Brown Pierce (2016) - [Κοκκινη Ανατολη] 2. Ο Χρυσος Γιος.

December 27, 2017 | Author: ax1965 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Μυθιστορημα που εκτυλισσεται στον Αρη....

Description

Μ ΕΤΑΙΧΜ ΙΟ βιβλία γ ια νέους

Ψηφιακή έκδοση Μάρτιος 2016

Tίτλος πρωτοτύπου P ierce Brown, Golden Son, Del Rey

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ Τιτίνα Σπερελάκη ΔΙΟΡ ΘΩΣΗ ΤΥΠΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΔΟΚΙΜΙΩΝ Δώρα Γιακουμή ΜΑΚΕΤΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ Ιωάννα Γιουντέρη

ISBN 978-618-03-0559-3

© 2015, P ierce Brown (γ ια το κείμενο) © 2015, Εκδόσεις ΜΕΤAΙΧΜΙO (γ ια την ελληνική γ λώσσα)

Πιρς Μπράουν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ Μ ΕΤΑΦΡΑΣΗ Τιτίνα Σπερελάκη

Στη μητέρα, που μ’ έμαθε να μιλάω

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ Ο Οίκος των Αυγούστων και οι σύμμαχοί του ΝΕΡ ΩΝ AU-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ Αρχικυβερνήτης του Άρη, επικεφαλής του Οίκου των Αυγ ούστων, πατέρας της Βιργ ινίας και του Άδριου ΒΙΡ ΓΙΝΙΑ AU-ΑΥΓΟΥΣΤΑ / ΜΑΣΤΑΝΓΚ κόρη του Νέρωνα, δίδυμη αδερφή του Άδριου ΑΔΡ ΙΟΣ AU-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ / ΤΣΑΚΑΛΙ γ ιος του Αρχικυβερνήτη, δίδυμος αδερφός της Βιργ ινίας ΠΛΙΝΙΟΣ AU-ΒΕΛΟΚΙΤΟΡ Αρχιπολιτικός του Οίκου των Αυγ ούστων ΝΤΑΡ ΟΟΥ AU-ΑΝΔΡ ΟΜΕΔΟΣ / ΘΕΡ ΙΣΤΗΣ Πρώτιστος του Ινστιτούτου του Άρη, λογ χοφόρος του Οίκου των Αυγ ούστων ΤΑΚΤΟΣ AU-ΡΑΘ λογ χοφόρος του Οίκου των Αυγ ούστων ΒΙΚΤΡΑ AU-ΙΟΥΛΙΑ λογ χοφόρος του Οίκου των Αυγ ούστων, ετεροθαλής αδερφή της Αντωνίας, κόρη της Αγ ριππίνας ΚΑΒΑΞ AU-ΤΗΛΕΜΑΝΟΣ επικεφαλής του Οίκου των Τηλεμάνων, σύμμαχος του Οίκου του Αυγ ούστου, πατέρας του Ντάξο και του Παξ ΝΤΑΞΟ AU-ΤΗΛΕΜΑΝΟΣ διάδοχος και γ ιος του Κάβαξ, αδερφός του Παξ

Οίκος των Μπελόνα ΤΙΒΕΡ ΙΟΣ AU-ΜΠΕΛΟΝΑ επικεφαλής του Οίκου των Μπελόνα ΚΑΣΣΙΟΣ AU-ΜΠΕΛΟΝΑ διάδοχος του Οίκου των Μπελόνα, γ ιος του Τιβέριου, λογ χοφόρος του Οίκου των Μπελόνα ΚΑΡ ΝΟΣ AU-ΜΠΕΛΟΝΑ γ ιος του Τιβέριου, μεγ αλύτερος αδερφός του Κάσσιου, λογ χοφόρος του Οίκου των Μπελόνα ΚΕΛΑΝ AU-ΜΠΕΛΟΝΑ Πραίτορας, ξάδερφος του Κάσσιου, ανιψιός του Τιβέριου

Επιφανείς Χρυσοί ΟΚΤΑΒΙΑ AU-ΛΟΥΝΑ Ύπατη Αρχόντισσα της Κοινωνίας ΛΥΣΑΝΔΡ ΟΣ AU-ΛΟΥΝΑ εγ γ ονός της Οκταβίας, κληρονόμος του Οίκου των Λούνα ΑΙΑ AU-ΓΚΡ ΙΜΟΥΣ η αρχισωματοφύλακας της Αρχόντισσας ΜΟΙΡΑ AU-ΓΚΡ ΙΜΟΥΣ η Αρχιπολιτικός της Αρχόντισσας ΛΟΡ Ν AU-ΑΡ ΚΟΣ πρώην Μαινόμενος Ιππότης, επικεφαλής του Οίκου των Άρκος ΦΙΤΣΝΕΡ AU-ΜΠΑΡ ΚΑ πρώην Κοσμήτορας του Άρη, πατέρας του Σέβρο ΣΕΒΡ Ο AU-ΜΠΑΡ ΚΑ / ΤΕΛΩΝΙΟ αρχηγ ός των Υλακτούντων, γ ιος του Φίτσνερ ΑΓΡ ΙΠΠΙΝΑ AU-ΙΟΥΛΙΑ επικεφαλής του Οίκου των Ιουλίων, μητέρα της Βίκτρας και της Αντωνίας ΑΝΤΩΝΙΑ AU-ΣΕΒΗΡΑ-ΙΟΥΛΙΑ πρώην μέλος του Οίκου του Άρη, ετεροθαλής αδελφή της Βίκτρας, κόρη της Αγ ριππίνας

Γιοι του Άρη ΑΡ ΗΣ Αρχηγ ός των Τρομοκρατών, άγ νωστου χρώματος ΧΟΡ ΕΥΤΗΣ υπαρχηγ ός του Άρη, Κόκκινος ΑΡ ΜΟΝΙΑ υπαρχηγ ός του Χορευτή, Κόκκινη ΜΙΚΙ Λαξευτής, Ιώδης ΗΒΗ πρώην σκλάβα του Μίκι, Ρ οζ

10

Μ

PIERCE BROWN

ια φορά κι έναν καιρό, ένας άνθρωπος ήρθε από τον ουρανό και σκότωσε τη γυναίκα μου. Πλάι του τώρα, περπατάω σ’ ένα βουνό που αιωρείται πάνω από τον κόσμο μας. Πέφτει χιόνι. Επάλξεις από λευκή πέτρα και λαμπερό γυαλί χάσκουν πάνω από τον βράχο. Γύρω μας στροβιλίζεται ένα χάος απληστίας. Όλοι οι μεγάλοι Χρυσοί του Άρη κατεβαίνουν στο Ινστιτούτο για να διεκδικήσουν τους καλύτερους και ευφυέστερους του έτους μας. Σμήνη από τα αστρόπλοιά τους σχίζουν τον πρωινό ουρανό, πετώντας πάνω από έναν κόσμο χιονιού και μισοκαμένων κάστρων προς τον Όλυμπο, που μόλις πριν από λίγες ώρες εκπόρθησα. «Ρίξε μια τελευταία ματιά» μου λέει, καθώς πλησιάζουμε στο σκάφος του. «Όλα όσα προηγήθηκαν δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος του κόσμου μας. Όταν φύγεις από αυτό το βουνό, όλοι οι δεσμοί σπάνε, όλοι οι όρκοι γίνονται σκόνη. Δεν είσαι προε​τοιμασμένος. Κανείς ποτέ δεν είναι». Μ έσα στο πλήθος, βλέπω τον Κάσσιο με τον πατέρα και τ’ αδέρφια του να προχωρούν προς το σκάφος τους. Τα μάτια τους μας κοιτούν πετώντας φωτιές πάνω από το χιόνι και θυμάμαι τον ήχο της καρδιάς του αδερφού του στους τελευταίους της χτύπους. Ένα τραχύ χέρι με κοκαλιάρικα δάχτυλα πιάνει διεκδικητικά τον ώμο μου, σφίγγοντάς τον ζηλότυπα. Ο Αύγουστος καρφώνει τα μάτια του στους εχθρούς του. «Οι Μ πελόνα ούτε συγχωρούν ούτε ξεχνούν. Είναι πολλοί. Αλλά δεν μπορούν να σου κάνουν κακό». Τα ψυχρά του μάτια με κοιτάζουν αφ’ υψηλού, είμαι το νέο του τρόπαιο. «Γιατί μου ανήκεις, Ντάροου, κι εγώ προστατεύω ό,τι είναι δικό μου». Κι εγώ το ίδιο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

11

Επί εφτακόσια χρόνια ο λαός μου είναι υπόδουλος χωρίς φωνή, χωρίς ελπίδα. Τώρα είμαι το ξίφος τους. Και δε συγχωρώ. Δεν ξεχνώ. Ας με οδηγήσει λοιπόν στο σκάφος του. Ας νομίζει πως του ανήκω. Ας με καλωσορίσει στο σπίτι του, έτσι ώστε να μπορέσω να το κάψω. Μ ετά όμως η κόρη του με πιάνει από το χέρι και νιώθω όλα τα ψέματα να πέφτουν βαριά πάνω στους ώμους μου. Λένε πως ένα βασίλειο διαιρεμένο ενάντια στον εαυτό του δεν μπορεί να σταθεί όρθιο. Δεν είπαν τίποτα για την καρδιά.

12

PIERCE BROWN

ΜΕΡΟΣ Α΄ |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||

Υποτέλεια Hinc sunt leones. «Εδώ υπάρχουν λιοντάρια». – ΝΕΡ ΩΝ AU-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

13

1 Πολέμαρχοι

Η

σιωπή μου είναι βροντερή. Στέκομαι στη γέφυρα του αστρόπλοιού μου με το μπράτσο σπασμένο και δεμένο με ζελατινονάρθηκα, με τα εγκαύματα από τα όπλα ιόντων να καίνε ακόμη ανοιχτά στον λαιμό μου. Νιώθω μια βρομοκατάρατη κούραση. Το ξυράφι μου είναι τυλιγμένο γύρω από το καλό μου δεξί μπράτσο σαν κρύο μεταλλικό φίδι. Μ προστά μου ανοίγεται το διάστημα, απέραντο και φοβερό. Μ ικρά θραύσματα φωτός τρυπούν το σκοτάδι και αρχέγονες σκιές κινούνται για να μπλοκάρουν εκείνα τα άστρα στις παρυφές της όρασής μου. Αστεροειδείς. Αιωρούνται αργά γύρω από το πολεμικό μου σκάφος, τον Θανατά, καθώς ψάχνω μέσα στη μαυρίλα για το θήραμά μου. «Νίκησε» μου είπε ο αφέντης μου. «Νίκησε όπως δεν μπορούν να νικήσουν τα παιδιά μου και θα τιμήσεις το όνομα Αύγουστος. Νίκησε στην Ακαδημία και θα κερδίσεις έναν στόλο». Του αρέσει η δραματική επανάληψη. Βολεύει τους περισσότερους δημόσιους άντρες. Θα ήθελε να νικήσω γι’ αυτόν, αλλά εγώ θα ήθελα να νικήσω για το Κόκκινο κορίτσι που είχε ένα όνειρο μεγαλύτερο από όσο θα μπορούσε να γίνει ποτέ η ίδια. Θα ήθελα να νικήσω έτσι ώστε αυτός να πεθάνει και το μήνυμά της να μείνει φλογερό στους

14

PIERCE BROWN

αιώνες των αιώνων. Καθόλου δύσκολο καθήκον. Είμαι είκοσι χρονών. Ψηλός, με φαρδιούς ώμους. Η στολή μου, κατάμαυρη, τώρα είναι τσαλακωμένη. Μ αλλιά μακριά και μάτια χρυσαφιά, κατακοκκινισμένα. Η Μ άστανγκ είπε κάποτε πως έχω γωνιώδες πρόσωπο, με μάγουλα και μύτη που μοιάζουν φτιαγμένα από θυμωμένο μάρμαρο. Προσωπικά αποφεύγω τους καθρέφτες. Καλύτερα να ξεχάσω τη μάσκα που φοράω, τη μάσκα με τη λοξή ουλή των Χρυσών που κυβερνούν τους κόσμους από τον Ερμή μέχρι τον Πλούτωνα. Είμαι από τους Απαράμιλλους Σημαδεμένους. Τους πιο αμείλικτους και ευφυείς όλης της ανθρωπότητας. Μ ου λείπει όμως η πιο καλοσυνάτη απ’ όλους τους. Εκείνη που μου ζήτησε να μείνω, καθώς αποχαιρετούσα την ίδια και τον Άρη πάνω από το μπαλκόνι της σχεδόν έναν χρόνο πριν. Η Μ άστανγκ. Για αποχαιρετιστήριο δώρο τής έδωσα ένα χρυσό δαχτυλίδι με ένα άλογο κι αυτή μου έδωσε ένα ξυράφι. Ταιριαστό. Η γεύση των δακρύων της ξεθυμαίνει στη μνήμη μου. Έχω ν’ ακούσω νέα της από τότε που έφυγα από τον Άρη. Χειρότερα, έχω ν’ ακούσω νέα από τους Γιους του Άρη από τότε που νίκησα στο Ινστιτούτο του Άρη, εδώ και πάνω από δύο χρόνια. Ο Χορευτής είχε πει πως θα επικοινωνούσε μαζί μου μόλις αποφοιτούσα, βρέθηκα όμως ακαθοδήγητος μέσα σε μια θάλασσα από χρυσαφένια πρόσωπα. Βρίσκομαι πολύ μακριά από το μέλλον που φαντάστηκα για τον εαυτό μου μικρός. Πολύ μακριά από το μέλλον που ήθελα να φτιάξω για τον λαό μου όταν άφησα τους Γιους του Άρη να με λαξεύσουν. Νόμιζα πως θα άλλαζα τους κόσμους. Ποιος ανόητος νέος δεν το νομίζει; Αντίθετα, με κατάπιε η μηχανή αυτής της απέραντης αυτοκρατορίας, καθώς συνεχίζει βουίζοντας αδυσώπητα το δρόμο της. Στο Ινστιτούτο μάς εκπαίδευσαν να επιβιώνουμε και να κατακτούμε. Εδώ στην Ακαδημία μάς δίδαξαν τον πόλεμο. Τώρα δοκιμάζουν πόσο καλοί έχουμε γίνει. Διοικώ έναν στόλο πολεμικών σκαφών εναντίον άλλων Χρυσών. Πολεμάμε με εικονικά πυρομαχικά και στέλνουμε καταδρομικές ομάδες από σκάφος σε σκάφος μιμούμενοι τους αστρικούς πολέμους των

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

15

Χρυσών. Δεν υπάρχει λόγος να καταστρέψεις ένα σκάφος που στοιχίζει όσο η ακαθάριστη ετήσια παραγωγή είκοσι πόλεων όταν μπορείς να στέλνεις βδελλοσκάφη γεμάτα Οψιδιανούς, Χρυσούς και Γκρίζους για ν’ αρπάζουν τα ζωτικά του όργανα και να το καταλαμβάνουν για λογαριασμό σου. Μ εταξύ μαθημάτων αστρικού πολέμου οι δάσκαλοί μας μας φύτεψαν στο μυαλό τα αξιώματα της φυλής τους. Μ όνο οι δυνατοί επιβιώνουν. Μ όνο οι ευφυείς κυβερνούν. Και μετά έφυγαν και μας άφησαν να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας, πηδώντας από αστεροειδή σε αστεροειδή, ψάχνοντας για προμήθειες, βάσεις, κυνηγώντας τους συμφοιτητές μας μέχρι να μείνουν μόνο δύο στόλοι. Εξακολουθώ να παίζω παιχνίδια. Αυτό είναι απλώς το πιο θανατηφόρο μέχρι τώρα. «Είναι παγίδα» λέει δίπλα μου ο Ροκ. Τα μαλλιά του είναι μακριά σαν τα δικά μου και το πρόσωπό του απαλό σαν γυναίκας και γαλήνιο σαν φιλοσόφου. Το να σκοτώνεις στο διάστημα είναι διαφορετικό από το να σκοτώνεις στην ξηρά. Ο Ροκ είναι μεγαλοφυΐα σ’ αυτό. Υπάρχει ποίηση σ’ αυτό, λέει. Ποίηση στην κίνηση των ουράνιων σφαιρών και των σκαφών που ταξιδεύουν ανάμεσά τους. Το πρόσωπό του ταιριάζει με των Κυανών που στελεχώνουν αυτά τα σκάφη – αιθέριων αντρών και γυναικών, που περιφέρονται σαν ανήσυχα πνεύματα μέσα στις μεταλλικές αίθουσες, όλο λογική και αυστηρή τάξη. «Δεν είναι όμως τόσο κομψή παγίδα όσο μπορεί να νομίζει ο Κάρνος» συνεχίζει. «Ξέρει πως ανυπομονούμε να βάλουμε τέλος στο παιχνίδι, έτσι, θα περιμένει στην άλλη πλευρά. Θα μας στριμώξει σε μια στενωπό και θα ρίξει τους πυραύλους του. Δοκιμασμένο κόλπο και αποτελεσματικό από αμνημονεύτων χρόνων». Ο Ροκ δείχνει προσεκτικά το διάστημα ανάμεσα σε δύο τεράστιους αστεροειδείς, έναν στενό διάδρομο που πρέπει να διασχίσουμε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε ν’ ακολουθούμε το πληγωμένο σκάφος του Κάρνου. «Τα πάντα είναι μια βρομοπαγίδα». Ο Τάκτος Au-Ραθ, ψιλόλιγνος και ξένοιαστος, χασμουριέται. Ακουμπάει την

16

PIERCE BROWN

επικίνδυνη σιλουέτα του πάνω στη θυρίδα θέασης και χώνει στη μύτη του ένα τονωτικό από το δαχτυλίδι που φορά. Πετάει το άδειο φυσίγγιο στο πάτωμα. «Ο Κάρνος ξέρει πως είναι χαμένος, απλώς μας βασανίζει. Μ ας οδηγεί σ’ ένα μικρό κυνηγητό για να μην μπορούμε να κοιμηθούμε. Ο εγωιστής βλάκας». «Είσαι και πολύ Ξωτικό, όλο φλυαρείς και γκρινιάζεις» χλευά​ζει η Βίκτρα Au-Ιουλία από τη θέση της απέναντι από τη θυρίδα θέασης. Τα άνισα κομμένα μαλλιά της κρέμονται ίσα ίσα κάτω από τα αυτιά της, στολισμένα με σκουλαρίκια από νεφρίτη. Απερίσκεπτη και απάνθρωπη αλλά χωρίς κανένα από τα δύο αυτά χαρακτηριστικά σε βαθμό υπερβολικό, περιφρονεί το μακιγιάζ για χάρη των ουλών που έχει κερδίσει στη διάρκεια των είκοσι εφτά χρόνων της. Είναι πολλές. Τα μάτια της είναι βαριά, χωμένα στις κόγχες. Το αισθησιακό της στόμα φαρδύ, με χείλη φτιαγμένα για να ξεστομίζουν προσβολές. Μ οιάζει περισσότερο με τη διάσημη μητέρα της παρά με τη μικρότερη ετεροθαλή αδερφή της, την Αντωνία· αλλά στην ικανότητα να προκαλεί χάος γύρω της τις αφήνει και τις δύο πολύ πίσω. «Οι παγίδες δε σημαίνουν τίποτα» δηλώνει. «Ο στόλος του έχει τσακιστεί. Δεν έχει παρά ένα σκάφος. Εμείς έχουμε εφτά. Γιατί να μην του σπάσουμε απλώς τα μούτρα;» «Ο Ντάροου έχει εφτά» της θυμίζει ο Ροκ. «Συγγνώμη;» λέει, ενοχλημένη με τη διόρθωση. «Απομένουν εφτά από τα σκάφη του Ντάροου. Τα αποκάλεσες δικά μας. Δεν είναι δικά μας. Είναι Πρώτος». «Ο τυπολάτρης ποιητής ξαναχτυπά. Το ζήτημα είναι ένα, ευγενή μου». «Ότι πρέπει να είμαστε απερίσκεπτοι και όχι φρόνιμοι;» ρωτάει ο Ροκ. «Πως είναι εφτά εναντίον ενός. Θα ήταν ντροπή ν’ αφήσουμε αυτή την ιστορία να σέρνεται. Επομένως, ας λιώσουμε τον νταή Μ πελόνα σαν κατσαρίδα με την ευμεγέθη μπότα μας, ώστε να γυρίσουμε πίσω στη βάση, να πάρουμε τις δίκαιες ανταμοιβές μας από τον γερο-Αύγουστο και να πάμε να παίξουμε». Κάνει έναν μικρό κύκλο με τη φτέρνα της για έμφαση.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

17

«Καλά τα λες» συμφωνεί ο Τάκτος. «Το βασίλειό μου για ένα γραμμάριο δαιμονόσκονης». «Αυτή ήταν η πέμπτη σου δόση τονωτικού σήμερα, Τάκτε;» ρωτάει ο Ροκ. «Ναι! Σ’ ευχαριστώ που το πρόσεξες, αγαπημένη μου μανούλα! Αλλά έχω αρχίσει να τη βαριέμαι αυτή τη στρατιωτική μανία. Νομίζω πως γουστάρω Περλ κλαμπ και μπόλικες ποσότητες αξιοπρεπών ναρκωτικών». «Θα το κάψεις». Ο Τάκτος χτυπάει τον μηρό του. «Ζήσε έντονα. Πέθανε νέος. Ενώ εσύ θα είσαι ένας βαρετός, σταφιδιασμένος γέρος, εγώ θα είμαι μια λαμπρή ανάμνηση καλύτερων εποχών και πιο φανταχτερών ημερών». Ο Ροκ κουνάει το κεφάλι του. «Κάποια μέρα, αλλοπαρμένε φίλε μου, θα βρεις ν’ αγαπήσεις κάποια που θα σε κάνει να γελάς με το ανόητο άτομο που κάποτε υπήρξες. Θα κάνεις παιδιά. Θα έχεις κτήμα. Και με κάποιο τρόπο θα μάθεις πως υπάρχουν πιο σημαντικά πράγματα από τα ναρκωτικά και τις Ροζ». «Μ α τον Δία». Ο Τάκτος τον κοιτάζει με απέραντη φρίκη. «Ακούγεται εντελώς θλιβερό». Κοιτάζω την επιχειρησιακή οθόνη, αγνοώντας τα χωρατά τους. Το θήραμα που κυνηγάμε είναι ο Κάρνος Au-Μ πελόνα, ο μεγαλύτερος αδερφός του πρώην φίλου μου Κάσσιου AuΜ πελόνα και του αγοριού που σκότωσα στο Πέρασμα, του Ιουλιανού Au-Μ πελόνα. Σ’ εκείνη τη σγουρομάλλικη οικογένεια ο Κάσσιος είναι ο αγαπημένος γιος. Ο Ιουλιανός ήταν ο πιο καλοσυνάτος. Και ο Κάρνος; Το σπασμένο μου μπράτσο αποτελεί αψευδή μαρτυρία – είναι το τέρας που βγάζουν από το υπόγειό τους για να σκοτώνει. Από το Ινστιτούτο και μετά η φήμη μου έχει μεγαλώσει. Έτσι, όταν στο κύκλωμα διαδόσεων των Ιωδών έφτασαν τα νέα πως ο Αρχικυβερνήτης μ’ έστελνε τελικά για να συνεχίσω τις σπουδές μου, ο Κάρνος Au-Μ πελόνα και μερικά επίλεκτα ξαδέρφια στάλθηκαν από τη μητέρα του Κάσσιου για να «σπουδάσουν» κι αυτοί. Η οικογένεια θέλει την καρδιά μου στο πιάτο.

18

PIERCE BROWN

Κυριολεκτικά. Μ όνο το έμβλημα του Αυγούστου τούς συγκρατεί. Αν μου επιτεθούν, είναι σαν να επιτίθενται σ’ αυτόν. Στην τελική, δε δίνω μία για τη βεντέτα τους ή για τη θανάσιμη έχθρα του αφέντη μου με τον οίκο τους. Θέλω τον στόλο για να μπορέσω να τον χρησιμοποιήσω για τους Γιους του Άρη. Τι χάος θα μπορούσα να δημιουργήσω! Έχω μελετήσει τις γραμμές ανεφοδιασμού, τους σταθμούς αισθητήρων, τις μάχιμες μονάδες, τους κόμβους δεδομένων – όλα τα σημεία πίεσης που θα μπορούσαν να κάνουν την Κοινωνία να παραπατήσει. «Ντάροου…» Ο Ροκ έρχεται πιο κοντά. «Φυλάξου από την υπεροψία. Θυμήσου τον Παξ. Η αλαζονεία σκοτώνει». «Θέλω να είναι παγίδα» λέω στον Ροκ. «Άσε τον Κάρνο να γυρίσει και να μας αντιμετωπίσει». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Του έχεις στήσει τη δική σου παγίδα». «Τώρα, τι σε κάνει να το λες αυτό;» «Θα μπορούσες να μας το έχεις πει. Θα μπορούσα να έχω…» «Ο Κάρνος θα πέσει σήμερα, αδερφέ μου. Αυτή είναι η πραγματικότητα». «Φυσικά. Θέλω απλώς να βοηθήσω. Το ξέρεις αυτό». «Το ξέρω». Πνίγω ένα χασμουρητό και αφήνω τη ματιά μου να σαρώσει τις θέσεις του προσωπικού της γέφυρας πίσω και κάτω μου. Κυανοί πολλών αποχρώσεων αγκομαχούν εκεί πέρα, κουμαντάροντας τα συστήματα λειτουργίας του σκάφους μου. Μ ιλούν πιο αργά από κάθε άλλο Χρώμα με εξαίρεση τους Οψιδιανούς, προκρίνοντας την ψηφιακή επικοινωνία. Είναι μεγαλύτεροι από μένα, απόφοιτοι της Μ εσονύκτιας Σχολής όλοι. Πέρα από αυτούς, κοντά στο πίσω μέρος της γέφυρας, Γκρίζοι πεζοναύτες και κάμποσοι Οψιδιανοί στέκονται φρουροί. Χτυπάω τον Ροκ στον ώμο. «Ήρθε η ώρα». «Ναύτες!» φωνάζω στους Κυανούς στις θέσεις πληρώματος. «Εντείνετε την προσοχή σας. Αυτό είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο του Μ πελόνα. Θα στείλουμε αυτό το κάθαρμα στον αιθέρα και σας υπόσχομαι το μεγαλύτερο δώρο που έχω τη δύναμη να δώσω – μία εβδομάδα συνεχούς ύπνου. Έξοχα;» Μ ερικοί από τους Γκρίζους κοντά στο πίσω μέρος της γέφυρας

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

19

γελούν. Οι Κυανοί απλώς χτυπούν τις αρθρώσεις τους πάνω στα όργανά τους. Θα έδινα τον μισό από τον αξιόλογο τραπεζικό μου λογαριασμό, ευγενή παραχώρηση του Αρχικυβερνήτη, για να δω ένα από αυτά τα ξεθωριασμένα κωθώνια να σκάει ένα χαμόγελο. «Φτάνει η καθυστέρηση» αναγγέλλω. «Πυροβολητές, στη θέση σας. Ροκ, δημιούργησε κλοιό με τα αντιτορπιλικά μου σκάφη. Βίκτρα, φρόντισε τη στόχευση. Τάκτε, ανάπτυξη προστασίας. Τώρα βάζουμε τέλος». Κοιτάζω τον λεπτοκαμωμένο Κυανοπλοηγό μου. Στέκεται στο κέντρο των θέσεων πληρώματος κάτω από την εξέδρα διοίκησής μου, ανάμεσα σε πενήντα άλλους. Τα φιδωτά ψηφιοτατουάζ που σημαδεύουν τα φαλακρά κεφάλια και τα αραχνοειδή χέρια των Κυανών λάμπουν με απαλές βαθυγάλαζες και ασημένιες αποχρώσεις, καθώς συγχρονίζονται με τους υπολογιστές του σκάφους. Τα μάτια τους γίνονται απόμακρα, καθώς τα οπτικά νεύρα μεταφέρονται στον ψηφιακό κόσμο. Μ ιλούν μόνο από ευγένεια απέναντί μας. «Πηδαλιούχε, μηχανές στο εξήντα τοις εκατό». «Μ άλιστα, ντόμινους». Ρίχνει μια ματιά στην επιχειρησιακή οθόνη, ένα σφαιρικό ολογράφημα που αιωρείται πάνω από το κεφάλι του, και η φωνή του είναι σαν να βγαίνει από μηχάνημα. «Υπόψη, η συγκέντρωση μετάλλου στους αστεροειδείς δυσκολεύει την αξιολόγηση των φασματικών ενδείξεων. Είμαστε κομμάτι τυφλοί. Από την άλλη πλευρά των αστεροειδών θα μπορούσε να κρύβεται ένας στόλος». «Δεν έχει στόλο. Στο ρήγμα» λέω. Οι μηχανές του σκάφους βουίζουν. Γνέφω στον Ροκ και λέω «Hic sunt leones». Τα λόγια του αφέντη μας, Νέρωνα Au-Αυγούστου, Αρχικυβερνήτη του Άρη, δέκατου τρίτου της δυναστείας του. Οι πολέμαρχοί μου επαναλαμβάνουν τη φράση. Εδώ υπάρχουν λιοντάρια.

20

PIERCE BROWN

2 Το ρήγμα

Σ

την οθόνη επιχειρησιακών δεδομένων, τα έξι σβέλτα αντιτορπιλικά μου κινούνται γύρω από το τελευταίο πολεμικό μου. Το Κυανό πλήρωμα τηρεί απόκοσμη σιωπή, καθώς οι λειτουργίες μάχης παίρνουν την πρωτοκαθεδρία. Στο επίπεδο όπου περιφέρεται τώρα το μυαλό τους, τα λόγια είναι πιο αργά από τα παγόβουνα. Οι υπαρχηγοί μου παρακολουθούν τον στόλο μου. Οποιαδήποτε άλλη στιγμή θα ήταν στα προσωπικά τους αντιτορπιλικά ή ως επικεφαλής προσωπικού σε βδελλοσκάφη, αλλά τη στιγμή της νίκης θέλω τους συντρόφους μου κοντά μου. Ωστόσο ακόμα και όταν οι υπαρχηγοί μου στέκονται πλάι μου, νιώθω εκείνη τη διάσταση, εκείνο το βαθύ χάσμα ανάμεσα στον κόσμο τους και τον δικό μου. «Ίχνη πυραύλων» λέει ο Κυανοδιαβιβαστής. Στη γέφυρα δε σημειώνεται κανένας οργασμός δραστηριότητας. Κανένα προειδοποιητικό φως δεν πανικοβάλλει το πλήρωμα. Καμιά κραυγή δεν σπάει τη σιγή. Οι Κυανοί είναι τύποι ψυχροί, μεγαλωμένοι από τα γεννοφάσκια τους σε κοινοβιακές Σέκτες που τους μαθαίνουν να ενστερνίζονται τη λογική και να επιτελούν το καθήκον τους με ψυχρή αποτελεσματικότητα. Συχνά λέγεται πως είναι περισσότερο κομπιούτερ παρά άνθρωποι. Το μαύρο διάστημα πέρα από τη θυρίδα θέασης ανθίζει από

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

21

ένα παχύ πέπλο μικροεκρήξεων. Τα αντιαεροπορικά πυρά μας εκρήγνυνται σε μια μεγάλη οθόνη από θαμπά άσπρα σύννεφα. Οι επερχόμενοι πύραυλοι σκάνε, καθώς οι εκρήξεις των αντιαεροπορικών πυροκροτούν πρόωρα τις εκρηκτικές κεφαλές. Μ ία καταφέρνει να περάσει, και ένα αντιτορπιλικό στην άκρη της πτέρυγάς μας αναδεύεται από την προσομοίωση της πυρηνικής έκρηξης. Άνθρωποι θα ξεχύνονταν από μέσα του. Αέρια θα διέρρεαν. Εκρήξεις θα άνοιγαν ίσως τρύπες στο μεταλλικό κύτος και θα έκαναν καιόμενο οξυγόνο να πεταχτεί σαν αίμα από φάλαινα, για να το καταπιεί μέσα σε μια στιγμή το κενό. Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολεμικό παιχνίδι και δε μας δίνουν αληθινά πυρηνικά. Τα πιο θανατηφόρα όπλα εδώ είναι οι φοιτητές. Άλλο ένα σκάφος πέφτει θύμα, καθώς ομοβροντίες όπλων σταθερής ράγας διασπούν τα αντιαεροπορικά πυρά. «Ντάροου…» ανησυχεί η Βίκτρα. Στέκομαι τρίβοντας αφηρημένα το σημείο που στόλιζε κάποτε το δαχτυλίδι της Ηώς. Η Βίκτρα γυρίζει προς το μέρος μου. «Ντάροου… μας κατακομματιάζει, αν δεν το έχεις προσέξει». «Η κυρία έχει δίκιο, Θεριστή» επαναλαμβάνει ο Τάκτος με πρόσωπο που λάμπει γαλάζιο από το φως της επιχειρησιακής οθόνης. «Ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό σου, μην κωλώνεις». «Διαβιβάσεις, πείτε στις μοίρες Μ αχαιροβγάλτης και Νύχι να εμπλακούν με τον εχθρό». Παρακολουθώ την επιχειρησιακή οθόνη, καθώς οι μοίρες που προώθησα πριν από μισή ώρα ορμούν κάνοντας τον κύκλο των αστεροειδών και κατεβαίνουν προς τα πλάγια του Κάρνου. Από αυτή την απόσταση είναι αδύνατο να τις δεις με γυμνό μάτι, αλλά στην απεικόνιση πάλλονται χρυσές. «Συγχαρητήρια, φίλε μου» ψιθυρίζει ο Ροκ προτού καν τελειώσει. Υπάρχει ένας παράξενος σεβασμός στη φωνή του και κάθε προηγούμενος εκνευρισμός έχει πια χαθεί. «Μ ε αυτό τα πάντα θ’ αλλάξουν». Μ ε αγγίζει στον ώμο. «Τα πάντα». Παρακολουθώ την παγίδα μου να κλείνει, νιώθοντας την επικείμενη νίκη να σηκώνει το βάρος από τους ώμους μου. Οι

22

PIERCE BROWN

Γκρίζοι της γέφυράς μου κάνουν ένα βήμα εμπρός. Ακόμα και οι Οψιδιανοί σκύβουν για να παρακολουθήσουν την απεικόνιση, καθώς το σκάφος του Κάρνου καταγράφει τα ίχνη των μοιρών μου. Προσπαθεί να ξεφύγει, αυξάνοντας στο μέγιστο την ισχύ των μηχανών του για να αποφύγει αυτό που έρχεται. Όμως οι γωνίες συνωμοτούν εναντίον του. Οι μοίρες μου απελευθερώνουν πυραύλους προτού ο Κάρνος προλάβει να αναπτύξει αντιαεροπορική ασπίδα ή να χρησιμοποιήσει τους δικούς του πυραύλους. Τριάντα προσομοιωμένες πυρηνικές εκρήξεις καταστρέφουν το τελευταίο του σκάφος. Δεν έχει νόημα να αιχμαλωτίσω το σκάφος του σ’ αυτό το σημείο του παιχνιδιού, οπότε οι Κυανοί πιλότοι των βομβαρδιστικών το απολαμβάνουν παρακάνοντάς το λιγάκι. Κι έτσι, τόσο απλά, έχω νικήσει. Στη γέφυρά μου, οι Γκρίζοι και οι Πορτοκαλιοί τεχνικοί ξεσπούν σε κραυγές. Οι Κυανοί τρίβουν ζωηρά τις αρθρώσεις τους. Οι Οψιδιανοί, που δεν τα έχουν καλά μ’ αυτό τον τεχνολογικά ανεπτυγμένο κόσμο, δε βγάζουν κανέναν ήχο. Η προσωπική μου υπηρέτρια, η Θεοδώρα, χαμογελάει στις μικρότερες κηδεμονευόμενές της στον σταθμό υπηρετικού προσωπικού της γέφυρας. Είναι μια πρώην Ροζ παλλακίδα που έχει περάσει προ πολλού τον ανθό της νιότης της, έχει ακούσει κάμποσα μυστικά και τώρα παίζει το ρόλο της κοινωνικής συμβούλου μου. Σ’ όλο το σκάφος, από το μηχανοστάσιο μέχρι τις κουζίνες, η νίκη μεταδίδεται μέσα από ολοοθόνες. Δεν πρόκειται μόνο για δική μου νίκη. Όλοι οι άντρες και οι γυναίκες τη συμμερίζονται με τον τρόπο τους. Αυτή είναι η τάξη πραγμάτων στην Κοινωνία. Για να ευημερείς πρέπει να ευημερεί ο ανώτερός σου. Όπως εγώ βρήκα έναν προστάτη στο πρόσωπο του Αυγούστου, έτσι πρέπει τα Κατώτερα Χρώματα να βρίσκουν σ’ εμένα τον δικό τους προστάτη. Αυτό γεννάει μια αφοσίωση λόγω αναγκαιό​τητας απέναντι στους Χρυσούς, την οποία το ίδιο το σύστημα δεν μπορεί να δημιουργήσει με απλές προσταγές. Τώρα το άστρο μου θα ανέβει και οι πάντες πάνω στο σκάφος θα ανέβουν μαζί του.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

23

Η ισχύς και οι καλές προοπτικές σε κάνουν διάσημο σ’ αυτή την κοινωνία. Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που ο Αρχικυβερνήτης ανακοίνωσε πως θα επιχορηγούσε τις σπουδές μου στην Ακαδημία και τα κανάλια του ολοδοχείου πήραν φωτιά από τις εικασίες. Θα μπορούσε κάποιος τόσο νέος, από μια τόσο αξιοθρήνητη οικογένεια, να νικήσει; Κοιτάξτε τι έκανα στο Ινστιτούτο. Έκανα σμπαράλια το παιχνίδι. Υπέταξα τους Κοσμήτορες, σκότωσα έναν και έδεσα τους άλλους σαν παιδάκια. Μ ήπως όμως ήταν μια απλή αστραπή μέσα στη νύχτα; Τώρα αυτοί οι πολυλογάδες λεχρίτες έχουν την απάντησή τους. «Πηδαλιούχε, πορεία προς την Ακαδημία. Έχουμε να διεκδικήσουμε δάφνες» αναγγέλλω υπό τον ήχο ζητωκραυγών. Δάφνη. Η ίδια η λέξη αντηχεί σ’ όλο μου το παρελθόν ανεβάζοντας στο στόμα μου μια πικρή γεύση. Παρά το χαμόγελό μου, δε νιώθω καμιά μεγάλη χαρά γι’ αυτή τη νίκη. Μ όνο στυγνή ικανοποίηση. Άλλο ένα βήμα, Ηώ. Ένα ακόμα βήμα προς τα εμπρός. «Πραίτορα Ντάροου Au-Ανδρομέδε». Ο Τάκτος παίζει με τον τίτλο. «Οι Μ πελόνα θα τα κάνουν πάνω τους. Αναρωτιέμαι αν μπορώ να το εκμεταλλευτώ για να αποκτήσω δική μου δύναμη ή νομίζεις πως πρέπει να μπω στον στόλο σου; Ποτέ δεν μπορώ να καταλάβω. Η φρικοκατάρατη γραφειοκρατία είναι τόσο κουραστική. Χάλκινοι να λαδώσεις. Χρυσοί να ασκήσεις πιέσεις. Τ’ αδέρφια μου θα θέλουν να μας οργανώσουν πάρτι, φυσικά». Μ ε σκουντάει. «Σ’ ένα πάρτι των αδερφών Ραθ, ακόμα κι εσύ θα μπορούσες επιτέλους να πηδηχτείς». «Σιγά μην άγγιζε τις φίλες σου». Η Βίκτρα μού ζουλάει το χέρι, με τα δάχτυλά της να καθυστερούν σαν να φοράει βραδινό φόρεμα κι όχι πανοπλία. «Δε μ’ αρέσει που το λέω, αλλά η Αντωνία είχε δίκιο για σένα». Νιώθω τον Ροκ να τραβιέται απότομα και θυμάμαι τον ήχο, καθώς η Αντωνία έκοβε τον λαιμό της Λία στην προσπάθειά της να με κάνει να βγω από την κρυψώνα μου στο Ινστιτούτο. Είχα μείνει στο σκοτάδι, ακούγοντας τη μικροκαμωμένη φίλη μου να πέφτει μ’ έναν υγρό ήχο στα βρύα στο έδαφος. Ο Ροκ αγαπούσε τη Λία με τον δικό του ήρεμο τρόπο.

24

PIERCE BROWN

«Σου έχω ξαναπεί να μην αναφέρεις το όνομα της αδερφής σου μπροστά μας» λέω στη Βίκτρα και το πρόσωπό της ξινίζει με την απότομη απόρριψη. Στρέφομαι ξανά προς τον Ροκ. «Ως Πραίτορας, πιστεύω πως έχω το δικαίωμα να επανδρώσω τον στόλο μου με προσωπικό της επιλογής μου. Θα έπρεπε ίσως να φέρουμε πίσω μερικά παλιά πρόσωπα. Τον Σέβρο από τον Πλούτωνα, τους Υλακτούντες από όπου διάολο τους έστειλαν και ίσως… την Κουίν από τον Γανυμήδη;» Τα μάγουλα του Ροκ κοκκινίζουν ακούγοντας το όνομα της Κουίν. Προσωπικά, περισσότερο απ’ όλους αναζητώ τον Σέβρο. Κανείς μας δεν είναι ιδιαίτερα επιμελής στη διατήρηση της επαφής μέσω του ολοδικτύου, ειδικά εγώ, επειδή δεν είχα πρόσβαση σ’ αυτό από τότε που ξεκίνησε η Ακαδημία. Εν πάση περιπτώσει, το μόνο που συνηθίζει να στέλνει είναι ολογράμματα εξαιρετικά αφύσικων μονόκερων και βιντεοκλίπ του εαυτού του να διαβάζει λογοπαίγνια. Ο Πλούτωνας, αν κάτι κατάφερε, ήταν να τον κάνει ακόμα πιο παράξενο. Και ίσως πιο μοναχικό. «Ντόμινους». Η φωνή του Κυανοπλοηγού τραβά την προσοχή μου στην απεικόνιση. «Τι τρέχει;» ρωτάω. Τα μάτια του είναι γυάλινα. Απόμακρα, στυλωμένα στους αισθητήρες του σκάφους, βλέπει τα ακατέργαστα στοιχεία της απεικόνισης όπου κοιτάζω. «Δεν είναι καθαρό, ντόμινους. Αισθητηριακή παραμόρφωση. Πολλαπλά είδωλα». Στη μεγάλη κεντρική απεικόνιση, οι αστεροειδείς βρίσκονται εκεί με μπλε χρώμα. Εμείς είμαστε χρυσοί. Οι εχθροί κόκκινοι. Δε θα έπρεπε να έχει απομείνει κανείς. Ωστόσο μια κόκκινη κουκκίδα πάλλεται τώρα εκεί. Ο Ροκ και η Βίκτρα προχωρούν προς το μέρος της. Ο Ροκ κουνάει το χέρι του και τα δεδομένα μεταφέρονται στο ηλεκτρονικό του σημειωματάριο. Μ ια μικρότερη ολοσφαίρα αιωρείται μπροστά του. Μ εγεθύνει την εικόνα και ψάχνει μέσα από αναλυτικά φίλτρα. «Ακτινοβολία;» αποτολμά η Βίκτρα. «Θραύσματα;» «Το μετάλλευμα του αστεροειδούς θα μπορούσε να

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

25

δημιουργήσει μια αντανακλαστική διάθλαση από το σήμα μας» λέει ο Ροκ. «Δε θα μπορούσε να είναι λογισμικό… Χάθηκε». Η κόκκινη κουκκίδα τρεμοπαίζει και σβήνει, αλλά η ένταση έχει απλωθεί σ’ όλη τη γέφυρα. Όλοι έχουν τα μάτια τους καρφωμένα στην απεικόνιση. Τίποτα. Δεν υπάρχει κανείς άλλος εκεί έξω εκτός από τα σκάφη μου και την ηττημένη ναυαρχίδα του Κάρνου. Εκτός… Ο Ροκ στρέφεται προς το μέρος μου με τραβηγμένα χαρακτηριστικά, έντρομος. «Κοπάνα την» καταφέρνει να πει ακριβώς τη στιγμή που το κόκκινο σήμα ξαναπαίρνει ζωή. «Πλήρης ισχύς στις μηχανές» βρυχώμαι. «Τριάντα μοίρες συν από τη μεσαία γραμμή μας». «Εκτόξευση εναπομεινάντων πυραύλων στην επιφάνεια του αστεροειδούς» διατάζει ο Τάκτος. Πολύ αργά. Η Βίκτρα αφήνει μια κραυγή και βλέπω με τα ίδια μου τα μάτια αυτό που τα όργανά μας πάλευαν να ανιχνεύσουν. Ένα κρυμμένο αντιτορπιλικό εμφανίζεται από ένα κοίλωμα του αστεροειδούς. Ένα σκάφος που νόμιζα πως είχα νικήσει πριν από τρεις μέρες. Οι μηχανές του ήταν σβηστές όσο περίμενε. Το μπροστινό του μέρος είναι κομματιασμένο και μαύρο από τις εκρήξεις. Τώρα οι μηχανές του μουγκρίζουν δουλεύοντας σε πλήρη ισχύ. Και η τροχιά του το φέρνει κατευθείαν προς το σκάφος μου. Θα μας εμβολίσει. «Στολές και κάψουλες διαφυγής!» φωνάζω. Κάποιος μας φωνάζει να ετοιμαστούμε για πρόσκρουση. Ορμάω στο πλαϊνό μέρος της γέφυρας όπου είναι εντοιχισμένη η διοικητική κάψουλα διαφυγής μου. Ανοίγει με μια διαταγή μου. Ο Τάκτος, ο Ροκ και η Βίκτρα τρέχουν στο εσωτερικό της. Μ ένω πίσω, φωνάζοντας στους Κυανούς να βιαστούν και να αποσυνδεθούν. Παρά τη λογική τους, είναι ικανοί να πεθάνουν για τα σκάφη τους. Περιφέρομαι στη γέφυρα, φωνάζοντάς τους να ενεργοποιή​σουν την καταπακτή διαφυγής τους. Ο Κυανοπλοηγός το κάνει, πιέζοντας ένα κουμπί που κάνει μια τρύπα να διευρυνθεί στο πάτωμα. Ένας ένας αποσυνδέονται και ο βαρυτικός αγωγός τούς

26

PIERCE BROWN

ρουφάει κάτω στις κάψουλες διαφυγής τους. «Θεοδώρα!» φωνάζω, βλέποντάς τη να τραβάει έναν νεαρό Κυανό που εξακολουθεί να σφίγγει την απεικόνιση λειτουργιών με αρθρώσεις ασπρισμένες από τον φόβο. «Μ πες στη φρικοκατάρατη κάψουλα!» Η Θεοδώρα δεν ακούει. Ούτε ο Κυανός αφήνει την απεικόνιση. Κατευθύνομαι προς το μέρος τους ακριβώς τη στιγμή που ο αισθητήρας προσέγγισης αφήνει ένα τελευταίο προειδοποιητικό σφύριγμα. Τα πάντα επιβραδύνονται. Τα φώτα της γέφυρας αναβοσβήνουν κόκκινα. Πηδάω προς το μέρος της Θεοδώρας, τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω της. Και το αντιτορπιλικό χτυπάει το πολεμικό μου στη μέση. Σφίγγοντας στο στήθος μου τη Θεοδώρα, πετάγομαι τριάντα μέτρα μακριά στη γέφυρα, χτυπώντας πάνω σ’ έναν μεταλλικό τοίχο. Λευκός πόνος ξεσκίζει το αριστερό μου μπράτσο κατά μήκος των ουλών του κατάγματος, που έχει αρχίσει να επουλώνεται. Μ ε τυλίγει σκοτάδι. Φώτα χοροπηδούν μέσα του, πρώτα σαν άστρα, μετά σαν ελισσόμενες γραμμές από άμμο κάτω από το φύσημα του ανέμου. Κόκκινο φως διαπερνά τα βλέφαρά μου. Είμαι τυλιγμένος γύρω από μια βαθουλωμένη ηλεκτρική στήλη, καθώς το σκάφος τρέμει μουγκρίζοντας σαν αρχαίο, ετοιμοθάνατο θηρίο που βουλιάζει στα βαθιά. Η στήλη τρεμουλιάζει βίαια πάνω στο στομάχι μου, καθώς το αντιτορπιλικό ολοκληρώνει το κόψιμο του σκάφους στα δύο. Ξεκοιλιάζοντάς μας με αργή ασπλαχνία. Κάποιος φωνάζει το όνομά μου. Ο ήχος σβήνει καθώς συνέρχομαι. Φώτα λούζουν τη γέφυρα, εναλλασσόμενες αποχρώσεις του δολοφονικού κόκκινου. Προειδοποιητικές σειρήνες. Το κύκνειο άσμα του σκάφους. Τα γέρικα, λεπτεπίλεπτα χέρια της Θεοδώρας με τραβούν σαν πουλί που τραβάει ένα πεσμένο άγαλμα. Το μέτωπό μου αιμορραγεί. Η μύτη μου είναι σπασμένη. Σκουπίζω το αίμα που τσούζει τα μάτια μου και κυλιέμαι γυρίζοντας ανάσκελα. Μ ια σπασμένη οθόνη σπινθηρίζει δίπλα μου. Έχει πάνω της το αίμα μου. Έπεσε πάνω μου; Δίπλα της κείτεται μια σιδερένια

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

27

ράβδος και το βλέμμα μου πηγαίνει στη Θεοδώρα. Την τράβηξε από πάνω μου. Μ α είναι τόσο μικροκαμωμένη. Οι παλάμες της κλείνουν το πρόσωπό μου. «Σήκω πάνω. Ντόμινους, αν θέλεις να ζήσεις, πρέπει να σηκωθείς». Τα χέρια της ηλικιωμένης γυναίκας τρέμουν από τον φόβο. «Σε παρακαλώ, σήκω». Μ ουγκρίζοντας, σηκώνομαι όρθιος. Η διοικητική κάψουλα διαφυγής έχει εξαφανιστεί. Πρέπει να εκτοξεύτηκε κατά τη σύγκρουση. Είτε αυτό είτε με άφησαν πίσω. Η κάψουλα διαφυγής των Κυανών έχει χαθεί κι αυτή. Ο τρομαγμένος Κυανός έχει μετατραπεί σε λεκέ πάνω σ’ ένα διαχωριστικό. Η Θεοδώρα δεν μπορεί να τραβήξει τα μάτια της από το θέαμα. «Υπάρχει άλλη μια κάψουλα στα διαμερίσματά μου» μουρμουρίζω. Μ ετά βλέπω γιατί μορφάζει η Θεοδώρα. Όχι από φόβο αλλά από πόνο. Το πόδι της είναι σμπαραλιασμένο και, έτσι όπως κρέμεται άψυχο με μια αφύσικη κλίση στο πλάι, μοιάζει σαν ένα βρεγμένο κομμάτι ραγισμένης κιμωλίας. Δε φτιάχνουν τους Ροζ για να αντέχουν σ’ αυτά. «Δε θα τα καταφέρω, ντόμινους. Φύγε τώρα». Γονατίζω στο ένα γόνατο και τη ρίχνω πάνω στον ώμο του καλού μου μπράτσου. Κλαψουρίζει φρικτά καθώς το πόδι της μετακινείται από κάτω της, νιώθω τα δόντια της να χτυπούν. Και τρέχω. Τρέχω διασχίζοντας την κατεστραμμένη γέφυρα προς την πληγή που σκοτώνει το σκάφος μου, διασχίζοντας τους διαδρόμους του επιπέδου της γέφυρας σε μια χαοτική σκηνή. Άνθρωποι συνωστίζονται στις κεντρικές αίθουσες, εγκαταλείποντας τις θέσεις και τις εργασίες τους καθώς τρέχουν προς τις κάψουλες διαφυγής και τα μεταγωγικά σκάφη στο μπροστινό υπόστεγο. Άνθρωποι που πολέμησαν για μένα – ηλεκτρολόγοι, επιστάτες, στρατιώτες, μάγειροι, υπηρέτες. Δε θα καταφέρουν ποτέ να σωθούν. Πολλοί αλλάζουν πορεία όταν με βλέπουν. Προχωρούν παραπατώντας, ακουμπώντας πάνω μου, πανικόβλητοι και ξετρελαμένοι στη μανία τους να σωθούν. Μ ε τραβούν ουρλιάζοντας, παρακαλώντας. Τους σπρώχνω μακριά, χάνοντας ένα μικρό κομμάτι της καρδιάς μου κάθε φορά που ένας τους πέφτει πίσω μου. Δεν μπορώ να τους σώσω. Δεν μπορώ.

28

PIERCE BROWN

Ένας Πορτοκαλής αρπάζει το καλό πόδι της Θεοδώρας και μια Γκρίζα λοχίας τον χτυπάει στο μέτωπο μέχρι που σωριάζεται σαν πέτρα στο πάτωμα. «Ανοίξτε δρόμο» μουγκρίζει η χοντρή Γκρίζα. Τραβά το καψαλιστήρι της και ρίχνει στον αέρα. Άλλος ένας Γκρίζος, που θυμάται το χρέος του ή ίσως πιστεύει πως είμαι το εισιτήριό του για να βγει από αυτή την παγίδα θανάτου, τη βοηθάει να χωρίσουν στα δύο στο χάος. Γρήγορα άλλοι δύο ανοίγουν δρόμο με τα όπλα. Μ ε τη βοήθειά τους καταφέρνω να φτάσω στη σουίτα μου. Η πόρτα ανοίγει σφυριχτά με το άγγιγμά μου και περνάμε μέσα. Οι Γκρίζοι μπαίνουν πίσω μας οπισθοχωρώντας, σημαδεύοντας με τα καψαλιστήρια τους τις τριάντα απελπισμένες ψυχές που περικυκλώνουν την είσοδο. Η πόρτα σφυρίζει σαν για να κλείσει, αλλά μια Οψιδιανή σπρώχνει το πλήθος και χώνεται στο άνοιγμα, εμποδίζοντάς την. Ένας Πορτοκαλής τη μιμείται. Μ ετά ένας χαμηλόβαθμος Κυανός. Χωρίς δισταγμό, η Γκρίζα λοχίας ρίχνει στην Οψιδιανή κατακέφαλα. Οι σύντροφοί της πυροβολούν τον Κυανό και τον Πορτοκαλή και τους σπρώχνουν μακριά από το άνοιγμα, έτσι ώστε να κλείσει η πόρτα. Αποτραβώ το βλέμμα μου από το αίμα στο πάτωμα και ξαπλώνω τη Θεοδώρα σ’ έναν από τους καναπέδες μου. «Ντόμινους, πόσος χώρος υπάρχει στην κάψουλα διαφυγής;» με ρωτάει η Γκρίζα λοχίας, καθώς πλησιάζω την κλειδαριά στην πόρτα της κάψουλας. Τα μαλλιά της είναι κοντοκομμένα σε στρατιωτικό στιλ. Ένα τατουάζ στο μαυρισμένο σβέρκο της ξεχωρίζει κάτω από τον γιακά της. Τα δάχτυλά μου πετάνε πάνω στο πρίσμα ελέγχου, εισάγοντας τον κωδικό με μια σειρά από κινήσεις του χεριού. «Τέσσερις θέσεις. Εσείς θα πάρετε δύο. Αποφασίστε μεταξύ σας». Είμαστε έξι. «Δύο;» ρωτάει ψυχρά η λοχίας. «Μ α η Ροζ είναι δούλα!» λέει σφυριχτά ο ένας από τους Γκρίζους. «Δεν αξίζει μία» λέει ένας άλλος.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

29

«Είναι η δική μου δούλα» γρυλίζω. «Κάντε αυτό που λέω». «Γείωσέ το». Μ ετά νιώθω και ταυτόχρονα ακούω τη σιωπή και καταλαβαίνω πως ένας από αυτούς έχει τραβήξει όπλο και με σημαδεύει. Γυρίζω, αργά. Ο κοντόχοντρος γερο-Γκρίζος δεν είναι βλάκας. Έχει αποτραβηχτεί σε σημείο όπου δεν τον φτάνω. Δεν έχω πανοπλία, μόνο το ξυράφι μου. Θα μπορούσα ίσως να τον σκοτώσω. Οι άλλοι ρωτούν τι διάβολο νομίζει πως κάνει. «Είμαι ελεύθερος άνθρωπος, ντόμινους. Εγώ πρέπει να φύγω» λέει ο Γκρίζος με τρεμάμενη φωνή. «Έχω οικογένεια. Είναι δικαίωμά μου να φύγω». Κοιτάζει τους συντρόφους του, λουσμένους στο δυσάρεστο κόκκινο χρώμα που ρίχνουν τα φώτα έκτακτης ανάγκης. «Δεν είναι παρά μια πόρνη. Μ ια ξιπασμένη πόρνη». «Μ αρσέλ, κατέβασε το όπλο» λέει ο σκουρόχρωμος δεκανέας. Τα μάτια του είναι γεμάτα θλίψη για τον φίλο του. «Θυμήσου τους όρκους σου. Θα τραβήξουμε κλήρο». «Δεν είναι δίκαιο! Δεν μπορεί καν να κάνει παιδιά!» «Και τι θα σκέφτονταν για σένα τώρα τα δικά σου παιδιά;» ρωτάω. Τα μάτια του Μ αρσέλ γεμίζουν δάκρυα. Το καψαλιστήρι τρεμουλιάζει στο χοντρό του χέρι. Μ ετά ένας πυροβολισμός. Το σώμα του τεντώνεται και σωριάζεται άψυχο στο πάτωμα, καθώς η σφαίρα από το καψαλιστήρι της λοχία διαπερνά το κεφάλι του και χτυπάει πάνω στο μεταλλικό διαχωριστικό. «Θα το κάνουμε με ιεραρχική σειρά» λέει η λοχίας, βάζοντας το όπλο στη θήκη του. Αν εξακολουθούσα να είμαι ο άνθρωπος που ήξερε η Ηώ, θα είχα σταθεί παγωμένος από τρόμο. Αυτός ο άνθρωπος όμως δεν υπάρχει. Θρηνώ καθημερινά τον θάνατό του. Ξεχνώντας ολοένα περισσότερο ποιος ήμουν, τι όνειρα έκανα, τι πράγματα αγαπούσα. Η θλίψη είναι τώρα μουδιασμένη. Και συνεχίζω παρά τη σκιά που ρίχνει πάνω μου. Η κάψουλα διαφυγής ανοίγει, καθώς η μαγνητική κλειδαριά τραβιέται μ’ έναν υπόκωφο γδούπο. Η πόρτα ανεβαίνει με έναν συριστικό ήχο. Σηκώνω τη Θεοδώρα από τον καναπέ και τη δένω σε μια από τις θέσεις. Οι ιμάντες παραείναι μεγάλοι, φτιαγμένοι

30

PIERCE BROWN

για Χρυσούς. Μ ετά κάτι βαθύ και φρικτό μουγκρίζει στην κοιλιά του σκάφους μου. Μ ισό χιλιόμετρο μακριά, οι αποθήκες με τις τορπίλες μας εκρήγνυνται. Πάει η τεχνητή βαρύτητα. Πάνε οι γεροί τοίχοι. Η αίσθηση είναι ύπουλη. Τα πάντα περιστρέφονται. Πέφτω με δύναμη πάνω στο πάτωμα της κάψουλας διαφυγής. Στο ταβάνι; Δεν ξέρω. Το σκάφος αποσυμπιέζεται. Κάποιος ξερνάει. Περισσότερο το μυρίζω παρά το ακούω. Φωνάζω στους Γκρίζους να μπουν στην κάψουλα. Μ όνο ένας μένει πίσω τώρα, με το πρόσωπο τραβηγμένο και ήρεμο, καθώς η λοχίας κι ένας δεκανέας μπαίνουν στην κάψουλα. Δένονται στις θέσεις απέναντί μου. Ενεργοποιώ τη λειτουργία εκτόξευσης και χαιρετώ στρατιωτικά τον Γκρίζο που μένει πίσω. Ανταποδίδει τον χαιρετισμό, περήφανος και πιστός μέσα στη γαλήνη του, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπος με την τελευταία του στιγμή στη ζωή, με τα μάτια απόμακρα και τη σκέψη σε κάποια νεαρή αγάπη, κάποιο μονοπάτι που δεν πήρε, ίσως με την απορία γιατί να μη γεννηθεί Χρυσός. Μ ετά η πόρτα κλείνει και ο Γκρίζος χάνεται από τον κόσμο μου. Κολλάω βίαια πάνω στο κάθισμά μου, καθώς η κάψουλα δια​φυγής εκτοξεύεται με ταχύτητα μακριά από το ετοιμοθάνατο σκάφος. Διασχίζοντας συντρίμμια. Μ ετά είμαστε πάλι αβαρείς και απομακρυνόμαστε από τη δύσκολη κατάσταση καθώς παίρνουν μπροστά οι αποσβεστήρες αδράνειας. Έξω από τη θυρίδα θέασης βλέπω τη ναυαρχίδα μου να ξερνάει τολύπες από μπλε και κόκκινες φλόγες. Επεξεργασμένο ήλιο-3, που κινεί και τα δύο σκάφη, αναφλέγεται κοντά στις μηχανές του πολεμικού μου, προκαλώντας μια αλυσιδωτή έκρηξη που κομματιάζει το σκάφος. Ξαφνικά συνειδητοποιώ πως δεν ήταν συντρίμμια αυτά που ένιωσα πάνω στην κάψουλα διαφυγής μου καθώς έφευγα από το σκάφος. Ήταν άνθρωποι. Το πλήρωμά μου. Εκατοντάδες Κατώτερα Χρώματα που σκορπίστηκαν στο διάστημα. Οι Γκρίζοι κάθονται απέναντί μου. «Είχε τρεις κόρες» λέει ο σκουρόχρωμος δεκανέας ριγώντας, καθώς η αδρεναλίνη ξεθυμαίνει. «Σε δυο χρόνια θα έβγαινε στη σύνταξη. Κι εσύ του έριξες στο κεφάλι».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

31

«Μ ετά την αναφορά μου, ο δειλός δε θα αφήσει σύνταξη ούτε στη χήρα του» μορφάζει περιφρονητικά η λοχίας. Ο δεκανέας την κοιτάζει ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. «Αναίσθητη σκύλα». Τα λόγια τους ξεθωριάζουν, καθώς το σφυροκόπημα του αίματος κυριαρχεί στ’ αυτιά μου. Εγώ φταίω. Παραβίασα τους κανόνες στο Ινστιτούτο. Άλλαξα το επιστημονικό παράδειγμα και νόμιζα πως δε θα προσαρμόζονταν. Πως δε θα άλλαζαν τη στρατηγική τους για μένα. Και τώρα έγινα αιτία να χαθούν ζωές, τόσες που ίσως δε μάθω ποτέ τον αριθμό. Περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν σε κλάσμα δευτερολέπτου από όσοι όλη τη χρονιά στο Ινστιτούτο και οι θάνατοί τους άνοιξαν μια μαύρη τρύπα στο στομάχι μου. Ο Ροκ και η Βίκτρα με καλούν στο σύστημα ενδοσυνεννόησης. Πρέπει να έχουν εντοπίσει το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο και ξέρουν πως είμαι ασφαλής. Μ όλις που τους ακούω. Θυμός πηχτός και απαίσιος στροβιλίζεται μέσα μου, κάνοντας τα χέρια μου να τρέμουν, την καρδιά μου να βροντοχτυπάει. Μ ε κάποιο τρόπο, το σκάφος του Κάρνου συνεχίζει να ταξιδεύει στο διάστημα αφού έκοψε στα δύο τη ναυαρχίδα μου, πληγωμένο αλλά όχι κατεστραμμένο. Σηκώνομαι μέσα στην κάψουλά μου, λύνοντας τους ιμάντες του καθίσματος. Στην άλλη άκρη της κάψουλας βρίσκεται ένας εκτοξευτήρας φορτωμένος εκ των προτέρων με έναν αστροκάλυκα – μια μηχανοποιημένη στολή που έχει στόχο να μετατρέψει τους ανθρώπους σε ανθρώπινες τορπίλες. Είναι σχεδιασμένη για να εκτοξεύει Χρυσούς στους αστεροειδείς ή τους πλανήτες, επειδή η κάψουλα δεν μπορεί να επιβιώσει επιστρέφοντας στην ατμόσφαιρα. Εγώ όμως θα τη χρησιμοποιήσω για εκδίκηση. Θα εκτοξευτώ στη βρομοκατάρατη γέφυρα εκείνου του παλιάνθρωπου Μ πελόνα. Η Θεοδώρα δεν έχει ξυπνήσει ακόμη. Χαίρομαι. Λέω στον δεκανέα να με βοηθήσει να φορέσω τη στολή. Δύο λεπτά αργότερα είμαι μέσα στο μεταλλικό κέλυφος. Χρειάζονται άλλα δύο για να διασταυρώσω με τον υπολογιστή τους

32

PIERCE BROWN

υπολογισμούς που απαιτούνται ώστε η τροχιά μου να διασταυρωθεί με του Κάρνου προκειμένου να διαπεράσω τα παράθυρα της γέφυρας. Δεν έχω ακούσει να το έχει κάνει κανείς ποτέ αυτό. Δεν έχω δει καν να το επιχειρεί κανείς. Είναι τρέλα. Όμως ο Κάρνος θα πληρώσει. Ξεκινάω την αντίστροφη μέτρηση. Τρία… Το εχθρικό σκάφος περνά υπεροπτικά εκατό χιλιόμετρα μακριά. Είναι σαν σκοτεινό φίδι με μπλε ουρά, με μια γέφυρα στη θέση των ματιών. Ανάμεσά μας εκατό κάψουλες διαφυγής τρεμοφέγγουν, ισάριθμα ρουμπίνια ριγμένα στον ήλιο. Δύο… Προσεύχομαι να βρω την Κοιλάδα, αν δεν επιζήσω. Ένα. Τα χειριστήριά μου νεκρώνουν και κόκκινο αναβοσβήνει μέσα στο κράνος μου. Οι Κοσμήτορες παίρνουν τον έλεγχο του υπολογιστή μου και παγώνουν τα χειριστήριά μου. «ΟΧΙ!» μουγκρίζω, παρακολουθώντας το σκάφος του Κάρνου να εξαφανίζεται μέσα στο σκοτάδι.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

33

3 Αίμα και ούρα

Ο

χτακόσιοι τριάντα τρεις άντρες και γυναίκες. Οχτακόσιοι τριάντα τρεις σκοτωμένοι για ένα παιχνίδι. Μ ακάρι να μη μάθαινα ποτέ τον απολογισμό. Επαναλαμβάνω συνεχώς τον αριθμό καθισμένος στο αμπάρι επιβατών του σκάφους διάσωσης που στάλθηκε για να με μεταφέρει πίσω στην Ακαδημία. Οι υπαρχηγοί μου δεν τολμούν να συναντήσουν το βλέμμα μου. Ακόμα και ο Ροκ μ’ αφήνει στην ησυχία μου. Οι εκπαιδευτές απενεργοποίησαν το σκάφος μου προτού προλάβω να εκτοξευτώ. Λένε πως το έκαναν για να με γλιτώσουν από ένα ανόητο λάθος. Η κίνηση ήταν απερίσκεπτη, ηλίθια και ανάρμοστη για Χρυσό Πραίτορα. Τους κοίταζα με απλανές βλέμμα καθώς με ενημέρωναν μέσω της ολοοθόνης. Φτάνουμε στην Ακαδημία καθώς η μέρα τελειώνει, σύμφωνα με το ημερολόγιο του σκάφους μου. Είναι ένα μεγάλο, θολωτό μεταλλικό λιμάνι στις παρυφές μιας ομάδας αστεροειδών, περικυκλωμένο από προβλήτες για αντιτορπιλικά και πολεμικά σκάφη. Οι περισσότερες είναι γεμάτες. Φιλοξενεί την Ακαδημία και τη διοίκηση ενδιάμεσου τομέα, είναι μια από τις κυψέλες του στρατού της Κοινωνίας για τους ενδιάμεσους κόσμους του Άρη, του Δία και του Ποσειδώνα, αν και εξυπηρετεί και άλλες πλανητικές δυνάμεις όταν οι τροχιές τους τις φέρνουν κοντά. Οι

34

PIERCE BROWN

συμμαθητές μου πρέπει να παρακολουθούσαν εδώ στους κοιτώνες. Το ίδιο και πολλοί αξιωματούχοι του Στόλου και Απαράμιλλοι που μαζεύτηκαν εδώ για τις τελευταίες εβδομάδες του παιχνιδιού για να διασκεδάσουν και να παρακολουθήσουν το θέαμα. Κανείς δε θα αναφέρει το κόστος σε ζωές που απαίτησε η νίκη του Κάρνου. Η ήττα όμως θα ανακόψει την αποστολή μου. Οι Γιοι του Άρη έχουν κατασκόπους. Έχουν χάκερ και πόρνες που κλέβουν μυστικά. Αυτό που δεν είχαν ήταν ένας στόλος. Ούτε τώρα θα αποκτήσουν. Κανείς δεν έρχεται να προϋπαντήσει εμένα και τους υπαρχηγούς μου στην προβλήτα. Κόκκινοι και Καστανοί πηγαινοέρχονται βιαστικά υπακούοντας σε δύο Ιώδεις κι έναν Χάλκινο, που κάνουν ετοιμασίες για τη Νίκη του Κάρνου στον μεγάλο προθάλαμο. Το μπλε και ασημένιο του Οίκου των Μ πελόνα διακοσμεί τις σπηλαιώδεις μεταλλικές αίθουσες. Ο αετός του εμβλήματος της οικογένειάς του καλύπτει τους τοίχους. Έχουν λευκά ροδοπέταλα γι’ αυτόν. Τα κόκκινα ροδοπέταλα προορίζονται για τους Θριάμβους, τις πραγματικές νίκες όπου χύνεται αίμα Χρυσών. Το αίμα οχτακόσιων τριάντα τριών Κατώτερων Χρωμάτων δε μετράει. Πρόκειται για υπηρεσιακό θέμα. Οι υπαρχηγοί μου κοιμήθηκαν καθώς επιστρέφαμε στο Δοχείο. Εγώ όχι. Ο Τάκτος και η Βίκτρα περπατούν τώρα μπροστά μου σκουντουφλώντας, σιωπηλοί σαν να είναι ακόμη βυθισμένοι στον ύπνο. Παρά το βάρος στους ώμους μου, δε θέλω να κοιμηθώ. Πίσω από τα κατακόκκινα μάτια μου κρύβονται τύψεις. Αν κοιμηθώ, ξέρω πως θα δω τα πρόσωπα εκείνων που άφησα να πεθάνουν στους διαδρόμους του σκάφους. Ξέρω πως θα δω την Ηώ. Δεν μπορώ να την αντιμετωπίσω σήμερα. Η Ακαδημία μυρίζει αντισηπτικό και λουλούδια. Τα ροδοπέταλα περιμένουν σε βαρέλια στην άκρη. Αγωγοί από πάνω μας ανακυκλώνουν τις ανάσες μας και καθαρίζουν τον αέρα, αφήνοντας έναν σταθερό βόμβο. Λαμπτήρες φθορισμού ρίχνουν το χλωμό τους φως από την οροφή, σαν για να μας θυμίζουν πως αυτό το μέρος δεν είναι για παιδιά ή για φαντασιώσεις. Το φως,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

35

όπως και οι άντρες και οι γυναίκες εδώ πέρα, είναι σκληρό και ψυχρό. Ο Ροκ μένει δίπλα μου καθώς περπατάμε, αν και η όψη του είναι νεκρική. Του λέω να πάει να κοιμηθεί λιγάκι. Κέρδισε τον ύπνο με το σπαθί του. «Κι εσύ τι κέρδισες;» ρωτάει. «Όχι μια μέρα κατήφειας. Όχι μια μέρα αυτομαστίγωσης. Από όλους τους λογχοφόρους, είσαι δεύτερος. Δεύτερος! Αδερφέ, γιατί δεν καμαρώνεις γι’ αυτό;» «Όχι τώρα, Ροκ». «Έλα, τώρα» συνεχίζει. «Τον άνθρωπο δεν τον κάνει η νίκη. Τον κάνουν οι ήττες του. Νομίζεις πως οι πρόγονοί μας δεν έχασαν ποτέ; Δε χρειάζεται να θυμώνεις και να σκας και να νιώθεις σαν ήρωας ελληνικής τραγωδίας. Άσε την υπεροψία. Ένα παιχνίδι ήταν μόνο». «Νομίζεις πως δίνω πεντάρα για το παιχνίδι;» Γυρίζω απότομα προς το μέρος του. «Πέθαναν άνθρωποι». «Επέλεξαν να ζήσουν υπηρετώντας στον στόλο, ήξεραν τον κίνδυνο και πέθαναν για έναν σκοπό». «Ποιο σκοπό;» «Για να κρατήσουν την Κοινωνία μας δυνατή». Τον κοιτάζω. Μ πορεί ο καλοσυνάτος φίλος μου να είναι τόσο τυφλός; Τι επιλογή είχαν αυτοί οι άνθρωποι; Ήταν κληρωτοί. Κουνάω το κεφάλι μου. «Δεν καταλαβαίνεις τίποτα, έτσι;» «Φυσικά και δεν καταλαβαίνω. Ποτέ δεν αφήνεις κανέναν να σε πλησιάσει. Ούτε εμένα. Ούτε τον Σέβρο. Κοίτα πώς συμπεριφέρθηκες στη Μ άστανγκ. Διώχνεις τους φίλους σου σαν να ήταν εχθροί». Πού να ’ξερε.

Βρίσκω τον κήπο παρατημένο. Βρίσκεται στην κορυφή του Δοχείου, ένας μεγάλος προθάλαμος από γυαλί, χώμα και πρασινάδα, σχεδιασμένος ως ησυχαστήριο για στρατιώτες κουρασμένους από τον φθοριούχο φωτισμό. Κατσιασμένα δέντρα λικνίζονται σε μια τεχνητή αύρα. Βγάζω τα παπούτσια και μετά τις κάλτσες μου κι αναστενάζω καθώς το γρασίδι χώνεται ανάμεσα

36

PIERCE BROWN

στα δάχτυλα των ποδιών μου. Λάμπες πάνω από τα δέντρα φτιάχνουν έναν ψεύτικο ήλιο. Μ ένω από κάτω τους, καθώς, μ’ έναν βαθύ στεναγμό, ανηφορίζω με δυσκολία προς μια μικρή θερμοπηγή στο κέντρο του ξέφωτου. Μ ελανιές, οι περισσότερες ξεθωριασμένες, λεκιάζουν το σώμα μου σαν μικρές λιμνούλες από μπλε και βυσσινί περικυκλωμένες από κίτρινη άμμο. Το νερό ανακουφίζει τους πόνους μου. Είμαι πιο αδύνατος από ό,τι θα έπρεπε αλλά τσιτωμένος σαν χορδή πιάνου. Αν δεν ήταν το σπασμένο μπράτσο μου, θα έλεγα πως είμαι πιο υγιής από ό,τι στο Ινστιτούτο. Το να πολεμάς ενώ σε περιμένουν αυγά με μπέικον στην Ακαδημία βάζει κάτω το μισοψημένο κρέας κατσίκας σ’ εκείνο εκεί το μέρος. Βρίσκω το μπουμπούκι του αιμανθού δίπλα στη λιμνούλα. Επιβίωσε εκεί όπου δεν το φτάνει το νερό. Είναι γηγενές στον Άρη, σαν κι εμένα, έτσι, δεν το κόβω. Έθαψα την Ηώ σ’ ένα τέτοιο μέρος. Την έθαψα στο ψεύτικο δάσος πάνω από το ορυχείο του Λύκου, όπου της έκανα έρωτα τελευταία φορά. Ήμαστε λιπόσαρκα πλάσματα τότε. Πώς μπορούσε ένα τόσο εύθραυστο κορίτσι να έχει μια τέτοια ψυχή, ένα τέτοιο όνειρο όπως είναι η ελευθερία, όταν τόσο πολλές δυνατές ψυχές μοχθούσαν και κρατούσαν το κεφάλι χαμηλά, μην τολμώντας να σηκώσουν το βλέμμα τους; Φώναξα στον Ροκ πως δε μ’ ένοιαζε για την ήττα. Κι όμως με νοιάζει, και αισθάνομαι ενοχή γι’ αυτό, τη στιγμή που τόσο πολλές χαμένες ζωές θα έπρεπε να απαιτούν να μη νιώθω τίποτε άλλο πέρα από θλίψη. Μ έχρι σήμερα, όμως, η νίκη με γέμιζε, επειδή με κάθε νίκη ερχόμουν κοντύτερα στην υλοποίηση του ονείρου της Ηώς. Τώρα η ήττα μού το έκλεψε αυτό. Σήμερα την απογοήτευσα. Σαν να καταλαβαίνει τις σκέψεις μου, το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο μου γαργαλάει το μπράτσο. Καλεί ο Αύγουστος. Ξεκολλάω από το χέρι μου τη λεπτή σαν τρίχα οθόνη και κλείνω τα μάτια. Τα λόγια του αντηχούν στη μνήμη μου. «Ακόμα κι αν χάσεις, ακόμα κι αν δεν μπορέσεις να πάρεις τη νίκη για τον εαυτό σου, μην επιτρέψεις έναν θρίαμβο των Μ πελόνα. Άλλος ένας στόλος

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

37

κάτω από τον έλεγχό τους θα αλλάξει τις ισορροπίες ισχύος». Πάει κι αυτό. Επιπλέω στο νερό, πότε κοιμισμένος και πότε ξύπνιος, μέχρι που το δέρμα στα δάχτυλά μου ζαρώνει κι αρχίζω να βαριέμαι. Δεν είμαι φτιαγμένος για τέτοιες ήρεμες στιγμές. Σηκώνομαι από το νερό για να ντυθώ. Δεν μπορώ να αφήσω τον Αύγουστο να περιμένει πολύ. Ώρα να αντιμετωπίσω το γέρικο λιοντάρι. Έπειτα ίσως να κοιμηθώ. Θα είμαι υποχρεωμένος να πάω να παρακολουθήσω την καταραμένη τελετή για τη Νίκη του Κάρνου, μετά όμως θα φύγω από αυτό το άσχημο μέρος και θα γυρίσω στον Άρη και ίσως στη Μ άστανγκ. Αλλά καθώς στρέφομαι για να βγω από τη λιμνούλα, ανακαλύπτω πως τα ρούχα μου λείπουν, όπως και το ξυράφι μου. Μ ετά τους διαισθάνομαι. Ακούω τις στρατιωτικές τους μπότες πίσω μου. Τις δυνατές, γεμάτες έξαψη ανάσες τους. Τέσσερις, μαντεύω. Πιάνω μια πέτρα από το χώμα. Όχι. Γυρίζω και βρίσκω εφτά να φράσσουν τη μοναδική είσοδο του κήπου. Όλοι Χρυσοί του Οίκου Μ πελόνα. Όλοι ορκισμένοι εχθροί μου. Ο Κάρνος έρχεται με τους Μ πελόνα, κατευθείαν από το σκάφος του. Το πρόσωπό του είναι το ίδιο τσακισμένο όσο και το δικό μου, οι ώμοι του μπορεί και μιάμιση φορά πιο φαρδιοί. Δεσπόζει από πάνω μου – Οψιδιανός από κάθε άλλη άποψη πέρα από την καταγωγή και το μυαλό. Εκείνο το πλατύ χαμόγελο που κρύβει ασυνήθιστη ευφυΐα. Τρίβει με το χέρι του το λακκάκι στο πιγούνι του και οι μυώδεις πήχεις του μοιάζουν σαν να είναι λαξεμένοι από λειασμένο ποταμόξυλο. Υπάρχει κάτι τρομακτικό στο να βρίσκεσαι κοντά σε κάποιον τόσο μεγαλόσωμο ώστε να μπορείς να νιώθεις τις δονήσεις της φωνής του στα κόκαλά σου. «Φαίνεται πως πιάσαμε το λιοντάρι του Αυγούστου μακριά από την αγέλη του. Γεια χαρά, Θεριστή». «Γολιάθ» μουρμουρίζω, χρησιμοποιώντας το συνθηματικό του. Γολιάθ ο καταστροφέας. Γολιάθ ο δολοφόνος γιων. Γολιάθ ο άγριος. Η Μ άστανγκ λέει πως κάποτε έσπασε τη ραχοκοκαλιά ενός φανταχτερού Σεληνογέννητου Χρυσού πάνω στο γόνατό του όταν το βρομόπαιδο σκέφτηκε να του πετάξει στα μούτρα το ποτό του σ’ ένα Περλ κλαμπ. Η μητέρα του δωροδόκησε μετά τον

38

PIERCE BROWN

Δικαστή για να τον αφήσει μ’ ένα πρόστιμο. Ο κατάλογος των προστίμων που έχει πληρώσει για φόνο είναι πιο μακρύς από το μπράτσο μου. Γκρίζοι, Ροζ, ακόμα κι ένας Ιώδης. Η πραγματική του φήμη όμως πηγάζει από τον φόνο του Κλαύδιου Au-Αυγούστου, αγαπημένου γιου και κληρονόμου του Αρχικυβερνήτη. Του αδερφού της Μ άστανγκ. Τα ξαδέρφια του Κάρνου περιφέρονται γύρω του. Όλα Μ πελόνα. Όλα γεννημένα κάτω από το μπλε και ασημένιο έμβλημα του κατακτητή αετού. Αδερφοί, αδερφές, ξαδέρφια του Κάσσιου. Τα μαλλιά τους είναι σγουρά και πυκνά, τα πρόσωπα πανέμορφα. Η επιρροή τους απλώνεται σ’ όλη την Κοινωνία. Όπως και η φήμη για τα όπλα τους. Ο ένας τους είναι πιο μεγάλος από μένα, κοντύτερος αλλά πιο γεροδεμένος, σαν κούτσουρο με ξανθά βρύα να καλύπτουν το κεφάλι του. Είναι γύρω στα τριάντα. Ο Κέλαν, θυμάμαι τώρα. Κατέχει το αξίωμα του Λεγάτου, του ιππότη της Κοινωνίας. Και ήρθε εδώ με τ’ αδέρφια και τα ξαδέρφια του για μένα. Ξεχειλίζει υπεροψία. Κάνει πως χασμουριέται, καθώς παίζει τούτα τα σχολικά παιχνίδια. Ο φόβος σφυροκοπάει το στήθος μου. Δυσκολεύομαι να αναπνεύσω. Ωστόσο χαμογελώ, με τα δάχτυλά μου να ψαχουλεύουν τις λειτουργίες επικοινωνίας του ηλεκτρονικού σημειωματάριου πίσω από την πλάτη μου. «Εφτά Μ πελόνα» καγχάζω. «Τι τους χρειάζεσαι τους εφτά, Κάρνε;» «Είχες εφτά σκάφη ενάντια σε ένα δικό μου» λέει ο Κάρνος. «Ήρθα να συνεχίσω το παιχνίδι μας». Γέρνει το κεφάλι του στο πλάι. «Νόμιζες πως τέλειωσε όταν καταστράφηκε το σκάφος σου;» «Το παιχνίδι τέλειωσε» λέω. «Νίκησες». «Νίκησα, Θεριστή;» ρωτάει ο Κάρνος. «Μ ε αντίτιμο οχτακόσιους τριάντα τρεις ανθρώπους». «Κλαψουρίζεις που έχασες;» ρωτάει η Κάγκνι. Είναι η πιο μικρόσωμη από τα ξαδέρφια του, μια εικοσάρα λογχοφόρος του πατέρα του Κάρνου. Κρατάει το ξυράφι μου, εκείνο που μου έδωσε η Μ άστανγκ. Σκίζει μ’ αυτό τον αέρα. «Λέω να το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

39

κρατήσω αυτό. Δε νομίζω πως έχω ακούσει να το έχεις χρησιμοποιή​σει ποτέ. Όχι πως σε αδικώ. Τα ξυράφια είναι επικίνδυνα. Οι κίνδυνοι μιας αμόρφωτης ανατροφής, φοβάμαι». «Άντε να χώσεις τη γροθιά σου στον απαυτό του ξαδέρφου σου» λέω χλευαστικά. «Πρέπει να υπάρχει κάποιος λόγος που όλοι εσείς οι σγουρομάλληδες σκατάδες μοιάζετε μεταξύ σας». «Είμαστε υποχρεωμένοι να τον ακούμε να γαβγίζει, Κάρνε;» κλαψουρίζει η Κάγκνι. «Έμαθα στον Ιουλιανό να ψαρεύει, Θεριστή» λέει ξαφνικά ο Κέλαν, ο Λεγάτος. «Όταν ήταν μικρός δεν του άρεσε, επειδή πίστευε πως τα ψάρια πονούσαν πολύ. Πίστευε πως ήταν βάρβαρο. Αυτό το αγόρι σ’ έβαλε ο αφέντης σου να σκοτώσεις. Αυτό είναι το μέτρο της δικής του βαρβαρότητας. Πόσο σπουδαίος νιώθεις λοιπόν; Πόσο γενναίο θεωρείς τον εαυτό σου;» «Δεν ήθελα να τον σκοτώσω». «Εμείς όμως μπορούμε να σκοτώσουμε εσένα» βροντοφωνάζει ο Κάρνος. Γνέφει στα ξαδέρφια του. Δύο από τους Μ πελόνα σπάνε κλαδιά από τα δέντρα και τα πετάνε στους δικούς τους. Έχουν ξυράφια, αλλά προφανώς θέλουν να το κάνουν με το πάσο τους. «Αν με σκοτώσετε, θα υπάρξουν συνέπειες» λέω. «Δεν πρόκειται για εγκεκριμένη μονομαχία και είμαι Απαράμιλλος. Προστατεύομαι από τη Συνθήκη. Θα είναι φόνος. Οι Ολύμπιοι Ιππότες θα σας κυνηγήσουν. Θα σας δικάσουν. Θα σας εκτελέσουν». «Ποιος μίλησε για φόνο;» ρωτάει ο Κάρνος. «Ανήκεις στον Κάσσιο». Το αλεπουδίσιο πρόσωπο της Κάγκνι σπάει σ’ ένα χαμόγελο. «Σήμερα σε προστατεύει ο Αύγουστος» λέει ο Κάρνος. «Το επίλεκτο αγόρι του. Αν σε σκοτώσουμε, θα γίνει πόλεμος. Κανείς όμως δεν κάνει πόλεμο για λίγο ξύλο». Η Κάγκνι στηρίζεται στο αριστερό της πόδι. Ζημιά στο γόνατο. Ένας ξάδερφός της ταλαντεύεται στις φτέρνες του. Μ ε φοβάται. Ο μεγαλόσωμος, ο Κάρνος, υψώνει το ανάστημά του, εννοώντας πως δε δίνει μία για όποια ζημιά μπορώ να του κάνω. Ο Κέλαν

40

PIERCE BROWN

χαμογελάει και στέκεται χαλαρός. Τους μισώ τους ανθρώπους αυτού του είδους. Είναι δύσκολο να τους ζυγίσεις. Υπολογίζω τις πιθανότητές μου. Μ ετά θυμάμαι το σπασμένο μου μπράτσο, τις κακώσεις στα πλευρά μου και τον μώλωπα πάνω από το μάτι μου και κόβω τις πιθανότητες στη μέση. Φοβάμαι. Δεν μπορούν να με σκοτώσουν, δεν μπορώ να τους σκοτώσω. Όχι εδώ. Όχι τώρα. Όλοι μας ξέρουμε πώς θα τελειώσει αυτός ο χορός. Χορεύουμε όμως. Ο Κάρνος χτυπάει τα δάχτυλά του και ορμούν όλοι ταυτόχρονα καταπάνω μου. Ρίχνω την πέτρα στα μούτρα της Κάγκνι. Πέφτει. Ορμάω στον Κάρνο ουρλιάζοντας σαν λυσσασμένος λύκος, ξεγλιστρώ από το πρώτο του χτύπημα και εξαπολύω μια βροχή χτυπημάτων στα νευρικά του κέντρα, χώνοντας τον αγκώνα μου στον δεξιό του δικέφαλο και διαρρηγνύοντας τον ιστό. Τινάζεται προς τα πίσω και το εκμεταλλεύομαι χρησιμοποιώντας τον όγκο του για να με προστατεύσει από τους άλλους και τα ξύλα τους. Αρπάζω ένα ξύλο από μία από τα ξαδέρφια Μ πελόνα, καταφέρνοντάς της ένα χτύπημα στον κρόταφο με τον αγκώνα. Μ ετά κάνω μεταβολή, στρέφοντας το ξύλο προς το πρόσωπο του Κάρνου. Αλλά το αποκρούει. Κάτι με χτυπάει στο πίσω μέρος του κεφαλιού μου. Ξύλο θρυμματίζεται. Σκλήθρες χώνονται στο κρανίο μου. Δεν παραπατώ. Όχι μέχρι που ο Κάρνος με χτυπάει κατάμουτρα τόσο δυνατά με τον αγκώνα του, που ένα δόντι πετάγεται έξω. Δεν έρχονται ένας ένας. Μ ε περικυκλώνουν και με τιμωρούν με την αποτελεσματικότητα της θανάσιμης τέχνης τους, του Κραβάτ. Στοχεύουν νεύρα, όργανα. Καταφέρνω να σταθώ στα πόδια μου, να χτυπήσω μερικούς από τους επιτιθέμενους. Όμως δεν είμαι πια όρθιος. Κάποιος χώνει το ξύλο του στο πετσί μου, χτυπώντας το υποπλεύριο νεύρο. Καταρρέω στο έδαφος σαν κερί που λιώνει και ο Κάρνος με κλοτσάει στο κεφάλι. Δαγκώνω τη γλώσσα μου μέχρι τη μέση. Κάτι ζεστό γεμίζει το στόμα μου. Το χώμα είναι το πιο μαλακό πράγμα που νιώθω. Πνίγομαι από κάτι αλμυρό. Αίμα και αέρας πετάγονται από το στόμα μου, καθώς ο Κάρνος

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

41

βάζει το πόδι του πάνω στο στομάχι μου, μετά στον λαιμό μου. Γελάει. «Σύμφωνα με τα λόγια του Λορν Au-Άρκος, αν είναι απλώς να τραυματίσεις κάποιον, καλύτερα να σκοτώσεις την αξιοπρέπειά του». Γουργουρίζω προσπαθώντας να αναπνεύσω. Η Κάγκνι αντικαθιστά τον Κάρνο και κάθεται πάνω στο στήθος μου με τα γόνατά της να καρφώνουν κάτω τα μπράτσα μου. Ρουφάω αέρα. Μ ου χαμογελάει κατάμουτρα και κοιτάζει τη γραμμή των μαλλιών μου, με τα χείλη μισάνοιχτα από την έξαψη της κυριαρχίας πάνω σ’ έναν άλλο άνθρωπο. Στρίβει τα μαλλιά μου μέσα στο χέρι της. Η ζεστή ανάσα της μυρίζει δυόσμο. «Τι έχουμε εδώ;» ρωτάει, τραβώντας το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο από τη θέση του στο μπράτσο μου. «Γαμώτο. Ειδοποίησε τους Αυγούστους. Προτιμώ να μην τα βάλω μ’ εκείνη τη σκύλα την Ιουλία χωρίς την πανοπλία μου». «Τότε, μη χασομεράς» γρυλίζει ο Κάρνος. «Κάν’ το». «Σσς» ψιθυρίζει καθώς προσπαθώ να μιλήσω, περνώντας ένα μαχαίρι πάνω από τα χείλη μου και σπρώχνοντάς το μέσα στο στόμα μου, μέχρι που το τραχύ μέταλλο χτυπάει πάνω στα δόντια μου. «Καλό γκομενάκι είσαι». Βίαια, μου πριονίζει τα μαλλιά. «Ήσυχα κι ωραία. Καλός ο Θεριστής. Καλός». Αίμα τσούζει τα μάτια μου καθώς ο Κάρνος σπρώχνει την Κάγκνι από το στήθος μου, με αρπάζει και με σηκώνει από το χώμα με το αριστερό του χέρι. Λυγίζει το δεξί του μπράτσο, βλαστημώντας για τον κατεστραμμένο του δικέφαλο. Δεν μπορεί να το τραβήξει πίσω για να μου ρίξει γροθιά, έτσι, αντί γι’ αυτό χαμογελάει γυμνώνοντας τα δόντια του και μου ρίχνει μια κουτουλιά στο στήθος ακριβώς πάνω στο στέρνο. Ο κόσμος μου τραντάζεται. Ακούγεται ένα τρίξιμο. Ο ήχος κλαδιών πάνω στη φωτιά. Ξεφυσάω βγάζοντας φυσαλίδες και αφύσικους ήχους. Ο Κάρνος με κουτουλάει ξανά και πετάει το πονεμένο σώμα μου κατάχαμα. Νιώθω κάτι ζεστό να με καταβρέχει και τη μυρωδιά των ούρων να γδέρνει τα ρουθούνια μου. Γελούν και ο Κάρνος αναπνέει μέσα στο αυτί μου.

42

PIERCE BROWN

«Η μητέρα μου μου είπε να σου πω αυτό: ένας φουκαράς δεν μπορεί ποτέ να γίνει πρίγκιπας. Κάθε φορά που θα κοιτάζεσαι στον καθρέφτη, να θυμάσαι τι σου κάναμε. Να θυμάσαι πως αναπνέεις επειδή σε αφήσαμε. Να θυμάσαι πως η καρδιά σου θα βρίσκεται μια μέρα στο τραπέζι μας. Όσο ψηλά κι αν ανεβείς, στη λάσπη θα πέσεις».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

43

4 Εκπεσών

Σ

τέκομαι μπροστά στον αφέντη μου, αλλά δε νοιάζεται. Οι τοίχοι του γραφείου είναι ντυμένοι με ξύλο και στο πάτωμα είναι απλωμένο ένα αρχαίο χαλί που ο σιδερένιος πρόγονός του πήρε από ένα παλάτι στη Γη πριν από την πτώση της Ινδικής Αυτοκρατορίας, μιας από τις τελευταίες μεγάλες χώρες που αντιστάθηκαν εναντίον των Χρυσών. Πόσο μεγάλο τρόμο πρέπει να ένιωσαν εκείνοι οι φυσιολογικά γεννημένοι άνθρωποι βλέποντας τους Κατακτητές να πέφτουν από τον ουρανό. Ο τελειοποιη​μένος άνθρωπος, που όμως έφερνε αλυσίδες αντί για ελπίδα. Στέκομαι μπροστά στο γραφείο του Αυγούστου, ένα γυμνό έπιπλο από ξύλο και σίδερο, ακριβώς μπροστά από τον ηλικίας εφτά αιώνων λεκέ αίματος στο σημείο όπου ο τελευταίος Ινδός αυτοκράτορας έχασε το κεφάλι του από έναν εξαίσιο Χρυσό δολοφόνο. Ο Νέρωνας Au-Αύγουστος χαϊδεύει νωθρά το λιοντάρι που είναι ξαπλωμένο δίπλα στο γραφείο του. Μ οιάζουν με δίδυμα αγάλματα. Πίσω τους βρίσκεται το διάστημα. Μ ια θυρίδα θέασης βλέπει στο σκοτάδι, εκεί όπου τα σκάφη της Αρμάδας του Σκήπτρου κείτονται σαν γιγάντια γκόλεμ βυθισμένα σε τρομερό ύπνο. Τα περνάμε στο τελευταίο σκέλος του εικοσαήμερου

44

PIERCE BROWN

ταξιδιού μας από τον Άρη. Ο Αύγουστος έχει τα μάτια καρφωμένα στο γραφείο του, όπου ένας χείμαρρος δεδομένων τρέχει πάνω στο ξύλο. Μ οιάζει να έχει περάσει πάρα πολύς καιρός από τότε που με πήρε για μια περιοδεία στον Άρη για να μου δείξει την επικράτειά μας – από τα λατιφούντια όπου οι Ανώτεροι Κόκκινοι μοχθούν πάνω από καλλιέργειες μέχρι τις μεγάλες πολικές εσχατιές όπου μένουν σε μεσαιωνική απομόνωση οι Οψιδιανοί. Τότε με ευνοούσε φέρνοντάς με κοντά του, μαθαίνοντάς μου τα πράγματα που του έμαθε ο πατέρας του. Ήμουν ο αγαπημένος του, δεύτερος μόνο μετά τον Λήτο. Τώρα είναι ένας ξένος κι εγώ ένας πονοκέφαλος. Έχουν περάσει δύο μήνες από την ημέρα που ο Κάρνος με νίκησε στην Ακαδημία. Αν και τα μαλλιά μου ξαναμάκρυναν και τα σπασμένα μου οστά θεραπεύτηκαν, δε συνέβη το ίδιο με τη φήμη μου. Και λόγω αυτού η θέση μου στην υπηρεσία του Αρχικυβερνήτη Αυγούστου είναι επισφαλής, στην καλύτερη περίπτωση. Οι εχθροί μου αυξάνονται μέρα με τη μέρα. Αυτοί οι καινούριοι όμως προτιμούν τους ψιθύρους από τα ξυράφια. Όλο και περισσότερο πιστεύω πως οι Γιοι του Άρη επέλεξαν λάθος άνθρωπο. Δεν είμαι φτιαγμένος για τον ψυχρό πόλεμο της πολιτικής. Δεν είμαι φτιαγμένος για πανουργίες. Διάβολε, θα έκρυβα ανά πάσα στιγμή ένα αγόρι στα σωθικά ενός αλόγου, αλλά δε θα ήξερα πώς να δωροδοκήσω κάποιον σωστά ακόμα κι αν κρεμόταν από αυτό η ζωή μου. Μ ια ευγενική, ζεστή φωνή φτιαγμένη για μισές αλήθειες γεμίζει το γραφείο του Αρχικυβερνήτη. «Τρία διυλιστήρια. Δύο νάιτ κλαμπ. Και δύο αστυνομικά φυλάκια των Γκρίζων. Όλα τινάχτηκαν στον αέρα με βόμβες από τότε που φύγαμε από τον Άρη. Εφτά επιθέσεις, άρχοντά μου. Πενήντα εννιά Χρυσά θύματα». Ο Πλίνιος. Λεπτός σαν σαλαμάνδρα, με δέρμα λείο σαν Ροζ. Ο Πολιτικός δεν είναι Απαράμιλλος Σημαδεμένος, δεν πήγε καν ποτέ στο Ινστιτούτο. Τα λαμπερά του μάτια κοιτάζουν πίσω από βλεφαρίδες που θα έκαναν ένα παγόνι να ντραπεί για το φτέρωμά του. Ανοιχτόχρωμο κραγιόν καλύπτει λεπτά χείλη. Τα μαλλιά του

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

45

είναι μπουκλωτά και μυρωδάτα. Το σώμα του αδύνατο αλλά μυώδες, με έναν ευχάριστο αλλά εξαιρετικά επιφανειακό τρόπο κάτω από έναν υπερβολικά στενό, κεντητό μεταξωτό χιτώνα. Ένα παιδί θα μπορούσε να σπάσει στο ξύλο αυτή την όμορφη γατούλα. Ωστόσο έχει καταστρέψει οικογένειες με μια φήμη εδώ, ένα χωρατό εκεί. Η δύναμή του είναι διαφορετικού είδους. Εκεί όπου εγώ είμαι κινητική ενέργεια, αυτός είναι δυναμική. Έχω ακούσει επίσης πως είναι υπεύθυνος για την καταστροφή της φήμης μου. Ο Τάκτος μάλιστα υπαινίχτηκε πως ο Πλίνιος μπορεί να έστησε τη βία στον κήπο ή τουλάχιστον να κανόνισε να καταγράψει μια ολοκάμερα την περήφανη στιγμή μου. Δίπλα στον Πλίνιο στέκεται ο τέταρτος άνθρωπος που βρίσκεται στο δωμάτιο, ο Λήτος. Είναι ένας ευφυής λογχοφόρος δέκα χρόνια μεγαλύτερός μου, με πλεγμένα μαλλιά και μισό χαμόγελο. Είναι επίσης ποιητής με το ξυράφι, ένας νεότερος Λορν Au-Άρκος, σύμφωνα με ορισμένους. Το πιθανότερο είναι να κληρονομήσει εκείνος την περιουσία του Αυγούστου αντί για τους εξ αίματος κληρονόμους του Αρχικυβερνήτη – τη Μ άστανγκ και το Τσακάλι. Για να λέμε την αλήθεια, μάλλον τον συμπαθώ αυτόν τον άνθρωπο. «Οι Γιοι του Άρη γίνονται πολύ παράτολμοι» μουρμουρίζει ο Αύγουστος. «Ναι, άρχοντά μου». Ο Πλίνιος μισοκλείνει τα μάτια. «Αν είναι πράγματι αυτοί που πραγματοποιούν τις ενέργειες». «Ποιο άλλο μυρμήγκι μας δαγκώνει;» «Κανένα, απ’ όσο ξέρουμε. Υπάρχουν όμως αράχνες, τσιμπούρια, αρουραίοι στους κόσμους. Οι βόμβες είναι χονδροειδείς για τον Άρη, τυφλές, ασυνήθιστα βίαιες. Απέχουν από το πρότυπο του τεχνολογικού σαμποτάζ και της προπαγάνδας που ταιριάζουν στο προφίλ του. Ο Άρης δεν είναι παρορμητικός, γι’ αυτό δυσκολεύομαι να πιστέψω πως οι ενέργειες αυτές προέρχονται από εκείνον». Ο Αύγουστος κατσουφιάζει. «Τι υπονοείς λοιπόν;» «Ίσως υπάρχει κι άλλη τρομοκρατική ομάδα, άρχοντά μου. Μ ε δεκαοχτώ δισεκατομμύρια ψυχές στην απογραφή, δε νομίζω πως ένας άνθρωπος έχει το μονοπώλιο στην τρομοκρατία. Ίσως

46

PIERCE BROWN

ακόμα κι ένα συνδικάτο του εγκλήματος. Έφτιαχνα τελευταία μια βάση δεδομένων την οποία μπορώ να μοιραστώ…» Ο Πλίνιος έχει δίκιο. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις που μαστίζουν τον Άρη και άλλους πλανήτες δεν είναι πολύ λογικές. Ο Χορευτής μιλούσε για δικαιοσύνη, όχι εκδίκηση. Οι επιθέσεις αυτές είναι στενόμυαλες και αποτρόπαιες – βόμβες σε στρατώνες, καταστήματα μόδας, παζάρια, καφέ για Ανώτερα Χρώματα και εστιατόρια. Ο Άρης δε θα τις ανεχόταν ποτέ. Συγκεντρώνουν πάρα πολλά βλέμματα για υπερβολικά μικρό αποτέλεσμα, προκαλώντας τους Χρυσούς να δράσουν, να συντρίψουν τους Γιους. Έχω στείλει μηνύματα στον Χορευτή μέσω του ολοκιβωτίου. Τίποτα. Μ όνο σιωπή. Μ ήπως είναι νεκρός; Ή μήπως ο Άρης μ’ εγκατέλειψε για χάρη αυτής της καινούριας στρατηγικής των βομβών; Ο Πλίνιος χασμουριέται. «Μ πορεί ο Άρης να άλλαξε τακτική. Είναι διαβολεμένος». «Αν ο Άρης είναι άντρας» λέει ο Λήτος. «Ενδιαφέρον». Ο Αύγουστος στρέφεται απότομα. «Τι σε κάνει να νομίζεις πως ο Άρης ίσως δεν είναι άντρας;» «Γιατί υποθέτουμε πως ο Άρης είναι άντρας; Θα μπορούσε να είναι γυναίκα. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια ομάδα ανθρώπων, πράγμα που θα εξηγούσε σε μεγάλο βαθμό τη διαφορετική φύση αυτών των νέων επιθέσεων». Ο Λήτος γυρίζει προς το μέρος μου με τα μάτια του να με προσκαλούν να πάρω θέση. «Ντάροου, τι γνώμη έχεις;» «Μ η ζαλίζεις τον Ντάροου με περίπλοκες ερωτήσεις!» κράζει αμυντικά ο Πλίνιος. «Κράτα το σε επίπεδο ναι ή όχι έτσι ώστε να μπορεί να καταλάβει». Ο Πλίνιος μου ρίχνει το πιο συμπονετικό του χαμόγελο και μου ζουλάει με οίκτο τον ώμο. «Πίσω από τα ευχάριστα χαμόγελά του είναι ένα άδολο, απλοϊκό ζώο. Θα έπρεπε να το ξέρεις αυτό». Κάθομαι εκεί και το ανέχομαι. Γυρίζει από την άλλη. «Εν πάση περιπτώσει, Λήτε, ξεχνάς πως σχεδιάσαμε την Κόκκινη κουλτούρα έτσι ώστε να είναι εξαιρετικά πατριαρχική. Η ταυτότητά τους ως λαού επικεντρώνεται γύρω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

47

από τη συλλογή των πόρων για τη διάδοση της υποτυπώδους γαιοδιαμόρφωσης του Άρη. Σωματικά επίπονα, εξουθενωτικά καθήκοντα που εκτελούνται από άντρες. Καθήκοντα που δεν επιτρέπουμε στις γυναίκες τους να εκτελέσουν, έστω κι αν είναι ικανές, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο Διαστρωμάτωσης. Βλέπεις, λοιπόν, πως δεν μπορεί να είναι γυναίκα, επειδή κανένας θορυβοποιός Σκουριασμένος δε θα ακολουθούσε έναν άντρα ή μια γυναίκα που δεν έχει οδηγήσει ποτέ δαγκανοτρύπανο». Ο Λήτος χαμογελάει πονηρά. «Αν ο Άρης είναι Κόκκινος». Τόσο ο Πλίνιος όσο και ο Αύγουστος γελούν. «Μ πορεί να είναι ένας παράφρων Ιώδης που έχει περάσει σ’ ένα νέο στάδιο» προτείνει ως εξήγηση ο Πλίνιος. «Ή ένας Χάλκινος αργυραμοιβός που τα ’χει παίξει ταξινομώντας επαρχιακές φορολογικές δηλώσεις» προσθέτει ο Λήτος. «Όχι! Μ ήπως ένας Οψιδιανός που, τολμώ να πω, ξέφυγε επιτέλους από τον φόβο για την τεχνολογία και ανέπτυξε τις ικανότητες να χρησιμοποιεί μια ολοκάμερα;» Ο Πλίνιος χτυπάει το πόδι του. «Θα έδινα ένα από τα Ρόδα μου μόνο και μόνο για να δω…» «Ευγενείς μου. Αρκετά». Ο Αύγουστος τον διακόπτει χτυπώντας το δάχτυλό του πάνω στο γραφείο. Ο Πλίνιος και ο Λήτος μοιράζονται ένα χαμόγελο και γυρίζουν στον Αύγουστο. «Η εισήγησή σου, Πλίνιε;» «Φυσικά». Ο Πλίνιος ξεροβήχει. «Σε αντίθεση με την προπαγάνδα και τις κυβερνοεπιθέσεις τους, η βαρβαρότητα μπορεί να αντιμετωπιστεί πολύ απλά. Άρης ξε-Άρης, δώσε μια απάντηση. Οι ομάδες θανάτου μας είναι έτοιμες για μεθοδευμένα πλήγματα σε διάφορα πεδία εκπαίδευσης τρομοκρατών κάτω από την επιφάνεια του Άρη. Πρέπει να χτυπήσουμε τώρα. Αν περιμένουμε, φοβάμαι πως οι Πραιτοριανοί της Αρχόντισσας θα πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους. Οι Σεληνογέννητοι δεν καταλαβαίνουν τον Άρη. Θα τα γειώσουν». «Ο βλάκας τραβάει τα φύλλα. Ο βάρβαρος κόβει τον κορμό. Ο σοφός σκάβει τις ρίζες». Ο Αύγουστος κάνει μια παύση. «Είναι κάτι που είπε κάποτε ο Λορν Au-Άρκος στον πατέρα μου. Είναι

48

PIERCE BROWN

χαραγμένο στην Αίθουσα των Λεπίδων στη Νέα Θήβα. Το να χτυπήσουμε τα πεδία εκπαίδευσης δε θα πετύχει τίποτε άλλο πέρα από το να γεμίσει το ολοδίκτυο με ωραίες εκρήξεις. Βαριέμαι τα πολιτικά παιχνίδια. Η στρατηγική μας πρέπει ν’ αλλάξει. Μ ε κάθε βόμβα η Αρχόντισσα κουράζεται ολοένα περισσότερο από τη διακυβέρνησή μου». «Διοικείς τον Άρη» λέει ο Λήτος. «Όχι την Αφροδίτη ή τη Γη. Ο πλανήτης μας δεν είναι γαλήνιος. Τι περιμένει;» «Αποτελέσματα». «Τι έχεις στο μυαλό σου, άρχοντά μου;» ρωτάει ο Πλίνιος. «Σκοπεύω να δηλητηριάσω τις ρίζες των Γιων του Άρη. Θέλω βομβιστές αυτοκτονίας, όχι Γκρίζους. Βρείτε τους πιο άσχημους, τους πιο αντιπαθητικούς Κόκκινους στον Άρη, πάρτε ομήρους τις οικογένειές τους και απειλήστε να σκοτώσετε τους γιους και τις κόρες τους, αν οι πατεράδες δεν κάνουν αυτό που προστάζουμε. Εστιάστε τους βομβιστές αυτοκτονίας σε περιοχές της επιφάνειας με μεγάλη πυκνότητα νέων καθώς και σε δύο επιλεγμένα ορυχεία. Όχι γυναίκες βομβίστριες. Θέλω κοινωνικό διχασμό. Γυναίκες εναντίον της βίας». Πόσο λίγο κοστίζει εδώ η ζωή. Απλώς λόγια στον αέρα. «Και αστικές περιοχές» συνεχίζει. «Όχι μόνο Καστανούς και Κόκκινους εργάτες ορυχείων και γεωργούς. Θέλω νεκρά Κυανά και Πράσινα παιδιά σε σχολεία ή εμπορικές στοές δίπλα σε σύμβολα των Γιων του Άρη. Μ ετά θα δούμε αν θα εξακολουθήσουν τα άλλα Χρώματα να τραγουδούν το φρικοκατάρατο τραγούδι εκείνου του κοριτσιού». Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο. Το τραγούδι της Ηώς έχει εξαπλωθεί πιο μακριά από όσο είχε ονειρευτεί, φτάνοντας στο ολοδίκτυο και ταξιδεύοντας στο ηλιακό σύστημα, όπου κοινοποιήθηκε πάνω από ένα δισεκατομμύριο φορές χάρη σε ομάδες αναρχικών χάκερ. Πολλές φορές φοβάμαι πως θα με αναγνωρίσουν. Μ πορεί κάποιος Χρυσός να ψάξει στα αρχεία και να βρει πως το όνομα του άντρα της Ηώς ήταν επίσης Ντάροου. Ακόμα κι εγώ όμως δεν αναγνωρίζω εκείνο το κάτισχνο, χλωμό αγόρι. Κι όσο για τα ονόματα; Δεν υπάρχουν πραγματικά αρχεία για τα Κατώτερα Κόκκινα ονόματα. Μ ου είχε δοθεί ένας αριθμός

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

49

από κάποιον υπεροπτικό Χάλκινο διαχειριστή. Λ17Λ6363. Και ο Λ17Λ6363 κρεμάστηκε κι όταν πέθανε το σώμα του κλάπηκε από έναν άγνωστο δράστη και κατά τα φαινόμενα θάφτηκε βαθιά στα ορυχεία. «Σκοπεύεις να αποξενώσεις τους Κόκκινους από τα άλλα Χρώματα και μετά να αποξενώσεις τους Γιους από τους Κόκκινους». Ο Πλίνιος χαμογελάει. «Άρχοντά μου, μερικές φορές αναρωτιέμαι τι με χρειάζεσαι εμένα». «Μ η μου φέρεσαι συγκαταβατικά, Πλίνιε. Είναι ανάξιο και των δυο μας». Ο Πλίνιος υποκλίνεται. «Όντως. Συγγνώμη, άρχοντά μου». «Φοβάμαι μήπως αυτό χειροτερέψει τα πράγματα». Ο Λήτος κατσουφιάζει. «Αυτή τη στιγμή οι Γιοι είναι μπελάς, ναι. Όχι όμως και η μεγαλύτερή μας μάστιγα. Αν το κάναμε αυτό, ίσως ρίχναμε λάδι στη φωτιά. Και, ακόμα χειρότερα, θα ήμαστε τόσο ένοχοι όσο και οι ίδιοι οι Γιοι. Τρομοκράτες». «Δεν υπάρχει ενοχή». Ο Πλίνιος κοιτάζει νωθρά έναν χείμαρρο δεδομένων στο ηλεκτρονικό του σημειωματάριο. «Όχι όταν είσαι εσύ ο δικαστής». Ο Λήτος δεν είναι ικανοποιημένος. «Άρχοντά μου, το καθήκον μας να κυβερνάμε υπάρχει επειδή είμαστε κατάλληλοι για να καθοδηγούμε με τον καλύτερο τρόπο την ανθρωπότητα. Είμαστε οι φιλόσοφοι βασιλιάδες του Πλάτωνα. Σκοπός μας είναι η τάξη. Παρέχουμε σταθερότητα. Οι Γιοι είναι αναρχικοί. Σκοπός τους είναι το χάος. Θα έπρεπε να χρησιμοποιήσουμε αυτό ως όπλο μας. Όχι Γκρίζους μέσα στη νύχτα. Βομβιστές ανάμεσα σε παιδιά». «Θα πρέπει να αποβλέπουμε σ’ έναν ανώτερο σκοπό;» ρωτάει ο Πλίνιος. «Ναι! Ίσως να οργανώσουμε μια εκστρατεία στα μέσα ενημέρωσης εναντίον των Γιων. Ντάροου, δε συμφωνείς;» Και πάλι δεν απαντώ. Όχι μέχρι ο Αρχικυβερνήτης να δείξει ότι πρόσεξε την παρουσία μου. Δεν εκτιμά την αναίδεια ή την απρέπεια εκτός κι αν είναι προς όφελός του. «Ιδεαλισμός». Ο Πλίνιος αναστενάζει. «Αξιοθαύμαστος στους νέους, αν και άστοχος».

50

PIERCE BROWN

«Μ η μου μιλάς εμένα αφ’ υψηλού, Πολιτικέ» γρυλίζει ο Λήτος ψάχνοντας το πρόσωπο του Πλίνιου, που υπομειδιά για την ανύπαρκτη Απαράμιλλη ουλή. «Το σχέδιό σου θα έπρεπε να είναι λιγότερο βάρβαρο, Αρχικυβερνήτη. Αυτό θέλω να πω». «Βαρβαρότητα». Ο Αύγουστος αφήνει τη λέξη να αιωρείται. «Δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή. Είναι απλώς το επίθετο ενός πράγματος, μιας ενέργειας, σ’ αυτή την περίπτωση. Αυτό που πρέπει να αναλύσεις είναι η φύση της ενέργειας. Είναι καλό ή κακό να σταματήσουμε τρομοκράτες που βάζουν βόμβες σε αθώους;» «Καλό. Υποθέτω». «Τότε τι σημασία έχουν οι μέθοδοί μας, εφόσον βλάπτουμε λιγότερους αθώους από όσους θα έβλαπταν αυτοί, αν συνεχίζαμε να τους επιτρέπουμε να υπάρχουν;» Ο Αύγουστος σταυρώνει τα χέρια του με τα μακριά δάχτυλα. «Στην ουσία, όμως, δεν πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα. Πρόκειται για πολιτικό. Η απειλή δεν είναι οι Γιοι του Άρη. Κάθε άλλο. Δεν είναι παρά ένα όπλο για τους πολιτικούς μας εχθρούς, συγκεκριμένα τους Μ πελόνα, που θα το χρησιμοποιήσουν ως πρόφαση για να ισχυριστούν πως δεν μπορώ να ελέγξω τον Άρη. »Οι σγουρομάλληδες επιδιώκουν ήδη να μου αφαιρέσουν τη θέση του Κυβερνήτη. Όπως ξέρεις, η Αρχόντισσα είναι η μόνη που έχει το δικαίωμα να με απομακρύνει από τη θέση μου, ακόμα και χωρίς ψηφοφορία στη Σύγκλητο. Αν θέλει, μπορεί να δώσει τον Άρη σε άλλον Οίκο – στους Μ πελόνα, στους συμμάχους μας τους Ιούλιους, ακόμα και σε έναν μη αρειανό Οίκο. Κανένας από αυτούς τους φορείς δε θα διοικούσε τον Άρη τόσο αποτελεσματικά όσο εγώ. Και όταν ο Άρης διοικείται αποτελεσματικά, όλοι ωφελούνται – οι πάνω και οι κάτω. Δεν είμαι δεσπότης. Ένας πατέρας όμως πρέπει να τραβήξει το αυτί των παιδιών του, αν προσπαθήσουν να βάλουν φωτιά στο σπίτι του· αν πρέπει να σκοτώσω μερικές χιλιάδες για το γενικότερο καλό, για να ρέει το ήλιο-3 και για να συνεχίσουν οι πολίτες αυτού του πλανήτη να ζουν σ’ έναν κόσμο που δε σπαράσσεται από τον πόλεμο, τότε, θα τους σκοτώσω. »Πράγμα που μας φέρνει στον Ντάροου Au-Ανδρομέδο».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

51

Τώρα τα ψυχρά του μάτια γυρίζουν σ’ εμένα, έχοντας μόλις διατάξει τον θάνατο χιλίων αθώων, και δεν μπορώ παρά να νιώσω αποστροφή, καθώς ένα σκοτεινό μίσος φουσκώνει μέσα μου. Σκύβω το κεφάλι με ευγενικό σεβασμό. «Άρχοντά μου. Μ ε κάλεσες;» «Όντως. Και η ανάγκη για την παρουσία σου εδώ θα είναι σύντομη. Ήσουν ένα στοίχημα όταν σε πήρα από το Ινστιτούτο και σ’ έβαλα στη δούλεψή μου. Το ξέρεις αυτό;» «Ναι». «Πίστευα πως οι αρετές σου ήταν αρκετές και θεωρούσα τον ανταγωνισμό σου με τον Κάσσιο Au-Μ πελόνα διασκεδαστικό, όπως είναι οι καβγάδες στην αυλή του σχολείου. Όμως η θανάσιμη βεντέτα που έχει κηρυχτεί ανάμεσά σας έχει γίνει» ρίχνει μια ματιά στον Πλίνιο «επαχθής για τα συμφέροντά μου, τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά. Σημαντικά έσοδα χάθηκαν λόγω αυξήσεων των δασμών στον Πυρήνα, όπου βρίσκονται οι υποστηρικτές των Μ πελόνα. Οίκοι ταλαντεύονται στη δέσμευσή τους να τιμήσουν συμφωνίες που συνάφθηκαν πριν από χρόνια στο τραπέζι των εμπορικών συναλλαγών. Έτσι, σε ένδειξη συμφιλίωσης μ’ αυτά τα θιγέντα μέρη, αποφάσισα να πουλήσω το συμβόλαιό σου σε άλλον οίκο». Μ έσα μου ανατριχιάζω. «Άρχοντά μου…» προσπαθώ να διακόψω. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Αν μου αφαιρέσει τη θέση μου, σχεδόν τρία χρόνια δουλειάς θα έχουν πάει στράφι. «Αν μπορώ…» «Δεν μπορείς». Ανοίγει ένα συρτάρι και πετάει τεμπέλικα μια φέτα κρέας στο λιοντάρι του. Το λιοντάρι περιμένει τον Αύγουστο να χτυπήσει τα δάχτυλά του προτού το φάει. «Η απόφαση λήφθηκε πριν από ένα μήνα. Είναι άσκοπη κάθε συζήτηση μαζί μου. Δεν είμαι ο Υδράργυρος που διαπραγματεύεται την τιμή των μελλοντικών συμβολαίων του λιθίου. Πλίνιε…» «Οι λεπτομέρειες είναι μάλλον απλές, Ντάροου. Επομένως θα τις κατανοήσεις εύκολα». Ο Πλίνιος δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω μου. «Ο Αρχικυβερνήτης έχει την εξαιρετική καλοσύνη να σου δώσει τη θεμιτή προειδοποίηση σε περίπτωση καταγγελίας,

52

PIERCE BROWN

όπως ορίζεται στο συμβόλαιό σου». «Το συμβόλαιό μου λέει πως πρέπει να μου δοθεί θεμιτή προειδοποίηση έξι μηνών». «Αν θυμάσαι την ενότητα οχτώ, κεφάλαιο Γ΄, άρθρο τέσσερα, δικαιούσαι θεμιτή προειδοποίηση έξι μηνών εκτός αν αδυνατείς να συμπεριφερθείς με τρόπο αρμόζοντα σε λογχοφόρο του δια​πρεπούς Οίκου των Αυγούστων». «Πρόκειται για αστείο;» Κοιτάζω τον Λήτο και τον Αύγουστο. «Μ ας βλέπεις να γελάμε;» ρωτάει επιτηδευμένα ο Πλίνιος. «Όχι; Διακρίνεις έστω κάποιον σαρκασμό ή χάχανο;» «Από όλους τους λογχοφόρους ήρθα δεύτερος στην Ακαδημία! Εσύ δεν κατάφερες να μπεις ούτε στο Ινστιτούτο». «Ω, δεν είναι αυτό! Τα πήγες καλά… σχετικά». «Τότε, τι;» «Είναι η συνεχής παρουσία σου στα τοκ σόου του ολοδοχείου». «Δεν έχω πάει ποτέ στο ολοδοχείο! Δεν το παρακολουθώ καν!» «Ω, σε παρακαλώ. Απολαμβάνεις τη διασημότητά σου. Παρ’ όλο που σε χλευάζουν, χαίρεσαι να βρίσκεσαι στο προσκήνιο και να ντροπιάζεις αυτό τον οίκο. Γνωρίζουμε το ιστορικό των ερευνών στο ηλεκτρονικό σημειωματάριό σου. Σε βλέπουμε να κορδώνεσαι στο ολοδοχείο σαν να ήταν ο προσωπικός σου καθρέφτης. Οι ιστορίες που κυκλοφορούν για σένα και την κόρη του Αρχικυβερνήτη…» «Η Μ άστανγκ είναι στην αυλή στη Σελήνη!» «Πράγμα που κατά πάσα πιθανότητα ενθάρρυνες. Εσύ της ζήτησες να προσχωρήσει στην αυλή της Αρχόντισσας; Αποτελεί μέρος του σχεδίου σου να διχάσεις την κόρη από τον πατέρα;» «Λες αρλούμπες, Πλίνιε». «Κι εσύ λερώνεις με τα τερτίπια σου το όνομα του Αυγούστου. Καβγαδίζεις με τους Μ πελόνα σε λουτρά που προορίζονται για αναψυχή και διαλογισμό. Αυτό δεν μπορούμε να το ανεχτούμε». Δεν ξέρω καν τι να πω. Τα βγάζει από το μυαλό του. Υπάρχουν αρκετά πραγματικά γεγονότα για να στηρίξει μια επιχειρηματολογία, αλλά λέει ψέματα μόνο και μόνο για να μου

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

53

τη σπάσει, μόνο και μόνο για να μου δείξει πως είμαι στο έλεός του. Ο Πλίνιος συνεχίζει. «Η λήξη του συμβολαίου θα γίνει σε τρεις μέρες». «Τρεις μέρες» επαναλαμβάνω. «Μ έχρι τότε, θα μας συνοδεύσεις στην επιφάνεια της Σελήνης και θα μείνεις στην κατοικία που προορίζεται για τον Οίκο των Αυγούστων για τη Διάσκεψη Κορυφής, αν και από τούτη τη στιγμή παύεις να είσαι λογχοφόρος αυτού του οίκου. Δεν εκπροσωπείς τον Αρχικυβερνήτη και δεν μπορείς να χρησιμοποιείς το όνομά του για να αποκτάς πρόσβαση σε εγκαταστάσεις ή για να αποσπάσεις την εύνοια νεαρών γυναικών ή νεαρών αντρών και ούτε για κομπασμούς, υποσχέσεις ή απειλές. Το ηλεκτρονικό σημειωματάριο του οίκου θα σου κατασχεθεί. Οι κωδικοί ταυτότητας λογχοφόρου έχουν ήδη υποβαθμιστεί, θα διακόψεις τη συμμετοχή και θα απέχεις από κάθε πρόγραμμα που σου είχε ανατεθεί προηγουμένως». «Μ όνο κατασκευαστικά προγράμματα μου είχαν ανατεθεί». Τα χείλη του Πλίνιου σχηματίζουν αργά ένα ερπετοειδές χαμόγελο. «Τότε η μετάβαση θα είναι εύκολη». «Σε ποιον θα πουληθώ;» καταφέρνω να πω. Ο Αύγουστος δε με κοιτάζει κατάματα, καθώς με εγκαταλείπει. Χαϊδεύει το λιοντάρι του. Θα έλεγε κανείς πως δε βρίσκομαι καν στο δωμάτιο. Ο Λήτος έχει τα μάτια του καρφωμένα στο πάτωμα. Ντρέπεται. Είναι πιο ευγενής από όσο απαιτεί αυτή η κωμωδία, αλλά ο Αύγουστος τον ήθελε εδώ να παρακολουθήσει, να μάθει πώς να ακρωτηριάζει ένα σαπισμένο μέλος. «Δεν πουλιέσαι, Ντάροου. Παρά την καταγωγή σου, θα περίμενα να κατανοείς τη θέση σου. Δεν είμαστε Ροζ ή Οψιδιανοί για να πουλιόμαστε σαν δούλοι. Οι υπηρεσίες σου θα δημοπρατηθούν» λέει ο Πλίνιος. «Το ίδιο φρικοπράμα είναι» λέω σφυριχτά. «Μ ε εγκαταλείπεις. Όποιος αγοράσει τις υπηρεσίες μου δεν μπορεί να με προστατεύσει από τους Μ πελόνα. Αυτά τα σγουρομάλλικα καθάρματα θα με κυνηγήσουν και θα με σκοτώσουν. Ο μόνος λόγος που δεν το έκαναν πριν από δύο μήνες ήταν επειδή…»

54

PIERCE BROWN

«Επειδή ήσουν εκπρόσωπος του Αυγούστου;» ρωτάει ο Πλίνιος. «Ο Αρχικυβερνήτης όμως δε σου χρωστάει τίποτα, Ντάροου. Αυτή την παρανόηση τρέφεις; Για την ακρίβεια, εσύ του χρωστάς! Η προστασία σου μας κοστίζει χρήματα. Μ ας κοστίζει ευκαιρίες, συμβόλαια, εμπορικές συναλλαγές. Κι αυτό το κόστος αποδείχθηκε πολύ μεγάλο. Πρέπει να δείξουμε ότι προωθούμε την ειρήνη με τους Μ πελόνα. Η Αρχόντισσα θέλει ειρήνη. Εσύ; Εσύ αποτελείς πηγή τριβών, αγκάθι στο πλευρό μας και όργανο πολέμου. Έτσι, τώρα λιώνουμε το σπαθί σου για να φτιάξουμε ένα αλέτρι». «Όχι όμως προτού το χρησιμοποιήσετε για να μου πετσοκόψετε το κεφάλι». «Ντάροου, μην εκλιπαρείς» αναστενάζει ο Πλίνιος. «Δείξε λίγη αποφασιστικότητα, νεαρέ. Ο χρόνος σου εδώ έληξε, ναι, αλλά διαθέτεις θάρρος. Διαθέτεις το σφρίγος ενός νέου ανθρώπου. Τώρα, ίσιωσε το κορμί σου και φύγε με την αξιοπρέπεια ενός Χρυσού που ξέρει πως έβαλε τα δυνατά του». Το βλέμμα του με κοροϊδεύει. «Αυτό σημαίνει, φύγε από αυτό το γραφείο. Τώρα, ευγενή μου, προτού ο Λήτος σε πετάξει έξω πάνω στα εξοργιστικά γραμμωμένα πισινά σου». Καρφώνω τη ματιά μου στον Αρχικυβερνήτη. «Αυτό νομίζεις πως είμαι; Ένα κλαψιάρικο παιδί που μπορείς να το σπρώξεις σε μια γωνιά;» «Ντάροου, θα ήταν καλύτερα αν…» αρχίζει ο Λήτος. «Εσύ είσαι που μας έσπρωξες στη γωνιά» απαντά ο Πλίνιος βάζοντας το χέρι του στον ώμο μου. «Αν ανησυχείς μήπως δεν πάρεις αποζημίωση, θα πάρεις. Αρκετά χρήματα για να…» «Την τελευταία φορά που με άγγιξε ένας από τους λακέδες του Αρχικυβερνήτη, του έχωσα ένα μαχαίρι στην παρεγκεφαλίδα. Έξι φορές». Κοιτάζω το χέρι του, καθώς το τραβάει βιαστικά. Ισιώνω τους ώμους μου. «Δε λογοδοτώ σ’ ένα ασημάδευτο, κακομαθημένο Ξωτικό. Είμαι Απαράμιλλος Σημαδεμένος. Πρώτιστος της 542ης τάξης του Ινστιτούτου του Άρη. Λογοδοτώ μόνο στον Αρχικυβερνήτη». Προχωράω ένα βήμα προς τον Αύγουστο, κάνοντας τον Λήτο να πάρει προστατευτική στάση. Η έκταση της οξυθυμίας μου δεν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

55

έχει ξεχαστεί. «Έβαλες τον Ιουλιανό Au-Μ πελόνα στο Πέρασμα μαζί μου, άρχοντά μου». Τα μάτια μου τον κατακεραυνώνουν. «Τον σκότωσα εκεί για σένα. Πολέμησα με τον Κάρνο για σένα. Κράτησα το στόμα μου, τα στόματα των αντρών μου, σφραγισμένα μετά την προσπάθειά σου να αγοράσεις για τον γιο σου τη νίκη στο Ινστιτούτο». Ο Λήτος τραβιέται όταν το ακούει. «Αλλοίωσα τις μαγνητοσκοπήσεις. Αποδείχθηκα καλύτερος από τους εξ αίματος κληρονόμους σου. Τώρα, άρχοντά μου, λες πως είμαι μειονέκτημα». «Είσαι Απαράμιλλος Σημαδεμένος» συμφωνεί ο Αρχικυβερνήτης, εξετάζοντας κάποια δεδομένα στο γραφείο του. «Δεν είσαι όμως καθόλου ευκατάστατος. Η οικογένειά σου είναι νεκρή. Σε άφησαν χωρίς κτήματα, χωρίς τίτλους πλουτοπαραγωγικών πηγών ή μέσων παραγωγής, χωρίς θέση στην κυβέρνηση. Τα πάντα κατασχέθηκαν όταν έγιναν απαιτητά τα χρέη τους, συμπεριλαμβανομένης της τιμής τους. Ό,τι αποφάγια σου δόθηκαν από τους καλύτερους από σένα απόλαυσέ τα. Όποια εύνοια απέσπασες να τη θυμάσαι». «Νόμιζα πως ευνοούσες τις πράξεις, όχι τους τίτλους. Άρχοντά μου, η Μ άστανγκ σε άφησε. Μ ην κάνεις το λάθος να με αποκόψεις κι εμένα». Επιτέλους σηκώνει το κεφάλι του για να με κοιτάξει. Μ άτια που ανήκουν σε κάποιο πλάσμα πέρα από τον άνθρωπο – ένας απόμακρος, ανάλγητος υπολογισμός που τροφοδοτείται από τερατώδη, απάνθρωπη αλαζονεία. Μ ια αλαζονεία που προχωράει πέρα από αυτόν και εκτείνεται μέχρι πίσω στα πρώτα διστακτικά βήματα του ανθρώπου στο σκοτεινό διάστημα. Είναι η αλαζονεία δώδεκα γενεών πατεράδων και παππούδων και αδερφών, που έχει διυλιστεί τώρα όλη σε ένα μοναδικό έξοχο, τέλειο σκεύος, το οποίο δεν αντέχει αποτυχία, δεν ανέχεται ελαττώματα. «Οι εχθροί μου σε ντρόπιασαν. Έτσι ντρόπιασαν εμένα, Ντάροου. Μ ου είπες πως θα νικούσες. Μ ετά όμως έχασες. Κι αυτό τ’ αλλάζει όλα».

56

PIERCE BROWN

5 Εγκαταλειμμένος

Σ

ύντομα θα πεθάνω. Αυτή είναι η σκέψη που κουβαλάω μαζί μου, καθώς η άκατός μας απομακρύνεται από τη ναυαρχίδα του Αυγούστου και περνάει σαν αστραπή μέσα από την Αρμάδα του Σκήπτρου. Κάθομαι ανάμεσα στους λογχοφόρους, αλλά δεν είμαι ένας από αυτούς. Το ξέρουν. Δε μου μιλούν. Όποια εγγύηση κι αν έδιναν, δεν έχει σημασία. Δε διαθέτω πολιτικό κεφάλαιο. Το αυτί μου πιάνει κάποιον να προτείνει στον Τάκτο ένα στοίχημα για το πόσο καιρό θα αντέξω χωρίς την προστασία του Αυγούστου. Ένας λογχοφόρος λέει τρεις μέρες. Ο Τάκτος επιχειρηματολογεί με πάθος εναντίον του αριθμού, δείχνοντας την πραγματική έκταση της αφοσίωσης που κέρδισα από αυτόν στο Ινστιτούτο. «Δέκα μέρες» δηλώνει. «Τουλάχιστον δέκα μέρες». Αυτός ήταν που εκτόξευσε την κάψουλα διαφυγής χωρίς εμένα. Πάντα ήξερα πως η φιλία του ήταν υπό όρους. Παρ’ όλ’ αυτά η πληγή είναι βαθιά και ξυπνά μέσα μου μια μοναξιά που δεν μπορώ να εκφράσω. Μ ια μοναξιά που ένιωθα πάντα ανάμεσα σ’ αυτούς τους Χρυσούς, αλλά ξεγελούσα τον εαυτό μου για να την ξεχνά. Δεν είμαι ένας από αυτούς. Έτσι, κάθομαι εδώ σιωπηλός, με τα μάτια καρφωμένα έξω από το παράθυρο, καθώς περνούμε τον συγκεντρωμένο στόλο και περιμένουμε να εμφανιστεί η

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

57

Σελήνη. Το συμβόλαιό μου λήγει το τελευταίο βράδυ της Διάσκεψης Κορυφής, όπου όλες οι κυρίαρχες οικογένειες συγκεντρώνονται στη Σελήνη για να ασχοληθούν με ζητήματα πιεστικά και επιπόλαια. Αυτό είναι το τριήμερο παράθυρο μέσα στο οποίο πρέπει να βελτιώσω τις μετοχές μου, να κάνω τους άλλους να πιστέψουν πως ο Αρχικυβερνήτης με υποτιμά και πως είμαι ώριμος για στρατολόγηση. Όποια κι αν είναι η αξία μου, όμως, είμαι αμαυρωμένος. Κάποιος με είχε και μετά μ’ έκανε πέρα. Ποιος θα ήθελε ένα τέτοιο χρησιμοποιημένο πράγμα; Αυτή είναι η μοίρα μου. Παρά το Χρυσαφένιο πρόσωπο και τα ταλέντα μου, είμαι εμπόρευμα. Αυτό με κάνει να θέλω να ξεριζώσω τα βρομοκατάρατα εμβλήματά μου. Αν είναι να γίνω δούλος, θα έπρεπε τουλάχιστον να φαίνομαι δούλος. Για να κάνει τα πράγματα χειρότερα, υπάρχει επικήρυξη για το κεφάλι μου. Όχι επίσημα, φυσικά. Αυτό είναι παράνομο, επειδή δεν είμαι εχθρός του κράτους. Ωστόσο ο εχθρός μου είναι πολύ χειρότερος. Πολύ πιο άσπλαχνος από κάθε κυβέρνηση. Είναι η γυναίκα που έστειλε τον Κάρνο και την Κάγκνι στην Ακαδημία. Λένε πως κάθε βράδυ από τότε που έκλεψα τη ζωή του Ιουλιανού στο Πέρασμα η μητέρα του, Ιουλία Au-Μ πελόνα, κάθεται στο μακρύ τραπέζι στο αρχοντικό της οικογένειάς της στις πλαγιές του όρους Όλυμπος στον Άρη και σηκώνει το ημικυκλικό καπάκι του ασημένιου δίσκου που της φέρνουν οι Ροζ υπηρέτες. Κάθε βράδυ ο δίσκος παραμένει άδειος. Και κάθε βράδυ αναστενάζει με θλίψη, καρφώνοντας τα μάτια της στη μεγάλη οικογένειά της γύρω από το τραπέζι κι επαναλαμβάνοντας τα ίδια εκδικητικά λόγια: «Είναι φανερό πως κανείς δε μ’ αγαπά. Αν κάποιος μ’ αγαπούσε, θα υπήρχε μια καρδιά εδώ για να χορτάσει την πείνα μου για εκδίκηση. Αν κάποιος μ’ αγαπούσε, ο φονιάς του παιδιού μου δε θα ανέπνεε πια. Αν κάποιος μ’ αγαπούσε, η οικογένειά μου θα τιμούσε τον αδερφό της. Αλλά δε μ’ αγαπούν. Ο φονιάς αναπνέει. Η οικογένειά μου δεν τιμά τον αδελφό της. Τι έχω κάνει για ν’ αξίζω τόσο μίσος από την οικογένειά μου;» Μ ετά η τρανή οικογένεια των Μ πελόνα παρακολουθεί τη μητριάρχισσά της να σηκώνεται με κόπο από

58

PIERCE BROWN

την καρέκλα της, με το σώμα της μαραμένο από την πείνα, καθώς αντί για φαΐ τρέφεται με μίσος και εκδίκηση, και μένουν σιωπηλοί καθώς αυτή φεύγει από την αίθουσα, μοιάζοντας περισσότερο με στοιχειό παρά με γυναίκα. Αυτό που κράτησε την καρδιά μου μακριά από το πιάτο της είναι τα χέρια, τα χρήματα και το όνομα του Αρχικυβερνήτη. Η πολιτική, ακριβώς εκείνο το πράγμα που μισώ, κράτησε την ανάσα μου ζωντανή. Σε τρεις μέρες, όμως, η αιγίδα αυτή θα είναι μια ανάμνηση και το μόνο που θα με προστατεύει θα είναι τα μαθήματα που με δίδαξαν οι δάσκαλοί μου. «Θα γίνει μονομαχία» λέει ένας από τους λογχοφόρους. Μ ετά, πιο δυνατά: «Δεν μπορεί να την απορρίψει και να κρατήσει για πολύ την τιμή του. Όχι, αν την προτείνει ο ίδιος ο Κάσσιος». «Ο γερο-Θεριστής έχει μερικά κόλπα στο μανίκι του» λέει ο Τάκτος. «Εσύ μπορεί να μην ήσουν εκεί, αλλά δε σκότωσε τον Απόλλωνα με το χαμόγελό του». «Χρησιμοποίησες ξυράφι, ε, Ντάροου;» ρωτάει ένας άλλος λογχοφόρος με κοροϊδευτικό τόνο. «Δε σ’ έχω δει στην πίστα ξιφασκίας τελευταία». «Δεν τον έχεις δει ποτέ εκεί» λέει κάποιος άλλος. «Το Ξωτικό αποφεύγει εκείνα στα οποία δεν είναι καλός, ε;» Ο Ροκ αναδεύεται θυμωμένα δίπλα μου. Βάζω το χέρι μου στον πήχη του και στρέφομαι αργά να κοιτάξω τον λογχοφόρο που με πρόσβαλε. Η Βίκτρα κάθεται δίπλα του παρακολουθώντας με σταυρωμένα χέρια τη σκηνή. «Δεν ξιφομαχώ» λέω. «Δεν ξιφομαχείς; Ή δεν μπορείς να ξιφομαχήσεις;» ρωτάει κάποιος μ’ ένα χάχανο. «Αφήστε τον ήσυχο. Οι δάσκαλοι του ξυραφιού είναι ακριβοί» σημειώνει ο Τάκτος μ’ ένα πονηρό χαμόγελο. «Ώστε έτσι, ε, Τάκτε;» λέω. Κάνει μια γκριμάτσα. «Ω, έλα, τώρα. Πλάκα σου κάνω. Τόσο φρικοκατάρατα σοβαρός. Παλιά ήσουν πιο παιχνιδιάρης». Ο Ροκ λέει κάτι που κάνει τον Τάκτο να κατσουφιάσει και να γυρίσει αλλού, αλλά δεν ακούω. Έχω βυθιστεί στη μνήμη μου, όπου αυτό το Χρυσαφένιο παιχνίδι έμοιαζε κάποτε τόσο εύκολο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

59

Τι άλλαξε; Η Μ άστανγκ. «Είσαι κάτι παραπάνω από αυτό το πράγμα» ψιθύρισε καθώς την άφηνα για την Ακαδημία. Δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια της, αν και η φωνή της δεν τρεμούλιασε. «Δε χρειάζεται να γίνεις δολοφόνος. Δε χρειάζεται να πας γυρεύοντας για πόλεμο». «Τι άλλη επιλογή έχω;» ρώτησα. «Εμένα. Εγώ είμαι η άλλη επιλογή. Μείνε για μένα. Μείνε γι’ αυτό που θα μπορούσε να γίνει. Στο Ινστιτούτο απέκτησες οπαδούς αγόρια και κορίτσια που δεν έχουν γνωρίσει ποτέ την αφοσίωση. Αν πας στην Ακαδημία, το παρατάς αυτό για να γίνεις πολέμαρχος του πατέρα μου. Δεν είσαι αυτό. Δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που…» Δε γύρισε, αλλά το πρόσωπό της άλλαξε, καθώς η φράση της έμενε μισοτελειωμένη, ενώ τα χείλη της σχημάτιζαν μια σκληρή γραμμή. Αγάπη; Αυτό ήταν εκείνο που δημιουργήσαμε τη χρονιά μετά το Ινστιτούτο; Αν ναι, η λέξη κόλλησε στον λαιμό της, επειδή ήξερε, όπως ήξερα κι εγώ, πως δεν της είχα δώσει όλο μου τον εαυτό. Δεν είχα μοιραστεί όλα όσα είμαι. Άπληστα, κράτησα μυστικά. Και πώς θα μπορούσε κάποια σαν κι αυτήν, κάποια με τόσο πολλή αυτοεκτίμηση, να ανοιχτεί και να πετάξει την καρδιά της σε κάποιον που έδωσε τόσο λίγα σε αντάλλαγμα; Έτσι, έκλεισε τα χρυσαφένια μάτια της, έχωσε το ξυράφι στα χέρια μου και μου είπε να φύγω. Δεν την αδικώ. Επέλεξε την πολιτική, την άσκηση εξουσίας – την ειρήνη, η οποία πιστεύει πως είναι αυτό που χρειάζεται ο λαός της. Εγώ επέλεξα τη λεπίδα, επειδή είναι αυτό που χρειάζεται ο δικός μου λαός. Μ ε κάνει να νιώθω ένα παράξενο κενό το να ξέρω πως ήμουν αρκετός γι’ αυτήν όταν δεν ήμουν ποτέ αρκετός για την Ηώ. Ο Ροκ είχε δίκιο. Την απομάκρυνα. Δεν απομάκρυνα τον Σέβρο. Του ζήτησα να πάρει μια θέση κοντά μου, μετά ξαφνικά μετατέθηκε ξανά στον Πλούτωνα, όπως και πολλοί από τους Υλακτούντες. Τους ξαπόστειλαν να προστατεύουν μακρινά κατασκευαστικά έργα από ασήμαντες πειρατικές επιδρομές. Τώρα υποψιάζομαι το χέρι του Πλίνιου στην υπόθεση.

60

PIERCE BROWN

Ο δρόμος μου δε μου είχε φανεί ποτέ τόσο μοναχικός. «Δε θα μείνεις εγκαταλειμμένος» λέει ο Ροκ, γέρνοντας κοντά μου. «Άλλες οικογένειες θα σε θέλουν για τον εαυτό τους. Μ ην αφήσεις τον Τάκτο να σου κυριεύσει το μυαλό. Οι Μ πελόνα δε θα κινηθούν εναντίον σου». «Φυσικά και δε θα κινηθούν» λέω ψέματα. Ωστόσο μπορεί να αισθανθεί τον φόβο μου. «Η βία δεν επιτρέπεται στην Ακρόπολη, Ντάροου. Ειδικά οι θανάσιμες βεντέτες. Ακόμα και οι μονομαχίες είναι παράνομες, εκτός αν δοθεί η συγκατάθεση της ίδιας της Αρχόντισσας. Μ είνε απλώς στο έδαφος της Ακρόπολης μέχρι να βρεις έναν νέο οίκο και όλα θα πάνε καλά. Περίμενε την ευκαιρία, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις και σ’ έναν χρόνο ο Αρχικυβερνήτης θα νιώθει ηλίθιος όταν θα έχεις πετύχει κάτω από την κηδεμονία κάποιου άλλου. Υπάρχει πάνω από ένας δρόμος για την κορυφή. Πάντα να το θυμάσαι αυτό, αδερφέ». Μ ε αρπάζει από τον ώμο. «Ξέρεις πως θα ζητούσα από τους γονείς μου να υποβάλουν προσφορά για σένα… αλλά δεν πρόκειται να πάνε κόντρα στον Αύγουστο». «Το ξέρω». Θα μπορούσαν να ξοδέψουν τα εκατομμύρια του συμβολαίου χωρίς καν να νιώσουν την απώλεια, αλλά η μητέρα του Ροκ δεν έχει μείνει Συγκλητική είκοσι χρόνια λόγω της φιλανθρωπίας της. Η τύχη της είναι δεμένη με την ομάδα του Αυγούστου στη Σύγκλητο. Ό,τι επιθυμεί αυτός το υποστηρίζει. «Θα τα βγάλω πέρα. Έχεις δίκιο» λέω, καθώς στο παράθυρο εμφανίζεται η Σελήνη, κάνοντας τους υπασπιστές να σωπάσουν και γεμίζοντάς με τρόμο. Μ ια πόλη που περιστρέφεται γύρω από τη Γη. Την περιβάλλουν τεχνητοί δορυφόροι και εγκαταστάσεις σαν φωτοστέφανο ατσάλινου αγγέλου, τυλιγμένη γύρω από μια σφαίρα από ήλεκτρο υψωμένη κόντρα στον ήλιο. «Θα τα βγάλω πέρα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

61

6 Ίκαρος

Π

ροσεδαφιζόμαστε κοντά στην Ακρόπολη. Κολλώδης, μολυσμένος άνεμος λυγίζει τα πανύψηλα δέντρα κοντά στην εξέδρα προσεδάφισης. Ιδρώτας μαζεύεται γρήγορα γύρω από το τελείωμα του ψηλού γιακά μου. Ήδη δε μου αρέσει αυτό το άσχημο μέρος. Παρά το γεγονός πως προσεδαφιζόμαστε εδώ στο έδαφος της Ακρόπολης, που είναι μακριά από τις κοντινότερες πόλεις και περιβάλλεται από δάση και λίμνες, ο αέρας της Σελήνης είναι πηχτός και κολλάει στα πνευμόνια. Στον ορίζοντα, ακριβώς μετά τους μυτερούς οβελίσκους της δυτικής πανεπιστημιούπολης της Σελήνης, αιωρείται η Γη, φουσκωμένη και γαλάζια, θυμίζοντάς μου πως βρίσκομαι πολύ μακριά από το σπίτι. Η βαρύτητα εδώ είναι μικρότερη απ’ ό,τι στον Άρη, μόνο το ένα έκτο της γήινης, και με κάνει να νιώθω ανήσυχος και αδέξιος. Μ οιάζω να μετεωρίζομαι όταν περπατώ. Και παρ’ όλο που ο συντονισμός των κινήσεών μου επιστρέφει γρήγορα, υφίσταμαι την ελαφρότητα του σώματός μου με παράξενα αισθήματα κλειστοφοβίας. Ένα άλλο σκάφος προσεδαφίζεται βόρεια. «Μ οιάζει με το ασημένιο των Μ πελόνα» λέει ήρεμα ο Ροκ, μισοκλείνοντας τα μάτια του κόντρα στο ηλιοβασίλεμα. Καγχάζω.

62

PIERCE BROWN

Στρέφει ξανά το βλέμμα του πάνω μου. «Τι;» «Απλώς φαντάζομαι να είχα τώρα έναν παλμοπύραυλο». «Αυτό είναι… χαριτωμένο εκ μέρους σου». Συνεχίζει να περπατάει. Τον ακολουθώ με τη ματιά μου να χασομερά στο σκάφος. «Μ ου αρέσουν πράγματι τα ηλιοβασιλέματα στη Σελήνη. Σαν να είμαστε στον κόσμο του Ομήρου. Ουρανός σε μια καυτή απόχρωση του φρεσκοσφυρηλατημένου μπρούντζου». Πάνω μας, ο άγνωστος ουρανός περνά αργά στη νύχτα με μια μακρόσυρτη δύση. Για δύο εβδομάδες το φως της ημέρας θα εξαφανιστεί από αυτό το κομμάτι του φεγγαριού. Δύο εβδομάδες νύχτας. Πολυτελείς θαλαμηγοί διασχίζουν πλέοντας αυτό το παράξενο τέλος της ημέρας, ενώ ευκίνητα ταχύπτερα με Κυανούς πιλότους περνούν βιαστικά, περιπολώντας σαν νυχτερίδες από κομματιασμένο έβενο κολλημένες μεταξύ τους. Η βαρύτητα του ενός έκτου επιτρέπει σ’ αυτούς τους Σεληνογέννητους να χτίζουν όσο τραβάει η καρδιά τους. Και χτίζουν. Πέρα από τα εδάφη της Ακρόπολης, ο ορίζοντας κρύβεται από πύργους και αστικά τοπία. Αερόδρομοι ελίσσονται παντού, έτσι που οι πολίτες να μπορούν να διασχίζουν με ευκολία τον αέρα. Το δίκτυο των αεροδρόμων απλώνεται ανάμεσα στους ψηλούς πύργους σαν κισσός, ενώνοντας τον ουρανό με την κόλαση των κατώτερων συνοικιών. Κατά μήκος τους, χιλιάδες άντρες και γυναίκες έρπουν σαν μυρμήγκια πάνω στις περικοκλάδες, ενώ Γκρίζες περιπολικές λέμβοι βουίζουν γύρω από τις οδικές αρτηρίες. Στην οικογένεια του Αυγούστου έχει δοθεί μια έπαυλη φωλιασμένη μέσα σε τριάντα εκτάρια πευκοδάσους στο έδαφος της Ακρόπολης. Είναι ακόμα ένα δείγμα ομορφιάς ανάμεσα στα άλλα όμορφα πράγματα αυτού του αρχοντικού μέρους. Υπάρχουν κήποι, μονοπάτια, κρήνες λαξεμένες με μικρά πέτρινα φτερωτά αγόρια. Όλες οι επιπολαιότητες αυτού του είδους. «Γουστάρεις μια παρτίδα Κραβάτ;» ρωτάω τον Ροκ, γνέφοντας προς τις προπονητικές εγκαταστάσεις δίπλα στην έπαυλη. «Το μυαλό μου δεν μπορεί να συγκεντρωθεί». «Δεν μπορώ». Ο Ροκ μορφάζει βγαίνοντας από τον δρόμο των άλλων λογχοφόρων και των ακολούθων τους, που μπαίνουν ένας

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

63

ένας στην έπαυλη. «Πρέπει να παρακολουθήσω τη διάλεξη περί Καπιταλισμού την Κυβερνώμενη Εποχή». «Αν θέλεις να πάρεις έναν υπνάκο, είμαι σίγουρος πως έχουν κρεβάτια στην έπαυλη». «Πλάκα κάνεις; Ο Βασιλίσκος Ag-Ήλιος θα κάνει την εναρκτήρια ομιλία». Σφυρίζω. «Ο Υδράργυρος αυτοπροσώπως. Ώστε θα μάθεις πώς να φτιάχνεις διαμάντια από χαλίκια; Άκουσες τις φήμες ότι είναι ιδιοκτήτης των συμβολαίων δύο Ολύμπιων Ιπποτών;» «Δεν είναι φήμη. Τουλάχιστον σύμφωνα με τη μητέρα μου. Μ ου θυμίζει αυτό που είπε ο Αύγουστος στην Αρχόντισσα στην ενθρόνισή της. “Οι άντρες δεν είναι ποτέ υπερβολικά μικροί για να σκοτώσουν, ποτέ υπερβολικά σοφοί, ποτέ υπερβολικά ισχυροί, μπορεί όμως μια χαρά να είναι υπερβολικά πλούσιοι”». «Αυτό το είπε ο Άρκος». «Όχι, είμαι σίγουρος πως το είπε ο Αύγουστος». Κουνάω το κεφάλι μου. «Έλεγξε τα στοιχεία, αδερφέ. Το είπε ο Λορν Au-Άρκος και η Αρχόντισσα γύρισε και απάντησε: “Ξεχνάς, Μ αινόμενε Ιππότη, πως είμαι γυναίκα”». Ο Άρκος είναι μύθος όσο και άνθρωπος, τουλάχιστον για τη γενιά μου. Αναχωρητής τώρα πια, πάνω από εξήντα χρόνια ήταν το Ξίφος του Άρη και ο Μ αινόμενος Ιππότης. Απαράμιλλοι Σημαδεμένοι σ’ όλη την Κοινωνία τού πρόσφεραν τα δικαιώματα δορυφόρων αν απλώς τους δίδασκε μία εβδομάδα το στιλ του Κραβάτ του, το Μ ονοπάτι της Ιτιάς. Αυτός ήταν που μου έστειλε το μαχαιροδαχτυλίδι που σκότωσε τον Απόλλωνα και μετά μου πρόσφερε μια θέση στον οίκο του. Τότε την αρνήθηκα, επιλέγοντας τον Αύγουστο αντί για τον γέρο. «“Ξεχνάς πως είμαι γυναίκα”» επαναλαμβάνει ο Ροκ. Απολαμβάνει αυτές τις ιστορίες της αυτοκρατορίας τους όπως απολάμβανα εγώ τις ιστορίες του Θεριστή και της Κοιλάδας. «Όταν γυρίσω να μιλήσουμε. Όχι τις συνηθισμένες πλάκες». «Εννοείς πως δε θα κλαψουρίζεις για ένα παιδικό ξεμυάλισμα, δε θα πιεις πάρα πολύ κρασί, δε θα λυσσάξεις στις ποιητικές αναφορές για το χαμόγελο της Κουίν και την ομορφιά των ετρουσκικών νεκροταφείων προτού σε πάρει ο ύπνος;» ρωτάω.

64

PIERCE BROWN

Τα μάγουλά του κοκκινίζουν, αλλά βάζει το χέρι του στην καρδιά του. «Στον λόγο της τιμής μου». «Τότε, φέρε ένα μπουκάλι ανόητα ακριβό κρασί και θα μιλήσουμε». «Θα φέρω τρία». Τον παρακολουθώ να φεύγει με βλέμμα πιο ψυχρό από το χαμόγελό μου.

Αρκετοί από τους άλλους λογχοφόρους παρακολουθούν τη διά​λεξη μαζί με τον Ροκ. Οι υπόλοιποι βολεύονται, καθώς οι Γκρίζες ομάδες ασφαλείας του Αυγούστου χτενίζουν τους χώρους. Οψιδιανοί σωματοφύλακες ακολουθούν από κοντά τους Χρυσούς σαν σκιές. Ροζ λικνίζονται με χάρη στην έπαυλη δημιουργώντας ένα συνεχές ρεύμα. Τους έχουν παραγγείλει μέλη του προσωπικού του σπιτικού του Αυγούστου που έχουν βαρεθεί στη διάρκεια του ταξιδιού και ψάχνουν λίγη διασκέδαση. Ένας Ροζ θαλαμηπόλος της Ακρόπολης με οδηγεί στο δωμάτιό μου. Γελάω όταν φτάνω. «Ίσως έγινε λάθος» λέω, κοιτάζοντας ολόγυρα το μικρό δωμάτιο με το συνεχόμενο μπάνιο και την ντουλάπα. «Δεν είμαι σκούπα». «Δεν καταλα…» «Δεν είναι σκούπα, άρα δε θα χωρέσει σ’ αυτή την ντουλάπα» λέει η Θεοδώρα, όρθια στο κατώφλι πίσω μου. «Είναι κατώτερο της θέσης του». Κοιτάζει ολόγυρα, με την αυθάδικη μύτη της να ρουθουνίζει περιφρονητικά. «Αυτές δε θα έκαναν ούτε για ντουλάπες για τα δικά μου ρούχα στον Άρη». «Εδώ είναι η Ακρόπολη. Όχι ο Άρης». Τα ροζ μάτια του θαλαμηπόλου επιθεωρούν τις ρυτίδες στο γερασμένο πρόσωπο της Θεοδώρας. «Υπάρχει λιγότερος χώρος για άχρηστα πράγματα». Η Θεοδώρα χαμογελάει γλυκά και δείχνει το δέντρο από ροζ χαλαζία που είναι καρφιτσωμένο στο στήθος του θαλαμηπόλου. «Για δες! Η μαύρη λεύκα του Κήπου της Δρυόπης είναι αυτή;» «Πρώτη φορά το βλέπεις, φαντάζομαι» λέει αγέρωχα ο θαλαμηπόλος, προτού στραφεί προς το μέρος μου. «Δεν ξέρω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

65

πώς ανάθρεψαν τους Ροζ σας στους Κήπους του Άρη, ντόμινους, αλλά στη Σελήνη η δούλα σου πρέπει να βάλει τα δυνατά της να φαίνεται λιγότερο επιδεικτική». «Φυσικά. Πολύ αγενές εκ μέρους μου» ζητάει συγγνώμη η Θεο​δώρα. «Απλώς σκέφτηκα πως θα γνώριζες τη Δέσποινα Τρόπιδα». Ο θαλαμηπόλος κοντοστέκεται. «Τη Δέσποινα Τρόπιδα…» «Είμαστε μικρές μαζί στους Κήπους. Πες της πως η Θεοδώρα τής στέλνει χαιρετίσματα και θα την επισκεφθεί, αν υπάρξει χρόνος». «Είσαι Ρόδο». Το πρόσωπό του γίνεται κάτασπρο. «Ήμουν. Όλα τα πέταλα μαράθηκαν. Ω, πες μου το όνομά σου όμως. Θα μου άρεσε πολύ να σου πλέξω το εγκώμιο για τη φιλοξενία σου όταν τη δω». Εκείνος μουρμουρίζει κάτι τελείως ακατάληπτο και φεύγει, κάνοντας βαθύτερη υπόκλιση στη Θεοδώρα παρά σε μένα. «Το διασκέδασες;» ρωτάω. «Πάντα είναι καλό να δείχνεις λίγο τα δόντια σου. Έστω κι αν έχουν αρχίσει να πέφτουν». «Φαίνεται πως η σταδιοδρομία μου τελειώνει εκεί όπου αρχίζει η δική σου». Καγχάζω μακάβρια και προχωρώ προς την ολοοθόνη που βρίσκεται δίπλα στο κρεβάτι. «Δε θα το έκανα» λέει η Θεοδώρα. Δαγκώνω το κάτω χείλος μου, το σινιάλο μας για συσκευές παρακολούθησης. «Ναι, φυσικά. Αλλά το ολοδίκτυο δεν είναι… το μέρος όπου θέλεις να βρίσκεσαι αυτή τη στιγμή». «Τι λένε για μένα;» «Αναρωτιούνται πού θα ταφείς». Δεν έχω χρόνο να απαντήσω, γιατί ακούγεται ένα απαλό χτύπημα πάνω στο κούφωμα της πόρτας του δωματίου μου. «Ντόμινους, η αρχόντισσα Ιουλία ζητά την παρουσία σου».

Ακολουθώ τον Ροζ της Βίκτρας στη βεράντα του δωματίου της. Το μπάνιο της και μόνο είναι μεγαλύτερο από την κάμαρά μου.

66

PIERCE BROWN

«Δεν είναι δίκαιο» λέει μια φωνή πίσω από τον ιβουάρ κορμό ενός δέντρου λεβάντας. Γυρίζω και βλέπω τη Βίκτρα να παίζει με τα αγκάθια ενός θάμνου. «Σε κάνουν πέρα σαν Γκρίζο μισθοφόρο». «Από πότε σε νοιάζει τι είναι δίκαιο, Βίκτρα;» «Πρέπει να τσακωνόμαστε συνέχεια;» ρωτάει. «Έλα να καθίσεις». Ακόμα και με τις ουλές που τη διακρίνουν από την αδερφή της, η ψηλή σιλουέτα και το φωτεινό της πρόσωπο είναι χωρίς πραγματικό ψεγάδι. Κάθεται καπνίζοντας ένα μοδάτο φλογιστό, που μυρίζει σαν ηλιοβασίλεμα σε υλοτομημένο δάσος. Έχει πιο βαριά φτιαξιά από την Αντωνία, είναι ψηλότερη και μοιάζει να έχει δημιουργηθεί με τήξη, σαν αιχμή δόρατος που κρυώνει σε σχήμα γωνίας. Τα μάτια της αστράφτουν από ενόχληση. «Απέχω πολύ από το να είμαι εχθρός σου, Ντάροου». «Τότε, τι είσαι; Φίλη;» «Ένας άνθρωπος στη θέση σου θα χρειαζόταν φίλους, ψέματα;» «Θα προτιμούσα μια ντουζίνα Κηλιδωμένους σωματοφύλακες». «Ποιος έχει λεφτά για τέτοια;» γελάει. Ανασηκώνω το φρύδι μου. «Εσύ». «Πάντως δε θα μπορούσαν να σε προστατεύσουν από τον εαυτό σου». «Ανησυχώ κάπως περισσότερο για τα ξυράφια των Μ πελόνα». «Ανησυχείς; Αυτό είδα στο πρόσωπό σου καθώς κατεβαίναμε;» Αφήνει έναν κεφάτο αναστεναγμό να ξεφύγει από τα χείλη της. «Παράξενο. Βλέπεις, εγώ νόμιζα πως ήταν φόβος. Πανικός. Όλα εκείνα τα πραγματικά τρομακτικά πράγματα. Επειδή ξέρεις πως αυτό το φεγγάρι θα γίνει ο τάφος σου». «Νόμιζα πως δεν τσακωνόμαστε πια» λέω. «Έχεις δίκιο. Είναι απλώς που σε βρίσκω πολύ παράξενο. Ή τουλάχιστον βρίσκω την επιλογή των φίλων σου παράξενη». Κάθεται μπροστά μου στο χείλος της κρήνης. Οι φτέρνες της τρίβονται στην παλιωμένη πέτρα. «Πάντα με κρατούσες σε απόσταση, ενώ έφερνες κοντά σου τον Τάκτο και τον Ροκ. Καταλαβαίνω τον Ροκ, έστω κι αν είναι μαλακός σαν βούτυρο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

67

Αλλά τον Τάκτο; Είναι σαν να καθαρίζεις τα δόντια σου με μια οχιά για οδοντικό νήμα και να περιμένεις πως δε θα σε δαγκώσει. Επειδή ήταν ο άνθρωπός σου στο Ινστιτούτο νομίζεις πως είναι φίλος σου;» «Φίλος;» Γελάω με την ιδέα. «Όταν ο Τάκτος μού είπε πως ο αδερφός του του έσπασε το αγαπημένο του βιολί όταν ήταν μικρός, έβαλα τη Θεοδώρα να ξοδέψει τον μισό μου τραπεζικό λογαριασμό για ένα βιολί Στραντιβάριους από τον οίκο δημοπρασιών του Υδράργυρου. Ο Τάκτος δε μ’ ευχαρίστησε. Ήταν σαν να του είχα δώσει μια πέτρα. Ρώτησε ποια ήταν η χρησιμότητά του. Είπα: “Για να παίζεις”. Ρώτησε γιατί. “Επειδή είμαστε φίλοι”. Το ξανακοίταξε και έφυγε. Δύο εβδομάδες αργότερα ανακάλυψα πως το πούλησε κι έφαγε τα λεφτά σε Ροζ και ναρκωτικά. Δεν είναι φίλος μου». «Είναι ό,τι τον έκαναν τ’ αδέρφια του» σημειώνει η Βίκτρα, διστάζοντας σαν να μη θέλει να μοιραστεί τις πληροφορίες της μαζί μου. «Πότε νομίζεις πως πήρε οτιδήποτε χωρίς ο άλλος να περιμένει κάτι σε αντάλλαγμα; Τον έκανες να νιώσει άβολα». «Γιατί νομίζεις πως είμαι επιφυλακτικός μαζί σου;» Σκύβω πιο κοντά. «Επειδή εσύ πάντα θέλεις κάτι, Βίκτρα. Ακριβώς σαν την αδερφή σου». «Α. Το σκέφτηκα πως μπορεί να έφταιγε η Αντωνία. Πάντα καταστρέφει τα πράγματα. Από τότε που η λύκαινα άνοιξε ροκανίζοντας τον δρόμο για να βγει από την κοιλιά της μάνας μας και φόρεσε ανθρώπινα ρούχα. Πάλι καλά που γεννήθηκα πρώτη, αλλιώς μπορεί να με είχε στραγγαλίσει στην κούνια μου. Και, εν πάση περιπτώσει, είναι ετεροθαλής αδερφή μου. Από διαφορετικούς πατεράδες. Η μητέρα δεν έβρισκε ποτέ ιδιαίτερα λογική τη μονογαμία. Ξέρεις πως η Αντωνία χρησιμοποιεί ακόμα και το όνομα Σεβήρα αντί για το Ιουλία μόνο και μόνο για να τη σπάσει στη μητέρα. Καβγατζίδικο βρομόπαιδο. Κι εγώ φορτώνομαι τις ηθικές αποσκευές της. Γελοίο». Η Βίκτρα παίζει με τα πολλά δαχτυλίδια από νεφρίτη στα δάχτυλά της. Τα βρίσκω παράξενα, αντίθετα με τη σπαρτιάτικη αυστηρότητα του σημαδεμένου προσώπου της. Η Βίκτρα όμως ήταν πάντα μια γυναίκα με αντιθέσεις.

68

PIERCE BROWN

«Γιατί μιλάς μαζί μου, Βίκτρα; Δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα. Δεν έχω κοινωνική θέση. Δεν έχω διοικητική θέση. Δεν έχω χρήματα. Και δεν έχω φήμη. Τίποτε από όλα όσα εκτιμάς». «Ω… εκτιμώ κι άλλα πράγματα, αγάπη μου. Φήμη έχεις πάντως. Ο Πλίνιος φρόντισε γι’ αυτό». «Ώστε πράγματι έπαιξε ρόλο στο κουτσομπολιό. Νόμιζα πως ο Τάκτος απλώς φλυαρούσε». «Ρόλο; Ντάροου, σε πολεμούσε από τη στιγμή που γονάτισες μπροστά στον Αύγουστο». Γελάει. «Από πριν, μάλιστα. Συμβούλεψε τον Αύγουστο να σε σκοτώσει εκεί επιτόπου ή τουλάχιστον να σε δικάσει για τον φόνο του Απόλλωνα. Δεν το ήξερες;» Κουνάει το κεφάλι της βλέποντας το απλανές μου βλέμμα. «Το γεγονός ότι τώρα μόνο το συνειδητοποιείς δείχνει πόσο άσχημα εξοπλισμένος είσαι για να παίξεις αυτό το παιχνίδι. Και εξαιτίας αυτού θα σκοτωθείς. Γι’ αυτό σου μιλάω. Προτιμώ να βρεις μια εναλλακτική λύση αντί να κατεβάζεις τα μούτρα στο φρικτό κατάλυμά σου. Διαφορετικά, ο Κάσσιος Au-Μ πελόνα θα έρθει και θα βγάλει ένα μαχαίρι και θα σκάψει εδώ ακριβώς…» μου χαϊδεύει το στήθος με το μακρύ της νύχι, ζωγραφίζοντας το περίγραμμα της καρδιάς μου «…και θα τη δώσει στη μητέρα του για το πρώτο της πραγματικό γεύμα εδώ και χρόνια». «Τι προτείνεις λοιπόν;» «Να πάψεις να φέρεσαι σα γυναικούλα». Σηκώνει το βλέμμα χαμογελώντας και μου απλώνει ένα δελτίο δεδομένων. Απρόθυμα, πιάνω την άκρη του λεπτού μεταλλικού δελτίου, αυτή όμως το κρατάει γερά, τραβώντας με προς την άκρη της κρήνης, ανάμεσα στα πόδια της. Τα χείλη της ανοίγουν, η γλώσσα της παίζει πάνω τους, καθώς τα μάτια της ψάχνουν το πρόσωπό μου ανεβαίνοντας προς τα μάτια μου, όπου προσπαθούν ν’ ανάψουν μια φωτιά. Δεν υπάρχει όμως καμιά φωτιά εκεί· με ένα γατίσιο αναστεναγμό, αφήνει το δελτίο δεδομένων. Το περνάω πάνω από το προσωπικό μου ηλεκτρονικό σημειωματάριο και στην οθόνη μου εμφανίζεται μια διαφήμιση για ένα καπηλειό. «Αυτό δεν είναι σε έδαφος της Ακρόπολης» λέω. «Και λοιπόν;» «Και λοιπόν, αν φύγω, ανοίγει η κυνηγετική περίοδος για το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

69

κεφάλι μου». «Τότε, μη διαφημίσεις την αποχώρησή σου». Κάνω ένα βήμα πίσω. «Πόσα σε πληρώνουν;» «Νομίζεις πως πρόκειται για παγίδα!» «Είναι;» «Όχι». «Πού ξέρω πως λες αλήθεια;» «Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική άνεση ν’ αντέξουν την αλήθεια. Εγώ την έχω». «Ω, βέβαια. Ξέχασα. Εσύ δε λες ποτέ ψέματα». «Ανήκω στην Ιουλία γενεά». Σηκώνεται αργά, με τον θυμό της να ξεδιπλώνεται σαν ξυράφι. «Η οικογένειά μου έχει αρκετές εμπορικές συναλλαγές ώστε να αγοράζει ηπείρους. Ποιος θα μπορούσε να έχει την οικονομική δυνατότητα να αγοράσει την τιμή μου; Αν… κάποια μέρα γίνω εχθρός σου, θα σου το πω. Και θα σου πω και το γιατί». «Όλοι είναι ειλικρινείς μέχρι να πιαστούν να λένε ψέματα». Το γέλιο της είναι βραχνό και με κάνει να νιώθω μικρός και παιδιάστικος, θυμίζοντάς μου πως είναι εφτά χρόνια μεγαλύτερή μου. «Τότε, μείνε, Θεριστή. Εμπιστέψου την τύχη. Εμπιστέψου τους φίλους. Κρύψου εδώ μέχρι κάποιος να αγοράσει το συμβόλαιό σου και προσευχήσου να μην το έκανε μόνο και μόνο για να σε σερβίρει στους Μ πελόνα σαν γουρουνόπουλο του γάλακτος». Ζυγίζω τις πιθανότητες και απλώνω το χέρι για να τη βοηθήσω να σηκωθεί. «Εντάξει, αφού το θέτεις έτσι…»

«Συνταγματάρχη Βαλεντίν;» ρωτάει η Βίκτρα τον πιο κοντό από τους δύο Γκρίζους που μας περιμένουν στη ράμπα της ακάτου. Είναι ένα σκέτο κονσερβοκούτι. Μ ια από τις ασχημότερες ιπτάμενες μηχανές που έχω δει ποτέ μου. Σαν το κεφάλι ενός σφυροκέφαλου καρχαρία. Κοιτάζω καχύποπτα τον ψηλότερο από τους Γκρίζους. «Μ άλιστα, ντόμινα» λέει ο Βαλεντίν γνέφοντας με το ανθρακί κεφάλι του, που έχει την άκαμπτη έκφραση του ανθρώπου ο

70

PIERCE BROWN

οποίος έχει ανεβεί στην ιεραρχία. «Είστε σίγουροι πως δε σας ακολούθησαν;» «Σίγουροι σαν τον θάνατο» λέει η Βίκτρα. «Τότε, πρέπει να φύγουμε αμέσως». Ακολουθώ τη Βίκτρα μέσα στο όχημα, σαρώνοντας με το βλέμμα τον χώρο πίσω μας. Φορέσαμε φασματομανδύες μόλις φύγαμε από την έπαυλη του Αυγούστου. Μ ια ντουζίνα κρυφούς διαδρόμους και έξι παλιούς βαρυανελκυστήρες αργότερα, φτάσαμε σ’ ένα σκονισμένο, σπάνια χρησιμοποιούμενο τμήμα των εξεδρών εκτόξευσης της Ακρόπολης. Η Θεοδώρα μάς άφησε εκεί. Ήθελε να έρθει, αλλά δεν πρόκειται να την πάρω εκεί όπου πάμε. Ένας Γκρίζος σαρώνει τη Βίκτρα κι εμένα για κοριούς καθώς επιβιβαζόμαστε στο σκάφος. Η ράμπα του σκάφους κλείνει πίσω μας. Δώδεκα σκληροτράχηλοι Γκρίζοι γεμίζουν το μικρό επιβατηγό κύτος της ακάτου. Δεν είναι από τα εντυπωσιακά δείγματα του Χρώματός τους. Απλώς τεχνίτες μιας σκοτεινής τέχνης. Αν και υπάρχουν μέσοι όροι, τα Χρώματα διαφέρουν ως προς τη σύσταση λόγω της ανθρώπινης γενετικής και των διαφορετικών οικοσυστημάτων σ’ όλη την Κοινωνία. Οι Γκρίζοι της Αφροδίτης είναι συχνά σκουρότεροι και πιο γεροδεμένοι από εκείνους του Άρη, οι οικογένειες όμως μετακινούνται και αναμειγνύονται και αναπαράγονται. Τα επίπεδα των ικανοτήτων κάθε Χρώματος ποικίλλουν ακόμα περισσότερο από ό,τι η εμφάνισή τους. Οι περισσότεροι Γκρίζοι δεν προορίζονται για τίποτε περισσότερο από τις περιπολίες σε εμπορικά κέντρα και στους δρόμους των πόλεων. Μ ερικοί πηγαίνουν στους στρατούς. Μ ερικοί στα ορυχεία. Μ ετά όμως υπάρχουν και οι Γκρίζοι που γεννήθηκαν συνδυάζοντας με μοναδικό τρόπο μοχθηρία και εξυπνάδα και έχουν εκπαιδευτεί σ’ όλη τους τη ζωή για να κυνηγούν τους Χρυσούς εχθρούς των Χρυσών αφεντικών τους. Όπως αυτοί που βρίσκονται στο όχημα μαζί μας. Τους αποκαλούν λέρτσερ – από τα μπασταρδόσκυλα της Γης που δημιουργήθηκαν από διασταυρώσεις για να έχουν ασυνήθιστα αθόρυβες κινήσεις, πονηριά και ταχύτητα, όλα για έναν λόγο: για να σκοτώνουν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

71

πλάσματα μεγαλύτερα από τα ίδια. «Κατευθυνόμαστε προς τη Χαμένη Πόλη και είστε μόνο εσείς οι δώδεκα;» ρωτάω. Ξέρω πως είναι αρκετοί. Απλώς δε μου αρέσουν οι Γκρίζοι. Έτσι, τους τσιγκλάω. Μ ε κοιτάζουν με την ήρεμη επιφυλακτικότητα μιας οικογένειας που συναντάει έναν άγνωστο στο δρόμο. Ο Βαλεντίν είναι ο πατέρας. Είναι φτιαγμένος σαν κοντόχοντρος ογκόλιθος από βρόμικο πάγο, λαξεμένος με σκουριασμένη σμίλη. Το πρόσωπό του είναι σκούρο και ηλιοκαμένο, με ζωηρά μάτια. Η υπαρχηγός του, η Σουν-χούα, γέρνει προς το μέρος μας, σκληρή και ροζιασμένη σαν ελιά. Και οι δύο είναι Γαιογέννητοι, κρίνοντας από το αμάλγαμα των φυλετικών χαρακτηριστικών τους. Οι Γκρίζοι αυτοί δε φορούν το τριγωνικό σήμα της Λεγεώνας της Κοινωνίας στα καθημερινά πολιτικά τους ρούχα. Αυτό σημαίνει πως έχουν υπηρετήσει την υποχρεωτική εικοσαετή τους θητεία. «Μ ας έχει ανατεθεί η προστασία σου, ντόμινους» λέει ο Βαλεντίν, καθώς η Σουν-χούα γεμίζει ένα εξωτικό κυκλικό όπλο στο μέσα μέρος του αριστερού καρπού της. Μ οιάζει να δουλεύει με πλάσμα. «Η ομάδα μου έχει ετοιμάσει μια ασφαλή διαδρομή. Εκτιμώμενος χρόνος ταξιδιού είκοσι τέσσερα λεπτά». «Αν ο Πλίνιος ανακαλύψει πού πάω ή αν οι Μ πελόνα μάθουν πως έχω βγει από την Ακρόπολη…» «Οι λέρτσερ γνωρίζουν την κατάσταση» λέει η Βίκτρα. «Δε βλέπω Χρυσό σήμα. Μ ισθοφόροι;» «Σημαίνει πως είμαστε αρκετά καλοί ώστε να έχουμε ζήσει μέχρι τώρα, ντόμινους» λέει ορθά κοφτά ο Βαλεντίν. «Έχουμε προετοιμαστεί για όλα τα ενδεχόμενα. Έχουν οργανωθεί σχέδια έκτακτης ανάγκης και υποστήριξης». «Πόση υποστήριξη;» «Αρκετή. Εμείς είμαστε απλώς οι μεταφορείς, ντόμινους». Το στόμα του συσπάται σ’ ένα χαμόγελο και τον πιστεύω. «Μ εγαλύτερο πρόβλημα από τους Μ πελόνα είναι τρίτα μέρη που θα θεωρήσουν πως τους ευνόησε η τύχη. Εκεί όπου πάμε θα υπάρχουν ένα σωρό τρίτα μέρη, ντόμινους. Τα απρόβλεπτα

72

PIERCE BROWN

περιπλέκουν την απόδοση της επένδυσής μας. Σουν-χούα;» «Φόρεσε αυτά». Η Σουν-χούα μού πετά μια τσάντα με πολιτικά ρούχα. Η φωνή της είναι μονότονη και συρτή. «Είσαι ψηλός και δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι’ αυτό, αλλά θα κάνουμε ένα γρήγορο βάψιμο μ’ αυτό κι αυτό». Πετάει στη Βίκτρα μια άλλη τσάντα. «Για σένα. Το αφεντικό σκέφτηκε πως θα είχες ντυθεί πολύ φανταχτερά». Η Βίκτρα γελάει με την παρατήρηση. «Βγάλτε τα στόμια, παιδιά» γαβγίζει ο Βαλεντίν, καθώς το σκάφος τρεμουλιάζει και ανεβαίνει στον αέρα. «Φύγαμε». Κρουστήρια ετοιμάζονται σε έμπειρα χέρια. Ο οξύς ήχος ατσαλιού πάνω σε ατσάλι. Σαν μεταλλικές αρθρώσεις που σπάνε, καθώς μαγνητικά φυσίγγια μπαίνουν σε θαλάμες. Οι λέρτσερ κρύβουν όπλα σε κρυφές θήκες πάνω από στενές πανοπλίες σκαραβαιο​δέρματος. Τρεις φορούν παράνομα όπλα καρπού. Περιεργάζομαι το λαθραίο εμπόρευμα, καθώς χώνομαι στο σκαραβαιόδερμά μου. Απορροφά το φως, ένα παράξενο μαύρο σαν την κόρη του ματιού. Περισσότερο απουσία χρώματος παρά οτιδήποτε άλλο. Καλύτερο από τη σκληροπανοπλία που είχαμε στο Ινστιτούτο, θα σταματήσει κάποιες λεπίδες και κάποιο απρόβλεπτο βλητικό όπλο, όπως είναι το κοινό καψαλιστήρι. Το σκάφος αναταράζεται, καθώς οι κύριες μηχανές του παίρνουν τη θέση των κατακόρυφων προωθητήρων. «Τάλον και Μ ινώταυρε, ενημερώνω. Ίκαρος εν κινήσει» λέει τραχιά ο Βαλεντίν στην ενδοσυνεννόησή του. «Επαναλαμβάνω. Ίκαρος εν κινήσει».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

73

7 Ο πλακούντας

Σ

τη Σελήνη δεν υπάρχει σκοτάδι. Τουλάχιστον όχι πραγματικό σκοτάδι. Φώτα με ένα εκατομμύριο αποχρώσεις κολυμπούν μαζί, ψευτοκαλύπτοντας την ακανόνιστη, φτιαγμένη από πυρολυμένο ατσάλι επιδερμίδα του αστικού τοπίου. Φιδωτά δημόσια τραμ και εναέριες λεωφόροι, λαμπερά επικοινωνια​κά κέντρα, πολυσύχναστα εστιατόρια και αυστηρά αστυνομικά τμήματα μπλέκονται μέσα στο μεταλλικό χόριο της πόλης σαν τριχοειδή αγγεία, νευρικές απολήξεις, ιδρωτοποιοί αδένες και τριχοθυλάκια. Αποφεύγουμε τις συνοικίες των Χρυσών, εγκαταλείποντας τα ψηλά σημεία της πόλης, όπου επιβλητικές άκατοι και βαρυμπότες μεταφέρουν Χρυσούς σε όπερες πάνω σε πύργους χιλιόμετρα ολόκληρα ψηλούς. Βουτάμε χαμηλά, πέρα από τις πλούσιες γειτονιές των Ασημένιων και των Χάλκινων, προχωρώντας μέσα από αεροδρόμους και εναέρια τρένα, διασχίζοντας τις μεσαίες συνοικίες όπου μένουν Κίτρινοι, Πράσινοι, Κυανοί και Ιώδεις, πέρα από τις κατώτερες συνοικίες όπου φτιάχνουν τα σπίτια τους Γκρίζοι και Πορτοκαλιοί. Κατεβαίνουμε χαμηλά στους υπονόμους της πόλης, όπου μπήγονται στο χώμα οι ρίζες αυτής της κολοσσιαίας ατσάλινης ζούγκλας. Μ υριάδες Κατώτερα Χρώματα μετακινούνται με τα

74

PIERCE BROWN

δημόσια μέσα μεταφοράς από τα εργοστάσια στα τυφλά σπίτια τους, μερικά όχι μεγαλύτερα από ένα μέτρο επί τρία. Χώρος ίσα ίσα για ένα κρεβάτι. Αυτοκίνητα αγκομαχούν φτύνοντας καυσαέρια σε φρακαρισμένες λεωφόρους φωτισμένες με φανούς. Όσο βαθύτερα κατεβαίνουμε τόσο λιγότερα τα φώτα, τόσο πιο βρόμικα τα κτίρια, τόσο πιο παράξενα τα ζώα αλλά τόσο πιο εκτυφλωτικά τα γκραφίτι. Το μάτι μου παίρνει Γκρίζους αστυνομικούς να στέκονται πάνω από Καστανούς βάνδαλους που έχουν συλλάβει επειδή κάλυψαν μια πολυκατοικία με την εικόνα ενός κρεμασμένου κοριτσιού. Της γυναίκας μου. Ψηλή δέκα πατώματα, με μαλλιά φλεγόμενα, φτιαγμένη με ψηφιακή μπογιά. Το στήθος μου σφίγγεται καθώς περνάμε, ραγίζοντας τα τείχη που έχω χτίσει γύρω από τη μνήμη της. Την έχω δει κρεμασμένη χίλιες φορές μέχρι τώρα, καθώς ο μαρτυρικός της θάνατος απλώνεται στους κόσμους, πόλη με την πόλη. Ωστόσο κάθε φορά το νιώθω σαν σωματικό πλήγμα, που κάνει τις νευρικές απολήξεις στο στήθος μου να τρεμουλιάζουν, την καρδιά μου να σφυροκοπάει γρήγορα, τον λαιμό μου να σφίγγεται ακριβώς κάτω από το σαγόνι. Πόσο σκληρή είναι αυτή η ζωή, όπου η θέα της νεκρής γυναίκας μου σημαίνει ελπίδα. Όποια κι αν είναι η φήμη μας, κανένας εχθρός δε θα μας έψαχνε εδώ. Κανένα αυτί δε θα μας άκουγε. Κανένα μάτι δε θα μας έβλεπε. Είναι ένα μέρος γεμάτο σκοτωμούς από συμμορίες, ληστείες, μάχες για μοίρασμα των περιοχών, εμπόριο ναρκωτικών. Το γεγονός ότι η καινούρια μου φίλη θέλει τέτοια ανθρώπινη απομόνωση, απομόνωση που ούτε καν ένα παρεμβολοπεδίο δεν μπορεί στην πραγματικότητα να προσφέρει στην Ακρόπολη και στην Άνω Πόλη, σημαίνει πολλά. Μ ε ανησυχεί. Σημαίνει πως οι κανόνες είναι άκυροι. Η Βίκτρα όμως είχε δίκιο και ο Ροκ άδικο. Η υπομονή δε θα με ωφελήσει σε τίποτα. Πρέπει να ριψοκινδυνέψω. Η ομάδα των λέρτσερ έχει εξασφαλίσει ένα εγκαταλειμμένο γκαράζ. Παρέχει ασφάλεια για την άκατο όσο η ομάδα του Βαλεντίν με συνοδεύει από το γκαράζ έξω στον πολυσύχναστο, βρόμικο δρόμο. Απορρίμματα και νερό μετατρέπουν τα σοκάκια σε βούρκο. Ο υγρός αέρας είναι πηχτός από τη γλυκιά μυρωδιά

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

75

της σαπίλας και την κάπνα των σκουπιδιών που καίγονται. Πλανόδιοι πωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους από ραγισμένα πεζοδρόμια, γεμάτα Κόκκινους, Καστανούς, Γκρίζους και Πορτοκαλιούς κάθε είδους – χαμίνια, ανάπηρους, εργάτες, επιστάτες, πρεζόνια, μητέρες, πατέρες, ζητιάνους, σακάτηδες, παιδιά. Τους χαμένους. Η Ηώ θα έλεγε πως αυτή είναι η κόλαση πάνω στην οποία έχτισαν τον παράδεισό τους. Και θα είχε δίκιο. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, βλέπω πάνω από μισό χιλιόμετρο πολυκατοικιών προτού το νέφος της μόλυνσης δημιουργήσει μια οροφή για την ανθρώπινη ζούγκλα. Απλώστρες και ηλεκτρικά καλώδια διασταυρώνονται πάνω από το κεφάλι μας σαν περικοκλάδες. Το θέαμα είναι απελπιστικό. Τι να αλλάξει κανείς εδώ, αν όχι τα πάντα; Έχουμε ραντεβού στη Χαμένη Φωλίτσα. Είναι ένα μεγάλο, ψηλό καπηλειό με μια κόκκινη επιγραφή που τρεμοπαίζει, σκεπασμένο από παραστατικά γκραφίτι. Δεκαπέντε επίπεδα, όλα ανοιχτά και με θέα σε μια κεντρική αίθουσα για ποτό, με τραπέζια και θαλαμίσκους γεμάτους με καμιά διακοσαριά πελάτες. Νιώθω τη μυρωδιά του κάτουρου στους μεταλλικούς θαλαμίσκους, τους βαθουλωμένους από τη χρήση. Μ πουκάλια κροταλίζουν και ποτήρια κουδουνίζουν καθώς κυλάει το ξέπλυμα. Λουλακιά και ροζ φώτα τρεμοπαίζουν στον δέκατο πέμπτο όροφο, όπου υπάρχουν χορευτές και ιδιαίτερα δωμάτια για τους πελάτες. Περνάω με τον Βαλεντίν ανάμεσα από δύο μπράβους με βιοτροποποιημένα χέρια – έναν Οψιδιανό με δέρμα ωχρό σαν ξασπρισμένο μάρμαρο και μπράτσα πιο χοντρά από τα δικά μου κι έναν σκουρόχρωμο Γκρίζο με την κάννη ενός καψαλιστηριού χειρουργικά ενωμένου στο μπράτσο του. Οι υπόλοιποι Γκρίζοι μου γλιστρούν μέσα ακολουθώντας με λίγοι λίγοι. Μ ερικοί φορούν φακούς επαφής, παριστάνοντας πως είναι από άλλο Χρώμα. Ένας μάλιστα φοράει σαρκομάσκα για να μοιάζει όμορφος σαν Ροζ. Δεν μπορείς καν να καταλάβεις πως είναι ψηφιακή μέχρι να βάλεις δίπλα του έναν μαγνήτη. Είναι σαν ψάρια στο νερό. Αμφιβάλλω αν ισχύει το ίδιο για μένα, παρά το Οψιδιανό βάψιμο που μου έκαναν.

76

PIERCE BROWN

Τα εμβλήματα στα χέρια μου είναι καλυμμένα με Οψιδιανά εμφυτεύματα. Τα μαλλιά μου είναι άσπρα, τα μάτια μαύρα. Το δέρμα έχει γίνει πιο χλωμό με καλλυντικά. Η Βίκτρα κι εγώ είμαστε πολύ μεγαλόσωμοι για να περάσουμε για οποιοδήποτε άλλο Χρώμα. Ευτυχώς οι Οψιδιανοί, αν και σπανιότεροι από τα άλλα Κατώτερα Χρώματα, δεν είναι εντελώς εκτός τόπου εδώ κάτω. Ακολουθώ τον Βαλεντίν σ’ ένα τραπέζι σε μια κόγχη κοντά στο βάθος της αίθουσας, όπου ένας νεαρός τεμπελιάζει πίσω από ένα κοπάδι μισθοφόρων κι έναν μοναδικό Οψιδιανό. Βαθιά σιωπή με τυλίγει, καθώς παρακολουθώ τον Οψιδιανό να σηκώνεται και να φεύγει από το τραπέζι για να καθίσει σ’ ένα διπλανό. Κι άλλοι καρφώνουν τα μάτια τους πάνω του μέχρι να το συνειδητοποιήσουν και να κατεβάσουν το βλέμμα στο ποτό τους – σαν υδρόβια πουλιά καθώς γλιστράει δίπλα τους ένας κροκόδειλος. Ο Οψιδιανός είναι τριάντα πόντους ψηλότερός μου. Και ολόκληρο το πρόσωπό του είναι σκεπασμένο από το τατουάζ ενός κρανίου. Κηλιδωμένος. Μ έχρι εδώ ήταν το χαμηλό προφίλ. «Καλύτερα να βασιλεύεις στην κόλαση παρά να υπηρετείς στον παράδεισο;» ρωτάω τον ξαπλωμένο άντρα. «Θεριστή! Ακόμα και ο Μ ίλτον ήξερε πως ο Εωσφόρος ήταν ένα τιποτένιο τομάρι». Χαμογελάει αινιγματικά και δείχνει την καρέκλα απέναντί του. «Μ η στέκεσαι από πάνω μου». Δεν είναι καν μεταμφιεσμένος. Κοιτάζω τη Βίκτρα. «Νόμιζα πως θα ήταν κανένας καινούριος φίλος». «Εντάξει, εσείς οι δύο δεν υπήρξατε ποτέ φίλοι. Αυτό θα είναι το καινούριο. Λοιπόν, αγόρια, τώρα μπορείτε να διασκεδάσετε». «Δε θα μείνεις;» ρωτάω. «Σου έδειξα την πόρτα. Πρέπει να την περάσεις». Μ ου ζουλάει παιχνιδιάρικα τον πισινό και φεύγει λικνίζοντας το σώμα της. Το Τσακάλι την παρακολουθεί να φεύγει, γέρνοντας ελαφρά για να έχει καλύτερη θέα. «Δεν ήξερα πως σ’ ενδιαφέρουν οι γυναίκες». «Και νεκρός να ήμουν, πάλι θα την απολάμβανα. Αλλά δε χρειάζεται να σου το πω αυτό. Μ όνος στο διάστημα μήνες

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

77

ολόκληρους. Σκάφος καταδικό σου. Τι να κάνεις;» Κάθομαι απέναντί του. Μ ου προσφέρει ένα μπουκάλι μ’ ένα πρασινωπό υγρό. Κουνάω το κεφάλι μου. «Πίνω για να ξεχνάω ανθρώπους σαν κι εσένα». «Χα! Μ ια Αρκοσιανή προσβολή, αν δεν κάνω λάθος. Μ ια από τις καλύτερες του Λορν. Αν και υπάρχουν αρκετές από τις οποίες μπορεί κανείς να διαλέξει». Ακουμπάει στη ράχη της καρέκλας του. Αινιγματικός στη βαρεμάρα του. Πρόσωπο άχαρο. Μ άτια σαν λειασμένα, φθαρμένα νομίσματα. Μ αλλιά στο χρώμα της άμμου της ερήμου. Το μοναδικό του χέρι στριφογυρίζει μια χρυσή γραφίδα με τη γρηγοράδα εντόμου που γλιστράει πάνω από το ρημαγμένο έδαφος από ρωγμή σε ρωγμή. «Το Τσακάλι του Αυγούστου και ο Θεριστής του Άρη πάλι μαζί επιτέλους. Πόσο χαμηλά ξεπέσαμε». «Εσύ διάλεξες τον τόπο» λέω, καθώς βάζει τη γραφίδα του πίσω από το αυτί του και παίρνει ένα μπούτι κοτόπουλου από ένα πιάτο στο τραπέζι. Τραβάει το κρέας με τα δόντια του. «Σε τρομάζει;» «Γιατί να με τρομάζει; Ξέρουμε και οι δύο πόσο σου αρέσει το σκοτάδι». Ξαφνικά γελάει, ένα κλαψιάρικο, οξύ γάβγισμα, σαν σκύλου που τον μαχαιρώνουν. «Τόση αλαζονεία, Ντάροου AuΑνδρομέδε. Όλη η οικογένεια νεκρή. Ανυπόληπτα, αδέκαρα πλάσματα. Τόσο μέτριος, που οι γονείς σου δεν προσπάθησαν καν να σε παρουσιάσουν επίσημα στην Κοινωνία. Δε σου απομένουν φίλοι. Κανείς που να σε ήξερε προτού χωθείς στο Ινστιτούτο, τόσο φαινομενικά σεμνός. Πόσο τρανός έγινες, όμως, όταν σου δόθηκε η ευκαιρία». «Τουλάχιστον σου αρέσει ακόμη να μιλάς» μουρμουρίζω. «Κι εσένα σου αρέσει ακόμη να κάνεις εχθρούς». «Όλοι έχουν ένα χόμπι». Εξετάζω το κολόβωμα όπου θα έπρεπε να βρίσκεται το δεξί του χέρι. «Προσπαθείς απεγνωσμένα να τραβήξεις την προσοχή; Είσαι ο μόνος εν ζωή Χρυσός που δε θα έμπαινε στον κόπο να αποκτήσει καινούριο χέρι». «Αναρωτιέμαι γιατί εξακολουθείς να με προκαλείς, όταν η

78

PIERCE BROWN

φήμη σου έχει καταστραφεί. Οι τραπεζικοί σου λογαριασμοί έχουν αδειάσει». Αναδεύομαι στην καρέκλα μου. «Ω, ναι. Δεν το ήξερες; Ο Πλίνιος είναι σχολαστικός όταν κόβει τους ιγνυακούς τένοντες κάποιου. Άδειασε όλα σου τα αποθέματα. Επομένως πραγματικά έχεις ελάχιστα πράγματα. Να σε τώρα καθισμένος εδώ, στον πάτο ενός φεγγαριού. Μ όνος. Μ αζί μου, με τους δικούς μου. Εκτοξεύοντας προσβολές». «Δικοί σου είναι αυτοί;» ρωτάω κοιτάζοντας τα Κατώτερα Χρώματα γύρω μας. «Θα πίστευα πως σε αηδιάζουν». «Ποιος είπε πως πρέπει να σου αρέσουν τα παιδιά σου;» ρωτάει το Τσακάλι εύθυμα. «Είναι προϊόν των Χρυσαφένιων αχαμνών μας». Μ ασουλίζει το μπούτι του κοτόπουλου, σπάζοντας το κόκαλο με τα δόντια του προτού το πετάξει. «Ξέρεις πώς ξόδευα τον χρόνο μου τον τελευταίο καιρό;» «Κωλοβάραγες;» «Δυστυχώς όχι. Η ήττα μου στα χέρια σου μου κόστισε. Δε φοβάμαι να το πω. Έκανες κακό σ’ εμένα και στα σχέδιά μου. Και η αδερφή μου με πλήγωσε. Να με φιμώσει; Να με δέσει γυμνό και να με πετάξει στα πόδια σου; Αυτό πόνεσε, ειδικά όταν όλοι οι μεγάλοι άρχοντες και αρχόντισσες της ωραίας Απαράμιλλης κάστας μας με περιγέλασαν». «Ξέρουμε και οι δύο πως δεν νιώθεις πόνο, Άδριε». «Ω, λέγε με Τσακάλι. Το να ακούω το Άδριος από το στόμα σου είναι σαν να ακούω μια γάτα να γαβγίζει». Ανατριχιάζει, αλλά σκύβει ευχαριστημένος προς τα εμπρός στην καρέκλα του, όταν μια Καστανή με χοντρά μπράτσα και τατουάζ που γεμίζουν σαν ιστοί αράχνης το χλωμό, βλογιοκομμένο της δέρμα γλιστρά έξω από την κουζίνα κουβαλώντας τρία αχνιστά μπολ. Τ’ αφήνει μπροστά μας. «Ευχαριστώ!» της λέει, παίρνοντας τα δύο για τον εαυτό του. Περιεργάζομαι φιλύποπτα το μπολ. «Δεν είμαι δηλητηριαστής. Θα μπορούσα να δηλητηριάσω τον πατέρα μου όποτε ήθελα, μα δεν το κάνω. Ξέρεις γιατί;» λέει. «Επειδή δεν έχεις πάρει από αυτόν ό,τι χρειάζεσαι». «Το οποίο είναι;» «Η έγκρισή του».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

79

Το Τσακάλι με παρακολουθεί μέσα από τον ατμό του μπολ του. «Ακριβώς. Μ ου προσφέρθηκαν πολλές μαθητείες. Τις προσφέρουν στο όνομα του πατέρα μου, όχι σ’ εμένα. Μ ε περιφρονούν επειδή έφαγα σπουδαστές. Αλλά είναι τόσο υποκριτικό. Τι άλλο να έκανα; Μ ας λένε να νικήσουμε κι έβαλα τα δυνατά μου. Και μετά επικρίνουν. Παριστάνουν τους ευγενείς, λες και δε διέπραξαν και οι ίδιοι δολοφονίες. Τρέλα». Κουνάει το κεφάλι του μ’ έναν μικρό αναστεναγμό. «Ναι, θα μπορούσα να είχα πάει να σπουδάσω την πολεμική τέχνη στην Ακαδημία, όπως εσύ. Θα μπορούσα να σπουδάσω πολιτική στη Σχολή Πολιτικών στη Σελήνη. Θα μπορούσα να γίνω καλούτσικος Δικαστής, αν μπορούσα να χωνέψω την Αφροδίτη. Αλλά θα αναρριχηθώ χωρίς την υποκρισία τους. Χωρίς τις σχολές τους». «Άκουσα τις φήμες. Είναι καμιά αληθινή;» «Οι περισσότερες». Βγάζει κι άλλα νουντλ από το μπολ, απλώνοντας πάνω τους σάλτσα από κόκκινη πιπεριά. «Είμαι επιχειρηματίας τώρα, Ντάροου. Αγοράζω πράγματα. Είμαι ο ιδιοκτήτης τους. Δημιουργώ. Φυσικά, εκείνοι οι σπουδαιοφανείς Απαράμιλλοι βλάκες με βλέπουν σαν γερο-λαδά. Αλλά δεν είμαι ένας από τους ξεπεσμένους άρχοντες της Ευρώπης του εικοστού αιώνα. Καταλαβαίνω πως υπάρχει ισχύς στο να είσαι πρακτικός, στο να έχεις δικά σου πράγματα. Ανθρώπους. Ιδέες. Υποδομές. Πολύ πιο σημαντικό από τα χρήματα. Πολύ πιο ύπουλο από» κάνει μια παράξενη κίνηση με το χέρι του «τα διαστημόπλοια και τα ξυράφια. Πες μου, έχει σημασία ένα σκάφος, αν δεν μπορείς να εξασφαλίσεις και να μεταφέρεις την τροφή για να ταΐσεις το πλήρωμά του; Εγώ περισσότερο από όλους τους άλλους ξέρω τη σημασία του φαγητού». «Δικό σου είναι αυτό το μέρος, ε;» ρωτάω. «Κατά κάποιο τρόπο». Χαμογελάει πλατιά. «Αισθάνομαι πως πρέπει να είμαι ξεκάθαρος μαζί σου. Ήμαστε σχεδόν δεκαοχτώ όταν φύγαμε από το Ινστιτούτο. Τώρα είμαστε είκοσι. Είμαι δύο χρόνια στην εξορία και τώρα θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου». «Για να συναναστραφείς με Απαράμιλλους βλάκες;» γελάω. «Αν έδινες έστω και λίγη προσοχή, θα ήξερες πως δεν

80

PIERCE BROWN

απολαμβάνω την εμπιστοσύνη του πατέρα σου». «Αν έδινα προσοχή…» Ανταλλάσσει ένα βλέμμα με τη Βίκτρα και σκύβει μπροστά. «Θεριστή. Εγώ είμαι η προσοχή. Ξέρεις τι ποσοστό της βιομηχανίας επικοινωνιών έχω αποκτήσει;» «Όχι». «Ωραία. Αυτό σημαίνει πως το κάνω σωστά. Έχω αποκτήσει πάνω από το είκοσι τοις εκατό. Μ ε τον αφανή εταίρο μου, είμαι ιδιοκτήτης σχεδόν του τριάντα τοις εκατό. Αναρωτιέσαι γιατί; Ασφαλώς οικογένειες όπως της Βίκτρας δε θεωρούν ότι το εμπόριο τούς βρομίζει. Στο κάτω κάτω, οι Ιούλιοι συμμετέχουν εδώ και αιώνες σε εμπορικές συναλλαγές. Τα μέσα ενημέρωσης όμως είναι διαφορετικά για μας. Γλοιώδη. Κατάλληλα για τον Υδράργυρο και στους ομοίους του. Επομένως γιατί κάποιος με τη δική μου καταγωγή να βρομίσει τα χέρια του μ’ αυτά; Λοιπόν, θέλω να φανταστείς τα μέσα ενημέρωσης σαν έναν αγωγό προς μια πόλη στην έρημο». Δείχνει ολόγυρα. «Η μεταφορική μας έρημος. Μ πορώ να παράσχω μόνο το τριάντα τοις εκατό του περιεχομένου όσων έρχονται μέσα από τον αγωγό, μπορώ όμως να επηρεάσω το εκατό τοις εκατό από αυτά. Το νερό μου μολύνει το υπόλοιπο. Αυτή είναι η φύση των μέσων ενημέρωσης. Θέλω αυτή η πόλη στην έρημο να έχει παραισθήσεις; Θέλω οι κάτοικοί της να σφαδάζουν από πόνο; Θέλω να ξεσηκωθούν;» Αφήνει κάτω τα ξυλάκια του. «Όλα ξεκινούν από το τι θέλω». «Και τι θέλεις;» ρωτάω. «Το κεφάλι σου» απαντά. Τα μάτια μας συναντιούνται σαν δύο σιδερένιες ράβδοι που συγκρούονται, στέλνοντας διαπεραστικές αντηχήσεις σ’ όλο το σώμα. Ξυπνά χειροπιαστή δυσφορία και μόνο το να βρίσκεται κανείς κοντά του, πόσο μάλλον το να κοιτάζει εκείνες τις νεκρές χρυσές σφαίρες. Είναι τόσο νέος. Στην ηλικία μου, υπάρχει όμως μια παιδικότητα πάνω του, μια περιέργεια παρά το ώριμο βλέμμα του, που τον κάνει να δίνει την εντύπωση παραφωνίας. Δεν είναι πως νιώθω να εκπέμπει απανθρωπιά και κακία. Είναι το συναίσθημα που με κατέλαβε όταν η Μ άστανγκ μού είπε πώς, όταν ήταν μικρός, σκότωσε ένα λιονταράκι επειδή ήθελε να δει τα σωθικά του για να καταλάβει πώς δούλευε.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

81

«Έχεις παράξενο χιούμορ». «Το ξέρω. Αλλά χαίρομαι πολύ που πιάνεις τα αστεία μου. Τόσο πολλοί ευέξαπτοι Απαράμιλλοι στις μέρες μας. Μ ονομαχίες! Τιμή! Αίμα! Όλα επειδή βαριούνται. Δεν έχει μείνει κανείς να πολεμήσεις. Πολύ φρικοκατάρατα βαρετό». «Νομίζω πως κάπου ήθελες να καταλήξεις». «Α, ναι». Το Τσακάλι περνάει το χέρι του μέσα από τα χτενισμένα προς τα πίσω μαλλιά του, όπως έχω δει να κάνει ο πατέρας του. «Σ’ έφερα εδώ επειδή ο Πλίνιος είναι εχθρός μου. Μ ου έκανε τη ζωή πολύ δύσκολη. Διείσδυσε ακόμα και στο χαρέμι μου. Ξέρεις πόσους κατασκόπους του χρειάστηκε να σκοτώσω; Άλλαξα τόσους υπηρέτες. Δεν προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς» συμπληρώνει βιαστικά. «Έτοιμος ήμουν». «Το να καταλάβεις τα δεινά μου, ωστόσο, είναι ο τρόπος για να με βοηθήσεις καλύτερα. Αυτή τη στιγμή ο Πλίνιος καθοδηγεί την εύνοια του πατέρα μου. Σαν φίδι που σφυρίζει στο αυτί του. Ο Λήτος είναι δικό του κατασκεύασμα, το ήξερες αυτό;» Δεν το ήξερα. «Βρήκε το αξιαγάπητο αγοράκι και κατάλαβε πως θα κέρδιζε την κρύα καρδιά του πατέρα μου επειδή θα του θύμιζε τον νεκρό αδερφό μου, τον Κλαύδιο. Έτσι, ο Πλίνιος τον καλλιέργησε, τον εκπαίδευσε και έπεισε τον πατέρα μου να τον υιοθετήσει ως κηδεμονευόμενο με στόχο να κάνει αυτόν κληρονόμο. Μ ετά εισβάλλεις εσύ στη ζωή μας και χαλάς τα σχέδια του Πλίνιου. Χρειάστηκε δύο χρόνια για να σε ξεφορτωθεί, αλλά, με υπομονή, τα κατάφερε. Ακριβώς όπως τα κατάφερε και μ’ εμένα. Τώρα ο Λήτος θα γίνει κληρονόμος του πατέρα μου και ο Πλίνιος θα είναι ο αφέντης του Λήτου». Αυτό μου κακοφαίνεται πολύ. Ήξερα βέβαια πως ο Πλίνιος ήταν επικίνδυνος. Ίσως όμως δεν είχα καταλάβει ποτέ πόσο ακριβώς. «Και ποιο είναι το σχέδιό σου;» Ρίχνω μια ματιά ολόγυρα στο δωμάτιο. «Θα αποκτήσεις ξανά την εύνοια του πατέρα σου με πληβείους και δικράνια;» «Όπως ξέρει κάθε Χρυσός με υποφερτή μόρφωση, υπάρχει ένα συνδικάτο του εγκλήματος που διοικεί τη Χαμένη Πόλη. Μ ια

82

PIERCE BROWN

τεράστια εγκληματική επιχείρηση που, αν την ψάξεις εξονυχιστικά, βρίσκεται κάτω από την επιρροή του γραφείου της Αρχόντισσας της μικρής μας Κοινωνίας. Η Οκταβία Au-Λούνα μπορεί να μοιάζει με υπόδειγμα Χρυσής αρετής. Έχει όμως ένα φετίχ με τις βρομιές – δολοφονίες, υποκίνηση εργατικών απεργιών στις περιοχές των ίδιων των Αρχικυβερνητών της, μαγείρεμα διορισμών. Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται τη Χαμένη Πόλη δε διαφέρει. »Αυτή και οι Ερινύες της επέλεξαν την ηγεσία της οικογένειας του εγκλήματος· αυτά τα τρία άτομα είναι δικοί της. Να όμως ποια είναι η ζουμερή ιδιομορφία. Ανακάλυψα ορισμένα μέλη της ίδιας αυτής οργάνωσης που… δεν κάθονται στ’ αυγά τους». Κατσουφιάζω. «Δεν τους αρέσει η Λούνα;» «Είναι ενοχλητική σκύλα. Μ ια σκύλα που περιφρόνησε τον πατέρα μου και τα έφτιαξε με τους Μ πελόνα. Αλλά όχι. Οι υπέρμαχοί μου δε σκέφτονται σε τέτοιο επίπεδο. Είναι Κατώτερα Χρώματα, Ντάροου. Δεν κάθονται στ’ αυγά τους επειδή θέλουν να ανεβούν στην κορυφή του σκατόλακκου». «Γιατί στη Χαμένη Πόλη;» ρωτάω. «Τι σημασία έχει;» «Είναι απλώς ένα κομμάτι του παζλ. Θα βοηθήσω αυτά τα φιλόδοξα Κατώτερα Χρώματα να ανεβούν με ένα αντίτιμο. Όταν πάρουν την εξουσία, θα εξοντώσουν μια απειλή που μαστίζει την Κοινωνία: τον Άρη και τους Γιους του».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

83

8 Σκήπτρο και ξίφος

Μ

έσα μου παγώνω. «Τους Γιους του Άρη; Δεν είχα καταλάβει πως αποτελούν τόσο μεγάλη απειλή». «Δεν αποτελούν ακόμη, αλλά θα αποτελέσουν» λέει. «Η Αρχόντισσα το ξέρει. Το ίδιο και ο πατέρας μου, έστω κι αν δεν είναι της μόδας να το φωνάζει. Η Κοινωνία έχει αντιμετωπίσει και παλιότερα τρομοκρατικούς πυρήνες. Ρίξε πάνω τους αρκετές ομάδες λέρτσερ και θα τους ξαποστείλεις σχετικά εύκολα. Οι Γιοι του Άρη όμως είναι διαφορετικοί. »Δεν είναι ένα ποντίκι που δαγκώνει τις φτέρνες μας αλλά μια αποικία τερμιτών που ροκανίζουν αργά τα θεμέλιά μας όσο πιο αθόρυβα γίνεται και στο τέλος θα έχουν κάνει τόση δουλειά, που το σπίτι μας θα γκρεμιστεί γύρω μας. Ο πατέρας μου ανέθεσε στον Πλίνιο το καθήκον να εξοντώσει τους Γιους. Αλλά ο Πλίνιος δεν τα καταφέρνει. Και θα συνεχίσει να μην τα καταφέρνει, επειδή οι Γιοι του Άρη είναι έξυπνοι και επειδή τα μέσα ενημέρωσής μου λατρεύουν να τους δίνουν σημασία. Όταν όμως γίνουν κάτι πολύ τρομακτικό για την Κοινωνία, για την Αρχόντισσα, για τον πατέρα μου, ώστε ολόκληρη η μηχανή διακυβέρνησης να παραλύσει, θα βγω μπροστά και θα πω: “Εγώ θα γιατρέψω αυτή την αρρώστια σε τρεις εβδομάδες”. Και μετά θα το κάνω, με τα μέσα ενημέρωσής μου, με τα συνδικάτα να

84

PIERCE BROWN

σκοτώνουν συστηματικά όλους τους Γιους και μ’ εσένα να αποκεφαλίζεις ένδοξα τον ίδιο τον Άρη». «Θέλεις έναν διακοσμητικό ηγέτη». «Εγώ δεν είμαι γοητευτικός. Δεν εμπνέω. Εσύ είσαι σαν ένας από τους Παλιούς Κατακτητές. Χαρισματικός και ενάρετος. Όταν σε κοιτάζουν, δε βλέπουν τίποτα από τη μαλθακή παρακμή των μίζερων καιρών μας, τίποτα από το πολιτικό δηλητήριο που έχει διαποτίσει τη Σελήνη από τότε που η οικογένεια της Λούνα αναρριχήθηκε στην εξουσία. Θα σε κοιτάζουν και θα βλέπουν ένα καθαρτήριο μαχαίρι, μια νέα ανατολή για μια Δεύτερη Χρυσή Εποχή». Το μήλο κάτω από τη μηλιά. Και οι δύο έχουν στόχο τους Γιους του Άρη με παρόμοιες μεθόδους. Είναι ανατριχιαστικό να σκέφτομαι τον πόλεμο που θα μαίνεται ανάμεσα στους μαχαιροβγάλτες του συνδικάτου του εγκλήματος και τους πράκτορες του Άρη. Θα καταστρέψει τους Γιους. «Οι Γιοι του Άρη είναι μόνο η αρχή. Ένας μοχλός. Θέλεις να κυβερνήσεις». «Τι άλλη φιλοδοξία μπορεί να υπάρχει;» «Αλλά όχι μόνο τον Άρη…» «Επειδή είμαι μικρός, δε σημαίνει πως πρέπει να είναι μικρά και τα όνειρά μου. Τα θέλω όλα. Και για να τα κατακτήσω είμαι διατεθειμένος να κάνω τα πάντα. Ακόμα και να τα μοιραστώ». «Ίσως να μην είσαι ενημερωμένος γι’ αυτό που έγινε πριν από δύο μήνες» λέω. «Σταμάτα έναν Χρυσό οπουδήποτε και ρώτα τον. Θα σου πει τι έκανε η οικογένεια Μ πελόνα στον Θεριστή του Άρη. Δεν έχω υπόληψη. Το μόνο πράγμα που εμπνέω είναι γέλιο». «Ο Κάσσιος ντροπιάστηκε» λέει εκνευρισμένο το Τσακάλι. «Τον κατούρησαν. Τον έδειραν στο Ινστιτούτο. Τον ρεζίλεψαν. Τώρα είναι ο πιο φονικός μονομάχος στη Σελήνη. Τα έβαλε με όποιον αμφισβητούσε την αξία του. Και σήμερα είναι το αγαπημένο καινούριο κατοικίδιο της Αρχόντισσας. Το ήξερες πως η γριά γκιόσα θα τον κάνει Ολύμπιο Ιππότη; Τόσο ο Λορν AuΆρκος όσο και η Βενετία Au-Ρέιν συνταξιοδοτήθηκαν φέτος. Αυτό σημαίνει πως οι θέσεις του Μ αινόμενου Ιππότη και του

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

85

Πρωινού Ιππότη είναι κενές». «Θα τον έκανε έναν από τους δώδεκα;» «Είναι ένα κομμάτι στη σκακιέρα της». Το Τσακάλι σκύβει προς τα εμπρός. «Αλλά εγώ κουράζομαι να παριστάνω το πιόνι για τους γηραιότερους». «Το ίδιο κι εγώ. Μ ε κάνει να νιώθω σαν Ροζ» λέω. «Τότε, ας αναρριχηθούμε μαζί. Εγώ το σκήπτρο, εσύ το ξίφος». «Δεν πρόκειται να μοιραστείς. Δεν είναι στη φύση σου». «Κάνω αυτό που πρέπει. Ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα. Και χρειάζομαι έναν πολέμαρχο. Εγώ θα είμαι ο Οδυσσέας. Εσύ θα είσαι ο Αχιλλέας». «Ο Αχιλλέας στο τέλος πεθαίνει». «Τότε, μάθε από τα λάθη του». «Καλή ιδέα». Κάνω μια παύση, καθώς το χαμόγελό του πλαταίνει. «Μ ε ένα πρόβλημα. Είσαι ψυχοπαθής, Άδριε. Δεν κάνεις μόνο αυτό που πρέπει να κάνεις. Φοράς όποιο πρόσωπο χρειάζεσαι, όποιο συναίσθημα επιθυμείς, σαν γάντι. Πώς θα μπορούσα ποτέ να σ’ εμπιστευτώ; Σκότωσες τον Παξ». Αφήνω τα λόγια να αιωρούνται στον αέρα. «Σκότωσες τον φίλο μου, τον προστάτη της αδερφής σου». «Ο Παξ κι εγώ δεν είχαμε ξανασυναντηθεί. Το μόνο που είδα ήταν ένα εμπόδιο στο δρόμο μου. Φυσικά και ήξερα για τους Τηλεμάνους, όταν όμως ο Κλαύδιος βρέθηκε με τα μυαλά σκορπισμένα ολόγυρα, ο πατέρας χώρισε τη Μ άστανγκ κι εμένα για να μας προστατεύσει. Μ ’ έβαλε σε ακόμα μεγαλύτερη απομόνωση από εκείνη. Εγώ ήμουν ο διάδοχός του. Δεν είχα φίλους, μόνο δασκάλους. Μ ου κατέστρεψε τα νεανικά μου χρόνια. Και μετά με πέταξε, όπως πέταξε κι εσένα, επειδή χάσαμε. Εσύ κι εγώ καθρεφτίζουμε ο ένας τον άλλον». Ένας καβγάς ξεσπά ένα επίπεδο ψηλότερα. Ένα καψαλιστήρι κροταλίζει. Μ πράβοι ορμούν προς τα πάνω, κραδαίνοντας τα όπλα τους. Οι περισσότεροι από τους πελάτες συνεχίζουν να κάθονται ανενόχλητοι. «Τι γίνεται με την αδερφή σου;» ρωτάω διστακτικά, ξέροντας βαθιά μέσα μου πως δε μου απομένουν άλλες επιλογές από αυτήν

86

PIERCE BROWN

εδώ. «Θέλεις να μάθεις πώς τα περνάει;» ρωτάει απερίφραστα. «Μ ε ποιον μοιράζεται το κρεβάτι της; Μ πορώ να σου δώσω όποιες απαντήσεις θέλεις. Τα μάτια μου βρίσκονται παντού». «Δε θέλω αυτό». Κουνάω το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω τη σκοτεινή ιδέα πως κάποιος μοιράζεται το κρεβάτι της. Πως κάποιος της δίνει χαρά, έστω κι αν της αξίζει. Ακόμα πιο παράξενο είναι να σκέφτομαι πως το Τσακάλι τα ξέρει αυτά τα πράγματα. «Είναι μπλεγμένη σ’ αυτή την ιστορία;» «Όχι» λέει το Τσακάλι μ’ ένα βαρύ γέλιο. «Ξέρεις, τώρα, πώς είναι με τη Λούνα. Είναι ξεκαρδιστικό, για να λέμε την αλήθεια. Ποιος να το ’λεγε πως από τους δυο μας ο άσωτος δίδυμος θα ήταν εκείνη. Εντάξει, ο πιο άσωτος». «Τίποτα κακό δεν πρέπει να της συμβεί» λέω. «Αν της συμβεί κάτι, θα σου κόψω το κεφάλι». «Επιθετικό είναι αυτό. Συμφωνώ πάντως. Άρα είσαι μαζί μου;» «Ήμουν μαζί σου από τη στιγμή που μπήκα στην άκατο. Ξέρεις πως δεν έχω άλλες επιλογές. Και ξέρω πως κανείς άλλος δε θα με καλούσε εδώ. Οι μεταβλητές μόνο σ’ αυτή την κατάληξη μπορούσαν να οδηγήσουν». Και γιατί να μην οδηγούσαν; Του πήρα το χέρι, μου πήρε έναν φίλο. Το μόνο που έκανε ήταν να δαγκώνει και να γδέρνει για την ίδια του την επιβίωση. Παρακολουθώντας τον τώρα, τόσο μικροκαμωμένο και άχαρο σ’ έναν κόσμο θεών, είναι σχεδόν σαν να είναι ο ήρωας που αγωνίζεται μεγαλόψυχα ενάντια σ’ έναν πατέρα που τον απέρριψε, ενάντια σε μια Κοινωνία που γελάει με το μπόι του, την αδυναμία του, και που τον περιφρονεί ως κανίβαλο, παρότι αυτοί ήταν που του είπαν να κάνει ό,τι έπρεπε για να νικήσει. Κατά έναν παράξενο τρόπο είναι σαν κι εμένα. Θα μπορούσε να επιδιορθώσει το χέρι του, αλλά επέλεξε να μην το κάνει, φέροντάς το σαν έμβλημα τιμής αντί για όνειδος. Επομένως θα συναινέσω. Μ ετά, στο τέλος, μπορεί να τον σκοτώσω. Για τον Παξ. Το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα πλατύ χαμόγελο. «Χαίρομαι πολύ, Ντάροου. Πάρα πολύ. Και, για να είμαι ειλικρινής, ανακουφίστηκα λίγο».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

87

«Τι θα γίνει όμως στη συνέχεια;» ρωτάω. «Πρέπει να χρειάζεσαι κάτι από μένα τώρα». «Ένας Χρυσός ονόματι Φένκορ Au-Δρουσίλλας έχει μάθει για τις… δοσοληψίες μου με τα συνδικάτα. Προσπαθεί να με εκβιάσει. Θέλω να τον σκοτώσεις». Φυσικά. «Πότε;» «Όχι πριν περάσει μία εβδομάδα περίπου. Ο πραγματικός σκοπός της δολοφονίας του θα είναι να κερδίσω την εύνοια ενός από τα ξαδέρφια της Αρχόντισσας που ταπεινώθηκε από τον Φένκορ. Μ ε τον θάνατο του Φένκορ θα αποκτήσεις την… εύνοια του συγγενούς». Πνίγω ένα γέλιο. «Θα με βάλεις να παίξω τον ρόλο ενός γαλαντόμου Ξωτικού, κυκλοφορώντας στην αυλή και ρίχνοντας στο κρεβάτι γυναίκες;» Η Μ άστανγκ θα νομίσει πως το κάνω για να την τσατίσω. Τα μάτια του Τσακαλιού αστράφτουν σκανδαλιάρικα. «Ποιος μίλησε για γυναίκες;» «Ω» λέω, συνειδητοποιώντας τι εννοεί. «»Ω, αυτό είναι… περίπλοκο. Ο Τάκτος μπορεί να είναι καλύτερος γι’ αυτό το…» Το Τσακάλι καγχάζει με την έκπληξή μου. «Ω, μια χαρά θα τα πας. Όλ’ αυτά όμως είναι έγνοιες άλλης μέρας. Προς το παρόν, χαλάρωσε. Θα αγοράσω το συμβόλαιό σου μέσω ενός τρίτου μέρους μόλις βγει σε δημοπρασία». «Οι Μ πελόνα θα προσπαθήσουν να το αγοράσουν». «Έχω χρηματοδότη. Θα προσφέρω περισσότερα». «Τη Βίκτρα;» «Όχι. Είναι περισσότερο σαν μεσάζων σ’ αυτή την υπόθεση. Αυτό που πρέπει να καταλάβεις για τη Βίκτρα είναι πως δεν είναι… πώς να το πω… στρατευμένη. Απλώς της αρέσει ν’ ανακατεύει τη χύτρα. Το χρηματοδότη θα τον γνωρίσεις σύντομα». «Δεν πάει έτσι» λέω. «Θέλω να τον γνωρίσω τώρα. Δεν είμαι μαριονέτα σου. Μ οιράζομαι όσα ξέρω, μοιράζεσαι όσα ξέρεις». «Μ α ξέρω πολύ περισσότερα. Εντάξει». Σκύβει μπροστά. «Θα τον συναντήσεις απόψε. Δεν είναι πως δε σ’ εμπιστεύομαι. Απλώς θεωρώ πως είναι σωστό να συστηθεί μόνος του».

88

PIERCE BROWN

«Καλά. Θέλω να φέρω πίσω τους Υλακτούντες. Και τον Σέβρο». «Έγινε. Θα χρειαστεί επίσης να διαλέξεις έναν δάσκαλο ξιφασκίας, κάποιον να σ’ εκπαιδεύσει στο ξυράφι. Θα σε χρειαστούμε για να σκοτώσεις μερικούς ανθρώπους δημόσια στο μέλλον». «Ξέρω να χειρίζομαι το ξυράφι» λέω. «Άλλα έχω ακούσει εγώ. Έλα, τώρα, δεν είναι ντροπή. Έχω μερικά ονόματα. Κρίμα που δε διδάσκει ο Άρκος. Αυτή την εποχή, μάλιστα, ίσως να είχα τη δυνατότητα να πληρώσω τον Πετρόπλευρο και το Μ ονοπάτι της Ιτιάς του…» Τα λόγια του μένουν μισοτελειωμένα και τα μάτια του ξεφεύγουν από μένα, τραβηγμένα από τη λικνιστή σιλουέτα μιας γυναίκας που σκίζει τον καπνό και τη μονοτονία του καπηλειού σαν κάρβουνο που πέφτει μέσα από την ομίχλη. Μ υρίζω το αμύγδαλο στο δέρμα της, το κίτρο στα χείλη της, καθώς πλησιά​ζει το τραπέζι μας, χαριτωμένη και διεγερτική σαν τον αέρα της Καλοκαιρινής Ακτής της Αφροδίτης. Οστά εύθραυστα σαν πτηνού. Φοράει ένα στενό μαύρο φόρεμα, που αφήνει ακάλυπτους τους ώμους της. Μ ετά συναντώ τα μάτια της και παραλίγο να πέσω από την καρέκλα μου. Είναι μια σφαίρα στην καρδιά. Ο σφυγμός μου επιταχύνεται. Είναι αυτή. Το κορίτσι με τα φτερά που δεν μπορούσαν να πετάξουν. Τώρα, όμως… το έσκασε από τον Μ ίκι, κατά τα φαινόμενα. Τα φτερά έχουν φύγει, έχει ωριμάσει, έχει γίνει γυναίκα. Τι δουλειά όμως έχει εδώ η Ήβη; Την έστειλαν οι Γιοι; Μ ε δυσκολία κρατώ την αυτοκυριαρχία μου. Δε μ’ έχει αναγνωρίσει. «Δεν ήξερα πως τα Ρόδα φυτρώνουν τόσο βαθιά ανάμεσα στα αγριόχορτα» της λέει το Τσακάλι. Το γέλιο της ηχεί σαν το χτύπημα των φτερών της πεταλούδας. Ακολουθεί την κάτω άκρη του στραπατσαρισμένου τραπεζιού με το δάχτυλό της και ανασηκώνει ελάχιστα τους ώμους. «Οι συνηθισμένοι άνθρωποι δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποκτήσουν ασυνήθιστα πράγματα. Η κυρά μου,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

89

όμως, άκουσε πως ασυνήθιστοι άνθρωποι βρίσκονται εδώ στη Χαμένη Πόλη και μ’ έστειλε ως… πρέσβειρα». «Α…» Το Τσακάλι ακουμπάει στη ράχη της καρέκλας του, μελετώντας την. «Είσαι κορίτσι του συνδικάτου. Ένα από τα κορίτσια του Βεμπόνα;» Παίρνοντας την απάντηση από το γνέψιμό της, το Τσακάλι με κοιτάζει και παρερμηνεύει την έκφραση έκπληξης για έκφραση πόθου. «Πάρ’ την πάνω, Ντάροου. Κερνάω. Ένα δώρο για το καλωσόρισμα. Ενημέρωσέ με, αν θέλεις να την αγοράσεις. Μ πορούμε να μιλήσουμε αύριο για δουλειές». Στη λέξη «Ντάροου» η αυτοκυριαρχία της Ήβης χάνεται για ένα κλάσμα δευτερολέπτου. Κάνει ένα βήμα πίσω κι ακούω τον ρυθμό της ανάσας της ν’ αλλάζει. Και όταν τα μάτια της συναντούν τα δικά μου, ξέρω πως βλέπει πίσω από την Οψιδιανή μεταμφίεση και διακρίνει τον Κόκκινο πίσω από όλα αυτά τα ψέματα. Ωστόσο η έκπληξή της δείχνει πως δεν είναι εδώ για μένα. Είναι εδώ για το Τσακάλι, γιατί όμως; Είναι με τους Γιους; Ή πούλησε τελικά ο Μ ίκι το τρόπαιό του σ’ αυτό τον γκάνγκστερ τον Βεμπόνα; «Δεν παίρνω δούλους» λέει η Ήβη στο Τσακάλι, δείχνοντας τα Οψιδιανά εμβλήματά μου. «Θα ανακαλύψεις πως τούτος εδώ είναι κάτι παραπάνω από αυτό που φαίνεται». «Ντόμινους, δεν…» Της αρπάζει το χέρι, στρίβοντας φρικτά το μικρό της δαχτυλάκι. «Σκάσε και κάνε αυτό που σου λένε, κορίτσι. Αλλιώς θα πάρουμε αυτό που δε δίνεις». Χαμογελάει πλατιά και την αφήνει. Εκείνη κρατάει το χέρι της τρέμοντας. Δε χρειάζεται πολύ για να τραυματίσεις έναν Ροζ. Σηκώνομαι. «Νομίζω πως θα αναλάβω εγώ τη συνέχεια, φίλε μου». «Είμαι σίγουρος!» Διώχνω με ένα νεύμα τους σωματοφύλακες που επιχειρούν να με συνοδεύσουν. Ακολουθώ την Ήβη στα σκαλοπάτια που οδηγούν στον τέταρτο όροφο, αποσπώντας τα σφυρίγματα μερικών πελατών. Το

90

PIERCE BROWN

μάτι μου παίρνει ένα από τα ολοδοχεία πάνω από το μπαρ. Εικόνες μιας βομβιστικής επίθεσης εναλλάσσονται σε τρεις διαστάσεις. Μ οιάζει να είναι σ’ ένα καφέ. Ένα καφέ Χρυσών. Τα μάτια μου γουρλώνουν όταν δείχνουν την έκταση της καταστροφής. Ήταν οι Γιοι; Άλλη μια βομβιστική επίθεση περνάει στιγμιαία από μια διαφορετική οθόνη. Και μετά άλλη. Κι άλλη, μέχρι που δεκάδες βομβιστικές επιθέσεις πλημμυρίζουν τις οθόνες σ’ όλο το καπηλειό. Όλα τα κεφάλια στρέφονται να παρακολουθήσουν, ενώ η σιωπή κυριεύει τον τεράστιο χώρο. Το χέρι της Ήβης σφίγγεται γύρω από το δικό μου και ξέρω πως ήταν οι Γιοι αυτοί που έκαναν τις επιθέσεις. Αυτοί την έστειλαν. Γιατί στη Σελήνη όμως; Γιατί στο Τσακάλι; Γιατί δεν επικοινώνησαν μαζί μου; «Βιάσου» λέει όταν φτάνουμε στον δέκατο πέμπτο όροφο, τραβώντας με μέσα από τα ροζ φώτα, πέρα από τους χορευτές και τους πεινασμένους πελάτες στην τελευταία πόρτα στην άκρη ενός στενού διαδρόμου. Την ακολουθώ μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο και αμέσως μυρίζω την αψιά μυρωδιά του πετρελαίου ενός καψαλιστηριού. Ο αέρας πίσω μου σαλεύει, καθώς ένας άνθρωπος με φασματομανδύα σέρνεται κλεφτά. Χρειάζεται αρκετή προσπάθεια για να αντισταθώ στην παρόρμηση να τον σκοτώσω. «Είναι δικός μας» λέει κοφτά η Ήβη. Ανάβει το φως. Έξι Κόκκινοι με βαριά στρατιωτική τεχνολογία βγάζουν τους μανδύες τους. Φορούν δαιμονοκράνη με υψηλής ποιότητας οπτικούς ενισχυτές. «Επικοινωνήστε με το γλαρόνι». «Δεν είναι ο Άδριος Au-Αύγουστος» γρυλίζει ένας από αυτούς. «Είναι ένας βρομο-Οψιδιανός». «Μ ε παράξενη εμφάνιση». Ένας από τους Κόκκινους με τους οπτικούς ενισχυτές πηδάει προς τα πίσω με το καψαλιστήρι οπλισμένο. «Η οστική πυκνότητα είναι Χρυσού!» «Σταματήστε!» φωνάζει η Ήβη. «Είναι φίλος. Η Αρμονία τον έψαχνε». Όχι ο Άρης ή ο Χορευτής; «Δεν ήρθατε εδώ για μένα» λέω, κοιτάζοντας τα όπλα τους.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

91

«Κυνηγούσατε». Στρέφεται προς το μέρος μου. «Θα σου εξηγήσω αργότερα, αλλά πρέπει να φύγουμε». «Τι κάνατε;» ρωτάω, καθώς ένας από τους Κόκκινους βγάζει ένα καμινέτο πλάσματος και ανοίγει μια τρύπα στον τοίχο, μπάζοντας στο δωμάτιο την μπόχα της πόλης. Υγρός αέρας ορμάει μέσα και φώτα γεμίζουν το δωμάτιο, καθώς ένα μικρό σκάφος κατεβαίνει, ανοίγοντας την πλαϊνή του καταπακτή παράλληλα με την αυτοσχέδια πόρτα. «Ντάροου, δεν έχουμε χρόνο». Την αρπάζω. «Ήβη, γιατί είσαι εδώ;» Τα μάτια της αστράφτουν θριαμβευτικά. «Ο Άδριος AuΑύγουστος δολοφόνησε δεκαπέντε από τα αδέρφια μας. Μ ’ έστειλαν να τον αιχμαλωτίσω ή να τον σκοτώσω. Διάλεξα το δεύτερο. Σε είκοσι δευτερόλεπτα θα γίνει στάχτη». Αποσπώ το ηλεκτρονικό σημειωματάριο ενός από τους Κόκκινους από το μπράτσο του και ενεργοποιώ τις κρυμμένες βαρυμπότες μου. Η Ήβη μού φωνάζει. Οι μπότες κλαψουρίζουν πένθιμα, καθώς με σηκώνουν στον αέρα. Ξανακάνω σαν σίφουνας τη διαδρομή που μόλις ακολουθήσαμε, περνώντας μέσα από την πόρτα αντί να την ανοίξω, πετώντας στον διάδρομο σαν νυχτερίδα από την κόλαση. Συγκρούομαι με έναν χορευτή, αποφεύγω δύο Πορτοκαλιούς πελάτες και στρίβω απότομα προς τα κάτω πάνω από το κιγκλίδωμα, προς το τραπέζι του Τσακαλιού, που τελειώνει το ποτό του. Ο Κηλιδωμένος του με εντοπίζει, όπως και οι Γκρίζοι. Πολύ αργοί. Στις οθόνες, οι βομβιστικές επιθέσεις έχουν τελειώσει. Τώρα, ο στατικός ηλεκτρισμός τσιτσιρίζει κι ένα κατακόκκινο σαν αίμα κράνος φλέγεται. «Θερίστε ό,τι σπείρατε» γρυλίζει η φωνή του Άρη από μια ντουζίνα ηχεία. Το τραπέζι λιώνει κάτω από το χέρι του Τσακαλιού. Καταβροχθίζεται από τη βόμβα που έβαλε η Ήβη. Ο Κηλιδωμένος πετάει το Τσακάλι μακριά από το τραπέζι σαν κούκλα και κουλουριάζει το τιτάνιο σώμα του γύρω από την ενέργεια που ξεπηδάει σαν μανιτάρι. Το στόμα του κινείται σ’

92

έναν επιθανάτιο ψίθυρο. «Skirnir al fal njir».

PIERCE BROWN

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

93

9 Το σκοτάδι

Η

ενέργεια, υγρή, απλώνεται από τον Κηλιδωμένο προς τα έξω, εξαερώνει το σώμα του και σκορπίζεται στο πάτωμα σαν χυμένος υδράργυρος και μετά σκουραίνει γλιστρώντας πίσω στην αφετηρία της, ρουφώντας ανθρώπους και καρέκλες και μπουκάλια προς το μέρος της σαν μαύρη τρύπα, προτού εκραγεί με έναν βαθύ, εφιαλτικό ορυμαγδό. Βουτάω το Τσακάλι από το τζάκετ του και πετάω μέσα από τον τοίχο, χτυπώντας πρώτα με τον ώμο, καθώς πίσω μας γυαλί, ξύλο, μέταλλο, τύμπανα αυτιών και άνθρωποι διαρρηγνύονται. Οι μπότες μου χαλάνε. Διασχίζουμε πετώντας τον δρόμο και χτυπάμε πάνω στο απέναντι κτίριο, ραγίζοντας το τσιμέντο και πέφτοντας στο έδαφος, καθώς η Μ ικρή Φωλίτσα συρρικνώνεται προς τα μέσα σαν σταφύλι που γίνεται σταφίδα που γίνεται σκόνη. Αφήνει ένα ψυχορράγημα φωτιάς και στάχτης, προτού σωριαστεί σε ερείπια. Από κάτω μου, το Τσακάλι είναι αναίσθητο, τα πόδια του άσχημα καμένα. Κάνω εμετό καθώς προσπαθώ να σηκωθώ, ο σκελετός μου τρίζει σαν κορμός νεαρού δέντρου μετά τον πρώτο του δυνατό χειμωνιάτικο άνεμο. Σηκώνομαι με κόπο για να ξανασωριαστώ κατάχαμα, αδειάζοντας δεύτερη φορά το στομάχι μου. Το κρανίο μου πονάει. Η μύτη μου στάζει αίμα. Από τα αυτιά

94

PIERCE BROWN

μου τρέχουν αιμάτινα ρυάκια. Οι βολβοί μου πονούν από την έκρηξη. Ο ώμος μου είναι εξαρθρωμένος. Σιγά σιγά νιώθω ξανά τα γόνατά μου, στερεώνω τον ώμο μου στον τοίχο και ξαναβάζω την άρθρωση στη θέση της, ανατριχιάζοντας καθώς ξανακουμπώνει μ’ έναν ξερό κρότο. Νιώθω βελόνες να μου τσιμπάνε τα δάχτυλα. Σκουπίζω τον εμετό από τα χέρια μου και επιτέλους σηκώνομαι παραπαίοντας. Σηκώνω το Τσακάλι και προσπαθώ να διακρίνω μέσα από τον καπνό. Δεν ακούω τίποτα πέρα από το ουρλιαχτό των στερεοβλεφαρίδων. Σαν σπουργίτια που ξεφωνίζουν στο έσω αυτί μου, προκαλώντας κραδασμούς. Κουνάω το κεφάλι μου για να διώξω τα φώτα που χορεύουν στα μάτια μου. Ο καπνός με καταπίνει. Άνθρωποι κυλούν δίπλα μου σαν νερό γύρω από έναν βράχο, τρέχοντας να βοηθήσουν τους παγιδευμένους. Θα βρουν μόνο θάνατο, μόνο στάχτη. Ηχητικές εκρήξεις τρυπούν τη νύχτα. Οι ομάδες υποστήριξης του Τσακαλιού κατεβαίνουν βουίζοντας από την πόλη. Και καθώς προσεδαφίζονται για να τον πάρουν έξω από αυτή την κόλαση, τα σπουργίτια στ’ αυτιά μου ξεθωριάζουν, νικημένα από το τριζοβόλημα της φωτιάς και τις κραυγές των τραυματιών.

Στέκομαι μπροστά σ’ ένα εγκαταλειμμένο εργοστάσιο τετρακόσια χιλιόμετρα από την Ακρόπολη, βαθιά στον Παλιό Βιομηχανικό Τομέα. Νεότερα εργοστάσια έχουν χτιστεί πάνω σ’ αυτό εδώ, θάβοντάς το κάτω από ένα καινούριο δέρμα μετάλλου και τσιμέντου σαν βαθύ μπιμπίκι. Το μέρος είναι καλυμμένο από λίγδα. Σαρκοβόρα βρύα. Νερό γεμάτο σκουριά. Θα το είχα θεωρήσει αδιέξοδο, αν δεν ήξερα τόσο καλά τι ψάχνω. Το ηλεκτρονικό σημειωματάριο που πήρα από τον Κόκκινο γλίτωσε από την έκρηξη. Άφησα το Τσακάλι στις ομάδες υποστήριξης και γλίστρησα πιο κάτω στον δρόμο, όπου έκλεψα ένα Γκρίζο αστυνομικό όχημα. Αφού έσβησα τη συσκευή εντοπισμού του ηλεκτρονικού σημειωματάριου, χάκαρα το ιστορικό των συντεταγμένων του. Χτυπάω δυνατά την κλειδωμένη πόρτα στο κυρίως επίπεδο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

95

του εργοστασίου. Τίποτα. Πρέπει να τα έχουν κάνουν πάνω τους. Έτσι, γονατίζω στο χώμα με τα χέρια πίσω από το κεφάλι μου και περιμένω. Ύστερα από μερικά λεπτά η πόρτα ανοίγει τρίζοντας. Κάμποσες σιλουέτες γλιστρούν έξω. Μ ου δένουν τα χέρια, σκεπάζουν το κεφάλι μου μ’ ένα σακί και με σπρώχνουν μέσα στο εργοστάσιο. Αφού με κατεβάζουν μ’ έναν παλιό ανελκυστήρα, με οδηγούν σταθερά προς τον ήχο μιας μουσικής. Το Κονσέρτο για Πιάνο αριθμός 2 του Μ πραμς. Υπολογιστές βουίζουν. Συσκευές οξυγονοκόλλησης βγάζουν αρκετά δυνατό φως ώστε να διαπερνά την ύφανση του σακιού. «Άντε, αφήστε τον ήσυχο, κτήνη» προστάζει κοφτά μια γνωστή φωνή. «Πρόσεχε, γελοίε» λέει με βροντερή φωνή ένας Κόκκινος. «Λέγε όσες αρλούμπες θέλεις, σκουριασμένε μπαμπουίνε, αξίζει πάνω από δέκα χιλιάδες από εσάς τους ενδογαμικούς πρόστυχους…» «Ντάλο, βγες έξω» λέει σιγανά η Ήβη. «Τώρα». Μ πότες απομακρύνονται με υπόκωφο θόρυβο. «Μ πορώ να σταματήσω να υποκρίνομαι τώρα;» ρωτάω. «Ελεύθερα» λέει ο Μ ίκι. Σπάω τις χειροπέδες που χρησιμοποίησαν για να μου δέσουν τους καρπούς πίσω από την πλάτη μου και βγάζω το σακί που μου σκεπάζει το πρόσωπο. Το τσιμεντένιο και μεταλλικό εργαστήριο είναι καθαρό, ήσυχο, με εξαίρεση τη χαλαρωτική μουσική. Μ ια αμυδρή αχλή αιωρείται στον αέρα από τον ναργιλέ του Μ ίκι στη γωνία. Είμαι πολύ ψηλότερος από τον ίδιο και την Ήβη, που δεν μπορεί να συγκρατηθεί άλλο. Δεν είναι πια το σαγηνευτικό Ρόδο από το καπηλειό. Ρίχνεται πάνω μου σαν κοριτσάκι που χαιρετάει έναν θείο χαμένο από καιρό. Τα χέρια της μένουν πολλή ώρα στη μέση μου και τελικά τραβιέται πίσω και κοιτάζει μέσα στα Χρυσαφένια μάτια μου με τα Ροζ δικά της. Παρά το χαχανητό της, είναι όλο αισθησιασμό και ομορφιά, με λυγερά μπράτσα κι ένα αργό, φιλικό χαμόγελο, που δεν απηχεί ίχνος από τη θλίψη με την οποία θα έπρεπε να τη σημαδεύει ο θάνατος διακοσίων ανθρώπων. Το φτερωτό κορίτσι

96

PIERCE BROWN

έχει γίνει ένας γύπας και δε φαίνεται να το έχει προσέξει. Αναρωτιέμαι αν θα χαμογελούσε τόσο πλατιά, αν έπρεπε να σκοτώσει όλους αυτούς τους ανθρώπους μ’ ένα μαχαίρι. Πόσο εύκολα κάνουμε μαζικές δολοφονίες. «Θα μπορούσα να σε αναγνωρίσω οπουδήποτε» λέει. «Όταν σε είδα στο τραπέζι… η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Ειδικά μ’ εκείνο το γελοίο Οψιδιανό μακιγιάζ. Ντάροου, τι συμβαίνει;» Τσιρίζει όταν τη σηκώνω από το μπροστινό μέρος του τζάκετ της και την κολλάω στον τοίχο. «Μ όλις σκότωσες διακόσιους ανθρώπους». Κουνάω το κεφάλι μου, πονεμένος και βαρύς από το φορτίο αυτού που έγινε. «Πώς μπόρεσες, Ήβη;» Την ταρακουνάω, βλέποντας ξανά το πλήρωμα του σκάφους μου να χάνεται στο διάστημα. Βλέποντας όλους τους νεκρούς που έχω αφήσει στο διάβα μου. Νιώθοντας τον σφυγμό του Ιουλιανού να σβήνει. «Ντάροου, αγάπη μου…» κάνει μια προσπάθεια ο Μ ίκι. «Σκάσε, Μ ίκι». «Ναι. Εντάξει». «Κόκκινοι. Ροζ. Κατώτερα Χρώματα. Δικοί σας άνθρωποι. Σαν να μην ήταν τίποτα». Τα χέρια μου τρέμουν. «Εκτελούσα διαταγές, Ντάροου» λέει. «Ο Άδριος έκανε έρευνες για μας. Έπρεπε να βγει από τη μέση». Ώστε παρά τις δολοπλοκίες του τον είχαν πάρει είδηση. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια της Ήβης. Δε με κάνουν να υποχωρήσω. Δε δίνω μία τι νιώθει ύστερα από αυτό που έκανε. Την αφήνω όμως να γλιστρήσει αξιοθρήνητα πάνω στον τοίχο, ελπίζοντας πως ίσως δείξει κάποιο ίχνος μεταμέλειας που θα μ’ έκανε να πιστέψω πως τα δάκρυα αυτά είναι για τους ανθρώπους που σκότωσε και όχι για τον εαυτό της, όχι επειδή με φοβάται. «Δεν ήθελα να γίνει έτσι» λέει σκουπίζοντας τα μάτια της. «Όταν θα με ξανάβλεπες». Την κοιτάζω απορημένος. «Τι έχεις πάθει;» «Είχε διαφορετικό δάσκαλο από σένα» λέει ο Μ ίκι. «Της αφαίρεσα τα φτερά και η Αρμονία τής έδωσε νύχια». Στρέφομαι στον Μ ίκι. «Τι διάβολο συμβαίνει;» «Θα χρειαζόταν ένας χρόνος για να σου εξηγήσω». Σταυρώνει

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

97

τα χέρια του και με εξετάζει. «Αλλά ας πούμε πρώτα πως η απουσία σου ήταν αισθητή, αγαπημένε μου πρίγκιπα. Δεύτερον, σε παρακαλώ, μη συνδέεις την ηθική μου μ’ αυτή τη χαμένη ψυχή. Συμφωνώ. Η Ήβη είναι ένα μικρό τερατάκι». Αγριοκοιτάζει πίσω από μένα την Ήβη, που σηκώνεται. «Ίσως τώρα να δεις τον εαυτό σου όπως πραγματικά είναι». Ο σαρκαστικός μορφασμός του σβήνει και τα γρήγορα μάτια του με σαρώνουν από πάνω μέχρι κάτω. «Τρίτον, είσαι θεϊκός, αγόρι μου. Εντελώς θεϊκός». Τα μάτια του χορεύουν πάνω στο πρόσωπό μου. Το στόμα του ανοίγει, κλείνει, μπερδεύεται, γιατί έχει πολλά να πει. Οστεώδες πρόσωπο, λαδωμένα μαλλιά, γλιστράει προς τα εμπρός σαν λεπίδα στον πάγο. Όλο γωνίες. Δέρμα τυλιγμένο γύρω από λεπτά κόκαλα. Ήταν τόσο αδύνατος όταν τον είδα τελευταία φορά; Ή απλώς δεν έχει τα καλλυντικά του; Όχι. Τα μάτια του ανοιγοκλείνουν αργά. Νωθρά. Είναι κουρασμένος. Πιο γέρος. Και, κατά τα φαινόμενα, δαρμένος. Ένας παράξενος αέρας ευπάθειας στον τρόπο με τον οποίο καμπουριάζουν οι ώμοι του και τρέχουν ολόγυρα τα μάτια του, σαν να περιμένει από στιγμή σε στιγμή να τον χτυπήσουν. «Σου έκανα μια ερώτηση, Μ ίκι» λέω. «Δεν μπορώ να σκεφτώ το δάσος! Εξετάζω ακόμη το δέντρο! Είναι εκπληκτικό πόσο άνθησε το σώμα σου. Εντελώς εκπληκτικό, αγάπη μου. Έγινες πραγματικά πιο μεγαλόσωμος. Πώς τα πάνε οι υποδοχείς πόνου σου; Ερεθίστηκαν ποτέ τα τριχοθυλάκια, όπως φοβόμουν; Και η σύσπαση των μυών… τη βρίσκεις πάνω από το μέσο όρο των συνομηλίκων σου; Η διαστολή της κόρης είναι αρκετά γρήγορη; Το μόνο που άκουγα επί μήνες ήταν συζητήσεις για σένα στο ολοδοχείο. Δεν μπορούσαν να δείξουν το Ινστιτούτο, φυσικά. Αλλά υπήρχαν βίντεο που είχαν διαρρεύσει στο ολοδίκτυο. Κάτι βίντεο – εσύ να σκοτώνεις έναν Απαράμιλλο Σημαδεμένο. Να καταλαμβάνεις κάποιο παράξενο φρούριο στον ουρανό, σαν πολεμιστής από τα παλιά!» Ακόμα κι αυτοί καταπίνουν τους μύθους των Κατακτητών, τους ευγενείς πολεμιστές από τα παλιά. Μ ε αρπάζει απεγνωσμένα

98

PIERCE BROWN

από τον ώμο και το χέρι του είναι πιο αδύναμο από όσο θυμάμαι. «Πες μου για τη ζωή σου. Πώς είναι η Ακαδημία. Πες μου τα πάντα. Είστε ακόμη εραστές μ’ εκείνη την απολαυστική Βιργινία Au-Αυγούστα;» Ξαφνικά κατσουφιάζει. «Ω, φυσικά δεν είστε. Είναι με…» «Μ ίκι». Τον αρπάζω. «Ηρέμησε». Γελάει τόσο δυνατά, που τον πιάνει βήχας. Γυρίζει από την άλλη για να σκουπίσει τα μάτια του. «Απλώς είναι ωραίο να βλέπεις ένα φιλικό πρόσωπο. Δε μου επιτρέπουν φιλική παρέα τον τελευταίο καιρό. Καμία. Τερατώδες, για να λέμε την αλήθεια». «Σκάσε, Μ ίκι» λέει κοφτά η Ήβη. Τα μάτια του γυρίζουν στην Ήβη, που τώρα στέκεται μακριά ώστε να μην τη φτάνω, πασπατεύοντας τον καυτήρα που έχει στη θήκη στον γοφό της, λες και θα την προστάτευε από μένα. «Γιατί βρίσκεσαι στη Σελήνη; Τι συμβαίνει;» ρωτάω. «Έχεις προσχωρήσει στους Γιους;» «Πολλά έχουν συμβεί» μουρμουρίζει ο Μ ίκι. «Δε βρίσκομαι εδώ με τη…» «Δουλεύει για μας τώρα, Ντάροου» τον διακόπτει ψυχρά η Ήβη. «Είτε του αρέσει είτε όχι. Το διαλύσαμε το μαγαζάκι όπου έκανε το εμπόριο λευκής σαρκός. Χρησιμοποιήσαμε τα λεφτά που απέκτησε πουλώντας ανθρώπους για να πληρώσουμε τα μεταφορικά μας για εδώ και να εξοπλίσουμε έναν στρατό. Ανταποδίδουμε τα πλήγματα, Ντάροου. Επιτέλους». «Μ ια Ροζ τρομοκράτισσα και μια χούφτα Κόκκινοι που παίζουν με όπλα» λέω χωρίς να την κοιτάζω. «Αυτός είναι ο στρατός σας;» «Χύσαμε αίμα Χρυσών σήμερα, Ντάροου. Αν δε σέβεσαι εμένα, σεβάσου αυτό. Σκότωσα τον γιο του Αρχικυβερνήτη του Άρη. Τι έχεις κάνει που να σου δίνει το δικαίωμα να πιστεύεις πως μπορείς να έρχεσαι εδώ και να φτύνεις αυτό που πετύχαμε;» «Δεν τον σκότωσες» λέω. Μ ε κοιτάζει ανέκφραστα. «Μ η γίνεσαι γελοίος». Ανταποδίδω το βλέμμα θυμωμένος. «Μ α πώς… Η βόμβα…» ψελλίζει. «Λες ψέματα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

99

«Τον έβγαλα έγκαιρα έξω». «Γιατί;» «Επειδή η αποστολή μου είναι περίπλοκη. Τον χρειάζομαι. Πού είναι ο Χορευτής; Ποιος κάνει κουμάντο εδώ; Μ ίκι…» «Εγώ» λέει άλλη μια φωνή από το παρελθόν μου, μια φωνή με προφορά σαν της γυναίκας μου, μόνο που αυτή είναι δηλητηριασμένη και πικρή από τον θυμό. Γυρίζω και βλέπω στην πόρτα την Αρμονία. Το μισό της πρόσωπο εξακολουθεί να είναι κατεστραμμένο από εκείνη τη φρικτή ουλή. Το άλλο μισό είναι ψυχρό και σκληρό, πιο γερασμένο από ό,τι το θυμάμαι. «Αρμονία» λέω μειλίχια. Τα χρόνια δεν έκαναν τίποτα για να μας βοηθήσουν να συμπαθήσουμε ο ένας τον άλλο. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Χρειάζομαι ενημέρωση. Έχουμε τόσο πολλά να πούμε». Δεν μπορώ ούτε να σκεφτώ από πού πρέπει να κάνουμε αρχή. Μ ετά προσέχω το βλέμμα που ρίχνει στην Ήβη. «Αρμονία, πού είναι ο Χορευτής;» «Ο Χορευτής είναι νεκρός, Ντάροου».

Αργότερα, η Αρμονία κάθεται μαζί μου μπροστά στο τραπέζι του Μ ίκι σ’ ένα γραφείο με φτηνά, γωνιώδη έπιπλα και βάζα με υβριδικά όργανα που επιπλέουν σε αέριο συντήρησης. Ο Μ ίκι κάθεται πίσω από το τραπέζι, παίζοντας μ’ εκείνο τον πλατωνικό ηλεκτρονικό κύβο-σπαζοκεφαλιά του. Μ ε βλέπει που τον κοιτάζω και μου κλείνει το μάτι. Έχει βελτιωθεί. Η Ήβη ακουμπάει πάνω σ’ ένα βαρέλι με χημικά. Κάθομαι, εντελώς σαστισμένος. Ο Χορευτής είχε ένα σχέδιο για μένα. Είχε ένα σχέδιο για όλ’ αυτά. Δεν ήταν στο πρόγραμμα να πεθάνει. Δεν μπορεί να έχει πεθάνει. «Ήταν η τελευταία επιθυμία του Χορευτή να μας λαξεύσει ο Μ ίκι έναν νέο στρατό. Έναν στρατό που θα συναγωνίζεται τον στρατό των Χρυσών σε ταχύτητα και δύναμη. Πήραμε τους σπουδαιότερους άντρες και γυναίκες μας και τους υποβάλαμε σε λάξευση. Δεν μπορούν να επιβιώσουν από μια Χρυσή διαδικασία σαν εκείνη που άντεξες εσύ, αλλά μερικοί καταφέρνουν να αντεπεξέλθουν σ’ αυτό το νέο πρόγραμμα». Δείχνει έξω από το τζάμι, όπου εκατό σωλήνες σαν φέρετρα είναι απλωμένοι πάνω

100

PIERCE BROWN

στο πάτωμα. Μ έσα στον καθέναν από αυτούς ετοιμάζονται Κόκκινοι μιας νέας ράτσας. «Σύντομα να έχουμε εκατό στρατιώτες που θα μπορούν να πετσοκόβουν τους Χρυσούς βαθύτερα από ό,τι κατάφερε ποτέ κανείς». Λες και εκατό θα ήταν αρκετοί για να τα βάλουν με τη Χρυσή πολεμική μηχανή. Οι Υλακτούντες μου κι εγώ θα μπορούσαμε κατά πάσα πιθανότητα να διαλύσουμε οποιαδήποτε μονάδα δημιουργήσουν αυτοί οι τρομοκράτες. Και δεν είμαστε καν οι πιο θανατηφόροι Χρυσοί. Χειρονομεί με το καινούριο της μπράτσο. Έχασε το πραγματικό από έναν Οψιδιανό, κάνοντας επιδρομή για όπλα σ’ ένα οπλοστάσιο. Έχει ένα μεταλλικό μέλος τώρα. Λυγερό και δυνατό, με παράνομες υποδοχές από τη μαύρη αγορά για όπλα. Καλή δουλειά, αλλά τίποτα που να συγκρίνεται με τη λάξευση του Μ ίκι. Φυσικά δε θα τον άφηνε ποτέ να δουλέψει πάνω της. «Δηλαδή ο Μ ίκι είναι αιχμάλωτος;» ρωτάω. «Δούλος μάλλον» γρυλίζει ο Μ ίκι μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Ούτε κρασί δε μου δίνουν». «Σκάσε, Μ ίκι» πετάει κοφτά η Ήβη. «Ήβη». Η Αρμονία καρφώνει τη νεαρή γυναίκα μ’ ένα επιεικές βλέμμα προτού κοιτάξει τον Μ ίκι. «Θυμάσαι τι συζητήσαμε, ε; Πρόσεχε τα λόγια σου». Ο Μ ίκι τραβιέται, ενώ τα μάτια του κατεβαίνουν βιαστικά στο αριστερό της χέρι. Στη ζώνη της υπάρχει μια άδεια θήκη. Κάτι που ο Μ ίκι φοβάται. Η Αρμονία μοιάζει να δείχνει αυτοσυγκράτηση για χάρη μου. «Φοβάσαι πως θα πει ότι τον χτυπάτε;» Ανασηκώνει τους ώμους της αδιάφορα. «Ο Μ ίκι πουλούσε κορίτσια και αγόρια. Δεν μπορείς να υποδουλώσεις έναν δουλέμπορο. Όπως το βλέπω εγώ, είναι βρομοκατάρατα τυχερός που δεν έχει μια σφαίρα στο κρανίο του. Θα μπορούσα να προσλάβω έναν Λαξευτή για να του βάλει κέρατα και φτερά και μια ουρά ώστε να μοιάζει με το τέρας που είναι. Δεν το έκανα όμως. Το έκανα, Μ ίκι;» «Όχι». «Όχι;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

101

«Όχι, ντόμινα». Η λέξη με κάνει να τραβηχτώ με απέχθεια. «Ο Χορευτής πάντα τον σεβόταν» λέω. «Κι εγώ τον σέβομαι, παρ’ όλες τις… εκκεντρικότητές του». «Αγόραζε ανθρώπους. Τους πουλούσε» λέει η Ήβη. «Όλοι έχουμε αμαρτήσει» λέω. «Ειδικά εσύ τώρα». «Σου το είπα πως θα ήταν ένας βρομοκατάρατος Φαρισαίος. Κάνει λες και δεν ξεπουλάει την ηθική του μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Βρίσκοντας δικαιολογίες για αχρεία καθάρματα σαν τον Μ ίκι μας αποδώ». Η Αρμονία χαμογελάει στην Ήβη με κακεντρέχεια, συμμετέχοντας σ’ ένα αστείο που μόνο οι δυο τους καταλαβαίνουν. «Αυτού του είδους η στάση είναι μια χαρά εκεί πάνω, Ντάροου. Θα μάθεις όμως πως εδώ δε συμβιβαζόμαστε πια. Αυτά είναι παρελθόν». «Τότε, ο Χορευτής είναι πραγματικά νεκρός». «Ο Χορευτής ήταν καλός άνθρωπος». Μ ένει σιωπηλή για μια στιγμή που είναι πολύ σύντομη για να θεωρηθεί πως αποπνέει σεβασμό. «Οι καλοί άνθρωποι όμως συνήθως πεθαίνουν πρώτοι. Πριν από μισό χρόνο προσέλαβε μια ομάδα Γκρίζων μισθοφόρων για να χτυπήσει έναν επικοινωνιακό κόμβο ώστε να μπορέσουμε να κλέψουμε δεδομένα. Είπα πως έπρεπε να τους σκοτώσουμε μόλις θα γινόταν η δουλειά. Ο Χορευτής είπε… να δεις πώς το είπε… “Δεν είμαστε δαίμονες”. Όταν όμως ο αρχηγός των Γκρίζων πήρε την πληρωμή του, πήγε στο αρχηγείο της τοπικής Αστυνομίας της Κοινωνίας και τους πρόσφερε το μέρος όπου βρισκόταν ο Χορευτής. Μ ια βρομοκατάρατη μονάδα λέρτσερ καθάρισε τον Χορευτή και διακόσιους Γιους μέσα σε δύο λεπτά. Ποτέ πια. Αν σκοτώσουν έναν από μας, θα σκοτώσουμε εκατό από αυτούς. Και δεν εμπιστευόμαστε τους Γκρίζους. Δεν πληρώνουμε Ιώδεις. Έχουν ζήσει για αιώνες από τον μόχθο μας. Εμπιστευόμαστε μόνο τους Κόκκινους». Η Ήβη αναδεύεται άβολα. «Υπήρχε άλλος ένας Κόκκινος στο Ινστιτούτο» λέω ύστερα από μια στιγμή. «Ο Τίτος. Δικός σας ήταν;» Κοιτάζω προς το μέρος του Μ ίκι. «Μ ην κοιτάς εμένα» λέει ο Μ ίκι.

102

PIERCE BROWN

«Πώς το ήξερες πως ο Τίτος ήταν Κόκκινος;» ρωτάει βιαστικά η Αρμονία. «Σου το είπε;» «Του… ξέφυγε. Κάποια μικρά χούγια. Κανείς άλλος δεν τα πρόσεξε». «Επομένως βρήκατε ο ένας τον άλλον;» ρωτάει χωρίς να χαμογελάει, αλλά αναστενάζοντας για να διώξει ένα βάρος που κουβαλούσε πολύ καιρό. «Ήταν καλό παλικάρι. Σίγουρα γίνατε φίλοι, ε;» «Δε με ανακάλυψε ποτέ. Εσύ τον λάξευσες, Μ ίκι;» Μ ε την άδεια της Αρμονίας, απαντάει. «Όχι, αγάπη μου. Εσύ ήσουν ο πρώτος μου. Ο μοναδικός μου». Μ ου κλείνει το μάτι. «Ήμουν σύμβουλος στη λάξευσή του. Τη διαδικασία όμως την έκανε ένας συνεργάτης μου με βάση τις επιτυχίες στις οποίες εσύ κι εγώ ανοίξαμε τον δρόμο». «Ο Χορευτής βρήκε εσένα» λέει ο Αρμονία. «Εγώ βρήκα τον Τίτο. Αν και το όνομά του ήταν Άρλος όταν τον τραβήξαμε από τα ορυχεία του Θήβου. Δεν ενδιαφερόταν να το κρατήσει». Είναι ταιριαστό που η Αρμονία βρήκε τον Τίτο. Όμοιος ομοίω. «Τι του συνέβη;» ρωτάει η Αρμονία. «Ξέρουμε πως πέθανε». Τι του συνέβη; Άφησα έναν Χρυσό να τον φυτέψει στο βρομοκατάρατο χώμα. Κοιτάζω παγερά και τους τρεις τους, ευγνώμων που δεν μπορούν να διαβάσουν τις σκέψεις μου. Δεν ξέρουν τίποτα, δεν μπορώ καν να φανταστώ τι πρέπει να νομίζουν για μένα. Έχουν τόσο μικρή αντίληψη γι’ αυτά που έχω κάνει ή γι’ αυτό που έχω γίνει. Νόμιζα πως υπήρχε ένα σχέδιο, μια μακροχρόνια, ευρεία λογική αιτία για όλο μου τον μόχθο. Όμως δεν υπήρχε τίποτα. Τώρα το ξέρω. Ακόμα και ο Χορευτής περίμενε απλώς να δει τι θα συνέβαινε. Ήλπιζε. Περίμενα να με υποδεχτούν με ανοιχτές αγκάλες. Περίμενα έναν στρατό εν αναμονή. Ένα σπουδαίο σχέδιο. Να βγάλει ο Άρης το διαβόητο κράνος του και να μ’ αφήσει έκθαμβο με τη λάμψη του και ν’ αποδείξει όλη μου την πίστη δικαιολογημένη. Διάβολε, το μόνο που ήθελα ήταν να τους ξαναβρώ έτσι ώστε να μη νιώθω μόνος μου. Τώρα όμως νιώθω πιο μόνος από ποτέ, καθισμένος μ’ αυτούς τους τρεις χλωμούς ανθρώπους σε

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

103

ετοιμόρροπες πλαστικές καρέκλες μέσα σ’ ένα τσιμεντένιο δωμάτιο. «Τον σκότωσε ένας Χρυσός ονόματι Κάσσιος Au-Μ πελόνα» λέω. «Ήταν καλός θάνατος;» «Τώρα πια θα έπρεπε να ξέρεις πως δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». «Κάσσιος. Ο ίδιος με τον οποίο έχεις θανάσιμη βεντέτα. Αυτός είναι ο λόγος;» ρωτάει με ενθουσιασμό η Ήβη. «Γι’ αυτό θέλουν να σε σκοτώσουν οι Μ πελόνα;» Περνάω το χέρι μου μέσα από τα μαλλιά μου. «Όχι. Σκότωσα τον αδερφό του Κάσσιου. Είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους με μισούν». «Το αίμα ξεπλένεται με αίμα» μουρμουρίζει η Ήβη, λες και ξέρει για τι διάολο πράγμα μιλάει. «Τους χτυπήσαμε σκληρά σήμερα, Ντάροου. Δώδεκα εκρήξεις σ’ όλη τη Σελήνη και τον Άρη. Πήραμε εκδίκηση για τον Χορευτή και για τον Τίτο» λέει η Αρμονία. «Και θα τους χτυπήσουμε ακόμα πιο σκληρά τις επόμενες μέρες. Αυτός ο πυρήνας είναι μόνο ένας από τους πολλούς». Κουνάει το χέρι της προς το γραφείο και υψώνονται σκηνές, καθώς η ολοοθόνη ζωντανεύει. Ιώδεις παρουσιαστές ειδήσεων τσαμπουνάνε για το μακελειό. «Υποτίθεται πως πρέπει να εντυπωσιαστώ;» ρωτάω. «Είστε το ίδιο μοχθηροί μ’ αυτούς. Το ξέρετε, έτσι; Ας μη μιλήσουμε δε για τη στρατηγική του πράγματος. Ας μην πούμε πως τσιγκλάτε έναν κοιμισμένο δράκο. Η Ήβη αυτοπροσώπως σκότωσε πάνω από εκατό Κατώτερα Χρώματα μόλις πριν από μερικές ώρες». «Δεν υπήρχαν Κόκκινοι» λέει η Αρμονία και μετά προσθέτει, σε μια εκπληκτικά ανειλικρινή δεύτερη σκέψη: «ή Ροζ». «Και βέβαια υπήρχαν!» «Τότε, η θυσία τους θα μείνει αξέχαστη» λέει η Αρμονία με επισημότητα. «Vox clamantis in deserto» αναφωνώ. Ο Μ ίκι κάθεται σιωπηλός, αλλά επιτρέπει στον εαυτό του ένα χαμογελάκι.

104

PIERCE BROWN

«Προσπαθείς να με εντυπωσιάσεις με τα Χρυσά φανταχτερά λόγια σου;» ρωτάει η Αρμονία. «Νιώθει σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Που φωνάζει μάταια» εξηγεί ο Μ ίκι. «Απλά λατινικά είναι». «Ώστε ξέρεις πού πάνε τα τέσσερα» λέει η Αρμονία. «Γίνεσαι Χρυσός και ξαφνικά έχεις όλες τις απαντήσεις». «Αυτό δεν ήταν το ζητούμενο όταν έγινα Χρυσός; Να μάθουμε πώς σκέφτονται;» «Όχι. Ήταν να σε τοποθετήσουμε κατάλληλα ώστε να τους χτυπήσεις στη σφαγίτιδα». Σφίγγει τη γροθιά της και χτυπάει την παλάμη του μεταλλικού της χεριού για να δώσει έμφαση. «Μ ην παριστάνεις πως γεννήθηκες καλύτερος από μένα. Θυμήσου, ξέρω τι είσαι από μέσα. Ένα απλό, τρομαγμένο αγόρι, που προσπάθησε να αυτοκτονήσει επειδή ήταν πολύ αδύναμο για να σώσει τη γυναίκα του από την αγχόνη». Κάθομαι άναυδος. «Αρμονία, προσπαθεί απλώς να βοηθήσει» λέει μαλακά η Ήβη. «Ξέρω πως πρέπει να είναι δύσκολο, Ντάροου. Πέρασες χρόνια μαζί τους. Αλλά πρέπει να τους πονέσουμε. Βλέπεις, αυτό είναι το μόνο που καταλαβαίνουν. Ο πόνος. Μ ε τον πόνο μάς ελέγχουν». Συνεχίζει αργά. «Η πρώτη μέρα που υπηρέτησα έναν Χρυσό ήταν η μεγαλύτερη ευχαρίστηση που είχα νιώσει στη ζωή μου. Δεν μπορώ να σ’ το εξηγήσω. Ήταν σαν να συναντούσα τον Θεό. Τώρα ξέρω πως δεν ήταν ευχαρίστηση αυτό που ένιωθα. Ήταν η απουσία πόνου. »Έτσι, εκπαιδεύουν τους Ροζ να ζουν μια ζωή δουλείας, Ντάροου. Μ ας μεγαλώνουν στους Κήπους με εμφυτεύματα στα σώματά μας που γεμίζουν τη ζωή μας με πόνο. Αποκαλούν τη συσκευή Φιλί του Έρωτα – το κάψιμο κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς, τον πόνο στο κεφάλι. Δε σταματάει ποτέ. Ούτε καν όταν κλείνεις τα μάτια σου. Ούτε όταν κλαις. Σταματάει μόνο όταν υπακούς. Κάποια στιγμή αφαιρούν τη συσκευή. Όταν είμαστε δώδεκα χρονών. Όμως… δεν μπορείς να ξέρεις πώς είναι ο φόβος πως θα επιστρέψει, Ντάροου».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

105

Η Ήβη παίζει με τα νύχια της. «Οι Χρυσοί πρέπει να νιώσουν πόνο. Πρέπει να τον φοβούνται. Και πρέπει να μάθουν πως δεν μπορούν να μας πονούν χωρίς συνέπειες. Αυτό εννοεί η Αρμονία». Κι εγώ που νόμιζα πως οι Χρυσοί ήταν τσακισμένοι. Όλοι είμαστε απλώς πληγωμένες ψυχές που παραπατούν στο σκοτάδι, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξαναενώσουμε τα κομμάτια μας, ελπίζοντας να γεμίσουμε τις τρύπες που μας άνοιξαν. Η Ηώ με απέτρεψε από το να καταλήξω εδώ. Χωρίς αυτήν θα ήμουν σαν κι εκείνους. Χαμένος. «Το θέμα δεν είναι να τους πονέσουμε, Ήβη» λέω. «Το θέμα είναι να τους νικήσουμε. Η Ηώ μού το έμαθε αυτό, το ίδιο και ο Χορευτής. Χτυπάμε τα μήλα, ενώ θα έπρεπε να σκάβουμε τις ρίζες. Τι θα τους κάνουν οι βόμβες; Τι θα καταφέρουν οι δολοφονίες; Πρέπει να υπονομεύσουμε την Κοινωνία τους συνολικά, να διαβρώσουμε τον τρόπο της ζωής τους, όχι αυτό». «Έχεις χάσει την αίσθηση της αποστολής σου, Ντάροου» λέει η Αρμονία. «Εσύ μου το λες αυτό;» ρωτάω. «Πώς θα μπορούσες ποτέ να καταλάβεις τι έχω δει;» «Ακριβώς. Τι έχεις δει. Κάτσε στο τραπέζι με τ’ αφεντικά και ξέχνα τους δούλους. Εσύ μπορείς να έχεις την πολυτέλεια να ζεις μια ζωή με θεωρίες. Κι αυτά που έχω δει εγώ; Είμαστε μέσα στα σκατά. Πεθαίνουμε. Κι εσύ τι κάνεις; Φιλοσοφείς. Ζεις στην πολυτέλεια. Κοιμάσαι με Ροζ. Εγώ έπρεπε ν’ ακούω την ώρα που πέθαινε ο Χορευτής. Έπρεπε ν’ ακούω τις βρομοκατάρατες κραυγές να κροταλίζουν από τις συσκευές ενδοσυνεννόησης όταν ήρθαν οι λέρτσερ για να σκοτώσουν. Και θα έκανα τα πάντα για να τους σώσω. Αν το είχες ζήσει αυτό, θα ήξερες πως τη φωτιά μόνο με φωτιά μπορείς να την πολεμήσεις». Ξέρω πού οδηγούν αυτά τα λόγια. Μ ου άνοιξαν μια τρύπα στην κοιλιά. Μ ’ έριξαν κλαίγοντας στη λάσπη, με τον Κάσσιο να στέκεται από πάνω μου. Έτσι θα τελειώσει αυτή η ιστορία. «Μ πορεί να έχασες όσους αγαπούσες, Αρμονία. Λυπάμαι γι’ αυτό. Αλλά η δική μου οικογένεια είναι ακόμη σ’ ένα ορυχείο. Δε θα υποφέρουν επειδή εσύ είσαι θυμωμένη. Το όνειρο της

106

PIERCE BROWN

γυναίκας μου είχε να κάνει μ’ έναν καλύτερο κόσμο. Όχι έναν πιο αιματοβαμμένο». Σηκώνομαι. «Τώρα, θέλω να μιλήσω στον Άρη». Η σιωπή απλώνεται βαριά στο δωμάτιο. «Δώστε μας ένα λεπτό». Η Αρμονία κοιτάζει τον Μ ίκι και την Ήβη. Παρακολουθεί τον Μ ίκι να σηκώνεται απρόθυμα. Κοντοστέκεται σαν να θέλει να μου πει κάτι, αλλά νιώθοντας πάνω του τα μάτια της Αρμονίας, το ξανασκέφτεται. «Καλή τύχη, αγάπη μου» λέει απλά, χτυπώντας με στον ώμο. «Άσε με να μείνω» λέει η Ήβη, πλησιάζοντας την Αρμονία. «Μ πορώ να βοηθήσω». Η Αρμονία την αγγίζει στον γοφό. «Ο Άρης δε θα το επέτρεπε». «Ύστερα από αυτό που έκανα σήμερα… δε μ’ εμπιστεύεσαι; Δεν είμαι σαν τους άλλους». «Σ’ εμπιστεύομαι όσο κάθε Κόκκινο. Αυτό όμως είναι κάτι που δεν μπορώ να μοιραστώ μαζί σου». Φιλάει απαλά την Ήβη στα χείλη. «Πήγαινε». Η Ήβη κοντοστέκεται στην πόρτα και γυρίζει να με κοιτάξει. «Δεν είμαστε εχθροί σου, Ντάροου. Πρέπει να το ξέρεις αυτό». Η πόρτα κλείνει πίσω της και μένουμε μόνοι στο γραφείο του Μ ίκι. «Το ξέρει;» ρωτάω. «Τι να ξέρει;» «Πως την έστειλες σε αποστολή αυτοκτονίας». «Όχι. Δεν είναι σαν κι εμάς. Έχει εμπιστοσύνη». «Και θα τη θυσίαζες;» «Θα θυσίαζα οποιονδήποτε από μας για να σκοτώσω έναν Απαράμιλλο Σημαδεμένο. Οι μόνοι που πετυχαίνουμε είναι άχρηστα Ξωτικά και Χάλκινοι. Θέλω τους πραγματικούς τυράννους». «Τη χρησιμοποιείς χειρότερα από ό,τι τη χρησιμοποίησε ποτέ ο Μ ίκι». «Έχει επιλογή» μουρμουρίζει η Αρμονία. «Αλήθεια;» «Αρκετά». Η Αρμονία κάθεται και μου κάνει νόημα να κάνω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

107

το ίδιο. «Ο Χορευτής μπορεί να είναι νεκρός, αλλά ο Άρης έχει ένα σχέδιο για σένα». «Όχι. Όχι. Δε θέλω να ξανακούσω για τα σχέδιά του μέσω άλλων. Θυσίασα τρία χρόνια από τη ζωή μου γι’ αυτόν. Θέλω να δω το πρόσωπό του». «Αδύνατον». «Τότε, τέλειωσα». «Πώς μπορεί να τέλειωσες, ε; Είσαι παγιδευμένος. Δεν μπορείς να γυρίσεις στο βρομοκατάρατο σπίτι σου στον Λύκο, έτσι δεν είναι; Μ ονόδρομος. Δέσε γερά τη ζώνη σου και συνέχισε την πορεία σου». Τα λόγια της με χτυπούν δυνατά. Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Η μοναξιά που προκαλεί αυτό είναι ανείπωτη. Πού είναι το σπίτι μου; Πού θα πάω ακόμα κι αν όλα αυτά τελειώσουν με τους Χρυσούς να γίνονται στάχτη; «Δε θα συναντήσεις τον Άρη. Ακόμα κι εγώ δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του, Βουτηχτή της Κόλασης». «Δεν το έχεις δει; Έχεις δουλέψει γι’ αυτόν σχεδόν όσο και ο Χορευτής. Χρόνια. Πώς μπορείς εσύ ειδικά να τον εμπιστεύεσαι;» «Επειδή έβαλε το πρώτο όπλο στο χέρι μου. Φορούσε το κράνος του και μου έχωσε στην παλάμη ένα καψαλιστήρι τέταρτης γενιάς με γεμάτο γεμιστήρα ιόντων». «Είναι άντρας ο Άρης;» ρωτάω. «Ποιος νοιάζεται;» Βγάζει μια ολοοθόνη. Τα ηλεκτρόνια στριφογυρίζουν στον αέρα και συνενώνονται σε μια σειρά από χάρτες. Αναγνωρίζω την τοπογραφία. Άρης. Αφροδίτη. Σελήνη, νομίζω. Δεκάδες κόκκινες κουκκίδες αναβοσβήνουν πάνω σε σχεδιαγράμματα πόλεων, ναυστάθμων και σε μια ντουζίνα άλλα σημεία ζωτικής σημασίας. Βόμβες, συνειδητοποιώ. Η Αρμονία κοιτάζει κουρασμένα τον χάρτη. «Αυτό είναι το σχέδιο του Άρη. Τετρακόσιες βομβιστικές επιθέσεις. Εξακόσιες επιθέσεις σε αποθήκες όπλων, κυβερνητικές εγκαταστάσεις, ηλεκτρικές εταιρείες, επικοινωνιακά δίκτυα. Είναι η επιτομή των Γιων του Άρη. Χρόνια σχεδιασμού. Χρόνια κοπιαστικής συγκέντρωσης πόρων».

108

PIERCE BROWN

Δεν είχα ιδέα πως μπορούσαμε να εκτελέσουμε τέτοια επιχείρηση. Κοιτάζω τον χάρτη με δέος. «Οι βομβιστικές επιθέσεις σήμερα είχαν στόχο να προκαλέσουν μια απάντηση. Να τους ερεθίσουν και να τους ενοχλήσουν. Θέλουμε να κινητοποιηθούν. Αν κινητοποιηθούν, συμπυκνώνονται. Καις ευκολότερα τις λακκουβόχεντρες όταν είναι στοιβαγμένες η μια δίπλα στην άλλη». «Πότε θα γίνει αυτό;» «Σε τρία βράδια από σήμερα». «Τρία βράδια» επαναλαμβάνω. «Στη λήξη της Διάσκεψης Κορυφής. Δεν μπορεί να θέλει από μένα να κάνω το…» «Αυτό θέλει. Σε τρία βράδια, η Διάσκεψη τελειώνει μ’ ένα ωραίο γκαλά. Κρασί, Ροζ, μετάξια, ό,τι διάολο κάνετε εσείς οι Χρυσοφρύδηδες. Όλοι οι βρομοκατάρατοι Κυβερνήτες, όλοι οι Συγκλητικοί, οι Πραίτορες, οι Διοικητές, οι Δικαστές από ολόκληρη την Κοινωνία θα βρίσκονται εδώ. Ένα ηλιακό σύστημα τεράτων που η ισχύς της Αρχόντισσας θα έχει μαζέψει σε ένα μέρος. Θα περάσουν άλλα δέκα χρόνια μέχρι να το ξαναδούμε αυτό. Δεν υπάρχει τρόπος να μπουν μέσα οι Γιοι, εσύ όμως έχεις τη δυνατότητα να πας εκεί όπου εμείς δεν μπορούμε. Μ πορείς να καταφέρεις το πλήγμα που εμείς αδυνατούμε να δώσουμε». Νιώθω τα λόγια να έρχονται σαν τρένο από μια σήραγγα. «Όταν θα έχουν συγκεντρωθεί όλοι ωραία και στριμωγμένα. Όταν η Αρχόντισσα θα σηκωθεί για να βγάλει τον λόγο της, θα σκοτώσεις τα Χρυσοφρύδικα καθάρματα με μια βόμβα ραδίου που θα κρύψουμε πάνω σου. Ο Μ ίκι και μια ομάδα από ειδικούς δημιούργησαν την τεχνολογία. Μ όλις δούμε μέσω του καταγραφέα δεδομένων πως η βόμβα που θα σου φυτέψουμε εξερράγη, θα μετατρέψουμε όλο το σύστημα σε κόλαση. Θα το κάψουμε». Αυτή είναι η επιτομή όλων όσα έκανα; «Πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος». «Πάντα υπήρχαν δύο σχέδια, Βουτηχτή της Κόλασης. Αυτό κι εσύ. Ο Άρης και ο Χορευτής έλεγαν πως είσαι η ελπίδα μας, η πιθανότητά μας για έναν άλλο δρόμο. Κοκορεύονταν σαν παιδιά πως μπορούσες να καταστρέψεις τους Χρυσούς από μέσα.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

109

Απέτυχες όμως, όπως είχα πει πως θα γινόταν. Θα ισχυριστείς πως τα χέρια της Ήβης είναι βαμμένα με αίμα. Ε, το ίδιο και τα δικά σου». «Δεν ξέρεις καν το αίμα που έχω στα χέρια μου, Αρμονία. Δεν είμαι κανένας βρομοκατάρατος άγιος. Η επίθεση της Ήβης όμως ήταν έγκλημα». «Το μόνο έγκλημα θα είναι να χάσουμε». «Διακυβεύονται πολύ περισσότερα από όσα καταλαβαίνεις. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε τους Χρυσούς. Ό,τι πλήγμα κι αν καταφέρουμε, θα μας ξεριζώσουν τόσο εύκολα». Χτυπάω τα δάχτυλά μου. «Δηλαδή δε θα το κάνεις». «Όχι, δε θα το κάνω, Αρμονία». «Τότε, ο πόλεμος θ’ αρχίσει χωρίς τη βοήθειά σου» λέει. «Είχαμε δύο Γιους έτοιμους να προσπαθήσουν να μπουν στο γκαλά. Δεν είναι Χρυσοί, άρα είναι περισσότερες οι πιθανότητες να τους πιάσουν και να τους κάνουν κομματάκια σ’ ένα πραιτοριανό κελί βασανιστηρίων προτού ολοκληρώσουν την αποστολή. Αυτό σημαίνει πως οι ηγέτες των Χρυσών θα συνεχίσουν να ζουν και οι ελάχιστες πιθανότητές μας να νικήσουμε αυτή τη σκατοθύελλα συρρικνώνονται, επειδή εσύ δεν εμπιστεύεσαι τον Άρη». «Γείωσέ το. Ο Άρης έπρεπε να μου το έχει πει ο ίδιος, αν ήθελε τη βοήθειά μου!» «Πώς; Είναι στον Άρη ετοιμάζοντας την επανάσταση. Δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας. Ελέγχουν τα πάντα. Πώς θα μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί σου χωρίς να βάλει σε κίνδυνο την κάλυψή σου;» Σκύβει προς τα εμπρός με τα κάτω δόντια άγρια εκτεθειμένα. «Πες μου, Ντάροου. Ξέρεις καν πόσα σου έκλεψαν;» Είναι κάτι στον τόνο της. «Τι εννοείς;» «Να τι εννοώ». Πετάει μια σειρά από διαταγές στον ολοκύβο και εμφανίζεται μια εικόνα από τα ορυχεία του Λύκου. Το αίμα μου παγώνει. «Η μαγνητοσκόπηση του θανάτου της Ηώς, εκείνη που κλέψαμε και μεταδώσαμε…» Η καρδιά μου πηδάει στον λαιμό μου.

110

PIERCE BROWN

«Δεν ήταν πλήρης». Πιέζει το κουμπί έναρξης και το δωμάτιο γύρω μας γίνεται ορυχείο. Είμαστε μέρος του τρισδιάστατου ολογραφήματος. Είναι το αμοντάριστο υλικό, όχι το απόσπασμα που έδειξαν στις ειδήσεις, όχι το κομμάτι που έχω δει εκατό φορές. Δείχνει τον απαγχονισμό χωρίς μουσική επένδυση. Ακούω τις ίδιες τις κραυγές πόνου μου, καθώς οι Γκρίζοι ξυλοκοπούν το παιδί που ήμουν κάποτε. Θρήνους στο πλήθος. Την αδέξια σιωπή του ανεπεξέργαστου κομματιού. Η μητέρα μου κρεμάει το κεφάλι της και ο θείος Νάρολ φτύνει στη σκόνη. Ο Κίραν, ο αδερφός μου, σκεπάζει τα μάτια των παιδιών του. Πόδια που σέρνονται. Η Ντίο, η αδερφή της Ηώς, ανεβαίνει σκοντάφτοντας στη μεταλλική σκαλωσιά. Παπούτσια που γδέρνουν τη σκουριά. Αναφιλητά. Μ ετά η Ντίο σκύβει προς το μέρος της γυναίκας μου. Η Ηώ στέκεται μικροκαμωμένη, τόσο χλωμή και αδύνατη, κάτι ελάχιστα περισσότερο από τον καπνό του φλεγόμενου κοριτσιού που θυμάμαι. Τα χείλη της κινούνται. Και πάλι, δεν ακούω, όπως ακριβώς δεν άκουσα εκείνη την ημέρα. Ξαφνικά η Ντίο ξεσπά σε ανεξέλεγκτα αναφιλητά και κολλάει πάνω στην Ηώ. Τι ειπώθηκε; «Χρησιμοποίησε τα μηχανήματα. Γι’ αυτό υπάρχουν, έτσι;» Αναρωτήθηκα χίλιες φορές, αλλά δεν είχα ποτέ πρόσβαση σ’ αυτή τη μαγνητοσκόπηση. Δεν ήξερα πώς να τη βρω χωρίς να κινήσω υποψίες. Και μόνο η σκέψη με τρόμαζε, όπως με τρομάζει και τώρα – τι δεν ήμουν αρκετά δυνατός ν’ ακούσω; Τι μπορούσε να αντέξει η Ντίο κι εγώ όχι; Στο απόσπασμα της μαγνητοσκόπησης από τις ειδήσεις δε δείχνουν καν την Ντίο. Εδώ όμως, με το αμοντάριστο κομμάτι, μπορώ να το γυρίσω πίσω. Το κάνω. Μ πορώ να δυναμώσω τον ήχο. Το κάνω. Το παρακολουθώ να συμβαίνει ξανά: η μητέρα μου κρεμάει το κεφάλι της. Ο Νάρολ φτύνει. Ο Κίραν σκεπάζει τα μάτια των παιδιών. Πόδια που σέρνονται. Η Ντίο ανεβαίνει στη σκαλωσιά. Όλος ο ήχος έχει ενισχυθεί. Διαχωρίζω τον λευκό θόρυβο με τα κουμπιά και ακούω αυτό που είπε η γυναίκα μου στην Ντίο. «Στο υπνοδωμάτιό μου υπάρχει μια κούνια που έφτιαξα. Κρύψε την προτού γυρίσει ο Ντάροου».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

«Μια κούνια…» μουρμουρίζει η Ντίο. «Δεν πρέπει να το μάθει ποτέ. Θα λύγιζε». «Μην το πεις, Ηώ. Μη». «Περιμένω παιδί».

111

112

PIERCE BROWN

10 Συντετριμμένος

Ν

ιώθω συντριβή.Κάθομαι μέσα σ’ ένα κενό. Κοιτάζω τα χέρια μου. Τα χέρια που δεν μπόρεσαν να σώσουν τη γυναίκα μου, το παιδί μου. Είχε δίκιο. Δεν ήμουν αρκετά δυνατός για ν’ αντέξω την αλήθεια της δεύτερης θυσίας της. Η Ηώ θα μπορούσε να είχε ζήσει. Η Ηώ θα μπορούσε να είχε χαρίσει στους δυο μας το παιδί που πάντα θέλαμε. Πίστευε όμως πως το μέλλον δεν άξιζε τη σιωπή της. Δεν την άξιζε… Νιώθω κάτι βαθιά στο στήθος μου, έναν υπόκωφο, ψυχρό πόνο. Σαν να έχει απλωθεί μέσα στην άβυσσο της ψυχής μου το σκοτάδι, την ίδια στιγμή που το σώμα μου πιέζεται και κουλουριάζεται γύρω από τη θλίψη. Ζυγίζω χίλιους τόνους. Οι ώμοι μου καμπουριάζουν. Το στήθος συμπιέζεται. Τα δάχτυλά μου σφίγγονται. Μ ε παραξενεύει η σκέψη πως αυτά τα δάχτυλα ήταν μαζί μου όλο αυτό το διάστημα. Άγγιξαν τα χείλη της. Βοήθησαν να την τραβήξω από τους αστραγάλους. Την έθαψαν στο χώμα. Δεν έθαψαν μόνο αυτήν όμως, έτσι δεν είναι; Όχι. Έθαψαν άλλη μια ζωή. Αγέννητη. Το παιδί μας, νεκρό προτού ζήσει. Και ούτε που το έμαθα καν. Πενθούσα χωρίς να ξέρω τη μεγαλύτερη αδικία. Τους πρόδωσα και τους δύο. Το βίντεο με τον ενισχυμένο ήχο ξαναπαίζει από την αρχή. «Περιμένω παιδί» λέει στην Ντίο στο ικρίωμα. «Περιμένω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

113

παιδί». Το ξαναπαίζω μια ντουζίνα φορές, νιώθοντας τον εαυτό μου να συρρικνώνεται σ’ έναν διάδρομο της θλίψης μου. Οι Χρυσοί δε σκότωσαν μόνο εκείνη. Σκότωσαν αυτό που ήθελα πάντα να γίνω – σύζυγος και πατέρας. Αν απλώς την είχα σταματήσει. Αν απλώς δεν είχα κατεβάσει τα μούτρα σαν παιδάκι όταν χάσαμε τη Δάφνη, δε θα είχε σκεφτεί να με πάει στον κήπο. Αν απλώς είχα τη δύναμη να προσποιηθώ πως η απώλεια της Δάφνης δε μ’ ενοχλούσε. Όλη η οικογένεια που θα μπορούσα να είχα αποκτήσει. Μ ια γυναίκα. Γιοι. Κόρες. Εγγόνια. Εξολοθρεύτηκαν προτού καν υπάρξουν. Η Ηώ δε θα κρατήσει ποτέ στα χέρια της την κόρη μας. Δε θα φιλήσει τον γιο μας για να κοιμηθεί χαμογελώντας μου, ενώ τα μικρά του χεράκια θα σφίγγουν το δάχτυλό μου. Είμαι το μόνο που απέμεινε από αυτή την οικογένεια που θα μπορούσε να έχει υπάρξει. Μ ια σκοτεινή σκιά του ανθρώπου που ήμουν προορισμένος να γίνω. Η οργή φουσκώνει μέσα μου. Είχαμε μια ευκαιρία και χάθηκε. Όλα όσα ήθελα έχουν χαθεί, εξαιτίας μου και εξαιτίας τους. Των νόμων τους. Των αδικιών τους. Της βαρβαρότητάς τους. Έκαναν μια γυναίκα να επιλέξει τον θάνατο για την ίδια και το αγέννητο παιδί της αντί για μια ζωή σκλαβιάς. Όλα αυτά για την εξουσία. Όλα αυτά για να μπορέσουν να κρατήσουν τον τέλειο μικρό τους κόσμο. «Δεν ήσουν αρκετά δυνατός τότε» λέει η Αρμονία. «Είσαι αρκετά δυνατός τώρα, Βουτηχτή της Κόλασης;» Την κοιτάζω, ενώ τα δάκρυα θολώνουν τα μάτια μου. Η σκληρή της ματιά μαλακώνει καθώς με κοιτά. «Είχα παιδιά κάποτε. Η ραδιενέργεια έφαγε τα σωθικά τους και δεν τους έδιναν καν αναλγητικά. Δεν επισκεύασαν καν τη διαρροή. Είπαν πως δεν υπήρχαν αρκετοί πόροι. Ο άντρας μου απλώς καθόταν εκεί και τα παρακολουθούσε να πεθαίνουν. Στο τέλος, τον σκότωσε το ίδιο πράγμα. Ήταν καλός άνθρωπος. Όμως οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν. Για να τους ελευθερώσουμε, για να τους προστατεύσουμε, πρέπει να γίνουμε αγριάνθρωποι. Γι’ αυτό, δώσε μου κακία. Δώσε μου σκοτάδι. Κάνε με τον βρομοκατάρατο διάβολο, αν μπορούμε να

114

PIERCE BROWN

φέρουμε έστω και την πιο αμυδρή αχτίδα φωτός». Σηκώνομαι και τυλίγω τα χέρια μου γύρω της, καθώς θυμάμαι τις πραγματικές φρικαλεότητες που αντιμετωπίζει το είδος μας. Είχα πραγματικά ξεχάσει; Είμαι παιδί της κόλασης και πέρασα υπερβολικά πολύ χρόνο στον παράδεισό τους. «Ό,τι θέλει ο Άρης θα το κάνω».

«Ο Πλίνιος την έστειλε τη βρόμα» λέει σφυριχτά το Τσακάλι, καθώς Κίτρινοι γιατροί αφαιρούν αργά το καμένο δέρμα από το μπράτσο του και εφαρμόζουν νέες κυτταρικές καλλιέργειες. «Δεν ήταν οι Γιοι του Άρη. Δε θα σκότωναν τόσα Κατώτερα Χρώματα. Είναι κόντρα στο προφίλ τους. Μ άλλον ο Πλίνιος. Ή οι Πραιτοριανοί της Αρχόντισσας χρησιμοποιώντας κάλυψη». Τα φώτα περαστικών σκαφών αστράφτουν μέσα από το τζάμι. Βλαστημάει και φωνάζει στους υπηρέτες του να σκεπάσουν τα παράθυρα. Γκρίζοι μ’ έφεραν εδώ, στον ιδιωτικό του ουρανοξύστη, αντί για την Ακρόπολη, όπως ζήτησα. Το μέρος ξεχειλίζει από μισθοφόρους. Προτιμά τους Γκρίζους από τους Οψιδιανούς, με εξαίρεση προφανώς εκείνο τον Κηλιδωμένο. Είμαι ο μόνος άλλος Χρυσός, πράγμα που δείχνει την έκταση της εμπιστοσύνης του Τσακαλιού. Το όνομά του θα έφερνε ασφαλώς αρκετούς παρατρεχάμενους για να γεμίσει μια πόλη, νιώθει όμως άνετα σ’ αυτή την απομόνωση. Όπως κι εγώ. «Μ ήπως ήταν η Βίκτρα;» ρωτάω. «Δεν έμεινε…» «Έχει ήδη αποδείξει την αφοσίωσή της. Δε θα χρησιμοποιού​σε βόμβα. Και είναι ερωτευμένη μαζί σου. Δεν ήταν αυτή». «Ερωτευμένη μαζί μου;» ρωτάω έκπληκτος. «Είσαι τυφλός σαν Κυανός». Ξεφυσάει αλλά δε λέει τίποτε άλλο για το ζήτημα. «Η συμμαχία μας πρέπει να παραμείνει μυστική μέχρι να φύγουμε από αυτό το καταραμένο φεγγάρι, πράγμα που σημαίνει πως δεν ήσουν σ’ εκείνο το καπηλείο. Αν ο Πλίνιος γνώριζε την έκταση των σχεδίων μας, θα ήταν πιο σχολαστικός. Επομένως θα γυρίσεις στην Ακρόπολη. Κάνε σαν να μη συνέβη τίποτα. Θα συνεχίσω το σχέδιό μου με τους αρχηγούς του συνδικάτου, μετά θα αγοράσω το συμβόλαιό σου

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

115

στο τέλος της Διάσκεψης Κορυφής». Κι από κει και πέρα ο κόσμος τους θ’ αλλάξει. Γυρίζω να φύγω, αλλά η φωνή του με σταματάει στην πόρτα. «Μ ου έσωσες τη ζωή. Μ όνο άλλο ένα άτομο το έχει κάνει ποτέ αυτό. Ευχαριστώ, Ντάροου». «Πες στο καινούριο σου δέρμα ν’ αναπτυχθεί γρηγορότερα. Δε θέλεις να χάσεις το αποχαιρετιστήριο γκαλά».

Οι επόμενες τρεις μέρες περνούν σε μια παραζάλη, με το μυαλό μου στην Ηώ και σ’ αυτό που χάσαμε. Δεν μπορώ να ξεφύγω από τη θλίψη. Μ ε κατατρύχει ακόμα κι όταν γυμνάζομαι μέχρι τελικής πτώσεως στο γυμναστήριο του κτήματος. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου κουβεντούλα. Αποτραβιέμαι από τους φίλους μου. Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία. Τουλάχιστον για μένα. Η ζωή ξεθωριάζει μπροστά στον πόνο. Η Θεοδώρα το προσέχει και βάζει τα δυνατά της να ανακουφίσει τη βλοσυρότητά μου, προτείνοντας ακόμα και να ξεσκάσω με Ροζ από τον Κήπο της Ακρόπολης. «Καλύτερα εσύ, ντόμινους, παρά κανένας άξεστος από τους Αέριους Γίγαντες» λέει. Τα νέα για τις βομβιστικές επιθέσεις απλώνονται στην Ακρόπολη, κυριαρχώντας στις ειδήσεις. Η Κοινωνία το χειρίζεται καλά – δίνοντας έμφαση στην παροχή βοήθειας. Μ εταδίδει οδηγίες για το χειρισμό ενδεχόμενης κρίσης. Κίτρινοι ψυχολόγοι αναλύουν επί της οθόνης τον Άρη, καταλήγουν πως ένα λανθάνον σεξουαλικό τραύμα στα νεανικά του χρόνια τον κάνει να επιτίθεται για να ανακτήσει τον έλεγχο του κόσμου του. Ιώδεις ηθοποιοί και άνθρωποι του θεάματος μαζεύουν χρήματα για τις οικογένειες που έχασαν αγαπημένα τους πρόσωπα. Ο ίδιος ο Υδράργυρος προσφέρει εθελοντικά το τρία τοις εκατό της προσωπικής του περιουσίας στις επιχειρήσεις παροχής βοή​θειας. Οψιδιανοί και Γκρίζοι κομάντο επιτίθενται σε αστεροειδείς όπου «εκπαιδεύονται» οι Γιοι του Άρη. Γκρίζοι πράκτορες της αντιτρομοκρατικής δίνουν συνεντεύξεις τύπου λέγοντας πως έχουν συλλάβει τους υπευθύνους, κατά πάσα πιθανότητα

116

PIERCE BROWN

κάποιους Κόκκινους που τράβηξαν από κανένα ορυχείο ή τις φτωχογειτονιές της Σελήνης. Πρόκειται για φάρσα και οι Χρυσοί την παίζουν πολύ καλά. Κρύβονται από τις κάμερες και το κάνουν να φαίνεται σαν αγώνας όλων των Χρωμάτων εναντίον των Κόκκινων τρομοκρατών. Δεν πρόκειται για αγώνα των Χρυσών. Ανήκει σε όλη την Κοινωνία. Επιπλέον, η Κοινωνία νικάει επειδή οι θυσίες και η υπακοή μας επιτρέπουν στους ενάρετους να προκόψουν. Βρομοκατάρατες αρλούμπες. Και πάλι, όμως, σε κάποιον πρέπει να ρίξουν το φταίξιμο. Έτσι, ανακαλείται ο Αρχικυβερνήτης προκειμένου να αντιμετωπίσει ανακρίσεις για τον χειρισμό της κατάστασης εκ μέρους του. Πώς εξαπλώθηκαν οι Γιοι από τον Άρη στη Σελήνη; θα ρωτήσουν. Η φωλιά με τις Χρυσές σφήκες έχει ανασκαλευτεί, όπως είπα πως θα γίνει, παρ’ όλ’ αυτά το γκαλά εξακολουθεί να ισχύει. Παρακολουθώ τους Χρυσούς να παίζουν τα δολοπλόκα, διπλωματικά παιχνίδια τους, κυκλοφορώντας σε γκαλά και συνέδρια και διασκέψεις κορυφής, ανέγγιχτοι από τα βρόμικα παιχνίδια με τους τρομοκράτες. Είναι προστατευμένοι, θωρακισμένοι από τη φρίκη. Θα με ενοχλούσε, για μένα όμως τώρα είναι απλώς σκιές. Σαν να έχουν ήδη καταχωνιαστεί σε κάποια μακρινή ανάμνηση. Αγγίζω με θλίψη τη βόμβα στο στήθος μου. Είναι κατασκευής του Μ ίκι. Ένα αντίγραφο του Πήγασου που φορούσα στο Ινστιτούτο, που περιείχε τα μαλλιά της Ηώς και τώρα είναι κρυμμένος μαζί με τα άλλα προσωπικά μου αντικείμενα. Το μόνο που χρειάζεται να κάνω είναι να στρίψω το κεφάλι του και μετατρέπεται σε βόμβα. Το δαχτυλίδι που μου έδωσαν θα την ενεργοποιήσει. Αποφεύγω τους φίλους, τη Βίκτρα. Ρώτησε τον Ροκ τι τρέχει μ’ εμένα. Ξέρω πως θα απαντήσει ότι είμαι σαν τον άνεμο, ένα πλάσμα παράξενο, κακόκεφο. Ή κάτι τέτοιο. Ο Ροκ έρχεται πιο κοντά μου, κάνει επισκέψεις στο δωμάτιό μου όταν έχω πέσει στο κρεβάτι ή προσπαθεί να πυγμαχήσει μαζί μου στο γυμναστήριο. Αλλά δεν μπορώ να χαμογελάσω μαζί του ή ν’ ακούσω την απαλή φωνή του να διαβάζει ποιήματα ή να συζητά για φιλοσοφία ή

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

117

ακόμα και να λέει αστεία. Δεν μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να νιώσει κοντά του, επειδή ξέρω πως σύντομα θα πεθάνει. Προσπαθώ να τον σκοτώσω στην καρδιά μου προτού τον σκοτώσω στην πραγματικότητα. Μ πορώ να τον προσθέσω στον κατάλογο όσων έχω ήδη στείλει στον τάφο; Βρίσκω τελικά την απάντησή μου τη βραδιά του γκαλά, όταν η Θεοδώρα μού φέρνει τα σιδερωμένα ρούχα μου από το πλυντήριο. Δε λέει τίποτα που να μου θυμίζει τον Ροκ. Δεν προσφέρει μεστές νοήματος σοφίες. Αντί γι’ αυτό, κάνει κάτι που δεν έχω ξαναδεί από εκείνη. Κάνει ένα λάθος. Καθώς τοποθετεί τη στολή μου σε μια καρέκλα, ρίχνει ένα ποτήρι κρασί από ένα διπλανό τραπέζι. Το κρασί χύνεται στο μανίκι της λευκής στολής μου. Αυτό που περνάει σαν αστραπή από τα μάτια της με παγώνει – τρόμος. Από εκείνον που ίσως νιώθει ένα ελάφι όταν κοιτάζει ένα επερχόμενο αερόχημα. Ξεσπά σε συγγνώμες, λες και, αν δεν το έκανε, θα τη χτυπούσα. Της παίρνει μια στιγμή για να ξαναβρεί την ψυχραιμία της, για να σβήσει η λάμψη του πανικού. Όταν τελικά τα καταφέρνει, κάθεται εκεί στο πάτωμα, σκουπίζοντας σιωπηλά τη στολή. Δεν ξέρω τι να κάνω. Στέκομαι εκεί για μια στιγμή αμήχανα και μετά ακουμπάω το χέρι μου στον ώμο της για να της πω ότι όλα είναι εντάξει. Τότε είναι που βάζει τα κλάματα με μεγάλα, τρανταχτά αναφιλητά, που ταράζουν τους μικρούς της ώμους. Τραβιέται μακριά από το άγγιγμά μου και προσπαθεί να ηρεμήσει, λέγοντάς μου πως θα πρέπει να φορέσω μαύρα αντί για λευκά. Μ πορεί να μην ξέρει τι πρόκειται να συμβεί, αλλά το νιώθει πάνω μου, στον αέρα. Ενώ οι άλλοι λογχοφόροι παίζουν μεταξύ τους, κάνουν μπάνια μικροαπολέπισης και συμβουλεύονται στιλίστες για να προετοιμαστούν για το γκαλά, εγώ δένω με τρεμάμενα δάχτυλα τις χοντρές στρατιωτικές μου μπότες. Δεν υπήρξα ποτέ καλός στο να προστατεύω τους φίλους μου. Φαίνεται πως πάντα τους παρασέρνω προς τα εκεί όπου θα πάθουν κακό. Ο Σέβρο, θαρρώ, είναι ακόμη ζωντανός μόνο λόγω της απόστασης ανάμεσά μας. Ο Φίτσνερ πάντα φοβόταν πως θα σκότωνα τον γιο του. Είπε πως

118

PIERCE BROWN

το νήμα της ζωής μου ήταν τόσο δυνατό, που έφθειρε όσους ήταν γύρω του. Τώρα, το να βλέπω τη Θεοδώρα έτσι… μου θυμίζει πόσο εύθραυστοι και περίπλοκοι είμαστε στην πραγματικότητα. Δεν ξέρω γιατί έκλαψε. Κάποιο παλιό τραύμα; Κάποια διαίσθηση γι’ αυτό που θα συμβεί; Το γεγονός ότι δεν ξέρω μου θυμίζει το βάθος των ανθρώπων γύρω μου. Είμαι βουβός, ψυχρός, ο Ροκ όμως είναι ένα πιο θερμό πλάσμα… θα ήξερε τι να πει. Χτυπάω στην πόρτα του αρκετά λεπτά πριν από την ώρα αναχώρησης της συνοδείας του Αυγούστου για το γκαλά. Δεν παίρνω απάντηση. Ανοίγω την πόρτα και βρίσκω τον φίλο μου καθισμένο στο κρεβάτι του να κρατάει προσεκτικά από τη ράχη του ένα αρχαίο βιβλίο. Τα λεία χαρακτηριστικά του ρυτιδώνονται από ένα χαμόγελο όταν με βλέπει. «Νόμιζα πως ήταν ο Τάκτος που ερχόταν να με εκλιπαρήσει να πάρω μερικά τονωτικά πριν από το γκαλά. Πάντα θεωρεί πως, επειδή διαβάζω, δεν κάνω τίποτα. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη μάστιγα για έναν εσωστρεφή από τον εξωστρεφή. Ειδικά εκείνο το κτήνος. Θα καταλήξει λιώμα μια από αυτές τις μέρες». Αφήνω ένα βεβιασμένο χάχανο. «Τουλάχιστον είναι ειλικρινής ως προς τα βίτσια του». «Έχεις γνωρίσει τ’ αδέρφια του;» ρωτάει ο Ροκ. Κουνάω το κεφάλι μου. «Κάνουν τον Τάκτο να μοιάζει με αρνί». «Φρικοδιάολε» βλαστημάω. Ακουμπάω στο κούφωμα της πόρτας. «Τόσο χάλια;» «Οι αδερφοί Ραθ; Είναι τρομεροί σε όλα. Τρομερά πλούσιοι. Τρομερά ταλαντούχοι. Και το κυριότερο προσόν τους συνίσταται στην ικανότητά τους να αμαρτάνουν. Σ’ αυτό είναι μεγαλοφυΐες». Ο Ροκ χαμογελάει συνωμοτικά. «Αν πιστεύεις στις φήμες –κι εγώ λατρεύω τις φήμες, μου θυμίζουν τον Βύρωνα και τον Ουάιλντ–, τ’ αδέρφια του Τάκτου άνοιξαν ένα πορνείο στην Αγέα όταν ήταν δεκατεσσάρων χρονών. Μ ια αριστοκρατική δουλειά, μέχρι που άρχισαν να κανονίζουν πιο… εξατομικευμένες εμπειρίες». «Και τι έγινε μετά;» «Κατεστραμμένες κόρες, γιοι. Προσβολές. Μ ονομαχίες. Νεκροί διάδοχοι. Χρέος. Δηλητήριο». Ανασηκώνει τους ώμους του. «Είναι η οικογένεια Ραθ. Τι περιμένεις απ’ αυτούς τους

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

119

παλιανθρώπους; Γι’ αυτό ξαφνιάστηκαν όλοι τόσο πολύ που ο Τάκτος είχε πιάσει φιλίες μ’ έναν Σιδερένιο Χρυσό σαν κι εσένα» διευκρινίζει. «Ξέρεις πως τ’ αδέρφια του τον κοροϊδεύουν που έχει γίνει η σκιά σου; Γι’ αυτό είναι πάντα τόσο σαρκαστικός. Θέλει να γίνει σαν κι εσένα, αλλά δεν μπορεί. Έτσι, καταφεύγει στις συνηθισμένες του άμυνες». Κατσουφιάζει. «Μ ερικές φορές αισθάνομαι πως μας καταλαβαίνεις όλους καλύτερα από όσο καταλαβαίνουμε τον εαυτό μας. Μ ετά, άλλες φορές, είναι σαν να μη δίνεις δεκάρα». Ο Ροκ γέρνει το κεφάλι του όταν δε λέω τίποτα. «Τι συμβαίνει;» «Τίποτα». «Ποτέ δεν είσαι άνθρωπος του τίποτα». Αφήνει το βιβλίο πάνω στο στήθος του και χτυπάει την άκρη του κρεβατιού, καλώντας με μέσα στο δωμάτιο. «Κάθισε, σε παρακαλώ». «Ήρθα επειδή ήθελα να ζητήσω συγγνώμη» λέω πολύ αργά, καθώς κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. «Ήμουν απόμακρος τους τελευταίους μήνες, ιδιαίτερα τις τελευταίες μέρες. Δε νομίζω πως ήταν δίκαιο απέναντί σου, δεδομένου ότι ήσουν ο πιο πιστός μου φίλος. Εντάξει εσύ και ο Σέβρο, αλλά αυτός δε σταματάει να μου στέλνει αλλόκοτες φωτογραφίες μέσω του δικτύου». «Κι άλλοι μονόκεροι;» Γελάω. «Νομίζω πως έχει κάποιο πρόβλημα». Ο Ροκ μού χτυπάει χαϊδευτικά το χέρι. «Ευχαριστώ, αλλά είσαι σαν κυνηγόσκυλο που ζητάει συγγνώμη επειδή κουνάει την ουρά του. Είσαι πάντα απόμακρος, Ντάροου. Δε χρειάζεται να απολογείσαι για το πώς είσαι, όχι σ’ εμένα». «Πιο απόμακρος ίσως;» «Ίσως» συμφωνεί, κάνοντας την παραχώρηση. «Όλοι έχουμε μέσα μας τις παλίρροιές μας. Ανεβαίνουν. Κατεβαίνουν». Ανασηκώνει τους ώμους. «Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να τις ελέγξουμε. Τα πράγματα, οι άνθρωποι που περιφέρονται γύρω μας το κάνουν αυτό, τουλάχιστον περισσότερο από όσο θέλουμε να παραδεχόμαστε». Αφού με παρακολουθεί λίγο, σουφρώνει σκεφτικά τα φρύδια του. «Για τη Μ άστανγκ πρόκειται; Ξέρω πως σου ήταν δύσκολο να την αφήσεις, ό,τι κι αν έλεγες εκείνη την εποχή. Πρέπει να την ψάξεις όσο

120

PIERCE BROWN

βρισκόμαστε εδώ. Ξέρω πως σου λείπει. Παραδέξου το». «Δε μου λείπει». «Όποιος λέει ψέματα πέφτει μες στα αίματα». «Σου είπα εκατό φορές, δε μιλάμε γι’ αυτήν». «Εντάξει. Εντάξει. Τότε, ανησυχείς, σωστά; Για τη δημοπρασία;» Κάνει μια παύση, χαμογελώντας και παρακολουθώντας με. «Δε χρειάζεται. Το έχω ρυθμίσει αυτό το θέμα. Θα κάνω προσφορά για σένα». «Ροκ, δεν έχεις τα χρήματα». «Ξέρεις πόσα θα πλήρωνε ένα Ξωτικό για να υποχρεώσει έναν Απαράμιλλο με τη δική μου καταγωγή και τις διασυνδέσεις; Εκατομμύρια. Θα μπορούσα να πάω ακόμα και στον Υδράργυρο, αν ήθελα. Δανείζει συνεχώς σε Χρυσούς. Το θέμα είναι αν θα έχω τα χρήματα, ακόμα κι αν οι γονείς μου δε με βοηθήσουν. Άρα μην ανησυχείς, αδερφέ». Μ ε σκουντάει με το πόδι του. «Ο Οίκος του Άρη κάτι πρέπει να σημαίνει, ε;» «Ευχαριστώ» λέω τραυλίζοντας, ανήμπορος να αντιληφθώ τι ακριβώς έχει κάνει. Και γιατί; Βάζει το κεφάλι του στον τορβά. Εκτίθεται σε κίνδυνο και τσατίζει τους γονείς του. «Κανείς άλλος δε μου ανέφερε καν τη δημοπρασία». «Φοβούνται μήπως η κακοτυχία σου είναι μεταδοτική. Ξέρεις πώς είναι τα πράγματα». Κάνει μια παύση περιμένοντας, επειδή με ξέρει τόσο καλά. «Υπάρχει και κάτι άλλο. Σωστά;» Κουνάω το κεφάλι μου. «Νιώθεις…» Χάνω τα λόγια μου. «Νιώθεις ποτέ χαμένος;» Η ερώτηση αιωρείται ανάμεσά μας, προσωπική, αμήχανη μόνο από τη δική μου πλευρά. Δε χλευά​ζει όπως θα έκαναν ο Τάκτος και ο Φίτσνερ ούτε ξύνει τα αχαμνά του όπως ο Σέβρο ούτε καγχάζει όπως μπορεί να έκανε ο Κάσσιος ούτε γουργουρίζει όπως ίσως έκανε η Βίκτρα. Δεν είμαι σίγουρος τι θα έκανε η Μ άστανγκ. Ο Ροκ όμως, παρά το Χρώμα του και όλα τα πράγματα που τον κάνουν διαφορετικό, τοποθετεί αργά έναν σελιδοδείκτη στο βιβλίο και το αφήνει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι με τον ουρανό χωρίς να βιάζεται, αφήνοντας μια απάντηση να διαμορφωθεί ανάμεσά μας. Κινήσεις στοχαστικές και οργανωμένες, όπως ήταν του Χορευτή προτού πεθάνει. Υπάρχει μια γαλήνη πάνω του, απέραντη και μεγαλοπρεπής, η

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

121

ίδια γαλήνη που θυμάμαι στον πατέρα μου. «Η Κουίν μού είπε κάποτε μια ιστορία». Περιμένει να διαμαρτυρηθώ ακούγοντας για ιστορία, και όταν δεν το κάνω, ο τόνος του γίνεται πιο σοβαρός. «Μ ια φορά, την εποχή της Παλιάς Γης, υπήρχαν δύο περιστέρια που ήταν πολύ ερωτευμένα. Εκείνη την εποχή ανέτρεφαν τέτοια ζώα για να μεταφέρουν μηνύματα σε μεγάλες αποστάσεις. Εκείνα τα δύο είχαν γεννηθεί στο ίδιο κλουβί, είχαν ανατραφεί από τον ίδιο άνθρωπο και πουλήθηκαν την ίδια μέρα σε διαφορετικούς ανθρώπους την παραμονή ενός μεγάλου πολέμου. »Τα περιστέρια υπέφεραν χωριστά το ένα από το άλλο, το καθένα ανολοκλήρωτο χωρίς το άλλο. Τα αφεντικά τους τα πήγαν εδώ κι εκεί και τα περιστέρια φοβήθηκαν πως δε θα ξανάβλεπαν ποτέ το ένα το άλλο, γιατί άρχισαν να βλέπουν πόσο απέραντος ήταν ο κόσμος και πόσο τρομερά τα πράγματα σ’ αυτόν. Επί μήνες ολόκληρους κουβαλούσαν μηνύματα για τα αφεντικά τους πετώντας πάνω από γραμμές μάχης, σκίζοντας τον αέρα πάνω από ανθρώπους που σκοτώνονταν για εδάφη. Όταν ο πόλεμος τέλειωσε, τα περιστέρια ελευθερώθηκαν από τα αφεντικά τους. Κανένα τους όμως δεν ήξερε πού να πάει, κανένα δεν ήξερε τι να κάνει, έτσι, και τα δύο πέταξαν στο σπίτι τους. Κι εκεί ξαναβρήκαν το ένα το άλλο, γιατί ήταν πάντα προορισμένα να γυρίσουν στο σπίτι και να βρουν, αντί για το παρελθόν, το μέλλον τους». Διπλώνει μαλακά τα χέρια του σαν δάσκαλος που φτάνει στο δίδαγμά του. «Επομένως, νιώθω χαμένος; Πάντα. Όταν πέθανε η Λία στο Ινστιτούτο…» τα χείλη του κατεβαίνουν ελαφρά «…είχα βουλιάξει στο σκοτάδι, τυφλός και χαμένος όπως ο Δάντης πριν από τον Βιργίλιο. Αλλά η Κουίν με βοήθησε. Η φωνή της με κάλεσε έξω από τη δυστυχία. Έγινε το σπίτι μου. Μ ε τα δικά της λόγια, “σπίτι δεν είναι το μέρος από το οποίο κατάγεσαι, είναι το μέρος όπου βρίσκεις φως όταν όλα σκοτεινιάζουν”». Γραπώνει τη ράχη της παλάμης μου. «Βρες το σπίτι σου, Ντάροου. Μ πορεί να μη βρίσκεται στο παρελθόν. Βρες το όμως και δε θα ξαναχαθείς ποτέ». Πάντα θεωρούσα τον Λύκο σπίτι μου. Την Ηώ σπίτι μου. Ίσως

122

PIERCE BROWN

εκεί να πηγαίνω τώρα. Να τη δω. Να πεθάνω και να ξαναβρώ ένα σπίτι στην Κοιλάδα μαζί με τη γυναίκα μου. Αν όμως αυτό είναι αλήθεια, γιατί δε νιώθω πλήρης; Γιατί μεγαλώνει μέσα μου το κενό όσο περισσότερο την πλησιάζω; «Ώρα να φύγουμε» λέω και σηκώνομαι από το κρεβάτι. «Όσο σίγουρο είναι πως είμαι φίλος σου» ο Ροκ κάνει κι αυτός να σηκωθεί «άλλο τόσο σίγουρο είναι πως θα συνέλθεις από αυτό το πράγμα. Δεν είμαστε η κοινωνική μας θέση στη ζωή. Είμαστε εμείς – το άθροισμα όσων έχουμε κάνει, όσων θέλουμε να κάνουμε και των ανθρώπων που κρατάμε κοντά μας. Είσαι ο πιο αγαπημένος μου φίλος, Ντάροου. Λάβε το υπόψη σου αυτό. Ό,τι κι αν συμβεί, θα σε προστατεύσω όσο σίγουρα θα με προστάτευες κι εσύ, αν ποτέ το χρειαζόμουν». Τον αιφνιδιάζω αρπάζοντας το χέρι του και κρατώντας το μια στιγμή. «Είσαι καλός άνθρωπος, Ροκ. Υπερβολικά καλός για το Χρώμα σου». «Ευχαριστώ». Μ ε κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια, καθώς αφήνω το χέρι του και ισιώνει τις ζάρες στη στολή του. «Τι εννοείς μ’ αυτό όμως;» «Νομίζω πως θα μπορούσαμε να ήμαστε αδέρφια» λέω. «Αν αυτή ήταν μια άλλη ζωή». «Γιατί χρειαζόμαστε άλλη ζωή;» Μ ετά βλέπει την αυτόματη σύριγγα στο αριστερό μου χέρι. Τα χέρια του είναι πολύ αργά για να με σταματήσουν, αλλά τα μάτια του είναι αρκετά γρήγορα για να γουρλώσουν από φόβο γεμάτο εμπιστοσύνη, σαν πιστού σκυλιού που το κοιμίζουν αργά στην ποδιά του κυρίου του. Δεν καταλαβαίνει, ξέρει όμως πως υπάρχει λόγος, παρ’ όλ’ αυτά έρχεται ο φόβος, η προδοσία, που σπάει την καρδιά μου σε χίλια κομμάτια. Η σύριγγα τρυπάει τον λαιμό του Ροκ, που καταρρέει αργά στο κρεβάτι με τα μάτια να κλείνουν. Όταν ξυπνήσει, όλοι οι άνθρωποι με τους οποίους και για τους οποίους έχει δουλέψει τα τελευταία δύο χρόνια θα έχουν πεθάνει. Θα θυμάται τι του έκανα αφότου είπε πως ήμουν ο πιο στενός του φίλος. Θα ξέρει πως γνώριζα τι θα συνέβαινε στο γκαλά. Και ακόμα κι αν δεν πεθάνω απόψε, ακόμα κι αν δεν ανακαλύψουν πως εγώ ήμουν ο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

123

βομβιστής από άλλα πράγματα, το γεγονός πως έσωσα τη ζωή του Ροκ σημαίνει πως θα με ανακαλύψουν. Δεν υπάρχει γυρισμός.

124

PIERCE BROWN

11 Κόκκινος

Α

πόψε θα σκοτώσω δύο χιλιάδες από τους τρανούς της ανθρωπότητας. Ωστόσο τώρα περπατώ μαζί τους, ανέγγιχτος όσο ποτέ στο παρελθόν από την παρακμή και τη συγκαταβατικότητα. Η αλαζονεία του Πλίνιου δεν κάνει καθόλου το αίμα μου να βράζει. Το προκλητικό φόρεμα της Βίκτρας δε μου προκαλεί αμηχανία, ούτε καν όταν γλιστράει το μπράτσο της κάτω από το δικό μου μετά που ο Τάκτος τής προσφέρει το δικό του. Μ ου ψιθυρίζει στο αυτί πόσο ανόητη είναι που ξέχασε τα εσώρουχά της. Γελάω σαν να είναι κανένα ευχάριστο αστειάκι, προσπαθώντας να κρύψω την παγωμάρα που μ’ έχει καταλάβει. Όλα αυτά είναι χιόνια σε μια οθόνη. «Υποθέτω πως ο Ντάροου αξίζει λίγη παρηγοριά προτού φύγει» λέει ο Τάκτος με έναν στεναγμό. «Είδες τον Ροκ, ευγενή μου;» «Είπε πως ένιωθε αδιάθετος». «Τυπικός Ροκ. Μ άλλον έχει κουλουριαστεί γύρω από κάποιο βιβλίο. Πρέπει να πάω να τον φέρω». «Αν ήθελε να έρθει, θα ερχόταν» λέω. «Εγώ θέλω να έρθει» απαντάει ο Τάκτος. Ανασηκώνει τους ώμους του στους άλλους λογχοφόρους, που ελίσσονται για μια θέση κοντά στον αφέντη μας.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

125

«Αν τον χρειάζεσαι τόσο πολύ, πήγαινε να τον φέρεις» λέω με νόημα. Κωλώνει. «Δεν χρειάζομαι κανέναν δίπλα μου. Αλλά, αν δεν σε ήξερα, θα έλεγα πως κρατάς ακόμη κακία για όλη εκείνη την ιστορία με την κάψουλα διαφυγής». «Εννοείς για τότε που την εκτόξευσες χωρίς αυτόν;» ρωτάει η Βίκτρα. «Γιατί να τον ενοχλεί;» Ακόμα και τώρα αυτή η προδοσία με καίει. «Νόμιζα πως ήταν νεκρός! Ήταν μια απλή εκτίμηση». Μ ε χτυπάει στον ώμο με τη γροθιά του και γνέφει στη Βίκτρα. «Καταλαβαίνεις. Έπρεπε να φροντίσω για την κυρία αποδώ». «Είναι ένα λεπτεπίλεπτο λουλουδάκι» λέω τραβώντας τη μακριά. «Αλίμονο στον μοναχικό θεό της θάλασσας» σιγοτραγουδάει μελωδικά ο Τάκτος. «Τους φίλους του, σαν και τους δικούς μου, παράτησε!» Η Βίκτρα διορθώνει τη χρυσή μεταλλική επωμίδα της, που κατεβαίνει στριφογυριστά στο μπράτσο της σε μια σειρά από χρυσά μανικέτια. «Αυτό το αξιαγάπητο παιδί είναι τόσο ματαιό​δοξο, που ακόμα και μια καταιγίδα κάλλιστα θα πίστευε πως γίνεται γι’ αυτόν». Προσέχει την αδιαφορία μου. «Η δημοπρασία δε θ’ αρχίσει παρά μετά το γκαλά». Γνέφει προς το μέρος ενός αεροχήματος που προσεδαφίζεται. «Λοιπόν, αναρωτιόμουν πότε θα εμφανιζόταν». Το Τσακάλι βγαίνει από το όχημα με δέρμα ελαφρά ροδαλό μόνο σε κάποια σημεία. Οι Κίτρινοί του έκαναν καλή δουλειά. Κάνει μια ανεπαίσθητη υπόκλιση στον πατέρα του, αγνοώντας τα μουρμουρητά των υπασπιστών. «Πατέρα» λέει «θεώρησα σωστό να εμφανιστεί η οικογένεια των Αυγούστων στο γκαλά με τουλάχιστον ένα από τα παιδιά σου παρόν. Πρέπει να εμφανίσουμε ενιαίο μέτωπο, στο κάτω κάτω». «Άδριε». Ο Αύγουστος ρίχνει μια εξεταστική ματιά στον γιο του για να βρει κάτι να επικρίνει. «Δεν είχα καταλάβει πως απολαμβάνεις πλέον τα συμπόσια. Δεν είμαι σίγουρος αν το εδεσματολόγιο θα είναι της αρεσκείας σου». Το Τσακάλι γελάει θεατρικά. «Ίσως αυτός να είναι ο λόγος για

126

PIERCE BROWN

τον οποίο δε μου επιδόθηκε πρόσκληση! Ή μήπως ήταν ο σάλος γύρω από τις τρομοκρατικές επιθέσεις; Δεν έχει σημασία. Τώρα είμαι εδώ και πάντα πρόθυμος να σταθώ στο πλευρό σου». Το Τσακάλι ενώνεται με τους άλλους, χαμογελώντας σε όλους πλατιά, ξέροντας πως ο πατέρας του ποτέ δε θα κλιμακώσει οικογενειακούς καβγάδες δημοσίως. Μ ου χαρίζει έναν ιδιαίτερα δυσοίωνο μορφασμό, που οι άλλοι βλέπουν και ζαρώνουν. Όλα θέατρο. «Πάμε;» Φροντίζω να μιλάω ελάχιστα, καθώς ακολουθώ μαζί με τη Βίκτρα στο τέλος της μεγάλης πομπής, προχωρώντας σε λαβυρινθώδεις μαρμάρινους διαδρόμους, που οδηγούν από την έπαυλή μας στους Κήπους της Ακρόπολης, κάπου δύο χιλιόμετρα μακριά. Ο πύργος της Αρχόντισσας ξεπροβάλλει στη μέση του κήπου εκεί κάτω, ένα μεγαλόπρεπο ξίφος ίσαμε δυο χιλιόμετρα ψηλό, που τρυπάει έναν φροντισμένο κήπο γεμάτο τρια​νταφυλλιές και ποταμάκια. Νερό τρέχει μέσα στον κήπο, ακολουθώντας χίλιες φιδωτές διαδρομές. Κελαρυστά ρυάκια με χρωματιστά ψάρια οδηγούν σε ήρεμες λιμνούλες, όπου λαξευμένες Ροζ γοργόνες κολυμπούν κάτω από λουλουδιασμένα δέντρα γεμάτα μαϊμουδόγατες. Ψιλόλιγνοι τιγρολύγκες τεμπελιάζουν κάτω από τα κλαριά. Ιώδεις περιφέρονται μέσα σ’ αυτά τα φωτεινά δάση, περνώντας σαν αστραπή από δω κι από κει σαν καλοκαιρινά λεπιδόπτερα, με τα βιολιά τους να αντηχούν σ’ ένα απόκοσμο κονσέρτο. Είναι μια εικόνα των νυχτερινών κήπων του Βάκχου χωρίς την άσεμνη σεξουαλικότητα που οι Έλληνες έβρισκαν τόσο ξεκαρδιστική – τα Ξωτικά θα χασκογελούσαν μ’ αυτές τις αισχρότητες, οι Απαράμιλλοι όμως όχι. Τουλάχιστον όχι δημοσίως. Το μάτι μας παίρνει κι άλλες πομπές ανάμεσα στα δέντρα. Βλέπουμε τα λάβαρά τους, μεγάλα και αστραφτερά αντικείμενα από κινούμενο ύφασμα και μέταλλο. Το χρυσοκόκκινο έμβλημά μας με το λιοντάρι βρυχάται σε μια σιωπηλή πρόκληση. Ένα κοράκι σε ασημένιο φόντο σηματοδοτεί το πέρασμα της οικογένειας Φαλδ πάνω από μια πλακόστρωτη γέφυρα. Παρακολουθούμε επιφυλακτικά τον άρχοντα και τους λογχοφόρους του. Φυσικά, όλοι κουβαλούν ξυράφια, οι άλλες

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

127

τεχνολογικές συσκευές όμως απαγορεύονται – ούτε ηλεκτρονικά σημειωματάρια ούτε βαρυμπότες ούτε πανοπλίες. Πρόκειται για εκδήλωση βασισμένη στην παράδοση. Ο πύργος δεσπόζει από πάνω μας. Πορφυρά, κόκκινα και πράσινα βρύα σκαρφαλώνουν στη βάση του μεγάλου οικοδομήματος με περικοκλάδες χιλίων αποχρώσεων, τυλίγοντας το γυαλί και την πέτρα σαν δάχτυλα άπληστων εργένηδων γύρω από τον καρπό μιας πλούσιας χήρας. Έξι μεγάλοι ανελκυστήρες κουβαλούν οικογένειες ψηλά προς την κορυφή του πύργου. Πανέμορφοι Ροζ υπηρέτες και Καστανοί λακέδες στελεχώνουν τον ανελκυστήρα, όλοι στα λευκά. Χρυσά τρίγωνα της Κοινωνίας στολίζουν τη λιβρέα τους. Ο ανελκυστήρας είναι επίπεδος, μάρμαρο με βαρυπροωθητήρες. Βρίσκεται στη μέση ενός ξέφωτου, όπου πράσινο χορτάρι τρεμουλιάζει στο φύσημα του ανέμου. Κάμποσοι Χάλκινοι τρέχουν να μιλήσουν με τον Πλίνιο, που, ως Πολιτικός, μιλάει εκ μέρους του Αρχικυβερνήτη. Φαίνεται να υπάρχει κάποια σύγχυση. Η οικογένεια Φαλδ μπαίνει στον ανελκυστήρα πριν από μας. «Πρόκειται για κοινωνική παγίδα» μουρμουρίζει ο Αύγουστος γυρίζοντας προς τον αγαπημένο του κηδεμονευόμενο. Ο Λήτος έρχεται πιο κοντά του. «Οι βλάκες. Κοίτα πώς παριστάνουν πως είναι σύμπτωση. Σε λίγο θα μας πουν πως πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τον ανελκυστήρα μαζί με τους Φαλδ, ενώ θα έπρεπε να πέφτουν στα πόδια μας για να μας βάλουν μέσα πριν από αυτούς». «Δε θα μπορούσε να είναι σύμπτωση;» ρωτάει ο Λήτος. «Όχι στη Σελήνη». Ο Αύγουστος σταυρώνει τα χέρια του. «Τα πάντα είναι πολιτική». «Οι άνεμοι αλλάζουν». «Έχουν αρχίσει ν’ αλλάζουν εδώ και καιρό» μουρμουρίζει ο Αύγουστος. Το γωνιώδες πρόσωπό του επιθεωρεί τους υπασπιστές του σαν να ζυγιάζει τα ξυράφια που κουβαλάμε. Μ ερικοί τα φορούν τυλιγμένα στα πλευρά τους. Άλλοι γύρω από τους πήχεις τους, όπως κάνω εγώ με το δανεικό μου ξυράφι. Ο Τάκτος και η Βίκτρα τα έχουν περασμένα διαγώνια από τον ώμο

128

PIERCE BROWN

ως τη μέση. «Θέλω τρεις λογχοφόρους να προσέχουν συνεχώς τον Αρχικυβερνήτη» ανακοινώνει ήρεμα ο Λήτος. Γνέφουμε και η αγέλη πυκνώνει τις γραμμές της. «Όχι ποτά». Ο Τάκτος μουγκρίζει μια διαμαρτυρία. Ανέκφραστο, το Τσακάλι παρακολουθεί τον Λήτο να δίνει διαταγές. Ο Πλίνιος γυρίζει έχοντας μιλήσει με το προσωπικό της Ακρόπολης. Όντως, θα μοιραστούμε τον ανελκυστήρα με τους Φαλδ. Όμως κάτι πιο απειλητικό γεμίζει τον αέρα. Οι Οψιδιανοί και οι Γκρίζοι μας θα μείνουν πίσω. «Όλες οι οικογένειες θα πάνε στο γκαλά χωρίς ακόλουθους» λέει. «Χωρίς σωματοφύλακες». Μ ουρμουρητά ακούγονται στις γραμμές μας. «Τότε, δε θα πάμε» λέει το Τσακάλι. «Μ ην είσαι ανόητος» απαντάει ο Αύγουστος. «Ο γιος σου έχει δίκιο» λέει ο Λήτος. «Νέρωνα, ο κίνδυνος…» «Μ ερικές προσκλήσεις είναι πιο επικίνδυνο να τις αρνηθείς παρά να τις δεχτείς. Αλφρούν, Τζόφο». Ο Αύγουστος κάνει μια κοφτή χειρονομία προς τους Κηλιδωμένους του. Οι δύο άντρες γνέφουν σιωπηλά και ενώνονται με τους άλλους παράμερα. Γνήσιο συναίσθημα, ανησυχία, γεμίζει τα απόκοσμα μάτια τους, καθώς σμίγουμε με τους Φαλδ στον ανελκυστήρα και ανεβαίνουμε. Ο επικεφαλής του Οίκου των Φαλδ χαμογελάει. Η κοινωνική του θέση βελτιώνεται. Το γκαλά στην οροφή του πύργου της Αρχόντισσας είναι σχεδιασμένο σαν χειμερινός νεραϊδότοπος. Χιόνι πέφτει από αόρατα σύννεφα. Πασπαλίζει τα πεύκα των τεχνητών δασών και παγώνει τα κοντά μου μαλλιά με νιφάδες που έχουν γεύση κανέλλας και πορτοκαλιού. Η ανάσα μου βγαίνει κυματιστή μπροστά μου. Η εμφάνιση του Αρχικυβερνήτη χαιρετίζεται με σαλπίσματα. Ο Τάκτος και μερικοί από τους νεότερους λογχοφόρους κόβουν τους Φαλδ μπαίνοντας εμπόδιο στο δρόμο τους, ώστε να μπορέσει ο Αύγουστος να μπει πρώτος στο γκαλά. Σαν μάζα από ωχρό χρυσό και κόκκινο του αίματος, μπαίνουμε μέσα σ’ ένα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

129

μεγαλόπρεπο τοπίο από αειθαλή φυτά. Το καύχημα της Χρυσής κουλτούρας μάς περιμένει. Μ ια τρομερή θάλασσα από πρόσωπα που έχουν δει πράγματα τα οποία οι πρώτοι άνθρωποι δεν μπορούσαν καν να ονειρευτούν. Μ πορείς να δεις ίχνη του κοινού μας παρελθόντος στο Ινστιτούτο. Τους γητευτές του Απόλλωνα. Τους φονιάδες του Άρη. Τις καλλονές της Αφροδίτης. Κάτω από τον οβελίσκο του κτίσματος απλώνεται η Ακρόπολη και πέρα από τα εδάφη αυτά αστράφτουν με τα εκατομμύρια φώτα τους οι πόλεις. Δε θα μπορούσε κανείς να μαντέψει πως κάτω από εκείνη τη θάλασσα από αστραφτερά κοσμήματα καραδοκεί μια δεύτερη πόλη βρομιάς και φτώχειας. Κόσμοι μέσα σε κόσμους. «Προσπάθησε να μη χάσεις το κεφάλι σου» μου ψιθυρίζει η Βίκτρα, περνώντας το χέρι της με τα μακριά νύχια μέσα από τα μαλλιά μου, προτού πάει να μιλήσει με φίλους της από τη Γη. Προχωρώ προς το τραπέζι μας. Μ εγάλοι πολυέλαιοι αιωρούνται από πάνω μας σε μικρούς βαρυπροωθητήρες. Φώτα λαμποκοπούν. Ρούχα κινούνται σαν υγρό γύρω από τέλειες ανθρώπινες μορφές. Οι Ροζ σερβίρουν λιχουδιές και ποτά σε πιατέλες και κύπελλα από πάγο και γυαλί. Εκατοντάδες μακρόστενα τραπέζια σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους γύρω από μια παγωμένη λίμνη στο κέντρο της χειμωνιάτικης γης. Οι Ροζ εδώ φορούν πατίνια για να σερβίρουν. Κάτω από τον πάγο κινούνται μορφές. Δεν είναι επιτομές ερωτικής διαστροφής, όπως θα έβρισκε κανείς να ψυχαγωγούν Ξωτικά και Κατώτερα Χρώματα, αλλά απόκοσμα πλάσματα με μακριές ουρές και λέπια που λάμπουν σαν αστέρια. Σε μια άλλη ζωή, θα ήταν το όνειρο του Μ ίκι να του παραγγείλουν ένα πλάσμα γι’ αυτή τη γιορτή. Χαμογελάω μόνος μου. Υποθέτω πως κατά κάποιο τρόπο τού το έχουν ήδη παραγγείλει. Τα τραπέζια δεν έχουν ούτε ονόματα ούτε αριθμούς. Αντί γι’ αυτό, βρίσκουμε τη θέση μας όταν βλέπουμε ένα μεγάλο λιοντάρι καθισμένο πάνω στο κέντρο του τραπεζιού μας, σχεδόν ακίνητο. Το τραπέζι κάθε οικογένειας σημαδεύεται κατά τον ίδιο τρόπο από το έμβλημά της. Υπάρχουν γρύπες και αετοί, γροθιές από

130

PIERCE BROWN

πάγο και τεράστια σιδερένια σπαθιά. Το λιοντάρι γουργουρίζει με ικανοποίηση όταν ο Τάκτος κλέβει έναν δίσκο με ορεκτικά από έναν Ροζ και τον αφήνει ανάμεσα στις τεράστιες πατούσες του θηρίου. «Φάε, θηρίο! Φάε!» φωνάζει. Ο Πλίνιος με βρίσκει. Τα μαλλιά του είναι δεμένα πίσω σε μια σφιχτή, περίπλοκη πλεξούδα. Τα ρούχα του αυτή τη φορά είναι τόσο αυστηρά όσο και η σουβλερή μύτη του, σαν να θέλει να εντυπωσιάσει τους Απαράμιλλους γύρω του με τα γερακίσια χαρακτηριστικά και τα ελάχιστα αξεσουάρ του. «Θα σε συστήσω αργότερα σε διάφορα ενδιαφερόμενα μέρη. Όταν σου κάνω νόημα, θα περιμένω να έρθεις κοντά μου». Κοιτάζει ολόγυρα αφηρημένα, ψάχνοντας σημαντικούς ανθρώπους για τους δικούς του σκοπούς. «Μ έχρι τότε, μην προκαλέσεις φασαρίες και πρόσεχε τους τρόπους σου». «Καμία φασαρία». Βγάζω έξω το μενταγιόν με τον Πήγασο. «Στην τιμή της οικογένειάς μου». «Ναι» λέει χωρίς να κοιτάξει. «Και τι ευγενής οικογένεια που είναι». Κοιτάζω ολόγυρα στο γκαλά. Εκατοντάδες περιφέρονται κιόλας γύρω γύρω και κάθε λεπτό καταφτάνουν κι άλλοι. Πόσο πρέπει να περιμένω; Είναι δύσκολο να συγκρατήσω την οργή που μ’ έκανε να καταλήξω σ’ αυτή την απόφαση. Σκότωσαν τη γυναίκα μου. Σκότωσαν το παιδί μου. Αλλά όσο θυμό κι αν επιστρατεύω με το να τα υπενθυμίζω αυτά στον εαυτό μου, δεν μπορώ να διώξω τον φόβο πως οδηγώ την εξέγερση προς έναν γκρεμό. Αυτό δε θα είναι για να πραγματοποιηθεί το όνειρο της Ηώς. Θα είναι για την ικανοποίηση των ζωντανών. Για να χορτάσει τη λαχτάρα τους για εκδίκηση περισσότερο παρά για να τιμήσει όσους έχουν ήδη θυσιάσει τα πάντα. Και θα είναι μη αναστρέψιμο. Το ίδιο είναι όμως και η πορεία που έχει ξεκινήσει. Τόσες αμφιβολίες. Μ ήπως δειλιάζω; Μ ήπως εκλογικεύω την απραξία; Σκέφτομαι υπερβολικά. Η σκέψη κάνει κακούς στρατιώτες. Κι αυτό ακριβώς είμαι. Ένας στρατιώτης για τον Άρη. Μ ου έδωσε αυτό το σώμα. Τώρα θα πρέπει να τον εμπιστευτώ. Έτσι, βγάζω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

131

τον Πήγασο και τον κολλάω στο κάτω μέρος του τραπεζιού του Αυγούστου, σχεδόν στην άκρη. «Μ ια πρόποση;» λέει κάποιος. Γυρίζω και βρίσκομαι πρόσωπο με πρόσωπο με την Αντωνία. Δεν την έχω ξαναδεί μετά το Ινστιτούτο, όταν ο Σέβρο την κατέβασε από τον σταυρό όπου την είχε καρφώσει το Τσακάλι. Τραβιέμαι μακριά, με το μυαλό μου να τρέχει στη βραδιά που έκοψε τον λαιμό της Λία, μόνο και μόνο για να με αναγκάσει να βγω από το σκοτάδι. «Νόμιζα πως ήσουν στην Αφροδίτη σπουδάζοντας πολιτική» λέω. «Αποφοιτήσαμε» απαντάει. «Απόλαυσα πραγματικά τη βάφτισή σου. Την παρακολούθησα κάμποσες φορές με τους φίλους μου. Φρικτή μυρωδιά τα ούρα». Μ ε μυρίζει. «Δύσκολα φεύγει». Η φύση ήταν αρκετά απάνθρωπη ώστε να την κάνει τόσο απίστευτα όμορφη. Γεμάτα χείλη, πόδια σχεδόν τόσο μακριά όσο και τα δικά μου, δέρμα λείο σαν ποταμίσιο βότσαλο και μαλλιά σαν κλωσμένο χρυσό νήμα από εκείνο το βιβλίο με το παραμύθι για τη Σταχτοπούτα. Όλα μια μάσκα για το ελεεινό πλάσμα που κρύβεται από κάτω. «Αντιλαμβάνομαι πως σου έλειψα όσο ήμουν μακριά». Μ ου δίνει ένα κύπελλο με κρασί. «Γι’ αυτό ας κάνουμε μια πρόποση σε μια καλή επανένωση». Μ ου φαίνεται ελάχιστα λογικό το γεγονός ότι ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου μπορεί να στέκεται εκεί υφαίνοντας τα μοχθηρά δίχτυα της όταν η γυναίκα μου είναι νεκρή, όταν καλοσυνάτοι Χρυσοί όπως η Λία και ο Παξ έχουν γίνει στάχτη κι έχουν εκτοξευτεί στον ήλιο. «Ο Φίτσνερ μού είπε κάποτε κάτι, Αντωνία. Τώρα μοιάζει ταιριαστό». Σηκώνω το κύπελλό μου σε μια ευγενική πρόποση. «Ω, ο Φίτσνερ» αναστενάζει και τα στήθη της ανασηκώνονται επιθετικά από το υπερβολικά στενό χρυσό ρούχο της. «Το χάλκινο τρωκτικό που κατάφερε να γίνει διάσημο εδώ πέρα. Τι είπε;» «“Οι άντρες δε γλιτώνουν ποτέ από τα χλαμύδια”». Χύνω το κρασί μπροστά της και τη σπρώχνω για να περάσω. Μ ε αρπάζει από το μπράτσο και με τραβάει πάλι προς το μέρος της,

132

PIERCE BROWN

φέρνοντάς με αρκετά κοντά ώστε να νιώθω τη ζεστασιά της ανάσας της. «Έρχονται» λέει. «Έρχονται να σε βρουν οι Μ πελόνα. Καλύτερα να το βάλεις στα πόδια τώρα». Κοιτάζει το ξυράφι μου. «Εκτός αν νομίζεις πως είσαι αρκετά καλός σ’ αυτό ώστε να νικήσεις τον Κάσσιο σε μονομαχία». Μ ’ αφήνει. «Καλή τύχη, Ντάροου. Η απουσία ενός πιθήκου από τον χορό θα μου είναι αισθητή. Περισσότερο από ό,τι στη Μ άστανγκ, τουλάχιστον». Δε δίνω σημασία στα λόγια της και απομακρύνομαι, παρακαλώντας μέσα μου να γεμίσουν το γκαλά ακόμα περισσότερες οικογένειες, έτσι ώστε να βάλω γρήγορα ένα τέλος. Ένα λεφούσι από Πραίτορες, Κυαίστορες, Δικαστές, Κυβερνήτες, Συγκλητικούς, επικεφαλής οικογενειών, αρχηγούς οίκων, εμπόρους, δύο Ολύμπιους Ιππότες και χίλιους άλλους έρχεται να καλησπερίσει τον αφέντη μου. Οι ηλικιωμένοι αυτοί άνθρωποι μιλούν για επιθέσεις Ανιχνευτών στον Ουρανό και τον Άριελ, μια ανόη​τη φήμη πως ένας νέος Μ αινόμενος Ιππότης έχει ήδη κερδίσει την πανοπλία, μυστηριώδεις βάσεις των Γιων του Άρη στον Τρίτωνα και ένα επανεμφανιζόμενο στέλεχος της πανούκλας σε μια από τις σκοτεινές ηπείρους της Γης. Ψιλοπράγματα. Πολλοί άλλοι παίρνουν τον αφέντη μου παράμερα, λες και δεν παρακολουθούν κάθε τους κίνηση εκατό μάτια, και με φωνές σαν σιρόπι τού λένε για τους ψιθύρους της νύχτας, για ανέμους που αλλάζουν και επικίνδυνες παλίρροιες. Τα σχήματα λόγου μπλέκονται. Η κεντρική ιδέα είναι η ίδια. Ο Αύγουστος έχει χάσει την εύνοια της Αρχόντισσας, όπως ακριβώς εγώ έχασα τη δική του εύνοια. Τα σκάφη που διασχίζουν με ταχύτητα τον νυχτερινό ουρανό από πάνω μας απέχουν τόσο πολύ από τη συζήτηση όσο κι εγώ. Η προσοχή μου έχει επικεντρωθεί στην ίδια την Αρχόντισσα. Πολύ παράξενο πράγμα να βλέπεις μια γυναίκα ακριβώς εκεί, πέρα από την πίστα χορού, στο υπερυψωμένο βάθρο, να μιλάει με άλλους άρχοντες οίκων και ανθρώπους που κυβερνούν τη ζωή εκατομμυρίων. Τόσο κοντινή, τόσο ανθρώπινη και τρωτή. Η Οκταβία Au-Λούνα στέκεται με τη θηλυκή κλίκα της, τις

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

133

τρεις Ερινύες – τρεις αδερφές που εμπιστεύεται πάνω από όλους τους άλλους. Όσον αφορά την Αρχόντισσα, είναι περισσότερο αρχοντική παρά όμορφη, με την ανέκφραστη όψη της. Η δύναμή της είναι η σιωπή της. Βλέπω πως τα λόγια της είναι μετρημένα, αλλά ακούει· ακούει τα λόγια των άλλων σαν το βουνό που ακούει τους ψιθύρους και τις κραυγές του ανέμου μέσα από τους γκρεμούς του, γύρω από τις κορυφές του. Βλέπω έναν άντρα να στέκεται μόνος του κοντά σ’ ένα δέντρο. Είναι σχεδόν τόσο χοντρός όσο και ο κορμός του δέντρου. Το χέρι του κάνει το μικρό του κύπελλο να μοιάζει ακόμα μικρότερο και φοράει το έμβλημα με το φτερωτό ξίφος, του Πραίτορα και Διοικητή στόλου. Τον πλησιάζω. Μ ε βλέπει που πλησιάζω και χαμογελάει. «Ντάροου Au-Ανδρομέδε» γρυλίζει ο Κάρνος. Χτυπάω τα δάχτυλά μου σε έναν περαστικό Ροζ. Παίρνοντας δύο από τα κύπελλα με το κρασί από τον φτιαγμένο από πάγο δίσκο του, δίνω ένα στον Κάρνο. «Σκέφτηκα πως, προτού έρθεις να με σκοτώσεις, μπορούμε να μοιραστούμε ένα ποτό». «Αυτό θα πει φίλος». Κατεβάζει το δικό του ποτό και παίρνει αυτό που του προσφέρω. Μ ε κοιτάζει εξεταστικά πάνω από το ποτήρι. «Δεν είσαι δηλητηριαστής, έτσι;» «Δεν είμαι τόσο εξευγενισμένος». «Αντάξια παρέα επομένως. Όλ’ αυτά τα φίδια ολόγυρα…» Χαμογελάει σαν κροκόδειλος, με τα σκούρα Χρυσά μάτια να παρακολουθούν τους άντρες και τις γυναίκες. Το κρασί έχει εξαφανιστεί σ’ ένα λεπτό. «Η ατμόσφαιρα είναι παράξενα παρακμιακή απόψε». «Μ αθαίνω πως τις εορταστικές εκδηλώσεις τις οργάνωσε ο Υδράργυρος» λέω. «Μ όνο στη Σελήνη θα άφηναν έναν Ασημένιο να παριστάνει τον Χρυσό». Ο Κάρνος γρυλίζει. «Το μισώ αυτό το φεγγάρι». Παίρνει μια λιχουδιά από έναν περαστικό δίσκο. «Το φαΐ είναι πολύ βαρύ. Όλα τ’ άλλα πολύ ελαφρά. Αν και μαθαίνω πως το έκτο πιάτο θα είναι κάτι που θα ανασταίνει και νεκρούς». Προσέχοντας τον παράξενο τόνο του, σταυρώνω τα χέρια μου και παρακολουθώ το πάρτι. Νιώθω παράξενη ανακούφιση

134

PIERCE BROWN

μένοντας δίπλα σ’ αυτόν τον μισητό άνθρωπο. Κανείς μας δε χρειάζεται να προσποιείται πως συμπαθεί τον άλλο. Δεν υπάρχουν μάσκες εδώ, τουλάχιστον όχι στον συνηθισμένο βαθμό. Αφήνει ένα βαθύ, χαιρέκακο γέλιο. «Στον Ιουλιανό θα άρεσε αυτό το περίπλοκο φαγητό. Ήταν ένα αυτάρεσκο, αηδιαστικό παιδί». Γυρίζω να κοιτάξω εξεταστικά τον φονιά. «Ο Κάσσιος μόνο καλά πράγματα έλεγε γι’ αυτόν». «Ο Κάσσιος». Ξεφυσάει κάτι σαν γέλιο. «Ο Κάσσιος μια φορά τραυμάτισε ένα πουλί με μια σφεντόνα. Μ ου ήρθε κλαίγοντας, επειδή ήξερε πως έπρεπε να το σκοτώσει για να το γλιτώσει από το μαρτύριό του, αλλά δεν μπορούσε. Το κοπάνησα με μια πέτρα αντί γι’ αυτόν. Ακριβώς όπως έκανες κι εσύ». Υπομειδιά. «Θα έπρεπε να σ’ ευχαριστήσω που σκούπισες τα γενετικά σκύβαλα». «Ο Ιουλιανός ήταν αδερφός σου, άνθρωπέ μου». «Κατουρούσε το κρεβάτι του όταν ήταν μικρός. Το κατουρούσε. Πάντα προσπαθούσε να κρύψει τα σεντόνια δίνοντάς τα ο ίδιος στις πλύστρες. Λες και οι πλύστρες δεν ήταν δικές μας. Ήταν ένα παιδί που δεν του άξιζε η εύνοια της μητέρας του ή το όνομα του πατέρα του». Αρπάζει άλλο ένα ποτήρι κρασί από έναν περαστικό Ροζ. «Προσπαθούν να το μετατρέψουν σε τραγωδία, αλλά δεν είναι. Είναι φυσικός νόμος». «Ο Ιουλιανός ήταν πιο άντρας από σένα, Κάρνε». Ο Κάρνος γελάει ενθουσιασμένος. «Ω, εξήγησέ μου το αυτό». «Σ’ έναν κόσμο φονιάδων, είναι πιο δύσκολο να είσαι ευγενικός παρά να είσαι μοχθηρός. Αλλά οι άνθρωποι σαν εσένα κι εμένα απλώς περνάμε την ώρα μας προτού έρθει να μας βρει ο θάνατος». «Πράγμα που εσένα θα σου συμβεί σύντομα». Γνέφει προς το μέρος του ξυραφιού μου. «Κρίμα που δε μεγάλωσες στο σπίτι μας. Μ αθαίνουμε το ξυράφι προτού μάθουμε να διαβάζουμε. Ο πατέρας μου μας έβαλε να φτιάξουμε τις λεπίδες μας, μας έβαλε να τους δώσουμε όνομα και να κοιμόμαστε δίπλα τους. Τότε ίσως να είχες μια πιθανότητα». «Αναρωτιέμαι τι θα είχες γίνει, αν σε είχε μάθει κάτι άλλο».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

135

«Είμαι αυτό που είμαι» λέει ο Κάρνος, παίρνοντας άλλο ένα ποτό. «Και μ’ έστειλαν να σε κυνηγήσω, εμένα απ’ όλους τους γιους και τις κόρες, επειδή είμαι ο καλύτερος σ’ αυτό που είμαι». Τον παρακολουθώ μια στιγμή. «Γιατί;» «Τι γιατί;» «Έχεις τα πάντα, Κάρνε. Πλούτη. Δύναμη. Εφτά αδερφούς κι αδερφές. Πόσα ξαδέρφια; Ανιψιούς; Ανιψιές; Έναν πατέρα και μια μητέρα που σ’ αγαπούν, ωστόσο… βρίσκεσαι εδώ, πίνοντας μόνος σου, σκοτώνοντας τους φίλους μου. Βάζοντας ως στόχο της ζωής σου να σκοτώσεις εμένα. Γιατί;» «Επειδή έκανες κακό στην οικογένειά μου. Κανένας δεν κάνει κακό στους Μ πελόνα και μένει ζωντανός». «Επομένως είναι εγωισμός». «Πάντα είναι εγωισμός». «Ο εγωισμός είναι απλώς μια κραυγή στον άνεμο». Κουνάει το κεφάλι του και η φωνή του γίνεται πιο βαθιά. «Θα πεθάνω. Θα πεθάνεις. Όλοι θα πεθάνουμε και το σύμπαν θα συνεχίσει χωρίς να νοιάζεται. Το μόνο που έχουμε είναι αυτή η κραυγή στον άνεμο – το πώς ζούμε. Και το πώς στεκόμαστε προτού πέσουμε». Σκύβει μπροστά. «Βλέπεις, λοιπόν, ο εγωισμός είναι το μόνο πράγμα». Τα μάτια του αφήνουν τα δικά μου και κοιτάζουν μέσα στην αίθουσα. «Εγωισμός και γυναίκες». Ακολουθώ τα μάτια του και τότε τη βλέπω. Φοράει μαύρα μέσα σε μια θάλασσα χρυσών, λευκών και κόκκινων. Σαν σκοτεινό φάντασμα, γλιστράει μέσα βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα κοντά στην άκρη του ψεύτικου δάσους. Σηκώνει καρτερικά τα αστραφτερά της μάτια στον ουρανό, στραβώνει το αυτάρεσκο στόμα της στα κεφάλια που γυρίζουν προς το μέρος της για να κοιτάξουν το πένθιμο φουστάνι της. Μ αύρο. Ένα χρώμα που δείχνει περιφρόνηση για όλους τους χαρωπούς Χρυσούς ολόγυρα. Μ αύρο σαν το χρώμα της στρατιω​τικής στολής που φοράω τώρα. Θυμάμαι τη θαλπωρή της σάρκας της, την πονηριά στη φωνή της, τη μυρωδιά στον αυχένα της, την καλοσύνη της καρδιάς της. Κοιτάζω τόσο έντονα, που σχεδόν μου διαφεύγει ο συνοδός της. Μ ακάρι να μου είχε διαφύγει.

136

PIERCE BROWN

Είναι ο Κάσσιος. Αυτός με τις βρομοκατάρατες χρυσαφένιες μπούκλες είναι με το κορίτσι που με περιέθαλψε μέχρι να γίνω καλά το χειμώνα, που με βοήθησε να θυμηθώ το όνειρο της Ηώς. Το χέρι του είναι στη μέση της. Τα χείλη του της ψιθυρίζουν στο αυτί. Τόσο σίγουρα όσο έχωσε ένα σπαθί στην κοιλιά μου, ο Κάσσιος AuΜ πελόνα καρφώνει τώρα ένα στιλέτο στην καρδιά μου. Τα μαλλιά του πυκνά και γυαλιστερά. Λακκάκι στο πιγούνι, χέρια σταθερά. Ώμοι δυνατοί, φτιαγμένοι για πόλεμο. Πρόσωπο καμωμένο για τις καρδιές της αυλής. Και φοράει τον ανατέλλοντα ήλιο του Πρωινού Ιππότη. Οι φήμες είναι αληθινές. Απλώνεται με ταχύτητα στο πάρτι. Η Αρχόντισσα τον έκανε έναν από τους δώδεκα. Παρά το γεγονός ότι εγώ νίκησα στο Ινστιτούτο, αυτός ανέβηκε ψηλότερα, περνώντας από τον Κύκλο Μ ονομαχιών της Σελήνης σαν ένας δαιμονισμένος αρχαίος Χρυσός απ’ την Εποχή της Κατάκτησης. Τον παρακολουθούσα στο ολοδοχείο, τον έβλεπα να παρελαύνει ολόγυρα στον Μ ατωμένο Τόπο, καθώς ένας άλλος Χρυσός κειτόταν ετοιμοθάνατος. Εδώ όμως, τώρα, καταπλήσσει, γοητεύει. Πρόσωπο χωρισμένο στα δύο από ένα λευκό χαμόγελο. Στο Χρυσαφένιο κορμί του έχει όσα έχω κι εγώ και περισσότερα. Είναι πιο γρήγορος στα πόδια από εμένα. Το ίδιο ψηλός. Πιο όμορφος. Πλουσιότερος. Έχει καλύτερο γέλιο και ο κόσμος τον θεωρεί πιο καλόκαρδο. Ωστόσο δεν έχει κανένα από τα φορτία μου. Και γιατί του αξίζει αυτό το κορίτσι, που τις κάνει όλες εκτός από την Ηώ να ωχριούν μπροστά της; Μ ήπως δεν τον ξέρει πόσο μικροπρεπής είναι; Πόσο σκληρή μπορεί να γίνει η καρδιά του; Δεν μπορώ να πάω κοντά της, ούτε καν όταν πλησιάζω αρκετά ώστε ν’ ακούω το γέλιο της. Αν μ’ έβλεπε, νομίζω πως θα γινόμουν κομμάτια. Θα υπήρχαν τύψεις στα μάτια της; Αμηχανία; Είμαι μια σκιά πάνω από την ευτυχία της; Θα τη νοιάξει καν που τη βλέπω μαζί του; Ή θα με θεωρήσει αξιολύπητο που την πλησίασα; Η σκέψη πονάει, όχι επειδή υποψιάζομαι ότι η Μ άστανγκ γίνεται μικροπρεπής με το να επιζητά τον εχθρό μου, αλλά επειδή ξέρω πως δεν είναι μικροπρεπής. Αν είναι με τον Κάσσιο, είναι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

137

επειδή νοιάζεται γι’ αυτόν. Η ιδέα και μόνο πονάει πιο βαθιά από όσο περίμενα. «Κι έτσι, λοιπόν, βλέπεις…» το χέρι του Κάρνου πέφτει βαρύ στον ώμο μου «…πως κανείς δε θα σε αναζητήσει». Ένα σφίξιμο απλώνεται στο στήθος μου, καθώς οι ώμοι μου ανοίγουν ένα μονοπάτι που με οδηγεί έξω από το γκαλά. Παίρνω έναν μικρότερο ανελκυστήρα για να πάω κάτω, μακριά από αυτούς τους ανθρώπους που ξέρουν μόνο πώς να κάνουν κακό. Μ ακριά στο δάσος, όπου βρίσκω μια γέφυρα που ενώνει τις όχθες ενός γοργού ρυακιού. Σκύβω πάνω από το στιλβωμένο κιγκλίδωμα προσπαθώντας ν’ αναπνεύσω, με κάθε ανάσα μου να γίνεται μια δήλωση. Δε χρειάζομαι τη Μ άστανγκ. Δε χρειάζομαι κανένα από αυτά τα άπληστα πλάσματα. Τέρμα για μένα τα παιχνίδια εξουσίας τους. Τέρμα η προσπάθεια να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Δεν ήμουν αρκετά καλός για σύζυγος. Δεν ήμουν αρκετά καλός ώστε να μ’ αφήσει η γυναίκα μου να γίνω πατέρας. Δεν ήμουν αρκετά καλός για να γίνω Χρυσός. Τώρα δεν είμαι αρκετά καλός για τη Μ άστανγκ. Απέτυχα να κάνω αυτό που βάλθηκα να κάνω. Απέτυχα να σηκωθώ ψηλά. Τώρα όμως δε θα αποτύχω. Όχι τώρα. Βγάζω το δαχτυλίδι που μου έδωσαν οι Γιοι. Το χέρι μου τρέμει. Τα νεύρα μου αφηνιάζουν. Θέλω να ξεράσω, υπάρχει τόση αδικία μέσα μου. Φέρνω το κρύο δαχτυλίδι στα χείλη μου. Πες τα λόγια και οι διεφθαρμένοι εξοντώνονται. Πες «σπάσε τις αλυσίδες» και η Βίκτρα εξαφανίζεται. Ο Κάσσιος εξαερώνεται. Ο Αύγουστος λιώνει. Ο Κάρνος διαλύεται. Η Μ άστανγκ πεθαίνει. Σ’ όλο το ηλιακό σύστημα, κύματα βομβών εκρήγνυνται και οι Κόκκινοι σηκώνονται ψηλά σ’ ένα αβέβαιο μέλλον. Έχε εμπιστοσύνη στον Άρη. Απλώς έχε εμπιστοσύνη πως ξέρει τι κάνει. Σπάσε τις αλυσίδες. Προσπαθώ να πω τα λόγια, τα τελευταία της Ηώς προτού

138

PIERCE BROWN

κρεμαστεί. Δεν έρχονται όμως. Τα πιέζω να βγουν με τη βία. Γαμώτο. Προσπαθώ να κάνω το στόμα μου να κουνηθεί. Μ α δε σαλεύει. Δεν μπορεί, επειδή μέσα μου ξέρω πως είναι λάθος. Δεν είναι η βία. Δεν είναι η συμπόνια για τους ανθρώπους που θα σκότωνα. Είναι θυμός. Το να τους σκοτώσω δεν αποδεικνύει τίποτα. Δε λύνει τίποτα. Πώς είναι δυνατόν να είναι αυτό το σχέδιο του Άρη; Η Ηώ είπε πως, αν σηκωνόμουν ψηλά, θ’ ακολουθούσαν κι άλλοι. Αλλά δεν έχω σηκωθεί ακόμη. Δεν έχω κάνει αυτό που μου ζήτησε. Δεν είμαι πρότυπο. Είμαι φονιάς. Δεν έχω δικαιο​λογία για να τα παρατήσω. Να παραδώσω το όνειρό της σε άλλους. Ο Άρης δε γνώρισε ποτέ την Ηώ. Ποτέ δεν είδε τη σπίθα μέσα της. Εγώ την είδα. Προτού πάρω την τελευταία μου ανάσα, πρέπει να χτίσω τον κόσμο όπου ήθελε να μεγαλώσει το παιδί μας. Αυτό ήταν το όνειρό της. Γι’ αυτό θυσιάστηκε, έτσι ώστε να μη χρειαστεί να θυσιαστούν άλλοι. Και δε θ’ αφήσω άλλους να αποφασίσουν για την τύχη μου. Όχι τώρα. Δεν έχω εμπιστοσύνη στον Άρη, αν αυτό σημαίνει πως πρέπει να απορρίψω την Ηώ. Όχι, αν σημαίνει πως πρέπει να θυσιάσω την εμπιστοσύνη μου στον εαυτό μου. Σκουπίζω τα δάκρυα από το πρόσωπό μου, με τον θυμό να έχει αντικατασταθεί από αποφασιστικότητα. Πρέπει να υπάρχει άλλος τρόπος. Καλύτερος τρόπος. Έχω δει τις ρωγμές στην Κοινωνία τους και ξέρω τι πρέπει να κάνω. Ξέρω τι φοβούνται περισσότερο οι Χρυσοί. Και δεν έχει καμιά σχέση με τον ξεσηκωμό των Κόκκινων. Δεν έχει καμιά σχέση με βόμβες ή συνωμοσίες ή επανάσταση. Αυτό που τρομοκρατεί τους Χρυσούς είναι απλό, απάνθρωπο και τόσο αρχαίο όσο και η ίδια η ανθρωπότητα. Ο εμφύλιος πόλεμος.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

139

140

PIERCE BROWN

ΜΕΡΟΣ Β΄ |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||

Απόδραση Αν είσαι αλεπού, κάνε τον λαγό. Αν είσαι λαγός, κάνε την αλεπού. – ΛΟΡΝ AU-ΑΡΚΟΣ

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

141

12 Αίμα αντί αίματος

Ε

πιστρέφω με αγέρωχο βήμα στο γκαλά. Οι Χρυσοί έχουν πάρει τις θέσεις τους και το τελετουργικό έχει ξεκινήσει για τα καλά. Δεν είμαι διακριτικός, καθώς χώνομαι κάτω από το τραπέζι και ψαχουλεύω ολόγυρα στο πάτωμα για να βρω το μενταγιόν με τον Πήγασο. Το βάζω στην τσέπη μου. Ισιώνω το τζάκετ μου. Αγνοώ τα ερωτηματικά βλέμματα και απομακρύνομαι με θράσος από το τραπέζι του Αυγούστου προς το αντικείμενο του ενδιαφέροντός μου. Ο Πλίνιος με φωνάζει σφυριχτά. Τον προσπερνώ. Πού να ξέρει τι ετοιμάζω. Ελίσσομαι ανάμεσα στα τραπέζια που φιλοξενούν τις ευγενείς οικογένειες, συγκεντρώνοντας τα βλέμματα όπως μια πέτρα που κυλάει από το βουνό συγκεντρώνει χιόνι. Τα νιώθω να μου δίνουν ώθηση. Ο βηματισμός μου είναι ανέμελος, τα χέρια μου επικίνδυνα συσπειρωμένα, σαν μυς λακκουβόχεντρας. Χιλιάδες με παρακολουθούν. Οι ψίθυροι υφαίνουν πίσω μου έναν μανδύα, καθώς όλοι συνειδητοποιούν τον στόχο μου· κάθεται στο μακρύ τραπέζι του τριγυρισμένος από τα μέλη της οικογένειάς του – ένας τέλειος Χρυσαφένιος που ακούει προσεκτικά την Αρχόντισσά του να μιλάει. Εκείνη κάνει κήρυγμα περί ενότητας. Η τάξη και η παράδοση είναι υψίστης σημασίας. Κανείς δε σηκώνεται ακόμη να με προκαλέσει. Μ πορεί να μην

142

PIERCE BROWN

καταλαβαίνουν. Ή μπορεί να νιώθουν τη δύναμη που έχω τώρα και δεν τολμούν να σηκωθούν. Οι Μ πελόνα προσέχουν τώρα τους ψιθύρους και γυρίζουν, σχεδόν σαν ένας άνθρωπος, μια οικογένεια των πενήντα και παραπάνω, για να με αντικρίσουν – έναν άνθρωπο φιλοπόλεμο, ντυμένο στα κατάμαυρα. Νέο, αδοκίμαστο στον πόλεμο. Που δεν έχει χύσει αίμα πέρα από τις αίθουσες του Ινστιτούτου και τους αστεροειδείς της Ακαδημίας. Κάποιοι μ’ έχουν θεωρήσει τρελό. Κάποιοι μ’ έχουν αποκαλέσει γενναίο. Απόψε είμαι και τα δύο. Το βάρος έχει χαθεί. Όλη η πίεση που άφησα να με συντρίβει όσο ανησυχούσα για τις προσδοκίες, καθώς αλαφροπατούσα ολόγυρα προσπαθώντας να πάρω μια απόφαση. Να είσαι ταχύς, λέω στον εαυτό μου. Μ ην παγώσεις. Μ η σταματήσεις. Μ η σταματήσεις στιγμή. Η φωνή της Αρχόντισσας τώρα κομπιάζει. Πολύ αργά για να γυρίσω πίσω. Ορμάω με τα μούτρα. Χαμογελάω. Και ξαφνικά στο γκαλά επικρατεί νεκρική σιγή, καθώς πετάγομαι δέκα μέτρα ψηλά στη χαμηλή βαρύτητα και προσεδαφίζομαι με φόρα στο τραπέζι των Μ πελόνα. Πιάτα σπάνε. Υπηρέτες σκορπίζονται. Μ πελόνα πέφτουν προς τα πίσω. Κάποιοι μου φωνάζουν. Κάποιοι δεν κουνιούνται ακόμα κι όταν χύνεται το κρασί τους. Η Αρχόντισσα παρακολουθεί με κεντρισμένη την περιέργεια, ενώ οι Ερινύες της αναδεύονται πλάι της. Ο Πλίνιος μοιάζει έτοιμος να πεθάνει. Σφίγγει τα γόνατά του γεμάτος πανικό. Δίπλα του, το Τσακάλι παράξενο και ανεξιχνία​στο σαν μοναχικό πλάσμα της ερήμου. Δε φόρεσα επίσημα παπούτσια απόψε. Οι μπότες μου είναι χοντρές και βαριές. Ραγίζουν την πορσελάνη, καθώς προχωράω πάνω στο τραπέζι των Μ πελόνα, συντρίβοντας πιάτα με πουτίγκα και λιώνοντας τρυφερά φιλέτα. Το αίμα σφυροκοπάει μέσα μου. Μ εθυστικό. Υψώνω τη φωνή μου. «Θέλω την προσοχή σας». Συντρίβω ένα πιάτο με μπιζέλια κάτω από τα πόδια μου. «Ίσως με γνωρίζετε». Ακούγονται νευρικά γέλια. Φυσικά και με γνωρίζουν. Γνωρίζουν όλους τους άξιους λόγου, αν και η δική μου αξία είναι περισσότερο θέμα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

143

φήμης παρά ουσίας. Βλέπω τις Ερινύες να ψιθυρίζουν στην Αρχόντισσα. Βλέπω τον Τάκτο να μην μπορεί να συγκρατήσει το χαμόγελό του. Ο Κάρνος σκύβει μπροστά γεμάτος άγχος. Η Βίκτρα χαμογελάει στο Τσακάλι. Βλέπω ακόμα και την Αντωνία να σκουντάει με τον αγκώνα της έναν ψηλό, γαλήνιο Χρυσό. Αποφεύγω να κοιτάξω τη Μ άστανγκ. Ο Πλίνιος παραληρεί στο αυτί του Αυγούστου. Ο Αύγουστος σηκώνει το χέρι του για να τον κάνει να σωπάσει. «Έχω την προσοχή σας;» ρωτάω. Ναι. Την έχω. «Μ ικρέ, κάτσε κάτω!» φωνάζει κάποιος. «Ανάγκασέ τον» απαντάει μεθυσμένα ο Τάκτος. «Όχι; Έτσι υπέθεσα κι εγώ!» «Για όσους από σας δε με ξέρουν, είμαι λογχοφόρος του Οίκου του Αυγούστου για καμιά ώρα ακόμη». Γελούν. «Είμαι εκείνος που αποκαλούν Θεριστή του Άρη, αυτός που ξέκανε έναν ολάκερο Απαράμιλλο Ιππότη, που εισέβαλε στον Όλυμπο και υποδούλωσε τους Κοσμήτορές του. Λέγομαι Ντάροου AuΑνδρομέδος και έχω αδικηθεί. »Εμείς οι Απαράμιλλοι Σημαδεμένοι καταγόμαστε από Χρυσούς προγόνους. Από κατακτητές με σιδερένια ραχοκοκαλιά. Έντιμους άντρες, έντιμες γυναίκες. Ενώπιόν σας σήμερα, όμως, βλέπω μια οικογένεια που είναι ανέντιμη. Μ ια οικογένεια με ραχοκοκαλιά φτιαγμένη από κιμωλία. Μ ια διεφθαρμένη και δόλια οικογένεια ψευτών και δειλών, που συνωμοτεί για να κλέψει τη θέση του κυβερνήτη από τον αφέντη μου παράνομα». Συντρίβω μια πιατέλα με τις μπότες μου. Ποιος ξέρει αν συνωμοτούν να το κάνουν ή όχι; Ακούγεται καλό. Φαίνεται σαν να συνωμοτούν. Και είναι η μάσκα που με βολεύει να φορούν. Ο Κάρνος απαντάει όμορφα, τραβώντας το ξυράφι του και ορμώντας καταπάνω μου. Ο πατέρας του, ο Διοικητής, του κάνει νόημα να γυρίσει πίσω. Ο Πραίτορας Κέλαν μοιάζει έτοιμος να μ’ αρπάξει από το πόδι και να με τραβήξει κάτω, όπου αναμφίβολα η Κάγκνι θα μου έκοβε τον λαιμό με το ίδιο μου το ξυράφι. Τα νεότερα κορίτσια της οικογένειάς τους με θεωρούν δαίμονα. Έναν δαίμονα που σκότωσε τον ξάδερφο, τον αδερφό τους. Δεν έχουν ιδέα τι είμαι πραγματικά. Ίσως όμως η δέσποινα Μ πελόνα

144

PIERCE BROWN

να ξέρει. Κατάχλωμη μέσα στη συμφορά της, κάθεται τριγυρισμένη από τα βλαστάρια της σαν εξασθενημένη λέαινα. Της μοιάζουν όσο μοιάζουν και στον άντρα της. Το τελευταίο πράγμα που προσέχω είναι το τρέμουλο στο μακρύ δεξί της χέρι, σαν να λαχταράει ένα μαχαίρι για να με σκοτώσει. «Δύο φορές αδικήθηκα από αυτή την οικογένεια. Μ ια φορά στη λάσπη του Ινστιτούτου. Ξανά στην Ακαδημία από αυτόν εκεί… κι αυτόν εκεί… κι αυτήν εκεί». Δείχνω όλους εκείνους που με ξυλοκόπησαν στους κήπους. Βλέπω τον Κάσσιο τώρα κοντά στην κεφαλή του τραπεζιού, ακριβώς δίπλα στον πατέρα και τη μητέρα του. Η Μ άστανγκ κάθεται πλάι του. Το πρόσωπό της είναι μια μάσκα. Απογοητευμένη; Ταραγμένη; Βαριεστημένη; Όταν μου ανασηκώνει το φρύδι, συναντώ το βλέμμα της, προχωρώ προς το μέρος της και βάζω το πόδι μου στην άκρη της καράφας με το κρασί που βρίσκεται μπροστά στον Κάσσιο. Όλα τα μάτια εστιάζονται εκεί, σαν φως που πέφτει σε μια μαύρη τρύπα. Σταματώντας τον χρόνο, τον χώρο. Λυγίζοντας τα πάντα προς τα εμπρός. Νιώθω κάποιους να κρατούν τις ανάσες τους. «Όλα τα Χρυσά δικαστήρια επιτρέπουν σε κάποιον να υπερασπιστεί την τιμή του απέναντι σε οποιαδήποτε δύναμη τη βεβηλώσει άδικα. Από τα παλιά εδάφη της Γης μέχρι τα παγωμένα σωθικά του Πλούτωνα, το δικαίωμα της πρόκλησης σε αναμέτρηση υπάρχει για οποιονδήποτε άντρα και οποιαδήποτε γυναίκα. Το όνομά μου, ευγενικοί άρχοντες και αρχόντισσες, είναι Ντάροου Au-Ανδρομέδος. Έχουν ουρήσει πάνω στην τιμή μου. Και απαιτώ ικανοποίηση». Αναποδογυρίζω το κρασί στα γόνατα του Κάσσιου. Πετάγεται σαν βολίδα προς το μέρος μου. Χρυσοί σ’ όλη τη μεγαλοπρεπή δεξίωση ορμούν από τις θέσεις τους μέσα σε οχλοβοή. Ο Τάκτος χιμάει από το τραπέζι μας ακολουθούμενος από τον Λήτο, τη Βίκτρα, όλους τους υπασπιστές και προμάχους των υποτελών του Αρχικυβερνήτη μου – τους Κόρβους, τους Ιούλιους, τους Βόλοξ, τους τεράστιους Τηλεμάνους, την οικογένεια του Παξ. Ξυράφια κροταλίζουν σε χέρια. Βρισιές σκίζουν τον χειμωνιάτικο αέρα. Η Αία, η πιο μεγαλόσωμη και πιο σκοτεινή από τις Ερινύες, σκύβει από το τραπέζι της Αρχόντισσας

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

145

και μουγκρίζει: «Σταματήστε αυτή την τρέλα!» Μ όλις που άρχισε.

Τα χέρια μου τρέμουν όπως έτρεμαν στο ορυχείο. Τώρα, όπως και τότε, με περιβάλλουν ερπετά. Δεν μπορούσες ποτέ να τις ακούσεις τις λακκουβόχεντρες. Σπάνια τις έβλεπες. Μ αύρες σαν την κόρη του ματιού, σέρνονται στις σκιές μέχρι να χτυπήσουν. Υπάρχει όμως ένας φόβος που έρχεται όταν βρίσκονται κοντά. Ένας φόβος ξεχωριστός από την παλλόμενη, αναγουλιαστική ζέστη που μαζεύεται στα καρύδια σου καθώς λαξεύεις ένα εκατομμύριο τόνους βράχου και όλη η τριβή διαχέεται προς τα πάνω, δημιουργώντας έναν βούρκο από κάτουρο και ιδρώτα μέσα στη στολή σου. Είναι ο φόβος της έλευσης του θανάτου. Σαν να έχει περάσει μια σκιά μέσα από την ψυχή σου. Ο ίδιος φόβος με πλημμυρίζει τώρα, καθώς αυτοί οι Απαράμιλλοι στέκονται γύρω μου, μια μάζα από δόλιο χρυσό. Που ψιθυρίζει. Που μιλάει σφυριχτά. Θανάσιμη σαν την αμαρτία. Το χιόνι στο χώμα τρίζει κάτω από τις βαριές μπότες μου. Σκύβω καθώς μιλάει η Αρχόντισσα. Μ ιλάει για τιμή και παράδοση. Για το πώς οι μονομαχίες σηματοδοτούν τη μεγαλοσύνη της φυλής μας, επομένως κάνει μια εξαίρεση για σήμερα. Μ πορούμε να μονομαχούμε και έξω από τις αρένες. Αυτή η θανάσιμη βεντέτα πρέπει να πάρει τέλος εδώ, τώρα, μπροστά στους αξιοσέβαστους της φυλής μας. Τόσο σίγουρη είναι για τον νεό​τερο Ολύμπιο Ιππότη της. Γιατί να μην είναι, όμως; Μ ’ έχει ξανασκοτώσει. «Αντίθετα με τους δειλούς της παλιάς εποχής, ξεπληρώνουμε τη σάρκα με σάρκα. Το κόκαλο με κόκαλο. Το αίμα με αίμα. Οι βεντέτες πεθαίνουν στον Μ ατωμένο Τόπο virtute et armis» απαγγέλλει η Αρχόντισσα. Με ανδρεία και όπλα. Αναμφίβολα έχει ήδη μιλήσει στους συμβούλους της. Θα πουν πως είμαι σε μειονεκτική θέση, πως ο Κάσσιος είναι ο καλύτερος ξιφομάχος. Δε θα είχε φτάσει ποτέ σ’ αυτό το σημείο, αν δεν την είχαν διαβεβαιώσει για ένα θετικό

146

PIERCE BROWN

αποτέλεσμα. «Όπως γινόταν με τους προγόνους μας, τώρα είναι και πάλι μια αναμέτρηση μέχρι θανάτου» δηλώνει. «Υπάρχουν διαφωνίες;» Αυτό ήλπιζα. Ούτε ο Κάσσιος ούτε εγώ λέμε το παραμικρό. Η Μ άστανγκ κάνει ένα βήμα μπροστά για να διαφωνήσει, αλλά η Ερινύα, η Αία, κουνάει το κεφάλι της σταματώντας την. «Τότε, σήμερα, res, non verba». Πράξεις, όχι λόγια. Μ ιλάω με τον αφέντη μου προτού μπω στο κέντρο του κύκλου που τώρα σχηματίζεται, καθώς Καστανοί παραμερίζουν τα τραπέζια από το χιονισμένο έδαφος. Ο Πλίνιος γυροφέρνει τον Αύγουστο. Το ίδιο και ο Λήτος, ο Τάκτος, η Βίκτρα και οι μεγάλοι Πραίτορες του Άρη. Τόσα διάσημα πρόσωπα, τόσοι πολεμιστές και πολιτικοί. Το Τσακάλι στέκεται παράμερα, πιο κοντός από τους άλλους, απαθής, χωρίς να μιλάει σε κανέναν. Αναρωτιέμαι τι θα μου έλεγε, αν υπήρχαν λιγότερα αυτιά να ακούν. Δε μοιάζει θυμωμένος. Ίσως έχει μάθει να εμπιστεύεται τα σχέδιά μου. Γνέφει με το κεφάλι του σαν να διαβάζει τις σκέψεις μου. Είμαστε ακόμη σύμμαχοι. «Για μένα είναι αυτό το θέαμα; Για λόγους ματαιοδοξίας; Για την αγάπη;» ρωτάει ο Αύγουστος, καθώς στέκομαι μπροστά του. Η ματιά του καρφώνεται μέσα μου προσπαθώντας να βρει το νόημα. Δεν μπορώ να μη ρίξω μια ματιά στη Μ άστανγκ. Ακόμα και τώρα με αποσπά από το έργο μου. «Είσαι τόσο νέος» λέει σχεδόν ψιθυριστά. «Αυτά που σας διαβάζουν στα παραμύθια είναι λάθος· η αγάπη δεν επιβιώνει από τέτοιου είδους πράγματα. Όχι η αγάπη της κόρης μου τουλάχιστον». Κάνει μια παύση συλλογισμένος. «Η ψυχή της είναι σαν της μητέρας της». «Δεν το κάνω για την αγάπη, άρχοντά μου». «Όχι;» «Όχι». Σκύβω το κεφάλι μου μπροστά του και θυμάμαι την Ανώτερη Γλώσσα του Μ ατέο. «Το καθήκον του γιου είναι η δόξα του πατέρα. Δεν είναι;» Πέφτω στο ένα γόνατο. «Δεν είσαι γιος μου».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

147

«Όχι. Οι Μ πελόνα τον σκότωσαν, σου τον έκλεψαν. Ο πρωτότοκος γιος σου, ο Κλαύδιος, ήταν ό,τι μπορούσε να ελπίσει κανείς – ένας γιος καλύτερος και σοφότερος από τον πατέρα του. Γι’ αυτό άφησέ με να σου κάνω δώρο το κεφάλι του δικού τους αγαπημένου γιου. Τέρμα οι υπεκφυγές. Τέρμα τα πολιτικά τους παιχνίδια. Αίμα αντί αίματος». «Άρχοντά μου, ο Ιουλιανός ήταν ένα πράγμα. Ο Κάσσιος όμως…» δοκιμάζει ο Πλίνιος. Ο Αύγουστος τον αγνοεί. «Θρηνώ για την ευλογία σου» λέω ξανά, πιέζοντας τον αφέντη μου. «Πόσο θα κρατήσεις την εύνοια της Αρχόντισσας; Έναν μήνα; Έναν χρόνο; Δύο; Σύντομα θα σε αντικαταστήσει με τους Μ πελόνα. Κοίτα πώς ευνοεί τον Κάσσιο. Κοίτα πώς σου κλέβει το παιδί σου. Κοίτα πώς το άλλο πηγαίνει προς το μέρος ενός Ασημένιου. Οι διάδοχοί σου έχουν ελαττωθεί. Ο χρόνος σου ως Αρχικυβερνήτη θα τελειώσει. Ας γίνει. Γιατί δεν είσαι άνθρωπος κατάλληλος για να είναι Αρχικυβερνήτης του Άρη. Είσαι άνθρωπος κατάλληλος να γίνει βασιλιάς του». Τα μάτια του αστράφτουν. «Δεν έχουμε βασιλιάδες». «Επειδή κανείς δεν τόλμησε να φτιάξει ένα στέμμα για τον εαυτό του» λέω. «Άφησε αυτό το βήμα να γίνει το πρώτο. Φτύσε κατάμουτρα την Αρχόντισσα. Κάνε με το ξίφος της οικογένειάς σου». Βγάζω ένα μαχαίρι από την μπότα μου και κάνω ένα γρήγορο κόψιμο κάτω από το μάτι μου. Το αίμα πέφτει σαν δάκρυα. Είναι μια παλιά ευλογία από τους σιδερένιους προγόνους, τους Κατακτητές. Και θα παγώσει όσους τη βλέπουν – ένα απομεινάρι μιας περασμένης, σκληρότερης εποχής. Είναι μια ευλογία από τον Άρη. Μ ια ευλογία σίδερου και αίματος. Φρενιασμένων σκαφών που έκαψαν την ξακουστή Βρετανική Αρμάδα πάνω από τον Βόρειο Πόλο της Γης και πέταξαν τους γρήγορους φονιάδες από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου καταμεσής στη ζώνη των αστεροειδών. Τα μάτια του αφέντη μου παίρνουν φωτιά σαν σβησμένα κάρβουνα που τα φυσάς, στην αρχή αργά και μετά ξαφνικά δυνατά. Τον έχω.

148

PIERCE BROWN

«Δίνω αβίαστα την ευλογία μου. Ό,τι κάνεις, κάνε το προς τιμήν μου». Σκύβει προς το μέρος μου. «Ορθώσου, Χρυσογέννητε. Ορθώσου, σιδερόπλαστε». Ο Αύγουστος αγγίζει με το δάχτυλό του το αίμα και μετά πιέζει το σημάδι κάτω από το δικό του μάτι. «Ορθώσου, Άνθρωπε του Άρη, και πάρε μαζί σου την οργή μου». Σηκώνομαι ανάμεσα σε ψιθύρους. Τώρα δεν πρόκειται πια για απλό καβγαδάκι μεταξύ παιδιών. Είναι η μάχη των οίκων. Πρόμαχος εναντίον προμάχου. «Hic sunt leones» λέει, γέρνοντας στο πλάι το κεφάλι του – εν μέρει πρόκληση, εν μέρει ευχή. Τι ματαιόδοξο γουρούνι. Ξέρει την απόγνωσή μου να κρατήσω την εύνοιά του. Ξέρει πως παίζει με τα σπίρτα πάνω από ένα βαρελάκι με μπαρούτι. Ωστόσο τα μάτια του γυαλίζουν λάγνα, λαχταρώντας αίμα και την υπόσχεση της ισχύος όπως εγώ λαχταρώ τον αέρα. «Hic sunt leones» επαναλαμβάνω. Γυρίζω στο κέντρο του κύκλου, γνέφοντας στον Τάκτο και στη Βίκτρα. Αγγίζουν τη λαβή των ξυραφιών τους, όπως και οι άλλοι υπασπιστές. Η ομαδική νοοτροπία μας είναι έντονη. «Έξοχη τύχη» λέει ο Τάκτος. Ψηλά πάνω μας, σκάφη αρμενίζουν ήσυχα στη μεγάλη νύχτα. Δέντρα λικνίζονται στο αεράκι. Πόλεις λαμπυρίζουν πέρα μακριά. Η Γη αιωρείται σαν φουσκωμένο φεγγάρι, ενώ ξετυλίγω το ξυράφι μου από τον πήχη μου. Η Μ άστανγκ έρχεται κοντά μου, καθώς η μητέρα του Κάσσιου τον φιλάει στο μέτωπο. «Ώστε τώρα είσαι υποχείριο;» ρωτάει γρήγορα. «Κι εσύ είσαι τρόπαιο;» Τραβιέται και μετά τα χείλη της στραβώνουν σ’ έναν ελαφρά περιφρονητικό μορφασμό. «Σ’ εμένα το λες αυτό; Δε σ’ αναγνωρίζω καν». «Ούτε κι εγώ εσένα, Βιργινία. Υπηρετείς την Αρχόντισσα τώρα;» Την αναγνωρίζω όμως, παρά το τρομερό χάσμα που τώρα την κάνει να δίνει την αίσθηση περισσότερο της ξένης παρά της φίλης. Το σφίξιμο στο στήθος μου είναι δικό της δημιούργημα. Το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

149

ίδιο και η αμήχανη ένταση στα χέρια μου, που λαχταρούν να την αγγίξουν, λαχταρούν να την αγκαλιάσουν και να της πουν πως όλ’ αυτά είναι ψεύτικα προσχήματα. Δεν είμαι υποχείριο του πατέρα της. Είμαι περισσότερα από αυτό. Όλ’ αυτά είναι για καλό. Απλώς όχι για το δικό τους καλό. «“Βιργινία”». Γέρνει το κεφάλι της προς το μέρος μου χαμογελώντας θλιμμένα, καθώς ρίχνει μια ματιά στους δύο χιλιάδες Απαράμιλλους που περιμένουν. «Ξέρεις, αναρωτιόμουν τα τελευταία αυτά χρόνια… Υποθέτω πως έπρεπε να έχω αναρωτηθεί από την αρχή, αλλά έχεις τόσο παράξενο χαρακτήρα – σε κάνει να μπερδεύεσαι. Θα ρωτήσω τώρα όμως». Τα φωτεινά μάτια της με διαπερνούν ψάχνοντας, κρίνοντας. «Είσαι παράφρων;» Κοιτάζω τον Κάσσιο. «Εσύ;» «Ζηλεύεις; Αυτό είναι αστείο». Σκύβει προς το μέρος μου με έναν τραχύ ψίθυρο. «Κρίμα που δε με σέβεσαι αρκετά ώστε να υποθέτεις πως έχω το δικό μου σχέδιο. Νομίζεις πως βρίσκομαι εδώ επειδή τα ερεθισμένα λαγόνια μου με ρίχνουν στην αγκαλιά των Μ πελόνα. Σε παρακαλώ. Δεν είμαι καμιά σκύλα σε οίστρο. Προστατεύω την οικογένειά μου με κάθε αναγκαίο μέσο. Εσύ ποιον προστατεύεις εκτός από τον εαυτό σου;» «Προδίδεις την οικογένειά σου όντας μαζί του». Δεν έχω καμιά ψεύτικη απάντηση ικανή να μοιάσει με αλήθεια. Πρέπει να ανεχτώ να φαίνομαι αχρείος στα μάτια της. Ωστόσο δεν μπορώ να τα κοιτάξω. «Ο Κάσσιος είναι άνθρωπος μοχθηρός». «Ενηλικιώσου, Ντάροου». Φαίνεται έτοιμη να πει κάτι βαθύτερο, αλλά κουνάει μόνο το κεφάλι της και, γυρίζοντας να φύγει, λέει: «Θα σε σκοτώσει. Θα προσπαθήσω να πείσω την Οκταβία να βάλει τέλος νωρίς». Χάνει αρχικά τα λόγια της. «Μ ακάρι να μην είχες έρθει σ’ αυτό το φεγγάρι». Μ ε αφήνει ζουλώντας το χέρι του Κάσσιου, προτού ανακατευτεί με την ακολουθία της Αρχόντισσας στο υπερυψωμένο βάθρο. «Επιτέλους μόνοι, παλιέ μου φίλε» λέει ο Κάσσιος, στέλνοντάς μου ένα χαμόγελο. Κάποτε ήμαστε σαν αδέρφια. Μ οιραστήκαμε το φαγητό και

150

PIERCE BROWN

παραβγήκαμε στο τρέξιμο εκείνη την πρώτη μέρα στο Ινστιτούτο. Εισβάλαμε στον Οίκο της Αθηνάς μαζί. Πώς γελούσε όταν έκλεψα τη μαγείρισσά τους και ο Σέβρο το λάβαρό τους! Καλπάσαμε στις πεδιάδες εκείνη τη νύχτα κάτω από το φως των δίδυμων φεγγαριών. Θυμάμαι το δέος στα μάτια του όταν αιχμαλώτισαν την Κουίν. Όταν ο ομόχρωμός μου, ο Τίτος, τον έδειρε και τον κατούρησε. Πώς ένιωσα τα δάκρυα να πλημμυρίζουν τα μάτια μου τότε, όταν ήμαστε σαν αδέρφια, προτού καταρρεύσουν όλα. Το χιόνι με γεύση κανέλας και πορτοκαλιού εξακολουθεί να πέφτει. Κάθεται πάνω στα σγουρά μαλλιά του. Πάνω στους φαρδιούς του ώμους. Στο χιόνι ήταν που πολέμησε τελευταία φορά μαζί μου. Έχωσε σκουριασμένο ατσάλι στην κοιλιά μου και μ’ άφησε να πεθάνω μέσα στην ίδια μου τη βρομιά. Δεν έχω ξεχάσει πώς στριφογύρισε εκείνη τη λεπίδα για να βεβαιωθεί πως η πληγή δε θα έκλεινε. Η λεπίδα του τώρα είναι εβένινη. Κουλουριάζεται μπροστά του, πάνω από ένα μέτρο στενού σπαθιού όταν στερεοποιείται. Πάνω από δύο μέτρα εύκαμπτου κοφτερού μαστίγιου όταν χαλαρώνει από τον διακόπτη στη λαβή, που στέλνει ένα χημικό ερέθισμα στη μοριακή δομή της λεπίδας. Χρυσαφένια σύμβολα σημαδεύουν τη λεπίδα, μιλώντας για την καταγωγή της οικογένειάς του. Τις κατακτήσεις τους. Τους Θριάμβους που έγιναν προς τιμήν τους. Αρχαίοι, αλαζόνες, πανίσχυροι. Η δική μου λεπίδα είναι γυμνή, χωρίς διακόσμηση. «Ώστε λοιπόν πήρα αυτό που ήταν δικό σου» λέει, πλησιάζοντας πιο κοντά και γνέφοντας προς το μέρος της Μ άστανγκ. Γελάω. «Ποτέ δεν ήταν δική μου. Και σίγουρα δεν είναι δική σου». Καταφτάνει ο Λευκός με τα μακριά ρούχα του, ανοίγοντας δρόμο με σκουντιές. Φαλακρό κεφάλι. Καμπουριασμένη πλάτη. «Την είχα όμως με τρόπους που εσύ δεν την είχες». Η φωνή του χαμηλώνει, έτσι ώστε να ακούμε μόνο οι δυο μας. «Αναρωτιέμαι, ξαπλώνεις μόνος σου τη νύχτα με τη σκέψη στις απολαύσεις που της χαρίζω; Σε εκνευρίζει που ξέρω πώς φιλάει;

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

151

Πώς αναστενάζει όταν την αγγίζεις στον αυχένα;» Δεν απαντώ. «Πώς βογκάει το όνομά μου αντί για το δικό σου;» Δε γελάει. Μ πορεί να απεχθάνεται αυτά που λέει, αλλά θα έλεγε οτιδήποτε για να με πληγώσει. Γενικά δεν είναι κακός άνθρωπος. Απλώς είναι ο δικός μου κακός άνθρωπος. «Για την ακρίβεια, βογκούσε καθώς έμπαινα μέσα της σήμερα το πρωί». «Τι θα έλεγε ο Ιουλιανός, αν μπορούσε να σε δει τώρα;» ρωτάω. «Θα επαναλάμβανε τα λόγια της μητέρας μου και θα με ικέτευε να σε σκοτώσω». «Ή μήπως θα θρηνούσε για τον διάβολο που έχεις γίνει;» Ξετυλίγει το ξυράφι του και ανάβει την αιγίδα του. Η δική μου αιγίδα βουίζει σιγανά, καθώς την ενεργοποιώ – μια διαυγής ενεργειακή ασπίδα γαλάζιων ιόντων, που καμπυλώνει ελαφρά προς τα έξω από το αριστερό μου γάντι, τριάντα εκατοστά μήκος επί εξήντα πλάτος. Το χιόνι λιώνει όταν περνάω την αιγίδα κοντά από το χώμα. Μ ια θολή άλως σχηματίζεται γύρω από το γαλάζιο φως. «Είμαστε όλοι διάβολοι». Το ξαφνικό του γέλιο αιωρείται ψηλά σαν μεταξωτή κορδέλα που την παρασέρνει το αεράκι. «Αυτό ήταν πάντα το πρόβλημά σου, Ντάροου. Έχεις παραφουσκωμένη εικόνα για τον εαυτό σου. Νομίζεις πως έχεις κάπου καταχωνιασμένη κάποιου είδους ηθική. Νομίζεις πως είσαι καλύτερος από μας, ενώ στην πραγματικότητα είσαι υποδεέστερος. Παίζεις μια ζωή παιχνίδια που δεν μπορείς να μάθεις εναντίον ανθρώπων που δεν μπορείς να ανταγωνιστείς». «Ανταγωνίστηκα μια χαρά τον Ιουλιανό». «Κάθαρμα». Το πρόσωπό του συσπάται και ορμάει προς τα εμπρός μουγκρίζοντας. Μ ε πετά προς τα πίσω προτού προλάβει ο Λευκός να δώσει την ευλογία του. Μ ας φωνάζουν να σταματήσουμε, αλλά καθώς τα ξυράφια στριγκλίζουν, οι φωνές σβήνουν και όλα τα μάτια γουρλώνουν, καθώς το ανθρωποκτόνο μέταλλο ηχεί θρηνητικά μέσα από το χιόνι που πέφτει αργά. Χρησιμοποιεί τα δόγματα του Κραβάτ. Τέσσερα δευτερόλεπτα ακριβούς, κινητικής βίας, υποχώρηση. Εκτίμηση. Εμπλοκή.

152

PIERCE BROWN

Ο μόνος ήχος που ακούγεται σ’ αυτό το παράξενο μέρος είναι από μας. Το αλλόκοτο, διαπεραστικό μοιρολόι ενός κυρτωμένου μαστίγιου. Ο υπόκωφος βόμβος της συμπαγούς λεπίδας. Το κροτάλισμα, καθώς οι αιγίδες στα αριστερά χέρια βγάζουν άσπρες σπίθες όταν οι λεπίδες πέφτουν πάνω τους. Το τριζοβόλημα του χιονιού και το τρίξιμο του δέρματος. Παρά τον θυμό του, ο Κάσσιος έχει τέλειο στιλ. Τα πόδια του κινιούνται χωρίς ποτέ να σταυρώνουν· οι γοφοί του περιστρέφονται καθώς ορμάει στα στιβαρά ξεσπάσματά του. Η ανάσα του βγαίνει μετρημένη, ρυθμική. Χτυπάει με το μαστίγιό του μπροστά με κυκλική κίνηση, μετά σκληραίνει τη λεπίδα και την περιστρέφει προς τα πάνω, στοχεύοντας τους βουβώνες μου. Οι κινήσεις του εναλλάσσονται γρήγορα. Εκπαιδευμένα. Ακονισμένες από δασκάλους και Ξίφη της Κοινωνίας. Είναι εύκολο να δει κανείς γιατί έχει ρημάξει τους αντιπάλους του από τότε που ήταν παιδί, γιατί με ξεκοίλιασε στο Ινστιτούτο. Επειδή οι εχθροί του μάχονται σαν κι αυτόν αλλά πιο αργά. Εγώ δε μάχομαι σαν κι εκείνους. Έμαθα το μάθημά μου. Τώρα θα μάθει το δικό του. «Έκανες προπόνηση. Μ πορείς να αντιμετωπίσεις έξι κινήσεις στο σετ» λέει, καθώς τραβιέται προς τα πίσω. Χιμάει μπροστά, προσποιούμενος πως θα χτυπήσει ψηλά και σαρώνοντας χαμηλά για να πετύχει τους αστραγάλους μου. «Είσαι όμως πρωτάρης ακόμη». Στέλνει μια ριπή εφτά χτυπημάτων εναντίον μου, σχεδόν σουβλίζοντας τον δεξιό μου ώμο. Αναγνωρίζω τη μορφή της εμπλοκής, αλλά εξακολουθώ να υστερώ ένα κλάσμα από την ταχύτητά του. Ξεφεύγω με δυσκολία, βγαίνοντας την τελευταία στιγμή έξω από την τροχιά ενός χτυπήματος. Άλλα δύο σετ των εφτά έρχονται σε γρήγορη αλληλουχία. Μ ετά βίας ξεφεύγω από το τελευταίο, πέφτοντας στο γόνατο και κοιτάζοντας ολόγυρα τους συγκεντρωμένους καλεσμένους. «Το ακούς αυτό;» ρωτάει. Δεν ακούω τίποτα πέρα από τον άνεμο και το σφυροκόπημα της καρδιάς μου. «Αυτός είναι ο ήχος του μοναχικού θανάτου. Κανείς δε θα κλάψει. Κανείς δε θα νοιαστεί». «Ο Άρκος θα νοιαστεί» ψιθυρίζω.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

153

Τσιτώνεται. «Τι είπες;» «Ο Λορν Au-Άρκος θα νοιαστεί, αν πεθάνει ο τελευταίος του μαθητής» λέω, παρατώντας την ψεύτικα λαχανιασμένη ανάσα και ισιώνοντας περήφανα το σώμα μου. Ο Κάσσιος με κοιτάζει σαν να είδε φάντασμα. Διστάζει. Το ίδιο και όσοι ακούν τα λόγια μου. «Όσο εσύ έτρωγες εγώ εκπαιδευόμουν. Όσο έπινες εκπαιδευόμουν, όσο επιζητούσες τις απολαύσεις εκπαιδευόμουν, από τις εβδομάδες μετά το Ινστιτούτο μέχρι τις ημέρες πριν από την Ακαδημία». «Ο Λορν Au-Άρκος δε δέχεται μαθητές» λέει σφυριχτά ο Κάσσιος. «Εδώ και τριάντα χρόνια». «Έκανε μια εξαίρεση». «Ψεύτη». «Μ πα;» γελάω. «Νόμισες πως ήρθα εδώ για να σκοτωθώ; Νόμισες πως είχες δικαίωμα πάνω στη ζωή μου; Όχι, Κάσσιε. Ήρθα εδώ για να σε πετσοκόψω μπροστά στους γονείς σου». Οπισθοχωρεί με τα μάτια του να πετάγονται προς τον πατέρα του, προς τον Κάρνο. Γέρνω το κεφάλι μου. «Έλα, τώρα, αδερφέ. Δε θέλεις θα δεις πόσο καλά μάχομαι στην πραγματικότητα;» Κάνει μια παύση και ορμάω πάνω του σαν νυχτερινό σαρκοβόρο, με τους ώμους καμπουριασμένους με αρχέγονη φειδώ, αθόρυβος σαν το ίδιο το σκοτάδι. Τα λόγια του Λορν ξανάρχονται στο μυαλό μου. «Ο βλάκας τραβάει τα φύλλα. Ο βάρβαρος κόβει τον κορμό. Ο σοφός σκάβει τις ρίζες». Κι έτσι, τον κάνω να απομακρύνει το ένα του πόδι από το άλλο, στέλνοντας εναντίον του το ένα σετ μετά το άλλο. Όχι για τα τέσσερα δευτερόλεπτα που διδάσκουν οι Χρυσοί. Αλλά για εφτά, μετά έξι, εναλλάσσοντας, μετά σπάζοντας το πρότυπο. Δώδεκα κινήσεις στο σετ. Η άμυνά του είναι ακριβής. Κι αν μαχόμουν όπως μου έμαθε να μάχομαι, θα έπεφτα νεκρός από το χέρι του. Όμως διδάχτηκα να κινούμαι από τον θείο μου και να σκοτώνω από έναν θρύλο. Λυσσομανώ και στριφογυρίζω, πηδώντας ψηλά και χτυπώντας προς τα κάτω, πέφτοντας πάνω του σαν μεγάλη καταιγίδα, κοπανώντας και συντρίβοντας και σφυροκοπώντας τον. Και όταν επιτίθεται, λυγίζω στο πλάι μέχρι τη στιγμή που μπορώ να τον

154

PIERCE BROWN

σπάσω, όπως με εκπαίδευσε να κάνω ο Λορν Au-Άρκος. Να κινείσαι κυκλικά. Ποτέ να μην υποχωρείς προς τα πίσω. Καμιά επίθεση δεν ανοίγει όταν κάποιος επιτρέπει στον εαυτό του να τον σπρώξουν προς τα πίσω. Χρησιμοποίησε τη φόρα του για να δημιουργήσεις νέες γωνίες. Κύλησε γύρω του. Το Μονοπάτι της Ιτιάς. Όμορφος, ρευστός, σαν ανοιξιάτικο τραγούδι στην άμυνα, μετά επιθετικός και φοβερός όπως τα κλαδιά μιας ιτιάς στον βαθύ χειμώνα, καθώς παγεροί άνεμοι ουρλιάζουν από τα βουνά. Μ έσα μου, το Κόκκινο συναντάει το Χρυσό. Η λεπίδα μου εναλλάσσεται στιγμιαία ανάμεσα σε μαστίγιο και κυρτή κυρτολεπίδα. Πέφτει με δύναμη πάνω στο σπαθί του και η αιγίδα στο αριστερό του πλάι κροταλίζει από τη δύναμη των χτυπημάτων μου. Ο Κάσσιος παραπαίει. Είναι ένας επαγγελματίας μονομάχος που τον γρονθοκοπάει ένας νταής του δρόμου. Γελάω. Γελάω τρελά και το πλήθος ολόγυρα ζητωκραυγάζει σοκαρισμένο, ενώ κάποιοι στριγκλίζουν όταν χτυπάω την αιγίδα του Κάσσιου τόσο δυνατά, που υπερφορτίζεται. Σπίθες σφυρίζουν από τη μονάδα στο μπράτσο του. Ανοίγω εκεί μια πληγή, μια στον αγκώνα του, στην επιγονατίδα, στον αστράγαλό του. Τινάζω τη λεπίδα προς τα πάνω και του χαρακώνω το πρόσωπο. Σταματάω και οπισθοχωρώ με ρευστές κινήσεις, ποζάροντας με το μαστίγιο, καθώς σέρνεται για να μετατραπεί σε κυρτή κυρτολεπίδα. Όσοι παρακολουθούν δε θα ξεχάσουν ποτέ. Γυναίκες στριγκλίζουν για τον Κάσσιο. Ερωμένες που είχε στα νιάτα του και που τώρα παρακολουθούν τον άνθρωπο με τον οποίο μεγάλωσαν, τον άνθρωπο που τις έριξε στο κρεβάτι, τις άφησε με ψεύτικες υποσχέσεις και τις έκανε να νομίζουν πως μόλις έχασαν τον δυνατότερο της γενιάς τους. Παρακολουθούν καθώς κάποιος άλλος τον μετατρέπει σε μια παλλόμενη, ματωμένη μάζα. Τον ντροπιάζω. Όλα όμως έχουν τον λόγο τους. Όλα γίνονται για να κάνουν εκείνο το μίσος που σιγοκαίει ανάμεσα στους Μ πελόνα και στους Αυγούστους να βράσει και να ξεχειλίσει σε πόλεμο. Πηγαινοέρχομαι μέσα στον κύκλο σαν λιοντάρι στο κλουβί, μέχρι που φτάνω μπροστά στον Διοικητή Μ πελόνα.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

155

«Ο γιος σου θα πεθάνει» λέω άγρια, τριάντα πόντους από το πρόσωπό του. Είναι χοντρός. Μ ε τετράγωνο πιγούνι, καλοσυνάτος, με μυτερό γένι. Τα μάτια του τρεμοπαίζουν δίνοντας την υπόσχεση δακρύων. Δε λέει τίποτα. Είναι άνθρωπος μεγαλόφρων και θα ακολουθήσει τον έντιμο δρόμο, έστω κι αν σημαίνει πως θα παρακολουθήσει τον αγαπημένο του γιο να πεθαίνει. Ακόμα και στη μέση της οργής μου, νιώθω την ντροπή. Νιώθω τη φρίκη τού να είμαι ο άνθρωπος που έρχεται από το σκοτάδι για να κατασπαράξει μια οικογένεια. «Θα καθίσεις απλώς και θα βλέπεις;» φωνάζω στον Μ πελόνα. Η γυναίκα του Διοικητή Μ πελόνα δεν είναι τόσο μεγαλόφρων. Βράζει, κατηγορώντας με το βλέμμα της την Αρχόντισσα. Βλέπω τι θέλει. Επιστρέφω στον Κάσσιο. Θα πρέπει να παρακολουθούν χωρίς να κάνουν τίποτα, όπως παρακολούθησα εγώ την Ηώ. «Δέσποινα Μ πελόνα, είσαι αρκετά μεγαλόφρων ώστε να παρακολουθήσεις τον Κάσσιό σου να πεθαίνει; Να παρακολουθήσεις καθώς θα εξαφανίζεται από τον κόσμο;» Τα χείλη της σουφρώνουν. Ψιθυρίζει στον Κάρνο, στην Κάγκνι. «Αυτή είναι η δύναμη του Οίκου Μ πελόνα; Παρακολουθείτε σαν πρόβατα, ενώ ο λύκος μπαίνει στο μαντρί;» Το μετατρέπω σε μεγαλοπρεπές θέαμα για τους θερμόαιμους. Ο Κάσσιος προσπαθεί να πολεμήσει. Παραπαίει καθώς του κόβω την επιγονατίδα. Το αίμα του φτιάχνει μια σκιά στο χιόνι. Τόσο αργά σκότωσε τον Τίτο. Έχει πανικοβληθεί, κοιτάζει την οικογένειά του ξέροντας πως θα είναι η τελευταία φορά που τη βλέπει. Δεν έχουν Κοιλάδα. Αυτή η ζωή είναι ο παράδεισός τους. Σε πείσμα όλων αυτών, το θέαμα είναι θλιβερό και νιώθω οίκτο για εκείνον. Η Κάγκνι, με την προτροπή της δέσποινας Μ πελόνα, έχει κάνει ήδη ένα βήμα μπροστά, με το γωνιώδες, όμορφο πρόσωπό της παραμορφωμένο από την οργή. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πληγώσω λίγο ακόμα τον δυνατό ξάδερφό της τον Κάσσιο. Όμως ο Διοικητής Μ πελόνα την τραβάει πίσω με ένα αμείλικτο χέρι. Αγριοκοιτάζει απειλητικά τον Αύγουστο, μετά περιφέρει το βλέμμα του ολόγυρα.

156

PIERCE BROWN

«Κανένας Μ πελόνα δε θα αναμειχθεί. Στον λόγο της τιμής μου». Ωστόσο η γυναίκα του δεν συμφωνεί. Ρίχνει άλλο ένα δηκτικό βλέμμα στην Αρχόντισσα και η Αρχόντισσα σηκώνει το χέρι της. «Σταθείτε!» φωνάζει. «Στάσου, Ανδρομέδε!» Αιφνιδιάζομαι πραγματικά από τη διακοπή. Όλοι κοιτάζουν προς το βάθρο της Αρχόντισσας. Ο Κάσσιος αναπνέει λαχανιασμένος. Δεν μπορεί να είναι τόσο χαζή. Μ πορεί; Η διακοπή επιβεβαιώνει τις φήμες σ’ εμένα, σε όλους. Η Αρχόντισσα αποκαλύπτει την ευνοιοκρατία της. Έχει επιλέξει την οικογένεια Μ πελόνα. Θα αντικαταστήσουν τους Αυγούστους στον Άρη. Ο Κάσσιος θα πρέπει να ήταν σημαντικός σ’ αυτό το σχέδιο. Τώρα, εξαιτίας του λαθεμένου υπολογισμού της, ο Κάσσιος πρόκειται να πεθάνει και το σχέδιό της θα ζαβώσει. Παρ’ όλ’ αυτά, δε μου είχε περάσει από το μυαλό πως θα έκανε αυτό που ετοιμάζεται να κάνει. Είναι τόσο ανόητο. Τόσο μυωπικό. Η αλαζονεία της την έκανε ανόητη. «Έχει γίνει μια προσθήκη στους κανονισμούς. Εφόσον ο Λευκός δεν μπόρεσε να δώσει την καθιερωμένη ευλογία, ο αγώνας θα είναι μέχρι θανάτου ή παράδοσης» δηλώνει, κοιτάζοντας τη μητέρα του Κάσσιου. «Αυτά είναι τα όρια της μονομαχίας. Πάρα πολλά από τα πολύτιμα παιδιά μας χάνονται στα σχολεία μας. Δεν είναι ανάγκη να χαραμίσουμε αυτά τα δύο έξοχα παιδιά εξαιτίας κάποιας σχολικής φάρσας». «Αρχόντισσά μου» φωνάζει ο Αύγουστος, άπληστος για το αιματοβαμμένο τρόπαιό του «ο νόμος είναι σαφής. Από τη στιγμή που αναγγέλλεται ένας αγώνας, οι κανονισμοί δεν μπορούν να τροποποιηθούν από άντρα ή γυναίκα». «Επικαλείσαι νόμους. Πρόκειται για ευχάριστη ειρωνεία όταν έρχεται από σένα, Νέρωνα». Ακούγονται χάχανα από το πλήθος, πράγμα που μου λέει πως οι φήμες για την ανάμειξή του στη λαθροχειρία στο Ινστιτούτο υπέρ του Τσακαλιού έχουν πέραση αυτή την εποχή. «Αρχόντισσά μου, σ’ αυτό το ζήτημα υποστηρίζουμε τον Αύγουστο» λέει μια βροντώδης φωνή. Ο Ντάξο Au-Τηλεμάνος κάνει ένα βήμα μπροστά. Είναι ο μεγαλύτερος αδερφός του Παξ,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

157

ψηλός όσο ήταν και ο φίλος μου αλλά λιγότερο θηριώδης. Περισσότερο πεύκο παρά μεγάλος ογκόλιθος. Όπως και του πατέρα του, του Κάβαξ, το κεφάλι του είναι φαλακρό, αλλά χαραγμένο με Χρυσαφένιους αγγέλους. Μ ια σκανδαλιάρικη σπίθα χορεύει σε νυσταγμένα μάτια φωλιασμένα κάτω από μεγάλα, στριφτά φρύδια. «Διόλου περίεργο» γρυλίζει η μητέρα του Κάσσιου. «Απιστία!» μουγκρίζει ο Κάβαξ, ο πατέρας του Ντάξο. Χαϊδεύει εναλλάξ το διχαλωτό κόκκινο γένι του και τη μεγάλη εξημερωμένη αλεπού που κρατάει στο αριστερό του χέρι. «Αυτό βρομάει απιστία και ευνοιοκρατία. Δεν εξάπτομαι εύκολα. Αλλά νιώθω προσβεβλημένος. Προσβεβλημένος!» «Πρόσεχε, Κάβαξ» λέει παγερά η Οκταβία «κάποια πράγματα αφότου τα πεις δεν μπορείς να τα πάρεις πίσω». «Για ποιον άλλο λόγο θα τα ’λεγε;» ρωτάει ο Ντάξο κοιτάζοντας προς το μέρος των οικογενειών από τους Αέριους Γίγαντες, όπου ξέρει πως θα βρει συμμάχους σ’ αυτή την αντιπαράθεση. «Πιστεύω όμως πως τώρα θα μπορούσε να σου δώσει μια συμβουλή, Αρχόντισσά μου: ακόμα και τα λόγια σου δεν μπορούν ν’ αλλάξουν τον νόμο. Ο πατέρας σου το ανακάλυψε αυτό από το δικό σου χέρι, ψέματα;» Οι Ερινύες της Αρχόντισσας κάνουν ένα απειλητικό βήμα μπροστά. Από τη μεριά της, η Αρχόντισσα επιτρέπει στον εαυτό της μόνο το πιο αυστηρό χαμόγελο. «Μ α, νεαρέ Τηλεμάνε, αδυνατείς να θυμηθείς πως ο λόγος μου είναι νόμος». Αυτό είναι κάτι που δεν το κάνεις. Ένας Χρυσός μπορεί να κυβερνάει άλλους Χρυσούς. Δηλώνεις όμως την εξουσία σου με δική σου ευθύνη. Η Αρχόντισσα έχει μείνει τόσο καιρό στον Πρωινό Θρόνο, που το έχει ξεχάσει αυτό. Τα λόγια της δεν είναι νόμος. Τώρα μετατρέπονται σε πρόκληση. Μ ια πρόκληση που αποδέχομαι με ανοιχτές αγκάλες. Ξέρει πως τα λόγια είναι λάθος τη στιγμή που συναντάει τα μάτια μου και συνειδητοποιούμε και οι δύο πως υπάρχει μια κίνηση που μπορώ να κάνω την οποία δεν μπορεί να εξουδετερώσει. «Δε θα κλέψεις αυτό που είναι δικό μου» γρυλίζω.

158

PIERCE BROWN

Κάνω απότομα μεταβολή προς το μέρος του Κάσσιου. Σηκώνει τη λεπίδα του. Δε μ’ άφησε να παραδοθώ στη λάσπη του Ινστιτούτου. Ξέρει πως δε θα τον αφήσω να παραδοθεί τώρα. Το πρόσωπό του χλωμιάζει καθώς επιτίθεμαι. Σκέφτεται όλα εκείνα που πρόκειται να χάσει. Πόσο πολύτιμη είναι η ζωή του. Χρυσός μέχρι τέλους. Άλλοι μου φωνάζουν να σταματήσω, στριγκλίζοντας πως είναι άδικο. Είναι ο ορισμός της δικαιοσύνης. Εμένα θα με είχαν αφήσει να πεθάνω. Χιμάει για τον λαιμό μου. Είναι προσποίηση. Τινάζει το ξυράφι του προς τα κάτω για να το τυλίξει γύρω από το πόδι μου. Περιμένει να τραβηχτώ. Ορμάω κατευθείαν πάνω του, μέσα από το ημικύκλιο του χτυπήματός του, πηδάω πάνω από το κεφάλι του στη χαμηλή βαρύτητα, μετά στρίβω το μαστίγιό μου προς τα πίσω χωρίς να κοιτάζω. Το μαστίγιο τυλίγεται γύρω από το απλωμένο δεξί του μπράτσο. Πιέζω το κουμπί που κάνει το ξυράφι να συσπειρωθεί και, με τον ήχο ενός παγωμένου κλαδιού δέντρου που ραγίζει τον χειμώνα, ακρωτηριάζω το οπλισμένο χέρι του Κάσσιου Au-Μ πελόνα. Σιωπή και κραυγές σε ίσα μέρη. Δε γυρίζω, περιμένω μια στιγμή που μοιάζει ατέλειωτη. Όταν το κάνω, βρίσκω τον Κάσσιο ακόμη όρθιο, να τρεκλίζει, χωρίς πολλή ζωή πια. Κανείς άλλος δεν κουνιέται, καθώς ο Κάσσιος πέφτει. Ο πατέρας του κοιτάζει το χώμα σιωπηλός. «Είπα σταμάτα!» φωνάζει η Αρχόντισσα. Δύο Ερινύες πηδούν από το βάθρο και προσεδαφίζονται με τις λεπίδες να χορεύουν στα χέρια τους. «Τέλειωσέ το» διατάζει ο Αύγουστος. Προχωράω αγέρωχα προς το μέρος του Κάσσιου. Μ ε φτύνει με τρεμάμενα χείλη. Περιφρονητικός ακόμα και τώρα. Σηκώνω τη λεπίδα μου. Μ ετά ένα χέρι τυλίγεται γύρω από τον καρπό μου. Δεν είναι λαβή σιδερένια. Είναι μαλακή. Ζεστή πάνω στο δέρμα μου. Απαλή. «Νίκησες, Ντάροου» λέει η Μ άστανγκ ήρεμα και κάνει τον κύκλο για να έρθει μπροστά μου, έτσι που τα μάτια της να συναντήσουν τα δικά μου. Οι Ερινύες σταματούν έξω από τον

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

159

κύκλο. «Μ ην παρασυρθείς». Δεν μπορούσα να φανταστώ την Ηώ να με παρακολουθεί από την Κοιλάδα. Σ’ αυτή την κόλαση έχασα την πίστη μου. Η Μ άστανγκ την επαναφέρει ορμητικά. Η Ηώ μπορεί να με παρακολουθεί ή μπορεί και όχι. Μ όνο ένα πράγμα είναι σίγουρο. Η Μ άστανγκ με παρακολουθεί τώρα κι αυτό που βλέπω στα μάτια της είναι αρκετό για να κάνει το χέρι μου να πέσει στο πλευρό μου. Τότε είναι που χαμογελάει, σαν να με ξαναβλέπει πρώτη φορά ύστερα από χρόνια. «Μ πράβο». «Σκοτώστε τον!» στριγκλίζει η μητέρα του Κάσσιου. «Σκοτώστε τον τώρα!» «Όχι!» βρυχάται ο Διοικητής Μ πελόνα. Πολύ αργά. Τα μάτια της Μ άστανγκ γουρλώνουν. Στρέφομαι έγκαιρα για να δω τον κύκλο να διαλύεται, καταρρέοντας προς τα μέσα σαν να ήταν από άμμο. Όχι μονομιάς αλλά σταδιακά. Ένας Μ πελόνα τρέχει προς το μέρος μου σιωπηλά, σκυφτά, θανάσιμα. Ακολουθεί άλλος ένας. Μ ετά έρχεται ο Τάκτος από την ομάδα του Αυγούστου. Έπειτα άλλος ένας λογχοφόρος. Ακούω την πολεμική κραυγή του φίλου μου. Αντηχεί μια δεύτερη. Δεν ήταν μόνο ένας από τους παρόντες Χρυσούς μέλος του στρατού μου. Η Κάγκνι Au-Μ πελόνα με φτάνει πρώτη. Η κλεμμένη λεπίδα μου εκτοξεύεται με έναν τραχύ ήχο προς τον λαιμό μου. Σκύβω, αλλά θα είχα χάσει το κεφάλι μου, αν η Μ άστανγκ δεν είχε πετάξει προς τα πάνω τη δική της λεπίδα για να εκτρέψει το πλήγμα. Σπίθες καίνε το πρόσωπό μου και ο Τάκτος ορμάει στην Κάγκνι από το πλάι, κόβοντάς τη στα δυο πέρα ως πέρα. Ουρλιαχτά. Ο Μ ατωμένος Τόπος καταρρέει εντελώς. Χρυσοί των Μ πελόνα και των Αυγούστων τρέχουν να προστατεύσουν τους συντρόφους τους. Άλλοι το σκάνε. Ο Κάρνος ορμάει στον Τάκτο – παραείναι δυνατός αντίπαλος για τον φίλο μου. Τρέχω να τον βοηθήσω, σώζοντάς τον, μέχρι που η Βίκτρα μαζί με άλλους μπαίνουν ανάμεσα στον Κάρνο και σ’ εμάς. Η Μ άστανγκ έχει χαθεί στη συμπλοκή. Την ψάχνω ξέφρενα. Μ ια λεπίδα αστράφτει

160

PIERCE BROWN

κοντά στο κεφάλι μου. Ακούγονται βροντερές κραυγές, καθώς η Αρχόντισσα κάνει έκκληση για ηρεμία. Δεν είναι στο χέρι της όμως. Μ ια γυναίκα στριγκλίζει πάνω από το ρημαγμένο σώμα της Κάγκνι. Δεκάδες άντρες και γυναίκες, όλοι με λεπίδες, λιανίζουν ο ένας τον άλλον. Ο Τάκτος μού πετάει το ξυράφι που είχε κλέψει η Κάγκνι. Μ ετά τρώει μια λεπίδα στον ώμο τη στιγμή που με προστατεύει πάλι. Γυρίζω απότομα για να βοηθήσω τον φίλο μου και πελεκάω το μπράτσο του Μ πελόνα καθώς τραβάει τη λεπίδα του έξω από τον Τάκτο. Τραβάω δυνατά τον φίλο μου προς το μέρος μου. Ανοίγω πετσοκόβοντας δρόμο. Μ ια λεπίδα γρατζουνίζει τον πήχη μου. Το μάτι μου παίρνει τη Μ άστανγκ μέσα στο χάος να καλύπτει το πληγωμένο σώμα του Κάσσιου. Δεν ξέρω αν θα τη σκοτώσουν οι Μ πελόνα. Την άφησαν να καθίσει στο τραπέζι. Ωστόσο, δεν ξέρω. Ορμάω προς το μέρος της, ρίχνοντας το βάρος μου πάνω στα σώματα ανάμεσά μας. Ο Τάκτος βοηθάει. Πέφτω με φόρα πάνω σε μια γυναίκα. Η Αντωνία. Τα μάτια της φωτίζονται, καθώς ανεβάζει ένα μαχαίρι προς το στομάχι μου, αλλά η Βίκτρα, η αδερφή της, της κοπανάει μια γροθιά κατάμουτρα και ο Τάκτος αρχίζει να την κλοτσάει καθώς πέφτει. Η Βίκτρα μού χαρίζει ένα πλατύ χαμόγελο, μέχρι που ο Κάρνος την τραβάει κάτω από τα μαλλιά. Αποκρούεται όταν ο Λήτος μπαίνει στον καβγά, αντιστρέφοντας τη φορά των πραγμάτων με τις ακριβείς επιθέσεις του ιριδίζοντος ξυραφιού του. Οι Τηλεμάνοι τον ακολουθούν, πατέρας και γιος αποδεκατίζουν τους Χρυσούς που έρχονται μπροστά τους με ξυράφια μεγάλα όσο το μισό μου σώμα. «Τάκτε, μαζί μου!» φωνάζω. Ο Τάκτος αιμορραγεί, αλλά είναι όρθιος και αλυχτάει τρελά σαν να πολεμάει ακόμη δίπλα στον Σέβρο. Μ αζί, πηδάμε ψηλά σ’ αυτή τη χαμηλή βαρύτητα. Ξέρει πως πάω για τη Μ άστανγκ. Όμως οι Μ πελόνα είναι πολλοί. Τα ξυράφια τους πολύ θανατηφόρα. «Μ άστανγκ!» φωνάζω, αποφεύγοντας δύο Μ πελόνα. Πετσοκόβω το πρόσωπο του ενός και χτυπάω τον άλλο στον λαιμό με την αιγίδα μου. Άλλος ένας έρχεται να τους βοηθήσει.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

161

Και μετά ακόμα ένας, μέχρι που δημιουργείται ένα πυκνό ανάχωμα από Μ πελόνα που μου φράζει τον δρόμο. «Προστάτεψε τον Αρχικυβερνήτη!» μου φωνάζει η Μ άστανγκ με φωνή πιο ψύχραιμη από τη δική μου, κάνοντάς με να νιώσω ένας ηλίθιος κολλημένος με τον ιπποτισμό. Φυσικά και δε με χρειάζεται για να τη σώσω. «Προστάτεψε τον πατέρα μου!» Και παρ’ όλο που δεν μπορώ να τη δω μέσα στον συνωστισμό, υπακούω. Αφήνω τον Τάκτο να με τραβήξει από τον γιακά μακριά προς τις γραμμές μας, που υποχωρούν, καθώς δέχονται επίθεση από το πλάι. Και κάποιος άλλος μουγκρίζει προς το μέρος μας να προστατεύσουμε τον Αύγουστο. Άλλοι φωνάζουν να προστατευτούν ο Διοικητής Μ πελόνα και ο Κάσσιος. Πολλοί αρχηγοί οικογενειών έχουν μεταφερθεί μακριά από τα ένοπλα κλιμάκια οικογενειακών μελών, που βγαίνουν οπισθοχωρώντας από το χάος με τις λεπίδες τους έτοιμες. Το σκάνε από τον οβελίσκο του κτιρίου, χρησιμοποιώντας τους ανελκυστήρες για να απομακρυνθούν από το σημείο, μια που οι βαρυμπότες είχαν απαγορευτεί. Το μέρος έχει σχεδόν ερημώσει. Οι Πραιτοριανοί της Αρχόντισσας –πορφυρομαυροντυμένοι Οψιδιανοί και Χρυσοί– σχηματίζουν κλοιό και την απομακρύνουν πετώντας από το διαλυμένο γκαλά. Φορούν εξάρτυση καταστολής και τα καψαλιστήρια τους ρίχνουν πονομπάλες και κυματοδιασκορπιστές στις αντιμαχόμενες οικογένειες, σκορπίζοντας τους Χρυσούς σαν καλοκαιρινές μύγες. «ΑΥΓΟΥΣΤΕ!» φωνάζει ο πελώριος Κάρνος, καθώς χιμάει από τις γραμμές των Μ πελόνα μέσα από τους κυματοδιασκορπιστές σαν τρελός. Ρίχνει κάτω κάποιον με τον ώμο του, σμπαραλιάζει το πρόσωπο ενός λογχοφόρου με την αιγίδα του και ορμάει με το κεφάλι στον Αύγουστο, ελπίζοντας να σκοτώσει τον αντίζηλο της οικογένειάς του με μια θανατερή εφόρμηση. «ΑΥΓΟΥΣΤΕ!» Ο Λήτος, ο καλύτερος ξιφομάχος μας και κηδεμονευόμενος του Αυγούστου, τον αναχαιτίζει μπροστά από τον Αρχικυβερνήτη. «Hic sunt leones!» φωνάζει προς τον ουρανό.

162

PIERCE BROWN

Ο Λήτος κινείται σαν τη θάλασσα, ρευστός και τρομερός στην αρμονία των κινήσεών του. Πετάει βίαια πίσω τον Κάρνο και ετοιμάζεται να του ανοίξει την κοιλιά, όταν ξαφνικά τρεκλίζει. Παγώνει στα μισά της κίνησης. Ο Κάρνος οπισθοχωρεί σκοντάφτοντας, μετά ισιώνει το σώμα του, απορώντας ίσως που είναι ακόμη ζωντανός. Γέρνει το κεφάλι του κοιτάζοντας τον Λήτο, που απλώνει το χέρι του στον μηρό του σαν να τον τσίμπησε κάτι. Ο Λήτος βουλιάζει αργά στο ένα του γόνατο με τα χέρια νωθρά. Τα μακριά μαλλιά του πέφτουν πάνω στο πρόσωπό του, μετά μοιάζει να παγώνει στη θέση του, ακίνητος ξαφνικά στη μέση του χάους. Θλιμμένα μάτια λάμπουν από τη στήλη καπνού της μηχανής ενός περαστικού σκάφους, καθώς κυλάει ήρεμα στον ορίζοντα. Είναι όμορφος εκείνη τη στιγμή, προτού ο Κάρνος του κόψει το κεφάλι. «Λήτε!» μουγκρίζει ο Αύγουστος. Τα μάτια του γουρλώνουν και σπρώχνει τους άντρες των Τηλεμάνων, που τον κουβαλούν μακριά. Το μάτι μου παίρνει το Τσακάλι να χώνει την ασημένια γραφίδα του μέσα στο μανίκι του, εκείνη που στριφογύριζε στα χέρια του καθώς μου πρότεινε τη μυστική μας συμμαχία. Τα μάτια μας συναντιούνται. Χαμογελάει γυμνώνοντας όλα του τα δόντια. Και ξέρω πως έκανα συμφωνία με τον διάβολο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

163

13 Λυσσασμένα σκυλιά

Τ

ο σκάμε από την κορυφή του οβελίσκου. Αναγκάστηκα ν’ αφήσω πίσω τη Μ άστανγκ. Ξέρει τι κάνει. Μ ε κάποιο τρόπο είχα καταφέρει να το ξεχάσω. Πάντα ξέρει τι κάνει, γαμώτο. «Δε θα της κάνουν κακό» μου λέει ο Αύγουστος και νομίζω πως είναι η πρώτη φορά που διακρίνω συγκίνηση στο πρόσωπό του. Όχι. Η δεύτερη φορά. Όταν ούρλιαξε για τον Λήτο ήταν σαν να είχε χάσει έναν γιο. Έτσι μοιάζει τώρα, με πρόσωπο άτονο και κατά είκοσι χρόνια γερασμένο. Έχασε τον μεγάλο του γιο. Έχασε τη δεύτερη σύζυγό του, τη μητέρα των παιδιών του. Τώρα χάνει τον άνθρωπο που υιοθέτησε για να αντικαταστήσει εκείνο τον γιο και φοβάται για τη γυναίκα που του θυμίζει εκείνη τη σύζυγο. Αν πράγματι της κάνουν κακό, θα φταίω εγώ. Έθεσα τα πράγματα σε κίνηση. Αυτή τη φορά δε θα μπορούσε να έχει πάει καλύτερα. Αίμα κυλάει στα χέρια μου σε μικρά ρυάκια και μαζεύεται ανάμεσα στα δάχτυλα, σχηματίζοντας ένα ματωμένο πέταλο γύρω από τη βάση των νυχιών. Οι αρθρώσεις μου λυγίζουν κάτασπρες όπου δεν υπάρχει αίμα. Μ ε αηδιάζει, όμως τα χέρια μου γι’ αυτό είναι φτιαγμένα. Εγκαταλείπουμε αυτό το χειμωνιάτικο μέρος με τα δέντρα, αφού το βάψαμε κόκκινο. Πολλοί μεταφέρουν τους τραυματίες μας, κοντά μια ντουζίνα. Εφτά νεκροί. Μ ετά βίας είκοσι σώοι σ’

164

PIERCE BROWN

ολόκληρη την ακολουθία. Άλλοι λείπουν. Ο ανυπέρβλητος Λήτος έχει χαθεί, ο υπασπιστής του Πλίνιου πετσοκόφτηκε και μια από τους Πραίτορές μας πληγώθηκε με μια λεπίδα στον λαιμό από τον Κέλαν Au-Μ πελόνα. Κουβαλάω την Πραίτορα στην αγκαλιά μου προσπαθώντας να σταματήσω την αιμορραγία, καθώς παίρνουμε τον ανελκυστήρα για να κατεβούμε από τον οβελίσκο. Δύσκολη υπόθεση. Η Βίκτρα πιέζει ένα κομμάτι από το φόρεμά της πάνω στην πληγή. Θα έδινα τα πάντα για ένα ζευγάρι βαρυμπότες. Σχηματίζουμε στενό κλοιό γύρω από τον αφέντη μας. Ξυράφια τραβηγμένα. Αίμα μουλιάζει το μπράτσο μου μέχρι τον αγκώνα. Ιδρώτας τρέχει στο πρόσωπο και στα πλευρά μου. Κόκκινες σταγόνες πιτσιλίζουν το πάτωμα του ανελκυστήρα στα πόδια της ομάδας μας, κυλώντας από χέρια, πληγές, λεπίδες. Ωστόσο στα πρόσωπα γύρω μου ζωγραφίζονται ειλικρινή χαμόγελα. Ζεσταίνομαι μέσα στη στολή μου, έτσι, ξεκουμπώνω τα πάνω κουμπιά. Ο Τάκτος αιμορραγεί δίπλα μου. Η πληγή διαπερνά τον αριστερό του ώμο. Διαμπερής μαχαιριά. «Σκέτο αίμα είναι» λέει στη Βίκτρα, που ανησυχεί από πάνω του. «Είναι μια τρύπα μέσα σου». «Καθόλου παράξενο». Χαμογελάει στο ύψος της μέσης της. «Φρικοδιάολε. Κι εσύ έχεις μια τρύπα μέσα σου και δε με βλέπεις να παραπονιέμαι. Αούουουουου». Τσιρίζει καθώς η Βίκτρα χώνει έναν επίδεσμο από το φόρεμά της μέσα στην πληγή του. Γελάει μέσα στον πόνο του για άλλη μια στιγμή, μετά με κοιτάζει και κουνάει το κεφάλι του με μάτια άγρια κι ευτυχισμένα. «Εκπαιδευόσουν με τον Λορν Au-Άρκος, μεγάλε. Ύπουλε νταβατζή». Μ ’ έσωσε από την Κάγκνι. Γνέφω και χτυπάω τη ματωμένη γροθιά μου στη δική του, με τις παλιές προσβολές και τα στοιχήματα για τη ζωή μου προσωρινά ξεχασμένα. Πολλοί από τους άλλους Χρυσούς, τους Πραίτορες, τους ιππότες, τους στρατιωτικούς και ιδιαίτερα τις γυναίκες –και έχουμε αναλογικά πιο πολλές ανάμεσα στους Πολιτικούς και τους οικονομολόγους μας από τους περισσότερους οίκους– σκουπίζουν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

165

τα μέτωπά τους, αφήνοντας κατακόκκινους λεκέδες. Είναι από εκείνους τους Χρυσούς που θα σου έλεγαν πως το πρόβλημα στο να είσαι Χρυσός είναι πως οι πάντες έχουν ήδη κατακτηθεί. Σημαίνει πως κανείς δεν αξίζει τον κόπο να τον πολεμήσεις. Δεν υπάρχει κανείς για να χρησιμοποιήσεις εναντίον του όλη αυτή την εκπαίδευση και όλη αυτή τη δύναμη. Ε, λοιπόν, μόλις τους έδωσα μια καινούρια γεύση μάχης. Και παρ’ όλο που ο κηδεμονευόμενος του Κυβερνήτη τους είναι νεκρός, παρ’ όλο που η Αρχιπραίτοράς τους αιμορραγεί στον ώμο μου και η Μ άστανγκ βρίσκεται στα χέρια του εχθρού, θέλουν να παίξουν. Και η δημιουργία πτωμάτων είναι το παιχνίδι της ημέρας. Γέροι και νέοι με κοιτάζουν πεινασμένα. Περιμένοντας να ταϊστούν. Έτσι είναι όταν είσαι ο νούμερο ένα, ο Πρώτος. Οι άλλοι προσβλέπουν σε σένα για καθοδήγηση. Μ πορούν να μυρίσουν την αψιά μυρωδιά του αίματος πάνω σου προτού καν την αποκτήσεις. Η ηλικία δεν έχει σημασία. Η εμπειρία δεν έχει σημασία. Το μόνο που έχει σημασία είναι πως τροφοδοτώ αυτά τα άρρωστα τομάρια με καινούρια θηράματα. Παιδιά κλαίνε γύρω μας, ξαφνιάζοντάς με. Τόσο εύθραυστα πλάσματα μια νύχτα σαν κι αυτή. Οι γιοι και οι κόρες της μικρότερης αδερφής του Αυγούστου. Ο πατέρας τους τους χαϊδεύει τα μαλλιά για να τα ηρεμήσει. Ξεφυσώντας, η γυναίκα του σκύβει και χαστουκίζει ένα ένα τα παιδιά κατάμουτρα, μέχρι που εκείνα σταματούν τα κλαψουρίσματα. «Φανείτε γενναίοι». Οι Οψιδιανοί και οι Γκρίζοι μας δε μας περιμένουν στο ισόγειο. Κάπου τους έχουν μεταφέρει. Ούτε οι Οψιδιανοί και οι Χρυσοί της Αρχόντισσας καταφτάνουν από τον αέρα. Πράγμα που σημαίνει πως δεν έχει ακόμη αποφασίσει τι θα κάνει. Όπως ακριβώς περίμενα. Δεν μπορεί να μας εξοντώσει. Το να ξεκληρίσει ένας οίκος έναν άλλο οίκο είναι ένα πράγμα. Αλλά να το κάνει η μεγάλη ηγέτιδα με την ισχύ και τα κεφάλαια που της έχει εμπιστευτεί η Σύγκλητος; Έχει ξαναγίνει, κι εκείνος ο Άρχοντας αποκεφαλίστηκε από την κόρη του. Την κόρη που κάθεται τώρα στον θρόνο. Ω, πρέπει να με μισεί γι’ αυτή την ιστορία.

166

PIERCE BROWN

Κάτω από τον ανελκυστήρα, φώτα λάμπουν κατά μήκος των πλακόστρωτων μονοπατιών που διασχίζουν το τεράστιο δάσος με τα λουλουδιασμένα δέντρα. Οι μουσικοί δεν παίζουν πια. Στη θέση τους ακούμε κραυγές και στριγκλιές και μεγάλα διαστήματα τρομακτικής σιωπής. Χρυσοί τρέχουν από κάτω. Το σκάνε στους πέτρινους διαδρόμους πέρα από το δάσος, όπου μπορούν να φτάσουν στα σκάφη τους, να πετάξουν στην πατρίδα τους. Μ όνο που κάποιοι δεν το σκάνε. Κυνηγούν. Συνέβη κάτι που δεν το περίμενα. Άλλες οικογενειακές βεντέτες βρίσκουν ικανοποίηση απόψε. Ήταν η ίδια αίσθηση στο Ινστιτούτο όταν οι υπόλοιποι μαθητές συνειδητοποίησαν πως δεν ήταν παιχνίδι. Πως δεν υπήρχαν κανόνες. Μ ια απόκοσμη αίσθηση, μια εντύπωση πως στο έδαφος περιφέρονται δαίμονες αντί για ανθρώπους. Ποιος ξέρει τι θα κάνει ο καθένας τώρα που οι κανόνες εξαφανίστηκαν; Υπάρχουν τέσσερις κυνηγοί στο βάθος. Ένα μπουλούκι από τρεις άντρες και μια νεαρή γυναίκα ορμούν σιωπηλά μέσα από το δάσος. Πηδούν πάνω από ένα ρυάκι. Τρέχουν με το σφρίγος των πεινασμένων. Μ ε όλη τη φιλοδοξία της νιότης. Από τον Οίκο Φαλδ, κατά τα φαινόμενα. Αναγνωρίζω τη σταφιδομάτα Λίλαθ, το κορίτσι που έστειλε το Τσακάλι για να παραδώσει στον Κάσσιο την ολοπροβολή μου να σκοτώνω τον Ιουλιανό. Μ αζί της είναι ο Κιπίωνας, ο εύσωμος νεαρός που κάποτε βοηθούσε την Αντωνία μέσα κι έξω από την κρεβατοκάμαρα. Τους παρακολουθούμε σιωπηλά, καθώς ο ανελκυστήρας μας κατεβαίνει. Κουβαλώντας θάνατο, η νευρώδης αγέλη τρέχει ανάμεσα στα δέντρα προς μια αμέριμνη σειρά μελών του Οίκου Θορν, ντυμένων με ερυθρόλευκα φορέματα και στολές· πολύ αργά, προσπαθούν ξέφρενα να φτάσουν στους πέτρινους διαδρόμους. Το λάβαρό τους είναι το ρόδο. Πέφτει, καθώς οι φονιάδες ξεπετάγονται από τα δέντρα. Μ ια οικογένεια πεθαίνει. Είναι τρομακτικό πόσο αθόρυβα και γρήγορα γίνονται όλα με τα ξυράφια. Διαφορετικά από ό,τι στη μονομαχία μου. Εγώ έκανα με το πάσο μου. Αυτοί όχι. Βλέπω ένα αγόρι δέκα χρονών να κόβεται στη μέση. Δεν υπάρχει έλεος για τα Χρυσά παιδιά. Δε θεωρούνται αθώα. Είναι απόγονοι του εχθρού. Κατάστρεψέ τα ή

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

167

πολέμησε εναντίον τους σε πολλά χρόνια από τώρα. Μ ια γυναίκα με βραδινό φόρεμα ανταποδίδει τα χτυπήματα, καταφέρνει να σκοτώσει έναν από τους Φαλδ προτού την πετσοκόψουν. Δύο παιδιά τρέχουν. Το ένα πιάνεται. Η άλλη διαφεύγει. Είναι η μόνη. Μ ετά οι λογχοφόροι Φαλδ χορεύουν. Κάνοντας μεγάλα, υπερβολικά τονισμένα βήματα. Γυρίζουν προς διάφορες κατευθύνσεις, τραβώντας τις μύτες των ποδιών τους πάνω στο σκοτεινό χώμα. Μ όνο που δε χορεύουν. «Φρικοδιάολε» βλαστημάει ο Τάκτος και τρίβει το πρόσωπό του. «Τα παιδιά…» ψιθυρίζει η Βίκτρα. Ο Αύγουστος δε λέει τίποτα. Το πρόσωπό του είναι αποφασιστικό σαν πέτρα. «Οι Θορν έχουν δεκαπέντε παιδιά». Δάκρυα μαζεύονται στα μάτια της Βίκτρας, αιφνιδιάζοντάς με. «Τέρατα» ψιθυρίζει το Τσακάλι, στέλνοντας ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου με το πόσο καλά υποκρίνεται. Δε δίνει δεκάρα. Παιδιά. Θα είχε τραγουδήσει η Ηώ, αν ήξερε πως αυτή ήταν η χορωδία; Όλοι κουβαλάμε φορτία. Και καθώς οι φονιάδες γλιστρούν μακριά από τη δολοφονημένη οικογένεια, καταλαβαίνω πως το φορτίο μου θα με συντρίψει κάτω από το βάρος του κάποια μέρα. Όχι σήμερα πάντως. «Παρεμβολέας δεδομένων ενεργοποιημένος» λέει ο Ντάξο Au-Τηλεμάνος. Μ ου δείχνει το ηλεκτρονικό σημειωματάριο στον καρπό του. «Τα ηλεκτρονικά σημειωματάρια είναι νεκρά. Δε θέλουν να επικοινωνήσουμε με τα σκάφη μας που είναι σε τροχιά». Ο Αύγουστος κοιτάζει το άδειο σημειωματάριό του και λέει πως σύντομα οι άλλες οικογένειες θα καλέσουν τους Οψιδιανούς, τους Χρυσούς και τους Γκρίζους ακολούθους τους. Πρέπει να βρεθούμε εκτός πλανήτη και να επιστρέψουμε σε θέση ισχύος προτού το ρεύμα στραφεί εναντίον μας. «Εσύ δημιούργησες αυτό το χάος, Ντάροου. Σώσε με από αυτό». Σκύβει προς το μέρος μου και πιάνει τον σφυγμό της Πραίτορα που κουβαλάω. «Ξεφορτώσου τη. Σ’ ένα λεπτό θα είναι νεκρή». Σκουπίζει τα χέρια του. «Τα παιδιά είναι ήδη αρκετό

168

PIERCE BROWN

βάρος». Η Πραίτορας κάτι μουρμουρίζει καθώς την αφήνω στο πάτωμα του ανελκυστήρα. Δεν ξέρω τι λέει. Όταν πεθάνω, δε θα πω τίποτα, επειδή ξέρω πως στην άλλη πλευρά περιμένει η Κοιλάδα. Τι περιμένει αυτή την πολεμίστρια; Μ όνο σκοτάδι. Δεν κατάλαβα καν τα τελευταία της λόγια· την ξεφορτωνόμαστε σαν σπασμένο σπαθί. Της κλείνω τα μάτια με τα ματωμένα μου δάχτυλα, αφήνοντας μεγάλα σημάδια που σβήνουν όσο κατεβαίνουν. Η Βίκτρα μού ζουλάει τον ώμο, προσέχοντας τον σεβασμό που δείχνω. Σηκώνομαι και δίνω τις διαταγές μου στους λογχοφόρους και στους άλλους πολεμιστές. Υπάρχουν δεκαπέντε που μπορώ να τους θεωρήσω καλούς φονιάδες. Μ ερικοί συνομήλικοί μου, άλλοι σε αρκετά προχωρημένη ηλικία. Ωστόσο κανείς δε μου πάει κόντρα. Ούτε καν ο Πλίνιος. Οι Τηλεμάνοι ιδιαίτερα φαίνονται πρόθυμοι να ακολουθήσουν. Όλοι με κοιτούν κατάματα περισσότερο από όσο είναι αναγκαίο, γνέφοντας βαθύτερα από όσο απαιτεί η απλή τυπικότητα. «Ελπίζω να μη βαριέται κανείς». Γελούν. «Θα έχουμε παρέα, αν κάποια άλλη οικογένεια αποφασίσει πως μπορεί να κερδίσει την εύνοια των Μ πελόνα ή της Αρχόντισσας παίρνοντας το κεφάλι του Αρχικυβερνήτη» λέω. «Πρέπει να σκοτώσουμε αυτούς τους ανθρώπους και ν’ ανοίξουμε με το σπαθί μας δρόμο προς τα υπόστεγα των σκαφών. Τηλεμάνε, εσύ και ο γιος σου είστε τώρα οι σκιές του Αρχικυβερνήτη. Μ ην ασχολείστε με τίποτε άλλο. Καταλαβαίνετε;» Κουνούν καταφατικά τα πελώρια κεφάλια τους. «Hic sunt leones». «Hic sunt leones». Όταν ο ανελκυστήρας φτάνει στο έδαφος, σαράντα άντρες και γυναίκες μάς περιμένουν. Η Οικογένεια Νόρβο από τον Τρίτωνα και η Οικογένεια Κόρντοβαν από τους δορυφόρους του Δία. «Οι αριθμοί είναι εναντίον μας» αναστενάζει ο Τάκτος. «Οι Κόρντοβαν και οι Νόρβο είναι δικοί μας» απαντάει ο Αύγουστος. «Εξαγορασμένοι και πληρωμένοι». «Μ παγάσα! Κόρντοβαν μπαγάσα!» λέει με βροντερή φωνή ο Κάβαξ. «Νόμιζα πως ήσουν άνθρωπος των Μ πελόνα!»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

169

«Το ίδιο νόμιζαν κι αυτοί!» Ο Αύγουστος περίμενε μια τέτοια εξέλιξη. Παίρνω υπό τις διαταγές μου τους νέους Χρυσούς. Και πάλι, πίστευα πως κάποιος θα έφερνε αντίρρηση. Απλώς στέκονται και με παρακολουθούν, περιμένοντας τις διαταγές μου. Όλοι αυτοί οι Πραίτορες, όλοι αυτοί οι πολιτικοί και οι ρωμαλέοι πολεμιστές και πολεμίστριες. Συγκρατώ ένα χάχανο. Είναι καταπληκτικό πόση δύναμη έχεις όταν είσαι μέχρι τα μανίκια μέσα στο αίμα και καθόλου από αυτό δεν είναι δικό σου. Συνοδεύουμε τον Αρχικυβερνήτη έξω από το δάσος. Τρεις φορές δεχόμαστε επίθεση, αλλά βάζω τον Τάκτο να πάρει τον μανδύα του Αυγούστου και να οδηγήσει ορισμένους από τους επιτιθέμενους σ’ ένα άσκοπο κυνηγητό. Ροδοπέταλα με χίλιες αποχρώσεις πέφτουν από τα δέντρα, καθώς από κάτω τους πολεμούν οι Χρυσοί. Στο τέλος είναι όλα κόκκινα. Η συμμορία των τριών από τον Οίκο Φαλδ προσπαθεί να στήσει ενέδρα στον Τάκτο καθώς επιστρέφει στο κυρίως σώμα. Κάνει μεταβολή για να τους αντιμετωπίσει και με λίγη βοήθεια τους εξοντώνει όλους εκτός από τη Λίλαθ. Αυτή το σκάει τρέχοντας, καθώς ο Τάκτος σκοτώνει τον Κιπίωνα και ποδοπατάει το νεκρό σώμα του. «Φονιάδες μωρών» φτύνει και ξαναφτύνει, μέχρι που η Βίκτρα τον τραβάει μακριά. Έχω το νου μου στο Τσακάλι. Από στιγμή σε στιγμή περιμένω μια μαχαιριά στην πλάτη, να πεθάνω όπως πέθανε ο Λήτος. Το Τσακάλι όμως απλώς ακολουθεί, όπως και ο πατέρας του. Κανείς δεν είδε τι έκανε στον Λήτο. Ή, αν είδαν, ο φόβος τούς κλείνει το στόμα. Όταν φτάνουμε στους πέτρινους διαδρόμους πέρα από το δάσος, διασχίζοντας επιτέλους μια λευκή ασβεστολιθική γέφυρα, οι κανόνες της Κοινωνίας μοιάζουν να επιστρέφουν. Κατώτερα Χρώματα παραμερίζουν, καθώς η ομάδα μας, που τώρα αποτελείται από εβδομήντα ανθρώπους, εισβάλλει μέσα από τους διαδρόμους στα υπόστεγα για να φύγει από αυτό τον δορυφόρο. Όταν όμως φτάνουμε στο δικό μας υπόστεγο, ανακαλύπτουμε πως το σκάφος μας λείπει. Τρέχουμε στις εξέδρες απογείωσης που περιβάλλονται από δέντρα και χορτάρι. Όλα τα οικογενειακά σκάφη λείπουν. Σχιζόφτερα της Κοινωνίας περιπολούν στον

170

PIERCE BROWN

ουρανό. Ανακρίνουμε έναν τρεμάμενο Πορτοκαλή. Ο Τάκτος τον σηκώνει ψηλά από τον γιακά. Τρέμει καθώς κοιτάζει τις εβδομήντα ματωμένες ψυχές. Δεν έχει ξαναμιλήσει ποτέ σε Χρυσό, πολύ λιγότερο σε κάποιον σαν εμάς. Η Βίκτρα τραβά το χέρι του Τάκτου και μιλάει ήρεμα στον Πορτοκαλή. «Λέει πως ζητήθηκε από τα σκάφη να επιστρέψουν στην πατρίδα πριν από δύο ώρες». «Πρώτα δεν επιτρέπουν σε Οψιδιανούς να μπουν στο γκαλά, τώρα αυτό» μουρμουρίζει ο Τάκτος. «Αυτό σημαίνει πως η Αρχόντισσα κάτι σχεδίαζε» λέει το Τσακάλι. «Κάτι που δεν μπόρεσε να εξελιχτεί. Απομάκρυνε τους Οψιδιανούς μας, τα σκάφη μας, για να απομονώσει τους οίκους από τις πηγές της δύναμής τους» εξηγεί, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τους Τηλεμάνους. «Εγκλωβίζοντάς μας. Τι υποθέτεις πως έκρυβε στο μανίκι της, πατέρα;» Ο Αύγουστος αγνοεί τον γιο του, κοιτάζοντας τον ουρανό. «Να πάρει!» βρίζει η Βίκτρα. «Συγκεντρωθείτε!» μουγκρίζει ο Κάβαξ στους πολεμιστές του. «Σκατά κι απόσκατα». Ο Τάκτος χλωμιάζει δίπλα μου. Σηκώνω το βλέμμα μου και βλέπω τη συντέλεια να έρχεται. «Πραιτοριανοί!» Εβδομήντα ξυράφια ξεκουλουριάζονται και ανοίγουμε σαν βεντάλια για την περίπτωση που έχουν ενεργειακά όπλα. «Ντάροου. Είσαι μαζί μου» λέει ο Αύγουστος. Ο εχθρός είναι μόλις κάτι περισσότερο από μαύρες κηλίδες στον νυχτερινό ουρανό. Η όρασή μας όμως είναι οξύτατη. Τα σκοτεινά καθάρματα κατεβαίνουν σαν αστραπή από τα νυχτερινά σύννεφα και πέφτουν με έναν βαρύ γδούπο στο χώμα σαν εκπεσόντες άγγελοι, πάντα τρεις τρεις. Ντουπντουπντούπ. Ντουπντουπντούπ. Ντουπντουπντούπ. Προσεδαφίζονται στο χορτάρι ανάμεσα στα δέντρα, κόβοντάς μας τον δρόμο της επιστροφής προς την Ακρόπολη. Οψιδιανοί Πραιτοριανοί και Χρυσοί αρχηγοί ιπποτών. Οι Πραιτορια​ν οί Οψιδιανοί είναι τιτάνιοι, σαν γκόλεμ βγαλμένα από την πέτρα κάποιου βουνού. Κατά πολύ πιο βάρβαροι από εκείνους που

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

171

χρησιμοποιούσαμε στην Ακαδημία. Δεν υπάρχει πανοπλία σαν τη δική τους σε όλους τους κόσμους. Σκούρα πορφυρή με ένθετο μαύρο χρώμα, σαν κοράλλι που κουλουριάζεται γύρω από τα τιτάνια σώματά τους. Στέκονται σε πυκνό σχηματισμό, αφοσιωμένοι και δεμένοι ο ένας με τον άλλον όπως είναι και στην πίστη τους. Ντουπντουπντούπ μέχρι που γίνονται ενενήντα εννιά. Ντουπ. Ο Χρυσός Διοικητής τους προσεδαφίζεται τελευταίος, στο ένα γόνατο. Σηκώνεται, με το ψηλό κράνος του που έχει το σχήμα ενός κρανίου λύκου που γελάει. Η χρυσή μπέρτα του, διακοσμημένη με την πυραμίδα της Κοινωνίας, ανεμίζει στο πλάι στον άνεμο. Ένας Ολύμπιος Ιππότης. Υπάρχουν δώδεκα στο ηλιακό σύστημα, ορκισμένοι να προστατεύουν τη Συνθήκη της Κοινωνίας εναντίον όσων την αψηφούν. Αυτός είναι ο Μ αινόμενος Ιππότης, η θέση που κατείχε ο Λορν επί εξήντα χρόνια, μέχρι που έφυγε για τον δορυφόρο Ευρώπη. Αντιπροσωπεύουν αυτά που οι Χρυσοί θεωρούν ως κυρίαρχα μοτίβα για τον άνθρωπο, τα ίδια με τα σχολεία μας. Ένας άντρας πιο λεπτοκαμωμένος από μένα φοράει την πανοπλία. Ώστε η Αρχόντισσα κάλυψε ήδη την παλιά θέση του Λορν. «Παρουσιάσου, ιππότη!» φωνάζω. Ο ιππότης αφήνει το κράνος του να τραβηχτεί μέσα στην πανοπλία του. Τα ξανθά μαλλιά του πέφτουν πάνω σ’ ένα άσχημο, στενό και γωνιώδες πρόσωπο. Υγρό από τον ιδρώτα, ρυτιδιασμένο από τα χρόνια και το στρες. Γαβγίζω ένα γέλιο όταν χαμογελάει μ’ εκείνο το στραβό στόμα. Προσελκύω βλέμματα. Τώρα θα με νομίζουν απλώς ακόμα πιο τρελό. Ο Μ αινόμενος Ιππότης πέφτει από τον ουρανό κι εγώ του γελάω κατάμουτρα. Χαχανίζει. «Δε με αναγνωρίζεις, μικρό σκατόπαιδο;» «Φίτσνερ, μοιάζεις πιο άσχημος από όσο σε θυμάμαι!» «Φίτσνερ;» ρουθουνίζει ο Τάκτος. «Πολύ νοσταλγικό». «Γεια σου, λεβέντη». Ο Φίτσνερ γελάει βλέποντας τον Τάκτο με τον μανδύα του Αρχικυβερνήτη. «Ωραία μπέρτα, αλλά δεν είσαι ο Αρχικυβερνήτης Αύγουστος». Ο Φίτσνερ πλαταγίζει τη γλώσσα του και βάζει τα χέρια του στους γοφούς του. «Αρχικυβερνήτη! Αρχικυβερνήτη! Αγάπη μου, πού διάολο

172

PIERCE BROWN

είσαι;» Ο Αρχικυβερνήτης σηκώνει καρτερικά τα μάτια του στον ουρανό και βγαίνει μπροστά προσπερνώντας με. «Κοσμήτορα Άρη». «Να την η αγαπούλα! Κι αυτός ο τίτλος είναι παλιός, δεν το ήξερες;» «Βλέπω πως έχεις καινούριο κράνος». «Ωραίο δεν είναι; Οι κυρίες τρελαίνονται. Δεν μπορώ να θυμηθώ πότε κουτουπώθηκα τόσο πολύ από τη Χρυσή φάρα». Ο Φίτσνερ κουνάει με νόημα τους γοφούς του. «Μ πήκα σε πολύ μεγάλο κόπο για να το πάρω. Νόμιζα πως δε θα τέλειωναν ποτέ οι μονομαχίες και οι δοκιμασίες! Το κάναμε μπροστά στην αρχόντισσα, λεβέντη. Άντρες, γυναίκες, ο καθένας υποστήριζε την υποψηφιότητά του. Όλοι εκείνοι που πίστευαν πως η θέση έπρεπε να γίνει δική τους. Άπειρες φορές. Η τύχη όμως ευνοεί τους απαίσιους!» «Πώς…» αναρωτιέμαι δυνατά. «Τους νίκησες όλους;» «Μ πα» μορφάζει σαρκαστικά ο Αρχικυβερνήτης. «Η θέση πηγαίνει στους μεγάλους πολεμιστές». Κατακεραυνώνει τον Φίτσνερ με το βλέμμα του. «Πράγμα που δεν είσαι, Φίτσνερ. Τι υποσχέθηκες στην Αρχόντισσα για το καινούριο σου κράνος; Είμαι σίγουρος πως το τίμημα ήταν υψηλό». «Ω, επωφελήθηκα από το άστρο του Ντάροου όταν νίκησε τον γιο σου. Γεια σου, Τσακάλι, μικρό νιάνιαρο. Μ ετά έγινε ένας φρικοκατάρατος διαγωνισμός και, εντάξει, μπορείτε να ρωτήσετε τον μεγαλύτερο αδερφό του Τάκτου και τον Κοσμήτορα Δία για τις λεπτομέρειες…» Παίρνει πόζα. «Δε μου φαίνεται, ε;» «Δηλαδή δεν έχεις καινούριο αφέντη μαζί με το καινούριο κράνος;» ρωτάει ο Αύγουστος. «Αφέντη; Πουφ!» Ο Φίτσνερ φουσκώνει κωμικά το στήθος του. «Οι Ολύμπιοι Ιππότες δεν έχουν αφέντη πέρα από τη συνείδησή τους. Υπερασπιζόμαστε τη Συνθήκη της Κοινωνίας και δεν υποτασσόμαστε παρά μόνο στο καθήκον». «Κάποτε. Τώρα είστε υποτακτικοί της Αρχόντισσας» διορθώνει ο Ντάξο. «Όπως είμαστε όλοι, αγαπητέ μου Τηλεμάνε» απαντάει ο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

173

Φίτσνερ. «Μ εγάλος θαυμαστής του αδερφού σου και της οικογένειάς σου, επί τη ευκαιρία. Υπέροχο πολεμικό σφυρί κουβαλούσες σ’ εκείνο το τουρνουά στον Θήβο. Φρικοκατάρατα τρομακτική γενιά. Πάντα ήθελα να ρωτήσω, ποιος από τους προγόνους σας πήδηξε τον ρινόκερο;» Ο Ντάξο ανασηκώνει το φρύδι εκφράζοντας διακριτικά την ενόχλησή του. Ο Κάβαξ γρούζει όπως θα έκανε ο Παξ. «Συγγνώμη. Μ ήπως ήταν αρκούδα;» Ο Φίτσνερ αφήνει άλλο ένα βροντώδες γέλιο. «Αστείο ήταν. Καλό; Πάντως όλοι υποτακτικοί είμαστε, έτσι; Φρικοκατάρατοι δούλοι εκείνης με το σκήπτρο». «Υποθέτω, επομένως, πως η αφοσίωσή σου στον Άρη έχει χαθεί και δεν μπορεί να… ανακληθεί στη μνήμη;» ρωτάει ο Αύγουστος. «Αφού είσαι υποτακτικός». Ο Φίτσνερ χτυπάει μεταξύ τους τα γαντοφορεμένα χέρια του. «Άρης; Άρης; Τι είναι ο Άρης πέρα από ένα φρικοκατάρατο κομμάτι βράχου; Δεν έκανε τίποτα για μένα». «Ο Άρης είναι η πατρίδα, Φίτσνερ». Ο Αύγουστος δείχνει αυτούς που μας περιβάλλουν. «Η Αρχόντισσα σε διέταξε να μας βρεις. Λοιπόν, εδώ είμαστε – συγγενείς από τον δικό σου πλανήτη. Θα δείξεις αφοσίωση σ’ εμάς; Ή θα μας εγκαταλείψεις;» «Ω, είσαι χωρατατζής, Αύγουστε! Έξοχος χωρατατζής. Είμαι αφοσιωμένος στη Συνθήκη και στον εαυτό μου, όπως εσύ στον εαυτό σου, άρχοντά μου. Όχι σ’ έναν βράχο. Όχι σε ψεύτικους συγγενείς. Γι’ αυτό μη χαλάς το σάλιο σου. Τώρα, μου είπαν να βάλω εσένα και τους συγγενείς σου σε κατ’ οίκον περιορισμό. Θα θυμάσαι ίσως πως δεσμεύσαμε μια έξοχη έπαυλη για τη δική σου ευχαρίστηση. Θα ήταν τζάμι, αν μπορούσατε να γυρίσετε τρέχοντας εκεί πέρα. Απολαύστε τη φιλοξενία μας. Η Αρχόντισσά σας επιμένει». «Ξεχνάς τη θέση σου» λέει σφυριχτά ο Αύγουστος. «Ξεχνάω πολλά πράγματα. Πού βάζω τα σώβρακά μου. Ποιαν έχω φιλήσει. Ποιον έχω σκοτώσει». Ο Φίτσνερ αγγίζει τα μπράτσα του, την κοιλιά του, το πρόσωπό του. «Αλλά να ξεχάσω τη θέση μου; Ποτέ!» Δείχνει τους Οψιδιανούς γύρω του. «Και ασφαλώς δεν ξέχασα τα σκυλιά μου».

174

PIERCE BROWN

«Και πού είναι τα δικά μου; Πού είναι ο Αλφρούν;» «Σκότωσα τα Κηλιδωμένα μπασταρδόσκυλά σου. Και τα δύο». Ο Φίτσνερ χαμογελάει. «Γάβγιζαν, Αύγουστε. Γάβγιζαν πολύ δυνατά». Η οργή φλογίζει το πρόσωπο του Αυγούστου. «Ελπίζω να μην ήταν ακριβοί, λεβέντη» λέει ο Φίτσνερ μ’ ένα χαμόγελο. «Μ ιλάς σαν να είμαστε φιλαράκια, Μπρούντζινε». «Είμαστε φιλαράκια». «Σαν να είμαστε ίσια κι όμοια. Δεν είμαστε ίσια κι όμοια. Εγώ είμαι απόγονος των Κατακτητών, των Σιδερένιων Χρυσών! Είμαι ο άρχοντας του πλανήτη. Εσύ τι είσαι; Ένας…» «Είμαι ένας άνθρωπος με αναισθητογροθιά». Πυροβολεί τον Αύγουστο κατάστηθα. Ο Αύγουστος καταρρέει προς τα πίσω, ενώ οι Πραίτορές του αφήνουν άναρθρες κραυγές. «Αυτό θα τον μάθει να μη φοράει την πανοπλία του στα γκαλά. Τώρα!» Ο Φίτσνερ χαμογελάει. «Μ ε ποιον μπορώ να μιλήσω λογικά;» «Μ ’ εμένα». Το Τσακάλι κάνει ένα βήμα μπροστά. «Είμαι διάδοχος αυτού του οίκου». «Χμμ… πάσο. Είσαι ανατριχιαστικός». Πυροβολεί το Τσακάλι κατάστηθα με την αναισθητογροθιά. «Ανοησίες! Τέρμα οι ανοησίες». Ο Κάβαξ κάνει ένα βήμα μπροστά, σπρώχνοντας πίσω τον γιο του. «Μ ίλα μαζί μου ή με τον Ντάροου. Είναι αρκετά ξεκάθαρες οι προθέσεις σου». «Όντως. Ντάροου. Θα έρθεις μαζί μου». «Σιγά μην έρθει» λέει περιφρονητικά η Βίκτρα και μπαίνει μπροστά μου. Ο Φίτσνερ σηκώνει καρτερικά το βλέμμα του. «Τηλεμάνε, εσύ και ο γιος σου πάρτε τον Αρχικυβερνήτη πίσω στην έπαυλή του και μετά γυρίστε στη δική σας. Υπάρχουν ζητήματα που πρέπει να διευθετηθούν». Ο Φίτσνερ κοιτάζει ήρεμα τον φαλακρό Χρυσό. Τα λόγια του τώρα είναι τραχιά σαν ακατέργαστο σίδερο πάνω σε σχιστόλιθο. «Δεν πρόκειται για παράκληση, Τηλεμάνε». Ο Τηλεμάνος με κοιτάζει. «Το παιδί μου τον εμπιστευόταν τούτον εδώ. Το ίδιο θα κάνω κι εγώ». «Χρειάζομαι τη διαβεβαίωσή σου πως οι φίλοι μου δε θα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

175

πάθουν κακό» λέω στον Φίτσνερ. Κοιτάζει τη Βίκτρα. «Δε θα πάθουν». «Πείσε με». Αναστενάζει βαριεστημένος. «Η Αρχόντισσα δεν μπορεί να φρικοεκτελέσει έναν ολόκληρο οίκο χωρίς να γίνει δίκη για προδοσία. Μ πορεί; Αυτό παραβιάζει τη Συνθήκη. Και ξέρεις πώς θα νιώσουν οι Ολύμπιοι Ιππότες, για να μη μιλήσουμε για τους άλλους οίκους. Θυμάσαι πώς πήρε τέλος η ζωή του πατέρα της. Αν αντισταθείς, όμως, εντάξει, αυτό είναι εντελώς διαφορετικό θέμα». Ο Φίτσνερ γυρίζει ένα κομμάτι τσίχλα μέσα στο στόμα του. «Αντιστέκεσαι;» «Όχι σήμερα» λέω.

176

PIERCE BROWN

14 Η Αρχόντισσα

«Μ

ια φορά κι έναν καιρό ζούσε μια οικογένεια με ισχυρή θέληση» λέει με φωνή χαμηλή και μετρημένη σαν εκκρεμές. «Τα μέλη της δεν αγαπούσαν το ένα το άλλο. Μ αζί όμως διηύθυναν ένα αγρόκτημα. Και σ’ αυτό το αγρόκτημα υπήρχαν λαγωνικά και σκύλες και γαλάριες αγελάδες και κότες και κοκόρια και πρόβατα και μουλάρια και άλογα. Η οικογένεια κρατούσε τα ζώα σε τάξη. Και τα ζώα τούς κρατούσαν πλούσιους, χοντρούς και ευτυχισμένους. Τώρα, τα ζώα υπάκουαν επειδή ήξεραν πως η οικογένεια ήταν ισχυρή και πως, αν έδειχναν ανυπακοή, θα έπρεπε να υποστούν την κοινή οργή τους. Μ ια μέρα, όμως, όταν ένας από τους αδερφούς χτύπησε τον αδερφό του πάνω από το μάτι, ένας κόκορας είπε σε μια κότα: “Αγάπη μου, σεβάσμια κότα, τι θα γινόταν πραγματικά, αν σταματούσες να κάνεις αυγά γι’ αυτούς;”» Τα μάτια της με κοιτάζουν πετώντας φωτιές. Κανείς από τους δυο μας δεν αποστρέφει το βλέμμα του. Σιωπή στην ολιγομελή ακολουθία, που σπάει μόνο ο ήχος της βροχής στα παράθυρα του ουρανοξύστη της. Είμαστε ανάμεσα στα σύννεφα. Σκάφη σκίζουν την καταχνιά απέξω σαν σιωπηλοί, αστραφτεροί καρχαρίες. Το δέρμα τρίζει, καθώς γέρνει προς τα εμπρός σχηματίζοντας μια πυραμίδα με τα μακριά της νύχια, που είναι βαμμένα κόκκινα, μια

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

177

μοναχική πινελιά χρώματος. Μ ετά τα χείλη της σουφρώνουν συγκαταβατικά, τονίζοντας κάθε συλλαβή λες κι είμαι κανένα χαμίνι της Αγέας που μόλις μαθαίνει τη γλώσσα της. «Μ ου θυμίζεις από πολλές απόψεις τον πατέρα μου». Εκείνον που αποκεφάλισε. Τότε είναι που με καρφώνει ίσως με το πιο αινιγματικό χαμόγελο που έχω δει ποτέ μου. Κατεργαριά χορεύει στα μάτια της, κρυμμένη και αθόρυβη πίσω από τα ψυχρά στολίδια της εξουσίας. Κάπου εκεί μέσα βρίσκεται το εννιάχρονο κορίτσι, διαβόητο για την εξέγερση που ξεκίνησε πετώντας διαμάντια έξω από ένα αερόχημα. Στέκομαι μπροστά της. Κάθεται σ’ έναν καναπέ δίπλα σε μια φωτιά. Τα πάντα είναι σπαρτιατικά. Σκληρά. Παγερά. Μ ια Χρυσή από σίδερο και πέτρα. Όλη αυτή η μουντάδα σαν να θέλει να πει πως δε χρειάζεται πολυτέλεια ή πλούτο, μόνο εξουσία. Το πρόσωπό της είναι ρυτιδιασμένο αλλά όχι ξεθωριασμένο από τον χρόνο. Εκατοχρονίτισσα, ή έτσι λένε, δίχως να έχει ραγίσει από τις πιέσεις του αξιώματος. Αν μη τι άλλο, η πίεση την έκανε σαν εκείνα τα διαμάντια που σκόρπισε. Άθραυστη. Αγέραστη. Και θα μείνει χωρίς ηλικία κάμποσο καιρό ακόμη, αν οι Λαξευτές συνεχίσουν τη θεραπεία κυτταρικής αναζωογόνησης. Αυτό είναι το πρόβλημα. Θα μείνει προσκολλημένη στην εξουσία υπερβολικά πολύ καιρό. Οι βασιλιάδες βασιλεύουν και μετά πεθαίνουν. Έτσι είναι τα πράγματα. Έτσι αιτιολογούν οι νέοι την υπακοή στους μεγαλύτερους – ξέρουν πως κάποια μέρα θα έρθει η σειρά τους. Όταν όμως οι μεγαλύτεροι δε φεύγουν; Όταν κυβερνούν σαράντα χρόνια και μπορούν να κυβερνήσουν άλλα εκατό; Τότε, τι; Η Αρχόντισσα είναι η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα. Δεν είναι μια γυναίκα που κληρονόμησε τον Πρωινό Θρόνο. Είναι μια γυναίκα που τον πήρε από έναν κυβερνήτη ο οποίος δεν είχε την ευγένεια να πεθάνει έγκαιρα. Επί σαράντα χρόνια άλλοι προσπάθησαν να της τον πάρουν. Ωστόσο κάθεται ακόμη εδώ. Άχρονη σαν εκείνα τα περίφημα διαμάντια. «Γιατί με παράκουσες;» ρωτάει. «Επειδή μπορούσα».

178

PIERCE BROWN

«Εξηγήσου». «Ο νεποτισμός μαραίνεται κάτω από το φως του ήλιου. Όταν άλλαξες γνώμη για να προστατεύσεις τον Κάσσιο, το πλήθος απέρριψε το ηθικό και νομικό σου κύρος. Για να μην πούμε πως αυτοαναιρέθηκες. Αυτό από μόνο του είναι αδυναμία. Έτσι, το εκμεταλλεύτηκα, γνωρίζοντας πως θα έπαιρνα αυτό που ήθελα χωρίς συνέπειες». Η Αία, η αγαπημένη δολοφόνος της Αρχόντισσας, κάθεται κατσουφιασμένη σε μια καρέκλα κοντά στο παράθυρο – μια πανίσχυρη γυναίκα-πάνθηρας με δέρμα σκουρότερο από των αδερφών της και μάτια με σχιστές κόρες. Είναι μια από τους Ολύμπιους Ιππότες, ο Πρωτεϊκός Ιππότης, για την ακρίβεια. Ήταν η τελευταία μαθήτρια του Λορν πριν από μένα. Αν και δεν της έμαθε τα πάντα. Η πανοπλία της είναι χρυσή και σκούρα μπλε και γεμάτη θαλάσσια ερπετά. Ένα αγόρι μπαίνει αθόρυβα από ένα άλλο δωμάτιο και κάθεται δίπλα στην Αία. Το αναγνωρίζω αμέσως. Ο μοναδικός εγγονός της Αρχόντισσας, ο Λύσανδρος. Δεν είναι πάνω από οχτώ χρονών, αλλά έχει πολύ μεγάλη αυτοκυριαρχία. Βασιλικός στην ηρεμία του, αδύνατος σαν οδοντογλυφίδα. Τα μάτια του, όμως... Τα μάτια του είναι πέρα από το χρυσό. Σχεδόν ένα κρυστάλλινο κίτρινο, τόσο φωτεινό, που θα μπορούσε να πει κανείς πως σχεδόν λάμπουν. Η Αία με παρακολουθεί να αξιολογώ το παιδί. Το παίρνει στα γόνατά της προστατευτικά και γυμνώνει τα δόντια της, με την ασπρίλα τους έντονα φωτεινή πάνω στο φόντο του σκούρου δέρματός της. Σαν μεγάλη γάτα που χαιρετάει παιχνιδιάρικα. Και είναι η πρώτη φορά από όσο θυμάμαι που τραβάω το βλέμμα μου μακριά από μια απειλή. Η ντροπή καίει καυτή και ξαφνική μέσα μου. Θα μπορούσα κάλλιστα να είχα γονατίσει κιόλας μπροστά της. «Όμως πάντα υπάρχουν συνέπειες» λέει η Αρχόντισσα. «Είμαι περίεργη. Τι ήθελες από εκείνη τη μονομαχία;» «Το ίδιο με τον Κάσσιο Au-Μ πελόνα. Την καρδιά του εχθρού μου». «Τόσο πολύ τον μισείς;» «Όχι. Αλλά το ένστικτο επιβίωσής μου είναι… ενθουσιώδες.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

179

Ο Κάσσιος, όσο με αφορά, είναι ένα ανόητο αγόρι που χαντακώθηκε από την ανατροφή του. Η αξία του είναι περιορισμένη. Μ ιλάει για τιμή, αλλά ξεπέφτει σε ταπεινά πράγματα». «Δηλαδή δεν ήταν για χάρη της Βιργινία;» ρωτάει. «Δεν ήταν για να διεκδικήσεις το χέρι της ή να ικανοποιήσεις τη ζηλόφθονη οργή σου;» «Είμαι θυμωμένος αλλά δεν είμαι μικροπρεπής» πετάω κοφτά. «Άλλωστε η Βιργινία δεν είναι από τις γυναίκες που θα ανέχονταν τέτοια πράγματα. Αν το έκανα γι’ αυτήν, θα την είχα χάσει». «Την έχεις χάσει» γρυλίζει η Αία από το πλάι. «Ναι. Συνειδητοποιώ πως έχει καινούριο σπίτι, Αία. Εύκολο να το δει κανείς». «Μ ου επιτίθεσαι, ευγενή μου;» Η Αία αγγίζει το ξυράφι της. «Ευγενή μου, το μόνο που κάνω είναι να επιτίθεμαι». Της χαμογελάω αργά. «Θα σε ξεκοιλιάσει σαν γουρούνι, λεβέντη» λέει βιαστικά ο Φίτσνερ. «Δεν έχει καμιά σημασία αν ο Λορν σ’ έμαθε να σκουπίζεις τον πισινό σου. Σκέψου δυο φορές ποιον προσβάλλεις εδώ μέσα. Οι πραγματικές λεπίδες της Κοινωνίας δε μονομαχούν για πλάκα. Γι’ αυτό πρόσεχε τη φρικοκατάρατη γλώσσα σου». Αγγίζω το ξυράφι μου. Ξεφυσάει. «Αν ήσουν απειλή, νομίζεις πως θα σ’ άφηναν να το κρατήσεις;» Γνέφω στην Αία. «Κάποια άλλη φορά ίσως». Στρέφομαι πάλι προς την Αρχόντισσα, ισιώνοντας το κορμί μου. «Θα έπρεπε ίσως να συζητήσουμε το γιατί κρατάτε τον οίκο μου υπό στρατιωτική φρούρηση. Είμαστε υπό κράτηση; Είμαι υπό κράτηση;» «Βλέπεις αλυσίδες;» Κοιτάζω την Αία. «Ναι». Η Αρχόντισσα γελάει. «Βρίσκεσαι εδώ επειδή θέλω να βρίσκεσαι». Μ ου έρχεται μια ιδέα. Προσπαθώ να μη χαμογελάσω. «Αρχόντισσά μου, θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη» λέω δυνατά. Περιμένουν να συνεχίσω. «Οι τρόποι μου υπήρξαν πάντα…

180

PIERCE BROWN

επαρχιώτικοι. Έτσι, λοιπόν, βρίσκω πως ο τρόπος που πράττω σχεδόν πάντα αποσπά την προσοχή από τον στόχο των πράξεών μου. Το βασικό είναι πως ο Κάσσιος άξιζε χειρότερα από αυτά που του έδωσα. Το γεγονός ότι σε παράκουσα δεν είχε στόχο από τη μεριά μου ή από τη μεριά του Αρχικυβερνήτη να σε προσβάλει. Αν δεν ήταν αναίσθητος εξαιτίας του μαντρόσκυλού σου» κοιτάζω τον Φίτσνερ «βάζω στοίχημα πως θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να επανορθώσει». «Να επανορθώσει» επαναλαμβάνει η Αρχόντισσα. «Για…» «Για την ενόχληση». Κοιτάζει την Αία. «Ενόχληση, λέει. Το να σου πέσει ένα πιάτο είναι ενόχληση, Ανδρομέδε. Το να αρπάξεις τη γυναίκα ενός άλλου είναι ενόχληση. Το να σκοτώσεις τους καλεσμένους μου και να κόψεις το χέρι ενός Ολύμπιου Ιππότη δεν είναι ενόχληση. Ξέρεις τι είναι;» «Διασκέδαση, αρχόντισσά μου;» Σκύβει προς τα εμπρός. «Είναι προδοσία». «Και ξέρεις πώς χειριζόμαστε την προδοσία» συμπληρώνει η Αία. «Ο πατέρας μου έμαθε τις αδερφές μου κι εμένα». Ο πατέρας της, ο Άρχοντας της Τέφρας. Αυτός που έκαψε τη Ρέα. Ο Λορν τον περιφρονεί. «Μ ια συγγνώμη εκ μέρους σου δεν είναι αρκετή» λέει η Αρχόντισσα. «Συγγνώμη;» ρωτάω. Η Αρχόντισσα αιφνιδιάζεται από τον τόνο μου. «Είπα πως θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμη. Το πρόβλημα είναι όμως πως δεν μπορώ, επειδή θα έπρεπε να είσαι εσύ αυτή που μου ζητάει συγγνώμη». Σιγή. «Μ ικρό παλιόπαιδο» λέει η Αία και αρχίζει να σηκώνεται αργά. Η Αρχόντισσα τη σταματάει, με τα λόγια της να βγαίνουν καθαρά και παγερά. «Δε ζήτησα συγγνώμη από τον πατέρα μου όταν του χώρισα το κεφάλι από το σώμα του. Δε ζήτησα συγγνώμη από τον εγγονό μου όταν το σκάφος της μητέρας του καταστράφηκε από Ανιχνευτές. Δε ζήτησα συγγνώμη όταν έκαψα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

181

έναν δορυφόρο. Γιατί λοιπόν να ζητήσω συγγνώμη από σένα;» «Επειδή παραβίασες τον νόμο» λέω. «Μ άλλον δεν άκουγες. Εγώ είμαι ο νόμος». «Όχι. Δεν είσαι». «Ώστε είσαι μαθητής του Λορν τελικά. Σου είπε γιατί εγκατέλειψε το πόστο του; Το καθήκον του;» Κοιτάζει τον Λύσανδρο. «Γιατί εγκατέλειψε τον εγγονό του;» Δεν ήξερα πως το παιδί ήταν εγγονός του Λορν. Η απόσυρση του δασκάλου ξαφνικά βγάζει νόημα. Πάντα μιλούσε για το ξεθώριασμα της δόξας της Κοινωνίας. Για το πώς οι άνθρωποι ξέχασαν πως είναι θνητοί. «Επειδή είδε αυτό που έγινες, αρχόντισσά μου. Δεν είσαι Αυτοκράτειρα. Αυτή εδώ δεν είναι αυτοκρατορία, ό,τι κι αν νομίζεις. Είμαστε η Κοινωνία. Μ ας διέπουν νόμοι, ιεραρχία. Κανένας δε βρίσκεται πάνω από την πυραμίδα». Κοιτάζω τους φονιάδες της. «Φίτσνερ, Αία, προστατεύετε την Κοινωνία. Διασφαλίζετε τη γαλήνη. Ταξιδεύετε στις άκρες του Συστήματος για να ξεριζώσετε τις ρίζες του χάους. Πάνω από οτιδήποτε άλλο, όμως, ποιος είναι ο σκοπός των δώδεκα Ολύμπιων Ιπποτών;» «Εμπρός» λέει η Αία στον Φίτσνερ. «Παίξε τη φάρσα αυτού του θεατρίνου. Εγώ δεν το κάνω». Ο Φίτσνερ λέει με συρτή φωνή: «Να προστατεύουμε τη Συνθήκη». «Να προστατεύετε τη Συνθήκη» λέω. «Και η Συνθήκη αναφέρει: “Μια μονομαχία, από τη στιγμή που θα ξεκινήσει, δεν μπορεί να φτάσει στο τέλος της μέχρι να εκπληρωθούν σωστά οι όροι της”. Οι όροι ήταν θάνατος. Ο Κάσσιος όμως δεν είναι νεκρός. Το χέρι του δεν είναι αρκετό. Τιμώ τους σιδερένιους προγόνους και τα δικαιώματά μου είναι απαραβίαστα. Γι’ αυτό δώσε μου ό,τι μου ανήκει. Δώσε μου το φρικοκατάρατο κεφάλι του Κάσσιου Au-Μ πελόνα. Ή αρνήσου την κληρονομιά του λαού μας». «Όχι». «Τότε δεν έχουμε τίποτε άλλο να συζητήσουμε. Μ πορείς να με βρεις στον Άρη». Κάνω μεταβολή και προχωρώ προς την πόρτα.

182

PIERCE BROWN

«Το λιοντάρι αργοσβήνει» φωνάζει η Αρχόντισσα. «Βρες ένα καινούριο σπίτι. Εδώ». Σταματάω απότομα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι τόσο βρομοκατάρατα προβλέψιμοι. Όλοι θέλουν αυτό που δεν μπορούν να έχουν. «Γιατί;» ρωτάω χωρίς να γυρίσω. «Επειδή μπορώ να σου προσφέρω μέσα που ο Αύγουστος δεν μπορεί. Επειδή η Βιργινία έχει ήδη δει πόσο αληθινό είναι αυτό. Θέλεις να είσαι μαζί της, δε θέλεις;» «Γιατί να θέλεις έναν άνθρωπο που αλλάζει τόσο εύκολα στρατόπεδο;» Γυρίζω και κοιτάζω κατάματα τον Φίτσνερ. «Ένας τέτοιος άνθρωπος δε διαφέρει και πολύ από κοινή πόρνη». «Ο Αύγουστος σε εγκατέλειψε προτού τον εγκαταλείψεις εσύ» λέει η Αρχόντισσα. «Η κόρη του το κατάλαβε έστω κι αν εσύ δεν το καταλαβαίνεις. Εγώ δε θα σ’ εγκαταλείψω. Ρώτα τις Ερινύες μου. Ρώτα τον πατέρα τους. Ρώτα τον Φίτσνερ. Δίνω μια ευκαιρία σε όσους ξεχωρίζουν. Έλα μαζί μου. Οδήγησε τις λεγεώνες μου και θα σε κάνω Ολύμπιο Ιππότη». «Είμαι Ολόχρυσος». Φτύνω κατάχαμα. «Δεν είμαι τρόπαιο». Φεύγω με αγέρωχο βήμα. «Αν δεν μπορώ να σ’ έχω εγώ, κανείς δεν μπορεί». Και τότε έρχονται. Τρεις Κηλιδωμένοι μπαίνουν ο ένας μετά τον άλλο από την πόρτα. Όλοι τριάντα πόντους ψηλότεροι από μένα. Όλοι ντυμένοι με πορφυρά και μαύρα και κουβαλώντας παλμοτσεκούρια και παλμολεπίδες. Τα πρόσωπά τους είναι κρυμμένα πίσω από κρανιόμορφες μάσκες. Μ άτια φονιάδων μεγαλωμένων στους αρκτικούς πόλους της Γης και του Άρη με ατενίζουν. Λαμπερά μαύρα, σαν πετρέλαιο. Τραβάω το ξυράφι μου και παίρνω θέση μάχης. Το λαρυγγόφωνο πολεμικό τους άσμα βουίζει κάτω από τις μάσκες τους σαν επιτάφιος θρήνος για κάποιο νεκρό θεό. «Εμπρός. Τραγουδήστε στους θεούς σας». Στριφογυρίζω το ξυράφι μου. «Θα σας στείλω να τους συναντήσετε». «Θεριστή, σε παρακαλώ, σταμάτα» φωνάζει δυνατά ο Λύσανδρος. Γυρίζω και τον βρίσκω να προχωράει προς το μέρος μου με τα χέρια απλωμένα παραπονιάρικα. Το πανωφόρι του είναι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

183

λιτό και μαύρο. Έχει το μισό μου μπόι. Η φωνή του κυματίζει. Τρέμει σαν λεπτοκαμωμένου πουλιού. «Έχω παρακολουθήσει όλα σου τα βίντεο, Θεριστή. Έξι, μπορεί κι εφτά φορές. Ακόμα και της Ακαδημίας. Οι παιδαγωγοί μου πιστεύουν πως είσαι ο πιο κοντινός στους Σιδερένιους Χρυσούς μετά τον Λορν Au-Άρκος τον Πετρόπλευρο». Τότε είναι που συνειδητοποιώ γιατί φαίνεται τόσο νευρικός. Παραλίγο να βάλω τα γέλια. Είμαι ο παιδικός ήρωας αυτού του μικρού καθάρματος. «Δεν είναι ανάγκη να σε δούμε να πεθαίνεις απόψε. Δε θα μπορούσες να βρεις ένα σπίτι εδώ, όπως βρήκες με τον Σέβρο; Μ ε τον Ροκ και τον Τάκτο και τον Παξ, τους Υλακτούντες και όλους τους μεγάλους πολεμιστές σου; Έχουμε κι εμείς πολεμιστές. Ευγενείς πολεμιστές. Θα μπορούσες να μπεις επικεφαλής τους. Όμως…» Κάνει ένα βήμα πίσω. «Αν πολεμήσεις, θα πεθάνεις επειδή κάνεις το λάθος να πιστεύεις πως η ηθική σε τοποθετεί πέρα από την εξουσία της γιαγιάς μου». «Μ ε τοποθετεί» λέω. Έτσι γίνεται. Τους δίνουν ήρωες. Τους μεγαλώνουν με ψέματα και βία και μετά τους αφήνουν να γίνουν τέρατα. Τι θα ήταν χωρίς το χέρι που τους καθοδηγεί; «Ήθελε να σε δει» λέει η Αρχόντισσα. «Του είπα πως ο μύθος ποτέ δεν είναι αντίστοιχος της πραγματικότητας. Καλύτερα να μη συναντάς τους ήρωές σου». «Και τι γνώμη έχεις;» ρωτάω τον μικρό Λύσανδρο. «Όλα εξαρτώνται από την επόμενη επιλογή σου» απαντά ευγενικά. «Έλα μαζί μας, Ντάροου» λέει με συρτή φωνή ο Φίτσνερ. «Αυτό είναι το σωστό μέρος για σένα τώρα. Ο Αύγουστος είναι τελειωμένος». Χαμογελώντας μέσα μου, χαλαρώνω τη λεπίδα μου. Ο Λύσανδρος σφίγγει πανευτυχής τη γροθιά του. Περπατάω μαζί του πίσω προς τη γιαγιά του, πηγαίνοντας με τα νερά του αλλά χωρίς να διακηρύσσω ακόμη την πίστη μου. «Πάντα μου λες να λυγίσω» λέω στον Φίτσνερ περνώντας. Ανασηκώνει τους ώμους. «Επειδή δε θέλω να σπάσεις,

184

PIERCE BROWN

λεβέντη». «Λύσανδρε, φέρε μου το κουτί μου» λέει η Αρχόντισσα. Καταχαρούμενο, το παιδί τρέχει έξω από το δωμάτιο, ενώ εγώ κάθομαι απέναντι από τη γιαγιά του. «Φοβάμαι πως το Ινστιτούτο σού έμαθε λάθος μάθημα – πως μπορείς να αντεπεξέλθεις σε οτιδήποτε, φτάνει να προσπαθήσεις. Αυτό είναι λάθος. Στον πραγματικό κόσμο, πρέπει να συμφωνείς. Πρέπει να συνεργάζεσαι και να συμβιβάζεσαι. Δεν μπορείς να υποτάξεις τους κόσμους στις ηθικές αρχές σου». «Θα με είχες προσέξει, αν δεν είχα προσπαθήσει;» Χαμογελάει αμυδρά. «Μ άλλον όχι». Ο Λύσανδρος επιστρέφει μερικές στιγμές αργότερα κουβαλώντας ένα μικρό ξύλινο κουτί. Το δίνει στη γιαγιά του και περιμένει υπομονετικά δίπλα της, τρώγοντας μια τάρτα που του προσφέρει η Αία. Η Αρχόντισσα αφήνει το κουτί στο τραπέζι. «Έχεις περί πολλού την εμπιστοσύνη. Το ίδιο κι εγώ. Ας παίξουμε ένα παιχνίδι άνευ όπλων. Χωρίς Πραιτοριανούς. Χωρίς ψέματα. Χωρίς απάτη. Μ όνο εμείς και οι γυμνές αλήθειες μας». «Γιατί;» «Αν κερδίσεις, μπορείς να μου ζητήσεις οτιδήποτε. Αν νικήσω, θα πάρω το ίδιο». «Αν ζητήσω το κεφάλι του Κάσσιου;» «Θα το πριονίσω η ίδια. Τώρα άνοιξε το κουτί». Σκύβω μπροστά. Η καρέκλα τρίζει. Βροχή χτυπάει τα παράθυρα. Ο Λύσανδρος χαμογελάει. Η Αία παρακολουθεί τα χέρια μου. Και ο Φίτσνερ, όπως κι εγώ, δεν έχει ιδέα τι βρίσκεται μέσα στο βρομοκατάρατο κουτί. Το ανοίγω.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

185

15 Αλήθεια

Χ

ρειάζομαι όλη μου την αυτοκυριαρχία για να μην το βάλω στα πόδια. Αυτό που βγαίνει σφυρίζοντας απειλητικά από το κουτί είναι βγαλμένο από έναν εφιάλτη, βγαλμένο τόσο τέλεια από τα βάθη του υποσυνειδήτου μου, που για μια στιγμή πιστεύω πως η Αρχόντισσα ξέρει από πού προέρχομαι. Από πού προέρχομαι πραγματικά. «Πρόκειται για ένα παιχνίδι ερωτήσεων» λέει. «Λύσανδρε, σε παρακαλώ, ανάλαβε το ρόλο του οικοδεσπότη». Δίνει στον εγγονό της ένα μαχαίρι. Το παιδί κόβει το μανίκι της στολής μου στον αγκώνα και το γυρίζει για να γυμνώσει τον πήχη μου. Τα χέρια του είναι απαλά. Μ ου χαμογελάει απολογητικά. «Μ η φοβάσαι» λέει. «Τίποτα κακό δε θα συμβεί, εφόσον δεν πεις ψέματα». Τα λαξεμένα πλάσματα από το κουτί –δύο από δαύτα– με καρφώνουν με τρία τυφλά μάτια το καθένα. Εν μέρει σκορπιοί. Εν μέρει λακκουβόχεντρες. Εν μέρει σαρανταποδαρούσες. Κινούνται σαν υγρό γυαλί, με τα όργανα, τον σκελετό τους ορατά μέσα από το δέρμα, με τα φτιαγμένα από χιτίνη στόματα να κροταλίζουν και να σφυρίζουν ταυτόχρονα, καθώς το ένα τους σέρνεται πάνω στο τραπέζι. «Όχι ψέματα…» Πιέζω τον εαυτό μου να γελάσει. «Εύκολη

186

PIERCE BROWN

διαταγή όταν είσαι παιδί». «Δε λέει ποτέ ψέματα» λέει περήφανα η Αία. «Κανείς μας δε λέει. Τα ψέματα είναι σκουριά στο σίδερο. Ατέλεια στην εξουσία». Εξουσία που τους έχει μεθύσει τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούν καν να θυμηθούν πάνω σε πόσα ψέματα στέκονται. Πες στον λαό μου πως δε λες ψέματα, χυδαία σκύλα, και θα δεις τι θα σου κάνουν. «Αυτά τα ονομάζω Μ ύστες» λέει η Αρχόντισσα. Ένα από τα δαχτυλίδια της αναδεύεται και γίνεται ρευστό, σχηματίζοντας ένα κέλυφος πάνω από το δάχτυλό της και μετατρέποντάς το σε νύχι αρπακτικού, με μια βελόνα να μεγαλώνει αργά στην άκρη. Μ ’ αυτή τη βελόνα μού τσιμπάει τον καρπό και λέει τα λόγια: «Αλήθεια πάνω απ’ όλα». Ένας Μ ύστης γλιστράει προς τα εμπρός σκαρφαλώνοντας στο μπράτσο μου και κουλουριάζεται γύρω από τον καρπό μου. Το παράξενο στόμα του ψάχνει το αίμα και προσκολλάται πάνω του σαν βδέλλα. Η ουρά του σκορπιού καμπυλώνεται δέκα πόντους προς τα πάνω και κουνιέται μπρος πίσω σαν ψαθί στο καλοκαιρινό αεράκι. Η Αρχόντισσα τσιμπάει τον δικό της καρπό, επαναλαμβάνει τον όρκο και ο δεύτερος Μ ύστης γλιστράει έξω από το κουτί. «Ο Ζανζιβάρης ο Λαξευτής τα σχεδίασε αυτά ειδικά για μένα στα εργαστήριά του στα Ιμαλάια» λέει. «Το δηλητήριο δε θα σε σκοτώσει. Αλλά έχω κελιά γεμάτα με ανθρώπους που έπαιξαν το παιχνίδι μου και έχασαν. Αν υπάρχει κόλαση, αυτό που υπάρχει μέσα σ’ εκείνο το κεντρί είναι όσο πιο κοντά της μας έχει επιτρέψει η επιστήμη να φτάσουμε». Ο σφυγμός μου επιταχύνεται, καθώς παρακολουθώ την ουρά να ταλαντεύεται. «Εξήντα πέντε» λέει η Αία για τον σφυγμό μου. «Ήταν είκοσι εννιά το λεπτό σε κατάσταση ηρεμίας». Η Αρχόντισσα σηκώνει το κεφάλι της ακούγοντάς το. «Τόσο χαμηλά;» «Μ ’ έχει γελάσει πότε η ακοή μου;» «Ηρέμησε, Ανδρομέδε» λέει η Αρχόντισσα. «Ο Μ ύστης είναι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

187

σχεδιασμένος να μετράει την αλήθεια. Είναι στις διακυμάνσεις της θερμοκρασίας, των χημικών στο αίμα, του σφυγμού της καρδιάς». «Δε χρειάζεται να παίξεις, αν δε θέλεις, Ντάροου» γουργουρίζει η Αία. «Μ πορείς να διαλέξεις τον εύκολο δρόμο με τους Πραιτοριανούς. Ο θάνατος δεν είναι και τόσο κακός». Αγριοκοιτάζω την Αρχόντισσα. «Παίζουμε». «Θα με δολοφονούσες απόψε, αν μπορούσες;» «Όχι». Όλοι παρακολουθούμε τον Μ ύστη. Ακόμα κι εγώ. Ύστερα από μια στιγμή, τίποτα δε συμβαίνει. Ξεροκαταπίνω με ανακούφιση. Η Αρχόντισσα χαμογελάει. «Αυτό το παιχνίδι δεν έχει τέλος» μουρμουρίζω. «Πώς μπορώ να κερδίσω;» «Μ ε κάνεις να πω ψέματα». «Πόσες φορές έχεις παίξει αυτό το παιχνίδι;» ρωτάω. «Εβδομήντα μία. Στο τέλος, μόνο έναν άλλον άνθρωπο εμπιστεύτηκα. Πού κρύβει ο Αύγουστος τα αδήλωτα ηλεκτρομαγνητικά του όπλα;» «Σε αποθήκες αστεροειδών, κρυφά οπλοστάσια σ’ όλες τις πόλεις του Άρη». Απαριθμώ τις λεπτομέρειες. «Και στο βάθρο της αίθουσας υποδοχής του». Αυτό τους αιφνιδιάζει. «Πού είναι τα δικά σου;» Απαριθμεί στα γρήγορα εξήντα σημεία. Λέει τα πάντα επειδή δεν έχει χάσει ποτέ. Ποτέ δε χρειάστηκε να ανησυχήσει πως οι πληροφορίες θα βγουν έξω από αυτή την πόρτα. Τόση αυτοπεποίθηση. «Τι σημαίνει για σένα αυτό το μενταγιόν με τον Πήγασο;» ρωτάει. «Είναι από τον πατέρα σου;» Κοιτάζω προς τα κάτω. Έχει ξεπροβάλει από το πουκάμισό μου. «Σημαίνει ελπίδα. Ένα κομμάτι της κληρονομιάς του πατέρα μου. Βοήθησες τον Κάρνο στην Ακαδημία;» «Ναι. Του έδωσα εκείνο το σκάφος με το οποίο σε εμβόλισε. Σκόπευες πραγματικά να εκτοξευτείς στη γέφυρά του;» «Ναι. Γιατί έφερες τη Βιργινία στον εσωτερικό σου κύκλο;» «Για τον ίδιο λόγο που την ερωτεύτηκες».

188

PIERCE BROWN

Ο σφυγμός μου επιταχύνεται. Η Αία χαμογελάει ακούγοντάς τον. «Η Βιργινία είναι ξεχωριστή. Και προερχόμαστε και οι δύο από πατεράδες που… κάθε άλλο παρά τέλειοι ήταν. Όταν ήμουν μικρή, θα είχα δώσει τα πάντα για να ανήκω σε διαφορετική οικογένεια. Αλλά ήμουν η κόρη του Άρχοντα. Της έκανα ένα δώρο που κανείς δε μου έκανε εμένα. »Βλέπεις, κάνω συλλογή από ανθρώπους που απολαμβάνω, Ανδρομέδε. Απολαμβάνω ακόμα και τον Φίτσνερ αποδώ. Πολλοί ίσως θα τον θεωρούσαν αποκρουστικό. Μ πορεί να θεωρούσαν την κληρονομιά του ανάρμοστη, αλλά, όπως κι εσύ, είναι πολύ ταλαντούχος. Όταν του ζήτησα να παίξει αυτό το παιχνίδι προτού γίνει ένας από τους Ολύμπιους Ιππότες μου, ξέρεις τι είπε;» «Μ πορώ να φανταστώ». «Φίτσνερ…» Ανασηκώνει τους καμπουριασμένους ώμους του. «Σου είπα να χώσεις το κουτί στο απαυτό σου. Δεν είμαι ηλίθιος». «Νομίζω πως ήταν κάτι ακόμα πιο άξεστο» γρυλίζει η Αία. «Σειρά μου». Η Αρχόντισσα εξετάζει τον Μ αινόμενο Ιππότη της. «Παραβίασε ο Φίτσνερ τον όρκο του ως Κοσμήτορας κάνοντας ζαβολιές στο Ινστιτούτο του Άρη, όπως οι φήμες θέλουν να πιστέψω;» «Ναι» λέω παρακολουθώντας τον Μ ύστη αντί για τον παλιό μου Κοσμήτορα. «Έκανε ζαβολιές όπως και οι υπόλοιποι». Ξέρω πως ο Φίτσνερ δε θα είχε κερδίσει αυτή τη θέση, αν δεν ήταν σίγουρη για την αφοσίωσή του στην ίδια και όχι στον Αύγουστο, πράγμα που σημαίνει πως ο Φίτσνερ πρέπει να έβγαλε τα πάντα στη φόρα και να της παρείχε λεπτομέρειες για τις μπαγαποντιές του Αυγούστου. Του ρίχνω μια ματιά. «Αν και δεν ξέρω αν τα πήρε όπως οι άλλοι». «Δεν τα πήρε. Λάθος τους» λέει η Αρχόντισσα. «Μ ας έδωσε βιντεοσκοπημένες αποδείξεις. Ηχογραφήσεις. Στοιχεία τραπεζικών λογαριασμών. Χρήσιμες αποδείξεις εναντίον όλων των Κοσμητόρων». Ο Σέβρο πρέπει να έδωσε στον πατέρα του τα αποσπάσματα από τα βίντεο που τον έβαλα να κόψει και να ράψει. Πανούργο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

189

καθαρματάκι. Στην πραγματικότητα τον αγαπάει τον πατέρα του τελικά. Ο Αύγουστος θα τους σκότωνε και τους δυο, αν ήξερε τη διπλοπροσωπία. Θέλω να κάνω ερωτήσεις στην Αρχόντισσα για στρατιωτικά προκεχωρημένα φυλάκια. Γραμμές ανεφοδιασμού. Επιχειρησιακές διαταγές και μέτρα ασφαλείας. Ξέρω όμως πως θα φαινόταν παράξενο. Θα την έκανε να θέσει και η ίδια παράξενες ερωτήσεις. Ο Μ ύστης σφίγγεται ελαφρά στο μπράτσο μου, ρουφώντας μόνο μικροσκοπικές σταγόνες αίμα τη φορά. Δεν ξέρω πόσο καλά μπορεί αυτό το πράγμα να διαισθανθεί τις αναλήθειες. Τι θα κάνω, όμως, αν με ρωτήσει πού γεννήθηκα; Ποιος είναι ο πατέρας μου; Γιατί τρίβω χώμα ανάμεσα στα δάχτυλά μου πριν από τη μάχη; Σκατά. Θα μπορούσε απλώς να με ρωτήσει αν είμαι Κόκκινος. Γιατί όμως να σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο, αν δεν της δώσω την αίσθηση πως κάτι πάνω μου είναι… αλλόκοτο; «Είναι κανείς στον εσωτερικό μου κύκλο κατάσκοπός σου;» ρωτάω. «Πολύ έξυπνο. Όχι. Πού πήγες με τη Βίκτρα Au-Ιουλία πριν από τρεις μέρες; Και τι έκανες;» ρωτάει η Αρχόντισσα. «Στη Χαμένη Πόλη». Μ ε κάποιο τρόπο, ο Μ ύστης διαισθάνεται πως διστάζω. Το κεντρί του τρέμει με έξαψη. «Για να συναντήσω το Τσακάλι – τον γιο του Αυγούστου». Σφίγγει κι άλλο. «Για να κάνω συμμαχία». Στάλες ιδρώτα στον γιακά μου και ο Μ ύστης χαλαρώνει, θεωρώντας την απάντηση αρκετή. «Γιατί αποκαλούν τον Λορν Πετρόπλευρο;» «Δε σου το είπε; Όχι επειδή είναι σκληρός σαν πέτρα, όπως θα σου έλεγαν τώρα. Επειδή σε μια εκστρατεία στη Σεληνιακή Εξέγερση ήταν πασίγνωστο πως έτρωγε τα πάντα. Και μια μέρα ένας Γκρίζος τού έβαλε στοίχημα πως δεν μπορούσε να φάει πέτρες. Ο Λορν δεν κάνει πίσω. Πότε σε δίδασκε ο Λορν;» «Κάθε πρωί πριν από το πρώτο φως, ανάμεσα στην αποφοίτησή μου από το Ινστιτούτο και την εγγραφή μου στην Ακαδημία». «Απίστευτο που δεν το ανακάλυψε κανείς». «Πόσοι Απαράμιλλοι Σημαδεμένοι υπάρχουν;» ρωτάω. «Τα

190

PIERCE BROWN

στοιχεία των απογραφών βρίσκονται πολύ δύσκολα». Η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου είναι τρομερή στο καταχώνιασμα του υψηλής διαβάθμισης υλικού της. «Υπάρχουν εκατόν τριάντα δύο χιλιάδες εξακόσιοι ογδόντα εννέα για σχεδόν σαράντα εκατομμύρια Χρυσούς. Γιατί σε πήρε ο Λορν για μαθητή;» «Επειδή πιστεύει πως είμαστε ίδιου είδους άνθρωποι. Ποιοι είναι οι δύο μεγαλύτεροι φόβοι σου;» «Οκταβία…» την προειδοποιεί η Αία. «Σκάσε, Αία. Όλα είναι θεμιτά». Κοιτάζει τον Λύσανδρο και χαμογελάει. «Ο μεγαλύτερος φόβος μου είναι πως ο εγγονός μου μεγαλώνοντας θα γίνει σαν τον πατέρα μου. Ο δεύτερος είναι το αναπόφευκτο των γηρατειών. Γιατί έκλαψες όταν σκότωσες τον Ιουλιανό Au-Μ πελόνα;» «Επειδή ήταν πιο καλόκαρδος από όσο του επέτρεπε ο κόσμος να είναι. Εσύ κανόνισες το δεσμό της Βιργινίας με τον Κάσσιο;» «Όχι. Δική της ιδέα ήταν». Διατηρούσα την ελπίδα πως ήταν κάτι κανονισμένο, κάτι που ήταν αναγκασμένη να κάνει. «Γιατί τραγούδησες την Κόκκινη μπαλάντα στη Βιργινία στο Ινστιτούτο;» «Επειδή ξεχνούσε τα λόγια και νομίζω πως είναι το πιο θλιμμένο τραγούδι που έχει ειπωθεί ποτέ». Κάνω μια παύση πριν από την επόμενη ερώτησή μου. «Θέλεις να ρωτήσεις πάλι για τη Βιργινία, έτσι;» Οι άκρες των χειλιών της τραβιούνται με ευχαρίστηση, καθώς τσιγκλάει τον πόνο μου. «Θέλεις να μάθεις αν θα σου τη δώσω, αν προσχωρήσεις σ’ εμένα; Είναι πιθανόν». «Δεν είναι πράγμα για να το δώσεις» λέω. Γελάει, διασκεδάζοντας με την αθωότητά μου. «Αν το λες εσύ». «Πού είναι τα τρία Κέντρα Διοίκησης Βαθέως Διαστήματος;» ρωτάω παράτολμα. Μ ου δίνει τις συντεταγμένες χωρίς να διστάσει. «Πώς ήξερες τα λόγια του Τραγουδιού του Θερισμού;» «Τα άκουσα όταν ήμουν μικρός. Και δεν ξεχνάω εύκολα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

191

«Πού;» «Δεν είναι η σειρά σου» της θυμίζω. «Γιατί μου κάνεις αυτές τις ερωτήσεις;» «Επειδή μια από τις Ερινύες μου με έκανε να υποπτευτώ πως οι Γιοι του Άρη ίσως είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που φανταζόμασταν. Κάτι πιο επικίνδυνο. Ποιος είναι ο Άρης;» Η καρδιά μου βροντοχτυπάει. «Δεν ξέρω». Παρακολουθώ την ουρά του Μ ύστη. Δεν κινείται. «Ποιος νομίζεις πως είναι;» «Ο αφέντης σου». «Τριάντα εννιά, σαράντα δύο, πενήντα έξι…» λέει η Αία. Η Αρχόντισσα κουνάει το μακρύ δάχτυλό της. «Παράξενο. Η καρδιά σου σε προδίδει». Καθαρίζω το μυαλό μου. Άφησέ τα όλα να ξεθωριάσουν. Φαντάσου τα ορυχεία. Θυμήσου τον άνεμο να κινείται ανάμεσά τους. Θυμήσου τα χέρια της καθώς περπατούσαμε ξυπόλυτοι μέσα από το κρύο χώμα προς το μέρος όπου ξαπλώσαμε πρώτη φορά μαζί στο κοίλωμα ενός εγκαταλειμμένου οικισμού. Τους ψιθύρους της. Πώς τραγούδησε το νανούρισμα που τραγουδούσε η μητέρα μου στ’ αδέρφια μου και σ’ εμένα. «Πενήντα πέντε, σαράντα δύο, τριάντα εννιά» λέει η Αία. «Είναι ο Αύγουστος ο Άρης;» ρωτάει. Μ ε πλημμυρίζει ανακούφιση. «Όχι. Δεν είναι ο Άρης». Η πόρτα ανοίγει με πάταγο πίσω μου. Γυρίζουμε και βλέπουμε τη Μ άστανγκ να μπαίνει αγέρωχα στο δωμάτιο φορώντας τη λευκόχρυση στολή του Οίκου Λούνα με το οικογενειακό σύμβολο του μισοφέγγαρου. Ένα ηλεκτρονικό σημειωματάριο γυαλίζει στον καρπό της. Υποκλίνεται στην Αρχόντισσα. «Αρχόντισσά μου». «Βιργινία, είσαι ακόμη χάλια» λέει συρτά η Αία. «Το φταίξιμο να το ρίξετε σ’ αυτό το χαζό τομάρι». Η Μ άστανγκ γνέφει προς το μέρος μου. «Εβδομήντα τρεις νεκροί. Δύο Γαιογέννητες οικογένειες εξοντωμένες, καμιά από τις οποίες δεν είχε την παραμικρή σχέση με τους Μ πελόνα ή τους Αυγούστους. Πάνω από διακόσιοι τραυματίες». Κουνάει το κεφάλι της. «Καθήλωσα στο έδαφος όλα τα σκάφη όπως ζήτησες,

192

PIERCE BROWN

Οκταβία. Η πραιτοριανή διοίκηση έθεσε σε εφαρμογή μια ζώνη απαγόρευσης πτήσης σε τροχιά. Από όλα τα πολεμικά σκάφη που ανήκουν σε οικογένειες ανακλήθηκαν οι άδειες και απωθούνται πίσω από τους Φάρους του Ρουβίκωνα μέχρι νεωτέρας. Και ο Κάσσιος είναι ακόμη ζωντανός. Είναι με τους Κίτρινους. Οι Λαξευτές της Ακρόπολης ετοιμάζουν σχέδια για αντικατάσταση του μπράτσου του». Η Αρχόντισσα την ευχαριστεί και της λέει να καθίσει. «Ο Ντάροου κι εγώ αρχίζουμε να γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Υπάρχει καμιά ερώτηση που νομίζεις πως πρέπει να του κάνουμε;» Η Μ άστανγκ κάθεται δίπλα στην Αρχόντισσα. «Η συμβουλή μου, αρχόντισσά μου; Μ ην προσπαθείς να βγάλεις άκρη από τον Ντάροου. Είναι ένα παζλ από το οποίο λείπουν κομμάτια». «Μ άλλον προσβλητικό αυτό» λέω παιχνιδιάρικα. Όμως τα λόγια της τσούζουν. «Δηλαδή δεν πιστεύεις πως πρέπει να τον κρατήσουμε;» «Ο Κάσσιος και η μητέρα του θα…» ξεκινάει η Μ άστανγκ. «Τι θα κάνουν;» τη διακόπτει η Αρχόντισσα. «Έκανα τον Κάσσιο Ολύμπιο Ιππότη. Θα είναι ευγνώμων και θα προπονηθεί στο ξυράφι έτσι ώστε αυτό να μην ξανασυμβεί». Το πρόσωπό της μαλακώνει και αγγίζει το γόνατο της Μ άστανγκ. «Είσαι καλά, αγαπητή μου;» «Μ ια χαρά. Μ άλλον διέκοψα το παιχνίδι σας». Δεν μπορώ να καταλάβω ποια από τις δύο χρησιμοποιεί την άλλη. Αλλά με τα λόγια του Κάρνου στο γκαλά και ξέροντας πως τα σκάφη είχαν καθηλωθεί στο έδαφος προτού καν αρχίσω την αψιμαχία, ξέρω πως η Αρχόντισσα είχε σχέδια. Και τώρα νομίζω πως μπορώ να τα συναρμολογήσω. «Μ ια τελευταία ερώτηση. Την κρατούσα για το τέλος». «Ρώτα, μικρέ. Δεν έχουμε μυστικά εδώ. Πρέπει όμως να είναι η τελευταία. Η Αγριππίνα Au-Ιουλία περιμένει πολλή ώρα». Η Αία ανοίγει το κουτί για να ξαναμπούν μέσα οι Μ ύστες. «Απόψε, στο γκαλά, στη διάρκεια του έκτου πιάτου του γεύματος, σχεδίαζες να επιτρέψεις στους Μ πελόνα να δολοφονήσουν τον Αρχικυβερνήτη Αύγουστο και όσους

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

193

κάθονταν στο τραπέζι του;» Η Αία παγώνει. Η Μ άστανγκ γυρίζει αργά να κοιτάξει την Αρχόντισσα, το πρόσωπο της οποίας δε δείχνει σημάδια ανειλικρίνειας. Η γυναίκα αναπνέει ήρεμα και μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο πετάει μέσα από τα δόντια της το ψέμα. «Όχι» λέει. «Δεν το σχεδίαζα». Η αγκαθωτή ουρά του Μ ύστη χτυπάει τη σάρκα της.

194

PIERCE BROWN

16 Το παιχνίδι

Τ

ο ξυράφι του Φίτσνερ βουίζει και κόβει την ουρά πιο γρήγορα από όσο ανοιγοκλείνει τα φτερά της μια μέλισσα. Πέφτει στο πάτωμα, με το διαφανές κεντρί να εκτοξεύει δηλητήριο σφυρίζοντας. Πάνω στο μπράτσο της Αρχόντισσας, το πληγωμένο πλάσμα στριγκλίζει. Σκούζει και σφαδάζει σαν ετοιμοθάνατη γάτα. Η Αρχόντισσα το ξεκολλάει από πάνω της και το πετάει πάνω στον τοίχο. Το δικό μου χαλαρώνει αργά τη λαβή του σαν να συνδέεται με το άλλο. Νιαουρίζοντας αξιολύπητα, οπισθοχωρεί στο κουτί του για να κρυφτεί στο σκοτάδι. Σκουπίζω τα αχνά ίχνη αίματος που άφησε πάνω στον πήχη μου. «Ώστε λες ψέματα τελικά» λέω χαμογελώντας μοχθηρά. Η Αρχόντισσα αφήνει έναν μακρόσυρτο στεναγμό. Η Μ άστανγκ σηκώνεται εξοργισμένη. «Υποσχέθηκες πως δεν τους έκανες κακό. Είπες ψέματα». «Ναι». Η Οκταβία τρίβει τους κροτάφους της. «Κατ’ ανάγκη». «Είπες πως δεν υπήρχαν ψέματα εδώ» λέει σφυριχτά η Μ άστανγκ. «Αυτό ήταν προϋπόθεση για να σου υποσχεθώ την πίστη μου. Το μόνο πράγμα που ζήτησα, κι εσύ σχεδίαζες να το κάνεις μπροστά στα μάτια μου;» «Κάθισε». Η Αρχόντισσα σηκώνεται και στέκεται μύτη με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

195

μύτη με τη Μ άστανγκ. «Κάθισε κάτω». Η Μ άστανγκ κάθεται βαριανασαίνοντας. Δεν εννοεί να κοιτάξει εμένα ή την Αρχόντισσα. Είναι τριγυρισμένη από προδοσία. Η Αρχόντισσα το καταγράφει, καταστρώνοντας μια νέα στρατηγική, καθώς η Μ άστανγκ βγάζει ένα χρυσό δαχτυλίδι από την τσέπη της και το κυλάει ψυχαναγκαστικά ανάμεσα στα δάχτυλά της. «Ξέρεις γιατί χρειάζομαι την οικογένειά σου νεκρή;» ρωτάει η Οκταβία τη Μ άστανγκ. Δεν απαντάει. «Σου έκανα μια ερώτηση, Βιργινία. Άσε τα νεύρα και απάντησε». «Είναι απειλή για την ειρήνη» απαντάει ορθά κοφτά η Μ άστανγκ, γλιστρώντας το δαχτυλίδι στο δάχτυλό της. «Αψηφά τις διαταγές σου. Δεν υπακούει στις οικονομικές ντιρεκτίβες σου. Καθυστερεί τους εμπειρογνώμονες του ήλιου-3 για πολιτικό όφελος». «Αν προσπαθούσα να απομακρύνω τον πατέρα σου από την εξουσία, τι θα γινόταν;» Η Μ άστανγκ σηκώνει τα μάτια πάνω της. «Θα εξεγειρόταν». «Άρα τι μπορώ να κάνω; Αν εξεγερθεί ενώ βρίσκεται στον Άρη, ο πλανήτης θα γίνει το φρούριό του. Τα λεφτά που θα χρειαζόμουν για να τον ξεκολλήσω από εκεί –να τον βρω, να τον σκοτώσω, να επαναφέρω την τάξη– είναι… ασύλληπτα. Σκάφη. Προσωπικό. Φαγητό. Εφόδια. Εμπόριο. Ελλείψεις σε ήλιο-3. Η Κοινωνία θα έκανε χρόνια να ανακάμψει. »Δεν μπορούμε να αντέξουμε έναν τέτοιο εχθρό. Αλλά επίσης δεν μπορούμε να αντέξουμε έναν σύμμαχο που προσβάλλει τόσο ανοιχτά. Κι αν οι Κυβερνήτες των Αέριων Γιγάντων θεωρούσαν πως ήταν άτρωτοι στις διαταγές μου, επειδή είμαστε επιεικείς με τον πατέρα σου; Επειδή τον αφήνουμε να χειραγωγεί τις τιμές του ηλίου ή να αγνοεί τις ντιρεκτίβες της Αρχόντισσας; Πριν από σαράντα χρόνια, την πρώτη χρονιά της ηγεμονίας μου, εξεγέρθηκαν οι δορυφόροι του Κρόνου. Ο πόλεμος δεν τέλειωσε παρά μόνο όταν κατέστρεψα τον δορυφόρο, τη Ρέα, ολοκληρωτικά. Πενήντα εκατομμύρια νεκροί. Τόσο πεισματάρα είναι η ράτσα μας. Ξέρουν πόσο δύσκολο μου είναι να φανώ απειλητική εκατομμύρια χιλιόμετρα μακριά από τον Πυρήνα. Και

196

PIERCE BROWN

πάλι, όμως, φοβούνται. Έτσι μεγάλο μέρος της ηγεμονίας ενός κυβερνήτη είναι ένα αποκύημα της φαντασίας του κόσμου. Η δύναμή μου δεν είναι τα σκάφη. Δεν είναι οι Πραιτοριανοί. Η δύναμή μου είναι ο φόβος τους. Αλλά πρέπει να έχουν καινούριες υπομνήσεις». «Και άρα η οικογένειά μου πρόκειται να γίνει η υπενθύμιση». «Ναι. Πες μου πως δεν είναι λογικό». Η Μ άστανγκ μένει σιωπηλή μια ατέλειωτη στιγμή. «Είναι η λογική πολιτική κίνηση. Αλλά είναι πατέρας μου…» «Κι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δε σου το είπα. Σκέψου αυτό». Κουνάει το χέρι της και μια ολοπροβολή ανάβει στο πάτωμα ανεβαίνοντας σταδιακά, μέχρι που γεμίζει το μισό δωμάτιο. Είναι μια εξέγερση. Κτίρια καπνίζουν. Γκρίζοι θερίζουν γυναίκες και άντρες με παλμοόπλα. Αλλάζει την εικόνα. Μ ια ντουζίνα άλλες χορεύουν σ’ όλο το δωμάτιο. Μ ια γυναίκα πέφτει μπροστά μου νεκρή. Μ ε μια τρύπα στο κρανίο. Που ακόμη καπνίζει. Καρφώνω τα μάτια μου στην ξαφνική φρίκη. «Ο Άρης είναι αυτός;» ρωτάω, τρέμοντας για την οικογένειά μου. «Έτσι θα νόμιζε κανείς, σωστά;» Η Αρχόντισσα περνάει το δάχτυλό της από την κάννη ενός παλμοτουφεκιού καθώς πυροβολεί. «Είναι η Αφροδίτη». «Η Αφροδίτη;» ψιθυρίζει η Μ άστανγκ. «Δεν υπάρχουν Γιοι του Άρη στην Αφροδίτη». «Ούτε θα υπάρξουν μετά το αποψινό. Η φλόγα εξαπλώνεται ακόμα και στον Πυρήνα. Πριν από δύο ώρες, πολλαπλές εκρήξεις δοκίμασαν αυτή την Κοινωνία. Οι Πολιτικοί και οι Πραίτορές μου και διάφοροι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι σ’ όλη την αυτοκρατορία έχουν θέσει σε εφαρμογή τη Διαταγή Μ ηδέν. Κανένα μέσο ενημέρωσης δε θα το αναφέρει αυτό. Όπου υπάρχουν φλόγες δημιουργούμε καραντίνα. Θα τους εξαλείψουμε οπωσδήποτε. Κάτι που ο πατέρας σου δεν έκανε, Βιργινία. Για την ακρίβεια, επέτρεψε στους Γιους να ανθίσουν. Να εξαπλωθούν εδώ». Προειδοποίησα την Αρμονία. Ελπίζω μόνο να μην έχουν χαθεί

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

197

όλοι οι Γιοι. Η Αρχόντισσα κάθεται στις φτέρνες της μπροστά στη Μ άστανγκ. «Ο πατέρας σου πρέπει να πεθάνει. Απαγχόνισε ακριβώς τη γυναίκα εκείνη που χρησιμοποίησαν οι Γιοι του Άρη για να τα ξεκινήσουν όλ’ αυτά. Το πρόσωπό του κυριαρχεί σ’ όλη τους την προπαγάνδα. Αν εξαφανιστεί, αν τους χτυπήσουμε, θα σβήσουν. Θα πετύχουμε μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια. Αν κανονίσουμε τη μεταβίβαση της εξουσίας στους Μ πελόνα, στον Άρη θα βασιλέψει πρώτη φορά ειρήνη στη διάρκεια της ηγεμονίας μου. Το μόνο κόστος είναι πενήντα ζωές. Ξέρω πως είναι πατέρας σου, αλλά ήρθες στο ποίμνιό μου για έναν λόγο». Κοιτάζοντας τη Μ άστανγκ καταλαβαίνω τώρα τον λόγο κι αυτό μου σπαράζει την καρδιά. Σηκώνεται αργά και προχωράει προς το παράθυρο σαν να αποφεύγει μια απόφαση. Κοιτάζει έξω ένα σκάφος στη μακρινή ομίχλη. «Όταν ζούσε η μητέρα, ο πατέρας ερχόταν για ιππασία μαζί μου στο δάσος. Σταματούσαμε σ’ εκείνο το ξέφωτο με τα αγριολούλουδα και ξαπλώναμε πάνω στα κόκκινα λουλούδια με τα χέρια απλωμένα στο πλάι, παριστάνοντας τους αγγέλους. Αυτός ο άνθρωπος έχει πεθάνει. Κάνε ό,τι θέλεις με τον καινούριο».

198

PIERCE BROWN

17 Όσα φέρνει η καταιγίδα

Ο

ι Οψιδιανοί με συνοδεύουν στα νέα μου διαμερίσματα, με τον Φίτσνερ να σέρνεται από πίσω μας, προχωρώντας κεφάτα πάνω στα μαρμάρινα πατώματα. Όταν φτάνουμε στην πόρτα μου, με πιάνει από το χέρι. «Ωραία το έπαιξες, λεβέντη. Τη διάβασες σωστά – καταλαβαίνοντας πως θέλει αυτό που δεν μπορεί να έχει. Φρικοκατάρατα έξυπνο. Ανοίγει η καρδιά μου βλέποντάς σε επιτέλους να παίζεις το παιχνίδι και να νικάς, μικρέ κατρουλή». Μ ου δίνει μια γροθιά στον ώμο. «Αύριο θα πάμε στην αγορά να πάρεις υπηρέτες. Ροζ. Κυανούς. Οψιδιανούς καταδικούς σου. Προς το παρόν… σου άφησα ένα δώρο». Δείχνει μέσα στο δωμάτιό μου, όπου μια λυγερή Ροζ είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι. «Απόλαυσέ το». «Δε με ξέρεις καθόλου, έτσι;» Αναστενάζει και σκύβει μπροστά. «Αυτό το χαρτί σού μοίρασε η ζωή. Δεν είναι κακό χαρτί. Φαντάσου τα πράγματα που μπορείς να κάνεις ως προσωπικός απεσταλμένος της Αρχόντισσας. Κάνει τον Κυβερνήτη σου να μοιάζει με ιδιοκτήτη τρώγλης σε επαρχιακή πόλη. Έχεις το κορίτσι σου. Έχεις ευκαιρίες. Αποδέξου τη νέα σου ζωή». Η πόρτα κλείνει με βρόντο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

199

Μ ια νέα ζωή, αξίζει όμως το κόστος; Δεν ξέρω τι γίνεται με τους Γιους. Είναι κάτι που δεν μπορώ να το επηρεάσω. Περιμένει όμως να αφήσω τον Ροκ να πεθάνει; Ν’ αφήσω τον Τάκτο και τη Βίκτρα και τη Θεοδώρα να αφανιστούν από πραιτοριανά τάγματα θανάτου; Πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιό μου, αγνοώντας τη Ροζ. Τα νυχτερινά σύννεφα της Σελήνης απλώνονται μέχρι εκεί όπου φτάνει το μάτι πέρα από τα τεράστια συνεχόμενα παράθυρα που αποτελούν το βορινό τοίχο της σουίτας. Κτίρια τρυπούν τα σύννεφα σαν αστραφτερές λόγχες. Είμαι παγιδευμένος στη χλιδή. Η βροχή συνεχίζει να πέφτει. Οι καταιγίδες της Σελήνης είναι αινιγματικά πλάσματα. Για έναν άνθρωπο από τον Άρη, είναι αργή βροχή. Ληθαργική. Σαν να κουράζονται οι σταγόνες από την ίδια τους την πτώση σ’ αυτή τη χαμηλή βαρύτητα. Οι άνεμοι που έρχονται όμως είναι θυελλώδεις. Δεν υπάρχουν χαραμάδες στα παράθυρα της Ακρόπολης μέσα από τις οποίες να μπορούν να σφυρίξουν οι άνεμοι. Μ ου λείπουν τα βογκητά του παλιού μου κάστρου στον Άρη. Μ ου λείπουν τα μοιρολόγια στα βαθιά ορυχεία. Εκείνες οι στιγμές όταν το τρυπάνι κρύωνε και καθόμουν εκεί αγγίζοντας τη γαμήλια κορδέλα μου μέσα από την τηγανοστολή μου, υπολογίζοντας σε πόσο λίγη ώρα θα είχα τη χείλη της πάνω στα δικά μου, τα χέρια της στη μέση μου, το σώμα της να κινείται ελαφρύ σαν τη σκόνη πάνω από το δικό μου. Δεν μπορώ όμως να σκέφτομαι μόνο το Κόκκινο κορίτσι. Όταν βλέπω το φεγγάρι, σκέφτομαι τον ήλιο: η Μ άστανγκ είναι χαραγμένη στις σκέψεις μου. Αν η Ηώ μύριζε σκουριά και χώμα, τότε το Χρυσό κορίτσι είναι φωτιά και φθινοπωρινά φύλλα. Ένα κομμάτι του εαυτού μου θα ήθελε να μπορώ να θυμάμαι μόνο την Ηώ. Να της ανήκει το μυαλό μου, ώστε να μπορώ να είμαι σαν ένας από εκείνους τους μυθικούς ιππότες. Ένας άνθρωπος τόσο ερωτευμένος με κάποιον που χάθηκε, ώστε να κλείνει την καρδιά του σε όλους τους άλλους. Δεν είμαι όμως αυτός ο μυθικός άνθρωπος. Από πολλές απόψεις είμαι ακόμη παιδί χαμένο και τρομαγμένο, που ψάχνει θαλπωρή και αγάπη. Όταν αγγίζω το χώμα, τιμώ την Ηώ. Και όταν βλέπω φωτιά,

200

PIERCE BROWN

θυμάμαι τη θαλπωρή και πώς τρεμόπαιζαν οι φλόγες πάνω στο δέρμα της Μ άστανγκ ενώ ήμαστε ξαπλωμένοι στον κοιτώνα μας από πάγο και χιόνι. Εξετάζω το άδειο δωμάτιο, που δε μυρίζει ούτε φύλλα ούτε χώμα αλλά κάρδαμο. Το δωμάτιο παραείναι τεράστιο για τα γούστα μου. Παραείναι πολυτελές. Έχει ελεφαντόδοντο στους τοίχους. Μ ια σάουνα. Ένα χώρο μασάζ δίπλα σ’ ένα δωμάτιο ηδονής. Υπάρχουν μια καρέκλα επικοινωνίας, ένα κρεβάτι, μια μικρή πισίνα. Αυτά είναι τώρα τα διαμερίσματά μου. Βλέπω σ’ ένα αρχείο δεδομένων ότι μου έχει δοθεί μια πίστωση πενήντα εκατομμυρίων για να επιλέξω τους ακολούθους μου. Μ ου άφησαν άλλα δέκα εκατομμύρια για να καλύψω τις θέσεις στο χαρέμι μου. Αυτό είναι το τίμημα που μου δίνουν για να προδώσω τους φίλους μου. Δεν είναι αρκετό. Τα μάτια μου πέφτουν τώρα στη Ροζ που είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Γυμνή, σκεπασμένη μόνο με μια κουβέρτα. Της την πέταξα εγώ για να κρύψω τη γύμνια της, φέρνοντας στο μυαλό μου την καημένη την Ήβη όταν την πρωτοείδα. Όσο περισσότερο κοιτάζω όμως αυτό το καινούριο κορίτσι, τόσο περισσότερο δυσκολεύομαι να θυμηθώ την Ήβη, να θυμηθώ την Ηώ ή τη Μ άστανγκ. Γι’ αυτό είναι οι Ροζ, για να σε βοηθούν να λησμονήσεις. Τόσο αποτελεσματικοί, που μπορούν να σε κάνουν να ξεχάσεις ακόμα και τα δικά τους θλιβερά δεινά. Όταν γεράσει, θα πουληθεί από το προσωπικό της Ακρόπολης σε κάποιο αριστοκρατικό πορνείο. Και όταν θα σχηματιστούν μερικές ρυτίδες ακόμα, θα πουληθεί λίγο χαμηλότερα και λίγο χαμηλότερα, μέχρι που να μην έχει πια τίποτα να δώσει. Συμβαίνει σε άντρες. Συμβαίνει σε γυναίκες. Και, αρχίζω να συνειδητοποιώ, συμβαίνει και σε Χρυσούς. Η Ροζ μού ζητάει να πάω κοντά της. Να την αφήσω να ανακουφίσει αυτό που με πονάει. Δεν απαντώ. Κάθομαι στην άκρη του περβαζιού με τα χέρια μου να τρίβουν τους μηρούς μου, περιμένοντας. Δεν έχω το ξυράφι μου. Οψιδιανοί φρουρούν τον διάδρομο απέξω. Το γυάλινο παράθυρο δε θα σπάσει με κανένα από τα μέσα που έχω στη διάθεσή μου, αλλά δεν ανησυχώ. Κάθομαι παρακολουθώντας την καταιγίδα, νιώθοντας μια άλλη

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

201

καταιγίδα να βράζει μέσα μου. Μ ε ένα σφύριγμα, η πόρτα ανοίγει. Γυρίζω μ’ ένα χαμόγελο ήδη ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μου. «Μ άστανγκ, να…» Από την πόρτα γλιστράει μέσα ένας συνεσταλμένος Ροζ με άσπρα μαλλιά και μάτια που θα ράγιζαν χίλιες καρδιές στον Λύκο. Τώρα ραγίζουν τη δική μου. Έκανα λάθος. «Ποιος είσαι;» ρωτάω. Αφήνει ένα μικρό κουτί από όνυχα πάνω στο κρεβάτι μου μπροστά στην άλλη Ροζ. «Από ποιον είναι;» ρωτάω επιτακτικά. «Θα δεις, ντόμινους» λέει. Κομψά, απλώνει το χέρι του στην άλλη Ροζ, που, σαστισμένη, το παίρνει και τον ακολουθεί έξω από το δωμάτιο. Η πόρτα κλείνει. Είμαι το ίδιο σαστισμένος με τη Ροζ. Τρέχω στο κουτί, το ανοίγω και βρίσκω έναν μικρό ολοκύβο. Τον ενεργοποιώ. Το πρόσωπο της Μ άστανγκ εμφανίζεται, αστραφτερό. «Φυλάξου» λέει. Το ρεύμα κόβεται και η πόρτα κλειδώνει από μόνη της. Το δωμάτιο βυθίζεται στο σκοτάδι. Αστραπές σκίζουν τα σύννεφα έξω· βροντές μπουμπουνίζουν. Και ακούω κάτι. Μ ια υλακή. Δεν είναι ο άνεμος. Άλλη μια αστραπή και εμφανίζεται, πετώντας μέσα στη δυνατή καταιγίδα σαν τον ασχημότερο άγγελο που ξέρασε ποτέ ο ουρανός. Ένα λυκοτόμαρο κρέμεται από τους ώμους του ανεμίζοντας. Το μαύρο μεταλλικό κράνος του είναι ένα κεφάλι λύκου και είναι οπλισμένος μέχρι τα βρομοδόντια του. Ο Σέβρο έχει έρθει και έχει φέρει και φίλους. Αστραπή. Βροντάει ξανά κι αυτή τη φορά φωτίζει το αμυδρό χαμόγελό του και τους οχτώ φονιάδες που πετούν από πίσω του. Εννιά Υλακτούντες συνολικά. Μ ικροί, άσπλαχνοι δαίμονες που περιμένουν στο σκοτάδι, με τη μορφή τους να διαγράφεται από το σπινθήρισμα του ηλεκτρισμού της καταιγίδας. Εκεί είναι και η μακροπόδαρη Κουίν. Βουτάω μέσα στη σάουνα, καθώς ο Σέβρο αγγίζει το τζάμι με μια παλμογροθιά, αφού δημιουργεί ένα παρεμβολοπεδίο για να

202

PIERCE BROWN

απορροφήσει τον ήχο. Το γυαλί σπάει προς τα μέσα. Ο παραμορφωμένος ήχος της καταιγίδας τούς ακολουθεί, καθώς προσεδαφίζονται με γδούπο πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα. Ο αέρας σαρώνει τα σεντόνια του κρεβατιού και τις ταπισερί μου. Ένας ένας γονατίζουν – το κοντόχοντρο Χαλίκι, η άσπλαχνη Άρπυια, ο κάτισχνος, ντόμπρος Κλόουν και όλοι οι άλλοι. «Φίλοι μου. Σηκωθείτε πάνω!» μουγκρίζω. «Είστε ήδη αρκετά κοντοί». Γελούν και σηκώνονται. Το Χαλίκι και ο Κλόουν ορμούν και συγκολλούν τη μεταλλική μου πόρτα με καμινέτα πλάσματος. Νερό στάζει από τη γαμψή μύτη του Σέβρο, καθώς γνέφει προς το μέρος μου με το κράνος του να μαζεύεται μέσα στην πανοπλία του. Μ αλλιά κοντά, στραβοκομμένα. Ατάραχος και τόσο γεμάτος χλευασμό, κουβαλάει στο άλλο του χέρι μια τεράστια, βαριά τσάντα. Και όταν περπατάει, κινείται με περιφρόνηση γι’ αυτή τη χαμηλή βαρύτητα. Σαν να είναι κάτι που αφορά ανθρωπάκια και βλάκες. «Αφέντη Θεριστή. Μ οιάζεις με Ξωτικό αγαπητικό σ’ αυτή τη γυναικοφωλιά». Ο Σέβρο κάνει μια θεατρική υπόκλιση αφήνοντας την τσάντα στα πόδια μου. «Ίσως γι’ αυτό η Μ άστανγκ σκέφτηκε πως χρειαζόσουν επειγόντως τη φρικοκατάρατη αγέλη σου». «Σ’ έφερε πίσω από την Περιφέρεια;» «Όλους μας» λέει η Κουίν. «Είμαστε εδώ κάμποσες εβδομάδες σε ετοιμότητα. Χρειαζόταν ανθρώπους που ήξερε πως δε θα ήταν πιστοί στην Αρχόντισσα». Ένα εφεδρικό σχέδιο. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως αμφέβαλλα γι’ αυτήν. Σε κανέναν κόσμο δε θα βοηθούσε η Μ άστανγκ να δολοφονηθεί ο πατέρας της. Το συνειδητοποίησα στη διάρκεια της κουβέντας μου με την Αρχόντισσα πως αυτός έπρεπε να είναι εξαρχής ο λόγος της παρουσίας της εδώ – να διεισδύσει στην οικογένεια της Αρχόντισσας όπως διείσδυσα εγώ στους Χρυσούς. Όταν μπήκε στη σουίτα της Αρχόντισσας, θυμήθηκα πως πριν από τη μονομαχία ανέφερε ότι είχε τα δικά της σχέδια. Τώρα τα κομμάτια μπαίνουν επιτέλους στη θέση τους. Έπαιζαν και οι δύο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

203

τα δικά τους παιχνίδια, αλλά εγώ βοήθησα να ανοίξουν τα χαρτιά της Αρχόντισσας. Η Αρχόντισσα δεν ανησυχούσε μήπως μάθω τίποτα, διαφορετικά, γιατί να παίξει το παιχνίδι; Αλλά μόλις μπήκε στο δωμάτιο η Μ άστανγκ, το επιστημονικό παράδειγμα άλλαξε. Θα μπορούσε να είχε βάλει τέλος στο παιχνίδι εκείνη τη στιγμή. Υπερίσχυσε η αλαζονεία της όμως. Όσο για τη Μ άστανγκ, ήξερα πως ήταν μαζί μου μόλις έβγαλε από την τσέπη της το χρυσό δαχτυλίδι με το άλογο και το έβαλε στο δάχτυλό της. Η καρδιά μου αναπήδησε εκείνη τη στιγμή και κατάλαβα πως είχε βρει έναν τρόπο να ξεμπλέξουμε από αυτή την ιστορία. «Σέβρο». Χαμογελάω και του σφίγγω το χέρι. «Ο Αρχικυβερνήτης μας είναι…» «Το ξέρω. Η Μ άστανγκ μάς ενημέρωσε». «Έλα δω, ψηλέ δαίμονα». Η Κουίν βγαίνει μπροστά από τους άλλους και περνάει το αδύνατο μπράτσο της γύρω από τη μέση μου, φιλώντας με στο μάγουλο. Μ υρίζει πατρίδα. Μ ου έλειψαν αυτοί οι άνθρωποι. Ο άνεμος αλυχτάει περνώντας μέσα από το παρεμβολοπεδίο μας. Το βιονικό μάτι του Σέβρο γυαλίζει αφύσικα. Η Κουίν μού έφερε βαρυμπότες, με εβένινο χρώμα. Τις φοράω. «Η Μ άστανγκ μπορεί να μας έφερε από την Περιφέρεια. Αλλά δεν ήρθαμε γι’ αυτήν. Δεν ήρθαμε για τον Αύγουστο. Ήρθαμε για σένα, Θεριστή» γρυλίζει ο Σέβρο. Η Κουίν κατσουφιάζει, καθώς ο Σέβρο φτύνει πάνω στο όμορφο χαλί. «Είδαμε τι έκανες στον Κάσσιο. Και θέλουμε αυτό που προσπαθείς να κάνεις». «Το οποίο είναι;» ρωτάω, κάτι παραπάνω από σαστισμένος. «Αυτό που θέλουν πάντα οι φουκαράδες φονιάδες. Πόλεμο» βρυχάται ο Σέβρο. «Και όλα του τα λάφυρα». «Και ο πατέρας σου; Έχει υψηλή θέση τώρα». «Ο Φίτσνερ είναι σκατάς» αποκρίνεται περιφρονητικά. «Έστρωσε το κρεβάτι του. Άσ’ τον να κοιμηθεί εκεί πάνω όσο εμείς θα καίμε το σπίτι». «Εντάξει, αν θέλεις πόλεμο, αν θέλεις λάφυρα, καλύτερα να πηγαίνουμε. Ο Αρχικυβερνήτης είναι αυτός που έχει στρατό».

204

PIERCE BROWN

Η Κουίν γνέφει. «Και ο Ροκ είναι εκεί κάτω. Και ο Τάκτος». «Ο Τάκτος» μουρμουρίζει ο Σέβρο, αν και ξέρω πως ο σαρκασμός στο πρόσωπό του είναι για τον Ροκ. Παρακολουθεί την Κουίν με μάτια για μια απειροελάχιστη στιγμή θλιμμένα, προτού τακτοποιήσει την πανοπλία του. «Λοιπόν, ποιο είναι το σχέδιο;» ρωτάω, παίρνοντας το ξυράφι που μου προσφέρει το Χαλίκι. Ο Σέβρο και η Κουίν κοιτάζονται και γελούν. «Η Μ άστανγκ φέρνει ένα σκάφος. Είπε πως για τα υπόλοιπα θα τη βρεις την άκρη» λέει η Κουίν. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή η πόρτα πίσω μου τρεμουλιάζει και λάμπει με μια διαστελλόμενη κόρη από κατακόκκινο μέταλλο. Προσέχω κάτι – την τσάντα που πέταξε χάμω ο Σέβρο. Κουνιέται. Ο Σέβρο μού χαμογελάει. Το ξέρω αυτό το χαμόγελο. «Σέβρο;» «Θεριστή». «Τι έκανες;» «Η Μ άστανγκ μάς έφερε ένα πακέτο. Ας πούμε απλώς» η Κουίν χαμογελάει στον ώμο μου «πως δεν είναι η μαγείρισσά τους». Ανοίγω το φερμουάρ της τσάντας και μένω με το στόμα ανοιχτό. «Είσαι τρελός;» τον ρωτάω. Απλώς αλυχτάει.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

205

18 Κηλίδες αίματος

Ο

πατέρας μου κάποτε μου είπε πως ένας Βουτηχτής της Κόλασης δεν μπορεί να σταματήσει ποτέ. Σταματάς και το τρυπάνι μπορεί να μπλοκάρει. Το καύσιμο καίγεται υπερβολικά γρήγορα. Η ποσόστωση μπορεί να χαθεί. Ποτέ δε σταματάς, απλώς αλλάζεις τρυπάνια, αν η τριβή προκαλέσει υπερθέρμανση. Η σύνεση έρχεται δεύτερη. Χρησιμοποίησε την αδράνεια, τη φόρα σου. Γι’ αυτό χορεύουμε. Μ εταβίβασε κίνηση σε ακόμα περισσότερη κίνηση. Ο θείος Νάρολ πάντα μου έλεγε να σταματήσω. Έκανε λάθος. Έκαψα πάρα πολλές δαγκάνες τρυπανιού εξαιτίας του. Από την άλλη, ο Νάρολ έζησε περισσότερο από τον πατέρα, άρα μπορεί να έχει κάποιο δίκιο. Οι Υλακτούντες μου πηδούν μαζί μου έξω από το παράθυρο και δε σταματάμε όταν βουτάμε μέσα στη μαύρη καταιγίδα. Πέφτουμε ελεύθερα, τρυπώντας τα σύννεφα χωρίς να χρησιμοποιούμε τις βαρυμπότες μας. Σαν μαύρη βροχή που κατευθύνεται ουρλιάζοντας προς το χώμα. Πρώτος εγώ. Τους νιώθω πίσω μου. Τους δικούς μου Υλακτούντες. Το οξυγόνο αρχικά είναι αραιό. Κρατάω την ανάσα μου. Οι βολβοί των ματιών μου σχεδόν παγώνουν στις κόγχες τους. Δάκρυα ξεπηδούν. Το σώμα μου τρεμουλιάζει, καθώς ο κρύος αέρας με

206

PIERCE BROWN

διαπερνάει. Χρησιμοποιούμε τις βαρυμπότες μας τώρα για να περάσουμε μέσα από την Ακρόπολη. Χωνόμαστε ανάμεσα στα σύννεφα για να μείνουμε αθέατοι. Από κάτω μας επαύλεις. Κτίρια, κήποι και πάρκα. Στρατώνες και δημόσιες πλατείες με αγάλματα. Ένα σχιζόφτερο διασχίζει τον ουρανό. Γλιστράμε πίσω από έναν οβελίσκο και κολλάμε εκεί σαν αράχνες μέχρι που οι ανιχνευτές μάς λένε πως έχει περάσει. Τουρτουρίζω ανάμεσα στους θωρακισμένους με πανοπλίες φίλους μου. Μ ετά πετάμε πάλι προς τα κάτω. Ένα χιλιόμετρο από την έπαυλη. Ο Ξερακιανός κουβαλάει τώρα το δώρο του Σέβρο. Κρεμασμένο στην πλάτη του, του κόβει λίγη από την ταχύτητά του. Προσεδαφίζομαι στο τείχος που περιβάλλει την έπαυλη και τη χωρίζει από τα υπόλοιπα συγκροτήματα, όπου κρύβονται οι άλλες διακεκριμένες οικογένειες τρέμοντας όσα φέρνει η νύχτα. Είναι πιο ζεστά τώρα που είμαστε πιο κοντά στο έδαφος. Οι Υλακτούντες προσεδαφίζονται γύρω μου, μοιάζοντας με γκαργκόιλ πάνω στο τείχος. Το σκοτάδι τυλίγει τους χώρους της έπαυλης. «Ήρθαμε νωρίς;» αναρωτιέμαι. Κανένα ίχνος μάχης. Τα φώτα όμως είναι σβηστά. «Ή αργά» λέει ο Σέβρο «αν δολοφονήθηκαν στα κρεβάτια τους». «Αυτό έχει σχεδιαστεί ώστε να μοιάζει με σφαγή από τους Μ πελόνα. Η Αρχόντισσα δε θα θέλει να εμπλακεί». Τι σημαίνει όμως κάτι τέτοιο; Οι Μ πελόνα θα έρχονταν με Γκρίζους, Οψιδιανούς, Χρυσούς και, παρά τη δήθεν ηθική τους ακεραιότητα, θα εξόντωναν και την τελευταία γυναίκα και παιδί με κάθε μέσο που έχουν στη διάθεσή τους. Δεν τραβάς το πόδι σου από τον λαιμό ενός εχθρού παραμένοντας ισχυρός, όπως έχουν μείνει αυτοί επί εκατοντάδες χρόνια. Η σφαγή θα είναι σιωπηλή, ωστόσο. Η Αρχόντισσα μπορεί να ελέγχει την Ακρόπολη, αλλά το χάος θα έφερνε ανεπιθύμητα μάτια, ανεπιθύμητες μεταβλητές και θα την έκανε να μοιάζει αδύναμη. Καλύτερα να το κάνει κάποιος άλλος. Καλύτερα να ειπωθεί πως το έκαναν οι Μ πελόνα και στο διάολο ό,τι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

207

σκέφτονται οι άλλοι. Μ ε τους ακολούθους του Αυγούστου νεκρούς, τι νόημα έχει να τους κλαις; Έτσι σκέφτονται οι Χρυσοί. Αλλά αν έχουν διαφύγει τη δολοφονία και είναι ζωντανοί… τότε πρόκειται για τελείως διαφορετική ιστορία. «Κουίν». Σκύβω κοντά για να ακούω το ψιθύρισμά της. «Οπτικό πεδίο πεντακάθαρο. Αν έχουν οπτικούς ενισχυτές, θα μας εντοπίσουν πάνω στο τείχος». Δείχνει τη στέγη. «Μ πορούμε να κάνουμε εισβολή από εκεί. Να κατεβαίνουμε σαρώνοντας επίπεδο επίπεδο». Ακούω την ανησυχία στη φωνή της. «Θα βρούμε τον Ροκ» λέω. «Το υπόσχομαι». Της χαϊδεύω το μπράτσο. «Σέβρο, πόση ώρα μέχρι να έρθει η άκατος;» «Η Μ άστανγκ έρχεται σε δέκα λεπτά». Κουνάω το κεφάλι μου κάνοντας τον αυχένα μου να τρίξει και τρίβω τη βροχή ανάμεσα στα δάχτυλά μου. «Per aspera ad astra». «Μ έσα από τις δυσκολίες στ’ αστέρια» χαχανίζει ο Σέβρο. «Φαντασμένο σκατό. Omnis vir lupus». Κάθε άνθρωπος είναι λύκος. Οι Υλακτούντες χαμογελούν ο ένας στον άλλον και ξεκολλάμε από το τείχος. Προσεδαφιζόμαστε στην οροφή. Σιωπηλοί και σκοτεινοί. Ο Ξερακιανός μένει πάνω στον ψηλό τοίχο με το δώρο της Μ άστανγκ να αναδεύεται μέσα στην τσάντα. Σαν αρπακτικά, προχωράμε πάνω σε πήλινες πλάκες και μπαίνουμε από ένα παράθυρο, δύο δύο, στο έβδομο επίπεδο της έπαυλης. Πρόκειται για ολόκληρο συγκρότημα. Δεκάδες δωμάτια. Εφτά επίπεδα. Παντού κρήνες που τρέχουν νερό. Μ πάνια. Ένα υποεπίπεδο. Χαμάμ. Οι υπέρυθρές τους επομένως είναι άχρηστες. Πάρα πολύ ζεστό νερό περνάει μέσα από σωλήνες. Είναι γαλήνια σαν σε κρύπτη εδώ μέσα. Συνεχίζουμε αθόρυβα ελέγχοντας τα υπνοδωμάτια, κυλώντας σαν νερό ο ένας γύρω από τον άλλο, όπως κάναμε στο Ινστιτούτο. Ο Σέβρο και το Γαϊδουράγκαθο προχωρούν μπροστά σαν φαντάσματα ανιχνεύοντας. Μ ε τις βαρυμπότες απενεργοποιημένες, έτσι ώστε να μην ακούγεται ο βόμβος. Δεν υπάρχει ψυχή. Όλα τα δωμάτια είναι άδεια, τα κρεβάτια ξέστρωτα, ακόμα και του Αρχικυβερνήτη. Οι ακόλουθοι του

208

PIERCE BROWN

Αυγούστου δεν είναι εδώ. Πού είναι λοιπόν; Δεν έχουν στρατιωτικό εξοπλισμό πέρα από κάποιες πανοπλίες και ξυράφια και μερικές παλμογροθιές. Οι σωματοφύλακες εξοντώθηκαν προτού καν επιστρέψουν στην έπαυλη. Ο Αύγουστος και η συνοδεία του δε θα μπορούσαν να έχουν σκαρφαλώσει τα τείχη. Μ ήπως έφυγαν πετώντας με βαρυμπότες; Θα είχαν εντοπιστεί όμως. Θα είχαν καταρριφθεί. Εμείς καταφέραμε να γλιστρήσουμε μέσα μόνο επειδή δε μας περίμεναν. «Αιχμάλωτοι;» ρωτάει ο Σέβρο. Όχι. Για τους Πραιτοριανούς απόψε ο μόνος καλός ακόλουθος του Αυγούστου είναι ο νεκρός. Ποπ. Κοιταζόμαστε όλοι μεταξύ μας. Ένα παρεμβολοπεδίο μόλις ενεργοποιήθηκε. Μ εγάλο. Είμαστε μέσα του. Κατά τα φαινόμενα, ολόκληρο το συγκρότημα της έπαυλης είναι μέσα του. Κάτι πρόκειται να συμβεί. Ρίχνω μια ματιά έξω από το παράθυρο και βλέπω μια σκιά να κινείται στην πελούζα του κήπου. Τρεις σκιές στη βροχή. Σκύβω και κάνω νόημα στον Σέβρο. Πραιτοριανοί. Φασματομανδύες. Η καρδιά μου κάνει τα πλευρά μου να κροταλίζουν. Πλησιάζει στο παράθυρο, έτοιμος να πηδήσει έξω για να προσπαθήσει να τους σκοτώσει. Τον τραβάω πίσω. «Τι διάολο κάνεις;» ψιθυρίζω. Κατσουφιάζει. «Θέλω να σκοτώσω κάποιον». «Όχι ακόμη, γαμώτο. Δεν είμαστε στρατός». Κανείς στο έβδομο επίπεδο. Κατεβαίνουμε μια κυκλική μαρμάρινη σκάλα. Οι λαδωμένες πανοπλίες τους τρίζουν ελαφρά, αντηχώντας κάτω στη σπηλαιώδη σκάλα. Βλέπουμε το μάρμαρο του πρώτου επιπέδου πάνω από τριάντα μέτρα πιο κάτω, αλλά καμιά κίνηση. Το πρώτο αίμα το βρίσκουμε στο έκτο επίπεδο, να τρέχει έξω από το χαμάμ. Ανοίγω την πόρτα με την καρδιά μου να σφυροκοπάει στον λαιμό μου, έτοιμος να δω ακρωτηρια​σμένους Χρυσούς. Το θέαμα είναι ακόμα πιο θλιβερό. Πάνω από είκοσι Ροζ, Καστανοί και Ιώδεις σκέφτηκαν να κρυφτούν σ’ αυτό το δωμάτιο. Οι Μ πελόνα και οι Πραιτοριανοί τούς βρήκαν. Τους σκότωσαν. Είναι αλλόκοτο θέαμα. Όλοι οι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

209

θάνατοι είναι πολύ καθαροί. Τραύματα από όπλα που καρφώθηκαν στα κρανία. Δείχνει πόσο λίγες πιθανότητες είχαν αυτοί οι δυστυχισμένοι υπηρέτες. Οι Χρυσοί τούς εξόντωσαν σαν γελάδια. Ψάχνω ξέφρενα ανάμεσά τους, ελπίζοντας να μην τη βρω. Παρακαλώντας. Δεν είναι εδώ – η Θεοδώρα πρέπει να είναι μαζί με τους άλλους. Μ ια παγερή οργή με γεμίζει. Τη νιώθω να κυλάει μέσα στους Υλακτούντες. Βρίσκουμε τον πρώτο νεκρό Χρυσό στη σκάλα κάτω στον πέμπτο όροφο. Ένας πρώην ιππότης του οίκου μου. Ο θάνατός του δεν ήταν όμορφος. Βρίσκουμε άλλον έναν νεκρό πιο πέρα, δίπλα στον βαρυανελκυστήρα. Έπεσε σαν να προστάτευε τον ανελκυστήρα όσο κάποιοι άλλοι κατέβαιναν. Έξω από το παράθυρο, το μάτι μου παίρνει τη λογχοφόρο ακόλουθο του Αυγούστου που μόλις μία μέρα πριν χλεύασε την επιδεξιότητά μου στο ξυράφι. Βγαίνει τρέχοντας από το σπίτι προς τους κήπους. Μ ια μορφή αποκτά υπόσταση βγαίνοντας από το σκοτάδι. Ένας Χρυσός Πραιτοριανός με πορφυρό θύσανο στη μαύρη πανοπλία του την κυνηγάει. Δύο Οψιδιανοί των Μ πελόνα τής κόβουν τον δρόμο, αναγκάζοντάς τη να γυρίσει κατευθείαν προς το μέρος του διώκτη της. Τη σκοτώνει με ένα χτύπημα. Κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Ο θάνατός της είναι τόσο γρήγορος. Τη μια στιγμή λαχανιάζει, φοβάται, τρέχει. Την επόμενη και τα δύο κομμάτια της πέφτουν στο χώμα. «Αυτοί οι Πραιτοριανοί δεν παίζουν με το φαγητό τους» μουρμουρίζει ο Σέβρο. Η Κουίν με κοιτάζει και τα μάτια της εντοπίζουν την έλλειψη πανοπλίας ή κράνους. Μ ου προσφέρει το δικό της. Την αγνοώ. «Ντάροου, δεν ήρθαμε τόσο δρόμο για να σε δούμε να πεθαίνεις από ένα χτύπημα στο κεφάλι». «Κόφ’ το» της λέω. «Ο Ροκ θα γράψει χίλια φρικώδη ποιήματα, αν αποκτήσεις έστω κι ένα καρούμπαλο στο δικό σου». «Κράτα το κράνος, Κ» την παρακαλεί ο Σέβρο. «Αν μη τι άλλο, σιχαίνομαι τα ποιήματα». Αφήνω το δανεικό μου ξυράφι να γλιστρήσει στην παλάμη μου και διασχίζω τον όροφο. Στην πόρτα κάθε δωματίου, το αίμα μου

210

PIERCE BROWN

κυλάει πιο γρήγορα. Περιμένω να βρω το πτώμα του Ροκ. Περιμένω να δω το διαμελισμένο σώμα της Βίκτρας. Ο Σέβρο σηκώνει το χέρι του στη σκάλα του τέταρτου ορόφου και μου δείχνει μπροστά. Γλιστράω προς το μέρος του μαζί με την Κουίν και κοιτάζω κάτω. Σκόνη υψώνεται από την κυκλική σκάλα. Πιο πέρα, στο κεφαλόσκαλο του ισογείου, κινούνται σκιές. Όμως δεν ακούγεται θόρυβος. Ο Σέβρο σκύβει και τοποθετεί ένα συντρίμμι πάνω στην άκρη ενός κάγκελου, κάνοντάς μου νόημα να παρακολουθήσω. Οι Υλακτούντες μαζεύονται ολόγυρα κοιτώντας το κι εγώ τσιτώνομαι. Αν και δεν ακούγεται ήχος, το συντρίμμι τραμπαλίζεται ελαφρά. Δονήσεις στο κτίριο. Προτού ο Σέβρο και οι άλλοι προλάβουν να με σταματήσουν, πηδάω πάνω από το κάγκελο και ρίχνομαι κάτω από το κέντρο της ελικοειδούς σκάλας με δέκα φορές την ταχύτητα που επιτρέπει η βαρύτητα αυτού του δορυφόρου. Ποπ. Μ παίνω στην επικράτεια ενός δεύτερου παρεμβολοπεδίου και ήχοι μάχης κροταλίζουν από πάνω μου. Σεισμικές εκρήξεις, ουρλιαχτά, καψαλιστήρια που ξερνούν σφαίρες, παλμοόπλα που τερετίζουν σαν ξετρελαμένα φαντάσματα. Τη στιγμή προτού προσεδαφιστώ στρίβω τις βαρυμπότες μου, σταματώντας απότομα μ’ ένα τίναγμα. Ακουμπάω μ’ ένα πλατάγισμα πάνω στο μάρμαρο και περιστρέφω το ξυράφι μου γύρω από το κεφάλι μου σε μια βίαιη καμπύλη. Τέσσερις Πραιτοριανοί Γκρίζοι πεθαίνουν. Οχτώ γδούποι στο πάτωμα. Οι φασματομανδύες τους αποσυντίθενται σαν αμυδρή πάχνη στο παράθυρο κάτω από μια ζεστή ανάσα. Πτώματα στρωμένα στους διαδρόμους. Ερείπια. Φωτιές. Γκρίζοι και Οψιδιανοί κυνηγούν Χρυσούς ακολούθους του Αυγούστου. Έξι Γκρίζοι κατατροπώνουν δύο Χρυσούς με ραβδωτά τουφέκια, με τα μαγνητικά πυρομαχικά να πέφτουν στριγκλίζοντας πάνω σε αιγίδες μέχρι να υπερφορτιστούν και να στρεβλωθούν προς τα πίσω, λιώνοντας τα αριστερά μπράτσα των Χρυσών. Ομοβροντίες χτυπούν τις παλμοασπίδες που καλύπτουν τα σώματά τους, υπερφορτίζοντας τα κυκλώματα. Οι Γκρίζοι προχωρούν μπροστά με εκπαιδευμένη ακρίβεια και πυροβολούν τους Χρυσούς εξ επαφής στα προστατευμένα με κράνη κεφάλια

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

211

τους. Η καλύτερη πανοπλία στο ηλιακό σύστημα καταρρέει προς τα μέσα και ο άντρας ή η γυναίκα πεθαίνει. Οι Γκρίζοι στρέφονται προς το μέρος μου, σκοπεύουν με τα όπλα τους και οι Υλακτούντες μου κατρακυλούν γύρω μου. Οι μαύρες αιγίδες τους πάλλονται πάνω στις χειρίδες που καλύπτουν τους αριστερούς πήχεις τους. Μ πλοκάρουν τα επερχόμενα πυρά. Ο Σέβρο γλιστράει έξω από τον σχηματισμό. Τον ακολουθεί η Κουίν. Μ ε τους φασματομανδύες, πότε χάνονται και πότε εμφανίζονται, προχωρώντας σαν δίδυμες τολύπες καπνού. Μ ε κάποιον τρόπο βρίσκονται ανάμεσα στους Γκρίζους, μετά ξανά δίπλα μου, προτού οι Γκρίζοι πέσουν. Κι άλλα πυρά χτυπούν τον σχηματισμό μας, παραλίγο πετυχαίνοντας το γυμνό μου κεφάλι. Βουτάω πίσω από τους θωρακισμένους συντρόφους μου. Τρόμος με πλημμυρίζει. Ένας Γκρίζος χώνεται στο δωμάτιο και μας ρίχνει μια μικροβολή. Τριάντα μικροσκοπικές βόμβες απλώνονται σαν σμήνος από σφήκες. Το Γαϊδουράγκαθο και ο Χλαπάτσας διαλύουν το σμήνος με τις παλμογροθιές τους. Μ ια ριπή γαλάζιου φωτός διασχίζει κυματίζοντας το δωμάτιο. Ένα δεύτερο σμήνος βομβών ουρλιάζει πίσω από το πρώτο. Η Κουίν εκτρέπει την ισχύ στη βαρυγροθιά της και ρίχνει στο σμήνος των βομβών ακριβώς προτού χτυπήσουν. Αλλάζουν πορεία, επιστρέφοντας προς το σημείο από το οποίο ξεκίνησαν, πέφτοντας πάνω στο απόσπασμα των Γκρίζων, όπου εκρήγνυνται. Δεν πρόκειται ν’ αντέξουμε εδώ μέσα. Τίποτα δε θ’ αντέξει, αποφασίζω, όταν τρεις Οψιδιανοί των Μ πελόνα εμφανίζονται με μεγάλες δρασκελιές, με τον Κάρνο Au-Μ πελόνα να τους ακολουθεί καταπόδας. Μ ερικοί από τους φίλους μου θα πεθάνουν σ’ αυτό το επίπεδο, αν πολεμήσουμε με όλους εκείνους που έρχονται εναντίον μας. Υπάρχει καλύτερος τρόπος. Εξυπνότερος τρόπος. «Σέβρο, άνοιξε μια τρύπα!» φωνάζω δείχνοντας εφτά ορόφους πιο πάνω από μας, πάνω από το κεντρικό άνοιγμα της σκάλας. Ρίχνει με την παλμογροθιά του προς τα πάνω και κομμάτια πέτρας πέφτουν βροχή μέσα από την τρύπα, στριφογυρίζοντας στη φούσκα βαρύτητας που δημιούργησε η Κουίν. Σηκώνομαι και

212

PIERCE BROWN

κραυγάζω: «Μ αζί μου!» Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε αφήνοντας πίσω μας το χάος, προτού οι Πραιτοριανοί πέσουν πάνω μας. Σταματώ διακόσια μέτρα πάνω από την έπαυλη. Ο άνεμος σφυρίζει. Δεν είχα σχέδιο όταν όρμησα κάτω στο πρώτο επίπεδο. Σκεφτόμουν μόνο τους φίλους μου. Τώρα ξέρω πως οι Υλακτούντες κι εγώ θα σκοτωθούμε, αν πολεμήσουμε. Αφήνω το ξυράφι μου να τυλιχτεί ήσυχα γύρω από το μπράτσο μου. Δίνω οδηγίες στους Υλακτούντες να κάνουν το ίδιο και ουρλιάζω μέσα στο σκοτάδι. «ΑΙΑ!» Οι Υλακτούντες κλείνουν τις γραμμές τους γύρω μου, νευρικοί καθώς πετάμε εκτεθειμένοι πάνω από την έπαυλη. Η καταιγίδα στέλνει ριπές βροχής πάνω μας. «ΑΙΑ!» Μ ια ορδή από Πραιτοριανούς απενεργοποιούν τους φασματομανδύες τους κοντά στις θερμές πηγές και τη λιμνούλα, όπου οι υπέρυθρες πέφτουν σε χάος λόγω της ζέστης του νερού. Δύο Πραιτοριανοί ανεβαίνουν σαν πύραυλοι από τον κήπο, περνώντας ανάμεσα από πεύκα. Ο ένας είναι Κηλιδωμένος. Πετάει πιο κοντά, σκοπεύοντας με την ιονογροθιά του το κεφάλι μου. «Βγάλε αυτό το πράγμα από τα φρικοκατάρατα μούτρα μου, Κηλιδωμένε μπόμπιρα. Δεν αναγνωρίζεις τους ανωτέρους σου;» Μ ια Πραιτοριανή Χρυσή έρχεται κοντά του. Δεν την αναγνωρίζω. Το φιδίσιο κράνος της μαζεύεται μέσα στην πορφυρή και μαύρη πανοπλία της, πιο στιλπνή από των Οψιδιανών. Πρόσωπο γωνιώδες και άσπλαχνο σαν κεφαλή τσεκουριού. «Βάργκα, υπάκουσε» πετάει κοφτά. Ο Κηλιδωμένος χαμηλώνει το όπλο του. Το κράνος του γλιστράει στη δική του πραιτοριανή πανοπλία και ανακαλύπτω πως η Βάργκα είναι γυναίκα. Μ ια Οψιδιανή ένα κεφάλι πιο κοντή από μένα, με ένα φυλετικό τατουάζ που καλύπτει το χλωμό της πρόσωπο. Άσπρα μαλλιά ανεμίζουν πίσω της. Περισσότερες ουλές στο πρόσωπό της από όσες έχω σ’ όλο μου το σώμα. «Μ αύρο σκυλί» πετάει ξερά ο Σέβρο. «Θα της ρίξω, αν ξαναγρυλίσει». «Εσείς ήσαστε το απόσπασμα στη σκάλα;» Η Χρυσή μάς

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

213

κοιτάζει μην ξέροντας τι να σκεφτεί για μένα και τους Υλακτούντες μου. «Σκοτώσατε τους Γκρίζους μου». «Μ ην κλαις για Γκρίζους» λέω. «Σήκωσαν τα χέρια τους εναντίον μου». «Γιατί είσαι εδώ;» Σκουπίζει τη βροχή από το πρόσωπό της. «Η Αρχόντισσα σε έθεσε υπό περιορισμό στο δωμάτιό σου για τη νύχτα. Είσαι υπεύθυνος για τη διακοπή του ρεύματος;» «Η δουλειά μου είναι δουλειά της Αρχόντισσας». Δεν έχει την πολυτέλεια να μη με πιστέψει. Κάνει μια ελάχιστη παύση και συνειδητοποιώ πως φορά οπτικούς ενισχυτές. Ελέγχει μια βάση δεδομένων. «Ψεύτη». Το όπλο της Κηλιδωμένης ξανασηκώνεται. «Ξέρεις ποιος είμαι, Πραιτοριανή» λέω με όσο μεγαλύτερη πυγμή μπορώ να επιστρατεύσω. «Ξέρεις επίσης ότι δεν είμαι στον κατάλογο αυτών που πρέπει να σκοτώσεις. Έχω ασυλία». «Ανακλήθηκε». «Πήγαινέ με στην Αία λοιπόν». «Η Αία δεν είναι εδώ». «Μ η μου λες ψέματα». Οι οπτικοί ενισχυτές της τρεμοπαίζουν στις ίριδές της, καθώς δέχεται μια ψηφιακή εντολή. «Ακολουθήστε με». Προσεδαφιζόμαστε σε λευκές πέτρες και ακολουθούμε την Πραιτοριανή μέσα από τα δέντρα προς τη λιμνούλα όπου καταλήγουν οι θερμοπηγές. «Τι κάνεις;» μου ψιθυρίζει ο Σέβρο στο αυτί, παρατηρώντας τη Βάργκα. Κάνει στη γυναίκα το σήμα του σταυρού, τυλίγοντας το μεσαίο του δάχτυλο γύρω από το δείκτη. «Χρησιμοποιώ το πλεονέκτημά σου». Η Αία στέκεται στον κήπο τριγυρισμένη από Μ πελόνα – δύο είναι Χρυσοί, οι άλλοι Οψιδιανοί. Μ όνο μία Κηλιδωμένη, η Βάργκα. Η λιμνούλα αναδίδει ελικοειδείς ατμούς γύρω από τους ώμους του Πρωτεϊκού Ιππότη. Παρακολουθεί ατάραχη το νερό, σαν παιδί που παρακολουθεί τη φωτιά του καταυλισμού περιμένοντας να καεί ένα κούτσουρο. «Ντάροου;» γουργουρίζει η Αία χωρίς να με κοιτάξει. «Δεν είσαι στο δωμάτιό σου». Ζυγίζει με το βλέμμα της τους

214

PIERCE BROWN

Υλακτούντες. Τους αναγνωρίζει. «Και σκότωσες τους άντρες μου. Ο Φίτσνερ έπεσε έξω για σένα». «Έχω κάτι που θα το θέλεις» λέω κοφτά. «Ανακάλεσε όμως τα σκυλιά σου». «Προσπάθησαν να το σκάσουν προτού έρθουμε, ακόμα και με κατασχεμένες τις βαρυμπότες τους. Ανόητη προσπάθεια. Προσπάθησαν να έρθουν σ’ επαφή με τους Ιούλιους, αλλά αυτοί έχουν εξαγοραστεί». «Η Βίκτρα;» ρωτάω. Μ ας πρόδωσε. «Ζωντανή. Μ ε τους άλλους. Θα γλιτώσει χάρη στη συνεργασία της μητέρας της. Δύο σκάφη της ακολουθίας του Αυγούστου έκαναν μια απόπειρα να διαπεράσουν το μπλόκο μας σε τροχιά. Καταρρίφθηκαν. Οι ακόλουθοι του Αυγούστου είναι σαν στριμωγμένοι ασβοί». «Λιοντάρια» της υπενθυμίζω. Τινάζει αίμα από το ξυράφι της. «Όχι ακριβώς». «Υπάρχουν ακόμη ζωντανοί;» Συγκρατώ τον πανικό στη φωνή μου και ρίχνω μια ματιά πίσω στην έπαυλη. «Οι πιο πολύτιμοι είναι». Αναστενάζω με ανακούφιση. Αφήνει το ξυράφι της να γλιστρήσει στο χέρι της. Γίνεται άκαμπτο και στρέφεται προς το μέρος μου. Οι κόρες της, δυο σχισμές, απορροφούν το φως. «Οι φίλοι σου είναι στη λιμνούλα. Κρύφτηκαν εκεί επειδή οι υπέρυθρές μας τυφλώνονται από τη θερμότητα της λιμνούλας. Μ ια απεγνωσμένη τελευταία προσπάθεια. Τα συστήματα φιλτραρίσματος αέρα στις στολές τους θα έχουν βραχυκυκλώσει από τον ΗΜ Π, τον ηλεκτρομαγνητικό παλμό. Έτσι, το μόνο που θα έχουν είναι ο αέρας στα κράνη τους. Και ούτε αυτός δεν είναι πολύς. Δε θα αντέξουν ούτε δεκαπέντε λεπτά. Όσοι δεν έχουν κράνη… ίσως έξι λεπτά. Σύντομα θα αναδυθούν στην επιφάνεια σαν μήλα». Χαμογελάει ευχάριστα. «Τους φυλάω για τον Κάρνο· είναι μέσα και τελειώνει τους αντιπερισπασμούς. Είναι απόλαυση να τον παρακολουθείς, έτσι;» Ζεστή βροχή κροταλίζει πάνω στην πανοπλία μας. Ο μόνος ήχος. «Γιατί βρίσκεσαι εδώ, Ανδρομέδε, και όχι στο δωμάτιό σου;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

215

Η Αία παίζει με το ξυράφι της, κόβοντας ψιχάλες βροχής στη μέση. «Η Αρχόντισσα ήταν πολύ σαφής». «Έχω κάτι που θα το θέλεις» επαναλαμβάνω. «Αυτό που θέλω είναι να υπάρχει υπακοή στις εντολές της Οκταβίας. Γύρισε στο δωμάτιό σου, μικρέ, κάνε ένα ωραίο ντους και χάιδεψε τη Ροζ που σου αφήσαμε στο κρεβάτι σου. Στράγγισε μέσα της το θυμό σου ή ό,τι είναι αυτό το πράγμα. Και άφησε τον όρκο σου άθικτο. Μ η σηκώσεις ούτε το δάχτυλό σου εναντίον μου. Μ όνο Γκρίζους σκότωσες. Αυτό ξεχνιέται εύκολα, ναι; Γύρνα και θα πιστέψει πως πρόκειται απλώς για νεανική έξαρση. Μ είνε και θα προσθέσω το πτώμα σου και τα πτώματα των Χάλκινων φίλων σου στον σωρό». Οι Υλακτούντες αγριεύουν πίσω μου. «Όπως σκότωσες τους υπηρέτες;» ρωτάω ξαναμμένος. «Σαν αρνιά για σφάξιμο;» Η Αία στρέφεται πάλι προς τη λίμνη. «Ώρα να φεύγεις, Θεριστή». «Είσαι σιχαμερή». Την πλησιάζω λίγο περισσότερο. «Όλη αυτή η εξουσία και τη χρησιμοποιείς μ’ αυτό τον τρόπο; Σκοτώνοντας οικογένειες στη μέση της φρικοκατάρατης νύχτας. Η ουσία του πράγματος είναι πως είσαι ελεεινή. Ελπίζω να θυμάσαι τον πόνο που προκάλεσες σε άλλους όταν θα στέκομαι πάνω από το ετοιμοθάνατο σώμα σου». Στρέφεται προς το μέρος μου με όλη της τη βιαιότητα. Το ξυράφι βγαίνει έξω κροταλίζοντας. Τα μάτια της γυαλίζουν. Αλλά δεν μπορεί να μ’ αγγίξει. Όχι τώρα. Όχι απόψε. «Ντάροου» φωνάζει ο Σέβρο με μια ξαφνική, παράξενη αβρότητα στη φωνή του. «Ναι, Σέβρο;» «Όλη αυτή η κουβέντα για το τι θα θυμάστε. Μ ήπως ξεχνάς κάτι αυτή τη στιγμή;» «Νομίζω πως ξεχνάει» συμφωνεί η Κουίν. «Ο σοφός μας…» «…αλλά ξεχασιάρης Θεριστής» τελειώνει τη φράση ο Κλόουν με ανάλαφρο ύφος. «Χμμμ. Συγγνώμη, Αία. Ξέχασα ακόμα κι αυτό που ήρθα εδώ να σου πω». Στέκομαι εκεί μοιάζοντας σαστισμένος.

216

PIERCE BROWN

Η Κουίν αναστενάζει. «Η τσάντα». «Α, ναι! Ευχαριστώ που μου το θύμισες, Σέβρο!» φωνάζω θεατρινίστικα. Η Αία δεν ξέρει τι διάβολο συμπέρασμα να βγάλει από όλο αυτό το χωρατό. «Πες στον Ξερακιανό να ’ρθει εδώ κάτω». Ο Σέβρο μιλάει στην ενδοσυνεννόησή του κι ένα δευτερόλεπτο αργότερα ο Ξερακιανός απενεργοποιεί τον φασματομανδύα του και πετάει από το τείχος ένα χιλιόμετρο πιο πέρα. Τον παρακολουθούμε να πλησιάζει. Το Χαλίκι σφυρίζει έναν κεφάτο σκοπό, αποσπώντας ένα κατσούφιασμα από την Άρπυια κι ένα χάχανο από τον Σέβρο, που τον κολλάει με τη σειρά του. Οι Πραιτοριανοί μάς θεωρούν παράφρονες. Λυκοτόμαρα κρέμονται από τις πλάτες τους. Μ αύρη, ειδικά κατασκευασμένη πανοπλία. Κράνη σαν κεφάλια λύκων. Και κανείς πάνω από δύο μέτρα εκτός από την Κουίν κι εμένα. Είναι σαν ένα περιοδεύον Ιώδες τσίρκο. «Τι παιχνίδι παίζεις;» ρωτάει επιτακτικά η Αία. «Κανείς δεν έχει παζαρέψει ποτέ μαζί σου;» ρωτάω έκπληκτος. «Πολύ κρίμα». Ο Ξερακιανός προσεδαφίζεται μπροστά μου και μου δίνει την τσάντα που μου έφερε δώρο ο Σέβρο. Η Αία ρωτάει τι είναι μέσα στην τσάντα. «Δώσε εντολή στους άντρες σου στην έπαυλη να σταματήσουν τη σφαγή και θα σου πω». «Δε διαπραγματεύομαι με παιδιά» λέει η Αία. Σκουντάω την τσάντα ελαφρά με την μπότα μου, δείχνοντας στην Αία πως ό,τι υπάρχει εκεί μέσα είναι ζωντανό. Κατσουφιάζει και αρχίζει ίσως να καταλαβαίνει τι είναι. Μ ιλάει στην ενδοσυνεννόησή της διατάζοντας τους άντρες της να αποσυρθούν. «Τι έχει μέσα η φρικοκατάρατη τσάντα;» Την ανοίγω και τραβάω έξω τον διάδοχο του Πρωινού Θρόνου σαν να είναι φρεσκοαιχμαλωτισμένο κουνέλι. Τα χέρια και τα πόδια του Λύσανδρου είναι δεμένα χαλαρά και ένα μεταξωτό μαντίλι δεμένο στο στόμα του τον εμποδίζει να κάνει θόρυβο. Το λύνω. «Γεια σου, Αία» λέει.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

217

Η Αία χιμάει προς το μέρος του. Τον τραβάω πίσω. «Οπ! Οπ!» Κρατάω το ξυράφι μου στον λαιμό του παιδιού αφήνοντάς το να κουλουριαστεί, ακριβώς όπως ο τρυφερός Μ ύστης τυλίχτηκε γύρω από τον καρπό μου. Η Αία παγώνει. Οι Πραιτοριανοί της παρακολουθούν σιωπηλοί – με τα μαύρα κράνη και τις πορφυρές μπέρτες να τους μετατρέπουν σε σκιές. Οι λίγοι Μ πελόνα κάνουν μερικά βήματα μπροστά. Η Αία τούς κάνει νόημα να οπισθοχωρήσουν. «Τον επόμενο που θα κινηθεί θα τον πετσοκόψω. Πώς σ’ έπιασαν, Λύσανδρε; Οι φρουροί σου…» «Η Μ άστανγκ ήταν» λέει. «Ήρθε να πει ένα γεια. Διέρρηξε το παράθυρό μου και μ’ έδωσε στους Υλακτούντες». «Σου έκαναν κακό;» «Η σειρά σου να μιλάς έχει τελειώσει, Αία» τη διακόπτω. «Θ’ αφήσεις τα μέλη του Οίκου μου να βγουν από τη λίμνη. Θα τους αφήσεις να επιβιβαστούν στην άκατο που έχω κανονίσει να έρθει. Θα πεις στα σχιζόφτερα και στα μαχητικά στον ουρανό και στο διάστημα πάνω από τη Σελήνη να μας αφήσουν να περάσουμε. Αλλιώς θα βάλω τους Υλακτούντες μου να σκοτώσουν το παιδί». «Υποσχέθηκες να προστατεύεις την Αρχόντισσα» ψιθυρίζει η Αία. «Και κάνεις… αυτό; Είναι παιδί. Είναι ανήμπορο». «Είναι μέρος του παιχνιδιού» λέει ο Λύσανδρος πολύ σοβαρά. «Το παίζεις κι εσύ, Αία. Όλοι είμαστε πάνω στη σκακιέρα». «Βλέπεις, είναι λιγότερο ανήμπορος από τους υπηρέτες που έσφαξες απόψε» απαντάει η Κουίν. «Λιγότερο από εκείνους που έκαψε ο πατέρας σου στη Ρέα. Αλλά είναι δικός σου. Άρα φυσικά σε νοιάζει». «Θα σκότωνες μια οικογένεια για να εξασφαλίσεις την ασφάλεια της Αρχόντισσάς σου» λέω παγερά. «Εγώ θα σκότωνα ένα παιδί για να εξασφαλίσω την ασφάλεια των φίλων μου. Ξαναμίλα και του κόβω το αριστερό του χέρι». Ξέρει πως θα σκότωνα το παιδί. Ξέρω πως δε θα το σκότωνα. Δεν είμαι ο Κάρνος. Ούτε η Ήβη ή η Αρμονία, παρ’ όλα όσα έκανα αυτούς τους Χρυσούς να νομίζουν. Έτσι, ακόμα κι αν με προκαλούσαν για να ξεσκεπάσουν την μπλόφα μου, θα έκανα πίσω. Έτσι κι αλλιώς, τη στιγμή που θα

218

PIERCE BROWN

τον σκοτώσω, αυτοί θα σκοτώσουν όποιον ξέρω. Ο φόνος θα ήταν άσκοπος. Αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο έχτισα τη φήμη μου ως φονιά, για να τη χρησιμοποιώ σε τέτοιες περιπτώσεις. Αν ήξεραν την καρδιά μου, θα σκότωναν τους φίλους μου έναν έναν. Πρόκειται για τζόγο. Τζογάρω πάνω σε αλαζονεία δύο ειδών. Η πρώτη είναι πως η Αρχόντισσα δε θα μ’ αφήσει να σκοτώσω τον μοναδικό της εγγονό, τον οποίο εκπαίδευσε από μικρό για να πάρει τη θέση της όταν έρθει η ώρα. Το δεύτερο είδος αλαζονείας είναι πως βαθιά μέσα της δε θα το θεωρήσει μεγάλη απώλεια, αν ο Αύγουστος και η οικογένειά του διαφύγουν σήμερα. Έχει τη θέληση και τα μέσα να μας κυνηγήσει μέχρι τα πέρατα του Συστήματος. Γιατί να με προκαλέσει για να ξεσκεπάσει την μπλόφα μου διακινδυνεύοντας να πεθάνει ο εγγονός της; Το ξέρω αυτό λόγω του τρόπου με τον οποίο σκότωσε τον πατέρα της – όχι κατευθείαν, αλλά μόνο όταν είχε την υποστήριξη όλων των παλιών του οπαδών, μόνο όταν της ζήτησαν να ξεσηκωθεί εναντίον του μεγάλου τυράννου και να κυβερνήσει στη θέση του. Μ ια τέτοια γυναίκα έχει υπομονή. Αν η Αρχόντισσα μου έλεγε να κάνω ό,τι χειρότερο μπορώ, αν μου φώναζε να σκοτώσω το παιδί και να υποστώ τις συνέπειες, αυτό θα ήταν παράτολμο. Μ ια ωμή, κτηνώδης επίδειξη ισχύος, σαν να έλεγε: «Πάρε τον εγγονό μου, εμένα δεν μπορείς να με πειράξεις». Όχι, αντίθετα, θα υποκριθεί αδυναμία, θα μ’ αφήσει να κερδίσω τούτη τη νίκη και μετά θα ρίξει αιώνιο όλεθρο πάνω σ’ εμένα και στους δικούς μου. Θα παίξουμε αυτό το παιχνίδι κάποια άλλη μέρα. Ένα σκάφος μουγκρίζει από πάνω μας. Ένας πελαργός – φτιαγμένος για να μεταφέρει ανθρώπους με αστροκάλυκες σε σημεία ρίψης, αλλά πιο αργός από μελάσα που κυλάει στον ανήφορο. Οι πόρτες επιβίβασης ανοίγουν διακόσια μέτρα πάνω μας, όπως έδωσα εντολή. Εφόσον έχουμε το παιδί, η ταχύτητα του σκάφους δεν έχει καμιά σημασία. Φυσικά αυτό το σχεδίασε η Μ άστανγκ. «Θα πάμε να φέρουμε τους ανθρώπους μας τώρα, Αία. Ενημέρωσε τους δικούς σου πως δεν πρέπει να κάνουν τίποτα για

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

219

να μας εμποδίσουν». Η Αία απλώς με κοιτάζει, παρακολουθώντας σαν πάνθηρας που τον προκαλούν στον ζωολογικό κήπο, με τα μάτια σιωπηλά, φοβερά, σαν να προσπαθεί να εξαφανίσει με τη δύναμη της θέλησης τα κάγκελα ανάμεσά μας. «Σέβρο, Γαϊδουράγκαθο, ελέγξτε την έπαυλη. Δείτε αν κατάφερε κανείς να επιβιώσει». Φεύγουν σαν βέλη. «Κουίν, φρουρείς το παιδί. Οι υπόλοιποι βγάλτε τον Αρχικυβερνήτη και τη συνοδεία του έξω από τη λίμνη.» «Καλύτερα να ανακαλέσεις τα σχιζόφτερα» λέω στην Αία. Αναβοσβήνουν στο σκοτάδι χιλιόμετρα πιο ψηλά. «Αν γίνει πολύς θόρυβος, όλη αυτή η ιστορία θα γίνει εφιάλτης για όλους μας. Η Αρχόντισσα μακελεύει έναν οίκο… αλλά ο οίκος διαφεύγει! Τι ποταπή αψευδής μαρτυρία της πείνας της, της ανημποριάς της. Τι πανωλεθρία θα μπορούσε να προκαλέσει αυτό». Της στέλνω ένα μισό χαμόγελο. «Φοβάμαι πως μερικοί οίκοι μπορεί να συσπειρωθούν γύρω από τον προσβεβλημένο οίκο. Κάποιοι ίσως να φοβηθούν πως θα σβηστούν κι αυτοί σαν κεριά μέσα στη νύχτα. Και τότε τι θα απογίνει η καημένη η Pax Solaris;» Η Κουίν μένει μαζί μου, με τα δάχτυλά της να συσπώνται προς τα όπλα της, καθώς η Αία υπακούει στις διαταγές μου. Κρατώ το χέρι μου πάνω στο παιδί, καθώς οι άλλοι Υλακτούντες βουτούν μέσα στο νερό και αναδύονται με μέλη του Οίκου των Αυγούστων κολλημένα πάνω τους, μουλιασμένα και μισοπνιγμένα – κάποια με επίσημα ρούχα, κάποια με πανοπλίες, τα περισσότερα χωρίς κράνη. Μ οιράζονταν το οξυγόνο τους, κατά τα φαινόμενα. Ο Αύγουστος είναι πιασμένος από την πλάτη της Άρπυιας. Το Τσακάλι είναι πιασμένο από το μπράτσο του Κλόουν. Ο Πλίνιος κρατιέται στα πόδια του. Πού είναι οι φίλοι μου; Οι Υλακτούντες αφήνουν τους επιζώντες στο εσωτερικό του πελαργού που υπερίπταται από πάνω μας και επιστρέφουν για να φέρουν τους υπόλοιπους. Η Βίκτρα είναι η επόμενη που βγάζουν έξω. Είναι χωρίς κράνος και τραυματισμένη στον λαιμό. Τα μάτια της κατακεραυνώνουν οργισμένα τους συγκεντρωμένους

220

PIERCE BROWN

Πραιτοριανούς και, όταν με βρίσκουν, αστράφτουν πάνω στα δικά μου σαν τσακμακόπετρες. Ο θυμός της εξαφανίζεται προς στιγμήν και βλέπω ένα χαμόγελο χαράς, μετά εξαφανίζεται πάλι και φωνάζει. «Θα σας θυμάμαι όλους με μεγάλη χαρά!» Γελάει σαν τρελή. «Ξεκινώντας από σένα, Αία Au-Γκρίμους. Θα φτιάξω πανωφόρι από το τομάρι σου». Εξαφανίζεται μέσα στην κοιλιά του σκάφους από πάνω μας. Ο Ροκ είναι ο επόμενος που μεταφέρεται ψηλά. Η Θεοδώρα είναι μαζί του. Λέω μια σιωπηλή ευχαριστήρια προσευχή. Η Κουίν με αγγίζει στον ώμο και του κουνάει το χέρι. Το αδύνατο πρόσωπό του σπάει σ’ ένα χαμόγελο βλέποντάς την. Εμένα δε με προσέχει καν. Μ ετά εξαφανίζεται κι αυτός, καθώς κατεβαίνει στο πίσω μέρος του σκάφους. Το Γαϊδουράγκαθο ξανάρχεται σύντομα κοντά μας από την έπαυλη, βοηθώντας διάφορους επιζώντες, ανάμεσα στους οποίους βρίσκονται οι Τηλεμάνοι και ο Τάκτος, που αιμορραγεί από μια ντουζίνα τρύπες στη χρυσή του πανοπλία. Πολέμησε άγρια. «Ντάροου;» φωνάζει. «Τρελό κάθαρμα!» Βλέπει τον εγγονό της Αρχόντισσας και χαχανίζει χαιρέκακα. «Ω, αυτό κι αν είναι αστείο. Αυτό κι αν είναι αστείο. Σου χρωστάω ένα ποτό, ευγενή μου…» Η φωνή του σβήνει καθώς ανεβαίνει στον ουρανό, αν και κατάφερε να σταυρώσει τα δάχτυλά του ανεμίζοντάς τα προς το μέρος της Αίας. «Ο Τάκτος» ψιθυρίζει ο Λύσανδρος. «Είναι πιο ψηλός απ’ ό,τι στις ολοπροβολές». «Αυτοί είναι οι τελευταίοι» μου λέει ο Σέβρο. «Πες στην αφέντρα σου πως εμείς από τον Άρη δε σκύβουμε τόσο εύκολα το κεφάλι» λέω στην Αία. Η βροχή πέφτει κροταλίζοντας ανάμεσά μας. Στάζει πάνω στο σκοτεινό της πρόσωπο, έτσι που τα απόκοσμα μάτια της αστράφτουν μέσα στη νύχτα. Σπάει τη σιωπή που της επέβαλα. «Αυτό είπε και ο Κυβερνήτης της Ρέας όταν ήρθε ο Άρχοντας της Τέφρας για να καταστείλει την εξέγερση». Η φωνή της ακούγεται σαν να μην είναι η δική της. Σαν να μιλάει κάποιος άλλος μέσα από αυτήν. «Κοίταξε τον αδύνατο ανθρωπάκο που

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

221

έστειλα με την αρμάδα και γέλασε και ρώτησε γιατί έπρεπε να σκύψει το κεφάλι του σ’ εμένα, τη σκύλα πατροκτόνο ενός νεκρού τυράννου». Η Αρχόντισσα μιλάει στο αυτί της Αίας μέσα από την ενδοσυνεννόησή της, με την Αία να επαναλαμβάνει τα λόγια. Το αίμα μου παγώνει. «Ο Κυβερνήτης της Ρέας κάθισε πάνω στον Παγωμένο Θρόνο του στο περίφημο Γυάλινο Παλάτι του και ρώτησε έναν από τους υπηρέτες μου: “Ποιος είσαι εσύ που θα εμφυσήσεις φόβο σ’ έναν άνθρωπο σαν εμένα; Εμένα που κατάγομαι από μια οικογένεια που σμίλεψε έναν παράδεισο από ένα μέρος όπου κάποτε δεν υπήρχε παρά μια κόλαση πάγου και πέτρας. Ποιος είσαι εσύ που θα με κάνεις να σκύψω το κεφάλι;” Μ ετά χτύπησε τον Άρχοντα της Τέφρας εδώ κάτω από το μάτι με το σκήπτρο του. “Πήγαινε στο σπίτι σου στη Σελήνη. Πήγαινε στο σπίτι σου στον Πυρήνα. Το Απώτερο Βάθος είναι για πλάσματα με πιο σκληρή ραχοκοκαλιά”. Ο Κυβερνήτης της Ρέας δεν έσκυψε το κεφάλι. Τώρα ο δορυφόρος του είναι στάχτη. Η οικογένειά του είναι στάχτη. Αυτός είναι στάχτη. Τρέξε λοιπόν, Ντάροου AuΑνδρομέδε. Τρέξε στο σπίτι σου στον Άρη, γιατί οι λεγεώνες μου θα σ’ ακολουθήσουν μέχρι την άκρη αυτού του σύμπαντος». «Το ελπίζω» λέω. «Έχεις ένα διαπραγματευτικό ατού» μου θυμίζει η Αρχόντισσα μέσω της Αίας. «Ο εγγονός μου είναι η ασφαλής σου διέλευση. Αν πεθάνει, θα σβήσω το σκάφος σου από τον ουρανό. Χρησιμοποίησέ τον συνετά». Γιατί μου λέει κάτι που ήδη ξέρω; «Ώρα να φύγουμε, Ντάροου». Η Κουίν σκύβει στον ώμο μου. Βάζει το χέρι της χαμηλά στη μέση μου σαν να θέλει να μου θυμίσει πως δεν είμαι μόνος. Της γνέφω. Καλύπτει την οπισθοχώρησή μου καθώς υψώνομαι προς τα πάνω με το παιδί, με το ξυράφι τυλιγμένο γύρω από τον λαιμό του. Η Κουίν κοιτάζει επιφυλακτικά τους Πραιτοριανούς και σηκώνεται για να μ’ ακολουθήσει. Έχω ένα διαπραγματευτικό ατού. Τι εννοούσε μ’ αυτό η Αρχόντισσα; Μ ου υπενθύμιζε πως θα

222

PIERCE BROWN

μπορούσα να το χρησιμοποιήσω μόνο μια φορά; Να σκοτώσω τον Λύσανδρο αν η πλάτη μου ήταν κολλημένη στον τοίχο; Μ ετά βλέπω το γιατί, καθώς η Αία κοιτάζει την Κουίν να υψώνεται από το έδαφος όπως μια γάτα παρακολουθεί ένα ποντίκι. «Αία, όχι!» κραυγάζει ο Λύσανδρος. «Κουίν!» φωνάζω. Σαν αστραπή, η Αία χιμάει μπροστά, πιο γρήγορη από κάθε γάτα που έχει γεννηθεί ποτέ. Αρπάζει τα μαλλιά της Κουίν. Αλλόφρων, η Κουίν στριφογυρίζει το ξυράφι της για να αποκρούσει τη γιγάντια γυναίκα. Είναι όμως πολύ αργή. Η Αία κοπανάει το κεφάλι της στο έδαφος με το αριστερό της χέρι. Τη γρονθοκοπάει στον κρόταφο. Σιδηρόφρακτο χέρι πάνω σε κόκαλο. Τέσσερις φορές προτού καν ανοιγοκλείσω τα μάτια μου. Τα πόδια της Κουίν κλοτσούν και συστρέφονται και κουλουριάζεται προς τα μέσα σαν ετοιμοθάνατη αράχνη, κατειλημμένη από σπασμούς. Η Αία οπισθοχωρεί, παρακολουθώντας με μ’ ένα χαμόγελο.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

223

19 Πελαργός

Ξ

έρουν πως είμαι απερίσκεπτος. Η Κουίν είναι το δόλωμα. Η Αία είναι το αγκίστρι. Θα πάρουν τον Λύσανδρο, αν τσιμπήσω και επιτεθώ στην Αία. Θα χρησιμοποιήσουν το κλάσμα του δευτερολέπτου που το ξυράφι μου θα απομακρυνθεί από πάνω του για να με ρίξουν αναίσθητο ή να με σκοτώσουν. Ακούω τα όπλα να γεμίζουν πίσω μου, έτσι, κρατάω το ξυράφι στον λαιμό του παιδιού. Δάκρυα θολώνουν την όρασή μου, καθώς αιωρούμαι εκεί ανήμπορος. Κουνάω το κεφάλι μου, ενώ η αγωνία ξεχειλίζει. Δεν μπορώ να την αφήσω. Αντιστρέφοντας τις μπότες μου, γυρίζω για να τη μαζέψω από το έδαφος. Πριν τη φτάσω, όμως, ένας άλλος Χρυσός περνάει σαν αστραπή από δίπλα μου κατεβαίνοντας από ψηλά, χωρίς πανοπλία αυτός, για να τη μαζέψει από το έδαφος και να την πάρει ψηλά. Το Τσακάλι. Εκτοξεύομαι ψηλά και απομακρύνομαι, διασχίζοντας τη βροχή και τις πόρτες επιβίβασης, και προσγειώνομαι μέσα στον πελαργό. Οι μπότες μου κροταλίζουν πάνω στο μεταλλικό πάτωμα και γονατίζω σπρώχνοντας τον Λύσανδρο μπροστά, προς το μέρος του Σέβρο. Το παιδί πέφτει στα γόνατα. Μ ερικές ντουζίνες μουσκεμένοι ακόλουθοι του Αυγούστου έχουν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου. Γυρίζουν το βλέμμα τους στο παιδί. Το

224

PIERCE BROWN

Τσακάλι ακολουθεί, σφίγγοντας αδέξια την Κουίν με το μοναδικό του χέρι. Το σκάφος μας υψώνεται και οι πόρτες κλείνουν πίσω μας με ένα συριστικό ήχο. Ο Ροκ σπρώχνει τους άλλους για να με δει, μετά η ματιά του πηγαίνει στο Τσακάλι, στην Κουίν και η δύναμή του τον εγκαταλείπει δευτερόλεπτο με δευτερόλεπτο. Το Τσακάλι αφήνει την Κουίν απαλά στο πάτωμα και βγάζει κλοτσώντας τις βαρυμπότες που δανείστηκε από έναν Υλακτούντα και δεν του κάνουν. Τα χείλη του Ροκ σαλεύουν. Κανένας ήχος δε βγαίνει. «Είναι…» μουρμουρίζει τελικά. «Υπάρχουν Κίτρινοι πάνω στο σκάφος;» με ρωτάει το Τσακάλι. Κοιτάζω την Άρπυια. Δείχνω στην Άρπυια προς τους κεντρικούς θαλάμους. «Βρες τη Μ άστανγκ. Ρώτα την». Φεύγει τρέχοντας. «Το κουτί πρώτων βοηθειών» λέει απότομα το Τσακάλι, ψαχουλεύοντας τον σφυγμό της Κουίν. Ελέγχει τις κόρες της. Κανείς δεν κινείται. «Τώρα!» Ο Ροκ σηκώνεται παραπατώντας για να το βρει. Το Χαλίκι το ξεκολλάει από τον τοίχο και του το πετάει. Ο Ροκ το φέρνει πίσω στο Τσακάλι. Μ ε το μυαλό μου κενό, κοιτάζω την Κουίν, καθώς άλλος ένας σπασμός τραντάζει το σώμα της και ένας αφύσικος ήχος κροταλίζει από τη μύτη και το στόμα της. Το πρόσωπο του Ροκ δίπλα μου είναι κάτασπρο. Τα χέρια του απλώνονται ανήμπορα προς το κορίτσι που αγαπάει, λες και η θέλησή του και μόνο θα μπορούσε να επιδιορ​θώσει αυτό που έσπασε· μέσα του, όμως, ξέρει πως είναι ανίσχυρος. Βουλιάζει στα γόνατα. Το Τσακάλι ανοίγει το κουτί πρώτων βοηθειών και ψαχουλεύει μέσα. Το μοναδικό του χέρι κινείται με σιγουριά πάνω στις συσκευές, μέχρι που βρίσκει μια ασημένια ράβδο όχι μεγαλύτερη από τον δείκτη μου. Την αρπάζει και την ενεργοποιεί. Η ράβδος βουίζει απαλά, εκπέμποντας ένα αμυδρό γαλάζιο φως. «Χρειάζομαι το ηλεκτρονικό σημειωματάριο κάποιου. Το δικό μου χάλασε στον ΗΜ Π». Κανείς δεν κουνιέται. «Το κορίτσι θα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

225

πεθάνει. Ένα φρικοκατάρατο σημειωματάριο. Τώρα». Του δίνω το δικό μου. Δε σηκώνει τα μάτια του πάνω μου, αν και κάνει μια στιγμιαία παύση όταν βλέπει τα χαρακτηριστικά χέρια μου. «Ευχαριστώ για τη διάσωση, Θεριστή» λέει βιαστικά. «Την αδερφή σου ευχαρίστησε». Ο Λύσανδρος σηκώνεται και έρχεται δίπλα μου. Παρακολουθεί ήρεμα, με τα μάτια στεγνά. Το Χαλίκι και ο Κλόουν κάθονται ανακούρκουδα. Κανείς δεν αγγίζει τον Ροκ, αν και του ρίχνουν ματιές με τα χέρια σφιγμένα πάνω σε γόνατα ή ξυράφια, ψιθυρίζοντας όποιες προσευχές ψιθυρίζουν οι Χρυσοί για καλή τύχη. Το Τσακάλι κινεί τον ασημένιο μαγνητικό τομογράφο πάνω από το κεφάλι της Κουίν, παρακολουθώντας το ολόγραμμα στο ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. Βλαστημάει. «Τι είναι;» ρωτάει ο Ροκ. Το Τσακάλι διστάζει. «Ο εγκέφαλός της διογκώνεται. Αν δεν μπορέσουμε να ελέγξουμε την πίεση, θα έχουμε πρόβλημα». Ψαχουλεύει τον ιατρικό εξοπλισμό και ξετυλίγει ένα μηχάνημα με διάφανο καλώδιο. «Αυτή η πίεση θα εμποδίσει την κανονική ροή του αίματος και η τροφοδοσία του εγκεφάλου θα διακοπεί, καθώς τα αγγεία πιέζονται κάτω από το οίδημα». «Θα πεθάνει;» ρωτάω. «Όχι από το οίδημα» λέει το Τσακάλι. «Όχι, αν μπορέσω να παροχετεύσω το υγρό και να μειώσω την αυξανόμενη πίεση. Αλλά θα χρειαστεί να της γυρίσουμε το κεφάλι στο πλάι, έτσι ώστε το αίμα να μπορεί να ρέει μέσα από τις φλέβες του λαιμού. Να κρατήσουμε την πίεση σταθερή. Θα της βρούμε μια συσκευή παροχής Ο2». Σηκώνει το βλέμμα του, τόσο αδύνατος και μουσκεμένος, που θα τον έπαιρνα για Κόκκινο αντί για Χρυσό, αν δεν ήταν τα μαλλιά στο χρώμα της άμμου. «Χαλίκι δε σε λένε; Βρες της οξυγόνο. Μ ια αναπνευστική μάσκα είναι αρκετή, εφόσον δεν καλύπτει το πρόσωπό της πιο πάνω από το μέτωπο». Το Χαλίκι φεύγει αθόρυβα. Ένας καινούριος σπασμός συνταράζει το σώμα της Κουίν. Παρακολουθώ ανήμπορος και βάζω το χέρι μου στον ώμο του

226

PIERCE BROWN

Ροκ. Τραβιέται νιώθοντας το άγγιγμα. Η Άρπυια ξαναμπαίνει αθόρυβα στο δωμάτιο. «Δεν υπάρχουν γειωμένοι Κίτρινοι». «Σκατά» βρίζει ο Κλόουν. «Σκατά. Σκατά. Σκατά. Σκατά». Κλοτσάει τον τοίχο. Το Τσακάλι κάνει μια παύση, ρίχνει μια ματιά στον Ροκ, μετά περνάει στη δράση. Δείχνει τον Κλόουν, την Άρπυια και κάμποσα μέλη του Οίκου. «Χρειάζομαι από έναν για κάθε μπράτσο και για το κεφάλι της. Θα συνεχίσει να έχει σπασμούς και για κάποιο λόγο υποψιάζομαι πως το ταξίδι θα έχει πολλά τραντάγματα. Θα τη μετακινήσουμε έξω από αυτόν τον καταραμένο χώρο και θα την κρατήσουμε ακίνητη για την επέμβαση». Τραβάει τα μαλλιά της πίσω σε αλογοουρά, μου ζητάει να την κρατήσω και βγάζει έναν μικρό ιονιστή από το κουτί πρώτων βοηθειών. Τον σφίγγει με τα δόντια του πάνω από το χέρι του, μορφάζοντας καθώς καταστρέφει βακτήρια και θυλάκια νεκρού δέρματος. «Κλόουν, πάρ’ της τα μαλλιά – όλα». Το Τσακάλι σηκώνεται και πετάει τον ιονιστή στον Κλόουν, που σκύβει και ετοιμάζεται να τον περάσει πάνω από τα χρυσά μαλλιά της Κουίν, όταν ο Ροκ του τον παίρνει από το χέρι. Διστάζει πάνω από την Κουίν, μην μπορώντας να κουνηθεί. «Πώς τη λένε;» ρωτάει το Τσακάλι τον Ροκ. «Κουίν». «Μ ίλα της. Πες της μια ιστορία». Τρέμοντας ελαφρά, ο Ροκ ρουφάει τη μύτη του και μιλάει χαμηλόφωνα στην Κουίν. «Στα πολύ παλιά τα χρόνια, την εποχή της Παλιάς Γης, ζούσαν δυο περιστέρια πολύ ερωτευμένα…» Ανάβει τον ιονιστή και μετακινεί το χέρι του. Είναι κάτι προσωπικό. Σαν να την κάνει μπάνιο. Μ όνο οι δυο τους σε κάποιο μακρινό μέρος. Πολύ πριν από την εποχή που έλεγε τις ιστορίες της δίπλα στη φωτιά του καταυλισμού στο Ινστιτούτο. Πολύ πριν από τη φρίκη. Μ υρίζω μαλλιά που καίγονται, καθώς το Τσακάλι σηκώνεται κι έρχεται προς το μέρος μου. «Τι έγινε εκεί κάτω;» ρωτάει. «Παλμογροθιά ήταν;» Τον κοιτάζω έκπληκτος. «Δεν είδες; Η Αία χρησιμοποίησε τα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

227

χέρια της». «Φρικοδιάολε». Το σαγόνι του σφίγγεται. Τα άτονα μάτια του φαντάζονται τη σκηνή. «Πώς φτάσαμε σ’ αυτό το σημείο;» «Η Οκταβία είχε μπει σ’ αυτόν τον δρόμο εξαρχής» λέω ήρεμα. «Προτού καν έρθουμε στη Σελήνη, σκόπευε να δώσει στους Μ πελόνα τη θέση του Αρχικυβερνήτη. Το γκαλά ήταν παγίδα». «Πότε το ανακάλυψες αυτό; Πριν ή μετά τη μονομαχία;» «Πριν» λέω ψέματα. «Καλά το έπαιξες. Έτσι φαινόμαστε εμείς τα θύματα. Βλέπω πως η Μ άστανγκ απέτυχε στην αποστολή της». «Ο πατέρας σου την έστειλε να διεισδύσει στην αυλή της Οκταβίας;» «Όχι. Φαντάζομαι πως ήταν δική της ιδέα. Πήγαινε κοντά στον δράκο…» «Και οι Ιούλιοι είναι εναντίον μας». Γνέφει σκεφτικός. «Βγάζει νόημα. Κάποιοι Πολιτικοί προσπάθησαν να μας πάρουν τη Βίκτρα προτού έρθουν ο Κάρνος και η Αία». «Δε μου φαίνεται να ανησυχείς». «Η Βίκτρα είναι η αγαπημένη κόρη της μητέρας της». Κουνάει το κεφάλι του σαν να θυμάται κάτι. «Όμως τα έβαλε με τρεις Οψιδιανούς για λογαριασμό μου. Τρεις. Είναι μαζί μας ψυχή τε και σώματι». Παρακολουθώ τον Ροκ που τελειώνει το κούρεμα των μαλλιών της Κουίν. «Θα ζήσει;» ρωτάω ήρεμα. «Έχει θραύσματα οστών στον εγκεφαλικό ιστό της. Ακόμα κι αν σταματήσουμε το οίδημα, αιμορραγεί. Άσχημα». Χαμηλώνουμε το βλέμμα μας στην Κουίν, που τώρα είναι φαλακρή. Το πρόσωπό της είναι γαλήνιο. Έχει μόνο μικρές εκχυμώσεις στο πλάι του κρανίου της. Δε θα μάντευες ποτέ πως από μέσα πεθαίνει. Ο Ροκ τής χαϊδεύει απαλά το μέτωπο, ψιθυρίζοντας τρυφερά πράγματα. «Μ πορείς να τη σώσεις;» Στρέφομαι προς το Τσακάλι. «Υπάρχει καμιά πιθανότητα;» «Όχι εδώ. Αν μας πας σε ένα υγειονομείο, τότε, ναι, υπάρχει

228

PIERCE BROWN

μεγάλη πιθανότητα». Ο Ροκ τής τραγουδάει ένα τρυφερό τραγούδι, καθώς σηκώνουν το σώμα της για να τη μεταφέρουν σε ένα άλλο δωμάτιο. Το τραγούδι είναι ένα που έφτιαξε δίπλα στη φωτιά του καταυλισμού, ενώ ο στρατός μου έτρωγε στα υψίπεδα. Η Κουίν ήταν με τον Κάσσιο τότε, όπως κατά τα φαινόμενα όλες οι γυναίκες κάποια στιγμή. Ακόμα και τότε, όμως, πρόσεξα το βλέμμα της να συναντά το βλέμμα του Ροκ. Είναι τα ταχυδρομικά περιστέρια από την ιστορία του, που διασχίζουν και ξαναδιασχίζουν τον ουρανό. Πόσο ενθουσιασμένος ήταν που θα τη συναντούσε και πάλι. Μ έσα μου σπάω. Μ πορώ ακόμη να τη σώσω. Μ πορώ να το διορθώσω αυτό. Η Αρχόντισσα είχε δίκιο. Παρεξήγησα τη διαπραγματευτική μου ικανότητα. Τι θα έκανα; Θα σκότωνα τον εγγονό της, αν η Αία σκότωνε την Κουίν; Κι αν σκότωνε τον Σέβρο, τη Μ άστανγκ, τον Ροκ; Είμαι τυχερός που δεν έκανε κακό σε περισσότερους. Γυρίζω και αντικρίζω τον Σέβρο. Στέκεται σιωπηλός φορώντας την πανοπλία του και μας παρακολουθεί, παρακολουθεί τον Ροκ να κρατάει την κοπέλα που ο Σέβρο αγαπάει χωρίς να της το έχει πει ποτέ, την κοπέλα που δεν μπόρεσε ποτέ να έχει. Ο πόνος είναι βαθύς και χαραγμένος βαθιά στις γραμμές του γερακίσιου προσώπου του. Ο άτρωτος Σέβρο, απρόσβλητος στον πόνο, στη θλίψη, στο βγάλσιμο του ματιού του από τη Λίλαθ, την υπαρχηγό του Τσακαλιού· και όλα τώρα πέφτουν πάνω του. Η Κουίν δεν αποκάλεσε ποτέ τον Σέβρο Τελώνιο, όπως εμείς οι υπόλοιποι. Η Βίκτρα βάζει το χέρι της στον ώμο του έχοντας παρατηρήσει τον πόνο, έστω κι αν δεν καταλαβαίνει γιατί είναι εκεί. Της κάνει πέρα το χέρι. «Δε σε ξέρω» γρυλίζει. Η Βίκτρα κάνει πίσω. «Συγγνώμη». «Τι περιμένεις, Θεριστή;» ρωτάει επιτακτικά. «Δεν έχουμε φύγει ακόμη από αυτόν τον βράχο». Τινάζει το κεφάλι του. Τον ακολουθώ, ζητώντας από τη Βίκτρα να φέρει τον εγγονό της Αρχόντισσας.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

229

Ο Σέβρο κι εγώ ανεβαίνουμε μια σκάλα και βρίσκουμε τον Τάκτο στον στενό διάδρομο που οδηγεί στην καμπίνα των επιβατών και στον θάλαμο διακυβέρνησης. «Ωχ, ευγενή μου» φωνάζει ο Τάκτος, στηρίζοντας τον τραυματισμένο ώμο του. Βρεγμένα μαλλιά κρέμονται πάνω από γελαστά μάτια. Η φωνή του είναι δυνατή, αδιάφορη για την κατάσταση της Κουίν. «Την άλλη φορά που θα σχεδιάσεις κάτι δραματικό, να μας πεις πως έρχεσαι για να μην κατουρηθούμε πάνω μας». Τον παραμερίζω και προσπερνάω. «Όχι τώρα, Τάκτε». «Μ ια ζωή ξενέρωτος». Βλέπει τον Σέβρο. «Μ πα, μπα. Το Τελώνιο. Αν είναι δυνατόν, έχεις μπει κι άλλο, ευγενή μου». Ο Σέβρο δε χαμογελάει. Μ παίνουμε στον θάλαμο διακυβέρνησης, όπου οι ακόλουθοι του Αυγούστου και οι Υλακτούντες δένονται στα καθίσματά τους για να προετοιμαστούν για τη στιγμή που θα εγκαταλείψουμε την ατμόσφαιρα. Ο Τάκτος μάς ακολουθεί καταπόδας. «Γεια σας, ψυχάκηδες» φωνάζει ο Τάκτος στους Υλακτούντες. «Χαίρομαι που ξαναβλέπω τις μικροσκοπικές μορφές σας. Ειδικά τη δική σου, Χαλίκι». «Σκατά να φας» λέει το Χαλίκι, σηκώνοντας τα μάτια της από τη ζώνη με την οποία προσπαθεί να δέσει στο κάθισμά του έναν από τους μικρούς ανιψιούς του Αυγούστου. Ο Τάκτος σκύβει προς το μέρος μου όταν προσπερνάμε την καμπίνα επιβατών. «Καλοί φίλοι, αφού ήρθαν να σε σώσουν. Νόμιζα πως ήταν σκορπισμένοι στην Περιφέρεια». «Ήμαστε» λέει ο Σέβρο. «Τι σας έφερε πίσω;» ρωτάει ο Τάκτος. «Ο καιρός;» Ο Σέβρο δε λέει τίποτα. Ο Τάκτος γελάει παρά τις πολλές τρύπες στη στολή του. «Ακριβώς όπως σου αρέσουν. Ε, Ντάροου; Φίλοι που θα διακινδυνεύσουν τη ζωή και τα μέλη τους για να βρίσκονται πάντα στη σκιά σου;» Μ ου δίνει μια σκουντιά κάπως υπερβολικά παιχνιδιάρικη, αφήνοντας πάνω μου αμυδρές κηλίδες από το αίμα του. Φτάνουμε στην κλειστή πόρτα του θαλάμου διακυβέρνησης. Ο

230

PIERCE BROWN

Τάκτος μορφάζει από πόνο, καθώς πέφτει με τον ώμο πάνω σ’ ένα διαχωριστικό. Ο Σέβρο ακολουθεί καταπόδας. «Πώς είναι ο ώμος;» ρωτάω. «Καλύτερα από το κεφάλι της κοπέλας εκεί πίσω. Κουίν δεν τη λέγανε; Η γρήγορη από τον Οίκο του Άρη. Η Αία τη γείωσε για τα καλά. Κρίμα. Θα την είχα πάρει για…» Ο Σέβρο κλοτσάει τον Τάκτο στα αχαμνά από πίσω, με το πόδι του να περνάει ανάμεσα από τα σκέλια του Τάκτου αρκετά δυνατά ώστε να βουλιάξει το μέταλλο. Του δίνει μια αγκωνιά στο πλάι του κεφαλιού του και σαρώνει τα πόδια του με γρήγορο στιλ Κραβάτ. Τρία χτυπήματα ακόμα στ’ αυτιά και ο Τάκτος σωριάζεται στο πάτωμα. Ο Σέβρο βάζει το ένα του γόνατο στην πληγή στον ώμο του Τάκτου, τον έναν του πήχη πάνω στον λαιμό του και το άλλο του γόνατο στα αχαμνά του, ενώ το ελεύθερο χέρι του κρατάει ένα μαχαίρι πάνω από τον βολβό του ματιού του. «Ξαναμίλα για την Κουίν και θα σου κόψω τα μπαλάκια και θα σ’ τα χώσω στις κόγχες των ματιών σου». «Ο αδερφός μου πάντα έλεγε… κράτα τα μάτια σου… στην μπάλα» χωρατεύει ο Τάκτος μισοπνιγμένος. Η πόρτα του μεταλλικού θαλάμου ανοίγει σφυρίζοντας. Ο Αύγουστος γεμίζει το άνοιγμα. Καρφώνει τα μάτια του στη σκηνή ακριβώς τη στιγμή που η Βίκτρα φέρνει τον μικρό Λύσανδρο από το πίσω μέρος του σκάφους. «Σχεδόν τελείωσαν, άρχοντά μου» λέω. Περνάω πάνω από τον Τάκτο και τον Σέβρο για να πάω κοντά στον Αρχικυβερνήτη. Η Βίκτρα κάνει το ίδιο, μόνο που πατάει πάνω στον Τάκτο, στριφογυρίζοντας τις φτέρνες της πάνω του. «Έξοχη δουλειά» λέει στον Σέβρο. «Γειώσου, γελάδα». «Ποιος είναι ο μικρούλης;» με ρωτάει η Βίκτρα, καθώς μπαίνουμε στον θάλαμο και κλείνουμε την πόρτα. Της λέω. «Ο γιος του Μ αινόμενου Ιππότη; Απαίσιο ανθρωπάκι. Δε νομίζω πως με συμπαθεί». «Μ ην το παίρνεις προσωπικά». Το πιλοτήριο είναι μεγαλύτερο από το δωμάτιό μου στην

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

231

έπαυλη της Ακρόπολης. Μ ια σειρά από φώτα περιβάλλουν την καρέκλα του κυβερνήτη και του συγκυβερνήτη. Η Μ άστανγκ κάθεται αριστερά, μια Κυανή κυβερνήτρια δεξιά. Η Κυανή είναι συνδεδεμένη μέσω καλωδίων με το σκάφος. Ένα γαλάζιο φως λάμπει κάτω από το χόριο του αριστερού κροτάφου της. Η Μ άστανγκ κυβερνάει με το δεξί χέρι σ’ ένα ολογραφικό πρίσμα ελέγχου, μιλώντας γρήγορα με την Κυανή. Έξω από την κυρτή θυρίδα θέασης αιωρείται η Γη. Ο Αύγουστος, ο Πλίνιος και ο κωμικά σκυμμένος Κάβαξ Au-Τηλεμάνος συζητούν τις επιλογές μας πίσω από τη Μ άστανγκ. Επικρατεί σιωπή. «Καλά τα κατάφερες, Ντάροου» λέει ο Αύγουστος χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει. «Αν και θα μπορούσες να έχεις διαλέξει ένα καλύτερο σκάφος…» Η Μ άστανγκ τον διακόπτει. «Τι γίνεται εκεί πίσω; Είπαν πως κάποιος πληγώθηκε». «Η Κουίν πεθαίνει» λέω. «Πρέπει να την πάμε σ’ ένα υγειονομείο στα γρήγορα». «Ακόμα και όταν μπούμε σε τροχιά, θα απέχουμε τριάντα λεπτά από τον στόλο μας» αποκρίνεται η Μ άστανγκ. «Πέτα πιο γρήγορα». Το σκάφος τρεμουλιάζει, καθώς η Μ άστανγκ και η Κυανή το ζορίζουν. «Ήταν καλό σχέδιο» λέει ο Κάβαξ χαμογελώντας πλατιά στη Μ άστανγκ. «Ήταν καλό σχέδιο, Βιργινία, να διεισδύσεις στο σπιτικό της Αρχόντισσας. Ακριβώς όπως όταν ήσουν μικρή. Εκείνη τη φορά που κρύφτηκες μαζί με τον Παξ στη λόχμη για ν’ ακούσεις τον νομικό σύμβουλο του πατέρα σου. Μ όνο που ο Παξ ήταν πιο ψηλός από τον θάμνο!» Αφήνει ένα βροντερό γέλιο, που τρομάζει τη σιωπηλή Κυανή. Η Μ άστανγκ απλώνει το χέρι της προς τα πίσω για να του ζουλήξει τον πήχη με το χέρι της, που είναι μικρότερο από τον αγκώνα του. Κορδώνεται σαν λαγωνικό που κρατάει φασιανό στα σαγόνια του, κοιτάζοντας ολόγυρα για να δει αν προσέξαμε όλοι τη φιλοφρόνησή της. Έχει τον τρόπο της με τους άντρες που είναι πιο μεγαλόσωμοι από αρκούδες.

232

PIERCE BROWN

Η αγάπη στο πρόσωπο αυτού του ανθρώπου κάνει την αδια​φορία του ίδιου του Αυγούστου τερατώδη. Και, ακόμα χειρότερα, η σκέψη πως το Τσακάλι σκότωσε τον γιο του συγκεκριμένου ανθρώπου με αρρωσταίνει. Η Μ άστανγκ μού κάνει τη χάρη να μου ρίξει μια στιγμιαία ματιά. Τα μαλλιά της είναι δεμένα πίσω και η ανάμνηση ενός χαμόγελου εξακολουθεί να πτυχώνει τις άκρες του στόματός της. Είναι σαν να μου έδωσε γροθιά στην καρδιά. Δεν υπάρχει χαμόγελο για μένα. Και το δαχτυλίδι με το άλογο δε στολίζει πια το δάχτυλό της. Ακολουθεί μια ατέλειωτη στιγμή σιωπής. Ο Αύγουστος γυρίζει να με κοιτάξει. «Να υποθέσω πως η Οκταβία επιχείρησε να σε τραβήξει κι εσένα στο ποίμνιό της;» «Το έκανε». «Να πάει να γειωθεί. Βάζω στοίχημα πως της είπες να πάει να γειωθεί, ε, μικρέ;» λέει με βροντώδη φωνή ο Κάβαξ. Μ ε χτυπάει στον ώμο, ρίχνοντάς με πάνω στη Βίκτρα. «Συγγνώμη». Είναι σκυμμένος σαν δέντρο θερμοκηπίου που έχει ψηλώσει πάρα πολύ, φτάνοντας στην οροφή. Νερό στάζει από τη διχαλωτή γενειάδα του. «Συγγνώμη» επαναλαμβάνει στη Βίκτρα. «Για την ακρίβεια, άρχοντα Τηλεμάνε, θεώρησα την προσφορά της δελεαστική. Καταφέρνει να φέρεται με σεβασμό στους λογχοφόρους της. Σε αντίθεση με άλλους». Ο Αύγουστος δε χάνει καιρό με χωρατά. «Θα το διορθώσουμε αυτό. Σου χρωστάω, Ντάροου. Μ ε την προϋπόθεση πως θα φτάσουμε στον στόλο μου». «Χρωστάς στη Μ άστανγκ και στους Υλακτούντες όσο και σ’ εμένα» λέω. «Τι είναι οι Υλακτούντες;» ρωτάει. «Οι φίλοι μου με τις μαύρες πανοπλίες. Ο Σέβρο είναι ο αρχηγός». «Ο Σέβρο. Αυτό το άθλιο πραγματάκι που ήταν πάνω στον λογχοφόρο μου, ε;» Ο Αρχικυβερνήτης ανασηκώνει το φρύδι του. «Μ ου φάνηκε πως τον αναγνώρισα. Ο γιος του Φίτσνερ». Ο τόνος του δε μου αρέσει καθόλου. «Αυτός που σκότωσε εκείνο το βρομόπαιδο τον Πρίαμο στο Πέρασμα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

233

«Είναι δικός μας, άρχοντά μου. Πιστός όσο και τα ίδια μου τα χέρια». Η πόρτα ανοίγει με έναν συριστικό ήχο και μπαίνουν ο Σέβρο με τον Τάκτο. Όλοι γυρίζουμε να κοιτάξουμε. Ο Σέβρο τραβιέται ελαφρά. «Τι;» λέει προκλητικά. Ο Τάκτος σπεύδει σε μια άκρη, μακριά από τον Σέβρο. «Είσαι πιστός σ’ εμένα ή στον πατέρα σου, Σέβρο;» ρωτάει ο Αύγουστος. «Ποιον πατέρα; Είμαι μπάσταρδος μπάσταρδου». Ο Σέβρο κοιτάζει δύσπιστα τον Αρχικυβερνήτη από πάνω μέχρι κάτω. «Και με όλο το σεβασμό, άρχοντά μου, δε δίνω ούτε το κατεψυγμένο κάτουρο γάτας και για την πάρτη σου. Η κόρη σου μ’ έφερε από την Περιφέρεια. Είμαι πιστός σ’ αυτήν. Πάνω απ’ όλους όμως στον Θεριστή. Τελεία και παύλα». «Πρόσεχε τους τρόπους σου, κουταβάκι» γρυλίζει ο Κάβαξ. «Εσύ πρέπει να είσαι ο πατέρας του Παξ. Λυπάμαι που πέθανε. Ήταν ένας άνθρωπος για τον οποίο θα μπορούσα να δώσω τη ζωή μου. Βλέπω όμως πως είχε πάρει την ομορφιά από τη μητέρα του». Ο Κάβαξ δεν είναι σίγουρος αν τον έχει προσβάλει. Ο Αύγουστος παρακολουθεί προσεκτικά. «Ντάροου, σου χρωστάω μια συγγνώμη. Είχες δίκιο. Η πίστη, κατά τα φαινόμενα, μπορεί να επεκταθεί και πέρα από το Ινστιτούτο. Τώρα… Λύσανδρε». Ο Αύγουστος ρίχνει μια ματιά έξω από τις θυρίδες θέασης της ακάτου. Ανεβαίνουμε σταθερά. Γονατίζει να μιλήσει με το παιδί. «Άκουσα να λένε πως είσαι εξαιρετικό παλικάρι». «Είμαι, άρχοντά μου» λέει ο Λύσανδρος όσο πιο σταθερά μπορεί. «Μ ε υποβάλλουν τακτικά σε ελέγχους και εκπαιδεύομαι σε όλα τα είδη σπουδών. Σπάνια χάνω στο σκάκι. Και όταν χάνω, μαθαίνω, όπως οφείλω». «Έτσι, ε; Είχα έναν γιο σαν εσένα κάποτε, Λύσανδρε. Αλλά είμαι σίγουρος πως το ξέρεις αυτό». «Τον Άδριο Au-Αύγουστο» λέει ο Λύσανδρος, που γνωρίζει τη γενεαλογία του Οίκου. «Όχι». Ο Αύγουστος κουνάει το κεφάλι του. «Όχι. Ο μικρός μου γιος δε σου μοιάζει καθόλου».

234

PIERCE BROWN

Το παιδί κατσουφιάζει. «Τότε, τον μεγαλύτερο. Τον Κλαύδιο Au-Αύγουστο». Η Μ άστανγκ ρίχνει μια ματιά προς τα πίσω. «Ναι». Ο Αύγουστος γνέφει καταφατικά. «Ένα ευγενικό, ιδιαίτερο παιδί, με καρδιά λιονταριού. Καλύτερο από μένα. Πιο ευγενικό. Ένας άρχοντας». Μ ου ρίχνει ένα παράξενο βλέμμα, γεμάτο νόημα. «Θα είχατε γίνει φίλοι». Ο Λύσανδρος προσπαθεί να φαίνεται αξιοπρεπής. «Τι του συνέβη;» «Το παρέλειψαν αυτό το κομμάτι, ε; Λοιπόν, ένας μεγαλόσωμος νεαρός από τον Οίκο των Μ πελόνα ονόματι Κάρνος παραπήρε θάρρος με μια κοπέλα που φλέρταρε ο γιος μου. Ο γιος μου θίχτηκε και κάλεσε τον Κάρνο σε μονομαχία. Στο τέλος, όταν το παιδί μου είχε συντριβεί και αιμορραγούσε, ο Κάρνος γονάτισε, έκλεισε το κεφάλι του γιου μου στη χούφτα του» βάζει το χέρι του γύρω από το κεφάλι του Λύσανδρου «και το κοπάνησε πάνω στο λιθόστρωτο μέχρι που άνοιξε και όλα τα ξεχωριστά του χαρίσματα χύθηκαν έξω». Χτυπάει χαϊδευτικά το παιδί στο μάγουλο. «Ας ελπίσουμε πως δε θα χρειαστεί να δεις ποτέ τέτοιο πράγμα». «Αυτό είναι το σχέδιό σου για μένα, άρχοντά μου;» ρωτάει γενναία ο Λύσανδρος. «Είμαι τέρας μόνο όταν είναι πρακτικό». Ο Αύγουστος χαμογελάει. «Δε νομίζω πως θα χρειαστεί να γίνω αυτή τη φορά· βλέπεις, απλώς προσπαθούμε να φτάσουμε στο σπίτι μας. Εφόσον η γιαγιά σου μας επιτρέψει τη διέλευση, θα είσαι ασφαλής». «Η γιαγιά λέει πως είσαι ψεύτης». «Ειρωνικό. Θα της πεις ότι σου φερθήκαμε καλά, ελπίζω». «Αν μου φερθείτε καλά». «Λογικό». Ο Αύγουστος αγγίζει τον ώμο του παιδιού και σηκώνεται. «Βίκτρα. Πήγαινέ τον στην καμπίνα των επιβατών». Η Βίκτρα αγριοκοιτάζει. Φυσικά ο Αύγουστος επιλέγει τη μόνη γυναίκα πέρα από τη Μ άστανγκ. Ο Τάκτος προσέχει την αντίδρασή της και κάνει ένα βήμα μπροστά. «Μ πορώ, άρχοντά μου; Έχω κάμποσο καιρό να δω τα δικά μου αδέρφια. Δε θα μου πήγαινε άσχημα να μιλήσω με το παλικαράκι». Ο Αύγουστος

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

235

γνέφει σαν να λέει πως δεν τον νοιάζει. Η Βίκτρα ευχαριστεί τον Τάκτο, έκπληκτη από τη χειρονομία του. Της κλείνει το μάτι, μου δίνει μια γροθιά στον ώμο και χαϊδεύει τραχιά τον Λύσανδρο στο κεφάλι, σχεδόν ρίχνοντάς τον κάτω. Δε θα ήθελα να γνωρίσω τ’ αδέρφια του. «Έλα, μικρούλη. Πες μου, έχεις πάει ποτέ σε Περλ Κλαμπ;» ρωτάει, καθώς τον οδηγεί έξω. «Τα κορίτσια και τ’ αγόρια εκεί είναι καταπληκτικά…» Ο δυσκίνητος πελαργός ανεβαίνει ολοένα ψηλότερα. Σε δύο λεπτά θα μπούμε στην ατμόσφαιρα. «Προσπάθησαν να με σκοτώσουν ενώ κοιμόμουν» μουρμουρίζει ο Αύγουστος. «Ξέρει πως αυτό δε θα το συγχωρήσω». «Θα έρθει στον Άρη» λέω. «Δεν υπάρχει πιθανότητα να τα ξαναβρούμε;» ρωτάει ο Πλίνιος. «Να τα ξαναβρούμε;» γρυλίζει η Μ άστανγκ. «Να τα ξαναβρούμε με τη γυναίκα που έκαψε έναν δορυφόρο, Πλίνιε; Ηλίθιος είσαι;» «Η ειρήνη θα κρατήσει ζωντανή τη γενιά σου, άρχοντά μου. Περισσότερο από τον πόλεμο. Αν στραφείς εναντίον της Αρχόντισσας, τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;» Ο Πλίνιος είναι πρώτος στη ρητορική. «Οι στόλοι της είναι τεράστιοι. Τα πλούτη της ατέλειωτα. Το όνομά σου, η τιμή σου, όσο σημαντικά κι αν είναι, δεν μπορούν να σταθούν κάτω από το βάρος της Κοινωνίας. Άρχοντά μου, με ανέβασες στο πλάι σου λόγω της αξίας μου. Επειδή είχες εμπιστοσύνη στις συμβουλές μου. Χωρίς εσένα δεν είμαι τίποτα. Η φροντίδα σου είναι το μόνο που έχω στο μυαλό μου. Γι’ αυτό άκου τη συμβουλή μου τώρα, αν την εκτιμάς ακόμη, και μην αφήσεις αυτή την πληγή εναντίον της Αρχόντισσας να κακοφορμίσει. Μ ην αφήσεις αυτή την ιστορία να καταλήξει σε πόλεμο. Θυμήσου τη Ρέα, ναι, και το πώς κάη​κε. Σώσε την τιμημένη οικογένεια σου με την ειρήνη με κάθε μέσο». Ο Αύγουστος υψώνει τη φωνή του. «Όταν η Αρχόντισσα με πίεσε, λύγισα όπως θα λύγιζε κάθε Χρυσός, με χάρη, με αξιοπρέπεια. Τώρα όμως με μαχαιρώνει, και κάτω από τη χάρη,

236

PIERCE BROWN

κάτω από την ψυχραιμία, το μαχαίρι της θα χτυπήσει σε σίδερο. Πάμε για τον Άρη και για πόλεμο». «Φτάνουμε στην κατώτερη ατμόσφαιρα» λέει η Μ άστανγκ. «Κρατηθείτε». «Τι είναι αυτό το φως;» ρωτάει ο Σέβρο. «Αυτό που αναβοσβήνει πάνω από το αλτίμετρο». Η Κυανή απαντάει κοφτά. «Η θύρα φορτοεκφόρτωσης ανοίγει, ντόμινους». «Η θύρα φορτοεκφόρτωσης…» Κατσουφιάζω. «Μ πορείς να την ελέγξεις;» «Όχι, ντόμινους. Μ ’ έχουν αποκλείσει». Γιατί να ανοίγει η πόρτα… «Προσφέρθηκε εθελοντικά» λέει η Μ άστανγκ με πανικόβλητη φωνή. «Ο Τάκτος προσφέρθηκε εθελοντικά». «Όχι!» βρυχώμαι, τρομάζοντας τους πάντες εκτός από τη Μ άστανγκ. Το συνειδητοποιήσαμε ταυτόχρονα. «Σέβρο, Βίκτρα, μαζί μου!» Κάνω μεταβολή και βγαίνω τρέχοντας από την πόρτα του θαλάμου με το κεφάλι χαμηλωμένο, καθώς κινούμαι όσο πιο γρήγορα μπορώ προς το πίσω μέρος του σκάφους. «Ετοιμαστείτε για ελιγμούς διαφυγής» ακούω τη Μ άστανγκ να λέει πίσω στον θάλαμο. «Τι συμβαίνει;» κλαψουρίζει ο Πλίνιος. «ΤΑΚΤΕ!» μουγκρίζω. Η Βίκτρα και ο Σέβρο τρέχουν ξωπίσω μου. Οι άλλοι Υλακτούντες και τα μέλη του Οίκου με φωνάζουν, σαστισμένοι καθώς με βλέπουν να διασχίζω τρέχοντας την καμπίνα επιβατών. Ο Στραβομούτσουνος ξεκουμπώνει τη ζώνη ασφαλείας του. «Πέρασε με το παιδί». «Κάτω!» λέω, σπρώχνοντάς τον στη θέση του. «Μ είνετε όλοι καθισμένοι!» Ο Τάκτος δε θα το έκανε. Δε θα μπορούσε. Γιατί όχι όμως; Γιατί υπέθεσα ποτέ πως δε θα έκανε ό,τι είναι καλύτερο για τον ίδιο; Είναι στη φύση του. Γλιστράμε από τις κουπαστές μέχρι το επίπεδο αποθήκευσης, πέρα από το δωμάτιο όπου το Τσακάλι εγχειρίζει την Κουίν. Ανοίγω με μια σπρωξιά την πόρτα του αμπαριού και με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

237

υποδέχεται το ουρλιαχτό του αέρα. Η καταπακτή κρέμεται ορθάνοιχτη, αφήνοντας να φανεί σκοτάδι πληγωμένο από φώτα πόλεων κάτω μακριά. Ο Κλόουν κι ένας λογχοφόρος του Αυγούστου κείτονται αναίσθητοι, αιμόφυρτοι. Γλιστρούν αργά προς την ανοιχτή πόρτα. Όσο για τον Τάκτο, δεν είναι παρά μια μακρινή κουκκίδα στο σκοτάδι. Δεν τον βλέπω καθαρά, ξέρω όμως τι έχει πάρει: τον Λύσανδρο. «Σέβρο». Αρπάζω τον ώμο του φίλου μου. «Σταμάτα!» Βράζει. Μ οιάζει έτοιμος να πηδήσει έξω από το σκάφος και ν’ ακολουθήσει τον Τάκτο στον αέρα. Δεν μπορεί. Είναι πολύ αργά. Αντί γι’ αυτό, πιάνουμε τους δύο αναίσθητους Χρυσούς προτού γλιστρήσουν στην ανοιχτή ράμπα. Η Βίκτρα την κλείνει από τον πίνακα ελέγχου. Η πόρτα κλείνει με συριστικό ήχο. «Δεν έχει επικοινωνιακό εξοπλισμό» λέει η Βίκτρα λαχανιασμένη. «Όχι μετά τον ΗΜ Π». «Δε χρειάζεται το φρικοκατάρατο εξοπλισμό». Ο Σέβρο δείχνει τα γυμνά πόδια του Κλόουν. «Ο μπάσταρδος έχει βαρυμπότες. Μ όλις εμφανιστεί στους ανιχνευτές των σχιζόφτερων, θα τον μαζέψουν». Κάνω τον υπολογισμό. «Έχουμε δύο λεπτά μέχρι να στείλουν πληρώματα εφόδου».

238

PIERCE BROWN

20 Βουτηχτής της Κόλασης

Έ

πρεπε να έχω καταλάβει τι θα έκανε ο Τάκτος. Σκότωσε την παλιά του Πρώτη, την Ταμάρα, στο Ινστιτούτο. Πάντα μόνο τη δύναμη ακολουθούσε. Πάντα μόνο τη νίκη επιδίωκε. Ήξερα πως ήταν κτήνος, αλλά νόμιζα πως ήταν το δικό μου κτήνος. Νόμιζα πως μπορούσα να τον εμπιστευτώ. Όχι, νόμιζα πως μπορούσα να τον αλλάξω. Τα βάζω με τον εαυτό μου. Υπεροπτικέ βλάκα. Γυρίζω βιαστικά στο πιλοτήριο, όπου ο Αύγουστος μιλάει στην Κυανή πιλότο. «Πιλότε, θα καταφέρεις να μας απομακρύνεις με ασφάλεια;» «Όχι, ντόμινους. Τα γεωμετρικά μοντέλα δε δείχνουν πιθανότητα διαφυγής». Η απάντησή της είναι απόλυτα Κυανή – συναισθηματικά αποστασιοποιημένη, πλήρης και επεξηγηματική. Το σώμα της είναι λεπτό, θυμίζει αμυδρά πουλί. Σαν να είναι όλη φτιαγμένη από κλαράκια, μακρύ λαιμό, φαλακρό κεφάλι ελαφρά μικρότερο. Μ άτια μεγάλα και τόσο απόκοσμα γαλάζια όσο και τα ψηφιακά τατουάζ στο κρανίο της. Όταν κινείται είναι σαν να είναι βυθισμένη στο νερό. Γεννημένη σε αστεροει​δή, αν κρίνει κανείς από την επίπεδη προφορά της. «Ποιο είναι το πιθανότερο σενάριο;» «Θα καταστρέψουν τις μηχανές μας με πυρά σχιζόφτερων. Προκαλώντας ένα ρήγμα στο κύτος που θα σκοτώσει όλους τους

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

239

επιβαίνοντες. Εναλλακτικά, με μια έφοδο βδελλοσκαφών. Αιχμαλωτίζοντας όλους τους επιβαίνοντες». «Ή απλώς θα μας καταρρίψουν από τον φρικοκατάρατο ουρανό» προσθέτει ο Σέβρο. «Κυανή, πήγαινέ με στο σκάφος μου και θα πάρεις τη διοίκηση μιας φρεγάτας» προσφέρει ο Αύγουστος. «Θα προτιμούσα ένα καταδρομικό» σημειώνει αυτή. «Καταδρομικό, τότε». «Πολύ καλά». Η Κυανή ρυθμίζει διάφορα κουμπιά. «Θα πετάξω καλά, το επιστημονικό παράδειγμα όμως πρέπει να μεταβληθεί προτού επιτεθούν στο σκάφος μας, αν είναι να επιβιώσουμε». Ο πελαργός ανεβαίνει προς την άκρη της ατμόσφαιρας της Σελήνης. Αυτό το σκάφος είναι ένα θηρίο με μεγάλη κοιλιά. Χοντρό λόγω των αποθηκευτικών χώρων, επειδή το μόνο που είναι κατασκευασμένο να κάνει είναι να γεννά στρατιώτες από τους αγωγούς στα σωθικά του. Οι άνθρωποι σαν εμένα θα το έκαναν κομμάτια με τα σχιζόφτερά τους. Χρησιμοποιούσαμε τέτοιου είδους σκάφη στην Ακαδημία για να εκτοξεύουμε ανθρώπους με αστροκάλυκες σε εχθρικές βάσεις σε αστεροειδείς. Φωτιά από την τριβή τυλίγει το σκάφος. «Αν δημιουργηθεί ρήγμα στο κύτος, κρατήστε την ανάσα σας, ντόμινιι» μας δασκαλεύει η πιλότος. «Δεν έχουμε αρκετά κράνη επιβίωσης στο σκάφος». Η Βίκτρα συνοφρυώνεται. «Τα πνευμόνια μας θα εκραγούν, αν το κάνουμε αυτό». «Τότε, εκπνεύστε» απαντάει η Κυανή. «Και θα έχετε τριάντα δευτερόλεπτα ζωής, ενώ τα τύμπανα των αυτιών σας θα εκρήγνυνται και τα αγγεία σας θα φουσκώνουν σαν μπαλόνια. Εγώ θα κρατήσω την ανάσα μου». Ο Σέβρο γυρίζει και με κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια. «Σιχαίνομαι το διάστημα». «Εσύ σιχαίνεσαι τα πάντα». Βγαίνουμε από την ατμόσφαιρα της Σελήνης. Η φωτιά υποχωρεί και χωνόμαστε στο ανοιχτό διάστημα, όπου γλιστρούν σαν θηρία από τις βαθιές θάλασσες του δορυφόρου Ευρώπη τα

240

PIERCE BROWN

μεγάλα σκάφη της αρμάδας. Πυργίσκοι πυροβόλων γεμίζουν το τομάρι τους σαν τσιμπούρια και υπόστεγα χαρακώνουν τον πυθμένα τους σαν μεγάλα βράγχια. Εμπορικά σκάφη πετούν αργά κατά μήκος των διαύλων κυκλοφορίας. Σχιζόφτερα και σφήκες εκτελούν τις περιπολίες τους. Κανένα τους δεν δίνει σημασία στην παρουσία μας εκτός από εκείνα που μας συνοδεύουν από τη Σελήνη. Η Αρχόντισσα δε θα κοινολογούσε αυτή την ιστορία. Ο χρόνος κυλάει. Δεν υπάρχει μέρος όπου να μπορούμε να καταφύγουμε. Σκεφτόμαστε να περάσουμε ακριβώς κάτω από τα πυροβόλα της Αρμάδας του Σκήπτρου όταν είχαμε τον Λύσανδρο. Τώρα όμως θα υποστούμε επίθεση από παντού. Η πιλότος μας είναι ήρεμη σαν μέταλλο. Είπε πως το επιστημονικό παράδειγμα πρέπει ν’ αλλάξει. Τι μπορώ να κάνω; Σκέψου. Σκέψου. «Θα επικοινωνήσουμε με ένα από τα σκάφη» λέει ο Αύγουστος. «Θα τους δωροδοκήσουμε για να μας προστατεύσουν. Όλοι έχουν την τιμή τους». «Είμαστε μπλοκαρισμένοι. Δεν μπορούμε καν να εκπέμψουμε» του θυμίζει η Μ άστανγκ. Θα πεθάνουμε. Όλοι το ξέρουμε. Ο Αύγουστος δεν πανικοβάλλεται ούτε χάνει την αποφασιστικότητά του. Δεν ξέρω πώς νόμιζα ότι θα αντιμετώπιζε τον θάνατο. Ίσως ήλπιζα πως θα κλαψούριζε και θα χλώμιαζε. Παρ’ όλα του τα ελαττώματα, όμως, είναι παλικάρι. Μ ια στιγμή μετά, βάζει το κοκαλιάρικο χέρι του στον ώμο της Μ άστανγκ. Εκείνη τραβιέται αιφνιδιασμένη. «Είτε έρθουν πύραυλοι είτε πληρώματα εφόδου, να πεθάνετε ως Χρυσοί» μας λέει με επισημότητα ο Αύγουστος. Όχι επειδή θέλει να πιστεύουμε πως είναι δυνατός στις τελευταίες του στιγμές, αλλά επειδή πιστεύει σ’ αυτό που είναι – ένα ανώτερο ον, ένας αφέντης των ανθρώπινων αδυναμιών του. Γι’ αυτόν ο θάνατος είναι απλώς η έσχατη αδυναμία. Τα ανθρώπινα όντα κλαψουρίζουν όταν πεθαίνουν. Γαντζώνονται στη ζωή ακόμα κι όταν δεν υπάρχει ελπίδα. Αυτός δε θα το κάνει. Ο θάνατος δεν είναι πιο σπουδαίος από την υπερηφάνεια του. Οι Χρυσοί, από πολλές απόψεις, μοιάζουν τόσο πολύ με τους

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

241

Κόκκινους. Οι Βουτηχτές της Κόλασης πηγαίνουν στον θάνατό τους για την οικογένειά τους, για την υπερηφάνεια της φυλής τους. Δεν κλαψουρίζουν όταν καταρρέουν τα ορυχεία γύρω τους ή όταν βγαίνουν οι λακκουβόχεντρες από τις σκιές. Πέφτουν και οι φίλοι τους θρηνούν και μαζεύουν παράμερα το σώμα τους. Έχουμε όμως την Κοιλάδα στην οποία προσβλέπουμε· οι Χρυσοί τι έχουν; Όταν αφανίζονται, η σάρκα τους λιώνει και το όνομα και οι πράξεις τους παραμένουν μέχρι να τα σβήσει ο χρόνος. Κι αυτό είναι όλο. Αν κάποιος θα έπρεπε να γαντζωθεί τώρα στη ζωή, θα έπρεπε να είναι οι Ολόχρυσοι. Εγώ γαντζώνομαι επειδή κουβαλάω τον πυρσό ενός πράγματος που δεν πρέπει να πεθάνει, δεν πρέπει να σβήσει. Γι’ αυτό αρπάζω τον Σέβρο από τον ώμο και με ένα τρομερό, απόκοσμο γέλιο λέω στην πιλότο να μας φέρει κοντύτερα στο πιο φονικό σκάφος που είναι σε τροχιά, ένα σκάφος που έχει στρίψει τώρα για να μας αναχαιτίσει. «Πήγαινέ μας κοντά στο σκάφος Εμπροσθοφυλακή» επαναλαμβάνω στην Κυανή. «Αυτό θα έκανε τις πιθανότητες επιβίωσής μας να μειωθούν κατά…» «Μ η μου λες ποτέ τις πιθανότητες, απλώς κάν’ το» τη διατάζω. Όλοι γυρίζουν και με κοιτάζουν. Όχι επειδή είπα κάτι παράξενο, αλλά επειδή περίμεναν να γυρίσουν και να με κοιτάξουν. Όλοι προσεύχονταν σιωπηλά να καταστρώσω ένα σχέδιο. Ακόμα και ο Αύγουστος. Η Ηώ είπε πως οι άνθρωποι πάντα θα στρέφονται σ’ εμένα. Πίστευε πως είχα κάποια ιδιότητα, κάποιο στοιχείο που έδινε ελπίδα. Εγώ ο ίδιος σπάνια το νιώθω. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο μέσα μου αυτή τη στιγμή. Μ όνο τρόμος. Μ έσα μου νιώθω τόσο παιδί –θυμωμένο, οξύθυμο, εγωιστικό, ένοχο, θλιμμένο, μονάχο– κι όμως στρέφονται σ’ εμένα. Κοντεύω να σπάσω κάτω από το βλέμμα τους, κοντεύω να παραλύσω και να ζητήσω από κάποιον άλλον να πάρει τα ηνία. Δεν μπορώ να το κάνω. Είμαι μικρός. Είμαι ένας απλός ψεύτης σε λαξεμένο σώμα. Εκείνο το όνειρο όμως δεν πρέπει να χαθεί.

242

PIERCE BROWN

Έτσι, δρω κι αυτοί παρακολουθούν. «Σ’ έπιασε η τρέλα του διαστήματος;» ρωτάει η Βίκτρα. «Όταν αντιληφθούν πως δεν έχουμε το παιδί…» «Γύρνα σε γωνία προς τη γέφυρα του Εμπροσθοφυλακή» λέει η Μ άστανγκ στην Κυανή. Ο Αύγουστος μου κάνει ένα κοφτό νεύμα, μαντεύοντας τι σχεδιάζω. «Hic sunt leones». «Hic sunt leones» επαναλαμβάνω κρατώντας το τελευταίο μου βλέμμα για τη Μ άστανγκ, όχι για τον άνθρωπο που κρέμασε τη γυναίκα μου. Η Μ άστανγκ δεν το προσέχει. Φεύγω από τη γέφυρα με τον Σέβρο τρέχοντας σαν τρελοί. Κάτι χτυπάει το σκάφος μας. Το κύτος τρέμει. Ξέρουν πως δεν έχουμε τον Λύσανδρο. «Υλακτούντες! Σηκωθείτε πάνω!» φωνάζω. Η Άρπυια σηκώνει ψηλά τα χέρια της. «Νόμιζα πως είπες…» «ΠΑΝΩ!» βρυχώμαι. Κόκκινα βοηθητικά φώτα λούζουν την εξέδρα εκτόξευσης με αιμάτινους τόνους, καθώς ο Σέβρο κι εγώ χωνόμαστε μέσα στους ψυχρούς αστροκάλυκες. Χρειάζονται δύο Υλακτούντες για τον καθέναν μας για να μας βοηθήσουν να μπούμε μέσα στα ρομποτικά κελύφη. Είμαι ξαπλωμένος μέσα στην πανοπλία, καθώς η Άρπυια στερεώνει τα πόδια μου στους αναβολείς και κλείνει τα θωρακισμένα πόδια πάνω από τη σάρκα και τα οστά μου. Οι Υλακτούντες είναι γρήγοροι στις κινήσεις τους ακόμα κι όταν το σκάφος κλυδωνίζεται από άλλο ένα κοντινό πλήγμα από πύραυλο. Μ ια σειρήνα ουρλιάζει ειδοποιώντας για ρήγμα στο κύτος. Προσπαθώ να επιβραδύνω την ανάσα μου, καθώς η Βίκτρα εφαρμόζει το κράνος του αστροκάλυκα στο κεφάλι μου. «Καλή τύχη». Σκύβει κοντά το πρόσωπό της. Προτού προλάβω να τη σταματήσω, πιέζει τα χείλη της στα δικά μου. Δεν τραβιέμαι, όχι τόσο κοντά στον θάνατο. Αφήνω τα χείλη της να ανοίξουν και να κολλήσουν ζεστά και ανακουφιστικά πάνω στα δικά μου. Μ ετά η ανθρώπινη στιγμή τελειώνει και η Βίκτρα φεύγει, χαμηλώνοντας την τεράστια προσωπίδα του κράνους μου. Οι Υλακτούντες μου αλυχτούν και σφυρίζουν με το θέαμα. Δεν μπορώ να μην ευχηθώ να ήταν η Μ άστανγκ εκείνη που μ’

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

243

έκλεισε ερμητικά μέσα σ’ αυτό το κονσερβοκούτι, αποχαιρετώντας με μ’ ένα φιλί· μετά, όμως, η ψηφιακή απεικόνιση καταλαμβάνει το οπτικό μου πεδίο και εξαφανίζομαι από τους φίλους μου μέσα στον μεταλλικό σωλήνα εκτόξευσης. Είμαι μόνος μου. Και φοβάμαι. Συγκεντρώσου. Είμαι φασκιωμένος μπρούμυτα μέσα στον αγωγό εκτόξευσης. Εδώ είναι που οι περισσότεροι θα τα έκαναν πάνω τους, αποκομμένοι από τους φίλους, από τη θαλπωρή της ζωής. Δεν υπάρχει βαρύτητα στον αγωγό. Δεν έχει ρυθμισμένη πίεση. Μ ισώ την έλλειψη βαρύτητας. Δεν μπορώ να κοιτάξω ψηλά, γιατί ο λαιμός μου θα σπάσει όταν με εκτοξεύσουν. Δεν μπορώ να κουνηθώ προς το πλάι. Ο αστροκάλυκάς μου είναι συνδεδεμένος σε χίλια μαγνητικά άγκιστρα σαν δόντια. Κλείνουν σαν μικροσκοπικά έντομα, τερετίζοντας. Σε λίγα δευτερόλεπτα θα με εκτοξεύσουν στο διάστημα. Η ανάσα μου είναι τραχιά. Η καρδιά μου κροταλίζει πάνω στο στέρνο μου. Ρουφάω τον τρόμο του σώματός μου και χαμογελάω. Είπαν πως ήταν αυτοκτονία στην Ακαδημία όταν ήθελα να εκτοξευτώ. Μ πορεί να είχαν δίκιο. Όμως γι’ αυτό έχω φτιαχτεί. Για να βουτάω στην κόλαση. Είμαι ένας άνθρωπος σαν σκαθάρι μέσα σ’ ένα κέλυφος από μέταλλο, όπλα και μηχανές που κοστίζουν πιο ακριβά από τα περισσότερα σκάφη. Έχω ένα παλμοβόλο στο δεξί μου μπράτσο. Όταν το χρειαστώ, θα ανθίσει σαν μπουμπούκι αιμανθού. Σκέφτομαι εκείνη τη φορά που η Ηώ άφησε έναν αιμανθό μπροστά στην εξώπορτά μου, τότε που έκοψα έναν από τον τοίχο τη νύχτα που υποτίθεται πως θα κέρδιζα τη Δάφνη. Πόσο μακρινές φαίνονται εκείνες οι ζεστές μέρες από τούτο το ψυχρό μέρος, όπου τα πέταλα είναι μεταλλικά αντί για μαλακά σαν μετάξι. «Μπαίνουμε στο στόχαστρο. Πληρώματα εφόδου επικείμενα» έρχεται η φωνή της Μ άστανγκ από την ενδοσυνεννόηση. «Έναρξη εκτόξευσης». Το σκάφος μουγκρίζει, καθώς άλλο ένα βλήμα σχεδόν μας αποτελειώνει. Οι ασπίδες μας έχουν

244

PIERCE BROWN

καταστραφεί. Μ όνο το ετοιμόρροπο κύτος μάς κρατάει στη θέση μας. «Σημάδεψε σωστά» λέω. «Πάντα. Ντάροου…» Η σιωπή της λέει χίλια πράγματα. «Λυπάμαι» της λέω. «Καλή τύχη». «Δεν έχει καθόλου πλάκα» μουγκρίζει ο Σέβρο. Το υδραυλικό σύστημα του σκάφους σφυρίζει και τα μεταλλικά δόντια με τινάζουν μπροστά στον αγωγό, φορτώνοντάς με στον θάλαμο. Λίγα εκατοστά από το κεφάλι μου, το μαγνητικό ρεύμα του όπλου σταθερής ράγας βουίζει τρομακτικά, προκαλώντας με να κοιτάξω προς το μέρος του. Λένε πως πολλοί Χρυσοί δεν το αντέχουν αυτό, πως ακόμα και Απαράμιλλοι μπορεί να πανικοβληθούν και να στριγκλίσουν και να κλάψουν μέσα στον αγωγό εκτόξευσης. Το πιστεύω. Τα Ξωτικά θα πάθαιναν καρδιακή προσβολή αυτή τη στιγμή. Μ ερικά δεν μπορούν καν να μπουν σε διαστημόπλοιο, επειδή φοβούνται τους κλειστούς χώρους και την απεραντοσύνη του διαστήματος. Λιγόψυχοι βλάκες. Εγώ γεννήθηκα σ’ ένα σπίτι μικρότερο από την εξέδρα φορτοεκφόρτωσης αυτού του σκάφους. Έχτισα τη ζωή μου στην άκρη ενός δαγκανοτρύπανου που κάνει αυτόν τον αγωγό να μοιάζει με παιδικό παιχνίδι, ενώ ίδρωνα και κατουριόμουν σαν τρελός μέσα σε μια τηγανοστολή σκαρωμένη από ρετάλια. Παρ’ όλ’ αυτά, υπάρχει ο τρόμος. «Πρόσεξε πώς χτυπάει μια λακκουβόχεντρα, παιδί μου». Μ ια φορά ο πατέρας με άρπαξε από τον καρπό και μ’ έκανε να παίξω αυτό το παιχνίδι. «Πρόσεξέ την πώς ξεδιπλώνει τις σπείρες της προς τα πάνω, όλο και πιο πάνω, μέχρι που φτάνει στο ψηλότερο σημείο της. Μην κινηθείς πριν από εκείνη τη στιγμή. Μη χτυπήσεις με την κυρτολεπίδα σου. Αν το κάνεις, θα σε χτυπήσει. Θα σε σκοτώσει. Να κινηθείς όταν θα κατεβαίνει. Κάνε το ίδιο με τον τρόμο στη ζωή σου. Μην ενεργείς μέχρι που ο φόβος σου να φτάσει στο αποκορύφωμά του, μετά…» Χτύπησε τα δάχτυλά του. Βρίσκομαι σ’ εκείνο το σημείο όπου η μουσική των μηχανών παίρνει τον έλεγχο. Τα κλικ και τα κλακ, τα σφυρίγματα και τα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

245

βουητά αντηχούν σ’ όλο το κύτος. Ξεκινάει μια αντίστροφη μέτρηση. «Έτοιμος εκεί πέρα, Τελώνιο;» ρωτάω τον Σέβρο από την ενδοσυνεννόηση. «Cacatne ursus in silvis;» Χέζει η αρκούδα στο δάσος; Το σκάφος στριφογυρίζει και τρέμει. Κι άλλες σειρήνες ουρλιάζουν. «Λατινικά τώρα;» «Audentes fortuna juvat» καγχάζει ο Σέβρο. «Η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς; Σου αξίζει να πεθάνεις, αν αυτό πρόκειται να είναι το τελευταίο πράγμα που θα πεις σε τούτη τη ζωή». «Ναι; Μπορείς να μου γλείψεις το…» Η καρδιά μου παγιδεύεται στον επιβραδυνόμενο ρυθμό της. Τα μεταλλικά δόντια με τινάζουν μπροστά, μέσα στο μαγνητικό ρεύμα του αγωγού. Και γίνεται. Ακόμα και μέσα από τη στολή μου, οι βαρυτικές δυνάμεις με χτυπούν σαν τη ράχη του χεριού του θεού της βροντής των Οψιδιανών. Η όρασή μου τρεμοσβήνει και μαυρίζει. Το στομάχι μού ανεβαίνει στον λαιμό. Τα πνευμόνια συστέλλονται. Το αίμα επιβραδύνεται στις φλέβες μου. Εκσφενδονίζομαι προς τα εμπρός. Φώτα τρεμοπαίζουν στα μάτια μου, δε βλέπω τα τοιχώματα του αγωγού μέσα από τον οποίο εκτοξεύομαι. Δε βλέπω καν το σκάφος που μ’ έφερε εδώ. Βλέπω το πρόσωπο της Ηώς μέσα στο σκοτάδι. Χάνω τις αισθήσεις μου. Το σώμα δεν μπορεί να το αντέξει αυτό. Υπερβολικά γρήγορα. Σκοτάδι. Μ ετά το σκοτάδι έχει τρύπες. Αστέρια. Δεν υπάρχει μεσοδιάστημα. Τη μια στιγμή βρίσκομαι στο σκάφος, την επόμενη σκίζω το βαθύ διάστημα με ταχύτητα δεκαπλάσια του ήχου. Πολλοί τα κάνουν πάνω τους σ’ αυτό το σημείο. Δεν είναι θέμα φόβου. Είναι βιολογία και φυσική. Το ανθρώπινο σώμα έχει όρια. Ο Μ ίκι ο Λαξευτής φρόντισε να μπορεί το δικό μου ν’ αντέξει λίγο παραπάνω. Ελπίζω να μπορεί και ο Σέβρο. Σκίζω αθόρυβα το διάστημα. Ευελπιστώ πως ο Σέβρο είναι

246

PIERCE BROWN

κοντά μου. Δεν μπορώ να τον δω, ούτε καν στους ανιχνευτήρες. Όλα παραείναι γρήγορα. Προς το μέρος του μεγαλύτερου σκάφους της Αρμάδας του Σκήπτρου – εκείνο που θα έπρεπε να αποφύγουμε. Όλα συμβαίνουν μέσα σε έξι δευτερόλεπτα. Πύραυλοι έκτακτης ανάγκης περνούν από δίπλα μας. Οι πυροβολητές τώρα μας βλέπουν. Ξέρουν τι συμβαίνει. Αλλά δε χρησιμοποιούμε προωθητήρες, έτσι οι πύραυλοι δεν μπορούν να μας εγκλωβίσουν. Τα αντιαεροπορικά πυρά δεν μπορούν να πυροκροτηθούν σε τόσο μικρή απόσταση. Τα κάνιστρα που δεν έχουν εκραγεί περνούν από δίπλα μας και παραλίγο να με χτυπήσουν. Η βολή της πιλότου μας ήταν τέλεια. Όπλα σταθερής ράγας δεν καταφέρνουν να μας πετύχουν. Βλήματα μας προσπερνούν σαν αστραπή. Ο Σέβρο αλυχτάει στην ενδοσυνεννόηση. Οι ασπίδες τους είναι κατεβασμένες. Δεν μπορούν να τις ανεβάσουν αρκετά γρήγορα. Χρειάζεται χρόνος. Ιριδίζον μπλε τρεμοσβήνει πάνω στο κύτος τους, καθώς οι παλμοασπίδες ενεργοποιούνται. Πολύ αργά, τομάρια! Πολύ βρομοκατάρατα αργά. Δεν μπορώ να σκεφτώ. Μ έσα μου ουρλιάζω. Γελάω σαν τις φλόγες μιας πυρκαγιάς. Γελάω επειδή ξέρω πως είναι η τρέλα μου αυτή που τούτοι οι λογικοί πολεμιστές δεν μπορούν να αντιπαλέψουν. Η γέφυρα βρίσκεται κοντά. Ρίχνω μια ματιά προς τα πάνω. Βλέπω Χρυσούς μέσα να ωρύονται ο ένας στον άλλο. Να τρέχουν προς τις στολές ή τις κάψουλες διαφυγής. Βλέποντάς μας να πλησιάζουμε όπως έκανε η Μ άστανγκ όταν τα άλογά μου του Οίκου του Άρη όρμησαν με πάταγο ενάντια σ’ εκείνη και τον Παξ σ’ ένα λασπωμένο χωράφι. Η μανία μας είναι κάτι μοναδικό. Κάτι που αυτοί οι Σεληνογέννητοι δεν καταλαβαίνουν. Κυανοί σκορπίζονται. Οψιδιανοί τραβούν τα όπλα τους. Δύο Χρυσοί φορούν αναπνευστικές μάσκες και ξεδιπλώνουν ξυράφια, έτοιμοι για το θανατηφόρο πλήγμα. Ένα δευτερόλεπτο προτού χτυπήσουμε, ρίχνω με το παλμοβόλο μου. Πετυχαίνει με πάταγο το χοντρό γυαλί. Ρίχνω και ξαναρίχνω και ξαναρίχνω. Μ ετά κουλουριάζομαι σε μια μπάλα και πέφτω συντρίβοντας το χοντρό γυαλί της γέφυρας με όλη την ταχύτητα της εκτόξευσής μου

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

247

καθώς κι ένα τελευταίο φορτσάρισμα από τις προωθητικές μπότες μου. Από μέσα μου αναδύεται ένα μουγκρητό τρελού.

248

PIERCE BROWN

21 Κηλίδες

Δ

ιασχίζω με εκρηκτική ορμή τη γέφυρα σαν μολυβένια μπάλα που εξαπολύεται μέσα σ’ ένα μαγαζί με πορσελάνες και γυαλικά. Τσακίζομαι πάνω σε απεικονίσεις και τραπέζια στρατηγικού σχεδιασμού, για να περάσω στη συνέχεια μέσα από το ενισχυμένο μέταλλο των τοιχωμάτων της γέφυρας, μέσα από το ατσάλι των διαδρόμων, μέχρι που τελικά το σώμα μου βροντάει πάνω σ’ ένα διαχωριστικό εκατό μέτρα μέσα και πέρα από τη γέφυρα. Ζαλισμένος. Δεν μπορώ να βρω τον Σέβρο. Τον καλώ στην ενδοσυνεννόηση. Μ ουγκρίζει κάτι για τον κώλο του. Μ πορεί να χέστηκε τελικά. Δεν το ακούμε επειδή φοράμε κράνη, αλλά το σκάφος πλημμυρίζει ουρλιαχτά, καθώς το διαστημικό κενό ρουφάει μέλη του πληρώματος στον θάνατό τους. Στην πραγματικότητα, δεν είναι τόσο πως τα ρουφάει προς τα έξω μέσα από τα σπασμένα παράθυρα όσο πως η εσωτερική πίεση του σκάφους τα σπρώχνει προς τα εκεί. Είτε έτσι είτε αλλιώς, Κυανοί και Πορτοκαλιοί και Χρυσοί πετάγονται στριγκλίζοντας στο διάστημα. Οι Οψιδιανοί φεύγουν σιωπηλοί. Όχι πως έχει σημασία. Το διάστημα τα κάνει όλα σιωπηλά στο τέλος. Το αριστερό μου χέρι φτύνει σπίθες. Το παλμοβόλο μου είναι κομματιασμένο. Μ έσα στη στολή, το μπράτσο μου πονάει σαν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

249

τρελό. Έχω διάσειση. Ξερνάω μέσα στο κράνος μου. Γεμίζει με μια πικρή μπόχα που μου τσούζει τα ρουθούνια. Κρατιέμαι όμως στα πόδια μου και το δεξί μου μπράτσο δουλεύει αρκετά καλά. Το προστατευτικό ματιών είναι ραγισμένο. Παραπατάω καθώς το κενό με ρουφάει κι εμένα προς τη γέφυρα. Γυρίζω πίσω έρποντας μέσα από τις τρύπες που άνοιξα στους τοίχους. Καταφέρνω να φτάσω στη γέφυρα και βρίσκω το μέρος βυθισμένο στο χάος. Τα μέλη του πληρώματος κρατιούνται από οτιδήποτε για να μην τους ρουφήξει το παγερό σκοτάδι. Μ ια Χρυσή κοπέλα δίπλα μου παρασύρεται και πετάει έξω από το διαχωριστικό. Τελικά, κόκκινα φώτα αναβοσβήνουν. Διαχωριστικά έκτακτης ανάγκης κλείνουν με βρόντο πάνω σ’ αυτό το τμήμα του σκάφους για να κόψουν τη διαρροή πίεσης. Ένα αρχίζει να κλείνει πίσω μου, ενισχύοντας έναν τοίχο μέσα από τον οποίο πέρασα. Το κρατάω ψηλά όταν βλέπω τον Σέβρο να έρχεται. Το μέταλλο βογκάει πάνω στο ρομποτικό μπράτσο του αστροκάλυκά μου. Ο Σέβρο βουτάει μέσα ακριβώς προτού η πόρτα κλείσει με βρόντο. Η γέφυρα κλειδώνει μ’ εμάς μέσα. Τέλεια. Ο άνεμος της πίεσης καταλαγιάζει πίσω μας, καθώς περσίδες από σκληροχάλυβα γλιστρούν πάνω από τις κατεστραμμένες θυρίδες θέασης. Οι αξιωματικοί και το πλήρωμα του σκάφους σηκώνονται από το πάτωμα προσπαθώντας απεγνωσμένα να εισπνεύσουν αέρα, μόνο που δεν υπάρχει. Οξυγόνο και πίεση εξακολουθούν να διοχετεύονται ξανά μέσα στο δωμάτιο. Έτσι, όσοι έχουν αναπνευστικές μάσκες –οι Χρυσοί, οι Οψιδιανοί και οι Κυανοί– παρακολουθούν ατάραχοι, καθώς οι λίγοι Ροζ υπηρέτες και Πορτοκαλιοί τεχνικοί στη γέφυρα σωριάζονται κάτω σαν ψάρια, προσπαθώντας να εισπνεύσουν αέρα που δεν υπάρχει. Ένας Ροζ ξερνάει αίμα, καθώς τα πνευμόνια του εκρήγνυνται μέσα στο στήθος του, επειδή προσπάθησε να κρατήσει την ανάσα του. Οι Κυανοί παρακολουθούν τους θανάτους με φρίκη. Δεν έχουν δει ποτέ ανθρώπους να πεθαίνουν. Είναι συνηθισμένοι να βλέπουν φωτεινά σήματα στους ανιχνευτές να εξαφανίζονται. Ίσως ένα μακρινό σκάφος να εκρήγνυται ή να ξερνάει φλόγες, καθώς Οψιδιανοί και Γκρίζοι επιβιβάζονται πάνω του. Η

250

PIERCE BROWN

αντίληψή τους για τον καθημερινό αγώνα της ζωής έχει αρχίσει να μεταβάλλεται. Οι Οψιδιανοί και οι Χρυσοί δεν αντιδρούν στη σκηνή. Κάποιοι από τους Κυανούς επιχειρούν να δώσουν βοήθεια, αλλά είναι πολύ αργά. Μ έχρι να επιστρέψουν στο κανονικό τα επίπεδα πίεσης και οξυγόνου, τα κατώτερα Χρώματα είναι νεκρά. Δε θα ξεχάσω ποτέ εκείνα τα πρόσωπα. Εγώ τους το προκάλεσα αυτό. Πόσες οικογένειες θα θρηνήσουν λόγω αυτού που έκανα εδώ; Οργισμένος, χτυπάω τη μεταλλική μου μπότα στο ατσάλινο κατάστρωμα. Τρεις φορές. Και όσοι δεν έκαναν τίποτα όσο οι σύμμαχοί τους πέθαιναν γυρίζουν για να δουν εμένα και τον Σέβρο μέσα στις δολοφονικές στολές μας. Ω, πώς εκφράζουν επιτέλους συναίσθημα εκείνα τα Χρυσά και τα Οψιδιανά πρόσωπα. Ένας Οψιδιανός μάς χιμάει με ένα ενεργειακό δόρυ. Ο Σέβρο τον χτυπάει μια φορά, συντρίβοντας τον τεράστιο άντρα με μια μεταλλική γροθιά. Οι άλλοι τέσσερις συνασπίζονται και μας επιτίθενται, ψάλλοντας τους φρικιαστικούς πολεμικούς ύμνους τους. Ο Σέβρο τούς αντιμετωπίζει, πανευτυχής που επιτέλους είναι ο πιο μεγαλόσωμος στο δωμάτιο. Εγώ εμπλέκομαι σε μάχη με ένα απόσπασμα Γκρίζων που πασχίζουν να πιάσουν τα όπλα τους. Έτσι είναι τα πράγματα. Είμαστε μεταλλικοί άνθρωποι που τα βάζουν με αποδιοργανωμένους ανθρώπους από σάρκα. Σαν ατσάλινες γροθιές που γρονθοκοπούν τα σωθικά ενός καρπουζιού. Ποτέ δε σκότωσα ανθρώπους δίνοντας τόσο λίγη σημασία. Και με τρομάζει το πόσο εύκολο το βρίσκω στον πόλεμο. Δεν υπάρχει ασάφεια εδώ, δεν υπάρχει παραβίαση ηθικών αρχών. Οι άνθρωποι αυτοί είναι πολεμικά Χρώματα. Μ ε σκοτώνουν ή τους σκοτώνω. Είναι πιο απλό από το Πέρασμα. Πιο απλό που δεν τους γνωρίζω, που δε γνωρίζω τ’ αδέρφια τους, που χρησιμοποιώ μέταλλο αντί για την ίδια μου τη σάρκα για να τους οδηγήσω μέσα από τη σκοτεινή πόρτα του θανάτου. Είμαι καλός σ’ αυτό, παρασάγγας καλύτερος από τον Σέβρο, κι αυτό με τρομοκρατεί πάνω από όλα τ’ άλλα. Είμαι ο Θεριστής. Όποιες αμφιβολίες είχα για τον εαυτό μου

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

251

εξαφανίζονται και νιώθω την κηλίδα να καταλαμβάνει έρποντας την καρδιά μου. Κάνουμε ό,τι μπορούμε για να σώσουμε τους Κυανούς. Η γέφυρα είναι μεγάλη, αλλά δεν υπάρχουν αρκετοί Οψιδιανοί ή Γκρίζοι με βλητικά και ενεργειακά όπλα. Δεν έχουν λόγο να βρίσκονται εδώ· κανείς δεν μπήκε ποτέ από τις θυρίδες θέασης. Η πραγματική απειλή είναι δύο Χρυσές με ξυράφια. Η μια είναι ψηλή και γεροδεμένη. Η άλλη έχει ένα ζωηρό πρόσωπο που είναι τραβηγμένο από την απόγνωση, καθώς μας ορμάει. Μ ε τα ξυράφια τους θα μπορούσαν να κόψουν ακόμα και τις στολές μας στα δύο, έτσι, ο Σέβρο τις χτυπάει από απόσταση με το παλμοβόλο του, υπερφορτίζοντας τις αιγίδες τους και διοχετεύο​ντας την ενέργεια στις πανοπλίες τους, όπου υπερφορτίζει τις παλμοασπίδες και κατατρώει την πανοπλία, λιώνοντας τις Χρυσές. Γι’ αυτό ελέγχουν την τεχνολογία. Οι άνθρωποι, όποιο κι αν είναι το Χρώμα τους, είναι ευάλωτοι σαν περιστέρια στη μηχανή του κιμά που είναι ο πόλεμος. Μ ε τους εχθρούς μου νεκρούς, γυρίζω τώρα στους Κυανούς στα καθίσματα. «Υπάρχει κυβερνήτης;» ρωτάω. Μ έσα στη στολή μου, δεσπόζω σχεδόν ένα μέτρο ψηλότερα από αυτούς. Κοιτάζουν ακόμη αυτό που προκαλέσαμε στους άλλους. Πρέπει να είμαι ένας ζωντανός εφιάλτης. Το μπράτσο μου φτύνει σπίθες. Η στολή μου είναι μισοκατεστραμμένη. Κρατάω ένα τρομερό ξυράφι. «Δεν έχω όλη την ημέρα να απειλώ και να χτυπάω κάτω το πόδι μου. Είστε συνετοί άντρες και γυναίκες. Αυτό το σκάφος δεν είναι δικό σας. Απλώς το στελεχώνετε για λογαριασμό του Χρυσού που το διοικεί. Τώρα το διοικώ εγώ. Λοιπόν. Υπάρχει πουθενά εδώ κανένας Κυανός κυβερνήτης;» Ο κυβερνήτης επέζησε. Είναι ένας ατάραχος άνθρωπος που μοιάζει ευθύς, με μέλη πιο μεγάλα από τον κορμό του και μια καινούρια χαίνουσα πληγή στο πρόσωπό του, που πρέπει να τον πονάει πολύ. Τρέμει και ρουφάει τη μύτη του κρατώντας την πληγή, λες και, αν την άφηνε, το πρόσωπό του θα άνοιγε στα δύο. Η μητέρα θα τον αποκαλούσε κλαψιάρη μαμάκια. Η Ηώ θα είχε ακολουθήσει διαφορετική τακτική, έτσι, στέκομαι από πάνω του

252

PIERCE BROWN

και μιλάω ήρεμα. «Είσαι ασφαλής» λέω. «Μ ην επιχειρήσεις τίποτα απερίσκεπτο». Βγάζω το κράνος μου. Ο εμετός στάζει έξω. Του λέω πως πρέπει να πάει στη γωνία και να βγάλει το αστέρι που συμβολίζει τη θέση του. Τρέμοντας, δεν προλαβαίνει να υπακούσει. Ο Σέβρο χιμάει μπροστά, παίρνει το διακριτικό σήμα, τον σηκώνει και τον μετακινεί σαν κούκλα. Μ ια μακροπρόσωπη γυναίκα με στητούς ώμους και σκούρο λαδί δέρμα ξεφυσάει περιφρονητικά για τον υποβιβασμό. Το βλέμμα της είναι ασυνήθιστα έξυπνο για Κυανής. Φαλακρή σαν τους υπόλοιπους, με ψηφιακά γαλάζια τατουάζ που περιστρέφονται όχι μόνο γύρω από την κορυφή του κεφαλιού και τους κροτάφους της αλλά και πάνω στα χέρια και στον λαιμό της. Ο Σέβρο γυρίζει με μια δρασκελιά δίπλα μου. «Σέβρο, πάψε να χαζολογάς». «Μ ’ αρέσει να είμαι μεγαλόσωμος». «Εξακολουθώ να είμαι πιο μεγαλόσωμος». Προσπαθεί να μου κάνει το σημάδι του σταυρού με τη στολή του, αλλά τα μηχανικά δάχτυλα δεν είναι τόσο ευλύγιστα. Δίνω εντολές στους Κυανούς στις θέσεις τεχνολογικής υποστήριξης να δοθεί στους φίλους μας στον πελαργό πρόσβαση σε ένα από τα υπόστεγα. Κάθονται ξανά στις θέσεις τους και υπακούν. Όλοι είναι πιστοί, επειδή τους έχω κάτω από την εξουσία μου. Σ’ όλο το υπόλοιπο σκάφος, όμως, ποιος ξέρει; Μ πορεί να είναι πιστοί στην Αρχόντισσα. Ή μπορεί να είναι πιστοί μόνο στον άνθρωπο που διοικεί αυτό το σκάφος. Θα ήμουν ανόητος αν πίστευα πως όλοι ενεργούν έχοντας το ίδιο φρόνημα. Θα πρέπει να τους υποχρεώσω. Παρακολουθώ σε μια οθόνη τον πελαργό να κυλάει μέσα σ’ ένα υπόστεγο. Μ όλις που τον κρατάνε τα μπουλόνια του να μη διαλυθεί. Δύο βδελλοσκάφη είναι κρεμασμένα πάνω του. Οι Υλακτούντες μου θα πρέπει να αποκρούσουν τα αποσπάσματα των δολοφόνων που περιέχουν. Μ πορεί να τα καταφέρουν, αλλά αν οι Οψιδιανοί και οι Γκρίζοι τού Εμπροσθοφυλακή τούς πολιορκήσουν στο υπόστεγο, τότε όλα θα χαθούν.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

253

Θόρυβοι έρχονται τώρα από το διαχωριστικό που συνδέει τη γέφυρα με το υπόλοιπο σκάφος. Ένα υπόκωφο σφύριγμα. Η πόρτα λάμπει κατακόκκινη από τη ζέστη, με ένα ματάκι στο κέντρο του χοντρού γκρίζου σκληροχάλυβα. Οψιδιανοί ή Γκρίζοι πεζοναύτες, αναμφίβολα υπό την καθοδήγηση κάποιου Χρυσού, επιχειρούν να ανακαταλάβουν το σκάφος. Θα πρέπει να τους πάρει κάμποση ώρα. «Υπάρχει καμιά ολοκάμερα στον διάδρομο;» ρωτάω τους Κυανούς. Διστάζουν. «Ανόητοι φαφλατάδες» βρίζει η Κυανή που πρόσεξα προηγουμένως. Παραμερίζει με μια σπρωξιά έναν άλλον Κυανό και συγχρονίζει τα τατουάζ της με την κονσόλα. Ένα ολογράφημα εμφανίζεται σε μια από τις οθόνες, επιβεβαιώνοντας τον φόβο μου. Χρυσοί καθοδηγούν το απόσπασμα που επιχειρεί να φτάσει στη γέφυρα. «Δείξε μου τα μηχανοστάσια, τα κέντρα μηχανικής υποστήριξης και το υπόστεγο» λέω επιτακτικά. Το κάνει. Και πάλι, Χρυσοί καθοδηγούν αποσπάσματα Γκρίζων πεζοναυτών και Οψιδιανών δούλων–ιπποτών προκειμένου να διασφαλίσουν τα ζωτικά συστήματα του σκάφους. Θα προσπαθήσουν να μου αποσπάσουν με τη βία τον έλεγχό του. Ακόμα χειρότερα, θα προσπαθήσουν να επιβιβαστούν ή να καταστρέψουν τον πελαργό για να σκοτώσουν ή να αιχμαλωτίσουν τη Μ άστανγκ και τους φίλους μου. «Ποιος θέλει αυτό το σκάφος;» ρωτάω άγρια. Περπατάω αποφασιστικά πάνω στο υπερυψωμένο βάθρο διοίκησης, παραμερίζοντας με μια κλοτσιά ένα πτώμα, και κοιτάζω κάτω τους Κυανοδιαβιβαστές στις θέσεις τους. Αποφεύγουν το βλέμμα μου, δύο γυναίκες όχι μεγαλύτερες από μένα. Πρόσωπα χλωμά και ολόδροσα σαν πρωινό χιόνι, λεκιασμένα τώρα με σημάδια από δάκρυα και μουντζούρα. Ορθάνοιχτα βαθυγάλανα μάτια ερεθισμένα και κοκκινισμένα. Είδαν φίλους να πεθαίνουν σήμερα κι εγώ εδώ πέρα οργίζομαι εγωιστικά, κάνοντας σαν να πρόκειται για τον θρίαμβό μου. Είναι τόσο εύκολο να ξεχαστώ. Ποτέ να μην ξεχνάω ποιος είμαι, θυμίζω στον εαυτό μου. Ποτέ να μην ξεχνάω.

254

PIERCE BROWN

Μ ας καλούν μια ντουζίνα σκάφη και η χερσαία διοίκηση της Ακρόπολης. Θέλουν να μάθουν τι συνέβη. Πυρσόπλοια και αντιτορπιλικά κυλούν επιφυλακτικά προς το μέρος μας. Ανοίγω ένα κανάλι ενδοσυνεννόησης κλειστού κυκλώματος προς όλο το σκάφος μου. «Προσοχή, πλήρωμα του σκάφους που ήταν πρωτύτερα γνωστό ως Εμπροσθοφυλακή, στο εξής γνωστό ως Παξ». Κάνω μια θεατρική παύση, ξέροντας πως κάθε καλό τραγούδι, κάθε καλός χορός, είναι ένα παιχνίδι έντασης που οδηγεί σε μια αποκορύφωση ήχου και κίνησης. Ο Σέβρο δεν μπορεί να πάψει να μου χαμογελάει παιδιάστικα. Μ οιάζει με διαβολάκι μέσα σε μια πελώρια στολή, με πολύ μικρό κεφάλι χωρίς το κράνος του. Κάνει μια πλατιά χειρονομία με το χέρι του για να με κάνει να γελάσω. Του κουνάω το κεφάλι μου. Δεν είναι ώρα τώρα. «Λέγομαι Ντάροου Au-Ανδρομέδος, λογχοφόρος του Αρεια​νού Οίκου των Αυγούστων, και έχω καταλάβει αυτό το σκάφος ως λάφυρο πολέμου. Είναι δικό μου. Αυτό σημαίνει, με βάση τους νόμους της Κοινωνίας περί ναυμαχίας, πως η ζωή σας είναι δική μου. Λυπάμαι γι’ αυτό, επειδή σημαίνει πως κατά πάσα πιθανότητα όλοι θα πεθάνετε. »Η ζωή σας έχει αφιερωθεί σε κάποιο έργο – ηλεκτρονικά, αστρική πλοήγηση, εφαρμοσμένη βλητική, υπηρεσίες επιστασίας, φωτισμό και επισκευή, πολεμικές τέχνες. Το δικό μου έργο είναι η κατάκτηση. Μ ας τη μαθαίνουν σε σχολές. Και στη σχολή μού έμαθαν τη σωστή μέθοδο για εισβολή, κατάληψη και κατοχή ενός εχθρικού πολεμικού σκάφους. Από τη στιγμή που κάποιος καταλαμβάνει τη γέφυρα ενός εχθρικού σκάφους, η διαδικασία που μας δίδαξαν είναι απλή: ξαλαφρώνουμε το σκάφος». Ο Σέβρο ενεργοποιεί την κρυφή κονσόλα που είναι στερεωμένη στο πίσω μέρος μιας οθόνης πλοήγησης, μια κονσόλα στην οποία μόνο Χρυσοί μπορούν να έχουν πρόσβαση. Οι Κυανοί τραβιούνται κατάπληκτοι. Είναι σαν να πηγαίνεις στην κουζίνα κάποιου και να του δείχνεις μια πυρηνική βόμβα κρυμμένη κάτω από τον νεροχύτη του. Η κονσόλα σαρώνει το Χρυσό έμβλημα του Σέβρο και αναβοσβήνει χρυσή. Το μόνο που

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

255

χρειάζεται να κάνει είναι να πληκτρολογήσει έναν κωδικό και ολόκληρο το σκάφος θα ανοίξει στο διάστημα. Είκοσι χιλιάδες άντρες και γυναίκες θα πεθάνουν. «Φτιάξαμε αυτά τα σκάφη έτσι ώστε να μπορούμε να τ’ αδειάσουμε. Γιατί; Όχι επειδή δεν πιστεύουμε στην αφοσίωσή σας –στην πραγματικότητα πάνω της βασιζόμαστε–, αλλά επειδή υπάρχουν ακόμα» κοιτάζω έναν κατάλογο που μου δίνει ένας από τους Κυανούς «εξήντα ένας Χρυσοί πάνω στο σκάφος. Είναι πιστοί στην Αρχόντισσα. Είμαι εχθρός της. Δε θα με υπακούσουν. Θα σαμποτάρουν το σκάφος, θα επιχειρήσουν να καταλάβουν τη γέφυρα· θα σας συσπειρώσουν γύρω τους, θα καταχραστούν την αφοσίωσή σας και θα σας οδηγήσουν σε βέβαιο θάνατο. Εξαιτίας τους και εξαιτίας του μίσους τους για μένα, δε θα ξαναδείτε ποτέ τα αγαπημένα σας πρόσωπα. »Υπάρχει άλλη μία επιπλοκή. Πέρα από αυτό το κύτος, η Αρχόντισσα αναρωτιέται τι έγινε εδώ μέσα. Σύντομα θα συνειδητοποιήσει πως το καμάρι της αρμάδας της δεν της ανήκει πια. Είναι δικό μου. Τα σκάφη των Πραιτόρων της θα ξεράσουν σμήνη βδελλοσκαφών που θα κουβαλούν λεγεώνες Οψιδιανών και Γκρίζων πεζοναυτών. Θα καθοδηγούνται από Χρυσούς ιππότες που θέλουν το κεφάλι μου, πανέτοιμους να σκοτώσουν τους πάντες στο πέρασμά τους. »Αν σας ξεφορτωθώ στο διάστημα, δε θα υπάρχει κανείς για να τους εμποδίσει να με σκοτώσουν. Βλέπετε, λοιπόν, εσείς είστε η σωτηρία μου κι εγώ είμαι η δική σας. Δε θα θυσιάσω είκοσι χιλιάδες από σας για να σκοτώσω εξήντα έναν από τους εχθρούς μου. Επέλεξα αυτό το σκάφος πάνω από όλα τα άλλα λόγω του πληρώματός του. Του καλύτερου που μπορεί να προσφέρει η Κοινωνία. Για μένα δεν είστε αναλώσιμοι. Έτσι, αυτό που σας ζητώ είναι το εξής: επιλέξτε με για Διοικητή σας και εξοντώστε εκείνους τους Χρυσούς που θεωρούν πως είστε αναλώσιμοι. »Έχετε την άδειά μου, την εξουσιοδότησή μου και το έμβλημα του Αρχικυβερνήτη του Άρη, Νέρωνα Au-Αυγούστου, να αιχμαλωτίσετε ή να σκοτώσετε τους Χρυσούς Διοικητές σας για λογαριασμό μου. Πάρτε τα όπλα τους και καταστείλτε τους, μετά προστατέψτε το σκάφος ενάντια στους εισβολείς που έρχονται να

256

PIERCE BROWN

μας καταστρέψουν. Κάντε το τώρα. Αν περιμένετε, θα σας σκοτώσουν! Θα μάθω τους πρώτους άντρες και γυναίκες που θα ξεσηκωθούν. Ως νέος αφέντης σας, θα σας ανταμείψω. Ο Αρχικυβερνήτης θα σας ανταμείψει. Κάντε το τώρα! Γιατί μόλις άνοιξα κάθε οπλοστάσιο σ’ όλο το σκάφος. Αρπάξτε όπλα και εξουδετερώστε τους τυράννους». Μ ια βαριά σιωπή, καθώς οι πρώτες σπίθες της επανάστασης ανάβουν. Ο Σέβρο έρχεται κοντά μου. «Δημεγερτικό ήταν αυτό». «Υπερβολικά δημοκρατικό;» ψιθυρίζω. «Δε νομίζω πως η απολυταρχική δημοκρατία μετράει». Ο Σέβρο ζαρώνει τη μύτη του. «Απείλησες να τους αδειάσεις στο διάστημα». «Απείλησα; Εγώ νόμιζα πως το υπαινίχτηκα συγκαλυμμένα». «Συγκαλυμμένα σαν το φως του ήλιου, σκατοκέφαλε». Ο Σέβρο χαχανίζει με κάπως υπερβολικό ενθουσιασμό και χτυπάει το πόδι του με το μηχανικό του χέρι, βουλιάζοντας το μέταλλο. Μ ορφάζει, μετά σηκώνει τα μάτια του πάνω μου, ελαφρά αμήχανος. «Άντε γειώσου». Η πόρτα πίσω μας αρχίζει να σφυρίζει. Γυρίζω να κοιτάξω το πυρακτωμένο διαχωριστικό. Οι εχθροί μου έφεραν ένα τρυπάνι για να μου επιτεθούν. Τα χέρια μου τρέμουν από την αδρεναλίνη. Νιώθω το βάρος εκατοντάδων γαλάζιων ματιών. Το κόκκινο στην πόρτα σκουραίνει, εξαπλώνεται. Δεν έχουμε πολλή ώρα. Το ξυράφι μου αναδεύεται παίρνοντας δολοφονικό σχήμα, μακρύ και τρομερό. «Σύντομα θα έχουμε παρέα» λέω. Κοιτάζω τον Σέβρο, που έχει αφαιρεθεί παρατηρώντας μια από τις ολοοθόνες. Δίνω εντολή στους Κυανούς να κρυφτούν. «Το κάνουν» μουρμουρίζει ο Σέβρο. «Φρικοδιάολε. Ντάροου, έλα να δεις». Περνάει εναλλάξ από απευθείας εικόνες Πορτοκαλιών και Κυανών που λεηλατούν τα οπλοστάσια. Μ ερικοί Γκρίζοι τούς βοηθούν. Άλλοι στέκονται παράμερα, μην ξέροντας τι έχουν δικαίωμα να κάνουν ακόμα και τη στιγμή που κάποιοι άλλοι πυροβολούν το κύμα των συναδέλφων τους. Οι σφαίρες όμως δεν μπορούν να συγκρατήσουν αυτό το κύμα. Παίρνουν όπλα,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

257

τρέχουν άτσαλα σε διαδρόμους, διογκώνοντας τις γραμμές τους. Καθοδηγούν οι πιο σκληροί – όχι Κυανοί αλλά Πορτοκαλιοί εργάτες και μηχανικοί των υπόστεγων μαζί με Γκρίζους… κι έναν που αναγνωρίζω. Τον μεσόκοπο δεκανέα από το σκάφος μου στην Ακαδημία, εκείνον που διέφυγε μαζί μας. Οδηγεί μια ομάδα αντρών και γυναικών προς το διαμέρισμα ενός Χρυσού. Τον εξουδετερώνουν με σεβασμό. Αυτή η ειρηνική συναίνεση δεν είναι πολύ διαδεδομένη. Τρία ισχυρά αποσπάσματα Χρυσών, που διοικούν Οψιδιανούς και Γκρίζους, παρατάσσονται στις αίθουσες μηχανικής υποστήριξης, στις μηχανές πέντε χιλιόμετρα πίσω στην πρύμνη του σκάφους και ακριβώς έξω από την πόρτα της γέφυρας. Το απόσπασμα που είναι έξω από την πόρτα της γέφυρας αριθμεί τέσσερις Χρυσούς και έξι Οψιδιανούς. Δέκα Γκρίζοι γεμίζουν όπλα πίσω τους. «Παρ’ όλ’ αυτά, δε θα μας λείψει η παρέα» λέω. Από στιγμή σε στιγμή θα περάσουν την πόρτα. Σπίθες πετάγονται από το εσωτερικό του διαχωριστικού, καθώς το θερμικό τρυπάνι υπερισχύει της πόρτας. Μ έταλλο στάζει προς τα μέσα, κοχλάζοντας πάνω στο πάτωμα. Οι Κυανοί τρέμουν πανικόβλητοι, ενώ ο Σέβρο κι εγώ ορθώνουμε το ανάστημά μας και φοράμε τα κράνη μας, έτοιμοι για τη νέα εφόρμηση. Και πάλι η μπόχα του εμετού γεμίζει τα ρουθούνια μου. Λέω στους Κυανούς να κρυφτούν στον χώρο των διαβιβάσεων. Εκεί θα είναι ασφαλείς. Ξαφνικά σε μια κονσόλα κοντά μου αναβοσβήνει ένα φως από συσκευή επικοινωνίας. Ενστικτωδώς, απαντώ. Μ ια φωνή σαν βροντή στέλνει ρίγη στα κόκαλά μου. Δεν υπάρχει εικόνα. «Μ’ ακούς;» ρωτάει. «Σ’ ακούω». Ρίχνω μια ματιά στον Σέβρο. Όποιος μας καλεί χρησιμοποιεί ενισχυτή φωνής που ακούγεται σαν μπουμπουνητό. Ο Σέβρο ανασηκώνει τους ώμους, δείχνοντας πως δεν έχει ιδέα ποιος είναι. «Ποιος είσαι;» «Είσαι θεός;» Θεός; Μ ια απόκοσμη γαλήνη θρονιάζεται μέσα μου. Δεν είναι ενισχυτής φωνής. Έπρεπε να το έχω καταλάβει από τον ψυχρό,

258

PIERCE BROWN

νωθρό τόνο. Διαλέγω προσεκτικά τα λόγια μου, φέρνοντας στο μυαλό μου αυτά που έχω μάθει. «Είμαι ο Ντάροου AuΑνδρομέδος των Ηλιογέννητων». «Κατέλαβες το σκάφος και δεν είσαι ακόμη Πραίτορας; Πώς;» «Μ πήκα πετώντας μέσα από τη γέφυρα». «Μόνος σου από την άβυσσο;» «Μ αζί με έναν σύντροφο». «Θα έρθω να συναντήσω εσένα και τον σύντροφό σου, θεϊκό παιδί». Οι Κυανοί κοιτάζονται έντρομοι. Κάτι λένε με άηχα λόγια. Κηλιδωμένος. Το βάρος του φόβου κάθεται πάνω στους ώμους μου. Ο Σέβρο κι εγώ κοιτάζουμε ολόγυρα στη γέφυρα, λες και το κτήνος κρύβεται κάπου μέσα στις σκιές. Άλλο ένα κομμάτι της πόρτας αποσπάται, στάζοντας προς τα μέσα σαν πυρακτωμένο κόκκινο, σαπισμένο φρούτο. Μ ετά ένας από τους Κυανούς βγάζει μια άναρθρη κραυγή και ξανακοιτάζουμε την οθόνη για να δούμε τις κάμερες στους διαδρόμους έξω από την πόρτα της γέφυρας να αναμεταδίδουν μια σκηνή φρίκης. Αυτό –αυτός– τρέχει καταπάνω τους από πίσω, καθώς ετοιμάζονται να κάνουν την είσοδό τους στη γέφυρα – ένας Οψιδιανός, αλλά πιο μεγαλόσωμος από όσους έχω δει ποτέ. Δεν είναι όμως μόνο το μέγεθός του. Είναι το πώς κινείται. Ένα πλάσμα φόβητρο, συραμμένο από σκοτάδι και μυς και πανοπλία. Που ρέει, δεν τρέχει. Ασυγκράτητο. Σαν να κοιτάζεις μια λεπίδα ή ένα όπλο που έχει αποκτήσει σάρκα. Είναι ένα πλάσμα που θα έκανε τα σκυλιά να φύγουν τρέχοντας μακριά. Στο οποίο οι γάτες θα σύριζαν απειλητικά. Ένα πλάσμα που δε θα έπρεπε να υπάρχει ποτέ σε κανένα επίπεδο πάνω από την πρώτη βαθμίδα της κόλασης. Πέφτει με φόρα στο δολοφονικό απόσπασμα από πίσω με δύο παλλόμενες λευκές ιονολεπίδες που εκτείνονται έξω από την πανοπλία του, δέκα μέτρα από τα χέρια του. Τους Γκρίζους απλώς τους διαπερνά, συντρίβοντάς τους πάνω στους τοίχους με τους ώμους του, θρυμματίζοντας τα κόκαλά τους. Μ ετά αρχίζει το πραγματικό μακελειό. Είναι τόσο βάρβαρο, που αναγκάζομαι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

259

να γυρίσω αλλού τα μάτια μου. Το θερμικό τρυπάνι συνεχίζει να λιώνει την πόρτα από μόνο του. Και στο κέντρο της σχηματίζεται μια τρύπα. Από μέσα της βλέπω άντρες και γυναίκες να πεθαίνουν. Αίμα τσιτσιρίζει πάνω στο υπερθερμασμένο μέταλλο. Όταν ο Κηλιδωμένος τελειώνει, αιμορραγεί από μια ντουζίνα πληγές και έχει απομείνει μόνο μια Χρυσή. Τον καρφώνει με ένα ξυράφι, τρυπώντας τη σκούρα πανοπλία του στο προστήθιο. Στριφογυρίζει το σώμα του, φρακάροντας μέσα τη λεπίδα και μετά αρπάζοντάς την όταν η Χρυσή την αφήνει να χαλαρώσει και να ξαναγίνει μαστίγιο. Μ ετά την αρπάζει από το κράνος, με τη χρυσαφένια πανοπλία της να αστράφτει κάτω από τα φώτα του διαδρόμου. Εκείνη προσπαθεί να ξεφύγει, προσπαθεί να απομακρυνθεί, αλλά σαν λιοντάρι με μια ύαινα στα σαγόνια του, ο Κηλιδωμένος το μόνο που έχει να κάνει είναι απλώς να τα σφίξει. Όταν η Χρυσή έχει πεθάνει, την αφήνει μαλακά στο πάτωμα, τρυφερά τώρα που την οδήγησε σ’ έναν καλό θάνατο. Ο Σέβρο ακούσια κάνει ένα βήμα πίσω από την πόρτα. «Ανάθεμά με…» Ο Κηλιδωμένος στέκεται από την άλλη πλευρά, ενώ η πόρτα ανάμεσά μας λιώνει αργά από το κέντρο. Όταν η τρύπα στην πόρτα είναι στο μέγεθος ανθρώπινου κορμού, βγάζει το κράνος του. Ένα άτριχο, χλωμό πρόσωπο με κοιτάζει. Μ άτια μαύρα. Ανεμοδαρμένα μάγουλα θωρακισμένα με κάλους σαν τομάρι ρινόκερου. Κεφάλι φαλακρό με εξαίρεση μια τούφα άσπρα μαλλιά ένα μέτρο μακριά, που κρέμεται μέχρι τη μέση της πλάτης του. Τα μάτια μας συναντιούνται και μου απευθύνει τον λόγο. «Θεϊκό παιδί Ανδρομέδε, είμαι ο Ράγκναρ Βολάρους, ο Κηλιδωμένος πρωτότοκος της μητέρας μου, Αλία Χιονοσπουργίτι από τις Σπείρες των Βαλκυριών βόρεια της Ραχοκοκαλιάς του Δράκου, νότια της Αλωμένης Πόλης, όπου πετάει ο Φτερωτός Τρόμος, αδερφός του Σέφι του Γαλήνιου, καταστροφέας του Τάνου, που κάποτε βρισκόταν δίπλα στη θάλασσα, και σου προσφέρω ένα δώρο κηλίδων». Ανοίγει τα γιγάντια, ματωμένα χέρια του και μετά απλώνει το δεξί μέσα από την πόρτα. Οι ιονολεπίδες του συμπτύσσονται μέσα

260

PIERCE BROWN

στην πανοπλία του. Το ξυράφι προεξέχει ακόμη από τα πλευρά του. Έχω κατουρηθεί μέσα στη βρομοκατάρατη στολή μου. «Να με πάρει και να με σηκώσει» μουρμουρίζει ο Σέβρο. «Κάν’ το, Ντάροου. Προτού αυτό το πράγμα μετανιώσει». Βγάζοντας το κράνος μου, κάνω ένα βήμα μπροστά. Τον θέλω αυτόν εδώ. «Ράγκναρ Βολάρους. Καλοδεχούμενος. Βλέπω πως δε φοράς έμβλημα. Έχεις αφέντη;» «Έ φερα το σημάδι του Άρχοντα της Τέφρας και θα προσφερόμουν ως δώρο μαζί μ’ αυτό το τρανό σκάφος στην Οικογένεια των Ιούλιων. Ό μως εσύ πήρες αυτό το σκάφος και μαζί του πήρες κι εμένα». Των Ιούλιων; Ένα δώρο για την προδοσία του Αυγούστου, χωρίς αμφιβολία. Και είναι η ιδέα μου ή χρησιμοποίησε μόλις ένα γραφειοκρατικό παραθυράκι για να δικαιολογήσει το μακέλεμα των ανθρώπων του αφέντη του; Αν υπάρχει ειρωνεία στη φωνή του, δεν τη διακρίνω. Γιατί όμως να το κάνει αυτό; Μ ε γνωρίζουν αυτά τα μαύρα μάτια του; Οι Κηλιδωμένοι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν άλλη τεχνολογία πέρα από στρατιωτικό υλικό. Δε θα μπορούσε να με έχει ξαναδεί, ωστόσο το χέρι του επιμένει, περιμένοντας να σφίξει το δικό μου. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρωτάω. «Εξαιτίας των Ιούλιων;» «Εμπορεύονται το είδος μου». Το είχα ξεχάσει. Τα σκάφη των Ιούλιων είναι εκείνα που κουβαλούν τους Οψιδιανούς δούλους διαμέσου της αβύσσου. Έχουν μάθει να φοβούνται τον τρυπημένο από τη λόγχη ήλιο του οικογενειακού εμβλήματος της Βίκτρας. Δεν έχει συνηθίσει να κρύβει το μίσος του. Είναι ψυχρό σαν τον πάγο όπου γεννήθηκε αυτός ο άνθρωπος. «Θα δεχτείς αυτές τις κηλίδες, θεϊκό παιδί;» ρωτάει με κλαψιάρικη φωνή σκύβοντας προς τα εμπρός, ενώ μια παράξενη ανησυχία ζαρώνει τις άκρες των χειλιών του. Οι Χρυσοί το έκαναν αυτό μετά τη Σκοτεινή Εξέγερση, τον μόνο ξεσηκωμό που απείλησε ποτέ την κυριαρχία τους. Τους πήραμε την ιστορία τους,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

261

τους πήραμε την τεχνολογία τους, εξοντώσαμε μια γενιά και δώσαμε στη φυλή τους τους πόλους των πλανητών, τη θρησκεία των Σκανδιναβών και τους είπαμε πως εμείς ήμαστε οι θεοί τους. Μ ερικούς αιώνες αργότερα, στέκομαι και κοιτάζω έναν από τους πιο τρομακτικούς γιους τους και αναρωτιέμαι πώς μπορεί να με θεωρεί θεό. «Δέχομαι αυτές τις κηλίδες εξ ονόματός μου, Ράγκναρ Βολάρους». Έντρομος, απλώνω το χέρι μου και, με το υπερθερμασμένο μέταλλο να περιβάλλει τα μπράτσα μας, σφίγγουμε τα χέρια μας, σχεδόν ίσα σε μέγεθος, αν και το δικό μου είναι χωμένο μέσα σε μέταλλο. Παίρνω το αίμα που απλώνει το χέρι του στο δικό μου και το σκουπίζω πάνω στο εκτεθειμένο μέτωπό μου. «Δέχομαι το φορτίο τους και το βάρος τους». «Σ’ ευχαριστώ, Ηλιογέννητε. Σ’ ευχαριστώ. Θα υπηρετώ στην τιμή της μητέρας μου και της μητέρας της μητέρας μου». «Έχω φίλους πάνω στον πελαργό στο υπόστεγο τρία. Σώσε τους, Ράγκναρ, και θα σου χρωστάω χάρη». Κίτρινα δόντια αποκαλύπτονται καθώς χαμογελάει και από μέσα του βγαίνει κυματιστός ένας πολεμικός ύμνος πιο βαθύς κι από τον τρικυμισμένο ωκεανό. Γεμίζει τους διαδρόμους με τρόμο. Μ ε γεμίζει χαρά και φόβο και αρχέγονη περιέργεια. Τι είναι αυτό που μόλις απέκτησα;

262

PIERCE BROWN

22 Άνθος της φωτιάς

Τ

ο σώμα μου τρέμει μετά την αναχώρηση του γίγαντα. Καταφέρνω να ηρεμήσω και ξαναγυρίζω προς τους Κυανούς, που στέκονται καθηλωμένοι από τον φόβο, μην ξέροντας αν πρέπει να κοιτάζουν εμένα ή τις εικόνες του ΟΚ ή τους ανιχνευτές που δείχνουν τα πολεμικά σκάφη της Αρχόντισσας να μας περικυκλώνουν. «Δεν έχετε τίποτα να φοβάστε εδώ» λέω. «Ο κυβερνήτης αυτού του σκάφους υποβιβάστηκε επειδή άφησε τις θυρίδες θέασης ανοιχτές. Βλακωδώς. Ο βαθμός δε δικαιολογεί λάθη. Επιθυμώ έναν νέο κυβερνήτη. Δεν έχουμε πολλή ώρα. Έτσι, θα αποφασίσω σε εξήντα δευτερόλεπτα». Η Κυανή με τους στητούς ώμους βγαίνει μπροστά προσπερνώντας τους συναδέλφους της. Στην αρχή νόμιζα πως τα τατουάζ στα χέρια της απεικόνιζαν λουλουδένιες γραμμές. Μ ετά παρατηρώ ένα ποτάμι από μαθηματικές παραστάσεις: τον τύπο του Λάρμορ. Τις εξισώσεις του Μ άξγουελ σε καμπύλο χωροχρόνο. Την απορροφητική θεωρία Γουίλερ-Φάινμαν. Και καμιά εκατοστή ακόμα που ούτε κι εγώ δεν αναγνωρίζω. «Δώσε μου το διακριτικό και θα σου ανοίξω μια τρύπα επιστροφής στον Άρη, μικρέ». Η φωνή της δεν έχει διακυμάνσεις. Είναι επίπεδη. Ακριβής και νωθρή ταυτόχρονα. Το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

263

συναίσθημα εξαϋλώθηκε από μέσα της, μέχρι που έχουν απομείνει μόνο τα γράμματα και οι ήχοι των λέξεων σαν εξισώσεις στον αέρα. «Το ορκίζομαι στη ζωή μου». «Μ ικρέ;» ρωτάω. «Έχεις τα μισά μου χρόνια. Να σε φωνάζω μικρό αφέντη; Ή θα προσβληθείς;» Ο Σέβρο ανασηκώνει το φρύδι του, σαστισμένος από την ωμή αναίδεια της Κυανής. «Συγχώρεσέ την, ντόμινους» λέει ήρεμα ένας άλλος Κυανός. «Είναι σημαιοφόρος στο…» Σηκώνω το χέρι μου. «Ποιο είναι το όνομά σου, Κυανή;» «Ωρίων Xe-Ακουάριι». «Αυτό είναι αγορίστικο όνομα» λέει ο Σέβρο. «Μ πα; Δεν το είχα προσέξει». Μ πορούν οι Κυανοί να γίνουν σαρκαστικοί; «Η Σέκτα μου με ήθελε άντρα. Τους την έφερα». «Ποια Σέκτα;» ρωτάει ο Σέβρο. «Δεν έχει Σέκτα. Την οικειοποιήθηκε η Κοπερνίκεια Σέκτα, λίγο αργότερα όμως την απέπεμψε, για προφανείς λόγους» διακόπτει πάλι εκείνος ο ανακατωσούρης Κυανός. «Είναι Λιμενεργάτρια». Η Ωρίων τραβιέται. Στρέφεται απότομα προς τον άλλο Κυανό. Η φωνή της δεν υψώνεται. «Κι εσύ τι είσαι πέρα από σχολαστικός σπασίκλας, Πέλους; Ε;» «Βλέπετε» εξηγεί ατάραχος ο Πέλους «είναι Λιμενεργάτρια. H συναισθηματική εκφορά της δεν είναι διαχειρίσιμη. Δε φταίει αυτή. Είναι προϊόν του λιγδιασμένου περιβάλλοντός της». Η Ωρίων κοπανάει μια μπουνιά στα μούτρα του Πέλους. Αυτός ουρλιάζει και πέφτει προς τα πίσω σαν να μην τον έχουν ξαναχτυπήσει. Μ άλλον επειδή δεν τον έχουν ξαναχτυπήσει. Γιατί να χτυπήσει ένας Κυανός έναν άλλον Κυανό; Είναι άνθρωποι που υποβάλλονται σε τεστ, ασχολούνται με τα μαθηματικά, χαρτογραφούν τ’ αστέρια. Όχι πολεμιστές. «Μ ’ αρέσει η ανάγωγη» λέει ο Σέβρο. «Περίμενε, ντόμινους! Επιθυμώ το σκάφος!» Ένας άλλος Κυα​ν ός γλιστράει μπροστά, ρίχνοντας μια ματιά στον Πέλους στο πάτωμα. «Το… το αξίζω. Η Ωρίων δεν είναι παρά μια… μια…

264

PIERCE BROWN

βραδυκίνητη! Οι γνώσεις της στην αστροφυσική έχουν πολλά κενά, για να μην πούμε για την αντίληψή της γύρω από την κινητική της εξωπλανητικής μάζας. Δεν παρακολούθησε καν το Αστεροσκοπείο». Ένας άλλος Κυανός σπρώχνει για να βγει μπροστά. «Αφήστε τον Άρνο! Είναι χοντροκέφαλος στην αστροφυσική και οι υποθέσεις του στα θεωρητικά μαθηματικά είναι απερίσκεπτες στην καλύτερη περίπτωση! Εγώ ήμουν δεύτερος στην ιεραρχία αυτού του σκάφους επί έξι μήνες υπό τον Άρχοντα της Τέφρας. Υπηρετούσα στο σκάφος ενώ βρισκόταν ακόμη στην ξηρή δεξαμενή του. Η λογική υποστηρίζει την κίνηση της τοποθέτησής μου ως κυβερνήτη σου, ντόμινους». Τα σκάφη της αρμάδας συνεχίζουν να μας καλούν από τις συσκευές ενδοσυνεννόησης. Πολεμικά έρχονται κοντύτερα. Μ έσα στην κοιλιά τους, γενναίοι άντρες και γυναίκες θα φορούν θωρακισμένες στολές· θα επιβιβαστούν σε βδελλοσκάφη και θα εκτοξευτούν στο διάστημα για να προσγειωθούν στο κύτος μου, να σκάψουν ανοίγοντας δρόμο, κάνοντας την προσευχή τους να καταφέρουν να γυρίσουν στο σπίτι τους για να φάνε ένα φαγητό φτιαγμένο από τη μητέρα τους, τη γυναίκα τους. Όλ’ αυτά όσο οι Κυανοί μου σπρώχνονται και διαγκωνίζονται για να κυβερνήσουν το σκάφος μου, ξεφωνίζοντας προσβολές ο ένας για τις μαθηματικές ικανότητες και την ακαδημαϊκή ακεραιότητα του άλλου. «Μ ην ακούς κανέναν από τους δύο, ντόμινους!» φωνάζει μια γυναίκα μ’ εκείνη την αργή προφορά. Πέφτει στα γόνατά της. «Λέγομαι Βίργκα Xe-Σεντιέρτα. Έχω μελετήσει φυσική αστρικής μετατόπισης στη Μ εσονύχτια Σχολή – πολύ ανώτερη του Αστεροσκοπείου. Διαθέτω, μεταξύ άλλων, ένα διδακτορικό στη σκοτεινή ύλη και τους βαρυτικούς φακούς. Άφησέ με να οδηγήσω το σκάφος σου, ντόμινους. Το να αποφασίσεις υπέρ κάποιου άλλου θα ήταν πλανερό και κάτι ακόμα χειρότερο: παράλογο!» Αυτοί οι Κυανοί θα έπρεπε να έχουν χρησιμοποιήσει τη λογική τους και να έχουν καταλάβει πως κοιτάζω μόνο τη γυναίκα, που δε γονατίζει όπως οι υπόλοιποι. Η Ωρίων, η πρώτη που μίλησε, στέκεται ακόμη, με τους ώμους στητούς, τον μακρύ λαιμό

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

265

αλύγιστο. Η διάλεκτός της είναι ταπεινής καταγωγής, πιο τραχιά και πιο περπατημένη από την ονειρική γλώσσα αυτών των ακαδημαϊκών. Μ άλλον από τη λιμενική πόλη του Φόβου ή τις Λιμενικές Εγκαταστάσεις κοντά στο Δοχείο της Ακαδημίας. Αν είναι πραγματικά Λιμενεργάτρια που δεν πήγε στο Αστεροσκοπείο ή στη Μ εσονύχτια Σχολή, αναρωτιέμαι πώς βρέθηκε καν στη γέφυρα. «Τι λες για όλο αυτόν τον θόρυβο;» λέω στην Ωρίωνα, δείχνοντας τους Κυανούς. «Είναι θεότρελοι, ντόμινους». Χτυπάει το αδύνατο δάχτυλό της πάνω στον κρόταφό της. «Εγώ δεν είμαι θεότρελη». Χαμογελάει και γνέφει προς τις απεικονίσεις, όπου τα άλλα πυρσόπλοια πλησιάζουν ύπουλα. «Και ο χρόνος σου τελειώνει». Ρίχνω μια ματιά στους σταθμούς ανιχνευτών, όπου σήματα συναγερμού σηματοδοτούν την κρυφή εκτόξευση δύο βδελλοσκαφών από τα κοντινά πολεμικά και καταδρομικά της Αρχόντισσας. «Ξέρω πως μπορώ να το κάνω, διαφορετικά δε θα είχα μιλήσει. Δώσε μου μια ευκαιρία». Γνέφω στον Σέβρο, που της πετάει το φτερωτό αστέρι του κυβερνήτη. «Πήγαινέ μας στον στόλο μας». «Κανόνες εμπλοκής;» με ρωτάει. «Ελάχιστες απώλειες» λέω. «Είμαστε οι καλοί. Η Αρχόντισσα είναι ο τύραννος. Έτσι πρέπει να το παίξουμε». «Μ άλιστα, ντόμινους». Παρακολουθώ με τον Σέβρο, καθώς η Ωρίων αναλαμβάνει τη διοίκηση του σκάφους μου και δίνει εντολές για να συναντήσουμε τα σκάφη του Αυγούστου πέρα από τους Φάρους του Ρουβίκωνα. Οι τσακωμοί σταματούν μόλις διορίζω την Ωρίωνα. Ξέρουν πως η ευκαιρία τους πέρασε, έτσι, ξαναγλιστρούν στους βολικούς ρόλους τους σαν να εύχονταν να μην τους είχαν αφήσει ποτέ. Τα Κυανά εμβλήματά τους μοιάζουν με τρίαινες πάνω στους πήχεις τους σ’ αυτό το χαμηλό φως. Υπάρχει μια παράξενη απόσταση στους Κυανούς. Ένας νησιωτικός λαός στην άβυσσο του διαστήματος, σχεδιάστηκαν ώστε να επιβιώνουν από τα μεγάλα ταξίδια από τη Σελήνη χωρίς

266

PIERCE BROWN

ανταρσίες. Έτσι, μοιράζονται. Μ οιράζονται το ίδιο οξυγόνο, το ίδιο φαγητό, τις ίδιες κουκέτες, τις ίδιες ρουτίνες, τις ίδιες θέσεις, τους ίδιους αρχηγούς, τους ίδιους εραστές, τις ίδιες Σέκτες, τις ίδιες φιλοδοξίες – για να κάνουν τη δουλειά τους με ακρίβεια και ν’ ανεβούν ψηλά με την αξία τους, έτσι ώστε να τιμήσουν τη Σέκτα τους. Ανοίγω έναν δίαυλο επικοινωνίας προς τον υπόλοιπο στόλο και τους δορυφόρους της Σελήνης. Δεν μπορούν να σταματήσουν το σήμα. Όχι αυτού του σκάφους. To σύστημα μετάδοσής μας είναι από τα πλέον προηγμένα στο ναυτικό της Αρχόντισσας. «Γιοι και κόρες της Κοινωνίας. Σας μιλάει ο Ντάροου AuΑνδρομέδος του Οίκου των Αυγούστων. Φέρνω τρομερά μαντάτα. Απόψε η Αρχόντισσά σας έσπασε τη Συνθήκη της Κοινωνίας μας. Ενόσω ο αφέντης μου, Αρχικυβερνήτης Νέρωνας Au-Αύγουστος, κοιμόταν κάτω από την προστασία της, προχώρησε σε απόπειρα κατά της ζωής του, των ζωών της οικογένειάς του καθώς και των Πραιτόρων και των υπασπιστών του. Μ αζί με τους Μ πελόνα, επιχείρησε την παράνομη και ανήθικη δολοφονία άνω των τριάντα Απαράμιλλων Σημαδεμένων. Απέτυχε. »Σε αντίποινα, κατέλαβα μια από τις ναυαρχίδες της. Και βρίσκομαι τώρα πολιορκημένος, με τη ζωή μου, καθώς και τις ζωές του αφέντη μου και της οικογένειάς του, σε κίνδυνο. Αν δεν αντισταθούμε, θα πεθάνουμε. Αν παραδοθούμε, θα πεθάνουμε. Δεν έχω αδειάσει το σκάφος. Όσοι επιβαίνουν σ’ αυτό εκτίμησαν τον αγώνα μου και συμμάχησαν με μια οικογένεια που θα αντισταθεί στη διψασμένη για εξουσία τύραννο Οκταβία AuΛούνα». Αρκετά κοντά στην αλήθεια. «Πριν από μερικές ώρες, η Αρχόντισσά μας μου ζήτησε να προδώσω τον οίκο μου. Να προδώσω τους όρκους μου. Όπως και ο πατέρας της πριν από αυτήν, είναι μεθυσμένη από την εξουσία και τώρα πιστεύει πως είναι Αυτοκράτειρα. Μ ας είπε να υποκλιθούμε· γίνετε τώρα μάρτυρες της απάντησής μας». Κλείνω τη συσκευή επικοινωνίας. «Κύριε Πέλους, κατά βούληση» δηλώνει η Ωρίων. «Χτυπήστε

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

267

τα καθάρματα όταν έρθουν». Ενεργοποιεί τα τατουάζ της και βυθίζεται σε ψηφιακή συνομιλία με το υπόλοιπο πλήρωμα. Η γέφυρα είναι σιωπηλή. Περνάει ένα δευτερόλεπτο, άλλο ένα. Στον ΟΚ παρακολουθώ τρεις Γκρίζους να πυροβολούν έναν Χρυσό στο κεφάλι. Στα υπόστεγα, Πορτοκαλιοί μαζεύονται σε πηγαδάκια παράμερα, καθώς Χρυσοί οδηγούν πολεμικά Χρώματα εναντίον του προσγειωμένου πελαργού. Μ ετά φτάνει στο υπόστεγο ο Ράγκναρ και οι Πορτοκαλιοί συσπειρώνονται γύρω του, όπως και ένοπλοι Κόκκινοι, που τον ακολούθησαν από τους διαδρόμους. Πολλοί πεθαίνουν. Κάτι αχαλίνωτο καταλαμβάνει αυτά τα Χρώματα. Και παρ’ όλο που πεθαίνουν, νιώθω το τρεμοφέγγισμα της εξέγερσης, καθώς τους δίνω την άδεια να κάνουν αυτό που ήθελαν σ’ όλη τους τη ζωή. Είναι εκεί, έστω κι αν δεν το βλέπεις μέχρι το τέλος – εκείνη η σπίθα της ατομικότητας, της ελευθερίας. Η πόρτα του πελαργού ανοίγει με κρότο και η Μ άστανγκ ορμάει έξω με τους Υλακτούντες μου για να βοηθήσει τα κατώτερα Χρώματα και τον Ράγκναρ, παρ’ όλο που ακόμα και οι Τηλεμάνοι κρατούν τις αποστάσεις τους από τον τερατώδη άντρα. Πέρα από το σκάφος μου, τα εχθρικά πολεμικά δείχνουν τελικά τις απειλητικές διαθέσεις τους. Οι ανιχνευτές γεμίζουν κόκκινα φώτα. Εχθροί, βδελλοσκάφη που μόλις ξεχύθηκαν από τις κοιλιές της αρμάδας γύρω μας, διασχίζουν το διάστημα για να βρουν το κύτος μας. Έχουν στόχο να μας καταλάβουν εξ εφόδου. Η Ωρίων ανοίγει ολόπλευρο πυρ. «Είναι πολύ όμορφο» μουρμουρίζει ο Σέβρο. Στέκομαι σιωπηλός. Εκρηκτικές κεφαλές όπλων σταθερής ράγας διαπερνούν τα βδελλοσκάφη, ξεσκίζοντας μέταλλα και ανθρώπους, μόνο και μόνο για να συνεχίσουν την πορεία τους και να χτυπήσουν με πάταγο τα κύτη και τις ασπίδες των ίδιων πολεμικών που εξαπέλυσαν τα βδελλοσκάφη. Η νεοδιόριστη κυβερνήτριά μου πηγαινοέρχεται πάνω στη σανίδα διοίκησης με τα χέρια σταυρωμένα. Το πολεμικό μου σκάφος, πέντε χιλιόμετρα μακρύ, αρχίζει να περιστρέφεται, εναλλάσσοντας τις συστοιχίες των όπλων σταθερής ράγας του, καθώς φτύνουν κατάμουτρα θάνατο στον στόλο της

268

PIERCE BROWN

Αρχόντισσας. Η Ωρίων μισογυρίζει προς το μέρος μου, υπομειδιώντας έτσι ώστε να το δουν όλοι. «Τώρα λέω ν’ ανοίξουμε εκείνο τον δρόμο, ντόμινους». Διατάζει τις μηχανές να κονιορτοποιήσουν τη σκοτεινή ύλη. Εκτοξευόμαστε προς τα εμπρός μέσα από τα απομεινάρια δύο πολεμικών. Η γέφυρά μου είναι σιωπηλή πέρα από το βουητό των εξειδικευμένων εντολών. Πύραυλοι περνούν συντονισμένα σαν βέλη πέρα από το κύτος μας. Αναπτύσσουμε τα αντιαεροπορικά μας προπετάσματα, καθώς ο εχθρός έχει ήδη ενεργοποιήσει τα δικά του, κάνοντας τους πυραύλους άχρηστους. Μ ια λαμπερή άλως μας περιβάλλει σαν αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Πυρά όπλων σταθερής ράγας χτυπούν το κύτος μας, αν και δε νιώθουμε τις δονήσεις εδώ στη γέφυρα. Τα μηχανήματά μας δε σπινθηρίζουν. Οι καλωδιώσεις δεν πέφτουν από τα χωρίσματα πάνω από τα κεφάλια μας. Αυτό το σκάφος είναι το αποκορύφωμα του σχεδιασμού εφτακοσίων χρόνων. Ο Σέβρο με σκουντάει. «Μ πορεί και να τα φρικοκαταφέρουμε». Η αρμάδα γύρω μας είναι τεράστια. Παραπάνω από τεράστια. Μ εταφέρθηκε εδώ για να κάνει όλους τους συγκεντρωμένους άρχοντες και όλους τους στόλους τους πέρα από τους Φάρους του Ρουβίκωνα να τρέμουν, αλλά, και πάλι, δεν είναι ούτε ο μισός από τον ενιαίο στόλο. Τώρα όμως η ίδια αυτή αρμάδα σείεται από το εσωτερικό της σαν ευτραφές σώμα, καθώς κάποιος εξωγήινος ανοίγει με τα δόντια του δρόμο βγαίνοντας από τον ξενιστή. Το σκάμε με ταχύτητα από την αρμάδα. Δε μας καταδιώκουν πέρα από τους Φάρους του Ρουβίκωνα, όπου ενώνεται μαζί μας ο μικρός μας στόλος καθώς και οι στόλοι των Κόρντοβαν, των Τηλεμάνων, των Νόρβο. Ελπίζω πως θα συρρεύσουν κι άλλοι κάτω από τα λάβαρά μας ύστερα από την τελευταία σημερινή έκπληξη. Παρατηρώ το απόρρευμά μας – ναυτικά συντρίμμια. Σώματα αντρών και γυναικών αιωρούνται πίσω από το σκάφος μου. Βγήκαν από ραγισμένα και τρυπημένα σκάφη. Μ ερικοί είναι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

269

ακόμη ζωντανοί, αλλά σύντομα θα παγώσουν ή θα πεθάνουν από ασφυξία. Κι άλλοι νεκροί στο πέρασμά μου. Πόσοι θα χρειαστούν; Αφήνω την Ωρίωνα στη γέφυρα. Ο Σέβρο κι εγώ βρίσκουμε τον δρόμο προς το μηχανοστάσιο, όπου βάζουμε Πορτοκαλιούς να μας βγάλουν από τις ξεσκισμένες στολές μας κόβοντάς τες. Από εκεί τρέχουμε στο υπόστεγο, ένα τεράστιο μεταλλικό ντεπό με σκόρπια σκάφη, εξοπλισμό και τώρα τσακισμένους ανθρώπους. Κίτρινοι πηγαινοέρχονται με ταχύτητα βοηθώντας τους πληγωμένους και μεταφέροντάς τους στο υγειονομείο, Γκρίζοι και Πορτοκαλιοί βοηθούν στη μεταφορά. Ο Ξερακιανός τσιγκλάει κάμποσους άοπλους Χρυσούς με το ξυράφι του. Το Χαλίκι και η Άρπυια βοηθούν τους Κίτρινους. Τα μάτια μου ψάχνουν ξέφρενα για τη Μ άστανγκ. Τη βρίσκω κάτω από τα φτερά του ταλαιπωρημένου πελαργού να μιλάει με τον πατέρα της. Μ ια μακριά πληγή σκίζει το αριστερό της μπράτσο. Δεν την αναφέρω. Τους πλεύρισε ένα βδελλοσκάφος και κατάφεραν να πετάξουν το άλλο από πάνω τους όταν έμπαιναν στο υπόστεγο. «Αφήσαμε πίσω μας το κύριο τμήμα του στόλου της Αρχόντισσας» λέω στον Αύγουστο. «Πού είναι η Κουίν;» ρωτάει απότομα ο Σέβρο. «Δεν την πήγαν ακόμη στο υγειονομείο;» Η Μ άστανγκ δεν απαντάει. Αντί γι’ αυτό κοιτάζει τη ράμπα του πελαργού, όπου ο Ροκ κατεβαίνει κουβαλώντας στα χέρια του την Κουίν. Είναι χλωμή. Ψηλή. Και άψυχη. Ο Σέβρο δεν κουνιέται. Δε μιλάει. Τα ρουθούνια του τρεμοπαίζουν, καθώς η ανάσα του πιάνεται στο στήθος του, με έναν αξιοθρήνητο λυγμό κλειδωμένο σφιχτά μέσα στο αγόρι που δεν κλαίει ποτέ. Μ ένει απολιθωμένος. Σαν φάντασμα. Απλώνω το χέρι μου να τον αγγίξω, αλλά τραβιέται πέρα όχι θυμωμένος αλλά σαστισμένος, σαν να του είχαν πει κάποτε το μέλλον κι αυτή η πραγματικότητα δεν είναι εκείνο που του υποσχέθηκαν. Οπισθοχωρεί παραπατώντας, μακριά από το σώμα της, κοιτάζοντας ολόγυρα, προτού γυρίσει και το σκάσει από το υπόστεγο. Ο Ροκ περνάει από δίπλα μου με την Κουίν. Το πρόσωπό του

270

PIERCE BROWN

είναι άτονο και κουρασμένο. Θέλει να πει κάτι πικρόχολο, αλλά δαγκώνει τη γλώσσα του και απλώς μου κουνάει το κεφάλι του. Εξακολουθεί να μην ξέρει γιατί του επιτέθηκα στο δωμάτιό του πριν από το γκαλά. Και τώρα αυτό. Δεν τον έχω ξαναδεί τόσο συντετριμμένο. «Κοίταξέ την» μου λέει. «Ντάροου, κοίτα τη φίλη σου». Κοιτάζω την Κουίν και νιώθω τα πάντα να γαληνεύουν. Να την, ήρεμη στον θάνατο. Γιατί δεν μπορούμε να της εμφυσήσουμε πάλι ζωή; Γιατί δεν μπορούμε απλώς να ξαναρχίσουμε τη μέρα; Να κάνουμε τα πάντα σωστά. Να σώσουμε αυτούς που αγαπάμε. Ο Ροκ απομακρύνεται με την Κουίν προς το διαφανές παλμικό πεδίο του υπόστεγου, που ανοίγει στο διάστημα. Είναι σκυφτός και συντετριμμένος καθώς προχωράει προς τα άστρα για να σπρώξει το χαμένο του κορίτσι έξω ανάμεσά τους. Αρπάζω το Τσακάλι όταν τον βλέπω να βγαίνει από τον πελαργό, ρωτώντας επιτακτικά τι συνέβη. Πέθανε, μου λέει. Απλώς αυτό. Είναι κουρασμένος όπως κι εμείς οι υπόλοιποι. Κατεβάζει τα μανίκια του. «Δε θα ζητήσω συγγνώμη. Έκανα ό,τι μπορούσα». «Φυσικά έκανες ό,τι μπορούσες» λέω, ανακτώντας την ψυχραιμία μου. «Φυσικά». Μ ε ρωτάει πού είναι η κάμερα του κράνους μου. Τον κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια. «Το βίντεο» λέει. «Καταλαβαίνεις καν τι έκανες μόλις;» Ανεμίζει το χέρι του ολόγυρα. «Δύο άνθρωποι κατέλαβαν ένα από τα μεγαλύτερα σκάφη που έχουν κατασκευα​στεί ποτέ. Χρυσοί θα συρρεύσουν κάτω από τα λάβαρά μας. Τα μόνα που χρειάζονται είναι τα μέσα ενημέρωσής μου και η ιστορία σου». Του μιλώ αφηρημένα, σχεδόν ξεχνώντας το μηχάνημα εγγραφής που έβαλαν οι Γιοι του Άρη στο δόντι μου για να καταγράψω την έκρηξη της βόμβας. Ενεργοποιείται με ένα σφίξιμο των τραπεζιτών μου. Τους έσφιξα μόλις κάθισα στο γραφείο της Αρχόντισσας. Βάζω το χέρι μου στο στόμα μου και μαλακά το ξεσφηνώνω από τα ούλα. Είναι μικρότερο από τρίχα. Τα μάτια του Τσακαλιού φωτίζονται. «Πού το βρήκες αυτό;» ρωτάει.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

271

«Στη μαύρη αγορά» απαντώ. «Η Αρχόντισσα έσκαψε τον λάκκο της. Χρησιμοποίησε τη μαγνητοσκόπηση. Κάνε αυτόν τον πόλεμο δίκαιο αγώνα». Αφήνω το Τσακάλι εκεί και ετοιμάζομαι ν’ αφήσω το καθάρισμα σε άλλους, όταν προσέχω τους Πορτοκαλιούς και τα κατώτερα Χρώματα να με παρακολουθούν. Δεν μπορώ να διοικώ απλώς με τη βία. Έτσι, πηγαίνω κοντά στο Χαλίκι και στην Άρπυια και τους προσφέρω τη συμβολή μου βοηθώντας τους τραυματίες να πάνε στο υγειονομείο. Βοηθούν και οι υπόλοιποι Υλακτούντες. Το ίδιο και η Μ άστανγκ, κάποια στιγμή και η Βίκτρα. Όταν και ο τελευταίος Γκρίζος έχει φορτωθεί σ’ ένα φορείο, στέκομαι στο άδειο υπόστεγο. Ο Αύγουστος έχει πάει στη γέφυρα. Το Τσακάλι αποφεύγει τους Τηλεμάνους που τον συνοδεύουν και προτιμά να κατευθυνθεί προς το κέντρο διαβιβάσεων. Μ ένω μόνος. Ο Ροκ έχει φύγει. Δεν ξέρω τι να κάνω, πού να πάω. Αίμα και σημάδια από καψάλισμα λεκιάζουν το κατάστρωμα. Κοιτάζω τα χέρια μου. Αυτές είναι οι συνέπειες των πράξεών μου και νιώθω τόσο μόνος. Ακουμπάω το κεφάλι μου πάνω στον κρύο μεταλλικό τοίχο. Έρχεται από πίσω μου. Δε νομίζω πως λέει το όνομά μου. Δεν είμαι σίγουρος. Απλώς μυρίζω τα βρεγμένα μαλλιά της, καθώς τα μπράτσα της τυλίγονται γύρω μου. Σφίγγοντας δυνατά. «Το ξέρω πως είσαι κουρασμένος» λέει ήρεμα η Μ άστανγκ. «Αλλά ο Σέβρο σε χρειάζεται». «Και ο Ροκ;» ρωτάω, γυρνώντας να την κοιτάξω καταπρόσωπο. Τόσο πολλά μένουν ανείπωτα ανάμεσά μας. Τόσες αναπάντητες ερωτήσεις. Τόσα εγκλήματα που μένουν ασυγχώρητα. Τόσος θυμός και ίσως η αμυδρή αναλαμπή ενός ακόμα πράγματος. Τη νιώθω να μου σφίγγει με τη χούφτα της τον αυχένα αφήνοντας τη δύναμη από τα δάχτυλά της να διοχετευτεί μέσα μου. «Όχι τώρα» λέει. Ο Ροκ ρίχνει το φταίξιμο σ’ εμένα. Και θα έπρεπε. Όλοι θα έπρεπε να ρίχνουν το φταίξιμο σ’ εμένα. Και τα πράγματα μόνο χειρότερα θα γίνουν.

272

PIERCE BROWN

23 Εμπιστοσύνη

Τ

ον βρίσκω σ’ ένα κοινόχρηστο μπάνιο. Έχει κερδίσει ένα από τα πολυτελή δωμάτια που διεκδικούν οι άλλοι για το ταξίδι της επιστροφής στον Άρη, αλλά αυτός δε σκέφτεται έτσι. Είναι ακόμη το παιδί που κρύφτηκε μέσα στο άλογο. Όχι, σκέφτομαι. Όχι παιδί πια. «Σε νοιαζόταν, Σέβρο». Σταυρώνει τα χέρια του μπροστά του, αδύνατα και γεμάτα φακίδες. Μ ια πετσέτα είναι τυλιγμένη γύρω από τη μέση του, μια άλλη κρέμεται γύρω από τους ώμους του. Οι Χρυσοί δε νοιάζονται για τη γύμνια, αλλά ο Σέβρο πάντα νοιαζόταν. Έχει αποκτήσει ένα τατουάζ από τότε που τον είδα τελευταία φορά. Έναν τεράστιο μαύρο και γκρίζο λύκο στην πλάτη του. Οι Υλακτούντες είναι τα πάντα γι’ αυτόν. Για μένα κάποτε ήταν ένα απλό εργαλείο· τώρα τους θεωρώ κάτι παραπάνω. Τι σημαίνει αυτό όμως, όταν τους χρησιμοποιώ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο; Καρφώνει τα μάτια του στο νερό που τρέχει στην αποχέτευση του ντους. Στροβιλίζεται κατεβαίνοντας. «Τελικά πιστεύω πως θα τον απολαύσω τον πόλεμο» λέει. «Πρέπει να σκληρύνω λιγάκι τη ραχοκοκαλιά μου. Να ροζιάσω τα χέρια μου. Οι λεχρίτες μάς λένε πως είναι όλο τριαντάφυλλα και δόξα». Σηκώνει τα μάτια του. «Δε μυρίζεις τα τριαντάφυλλα,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

273

Ντάροου;» Κάθομαι δίπλα του στον πάγκο. «Άκουσες τι είπα;» «Φυσικά σε φρικοάκουσα. Μ άτι μου λείπει, όχι αυτί». Χτυπάει ελαφρά το βιονικό του μάτι με το κοκαλιάρικο δάχτυλό του. «Φυσικά και ξέρω πως με νοιαζόταν. Αλλά ποτέ με τον τρόπο που ήθελα. Άξιζε να ζήσει. Αν κάποιο από μας τα άσχημα σκατόπαιδα το άξιζε, ήταν αυτή. Δεν υπήρχε τίποτα απάνθρωπο πάνω της. Τίποτα. Αλλά δεν είχε σημασία. Δεν έχει σημασία αν είμαστε καλοί ή κακοί. Όλα εξαρτώνται από την τύχη». «Ήταν τυχαίο και που τη γνώρισες καν» λέω. «Η τύχη την έφερε στον Οίκο του Άρη». «Όχι. Ήταν ο πατέρας μου» λέει ο Σέβρο. «Αυτός τη στρατολόγησε, αντάλλαξε μια επιλογή με την Ήρα για να την πάρει». Κουνάει το κεφάλι του. «Κι αυτό επειδή νόμιζε πως θα μας μαλάκωνε, θα έλεγχε τον θυμό μας. Αν δεν την είχε επιλέξει, δε θα την είχαμε γνωρίσει και θα ήταν ζωντανή». «Μ πορεί» λέω με τη σκέψη μου στην Ηώ. «Όμως η ίδια επέλεξε να έρθει εδώ. Επέλεξε να με ακολουθήσει. Να σε ακολουθήσει». «Όπως ακριβώς ο Παξ». Γνέφω καταφατικά, αγγίζοντας τον Πήγασό μου. «Όλα είναι κάτουρα και σκατά. Έτσι;» λέει ο Σέβρο. «Δεν έχει σημασία πόσο όμορφα το ντύνουν. Είμαστε ακόμη στο παιχνίδι. Πάντα θα είμαστε σ’ ένα γειωμένο παιχνίδι. Φτύνω την αυτοκρατορία τους. Φτύνω αυτά τα κάτουρα κι αυτά τα σκατά. Ήρθα για σένα επειδή μου είπε τι είσαι». Τον κοιτάζω, μην μπορώντας να καταλάβω. «Τι εννοείς;» ρωτάω μ’ ένα νευρικό γέλιο. «Άνοιξέ το» λέει. «Ξέρω πως έφερες ένα. Είσαι σχολαστικός, Θεριστή. Πάντα σχολαστικός». «Γιατί φέρεσαι τόσο…» «Σκάσε και άνοιξέ το». Γνέφω καταφατικά και ενεργοποιώ τη συσκευή στην τσέπη μου. Ένα παρεμβολοπεδίο αναπτύσσεται. Δεν είμαι τόσο αλαζόνας όσο η Αρχόντισσα για να πιστεύω πως κανείς δε θα μπορούσε να στήσει αυτί. Ο Σέβρο καρφώνει το βλέμμα του πάνω

274

PIERCE BROWN

μου μέχρι που νιώθω αμήχανα. «Τι είμαι λοιπόν;» ρωτάω. «Ακόμα και τώρα;» ρωτάει κουνώντας το κεφάλι του. «Είσαι κλειστός σαν στρείδι. Πες το όνομα του ανθρώπου που μ’ έστειλε εδώ». «Η Μ άστανγκ σ’ έστειλε. Μ ου είπες πως σ’ έφερε από την Περιφέρεια. Το ίδιο και τους Υλακτούντες». «Σωστά. Μ ’ έφερε. Μ ου πήρε έξι μήνες να ’ρθω εδώ από τον Πλούτωνα. Μ άντεψε όμως ποιος ήρθε να με βρει στη διάρκεια της στάσης μου στον Τρίτωνα. Άντε, Θεριστή. Μ άντεψε». «Ο Λορν;» Τα χείλη του σουφρώνουν σ’ έναν περιφρονητικό μορφασμό. «Ο Φίτσνερ;» Ο Σέβρο με φτύνει κατάμουτρα, ακριβώς κάτω από το μάτι. «Μ άντεψε πάλι λάθος και θα σε παρατήσω εδώ και τώρα». Χτυπάει τα δάχτυλά του. «Δε θα ξαναγυρίσω. Δε θα σε βοηθήσω. Δε θα ματώσω για σένα. Δε θα θυσιάσω τους φίλους μου για έναν άνθρωπο που δε νοιάζεται για μένα αρκετά ώστε να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά έστω μία φορά. Η εμπιστοσύνη είναι διπλής κατεύθυνσης, Ντάροου. Αυτή τη φορά πρέπει να κάνεις ένα άλμα». Δεν μπλοφάρει. Και ξέρω τι θέλω να πω. Πώς είναι όμως δυνατόν; Ο Σέβρο είναι Χρυσός. Ένας βρομοκατάρατος Χρυσός. Μ ε άκουσε να λέω «βρομοκατάρατε» στον Απόλλωνα. Το κάλυψε. Δεν το κάλυψε; Ή μήπως εκείνο ήταν λάθος; Μ ε παγιδεύει; Όχι. Όχι, αν αυτό είναι αλήθεια, τότε το παιχνίδι έχει ήδη τελειώσει. Το όνειρο της Ηώς έχει αποτύχει. Ποιος είναι πιο κοντά μου από αυτόν; Ποιος με αγαπάει περισσότερο από αυτόν τον παράξενο, αντιπαθητικό απόβλητο; Κανείς. Έτσι, τον κοιτάζω στα άτονα χρυσαφένια του μάτια. «Ο Άρης σ’ έστειλε». Σιωπή ανάμεσά μας. Πέντε τρομερά δευτερόλεπτα. Έξι. Εφτά. Σηκώνεται και κλειδώνει την πόρτα, προτού βγάλει έναν μικρό μαύρο κρύσταλλο από την τσέπη του τσαλακωμένου παντελονιού του. «Για την ανάσα σου μόνο». «Ένας ψιθυρόλιθος…»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

275

Τον πιάνω απαλά, ξέροντας πόσο κοστίζει, και φυσάω πάνω στην επιφάνειά του. Η ανάσα μου τον κάνει να ταλαντευτεί, μετά να θρυμματιστεί. Μ ικρά μόρια μαύρου ανεβαίνουν, ξεπροβάλλοντας σαν πυγολαμπίδες από το χορτάρι, καθώς πέφτει το σούρουπο το κατακαλόκαιρο. Συγχωνεύονται. Αιωρούνται σχηματίζοντας ένα αδρό ολογράφημα, που μετεωρίζεται ανάμεσα στον Σέβρο κι εμένα. Το μυτερό κράνος του Άρη. «Παιδί μου» κελαηδάει. «Συγγνώμη. Η Αρμονία με πρόδωσε και ξεκίνησε μια εκστρατεία ενάντια στις αρχές μας. Ανακάλυψα πολύ αργά πώς σκόπευε να σε χρησιμοποιήσει. Φάνηκες συνετός όμως. Γι’ αυτό σε επέλεξα. Λαμβάνονται μέτρα για να εξουδετερωθούν οι προσπάθειές της. Συνέχισε τις δικές σου. Στρέψε τους Αυγούστους εναντίον των Μπελόνα και σπάσε την Pax Solaris». Προσπαθώ να του κάνω μια ερώτηση, αλλά είναι μαγνητοσκόπηση. Έγινε κάποια στιγμή μετά το γκαλά. «Καταλαβαίνω πως πρέπει να είναι δύσκολο. Σου έχω ζητήσει ήδη πάρα πολλά. Πρέπει όμως να συνεχίσεις. Σπείρε το χάος. Αδυνάτισέ τους. Έχεις πολλούς λόγους να με αμφισβητείς. Δεν επικοινωνήσαμε μαζί σου μέχρι τώρα, επειδή σε παρακολουθούσαν ο Πλίνιος, το Τσακάλι και οι κατάσκοποι της Αρχόντισσας. Οι ταραξίες προκαλούν ενδιαφέρον. Σε παρακολουθούσα κι εγώ, όμως, και είμαι περήφανος. Ξέρω πως θα ήταν περήφανη και η Ηώ. Για την περίπτωση που αμφιβάλλεις για την ειλικρίνεια αυτού του μηνύματος, ένας φίλος θα ήθελε να πει ένα γεια». Το κράνος του Άρη ξεθωριάζει και ο Χορευτής μού χαμογελάει. «Ντάροου, θέλω να ξέρεις πως είμαστε μαζί σου. Η οικογένειά σου είναι ζωντανή και καλά. Το τέλος πλησιάζει, φίλε μου. Σύντομα θα είσαι μαζί μας. Μέχρι τότε, εμπιστέψου τον άνθρωπο που έστειλε ο Άρης· τον στρατολόγησα αυτοπροσώπως. Σπάσε τις αλυσίδες». Η εικόνα διαλύεται, με το μαυριδερό φως να εξασθενίζει στον αέρα. Και μένω να κοιτάζω το πάτωμα του ντους. «Μ ια χαρά φαίνεσαι, αν πάρουμε υπόψη όλες εκείνες τις εγχειρήσεις» λέει ο Σέβρο. Το χαμόγελό του δεν είναι λιγότερο

276

PIERCE BROWN

αντιπαθητικό απ’ ό,τι συνήθως. «Ο Άρης μού έστειλε εκείνον τον σακάτη. Εκείνον που σ’ έστειλε στο Ινστιτούτο. Τον Χορευτή». Δεν μπορεί να πει άλλα, επειδή τον σφίγγω στην αγκαλιά μου και κλαίω. Κλαίω με λυγμούς και τον κρατάω τρέμοντας, τρομάζοντάς τον. Δεν κουνιέται παρά μόνο για να μου χαϊδέψει το κεφάλι. Όλο το βάρος φεύγει από τους ώμους μου. Κάποιος ξέρει. Ξέρει και είναι εδώ. Ξέρει και ήρθε να με βοηθήσει. Να με βοηθήσει. Δεν μπορώ να σταματήσω να τρέμω και να λέω ευχαριστώ. Η Ηώ είχε δίκιο. Εγώ είχα δίκιο. «Είσαι φίλος μου» λέω τρέμοντας σαν παιδί. Φαίνεται έτοιμος να βάλει τα κλάματα βλέποντάς με έτσι. Πραγματικός φίλος. «Φυσικά» λέει κομπιάζοντας. «Αλλά μόνο αν σταματήσεις να κλαίγεσαι, μάγκα μου. Εξακολουθούμε να είμαστε Χρυσοί». Τραβιέμαι από πάνω του ντροπιασμένος, σκουπίζοντας το πρόσωπό μου με το μανίκι μου. Νομίζω πως ψελλίζω μια συγγνώμη. Τα μάτια μου είναι θολωμένα. Μ ου δίνει μια πετσέτα και φυσάω σ’ αυτή τη μύτη μου, που τρέχει. Κάνει έναν μορφασμό. «Τι;» «Ήταν για τα μάτια σου». Γελάμε μαζί και μετά καθόμαστε μέσα σε αμήχανη σιωπή. Κάποια στιγμή τον ρωτάω πόσο καιρό το ξέρει. Υποψιαζόταν κάτι από το Ινστιτούτο, λέει, όταν με άκουσε να λέω «βρομοκατάρατε» στον Απόλλωνα. Η φωνή μου έγινε πολύ βαριά, πολύ βραχνή. Μ ετά ο Χορευτής τού έδειξε το βίντεο της λάξευσής μου. «Μ ε κάποιο τρόπο ήξεραν πως μπορούσες να μου έχεις εμπιστοσύνη, έστω κι αν δε μου είχες, σκατοκέφαλε. Πάντα έτσι ήταν. Πάντα έτσι θα είναι». «Δε σε… πειράζει;» τον ρωτάω. «Αυτό που είμαι;» «Πειράζει. Πολύ σφιχτόκωλη λέξη για ένα φρικομεγάλο πράγμα». Ξύνει το κοντοκουρεμένο κεφάλι του. «Μ ια φαγούρα στ’ αχαμνά με πειράζει. Το χαλασμένο ψάρι με πειράζει. Τα ξιπασμένα κωλόπαιδα με πειράζουν. Αυτό…» Ανασηκώνει τους ώμους του. «Χέσ’ το. Σου αρέσει η οπτική μου περισσότερο από

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

277

ό,τι σε κάθε άλλο καριόλη στους κόσμους. Σκέφτηκα να ανταποδώσω τη χάρη, έστω κι αν στην πραγματικότητα είμαι πιο μεγαλόσωμος από τον σκουριασμένο πισινό σου». Γελάω μ’ αυτό. Θα είχε κάνει τον Κόκκινο εαυτό μου να μοιάζει νάνος. «Πρέπει να ξέρεις τι είμαι εδώ να κάνω. Δεν είναι απλώς διείσδυση. Θα τελειώσει με την πτώση της Κοινωνίας». «Όσο ψηλά κι αν ανεβείς, στη λάσπη πέφτεις». «Αυτό είναι όλο;» ρωτάω, μην μπορώντας να το πιστέψω. «Είσαι μαζί μου;» Ξεφυσάει περιφρονητικά. «Μ ου πήρε έξι μήνες σ’ ένα πυρσόπλοιο να σε φτάσω. Τρεις μήνες από τον Τρίτωνα, αφότου ο Χορευτής μού έδειξε την αλήθεια. Σάστισα; Φυσικά. Και πάλι, όμως, ανέβηκα στο σκάφος και είχα τρεις μήνες να το ξανασκεφτώ. Ωστόσο είμαι εδώ. Επομένως νομίζω πως ο καιρός για αμφισβήτηση της αφοσίωσής μου έχει περάσει. Εν πάση περιπτώσει, οι Χρυσοί “αδελφοί” μου προσπαθούν να με σκοτώσουν από τότε που γεννήθηκα». Κοιτάζει ολόγυρα, αμήχανος ακόμα και ύστερα από όλα όσα μοιραστήκαμε, παρά το παρεμβολοπεδίο. «Οι μόνοι άνθρωποι που μου φέρθηκαν ποτέ ανθρώπινα είναι άνθρωποι που δεν έχουν λόγο να το κάνουν. Κατώτερα Χρώματα. Εσύ. Νομίζω πως είναι καιρός να ανταποδώσω τη χάρη». «Και με τους άλλους τι γίνεται;» ρωτάω έντονα. «Το Χαλίκι, τον Κλόουν;» «Δεν είναι δικό μου μυστικό για να το μοιραστώ. Η Κουίν θα είχε καταλάβει» λέει αργά, υπαινικτικά. «Οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να συμφωνήσουν. Το Γαϊδουράγκαθο δε θα συμφωνήσει. Ο Ροκ δε θα συμφωνήσει. Ούτε σε ένα εκατομμύριο χρόνια. Πολύ ερωτευμένοι με το είδος τους. Δεν ξέρω για την ψηλή ξιπασιάρα». «Τη Βίκτρα. Και η Μ άστανγκ;» ρωτάω. «Δε δίνω ερωτικές συμβουλές, σκατοκέφαλε». Σηκώνεται. «Δε μου λες, μόνο και μόνο επειδή είμαι επαναστάτης, δεν πάει να πει πως δεν μπορώ να απολαύσω ένα μασάζ από μια Ροζ, έτσι; Θα με χάλαγε πολύ». «Δεν ξέρω» γελάω. «Ακόμη δεν έχω καταλήξει, για να είμαι

278

PIERCE BROWN

ειλικρινής». «Γείωσέ το. Θα κάνω ένα. Νιώθω την πλάτη μου φρικοσπασμένη». Τα στραβά δόντια του γυμνώνονται, καθώς γελάει. «Σε κάνει να νιώθεις καλά. Έτσι είναι που καταλαβαίνω πως είναι σωστό, Θεριστή. Παρ’ όλ’ αυτά τα σκατά. Σε κάνει να νιώθεις καλά εδώ». Χτυπάει το αδύνατο στήθος του. «Σε κάνει να νιώθεις… πώς το λέτε… βρομοκατάρατα ωραία».

Η Βίκτρα με βρίσκει αφού έχω αποχαιρετίσει τον Σέβρο. «Ο Αύγουστος μ’ έστειλε να σου πω πως η πολυτελής καμπίνα του Άρχοντα της Τέφρας είναι δική σου». «Ο Αύγουστος μου δίνει το μεγαλύτερο δωμάτιο;» «Δικό σου το σκάφος, δικά σου τα λάφυρα, είπε. Ξέρεις πόσο σχολαστικός είναι με την τάξη». «Ελπίζω να ξέρεις προς τα πού πέφτει. Έχω ήδη χαθεί». Μ ου κάνει νόημα να την ακολουθήσω. Διασχίζουμε σιωπηλοί τους διαδρόμους. Είμαι κουρασμένος, αλλά πολύ χαρούμενος που ξέρω πως ο Σέβρο είναι μαζί μου, πως ο Άρης εξακολουθεί να πιστεύει σ’ εμένα και πως ο Χορευτής είναι ακόμη ζωντανός εκεί έξω. Είναι ένα βάλσαμο στον πόνο για τον θάνατο της Κουίν. «Υποθέτω πως ξέρεις ότι η οικογένειά μου πρόδωσε τον Αρχικυβερνήτη» λέει. «Το άκουσα. Εσύ όμως είσαι ακόμη μαζί μας». «Όπως είπα, κάνω αυτό που θέλω. Η μητέρα μου δεν ελέγχει ούτε εμένα ούτε τις πράξεις μου, όπως με την Αντωνία». Χαμογελάει λοξά, παρακολουθώντας με. «Μ ’ αρέσει όταν είσαι έτσι». «Έτσι;» Δεν μπορώ να μη γελάσω. «Τι εννοείς;» «Δεν ξέρω. Φαίνεσαι ήρεμος. Χαλαρός. Παρά τα όσα έγιναν». «Κι εσύ φαίνεσαι ιδιαίτερα ευγενική» λέω. «Ευγενική; Ωραίο παραμύθι. Ξέρουμε όμως και οι δύο πως κάθε άλλο παρά ευγενική είμαι». Προχωράμε σιωπηλοί, μέχρι που φτάνουμε στην πόρτα της πολυτελούς καμπίνας μου. Ρίχνω μια ματιά πίσω μου και βλέπω τον Ράγκναρ να ακολουθεί καταπόδας. Αν δεν ήταν οι επίδεσμοι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

279

στο σώμα του, δε θα τον έβλεπα καθόλου. Του κάνω νόημα να φύγει. Στην πόρτα, ψάχνω τα αλαζονικά μάτια της Βίκτρας. «Θα μπορούσες να είχες στείλει ένα κατώτερο Χρώμα για να μου πει πως θα έμενα στην πολυτελή καμπίνα». «Τότε, όμως, δε θα σ’ έβλεπα». «Αυτός είναι ο μόνος λόγος;» ρωτάω. Χαμογελάει σκανταλιάρικα. «Νομίζω πως θα κρατήσω τα μυστικά μου». Ύστερα από μια στιγμή σηκώνει τα μάτια της πάνω μου. «Πάντως πραγματικά ανησυχώ για σένα». «Για μένα;» Σηκώνω καρτερικά τα μάτια μου. «Τι παριστάνεις, Βίκτρα;» «Τίποτα» λέει θιγμένη. «Είσαι μεγάλος υποκριτής, Ντάροου». «Εγώ;» «Θυμάσαι όταν ο Τάκτος απέρριψε το βιολί σου επειδή υποπτευόταν πως κάτι ήθελες; Τώρα μου φέρεσαι με τον ίδιο τρόπο. Όπως όταν ήρθα να σε βρω στον κήπο στη Σελήνη. Είναι τόσο δύσκολο να πιστέψεις πως είμαι φίλη σου και νοιάζομαι για σένα;» Ζαρώνει τη μύτη της. «Μ ε κάνεις συναισθηματική και το σιχαίνομαι». «Μ ε συγχωρείς» λέω. «Απλώς είσαι…» Προσπαθώ να βρω τα σωστά λόγια για την ψηλή γυναίκα. Δεν υπάρχουν. Έτσι, ανασηκώνω τους ώμους και λέω: «Είναι δύσκολο να ξέρω πως είσαι αδερφή της Αντωνίας. Αυτή είναι όλη η ιστορία». «Δεν είμαι εκείνη όμως». «Το καταλαβαίνω αυ…» «Αλήθεια;» Απλώνει το χέρι της και αγγίζει το πρόσωπό μου. Τα χείλη της ανοίγουν ερευνητικά. Θυμάμαι την αίσθησή τους πάνω στα δικά μου προτού εκσφενδονιστώ μέσα από τον αγωγό εκτόξευσης. Τότε την άφησα να με φιλήσει. Έστω κι αν είναι ψυχρή, υπάρχει στην καρδιά της κάτι για μένα. Διαφορετικό από της Ηώς. Διαφορετικό από της Μ άστανγκ. Τραβιέμαι μαλακά από το χέρι της και κουνάω το κεφάλι μου. «Είσαι παράξενος άνθρωπος» λέει με έναν ελαφρό στεναγμό και όλη η ευαισθησία που έδειχνε έχει τώρα εξαφανιστεί. Τα νύχια της κάνουν ξανά την εμφάνισή τους. Ακουμπάει στον τοίχο

280

PIERCE BROWN

απέναντί μου λυγίζοντας το γόνατο και πατώντας με την μπότα της τον τοίχο, κοιτάζοντάς με κοροϊδευτικά. Να η Βίκτρα που ξέρω. «Αγαπάς τις γυναίκες, αλλά δε μας απολαμβάνεις». Οι γραμμές του χαμόγελου βαθαίνουν, καθώς τα χείλη της ανοίγουν ελαφρά. Τα μάτια μου δεν μπορούν να μην ακολουθήσουν το λυγερό περίγραμμα του λαιμού της, τη δύναμη στους λεπτούς ώμους της και το ανασήκωμα του στήθους της. Τα μάτια της με καίνε. «Υπάρχουν πολλά να απολαύσεις. Ξέρεις καν πόσο απαλό είναι το δέρμα μου;» Σκάω ένα γέλιο. «Μ ε κοροϊδεύεις». «Όπως πάντα». Η Βίκτρα είναι μηχανορράφος. Αυτός είναι ο τρόπος της. Προς στιγμή, όμως, ήταν ευάλωτη. Και το γεγονός ότι το είδα αυτό… το γεγονός ότι το είδα ήταν που έκανε όλη τη διαφορά. Σκοτώνω τη σεξουαλική ένταση με τον καλύτερο τρόπο που ξέρω. «Καληνύχτα, αδερφή» λέω και τη φιλάω στο μέτωπο. «Αδερφή; Αδερφή;» Γελάει περιφρονητικά καθώς φεύγω. Της παίρνει μια στιγμή, αλλά τελικά με φωνάζει. «Είναι επειδή με θεωρείς κακιά;» Ξαναγυρίζω προς το μέρος της. «Κακιά;» «Γι’ αυτό δε μ’ ήθελες ποτέ;» Κάνει μια παύση, διαλέγοντας προσεκτικά τις λέξεις. «Επειδή με κοιτάζεις αφ’ υψηλού;» «Γιατί νομίζεις κάτι τέτοιο;» ρωτάω μαλακά. Ανασηκώνει τους ώμους και κοιτάζει ολόγυρα στον διάδρομο, παράξενα διστακτική. «Δεν…» Στρίβει τα χέρια της, προσπαθώντας να ανασύρει τα σωστά λόγια. Δείχνει τον εαυτό της. «Έτσι επιβιώνω, καταλαβαίνεις; Έτσι μ’ έμαθε η μητέρα μου. Έτσι τα βγάζω πέρα». «Τι θα έλεγες να δοκιμάζαμε κάτι καινούριο;» προσφέρομαι, επιστρέφοντας κοντά της. Απλώνω το χέρι μου. «Ντάροου. Αντίθετα με τις φήμες που κυκλοφορούν, δεν τρώω γυαλιά. Μ ’ αρέσει η μουσική, ο χορός και τρελαίνομαι για φρέσκα φρούτα, ιδιαίτερα φράουλες». Γελάει ξεφυσώντας. «Πολύ χαζό. Ξανασυστηνόμαστε;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

281

«Χωρίς πανοπλίες. Απλώς δύο άνθρωποι. Περιμένω» λέω παιχνιδιάρικα. Σηκώνοντας τα μάτια της στον ουρανό, κάνει ένα βήμα μπροστά κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά στον διάδρομο. Σηκώνει το χέρι, πνίγοντας ένα παιδιάστικο χαμόγελο. «Βίκτρα. Μ ’ αρέσει η μυρωδιά της πέτρας προτού πέσει η βροχή». Κάνει έναν μορφασμό και τα μάγουλά της κοκκινίζουν. «Και… μη γελάσεις. Στην πραγματικότητα μισώ το χρυσό χρώμα. Το πράσινο ταιριάζει καλύτερα στο δέρμα μου».

Δεν μπορώ να κοιμηθώ. Τα σώματα εκείνων που άφησα πίσω μου αιωρούνται στο σκοτάδι μαζί μου. Ξυπνάω μια ντουζίνα φορές, με λάμψεις από βόμβες και τον συριστικό ήχο από σπαθιά να ξεσκίζουν τα όνειρά μου. Τις κέρδισα αυτές τις άγρυπνες νύχτες. Το ξέρω κι αυτό είναι που τις κάνει ακόμα πιο δύσκολες. Σηκώνομαι και πηγαινοέρχομαι στο καινούριο μου διαμέρισμα, τριγυρίζοντας στους μεγάλους χώρους του. Έξι δωμάτια. Ένα μικρό γυμναστήριο. Ένα μεγάλο μπάνιο. Ένα γραφείο. Όλα ανήκαν στον άνθρωπο που έκαψε έναν δορυφόρο. Τον πατέρα των Ερινύων. Πώς να κοιμηθώ σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο; Βγάζω το μενταγιόν με τον Πήγασο από την τσέπη μου, σχεδόν ξεχνώντας πως είναι μια βόμβα ραδίου. Τριγυρίζοντας στους διαδρόμους του σκάφους σαν φάντασμα, κοιτάζω πίσω μου και αναρωτιέμαι αν ο Ράγκναρ με ακολουθεί. Του είπα να κοιμηθεί, δεν ξέρω όμως και πολλά για τα κέφια του, πώς σκέφτεται, τι κάνει τα βράδια. Έχω πολλά να μάθω. Διασχίζω σκοτεινιασμένους διαδρόμους, προσπερνώντας Πορτοκαλιούς τεχνικούς και Κυανούς διαχειριστές συστημάτων, που σωπαίνουν και σκύβουν, καθώς προχωράω σε μεταλλικούς διαδρόμους προς τα σωθικά του σκάφους, όπου οι Χρυσοί δεν πατούν ποτέ το πόδι τους. Οι οροφές είναι χαμηλότερες, φτιαγμένες για τους Κόκκινους εργάτες και τους Καστανούς επιστάτες. Αυτό το σκάφος είναι μια πόλη, ένα νησί. Όλα τα Χρώματα βρίσκονται εδώ. Θυμάμαι το δυναμολόγιο. Χιλιάδες θέσεις εργασίας. Εκατομμύρια κινητά μέρη. Εξετάζω έναν πίνακα

282

PIERCE BROWN

συντήρησης. Κι αν ο Πορτοκαλής που δουλεύει εδώ υπερφόρτιζε τον πίνακα; Τι θα γινόταν; Δεν ξέρω. Στοιχηματίζω πως λίγοι Χρυσοί ξέρουν πραγματικά. Το σημειώνω νοερά. Συνεχίζω, με την πείνα να με οδηγεί προς την αίθουσα συνεστιάσεων. Εύκολα θα μπορούσε να σταλεί φαγητό στα δωμάτιά μου, μόνο που οι υπηρέτες μου δεν έχουν οργανωθεί ακόμη. Εν πάση περιπτώσει, σιχαίνομαι να με σερβίρουν. Στην αίθουσα συνεστιάσεων, βρίσκω κάποιον εξίσου άυπνο μ’ εμένα να κάθεται σ’ ένα μακρύ μεταλλικό τραπέζι. Τη Μ άστανγκ.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

283

24 Αυγά με μπέικον

Χ

ώνομαι στην καρέκλα απέναντί της. «Δεν έχεις ύπνο;» ρωτάω. Χτυπάει το κεφάλι της με τους κόμπους των δαχτύλων της. «Έχω πολλά να σκεφτώ». Γνέφει προς την κουζίνα, απ’ όπου ακούγονται να κουδουνίζουν κουζινικά. «Ο μάγειρας είναι σε κατάσταση αλλοφροσύνης» λέει. «Νομίζει πως χρειάζομαι κανένα τσιμπούσι. Του είπα πως ήθελα μόνο αυγά με μπέικον. Είμαι σίγουρη πως το αγνόησε. Κάτι ψέλλισε για φασιανό. Έχει αυτή την προφορά του Γαιογέννητου. Δύσκολα τον καταλαβαίνεις». Μ ερικές στιγμές αργότερα, ένας Καστανός μάγειρας βγαίνει παραπατώντας από την κουζίνα κουβαλώντας έναν δίσκο όχι μόνο με αυγά και μπέικον, αλλά και με βάφλες κολοκύθας, καπνιστό ζαμπόν, τυριά, λουκάνικα, φρούτα και μια ντουζίνα άλλα πιάτα. Όχι φασιανό πάντως. Όταν με βλέπει, τα μάτια του γίνονται μεγάλα σαν τις βάφλες. Ζητώντας συγγνώμη για κάτι, αφήνει κάτω τον δίσκο και εξαφανίζεται, για να ξαναεμφανιστεί ένα λεπτό αργότερα με ακόμα περισσότερο φαγητό. «Πόσο νομίζεις ότι τρώμε;» τον ρωτάω. Απλώς με κοιτάζει. «Ευχαριστώ» λέει η Μ άστανγκ. Εκείνος μουρμουρίζει κάτι που δεν ακούγεται και οπισθοχωρεί κάνοντας υποκλίσεις.

284

PIERCE BROWN

«Νομίζω πως ο Άρχοντας της Τέφρας ήταν κάπως διαφορετικός από μας» λέω. Η Μ άστανγκ σπρώχνει τα φρούτα προς το μέρος μου. «Είχα την εντύπωση πως δε σου άρεσε το μπέικον» συνεχίζω. Ανασηκώνει τους ώμους της. «Έτρωγα κάθε πρωί στη Σελήνη». Βουτυρώνει ελαφρά τις βάφλες της. «Μ ου θύμιζε εσένα». Αποφεύγει το βλέμμα μου. «Γιατί δεν μπορείς να κοιμηθείς;» «Δεν είμαι εύκολος στον ύπνο». «Ποτέ δεν ήσουν. Μ όνο όταν έχεις μια τρύπα στο στομάχι σου. Τότε κοιμόσουν σαν μωρό». Γελάω. «Νομίζω πως τα κώματα δε μετράνε». Μ ιλάμε για οτιδήποτε άλλο πέρα από τα πράγματα για τα οποία θα έπρεπε. Αθώα και ήρεμα, σαν δυο νυχτοπεταλούδες που χορεύουν γύρω από την ίδια φλόγα. «Φοβερό πόσο μεγάλα είναι τα κρεβάτια ακόμα και πάνω σ’ ένα αστρόπλοιο» λέει η Μ άστανγκ. «Το δικό μου είναι τερατώδες. Τεράστιο, πραγματικά». «Επιτέλους! Να και κάποιος άλλος που συμφωνεί. Τις μισές φορές κοιμάμαι κατάχαμα». «Κι εσύ;» Κουνάει το κεφάλι. «Μ ερικές φορές ακούω θορύβους και κοιμάμαι στην ντουλάπα, θεωρώντας πως, αν κάποιος έρχεται να με σκοτώσει, δε θα σκεφτεί να κοιτάξει εκεί μέσα». «Το έχω κάνει αυτό. Πραγματικά βοηθάει». «Εκτός αν είναι η ντουλάπα αρκετά μεγάλη για να χωρέσει μια οικογένεια Οψιδιανών. Τότε είναι το ίδιο χάλια». Ξαφνικά κατσουφιάζει. «Αναρωτιέμαι αν οι Οψιδιανοί αγκαλιάζονται». «Δεν αγκαλιάζονται». Τα φρύδια της ανεβαίνουν. «Το έψαξες;» Τρώω μια τελευταία χούφτα φράουλες ανασηκώνοντας τους ώμους, καθώς η Μ άστανγκ αποδοκιμάζει τους τρόπους μου. «Οι Οψιδιανοί πιστεύουν σε τρία είδη αγγίγματος. Το Άγγιγμα της Άνοιξης. Το Άγγιγμα του Καλοκαιριού. Το Άγγιγμα του Χειμώνα. Μ ετά τη Σκοτεινή Εξέγερση, όταν οι Οψιδιανοί πήραν τα όπλα εναντίον των σιδερένιων προγόνων μας, η Επιτροπή Ποιοτικού

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

285

Ελέγχου εξέτασε την πιθανότητα να καταστρέψει ολόκληρο το Χρώμα. Ξέρεις πως τους έδωσαν μια θρησκεία, τους έκλεψαν την τεχνολογία τους. Αυτό που ήθελαν να σκοτώσουν πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν το απίστευτο δέσιμο που είχαν τότε οι Οψιδιανοί. Έτσι, δασκάλεψαν τους σαμάνους των φυλών, εξαγορασμένους και πληρωμένους ψεύτες, να προειδοποιούν εναντίον του αγγίγματος, λέγοντας πως εξασθενούσε το πνεύμα. Έτσι τώρα οι Οψιδιανοί αγγίζουν ο ένας τον άλλο στο σεξ. Αγγίζουν ο ένας τον άλλο για να αποτρέψουν τον θάνατο. Και αγγίζουν ο ένας τον άλλο για να σκοτώσουν. Δεν υπάρχει αγκάλιασμα». Προσέχω πως με παρακολουθεί μ’ ένα αχνό μειδίαμα. «Αλλά φυσικά τα ήξερες όλα αυτά». «Τα ήξερα». Χαμογελάει. «Μ ερικές φορές όμως είναι καλό να θυμάμαι όλα αυτά που γίνονται μέσα σου». «Ω». Κοιτάζω αλλού, καθώς προσπαθεί να παγιδέψει το βλέμμα μου στο δικό της. «Ξέχασα πως μπορείς να κοκκινίζεις!» Μ ε παρακολουθεί μια στιγμή. «Μ άλλον δεν το ξέρεις, αλλά μία από τις διατριβές μου στη Σελήνη επικεντρωνόταν στα λάθη στα θεωρήματα κοινωνιο​λογικής χειραγώγησης που χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου». Κόβει κομψά ένα λουκάνικο. «Τα θεώ​ρησα μυωπικά. Η χημική σεξουαλική στείρωση του Ροζ γένους, για παράδειγμα, έχει οδηγήσει σε τραγικά υψηλό ποσοστό αυτοκτονιών μέσα στους Κήπους». Τραγικά. Οι περισσότεροι θα είχαν πει «αντιπαραγωγικά». «Η ακαμψία των νόμων που διατηρούν την ιεραρχία είναι τόσο αυστηρή, που κάποια μέρα θα σπάσουν. Πενήντα χρόνια από τώρα; Εκατό; Ποιος ξέρει; Υπήρχε αυτή η συγκεκριμένη υπόθεση που μελετήσαμε, όπου μια Χρυσή ερωτεύτηκε έναν Οψιδιανό. Έβαλαν έναν Λαξευτή από τη μαύρη αγορά να τροποποιήσει τα αναπαραγωγικά τους όργανα έτσι ώστε το σπέρμα του να είναι συμβατό με τα ωάριά της. Ανακαλύφθηκαν και εκτελέστηκαν και οι δύο, οι Λαξευτές τους σκοτώθηκαν. Τέτοιου είδους πράγματα όμως έχουν γίνει εκατό φορές. Χίλιες. Απλώς σβήνονται από τα αρχεία». «Είναι τρομερό» λέω.

286

PIERCE BROWN

«Και όμορφο». «Όμορφο;» ρωτάω με αποστροφή. «Κανείς δεν ξέρει γι’ αυτούς τους ανθρώπους» εξηγεί. «Κανείς πέρα από μια χούφτα Χρυσούς που έχουν πρόσβαση. Το ανθρώπινο πνεύμα προσπαθεί να απελευθερωθεί συνεχώς, όχι με το μίσος, όπως στη Σκοτεινή Εξέγερση. Αλλά για την αγάπη. Δε μιμούνται ο ένας τον άλλο. Δεν εμπνέονται από άλλους που ήρθαν πριν από αυτούς. Ο καθένας είναι πρόθυμος να κάνει το άλμα, θεωρώντας πως είναι ο πρώτος. Αυτό είναι γενναιότητα. Και σημαίνει πως αποτελεί κομμάτι αυτού που είμαστε ως άνθρωποι». Γενναιότητα. Θα το έλεγε αυτό, αν ήξερε πως ένας από αυτούς τους ανθρώπους κάθεται απέναντί της; Ζει στον κόσμο των θεωριών για τον οποίο μίλησε η Αρμονία; Ή θα μπορούσε πραγματικά να καταλάβει… «Επομένως αναρωτιέμαι…» συνεχίζει. «Πόσος καιρός μένει μέχρι κάποια ομάδα σαν τους Γιους του Άρη να βρει τα αρχεία, να τα δημοσιοποιήσει; Το έκαναν με την Περσεφόνη. Το κορίτσι που τραγούδησε. Είναι απλώς θέμα χρόνου». Κάνει μια παύση και με παρατηρεί με μάτια μισόκλειστα, καθώς αντιδρώ όταν αναφέρει την Ηώ. «Τι τρέχει;» Δεν μπορώ να της πω τι σκέφτομαι, έτσι, καταφεύγω στο ψέμα. «Πραγματείες. Κοινωνιολογία. Εσύ κι εγώ ειδικευόμαστε σε πολύ διαφορετικά πράγματα. Πάντα αναρωτιόμουν πώς ήταν η ζωή σου στη Σελήνη». Η Μ άστανγκ με κοιτάζει παιχνιδιάρικα. «Μ πα; Δηλαδή με σκεφτόσουν;» «Μ πορεί». «Μ έρα νύχτα; Τι φοράει η Μ άστανγκ; Τι ονειρεύεται; Ποιο αγόρι φιλάει…;» Μ ορφάζει σ’ αυτό το τελευταίο. «Ντάροου, θέλω να σου εξηγήσω κάτι». «Δε χρειάζεται» λέω, αποτρέποντάς την μ’ ένα νεύμα. «Μ ε τον Κάσσιο…» «Μ άστανγκ, δε μου οφείλεις τίποτα. Δεν ήσουν δική μου. Δεν είσαι δική μου. Μ πορείς να κάνεις ό,τι θέλεις όταν θέλεις με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

287

όποιον θέλεις». Κάνω μια παύση. «Παρ’ όλο που είναι ένας φρικοκατάρατος γάιδαρος». Ξεφυσάει ένα γέλιο. Το κέφι σβήνει όσο γρήγορα ήρθε. Υπάρχει πόνος στα μάτια της. Στο μισάνοιχτο στόμα της. Το μαχαίρι και το πιρούνι της μένουν ακίνητα πάνω από το ξεχασμένο πιάτο της. Χαμηλώνει τα μάτια και κουνάει το κεφάλι της. «Ήθελα να είναι αλλιώς» λέει. «Το ξέρεις αυτό». «Μ άστανγκ…» Ακουμπάω το χέρι μου στον καρπό της. Παρά τη δύναμή της, είναι εύθραυστος στα σκληρά μου χέρια. Εύθραυστος όπως του άλλου κοριτσιού όταν το αγκάλιασα στα βαθιά ορυχεία. Δεν μπόρεσα να βοηθήσω εκείνο το κορίτσι. Και τώρα νιώθω πως δεν μπορώ να βοηθήσω αυτή τη γυναίκα. Μ ακάρι να ήταν τα χέρια μου φτιαγμένα για να χτίζουν. Θα ήξερα τι να πω. Τι να κάνω. Μ πορεί σε κάποια άλλη ζωή να ήμουν αυτός ο άντρας. Σ’ αυτήν εδώ, τα λόγια μου, όπως και τα χέρια μου, είναι αδέξια. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να κόβουν. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σπάνε. «Νομίζω ότι ξέρω πώς νιώθεις...» Η Μ άστανγκ τραβιέται απότομα μακριά μου. «Πώς νιώθω;» «Δεν εννοούσα...» Κάνω μια παύση, καθώς ακούω έναν θόρυβο. Κοιτάζουμε και ο μάγειρος στέκεται αμήχανα με άλλον έναν δίσκο. Προχωράει στις μύτες των ποδιών του, τον αφήνει και βγαίνει από το δωμάτιο οπισθοχωρώντας αδέξια. «Ντάροου. Σκάσε και άκου». Μ ε κοιτάζει άγρια μέσα από τις τούφες μαλλιών που έχουν πέσει στο πρόσωπό της. «Θέλεις να μάθεις πώς νιώθω; Θα σου το κάνω λιανά λοιπόν. Σ’ όλη μου τη ζωή μάθαινα να βάζω την οικογένειά μου πάνω από οτιδήποτε άλλο. »Αυτό που έγινε με τον αδερφό μου στο Ινστιτούτο… όταν σου τον παρέδωσα, αυτό με έστρεψε ενάντια σε όλα όσα είχα μεγαλώσει να κάνω. Αλλά πίστευα πως εσύ» παίρνει μια βαθιά ανάσα που καταλήγει τρεμουλιαστή «ήσουν ένας άνθρωπος που είχε κερδίσει την αφοσίωσή μου. Και πίστευα πως θα ήταν πολύ πιο σημαντικό, αν την έδινα σ’ εσένα εκείνη τη στιγμή και όχι

288

PIERCE BROWN

στον Άδριο, που δεν κούνησε ποτέ ούτε το δαχτυλάκι του για λογαριασμό μου. Ήξερα πως ήταν το σωστό, αλλά αποτελούσε αποκήρυξη του πατέρα μου, όλων όσα μου έμαθε. Ξέρεις καν τι σημαίνει αυτό; Έχει συντρίψει οικογένειες τόσο εύκολα όσο άλλοι τσακίζουν κλαράκια. Ασκεί αφάνταστη εξουσία. Περισσότερο από αυτό όμως. Είναι ο άνθρωπος που μ’ έμαθε να ιππεύω, να διαβάζω ποιήματα και όχι μόνο τις στρατιωτικές ιστορίες. Ο άνθρωπος που στάθηκε δίπλα μου, αφήνοντάς με να σηκώνομαι με τη δική μου δύναμη όταν έπεφτα. Ο άνθρωπος που δεν μπορούσε να με κοιτάξει επί τρία χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας μου. Αυτός είναι ο άνθρωπος που απαρνήθηκα για σένα. Όχι» διορθώνει «όχι για σένα. Για να ζήσω διαφορετικά, να ζήσω για περισσότερα. Περισσότερα από την αλαζονεία. »Στο Ινστιτούτο εσύ κι εγώ αποφασίσαμε να σπάσουμε τους κανόνες, να είμαστε ανθρώπινοι σ’ έναν κόσμο φρίκης. Έτσι, φτιάξαμε έναν στρατό από πιστούς φίλους αντί για δούλους. Επιλέξαμε να γίνουμε καλύτεροι. Μ ετά τα έφτυσες αυτά κατάμουτρα φεύγοντας για να γίνεις ένας από τους φονιάδες του πατέρα μου». Σηκώνει το δάχτυλό της στον ουρανό. «Όχι. Μ η μιλάς. Δεν είναι η σειρά σου μόνο και μόνο επειδή έκανα μια παύση». Συγκεντρώνει τις σκέψεις της χωρίς να βιάζεται, σπρώχνοντας πέρα το πιάτο της. «Τώρα είμαι σίγουρη πως καταλαβαίνεις ότι ένιωθα χαμένη. Πρώτον, επειδή νόμιζα πως είχα βρει σ’ εσένα έναν ξεχωριστό άνθρωπο. Δεύτερον, επειδή ένιωθα πως εγκατέλειπες την ιδέα που μας έδωσε τη δυνατότητα να κατακτήσουμε τον Όλυμπο. Σκέψου πως ήμουν ευάλωτη. Μ όνη μου. Και πως ίσως έπεσα στο κρεβάτι του Κάσσιου επειδή ήμουν πληγωμένη και χρειαζόμουν ένα βάλσαμο για τον πόνο μου. Μ πορείς να το φανταστείς αυτό; Τώρα μπορείς να απαντήσεις». Αναδεύομαι στο μαξιλάρι μου. «Υποθέτω». «Ωραία. Τώρα χώσε αυτή την ιδέα στον κώλο σου». Τα χείλη της σχηματίζουν μια σκληρή γραμμή. «Δεν είμαι καμιά τσούλα με φραμπαλάδες. Είμαι μεγαλοφυΐα. Το λέω αυτό επειδή είναι γεγονός. Είμαι πιο έξυπνη από κάθε άνθρωπο που έχεις

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

289

συναντήσει ποτέ, εκτός ίσως από τον δίδυμο αδερφό μου. Η καρδιά μου δεν εξαπατά τον εγκέφαλό μου. Επιδίωξα μια σχέση με τον Κάσσιο για τον ίδιο λόγο για τον οποίο άφησα την Αρχόντισσα να νομίζει πως με έστρεφε εναντίον του πατέρα μου: για να προστατεύσω την οικογένειά μου». Χαμηλώνει το βλέμμα στο φαγητό της. «Πάντα ήμουν σε θέση να χειραγωγώ τους ανθρώπους. Άντρες, γυναίκες, δεν έχει διαφορά. Ο Κάσσιος ήταν μια κινούμενη πληγή, Ντάροου, ανοιχτή και ματωμένη παρά το γεγονός πως έχουν περάσει δύο χρόνια από τότε που σκότωσες τον Ιουλιανό. Το είδα μέσα του μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο και ήξερα πώς να τον κάνω να μ’ αγαπήσει. Του έδωσα κάποιον που θ’ άκουγε, κάποιον που θα γέμιζε το κενό». Η αυστηρότητα στη φωνή της σβήνει. Κοιτάζει ολόγυρα λες και θα μπορούσε να ξεφύγει από την κουβέντα που ξεκίνησε. Αν σταματούσε, θα ήμουν πιο ευχαριστημένος. «Τον έκανα να νομίζει πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς εμένα. Ήξερα πως ήταν το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να κρατήσει την υπόλοιπη οικογένειά μου ασφαλή. Ήξερα πως ήταν το καλύτερο όπλο που θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω σ’ αυτό το παιχνίδι. Ωστόσο… ένιωθα τόσο ψυχρή. Τόσο φρικτή. Σαν να ήμουν η απάνθρωπη μάγισσα που παγίδευε τον Οδυσσέα κάνοντάς τον να ερωτευτεί, κρατώντας τον για τους δικούς της εγωιστικούς λόγους. Έμοιαζε πολύ λογικό. Κι όταν με αγκάλιαζε ένιωθα σαν να πνιγόμουν. Σαν να χανόμουν, σαν να ασφυκτιούσα κάτω από το βάρος όσων είχα κάνει – ασφυκτιούσα ξέροντας πως υπήρχε μια ζωή μπροστά μου με κάποιον που δεν αγαπούσα. »Ωστόσο ήταν για την οικογένεια. Ήταν για τους ανθρώπους που αγαπώ έστω κι αν δεν το αξίζουν. Πολλοί έχουν θυσιάσει περισσότερα. Εγώ θα μπορούσα να θυσιάσω αυτό». Κουνάει το κεφάλι της και τα δάκρυα που μαζεύονται στις άκρες των ματιών της καθρεφτίζουν εκείνα που μαζεύονται στα δικά μου μάτια. Κυλούν όταν λέει: «Μ ετά έκανες την είσοδό σου στο γκαλά και… ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη για να με καταπιεί. Ένιωθα απατεώνισσα. Μ ια μοχθηρή γυναίκα που είχε μηχανευτεί κάποιο

290

PIERCE BROWN

λόγο για να κάνει κάτι χαζό». Προσπαθεί να σκουπίσει τα μάτια της. «Δε βλέπεις γιατί το έκανα; Δεν ήθελα να πεθάνεις. Δε θέλω να πεθάνεις. Όχι σαν τον αδερφό μου, τον Κλαύδιο. Όχι σαν τον Παξ. Θα είχα κάνει οτιδήποτε για να το σταματήσω». «Εγώ μπορώ να το σταματήσω». «Δεν είσαι ανίκητος, Ντάροου. Ξέρω ότι νομίζεις πως είσαι. Μ ια μέρα όμως θα ανακαλύψεις πως δεν είσαι τόσο δυνατός όσο πιστεύεις κι εγώ θα μείνω μόνη μου». Σωπαίνει, καθώς όσα έχουν μαζευτεί μέσα της ξεχύνονται. Δεν κλαίει με αναφιλητά. Τα δάκρυα έρχονται όμως. Είναι από τις γυναίκες που τις κάνουν να νιώθουν αμήχανα. Αυτό με συντρίβει. «Δεν είσαι μοχθηρή» λέω παίρνοντας το χέρι της στο δικό μου. «Δεν είσαι απάνθρωπη». Κουνάει το κεφάλι της, προσπαθώντας να τραβηχτεί. Πιάνω το σαγόνι της ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού μου χεριού και στρίβω το κεφάλι της, μέχρι που τα μάτια της βρίσκουν τα δικά μου. «Κι αυτό που κάνεις για τους ανθρώπους που αγαπάς δεν μπορεί να το κρίνει κανείς. Καταλαβαίνεις;» Βαραίνω τη φωνή μου. «Καταλαβαίνεις;» Γνέφει καταφατικά. Δε θα έπρεπε να είναι έτσι τα πράγματα. Οι Χρυσοί έχουν τα πάντα, ωστόσο απαιτούν θυσίες ακόμα κι από τους δικούς τους. Αυτό το μέρος είναι άρρωστο. Αυτή η αυτοκρατορία είναι διαλυμένη. Τρώει τους βασιλιάδες της, τις βασίλισσές της, τόσο πεινασμένα όσο και τους πάμπτωχους που τρυπούν τη γη της. Δεν μπορεί όμως να πάρει αυτή τη γυναίκα όπως πήρε το κορίτσι που έθαψα. Δε θα την αφήσω να την καταβροχθίσει. Δε θα την αφήσω να καταβροχθίσει την οικογένειά μου στον Λύκο. Θα τη διαλύσω, έστω κι αν στο τέλος πάρει τη δική μου ζωή. Σκουπίζω με τον αντίχειρά μου τα δάκρυα από το πρόσωπό της. Είναι διαφορετική από τον λαό της. Κι όταν προσπαθεί να κάνει ό,τι κάνουν, αυτό της ραγίζει την καρδιά μέχρι τα βάθη της. Κοιτώντας την ξέρω πως έκανα λάθος. Δεν είναι περισπασμός. Δε βάζει σε κίνδυνο την αποστολή μου. Είναι το νόημά της. Ωστόσο δεν μπορώ να τη φιλήσω. Όχι τώρα, που πρέπει να της κάνω κομμάτια την καρδιά για να κάνω κομμάτια αυτή την

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

291

αυτοκρατορία. Δε θα ήταν δίκαιο. Την έχω ερωτευτεί, αλλά αυτή έχει δώσει πίστη στα ψέματά μου. «Δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη» λέει ήρεμα. «Τίνος;» ρωτάω, αιφνιδιασμένος από τα ξαφνικά λόγια της. «Του δίδυμου αδερφού μου» ψιθυρίζει λες κι εκείνος κάθεται στη γωνία του δωματίου. «Δεν είναι άνθρωπος σαν εσένα. Είναι κάτι άλλο. Όταν μας κοιτάζει, όταν κοιτάζει τους ανθρώπους, βλέπει σακιά από σάρκα και κόκαλα. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουμε γι’ αυτόν». Κατσουφιάζω καθώς μου αρπάζει το χέρι. «Ντάροου, άκουσέ με. Είναι το τέρας για το δεν οποίο δεν ξέρουν πώς να γράψουν ιστορίες. Δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη». Ο τρόπος με τον οποίο το λέει μου δίνει να καταλάβω πως κατανοεί τη συμμαχία μας. «Δεν του έχω εμπιστοσύνη» λέω. «Αλλά τον χρειάζομαι». «Μ πορούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο χωρίς αυτόν» λέει. «Νόμιζα πως είπες ότι δεν είμαι αρκετά δυνατός». «Δεν είσαι» λέει μ’ ένα χαμόγελο. «Όχι μόνος σου». Φοράει το λοξό της χαμόγελο. «Μ ε χρειάζεσαι». Μ ακάρι να ήταν τόσο απλό.

Αφήνω τη Μ άστανγκ για να γυρίσω στο διαμέρισμά μου λίγο αργότερα. Οι διάδρομοι είναι σιωπηλοί και νιώθω σαν σκιά που περιφέρεται σε κάποιο μεταλλικό βασίλειο. Δεν ξέρω πώς να δεχτώ τη βοήθειά της. Ή πώς θα έπρεπε να τη χειριστώ. Το να τη βλέπω με τον Κάσσιο με πλήγωσε περισσότερο από όσο θα της πω ποτέ και ένα κομμάτι μου ξέρει πως δεν μπορεί να ήταν εξ ολοκλήρου χειραγώγηση. Ο Κάσσιος δεν ήταν ποτέ τέρας· κι αν κάποτε γίνει, ξέρω πως θα είναι εξαιτίας μου.

Η πόρτα της σουίτας μου ανοίγει με έναν συριστικό ήχο. Ένα χέρι ακουμπάει στον ώμο μου. Γυρίζω και αντικρίζω το στέρνο του Ράγκναρ. Δεν τον είχαν ακούσει καν. «Κάποιος αναπνέει μέσα».

292

PIERCE BROWN

«Η Θεοδώρα μάλλον. Είναι η Ροζ οικονόμος μου. Θα τη συμπαθήσεις». «Χρυσή ανάσα». Γνέφω χωρίς να ρωτήσω πώς το ξέρει και βγάζω από το μπράτσο μου το ξυράφι μου. Μ ετατρέπεται μ’ έναν ψίθυρο σε σπαθί, καθώς περνώ την πόρτα. Τα φώτα είναι αναμμένα, χαμηλωμένα. Ψάχνω τα δωμάτια της σουίτας μαζί με τον Ράγκναρ και βρίσκω το Τσακάλι καθισμένο στο σαλόνι μου με ένα σέρι. Καγχάζει βλέποντας τα όπλα μας. «Παραδέχομαι πως είμαι πολύ απειλητικός». Φοράει μπουρνούζι και παντόφλες. Διώχνω τον Ράγκναρ. Μ ε τις πληγές του, θα έπρεπε να ξεκουράζεται. Απρόθυμα, φεύγει σέρνοντας τα βήματά του. «Φαίνεται πως κανείς δεν κοιμάται σ’ αυτό το σκάφος» λέω και κάθομαι στον καναπέ μαζί με το Τσακάλι. «Φαντάζομαι πως πρέπει να αναδιαρθρώσουμε λίγο τη συμφωνία μας». «Σ’ αρέσουν τα σχήματα λιτότητας, ε;» Πίνει λίγο από το λικέρ και αναστενάζει. «Νόμιζα πως θα πνιγόμουν σ’ εκείνη την καταραμένη λίμνη. Πάντα πίστευα πως ο θάνατός μου θα ήταν κάτι μεγαλοπρεπές. Θα εκτοξευόμουν στον Ήλιο. Θα αποκεφαλιζόμουν από έναν πολιτικό αντίπαλο. Μ ετά, όταν ήρθε…» Ανατριχιάζει, μοιάζοντας πολύ τρωτός και παιδαριώδης. «Ήταν απλώς μια αδιάφορη κρυάδα. Σαν να ξανάπεφταν γύρω μου τα βράχια του Ινστιτούτου σ’ εκείνο το ορυχείο». Έχει δίκιο, δεν υπάρχει ζεστασιά στον θάνατο. Έκλαψα σαν παιδί όταν νόμισα πως πέθαινα, μετά το μαχαίρωμα του Κάσσιου. «Προφανώς αυτό αλλάζει τη στρατηγική μας, δεν πιστεύω όμως πως πρέπει ν’ αλλάξει τη συμμαχία μας» λέει. «Ούτε κι εγώ το πιστεύω» συμφωνώ. «Θα χρειαστούμε τους κατασκόπους σου περισσότερο παρά ποτέ. Ο Πλίνιος δε θα πάρει ελαφρά την άνοδό μου. Κι εσύ παγιδεύτηκες εδώ στην αυλή του πατέρα σου. Ο Πολιτικός θα προσπαθήσει να μας απομακρύνει και τους δύο». Δεν αναφέρω τους Γιους του Άρη. Όπως μάντεψα, ξεχάστηκαν από τους πάντες μόλις έριξα εκείνο το κρασί στην ποδιά του Κάσσιου. «Ο Πλίνιος πρέπει να βγει από τη μέση. Εσύ κι εγώ, όμως,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

293

πρέπει μέχρι τότε να κρατήσουμε μια κοινωνική απόσταση, έτσι ώστε να μην ξέρει πως η απειλή εναντίον του είναι ενιαία. Καλύτερα να παρερμηνεύει τις ατομικές μας δυνατότητες». «Και έτσι οι Τηλεμάνοι θα εξακολουθήσουν να μου μιλούν» λέω. «Όντως. Είναι αλήθεια πως με θέλουν νεκρό». «Και καλά κάνουν». «Δεν είναι πως το φέρνω βαρέως. Απλώς με ξεβολεύει». Μ ου δίνει από την τσέπη του έναν ολοδιαβιβαστή. «Είναι συγχρονισμένοι. Θα καλέσω τα σκάφη μου να έρθουν να μας βρουν και φαντάζομαι πως εσύ θα μείνεις εδώ με το καινούριο σου τρόπαιο. Δε θα βόλευε να έχουμε σκάφη να πηγαινοέρχονται». Θέλω να τον ρωτήσω για τον Λήτο. Γιατί τον σκότωσε. Γιατί όμως να δείξω σ’ έναν διάβολο πως ξέρω τη δύναμή του; Απλώς θα με μετατρέψει σε απειλή γι’ αυτόν. Και έχω δει πώς αντιμετωπίζει τις απειλές. Καλύτερα να κάνω τον άσχετο και να φροντίσω να είμαι πάντα χρήσιμος. «Ο πόλεμος μας προσφέρει περισσότερες ευκαιρίες» λέω. «Ανάλογα με το πόσο μακριά θέλουμε να εξαπλωθεί…» «Νομίζω πως πιάνω το νόημα». «Όλοι οι άλλοι θα προσπαθήσουν να σβήσουν τις φλόγες, να διατηρήσουν αυτό που έχουν. Ειδικά ο Πλίνιος και η αδερφή σου». «Ε, τότε, πρέπει να φανούμε πιο έξυπνοι». «Κανείς δε θα την πειράξει. Αυτό το κομμάτι της συμφωνίας μας παραμένει αμετάβλητο». «Αν ποτέ πληγωθεί, πιστεύω πως θα γίνει από σένα, όχι από μένα». Μ πορεί να έχει δίκιο. «Αλλά είμαι της ίδιας άποψης. Ρίξε λάδι στη φωτιά. Εξάπλωσε τον πόλεμο. Κέρδισέ τον. Πάρε τα λάφυρα». «Νομίζω πως ξέρω πώς ακριβώς να το κάνω. Τι μπορεί να μου πει το δίκτυό σου για τα ναυπηγεία του Γανυμήδη;»

294

PIERCE BROWN

ΜΕΡΟΣ Γ΄ |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||

Κατάκτηση Όταν πέφ τει η Σιδερένια Βροχή, να είσαι γενναίος. Να είσαι γενναίος. – ΛΟΡΝ AU-ΑΡΚΟΣ

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

295

25 Πραίτορες

«Ε

ίμαστε τελειωμένοι, αυτό είπε ο Αρχικυβερνήτης της Καλλιστώς». Ο Αρχικυβερνήτης Νέρωνας AuΑύγουστος κοιτάζει εξεταστικά ολόγυρά του στο τραπέζι για να δει αν καταλαβαίνουμε τη βαρύτητα των λόγων του. Οι αετίσιες γωνίες στο πρόσωπό του συγκεντρώνουν τα φώτα του πολεμικού στρατηγείου του σκάφους του, βαθουλώνοντας τα μάγουλά του και δίνοντάς του την όψη ενός γερακιού που κοιτάζει κάτω από το ράμφος του. «Και γιατί να μην το πει; Ο Πυρήνας συσπειρώνεται εναντίον μας. Ο Ποσειδώνας είναι σε μακρινή τροχιά – τα σκάφη του Βεσπασιανού θα κάνουν έξι μήνες μέχρι να έρθουν να μας ενισχύσουν. Όλα αυτά ενώ οι δικοί μου πρόμαχοι κρύβονται πίσω από τις ασπίδες τους στις πόλεις του Άρη, στέλνοντας μόνο τα δευτερότοκα και τα τριτότοκα παιδιά τους για να μας βοηθήσουν». Κοιτάζει τα δύο μέλη στην πέρα άκρη του τραπεζιού. «Η αδυναμία τους μας παραλύει. Και τώρα κάθομαι εδώ σε συμβούλιο με τους Πραίτορές μου, τους πολέμαρχούς μου, και τι τρανές δολοπλοκίες μηχανεύονται;» Τρέχα. Αυτό λένε. Το σκάσαμε από τη Σελήνη πριν από έναν μήνα. Και δε σταματήσαμε να τρέχουμε από τότε, επειδή η Αρχόντισσα ήταν πανούργα και οι δυνάμεις της μας πρόλαβαν φτάνοντας πρώτες στον Άρη.

296

PIERCE BROWN

Δεν περίμενα πως θα εξελίσσονταν έτσι τα πράγματα. Αλλά, πάλι, τίποτα από αυτά δεν είναι δικό μου λάθος. Επιφυλακτικοί βλάκες περιβάλλουν τον Αρχικυβερνήτη. Χρυσοί που τρέμουν μήπως χάσουν όλη την εύνοια και την εξουσία που απέκτησαν στο παρελθόν για να βάλουν τώρα σε κίνδυνο έστω κι ένα μικρό κομμάτι τους. Ακόμα χειρότερα, με ωθούν στο περιθώριο. Συμμαχίες σχηματίζονται εναντίον μου. Μ πορείς να το δεις στα μάτια τους, στους ώμους τους. Το κέρδος μου είναι χασούρα τους. Ακόμα κι εκείνοι που δέχτηκαν την καθοδήγησή μου στη Σελήνη. Ακόμα κι εκείνοι που έσωσα από βέβαιο θάνατο. Κάνουν το ίδιο με το Τσακάλι και νομίζουν πως είναι νίκη που δε βρίσκεται εδώ, σ’ αυτό το δωμάτιο, να διαπληκτίζεται μαζί τους. Λάθος τους. Κάθομαι δέκα καρέκλες πιο πέρα από τον αφέντη μου στο τεράστιο κόκκινο δρύινο τραπέζι, στο πολεμικό στρατηγείο της ναυαρχίδας του, του θωρηκτού Ινβίκτους. Η οροφή είναι σαράντα μέτρα πάνω μας. Η αίθουσα υπερβολικά μεγαλόπρεπη και επιβλητική. Το ανάγλυφο ενός λιονταριού μάς αγριοκοιτάζει από το κέντρο του τραπεζιού. Πάνω από σαράντα θέσεις είναι άδειες. Έμπιστοι σύμβουλοι έφυγαν, εγκαταλείποντας τον Αύγουστο σαν ποντίκια σε πλοίο που βουλιάζει. Αυτοί που είναι μαζί μας είναι ο Πλίνιος, ο Πραίτορας Κάβαξ, ο γιος του Ντάξο και μισή εκατοντάδα από τους πιο ισχυρούς Πραίτορες, Λεγάτους και προμάχους του Αυγούστου. Δε με αγριοκοιτάζουν. Τίποτα τόσο παιδιάστικο. Αυτοί οι Χρυσοί διευθύνουν πάνω από ένα δισεκατομμύριο ψυχές. Έτσι, απλώς με αγνοούν και σπέρνουν στον Αύγουστο αμφιβολίες για τις ιδέες μου. «Συμφωνούμε, λοιπόν, με τον Αρχικυβερνήτη της Καλλιστώς; Είμαστε τελειωμένοι;» ρωτάει επιτακτικά ο Αύγουστος. Προτού προλάβει κανείς ν’ απαντήσει, οι μεγαλόπρεπες πόρτες ανοίγουν με έναν συριστικό ήχο και συμπτύσσονται μέσα στους μαρμάρινους τοίχους. Η Μ άστανγκ μπαίνει περπατώντας χαλαρά και πετώντας ένα μήλο από το ένα χέρι στο άλλο. «Συγγνώμη για την αργοπορία μου!» Σκάει ένα πλατύ χαμόγελο στον πατέρα της, τον πλησιάζει και του δίνει ένα υπερβολικά αβρό φιλί στο δαχτυλίδι του με τη λεοντοκεφαλή.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

297

«Έστειλα μήνυμα εδώ και πάνω από μία ώρα» λέει ο Αύγουστος. «Μ πα;» Η Μ άστανγκ ρίχνει μια ματιά στον Πλίνιο. «Πρέπει να μου διέφυγε. Κατάλαβα πως ήσουν εδώ μόνο και μόνο επειδή πήγα να ψάξω τον αδερφό μου για να παίξουμε μια παρτίδα σκάκι». Γελάει με το αστείο. Μ όνο οι Τηλεμάνοι το πιάνουν. Αναστενάζοντας, προχωράει προς την πέρα άκρη του τραπεζιού, ζουλώντας τον Ντάξο και τον Κάβαξ στον ώμο καθώς περνάει. Ο Κάβαξ τη χαιρετάει με ζεστά, δυνατά σαν βροντή λόγια. Κάθεται και με μια κίνηση ανεβάζει τις στρατιωτικές μπότες της στο τραπέζι. «Έχασα τίποτα; Όχι βέβαια. Αμφιταλαντεύσεις όπως πάντα». Ένας μυς στο μάγουλο του πατέρα της συσπάται. «Δεν είναι στάβλος εδώ». Κοιτάζει τις μπότες της. Αναστενάζοντας, εκείνη κατεβάζει τα πόδια της από το τραπέζι και γυαλίζει το μήλο πάνω στο μαύρο μανίκι της. Είναι μια από τις λίγες γυναίκες στο δωμάτιο. Η Αγριππίνα AuΙουλία έπρεπε να βρίσκεται εδώ, αλλά η δική της προδοσία ήταν που αφαίρεσε από τον στόλο του Αυγούστου τους αριθμούς που χρειαζόταν για να αιχμαλωτίσει γρήγορα τον Άρη. Και ήταν η δική της προδοσία που έκανε τον Αύγουστο να βάλει ανθρώπους πάνω στη Βίκτρα για να βεβαιωθεί πως η αφοσίωσή της σ’ αυτόν είναι αληθινή. Χρειάστηκε σχεδόν όλη μου η επιρροή πάνω του για να την κρατήσω έξω από τη φυλακή. Μ ας κυνήγησαν από τους κόσμους του Πυρήνα μέχρι εδώ, πολύ πέρα από την τροχιά του Άρη. Οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις μας στους αστεροειδείς έχουν κατασχεθεί. Τα περιουσιακά στοιχεία του Αυγούστου έχουν παγώσει. Και οι πόλεις του, όσες δεν παραδόθηκαν ήδη στην Αρχόντισσα, είναι πολιορκημένες. Για να μην αναφέρουμε πως υπάρχει αμοιβή για τα κεφάλια μας. Στους γέρους δεν αρέσει που έχω τη δεύτερη μεγαλύτερη αμοιβή για το κεφάλι μου μετά τον Αύγουστο. «Πριν από τη διακοπή» συνεχίζει ο Αύγουστος «νομίζω πως κάποιος αιτιολογούσε τη θέ...» Χρατς! Η φωνή του κόβεται, καθώς η Μ άστανγκ καταφέρνει μια δυνατή δαγκωνιά στο μήλο της. Κοιτάζει ολόγυρα τα ενοχλημένα πρόσωπα. Πνίγω ένα γέλιο.

298

PIERCE BROWN

«Άρχοντά μου». Ο Πλίνιος σκύβει μπροστά. «Φοβάμαι πως δεν υπάρχει άλλη λύση παρά να συνεχίσουμε την τακτική οπισθοχώρησή μας. Αν τα πράγματα συνεχιστούν έτσι, θα χάσουμε. Κι εσύ, άρχοντά μου, θα δικαστείς για…» – Χρατς! Τραβιέται προς τα πίσω προτού ολοκληρώσει – «προδοσία». Κοιτάζει ολόγυρα στο τραπέζι τους εξαγορασμένους και πληρωμένους συμμάχους του. «Μ όνο έναν δρόμο έχουμε». «Να συνεχίσουμε να τρέχουμε με τον στόλο μας μέχρι να έρθουν οι ενισχύσεις του Βεσπασιανού από τον Ποσειδώνα» μουρμουρίζει ο Αύγουστος. «Σε έξι μήνες». Ο Πολιτικός γνέφει καταφατικά. «Ή να παραδοθούμε». «Μ ακάρι να είχες σκοτώσει την Οκταβία όταν είχες την ευκαιρία, μικρέ» λέει ο Κάβαξ. «Αν την είχα σκοτώσει, όλοι εδώ θα ήταν νεκροί» απαντώ. Ο Ντάξο γνέφει καταφατικά. «Δεν ήθελε να σε προσβάλει. Ευσεβείς πόθοι». «Γιατί δε σκότωσες την Οκταβία;» Ο Πλίνιος με λοξοκοιτάζει δύσπιστα. «Δεν μπορούσα. Ήμουν σ’ ένα δωμάτιο με την Αία AuΓκρίμους. Ίσως, αν ήσουν εκεί, να τα είχες καταφέρει καλύτερα, αλλά εγώ είμαι θνητός». Οι Πραίτορες που ξέρουν τι τους γίνεται γελούν. «Ούτε καν ο Λορν Au-Άρκος δε θα είχε τολμήσει» μουρμουρίζει ο Αύγουστος. «Και μια φορά τον είδα να σκοτώνει Κηλιδωμένους χωρίς ξυράφι. Ο Ντάροου έκανε αυτό που μπορούσε». Στρέφει την προσοχή του σ’ εμένα. «Νομίζεις κι εσύ ότι τώρα πρέπει να τρέξουμε;» «Σε κάνει να φαίνεσαι αδύναμος». «Είμαστε αδύναμοι» απαντάει ο Πλίνιος. «Αυτό όμως τον κάνει να φαίνεται συνετός». «Οι συνετοί διαβάζουν βιβλία για την ιστορία, Πλίνιε. Οι ισχυροί τα γράφουν». «Πάψε να επικαλείσαι τον Λορν Au-Άρκος!» πετάει ξερά ο Πλίνιος. «Νόμιζα πως ήσουν ανοιχτός σε κάθε είδους γνώση». «Τα πολλά χρόνια της ζωής σου αναμφίβολα σε καθιστούν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

299

ειδικό σε αμέτρητα πράγματα» λέει μελωδικά ο Πλίνιος. «Ανακύκλωσε κι άλλα αποφθέγματα από παλιούς πολεμιστές, έτσι ώστε να μάθουμε περισσότερα για τη ζωή και τη σοφία». «Εδώ δεν πρόκειται για μένα, αγαπητέ Πλίνιε. Γι’ αυτό κόψε τα ad hominem». Δείχνω τον Αρχικυβερνήτη. «Εδώ πρόκειται για τον άρχοντά μας. Εδώ πρόκειται για τη μοίρα του». «Πολύ μελοδραματικό εκ μέρους σου να κάνεις τέτοιες δηλώσεις, Ντάροου». Ο Αύγουστος τρίβει τα μάτια του, κουρασμένος από τους διαπληκτισμούς μας. «Οι νέοι δεν μπορούν να μην είναι ανυπόμονοι» συνεχίζει ο Πλίνιος. «Πρέπει όμως να θυμόμαστε πως δεν υπάρχει ατίμωση στη σωφροσύνη, άρχοντά μου. Έξι μήνες καθυστέρηση είναι μικρό αντίτιμο για τη νίκη σου». Απλώνει τα χέρια του με τα μακριά δάχτυλα πάνω στο τραπέζι. «Για την ακρίβεια, ο χρόνος είναι φίλος μας. Η Οκταβία δεν έχει την πολυτέλεια να χτενίζει το ηλιακό σύστημα για μας. Όχι με τη Σύγκλητο τόσο διαιρεμένη στην πατρίδα της. Το αρπακτικό της χέρι θα είναι σιδερένιο. Θα οργώσει τις πλάτες των άλλων Αρχικυβερνητών και δε θα περάσει πολύς καιρός μέχρι ν’ αρχίσουν όσοι την ακολουθούν να ερεθίζονται από τις διαταγές της. Θα μάθουν γιατί πολεμάμε εναντίον της· συγκεκριμένα πως δεν είναι εκπρόσωπός μας αλλά, αντίθετα, μια Αυτοκράτειρα. Αυτό θα μας δώσει χρόνο. Πράγμα που θα μας δώσει δύναμη. Πράγμα που θα μας δώσει τη δυνατότητα να επιδιώξουμε μια επωφελή ειρήνη». Ο Πραίτορας Κάβαξ κοπανάει τη γροθιά του πάνω στο τραπέζι. «Στο διάολο αυτό». Άνθρωπος τιτάνιος, είναι λαξεμένος περισσότερο από βράχο παρά από σάρκα. Ο λαιμός του είναι τόσο χοντρός, που δε θα μπορούσα να τυλίξω ούτε τα δικά μου χέρια γύρω του. Αντίθετα με τους περισσότερους Χρυσούς, έχει ξυρίσει το κεφάλι του και έχει αφήσει τα γένια του να μακρύνουν. Είναι πυκνά και βαμμένα κατακόκκινα. Όταν τα φώτα χαμηλώνουν, λάμπουν σαν δαυλί μέσα στη νύχτα. Μ όνο τρία δάχτυλα απομένουν στο αριστερό του χέρι. Λένε πως ο γιος του, ο Ντάξο, του τα έκοψε όταν ήταν μικρός με μια δαγκωνιά. Αν και ο Ντάξο πάντα χαμογελάει και με τη σιγανή φωνή του αφήνει να εννοηθεί πως ήταν ο μικρότερος

300

PIERCE BROWN

αδερφός του, ο Παξ. Οι Τηλεμάνοι είναι οι μόνοι Πραίτορες στο δωμάτιο που δε χρωστούν χάρη, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, στον Πλίνιο. Μ ’ αρέσει ο Κάβαξ. «Μ ου ερεθίζει τα μπαλάκια. Αυτές οι ξωτικοκουβέντες μού ερεθίζουν τα μπαλάκια μου!» λέει περιφρονητικά ο Κάβαξ. «Δε θα έπρεπε να βρισκόμαστε σ’ αυτή τη θέση. Δώσε μου την άδεια, άρχοντά μου, και θα πάρω χίλιους από τη φρουρά μου για να αντιμετωπίσω τους δειλούς που δεν υπάκουσαν στις διαταγές σου. Συγγνώμη, αγάπη μου» ψιθυρίζει στην αγαπημένη του αλεπού, τον Σοφοκλή, ένα πυρόχρυσο πλάσμα με μυτερά αυτιά, που τραβιέται τρομαγμένο ακούγοντας τη βροντερή φωνή του αφέντη του. Ο Σοφοκλής τρώει ζελεδάκια από την τεράστια παλάμη του Κάβαξ. Περιμένουμε τον Κάβαξ να στρέψει ξανά την προσοχή του στη συζήτηση. «Τι έλεγες, Κάβαξ;» τον παροτρύνει ο Αύγουστος με ένα γρήγορο χαμόγελο που προορίζει για τους αγαπημένους του. «Πατέρα». Ο Ντάξο σκουντάει τον πιο μεγαλόσωμο άντρα. Ο Κάβαξ σηκώνει τα μάτια ξαφνιασμένος. «Ω. Και όταν τα μπαλάκια τους κοπούν και κρεμαστούν από τους λοβούς των ίδιων τους των αυτιών, οι άλλοι θα θυμηθούν πως είσαι ο κυβερνήτης του Άρη και θα παρακαλούν να σε βοηθήσουν, Νέρωνα». Ικανοποιημένος, επιστρέφει στο τάισμα του Σοφοκλή με ζελεδάκια. «Και θα ξέρουν πως εμείς οι λίγοι άρχοντες μείναμε πιστοί» προσθέτει γρήγορα ο Ντάξο δείχνοντας τους Χρυσούς γύρω από το τραπέζι, που γνέφουν με ικανοποίηση. Ο Ντάξο πιπιλάει ένα ξυλάκι κανέλας. Χαμογελάει ακόμα περισσότερο από τον Παξ, αν και το δικό του χαμόγελο έχει τη μισή αρχοντιά και τη διπλάσια πανουργία. Η μόνη φορά που είδα το πρόσωπό του να κατσουφιάζει ήταν όταν αντίκρισε το Τσακάλι στο γκαλά. Αυτή η συγκεκριμένη έχθρα δε θα σβήσει. Και καλά κάνει. Το Τσακάλι τούς πήρε τον Παξ τους. Σε απάντηση οι Τηλεμάνοι απαίτησαν το κεφάλι του. Μ ε τη σειρά του, ο Αύγουστος εξόρισε το Τσακάλι από τον Άρη. Τώρα όμως ο πόλεμος φέρνει νέες

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

301

επιπλοκές, νέες ανάγκες. Και το Τσακάλι φαίνεται να έχει συγχωρεθεί στα μάτια του πατέρα του, αν όχι και των Τηλεμάνων. Τους παρακολουθώ προσεκτικά. Δεν είναι βλάκες, παρά το προσωπείο που τους αρέσει να φορούν. Ελπίζω μόνο να εξακολουθήσουν να αγνοούν τη συμμαχία μου με τον φονιά του Παξ. «Θα πρέπει να υπενθυμιστεί σε όλους πως η αφοσίωση δεν αποκηρύσσεται έτσι εύκολα» καταλήγει ο Ντάξο με ασυνήθιστα εγκάρδια φωνή. «Μ ια επίσκεψη από τον πατέρα μου και τις αδερφές μου θα θύμιζε στους άλλους προμάχους τα καθήκοντά τους απέναντί σου εν καιρώ πολέμου». Γέρνει παιχνιδιάρικα το κεφάλι του, επιτρέποντάς μας να θαυμάσουμε τη μαστοριά των χρυσών αγγέλων που είναι χαραγμένοι στο κρανίο του. «Είναι στη φύση των Τηλεμάνων να αφήνουν το αποτύπωμά τους. Ίσως αυτό να πύκνωνε τις γραμμές μας». «Οι άρχοντές μου που βροντούν κι αστράφτουν» χαμογελά ο Αύγουστος. «Πάντα πρόθυμοι για βία». Περνάει το δάχτυλό του από τη ράχη της μακριάς αριστερής του παλάμης. «Όμως όχι. Αυτή η υπενθύμιση πρέπει να περιμένει. Η τιμωρία μπορεί να απονεμηθεί μόνο μετά τη νίκη. Θα έμοιαζε ποταπό, το θλιβερό ψυχορράγημα ενός ανθρώπου που πνίγεται, δεδομένου ότι ο στόλος μου είναι σκορπισμένος και οι λεγεώνες μου παγιδευμένες πίσω από τις ασπίδες των πόλεών μου». Κοιτάζει τον Πλίνιο και ρωτάει πώς τα πάνε οι υπόλοιποι εμπορικοί μας εταίροι. Ρίχνω μια κλεφτή ματιά στη Μ άστανγκ. Το προσέχει και μου ανασηκώνει το φρύδι της, ρωτώντας πότε θα αρχίσουμε. «Όλοι οι Πολιτικοί μας έχουν γίνει δεκτοί» λέει αργά ο Πλίνιος. Σήμερα ο Πλίνιος φοράει μια πολύ βαριά στρώση μαύρου κραγιόν. «Όπως ξέρετε, οι Πολιτικοί μου κι εγώ διαβουλευτήκαμε μετά την απόδρασή μας από τη Σελήνη. Και αναπτύξαμε μια πολύ εξελιγμένη θεωρητική ανάλυση πιθανών μετατοπίσεων των συμμαχιών...» «Μ ε τους υπολογιστές;» ρωτάει ο Κάβαξ με ένα βροντερό γέλιο. «Μ ε τους υπολογιστές» συνεχίζει ο Πλίνιος εκνευρισμένος.

302

PIERCE BROWN

«Πραγματοποιήθηκαν προσομοιώσεις από τους Πράσινους αναλυτές μου. Κανένας από τους δορυφόρους του Γαλιλαίου – Ιώ, Καλλιστώ, Γανυμήδη και Ευρώπη– δε θα συνδέσει την τύχη του μαζί μας. Ούτε στην προσομοίωση ούτε στην πραγματικότητα». «Διόλου παράξενο» μουρμουρίζει ένας Πραίτορας με γερακίσια μορφή. «Είχαμε τα ίδια αποτελέσματα από τους δορυφόρους του Κρόνου». Ο Πλίνιος συνεχίζει. «Φυσικά, φοβούνται τις επιπτώσεις από την επιλογή της λάθος πλευράς. Οι Κυβερνήτες του Κρόνου είναι χαμένη υπόθεση προς το παρόν. Βλέπουν καθημερινά το κουφάρι της Ρέας στον ουρανό τους. Στον τομέα των δορυφόρων του Γαλιλαίου, η παρουσία του Λορν Au-Άρκος στην Ευρώπη είναι πρόβλημα. Η… πολιτική του απομονωτισμού που εφαρμόζει έχει αποδειχθεί μεταδοτική στους Αρχικυβερνήτες των δορυφόρων του Δία, ιδιαίτερα από τότε που ο ιδιωτικός του στρατός είναι και πάλι διπλάσιος σε μέγεθος από τον στρατό οποιουδήποτε Αρχικυβερνήτη». «Απομονωτισμός; Μ άλλον απόσυρση». Ο Αύγουστος αναστενάζει. «Ίσως έχει δίκιο». «Εσύ θα τρελαινόσουν, πατέρα» λέει η Μ άστανγκ από την άκρη του τραπεζιού. «Χωρίς δολοπλοκίες, χωρίς σκευωρίες ή τεχνάσματα. Μ όνο η οικογένεια και χρόνος για να τον περνάς με τον Άδριο κι εμένα». Το χαμόγελό του είναι σφιγμένο, ανεξιχνίαστο. «Πόσο καλά με ξέρει η κόρη μου». «Αυτό που με ανησυχεί εμένα περισσότερο» λέει ο Πλίνιος «είναι πως οι κάτοικοι των δορυφόρων του Γαλιλαίου, κατά τη δική τους διατύπωση, αμφισβητούν το κύρος του ιδεολογικού μας αγώνα». «Αυτό συμβαίνει επειδή δεν έχουμε ιδεολογικό αγώνα» στενάζω, καθώς θυμάμαι τον ρόλο μου. «Τουλάχιστον όχι στο μέτρο που ενδιαφέρει οποιονδήποτε άλλον». «Εξηγήσου» ζητά επιτακτικά ο Αύγουστος. «Εκεί το πάει, πατέρα» λέει η Μ άστανγκ. «Ο Ντάροου είναι μανούλα στη δημιουργία δραματικής ατμόσφαιρας».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

303

Κοιτάζω θεατρικά τριγύρω στο δωμάτιο. «Είναι ασφαλές να πούμε πως οι ευγενικοί Χρυσοί σ’ αυτό το δωμάτιο κατανοούν την ανθρώπινη φύση. Ναι; Έστω κι αν δεν την κατανοούσαμε, τι μας παρέχει κίνητρα; Κάποιος ιδεολογικός αγώνας; Όχι. Κανείς μας δε συνδέεται με κάποιον ιδεολογικό αγώνα. Ελευθερία; Ελεύθερη επιλογή; Δικαιοσύνη;» Σηκώνω τα μάτια μου στον ουρανό. «Καθόλου. Τι μας νοιάζει που η Αρχόντισσα φέρεται σαν Αυτοκράτειρα; Τι μας νοιάζει για τη Συνθήκη και τις ελευθερίες που παρέχει στους Χρυσούς; Δε μας νοιάζει. »Το θέμα είναι η ισχύς. Πάντα πρόκειται για την ισχύ. Πολεμάμε την Αρχόντισσα επειδή προσκολληθήκαμε σε ένα άστρο, τον Αρχικυβερνήτη. Το άστρο όμως πέφτει, ξεθωριάζει…» Ο Κάβαξ μισοσηκώνεται από τη θέση του. «Μ ην προσβάλλεις τον άρχοντά μας σαν να είναι...» «Σαν να είναι τι; Βλάκας; Δεν είναι, επομένως κόφ’ το. Οι Μ πελόνα παίρνουν τον Άρη. Θα καρπωθούν τα συμβόλαια, τις κυβερνητικές θέσεις. Εμείς θα σπρωχτούμε στο περιθώριο, νεκροί ή ασήμαντοι». Η φωνή μου παίζει με το ακροατήριο. «Η ισχύς είναι το μόνο πράγμα που αξίζει σ’ αυτόν τον κόσμο. Σκεφτείτε τον Τάκτο Au-Βάλιι-Ραθ – έναν πιστό σύμμαχό μου επί τρία χρόνια. Μ όλις όμως το άστρο μου άρχισε να πέφτει, έκλεψε από μένα και έφυγε από την πίσω πόρτα. Κλέφτης μέσα στη νύχτα. »Πόσες άδειες θέσεις υπάρχουν εδώ που ήταν γεμάτες πριν από τη Σελήνη; Τόσοι άντρες και γυναίκες που θα είχαν ματώσει για τον Αύγουστο. Τόσοι άντρες και γυναίκες που θα είχαν δώσει και τα μάτια τους γι’ αυτόν όταν καθόταν στο βάθρο του στην Αγέα. Τώρα…» Ξεσκονίζω τα χέρια μου. «Χάνουμε. Το να τρέξουμε ισοδυναμεί με εξασθένηση και θάνατο. Αν θέλουμε να σηκωθούμε πάλι όρθιοι, να προσελκύσουμε τους Γαλιλαϊκούς στον αγώνα μας, να συσπειρώσουμε τους Κυβερνήτες του Κρόνου στα λάβαρά μας, τότε πρέπει να τους δείξουμε πως δεν είμαστε ανίσχυροι. Να τους δείξουμε πως διαθέτουμε μεγάλη ισχύ. Είμαστε κριτές ζωής και θανάτου. Εμείς, όχι οι Μ πελόνα, είμαστε ο Οίκος του Άρη».

304

PIERCE BROWN

Ο Πλίνιος ξεκινάει να λέει κάτι, αλλά ο Αύγουστος του κάνει νόημα να σωπάσει. «Τι θα πρότεινες;» «Οι οικογένειες των δορυφόρων του Γαλιλαίου έχουν αδυναμία στη Σελήνη για έναν λόγο: το εμπόριο. Ο Γανυμήδης έχει τα ναυπηγεία του. Η Καλλιστώ είναι λίγο περισσότερο από εργοστάσιο Γκρίζων και Οψιδιανών για τους στρατούς της Κοινωνίας. Η Ευρώπη είναι ένα δελφινάριο τραπεζικών εργασιών και εκμετάλλευσης κοιτασμάτων του θαλάσσιου βυθού και παραθεριστικών καταλυμάτων. Η Ιώ είναι ο σιτοβολώνας για κάθε κόσμο στην τροχιακή πορεία του Δία. Εξαρτώνται πάρα πολύ από τα εμπόριο με τον Πυρήνα για να σπεύσουν στο πλάι μας. Και ακόμα και το πιο χαζό παιδί ξέρει τι έγινε όταν ο Άρχοντας της Τέφρας όρμησε στη Ρέα». Οι Πραίτορες συμφωνούν γνέφοντας. «Έτσι, πρέπει να τους εντυπωσιάσουμε. Πρέπει να τους τρομοκρατήσουμε, ώστε να καταλάβουν πως η ισχύς μας μπορεί ανά πάσα στιγμή να τους αγγίξει και δεν μπορούν να διακινδυνεύσουν να μας αποξενώσουν». «Πώς;» ρωτάει ο Αύγουστος. Τώρα είναι όλοι πιασμένοι στο αγκίστρι. Αφήνω το ξυράφι μου πάνω στο τραπέζι έτσι ώστε να καταλάβουν τι είδους επιχείρηση προτείνω. «Θα τους πάρουμε τα σκάφη τους. Θα τους πάρουμε τα παιδιά τους. Θα τους πάρουμε συμμάχους όπως έπαιρναν οι Σπαρτιάτες τις γυναίκες τους. Μ ε τη βία, μέσα στη νύχτα». Σιωπή απλώνεται γύρω μου. Μ ετά έρχεται η οχλαγωγία. Ο Πλίνιος αφήνει τους Πραίτορές του να καυτηριάσουν την ιδέα. Τη δική του ενέργεια την ξοδεύει ψιθυρίζοντας στο αυτί του Αυγούστου. Ρίχνω μια ματιά στη Μ άστανγκ, που όμως παρακολουθεί τους άλλους ζυγιάζοντάς τους. «Κομπασμοί». Ο Αρχικυβερνήτης επιβάλλει τη σιωπή στο δωμάτιο και απευθύνεται πάλι σ’ εμένα. «Δεν άκουσα σχέδιο». «Ένα σχέδιο. Δύο μέρη». Αγγίζω ένα ηλεκτρονικό σημειωματάριο και το ολογράφημα που μου έδωσαν οι πράκτορες του Τσακαλιού αναπτύσσεται πάνω στο τραπέζι δείχνοντας τον Γανυμήδη. Ο δορυφόρος αστράφτει

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

305

φωτεινός με γαλάζια και πράσινα από τους ωκεανούς και τα δάση του, λαμπερός με φόντο το μαρμάρινο άσπρο και πορτοκαλί της ατμώδους επιφάνειας του Δία. Γκρίζα ναυπηγεία περιβάλλουν τον δορυφόρο. Ζουμάρω έτσι ώστε να απλωθούν σ’ όλο το μήκος του τραπεζιού και από πάνω του. Απαριθμώ τα νηολογημένα σκάφη, προβάλλοντας ιδιαίτερα ένα. «Ο Γανυμήδης έχει έναν δορυφοροθραύστη». Σφυρίγματα γύρω από το τραπέζι. «Δορυφοροθραύστη;» ψιθυρίζει κάποιος. «Είναι αξιόπιστη αυτή η πληροφορία;» ρωτάει ο Αύγουστος. Γνέφω καταφατικά. «Πολύ». Τα δάχτυλά μου στρίβουν, περιστρέφοντας την εικόνα των νεωδόχων. Μ έσα στη σκιά μιας τροχιακής νεωδόχου αιωρείται ένα σκάφος σαν το Παξ μου, αλλά νεότερο, μεγαλύτερο. Μ αύρο σαν τη νύχτα και οχτώ χιλιόμετρα μακρύ. «Η ίδια η Αρχόντισσα το παράγγειλε για δώρο στον εγγονό της». Του Κάβαξ σχεδόν του τρέχουν τα σάλια στη θέα του τερατώδους σκάφους. «Τι στοργική γυναίκα». «Αν υποθέσουμε πως αυτό δεν είναι φτιαχτό». Ο Πλίνιος επιθεωρεί το ολογράφημα. «Από πού εξασφάλισες την πληροφορία;» «Πουλάκια ψιθυρίζουν και στα δικά μου αυτιά». «Μ ην είσαι κρυψίνους. Είναι σημαντικό». «Οι πηγές μου είναι δικές μου, όπως και οι δικές σου είναι δικές σου, Πλίνιε». «Δηλαδή θέλεις να κλέψεις τον δορυφοροθραύστη από τον Γανυμήδη;» ρωτάει ο Πλίνιος. «Αυτό είναι αίτια πολέμου». Καγχάζω. «Όχι. Παρεξήγησες. Θέλω να κλέψω όλα τα σκάφη».

306

PIERCE BROWN

26 Κινώντας τα νήματα

Ο

Πλίνιος κοιτάζει ανήσυχα τον Αύγουστο. «Αν κάνεις κάτι τέτοιο, αυτός ο πόλεμος δε θα τελειώσει παρά μόνο όταν η μια πλευρά θα έχει γίνει στάχτη». «Ήδη έτσι είναι…» αρχίζει ο Κάβαξ. «Αυτό είναι διαφορετικό» κρώζει ο Πλίνιος. «Επεκτείνει τα όρια». «Ο πατέρας μου έχει δίκιο» δηλώνει ο Ντάξο. «Βρισκόμαστε ήδη σε ανοιχτή εξέγερση». Ο Πλίνιος κοπανάει κάτω το χέρι του. «Αυτό είναι διαφορετικό. Αυτό κηρύσσει τον πόλεμο στην Κοινωνία, όχι στην Αρχόντισσα ως ξεχωριστό άτομο. Ο Γανυμήδης δε μας πείραξε. Αυτό θα καταστρέψει τα πάντα». Ο Αύγουστος κάθεται σιωπηλός, με τα ψυχρά μάτια του καρφωμένα στον δορυφοροθραύστη στο ολογράφημα. Χωρίς να με κοιτάζει, ρωτάει: «Είπες πως υπήρχαν δύο τμήματα σ’ αυτό το σχέδιο. Ποιο είναι το δεύτερο;» Αλλάζω το ολογράφημα. Η Ακαδημία αντικαθιστά τα ναυπηγεία. Σκάφη περιβάλλουν τη μουντή, γκρίζα επιφάνειά του. Αστεροειδείς περιστρέφονται στο βάθος. «Αυτά τα σκάφη είναι αρχαία» λέει ένας φαλακρός Πραίτορας ονόματι Λίκινος προτού προλάβω να μιλήσω. «Άχρηστα για

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

307

μάχη. Το σχέδιό σου είναι να τα κλέψεις κι αυτά;» «Όχι, Πραίτορα Λίκινε. Το σχέδιό μου είναι να κλέψω τους σπουδαστές». Προσθέτω άλλη μια απεικόνιση. Το Ινστιτούτο του Άρη έρχεται να προστεθεί στην Ακαδημία. Μ ετά άλλο ένα Ινστιτούτο, της Αφροδίτης. Έπειτα τα δύο Ινστιτούτα της Γης. Στη συνέχεια τα Ινστιτούτα των δορυφόρων του Γαλιλαίου και του Κρόνου. Μ ετά κι άλλα, μέχρι που σχεδόν μια ντουζίνα εικόνες αιωρούνται στον αέρα. «Θέλω να κλέψω όλους τους σπουδαστές. Όχι για να πολεμήσουν. Αλλά για λύτρα». «Φρικοδιάολε». Η Μ άστανγκ βάζει τα γέλια. «Παρανοϊκός είσαι, Ντάροου;» Ο Αύγουστος κατσουφιάζει. «Βιργινία, συγκρατήσου». «Εγώ συγκρατούμαι, πατέρα. Το μαντρόσκυλό σου δε συγκρατείται». «Ξεχνάς τη θέση σου». «Κι εσύ ξεχνάς πώς έμοιαζε ο Κλαύδιος νεκρός πάνω στο χώμα. Και ο Λήτος. Αυτό θέλεις και για μας τους υπόλοιπους;» Μ ετανιώνει για αυτά τα λόγια μόλις τα ξεστομίζει. «Κλείσε το στόμα σου, κοπέλα μου». Ο Αύγουστος τρέμει από οργή. Τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του σφίγγουν την άκρη του τραπεζιού μέχρι που τρίζει. «Έχεις παραφρονήσει από τότε που έβαλες εκείνον τον νεαρό Μ πελόνα ανάμεσα στα πόδια σου. Μ παίνεις εδώ μέσα σαν να είσαι σε παρέλαση Ξωτικών. Τρως αυτό το μήλο σαν παιδί. Πάψε να γίνεσαι δευτεροκλασάτη πόρνη και τίμησε τ’ όνομά σου». «Όπως ο γιος που σου απέμεινε;» ρωτάει η Μ άστανγκ. Ο Αύγουστος παίρνει μια βαθιά ανάσα για να καταλαγιάσει την οργή του. «Θα σωπάσεις ή θα φύγεις». Η Μ άστανγκ σφίγγει τα δόντια της, αλλά μένει απρόσμενα σιωπηλή. Τα χείλη του Πλίνιου σουφρώνουν σ’ ένα μάλλον ικανοποιημένο χαμόγελο. «Μ ην την κατηγορείτε, ευγενείς μου, αν έχει κουραστεί ήδη από τον πόλεμο» λέει ο Πλίνιος με φωνή που είναι σαν να μπήγει μαλακά το μαχαίρι σ’ έναν πληγωμένο εχθρό. «Ύστερα από τόσες νυχτερινές διασκέψεις κορυφής αφιερωμένες στην οριζόντια διπλωματία με τους Μ πελόνα, η αντοχή της δεν είναι όπως

308

PIERCE BROWN

παλιά». Ο Κάβαξ ορμάει στον Πλίνιο. Ο Ντάξο μόλις που προλαβαίνει να τον τραβήξει πίσω. Αλλά είναι η Μ άστανγκ αυτή που μιλάει πρώτη πάνω από την οχλαγωγία. «Μ πορώ να υπερασπιστώ την τιμή μου, ευγενή μου. Από τον Πλίνιο, όμως, τέτοιες προσβολές είναι αναμενόμενες. Στο κάτω κάτω, κι εγώ θα ήμουν πικρόχολη, αν η γυναίκα μου έβαζε τα δυνατά της για να εξασφαλίσει πως όσο το δυνατόν περισσότεροι από τους νεαρούς μισθοφόρους σας θα μάθουν πώς να θηκαρώνουν σωστά το σπαθί τους». Ο Πλίνιος την κοιτάζει με μάτι που πετάνε σπίθες, καθώς εκείνη σηκώνεται από τη θέση της, συνεχίζοντας: «Έφυγα από τον Άρη για να αναζητήσω τη γνώση στην αυλή της Αρχόντισσας. Δεν εγκατέλειψα την οικογένειά μου, όπως τόσοι από σας υπονόησαν. Και δε λυπάμαι που έφυγα χάνοντας συζητήσεις σαν αυτή εδώ. Γιατί εσείς, ευγενείς μου, φαίνεστε καλοί μόνο σ’ ένα πράγμα, κι αυτό είναι οι διαπληκτισμοί. Ωστόσο γρήγορα καταλήγετε σε συμφωνία όταν είναι για να με γελοποιήσετε. Παράξενο. Είναι επειδή με βλέπετε ως απειλή στην ισχύ σας; Ή είναι απλώς επειδή είμαι γυναίκα;» Κοιτάζει εξεταστικά τις λίγες γυναίκες γύρω από το τραπέζι. «Αν περί αυτού πρόκειται, παρεκτρέπεστε. Αυτή η Κοινωνία ιδρύθηκε από άντρες και γυναίκες με βάση την αξία τους. »Ο αγαπητός Πολιτικός Πλίνιος έχει δίκιο, ωστόσο. Θα προτιμούσα να είχα αποφύγει αυτό τον πόλεμο. Για την ακρίβεια, προσπάθησα. Για ποιον άλλο λόγο νομίζετε πως επέτρεψα στον Κάσσιο Au-Μ πελόνα να με φλερτάρει; Όμως ο πόλεμος είναι εδώ. Και θα προστατεύσω πάλι την οικογένειά μου από όλες τις απειλές, όσες έρχονται απέξω κι όσες έρχονται από μέσα». Ο Αύγουστος αφήνει να του ξεφύγει το πιο μικρό, πιο αμυδρό χαμόγελο, δίδυμο με το πρώτο. Δεν έχω ξαναδεί αγάπη που να είναι τόσο υπό αίρεση όσο η δική του. Πόσο γρήγορα μπορεί να αποκαλέσει την κόρη του πόρνη, μετά να χαμογελάσει, καθώς αυτή ανακτά όση εξουσία έχασε μέσα στην αίθουσα. Ξαφνικά είναι σημαντική. «Επομένως τι γνώμη έχεις για το σχέδιό μου;» ρωτάω.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

309

«Έχω τη γνώμη πως είναι επικίνδυνο. Επεκτείνει τον πόλεμο χωρίς να μας εξασφαλίζει όφελος. Είναι ανήθικο και θέτει ένα επικίνδυνο προηγούμενο. Αλλά, πάλι, ο πόλεμος είναι εγγενώς ανήθικος. Επομένως πρέπει απλώς να αποφασίσουμε μέχρι πού θέλουμε να φτάσουμε». «Γνωρίζεις την Οκταβία καλύτερα από μένα» λέω. «Μ έχρι πού μπορεί να φτάσει;» Η Μ άστανγκ μένει για μια στιγμή σιωπηλή. «Αν πετύχουμε μια νίκη και ζητήσουμε ειρήνη από θέση είτε ισχύος είτε αδυναμίας, θα δεχτεί το άνοιγμα…» «Βλέπετε!» χαμογελάει πλατιά ο Πλίνιος. Η Μ άστανγκ δεν έχει τελειώσει. «Θα προτείνει ένα ουδέτερο μέρος. Και εκείνη την ημέρα, όταν θα πάμε να κάνουμε ειρήνη, θα κάνει ό,τι μπορεί για να μας σκοτώσει όλους». Ο Πλίνιος κοιτάζει από τον έναν στον άλλο μας, συνειδητοποιώντας πόσο εύκολα παγιδεύτηκε. «Επομένως δεν υπάρχει επιστροφή; Νίκη ή θάνατος;» ρωτάω ορθά κοφτά. «Όντως, Ντάροου» λέει μ’ ένα χαμόγελο. «Νίκη ή θάνατος». «Κατά τα φαινόμενα, υπερφαλαγγίστηκες, Πλίνιε. Προχωράμε με το σχέδιο του Ντάροου». Ο Αύγουστος σηκώνεται. «Αύριο ο Πραίτορας Λίκινος θα αναλάβει τη διοίκηση αυτού του σκάφους και του στόλου του και θα οδηγήσει τον στόλο της Αρχόντισσας σε μια καταδίωξη, ενώ εγώ θα πάρω μια μικρή ομάδα κρούσης από δρόμωνες και φρεγάτες στους Αέριους Γίγαντες. Μ ’ αυτά τα σκάφη, εγώ θα εισβάλω στα ναυπηγεία του Γανυμήδη». «Θα έρθω μαζί σου, άρχοντά μου!» λέει με βροντερή φωνή ο Κάβαξ. Η αλεπού πηδάει από την αγκαλιά του ακούγοντας τον θόρυβο και κρύβεται τρέμοντας κάτω από το τραπέζι. «Όχι». Τα μούτρα του Κάβαξ πέφτουν. «Όχι; Μ α, Νέρωνα… τα αμυντικά συστήματα εκεί πέρα –σταθμοί μάχης, αντιτορπιλικά, πυρσόπλοια– θα κάνουν κομμάτια όποια δύναμη από δρόμωνες κι αν φέρεις». Τα μεγάλα του χέρια χειρονομούν ικετευτικά. «Άφησέ μας να το κάνουμε αυτό για σένα». «Ξεχνάς ποιος είμαι, φίλε μου».

310

PIERCE BROWN

«Συγγνώμη, δεν εννοούσα…» Ο Αύγουστος απορρίπτει τη συγγνώμη μ’ ένα νεύμα και στρέφεται στη Μ άστανγκ. «Κόρη μου, θα πάρεις όποια τμήματα του στόλου χρειάζεσαι για να εκτελέσεις το δεύτερο μέρος του σχεδίου του Ντάροου». Το να παρακολουθείς τώρα τον Πλίνιο είναι σαν να παρακολουθείς ένα παιδί που προσπαθεί να κρατήσει μια χούφτα άμμο. Δεν καταλαβαίνει την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα. Αλλά δεν είναι τόσο βλάκας ώστε να κάνει την κίνησή του τώρα. Θα περιμένει στο χορτάρι σαν φίδι που είναι. Ο Αρχικυβερνήτης γυρίζει προς το μέρος μου. «Ντάροου, τι μου είπες προτού χύσεις το αίμα του Κάσσιου;» «Είπα πως θα έπρεπε να είσαι Βασιλιάς του Άρη». «Φίλοι μου». Ο Αύγουστος βάζει τα αδύνατα χέρια του πάνω στο τραπέζι, με τα δάχτυλα άκαμπτα. «Ο Ντάροου έχει επιδείξει δυνάμεις που κανείς από σας δε διαθέτει. Προβλέπει τι θέλω. Θέλω να γίνω Βασιλιάς. Κάντε με. Ελεύθεροι». Το δωμάτιο αδειάζει. Περιμένω μαζί με τον Αύγουστο. Θέλει δυο λόγια ιδιαιτέρως. Η Μ άστανγκ περνάει ξυστά από δίπλα μου φεύγοντας και μου κλείνει παιχνιδιάρικα το μάτι. «Ωραίος λόγος» μουρμουρίζω. «Ωραίο σχέδιο». Μ ου ζουλάει το χέρι κι εξαφανίζεται. «Πάλι σύμμαχοι» παρατηρεί ο Αύγουστος. Μ ου κάνει νόημα να κλείσω την πόρτα. Κάθομαι κοντά του. Οι σκληρές γραμμές στο πρόσωπό του βαθαίνουν, καθώς με κοιτάζει στα μάτια. Από απόσταση οι γραμμές είναι αόρατες. Από τόσο κοντά, όμως, είναι αυτές που δημιουργούν το πρόσωπό του. Η απώλεια δίνει στους ανθρώπους τέτοιες γραμμές, θυμίζοντάς μου πως αυτός είναι ο άνθρωπος που καλό είναι να μην τον θυμώσεις. Ο άνθρωπος στον οποίο καλό είναι να μη χρωστάς. «Ας ξεφορτωθούμε τα λόγια που θα ξεστομίσεις, πιστεύοντας πως σε προσέβαλα πριν καν φτάσουν στο στόμα σου». Σχηματίζει πυραμίδα με τα δάχτυλά του, εξετάζοντας τα φροντισμένα πετσάκια. «Η ερώτηση είναι απλή και θα την απαντήσεις: είσαι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

311

δημοκράτης;» Αυτό δεν το περίμενα. Προσπαθώ να μην κοιτάξω νευρικά ολόγυρα. «Όχι, άρχοντά μου. Δεν είμαι δημοκράτης». «Δεν είσαι Μ εταρρυθμιστής; Δεν είσαι κάποιος που θέλει να τροποποιήσει τη Συνθήκη μας για να δημιουργήσει μια πιο δίκαιη, πιο ανθρώπινη κοινωνία;» «Η ανθρωπότητα είναι σωστά οργανωμένη τώρα» λέω, κάνοντας μια παύση «εκτός από μερικές αισθητές εξαιρέσεις». «Ο Πλίνιος;» «Ο Πλίνιος». «Ο καθένας από σας έχει τα χαρίσματά του. Και καλά θα έκανες να μην αμφισβητείς την κρίση μου ως προς το γιατί τον κρατάω κοντά μου». «Ναι, άρχοντά μου. Όμως δεν είμαι περισσότερο δημοκράτης από όσο εσύ είσαι του Οίκου Λούνα». Δε χαμογελάει, όπως ήλπιζα. Αντί γι’ αυτό, πιέζει ένα κουμπί και η ομιλία που χρησιμοποίησα για να κερδίσω το Παξ ακούγεται από τα ηχεία. Ένα ολόγραμμα ολοδοχείου δείχνει τα πρόσωπα διάφορων Χρωμάτων. «Πρόσεξε τις εκφράσεις τους». Παρακολουθεί τη δική μου, καθώς περνάει εναλλάξ σε μια σειρά οπτικών καταγραφών από διάφορα σημεία του σκάφους, ενώ το πλήρωμα ακούει τον λόγο που έβγαλα προτού ξεσηκωθούν εναντίον των Χρυσών Διοικητών. «Τη βλέπεις αυτή; Αυτή εκεί; Τη σπίθα; Τη βλέπεις;» «Τη βλέπω». «Αυτή είναι ελπίδα». Ο άνθρωπος που σκότωσε τη γυναίκα μου περιμένει να με προδώσει το πρόσωπό μου. Καλή τύχη στην προσπάθεια. «Ελπίδα». «Λες ότι έκανα λάθος;» ρωτάω. Ανασύρει αρχαία λόγια. «Τι οχτρεύομαι σαν και τις πύλες του Άδη εκείνον που άλλα κρύβει μέσα του κι άλλα απ’ το στόμα βγάζει». «Η καρδιά μου πάντα ήταν γυμνή». «Έτσι λες». Τα χείλη του μισανοίγουν, τα λόγια βγαίνουν σφυριχτά. «Αλλά την ώρα που οι τρομοκράτες διαδίδουν ψέματα

312

PIERCE BROWN

στο δίκτυο, την ώρα που βομβιστικές επιθέσεις ταλανίζουν τις πόλεις μας, την ώρα που τα κατώτερα Χρώματα βουίζουν από δυσαρέσκεια, την ώρα που ξεκινούμε έναν πόλεμο παρά τους τερμίτες στα θεμέλιά μας, εσύ λες αυτό». «Κάθε χάος είναι...» «Βούλωσέ το. Ξέρεις τι θα γινόταν, αν οι άλλοι Κυβερνήτες μάς θεωρούσαν Μ εταρρυθμιστές; Αν οι άλλοι οίκοι έβλεπαν τον δικό μου ως προπύργιο της ισότητας και της δημοκρατίας;» Δείχνει ένα ποτήρι. «Οι ενδεχόμενοι σύμμαχοί μας». Πετάει με μια κίνηση το ποτήρι από το τραπέζι, κάνοντάς το κομμάτια. Δείχνει ένα άλλο. «Οι ζωές μας». Πέφτει κι αυτό και κομματιάζεται. «Είναι αρκετά κακό που η κόρη μου ήταν υπό την επήρεια του Μ εταρρυθμιστικού μπλοκ στη Σελήνη. Δεν μπορείς να φαίνεσαι πολιτικός. Μ είνε πολεμιστής. Μ είνε απλός. Καταλαβαίνεις;» Κι αν τα κατώτερα Χρώματα συσπειρωθούν γύρω μας, θέλω να ρωτήσω, αλλά θα έβαζε τους Οψιδιανούς του να με σκοτώσουν επιτόπου. «Καταλαβαίνω». «Ωραία». Ο Αύγουστος κοιτάζει τα χέρια του, στριφογυρίζοντας το δαχτυλίδι του. Η διστακτικότητα υποβόσκει μέσα του. «Μ πορώ να σου έχω εμπιστοσύνη;» «Από ποια άποψη;» Ένα περιφρονητικό γέλιο βγαίνει από τα χείλη του. «Οι περισσότεροι θα έλεγαν ναι χωρίς σκέψη». «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ψεύτες». «Μ πορώ να σου εμπιστευτώ εξουσία αυτόνομη από τη δική μου;» Ξύνει νωθρά το πιγούνι του. «Τότε είναι που πολλοί εγκαταλείπουν τους αφέντες τους. Τότε που η πείνα γεμίζει τα μάτια τους. Οι Ρωμαίοι το έμαθαν αυτό κατ’ επανάληψη. Γι’ αυτό δεν άφηναν τους στρατηγούς να διασχίσουν τον Ρουβίκωνα με τον στρατό τους χωρίς την άδεια της Συγκλήτου. Οι άνθρωποι που έχουν στρατούς γρήγορα αρχίζουν να συνειδητοποιούν πόσο δυνατοί είναι. Και πάντα ξέρουν πως η συγκεκριμένη δύναμή τους δεν είναι παντοτινή. Πρέπει να χρησιμοποιη​θεί με βιάση, προτού ο στρατός τους τους αφήσει. Οι βιαστικές αποφάσεις

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

313

όμως καταστρέφουν αυτοκρατορίες. Στον γιο μου, για παράδειγμα, δεν πρέπει ποτέ να επιτραπεί να αποκτήσει τέτοια δύναμη». «Έχει τις επιχειρήσεις του». «Αυτή είναι αργή δύναμη. Έξυπνη κίνηση εκ μέρους του, αν και ανάρμοστη για το όνομά μου. Η αργή δύναμη μπορεί να λιανίσει κάθε στάσιμο εχθρό. Η γρήγορη δύναμη, όμως, η δύναμη που μπορεί να ταξιδέψει όπου πας, να κάνει αυτό που θέλεις να κάνεις τόσο αποτελεσματικά όσο ένα σφυρί που χτυπάει ένα καρφί, αυτή είναι η δύναμη που κλαδεύει κεφάλια και κλέβει κορόνες. Μ πορώ να σου την εμπιστευτώ;» «Πρέπει. Είμαι ο μόνος άνθρωπος που μπορεί να πάει στον Λορν». Η έκπληξη περνάει σαν αστραπή από τα μάτια του· δεν έχει συνηθίσει να μαντεύει κανείς τις μηχανορραφίες του. Θάβει γρήγορα την έκπληξη, απρόθυμος να μου δώσει τα εύσημα. «Το ήξερες ήδη». «Θέλεις να προσεγγίσω τον Λορν, να του ζητήσω τη βοήθειά του, επειδή μου δίδαξε το ξυράφι». «Και επειδή σ’ αγαπάει». Ανοιγοκλείνω αποσβολωμένος τα μάτια μου. «Δεν είμαι σίγουρος πως αυτή είναι η λέξη». «Είχε τέσσερις γιους. Οι τρεις πέθαναν μπροστά του. Ο τελευταίος, ο πατέρας του Λύσανδρου, σ’ ένα ατύχημα, όπως ξέρεις. Πιστεύω πως του τους θυμίζεις, αν και στην πραγματικότητα είσαι πιο ικανός και λιγότερο ενάρετος, πράγμα που είναι προς όφελός σου. Αλλά όσο αγαπάει εσένα ο Λορν άλλο τόσο μισεί εμένα». «Μ ισεί περισσότερο την Οκταβία, άρχοντά μου». «Και πάλι. Δε θα είναι εύκολο να τον πείσεις να έρθει μαζί μας». «Τότε, δε θα του αφήσω άλλη επιλογή».

314

PIERCE BROWN

27 Ζελεδάκια

Ο

ι Τηλεμάνοι με περιμένουν στον διάδρομο. Ο Κάβαξ με αγκαλιάζει τόσο σφιχτά, που μου ραγίζει τα κόκαλα. Ο Ντάξο γνέφει με το κεφάλι του. Μ ένω ζαλισμένος ανάμεσα στους δυο τους. Είναι η πρώτη φορά που μιλάω σε κάποιον από αυτούς χωρίς να εκτυλίσσεται γύρω μας κάτι βίαιο. Για να λέμε την αλήθεια, τους απέφευγα από ντροπή γι’ αυτό που συνέβη στον Παξ. «Το παιδί μου μόνο από σένα έχασε ποτέ» λέει ο Κάβαξ. «Ο μικρούλης Παξ. Αν ήταν να πέσει στα γόνατα, δεν είναι ντροπή που έπεσε χτίζοντας μια φιλία. Το μόνο που θα ήθελα είναι να είχε καταλάβει τον Όλυμπο μαζί σου. Θα ήταν σπουδαίο θέαμα». «Θα μου άρεσε να τον είχα δει να παίρνει την πανοπλία του Κοσμήτορα Δία». Ο Ντάξο χαμογελάει. «Προσωπικά ήμουν στον Οίκο του Δία. Πρώτος μέχρι που έχασα από τον Κάρνο Au-Μ πελόνα». «Τότε, πιστεύω πως έχουμε έναν κοινό εχθρό». «Εκτός από το ραδιούργο καθαρματάκι που σκότωσε το μικρό μου αδερφάκι;» ρωτά ο Ντάξο μαλακά. «Έχουμε πολλούς κοινούς εχθρούς, Ανδρομέδε». Ο Κάβαξ σηκώνει στην αγκαλιά του την αλεπού του. Του γλείφει το λαιμό και με κοιτάζει άγρια, για να κουλουριαστεί στη

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

315

συνέχεια μέσα στην πυκνή κόκκινη γενειάδα του. Έχει άσπρο στήθος, μαύρα πόδια και σκούρα καστανοκόκκινη γούνα στο υπόλοιπο σώμα της. Πιο χοντρή και πιο σκληραγωγημένη από τις συνηθισμένες αλεπούδες, ζυγίζει σχεδόν τριάντα πέντε κιλά και μοιάζει σε μέγεθος περισσότερο με λύκο. «Οι αλεπούδες είναι όμορφα πλάσματα» λέει ο Κάβαξ χαϊδεύοντας το ζώο. Ο Ντάξο γνέφει. «Πανούργα. Παμφάγα. Ανθεκτικά στη λαθροθηρία. Μ ονογαμικά. Πολύ ξεχωριστά και ικανά να επεκτείνουν την κυνηγετική τους επικράτεια ακόμα και στις περιοχές των λύκων». Μ ε κοιτάζει αινιγματικά. «Αλλά εξαιτίας μιας καταραμένης παραξενιάς της φύσης, οι αλεπούδες δεν τα βγάζουν εύκολα πέρα με τα τσακάλια. Ζητήσαμε από τον Αύγουστο να εξορίσει τον Άδριο. Ένα διάστημα έμεινε εξόριστος, τώρα όμως επιστρέφει στον στόλο». «Έγκλημα» λέω. Γνέφουν καταφατικά. Ο Ντάξο βάζει το χέρι του στον ώμο μου. «Τα κορίτσια –οι αδερφές μου και η μητέρα μου εννοώ– ήθελαν να ξέρεις πως δε σε θεωρούμε υπεύθυνο για τον θάνατο του Παξ. Το αγαπούσαμε αυτό το αγοράκι και ξέρουμε πως μόνο να το τιμήσεις θέλεις. Ξέρουμε πως έδωσες το όνομά του στο σκάφος σου. Και δε θα το ξεχάσουμε. Μ ια φορά φίλοι, πάντα φίλοι. Αυτό είναι το έθιμο στην οικογένειά μας». Ο Κάβαξ γνέφει σε κάθε λέξη που λέει ο μοναδικός γιος που του έχει απομείνει. Πετάει στην αλεπού του μια χούφτα ζελεδάκια. «Γι’ αυτό, αν μας χρειαστείς» προτείνει ο Ντάξο, γνέφοντας προς το μέρος του πολεμικού στρατηγείου «δε χρειάζεται παρά να το ζητήσεις και ο Οίκος των Τηλεμάνων θα συνταχθεί με τον αγώνα σου». «Το εννοείτε αυτό;» ρωτάω. «Θα είχε κάνει τον Παξ μου ευτυχισμένο» λέει με βροντερή φωνή ο Κάβαξ. Του αρπάζω το χέρι και δοκιμάζω την τύχη μου. «Συγχωρήστε τους τρόπους μου, αλλά σας χρειάζομαι τώρα».

316

PIERCE BROWN

Μ εγάλα φρύδια ανασηκώνονται, καθώς οι δύο γίγαντες ανταλλάσσουν ένα έκπληκτο βλέμμα. «Ερεύνησε, Σοφοκλή! Ερεύνησε» λέει ο Κάβαξ γεμάτος έξαψη. Η μεγάλη αλεπού στα πόδια του γλιστράει προς τα εμπρός για να με ερευνήσει μυρίζοντας τα γόνατά μου, κοιτάζοντας τα παπούτσια και τα χέρια μου. Μ πλέκεται ανάμεσα στα πόδια μου ψάχνοντας. Μ ετά ορμάει πάνω μου, βάζοντας τα μπροστινά της πόδια στους γοφούς μου και χώνοντας τη μουσούδα της μέσα στην τσέπη μου. Ο Σοφοκλής επανεμφανίζεται με δύο ζελεδάκια, μασουλώντας ικανοποιημένος. «Μ αγικό!» λέει με τη βροντερή του φωνή ο Κάβαξ, χτυπώντας με στον ώμο. «Ως διά μαγείας, ο Σοφοκλής ανακάλυψε ένα σημάδι αποδοχής! Τι καλός οιωνός! Ντάξο, γιε μου. Συγκάλεσε τις αδερφές και τη μητέρα σου. Ο Θεριστής καλεί. Ο Οίκος των Τηλεμάνων πρέπει να απαντήσει!» «Τα κορίτσια έχουν πάει επίσκεψη στον Ποσειδώνα, πατέρα. Θα μείνουν μερικούς μήνες». «Ε, τότε, εμείς πρέπει να απαντήσουμε». «Δε θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο μαζί σου, πατέρα». «Θα έχω οδηγίες μέσα σε μία ώρα» λέω. «Μ ε ανυπομονησία!» Ο Κάβαξ απομακρύνεται βαριοπατώντας. «Τις περιμένουμε με μεγάλη ανυπομονησία». Βρυχάται φιλοφρονήσεις σε περαστικούς Πορτοκαλιούς, τρομοκρατώντας τους με το πλατύ επιδοκιμαστικό του χαμόγελο. Ο Ντάξο κι εγώ τον παρακολουθούμε. «Πραγματικά πιστεύει στη μαγεία;» ρωτάω. «Λέει ότι καλικάντζαροι του κλέβουν κάθε βράδυ κυψελίδα από το αυτί του. Η μητέρα πιστεύει πως έχει φάει πολλά χτυπήματα στο κεφάλι». Ο Ντάξο πισωπατά, ακολουθώντας τον πατέρα του. Αλλά δεν μπορεί να κρύψει το έξυπνο χαμόγελό του, καθώς πετάει ένα ζελεδάκι μέσα στο στόμα του, και καταλαβαίνω από πού ήρθαν αυτά που βρέθηκαν στην τσέπη μου. «Εγώ λέω πως απλώς ζει σ’ έναν πιο διασκεδαστικό κόσμο από μας. Φώναξέ μας σύντομα, Θεριστή. Ο πατέρας ανυπομονεί».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

317

Αφού έχω μια συνάντηση μέσω ολοπομπού με το Τσακάλι για να τον ενημερώσω για το σχέδιό μου και να το προσαρμόσω σύμφωνα με κάποιες από τις προτάσεις του, δίνω εντολή στην Ωρίωνα να χαράξει πορεία για την Ευρώπη. Θα πάρει δύο εβδομάδες. Ο Ροκ έρχεται κοντά μου στη γέφυρα, παρακολουθώντας τους ελάχιστους Κυανούς που αποτελούν το προσωπικό ασφαλείας. Δε μιλάει. Ωστόσο είναι η πρώτη φορά που έψαξε να με βρει από τότε που φύγαμε από τη Σελήνη. Είναι ένα βάρος που κρέμεται πάνω από το κεφάλι μου. «Λυπά...» αρχίζω. «Δε θέλω να μιλήσω για την Κουίν» λέει ήρεμα. «Ξέρω πως ήθελες αυτό τον πόλεμο. Τον εξύφανες αντί να μ’ εμπιστευτείς να εξαγοράσω το συμβόλαιό σου και να σε προστατεύσω. Αυτό που δεν ξέρω είναι γιατί με νάρκωσες». «Γιατί ήθελα να προστατεύσω εγώ εσένα. Επειδή ήξερα πως θα σε χρειαζόμουν μετά το γκαλά και δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω την ασφάλειά σου». «Και οι δικές μου ανάγκες;» ρωτάει. «Δεν έχεις δικαίωμα να κάνεις επιλογές για μένα επειδή φοβάσαι πως μπορεί αυτό να εμποδίσει τα σχέδιά σου. Οι φίλοι δεν το κάνουν αυτό». «Έχεις δίκιο. Ήταν λάθος εκ μέρους μου». Γνέφω αργά, εννοώντας το. «Λάθος να μου χώσεις μια βελόνα στον λαιμό;» «Κάτι παραπάνω από λάθος. Να ξέρεις όμως πως η πρόθεση ήταν καλή, έστω κι αν η ιδέα και η εκτέλεση ήταν ηλίθιες όσο δεν πάει άλλο. Αν πρέπει να πέσω στα γόνατα…» «Ωραία εικόνα». Ξέρω πως αστειεύεται, αλλά στο πρόσωπό του δεν υπάρχει υποψία ευθυμίας, καθώς στρέφεται να φύγει.

318

PIERCE BROWN

28 Οι γιοι της καταιγίδας

«Έ

ρχεσαι να με βρεις ως προπομπός μιας καταιγίδας» λέει ο φίλος μου, με την γκρίζα γενειάδα του να παρασύρεται στο πλάι από τον άνεμο, καθώς κοιτάζει τα κύματα κάτω μακριά. «Το ήξερες πως υπάρχουν παιδιά εδώ, σ’ αυτό τον ωκεάνιο κόσμο, που βγάζουν βαρκούλες μέσα σε θύελλες χειρότερες από αυτήν; Παλικάρια από τα κατακάθια των Γκρίζων, των Κόκκινων, ακόμα και των Καστανών. Η ανδρεία τους είναι κάτι τρελό, παλαβωμένο». Δείχνει από τον εξώστη με το βαρύ του δάχτυλο το ανταριασμένο μαύρο νερό, όπου κύματα υψώνονται δέκα μέτρα ψηλά. «Τους αποκαλούν γιους της καταιγίδας». Η βαρύτητα εδώ σε τρελαίνει. Τα πάντα αιωρούνται. Στο 0,136 της βαρύτητας της Γης, κάθε βήμα που κάνω πρέπει να είναι μετρημένο, ελεγχόμενο, διαφορετικά θα πεταχτώ πέντε μέτρα πάνω και θα πρέπει να περιμένω μέχρι να στροβιλιστώ σιγά σιγά πάλι κάτω. Μ ια μάχη εδώ θα ήταν σαν υποβρύχιο μπαλέτο. Φοράω βαρυμπότες μόνο και μόνο για να κινούμαι άνετα. Ο γέρος παρακολουθεί τον ωκεάνιο κόσμο να κινείται γύρω από το νησί του. Είναι όπως μου έλεγε πάντα να είμαι – μια πέτρα ανάμεσα στα κύματα· βρεγμένη αλλά ανεπηρέαστη από όσα στροβιλίζονται γύρω της. Αφρός θαλασσόνερου στάζει από τη

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

319

γενειάδα του. Λαμπερά χρυσά μάτια ανοιγοκλείνουν κόντρα στον δριμύ άνεμο της καταιγίδας. «Όταν είσαι στο αλάτι, νιώθεις λες και κάθε θύελλα πρόκειται να φέρει το τέλος του κόσμου. Κάθε κύμα είναι το μεγαλύτερο που έχει υπάρξει. Αυτά τα παιδιά καβαλάνε τις θύελλες εκστασιασμένα από το ίδιο τους το μεγαλείο. Κάθε τόσο, όμως, σηκώνεται μια πραγματική καταιγίδα. Τους τσακίζει τα κατάρτια και τους ξεριζώνει τα μαλλιά από το κεφάλι. Δεν αντέχουν πολύ μέχρι να τα καταπιεί ολόκληρα η θάλασσα. Μ α οι μητέρες τους έχουν θρηνήσει από πολύ νωρίτερα τον θάνατό τους, όπως θρήνησα για τον δικό σου την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε». Μ ε κοιτάζει έντονα, με τα χείλη του μια λεπτή γραμμή πίσω από την πυκνή του γενειάδα. «Δε σου το είπα ποτέ, αλλά δε μεγάλωσα σε παλάτι ή σε πόλη, όπως πολλοί από τους Απαράμιλλους που ξέρεις. Ο πατέρας μου πίστευε πως υπήρχαν δύο κακά στον κόσμο: η τεχνολογία και η κουλτούρα. Ήταν σκληρός άνθρωπος. Φονιάς, όπως και οι υπόλοιποι. Η σκληράδα του όμως δε βρισκόταν σ’ αυτά που μπορούσε να κάνει αλλά σ’ αυτά που δεν έκανε, στην αυτοσυγκράτησή του. Στις απολαύσεις που αρνιόταν στον εαυτό του και στους γιους του. Έζησε μέχρι τα εκατόν εξήντα έξι χωρίς τη βοήθεια της αναζωογόνησης κυττάρων. Μ ε κάποιον τρόπο έζησε οκτώ Σιδερένιες Βροχές. Και πάλι, όμως, δεν εκτίμησε ποτέ τη ζωή, επειδή την αφαιρούσε τόσο συχνά. Δεν ήταν άνθρωπος που θα γινόταν ευτυχισμένος». Παρακολουθώ τον παλιό Μ αινόμενο Ιππότη Λορν Au-Άρκος να σκύβει πάνω από το μπαλκόνι του κάστρου του. Είναι ένα ασβεστολιθικό οχυρό φτιαγμένο στη μέση μιας θάλασσας βάθους ενενήντα χιλιομέτρων. Μ οντέρνες γραμμές δίνουν μορφή στο μέρος. Δεν είναι μεσαιωνικό αλλά μια συγχώνευση παρελθόντος και παρόντος –με γυαλί και ατσάλι να φτιάχνουν σκληρές γωνίες με το πέτρινο νησί–, τόσο όμοιο με τον άνθρωπο που σέβομαι πάνω από κάθε άλλον Χρυσό της γενιάς του. Όπως και η ψυχή του, το κάστρο του είναι άγριο μέρος όταν έρχονται οι καταιγίδες. Αλλά όταν οι καταιγίδες καταλαγιάσουν, η λιακάδα θα λούσει αυτό το μέρος, λάμποντας μέσα από τους

320

PIERCE BROWN

γυάλινους τοίχους του, αστράφτοντας πάνω στα ατσαλένια στηρίγματά του. Παιδιά θα τρέχουν στα δέκα χιλιόμετρα του μήκους του, μέσα στους κήπους του, κατά μήκος των τειχών του, μέχρι κάτω στο λιμάνι. Ο άνεμος θα γαργαλάει τα μαλλιά τους και το μόνο που θ’ ακούει ο Λορν από τη βιβλιοθήκη του θα είναι το σκούξιμο των γλάρων, το βουητό της θάλασσας και το γέλιο των εγγονιών του και των μητέρων τους, που προσέχει στη θέση των νεκρών του γιων. Το μόνο που λείπει είναι ο μικρός Λύσανδρος. Αν όλοι οι Χρυσοί ήταν σαν αυτόν, οι Κόκκινοι θα μοχθούσαν ακόμη κάτω από τη Γη, αλλά θα φρόντιζε να μάθουν τον σκοπό τους. Αυτό δεν τον κάνει καλό, τον κάνει όμως ειλικρινή. Είναι ογκώδης, ευρύστερνος και πιο κοντός από μένα. Αφήνει το άδειο του σωληνωτό ποτήρι του ουίσκι να πέσει και επιτρέπει στον άνεμο να το παρασύρει λοξά. Πέφτει και η θάλασσα το καταπίνει. «Λένε πως μπορείς ν’ ακούσεις στον άνεμο τους νεκρούς γιους της καταιγίδας να το γλεντάνε» μουρμουρίζει. «Εγώ λέω πως είναι το κλάμα των μητέρων τους». «Οι καταιγίδες της αυλής έχουν έναν τρόπο να ξανατραβούν πίσω τους ανθρώπους» λέω. Γελάει μ’ ένα κοροϊδευτικό γέλιο, ένα γέλιο που χλευάζει την ιδέα πως μπορεί να ξέρω οτιδήποτε για τις καταιγίδες της αυλής, οτιδήποτε για τους ανέμους που φυσούν. Ήρθα να τον βρω κρυφά, πετώντας μ’ ένα μόνο σκάφος, το πέντε χιλιομέτρων αντιτορπιλικό μου, το Παξ. Είπα στον αφέντη μου πως δε θα μας βοηθούσε. Αλλά διατηρούσα μια ελπίδα πως θα ήθελε να βοηθήσει εμένα. Τώρα όμως που ξαναβλέπω τον Λορν Au-Άρκος με ροζιασμένη σάρκα και οστά, θυμάμαι τη φύση αυτού του ανθρώπου και ανησυχώ. Ξέρει πως οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί μου ακούνε μέσα από τη συσκευή ενδοσυνεννόησης που έχω στο αυτί μου. Του υπέβαλα τα σέβη μου και μετά του το έδειξα, έτσι ώστε να μη θεωρήσει πως η συζήτησή μας είναι ιδιωτική. «Παρότι έχω ζήσει πάνω από έναν αιώνα, το σώμα μου ακόμη δε με προδίδει». Θα νόμιζε κανείς πως είναι γύρω στα εξήντα πέντε με την πρώτη ματιά. Μ όνο οι ουλές του τον γερνούν πραγματικά. Εκείνη που έχει στον λαιμό του, σαν χαμόγελο, του

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

321

την προκάλεσε πριν από σαράντα χρόνια ένας Κηλιδωμένος στην Εξέγερση των Βασιλιάδων των Δορυφόρων, όταν οι Κυβερνήτες των δορυφόρων του Δία σκέφτηκαν να φτιάξουν τα δικά τους βασίλεια μετά την εκθρόνιση από την Οκταβία του πατέρα της από τη θέση του Άρχοντα. Εκείνη που σημαδεύει τη μισή του μύτη προκλήθηκε από τον Άρχοντα της Τέφρας, όταν μονομάχησαν στα νιάτα τους. «Έχεις ακούσει την έκφραση “το καθήκον του γιου είναι η δόξα του πατέρα”;» «Την έχω πει ο ίδιος». Γρυλίζει. «Εγώ την έχω ζήσει. Έχω χάσει πολλούς για τη δική μου δόξα. Έχω ρίξει το σκάφος μου στην καταιγίδα επίτηδες. Κάθε φορά σέρνοντας μαζί μου γυναίκες και παιδιά». Αφήνει μια στιγμή τα κύματα να μιλήσουν. Πέφτουν με πάταγο πάνω στα βράχια και μετά τραβιούνται πίσω, ρουφώντας καθώς φεύγουν, τραβώντας πράγματα στη θάλασσα που αποκαλούν Έριδα. «Δεν είναι σωστό να ζεις τόσο πολύ, νομίζω. Η δισεγγονή μου γεννήθηκε χτες το βράδυ. Έχω ακόμη τη μυρωδιά του αίματος στα δάχτυλά μου». Τα απλώνει – σαν ρίζες δέντρου, στρεβλά και ροζιασμένα από το κράτημα των όπλων. Τρέμουν ελαφρά. «Αυτά την έβγαλαν από το σκοτάδι στο φως, από τη ζεστασιά στο κρύο και έκοψαν μόνα τους τον λώρο. Θα ήταν υπέροχος κόσμος, αν αυτή ήταν η τελευταία σάρκα που κόβουν». Αφήνει τα χέρια του να χαλαρώσουν και τα ακουμπάει στην κρύα πέτρα. Αναρωτιέμαι τι θα έλεγε η Μ άστανγκ σ’ αυτόν τον άνθρωπο. Αν τους έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο, θα ήταν σαν να παρακολουθώ τη φωτιά να προσπαθεί να πιάσει πάνω σε πέτρα. Δείλιασε μπροστά στο σχέδιό μου δημόσια, αλλά, βέβαια, αυτός ήταν ο σκοπός μας. Σχέδια μέσα σε σχέδια μέσα σε σχέδια. «Αν σκεφτεί κανείς τι νιώθουν τα χέρια» μουρμουρίζει ο Λορν. «Αυτά έχουν νιώσει το αίμα των γιών μου, καθώς οι καρδιές τους το έχυναν έξω από τα κορμιά τους. Ένιωσαν την κρυά​δα του φυλακτήρα ενός ξυραφιού καθώς έκλεβε τα όνειρα της νιότης. Έφθειραν την αγάπη ενός κοριτσιού και μιας γυναίκας και μετά ένιωσαν αυτούς τους χτύπους της καρδιάς να σβήνουν στη σιωπή. Όλα για τη δόξα μου. Όλα επειδή επέλεξα να αρμενίσω στη θάλασσα. Όλα επειδή δεν πεθαίνω εύκολα όπως οι

322

PIERCE BROWN

περισσότεροι». Κατσουφιάζει. «Τα χέρια, νομίζω, δε φτιάχτηκαν για να νιώθουν τόσο πολλά». «Τα δικά μου έχουν νιώσει περισσότερα από όσα θα ήθελα» λέω. Νιώθω το κρακ που ένιωσα στον απαγχονισμό της Ηώς να τα διατρέχει. Την υφή των μαλλιών της. Θυμάμαι τη ζεστασιά του αίματος του Παξ. Την παγωνιά του χλωμού προσώπου της Λία το κρύο πρωινό μετά το μακέλεμά της από την Αντωνία. Την κοκκώδη κόκκινη μουντζούρα των μπουμπουκιών του αιμανθού. Τον γυμνό γοφό της Μ άστανγκ καθώς ήμαστε ξαπλωμένοι δίπλα στη φωτιά. «Είσαι νέος ακόμη. Όταν θα είσαι ασπρομάλλης, θα έχεις νιώσει ακόμα περισσότερα». «Μ ερικοί άνθρωποι δε γερνούν». Κανένας Βουτηχτής της Κόλασης δε γερνάει. «Όχι. Μ ερικοί δε γερνούν». Χτυπάει με το δάχτυλό του το έμβλημα του Αυγούστου πάνω στη σκούρα στολή μου. «Και τα λιοντάρια δε ζουν όσο οι γρύπες. Εμείς μπορούμε να απομακρυνθούμε από τα πράγματα πετώντας, βλέπεις». Επιδεικνύει το δικό του οικογενειακό δαχτυλίδι και χτυπάει ανόητα τα χέρια του σαν φτερά, αποσπώντας μου ένα χαμόγελο. Το φοράει μαζί με το δαχτυλίδι του από τον Οίκο του Άρη. «Ήσουν Πήγασος κάποτε, σωστά;» «Ήταν το σύμβολο… είναι το σύμβολο των Ανδρομέδων». Της ψεύτικης Χρυσής οικογένειάς μου. Το σύμβολο όμως μου θυμίζει την Ηώ. Μ ου έδειξε τον Γαλαξία της Ανδρομέδας προτού πεθάνει. Σημαίνει τόσο πολλά και τόσο λίγα ταυτόχρονα. «Υπάρχει αξιοπρέπεια στο να μένεις αυτό που ήσουν» λέει. «Μ ερικές φορές πρέπει να αλλάζεις. Δε γεννηθήκαμε όλοι μας πλούσιοι σαν εσένα». «Πάμε να βρούμε τον Ίκαρο στο δάσος». Τον ανέφερε συχνά στον Άρη, αλλά δεν έχω δει ποτέ το αγαπημένο ζώο του Λορν. «Η Καρολίνα συνωμότησε με τον Βίνσεντ για να του φτιάξουν ένα καινούριο παιχνίδι. Νομίζω πως θα το εκτιμήσεις». «Πού είναι τα παιδιά σου; Θα μου άρεσε να τα ξαναδώ». «Στην ανατολική πτέρυγα μέχρι να φύγεις». «Τόσο επικίνδυνος είμαι;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

323

Δεν απαντάει. Ακολουθώ τον φίλο μου μέσα εγκαταλείποντας το μπαλκόνι ακριβώς τη στιγμή που ένα από τα σύννεφα της Ευρώπης ξερνάει μια γαλάζια αστραπή στον σκούρο ουρανό. Οι ωκεανοί της σκιρτούν και σαλεύουν, καθώς μεγάλοι όγκοι νερού σέρνονται και κυλούν πάνω στα άσπρα τείχη, λες και ο κόσμος των ωκεανών συνωμότησε για να καταπιεί το τεχνητό νησί. Παρ’ όλ’ αυτά, το κάστρο και η καταιγίδα που μαίνεται μοιάζουν ακόμη τόσο μικρά όταν βλέπω πώς γεμίζει ο Δίας τον νυχτερινό ουρανό πίσω από τα σύννεφα – ένας αέριος γίγαντας με τραχιά επιφάνεια, που μας κοιτάζει σαν το κεφάλι ενός μεγάλου μαρμάρινου θεού. Καθώς περπατάμε στην πέτρινη έπαυλη, ο Λορν χαιρετάει κεφάτα κάθε υπηρέτη που προσπερνάμε. Βλέπει ανθρώπους, όχι Χρώματα. Οι περισσότεροι είναι μαζί του πολλά χρόνια. Έπρεπε να έχω σπουδάσει κοντά του. Τότε, όμως, θα είχα καταλήξει εδώ, καλύτερος άνθρωπος αλλά ανήμπορος να αλλάξω οτιδήποτε σε απόσταση ταξιδιού τόσων μηνών από τον Πυρήνα. Παιδικά παιχνίδια γεμίζουν τους διαδρόμους. Η οικογένειά του είναι εδώ – δεκάδες αγαπημένα πρόσωπα που συγκέντρωσε όταν εγκατέλειψε τη δημόσια ζωή. Οι περισσότεροι ζουν σκορπισμένοι στα νότια αρχιπελάγη, στα πιο ζεστά νερά κοντά στον ισημερινό. Θύελλες τους ανάγκασαν να έρθουν βόρεια αυτόν το μήνα για να καταφύγουν κοντά στον παππού Λορν. Φαίνεται πως η καταιγίδα τούς ακολούθησε. Ανοίγει σπρώχνοντας μια επιβλητική γυάλινη πύλη, οδηγώντας με στο κέντρο της ακρόπολής του. Εδώ διατηρεί για τον εαυτό του ένα δάσος, αρκετά στρέμματα σε μέγεθος και ανοιχτό στον αέρα. Τα τείχη εκτείνονται γύρω από το δάσος, προστατεύοντάς το από τα άγρια κύματα. Τα λάβαρα του Λορν ανεμίζουν ψηλά στον αέρα – ένας βρυχώμενος πορφυρός γρύπας σε κάτασπρο φόντο. Βροχή πέφτει πάνω στα δέντρα, σφυρίζοντας πάνω στις βελόνες τους μέχρι που ενεργοποιεί μια παλμοφυσαλίδα. Μ ετά η βροχή τσιτσιρίζει πάνω στην οροφή και αναδιπλώνεται σχηματίζοντας πυκνά σύννεφα ατμού. Περπατάει μπροστά μου και χασομερώ, βγάζοντας μικρά μαύρα καρφιά όχι μακρύτερα από τα νύχια μου από ένα κρυφό σακουλάκι στο

324

PIERCE BROWN

μανίκι μου. Τα σκορπίζω στα βρύα ακριβώς έξω από την πόρτα. «Ήρθες να με βρεις μ’ ένα κλεμμένο πολεμικό ζητώντας τα σκάφη μου και τους άντρες μου. Γιατί;» ρωτάει ο Λορν, κοιτώντας πίσω με περιέργεια. Επιταχύνω το βήμα μου και ρίχνω μερικά καρφιά ακόμα όταν ξαναγυρνάει μπροστά. Περιμένω να αναφέρει τον Λύσανδρο. «Επειδή ο μισός Άρης είναι ακόμη στα χέρια δυνάμεων πιστών στους Μ πελόνα και την Αρχόντισσα. Για να απελευθερώσουμε τον Άρη από αυτούς χρειαζόμαστε τα σκάφη σου και τους άντρες σου. Όταν θα τα έχουμε, οι Άρχοντες των Δορυφόρων και οι Αρχικυβερνήτες της Περιφέρειας θα έρθουν να μας βοηθήσουν εναντίον του Πυρήνα». «Δηλαδή με χρειάζεστε να σας βοηθήσω στην προδοσία σας;» «Είναι προδοσία να δαγκώσει ένας σκύλος το χέρι του αφέντη του όταν ο αφέντης προσπαθεί να τον σκοτώσει;» λέω. «Φρικτή μεταφορά». Σταματάει, κοιτάζει εξεταστικά ολόγυρα στο δάσος, ψάχνοντας. «Α». Ξεκινάμε πάλι. «Το θέμα είναι πως χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Φτύνει στο χορταριασμένο έδαφος και μου κάνει νόημα να τον ακολουθήσω στην πλαγιά ενός λόφου. Οι μπότες μου ραγίζουν έναν μουλιασμένο κορμό. «Γιατί να νοιαστώ για σένα;» «Επειδή με εκπαίδευσες». «Εκπαίδευσα και την Αία Au-Γκρίμους». «Για κάποιο λόγο νομίζω πως με συμπαθείς περισσότερο από αυτήν». «Και γιατί αυτό;» «Έχω χιούμορ». Γελάει. «Η Αία μπορεί να γίνει διασκεδαστική». «Ασφαλώς αστειεύεσαι». «Γνωρίζεις έναν άντρα, τον ξέρεις. Γνωρίζεις μια γυναίκα, σε ξέρει». Γελάει μόνος του με κάποια ανάμνηση. «Μ πορεί να είναι ευκολότερο να τη σκέφτεσαι σαν κάποιο φόβητρο μέσα στη νύχτα. Αλλά είναι από σάρκα και οστά. Έχει φίλους. Έχει οικογένεια. Και σε θεωρεί απειλή γι’ αυτούς». «Ωστόσο αυτή είναι που σκότωσε τη φίλη μου». «Ναι. Το έμαθα. Είχες το παιδί. Έξυπνη τακτική». Κοιτάζει με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

325

μισόκλειστα μάτια το ξυράφι που είναι τυλιγμένο γύρω από το μπράτσο μου. «Όλοι φοράνε το ξυράφι τους σαν βλάκες τώρα;» «Έτσι είναι η μόδα». «Είναι φτιαγμένο για να στερεώνεται γύρω από τον γοφό. Θα κόψεις το μπράτσο σου κατά λάθος». Αναστενάζει. «Η γενιά σου… Τόσο αλαζονική. Αλλάζει πράγματα χωρίς λόγο. Αναρωτιέμαι, αλαζονικό παιδί, νόμιζες πως, αν ερχόσουν εδώ με το κλεμμένο σου σκάφος, εγώ, ένας αιωνόβιος, θα σε ακολουθούσα στη μάχη; Πως θα έβαζα σε κίνδυνο όλους μου τους υπηρέτες, όλη μου την οικογένεια, όλους όσους αγαπώ για σένα; Για κάποιον που με απέρριψε όταν του ζήτησα να μπει στον οίκο μου;» Αγνοώ τη μνησικακία του. «Εγκατέλειψες την Κοινωνία για έναν λόγο, Λορν. Μ πορείς να θυμηθείς γιατί;» «Για να αποφύγω τους θορυβώδεις βλάκες». «Εγώ νομίζω πως έφυγες επειδή θεωρούσες την Κοινωνία άρρωστη. Επειδή δεν άξιζε άλλες θυσίες». «Πάψε να μου γαβγίζεις, κουτάβι». «Ώστε έχω δίκιο». «Όχι. Δεν έχεις δίκιο». Κάνει μεταβολή θυμωμένος. «Εγκατέλειψα την Κοινωνία όχι επειδή είναι άρρωστη, αλλά επειδή είναι νεκρή. Η Κοινωνία έγινε για να εμφυσά την τάξη. Οι άνθρωποι έγιναν για να θυσιάζονται προκειμένου να αντέχει η ανθρωπότητα. Τους δόθηκαν Χρώματα, ζωές περιορισμένες και τακτοποιημένες, έτσι ώστε να μπορέσουμε να καταστρέψουμε τον αιώνιο κύκλο της φυλής μας – ευημερία που οδηγεί σε απληστία που οδηγεί σε πόλεμο. Οι Χρυσοί ήταν προορισμένοι να επιβλέπουν τα άλλα Χρώματα, όχι να τα καταβροχθίζουν. Τώρα είμαστε παγιδευμένοι πάλι σ’ αυτόν τον κύκλο, ακριβώς αυτό που πασχίσαμε να αποφύγουμε. Επομένως, η Κοινωνία; Το ωραίο άθροισμα όλης της ανθρώπινης δημιουργικότητας; Είναι νεκρή και σαπισμένη εδώ κι εκατοντάδες χρόνια και όσοι πολεμούν για λογαριασμό της δεν είναι παρά όρνια και σκουλήκια». «Δηλαδή δεν ήταν ο θάνατος του Βρούτου». Μ ιλάω για τον μικρότερο γιο του, που ήταν παντρεμένος με τη νεκρή κόρη της Οκταβίας Au-Λούνα.

326

PIERCE BROWN

«Αυτό ήταν ατύχημα». «Βολικό ατύχημα» λέω. «Κυκλοφορούν φήμες πως η κόρη της Οκταβίας οργάνωνε πραξικόπημα εναντίον της μητέρας της». «Δε συζητάω φήμες» αποκρίνεται άγρια. «Αν με βοηθήσεις, μπορώ να σου δώσω πίσω τον εγγονό σου». «Ο Λύσανδρος έχει ανατραφεί τόσο πολύ καιρό με δηλητήριο στ’ αυτιά του, που τώρα είναι στο αίμα του. Δεν είναι συγγενής μου». «Δεν είσαι τόσο ψυχρός. Λορν, το είδα το παιδί. Μ οιάζει περισσότερο σ’ εσένα παρά σ’ εκείνη. Δεν είναι μοχθηρό. Αγωνίσου γι’ αυτό». Ο Λορν κοιτάζει ήρεμα τη βροχή που πέφτει πάνω στην παλμοφυσαλίδα. «Πολεμάς έναν τύραννο για να τον αντικαταστήσεις μ’ έναν άλλον τύραννο» λέει κουρασμένα. «Είναι το ίδιο παιχνίδι που έχω δει εκατό φορές. Ξέρεις καν ποιον υπηρετείς;» «Έχω την εντύπωση πως ετοιμάζεσαι να μου πεις». «Δε θα πάψω να είμαι δάσκαλός σου μόνο και μόνο επειδή έπαψες ν’ ακούς. Κάθισε. Δε θέλω να ενοχληθεί ο Ίκαρος από αυτή την καταραμένη ιστορία». Κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα και μου δείχνει να καθίσω απέναντί του. Το κάνω. Σκύβει προς τα εμπρός παίζοντας με το χοντρό δαχτυλίδι του Οίκου του Άρη στο δάχτυλό του. «Ο Οίκος των Αυγούστων ήταν πάντα ισχυρός, είμαι σίγουρος πως το ξέρεις αυτό. Ακόμα και όταν ο Άρης δεν ήταν παρά ένα ορυχείο για ήλιο-3. Απέκτησαν δωροδοκώντας ή σκοτώνοντας τα περισσότερα κυβερνητικά συμβόλαια. Και όσο φούσκωναν οι τσέπες τους, το ίδιο γινόταν και με την επιρροή τους. Έγιναν, μαζί με διάφορες άλλες οικογένειες –συμπεριλαμβανομένων των Μ πελόνα και της δικής μου–, οι άρχοντες του Άρη. Υπήρχε μια οικογένεια με μεγαλύτερη δύναμη, ωστόσο, ονόματι Σάιλους. Έλεγχαν τη θέση του Αρχικυβερνήτη και είχαν την εύνοια της Συγκλήτου και του τότε Άρχοντα. »Όταν ο αφέντης σου, που τότε λεγόταν απλώς Νέρωνας, ήταν εφτά χρονών, ο πατέρας του είχε μια διαμάχη με τον Ιούλιο Au-Μ πελόνα, παππού του Κάσσιου. Ο πατέρας του Νέρωνα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

327

επιχείρησε να βάλει τους Καστανούς που υπηρετούσαν τους Μ πελόνα να δηλητηριάσουν ολόκληρη την οικογένεια την ώρα του δείπνου. Το σχέδιο απέτυχε. Ξεκίνησε πόλεμος μεταξύ οίκων. »Ο πατέρας του Νέρωνα συγκάλεσε τους προμάχους του και τους οδήγησε εναντίον των Μ πελόνα και του Αρχικυβερνήτη Σάιλους, που είχε θέσει τις δυνάμεις του στο πλευρό του Ιούλιου Au-Μ πελόνα. Ο τότε Άρχοντας δεν παρενέβη, αντίθετα, άφησε τις δύο οικογένειες να πάνε σε πόλεμο. Τελικά ο πατέρας του Νέρωνα βρέθηκε πολιορκημένος στην Αγέα, όταν ο στόλος του καταστράφηκε και αιχμαλωτίστηκε γύρω από τον Φόβο. »Ο Σάιλους εξόντωσε τον Οίκο των Αυγούστων, εξαιρώντας από την τιμωρία μόνο τον μικρό Νέρωνα. Του επιτράπηκε να ζήσει προκειμένου μια παλιά οικογένεια που είχε συμμετάσχει στην Κατάκτηση να μην εξαφανιστεί από την ιστορία. Λέγεται μάλιστα πως ο Αρχικυβερνήτης Σάιλους έδωσε στον μικρό Νέρωνα σταφύλια για να ξεδιψάσει επειδή δεν υπήρχε νερό, αφού η πόλη γύρω τους καιγόταν. Έπειτα τον μεγάλωσε στη δική του αυλή. »Είκοσι χρόνια αργότερα, ο Νέρωνας, που όλοι τον θεωρούσαν πάντα έντιμο και ακέραιο άνθρωπο, αντίθετα με τον μοχθηρό πατέρα του, ζήτησε το χέρι της Αϊόνα Au-Μ πελόνα. Ήταν η μικρότερη και αγαπημένη κόρη του γερο-Ιούλιου». Σηκώνει τα μάτια του κοιτάζοντας τις σταγόνες νερού που πέφτουν από τις βελόνες των αειθαλών από πάνω μας. «Την ήξερα καλά. Οι γιοι μου ήταν σύντροφοί της στα παιχνίδια. Ήξερα και τον Νέρωνα. Τον συμπαθούσα, παρ’ όλο που ήταν λίγο ψυχρός όταν ήταν μικρός. »Μ ε την ελπίδα της επούλωσης των πληγών παλιών γενεών που εξακολουθούσαν να υπάρχουν και της ενίσχυσης και ενοποίησης του Άρη, ο Αρχικυβερνήτης Σάιλους συμφώνησε. Η Μ πελόνα παντρεύτηκε τον Αύγουστο. »Ήταν όμορφος γάμος. Παρευρέθηκα εκπροσωπώντας τον Άρχοντα ως Μ αινόμενος Ιππότης. Και πέρασα υπέροχα. Ποτέ δεν είχα ξαναδεί την Αϊόνα τόσο ευτυχισμένη όπως ήταν στην αγκαλιά εκείνου του βλοσυρού νεαρού. Εκείνο το βράδυ, όμως,

328

PIERCE BROWN

όταν η οικογένεια των Μ πελόνα επέστρεψε στο κτήμα της, έφτασε ένα δέμα. Μ έσα, ο γερο-Ιούλιος βρήκε το κεφάλι της κόρης του. Σταφύλια ήταν χωμένα στο στόμα της Αϊόνα μαζί με δύο βέρες. »Φώναξε τις κόρες και τους γιους του, μεταξύ των οποίων και τον πατέρα του Κάσσιου, και πέταξε μέχρι την Ακρόπολη για να ζητήσει δικαιοσύνη από τον Αρχικυβερνήτη Σάιλους, όπως είχε κάνει και είκοσι χρόνια νωρίτερα, όταν οι Αύγουστοι είχαν εξεγερθεί. »Αντί για τον παλιό του φίλο, όμως, βρήκε στον θρόνο του Αρχικυβερνήτη τον νεαρό Νέρωνα, υποστηριζόμενο από Πραιτοριανούς και δύο Ολύμπιους Ιππότες. Ήμουν ανάμεσά τους, αφού ο Άρχοντάς μου μου είχε πει πως ο Σάιλους αποτελούσε απειλή για την Κοινωνία. Έκανα αυτό που με είχαν διατάξει. Ο Οίκος των Σάιλους εξοντώθηκε και εξαλείφθηκε από τα αρχεία. »Ανακάλυψα αργότερα πως ο Νέρωνας είχε καταφέρει να συνάψει συμφωνία με την κόρη του τότε Άρχοντα. Τη γνωρίζεις ως Οκταβία Au-Λούνα. Νεότερη τότε, έπεισε τον πατέρα της να δώσει στον Νέρωνα τον θρόνο του Άρη και την εκδίκησή του· σε αντάλλαγμα, κέρδισε την υποστήριξη του Νέρωνα όταν τέθηκε επικεφαλής της κλίκας που ανέτρεψε και σκότωσε τον πατέρα της πέντε χρόνια αργότερα. Αυτός είναι ο άνθρωπος για τον οποίο ξεκίνησες έναν πόλεμο». «Δεν τα ήξερα αυτά» λέω ήρεμα. «Η ιστορία γράφεται από τους νικητές». Ο Λορν με κοιτάζει και οι γραμμές στο πρόσωπό του μοιάζουν να βαθαίνουν. «Δε θέλω να κάνω πόλεμο, Ντάροου. Στη ζωή μου έχω δει έναν δορυφόρο να καίγεται επειδή ένας άνθρωπος δεν ήθελε να σκύψει το κεφάλι. Έχω οδηγήσει ένα εκατομμύριο πολεμιστές που εκτοξεύτηκαν από πολεμικά σκάφη για να εισβάλουν σ’ έναν πλανήτη. Δεν μπορείς καν να φανταστείς τη φρίκη αυτού του πράγματος. Σκέφτεσαι μόνο πόσο όμορφο θα είναι. Είναι άντρες όμως. Είναι γυναίκες. Έχουν οικογένειες. Και πεθαίνουν κατά χιλιάδες. Και θα είσαι ανήμπορος να προστατεύσεις ακόμα και τους καλύτερους φίλους σου.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

329

«Α!» Δείχνει προς την κορυφή του λόφου. «Να ο Ίκαρος». Η βροχή στάζει από τα δέντρα, καθώς περνάμε ανάμεσα από τα τελευταία κλαδιά για να βρούμε τον Ίκαρο, τον αγαπημένο οικόσιτο γρύπα του Λορν, κοιμισμένο σ’ ένα μεγάλο στρώμα από βρύα σε μια ψηλή προεξοχή μέσα στο μικρό δάσος. Τα πόδια του Ίκαρου είναι κουλουριασμένα κοντά στο σώμα του. Τα φτερά του είναι καμπυλωμένα γύρω του καθώς κοιμάται – φωσφορίζοντας και λάμποντας από σταγονίτσες νερού. Το μεγάλο αετίσιο κεφάλι του είναι σχεδόν μεγαλύτερο από μένα, το ένα του μάτι σαν το μισό μου κρανίο. Οι Λαξευτές τον έφτιαξαν καλά. «Μ οιάζει φιλήσυχος όταν κοιμάται» λέει ο Λορν. «Είναι πιο μεγάλος από όσους έχω δει» λέω, μην μπορώντας να κρύψω το δέος στη φωνή μου. «Δεν έχεις πάει στους πόλους του Άρη ή της Γης, τότε». «Όχι. Από πού τον αγόρασες;» «Αρειανοί Λαξευτές τον έφτιαξαν για την οικογένειά μου. Στον διάολο εκείνος ο μπούφος της μόδας από τη Ζανζιβάρη. Ο Ίκαρος ανήκει στο ίδιο είδος με τα θηρία που υπάρχουν στις ψηλές αετοφωλιές στον βόρειο πόλο του Άρη. Εκείνους που χρησιμοποιούν για να τρομοκρατήσουν τους Οψιδιανούς κάνοντάς τους να πιστεύουν πως η μαγεία είναι αληθινή». Χαϊδεύει τον κοιμισμένο γίγαντα. «Είσαι ακόμη ερωτευμένος με την κόρη του Αρχικυβερνήτη;» Γυρίζει να με κοιτάξει με ελπίδα. «Γι’ αυτό τα κάνεις αυτά; Άκουσα για εκείνην και τον Μ πελόνα». «Δεν πρόκειται γι’ αυτό που έγινε ανάμεσα σ’ αυτήν και τον Κάσσιο». «Όχι;» Αναστενάζει. «Αυτό θα το είχα καταλάβει τουλάχιστον. Ήσουν άτσαλος εκεί, πρέπει να ξέρεις. Η Τρέλα του Ειρηνικού θα τον είχε τελειώσει σε τρεις κινήσεις». «Δεν ήμουν άτσαλος. Έπαιζα θέατρο». «Άτσαλος. Οι Ιώδεις είναι θεατρίνοι. Εγώ σε εκπαίδευσα για θεατρίνο;» Τον προσπερνάω για να χαϊδέψω τον Ίκαρο. «Ώστε τελικά νοιάζεσαι για μένα». Δε μου απαντάει προς στιγμήν και τότε είναι που καταλαβαίνω πως η στιγμή που φοβόμουν περισσότερο πλησιάζει. «Σε κάποια

330

PIERCE BROWN

άλλη ζωή θα ήσουν ένας από τους γιους μου, Ντάροου. Θα σε είχα βρει νωρίτερα, προτού γίνει ό,τι έγινε και σε γέμισε μ’ αυτή τη μανία. Δε θα σε είχα μεγαλώσει για να γίνεις σπουδαίος. Δεν υπάρχει γαλήνη για τους σπουδαίους ανθρώπους. Θα σε είχα κάνει ευπρεπή. Θα σου είχα δώσει την ήρεμη δύναμη να γεράσεις μαζί με τη γυναίκα που αγαπάς. Τώρα το μόνο που μπορώ να σου δώσω είναι μια ευκαιρία. Ίκαρε!» φωνάζει. Ο γρύπας αναδεύεται δίπλα του, με το κεχριμπαρένιο του μάτι να δείχνει την αντανάκλασή μου. Το έδαφος τρέμει καθώς το πλάσμα κινείται, ξεριζώνοντας ένα δέντρο τόσο εύκολα όσο εγώ θα έβγαζα μια τρίχα. Οπισθοχωρώ μακριά από το πλάσμα, αβέβαιος για τις προθέσεις του Λορν. «Τι συμβαίνει;» ρωτάω. «Κοίτα το σκάφος σου». Δείχνει ψηλά μέσα στη νύχτα. Μ έσα από ένα άνοιγμα στα σύννεφα βλέπουμε το μακρύ σκάφος μου να γυαλίζει σε τροχιά. Δεν είναι πια μόνο. Δέκα πυρσόπλοια έρχονται τώρα προς το μέρος του, γλιστρώντας γύρω από τον πέπλο του ισημερινού της Ευρώπης για να καταλάβουν το Παξ. «Ένα πραιτοριανό απόσπασμα θανάτου σε περιμένει μέσα στο σπίτι μου, Ντάροου. Επικεφαλής τους είναι η Αία Au-Γκρίμους. Θα σε πάρουν, θα σε αλυσοδέσουν και θα σε πάνε μπροστά στην Αρχόντισσα». «Μ ε πρόδωσες;» ρωτάω. «Όχι. Ήρθαν πριν από μέρες. Απείλησαν. Τι μπορούσα να κάνω; Ο Κέλαν Au-Μ πελόνα είναι επικεφαλής του στόλου τους. Θα καταστρέψει ή θα αιχμαλωτίσει το σκάφος σου. Αυτό δεν μπορώ να το εμποδίσω. Αλλά δε θέλω να πεθάνεις. Γι’ αυτό ο Ίκαρος θα σε πάει σ’ ένα νησί όπου έχω κρύψει ένα σκάφος για σένα. Χρησιμοποίησέ το για να διαφύγεις». «Θα κάνουν κακό στην οικογένειά σου, αν διαφύγω;» «Ίσως να προσπαθήσουν» γρυλίζει. «Αυτή είναι η συνέπεια της απόφασής σου και της δικής μου». Σηκώνεται με την πλάτη του προς τη θάλασσα. «Θέλω να σβήσω ειρηνικά. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, φύγε και μην ξαναγυρίσεις, Ντάροου».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

331

Δείχνει τον Ίκαρο και βλέπω μια λεπτή σέλα πάνω στο θηρίο – το καινούριο παιχνίδι που είπε. Μ όνο που δεν έχω ανάγκη να διαφύγω. Κουνάω το κεφάλι μου γι’ αυτό που πρόκειται να συμβεί. «Λυπάμαι, φίλε μου. Αλλά δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό». «Να το επιτρέψεις;» ρωτάει και γυρίζει. «Θα έρθεις μαζί μας σ’ αυτό τον πόλεμο». Το ξυράφι μου ξεδιπλώνεται. «Είτε το θέλεις είτε όχι». Μ ιλάω στην ενδοσυνεννόησή μου, λέγοντας στους Υλακτούντες να ετοιμαστούν να σηκωθούν και στους Τιτάνες να επαναφέρουν τα σκάφη. Το αίμα στραγγίζει από το πρόσωπό του και κοιτάζει το θηρίο που είναι ζωγραφισμένο στο τζάκετ μου. «Λιοντάρι τελικά».

332

PIERCE BROWN

29 Η οργή του γέρου

Ε

τοίμασα την παγίδα προτού καν φύγω από τον στόλο. Όλα τα μυστικά βρίσκουν τον δρόμο τους σαν ψίθυροι στ’ αυτιά του Πλίνιου και δε θα ευχόταν τίποτα περισσότερο από τον έγκαιρο θάνατό μου, ιδιαίτερα από τη στιγμή που τον προκάλεσα στη σύσκεψη του Αρχικυβερνήτη. Έτσι, έκανε τη δουλειά του. Συνωμότησε και μηχανορράφησε και βρήκε έναν σύμμαχο εναντίον του μεγάλου κακού Ντάροου Au-Ανδρομέδου στο πρόσωπο της ίδιας της Αρχόντισσας, ένα γεγονός που θα χαρώ να μοιραστώ με τον Αύγουστο το ταχύτερο. Τα σκάφη της Αρχόντισσας κρύφτηκαν ανάμεσα στα ερείπια ενός εγκαταλειμμένου διαστημικού σταθμού που αποτελούσε κάποτε βάση για γαιοδιαμορφωτικές επιχειρήσεις. Ο Κέλαν AuΜ πελόνα ήταν έξυπνος αλλά προβλέψιμος. Η μεγαλύτερη εφεδρική δύναμή μου –ένα απόσπασμα με τα σκάφη των Τηλεμάνων–, την οποία έκρυψα πίσω από τον όγκο ενός άλλου, μικρότερου δορυφόρου, θα παγιδέψει τη δύναμη των Μ πελόνα σε εξήντα δευτερόλεπτα, έχοντας εκτοξευτεί από την άλλη πλευρά του δορυφόρου χρησιμοποιώντας τη βαρύτητά του για να κερδίσει ταχύτητα. Μ ε τον Ροκ Διοικητή, μέχρι το τέλος της ημέρας θα έχω δέκα σκάφη των Μ πελόνα να προσθέσω στην προσωπική μου αρμάδα.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

333

«Το ήξερες» με κατηγορεί ήρεμα ο Λορν, ενώ το χοντρό του χέρι με αρπάζει από τον γιακά της στολής και με ταρακουνάει. «Το ήξερες». Και ξέρει τι σημαίνει αυτό για τον ίδιο. Δεν είναι απλώς μια δική μου νίκη. Είναι μια δική του ήττα. Μ ε τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, πρέπει να συμμαχήσει με κάποιον. Και τον διευκόλυνα να επιλέξει μια πλευρά. «Αν είσαι αλεπού, κάνε τον λαγό. Αυτό δε μ’ έμαθες; Θα φαίνεται όμως σαν να ήξερες πως της έστησα παγίδα. Πως μου ψιθύρισες την είδηση για τη δική της παγίδα». Τον αγγίζω στον ώμο καθώς μ’ αφήνει. «Λυπάμαι, φίλε. Πραγματικά. Αλλά είσαι μέρος αυτού του πολέμου». Το σαγόνι του τρέμει, αλλά δε λέει τίποτα. «Η Αρχόντισσα θα στείλει ξανά τους Πραιτοριανούς της στην Ευρώπη μόλις φύγω» λέω. «Μ όνο που αυτή τη φορά θα έρθουν για σένα και τους δικούς σου. Τα μαύρα και πορφυρά σκάφη τους θα σε σφυροκοπήσουν ανελέητα, μέχρι τα νησιά και οι πόλεις σου στα αρχιπελάγη και στην ηπειρωτική χώρα και στα ψηλά βουνά στον νότο να καταστραφούν σαν γυάλινα και να βουλιάξουν στις θάλασσες. Τα νερά θα θρηνούν πάνω από τους τσακισμένους πύργους σου και από το σπίτι σου δε θα μείνει τίποτα πέρα από κρύπτες στο βυθό. Εκτός αν νικήσουμε». Η ματιά του ψάχνει μέσα μου κάτι που να του δίνει χρόνο. Αλλά βλέπει μόνο αυτό που τον έκανε να με πάρει εξαρχής κάτω από τη φτερούγα του – τον εαυτό του. Οι περισσότεροι θα έδιναν τα πάντα για να το αντικρίσουν αυτό, αλλά αυτή τη στιγμή εύχεται να έβλεπε οτιδήποτε άλλο. «Έθεσα την οικογένειά μου σε κίνδυνο για να σε βοηθήσω να διαφύγεις. Σε περιμάζεψα, σε δίδαξα. Και με προδίδεις σαν τους άλλους. Σαν την Αία». «Ψάχνεις για οίκτο; Μ ’ άφησες να έρθω εδώ, Λορν. Θα είχες παραδώσει τους φίλους μου εκεί ψηλά σε βασανιστήρια και θάνατο την ίδια στιγμή που εμένα μου πρόσφερες έναν τρόπο για να διαφύγω. Οι φίλοι μου, όμως, δε θα αιχμαλωτιστούν». Δείχνω ψηλά τις πύρινες μαχαιριές στον νυχτερινό ουρανό, καθώς η εφεδρική δύναμή μου εκτοξεύεται γύρω από την Ευρώπη.

334

PIERCE BROWN

«Μ ίσησέ με, αλλά πολέμα πλάι μου» λέω στον Άρκος. «Μ όνο τότε θα επιβιώσει η οικογένειά σου». Απλώνω το χέρι μου στον παλιό μου δάσκαλο. Τραβάει το ξυράφι του. «Θα έπρεπε να σε σκοτώσω». «Μπορώ να έρθω να τον καθαρίσω τον τύπο;» ρωτάει ο Σέβρο στην ενδοσυνεννόηση. «Περίμενε» του λέω. «Ξεχνάς». Ο Λορν βγάζει το ηλεκτρονικό του σημειωματάριο από την τσέπη του. «Θα μπορούσα να βάλω τον στόλο μου να καταστρέψει τον δικό σου, μικρέ». «Όχι προτού ο δικός μου καταλάβει της Αρχόντισσας». «Τότε, όμως, θα ξέρει ποια είναι η θέση του Οίκου των Άρκος. Θα ξέρει πως με ξεγέλασες. Πως ο οίκος μου δε συμμετέχει σ’ αυτό το πράγμα». «Κάν’ το λοιπόν» λέω στον Λορν. «Εξαπόλυσε τα σκάφη σου, αν νομίζεις πως ο αγώνας μου είναι κακός. Σκότωσέ με, αν με θεωρείς τέρας». Κάνω ένα βήμα μπροστά, κοντά του. «Γνωρίζεις όμως την καρδιά που χτυπάει μέσα μου. Διάλεξε εμένα. Ή διάλεξε εκείνο το σκοτάδι». Γνέφω προς τα ριζά του λόφου του τεχνητού δάσους, προς το σημείο από το οποίο μπήκαμε. Δώδεκα Οψιδιανοί Πραιτοριανοί μπαίνουν ένας ένας από την ίδια γυάλινη πόρτα που χρησιμοποιήσαμε. Πελώριοι άντρες και γυναίκες με μαύρες και πορφυρές πανοπλίες, κράνη σε σχήμα κρανίου. Μ όνο ένας Κηλιδωμένος – αυτός εδώ πιο αδύνατος από τους άλλους, σαν χειμωνιάτικος αστρίτης που στέκεται στην ουρά του. Η πανοπλία του είναι λευκή και πιτσιλισμένη με χρώματα σαν αίμα. Βρίσκονται λιγότερο από πενήντα μέτρα μακριά. Μ αζί τους, πιο κοντή από τους υπόλοιπους αλλά πιο λαμπρή, είναι η Πρωτεϊκή Ιππότης, με τη χρυσαφένια εξάρτυσή της. Το ξυράφι της τρεμοπαίζει με τα χρώματα του νεφελώματος και η πανοπλία της σπαρταράει σαν τα κύματα που σφυροκοπούν τα λευκά τείχη του νησιού του Λορν. Η Αία κοιτάζει εξεταστικά τον νυχτερινό ουρανό, όπου βλέπει την ενέδρα μου να ξεδιπλώνεται. Αφήνει το κράνος της να τραβηχτεί μέσα στην πανοπλία της. «Και συνεπώς οι προδότες ήταν δύο» φωνάζει. «Ο Οίκος των

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

335

Άρκος ασπάστηκε κι αυτός την προδοσία. Λορν. Παίρνεις θέση με τα λιοντάρια;» «Ο Οίκος των Άρκος δεν αναμειγνύεται». «Δεν αναμειγνύεται;» Η δολοφόνος της Κουίν συνοφρυώνεται και γέρνει το κεφάλι της έτσι ώστε να μπορώ να διακρίνω τις ουλές από τις μονομαχίες στο δεξί μέρος του λαιμού της. Τα γατίσια μάτια της σαρώνουν το δάσος για ίχνη παγίδας. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». «Εξαπατήθηκα όπως κι εσύ, Αία!» φωνάζει ο Λορν. «Ο Ντάροου ήξερε πως ήσαστε εδώ. Δεν ξέρω πώς. Αλλά δεν είμαι εχθρός σας. Θέλω μόνο να με αφήσετε ήσυχο». «Δεν υπήρχε ποτέ τέτοια επιλογή!» φωνάζει η Αία. «Το ξέρεις αυτό καλύτερα από τον καθέναν. Είσαι μαζί μας ή εναντίον μας, Λορν». «Αία. Όχι. Δεν έχω καμία ευθύνη γι’ αυτό! Καμία!» «Οι δυνατοί πάντα έχουν ευθύνη» μουρμουρίζω. «Δε θα εκβιαστώ». Μ ε κόβει μ’ ένα οργισμένο βλέμμα. «Δεν είμαι σε διένεξη με κανέναν από σας. Είμαι ειρηνικός άνθρωπος τώρα». «Τότε, γιατί είναι τραβηγμένο το ξυράφι σου;» χαμογελάει η Αία. «Κάνε αυτό που ξέρεις. Έλα κάτω και μίλα, δάσκαλε. Δεν πρέπει να φωνάζουμε! Αυτό δεν έλεγες όταν ύψωνα τη φωνή μου από θυμό;» Ρίχνει μια ματιά στον γρύπα, που τώρα γρυλίζει δίπλα μας. Είναι μεγαλύτερος από τέσσερα άλογα. Αναρωτιέμαι τι θα έκαναν αυτά τα νύχια κόντρα στις πανοπλίες τους. «Τα σκάφη της χάθηκαν» ψιθυρίζω στον Λορν. «Τι θα την έβαζε η Οκταβία να κάνει;» «Να μας σκοτώσει. Από κακία». Χαμηλώνω τη φωνή μου. «Τότε, δεν έχεις επιλογή». «Έτσι φαίνεται». Η Αία με παρακολουθεί να γονατίζω στο έδαφος και να μαζεύω χώμα στο χέρι μου. Μ ’ έχει μελετήσει. Ξέρει τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Και πρέπει ν’ αναρωτιέται τι σχέδιο έχω. Γιατί ήρθα μόνος. Αν πραγματικά έστησα παγίδα στον ουρανό, δε θα έστηνα και κάτω; Ετοιμάζομαι να της φωνάξω κάτι, όταν μια άλλη μορφή περνάει την πόρτα για να πλησιάσει την Αία. Είναι

336

PIERCE BROWN

ψιλόλιγνος. Δέρμα πιο σκούρο από το δικό μου. Γλιστράει μπροστά, μια σκιά από πορφυρό και μαύρο, που κοιτάζει ανήσυχα τον ουρανό, προτού μου στείλει ένα στραβό χαμόγελο. «Πάνω που μιλούσαμε για προδότες» φωνάζω. «Γεια σου, Τάκτε. Ωραία πανοπλία». «Θεριστή, ευγενή μου!» μουγκρίζει ο Τάκτος και μου κάνει το σχήμα του σταυρού. «Πού είναι ο Σέβρο;» Σκύβει για να πει κάτι στην Αία. Εκείνη ισιώνει το σώμα της και κοιτάζει πάλι ολόγυρα στα δέντρα. Οι άντρες της συμπτύσσονται σε αμυντικό σχηματισμό. Πρέπει να τους προειδοποιεί για τα κόλπα μου. Ξέρουν πως κάτι πάει στραβά. Οι αιγίδες τους ενεργοποιούνται, αστράφτοντας πάνω στα μπράτσα τους. Ο Λορν κλείνει τα μάτια του και σηκώνει το αριστερό του χέρι στον αέρα, νιώθοντας το μαστίγωμα του θυελλώδους αέρα. «Άφησε την Αία σ’ εμένα. Θα έχεις περισσότερες πιθανότητες εναντίον του Κηλιδωμένου». «Όχι. Είναι όλοι δικοί μου. Σέβρο, σηκωθείτε». Οι Υλακτούντες αναδύονται από τη θάλασσα πέρα από το κάστρο. Νερό στάζει από πάνω τους, καθώς πετούν σιωπηλά πάνω από τα τείχη των εκατό μέτρων, με τις πανοπλίες τους να λάμπουν σαν καβούκια μαύρων σκαθαριών. Ένα χρυσαφένιο λιοντάρι έχει ζωγραφιστεί πάνω σε όλους τους θώρακες. Το χρυσό χρώμα τρεμοφέγγει στο φως των αστραπών. Προσεδαφίζονται σιωπηλά γύρω μας. «Οι δικοί μου γιοι της καταιγίδας» λέω στον Λορν. Είκοσι νεο​σύλλεκτοι έχουν έρθει από τις οικογένειες των Υλακτούντων και από τις γραμμές των Τηλεμάνων. Ο Σέβρο έκανε δοκιμαστικά. Μ αθαίνω πως ήταν τρομερά διασκεδαστικό. Είχε να κάνει με φίδια, αλκοόλ και μανιτάρια. Αυτό είναι το μόνο που μου επέτρεψαν να μάθω. «Τελώνιο! Πάλι κρυμμένος;» φωνάζει ο Τάκτος. Η φωνή του είναι χωρατατζίδικη, αλλά κοιτάζει ανήσυχα τον ουρανό. «Τουλάχιστον είναι καλύτερα από κοιλιά αλόγου αυτή τη φορά». Ο Σέβρο τραβάει το μαχαίρι του γδαρσίματος, εκείνο με το οποίο έπαιρνε σκαλπ μαζί με την Άρπυια πριν από χρόνια. Είναι ένα καμπυλωτό όπλο. Το χτυπάει ελαφρά πάνω στον βουβώνα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

337

του και δείχνει τον Τάκτο. Η ματιά του πετά στην Αία. «Σκότωσες έναν Υλακτούντα, Αία» λέει. «Λάθος κίνηση». Όπως περίμενα, η εμφάνιση των Υλακτούντων καθησυχάζει την Αία και τον Τάκτο. Τους φαίνεται λογικό: είχα κρυμμένους στρατιώτες. Τώρα δεν έχω. Μ ια μάχη μέχρι θανάτου. Τιμή. Περηφάνια. Μ ια δύναμη εναντίον μιας άλλης. Οι Οψιδιανοί Πραιτοριανοί αρχίζουν να μοιρολογούν με το τρομερό λαρυγγόφωνο τραγούδι τους. Το μόνο που θέλουν όλοι αυτοί οι άντρες είναι το ένδοξο τέλος. Να πάνε να βρουν τους συγγενείς τους στις γελαστές αίθουσες της Βαλχάλα με τις λεπίδες τους στο χέρι. Βγαίνουν μπροστά υπακούοντας στη διαταγή της Αίας. Οι πιο θανατηφόροι άντρες και γυναίκες του ηλιακού συστήματος, ανάμεσά τους κι ένας Κηλιδωμένος. Κι εγώ αντιγράφω μια σελίδα από το βιβλίο της Ήβης. Φροντίζοντας να είναι η Αία σε απόσταση, πυροκροτώ τα καρφιά-νάρκες που έριχνα στο έδαφος όσο ο Λορν κι εγώ προχωρούσαμε στο δάσος. Μ όνο ο Τάκτος είναι αρκετά γρήγορος. Αρπάζει την Αία από πίσω και την τραβάει απότομα, δυνατά – τόσο δυνατά στη χαμηλή βαρύτητα, που και οι δυο τους πετάγονται κουτρουβαλώντας από την πόρτα ακριβώς τη στιγμή που η πρώτη έκρηξη ξεσκίζει τον αλμυρό αέρα. Οι εκρήξεις είναι κλιμακωτές. Πρώτα έρχεται ένα τράνταγμα που απενεργοποιεί τις παλμοασπίδες και σκορπίζει τους Πραιτοριανούς στον αέρα. Ακολουθεί ένας βαρυκρατήρας, που τους τραβάει πίσω προς την πηγή της έκρηξης σαν ηλεκτρική σκούπα που μαζεύει μύγες· και μετά έρχεται η τρίτη έκρηξη –που εκλύει μόνο κινητική ενέργεια– για να καταστρέψει πανοπλίες και οστά και σάρκες, τινάζοντας τους πολεμιστές προς τα έξω, στον αέρα, σκορπίζοντας τα κομμάτια τους στη χαμηλή βαρύτητα όπως μια πνοή ανέμου σκορπίζει τους σπόρους της πικραλίδας. Μ έλη αιωρούνται πέφτοντας αργά. Αίμα διασπάται σε σταγόνες και πιτσιλίζει το έδαφος. Η έκρηξη σπάει τη φυσαλίδα της οροφής από πάνω και η βροχή πέφτει πάλι στον κήπο για να σβήσει τις φωτιές και να αραιώσει το αίμα που κυλάει μέσα στους δύο ντουζίνες κρατήρες των βομβών. Μ όνο τρεις Πραιτοριανοί επιζούν. Είναι σε άσχημο χάλι.

338

PIERCE BROWN

«Μην την αφήσεις να ξεφύγει». Η φωνή του Ροκ μού πληγώνει τα αυτιά. Παρακολουθεί την ολομετάδοσή μου από τα σκάφη ψηλά. Οι Υλακτούντες μου δεν έχουν κουνηθεί ακόμη. Ο Λορν είναι έξαλλος μαζί μου, καθώς μουρμουρά κάτι περί τιμής. «Τι;» λέω μ’ έναν περιφρονητικό μορφασμό. «Νομίζεις πως πολεμάω τίμια;» «Ντάροου…» λέει σφυριχτά ο Σέβρο. Περιμένω. «Ντάροου…» «Περίμενε». «Το σκάει!» Η φωνή του Ροκ με τρομάζει. Στάζει μνησικακία που δεν ήξερα πως είχε. «Ντάροου!» Ο Λορν παρακολουθεί, ίσως αρχίζοντας να καταλαβαίνει. Χτυπάω τα δάχτυλά μου. «Κυνηγήστε». Οι Υλακτούντες ξεχύνονται μπροστά σαν ξαμολημένοι λύκοι για να τελειώσουν αυτό που άρχισε η βόμβα. Καθαρίζουν τους υπόλοιπους Πραιτοριανούς. Ο Σέβρο φωνάζει το όνομα του Τάκτου ανάμεσα στις υλακές, καθώς τρέχουν μέσα στο κάστρο ψάχνοντας αυτόν και την Αία. «Ντάροου, τι παιχνίδι παίζεις;» με ρωτάει ο Ροκ από την ενδοσυνεννόηση. Αφήνω το ολόγραμμα του προσώπου του να εμφανιστεί στη γωνία της οθόνης του κράνους μου. Οι μύες στο σαγόνι του τρεμοπαίζουν. «Αν ξεφύγει η δολοφόνος της Κουίν…» «Ρίξε σ’ αυτό» λέω στον Ροκ, καθώς βλέπω αναφορές για ένα από τα πυρσόπλοιά μας που υφίσταται τεράστιες ζημιές. Έχει χάσει τη συγκέντρωσή του. «Άνθρωποι πεθαίνουν εκεί πάνω. Συγκεντρώσου στη δική σου δουλειά». Κλείνω τη σύνδεση. Η εικόνα της Άρπυιας εμφανίζεται στην οθόνη μου. «Ο Ιππόκαμπος είναι κάτω». «Ωραία. Και ο Τάκτος;» «Κανένα ίχνος». «Ελήφθη». Κλείνω τη σύνδεση. «Η Αία βούτηξε στη θάλασσα από τον φόβο της. Από τον Τάκτο, όμως, κανένα ίχνος» μου λέει ο Σέβρο κάμποσα λεπτά αργότερα, καθώς οι Υλακτούντες χτενίζουν το εσωτερικό του

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

339

κάστρου, πηγαίνοντας από δωμάτιο σε δωμάτιο. «Κρύβεται. Εκτός κι αν τηλεμεταφέρθηκε». Γρυλίζει σ’ αυτή την αναφορά από έργα επιστημονικής φαντασίας. «Ρώτα τον τύπο πού είναι». Μ ια σκοτεινή ανησυχία χώνεται στο μυαλό μου. Στρέφομαι στον Λορν. «Τι θα τους έβαζε η Λούνα να κάνουν, αν δεν μπορούσαν να σκοτώσουν εσένα κι εμένα; Αν θεωρούσε κάποιον αναλώσιμο, τι θα τον διέταζε;» Στέκεται μια στιγμή εκεί στη βροχή. Μ ετά το πρόσωπό του χλωμιάζει. «Τα παιδιά…» Ο Άρκος με παραμερίζει με μια σπρωξιά, τρέχοντας μέσα από το μακελειό των βομβών προς τη θρυμματισμένη γυάλινη πόρτα. «Θα σκοτώσουν τα εγγόνια μου!» φωνάζει προς το μέρος μου. «Πού είναι τα παιδιά;» ρωτάω τον Σέβρο. «Ποια παιδιά; Δε βρήκαμε κανένα». Βλαστημώντας, κυνηγάω τον Άρκος. «Τα έκρυψα» μου λέει πάνω από τον ώμο του, καθώς διασχίζει τρέχοντας τον διάδρομο του κάστρου. Είναι γρήγορος για γέρος, αλλά η βαρύτητα μας επιβραδύνει, μέχρι που αρχίζουμε να χρησιμοποιούμε τα χέρια μας πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι και τις βαρυμπότες για να διασχίσουμε τους μακριούς διαδρόμους. Στρίβουμε τη μια γωνία μετά την άλλη. Και όταν αγγίζει το κεφάλι ενός πέτρινου γρύπα και ένας ατσάλινος τοίχος παραμερίζει αποκαλύπτοντας ένα κρυφό πέρασμα, μυρίζω αίμα. Δύο πτώματα κείτονται στην άλλη πλευρά του περάσματος. Ένας Γκρίζος, ένας Οψιδιανός. Προσπερνάω τον Άρκος με μια σπρωξιά και πετάω μπροστά, έλκοντας το σώμα μου να κατεβεί μια σειρά από σκαλοπάτια κρατημένος από χειρολαβές στην οροφή, μέχρι που βρίσκομαι μπροστά σε δύο πόρτες. Ανοίγω τη μία. Μ ια απλή αποθήκη. Ανοίγω την άλλη και αφήνω το ξυράφι μου να γλιστρήσει στο χέρι μου. «Τάκτε» λέω αργά. Μ ου έχει γυρισμένη την πλάτη. Τα πτώματα τριών Οψιδιανών κείτονται γύρω του, με το αίμα τους να σχηματίζει λιμνούλα γύρω από τα παπούτσια του. Το ξυράφι του είναι κουλουριασμένο στο χέρι του, που σφίγγεται καθώς εκείνος στέκεται με το κεφάλι κατεβασμένο σ’ ένα δωμάτιο με γυναικόπαιδα. Αίμα κυλάει πάνω

340

PIERCE BROWN

στη ρευστή λεπίδα. Όταν ήρθα, ο Άρκος έκρυψε τα παιδιά από μένα εδώ – κάποια Χρυσά, κάποια Ασημένια, κάποια Ροζ και Καστανά. Ο Τάκτος θα μπορούσε να σκοτώσει τα μισά με μια νωθρή περιστροφή του ξυραφιού του προτού φτάσουμε κοντά τους. «Τάκτε, θυμήσου τα δικά σου αδέρφια» του λέω, κοιτάζοντας τα παιδιά. «Τα αδέρφια μου είναι σκατάδες». Γελάει τραχιά, με φωνή που ακούγεται παράξενη. «Είπαν πως πρέπει να βγω από τη σκιά σου. Η μητέρα με φωνάζει Μ εγάλο Υπηρέτη. Το ήξερες αυτό;» Τα παιδιά κλαίνε με λυγμούς στη γωνία. Ένα κορίτσι χώνει το πρόσωπό του στην ποδιά της μητέρας του. Οι γυναίκες δεν είναι οπλισμένες. Αυτές δεν είναι πολεμίστριες, όπως η Βίκτρα και η Μ άστανγκ. Μ ια Καστανή νταντά σκεπάζει τα μάτια ενός Χρυσού παιδιού. Ακούω τον Άρκος στη σήραγγα πίσω μου. «Οι διαταγές της Λούνα είναι λάθος» λέω στον Τάκτο. «Μ ε ρώτησε αν μπορούσα να καταλάβω τη θέση σου, Θεριστή» λέει ήρεμα ο Τάκτος. «Είπε ότι δεν πίστευε πως μπορούσα. Είπε πως βρισκόμουν τόσο πολύ καιρό στη σκιά σου, που δεν ήξερε αν θα γινόμουν ποτέ τίποτα περισσότερο από ένα αντίγραφό σου. Της είπα πως μπορούσα να κάνω οτιδήποτε μπορούσες να κάνεις κι εσύ». «Τάκτε, είναι διαβολική». «Είναι;» Φτύνει αίμα στο πάτωμα, εξακολουθώντας να μη με αντιμετωπίζει καταπρόσωπο. «Το ίδιο λένε και για σένα. Αναρωτιούνται ποιος νομίζεις πως είσαι για να κάνεις αυτά που κάνεις. Να προκαλείς τους άντρες και τις γυναίκες που προκαλείς. Αναρωτιούνται τι δικαίωμα έχεις». «Όλοι έχουμε δικαίωμα να προκαλούμε. Αυτό είναι το νόημα». «Το νόημα. Υπήρχε νόημα;» ρωτάει. «Δε μου είπαν ποτέ. Μ ε θεωρούσες δεδομένο. Ποτέ δε μου έλεγες τίποτα». Ακριβώς όπως κάνω και με τον Ροκ. «Πάντα ψιθύριζες με κάποιους άλλους. Απορρίπτοντάς με σαν να είμαι κανένας βλάκας. Είσαι ίδιος μ’ αυτήν…» «Τη μητέρα σου;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

341

Δε λέει τίποτα. Ο Άρκος πλησιάζει προσεκτικά δίπλα μου. Απλώνω το χέρι μου για να τον σταματήσω. «Θα τα σκότωνες, αν σου το έλεγε ο Αύγουστος;» με ρωτάει ο Τάκτος, γυρίζοντας ελαφρά. «Όχι» λέω. «Θα προτιμούσα να πεθάνω». «Έτσι πίστευα κι εγώ. Είχε δίκιο. Είμαι ο Μ εγάλος Υπηρέτης». Του ανοίγω τα χέρια μου. «Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω τώρα, Τάκτε». «Αυτό είναι καινούριο». Γελάει πικρόχολα, μπερδεύοντας ελαφρά τα λόγια του. «Καθόλου. Δεν ήξερα τι να κάνω όταν σε μαστίγωσα» λέω. «Στο Ινστιτούτο. Δεν ήθελα να σε χάσω από τον στρατό μου εξαιτίας των ταλέντων σου. Αλλά δεν μπορούσα να μη σε τιμωρήσω». «Ταλέντα. Ταλέντα. Ταλέντα. Επομένως αυτή είναι η διαφορά ανάμεσά μας» βαραίνει περισσότερο η φωνή του Τάκτου. «Επειδή, αν ήταν δικός μου ο στρατός, θα σε είχα σκοτώσει, ξιπασμένο κωλόπαιδο». Γυρίζει λίγο ακόμα και βλέπω τα ίχνη της καταστροφής που προκάλεσε στο πρόσωπό του η βόμβα. «Ξέρεις τι θα γίνει, αν σκοτώσεις κάποιο από αυτά;» Γνέφει προς το μέρος μου, μετά προς τον Μ αινόμενο Ιππότη, σαν να λέει πως ή ο ένας ή ο άλλος θα τον σκοτώσει. «Δε μετανιώνω που πήρα τον Λύσανδρο, ξέρεις». «Δε νομίζω πως μετανιώνεις για πολλά πράγματα». «Δε μετανιώνω». Χαχανίζει και χώνει την άκρη του παπουτσιού του στο αίμα που τον τριγυρίζει. «Νομίζω όμως πως δεν έπρεπε να το έχω κάνει. Σε δοκίμαζα στο Ινστιτούτο. Αλλά… ήθελα να δω τι θα έκανες. Αν άξιζες να σ’ ακολουθήσει κανείς». «Άξιζα;» «Ξέρεις την απάντηση». «Αξίζω ακόμη;» Γνέφει καταφατικά. «Πάντα». Το λέει τόσο αξιολύπητα, που νιώθω να ανεβαίνει η καρδιά μου στον λαιμό μου. Είναι προδότης, ψεύτης, απατεώνας. Ωστόσο στο πρόσωπό του βλέπω έναν φίλο. Θέλω να τον διορθώσω και να τον γιατρέψω. Τι κάνω; Πρέπει να τον σκοτώσω. Αλλά το έχω ξανακάνει με τον

342

PIERCE BROWN

Τίτο. Αυτός ο κύκλος μάς διαβρώνει. Ο θάνατος γεννάει θάνατο που γεννάει θάνατο στο διηνεκές. «Κι αν σ’ αφήσω να ζήσεις;» ρωτάω ξαφνικά, προσελκύοντας ένα σαστισμένο, αλλόφρον βλέμμα από τον Τάκτο. Φυσικά δεν καταλαβαίνει τη συγχώρεση. «Κι αν σ’ αφήσω να γυρίσεις πίσω;» «Τι;» «Αν σε συγχωρούσα;» «Ψέματα λες». Γυρίζει περισσότερο και βλέπω σε όλη του την έκταση αυτό που του έκανε η βόμβα. Η μύτη του είναι στραβή, σπασμένη. Το υπόλοιπο μοιάζει με κεράσι που του έχεις βγάλει τη φλούδα. Ο φίλος μου… «Δε λέω ψέματα». Δεν εμπιστεύτηκα τον Τάκτο κάποτε και τον έχασα. Τώρα θα τον εμπιστευτώ. Θα κάνω το ίδιο άλμα που του ζητάω να κάνει. Προχωρώ ένα βήμα. «Ξέρω πως υπάρχει καλοσύνη μέσα σου. Είδα το πρόσωπό σου όταν σκοτώθηκαν εκείνα τα παιδιά στο γκαλά. Δεν είσαι τέρας. Ξαναγύρνα κοντά μου. Θα γινόσουν πάλι ένας από τους υπασπιστές μου, Τάκτε. Θα σου έδινα μια λεγεώνα να διοικείς όταν θα πάρουμε τον Άρη. Θα κουβαλάς ένα από τα λάβαρά μου. Αλλά δεν μπορείς να φοράς αυτή την άσχημη στολή». «Είναι άβολη» ξεφυσάει μ’ ένα αμυδρό χαμόγελο. «Όμως ο Σέβρο, ο Ροκ, η Βίκτρα…» «Σε αναζητούν» λέω ψέματα. «Άφησε το ξυράφι σου και ξαναγύρνα στον στρατό μου. Σου υπόσχομαι πως θα είσαι ασφαλής». Το ξυράφι χαμηλώνει στο χέρι του. Ένα από τα παιδιά χαρίζει ένα χαμόγελο στο μικρότερο αδερφάκι του, ένα χαμόγελο ελπίδας. «Μ όνο άφησε ήσυχα τα παιδιά και όλα θα συγχωρεθούν». Το εννοώ. Βαθιά μέσα στην καρδιά μου, το εννοώ. «Όλοι κάνουμε λάθη» λέει. «Όλοι κάνουμε λάθη. Απλώς γύρνα πίσω. Δε θα σου κάνω κακό». Αφήνω το δικό μου ξυράφι να πέσει. «Ούτε ο Άρκος». Κοιτάζω τον Άρκος, μέχρι που γνέφει καταφατικά με το γέρικο κεφάλι του. «Θέλω να γυρίσω στο σπίτι» μουρμουρίζει σιγανά ο Τάκτος, με πόνο στη φωνή. «Θέλω να γυρίσω στο σπίτι».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

343

«Τότε, γύρνα στο σπίτι». Το ξυράφι του Τάκτου πέφτει κροταλίζοντας στο πάτωμα και εκείνος πέφτει στο ένα του γόνατο μπροστά μου. Βογκάει από τον πόνο. Ανακούφιση πλημμυρίζει το δωμάτιο. Τα παιδιά αρχίζουν πάλι να κλαίνε, αυτή τη φορά από τη βασανιστική αλλαγή πορείας από τον θάνατο στη ζωή. Οι νταντάδες αγκαλιάζουν τα παιδιά που έχουν στη φροντίδα τους με τα δάκρυα να τρέχουν στα πρόσωπά τους. Προχωράω προς τον Τάκτο και του κάνω νόημα να σηκωθεί και να πιάσει το μπράτσο μου. Μ ε τυλίγει σε μια ξέφρενη αγκαλιά και κλαίει με αναφιλητά πάνω μου. Το σώμα του τρέμει, τα αιματοβαμμένα χαρακτηριστικά του βάφουν την πανοπλία μου. «Συγγνώμη» λέει μια ντουζίνα φορές. Κλαίει σπαρακτικά στον ώμο μου, σφίγγοντάς με δυνατά. Το πρόσωπό του είναι ρημαγμένο. Και τον αγκαλιάζω. Μ ε κυριεύει εξάντληση. Η θλίψη του είναι σαν βάρος που σχεδόν μου φέρνει δάκρυα. Ωστόσο με συγκρατούν τα παράξενα αισθήματα που προκαλεί η επιστροφή του κοντά μου, το γεγονός πως στέκεται μαζί μου, κρατώντας με σφιχτά. Είναι κάτι που σε κάνει να συνειδητοποιείς τις αδυναμίες σου το να ξέρεις πως κάποιος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς εσένα, το να ξέρεις πως, παρ’ όλο που σε πρόδωσε, δεν επιθυμεί παρά την άφεση αμαρτιών. Και καθώς μου σφίγγει δυνατά την πλάτη, τυλίγω τα χέρια μου γύρω από την πανοπλία του και προσπαθώ να μην κλάψω κι εγώ. Ακόμα και οι άσπλαχνοι νιώθουν πόνο. Και ακόμα και οι άσπλαχνοι μπορούν ν’ αλλάξουν. Ελπίζω αυτό να τον αλλάξει. Θα μπορούσε να κάνει τόσα πράγματα, αν απλώς μπορούσε να μάθει. Από πολλές απόψεις είναι η ενσάρκωση της φυλής του. Κι έτσι, αν ο Τάκτος μπορεί ν’ αλλάξει, οι Χρυσοί μπορούν ν’ αλλάξουν. Πρέπει να καταρρακωθούν, αλλά μετά πρέπει να τους δώσεις μια ευκαιρία. Νομίζω αυτό θα ήθελε τελικά η Ηώ. Όταν επιτέλους οι λυγμοί του σταματούν και χωρίζουμε, στέκεται στο πλάι μου πιστός σαν κουτάβι, κοιτώντας με διακριτικά για σημάδια στοργής. Τα χέρια του τρέμουν από τον πόνο των πληγών του, ωστόσο παρακολουθεί σιωπηλός μαζί με τον Άρκος κι εμένα, καθώς τα παιδιά, μικρά και μεγάλα, βγαίνουν

344

PIERCE BROWN

ένα ένα από το κρυφό καταφύγιο μαζί με τις νταντάδες τους. Το Χαλίκι κατεβαίνει για να μας πει με χαζοχαρούμενο ύφος πως ο Ροκ ολοκληρώνει τη διαστημική εμπλοκή. Βλέποντας τα τραύματα του Τάκτου, χλωμιάζει. Της λέω να φέρει έναν Κίτρινο. Σε λίγο ο Λορν, ο Τάκτος κι εγώ μένουμε μόνοι μας στο υπόγειο. Ο Λορν γυρίζει προς το μέρος μας. «Τώρα που έφυγαν τα παιδιά, συνέπειες». Τα χέρια του πετούν πιο γρήγορα από φτερά κολιμπρί. Ένα ιονοστιλέτο εμφανίζεται και τινάζεται μπροστά τέσσερις φορές προς τη μασχάλη του Τάκτου, όπου η πανοπλία είναι πιο τρωτή. Ορμάω να σταματήσω τον Λορν, αλλά έχει ήδη τελειώσει. Το στριφογυρίζει σαν να στύβει μια πετσέτα, κόβοντας την αρτηρία, ένας γέρος που σκοτώνει έναν νέο. Το ρημαγμένο πρόσωπο του Τάκτου παραμορφώνεται από τον πόνο· και βγάζει μια άναρθρη κραυγή σαν να ήξερε πως τελικά η δικαιοσύνη θα τον έβρισκε. Ο Λορν φεύγει. Και μένω να κρατάω τον φίλο μου καθώς πεθαίνει και τα μάτια του σβήνουν σε κάποιο μακρινό μέρος, όπου ίσως θα βρει εκείνη τη γαλήνη που ο Ροκ πάντα ευχόταν γι’ αυτόν.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

345

30 Επικείμενη καταιγίδα

«Π

όσο απέχουμε από το ραντεβού;» ρωτάω την Ωρίωνα στο κατάστρωμα διοίκησης. Εκτός από τους βοηθούς μας, είμαστε μόνοι μπροστά στις θυρίδες θέασης του Παξ, παρακολουθώντας τα σκάφη μου να διασχίζουν το διάστημα. Οι νεότερες προσθήκες στη νεοσύστατη αρμάδα μας είναι βαμμένες λευκές και φέρουν τον θυμωμένο πορφυρό γρύπα του Λορν. Μ αζί τους πετούν τα μαύρα και μπλε και ασημένια πολεμικά σκάφη που πήραμε από τον Κέλαν Au-Μ πελόνα πάνω από την Ευρώπη. Πορτοκαλιοί και Κόκκινοι σέρνονται στο εξωτερικό των μεταλλικών τεράτων, κλείνοντας τις τρύπες που άνοιξαν τα βδελλοσκάφη και ετοιμάζοντάς τα για την πολιορκία του Άρη. «Τρεις μέρες μέχρι τον Σταθμό της Χίλντα. Τα άλλα σκάφη θα έχουν φτάσει πριν από μας, ντόμινους». Ο Κάβαξ και ο Ντάξο πλησιάζουν από πίσω. Γυρίζω προς το μέρος τους και δείχνω έξω από τα επισκευασμένα παράθυρα τα δέκα σκάφη του Κέλαν Au-Μ πελόνα. «Ευχαριστώ για τα δώρα» λέω. «Δικό σου το σχέδιο, δικά σου τα λάφυρα» δηλώνει ο Κάβαξ. «Μ ’ εμάς να παίρνουμε ένα ποσοστό, φυσικά» προσθέτει ο Ντάξο, ήπιος όπως πάντα, ανασηκώνοντας τα αγκαθωτά φρύδια του. «Πενήντα τοις εκατό εύρετρα». Τον κοιτάζω με θυμηδία.

346

PIERCE BROWN

«Εντάξει, τριάντα τοις εκατό, επειδή ο Παξ σε συμπαθούσε». «Δέκα τοις εκατό!» λέει με βροντερή φωνή ο Κάβαξ. Γέρνω το κεφάλι μου στο πλάι. «Είσαι κακός διαπραγματευτής, Πραίτορα». Ανασηκώνει καλοπροαίρετα τους ώμους του και δείχνει χαρωπά τα ζελεδάκια στο πάτωμα. Αφήνει κάτω τον Σοφοκλή, ενθαρρύνοντάς τον να τα αφανίσει όλα. «Είκοσι». Ο Ντάξο απλώνει τα χέρια του με κινήσεις που μοιάζουν να ανήκουν σε έναν πιο αδύνατο, πιο φιλομαθή άνθρωπο. «Είναι δίκαιο, έτσι; Χάσαμε εκατόν εξήντα Γκρίζους και δεκατρείς Οψιδιανούς του οίκου». «Τότε, τριάντα τοις εκατό για να αποζημιωθείτε. Επειδή είμαστε φίλοι». «Τρία σκάφη! Φοβερό παζάρι!» δηλώνει ο Κάβαξ. «Φοβερό παζάρι. Μ ερικές φορές το χρειάζεται κανείς ένα καλό παζάρι». Μ ε χτυπάει στην πλάτη, κάνοντας τις αρθρώσεις του να τρίξουν. «Μ όνο να είχαμε πιάσει την Αία. Αυτό κι αν θα ήταν λάφυρο για μοίρασμα!» «Το έσκασε μέσα στη θάλασσα δυστυχώς». Δείχνω τον Ράγκναρ, που στέκεται στην άκρη της γέφυρας. «Άκουσα πως τα πήγε καλά». Χλωμός και ψηλός, συνεχίζει να με κοιτάζει πίσω από τη γενειάδα του και τα ρουνικά τατουάζ, μοιάζοντας τόσο κενός από συναισθήματα όσο πλήρεις είναι ο Κάβαξ και ο Ντάξο. «Ο επικεφαλής του πληρώματος εφόδου του σκοτώθηκε. Το ίδιο και οι υπαρχηγοί. Πολλά κεφάλια τσακίστηκαν. Έπεσαν πάνω σε κάποιους από τους φίλους του Κέλαν» λέει ο Κάβαξ βλοσυρά, καθώς ψαχουλεύει στις τσέπες του για την ανυπόμονη αλεπού του, που έχει γαντζωθεί από το πόδι του για περισσότερα ζελεδάκια. «Δεν έχω άλλα, μικρέ μου πρίγκιπα». Μ ου χαμογελάει με ελπίδα. «Έχεις καθόλου ζελεδάκια;» «Όχι. Λυπάμαι». «Ο Ράγκναρ αποδώ ανέλαβε τη διοίκηση. Τα πήγε καλά» λέει ο Ντάξο. «Ανέλαβε τη διοίκηση;» ρωτάω. Ο Κάβαξ εξηγεί. «Υπήρχε ένα απόσπασμα θανάτου Απαράμιλλων. Μ ισή ντουζίνα χορευτές της λεπίδας από τους

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

347

Μ πελόνα, πραγματικά ευγενείς, έκαναν φέτες όλους τους Χρυσούς και τους περισσότερους Οψιδιανούς μας. Ο Κηλιδωμένος εκεί πέρα μάζεψε τους επιζώντες Γκρίζους και μερικούς Οψιδιανούς και κατάφερε να πάρει το σκάφος». «Επέζησε κανείς από αυτούς τους χορευτές της λεπίδας;» «Ό χι». Ο Ράγκναρ κοιτάζει πάλι το πάτωμα σαν να περιμένει κατσάδα. «Καλή δουλειά, ευγενή μου» λέω αντί γι’ αυτό. Τόσο ο Κάβαξ όσο και ο Ντάξο με λοξοκοιτάζουν για την οικειότητα. Άξιζε τον κόπο, σκέφτομαι βλέποντας τον Ράγκναρ να με αιφνιδιάζει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο, που φανερώνει δυο σειρές κίτρινα δόντια. «Νομίζεις πως θα μπορούσε να κάνει περισσότερα;» ρωτάω. Ο Ντάξο διστάζει. «Τι εννοείς;» «Θα μπορούσε να διοικήσει απόντος ενός Χρυσού;» Ο Ντάξο και ο Κάβαξ ανταλλάσσουν ένα ανήσυχο βλέμμα. «Τι όφελος θα είχε αυτό;» ρωτάει ο Ντάξο. «Θα μπορούσα να τον στείλω σε μέρη όπου δεν μπορώ να στείλω Χρυσούς». «Δεν υπάρχει τέτοιο μέρος». Ο Κάβαξ σταυρώνει τα χέρια του. Υπερβαίνω τα όρια. Χαμογελάω για να τους κατευνάσω. «Φυσικά. Απλώς μια θεωρία. Το μυαλό περιπλανιέται μερικές φορές». Χτυπάω τον Κάβαξ στον ώμο και φεύγουν μαζί για το σκάφος τους. «Το παράκανες» λέει η Ωρίων. «Ορίστε;» «Αυτό που άκουσες». Χαμηλώνω τα μάτια μελετώντας τα αχνά γαλάζια τατουάζ στο σκούρο δέρμα της, λες και τα μαθηματικά περιέχουν το κλειδί για να καταλάβω τις σκέψεις της. «Είσαι παρατηρητική για Κυανή». «Επειδή ξέρω πώς λειτουργεί ο κόσμος έξω από τον ψηφιακό συγχρονισμό μου; Οφείλεται στη δουλειά στους ντόκους, ντόμινους. Όταν είσαι στον πάτο, πρέπει να προσέχεις τα πάντα». «Ποιους ντόκους;» ρωτάω.

348

PIERCE BROWN

«Του Φόβου. Ο πατέρας ήταν Λιμενεργάτης, γεννημένος έξω από τις Σέκτες. Πέθανε όταν ήμουν μικρή. Ένα μικρό κορίτσι πρέπει να έχει τα μάτια του τετρακόσια, αν θέλει να μεγαλώσει στις Κυψέλες των πόλεων των ντόκων. Είναι ο μόνος τρόπος να νικήσεις τα τέρατα». «Δεν είναι ο μόνος τρόπος» λέω. «Όχι;» ρωτάει κατάπληκτη. «Μ πορείς πάντα να γίνεις κι εσύ τέρας». Η Ωρίων γυρίζει από τη θυρίδα θέασης για να με κοιτάξει. Απίστευτη ευφυΐα καίει πίσω από τα παγωμένα μάτια της. «Και υπάρχει και η ομορφιά του διαστήματος. Ένα δισεκατομμύριο δρόμοι ανάμεσα στους οποίους μπορείς να διαλέξεις». Γλιτώνω από την απάντηση όταν ο Κυανοδιαβιβαστής με φωνάζει από τη θέση του. «Ντόμινους, εντοπίσαμε πολεμικό σκάφος που κινείται προς το μέρος μας. Είναι η Βιργινία Au-Αυγούστα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

349

31 Πραξικόπημα

«Ο

πατέρας αιχμαλωτίστηκε» μου λέει, καθώς κατεβαίνει σαν σίφουνας τη ράμπα του σκάφους της, που καπνίζει. Την περιβάλλουν διάφοροι Οψιδιανοί σωματοφύλακες με πανοπλίες στραπατσαρισμένες στις μάχες. Μ ια ντουζίνα Γκρίζοι βγαίνουν από το όχημα από πίσω τους. Επικεφαλής τους είναι η Σουν–χούα από τη Σελήνη. Όλοι είναι λέρτσερ μισθοφόροι, ξεκάθαροι και επικίνδυνοι. Οι κυνηγοί του Τσακαλιού. Ο Σέβρο τούς κοιτάζει καχύποπτα. Γύρω μας, εκατοντάδες σχιζόφτερα και μια ντουζίνα πελαργοί σταθμεύουν στο υπόστεγο – αρκετά μεγάλο για να καταπιεί όλο το Κοινόχρηστο του Λύκου και τους οικισμούς του. Πορτοκαλιοί φωνασκούν γύρω από το όχημα, ετοιμάζοντας ελέγχους συντήρησης πριν από την τελική εισβολή στον Άρη. Υποδέχομαι τη Μ άστανγκ με το δικό μου στενό κύκλο – τον Λορν, τον Σέβρο, τους Υλακτούντες, τη Βίκτρα και τον Ράγκναρ. Ο Ροκ δεν ανταποκρίθηκε στις κλήσεις μου. Θέλω να ορμήσω και να αγκαλιάσω τη Μ άστανγκ, αλλά είναι έξαλλη. Μ ιλά και πετάγονται σάλια από το στόμα της. Μ αύροι κύκλοι περιβάλλουν θυμωμένα μάτια. Η εξάντληση τραβάει τα χαρακτηριστικά της. «Ο Πλίνιος ξεκίνησε πραξικόπημα. Συνέλαβε τον αδερφό μου. Η θεία μου είναι νεκρή και τα παιδιά της δολοφονήθηκαν μαζί με

350

PIERCE BROWN

έξι από τους Πραίτορές μας. Πάνω από είκοσι από τους προμάχους του πατέρα μου έδωσαν νέους όρκους πίστης. Και χάσαμε τον έλεγχο του στόλου». Ρωτάω τη Μ άστανγκ αν είναι τραυματισμένη. «Τραυματισμένη;» ρωτά χλευαστικά. «Λες και θα είχε σημασία. Σκότωσαν τους άντρες μου. Ορμήσαμε στην Ακαδημία αθόρυβα, και μόλις εξαπέλυσα το βδελλοσκάφος μου προς τον διαστημικό σταθμό και τα εκπαιδευτικά σκάφη, ένας στόλος των Μ πελόνα εμφανίστηκε πίσω από έναν αστεροειδή και κατέστρεψε όλα τα βδελλοσκάφη μου. Δέκα χιλιάδες άντρες. Νεκροί. Δεν ήταν ανάγκη να το κάνουν. Είχαν αρκετά όπλα να μας σημαδεύουν έτσι ώστε να μην μπορούμε να κάνουμε τίποτε άλλο πέρα από το να παραδοθούμε. Ήταν άσπλαχνο». «Ακούγεται σαν τον Κάρνο» μαντεύω. Γνέφει καταφατικά. «Και τον Πλίνιο. Δεν οδήγησαν τους Μ πελόνα να ψάξουν βελόνες στ’ άχυρα. Τους οδήγησαν κατευθείαν στην επιχείρησή μου». «Γιατί δε σε σκότωσε απλώς ο Πλίνιος;» ρωτάει ο Σέβρο. «Ένας άνθρωπος σαν τον Πλίνιο διψάει για νομιμότητα» λέει ο Λορν από δίπλα μου, γνέφοντας για να χαιρετίσει τη Μ άστανγκ. Αν η παρουσία του εδώ της φαίνεται παράξενη, δεν το δείχνει. «Είναι στη φύση του. Ήρθε να σε βρει προηγουμένως, έτσι;» Η Μ άστανγκ ανταλλάσσει ένα αηδιασμένο βλέμμα με τον μέντορά μου. «Το Ξωτικό με έθεσε υπό φρούρηση στα διαμερίσματά μου, ενώ οδηγούσε τον αιχμαλωτισμένο στόλο μου στη Χίλντα. Στη διάρκεια του ταξιδιού ήρθε να με βρει και μου έδειξε ένα ολοβίντεο από την αποτυχημένη επιδρομή του πατέρα μου στον Γανυμήδη». Τρέμει από τον θυμό. «Και είπε πως, παρότι ο οίκος μου είχε οδηγηθεί στον όλεθρο, δε θα επέτρεπε στη γενιά μου να σβήσει. Είχαν καταλήξει σε μια συμφωνία με την Αρχόντισσα. Αν μπορούσε να της προσφέρει ειρήνη, αυτή θα του πρόσφερε μια θέση, νομιμότητα κι ένα έπαθλο της επιλογής του. Έτσι, μου τρεμόπαιξε τις ωραίες βλεφαρίδες του, καθώς τα σκάφη του πατέρα μου καίγονταν στο ολοβίντεο, και είπε πως θα χώριζε τη

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

351

γυναίκα του και θα μου έκανε την τιμή να μου δώσει το χέρι του». Δε λέω τίποτα. Οι Υλακτούντες φανερώνουν με μουγκρητά τη δυσφορία τους. «Και η απάντησή σου;» ρωτάει η Βίκτρα. Η Μ άστανγκ την αγνοεί. «Είπε πως πάντα είχε τα μάτια του στραμμένα πάνω μου». Βάζει το χέρι της στην τσέπη της, βγάζει έξω κάτι και το πετάει στο πάτωμα. «Έτσι, του έβγαλα το ένα». Ο Σέβρο κακαρίζει μαζί με την Άρπυα. Ο Λορν ξεφυσά αποδοκιμαστικά. Λες και έχει δικαίωμα να κρίνει. «Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Μ αινόμενε Ιππότη» λέει η Μ άστανγκ. «Λυπάμαι που σύρθηκες σ’ αυτή την ιστορία. Αλλά σε χρειαζόμαστε τώρα περισσότερο παρά ποτέ». «Αρχίζω να το βλέπω αυτό». «Πού είναι ο αδερφός σου;» ρωτάω τη Μ άστανγκ, σηκώνοντας το βλέμμα μου από το μάτι. «Αιχμαλωτίστηκε. Υπάρχουν κι άλλα που πρέπει να πούμε». Ρίχνει μια ματιά στους Πορτοκαλιούς και στους Γκρίζους στο υπόστεγο. «Ιδιαιτέρως». «Φυσικά. Θα συνεχίσουμε στο πολεμικό στρατηγείο...» αρχίζω. «Όλα στην ώρα τους, Ντάροου». Πατρική ανησυχία απλώνεται στο πρόσωπο του Λορν, καθώς στρέφεται προς τη Μ άστανγκ. «Δέσποινά μου, πέρασες μια δοκιμασία. Ίσως θα έπρεπε να αναπαυτείς και θα μπορούσαμε...» Οι Υλακτούντες κι εγώ κάνουμε μερικά βήματα μακριά από τον Λορν. «Ν’ αναπαυτώ;» Η φωνή της Μ άστανγκ ανεβαίνει. «Γιατί ν’ αναπαυτώ;» «Λάθος μου» λέει ευγενικά ο Λορν. «Θεοδώρα» φωνάζω. Γλιστράει μπροστά. «Καφέ, τονωτικά και φαγητό στο πολεμικό στρατηγείο. Για δέκα άτομα». Θυμάμαι τους δύο Τηλεμάνους. «Κάν’ το για είκοσι». Γελάει αυθόρμητα. «Μ άλιστα, ντόμινους». Η Θεοδώρα παραμερίζει για να καλέσει το προσωπικό της. Η Μ άστανγκ τινάζει το κεφάλι της προς το σκάφος της. «Θα το αφήσεις απλώς να κάθεται εκεί;»

352

PIERCE BROWN

«Αρχηγέ!» φωνάζω τον Πορτοκαλή που είναι επικεφαλής στο υπόστεγο επισκευών. Γράσο λεκιάζει τα γένια του. Έρχεται περπατώντας νωχελικά, σκουπίζοντας τα γεροδεμένα χέρια του στην πορτοκαλιά φόρμα του. «Βγάλε αυτό το σκάφος έξω από τον αεροστεγή θάλαμο». «Μ πορεί να περισωθεί» λέει ο Πορτοκαλής. Κοιτάζω τη Μ άστανγκ. «Το ’σκασες ή σ’ άφησαν να το σκάσεις;» «Δεν ξέρω. Ο αδερφός μου ήταν αυτός που μ’ έσωσε. Το δικό του σκάφος αιχμαλωτίστηκε, καθώς βοηθούσε το δικό μου να αποδράσει». Το Τσακάλι είναι όλο εκπλήξεις. «Κι αν υπάρχει καμιά βόμβα μέσα;» ρωτάει ο Σέβρο κοιτάζοντας ανήσυχα το σκάφος. «Δε θα είναι βόμβα» λέω. «Ο Πλίνιος εξακολουθεί να με θέλει και θέλει και τον Ντάροου για την Αρχόντισσα. Αλλά ακόμα περισσότερο θέλει τον στόλο σου, Ντάροου. Όταν δεν εμφανίστηκες στη Χίλντα, πρέπει να συνειδητοποίησε πως είχες προειδοποιηθεί ή πως περίμενες μια κωδικοποιημένη επιβεβαίωση που δεν ήξερε». «Και θεώρησε πως, αν κάποιος ήξερε πού ήμουν, θα ήσουν εσύ». «Επομένως παρακολουθώντας εμένα θα βρει αυτόν τον στόλο» συμπλήρωσε η Μ άστανγκ. Ο Λορν κοιτάζει μια τον έναν και μια τον άλλο. «Πότε τα συζητήσατε αυτά εσείς οι δύο;» «Μ όλις τώρα» λέει η Μ άστανγκ, σαστισμένη από την ερώτηση. Ο Σέβρο χτυπάει φιλικά τον Λορν στον ώμο. «Μ ην ανησυχείς. Δεν είσαι ξεμωραμένος. Αυτοί είναι αλλόκοτοι». Ο Λορν κοιτάζει το βρόμικο χέρι του Σέβρο. Το γάντι με τα κομμένα δάχτυλα είναι σκεπασμένο από πουρέ πατάτας και καφέ σάλτσα. Το πλατύ χαμόγελο του Σέβρο σβήνει, καθώς τραβάει δειλά το χέρι του. Ξαναγυρίζω στον Πορτοκαλή. «Βγάλε το έξω από τον αεροστεγή θάλαμο. Στα γρήγορα». Φαίνεται διστακτικός.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

353

Εξακολουθεί να γέρνει νευρικά μπρος πίσω. «Εκτός αν έχεις κάποια καλύτερη ιδέα». Ξύνει το κεφάλι του, μοιάζοντας ανήσυχος με όλα αυτά τα Χρυσά πρόσωπα να τον κοιτάζουν. Το πλήρωμά του παρακολουθεί στα κλεφτά τη συνομιλία. «Βγάλ’ το έξω» γαβγίζει ο Σέβρο. «Καλά. Εντάξει, θα μπορούσα να το βγάλω από τον θάλαμο, ντόμινους. Ή, θέλω να πω, θα μπορούσα να βρω τους ανιχνευτές και το ακτινοβολημένο υλικό, αν ακολούθησαν αυτόν τον δρόμο. Έχουμε εδώ πέρα μερικά έξυπνα εργαλεία. Θα μπορούσα να τα βρω και θα μπορούσα να τα βάλω όλα σ’ ένα ανιχνευτικό μεγάλου βεληνεκούς, κανένα πρόβλημα. Δε θα ήταν άσχημο, αν στέλναμε τα λαγωνικά του Πλίνιου να γαβγίζουν σε λάθος ρότα, τι λες;» «Ποιο είναι το όνομα και ο κόσμος σου;» ρωτάω. «Ντόμινους… ε». Ανοιγοκλείνει βαριά τα μάτια του. «Κύθηρος λέγομαι. Από τη Σελήνη. Τρεις κόρες. Η σύζυγος εργάζεται στο Κέντρο Αυτοκινητικής Ανάπτυξης, έτσι, έχουμε...» Τον κόβω. «Κάν’ το αυτό σωστά και θα τις φέρουμε στον Άρη και θα τις βάλουμε στο προσωπικό της Ακρόπολης, Κύθηρε. Έχεις δέκα λεπτά». «Μ άλιστα, κύριε!» Γυρίζει γεμάτος έξαψη στους άντρες του. Οδηγώ τη Μ άστανγκ και την ομάδα μου στους ανελκυστήρες, «Ο Πλίνιος είπε πως σε σκότωσε» ψιθυρίζει η Μ άστανγκ καθώς προχωράμε. «Η Αία κι ένας στόλος των Μ πελόνα μάς περίμεναν, όπως πιστεύαμε». Της χαμογελάω λοξά, μετά βγάζω το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. «Ωρίωνα, ανάλαβε τη διοίκηση του στόλου. Μ ας θέλω μακριά από αυτό τον τομέα προτού αποκτήσουμε περισσότερη παρέα. Σέβρο, κάλεσε τους Τηλεμάνους. Τους θέλω στο… Σέβρο;» Κοιτάζω ολόγυρα για να τον βρω. Χασομεράει χαζεύοντας τον βολβό του ματιού του Πλίνιου κάπου είκοσι μέτρα πιο πίσω. Γυρίζουμε να τον κοιτάξουμε και μετατοπίζει αμήχανα το βάρος του από το ένα πόδι στο άλλο. «Μ πορώ να…» Δείχνει το μάτι. «Τι;» ρωτάει η Μ άστανγκ.

354

PIERCE BROWN

«Μ πορώ να το πάρω;» Η Μ άστανγκ τον λοξοκοιτάζει. «Όλο δικό σου». Μ αζεύει από χάμω το μάτι και το χώνει στην τσέπη του, χαμογελώντας περιχαρής. Τρέχει να μας προφτάσει. «Θα τα κάνω σετάκι, ελπίζω».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

355

32 Πέθανε νέος

Η

Μ άστανγκ επέμεινε να δει τον Τάκτο πριν από τη σύσκεψη. Η Θεοδώρα μάς οδηγεί. Βρίσκουμε τον Ροκ καθισμένο δίπλα στο πτώμα του στο υγειονομείο του σκάφους. Έτσι όπως κάθεται με τα δάχτυλα σφιχτά μπλεγμένα μεταξύ τους, θα έλεγες πως ο Τάκτος μπορεί να έχει ακόμα μια ελπίδα να ζήσει. Ίσως σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου άνθρωποι σαν τον Λορν δεν υπάρχουν. «Είναι εδώ από την Ευρώπη» λέει χαμηλόφωνα η Θεοδώρα. «Δε μου το είπες πως ήταν εδώ κάτω» λέω. «Μ ου είπε να μην το πω». «Δική μου υπηρέτρια είσαι, Θεοδώρα». «Κι αυτός είναι φίλος σου, ντόμινους». Η Μ άστανγκ με σκουντάει. «Πάψε να γίνεσαι κωλόπαιδο, δε βλέπεις πως είναι τόσο εξαντλημένη όσο κι αυτός;» Κοιτάζω τη Θεοδώρα. Η Μ άστανγκ έχει δίκιο. «Πρέπει να κοιμηθείς λίγο, Θεοδώρα». «Έξοχη ιδέα, νομίζω, ντόμινους. Πάντα χαίρομαι που σε βλέπω, ντόμινα» λέει η Θεοδώρα στη Μ άστανγκ και μετά μου ρίχνει ένα τσαντισμένο βλέμμα. «Ο αφέντης ήταν μάλλον κακόκεφος όσο έλειπες». Η Μ άστανγκ παρακολουθεί τη Θεοδώρα να γλιστράει έξω. «Ήσουν τυχερός μ’ αυτήν». Αγγίζει μαλακά τον Ροκ στον ώμο.

356

PIERCE BROWN

Τα μάτια του ανοίγουν πεταρίζοντας. «Βιργινία». Ήρθαν κοντά ο ένας στον άλλον τη χρονιά που περάσαμε μαζί στην Ακρόπολη. Κανείς από τους δυο τους δε με κατάφερε ποτέ να πάω μαζί τους στην όπερα. Όχι πως δε μ’ ενδιέφερε η μουσική. Απλώς αφιέρωνα πάρα πολύ χρόνο στον Λορν. Του ζουλάει το χέρι. «Πώς είσαι;» «Καλύτερα από τον Τάκτο». Μ ου ρίχνει μια ματιά. Βάζω στοίχημα πως θα έλεγε περισσότερα, αν δεν ήμουν εδώ. Αντιλαμβάνεται την αναστάτωση της Μ άστανγκ, το ζαρωμένο από την ανησυχία μέτωπο. «Τι πήγε στραβά;» Όταν του λέμε, περνάει απαλά το χέρι του μέσα από τα σγουρά μαλλιά του. «Κακό αυτό. Ποτέ δεν πίστευα πως ο Πλίνιος θα μπορούσε να γίνει τόσο απόλυτα ιταμός». «Μ αζευόμαστε σε δέκα λεπτά για να συζητήσουμε τα σχέδια» λέω. Ο Ροκ με αγνοεί. «Λυπάμαι για τον πατέρα σου και τον αδερφό σου, Βιργινία». «Είναι ακόμη ζωντανοί, ελπίζω». Κοιτάζει τον νεκρό και το πρόσωπό της γαληνεύει. «Λυπάμαι για τον Τάκτο». «Έφυγε όπως έζησε» λέει ο Ροκ. «Θα ήθελα μόνο να είχε ζήσει περισσότερο». «Νομίζεις πως θα είχε αλλάξει;» ρωτά η Μ άστανγκ. «Πάντα ήταν φίλος μας» απαντά ο Ροκ. «Δική μας ευθύνη ήταν να τον βοηθήσουμε να προσπαθήσει. Έστω κι αν ήταν σαν να αγκαλιάζεις μια φλόγα». Μ ου ρίχνει ένα στιγμιαίο βλέμμα. «Ξέρεις πως δεν ήθελα να πεθάνει» λέω. «Ήθελα να ξαναγυρίσει κοντά μας». «Όπως ήθελες και να πιάσεις την Αία;» ρωτά ο Ροκ, ξεφυσώντας περιφρονητικά. «Σου είπα γιατί το έκανα αυτό». «Φυσικά. Σκοτώνει τη φίλη μας. Σκοτώνει την Κουίν, αλλά την αφήνουμε να φύγει για χάρη του μεγαλύτερου σχεδίου. Όλα έχουν κάποιο κόστος, Ντάροου. Μ πορεί σύντομα να βαρεθείς να κάνεις τους φίλους σου να πληρώνουν». «Αυτό δεν είναι δίκαιο» λέει γρήγορα η Μ άστανγκ. «Το ξέρεις

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

357

πως δεν είναι». «Αυτό που ξέρω είναι πως μας τελειώνουν οι φίλοι» απαντάει ο Ροκ. «Δεν είμαστε όλοι μας τόσο σκληροί όσο ο Θεριστής. Δε θέλουμε όλοι μας να είμαστε πολεμιστές». Φυσικά ο Ροκ νομίζει πως αυτή η ζωή είναι επιλογή μου. Η δική του παιδική ηλικία ήταν γεμάτη ελεύθερο χρόνο και διάβασμα, την πέρασε πηγαινοερχόμενος ανάμεσα στο οικογενεια​κό τους κτήμα στη Νέα Θήβα και τα υψίπεδα του Άρη. Οι γονείς του δεν πίστευαν στις ενισχυμένες μεταφορτώσεις εκπαιδευτικών δεδομένων, έτσι, προσελάμβαναν Ιώδεις και Λευκούς για να τον διδάσκουν με τον παραδοσιακό τρόπο – περπατώντας και μιλώντας σε γαλήνια λιβάδια και δίπλα σε ακίνητες λίμνες. «Ο Τάκτος δεν πούλησε το βιολί» λέει ο Ροκ ύστερα από μια στιγμή. «Εκείνο που του χάρισε ο Ντάροου;» «Ναι. Το Στραντιβάριους. Δηλαδή το πούλησε, αλλά μετά ένιωθε τόσο ένοχος, που δεν άφησε την πώληση να ολοκληρωθεί στον οίκο δημοπρασιών. Τους έβαλε να ακυρώσουν την παραγγελία. Έκανε εξάσκηση μόνος του, ξεσκουριάζοντας λίγο. Έλεγε πως ήθελε να σου κάνει έκπληξη με μια σονάτα, Ντάροου». Η βαρυθυμία μου βαθαίνει. Ο Τάκτος ήταν πάντα φίλος μου. Απλώς χάθηκε προσπαθώντας να γίνει ο άντρας που η οικογένειά του ήθελε να γίνει, όταν εξαρχής οι φίλοι του αγαπούσαν τον άντρα που ήδη ήταν. Η Μ άστανγκ βάζει το χέρι της χαμηλά στην πλάτη μου, ξέροντας τι σκέφτομαι. Ο Ροκ σκύβει τώρα για να δώσει ένα φιλί στο μάγουλο του Τάκτου και να τον αποχαιρετίσει με μερικά τελευταία λόγια. «Καλύτερα να πας σ’ εκείνον τον άλλο κόσμο με όλο το μεγαλείο κάποιου πάθους παρά να σβήσεις και να μαραθείς από τα γηρατειά. Ζήσε γρήγορα. Πέθανε νέος, ιδιότροπε φίλε μου». Ο Ροκ φεύγει, αφήνοντας τη Μ άστανγκ κι εμένα μόνους με τον Τάκτο. «Πρέπει να το διορθώσεις αυτό» λέει για τον Ροκ. «Διόρθωσέ το προτού τον χάσεις».

358

PIERCE BROWN

«Το ξέρω» αποκρίνομαι. «Μ όλις διορθώσω εκατό άλλα πράγματα».

Καθόμαστε σε ολομέλεια στην αίθουσα πολέμου γύρω από ένα επιβλητικό ξύλινο τραπέζι. Πάνω του είναι σκορπισμένα φλιτζάνια με καφέ και δίσκοι με φαγητό. Η Μ άστανγκ κάθεται δίπλα μου με τις μπότες πάνω στο τραπέζι, όπως πάντα, εξηγώντας τι στράβωσε στην αποστολή του πατέρα της. Ο Κάβαξ σκύβει επικίνδυνα προς τα εμπρός στην καρέκλα του, τρομοκρατημένος από την ιδέα πως ο Αύγουστος ηττήθηκε. Στρίβει νευρικά τα χέρια του, τόσο συντετριμμένος, που ο Ντάξο παίρνει τον Σοφοκλή από την ποδιά του και τον δίνει στην αμήχανη Βίκτρα. Η φωνή της Μ άστανγκ γεμίζει το δωμάτιο και το ολογράφημα που της έδωσε ο Πλίνιος ζωντανεύει πάνω στο τραπέζι. Μ ια ταξιαρχία σκαφών σκίζει σιωπηλά το διάστημα προς τα περίφημα ναυπηγεία του Γανυμήδη, που περιβάλλουν τον βιομηχανικό δορυφόρο με τα πράσινα, μπλε και στριφογυριστά άσπρα στίγματα. «Έστειλε ένα απόσπασμα Γκρίζων λέρτσερ κρυμμένο στην κοιλιά δύο δεξαμενόπλοιων. Αχρήστεψαν τρεις από τους πυρηνικούς αντιδραστήρες της αμυντικής αποβάθρας. Μ ετά ήρθε με φόρα ο πατέρας μου με τα σχιζόφτερα και τις κορβέτες του, όπως συνηθίζει – καίγοντας μηχανές και ρίχνοντας πολεμοφόδια, προτού κάνει κύκλο και να ξαναγυρίσει πίσω. »Ήταν σαν σπηλιά με θησαυρό – κάπου δεκαεφτά αντιτορπιλικά και τέσσερα θωρηκτά σε ξηρές δεξαμενές, τα περισσότερα σχεδόν ή εντελώς αποπερατωμένα. Υποθέτοντας πως τα σκάφη ήταν επανδρωμένα μόνο με προσωπικό ασφαλείας, τα πλεύρισε ταυτόχρονα. Ήταν μάλιστα Διοικητής του βδελλοσκάφους που πλεύρισε τον δορυφοροθραύστη μαζί με τους δύο Κηλιδωμένους του. Μ όνο που τα σκάφη δεν ήταν επανδρωμένα με προσωπικό ασφαλείας. Δεν υπήρχαν καν πληρώματα. Αντίθετα, ήταν γεμάτα Πραιτοριανούς, αποσπάσματα Γκρίζων λέρτσερ. Και Ολύμπιους Ιππότες». «Και… παραδόθηκε;» ρωτάει πανικόβλητος ο Κάβαξ.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

359

Η Μ άστανγκ γελάει. «Ο πατέρας μου; Παραλίγο ν’ ανοίξει δρόμο πετσοκόβοντας και να ξεφύγει. Σκότωσε τον Ιππότη της Εστίας, μετά έπεσε πάνω σε μερικούς από τους παλιούς μας φίλους». Το ολογράφημα δείχνει τον Αύγουστο να ξεχύνεται ανάμεσα σε δώδεκα Γκρίζους, σαν άνθρωπος που ανοίγει δρόμο μέσα από ψηλά, ξερά στάχυα. Το ξυράφι του τραγουδάει και στριγκλίζει, καθώς σπιθίζει πάνω σε τοίχους, μπήγεται σε κορμιά και πανοπλίες, μέχρι που συναντάει έναν άλλον άντρα με πανοπλία στην απόχρωση της φλόγας. Ο Ιππότης της Εστίας. Ακολουθεί μια βροχή χτυπημάτων και μετά μια κόκκινη θολούρα. Ένα κεφάλι κυλάει στο πάτωμα με βρόντο. Μ ετά εμφανίζονται δύο άντρες. Ο ένας φοράει περικεφαλαία με τον ακτινωτό ήλιο, ο άλλος είναι ο Φίτσνερ με τη λυκίσια περικεφαλαία του. Μ αζί οι δύο άντρες σκοτώνουν τους Κηλιδωμένους και ακινητοποιούν στο πάτωμα τον Αύγουστο, που αιμορραγεί. Ο Λορν με κοιτάζει. «Δέσποινα… Μ άστανγκ, ποιος ήταν αυτός με την πανοπλία με τον ακτινωτό ήλιο;» Μ ένει σιωπηλή. «Αυτή είναι η πανοπλία του Πρωινού Ιππότη» απαντώ. «Ο Κάσσιος. Πρέπει να του ξανάφτιαξαν το μπράτσο. Ή να του έβαλαν καινούριο». Η Μ άστανγκ συνεχίζει. «Βρίσκονταν εκεί και σκάφη των Ιούλιων». Κοιτάζει τη Βίκτρα. «Αποτέλειωσαν τις δυνάμεις του πατέρα μου». Ο Σέβρο αγριοκοιτάζει τη Βίκτρα και της παίρνει τον Σοφοκλή, σαν να μην είναι άξια ούτε την αλεπού να κρατήσει. «Νιώθεις άβολα; Θα έπρεπε». «Τα ξανάπαμε αυτά» λέει η Βίκτρα, μοιάζοντας να έχει βαρεθεί τις κατηγορίες. «Η μητέρα μου απειλήθηκε από την Αρχόντισσα. Δεν είναι πολιτικό ον. Τα λεφτά τη νοιάζουν και τίποτε άλλο». «Δηλαδή δε νοιάζεται για την αφοσίωση;» ρωτάει η Μ άστανγκ. «Ενδιαφέρον». «Πφ! Η Αγριππίνα είναι μια μοχθηρή σκύλα» γρούζει ο Κάβαξ. «Πάντα ήταν». «Πρόσεχε, μεγάλε» τον προειδοποιεί η Βίκτρα. «Δεν παύει να

360

PIERCE BROWN

είναι η μητέρα μου». Ο Κάβαξ σταυρώνει τα ρωμαλέα χέρια του. «Συγγνώμη. Που είναι μητέρα σου». «Και πού ξέρουμε πως δεν ενεργείς σε συμπαιγνία μαζί τους, Βίκτρα;» ρωτάει ήσυχα ο Ντάξο. «Ίσως κατασκοπεύεις. Ίσως περιμένεις. Πώς έχεις εμπιστοσύνη στην αφοσίωσή της, Ντάροου; Εύκολα θα μπορούσε να έχει ειδοποιήσει…» Η Μ άστανγκ με κοιτάζει. «Κι εγώ το αναρωτιόμουν αυτό». «Γιατί εμπιστεύομαι εσένα, Ντάξο, ή εσένα, Κάβαξ;» ρωτάω. «Και οι δυο σας θα ήσαστε σε έξοχη θέση, θα παίρνατε αμνηστία, θα κερδίζατε κι άλλα εδάφη και χρήματα, αν παραδίδατε το κεφάλι μου στην Αρχόντισσα». «Και την καρδιά σου στη μητέρα του Κάσσιου» μου θυμίζει ο Σέβρο. «Ευχαριστώ, Σέβρο». «Είμαι εδώ για να βοηθάω!» Αρπάζει ένα μπουτάκι από το φαγητό πάνω στο τραπέζι και ταΐζει τον Σοφοκλή. Μ ετά το ξανασκέφτεται και τρώει μια μπουκιά και ο ίδιος, λέγοντας χαμηλόφωνα κάτι στην αλεπού. «Εμπιστεύομαι τη Βίκτρα για τον ίδιο λόγο για τον οποίο εμπιστεύομαι όλους εσάς – τη φιλία» λέω, παίρνοντας το βλέμμα μου από τον Σέβρο. «Φιλία. Χα». Η Μ άστανγκ αφήνει με δύναμη κάτω το φλιτζάνι της. «Θα είμαι ωμή. Δεν εμπιστεύομαι έναν Ιούλιο περισσότερο από μια ύαινα». «Αυτό συμβαίνει επειδή σε φοβίζω, κοριτσάκι». Η Μ άστανγκ ανακάθεται πιο ίσια. «Κοριτσάκι;» «Σε περνάω μια δεκαετία, καλή μου. Μ ια μέρα θα κοιτάζεις τον παλιό σου εαυτό και θα γελάς. Ήμουν όντως τόσο ανόητη, τόσο αφελής; Επιπλέον, δεν είσαι και πολύ ψηλή. Γι’ αυτό θα σε λέω κοριτσάκι». «Δεν μπλέκομαι σε γατοκαβγάδες» λέει ψυχρά η Μ άστανγκ. «Δε σ’ εμπιστεύομαι, επειδή δε σε ξέρω. Το μόνο που ξέρω είναι πως η φήμη της μητέρας σου δεν είναι απολιτική. Είναι μηχανορράφος. Δωροδόκος. Ο πατέρας μου το ήξερε. Εγώ το ξέρω. Εσύ το ξέρεις».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

361

«Ναι, μέχρι ενός βαθμού η μητέρα μου είναι μηχανορράφος. Το ίδιο κι εγώ, το ίδιο κι εσύ, αλλά αν υπάρχει κάτι που δεν είμαι, είναι ψεύτρα. Δεν έχω πει ποτέ ψέματα και ούτε θα πω. Αντίθετα με κάποιους ανθρώπους». Το ανασήκωμα των φρυδιών κάνει σαφές τι εννοεί. «Το μήλο κάτω από τη μηλιά, Ντάροου» με προειδοποιεί ο Ντάξο. «Βάλε στην άκρη τα συναισθήματά σου σ’ αυτό το θέμα. Ανατράφηκε από μια επικίνδυνη γυναίκα. Δεν είναι ανάγκη να την κακομεταχειριστούμε, αλλά δεν μπορούμε να την έχουμε σ’ αυτό το συμβούλιο. Θα σε ενθάρρυνα να τη θέσεις υπό περιορισμό μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία». «Ναι». Ο Κάβαξ χτυπάει το τραπέζι με τους κόμπους των σφιγμένων μεταξύ τους δαχτύλων του. «Συμφωνώ. Το ήλο κάτω από τη μηλιά». «Δεν μπορώ να το πιστέψω πως με παρέσυρες σ’ αυτό το μπλέξιμο, Ντάροου» μουρμουρίζει ο Λορν. Μ οιάζει εκτός τόπου εδώ μέσα. Πολύ γέρος, πολύ γκρίζος για να παίρνει μέρος σε τσακωμούς. «Δεν μπορείς να εμπιστευτείς ούτε το ίδιο σου το συμβούλιο». «Γκρινιάρης. Χαμηλό σάκχαρο μήπως;» Ο Σέβρο τού πετάει το μισομασουλισμένο μπουτάκι. Ο Λορν το αφήνει να συρθεί πάνω στο τραπέζι, ασυγκίνητος από την επίδειξη. «Θα θέλαμε ν’ ακούσουμε τις σοφές συμβουλές σου, Άρκος» λέει με σεβασμό ο Κάβαξ. «Εγώ θα άκουγα τους συμβούλους σου, Ντάροου». Ο Λορν σπάει τα ροζιασμένα του δάχτυλα. «Έχω ουλές που τους ξεπερνούν σε ηλικία, όμως δεν είναι τελείως αφελείς. Ο φόβος φυλάει τα έρμα. Περιόρισε τη Βίκτρα στα διαμερίσματά της». «Δε με ξέρεις καν, Άρκος!» διαμαρτύρεται η Βίκτρα, που έχει πεταχτεί επιτέλους από την καρέκλα της. Τώρα φαίνεται η πολεμίστρια μέσα της, να παίρνει φωτιά κάτω από την εξευγενισμένη ηρεμία. «Αυτό είναι προσβολή απέναντί μου. Πολεμούσα με τον Ντάροου όταν εσύ ήσουν ακόμη ζαρωμένος στο πλωτό κάστρο σου κάνοντας σαν να ήμαστε στο 1200 μ.Χ.» «Ο χρόνος δεν αποδεικνύει την αφοσίωση» χλευάζει ο Λορν και περνάει το δάχτυλό του πάνω από μια ουλή στον πήχη του.

362

PIERCE BROWN

«Οι ουλές την αποδεικνύουν». «Αυτές τις απέκτησες πολεμώντας για την Αρχόντισσα. Ήσουν το σπαθί της. Πόσο αίμα έχυσες για εκείνη; Πόσους άντρες παρακολούθησες να καίγονται πλάι στον Άρχοντα της Τέφρας;» «Μ η μου μιλάς εμένα για τη Ρέα, κοπελιά». Τα δόντια της Βίκτρας αστράφτουν σ’ ένα άσπλαχνο χαμόγελο. «Ώστε υπάρχει ένας Μ αινόμενος Ιππότης κάτω από τις ρυτίδες και τα σκοροφαγωμένα κουρέλια». Ο Λορν την επιθεωρεί, διακρίνοντας σ’ αυτήν την αψιθυμία της νιότης, και με κοιτάζει σαν να αναρωτιέται τι είδους άνθρωπος φέρνει στο πλάι του Χρυσούς σαν τον Τάκτο και τη Βίκτρα. Άραγε με γνωρίζει καν, ρωτούν τα μάτια του. Όχι, συνειδητοποιεί. Φυσικά όχι. «Τιμή στον πρώτο. Τιμή στον τελευταίο. Αυτό είναι το ρητό της οικογένειάς μου. Ενώ εσύ… νεαρή μου, εντάξει, το όνομα Ιούλιοι δεν ανυψώνει ακριβώς αυτόν που το φέρει σε ευγενέστερες σφαίρες, έτσι δεν είναι; Είστε απλώς έμποροι». «Το όνομά μου δεν έχει καμιά σχέση με το ποια είμαι». «Τα φίδια γεννούν φίδια» απαντάει ο Λορν χωρίς καν να την κοιτάζει τώρα. «Η μητέρα σου ήταν φίδι. Γέννησε εσένα. Επομένως είσαι φίδι. Και τι κάνουν τα φίδια, αγαπητή μου; Έρπουν. Περιμένουν, ψυχρόαιμα, αμείλικτα, κρυμμένα στο χορτάρι και μετά δαγκώνουν». «Θα μπορούσαμε να τη χρησιμοποιήσουμε για να πάρουμε λύτρα» λέει ο Σέβρο. «Να απειλήσουμε πως θα τη σκοτώσουμε, αν η Αγριππίνα δεν έρθει με το μέρος μας ή τουλάχιστον δε σταματήσει να κάνει χαλάστρα στα σχέδιά μας». «Είσαι ένα μοχθηρό σκατουλάκι, έτσι;» λέει η Βίκτρα. «Χρυσός είμαι, τσούλα. Τι περίμενες; Ζεστό γάλα και μπισκότα μόνο και μόνο επειδή είμαι σε μέγεθος τσέπης;» Ο Ροκ ξεροβήχει, συγκεντρώνοντας τα βλέμματα. «Κατά τα φαινόμενα, γινόμαστε άδικοι, ακόμα και υποκριτές» παρατηρεί. «Όλοι εδώ μέσα ξέρουν πως η οικογένειά μου είναι γεμάτη πολιτικούς. Μ ερικοί από εσάς, μάλιστα, ίσως να νομίζουν πως έχω ευγενές αίμα και ευγενή καταγωγή. Εμείς οι Φάβιοι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

363

είμαστε ανέντιμη φύτρα. Η μητέρα μου είναι Συγκλητική που τα οικονομάει από τα αγροτικά κονδύλια και τις ιατρικές επιδοτήσεις των κατώτερων Χρωμάτων, έτσι ώστε να μπορεί να μένει σε περισσότερα σπίτια από όσα είχε η μητέρα της. Ο παππούς μου από τον πατέρα μου δηλητηρίασε τον ίδιο τον ανιψιό του εξαιτίας μιας Ιώδους στάρλετ με τα μισά από τα μισά του χρόνια, η οποία τον μαχαίρωσε και έβγαλε τα μάτια της όταν ανακάλυψε πως εκείνος είχε σκοτώσει τον ανιψιό του και εραστή της. Αυτά όμως δεν είναι τίποτα μπροστά στον αδερφό του προπάππου μου, που έριχνε τους υπηρέτες να τους φάνε οι μύραινες, επειδή διάβασε πως ο αυτοκράτορας Τιβέριος ήταν πρωτοπόρος σ’ αυτό το παράξενο πάθος. Ωστόσο να με εδώ, γεννημένος από όλη αυτή την αμαρτία, και βάζω στοίχημα πως κανείς εδώ μέσα δεν αμφισβητεί την αφοσίωσή μου. »Γιατί, λοιπόν, αμφισβητούμε την αφοσίωση της Βίκτρας; Έχει μείνει ακλόνητη πλάι στον Ντάροου από την εποχή της Ακαδημίας. Κανείς από σας δεν ήταν εκεί. Κανείς από σας δεν ξέρει τίποτα για εκείνη την εποχή, επομένως επιμένω να το βουλώσετε. Ακόμα και όταν η μητέρα της απαίτησε να εγκαταλείψει τον Ντάροου και τον Αύγουστο, εκείνη έμεινε. Ακόμα και όταν στη Σελήνη οι Πραιτοριανοί ήρθαν να μας σκοτώσουν, έμεινε. Τώρα είναι εδώ, όταν δεν είμαστε κάτι πολύ παραπάνω από έναν ληστρικό συνασπισμό με κάθε καρυδιάς καρύδι, κι εσείς την αμφισβητείτε. Μ ε αηδιάζετε. Θλίβομαι που βρίσκομαι ανάμεσα σε καβγατζήδες σαν κι εσάς. Γι’ αυτό, αν αμφισβητήσει ποτέ ξανά την αφοσίωσή της άλλος, άντρας ή γυναίκα, θα χάσω την πίστη μου σ’ αυτή τη συμμαχία. Και θα φύγω». Η Βίκτρα τού στέλνει ένα χαμόγελο σαν τον ήλιο που ανατέλλει, στην αρχή νωθρό, αργό, μετά εκτυφλωτικά φωτεινό. Σβήνει πιο αργά από όσο θα περίμενα. Η ζεστασιά του αιφνιδιάζει τον Ροκ και τα ανοιχτόχρωμα μάγουλά του γρήγορα παίρνουν φωτιά. «Δεν είμαι η μητέρα μου» δηλώνει η Βίκτρα. «Ούτε η αδερφή μου. Τα σκάφη μου είναι δικά μου. Οι άντρες μου είναι δικοί μου». Τα μάτια της, απομακρυσμένα μεταξύ τους, είναι ατάραχα,

364

PIERCE BROWN

σχεδόν νυσταγμένα, τώρα όμως αστράφτουν, καθώς σκύβει προς το μέρος μας. «Εμπιστευτείτε με και θα ανταμειφθείτε. Το μόνο που έχει σημασία πάντως είναι τι πιστεύει ο Ντάροου». Όλα τα βλέμματα στρέφονται πάνω μου, καθώς παραμένω σιωπηλός. Η αλήθεια είναι πως δε σκεφτόμουν τη Βίκτρα αλλά τον Τάκτο και αναρωτιόμουν πόσο εύκολα θα μπορούσε να πει πως τον κρατούσα σε απόσταση. Όταν στην αρχή τού έδειξα αγάπη και απέρριψε το βιολί, ντράπηκα και πληγώθηκα. Έτσι, τραβήχτηκα πίσω. Θα ήταν καλύτερα αν είχα μείνει πιστός σ’ αυτό που ένιωθα και είχα συνεχίσει σ’ εκείνον τον δρόμο. Τα τείχη του θα είχαν πέσει. Δε θα είχε φύγει ποτέ. Θα μπορούσε να είναι ακόμη εδώ. Δε θα ξανακάνω το ίδιο λάθος, ειδικά απέναντι στη Βίκτρα. Της άπλωσα το χέρι στον διάδρομο και θα κάνω το ίδιο μπροστά σ’ αυτή την παρέα. «Η τύχη μάς έκανε Χρυσούς» λέω. «Θα μπορούσαμε να έχουμε γεννηθεί με οποιοδήποτε άλλο Χρώμα. Η τύχη μάς έβαλε στις οικογένειές μας. Τους φίλους μας όμως τους επιλέξαμε. Η Βίκτρα με επέλεξε. Κι εγώ την επέλεξα, όπως επέλεξα όλους σας. Κι αν δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τους φίλους μας» κοιτάζω με παράπονο προς τη μεριά του Ροκ, αναζητώντας τη συγχώρεση στα μάτια του «τότε τι νόημα έχει να αναπνέουμε;» Ξανακοιτάζω τη Βίκτρα. Τα μάτια της λένε χίλια πράγματα και τα λόγια του Τσακαλιού μού ξανάρχονται στο μυαλό όταν κειτόταν καμένος από τη βόμβα στο κρεβάτι του. Η Βίκτρα με αγαπάει. Θα μπορούσε να είναι πραγματικά τόσο απλό; Όλ’ αυτά τα κάνει όχι για το κέρδος και το όφελος, όπως συνηθίζουν οι Ιούλιοι, αλλά για εκείνο το απλό ανθρώπινο συναίσθημα. Αναρωτιέμαι, θα μπορούσα ποτέ να την αγαπήσω; Όχι. Όχι· σε κάποιον άλλο κόσμο, η Μ άστανγκ δε θα ήταν ποτέ πολεμίστρια, δε θα ήταν ποτέ σκληρή. Μ α σε οποιονδήποτε κόσμο η Βίκτρα θα ήταν πάντα αυτό. Πάντα πολεμίστρια, όπως η Ηώ στην πραγματικότητα. Πάντα πολύ άγρια και γεμάτη φωτιά για να βρει τη γαλήνη σε οτιδήποτε άλλο. Η Μ άστανγκ προσέχει πως κάτι συμβαίνει ανάμεσα στη Βίκτρα κι εμένα. «Τότε, διευθετήθηκε» λέει η Μ άστανγκ. «Επιστρέφουμε στο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

365

θέμα μας. Ο Πλίνιος περιμένει τώρα με το κύριο σώμα του στόλου. Εκεί έχει φέρει όλους τους προμάχους του πατέρα μου για να συντάξει ένα έγγραφο επίσημης παράδοσης στην Αρχόντισσα και αναδόμησης του Άρη. Η συμφωνία, απ’ όσο έχω καταλάβει, θα τον κάνει επικεφαλής του δικού του οίκου. Αυτός, μαζί με τους Ιούλιους και τους Μ πελόνα, θα είναι οι ισχυροί στον Άρη. Μ όλις συμφωνηθεί η ειρήνη, θα σφραγιστεί με την εκτέλεση του πατέρα μου στην αυλή της Ακρόπολής μας στην Αγέα». Η Μ άστανγκ κοιτάζει ολόγυρα στο τραπέζι, αφήνοντας τη σοβαρότητα της κατάστασης να δώσει βάρος στα λόγια της. «Αν δε σώσουμε τον πατέρα μου, αυτός ο πόλεμος έχει τελειώσει. Οι Άρχοντες των Δορυφόρων δε θα έρθουν να μας βοηθήσουν. Για την ακρίβεια, θα στείλουν τα σκάφη τους εναντίον μας. Οι δυνάμεις του Βεσπασιανού από τον Ποσειδώνα θα γυρίσουν πίσω. Θα είμαστε μόνοι μας εναντίον ολόκληρης της Κοινωνίας. Και θα πεθάνουμε». «Ωραία. Αυτό απλοποιεί τα πράγματα» λέω. «Θα πάρουμε πίσω τον στόλο μας, μετά θα πάρουμε πίσω τον Άρη. Καμιά ιδέα;»

366

PIERCE BROWN

33 Ένας χορός

Ο

ύπνος έρχεται με ένα όνειρο από το παρελθόν. Το χέρι μου κουλουριασμένο στους βοστρύχους της. Γύρω μας η κοιλάδα ήταν βυθισμένη σε γαλήνιο ύπνο. Ακόμα και τα παιδιά δεν είχαν ακόμη σαλέψει. Τα πουλιά ξεκουράζονταν στα ψηλόλιγνα πόδια τους στο κοντινό πευκοδάσος κι εγώ δεν άκουγα τίποτα πέρα από την ανάσα της και το τριζοβόλημα της παλιάς φωτιάς. Το κρεβάτι είχε τη μυρωδιά της. Καμιά ευωδιά από λουλούδια ή άλλο άρωμα. Μ όνο η γήινη οσμή του δέρματός της, των ελαίων στα μαλλιά γύρω από τα χέρια μου, της ζεστής ανάσας της, καθώς ζέσταινε το μάγουλό μου. Τα μαλλιά της ήταν μαλλιά του πλανήτη μας. Άγρια σαν τα δικά μου, βρόμικα σαν τα δικά μου, κόκκινα σαν τα δικά μου. Ένα πουλί έξω κελαηδάει δυνατά. Αδιάκοπα. Δυνατότερα. Όλο και πιο δυνατά. Ξυπνάω ακούγοντας κάποιον στην πόρτα μου. Κλοτσώντας στην άκρη τα ιδρωμένα σεντόνια, ανακάθομαι στην άκρη του στρώματος. «Απεικόνιση». Εμφανίζεται ένα ολόγραμμα της Μ άστανγκ στον διάδρομο. Σηκώνομαι ενστικτωδώς για να τη βάλω μέσα, αλλά όταν φτάνω στην πόρτα σταματάω. Έχουμε το σχέδιό μας. Δεν έχει μείνει τίποτα να συζητήσουμε τέτοια ώρα. Τίποτα από το οποίο θα μπορούσε να προέλθει οτιδήποτε καλό.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

367

Την παρακολουθώ στο ολόγραμμα. Μ εταφέρει το βάρος της από το ένα πόδι στο άλλο, κρατάει κάτι στα χέρια της. Αν την αφήσω να μπει… απλώς θα κοστίσει και στους δυο μας στο τέλος. Έχω ήδη πληγώσει τον Ροκ. Έχω ήδη σκοτώσει την Κουίν και τον Τάκτο και τον Παξ. Το να τη φέρω κοντά μου τώρα θα ήταν εγωιστικό. Στην καλύτερη περίπτωση, θα επιζήσει από αυτόν τον πόλεμο και θα μάθει την αλήθεια για μένα. Οπισθοχωρώ μακριά από την πόρτα. «Ντάροου, πάψε να γίνεσαι βλάκας και άφησέ με να μπω». Το χέρι μου επιλέγει αντί για μένα. Τα μαλλιά της είναι βρεγμένα και λυτά, η στολή της έχει αντικατασταθεί από ένα μαύρο κιμονό. Πόσο εύθραυστη μοιάζει δίπλα στον Ράγκναρ, που καραδοκεί στον διάδρομο. «Σ’ το είπα» λέει στον Ράγκναρ. Στρέφεται σ’ εμένα: «Το ’ξερα πως θα ήσουν ξύπνιος. Ο Ράγκναρ αποδώ ήταν ξεροκέφαλος. Έλεγε πως χρειαζόσουν ύπνο. Και δεν ήθελε να πάρει το φαγητό που του έφερα». «Χρειάζεσαι τίποτα;» ρωτάω, πιο ψυχρά από όσο σκόπευα. Σέρνει τα πόδια της τάχα νευρικά. «Φοβάμαι… το σκοτάδι». Μ ε σπρώχνει και περνάει. Ο Ράγκναρ παρακολουθεί με βλέμμα ανεξιχνίαστο. «Σου είπα να πας για ύπνο, Ράγκναρ». Δεν κουνιέται. «Ράγκναρ, αν δεν είμαι ασφαλής εδώ, δεν είμαι ασφαλής πουθενά. Πήγαινε για ύπνο». «Κοιμάμαι με τα μάτια ανοιχτά, ντόμινους». «Αλήθεια;» «Ναι». «Καλά, κάν’ το στο κρεβάτι σου, Κηλιδωμένε. Είναι διαταγή» λέω και μισώ τα αυταρχικά μου λόγια ευθύς μόλις βγαίνουν από το στόμα μου. Απρόθυμα, γνέφει καταφατικά και γλιστράει σιωπηλά στον διάδρομο. Τον παρακολουθώ να φεύγει και την πόρτα να κλείνει πίσω του με έναν συριστικό ήχο. Γυρίζω και βρίσκω τη Μ άστανγκ να επιθεωρεί τη σουίτα μου. Κυριαρχούν το ξύλο και η πέτρα παρά το μέταλλο, οι τοίχοι είναι λαξεμένοι και

368

PIERCE BROWN

δουλεμένοι με σκηνές του δάσους. Παράξενο πόσες προσπάθειες καταβάλλουν αυτοί οι άνθρωποι για να κάνουν τον εαυτό τους να νιώθει μέρος της ιστορίας και όχι ένα κομμάτι από το μέλλον. «Ο Σέβρο πρέπει να τα έχει πάρει στο κρανίο που δεν είναι πια ο μόνος που καραδοκεί από πίσω σου». «Ο Σέβρο έχει μεγαλώσει λίγο από τότε που τον είδες τελευταία φορά. Μ άλιστα κοιμάται και σε κρεβάτια». Αυτό την κάνει να γελάσει. «Λοιπόν, ο Ράγκναρ ήταν τόσο κατηγορηματικός ότι έπρεπε να φύγω, που σκέφτηκα πως μπορεί να είχες παρέα». «Ξέρεις πως δε χρησιμοποιώ Ροζ». «Είναι μεγάλη» λέει για τη σουίτα. «Έξι δωμάτια για τον παλιό, μικρό εαυτό σου. Δε θα μου προσφέρεις κάτι να πιω;» «Θα ήθελες...» «Όχι, ευχαριστώ». Ρυθμίζει τα μηχανήματα ελέγχου της σουίτας να παίξουν μουσική. Μ ότσαρτ. «Δε σου αρέσει όμως η μουσική, ε;» «Όχι αυτό το είδος. Είναι… παλιομοδίτικη». «Παλιομοδίτικη; Ο Μ ότσαρτ ήταν επαναστάτης, ένας ιδιο​φυής νεωτεριστής! Καταστροφέας κάθε στενόμυαλου δόγματος». Ανασηκώνω τους ώμους μου. «Μ πορεί. Μ ετά όμως τον ιδιο​ποιήθηκαν οι παλιομοδίτες». «Είσαι τόσο χωριάτης μερικές φορές. Νόμιζα πως η Θεοδώρα θα είχε καταφέρει να σου εμφυσήσει λίγη κουλτούρα. Δηλαδή τι σου αρέσει;» Περνάει τα χέρια της πάνω από το ξυλόγλυπτο μιας άλκης που οδηγεί το κοπάδι της. «Όχι εκείνη η ηλεκτρονική τρέλα με την οποία κοπανάνε τα κεφάλια τους οι Υλακτούντες, ελπίζω. Είναι λογικό που την εφηύραν οι Πράσινοι… είναι σαν ν’ ακούς ένα ρομπότ να παθαίνει κρίση». «Έχεις μεγάλη εμπειρία με τα ρομπότ;» ρωτάω, καθώς κινείται γύρω από την Πανοπλία της Νίκης σ’ ένα δωμάτιο πλάι στον προθάλαμο. Η Αρχόντισσα την έδωσε στον Άρχοντα της Τέφρας όταν έκαψε τη Ρέα. Τα δάχτυλα της Μ άστανγκ παίζουν πάνω στο μέταλλο, που έχει το χρώμα του πάγου. «Οι Πορτοκαλιοί και οι Πράσινοι του πατέρα είχαν μερικά ρομπότ στα μηχανολογικά τους εργαστήρια. Παλιά, σκουριασμένα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

369

εργαλεία, που ο πατέρας είχε αναπαλαιώσει και τα είχε βάλει στα μουσεία». Γελάει μόνη της. «Μ ε πήγαινε εκεί όταν ακόμη ντυνόμουν με φορέματα και η μητέρα ήταν ζωντανή. Τα απεχθανόταν βαθιά εκείνα τα πράγματα. Θυμάμαι τη μητέρα να γελάει με την παράνοιά του, ειδικά όταν ο Άδριος προσπάθησε να ξαναβάλει μπροστά ένα από τα πολεμικά μοντέλα από την Ευρασία. Ο πατέρας ήταν πεπεισμένος πως τα ρομπότ θα είχαν ανατρέψει τον άνθρωπο και τώρα θα κυβερνούσαν το ηλιακό σύστημα, αν οι αυτοκρατορίες της Γης δεν είχαν καταστραφεί ποτέ». Ξεφυσάω ένα γέλιο. «Τι;» ρωτάει. «Απλώς…» Χαχανίζω σιγανά. «Προσπαθώ να φανταστώ τον μεγάλο Αρχικυβερνήτη Αύγουστο να βλέπει εφιάλτες με ρομπότ». Μ ε πιάνει μια δυνατότερη κρίση γέλιου. «Μ ήπως φαντάζεται πως θα ήθελαν περισσότερο πετρέλαιο; Περισσότερο χρόνο διακοπών;» Η Μ άστανγκ με παρακολουθεί διασκεδάζοντας. «Είσαι καλά;» «Μ ια χαρά». Το γέλιο μου σβήνει. Κρατάω το στομάχι μου. «Μ ια χαρά». Δεν μπορώ να σταματήσω να χαμογελάω. «Μ ήπως φοβάται και τους εξωγήινους;» «Δεν τον ρώτησα ποτέ». Χτυπάει με το δάχτυλό της την πανοπλία. «Βρίσκονται εκεί έξω πάντως, ξέρεις». Καρφώνω το βλέμμα μου πάνω της. «Δε λένε τέτοιο πράγμα τα αρχεία». «Ω, όχι, όχι. Θέλω να πω, δε βρήκαμε ποτέ κανένα. Όμως η εξίσωση Ντρέικ-Ροντενμπέρι υποδεικνύει πως η μαθηματική πιθανότητα είναι N = R* x fp x ne x fl x fi x fc x L. Όπου R* είναι ο μέσος όρος του ρυθμού σχηματισμού άστρων στο γαλαξία μας, όπου fp είναι το κλάσμα εκείνων των άστρων που έχουν πλανήτες… Ούτε καν ακούς πια». «Τι νομίζεις πως θα σκέφτονταν για μας;» ρωτάω. «Για τον άνθρωπο;» «Υποθέτω πως θα σκέφτονταν ότι είμαστε όμορφοι, παράξενοι και ανεξήγητα φρικτοί ο ένας στον άλλο». Δείχνει έναν διάδρομο. «Αυτό είναι το δωμάτιο εξάσκησης;» Πετάει τις

370

PIERCE BROWN

παντόφλες της και προχωράει σ’ έναν μαρμάρινο διάδρομο, ρίχνοντάς μου μια ματιά πάνω από τον ώμο της. Την ακολουθώ. Φώτα ανάβουν αθόρυβα καθώς περνάμε. Γλιστράει μπροστά πιο γρήγορα απ’ όσο κάνω τον κόπο να την ακολουθήσω. Τη βρίσκω μερικές στιγμές αργότερα στο κέντρο του στρογγυλού δωματίου εξάσκησης. Η άσπρη ψάθα είναι μαλακή κάτω από τα πόδια μου. Ξυλόγλυπτα είναι αραδιασμένα στους ξύλινους τοίχους. «Ο Οίκος των Γκρίμους είναι παλιός» λέει, δείχνοντας μια φρίζα μ’ έναν άντρα που φοράει πανοπλία. «Εκεί μπορείς να δεις τον πρώτο πρόγονο του Άρχοντα της Τέφρας. Τον Σενέκα AuΓκρίμους, τον πρώτο Χρυσό που πάτησε στεριά στη Σιδερένια Βροχή, η οποία κατέλαβε την αμερικανική ανατολική ακτή όταν ένας από τους προγόνους του Κάσσιου, ξεχνάω το όνομά του, διέσπασε τον Ατλαντικό Στόλο. Μ ετά είναι η Βιτάλια AuΓκρίμους, η Μ εγάλη Μ άγισσα, εκεί πέρα». Γυρίζει προς το μέρος μου. «Ξέρεις καν την ιστορία των πραγμάτων που προσπαθείς να καταστρέψεις;» «Ο Σκιπίωνας Au-Μ πελόνα ήταν αυτός που νίκησε τον Ατλαντικό Στόλο». «Μ πα;» λέει. «Έχω μελετήσει την ιστορία» λέω. «Το ίδιο καλά μ’ εσένα». «Μ ένεις σε απόσταση όμως, έτσι;» Κάνει κύκλους γύρω μου. «Πάντα έτσι έκανες. Σαν να είσαι ένας ξένος απέξω που κοιτάζει μέσα. Φταίει η ανατροφή σου μακριά από όλ’ αυτά στο ορυχείο του αστεροειδούς των γονιών σου, έτσι; Γι’ αυτό μπορείς να κάνεις ερωτήσεις όπως: “Τι θα σκέφτονταν για μας οι εξωγήινοι;”» «Είσαι παρείσακτη όσο κι εγώ. Έχω διαβάσει τις πραγματείες σου». «Μ πα;» Έχει αιφνιδιαστεί. «Είτε το πιστεύεις είτε όχι, ξέρω και να διαβάζω». Κουνάω το κεφάλι μου. «Είναι σαν να ξεχνούν όλοι πως έχασα μόνο μία ερώτηση στο τεστ οξυαντιληπτικότητας του Ινστιτούτου». «Πφ. Έχασες ερώτηση;» Ζαρώνει τη μύτη της, καθώς σηκώνει από έναν πάγκο ένα ξυράφι εξάσκησης. «Υποθέτω πως γι’ αυτό δεν ήσουν στην Αθηνά».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

371

«Μ ια που το ’φερε η κουβέντα, πώς κατάφερε ο Παξ να επιλεγεί από τον Οίκο της Αθηνάς; Πάντα αναρωτιόμουν… δεν ήταν ακριβώς φιλομαθής». «Πώς κατέληξε ο Ροκ στον Άρη;» αντιγυρίζει ανασηκώνοντας τους ώμους. «Όλοι μας έχουμε κρυμμένα βάθη. Τώρα, ο Παξ δεν ήταν τόσο ευφυής όσο ο Ντάξο, η σοφία όμως βρίσκεται στην καρδιά, όχι στο μυαλό. Ο Παξ μού το έμαθε αυτό». Χαμογελάει αχνά. «Η μία χάρη που μου έκανε ο πατέρας μου μετά τον θάνατο της μητέρας μου ήταν που με άφηνε να επισκέπτομαι το κτήμα των Τηλεμάνων. Κρατούσε τον Άδριο κι εμένα χώρια για να κάνει πιο δύσκολη τη δολοφονία των κληρονόμων του. Ήμουν τυχερή που βρισκόμουν κοντά τους. Αν και, αν δε βρισκόμουν, ίσως ο Παξ να μην ήταν τόσο αφοσιωμένος. Ίσως να μην είχε ζητήσει να μπει στην Αθηνά. Ίσως να ήταν ακόμη ζωντανός. Συγγνώμη…» Μ ε ξανακοιτάζει μ’ ένα σφιγμένο χαμόγελο, πασχίζοντας να διώξει τη θλίψη. «Πώς σου φάνηκαν οι πραγματείες μου;» «Ποια απ’ όλες;» «Κατάπληξέ με». «Τα Έντομα της Εξειδίκευσης». Χρατς. Ένα ξυράφι προπόνησης με χτυπάει στο μπράτσο, κεντρίζοντας τη σάρκα. Βγάζω μια κραυγή έκπληξης. «Τι διάολο;» Η Μ άστανγκ στέκεται εκεί με αθώο ύφος, κουνώντας μπρος πίσω τη λεπίδα. «Βεβαιωνόμουν πως πρόσεχες». «Πρόσεχα; Απαντούσα στην ερώτησή σου!» Ανασηκώνει τους ώμους. «Εντάξει. Ίσως ήθελα να σε χτυπήσω». Εξαπολύει πάλι μια επίθεση. Ξεφεύγω. «Γιατί;» «Χωρίς κανέναν ιδιαίτερο λόγο». Ορμάει. Ξεφεύγω. «Λένε όμως πως κι ο άμυαλος σαν πάθει φρονιμεύει». «Μ η μου επικαλείσαι...» επιτίθεται, παραμερίζω «τον Όμηρο… εμένα». «Γιατί είναι αυτή η πραγματεία η αγαπημένη σου;» ρωτάει ψυχρά, ορμώντας μου πάλι. Το ξυράφι εξάσκησης δεν έχει μύτη, αλλά είναι σκληρό σαν ξύλινο ραβδί. Πηδάω και περιστρέφομαι πλάγια παραμερίζοντας, σαν ακροβάτης του Λύκου.

372

PIERCE BROWN

«Επειδή…» Ξεφεύγω από άλλο ένα χτύπημα. «Όταν πατάς στις φτέρνες σου είσαι ψεύτης. Στις μύτες των ποδιών σου ξεφουρνίζεις την αλήθεια». Ορμάει ξανά. «Τώρα ξεφούρνισέ την». Μ ε χτυπάει στην επιγονατίδα. Κυλάω πιο πέρα, προσπαθώντας να φτάσω στα άλλα ξυράφια εξάσκησης, αλλά με κρατάει μακριά τους με μια ριπή χτυπημάτων. «Ξεφούρνισέ την!» «Μ ου άρεσε» πηδάω προς τα πίσω «επειδή έλεγες πως “Η εξειδίκευση μας κάνει περιορισμένα, απλά έντομα· ένα γεγονός… από… το οποίο ο Χρυσός δεν είναι απρόσβλητος”». Σταματάει να επιτίθεται και με κοιτά επιτιμητικά. Συνειδητοποιώ πως έπεσα σε παγίδα. «Αν συμφωνείς μ’ αυτό, τότε, γιατί επιμένεις κάνεις τον εαυτό σου μόνο πολεμιστή;» «Αυτό είμαι». «Αυτό είσαι;» γελάει. «Εσύ που εμπιστεύεσαι τη Βίκτρα. Μ ια Ιουλία. Εσύ που εμπιστευόσουν τον Τάκτο. Εσύ που αφήνεις έναν Πορτοκαλή να κάνει στρατηγικές υποδείξεις. Εσύ που δίνεις τη διοίκηση του σκάφους σου σε μια Λιμενεργάτρια και διατηρείς μια ακολουθία από Χάλκινους;» Μ ου κουνάει το δάχτυλο. «Μ ην είσαι υποκριτής τώρα, Ντάροου Au-Ανδρομέδε. Αν είναι να λες σε όλους τους άλλους πως μπορούν να επιλέξουν τη μοίρα τους, τότε καλύτερα να κάνεις το ίδιο, γαμώτο». Παραείναι έξυπνη για να της λες ψέματα. Γι’ αυτό νιώθω τόσο άβολα όταν είναι παρούσα και μου κάνει ερωτήσεις, όταν σκαλίζει πράγματα που δεν μπορώ να εξηγήσω. Δεν υπάρχει εξηγήσιμο κίνητρο σε πάρα πολλές από τις πράξεις μου, αν είμαι πραγματικά ένας Ανδρομέδος που μεγάλωσε στη μεταλλευτική αποικία των Χρυσών γονιών του σ’ έναν αστεροειδή. Η ιστορία μου είναι ρηχή γι’ αυτήν. Η κινητήρια δύναμή μου ακατανόητη… αν γεννήθηκα Χρυσός. Όλ’ αυτά πρέπει να μοιάζουν με φιλοδοξία, με αιμοβορία. Και χωρίς την Ηώ, θα ήταν. «Αυτό το βλέμμα» λέει η Μ άστανγκ, κάνοντας ένα βήμα μακριά μου. «Πού ταξιδεύεις όταν με κοιτάζεις έτσι;» Το χρώμα φεύγει από το πρόσωπό της, καθώς το χαμόγελό της χάνεται. «Είναι η Βίκτρα;» «Η Βίκτρα;» Παραλίγο να βάλω τα γέλια. «Όχι».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

373

«Τότε, εκείνη. Το κορίτσι που έχασες». Δε λέω τίποτα. Ποτέ δεν έχωσε τη μύτη της. Ποτέ δε ρώτησε για την Ηώ, ούτε όταν περάσαμε χρόνο μαζί μετά το Ινστιτούτο όταν ήμουν ανερχόμενος λογχοφόρος. Ούτε όταν ιππεύαμε άλογα στο οικογενειακό τους κτήμα ή περπατούσαμε στους κήπους ή βουτούσαμε στους κοραλλιογενείς υφάλους. Πίστευα πως πρέπει να είχε ξεχάσει ότι ψιθύριζα το όνομα ενός άλλου κοριτσιού όταν ήμουν ξαπλωμένος μαζί της στα χιόνια του Ινστιτούτου. Πολύ ανόητο εκ μέρους μου. Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει; Πώς θα μπορούσε να μην παραμένει αυτή η σκέψη μέσα της, αναγκάζοντάς τη να αναρωτιέται, καθώς έμενε ξαπλωμένη με το κεφάλι της στο στήθος μου κι άκουγε την καρδιά να χτυπάει, μήπως ανήκε σε κάποιο άλλο κορίτσι, ένα νεκρό κορίτσι; «Η σιωπή δεν είναι απάντηση αυτή τη στιγμή, Ντάροου». Ύστερα από μια στιγμή, μ’ αφήνει μόνο στο δωμάτιο. Οι ήχοι από τα βήματά της σβήνουν. Ο Μ ότσαρτ εξαφανίζεται. Την κυνηγάω και την προφταίνω προτού φτάσει στην πόρτα για τον διάδρομο. Την αρπάζω από τον καρπό. Μ ε κάνει πέρα. «Σταμάτα!» Οπισθοχωρώ τρικλίζοντας, ξαφνιασμένος. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρωτάει. «Γιατί με φέρνεις πίσω, αν πρόκειται απλώς να με σπρώξεις μακριά;» Οι γροθιές της σφίγγονται σαν να θέλει να με χτυπήσει. «Δεν είναι δίκαιο. Το καταλαβαίνεις αυτό; Δεν είμαι σαν εσένα… Δεν μπορώ απλώς… Δεν μπορώ απλώς να απομονώνομαι, όπως κάνεις εσύ». «Δεν απομονώνομαι». «Απομονώνεις εμένα. Μ ετά από εκείνο τον λόγο για τη Βίκτρα… για τη σημασία των φίλων…» Χτυπάει τα δάχτυλά της μπροστά στα μούτρα μου. «Εξακολουθείς να μπορείς να με αποκόψεις έτσι. Νοιάζεσαι και μετά δε νοιάζεσαι. Ίσως γι’ αυτό σε συμπαθεί τόσο πολύ». «Ποιος;» «Ο πατέρας μου». «Δε με συμπαθεί». «Πώς να μη σε συμπαθεί; Είσαι ίδιος με αυτόν».

374

PIERCE BROWN

Απομακρύνομαι από κοντά της και κάθομαι στην άκρη του κρεβατιού. «Δεν είμαι σαν τον πατέρα σου». «Το ξέρω» λέει με τον θυμό της να έχει κάπως καταλαγιάσει. «Δεν είναι δίκαιο απέναντί σου αυτό. Αλλά θα γίνεις σαν κι εκείνον, αν ακολουθήσεις αυτό τον δρόμο μόνος σου». Βάζει το χέρι της στον πίνακα ελέγχου της πόρτας. «Γι’ αυτό ζήτα μου να μείνω». Πώς μπορώ να την αφήσω; Αν μου χαρίσει την καρδιά της, θα την πληγώσω. Το ψέμα μου παραείναι μεγάλο για να χτίσω πάνω του μια αγάπη. Όταν ανακαλύψει τι είμαι, θα με απορρίψει. Έστω κι αν εκείνη θα μπορούσε να επιβιώσει από αυτό, εγώ δε θα μπορούσα. Κοιτάζω τα χέρια μου λες και η απάντηση βρίσκεται εκεί. «Ντάροου. Ζήτα μου να μείνω». Όταν σηκώνω τα μάτια μου, έχει φύγει.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

375

34 Σταυραδερφοί

Ο

ι ανιχνευτές του Λορν αιχμαλωτίζουν το καμηλόπλοιο καθώς φέρνει τρόφιμα στον στόλο του Πλίνιου που είναι συγκεντρωμένος γύρω από τον Σταθμό της Χίλντα, έναν εμπορικό και επικοινωνιακό κόμβο σε σχήμα άστρου στις παρυφές της ζώνης αστεροειδών ανάμεσα στις τροχιές του Άρη και του Δία. Επί δεκαπέντε ώρες κρύβομαι μαζί με τον Ροκ, τη Βίκτρα, τον Σέβρο, τους Υλακτούντες, τους Τηλεμάνους, τον Λορν, τη Μ άστανγκ και τον Ράγκναρ ανάμεσα σε κουτιά και καφάσια με γεύματα πρωτοϊνών σφραγισμένα σε κενό αέρος. Ο Ράγκναρ διέλυσε το πρώτο κουτί πάνω στο οποίο κάθισε, στέλνοντας γεύματα να σκορπιστούν παντού, προτού φύγει από το υγρό αμπάρι για τη μονάδα κατάψυξης, όπου η θερμοκρασία είναι κάτω από το μηδέν. Ο Σέβρο ανοίγει μισή ντουζίνα γεύματα και τσιμπολογάει σ’ όλο το ταξίδι μαζί με τους Τηλεμάνους και τους Υλακτούντες του, ενώ ο Ροκ κάθεται στη γωνία μιλώντας με τη Βίκτρα. Η Μ άστανγκ είναι ακουμπισμένη πάνω στον Ντάξο και μοιράζονται με τον Κάβαξ ιστορίες για τον Παξ. Αποφεύγει το βλέμμα μου. Προσπάθησα να ζητήσω συγγνώμη προτού επιβιβαστούμε στο σκάφος, αλλά μ’ έκοψε στα γρήγορα. «Δεν υπάρχει τίποτα για να ζητήσεις συγγνώμη. Είμαστε ενήλικοι. Μ η μουτρώνουμε και

376

PIERCE BROWN

καβγαδίζουμε σαν παιδιά. Έχουμε πράγματα να κάνουμε». Τα λόγια γίνονται όλο και πιο παγερά όσο τα στριφογυρίζω στο μυαλό μου. Ο Λορν με σκουντάει με την μπότα του. «Προσπάθησε να μην καρφώνεσαι τόσο πολύ, μικρέ. Μ ην κοιτάζεις». «Είναι περίπλοκο». «Έρωτας και πόλεμος. Το ίδιο νόμισμα. Διαφορετικές όψεις. Παραείμαι ρυτιδιασμένος και για τα δύο». «Μ πορεί ο πόλεμος να εμφυσήσει λίγη ζωή στα γέρικα κόκαλά σου». «Εντάξει, δοκίμασα τον έρωτα τον προηγούμενο μήνα». Σκύβει κοντά μου. «Δεν έπιασε όπως παλιά». «Πολύ ειλικρινής, Λορν». Δεν μπορώ να μη γελάσω. Βογκάει και βολεύεται στα κουτιά μουγκρίζοντας δυνατά, καθώς κάτι χώνεται στην πλάτη του. «Ώστε αυτός είναι ο λόγος για όλ’ αυτά. Να βοηθήσουμε τον καημένο τον γερο-Λορν να πάρει τη δόση του από πόλεμο». Ο θυμός του δεν έχει διαλυθεί ακόμη, ούτε περιμένω να διαλυθεί. «Άσε με να σου ανταποδώσω τη χάρη. Το κλειδί σήμερα θα είναι το τακτ. Οι Πραίτορες, οι Λεγάτοι και οι πρόμαχοι που προσπαθείς να καλοπιάσεις δεν είναι ανόητοι. Και δεν ανέχονται τους ανόητους. Ο Πλίνιος τους έδωσε ένα ισχυρό επιχείρημα. Ευθυγράμμισε τα συμφέροντά τους με τα δικά του. Πρέπει να αντισταθμίσεις με τον ίδιο τρόπο». «Ο Πλίνιος είναι βδέλλα» λέω. «Ψεύτης όσο εσύ είσαι έντιμος». «Κι αυτό τον κάνει επικίνδυνο. Οι ψεύτες δίνουν τις καλύτερες υποσχέσεις». Ο Λορν πασπατεύει το δαχτυλίδι του με τον γρύπα. Χωρίς αμφιβολία σκέφτεται το ζώο και τα εγγόνια του πάνω στα σκάφη του στον στόλο. Έφερε ολόκληρο το σπιτικό του από την Ευρώπη, τρία εκατομμύρια άντρες και γυναίκες όλων των Χρωμάτων. «Δεν μπορούσα να τους αφήσω» μου είπε όταν πρόσεξα το μέγεθος του στόλου του, καθώς φεύγαμε από εκείνο τον υδάτινο δορυφόρο. «Η Οκταβία θα ερχόταν και θα έκαιγε το σπίτι όσο λείπαμε». Έτσι, άφησαν τις πλωτές πόλεις τους και ξεκίνησαν για τ’ αστέρια. Οι πολίτες θα χωριστούν γρήγορα από τον στόλο μου για να κρυφτούν στο απέραντο μαύρο διάστημα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

377

ανάμεσα στους πλανήτες. Θα τους οδηγήσουν οι τρεις νύφες του που έχουν επιζήσει. «Και ο Πλίνιος έχει πίσω του τη δύναμη της Αρχόντισσας» συνεχίζει ο Λορν. «Θα είναι δύσκολο να τους μεταπείσεις. Μ ια που μιλάμε για την Αρχόντισσα… πρόσεξα πως έχεις κάτι δικό της». «Το σκάφος Παξ;» «Όχι. Μ ικρότερο. Αν και όχι πολύ μικρότερο. Τον Κηλιδωμένο που ήταν εδώ». «Τον Ράγκναρ;» «Αν έτσι το λένε» λέει ο Λορν. «Τον λένε» διορθώνω. «Προοριζόταν για δώρο στους Ιούλιους για την προδοσία του Αυγούστου». «Το είδα στην αρένα της Ακρόπολης κάποτε – τρομακτικό όπως κάποια από τα πλάσματα που κρύβονται στις θάλασσες της Ευρώπης». «Μ πορεί να είναι Οψιδιανός, αλλά δεν παύει να είναι άνθρωπος». «Βιολογικά ίσως. Αλλά έχει ανατραφεί για έναν λόγο. Μ ην το ξεχνάς αυτό». «Συμπεριφέρεσαι με καλοσύνη στους δικούς σου υπηρέτες. Το ίδιο περιμένω να κάνεις και με τους δικούς μου». «Συμπεριφέρομαι με καλοσύνη στους ανθρώπους. Ροζ, Καστανοί, Κόκκινοι, είναι άνθρωποι. Ο Ράγκναρ σου είναι όπλο». «Μ ε επέλεξε. Τα όπλα δεν επιλέγουν». «Όπως θέλεις, να ξέρεις όμως τις συνέπειες». Ο Λορν ανασηκώνει τους ώμους και μουρμουρίζει κάτι ακόμα μέσα από τα δόντια του. «Πες αυτό που θέλεις να πεις». «Θα καταστραφείς επειδή πιστεύεις πως οι εξαιρέσεις στον κανόνα φτιάχνουν νέους κανόνες. Πως ένας κακός άνθρωπος μπορεί να ξεφορτωθεί τα γνωρίσματα της μοχθηρίας μόνο και μόνο επειδή εσύ το θέλεις. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Γι’ αυτό σκότωσα τον νεαρό Ραθ. Μ άθε το μάθημα τώρα, ώστε να μη χρειαστεί να το μάθεις με ένα μαχαίρι στην πλάτη σου αργότερα.

378

PIERCE BROWN

Τα Χρώματα υπάρχουν για κάποιο λόγο. Η καλή ή κακή φήμη υπάρχει για κάποιο λόγο». Για πρώτη φορά μού φαίνεται μικρός και γέρος. Δε φταίνε οι ρυτίδες του. Φταίνε αυτά που λέει. Είναι ένα λείψανο. Τέτοιου είδους σκέψεις ανήκουν στην εποχή που προσπαθώ να καταστρέψω. Δεν μπορεί να ξεφύγει από όσα πιστεύει. Δεν έχει δει όσα έχω δει. Δεν έχει έρθει από εκεί όπου ήμουν. Δεν είχε καμιά Ηώ να τον ωθήσει, κανέναν Χορευτή να τον καθοδηγήσει, καμιά Μ άστανγκ να του δώσει ελπίδα. Μ εγάλωσε σε μια Κοινωνία όπου η αγάπη και η εμπιστοσύνη είναι τόσο σπάνιες όσο το χορτάρι στις εγκαταστάσεις συγκέντρωσης ιονισμένου ηλίου. Πάντα όμως τις ήθελε και τις δύο. Είναι σαν κάποιος που φυτεύει σπόρους και τους παρακολουθεί να γίνονται δέντρα, μόνο και μόνο για να τα κόψει ο γείτονάς του. Αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Κι αν όλα πάνε καλά, θα του επιστρέψω έναν εγγονό. «Μ ε δίδαξες κάποτε, Λορν. Είμαι καλύτερος γι’ αυτό τον λόγο. Τώρα όμως είναι η σειρά μου να σε διδάξω. Οι άνθρωποι μπορούν ν’ αλλάξουν. Μ ερικές φορές πρέπει να πέσουν. Μ ερικές φορές πρέπει να κάνουν άλματα». Τον χτυπάω φιλικά στο γόνατο και σηκώνομαι όρθιος. «Προτού πεθάνεις θα συνειδητοποιήσεις πως ήταν λάθος να σκοτώσεις τον Τάκτο, επειδή δεν του έδωσες ποτέ την ευκαιρία να πιστέψει πως ήταν καλός άνθρωπος».

Βρίσκω τον Ράγκναρ ξαπλωμένο στο πάτωμα στη μονάδα κατάψυξης, νιώθοντας σαν στο σπίτι του μέσα στη δυνατή παγωνιά. Έχει βγάλει το πουκάμισό του, έτσι, βλέπω πόσο τρομακτικό μοιάζει το γεμάτο τατουάζ σώμα του. Ρούνοι παντού. Προστασία πάνω στην πλάτη του. Μοχθηρία πάνω στα χέρια του. Μητέρα πάνω στον λαιμό του. Πατέρας πάνω στα πόδια του. Αδερφή πίσω από τ’ αυτιά του. Τα μυστηριώδη κρανία του Κηλιδωμένου στο πρόσωπό του. «Ράγκναρ» λέω και κάθομαι. «Δεν είσαι πολύ της παρέας, ε;» Κουνάει το κεφάλι του και η άσπρη αλογοουρά κουλουριάζεται στο πάτωμα. Μ άτια σαν κηλίδες πίσσας με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

379

κοιτάζουν αναμετρώντας με. Τα δεύτερα μάτια, φτιαγμένα με τατουάζ πάνω στα βλέφαρά του, είναι παράξενα, με κόρες σαν δράκοντα ή φιδιού, έτσι που, όταν ανοιγοκλείνει τα μάτια του, η ζωική ψυχή του βλέπει τον κόσμο ολόγυρα. Κάθομαι και τον παρακολουθώ προσπαθώντας να σκεφτώ πώς θα πω αυτό που θέλω. Οι Οψιδιανοί είναι το πιο περίεργο από όλα τα Χρώματα. «Μ ε το να μου προσφέρεις κηλίδες δέθηκες μαζί μου. Τι σημαίνει αυτό για σένα;» «Σημαίνει πως υπακούω». «Ανεπιφύλακτα;» Δεν απαντάει. «Αν σου ζητούσα να σκοτώσεις την αδερφή σου ή τον αδερφό σου;» «Μου το ζητάς;» «Υποθετικό είναι». Δεν καταλαβαίνει την έννοια όταν την εξηγώ. «Γιατί να προγραμματίζω;» ρωτάει. «Εσύ προγραμματίζεις. Εσύ αποφασίζεις. Εγώ κάνω ή δεν κάνω, δεν υπάρχει πρόγραμμα». Σκέφτεται τα επόμενα λόγια του προσεκτικά. «Οι θνητοί που προγραμματίζουν πεθαίνουν χίλιες φορές. Εμείς που υπακούμε πεθαίνουμε μόνο μία». «Τι είναι αυτό που θέλεις;» ρωτάω. Δεν κουνιέται. «Σου μιλάω, Κηλιδωμένε». «Θέλω». Χαχανίζει. «Τι είναι θέλω;» Ο χλευασμός στη φωνή του έρχεται από ένα μέρος βαθύτερο από τον απάνθρωπο κόσμο μας. Είναι ξένος εδώ, επειδή ανατρέφουμε το είδος του σε κόσμους με πάγο και τέρατα και αρχαίους θεούς. Ό,τι πληρώνουμε παίρνουμε. «Του δίνεις όνομα και νομίζεις πως το ξέρω. Θέλω». «Μ ην παίζεις παιχνίδια μαζί μου και δε θα παίζω μαζί σου, Ράγκναρ». Περιμένω μια ατέλειωτη στιγμή. «Πρέπει να ξαναπώ τα ίδια;» «Ο Χρυσός προγραμματίζει. Ο Χρυσός θέλει» μουγκρίζει αργά. Κενό ανάμεσα στις προτάσεις. «Τα θέλω σας είναι ο σφυγμός σας. Εμείς της Ύψιστης Μητέρας δε θέλουμε. Υπακούμε». «Πεσμένοι στα γόνατα;» Δεν απαντάει, έτσι, συνεχίζω.

380

PIERCE BROWN

«Κάποτε ήσουν φυλακισμένος με δεσμά, Ράγκναρ. Τώρα τα δεσμά δε σε βαραίνουν. Επομένως… τι θέλεις;» Δεν απαντάει. Είναι οξυθυμία; «Σίγουρα κάτι θα θέλεις». «Έ σπασες τα δεσμά άλλων και προσπαθείς να με δέσεις με δεσμά σαν τα δικά σου. Τα θέλω σου. Τα όνειρά σου. Είμαι Κηλιδωμένος. Προορισμένος από την Ύψιστη Μητέρα του Θανάτου να εκπληρώσω την υπόσχεσή της». Το πρόσωπό του δε μου δείχνει τίποτα, αλλά αντιλαμβάνομαι τον θυμό να βράζει μέσα του. «Δεν το ήξερες;» Τον παρατηρώ επιφυλακτικά. «Κάνεις τον εαυτό σου να φαίνεται πιο χαζός από όσο είσαι στην πραγματικότητα». «Ωραία». Ανακάθεται γοργά, προτού προλάβω καν να τραβηχτώ πίσω. Είναι γρήγορος, ο βρομοκατάρατος. Βγάζει ένα μαχαίρι και πολύ γρήγορα κόβει την παλάμη του. «Ό ταν σου πρόσφερα κηλίδες, έδεσα τον εαυτό μου μ’ εσένα. Για πάντα. Μέχρι το τίποτα». Ξέρω πως αυτό είναι το έθιμό τους. Και ξέρω από τι φρικαλεότητες πέρασε για να κερδίσει τον τίτλο του Κηλιδωμένου. Δε γνωρίζει από μισούς όρκους ή ημίμετρα. Το να είσαι Οψιδιανός σημαίνει να γνωρίζεις τη δυστυχία. Το να είσαι Κηλιδωμένος σημαίνει να είσαι η δυστυχία. Και γι’ αυτούς σημαίνει να στρέφουν τον εαυτό τους προς μία κατεύθυνση στη ζωή – να υπηρετούν τους Χρυσούς θεούς τους, σαν κι εμένα, αν είναι τόσο τυχεροί. Τους παίρνουμε δυνατούς. Τους αφήνουμε αδύναμους. Στέλνουμε Ιώδεις με τεχνολογικό εξοπλισμό να κάνουν σόου με αστραπές σε λοφοπλαγιές. Σπέρνουμε λιμό, μετά κατεβαίνουμε με φαγητό. Στέλνουμε λοιμούς, μετά τους ευεργετούμε με Κίτρινους για να γιατρέψουν τους αρρώστους τους και να κάνουν καλά τους τυφλούς. Βάζουμε Λαξευτές να σπείρουν τέρατα στους ωκεανούς τους, γρύπες και δράκους στα βουνά τους. Και όταν δυσαρεστούμαστε, καταστρέφουμε τις πόλεις τους με βομβαρδισμούς από τροχιά. Μ ετατρέπουμε τους εαυτούς μας σε θεούς τους. Και μετά τους φέρνουμε στον κόσμο μας για να υπηρετήσουν τους άπληστους σκοπούς μας. Θέλουμε. Υπακούν. Πώς θα μπορούσε ποτέ ο Ράγκναρ να γίνει αυτό που θέλω;

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

381

«Κι αν ήθελα να είσαι ελεύθερος;» Τραβιέται πίσω. Τα μάτια του εκφράζουν βαθύ φόβο. «Η ελευθερία πνίγει». «Τότε, μάθε κολύμπι». Βάζω το χέρι μου στον πελώριο ώμο του. Οι μύες του είναι σαν βράχοι κάτω από το δέρμα του. «Αδερφός προς αδερφό». «Δεν είμαστε αδέρφια, Ηλιογέννητε» λέει με φωνή που σπάει. «Είσαι αφέντης. Δεν καταλαβαίνεις; Υπακούω. Διατάζεις». Του λέω πως με επέλεξε για αφέντη του. Δεν τον πήρα εγώ, όπως νομίζει. Και ήταν αυτός, όχι εγώ, που τέθηκε επικεφαλής της δύναμης εφόδου που κατέλαβε το σκάφος του Κέλαν AuΜ πελόνα. Αυτός το έκανε. Δεν υπήρχε Χρυσός να τον καθοδηγεί. Δεν υπήρχε Χρυσός για να τον κάνει αρχηγό. Αυτό από μόνο του όμως δεν είναι αρκετό. Τι θα του έλεγε η Ηώ; Τι θα του έλεγε ο Χορευτής; «Το Χρώμα μας είναι ίδιο» του λέω. Δεν καταλαβαίνει, έτσι, κόβω το δάχτυλό μου. Κόκκινο αίμα τρέχει και το πασαλείφω πάνω στα Μ αύρα εμβλήματα που χαρακτηρίζουν το Χρώμα του πάνω στα χέρια του. Μ ετά παίρνω το αίμα του και το πασαλείφω πάνω στο Χρυσό στη ράχη των χεριών μου. «Αδέρφια. Όλα νερό. Όλα σάρκα. Όλα φτιαγμένα από και προορισμένα για το χώμα». «Δεν καταλαβαίνω» λέει έντρομος οπισθοχωρώντας μακριά μου, μέχρι που τον έχω στριμωγμένο στη γωνία σαν παιδάκι. «Δεν είμαστε το ίδιο. Εσύ είσαι από τον ήλιο». «Δεν είμαι. Γεννήθηκα δεκαπέντε εκατοστά από το χώμα. Ράγκναρ Βολάρους, σε απαλλάσσω από την υπηρεσία μου, είτε σου αρέσει είτε όχι. Δε θα σ’ αφήσω να είσαι δεμένος. Δε θα σε αφήσω να σε καθοδηγούν. Μ είνε μέσα σ’ αυτό το ψυγείο μέχρι να γίνεις αρκετά άντρας ώστε να αποφασίσεις τι θέλεις. Πυροβόλησε τον εαυτό σου στο κεφάλι. Πάγωσε μέχρι θανάτου. Εμπρός. Ό,τι και να κάνεις, όμως, θα είναι επειδή εσύ επέλεξες να το κάνεις. Μ πορείς να επιλέξεις να με ακολουθήσεις. Μ πορείς να επιλέξεις να με σκοτώσεις. Ό,τι κι αν κάνεις, πρέπει να το αποφασίσεις μόνος σου».

382

PIERCE BROWN

Μ ε κοιτάζει με μάτια ορθάνοιχτα από τον τρόμο. «Γιατί;» μουγκρίζει. «Γιατί με ντροπιάζεις; Σε όλους τους κόσμους, κανένας δε θα απέρριπτε έναν Κηλιδωμένο. Επέλεξα να προσφέρω τον εαυτό μου και με φτύνεις. Τι έκανα;» «Όταν προσφέρεις τον εαυτό σου, προσφέρεις και τους αδερφούς και τις αδερφές σου και τον λαό σου σκλάβους». «Δεν ξέρεις». Ο Ράγκναρ βράζει. «Ζούμε για να υπηρετούμε. Αν δεν το κάνουμε, οι Χρυσοί θα μας εξοντώσουν. Θα αφανιστούμε. Έ χω δει να βρέχει φωτιά από τον ουρανό». Αιώνες πριν, στη Σκοτεινή Εξέγερση, οι Χρυσοί σκότωσαν πάνω από τα εννέα δέκατα του Χρώματός του. Τους εξόντωσαν σαν να ξεσκαρτάριζαν έναν πληθυσμό αρπακτικών. Αυτή είναι η μόνη ιστορία που ξέρουν. Εκείνη που τους δίνουμε. Ο φόβος. «Η ιστορία των ανθρώπων μένει κρυφή από σας, Ράγκναρ. Οι Χρυσοί σάς διδάσκουν πως πάντα ήσαστε δούλοι. Πως οι Οψιδιανοί υπάρχουν για να υπηρετούν, για να σκοτώνουν. Υπήρξε όμως μια εποχή πριν από τους Χρυσούς που ο άνθρωπος ήταν ελεύθερος». «Κάθε άνθρωπος;» ρωτάει. «Κάθε άνθρωπος. Άντρες και γυναίκες. Δε γεννήθηκες για να υπηρετείς τους Χρυσούς». «Ό χι» μουγκρίζει. «Με δοκιμάζεις. Με παγιδεύεις. Το έχω ξαναδεί αυτό. Έ χω δει ψεύτικα λόγια που έχουν στόχο να ξεγελάσουν. Τα αληθινά λόγια μού είναι γνωστά, μας είναι γνωστά. Τα διδάσκουν οι μητέρες μας. “Να φοβάσαι και να υπηρετείς τους ανθρώπους από Χρυσό. Αλλιώς θα έρθουν με σίδερο από τον ουρανό. Οι Χρυσοί θα σε αντιμετωπίσουν με τη φωτιά του Ηλιογέννητου. Γιατί δε δεσμεύονται από την αγάπη. Δε δεσμεύονται από τον φόβο. Δεν είναι περιορισμένοι στη γη, αλλά στον ουρανό και στον ήλιο. Να φοβάσαι και να υπηρετείς τους ανθρώπους από Χρυσό”». «Εγώ δεν τους υπηρετώ». «Επειδή είσαι ένας από αυτούς». «Κι αν σου έλεγα πως δεν είμαι;» Καρφώνει τα μάτια του πάνω μου. Καμιά απάντηση. Καμιά κίνηση. Τίποτα. Μ όνο σαστιμάρα. Κι έτσι, του λέω. Μ έσα σ’

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

383

εκείνη την κατάψυξη, του λέω αυτό που μου είπε ο Χορευτής σ’ εκείνο το ψηλό δωμάτιο. Έχουμε εξαπατηθεί. «Είχα μια γυναίκα» του λέω. «Μ ου την πήραν. Την κρέμασαν. Μ ’ έκαναν να τραβήξω τα πόδια της, έτσι που να σπάσει ο λαιμός της και να μην υποφέρει. Ύστερα από αυτό αυτοκτόνησα θάβοντάς την, αφήνοντάς τους να νικήσουν. Αφήνοντάς τους να με κρεμάσουν. Πνίγηκα μέσα στη θλίψη». Του λέω πώς ήρθαν να με πάρουν οι Γιοι. «Και ο Άρης μού έδωσε μια δεύτερη ευκαιρία, την ίδια ευκαιρία που έχεις τώρα κι εσύ να σηκωθείς όρθιος. »Επί εφτακόσια χρόνια είμαστε υπόδουλοι, Ράγκναρ. Ο λαός σου. Ο λαός μου. Λιώνουμε μέσα στο σκοτάδι. Θα έρθει όμως μια μέρα που θα περπατήσουμε στο φως. Δε θα έρθει χάρη στη μεγαλοψυχία τους. Δε θα έρθει χάρη στη μοίρα. Θα έρθει όταν γενναίες ψυχές θα ξεσηκωθούν και θα διαλέξουν να σπάσουν τις αλυσίδες, να ζήσουν για περισσότερα. Πρέπει να διαλέξεις για τον εαυτό σου. Θα διαλέξεις τον δύσκολο δρόμο; Θα διαλέξεις να γίνεις φίλος μου; Θα σηκωθείς όρθιος μαζί μου; Ή θα χαθείς όπως χάθηκαν όλοι μέχρι τώρα, χωρίς να μάθεις ποτέ τι θα μπορούσε να γίνει;» Ύστερα από αυτό, φεύγω. Δεν τον βάζω να ορκιστεί πως θα κρατήσει το στόμα του κλειστό. Δεν απαιτώ απάντηση. Ο Χορευτής δεν απαίτησε απάντηση από μένα. Έπρεπε να διαλέξω. Αν δεν είχα διαλέξει, αν είχα αναγκαστεί να υπηρετήσω, θα τα είχα παρατήσει χίλιες φορές. Οι δούλοι δεν έχουν τη γενναιότητα των ελεύθερων ανθρώπων. Γι’ αυτό οι Χρυσοί λένε ψέματα στους κατώτερους Κόκκινους και τους κάνουν να νομίζουν πως είναι γενναίοι. Γι’ αυτό λένε ψέματα στους Οψιδιανούς και τους κάνουν να νομίζουν πως είναι τιμή τους να υπηρετούν θεούς. Πιο εύκολο από την αλήθεια. Ωστόσο δε χρειάζεται παρά μια αλήθεια για να σωριάσει κάτω ένα βασίλειο από ψέματα. Ο Ράγκναρ πρέπει να έρθει μαζί μου, γιατί οι Κόκκινοι από μόνοι τους δεν είναι αρκετοί.

384

PIERCE BROWN

35 Ώρα για τσάι

Η

παρουσία μας μέσα στο καμηλόπλοιο παραμένει κρυφή καθώς πλησιάζουμε τον στόλο γύρω από τον Σταθμό της Χίλντα, κατευθυνόμενοι προς το σκάφος που ήταν κάποτε η ναυαρχίδα του Αυγούστου και τώρα του Πλίνιου, το Ινβίκτους. Σχιζόφτερα μας προσπερνούν σιωπηλά, ζητώντας κωδικούς προσπέλασης. Ο πιλότος μας στέλνει τους κωδικούς και μας συνοδεύουν για να προστεθούμε σε μια σειρά από σκάφη τροφοδοσίας που διοχετεύονται το ένα μετά το άλλο μέσα στο υπόστεγο του Ινβίκτους, σαν καραβάνια εμπόρων που σχηματίζουν ουρά έξω από τις μεγάλες πύλες κάποιας οχυρωμένης πόλης στην έρημο. Προσγειωνόμαστε με έναν γδούπο. Ο πιλότος ανοίγει τις πίσω πόρτες κι εγώ με τους δικούς μου πηδάμε έξω από το σκάφος στο πάτωμα του υπόστεγου. Αντί να υποδεχτεί Καστανούς μεταφορείς, όπως ίσως περίμενε, η Πορτοκαλιά Λιμενεργάτρια σηκώνει τα μάτια της από το ηλεκτρονικό σημειωματάριο για να δει μια πολεμική μονάδα με πλήρη θωρακισμένη εξάρτυση. Οπλισμένη μέχρι τα δόντια. Χωρίς δισταγμό κάθεται κάτω, μη θέλοντας καμιά ανάμειξη. Ο Σέβρο γελάει και τη χτυπάει χαϊδευτικά στο κεφάλι. «Πιο γνωστική από τους Χρυσούς».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

385

Σκάφη γεμίζουν το υπόστεγο. Φώτα λάμπουν από τα ψηλά ταβάνια. Πορτοκαλιοί και Κόκκινοι τρέχουν ολόγυρα. Φλόγιστρα οξυγονοκόλλησης τσιτσιρίζουν πάνω σε κύτη. Άντρες και γυναίκες φωνάζουν ο ένας στον άλλον. Οι σύντροφοί μου με ακολουθούν διασχίζοντας το υπόστεγο προς τους ανελκυστήρες, απ’ όπου μπορούμε να φτάσουμε στο υπόλοιπο σκάφος. Καθώς προχωράμε, η σιωπή απλώνεται σαν πυρκαγιά. Τα φλόγιστρα οξυγονοκόλλησης παύουν να τσιτσιρίζουν. Οι άνθρωποι δε φωνάζουν πια. Απλώς κοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Περπατώ μπροστά μαζί με τον Λορν. Δεξιά κι αριστερά μας η Μ άστανγκ και ο Κάβαξ Au-Τηλεμάνος. Ο Ροκ ακολουθεί μαζί με τον Σέβρο και τον Ντάξο. Η Βίκτρα έρχεται από πίσω με τους Υλακτούντες. Και πίσω από όλους αυτούς, σαν κάποιου είδους χλωμός, γιγάντιος βοσκός, έρχεται ο Ράγκναρ. Επέλεξε να έρθει μαζί μας από τον καταψύκτη. Ανταλλάσσουμε ένα βλέμμα και μ’ ένα γνέψιμο ξέρω πως έχω έναν καινούριο στρατηγό για την εξέγερση. Ξεχειλίζω από εμπιστοσύνη. Ούτε ψυχή δε διαμαρτύρεται καθώς προχωράμε, αν και από την περιβολή μας ξέρουν πως δεν ερχόμαστε για ειρηνικές συνομιλίες. Η πανοπλία μου είναι μαύρη. Χαραγμένη με λιοντάρια που βρυχώνται. Μ ια λεπτή παλμοασπίδα τρεμοπαίζει από πάνω της. Στο αριστερό μου μπράτσο, η αιγίδα μου ενεργοποιεί​ται, με τη θαμπή γαλάζια επιφάνειά της να ρουφάει το φως. Το άσπρο ξυράφι μου είναι τυλιγμένο στο μπράτσο μου. Οι μπότες μας ηχούν σαν χαλάζι πάνω στα μεταλλικά καταστρώματα. Στέλνω το Χαλίκι να ρίξει με τις Πράσινες ομάδες της το σύστημα επικοινωνιών του σκάφους. Ένας Χάλκινος μας βλέπει και κάνει μια κίνηση να παίξει με το ηλεκτρονικό του σημειωματάριο. Ο Ράγκναρ γλιστράει προς το μέρος του, τον αγγίζει στον ώμο αρκετά δυνατά ώστε να τον ρίξει στα γόνατα. «Ό χι». Μ παίνουμε στον ανελκυστήρα και στα σωθικά του σκάφους χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Παίρνουμε τον ανελκυστήρα που οδηγεί στο πρώτο κατάστρωμα πάνω από το επίπεδο διοίκησης. Οι πόρτες ανοίγουν, φέρνοντάς μας πρόσωπο

386

PIERCE BROWN

με πρόσωπο με ένα απόσπασμα Γκρίζων πεζοναυτών. «Λοχαγέ, θα συνοδεύσεις τη Βιργινία Au-Αυγούστα στο μηχανοστάσιο» λέω στον Γκρίζο. Τα μάτια του ζυγιάζουν τη σοβαρότητα της κατάστασης· ύστερα από έναν ελάχιστο δισταγμό, χαιρετάει. Οι σαστισμένοι άντρες του στοιχίζονται πίσω από τη Μ άστανγκ και τους Τηλεμάνους, καθώς απομακρύνονται με γρήγορο βήμα. Ο συναγερμός του σκάφους αρχίζει να ουρλιάζει. Οι Υλακτούντες πηγαίνουν στις μηχανές και στα συστήματα μηχανικής υποστήριξης, καθώς η δική μου δύναμη συνεχίζει τρία καταστρώματα πάνω, κατευθυνόμενη όχι στο κατάστρωμα διοίκησης, όπου θα φιλοξενεί τους νέους του συμμάχους ο Πλίνιος, αλλά προς το μπαλαούρο. Ο Ροκ, η Βίκτρα, ο Λορν, ο Σέβρο και ο Ράγκναρ γλιστρούν μέσα από την πόρτα, κατατροπώνοντας τους φρουρούς προτού καν μπω εγώ. Οι αιχμάλωτοι, κάπου σαράντα Απαράμιλλοι πιστοί στον Αύγουστο, είναι φυλακισμένοι σε μικρά κελιά από σκληρογυαλί. Ο Σέβρο τα παίρνει ένα ένα με τη σειρά, ελευθερώνοντας τους άντρες και τις γυναίκες που είναι μέσα με ένα ψηφιακό κλειδί καθώς περνάει μπροστά τους. «Ευχαριστήστε τον Θεριστή» λέει στον καθέναν τους, επαναλαμβάνοντάς το τέσσερις φορές σε μια πανύψηλη ηλικιωμένη Απαράμιλλη, μέχρι που τελικά αυτή συνειδητοποιεί πως δεν πρόκειται να βγει, αν δεν παίξει το παιχνιδάκι του. Όλοι σηκώνουν καρτερικά τα μάτια τους στον ουρανό και λένε ευχαριστώ. «Τι καλή, αφύσικα ψηλή και ξεχαρβαλωμένη Απαράμιλλη που είσαι. Υπέροχα» λέει ο Σέβρο και αφήνει τη γυναίκα να βγει. «Λορν! Βρήκα μια πιθανή ερωτική σύντροφο». Σταματάει καθώς φτάνει μπροστά στο γυάλινο κλουβί του Τσακαλιού. «Τι αντικρίζω με το μικρό μου μάτι;» κράζει περιχαρής ο Σέβρο. «Περίμενε! Έχω πάλι δύο!» «Βγάλε με έξω» απαντάει ξερά το Τσακάλι. «Δεν παίζω το παιχνίδι σου, Τελώνιο». «Ευχαρίστησε τον Θεριστή. Και με λένε Σέβρο. Το ξέρεις αυτό».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

387

Το Τσακάλι σηκώνει τα μάτια του καρτερικά. «Ευχαριστώ, Θεριστή». «Κάνε υπόκλιση σαν καλός υπηρέτης». «Όχι». «Άσ’ τον να βγει» γκρινιάζει ο Λορν. «Πρέπει να παίξει το παιχνίδι μου!» λέει ο Σέβρο. «Ο σκατοκέφαλος δε θα βγει μέχρι να παίξει σαν καλό παιδί. Θα του πω ένα αίνιγμα αντί για το παιχνίδι. Τι έχω στην τσέπη μου;» Βαριέμαι το παιχνίδι, έτσι, πίσω από την πλάτη του, δείχνω το μάτι μου. «Ένα μάτι» λέει το Τσακάλι. «Φρικογαμώτο, ποιος του το ’πε;» Ο Ροκ παίρνει το κλειδί από το χέρι του Σέβρο και το σαρώνει πάνω από την κονσόλα του κελιού. Το Τσακάλι έρχεται κοντά μας. «Ενηλικιώσου, Σέβρο» μουρμουρίζει ο Ροκ. «Τι διάολο πρόβλημα έχεις;» ρωτάει ο Σέβρο. «Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να περιμένουμε λίγο. Δεν μπορείς να μ’ αφήσεις να το διασκεδάσω λιγάκι;» Κάνουμε με το πάσο μας, έτσι ώστε ο Πλίνιος να γεμίσει φόβο για τις ενέργειές μας. Πρέπει να του γεννηθούν αμφιβολίες για την αφοσίωση των περισσότερων μελών του πληρώματος. Αναμφίβολα όμως διαθέτει πάνω στο σκάφος ένα απόσπασμα εξαγορασμένων στρατιωτών. Μ ισθοφόρους, το πιθανότερο. Θα τους χρησιμοποιήσει σαν ασπίδα. «Πού είναι ο πατέρας σου;» ρωτάω το Τσακάλι. «Δεν ξέρω» απαντά. «Δε νομίζω πως είναι στο σκάφος. Η αδερφή μου κατάφερε να φτάσει με ασφάλεια κοντά σας;» «Μ ας βρήκε». «Ωραία» λέει, γυρίζοντας γρήγορα για να χαιρετήσει τον Λορν. «Χαίρομαι, Άρκος. Ο πατέρας μου μου απαγόρευε να διαβάζω τα κατορθώματά σου όταν ήμουν μικρός. Παρ’ όλ’ αυτά, κατάφερνα να τα διαβάζω. Οι ιστορίες του γερο-Πετρόπλευρου με κρατούσαν ξύπνιο μέχρι αργά τη νύχτα». «Όπως κι εμένα η επίδοσή σου στο Ινστιτούτο» απαντάει ο Λορν με ένα αμυδρό χαμόγελο προς το μέρος μου. «Φοβόμουν να κλείσω μάτι αφότου είδα την εκστρατεία σου».

388

PIERCE BROWN

Το Τσακάλι καγχάζει. «Φαίνεται πως η αποστολή σου στην Ευρώπη στέφθηκε από επιτυχία, Ντάροου». «Έπεσαν στην παγίδα, όπως ελπίζαμε. Και η Αία ξέφυγε». «Τότε, πάμε να διορθώσουμε αυτό το πρόβλημα και να συνεχίσουμε τον πόλεμό μας». Ο Ροκ κοιτάζει μια τον έναν και μια τον άλλον, προσέχοντας ίσως την οικειότητα με την οποία μιλάμε. Άλλο ένα πράγμα που δεν του είπα ποτέ. Το ρήγμα μεγαλώνει. Βρίσκουμε τη Μ άστανγκ στο μαγειρείο των κατώτερων Χρωμάτων την ώρα του φαγητού. Εκατοντάδες Πορτοκαλιοί χειρώνακτες και ηλεκτρολόγοι του πληρώματος είναι ανακατεμένοι με τους Κόκκινους βιομηχανικούς εργάτες και τους Καστανούς επιστάτες. Το βουητό από τις κουβέντες και το κροτάλισμα από τους πλαστικούς δίσκους πάνω σε μεταλλικά τραπέζια σβήνουν μόλις μπαίνει στο μαγειρείο ο Ράγκναρ. Απλώνεται θανάσιμη σιωπή με εξαίρεση έναν ξαναμμένο Καστανό επιστάτη που ωρύεται στη διαπασών. Οι σύντροφοί του του κλείνουν βιαστικά το στόμα. Ο Ράγκναρ προχωράει στη μέση του δωματίου και μετακινεί ένα από τα τραπέζια χωρίς να περιμένει τα κατώτερα Χρώματα να σηκωθούν. Ελευθερώνοντάς το από τα μεταλλικά του μπουλόνια, το σέρνει με έναν στριγκό ήχο πάνω στο μεταλλικό πάτωμα, ενώ κάποια κατώτερα Χρώματα εξακολουθούν να κάθονται πάνω στους συνδεδεμένους πάγκους. Μ ένουν ακίνητοι με τα μάτια γουρλωμένα και έντρομα, εντελώς σαστισμένοι στη θέα των πενήντα Χρυσών της μονάδας μου. Οι Τηλεμάνοι ακολουθούν τον Ράγκναρ. Πατέρας και γιος κουβαλούν μαζί ένα κυκλικό μεταλλικό μηχάνημα με πάχος ένα μέτρο και διάμετρο δύο – τον λόγο της επίσκεψής τους στο μηχανοστάσιο. Τα μπράτσα τους είναι καλυμμένα από την πανοπλία, αλλά οι φλέβες στους λαιμούς τους φουσκώνουν κάτω από το βάρος. Η Μ άστανγκ τούς καθοδηγεί κοιτάζοντας το ηλεκτρονικό της σημειωματάριο. «Εδώ» λέει. Το αφήνουν στο σημείο όπου δείχνει. Οι Γκρίζοι ακολουθούν κουβαλώντας μια τεράστια μπαταρία, την οποία αφήνουν πάνω σ’ ένα κοντινό τραπέζι.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

389

«Υλακτούντες, κάντε λίγο θόρυβο» λέω στην ενδοσυνεννόη​σή μου. «Συγγνώμη. Μ ε συγχωρείτε. Μ ε το συμπάθιο» λέει το Χαλίκι, ανεμίζοντας τα κοντόχοντρα χεράκια της. Παίρνει ένα καλώδιο από την μπαταρία και το συνδέει με τον δίσκο. Ακούγεται ένα κροτάλισμα, καθώς τα ηχεία του σκάφους ενεργοποιούνται. «Πλίνιε» φωνάζει γλυκά μια φωνή. Κοιτάζω ολόγυρα για τον Σέβρο και τον βλέπω σ’ ένα τερματικό με δύο από τους Πράσινους. «Σέβρο!» φωνάζουμε απότομα εγώ και η Μ άστανγκ. Σηκώνει το δάχτυλό του προς το μέρος μας κάνοντας νόημα να περιμένουμε. «Είναι στην ενδοσυνεννόηση» μουρμουρίζει με ειλικρίνεια ένας από τους Πράσινους. «Μ ια στιγμή». «Αγαπητέ Πλίνιε» τραγουδάει ο Σέβρο στην ενδοσυνεννόηση. «Αν η καρδιά βροντοχτυπά και πάνω σου τα έχεις κάνει, ο Θεριστής σ’ αναζητά η ώρα να πληρώσεις φτάνει.» Το τραγουδάει τρεις φορές, μέχρι που ο Ράγκναρ πετάει ένα τραπέζι πάνω στην κονσόλα. Σπίθες πέφτουν βροχή. Ο Σέβρο σηκώνει αργά τα μάτια του στο τραπέζι που κρέμεται πάνω από το κεφάλι του. Τη γλίτωσε για μερικά εκατοστά. Κάνει απότομα μεταβολή. «Τι στο φρικογαμωδιάολο ζημιά έχει το κεφάλι σου, επιδεικτικό βουνίσιο τρολ!» «Στιχάκια… ννννγκ». Ο Ράγκναρ βγάζει ένα ενοχλημένο βογκητό. «Εσύ τον βρήκες» μουρμουρίζει η Μ άστανγκ, καθώς ανταλλάσσουμε ένα βλέμμα. «Ποιον από τους δύο;» ρωτάω, ενώ ο Σέβρο βρίζει τον Κηλιδωμένο με όλα τα κοσμητικά επίθετα που ξέρει. Σταυρώνοντας και τα δάχτυλα από πάνω. «Κρώζεις σαν… σαν πάπια» απαντάει ο Ράγκναρ. «Δεν μπορεί να με προσβάλλει» λέει ο Σέβρο εμβρόντητος. Μ ε κοιτάζει. «Μ άζεψέ τον». Παραμένω αμέτοχος.

390

PIERCE BROWN

«Αν μου επιτρέπετε, να προτείνω να συνεχίσουμε» λέει ο Λορν. «Σωστά. Ας σοβαρευτούμε όλοι μας». Κράνη ξεπροβάλλουν από τις πανοπλίες για να σκεπάσουν τα κεφάλια μας. Εξετάζω θερμικές μετρήσεις, επίπεδα ισχύος στο ηλεκτρονικό σημειωματάριο. «Βάλ’ το μπροστά» λέω στη Μ άστανγκ. Ενεργοποιεί το θερμικό τρυπάνι του βδελλοσκάφους. Είναι φτιαγμένο για να σκάβει λαγούμια στο εξωτερικό κύτος ενός σκάφους και να δημιουργεί ένα ρήγμα αρκετά μεγάλο ώστε να ορμήσει μέσα ένα πλήρωμα εφόδου. Έτσι, το κόψιμο του πατώματος ενός σκάφους δεν είναι τίποτα. Και είμαστε μόνο ένα κατάστρωμα πάνω από τις αίθουσες διοίκησης. Πηδάω πάνω στο τρυπάνι. Η ορμή είναι το παν για έναν Βουτηχτή της Κόλασης, για τις στρατιωτικές επιχειρήσεις, για τη ζωή. Συνέχισε να κινείσαι και προκάλεσε όποιον θέλει να μπει στον δρόμο σου. «Θυμάσαι τι είπα νωρίτερα;» με ρωτάει ο Λορν. «Για το τακτ;» Χαμογελάει μοχθηρά. «Γείωσέ το το τακτ. Τρομοκράτησέ τους». Κοιτάζω τη Μ άστανγκ. «Δώσ’ του». Πατάει ένα κουμπί. Το τρυπάνι πυρακτώνεται και κοκκινίζει. Η ζέστη φτάνει μέσα μου. Απλώνεται στο πάτωμα. Τα κατώτερα Χρώματα φεύγουν τρέχοντας, παρατάνε το φαγητό τους κι εγκαταλείπουν το δωμάτιο, καθώς το πάτωμα κρεμάει και λιώνει σαν άμμος που πέφτει σε κλεψύδρα. Το τρυπάνι πέφτει από το κατάστρωμα που στάζει μέσα στην αίθουσα διοίκησης από κάτω, μ’ εμένα πάνω στη ράχη του. Βουτηχτής της Κόλασης ξανά, έστω και για μια στιγμή. Χτυπάει με βρόντο στη μέση του μεγάλου ξύλινου τραπεζιού του Αυγούστου, τρυπώντας το και προσκρούοντας σαν μετεωρίτης πάνω στο μαρμάρινο πάτωμα, εξακολουθώντας να λιώνει. Κόβω το καλώδιο του ρεύματος με το ξυράφι μου και σηκώνομαι μέσα από τον καπνό και τον ατμό και τις φλόγες που χορεύουν, καθώς το τραπέζι πιάνει φωτιά. Εκατό Χρυσοί της Κοινωνίας σηκώνουν τα μάτια τους πάνω

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

391

μου. Πραίτορες, Λεγάτοι, Δικαστικοί και ιππότες πανίσχυρων οίκων στέκονται με τα ξυράφια τους τραβηγμένα. Όλοι κάποτε πιστοί στον Αύγουστο. Όλοι τώρα υποχείρια του Πλίνιου. Φτερά στον άνεμο. Και να τον στην κεφαλή του μεγάλου τραπεζιού, με το πρόσωπό του να χάνει γρήγορα το χρώμα του. Ο όμορφος, έξυπνος Πλίνιος. Του έχει μείνει ένα μάτι, στη θέση του άλλου υπάρχει ένα προσωρινό βιονικό υποκατάστατο. Στα δεξιά του κάθεται μια από τις Ερινύες της Αρχόντισσας, η Πολιτικός, η Μ οίρα. Σε σύγκριση με την Αία, είναι μια γυναίκα σαν φουσκωμένη ζύμη. Όμως το γλυκό της χαμόγελο είναι μιάμιση φορά πιο απειλητικό από το ξυράφι της αδερφής της. Δίπλα της βρίσκεται ένας Ολύμπιος Ιππότης, ο Ιππότης της Καταιγίδας από τα Ιαπωνικά Νησιά της Γης. «Ευγενείς μου!» μουγκρίζω μέσα από τον ενισχυτή φωνής του κράνους μου. «Έχω έρθει για τον Πλίνιο». Πηδάω κάτω από το τρυπάνι, με το κράνος να μαζεύεται μέσα στην πανοπλία μου, έτσι ώστε να μπορούν να δουν το πρόσωπό μου. Προχωρώ προς το μέρος του. Οι φίλοι μου ακολουθούν μέσα από την τρύπα. Πρώτος ο Άρκος. Μ ετά η Μ άστανγκ και ο Σέβρο. «Είπες πως ήταν νεκρός!» γρυλίζει κάποιος στ’ αριστερά μου με το ξυράφι μισοτραβηγμένο. «Ο Λορν Au-Άρκος;» μουρμουρίζει κάποιος άλλος. Το όνομά του απλώνεται στο δωμάτιο, καθώς ο Σέβρο και ο Ροκ ασφαλίζουν τις πόρτες που οδηγούν στον χώρο. «Και ο ΚΑΒΑΞ AU-ΤΗΛΕΜ ΑΝΟΣ!» βροντάει άγρια ο Κάβαξ. Από κάπου πρέπει να το είχε πάρει ο Παξ. «Ο Θεριστής δεν είναι νεκρός» λέει η Μ άστανγκ πηδώντας κάτω από το τρυπάνι. «Ούτε εγώ. Ούτε ο αδερφός μου. Και ήρθαμε να πάρουμε πίσω ό,τι ανήκει στον πατέρα μας». Τούτοι δω οι Απαράμιλλοι δεν ξέρουν τι να κάνουν. «Ψεύτες!» φωνάζει ο Πλίνιος. «Πρόδωσες τον Αρχικυβερνήτη. Πιάστε τους προδότες!» Ο Λορν κάνει μια απλή δήλωση. «Αν κάποιος πλησιάσει στα δύο μέτρα τον Ντάροου, θα σκοτώσω τους πάντες σ’ αυτό το δωμάτιο».

392

PIERCE BROWN

Δε φαίνονται πρόθυμοι να εξακριβώσουν αν μπλοφάρει. Οι άνθρωποι ανάμεσα στους οποίους προχωράω πηδούν προς τα πίσω. Η φήμη του Λορν μού ανοίγει έναν διάδρομο κατευθείαν ως τον Πλίνιο. Δεν καθυστερώ το βήμα μου. «Πλίνιε» λέω. «Πρέπει να μιλήσουμε». «Σκοτώστε τον!» σκούζει ο Πλίνιος. «Σκοτώστε τον Θεριστή». Ένας νεαρός ορμάει μπροστά και πεθαίνει, καθώς ο διπλανός του τον μαχαιρώνει στην πλάτη. Ο διπλανός κοιτάζει έντρομος τον Λορν. «Δύο κόμμα τρία μέτρα» λέει ο Λορν. «Παραλίγο». «Σκοτώστε τον!» φωνάζει μάταια ο Πλίνιος. «Ένα παιδί είναι μόνο!» Μ ιλάω ήρεμα, αλλά όλοι με ακούν. «Πλίνιε Au-Βελοκίτορ, είσαι προδότης του Αρχικυβερνήτη Νέρωνα Au-Αυγούστου. Συνωμότησες για να καταστρέψεις τον οίκο του, να παντρευτείς διά της βίας την κόρη του, να σκοτώσεις τον γιο του και να τον προδώσεις στην Αρχόντισσα, που στράφηκε εναντίον του. Ο αφέντης σου σε ανέβασε ψηλά κι εσύ προσπάθησες να τον ανατρέψεις. Έχεις προδώσει την εμπιστοσύνη του για προσωπικό όφελος. Το χειρότερο είναι πως απέτυχες». «Σταματήστε τον!» σκούζει τώρα ο Πλίνιος, χειρονομώντας άγρια προς το μέρος μου. «Μ οίρα!» Η Μ οίρα ψιθυρίζει στον Ιππότη της Καταιγίδας και κάνουν και οι δύο ένα βήμα προς το πλάι. «Υποτίθεται πως είσαι νεκρός» μουρμουρίζει ο Πλίνιος. «Η Αία είπε πως θα σε σκότωνε στην Ευρώπη». «Και ποιον ξέρεις εσύ που να μπορεί να με σκοτώσει;» λέω μ’ εκείνη τη γελοία Χρυσή οργή να μαζεύεται στη φωνή μου, έτσι ώστε να εντυπωσιάσω όλες αυτές τις πεινασμένες ψυχές. «Το Τσακάλι απέτυχε. Η Αντωνία Au-Σεβήρα-Ιουλία απέτυχε. Οι Κοσμήτορες Απόλλων και Δίας απέτυχαν. Ο Κάσσιος AuΜ πελόνα απέτυχε. Η Κάγκνι απέτυχε. Η Αία Au-Γκρίμους και οι Πραιτοριανοί της απέτυχαν». Ο δήμιος απέτυχε. Τα ορυχεία και οι λακκουβόχεντρες απέτυχαν. «Και τώρα αποτυγχάνεις εσύ».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

393

Τότε είναι που κινούμαι αθόρυβα, πιο γρήγορα από λακκουβόχεντρα που χτυπάει, και τον χαστουκίζω κατάμουτρα. Μ πατάρει προς το πλάι από την καρέκλα του σαν φύλλο που το δέρνει ο άνεμος, γέρνοντας πάνω σε μια Χρυσή που στεκόταν πλάι του. Τον φτύνει και μου κάνει χώρο. «Είσαι ένα σκουλήκι που νόμιζε πως ήταν φίδι επειδή σερνόταν. Η δύναμή σου, όμως, δεν ήταν πραγματική, Πλίνιε. Ήταν ένα όνειρο. Ώρα τώρα να ξυπνήσεις». Ο Πλίνιος σηκώνεται παραπαίοντας και τραβιέται μακριά μου. Τα προσεκτικά χτενισμένα μαλλιά του είναι ανακατεμένα, μια κοκκινίλα φουσκώνει το δεξί του μάγουλο. Τον περιστρέφω και τον ξαναχαστουκίζω, πιο δυνατά. Είναι τρομαγμένος. Δεν ξέρει τι να κάνει. Δεν τον έβγαλαν Οψιδιανοί από το κρεβάτι του την πρώτη του μέρα στο Ινστιτούτο για να τον δείρουν. Δε διέσχισε καβάλα στο άλογο ακτές στρωμένες με χιόνι επικεφαλής μιας ένοπλης φάλαγγας. Δε λιμοκτόνησε. Έτσι, το μόνο που μπορεί να κάνει τώρα είναι να παραπατάει και να κλαίει. Τον αρπάζω και τον σηκώνω ψηλά στον αέρα. Αλλά δεν τον χτυπάω άλλο. Δε θα εξευτελίσω τη στιγμή με απανθρωπιά, όπως θα έκαναν ο Κάρνος ή ο Τίτος. Η συγκαταβατικότητά μου είναι το όπλο μου. Ξανακαθίζω τον Πλίνιο στην καρέκλα του Αρχικυβερνήτη. Γυαλίζω την καρφίτσα του με τη λιβελλούλα. Του ισιώνω τα μαλλιά σαν καλοσυνάτη μητέρα. Τον χαϊδεύω στο μουσκεμένο από δάκρυα μάγουλο και απλώνω το χέρι μου με το δαχτυλίδι του Οίκου του Άρη. Το φιλάει χωρίς να το ζητήσω. «Αντίο, Πλίνιε. Σ’ αφήνω στους φίλους σου». Φεύγω με τα μάτια όλων αυτών των Απαράμιλλων να με ακολουθούν, εγκαταλείποντας τον Πλίνιο. Ακούω έναν ρουφηχτό ήχο και δε γυρίζω, επειδή ξέρω πώς ακούγονται τα ξυράφια όταν σκοτώνουν. Δεν περίμεναν καν. Ο Πλίνιος έχει ξεχαστεί. Αυτοί οι Απαράμιλλοι χτυπούν το στήθος τους χαιρετώντας με. Τα τέρατα. Πηγαίνουν όπου φυσάει ο άνεμος, κυνηγώντας τη δύναμη. Δε συνειδητοποιούν όμως πως η δύναμη δε μετατοπίζεται. Η δύναμη είναι ανένδοτη. Είναι το βουνό, όχι ο

394

PIERCE BROWN

αέρας. Το να μετατοπίζεσαι τόσο εύκολα σημαίνει να χάνεις την εμπιστοσύνη. Και η εμπιστοσύνη είναι αυτό που με κράτησε ζωντανό. Η εμπιστοσύνη στους φίλους μου και η εμπιστοσύνη τους σ’ εμένα. Η Αρχόντισσα το ξέρει αυτό. Γι’ αυτό κρατάει τις Ερινύες της κοντά της. Θα πέθαιναν για εκείνη, όπως θα πέθαιναν οι φίλοι μου για μένα. Επειδή, στο τέλος, τι νόημα έχει όλη η δύναμη σε όλους τους κόσμους, αν οι πιο κοντινοί σου φίλοι μπορούν να σε προδώσουν; Ο πατέρας της Αρχόντισσας το έμαθε αυτό όταν η κόρη του του πήρε το κεφάλι. Ο Πλίνιος το έμαθε με αντίτιμο τη ζωή του. Το ξέχασα, απομακρύνθηκα από τους φίλους μου και παραλίγο να χάσω τα πάντα λόγω αυτού, όταν ο Τάκτος ένιωσε τόσο επισκιασμένος και αποξενωμένος από μένα όπως και από τα αδέρφια του. Γι’ αυτό ξεκίνησα από την αρχή με τη Βίκτρα, γι’ αυτό είπα στον Ράγκναρ την αλήθεια, γι’ αυτό πρέπει να δείξω τώρα έμπρακτη μεταμέλεια στον Λορν και στον Ροκ. Η εμπιστοσύνη είναι ο λόγος για τον οποίο οι Κόκκινοι θα έχουν μια ελπίδα. Είμαστε λαός δεμένος με το τραγούδι και τον χορό και τις οικογένειες και τη συγγένεια. Οι άνθρωποι αυτοί είναι σύμμαχοι μόνο και μόνο επειδή νομίζουν πως πρέπει να είναι. Τους κοιτάζω τώρα και ξέρω πως είναι τόσο άτεγκτοι και τόσο άκαμπτοι, που θα σπάσουν και θα θρυμματιστούν ο ένας πάνω στον άλλον, όχι εξαιτίας μου αλλά εξαιτίας αυτού που είναι. Πετάω με τις βαρυμπότες μου, σταματώντας για να πω: «Πείτε σε όσους θ’ ακούσουν πως ο Θεριστής σαλπάρει για τον Άρη. Και καλεί για μια Σιδερένια Βροχή».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

395

36 Πολέμαρχος

«Η

εξουσία είναι το στέμμα που τρώει το κεφάλι» μου είπε το Τσακάλι όταν σχεδιάζαμε την εισβολή. Μ ιλούσε σε σχέση με την Οκταβία. Η αλήθεια όμως πηγαίνει ακόμα παραπέρα. Αυτοί οι Χρυσοί είχαν εξουσία πάρα πολύ καιρό. Κοίτα πώς φέρονται. Κοίτα τι θέλουν. Σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για πόλεμο. Έρχονται από κοντά, από μακριά, σκάφη που σπεύδουν να προσχωρήσουν στην αρμάδα μου όταν μαθαίνουν πως κάλεσα σε Σιδερένια Βροχή, την πρώτη εδώ και είκοσι χρόνια. Χρησιμοποίησα το Τσακάλι για να διαδώσω τα νέα μαζί με βίντεο από την πτώση του Πλίνιου. Πολλοί από αυτούς είναι δευτερότοκοι γιοι και κόρες, που δε θα κληρονομήσουν την περιουσία των γονιών τους. Πολεμοκάπηλοι, μονομάχοι, διψασμένοι για δόξα. Και ο καθένας τους φέρνει την ακολουθία του από Γκρίζους και Οψιδιανούς. Οι κόσμοι της Κοινωνίας περιμένουν με κομμένη την ανάσα να δουν τι θα γίνει σήμερα. Αν χάσουμε, η Αρχόντισσα θα συνεχίσει να κυβερνάει. Αν κερδίσουμε – απόλυτος εμφύλιος πόλεμος. Κανένας κόσμος δεν μπορεί να μείνει αμέτοχος. Λεγεώνες παρατάσσονται μέσα στο σκάφος μου, καθώς η αρμάδα μου μαζεύεται γύρω από τον δορυφόρο ελλιμενισμού του Φόβου. Κουβαλάω το ξυράφι μου καμπυλωμένο σαν

396

PIERCE BROWN

κυρτολεπίδα· γυριστό και απάνθρωπο, είναι το σκήπτρο μου. Το σιδερένιο δαχτυλίδι μου από τον Οίκο του Άρη στενεύει, καθώς λυγίζω τα χέρια μου και κοιτάζω μέσα από τις θυρίδες θέασης. Ο Πήγασος χοροπηδάει στο στήθος μου. Δεν βλέπω τον εχθρό μου –τους Μ πελόνα και πολλούς από τους τοπικούς στόλους της Αρχόντισσας–, βρίσκονται όμως ανάμεσα σ’ εμένα και στον πλανήτη μου. Ο παλιός Άρχοντας της Τέφρας της Αρχόντισσας σπεύδει από τον Πυρήνα για να βοηθήσει με την Αρμάδα του Σκήπτρου του, απέχει όμως μία εβδομάδα ακόμη. Δεν μπορεί να βοηθήσει τους Μ πελόνα σήμερα. Οι Κυανοί μου παρακολουθούν εμένα και τους στρατηγούς μου – του προσωπικού στόλου της Βίκτρας Au-Ιουλίας, που εγκατέλειψε τις δυνάμεις της μητέρας της, του Οίκου των Άρκος, του Οίκου των Τηλεμάνων και τους προμάχους του Αυγούστου. Ο Άρης είναι πράσινος και γαλάζιος, διάσπαρτος με θωρακισμένες πόλεις. Λευκοί σκούφοι καλύπτουν τους πόλους του. Γαλάζιοι ωκεανοί απλώνονται κατά μήκος του ισημερινού του. Εκτάσεις με χορτάρι μαζί με πυκνά δάση ντύνουν την επιφάνειά του. Σύννεφα περιστρέφονται γύρω του, ένα βαμβακερό πέπλο που κρύβει τις απαστράπτουσες θωρακισμένες πόλεις του. Και υπάρχουν και τα όπλα. Μ εγάλοι σταθμοί στις ερήμους, γύρω από τις πόλεις, όπου όπλα σταθερής ράγας, θανατηφόρα για τα διαστημόπλοια, σημαδεύουν τον ουρανό. Οι σκέψεις μου βυθίζονται κάτω από την επιφάνεια του πλανήτη. Αναρωτιέμαι τι να κάνει τώρα η μητέρα μου. Φτιάχνει το πρωινό; Ξέρουν τι έρχεται; Θα το νιώσουν καν όταν θα φτάσουμε; Τα δάχτυλά μου δεν τρέμουν ούτε καν στα πρόθυρα της μάχης. Η ανάσα μου είναι σταθερή. Γεννήθηκα από μια οικογένεια Βουτηχτών της Κόλασης. Γεννήθηκα από μια ράτσα βουτηγμένη στη σκόνη και στον μόχθο, προορισμένη να υπηρετεί τους Χρυσούς. Γεννήθηκα σ’ αυτή την ταχύτητα. Ωστόσο είμαι τρομοκρατημένος. Ο Μ ίκι με λάξευσε για να γίνω θεός του πολέμου. Αλλά γιατί νιώθω σαν παιδί ντυμένο με μια ανόητη πανοπλία; Γιατί θέλω να ξαναγίνω πέντε χρονών, πριν από τον θάνατο του πατέρα μου, να μοιράζομαι το κρεβάτι μου με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

397

τον Κίραν, να τον ακούω να μιλάει στον ύπνο του; Στρέφομαι προς τη θάλασσα των Χρυσών προσώπων. Αυτή η ράτσα – τι όμορφα τέρατα. Κουβαλάνε όλες τις ιδιαίτερες ικανότητες της ανθρωπότητας εκτός από μία: την κατανόηση. Μ πορούν ν’ αλλάξουν. Το ξέρω αυτό. Ίσως όχι τώρα, ίσως όχι σε τέσσερις γενιές. Όμως αρχίζει σήμερα το τέλος της Χρυσής Εποχής τους. Τσάκισε τους Μ πελόνα, αδυνάτισε τους Χρυσούς. Μ ετάφερε τον εμφύλιο πόλεμο στην ίδια τη Σελήνη και κατάστρεψε την Αρχόντισσα. Μ ετά ο Άρης θα ξεσηκωθεί. Δε θέλω να βρίσκομαι εδώ. Θέλω να βρίσκομαι στο σπίτι μου με το παιδί μου, που δε γεννήθηκε ποτέ. Δεν μπορώ όμως. Νιώθω το κύμα μέσα μου να βγαίνει, γυμνώνοντας παλιές πληγές. Αυτό είναι για σένα, της λέω. Για τον κόσμο όπου έπρεπε να έχεις ζήσει. Κι έτσι, επιστρέφω στον ρόλο μου, ταΐζοντας αυτούς τους λύκους. «Τις τελευταίες μέρες του φθινοπώρου» λέω με φωνή δυνατή και καθαρή «οι Κόκκινοι που σκάβουν το βραχώδες υπόστρωμα του Άρη φορούν μάσκες με τη μορφή χαρούμενων δαιμόνων για να γιορτάσουν τους νεκρούς που έχει πάρει το κόκκινο χώμα, για να τιμήσουν τη μνήμη τους και να καταπραΰνουν το πνεύμα τους. Εμείς οι Ολόχρυσοι πήραμε εκείνες τις μάσκες και τις κάναμε δικές μας. Τους δώσαμε τα πρόσωπα του θρύλου και του μύθου για να μας θυμίζουν πως δεν υπάρχει κακό, δεν υπάρχει καλό. Δεν υπάρχουν θεοί. Δεν υπάρχουν δαίμονες. Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος. Υπάρχει μόνο αυτός ο κόσμος. Ο θάνατος έρχεται για όλους μας. Πώς θα φωνάξουμε στον άνεμο όμως; Τι ανάμνηση θα αφήσουμε πίσω μας;» Βγάζω το ένα μου γάντι και κάνω ένα πολύ ρηχό κόψιμο στην παλάμη μου. Σφίγγω τη γροθιά μου μέχρι που το αίμα σκεπάζει το δέρμα μου και μετά πιέζω το χέρι μου στο πρόσωπό μου. «Κάντε το αίμα σας περήφανο για πολύ καιρό αφότου σας πάρει ο θάνατος». Ακούγεται ένα χτύπημα ποδιών. Μ όνο ένα. «Η Σελήνη είναι η νέα Γη. Μ ας κυβερνάει και μας κάνει να υποκλινόμαστε και να σκύβουμε. Η θυσία μας είναι το κέρδος

398

PIERCE BROWN

της. Και πάλι, οι αδύναμοι εμποδίζουν τους δυνατούς. Μ εθαύριο, όταν θα πάρουμε τις Χίλιες Πόλεις του Άρη, οι γραμμές μας θα διευρυνθούν. Οι Γαλιλαίοι Άρχοντες θα μας στηρίξουν. Οι Κυβερνήτες του Κρόνου θα υποκλιθούν σ’ εμάς. Ο Ποσειδώνας θα έρθει με τα σκάφη του και θα εξοντώσουμε τη βδέλλα που λέγεται Οκταβία Au-Λούνα». Και θα κάνουμε έναν τύραννο βασιλιά. Τους φαίνεται τόσο λογικό. Δεν ξέρω πώς. Ένας τύραννος αντί ενός τυράννου. Πώς αντλούν έμπνευση από αυτό το πράγμα; Οι άνθρωποι πάντα έτσι εμπνέονταν. Άλλο ένα ποδοκρότημα. «Κάθε σημερινή στιγμή θα καταγραφεί από τις ολοκάμερες που σας έχουμε δώσει». Όπως γινόταν στο Ινστιτούτο και όταν κατέλαβα το Παξ. Ιδέα του Τσακαλιού. «Κάθε στιγμή θα μείνει χαραγμένη στη μνήμη. Αν κερδίσετε τη δόξα, θα διαδοθεί στα ολοδοχεία όλων των κόσμων. Αν ντροπιάσετε τον εαυτό σας ή την οικογένειά σας, αυτό δε θα σβήσει με τον θάνατό σας». Κοιτάζω τον Ράγκναρ σαν να είναι το πρωτοπαλίκαρό μου. Η τάση μου προς το μελόδραμα κάνει τον Λορν να σηκώσει τα μάτια του στον ουρανό. «Θα θυμόμαστε». Ντουπ. «Οι πόλεις θα καταληφθούν. Οι Χρυσοί που δε θα υποταχτούν θα σκοτωθούν. Τα κατώτερα Χρώματα θα προστατευτούν. Δε θα προκαλέσουμε κατάρρευση των ορυχείων. Δε θα καταληστέψουμε τις πόλεις ούτε θα λεηλατήσουμε τα κατάφυτα εδάφη. Θα κυριέψουμε αυτό το πλούσιο δώρο, τον Άρη. Δε θέλουμε να πάρουμε το κουφάρι του. Είναι πατρίδα πολλών από σας, γι’ αυτό να κάνετε κακό μόνο στα ζιζάνια που τον καταστρέφουν από μέσα. Και όταν η δόξα της ημέρας τελειώσει – όταν σκουπίσετε το αίμα από το σπαθί σας και δώσετε το πανί στους γιους και στις κόρες σας, έτσι ώστε να θυμούνται πως πήρατε μέρος σε μια από τις μεγαλύτερες μάχες από την Πτώση της Γης–, να θυμάστε, έχετε φτιάξει τη δική σας μοίρα. Δε σας δόθηκε από την Αρχόντισσα. Δε σας δόθηκε από έναν κυβερνήτη. Εσείς την κατακτήσατε, όπως οι πρόγονοί σας κατέκτησαν τους κόσμους. Είμαστε οι Δεύτεροι Κατακτητές».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

399

Τώρα ακούγεται ο βρυχηθμός. Απεχθάνομαι το πώς ανατριχιάζει το σώμα μου στην ιδέα της δόξας. Υπάρχει κάτι βαθιά μέσα στον άνθρωπο που πεινάει γι’ αυτό το πράγμα. Νομίζω όμως πως είναι αδυναμία, όχι δύναμη, να εγκαταλείπεις την ανθρωπιά γι’ αυτό το παράξενο, σκοτεινότερο ένστικτο. Κοιτάζω το Τσακάλι στο πλάι της γέφυρας. Η συμβολή του δεν είναι μεγάλη τη σημερινή ημέρα. Έχει κάνει τη δουλειά του φέρνοντας εδώ όλους αυτούς τους άντρες και τις γυναίκες. Έχει αναστατώσει τις επικοινωνίες και έχει σπείρει κάλπικες πληροφορίες, οδηγώντας μεγάλο μέρος της βοήθειας της Αρχόντισσας προς τους Μ πελόνα να σκορπιστεί κυνηγώντας ψεύτικες φήμες για στοιχεία του στόλου μου που πηγαίνουν κρυφά να επιτεθούν στη Σελήνη. Ένα απλό τέχνασμα. Όλες μου οι δυνάμεις είναι εδώ. «Ωραία κινείς τα νήματα» μου ψιθυρίζει το Τσακάλι, καθώς περιμένουμε τους Λευκούς να μπουν στη γέφυρα πίσω από τους Χρυσούς που περιμένουν. Ο Σέβρο σπεύδει να έρθει πιο κοντά μου, σαν για να θυμίσει στο Τσακάλι τη θέση του. «Εσύ έφτιαξες τα περισσότερα νήματα. Δε σ’ ευχαρίστησα ποτέ» του απαντάω ήρεμα. Το στεγνό πρόσωπό του ζαρώνει από απέχθεια. «Πρέπει να γινόμαστε συναισθηματικοί;» «Βοήθησες τη Μ άστανγκ να το σκάσει. Γι’ αυτό σ’ έπιασε ο Πλίνιος». Δεν το ανέφερε ποτέ, δεν κοκορεύτηκε ούτε το χρησιμοποίησε προς όφελός του. Ήταν η απλή πράξη ενός αδερφού που βοηθούσε την αδερφή του. «Και έκανες ό,τι μπορούσες να βοηθήσεις την Κουίν. Μ πορεί να είσαι καλύτερος άνθρωπος από ό,τι νομίζεις». Γελάει μ’ εκείνο το γέλιο του που είναι σαν γάβγισμα. «Αμφίβολο. Αύριο, όμως, ένας προδότης θα είναι βασιλιάς και μια Αυτοκράτειρα θα είναι προδότρια, επομένως οι αχρείοι μπορεί να γίνουν έντιμοι». Κοιτάζω έξω από τη θυρίδα θέασης. «Είναι έτοιμοι οι δορυφόροι σου;» «Για τον ιό;» Γνέφει καταφατικά. «Οι Πράσινοί μου θα κατεβάσουν όλες τις επικοινωνίες μόλις δώσεις το σύνθημα. Επί

400

PIERCE BROWN

δεκαπέντε λεπτά θα επικρατεί σιωπή θανάτου για όλους. Οι παγκόσμιες και τοπικές αμυντικές μονάδες τους δε θα έχουν επιτήρηση ή αισθητήρες. Αρκετός χρόνος για να συντριβούν οι περισσότερες στατικές θέσεις». Κοιτάζει τα πόδια του σαν να ντρέπεται ξαφνικά. «Σώσε τον πατέρα μου, αν μπορείς». Ο Σέβρο αναδεύεται, ενοχλημένος από τα ψιθυρίσματά μας. «Θα τον σώσω». Θα προτιμούσα να σαπίσει ο Αύγουστος για πάντα σε μια τρύπα στο χώμα. Αλλά θα τον χρειαστώ από τη στιγμή που θα καταληφθεί ο Άρης. Παρ’ όλα όσα μπορώ να κάνω, δεν είμαι Κυβερνήτης ή βασιλιάς. Χρειάζομαι τη νομιμότητά του, όπως μου θύμισε το προηγούμενο βράδυ η Θεοδώρα. Χωρίς αυτήν είμαι απλώς ένα χέρι χωρίς ξυράφι. «Και είσαι σίγουρος για την Αγέα;» ρωτάει. «Για το τρόπαιο; Διαφορετικά είναι απερίσκεπτο». «Εκατό τοις εκατό» απαντάω. «Ωραία. Ωραία. Έξοχη τύχη, τότε, Θεριστή». Απομακρύνεται. «Μ ε αντικατέστησες κιόλας;» ξεφυσάει περιφρονητικά ο Σέβρο, καθώς τον παρακολουθεί να φεύγει. «Είναι μονόχειρας. Είσαι μονόφθαλμος. Έχω ιδιαίτερα γούστα». Οι τελετές συνεχίζονται. Διακόσιοι Χρυσοί γονατίζουν, καθώς οι Λευκοί περνούν μέσα από τις γραμμές τους. Προσπαθώ να σκεφτώ πως είναι ένα ανόητο, τελετουργικό πράγμα, όλοι αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες με την πομπώδη σιωπή τους και την προσήλωσή τους στην παράδοση. Όμως πρόκειται για ιστορική στιγμή της ανθρωπότητας. Και αυτή η στιγμή έχει μια αρχοντιά. Πανοπλίες αστράφτουν κάτω από το τεχνητό φως. Αιθέριες Λευκές περιφέρονται ανάμεσα στις γραμμές, ξυπόλητες παρθένες με κατάλευκους μανδύες, με σιδερένια εγχειρίδια και χρυσές δάφνες. Μ ικροί Λευκοί κουβαλούν τα χρυσαφένια τριγωνικά λάβαρα – ένα σκήπτρο, ένα ξίφος και μια περγαμηνή στεφανωμένη με μια δάφνη. Νιώθω χέρια πάνω στους ώμους μου. Νιώθω το βάρος τους. Λένε πως αυτό ήταν το έθιμο των Παλιών Κατακτητών όταν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

401

πήγαιναν σε μάχη, με παρθένες των Λευκών να τους τραυματίζουν με σίδερο. Αγγίζουν τα μέτωπά μας με δάφνη και κόβουν τις αριστερές παλάμες μας με το σίδερο ψιθυρίζοντας σιγανά στ’ αυτιά μας. «Γιε μου, κόρη μου, που τώρα αιμορραγείς, δε θα γνωρίσεις τον φόβο ούτε την ήττα, μόνο τη νίκη. Η δειλία σου φεύγει από μέσα σου. Η οργή σου καίει δυνατά. Ορθώσου, πολεμιστή από Χρυσό, και πάρε μαζί σου την ισχύ του Χρώματός σου». Μ ετά κάθε πολεμιστής πασαλείφει με τη ματωμένη παλάμη του το πρόσωπό του και την κορυφή του κράνους του με τη δαιμονική όψη. Ένας ένας σηκωνόμαστε σιωπηλά. Κάθε Χρυσός αντιπροσωπεύει δέκα λεγεώνες. Αυτή είναι η καταιγίδα που θα πέσει πάνω στον Άρη σ’ έναν χείμαρρο από μέταλλο. Εκατομμύρια Χρυσοί, Γκρίζοι και Οψιδιανοί. «Δεν πολεμάμε εναντίον ενός πλανήτη. Πολεμάμε εναντίον αντρών και γυναικών. Κόψτε τους τα κεφάλια και δείτε τους στρατούς τους να καταρρέουν» θυμίζει σε όλους μας ο Λορν. Η σύναξη των πολεμιστών σηκώνεται, με τα πρόσωπα τώρα πασαλειμμένα με αίμα, και μαζί απαγγέλλουμε τα ονόματα των κυριότερων εχθρών μας. «Κάρνος Au-Μ πελόνα, Αία AuΓκρίμους, Διοικητής Τιβέριος Au-Μ πελόνα, Σκιπία Au-Φαλδ, Οκταβία Au-Λούνα, Αγριππίνα Au-Ιουλία και Κάσσιος AuΜ πελόνα. Αυτοί καταζητούνται ζωντανοί». Στις αίθουσες του εχθρού μου θα απαγγέλλουν το όνομά μου και τα ονόματα των φίλων μου. Όποιος σκοτώσει τον Θεριστή θα κερδίσει αμοιβή και φήμη. Κυνηγοί κεφαλών και δολοφονικές ομάδες θα σαρώνουν τα επικοινωνιακά μας σήματα ψάχνοντάς με. Και θα κατέβουν μπουλούκια, κάποιοι προετοιμασμένοι για μονομαχίες. Άλλοι για το ύπουλο θανατηφόρο πλήγμα της σφαίρας ενός ελεύθερου σκοπευτή. Μ ερικοί δε θα συμμετάσχουν καν στη μάχη για τον Άρη. Είναι Γκρίζοι μισθοφόροι. Απελεύθεροι Οψιδιανοί κυνηγοί επικηρυγμένων. Ιππότες της Αφροδίτης και του Ερμή που βρίσκονται εδώ μόνο για το κεφάλι μου, χρησιμοποιώντας την οικογενειακή τους περιουσία, τους οικογενειακούς τους στρατιώτες, για να τους βοηθήσουν να μου στήσουν παγίδα και να δοξαστούν. Το Τσακάλι υπέκλεψε ένα

402

PIERCE BROWN

ανακοινωθέν πως τρεις από τους Ολύμπιους Ιππότες βρίσκονται εδώ. Όλοι θα μ’ έχουν παρακολουθήσει, θα έχουν μελετήσει τις μαγνητοσκοπήσεις μου, τις νίκες μου, τις ήττες μου. Και θα ξέρουν τη φύση μου, τη φύση των Υλακτούντων μου. Εγώ όμως δε θα τους ξέρω. Ας έρθουν να συστηθούν. Μ ’ ενδιαφέρει περισσότερο να συναντήσω τον Κάσσιο. Τουλάχιστον αυτό είπα στον Λορν. Ξέρει όμως πως δεν είναι αλήθεια. Μ ια βαθιά ντροπή καίει μέσα μου για το πώς ούρλιαζα σαν τέρας στην οικογένειά του. Τον νίκησα δίκαια, αλλά δεν ήταν ανάγκη να το ευχαριστηθώ τόσο πολύ. Μ ερικές φορές αναρωτιέμαι, αν είχε γεννηθεί Κόκκινος κι εγώ Χρυσός, αν θα είχε καταλήξει καλύτερος άνθρωπος από ό,τι είμαι εγώ τώρα κι εγώ χειρότερος από ό,τι θα μπορούσε ποτέ να γίνει εκείνος. Για κάποιο λόγο νομίζω πως ίσως να ήμουν ικανός για μεγάλη μοχθηρία. Ίσως να είναι το αίσθημα ενοχής. Ίσως ο φόβος για μια ζωή όπου δε θα είχα γνωρίσει ποτέ την Ηώ. Δεν ξέρω. Ή μπορεί να είναι ο φόβος από τη γνώση τού πόσο εύκολα υποκύπτω στην αλαζονεία. Οι πολεμιστές μου σκορπίζονται πάλι στα δικά τους οικογενειακά σκάφη. Παρακολουθώ από τη θυρίδα θέασης, καθώς εκατό άκατοι κατευθύνονται προς τη μεγάλη αρμάδα που έχουμε συγκεντρώσει. Αν και ξέρουν τώρα πως είμαστε εδώ, οι εχθροί μας δεν περίμεναν πως θα ερχόμασταν στον Άρη τόσο γρήγορα. Στρέφω την προσοχή μου στους εναπομείναντες Διοικητές μου. Η Ωρίων θα διοικεί το Παξ και ο Ροκ θα διοικεί τον στόλο σε συνεργασία με τη Βίκτρα. Εγκρίνω το σχέδιό τους. Οι υπόλοιποι του στενού μου κύκλου μένουν πίσω εκτός από τη Μ άστανγκ, που πηγαίνει στα υπόστεγα. Απλώνω τα χέρια μου για να χτυπήσω ελαφρά στον ώμο και τους δύο Τηλεμάνους. «Ο Παξ θα ήταν υπέροχος σήμερα». Ο Σοφοκλής κουλουριάζεται γύρω από τους αστραγάλους του Κάβαξ. «Ο αδερφός μου πάντα ήταν υπέροχος» λέει ζεστά ο Ντάξο. «Ανόητος, φωνακλάς, με τη ζέση να γίνει σαν τον πατέρα. Αλλά

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

403

πάντως υπέροχος. Θα σκοτώσουμε τον Τιβέριο Au-Μ πελόνα, μην ανησυχείς». «Μ οιάζω να ανησυχώ;» Και οι δύο Τιτάνες γνέφουν με τα γιγάντια κεφάλια τους. Ο Κάβαξ έχει πέσει σε σιωπή μάχης. Δεν μπορεί να μιλήσει παρά μόνο με μπερδεμένα μουρμουρητά, έτσι, ο Ντάξο συνεχίζει να μιλάει εκ μέρους του. «Να προσέχεις, Θεριστή». Ρίχνει μια ματιά στο Τσακάλι. «Ξέρουμε πως είναι γάμος από ανάγκη, αλλά μην τον εμπιστεύεσαι». «Ξέρεις πως δεν τον εμπιστεύομαι». «Μ ην τον εμπιστεύεσαι» επαναλαμβάνει ο Ντάξο. «Μ όνο τους φίλους εμπιστεύομαι». Αποχαιρετιόμαστε. Το μέτωπο της Ωρίωνα είναι ζαρωμένο, σκεφτικό. Τη ρωτάω αν συμβαίνει κάτι και σκύβει πάνω από την απεικόνιση του ανιχνευτή. Προσδιορίζει τη διάταξη του εχθρού στον συγχρονισμό. «Μ ας κατέγραψαν να μπαίνουμε σε τροχιά πριν από μία ώρα. Ήμαστε ευάλωτοι όσο διεισδύαμε, αλλά παρέμειναν σε αμυντικό σχηματισμό πάνω από την Αγέα». «Παράξενο» συμφωνεί ο Ροκ. «Παραχωρούν το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη χωρίς μάχη. Ίσως είναι καλύτερα να προσανατολίσεις τη ρίψη σου στον νότο…» «Θέλω την Αγέα» λέω ψυχρά. «Θα σε εκτοξεύσουμε στο ψαχνό, αδερφέ. Η πρωτεύουσα μπορεί να περιμένει. Κυρίευσε τις άλλες πόλεις και μπορούμε να την πάρουμε χωρίς επίθεση. Γιατί τέτοια μεγάλη βιάση;» «Αν πάρουμε την πρωτεύουσα, οι άλλες πόλεις θα πέσουν». «Και πολύς κόσμος θα πεθάνει». «Είναι πόλεμος, Ροκ. Δείξε μου εμπιστοσύνη σ’ αυτή την περίπτωση». «Δικός σου πόλεμος είναι». Ο Ροκ χαιρετάει. Αφού εισπράττει ένα άγριο βλέμμα από τη Βίκτρα, με τραβάει πιο κοντά. «Χαίρε, Πρώτε». Μ ε φιλάει και στα δύο μάγουλα, αιφνιδιάζοντάς με. «Ο δρόμος ήταν μακρύς» λέω επιφυλακτικά. «Και έχουμε πολλά μίλια να διανύσουμε προτού κοιμηθούμε». «Αδερφέ μου». Τον αρπάζω από τον αυχένα και φέρνω το μέτωπό του στο δικό μου. «Μ ε συγχωρείς. Μ ε συγχωρείς πάρα

404

PIERCE BROWN

πολύ». Κουνάω το κεφάλι μου. «Για την Κουίν. Για τη Λία. Για το γκαλά. Για χίλιες προσβολές που σου έκανα. Ήσουν ο καλύτερος φίλος μου». Τραβιέμαι πίσω, αποφεύγοντας το βλέμμα του. «Έπρεπε να το πω νωρίτερα. Αλλά φοβόμουν». «Σε ποιον κόσμο θα έπρεπε να με φοβάσαι;» ρωτάει. Κουνάω το κεφάλι μου. «Συγχώρεσέ με για όλα». «Θα δείξουμε μεταμέλεια αργότερα». Μ ε χτυπάει στον ώμο. «Έξοχη τύχη». Τον αφήνω. Ο Λορν κι εγώ σταματάμε ακριβώς έξω από τη γέφυρα, όπου οι δρόμοι μας χωρίζουν σε διαφορετικούς διαδρόμους. Έχει ξυριστεί για τον πόλεμο και φοράει την παλιά του πανοπλία του Μ αινόμενου Ιππότη. Η εμφάνισή του είναι υπέροχη αλλά η μυρωδιά του φρικτή. Αυτοί οι παλιοί ιππότες είναι σαν τους Υλακτούντες. Δεισιδαίμονες και απρόθυμοι να πλύνουν την εξάρτυσή τους από τον φόβο μήπως ξεπλύνουν την όποια τύχη τούς κράτησε μέχρι τώρα ζωντανούς. «Έλαβα ανακοινωθέντα από πολλούς παλιούς φίλους» λέει ο Λορν. «Παίρνουν το μέρος των Μ πελόνα». «Όλοι γέροι και γριές;» «Οι γέροι έχουν επιβιώσει από πολλές εποχές των νέων». Στο μάτι του υπάρχει μια παιχνιδιάρικη λάμψη. «Μ ε ρωτάνε όμως για σένα. Ρωτάνε αν ο νεαρός πολέμαρχος είναι πράγματι τέσσερα μέτρα ψηλός. Τον ακολουθεί πραγματικά μια αγέλη λύκων; Είναι καταστροφέας κόσμων;» «Κι εσύ τι τους λες;» «Τους είπα πως είσαι πέντε μέτρα ψηλός, σε ακολουθούν ένας νάνος κι ένας γίγαντας και τρως γυαλί μαζί με τ’ αυγά σου». Γελάμε μαζί. «Δε μου αρέσει που μ’ έφερες εδώ. Δεν πιστεύω πως τώρα είσαι ο άνθρωπος που θέλεις να είσαι. Αν επιζήσεις από αυτό κι εγώ όχι, γίνε καλύτερος από τον άνθρωπο που ξεγέλασε τον φίλο του». Ένας βουβός πόνος απλώνεται μέσα μου. Είναι παράκληση αυτή που κάνει. Όχι για να νιώσω ενοχή, αλλά επειδή πραγματικά νοιάζεται. Θα έπρεπε να είμαι καλύτερος. Θέλω να είμαι καλύτερος. Γίνομαι καλύτερος στο τέλος. Αλλά ως προς τα μέσα για να φτάσω σ’ αυτό το τέλος… μήπως είμαι ακριβώς σαν τις

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

405

άλλες χαμένες ψυχές; Μ ήπως είμαι απλώς άλλη μια Αρμονία; Άλλος ένας Τίτος; «Το υπόσχομαι» λέω εννοώντας το, έστω κι αν σκοπεύω να τον ξαναπληγώσω πολλές φορές. «Ωραία. Ωραία». Στρίβει τον γέρικο λαιμό του κάνοντάς τον να τρίξει. «Λοιπόν, μετά την Αγέα θα πάρεις το βόρειο ημισφαίριο. Εγώ θα πάρω το νότιο. Και θα ξανασυναντηθούμε εδώ για ουίσκι. Σύμφωνοι, ευγενή μου;» Γνέφω καταφατικά, αλλά και πάλι δε φεύγει. Μ ε κοιτάζει για μια στιγμή και μετά χαμηλώνει τα μάτια, ανήμπορος να συναντήσει το βλέμμα μου. Η συγκίνηση βαραίνει τη φωνή του. «Κάθε φορά που γύριζα στη γυναίκα μου, της έλεγα πως τα παιδιά της πέθαναν ωραία». Πασπατεύει το δαχτυλίδι του. «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα». «Ο Αχιλλέας πέθανε ωραία». «Όχι. Ο Αχιλλέας άφησε την αλαζονεία και την οργή του να τον αφανίσουν και στο τέλος ένα βέλος που έριξε ένα Ξωτικό τον πέτυχε στο πόδι. Υπάρχουν πολλά για τα οποία αξίζει να ζεις πέρα από αυτό. Ελπίζει κανείς πως θα φτάσεις σε αρκετά προχωρημένη ηλικία ώστε να καταλάβεις πως δεν ήταν ο ήρωας του Ομήρου. Ήταν προειδοποίηση. Νομίζω πως οι άνθρωποι κάποτε το ήξεραν αυτό». Τα δάχτυλά του χτυπάνε το ξυράφι του. «Είναι ένας κύκλος. Ο θάνατος γεννάει θάνατο που γεννάει θάνατο. Αυτή ήταν η ζωή μου. Δε – δε νομίζω πως ήταν σωστό που σκότωσα τον νεαρό. Τον φίλο σου». «Γιατί το λες αυτό;» «Επειδή βλέπω πώς σε κοιτάζουν οι υπόλοιποι. Νομίζω πως θα έκαναν τα πάντα για σένα, επειδή πιστεύεις σ’ αυτούς». Κινούμαι ξαφνικά, σκύβοντας να τον φιλήσω στο γερασμένο του μάγουλο, όπως φιλούν οι Κόκκινοι θείους και πατεράδες. «Ο Τάκτος δε θα σε είχε κατακρίνει. Ούτε κι εγώ. Έχεις άλλον έναν εγγονό να μεγαλώσεις. Ίσως μπορέσεις να του διδάξεις τη γαλήνη που δεν μπόρεσες να διδάξεις σ’ εμένα. Γι’ αυτό κάνε μας μια χάρη, μην πεθάνεις, γέρο». «Χα» γελάει ο ψαρομάλλης άρχοντας, ψεύτικα στην αρχή. Μ ετά πιο δυνατά, καθώς κάνει μεταβολή. «Χα! Ακόμη δεν έχουν

406

PIERCE BROWN

φτιάξει άνθρωπο που να μπορεί να σκοτώσει τον γεροΠετρόπλευρο!» Οι ηλικιωμένοι ιππότες του, τραχείς άντρες και γυναίκες, τον περιβάλλουν, ούτε ένας κάτω από τα εβδομήντα, αναγνωρίζω όμως όλα τα πρόσωπα από τις ιστορίες της Σεληνιακής Εξέγερσης και άλλους μεγάλους πολέμους. Οι φίλοι και παλιοί τους σύντροφοι μας περιμένουν στον Άρη. Φεύγω για τα υπόστεγα, αποχαιρετώντας στα γρήγορα τη Βίκτρα. Μ ε φωνάζει πίσω. Νιώθω τον Ροκ να μας παρακολουθεί. Μ οιάζει έτοιμη να πει κάτι. Ο κόκκινος ήλιος της μαύρης πανοπλίας της χύνει αιμάτινα δάκρυα. Μ αύρη πολεμική μπογιά χαράζει διαγώνια το πρόσωπό της. Τα μάτια της καίνε πάνω σ’ αυτό το φόντο, ωστόσο είναι ευάλωτα, καλοσυνάτα, καθώς ψάχνουν τα δικά μου για μια αντανάκλαση αυτού που νιώθει. «Από σήμερα και μετά το όνομα Ιούλιοι θα σημαίνει κάτι περισσότερο από λεφτά» λέω. Το σχέδιό της θα αλλάξει την πορεία της διαστημικής μάχης. «Σκασίλα μου γι’ αυτό». Τα δάχτυλά της αγγίζουν το προστήθιό μου και βλέπω τα χείλη της να ανοίγουν ξαφνικά σ’ εκείνο το μοχθηρό της χαμόγελο. «Αν πεθάνεις, θέλω η τελευταία σου σκέψη να είναι πόσο μεγάλο λάθος ήταν να περάσεις όλες εκείνες τις νύχτες μόνος σου στην πολυτελή καμπίνα σου στην Ακαδημία». Χτυπάει ελαφρά την πανοπλία μου, κάνοντας έναν μεταλλικό ήχο που αντιλαλεί. «Τι ωραίο μπέρδεμα που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει οι δυο μας». Η Θεοδώρα με περιμένει στον διάδρομο, κοιτάζοντάς με με ύφος. «Ω, πάψε». «Θα σε είχε μασήσει και θα σε είχε φτύσει, ντόμινους». «Γιατί δεν είσαι στις καμπίνες των Διοικητών, όπου υπάρχει ασφάλεια;» «Πουθενά δεν υπάρχει ασφάλεια». Η Θεοδώρα μού κάνει νόημα να σκύψω το κεφάλι μου. Βάζει στα μαλλιά μου ένα μικρό τσιμπιδάκι μ’ ένα κόκκινο λουλούδι, από εκείνα που φορούν τα κοριτσάκια. «Όλοι οι ιππότες χρειάζονται τα σύμβολά τους» λέει δακρύζοντας. «Μ ην κάνεις πολύ τον ήρωα. Είσαι πολύ έξυπνος για να πεθάνεις σε μια ανόητη μάχη».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

407

Φεύγει, ζουλώντας τον πήχη του Ράγκναρ καθώς περνάει. Δεν ήξερα πως είχαν οικειότητα. Ο Ράγκναρ με ακολουθεί σέρνοντας τα πόδια του σαν διστακτική σκιά, καθώς ο Σέβρο κι εγώ μιλάμε προχωρώντας προς τα υπόστεγα. «Λοιπόν, έγινε;» ρωτάω τον Σέβρο. Ανασηκώνει τους ώμους του. «Το έστειλα». «Μ ίλησες σ’ αυτόν;» «Μ ια κρύπτη ρίψης στο ολοδίκτυο» λέει. «Στέλνω ένα μήνυμα. Το παίρνουν. Ελπίζω». «Εννοείς πως δεν ξέρεις αν το πήραν;» «Πού να ξέρω; Είπα πως το έστειλα. Ακολούθησα το πρωτόκολλο». Βλαστημάω σιγανά. Σφυρίζει εκείνο τον καταραμένο σκοπό που τραγουδούσε στον Πλίνιο. Τον κοπανάω με την παλάμη μου. Στρίβουμε σε μια γωνία και περνάμε έξι ντουζίνες Γκρίζους οπλίτες των ειδικών επιχειρήσεων που κατευθύνονται προς τους αγωγούς με ελαφρύ τρέξιμο. Έξι Οψιδιανοί τούς ακολουθούν από πίσω, ανοίγοντας τις παλάμες τους στον Ράγκναρ κι εμένα σε ένδειξη σεβασμού. «Βλέπεις τι φοράνε; Κυρτολεπίδες στην πανοπλία τους». Ο Σέβρο μού χαμογελά αχνά. «Διαδίδεται». «Σκέφτηκες τι θα γίνει, αν ο πατέρας σου είναι εκεί κάτω;» ρωτάω. «Όχι» λέει και το χαμόγελό του σβήνει. «Όχι, δεν το σκέφτηκα».

408

PIERCE BROWN

37 Πόλεμος

Τ

ο μπροστινό υπόστεγο είναι τεράστιο. Μ ια γιγαντιαία σπηλιά στην κοιλιά του σκάφους μου, γεμάτη άντρες και γυναίκες όλων των Χρωμάτων. Εξακόσια μέτρα μακρύ. Κατά μήκος της αριστερής πλευράς του υπάρχουν εκατοντάδες αγωγοί εκτόξευσης. Κάθε σειρά έχει πρόσβαση από ένα δίκτυο τεράστιων υπερυψωμένων διαδρόμων, όπου μπορούν να περπατήσουν άνθρωποι μέσα σε αστροκάλυκες. Χιλιάδες στέκονται έτοιμοι να διασκορπιστούν, συγκεντρωμένοι ανάλογα με τη λεγεώνα τους. Ο συναγερμός που καλεί σε θέσεις μάχης ηχεί σε όλο το σκάφος. Η φωνή της Ωρίωνα έρχεται τραχιά από την ενδοσυνεννόηση. Πέρα από το κύτος, ο Ροκ, τώρα ο νεότερος Διοικητής τα τελευταία εκατό χρόνια, θα χωρίσει την αρμάδα μας σε στόλους για να εμπλακεί με τους Μ πελόνα πάνω από τον Άρη. Σμήνη από σχιζόφτερα και σφήκες ξεχύνονται. Κυανοί πετούν προς τον θάνατό τους. Χρυσοί επικεφαλής αποσπασμάτων βρίσκονται ανάμεσά τους. Όλα προκειμένου να ανοιχτεί μια τρύπα αρκετά μεγάλη ώστε τα βδελλοσκάφη να κατακλύσουν τα εχθρικά κύτη. Μ ερικοί Πραίτορες κρατούν στην άκρη τους στρατιώτες τους για να αποκρούσουν τα εχθρικά κύματα που θα καταφέρουν να επιβιβαστούν στα σκάφη τους. Άλλοι εξαπολύουν πλήρη επίθεση. Και τα δύο είναι τζόγος. Δεν μπορώ να το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

409

σκέφτομαι. Η Βίκτρα, ο Ροκ και η Ωρίων έχουν τη δική τους ευθύνη. Εγώ έχω τη δική μου. Σταματάω και κοιτώ έξω από το υπόστεγο. «Κι αν ο Άρης δεν είναι αληθινός;» ρωτάω ήρεμα τον Σέβρο. «Τι διάολο κάθεσαι και λες;» ρωτάει ο Σέβρο. «Κι αν είναι απλώς ένα κόλπο των Χρυσών; Κάποιος που κινεί νήματα για να κάνει την Κοινωνία να προχωρήσει προς την κατεύθυνση που θέλει; Κι αν είναι όλα ψέματα;» Ο Σέβρο με κοιτάζει για μια στιγμή που μοιάζει ατέλειωτη, μετά πηδάει πάνω σε μια κουπαστή και αλυχτάει δυνατά προς το εσωτερικό του υπόστεγου. Το υπόστεγο του επιστρέφει το αλύχτισμα. Έρχεται από Γκρίζους. Έρχεται από Οψιδιανούς, από Πορτοκαλιούς. Έρχεται από Κόκκινους που δουλεύουν στους αγωγούς. Και έρχεται από Χρυσούς που ζήτησαν να μετατεθούν στο σκάφος μου. «Αυτό δεν είναι ψέμα». Και τότε είναι που βλέπω τα λάβαρα των λεγεώνων να πέφτουν και να τα αντικαθιστά κάτι καινούριο. Πάνε οι πυραμίδες της Κοινωνίας. Πάνε η δάφνη και το σκήπτρο και το ξίφος και η περγαμηνή. Πάει το λιοντάρι του Αυγούστου. Στη θέση τους, τα υψωμένα χρυσαφένια λάβαρα που κουβαλάνε οι λεγεώνες στη μάχη έχουν πάνω τους λύκους και κυρτολεπίδες. Αυτές οι λεγεώνες είναι δικές μου. Νιώθω ένα αλλόκοτο πάθος στους γύρω μου. Ένα είδος βίαιου φανατισμού. Δεν κατείχε τους Χρυσούς με τέτοιον τρόπο. Οι Χρυσοί μ’ αγαπούν γιατί τούς φέρνω νίκη και δόξα. Αυτά τα άλλα Χρώματα με αγαπούν για κάτι πολύ διαφορετικό, κάτι πολύ πιο ισχυρό. Κάθε άλλος Χρυσός κατακτητής θα είχε αδειάσει το σκάφος, εγώ όμως όχι, επειδή επέλεξαν εμένα αντί για τους Χρυσούς που ήταν κάποτε αφέντες τους. Τους έδωσα αυτή την επιλογή. Ο Σέβρο με αρπάζει από το μπράτσο. «Καταλαβαίνεις πως πρέπει να πολεμήσεις διαφορετικά σήμερα;» «Το αντιλαμβάνομαι, Σέβρο». Προσπαθώ να διώξω το χέρι του.

410

PIERCE BROWN

«Δεν το αντιλαμβάνεσαι». Μ ε τραβάει για να τον κοιτάξω και νεύει στον Ράγκναρ να κάνει πίσω. «Κάθε κίνηση που κάνεις σήμερα θα μαγνητοσκοπηθεί και θα μεταδοθεί και στην τελευταία γωνιά του ηλιακού συστήματος. Αυτή η μάχη πρόκειται να κάνει τον στόλο δικό σου». Η φωνή του χαμηλώνει σ’ έναν τραχύ ψίθυρο. «Οι Γιοι θα το διαδώσουν. Το Τσακάλι θα το διαδώσει. Ο Οίκος του Αυγούστου θα το διαδώσει. Φέρσου σαν θεός, μπες μπροστά σαν θεός. Το ’πιασες;» «Κερδίσω-χάσω, ο στόλος είναι ακόμη του Αυγούστου» λέω. «Όχι, αν είναι νεκρός». Ανέθεσα στον Σέβρο να διεισδύσει στην Ακρόπολη της Αγέας, όπου κρατούν φυλακισμένο τον Αρχικυβερνήτη. Αλλά δεν του είπα να σκοτώσει τον Αύγουστο. «Δε θα τον σκοτώσεις» λέω επιτακτικά. «Το απαγορεύω. Είναι…» «Απαραίτητο. Δε χρειάζεσαι τη νομιμότητά του. Δεν έχεις βγάλει ακόμη άκρη μαζί μας; Εδώ παίρνεις ό,τι αρπάξεις, όποια κι αν είναι τα νόμιμα δικαιώματα». Φτύνει κατάχαμα. «Είσαι είκοσι χρονών. Αν κερδίσεις τον Άρη, Ντάροου, θα γίνεις ζωντανός θεός. Κι έτσι, όταν αποκαλύψεις τι πραγματικά είσαι… υπερβαίνεις το Χρώμα. Το πιάνεις;» Ο Σέβρο έγινε σοφότερος από τότε που πρωτογνωριστήκαμε. Δεν υπάρχει αμφιβολία. Φοβάμαι όμως πως έχει μεγάλη ιδέα για μένα. Ο Απόλλωνας νόμιζε πως ήταν θεός. Ο Αύγουστος πιστεύει το ίδιο για τον εαυτό του. Αν κάτι δεν πρέπει να γίνω, είναι θεός. Ο θεός είναι κάτι που το υπηρετείς, κάτι που το λατρεύεις. Δεν το ήθελα αυτό ποτέ. Η Ηώ δεν το ήθελε ποτέ. Ο Σέβρο πρέπει να μάθει. Το θέμα είναι η ελευθερία. Ωστόσο, κατά τα φαινόμενα, όλοι θέλουν να ακολουθούν. Η Μ άστανγκ επιβλέπει σήμερα τις επιχειρήσεις. Πετάει στον αέρα μαζί με τη Μ ίλια, την αλογομούρα Χρυσή που υιοθετήσαμε στο Ινστιτούτο. Ένας νωχελικός, ανελέητος Χρυσός με οικείο πρόσωπο με πλησιάζει βαδίζοντας αργά. Γελάω και τον δείχνω στον Σέβρο, που βλαστημάει πικρόχολα. «Κοσμήτορα Δία;» του φωνάζω. «Αγάπη μου, είναι δυνατόν να είσαι πραγματικά εσύ;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

411

«Ποιος άλλος θα ήταν, υπερφίαλο βρομόπαιδο;» Ο Δίας έρχεται μπροστά μου. Είναι ψηλός. Μ ε ξένοιαστο βλέμμα. Μ αλλιά σφιχτά δεμένα. Δεκαπέντε πόντους πιο ψηλός από μένα, ένα ανήθικο, ηδονιστικό ανθρώπινο κτήνος με ατέλειωτη αλαζονεία, και είναι φανερό πως αυτός και ο Ράγκναρ απέχουν δύο παρεξηγήσεις από το να ξεκοιλιάσουν ο ένας τον άλλο. Ρίχνει μια ματιά στο ξυράφι που είναι τυλιγμένο γύρω από τον πήχη μου και βλέπω πως έχει το δικό του τυλιγμένο σύμφωνα με την ίδια καινούρια μόδα. «Άκουσα πως εσύ είσαι υπεύθυνος γι’ αυτό το καινούριο στιλ». Σηκώνει ψηλά το μπράτσο του. «Εγκρίνω. Θαρραλέο σαν γυμνό τσουτσούνι σε μυρμηγκοφωλιά». «Ακόμη κουτσαίνεις;» ρωτάει ο Σέβρο. «Σκάσε, Τελώνιο» λέει χλευαστικά ο Δίας. «Ο μπαμπάκας είχε μια μικρή μονομαχία με τον Κοσμήτορα Δία αποδώ για τη θέση του Μ αινόμενου Ιππότη». Ο Σέβρο χαμογελάει. «Ο γέρος τον έκοψε στο ίδιο μέρος που τον έκοψα κι εγώ. Ακριβώς στον πισινό». «Αυτός ο γλοιώδης, γειωμένος Φίτσνερ είναι… μπαγαπόντης». Ο Δίας γνέφει με μισή καρδιά. «Μ εγάλος, πολύ μεγάλος μπαγαπόντης. Βοηθούσα την κυρία» συνεχίζει με βροντώδη φωνή, δείχνοντας προς το μέρος της Μ άστανγκ. «Πώς;» ρωτάω. «Οι περισσότερες από τις πόλεις του Αυγούστου είναι σε απαγόρευση επικοινωνίας. Δεν μπορείς να βάλεις ή να βγάλεις ούτε λέξη. Εγώ είμαι ο απεσταλμένος σ’ εκείνους που είναι ακόμη πιστοί. Μ παίνω κρυφά. Βγαίνω κρυφά. Το κάνω εδώ και εβδομάδες και στέλνω μηνύματα σε μακρινές κρύπτες ρίψης και στις άλλες πιστές πόλεις. Ένας ολόκληρος πόλεμος διεξαγόταν εδώ πέρα με τους πράκτορές της και τους πράκτορες του αδερφού της όσο εσύ έφτιαχνες έναν στόλο. Ήταν απαίσιο». «Και τι είσαι σε θέση να μου πεις;» ρωτάω. «Ο μπαμπάς Μ πελόνα διοικεί τον στόλο του οίκου εναντίον των φίλων σου. Ο Κάσσιος και ο Κάρνος έχουν αναλάβει χερσαίες επιχειρήσεις μέσα στην Αγέα. Θα σε βοηθήσω να τους βρεις και να τους σκοτώσεις». Ο Δίας ανασηκώνει τα μεγάλα του φρύδια σαν να θέλει να μας τονίσει πόσο βαρετή βρίσκει την

412

PIERCE BROWN

αγγαρεία. «Αυτό είναι το θέμα –σκότωσε τα μέλη της οικογένειας Μ πελόνα και όλοι τους οι σύμμαχοι θα αναρωτιούνται ξαφνικά γιατί πολεμούν–, σωστά;» κλείνει το μάτι στον Σέβρο. «Το επόμενο καλύτερο πράγμα μετά από το να λιώσεις το κεφάλι εκείνης της Σεληνογέννητης Αρχόντισσας». «Είσαι σίγουρος πως οι Μ πελόνα είναι στην Αγέα;» Ο Δίας γνέφει απρόθυμα. «Τουλάχιστον μέχρι την τελευταία φορά που τους είδαμε. Αυτό ήταν πριν από δύο μέρες πάντως, αφού κατέβασαν τον Αύγουστο αλυσοδεμένο». Σηκώνει με τουπέ το δάχτυλό του. «Και υπήρχε μια αλλόκοτη σειρά από βαριά οχήματα που προσεδαφίστηκαν χτες το βράδυ». Ανεμίζω το χέρι μου, αγνοώντας την αναφορά στα οχήματα. Μ ε κοιτάζει με μισόκλειστα μάτια, αλλά του λέω να το βουλώσει και να μείνει πίσω μου, καθώς συναντώ τη Μ άστανγκ και την ακολουθία της. «Όλα έχουν ετοιμαστεί» λέει. «Περιμένουμε εντολές εκτόξευσης». Ζαρώνει τη μύτη της σαν κάτι να της βρομάει. «Σέβρο, να προσέχεις τον Δία. Έχει τη συνήθεια να χέζει εκεί όπου τρώει». Ο Δίας χασμουριέται. «Κι εγώ χάρηκα που συνεργαστήκαμε». «Μ ίλια, χαίρομαι που σε βλέπω πλυμένη» λέω. «Θεριστή». Γνέφει και χαμογελάει και το πρόσωπό της ασχημαίνει. «Ακόμη παίζεις με δρεπάνια; Σου ζεσταίνει την καρδιά». «Έχεις καρδιά;» καγχάζει ο Σέβρο. Τον μετρά με το βλέμμα. «Κανονικού μεγέθους». Κάνει μια παύση. «Είδα τον Πολυδεύκη μόλις χτες, από την άλλη πλευρά όμως. Μ παινόβγαινα κρυφά μαζί με τον Δία αποδώ. Μ ας κανόνισες ένα μικρό ξανασμίξιμο. Άκουσα για τον Τάκτο. Ήταν κάθαρμα». Δεν είναι και ψέματα. Ρίχνω μια ματιά στο ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. Θα βρισκόμαστε στις συντεταγμένες εκτόξευσης σε πέντε λεπτά. Η ομάδα μου διασκορπίζεται. Η Μ άστανγκ καθυστερεί και φαίνεται σκεφτική. «Τι τρέχει;» ρωτάω. «Ανησυχείς κιόλας για μένα;» «Λιγάκι» ομολογεί και έρχεται αρκετά κοντά μου ώστε να

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

413

νιώθω τη μυρωδιά της. «Αλλά πρόκειται για τον πατέρα μου. Αν τον σκοτώσουν προτού καν προσεγγίσουμε το έδαφος;» «Δε θα τον σκοτώσουν. Θα τον χρειάζονται ως διαπραγματευτικό χαρτί. Ή, αν έχουν χάσει, θα τον αφήσουν ζωντανό ελπίζοντας πως θα κάνουμε το ίδιο για όλα τα μέλη της οικογένειας Μ πελόνα. Δε σκοτώνεις ανθρώπους τόσο σημαντικούς όσο αυτός». Απλώνω το χέρι μου να πιάσω το δικό της για να την καθησυχάσω, αλλά εκείνη το τραβάει και στρέφεται μακριά μου. «Έχουμε να εισβάλουμε σ’ έναν πλανήτη». Την παρακολουθώ να φεύγει, δίνοντας φωναχτά διαταγές στους άντρες της.

414

PIERCE BROWN

38 Η Σιδερένια Βροχή

Τ

ο μόνο που βλέπω είναι μέταλλο. Είμαι ένας από χίλιους στην κυψέλη των αγωγών εκτόξευσης. Πέρα από τον μεταλλικό αγωγό μαίνεται μια μάχη. Δε νιώθω τίποτα. Ούτε το τρεμούλιασμα του Παξ. Ούτε τους πυραύλους που περιφέρονται στο διάστημα φέρνοντας σιωπηλό θάνατο. Μ όνο το σφυροκόπημα της καρδιάς μου. Ο Μ ίκι μού είπε πως ήταν η πιο δυνατή που είχε δει ποτέ σε Κόκκινο, χάρη στο δηλητήριο λακκουβόχεντρας που κύλησε στις φλέβες μου όταν ήμουν μικρός. Κάνει τώρα τα χέρια μου να τρέμουν, καθώς καλπάζει μέσα στο στήθος μου. Φόβος με γεμίζει. Φόβος για πάρα πολλά πράγματα. Φόβος μήπως απογοητεύσω τους φίλους μου, μήπως τους χάσω. Φόβος να πω στους φίλους μου την αλήθεια γι’ αυτό που είμαι. Φόβος πως δε θα τα βγάλω πέρα με το έργο που έχω να κάνω. Φόβος που προκαλείται από αβεβαιότητα – για τον εαυτό μου, για τα σχέδιά μου για την εξέγερση. Φόβος για τον θάνατο. Φόβος μήπως χαθώ στο σκοτάδι του διαστήματος πέρα από το κύτος. Φόβος μήπως απογοητεύσω την Ηώ, τον λαό μου, τον εαυτό μου. Κυρίως, όμως, φόβος για το καυτό μέταλλο. Κροτάλισμα έρχεται από την ενδοσυνεννόηση. Χωρίς σημασία. Το σχέδιο έχει τεθεί σε κίνηση και τώρα δεν είμαι παρά το δόντι ενός γραναζιού. Η μάχη παραείναι μεγάλη για να

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

415

συμμετάσχω στο σύνολό της. Ήθελα να διοικώ το Παξ από τη γέφυρά του για να μπορώ να παρακολουθώ τα εχθρικά σκάφη να προσχωρούν στον στόλο μου. Όμως η Ωρίων και ο Ροκ είναι καλύτεροι από μένα στο διάστημα. Ήθελα να βρίσκομαι στο βδελλοσκάφος που μεταφέρει τα πληρώματα εφόδου μέσα από το ρήγμα στα εχθρικά κύτη· ήθελα να εισβάλλω σε γέφυρες, να απωθώ εισβολείς από το δικό μου σκάφος, να πηδάω από αντιτορπιλικό σε θωρηκτό, να τα κάνω δικά μου. Όμως δε θα αιχμαλωτίσω τον Διοικητή Μ πελόνα. Οι Τιτάνες θα το κάνουν αυτό. Τελικά οι εχθροί μου υπαγορεύουν το πού θα πάω. Κυνηγάω το μεγάλο τρόπαιο. Ένα τρόπαιο που ήταν στόχος μου από τότε που έφυγα από τη Σελήνη. Το αληθινό μενταγιόν μου με τον Πήγασο είναι δροσερό πάνω στο στήθος μου. Μ έσα του βρίσκονται τα μαλλιά της Ηώς. Συγκεντρώσου σ’ αυτό. Στον τρόπο που σάλευαν τα μαλλιά της. Που παρασύρονταν από τους ανέμους των βαθιών ορυχείων. Συγκεντρώσου εκεί. Όταν τη σκέφτομαι, με βασανίζει η ενοχή. Μ ’ αρέσει αυτή η ζωή. Ανεξάρτητα από την απροθυμία μου να παίζω τον Χρυσό, ανεξάρτητα από τις θλιβερές δικαιολογίες που προβάλλω, ένα κομμάτι μου είναι σαν αυτούς. Μ πορεί να γεννήθηκα για να είμαι από δύο Χρώματα. Γείωσέ το. Ο άνθρωπος δε γεννήθηκε για να είναι οποιουδήποτε Χρώματος. Οι κυβερνήτες μας αποφάσισαν να μας υποβαθμίσουν σε Χρώματα. Και έκαναν λάθος. «Audentes fortuna juvat, αγάπες μου» λέει ο Σέβρο από μια ιδιωτική γραμμή ενδοσυνεννόησης. Μ ε πιάνουν τα γέλια με τα λατινικά. «Κι άλλες αηδίες σαν το “η τύχη ευνοεί τους τολμηρούς”; Γιατί δε λες απλώς carpe diem;» «Επειδή είναι παράδοση να λες…» «Πάντα φλερτάρετε έτσι εσείς τ’ αγόρια πριν από τη μάχη; Είναι αξιολάτρευτο» προσθέτει η Βίκτρα. «Έπρεπε να τους δεις στο Ινστιτούτο! Έρωτας με το πρώτο αλύχτισμα» γελάει η Μ άστανγκ. «Είδα τα βιντεοκλίπ! Τι αξιαγάπητο ζευγάρι».

416

PIERCE BROWN

Ακούω το χαμόγελο στη φωνή της Μ άστανγκ. «Φορούσαν ακόμα και ασορτί ρούχα. Στιλάτοι δεν ήταν, Ροκ; Και βρομεροί». «Αυτό σίγουρα δεν το πρόσεξα». «Γιατί όχι;» «Ο Σέβρο μ’ έκανε να τρέμω από τον φόβο μου. Δεν κοιτούσα τι φορούσε» απαντάει ο Ροκ, προκαλώντας γέλια. «Νόμιζα πως τον είχε δαγκώσει κανένας σκίουρος και είχε κολλήσει λύσσα». «Ροκ;» τον φωνάζει γλυκά ο Σέβρο. «Σέβρο». «Γεια». «Γεια;» «Την άλλη φορά που θα σε δω θα σε δαγκώσω». «Πρέπει να κλείσω». Το ανάλαφρο γέλιο του Ροκ σβήνει. «Εμπλεκόμαστε με την κύρια δύναμη του εχθρού». «Τι σχεδιάζεις, να τους κάνεις να πλήξουν μέχρι θανάτου με ένα ελαφρύ ποιητικό ανάγνωσμα;» Πάλι ο Σέβρο. «Είσαι σκατόψυχος» δηλώνει παιχνιδιάρικα ο Ροκ. «Είθε να οδηγούν οι Ερινύες τα ξίφη σας και οι Μοίρες να σας φέρουν πίσω. Μέχρι τότε, η αγάπη μου είναι με όλους σας». Αυτή η διακήρυξη αγάπης αιφνιδιάζει τους Χρυσούς. Η ενδοσυνεννόηση του Ροκ κλείνει και τον ακούμε στην κεντρική συχνότητα να δίνει διαταγές για επίθεση σ’ ένα εχθρικό αντιτορπιλικό. «Τι Ξωτικό» μουρμουρίζει ο Σέβρο, αλλά ακόμα κι ένα παιδί θα διέκρινε το τρέμουλο στη φωνή του. Φοβάται. «Hic sunt leones» λέω στους φίλους μου. «Φανείτε γενναίοι. Φανείτε γενναίοι και θα σας δω στην άλλη πλευρά». «Hic sunt leones» επαναλαμβάνουν, όχι για τον Αύγουστο, αλλά επειδή ευχόμαστε να ήμαστε γενναίοι σαν λιοντάρια. Ένας ένας, αποχαιρετάμε. Προτού προλάβω να συγκρατηθώ, καλώ την προσωπική συχνότητα της Μ άστανγκ. Της παίρνει είκοσι δευτερόλεπτα να απαντήσει. «Τι είναι;» Ο δισταγμός στοιχειώνει τη φωνή της. «Μ είνε ζωντανή» λέω. Παύση. Συγκίνηση; Ενόχληση; «Κι εσύ».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

417

Κλείνει τη σύνδεση. Σύντομα τα γρανάζια αρχίζουν να βουί​ζουν και να κροταλίζουν, καθώς μεταφέρομαι στον μηχανισμό εκτόξευσης του αγωγού. Όλη αυτή την ώρα φερόμουν σαν να ήξερα τι ακολουθεί. Σαν να ήξερα τι είναι η Σιδερένια Βροχή. Όμως διαγράφεται μπροστά μου όπως ένα σκοτεινό, αφρισμένο κτήνος. Μ υστήριο, αν και έχω δει το πρόσωπό του. Έχω παρακολουθήσει τα βιωματικά εικονικής πραγματικότητας και τα βιντεοκλίπ του ολοδοχείου. Ξέρω πώς είναι όπως ένα παιδί ξέρει να πετάει έχοντας παρακολουθήσει ένα πουλί. «Συντεταγμένες ανάπτυξης επιτεύχθηκαν». Η φωνή του Ροκ γεμίζει τ’ αυτιά κάθε Χρυσού στον στόλο. «Ας πέσει η Βροχή». Μ ε γεμίζει το κλαψούρισμα της μαγνητικής φόρτισης στον αγωγό. Γλιστράω προς τα εμπρός στον θαλαμίσκο, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου, ενώ κοιτάζω χαμηλά για να μη σπάσει ο λαιμός μου. Μ ετά πυροδοτείται και με καταπίνει η ταχύτητα, παλεύω καθώς το στομάχι μου γεμίζει τον λαιμό μου με χολή. Κινούμαι με ταχύτητα μέσα από τη μαγνητική ροή έξω από τον αγωγό του σκάφους, στο χάος, που είναι γεμάτο ανθρώπους. Φωτιά και αστραπές βασιλεύουν στο διάστημα. Γίγαντες από μέταλλο φτύνουν πυραύλους πέρα δώθε, σφυροκοπώντας σιωπηλά ο ένας τον άλλο με όλα τα ανθρώπινα όπλα. Η σιωπή είναι τόσο απόκοσμη, τόσο παράξενη. Μ εγάλα κύματα αντιαεροπορικών πυρών σκάνε γύρω από τα σκάφη, περιβάλλοντάς τα με μια παράφορη οργή, σχεδόν σαν ακατέργαστο βαμβάκι που το πετάς στον άνεμο. Σχιζόφτερα και σφήκες βουίζουν το ένα εναντίον του άλλου, ξερνώντας χείμαρρους από πυρά. Δαγκώνουν και κόβουν κελύφη από μέταλλο, πολεμώντας μέσα σ’ ένα πυκνό γιγάντιο σύννεφο. Σε μικρά κοπάδια γλιστρούν από τις χαοτικές μάχες τους και στροβιλίζονται σιωπηλά προς σμήνη βδελλοσκαφών, καθώς τα αντιτορπιλικά και τα μεταγωγικά εξαπολύουν τις ακάτους τους στο διάστημα κατά κύματα. Είναι ένα παιχνίδι πληρωμάτων εφόδου. Πάνω, κάτω και μέσα από τα παραπετάσματα των αντιαεροπορικών πυρών προχωρούν οι βδέλλες, ψάχνοντας ένα κύτος για να σκαρφαλώσουν πάνω του ώστε να μπορέσουν να

418

PIERCE BROWN

διοχετεύσουν το θανατηφόρο φορτίο τους στην κοιλιά σημαντικών σκαφών, σαν μύγες που αφήνουν προνύμφες σε ανοιχτές πληγές. Όλα διοικούνται από Κυανούς που έχουν ανατραφεί για να κάνουν αυτό και μόνο. Οχήματα των Μ πελόνα προσπερνούν σκάφη του Αυγούστου, με τα κύματα να αλληλοεπικαλύπτονται, πέφτοντας το ένα πάνω στο άλλο. Όλα μέσα στη σιωπή. Πύραυλοι εφορμούν προς τις βδέλλες, ρημάζοντας τα κύτη με εκρήξεις. Δεν υπάρχουν φλόγες παρά μόνο όταν στα σκάφη ανοίγονται τρύπες, απ’ όπου διαφεύγουν φλόγες οξυγόνου όπως από τις καμακωμένες φάλαινες της Παλιάς Γης θα έρρεε αίμα. Εκπυρσοκροτήσεις όπλων σταθερής ράγας αυλακώνουν το διά​στημα, κομματιάζοντας πολλές βδέλλες και μικρότερα πολεμικά σκάφη ταυτόχρονα, δημιουργώντας τρύπες στις γραμμές. Σκάφη υφίστανται ρήγματα, καθώς και οι δύο πλευρές στοχεύουν τις μηχανές, ελπίζοντας να προκαλέσουν ζημιά και να αιχμαλωτίσουν αντί να καταστρέψουν. Στη μέση του μπλε και ασημένιου εχθρικού στόλου, το πελώριο Παιδί του Πολέμου συντρίβει κορβέτες και πυρσόπλοια σαν Κύκλωπας που προχωρά ανάμεσα σε πρόβατα – με το ρόπαλο να περιστρέφεται αργά. Κρατάω την ανάσα μου, καθώς το αντιτορπιλικό της Βίκτρας, προστατευμένο από δύο άλλα, γλιστράει προς το Παιδί του Πολέμου. Το σφυροκοπούν όπλα σταθερής ράγας και πολεμικά σκάφη το στεφανώνουν με πυρά βλημάτων. Οι Μ πελόνα πρέπει να θεωρούν πως παραείναι κοντά για να το αιχμαλωτίσουν, γιατί ρίχνουν άλλη μια ομοβροντία στην εξασθενημένη κοιλιά του. Ωστόσο, μέσα στα πυρά που δέχεται, η κορβέτα εκτοξεύει μια απελπισμένη ριπή σαράντα βδελλοσκαφών. Σχεδόν δεκαπλάσια από τις προδιαγραφές της. Τη μετασκευάσαμε για να χωρέσουμε τα επιπλέον μεταγωγικά. Είναι το πολεμικό απόσπασμα των Τηλεμάνων. Το σκάφος της Βίκτρας ξεκόβει από το Παιδί του Πολέμου, ορμώντας απερίσκεπτα στον σχηματισμό των Μ πελόνα, όπου ο στολίσκος σκαφών της μητέρας της, με τον ήλιο που αιμορραγεί, υποστηρίζει τους αετούς των Μ πελόνα. Η Βίκτρα εμφανίζει τη δεύτερή της έκπληξη.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

419

Η μητέρα της αλλάζει πλευρά, προδίδοντας τους Μ πελόνα, όπως υποσχέθηκε η Βίκτρα στο Τσακάλι κι εμένα. Τα σκάφη της μητέρας της ξεφορτώνουν πάνω από διακόσιες βδέλλες μέσα στον πυρήνα του στόλου των Μ πελόνα. Επικρατεί χάος. Οι Τιτάνες μου προσγειώνονται στο κύτος της εχθρικής ναυαρχίδας και σύντομα το Παιδί του Πολέμου είναι στολισμένο με βδέλλες. Καλή τύχη, Τιτάνες. Φιλικά στους Μ πελόνα βδελλοσκάφη αλλάζουν κατεύθυνση, γυρίζοντας προς το Παιδί του Πολέμου για να βοηθήσουν στη μάχη που θα γεμίσει τους διαδρόμους του με καπνό και αίμα. Σχιζόφτερα περνούν με ταχύτητα από δίπλα, βάλλοντας ενάντια στις προσγειωμένες βδέλλες, προσπαθώντας να τις ξεκολλήσουν προτού ξεφορτώσουν τις δυνάμεις τους στο σώμα του Παιδιού του Πολέμου. Είναι ένας κομψός χορός δράσης και αντίδρασης και αντίδρασης και αντίδρασης. Συνεχίζω την τροχιά μου, ανήμπορος να την αλλάξω. Αριστερά και δεξιά μου περνούν με ταχύτητα χιλιάδες Χρυσοί και Οψιδιανοί σε θωρακισμένους αστροκάλυκες, Γκρίζοι σε συλλογικές κάψουλες των δώδεκα. Μ ια βροχή από ανθρώπους και μέταλλο. Ανάμεσά μας πετούν μεγάλοι πελαργοί, γεμάτοι με ακόμα περισσότερους Οψιδιανούς και Γκρίζους. Μ όλις προσεγγίσουμε την ξηρά και εξασφαλίσουμε προγεφυρώματα, οι συγκεντρωμένες λεγεώνες θα βγουν από τα θωρηκτά και τα μεταγωγικά μέσα σε αποβατικά και θα ξεχυθούν από πίσω μας. Παρά τα όσα νομίζουν οι Μ πελόνα και οι σύμμαχοί τους, δεν μπορούν να μας εμποδίσουν να προσεδαφίσουμε δυνάμεις – η τροχιά γύρω από τον πλανήτη παραείναι μεγάλη. Γι’ αυτό είναι τόσο σημαντικό να κρατήσει κανείς τις πόλεις. Είναι οχυρωμένες νησίδες. Ο μόνος ρεαλιστικός τρόπος να τις καταλάβεις είναι να κάνεις προσέγγιση ξηράς και να γλιστρήσεις κάτω από το κενό των διακοσίων μέτρων ανάμεσα στις δισκοειδείς ασπίδες τους και το έδαφος. Αυτό απαιτεί δυνάμεις στην επιφάνεια. Εκατομμύρια ανθρώπους σε συντονισμένη έφοδο. Θα δημιουργήσουμε εκατό προγεφυρώματα και μετά η μάχη μας θα ξεκινήσει για τα καλά. Μ έσα στο χάος, πύραυλοι κατευθύνονται προς τους αστροκάλυκές μας. Φιλικά πολεμικά

420

PIERCE BROWN

αναπτύσσουν προπετάσματα αντιαεροπορικών πίσω μας και σφήκες καλύπτουν τα πλευρά μας. Εχθρικές σφήκες καταφέρνουν να χιμήξουν από το πλάι σφυροκοπώντας μας. Ντουζίνες πεθαίνουν γύρω μου μέσα στη βροχή, με την πανοπλία τους να διπλώνεται σαν χαρτί που καίγεται. Το μισώ αυτό. Θέλω να ουρλιάξω. Μ ερικοί το κάνουν και αναγκαζόμαστε να κόψουμε την ενδοσυνεννόησή τους. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Να προσευχηθώ να μην πεθάνω. Να προσευχηθώ να μην πεθάνουν οι φίλοι μου. Αλλά να προσευχηθώ σε τι; Οι Χρυσοί δεν έχουν θεό. Εμείς οι Κόκκινοι έχουμε έναν Γέρο στην Κοιλάδα. Αλλά δε μας βοηθάει σε αυτή τη ζωή. Απλώς περιμένει να μας οδηγήσει και να μας προστατεύσει στην επόμενη. Η καρδιά μου κροταλίζει στο στήθος μου. Υπεροξυγονώνεται. Προσπαθεί να ξεσκίσει το ίδιο μου το δέρμα. Νιώθω σαν παιδάκι. Θέλω τη βολή του σπιτιού μου. Τη σούπα της μητέρας μου, το άγγιγμα του αυστηρού χεριού της, την αγάπη που άνθιζε μέσα μου όποτε κατάφερνα να την κάνω να χαμογελάσει. Οτιδήποτε για να νιώσω τη χαρά που μου έδινε η συνειδητοποίη​ση πως η Ηώ μ’ αγαπούσε. Λαχταρώ τις κρύες, γαλήνιες νύχτες πριν από τον έρωτα, όταν ήταν μόνο πόθος και πείνα, όπου φιλιόμαστε στα κρυφά με τις καρδιές μας να φτερουγίζουν, σαν δυο νεαρά πουλιά που καταλαβαίνουν πως ίσως τελικά χτίσουν μια φωλιά μαζί. Έτσι έπρεπε να είναι η ζωή. Οικογένεια. Πρώτες αγάπες. Όχι να διασχίζεις την ατμόσφαιρα, όπου δολοφόνοι δε νοιάζονται παρά για να γεμίσουν το σώμα σου με καυτό μέταλλο, προτού συνεχίσουν σκοτώνοντας τους φίλους σου. Το μυαλό μου ξεφεύγει ακόμα και τη στιγμή που το σώμα μου ενεργεί. Ο πλανήτης μεγαλώνει συνεχώς, μέχρι που γίνεται ένας παραφουσκωμένος κολοσσός που γεμίζει το οπτικό μου πεδίο. Δεν ξέρω ποιος είναι νεκρός, ποιος είναι ζωντανός. Το σύστημα ενδείξεων στο κράνος μου είναι πολύ απασχολημένο. Μ παίνουμε στην ατμόσφαιρα και ο ήχος επιστρέφει μουγκρίζοντας. Χρωματιστά φωτοστέφανα τυλίγουν την τρεμάμενη μορφή μου. Αριστερά και δεξιά μου, οι στρατιώτες που πέφτουν μοιάζουν με

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

421

μανιασμένα κεραυνοβόλα ζωύφια βγαλμένα από τη φαντασία κάποιου Λαξευτή. Θαυμάζω έναν στρατιώτη στα αριστερά μου, ο μπρούντζινος ήλιος είναι πίσω του καθώς πέφτει διαγράφοντας τη μορφή του, απαθανατίζοντάς τον εκείνη τη μοναδική στιγμή –μια στιγμή που ξέρω πως δε θα ξεχάσω ποτέ–, έτσι που μοιάζει με άγγελο του Μ ίλτον που πέφτει με οργή και λαμπρότητα. Ο εξωσκελετός του απορρίπτει την πανοπλία τριβής του, όπως ο Εωσφόρος θα μπορούσε να έχει απορρίψει τα δεσμά του παραδείσου, με τα πύρινα φτερά του να αποσπώνται, φτεροκοπώντας πίσω του. Μ ετά ένα βλήμα σκίζει τον ουρανό και εκρηκτικά πρώτης ποιότητας τον βαφτίζουν πάλι θνητό. Τη στιγμή που μπαίνουμε στην ατμόσφαιρα, πυρά πυροβόλων επιφανείας κατευθύνονται ουρλιάζοντας προς το μέρος μας, ανοίγοντας τρύπες στο σμάρι μας καθώς πέφτει. Σαν χτυπημένη κυψέλη, ενεργοποιούμε τις βαρυμπότες μας και διαλυόμαστε σε χίλιες διαφορετικές ομάδες, η καθεμιά προσπαθώντας να ακολουθήσει τις δικές της συντεταγμένες. Εχθρικά σχιζόφτερα μας ακολούθησαν στην ατμόσφαιρα, εδώ όμως είμαστε πιο ευέλικτοι και καταστρέφουμε με ευκολία τα μεγάλα μαχητικά. Εφορμώ από πίσω σε ένα με τους Υλακτούντες καταπόδας και το κόβω με το ξυράφι μου. Απομακρύνομαι πετώντας, καθώς στροβιλίζεται πέφτοντας μέσα από τα σύννεφα στον ωκεανό από κάτω. Αντιαεροπορικά πυρά ανεβαίνουν ουρλιάζοντας προς το μέρος μας μέσα από τα σύννεφα και σκοτώνουν τον Χρυσό στα δεξιά μου – έναν Υλακτούντα, αν και δεν ξέρω ποιον, μέχρι που κοιτάζω το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. Η Ντάρια η Άρπυια είναι νεκρή. Έτσι απλά. Χωρίς να θυσιαστεί για να σώσει κάποιον άλλον. Χωρίς αλύχτισμα οργής στο τέλος. Χωρίς ευγενική χειρονομία. Χωρίς συγκίνηση. Το πιστό κορίτσι που φορούσε ζώνες με σκαλπ στο Ινστιτούτο, που κρατούσε σκλάβους της τον Χλαπάτσα και τον Στραβομούτσουνο με τα παράξενα κόλπα της, έχει χαθεί. Ο πανικός με διαπερνάει σαν μαχαιριά και βουτάω μέσα από τα σύννεφα μαζί με την υπόλοιπη εμπροσθοφυλακή της λεγεώ​ν ας μου. Περνάμε χαμηλά πάνω από τον ωκεανό, όπου δύο σκάφη

422

PIERCE BROWN

φτύνουν φωτιά προς τα πάνω. Ο Σέβρο στέλνει δύο βλήματα που γλιστρούν στον αέρα· εκρήγνυνται και μετατρέπονται σε χιλιάδες μικροβλήματα, που γίνονται άλλα δώδεκα το καθένα. Σκάνε σαν σπόροι καλαμποκιού πάνω στη φωτιά. Ο πόλεμος είναι χάος. Πάντα ήταν. Η τεχνολογία όμως τον κάνει χειρότερο. Αλλάζει τον φόβο. Στο Ινστιτούτο φοβόμουν τους ανθρώπους. Φοβόμουν τι μπορεί να μου έκαναν ο Τίτος και το Τσακάλι. Βλέπεις τον θάνατο να έρχεται εκεί και μπορείς τουλάχιστον να παλέψεις εναντίον του. Εδώ δεν έχεις αυτή την πολυτέλεια. Ο σύγχρονος πόλεμος είναι να φοβάσαι τον αέρα, τις σκιές, να φοβάσαι τη σιωπή. Ο θάνατος θα έρθει και ούτε που θα τον δεις καν. Πέφτω βίαια πάνω σ’ ένα χιονισμένο βουνό. Σύννεφα ατμού υψώνονται, καθώς η ζέστη της κατακοκκινισμένης στολής μου λιώνει μια τρύπα πάνω στο λευκό. Το υπόλοιπο απόσπασμά μου προσεδαφίζεται γύρω μου, βρίσκοντας ασφαλές καταφύγιο στο έδαφος. Κατεβαίνουν βουίζοντας, ανθρώπινοι μετεωρίτες από μεταλλικά τέρατα. Ντουπ. Ντουπ. Ντουπ. Και η ομίχλη του πολέμου υψώνεται. «Προσέγγιση ξηράς» γρυλίζω. Ο Σέβρο πέφτει στο ένα γόνατο, ανοίγει απότομα το κράνος του και ξερνάει στο χιόνι. Κι άλλοι τον μιμούνται. Ο Στραβομούτσουνος βγάζει άναρθρες κραυγές από τη θλίψη του. Ο Χλαπάτσας τον αρπάζει από τον ώμο. Ο Κλόουν στέκεται φρουρός από πάνω τους, με τη βαμμένη κόκκινη μοϊκάνα του στραβά στο κεφάλι του. Η Άρπυια δεν υπάρχει πια. Δεν ήξερα πως θα ήταν έτσι. Νόμιζα πως γνώριζα τη φρίκη. Έκανα λάθος. Περισσότεροι άνθρωποι πέθαναν μέσα στο τελευταίο λεπτό από όσους γνώρισα ποτέ. Ο φόβος του Λορν για τον πόλεμο με συνταράσσει. Αυτός είναι ο πόλεμος. Χάος. Σύμπτωση. Θάνατος. Ο Σέβρο μού γνέφει, σκουπίζοντας τον εμετό από τα χείλη του. Ο Δίας τον βοηθάει να σηκωθεί. Περιέργως, ο Σέβρο τον αφήνει. Ψάχνω για την υπογραφή της Μ άστανγκ στο ηλεκτρονικό σημειωματάριο του κράνους μου. Είναι ζωντανή με το βασικό τμήμα της δύναμής μου, αλλά έχουμε χωριστεί. Είμαι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

423

με μια ντουζίνα Χρυσούς και σαράντα Οψιδιανούς ειδικά εκπαιδευμένους στον στρατιωτικό εξοπλισμό υψηλής τεχνολογίας. «Βγάλτε τις εξωθερμικές» γαβγίζω στους Οψιδιανούς. «Ωμέγα, φρούρηση περιμέτρου». Βγάζουμε τη δύσχρηστη εξωθερμική πανοπλία μας αποκαλύπτοντας τους πιο ευκίνητους αστροκάλυκες από κάτω. Διατάζω να ανεβούν τα κράνη. Μ εταλλικά πρόσωπα δαιμόνων και ζώων αντικαθιστούν εκείνα των φίλων. Υπάρχει όμως ομορφιά σ’ αυτή τη στιγμή. Στα κλάσματα δευτερολέπτου όπου οι Χρυσοί και οι Οψιδιανοί γνέφουν ο ένας στον άλλο για να εκφράσουν αλληλοσυμπαράσταση προτού συνεχίσουν το έργο τους, βρίσκοντας παρηγοριά στο κουκούλι του καθήκοντος, στη συντροφικότητα, όπως έκανα εγώ στα ορυχεία. Φωνάζω τον Σέβρο κοντά μου μαζί με τους Υλακτούντες. Ο Ράγκναρ, χωρισμένος από τη λεγεώνα του, στέκεται στη σκιά μου. Προσεδαφιστήκαμε στην πλευρά του πλανήτη όπου είναι μέρα. Μ οιάζει με βροχή μετεωριτών, καθώς το δεύτερο κύμα από αστροκάλυκες σκίζει την ατμόσφαιρα, αφήνοντας ίχνη από μαύρο καπνό στον σημαδεμένο από φωτιά γαλάζιο ουρανό. Εκατοντάδες χερσαία κανόνια εξακολουθούν να ρίχνουν στο σμήνος που απλώνεται από τη μια άκρη του ορίζοντα μέχρι την άλλη, σιγά σιγά όμως αυτά τα πυρά αραιώνουν, καθώς τα πυροβόλα γίνονται στόχος από το διάστημα ή καταστρέφονται από αποσπάσματα σαν το δικό μας πάνω στο έδαφος. Το απόσπασμά μου απέχει τριακόσια χιλιόμετρα από το σημείο όπου θα έπρεπε να βρισκόμαστε. Πώς έγινε αυτό; Καλώ τη Μ άστανγκ στην ενδοσυνεννόηση. Είναι πενήντα χιλιόμετρα πιο κοντά στην καθορισμένη ζώνη ρίψης σε κάποιο άλλο βουνό. Η δύναμή της είναι σχεδόν τετρακόσιοι στρατιώτες. «Κατά τα φαινόμενα εμείς είμαστε οι ηλίθιοι» λέει ο Σέβρο. Κατεβαίνουμε τη βουνοπλαγιά. Δεν πετάμε. Κινούμαστε με άλματα. Στην Ακαδημία μάς έμαθαν να το αντιμετωπίζουμε σαν να πηδάμε πάνω από έναν βράχο στην επιφάνεια του νερού. Θα μπορούσαμε να πετάξουμε με τις βαρυμπότες μας, αυτό όμως σε

424

PIERCE BROWN

κάνει στόχο βλημάτων και αντιαεροπορικών, για να μη μιλήσουμε για τα εχθρικά κυνηγετικά αποσπάσματα. Έτσι, πηδάμε πενήντα μέτρα στον αέρα και έπειτα χρησιμοποιούμε τις βαρυμπότες μας για να μας τραβήξουν απότομα προς το έδαφος. Πυρά έρχονται από μια κοντινή κορυφή. Ο Σέβρο και το απόσπασμά του το αναλαμβάνουν πηδώντας πάνω από φαράγγια βάθους χιλίων μέτρων, αναπηδώντας πάνω στην απόκρημνη βραχώδη όψη, καθώς ο Ράγκναρ κι εγώ συνεχίζουμε τον δρόμο μας. Ένα υπόκωφο ντουπ αντηχεί στην οροσειρά, καθώς καταστρέφουν για χάρη μας τον πυργίσκο βλημάτων. Οι Υλακτούντες ενώνονται ξανά μαζί μας στην άκρη της οροσειράς. Κουρνιάζουμε στην πλαγιά ενός γκρεμού, όπου μαζεύονται χαμηλά σύννεφα. Αριστερά, κάπου είκοσι χιλιόμετρα πιο πέρα, υψώνονται οι πύργοι της μακρινής ασπρισμένης Θεσσαλονίκης, κουρνιασμένης στην κακοτράχαλη ακτή του διάφανου Θερμικού Πελάγους. Η πατρίδα του Τάκτου. Νιώθω μια σουβλιά θλίψης. Συνεχίζουμε βόρεια. Παρακολουθώ τους πύργους να ξεθωριάζουν, μέχρι που δεν είναι παρά αστραφτερό μέταλλο με φόντο την ακτή εκείνου του αλλόκοτα ήρεμου νερού. Βροντές από εκρήξεις ηχούν στο βάθος. Νιώθω το βάρος ενός χεριού στον θωρακισμένο ώμο μου. «Ακριβώς όπως όταν πήραμε τον Όλυμπο». Ο Σέβρο χαμογελάει πλατιά, ατενίζοντας από μια καινούρια βουνοκορφή την έκταση γης που απλώνεται μπροστά μας. «Μ όνο που εδώ όλοι έχουν βαρυμπότες». Ελέγχω τις συντεταγμένες μας στην οθόνη του κράνους μου. Η εισβολή συνεχίζεται από πάνω μας. Εχθρικά πολεμικά, πιο σπάνια τώρα, διασχίζουν με ταχύτητα τον ουρανό. Ένα μάς βάζει στο στόχαστρό του. Έρχεται μουγκρίζοντας μέσα από ένα σύννεφο και οργώνει το χώμα με πολυβόλα. Οχυρωνόμαστε σ’ ένα φαράγγι. Χιόνι τινάζεται γύρω μας. Μ ετά ένα βλήμα έρχεται και ρίχνει έναν βράχο πάνω στα πόδια μου καθώς εκρήγνυνται, ακινητοποιώντας με στο έδαφος. Το Χαλίκι και ο Κλόουν στέκονται από πάνω μου, προστατεύοντάς με. «Ράγκναρ!» φωνάζω. «Κατάστρεψέ το!» Δε βλέπω τι κάνει, αλλά ο ήχος είναι τρομερός, καθώς το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

425

πολεμικό καπνίζει και στροβιλίζεται από τον ουρανό πέφτοντας προς το έδαφος και μετά εξαφανίζεται μέσα σ’ ένα σύννεφο από σφαιρίδια. «Τα πόδια σου;» ρωτάει ο Σέβρο αλλόφρων. Τραβούν τα βράχια από πάνω μου. Γρανάζια βογκούν και ηλεκτρικά εξαρτήματα βουίζουν. «Δουλεύουν ακόμη». Κατεβαίνουμε τη χιονισμένη οροσειρά προς τις τραχιές αρεια​νές πεδιάδες. Μ ια μεγάλη ομάδα βαρέως πεζικού σαν εμάς κινείται στα αριστερά μας. Οι πομποδέκτες τους τους προσδιο​ρίζουν ως δικούς μας. Όμως δεξιά στο βάθος, κάπου τριάντα χιλιόμετρα πιο πέρα, εκεί όπου το έδαφος υψώνεται σε υποτροπικά υψίπεδα, μια φάλαγγα των Μ πελόνα προχωράει αναπηδώντας – ίσως γύρω στους τριακόσιους σε ξεχωριστές ομάδες. «Έσπασαν ένα από τα σήματα ενδοσυνεννόησης» αναμεταδίδει ένας Πράσινος διευθυντής διαβιβάσεων από το διάστημα χρησιμοποιώντας ένα νέο σήμα. «Εσένα κυνηγάνε, Ίκαρε». Το εφεδρικό διακριτικό κλήσης μου. «Τώρα είναι που μαθαίνουμε ποιος νικάει στον ουρανό» λέω. Ο Σέβρο κατευθύνει ένα λέιζερ εντοπισμού προς την εχθρική ομάδα, ακριβώς την ίδια στιγμή που ρίχνουν ένα πάνω μας. Το δικό τους χοροπηδάει στο έδαφος μπροστά μας σαν φρενιασμένη μύγα. Σκορπιζόμαστε, και ο Σέβρο κι εγώ πεταγόμαστε πέρα μαζί. Μ ετά μια βροχή από φωτιά πέφτει πάνω στον εχθρό μας από δύο πλευρές. Ταυτόχρονα ο Σέβρο εντοπίζει ένα τηλεκατευθυνόμενο σκάφος που εξαπολύει βλήματα διασποράς εναντίον μας. Το αναγνωρίζει και ένα όπλο σταθερής ράγας από την κοντινή Θεσσαλονίκη ρίχνει μια οβίδα που αφήνει μια γραμμή από γαλάζια φωτιά στον ορίζοντα. Το τηλεκατευθυνόμενο εξαφανίζεται σ’ ένα κόκκινο λουλούδι. Αυτή είναι η πολύπλευρη τρέλα του πολέμου υψηλής τεχνολογίας. Προχωράμε προς τις συντεταγμένες της Μ άστανγκ, με τους αισθητήρες και τα μάτια μας σε κατάσταση συναγερμού για τον θάνατο που κρύβεται στα βουνά. Κυκλοφορεί αθόρυβα στις κοιλάδες. Κρύβεται σε δάση πανύψηλων θεόδεντρων και στα

426

PIERCE BROWN

νερά νεογέννητων θαλασσών. Μ ια μεγάλη λίμνη απλώνεται πέρα στα αριστερά μας, ενώ ένα κοιμισμένο ηφαίστειο με τόσο ομαλή πλαγιά που δε μοιάζει παρά με χιονισμένο λόφο μάς ατενίζει βλοσυρά από δεξιά μας. Πετάω ψηλότερα κατά μήκος της ραχοκοκαλιάς της οροσειράς που διασχίζουμε για να αποκτήσω θέα από πλεονεκτικό σημείο προς τα περίχωρα. Περιοδικά τοπογραφικά δεδομένα αναβοσβήνουν στο ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο, καθώς τηλεκατευθυνόμενα οχήματα μεταδίδουν δεδομένα, καταρρίπτονται από τον ουρανό, μετά αντικαθίστανται. Είναι σιωπηλά μέσα στη στολή μου. Δεν ακούω τον άνεμο που σφυρίζει γύρω μου σ’ αυτό το μεγάλο ύψος. Ένα σύννεφο καταιγίδας, ένας από τους δραματικούς σωρειτομελανίες του Άρη, κυλάει προς το μέρος μας από τη μακρινή λίμνη. Όταν χτυπάει το δάσος κάτω από το βουνό, οι βροχές έρχονται και οι αστραπές σκίζουν τον ουρανό. Πάνω στην κακοτράχαλη κορυφή, το χιόνι στροβιλίζεται, λιώνοντας πάνω στη στολή μου. Αντιλαμβάνομαι κίνηση σε μια κοντινή κορυφή. Τελευταία στιγμή δε ρίχνω με το όπλο μου, όταν βλέπω πως δεν είναι κάποιος Μ πελόνα αλλά ένα λαξεμένο ζώο. Μ εγεθύνω το οπτικό μου πεδίο και βλέπω τον γρύπα γαντζωμένο στην άκρη μιας τεράστιας φωλιάς φτιαγμένης σε μια πέτρινη στενοποριά πάνω στην κορυφή, να παρακολουθεί κατάπληκτος ανθρώπους να πετούν στην κοιλάδα του από κάτω. Τι κόσμο έφτιαξαν αυτοί οι Χρυσοί. Οι άντρες μου ενώνονται μαζί μου στην επόμενη κορυφή, κάνοντας μια παύση για να ελέγξουν τους συσσωρευτές ενέργειας στους αστροκάλυκές μας. Δε θα κρατήσουν όλη την ημέρα. Η ομάδα της Μ άστανγκ κατεβαίνει με φόρα στο έδαφος γύρω μας, κάνοντας το χιόνι να σκορπιστεί, καθώς τετρακόσιοι φονιάδες με αστροκάλυκες προσθέτουν τη δύναμή τους στη δική μας. Χτυπάει τη γροθιά της πάνω στη δική μου. «Ίκαρε;» τρίζει μια φωνή στ’ αυτιά μου. «Ίκαρε, λαμβάνεις;» «Ροκ, λαμβάνω. Τι τρέχει;» «Ίκαρε… επείγον… στο… λαμβάνεις;» Το σήμα του διακόπτεται, καθώς αστραπές σκίζουν τον αέρα από πάνω μας.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

427

Συσκευές παρεμβολής και από τις δύο πλευρές ήδη παρενοχλούν τα ραδιοκύματα. «Ντάρ… άνεις… στην Αγέα». «Ροκ; Ροκ;» Ξέρω το σχέδιο για τη μάχη πάνω μας, αλλά ο τόνος της φωνής του με ανησυχεί. «Οι επικοινωνίες έχουν γίνει δύσκολες» λέω στη Μ άστανγκ. «Οι τοπικές συχνότητες είναι μια χαρά. Είναι οι παρεμβολείς και η καταιγίδα». Η βροχή πιτσιλίζει την πανοπλία μου. Ο Σέβρο δείχνει προς τα πάνω. «Θα πρέπει να ανεβείς πιο ψηλά από αυτό για ν’ ακούσεις». Από πάνω μας, ένας κεραυνός χτυπάει ένα σκάφος. Τα συστήματά του αχρηστεύονται και βουτάει απότομα προτού τα ενεργοποιήσει ξανά, μόνο και μόνο για να συγκρουστεί με ένα περαστικό σχιζόφτερο. «Ω, φρικοδιάολε». Δίνω στον Ράγκναρ και στον Δία εντολές να προχωρήσουν στην οροσειρά και να εξασφαλίσουν τη βορινή κοιλάδα για την κύρια δύναμη των Γκρίζων λεγεώνων μας. Όσο πολιορκούμε άλλες πόλεις για να αποσπάσουμε την προσοχή των Μ πελόνα, για μένα η Αγέα είναι το μόνο που έχει σημασία. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι θα κατευθυνθούν προς τα τείχη της. Ο Κηλιδωμένος μού ανοίγει το χέρι του σε χαιρετισμό και μετά πηδάει από την κορυφή του βουνού μαζί με τον Δία και εκατό Οψιδιανούς πολεμιστές. Η Μ άστανγκ και ο Σέβρο περιμένουν από κάτω, καθώς σκίζω τα φωτισμένα από τις αστραπές σύννεφα με κάμποσους από τους σωματοφύλακές μου. Πέρα από τα σύννεφα, αιωρούμαι μέσα σε σχετική ησυχία, καλώντας τον Ροκ. «Ίκαρε!» φωνάζει στην ενδοσυνεννόηση. «Είναι εδώ. Δεν είναι στη Σελήνη ή με τον κύριο όγκο του στόλου της Κοινωνίας! Μόλις το μάθαμε. Οι άντρες του Κάβαξ βρήκαν Πραιτοριανούς πάνω στο Παιδί του Πολέμου… είναι εδώ! Ήρθε μυστικά χωρίς τον στόλο της· την πιάσαμε». «Ροκ. Πιο σιγά. Τι λες;» «Ντάροου, η Αρχόντισσα είναι στον Άρη. Η άκατός της είναι παγιδευμένη πίσω από τις ασπίδες στην Αγέα. Είναι παγιδευμένη». «Ροκ. Το ξέρω ήδη. Αυτή είναι ο λόγος που θέλω την Αγέα».

428

PIERCE BROWN

39 Στο τείχος

Δ

ε ρωτάει πώς το ήξερα. Αργότερα θα του πω πως άφησα την Αία να το σκάσει από την Ευρώπη, έτσι ώστε να μπορέσουμε ν’ ακολουθήσουμε τα ίχνη της καθώς θα επέστρεφε στην Αρχόντισσα μέσω του ίχνους ακτινοβολίας της βόμβας μου. Είναι η έμπιστη δολοφόνος της Οκταβίας. Φυσικά θα γύριζε πλάι της. Δεν το είπα σε κανέναν εκτός από τη Μ άστανγκ, το Τσακάλι και τον Σέβρο. Δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω να μαθευτεί, ειδικά έτσι όπως φερόταν ο Ροκ. Κλείνει την ενδοσυνεννόηση χωρίς άλλη λέξη, με προφανή την πικρία του. Η εμπροσθοφυλακή της δύναμής μου, οι άντρες του Ράγκναρ, έχουν προσεδαφιστεί στην κοιλάδα μπροστά μας. Βλέπω τα χοντρά σκάφη να κατεβαίνουν και μετά να εξαφανίζονται στο έδαφος, όπου η Κοιλάδα του Μ άρινερ απλώνεται χιλιόμετρα κάτω μας. Έχουμε βάλει τους Κυανούς μας στο διάστημα να εκτοξεύουν πυρά εναντίον της ίδιας της Αγέας. Ο κατακλυσμός ζεσταίνει την ασπίδα, κάνοντάς τη να πάλλεται θαμπή. Θα την πλησιάσουμε στο επίπεδο του εδάφους κατά μήκος του πυθμένα του φαραγγιού, που εκτείνεται σε μήκος εκατό χιλιομέτρων από βορρά προς νότο, ακριβώς μέσα από το κενό των διακοσίων μέτρων που πρέπει να διατηρούν οι ασπίδες της πάνω από το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

429

έδαφος για να αποφεύγουν τις σεισμικές αναταράξεις. Πηδάω από την κορυφή του βουνού επικεφαλής της σωματοφυλακής μου. Ο Σέβρο και η Μ άστανγκ με συνοδεύουν καθώς πηδάμε σε μια άλλη κορυφή, μετά υπερπηδάμε τους χαμηλότερους λοφίσκους, παίρνοντας φωτιά καθώς προχωράμε. Η Αρχόντισσα είναι το κλειδί σ’ αυτό τον πόλεμο, το κλειδί στη διάσπαση αυτής της Κοινωνίας ώστε να μπορέσουν να ξεσηκωθούν οι Γιοι του Άρη. Όταν η Αρχόντισσα θα έχει αιχμαλωτιστεί, η Κοινωνία θα αναρωτηθεί παραζαλισμένη αν υπάρχει καν χωρίς την Οκταβία πάνω στον θρόνο της. Συγκλητικοί και κυβερνήτες θα προσπαθήσουν να καρπωθούν την εξουσία. Θα υπάρξουν καμιά ντουζίνα τοπικοί πόλεμοι, διασπώντας το ανθρώπινο δυναμικό και τη συνοχή. Από κάτω μου, ένας γενναιόδωρος κόσμος απλώνεται νωχελικά στον πυθμένα του τεράστιου φαραγγιού – λίμνες και ρέματα, χορτάρι ψηλό μέχρι τη μέση, ολάνθιστα δέντρα και ψηλόκορμα πεύκα, που φυτρώνουν σε περίεργες γωνίες, παρά την απότομη κατηφοριά, από τα τοιχώματα του φαραγγιού, που έχει ύψος ενός χιλιομέτρου. Πάνω απ’ όλα αυτά δεσπόζει το μεγάλο αιωρούμενο βουνό, ο Όλυμπος. Διακρίνω τα γαλήνια κάστρα και βλέπω ελάφια να τρέχουν στην κοιλάδα του Άρη. Δε βλέπω όμως παιδιά κατά μήκος των μεγάλων ποταμών, δε βλέπω αγόρια και κορίτσια με πανοπλίες. Μ όνο αναμνήσεις και λασπωμένη γη. Οι μαθητές έχουν κιόλας μεταφερθεί μακριά. Πόσο παράξενο πρέπει να ήταν αυτό – να πολεμούν για τη ζωή τους με μεσαιωνικά όπλα μόνο και μόνο για να έρθουν να τους μαζέψουν άκατοι όταν εμφανίστηκαν εισβολείς από το διάστημα. Συναντιόμαστε με τον Δία και τον Ράγκναρ σε έναν από τους λευκούς οβελίσκους του αιωρούμενου Ολύμπου. Υπάρχουν νεκροί στους διαδρόμους, στις πλαγιές. «Το χρησιμοποιούσαν ως βάση» λέει κεφάτα ο Δίας. «Ο Κηλιδωμένος σου διαφώνησε με τη θρασύτητά τους. Μ ’ αρέσει αυτό το κτήνος!» Οι δυνάμεις μας εξασφαλίζουν το τμήμα της Κοιλάδας του Μ άρινερ που έχει χωριστεί για το Ινστιτούτο, σε μεγάλη απόσταση ανατολικά της Αγέα, στον ανώτερο βραχίονα του μεγάλου φαραγγιού. Παρακολουθώ έξω από το παράθυρο,

430

PIERCE BROWN

καθώς εκατοντάδες φιλικές άκατοι κατεβαίνουν στην προκεχωρημένη περιοχή ανασύνταξης, αποβιβάζοντας πάνω από τριακόσιες χιλιάδες ανθρώπους σε τριάντα λεπτά. Ένας Χρυσός βγαίνει από κάθε κατεβασμένη ράμπα, πάντα ο πρώτος σε εχθρικό έδαφος. «Καμιά αντίσταση» λέω χαμηλόφωνα, με το κράνος του αστροκάλυκά μου κατεβασμένο. Κοιτάζω ανήσυχα τη Μ άστανγκ. Διώχνει από τα μάτια της τα ξανθά της μαλλιά. «Όσο περισσότερο χρόνο μένουμε περιχαρακωμένοι τόσο δυσκολότερο είναι να μας απαγκιστρώσουν. Γιατί περιμένουν;» «Θέλουν να μας μαζέψουν όλους μαζί σαν ένα τσαμπί σταφύλι προτού μας ποδοπατήσουν» εικάζει ο Σέβρο. «Ατομικά όπλα;» «Ανόητα παιδιά». Ο Δίας ψάχνει στις τσέπες ενός από τους νεκρούς. «Γι’ αυτό έχουμε τους Γκρίζους. Αφήστε τους να ποδοπατηθούν. Θα λιπάνουν το πέρασμά μας». «Όχι με ατομικά όπλα» λέει η Μ άστανγκ. «Οι ανιχνευτήρες θα τα είχαν πιάσει από εκατό κλικ μακριά». Κοιτάζει πέρα τις εκτάσεις γης. «Περιμένουν επειδή δεν έχουν πολλές δυνάμεις για να μας εμποδίσουν να διασχίσουμε την κοιλάδα. Ή τους πιάσαμε απροετοίμαστους, πράγμα αμφίβολο. Ή έχουν αναπτύξει υπερβολικά πολλές δυνάμεις για να σταματήσουν την προέλαση του Λορν. Ή έχουν δημιουργήσει σημεία ανάσχεσης στην κοιλάδα. Ή τους παρατάσσουν γύρω από την Ακρόπολη. Ή υπάρχει κάποια παγίδα μπροστά μας». Το μυαλό της είναι μηχανή. «Υπάρχει παγίδα» λέει ύστερα από μια στιγμή. «Αλλά βασίζονται υπερβολικά σ’ αυτήν για να μας καθυστερήσουν όσο ανακατανέμουν δυνάμεις και εφόδια». Ξεφυσάει περιφρονητικά. «Τα στατικά αμυντικά έργα χωρίς τεράστια κινητή υποστήριξη δεν έχουν αποδειχθεί ουσιαστικής σημασίας από τη Γραμμή Μ αζινό και μετά». «Ξέρουν όμως πως δε θέλουμε να καταστρέψουμε την πόλη ή τον πληθυσμό» λέω. «Όντως το ξέρουν αυτό». Η Μ άστανγκ ρυθμίζει το ηλεκτρονικό της σημειωματάριο, εξετάζοντας τον χάρτη. «Πράγμα που μειώνει την ευελιξία μας στην τακτική».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

431

«Ο ολοκληρωτικός πόλεμος είναι ευκολότερος» γκρινιάζει ο Δίας. «Ας χρησιμοποιήσουμε τους Γκρίζους για να λιπάνουμε το πέρασμά μας και μετά να βομβαρδίσουμε τα τείχη κάτω από τις ασπίδες. Έτσι θα μπούμε μέσα». «Χρειάζεται μία μέρα για να καταστρέψεις μια πόλη και πενήντα χρόνια για να την ξαναχτίσεις» πετάει απότομα η Μ άστανγκ. «Προσφέρεσαι να επιβλέπεις την ανοικοδόμηση;» «Μ οιάζω με εργολάβο οικοδομών;» ρωτάει ο Δίας. «Το πέρασμα προς τη Αγέα έχει ογδόντα χιλιόμετρα πλάτος κατά μέσο όρο, τοιχώματα ύψους εφτά χιλιομέτρων σε κάθε πλευρά, όλο κτηνοτροφικές και γεωργικές εκμεταλλεύσεις για την πόλη. Κατά πάσα πιθανότητα οι Μ πελόνα σκόρπισαν νάρκες σ’ όλη την έκταση. Αν πρόλαβαν. Δεν τους είπαμε πότε ακριβώς θα ερχόμαστε». Πρόλαβαν; Η Μ άστανγκ μού κάνει νόημα να μιλήσουμε ιδιαιτέρως. Προχωράω μαζί της μακριά από τους υπόλοιπους του επιτελείου μου, που ανταλλάσσουν καρτερικές ματιές. Οι ευάεροι διάδρομοι του παλατιού θα έπρεπε να μου θυμίζουν την παλιά μου νίκη, αλλά το μόνο που νιώθω είναι μια απίστευτη μελαγχολία που βρίσκομαι εδώ. Τόσο πολλές αναμνήσεις. Τόσο πολλοί χαμένοι φίλοι, σκέφτομαι όταν βλέπω Γκρίζους να προσεδαφίζονται κοντά στο κάστρο της Αθηνάς, όπου κάποτε μονομάχησα με τον Παξ. «Από εδώ μέχρι τα τείχη είναι ογδόντα χιλιόμετρα» λέει η Μ άστανγκ. «Θα μπορούσαμε να κάνουμε την έφοδο όπως έχουμε σχεδιάσει. Μ όνο και μόνο επειδή δεν εμπόδισαν την προσεδάφισή μας δε σημαίνει ότι επίκειται κάτι κακό». Βλέπει τον δισταγμό στα μάτια μου. «Βρισκόμαστε εδώ για τον πατέρα μου όσο βρισκόμαστε και για την Αρχόντισσα. Πρέπει να κινηθούμε με ταχύτητα». «Φοβάσαι πως ο Λορν θα τον σκοτώσει, αν διασπάσει πρώτος τα νότια τείχη της πόλης» μαντεύω. «Έτσι δεν είναι;» «Ξέρεις την ιστορία τους». «Την ξέρω». «Και εμπιστεύεσαι τον Λορν να μη βάλει τέλος σε μια παλιά έχθρα;»

432

PIERCE BROWN

«Ο Λορν δεν είναι δολοφόνος». «Όχι. Κάνει κακό σε ανθρώπους που το αξίζουν, όπως ο Τάκτος. Ο πατέρας μου το αξίζει όσο και κάθε άλλος. Γι’ αυτό πρέπει να βιαστούμε. Και πρέπει να πεις στους υπόλοιπους για την Αρχόντισσα». «Ο Ροκ το έμαθε. Πραιτοριανοί στο Παιδί του Πολέμου». Γυρίζουμε πίσω και απευθύνω τον λόγο στο μικρό μου συμβούλιο. «Ξέρετε πως ήρθαμε για τον Αύγουστο, αλλά υπάρχει κι ένας δεύτερος λόγος που προχωράμε προς την Αγέα. Η Αρχόντισσα βρίσκεται εδώ». «Μ η μου πεις» μουρμουρίζει ο Κλόουν. Ο Χλαπάτσας ξύνει το κεφάλι του. «Φρικοδιάολε». «Στην Ακρόπολη;» ρωτάει το Χαλίκι, σκουντώντας με έξαψη τον ανυπόμονο Ξερακιανό με το γόνατό της. «Κατά πάσα πιθανότητα. Ακολουθήσαμε τα ίχνη της Αίας μέχρι εδώ. Κατάλοιπη ακτινοβολία από τη βόμβα με την οποία χτυπήσαμε την Αία στην Ευρώπη. Οι άλλες επιθέσεις είναι σχεδιασμένες έτσι ώστε να προσελκύσουν ανθρώπινο δυναμικό μακριά από την Αγέα, προκειμένου να έχουμε την ευκαιρία να διεισδύσουμε από τα τείχη της και να αιχμαλωτίσουμε την Οκταβία προτού καταφτάσει ο Άρχοντας της Τέφρας με όλη την ισχύ της αρμάδας της». Κι αν οι Γιοι έχουν υλοποιήσει το δικό τους κομμάτι, όπως υποσχέθηκε ο Άρης, θα πρέπει να μπορέσουμε να μπούμε στην πόλη χωρίς να περάσουμε πολεμώντας μέσα από εκατό χιλιάδες θωρακισμένους άντρες και γυναίκες. «Ο Κάσσιος είναι στην πόλη;» ρωτάει ο Σέβρο. Η Μ άστανγκ γνέφει καταφατικά. «Έτσι νομίζουμε». Ο Σέβρο χαμογελάει. «Αν πέσεις πάνω στον Κάσσιο, μην εμπλακείς μαζί του» λέω. «Ούτε με τον Κάσσιο ούτε με την Αία». «Προτιμάς να το βάλουμε στα πόδια;» ρωτάει ο Κλόουν προσβεβλημένος. «Προτιμώ να ζήσετε» λέω. «Το τρόπαιο είναι η Αρχόντισσα. Μ η σας αποσπάσει την προσοχή η εκδίκηση ή η αλαζονεία. Αν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

433

την πιάσουμε, είμαστε η νέα δύναμη στο ηλιακό σύστημα, φίλοι μου». Οι Υλακτούντες ανταλλάσσουν άγρια χαμόγελα. Ο Σέβρο ισιώνει τους ώμους του. «Ας πάψουμε λοιπόν να τα ξύνουμε». «Δε θα μπορούσα να το διατυπώσω καλύτερα». Φιλικά σχιζόφτερα βουίζουν πάνω από το κεφάλι μας για να καθαρίσουν τις εχθρικές δυνάμεις από τον δρόμο μας. Μ ε όλες μας τις δυνάμεις σε διάταξη, κινούμαστε μέσα από το πράσινο φαράγγι. Δεν υπάρχει φάλαγγα που να παραμονεύει. Προχωράμε γρήγορα. Τα ταχυδίκυκλα έχουν μεγαλύτερη ταχύτητα από τους αστροκάλυκες. Εκείνοι οι Γκρίζοι και όσοι είναι πάνω σε αράχνες τρέχουν μπροστά μετά τα σχιζόφτερα και τις βαριά τεθωρακισμένες ακάτους που θα αποβιβάσουν δυνάμεις ακόμα πιο κοντά στο τείχος. Λάμψεις μπροστά δείχνουν πως έχουν πυροδοτήσει νάρκες ή πως οι ναρκοσυλλέκτες έκαναν τη δουλειά τους. Δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Το φαράγγι εδώ στενεύει. Κατάφυτα τοιχώματα δεσπόζουν τεράστια στο βάθος και από τις δύο πλευρές, κολοσσιαία και υπερφυσικά, σαν εδάφη μιας πιο μεγαλόσωμης, πιο ογκώδους από τον άνθρωπο φυλής. Δεν μπορώ να δω όλη μου τη δύναμη σ’ ένα τόσο απέραντο μέρος, μόνο την αιχμή του δόρατος. Ερχόμαστε μετά τους ταχύτατα κινούμενους Γκρίζους, μια φάλαγγα από φοβερούς ιππότες με μαύρους αστροκάλυκες που προχωράει αναπηδώντας. Η κατακλυσμιαία βροχή πέφτει ακόμα πιο δυνατή. Πίσω μας κυλούν τεθωρακισμένα και οι φάλαγγες του πεζικού στις αερακάτους τους, ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα που μπορούν να μεταφέρουν εκατό ανθρώπους σε μια καρότσα. Θα τους αφήσουν ένα χιλιόμετρο από τα τείχη. Η επίθεση του Λορν από τα νότια θα είναι σχεδόν ίδια. «Τηλεκατευθυνόμενα!» φωνάζει ο Σέβρο μέσα από την ενδοσυνεννόηση. Ένα σύννεφο από μέταλλο υψώνεται προς το μέρος μας από ένα μικρό ντεπό στο τοίχωμα του φαραγγιού ανατολικά. Οι Υλακτούντες τρέχουν προς την απειλή με τα όπλα τους να ανοίγουν τρύπες στον αέρα. Παρ’ όλ’ αυτά, τα πυρά από τα τηλεκατευθυνόμενα κομματιάζουν ένα απόσπασμα ιπτάμενων

434

PIERCE BROWN

Οψιδιανών. Κατρακυλούν στο έδαφος με τα σώματά τους αγνώριστα. Πηδάμε πάνω από κτίρια τώρα. Μ ικρές πόλεις. Θέρετρα. Κτήματα. Σιταποθήκες. Βρισκόμαστε πάνω από μια λίμνη. Βλέπουμε τις σκιές μας, καθώς από πάνω μας αστράφτουν αστραπές, διαγράφοντας τις μορφές μας. Βλέπω τώρα το αμυντικό τείχος. Πέφτει πάνω στον ορίζοντα σαν σιδερένιο παραπέτασμα. Ενενήντα χιλιόμετρα πλάτος σ’ αυτό το τμήμα του φαραγγιού και σχεδόν διακόσια μέτρα ψηλό, αγγίζει το κάτω μέρος της ασπίδας. Λίμνες και ποτάμια δε βρίσκουν εδώ το τέρμα τους, αντίθετα, τρέχουν κάτω από το τείχος μέσα από ένα πυκνό δίκτυο από κάγκελα από σκληροχάλυβα, γερά σαν κύτος πλοίου. Εκατό άντρες θα χρειάζονταν δέκα ώρες για ν’ ανοίξουν δρόμο με τρυπάνι μέσα από αυτά τα κάγκελα. Οι περισσότερες πόλεις δεν έχουν τείχη τόσο τεράστια. Κοστίζουν υπερβολικά. Η Αγέα και η Κόρινθος είναι μοναδικές στην ποιότητα των οχυρώσεών τους. Θα μπορούσαμε να είχαμε έρθει μέσα από τις σήραγγες που προχωρούν μέσα από τα σωθικά του Άρη και συνδέουν κάθε πόλη με τα ορυχεία της, αλλά δεν ήθελα. Υπάρχουν τακτικές που πρέπει να τις φυλάξω για αργότερα. Και πρέπει να δώσω και το παράδειγμα. Επιθέσεις τέτοιου είδους δεν είναι παρατεταμένες. Έχω δει τις ιστορίες. Είναι άγριες και λυσσασμένες. Η τεχνολογία πάντα κερδίζει εναντίον στατικών αντικειμένων, εφόσον δε λυγίζει η αποφασιστικότητα του πολιορκητή. Κάποτε τα κάστρα δεν καταλαμβάνονταν σχεδόν ποτέ με άμεση έφοδο σε μια ικανή φρουρά χωρίς το αντίτιμο μιας πύρρειους νίκης. Έτσι οι στρατιές ξεκινούσαν πολιορκίες και άφηναν τους αμυνόμενους να λιμοκτονήσουν μέχρι να συνθηκολογήσουν. Τώρα κανείς δεν έχει τόση υπομονή. Η Αγέα είναι μια πόλη είκοσι εκατομμυρίων ψυχών, πόσες από αυτές όμως θα δώσουν μια δεκάρα ποιος θα νικήσει σήμερα; Δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη διακυβέρνηση των Μ πελόνα και στη διακυβέρνηση των Αυγούστων. Χάλκινοι και Ασημένιοι θα νοιαστούν. Αλλά οι Κόκκινοι, οι Καστανοί, οι Ροζ απλώς θα παρακολουθήσουν έναν άλλον αφέντη να παίρνει τις αλυσίδες. Τώρα θα δουν σκάφη να γεμίζουν τον ουρανό. Βόμβες να

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

435

σκίζουν τον αέρα. Και θα συγκεντρωθούν στα δημόσια κτίριά τους με τον φόβο των απρόσωπων πλιατσικολόγων. Από την απαρχή της ανθρώπινης ιστορίας, η άλωση μιας πόλης είχε τον ήχο κραυγών από βιασμούς, κλοπές και μεθυσμένη φρίκη. Οι Απαράμιλλοι Σημαδεμένοι δε συμμετέχουν σε τέτοιες αγριότητες. Δεν είναι επικερδές ούτε συνάδει με τα γούστα τους. Αν όμως καταλάβει κάποιος την πόλη με τη βία, οι Χρυσοί πιστεύουν πως η πόλη και όσοι είναι μέσα της αποτελούν τώρα περιουσία του κατακτητή. Αν είσαι αρκετά δυνατός, αξίζεις τα λάφυρα. Μ ερικοί τα διαφυλάσσουν. Άλλοι τα δίνουν στους λύκους, ταΐ​ζοντας πόλεις στους Οψιδιανούς και στους Γκρίζους στρατούς τους ως ανταμοιβή για το χυμένο αίμα. Αν μπορέσω να προστατεύσω αυτή την πόλη της Αγέας, αν μπορέσω να τους δείξω πως υπάρχει μια καλύτερη ράτσα ανθρώπων, τότε ίσως μπορέσω να κερδίσω την καρδιά της Αγέας. Να την αιχμαλωτίσω. Να την προστατεύσω. Να με αγαπήσουν όσοι βρίσκονται μέσα της όπως μ’ αγαπάει ο στρατός μου. Πρώτα όμως πρέπει να σπάσω το περίβλημά της και να την ανοίξω. Κατά μήκος του τεράστιου αμυντικού τείχους, φωτιά κυματίζει πάνω σε ατσάλι. Σαν λουλουδάκια που ανθίζουν γρήγορα πάνω σ’ ένα κατακόρυφο γκρίζο ατσάλινο τείχος ενενήντα χιλιομέτρων. Δύο παραπλανητικές επιθέσεις γίνονται δεξιά και αριστερά μου. Τα σχιζόφτερα εκεί ρίχνουν με όπλα σταθερής ράγας, γλιστρώντας προς το πλάι καθώς αδειάζουν πυρομαχικά πάνω στο τείχος. Τα πυρά που ανταποδίδονται από τους πυργίσκους στα τείχη κάνουν τα τύμπανά μου να τρεμουλιάσουν και να βουίξουν. Θέλω ν’ αρπάξω το χέρι της Μ άστανγκ. Ένα γνέψιμό της ηρεμεί τον τρόμο μέσα μου. Μ ετά βίας, όμως. Γκρίζοι με πανοπλίες μάχης ορμούν προς τα εμπρός σαν μυρμήγκια. Ομάδες εκτόξευσης πυραύλων αναπτύσσονται και σύντομα στέλνουν θάνατο στους αμυνόμενους. Είναι δύσκολο να αφομοιώσει κανείς, όπως και με τη διαστημική μάχη ψηλά, απανωτά στρώματα ενέργειας και αντενέργειας. Μ όνο που αυτό εδώ έχει ήχο. Νάρκες ανοίγουν τρύπες στη δύναμή μου. Δολοφονικά αποσπάσματα των Μ πελόνα γλιστρούν έξω από τα τείχη εκατό

436

PIERCE BROWN

μέτρα ψηλά, πετώντας με κάθε μεγαλοπρέπεια – λάβαρα που ανεμίζουν, χρυσάφι που αστράφτει. Οι ασπίδες τους λαμπυρίζουν καθώς λογχίζονται από πυρά. Βλέπω ένα λάβαρο με έναν αετό ανάμεσα στους Μ πελόνα και ετοιμάζομαι να ορμήσω καταπάνω του, πιστεύοντας πως πρέπει να είναι ο Κάσσιος, αλλά η Μ άστανγκ με αρπάζει από το μπράτσο. «Το σχέδιο!» μου θυμίζει δείχνοντας το ποτάμι. «Θα πεθάνουμε όλοι μπροστά σ’ αυτό το τείχος. Το σχέδιο». Δύσκολο να το θυμάμαι. Δύσκολο να θυμάμαι πως όλο αυτό το χάος είναι ένας αντιπερισπασμός. Αυτό που έχει σημασία είναι το ποτάμι και η δουλειά που έκαναν τη νύχτα οι Γιοι. Αν την έκαναν. Το ποτάμι κυλάει κάτω από το τείχος. Εκατό μέτρα πλατύ και πιο βαθύ, κουβαλάει ήδη πτώματα προς την πόλη. Βουτάω στο νερό. Νιώθω την ένταση καθώς το ρεύμα επιβραδύνει, μετά επιταχύνει τη διαδρομή μου. Ψάρια σκορπίζονται μπροστά μας. Παράξενο που δε νιώθω την παγωνιά. Οι Υλακτούντες κινούνται σαν τορπίλες δίπλα μου. Μ ετά ο Ράγκναρ είναι μαζί μας με την ομάδα των Οψιδιανών του. Και ο Δίας. Όλοι πλατσουρίζουν κάτω από το νερό. Η Μ άστανγκ είναι πιο κοντά μου. Ανιχνεύω το ποτάμι μπροστά μας μέσα από τη λασπουριά που σηκώσαμε με τα πόδια μας και βρίσκω το δώρο του Άρη. Εκεί. Εκατό μέτρα βαθιά, το βλέπω. Αν υπάρχει κάτι που μπορούν να κάνουν οι Κόκκινοι, είναι να τρυπανίζουν. Και οι Γιοι πέρασαν τη νύχτα κάνοντας ετοιμασίες για να μας δώσουν τη δυνατότητα να μπούμε στην πόλη. Οι άντρες μου θα νομίζουν πως κάποια επίλεκτη ομάδα λέρτσερ στάλθηκε εδώ πριν από την αρμάδα. Δε θα ρωτήσουν πώς κόπηκαν οι τεράστιες σχάρες ή πώς ξεγελάστηκαν οι ανιχνευτήρες που προορίζονται για τον εντοπισμό ζημιών στο πλέγμα. «Άλλη μια φορά προς το ρήγμα» μουρμουρίζω σαν να μπορούν να με ακούσουν ο Ροκ, η Βίκτρα ή ο Τάκτος. Ενεργοποιώ τις βαρυμπότες μου και προχωράω μπροστά. Το πέρασμα είναι στενό και στριφογυρίζει κάτω από το τείχος κοντά στον πυθμένα της κοίτης του ποταμού. Προχωράμε σε δύο στοίχους. Έτσι, παίρνω μαζί μου τον καλύτερο μαχητή, τον

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

437

Ράγκναρ, καθώς περνάμε πρώτοι μέσα από το υποβρύχιο πέρασμα. Η ενδοσυνεννόησή μου κροταλίζει με νέα από τη μάχη πάνω μας. Χάνουμε στο τείχος. Ο Ράγκναρ κι εγώ καθαρίζουμε τη σήραγγα μαζί. Μ ισοπερίμενα μια ενέδρα των Μ πελόνα, αλλά δεν έρχεται καμία. Οι Γιοι έκαναν καλά τη δουλειά τους. Περιμένουμε στην άλλη πλευρά του τείχους, βυθισμένοι ακόμη εκατό μέτρα κάτω, στον πυθμένα της κοίτης. Το υπόλοιπο κλιμάκιό μου έρχεται κοντά στον Ράγκναρ κι εμένα – η Μ άστανγκ, ο Σέβρο και οι εναπομένοντες Υλακτούντες. Πενήντα ακόμα Χρυσοί και τριπλάσιοι Οψιδιανοί και Γκρίζοι. Μ ιλάω στην ενδοσυνεννόησή μου όταν έχουμε συγκεντρωθεί όλοι στον πυθμένα του ποταμού. «Ξέρετε τις διαταγές σας». Ο Σέβρο χτυπάει τη θωρακισμένη γροθιά του πάνω στη δική μου. Η Μ άστανγκ κάνει το ίδιο. Ο Ράγκναρ χαιρετάει με τη γροθιά του σφιγμένη πάνω στην καρδιά του. Ο Δίας χασμουριέται στην ενδοσυνεννόησή του. Ο Κλόουν, το Χαλίκι και ο Ξερακιανός εκνευρίζουν τους Υλακτούντες, αναδεύοντας τη λάσπη από τον πάτο του ποταμού. Τα δευτερόλεπτα κυλούν. Το ξυράφι μου είναι τυλιγμένο γύρω από το μπράτσο μου. Παλμογροθιά στο αριστερό μου χέρι. Νιώθω το σφυροκόπημα της καρδιάς μου και την παγωνιά του μενταγιόν στο στήθος μου. Ακούω το κροτάλισμα του χάους έξω. Τα χέρια του Βουτηχτή της Κόλασης σφίγγονται. Τα μάτια μου κλείνουν. Ο Σέβρο στέλνει μια εξερευνητική συσκευή για να δει αν η κοίτη του ποταμού είναι ασφαλής. Εγώ θα βρω την Αρχόντισσα. Ο Ράγκναρ θ’ ανοίξει τις πύλες. Η Μ άστανγκ θα κατεβάσει την ασπίδα έτσι ώστε ο Ροκ να μπορέσει να στείλει ενισχύσεις και να καταφέρουμε να πάρουμε την πόλη με μια αμείλικτη έφοδο. Δε θέλω να μ’ αφήσει, αλλά δεν μπορώ να εμπιστευτώ σε κανέναν άλλον αυτό το έργο. Εμπιστοσύνη. Πρέπει να έχω εμπιστοσύνη πως θα ζήσει, εμπιστοσύνη πως οι Οψιδιανοί της θα την προστατεύσουν και πως θα προστατεύσει τον εαυτό της. Ένα βάρος πιέζει την καρδιά μου, ένας φόβος πως δε θα γυρίσει πίσω. Μ ια αίσθηση πως

438

PIERCE BROWN

γλιστράει κιόλας στο σκοτάδι. Αν πεθάνει, θα πεθάνει πιστεύοντας σ’ ένα ψέμα. Υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα της το πω, αν επιβιώσουμε. Της αξίζει τουλάχιστον αυτό. Μείνε ζωντανή. Μείνε ζωντανή. Μείνετε ζωντανοί όλοι σας. Η Μ άστανγκ φεύγει, προχωρώντας πιο κάτω στο ποτάμι, ακολουθώντας το επί χιλιόμετρα μέχρι να φτάσει στο πάρκο κοντά στις γεννήτριες. Την παρακολουθώ να απομακρύνεται και παλεύω να βρω κάτι να κρατηθώ, κάποιον στον οποίο να προσευχηθώ. Ο πατέρας μου είναι μαζί μου, το ίδιο και η Ηώ. Τους νιώθω στον σφυγμό της καρδιάς μου. Κλείνω τα μάτια. Ο Σέβρο μαζεύει την εξερευνητική συσκευή που έστειλε πάνω και μου λέει πως είμαστε ελεύθεροι, υπάρχει μόνο ένα κορίτσι που παίζει στη λάσπη από πάνω μας. «Πολεμήστε ο ένας για τον άλλο» λέω στην ενδοσυνεννόηση σε όσους είναι πλάι μου στην κοίτη του ποταμού. «Ή για μένα». Ενεργοποιούμε τις βαρυμπότες μας και πετάμε μέσα στο νερό, για να ξεπεταχτούμε μέσα από την επιφάνειά του σαν σκουρόμορφα τέρατα, με τους μαύρους αστροκάλυκές μας να στάζουν καθώς αιωρούμαστε πάνω από την όχθη του ποταμού, λασπωμένη από τη βροχή που έπεσε προτού υψωθούν οι ασπίδες για να προστατεύσουν την πόλη. Από κάτω μας, ένα και μοναδικό Καστανό κορίτσι χωρίς πανοπλία στέκεται χωμένο μέχρι τους αστραγάλους στη λάσπη. Την κοιτάζω μέσα από το τρομερό μαύρο κράνος μου. Θα έπρεπε να κρύβεται με την οικογένειά της, όχι να είναι έξω σε μια πολιορκημένη πόλη. Κάτι πάει στραβά. Όταν μας βλέπει, αρπάζει από ένα καλάθι μια μικρή σφαιρική συσκευή. Μ ια αστραπή σκίζει τον ουρανό. Το καλό της φόρεμα μαζεύει λάσπη στον ποδόγυρο και το καφέ του χρώμα σκουραίνει ακόμα περισσότερο. «Ρίξ’ της!» γρυλίζει ο Σέβρο. Του χτυπάω το χέρι παραμερίζοντάς το. Ένα δέντρο εκρήγνυται αντί για το κορίτσι. Και καθώς κοιτάζω ψηλά βλέπω, πάνω στο τείχος, πολύ πέρα από την εμβέλεια της εξερευνητικής συσκευής που έστειλε ο Σέβρο και πολύ πέρα από τα όρια της σφαίρας ΗΜ Π που κρατάει το κορίτσι, κουρνιασμένους ιππότες

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

439

των Μ πελόνα μαζί με την Οψιδιανή ακολουθία τους. Να περιμένουν. Το κορίτσι πιέζει ένα κουμπί στη σφαίρα. Και τότε είναι που αρχίζουμε να πεθαίνουμε.

440

PIERCE BROWN

ΜΕΡΟΣ Δ΄ |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||

Συντριβή Όσο ψ ηλά κι αν ανεβείς, στη λάσπη πέφ τεις. – ΚΑΡΝΟΣ AU-ΜΠΕΛΟΝΑ

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

441

40 Λάσπη

Ο

ΗΜ Π εκπυρσοκροτεί. Ακούγεται σαν γιγαντιαίο παιδί που αφήνει μια άναρθρη κραυγή όταν το τσιμπάει μια βελόνα. Τα ηλεκτρονικά μας πεθαίνουν. Οι βαρυμπότες μας ρετάρουν. Οι συνάψεις των αστροκαλύκων αχρηστεύονται, κάνοντας τις ογκώδεις μεταλλικές στολές να υποκύψουν στη βαρύτητα. Κατρακυλούμε. Οι περισσότεροι πέφτουν στη λάσπη της κοίτης του ποταμού. Εγώ βουτάω μέσα στο νερό. Βουλιάζω. Βουλιάζω. Τ’ αυτιά μου βουλώνουν. Κάτω, όλο και πιο κάτω, μέχρι που καρφώνομαι στη λάσπη του πυθμένα. Χτυπάω δυνατά. Τα πόδια μου λυγίζουν κάτω από το βάρος του αστροκάλυκά μου. Πέφτω ανάσκελα. Δεν μπορώ να δω τους πολεμιστές μου. Διέ​κρινα μόνο μορφές να κινούνται στην επιφάνεια του νερού καθώς έπεφτα. Τώρα είμαι πολύ βαθιά για να βλέπω οτιδήποτε εκτός από το πώς σκουραίνει το ποτάμι με αίμα. Περιοδικές αστραπές διαγράφουν σώματα που βουλιάζουν. Δεν μπορώ να κουνηθώ. Ο αστροκάλυκάς μου παραείναι βαρύς. Μ ένω ξαπλωμένος σαν χελώνα, μισοχωμένος στη λάσπη στον πάτο του ποταμού. Σαστισμένος. Ο φόβος με κατακλύζει. Έγινε τόσο γρήγορα. Δεν μπορώ καν να κοιτάξω αριστερά ή δεξιά μου για να δω ποιος είναι μαζί μου. Η ενδοσυνεννόησή μου είναι νεκρή. Αν δεν ήταν, κατά πάσα πιθανότητα θα άκουγα κραυγές,

442

PIERCE BROWN

βλαστήμιες. Αυτός ο αστροκάλυκας μ’ έφερε από το διάστημα στο έδαφος. Μ ια σωσίβια λέμβος, ένα προσωπικό κάστρο στη μέση ενός πολέμου. Τώρα είναι το φέρετρό μου. Η καρδιά μου σφυροκοπάει. Θέλω να ουρλιάξω. Υπεροξυγόνωση. Ο τρόμος φυλακίζεται στο στήθος μου, προκαλώντας μου υπερένταση, κάνοντάς με να καταπιώ τον αέρα, τρώγοντάς τον λες κι αυτό θα μου δώσει δύναμη για να κουνηθώ. Σιγά. Σιγά. Σκέψου. Σκέψου. Δύο σώματα βουλιάζουν κοντά μου. Βαριά μέσα στην πανοπλία τους, πέφτουν γρήγορα για να βρουν τους άλλους στον πάτο. Χωρίς ομορφιά στον θάνατο, χύνοντας αίμα καθώς κατεβαίνουν. Όταν οι φονιάδες θα τελειώσουν με όσους έχουν κολλήσει στη λάσπη της κοίτης, θα έρθουν για μας εδώ κάτω. Δε χρειάζεται όμως. Επιβραδύνω την αναπνοή μου. Περιορισμένο οξυγόνο έχει μείνει στη στολή. Ο ανακυκλωτής έχει σβήσει. Ο Κάσσιος ήξερε το σχέδιό μου. Πρέπει να ήταν αυτός. Ή μήπως προδόθηκα; Δεν το είπα σε κανέναν πέρα από τους Γιους, τον Σέβρο και τη Μ άστανγκ. Κανείς τους δε θα μπορούσε να το έχει καρφώσει. Απλώς το ήξερε. Ο βρομολεχρίτης. Αν μπορούσα να παραδοθώ, θα παραδινόμουν. Θα έσωζα τις ζωές όσων ήταν μαζί μου. Αλλά δεν έχω ενδοσυνεννόηση. Κουνάω σπασμωδικά το σώμα μου προσπαθώντας να σπρώξω τον εαυτό μου να σηκωθεί. Αλλά είμαι πολύ βαθιά χωμένος στη λάσπη και η στολή μου είναι πάνω από ένας τόνος μέταλλο. Δεν μπορώ να πετάξω από πάνω μου το βάρος. Δεν μπορώ να βγάλω τον αστροκάλυκα. Χρειάζομαι τα ηλεκτρονικά συστήματα γι’ αυτό. Σπρώχνω με τα μπράτσα μου. Τίποτα. Η λάσπη με καταπίνει. Η Μ άστανγκ ξέφυγε. Νομίζω. Ελπίζω. Θα καταλάβει πως είμαστε εδώ κάτω; Ψάχνω για τον Σέβρο, για τον Ράγκναρ, για τους Υλακτούντες μου. Σκοτεινές μορφές γύρω μου. Είμαι ζαλισμένος. Επιβράδυνε τη βρομοκατάρατη ανάσα. Αργά. Σκέψου. Δε θα κάνουν καν τον κόπο να έρθουν να με σκοτώσουν. Θα πεθάνω στον πάτο του ποταμού κοιτώντας προς την επιφάνεια, καθώς ένας ένας οι φίλοι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

443

μου πέφτουν γύρω μου. Τόσο μόνος. Ο Σέβρο. Ο Ράγκναρ. Το Χαλίκι. Ο Ξερακιανός. Ο Κλόουν. Είναι όλοι νεκροί. Πεθαίνουν. Παρακολουθούν το ίδιο πράγμα μ’ εμένα. Ή ίσως να είναι στην όχθη όσο οι Μ πελόνα περπατούν ανάμεσα στις καθηλωμένες θωρακισμένες στολές σκοτώνοντας κατά βούληση. Θέλω να κλάψω για την ανημποριά μου. Σταμάτα. Κάνε κάτι. Κουνήσου. «Όσο ψηλά κι αν ανεβείς, στη λάσπη πέφτεις». Αντηχεί στη μνήμη μου. Είναι η τρίτη φορά που μ’ αφήνουν να πεθάνω μέσα στον βόρβορο και στον βούρκο. Σφίγγω τα δόντια μέχρι που νιώθω το σμάλτο να θρυμματίζεται, καθώς βάζω όλη μου τη δύναμη στην προσπάθεια να κουνήσω το δεξιό μου μπράτσο. Αργά, πολύ αργά, νικά την πίεση της λάσπης. Είναι όμως το μόνο κομμάτι μου που έχει ελευθερωθεί. Δε θα μπορέσω να ανασηκωθώ. Έχω χωθεί πολύ βαθιά. Είμαι πολύ βαρύς με τον αστροκάλυκα. Μ ετά το βλέπω. Όταν έγινε η έκρηξη του ΗΜ Π, έκλεισε τις ηλεκτρικές συνάψεις, πράγμα που σημαίνει πως η στολή πάγωσε, το ξυράφι όμως εξακολουθεί να λειτουργεί – και να το, σαν άσπρος πύθωνας γύρω από το μπράτσο μου. Θα σου σώσει τη ζωή με αντίτιμο ένα μέλος. Αυτά είναι τα λόγια που μου είπαν σαν μου έβαλαν την κυρτολεπίδα στο χέρι όταν ήμουν μικρός. Η σωτηρία σημαίνει θυσία. Η ενέργεια που το κινεί είναι χημική. Ο διακόπτης του θα ανταποκριθεί. Θα ισιώσει. Αλλά γύρω από το χέρι μου… Πρέπει να είμαι γρήγορος. Παίρνοντας μια ανάσα, κλείνω τα μάτια, νιώθοντας το κουμπί κάτω από τον αντίχειρα της στολής μου. Πρέπει να είμαι πιο γρήγορος από γοργή φλόγα. Πιο γρήγορος από λακκουβόχεντρα. Πατάω τον διακόπτη. Το ξυράφι σκληραίνει καθώς ισιώνει, κόβοντας το ατσάλι σαν μαχαίρι την πουτίγκα. Κλείνω τον διακόπτη. Σταματάει καθώς αρχίζει να χώνεται στους μυς, αλλά όχι στο κόκαλο. Στριγκλίζω από τον φοβερό πόνο στον πήχη μου. Νερό ορμάει μέσα από το κομματιασμένο μπράτσο για να δροσίσει την καυτή πληγή. Μ ετά νιώθω τρόμο. Νερό. Μ όλις άνοιξα τη στολή μου στο

444

PIERCE BROWN

νερό. Ηλίθιο. Σύντομα θα γεμίσει. Το νιώθω κιόλας να έρπει στον λαιμό μου από μέσα. Σε λίγα λεπτά, δύο ή τρία, θα πνιγώ. Ελευθερώνω με κόπο τον ματωμένο πήχη μου από το κομμένο μεταλλικό κέλυφος και σπρώχνω το χαλαρό ξυράφι πέρα έτσι ώστε να επιπλέει σαν πλοκάμι. Μ ετά το ενεργοποιώ πάλι. Παίρνει το σχήμα ενός θανάσιμου ερωτηματικού και το στρέφω προς το άλλο γάντι. Η στολή μου τώρα έχει γεμίσει νερό μέχρι τον θώρακα. Ο αέρας είναι αραιός. Κάθε ανάσα φέρνει κι άλλα άστρα πίσω από τα μάτια μου. Νιώθω μια αίσθηση αλαφράδας, καθώς το αίμα στάζει από τις πληγές στο μπράτσο μου. Μ πορώ να επιζήσω πολλή ώρα κρατώντας την ανάσα μου. Αλλά υπεροξυγονώθηκα και τώρα ρουφάω διοξείδιο του άνθρακα. Αμέσως μετά όμως το άλλο μου χέρι είναι ελεύθερο από το γάντι της στολής. Γυμνό και χλωμό στο παράξενο, σκοτεινό φως. Απαλά σύννεφα αίματος ανεβαίνουν γύρω του σαν φτερά. Αν δεν ήμουν φτιαγμένος για Βουτηχτής της Κόλασης, θα πέθαινα στην κοίτη του ποταμού. Αντί να γίνει αυτό, βγάζω από πάνω μου τον αστροκάλυκά μου και την πανοπλία από κάτω. Η σβελτάδα μου είναι αυτή που με σώζει. Δεν μπορώ να κουνήσω το κεφάλι μου λόγω του βάρους του κράνους. Δεν μπορώ να δω πού κόβω. Το δέρμα μου και ο πόνος που καταγράφει χρησιμεύουν σαν μάτια. Πόντο πόντο, βγαίνω από τον αστροκάλυκα. Πόντο πόντο, σέρνω τη θανάσιμη λεπίδα πάνω στο σώμα μου. Αφήνοντας να κυλήσει το αίμα και το περίβλημά μου μέσα στο νερό. Ανοίγοντας τον εξωσκελετό. Είμαι σαν ακρίδα που γλιστράει έξω από το νεκρό κέλυφός της. Πολύ μαλακά, αφαιρώ το κράνος, κόβοντάς το στον λαιμό. Κρατάω την ανάσα μου και απλώς κόβω τον λαιμό μου. Μ ια γρατζουνιά. Πολύ κοντά στη σφαγίτιδα. Τα πόδια μου είναι το τελευταίο κομμάτι μου που ελευθερώνω. Ανακάθομαι, ενώ σπασμένα κομμάτια της στολής μου γρατσουνίζουν το δέρμα μου και τραβάω απότομα το δεξί μου πόδι έξω από το πελεκημένο μέταλλο. Είμαι ζωντανός και τραυματισμένος στο κρύο, σκοτεινό ποτάμι. Μ ε το κράνος βγαλμένο. Κρατώντας την ανάσα μου, καθώς στίγματα ανθίζουν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

445

μπροστά στα μάτια μου. Τώρα είμαι σε θέση να δω το βυθισμένο λιβάδι ανθρώπων γύρω μου στον πάτο της κοίτης του ποταμού. Κολυμπώ προς τον πιο μεγαλόσωμο και βλέπω τα κλειστά μάτια του Ράγκναρ πίσω από την προσωπίδα του αστροκάλυκά του. Τρέχουν δάκρυα. Τα πνευμόνια του είναι μεγάλα, αλλά δεν μπορεί να έχει απομείνει πολύ οξυγόνο μέσα σ’ εκείνη τη στολή. Μ πορεί να κινείται καλύτερα από όσο μπορούσα εγώ χάρη στη μεγάλη του δύναμη. Αλλά κανένας άνθρωπος με πανοπλία δε θα μπορούσε να κολυμπήσει σ’ αυτό το νερό. Δεν πίστευα πως θα μπορούσε να κλάψει. Ωστόσο τώρα χύνει δάκρυα, σιωπηλά. Όχι μεγάλα, μελοδραματικά δάκρυα. Αυτά εδώ είναι διαφορετικά, ήρεμα. Κι όταν ανοίγει τα μάτια του, βλέπω και κάτι άλλο μέσα του. Κάποιο ναρκωμένο κομμάτι της ψυχής του παίρνει φωτιά. Ήταν νεκρός, είχε παραδοθεί στη μοίρα του. Να με όμως που αιωρούμαι με κουρελιασμένα μαύρα επιχειρησιακά ρούχα, ματωμένος, μοιάζοντας σίγουρα παράφρων, αλλά απαλλαγμένος από τον αστροκάλυκά μου. Είμαι η σκοτεινή του ελπίδα. Αρχίζω να κόβω, παρ’ όλο που τα δικά μου πνευμόνια διαμαρτύρονται. Τον χρειάζομαι. Δεν μπορώ να ψάξω για τον Σέβρο. Δεν έχω χρόνο. Και δεν μπορώ να βγω στην επιφάνεια μόνο και μόνο για να σκοτωθώ επιτόπου. Δουλεύω πάνω του σαν κανονικός Λαξευτής, μέχρι που ελευθερώνεται μ’ ένα βίαιο τράβηγμα από τον εξωσκελετό του. Οι άλλοι είδαν τι κάνουμε. Δεν μπορούμε όμως να τους βοηθήσουμε ακόμη. Πρέπει να κρατηθούν. Ο Ράγκναρ κι εγώ διασχίζουμε κλοτσώντας το άγριο ρεύμα προς την επιφάνεια. Τα πνευμόνια μας πεινούν. Το ωχρό, γεμάτο τατουάζ σώμα του Ράγκναρ κινείται μέσα στο νερό με χάρη που δεν μπορώ να ανταγωνιστώ. Δεν είχα καταλάβει πως οι Οψιδιανοί ήταν τόσο καλοί κολυμβητές. Λογικό για κάποιον που έχει γεννηθεί κοντά σε παγόβουνα. Βρισκόμαστε κοντά στην επιφάνεια όταν το μυαλό μου νικιέται από το σώμα μου. Τρία μέτρα από την επιφάνεια, καταπίνω νερό. Σκοτάδι. Νιώθω λάσπη ανάμεσα στα δάχτυλά μου. Κάτι κινείται μέσα στο στήθος μου. Νερό. Το ξερνάω βήχοντας βίαια

446

PIERCE BROWN

πάνω σ’ ένα τραχύ χέρι σφιγμένο κοντά στο στόμα μου. Ηρεμώ, αλλά συνεχίζω να ξερνάω μέσα από τα δάχτυλα. Μ ετά νιώθω μια έκρηξη απόλαυσης, καθώς επιτέλους εισπνέω αέρα. Όμορφο αέρα. Το χέρι καλύπτει ακόμη το στόμα μου. Και προς στιγμήν δεν υπάρχει τίποτα. Μ όνο ο καθαρός οργασμός της ζωής στα πνευμόνια μου. Η ηχηρή ροή οξυγόνου σε άδεια, πονεμένα όργανα. Μ α ξαφνικά ο μακρινός ήχος πολέμου εντείνεται. Και τα ανθρώπινα βογκητά. Βρισκόμαστε σ’ ένα πεδίο πτωμάτων. Το τείχος δεσπόζει από πάνω μας. Το ποτάμι κυλάει με ταχύτητα στα πόδια μας. Έχουν περάσει μερικά λεπτά από τον ΗΜ Π, αλλά μοιάζει λες και η μέρα έχει περάσει, αφήνοντάς μας πίσω. Ο Ράγκναρ μ’ έσυρε στη λάσπη ανάμεσα σε δύο νεκρούς Οψιδιανούς. Δύο Χρυσοί Μ πελόνα, έξι Οψιδιανοί και έξι Γκρίζοι προχωρούν κατά μήκος της σκοτεινής όχθης, αποτελειώνοντας όσους κείτονται ανήμποροι. Είμαστε τυχεροί που οι άλλοι έχουν παρατήσει το μακελειό για να γυρίσουν στη μάχη στα τείχη. Ο Κάσσιος θα τους έχει οδηγήσει μακριά. Αυτό σημαίνει πως δεν ήξερε πως ήμουν εγώ εδώ, ήταν πάντως απόλυτα ενήμερος για την τρύπα που άνοιξαν οι Γιοι. Για μένα θα είχε μείνει. Ήμουν τυχερός που δεν κουβαλούσα το λάβαρο που μου έφτιαξαν ο Κλόουν και ο Ξερακιανός. Διπλά τυχερός που δεν τους άφησα να φορέσουν τα λυκοτόμαρά τους. Αυτή η λάσπη είναι νεκροταφείο. Οι στρατιώτες μου είναι μισοθαμμένοι. Μ ερικοί προσπαθούν να ανασηκωθούν μέσα από τη βαριά, νεκρή πανοπλία, μόνο και μόνο για να ξαναγλιστρήσουν στη λάσπη ή να δεχτούν μια κλοτσιά από τους Χρυσούς και να μακελευτούν ανελέητα. Οι περισσότεροι κείτονται σιωπηλοί. Ένα πεδίο γεμάτο θωρακισμένα σκαθάρια που στάζουν κόκκινο χρώμα. Οι Γκρίζοι χωρατεύουν μεταξύ τους καθώς καταγίνονται μεθοδικά με το έργο τους, χωρίς να βιάζονται με έναν Οψιδιανό που είναι κολλημένος ανάσκελα, χρησιμοποιώντας ενεργεια​κά δόρατα για να τρυπήσουν τον χοντρό αστροκάλυκα και να τον καρφώσουν στο χώμα σαν παιδιά που βασανίζουν έναν παγιδευμένο κάβουρα. Τελικά τον αποτελειώνουν πυροβολώντας τον με διατρητικές σφαίρες που έχουν αναπτυχθεί ειδικά για να

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

447

διαπερνούν τέτοιου είδους θωράκιση και ονομάζονται σκαφτιάδες. Ο Ράγκναρ δείχνει τη λάσπη. Μ ισόγυμνοι αυτός κι εγώ, πασαλειβόμαστε με το σκούρο, βαρύ υλικό. Δροσίζει τις πληγές από τις χαρακιές στο σώμα μου και καλύπτει τα τατουάζ στο δικό του. Δείχνω ένα από τα Χρυσά κράνη και επισημαίνω με παντομίμα πως το οξυγόνο των επιζώντων μας τελειώνει. Ο Ράγκναρ γνέφει καταφατικά. Τραβάω ένα ξυράφι από το σώμα ενός νεκρού Χρυσού. Δεν μπορώ να διακρίνω τίνος. Το δίνω στον Ράγκναρ. Έχει δει μόνο Χρυσά χέρια. Κανένας Πραιτορια​νός, κανένας Οψιδιανός, ούτε καν κάποιος από εκείνους που έχουν πάρει διακριτικά σήματα από την ίδια την Αρχόντισσα δεν έχει αγγίξει ποτέ αυτό το όπλο μετά τη Σκοτεινή Εξέγερση. Το να το αγγίξεις σημαίνει θάνατο διά λιμοκτονίας. Καμιά πιθανότητα να φτάσεις στη Βαλχάλα. Μ όνο πείνα και κρύο και το τέλος. Οι εχθροί μας όμως θα έχουν παλμοασπίδες. Κανένα άλλο όπλο δεν είναι αρκετό. Ο Ράγκναρ το πετάει σαν να είναι φτιαγμένο από φωτιά. Το χώνω ξανά στα τρεμάμενα χέρια του. «Δεν είναι θεοί». Σαν σκιές βγαλμένες από τη Στύγα, γλιστράμε μπροστά μέσα από το νεκροταφείο. Οι εχθροί μας δεν είναι σε ομάδες μάχης. Εύκολοι στόχοι. Τρέχω προς τα εμπρός με τα τέσσερα σαν κάποιου είδους τρομερή αράχνη, χωρίς να σηκωθώ καν από το έδαφος, για να σκοτώσω δύο Οψιδιανούς προτού καν γυρίσουν. Ο Ράγκναρ σπάει τον λαιμό ενός άλλου και κόβει έναν ακόμα στα δύο, ενώ η προστατευτική θωράκιση αποσπάται από το σώμα του. Σηκώνομαι όρθιος και τρέχω με ταχύτητα προς τον ψηλότερο από τους Οψιδιανούς, πηδάω και χώνω τη λεπίδα μου στο σώμα του. Προσεδαφίζομαι άσχημα πάνω στο πληγωμένο μπράτσο μου. Δε νιώθω καν τον πόνο. Υπερβολική αδρεναλίνη. Βλέπω το απόσπασμα των Γκρίζων να γυρίζει, έτσι, πέφτω κάτω τραβώντας μαζί μου με το σώμα του Οψιδιανού και κυλιέμαι στη λάσπη, μένοντας ξαπλωμένος στη σκιά και στη βρομιά ανάμεσα σε άλλα πτώματα. Τα τουφέκια αναπήδησης και τα ενεργειακά τους όπλα θα με ξέσκιζαν χωρίς την ασπίδα και την πανοπλία μου. Και ο

448

PIERCE BROWN

Ράγκναρ έχει εξαφανιστεί. Δεν ξέρω πού. Ο χρόνος κυλάει. Πόσο οξυγόνο μπορεί να τους έχει μείνει; Οι Γκρίζοι που μας κυνηγούν φωνάζουν κάτι για φασματομανδύες. Ο εναπομένων Οψιδιανός ενώνεται με τους δύο Χρυσούς. Οι Γκρίζοι περνούν ανάμεσα από τα σώματα, αποτελειώνοντας τους υπόλοιπους στρατιώτες μου για να βγάλουν από την κρυψώνα τον Ράγκναρ κι εμένα για λογαριασμό των Χρυσών και του Οψιδιανού. Έτσι πέθανε η Λία, πεσμένη στη λάσπη. Εγώ δε θα πεθάνω. Όχι πάλι. Σηκώνομαι, όχι με κραυγές, όχι με αλυχτίσματα. Σιωπηλά. Αφήνω τους Γκρίζους να προσπαθήσουν να με δουν να έρχομαι. Είμαι γρήγορος. Και τους έχω σχεδόν φτάσει όταν ανοίγουν πυρ. Ρίχνομαι καταπάνω τους, αποφεύγοντας, κάνοντας ελιγμούς σαν λυμένο μπαλόνι. Καμιά ομορφιά στις κινήσεις μου. Σκέτος ξέφρενος τρόμος. Δε βλέπω τις σφαίρες. Νιώθω απλώς την εγγύτητά τους. Αισθάνομαι το κάψιμό τους έτσι όπως περνούν με ταχύτητα από δίπλα μου. Νιώθω το τράνταγμα όταν μία με χτυπάει στον δικέφαλο. Σοκ σ’ όλο μου το σώμα. Το δέρμα σκίζεται καθώς η σφαίρα διαπερνάει τη σάρκα, τον τένοντα, τον μυ, μετά βγαίνει από την άλλη πλευρά, περνώντας ξυστά από το κόκαλο. Γρυλίζω. Και μετά πέφτω πάνω τους και δεν κάνουν κανέναν θόρυβο. Έχασαν την ευκαιρία τους. Δώδεκα εχθροί πέφτουν χάρη στα μαθήματα Κραβάτ του Λορν. Δώδεκα άντρες και γυναίκες. Οι Χρυσοί και ο Οψιδιανός έρχονται τώρα καταπάνω μου. Οι Χρυσοί χρησιμοποιούν βαρυμπότες. Ο Ράγκναρ σηκώνεται από τη λάσπη και εκτοξεύει το ξυράφι του στον αέρα σαν δόρυ. Ο τεράστιος Οψιδιανός πέφτει στη λάσπη, καθώς ο Ράγκναρ ορμάει στους δύο Χρυσούς, σηκώνοντας άλλο ένα ξυράφι από το έδαφος. Εκπλήσσομαι από τη δύναμή του. Αρπάζει έναν από τους Χρυσούς από το πόδι καθώς περνούν πετώντας. Η παλμοασπίδα τού προκαλεί ηλεκτροπληξία, στέλνοντας τον πόνο να διατρέξει όλο του το σώμα. Όμως ο Ράγκναρ απλώς μουγκρίζει συνεχίζοντας να κρατάει τον Χρυσό, και με μια κραυγή που δε

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

449

βγαίνει από τον λαιμό αλλά από την ψυχή του, τον κοπανάει πάνω στο χώμα σαν να κόβει ξύλα. Καταφέρνει με κάποιο τρόπο να του αποσπάσει την μπότα. Ο λιπόσαρκος Χρυσός κυλάει πέρα φωνάζοντας «Κηλιδωμένος!» στον φίλο του, που γυρίζει να τον βοηθήσει για να αντιμετωπίσουν μαζί τον Ράγκναρ. Τρέχω να βοηθήσω τον Ράγκναρ. «Θεριστή!» Ο ένας από τους Χρυσούς αφήνει το κράνος του να μαζευτεί μέσα στην πανοπλία του, αποκαλύπτοντας το υπεροπτικό πρόσωπο ενός Απαράμιλλου. Μ ε πίστη στο κύρος του. Στην κληρονομιά του. Στη θέση του. Το πρόσωπό του ξεχειλίζει χαρά. Μ ετά παραμορφώνεται όταν βλέπει το ξυράφι του Ράγκναρ. «Δίνεις τη λεπίδα των προγόνων σου σ’ ένα κτήνος;» Αγριο​κοιτάζει με μίσος τον Ράγκναρ και μετά το ξυράφι έξαλλος, σαστισμένος. «Δεν έχεις τιμή;» Επιλέγω να μην απαντήσω. «Μ άθε με ποιον στέκεσαι αντιμέτωπος, Ανδρομέδε» λυσσομανάει ο πιο ηλικιωμένος Χρυσός. «Είμαι ο Γάιος AuΚάρθος του γένους των Κάρθων. Χτίσαμε τους Κίονες της Αφροδίτης. Διαπλεύσαμε πρώτοι το ανάμεσα στην Εσωτερική και την Εξωτερική Περιφέρεια και κάναμε εξόρυξη στο Σμήνος Χέλσα». «Εδώ δεν είναι η Ιλιάδα. Ράγκναρ, σκότωσέ τον τον βλάκα. Χρειαζόμαστε τις βαρυμπότες του». Ο Χρυσός φτύνει. «Στέλνεις ένα σκυλί να δώσει τη δική σου μάχη;» «Είμαι άνθρωπος!» βρυχάται ο Ράγκναρ και η φωνή ηχεί πιο δυνατή από το μουγκρητό των μηχανών ενός περαστικού σκάφους. Σάλια πετάγονται από το στόμα του, το πρόσωπό του συσπάται από τη μανία. Φλέβες φουσκώνουν στον λαιμό του. Αλυχτάει ορμώντας μπροστά προτού καν σηκώσω το ξυράφι μου. Σηκώνει το πτώμα του πεσμένου Οψιδιανού και το χρησιμοποιεί για να εκτρέψει τα ξυράφια τους. Δίνει μια γροθιά στον Γάιο. Χωρίς όπλο. Μ όνο με τη γροθιά του. Τον χτυπάει τόσο δυνατά στην παλμοασπίδα, που τον ρίχνει ανάσκελα. Μ ετά σκοτώνει τον άλλο, πελεκώντας μέσα από τα αμυντικά συστήματά του με

450

PIERCE BROWN

λυσσασμένη οργή, μέχρι που τον κόβει στη μέση. Κλοτσάει το πάνω μισό του πτώματος στην άκρη και σφυροκοπάει τον Γάιο, που βουλιάζει μέσα στη σκούρα λάσπη, καθώς ο Ράγκναρ κοπανάει με δύναμη και, με τους μυς να συσπώνται από το άγγιγμα της παλμοασπίδας, φέρνει το ξυράφι στον λαιμό του Χρυσού άντρα. «Παραδώσου και ζήσε» λέει με βροντερή φωνή. «Ποτέ». Τα χείλη του Γάιου σουφρώνουν χολωμένα. Λέει τα τελευταία του λόγια καθαρά και δυνατά, με εμπάθεια και θάρρος. Αντιπροσωπεύει ταυτόχρονα τα χαρίσματα και τη μοχθηρία αυτών των εκπληκτικών ανθρώπων. «Είμαι ο Απαράμιλλος Λεγάτος Γάιος Au-Κάρθος. Είμαι το αποκορύφωμα της ανθρωπότητας. Άρα δεν παραδίδομαι. Γιατί ένας άνθρωπος δεν μπορεί να παραδοθεί σ’ έναν σκύλο». «Τότε, γίνε χώμα». Ο Ράγκναρ σπρώχνει τη λεπίδα. Μ εταφέρουμε τους στρατιώτες μας από τον πάτο του ποταμού. Κινούμαστε όσο πιο γρήγορα μπορούμε χρησιμοποιώντας κλεμμένες βαρυμπότες, αλλά δεν είναι αρκετό. Ο Σέβρο δεν είναι νεκρός, αλλά κοντεύει. Τον βρίσκω θαμμένο με το κεφάλι στην κοίτη του ποταμού. Βλαστημάει και φτύνει όταν τον ελευθερώνω με τη βοήθεια του Κλόουν και του Χαλικιού. «Οι νεκροί;» ρωτάει σιγανά. «Οι Υλακτούντες μου;» «Πάρα πολλοί» απαντά χαμηλόφωνα ο Κλόουν. «Κατάφερε η Μ άστανγκ να περάσει;» Όλοι με κοιτάζουν. «Έτσι νομίζω» λέω. «Αλλά δεν μπορώ να την καλέσω σε καμιά ενδοσυνεννόηση. Πρέπει να βιαστούμε έτσι κι αλλιώς. Αν είναι ζωντανή και ανατινάξει τις γεννήτριες για να μπορέσουν να προσεδαφιστούν οι ενισχύσεις μας, τότε η ασπίδα θα πέσει και η Αρχόντισσα θα έχει ένα μεγάλο παράθυρο για να το σκάσει. Αυτή τη στιγμή είναι στριμωγμένη». Ο Σέβρο γνέφει. Το μικρό Χαλίκι τον βοηθάει να σηκωθεί. Το μικροκαμωμένο Γαϊδουράγκαθο, που μόλις φτάνει στο ηλια​κό πλέγμα του Ράγκναρ, τον βλέπει με το ξυράφι στο χέρι, καθώς ελευθερώνει άλλον έναν Οψιδιανό από έναν αδρανή

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

451

αστροκάλυκα. «Άσ’ το κάτω αυτό» του λέει απότομα. Ο Ράγκναρ το αφήνει να πέσει και με κοιτάζει με παράξενο πανικό. Του κάνω νόημα να περιμένει. Όταν ψάχνουμε προσεκτικά τις στολές όσων έπεσαν στην όχθη του ποταμού, κάνουμε τον απολογισμό – και είναι τόσο ολέθριος, που ο Σέβρο απομακρύνεται από κοντά μας. Ο Ξερακιανός είναι νεκρός. Ο Χλαπάτσας είναι νεκρός. Η Άρπυια πέθανε προτού φτάσουμε στο έδαφος. Και πολλοί από τους νεοσύλλεκτους είναι νεκροί. Μ όνο το Γαϊδουράγκαθο, ο Κλόουν, ο Στραβομούτσουνος και το Χαλίκι επέζησαν. Έντεκα από τους αρχικούς πενήντα Οψιδιανούς έχουν απομείνει. Το Χαλίκι και ο Κλόουν αγγίζουν το πρόσωπο του Ξερακιανού με τις ασορτί μοϊκάνες οριζοντιωμένες πάνω στα κεφάλια τους, καθώς η βροχή μάς μουσκεύει όλους. Το Χαλίκι αρπάζεται από το στήθος του, με τα μικρά της χέρια να χτυπούν την καρδιά του λες κι αυτό μπορεί να τον φέρει πίσω. Το Γαϊδουράγκαθο πηγαίνει να την τραβήξει μακριά, καθώς ο Κλόουν χρησιμοποιεί λάσπη για να ισιώσει τη μοϊκάνα του Ξερακιανού, σηκώνοντάς την όρθια στον θάνατο. Ο Σέβρο δεν μπορεί να βλέπει. Πηγαίνω να σταθώ δίπλα του. «Έκανα λάθος για τον πόλεμο» λέει. «Δεν μπορώ να το κάνω αυτό χωρίς εσένα». Και ύστερα από μια στιγμή απόγνωσης: «Είσαι μαζί μου; Σέβρο;» Τραβιέται πέρα και σκουπίζει τις μύξες από τη μύτη του, πασαλείβοντας το πρόσωπό του με λάσπες. Τα δάκρυά του σχηματίζουν ρυάκια στη λάσπη, καθώς σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου και λέει με φωνή σπασμένη σαν παιδιού. «Πάντα, Ντάροου. Πάντα».

452

PIERCE BROWN

41 Αχιλλέας

Δ

εν υπάρχει χρόνος για πένθος. Μ ε τη δύναμή μου αποδεκατισμένη, πρέπει να χωριστούμε σε ακόμα μικρότερες ομάδες. Ο στρατός μου έξω από την πόλη ξεχύνεται πάνω σε απόρθητα τείχη, περιμένοντας βοήθεια από μέσα. Δεν έχουν λάβει καμία. Οι Λεγάτοι μου θα καλούν τη συχνότητά μου και θα αναρωτιούνται αν έχω πεθάνει. Μ ια τέτοια φήμη θα μπορούσε να γίνει αιτία να χαθεί η μάχη. Στέλνω τον Ράγκναρ με τα απομεινάρια των Οψιδιανών ν’ ανοίξουν μια από τις πύλες του τείχους για τους Λεγάτους μου, που περιμένουν με χιλιάδες Γκρίζους και Οψιδιανούς στις εφεδρείες. «Δε σου δίνω Χρυσούς» λέω στον Ράγκναρ. «Καταλαβαίνεις τι σημαίνει αυτό;» «Καταλαβαίνω». «Αυτό μπορεί να είναι μια αρχή» λέω χαμηλόφωνα. Σκύβω και σηκώνω ένα πεταμένο ξυράφι που το ρουφά η λάσπη. «Είναι καθήκον του ανθρώπου να διαλέγει τη μοίρα του. Διάλεξε τη δική σου». Του απλώνω το ξυράφι. Ο Ράγκναρ κοιτάζει πίσω του τους Οψιδιανούς. Οι πανοπλίες τους είναι σαραβαλιασμένές από την προσπάθειά μας να τους βγάλουμε από τις στολές. Και είναι πασαλειμμένοι με λάσπη. Πιο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

453

μικρόσωμοι από αυτόν. Μ ερικοί λυγεροί και ασάλευτοι. Άλλοι είναι τεράστιοι και μετακινούν το βάρος τους από το ένα πόδι στο άλλο ανυπόμονα. Όλοι μ’ εκείνα τα μαύρα μάτια και τα άσπρα μαλλιά. Εξοπλίζονται με όπλα από τους Γκρίζους και τους Οψιδιανούς που σκότωσα. Δεν είναι αρκετά για να τα βγάλουν πέρα και δε θα φανούν πολύ χρήσιμα σε περίπτωση που πέσουν πάνω σε Χρυσούς. Ο Ράγκναρ διαλέγει. Απλώνει το χέρι του. Οι Υλακτούντες ετοιμάζονται πίσω μου, ενώ το Γαϊδουράγκαθο εξακολουθεί να τον κοιτάζει με κακία. «Διαλέγω να σ’ ακολουθήσω» λέει. «Και διαλέγω να μπω επικεφαλής τους». Του βάζω το ξυράφι στο χέρι. «Ντάροου!» λέει με κομμένη ανάσα το Γαϊδουράγκαθο. «Τι κάνεις;» «Σκάσε» πετάει απότομα ο Σέβρο. «Δεν μπορεί να το κάνει αυτό!» Το Γαϊδουράγκαθο προχωράει με βαριά βήματα και προσπαθεί ν’ αρπάξει το ξυράφι από το χέρι του Ράγκναρ. Αυτός δεν το αφήνει. «Παράτα το. Δούλε. Δώσε μου τη λεπίδα». Τραβάει το δικό της ξυράφι. «Δώσε μου τη λεπίδα, αλλιώς θα κόψω το χέρι που την κρατάει». «Τότε θα σε πετσοκόψω, Γαϊδουράγκαθο» λέει περιφρονητικά ο Σέβρο. «Σέβρο;» Το Γαϊδουράγκαθο γυρίζει πάλι προς το μέρος του με γουρλωμένα μάτια. Κοιτάζει εμένα, τους άλλους Υλακτούντες, που στέκονται σιωπηλοί, χωρίς να έχουν καταλάβει τι ακριβώς έχει μόλις γίνει. «Τρελαθήκατε όλοι σας; Δεν είναι δικό του δικαίωμα. Είναι δικό μας. Δεν το…» «Αξίζει;» ρωτάει ο Σέβρο. «Ποια είσαι εσύ που θα το αποφασίσεις αυτό;» «Είμαι Χρυσή!» τσιρίζει. «Κλόουν, Χαλίκι…» Το Χαλίκι μένει σιωπηλό. Ο Κλόουν γέρνει το κεφάλι του. «Ντάροου, τι είναι αυτό;» «Είναι ο στρατός μου» λέω. «Θυμάσαι το Ινστιτούτο. Θυμάσαι πως ματώνω για όσους με ακολουθούν. Πως δε δέχομαι την αφοσίωση δούλων. Γιατί σε εκπλήσσει τώρα αυτό; Επειδή είναι πραγματικό;»

454

PIERCE BROWN

«Είναι ολισθηρός κατήφορος, αυτό είναι όλο». Ο Κλόουν κοιτάζει τον πόλεμο γύρω μας. «Ακόμα κι εδώ». «Έχεις δίκιο. Είναι». Σκύβω και βρίσκω άλλο ένα ξυράφι πεταμένο στη λάσπη. Το πετάω σε μια άλλη Οψιδιανή, μια αντιπαθητική γυναίκα με το μισό μου μπόι. Το κρατάει σαν να είναι φίδι, σηκώνοντας έντρομη τα μάτια της πάνω μου. Έχουν μεγαλώσει πιστεύοντας πως είμαστε θεοί. Αν μου έδιναν το σφυρί του Θορ… πώς θα το κρατούσα; Ο Σέβρο προχωράει ανάμεσα στα πτώματα και βρίσκει κάμποσα ξυράφια ακόμα. Τα πετάει στους Οψιδιανούς. «Μ ην κοπείτε» λέει. «Βασίζομαι σε σας. Πηγαίνετε» τους λέω. Εξαφανίζονται τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι που πυκνώνει προς το πίσω μέρος του κολοσσιαίου τείχους. Γυρίζω στους Υλακτούντες. «Υπάρχει πρόβλημα;» Όλοι σπεύδουν να κουνήσουν αρνητικά το κεφάλι τους εκτός από το Γαϊδουράγκαθο. «Γαϊδουράγκαθο;» ρωτάει ο Σέβρο. Ο Κλόουν τη σκουντάει. Και εκείνη, απρόθυμα, κουνάει το κεφάλι της. «Δεν υπάρχει πρόβλημα». Υπάρχει. Δε θα με ακολουθεί πια ύστερα από αυτό. Νιώθω ήδη τους φίλους μου να μ’ εγκαταλείπουν. Και δεν ξέρουν ούτε ένα κλάσμα της αλήθειας. Είναι ένα πρόβλημα για κάποια άλλη μέρα. Πρέπει να κινηθούμε γρήγορα. Έχουμε όμως μόνο ένα ζευγάρι λειτουργικές βαρυμπότες για όλους μας. Τις δίνω στον Σέβρο. Προσπαθούμε να δούμε αν μπορεί να μας σηκώσει όπως σήκωσε τους Υλακτούντες στον Όλυμπο, αλλά καθώς φορτωνόμαστε πάνω στις μπότες, αυτές τσιτσιρίζουν και πετούν σπίθες. Μ πορούν να κουβαλήσουν μόνο το δικό του βάρος. Κάποια ζημιά έπαθαν στη διάρκεια της μάχης και της διάσωσης. Βρομοκατάρα. Επομένως θα γίνει με τα πόδια. Και δεν μπορούμε να καθυστερήσουμε. Δείχνω τις πλάκες αναπήδησης όσων ήταν αρκετά τυχεροί να τις έχουν ακόμη μετά τους ακρωτηριασμούς των αστροκαλύκων. «Βγάλτε τις πανοπλίες». «Τι;» ψελλίζει το Γαϊδουράγκαθο. «Βγάλτε. Τις. Πανοπλίες. Εκτός από το σκαραβαιόδερμα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

455

«Αθωράκιστοι εναντίον Πραιτοριανών;» στριγκλίζει το Γαϊδουράγκαθο. «Θέλεις να πεθάνουμε όλοι;» «Πρέπει να κινηθούμε ταχύτατα. Αν η ασπίδα κατεβεί προτού μπούμε στην Ακρόπολη, η Αρχόντισσα θα ξεγλιστρήσει. Αν δεν την αιχμαλωτίσουμε, θα έχει τη δυνατότητα να ανασυνταχτεί. Θα πάει να βρει τον Άρχοντα της Τέφρας της. Θα καλέσει όλη την Κοινωνία και θα έρθουν εδώ με δεκαπλάσια δύναμη για να μας συντρίψουν. Θα κερδίσουμε τη μάχη, θα χάσουμε τον πόλεμο». «Αλλά αν την πιάσουμε…» γρυλίζει ο Σέβρο και έρχεται στο πλευρό μου. «Μ ιλάμε για την Αρχόντισσα» λέει ο Κλόουν. «Θα έχει Πραιτοριανούς Ολύμπιους Ιππότες…» «Και;» ρωτάει ο Σέβρο. «Εμείς έχουμε εμάς». «Έξι από εμάς». Ο Κλόουν ανασηκώνει άτολμα τους ώμους του όταν καρφώνουμε τα μάτια μας πάνω του. «Απλώς σκέφτηκα πως κάποιος έπρεπε να το επισημάνει». «Έχουμε δεκαπέντε χιλιόμετρα να καλύψουμε με τα πόδια» λέω. Γνέφουν καταφατικά. «Στον δικό μου ρυθμό». Ανταλλάσσουν ανήσυχα βλέμματα και αρχίζουν να βγάζουν τις πανοπλίες τους. «Αν ξεμείνετε πίσω, βρείτε ένα μέρος να κρυφτείτε». Το ένα τρίτο της γήινης βαρύτητας. Σώματα σε έξοχη κατάσταση. Και πάλι θα είναι δύσκολο. Ειδικά με το μπράτσο μου καταπληγωμένο από το ίδιο μου το ξυράφι. Ο Σέβρο μού την πέφτει καθώς οι Υλακτούντες βγάζουν τις πανοπλίες τους. Μ πορώ ν’ ακούσω τον τρόμο τους στο κουδούνισμα των όπλων και των πανοπλιών που αφαιρούνται από τρεμάμενα χέρια, τον βλέπω στον ξέφρενο τρόπο με τον οποίο μετά τρίβουν λάσπη πάνω στα πρόσωπά τους για να μαυρίσουν την όψη τους. «Είναι μαζί σου από την αρχή, Ντάροου». Ο Σέβρο κοιτάζει ολόγυρα μέσα στην καταιγίδα, τη μακρινή Ακρόπολη και τη λάμψη των περαστικών σκαφών. «Είμαστε ήδη οι μισοί από εκείνους που σε πήραν από τη Σελήνη. Μ πορεί να αντικατέστησες τον Παξ με τον Ράγκναρ, αυτούς όμως δεν μπορείς να τους αντικαταστήσεις. Ούτε εμένα». «Νόμιζα πως ήσουν μαζί μου».

456

PIERCE BROWN

«Είμαι η συνείδησή σου. Ακολουθώ τον κώλο σου παντού. Γι’ αυτό μη γίνεσαι σκατοκέφαλος». «Δεκτόν. Ακολουθήστε με!» φωνάζω. Μ ε βγαλμένες τις πανοπλίες, ξεκινάμε σιωπηλά. Μ όνο τα ξυράφια και τα σκαραβαιοδέρματά μας έχουμε μαζί μας. Φοράμε μόνο λαστιχένιες σόλες αντί για βαρυμπότες. Προχωράμε κατά μήκος του ποταμού, αφήνοντας πίσω μας το τείχος. Δια​σχίζουμε τρέχοντας εκτάσεις χορταριασμένων πάρκων και δασών που χωρίζουν το τείχος από την πόλη, καθώς ο πόλεμος των μηχανοκίνητων μονάδων μαίνεται στο βάθος. Σκάφη περνούν μουγκρίζοντας, κάνοντας τα κλαδιά των δέντρων να τρέμουν και τα φύλλα να πέφτουν. Χερσαία τροχιοδρομικά οχήματα λαμπυρίζουν στο βάθος δεξιά μας, μεταφέροντας στρατιώτες στο μέτωπο. Εκρήξεις σηκώνουν τολύπες καπνού μακριά μας. Σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό πέρα από τη μεγάλη ασπίδα που καλύπτει την πόλη. Λάμψεις από εκρήξεις μέσα στα σύννεφα. Η Μ άστανγκ θα πλησιάζει τις γεννήτριες των ασπίδων τώρα, αν είναι ζωντανή. Ο ρυθμός είναι κοπιώδης, καλύπτοντας δεκαπέντε χιλιόμετρα με γρήγορο τρέξιμο. Το πλευρό μου με σουβλίζει. Οι μύες πεινούν για οξυγόνο. Και το δεξί μου χέρι πονάει από την αιματοβαμμένη πληγή από τη σφαίρα στον δικέφαλό μου και τα σκισίματα που αιμορραγούν στον πήχη και στον καρπό. Πήρα μισό πακέτο τονωτικά για να μπορώ να χρησιμοποιήσω το μπράτσο μου. Ο πόνος δεν τυφλώνει. Εστιάζεται. Μ ε εμποδίζει να σκέφτομαι τους νεκρούς. Όταν φτάνουμε στην άκρη του δάσους, δε σταματάμε για να ξεκουραστούμε, αλλά κατευθυνόμαστε με ταχύτητα προς τους πλακοστρωμένους δρόμους της εμπορικής συνοικίας, κόβοντας δρόμο ανάμεσα από κτίρια που δεσπόζουν πάνω από ένα χιλιόμετρο ψηλά προς τον ουρανό. Τρέχουμε διασχίζοντας ερημωμένες κατώτερες συνοικίες και το παζάρι, όπου φιδωτοί διάδρομοι μας οδηγούν μέσα από ανώμαλους δρόμους και τοίχους λερωμένους με γκραφίτι. Πότε πότε κάποιοι Καστανοί ή Ροζ ή Κόκκινοι σπεύδουν να βγουν από τον δρόμο μας ή μας παρατηρούν από τα παράθυρα και τα σοκάκια. Ακόμα κι εδώ, στο

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

457

κέντρο του βασιλείου τους, βλέπω τα γκραφίτι για τον θάνατο της Ηώς. Τα μαλλιά της φλέγονται σαν τα πληγωμένα πολεμικά σκάφη που διασχίζουν τον ουρανό πέρα από τις διάφανες ασπίδες της Αγέας. Κάποιος ξερνάει πίσω μου. Δε σταματούν. Η μπόχα της χολής ταξιδεύει μαζί μας. Ο Σέβρο επιστρέφει πετώντας και προσεδαφίζεται δίπλα μου. «Διμοιρία Γκρίζων μπροστά. Πηγαίνετε νότια ένα τετράγωνο, μετά γυρίστε προς τα πίσω για να τους αποφύγετε». Έπειτα ξαναφεύγει. Ακολουθούμε τις οδηγίες του. Ξαφνικά υπάρχει κινητικότητα στον ουρανό και επιβραδύνουμε τον ρυθμό μας σε ελαφρό τροχάδην για να παρακολουθήσουμε. Το Χαλίκι εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να σωριαστεί στο πεζοδρόμιο, με το στήθος της να ανεβοκατεβαίνει βαριά. Ψηλά πάνω μας, πάντα όμως κάτω από την ασπίδα, μια ορδή οχημάτων μεταφέρουν στρατιώτες από τη μικρότερη εμπλοκή στο νότιο τείχος, όπου πολεμάει ο Λορν, προς το βόρειο τείχος, όπου έχουν πάει ο Ράγκναρ και οι Οψιδιανοί του. Δεκάδες άκατοι γεμάτες εφεδρείες ξεκινούν από τις αποβάθρες τους στα υπόστεγα και στα λιμάνια που γεμίζουν τα πέτρινα, εφτά χιλιόμετρα ψηλά τοιχώματα της Κοιλάδας του Μ άρινερ στα ανατολικά και στα δυτικά. Οι περισσότεροι στρατώνες βρίσκονται εκεί, όπως και τα εργοστάσια όπου Ανώτεροι Κόκκινοι μοχθούν φτιάχνοντας πολεμοφόδια και εμπορικά καταναλωτικά αγαθά. Κρυβόμαστε από το σκάφος. Κάτι συνέβη στο βόρειο τείχος. Ξεκινάμε ξανά. Το Χαλίκι βογκάει. Το Γαϊδουράγκαθο τη σηκώνει, την κρατάει στον ρυθμό μας. Ο Σέβρο ξανάρχεται μερικά λεπτά αργότερα, με το αριστερό μπράτσο να κρέμεται άψυχο στο πλάι του. Το κοιτάζω. Αγνοεί την ανησυχία μου. «Ο Ράγκναρ άνοιξε τις φρικοκατάρατες πύλες». Στο πρόσωπό του σκάει ένα χαμόγελο. «Δώδεκα από δαύτους στην μπροστινή πλευρά του τείχους. Τα παιδιά μας ξεχύνονται μέσα. Και…» Στέκεται εκεί χαμογελώντας πλατιά. «Και τι;» «Και ο Ράγκναρ σκότωσε τον Ιππότη του Ανέμου και σχεδόν πετσόκοψε τον Κάσσιο». «Έναν Ολύμπιο;» λέει ο Κλόουν με κομμένη ανάσα.

458

PIERCE BROWN

«Τον πετσόκοψε μπροστά σ’ ολόκληρο τον στρατό. Οι Οψιδιανοί στον στρατό έχουν λυσσάξει». Μ ετά ο Σέβρο ξαναφεύγει και συνεχίζουμε. Μ ια ομάδα Γκρίζων αστυνομικών έρχεται καταπάνω μας. Καλυπτόμαστε καθώς τα πυρά τους ανοίγουν τρύπες στα πεζοδρόμια και μετά στρίβουμε σ’ ένα σοκάκι για να τους αποφύγουμε. Τέσσερα χιλιόμετρα μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας. Βήχοντας και λαχανιάζοντας, φτάνουμε στο εξωτερικό του χώρου της Ακρόπολης. Κρυβόμαστε στα δέντρα σαν κουρελιάρικο μπουλούκι απόβλητων δαιμόνων. Μ έσα από το στενό δασύλλιο και ύστερα από ένα ψηλό τείχος υψώνεται η Ακρόπολη, ένα δίκτυο από οβελίσκους. Όχι χρυσαφένιους αλλά λευκούς διάσπαρτους με κόκκινο και στολισμένους ακόμη με τα αγάλματα λιονταριών του Αυγούστου, αν και τα μπλε και ασημένια λάβαρα των Μ πελόνα ανεμίζουν στο αεράκι πάνω σ’ έναν ανεμοδείκτη σε σχήμα λιονταριού. Ο ασημένιος τους αετός μοιάζει περήφανος, μέχρι που ο Σέβρο μάς κουνάει το χέρι από τον ανεμοδείκτη και κόβει ένα από τα λάβαρα κατεβάζοντάς το. Δεν περίμεναν πως θα διείσδυε κανείς τόσο βαθιά. Πέρα από την ομορφιά της η Ακρόπολη είναι και οχυρό. Ένα οχυρό με το οποίο δε θέλω να τα βάλω. Θα πηγαίναμε από δωμάτιο σε δωμάτιο και, αν υποθέσουμε πως δεν είναι εντελώς άδειο από στρατιώτες, θα κατατροπωνόμαστε, θα κλεινόμαστε ανάμεσα στους ακριβούς τοίχους από κόκκινη οξιά και θα σκοτωνόμαστε στα μαρμάρινα πατώματά της. Δε διαθέτει ασπίδα, αλλά ένα δίκτυο από καταφύγια είναι φτιαγμένο βαθιά από κάτω της. Ανησυχούσα πως εκεί θα κρατούσαν την Αρχόντισσα. Αν έμενε εκεί, η ιστορία θα εξελισσόταν σε πολιορκία. Θα περνούσαν μέρες μέχρι να την ξετρυπώσουμε, αν τα καταφέρναμε. Έτσι, της δίνω έναν δρόμο διαφυγής. Όλα πέφτουν πάνω στους ώμους της Μ άστανγκ: η ασπίδα πρέπει να κατεβεί την κατάλληλη στιγμή. Να τη βγάλουμε έξω από το κρησφύγετο. Ένας διακοσμητικός τοίχος, που συνήθως δε θα χρειαζόταν τίποτα παραπάνω από ένα αλματάκι με βαρυμπότες, μας χωρίζει από τους σιωπηλούς χώρους της Ακρόπολης. Ολόγυρά μας απλώνεται ένα πάρκο. Δέντρα. Κρήνες. Άσπρες πλατείες όπου

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

459

Χρυσοί και Ασημένιοι θα έπιναν απογευματινό τσάι, τώρα άδειες. Είναι τόσο σιωπηλά εδώ στο μάτι του κυκλώνα. Ο Σέβρο κατεβαίνει πετώντας δίπλα μου. «Μ πορείς να μας σηκώσεις πάνω από τον τοίχο;» ρωτάω. «Αυτά τα πράγματα τα έχουν σχεδόν παίξει» γκρινιάζει. «Ας προσπαθήσουμε». Αγκαλιαζόμαστε και με σηκώνει στον αέρα μορφάζοντας από τον πόνο και ρίχνοντας το βάρος στο αριστερό του μπράτσο. Οι μπότες τσιτσιρίζουν και βγάζουν σπίθες. Δυο φορές βουτάμε κάθετα. Μ ετά βρισκόμαστε πάνω στον τοίχο. Πατάω σταθερά και ο Σέβρο ξανακατεβαίνει για να σηκώσει τον επόμενο Υλακτούντα. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα το κεφάλι του εμφανίζεται προς στιγμή στην κορυφή του τοίχου και μετά εξαφανίζεται, καθώς οι βαρυμπότες του πετούν σπίθες και κλαψουρίζουν. Μ ε έναν τελευταίο μηχανικό κρότο, οι μπότες παύουν να λειτουργούν και ο Σέβρο μαζί με τον Υλακτούντα κατρακυλούν τα δέκα μέτρα μέχρι το χώμα. Μ ια μεγάλη έκρηξη ακούγεται σαν βροντή από την άλλη άκρη της πόλης. Καπνός υψώνεται στο βάθος. Η Μ άστανγκ τα κατάφερε. Πάνω μας, η ημιδιάφανη ασπίδα που χώριζε αυτό τον κόσμο από τον κόσμο των σκαφών αχρηστεύεται. Κλυδωνίζεται και, παραμορφώνοντας τις φωτιές στην πόλη και τις αστραπές από πάνω σαν σπασμένος καθρέφτης, κομματιάζεται σε πρισματική ομίχλη. Ή κομματιάζεται το ένα της όγδοο· ένας χείμαρρος από εγκλωβισμένο νερό πέφτει σ’ εκείνο το τμήμα της πόλης σαν μεγάλες γκρίζες κουρτίνες. «Δεν έπιασε!» φωνάζει το Χαλίκι από την άλλη πλευρά του τοίχου. Μ α είχε άδικο. Ένας ένας οι σύνδεσμοι που δημιουργούν την ασπίδα υπερφορτώνονται. Μ ια αλυσιδωτή αντίδραση ξεκινά, καθώς μεγάλες κουρτίνες νερού από την καταιγίδα πέφτουν επιτέλους πάνω στην Αγέα. Ο Ροκ, αν νικάει, θα εκτοξεύσει τις ενισχύσεις. Η πόλη έχει σχεδόν καταληφθεί. Και την ίδια τούτη στιγμή η Αρχόντισσα θα μεταφέρεται από τους σωματοφύλακές της έξω από τα καταφύγια για να διαφύγει από τον χαμένο πλανήτη. Και πάλι, όμως, οι εξέδρες εκτόξευσης βρίσκονται δύο

460

PIERCE BROWN

χιλιόμετρα προς την άλλη πλευρά του χώρου της Ακρόπολης. Όλ’ αυτά έπρεπε να είναι διαφορετικά. Έπρεπε να είμαι με την πανοπλία μου, με εκατό Οψιδιανούς πίσω μου και μια ντουζίνα από τους καλύτερους Χρυσούς μου. Αντί γι’ αυτό, καθοδηγώ ένα τσούρμο από τους φίλους μου σε μια κρεατομηχανή. Πρέπει να αλλάξω το επιστημονικό παράδειγμα, αλλά δε θα τους βάλω σε κίνδυνο. Ρίχνω μια ματιά στη βάση του τοίχου στον Σέβρο, που αμέσως αναγνωρίζει την έκφραση στα μάτια μου. «Όχι, Ντάροου» λέει. «Σκέψου την αποστολή σου!» Μ ε ικετεύει, πηδώντας και γδέρνοντας με τα νύχια του τον τοίχο, καθώς στρέφομαι από την άλλη. «Μ ην το κάνεις, Ντάροου. Περίμενε! Θα σε σκοτώσουν!» Πηδάω από την άλλη πλευρά του τοίχου στους κήπους της Ακρόπολης. Τα νήματα της ζωής μερικών ανθρώπων είναι τόσο δυνατά, που ξεφτίζουν και σπάνε τα νήματα των γύρω τους. Αρκετοί φίλοι πλήρωσαν για τον πόλεμό μου. Αυτό εδώ είναι δική μου δουλειά. «ΝΤΑΡΟΟΥ!» στριγκλίζει ο Σέβρο με φρίκη, με απόγνωση. «ΣΤΑΜ ΑΤΑ!» Τρέχω γρηγορότερα από όσο έχω τρέξει ποτέ στη ζωή μου. Η Αρχόντισσα δε θα μου ξεφύγει. Όλα αυτά τα έκανα για να την πιάσω. Να τη συλλάβω, να διαλύσω την Κοινωνία. Αν την τσακώσω, το σκηνικό έχει στηθεί. Θα ξεσηκωθούμε. Μ πορούμε να νικήσουμε. Πηδάω σειρές θάμνων, προσπερνάω τρέχοντας κρήνες, περνάω μέσα από τριανταφυλλιές. Αίμα κυλάει πάνω στο μπράτσο μου. Δεν αισθάνομαι το σώμα μου. Πετάω πάνω από τη γη. Μ ε την κυρτολεπίδα στο χέρι. Εκεί. Στρίβω σε μια γωνιά της Ακρόπολης. Πέρα από έναν ροδώνα βρίσκεται μια άσπρη αυλή σημαδεμένη με μαύρο από τις μηχανές των προσωπικών θαλαμηγών. Τέσσερα μοναχικά σκάφη κάθονται σε μια ζώνη προσεδάφισης που μπορεί να χωρέσει εκατό. Όλα τα οχήματα είναι μαύρα με ένα γιγάντιο χρυσό μισοφέγγαρο στο φαρδύ σασί τους, αλλά το πιο ογκώδες, αυτό με τις πιο μεγάλες μηχανές και το ενισχυμένο κύτος, είναι της Αρχόντισσας. Τα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

461

άλλα είναι παραπλανητικά ομοιώματα, σχεδόν το ίδιο ογκώδη, σχεδόν εξίσου θωρακισμένα. Στον αέρα δεν ξεχωρίζουν. Θα μ’ έχουν δει στους ανιχνευτήρες, αναμφίβολα. Γκρίζοι λέρτσερ έρχονται καταπάνω μου. Οψιδιανοί σωματοφύλακες έχουν ξαμοληθεί από κάποιο μυστικό στρατώνα για να με σκοτώσουν. Θα με πιάσουν μόνο αν σταματήσω. Και ακόμα και τη στιγμή που εξετάζω την εξέδρα εκτόξευσης, δεν ανακόπτω τον ρυθμό μου. Πορτοκαλιοί πηγαινοέρχονται με φούρια γύρω από τα μαύρα οχήματα, ετοιμάζοντάς τα για εκτόξευση. Δεν έχω φτάσει πολύ αργά. Αλλά η πόρτα από την Ακρόπολη είναι πολύ πιο κοντά από ό,τι εγώ στο σκάφος. Βγαίνουν έξω με βιασύνη. Δεν τη βλέπω. Μ όνο πορφυρές κάπες που στροβιλίζονται στη βροχή και στον αέρα. Χαμηλώνουν τα κεφάλια τους στη θύελλα, κοιτάζουν ψηλά τον ουρανό όπου μονοπάτια εισόδου της Σιδερένιας Βροχής λάμπουν πίσω από την καταιγίδα, κάνοντας τα σκοτεινά σύννεφα να μοιάζουν σαν ατσάλι που ζεσταίνεται αργά στο καμίνι. Οι Τιτάνες μου έρχονται. Οι Πραιτοριανοί βιάζονται, ανεβαίνοντας επιτροχάδην μια μεγάλη ράμπα προς την κοιλιά της ακάτου μαζί με την Αρχόντισσα. Διακρίνω το πρόσωπό της καθώς χώνεται στα σπλάχνα του οχήματος. Βλέπω την Αία στην ακολουθία της. Και τον Κάρνο. Και τον Φίτσνερ, αυτό τον άσχημο, προδότη λεχρίτη. Τρέχω γρηγορότερα. Τα πόδια μου μουδιάζουν από την εξάντληση. Τα πνευμόνια μου πονούν. Όλα όσα είμαι τα βάζω μέσα σ’ αυτήν τη στιγμή. Τη ζωή μου στα ορυχεία, τις ώρες που υπέφερα με την Αρμονία, τις φρικαλεότητες στο Ινστιτούτο. Όλη την αγάπη που κέρδισα και έχασα και ακόμη λαχταρώ να ζήσω για χάρη της την αφήνω να με πυρπολεί από μέσα. Η μισή ακολουθία περιμένει στον διάδρομο απογείωσης, μένοντας πίσω για να παρακολουθήσει το σκάφος που ανάβει τα φώτα του και βάζει μπροστά τις μηχανές του. Τα παραπλανητικά σκάφη μιμούνται τις κινήσεις του. Ένας Χρυσός των Μ πελόνα γυρίζει καθώς πλησιάζω. Τα μάτια του αστράφτουν γουρλωμένα και τον χτυπάω με το ξυράφι χωρίς να σταματήσω, καθώς βγάζει μια κοφτή κραυγή. Κι άλλοι γυρίζουν – γυναίκες, άντρες, πολεμιστές, Πολιτικοί, Χρυσοί και Ασημένιοι που αναγνωρίζω

462

PIERCE BROWN

από τις μέρες μου πλάι στον Αύγουστο. Η συνειδητοποίηση της παρουσίας μου έρχεται κατά κύματα. Ο εχθρός υποτίθεται πως βρίσκεται στις πύλες, όχι ανάμεσά τους, έτσι, τραβιούνται πέρα βλέποντάς με. Και όταν ξαναβρίσκουν τα λογικά τους, έχω ήδη προσπεράσει τα θωρακισμένα χέρια τους. Αποφεύγω τη λαβή ενός Γκρίζου κι αποσπώ έναν μικρό σάκο με πολεμοφόδια από τη μέση του. Χτυπάω προς τα πίσω, πετυχαίνοντας σάρκα. Φωνές. Δάχτυλα που ψαχουλεύουν για ξυράφια. Σφαίρες, παλμοεκρήξεις που πετάνε δίπλα από το κεφάλι μου. Η ράμπα του οχήματος ανασύρεται, καθώς αρχίζει να ανεβαίνει. Ουρλιάζω και πηδάω με όλη τη δύναμη που είχα ποτέ. Το αριστερό λαβωμένο χέρι μου αρπάζει την άκρη της ράμπας. Τα μάτια μου πετιούνται έξω από το κεφάλι μου από την ένταση και τον πόνο στα δάχτυλά μου. Το σκάφος συνεχίζει να ανεβαίνει. Το μουγκρητό των μηχανών με γεμίζει, κάνει την καρδιά μου να κροταλίζει πάνω στα πλευρά μου. Η ράμπα συνεχίζει να κλείνει. Γρυλίζω απεγνωσμένα και τινάζομαι προς τα πάνω, σε άβολη γωνία υπό κανονικές συνθήκες αλλά με αρκετές πιθανότητες στη χαμηλή βαρύτητα. Κυλάω μπροστά μέσα στο κύτος και πέφτω στα γόνατα λαχανιάζοντας, με την κυρτολεπίδα ακουμπισμένη στο πάτωμα. Ο ήχος των μηχανών χάνεται, καθώς η πόρτα κλείνει ρυθμίζοντας την πίεση. Τα μόνα που ακούω είναι η ακανόνιστη ανάσα μου και το βουητό του φονικού οχήματος καθώς διαφεύγει. Σηκώνω το βλέμμα μου.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

463

42 Ο θάνατος ενός Χρυσού

Έ

ξι Πραιτοριανοί με πλήρη εξάρτυση με παρακολουθούν. Μ αζί τους είναι ο Κάρνος. Και η Αία. Και ο κοντόχοντρος Φίτσνερ, που με βλέπει και τα μάτια του γουρλώνουν. Η Αρχόντισσα στέκεται μπροστά στους Πραιτοριανούς της, ψηλή αλλά χωρίς να φτάνει ούτε στους ώμους τους. Βρομοκατάρα. Δεν περίμενα να ήταν ακόμη στον χώρο εισόδου. «Ντάροου;» σχεδόν βογκάει ο Φίτσνερ. «Τι;» Ο Κάρνος γελάει, κοιτάζοντας ολόγυρα για να δει αν οι άλλοι πρόσεξαν τι γελοίο δώρο έπεσε μόλις στην αγκαλιά τους. «Τι…; Ανδρομέδε, από πού ξεφύτρωσες; Μ οιάζεις σαν να σ’ έχεσε μόλις ο ίδιος ο Δίας». Μ ένω γονατισμένος, λαχανιάζοντας, στάζοντας αίμα και βροχή και ιδρώτα και λάσπη. «Μ πορούμε να τον χρησιμοποιήσουμε ως όμηρο» λέει γρήγορα ο Φίτσνερ, καθώς το σκάφος υψώνεται στον ουρανό. «Όχι» απαντάει η Αρχόντισσα. «Ο Αχιλλέας δε θα είχε εξαγοραστεί ποτέ με λύτρα, γιατί με το να αιχμαλωτιστεί χάνει ό,τι τον κάνει Αχιλλέα». Μ ε κοιτάζει μια στιγμή παγερά. Φτύνω φλέμα στο πάτωμα. «Αία, κόψ’ του το κεφάλι». Η Αία έρχεται προς το μέρος μου. «Ανόητο παιδί. Χωρίς

464

PIERCE BROWN

φίλους. Χωρίς στρατό. Χωρίς ελπίδα». Καγχάζω καταχθόνια. «Ποιος χρειάζεται ελπίδα όταν έχει μια παλμοχειροβομβίδα;» Σηκώνω τα πολεμοφόδια που άρπαξα από τη ζώνη του Γκρίζου. Οπισθοχωρούν. «Τι θέλεις, Ανδρομέδε;» ρωτάει αργά η Αρχόντισσα. «Να αποδείξω πως δεν είσαι ανίκητη. Προσεδάφισε αυτό το σκάφος». Η Οκταβία χαμογελάει και μιλάει στην ενδοσυνεννόησή της. «Πιλότε. Περιστροφή». Ο πιλότος κάνει μια πλήρη περιστροφή. Χωρίς βαρυμπότες, τα πόδια μου χάνουν το έδαφος, χτυπάω στο ταβάνι και μετά πάλι κάτω στο κατάστρωμα, αφήνοντας τη χειροβομβίδα να μου πέσει. Οι εχθροί μου μένουν ριζωμένοι στη θέση τους. Η Αία κλοτσάει την παλμοχειροβομβίδα έξω από την ανοιχτή στεγανή θύρα. Σκάει κάτω μακριά. Κοιτάζω έξω τη νύχτα, όπου εξαφανίστηκε το σχέδιό μου. «Αλαζονεία». Η Οκταβία χαμογελάει. «Υποθέτω πως μας γε​ λοιοποιεί όλους». Αργώ να την κοιτάξω, συνειδητοποιώντας πόσο βλάκας ήμουν νομίζοντας πως θα έλεγχα όλες τις μεταβλητές. Και τώρα την πάτησα. «Δε θα ξεφύγεις» λέω. «Το ξέρεις πως θα ξεφύγω. Αλλιώς γιατί θα διακινδύνευες να πηδήσεις στην άκατό μου;» Γνέφει σ’ έναν από τους Ολύμπιους Ιππότες και ένα παράξενο, διαπεραστικό τερέτισμα κυματίζει στον αέρα προτού κοπάσει. Ένας φασματομανδύας. Απίστευτα ακριβός για ένα ολόκληρο σκάφος. Οι φίλοι μου δε θα έρθουν να με σώσουν. Η Οκταβία στρέφεται στον Φίτσνερ. «Μ αινόμενε Ιππότη, έχεις νανοκάμερα;» Εκείνος γνέφει καταφατικά και βγάζει ένα δαχτυλίδι. «Μ αγνητοσκόπησε την Αία να σκοτώνει τον Θεριστή». Ο Φίτσνερ ασπρίζει. «Άσε με να τον σκοτώσω εγώ» παρακαλάει ο Κάρνος. «Αρχόντισσά μου, άσε με να τον σκοτώσω εγώ για την οικογένειά

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

465

μου. Είναι δικαίωμά μου». «Δικαίωμά σου;» τον ρωτάει έκπληκτη. «Η οικογένειά σου μ’ έκανε να χάσω τον Άρη. Δεν έχεις δικαιώματα». «Θα γινόταν καλύτερος αιχμάλωτος». Ο Φίτσνερ κάνει ένα βήμα προς την Οκταβία. «Άσε με να του μιλήσω. Είναι μαθητής μου. Την προηγούμενη φορά ήθελες να τον βάλεις στην υπηρεσία σου. Δώσε του τη δυνατότητα να ανακαλέσει και κάνε το ίδιο. Θα δείξει το μεγαλείο της εξουσίας σου – πως μπορείς να συγχωρήσεις ακόμα κι ένα μικρό σκατόπαιδο σαν αυτό». Η Αρχόντισσα στρέφεται αργά να κοιτάξει τον Φίτσνερ, εξετάζοντάς τον. Κι αυτός συνειδητοποιεί πως έκανε λάθος. «Αία, στάσου». Χαμογελάει. «Θέλω να τον σκοτώσει ο Φίτσνερ». Ο άσχημος άντρας απλώς χάσκει. Είναι από τις λίγες φορές που τον έχω δει άφωνο. «Σκότωσε τον μαθητή σου» λέει η Αρχόντισσα. «Ή μήπως δεν είσαι αφοσιωμένος;» «Φυσικά και είμαι αφοσιωμένος. Το έχω αποδείξει». «Τότε, απόδειξέ το ξανά. Φέρε μου το κεφάλι του». «Πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος». «Έστρεψε τον γιο σου εναντίον σου» λέει η Οκταβία. «Και ξέρεις πως δεν κρατάω κοντά μου πρόσωπα που δεν μπορώ να εμπιστευτώ. Γι’ αυτό σκότωσέ τον». «Μ άλιστα, αρχόντισσά μου». Το πρόσωπο του Φίτσνερ τραβιέται, καθώς αυτοσυγκεντρώνεται. Υπάρχει μια παράξενη δίνη θλίψης στα μπρούντζινα μάτια του. Είναι τόσο φρικτό να βλέπει τον βραβευμένο μαθητή του να πεθαίνει; Ή είναι επειδή είμαι φίλος του Σέβρο; Ή μήπως είναι ανησυχία για τον ίδιο τον Σέβρο; «Ο Σέβρο ζει» του λέω. «Επέζησε από τη Βροχή». Γνέφει ευχαριστώντας με και αγγίζει το ξυράφι του. Μ ετά παραπατάει προς το πλάι, σπρωγμένος από τον Κάρνο. Ο τεράστιος Μ πελόνα ορμάει καταπάνω μου. Μ ε το στόμα καμπυλωμένο από το μίσος, τους τεράστιους ώμους προστατευμένους από μια πανοπλία που δείχνει το μεγαλείο της οικογένειάς του. Μ ουγκρίζει το όνομά μου. Προσποιείται πως θα χτυπήσει ψηλά και μετά καμπυλώνει το

466

PIERCE BROWN

ξυράφι διαγώνια προς το μέρος μου, γρήγορος σαν φίδι. Κάνω μια τούμπα στον αέρα προς τα εμπρός, σε μεγάλο βαθμό μέσα στην ακτίνα αιώρησης, και χώνω το ξυράφι μου στο στομάχι του. Αφήνω τη λεπίδα και κάνω κύκλο για να βρεθώ πίσω του, καθώς καταρρέει στα γόνατά του. «Όσο ψηλά κι αν ανεβείς, στη λάσπη πέφτεις» ψιθυρίζω καθώς τραβάω τη λεπίδα μου έξω από την πλάτη του από τη μυτερή της άκρη και του κόβω το κεφάλι. Ένας Πραιτοριανός τρέχει προς το μέρος μου. Του πετάω το ξυράφι μου. Τον πετυχαίνει στο στήθος και πέφτει. Παίρνω τη λεπίδα μου από το στήθος του και οπισθοχωρώ παραπατώντας μακριά από τους Πραιτοριανούς που παρακολουθούν. «Ηλίθιοι» μουρμουρίζει η Αρχόντισσα. «Να συνεχίσω να μαγνητοσκοπώ;» Ο Φίτσνερ ξύνει το κεφάλι του. Το σκάφος τρεμουλιάζει πάλι και παίρνει μεγάλη κλίση προτού ισιώσει. Η όρασή μου χάνεται και πέφτω στο ένα γόνατο. Το χέρι μου ακουμπάει στο κατάστρωμα. Σταθεροποιούμαι. Νιώθω την καινούρια ζεστασιά να χύνεται στην πλάτη και στο στομάχι μου. Δε θα γονατίσω. Όχι μπροστά σ’ αυτήν. Όχι σ’ έναν τύραννο. Σηκώνομαι τρικλίζοντας. Ο Κάρνος αστόχησε σε μεγάλο βαθμό. Αλλά όχι τελείως. Αίμα κυλάει ανάμεσα στον λαιμό και τον αριστερό μου ώμο, όπου το ξυράφι του βρήκε σημείο να αρπαχτεί. Έκοψε την κλείδα μου. Το σώμα μου χαλαρώνει. «Απίστευτο». Τα ψυχρά μάτια της Οκταβίας Au-Λούνα επιθεωρούν την πληγή στον λαιμό μου. «Φαντάσου αυτό το αγόρι να είχε διαπλαστεί στον οίκο μου, Αία». Κουνάει το κεφάλι της και με κοιτάζει με πλήρη έλλειψη κατανόησης. Προσέχει τις άλλες πληγές μου. Το αίμα μου. Την εξάντλησή μου. Τα νιάτα μου. Κι όμως έκανα όλ’ αυτά. Δύο πτώματα στα πόδια μου. Μ ια πόλη που έχει υποστεί εισβολή από πίσω μου. Κι άλλες κατειλημμένες σ’ όλο τον Άρη. Ο στόλος μου τσακίζει τον στόλο των Μ πελόνα. Η Κοινωνία έτοιμη να διασπαστεί. Δεν καταλαβαίνει ούτε θα καταλάβει ποτέ. Ο Φίτσνερ όμως μοιάζει να μπορεί να το κάνει. Τα μάτια του είναι γυάλινα. Τα χέρια σφιγμένα. «Δε θα μπορούσες να με διαπλάσεις» μουρμουρίζω. Μ όνο οι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

467

Κόκκινοι μπορούσαν. Μ όνο η οικογένεια, μόνο η αγάπη μού έδωσαν αυτή τη δύναμη. Όμως η δύναμη τώρα ξεφτίζει. Τότε είναι που ορμάει η Αία. Ανταλλάσσουμε τρία χτυπήματα προτού μου πετάξει από το χέρι το ξυράφι μου και με χτυπήσει στο στήθος με τη γροθιά της τόσο δυνατά, που νομίζω πως έχω ήδη πεθάνει. Μ ε πετάει στο ταβάνι σαν πάνινη κούκλα. Και όταν τελειώνει, επιστρέφει κοντά στην Αρχόντισσα κι εγώ βογκάω και βουλιάζω στον πόνο. «Φέρε μου το κεφάλι του, Φίτσνερ» διατάζει η Αρχόντισσα. Ο Φίτσνερ με κοιτάζει ανήμπορος και απλώνει το χέρι του, σχεδόν αγγίζοντάς την. «Πρέπει να κινηματογραφήσουμε την εκτέλεσή του για το ολοδοχείο. Προπαγάνδα. Κανονικό απαγχονισμό. Έναν δημόσιο θάνατο». «Φίτσνερ…» Τα φρύδια της Αρχόντισσας ανασηκώνονται, μέχρι που ο Φίτσνερ τραβάει πίσω το χέρι του. «Αρκετά». Οι μύες του σαγονιού της σφίγγονται καθώς σκέφτεται. «Τον θέλω νεκρό. Όχι άλλες μεταβλητές. Τώρα. Κράτα το κεφάλι για να το καρφώσουμε σ’ ένα δόρυ. Θα κινηματογραφήσουμε αυτό». Τα χάντρινα μάτια του Φίτσνερ γεμίζουν θλίψη. Γεννημένος κατώτερος από όλους τους Χρυσούς, αναρριχήθηκε στην κορυφή με την αξία του και μόνο. Τι άνθρωπος... Και να σκεφτεί κανείς πως κάποτε τον θεωρούσα αδύναμο. Εδώ, στο τέλος της ιστορίας, ξέρω πως θα κερδίσουμε τον Άρη. Ο Αύγουστος θα ελευθερωθεί. Ο πόλεμος θα συνεχιστεί. Οι Χρυσοί θα αδυνατίσουν. Και οι Κόκκινοι θα εξεγερθούν. Ίσως, λέω, ίσως, να εξεγερθούν και να κερδίσουν την ελευθερία. Έκανα αυτό που ζήτησε ο Άρης. Δημιούργησα χάος. Τα υπόλοιπα θα πάνε σε άλλους άντρες, γυναίκες. Η Ηώ θα ήταν ευχαριστημένη. Χαμογελάω ήσυχα και νιώθω την αδυναμία στα πόδια μου. Είμαι πεσμένος στα γόνατα. Πότε έπεσα πάλι εκεί; Δε με νοιάζει. Πόσο ωραία θα είναι να ξεκουραστώ στην Κοιλάδα όσο άλλοι κάνουν πραγματικότητα το όνειρο της Ηώς. Απλώς εύχομαι να είχα δει τη Μ άστανγκ πριν το τέλος. Να της είχα πει τι είμαι, έτσι ώστε επιτέλους να καταλάβαινε. «Ο νεαρός σου κάηκε με δυνατή φλόγα. Και γρήγορα» διακρίνω την Αία να λέει στον Φίτσνερ μέσα από τη

468

PIERCE BROWN

σκοτεινιασμένη μου όραση. «Κράτα το κεφάλι. Αλλά μπορείς να πετάξεις το σώμα στο χώμα κατά τον αρειανό τρόπο». Η Αία ξανανοίγει τη συρόμενη ράμπα. Το μέταλλο τρίζει. Νιώθω τον άνεμο της Κοιλάδας στο πρόσωπό μου. Νιώθω την παγωνιά της ομίχλης. Την ευωδιά της βροχής. Θα κοιμηθώ. Σύντομα θα ξυπνήσω δίπλα στην Ηώ. Θα ξυπνήσω στο ζεστό μας κρεβάτι, με το χέρι μου μπερδεμένο στα μαλλιά της. Θα ξυπνήσω μέσα στην αγάπη και θα ξέρω πως στον προηγούμενο κόσμο έκανα ό,τι μπορούσα. Θα μου λείψεις όμως, Μ άστανγκ. Περισσότερο απ’ όσο έχω παραδεχτεί μέχρι σήμερα. Θολούρα και σκιές είναι όσα βλέπω. Προς στιγμήν η μυρωδιά της σκουριάς με κάνει να νομίσω πως είμαι στο ορυχείο. Κοιμάμαι; Ακούω μεταλλικές μπότες. Ένας άνθρωπος περπατάει μέσα στη θολούρα. Δε βλέπω το πρόσωπό του. Κάτι όμως αναδεύεται μέσα μου. Πατέρα; Όχι, όχι ο πατέρας. Προσπαθώ να διακρίνω. «Θείε Νάρολ». «Όχι. Ο Φίτσνερ είμαι, λεβέντη». Η φωνή του με τραβάει βίαια πίσω στο αμπάρι του σκάφους. Σαν πετονιά που τραβάει το νήμα προς μια κατεύθυνση όπου δε θέλει να πάει. «Α. Χαίρομαι που είσαι εσύ» λέω ήρεμα, βρίσκοντας αρκετή δύναμη για να σηκώσω το βαρύ κεφάλι μου λίγο περισσότερο για να τον κοιτάξω στα μάτια. Δάκρυα τα γεμίζουν. Βγάζει ένα γέλιο. Ο άνεμος σφυρίζει πίσω μου. Όχι η Κοιλάδα. Μ όνο ο Άρης. Όχι ομίχλη. Μ όνο τα σύννεφα. Η ράμπα είναι κατεβασμένη έτσι ώστε να μπορέσουν να σπρώξουν το σώμα μου έξω. Είπα στον Άρκος πως δεν ήταν γραφτό να αποκτήσω γκρίζα μαλλιά. Το κεφάλι μου γέρνει. Φτύνω λίγο αίμα. Έχω ναυτία και σβήνω. «Πες στη Μ άστανγκ… στην Ηώ… πως τις αγαπάω». Χασμουριέμαι τόσο βαθιά. «Βρομοκατάρατε βλάκα» λέει μ’ έναν χαμηλόφωνο ψίθυρο, κουνώντας το κεφάλι του. «Το είχα υπό έλεγχο». «Δεν…» Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου μέσα στην ομίχλη. «Τι;» «Εγώ είμαι» λέει. «Πάντα εγώ ήμουν, λεβέντη».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

469

Η ομίχλη εξαφανίζεται. Σηκώνω τα μάτια μου πάνω του. Σηκώνω τα μάτια μου στον Άρη, καθώς φοράει το κράνος του Μ αινόμενου Ιππότη και ρίχνει με την παλμογροθιά του στους Πραιτοριανούς πίσω του, σκορπίζοντάς τους. Πετάει πίσω μια ηχητική χειροβομβίδα. «Φίτσνερ!» βρυχάται η Αρχόντισσα. «ΠΡΟΔΟΤΗ!» Μ ια έκρηξη. Κάτι με χτυπάει στο στήθος και πέφτω. Κατρακυλάω. Πετάω; Νιώθω κρύο. Δριμύς αέρας με τσούζει. Το στομάχι μου ανεβαίνει στον λαιμό μου. Στροβιλίζομαι. Μ ετά ένα αλύγιστο μπράτσο γλιστρά κάτω από το δικό μου. Ανεβαίνω. Ο άνεμος μαστιγώνει δίπλα από τ’ αυτιά μου. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος ήχος προτού με καταπιεί το σκοτάδι. Ο Φίτσνερ –ο Άρης–, τρομοκράτης άρχοντας του κάτω κόσμου, αλυχτάει σαν λύκος, καθώς με μεταφέρει σε ασφαλές λιμάνι.

470

PIERCE BROWN

43 Η θάλασσα

Ξ

υπνάω με τις μυρωδιές της θάλασσας. Θαλασσινό νερό, φύκια, μεταφερμένα από ένα δροσερό φθινοπωρινό αεράκι. Γλάροι ξεφωνίζουν. Ένας παίρνει κλίση και κουρνιάζει στο άσπρο πέτρινο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου. Γέρνει το κεφάλι του προς το μέρος μου και φεύγει πετώντας στην πρωινή λιακάδα. Σύννεφα κινούνται μακριά στον ορίζοντα κουβαλώντας την υπόσχεση της βροχής, ενώ την ίδια στιγμή η πρωινή δροσιά στάζει από τον ανοιχτό φεγγίτη. Αναδεύεται πλάι μου. Το λυγερό κορμί της πάνω από τα σεντόνια, κουλουριασμένο γύρω από τη δική μου στραπατσαρισμένη μορφή. Είναι ντυμένη. Είμαι χωρίς πουκάμισο. Φρέσκα δερματικά μοσχεύματα σημαδεύουν το σώμα μου. Γυαλιστερά πράγματα, ροζ και τρυφερά στην αφή. Η Μ άστανγκ αναδεύεται άλλη μια φορά και η κίνησή της με ξαναγυρίζει στο σώμα μου. Μ ε κάνει να νιώσω τους πόνους και τις οδύνες και την παρηγοριά της παρουσίας της. Αφήνω τα βλέφαρά μου να κλείσουν αναστενάζοντας βαθιά, επιτρέποντας στον εαυτό μου να βουλιάξει στις τρυφερές απολαύσεις τού να είμαι άνθρωπος. Η ανάσα της στον λαιμό μου. Ο σφυγμός μιας άλλης καρδιάς πάνω στα πλευρά μου. Τα χρυσαφένια μαλλιά της μου γαργαλούν τη μύτη, καθώς δροσερός αέρας φυσάει τούφες πάνω στο πρόσωπό

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

471

μου. Ο πρωινός αέρας είναι φρέσκος, ζωογόνος. Τον ανασαίνω βαθιά, ξαναβουλιάζοντας στον ύπνο. Αναμνήσεις από μέταλλο θρυμματίζουν τη γαλήνη. Κραυγές αντηχούν στο σκοτάδι. Φίλοι πεθαίνουν. Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα στο φως, προσπαθώντας απεγνωσμένα να μου θυμίσουν πού βρίσκομαι. Λέγοντάς μου πως είμαι ασφαλής. Έχω θαλπωρή. Εδώ δεν υπάρχει μέταλλο. Μ όνο βαμβακερά σεντόνια. Ένα κρεβάτι. Ένα ζεστό κορίτσι. Ωστόσο οι αναμνήσεις είναι πολύ κοντινές. Πώς επέζησα; Έπεσα από τον ουρανό με τον Φίτσνερ. Ο Άρης – μια αλήθεια που πάντα υπήρχε, αλλά μοιάζει τόσο καινούρια, που δεν μπορώ καν να τη συλλάβω. Ξύπνησα με το εργαλείο ενός Κίτρινου μέσα στο στήθος μου, που ξανάβαζε μπροστά την καρδιά μου. Μ ετά ξαναξύπνησα με το νυστέρι ενός Λαξευτή πάνω στο δέρμα μου. Οδύνη και ναυτία ήταν οι σύντροφοί μου στο κρεβάτι. Κύματα εικόνων που έρχονται και φεύγουν. Επισκέπτες που μπαινοβγαίνουν. Προτιμώ να ξυπνάω όπως τώρα. Φοβάμαι να ξανακλείσω τα μάτια. Φοβάμαι τι θα δω, τι θα βρω ξυπνώντας. Ως Κόκκινο παιδί, μοιραζόμουν το κρεβατάκι μου με τον Κίραν. Κάθε πρωί ξυπνούσα πριν από αυτόν και έμενα ξαπλωμένος ακίνητος, αφήνοντας τις χαμηλωμένες φωνές των γονιών μου να χώνονται κάτω από τη λεπτή σαν χαρτονένια πόρτα, καθώς ξεκινούσαν τη μέρα τους. Άκουγα τα πόδια του πατέρα να σέρνονται. Τον ήχο που έκανε κάθε πρωί καθαρίζοντας το λαιμό του, καθώς ξέπλενε τον ύπνο από το πρόσωπό του. Η μητέρα τού έφτιαχνε καφέ, αλέθοντας τους κύβους που αντάλλασσε με τους Γκρίζους δίνοντας αβγά λακκουβόχεντρας ή μασούρια μετάξι κλεμμένα από το Ιστοϋφαντήριο. Μ ακάρι να ήταν ο ήχος αυτός που με ξυπνούσε κάθε πρωί την ίδια ώρα. Το άλεσμα, η μυρωδιά. Μ ακάρι να μπορούσα να πω πως έτσι ήταν που ήξερε το σώμα μου πώς να επιστρέφει από τον ύπνο. Δεν ήταν όμως η μυρωδιά του καφέ ή του τσαγιού της μητέρας. Δεν ήταν ο πρωινός στεναγμός του νερού που έτρεχε μέσα από σωλήνες ή το αρθριτικό τρίξιμο από τις σκοινένιες

472

PIERCE BROWN

σκάλες, καθώς άντρες και γυναίκες από τη βραδινή βάρδια του οικισμού στον Λύκο επέστρεφαν στα σπίτια τους από τα ορυχεία και το Ιστοϋφαντήριο. Δεν ήταν το αποκαμωμένο μουρμουρητό όσων ήταν στην ημερήσια βάρδια και πήγαιναν στη δουλειά από το σπίτι τους. Αυτό που με ξυπνούσε ήταν ο τρόμος μιας πόρτας που έκλεινε. Κάθε πρωί τέλειωνε με τον ίδιο τρόπο. Πρώτα τα πήλινα πιάτα κροτάλιζαν στον μεταλλικό νεροχύτη. Μ ετά η πλαστική καρέκλα του πατέρα έξυνε το πέτρινο πάτωμα. Στέκονταν μαζί στην πόρτα ψιθυρίζοντας. Σιωπή. Πάντα φανταζόμουν πως ήταν η στιγμή που μοιράζονταν ένα παρατεταμένο φιλί. Μ ετά, επιτέλους, θα ακολουθούσε το αντίο. Η εξώπορτα άνοιγε τρίζοντας πάνω σε σκουριασμένους μεντεσέδες. Και τέλος, παρ’ όλες τις προσευχές μου, θα έκλεινε. Σκύβω προς το μέρος της Μ άστανγκ και τη φιλάω στο μέτωπο. Πιο δυνατά από όσο σκόπευα. Ξυπνάει σιγά, σαν γάτα που τεντώνεται για να βγει από έναν καλοκαιρινό υπνάκο. Τα μάτια της δεν ανοίγουν, αλλά σφίγγεται στο πλάι μου. «Είσαι ξύπνιος» μουρμουρίζει. Οι βλεφαρίδες της τρεμοπαίζουν και πετάγεται όρθια, μακριά μου. «Συγγνώμη. Πρέπει να με πήρε ο ύπνος». Κοιτάζει την καρέκλα όπου καθόταν. «Πάνω στο κρεβάτι». «Δεν πειράζει. Μ είνε. Σε παρακαλώ». Είχα ξεχάσει πως υποτίθεται ότι υπάρχει ψυχρότητα ανάμεσά μας. «Πόσος καιρός πέρασε;» «Από την έφοδο; Μ ια βδομάδα». Παραμερίζει τα τσουλούφια που κρέμονται στα μάτια της. «Χαίρομαι που μας ξανάρθες». «Ποιον χάσαμε;» ρωτάω προσεκτικά. «Ποιον;» Τα χέρια της κουνιούνται αδέξια, καθώς απαριθμεί τις απώλειες. Μ ια στιγμή σιωπής παρατείνεται. Οι αριθμοί με συντρίβουν πάνω στο κρεβάτι μου. Θυμάμαι να αναπνεύσω. «Η Αρχόντισσα;» «Το έσκασε. Όχι όμως χωρίς μια άσχημη πληγή, ευγενική προσφορά του Φίτσνερ». «Ο πατέρας σου;» ρωτάω.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

473

«Δεν ξέρεις;» Χαμογελάει αδέξια και αναστενάζει κάπως υπερβολικά αδιάφορα, προσπαθώντας να μειώσει τη δική της ένταση. Σπεύδει να πλησιάσει πιο κοντά στο κρεβάτι, εξακολουθώντας να προσέχει να μη μ’ αγγίξει. «Θα είναι κουραστικό να σε ενημερώσω για όσα μεσολάβησαν». «Είμαι σίγουρος πως θα τα καταφέρεις». «Ο πατέρας είναι ζωντανός. Όταν έπεσαν οι ασπίδες, διάφοροι Χρυσοί που βρίσκονταν ήδη μέσα στην Ακρόπολη οδήγησαν ένα απόσπασμα λέρτσερ για να τον σώσουν. Αποδεικνύε​ται πως ο αδερφός μου έχει μακρύ χέρι. Έτσι, όταν οι Ολύμπιοι Ιππότες ήρθαν για να τον πάρουν μαζί με την Οκταβία, έφυγαν με άδεια χέρια. »Τα κανάλια του ολοδοχείου αποκαλούν τον Ροκ “μετενσάρκωση του Νέλσωνα”. Αιχμαλώτισε πάνω από το ογδόντα τοις εκατό του στόλου των Μ πελόνα». Ο τόνος της σκοτεινιάζει. «Πράγμα που σημαίνει πως, ως επικεφαλής της εμπλοκής, διεκδικεί τουλάχιστον το τριάντα τοις εκατό των σκαφών, ενώ το υπόλοιπο πηγαίνει στον Οίκο των Αυγούστων». «Που σημαίνει πως έχει περισσότερα από μένα, τυπικά». «Οι ειδήμονες αναρωτιούνται πόσο θα κρατήσει η αφοσίωσή του, τώρα που...» «Το Τσακάλι παίζει τα παιχνίδια του» τη διακόπτω μ’ ένα γέλιο. «Ποτέ δε σταματάει». «Δε νομίζω πως ο Ροκ θα πάρει τα όπλα εναντίον μου» λέω. «Εσύ τι λες;» Ανασηκώνει τους ώμους. «Η ισχύς δημιουργεί ευκαιρίες. Σου είπα να αποκαταστήσεις τις σχέσεις σου μαζί του». «Ο Ροκ είναι σύμμαχός μας. Πάντα θα είναι. Τον ξέρεις». «Ερχόταν να σε δει όσο και ο Σέβρο». Χαμογελάει αργά. «Αποκοιμήθηκε εδώ χτες το βράδυ. Τον έδιωξα νωρίτερα. Αλλά δε θα έκανα τη δουλειά μου, αν υποκρινόμουν πως δεν αποτελούσε πιθανή απειλή για μας». Για μας, σημειώνω. «Τη δουλειά σου;» ρωτάω. «Η οποία είναι…» «Αυτοδιορίστηκα Αρχιπολιτικός σου».

474

PIERCE BROWN

«Έτσι, ε;» «Έτσι. Το αυλικό παιχνίδι μπορεί να γίνει πολύ άσχημη, διπρόσωπη δουλειά. Παραείσαι ειλικρινής για να το παίξεις. Σαν πρόβατο που το θεωρεί τιμή του να το προσκαλούν σε συμπόσιο που οργανώνουν για χάρη του οι λύκοι». «Κι αν είσαι εσύ αυτή από την οποία χρειάζομαι προστασία;» «Να σου πω». Ανασηκώνει το αριστερό της φρύδι. «Σ’ αυτή την περίπτωση υποθέτω πως έχεις ήδη χάσει». Γελάω και ρωτάω για τον Σέβρο. Παριστάνει πως κοιτάζει ολόγυρα. «Δεν κοιμάται στα πόδια του κρεβατιού; Νομίζω πως έφυγε με τον πατέρα του. Είχα πάει να επισκεφθώ τον Κάβαξ σε τροχιά και γύρισα μόλις χτες το βράδυ, η Θεοδώρα όμως λέει πως ο Σέβρο έφυγε λίγο μετά το φαγητό μαζί με τον Φίτσνερ. Νόμιζα πως τον μισούσε αυτόν τον άνθρωπο». «Τον μισεί». «Τι άλλαξε;» Ανασηκώνω τους ώμους και αναρωτιέμαι πόσο καιρό ξέρει ο Σέβρο για την πραγματική ταυτότητα του πατέρα του. Μ οιάζει απίθανο να ήταν τόσο τυφλός όσο εγώ. Μ ήπως κάποιος έλεγε ψέματα σ’ εμένα, έτσι, για αλλαγή; «Και ο Λορν;» «Είναι μ’ εκείνη τη μέγαιρα, τη Βίκτρα». «Τι κακό έχει η Βίκτρα;» «Εκτός από το γεγονός ότι φλερτάρει ό,τι κινείται; Τίποτα». «Για στάσου... Σε φλερτάρει; Πες μου κι άλλα περί αυτού». «Σκάσε». Η Μ άστανγκ με κοπανάει με την παλάμη της. Ο Λορν πήρε τη Βίκτρα υπό την προστασία του. Φαίνεται πως τον βολεύει να υπάρξει συμμαχία ανάμεσα στην οικογένειά του και τους Ιούλιους. Η μητέρα της Βίκτρας συμφώνησε με τη συνθήκη. Τρεις από τους πιο ισχυρούς οίκους του Άρη ενωμένοι κάτω από την οικογένειά μου. Μ ια τριανδρία εναντίον της Αρχόντισσας. Οι Κυβερνήτες των Αέριων Γιγάντων έρχονται στην Αγέα για σύσκεψη κορυφής. Το ίδιο και οι Μ εταρρυθμιστές. Είχες δίκιο. Παίρνουμε τον Άρη, έχουμε μια πιθανότητα εναντίον της Οκταβίας. Δεν είναι πια απλώς μια μάχη. Είναι εμφύλιος πόλεμος.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

475

Και όχι άσκοπος, κατά τα φαινόμενα. Ο πατέρας μου συζητάει να δώσει στους Μ εταρρυθμιστές μια ευκαιρία στο τραπέζι. Κάτι τέτοιο… αυτό κάτι σημαίνει». Θυμάμαι την κουβέντα μου μ’ αυτό τον άνθρωπο. «Και τον πιστεύεις;» «Τον πιστεύω, Ντάροου». Χαμογελάει γεμάτη ελπίδα. «Πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό, πραγματικά τον πιστεύω». Εγώ δεν είμαι τόσο σίγουρος. «Και ο…» «Κάσσιος;» μαντεύει ήρεμα. «Ο πατέρας του σκοτώθηκε από τους Τηλεμάνους και πολέμησε με τον Ράγκναρ στο τείχος. Όλοι οι αδερφοί και οι αδερφές του θεωρούνται νεκροί. Ο ίδιος και η μητέρα του όμως είναι αγνοούμενοι». Προσέχω πόσο μετρημένα είναι τα λόγια της. «Ανησυχείς μήπως είναι νεκρός;» «Είναι εχθρός μας» λέει κοφτά. «Η ευημερία του δε μ’ ενδια​φέρει». Εξετάζει προσεκτικά το βλέμμα μου. «Εσύ ανησυχείς;» «Δεν ξέρω». Το σκέφτομαι. «Φρικοδιάολε. Είσαι τόσο συμπονετικός μερικές φορές. Έχεις τύψεις και επειδή του έκοψες το χέρι;» «Έχω τύψεις που σκότωσα τον Ιουλιανό». «Όλοι είμαστε σημαδεμένοι από το παρελθόν». Η Μ άστανγκ το σκέφτεται. «Ξεχνάς πως κι εγώ χρειάστηκε να σκοτώσω κάποιον στο Πέρασμα. Κάθε Απαράμιλλος Σημαδεμένος που έχεις γνωρίσει ποτέ – ο Λορν, ο Σέβρο, το Χαλίκι, ο Τάκτος, η Οκταβία, ο Ντάξο, όλοι από εκεί ξεκινήσαμε. Συχνά σκέφτομαι πως υπάρχουν πολλά για τα οποία πρέπει να λυπόμαστε». Μ ιλάει για μας; Είμαι μια τύψη; «Θέλω να μισώ τον Κάσσιο» λέω αργά. «Πραγματικά θέλω. Ακόμα και που τον σκέφτομαι θέλω να σπάσω κάτι. Ας πούμε, ένα παράθυρο. Ή, κατά προτίμηση, το άσχημο, αυτάρεσκο πρόσωπό του». «Άσχημο;» ρωτάει δύσπιστα. «Τόσο όμορφος που καταντάει άσχημος». Η Μ άστανγκ γελάει μ’ αυτό. «Είναι όμως δύσκολο να κρατήσεις το μίσος ζωντανό, ε;» ρωτάει. Γνέφω καταφατικά. Το μίσος είναι αυτό που κάνει τα μέλη της

476

PIERCE BROWN

οικογένειας του Κάσσιου να ρίχνονται εναντίον του Αυγούστου. Κοίτα τι τους έφερε αυτό. «Τον λυπάμαι. Όπου κι αν είναι». «Νωρίτερα σου είπα να μην εμπιστεύεσαι τον αδερφό μου» λέει η Μ άστανγκ, αλλάζοντας κουβέντα. «Το εννοούσα. Ξέρω πως συνέχισες τη συμμαχία σου μαζί του. Οι συνεργάτες του σε κάνουν να μοιάζεις με θεό. Έχει ένα τέλος όμως. Δεν του χρωστάς τίποτα. Να είσαι εγκάρδιος. Να είσαι φιλικός. Μ ην του δείξεις έλλειψη σεβασμού δημοσίως. Όχι άλλες συναντήσεις όμως. Όχι άλλες υποσχέσεις. Κάνε τον πέρα. Δεν τον χρειάζεσαι πια. Έχεις εμένα». Αυτό το κορίτσι. Μ ακάρι να μπορούσα να τη γνωρίσω στη μητέρα, στον Κίραν και στη Λιάνα. Θα τους άρεσε η φλόγα της. Ο λαιμός μου σφίγγεται. Και στην Ηώ θα άρεσε. «Δε σ’ έχω» λέω. «Ντάροου…» Κάτι παράξενο στριφογυρίζει μέσα μου. Σαν κουλουριασμένο συναισθηματικό ελατήριο που μπορεί ξαφνικά να ελευθερωθεί. «Όταν ήμουν στον πάτο του ποταμού… ήξερα πως δε θα σε ξανάβλεπα». Διστάζει σαν να θέλει ν’ απλώσει το χέρι της για να μ’ αγγίξει αλλά να μην το κάνει εξαιτίας όσων έχουμε πει παλιότερα. «Ξέρεις πως δεν έχεις την άδειά μου να πεθάνεις» προτιμά ν’ αστειευτεί. «Εν πάση περιπτώσει, ο Σέβρο και οι Υλακτούντες δε θα σου το συγχωρούσαν ποτέ, αν προσπαθούσες. Κανείς τους δε θα σου το συγχωρούσε. Έχεις τόσο πολλούς φίλους, Ντάροου. Τόσο πολλούς που θα έπεφταν στη φωτιά για χάρη σου». Τόσο πολλούς που κάηκαν. Ανατριχιάζοντας, παίρνω μια βαθιά ανάσα και κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να μην αφήσω την ενοχή να με καταπιεί. Τα δάκρυα έρχονται σιωπηλά, κυλώντας από τις άκρες των ματιών μου. «Ντάροου. Μην κλαις» ψιθυρίζει η Μ άστανγκ, απλώνοντας τώρα τα χέρια της για να μ’ αγγίξει. Έρχεται κοντύτερα και με αγκαλιάζει. «Μ η στενοχωριέσαι. Όλα τέλειωσαν. Είμαστε ασφαλείς». Οι λυγμοί ξεσπούν, βασανίζοντας το στήθος μου. Κάνει λάθος. Δεν τέλειωσαν. Το μόνο που βλέπω πίσω από τα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

477

βλέφαρά μου είναι ένας κόσμος πολέμου. Δεν υπάρχει άλλο μέλλον για μένα, για μας. Ωστόσο πόσες φορές μ’ έχουν ήδη ξανασυναρμολογήσει; Πόσο θα κρατήσουν όλ’ αυτά τα ράμματα; Στο τέλος θα έχουν απομείνει καν δικά μου κομμάτια; Δεν μπορώ να σταματήσω να κλαίω. Δεν μπορώ ούτε να αναπνεύσω. Η καρδιά μου βροντοχτυπάει. Τα χέρια μου τρέμουν. Όλα βγαίνουν από μέσα μου. Η Μ άστανγκ, ούτε το μισό μου βάρος, με κρατάει με τα τρυφερά μπράτσα της μέχρι που εξαντλούμαι και δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο παρά να ξαναβουλιάξω στο κρεβάτι. Κάποια στιγμή η καρδιά μου επιβραδύνει, βρίσκοντας έναν ρυθμό που ταιριάζει με τον δικό της. Καθόμαστε έτσι κάπου μια ώρα. Κάποια στιγμή, με φιλάει στον ώμο, στον λαιμό, με τα χείλη της να περνούν πάνω από τη σφαγίτιδα, καθώς πάλλεται. Φέρνω τα χέρια μου στην κατάλληλη θέση για να τη σπρώξω μακριά, αλλά τα κάνει πέρα και πιάνει το πρόσωπό μου στην παλάμη της. «Μ η με αποδιώχνεις». Αφήνω τα χέρια μου να πέσουν στο κρεβάτι. Το στόμα της ανοίγει ένα ζεστό μονοπάτι προς το δικό μου. Μ ετά μοιραζόμαστε τη γεύση των δακρύων μου, καθώς το πάνω χείλος της γλιστράει κάτω από το δικό μου και η γλώσσα της ζεσταίνει το εσωτερικό του στόματός μου. Το χέρι της γλιστράει στον λαιμό μου με τα νύχια να γδέρνουν το δέρμα, μέχρι που βρίσκει σημείο να κρατηθεί στα μαλλιά μου, τραβώντας ελαφρά την μπερδεμένη μάζα. Ρίγη διατρέχουν το σώμα μου. Η δήθεν αντίστασή μου έχει χαθεί. Όλη η ενοχή που με εμπόδιζε να προδώσω την Ηώ με τη Μ άστανγκ παρασύρεται στο χάος μέσα μου. Όλη η ενοχή που νιώθω ξέροντας πως είναι Χρυσή κι εγώ Κόκκινος εξαφανίζεται. Είμαι άντρας και είναι η γυναίκα που θέλω. Τα χέρια μου βρίσκουν τη Μ άστανγκ, τραβώντας το σώμα της πάνω στο δικό μου, ανεβαίνοντας στα πόδια της μέχρι την καμπύλη της μέσης της. Μ ια πείνα που καταπιεζόταν εδώ και πολύ καιρό ξυπνάει μέσα μου. Μ ε γεμίζει πάθος, με κάνει να φλέγομαι γι’ αυτήν. Ολόκληρη. Ξεχνάω τις αναστολές μου. Ξεχνάω τη θλίψη μου. Αυτό είναι το μόνο που χρειάζομαι. Δε θα

478

PIERCE BROWN

τρέξω. Όχι αυτήν τη φορά. Όχι όταν ξέρω πόσο κοντά έφτασα στο να μην την ξαναδώ. Της βγάζω τα ρούχα με αργή βία. Κάτω από τα χέρια μου το ύφασμα είναι σαν βρεγμένο χαρτί. Το δέρμα της είναι λείο, θερμό μάρμαρο ζεσταμένο στον ήλιο. Μ ύες συσπειρώνονται και τεντώνονται από κάτω, καθώς κυρτώνει την πλάτη της. Το σώμα της είναι φτιαγμένο για κίνηση, αντιστέκεται, κουλουριάζεται γύρω από το δικό μου. Τα δάχτυλά μου προχωρούν κατά μήκος της καμπύλης χαμηλά στην πλάτη της. Σπρώχνει το κορμί της πάνω μου με παλλόμενη ανάσα, με τους γοφούς της να με συνθλίβουν πάνω στο κρεβάτι. Μ πορεί γι’ αυτήν να ήταν πριν από μια βδομάδα, αλλά για μένα ήταν πριν από μερικά λεπτά, δευτερόλεπτα, που γονάτισα πάνω σε κρύο ατσάλι ζεσταμένο από το ίδιο μου το αίμα, περιμένοντας να μου κόψουν το κεφάλι. Αυτή εδώ είναι μια στιγμή που νόμιζα πως δε θα ξαναζούσα όταν έσκαβα τον τάφο της Ηώς με τα ίδια τα τρεμάμενα χέρια μου. Μ ια στιγμή με μια γυναίκα που θέλω κι αγαπώ. Και τι βρομοκατάρατο νόημα έχει να επιβιώνω σ’ αυτόν τον κρύο κόσμο, αν αποφεύγω τη μόνη θαλπωρή που έχει να προσφέρει;

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

479

44 Ο ποιητής

Π

ροχωράω αργά στον πέτρινο διάδρομο με τη Μ άστανγκ. Έξω από τα παράθυρα, φρουροί περιπολούν στο κτήμα. Είναι εδώ για να μας κρατούν μέσα όσο και για να μας προστατεύουν. Ψιλοβρέχει. Γέλια ξεφεύγουν από μια ανοιχτή πόρτα μαζί με μυρωδιές από καφέ και μπέικον. «Τι εννοείς δεν μπορώ να γίνω διασκεδαστικός;» ρωτάει ο Ροκ προσβεβλημένος. «Αυτό ακριβώς» απαντά γλυκά ο Ντάξο. «Μ πορείς σίγουρα να προσπαθήσεις, αλλά παραείσαι… καλλιεργημένος». «Εντάξει, λοιπόν, ποιος ήταν ο πρώτος μαραγκός;» «Αστείο είναι αυτό;» ρωτάει ο Ντάξο. «Αυτόν τον στόχο έχει». «Ο Ιησούς ο Ναζωραίος;» εικάζει ο Ντάξο. «Είναι ιστορικό αστείο, έτσι;» «Ο Νώε;» δοκιμάζει το Χαλίκι. Η Μ άστανγκ κι εγώ σταματάμε έξω από την πόρτα ανταλλάσσοντας χαμόγελα. «Ο Ιησούς;» γελάει ο Ροκ. «Μ πορείς και καλύτερα». «Αν ήξερα πως θα μ’ έπαιρνες στο ψιλό επειδή δοκίμασα να μαντέψω, δε θα είχα προσπαθήσει». «Ο Παξ έλεγε πως εσύ ήσουν ο έξυπνος» λέει το Γαϊδουράγκαθο. «Απογοητευτικό, Ντάξο. Απογοητευτικό».

480

PIERCE BROWN

«Εντάξει, συγκριτικά, μάλλον...» αρχίζει να λέει ο Κλόουν, αλλά μετά το Χαλίκι τού δίνει μία κατακέφαλα. «Άου!» «Μ η λες σαχλαμάρες για τον Παξ» πετάει κοφτά το Χαλίκι. «Ο ψηλός ήταν γλύκας». «Κανείς δεν ενδιαφέρεται για την απάντηση;» ρωτάει ο Ροκ μελωδικά. «Εντάξει. Εντάξει. Καταλαβαίνω. Όλοι με θεωρείτε βαρετό». «Πεθαίνουμε να μάθουμε» πετάει το Γαϊδουράγκαθο. «Πες μας». «Ποιος ήταν ο πρώτος μαραγκός του κόσμου;» ρωτάει πάλι ο Ροκ. «Δε χρειάζεται να το ξαναπείς από την αρχή!» βογκάει το Χαλίκι. «Κοίτα, έτσι λειτουργεί καλύτερα». Ο Ροκ αναστενάζει. «Η Εύα». «Η Εύα;» ρωτάει ο Ντάξο. «Επειδή…» τους καθοδηγεί ο Ροκ. «Όρθωσε το κατάρτι του Αδάμ». Ένα συλλογικό βογκητό. «Καλά, νιώθω άσχημα» λέει το Χαλίκι μ’ έναν στεναγμό. «Δεν πίστευα ποτέ πως θα αναζητούσα τον Τάκτο». Μ ετά ένα διαπεραστικό γέλιο σαν σκούξιμο ξεπηδάει μέσα από τον Ντάξο. Ακριβώς σαν του Παξ. «Η Εύα! Η Εύα, είπε. Κατάρτι. Χα». Λες και οι γίγαντες έχουν μέσα τους μικρά, γελοία ξωτικά που περιμένουν απλώς να πεταχτούν έξω για να χαχανίσουν. Απλώς χρειάζεται πολύ τσίγκλισμα. «Νομίζω πως έσπασε τον Ντάξο». Το Χαλίκι χασκογελάει. «Το μυρίζει κανείς αυτό;» ρωτάει ο Κλόουν. «Εμένα μου μυρίζει μπέικον» δοκιμάζει ο Ντάξο. Ακούγεται ένα μασούλισμα, καθώς δαγκώνει ένα κομμάτι. «Όχι» λέει ο Κλόουν. «Είναι η μυρωδιά κάποιου αυτοκαταστροφικού τρελάρα που αναστήθηκε πρόσφατα εκ νεκρών, αφού κατέκτησε έναν πλανήτη και εγκατέλειψε τους φίλους του για να πάει να τον κόψουν φρικοκορδέλες σαν γειωμένο βλάκα». Ο Ντάξο ρουφάει τον αέρα. «Αυτή η μυρωδιά είναι ιδιαίτερη».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

481

«Ω, Ντάροου χρυσέ μου» φωνάζει ο Κλόουν. «Καραδοκείς πίσω από την πόρτα;» Η Μ άστανγκ με σπρώχνει αδέξια έξω. «Βρε Ξωτικό, παλιο-ωτακουστή!» Ο Ντάξο πετάγεται όρθιος και με τραβάει σε μια απρόσμενα τρυφερή αγκαλιά. Οι χρυσοί άγγελοι στο φαλακρό του κεφάλι λάμπουν στο πρωινό φως. «Χαίρομαι που σε βλέπω, φίλε μου». Μ ε χαιρετούν όλοι ένας ένας με τη σειρά. Περισσότερες αγκαλιές απ’ όσες έχω δεχτεί ποτέ από Χρυσούς. Ο Ροκ μ’ αγκαλιάζει μηχανικά. Μ ια τυπική χειρονομία. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που πρέπει να διορθωθούν. Μ πουκώνομαι με πρωινό, καθώς οι φίλοι μου χωρατεύουν. Περνάμε την ημέρα στο κτήμα, σκοτώνοντας την ώρα μας κουβεντιάζοντας και παίζοντας. Έχει περάσει τόσο πολύς καιρός χωρίς να κάνω τίποτα από τα δύο, που έχω σχεδόν ξεχάσει πώς να μην κάνω τίποτα. Η Μ άστανγκ αναγκάζεται να με φιλήσει τρεις φορές στο αυτί και να μου πει να χαλαρώσω μέχρι να το συνειδητοποιήσω πραγματικά. Είμαστε στη βιβλιοθήκη και ακούμε μουσική όταν βλέπει τον Ροκ έξω από το παράθυρο στην πελούζα. Μ ε σκουντάει. «Πήγαινε». Βρίσκω τον Ροκ να παρακολουθεί ένα ζευγάρι ελάφια να τρώνε από μια ταΐστρα κάτω από μια γέρικη φτελιά. Δε γυρίζει να με κοιτάξει καθώς τον πλησιάζω. Μ υρίζει φρεσκοκομμένο χορτάρι. Η θάλασσα κάπου πέρα από τον λόφο. «Είναι λογικό να μεγάλωσε εδώ η Μ άστανγκ» λέω. «Είναι άγριο και γαλήνιο ταυτόχρονα». «Το σπίτι μου υποτίθεται πως ήταν στην πόλη» λέει ο Ροκ. «Αν και το έσκαγα συχνά στην εξοχή με τους παιδαγωγούς μου όποτε έλειπε η μητέρα. Πράγμα που συνέβαινε συχνά. Φαινόταν να νομίζει πως δεν υπήρχε τίποτε άξιο λόγου εδώ έξω. Πως η δουλειά των πόλεων ήταν πιο σημαντική από αυτό. Όμως γι’ αυτό πολεμάμε, έτσι δεν είναι;» «Για τη γη;» ρωτάω. «Για τη γαλήνη, με όποιο τρόπο μπορούμε να τη βρούμε». Στρέφεται προς το μέρος μου. «Γι’ αυτό δεν πολεμάς;»

482

PIERCE BROWN

«Κάποιοι από μας δε γεννήθηκαν με γαλήνη» λέω δείχνοντας τα ελάφια και τη γη. «Δεν τα είχα αυτά όταν μεγάλωνα. Ό,τι έχω τώρα ή θα έχω στο μέλλον πρέπει να τα κερδίσω. Έχεις δίκιο όμως. Γι’ αυτό πολεμάω, ώστε να μπορώ να τα έχω αυτά για μένα και για τους ανθρώπους που αγαπάω». Τα μάτια του ψάχνουν το πρόσωπό μου. «Λογικό». «Θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη, Ροκ». «Πάλι;» «Από την Ακαδημία σε κρατάω σε απόσταση. Σε θεωρώ δεδομένο. Δεν έπρεπε να το έχω κάνει αυτό. Ιδιαίτερα από τη στιγμή που ήσουν πάντα τόσο ευγενικός απέναντί μου». Δε με κοιτάζει στα μάτια. «Δε μ’ ένοιαζε που τα πάντα περιστρέφονταν γύρω από σένα, Ντάροου. Αυτό ήταν που έκαιγε τον Τάκτο, αλλά όχι εμένα. Δεν είμαι ερωτευμένος μαζί σου, όπως η Μ άστανγκ. Δε σε λατρεύω όπως ο Σέβρο ή οι Υλακτούντες. Ήμουν πραγματικός φίλος. Ήμουν κάποιος που έβλεπε το φως σου και το σκοτάδι σου και τα δεχόταν και τα δύο χωρίς κριτική, χωρίς υστεροβουλία. Και τι μου έκανες; Μ ε χρησιμοποίησες όπως ένας άνθρωπος χρησιμοποιεί ένα άλογο. Αξίζω περισσότερα από τόσο. Η Κουίν άξιζε περισσότερα από τόσο». «Αξίζεις περισσότερο από αυτή τη φιλία;» ρωτάω ήρεμα, τρέμοντας την απάντηση. «Νομίζω πως αξίζω περισσότερο από σένα» λέει. Κάνω ένα βήμα πίσω πληγωμένος. Παρακολουθεί τα ελάφια να τσιμπολογούν τους σπόρους στην ταΐστρα. «Κάθισα δίπλα στο κρεβάτι τριών φίλων φέτος. Της Κουίν, του Τάκτου και το δικό σου. Κάθε φορά ήξερα πως θα είχα αλλάξει ευχαρίστως θέση με καθέναν από σας. Θα ευχόσουν το ίδιο;» «Θα έδινα τη ζωή μου για να τους φέρω πίσω» λέω, ξέροντας πως είναι ψέμα. Όσο κι αν αγαπώ αυτούς τους Χρυσούς, έχω μεγαλύτερες ευθύνες. Μ έχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία, η ζωή μου δεν είναι δική μου για να τη δώσω. Στρέφεται από το ελάφι για να με κοιτάξει προσεκτικά, με μάτια ζεστά και θλιμμένα, που κουβαλούν πάρα πολύ μεγαλύτερο βάρος από όσο θα έπρεπε να κουβαλούν ποτέ. Είναι διαφορετικός

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

483

από μένα, από τον Κάσσιο. Τον αποκαλούσαμε αδερφό και ήταν ένας αδερφός καλύτερος από ό,τι αξίζαμε και οι δύο. «Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί μ’ έβαλαν στον Οίκο του Άρη; Δεν είμαι η τυπική επιλογή. Οι περισσότεροι θα μ’ έβαζαν μάλλον στον Απόλλωνα ή στην Ήρα». «Η Κουίν είχε πάντα εκείνο τον ανταγωνισμό στο αίμα της. Εσύ όμως… Ναι, έχω αναρωτηθεί». «Ντάροου». Γυρίζω και βλέπω τον Σέβρο να στέκεται πίσω μας φορώντας στολή. «Είναι επείγον». «Όχι τώρα, Σέβρο». «Θεριστή, δεν κάνω πλάκα» λέει. Ξανακοιτάζω τον Ροκ. «Πήγαινε» λέει και προχωράει προς το ελάφι, βγάζοντας από την τσέπη του μικρούς καρπούς του δάσους. «Ροκ» του φωνάζω με παράπονο. «Οι φιλίες παίρνουν μερικά λεπτά για να χτιστούν, δευτερόλεπτα για να σπάσουν, χρόνια για να αποκατασταθούν» λέει, γυρίζοντας για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. «Θα ξαναμιλήσουμε σύντομα». Τον παρακολουθώ να φεύγει, νιώθοντας μια αμυδρή ελπίδα να με ζεσταίνει. Γυρίζω στον Σέβρο και τον χτυπάω στην πλάτη. «Χαίρομαι που σε βλέπω. Συγγνώμη για...» «Κόφ’ το. Δεν είμαι κανένα κλαψιάρικο κοριτσάκι σαν τον ποιητή. Πρόκειται για τον Άρη. Οι φίλοι σου, η Κόκκινη, η Ροζ και ο Ιώδης, κατάφεραν να αιχμαλωτιστούν». «Από ποιον;» «Από ποιον νομίζεις; Από το Τσακάλι».

484

PIERCE BROWN

45 Δώρα

Τ

ο σκάφος μου προσεδαφίζεται στην πρωινή χιονόπτωση της Αττικής, μιας νότιας ορεινής πόλης χτισμένης πάνω σε εφτά κορυφές. Ακανόνιστα κτίρια από ατσάλι και γυαλί στεφανώνουν τις κορυφές σαν παγωμένες αγκάθινες κορόνες, σκονισμένες τώρα με φρέσκια σκόνη. Ο κόκκινος πρωινός ήλιος ανεβαίνει πάνω από την οροσειρά στα ανατολικά. Γέφυρες συνδέουν τις εφτά κορυφές και οι χαμηλότερες συνοικίες της πόλης ξεχύνονται γύρω από τα ριζά των βουνών. Η άκατός μου πετάει από πάνω τους. Εκχιονιστικά λιώνουν μονοπάτια μέσα από το χιόνι με παλλόμενες πορτοκαλιές λεπίδες. Σε λίγο τα χερσαία οχήματα των μεσαίων Χρωμάτων θα αρχίσουν να κυλούν στις λεωφόρους. Και οι άκατοι των ανώτερων Χρωμάτων θα μεταφέρουν τους Ασημένιους και τους Χρυσούς στα γραφεία τους στις κορυφές των βουνών. Απόμακρη και διάσημη για τον τραπεζικό της τομέα, η Αττική είναι μια έξοχη έδρα εξουσίας. Τώρα ανήκει στο Τσακάλι. Κάτω από τη στενή παρακολούθηση σχιζόφτερων, προσεδαφίζομαι σε μια εξέδρα τριγυρισμένη από αειθαλή. Κάμποσοι λέρτσερ περιμένουν εκεί φορώντας λευκή επιχειρησιακή εξάρτυση. Ένας μοναχικός Χρυσός στέκεται μαζί τους. Η Βίκτρα με σφίγγει στην αγκαλιά της, με μια άσπρη προβιά

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

485

τυλιγμένη σφιχτά γύρω από τους ώμους της. Σκουλαρίκια από νεφρίτη κουδουνίζουν στο αεράκι, καθώς οι Γκρίζοι επιθεωρούν το εξωτερικό του σκάφους μου. «Βίκτρα» λέω, απομακρύνοντάς τη για να την κοιτάξω. Χαμογελάει διαβολικά και με φιλάει στο μάγουλο, αρπάζοντας ταυτόχρονα τον πισινό μου. Αναπηδώ αιφνιδιασμένος. Γελάει κεφάτα. «Απλώς βεβαιώνομαι πως όλα τα κομμάτια είναι στη θέση τους. Μ ας ανησύχησες, αγάπη μου. Ο Ροκ με κρατούσε ενήμερη όσο ήμουν με τον Λορν». «Μ εσολαβώντας για να γίνει άλλη μια συμμαχία, ακούω». «Ποιος να το ’λεγε, η Βίκτρα Au-Ιουλία η ειρηνοποιός». Οι Γκρίζοι με ενημερώνουν πως έχουν εντολές να ψάξουν το σκάφος μου. «Ράγκναρ» φωνάζω. Βγαίνει από το σκάφος, σχεδόν διπλάσιος σε μέγεθος από τον πιο μεγαλόσωμο Γκρίζο. «Άσε τα ποντίκια να ψάξουν το σκάφος. Ψάχνουν για…» Ο Γκρίζος ρίχνει μια ματιά στον Ράγκναρ. Ξεροκαταπίνει. «Βόμβες, ντόμινους». Η Βίκτρα με συνοδεύει στο καινούριο σπίτι του Τσακαλιού – μια οχυρή ακρόπολη πάνω στην πιο ψηλή κορυφή της Αττικής. Η πόλη απλώνεται κάτω μακριά μας. Δέντρα περιβάλλουν το μονοπάτι από την εξέδρα προσεδάφισης μέχρι την Ακρόπολη. «Ο Άδριος κατέλαβε το μέρος αμέσως μόλις αποσύρθηκε το τελευταίο σκάφος των Μ πελόνα. Ήρθε με χίλιους λέρτσερ και εκτόπισε τους συμμάχους των Μ πελόνα στους οποίους ανήκε το μέρος. Πήρε ό,τι είχαν. Άδειασε τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς. Κανονική κλοπή. Αυτός είναι ο πόλεμος όμως». Γνέφει προς τη δύση. «Υπέροχες πλαγιές μόλις μερικά κλικ πιο έξω. Θα πάρουμε μερικές μέρες διακοπές όταν κατασταλάξουν όλ’ αυτά. Εσύ θα φέρεις τη Βιργινία, εγώ θα βρω έναν άντρα». Σχεδόν στο ύψος μου, με λοξοκοιτάζει. «Κάνεις σκι, ε;» Ξεφυσάω γελώντας. «Δεν είχα ποτέ τον χρόνο». Βρίσκουμε το Τσακάλι στο καθιστικό του. Τοίχοι και πατώματα είναι από γυαλί. Φωτιά στροβιλίζεται κάτω από το πάτωμα, σχηματίζοντας στήλες που ανεβαίνουν κοντά στο

486

PIERCE BROWN

παράθυρο. Κάμποσες μινιμαλιστικές καρέκλες από ατσάλι και δέρμα κάθονται πάνω σε γούνινα χαλιά. Ο Τσακάλι είναι σκυμμένο πάνω από μια συσκευή ολοπροβολής, μιλώντας βιαστικά σε κάποιον. Μ ας κάνει νόημα να καθίσουμε. Στην ολοπροβολή, το μάτι μου παίρνει την Αρμονία σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο, τριγυρισμένη από Γκρίζους. Ένας είναι σκυμμένος από πάνω της, κάνοντας κάτι με κάποια συσκευή που δεν μπορώ να δω καλά. Καθόμαστε δίπλα στις φλόγες, αλλά με διαπερνά μια παγωνιά που καμιά φωτιά δεν μπορεί να διώξει. Το Τσακάλι τελειώνει, δίνοντας ένα δελτίο δεδομένων στη Σουν-χούα, που αμέσως μετά φεύγει. Το Τσακάλι έρχεται κοντά μας τρίβοντας τον σβέρκο του. «Τόσο πολλά κινητά μέρη». Μ ορφάζει. «Διάολε, μόνο για να οργανωθούν οι αποστολές τροφίμων χρειάζονται εκατό Χάλκινοι. Κι εκείνα τα αχώνευτα σκατουλάκια θα περάσουν όλη την ημέρα καβγαδίζοντας αν ένα σκάφος πρέπει να έχει στο μαγειρείο του μπάρες δημητριακών ή μούσλι. Και τα δύο είναι η επιλογή. Και τα δύο! Πόσο δύσκολο είναι αυτό, πραγματικά; Είναι σαν να απολαμβάνουν τα δελτία δεδομένων και την τζάμπα δουλειά. Δεν το χωράει ο νους σου». «Του λέω συνεχώς πως πρέπει να αναθέτει πιο αποτελεσματικά ευθύνες στους άλλους» λέει η Βίκτρα. Ώστε μιλούσαν κιόλας. Έχω μείνει πίσω. «Σιχαίνομαι την ανάθεση ευθυνών» απαντάει το Τσακάλι. Ξύνει το κεφάλι του. «Τουλάχιστον όσον αφορά τους αριθμούς και τις λεπτομέρειες. Εσείς οι δυο μπορείτε να κυριέψετε όσους φρικοπλανήτες θέλετε. Εμένα αφήστε με στη γραφειοκρατία μου, παρακαλώ». «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου» γελάω. «Μ όνο κράτα με μακριά από τις παραγγελίες για προμήθεια τροφίμων». Σκύβω μπροστά. «Ακούω πως ο στόλος θα είναι έτοιμος να φύγει για τον Πυρήνα σε δύο εβδομάδες. Επί τη ευκαιρία, υπέροχο το καινούριο σου σπίτι». «Μ ’ αρέσει» αναστενάζει. «Ο πατέρας είναι έξαλλος που το πήρα για τον εαυτό μου, φυσικά. Ήθελε να το κάνει δώρο σε έναν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

487

από τους Κυβερνήτες των Αέριων Γιγάντων». «Νομίζω πως το κέρδισες με το σπαθί σου» λέω. «Αυτό και άλλα πολλά». «Ακριβώς». Το Τσακάλι κάνει μια κουρασμένη κίνηση με το μοναδικό του χέρι. «Ερχόμουν εδώ όταν ήμουν μικρός για να κάνω σκι με τη μητέρα μου. Πάντα κοιτούσα εδώ πάνω και έλεγα πως θα γίνει δικό μου. Ο πατέρας έλεγε πως δεν μπορείς να έχεις όλα όσα θέλεις». «Κι εσύ ρωτούσες: “γιατί όχι;”» προσθέτει η Βίκτρα. Έχει ξανακούσει την ιστορία. «Γιατί όχι;» Το Τσακάλι επαναλαμβάνει τα λόγια τρυφερά. «Άρα, αν ο πατέρας το θέλει πίσω, θα πρέπει να κάνει τις δικές του παραγγελίες αγοράς τροφίμων». Όλοι ξέρουμε πως δεν είναι οι παραγγελίες αγοράς τροφίμων αυτές που γεμίζουν τον χρόνο του. Όχι αποκλειστικά. Δέχομαι ένα φλιτζάνι τσάι από μια Ροζ. Βάζουν μπροστά μου μια μικρή ποικιλία εδεσμάτων για πρωινό. Είμαι εφτά ώρες πίσω από αυτή τη ζώνη ώρας, αλλά δεν μπορώ να αφήσω να φανεί πόσο νευρικός είμαι. Το Τσακάλι με παρακολουθεί να καρφώνω με το πιρούνι μου ένα κομμάτι πεπόνι. Ποιος ξέρει τι σκέφτεται πίσω από εκείνα τα βρόμικα χρυσά μάτια; «Ώστε λοιπόν, Ντάροου, έγινες έγκαιρα καλά για τη μεγάλη μάχη». «Γίνομαι» λέω. «Όχι χάρη στα μέσα ενημέρωσής σου. Όλες οι εκπομπές του ολοδοχείου λένε πως έχω γίνει αθάνατος από τότε που ο Κάρνος με άνοιξε στα δυο». «Όλα είναι μέρος του παιχνιδιού, ευγενή μου. Εντύπωση, εξαπάτηση, μέσα ενημέρωσης!» Χτυπάει το χέρι του στον μηρό του, αν και τα μάτια του δε συμμερίζονται την ίδια ευθυμία. «Δώσε μου το σύνθημα και μπορώ να κοινολογήσω τη βελτίωση της ζωτικότητάς σου. Θα προγραμματίσουμε μια συνέντευξη τύπου. Θα σε ντύσουμε με πανοπλία. Οι Ιώδεις μου σου φτιάχνουν μια κατάλληλη, εντελώς δική σου στολή. Συνωμοτούν με Πράσινους για να σου προσφέρουν ένα θαύμα από άποψη εμφάνισης και τεχνολογίας». «Ξέρεις πως μισώ τις κάμερες».

488

PIERCE BROWN

«Ω, πάψε να κλαψουρίζεις. Αυτές είναι ο λόγος που έχουμε τους μισούς μας συμμάχους. Και ο λόγος που η Αρχόντισσα παλεύει σαν αράχνη πάνω σε πάγο. Ο συνασπισμός της βρίσκεται… υπό πίεση». «Τότε, λοιπόν, θα το κάνουμε» λέω. Κοιτάζω έξω από το παράθυρο και θυμάμαι τα λόγια του Ροκ. «Ήθελα μια στιγμή ηρεμίας, αλλά…» Μ ε μιμούνται κοιτάζοντας το χιόνι που πέφτει και τη μακρινή πόλη από κάτω. «Υποθέτω πως δεν το έχουμε κερδίσει ακόμη αυτό. Πράγμα που με φέρνει στον λόγο για τον οποίο συγκάλεσα αυτή τη σύσκεψη». «Παραδέχομαι πως ήμουν περίεργος» λέει το Τσακάλι. «Πέθαινε να μάθει» διορθώνει η Βίκτρα. Γνέφω στον Ράγκναρ, που ακολούθησε τη Βίκτρα κι εμένα στο δωμάτιο. Έρχεται κοντά με δύο κουτιά από το σκάφος μου. «Ήθελα να δώσω και στους δυο σας δώρα. Η συμμαχία μας είχε μια… ενδιαφέρουσα αρχή. Θέλω όμως να ξέρετε και οι δύο πόσο αφοσιωμένος είμαι, όχι μόνο σ’ αυτήν αλλά και στον καθέναν από σας. Ελπίζω να το ερμηνεύσετε αυτό ως δείγμα της εμπιστοσύνης μου». «Πάντα να εμπιστεύεσαι έναν Κηλιδωμένο δώρα φέροντα». Η Βίκτρα χαχανίζει, σηκώνοντας το βλέμμα της στον Ράγκναρ. «Φρικοδιάολε, πήγαινε πιο πέρα. Είσαι σαν δέντρο που κρύβει το φως, Ράγκναρ». «Ράγκναρ, περίμενε έξω» λέω. Το Τσακάλι δεν κοιτάζει καν τον Ράγκναρ. Η σωματική δύναμη του προκαλεί ανία. Χτυπώντας τα δάχτυλά της για να ξανατραβήξει την προσοχή μου πάνω της, η Βίκτρα ξετυλίγει το κουτί της και βρίσκει ένα μικρό κρυστάλλινο μπουκάλι που έβαλα τη Θεοδώρα να παραγγείλει στους Λαξευτές του Παξ πριν από την πολιορκία του Άρη. «Πετριχώρ» λέω, καθώς ανοίγει το μπουκάλι. Το δωμάτιο γεμίζει από τη μυρωδιά της πέτρας πριν από τη βροχή. Μ ε ευχαριστεί βάζοντας το σημαδεμένο χέρι της πάνω στον πήχη μου, σφίγγοντας το μπουκάλι στο στήθος της. «Κανείς δεν τα θυμάται αυτά τα πράγματα. Ευχαριστώ,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

489

Ντάροου». Κάθεται εκεί μια στιγμή και μετά σηκώνεται γρήγορα και με φιλάει στα χείλη. Θα προτιμούσα το μάγουλο. «Σειρά μου». Το Τσακάλι ξετυλίγει το κουτί του με το μοναδικό του χέρι. Σκίζει το χαρτί μ’ ένα πλατύ χαμόγελο στο πρόσωπο. Ανοίγει το δερμάτινο κουτί από κάτω και μένει σιωπηλός μια ατέλειωτη στιγμή. «Ντάροου, δεν έπρεπε...» Αφήνει τη φράση του μισή, καθώς ένας διαπεραστικός συναγερμός στριγκλίζει έξω από τα τείχη. Μ ια Γκρίζα λέρτσερ ορμάει μέσα στο δωμάτιο με τραβηγμένο όπλο. Άλλοι τέσσερις τη συνοδεύουν. «Ντόμινους, έχουμε παραβίαση στο χαμηλότερο επίπεδο. Πρέπει να σε συνοδεύσουμε σε ασφαλέστερο δωμάτιο». «Ποιος;» λέει βραχνά το Τσακάλι. Η Βίκτρα κι εγώ τραβάμε τα ξυράφια μας. Η Γκρίζα ετοιμάζεται να απαντήσει, όταν οι συναγερμοί σταματούν απότομα και αντικαθίστανται από ένα ξερό γέλιο που έρχεται από τα ηχεία και ολοένα δυναμώνει. Αντηχεί στο δωμάτιο ακόμα κι όταν τα φώτα σβήνουν. Σπεύδουμε στην πόρτα. Μ ια μικρή μεταλλική αράχνη κουδουνίζει πάνω στο παράθυρο. Το γυαλί λιώνει. Η όραση και η ακοή μου χάνονται. Αντικαθίστανται από ένα μαζικό, διαπεραστικό μοιρολόι. Καταρρέω, ζαλισμένος από τη χειροβομβίδα κρότου λάμψης. Σκοτεινές μορφές πετούν μέσα στο δωμάτιο. Ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, διακρίνω δαιμονικές μάσκες. Μ άτια λάμπουν κατακόκκινα σε τρομερά πρόσωπα. Ήρθαν οι Γιοι. Πυροβολούν τους Γκρίζους και μας κλοτσούν πάνω στο πάτωμα. Ο Ράγκναρ ορμάει μέσα από τον διάδρομο και δέχεται κατάστηθα τρεις ριπές από αναισθητογροθιές. Πέφτει σαν κομμένο δέντρο. Ένας μασκοφόρος εισβολέας σκύβει πάνω από το Τσακάλι. Καθώς η ακοή μου επανέρχεται, ξεχωρίζω πως ουρλιάζει για τον κωδικό προς την κεντρική μονάδα υπολογιστών του συγκροτήματος. Χώνει την κάννη του καψαλιστηριού του στο στόμα του Τσακαλιού μέχρι που αυτός του δίνει τον κώδικα. «Ωραίος Χρυσός» λέει βραχνά μια παραμορφωμένη φωνή. Πίσω από τη μάσκα, ξέρω πως ο Σέβρο δε θα ήθελε τίποτα περισσότερο παρά να τραβήξει τη σκανδάλη και προς στιγμήν

490

PIERCE BROWN

πιστεύω πως θα το κάνει. Μ ε περιμένει, όμως, όπως είναι το σχέδιο. Και την κατάλληλη στιγμή σηκώνομαι με αργές κινήσεις, αποδιώχνοντας την παραζάλη της χειροβομβίδας κρότου λάμψης, και αρπάζω ένα από τα όπλα των εισβολέων. Τους πυροβολώ. Μ ε πυροβολούν. Όλοι αστοχούμε σκόπιμα. Μ ετά εξαφανίζονται, ξαναβγαίνοντας από το παράθυρο. Οι Γκρίζοι κείτονται νεκροί στο έδαφος. Η Βίκτρα αιμορραγεί από μια επιπόλαια πληγή στο κεφάλι και σηκώνεται όρθια. Το Τσακάλι προσπαθεί να σηκωθεί, ενώ αίμα στάζει από τη μύτη του. Αμίλητοι, δοκιμάζουμε τις πόρτες του δωματίου. Είναι κλειδωμένες. Οι Γιοι έχουν τώρα τον έλεγχο της κεντρικής μονάδας. Το Τσακάλι ακουμπάει το κεφάλι του πάνω στην πόρτα. Μ ετά το τραβάει πίσω και το κοπανάει πάνω στο μέταλλο, ξανά, ξανά, ξανά, μέχρι που στο πρόσωπό του κυλάει αίμα. Αναγκάζομαι να τον τραβήξω πέρα προτού ανοίξει το κρανίο του. Γελάει προς στιγμήν καταχθόνια και μετά τινάζει ξεφυσώντας το κεφάλι του. «Δεύτερη φορά» λέει περιφρονητικά. «Δεύτερη φορά που τα βάζουν μαζί μου». Ένα ζωώδες ρίγος διατρέχει το σώμα του. «Τους έσπαγα. Άλλη μια μέρα. Ίσως δύο, και θα είχαν τσακίσει». «Ποιοι;» ρωτάει η Βίκτρα. Δεν απαντάει. Επαναλαμβάνω πιεστικά την ερώτηση. «Ποιοι, Άδριε; Ποιοι διάολο ήταν αυτοί;» «Τρομοκράτες. Ήρθαν για τους αιχμαλωτισμένους Γιους» λέει ανυπόμονα. «Η μία ήταν η Ροζ τσούλα που προσπάθησε να μας σκοτώσει στη Σελήνη, Ντάροου. Δεν ήταν ο Πλίνιος τελικά. Ήταν οι Γιοι. Μ ια άλλη ήταν μια από τους βοηθούς του Άρη. Τη λένε Αρμονία. Μ αζί τους ήταν ένας Ιώδης. Τους έφτιαχνε έναν στρατό από λαξεμένους στρατιώτες». «Είχες εδώ πέρα αιχμαλωτισμένους Γιους του Άρη; Πότε σκόπευες να μας το πεις;» γρυλίζει η Βίκτρα και σηκώνεται, αφού έχει ελέγξει τον σφυγμό ενός νεκρού Γκρίζου. «Δε σκόπευα. Όχι μέχρι να μάθω ποιος είναι ο Άρης». «Τι άλλο μας κρύβεις;» λέω. «Εδώ έχουμε συνεργασία». Κλοτσάω ένα τραπέζι. «Γιατί στο φρικοδιάολο έχεις εμένα, αν όχι για να σε προστατεύω από τέτοια πράγματα;» «Λάθος μου» λέει. «Λάθος μου». Καταπίνει το αίμα στο στόμα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

491

του και προχωράει προς το άδειο κούφωμα του παραθύρου, σφίγγοντάς μου τον ώμο καθώς περνάει. Ο άνεμος μπαίνει μέσα ουρλιάζοντας. «Μ ε προστάτευσες. Πάλι. Ευχαριστώ». Κατσουφιάζω και κατεβάζω μούτρα με άψογο θεατρινίστικο τρόπο. «Δεν μπορεί να ήταν Κόκκινοι» λέω πικρόχολα. «Δεν μπορεί να ήταν Γιοι. Οι Γιοι δε θα είχαν κάνει… δε θα μπορούσαν να έχουν κάνει κάτι τέτοιο. Όχι σ’ εμένα. Όχι στον Ράγκναρ». Βοηθάω τον Κηλιδωμένο να σηκωθεί από το πάτωμα. «Παραήταν οργανωμένοι. Είχαν βαρυμπότες». «Τους υποτιμάς, φίλε μου» λέει το Τσακάλι. «Μ πορούν κι αυτοί να τραβούν σκανδάλες. Και θα τις είχαν τραβήξει με τις κάννες τους κολλημένες στα κεφάλια μας, αν δεν τους είχες σταματήσει». «Πώς στο φρικοδιάολο κατάφεραν να περάσουν από την ασφάλειά σου;» ρωτάει η Βίκτρα. «Υπήρχαν συσκευές εντοπισμού; Παρεμβολείς σημάτων; Χαρακτηριστικά σήματα από τις βαρυμπότες;» «Δεν ξέρω» παραδέχεται το Τσακάλι. Επειδή οι Γιοι ήταν πιασμένοι από το κύτος μου φορώντας φασματομανδύες, σαν μικρά τσιμπούρια. «Ποιος άλλος ήρθε κι έφυγε;» ρωτάω. Κοιτάζει ολόγυρα, όπως ήλπιζα. Καλεί τους ανθρώπους του από μια ενδοσυνεννόηση στο γραφείο του. Την επόμενη στιγμή γυρίζει πάλι προς το μέρος μας. «Η Σουν-χούα» ψιθυρίζει. «Οι άντρες της είναι νεκροί και έχει χαθεί σαν τον άνεμο. Επέζησε και από την τελευταία επίθεση». Μ ετά γελάει. «Μ ε πρόδωσε». Και όταν δει τα χρήματα που έχουν μεταφερθεί στους λογαριασμούς της Σουν-χούα, θα βρει όλα τα επιβεβαιωτικά στοιχεία που χρειάζεται για να ρίξει το φταίξιμο στην επικεφαλής της ασφάλειάς του. Μ όνο που η Σουν-χούα είναι πιστή σαν σκυλί και νεκρή σαν κούτσουρο στο αμπάρι της ακάτου, που τώρα απομακρύνεται από τη χειμερινή ακρόπολη του Τσακαλιού κουβαλώντας τον Φίτσνερ, τον Σέβρο και τους κάποτε αιχμάλωτους φίλους μου. Πηγαίνω κοντά στο Τσακάλι, καθώς η Βίκτρα δοκιμάζει πάλι

492

PIERCE BROWN

την πόρτα. Παρακολουθούμε μαζί το σκάφος να εξαφανίζεται πέρα από τα βουνά. Και λέω με χαμηλή, απειλητική φωνή: «Θα τα σκοτώσουμε τα ποντίκια, μαζί. Το υπόσχομαι. Όλα τους». «Μ ετά την Αρχόντισσα» λέει χτυπώντας με στην πλάτη. «Μ ετά την Αρχόντισσα».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

493

46 Αδελφοσύνη

Α

γκαλιάζω τον Χορευτή τόσο δυνατά, που τα κόκαλά του τρίζουν. Μ ε χτυπάει ελαφρά, πανικόβλητος. Ζητάω συγγνώμη και τραβιέμαι, νιώθοντας δίπλα του τεράστιος σαν Τηλεμάνος. Έξω από το γκαράζ, που έχει μετατραπεί σε αυτοσχέδιο γραφείο, η αποθήκη των Γιων του Άρη σφύζει από κινητικότητα. Μ ε έμπασαν μέσα από την πλαϊνή πόρτα και με άφησαν να περιμένω τον Χορευτή ανάμεσα σε παλιές μηχανές και σκουριασμένα σκάφη. Ο Χορευτής τραβιέται μακριά μου και με κοιτάζει, με τα σκουριασμένα μάτια του να γυαλίζουν από τα δάκρυα. Μ ου κάνει εντύπωση που κάποτε τον θεωρούσα όμορφο. Είναι γύρω στα σαράντα· γέρος για Κόκκινος. Μ αλλιά πασπαλισμένα με γκρίζο. Πρόσωπο αυλακωμένο από τον χρόνο και τις κακουχίες. Το δεξιό του μπράτσο εξακολουθεί να κρέμεται παράλυτο. Το πόδι του εξακολουθεί να σέρνεται. Και το χαμόγελό του εξακολουθεί να απλώνεται πολύ πλατύ, αποκαλύπτοντας άνισα, στραβά δόντια. «Αγόρι μου» λέει, αρπάζοντάς με από τον ώμο με το αριστερό του χέρι. Είναι πιο δυνατό από όλο το υπόλοιπο σώμα του μαζί. Μ υρίζει καπνό. Τα νύχια του είναι κίτρινα. «Το βρομοκατάρατο, μικρό μου παλιόπαιδο. Φαίνεσαι τόσο σπουδαίος!» Δε σταματάει να γελάει, κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν έχω

494

PIERCE BROWN

λόγια. Συγγνώμη που δεν μπορούσα να έρθω σε επαφή μαζί σου. Συγγνώμη που άφησα την Αρμονία να σε χρησιμοποιήσει έτσι. Υπάρχουν τόσα πράγματα, Ντάροου». «Σταμάτα». Τον αρπάζω από τον αυχένα. «Είμαστε αδέρφια. Δε χρειάζονται συγγνώμες. Μ ας συνδέουν το αίμα και το παρελθόν. Σε παρακαλώ, όμως, σε παρακαλώ, μην επιτρέψεις να ξανασυμβεί». Γνέφει καταφατικά. «Πώς είναι η οικογένειά μου, μήπως ξέρεις;» «Ζωντανή» λέει. «Ακόμη στα ορυχεία. Ξέρω, ξέρω. Είναι όμως το πιο ασφαλές μέρος γι’ αυτούς με τούτο τον πόλεμο ολόγυρα. Κανείς δε θέλει να τινάξει στον αέρα τη βιομηχανία του Άρη. Μ ε πιάνεις;» Μ ου κάνει νόημα να καθίσω. «Δεν ξέρω πολλούς Χρυσούς, αλλά αυτός ο Σέβρο είναι κακό σκατόπαιδο. Όταν του παρέδωσα τις οδηγίες του πατέρα του πέρα στην Περιφέρεια, νόμιζα πως θα με πετσόκοβε από την μπούκα μέχρι τη σούφρα». Ανάβει ένα φλογιστό, μου κλείνει το μάτι. «Δεν έχω ξαναγνωρίσει άλλον σαν κι αυτόν». «Πιο πιστός από αυτόν δεν υπάρχει» λέω. «Σαν εσένα». «Όχι! Εννοώ πως μπορεί να βλαστημάει καλύτερα από κάθε βρομοκατάρατο Κόκκινο». «Ο Σέβρο βλαστημάει;» Χαμογελάω. «Φαντάζομαι πως το συνηθίζει κανείς. Αν και τώρα του αρέσει πολύ να λέει βρομο…». «Μ ια χαρά λέξη είναι. Κυλάει από τη γλώσσα. Το έχω ψάξει». Φουσκώνει το στήθος του. «Την έχουμε από την εποχή των πρώτων προγόνων, ξέρεις. Οι πρώτοι Χρυσοί, εκείνοι με τα κανονικά μάτια και τις χρυσές στολές, πήραν τους περισσότερους από τους παλιούς τους νεοσύλλεκτους από τους φτωχοδιάβολους των ιρλανδέζικων νησιών όταν η ακτινοβολία από το Λονδίνο μετέτρεψε τα νησιά σε ερημότοπο. Οι Χρυσοί πήραν το εξαιρετικά ειδικευμένο νομαδικό εργατικό δυναμικό και το επιστράτευσαν για να γίνουν οι πρώτοι Πιονέροι. Η αργκό τους έμεινε, απλώς λίγο μπερδεμένη. Η ιστορία είναι συναρπαστική, έτσι;» «Η Αρμονία έφτιαχνε τη δική της ιστορία» λέω. «Σωστά. Είμαι νεκρός!» Κουνάει το κεφάλι του και ανάβει

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

495

ακόμα ένα φλογιστό, πετώντας το άλλο στο πάτωμα. Το μαζεύω και το ρίχνω στον σκουπιδοτενεκέ. «Ακολούθησε τον δικό της δρόμο περίπου έναν χρόνο μετά που έφυγες. Ανακαλύψαμε πως κάμποσοι Συγκλητικοί θα πήγαιναν διακοπές στη Θάλασσα των Γοργόνων. Έτσι, εμφανιστήκαμε για να βάλουμε κοριούς στην έπαυλή τους και να δούμε μήπως καταφέρουμε να μάθουμε κανένα μυστικό. Δε μάθαμε. Απλώς ένα σωρό… διεστραμμένες αηδίες. Και τέρμα, θεωρήσαμε. Όχι για την Αρμονία, όμως. Το τελευταίο βράδυ μπήκε μέσα και σκότωσε τους Συγκλητικούς και τους καλεσμένους τους. Μ ετά μας άφησε». «Ώστε δεν υπήρξε ποτέ απόσπασμα λέρτσερ που εισέβαλε στο αρχηγείο σας;» Κουνάει το κεφάλι του. «Ήρθαν εξαιτίας της. Σκότωσαν κάπου σαράντα Γιους. Αυτή όμως είχε ήδη φύγει για τη Σελήνη. Μ ας έσωσε ο Άρης. Μ πήκε μέσα με ένα μπερδεμένο τσούρμο από Οψιδιανούς και Γκρίζους. Εξόντωσε εκείνους τους λέρτσερ και μετά την κοπάνησε προτού έρθουν ενισχύσεις. Ευτυχώς που τους σκότωσε όλους. Δεν υπήρχε περίπτωση να μη μάθουν πως ήταν Χρυσός ύστερα από αυτό. Είχαμε την πρώτη μας συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο εκείνη την ημέρα. Είναι τρομακτικός ο βρομοκατάρατος». «Δεν είναι η λέξη που θα επέλεγα». Αν και ίσως είναι ακριβής, αν σκεφτούμε πόσο καλά με ξεγέλασε. «Δε σε πειράζει που είναι Χρυσός;» «Αυτόν δεν τον ενοχλεί που είμαστε Κόκκινοι. Ο Άρης θα πέθαινε για τον αγώνα μας, Ντάροου. Τι λέω; Αυτός τον άρχισε. Ξέρεις γιατί το έκανε;» Κουνάω το κεφάλι μου. «Δική του είναι η ιστορία». Ο Χορευτής πασπατεύει τις δαγκωματιές της λακκουβόχεντρας στον λαιμό του. «Οι άνθρωποι έχουν δικαίωμα να λένε την ιστορία τους. Η δική του όμως δεν είναι χαρούμενη. Είναι θλιβερή σαν τη δική σου. Και σαν τη δική μου. Όταν στερήσεις από έναν άνθρωπο αυτό που αγαπάει, τι απομένει; Μ όνο μίσος. Μ όνο θυμός. Ήταν όμως ο πρώτος που κατάλαβε πως θα μπορούσε να υπάρξει και κάτι άλλο. Βρήκε εμένα. Βρήκε εσένα. Ποιοι είμαστε εμείς οι

496

PIERCE BROWN

βρομοκατάρατοι που θα τον κρίνουμε;» Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά. Γυρίζουμε και οι δύο και μπαίνει μέσα κουτσαίνοντας ο Μ ίκι. Μ οιάζει μισοπεθαμένος, αδύνατος σαν καλάμι, πιο χλωμός από παλιά. Χωρίς λέξη, έρχεται κούτσα κούτσα προς το μέρος μου και με φιλάει κατευθείαν στο στόμα με απεγνωσμένη και ειλικρινή τρυφερότητα. Μ ετά αρχίζει να κλαίει σαν παιδί. Ο Χορευτής κι εγώ δεν ξέρουμε τι να κάνουμε, έτσι, απλώς τον αγκαλιάζω και τον αφήνω να κλάψει. Μ ου ψιθυρίζει «ευχαριστώ» μια ντουζίνα φορές. Τι του έκαναν; Δεν έχει σημασία. Ξέρω τα πράγματα που έχουν εκπαιδευτεί να κάνουν οι Γκρίζοι για να αποσπούν πληροφορίες. Λέει πως δεν τους είπε τίποτα. Και πάλι, θα πρέπει να ανακαλύψω τι έμαθε το Τσακάλι από αυτή την ιστορία. Τι συμπεράσματα έβγαλε από την ανακάλυψη του εργαστηρίου του Μ ίκι. Κοιτάζω πάνω από το κεφάλι του Μ ίκι και βλέπω τον Φίτσνερ να στέκεται εκεί χαμογελώντας θλιμμένα. Ύστερα από μια ατέλειωτη στιγμή ο Μ ίκι τραβιέται. «Προσπάθησα να σε προειδοποιήσω όταν ήρθες και μας βρήκες στη Σελήνη» λέει απολογητικά. «Ήθελα να σου πω να το βάλεις στα πόδια. Αλλά θα με είχε σκοτώσει, αν έλεγα κάτι περισσότερο. Φοβόμουν πως θα πίστευες αυτήν αντί για μένα». «Εσένα θα είχα πιστέψει, Μ ίκι». «Αλήθεια;» Ρουφάει τη μύτη του. «Το ήξερα πως θα ερχόσουν να με σώσεις. Είπα πως το αγαπημένο μου παιδί παραήταν καλό για να ξεχάσει τον Μ ίκι, αυτή όμως μ’ έφτυσε. Είπε πως ήμουν δουλέμπορος». Κρεμάει το κεφάλι του ρουφώντας τη μύτη του και μοιάζει τόσο ευάλωτος, στραγγισμένος και μισότρελος από όσα πρέπει να του έκαναν στις αίθουσες βασανιστηρίων του Τσακαλιού. «Είχε δίκιο. Είμαι. Είμαι αχρείος. Έκανα κακό στ’ αγόρια και στα κορίτσια. Τα πουλούσα ακόμα κι όταν τ’ αγαπούσα. Φυσικά είχε δίκιο. Γιατί να έρθεις; Γιατί να κάνεις το παραμικρό για τον αχρείο, μικρό Μ ίκι;» «Επειδή είσαι φίλος μου». Φέρνω τα χέρια του στα χείλη μου φιλώντας τα μαλακά, καθώς με κοιτάζει με μάτια γεμάτα ελπίδα. «Όσο αλλόκοτος κι αν είσαι, όσο αχρείος κι αν ήσουν. Ξέρω πως

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

497

θέλεις να γίνεις καλύτερος. Θέλεις να ζήσεις για περισσότερα. Όλοι θέλουμε. Και δεν υπάρχει μέρος όπου θα μπορούσαν να πάνε κάποιον από τους φίλους μου και να τον εγκατέλειπα». Είναι ωραίο να λες την αλήθεια. «Σ’ ευχαριστώ, πρίγκιπά μου» λέει ήρεμα. Ύστερα από αυτό ισιώνει το σώμα του, αρκετά δυνατός για να κάνει μεταβολή και να βγει από το δωμάτιο. Ο Φίτσνερ κλείνει την πόρτα. «Συγκινητικό ήταν αυτό». Γνέφω καταφατικά. Αυτός ο άνθρωπος προτιμώ να είμαι. Όχι σε συνεχή κατάσταση επιφυλακής. Όχι να λέω ξεδιάντροπα ψέματα. Υποθέτω πως μέχρι τώρα δεν ήξερα καν πόση στοργή ένιωθα για τον Μ ίκι. Όχι επειδή βοήθησε στη δημιουργία μου. Η ουσία είναι πως πάντα μ’ αγαπούσε πολύ. Ακόμα κι αν ήταν ένα παράξενο είδος αγάπης, ήταν πραγματική. Και πιστεύω πραγματικά πως θέλει να γίνει ο άνθρωπος που θεωρεί πως θα σεβόμουν. Όπως ακριβώς εγώ θέλω να γίνω ο άνθρωπος που η Ηώ και η Μ άστανγκ θα σέβονταν. Κι αυτό είναι το καλό είδος αγάπης. «Πρέπει να μιλήσουμε, Φίτσνερ» λέω. Δεν είχαμε την ευκαιρία νωρίτερα. Ο Σέβρο ήρθε να με βρει με το σχέδιο του Χορευτή – να κανονίσω μια συνάντηση, να αφήσω τους Γιους να προσκολληθούν πάνω στο σκάφος μου, να τους επιτρέψω να διεισδύσουν στο κτίριο. Το μόνο που έκανα ήταν να προτείνω τη Σουν-χούα ως εξιλαστήριο θύμα και να τους ενημερώσω πως η Βίκτρα δεν έπρεπε να πάθει τίποτα. «Θα σας αφήσω να τα πείτε οι δυο σας» λέει ο Χορευτής, σπρώχνοντας πίσω τη μεταλλική καρέκλα του. «Όχι, θέλω να μείνεις» λέω. «Έχω πάρα πολλά μυστικά από πάρα πολλούς ανθρώπους. Δε θέλω να έχω κι άλλα ανάμεσα σ’ εμάς τους τρεις». «Μ άθε να μετράς, σκατοκέφαλε» λέει ο Σέβρο, ξεπροβάλλοντας πίσω από έναν σκουριασμένο κορμό μηχανής. Η φτηνή μεταλλική πόρτα που οδηγεί έξω χτυπάει πίσω του με βρόντο. Μ υρίζει φθινόπωρο ακόμα και στη λεκιασμένη με λάδια βιομηχανική περιοχή της Αγέας. Πηδάει πάνω στο σκουριασμένο σασί ενός παλιού πολεμικού σκάφους και κάθεται με τα πόδια του

498

PIERCE BROWN

να κρέμονται. «Έι, για δες, να και μια φορά που είμαστε όλοι αρσενικοί. Ελάτε να πούμε σεξιστικά αστεία». Χαχανίζοντας, γυρίζω στον Φίτσνερ. «Ώστε είσαι ο Άρης». «Ο τύπος συνέρχεται από κώμα και είναι μεγαλοφυΐα!» γαβγίζει ο Φίτσνερ. Χτυπάει τις παλάμες του, τα μάτια του όμως είναι εντελώς σοβαρά. «Οι περισσότεροι με φωνάζουν Μ προύντζινο. Οι μαθητές με αποκαλούν Κοσμήτορα. Μ ερικοί με λένε Μ αινόμενο Ιππότη. Η Αρχόντισσα με φωνάζει προδότη. Ο γιος μου με λέει σκατοκέφαλο…» «Είσαι σκατοκέφαλος» παρεμβαίνει ο Σέβρο. «…Η γυναίκα μου με φώναζε Φίτσνερ. Οι Χρυσοί όμως μ’ έκαναν Άρη». Πριν από αυτή τη στιγμή δε θα ήξερα τι σημαίνει αυτό. Είναι Χρυσός. Πώς θα μπορούσαν να του κάνουν οτιδήποτε οι Χρυσοί; Τώρα όμως έχω ρίξει μια ματιά πίσω από την κουρτίνα. «Γιατί δε μου είπες από την αρχή ποιος ήσουν;» «Και να εξαρτήσω τη ζωή μου από την υποκριτική ικανότητα ενός έφηβου;» καγχάζει. «Δε νομίζω. Αν σε ανακάλυπταν και σε βασάνιζαν… άσχημα νέα. Είχα εναλλακτικά σχέδια, άλλα σίδερα στη φωτιά. Εσύ απλώς τύχαινε να είσαι το αγαπημένο μου. Αλλά δεν πρέπει να είμαστε προκατειλημμένοι». «Ποια ήταν η γυναίκα σου;» ρωτάω, αν και υποψιάζομαι ήδη την απάντηση. «Την πλήρη εκδοχή ή τη σύντομη;» ρωτάει. «Την πλήρη». «Ήμουν μεσάζοντας για μια εταιρεία γαιοδιαμόρφωσης στον Τρίτωνα» ξεκινάει απότομα. «Δεν είχα γκλαμουράτη δουλειά σαν κι εσένα. Ούτε ξυράφια. Ούτε πανοπλία. Απλώς διαχείριση κατασκευών. Η σύμβαση ήταν μισθωμένη από έναν Ασημένιο. Δούλευα μια από τις τελευταίες Μ ηχανές Λάβλοκ στον βόρειο πόλο τους όταν έσκασε ένας από τους καταραμένους θερμοπίδακες εκείνου του δορυφόρου προκαλώντας σεισμό. Το στρώμα του πάγου ράγισε. Πέταξε ολόκληρη τη μηχανή μέσα στην υπόγεια θάλασσα. Πνίγηκαν τρεις χιλιάδες ψυχές. »Μ ε ψάρεψαν από τη θάλασσα και πέρασα τους επόμενους μήνες αναρρώνοντας στο αρκτικό νοσοκομείο. Ήμουν στην

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

499

πτέρυγα των ανώτερων Χρωμάτων. Είχαμε το καλό φαγητό. Καλύτερα ντους. Πιο καινούρια κρεβάτια. Τα κατώτερα Χρώματα, όμως, είχαν το παράθυρο που έβλεπε στο βόρειο σέλας. Κι αυτή είχε το κρεβάτι δίπλα σ’ εκείνο το παράθυρο». Σηκώνει τα μάτια του στον Σέβρο. «Ήταν η πιο όμορφη γυναίκα που είχα συναντήσει ποτέ. Και άνοιγε η καρδιά σου να την κοιτάζεις. Είχε χάσει το ένα της πόδι στο ατύχημα. Και δε σκόπευαν να της φτιάξουν νέο. Μ πορούσαν. Απλή βιονική είναι. Δεν ήταν οικονομικά συμφέρον, είπαν οι Χάλκινοι. Το πιο σκατένιο χρώμα που έχει φτιαχτεί ποτέ, τ’ ορκίζομαι στο...» Ο Σέβρο ξεροβήχει. «Το ξέρουμε». Ο Φίτσνερ πετάει ένα σκουπίδι στον Σέβρο και συνεχίζει. «Όταν έφυγα, την πήρα μαζί μου. Είχα μαζέψει αρκετά λεφτά ώστε να φύγω από τον Τρίτωνα. Δεν μπορούσαμε να ζήσουμε στον Πυρήνα. Πολύ ακριβά. Έτσι επέλεξα τον Άρη. Μ είναμε έναν χρόνο λίγο έξω από τη Νέα Θήβα. Θέλαμε ένα παιδί περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Το DNA μας, όμως, δεν ήταν συμβατό. Έτσι, πήγαμε σ’ έναν Λαξευτή για να δούμε μήπως μπορούσαμε να κάνουμε κανένα μαγικό. Κάναμε. Μ ου κόστισε σχεδόν ό,τι είχα και δεν είχα, αλλά εννέα μήνες αργότερα ξεπρόβαλε αυτό το μικρό Τελώνιο». Ο Σέβρο κουνάει το χέρι του από την κούρνια του, καθώς εξετάζει το σκουπίδι για να δει μήπως τρώγεται. «Δύο χρόνια αργότερα, η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου έπιασε τον Λαξευτή για κάποια δουλειά που είχε κάνει σ’ έναν Οψιδιανό μονομάχο και μας κάρφωσε αμέσως αμέσως για να πετύχει μειωμένη ποινή. Ήρθαν στο σπίτι μας ενώ έλειπα με τον Σέβρο. Βρήκαν τη γυναίκα μου, την πήραν για ανάκριση. Οι γιατροί τους είδαν πως οι σάλπιγγές της είχαν τροποποιηθεί για να γίνει συμβατή με τη γέννηση ενός Χρυσού Παιδιού. Μ ετά την ξεφορτώθηκαν. Έτσι λέει στα αρχεία: “ξεφορτώθηκαν”. Τη δηλητηρίασαν με αχλύ-9, την έβαλαν σ’ έναν φούρνο και πέταξαν τη στάχτη της στη θάλασσα. Δεν της έδωσαν καν όνομα, μόνο αριθμό. Όχι επειδή ήταν κλέφτρα ή φόνισσα ή είχε παραβιάσει τα δικαιώματα κάποιου άντρα ή κάποιας γυναίκας, αλλά επειδή ήταν μια Κόκκινη που τόλμησε να αγαπήσει έναν Χρυσό. Η εγωιστική

500

PIERCE BROWN

μου αγάπη τη σκότωσε. »Δεν ήταν όπως με τη δική σου γυναίκα, Ντάροου. Εγώ δεν την είδα να πεθαίνει. Δεν είδα Χρυσούς να μπαίνουν στον κόσμο μου και να τον καταστρέφουν. Αντίθετα, ένιωσα την παγωνιά του συστήματος να καταπίνει το μόνο πράγμα για το οποίο ζούσα. Ένας Χάλκινος που πατούσε κουμπιά συμπληρώνοντας ένα φύλλο εργασίας. Ένας Καστανός που γύρισε έναν διακόπτη για να ελευθερώσει αέριο. Σκότωσαν τη γυναίκα μου. Αλλά ούτε καν θα σκεφτούν ποτέ πως έκαναν τέτοιο πράγμα. Δεν είναι ούτε ανάμνηση στο μυαλό τους. Είναι στατιστική. Είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ένα φάντασμα που αγαπούσα αλλά κανείς άλλος δεν είδε ποτέ. Αυτό κάνει η Κοινωνία – διασπείρει την ευθύνη έτσι ώστε να μην υπάρχει κακός, είναι εντελώς μάταιο ακόμα και ν’ αρχίσεις να ψάχνεις για έναν κακό, για να βρεις δικαιοσύνη. Είναι απλώς ένας μηχανισμός. Διαδικασίες. Και συνεχίζει να κινείται με θόρυβο, αμείλικτος, μέχρι που μια ολόκληρη γενιά να ξεσηκωθεί και να ριχτεί πάνω στα γρανάζια». «Πώς ήταν το όνομά της;» «Το όνομά της; Τι σημασία έχει;» ρωτάει επιφυλακτικά. «Επειδή θέλω να τη θυμάμαι». «Μ πριν» λέει ο Σέβρο από ψηλά. «Το όνομα της μητέρας μου ήταν Μ πριν. Ήταν είκοσι δύο χρονών όταν τη σκότωσαν». Μ όλις ένα χρόνο μεγαλύτερη από όσο είμαι τώρα. «Μ πριν» επαναλαμβάνω τη λέξη και βλέπω τον Φίτσνερ να ταλαντεύεται ελαφρά στα πόδια του. Ένα λαχάνιασμα. «Ώστε είσαι μισός Κόκκινος» λέω στον Σέβρο. Ο Σέβρο γνέφει καταφατικά. «Το έμαθα πριν από δύο μέρες. Εντελώς αλλόκοτο, δεν είναι;» «Εντελώς αλλόκοτο. Θα γίνεις καλός Σκουριασμένος». «Μ ’ αρέσει να θεωρώ τον εαυτό μου απειλούμενο είδος». Ο Χορευτής κυλάει ένα σπίρτο ανάμεσα στα δάχτυλά του. «Όλοι είμαστε». «Ήξερες για τον Τίτο» λέω στον Φίτσνερ. «Ο Χορευτής όμως δεν ήξερε. Μ ην τον κατηγορείς γι’ αυτή την ιστορία. Νόμιζα πως θα γινόσαστε αδέρφια στο Ινστιτούτο. Μ ια φυσική στοργή για την ίδια σου τη ράτσα. Αλλά έγινε

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

501

μοχθηρός και δεν υπήρχε τρόπος να τον συγκρατήσω. Συναντιόμουν μαζί του –με παρεμβολέα, φασματομανδύα– όπως συναντιόμουν μαζί σου. Το μυαλό του όμως έσπασε κάτω από την πίεση. Δεν ήθελα να σε δω κι εσένα να σπας». «Έσπασα». Κοιτάω τον Σέβρο, τον Χορευτή. «Απλώς είχα φίλους που με ξανασυναρμολόγησαν. Γιατί δεν είπες στον έναν για τον άλλο;» «Γιατί τότε τα λάθη του θα είχαν γίνει δικά σου και τα δικά σου δικά του. Μ έσα στην καταιγίδα, δε δένεις δυο βάρκες μεταξύ τους. Θα παρασύρουν η μια την άλλη στον βυθό». Ξεροβήχει. «Πάντα ήξερα πως ένας Χρυσός δεν μπορούσε να τεθεί επικεφαλής της εξέγερσης. Πρέπει να γίνει από κάτω προς τα πάνω, λεβέντη. Για τους Κόκκινους σημασία έχει η οικογένεια. Περισσότερο από ό,τι για κάθε άλλο Χρώμα, σημασία έχει η αγάπη μέσα σ’ όλη τη φρίκη του κόσμου μας. Αν οι Κόκκινοι ξεσηκωθούν, θα έχουν μια πιθανότητα να ενώσουν τους κόσμους. Τα μεσαία Χρώματα δε θα το κάνουν. Οι Ροζ, οι Καστανοί δεν μπορούν. Οι Οψιδιανοί έχουν αποτύχει ξανά. Κι αν τα κατάφερναν μόνοι τους, θα κατέστρεφαν τους κόσμους αντί να τους ελευθερώσουν». «Ποιο είναι το σχέδιο λοιπόν;» ρωτάω. «Ζάβωσα τη θέση σου δίπλα στην Αρχόντισσα». «Δύσκολα χειραγωγείσαι, Ντάροου, επομένως θα το πω χωρίς περιστροφές. Ο Αύγουστος θα σε υιοθετήσει. Δεν εκπλήσσεσαι…» «Είναι λογικό. Θέλει να δέσει τη μοίρα μου στην οικογένειά του. Μ άλλον να με βάλει να παντρευτώ τη Μ άστανγκ. Θα διαλύσει τη συμμαχία μου με το Τσακάλι, αν γίνω διάδοχος, πάντως». «Τι το νοιάζει το Τσακάλι;» ρωτάει ο Σέβρο. «Μ οιάζει να έχει εγκαταλείψει την ελπίδα να κερδίσει κάποτε την επιδοκιμασία του. Ο βρομοπαλιάνθρωπος χτίζει τη δική του αυτοκρατορία». «Θα δούμε» λέω. Ο Φίτσνερ συνεχίζει. «Ξεφορτώσου το Τσακάλι ή κάνε τον μέρος του σχεδίου, δεν έχει σημασία. Ο Αύγουστος θα σε υιοθετήσει ως διάδοχό του. Θα σε χρησιμοποιήσει ως Πραίτορα

502

PIERCE BROWN

στην αρμάδα του. Κι αν νικήσεις την Αρχόντισσα, δε θα αρκεστεί να γίνει Βασιλιάς του Άρη. Θα θελήσει να γίνει Άρχοντας ο ίδιος. Βοήθησέ τον να γίνει. Και έναν χρόνο μετά το ξεκίνημα της βασιλείας του, ο Σέβρο θα τον σκοτώσει και θα το φορτώσει σ’ έναν αντίζηλο, ίσως στο Τσακάλι…» Η σειρά μου να ταλαντευτώ στα πόδια μου. «Θέλεις να κληρονομήσω την αυτοκρατορία» μαντεύω. «Ολόκληρη την Κοινωνία». Τον κοιτάζω χάσκοντας. Κοιτάζω τον Χορευτή. Πώς είναι δυνατόν να φαίνονται τόσο σοβαροί; «Ναι» λέει ο Φίτσνερ. «Όταν πεθάνει, όλοι θα στρέψουν το βλέμμα τους στον δυνατότερο. Γίνε ο δυνατότερος. Κέρδισε το παιχνίδι της διαδοχής και μπορείς να γίνεις Άρχοντας ακριβώς όπως έγινες Πρώτος. Ακριβώς όπως είσαι Πραίτορας. Όλα παιχνίδια είναι. Μ όνο που αυτήν τη φορά βοηθάμε εσένα να κάνεις ζαβολιά. Θα σε τροφοδοτούμε με πληροφορίες, θα σε προστατεύουμε από απόπειρες δολοφονίας. Μ ’ εμένα στο πλευρό σου, θα έχεις ένα κατασκοπευτικό δίκτυο που ακόμα και το Τσακάλι και η Αρχόντισσα δεν μπορούν να συναγωνιστούν. Θα δωροδοκούμε όποιον χρειάζεται να δωροδοκηθεί και θα σκοτώνουμε όποιον χρειάζεται να σκοτωθεί». Κάθομαι σκεφτικός κοιτάζοντας τα χέρια μου. «Νόμιζα πως τα ψέματα είχαν τελειώσει. Θέλω να διακηρύξω τι είμαι. Θέλω να κηρύξω τον πόλεμο». «Δεν μπορούμε ακόμη. Το ξέρεις αυτό». Το ξέρω, αλλά δε θέλω ν’ αφήσω αυτούς τους ανθρώπους. «Δε θα ξαναμείνω στο σκοτάδι. Θα επικοινωνούμε. Θα σχεδιά​ζουμε. Τέρμα οι γκρίζες περιοχές. Καταλαβαίνεις; Δεν μπορώ να μείνω μόνος όπως πριν». «Πες ναι, Φίτσνερ» λέει ο Σέβρο. «Αλλιώς δεν έρχομαι ούτε κι εγώ». «Θα επικοινωνούμε κάθε μέρα, αν το χρειάζεσαι. Δεν μπορώ να έρθω μαζί σου. Διεξάγεται ένας αφανής πόλεμος που πρέπει να διαχειριστώ. Στη θέση μου, όμως, θα στείλω μερικούς από τους καλύτερους πράκτορές μου. Θα έχεις μια κλίκα που μπορείς να εμπιστεύεσαι. Κατασκόπους. Δολοφόνους. Εταίρες. Χάκερ.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

503

Όλους με τέλεια κάλυψη. Όλους πρόθυμους να πεθάνουν για να σπάσουν τις αλυσίδες. Δεν είσαι πια μόνος». Ανακούφιση με πλημμυρίζει. Υπάρχει όμως κάτι που ξέρω πως δεν μπορώ να κάνω. «Πρέπει να γυρίσω πίσω». «Ναι. Θα αναρωτιούνται πού είσαι» συμφωνεί ο Φίτσνερ. «Όχι» λέω. «Πρέπει να πάω στο σπίτι μου». «Στο σπίτι σου;» ρωτάει ο Χορευτής. «Στον Λύκο;» «Γιατί;» ρωτάει ο Φίτσνερ. «Τι έχει μείνει για σένα εκεί;» «Η οικογένειά μου. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Νιώθω την ανάγκη να τους δω προτού αρχίσει αυτό». Τους κοιτάζω όλους κατάματα. Όλοι είναι τόσο τρομαγμένοι και τόσο πληγωμένοι, ο καθένας με τον τρόπο του. «Πρέπει να το καταλάβεις αυτό. Τα πράγματα πρόκειται να διαλυθούν με τρόπους που δεν μπορούμε να προβλέψουμε. Παριστάνουμε πως ξέρουμε τι κάνουμε, ωθώντας αυτούς τους Χρυσούς σε πόλεμο. Σχεδιάζοντας τον δικό μας. Σαν να μπορούμε να τον ελέγξουμε, δεν μπορούμε όμως. Είμαστε απλώς θνητοί που ανοίγουν το κουτί της Πανδώρας. Και προτού γυρίσουν όλα ανάποδα, είναι ανάγκη να θυμηθώ για ποιο λόγο πολεμάω. Είναι ανάγκη να νιώσω πως αξίζει τον κόπο». «Θέλεις την ευχή τους» λέει ο Χορευτής. «Την ευχή της». Γνωρίζει την καρδιά μου καλύτερα από τον Φίτσνερ. Αν πρόκειται ν’ αφήσω τον Αύγουστο να με υιοθετήσει, πρέπει πρώτα να πάω στο σπίτι. «Δεν μπορείς να τους πεις τι είσαι. Δε θα καταλάβουν». Ο Φίτσνερ κάνει ένα βήμα μπροστά, επιφυλακτικός ξαφνικά για την ψυχική μου διάθεση. «Το ξέρεις αυτό». «Πόσο ευκολότερα θα ήταν όλ’ αυτά, αν εσύ κι εγώ είχαμε συνωμοτήσει εξαρχής μαζί;» λέω. «Τα ψέματα φέρνουν ψέματα. Πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη». Κοιτάζω τον Σέβρο. «Θα την πάω στον Λύκο». «Ποια;» ρωτάει ο Χορευτής. «Τη Μ άστανγκ» μουρμουρίζει ο Σέβρο. «Όχι!» ουρλιάζει σχεδόν ο Φίτσνερ. «Αποκλείεται. Όχι. Δεν αξίζει το ρίσκο. Είσαι έτοιμος τώρα. Είναι ερωτευμένη μαζί σου! Μ η χάσεις αυτή την επιρροή εξαιτίας μιας ένοχης συνείδησης».

504

PIERCE BROWN

«Κι αν την αγαπώ κι εγώ;» «Σκατά» βρίζει ο Φίτσνερ. «Σκατά. Σκατά. Σκατά. Σοβαρολογείς; Νόμιζα πως ήταν μέρος του φρικοκατάρατου παιχνιδιού σου. Σκατά. Λεβέντη, θα χαλάσεις τα πάντα. Φρικοκατάρατε βλάκα. Σκατά». «Αυτό είναι τα πάντα» λέω. «Μ ’ αγαπάει. Δεν πρόκειται να τη χρησιμοποιήσω άλλο. Δεν πρόκειται να την εκμεταλλευτώ. Αν δεν μπορώ να την εμπιστευτώ, οι Χρυσοί δεν μπορούν ν’ αλλάξουν και ο Τίτος κι η Αρμονία είχαν δίκιο. Διάολε, η Κοινωνία έχει δίκιο. Εσύ κι εγώ ξέρουμε πως το θέμα δεν είναι το Χρώμα μας· είναι η καρδιά μας. Τώρα, ας το θέσουμε αυτό σε δοκιμασία». «Κι αν κάνεις λάθος; Αν σε απορρίψει για χάρη τους;» Δεν έχω απάντηση. Ο Σέβρο πηδάει από την κούρνια του. «Τότε, θα της φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

505

47 Ελεύθερος

Η

Χύτρα είναι φρικαλέο μέρος – μια φωλιά τριακόσια μέτρα βαθιά από μέταλλο και τσιμέντο, υγρή από την μπόχα του ξεπλύματος και του απορρυπαντικού. Κάποτε έμοιαζε να δεσπόζει πάνω από το Κοινόχρηστο του Λύκου σαν κανένα αγέρωχο κάστρο. Όμως τώρα, καθώς το σκάφος μου κατεβαίνει, είναι απλώς μια μουντή μεταλλική φυσαλίδα στην αρειανή νότια τάιγκα, πολύ μακριά από τις επιβλητικές πόλεις όπου άνθρωποι παρατάσσονται για τον μεγάλο αγώνα εναντίον της Οκταβίας AuΛούνα. Οι Γκρίζοι μέσα δεν είναι άξιοι να πληρώνονται για να κάνουν οτιδήποτε άλλο πέρα από το να τρομοκρατούν Κόκκινους. Και να σκεφτεί κανείς πως κάποτε θεωρούσα τους Γκρίζους σαν τον Άσχημο Νταν ειδικές δυνάμεις καταστολής. Είναι θλιβερό να βλέπω πόσο αδύναμοι και ασήμαντοι ήταν στην πραγματικότητα οι δαίμονες των νεανικών μου χρόνων. Σαν να έρχομαι από κάποιο απατηλό φανταστικό παρελθόν. Δεν ήξεραν πως ερχόταν το σκάφος μου. Δεν ξέρουν γιατί βρίσκομαι εδώ ούτε πρέπει να τους πω. Απλώς σκορπίζονται σαν αλογόμυγες, καθώς κατεβαίνω αγέρωχα από τη ράμπα του σκάφους μου στη μαυρισμένη από καπνό εξέδρα προσεδάφισης, με Οψιδιανούς σωματοφύλακες να ξεχύνονται έξω πριν από

506

PIERCE BROWN

μένα. Ο Ράγκναρ δεσπόζει πίσω μου, καθώς διασχίζω περήφανα τους διαδρόμους με τις μεταλλικές σχάρες. Οποιοσδήποτε από αυτούς τους Γκρίζους θα ξέρει να με οδηγήσει εκεί όπου πρέπει να πάω, αλλά ψάχνω για ένα οικείο πρόσωπο. «Ο Νταν;» ρωτάω έναν Καστανό επιστάτη. «Πού είναι;» Ορμάω μέσα σε μια από τις κοινόχρηστες αίθουσές τους, όπου μια ντουζίνα Γκρίζοι παίζουν χαρτιά και καπνίζουν πούρα. Μ ια γυναίκα με προσέχει και στρέφει την προσοχή της από ένα ολοδοχείο όπου κάμποσες ομιλούσες κεφαλές –ένας Ασημένιος, ένας Ιώδης και δύο Πράσινοι– συζητούν για τις πολιτικές επιπτώσεις της κατάκτησης του Άρη πάνω από ένα μοντάζ με τα κατορθώματά μου. Το πούρο τής πέφτει από το στόμα. Ο άντρας που κάθεται δίπλα της πετάει πέρα το πούρο, που πέφτει πάνω στο μπατζάκι του παντελονιού του, καίγοντας το ύφασμα. «Κάρλι, ηλίθια». Πετάγεται μακριά από το τραπέζι. «Γαμώτο. Τι διάολο…» Ο Άσχημος Νταν γυρίζει απότομα και με αντικρίζει πρώτη φορά εδώ και τέσσερα χρόνια. Νιώθω τις τρίχες στο δέρμα του να ορθώνονται, καθώς το αντανακλαστικό της πειθαρχίας που κρύβεται στο οκνηρό σώμα του βαράει προσοχή. Δεν υπάρχει αναγνώριση στα μάτια του ούτε φόβος, μόνο υπακοή. Αυτό δε μου προσφέρει κάθαρση. Ο Νταν θα έπρεπε να έχει έναν θρασύ μορφασμό περιφρόνησης στα χείλη του, μια απαίσια ύαινα ζωγραφισμένη στην όψη του. Δεν έχει τίποτα από αυτά όμως. Είναι πειθήνιος. Υπάκουος. Μ ε το πρόσωπο σημαδεμένο από παιδική ακμή. Τα λαδωμένα μαλλιά, για τα οποία τον κοροϊδεύαμε πίσω από την πλάτη του ο Λόραν κι εγώ, τώρα έχουν χαθεί. Ένας κρατήρας φαλάκρας τα έχει αντικαταστήσει, τριγυρισμένος από μαραμένες γκρίζες παραφυάδες. Είναι τόσο τρομακτικός όσο κι ένα βρεγμένο σκυλί. Αυτός είναι ο άνθρωπος που άφησα να σκοτώσει την Ηώ. Πώς δεν κατάφερα να τον σταματήσω; Ήμουν ποτέ τόσο αδύναμος; «Στον φυσαλιδόκηπο» λέω στον Νταν με τη φωνή μου να γεμίζει τη μεταλλική κοινόχρηστη αίθουσα. «Πήγαινέ με εκεί». Έχω ήδη κάνει μεταβολή. Ο Ράγκναρ τον χτυπάει χαϊδευτικά

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

507

στον μηρό. «Έ λα, σκυλί».

Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που στάθηκα τελευταία φορά εδώ. Αστέρια λαμπυρίζουν στη μουντάδα από πάνω μας, καθώς η νύχτα τραβάει το πέπλο της. Ο κήπος είναι μικρότερος από όσο θυμόμουν. Λιγότερο γεμάτος με χρώμα, με ήχους. Υποθέτω πως αυτό ήταν αναμενόμενο, έχοντας βρεθεί όπου βρέθηκα, έχοντας δει όσα είδα. Υπάρχουν περισσότερα σκουπίδια. Περισσότερα σημάδια πως οι Γκρίζοι χρησιμοποιούν το μέρος για να πηδούν και να πίνουν. Σπρώχνω με το παπούτσι μου ένα άδειο κουτί μπίρας. Ένα περιτύλιγμα από ζαχαρωτό είναι πεταμένο στο σημείο όπου η Ηώ κι εγώ ξαπλώσαμε τελευταία φορά μαζί. Το θυμάμαι σαν κρεβάτι από μαλακό χορτάρι. Τώρα όμως υπάρχουν αγριόχορτα. Μ πορεί να υπήρχαν και τότε αγριόχορτα και απλώς να μην τα πρόσεξα. Τα λουλούδια είναι μαραμένα, τιποτένια πράγματα. Αγγίζω ένα με το δάχτυλό μου και νιώθω μια θλίψη να με κυριεύει καθώς κοιτάζω μέσα από τη φυσαλίδα της οροφής για να δω πεφταστέρια να σχίζουν τον ουρανό. Ξεφυσάω. Κάποτε μπορεί να ήταν πεφταστέρια. Έτσι νόμιζα όταν ήμουν μικρότερος. Τώρα όμως ξέρω πως είναι τα πολεμικά σκάφη που ετοιμάζονται για επίθεση στη Σελήνη. Δεν ξέρω τι περίμενα. Καμιά μαγεία δεν έχει απομείνει εδώ. Έπρεπε να είχα αφήσει αυτό το μέρος τέλειο στη μνήμη. Αναρωτιέμαι αν η Ηώ είναι πιο ασφαλής εκεί, ασφαλής από τα μάτια μου. Αν την έβλεπα τώρα, αν γύριζα πίσω, θα ήμουν τόσο ερωτευμένος; Θα έμοιαζε τόσο τέλεια; Διασχίζω τον κήπο. Στην πραγματικότητα είναι μόλις λίγο μεγαλύτερος από τη σουίτα μου στο Παξ. Είμαι πιο χοντρός από τα δέντρα κάτω από τα οποία περπατώ. Το χορτάρι αραιώνει κοντά στη βάση τους, όπου οι ρίζες χώνονται στο χώμα. Βρίσκω το μέρος για το οποίο ήρθα. Αιμανθοί φυτρώνουν πάνω στον τάφο της Ηώς. Δεκάδες. Θα έμοιαζε με θαύμα, αν δε θυμόμουν το μπουμπούκι που έβαλα στον τάφο μαζί της. Δε βρίσκεται πια εδώ. Το ξέρω αυτό. Οι Γκρίζοι θα την ξέθαψαν και

508

PIERCE BROWN

θα την κρέμασαν στο Κοινόχρηστο να σαπίσει μετά τον απαγχονισμό μου. Υπάρχει μια ζοφερή ειρωνεία που μόλις τώρα συνειδητοποιώ. Ήρθα εδώ να ζητήσω την ευχή της, όμως αυτή δεν είναι εδώ. Το έσκασε από αυτό το κλουβί για την Κοιλάδα. Έτσι, κάθομαι σταυροπόδι περιμένοντας τον ήλιο να δύσει, εκεί όπου μια φορά τον περίμενα να ανατείλει. Όταν δύει, το ξεθωριασμένο φως της μέρας γεμίζει τον φυσαλιδόκηπο με μια αιματοβαμμένη απόχρωση. Και μετά ο ήλιος παραδίδεται στον ορίζοντα και η νύχτα ρίχνει το αστροκέντητο πέπλο της πάνω από τον Άρη. Γελάω με τον εαυτό μου. Ο Ράγκναρ γλιστράει από τη θέση του στην πόρτα. «Καλά είμαι» λέω χωρίς να γυρίσω προς το μέρος του. «Θα γελούσε μαζί μου που ήρθα εδώ». «Το γέλιο είναι δώρο». «Μ ερικές φορές». Σηκώνομαι και τινάζω τη σκόνη από το παντελόνι μου, ρίχνοντας στο μέρος μια τελευταία ματιά. Ο κήπος δεν είναι τόσο τέλειος όσο ήταν στη μνήμη. Ούτε εκείνη ήταν τέλεια. Ήταν ανυπόμονη. Μ πορούσε να γίνει μνησίκακη για ασήμαντους λόγους. Ήταν όμως μικρό κορίτσι. Ούτε καν δεκαεφτά χρονών. Και έδωσε ό,τι περισσότερο μπορούσε, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε με όσα είχε. Γι’ αυτό θα την αγαπώ πάντα και γι’ αυτό ξέρω αν θα έδινε ή όχι την ευχή της γι’ αυτό που πάω να κάνω. Η καρδιά μου δεν μπορεί να μείνει εδώ, σ’ αυτό το κλουβί απ’ όπου η ίδια το έχει σκάσει. Πρέπει να προχωρήσει παραπέρα.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

509

48 Ο Δικαστής

Ο

Ορυχειοδίκης Τίμονι Cu-Πόδγινος με περιμένει τριγυρισμένος από μια ακολουθία Γκρίζων φρουρών του ορυχείου, ντυμένων τώρα με την καλύτερη και λαμπρότερη στολή τους. Ο ένας κρατάει μια πιατέλα με τυρί, χουρμάδες και το καλύτερο και ίσως μοναδικό χαβιάρι του Πόδγινου. Ο Άσχημος Νταν έχει εξαφανιστεί. «Ο άρχοντας Ανδρομέδος, σωστά;» μουρμουρίζει τραγουδιστά ο Πόδγινος μ’ εκείνη την ακατάδεκτη διακύμανση στη φωνή που προτιμούν οι Χάλκινοι. Έχει παχύνει. Τα μαλλιά του έχουν αραιώσει. Και ιδρώνει σαν γουρούνι σε οίστρο, καθώς ανοίγει διάπλατα τα γεμάτα δαχτυλίδια δάχτυλά του για να με τιμήσει με μια εκκεντρική υπόκλιση, δημοφιλή στα πολιτικά θεατρικά έργα του ολοδοχείου. «Επιθεωρούσα τις εγκαταστάσεις συμπίεσης μεταλλευμάτων» –μάλλον ένα πορνείο στο κοντινό Γιόρκτον, στην άκρη της τάιγκα– «όταν μου μετέφεραν τα νέα για την επίσκεψή σου. Έσπευσα να γυρίσω όπως μπορούσα, παρ’ όλ’ αυτά ζητάω συγγνώμη. Αναρωτιέμαι, ωστόσο, αν μπορώ να πάρω το θάρρος να ρωτήσω τον σκοπό της επίσκεψης». Έτσι ώστε να μπορέσει να πουλήσει την πληροφορία σε ανθρώπους σαν τον Πλίνιο. Οι Χάλκινοι σπάνια εννοούν όλα όσα λένε. «Δεν υπάρχει προγραμματισμένος έλεγχος μέχρι…»

510

PIERCE BROWN

«Στην ευγενή κοινωνία θεωρείται χονδροειδές να μη συστήνεσαι, Χάλκινε». Μ ιλάω σαν Απαράμιλλος, όχι σαν τα Ξωτικά που με τόση θέρμη αντιγράφει. «Ζητώ συγγνώμη!» τραυλίζει πανικόβλητος, σκύβοντας για να κάνει μια υπόκλιση τόσο βαθιά, που φοβάμαι πως η μύτη του θα άγγιζε το πάτωμα, αν δεν τον εμπόδιζε η ευτραφής κοιλιά του. «Είμαι ο Ορυχειοδίκης Τίμονι Cu-Πόδγινος, ταπεινός σου υπηρέτης. Και, ας μου επιτραπεί να πω, αν δεν είναι πολύ αναιδές» –εξακολουθεί να υποκλίνεται– «πως η όψη σου είναι πιο αρχοντική από ό,τι περίμενα, πραγματικά! Δεν εννοώ ότι δε σε περίμενα τόσο γεροδεμένο και ψηλό –ο Αρχικυβερνήτης έχει μόνο τους καλύτερους των καλύτερων στη δούλεψή του, φυσικά–, αλλά το ολοδοχείο μάλλον σε αδικεί». «Μ πορείς να σταματήσεις να υποκλίνεσαι». Ισιώνει το σώμα του αμήχανα και ρίχνει μια ματιά πίσω μου στον κήπο, ψάχνοντας καταχθόνια τον λόγο για τον οποίο κάποιος σαν κι εμένα ήρθε απροειδοποίητα στο ορυχείο του. «Όπως έχεις αναμφίβολα ακούσει από άλλους, οι Ορυχειοδίκες ενθουσιάστηκαν ακούγοντας πως ο πλανήτης απελευθερώθηκε από τον έλεγχο των Μ πελόνα. Από πόλεμο εκείνοι οι άνθρωποι μπορεί να ξέρουν, αλλά από ορυχεία; Πιφ, ερασιτέχνες». «Ούτε από πόλεμο ξέρουν, προφανώς». Ξεροκαταπίνοντας, ρίχνει πάλι μια ματιά στο ξυράφι μου και μετά στον κήπο. «Ωραίος χώρος δεν είναι;» ρωτάει. «Μ ου θυμίζει την εποχή που ήμουν στον ποταμό Πύρρο. Εκεί ανθίζουν τουλίπες – ω, τι χρώματα! Τίποτα δε συγκρίνεται μαζί τους, το ξέρεις σίγουρα. Και τα δέντρα, δε μοιάζουν πολύ με τις σημύδες που απλώνονται στις στέπες του όρους Όλυμπος; Έμεινα εκεί, στο Σατό λε Μ πρε». Κάνει μια παράξενη διαχυτική κίνηση με τα χέρια του. «Το ξέρω, το ξέρω, μερικές φορές όμως πρέπει να κακομαθαίνει κανείς τον εαυτό του. Για την ακρίβεια, εκεί είναι που ανακάλυψα το σπανιότατο τυρί σοτοτσένερε». Χαμογελάει περήφανα. «Μ ε φωνάζουν Μ άρκο Πόλο οι φίλοι μου, επειδή απολαμβάνω τα ταξίδια. Η κουλτούρα είναι αυτή που επιζητώ. Εκλεπτυσμένη

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

511

συντροφιά, όπως αναμφίβολα θα μαντεύεις, είναι εκείνο που βρίσκει κανείς δυσκολότερα εδώ πέρα…» Δεν ξέρω πόσο θα συνέχιζε να προσπαθεί να με εντυπωσιάσει, αν δεν κοιτούσα τις καλές στολές των αντρών του, μετά τα καλά δαχτυλίδια του, κατσουφιάζοντας. «Συμβαίνει κάτι;» ρωτάει. «Έχεις δίκιο» λέω. Τα χάντρινα μάτια του πηγαινοέρχονται βιαστικά ανάμεσα στους καλύτερους Γκρίζους του, ψάχνοντας σημάδια της αβλεψίας που εντόπισα. Μ ε αηδιάζει το πόσο απεγνωσμένα προσπαθεί να με ευχαριστήσει. Αυτός ο άνθρωπος έκλεψε από την οικογένειά μου. Έβαλε να με μαστιγώσουν. Παρακολούθησε να σκοτώνουν την Ηώ. Κρέμασε τον πατέρα μου. Δεν είναι μοχθηρός. Είναι απλώς αξιολύπητος στην απληστία του. «Σε τι πράγμα έχω δίκιο;» ρωτάει, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του. «Ότι είναι αδύνατον να βρεις εκλεπτυσμένη συντροφιά σε τέτοια μέρη». Η ματιά μου πέφτει τόσο βαριά πάνω του, που φοβάμαι πως μπορεί να ξεσπάσει σε κλάματα. Το να τον βλέπω, το να βλέπω τον Νταν, το μόνο που κάνει είναι να με γεμίζει με μια μακρινή, αλλόκοτη αίσθηση. Ήθελα να είναι τρομερά, φρικαλέα τέρατα. Δεν είναι όμως. Είναι ανθρωπάκια που καταστρέφουν ζωές χωρίς καν να το προσέχουν. Πόσοι άλλοι είναι σαν αυτούς; Πανικόβλητος, ο Πόδγινος δείχνει προς την πιατέλα με το τυρί. «Σοτοτσένερε, άρχοντά μου. Είναι ιταλικό εισαγόμενο με νότες γλυκόριζας, νύξεις μοσχοκάρυδου, μια πρέζα κορίανδρο, ένα ράντισμα από γαρίφαλα και ένα παιχνιδιάρικο αλλά μυστηριώδες κάτι από κανέλα και μάραθο επιστρωμένο στην φλούδα. Είμαι σίγουρος πως θα το βρεις πολύ...» «Δεν ήρθα εδώ για τυρί». «Όχι. Όχι. Φυσικά όχι». Κοιτάζει νευρικά ολόγυρα. «Αν μου επιτρέπεις να ρωτήσω, γιατί ήρθες, άρχοντά μου;» Αρχίζω να προχωράω. Ο Πόδγινος σπεύδει να με προλάβει. «Ράγκναρ». Γνέφω στον τιτάνα, που τραβάει ένα μικρό

512

PIERCE BROWN

ηλεκτρονικό σημειωματάριο από την τσέπη του. Το Χαλίκι χρειά​στηκε λιγότερο από μία ώρα για να τον μάθει να το χρησιμοποιεί. «Η παραγωγή σας σε ήλιο-3 μειώθηκε κατά δεκατέσσερα τοις εκατό το τελευταίο τρίμηνο. Οι προβλέψεις σας δείχνουν αναμενόμενο έλλειμμα 13.500 κιλών για το τρέχον δημοσιονομικό τρίμηνο. Ο Πραίτορας Ανδρομέδος επιθυμεί εξηγήσεις». Ο Πόδγινος δεν ξέρει τι να κάνει. Κοιτάζει μια εμένα, μια τον Οψιδιανό, μια το σημειωματάριο. Τραυλίζει μια απάντηση. «Εγώ… εγώ… είχαμε προβλήματα με τον όχλο. Γκραφίτι, παράνομες προκηρύξεις». Απευθύνεται σ’ εμένα. «Ξέρεις πως είμαστε ο πυρήνας του κινήματος της Περσεφόνης…» Ο Ράγκναρ τον χτυπάει βαριά στον ώμο. «Ο Πραίτορας Ανδρομέδος είναι πολυάσχολος». «Εγώ… εγώ...» Ο Πόδγινος κάνει μεταβολή, όντας μπροστά σ’ έναν εφιάλτη που δεν καταλαβαίνει και δεν μπορεί να αποφύγει. «Ξέχασα τι...» «Έ βρισκες δικαιολογίες». «Έβρισκα δικαιολογίες. Έβρισκα δικαιολογίες; Πώς τολμάς!» Ισιώνει τους ώμους του. «Υπάρχει ένα ρεύμα εξέγερσης που διατρέχει τον Άρη. Ούτε ένα ορυχείο δεν έχει μείνει ανέγγιχτο από τη διχόνοια. Το δικό μου ορυχείο δεν αποτελεί εξαίρεση. Υπήρξαν σκοτωμοί. Δολιοφθορές. Και όχι μόνο από τους Γιους του Άρη. Από τους ίδιους τους εργάτες!» Ο Πόδγινος στρέφεται πάλι προς το μέρος μου, νιώθοντας με απόγνωση να έρχεται με ταχύτητα ο αφανισμός του, ενώ τα πόδια του αγωνίζονται να προφτάσουν τον μεγάλο διασκελισμό μας. «Άρχοντά μου, έχω κάνει τα αδύνατα δυνατά ακολουθώντας την κατάλληλη μέθοδο κατάπνιξης των διαφωνιών, όπως περιγράφεται στο κεφάλαιο τρία, υποκεφάλαιο Α του Οδηγού για τη Διοίκηση Ορυχείων της Υπηρεσίας Ενέργειας. Τους έχω περικόψει τις μερίδες, έχω λάβει αυστηρότερα μέτρα για τις παραβάσεις του νόμου και έχω δυσφημήσει ηγετικούς διαμορφωτές σκέψης παρασύροντάς τους σε ομοφυλοφιλικούς δεσμούς. Έχω χρησιμοποιήσει ακόμα και τα προτεινόμενα σενάρια από το Περί Εξουδετέρωσης Εξεγέρσεων. Τα τελευταία

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

513

έξι χρόνια έχω χρησιμοποιήσει την Επιδημία και τη Θεραπεία, την Εξέγερση και την Καταστολή, τη Φυσική Καταστροφή, τη Μ ετανάστευση Λακκουβόχεντρων, σκέφτηκα ακόμα και τη δέσμη μέτρων για Εξωπλανητική Κυβερνητική Αναταραχή!» Λαχανιασμένος, μου νεύει ικετευτικά. «Κανείς δε θα τα είχε καταφέρει καλύτερα από μένα». «Η θέση σου δεν κινδυνεύει» λέω. Τον διατρέχει ένα ρίγος ανακούφισης. Ξαφνικά το κεφάλι του ξανασηκώνεται απότομα. «Δε θα…» Σκύβει προς τα εμπρός. «Σκέφτεσαι την πιθανότητα Καραντίνας! Έτσι δεν είναι;» «Γιατί να μη βάλω αυτό το ορυχείο σε καραντίνα;» Συνεχίζω να προχωράω στον διάδρομο μέχρι που φτάνουμε στην εξέδρα προσεδάφισης όπου περιμένει το σκάφος μου. Εκεί σταματάω. «Όπως είπες, ο όχλος δεν κατάφερε να ανταποκριθεί θετικά σε στρατηγικές εγκεκριμένες από την Υπηρεσία Ενέργειας και την Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου. Γιατί να μη διοχετεύσω στον αέρα αέριο αχλύ-9 και να αντικαταστήσω τους απείθαρχους Κόκκινους με φατρίες από υπάκουα ορυχεία πιο κοντά στον ισημερινό;» «Όχι!» Ουσιαστικά με αρπάζει. Ο Ράγκναρ δεν κάνει καν τον κόπο να απειλήσει τον χοντρό άντρα. «Διάλεξε προσεκτικά τα λόγια σου» λέω. «Άρχοντά μου, μην το κάνεις». Δάκρυα γυαλίζουν στα άπληστα, πανικόβλητα μάτια του. «Τα έσοδα του ορυχείου μου μπορεί να μειώθηκαν, αλλά είναι ακόμη βιώσιμο, ακόμη λειτουργικό. Ένα μοντέλο για το πώς να αντεπεξερχόμαστε σε μια θύελλα». «Είσαι ο σωτήρας του» λέω, χλευάζοντάς τον. «Οι Κόκκινοι εδώ είναι καλοί εργάτες. Οι καλύτεροι του κόσμου. Γι’ αυτό είναι άγριοι. Τώρα όμως έχουν ηρεμήσει. Έχω αυξήσει τις μερίδες τους σε αλκοόλ και έχω αυξήσει την κυκλοφορία φερορμόνης στις μονάδες εξαερισμού. Αναπαράγονται σαν κουνέλια. Έβαλα επίσης τα εργοστάσιά μου στη Γάμμα να πειράξουν τα μηχανήματα και τους χάρτες τους. Νομίζουν πως τα ορυχεία στερεύουν. Θα βρίσκονται σε αναμμένα κάρβουνα, επειδή φοβούνται πως δε θα πετύχουν την ποσόστωση. Μ ετά θα επισκευάσουμε τις μηχανές και θα νιώσουν

514

PIERCE BROWN

αναπτερωμένη αποφασιστικότητα. Μ πορώ ακόμα και να τους πω πως η γαιοδιαμόρφωση έχει τελειώσει και η μετανάστευση θα ξεκινήσει σε δέκα χρόνια και πως η Γη έχει αρχίσει να στέλνει μετανάστες. Υπάρχουν ακόμη τόσο πολλές επιλογές, προτού υποχρεωθούμε να καταφύγουμε στην Καραντίνα». Τον παρακολουθώ καθώς τελειώνει τα μπερδεμένα λόγια του και καταρρέει, άψυχος σαν βρεγμένο πουκάμισο στην κρεμάστρα. Για τη ματαιοδοξία του είναι όλ’ αυτά ή μήπως νοιάζεται πραγματικά για τους Κόκκινους; Όλο αυτό ήταν μια δοκιμασία για να καταλάβω. Τώρα δεν μπορώ να διακρίνω. Μ πορεί όντως να νοιάζεται με κάποιο παράξενο τρόπο. Άλλο ένα τέρας από το παρελθόν μου που έγινε ανθρώπινο από το μαστίγιο της Κοινωνίας. «Το ορυχείο σου είναι ασφαλές προς το παρόν. Κράτησε το εργατικό σου δυναμικό. Αύξησε τις μερίδες, ξεκινώντας από απόψε. Θέλω ευχαριστημένους εργάτες και γεμάτα ταμεία. Στο σκάφος μου θα βρεις προμήθειες. Φαγητό και ποτά. Οργάνωσε ένα τσιμπούσι για τους Κόκκινους». «Άρχοντά μου… τσιμπούσι; Γιατί;» «Επειδή το είπα εγώ».

Κάθομαι μόνος μου στην αίθουσα παρακολούθησης, βλέποντας τη γιορτή να ξετυλίγεται μέσα από το γυαλί κάτω από τα πόδια μου. Χιλιάδες Κόκκινοι πίνουν και τρώνε, καθώς οι νέοι χορεύουν γύρω από την αγχόνη στους ήχους της Μ παλάντας του Γερο-Χίκορι. Τα τραπέζια είναι γεμάτα με φαγητά που αυτοί οι Κόκκινοι δεν έχουν γευτεί ποτέ, ποτά που δεν έχουν δοκιμάσει ποτέ. Και παρ’ όλο που γελούν, παρ’ όλο που χορεύουν, εγώ δεν μπορώ να νιώσω καμιά χαρά. Ζουν μέσα στη φρίκη, αλλά είναι μια φρίκη που τη γνωρίζουν. Είναι μια φρίκη από την οποία μπορούν να βρουν κάποιο καταφύγιο. Θα έχει απομείνει κανένα καταφύγιο όταν οι Γιοι του Άρη θα αποκαλύψουν το μεγάλο ψέμα; Θα συντρίψει τον τρόπο ζωής τους. Θα χαθούν στην απεραντοσύνη των κόσμων. Και θα μολυνθούν από αυτούς. Όπως εγώ.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

515

Τους αναγνωρίζω σχεδόν όλους. Αγόρια με τα οποία έπαιζα, τώρα μεγάλα. Κορίτσια που κάποτε φίλησα, τώρα με παιδιά. Ανιψιοί. Ανιψιές. Ακόμα και ο αδερφός μου, ο Κίραν. Σκουπίζω τα δάκρυα από τα μάτια μου, μην τα δει κανείς. Ένα αγόρι παρασέρνει ένα κορίτσι στον χορό αφού το φιλάει στο μάγουλο. Δε θα ξαναγίνω ποτέ σαν κι αυτό το αγόρι. Η αθωότητά μου έχει χαθεί. Και οι Κόκκινοι δε θα με δεχτούν ποτέ ως έναν από αυτούς, όποιο μέλλον κι αν τους φέρω. Δεν είμαι ένας κατακτητής ήρωας. Είμαι αναγκαίο κακό. Δεν έχω θέση εδώ, αλλά δεν μπορώ να φύγω. Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να ειπωθούν. Μ υστικά που πρέπει να αποκαλυφθούν. «Ακόμη προσπαθείς να δημιουργήσεις λατρεία προς το πρόσωπό σου;» ρωτάει από την πόρτα. Γυρίζω και βλέπω τη Μ άστανγκ ακουμπισμένη στο μεταλλικό κούφωμα, με τα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά, τη στολή του Πολιτικού με τον ψηλό γιακά ανοιχτή χωρίς τυπικότητες στον λαιμό. «Υποθέτω πως στη συνέχεια θα πρέπει να παραγγείλω αγάλματα, έτσι;» ρωτάω. «Ο Ράγκναρ τρομοκρατεί τους χωριάτες Γκρίζους». «Ωραία». «Είσαι πολύ κακός με τους Γκρίζους» γελάει. «Υπάρχει κάτι που δε σου αρέσει πάνω τους;» Περνάει το χέρι της από τα μαλλιά μου, καθώς έρχεται να καθίσει στο μπράτσο της καρέκλας μου. «Παραείναι πειθήνιοι». «Α, ώστε γι’ αυτό σου αρέσω εγώ». Χώνει τα νύχια της στο κρανίο μου ελαφρά, πειρακτικά. «Τα αγάλματα είναι κακή ιδέα. Μ ουντζουρώνονται πολύ εύκολα. Οι βάνδαλοι θα σου έβαζαν μουστάκι ή βυζιά με την άνεσή τους. Παράτολμη υπόθεση τα βυζιά». «Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα». «Κοίτα, δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο από το μουστάκι. Ο Ντάξο προσπαθεί να αφήσει. Νομίζω πως υποτίθεται ότι είναι ειρωνικό. Δεν είμαι σίγουρη». Η Μ άστανγκ γελάει σιγανά, καθώς βολεύεται στη μεταλλική καρέκλα δίπλα μου. «Οι αδερφές του θα βρουν την άκρη».

516

PIERCE BROWN

Κοιτάζει ολόγυρα το ορυχείο και το Δοχείο. «Το μέρος είναι αηδιαστικό. Έγραψα μια πρόταση νόμου που οι Μ εταρρυθμιστές σκοπεύουν να περάσουν όταν τελειώσουν όλ’ αυτά. Θα διαλύσω την Υπηρεσία Ενέργειας, θα αναμορφώσω την Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου» κοιτάζει ολόγυρα τη Χύτρα «θα αλλάξω τον τρόπο με τον οποίο διοικείται τούτο το κρεοπωλείο. Βλέπεις τα καταστήματα προμηθειών σ’ αυτό το μέρος; Αρκετά τρόφιμα για εφτά χρόνια, κι όμως συνεχώς αυξάνουν τις παραγγελίες προμηθειών. Έριξα μια ματιά στα αρχεία τους. Ο Ορυχειοδίκης βάζει το δάχτυλο στο μέλι. Μ άλλον ξαναπουλάει τις προμήθειες στη μαύρη αγορά. Ο ψεύτης Χάλκινος νόμιζε πως δε θα το προσέχαμε. Μ άλλον επειδή κάποιος Χρυσός ή Ασημένιος τού είπε πως θα λάδωναν τα κατάλληλα χέρια για να είναι σίγουροι πως κανείς ποτέ δε θα τα ψείριζε. Στο μεταξύ έχει έναν υποσιτισμένο πληθυσμό. Διαφθορά παντού». Ζαρώνει τη μύτη της και τινάζει ένα κομμάτι μπογιά από την καρέκλα της. «Γιατί είμαστε εδώ;» ρωτάει. «Συνέβη τίποτα με τον αδερφό μου;» «Αυτό είναι το ορυχείο όπου το κορίτσι τραγούδησε το Απαγορευμένο Τραγούδι» λέω ύστερα από μια στιγμή. Τα μάτια της γουρλώνουν περισσότερο, καθώς κοιτάζει εξεταστικά το πλήθος από κάτω. «Τους καημένους». Μ ε παρακολουθεί, περιμένοντας γεμάτη προσμονή αυτό που έχω να πω. Όμως δεν έχουν απομείνει λόγια. Μ όνο κάτι να της δείξω. Την πιάνω από το χέρι και σηκώνομαι. «Έλα μαζί μου».

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

517

49 Γιατί τραγουδάμε

Π

οτέ δεν ξανάνιωσα τέτοιο φόβο. Ο Λύκος τη νύχτα είναι σκοτεινός. Όλα τα φώτα είναι σβηστά, έτσι ώστε οι Κόκκινοι να μην τρελαίνονται από την αιώνια μέρα. Κάπου οι νυχτερινές βάρδιες υφαίνουν μετάξι, σκάβουν το έδαφος. Εδώ όμως, σ’ αυτή τη φαρδιά σήραγγα, δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει ήχος εκτός από το μουρμουρητό του ολοδοχείου, που δείχνει παλιά ολογραφήματα γαιοδια​μόρφωσης, και από το βουητό μακρινών μηχανών. Είναι δροσερά εδώ, εγώ όμως ιδρώνω. Η Μ άστανγκ είναι σιωπηλή δίπλα μου. Δεν έχει μιλήσει από τότε που κατεβήκαμε με τις βαρυμπότες μας στο πάτωμα του Κοινόχρηστου, με τους φασματομανδύες να μας κάνουν σχεδόν αόρατους στους καθυστερημένους μεθύστακες που είναι σωριασμένοι πάνω σε τραπέζια και κοιμούνται βαθιά στα σκαλοπάτια της αγχόνης. Νιώθω την ένταση στη σιωπή της και αναρωτιέμαι τι σκέφτεται. Η καρδιά μου χτυπάει σαν τρελή στο στήθος μου, τόσο δυνατά, που η Μ άστανγκ πρέπει να την ακούει, καθώς μπαίνουμε στον οικισμό Λάμδα, όπου από αγόρι έγινα άντρας. Το μέρος είναι μικρότερο. Το ταβάνι χαμηλότερο. Σχοινένιες γέφυρες και συστήματα τροχαλιών σαν παιδικά παιχνίδια. Το ολοδοχείο που

518

PIERCE BROWN

κάποτε έλαμπε με το πρόσωπο της Οκταβίας Au-Λούνα είναι ένα αρχαίο απομεινάρι, με λειψά πίξελ. Η Μ άστανγκ κοιτάζει ολόγυρα, με τον μανδύα απενεργοποιημένο. Τα μάτια της χορεύουν από γέφυρα σε γέφυρα και από σπίτι σε σπίτι σαν να βλέπει κάτι υπέροχο. Δε μου είχε περάσει από το μυαλό πως ένας Χρυσός θα έβρισκε οτιδήποτε ενδιαφέρον σ’ ένα λιτό μέρος σαν κι αυτό. Ανεβαίνω τα πέτρινα σκαλιά προς τη γέφυρα που οδηγεί στο παλιό μου σπίτι, ακριβώς όπως έκανα όταν ήμουν παιδί. Μ όνο που τώρα τα μέλη μου παραείναι μεγάλα. Ξέχασα πως είχα βαρυμπότες. Ούτε η Μ άστανγκ χρησιμοποιεί τις δικές της. Ακολουθεί από πίσω και τινάζει τα χέρια της να φύγει η σκόνη, καθώς φτάνει στο σημείο όπου είναι στερεωμένη στον τοίχο η φτενή μεταλλική πόρτα προς το πατρικό μου. «Ντάροου» λέει πολύ σιγανά «πώς ξέρεις πού πας;» Τα χέρια μου τρέμουν. «Μ ου είπες να σου επιτρέψω να μπεις μέσα». Την κοιτάζω. «Το είπα, αλλά…» «Μ έχρι πού θέλεις να φτάσεις;» Ξέρω πως προαισθάνεται αυτό που έρχεται. Αναρωτιέμαι πόσο καιρό το προαισθανόταν. Την αλλοκοτιά μου. Τις ιδιομορφίες μου. Την απόμακρη ψυχή μου. Της δίνω έναν ολοκύβο. «Αν το εννοείς αυτό, πάτα το κουμπί εκκίνησης και έλα μέσα όταν θα το έχεις παρακολουθήσει όλο. Αν φύγεις, καταλαβαίνω». «Ντάροου…» Τη φιλάω τελευταία φορά, δυνατά. Αρπάζει τα μαλλιά μου, νιώθοντας πως, όταν χωρίσουμε, κάτι θα είναι διαφορετικό. Πιάνω τον εαυτό μου να τραβιέται. Το χέρι μου χουφτώνει το σαγόνι της. Τα μάτια της, κλειστά, αρχίζουν ν’ ανοίγουν τρεμοπαίζοντας, καθώς κάνω ένα βήμα μακριά και γυρίζω προς την πόρτα. Τη σπρώχνω και την ανοίγω. Πρέπει να σκύψω για να μπω. Το σπίτι είναι πολύ μικρό. Σιωπηλό. Το ισόγειο είναι όπως το θυμάμαι. Το μικρό μεταλλικό τραπέζι δεν έχει αλλάξει. Ούτε οι πλαστικές καρέκλες, ο μικρός

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

519

νεροχύτης, τα πήλινα πιάτα που στεγνώνουν ή ο πολύτιμος βραστήρας της μητέρας, που ζεσταίνεται στο μάτι. Ένα καινούριο χαλί καλύπτει το πάτωμα. Είναι δουλειά αρχάριου. Άλλες μπότες κάθονται εκεί όπου ο πατέρας άφηνε τις δικές του στη βάση της σκάλας, εκεί όπου άφηνα τις δικές μου. Στάσου. Εκείνες είναι οι δικές μου. Ταλαιπωρημένες όμως και φθαρμένες περισσότερο από όσο ήταν στην εποχή μου. Ήταν πραγματικά τόσο μικρά τα πόδια μου; Σιωπή κυριαρχεί στο σπίτι. Όλοι κοιμούνται εκτός από εκείνη. Ο βραστήρας σφυρίζει, καθώς το νερό αρχίζει να βράζει. Γρήγορα αρχίζει το τραγουδιστό μουρμουρητό του. Πόδια τρίβονται στα πέτρινα σκαλιά. Παραλίγο να το βάλω στα πόδια. Ο τρόμος όμως με παραλύει στη θέση μου, καθώς έρχεται. Πλησιάζει μέχρι που βρίσκεται στο δωμάτιο μαζί μου, σταματώντας στο τελευταίο σκαλί, με το πόδι ακινητοποιημένο, ξεχασμένο. Τα μάτια της βρίσκουν τα δικά μου. Δεν ξαναφεύγουν. Δεν κοιτάζουν καθόλου την υπόλοιπη Χρυσαφένια μορφή μου. Πανικοβάλλομαι, καθώς δε λέει τίποτα. Μ ια ανάσα. Τρεις. Δέκα. Δε με γνωρίζει. Είμαι ένας φονιάς στο σπίτι της. Δεν έπρεπε να έχω έρθει εδώ. Δε με αναγνωρίζει. Είμαι ένας χαμένος Χρυσός που χώνει μέσα το κεφάλι του από περιέργεια. Μ πορώ να φύγω. Να το βάλω στα πόδια τώρα. Η μητέρα μου δεν είναι ανάγκη να μάθει τι έγινε ο γιος της. Μ ετά κάνει ένα βήμα κι έπειτα άλλο ένα κι έρχεται προς το μέρος μου. Γλιστρώντας αθόρυβα. Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια. Φαίνεται είκοσι χρόνια μεγαλύτερη. Χείλη λεπτά, δέρμα χαλαρό και αυλακωμένο από ρυτίδες, μαλλιά πασπαλισμένα με καπνισμένο γκρίζο, χέρια σκληρά σαν βελανιδιά και ροζιασμένα σαν ρίζες πιπερόριζας. Όταν το δεξί της χέρι απλώνεται στο πρόσωπό μου, πρέπει να γονατίσω. Τα μάτια της δεν έχουν ξεκολλήσει ακόμη από τα δικά μου. Τώρα αφήνουν δάκρυα να τρέξουν. Ο βραστήρας στριγκλίζει πάνω στο μάτι. Φέρνει το άλλο της χέρι στο πρόσωπό μου, αλλά είναι ανήμπορο ν’ ανοίξει και ν’ αγγίξει, όπως το άλλο. Μ ένει στριμμένο και σφιγμένο, σαν την καρδιά μου. «Εσύ είσαι» λέει μαλακά, σαν να πρόκειται να εξαφανιστώ σαν

520

PIERCE BROWN

νυχτερινό όραμα, αν πει τη λέξη δυνατά. «Εσύ είσαι». Η φωνή της είναι αλλιώτικη, μπερδεμένη. «Μ ε γνωρίζεις;» καταφέρνω να πω με απόγνωση. «Πώς να μη σε γνωρίσω;» Το χαμόγελό της είναι στραβό, το αριστερό βλέφαρο βαρύ. Η ζωή ήταν λιγότερο καλή μαζί της απ’ ό,τι μαζί μου. Έπαθε εγκεφαλικό. Μ ου σπαράζει την καρδιά να βλέπω το σώμα της να την προδίδει. Να ξέρω πως δεν ήμουν εδώ για να τη βοηθήσω. Να ξέρω πως η καρδιά της είχε ραγίσει. «Θα σε αναγνώριζα… οπουδήποτε». Μ ε φιλάει στο μέτωπο. «Το αγόρι μου. Είσαι το παιδί μου, ο Ντάροου». Τα δάκρυα ανοίγουν ζεστά μονοπάτια στα μάγουλά μου. Τ’ αφήνω εκεί. «Μ ητέρα». Γονατισμένος ακόμη, τυλίγω τα μπράτσα μου γύρω της και αφήνω τα σιωπηλά δάκρυα να έρθουν. Μ ένουμε αμίλητοι ώρα πολλή. Μ υρίζει λίπος, σκουριά και τη μουχλιασμένη αψάδα του αιμανθού. Τα χείλη της φιλούν τα μαλλιά μου όπως έκαναν παλιά. Τα χέρια της ξύνουν την πλάτη μου σαν να τη θυμάται τόσο φαρδιά όσο είναι τώρα, το ίδιο δυνατή. «Πρέπει να κατεβάσω τον βραστήρα» λέει. «Προτού ξυπνήσει κάποιος και σε δει έτσι όπως…» «Φυσικά». «Πρέπει να μ’ αφήσεις». «Συγγνώμη». Την αφήνω, γελώντας με τον εαυτό μου. «Πώς…» με ρωτάει, μένοντας εκεί και κοιτάζοντας τα εμβλήματα στα χέρια μου. «Πώς γίνεται αυτό; Εσύ… η προφορά σου. Τα πάντα». «Μ ε λάξευσαν. Ο θείος Νάρολ μ’ έσωσε. Μ πορώ να σου εξηγήσω». Κουνάει το κεφάλι της, τρέμοντας τόσο ελαφρά, που πρέπει να νομίζει πως δεν το βλέπω. Ο βραστήρας στριγκλίζει δυνατότερα. Βγάζει άλλη μια κούπα. Μ ια από το ψηλό ράφι. Θυμάμαι πως ήταν του πατέρα μου. Σκόνη σκεπάζει τον πλασμένο πηλό. Σταματάει χωρίς να μιλάει καθώς την κρατάει σφιχτά, αφήνοντας τη σκέψη της να πλανηθεί σε μια στιγμιαία περιπλάνηση που δεν προορίζεται για μένα, σε εκείνα τα πρωινά όταν ετοιμάζονταν για

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

521

την κοινή τους μέρα. Μ ε μια μακρόσυρτη ανάσα, ρίχνει το χύμα τσάι μέσα στην τσαγιέρα και μετά χύνει ζεστό νερό. «Θέλεις τίποτε άλλο; Έχουμε εκείνα τα μπισκότα που σου άρεσαν». «Όχι, ευχαριστώ». «Και πήρα τη μερίδα μου από το τσιμπούσι απόψε. Είναι εκλεπτυσμένο Χρυσό φαγητό. Εσύ το έκανες αυτό;» «Δεν είμαι Χρυσός». «Έχουμε και φασόλια. Φρέσκα από τον κήπο της Λεόρα. Τη θυμάσαι;» Επιτρέπω στον εαυτό μου να ρίξει μια ματιά στο ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. Η Μ άστανγκ έφυγε, επιστρέφοντας στο σκάφος αφού παρακολούθησε τον ολοκύβο. Το φοβόμουν αυτό. Διαβάζω ένα μήνυμα από τον Σέβρο. «Να τη σταματήσω;» ρωτάει. Δύο επιλογές. Ν’ αφήσω τον Σέβρο και τον Ράγκναρ να την πιάσουν και να την περιορίσουν μέχρι να μπορέσω να της μιλήσω. Ή να την εμπιστευτώ να πάρει τις δικές της αποφάσεις. Αν την εμπιστευτώ, όμως, θα μπορούσε να φύγει, να πει στον πατέρα της τι είμαι και όλα να τελειώσουν. Ωστόσο ίσως απλώς να χρειάζεται χρόνο. Της έδωσα πάρα πολλά που πρέπει να χωνέψει. Κι αν ο Ράγκναρ και ο Σέβρο τη συλλάβουν πρόωρα, αυτό ίσως να τη στρέψει εναντίον μου. Ή μπορεί να ενεργήσουν με δική τους πρωτοβουλία και να τη σκοτώσουν. Βλαστημώντας σιωπηλά, πληκτρολογώ μια γρήγορη απάντηση. «Θυμάμαι τους πάντες» λέω στη μητέρα μου, σηκώνοντας πάλι το βλέμμα μου. «Είμαι ακόμη εγώ». Αυτά τα λόγια την κάνουν να σταματήσει λίγο, εξακολουθώντας να κοιτάζει προς την πυροστιά. Όταν γυρίζει, ένα στραβό χαμόγελο είναι χαραγμένο στο ρημαγμένο από το εγκεφαλικό πρόσωπό της. Το χέρι της πασπατεύει μια από τις κούπες, γρήγορα όμως συνέρχεται. «Έχεις τίποτα με τις καρέκλες;» ρωτάει κοφτά, προσέχοντας πως είδα την αδεξιότητα του χεριού της. «Το ανάποδο, φοβάμαι…» Σηκώνω πάνω την καρέκλα. Είναι πιο κατάλληλη για ένα Χρυσό παιδί παρά για έναν Απαράμιλλο Σημαδεμένο με ύψος λίγο πάνω από δύο μέτρα και δεκατρία εκατοστά, που ζυγίζει όσο τρεις Κόκκινοι μαζί. Χαχανίζει μ’

522

PIERCE BROWN

εκείνο το πονηρό χάχανό της, εκείνο που, όταν ήμουν μικρός, πάντα μ’ έκανε να νομίζω πως είχε κάνει κάτι ιδιαίτερα σατανικό. Διπλώνει με χάρη τα πόδια της και κάθεται κατάχαμα. Τη μιμούμαι, νιώθοντας κρεμανταλάς και αδέξιος εδώ μέσα. Τοποθετεί τα αχνιστά φλιτζάνια ανάμεσά μας. «Δε μοιάζεις να έχεις εκπλαγεί και πολύ που με βλέπεις» λέω. «Τώρα μιλάς παράξενα». Κάνει μια τόσο μεγάλη παύση, που αναρωτιέμαι αν θα συνεχίσει. «Ο Νάρολ μού είπε πως είσαι ζωντανός. Αμέλησε να μου πει πως πήγες και βάφτηκες Χρυσός πάντως». Σιγοπίνει το τσάι της. «Βάζω στοίχημα πως έχεις ερωτήσεις». Γελάω. «Νόμιζα πως εσύ θα είχες περισσότερες». «Θα είχα. Αλλά γνωρίζω τον γιο μου». Κοιτάζει τα εμβλήματά μου. «Είμαι πιο υπομονετική. Ξεκίνα». «Ο Νάρολ… είναι…» «Νεκρός; Μ άλιστα. Είναι νεκρός». Η ανάσα μου κόβεται. «Εδώ και πόσο καιρό;» «Πάνε δυο χρόνια». Καγχάζει. «Έπεσε σ’ ένα φρεάτιο εξόρυξης μαζί με τον Λόραν. Δε βρήκαν ποτέ τα πτώματα». «Γιατί διάολο γελάς;» «Ο αδερφός του πατέρα σου ήταν πάντα το μαύρο πρόβατο του τσούρμου». Αργοπίνει το τσάι της. Εξακολουθεί να είναι πολύ καυτό για μένα. «Υποθέτω πως είναι λογικό να σκοτώνεται τόσο δύσκολα όσο και μια κατσαρίδα. Έτσι, θα πιστέψω πως είναι πεθαμένος όταν θα τον δω στην Κοιλάδα. Τον πανούργο μασκαρά». Μ ιλάει αργά, όπως οι περισσότεροι Κόκκινοι. Το ψεύδισμα από το εγκεφαλικό είναι αμυδρό αλλά υπαρκτό. «Νομίζω πως έφυγε από αυτό το μέρος και πήρε μαζί του και τον Λόραν». Ο τρόπος με τον οποίο το λέει μου δίνει να καταλάβω πως αντιλαμβάνεται ότι υπάρχουν κι άλλα πράγματα πέρα από τα ορυχεία. Μ πορεί να μην ξέρει όλη την αλήθεια, ξέρει όμως ένα μέρος της. Ίσως ο θείος μου και ο ξάδερφός μου να μην είναι νεκροί. Ίσως έφυγαν για να πάνε με τους Γιους. «Και ο Κίραν; Η Λιάνα; Η Ντίο;» «Η αδερφή σου ξαναπαντρεύτηκε. Μ ένει με τον άντρα της

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

523

στον οικισμό Γάμμα στο σπίτι της οικογένειάς του». «Στη Γάμμα;» λέω περιφρονητικά. «Την άφησες…» Σταματάω μόλις βλέπω το καινούριο στράβωμα στο στόμα της μητέρας μου. Μ πορεί να φοράω τα κομψά ρούχα ενός Χρυσού, καλύτερα όμως να κρατήσω το στόμα μου κλειστό για την κόρη της. «Έχει δύο κορίτσια που μοιάζουν περισσότερο μ’ εσένα παρά μ’ αυτήν ή με οποιονδήποτε Γάμμα έχω δει ποτέ. Και ο Κίραν είναι καλά». Χαμογελάει μόνη της. «Θα ήσουν πολύ περήφανος γι’ αυτόν. Δεν είναι το μυξιάρικο παιδί που ίσως θυμάσαι να ζαβώνει τις δουλειές του και να μιλάει στον ύπνο του. Ο άντρας του σπιτιού, Αρχιομιλητής για το συνεργείο από τότε που ο Νάρολ γλίστρησε κάτω. Η Κόρα, η γυναίκα του, πέθανε στη γέννα όμως. Πήρε μια άλλη πριν από μερικούς μήνες». Ο καημένος ο αδερφός μου. «Και η Ντίο; Οι γονείς της Ηώς;» «Ο πατέρας της πέθανε. Αυτοκτόνησε λίγο καιρό αφότου προσπάθησες να κάνεις το ίδιο». Το κεφάλι μου κρεμάει. «Τόσο πολλοί θάνατοι». Μ ε αγγίζει στο γόνατο. «Έτσι γίνεται στη ζωή». «Αυτό δε σημαίνει πως είναι σωστό». «Τα πράγματα ήταν δύσκολα όταν εσύ και η Ηώ μάς αφήσατε. Αλλά η Ντίο είναι καλά. Μ άλιστα, είναι πάνω». «Πάνω; Τι… Παντρεύτηκε τον Κίραν;» «Ναι. Και είναι έγκυος. Ελπίζω να είναι κορίτσι, αλλά με την τύχη που έχω, θα είναι αγόρι που θα πρέπει να φυλάγεται σ’ όλη του τη ζωή από τις λακκουβόχεντρες και τα εγκαύματα από τον ατμό. Αν μπορεί να διαλέξει, δηλαδή». «Τι εννοείς;» «Τα πράγματα είναι δύσκολα. Έχουν αλλάξει. Το ορυχείο δεν αποδίδει όπως θα έπρεπε. Μ ερικοί από τους άντρες ψιθυρίζουν πως αυτή η γωνιά του κόσμου έχει εξαντληθεί. Και τους κάνει να φοβούνται – τι συμβαίνει στους εργάτες ορυχείου όταν δεν έχει απομείνει τίποτα να βγάλουν από το ορυχείο; Ελπίζουν πως η γαιοδιαμόρφωση θα πιάσει προτού τελειώσουν τα αποθέματα ηλίου μας». «Δεν πρόκειται να σας συμβεί τίποτα. Υπόσχομαι πως θα

524

PIERCE BROWN

προστατεύσω αυτό το ορυχείο. Ό,τι κι αν γίνει». «Πώς;» «Απλώς θα το προστατεύσω». «Η σειρά μου». Μ ε κοιτάζει πάνω από το τσάι της. «Πού ήσουν, παιδί μου;» «Δεν… δεν ξέρω καν από πού ν’ αρχίσω». «Από τον θάνατο της Ηώς, νομίζω». Τραβιέμαι πίσω. Η μητέρα μου ήταν πάντα ωμή. Έκανε τον Κίραν να περάσει τα παιδικά του χρόνια κλαίγοντας. Αυτή η ωμότητα, όμως, φτιάχνει κάλους από τις φουσκάλες. Έτσι, της οφείλω μια ωμή απάντηση. Της λέω τα πάντα, ξεκινώντας από τις στιγμές μετά τον θάνατο της Ηώς και τελειώνοντας με την υπόσχεση που έδωσα στον Αρχικυβερνήτη. Το τσάι μας έχει τελειώσει προ πολλού όταν τελειώνω. «Φοβερό παραμύθι» λέει. «Παραμύθι; Η αλήθεια είναι». «Δε θα σε πιστέψουν οι υπόλοιποι». «Εσύ όμως με πιστεύεις;» «Μ ητέρα σου είμαι». Πιάνει το χέρι μου και περνάει τα παραμορφωμένα δάχτυλά της πάνω από τα εμβλήματα που προχωρούν από τις ράχες των χεριών μου μέχρι τους πήχεις μου, χαμογελώντας αχνά όταν φτάνει στα μεταλλικά φτερά που είναι ενσωματωμένα στο έξω μέρος των πήχεών μου. «Ποτέ δε συμπάθησα την Ηώ» λέει ήρεμα. Σηκώνω το κεφάλι μου να την κοιτάξω. «Δεν ήταν για σένα. Μ πορούσε να γίνει εκμεταλλεύτρια. Σου κρατούσε κάποια μυστικά…» «Ξέρω για το παιδί» λέω. «Ξέρω τι είπε στην Ντίο πάνω στην κρεμάλα». Η μητέρα έρχεται πιο κοντά μου και τα χέρια της αρπάζουν τα δικά μου, φέρνοντας τις αρθρώσεις στα χείλη της. Ποτέ δεν πρόσφερε πολλή παρηγοριά. Και τώρα είναι αδέξια σ’ αυτό τον ρόλο. Δε με νοιάζει όμως. Ο πατέρας την αγαπούσε για τον ίδιο λόγο που την αγαπώ κι εγώ. Ό,τι κάνει το εννοεί. Δεν υπάρχει υποκρισία πάνω της. Δεν υπάρχει παραπλάνηση. Έτσι, όταν μου λέει πως μ’ αγαπά, ξέρω πως το εννοεί με όλο της το είναι.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

525

«Η Ηώ δεν ήταν σκληρή κοπέλα, το ξέρεις αυτό» λέει και τραβιέται πίσω για να μπορεί να με κοιτάζει στα μάτια. «Σ’ αγαπούσε με ό,τι είχε. Κι εγώ την αγαπούσα γι’ αυτό. Πάντα όμως φοβόμουν πως θα σ’ έκανε να πολεμήσεις στις δικές της μάχες. Και πάντα φοβόμουν το πόσο αγαπούσε να πολεμάει». Δεν είναι ακριβώς η Ηώ που θυμάμαι αυτή. Αλλά δεν κατακρίνω τη μητέρα μου για τα λόγια της. Δεν μπορώ. Όλα τα μάτια δε βλέπουν με τον ίδιο τρόπο. «Στο τέλος όμως, μητέρα, η Ηώ είχε δίκιο γι’ αυτό το πράγμα. Για τους Χρυσούς». «Είμαι η μητέρα σου. Δε με νοιάζει τι είναι δίκαιο. Μ ε νοιάζεις εσύ, παιδί μου». «Κάποιος πρέπει να τα διορθώσει όλ’ αυτά» λέω. «Κάποιος πρέπει να σπάσει τις αλυσίδες». «Κι αυτός ο κάποιος είσαι εσύ;» Γιατί με αμφισβητεί; «Ναι. Εγώ. Δεν κάνω ανοησίες. Μ πορώ να μας οδηγήσω έξω από δω. Έξω από τη σκλαβιά». «Πού; Στην επιφάνεια;» Μ ιλάει γι’ αυτήν με οικειότητα, σαν να ήξερε την αλήθεια για τον Άρη εδώ και χρόνια, όχι λεπτά. Μ πορεί και να την ήξερε. «Όπου θα κάνουμε τι; Το μόνο που ξέρουμε είναι τα ορυχεία. Το μόνο που ξέρουμε είναι πώς να σκάβουμε, πώς να μαζεύουμε μετάξι. Αν αυτό που λες είναι αλήθεια και υπάρχουν εκατοντάδες εκατομμύρια Κόκκινοι στον Άρη, πώς θα υπάρξουν αρκετά σπίτια για μας εκεί πάνω; Πώς θα υπάρξει αρκετή δουλειά; Οι περισσότεροι δε θα φύγουν από τα ορυχεία ακόμα κι αν ξέρουν, θα δεις. Απλώς θα μείνουν εργάτες ορυχείων. Και τα παιδιά τους θα γίνουν εργάτες ορυχείων. Και τα παιδιά των παιδιών τους, μόνο που θα έχει χαθεί η αρχοντιά. Τα σκέφτεσαι αυτά τα πράγματα;» «Φυσικά τα σκέφτομαι». «Κι έχεις απάντηση;» «Όχι». «Άντρες». Τρίβει τον δεξιό της κρόταφο. «Ο πατέρας σου ήταν από εκείνους που πηδούν χωρίς να κοιτάζουν». Η έκφρασή της μου λέει τι άποψη έχει γι’ αυτό. «Όλοι οι Βουτηχτές της Κόλασης νομίζουν πως καλύπτουν τις ανάγκες των φατριών.

526

PIERCE BROWN

Όχι. Οι γυναίκες τις καλύπτουν». Δείχνει ολόγυρα. «Ό,τι βλέπεις είναι φτιαγμένο από μια γυναίκα. Εσύ όμως ξέρεις πώς να διαμορφώσεις τον κόσμο, έτσι; Ξέρεις πώς πρέπει να είναι». «Όχι. Δεν ξέρω» λέω. «Δεν είμαι αυτός που έχει τις απαντήσεις». Η Μ άστανγκ είναι. Η Ηώ ήταν. «Κανείς άντρας ή γυναίκα δεν έχει όλες τις απαντήσεις. Χίλια, ένα εκατομμύριο ευφυή μυαλά θα χρειαστούν για να απαντήσουν σ’ αυτό που με ρώτησες. Αυτό είναι το θέμα σε τούτη την ιστορία. Αυτό που μπορώ να κάνω, αυτό που κάνω καλά, είναι να γκρεμίζω τους άντρες και τις γυναίκες που θέλουν να συνεχίσουν να κρατούν τα μυαλά αυτά αλυσοδεμένα. Γι’ αυτό βρίσκομαι εδώ. Γι’ αυτό υπάρχω». «Έχεις αλλάξει» λέει. «Το ξέρω». Μ αζεύω σκόνη από το πάτωμα και την τρίβω ανάμεσα στις παλάμες μου. Η σκόνη φαίνεται παράξενη σ’ αυτά τα χέρια. «Νομίζεις… είναι δυνατόν να αγαπάει κανείς δύο ανθρώπους;» Προτού προλάβει να απαντήσει, πόδια αλαφροπατούν στα σκαλιά. «Γιαγιά;» λέει νυσταγμένα μια φωνούλα. «Γιαγιά, ο Ντάνλοου δεν είναι στο κρεβάτι». Ένα κοριτσάκι στέκεται στα σκαλιά, με το νυχτικό του να αγγίζει το πάτωμα. Η κόρη του Κίραν. Είναι τριών, ίσως τεσσάρων χρονών. Γεννήθηκε λίγο μετά που έφυγα. Το πρόσωπό της έχει σχήμα καρδιάς. Κόκκινα μαλλιά πυκνά και σκουριασμένα, όπως της γυναίκας μου. Η μητέρα γυρίζει να με ξανακοιτάξει, ανησυχώντας για το πώς θα εξηγήσει την παρουσία μου. Όμως ενεργοποίησα τον φασματομανδύα μου μόλις άκουσα τον θόρυβο. «Ω, μάλλον ξεπόρτισε κρυφά για να κάνει αταξίες» λέει η μητέρα μου. Της σφίγγω το χέρι και ξεγλιστράω έξω από το δωμάτιο προς την πόρτα. Ο χρόνος μου εδώ τελειώνει, κι όμως χρονοτριβώ. Το κοριτσάκι κατεβαίνει προσεκτικά τα σκαλιά, το ένα πόδι μετά το άλλο, τρίβοντας τον ύπνο από τα μάτια της. «Μ ε ποιον μιλούσες;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

527

«Προσευχόμουν, παιδί μου». «Για τι προσευχόσουν;» «Για την ψυχή ενός ανθρώπου που σ’ αγαπάει πάρα πολύ». Η μητέρα αγγίζει τη μύτη της μικρής με το δάχτυλό της. «Του μπαμπά;» «Όχι. Του θείου σου». «Του θείου Ντάροου; Μ α είναι πεθαμένος». Η μητέρα σηκώνει το κοριτσάκι στην αγκαλιά της. «Οι νεκροί μπορούν πάντα να μας ακούνε, αγάπη μου. Αλλιώς γιατί τραγουδάμε; Θέλουμε να ξέρουν πως, παρ’ όλο που έχουν φύγει, μπορούμε ακόμη να βρούμε τη χαρά». Σφίγγοντας στην αγκαλιά της την ανιψιά μου, γυρίζει να με κοιτάξει, καθώς κάνει το πρώτο της βήμα προς τα σκαλιά. «Αυτό είναι το μόνο που θα ήθελαν για μας».

528

PIERCE BROWN

50 Η άβυσσος

Η

Μ άστανγκ έχει φύγει. Είχα μια ελπίδα πως θα έμπαινε μέσα. Αλλά μάλλον ζητούσα πολλά. Φυσικά και ήταν πολλά. Ηλίθιε. Θυμάμαι που σκέφτηκα πως αυτό θα με έκανε πιο ανθρώπινο στα μάτια της. Νόμιζα πως το να γνωρίσει τη μητέρα μου θα την έκανε να κλάψει και να συνειδητοποιήσει πως είμαστε όλοι ίδιοι. Η ενοχή τώρα με πλακώνει. Έδωσα στη Μ άστανγκ το ολογράφημα της λάξευσής μου προσδοκώντας… προσδοκώντας τι; Να μπει μέσα; Να καθίσει αυτή, η κόρη του Αρχικυβερνήτη του Άρη, στο πάτωμά μου μαζί με τη μητέρα μου κι εμένα; Είμαι δειλός που ήρθα εδώ. Είμαι δειλός που άφησα το ολογράφημα να μιλήσει για μένα. Δεν ήθελα να την παρακολουθήσω να επεξεργάζεται την πληροφορία τού ποιος πραγματικά είμαι. Δεν ήθελα να δω την προδοσία στα μάτια της. Τέσσερα χρόνια εξαπάτησης. Τέσσερα χρόνια ψέματα στο κορίτσι που ποτέ δεν μπόρεσε να εμπιστευτεί κανέναν. Τέσσερα χρόνια και λέω την αλήθεια ενώ δε βρίσκομαι καν στο βρομοκατάρατο δωμάτιο. Είμαι δειλός. Έχει φύγει. Ελέγχω το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο. Ο ανιχνευτής ακτινοβολίας που επέμενε ο Σέβρο να κολλήσει πάνω της προτού

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

529

έρθει να με βρει στην αίθουσα παρακολούθησης της Χύτρας δείχνει πως βρίσκεται τριακόσια χιλιόμετρα μακριά και κινείται με ταχύτητα. Το σκάφος του Σέβρο την καταδιώκει, περιμένοντας εντολές μου. Τόσο ο Ράγκναρ όσο και ο Σέβρο με καλούν. Δεν απαντώ. Θα θέλουν να δώσω εντολή να την καταρρίψουν. Δε θα το κάνω. Δεν μπορώ. Κανείς τους δεν καταλαβαίνει. Χωρίς τη Μ άστανγκ, τι νόημα έχουν όλ’ αυτά; Περιπλανιέμαι πέρα από τον οικισμό, κατεβαίνοντας ολοένα χαμηλότερα μέσα στο παλιό ορυχείο, προσπαθώντας να ξεχάσω το παρόν με το να αναζητώ το παρελθόν. Εκεί, στέκομαι μόνος μου ακούγοντας το κάλεσμα των βαθιών ορυχείων. Ο άνεμος περνάει θρηνώντας μέσα από το έδαφος, πένθιμος στο τραγούδι του. Τα μάτια μου είναι κλειστά στο σκοτάδι, οι φτέρνες μου καρφωμένες στο χαλαρό χώμα, το κεφάλι μου κοιτάζει χαμηλά, στο σκοτεινό στόμα που κατεβαίνει βαθιά στα σωθικά του κόσμου μου. Έτσι δοκιμάζαμε την παλικαριά μας όταν ήμαστε νέοι. Στεκόμαστε, περιμέναμε, στις βαθιές κοιλότητες που έσκαψαν τους παλιούς καιρούς οι πρόγονοί μας. Γυρίζω το αριστερό μου μπράτσο για να δω το εσωτερικό του πήχη μου, όπου βρίσκεται το ηλεκτρονικό σημειωματάριο. Διστακτικά, καλώ τη Μ άστανγκ. Το σήμα ηχεί ακριβώς από πίσω μου. Παγώνω. Μ ετά η μπαταρία ενός καψαλιστηριού κλαψουρίζει καθώς ενεργοποιείται και ζεστό κίτρινο φως ξεπηδάει πίσω μου, φωτίζοντας μια λωρίδα της τεράστιας σήραγγας. «Να βλέπω τα χέρια σου». Η φωνή της είναι τόσο ψυχρή, που δεν την αναγνωρίζω καν, μέχρι που η ηχώ της επιστρέφει από τα τοιχώματα της σήραγγας. Αργά, σηκώνω τα χέρια μου. «Γύρισε». Γυρίζω. Τα μάτια της γυαλίζουν σαν κουκουβάγιας στο φως του φαναριού. Είναι δέκα μέτρα πιο πέρα, πιο ψηλά από μένα, με τα πόδια χωμένα στο κατηφορικό, χαλαρό χώμα. Στο ένα χέρι κρατάει ένα φανάρι. Στο άλλο ένα καψαλιστήρι. Ένα καψαλιστήρι που με σημαδεύει στο κεφάλι, με το δάχτυλο στη σκανδάλη. Οι αρθρώσεις της είναι κάτασπρες. Το πρόσωπό της

530

PIERCE BROWN

μια ανέκφραστη μάσκα και πίσω της δυο μάτια γεμάτα απύθμενη θλίψη. Ο Σέβρο είχε δίκιο. «Θα σου ρίξει κατακέφαλα, βρομοκατάρατε βλάκα» μου είχε πει καγχάζοντας ο Σέβρο στην άκατο. Μ ερικές φορές νομίζω πως προσχώρησε στη μικρή μου σταυροφορία για να έχει την ευκαιρία να βρίζει σαν Κόκκινος. Ο Ράγκναρ έμεινε σιωπηλός όταν τους είπα το σχέδιό μου. «Τότε, γιατί με στήριξες με τον πατέρα σου;» ρώτησα. «Επειδή αυτό κάνουμε». «Πρέπει ν’ αποφασίσει μόνη της». «Και θα διαλέξει εσένα αντί για τη φυλή της;» «Εσύ το έκανες». «Έλα, κόφ’ το. Δεν είμαι καμιά βρομοβασίλισσα των Χρυσών, έτσι;» Σήκωσε ψηλά το χέρι του. «Βρισκόταν εδώ πάνω όλη της τη ζωή. Ο αέρας είναι ωραίος και γλυκός». Κατέβασε το χέρι του. «Εγώ κλοτσάω σκατά από τότε που γεννήθηκα, μικροσκοπικός και μπάζο από τον μπουχέσα πατέρα μου. Το κορίτσι σου – δεν έχει αισθανθεί ποτέ μειονεκτικά. Μ πορεί να ξεφουρνίζει διάφορα όμορφα όταν ο κόσμος δεν είναι σκληρός. Όταν όμως θα αντιμετωπίζει τις μάζες που θα της κλέβουν το παλάτι της, θα ποδοπατούν τον κήπο της… τότε το κορίτσι που θα δεις θα είναι τελείως διαφορετικό». «Είσαι Κόκκινος» μου λέει εκείνη τώρα. «Νόμιζα πως έφυγες». «Ο ανιχνευτής έφυγε». Σφίγγει το σαγόνι της. «Ο Σέβρο ήταν ύπουλος. Δεν τον πρόσεξα καν όταν το έκανε. Εσύ όμως; Δε θα μου έλεγες ποτέ κάτι… τέτοιο χωρίς ένα εφεδρικό σχέδιο. Παράτησα τα ρούχα στην άκατο». «Γιατί γύρισες πίσω;» «Όχι. Όχι». Κόβει τον αέρα με ένα νεύμα. «Εσύ απαντάς στις δικές μου ερωτήσεις τώρα, Ντάροου. Είναι καν το όνομά σου αυτό;» «Η μητέρα μου μου έδωσε το όνομα του πατέρα της». «Και είσαι Κόκκινος». «Γεννήθηκα στο σπίτι έξω από το οποίο στάθηκες. Πέρασαν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

531

δεκαέξι χρόνια μέχρι να δω τον ουρανό. Επομένως ναι. Είμαι Κόκκινος». «Μ άλιστα». Διστάζει. «Και ο πατέρας μου σκότωσε τη γυναίκα σου». «Ναι. Διέταξε τον θάνατο της Ηώς». «Τότε που μου τραγούδησες το τραγούδι στη σπηλιά… όλ’ αυτά περνούσαν από το μυαλό σου; Αυτό το μέρος, η λάξευση, το σχέδιο, ήταν όλα μέσα σου, όλα στη μνήμη σου. Όλος αυτός ο άλλος κόσμος. Όλο αυτό το άλλο… άτομο». Κουνάει το κεφάλι της, μη θέλοντας ν’ απαντήσω σ’ αυτό. «Μ ετά τι έγινε; Ο άντρας της Ηώς απαγχονίστηκε. Εσύ απαγχονίστηκες. Πώς το ’σκασες;» «Ξέρεις γιατί με κρέμασαν;» Περιμένει να της εξηγήσω. «Όταν ένας Κόκκινος απαγχονίζεται για προδοσία, το σώμα δεν μπορεί να ταφεί. Μ ένει να αποσυντεθεί και να σαπίσει μπροστά σε όλους ως υπενθύμιση των συνεπειών της προδοτικής πράξης». Πιέζω το δάχτυλό μου στο στήθος μου. «Έθαψα τη γυναίκα μου κι έτσι με κρέμασαν κι εμένα. Μ όνο που ο θείος μου με πότισε λάδι αιμανθού. Επιβραδύνει την καρδιά και σε κάνει να φαίνεσαι πεθαμένος. Μ ετά με κατέβασε. Μ ’ έδωσε στους Γιους». «Κι αυτοί» σηκώνει τον ολοκύβο, με το πρόσωπό της χλωμό στη λάμψη του «σου έκαναν αυτό». «Ήμουν πιο χλωμός από Κυανό. Ένα κεφάλι κοντύτερος από τον Σέβρο. Πιο αδύναμος από Γκρίζο. Ήξερα λιγότερα για τον κόσμο από έναν Ροζ που μαθαίνει τέχνες στον Κήπο. Έτσι, πήραν ό,τι καλύτερο υπήρχε σ’ εμένα, στον λαό μου, και το συγχώνευσαν με ό,τι ήταν καλύτερο στον δικό σου». «Μ α… είναι αδύνατον. Η Επιτροπή Ποιοτικού Ελέγχου έχει τεστ» λέει, σπάζοντας την ψυχρή γραμμή της ανάκρισής της. «Ανιχνευτές ψεύδους, αναλύσεις DNA, ελέγχους ιστορικού». Γελάει συνειδητοποιώντας το. «Γι’ αυτό καταγόσουν από την οικογένεια των Ανδρομέδων – γεννημένος από Χρυσούς γονείς που έφυγαν για να γλιτώσουν από τα χρέη και να πλουτίσουν με ορυχεία στους αστεροειδείς». «Το σκάφος τους χάθηκε καθώς επέστρεφαν, μετά την εξαγορά των ορυχείων τους από τον Υδράργυρο».

532

PIERCE BROWN

«Δηλαδή οι Γιοι κατέστρεψαν το σκάφος τους, αλλοίωσαν τα αρχεία και αγόρασαν τα ορυχεία για να μπορέσουν να γράψουν την ιστορία σου». «Ίσως». Δεν είχα αφιερώσει και πολλή σκέψη στο πώς το έκανε ο Χορευτής. «Οι φίλοι μου είναι πολυμήχανοι». «Πώς επέζησες καν από τη λάξευση;» μουρμουρίζει. «Είναι ενάντια στη φυσιολογία. Αυτό που σου έκανε ο Λαξευτής… κανείς δε θα μπορούσε να επιβιώσει από κάτι τέτοιο. Τα εμβλήματα συνδέονται με το κεντρικό νευρικό σύστημα. Και το εμφύτευμα στον μετωπιαίο λοβό σου δεν μπορεί να αφαιρεθεί χωρίς να γίνεις κατατονικός». «Ο Λαξευτής μου ήταν μοναδικό ταλέντο. Κατάφερε να βρει έναν τρόπο να αφαιρέσει δύο εμφυτεύματα, αν και το δεύτερο το έκανε ένας άλλος Λαξευτής». «Δύο. Υπάρχουν δύο από σας. Ο Σέβρο;» εικάζει. «Γι’ αυτό ήσαστε πάντα τόσο δεμένοι;» «Όχι. Ήταν ο Τίτος». «Ο Τίτος; Ο χασάπης; Ήσαστε συνεργάτες;» «Ποτέ. Δεν έμαθα ποιος ήταν παρά μετά που σε νίκησα. Ο Άρης νόμιζε πως θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε…» «Μ α ο Τίτος ήταν τέρας». «Οι Χρυσοί τον έκαναν έτσι». «Κι αυτό δικαιολογεί όσα έκανε;» «Μ ην κάνεις σαν να ξέρεις τι είχε περάσει» λέω κοφτά. «Το ξέρω, Ντάροου. Δεν αποστρέφω το βλέμμα. Ξέρω τις μεθόδους. Ξέρω τις συνθήκες που υφίσταται ο λαός σου, αυτό όμως δε δικαιολογεί τους φόνους, τους βιασμούς, τα βασανιστήρια που διέπραξε». «Αυτά υπομένουμε καθημερινά. Ο Τίτος έκανε ό,τι έκανε από μίσος. Από πλανημένη ελπίδα για εκδίκηση. Σε μια άλλη ζωή, θα μπορούσα να ήμουν αυτός». Η Μ άστανγκ ψάχνει στα μάτια μου. «Και γιατί δεν είσαι σ’ αυτή τη ζωή;» «Η γυναίκα μου». Σηκώνω το βλέμμα μου πάνω της. «Κι εσύ». «Μ ην το λες αυτό». Φωνή βαριά από τη μεταμέλεια. Κάνει ένα βήμα πίσω, κουνώντας το κεφάλι της. «Δεν έχεις δικαίωμα να το

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

533

λες αυτό». «Γιατί όχι; Πάντα αναρωτιόσουν τι έτρεχε κάτω από την επιφάνειά μου. Ήθελες να γνωρίσεις τις κινητήριες δυνάμεις μέσα μου». «Ντάροου…» «Ο Τίτος είχε πόνο. Αυτό ήταν όμως το μόνο που είχε. Εγώ είχα κάτι περισσότερο. Το όνειρο της Ηώς για έναν κόσμο όπου τα παιδιά μας θα μπορούσαν να είναι ελεύθερα. Θα το είχα χάσει, όμως, αν δε σε είχα γνωρίσει ποτέ». Κάνω ένα βήμα μπροστά. «Μ ε εμπόδισες να γίνω τέρας. Δεν το βλέπεις;» Χειρονομώ, προσπαθώντας να περικλείσω όλη μου την απόγνωση. «Ήμουν τριγυρισμένος από τον λαό που εδώ και αιώνες κρατούσε υπόδουλο τον δικό μου. Θεωρούσα όλους τους Χρυσούς σκληρούς, εγωιστές δολοφόνους. Θα είχα υποκύψει στην εκδίκηση. Μ ετά όμως ήρθες εσύ… και μου έδειξες πως υπήρχε καλοσύνη μέσα τους. Ο Ροκ, ο Σέβρο, η Κουίν, ο Παξ και οι Υλακτούντες το απέδειξαν κι αυτοί». «Τι ακριβώς απέδειξαν;» ρωτάει. «Πως το θέμα δεν είναι ο λαός μου εναντίον του δικού σου. Δεν είστε Χρυσοί. Δεν είμαστε Κόκκινοι. Είμαστε άνθρωποι, Μ άστανγκ. Ο καθένας μας μπορεί ν’ αλλάξει. Ο καθένας μας μπορεί να γίνει αυτό που θέλει. Για εκατοντάδες χρόνια προσπάθησαν να μας πείσουν για το αντίθετο. Προσπάθησαν να μας τσακίσουν. Αλλά δεν μπορούν. Εσύ είσαι η απόδειξη. Δεν είσαι κόρη του πατέρα σου. Διακρίνω την αγάπη μέσα σου. Βλέπω τη χαρά, την καλοσύνη, την ανυπομονησία, τα ελαττώματα. Υπάρχουν και μέσα μου. Υπήρχαν μέσα στη γυναίκα μου. Υπάρχουν σε όλους μας, επειδή είμαστε άνθρωποι. Ο πατέρας σου θα ήθελε να το ξεχάσουμε αυτό. Η Κοινωνία θα ήθελε να ζούμε σύμφωνα με τους κανόνες της». Κάνω άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. «Μ ου είπες πως σου έδωσα την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε να ζούμε για περισσότερα όταν νικήσαμε στο Ινστιτούτο με το δικό μας τρόπο. Μ ετά είπες πως γύρισα την πλάτη μου σ’ αυτή την ιδέα όταν δέχτηκα την πατρονία του πατέρα σου και πήγα στην Ακαδημία. Ποτέ δε γύρισα την πλάτη μου όμως. Ούτε μία

534

PIERCE BROWN

στιγμή». Άλλο ένα βήμα. «Θα καταστρέψεις την οικογένειά μου, Ντάροου». «Είναι πιθανόν». «Είναι η οικογένειά μου!» φωνάζει και στο πρόσωπό της ζωγραφίζεται η θλίψη. «Ο πατέρας μου κρέμασε τη γυναίκα σου. Την κρέμασε. Πώς μπορείς καν να με κοιτάζεις;» Αφήνει μια ανάσα τρέμοντας σύγκορμη. «Τι θέλεις, Ντάροου; Πες μου. Θέλεις να σε βοηθήσω να τους σκοτώσεις; Θέλεις να σε βοηθήσω να καταστρέψεις τον δικό μου λαό;» «Δε θέλω αυτό». «Δεν ξέρεις τι θέλεις». «Δε θέλω γενοκτονία». «Θέλεις!» λέει. «Και γιατί όχι; Ύστερα από όσα κάναμε στον λαό σου. Ύστερα από ό,τι έκανε ο πατέρας μου σ’ εσένα». Ξεκουμπώνει άλλη μια κόπιτσα από το τζάκετ της λες κι αυτό θα τη βοηθήσει να συνεχίσει να αναπνέει. Το όπλο τρέμει στο χέρι της. Το δάχτυλο σφίγγεται στη σκανδάλη. «Πώς μπορώ να ζήσω μ’ αυτό; Αν δεν τραβήξω τη σκανδάλη, εκατομμύρια θα πεθάνουν». «Αν την τραβήξεις, δέχεσαι πως δισεκατομμύρια πρέπει να ζουν υπόδουλοι. Φαντάσου όλους εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη. Αν δεν είμαι εγώ, κάποιος άλλος θα ξεσηκωθεί. Δέκα χρόνια από τώρα. Πενήντα. Χίλια. Θα σπάσουμε τις αλυσίδες, όποιο κι αν είναι το κόστος. Δεν μπορείς να μας σταματήσεις. Είμαστε το ρεύμα. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να προσεύχεσαι πως δε θα είναι κάποιος σαν τον Τίτο αυτός που θα ξεσηκωθεί στη θέση μου». Σηκώνει το καψαλιστήρι στον βολβό του δεξιού μου ματιού. «Τράβα τη σκανδάλη και πέθανες». Ο Ράγκναρ μιλάει σαν το ίδιο το σκοτάδι. «Ράγκναρ, όχι!» λέω κοφτά. Δεν μπορώ καν να τον δω στις σκιές της σήραγγας. «Σταμάτα! Μ ην της κάνεις κακό». Δεν πρέπει να ακολούθησε το σήμα της συσκευής εντοπισμού, όπως του είχα πει. Πόση ώρα ακούει; «Μ είνε μακριά». Η Μ άστανγκ τραβιέται στο πλάι, έτσι που η πλάτη της να είναι στον τοίχο. «Ξέρει κι αυτός; Ξέρεις τι είναι,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

535

Ράγκναρ;» «Ο Θεριστής με εμπιστεύεται». Η Μ άστανγκ πετάει το φανάρι της στο χώμα και τραβάει το ξυράφι της. «Δε βρίσκεται εδώ για να σε σκοτώσει, Μ άστανγκ». «Τι άλλο κάνουν οι Κηλιδωμένοι;» Σηκώνω τα χέρια μου ψηλά. «Ο Ράγκναρ δε θα κάνει τίποτα. Έτσι, Ράγκναρ;» Καμιά απάντηση. Ξεροκαταπίνω δυνατά. Τα πάντα μοιάζουν έτοιμα να καταρρεύσουν. «Ράγκναρ, άκουσέ με…» «Δεν πρέπει να πεθάνεις, Θεριστή. Είσαι πολύ σημαντικός για τον Λαό. Αφέντρα Αυγούστα, σου μένουν δέκα ανάσες». «Ράγκναρ, σε παρακαλώ!» εκλιπαρώ. «Έχε μου εμπιστοσύνη. Σε παρακαλώ». Εννιά. «Σ’ εμπιστεύτηκα στο ποτάμι, αδερφέ μου. Δεν έχεις πάντα δίκιο. Αυτό είναι το κόστος της θνητότητας». Η φωνή έρχεται από πάνω. Κάπου κοντά στην οροφή του ορυχείου αυτή τη φορά. Δεν έχει άδικο. Μ ’ εμπιστεύτηκε στη διάρκεια της πολιορκίας της Αγέας και τους οδήγησα σε παγίδα. Η τύχη με γλίτωσε. Γελώντας πικρά, η Μ άστανγκ σφίγγει τους μυς της για να χτυπήσει. «Βλέπεις, Ντάροου; Ξεκινάς αυτό τον πόλεμο, μα θα είναι κτήνη σαν αυτόν που θα τον τελειώσουν και θα πάρουν την εκδίκησή τους». Εφτά. «Το θέμα δεν είναι η εκδίκηση!» Προσπαθώ να ηρεμήσω. «Είναι η δικαιοσύνη. Είναι η αγάπη ενάντια σε μια αυτοκρατορία χτισμένη πάνω στην απληστία, στη σκληρότητα. Θυμήσου το Ινστιτούτο. Ελευθερώσαμε όσους έπρεπε κανονικά να πάρουμε δούλους. Τους εμπιστευτήκαμε. Αυτό είναι το μάθημα. Η εμπιστοσύνη». Πέντε. «Ντάροου» με εκλιπαρεί. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητος;» Έχει πάρει την απόφασή της.

536

PIERCE BROWN

Τέσσερα. «Ποτέ δεν είναι ανόητο να ελπίζεις». Βγάζω το ξυράφι μου, το ηλεκτρονικό μου σημειωματάριο και τα πετάω κατάχαμα, πέφτοντας στα γόνατα. «Αλλά αν δεν μπορείς εσύ ν’ αλλάξεις, κανείς δεν μπορεί. Σκότωσέ με λοιπόν και άφησε τους κόσμους να είναι όπως είναι». Τρία. «Έχεις μεγάλη ιδέα για μένα, Ντάροου». «Δύο». «Ας παραλείψουμε τα προκαταρκτικά, Ράγκναρ». Η Μ άστανγκ στριφογυρίζει το ξυράφι της. Το φρικτό βουητό του γεμίζει τη σήραγγα. «Κάνε την επίθεσή σου, σκύλε, και δείξε στον Ντάροου για ποιο πράγμα ζει το είδος σου». Η σιωπή είναι παρατεταμένη. «Ένα» γρυλίζει η Μ άστανγκ, ποδοπατώντας το φανάρι της. Κανένα φως, κανένα χρώμα, μόνο σκοτάδι. Η σιωπή είναι πιο βαθιά από τη σήραγγα. Στριφογυρίζει μέσα από την καρδιά του Άρη, προχωρώντας επ’ άπειρον, αντιλαλώντας σε μέρη όπου μόνο οι χαμένοι έχουν πάει ποτέ. Ο Ράγκναρ τη σπάει με τη φωνή του. «Ζω για τις αδερφές μου». Δεν υπάρχει λάμψη από καψαλιστήρι. Ούτε στρίγκλισμα από ξυράφι. Ούτε κίνηση. Μ όνο ο αντίλαλος των λόγων του προς τα κάτω, κάτω μαζί με τα θραύσματα της σιωπής. «Ζω για τον αδερφό μου». Ένα φως προβάλλει από τον Ράγκναρ. Κάνει ένα βήμα μπροστά σαν ξεστρατισμένος προσκυνητής, με το λευκό φως να λάμπει κατά μήκος των αρθρώσεων της πανοπλίας του. Δε βλέπω όπλα. Η Μ άστανγκ τσιτώνεται σαστισμένη. «Είμαι και πάντα ήμουν γιος του λαού από τις Σπείρες των Βαλκυριών. Γεννημένος ελεύθερος από την Αλία Χιονοσπουργίτι στον άγριο πόλο του Άρη, βόρεια της Ραχοκοκαλιάς του Δράκου, νότια της Αλωμένης Πόλης». Προσπερνάει τη Μ άστανγκ με τα χέρια του στα πλευρά του. «Σαράντα τέσσερις ουλές έχω κερδίσει για τους Χρυσούς από τότε που οι δουλέμποροι του Κλαίοντος Ήλιου ήρθαν

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

537

από τ’ αστέρια για να πάρουν την οικογένειά μου στο Νησί των Αλυσίδων. Εφτά ουλές από άλλους του είδους μου όταν μ’ έβαλαν στην Aγωγή, όπου εκπαιδεύτηκα». Γονατίζει πλάι μου. «Μία από τη μητέρα μου. Πέντε από τα νύχια του τέρατος που φρουρεί το Πέρασμα της Μάγισσας. Έ ξι από τη γυναίκα που μ’ έμαθε ν’ αγαπώ. Μία από τον πρώτο μου αφέντη. Δεκαπέντε από ανθρώπους και κτήνη που αντιμετώπισα σε μια αρένα για να διασκεδάσουν ο Άρχοντας της Τέφρας και οι καλεσμένοι τους. Εννιά απέκτησα για τον Θεριστή». Το χώμα αναστενάζει κάτω από το βάρος των γονάτων του. «Για τους Χρυσούς έθαψα τρεις αδερφές. Έ ναν αδερφό. Δύο πατεράδες». Κάνει μια θλιμμένη παύση. «Ό μως… γι’ αυτούς δεν κέρδισα ποτέ ουλή». Μ έσα στο αχνό φως της πανοπλίας του, τα μαύρα μάτια του καίνε σαν φωτιές μάγισσας. «Τώρα ζω για περισσότερα». Ο Ράγκναρ κλείνει τα μάτια του, αφήνοντας τον εαυτό του στο έλεος μιας Χρυσής. Δείχνοντας εμπιστοσύνη όπως δείχνω κι εγώ. Όπως είχε εμπιστοσύνη σ’ εμένα η Ηώ. Όπως ο Σέβρο και ο Χορευτής και όλοι οι άλλοι. Τα μάτια μου συναντούν τα μάτια της Μ άστανγκ τελευταία φορά και φαντάζομαι πως νιώθω όπως οι πρόγονοί μου, οι πρώτοι πιονέροι στον Άρη, όταν κοιτούσαν πίσω μέσα από το σκοτάδι προς τη Γη. Στη Μ άστανγκ είχα ένα σπίτι. Είχα αγάπη. Και μετά δηλητηρίασα τη σχέση μας. Ξέρω πως αυτό ήταν πάντα γραφτό να είναι το τέλος μας. Εξακολουθώ όμως να ελπίζω σαν απελπισμένο παιδί. «Εσύ για τι ζεις;» ρωτάω.

538

PIERCE BROWN

51 Χρυσός γιος

Σ

ήμερα είναι ο Θρίαμβός μου. Η μέρα είναι παγερή. Ο ουρανός είναι μπλε σαν τ’ αυγά του κοκκινολαίμη, τ’ άστρα ατενίζουν μέσα από την ατμόσφαιρα. Στέκομαι βουτηγμένος στο χρυσάφι με μια πορφυρή ταινία διαγώνια στο στήθος μου, με το κεφάλι γυμνό να περιμένει το δάφνινο στεφάνι στο τέλος της πομπής. Όταν τελειώσει η μέρα, θα μου δώσουν μια Θριαμβική Μ άσκα φτιαγμένη από τους Ιώδεις για να τιμήσουν τη νίκη μου. Το άρμα μου μουγκρίζει από κάτω μου. Οι ξύλινοι τροχοί του σέρνονται στο οδόστρωμα. Πάνω σε ροδοπέταλα. Πάνω σε μπουμπούκια αιμανθού. Περισσότερα από εκατό χιλιάδες λουλούδια ριγμένα από τα ανοιχτά παράθυρα των ουρανοξυστών που στέκονται φρουροί δεξιά κι αριστερά από την επιβλητική λεωφόρο. Χέρια ανεμίζουν. Μ πράτσα απλώνονται. Πρόσωπα κοιτάζουν χαμογελώντας πλατιά. Τόσα Χρώματα. Βρίσκονται και στον δρόμο, περιβάλλοντας τη διαδρομή της παρέλασης. Ζητωκραυγάζουν για τα υπέροχα άρματα που πέρασαν πριν από το δικό μου. Τους ζογκλέρ που βγάζουν φωτιές. Τους χορευτές. Τους γρύπες και τους δράκους και τους ζεβροπύρηνους. Τους ελάχιστους εναπομένοντες αιχμάλωτους Μ πελόνα. Τα κεφάλια του Διοικητή Μ πελόνα και των αδερφών του, αντρών και

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

539

γυναικών, στολίζουν δόρατα. Παρά την ασκητική στάση ζωής του, ο Αύγουστος γνωρίζει τη σημασία της μεγαλοπρέπειας. Σχιζόφτερα περνούν σαν αστραπή από πάνω μας. Πελαργοί βουίζουν στον αέρα. Γνωρίζει όμως και τη σημασία της κτηνωδίας. Οι μύγες βουί​ζουν γύρω από τα κομμένα κεφάλια. Τσιγκλούν τα τέσσερα άσπρα άλογα που τραβούν το άρμα μου από το επιβλητικό βουλεβάρτο στις λευκές πέτρες του Πεδίου του Άρεως που απλώνεται μπροστά από τα εδάφη της Ακρόπολης. Χαιρετώ τα πλήθη σηκώνοντας ψηλά την κυρτολεπίδα μου. Τους κυριεύει ενθουσιασμός. Πατεράδες σηκώνουν ψηλά τα παιδιά τους δείχνοντάς με και λέγοντάς τους πως θα μπορούν να λένε στα δικά τους παιδιά ότι είδαν αυτοπροσώπως τον Θρίαμ​βό μου. Πετούν φύλλα συκιάς και ζητωκραυγάζουν έξαλλα, σκαρφαλώνοντας στα πολεμικά αγάλματα και στους μαρμάρινους οβελίσκους του Πεδίου για να με δουν καλύτερα. «Δεν είσαι παρά ένας θνητός» μου ψιθυρίζει στο αυτί ο Ροκ, που ιππεύει το άλογό του δίπλα στο άρμα, όπως απαιτεί η παράδοση. «Και μια πορνοπορδή» φωνάζει ο Σέβρο από την άλλη πλευρά. «Ναι» συμφωνεί με επισημότητα ο Ροκ. «Κι αυτό». Εύχομαι να ήταν εδώ μαζί μου η Μ άστανγκ. Η ήρεμη δύναμή της θα με βοηθούσε ν’ αντέξω ευκολότερα όλ’ αυτά τα μάτια, να χωνέψω πιο ευχάριστα όλες αυτές τις ζητωκραυγές. Στο πλήθος χειροκροτούν και Κόκκινοι. Στριγκλίζουν και ζητωκραυγάζουν και γελούν, τέλεια θύματα των μονάδων ψυχαγωγίας της Κοινωνίας. Πιστεύουν το ψέμα του ένδοξου πολέμου και των ένδοξων Χρυσών. Εκατομμύρια πρέπει να έχουν αναβιώσει την ολοεμπειρία της πτώσης μου με τη Σιδερένια Βροχή, τουλάχιστον μέχρις ότου ο ΗΜ Π έβγαλε την κάμερά μου εκτός λειτουργίας. Ο Φίτσνερ όμως κράτησε το κομμάτι του βίντεο όπου σκότωνα τον Κάρνο. Η παρέλαση είναι ένα όνειρο. Ένα ψεύτικο κατασκεύασμα. Το βιώνω αδιάφορα, ξέροντας πόσο μικρή σημασία έχει. Οι φίλοι μου είναι πίσω μου, στο πλάι μου. Όλοι εκείνοι που θα αποκαλούσα υπαρχηγούς. Μ ου χαμογελούν πλατιά. Μ ’ αγαπούν. Και τους

540

PIERCE BROWN

οδηγώ σε μια ελπιδοφόρα καταστροφή. Όλα έμοιαζαν κάποτε να αξίζουν τον κόπο. Από τη στιγμή όμως που θα μεταφέρουμε τον πόλεμο στη Σελήνη, τι θα γίνει μετά; Κι άλλα ψέματα. Κι άλλοι θάνατοι. Κι άλλες εξωφρενικές δολοπλοκίες. Και τι θα κάνει η Μ άστανγκ; Δεν έχει γυρίσει στην Αγέα από τότε που μου έστρεψε την πλάτη και έφυγε μακριά μου στα ορυχεία. Ο Φίτσνερ είναι έξαλλος από ανησυχία. Είναι ένας πέλεκυς πάνω από το κεφάλι μου. Ανά πάσα στιγμή θα μπορούσε να υπογράψει τον θάνατό μου. Μ πορεί να το έχει κάνει κιόλας. Ίσως όλ’ αυτά να είναι ένα μεγάλο τέχνασμα. Ίσως ο πατέρας της να ξέρει ήδη. Το Τσακάλι πρόσεξε την απουσία της από την Ακρόπολη όταν ήρθε χθες το βράδυ για τον Θρίαμβο. Του είπα πως είχαμε έναν καβγά για τον πατέρα τους. «Καθόλου παράξενο» είπε μ’ ένα στεναγμό. «Απλώς μην τον αφήσεις να μπει ανάμεσά σας, όπως μπήκε ανάμεσα σ’ εκείνη κι εμένα όταν ήμαστε μικροί». Μ ε χτύπησε με οικειότητα στον ώμο και σέρβιρε αρκετά ποτά και για τους δυο μας ώστε να πάθω έναν βουβό πονοκέφαλο που τώρα χτυπά πίσω από το αριστερό μου μάτι. Ορκίζομαι στον εαυτό μου πως δε θα ξαναπιώ. Η Βίκτρα ιππεύει δίπλα στον Ροκ και τον Λορν κοιτάζοντας νωθρά ολόγυρα, απολαμβάνοντας τη λιακάδα και τις εορταστικές εκδηλώσεις. Έφερε τη μητέρα της στο ποίμνιο του Αυγούστου μαζί με την Αντωνία, που προφανώς βοήθησε στην κατάληψη της Θεσσαλονίκης από τα χέρια των Μ πελόνα. Είναι δύσκολο να παρακολουθείς σε ποια πλευρά βρίσκονται. Η Βίκτρα, όμως, από τη μεριά της, ήταν πιστή όπως και κάθε άλλος. Μ ου στέλνει ένα φιλί. Οι Υλακτούντες τροχάζουν πίσω της, μισοί σε αριθμό από όσους ήταν στην αρχή, αν και οι Τηλεμάνοι υποσχέθηκαν να τους φέρουν καινούριους νεοσύλλεκτους. Πίσω από αυτούς τους υπαρχηγούς βρίσκονται οι δεκάδες Πραίτορες και Λεγάτοι που διοικούσαν τον στρατό. Και πίσω τους περπατούν χιλιάδες χιλιάδων Γκρίζοι τραγουδώντας, με τρυφερότητα που προκαλεί αμηχανία, σκαμπρόζικα τραγούδια σε βάρος μου. Πίσω τους έρχονται λεγεώνες Οψιδιανών. Είναι μια αχαλίνωτα

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

541

μεγαλοπρεπής τελετή, όχι μόνο για μένα, αλλά επειδή σηματοδοτεί το ξεκίνημα μιας νέας εποχής – ενός ηλιακού συστήματος διοικούμενου από τον Άρη, όχι από τη Σελήνη. Ο Φίτσνερ δεν είναι εδώ. Έπρεπε να είναι. Τον αναζητώ με το βλέμμα στην κορυφή των κολοσσιαίων λευκών σκαλοπατιών που οδηγούν στα εδάφη της Ακρόπολης. Ο Αρχικυβερνήτης και η ακολουθία του στέκονται εκεί με δεκάδες από τους συμμάχους μας και μια σκελετωμένη, φαλακρή Λευκή που κρατάει το δάφνινο στεφάνι μου. Αφήνοντας πίσω το άρμα μου, ανεβαίνω τα σκαλιά περιστοιχισμένος από τους υπαρχηγούς μου. Σιωπή πέφτει στην πλατεία. Η πορφυρή κάπα μου ανεμίζει πίσω μου. Η πόλη μυρίζει τριαντάφυλλα και κοπριά αλόγων. Ο Αύγουστος προχωράει μπροστά. «Έγινε έκκληση για μια Σιδερένια Βροχή» διακηρύσσει. «Και η έκκληση βρήκε ανταπόκριση» απαντώ, με τα λόγια μου να αντιλαλούν ενισχυμένα σαν κεραυνός πάνω απ’ όλη την πόλη. Ένα μεγάλο μουγκρητό υψώνεται από όσους έπεσαν με τη Βροχή. Η Λευκή κάνει ένα βήμα μπροστά, με το πρόσωπο τσακισμένο από τα πολλά χρόνια που έχει περάσει καταδικάζοντας εγκληματίες. Γαλατερά μάτια χαμένα σε παλιές ιστορίες ανοιγοκλείνουν με ευγενική έγνοια. «Γιε του Άρη» τερετίζει ονειροπόλα η φωνή της. «Σήμερα φοράς πορφύρα, όπως οι παλιοί Ετρούσκοι βασιλιάδες. Σμίγεις μαζί τους στην ιστορία. Σμίγεις με τους ανθρώπους που τσάκισαν την Αυτοκρατορία του Ανατέλλοντος Ηλίου. Μ ε τις γυναίκες που πέταξαν την Ατλαντική Συμμαχία μέσα στη θάλασσα. Είσαι Κατακτητής. Δέξου αυτή τη δάφνη ως διακήρυξη της δόξας σου». Την τοποθετεί στο κεφάλι μου. Ο Σέβρο ρουθουνίζει περιφρονητικά δίπλα μου. Η Λευκή συνεχίζει, ακολουθώντας με τα λόγια της γλαφυρά φιδωτά μονοπάτια, ξοδεύοντας το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος, έτσι που, όταν τα λόγια της αρχίζουν να φτάνουν στο τέλος τους, έχει πέσει πια το σούρουπο. Έχω καταλήξει να κατανοώ γιατί υπάρχει όλο αυτό το θέαμα. Γιατί όλες αυτές οι ομιλίες και τα μνημεία. Η παράδοση είναι το στέμμα του

542

PIERCE BROWN

τυράννου. Κοιτάζω όλους αυτούς τους Χρυσούς με τα διάσημα και τα εμβλήματά τους και τα λάβαρά τους, όλα με στόχο τη νομιμοποίηση μιας διεφθαρμένης βασιλείας και την αποξένωση του λαού. Κάνε τους να νιώθουν πως παρακολουθούν ένα είδος που δεν μπορούν να κατανοήσουν. Το Τσακάλι μοιάζει να διαβάζει τις σκέψεις μου, γιατί σηκώνει καρτερικά τα μάτια του στον ουρανό μ’ αυτή τη φάρσα. Τα τελευταία λόγια έρχονται λίγο μετά. «Per aspera…» τερετίζει η Λευκή, με το σώμα της να τρέμει από την προσπάθεια. Ο Αύγουστος σηκώνει το χέρι του και ο κρυστάλλινος οβελίσκος που παραγγέλθηκε για την πολιορκία του Άρη υψώνεται από τη θέση του στο Πεδίο με τη βοήθεια βαρυανελκυστήρων στη βάση του. Καταλαμβάνει τρίζοντας τη θέση του και αιωρείται κάπου πενήντα μέτρα πάνω από το έδαφος, όπου και θα συνεχίσει να αιωρείται μέχρι που ένας άλλος Θρίαμβος θα διεκδικήσει τη θέση του. Μ ετά θα σμίξει με τους άλλους στο έδαφος. Πανύψηλες ταφόπλακες για το ένα εκατομμύριο πεσόντες. «…ad astra!» βρυχάται το πλήθος. Μ ένω στα σκαλιά, καθώς η γιορτή παίρνει ζωή κάτω στο Πεδίο του Άρεως. Οι Χρυσοί σκορπίζονται στα εδάφη της Ακρόπολης, κατευθυνόμενοι προς την ιδιωτική μας γιορτή. Ο Αύγουστος παρακολουθεί από δίπλα μου. Πίσω μας, ο μπρούντζινος ήλιος βασιλεύει πάνω από την πόλη του, απλώνοντας τις σκιές μας πάνω στα κατώτερα Χρώματα πιο χαμηλά. «Έλα μαζί μου» διατάζει. Προχωρούμε περιστοιχισμένοι από σωματοφύλακες. Μ ε κυριεύει ανησυχία, καθώς τους βλέπω να σχηματίζουν σφιχτό κλοιό γύρω μας. Έχει μιλήσει με την κόρη του. Ξέρει. Φυσικά ξέρει. Έχω το ξυράφι μου, δεν έχω βαρυμπότες. Μ όνο μια τελετουργική πανοπλία. Πόσους Οψιδιανούς θα μπορούσα να σκοτώσω προτού με κατατροπώσουν; Όχι πολλούς. Μ ετά συνειδητοποιώ πού με πάει και σχεδόν γελάω με τον εαυτό μου και την ανοησία μου. Η αίθουσα του θρόνου φλέγεται από το φως του ήλιου. Η

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

543

οροφή είναι όλη από γυαλί, μαρμάρινοι κίονες υψώνονται εκατό μέτρα ψηλά. Ο χώρος βουίζει από θόρυβο. Ιονοπριόνια, σφυριά και ο απαλός βόμβος από εφτά ιονοσκαρπέλα πάνω σε μια μάζα από όνυχα δυο φορές πιο ψηλή από μένα. «Έξω» προστάζει ο Αύγουστος. Οι Ιώδεις γλιστρούν από τις κούρνιες τους πάνω στον όνυχα και σκορπίζονται μαζί με τους Πορτοκαλιούς χτίστες και τους Κόκκινους εργάτες. Οι σωματοφύλακες του Αυγούστου μας αφήνουν κι αυτοί. Οι μπότες μας χτυπούν πάνω στο πάτωμα, μοναχικοί ήχοι για μια τέτοια αίθουσα. Ώστε δε θα με σκοτώσει τελικά. «Σου φτιάχνουν θρόνο» λέω, πηγαίνοντας ν’ αγγίξω τον όνυχα. Αφήνω την ανάσα μου να βγει, απομακρύνοντας την ένταση. Το πόδι ενός λιονταριού παίρνει σχήμα κοντά στη βάση του θρόνου. Στ’ αριστερά, η ουρά του τυλίγεται γύρω από την άλλη πλευρά. «Παραβίασες τον νόμο, Ντάροου» λέει πίσω μου. «Έδωσες στους Οψιδιανούς ξυράφια. Τα όπλα των προγόνων μας στα χέρια του μόνου Χρώματος που ξεσηκώθηκε ποτέ εναντίον μας». «Αυτό είναι όλο;» τον ρωτάω με ανακούφιση. «Έκανα εκείνο που χρειαζόταν να κάνω». «Ένας Ολύμπιος Ιππότης σκοτώθηκε από τον σωματοφύλακά σου. Αυτό έγινε δημόσια». «Αν ο Ράγκναρ δεν έπαιρνε το τείχος, θα είχαμε χάσει κι εσύ, άρχοντά μου, θα ήσουν αλυσοδεμένος ή εκτελεσμένος. Το ξέρεις καλύτερα από μένα. Ο Ράγκναρ είχε την εξουσιοδότησή μου». «Ο πατέρας μου μ’ έμαθε πως είναι αδυναμία να ρωτάς τους άλλους τι γνώμη έχουν για σένα» λέει, σφίγγοντας τα χέρια του πίσω από την πλάτη του. «Πρέπει όμως. Νομίζεις πως είμαι ένα ψυχρό τέρας;» Γυρίζω να τον κοιτάξω εξεταστικά. «Αναμφίβολα». «Ειλικρίνεια». Σηκώνει το βλέμμα του στην οροφή. «Θα νόμιζε κανείς πως θα ηχούσε διαφορετικά από όλες τις άλλες αρλούμπες. Αυτό που είμαι, Ντάροου, είναι αναγκαιότητα. Είμαι η δύναμη που διορθώνει όσους σφάλλουν. Πες μου, γιατί δίνεις

544

PIERCE BROWN

σ’ έναν Οψιδιανό ξυράφι; Γιατί παροτρύνεις τα κατώτερα Χρώματα να ξεσηκωθούν; Γιατί αφήνεις μια Κυανή να διοικεί το σκάφος σου όταν θα έπρεπε απλώς να παίρνει διαταγές και να το πετάει;» «Επειδή μπορούν να κάνουν πράγματα που εγώ δεν μπορώ». Γνέφει σαν να απέδειξα αυτό που ήθελε να πει. «Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο υπάρχω. Ξέρω πως οι Κυανοί μπορούν να διοικούν στόλους. Ξέρω πως οι Οψιδιανοί μπορούν να χρησιμοποιούν τεχνολογία, να διοικούν ανθρώπους. Πως ο πιο έξυπνος Πορτοκαλής θα μπορούσε, αν του δινόταν η κατάλληλη ευκαιρία, να γίνει καταπληκτικός πιλότος. Οι Κόκκινοι θα μπορούσαν να γίνουν στρατιώτες ή μουσικοί ή λογιστές. Κάποιοι λίγοι –πολύ λίγοι– Ασημένιοι θα μπορούσαν να γράφουν μυθιστορήματα, βάζω στοίχημα. Ξέρω όμως τι θα μας κόστιζε αυτό. Η τάξη είναι ύψιστης σημασίας για την επιβίωσή μας. »Η ανθρωπότητα βγήκε από την κόλαση, Ντάροου. Οι Χρυσοί δεν ανέβηκαν στην ψηλότερη θέση από τύχη. Ανεβήκαμε από αναγκαιότητα. Από το χάος, γεννημένοι από ένα είδος που καταβρόχθισε τον πλανήτη του αντί να επενδύσει στο μέλλον. Η απόλαυση πάνω απ’ όλα, στο διάολο οι συνέπειες. Τα ευφυέ​στερα μυαλά υποδουλωμένα σε μια οικονομία που απαιτούσε παιχνίδια αντί για εξερεύνηση του διαστήματος ή τεχνολογίες που θα μπορούσαν να επιφέρουν επανάσταση στη ράτσα μας. Δημιούργησαν ρομπότ, ευνουχίζοντας το εργασιακό ήθος της ανθρωπότητας, δημιουργώντας γενιές υπεροπτικών ακρίδων. Χώρες απέκρυπταν τους πόρους τους, καχύποπτες η μία απέναντι στην άλλη. Αναπτύχθηκαν είκοσι διαφορετικές φατρίες με πυρηνικά όπλα. Είκοσι – όλες διοικούμενες από την απληστία ή τον φανατισμό. »Έτσι, όταν κατακτήσαμε την ανθρωπότητα, δεν ήταν από απληστία. Δεν ήταν για τη δόξα. Ήταν για να σώσουμε το είδος μας. Ήταν για να σταματήσουμε το χάος, να δημιουργήσουμε τάξη, να ακονίσουμε την ανθρωπότητα προς έναν σκοπό – την εξασφάλιση του μέλλοντός μας. Τα Χρώματα είναι η ραχοκοκαλιά αυτού του στόχου. Αν επιτρέψεις στις ιεραρχίες να μεταβληθούν,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

545

η τάξη αρχίζει να καταρρέει. Η ανθρωπότητα δε θα αποβλέπει στο μεγαλείο. Οι άνθρωποι θα αποβλέπουν στο μεγαλείο». «Οι Χρυσοί αποβλέπουν στο μεγαλείο και εξαναγκάζουμε τα Χρώματα να πολεμούν» λέω, κουρνιάζοντας στο πόδι του μαύρου λιονταριού. Ο Αύγουστος δεν έχει μετακινηθεί από τη θέση του στο κέντρο του πατώματος. «Ωστόσο υπάρχουν άνθρωποι σαν κι εμένα» απαντάει τόσο ειλικρινά, που σχεδόν τον πιστεύω. «Δεν πολεμάω επειδή θέλω πραγματικά να γίνω βασιλιάς ή Αυτοκράτορας ή όποια λέξη κολλήσεις πριν από το όνομά μου στα ιστορικά βιβλία. Το σύμπαν δε μας προσέχει, Ντάροου. Δεν υπάρχει υπέρτατο ον που περιμένει να βάλει τέλος στην ύπαρξη όταν ο τελευταίος άνθρωπος θα αφήσει την τελευταία του πνοή. Ο άνθρωπος θα φτάσει στο τέλος του. Αυτό είναι το αποδεκτό γεγονός, που όμως ποτέ δε συζητείται. Και το σύμπαν θα συνεχίσει χωρίς να νοιάζεται. »Δε θα επιτρέψω να συμβεί αυτό, επειδή πιστεύω στον άνθρωπο. Θα ήθελα να συνεχίσουμε στο διηνεκές. Θα ήθελα να μας οδηγήσω έξω από το ηλιακό σύστημα σε ξένα συστήματα. Να ψάξουμε για νέα ζωή. Βρισκόμαστε μόλις στη νηπιακή μας ηλικία ως είδος. Αλλά θα ήθελα να κάνω τον άνθρωπο το αναλλοίωτο στοιχείο του σύμπαντος, όχι απλώς κάποιο περαστικό βακτήριο που λάμπει και σβήνει χωρίς κανείς να το θυμάται. Γι’ αυτό ξέρω πως υπάρχει ένας σωστός τρόπος να ζούμε. Γι’ αυτό πιστεύω πως οι ανώριμες ιδέες σου είναι τόσο επικίνδυνες». Η νόησή του είναι αχανής. Κόσμους πέρα από τη δική μου. Και ίσως πρώτη φορά καταλαβαίνω πραγματικά πώς μπορεί να κάνει ο συγκεκριμένος άνθρωπος αυτό που κάνει. Δεν υπάρχει μέσα του ηθική. Ούτε καλοσύνη. Ούτε κακή πρόθεση όταν σκότωσε την Ηώ. Πιστεύει πως βρίσκεται πέρα από την ηθική. Οι βλέψεις του είναι τόσο μεγαλόπνοες, που έχει γίνει απάνθρωπος στην απεγνωσμένη του επιθυμία να διασώσει την ανθρωπότητα. Πόσο παράξενο είναι να κοιτάζεις την αυστηρή, ψυχρή μορφή του και να ξέρεις πως αυτά τα τρελά όνειρα φλογίζουν το κεφάλι και την καρδιά του. «Και όλ’ αυτά που είπες; Όλ’ αυτά που έκανες;» ρωτάω,

546

PIERCE BROWN

έχοντας στο μυαλό μου την πρώτη του γυναίκα, το στόμα της οποίας παραγέμισε με σταφύλια. «Δέχεσαι συμβουλές από πλάσματα σαν τον Πλίνιο. Βομβαρδίζεις αθώους πολίτες, που δεν έχουν παραβιάσει κανέναν νόμο. Ενστερνίζεσαι έναν εμφύλιο πόλεμο… και λες πως προσπαθείς να σώσεις την ανθρωπότητα;» «Κάνω ό,τι χρειάζεται για να προστατεύσω το ευρύτερο καλό». Για να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Για να ωφελήσει τον εαυτό του. «Για να προστατεύσεις την ανθρωπότητα» επαναλαμβάνω. «Ναι». «Δεκαοχτώ δισεκατομμύρια ζουν και αναπνέουν σ’ αυτή την αυτοκρατορία. Πόσους θα σκότωνες για να προστατεύσεις την ανθρωπότητα; Ένα δισεκατομμύριο; Δέκα;» «Ο αριθμός δεν αλλάζει την αναγκαιότητα». «Δεκαπέντε δισεκατομμύρια;» ρωτάω. Κόκκινο, Χρυσό, κάθε κομμάτι μου είναι σοκαρισμένο. «Κάποιος πρέπει να κάνει αυτές τις επιλογές» λέει. «Η υπόλοιπη φυλή μας αρρωσταίνει κάθε μέρα και περισσότερο. Τα Ξωτικά κυνηγούν τις απολαύσεις αντί για τα επιτεύγματα, ενώ οι Απαράμιλλοι έχουν γίνει τόσο διψασμένοι για εξουσία, που η Αρχόντισσά μας είναι μια γυναίκα η οποία έκοψε το κεφάλι του ίδιου του πατέρα της προκειμένου να του πάρει τον θρόνο. Πρέπει να διακυβερνηθούν». «Από εσένα». «Από εμάς». Το σταθερό του βλέμμα δεν τρεμοπαίζει. «Από εμάς» επαναλαμβάνει. «Σου συμπεριφέρθηκα άσχημα, επειδή φοβόμουν τη θρασύτητά σου, την αναίδειά σου. Υποσχέθηκα όμως πως θα επανορθώσω κι αυτό θα κάνω, επειδή έχεις επιδείξει ικανότητα για εξέλιξη, για μάθηση. Γίνε διάδοχός μου. Όχι Πραίτοράς μου. Έχω αρκετούς πολέμαρχους. Αυτό που χρειάζομαι… αυτό που θέλω είναι ένας γιος». «Έχεις γιο». «Έχω ένα παράσιτο που θέλει τη δύναμή μου. Αυτό είναι όλο. Δεν έχει τι να την κάνει. Κανένα σχέδιο από τη στιγμή που θα την κερδίσει. Απλώς νιώθει πείνα, όπως η Κοινωνία μας τον έμαθε να νιώθει». Το πρόσωπό του δείχνει μια αναλαμπή

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

547

προβληματισμού. «Ωστόσο, κατά αξιοσημείωτο τρόπο, αυτό ήταν δική του ιδέα. Έχεις την ευχή του». Δεν αμφιβάλλω πως έχω την ευχή του. Ξέροντας τον σύμμαχό μου, απλώς αναρωτιέμαι τι θα μου κοστίσει. Είναι επιχειρηματίας. Θα θέλει απόδοση από την επένδυσή του. Ειδικά αυτή την επένδυση. Έπρεπε να μου το έχει πει. «Και η Βιργινία; Δεν είναι ανάγκη να είναι αρσενικός ο διάδοχός σου». «Θέλω όμως να είναι. Και σε θέλω γι’ αυτήν. Ο σύζυγος που ταιριάζει στην ευφυΐα της». «Μ ε χρησιμοποιείς» λέω ξαφνικά, διακρίνοντας τη μηχανορραφία του. «Τη δένω μαζί σου. Ειδικά αν παντρευτούμε. Ξέρουμε και οι δύο πως δε θέλεις μεταρρύθμιση». Ακόμα και αυτή τη στιγμή οι Μ εταρρυθμιστές από όλες τις γωνιές της Κοινωνίας μαζεύονται στον Άρη για να συσπειρωθούν πίσω από τον άνθρωπο που είπε πως θα τους δώσει τη Σύγκλητο όταν νικήσει τη Λούνα και τους συμμάχους της. «Οι Μ εταρρυθμιστές είναι καρκίνος» λέει. «Μ α τους υπόσχεσαι πως θα...» «Οι υποσχέσεις ήταν απαραίτητες για να κερδίσω την υποστήριξή τους. Όταν θα έχουμε νικήσει την Οκταβία, θα βάλω τους Μ εταρρυθμιστές στη φυλακή ή θα τους εκτελέσω για προδοσία». «Η Μ άστανγκ δε θα σε συγχωρήσει ποτέ. Πιστεύει πως αλλάζεις. Όποια συζήτηση κι αν έκανες μαζί της, ό,τι κι αν της υποσχέθηκες, την έκανες να ελπίζει σ’ εσένα». Μ πορεί να μη συγχωρήσει κανέναν από τους δυο μας. «Θα την κάνεις να καταλάβει από τη στιγμή που θα αποτελείς μέλος της οικογένειας, Ντάροου. Μ έχρι τότε, υποψιάζομαι πως θα είστε παντρεμένοι και δε θα σ’ εγκαταλείψει ακόμα κι αν με μισεί. Η οικογένειά μας θα μείνει δυνατή, όπως πρέπει να μείνουμε. Εσύ όμως πρέπει πάντα να είσαι δικός μου. Να λογοδοτείς σ’ εμένα. Όχι στα παιδιά μου». Κάνει ένα βήμα προς το μέρος μου. «Η Οκταβία οδηγεί την ανθρωπότητα σε αργή παρακμή. Οι Μ εταρρυθμιστές, όπως και οι Γιοι του Άρη, θα μας πετάξουν στο

548

PIERCE BROWN

έδαφος με χίλια χιλιόμετρα το δευτερόλεπτο. Πρέπει να προστατεύσουμε το είδος μας. Βοήθησέ με». Είναι ένας ευγενής άνθρωπος που κάνει αυτό που θεωρεί καλύτερο για την ανθρωπότητα. Ανάθεμά τον. Ποτέ δε ζητήσαμε να σκύψουμε το κεφάλι. Ποιος είναι αυτός που θα πει πως οι Κόκκινοι και οι Καστανοί μοχθούν μέχρι θανάτου για το ευρύτερο καλό; Ποιος είναι αυτός που θα πει πως τα Ροζ παιδιά, που τα τρυγούν για βιασμούς, τα Οψιδιανά και τα Γκρίζα για πόλεμο, είναι αναγκαιότητα; Πώς μπορεί να κάθεται εκεί και να λέει πως αυτός μόνο ξέρει τι είναι καλύτερο για μένα, για την οικογένειά μου; Δεν είναι δικαίωμά του. Όπως δεν ήταν δικαίωμά του να έρθει στον κόσμο μου και να πάρει την Ηώ. Κι αν νομίζει πως η ισχύς τού δίνει το δικαίωμα, τότε είναι βρομοκατάρατο δικαίωμά μου να του κόψω το κεφάλι αυτή τη στιγμή. Αντί γι’ αυτό, σηκώνομαι και διασχίζω την απόσταση που μας χωρίζει. Γονατίζοντας, παίρνω το χέρι του και φιλάω το βρομοκατάρατο δαχτυλίδι του. «Όπως επιθυμείς, άρχοντά μου». Τα σκληρά του χείλη στραβώνουν σ’ ένα αρπακτικό χαμόγελο. «Λέγε με πατέρα».

«Προσπάθησε να μη φαίνεσαι τόσο καταραμένα ικανοποιημένος από τον εαυτό σου» μου λέει ο Λορν. Στεκόμαστε μέσα στους κήπους με τα άσπρα μονοπάτια της Ακρόπολης. Μ ια αύρα αναδεύει τα κουδούνια που κρέμονται στα δέντρα. Είναι μια απλή υπόθεση, όχι σαν το χοντροκομμένο θέαμα στη Σελήνη. Μ ικρά τραπέζια είναι τοποθετημένα κάτω από κλαδιά σκεπασμένα με περικοκλάδες. Ροζ υπηρέτες τα καθαρίζουν από τα υπολείμματα του συμποσίου. Πάνω στο πράσινο χορτάρι και στα άσπρα μονοπάτια, Απαράμιλλοι στέκονται γελώντας και εντυπωσιάζοντας ο ένας τον άλλο, κρατώντας στα χέρια τους ψηλά ποτήρια σαμπάνιας. Διακρίνει κανείς το χέρι του Τσακαλιού στον σχεδιασμό. Είναι ένα καλόγουστα λιτό πλάσμα.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

549

Περισσότεροι αξιωματούχοι ήρθαν στο δείπνο παρά στην τελετή. Υπήρχαν έτσι πολλοί Αύγουστοι και έπρεπε να χαιρετήσω. Ήρθαν μπαίνοντας στη γραμμή με βάση την ιεραρχία, φυσικά. Γρήγορα κουράστηκα από τις προσποιητές εγκαρδιότητες και αναζήτησα τον Λορν κοντά στη βάση ενός λεπτόκορμου άσπρου δέντρου. Τα μπράτσα του είναι σταυρωμένα, η έκφραση μουτρωμένη και αγριοκοιτάζει τη σαμπάνια στο χέρι του. Την πετάει σ’ έναν θάμνο. «Κι εγώ τα σιχαίνομαι αυτά τα πράγματα» λέω. «Μ όλις πάρω τη Μ άσκα μου, ο Αύγουστος θέλει να καλοπιάσω μερικούς από τους Άρχοντες των Δορυφόρων. Μ ετά είναι η ώρα μου για ύπνο». Χωρίς τη Μ άστανγκ εδώ, δεν μπορώ να βρω καμιά πραγματική χαρά. «Μ όνος κατά τα φαινόμενα. Πού είναι το κορίτσι σου;» Κοιτάζει προσεκτικά ολόγυρα. «Έψαχνα παντού». «Δεν ξέρω». Όλοι το πρόσεξαν; «Α». Γρυλίζει. «Ερωτικό καβγαδάκι; Εντάξει, δε θα σου δώσω συμβουλές, θα σου πω μόνο να καταπιείς τον εγωισμό σου. Είναι θησαυρός, αν μπορέσεις να την κρατήσεις». Αν. «Χαίρομαι που ήρθες» λέω. «Έστω κι αν οι συμβουλές σου είναι σκατά». Γελάει τραχιά και γνέφει προς το Τσακάλι, που μιλάει με τον Ροκ και διάφορους Πολιτικούς από τον Γανυμήδη. «Έγινε δυνατό χάρη στον φίλο σου. Ο Αύγουστος με κάποιο τρόπο ξέχασε να με καλέσει, παρ’ όλο που οι άντρες μου του κέρδισαν έναν πλανήτη. Οι τρόποι εξαρτώνται από τόσα πράγματα στις μέρες μας. Μ ια που το ’φερε η κουβέντα, πόσο νομίζεις πως πρέπει να μείνω ώστε να μην είναι αγενές που φεύγω;» «Ούτε εννιά δεν είναι ακόμη. Δε θα παρουσιάσεις τη Μ άσκα σε λίγα λεπτά;» «Θα την παρουσίαζα, αλλά είναι μια βαρετή πολιτική δουλειά. Ζήτησα από τον φίλο σου τον Ροκ να το κάνει, αν δε σε πειράζει. Για την ακρίβεια, αυτός μου το ζήτησε. Δεν έχει σημασία». «Όχι. Όχι, πραγματικά, είναι καλύτερα έτσι». Θα είναι καλό για τον Ροκ να νιώθει όσο το δυνατόν περισσότερο ενταγμένος.

550

PIERCE BROWN

Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να διορθωθούν. Οι δημόσιες επιδείξεις φιλίας είναι καλή αφετηρία. Ο Λορν ακουμπάει την πλάτη του στο δέντρο. «Τα γέρικα κόκαλά μου τρίζουν τη νύχτα. Θα πάω να ελέγξω την ασφάλεια για να μην αναγκαστώ να μιλήσω με κάποιον από αυτούς τους γλοιώδεις ανθρώπους». Παρακολουθεί ένα σχιζόφτερο να περνάει ψηλά από πάνω μας. «Άσε να το κάνει κάποιος άλλος». Μ ια Ροζ δίνει στον Λορν το ποτήρι του ουίσκι που παράγγειλα. Η αγαπημένη του μάρκα. Μ υρίζει, υποταγμένος. «Έχω καταλήξει να σε βλέπω μόνο όταν φοράς πανοπλία. Φέρσου σαν καλός μέντορας και μείνε μαζί μου. Έχουμε δύο μπουκάλια Λαγκαβούλιν για σένα». «Επιστροφή στα παλιά σου κόλπα. Δύο μπουκάλια για δύο επιπλέον ώρες εκπαίδευσης, αυτή δεν ήταν η συμφωνία; Έπρεπε να σε χρεώνω παραπάνω. Χα!» Φεύγει κουτσαίνοντας με το ουίσκι του για να πάει να παίξει με τα εγγόνια του στα δέντρα. Παρακολουθώ τη Ροζ που έφερε το ουίσκι να ξαναχώνεται στο πλήθος. Οι κινήσεις της μου φαίνονται αμυδρά γνώριμες. Μ ια γυναίκα τυλίγει το μπράτσο της στο δικό μου. Γυρίζω με έξαψη μόνο και μόνο για να αντικρίσω τη Βίκτρα. Δεν προσέχει την απογοήτευσή μου. «Ελπίζω πραγματικά οι Ιώδεις να έβαλαν λιοντάρια αντί για πήγασους στη Μ άσκα σου». Γελάει με την έκφρασή μου. «Ναι, η φήμη έχει ήδη κυκλοφορήσει. Ντάροου Au-Αύγουστος». Ανατριχιάζει παιχνιδιάρικα. «Οι γυναίκες θα έρχονται τρέχοντας». Σηκώνω καρτερικά τα μάτια μου. «Ω, βούλωσ’ το». «Κάνε με». Γλιστράει το χέρι της στο κάτω μέρος της πλάτης μου. «Κρίμα που έχεις ήδη νοικοκυρευτεί». Γνέφει σε μια ομάδα νεαρών Απαράμιλλων από τους Αέριους Γίγαντες και σκύβει κοντά μου. «Σημαίνει όμως αυτό πως δεν μπορείς να παίζεις;» «Το ευχαριστιέσαι να με κάνεις να κοκκινίζω;» Τραβάει το δάφνινο στεφάνι από το κεφάλι μου και το βάζει στο δικό της, κάνοντας μια ανόητη υπόκλιση. «Μ ’ έπιασες. Πού είναι η μικρή σου Μ άστανγκ, εν πάση περιπτώσει;»

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

551

«Γιατί είναι όλοι τόσο περίεργοι, να πάρει;» «Ντάροου». Ο Ροκ έρχεται κοντά μας, κρατώντας ένα φιλντισένιο κουτί αρκετά μεγάλο για τη Θριαμβική Μ άσκα. Είναι κομψός μέσα στη μαύρη στολή του Πραίτορα, με τα μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. «Νομίζω πως πρέπει να μαζευτούμε για την παρουσίαση της Μ άσκας. Ξέρεις πού; Είμαι κάπως μπερδεμένος με όλη αυτή την ιστορία». Η Βίκτρα κατσουφιάζει. «Το προσωπικό της Ακρόπολης βρίσκεται ακόμη σε σύγχυση. Οι Μ πελόνα είχαν το μέρος έναν μήνα. Ο Άδριος αναγκάστηκε να χτενίσει τους Ροζ για κατασκόπους. Ειδικά ύστερα από αυτό που έγινε στην Αττική. Έχει τους άντρες του παντού απόψε. Ω, διάολε. Αρχίζει». Μ ου ξαναβάζει το δάφνινο στεφάνι στο κεφάλι και με τραβάει προς ένα ξέφωτο όπου μαζεύονται οι Χρυσοί. Ο Σέβρο μού κόβει το δρόμο, σταματώντας μας. «Ντάροου» λέει βιαστικά και μετά, κοιτάζοντας τη Βίκτρα: «προχώρα». Εκείνη στραβώνει τα μούτρα της και φεύγει. «Σου αρέσει» τον πειράζω. «Το βλέπω». Μ ε αγνοεί. «Ακόμη δεν έχει έρθει». «Ό Φίτσνερ; Κάλεσες το ηλεκτρονικό του σημειωματάριο;» «Δε συνδέεται. Ο λεχρίτης είχε πει πως θα ’ρχόταν. Επομένως, αν δεν είναι εδώ, κάτι σημαντικό πρέπει να συμβαίνει. Πρέπει να το ελέγξω». «Έλεγξέ το». Τον αρπάζω από το μπράτσο. «Αλλά φώναξε τον Ράγκναρ. Και πρόσεχε». «Πάντα προσέχω». Είναι παράξενο να τον παρακολουθώ να φεύγει. Σαν να παρακολουθώ τη σκιά μου να αναχωρεί, συνειδητοποιώντας πως η μοίρα της μπορεί να είναι ξεχωριστή από τη δική μου. Ίσως τελικά να είναι πιο σημαντικός από μένα. Πραγματικά παιδί δύο κόσμων. Ακολουθώ το πλήθος ανάμεσα από τα δέντρα. Μ ικρά φαναράκια φωλιάζουν στα κλαδιά, λούζοντας το ξέφωτο με μια ζεστή άσπρη λάμψη. Κανείς Λευκός δεν είναι παρών. Δεν υπάρχουν επισημότητες εδώ. Είναι τόσο ανεπίσημο όσο μεγαλοπρεπής ήταν ο Θρίαμβος. Το πλήθος ανοίγει για να

552

PIERCE BROWN

περάσω. Περπατάω πάνω στο άσπρο λιθόστρωτο όπου κάθεται ο Λορν με τα εγγόνια του στην άκρη μιας κρήνης σε σχήμα δελφινιού. Ο Αύγουστος μου κάνει νόημα να σταθώ δίπλα του, κοντά στο άγαλμα μιας τυφλής κόρης που κρατάει μια ζυγαριά κι ένα ξίφος. Είναι πνιγμένη από τις περικοκλάδες. Το Τσακάλι έρχεται κοντά μας. «Ακούω πως θα γίνουμε αδέρφια» λέω. «Ποιος λέει πως δεν μπορείς να διαλέξεις την οικογένειά σου;» Ρίχνει μια αφηρημένη ματιά στο ηλεκτρονικό του σημειωματάριο. «Καλύτερα εσύ παρά εκείνος ο παλιάνθρωπος ο Κάσσιος». «Συμβαίνει κάτι;» ρωτάω. «Κι άλλες φρικοκατάρατες παραγγελίες προμηθειών». Σηκώνει τα μάτια του από το σημειωματάριο. «Συγγνώμη. Όλα είναι έξοχα στον Άρη, ευγενή. Θα ήθελα απλώς να είναι εδώ η αδερφή μου. Εξακολουθείς να μην ξέρεις πού είναι, ε;» Κουνάω το κεφάλι μου. Μ ε κάθε αναφορά, η Μ άστανγκ απομακρύνεται λίγο περισσότερο. Έτρεφα ελπίδες πως μπορεί να εμφανιζόταν. Θα έκανε μια μεγαλοπρεπή είσοδο και θα καταλάβαινα πώς όλα είναι καλά. Μ ερικές φαντασιώσεις όμως δε γίνονται πραγματικότητα. «Μ ε συγχωρείτε! Ευγενείς μου!» αναγγέλλει ο Αύγουστος, διακόπτοντας τα μουρμουρητά των συζητήσεων. «Ευχαριστώ». Ξεροβήχει για να καθαρίσει τον λαιμό του και απευθύνει ένα καλωσόρισμα στους πολλούς καλεσμένους του Άρη, γέρνοντας το κεφάλι του προς το μέρος της Αρχικυβερνήτριας του Τρίτωνα. «Παρ’ όλο που τα ποτήρια μας σπινθηροβολούν και τα στομάχια μας είναι γεμάτα, αυτή η νύχτα δε θα κρατήσει πολύ». Κοιτάζει τους καλεσμένους του, μιλώντας με φωνή σταθερή και ξερή στον υγρό αέρα. Πυγολαμπίδες λάμπουν ανάμεσα στα δέντρα. «Ξέρουμε πως αυτή είναι μόνο η αρχή. Ο πόλεμος θα απαιτήσει πολλά από μας. Ας μην είμαστε όμως τόσο βιαστικοί ώστε να παραβλέψουμε μια νίκη σαν εκείνη που είδαμε μόλις πριν από μερικές εβδομάδες. Έναν θρίαμβο της θέλησης, της πίστης, της δύναμης. »Όλο εκείνο το μεγαλείο της παρέλασης ήταν γι’ αυτούς. Οι

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

553

ήσυχες στιγμές σαν αυτή είναι για μας». Χτυπάει ελαφρά μια φορά την ουλή στο πρόσωπό του. «Όπου εμείς, παρά τις διαφορές μας, μπορούμε να κουνάμε τα κεφάλια μας και να σηκώνουμε τα ποτήρια μας σ’ ένα μοναδικό επίτευγμα της θέλησης. Δεν έγινε μόνο του. Τη Βροχή όμως τη συγκάλεσε ένας άνθρωπος. Γι’ αυτό, Ντάροου Au-Ανδρομέδε, σε χαιρετίζουμε». «Χαίρε, Θεριστή!» φωνάζει ο Λορν με ελαφρά κοροϊδευτικό ύφος. Τα ποτήρια υψώνονται σ’ όλο το ξέφωτο και ακούγονται επιδοκιμαστικά μουρμουρητά. Και πίνουν. Αισθάνομαι τόσο άδειος όταν κοιτάζω αριστερά μου και βλέπω το Τσακάλι αντί για τη Μ άστανγκ. Νιώθω το χαμόγελό μου τόσο ψεύτικο, ξέροντας πως όλ’ αυτά σύντομα θα καταρρεύσουν. Η Βίκτρα φαίνεται να διαισθάνεται τη διάθεσή μου και μου κλείνει το μάτι, γέρνοντας το ποτήρι της προς το μέρος μου. Ο Αύγουστος κάνει νόημα στον Ροκ, που βγαίνει μπροστά κρατώντας αγκαλιά το μεγάλο φιλντισένιο κουτί. Αφήνει το κουτί στα χέρια μου και βάζει πάνω το δικό του για να μην το ανοίξω ακόμη. «Εσύ κι εγώ είδαμε πολλά μαζί». Η φωνή του είναι ήρεμη και σταθερή. «Τη νύχτα που σε πρωτογνώρισα, ήσουν στο πάτωμα του Κάστρου του Άρη και κοιτούσες το αίμα στα χέρια σου. Θυμάσαι τι είπα;» Το άλλο του χέρι αγγίζει τον δεξιό μου καρπό με τρυφερότητα που θυμίζει κάτι από το παρελθόν, όταν τα χέρια μας είχαν λιγότερους κάλους, λιγότερες ουλές. «Φυσικά. “Αν σε πετάξουν στα βαθιά και δεν κολυμπήσεις, θα πνιγείς. Γι’ αυτό συνεχίζεις να κολυμπάς”» απαγγέλλω. «Δε θα το ξεχνούσα ποτέ». «Πόσο μακριά φτάσαμε». Τα μάτια του επιθεωρούν το πρόσωπό μου, προσέχοντας τις γραμμές του, τις ατέλειές του. Γέρνω το κεφάλι μου και αναρωτιέμαι τι ψάχνει. «Θα είχα πληρώσει εκατό φορές όσα αξίζει το συμβόλαιό σου για να σε προστατεύσω». «Το ξέρω, Ροκ». «Θα είχα πεθάνει για σένα χίλιες φορές ακόμα, επειδή ήσουν

554

PIERCE BROWN

φίλος μου». Ήσουν. Κάτι στη φωνή του με κάνει να κοιτάξω ολόγυρα. Πάνω από τον ώμο του, βλέπω τη Βίκτρα να ψιθυρίζει κάτι αστείο στην Αντωνία και στη σκελετωμένη μητέρα τους. Ο Λορν σερβίρει στα εγγόνια του πιατάκια με κέικ που έχει φέρει ένας κοντός Ροζ. Όμως μόνο όταν ο σερβιτόρος στρίβει από την άλλη παγώνω μέσα μου. Στρίβει αγέρωχα. Αδίστακτα. Σε αντίθεση με κάθε Ροζ που έχει γεννηθεί ποτέ. Βγαίνοντας από τον ρόλο του μόνο μισό δευτερόλεπτο. Το ξέρω αυτό το στρίψιμο. Τον ξέρω αυτόν τον άνθρωπο. Είναι ο Βίξος. Πρέπει να είναι. Τα μάτια μου στρέφονται απότομα στη Ροζ που μου έφερε το ουίσκι του Λορν. Η Λίλαθ. Το κορίτσι του Τσακαλιού που φορούσε κόκαλα στα μαλλιά της. Που συμμάχησε με τους Μ πελόνα. Είναι ντυμένοι σαν Ροζ. Χρυσοί με σαρκομάσκες. Και με φακούς επαφής. Λύκοι που παίζουν τα πρόβατα. Τραβιέμαι από τον Ροκ έτοιμος να βάλω τις φωνές, όταν νιώθω τη λαβή του να σφίγγεται και συνειδητοποιώ πως με αποχαιρετούσε. Μ ια βελόνα από το δαχτυλίδι του μου τρυπάει τον καρπό. Απαλά, σαν το φιλί που μου δίνει τώρα στο μάγουλο. «Κι έτσι φεύγουν οι ψεύτες, μ’ ένα βρομοκατάρατο φιλί». Μ ια λέξη θρυμματίζει χίλια ψέματα. Μ ε το πρόσωπο πιο παγερό από το μαρμάρινο άγαλμα πίσω μας, ο Ροκ τραβιέται πίσω κι ανοίγει το καπάκι του φιλντισένιου κουτιού. Μ ε το απαλό τρίξιμο των ασημένιων μεντεσέδων, ο κόσμος μου παίρνει τέλος. Ο Αύγουστος αφήνει μια άναρθρη κραυγή φρίκης βλέποντας αυτό που υπάρχει μέσα στο κουτί. Και τριάντα εκατοστά πιο πέρα, το Τσακάλι, με τα μάτια γεμάτα μίσος που έμενε πολύ καιρό κοιμισμένο, μου χαμογελάει και γέρνει το κεφάλι του πίσω σαν ζώο για να απελευθερώσει ένα μανιακό, κοροϊδευτικό αλύχτισμα. Ένα σύνθημα για το τέλος. Η Βίκτρα κάνει να πιάσει το ξυράφι της. Η Αντωνία κάνει ένα βήμα πίσω. Τραβάει ένα καψαλιστήρι από τον δίσκο ενός σερβιτόρου και ρίχνει δύο ομοβροντίες στη ραχοκοκαλιά της Βίκτρας. Δύο ακόμα στον αυχένα της μητέρας της, προτού εκείνη προλάβει να κουνηθεί.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

555

«ΑΡ ΚΟΣ!» φωνάζει ο Αύγουστος, τραβώντας το ξυράφι του. «ΣΤΑ ΟΠΛΑ!» «ΥΛΑΚΤΟΥΝΤΕΣ, ΜΑΖΙ ΜΟΥ!» βρυχάται ο Λορν, σπρώχνοντας πίσω τα εγγόνια του. «Προστατεύστε τον Θεριστή». Πολύ αργά. Την ίδια στιγμή που ο Λορν σηκώνεται, η Λίλαθ βγάζει ένα παλμοεγχειρίδιο κάτω από το δίσκο της και το περνάει πάνω από τον λαιμό του από πίσω. Ο Λορν χώνει το χέρι του ανάμεσα στον λαιμό του και στη λεπίδα. Τέσσερα δάχτυλα πέφτουν στο χώμα. Στρίβει το σώμα του, κολλάει πάνω στη Λίλαθ, αρπάζοντας τον καρπό της με το ματωμένο του μπράτσο. Η λεπίδα βουίζει. Βογκάει. Ανείπωτη φρίκη, καθώς σ’ όλο το ξέφωτο βασιλεύει το χάος. Το δηλητήριο απλώνεται μέσα μου. Σωριάζομαι κατάχαμα, με το κουτί στην ποδιά μου. Μ ε την πλάτη πάνω στο τυφλό άγαλμα. Παράλυτος. Το Τσακάλι περνάει αθόρυβα μέσα από τη συμπλοκή, ένα ερπετό πάνω στον πάγο. Παρακολουθεί τα μαχαιρώματα και τις σφαγές και βρίσκει τον Λορν να παλεύει ακόμη με τη Λίλαθ, που προσπαθεί να του κόψει τον λαιμό. Ο Λορν καταφέρνει να πιάσει ένα θραύσμα σπασμένου γυαλιού από το χώμα και απλώνει το χέρι του να το καρφώσει στο πόδι της Λίλαθ, όταν το Τσακάλι σκύβει, εξετάζει μια στιγμή τον Λορν και αργά του χώνει ένα μαχαίρι στην κοιλιά. «Λάθος έκαναν. Το πλευρό σου δεν είναι από πέτρα». Το πρόσωπο του Λορν τραβιέται από φόβο, καθώς το Τσακάλι τραβάει τη λεπίδα έξω από το σώμα του γέρου. Τα μάτια του δασκάλου μου στο ξυράφι πετάγονται σ’ εμένα, στα εγγόνια του. Προσπαθεί να σηκωθεί, προσπαθεί να βγάλει μια τελευταία στάλα οργής. Προσπαθεί να πει κάτι. Αλλά το σώμα του τον έχει εγκαταλείψει. Δε θα ξαναδεί το νησί του. Δε θα ξαναχαϊδέψει τον γρύπα του. Δε θα ξανακούσει τα εγγόνια του να γελούν ούτε θα ξαναδεί τον Λύσανδρο, το εγγόνι που του υποσχέθηκα. Εγώ του το έκανα αυτό. Τον έφερα πίσω από μια ξεχωριστή ειρήνη που ήθελε τόσο πολύ, αλλά ήξερε πως ποτέ δεν άξιζε. Και σύντομα τα μάτια του δεν κοιτάζουν πια τίποτα και το Τσακάλι τραβάει τη

556

PIERCE BROWN

λεπίδα του και η Λίλαθ τελειώνει τη δουλειά της με μια αργή, πριονωτή κίνηση. Αφήνω ένα μακρόσυρτο βογκητό. Είναι το μόνο που μπορώ να κάνω. Σάλια κυλούν στον λαιμό μου. Η Βίκτρα σέρνεται προς το μέρος μου με το αίμα της να κυλάει. Μ έσα σ’ όλα αυτά, ο Ροκ στέκεται άγαλμα, αμέτοχος. Παλμικά όπλα κελαηδούν μακριά. Ένας κεραυνός σκίζει τον ουρανό, καθώς σκοτεινά σχήματα κατεβαίνουν, σπάζοντας το φράγμα του ήχου. Έρχονται από ένα αόρατο σκάφος. Κάτι που τρύπωσε μέσα κρυφά. Πού είναι οι περίπολοι; Οψιδιανοί και Πραιτοριανοί προσεδαφίζονται στη μέση του ξέφωτου, πέφτοντας με γδούπο πάνω στην πέτρα. Κυνηγούν όσους ξέφυγαν από το σφαγείο προς τους κήπους, καταδιώκοντάς τους με ελεγχόμενη ηρεμία. Η Αντωνία διευθύνει το μακελειό, αποτελειώνοντας διαδόχους, κλαδεύοντας γραμμές αίματος μισή χιλιετία παλιές. Παίρνοντας ομήρους. Η Λίλαθ γελάει με τον Βίξο. Βγάζουν τις ηλεκτρονικές σαρκομάσκες και τινάζουν τα χρυσαφένια μαλλιά τους. Πίσω τους, η Αία προσεδαφίζεται με λαμπρότητα, με την πανοπλία της να αστράφτει στο φως των φαναριών. Επιθεωρεί την εκατόμβη με πρόσωπο σκοτεινό και ικανοποιημένο. Μ όλις που την προσέχω, γιατί ένας παλιός φίλος προσεδαφίζεται δίπλα της. Ο Κάσσιος. «Η Βιργινία;» ρωτάει. «Λείπει, φοβάμαι» λέει το Τσακάλι. «Ειδοποιημένη;» «Θυμωμένη. Ερωτικό καβγαδάκι». Η Βίκτρα καταφέρνει να συρθεί στον αστράγαλό μου. Μ ια αιμάτινη κηλίδα σημαδεύει την πορεία της από εκεί όπου πυροβολήθηκε μέχρι το σημείο όπου είναι τώρα κουλουριασμένη. Κόκκινο πάνω στα χείλη της. Δε νιώθω το άγγιγμά της. «Δεν το ήξερα» ψιθυρίζει. «Ντάροου, δεν το ήξερα». Η Αία σκύβει πάνω από το σώμα του Λορν, παίρνοντας το ξυράφι του από τη μέση του και κλείνοντας για πάντα τα μάτια του μέντορά της. Δεν είχε προλάβει καν να τραβήξει το όπλο του. Ο Κάσσιος πλησιάζει, σταματώντας στα πόδια μου, όπου γονατίζει και με παρατηρεί.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

557

«Μ πορεί να κουνηθεί, ποιητή;» ρωτάει τον Ροκ. «Όχι. Αλλά μπορεί ν’ ακούσει». «Σκότωσες την οικογένειά μου, Ντάροου. Όλους. Εμένα, τον Ιουλιανό, είναι ένα πράγμα. Αλλά τα παιδιά; Πώς μπόρεσες;» Δεν ξέρω τι λέει. «Θα βρω τον Σέβρο. Θα βρω τη Μ άστανγκ. Δε θα υπάρξει οίκτος». Αγγίζει την επισμαλτωμένη λαβή του ξυραφιού του με το καινούριο του μπράτσο. «Δεν μπορείς να τον σκοτώσεις» λέει ο Ροκ πίσω του. «Ξέρεις τι είναι». Ο Ροκ βάζει το χέρι του στον ώμο του Κάσσιου. «Κάσσιε, οι διαταγές της Αρχόντισσας ήταν σαφείς». «Ανατομή» μουρμουρίζει ο Κάσσιος. Μ ε παρακολουθεί και μοιάζει να μην υπήρξε ποτέ εποχή που αυτός ο άνθρωπος με φώναξε αδερφό. Δεν υπήρξε ποτέ ελπίδα πως θα μπορούσαμε ποτέ να γίνουμε αυτό που είμαστε τώρα. Βίαια, με πιάνει από το χέρι. Νομίζω, προς στιγμήν, πως το σφίγγει. Αντί γι’ αυτό, όμως, κλέβει το δαχτυλίδι που κέρδισα. Τον σιδερένιο λύκο που για να τον αποκτήσω σκότωσα τον αδερφό του. Το δάχτυλό μου είναι γυμνό χωρίς αυτό. Σηκώνεται από το γόνατό του δεσπόζοντας από πάνω μου, περισσότερο όμορφο όρνιο παρά αετός. «Ο Ιουλιανός. Η Λία. Ο Παξ. Η Κουίν. Ο Ξερακιανός. Η Άρπυια. Ο Χλαπάτσας. Ο Τάκτος. Ο Λορν. Η Βίκτρα. Άξιζαν κάτι καλύτερο από το να πεθάνουν για έναν δούλο». Μ ’ αυτά τα λόγια, με αφήνει με τον Ροκ. Ο κόσμος είναι σιωπηλός πέρα από τους λυγμούς και τον ήχο σειρήνων. Δίπλα μου, η Βίκτρα παρακολουθεί τον Κάσσιο να φεύγει με τη ζωή να την εγκαταλείπει. Εκείνα τα έξυπνα μάτια της με κοιτάζουν χαμένα. «Πρέπει να βιαστούμε» λέει με συρτή φωνή η Αία στη μέση της σφαγής. «Ξέρουν πως είμαστε εδώ. Φέρε τον πατέρα σου και πάμε να φύγουμε». Το Τσακάλι γνέφει καταφατικά. «Μ ια στιγμή, σε παρακαλώ». Αρκετά μέτρα πιο κάτω, ο Αύγουστος είναι ακινητοποιημένος στο χώμα από τρεις σερβιτόρους. Τον σηκώνουν καθώς πλησιάζει το Τσακάλι, πατώντας πάνω στο βεβηλωμένο σώμα του Λορν. «Δεν είναι του γούστου σου η Μ άσκα, Ντάροου;» μου

558

PIERCE BROWN

φωνάζει. «Την έφτιαξα ειδικά για σένα όταν μου αποκάλυψες τον πραγματικό σου εαυτό στην Αττική». Το Τσακάλι γυρίζει στον πατέρα του. «Τι λες, πατέρα; Ήταν αυτό το τέχνασμα αντάξιο του ονόματός σου;» «Τέρας». Ο Αύγουστος τον φτύνει κατάμουτρα. «Τι έκανες;» «Ώστε δεν είσαι περήφανος;» Το Τσακάλι σκουπίζει το σάλιο και το κοιτάζει. «Γαμώτο». «Σταμάτησέ το. Γιε μου, μας κατέστρεψες». «Άδριε…» λέει ανυπόμονα η Αία. «Πρέπει να φύγουμε». Το Τσακάλι κάνει ένα βήμα μπροστά. «Ώστε τώρα με αποκαλείς γιο;» Χτυπάει επικριτικά τη γλώσσα του και ισιώνει το τζάκετ του πατέρα του. «Ήμουν γιος σου όταν μ’ έβαλες πάνω σ’ έναν βράχο για να με εξοντώσουν τα στοιχεία της φύσης; Τρεις μέρες. Ήμουν μωρό. Η Επιτροπή δεν ήθελε καν Έκθεση. Εσύ όμως νόμιζες πως ήμουν τόσο αδύναμος και ο Κλαύδιος τόσο δυνατός. Ήταν δυνατός όταν έβαλα τον Κάρνο να τον χώσει στο χώμα;» Τα χείλη του πατέρα του τρέμουν. «Τι;» «Πλήρωσα τον Κάρνο Au-Μ πελόνα εφτά εκατομμύρια πιστωτικές μονάδες και έξι Ροζ για να ντροπιάσει το κορίτσι του Κλαύδιου. Ήξερα πως η τιμή του Κλαύδιου θα τον οδηγούσε στην αρένα. Το αστείο είναι… πως ήταν δικά σου λεφτά. Σου τα ζήτησα για να μπορέσω να επενδύσω στο μέλλον μου. Και επένδυσα». Κατσουφιάζει. «Πατέρα, νομίζεις πραγματικά πως ένας δεκάχρονος νοιάζεται για την αγορά του αργύρου; Έπρεπε να είχες δώσει περισσότερη προσοχή». «Σκότωσες τον Κλαύδιο». Η φωνή του Αυγούστου σπάει κάτω από την ένταση και σωριάζεται στα χέρια αυτών που τον κρατούν, τρέμοντας από τη θλίψη. «Σκότωσες το αγόρι μου». Αυτό θα ράγιζε την καρδιά της Μ άστανγκ. «Εγώ είμαι το αγόρι σου» λέει περιφρονητικά το Τσακάλι. «Ήμουν καλός γιος. Σε λάτρευα. Σε φοβόμουν. Σε υπάκουα. Έμαθα αυτά που ήθελες να μάθω. Πήγα όπου ήθελες να πάω. Έκανα μόνο ό,τι ήταν το θέλημά σου. Ωστόσο δεν ήμουν αρκετός». Ο Αύγουστος κουνάει το κεφάλι του πνίγοντας την οργή του,

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

559

καθώς οι Πραιτοριανοί τού δένουν τα χέρια με μαγνητικές χειροπέδες. Τα μάτια του σηκώνονται για να κοιτάξουν το τέρας που δημιούργησε. «Έπρεπε να σ’ έχω στραγγαλίσει στην κούνια σου». «Έλα, τώρα, πατέρα…» «Δεν είσαι γιος μου». Ο Άδριος τραβιέται πίσω. Μ ’ αυτές τις λίγες λέξεις, ο Αύγουστος απελευθερώνει κάτι. Και το μικρό μέρος του Άδριου που διατηρούσε μια ελπίδα να αγαπηθεί εξαφανίζεται. Αποτινάζει από πάνω του την ανθρωπιά του, αφήνοντας μόνο το Τσακάλι. «Τότε, αντίο, ελπίδα, και με την ελπίδα, αντίο, φόβε. Αντίο, τύψεις· κάθε καλό για μένα έχει χαθεί». Ψιθυρίζει σε κάποιο μακρινό κομμάτι του εαυτού του που ξεθωριάζει, καθώς σηκώνει τεμπέλικα το καψαλιστήρι στο μέτωπο του πατέρα του. «Κακό, γίνε εσύ το καλό μου». «Σταμάτα!» Η Αία κάνει ένα βήμα μπροστά. «Άδριε! Στο όνομα της Αρχόντισσας...» Το Τσακάλι πυροβολεί τον πατέρα του κατακέφαλα. Ο φονιάς της Ηώς πέφτει στο έδαφος και νιώθω ένα κενό να απλώνεται στην καρδιά μου. Ο θάνατος γεννάει θάνατο που γεννάει θάνατο. Γι’ αυτό το πράγμα με είχε προειδοποιήσει ο Χορευτής. Γι’ αυτό είπε η Μ άστανγκ να μην εμπιστεύομαι τον αδερφό της. Γι’ αυτό θα πεθάνουν οι φίλοι μου. Γι’ αυτό θα πεθάνω εγώ. Επειδή δεν μπορώ να παραβγώ σ’ αυτό το κακό. Ποιος μπορεί; «Ανόητο φιδάκι!» φωνάζει η Αία. «Η Αρχόντισσα τον χρειαζόταν για να πείσει την Εξωτερική Περιφέρεια! Φρικοδιάολε!» Κοιτάζει τον ουρανό, καθώς φλογισμένα μονοπάτια λάμπουν στο σκοτάδι. Κάποιος έρχεται με φόρα από την ανώτερη ατμόσφαιρα. Παλμικά όπλα αστράφτουν στα εδάφη της Ακρόπολης, καθώς οι Πραιτοριανοί αντιμετωπίζουν τις μονάδες άμεσης επέμβασης του Αυγούστου και του Λορν. «Σου έδωσα αυτό το τρόπαιο» λέει το Τσακάλι γνέφοντας προς το μέρος μου. «Μ ην κλαψουρίζεις τώρα». Συμβουλεύεται το ηλεκτρονικό του σημειωματάριο και δείχνει τα φλογισμένα μονοπάτια. «Έρχονται οι Τηλεμάνοι. Εκτός κι αν θέλεις να

560

PIERCE BROWN

παίξεις μαζί τους, προτείνω να φύγουμε». Ο Κάσσιος συμφωνεί. «Ο Λορν και ο Αύγουστος είναι νεκροί. Αυτός ο στρατός θα παραλύσει». Η Αία διατάζει τους Πραιτοριανούς της να μπουν στο όχημά τους. Έρχονται να με σηκώσουν από το έδαφος. Το χέρι της Βίκτρας στο πόδι μου χαλαρώνει. Τα μάτια της έχουν κλείσει. «Ροκ» μουρμουρίζω μέσα από το πηχτό δηλητήριο «Αδερφέ…» «Όχι. Όχι» λέει, όχι τέρας, ακόμη ο εαυτός του, ακόμη ήρεμος και γαλήνιος, έστω και φρικτός στη θλίψη του. «Εσύ είσαι γιος Κόκκινων. Εγώ γιος Χρυσών. Εκείνος ο κόσμος όπου είμαστε αδέρφια έχει χαθεί». Έρχεται όμως κοντά, σκύβει κι απλώνει τρυφερά τα χέρια του για να στρέψει το φιλντισένιο κουτί που βρίσκεται στα γόνατά μου προς το πρόσωπό μου. «Και σ’ αυτό τον κόσμο η δύναμη των Χρυσών δε θα σβήσει ποτέ». Κοιτάζω μέσα στο κουτί και η καρδιά μου γίνεται κομμάτια. Όσα υπήρξαν, όσα θα υπήρχαν καταρρέουν. Το όνειρο της Ηώς βουλιάζει μέσα στο σκοτάδι. Όπου κι αν είστε, Σέβρο, Μ άστανγκ, Ράγκναρ, μη γυρίσετε πίσω σ’ αυτόν τον κόσμο. Υπάρχει πάρα πολύς πόνος. Πάρα πολλή λύπη για να μπορέσει ποτέ να καλυτερέψει. Κοιτάζω μέσα στο κουτί και βλέπω το κεφάλι του Φίτσνερ να μου ανταποδίδει το βλέμμα, τυφλό, με το στόμα παραγεμισμένο με σταφύλια. Ο Άρης, η μία ελπίδα που είχαμε, ο ένας άνθρωπος που με σήκωσε όταν ήμουν τσακισμένος και μου έδωσε μια ευκαιρία για κάτι καλύτερο από την εκδίκηση, έχει μακελευτεί. Και ξέρω πως είμαστε χαμένοι.

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

561

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ Η αγαπημένη μου ατάκα από τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών ακούγεται όταν ο Φρόντο έχει σχεδόν παρατήσει την αναζήτησή του και ο Σάμγουαϊζ του λέει: «Έλα, κύριε Φρόντο… δεν μπορώ να το κουβαλήσω για σένα, μπορώ όμως να κουβαλήσω εσένα». Το γράψιμο μερικές φορές είναι μοναχική αναζήτηση. Χάνεις τον δρόμο. Ακολουθείς το ορεινό πέρασμα μόνο και μόνο για να συνειδητοποιήσεις πως έκανες λάθος και πρέπει να γυρίσεις πίσω μέσα από μια πιο ύπουλη διαδρομή. Συχνά δεν υπάρχει μάγος για να σε καθοδηγήσει. Ούτε ταμπέλες πέρα από εκείνες που φτιάχνεις με το μυαλό σου. Τα πάντα εξαρτώνται από σένα κι αυτό μπορεί να είναι τρομακτικό, τουλάχιστον για μένα. Παρ’ όλο όμως που οι φίλοι και οι συγγενείς μου μπορεί να μην είναι σε θέση να καθοδηγήσουν την ιστορία, με κουβαλούν με την αγάπη και τη φιλία τους και είμαι τυχερός γι’ αυτό. Είμαι επίσης τυχερός που έχω βρει ένα τόσο υπέροχο εκδοτικό σπίτι όπως είναι η Del Rey. Ούτε μία φορά δεν ένιωσα δημιουργικά περιορισμένος. Ούτε μία φορά δεν υποψιάστηκα πως επιθυμούσαν οτιδήποτε πέρα από την καλύτερη ιστορία που μπορούμε να καταγράψουμε σε χαρτί. Ντέιβιντ Μ οντς, Τζο Σκαλόρα, Κιθ Κλέιτον, Τρίσια Ναρουάνι, Σκοτ Σάνον, Ντέιβιντ Στίβενσον, όσο με αφορά, είστε όλοι βρομοκατάρατοι άγιοι. Τώρα, για τον εκδότη μου, τον Μ άικ Μ πραφ. Δεν υπήρξε ποτέ μεγαλύτερος ανιχνευτής σαχλαμάρας / φανατικός οπαδός των Οψιδιανών σε όλους τους κόσμους. Μ πορείτε να τον ευχαριστήσετε για τον ασυγκράτητο ρυθμό της ιστορίας, την αναίσχυντη καταμέτρηση νεκρών και την αλεπού του Κάβαξ, τον

562

PIERCE BROWN

Σοφοκλή. Ευχαριστώ επίσης τη Σάρα Μ πόουμαν, που μαζί με τη Λάιζα Ντόσον και τον Χάβις Ντόσον ριψοκινδύνευσαν να με αντιπροσωπεύσουν, και τον Τζον Κάσιρ για την υπομονή και την έξοχη καθοδήγηση για τα δικαιώματα της ταινίας. Ευχαριστώ επίσης τον Τζόελ Φίλιπς για τους όμορφους χάρτες και τις βραδιές με το ουίσκι, τον Νέιθαν Φίλιπς που έγινε ο μικρός αδερφός που δεν είχα ποτέ, την Ταμάρα Φερνάντες για την πέραν της ηλικίας της σοφία, τον Τζάρετ Πράις που έκανε το Λος Άντζελες να μοιάζει με το σπίτι μου, τον Τέρι Μ προυκς που βρήκε το χρόνο να διαβάσει το πρωτόλειο ενός νεαρού συγγραφέα, τον Σκοτ Σίγκλερ για τα γενναιόδωρα εγκώμιά του και τον Τζος Κρουκ για όλα τα σχέδια για σκανδαλιές την ώρα του πρωινού. Στους γονείς μου οφείλω τα πάντα. Βάλατε ένα φτυάρι στο χέρι μου αντί για κονσόλα βιντεοπαιχνιδιού. Το σκάψιμο στα δάση ήταν η καλύτερη εκπαίδευση που είχα ποτέ. Ποτέ δε γνώρισα πιο άδολες, ευγενείς ψυχές. Είστε οι άνθρωποι που θέλω να γίνω. Και στην αδερφή μου, την Μ πλερ, ευχαριστώ που μ’ έκανες σοφότερο διδάσκοντάς μου τους μοναδικούς κινδύνους που συνεπάγεται το πάτημα του κάλου μιας υπομονετικής γυναίκας, ω, και επίσης για το γεγονός πως είσαι η νίντζα δολοφόνος μου. Τέλος, δεν μπορώ να μην αποδώσω εύσημα στον Άαρον Φίλιπς. Χωρίς αυτόν δε θα υπήρχε Κόκκινη Ανατολή ούτε Χρυσός Γιος. Πραγματικός φίλος από τότε που γνωριστήκαμε σπουδάζοντας στη Γερμανία, με παρακολούθησε να ξεκινάω δεκαπέντε βιβλία, να τελειώνω έξι και να αντιμετωπίζω την απόρριψη από πράκτορες πάνω από εκατό φορές μέσα σε εφτά χρόνια. Όταν τα πράγματα έγιναν σκούρα, με σήκωσε στα πόδια μου και με παρακίνησε να συνεχίσω την αναζήτησή μου. Ήταν ευτύχημα που τον παρακολούθησα να μεγαλώνει, να παντρεύε​ται και να γίνεται άνθρωπος τόσο βαθυστόχαστος και ειλικρινής όσο υπήρξε ποτέ ο Σάμγουαϊζ Γκάμτζι. Είναι παράξενο να σκέφτομαι πως έγραψα την Κόκκινη Ανατολή πριν από τέσσερα χρόνια πάνω από το γκαράζ των γονιών μου στο Σιάτλ. Ακόμα πιο παράξενο να σκέφτομαι πως

Ο ΧΡΥΣΟΣ ΓΙΟΣ

563

υποψια​ζόμουν ότι μόνο οι φίλοι μου θα τη διάβαζαν ποτέ. Γι’ αυτό σας ευχαριστώ, αναγνώστες. Σας ευχαριστώ που κάνατε αυτό το ταξίδι μαζί μου. Σας ευχαριστώ που μου επιτρέψατε να ζω μια ζωή ως ονειροπλάστης, το μόνο πράγμα που ήθελα ποτέ να κάνω από τότε που μου διάβασε ο πατέρας μου το Χόμπιτ όταν ήμουν μικρός και συνειδητοποίησα πως η μαγεία του ανθρώπου είναι στις λέξεις, στις ιστορίες, σε θρύλους χαμένους και σ’ εκείνους που δεν έχουν έρθει ακόμη.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF