντιζε τον κηδεμόνα της μέχρι την ημέρα που πέθανε πριν από δεκαπέντε χρόνια, και αποφάσισε να μείνει στο σπίτι που είχε γίνει και δικό της, έξω από το χωριό, ενώ κι εκείνη σπανίως ερχόταν στο χωριό. Μετά από ένα εικοσάλεπτο περάσαμε από το ξέφωτο όπου είχα συ ναντήσει την Έλενα, που επέμεινε να σταματήσου με για ένα διάλειμμα. Ήπιε νερό από το παγού ρι που είχε φέρει μαζί της και μετά το έδωσε στον Μπόμπι και σε μένα. Εγώ όμως δεν ένιωθα ού τε ζέστη ού τε δίψα παρά την καυ τή μέρα. Το μυ αλό μου ήταν συ γκεντρωμένο στην Τζένι-Μέι. Ήθελα να μη σταματήσου με, να συ νεχίσου με να περπατάμε μέχρι να φτάσου με εκεί. Δεν είχα ιδέα τι θα γινόταν μετά. «Θεού λη μου , δεν σε έχω ξαναδεί έτσι», είπε ο Μπόμπι, κοιτάζοντάς με παράξενα. «Είναι σαν να έχει σκου λήκια ο κώλος σου ». «Πάντα έτσι είναι». Η Έλενα έκλεισε τα μάτια κι έκανε αέρα στο ιδρωμένο της πρόσωπο. Βημάτιζα πάνω-κάτω πλάι στην Έλενα και τον Μπόμπι, χοροπηδού σα γύ ρω-γύ ρω, κλοτσού σα φύ λλα

και προσπαθού σα απεγνωσμένα να διοχετεύ σω την αδρεναλίνη που κυ λού σε ορμητική μέσα μου . Καθώς το άγχος του ς μεγάλωνε με κάθε δευ τερόλεπτο που περνού σαν μαζί μου , ένιωσαν επιτέλου ς αναγκασμένοι να προχωρήσου ν, πράγμα που με χαροποίησε αν και ένιωθα τύ ψεις που του ς το είχα προκαλέσει. Το επόμενο κομμάτι του ταξιδιού μας ήταν μακρύ τερο απ’ όσο νόμιζε η Έλενα. Περπατήσαμε άλλη μισή ώρα προτού δού με μια μικρή ξύ λινη καλύ βα σε ένα ξέφωτο πέρα μακριά. Καπνός έβγαινε από την καμινάδα ακολου θώντας την κατεύ θυ νση των ψηλών πεύ κων που τα ξεπερνού σε, ανεβαίνοντας εκεί που δεν μπορού σαν αυ τά, έξω και ψηλά στον ανέφελο ου ρανό. Σταματήσαμε το περπάτημα μόλις είδαμε την καλύ βα πέρα μακριά. Η Έλενα είχε κατακόκκινο πρόσωπο και ήταν ξεθεωμένη, κι εγώ ένιωσα ακόμα περισσότερες τύ ψεις που την είχα πάρει σε ένα τέτοιο ταξίδι μια τόσο ζεστή μέρα. Ο Μπόμπι κοιτού σε μάλλον απογοητευ μένος την καλύ βα, πιθανότατα επειδή ευ χόταν να έβλεπε κάτι πιο πολυ τελές από αυ τό. Εγώ, από την άλλη, ήμου ν πιο ενθου σιασμένη από ποτέ. Η θέα του ταπεινού σπιτιού μπροστά μου μου έκοψε την ανάσα. Ήταν το σπιτικό του κοριτσιού που πάντα καυ χιόταν ότι ήθελε πολλά παραπάνω, αλλά για μένα ήταν ένα όνειρο, μια τέλεια χαριτωμένη εικόνα. Όπως η Τζένι-Μέι η ίδια. Ψηλά πεύ κα έστεκαν φρου ροί στις δυ ο πλευ ρές του σπιτιού . Μπροστά ήταν ένας κηπάκος ανάμεσα στο μεγάλο ξέφωτο, με μικρού ς θάμνου ς, όμορφα λου λού δια και κάτι που από μακριά έμοιαζε με λαχανόκηπο ή βοτανόκηπο. Τα κου νού πια και οι μύ γες, όταν τα ζάλιζε ο

ήλιος, έμοιαζαν με συ μβιωτικά πλάσματα που έκοβαν κύ κλου ς στον αέρα και πετού σαν ανά σμήνη στην περιοχή. Το φως του ήλιου έλαμπε μέσα από τα δέντρα, φωτίζοντας το κεντρικό θέμα. «Δες», είπε η Έλενα δίνοντας το νερό στον Μπόμπι, την ώρα που η εξώπορτα της καλύ βας άνοιξε και από μέσα πετάχτηκε ένα κοριτσάκι με κατάξανθα μαλλιά. Το γέλιο της αντήχησε στο ξέφωτο και το μετέφερε μέχρι εμάς το ζεστό αεράκι. Το χέρι μου ανέβηκε στο στόμα. Θα πρέπει να άφησα κάποιο επιφώνημα, αν και εγώ δεν το άκου σα, επειδή ο Μπόμπι και η Έλενα γύ ρισαν αμέσως και με κοίταξαν. Δάκρυ α πλημμύ ρισαν τα μάτια μου καθώς κοιτού σα το κοριτσάκι, που δεν ήταν πάνω από πέντε χρόνων, και ήταν ίδιο και απαράλλαχτο με το κοριτσάκι με το οποίο πήγα πρώτη μέρα στο σχολείο. Μετά, μια γυ ναικεία φωνή ακού στηκε μέσα από το σπίτι και η καρδιά μου άρχισε να βροντοχτυ πάει στο στήθος μου . «Ντέιζι!» Μετά, μια αντρική φωνή: «Ντέιζι!» Η μικρού λα Ντέιζι άρχισε να τρέχει στον μπροστινό κήπο, γελώντας και κάνοντας σβού ρες. Το λεμονί της φόρεμα ανέμιζε γύ ρω της στον άνεμο. Τότε, βγήκε από την εξώπορτα ένας άντρας που άρχισε να την κυ νηγάει. Τα γέλια της έγιναν χαρού μενες κραυ γού λες. Ο άντρας έβγαζε τρομακτικές φωνές πίσω της και την πείραζε ότι θα την έπιανε, πράγμα που την έκανε να φωνάζει ακόμα πιο δυ νατά, γελαστά. Κάποτε, την έπιασε και τη στριφογύ ρισε στον αέρα ενώ το κοριτσάκι φώναζε «κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο!» Σταμάτησε όταν έμειναν και οι

δυ ο του ς ξέπνοοι και μετά την πήρε στην αγκαλιά του και τη γύ ρισε προς το σπίτι. Έξω ακριβώς από την πόρτα σταμάτησε, γύ ρισε αργά από την άλλη και μας κοίταξε. Φώναξε μέσα στο σπίτι. Ακού σαμε πάλι τη γυ ναικεία φωνή, αλλά όχι τι είπε. Ο άντρας στάθηκε εκεί και μας κοιτού σε. «Μπορώ να σας βοηθήσω;» μας φώναξε, με το χέρι στο κού τελο για να σκιάσει τα μάτια του να μην τον τυ φλώνει ο ήλιος. Η Έλενα και ο Μπόμπι με κοίταξαν. Εγώ κοίταξα αποσβολωμένη τον άντρα και το παιδί στην αγκαλιά του . «Ναι, σας ευ χαριστού με. Ψάχνου με την Τζένι-Μέι Μπάτλερ», φώναξε ευ γενικά η Έλενα. «Δεν είμαι σίγου ρη αν έχου με έρθει στο σωστό μέρος». Δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ήμαστε στο σωστό μέρος. «Ποιος την ψάχνει;» ρώτησε εκείνος ευ γενικά. «Συ γγνώμη, δεν σας βλέπω από δω». Πήγε να κάνει μερικά βήματα μπροστά. «Η Σάντι Σορτ έχει έρθει να τη δει», φώναξε η Έλενα. Αμέσως, εμφανίστηκε μια φιγού ρα στην πόρτα. Άκου σα τη βαθιά εισπνοή μου . Μακριά ξανθά μαλλιά, λεπτή και όμορφη. Ίδια αλλά μεγαλύ τερη. Στην ηλικία μου . Το παιδί μέσα της είχε χαθεί. Φορού σε φαρδύ άσπρο βαμβακερό φόρεμα και ήταν ξυ πόλητη. Κρατού σε στο χέρι μια πετσέτα που έπεσε κάτω όταν έφερε το χέρι της στο κού τελο για να σκιάσει τα μάτια της και το βλέμμα της έπεσε πάνω μου . «Σάντι;» Η φωνή ήταν μεγαλύ τερη αλλά ίδια. Ασταθής και αβέβαιη, φανέρωνε φόβο και χαρά ταυ τόχρονα.

«Τζένι-Μέι!» φώναξα εγώ, και άκου σα τον ίδιο ακριβώς τόνο στη φωνή μου . Μετά, άκου σα το λυ γμό της όταν ξεκίνησε αργά να έρχεται προς το μέρος μου και άκου σα και τον δικό μου λυ γμό όταν έκανα τα πρώτα βήματα προς αυ τήν. Και είδα τα χέρια της να ανοίγου ν κι ένιωσα και τα δικά μου να κάνου ν το ίδιο. Η απόσταση ανάμεσά μας μίκρυ νε, η ιδέα ότι την είχα μπροστά μου γινόταν πραγματικότητα. Τα δάκρυ ά της ήταν δυ νατά, και είμαι σίγου ρη πως και τα δικά μου επίσης. Κλαίγαμε σαν παιδιά ενώ προχωρού σαμε η μία προς το μέρος της άλλης, κοιτάζοντας το πρόσωπο, τα μαλλιά, το σώμα και φέρνοντας στη μνήμη θύ μησες – καλές και κακές. Και μετά, βρεθήκαμε κοντά και πέσαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης. Κλαίγαμε και αγκαλιαζόμασταν, κοιτάγαμε η μία το πρόσωπο της άλλης, σκου πίζαμε τα δάκρυ α η μία της άλλης και μετά αγκαλιαζόμασταν πάλι. Δεν θέλαμε να ξαναφήσου με η μία την άλλη από την αγκαλιά μας.

πενήντα ένα «Τζακ», είπε έκπληκτος ο αστυ νομικός Γκράχαμ Τέρνερ, «τι κάνεις εδώ πέρα; Τα αποτελέσματα του ιατροδικαστή θα κάνου ν μερικές ημέρες να βγου ν και σου υ πόσχομαι να σε πάρω να σου πω τα νέα». Ο χρόνος είχε αναλάβει πρώτος το πτώμα του Ντόναλ και δεν είχε δείξει έλεος. Δεν είχε γίνει ακόμα η επίσημη αναγνώριση, αν και ο Τζακ και η οικογένειά του ήξεραν μέσα του ς πως ήταν ο Ντόναλ. Φρέσκα και σάπια λου λού δια βρέθηκαν στον τόπο που επισκεπτόταν κάθε βδομάδα του χρόνου ο Άλαν. Το προηγού μενο βράδυ , ομολόγησε όλη την αλήθεια στην αστυ νομία αλλά είχε αρνηθεί να αποκαλύ ψει τα ονόματα των μελών της συ μμορίας που το έκαναν. Του ς επόμενου ς μήνες θα δικαζόταν και ο Τζακ χαιρόταν που δεν ζού σε η μητέρα του να δει τον άντρα που είχε μεγαλώσει να αναλαμβάνει μέρος της ευ θύ νης για τη δολοφονία του μωρού της. Αφού συ ζήτησε όλα όσα έγιναν τη νύ χτα με την οικογένειά του , ο Τζακ επέστρεψε στο Φόινς τις πρώτες

πρωινές ώρες. Η πόλη γιόρταζε ακόμα με ανεξάντλητη ενέργεια, όπως και στην έναρξη των εορτασμών του Φεστιβάλ Ιρλανδικού Καφέ. Ο Τζακ δεν έδωσε σημασία στου ς ήχου ς της μου σικής και των τραγου διών, παρά πήγε στην κρεβατοκάμαρα όπου βρήκε την Γκλόρια να κοιμάται. Κάθισε στο κρεβάτι δίπλα της και την κοίταξε. Είδε τις μακριές μαύ ρες βλεφαρίδες να αγγίζου ν την κορυ φή των ροδαλών μάγου λων. Το στόμα της ήταν λίγο ανοιχτό και οι σιγανοί ήχοι της ανάσας της έκαναν το κατάλευ κο στήθος της να ανεβοκατεβαίνει απαλά. Αυ τός ο υ πνωτιστικός ήχος, αυ τό το θέαμα, τον έκαναν να κάνει ό,τι δεν είχε κάνει έναν ολόκληρο χρόνο. Άπλωσε το χέρι του , την ακού μπησε στον ώμο και την ξύ πνησε μαλακά από τον ύ πνο της, προσκαλώντας την επιτέλου ς στον κόσμο του . Αφού πέρασαν όλη τη νύ χτα μιλώντας για το χρόνο που είχε περάσει και όλα όσα είχε μάθει την τελευ ταία βδομάδα, ο Τζακ ένιωσε εντέλει κου ρασμένος και την ακολού θησε επιτέλου ς στον ύ πνο της. «Δεν ήρθα για τον Ντόναλ», εξήγησε ο Τζακ, αφού κάθισε στο αστυ νομικό τμήμα το βράδυ της Κυ ριακής. «Πρέπει να βρού με τη Σάντι Σορτ». «Τζακ». Ο Γκράχαμ έτριψε κου ρασμένα τα μάτια του . Το γραφείο του και τα γύ ρω γραφεία ήταν μες στο χαρτομάνι και τηλέφωνα κου δού νιζαν γύ ρω του . «Τα ξανάπαμε αυ τά». «Όχι με όσες λεπτομέρειες χρειάζεται. Άκου σέ με. Μπορεί η Σάντι να επικοινώνησε με τον Άλαν κι αυ τός να πανικοβλήθηκε. Ποτέ δεν ξέρεις. Μπορεί να κανόνισαν να συ ναντηθού ν και να φοβήθηκε ότι η Σάντι πλησίαζε την αλήθεια και ίσως να έκανε κάτι. Δεν ξέρω τι. Δεν

μιλάω καν για φόνο. Ξέρω πως ο Άλαν δεν είναι ικανός για τέτοιο πράγμα», κόμπιασε, «αν και», οι κόρες των ματιών του διαστάλθηκαν από την οργή που τον πλημμύ ρισε, «μπορεί και να το έκανε, μπορεί να ήρθε σε απόγνωση και…» «Δεν το έκανε», τον διέκοψε ο Γκράχαμ. «Τα ’παμε και τα ξανάπαμε με τον Άλαν. Δεν ξέρει τίποτα γι’ αυ τήν, δεν την είχε καν ακου στά. Δεν είχε ιδέα για ποιο πράγμα του μιλού σα. Το μόνο που ήξερε ήταν ό,τι του είπες εσύ : ότι μια άγνωστη σε βοηθού σε να βρεις τον Ντόναλ. Αυ τό και τίποτε άλλο». Κοίταξε τον Τζακ κατάματα και μαλάκωσε τη φωνή του . «Σε παρακαλώ, Τζακ, παράτα το αυ τό». «Να τα παρατήσω; Όπως μου έλεγαν να κάνω όλοι όταν έψαχνα τον Ντόναλ;» Ο Γκράχαμ μετακινήθηκε νευ ρικά στη θέση του . «Ο Άλαν ήταν ο καλύτερος φίλος του Ντόναλ και για ένα χρόνο έλεγε ψέματα γι’ αυ τό που συ νέβη. Έχει ήδη μπλέξει άσχημα. Λες λοιπόν να μπει στον κόπο να μας πει τι μπορεί να έχει κάνει σε μια γυ ναίκα για την οποία δεν του καίγεται καρφί; Δεν είχα εξαρχής δίκιο για τον Άλαν;» Ο Τζακ ύ ψωσε την ένταση της φωνής του . Ο Γκράχαμ έμεινε πολλή ώρα σιωπηλός, δαγκώνοντας το ήδη φαγωμένο νύ χι του . Πήρε μια γρήγορη απόφαση. «Καλά, καλά». Έκλεισε τα κου ρασμένα μάτια του και προσπάθησε να συ γκεντρωθεί. «Θα αρχίσου με να ερευ νού με την περιοχή όπου βρέθηκε εγκαταλειμμένο το αμάξι της».

πενήντα δύο Εχω σκεφτεί αυ τή τη στιγμή με την Τζένι-Μέι πολύ και έντονα για πολλές ώρες, μέρες και νύ χτες, αλλά δεν έχω λόγια να περιγράψω το χρόνο που περάσαμε μαζί εκείνη την ημέρα. Ήταν πολύ μεγάλος για να τον περιγράψου ν λόγια. Ήταν πιο σημαντικός από τις λέξεις· είχε περισσότερο νόημα από τις λέξεις. Φύ γαμε από την καλύ βα, αφήνοντας τον Μπόμπι, την Έλενα, την Ντέιζι και τον άντρα της Τζένι-Μέι, τον Λου κ, να κου βεντιάζου ν. Είχαμε πολλά να πού με η μία στην άλλη. Το να εξηγήσω τις συ ζητήσεις μας δεν θα τιμού σε τη στιγμή επειδή μιλήσαμε για το τίποτα. Το να εξηγήσω πώς ένιωσα, βλέποντας να ζωντανεύ ει μια μεγαλύ τερη εκδοχή της όμορφης εικόνας που είχα χαραγμένη στη μνήμη μου , θα υ ποτιμού σε το μέγεθος της αγαλλίασής μου . Αγαλλίαση – δεν είναι αρκετά καλή αυ τή η λέξη. Ανακού φιση, χαρά, καθαρή έκσταση – ού τε που πλησιάζου ν καν. Την ενημέρωσα για του ς ανθρώπου ς που ήξερε κάποτε και οι οποίοι έκαναν πράγματα που δεν ενδιέφεραν

κανέναν παρά μόνο εκείνη. Μου είπε για την οικογένειά της, τη ζωή της, όλα όσα είχε κάνει από την τελευ ταία φορά που την είχα δει. Της μίλησα για μένα. Ού τε μια φορά δεν μιλήσαμε για το πώς μου φερόταν. Φαντάζει παράξενο; Εκείνη τη στιγμή, όχι. Δεν είχε σημασία. Ού τε μια φορά δεν αναφέραμε τον τόπο που ήμαστε και οι δύ ο. Φαντάζει παράξενο κι αυ τό; Μπορεί, αλλά ού τε αυ τό είχε σημασία. Δεν είχε να κάνει με το τότε ή το πού , αλλά με το τώρα. Με τού τη τη στιγμή, σήμερα. Δεν καταλάβαμε πώς πέρασαν οι ώρες, ού τε που προσέξαμε τη δύ ση του ήλιου και την ανατολή του φεγγαριού . Δεν νιώσαμε τη ζεστασιά να φεύ γει από το δέρμα μας και το βραδινό αγιάζι να το δροσίζει. Δεν νιώθαμε τίποτα, δεν ακού γαμε τίποτα, δεν βλέπαμε τίποτα παρά μόνο τις ιστορίες, του ς ήχου ς και τις εικόνες του μυ αλού μας, που γέμιζαν το μυ αλό και των δυ ο μας. Δεν σημαίνει τίποτα για του ς άλλου ς αλλά σημαίνει πάρα πολλά για μένα. Ίσως αρκεί να πω ότι ένα κομμάτι του εαυ τού μου βρήκε την ελευ θερία του εκείνο το βράδυ , όπως, το διαισθάνθηκα, έγινε και με την Τζένι-Μέι. Φυ σικά, ποτέ δεν το είπαμε αυ τό η μία στην άλλη. Αλλά το ξέραμε και οι δύ ο.

πενήντα τρία Η Έλενα μας φώναξε ότι έπρεπε να επιστρέψει στο χωριό για τη γενική πρόβα κι έτσι, όσο οι άλλοι αντάλλασσαν αποχαιρετισμού ς, η Τζένι-Μέι κι εγώ φέραμε τα κεφάλια μας κοντά και κοιτάξαμε τη φωτογραφική μηχανή που κρατού σα στο χέρι μου και χαμογελάσαμε. Τράβηξα τη φωτογραφία και την έβαλα στην τσέπη του που κάμισού μου . Η Τζένι-Μέι αρνήθηκε την πρόσκληση να δει την παράσταση, προτιμώντας να μείνει σπίτι με την οικογένειά της. Είπαμε ότι θα ξανασυ ναντιόμασταν αλλά δεν κανονίσαμε κάτι συ γκεκριμένο. Όχι επειδή υ πήρχε κάποιο άσχημο συ ναίσθημα ανάμεσά μας, αλλά επειδή ένιωθα πως τα είχαμε πει όλα ― ή αν δεν τα είχαμε πει, του λάχιστον τα είχαμε καταλάβει, και μάλλον κι εκείνη το ίδιο ένιωθε. Μου αρκού σε που ήξερα ότι ήταν εκεί, και μάλλον το ίδιο της αρκού σε κι εκείνης, ότι ήμου ν κι εγώ εκεί. Μερικές φορές αυ τό είναι το μόνο που χρειάζονται οι άνθρωποι. Να ξέρου ν. Δανειστήκαμε ένα φακό από την Τζένι-Μέι, καθώς ο

ήλιος κρυ βόταν πίσω από τα δέντρα, λού ζοντάς μας στο μπλε φως. Η Έλενα μπήκε οδηγός στο δρόμο της επιστροφής για το χωριό. Εντέλει διέκρινα τα φώτα πέρα μακριά. Νιώθοντας παραζαλισμένη από την ευ τυ χία, έβγαλα τις φωτογραφίες από την τσέπη μου για να τις κοιτάξω άλλη μια φορά ενώ περπατού σα. Έβγαλα δύ ο και ψαχού λεψα να βρω την τρίτη. Είχε χαθεί. «Όχι», βόγκησα και κοντοστάθηκα. Κοίταξα αμέσως το έδαφος. «Τι τρέχει;» Ο Μπόμπι κοντοστάθηκε κι εκείνος και φώναξε στην Έλενα να σταματήσει. «Χάθηκε η φωτογραφία που έβγαλα με την Τζένι-Μέι». Γύ ρισα μπρος-πίσω και άρχισα να βαδίζω προς τα εκεί απ’ όπου είχαμε έρθει. «Στάσου , Σάντι». Ο Μπόμπι με ακολού θησε, κοιτάζοντας το χώμα. «Περπατάμε σχεδόν μία ώρα. Μπορεί να είναι οπου δήποτε. Δεν γίνεται, πρέπει να γυ ρίσου με στο δημοτικό κέντρο για την παράσταση· έχου με ήδη αργήσει. Μπορείς να τραβήξεις άλλη φωτογραφία μαζί της αύ ριο που θα έχει φως». «Όχι, δεν μπορώ», μου ρμού ρισα, πασχίζοντας να διακρίνω το έδαφος στο νυ χτερινό φως. Η Έλενα που δεν είχε πει λέξη ακόμα, ήρθε μπροστά. «Σου έπεσε;» Τα λόγια της με έκαναν να σταματήσω και να την κοιτάξω. Το πρόσωπό της ήταν σοβαρό, ο τόνος της αυ στηρός. «Φαντάζομαι πως ναι. Αμφιβάλλω αν θα μπορού σε να πηδήσει και να το βάλει μόνη της στα πόδια». «Ξέρεις τι εννοώ».

«Όχι, σίγου ρα μου έπεσε. Η τσέπη μου είναι ανοιχτή, βλέπεις;» Του ς έδειξα τη ρηχή τσέπη. «Γιατί δεν προχωράτε μπροστά εσείς οι δύ ο κι εγώ θα ψάξω εδώ γύ ρω για λίγη ώρα». Με κοίταξαν αβέβαιοι. «Δεν είμαστε ού τε πέντε λεπτά από το χωριό. Βλέπω το δρόμο του γυ ρισμού τόσο κοντά που είμαστε», χαμογέλασα. «Αλήθεια λέω, θα είμαι μια χαρά. Πρέπει να βρω τη φωτογραφία και μετά θα έρθω κατευ θείαν στο δημοτικό κέντρο να δω την παράσταση. Το υ πόσχομαι». Η Έλενα με κοιτού σε παράξενα, προφανώς διχασμένη ανάμεσα στο να με βοηθήσει και στο να βοηθήσει του ς ηθοποιού ς να ετοιμαστού ν για τη γενική του ς πρόβα. «Δεν σε αφήνω μόνη σου », είπε ο Μπόμπι. «Να, Σάντι, πάρε εσύ το φακό. Εγώ και ο Μπόμπι βλέπου με να περπατήσου με από δω. Το ξέρω πως είναι σημαντικό για σένα να τη βρεις». Μου έδωσε το φακό και μου φάνηκε πως είδα δάκρυ α στα μάτια της. «Έλενα, σταμάτα να ανησυ χείς!» γέλασα. «Θα είμαι μια χαρά». «Το ξέρω, γλυ κιά μου ». Έσκυ ψε και, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγου λο και μια γρήγορη σφιχτή αγκαλιά. «Να προσέχεις». Ο Μπόμπι μου χαμογέλασε πάνω από τον ώμο της Έλενας. «Δεν θα πεθάνει, ξέρεις, Έλενα». Η Έλενα του έριξε μια παιχνιδιάρικη καρπαζιά στο κεφάλι. «Έλα μαζί μου . Θέλω να φέρεις όλα τα κοστού μια από το μαγαζί όσο γίνεται πιο γρήγορα, Μπόμπι! Μου υ ποσχέθηκες ότι θα τα είχα χθες!» «Ναι, αλλά αυ τό ήταν προτού καλέσετε τον Ντέιβιντ

Κόπερφιλντ από δω στο δημοτικό κέντρο!» υ περασπίστηκε με παιχνιδιάρικη διάθεση τον εαυ τό του . Η Έλενα του έριξε ένα αγριωπό βλέμμα. «Καλά, καλά!» Απομακρύ νθηκε από κοντά της. «Ελπίζω να το βρεις, Σάντι». Μου ’κλεισε το μάτι προτού ακολου θήσει την Έλενα στο μονοπάτι. Του ς άκου γα να γκρινιάζου ν και να πειράζου ν ο ένας τον άλλο για λίγο ώσπου ο ήχος της φωνής του ς χάθηκε όταν μπήκαν στο χωριό. Γύ ρισα από την άλλη και αμέσως άρχισα να ψάχνω το έδαφος. Θυ μόμου ν λίγο-πολύ το δρόμο απ’ όπου είχαμε έρθει. Έμοιαζε μονοκόμματος δρόμος, σπάνια χρειάστηκε να διαλέξου με ανάμεσα από παράδρομου ς, κι έτσι, με τα μάτια καρφωμένα στο χώμα, πήγα βαθύ τερα στο δάσος. Η Έλενα και ο Μπόμπι έτρεχαν και δεν έφταναν στα παρασκήνια. Έκαναν επιδιορθώσεις της τελευ ταίας στιγμής σε κοστού μια και έραβαν σκισίματα, πρόβαραν ατάκες με αγχωμένα μέλη του θιάσου , κι έλεγαν τα τελευ ταία ενθαρρυ ντικά λόγια στο πανικόβλητο συ νεργείο. Η Έλενα έτρεξε έξω στη θέση της στην πλατεία στο πλευ ρό του Τζόζεφ πριν ξεκινήσει η παράσταση και χαλάρωσε επιτέλου ς για πρώτη φορά την τελευ ταία ώρα. «Δεν είναι μαζί σου η Σάντι;» ρώτησε ο Τζόζεφ και κοίταξε τριγύ ρω. «Όχι», είπε η Έλενα, κοιτάζοντας ίσια μπροστά, αποφεύ γοντας να κοιτάξει τον άντρα της. «Έμεινε πίσω στο δάσος». Ο Τζόζεφ έπιασε το χέρι της γυ ναίκας του και της

ψιθύ ρισε: «Στις ακτές της Κένυ ας απ’ όπου κατάγομαι, υ πάρχει ένα δάσος που ονομάζεται δάσος Αραμπού κοΣοκόκε». «Ναι, μου το έχεις ξαναπεί», είπε η Έλενα. «Εκεί υ πάρχου ν κιπεπέο κορίτσια, εκτροφείς πεταλού δων που βοηθού ν στη συ ντήρηση του δάσου ς». Η Έλενα τον κοίταξε μαθαίνοντας επιτέλου ς τη σημασία που είχε το παρατσού κλι. Της χαμογέλασε. «Είναι γνωστές ως φύ λακες του δάσου ς». «Έμεινε στο δάσος να βρει μια φωτογραφία της μαζί με την Τζένι-Μέι. Νομίζει πως της έπεσε». Τα μάτια της Έλενας άρχισαν να πλημμυ ρίζου ν δάκρυ α και ο Τζόζεφ της ζού ληξε το χέρι. Η αυ λαία στη σκηνή άνοιξε.

Κάπου -κάπου μου φαινόταν σαν να έβλεπα το άσπρο της φωτογραφίας να αστράφτει στο φεγγαρόφωτο και τότε έβγαινα από το μονοπάτι κι έψαχνα ανάμεσα στα χόρτα και τα χαμόκλαδα, διώχνοντας μικρά που λιά κι άλλα πλάσματα με το φακό μου . Μετά από ένα μισάωρο ήμου ν σίγου ρη ότι έπρεπε να είχα φτάσει στο πρώτο ξέφωτο. Φώτισα με το φακό γύ ρω μου , αναζητώντας κάτι γνώριμο αλλά είδα μόνο δέντρα, δέντρα κι άλλα δέντρα. Από την άλλη όμως, περπατού σα πολύ πιο αργά, κι έτσι θα μου έπαιρνε περισσότερο χρόνο να φτάσω εκεί. Αποφάσισα να συ νεχίσω να προχωράω προς την ίδια κατεύ θυ νση. Είχε πέσει σκοτάδι τώρα και γύ ρω μου κου κου βάγιες έκρωζαν, πλάσματα κινού νταν στο φυ σικό του ς

περιβάλλον και τρόμαζαν που με έβρισκαν εκεί όπου δεν ανήκα. Δεν σχεδίαζα να μείνω περισσότερη ώρα εκεί. Έτρεμα καθώς η νυ χτερινή δροσιά έδινε τη θέση της στο κρύ ο. Φώτισα με το φακό ίσια μπροστά και αποφάσισα ότι η φωτογραφία μου είχε πέσει πιο κοντά στο σπίτι της Τζένι-Μέι απ’ όσο πίστευ α αρχικά.

«Πού βρίσκομαι;» Η Όρλα Κιν βγήκε στη σκηνή ως Ντόροθι Γκέιλ και κοίταξε τριγύ ρω την αίθου σα του δημοτικού κέντρου που εκείνη τη νύ χτα είχε μεταμορφωθεί σε μεγαλόπρεπο θέατρο. Εκατοντάδες πρόσωπα την κοίταξαν κι εκείνα. «Ποιος είναι τού τος ο παράξενος τόπος;»

Ένα μισάωρο μετά, ιδρωμένη, λαχανιασμένη και ζαλισμένη από το τρέξιμο προς διαφορετικές κατευ θύ νσεις, αναγνώρισα το πρώτο ξέφωτο μπροστά μου . Σταμάτησα να τρέχω κι έγειρα να κρατηθώ από ένα δέντρο, να στηριχτώ και να βρω την ανάσα μου . Άφησα ένα στεναγμό ανακού φισης και συ νειδητοποίησα ξαφνιασμένη ότι φοβόμου ν περισσότερο μη χαθώ απ’ όσο νόμιζα.

«Χρειάζομαι μια καρδιά», τραγού δησε ο Ντέρεκ. «Χρειάζομαι έναν εγκέφαλο», ανήγγειλε θεατρινίστικα ο Μπέρναρντ. «Κι εγώ χρειάζομαι θάρρος», είπε ο Μάρκου ς με τη σιγανή βαριεστημένη φωνή του . Το κοινό

γέλασε όταν όλοι, μαζί και η Ντόροθι, έκαναν την έξοδό του ς από τα δεξιά, χοροπηδώντας πιασμένοι από το μπράτσο.

Στο ξέφωτο είχε περισσότερο φως, καθώς το φεγγάρι έφεγγε απευ θείας, χωρίς τα δέντρα να λειτου ργού ν σαν ασπίδες. Το έδαφος του ξέφωτου ήταν μπλε και στο κέντρο έβλεπα να γυ αλίζει ένα μικρό άσπρο τετράγωνο χαρτί. Παρά την κού ραση και τον πόνο στο στήθος μου , άρχισα να τρέχω προς τη φωτογραφία. Ήξερα πως είχα μείνει έξω περισσότερο απ’ όσο σκόπευ α και πως είχα υ ποσχεθεί στην Έλενα ότι θα ήμου ν στο πλευ ρό της. Ανάμεικτα συ ναισθήματα με πλημμύ ρισαν καθώς ένιωθα μεγάλη πίεση να βρω τη φωτογραφία αλλά και να σταθώ στο πλευ ρό της Έλενας και των καινού ριων μου φίλων. Έτσι, δεν ήμου ν συ γκεντρωμένη όταν έτρεξα βλακωδώς όσο πιο γρήγορα μπορού σα φορώντας τα τακού νια της Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ. Προσγειώθηκα άγαρμπα πάνω σε ένα βράχο κι ένιωσα τον αστράγαλό μου να γυ ρίζει. Ο πόνος διαπέρασε σαν σου βλιά το πόδι μου κι έχασα την ισορροπία μου . Το έδαφος υ ψώθηκε γρήγορα να με συ ναντήσει προτού προλάβω να κάνω το παραμικρό για να το σταματήσω...

«Θες να πεις ότι εξαρχής είχα μέσα μου τη δύ ναμη να γυ ρίσω πίσω;» είπε όλο αθωότητα η Όρλα Κιν. Το κοινό γέλασε. «Ναι, Ντόροθι», είπε με σιγανή, ως συ νήθως, φωνή η

Κάρολ Ντέμπσι που ήταν ντυ μένη καλή μάγισσα Γκλίντα. «Απλώς χτύ πα τα τακού νια σου και πες τα λόγια». Η Έλενα έσφιξε περισσότερο το χέρι του Τζόζεφ και αυ τός ζού ληξε το δικό της. Η Όρλα Κιν έκλεισε τα μάτια και άρχισε να χτυ πάει τα τακού νια. «Σαν στο σπίτι που θενά», είπε καλώντας όλο τον κόσμο να επαναλάβει το μάντρα της. «Σαν στο σπίτι που θενά». Ο Τζόζεφ κοίταξε τη γυ ναίκα του και είδε ένα δάκρυ να κυ λάει στο πρόσωπό της. Σήκωσε τον αντίχειρά του για να το σταματήσει προτού τρέξει από το σαγόνι της. «Πάει η κιπεπέο μας, πέταξε». Η Έλενα έγνεψε κι άλλο ένα δάκρυ κύ λησε.

Ένιωσα να χάνω τον κόσμο κάτω από τα πόδια μου και το κεφάλι μου χτύ πησε δυ νατά πάνω σε κάτι σκληρό. Ένιωσα τον πόνο να μου ρίχνει μια σου βλιά στη ραχοκοκαλιά κι όλα μαύ ρισαν.

Πάνω στη σκηνή, η Όρλα Κιν χτύ πησε για τελευ ταία φορά τα κατακόκκινα παπού τσια της προτού εξαφανιστεί μέσα σε ένα σύ ννεφο καπνού από τα πυ ροτεχνήματα του Μπόμπι. «Σαν στο σπίτι που θενά».

πενήντα τέσσερα «Δεν νομίζω πως βρίσκεται εδώ». Ο Γκράχαμ προχώρησε προς το μέρος του Τζακ στη δασωμένη περιοχή του Γκλιν. Πέρα μακριά, πυ ροτεχνήματα έσκαγαν πάνω από το Φόινς καθώς το χωριό γιόρταζε τις τελευ ταίες στιγμές του Φεστιβάλ Ιρλανδικού Καφέ. Σταμάτησαν και οι δύ ο και κοίταξαν ψηλά. «Έχω μια αίσθηση ότι μπορεί και να ’χεις δίκιο», παραδέχτηκε τελικά ο Τζακ. Τις τελευ ταίες ώρες έψαχναν τον τόπο όπου είχε εγκαταλείψει το αυ τοκίνητό της η Σάντι, και παρά το γεγονός ότι στα μισά της έρευ νας έπεσε σκοτάδι, ο Τζακ επέμεινε να συ νεχίσου ν. Οι συ νθήκες έρευ νας δεν ήταν ιδανικές και έβλεπε του ς άλλου ς να κοιτάζου ν τα ρολόγια του ς. «Σ’ ευ χαριστώ που με άφησες του λάχιστον να δοκιμάσω», είπε ο Τζακ, καθώς περπατού σαν στο δρομάκι που οδηγού σε στο αυ τοκίνητο. Ξαφνικά, ακού στηκε ένας δυ νατός κρότος· σαν να είχε πέσει δέντρο. Ένας γδού πος και μια γυ ναικεία κραυ γή. Οι δύ ο άντρες πάγωσαν και κοιτάχτηκαν.

«Από πού ακού στηκε αυ τό;» ρώτησε ο Γκράχαμ και άρχισε να γυ ρίζει γύ ρω-γύ ρω και να φέγγει το φακό του προς κάθε κατεύ θυ νση. Άκου σαν βογκητό από πιο πάνω προς τα αριστερά και όσοι συ μμετείχαν στην ομάδα έτρεξαν αμέσως προς τα κει. Ο φακός του Τζακ έφεξε πάνω στη Σάντι, που κειτόταν ανάσκελα. Το πόδι της φαινόταν εξαρθρωμένο ενώ από το χέρι της έτρεχε αίμα που της λέκιαζε τα ρού χα. «Ω, Θεέ μου !» Ο Τζακ έτρεξε μπροστά και γονάτισε πλάι της. «Εδώ είναι!» φώναξε στου ς άλλου ς που έτρεξαν όλοι προς τα κει και μαζεύ τηκαν γύ ρω της. «Εντάξει, κάντε πίσω, κάντε της χώρο». Ο Γκράχαμ ειδοποίησε ασθενοφόρο με τον ασύ ρματο. «Δεν θέλω να τη μετακινήσετε. Αιμορραγεί πολύ από το κεφάλι και φαίνεται πως έχει σπάσει και το πόδι. Ω Θεέ μου , Σάντι, μίλα μου ». Τα μάτια της πετάρισαν και άνοιξαν. «Ποιος είσαι;» «Ο Τζακ Ρατλ», είπε, ανακου φισμένος που την είδε να ανοίγει τα μάτια της. «Κάν’ την να σου μιλάει, Τζακ», είπε ο Γκράχαμ. «Ο Τζακ;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. «Χάθηκες κι εσύ ;» «Τι; Όχι», συ νοφρυ ώθηκε. «Όχι, δεν χάθηκα». Κοίταξε ανήσυ χος τον Γκράχαμ. Αυ τός του έκανε νεύ ματα να την κάνει να συ νεχίσει να του μιλάει. «Πού βρίσκομαι;» ρώτησε σαστισμένη και κοίταξε ολόγυ ρα. Προσπάθησε να μετακινήσει το κεφάλι της κι έβγαλε μια φωνή πόνου . «Μην κου νιέσαι. Έρχεται ασθενοφόρο. Είσαι στο Γκλιν, στο Λίμερικ».

«Στο Γκλιν;» επανέλαβε. «Ναι, δεν θυ μάσαι; Υποτίθεται ότι θα συ ναντιόμασταν εδώ την περασμένη βδομάδα». «Γύ ρισα πίσω;» Τα μάτια της γέμισαν δάκρυ α, που κύ λησαν γρήγορα πάνω στο λασπωμένο της πρόσωπο. «Ο Ντόναλ», είπε άξαφνα, σταματώντας τα δάκρυ α, «ο Ντόναλ δεν ήταν εκεί». «Ο Ντόναλ δεν ήταν πού ;» «Πήγα σε ένα μέρος, Τζακ. Ω, Θεέ μου , στο μέρος όπου πάνε όλοι οι εξαφανισμένοι. Η Έλενα, ο Μπόμπι, ο Τζόζεφ, η Τζένι-Μέι, ω Θεέ μου , η παράσταση της Έλενας – χάνω την παράστασή της». Τα δάκρυ α κυ λού σαν γρήγορα πια. «Πρέπει να σηκωθώ», προσπάθησε να κου νηθεί. «Πρέπει να πάω στη γενική πρόβα». «Πρέπει να περιμένεις να έρθει το ασθενοφόρο, Σάντι. Μην κου νιέσαι». Κοίταξε πάλι τον Γκράχαμ. «Έχει πέσει σε παραλήρημα. Πού στο διάολο είναι το ασθενοφόρο;» Ο Γκράχαμ κάλεσε πάλι με τον ασύ ρματο. «Έρχεται». «Ποιος σου το έκανε αυ τό, Σάντι; Πες μου ποιος σου το έκανε αυ τό και θα τον τσακώσου με, σου το υ πόσχομαι». «Κανείς». Φαινόταν συ γχυ σμένη. «Έπεσα. Σου είπα, ήμου ν στο μέρος… πού είναι η φωτογραφία μου ; Έχασα μια φωτογραφία. Ω, Τζακ, πρέπει να σου πω κάτι», είπε μαλακά. «Πρόκειται για τον Ντόναλ». «Για συ νέχισε», την παρότρυ νε. «Δεν ήταν εκεί. Δεν ήταν στο… μέρος με όλου ς του ς άλλου ς. Δεν έχει εξαφανιστεί». «Το ξέρω», είπε θλιμμένα ο Τζακ. «Τον βρήκαμε

σήμερα το πρωί». «Λυ πάμαι πάρα πολύ ». «Πώς το ήξερες;» «Δεν ήταν εκεί, μαζί με όλου ς του ς εξαφανισμένου ς», ψέλλισε και τα μάτια της πετάρισαν κι έκλεισαν. «Μείνε μαζί μου , Σάντι», είπε ο Τζακ με επιτακτική φωνή.

Τα μάτια μου άνοιξαν και αντίκρισα ένα εκτυ φλωτικό λευ κό. Ένιωσα τα βλέφαρά μου βαριά. Κοίταξα γύ ρω μου αλλά πονού σα και μόνο που κου νού σα τα μάτια. Το κεφάλι μου σφυ ροκοπού σε. Βόγκησα. «Καρδού λα μου …» Το πρόσωπο της μαμάς μου ξεπρόβαλε από πάνω μου . «Μαμά». Έβαλα τα κλάματα και η μαμά μου άπλωσε τα χέρια και με έκλεισε στην αγκαλιά της. «Ησύ χασε, καρδού λα μου , ησύ χασε τώρα», είπε καθησυ χαστικά, χαϊδεύ οντας τα μαλλιά μου . «Μου έλειψες τόσο πολύ », είπα κλαίγοντας στον ώμο της, χωρίς να δίνω σημασία στον πόνο που μου σφυ ροκοπού σε το υ πόλοιπο κορμί. Το χάδι της σταμάτησε όταν το είπα αυ τό, καθώς το σοκ από τα λόγια μου την έκανε να κοκαλώσει, αλλά αμέσως μετά ξανάρχισε δειλά-δειλά να με χαϊδεύ ει. Ένιωσα τον μπαμπά να με φιλάει στην κορυ φή του κεφαλιού . «Μου έλειψες, μπαμπά», συ νέχισα το κλάμα. «Κι εμάς μας έλειψες, αγάπη μου ». Η φωνή του έτρεμε όταν μίλησε.

«Βρήκα το μέρος», είπα με έξαψη, ενώ οι ήχοι και οι εικόνες του κόσμου γύ ρω μου έρχονταν θολά και συ γκεχυ μένα. Η φωνή μου ήταν πνιχτή. «Βρήκα το μέρος όπου πάνε όλα τα χαμένα πράγματα». «Ναι, καρδού λα μου , μας το είπε ο Τζακ», είπε η μαμά με ανήσυ χη φωνή. «Όχι, δεν τρελάθηκα, δεν το φαντάστηκα. Πήγα πραγματικά εκεί». «Ναι», με ησύ χασε, «πρέπει να ξεκου ραστείς, καρδού λα μου ». «Οι φωτογραφίες είναι την τσέπη του που κάμισου », εξήγησα, προσπαθώντας να εξηγήσω με σαφήνεια όλες τις λεπτομέρειες, αλλά τις ένιωθα μπερδεμένες στο κεφάλι μου . «Δεν είναι δικό μου το που κάμισο, είναι της Μπάρμπαρα Λάνγκλεϊ από το Οχάιο. Το βρήκα. Τις έβαλα στην τσέπη μου ». «Οι αστυ νομικοί δεν βρήκαν τίποτα, γλυ κιά μου », είπε σιγανά ο μπαμπάς, καθώς δεν ήθελε να ακού σει κανείς άλλος. «Δεν υ πάρχου ν φωτογραφίες». «Θα πρέπει να έπεσαν», ψέλλισα, αλλά κου ράστηκα να προσπαθώ να το εξηγήσω. «Είναι ο Γκρέγκορι εδώ;» ρώτησα. «Όχι, να του τηλεφωνήσου με;» ρώτησε με έξαψη η μαμά μου . «Εγώ ήθελα να του τηλεφωνήσω αλλά δεν με άφησε ο Χάρολντ». «Τηλεφώνησέ του », ήταν το τελευ ταίο πράγμα που θυ μάμαι να είπα.

Ξύ πνησα στο παιδικό μου δωμάτιο και αντίκρισα την ίδια

λου λου δάτη ταπετσαρία που ήμου ν αναγκασμένη να κοιτάζω σε όλη μου την εφηβεία. Τότε τη σιχαινόμου ν, δεν έβλεπα την ώρα να μην την ξαναδώ ποτέ στα μάτια μου , αλλά τώρα μου χάριζε μια παράξενη αίσθηση γαλήνης. Χαμογέλασα, ευ τυ χισμένη για πρώτη φορά στη ζωή μου που ήμου ν σπίτι. Δεν υ πήρχε τσάντα πλάι στην πόρτα, καμία κλειστοφοβική αίσθηση ή φόβος μη χάσω κάτι. Ήμου ν τρεις ημέρες σπίτι, αναπλήρωνα ώρες ύ πνου και ξεκού ραζα το τραυ ματισμένο και ξεθεωμένο κορμί μου . Είχα σπάσει το πόδι, είχα γυ ρίσει τον αστράγαλο και είχα δέκα ράμματα στο κεφάλι, αλλά ήμου ν σπίτι και ευ τυ χισμένη. Σκεφτόμου ν συ χνά την Έλενα, τον Μπόμπι, τον Τζόζεφ και τη Γου άντα, κι ένιωθα τη λαχτάρα να βρεθώ δίπλα του ς αλλά ήξερα ότι θα καταλάβαιναν τι είχε συ μβεί, ενώ αναρωτιόμου ν μήπως το είχαν καταλάβει εξαρχής. Ακού στηκε ένα χτύ πημα στην πόρτα. «Περάστε», φώναξα. Ο Γκρέγκορι έβαλε το κεφάλι του από την πόρτα και μετά μπήκε με ένα δίσκο φαγητό στα χέρια. Βόγκησα. «Όχι άλλο φαγητό. Νομίζω πως όλοι προσπαθείτε να με παχύ νετε». «Προσπαθού με να σε ξανακάνου με καλά», είπε σοβαρός-σοβαρός, και άφησε το δίσκο πάνω στο κρεβάτι. «Η κυ ρία Μπάτλερ σου έφερε λου λού δια». «Πολύ γλυ κό εκ μέρου ς της», είπα απαλά. «Ακόμα νομίζεις πως είμαι τρελή;» ρώτησα. Του είχα πει πού ήμου ν αμέσως μόλις ένιωσα αρκετά καλά και σε θέση να του εξηγήσω όπως έπρεπε. Επίσης, οι γονείς μου του ζήτησαν προφανώς να μου μιλήσει γι’

αυ τό καθώς ήταν το νού μερο ένα θέμα της προ ημερησίας διατάξεως συ ζήτησης, αν και φρόντισε να μην παίρνει ρόλο ψυ χοθεραπευ τή. Όχι πια. Αλλιώς ήταν τότε, αλλιώς ήταν τώρα. Απέφυ γε να απαντήσει. «Μίλησα με τον Τζακ Ρατλ σήμερα». «Ωραία. Ελπίζω να του ζήτησες συ γγνώμη». «Φυ σικά και ζήτησα συ γγνώμη». «Ωραία», επανέλαβα, «επειδή αν δεν ήταν εκείνος θα ήμου ν κυ ριολεκτικά πεταμένη κάπου σε ένα χαντάκι. Ο ίδιος μου ο φίλος δεν νοιάστηκε αρκετά ώστε να πάρει μέρος στην ομάδα ερευ νών», είπα φου ρκισμένη. «Αν έπαιρνα μέρος σε ομάδες ερευ νών κάθε φορά που εξαφανιζόσου ν…» άφησε τη φράση του μισοτελειωμένη. Το είχε πει σαν αστείο, αλλά άλλαξε όλη τη διάθεση. «Του λάχιστον, δεν πρόκειται να ξανασυ μβεί». Δεν φάνηκε να πείθεται. «Λόγω τιμής, Γκρέγκορι. Βρήκα αυ τό που έψαχνα». Άπλωσα το χέρι και τον άγγιξα στο μάγου λο. Μου χαμογέλασε, αλλά ήμου ν σίγου ρη ότι θα του έπαιρνε χρόνο μέχρι να με πιστέψει πραγματικά. Τις τελευ ταίες ημέρες, μέχρι κι εγώ η ίδια αναρωτιόμου ν αν με πίστευ α. «Τι είπε ο Τζακ στο τηλέφωνο;» «Ότι γύ ρισε πίσω στο μέρος όπου σε βρήκε για να ψάξει για τη φωτογραφία που έλεγες αλλά δεν βρήκε τίποτα». «Με θεωρεί τρελή;» «Πιθανότατα, αλλά δεν παύ ει να σε αγαπάει επειδή είναι πεπεισμένος ότι εσύ και η μαμά σου τον βοηθήσατε

να βρει τον αδελφό του ». «Είναι γλύ κας. Αν δεν ήταν εκείνος...» επανέλαβα και άφησα τη φράση μου μισοτελειωμένη, μόνο και μόνο για να εκνευ ρίσω τον Γκρέγκορι. «Αν δεν είχες ήδη σπασμένο πόδι, θα σου το έσπαγα εγώ», είπε απειλητικά, αλλά μετά σοβάρεψε πάλι. «Ξέρεις ότι η μαμά σου δέχτηκε τηλεφώνημα από του ς Σιν; Την οικογένεια που αγόρασε το σπίτι του παππού και της γιαγιάς σου πριν τόσα χρόνια;» «Ναι». Αφαίρεσα την κόρα από μια φέτα φρυ γανισμένο ψωμί και την έβαλα στο στόμα μου . «Το βρήκα παράξενο. Δεν το πιστεύ ω ότι της τηλεφώνησαν για να της που ν ότι θα μετακομίσου ν». Ο Γκρέγκορι καθάρισε το λαιμό του . «Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι αυ τός ο λόγος που τηλεφώνησαν· αυ τή την ιστορία τη σκαρφίστηκε ο μπαμπάς σου ». «Τι; Γιατί;» Άφησα κάτω το ψωμί· δεν πεινού σα πια. «Δεν ήθελε να σε ανησυ χήσει». «Πες μου , Γκρέγκορι». «Κοίτα, οι γονείς σου μπορεί να μη συ μφωνού ν μαζί μου αλλά εγώ πιστεύ ω ότι είναι σημαντικό να μάθεις ότι στην πραγματικότητα τηλεφώνησαν για να που ν ότι βρήκαν ένα αρκου δάκι που σου ανήκει. Κάποιον κύ ριο Πομπς, που ήταν πεσμένος κάτω από το κρεβάτι στο εφεδρικό δωμάτιο, και είχε το όνομά σου τυ πωμένο πάνω στις ριγέ πιτζάμες του ». Άφησα μια πνιχτή κραυ γή. «Όλα εμφανίζονται πάλι». «Το θεώρησαν ιδιαίτερα ασυ νήθιστο επειδή χρησιμοποιού σαν το δωμάτιο σαν αποθήκη για κάμποσα χρόνια και μόλις τον προηγού μενο μήνα το μετέτρεψαν

σε κρεβατοκάμαρα. Ποτέ πριν, δεν είχαν προσέξει το αρκου δάκι». «Γιατί δεν μου το είπε κανείς;» «Οι γονείς σου δεν ήθελαν να σε αναστατώσου ν πάλι, τη στιγμή που μιλού σες γι’ αυ τόν το χαμένο τόπο και…» «Δεν είναι χαμένος τόπος, είναι ο τόπος όπου πάνε οι χαμένοι άνθρωποι και τα χαμένα πράγματα», είπα θυ μωμένη, συ νειδητοποιώντας για άλλη μια φορά πόσο ανόητο ακου γόταν αυ τό. «Καλά, καλά, ηρέμησε». Πέρασε τα δάχτυ λα μέσα από τα μαλλιά του και στήριξε του ς αγκώνες στα γόνατα. «Τι τρέχει;» «Τίποτα». «Γκρέγκορι, καταλαβαίνω πότε σε απασχολεί κάτι. Πες μου ». «Κοίτα», έτριψε τις παλάμες του τη μία με την άλλη, «μετά το τηλεφώνημά του ς σκέφτηκα πιο προσεκτικά τη… θεωρία σου ». Σήκωσα τα μάτια ψηλά, εκνευ ρισμένη. «Τι είδου ς διαταραχή πιστεύ εις πως έχω τώρα;» «Άσε με να ολοκληρώσω», δυ νάμωσε την ένταση της φωνής του , και μια θυ μωμένη σιωπή έπεσε ανάμεσά μας. Μετά από λίγο μίλησε πάλι. «Όταν άδειασα τη βαλίτσα του νοσοκομείου , βρήκα αυ τό στην τσέπη του που κάμισου ». Κράτησα την ανάσα μου όταν τον είδα να βγάζει κάτι από την επάνω τσέπη του . Τη φωτογραφία μου με την Τζένι-Μέι. Του την πήρα από τα χέρια σαν να ήταν το πιο εύ θραυ στο πράγμα στον κόσμο. Δέντρα πλαισίωναν τη

φωτογραφία. «Με πιστεύ εις τώρα;» ψιθύ ρισα, περνώντας τα δάχτυ λά μου πάνω από το πρόσωπό της. Ανασήκωσε του ς ώμου ς του . «Ξέρεις πώς λειτου ργεί το μυ αλό μου , Σάντι. Για μένα, τέτοιου είδου ς σκέψεις είναι παραλογισμός». Τον κοίταξα θυ μωμένη. «Αλλά», είπε σταθερά προτού προλάβω να αρπαχτώ, «πολύ δύ σκολα εξηγείται όλο αυ τό». «Αυ τό μου αρκεί για την ώρα», υ ποχώρησα, και έσφιξα τη φωτογραφία πάνω μου . «Είμαι σίγου ρος ότι η κυ ρία Μπάτλερ θα ήθελε να τη δει», είπε. «Λες;» Δεν ήμου ν σίγου ρη. Το σκέφτηκε. «Νομίζω πως είναι η μόνη στην οποία μπορείς να τη δείξεις. Νομίζω πως είναι η μόνη στην οποία πρέπει να τη δείξεις». «Μα πώς να της εξηγήσω;» Με κοίταξε, άνοιξε τα χέρια και ανασήκωσε του ς ώμου ς. «Αυ τή τη φορά, εσύ έχεις την απάντηση».

πενήντα πέντε Μερικές φορές, άνθρωποι χάνονται μπροστά στα μάτια μας. Μερικές φορές, κάποιος σε ανακαλύ πτει ξαφνικά, παρότι σε κοίταζε όλη την ώρα. Μερικές φορές, παύ ου με να βλέπου με τον εαυ τό μας, επειδή δεν του δείχνου με αρκετή προσοχή. Μέρες μετά, όταν ένιωθα πως ήμου ν αρκετά καλά για να βγω έξω με τις πατερίτσες μου , διέσχισα κού τσακού τσα το δρόμο κάτω από το βλέμμα του Γκρέγκορι και των γονιών μου , και πήγα στο σπίτι της κυ ρίας Μπάτλερ με τη φωτογραφία της κόρης της στην τσέπη μου . Η λάμπα της βεράντας σε σχήμα φαναριού έριχνε μια ζεστή πορτοκαλί λάμψη πάνω από την πόρτα και με τράβηξε να πάω κοντά, σαν πεταλού δα στη φλόγα. Πήρα βαθιά ανάσα και χτύ πησα την πόρτα, νιώθοντας πάλι μια αίσθηση ευ θύ νης και γνωρίζοντας πως αυ τή τη στιγμή περίμενα μια ολόκληρη ζωή. Όλοι χανόμαστε μια στις τόσες, κάποιες φορές από επιλογή, άλλες λόγω παρου σίας δυ νάμεων που δεν ελέγχου με. Όταν μάθου με αυ τό που η ψυ χή μας διψάει

να μάθει, τότε ο δρόμος παρου σιάζεται από μόνος του . Μερικές φορές βλέπου με το δρόμο για να ξεφύ γου με, αλλά παρ’ όλα αυ τά εμείς μπαίνου με όλο και πιο βαθιά· ο φόβος, ο θυ μός ή η θλίψη δεν μας αφήνου ν να επιστρέψου με. Μερικές φορές το προτιμάμε να είμαστε χαμένοι και να περιπλανιόμαστε, μερικές φορές είναι ευ κολότερα έτσι. Μερικές φορές βρίσκου με το δρόμο να ξεφύ γου με. Αλλά ό,τι και να γίνει, πάντα, μας βρίσκου ν.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF