Download Bernardo Carvalho - Εννέα Νύχτες.pdf...
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 1
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 2
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 3
συγγραφεισ α π’ ο λ ο τον κοσμο
Εννέα νύχτες
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 4
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 5
ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΚΑΡΒΑΛΙΟ
ΕΝΝΕΑ ΝΥΧΤΕΣ h Μυθιστόρημα
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΚΑ
ΑΘΗΝΑ ΨΥΛΛΙΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 6
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: Bernardo Carvalho, Nove noites
Copyright Bernardo Carvalho, 2002. First published in Brazil by Editora Companhia das Letras. São Paulo. © Copyright για την ελληνική γλώσσα Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 2005 ©
Έτος 1ης έκδοσης: 2010 Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και η μετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή της στοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ή οποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε. Ζαλόγγου 11, 106 78 Αθήνα % 210-330.12.08 – 210.330.13.27 FAX: 210-384.24.31
e-mail:
[email protected] www.kastaniotis.com ISBN 978-960-03-5116-3
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 7
Στη μνήμη του Φάμπιο Τ. Καρβάλιο και στη Μαρίζα Κορέια
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 8
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 9
έναν τόπο όπου η αλήθεια και το ψέμα δεν έχουν πια την έννοια που σας έφερε μέχρι εδώ. Ρωτήστε τους Ινδιάνους. Οτιδήποτε. Ό,τι σας κατέβει στο κεφάλι. Κι αύριο, μόλις ξυπνήσετε, κάντε ξανά την ίδια ερώτηση. Και μεθαύριο ξανά. Την ίδια ερώτηση πάντα. Και κάθε μέρα θα παίρνετε μια διαφορετική απάντηση. Η αλήθεια χάνεται ανάμεσα στις αντιφάσεις και τις ανοησίες. Όταν έρθετε να ψάξετε αυτό που έθαψε ο χρόνος, πρέπει να ξέρετε πως θα βρεθείτε στο πέρασμα ενός τόπου όπου η μνήμη δεν εκταφιάζεται, γιατί το μυστικό, το μόνο αγαθό που παίρνει κανείς μαζί του στον τάφο, είναι επίσης η μόνη κληρονομιά που αφήνει σ’ αυτούς που μένουν, όπως εσείς κι εγώ, και περιμένουν να βρουν ένα νόημα, εικάζοντας έστω ένα μυστήριο, για να πεθάνουν στο τέλος με την περιέργεια. Θα έρθετε βασιζόμενος σε γεγονότα που ως τότε θα σας φαίνονται ίσως αναντίρρητα. Ότι ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Μπιουλ Κουέιν, και φίλος μου, πέθανε τη νύχτα της 2ας Αυγούστου 1939, στα είκοσι επτά του χρόνια. Ότι σκοτώθηκε χωρίς προφανείς εξηγήσεις, με μια παράκαιρη ενέργεια και με τρομακτική βία. Ότι κακοποίησε τον εαυτό του, παρά τις ικεσίες των δύο Ινδιάνων που τον συνόδευαν στο τελευταίο του ταξίδι επιστροφής από το χωριό προς την Καρολίνα και που έφυγαν πανικόβλητοι μπροστά σε τόσο τρόμο και αίμα. Ότι σφάχτηκε και κρεμάστηκε. Ότι άφησε εντυπωσιακές επιστολές που δεν εξηγούν τίποτα. Ότι τον αποκάλεσαν δυστυχή και παράφρονα σε αναφορές που στη σύνταξή τους κι εγώ ο ίδιος είχα την ατυχία να βοηθήσω ώστε να αποφευχθεί η έρευνα. Σας περίμενα χρόνια, όποιος κι αν είστε, και βασιζόμουν μονάχα σ’ αυτά που
9
Αυτό εδώ είναι για όταν έρθετε. Χρειάζεται να έχετε προετοι11 μαστεί. Κάποιος πρέπει να σας προειδοποιήσει. Θα έρθετε σ’
10
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 10
γνώριζα εγώ και κανείς άλλος, δεν μπορώ όμως πλέον να βασίζομαι στην τύχη και ν’ αφήσω να εξαφανιστεί μαζί μου αυτό που εμπιστεύτηκα στη μνήμη. Επίσης, δεν μπορώ να εμπιστευτώ σε ξένα χέρια αυτό που σας ανήκει και που όλα αυτά τα χρόνια θλίψης και απογοητεύσεων το φύλαξα επτασφράγιστο, περιμένοντας εσάς. Να με συγχωρείτε. Δεν μπορώ να το διακινδυνέψω. Δεν είμαι πια σε κατάσταση και σε ηλικία για ν’ αψηφώ το θάνατο. Αύριο θα πάρω τη σχεδία της επιστροφής για την Καρολίνα. Πρώτα όμως θ’ αφήσω αυτή τη μαρτυρία για όταν έρθετε και βρεθείτε αντιμέτωπος με την απόλυτη αβεβαιότητα. Καλώς να ορίσετε. Θα σας πουν πως όλα συνέβησαν πολύ ξαφνικά και απρόσμενα. Πως όλοι αιφνιδιάστηκαν από την αυτοκτονία. Θα σας πουν πολλά. Ξέρω τι περιμένετε από μένα. Και τι θα σκέφτεστε. Μη μου ζητήσετε μόνο αυτό που δεν μου έδωσαν, ένα επίσημο χαρτί, την ακριβή ώρα. Θα χρειαστεί να βασιστείτε στο αστάθμιστο και επισφαλές όσων τώρα σας διηγούμαι, όπως κι εγώ χρειάστηκε να βασιστώ στην εξιστόρηση των Ινδιάνων και την αβέβαιη μετάφραση του καθηγητή Πεσσόα. Οι ιστορίες εξαρτώνται πάνω απ’ όλα από την εμπιστοσύνη αυτού που τις ακούει και από την ικανότητά του να τις ερμηνεύει. Κι όταν έρθετε θα είστε καχύποπτος. Ο δρ. Μπιουλ, με τον τρόπο του, ήταν κι αυτός ένας δύσπιστος. Αντιστάθηκε όσο μπόρεσε. Έχουμε ανάγκη λόγους για να πιστέψουμε. Θα ήταν άραγε κατάχρηση της υπομονής και της καλής σας θέλησης, όποιος κι αν είστε, να σας θυμίσω πως όλοι πεθαίνουμε; Θυμάμαι την ημέρα που έφτασε στην πόλη που στις επιστολές του αποκαλούσε νεκρή, τον Μάρτιο του 1939, καχύποπτος όπως εσείς τώρα, την πρώτη φορά που τον είδα. Όλοι γνώριζαν το βρυχηθμό του υδροπλάνου της Κόντορ όταν πλησίαζε στην πόλη, αναγγέλλοντας την άφιξή του. Κανείς άλλος δεν ερχόταν να μας επισκεφθεί. Πολύς κόσμος έτρεξε στο ποτάμι. Εγώ ήμουν απασχολημένος σε μια κατασκευή, παρ’ όλα αυτά όμως μπόρεσα να διακρίνω στο πάτωμα του σπιτιού χωρίς στέγη τη σκιά του αεροπλάνου, που πετούσε πάνω από τα δέντρα μάνγκο με κατεύθυνση το ποτάμι. Τελείωσα απ’ την υπηρεσία και κατέβηκα στο λιμάνι. Εκείνος πόζαρε στον φωτογράφο που είχε προσλάβει ο αντιπρόσωπος του πρακτορείου Κόντορ για να καταγράψει το συμβάν και που, με τη μηχανή
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 11
* Ο κάτοικος του sertão, δηλαδή των ξηρών και απομακρυσμένων περιοχών της βραζιλιάνικης ενδοχώρας. (Σ.τ.Μ.)
11
πάνω στον τρίποδα, αποτύπωνε για πάντα στις πλάκες του την άφιξη του περίφημου εθνολόγου, δίπλα στους Ινδιάνους και τον πιλότο, όρθιοι όλοι τους πάνω στο φτερό του αεροπλάνου. Η άφιξή του προκάλεσε αίσθηση, αλλά πέντε μήνες αργότερα την είχαν όλοι ξεχάσει, αν αυτό θέλετε να μάθετε. Συνηθίζουμε πολύ γρήγορα στο ασυνήθιστο. Μονάχα εγώ κρατώ την ανάμνησή του. Εκείνη την ημέρα όμως ούτε εγώ ούτε άλλος κανείς μπορούσε να φανταστεί τι υποδεχόμασταν. Φορούσε ένα λευκό καπέλο σαν να ’ταν καπετάνιος καραβιού, λευκό πουκάμισο, φουφούλα και μπότες. Ούτε εγώ ούτε άλλος κανείς μπόρεσε κάτι να διακρίνει πίσω από μια κομψότητα τόσο υπεροπτική και παράταιρη για το μέρος και την περίσταση, πόσο μάλλον όταν το δει κανείς αναδρομικά. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη συμφορά που σε λιγότερο από πέντε μήνες θα του έκοβε το νήμα της ζωής. Πλησίασα τη σκηνή που όλη η πόλη παρακολουθούσε βουβή, χωρίς να καταλαβαίνω την αποστολή που αναλάμβανα και που καμιά ανθρώπινη ψυχή δεν θα μπορούσε ν’ αρνηθεί. Κι η ψυχή αυτή ήμουν εγώ. Ο αντιπρόσωπος της Κόντορ μάς σύστησε, αλλά ο εθνολόγος δεν με είδε. Έσφιξε το χέρι μου όπως στον καθένα και χαμογέλασε, χαμογελούσε σε όλους, αλλά δεν πρόσεξε την παρουσία μου. Δεν άκουσε καλά καλά το όνομά μου. Αν το είχε καταλάβει, σίγουρα θα χωράτευε, γιατί, ό,τι κι αν έγινε, το χιούμορ δεν του έλειπε. Το όνομά μου είναι αφορμή για καλαμπούρια παραέξω. Κι εκείνος μόλις είχε φτάσει. Μονάχα πολύ αργότερα θα καταλάβαινε τους λόγους και τα πλεονεκτήματα του να μ’ έχει σύμμαχό του. Τότε μόνο θ’ αποδεχόταν τη φιλία μου, αφού άλλη δεν είχε. Μπορεί να είμαι ένας ταπεινός σερτανέζο,* φίλος των Ινδιάνων, έχω όμως ανατροφή και δεν είμαι χαζός. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν, πολύ λιγότερο στον δρ. Μπιουλ, τον φίλο μου, παρ’ όλα όσα μπορεί να σκέφτηκε ή να έγραψε κι εγώ τα έμαθα μέσα από τις αβέβαιες μεταφράσεις του καθηγητή Πεσσόα όταν έψαχνα στα χαρτιά του νεκρού μια εξήγηση που εγώ ο ίδιος έκανα ό,τι μπορούσα για να την κρύψω. Έπρεπε να μη βγάλει κανείς άκρη. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τους νεκρούς να κάνουν κουμάντο σ’ όσους μέ-
12
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 12
νουν πίσω. Απ’ την αρχή, παρόλο που δεν μπορούσα να προβλέψω την τραγωδία, ήμουν ο μόνος που είδε στα μάτια του την απελπισία που προσπαθούσε να κρύψει, αλλά δεν τα κατάφερνε πάντα, και την αιτία της, που διαισθάνθηκα κιόλας προτού ακόμα μου αποκαλυφθεί, προτίμησα όμως να την αγνοήσω, ή να προσποιηθώ πως την αγνοούσα, έστω και μόνο για να τον ανακουφίσω. Πιστεύω πως έτσι τον βοήθησα όσο μπορούσα. Επειδή ήμουν παρών στις λιγοστές στιγμές που δεν κατάφερε να συγκρατηθεί, εγώ ήξερα, κι η σιωπή μου ήταν γι’ αυτόν απόδειξη της φιλίας μου. Έτσι είναι οι άνθρωποι. Γιατί τι νομίζετε, όταν κοιτάζουμε, μήπως δεν αναγνωρίζουμε στον πλησίον μας αυτό που προσπαθούμε να κρύψουμε μέσα μας; Δεν υπάρχει πιο πολύτιμο πράγμα από την εμπιστοσύνη του φίλου. Γι’ αυτό εκτιμώ τους Ινδιάνους, με τους οποίους ζω από παιδί, από την εποχή που τους εξημέρωσε ο παππούς μου. Πάντα τους έβαζα στο σπίτι μου. Πάντα ήξερα τι έλεγαν για μένα πίσω από την πλάτη μου, πως με θεωρούσαν λίγο τρελό, όπως όλους τους λευκούς άλλωστε. Για μένα όμως το μόνο που είχε σημασία ήταν να μπορούν να βασίζονται σ’ εμένα. Και να ξέρουν πως δεν περίμενα κανένα αντάλλαγμα. Από μένα θα είχαν ό,τι ζητούσαν, κι ένας Θεός ξέρει πως δεν έχουν σταματημό όταν ζητούν. Έκανα ό,τι μπορούσα γι’ αυτούς. Και για τον δρ. Μπιουλ. Του έδωσα ό,τι έδωσα και στους Ινδιάνους. Την ίδια φιλία. Γιατί, όπως οι Ινδιάνοι, ήταν κι αυτός μόνος και αβοήθητος. Και, παρ’ όλα όσα σκεφτόταν κι έγραφε, ήταν μονάχα ένα παιδί. Θα μπορούσε να ’ταν γιος μου. Δεν μ’ έχει ταράξει άλλο πράγμα τόσο. Ούτε κι όταν με απάλλαξε απ’ τα καθήκοντά μου ως υπεύθυνου του σταθμού ιθαγενών Μανοέλ ντα Νόμπρεγκα ο κύριος Σίλντο Μεϊρέλες, επιθεωρητής της Υπηρεσίας Προστασίας των Ινδιάνων, τρία χρόνια μετά την τραγωδία, όταν ο ίδιος μού σύστησε πως στο εξής έπρεπε να πάρω την καρδιά μου και να την αφήσω στις πέντε λεύγες απόσταση από το σταθμό και ν’ απομακρυνθώ για πάντα από τους Ινδιάνους – δεν ήθελε να με ξαναδεί μπροστά του. Ούτε καν η ταπείνωση της απόλυσης από τη θέση που κατείχα λίγο παραπάνω από ένα χρόνο και που ο ίδιος ο δρ. Μπιουλ με είχε βοηθήσει να την αξιοποιήσω για την προστασία των Ινδιάνων, χάρη στις συστατικές επιστολές που έστειλε στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Ούτε και το μακελειό στο χωριό Καμπεσέιρα Γκρόσα, που ίσως
ο δρ. Μπιουλ να είχε μπορέσει ν’ αποτρέψει αν ήταν ακόμα ζωντανός και ζούσε μαζί τους όταν οι μεγαλοκτηματίες έστησαν την ενέδρα ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του. Δεν μ’ έχει λυπήσει τίποτα όσο ο χαμός του φίλου μου, και τη μνήμη του αποφάσισα να τιμήσω. Εγώ τον υποδέχτηκα όταν ήρθε. Τίποτε απ’ όσα έγραψε ή σκέφτηκε δεν μπορεί να με κάνει να του κρατήσω κακία, ποτέ δεν περίμενα τίποτα σε αντάλλαγμα, γιατί ξέρω, κατά βάθος, πως υπήρξα ο τελευταίος άνθρωπος στον οποίο μπορούσε να βασιστεί. Τελείωσα απ’ το σπίτι χωρίς στέγη το απόγευμα, όταν ένα σύννεφο νυχτερίδες βγήκαν κι αυτές από τον κούφιο κορμό ενός δέντρου μάνγκο και ξεχύθηκαν στους δρόμους, σαν χείμαρρος, ξυστά σε μια πτήση τυφλή, αγνοώντας ποδήλατα και πεζούς, που επίσης τις αγνοούσαν σ’ αυτή τη νεκρή πόλη, όπως εκείνος την περιέγραψε, αν πρέπει να εμπιστευτούμε τις μεταφράσεις του καθηγητή Πεσσόα. Μπορεί να μην έχω γνώσεις, αλλά δεν ήμουν ποτέ προληπτικός. Θα μπορούσα να είχα δει ένα σημάδι κακοδαιμονίας στο σύννεφο των μικρών βαμπίρ που τον υποδέχτηκαν. Το μόνο που είδα όμως ήταν τα μάτια του όταν έφτασα στο ποτάμι, η έκφραση που είχαν πάρει, απ’ την αφηρημάδα και την κούραση, όταν δεν τον έβγαζαν φωτογραφία και ξεχνούσε πως και πάλι τον κοιτούσαν. Ήθελε να φύγει για το χωριό. Ήταν εξαντλημένος. Ήθελε να μείνει μακριά απ’ τα βλέμματα. Μονάχα εσείς θα μπορούσατε να μου είχατε πει τι ήρθε να κάνει εδώ, αν ήρθε στ’ αλήθεια για να πεθάνει, όπως υποψιάστηκα αμέσως όταν ήρθε η είδηση της αυτοκτονίας. Πάνε χρόνια που σας περιμένω, μάταια. Στις 9 Αυγούστου της χρονιάς εκείνης, πέντε μήνες από τότε που είχε έρθει στην Καρολίνα, μια επιτροπή από είκοσι Ινδιάνους μπήκε στην πόλη το βράδυ. Έφερναν τη θλιβερή είδηση και, στις αποσκευές, τα αντικείμενα προσωπικής χρήσης του δρ. Μπιουλ, που εγώ ο ίδιος παρέλαβα και καταμέτρησα, με δάκρυα στα μάτια: δυο βιβλία μουσικής, μια Βίβλο, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα ζευγάρι σανδάλια, τρεις πιτζάμες, έξι πουκάμισα, δυο γραβάτες, ένα μαύρο πανωφόρι, μια πετσέτα, τέσσερα σεντόνια, δυο ζευγάρια κάλτσες, τιράντες, τρία κοστούμια από καραβόπανο, δυο κοστούμια από κασμίρι, δυο σώβρακα κι ένα φάκελο με φωτογραφίες. Το δικό του πορτρέτο δεν ήταν εκεί. Υπήρχε η φωτογραφία ενός ξύλινου σπι-
13
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 13
14
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 14
τιού στην παραλία· υπήρχαν πορτρέτα των μαύρων του Νότιου Ειρηνικού, που του διηγήθηκαν μύθους και τραγούδια· υπήρχαν πορτρέτα των Τρουμάι από τον Άνω Σινγκού, δεν υπήρχε όμως καμία οικογενειακή φωτογραφία, ούτε του πατέρα, ούτε της μητέρας, ούτε της αδερφής, ούτε και καμιάς γυναίκας. Είναι πιθανό να είχε κάψει τις φωτογραφίες αυτές μαζί με τις υπόλοιπες επιστολές που είχε λάβει προτού σκοτωθεί. Οι Ινδιάνοι δεν άγγιξαν τίποτα. Ήρθαν στο σπίτι μου χωρίς να σταματήσουν και χωρίς να μιλήσουν με κανέναν στο δρόμο –φοβόντουσαν, πίστευαν πως μπορεί να τους ενοχοποιούσαν– πράγμα που δεν εμπόδισε την είδηση να διαδοθεί, και μέσα σε λίγη ώρα ένα μικρό πλήθος περίεργων περικύκλωσε την ταπεινή μου κατοικία. Έστειλα να φωνάξουν γρήγορα τον καθηγητή Πεσσόα, ο οποίος, όταν διάβασε μία από τις επιστολές που είχε αφήσει ο δύστυχος, στα αγγλικά, ηρέμησε τους Ινδιάνους και τους διαβεβαίωσε όλους πως δεν είχαν καμία ευθύνη για το τραγικό συμβάν. Άφησε επιστολές προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, προς το Ρίο ντε Ζανέιρο, προς το Μάτο Γκρόσο και δύο προς την Καρολίνα, τη μία για τον λοχαγό Άνζελο Σαμπάιο, διοικητή της αστυνομίας, και την άλλη για μένα. Από τότε σας περιμένω, όποιος κι αν είστε. Ήξερα πως θα ερχόσασταν ν’ αναζητήσετε αυτό που σας ανήκει, την επιστολή που σας είχε γράψει προτού σκοτωθεί και που, για ασφάλεια, να με συγχωρείτε, τη φύλαξα πάνω μου, καχύποπτος, μιας και δεν μπορούσα να καταλάβω τι έγραφε μέσα –αν και υποψιαζόμουν– ούτε και μπορούσα να διακινδυνέψω να ζητήσω από τον καθηγητή Πεσσόα να μου μεταφράσει εκείνες τις αράδες. Ήταν η μόνη που δεν έστειλα στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Σήμερα, δεν έχουν περάσει καλά καλά έξι χρόνια από το θάνατο του δρ. Μπιουλ, κι ο καθηγητής από μόνος του αποκαλείται εθνολόγος και αυτοανακηρύσσεται μελετητής των Κραχό, σαν να μην πέρασε άλλος εθνολόγος ποτέ από την Καρολίνα, σαν να ’ταν αρκετός ο αυτοπροσδιορισμός του για να εξομοιωθεί με τον άνθρωπο που τον αγνόησε και για τον οποίο κι αυτός λέει πως δεν τον θυμάται πια, αφού και μόνη η ενθύμησή του θα τον επισκίαζε και θα έδινε τα στοιχεία που του λείπουν για να αναγνωρίσει τη μετριότητα και την άγνοιά του. Μπορεί να είμαι ένας απλός σερτανέζο, αλλά χαζός δεν είμαι. Απ’ όλους τους κλειστούς φακέ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 15
λους αυτός ήταν ο μόνος που ο παραλήπτης του, απ’ όσο ήξερα, δεν ήταν συγγενής του δρ. Μπιουλ, ούτε και ανθρωπολόγος ή ιεραπόστολος. Σας παρακαλώ να με καταλάβετε. Ήταν δύσκολες εποχές. Ό,τι έκανα το έκανα σαν φίλος, για να τον προστατέψω. Δεν μπορείτε να φανταστείτε, όποιος κι αν είστε. Οι επιστολές πήγαιναν στο Ρίο ντε Ζανέιρο προτού σταλούν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Δεν είχα καμία εγγύηση ότι δεν θα τις άνοιγαν και δεν θα τις διάβαζαν, όπως έκαναν οι αρχές του Μαρανιάο όταν τις υπέβαλα στον καθηγητή Πεσσόα αναζητώντας μια εξήγηση, ή πως δεν θα έχαναν το δρόμο τους. Πολύ περισσότερο αν σύστηναν έρευνα. Φύλαξα πάνω μου αυτή τη μοναδική επιστολή για να τον προστατέψω, κι αυτόν και τους Ινδιάνους. Ορκίστηκα πως κανείς εκτός από σας δεν θα την έβλεπε ποτέ. Σας έστειλα ένα σημείωμα στη θέση της επιστολής, ένα σημείωμα κρυπτογραφημένο, είναι η αλήθεια, με κωδικό, που ο καθηγητής Πεσσόα με βοήθησε να συντάξω στα αγγλικά, χωρίς να ξέρει σε ποιον απευθυνόμουν και για ποιο σκοπό, νομίζοντας πως επρόκειτο για κάποιο συγγενή του νεκρού, μιας και του είχα πρωτύτερα ζητήσει τη βοήθεια για να γράψω μια συλλυπητήρια επιστολή που είχα αποφασίσει να στείλω στη μητέρα του. Ποτέ δεν μπόρεσα να εξακριβώσω αν λάβατε αυτό το σημείωμα, ή αν το καταλάβατε, μιας και δεν ήρθατε να γυρέψετε αυτό που σας ανήκε. Πάνε χρόνια που σας περιμένω, αλλά δεν μπορώ πια να διακινδυνεύω ή ν’ αψηφώ το θάνατο. Αυτό το μήνα αρχίζουν οι βροχές. Αύριο θα πάρω τη σχεδία για την Καρολίνα, πρώτα όμως θ’ αφήσω αυτή τη μαρτυρία για όταν έρθετε.
h κουστά, η αλήθεια όμως είναι ότι δεν είχα την παραμικρή ιδέα ποιος ήταν μέχρι να διαβάσω το όνομα Μπιουλ Κουέιν για πρώτη φορά σ’ ένα άρθρο εφημερίδας, το πρωινό της 12ης Μαΐου του 2001, ένα Σάββατο, εξήντα δύο χρόνια σχεδόν μετά το θάνατό του, τις παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το άρθρο κυκλοφόρησε μερικούς μήνες πριν ξεσπάσει ένας άλλος πόλεμος.
15
ποτέ δεν με ρώτησε. Και γι’ αυτό και δεν χρειάστη12 κεΚανείς ποτέ ν’ απαντήσω. Δεν μπορώ να πω ότι δεν τον είχα α-
16
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 16
Σήμερα οι πόλεμοι μοιάζουν συνεπέστεροι, ενώ στην ουσία είναι μόνιμοι. Διάβασα πολλές φορές την ίδια παράγραφο και επανέλαβα το όνομα φωναχτά για να βεβαιωθώ πως δεν ονειρευόμουν, μέχρι να καταλάβω –ή να επιβεβαιώσω, δεν ξέρω πια– ότι το είχα ξανακούσει. Το άρθρο αφορούσε στις επιστολές ενός άλλου ανθρωπολόγου, που επίσης είχε πεθάνει ανάμεσα στους Ινδιάνους της Βραζιλίας, σε συνθήκες που μέχρι σήμερα είναι αντικείμενο διαμάχης στην ακαδημαϊκή κοινότητα, και παρέθετε παρεμπιπτόντως, με μια μόνο φράση, κατ’ αναλογία, την περίπτωση του «Μπιουλ Κουέιν, που αυτοκτόνησε ανάμεσα στους Ινδιάνους Κραχό, τον Αύγουστο του 1939». Αναζήτησα την ανθρωπολόγο που είχε γράψει το άρθρο. Αρχικά, στο τηλέφωνο ήταν ξερή. Πρέπει να της φάνηκε περίεργο που της τηλεφώνησε κάποιος για μια λεπτομέρεια ενός κειμένου, αλλά δεν είπε τίποτα. Ανταλλάξαμε μερικά e-mail, που λειτούργησαν ως σταδιακή προσέγγιση. Προτιμούσε να μη με συναντήσει προσωπικά. Ήθελε να βεβαιωθεί πως οι σκοποί μου δεν ήταν ακαδημαϊκοί. Ακόμα κι αν εξαρχής ήταν καχύποπτη με το ενδιαφέρον μου γι’ αυτό τον άνθρωπο, πάντως δεν ρώτησε τις αληθινές μου προθέσεις. Ή τουλάχιστον δεν επέμεινε να μάθει τα κίνητρά μου. Υπέθεσε πως ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα, πως το ενδιαφέρον μου ήταν λογοτεχνικό, κι εγώ δεν την αντέκρουσα. Η ιστορία ήταν πραγματικά απίστευτη. Μετά από λίγο, κι όσο εγώ χωνόμουν πιο βαθιά στην υπόθεση με τις ερωτήσεις μου, άρχισε να θεωρεί φυσιολογική την περιέργεια που έδειχνα για τον αυτόχειρα εθνολόγο. Ίσως από διακριτικότητα, ή γιατί αισθανόταν ότι, με κάποιον τρόπο και από κάποια εμπειρία που εκείνη δεν μπορούσε να εξηγήσει, είχα κι εγώ προαισθανθεί αυτό που εκείνη αργότερα θα μου αποκάλυπτε ότι ανέκαθεν υποπτευόταν, όταν επιτέλους συναντηθήκαμε και μου έκανε την ερώτηση. Ήταν εκείνη που μου έδειξε τα πρώτα ίχνη. Τα χαρτιά είναι σκόρπια σε αρχεία στη Βραζιλία και στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έκανα κάποια ταξίδια, ορισμένες επαφές, και μετά από λίγο είχα συμπληρώσει το παζλ κι είχα φτιάξει μια εικόνα αυτού που έψαχνα. Πολύς κόσμος με βοήθησε. Τίποτα δεν εξαρτήθηκε από μένα, αλλά από ένα συνδυασμό συμπτώσεων
και προσπαθειών που ξεκίνησε την ημέρα που διάβασα, προς έκπληξή μου, το άρθρο της ανθρωπολόγου στην εφημερίδα και, προφέροντας φωναχτά εκείνο το όνομα, το άκουσα για πρώτη φορά απ’ την ίδια μου τη φωνή. Ο Μπιουλ Κουέιν σκοτώθηκε τη νύχτα της 2ας Αυγούστου 1939 – την ίδια μέρα που ο Άλμπερτ Άινσταϊν έστειλε στον πρόεδρο Ρούσβελτ την ιστορική επιστολή όπου σήμαινε συναγερμό σε σχέση με την πιθανότητα της ατομικής βόμβας, τρεις βδομάδες πριν την υπογραφή του συμφώνου μη επίθεσης μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν, το πράσινο φως για την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και, για πολλούς, μία από τις μεγαλύτερες πολιτικές απογοητεύσεις του 20ού αιώνα. Έπεσα σε μια αναφορά στην επιστολή του Άινσταϊν από καθαρή σύμπτωση, μόλις άρχισα να σκαλίζω το θάνατο του Κουέιν. Εκείνος δεν πρόλαβε να δει τίποτα. Άλλος ο δικός του κόσμος κι άλλος ο δικός μου. Δεν είδε τον πόλεμο, δεν είδε τη βόμβα – παρόλο που, στην τελική τρέλα των παρατηρήσεών του πάνω στους Κραχό, και με βάση τις αναμνήσεις από τα επιστημονικά περιοδικά που διάβαζε στην εφηβεία του, είχε προσπαθήσει να εφαρμόσει «τις ίδιες μαθηματικές αρχές που κυβερνούν τα ατομικά φαινόμενα» στα κοινωνικά φαινόμενα, εντοπίζοντας στους Ινδιάνους «σύνδρομα πολιτισμικής συμπεριφοράς» ανάλογα με τους νόμους της φυσικής. Είχε έναν ενθουσιασμό εφηβικό σχεδόν για την επιστήμη και την τεχνολογία. Δεν μπορεί να είχε σκεφτεί πως, όσο ο άνθρωπος προσπαθεί να ξεφύγει από το θάνατο, τόσο περισσότερο πλησιάζει στην αυτοκαταστροφή, δεν μπορεί να του είχε περάσει από το νου πως ίσως αυτός να ήταν ο απόκρυφος και προδοτικός προορισμός της επιστήμης, το αντίτιμό της, παρότι πολλά απ’ αυτά που παρατήρησε στους Ινδιάνους και συνέδεσε από διαίσθηση με τη δική του εμπειρία θα μπορούσαν να τον είχαν οδηγήσει πολύ κοντά σ’ αυτό το συμπέρασμα. Όταν σκοτώθηκε, προσπαθούσε να επιστρέψει πεζός από το χωριό Καμπεσέιρα Γκρόσα στην Καρολίνα, στα σύνορα του Μαρανιάο, το οποίο την εποχή εκείνη ανήκε ακόμα στο Γκόιας και σήμερα βρίσκεται στην πολιτεία του Τοκατίνς. Ήταν είκοσι επτά χρόνων. Άφησε τουλάχιστον επτά επιστολές, που έγραψε, με σπαραγμό, τις τελευταίες ώρες πριν 2 – Εννέα νύχτες
17
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 17
18
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 18
την αυτοκτονία. Ήθελε να αφήσει τον κόσμο σε τάξη, αν κρίνω από το περιεχόμενο των τεσσάρων στις οποίες είχα πρόσβαση, που απευθύνονταν στην επόπτρια καθηγήτριά του, Ρουθ Μπένεντικτ, του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη· στη δόνα Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες, διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου, στο Ρίο ντε Ζανέιρο· στον Μανοέλ Πέρνα, έναν μηχανικό απ’ την Καρολίνα με τον οποίο είχαν γίνει φίλοι· και στον λοχαγό Άνζελο Σαμπάιο, αστυνομικό διευθυντή της πόλης. Ήθελε ν’ απαλλάξει τους Ινδιάνους από κάθε φταίξιμο, να ορίσει τους εκτελεστές της διαθήκης του και να τους καθοδηγήσει σε σχέση με τη διάθεση των αγαθών του. Είναι επιστολές όπου δίνει οδηγίες στους ζωντανούς πώς να ενεργήσουν μετά το θάνατό του. Ωστόσο, ανάμεσα σ’ αυτές που δεν κατάφερα να βρω ξέρω πως υπήρχε τουλάχιστον μία απεσταλμένη στον γιατρό πατέρα του, δρ. Έρικ Π. Κουέιν, διαζευγμένο πρόσφατα, που διέμενε στο Ξενοδοχείο Άνεκ, στο Μπίσμαρκ της Βόρειας Ντακότας· άλλη μία στον πατέρα Τόμας Γιανγκ, Αμερικανό ιεραπόστολο που είχε εγκατασταθεί με τη γυναίκα του στο Τονάι, στο Μάτο Γκρόσο· και μια τρίτη στον γαμπρό του Τσαρλς Σ. Κάιζερ, σύζυγο της αδερφής του Μάριον. Και σ’ αυτές το πιθανότερο είναι ότι άφησε μόνο οδηγίες. Ο Κουέιν έφτασε στη Βραζιλία τον Φεβρουάριο του 1938. Αποβιβάστηκε στο Ρίο ντε Ζανέιρο τις παραμονές του Καρναβαλιού. Έπιασε δωμάτιο σε μια πανσιόν στη Λάπα, άντρο των κακών έξεων, της απατεωνιάς και της πορνείας. Ένα χρόνο και πέντε μήνες αργότερα ήταν νεκρός. Όταν έμαθαν την είδηση, ορισμένοι συνάδελφοί του στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, στη Νέα Υόρκη, έφτασαν να εικάσουν ότι ο ερχομός του στη Βραζιλία αποτελούσε ήδη μέρος μιας σκόπιμης διαδικασίας αυτοχειρίας, άλλοι υποψιάστηκαν πως είχε δολοφονηθεί. Είχε έρθει κατ’ αρχάς με σκοπό να μελετήσει τους Ινδιάνους Καραζά, στην ίδια αποστολή που τελικά πραγματοποιήθηκε από άλλο ανθρωπολόγο του Κολούμπια, τον Γουίλιαμ Λίπκιντ, και τη γυναίκα του. Ο Κουέιν άλλαξε σχέδια όταν έφτασε στο Ρίο. Οι απρόσιτοι Ινδιάνοι Τρουμάι, του ποταμού Κολιζέου, στον Άνω Σινγκού, ήταν στα πρόθυρα του αφανισμού και αντιπροσώπευαν πολύ μεγα-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 19
* Estado Novo: ονομασία της αυταρχικής διακυβέρνησης του προέδρου Ζετούλιο Ντορνέλες Βάργκας (1937-1945), μοντέλο της οποίας υπήρξε το αντίστοιχο καθεστώς Νέου Κράτους στην Πορτογαλία. (Σ.τ.Μ.) * Ανιμιστική και μυστικιστική αφροβραζιλιάνικη θρησκεία με κέντρο το Σαλβαδόρ της Μπαΐας και προέλευση από τους Γιορούμπα. (Σ.τ.Μ.)
19
λύτερη πρόκληση από τους γνωστούς και εκπολιτισμένους Καραζά, μια πρόκληση που τις συνέπειές της ο νεαρός ανθρωπολόγος, ατρόμητος και φιλόδοξος, δεν μπορούσε να προβλέψει ή να αποτιμήσει όταν τους μετέτρεπε σε αντικείμενο της μάταιης ισχυρογνωμοσύνης του. Η μοναχική του αποστολή στους Τρουμάι στη διάρκεια του 1938 σημαδεύτηκε από αναποδιές, απρόβλεπτα, απογοητεύσεις και αντιξοότητες, που έληξαν με τη διακοπή της έρευνας πεδίου, την ένταση με τα κυβερνητικά όργανα του Νέου Κράτους* και την επιβεβλημένη επιστροφή στο Ρίο ντε Ζανέιρο, τον Φεβρουάριο του 1939. Ένα πλήγμα που τάραξε ακόμα περισσότερο την ήδη ασταθή ψυχική του κατάσταση. Η ακούσια επιστροφή του στην πρωτεύουσα συνέπεσε με την άφιξη στη Βραζιλία ενός συναδέλφου του από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια, του Τσαρλς Γουόγκλι, που ερχόταν ακτοπλοϊκώς από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να μελετήσει τους Ταπιραπέ, και επίσης με το πέρασμα της Ρουθ Λάντες από την πόλη – η νεαρή ανθρωπολόγος από τη Νέα Υόρκη βρισκόταν στη χώρα ήδη κάποιους μήνες με στόχο να μελετήσει τους μαύρους και το καντομπλέ** της Μπαΐας. Οι τρεις τους ήταν επίλεκτοι μαθητές της Ρουθ Μπένεντικτ, μιας από τις βασικές εκπροσώπους του ανθρωπολογικού ρεύματος που έμεινε γνωστό γιατί συνέδεσε τον Πολιτισμό με την Προσωπικότητα, σε μια απόπειρα να εξηγήσει τη συμπεριφορά μέσω της κοινωνικής ένταξης και να καταστήσει έτσι σχετικούς τους όρους φυσιολογικός και μη φυσιολογικός σε ό,τι αφορά στα άτομα. Στα μέσα της δεκαετίας του ’30, στα βήματα του New Deal, το Τμήμα Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Κολούμπια, με διευθυντή τον Φραντς Μπόας, συγκέντρωσε φοιτητές που τους είλκυε η φιλελεύθερη σκέψη που προτίθετο να ξεριζώσει επιστημονικά τις κοινωνικές προκαταλήψεις. Μαρτυρίες μαθητών και συναδέλφων αποδίδουν
20
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 20
στην Μπένεντικτ μια προτίμηση σε φοιτητές που διαφωνούσαν με τον κόσμο στον οποίο ανήκαν και ήταν κατά κάποιον τρόπο δυσπροσάρμοστοι σε σχέση με το πρότυπο του αμερικανικού πολιτισμού. Πιθανόν να αναγνώριζε σ’ αυτούς κάτι από τον εαυτό της, και τους προστάτευε. Όταν έλαβε την είδηση της αυτοκτονίας του μαθητή της, μόλις πρόσφατα απομονωμένη στα σύνορα του Καναδά, στην περιοχή των Βραχωδών Ορέων, όπου είχε αποσυρθεί, εγκαινιάζοντας τη σαββατική της άδεια, η Μπένεντικτ σχεδίασε μια επιστολή προς τη μητέρα του Κουέιν: «Μόλις μου τηλεγράφησε η γραμματέας μου, και μέσα στον δικό μου πόνο μόνο εσάς μπορώ να σκεφτώ. Ο γιος σας ήταν ένα παιδί που πάντα μας απασχολούσε. Είναι τραγικό. Απ’ όλους τους μαθητές μου, την πιο ζεστή θέση στην καρδιά μου την κρατώ για τον Μπιουλ, και αυτή τη στιγμή το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι η προσωπική απώλεια και να κλάψω για την οδύνη του, τα αίτια της οποίας ακόμα δεν γνωρίζουμε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την αφοσίωση στο έργο του, και με ικανοποιεί που θα μπορέσω, δημοσιεύοντάς το, να βοηθήσω ώστε να τεθεί στην πρωτοπορία της έρευνας πεδίου. Πραγματοποίησε τόσα πολλά. Κι εγώ πιστεύω πως, κατά βάθος, ήθελε να πραγματοποιήσει ακόμα περισσότερα. Νιώθω τον πόνο να με παραλύει. Ο Θεός να μπορέσει να σας ανακουφίσει από την οδύνη σας». Ο Μπιουλ Κουέιν έγινε δεκτός στο μεταπτυχιακό του Τμήματος Ανθρωπολογίας στο Κολούμπια αφού πήρε το πτυχίο της Ζωολογίας, το 1934, από το Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν, στο Μάντισον. Στη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών έδειξε επίσης ενδιαφέρον για διάφορα άλλα θέματα, ξεκινώντας από τη λογοτεχνία και τη μουσική. Στον πρόλογο του βιβλίου Η πτήση των αρχηγών, που ο νεαρός ανθρωπολόγος απ’ το Κολούμπια έγραψε μεταγράφοντας μύθους και τραγούδια που είχε συλλέξει σ’ ένα χωριό του Βανούα Λέβου, στα νησιά Φίτζι του Νότιου Ειρηνικού, στη διάρκεια της πρώτης του εργασίας πεδίου, σε ηλικία μόλις είκοσι τεσσάρων χρόνων, και το οποίο εκδόθηκε το 1942, μετά το θάνατό του, ο παλιός καθηγητής των αγγλικών του στο Μάντισον, ο Γουίλιαμ Έλερι Λέοναρντ, συγγραφέας μιας
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 21
Το πιο απίστευτο στις γεννήσεις είναι η τυφλή ευφορία με την οποία οι γονείς συγκαλύπτουν το ρίσκο και το άδηλο αυτού που μόλις έχουν δημιουργήσει, η ελπίδα με την οποία το υποδέχονται και τους κάνει να μεταμορφώνουν σε ευοίωνη πρόγνωση την ανικανότητα να προβλέψουν το μέλλον που εκεί αναγγέλλεται και την αδυναμία οποιουδήποτε μέτρου προφύλαξης προς αυτή την κατεύθυνση. Αν ήταν διαφορετικά, είναι πολύ πιθανό η ανθρώπινη ύπαρξη να είχε εξαφανιστεί από το πρόσωπο της Γης, από ένθερμα και δολοφονικά μητρικά χέρια. Ο Μπιουλ Χάλβορ Κουέιν γεννήθηκε στις 31 Μαΐου 1912, στις 23:53, στο νοσοκομείο του Μπίσμαρκ, πρωτεύουσας της Βόρειας Ντακότας. Το πιστοποιητικό γεννήσεως λέει πως λήφθηκαν όλες οι απαραίτητες προφυλάξεις έναντι της νεογνικής οφθαλμίας, που την εποχή εκείνη ήταν η διαδεδομένη πρακτική ενάντια στη μετάδοση αφροδισίων νοσημάτων στα νεογέννητα. Πέντε χρόνια σχεδόν μετά την αυ-
21
αγγλόφωνης εκδοχής του βαβυλωνιακού έπους Γιλγαμές, με θέμα τη φιλία, το θάνατο και την αναζήτηση της αθανασίας, που προσείλκυσε την ιδιαίτερη προσοχή του Μπιουλ στα χρόνια της σχολής, εξαίρει το περιπετειώδες πνεύμα του και κάνει μια απογραφή των ταξιδιών του πρώην μαθητή του στον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα εκφράζει τη λύπη του για τον πρόωρο θάνατό του στην ενδοχώρα της Βραζιλίας. Τελειώνοντας το γυμνάσιο, στα δεκάξι του, ο Μπιουλ είχε ήδη διασχίσει τις Ηνωμένες Πολιτείες με αυτοκίνητο. Το 1929, πριν μπει στο πανεπιστήμιο, πέρασε έξι μήνες στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή, διατρέχοντας Αίγυπτο, Συρία και Παλαιστίνη. Τον επόμενο χρόνο στις διακοπές του πήγε στη Ρωσία. Αφού έδωσε εξετάσεις, τον Φεβρουάριο του 1931 μπάρκαρε για ένα ταξίδι έξι μηνών ως ναύτης σ’ ένα ατμόπλοιο για τη Σαγκάη. Το 1935 βρισκόταν στη Νέα Υόρκη και την επόμενη χρονιά στα Φίτζι. Σε μια επιστολή προς τη μητέρα του Μπιουλ, μήνες μετά το θάνατο του εθνολόγου, η Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες δήλωνε έκπληκτη με το πόσα πράγματα είχε κάνει σε τόσο λίγο χρόνο: «Ήταν τόσο μικρός κι είχε δει τόσα πολλά. Πόσο συναρπαστική ζωή!»
22
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 22
τοκτονία, σε μια επιστολή με ημερομηνία 31 Μαΐου 1944, ημέρα των γενεθλίων του, η μητέρα του έγραψε στην Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες: «Πριν από τριάντα δύο χρόνια σαν απόψε γεννήθηκε. Όταν ήταν μικρός, όταν τον ρωτούσαν πότε είχε γεννηθεί, εκείνος πάντα απαντούσε: “Δέκα λεπτά πριν μπει ο Ιούνιος”. Πριν από πέντε χρόνια μού έγραψε από την Καρολίνα την τελευταία γενέθλια επιστολή του». Ο Έρικ Π. Κουέιν, πατέρας του Μπιουλ, ήταν σαράντα ενός ετών όταν γεννήθηκε ο γιος του. Ήταν γιατρός χειρούργος. Γεννημένος στη Σουηδία, υπήρξε πρωτοπόρος της ιατρικής στις μεσοδυτικές πολιτείες. Αποφοίτησε το 1898 και έφερε σύγχρονες χειρουργικές μεθόδους στο Μπίσμαρκ, και μαζί την πρώτη συσκευή ακτίνων Χ. Η κλινική που ίδρυσε το 1907 εξακολουθεί να είναι ένα από τα βασικά νοσοκομειακά κέντρα της περιοχής και μόλις πρόσφατα έπαψε να ονομάζεται Κλινική Κουέιν & Ράμσταντ. Η Φάνι Νταν Κουέιν ήταν τριάντα οκτώ ετών. Ήταν ο τρίτος της τοκετός, ο δεύτερος που ευοδώθηκε. Το ζευγάρι είχε μια κόρη, τη Μάριον. Η Φάνι ήταν γιατρός, όπως ο σύζυγός της, και είχε επίσης αποφοιτήσει το 1898, από το Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν, στο Αν Άρμπορ. Υπήρξε η πρώτη γυναίκα στη Βόρεια Ντακότα που απέκτησε πτυχίο ιατρικής. Όταν παντρεύτηκε, στις 25 Μαρτίου 1903, εγκατέλειψε το επάγγελμα και ασχολήθηκε με τη φροντίδα του σπιτιού. Σε όλη τη διάρκεια της ζωής της ωστόσο συμμετείχε ενεργά στην προσφορά στα κοινά, ειδικά σε φιλανθρωπικά ζητήματα που σχετίζονταν με την υγεία και την εκπαίδευση. Ήταν μέλος του συμβουλίου εκπαιδευτών του Γυμνασίου του Μπίσμαρκ όταν γεννήθηκε ο Μπιουλ, υπεραμύνθηκε της ίδρυσης σανατορίου για φυματικούς και συμμετείχε στο συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 1936. Η Φάνι και ο Έρικ Κουέιν χώρισαν λίγο πριν την αυτοκτονία του γιου τους. Εμφανώς ασυμβίβαστος με το θάνατο του Μπιουλ –παρά τα όσα αργότερα θα αποκάλυπτε η κόρη του Μάριον στη Ρουθ Μπένεντικτ, σε μια επιστολή παράξενη και γεμάτη πικρία– ο πατέρας χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του και έκανε έκκληση σε έναν γερουσιαστή με επιρροή της Βόρειας Ντακότας, τον Τζέραλντ Νάι, να υποβάλει αίτηση έρευνας στο Υπουργείο Εξωτε-
ρικών. Η διαδικασία διακόπηκε όταν διαπιστώθηκαν οι αδιάψευστες αποδείξεις της αυτοκτονίας. Μετά το θάνατο του γιου του ο Έρικ Κουέιν μετακόμισε στη Δυτική Ακτή, όπου συνήθιζε να πηγαίνει επίσης η οικογένεια της κόρης του, τουλάχιστον στις διακοπές των Χριστουγέννων, παρότι δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι πατέρας και κόρη τα πήγαιναν καλά. Ξαναπαντρεύτηκε και συνέχισε να ασκεί την ιατρική μέχρι το θάνατό του, στο Σάλεμ του Όρεγκον, το 1962. Η Φάνι Κουέιν προσπάθησε να νικήσει τη μοναξιά, τις αναμνήσεις του γιου της και τη δυσκολία να ζει «ανάμεσα στα πράγματα που εκείνος είχε φέρει στο σπίτι από διάφορες γωνιές του κόσμου». Αρχικά επιδίωξε να μείνει μακριά από το σπίτι για να μη χρειαστεί να συμβιώσει με την εύγλωττη σιωπή αυτών των αντικειμένων, ξεκινώντας από το πιάνο, που ήταν «αυτό που εκείνος αγαπούσε περισσότερο και τώρα σωπαίνει». Το 1939 συναντήθηκε με την κόρη της στο Σικάγο και στο Όρεγκον, όπου πέρασε τα Χριστούγεννα κοντά στο όρος Χουντ, στα περίχωρα του Πόρτλαντ. Επισκέφθηκε συγγενείς στην Καλιφόρνια. Κυρίως όμως αφιερώθηκε σε μια αποστολή όταν ανέλαβε, με τη βοήθεια της Ρουθ Μπένεντικτ και τις βάσεις που άφησε ο Μπιουλ, την έκδοση των σημειώσεων που είχε εκείνος κρατήσει στα Φίτζι (εκτός από την Πτήση των αρχηγών εκδόθηκε το 1948, με τον τίτλο Ένα χωριό στα Φίτζι, άλλη μία έκθεση για τους δέκα μήνες που είχε περάσει, μεταξύ 1935 και 1936, ανάμεσα στους ιθαγενείς του Βάνουα Λέβου). Μελέτησε επίσης γλωσσολογία, για να μπορέσει να προετοιμάσει τα χειρόγραφα που είχε εκπονήσει ο γιος της σχετικά με τη γλώσσα των Κραχό. Από την αλληλογραφία της με την Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες είναι εμφανές πως ήταν μια δυστυχισμένη γυναίκα. Κι αν ακόμα συνυπολογίσει κανείς τη δυσκολία της στιγμής, όταν ξαφνικά βρέθηκε μόνη της στον κόσμο, πρόσφατα διαζευγμένη και με τον γιο της νεκρό, βρίσκει στις επιστολές της μια περίεργη αγωνία, γιατί, όσο κι αν ήθελε να μάθει το λόγο της αυτοκτονίας του γιου της, έμοιαζε περισσότερο να φοβάται πως κάποιος ήδη τον γνώριζε ή θα τον ανακάλυπτε. Πέθανε το 1950, σε ηλικία εβδομήντα έξι ετών. Δυο μήνες πριν σκοτωθεί, ο ανθρωπολόγος ανέφερε στις επι-
23
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 23
24
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 24
στολές του «οικογενειακά ζητήματα» που τον υποχρέωναν να διακόψει την εργασία του με τους Ινδιάνους και να επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Έγραψε ο ίδιος στη δόνα Ελοΐζα, στις 5 Ιουνίου 1939: «Τα δυο χιλιάδες ρεάλ που μου στείλατε καθιστούν εφικτή πιθανώς την επιστροφή μου στην Νέα Υόρκη μέσω Μπαΐας ή Μπελέμ. Όσο κι αν θέλω να γυρίσω στο Ρίο ντε Ζανέιρο, οικογενειακά ζητήματα απαιτούν την παρουσία μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σας έχω ήδη αναφέρει κάτι σχετικά με μια ασθένεια στην οικογένεια, αλλά δεν είναι αυτό που με απασχολεί. Οι γονείς μου μόλις βγήκαν από μια διαδικασία διαζυγίου που διήρκεσε έξι μήνες. Είναι σχεδόν εβδομήντα χρόνων και μισιούνται εδώ και τριάντα ή και περισσότερα χρόνια. Ο πατέρας μου πάσχει από μια ήπια μορφή εκφυλιστικής άνοιας – αυτό είναι ίσως που τον οδήγησε να σκαλίσει το παρελθόν τους τελευταίους έξι μήνες. Μπορεί να με θεωρήσετε ακραίο υλιστή, πρέπει όμως να γυρίσω στην Αμερική με την ελπίδα να διασώσω μια μικρή περιουσία και να τη θέσω στην υπηρεσία της εθνολογίας. Φοβούμαι πάντως πως είναι ήδη αργά». Η Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες ήταν μια δραστήρια και δυναμική κυρία. Ήταν χοντρή και πολύ χλομή, με τα μαλλιά βαμμένα γαλάζια, σύμφωνα με την περιγραφή του Αλφρέ Μετρό, Γαλλοελβετού ανθρωπολόγου με ειδίκευση στη Λατινική Αμερική και ορισμένα περάσματα από τη Βραζιλία. Πρέπει να υπήρξε ενδιαφέρουσα γυναίκα στα νιάτα της. Προερχόταν από μια μεγαλοαστική οικογένεια του Ρίο ντε Ζανέιρο. Συγχρωτιζόταν πάντα με την εξουσία. Ως διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου, μπόρεσε να διατηρήσει την επιρροή της και να διασφαλίσει τη θέση της σε όλη την περίοδο του Νέου Κράτους. Είχε την κύρια ευθύνη για τους τέσσερις νεαρούς Αμερικανούς ανθρωπολόγους που εργάζονταν την εποχή εκείνη στη Βραζιλία, χάρη σε μια συμφωνία ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και το Εθνικό Μουσείο – εκτός από τον ίδιο τον Κουέιν, στη χώρα βρίσκονταν ακόμα οι συνάδελφοί του Τσαρλς Γουόγκλι και Ρουθ Λάντες, και ο Γουίλιαμ Λίπκιντ, τον οποίο επρόκειτο αρχικά να ακολουθήσει στην αποστολή στους Καραζά. Ανάμεσα στις επιστολές που έγραψε ο Μπιουλ Κουέιν λίγες ώρες πριν την αυτοκτονία του, η
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 25
μία είχε παραλήπτη τη δόνα Ελοΐζα. Μέχρι τότε εκείνη ενεργούσε κάποιες φορές ως προστατευτική και εξουσιαστική μητέρα προς τους νεαρούς εθνολόγους του Κολούμπια. Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς πρέπει να ένιωσε όταν έλαβε την επιστολή αυτή:
Ονομάζονταν Ζοάο και Ισμαέλ. Οι δυο Ινδιάνοι που τον συνόδευαν, δυο αγόρια που είχε επιστρατεύσει για να τον βοηθήσουν να φύγει από το χωριό την 31η Ιουλίου, διηγήθηκαν στον Μανοέλ Πέρνα, τον μηχανικό της Καρολίνας και μοναδικό φίλο του εθνολόγου στην πόλη, πως το δειλινό της δεύτερης μέρας του οδοιπορικού, με ενενήντα περίπου χιλιόμετρα περπάτημα ακόμα μπροστά τους, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο Κουέιν Μπουέλε, όπως οι ίδιοι τον αποκαλούσαν στη γλώσσα των λευκών, ή ακόμα Καμτουιγιόν, όπως τον είχαν βαφτίσει στη γλώσσα κραχό, θέλησε να διανυκτερεύσει κοντά σ’ ένα έλος, ζήτησε να σταματήσουν, είπε πως ήταν κουρασμένος και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Σύμφωνα με τους Ινδιάνους, ο εθνολόγος δεν έδειχνε κανένα σύμπτωμα σωματικής ασθένειας. Η εξάντληση ήταν ψυχο-
25
Αξιότιμη δόνα Ελοΐζα, Πεθαίνω από μία μεταδοτική ασθένεια. Την επιστολή αυτή θα τη λάβετε μετά το θάνατό μου. Η επιστολή θα πρέπει να απολυμανθεί. Ζήτησα οι σημειώσεις μου και το μαγνητόφωνο (να με συγχωρείτε, δεν έχει καμία εγγραφή) να σταλούν στο Μουσείο. Σας παρακαλώ να αποστείλετε τις σημειώσεις στο Κολούμπια. Μη σκεφτείτε άσχημα για μένα. Εκτίμησα τη φιλία σας. Αλλά δεν μπορώ να ολοκληρώσω τον κατάλογο της συλλογής που θα συσκευάσουν και θα σας στείλουν οι Ινδιάνοι. Ζήτησα να σας αποσταλούν δύο χιλιάδες ρεάλ λόγω της αποτυχίας μου. Ωστόσο, αν λάβετε κάποιο κομμάτι της συλλογής, σας παρακαλώ, σκεφτείτε τους Ινδιάνους και στείλτε ό,τι εσείς θεωρείτε κατάλληλο στον Μανοέλ Πέρνα, στην Καρολίνα. Ελπίζω ο Λίπκιντ και ο Γουόγκλι να εκπληρώσουν τις προσδοκίες σας. Ειλικρινά δικός σας, Μπιουλ Κουέιν
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 26
λογική και διαρκούσε μέρες, από τότε που είχε λάβει την τελευταία αλληλογραφία από την πατρίδα. Στην επιστολή που έστειλε στη δόνα Ελοΐζα στις 12 Αυγούστου 1939 για να επιβεβαιώσει το τηλεγράφημα που της είχε στείλει την προηγούμενη με την είδηση της αυτοκτονίας του Κουέιν, ο Μανοέλ Πέρνα γράφει σε σχέση με τον ανθρωπολόγο: «Είναι λυπηρό που ο χαμός του έγινε με τόσο οδυνηρό τρόπο. Αγνοούμε ακόμα τους λόγους που τον οδήγησαν σε μια τέτοια στάση. Αλλά, σύμφωνα με ειδήσεις που συλλέξαμε από πηγές που τιμούμε ως σίγουρες, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι επρόκειτο για οικογενειακά ζητήματα. Σύμφωνα με όσα μαρτυρούν οι Ινδιάνοι, τελευταία, όταν λάβαινε επιστολές από τους γονείς του και την οικογένεια, φαινόταν πολύ δυσαρεστημένος, έλεγε μάλιστα πως τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα, ενώ στη συνέχεια έσκιζε και έκαιγε τα γράμματα».
h
26
εδώ είναι για όταν έρθετε. Ήταν μονάχα εννιά νύχτες. 13 Αυτό Αν ενέργησα σαν να αγνοούσα τους λόγους που τον οδήγησαν στην αυτοκτονία, ήταν για να αποφύγω την έρευνα. Η αστυνομία έλαβε γνώση του συμβάντος κι έκανε απογραφή των γεγονότων και των προσωπικών του αντικειμένων κατ’ απαίτηση των Αμερικανών. Μη με κατακρίνετε. Δεν μπορούσα ν’ απαντήσω σε καμία ερώτηση. Η σιωπή ήταν ένα βάρος που κουβάλησα για χρόνια, όσο καιρό σάς περίμενα. Τώρα πια δεν μπορώ να διακινδυνεύω να χαθούν όλα μαζί μου. Φυσικά, αν ήξερα το περιεχόμενο των επιστολών που είχε λάβει προτού σκοτωθεί, δεν θα είχα στείλει τον αδερφό μου στο χωριό ειδικά και μόνο για να του παραδώσει τα γράμματα που έφτασαν στις αρχές του Ιουλίου, όταν ο δρ. Μπιουλ είχε ήδη φύγει για να επιστρέψει στους Ινδιάνους, βδομάδες μετά το δεύτερο πέρασμά του από την Καρολίνα, όταν βρέθηκε στην πόλη για να πάρει χρήματα και εφόδια, αλλά, κυρίως, αν και δεν μου το είχε πει, γιατί φοβόταν να περάσει τα γενέθλιά του μόνος στο χωριό. Θα είχα πάει ο ίδιος, αν ήξερα πως μαζί με τις επιστολές τού έστελνα και τη θανατική του καταδίκη, θα είχα πάει μόνος μου και
με τα πόδια αν ήταν ανάγκη, για να τον φέρω ξανά με ασφάλεια στην πόλη. Με είχε βάλει να του υποσχεθώ πως θα έστελνα τις επιστολές μ’ έναν κομιστή αμέσως μόλις έφταναν. Περίμενε μια απάντηση. Τώρα πια δεν έχω καμία αμφιβολία πως ήταν η δική σας απάντηση που εκείνος περίμενε με τόση αγωνία. Σας ζητώ να με συγχωρέσετε. Ξέρω πως σας άφησα με την αμφιβολία, αλλά μπορώ να σας εγγυηθώ ότι την έλαβε. Προτού τις παραδώσω στον αδερφό μου, διάβασα ανάμεσα στους φακέλους του τελευταίου ταχυδρομείου, που έφτασε στις αρχές του Ιουλίου με το αεροπλάνο της Κόντορ, το όνομα ενός αποστολέα που αργότερα θα αναγνώριζα ανάμεσα στους παραλήπτες των επιστολών που έγραψε λίγες ώρες πριν το θάνατό του, την επιστολή ακριβώς εκείνη που αποφάσισα να φυλάξω πάνω μου, και παρά τα όσα εσείς μπορεί να σκεφτείτε, στο όνομα της μνήμης του δρ. Μπιουλ, και για να προστατέψω τους Ινδιάνους, την επιστολή που εκείνος σας είχε αφήσει. Οι Ινδιάνοι είπαν πως άρχισε να ζει πολύ αποτραβηγμένος αφότου έλαβε την τελευταία αλληλογραφία που του είχα στείλει με τον αδερφό μου, σε πρωτόγνωρη απομόνωση σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα της ζωής του στο χωριό. Ήταν οι επιστολές που έκαψε στην τελευταία του διαδρομή επιστροφής προς την Καρολίνα και από τις οποίες πήρε τη φωτιά και το φως που χρειαζόταν για να γράψει αυτές που άφησε, κλαίγοντας γοερά, προτού αυτοκτονήσει μέσα στη νύχτα. Για την επιστολή σας ωστόσο δεν έμαθε ποτέ κανείς. Όταν αποφάσισε πως δεν μπορούσε να μείνει πλέον άλλο στο χωριό και ανακοίνωσε στους Ινδιάνους την απόφασή του («Έχω ζητήσει από τα σύννεφα να με πάρουν από δω, αλλά δεν έγινε τίποτα», φέρεται ότι είπε σε μια Ινδιάνα, αλλά δεν σας ζητώ να πιστέψετε τίποτε άλλο – η αλήθεια εξαρτάται από την εμπιστοσύνη αυτού που ακούει), υπαινίχθηκε πως είχε λάβει κακά νέα από το σπίτι. Σε μερικούς είπε πως ο πατέρας του εγκατέλειψε τη μητέρα του, ηλικιωμένη και χωρίς πόρους – αλλά, αφού γι’ αυτό μου είχε μιλήσει την τελευταία φορά που βρέθηκε στην Καρολίνα, δεν μπορεί να ήταν αυτό το κακό νέο που τον είχε φέρει σε τέτοια κατάσταση. Σε άλλους είπε πως η γυναίκα του τον είχε απατήσει με τον αδερφό του, αλλά εγώ ήξερα πολύ καλά πως αδερφός δεν υπήρχε. Δεν μίλησε στους Ινδιάνους για αρρώστια. Δεν θέλησε να τους τρομάξει. Προτίμησε να κρατή-
27
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 27
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 28
28
σει για τους λευκούς την αιτία της μεταδοτικής ασθένειας, ζητώντας να απολυμάνουν τις επιστολές προτού τις διαβάσουν. Αυτό τουλάχιστον έδωσε ως αιτία στη δόνα Ελοΐζα και, απ’ ό,τι ξέρω, και στην καθηγήτριά του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτό ήταν που έδωσε ως αιτία και σ’ εμένα στην επιστολή που μου απηύθυνε, ξέροντας πως θα σώπαινα. Κανένας άλλος εκτός από μένα δεν έμαθε για την επιστολή που σας άφησε. Όλα αυτά τα χρόνια σάς περίμενα. Στο βάρος της σιωπής ήρθε να προστεθεί και η ενοχή. Εκείνη τη στιγμή όμως δεν είχα επιλογή. Σε λίγες μέρες όλα θα ξεχνιόνταν και η πόλη θα επέστρεφε στη συνηθισμένη της ηρεμία. Είναι απίστευτο πως οι ίδιοι άνθρωποι που, όταν έμαθαν για τον ερχομό του Αμερικανού εθνολόγου πέντε μήνες νωρίτερα, αμέσως τον πολιόρκησαν και φρόντισαν να τον προσκαλέσουν στη γιορτή για την ίδρυση της Λέσχης Ουμπέρτο ντε Κάμπος, όπως ονόμαζαν την Ακαδημία Γραμμάτων του Σερτάο, τώρα μετά βίας θυμούνταν το όνομα και το πέρασμά του από την πόλη. Οι διακεκριμένοι της Καρολίνας. Ποιος είμαι εγώ για να πω αυτό που σκέφτομαι; Νομίζουν πως είμαι αδαής, αλλά δεν είμαι χαζός. Αν είναι για να τους ευχαριστήσω, τους κάνω τις υποκλίσεις που μου ζητούν. Ο άνθρωπος που ήρθε εκείνο το ληθαργικό βράδυ του Μαρτίου ήταν ένας βασανισμένος άνθρωπος. Την παραμονή της αναχώρησής του για το χωριό ήταν σκοτισμένος. Δεν ξέρω πλέον αν ήταν επειδή δεν ήξερε τι τον περίμενε ή επειδή ακριβώς ήξερε. Μερικές φορές αναρωτιέμαι ποια ήταν η στιγμή που άρχισε να φαντάζεται αυτό που κανείς άλλος δεν ήταν ικανός να φανταστεί, και μέχρι ποιο σημείο είχε ίσως έρθει για να πεθάνει. Γεγονός είναι ότι παρευρέθηκε στη γιορτή των διανοούμενων. Είχε μια ταραγμένη έκφραση, άβολος με το μικρό πλήθος. Ολόκληρη η πόλη είχε προσκληθεί για ν’ ακούσει τις ομιλίες της γιορτής για την ίδρυση της λογοτεχνικής κοινότητας. Εκείνος δεν μπορούσε να με δει μέσα στο συνωστισμό του κόσμου μέσα και γύρω από το σχολικό κτήριο, έτσι όπως στριμωχνόταν σε πόρτες και παράθυρα, προσπαθώντας ν’ ακούσει, χωρίς να καταλαβαίνει, τι έλεγαν μέσα. Εκεί όμως, για δεύτερη φορά, είδα τα μάτια του.
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 29
h ρουν οι αυτόχειρες. Στην αρχή άφησα να με συνεπάρει η εύκολη υπόθεση πως επρόκειτο οπωσδήποτε για ένα θάνατο πάθους και συγκέντρωσα την έρευνά μου σ’ αυτά τα ίχνη. Θα πρέπει να εμπλεκόταν κι άλλο πρόσωπο. Κανείς δεν μπορεί να είναι εντελώς μόνος στον κόσμο. Πρέπει να υπήρχε μια επιστολή όπου να αποκάλυπτε τις επιθυμίες και τα αισθήματά του. Το πρωί της 8ης Μαρτίου 1939, ενώ περίμενε τα μουλάρια και τα εφόδια για την εξαήμερη πεζοπορία μέχρι το χωριό Καμπεσέιρα Γκρόσα, ο Κουέιν βρήκε ευκαιρία ν’ απαντήσει στην αλληλογραφία του, καθισμένος στη γραφομηχανή. Η πρόθεσή του ήταν να απομονωθεί στο χωριό για μια αρχική περίοδο τριών μηνών. Δεν μπορούσε να βασιστεί στον πιθανό ερχομό κάποιου αγγελιαφόρου ή κομιστή στο μεσοδιάστημα αυτό. Δεν σκεφτόταν να επιστρέψει στην Καρολίνα πριν τον Ιούνιο. Διάβασα τρεις απ’ αυτές τις επιστολές. Η πιο μακροσκελής απευθυνόταν στη Ρουθ Λάντες,
29
κανείς δεν με ρώτησε και γι’ αυτό κι εγώ δεν χρειά14 Ποτέ στηκε ν’ απαντήσω. Όλοι θέλουν να μάθουν αυτό που ξέ-
30
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 30
τη συνάδελφό του από το Κολούμπια που βρισκόταν στη Βραζιλία μελετώντας το καντομπλέ. Στις άλλες δύο απευθυνόταν στη δόνα Ελοΐζα και τη βοηθό της, τη Μαρία Ζούλια Πουρσέτ, που είχε γνωρίσει όταν πέρασε από το Ρίο ντε Ζανέιρο. Στην επιστολή προς τη διευθύντρια του Εθνικού Μουσείου ο Κουέιν ασχολούνταν με πρακτικά ζητήματα, με την καταγραφή του στην αστυνομία του Σάο Λουίς, τις αποστολές χρημάτων και τα έξοδα για τα δώρα στους Ινδιάνους. Στη Μαρία Ζούλια Πουρσέτ περιέγραφε με ρεβεράντζες τις πρώτες του εντυπώσεις από την Καρολίνα. Εγώ δεν γνώριζα την ύπαρξη αυτής της επιστολής μέχρι που με συμβούλεψαν ν’ αναζητήσω μια καθηγήτρια ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Σάο Πάολο της οποίας η θεία, ανθρωπολόγος ομοίως και μακαρίτισσα, είχε επισκεφθεί τη μητέρα του Κουέιν στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1940, λίγο μετά το θάνατο του εθνολόγου. Βρήκα τον αριθμό και τηλεφώνησα στην καθηγήτρια, η οποία, παρότι αγνοούσε την υποτιθέμενη επίσκεψη της θείας της στη Φάνι Κουέιν αμέσως μετά την αυτοκτονία του γιου της, δεν δίστασε να μου αποκαλύψει αυτό που εγώ δεν θα μπορούσα να είχα υποπτευθεί και ήθελα περισσότερο απ’ όλα να μάθω όταν της μίλησα για πρώτη φορά για τον Μπιουλ Κουέιν και το λόγο του τηλεφωνήματός μου. «Είχε ένα φλερτ με τη μαμά, πολύ πριν γεννηθώ εγώ βέβαια», είπε αμέσως μόλις άκουσε εκείνο το παράξενο όνομα. Η απάντηση με άφησε άφωνο, πολύ περισσότερο γιατί σ’ εκείνη τη χρονική στιγμή είχα αποπειραθεί μάταια ν’ ανακαλύψω το όνομα της πιθανής γυναίκας του νεαρού ανθρωπολόγου, μιας και είχα δει με τα μάτια μου μια επιστολή στην οποία ζητούσε από τον πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών των Καλλιτεχνικών και Επιστημονικών Αποστολών στη Βραζιλία την άδεια για την έρευνα πεδίου, φτάνοντας στη χώρα, τον Φεβρουάριο του 1938, στην οποία παρουσιαζόταν ως «παντρεμένος», παρότι δεν υπήρξε καμία άλλη ένδειξη ή αναφορά σε κάποια γυναίκα σε κανένα άλλο έγγραφο ή αλληλογραφία πριν ή μετά το θάνατό του. Έμεινα άφωνος για μια στιγμή. «Μα αφού ήταν παντρεμένος!» διακινδύνεψα.
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 31
Στο οποίο η καθηγήτρια απάντησε, προσβεβλημένη και αγανακτισμένη μαζί: «Όχι, δεν ήταν. Ή τουλάχιστον δεν παρουσιαζόταν ως τέτοιος στην κοινωνία του Ρίο ντε Ζανέιρο. Και δεν παρουσιάστηκε έτσι στη μητέρα μου». Εγώ πίστευα πως μια ερωτική ιστορία θα τα εξηγούσε όλα. Κανονίσαμε μια συνάντηση στο πανεπιστήμιο, όπου εκείνη μου επιβεβαίωσε αυτό που είχε πει στο τηλέφωνο και, προτού προλάβω ν’ αγγίξω την επιστολή, εκείνη ζήτησε να τη διαβάσει φωναχτά, στα αγγλικά, διακόπτοντας την ανάγνωση με παύσεις και χρωματισμούς για να επισημάνει, κοιτάζοντας προς το μέρος μου και ζαρώνοντας τα φρύδια, πράγματα που εκείνη θεωρούσε σημαντικά αλλά εμένα δεν μου έλεγαν τίποτα:
Η καθηγήτρια μου έδειξε επίσης την αναπαραγωγή μιας φωτογραφίας του Κουέιν που εγώ γνώριζα ήδη από τα αρχεία της Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες, αντίγραφο της οποίας θα πρέπει να είχε δώσει εκείνος ως δώρο στη μητέρα της. Στη φωτογραφία κοιτάζει κατάματα το φακό, καθισμένος σε μια καρέκλα, με λευκό πουκάμισο. Έχει μια ειρωνική και προκλητική έκφραση. «Υπάρχει αφιέρωση στην ανάστροφη της πρωτότυπης. Όχι κάτι που να αφήνει ν’ αποκαλυφθεί το φλερτ βέβαια. Εκείνη την
31
Αξιότιμη δόνα Ζούλια, Σας στέλνω μόνο ένα μπιλιέτο. Φεύγω σε δυο ώρες για το χωριό των Κραχό. Περιμένουμε μερικά παντελόνια και πουκάμισα. Εγώ και μια ομάδα Ινδιάνων Κραχό που βρισκόταν στην Καρολίνα όταν ήρθα. Τα παντελόνια και τα πουκάμισα είναι γι’ αυτούς. Δεν μου αρέσει να τους δίνω ρούχα, γιατί είναι καλύτερα χωρίς αυτά – εκείνοι όμως επιμένουν. Χθες το βράδυ πήγα σε μια γιορτή προς τιμήν του Ουμπέρτο ντε Κάμπος. Έγιναν μερικές σύντομες ομιλίες για τη ζωή και το έργο του. Έμεινα κατάπληκτος με το ενδιαφέρον που δείχνει ο πληθυσμός της Καρολίνας για τα λογοτεχνικά θέματα. Οι άνθρωποι συνωστίζονταν στις πόρτες και στοιβάζονταν στα παράθυρα για ν’ ακούσουν τι θα ειπωθεί. Κατάλαβα μόνο τα μισά, αλλά εντυπωσιάστηκα από το σοβαρό ενδιαφέρον του κοινού.
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 32
32
εποχή έτσι το έλεγαν. Η μαμά μιλούσε πολύ γι’ αυτόν. Ήταν ωραίος άντρας, ψηλός, μελαχρινός, διαφορετικός τύπος από τον μέσο Αμερικανό. Όταν αποχαιρετίστηκαν, πριν πάρει το αεροπλάνο, εκείνος τη διαβεβαίωσε ότι θα σκεφτόταν το ζήτημα. Ξέρετε τι θέλω να πω, έτσι; Θα σκεφτόταν σοβαρά την πιθανότητα μιας δέσμευσης», είπε εκείνη, και πάλι χωρίς να μ’ αφήσει ν’ αγγίξω την επιστολή. Η καθηγήτρια δεν μπορούσε να υποπτευθεί τι ήταν αυτό που μ’ έκανε να θέλω διακαώς ένα αντίγραφο του εγγράφου που μου είχε αφήσει ένα ανήσυχο χαμόγελο στα χείλη από τη στιγμή που είχε αρχίσει να μου το διαβάζει. Ήταν γιατί, αν από τη μια πλευρά ένα «μπιλιέτο» αποτελούσε για μένα διάψευση –αντίθετα με αυτό που προσπαθούσε εκείνη να με κάνει να πιστέψω, δεν αποδείκνυε πουθενά ερωτική ιστορία– από την άλλη ανακάλυπτα ποια ήταν η δόνα Ζούλια για την οποία μιλούσε σε άλλη επιστολή που είχε γραφτεί το ίδιο πρωί, προτού φύγει για το χωριό, ενόσω περίμενε τα μουλάρια και τα εφόδια, και αντίγραφο της οποίας μου είχε παραχωρήσει ευγενικά μια Καναδέζα ερευνήτρια περίπου ένα μήνα νωρίτερα. Στην επιστολή προς τη Ρουθ Λάντες τα ίδια γεγονότα που είχε αφηγηθεί στη Μαρία Ζούλια Πουρσέτ ήταν ιδωμένα με άλλο βλέμμα, και κυρίως με άλλες λέξεις, πιο σαρκαστικές, πιο αληθινές και πιο ειλικρινείς, με την οικειότητα, τη συνενοχή και την απελπισία κάποιου που ανοίγεται σε μια φίλη: Αγαπητή Ρουθ, Η Καρολίνα είναι ένα πληκτικό μέρος – αναλφάβητοι και διανοούμενοι. Οι διανοούμενοι είναι αυτοί που φορούν λευκά κοστούμια και γραβάτες και ανήκουν σε μια λογοτεχνική κοινότητα. Βρέθηκα μαζί τους σε μια συγκέντρωση προς τιμήν του Ουμπέρτο ντε Κάμπος, μεγάλου ποιητή του Μαρανιάο. Υπήρχαν δέκα ομιλητές: η ζωή του ποιητή σε δέκα μέρη. Ανάμεσά τους: Ουμπέρτο ο ηθογράφος· Ουμπέρτο ο ανθρωπιστής· Ουμπέρτο ο φιλοπαίγμων· και τελικά Ουμπέρτο ο φιλόσοφος. Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι πολύ συμπαθητικά αν δεν είχαν τόσο πομπώδη γελοιότητα. Και στο τέλος ήταν κάπως απογοητευτικό ν’ ακούει κανείς έναν νεαρό δικηγόρο απ’ το Ρίο ντε Ζανέιρο (που είχε πιθανότατα σπουδάσει στο Ρίο ή κάτι ανάλογο· νομίζω πως είναι από τον Βορρά) να λέει πως
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 33
«δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για τον Ουμπέρτο ως φιλόσοφο χωρίς να θυμηθεί πως υπήρξε ένα μεγάλος πάσχων. Ουμπέρτο ο πάσχων…» Κι εκεί αποκαλύπτεται πως ήταν ένας στωικός, γιατί χαμογελούσε πάντα. Αυτός ο τελευταίος ομιλητής επευφημήθηκε ως ο καλύτερος απ’ όλους. Συνάντησα μια ομάδα Ινδιάνων Κραχό και μου φάνηκαν τρομακτικά ρηχοί. Έχουν χαριτωμένα κουρέματα, τρυπούν τ’ αυτιά τους και συνεχίζουν να μη φορούν ρούχα στις πόλεις. Υπάρχουν ένα σωρό πράγματα σχετικά με τους Βραζιλιάνους και τις βραζιλιάνικες πόλεις που με κάνουν να θέλω να βγάλω τα ρούχα μου και ν’ αρχίσω ν’ αυνανίζομαι σε δημόσιο χώρο. Αλλά προσπαθώ να συγκρατηθώ. Ειλικρινά, δεν έχει νόημα να είναι κανείς ειλικρινής ούτε καν με ανθρώπους σχετικά εκλεπτυσμένους, όπως είναι η δόνα Ζούλια. Και είμαι έξαλλος μαζί σου που της μίλησες τόσο πολύ για μένα.
Τι ήθελε τόσο πολύ να κρύψει ο Μπιουλ Κουέιν;
h Αλμπέρτο Τόρες στο Ιταμποραΐ. Έβραζε ο τόπος απ’ τη ζέστη. Ο Κάστρο Φαρία ήταν ένας από τους τελευταίους ανθρώπους εν ζωή που γνώρισαν τον Κουέιν στο ταξίδι του στη Βραζιλία. Συζητήσαμε στη βιβλιοθήκη του διαμερίσματός του στο Ικαραΐ. Το 1938, είκοσι τεσσάρων χρόνων, συμμετείχε ως ανθρωπολόγος του Εθνικού Μουσείου και μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών στην ιστορική αποστολή στη Σέρα Νόρτε που έφερε τον ΛεβίΣτρος από το Μάτο Γκρόσο ως το Πόρτο Βέλιο, ανάμεσα στις 6 Ιουνίου και τις 14 Δεκεμβρίου, και είναι σε μεγάλο μέρος καταγεγραμμένη στους Θλιβερούς τροπικούς, που έγιναν αμέσως κλασικό ανθρωπολογικό κείμενο. Το Νέο Κράτος απαιτούσε την παρουσία ενός Βραζιλιάνου επιστήμονα στις αλλοδαπές αποστολές ως μέσο ελέγχου, μια μορφή που ο ίδιος ο Λεβί-Στρος περιέγραψε, με κάποια αντιπάθεια, ως «οικονομικό επιθεωρητή». Υπάρχει μια φωτογραφία του 1939 όπου εμφανίζεται η δόνα Ελοΐ3 – Εννέα νύχτες
33
καθηγητής Λουίζ ντε Κάστρο Φαρία με υποδέχτηκε στο 15 ΟΝιτερόι απόγευμα. Επέστρεφα από τα αρχεία της Ελοΐζα
34
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 34
ζα καθισμένη στο κέντρο ενός πάγκου στους κήπους του Εθνικού Μουσείου, ανάμεσα στους Τσαρλς Γουόγκλι, Ραϊμούντο Λόπες και Έντσον Καρνέιρο στα δεξιά της και τους Κλοντ Λεβί-Στρος, Ρουθ Λάντες και Κάστρο Φαρία στα αριστερά της. Σήμερα είναι όλοι νεκροί, με εξαίρεση τον Κάστρο Φαρία και τον Λεβί-Στρος. Υπήρχε όμως ήδη από τότε μια απουσία στη φωτογραφία, την οποία πρόσεξα μόνο αφότου ξεκίνησα την έρευνά μου σχετικά με τον Μπιουλ Κουέιν. Εκείνη την εποχή ήταν ακόμα ζωντανός, κοντά στους Κραχό, και η εικόνα δεν παύει να είναι κατά κάποιον τρόπο ένα πορτρέτο του, μέσα από την απουσία. Σε κάθε φωτογραφία υπάρχει ένα στοιχείο απατηλό. Εκεί όμως είναι ακόμα πιο εκπληκτικό. Όλοι οι φωτογραφούμενοι γνώριζαν τον Μπιουλ Κουέιν, και τουλάχιστον οι τρεις πήραν μαζί τους στον τάφο πράγματα που ποτέ δεν θα μπορέσω να μάθω. Μέσα στην εμμονή μου, αρκετές φορές καιγόμουν μ’ αυτή τη φωτογραφία στο χέρι, περίεργος, παθιασμένος, προσπαθώντας μάταια να αποσπάσω μια απάντηση απ’ τα μάτια του Γουόγκλι, της δόνα Ελοΐζα ή της Ρουθ Λάντες. Στα ογδόντα οκτώ του χρόνια ο Κάστρο Φαρία ήταν ένας διαυ-
γής άνθρωπος, με μεγάλη ευχέρεια λόγου και μια μνήμη πολλές φορές καλύτερη από τη δική μου, με κάποιες διαστρεβλώσεις λόγω των υποκειμενικών εντυπώσεων, όπως στον καθένα μας. Μου μιλούσε για τον Κουέιν πάνω από μία ώρα χωρίς να κουραστεί. Στην αρχή άφηνε περισσότερα αποσιωπητικά. Δεν έγιναν ποτέ φίλοι: «Η σχέση μου μαζί του ήταν επιφανειακή. Μου συμπεριφερόταν πάντα πολύ καλά. Δεν είχαμε οικειότητα. Καθώς δεν κάναμε παρέα, απλώς συναντιόμασταν κάποιες φορές, δεν ξέρω τίποτα για την προσωπική του ζωή. Ο Κουέιν επίσης δεν ήταν ιδιαίτερα φίλος με τον Γουόγκλι. Έτσι νομίζω. Υπήρξαν σύγχρονοι. Όντας και οι δύο φοιτητές του Κολούμπια, είχαν αναγκαστικά αλληλεγγύη. Ήταν όλοι τους μαθητές του Φραντς Μπόας, πράγμα που έδινε ένα στοιχείο για την προσωπικότητά τους. Ο Μπόας ξεχώριζε τους καλούς μαθητές. Υπήρξε ο επόπτης της ανθρωπολογικής έρευνας που έγινε στη Βραζιλία από τους Αμερικανούς. Ο Γουόγκλι ήταν στην ηλικία μου. Ήμασταν αχώριστοι. Ήταν φίλος μου, πραγματικός φίλος. Έμεινε για πάντα στη Βραζιλία. Παντρεύτηκε Βραζιλιάνα. Εμείς τον φωνάζαμε Σουκ. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη διάρκεια του πολέμου, ως τεχνικός δημόσιας υπηρεσίας. Κανέναν δεν συντάραξε ο θάνατος του Κουέιν. Ούτε και τους συναδέλφους του από το Κολούμπια. Αυτό είναι αρκετά ασυνήθιστο στην Αμερική, όπου οι άνθρωποι είναι πολύ ατομιστές. Μόνο την Ελοΐζα, γιατί εκείνη ήταν που είχε στη Βραζιλία την ευθύνη για την έρευνά του. Ήταν σοβαρή υπόθεση εκείνη την εποχή να είσαι υπεύθυνος για κάποιον, γιατί είχες να λογοδοτήσεις στα επίσημα όργανα, που είχαν τεράστιο έλεγχο πάνω στον βραζιλιάνικο χώρο και την έρευνα. Τα όργανα καταστολής ήταν πολύ δραστήρια». Όσο μιλούσε, θυμήθηκα πως μερικές ώρες νωρίτερα είχα δει, ανάμεσα στα χαρτιά που είχε αφήσει η δόνα Ελοΐζα στα αρχεία του σπιτιού της στο Ιταμποραΐ, μια επιστολή στην οποία, μερικές βδομάδες μετά το θάνατο του Κουέιν, επέπληττε τον διοικητή της αστυνομίας της Καρολίνας, τον λοχαγό Άνζελο Σαμπάιο, σαν να ’ταν μαθητής ή υφιστάμενός της. Ήταν πολύ εκνευρισμένη, αγανακτισμένη που η ανικανότητα των συμπατριωτών
35
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 35
36
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 36
της καθιστούσε και την ίδια ανίσχυρη. Τα επίμονα αιτήματά της για να ανακτήσει τα υπάρχοντα του Κουέιν, που είχαν κρατηθεί από την αστυνομία του Μαρανιάο, δεν είχαν αποφέρει κανένα αποτέλεσμα, πράγμα που την έβαζε σε ακόμα πιο λεπτή θέση έναντι των αμερικανικών αρχών και του Τμήματος Ανθρωπολογίας του Κολούμπια. Η εξουσία της δοκιμαζόταν. Στην επιστολή απαιτεί καθαρά και ξάστερα όλο το υλικό που είχε αφήσει ο Κουέιν και λέει στον διοικητή πως το περιστατικό αποτελούσε ήδη «εθνική ντροπή». Παριστάνοντας τον χαζό, ρώτησα για την εμφάνισή του, κάτι που σε γενικές γραμμές ήδη γνώριζα, μ’ ενδιέφερε όμως στην πραγματικότητα περισσότερο η εντύπωση που είχε αφήσει και οι αντιδράσεις που προκαλούσε η μορφή του παρά η αληθινή του εικόνα: «Δεν είχε κάτι το ιδιαίτερο. Ήταν ένας νεαρός, αρκετά νεαρός». Χοντρός ή αδύνατος; «Χοντρός δεν ήταν, με τίποτα. Ούτε και πολύ αδύνατος. Ήταν ένας άνθρωπος με συνηθισμένη όψη, ας πούμε». Ξανθός ή μελαχρινός; «Δεν ήταν ξανθός, σίγουρα όχι. Ήταν μάλλον προς το μελαχρινό. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο σημάδι». Μπροστά στη δυσκολία ν’ αποσπάσω κάτι από τον γέρο καθηγητή, αποφάσισα να ρωτήσω το αντίθετο απ’ αυτό που ήθελα να μάθω. Ήταν άσχημος; «Όχι, ήταν μάλλον όμορφος, συμπαθητική φυσιογνωμία». Μετά από λίγο ο Κάστρο Φαρία ένιωθε πιο άνετα για να μιλήσει για τις «εκκεντρικότητες» του Αμερικανού συναδέλφου του και ανέφερε πάνω από μία φορά στη διάρκεια της συζήτησής μας ένα δείπνο που είχε παραθέσει ο Μπιουλ Κουέιν σ’ ένα εστιατόριο πολυτελείας στην Κοπακαμπάνα και τον είχε εντυπωσιάσει πολύ: «Θα σας διηγηθώ μια ιστορία που η αυθεντικότητά της δεν θα μπορέσει ίσως ποτέ να αποδειχτεί. Ο Γουόγκλι μού είπε σε μια περίσταση πως, όταν ήταν συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο Κο-
λούμπια, μερικές φορές πλήρωνε τα γεύματα του Κουέιν με την υποτροφία που έπαιρνε εκείνος, ο Τσαρλς Γουόγκλι. Μόνο πολύ αργότερα ανακάλυψε πως αυτός που του έδινε την υποτροφία ήταν ο ίδιος ο Μπιουλ Κουέιν. Τα λεφτά έρχονταν από εκείνον. Αυτό είναι συνηθισμένο στις Ηνωμένες Πολιτείες, να κάνει κανείς χορηγίες. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό του. Απ’ ό,τι λεγόταν, απεχθανόταν να χρησιμοποιεί το χρήμα. Του είχε γίνει εμμονή αυτή η ανησυχία μήπως τυχόν και αφήσει να φανεί πως είχε οικονομικά μέσα, καθώς και η διαρκής διαβίωση σε συνθήκες που απέκρυπταν την πραγματική του κατάσταση. Μια φορά, για να πάρετε μια ιδέα, μου πλήρωσε το δείπνο σ’ ένα πολυτελές εστιατόριο στην Κοπακαμπάνα, ενώ έμενε σ’ ένα ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας στην οδό Ριασουέλο. Για να μην ξοδέψει λεφτά. Απεχθανόταν το ότι ήταν πλούσιος». Το ζήτημα των χρημάτων θα μπορούσε να είναι ένα χωριστό κεφάλαιο. Κατ’ αρχάς, τίποτα στην οικογενειακή του ιστορία δεν υποδεικνύει πως ο Κουέιν προερχόταν από ιδιαίτερα εύπορο περιβάλλον, παρόλο που δεν ήταν βέβαια φτωχοί, σε καμία περίπτωση. Ήταν επιτυχημένοι γιατροί στις μεσοδυτικές πολιτείες. Στη διάρκεια της εργασίας πεδίου στη Βραζιλία ο νεαρός εθνολόγος πέρασε μάλιστα μερικές πραγματικά δύσκολες στιγμές. Μιλά γι’ αυτό σε μια επιστολή στη δόνα Ελοΐζα, με ημερομηνία 27 Μαΐου 1939, όταν επέστρεψε στην Καρολίνα για να πάρει χρήματα: «Τώρα που έφτασαν πια τα χρήματα, νιώθω λίγο χαζός που έστειλα τέτοιο απελπισμένο μήνυμα στη Ρουθ. Οι άνθρωποι στην Καρολίνα έδειξαν μεγάλη φροντίδα και μου έδωσαν όση πίστωση χρειαζόμουν. Προτιμώ όμως να μη συσσωρεύω χρέη. Επέστρεψα στην Καρολίνα χωρίς παπούτσια κι ένιωθα ανασφάλεια εξαιτίας της φτωχής μου εμφάνισης. Η μόνη μου δικαιολογία όταν βρίσκομαι σε τέτοια κατάσταση είναι το γεγονός πως θεωρώ σημαντικό να αφιερώνω όσο χρόνο περισσότερο γίνεται στην εθνολογική εργασία. Οφείλω όμως σ’ εσάς και τον δρ. Ότον [Λεονάρντος, γεωλόγο του Εθνικού Μουσείου] μία εξήγηση γιατί δεν τίμησα την κοινωνική θέση που μου προτείνατε στις επιστολές σας. Διατηρώ καλή σχέση με τους φίλους του δρ. Ότον – αλλά η φτωχή μου όψη και τα κακά πορτογαλικά μου με κάνουν
37
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 37
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 38
38
διστακτικό μπροστά τους. Είμαι βέβαιος πως με θεωρούν άξεστο λόγω της συμπεριφοράς μου». Το κύριο μέρος του κληροδοτήματος του Κουέιν προερχόταν από μια ασφάλεια και από τις δικές του οικονομίες. Είναι απίστευτο όμως πώς μετά το θάνατό του σχεδόν ολόκληρη η αλληλογραφία μεταξύ της δόνα Ελοΐζα, του Μανοέλ Πέρνα, της Ρουθ Μπένεντικτ και της μητέρας του περιστράφηκε γύρω από τα χρήματα που εκείνος άφησε, χωρίς να θελήσουν να τ’ αγγίξουν, αντίθετα, βάλθηκαν, σύμφωνα με τις οδηγίες του νεκρού, να τα προωθήσουν ώστε να φτάσουν στον προορισμό τους. Χρόνια αργότερα, σε μια παράλογη σκευωρία του τμήματος, η Ρουθ Μπένεντικτ κατηγορήθηκε από αντιπάλους της ότι έστειλε τον Κουέιν στη Βραζιλία έχοντας ήδη κατά νου να κληρονομήσει την περιουσία του, σαν να είχε προβλέψει το θάνατο του μαθητή της και να γνώριζε εκ των προτέρων την απόφασή του να δωρίσει τα αγαθά του σ’ ένα ταμείο έρευνας που θα διαχειριζόταν η ίδια, πράγμα εντελώς αναληθοφανές. Μεγάλο μέρος των επιστολών που άφησε ο νεκρός ασχολείται μόνο μ’ αυτό. Στην περίπτωση της υποτροφίας του Γουόγκλι στο Κολούμπια ωστόσο πιθανώς ο Κάστρο Φαρία να μπερδεύτηκε, σε σχέση με τις ημερομηνίες τουλάχιστον, μιας και το ταμείο αρωγής στην ανθρωπολογική έρευνα στο πανεπιστήμιο δημιουργήθηκε μόνο μετά το θάνατο του Κουέιν και σύμφωνα με τις οδηγίες του. Όσο για την ιστορία του πολυτελούς εστιατορίου, περιέργως, μόνο πολύ αργότερα, με την αναφορά σε άλλο δείπνο, σε εστιατόριο επίσης της Κοπακαμπάνα, αλλά τη φορά αυτή με τον ανθρωπολόγο Αλφρέ Μετρό, μου αποκάλυψε μια διάσταση της προσωπικότητας του Κουέιν που κανείς σε κανένα έγγραφο απ’ όσα είχα συμβουλευτεί μέχρι τότε δεν είχε τολμήσει να αναφέρει ευθέως.
Κάποιοι προσπάθησαν να εξηγήσουν το θάνατο του Κουέιν αποδίδοντάς τον στις χίμαιρές του. Στο τέλος του 1938, αναγγέλλοντας την άφιξη του Τσαρλς Γουόγκλι στο Ρίο, ο Γουίλιαμ Λίπκιντ έγραψε στη δόνα Ελοΐζα: «Είναι εξαίρετο παιδί. Μην τον αφήσετε να κυνηγήσει χίμαιρες όπως ο Μπιουλ». Ο Λίπκιντ αναφε-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 39
ρόταν στην ατελέσφορη αποστολή του συναδέλφου του στους Τρουμάι του ποταμού Κολιζέου. Πέντε χρόνια αργότερα, στις 30 Απριλίου 1943, η ίδια η δόνα Ελοΐζα υποχρεώθηκε να απαντήσει στην ασυνάρτητη έρευνα κάποιου Τζον Τζ. Φέλερ, από το Σεντ Λούις του Μισούρι. Η απάντησή της δίνει μια ιδέα μέχρι πού μπορεί να φτάσει η πλάνη:
«Η μόνη χίμαιρα που μπορώ να δεχτώ πως είχε ήταν αυτή ενός κόσμου χωρίς πλούσιους, γιατί αυτή στην πραγματικότητα ήταν ιδεολογία. Δεν ήθελε να φαίνεται πλούσιος. Αυτό ήταν το πιο ιδιάζον στοιχείο του χαρακτήρα του. Δεν έχω καμία αμφιβολία. Ήταν πολύ περίεργη εμπειρία όταν με κάλεσε σ’ ένα δείπνο σε εστιατόριο πολυτελείας στην Κοπακαμπάνα ενώ έμενε σε πανσιόν τρίτης κατηγορίας στη Λάπα. Παρέμενε αυτή η αντίθεση ανάμεσα στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, γιατί εκείνος επέμενε ν’ αρνείται τη δυνατότητα να ζήσει ήσυχα ως πλούσιος, αλλά εξασφάλιζε τη συνθήκη αυτή για τους φίλους του. Ζούσε πάντα μ’ αυτή την εμμονή: να μη φαίνεται, αλλά στην πραγματικότητα να είναι. Προσπαθούσε να προστατέψει την ιδιωτική του ζωή από κάθε εξωτερική επαφή», μου είπε ο Κάστρο Φαρία.
39
Αγαπητέ κύριε, Λυπούμαι που θα σας απογοητεύσω με την επιστολή αυτή, αλλά η πληροφορία που λάβατε σε σχέση με την αναζήτηση από τον δρ. Μπιουλ Κουέιν κάποιας μυθικής Χρυσής Πολιτείας είναι απολύτως άστοχη και δεν υποστηρίζεται από την παραμικρή απόδειξη. Ο Μπιουλ Κουέιν υπήρξε ένας ανθρωπολόγος που επιχείρησε μια εργασία πεδίου σε μερικές φυλές των παραποτάμων του ποταμού Σινγκού, στην πολιτεία του Μάτο Γκρόσο. Οι αναφορές του και οι σημειώσεις της εργασίας του είναι αυστηρά επιστημονικού ενδιαφέροντος, χωρίς καμία αναφορά σε θέματα τέτοια όπως η περιπλάνηση προς αναζήτηση χρυσού ή χαμένων πόλεων, και δεν έχουν άλλη χρησιμότητα έξω από επιστημονικούς σκοπούς. Η δεύτερή του αποστολή στη Βραζιλία τον οδήγησε στους Ινδιάνους Κραχό, που ζουν στα νότια του Μαρανιάο. Ο δρ. Κουέιν ήρθε στη Βραζιλία το 1938 και, επομένως, στερείται κάθε βάσης η δήλωσή σας ότι είχε επιχειρήσει αποστολή το 1927.
40
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 40
Όταν στα τέλη του Απριλίου του 1938, στην Κορουμπά, επιβιβάστηκε στον Αίολο, ένα πλοιάριο που θα τον μετέφερε ανεβαίνοντας τον ποταμό Παραγουάη μέχρι το Κουιαμπά για να συναντήσει τον Λεβί-Στρος, ο Κάστρο Φαρία εξεπλάγη όταν πήρε το μάτι του πάνω στο κρεβάτι μιας καμπίνας που η πόρτα της ήταν αφημένη ανοιχτή ένα βιβλίο του Γερμανού εθνολόγου Φον ντεν Στάινεν, το Με τους ιθαγενείς της Κεντρικής Βραζιλίας, όπου αφηγείται την αποστολή του το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στον Άνω Σινγκού. Δεν υπήρχε ακόμα τότε μετάφραση στα πορτογαλικά αυτού που θεωρείται προπομπός και κλασικό κείμενο της εθνογραφίας στη Βραζιλία. Ο επιβάτης εκείνης της καμπίνας έπρεπε οπωσδήποτε να είναι του χώρου. «Τον συνάντησα πάνω σ’ ένα πλεούμενο που έκανε το ταξίδι από το Κορουμπά στο Κουιαμπά. Κατέγραψα το εξής στο ημερολόγιό μου: “Εθνολόγος στο πλοίο”». Ο Μπιουλ Κουέιν πήγαινε από το Πόρτο Εσπεράνσα στο Κουιαμπά, απ’ όπου προτίθετο να φτάσει στους Τρουμάι. Στο Κουιαμπά, προς έκπληξη του Κάστρο Φαρία, ο νεαρός Αμερικανός εθνολόγος βοήθησε ένα φορτηγάκι να ξεφορτώσει τις αποσκευές του Λεβί-Στρος, πράγμα το οποίο ενδυνάμωσε στο μυαλό του Βραζιλιάνου την ιδέα πως ο Μπιουλ Κουέιν «είχε τη διαρκή έγνοια να επιδεικνύει πως δεν ήταν κανείς, πως ήταν απλώς ένας υπηρέτης». Μπροστά στην επιμονή μου για την προσωπική ζωή του Κουέιν ο Κάστρο Φαρία παραδέχτηκε στο τέλος πως είχε όντως ακούσει να μιλούν για τις εκκεντρικότητες του νεαρού Αμερικανού, για να επαναλάβει όμως απλώς ότι αυτές, ως εκεί που είχε δει εκείνος, συνοψίζονταν στο γεγονός πως ήταν ένας πλούσιος που δεν ήθελε να τον αναγνωρίζουν ως τέτοιο. Εγώ ήθελα να μάθω πάση θυσία αν ο Κουέιν ήταν παντρεμένος. Η αμφιβολία αυτή ξύπνησε από τη μοναδική αναφορά στην οικογενειακή του κατάσταση (στην αίτηση αδείας από το Συμβούλιο Οικονομικών) που βρισκόταν ανάμεσα στα έγγραφα όπου είχα πρόσβαση. Αναζητούσα μια ένδειξη που να επιβεβαιώνει ή όχι αυτό που εγώ θεωρούσα ως κρίσιμο σημείο. Ρώτησα τον Κάστρο Φαρία αν θα μπορούσε να είναι ένα τέχνασμα του εθνολόγου ή του Εθνικού
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 41
* Cândido Mariano de Silva Rondon ή Στρατάρχης Ροντόν (1865-1958): Βραζιλιάνος αξιωματικός ινδιανικής καταγωγής που έμεινε γνωστός για την εξερεύνηση του Μάτο Γκρόσο και της Δυτικής Αμαζονίας και την υποστήριξη των ιθαγενών πληθυσμών. (Σ.τ.Μ.)
41
Μουσείου για να επιτύχουν την αδειοδότηση, προβλέποντας ήδη τα προβλήματα που όντως θα αντιμετώπιζε στη διάρκεια της αποστολής του στους Τρουμάι. «Την εποχή του Ροντόν* υπήρχε εκείνη η ιδεολογία να μην αγγίξουν Ινδιάνο, να μην έχουν σεξουαλικές σχέσεις με τους Ινδιάνους, να πεθάνουν αν χρειαστεί, αλλά επ’ ουδενί να μη σκοτώσουν. Έγιναν πολλά λάθη από την Υπηρεσία Προστασίας των Ινδιάνων σ’ αυτό το είδος επαφής. Θα πρέπει να βάρυνε πολύ το γεγονός πως εκείνος ήταν αλλοδαπός. Ίσως για την ιδεολογία της ΥΠΙ, που δεν ήταν παρά ένας ανόητος πιουρισμός, να ήταν καλύτερα αν ήταν παντρεμένος. Οι μαθητές του Μπόας είχαν λάβει ως συμβουλή να φέρουν τις γυναίκες τους, γιατί κάποιες περιοχές του ιθαγενούς πολιτισμού δεν ήταν ανοιχτές στους άντρες. Ήταν αναγκαίο να υπάρχει μια γυναίκα για να συζητάει με τις Ινδιάνες θέματα που έκρυβαν απ’ τους άντρες. Αν ήταν πράγματι παντρεμένος, νομίζω πως θα είχε φέρει μαζί του τη γυναίκα του», κατέληξε ο Κάστρο Φαρία, αλλά χωρίς να καταφέρει να με πείσει. Δεν ξέρω αν ήταν υπό την επίδραση της επιμονής μου, αλλά κάποια στιγμή ο γέρος καθηγητής ξανάπιασε το θέμα αυθόρμητα, μόνο που τώρα μίλησε για πρώτη φορά για την «αστάθεια» του Κουέιν: «Ως εκεί που γνωρίζω, δεν ήταν παντρεμένος. Ίσως να ήταν. Εντάξει, ήταν ένας Αμερικανός μεγαλοαστός, μπορεί να είχε παντρευτεί και μετά να είχε πάρει διαζύγιο. Εξάλλου έχω ακούσει πως οι γονείς του είχαν πάρει διαζύγιο, κι ίσως αυτή να ήταν η αιτία της αστάθειάς του. Απ’ ό,τι φαίνεται επίσης, έπιναν πολύ. Δεν μπόρεσα να διαπιστώσω αν ήταν ασταθής. Είχε τη φήμη του ασταθούς. Στο Κουιαμπά το πρώτο πράγμα που έκανε μόλις έφτασε ήταν να ψάξει για ένα πιάνο, πράγμα καθόλου εύκολο, και νομίζω ότι τελικά βρήκε. Αλλά το Κουιαμπά ήταν το τέ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 42
42
λος του κόσμου. Άκουσα και την εκδοχή ότι ήταν βιρτουόζος. Ήταν μουσικολόγος. Απ’ ό,τι άκουσα να λένε, στο βιβλίο που έγραψε για τα Φίτζι ασχολείται με τη μουσική και το χορό. Ήταν πιανίστας. Όπου πήγαινε έψαχνε αμέσως για πιάνο. Έτσι έγινε και στο Κουιαμπά». Εγώ τον φαντάστηκα να γυρίζει από σπίτι σε σπίτι ψάχνοντας για πιάνο στην υγρή ζέστη εκείνης της νεκρής πόλης, χαραγμένης στην καρδιά της Βραζιλίας. Όταν αφηγήθηκα την ιστορία στην ανθρωπολόγο, σε ανταπόδοση των πρώτων πληροφοριών που μου είχε δώσει, εκείνη αναφώνησε πως ήταν περιστατικό για ταινία και μάλιστα ήταν σαν να έβλεπε μπροστά της τη σκηνή. Θα πρέπει να είχε στο μυαλό της μια παραγωγή στο στυλ του Φιτζκαράλντο. «Συναναστραφήκαμε μερικές φορές στο Κουιαμπά. Μετά χάσαμε την επαφή. Οι προορισμοί μας ήταν διαφορετικοί. Εκείνος πήγαινε στην κεντρική Βραζιλία, εμείς θα κάναμε τη διάσχιση του Μάτο Γκρόσο μέχρι την Αμαζονία», συνέχισε ο Κάστρο Φαρία. Ρώτησα αν ο Λεβί-Στρος και ο Μπιουλ Κουέιν είχαν γνωριστεί ή αν είχαν μάλιστα επαφή στο Κουιαμπά, στο κάτω κάτω ήταν κι οι δυο ανθρωπολόγοι και αλλοδαποί σε μια ξένη χώρα, κι εγώ υπέθετα ότι ίσως είχε υπάρξει κάποια σύμπνοια μεταξύ τους. Εκείνος γέλασε. «Όχι. Αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Βρεθήκαμε οι τρεις μας, εγώ, ο Λεβί-Στρος και ο Μπιουλ Κουέιν, αλλά μονάχα σε κοινωνικές εκδηλώσεις. Ο Λεβί-Στρος δεν ήταν δεκτικός στην παρέα κανενός. Πρέπει να καταλάβετε ότι είναι Γάλλος, ένας normalien,* ένας Γάλλος με φιλοσοφική παιδεία. Είναι άνθρωπος εσωστρεφής, κι αυτή είναι κοινή στάση των φιλοσόφων, σαν να ’ναι διαφορετικοί από τους άλλους. Σκέφτονται διαρκώς περίπλοκα πράγματα. Κι ίσως γι’ αυτό να έπεσε ο Λεβί απ’ το γαϊδούρι. Έκανε ένα σφάλμα που κανείς απ’ όσους συνηθίζουν να ταξιδεύουν και να κάνουν εργασία πεδίου δεν θα διέπραττε: έπεσε από γαϊ* Γαλλικά στο κείμενο: αυτός που ανήκει στην πανεπιστημιακή σχολή Ecole Normale. (Σ.τ.Μ.)
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 43
Ένα χρόνο σχεδόν μετά τη συνάντηση με τον Λεβί-Στρος στο Κουιαμπά, ενώ περίμενε τα μουλάρια στην Καρολίνα για να φύ-
43
δούρι. Έτσι, έμεινε χωρίς γαϊδούρι και χάθηκε. Είναι ένας πολύ σιωπηλός άνθρωπος. Σε όσες περιστάσεις συνάντησα τον Κουέιν οι σχέσεις μας υπήρξαν πολύ τυπικές, σε όλους μας έκανε κουμάντο η Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες. Εγώ τον έβρισκα πάντα συμπαθητικό. Πρόσεξα πάντως μια κάποια απομόνωση». Εμένα μου φαινόταν απίθανο, παρ’ όλα όσα έλεγε ο Κάστρο Φαρία, να μην είχαν δημιουργήσει ο Λεβί-Στρος και ο Μπιουλ Κουέιν κάποιο δέσιμο σ’ εκείνη την περίσταση, μιας και φιλοξενήθηκαν στο ίδιο ξενοδοχείο, το Εσπλανάντα, που ανήκε σ’ έναν Λιβανέζο. Και οι δύο προετοίμαζαν τις αντίστοιχες αποστολές τους. Αυτό που συνέβη, όπως έμαθα αργότερα, ήταν ότι συμπάθησαν αμέσως ο ένας τον άλλο. Στην έκθεση που θα έκανε ένα χρόνο αργότερα σε σχέση με τους Ινδιάνους Κραχό ο Κουέιν λέει πως η άποψή του επηρεάστηκε «από την επαφή με τον ΛεβίΣτρος». Πέρασαν νύχτες κουβεντιάζοντας στο Κουιαμπά, πράγμα που εξηγεί το γεγονός ότι ο νεαρός Αμερικανός αναζήτησε τον Γάλλο ανθρωπολόγο για να του μιλήσει και να του εκμυστηρευτεί όταν το είχε περισσότερο ανάγκη. Βρισκόταν σε μεγάλη αγωνία σ’ εκείνη την περίσταση. Κρίνοντας από ορισμένα δερματικά συμπτώματα, πίστευε πως είχε κολλήσει σύφιλη μετά από μια τυχαία περιπέτεια με μια κοπέλα που είχε συναντήσει στο Καρναβάλι του Ρίο. Σύμφωνα με τον ίδιο, η εν λόγω κοπέλα τού είχε εμπνεύσει εμπιστοσύνη λέγοντάς του ότι ήταν νοσοκόμα. Ο ΛεβίΣτρος τον είχε συμβουλέψει να επιστρέψει στο Ρίο για να επιβεβαιώσει τη διάγνωση και να ζητήσει θεραπεία, αλλά ο Κουέιν δεν τον άκουσε. Χρόνια αργότερα, στη Νέα Υόρκη, ο Γάλλος ανθρωπολόγος ανέφερε τη συνάντηση αυτή στη Ρουθ Μπένεντικτ. Ο Κουέιν έφυγε από το Κουιαμπά στις 17 Ιουνίου, κατευθείαν για τον Σινγκού και τους Τρουμάι, μετά από πολλές καθυστερήσεις, σε μεγάλο βαθμό λόγω μιας μόλυνσης στο αυτί. Την προηγούμενη έγραψε στη δόνα Ελοΐζα, αναγγέλλοντας την αναχώρησή του: «Θα λάβετε νέα μου πριν τις βροχές».
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 44
44
γει με μια ομάδα Ινδιάνων Κραχό για το χωριό, ο Κουέιν περιέγραψε στη Ρουθ Λάντες, με τρόπο πολύ ιδιαίτερο, τις πρώτες του εντυπώσεις από τους συνταξιδιώτες του: «Ο πατέρας του αρχηγού του χωριού στο οποίο κατευθύνομαι υπήρξε φυγάς σκλάβος. Όλα τα δόντια της επάνω γνάθου είναι λιμαρισμένα και από τις δυο πλευρές. Αυτό το κόψιμο των δοντιών που είχατε αναφέρει ως χαρακτηριστικό των νέγρων (οι εσωτερικές λειασμένες γωνίες των άνω κοπτήρων) είναι επίσης σύμπτωμα της συγγενούς σύφιλης· ονομάζονται και “δόντια του Χάτσινσον”. Πότε πότε βλέπει κανείς τέτοιες περιπτώσεις και στους Βραζιλιάνους. Έχω δει τρεις από τότε που ήρθα στη Βραζιλία. Δεν το είχα σκεφτεί αυτό την εποχή που μιλούσαμε για νέγρικα χαρακτηριστικά. Μακάρι να είχαμε δώσει προσοχή. Ή ήταν οι εξωτερικές γωνίες που είχαν λειανθεί;» Η Λάντες ήταν μια νεαρή Εβραία από τη Νέα Υόρκη, η οποία, αφού έζησε ανάμεσα στους μαύρους του Χάρλεμ, άρχισε να μελετά ανθρωπολογία και ήρθε στη Βραζιλία για να ερευνήσει το καντομπλέ της Μπαΐας. Είναι αληθοφανές το να ενδιαφέρθηκε για τα νέγρικα φυλετικά χαρακτηριστικά. Το παράξενο είναι η σύνδεση, διαταραγμένη κάπως, που κάνει ο Μπιουλ Κουέιν ανάμεσα στα χαρακτηριστικά αυτά και μια ορισμένη παθολογική κατάσταση, το γεγονός πως τα αναγνώρισε κάποιες φορές στην καθημερινή ζωή και πως λυπόταν που δεν είχε δώσει μεγαλύτερη προσοχή σ’ εκείνες τις πληροφορίες, σαν να μπορούσε κατέχοντάς τις να είχε προστατευτεί ή να είχε αποφύγει κάτι.
«Δεν άκουσα ποτέ καμιά ιστορία σε σχέση με τη σεξουαλική του συμπεριφορά», είπε ο Κάστρο Φαρία. «Είπαν ένα σωρό πράγματα μετά την αυτοκτονία, μεταξύ των οποίων και ότι είχε λέπρα. Δεν υπάρχει απόδειξη για τίποτα τέτοιο. Όταν ήρθε η είδηση της αυτοκτονίας –κι αυτά τα δεδομένα πάντα προκαλούν μεγάλη εντύπωση– θεώρησαν πως ίσως ήταν κάποια αρρώστια. Ήταν τόσο αναπάντεχο. Μια φορά μού είχε πει: “Κάστρο Φαρία, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να δω στον κόσμο”. Υπήρξε ναύτης, η πιο βαριά δουλειά και η πιο ταπεινή απ’ όλες, σ’ ένα πλοίο
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 45
που έκανε το γύρο του κόσμου. Μου είχε πει πως είχε γυρίσει όλο τον κόσμο και δεν υπήρχε τίποτε άλλο για να δει. Ήταν μοναχικός άνθρωπος. Ήταν πολύ κλειστός. Η έκφραση αυτή κάποιου που τα είχε δει πια όλα στον κόσμο ήταν στην πραγματικότητα η έκφραση ενός ανθρώπου που δεν είχε κανένα ενδιαφέρον να είναι παρών. Οι συναναστροφές του ήταν πολύ περιορισμένες. Νομίζω πως δεν έμαθε πορτογαλικά, ούτε και ενδιαφερόταν για τη Βραζιλία. Πάντως δεν έχω δει βιβλίο δικό του. Εγώ επαναλαμβάνω αυτό που μου είπε εκείνος: “Κάστρο Φαρία, δεν έχω τίποτε άλλο να κάνω στον κόσμο. Τα έχω δει όλα”. Πραγματικά ήταν κάτι εντελώς αναπάντεχο. Κανείς δεν μπορούσε να περιμένει ότι ένας Αμερικανός ανθρωπολόγος απ’ το καλύτερο πανεπιστήμιο, που δούλευε στη Βραζιλία, θα ερχόταν να αυτοκτονήσει εδώ, νεαρός και ήδη διακεκριμένος, γιατί κυκλοφορούσε η φήμη πως ήταν ένας από τους καλύτερους μαθητές του Φραντς Μπόας και πως ο Μπόας τον ξεχώριζε πολύ. Και η δόνα Ελοΐζα είχε ιδιαίτερο σεβασμό για όλους εκείνους που είχε υποδείξει ο Μπόας και έρχονταν στη Βραζιλία».
h φτάσει πιο πέρα απ’ όσο πρέπει. Θα πρέπει να σας είχε μιλήσει για τα λιμάνια που επισκέφθηκε, για όσα είδε απ’ τον κόσμο, διαρκώς όλο και πιο μακριά σε μια αναζήτηση ατελείωτη και κυκλική, και γι’ αυτά που έφερνε πίσω μαζί του, όχι τα αντικείμενα που στοίχειωσαν τη μητέρα του μετά το θάνατό του, αλλά αυτό που σημάδεψε τα μάτια του για πάντα, αφήνοντάς του μια έκφραση που προσπαθούσε να κρύψει μάταια κι εγώ την αναγνώρισα, όταν έφτασε στην Καρολίνα, στην αφηρημάδα του απ’ την κούραση, τα μάτια του που κουβαλούσαν όσα είχε δει απ’ τον κόσμο, το θάνατο ενός ληστή διά μαστιγώματος σε μια αραβική πόλη, τον τρόμο ενός παιδιού που το χειρούργησε ο ίδιος ο πατέρας του, την παράδοση εκείνων που του ζητούσαν να τους πάρει μαζί του, όπου κι αν ήταν αυτό, σαν να περίμεναν απ’ αυτόν τη σωτηρία. Μου είχε πει ότι κανείς δεν
45
Αυτό εδώ είναι για όταν έρθετε και νιώσετε τον τρόμο που 16 νιώθει κανείς όταν συνεχίζει να ψάχνει, ακόμα κι όταν έχει
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 46
μπορεί να φανταστεί πόσο θλιβερό και φριχτό είναι να σε θεωρούν σωτήρα όλοι εκείνοι που είναι πρόθυμοι να παραδοθούν χωρίς άμυνα στον πρώτο τυχόντα, σ’ ένα αρπακτικό ίσως, κι εσύ να πρέπει να συνεχίσεις. Κι εγώ φαντάστηκα. Αντίθετα μ’ εσάς, το μόνο πράγμα για το οποίο αναρωτιέμαι ακόμα είναι ποια ήταν η στιγμή που κατάλαβε πως ήταν χαμένος, πότε άρχισε να αισθάνεται ότι μπορούσε κάποιος να τον δει ως σωτήρα του, ποια ήταν η στιγμή που κατάλαβε πως όλα μπορούσαν να χειροτερέψουν και πως είχε ανθρώπους κάτω από εκείνον στη δική του κλίμακα εξαχρείωσης. Γιατί ίσως αυτό να ήταν το σημείο όπου αποφάσισε πως θα κατέβαινε κι εκείνος, και λίγο παρακάτω, έστω για να τους δώσει το χέρι. Κι όταν χρειάστηκε να του απλώσω το δικό μου, ήταν πια πέρα από τις δυνατότητές μου. Σκέφτομαι πώς διαμορφώνονται οι ιδιαίτερες προσωπικότητες. Αν είναι σαν τις άλλες ή αν είναι σαν εμάς. Τι μπορεί να πέρασε ένας άντρας στην παιδική του ηλικία για να φέρει μια τέτοια ουλή στην κοιλιά; Ποιος πόνος τον συντόνιζε μ’ έναν κόσμο χειρότερο απ’ τον δικό του;
h
46
Η κατάσταση για τους ξένους στη Βραζιλία του Νέου Κρά17 τους ήταν λεπτή. Υπήρχε η εντύπωση ότι βρίσκονταν υπό διαρκή επίβλεψη. Από τους νεαρούς ανθρωπολόγους του Κολούμπια που δούλευαν στη χώρα στο τέλος της δεκαετίας του ’30 η Ρουθ Λάντες ήταν ίσως εκείνη που ένιωσε στο πετσί της το κλίμα άγνοιας και τη φρίκη, μιας και ήταν αναμιγμένη προσωπικά και επαγγελματικά με τους διανοούμενους της Μπαΐας που καταδιώκονταν, φυλακίζονταν και τρομοκρατούνταν από το καθεστώς με την κατηγορία ότι ήταν κομμουνιστές. Εκείνοι ήταν που διευκόλυναν την πρόσβασή της στις τελετουργίες του καντομπλέ, του αντικειμένου της έρευνάς της. Η αλληλογραφία της με τη Ρουθ Μπένεντικτ είναι αποκαλυπτική. Σε μια επιστολή τον Μάιο του 1939 η Λάντες ανέφερε στην επόπτριά της ότι είχε λάβει «στενόχωρες ειδήσεις» από τον Κουέιν –πως τον κρατούσε στο Κουιαμπά μια μόλυνση στο αυτί– αλλά ότι θα αποκάλυπτε ο ίδιος περισσότερες λεπτομέρειες στην Μπένεντικτ σε επιστολή
που θα έστελνε μέσω Βολιβίας για λόγους ασφαλείας. Η Λάντες ζητούσε συγγνώμη για τη γλώσσα, που ήταν «κάπως αδέξια», εξηγώντας ότι ήταν υποχρεωμένη να γράφει μ’ αυτό τον τρόπο επίσης για λόγους ασφαλείας. Ο Κουέιν λύγισε ειδικά λόγω των δυσκολιών που αντιμετώπιζε για να φτάσει στον Σινγκού χωρίς τις απαραίτητες άδειες. Η μοναχική του αποστολή στους Τρουμάι πρέπει να τελείωνε με μια σύντομη γραπτή έκκληση να επιστρέψει στο Ρίο ντε Ζανέιρο με την εξής διατύπωση: «Συμφώνως προς τις υποδείξεις του Κυρίου Αντισυνταγματάρχου Βισέντε ντε Πάουλο Τεϊσέιρα ντα Φονσέκα Βασκονσέλος, Διευθυντού της Υπηρεσίας Προστασίας των Ινδιάνων, σας καλώ μέσω αυτής της επιστολής να αποσυρθείτε από το χωριό των Ινδιάνων Τρουμάι, όπου και ευρίσκεσθε, δεδομένου ότι η παραμονή σας εκεί συνιστά παραβίαση της λειτουργίας της Υπηρεσίας. Μετά τιμής, Άλβαρο Ντουάρτε Μοντέιρο, Αναπληρωτής Επιθεωρητής Περιφέρειας του Υπουργείου Εργασίας». Σε μια επιστολή προς τη Ρουθ Μπένεντικτ η Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες εξηγεί: «Κάποιες παρανοήσεις από την πλευρά του κυρίου Κουέιν ερμηνεύτηκαν από την Υπηρεσία ως παραβιάσεις του νόμου και οδήγησαν το όργανο αυτό να του επιβάλει αυστηρούς όρους αν επιθυμούσε να συνεχίσει τις έρευνές του στα χωριά των ιθαγενών». Ο Κάστρο Φαρία λέει πως αυτή ήταν η συνήθης πρακτική: «Ακόμα κι εγώ, που ήμουν μέλος του Συμβουλίου Οικονομικών στην αποστολή του Λεβί-Στρος, χρειαζόμουν άδεια διέλευσης». Σε μια επιστολή του Μαρτίου του 1939 προς τη Ρουθ Μπένεντικτ η Λάντες λέει πως ζει σε μια «κατάσταση απόλυτης συναισθηματικής μοναξιάς» μετά από «δυο εβδομάδες φρίκης». Ανέφερε μια προηγούμενη επιστολή στην οποία εξιστορούσε στην επόπτριά της την «ιστορία κατασκοπείας στην Μπαΐα»: «Αν δεν τη λάβατε, τότε θα πρέπει να “ξεστράτισε”, μάλλον σκόπιμα». Τις παραμονές του πολέμου υπήρχε επίσης ένα έντονο αντιαμερικανικό αίσθημα στον αέρα, και οι νεαροί ανθρωπολόγοι του Κολούμπια, που ήταν πλέον πολύ επιφυλακτικοί και ευπρόσβλητοι στις μεθόδους του καθεστώτος, αισθάνονταν ακόμα πιο κυνηγημένοι, αβοήθητοι και μόνοι. Η Λάντες διηγείται ότι στο Ρίο η πίεση και ο τρόμος έφτασαν σε τέτοιο σημείο ώστε «εμείς
47
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 47
48
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 48
οι τρεις (ο Μπιουλ, ο Τσακ κι εγώ) χρειάστηκε να πάμε με τη δόνα Ελοΐζα στην αστυνομία για να πετύχουμε κάποιου είδους αναγνώριση στοιχείων για τα αγόρια». Αν ο Μπιουλ Κουέιν είχε κάτι να κρύψει, η πολιτική κατάσταση του έδινε ακόμα περισσότερους λόγους να προσποιείται και να προφυλάσσει σχεδόν παρανοϊκά την προσωπική του ζωή. Στην επιστολή που έγραψε στη Ρουθ Λάντες το πρωινό που ετοιμαζόταν ν’ αφήσει την Καρολίνα με κατεύθυνση το χωριό των Κραχό, τη συμβουλεύει να μην εμπιστεύεται κανέναν: «Με απασχολούν οι σχέσεις σου με τη δόνα Ελοΐζα. Θα μου πεις πιθανόν να μην ανακατεύομαι εκεί που δεν με αφορά. Αλλά πιστεύω πως θα πρέπει να της ανταποδίδεις χάρες και να παριστάνεις την ταπεινή μπροστά της, ν’ αποφεύγεις να λες πράγματα που θα ηχήσουν ως αρνητική κριτική προς τη Βραζιλία και να προσποιείσαι πως ενδιαφέρεσαι για τη δουλειά των Βραζιλιάνων ακαδημαϊκών, ή ακόμα και να την αφήσεις να πιστεύει πως είναι η επόπτρια της έρευνάς σου. Βέβαια, το καλύτερο για σένα θα ήταν να περνούσες απαρατήρητη στο Ρίο ντε Ζανέιρο και να συνέχιζες τη δουλειά σου χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Μιας και η δόνα Ελοΐζα όμως σε γνωρίζει ήδη, θα εξακολουθήσει να είναι περίεργη για ό,τι σε αφορά. Κι αν στο μέλλον σού παρουσιαστούν περισσότερα προβλήματα, μπορεί να σου φανεί χρήσιμη. Έχει πραγματικά μεγάλη επιρροή. Υπάρχει μεγάλη αντιπαλότητα με τις Ηνωμένες Πολιτείες εδώ. Ο κόσμος κοροϊδεύει την πολιτική καλής γειτονίας του Ρούσβελτ. Ένας διανοούμενος στον οποίο με παρουσίασε η δόνα Ελοΐζα γράφει προκηρύξεις. Μια απ’ αυτές έχει δηλώσεις του εξής τύπου: “Αν η Γερμανία εισβάλει στη Βραζιλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μας υπερασπιστούν, αλλά δεν θα βρεθεί κανείς να μας προστατέψει από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό”. Μου είναι πολύ δύσκολο ν’ αποκρούω τέτοια πράγματα στα πορτογαλικά. Συνήθως παίρνω ύφος ηλίθιου και το αφήνω έτσι». Ρώτησα τον Κάστρο Φαρία για τον αντίκτυπο της αυτοκτονίας ενός νεαρού Αμερικανού εθνολόγου μέσα σ’ ένα τέτοιο κλίμα. «Δεν πιστεύω ότι η αυτοκτονία του είχε κάποιον αντίκτυπο σε εθνικό επίπεδο. Δεν γνωρίζω καν ποιες ήταν οι αντιδράσεις
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 49
σε τοπικό επίπεδο. Ο θάνατος στην ενδοχώρα είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν που συμβαίνει εδώ. Υπήρξε εντελώς απρόβλεπτος, παρ’ όλες τις εκκεντρικότητές του, για τις οποίες μιλούσε ο κόσμος. Κυρίως το θέμα των χρημάτων, και το ότι έκρυβε τη δυνατότητα που είχε να επιλύσει όλα τα οικονομικά προβλήματα με πόρους δικούς του και της οικογένειάς του. Η αυτοκτονία του δεν υπήρξε τραυματική για κανέναν μας. Υπήρξε απρόσμενη. Ο Κουέιν υπήρξε ένα ατύχημα στην ιστορία της ανθρωπολογίας και στις σχέσεις μεταξύ του Εθνικού Μουσείου και του Πανεπιστημίου Κολούμπια. Οι σχέσεις όμως συνεχίστηκαν χωρίς προβλήματα». Το κλίμα καχυποψίας στις σχέσεις με τους Αμερικανούς ανθρωπολόγους απέκτησε πιο ξεκάθαρο περίγραμμα στην περίπτωση του Γουίλιαμ Λίπκιντ. Η δόνα Ελοΐζα προτιμούσε ανοιχτά τον Κουέιν και τον Γουόγκλι. «Είναι πιο ευγενείς, πιο όμορφοι και πιο γοητευτικοί», εξηγούσε η Ρουθ Λάντες σε μια επιστολή στη Ρουθ Μπένεντικτ. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο Λίπκιντ ήταν πολύ αλαζόνας, έφτασε μάλιστα να κάνει παζάρι με τη δόνα Ελοΐζα για καλύτερες τιμές στο ντόπιο υλικό που έφερνε από τα χωριά χάρη στη βοήθειά της, πράγμα που προφανώς την εκνεύρισε πολύ. «Ακουγόταν ότι ο Γουίλιαμ Λίπκιντ δεν είχε αφήσει καλό όνομα, γιατί ετοίμαζε πολιτικές εκθέσεις για τους Αμερικανούς. Έτσι άκουσα να λέγεται, αλλά φαίνεται πως σε κάποια από τις εκθέσεις που έγραψε για τους Καραζά υπήρχε μια αναφορά σε πληροφορίες που θα έπρεπε να παραδώσει στο αμερικανικό Υπουργείο Εξωτερικών. Φαίνεται ότι είχε αναλάβει –όπως έκαναν πολλοί Αμερικανοί– έργο παρατηρητή», είπε ο Κάστρο Φαρία.
h τον δρ. Μπιουλ να περάσει απ’ το σπίτι. Μετά βίας με αναγνώρισε. Ρώτησα αν είχε αγωνία για την αναχώρησή του την επομένη. Προσπάθησε ν’ αρνηθεί την πρόσκλησή μου. Εγώ επέμεινα. Δέχτηκε από 4 – Εννέα νύχτες
49
εδώ είναι για όταν έρθετε. Αν πραγματικά θέλετε να 18 Αυτό μάθετε. Φεύγοντας από τη γιορτή, τόλμησα και προσκάλεσα
50
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 50
τυπικότητα, επειδή δεν κατείχε τους κώδικες του τόπου, επειδή δεν ήξερε ποιος ήμουν. Ήταν κουρασμένος. Ήπιαμε και κουβεντιάσαμε. Έπρεπε να γνωριστούμε. Τον ρώτησα αν ήταν η πρώτη φορά που θα επισκεπτόταν χωριό. Γέλασε. Το πήρε για πρόκληση. Αισθάνθηκε προσβεβλημένος και δεν σταμάτησε να μιλά. Μίλησε για τους Τρουμάι κι εγώ τους φαντάστηκα. Όλα όσα διηγήθηκε από κει κι ύστερα εγώ προσπαθούσα να τα φανταστώ. Όταν τις μετράω, βλέπω πως ήταν μόνο εννέα νύχτες. Ήταν όμως μια ζωή ολόκληρη. Η πρώτη, την παραμονή της αναχώρησής του για το χωριό. Μετά άλλες επτά, όταν πέρασε από την Καρολίνα τον Μάιο και τον Ιούνιο κι ερχόταν στο σπίτι μου αναζητώντας καταφύγιο, και η τελευταία όταν τον συνόδεψα στο πρώτο τμήμα της διαδρομής της επιστροφής του στο χωριό, όταν διανυκτερεύσαμε στο δάσος, κάτω απ’ τον έναστρο ουρανό. Η τελευταία νύχτα ήταν δική μου πρωτοβουλία. Δεν είχε ζητήσει εκείνος τη συντροφιά μου, ένιωσα όμως πως έπρεπε να τον συνοδέψω με το άλογο, έστω και για το πρώτο τμήμα της διαδρομής, σαν να ήξερα κατά κάποιον τρόπο αυτό που δεν θα μπορούσα να ξέρω ακόμα εκείνη τη στιγμή, πως δεν θα τον έβλεπα ξανά. Αυτά που τώρα σας διηγούμαι είναι ένας συνδυασμός όσων μου διηγήθηκε εκείνος και της δικής μου φαντασίας αυτές τις εννέα νύχτες. Έτσι φαντάστηκα το όνειρό του και τον εφιάλτη του. Τον παράδεισο και την κόλαση. Την πρώτη νύχτα μού μίλησε για ένα νησί του Ειρηνικού όπου οι Ινδιάνοι είναι νέγροι. Μου μίλησε για το διάστημα που πέρασε μαζί μ’ αυτούς τους Ινδιάνους και για ένα χωριό, που το έλεγε Νακορόκα, όπου ο καθένας αποφασίζει τι θέλει να είναι, μπορεί να διαλέξει την αδερφή του, τον ξάδερφό του, την οικογένειά του, κι ακόμα την κάστα του, τη θέση του σε σχέση με τους άλλους. Μια κοινωνία πολύ αυστηρή στους νόμους και στους κανόνες της, όπου ωστόσο τους ρόλους τούς επιλέγουν τα ίδια τα άτομα. Ένα χωριό όπου είναι αδύνατο ένας ξένος ν’ αναγνωρίσει τις γενεαλογικές γραμμές, τις οικογένειες εξ αίματος, μιας και οι συγγενείς επιλέγονται, όπως και οι ταυτότητες. Ο παράδεισος, το περιπετειώδες όνειρο του μικρού ανθρωπολόγου. Ήθελε να σπουδάσει ζωολογία, ήταν όμως αρκετό ένα εξάμηνο στη σχολή για να του αποκαλυφθεί η ζωή του στο εξής. Δεν ξέρω κατά πόσο τον γνωρίζατε. Πάει πολύ άραγε να σας θυμίσω ότι τον
Μάρτιο του 1931, αφού πέρασε τις πρώτες εξετάσεις, και για να γιορτάσει το τέλος του εξαμήνου, πήρε ένα λεωφορείο με μερικούς συμφοιτητές του και πήγε μέχρι το Σικάγο, όπου ήπιαν ώσπου να καταρρεύσουν και μετά πήγαν σινεμά; Σαν να του μίλησε ο Θεός, δεν το περίμενε. Ακόμα και τη νύχτα που μου το διηγήθηκε δεν ήξερε κατά πόσο είχε επιδράσει το ποτό σ’ αυτό που είδε. Στο σκοτάδι του κινηματογράφου το ασημένιο φως άναψε πάνω στην οθόνη και μια αδιανόητη ζωή αποκαλύφθηκε ενώπιόν του, μια νέα δυνατότητα και μια νέα διαφυγή, σαν ν’ άνοιγε μπροστά του ένας ανεξερεύνητος δρόμος. Δεν είχε ιδέα ποια ταινία θα παρακολουθούσε όταν μπήκε στον κινηματογράφο, όπως δεν είχε ιδέα για το πεπρωμένο που του παρουσιαζόταν εκεί. Παρακολούθησε παθιασμένος μια ερωτική ιστορία στον Νότιο Ειρηνικό. Έναν έρωτα απαγορευμένο από τους νόμους μιας κοινωνίας αυτοχθόνων. Έναν έρωτα καταδικασμένο από τους θεούς. Ένα ταμπού. Ακόμα και τη νύχτα που μου διηγήθηκε τις αναμνήσεις του δεν ήξερε πόση ήταν η επίδραση αυτού του απαγορευμένου έρωτα στην κλίση του. Βγαίνοντας από τον κινηματογράφο, θυμόταν μόνο τα σώματα των ιθαγενών γραμμένα απ’ τον ήλιο και το νερό, τις σταγόνες ασημιού, σαν μαργαριτάρια, στα σώματα που αντανακλούσαν απ’ τον ήλιο κόντρα στον ουρανό. Θα πήγαινε να τους συναντήσει. Βγήκε απ’ τον κινηματογράφο αποφασισμένος. Δεν μιλούσε πια με κανέναν. Οι συμφοιτητές του δεν έβλεπαν αυτό που έβλεπε εκείνος. Ο κόσμος είχε γίνει διαφορετικός. Ο κόσμος δεν ήταν πια εκεί. Βρισκόταν αλλού. Πρέπει να καταλάβετε πως ο καθένας μπορεί να δει πράγματα που κανείς άλλος δεν μπορεί να δει. Και πως σ’ αυτά εδράζονται τα κίνητρά του. Ο καθένας μπορεί να δει τις δικές του χίμαιρες. Ακύρωσε την εγγραφή του στη σχολή και μπάρκαρε μαθητευόμενος ναύτης σ’ ένα φορτηγό για τη Σαγκάη. Πέρασε έξι μήνες έξω. Τα βρήκε δύσκολα. Επέστρεψε ως «ναύτης πρώτης τάξης». Ήθελε να δει τα νησιά του Νότιου Ειρηνικού, το μαγεμένο νησί της ταινίας, τις ασημένιες σταγόνες ενός απαγορευμένου έρωτα. Δεν ξέρω κατά πόσο τον γνωρίζατε, πολύ περισσότερο από μένα, δεν έχω καμία αμφιβολία, θα πήγαινε όμως πολύ να σας πω ότι ο δρ. Μπιουλ, ο φίλος μου, ήπιε μαζί μου και μου διηγήθηκε ότι αναζητούσε στους Ινδιάνους τους νόμους που θα έδειχναν πόσο ξεπερα-
51
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 51
52
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 52
σμένοι είναι οι δικοί μας, και ταυτόχρονα έναν κόσμο μέσα στον οποίο εκείνος επιτέλους θα χωρούσε; Έναν κόσμο που θα τον στέγαζε; Την ασημένια σταγόνα ενός ταμπού. Στη Σαγκάη γνώρισε έναν μικρό Κινέζο που ήθελε να εγκαταλείψει την Κίνα. Ο δρ. Μπιουλ τού μίλησε για την Αμερική σαν να ήταν όνειρο. Και, μέσα στην αφέλειά του, θεώρησε ότι μπορούσε να βοηθήσει τον Κινέζο να πραγματοποιήσει το όνειρό του, όπως και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος να πραγματοποιήσει το δικό του. Υποσχέθηκε όσα δεν μπορούσε να κάνει. Το όνειρο μερικών είναι η πραγματικότητα κάποιων άλλων. Και το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τους εφιάλτες. Τα κατάφερε ώστε ο μικρός να επιβιβαστεί κρυφά στο πλοίο. Όχι όμως και να φτάσει στην Αμερική. Τον ανακάλυψαν, τον έδιωξαν και τον τιμώρησαν στο πρώτο λιμάνι, κάτω από τα τρομαγμένα μάτια του νεαρού Αμερικανού ευεργέτη του. Δεν απέκλειε μάλιστα την περίπτωση να τον σκότωσαν επειδή ανακατεύτηκε με τους λευκούς. Το όνειρο είναι μια οπτική γωνία. Είναι ένας τόπος απ’ όπου κανείς κοιτάζει. Όμως, όσο κι αν μου μιλούσε για τα Φίτζι και το Βανούα Λέβου, το νησί του στον Νότιο Ειρηνικό, εγώ δεν μπορούσα να το δω. Ήταν λες και οι δέκα μήνες που είχε ζήσει εκεί να ήταν όνειρο μόνο. Ό,τι μου διηγιόταν διαλυόταν σαν σύννεφο. Κι εγώ δεν κατάφερνα να φανταστώ. Δεν μπορούσα να συλλάβω ότι το χωριό όπου έμενε, ενώ βρισκόταν σε νησί, δεν ήταν παράκτιο αλλά βρισκόταν στην ενδοχώρα, πάνω στα βουνά. Τα μάτια δεν μπορούν να δουν. Όταν έδειχνε στους νεαρούς αυτόχθονες του νησιού δυτικά περιοδικά με φωτογραφίες που οι μεγαλύτεροι δεν μπορούσαν ούτε κατά διάνοια να καταλάβουν, τον ρωτούσαν πάντα αν οι άνθρωποι που παριστάνονταν ήταν άντρες ή γυναίκες. Για να με βοηθήσει να δω, όταν επέστρεψε στην Καρολίνα τον Μάιο, μου έφερε μια φωτογραφία κι ένα σκίτσο που είχε φτιάξει με τα χέρια του. Ήταν τα πορτρέτα δύο πολύ δυνατών νέγρων, που πόζαραν για κείνον με γυμνό κορμό και απόμακρο βλέμμα. Μπορεί να μη φαντάστηκα τον παράδεισο, αλλά την κόλαση μπόρεσα και την είδα. Ο εφιάλτης είναι ένας τρόπος να αντιμετωπίσει κανείς το φόβο με μάτια που ονειρεύονται. Όταν μου μιλούσε για τους Τρουμάι, εγώ τον άκουγα να μιλάει για το φόβο. Πέρασε τέσσερις μήνες μαζί τους, ανάμεσα στον Αύγουστο και τον Νοέμ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 53
βριο του 1938. Μέχρι που τον κάλεσαν να επιστρέψει στο Ρίο τον Δεκέμβριο. Πήγε από το Κουιαμπά στο Σιμόες Λόπες με φορτηγό, μετά για άλλες έξι μέρες στη ράχη ενός γαϊδουριού μέσα απ’ το δάσος, και μετά άλλη μια βδομάδα με τρία κανό από το Κολιζέου ως την ιεραποστολή ενός ζεύγους Αμερικανών, του πατέρα Τόμας Γιανγκ και της γυναίκας του, τα ονόματα των οποίων αναγνώρισα στις επιστολές που άφησε όταν σκοτώθηκε. Δυο λευκοί άντρες κι ένας μικρός τον βοήθησαν με τα κανό. Ο δρ. Μπιουλ κωπηλατούσε στο ένα. Στο τέλος της δεύτερης μέρας, όταν έπεσε η νύχτα, ένα από τα δύο κανό γέμισε νερό και χρειάστηκε να σταματήσουν για ν’ απλώσουν τις βρεγμένες αποσκευές πάνω σε μια πέτρα. Μόλις την επόμενη μέρα πήραν είδηση ότι ο ήλιος σχεδόν δεν έφτανε στην πέτρα. Βρίσκονταν μέσα στο δάσος. Όμως, παρά τον άνεμο, μονάχα την πέμπτη μέρα συνάντησαν πραγματικά ρεύματα. Ένα από τα κανό έπεσε πάνω σε πέτρα και τα εφόδια έπεσαν στο ποτάμι.
h των ιεραποστόλων του ποταμού Κολιζέου. Ελλείψει κινίνου, και με τους ανθρώπους να πεθαίνουν από ελονοσία, οι Αμερικανοί άρχισαν να προσεύχονται. «Τότε είδαν έναν άντρα με ξυρισμένο κεφάλι, παντελόνι κουρελιασμένο και μια παλιά ζακέτα να έρχεται από το ποτάμι προς το μέρος τους. Νόμισαν πως ήταν δραπέτης φυλακισμένος, μέχρι που εκείνος τους χαμογέλασε». Στον παροξυσμό του εφιάλτη τους πρέπει να είδαν έναν καταδικασμένο με αλυσίδες στα πόδια και στα χέρια να βγαίνει από κάποιο βάλτο της Λουιζιάνας ή του Μισισιπή. Ή τουλάχιστον έτσι φαντάστηκα τα πυρετώδη και τρομακτικά οράματα των καημένων των ιεραποστόλων όταν διάβασα την επιστολή της μητέρας του εθνολόγου. Σύμφωνα μ’ εκείνη, ο Κουέιν πρέπει να τους έδωσε κάποιο νέο φάρμακο, που σαν από θαύμα τούς συνέφερε αμέσως – πράγμα που, στα μάτια αυτών των ανθρώπων, τον έκανε ένα είδος σωτήρα που στάλθηκε ως απάντηση στις προσευχές και την πίστη των απελπισμένων. Ο νεαρός ανθρωπολόγος πρέ-
53
Σε επιστολή της 1ης Νοεμβρίου 1940 προς την Ελοΐζα Αλ19 μπέρτο Τόρες η μητέρα του Κουέιν διηγείται την ιστορία
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 54
54
πει να απέκτησε το φάρμακο και κατά τύχη να το είχε περιλάβει στις αποσκευές του αφότου η μητέρα του διάβασε ένα άρθρο σ’ ένα ιατρικό περιοδικό και του έστειλε το απόκομμα στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Κατά κάποιον τρόπο, έστω και από απόσταση, προσπαθούσε να φανεί χρήσιμη και να παρακολουθήσει τα σχέδια του γιου της στην κάθοδό του στην κόλαση. Στο τέλος του 1940, κι ενώ ακόμα τυραννιόταν από το θάνατο του Μπιουλ και ψηλαφούσε το πένθος της αναζητώντας μια απάντηση, η Φάνι Νταν Κουέιν πήγε στο Σικάγο να παρακολουθήσει μια διάλεξη των ιεραποστόλων Τόμας και Μπέτι Γιανγκ στο Ινστιτούτο Μούντι. Η διάλεξη είχε εικόνες από τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Μπιουλ στους Τρουμάι. Το πιθανότερο ωστόσο είναι ότι, όταν συστήθηκε και χαιρέτησε τους υπόλοιπους καλεσμένους, δεν τους ρώτησε τίποτα, εν μέρει από συστολή και εν μέρει επειδή φοβόταν μην της αποκαλύψουν κάτι που δεν μπορούσε ν’ ακούσει. Το πιθανότερο είναι ότι δέκα χρόνια αργότερα πέθανε χωρίς να καταφέρει να ρωτήσει κανέναν τίποτα. Προτιμούσε να πιστεύει ότι δεν ήξεραν αυτό που και η ίδια δεν μπορούσε να ξέρει. Μετά το θάνατο του γιου της εκδήλωσε για άλλη μια φορά στην αλληλογραφία της με τη δόνα Ελοΐζα τη θέλησή της να αποζημιώσει τους Ινδιάνους, να τους βοηθήσει με τα χρήματα που είχε αφήσει ο Μπιουλ. Η βασανιστική της επιμονή δίνει την εντύπωση ότι προσπαθούσε, έστω και ασυνείδητα, υπό το πέπλο της φιλανθρωπίας, ν’ αγοράσει τη σιωπή των Ινδιάνων ή να δωροδοκήσει τη συνείδησή της.
Ο Κουέιν πέρασε τρεις βδομάδες με τους ιεραπόστολους προτού συνεχίσει το κατέβασμα του ποταμού, μέσ’ από εδάφη εχθρικών φυλών, μέχρι το χωριό. Οι Τρουμάι που τον συνόδευαν τραγουδούσαν στη διάρκεια της νύχτας και σώπαιναν με την ανατολή του ήλιου. Η ατμόσφαιρα έχθρας και τρόμου ανάμεσα στις διαφορετικές φυλές της περιοχής τούς υποχρέωνε ν’ ανάβουν φωτιές κάθε φορά που έμπαιναν σε «ξένο έδαφος», για να αναγγέλλουν την παρουσία τους. Εκπλήξεις και απρόσμενες συναντήσεις έπρεπε να τις αποφύγουν πάση θυσία, ούτως ώστε να μην προκλη-
θούν τραγικά επεισόδια και παρεξηγήσεις. Στο ταξίδι κατά μήκος του Κολιζέου η θέα και μόνο ενός κανό Καμαγιουρά ήταν λόγος ανησυχίας. Ο Κουέιν έφτασε στο χωριό των Τρουμάι στα μέσα Αυγούστου. Η περιοχή ήταν από τις πιο απροσπέλαστες και απομονωμένες, στις όχθες του ποταμού Κουλουένε, στη συμβολή με τον ποταμό Κολιζέου. Η πρόσβαση στην περιοχή από τον ποταμό Σινγκού είναι αδύνατη λόγω των καταρρακτών. Φόβητρο στο παρελθόν, λόγω του πλήθους και της πολεμικής τους καρδιάς, οι Τρουμάι είχαν περιοριστεί σε ένα μόνο χωριό με τέσσερις καλύβες και μια φάρμα υπό κατασκευή. Ήταν δεκαεπτά άντρες, δεκαέξι γυναίκες και δέκα παιδιά. Είχαν εγκατασταθεί εκεί δύο χρόνια νωρίτερα οπισθοχωρώντας, βασικά γιατί φοβούνταν, με στόχο να απομακρυνθούν από τις εχθρικές φυλές, και ιδιαίτερα τους Καγιαμπί και τους Ναχουκουά, που είχαν για αρχηγό έναν ισχυρό σαμάνο. Οι πρόγονοί τους είχαν ήδη εκδιωχθεί από την ίδια αυτή περιοχή από τους Σουγιά. Τώρα όμως οι Τρουμάι φοβόντουσαν κυρίως τους Καμαγιουρά, τους πλησιέστερους γείτονές τους, που στο παρελθόν είχαν βιάσει όλες τις κοπέλες του χωριού και είχαν επίσης προσπαθήσει να τρομοκρατήσουν τον Κουέιν λέγοντας ότι ο ισχυρός σαμάνος, ο αρχηγός των Ναχουκουά, θα ερχόταν να τον πιάσει. Στην πραγματικότητα, όταν τελικά συναντήθηκαν, ο αρχηγός Καμαγιουρά συμπεριφέρθηκε στον Κουέιν ενοχλημένα και εμφανώς αδιάφορα. Κατά βάθος, είχε προσβληθεί από το γεγονός ότι ο ανθρωπολόγος είχε επιλέξει να μείνει με τους περιφρονητέους Τρουμάι και όχι στο χωριό των Καμαγιουρά. Οι Καμαγιουρά επινοούσαν ιστορίες και μύθους για να υποδαυλίσουν το κλίμα τρόμου. Είχαν πολύ οξεία αντίληψη σε ό,τι αφορούσε στην ψυχολογική σκληρότητα. Και κατά κάποιον τρόπο είχαν αντιληφθεί πόσο ψυχικά ευάλωτος ήταν ο ανθρωπολόγος, έτσι ώστε έπαιζαν με τη μοναξιά του όπως και με την ευαίσθητη ισορροπία του, λέγοντας πως ο πατέρας του ερχόταν με αεροπλάνο φέρνοντας πολλά δώρα για τους Τρουμάι κι ότι ένα αεροπλάνο γεμάτο λευκούς είχε προσγειωθεί στην ιεραποστολή του Τόμας Γιανγκ στον ποταμό Κολιζέου. Από την άλλη πλευρά, οι Τρουμάι επιδείνωναν κι αυτοί την κατάσταση υστερίας με τους δικούς τους μύ-
55
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 55
56
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 56
θους. Κατηγορούσαν τους Καμαγιουρά ότι, μεταξύ άλλων, βασάνιζαν τους αιχμαλώτους και κατόπιν έτρωγαν τα μυαλά τους. «Υπάρχει μια διαρκής αναμονή ότι οι Σουγιά και οι Καμαγιουρά θα επιτεθούν νύχτα – αρκεί ένα σπασμένο κλαρί μετά τη δύση του ήλιου για να συγκεντρωθούν όλοι οι άντρες, με τα τόξα και τα βέλη τους, τρέμοντας, στο κέντρο του χωριού», έγραφε ο Κουέιν στη Ρουθ Μπένεντικτ. Δυο φορές πήρα συνέντευξη από τον Λεβί-Στρος στο Παρίσι, πολύ πριν μου περάσει απ’ το νου ότι μια μέρα θα ενδιαφερόμουν για τη ζωή και το θάνατο ενός Αμερικανού ανθρωπολόγου που εκείνος είχε γνωρίσει στο σύντομο πέρασμά του από το Κουιαμπά το 1938. Πολύ πριν ακούσω να μιλούν για τον Μπιουλ Κουέιν. Σε μία από τις συνεντεύξεις, με αφορμή την πολεμική για το ρατσισμό και την ξενοφοβία στη Γαλλία, όπου είχε παρερμηνευτεί, ο Λεβί-Στρος επανέλαβε τη θέση του: «Όσο περισσότερο επικοινωνούν οι πολιτισμοί, τόσο περισσότερο τείνουν στην ομοιομορφία και τόσο λιγότερο επικοινωνούν. Το ζήτημα για την ανθρωπότητα είναι να υπάρχει επαρκής επικοινωνία ανάμεσα στους πολιτισμούς, αλλά όχι υπερβολική. Όταν βρισκόμουν στη Βραζιλία, πάνω από πενήντα χρόνια πριν, συγκινήθηκα βαθιά, φυσικά, με το πεπρωμένο των μικρών εκείνων πολιτισμών που απειλούνταν με εξαφάνιση. Πενήντα χρόνια αργότερα κάνω μια διαπίστωση που με εκπλήσσει: και ο δικός μου πολιτισμός απειλείται». Έλεγε πως κάθε πολιτισμός προσπαθεί να υπερασπιστεί την ταυτότητα και την αυθεντικότητά του μέσω της αντίστασης και της αντίθεσης προς τον άλλο, και πως είχε έρθει η ώρα να υπερασπιστούν την απειλούμενη αυθεντικότητα του δικού τους πολιτισμού. Μιλούσε για την ισλαμική απειλή, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει και για τους Αμερικανούς και τον αγγλοσαξονικό πολιτιστικό ιμπεριαλισμό. Αυτό που περισσότερο απειλούσε τους Τρουμάι όταν τους επισκέφθηκε ο Κουέιν δεν ήταν οι λευκοί. Δεν είχαν πια διάθεση ν’ αντισταθούν στις υπόλοιπες τοπικές αυτόχθονες ομάδες. Υποχωρούσαν μπροστά στον άλλο. Παρ’ όλο το φόβο, οι περισσότερες επαφές μεταξύ των φυλών της περιοχής ήταν φιλικές, αν και στιγματίζονταν από περιστασιακούς εκφοβισμούς και κλοπές
από την πλευρά των επισκεπτών, κυρίως όταν αμφιτρύωνες ήταν οι εξασθενημένοι Τρουμάι, που δεν αντιδρούσαν. Οι Τρουμάι προσπαθούσαν πάντα να ευχαριστούν τους επισκέπτες τους, ακόμα κι εκείνους που τους απειλούσαν και τους περιφρονούσαν, όπως οι Καμαγιουρά. Έκλεισαν την πρώτη συμφωνία με τους λευκούς το 1884. Με την ευκαιρία της αποστολής του στην κεντρική Βραζιλία, ο Φον ντεν Στάινεν προειδοποιήθηκε από τις άλλες φυλές για τους επικίνδυνους Τρουμάι του Άνω Σινγκού, που την εποχή εκείνη θεωρούνταν φιλοπόλεμοι σε σχέση με τους ξένους, αφού βρίσκονταν σε πόλεμο με τους γείτονές τους. Αλλά, όπως συνέβη και με τον πρωτοπόρο Γερμανό εξερευνητή, η εμπειρία του Κουέιν ήταν διαφορετική. Από τη στιγμή που δημιουργήθηκαν οι πρώτες επαφές και οι δύο έγιναν δεκτοί με μεγάλη ευγένεια από τους ξερακιανούς και τρομερούς Τρουμάι. Στην πραγματικότητα, η φιλοξενία αυτή ήταν μάλλον αποτέλεσμα του τρόμου προς τους γείτονες παρά κάποιου εθιμοτυπικού κώδικα. Στην αρχή η συνύπαρξη δεν ήταν τόσο εύκολη για τον νεαρό εθνολόγο του Κολούμπια. Τον φώναζαν Καπετάνιο. Φτάνοντας ξύρισε το κεφάλι και τα φρύδια, σαστίζοντας τους οικοδεσπότες του, μιας και η πρακτική αυτή θεωρείται έθιμο των Σουγιά. Του έκλεψαν αμέσως όλα του τα ρούχα, που τα εποφθαλμιούσαν για προστασία από τα κουνούπια, κι εκείνος χρειάστηκε ν’ αυτοσχεδιάσει μια «πρόχειρη ενδυμασία» με μια κουνουπιέρα. Μετά βίας μιλούσε τη γλώσσα, και δεν καταλάβαινε τις σχέσεις συγγένειας και την κοινωνική οργάνωση του χωριού. (Εκτός από τον πυρήνα της οικογένειας εξ αίματος, οι Ινδιάνοι δημιουργούσαν μεταξύ τους συμβολικές σχέσεις συγγένειας, που τους εξυπηρετούσαν στην οργάνωση της κοινωνίας, στις απαγορεύσεις και τις υποχρεώσεις κάθε ατόμου. Στις σχέσεις αυτές «ταξινομικών συστημάτων συγγένειας» εκδηλώνεται ο νόμος και η λογική των κοινωνιών αυτών. Η συγγένεια γίνεται ένας εξαιρετικά περίπλοκος κώδικας, του οποίου βασικός στόχος είναι να αποφευχθεί η αιμομιξία σε κατεξοχήν ενδογαμικές κοινότητες, που μερικές φορές περιορίζονται σε μερικές δεκάδες άτομα.) Όταν ο Κουέιν προσπαθούσε να συζητήσει με τους Ινδιάνους, εκείνοι του ζητούσαν να τους τραγουδήσει τα τραγούδια με τα οποία
57
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 57
58
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 58
τους είχε διασκεδάσει στην αρχή, όταν ακόμα δεν ήξερε πώς να συμπεριφερθεί και τι να κάνει. «Αρνούνται να εκφράσουν όρους συγγένειας – πράγμα που με εμποδίζει να κατανοήσω τον έλεγχο της αιμομιξίας», ανέφερε στην ίδια επιστολή προς την Μπένεντικτ, αλλά πολύ αργότερα, στις κουβέντες μας με τους Κραχό με αφορμή την αυτοκτονία του ανθρωπολόγου, θα έζευα εγώ σ’ αυτή τη φράση το φορτίο της υποψίας μου, ανυπόστατης ή όχι. Το γεγονός είναι πως στην αρχή ο Κουέιν θεώρησε τους Τρουμάι «πληκτικούς και βρόμικους» («Αυτοί οι άνθρωποι βαριούνται και δεν το ξέρουν»), το αντίθετο από τους αυτόχθονες με τους οποίους είχε συμβιώσει στα Φίτζι και τους οποίους είχε αναγάγει σε υπόδειγμα σεμνότητας και αξιοπρέπειας. Έκρινε τους Τρουμάι σε αντιδιαστολή με τη μοναδική του εμπειρία πεδίου: «Κοιμούνται έντεκα ώρες τη νύχτα (έναν ύπνο ταλανισμένο απ’ το φόβο) και δυο ώρες την ημέρα. Δεν έχουν τίποτε άλλο σημαντικό να κάνουν παρά να με παρακολουθούν. Ένα παιδί οκτώ ή εννιά χρόνων μοιάζει να ξέρει όλα όσα χρειάζεται στη ζωή. Οι ενήλικοι είναι αχαλίνωτοι στα αιτήματά τους. Δεν τους συμπαθώ. Δεν υπάρχει κανένα τυπικό σε σχέση με τη σωματική επαφή και έτσι θεωρούμαι δυσάρεστος που αποφεύγω να με χαϊδέψουν. Δεν μου αρέσει να με παστώνουν με βαφή σώματος. Αν αυτοί οι άνθρωποι ήταν όμορφοι δεν θα μ’ ενοχλούσε τόσο, αλλά είναι οι πιο άσχημοι του Κολιζέου». Ο εθνολόγος συνέκρινε τους ξερακιανούς Τρουμάι με τους μυώδεις άντρες των Φίτζι, που είχε προσπαθήσει ν’ αναπαραστήσει στα σκίτσα του και τις φωτογραφίες. Στην ίδια επιστολή προς την Μπένεντικτ έλεγε: «Η αρρώστια μου με κάνει να νιώθω ιδιαίτερη αγωνία και ανασφάλεια σε σχέση με το μέλλον», χωρίς να κάνει πιο συγκεκριμένο για τι πράγμα μιλούσε. Δυο μήνες αργότερα είχε πλέον ενσωματωθεί. Κι έτσι μπορούσε να αρνείται τα αδιάκοπα αιτήματα των Ινδιάνων, όπως όταν η διάθεσή του ήταν πεσμένη και του ζητούσαν να τραγουδήσει. Η σωματική βία δεν επιτρεπόταν στο χωριό, κυρίως ενάντια στα παιδιά, κι ο Κουέιν σε δύο περιπτώσεις πυροδότησε σχεδόν κοινωνική αναταραχή, όταν χτύπησε το χέρι ενός παιδιού που του έκλεβε αλεύρι, κι όταν πάτησε χωρίς να το θέλει το
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 59
πόδι ενός άλλου. Οι συγκρούσεις, που συνήθως συνδέονταν με το σεξ και τη μοιχεία, είχαν υποκατασταθεί από πρακτικές μαγείας ή επιλύονταν με καθαρτικές αναπαραστάσεις, όπου οι εμπλεκόμενοι εκτόνωναν τις συναισθηματικές τους διαφορές μέσ’ από συμβολικές πράξεις σ’ ένα είδος αυτοσχέδιου θεάτρου στο κέντρο του χωριού. Κάθε τόσο ο εθνολόγος έβλεπε τους πιο νεαρούς να συμμετέχουν σε αγκαλιές ή σεξουαλικά παιχνίδια. Για ν’ αποθαρρύνει τους Ινδιάνους να κοιμούνται στην αιώρα του, έλεγε σε όλους όσοι τον έψαχναν μ’ αυτό το αίτημα ότι «η γυναίκα του θα θύμωνε πολύ» αν το μάθαινε. Δεν υπήρχαν παρθένες στο χωριό. Για ν’ απομακρύνει τις γυναίκες που τον επισκέπτονταν απειλούσε να τις ξεπαρθενέψει, κι εκείνες έφευγαν αμέσως, συνήθως γελώντας. Ήταν εντελώς μόνος.
h παρουσίας του στους Τρουμάι. Όταν έφτασε εδώ, ήταν κουρασμένος από το ρόλο αυτό. Τον τρομοκρατούσε όμως και η ιδέα ν’ αναμιχθεί στους πολιτισμούς που παρατηρούσε. Μου διηγήθηκε ότι στους αυτόχθονες με τους οποίους είχε συμβιώσει στο νησί τους στη Μελανησία δεν υπήρχε χειρότερη συμφορά για ένα αγόρι από την κατηγορία ότι κρυφοκοιτάζει τις γυναίκες. Ήταν σημάδι παιδικότητας: έλεγαν γι’ αυτούς που κρυφοκοίταζαν πως δεν ήταν ικανοί να επιτύχουν τη σεξουαλική ικανοποίηση μέσ’ από την πράξη. Είχε κουραστεί να παρατηρεί, αλλά τίποτα δεν του προκαλούσε μεγαλύτερη απέχθεια από την υποχρέωση να ζει όπως οι Ινδιάνοι, να τρώει το φαγητό τους, να συμμετέχει στην καθημερινή ζωή και τα τελετουργικά τους, παριστάνοντας ότι είναι ένας απ’ αυτούς. Προσπαθούσε να κρατηθεί μακριά και, σ’ έναν φαύλο κύκλο, κατέληξε ξανά παρατηρητής. Μου μίλησε για τα παιδιά Τρουμάι ως εξαίρεση, τα οποία προσέγγισε σε μια απόπειρα να καταλάβει τα παιχνίδια τους, κι ανάμεσά τους, ίσως από κάποια περίεργη συνάφεια, αποτέλεσμα της άβολης θέσης που κατείχε κι ο ίδιος στο χωριό, αυτής ακριβώς του παρατηρητή, αντιλήφθηκε αμέσως ένα ορφανό
59
εδώ είναι για όταν έρθετε. Εκείνος δεν είχε άλλο να κά10 Αυτό νει παρά να παρατηρεί, κι αυτός ήταν κατά βάση ο λόγος της
60
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 60
αγόρι δέκα με δώδεκα χρόνων που βρισκόταν στο περιθώριο. Ήταν ένας απροσάρμοστος. Ο μόνος που, όπως κι ο ίδιος, δεν είχε οικογένεια. Δεν συμμετείχε ποτέ στην πάλη που οργάνωναν τα άλλα αγόρια. Καθώς δεν υπήρχαν κορίτσια στην εφηβεία, τα σεξουαλικά παιχνίδια συνέβαιναν μεταξύ των αγοριών ή μεταξύ αγοριών και αντρών, πάντα σχεδόν με πρωτοβουλία των πρώτων, που οι ενήλικες δεν κατέστελλαν. Παρατήρησε ότι το ορφανό έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα παιχνίδια αυτά. Συνήθως απευθυνόταν στους πιο μεγάλους άντρες, οι οποίοι δεν τον απωθούσαν. Δεν ξέρω αν το αγόρι απευθύνθηκε και στον ίδιο και γι’ αυτό μου διηγιόταν την ιστορία, ένας άλλος μικρός όμως, μόλις είχε την πρώτη του στύση, εμφανίστηκε μια νύχτα στο σπίτι του δρ. Μπιουλ για να καυχηθεί, κάποια φορά μάλιστα συνουσιάστηκε μ’ ένα κορίτσι υπό το βλέμμα του ανθρωπολόγου, επίτηδες, για να επιδειχθεί, ξέροντας ότι τον παρατηρούσαν. Το σεξ στοίχειωνε τη μοναξιά του φίλου μου. Επίσης, έμοιαζε εντυπωσιασμένος, απ’ ό,τι μου διηγήθηκε, εκείνη την πρώτη νύχτα μετά τη γιορτή στην Καρολίνα, γιατί στη μετάβαση στην ενήλικη ζωή, ως τελετουργία μύησης, τα αγόρια γδέρνονταν σε όλο τους το σώμα με το μυτερό πόδι ενός αρμαδίλου. Ήταν μια απόδειξη γενναιότητας, ανταμοιβή μαζί και τιμή, αν και πολλά, τρομοκρατημένα και πανικόβλητα, έκλαιγαν απ’ τον πόνο στη διάρκεια της θυσίας, βουτηγμένα στο αίμα. Οι Τρουμάι θαύμαζαν ιδιαίτερα τις ουλές. Τα επτάχρονα αγόρια εξέθεταν με περηφάνια τα σημάδια που τους άφηναν στο σώμα οι τελετουργίες. Τότε ήταν, προς μεγάλη μου έκπληξη, που άνοιξε κι ο ίδιος το πουκάμισό του και μου έδειξε μια ουλή από την κοιλιά ως το στήθος. Χαμογέλασε και περίμενε την αντίδρασή μου, αλλά εγώ δεν ήξερα τι να πω. Σαν να είχε απογοητευτεί από την έκπληκτη αντίδρασή μου, ή σαν η σαστιμάρα μου να τον είχε ξυπνήσει ή να τον είχε επαναφέρει μετά από μια διάλειψη συνείδησης, κούμπωσε το πουκάμισο και μου είπε, λακωνικά, πως είχε εγχειρηθεί όταν ήταν παιδί και πως ήταν αργά κι έπρεπε να φύγει. Ποτέ ξανά δεν έθιξε το θέμα. Όλα αυτά μου τα διηγήθηκε την πρώτη εκείνη νύχτα, όταν δεν γνωριζόμασταν καν. Και σήμερα, καθώς θυμάμαι τις κουβέντες του δρ. Μπιουλ, στο μυαλό μου έρχεται μονάχα η εικόνα του απαγχονισμένου του σώματος, κομμένου με ξυραφάκι στο λαιμό και στα χέρια, βουτηγμένου στο
αίμα, να κρέμεται πάνω από μια λίμνη αίματος, όπως τον βρήκαν οι Ινδιάνοι και μου τον περιέγραψαν φτάνοντας στο σπίτι μου. Θυμάμαι ακόμα πως είχε σχολιάσει, μπερδεμένος, πως οι Τρουμάι, παρόλο που όδευαν προς την εξαφάνιση, εξακολουθούσαν να κάνουν εκτρώσεις και να σκοτώνουν τα νεογέννητα. Και πως, ίσως χωρίς να το ξέρουν, διέπρατταν μια συλλογική αυτοκτονία, ζώντας μια συλλογική διαδικασία αυτοκαταστροφής, μιας και, αντίθετα με άλλες φυλές, δεν είχαν σχεδόν καμία επαφή με τους λευκούς, δεν γνώριζαν τίποτα πέρα από τους ποταμούς Κολιζέου και Κουλουένε και δεν υπέστησαν καμία διαδικασία εκπολιτισμού, μολονότι υποτάχτηκαν στους Καμαγιουρά και εν μέρει αφομοίωσαν τον πολιτισμό τους. Εκτός απ’ αυτή τη συλλογική και ασυνείδητη μορφή, μου είπε πως δεν παρατήρησε καμία καθαυτό περίπτωση αυτοκτονίας στη σύντομη διάρκεια της παραμονής του στους Τρουμάι. Το περίεργο είναι ότι, επειδή υποχρεώθηκε να διακόψει την εργασία του, είχε ξεχάσει να τους κάνει αυτήν ακριβώς την ερώτηση: αν υπήρξε ποτέ περίπτωση αυτοκτονίας μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, έμεινε με την αίσθηση ότι είχαν αυτοκτονική ιδιοσυγκρασία και ότι ήταν έτοιμοι να σκοτωθούν. «Το σημαντικό», μου είπε την πρώτη κιόλας νύχτα στην Καρολίνα, χωρίς εγώ να μπορώ να καταλάβω για τι πραγματικά μιλούσε, «είναι ότι οι Τρουμάι βλέπουν στο θάνατο μια διαφυγή και μια απελευθέρωση από τους φόβους και τις ταλαιπωρίες τους». Μια φορά που είχε αρρωστήσει, ένας Ινδιάνος φίλος του προσφέρθηκε να τον μαχαιρώσει με την ευεργετική πρόθεση να τον απαλλάξει από τον πόνο της αρρώστιας. Δεν ήταν τυχαίο ότι σκότωναν τα νεογέννητα. Να γεννιέται κανείς ήταν ό,τι χειρότερο. Εκείνος μου είπε: «Ένας πολιτισμός πεθαίνει». Τώρα, όταν σκέφτομαι τα γεμάτα ενθουσιασμό και θλίψη λόγια του, μου φαίνεται πως είχε συναντήσει ένα λαό που ο πολιτισμός του ήταν η συλλογική αναπαράσταση της απελπισίας που βίωνε και ο ίδιος ως τάση της προσωπικότητάς του. Και καταλαβαίνω γιατί ήθελε τόσο να γυρίσει στους Τρουμάι και στην κόλαση που μου εξιστόρησε. Σαν να τον είχε τυφλώσει ένα πείσμα. Ήθελε να εμποδίσει την παντοτινή τους εξαφάνιση. Το βιβλίο που θα έγραφε γι’ αυτούς θα ήταν ένας τρόπος να κρατήσει ζωντανούς εκείνους, αλλά και τον εαυτό του. Όταν μιλούσε για το θάρρος των Ινδιάνων, το μόνο που άκουγα
61
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 61
62
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 62
εγώ ήταν ότι μιλούσε για το φόβο. Εκείνος μιλούσε για θάρρος κι εγώ άκουγα φόβο. Δυο βδομάδες μετά την άφιξή τους στους Τρουμάι υπήρξε μάρτυρας ενός θεραπευτικού τελετουργικού. Η γυναίκα του αρχηγού του χωριού ήταν άρρωστη και μέχρι τότε κανένα φάρμακο δεν είχε φέρει αποτέλεσμα. Οι Ινδιάνοι αποφάσισαν να κάνουν την τελετουργία. Οι άντρες κλείστηκαν σ’ ένα σπίτι, γύρω από την άρρωστη. Το τελετουργικό ήταν απαγορευμένο στις γυναίκες. Όταν ο δρ. Μπιουλ προσπάθησε να μπει, η αδερφή του αρχηγού τού είπε ότι, όπως εκείνες, έτσι κι αυτός θα πέθαινε αν πατούσε το πόδι του εκεί μέσα. Αλλά εκείνος την αγνόησε και μπήκε παρ’ όλα αυτά. Υπήρξε άλλη μια περίπτωση όπου του μίλησαν για θάνατο, αφήνοντας τον ίδιο πάντως να βγάλει συμπεράσματα. Στη διάρκεια ενός κυνηγιού όπου αναζητούσαν πουλιά για να τους πάρουν τα φτερά, του είπαν πως ένα πουλί με κόκκινο κεφάλι που το ονόμαζαν «λε» ήταν η αναγγελία θανάτου για όποιον το έβλεπε. Λίγο αργότερα βρέθηκε αντιμέτωπος με το δυσοίωνο θέαμα και προτίμησε να πιστέψει πως του είχαν στήσει φάρσα. Δεν είπε τίποτα, παρόλο που κατά βάθος είχε εντυπωσιαστεί πολύ, σε σημείο να ονειρευτεί το ίδιο αυτό πουλί μπροστά του πάνω από μια φορά. Ξυπνούσε ασφυκτιώντας και λουσμένος στον ιδρώτα. Με ρώτησε τι πίστευα εγώ για τα όνειρα. Και προτού προλάβω ν’ απαντήσω, είπε πως οι Τρουμάι θεωρούν τα όνειρα έναν τρόπο να βλέπει κανείς ενώ κοιμάται. Είναι συνηθισμένο να ξυπνούν τα παιδιά με φωνές μέσα στη νύχτα. Οι εφιάλτες τους κεντρίζονται από την αγωνία των γονιών τους που περιμένουν την εχθρική επίθεση. Μια νύχτα, τον πρώτο μήνα μετά την άφιξή του, ξύπνησε από τις κραυγές των γυναικών. Έτρεξαν όλες, μαζί με τα παιδιά και τις αιώρες τους, στη μια πλευρά του χωριού. Εκείνος νόμισε πως τους επιτίθετο άλλη φυλή. Στην τρεχάλα κάποιος του είπε –ή έτσι κατάλαβε εκείνος– πως μια γυναίκα πυροβολήθηκε. Όταν κατακάθισε η σκόνη, ανακάλυψε πως αυτό που την είχε τρομάξει ήταν ένας σβόλος αργίλου. Οι γυναίκες είχαν ένα λόγο παραπάνω να τρέμουν τις επιθέσεις. Ήξεραν ότι ένα από τα κύρια κίνητρα του πολέμου ήταν για να τις αιχμαλωτίσουν. Οι Τρουμάι ζούσαν σε μια κατάσταση μόνιμου τρόμου. Είπα στον δρ. Μπιουλ πως μερικοί Ινδιάνοι έχουν τη συνήθεια να πετούν πέτρες όταν πλησιάζουν στα σπίτια απ’ τα κτήματα, πράγμα
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 63
* Δοχείο για το ποτό μάτε σε σχήμα ημισφαιρίου. (Σ.τ.Μ.)
63
που μπορεί να είναι και σημάδι φιλίας. Εκείνος μου απάντησε ότι μπορεί πραγματικά να τους είχαν επισκεφθεί εκείνο το βράδυ οι Σουγιά, που τους φοβούνταν γιατί ήταν απαράμιλλοι σε αγριότητα. Σύμφωνα με τους Τρουμάι, ο ήλιος δημιούργησε όλες τις φυλές εκτός από τους Σουγιά, που ήταν απόγονοι των φιδιών. Όλο το χωριό των Τρουμάι ήθελε να κοιμηθεί στο μικρό σπίτι που κατασκεύασαν μέσα σε μια βδομάδα για τον δρ. Μπιουλ, επειδή είχε πιστόλι. Μια φορά στο τόσο τού ζητούσαν να πυροβολήσει στο σκοτάδι που κύκλωνε το χωριό για να διώξει τους εχθρούς. Ακόμα κι αν οι προθέσεις των Σουγιά ήταν καλές, ο φόβος των Τρουμάι δεν τους άφηνε να τις αντιληφθούν ως φιλικές. Και μόνο να μιλούσε κανείς για τους Σουγιά ήταν αρκετό για να πανικοβληθούν οι Τρουμάι. Η ζωή περνούσε μέσα στην ανασφάλεια, που τη νύχτα αυξανόταν. Ο παραμικρός τριγμός στο σκοτάδι προκαλούσε πραγματικό χάος. Μια μέρα με καταιγίδα που η σκοτεινιά της έμοιαζε με νύχτα, κι ενώ ψηνόταν στον πυρετό, εκείνος αισθάνθηκε τον τρόμο που έπληττε τους Τρουμάι. Παρότι δεν έδιναν σημασία στο υπερφυσικό στοιχείο, όπως οι Καμαγιουρά, φοβούνταν τις αστραπές και τις βροντές. Πίστευαν πως κάποιος τα είχε βάλει με τη βροχή. Στη διάρκεια της πρώτης τροπικής καταιγίδας στην οποία παρευρέθηκε στο χωριό, ο δρ. Μπιουλ δέχτηκε την ξέπνοη επίσκεψη του Αλοάρι, βοηθού και μαγείρου του, που είχε έρθει να τον ικετέψει να σβήσει τη λάμπα και να σταματήσει τη δουλειά, γιατί έτσι εκνεύριζε τη βροχή. Αλλιώς όμως έγιναν τα πράγματα εκείνη την ημέρα του πυρετού, όταν η καταιγίδα έκανε τη μέρα νύχτα. Είδε δυο μάτια στην πόρτα της καλύβας του. Δεν ήταν τα βαθιά μάτια του Αλοάρι, με τα χοντρά χείλη και τα ανακατωμένα μαλλιά του κουρεμένα σε σχήμα κουία.* Ήταν πύρινα μάτια αδέσποτα στο πουθενά, σαν να βυθομετρούσαν τη μεμβράνη του σκοταδιού και της βροχής. Εκείνος είπε μόνο: «Τα μάτια ενός ανθρώπου που είχα γνωρίσει». Κατ’ εμέ, στον εφιάλτη φανταζόταν το ταξίδι της επιστροφής, τις τριάντα οχτώ μέρες με το πλοίο που ανέβαινε από εχθρικά μέρη αγωνιώντας για επικίνδυνα βέλη, και μετά χιλιόμετρα ολόκληρα περπάτημα στη σκόνη και στο χώμα. Γιατί αυτό είχε ν’ αντιμετωπίσει αφήνοντας πίσω του αυτή την εσχατιά
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 64
του κόσμου, ενώ το μόνο που ήθελε ήταν να μείνει και να συνεχίσει, όταν αντέδρασε αλλά υποχρεώθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας των Ινδιάνων να φύγει αμέσως απ’ τα εδάφη των αυτοχθόνων. Στη διάρκεια του ταξιδιού της επιστροφής, καθώς ανέβαινε τα ποτάμια, στις 7 Νοεμβρίου 1938, μια έκλειψη που διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα εξαφάνισε τη Σελήνη από τον ουρανό όταν αυτή είχε μόλις ανατείλει. Οι Ινδιάνοι που τον συνόδευαν του είπαν πως δεν μπορούσαν να συνεχίσουν αν δεν τρόμαζαν το κακό που έτρωγε τη Σελήνη. Πρώτα του ζήτησαν να πυροβολήσει προς τα πάνω. Μετά χόρεψαν κι έριξαν βέλη στον ουρανό. Ένας Ινδιάνος αποφάσισε να επιστρέψει, φοβούμενος ότι θα τον δολοφονούσαν οι λευκοί. Στο τέλος ο αρχηγός στάθηκε όρθιος και μίλησε επί μακρόν με τη Σελήνη, μέχρι που αυτή εμφανίστηκε ξανά από το πουθενά.
h στο Κουιαμπά ο Μπιουλ Κουέιν είχε μια 11 Επιστρέφοντας κρίση ελονοσίας. Ενώ ανάρρωνε, έγραψε στη Ρουθ Μπένε-
64
ντικτ την έκθεση από τη συμβίωσή του με τους Τρουμάι: «Όλοι οι θάνατοι είναι από φόνο. Κανείς δεν περιμένει να ζήσει μέχρι την επόμενη περίοδο των βροχών. Δεν είναι σπάνιες οι φανταστικές επιθέσεις. Οι άντρες μαζεύονται τρομοκρατημένοι στο κέντρο του χωριού –το πιο εκτεθειμένο σημείο απ’ όλα– και περιμένουν να γίνουν στόχος για τα βέλη που θα ’ρθουν από τη σκοτεινή ζούγκλα».
Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε, και γι’ αυτό δεν χρειάστηκε ποτέ ν’ απαντήσω ότι μια αναπαράσταση της κόλασης, έτσι όπως εγώ τη φαντάζομαι, βρίσκεται επίσης, ή βρισκόταν, στον Σινγκού των παιδικών μου χρόνων. Είναι ένα προκατασκευασμένο σπίτι, από ξύλο βαμμένο στο πράσινο του εμετού, μετέωρο πάνω σε πασσάλους για την προστασία των ενοίκων, για να μην πέσουν εύκολα θύματα σε πιθανές νυχτερινές επιθέσεις ζώων, όπως θα συνέβαινε αν ήταν ισόγειο. Είναι ένα μοναχικό σπίτι στη μέση του πουθενά, χτισμένο σε μια περιοχή ξεχερσωμένη απ’ το δάσος
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 65
** Το είδος Panicum maximum, πολυετές ποώδες φυτό, από τα καλύτερα κτηνοτροφικά είδη των τροπικών περιοχών. (Σ.τ.Μ.) ** Κοινή ονομασία για τα αγρωστώδη φυτά που είναι αυτοφυή και πολύ διαδεδομένα στη Βραζιλία. (Σ.τ.Μ.) 5 – Εννέα νύχτες
65
και ισοπεδωμένη, περικυκλωμένη από καπίμ-κολονιάο* και από θάνατο. Ό,τι δεν είναι πράσινο είναι γκρίζο. Ή είναι γη και λάσπη. Υπάρχει ένας χωματόδρομος που φτάνει μέχρι τη σκάλα στην είσοδο του σπιτιού, αλλά που από κει δεν φαίνεται να βγάζει σε κάποιο αναγνωρίσιμο μέρος. Ο πιο απλός τρόπος να φτάσει κανείς εκεί είναι με το αεροπλάνο, που δεν πρέπει να είναι μεγάλο, το πολύ δικινητήριο, για να μπορέσει να προσγειωθεί στο διάδρομο μιας ανοιχτωσιάς δίπλα στο σπίτι. Από ψηλά, όταν προσεγγίζουμε με χαμηλή πτήση, είναι μόνο ό,τι βλέπουμε: το μοναχικό σπίτι με την πίστα προσγείωσης δίπλα, σ’ ένα μεγάλο ξέφωτο με ψηλό καπίμ,** περιτριγυρισμένο απ’ όλες τις πλευρές από δάσος μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι. Ο χωματόδρομος οδηγεί από το σπίτι στο διάδρομο προσγείωσης και μετά συνεχίζει κατευθείαν για τη ζούγκλα, όπου εξαφανίζεται, όπως όλα εκεί, αναζητώντας πέρασμα – ή ίσως από μια αυτοκτονική παρόρμηση. Λένε πως σήμερα έχουν όλα αλλάξει και πως η περιοχή έχει γίνει αγνώριστη. Το τροπικό δάσος μεταμορφώθηκε σε κτήματα. Η ζούγκλα εξαφανίστηκε, την ισοπέδωσαν και την έκαψαν, όμως την εποχή εκείνη επιβαλλόταν ως τρομακτική απειλή, σε σημείο ένα παιδί να δυσκολεύεται να καταλάβει τι πήγαιναν να βρουν σ’ αυτή την εσχατιά του κόσμου οι άντρες. Το σπίτι ήταν η έδρα ενός κτήματος που το έλεγαν Βιτοριόζας, αν δεν κάνω λάθος, γιατί ο μεγαλοκτηματίας, ο Σικίνιο ντα Βιτοριόζας, όπως ακριβώς ήταν γνωστός στην περιοχή, ήταν ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης λεωφορείων που έφερε το ίδιο όνομα. Ήταν το πλησιέστερο κτήμα σ’ αυτό που αποφάσισε ο πατέρας μου να ιδρύσει το 1970 στον Σινγκού, και το οποίο βάφτισε Σάντα Σεσίλια, ως φόρο τιμής στην ξαδέρφη με την οποία ζούσε εκείνη την εποχή και που μετά τον κυνήγησε με δικηγόρους, ταπεινωμένη από την πλάνη του πάθους της, για να επανακτήσει τα λεφτά που του είχε δανείσει και που εκείνος είχε ρίξει σ’ αυτή τη γη, υποτίθεται για τα κοπάδια, ενώ ταυτόχρονα κυκλοφορούσε
66
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 66
με άλλες γυναίκες όλο και πιο ξεδιάντροπα. Η έδρα του κτήματος Βιτοριόζας, αιωρούμενη ανάμεσα στο πουθενά και το δάσος, ήταν υποχρεωτικός σταθμός όταν ο πατέρας μου πήγαινε να εκτιμήσει την κατάσταση των έργων του δρόμου που προτίθετο ν’ ανοίξει μέσα στη ζούγκλα ανάμεσα στη γη του Σικίνιο και τη Σάντα Σεσίλια, και που θα τον είχε ολοκληρώσει αν μια θάλασσα λάσπης στην κυριολεξία δεν τον κατάπινε μετά το ξερίζωμα των δέντρων και την ασθμαίνουσα διέλευση από τρακτέρ, μπουλντόζες και φορτηγά του πολιτισμού. Δεν θυμάμαι το πρόσωπο του Σικίνιο ντα Βιτοριόζας, συγκράτησα όμως την είδηση του θανάτου του σε αεροπορικό δυστύχημα. Δεν ξέρω αν είναι κάτι που τώρα φαντάζομαι, αλλά έχω την εντύπωση πως είχα δει τον πατέρα μου σκυμμένο πάνω σε κάποιον, ίσως τη χήρα, να της δίνει ελπίδες, να της λέει πως υπήρχαν ακόμα πιθανότητες να βρουν το αεροπλανάκι που είχε εξαφανιστεί εδώ και μέρες. Θυμάμαι ένα σπίτι σκοτεινό, με οπλισμένους, τις γυναίκες μαζεμένες και σιωπηλές, κι έναν ουρανό φορτωμένο, με αστραπές και μαύρα σύννεφα, κάθε φορά που πηγαίναμε στο Βιτοριόζας για επίσκεψη. Εκτός κι αν ο ήλιος είχε κρυφτεί πίσω από μια ομίχλη που θύμιζε την ατμόσφαιρα κάποιου αφιλόξενου πλανήτη στο Χαμένοι στο διάστημα ή κάποια άλλη ταινία επιστημονικής φαντασίας. Θυμάμαι επίσης ένα αρρωστιάρικο κλίμα και μέσα στο σπίτι, ανθρώπους που τους είχε χτυπήσει η ελονοσία και το θόρυβο από μπότες στο δάπεδο από σανίδες που από τις χαραμάδες τους μπορούσε κανείς να δει το κόκκινο χώμα. Μεταξύ μας, ο πατέρας μου σχολίαζε ότι ο θάνατος του Σικίνιο ήταν αποτέλεσμα της απρονοησίας των πιλότων, που προτιμούσαν να πετούν χαμηλά, ανάμεσα στα σύννεφα και το δάσος, απ’ το να πρέπει να περάσουν μέσ’ από σωρειτομελανίες, μέσ’ από καταιγίδες, όπως έκανε εκείνος, χρησιμοποιώντας μόνο τα όργανα, μιας και τα αεροπλάνα εκείνα δεν είχαν αυτονομία για ν’ ανέβουν πάνω απ’ τα σύννεφα, λόγω έλλειψης αποσυμπίεσης. Το πρόβλημα στις χαμηλές πτήσεις ήταν ότι, όταν πρόβαλλε ξαφνικά μπροστά ένα βουνό, μια απρόσμενη ανύψωση του εδάφους, το αεροπλάνο κατέληγε να συγκρούεται με βράχους και δέντρα. Ο πατέρας μου πάντα καυχιόταν ότι ήταν προ-
σεκτικός, τόσο που είχε παραγγείλει να ζωγραφίσουν στην καμπίνα του Τσέσνα 310 μια χελώνα –την οποία αποκαλούσε, όπως οι Ινδιάνοι, «τρακαζά»– μ’ ένα πακετάκι στην πλάτη και το ρητό: «Αργά και πάντα». Αλλά δεν ήταν ακριβώς έτσι. Υπάρχουν διάφορες ιστορίες που, όταν πια πέρασε ο τρόμος της στιγμής, έγιναν κομμάτι της οικογενειακής παράδοσης και που, αν δεν αποτελούν μαρτυρία ενάντια στην αεροναυτική ειδημοσύνη του πατέρα μου, προδίδοντας και τη δική του απρονοησία, δεν πρέπει πάντως να θεωρούνται απόδειξη της γενναιότητάς του, αλλά μάλλον αποτέλεσμα μιας κάποιας πρεμούρας στη διευθέτηση των εναέριων ζητημάτων. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γαμπρού μου, που ήρθε μια φορά με τον πατέρα μου χωρίς να βλέπει σχεδόν τίποτα πέρα από τη μύτη του, μέσ’ από ένα σωρειτομελανία, ένα «CB», όπως αποκαλούσε τους μπλάβους εφιάλτες με μορφή μεσουράνιων καθεδρικών, όταν ξαφνικά αιφνιδιάστηκαν από ένα λόφο λίγο πιο μπροστά, σε μερικές εκατοντάδες μέτρα απόσταση, ο πατέρας μου ρίχτηκε με το δικινητήριο σε μια κάθετη και τρομακτική ανάβαση έξω απ’ το σύννεφο. Βγήκαν οι δυο τους έξω από εκείνο τον αδιαφανή και γεμάτο αστραπές κόσμο μέσα σ’ έναν γαλάζιο και ηλιόλουστο ουρανό πάνω ψηλά, και τότε μόνο, με την ψυχή στο στόμα, διαπίστωσε ο γαμπρός μου το μέγεθος του φόβου του τρεμάμενου και σιωπηλού πατέρα μου, με το φλεγματικό σάλιο ξεραμένο στις άκρες των χειλιών. Επίσης περίφημη έχει μείνει η φορά εκείνη όταν, με το άγχος να φτάσει στο αεροδρόμιο του Κουιαμπά πριν τις έξι, μιας και η άδειά του δεν επέτρεπε να πιλοτάρει τη νύχτα με όργανα, ο πατέρας μου κατάλαβε ότι ο χειριστής του πύργου ελέγχου μιλούσε για την ώρα και τον πίεζε να βιαστεί, ενώ στην πραγματικότητα του σήμαινε συναγερμό γιατί σ’ έναν από τους διαδρόμους γίνονταν έργα. Προς αυτόν ακριβώς το διάδρομο κατηύθυνε ο πατέρας μου το αεροπλάνο, με βιασύνη μήπως τυχόν κάνει παραβίαση και χάσει την άδεια. Κατέληξε να προσγειωθεί πάνω σ’ ένα τρακτέρ σ’ ένα σκαμμένο χαντάκι για έργα, όπου τον περίμεναν οπλισμένοι στρατιωτικοί από τη στιγμή που είδαν το αεροπλάνο να ξεπροβάλλει στον ορίζοντα με κατεύθυνση το διάδρομο που ο πύργος ελέγχου τού είχε πει ν’ αποφύγει. Ο πατέρας μου συνελήφθη
67
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 67
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 68
68
μόλις πάτησε στο έδαφος. Το αεροπλάνο, όλο ζημιές, παρακρατήθηκε. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’70 και οι στρατιωτικοί είχαν πιθανολογήσει ότι, επειδή επρόκειτο για περιοχή ασφαλείας, το αεροδρόμιο δεχόταν τρομοκρατική επίθεση. Κι εγώ ο ίδιος συμμετείχα, ως θεατής και θύμα, σε δύο τέτοιες ιστορίες· η λιγότερο σοβαρή ήταν όταν ο πατέρας μου ξέχασε να φτιάξει το μίγμα λαδιού, μια διαδεδομένη πρακτική που έπρεπε να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της πτήσης, ενώ για πάνω από μία ώρα περνούσαμε μέσ’ από καταιγίδα χαλαζιού και αστραπών, ανάμεσα στο Σάο Μιγκέλ του Αραγκουάια και την Γκοϊάνια, και η δεξιά μηχανή πάγωσε. Εκείνος ήταν τόσο στρεσαρισμένος με την όλη κατάσταση που δεν είδε καν τον έλικα να σταματά μετά από λίγο κάνοντας τοκ τοκ τοκ απ’ τη δική μου πλευρά, και χρειάστηκε να τον σκουντήσω εγώ, που δεν κατάφερνα να μιλήσω, και να του δείξω το παράθυρο. Εκείνος, ωχρός, φρόντισε αμέσως να κινήσει τους μοχλούς απ’ την πλευρά του και η μηχανή πήρε μπρος. Είχε κι άλλους μπελάδες. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Θα πρέπει να ήμουν κάπου δέκα χρόνων όταν παρέστην μάρτυρας μιας κρίσης ελονοσίας που έπαθε φτάνοντας κάποια φορά στην Μπάρα ντο Γκάρσας, όπου είχε πάει να πάρει λεφτά απ’ την ΕΑΑ.* Έτρεμε ανεξέλεγκτα. Νόμισα πως θα πέθαινε και θα μ’ άφηνε μονάχο μου σ’ εκείνη την άκρη της γης απ’ όπου δεν ήξερα πώς να βγω. Όχι μόνο δεν πέθανε, αλλά ξεπέρασε και μια άλλη κρίση, που τον έπιασε ενώ πιλοτάριζε μόνος το δικινητήριο πάνω από τη ζούγκλα. Κι εγώ προτιμώ να μη σκέφτομαι τον τρόμο και την απελπισία του. Ο Μπιουλ Κουέιν επίσης είχε συνοδέψει τον πατέρα του σε επαγγελματικά ταξίδια. Όταν ήταν δεκατεσσάρων χρόνων, είχαν πάει σ’ ένα συνέδριο του Ροταριανού Ομίλου στην Ευρώπη. Επισκέφθηκαν την Ολλανδία, τη Γερμανία και τις σκανδιναβικές χώρες. Και από τότε και στο εξής δεν σταμάτησε ποτέ να τα* Επιστασία Ανάπτυξης της Αμαζονίας (Superintendência de Desenvolvimento da Amazônia – Sudam): τοπική αρχή του ομοσπονδιακού κράτους της Βραζιλίας με στόχο την προώθηση της ανάπτυξης της Αμαζονίας με ειδικά οικονομικά και φορολογικά κίνητρα. Καταργήθηκε το 2001, αφού κατηγορήθηκε για διαφθορά και μαζικές καταχρήσεις. (Σ.τ.Μ.)
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 69
* Βραζιλιάνικη μονάδα μέτρησης έκτασης, διαφορετική κατά περιοχή! Στο Ρίο ντε Ζανέιρο αντιστοιχεί σε 48.400 μ2, ενώ στις βόρειες πολιτείες σε 27.225 μ2. (Σ.τ.Μ.)
69
ξιδεύει. Αν όμως για τον Κουέιν, που έβγαινε από τις μεσοδυτικές πολιτείες προς τον πολιτισμό, το εξωτικό συνδεόταν αμέσως με τον παράδεισο, με τη διαφορά και τη δυνατότητα να δραπετεύσει από το δικό του περιβάλλον και τους περιορισμούς που του είχαν επιβληθεί από τη γέννησή του, για μένα τα ταξίδια με τον πατέρα μου μού έδιναν προπάντων ένα όραμα και μια αίσθηση του εξωτικού ως μέρους της κόλασης. Έπρεπε πάντα να τον συνοδεύω στο Μάτο Γκρόσο και στο Γκόιας, γιατί σύμφωνα με το νόμο έπρεπε να περάσουμε μαζί τις διακοπές (οι γονείς μου ήταν χωρισμένοι και είχαν καταλήξει σε δικαστική συμφωνία σε σχέση με την επιμέλεια και την ανατροφή μου) κι εκείνος είχε να επισκεφθεί τα κτήματα. Υπήρχαν δύο: το ένα στη σαβάνα ανάμεσα στον ποταμό ντα Μόρτες και τον ποταμό Κρισταλίνο, στην περιοχή του Αραγκουάια, στο ύψος του Σάο Μιγκέλ, κοντά στο νησί Μπανανάλ, και το άλλο στον Σινγκού, καταμεσής στο παρθένο δάσος. Το πρώτο ταξίδι που έκανα στο δάσος ήταν το 1967, όταν ήμουν έξι χρόνων κι ο πατέρας μου έψαχνε να βρει κτήμα ν’ αγοράσει. Αυτός ήταν ο σκοπός του ταξιδιού. Υπάρχει μια ξεθωριασμένη φωτογραφία όπου εμφανίζομαι στο πλευρό του μπροστά από το Εθνικό Κογκρέσο στην Μπραζίλια, όπου κάναμε στάση πριν συνεχίσουμε για το Αραγκουάια. Ο πατέρας μου φορά ένα τσαλακωμένο κοστούμι για το ταξίδι, κι εγώ, που του φτάνω ως τη μέση, μοιάζω μάλλον με μασκαρεμένο καουμπόι για χορό του Καρναβαλιού, με γιλέκο και καφέ μπότες. Διαπραγματευόταν από το 1966 στην Μπραζίλια την αγορά δύο λατιφούντιων στο σερτάο, με οριστικούς τίτλους από την κυβέρνηση. Ήταν μεγάλο κελεπούρι. Όχι μόνο πλήρωσε πενταροδεκάρες για τη γη, αλλά ξεκίνησε και να παίρνει επιδοτήσεις για το αγροκτηνοτροφικό πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1970. Η πρακτική αυτή εγκαινιάστηκε ως σχέδιο της στρατιωτικής κυβέρνησης, που υπό το πρόσχημα της ανάπτυξης της Αμαζονίας όχι μονάχα επιχορήγησε την αγορά εκατοντάδων χιλιάδων αλκέιρε* με πενταρο-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 70
70
δεκάρες, αλλά και χρηματοδότησε στη συνέχεια πλουσιοπάροχα τα προγράμματα εγκατάστασης των κτηματιών: αρκούσε να ξεχερσώσουν τη ζούγκλα, να φυτέψουν καπίμ και να γεμίσουν τα κτήματα με κοπάδια. Ο πατέρας μου μάλλον είχε τις σωστές επαφές. Σκοπός του ταξιδιού ήταν να βρεθεί η γη. Αρχικά η πρόθεσή του ήταν να επικεντρωθεί στη σαβάνα. Νομίζω ότι αργότερα προέκυψε η ευκαιρία στον Σινγκού, μια όαση που δεν μπορούσε ν’ απορρίψει. Μείναμε στο νησί Μπανανάλ. Την εποχή εκείνη ο πατέρας μου πιλοτάριζε ακόμα ένα μονοκινητήριο. Ταξιδεύαμε οι δυο μας μέχρι το τέλος του κόσμου, κι εγώ αφαιρούμουν ξεφυλλίζοντας ένα εγχειρίδιο πρώτων βοηθειών και επιβίωσης στη ζούγκλα, που πραγματευόταν τα χειρότερα δεινά στην περίπτωση αναγκαστικής προσγείωσης ή πτώσης του αεροπλάνου, όπως την περιγραφή ενός μικροσκοπικού ψαριού, που με τυραννούσε και μόνο που το φανταζόμουν να μπαίνει από τη σχισμή του πέους, να εγκαθίσταται στην ουρήθρα και ν’ ανοίγει τ’ αγκάθια του ή δεν ξέρω κι εγώ τι, ούτως ώστε να μην μπορεί πλέον να μετακινηθεί, όλα αυτά με πλούσια εικονογράφηση. Ο χώρος προσγείωσης στο νησί Μπανανάλ ήταν δίπλα σ’ ένα χωριό των Καραζά, κι όποιον έφτανε εκεί τον υποδέχονταν εκπολιτισμένοι Ινδιάνοι. Το θέαμα ήταν καταθλιπτικό. Την εποχή εκείνη υπήρχε ένα ξενοδοχείο που, σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, είχε κατασκευαστεί από τον Ζουσελίνο Κούμπιτσεκ* ως πρόσχημα για να διευκολύνει τα ραντεβού με τις ερωμένες του. Ο διάδρομος εξυπηρετούσε τους φιλοξενούμενους. Τον Ιούλιο του 1967 το ξενοδοχείο είχε μεταμορφωθεί σε σκηνικό για ένα εξωτικό φωτορομάντζο του περιοδικού Έβδομος Ουρανός. Ήταν ένα σύγχρονο κτήριο, διώροφο, που θύμιζε Μπραζίλια στη μέση του Αραγκουάια. Λένε πως εγκαταλείφθηκε λίγο αργότερα και πως έπιασε φωτιά. Θα πρέπει να είναι ετοιμόρροπο, αν υπάρχει ακόμα. Όταν φτάσαμε, μερικοί από τους ηθοποιούς του φωτορομάντζου είχαν καθίσει στο μπαρ δίπλα στη ρεσεψιόν. Κι ανάμεσά τους βρι* Juscelino Kubitschek (1902-1976): πρόεδρος της δημοκρατίας την περίοδο 1956-1961. Επί των ημερών του χτίστηκε η Μπραζίλια, σημερινή πρωτεύουσα της Βραζιλίας. (Σ.τ.Μ.)
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 71
** Είδος μαχαιριού, όπλο των Ινδιάνων. (Σ.τ.Μ.) ** Τα φτερά που φορούν στο κεφάλι οι Ινδιάνοι. (Σ.τ.Μ.)
71
σκόταν ο αρχηγός Καραζά. Προσπαθούσε να πείσει τον μπάρμαν να του βάλει άλλο ένα ποτήρι ουίσκι. Ο μπάρμαν αρνιόταν και κορόιδευε τον αρχηγό. Οι ηθοποιοί του φωτορομάντζου γελούσαν. Ο πατέρας μου μού έκανε τη χάρη να με αναγγείλει ως δισέγγονο του Στρατάρχη Ροντόν από την πλευρά της μητέρας μου. Μία πληροφορία που από τότε και στο εξής θα τη χρησιμοποιούσε κάθε φορά που του φαινόταν αναγκαίο, σαν καρτ βιζίτ, όσες φορές μ’ έπαιρνε μαζί του στη ζούγκλα. Η αποκάλυψη αυτή είχε μια επίδραση αυτόματη σχεδόν, και προτού καλά καλά προλάβω να καταλάβω τι συνέβαινε, ο μεθυσμένος αρχηγός είχε ήδη πάει στο χωριό, παίρνοντας από τον γιο του διάφορα δώρα που του είχε δώσει (θυμάμαι προπαντός ένα τακάπε* κι ένα κοκάρ**) και τώρα επέμενε, παρά την εναντίωση του ξενοδόχου στην είσοδο, να ανέβει στο δωμάτιό μας και να μου τα προσφέρει για καλωσόρισμα. Σε μία από τις επιστολές προς τη Μάργκαρετ Μιντ που δεν έστειλε ποτέ, και η οποία γράφτηκε στις 4 Ιουλίου 1939, ο Κουέιν έλεγε τα ακόλουθα: «Η επίσημη μεταχείριση οδήγησε τους Ινδιάνους σε πτώχευση. Υπάρχει μια πολύ διαδεδομένη πίστη (ανάμεσα στους λίγους που ενδιαφέρονται για τους Ινδιάνους) ότι ο τρόπος να τους βοηθήσουμε είναι να τους γεμίσουμε με δώρα και να τους “ανυψώσουμε στον δικό μας πολιτισμό”. Όλα αυτά μπορούν να αποδοθούν στον Ογκίστ Κοντ, που είχε τεράστια επίδραση στην ντόπια ανώτατη εκπαίδευση και που, μέσω του εκπληκτικού του Βραζιλιάνου μαθητή, του γέρου πια στρατηγού Ροντόν, διέφθειρε την Υπηρεσία Προστασίας των Ινδιάνων. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να βρω τη λογική σύνδεση, ξέρω όμως ότι υπάρχει». Ο πατέρας μου έβαλε αμέσως στο μάτι μια ηθοποιό του φωτορομάντζου, που το επόμενο καλοκαίρι θα ξανασυναντούσα στην Πετρόπολη, ένα Σαββατοκύριακο που ήρθε εκείνος να με επισκεφθεί, μαζί μ’ εκείνη και τα δυο παιδιά της (ο πατέρας τους και πρώην σύζυγος της ηθοποιού είχε επίσης θερινή κατοικία
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 72
72
στην πόλη), και μου αγόρασε έναν δυνατό πλαστικό Απάτσι για να μετριάσει την απογοήτευση που μου προκάλεσε η νέα αυτή συνάντηση. Στο νησί Μπανανάλ, και ενώ η ηθοποιός φωτογραφιζόταν για το περιοδικό, ο πατέρας μου κι εγώ, με το καπέλο μου του Τζιμ της Ζούγκλας και μια ακεφιά απολύτως κατανοητή για ένα εξάχρονο παιδί υποχρεωμένο να περνά μέρες τριγυρίζοντας στη ζούγκλα με τζιπ και φτερά κάτω από τον καυτό ήλιο, βγαίναμε ν’ αναζητήσουμε τη γη που εκείνος σκόπευε ν’ αγοράσει. Ήταν ένα απόγευμα που, γυρνώντας στο νησί Μπανανάλ, όλη η ομάδα του φωτορομάντζου μάς περίμενε για να διασχίσουμε το ποτάμι μέχρι μια παραδεισένια παραλία με λευκή άμμο, όπου όποιος είχε μελανιές (ή φορούσε κόκκινο μαγιό – έτσι ήταν η παράδοση) απαγορευόταν να κολυμπήσει για να μην προσελκύσει πιράνχας. Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν κοπάδια μικροσκοπικών ψαριών που δάγκωναν τα πόδια των λουόμενων, και σ’ εμένα οι ενήλικες έλεγαν πως ήταν τα παιδιά των πιράνχας, πιθανότατα για να με τρομάξουν. Όταν δεν ήμουν μαζί με τον πατέρα μου, έπαιζα με τον γιο του ξενοδόχου, που πρέπει να ήταν λίγο μεγαλύτερος από μένα. Σε κάποια περίσταση είχε οργανωθεί από τους αδερφούς Βίλας Μπόας* στο σταθμό Λεονάρντο του Εθνικού Πάρκου του Σινγκού μια εκδήλωση συναδέλφωσης μεταξύ εχθρικών φυλών που βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση εδώ και χρόνια. Οι Βίλας Μπόας προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους Ινδιάνους Τσικάο στο Πάρκο, προς μεγάλο φόβο των Γαουρά και Γιαγαλαπίτι, που βρίσκονταν εκεί από χρόνια. Όλοι περίμεναν ένα γεγονός χωρίς προηγούμενο, μια τελετουργία που θα εξελισσόταν σε εξωτικό θέαμα για το κοινό των λευκών. Ομάδες ντόπιων και ξένων δημοσιογράφων και φωτογράφων αναμένονταν στο σταθμό Λεονάρντο, καθώς και στρατιωτικές αρχές και άλλοι ακόμα προσκεκλημένοι, που θα μεταφέρονταν όλοι με ένα DC-3 της βραζιλιάνικης πολεμικής αερο* Οι αδερφοί Orlando (1914-2002), Cláudio (1916-1998) και Leonardo VilasBoas (1918-1961) συμμετείχαν σε αποστολές χαρτογράφησης απάτητων ως τότε εδαφών της βραζιλιάνικης ενδοχώρας και πρωτοστάτησαν στη δημιουργία του Εθνικού Πάρκου Σινγκού. (Σ.τ.Μ.)
πορίας. Δεν ξέρω τίνος ιδέα ήταν. Πήγαμε κι εμείς απρόσκλητοι. Ή ίσως να ήταν προσκεκλημένος ο ξενοδόχος. Φύγαμε από το νησί Μπανανάλ πολύ νωρίς το πρωί με το μονοκινητήριο του πατέρα μου και ακολουθήσαμε την πορεία προς τον Σινγκού, πετώντας πάνω από το δάσος και την οροσειρά του Ρονκαντόρ. Ο ξενοδόχος καθόταν μπροστά, στη θέση δίπλα στον πιλότο· εγώ κι ο γιος του καθόμασταν στο πίσω κάθισμα. Πετώντας πάνω από το σταθμό Λεονάρντο, είδαμε Ινδιάνους που μας έδειχναν και έτρεχαν προς το διάδρομο. Το αεροπλάνο της πολεμικής αεροπορίας ήταν εκεί. Όταν προσγειωθήκαμε, το μονοκινητήριο βρέθηκε περικυκλωμένο από Ινδιάνους, στην πλειοψηφία τους παιδιά, που, βλέποντας ένα αγόρι στην ηλικία τους, άρχισαν αμέσως να μ’ αγγίζουν και να μου τραβάνε τα ρούχα, παίρνοντας θάρρος από τον δικό μου τρόμο. Όσο κι αν φώναζα κι αν καλούσα τον πατέρα μου, εκείνος δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, γιατί ήταν κι αυτός ακινητοποιημένος, περικυκλωμένος από Ινδιάνους, και κατά βάθος το έβρισκε πολύ διασκεδαστικό που μ’ έπαιρναν μακριά του – το πιθανότερο ήταν ότι είχε μπουχτίσει μ’ εμένα και την ακεφιά μου. Οι μικροί Ινδιάνοι με φορτώθηκαν. Ήταν σαν να βρισκόμουν στη μέση μιας αλυσίδας. Δεν είχε νόημα ν’ αντισταθώ. Απ’ όσο μπόρεσα να καταλάβω, ήθελαν να με δουν γυμνό, να με φέρουν στην ίδια κατάσταση μ’ εκείνους. Μας υποδέχτηκε ένας από τους αδερφούς Βίλας Μπόας, δεν ξέρω αν ήταν ο Ορλάντο ή ο Κλάουντιο, που ζήτησε από τον πατέρα μου να κοιμηθεί μαζί μου στο αεροπλάνο. Δεν είχαν πλέον πού να στεγάσουν τους επισκέπτες και φοβούνταν την απρόβλεπτη αντίδραση των Τσικάο, που έρχονταν απ’ έξω για τη συνάντηση. Παρότι ήταν κοντούληδες και αδυνατούτσικοι, οι ρωμαλέοι Ινδιάνοι της περιοχής τούς έτρεμαν. Θεωρούνταν αναξιόπιστοι. Επιτίθενταν στα χωριά τη νύχτα κι έκλεβαν τις γυναίκες των μεγαλόσωμων. Τη γυναίκα ενός από τους αρχηγούς των Τσικάο την είχε κλέψει όταν ήταν κορίτσι ακόμα μια φυλή των Γαουρά. Επέστρεφε μετά από χρόνια απουσίας, παντρεμένη. Ήταν πιθανό να υπάρξει αναμέτρηση αν η οικογένεια αποφάσιζε να την πάρει πίσω. Αρκούσε και μόνο η είδηση ότι πλησιάζουν οι Τσικάο για να σκορπίσουν τρομοκρατημένοι οι μεγαλόσωμοι Γιαγαλα-
73
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 73
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 74
74
πίτι και Γαουρά, βαμμένοι με ουρούκουμ* και με τα μαλλιά κομμένα σε σχήμα κουία. Η σκηνή ήταν κωμικοτραγική. Οι ραχιτικοί Ινδιάνοι έρχονταν οπλισμένοι από το δάσος, έβγαιναν από το δάσος, κι οι μεγαλόσωμοι έτρεχαν να φύγουν ή αρπάζονταν ο ένας απ’ τον άλλο και κρύβονταν πίσω από τους λευκούς. Εκείνη τη νύχτα εγώ κι ο πατέρας μου κοιμηθήκαμε για ασφάλεια στο μονοκινητήριο, και το επόμενο πρωί ξύπνησα βρεγμένος στο πίσω κάθισμα του αεροπλάνου. Τρομοκρατημένος με την ιδέα των αναξιόπιστων Ινδιάνων κι από ένα λύγκα που υποτίθεται ότι περιτριγύριζε το χωριό, δεν είχα το κουράγιο να σηκωθώ μες στη νύχτα. Δεν θυμάμαι αν προσπάθησα να ξυπνήσω τον πατέρα μου. Όταν φύγαμε την επόμενη μέρα, εκείνος είχε μείνει με τα σώβρακα και το ρολόι του. Οι Ινδιάνοι είχαν πάρει τα υπόλοιπα. Εγώ δεν έδωσα τίποτα δικό μου. Είχα βαρεθεί πια μ’ αυτούς τους ανθρώπους, δεν ήθελα να δώσω δώρο σε κανέναν, αν και έφυγα με τα χέρια γεμάτα, αφού έλαβα τα απαραίτητα τακάπε, τόξα, βέλη και κοκάρ ως φόρο τιμής στον προπάππο μου, άλλη μια φορά χάρη στην παρέμβαση του πατέρα μου. Ως αποχαιρετιστήρια χειρονομία εκείνος αποφάσισε την τελευταία στιγμή να κάνει μια χαμηλή πτήση πάνω από το σταθμό. Ασυναίσθητος εγώ, ως παιδί, ούτε καν φοβήθηκα. Ήταν σαν να είχα ανέβει στο τρένο του ιλίγγου στο λούνα παρκ. Ζητούσα κι άλλο, προς μεγάλη φρίκη και ζόρι των άλλων επιβατών, του ξενοδόχου και του γιου του. Θυμάμαι μόνο ένα τσούρμο Ινδιάνους να τρέχουν προς κάθε κατεύθυνση πανικόβλητοι, και το κρύο στην κοιλιά μου όταν κατεβαίναμε με τη μύτη με κατεύθυνση το κέντρο του σταθμού. Φαντάζομαι τον ελεγχόμενο τρόμο του ξενοδόχου και τον εκνευρισμό των αδερφών Βίλας Μπόας, στη γη, που ήταν υποχρεωμένοι να υπομένουν όλα τα αστεία και τις ανοησίες των προσκεκλημένων. Η συναίσθηση του κινδύνου ήρθε πέντε χρόνια αργότερα. Ήμουν τότε έντεκα χρόνων. Ο πατέρας μου είχε ήδη το Τσέσνα 310, το δικινητήριο. Ήταν πια ιδιοκτήτης ενός κτήματος εξήντα χιλιάδων αλκέιρε στη σαβάνα, στα νότια του νησιού Μπανανάλ, * Χρωστική ουσία φυτού, παρόμοια με το σαφράν. (Σ.τ.Μ.)
στον ποταμό Μόρτες, το οποίο ονόμασε Τρακαζά, και της Σάντα Σεσίλια, με έκταση πάνω από είκοσι χιλιάδες αλκέιρε, μέσα στο παρθένο δάσος, περίπου σαράντα χιλιόμετρα από τον ποταμό Σινγκού, στο δήμο Σάο Ζοζέ. Ο Σικίνιο ντας Βιτοριόζας δεν είχε πεθάνει ακόμα. Ο πατέρας μου προσπαθούσε ν’ ανοίξει δρόμο από το Βιτοριόζας μέχρι τη Σάντα Σεσίλια. Είχαμε κινήσει με φορτηγό για να ελέγξουμε τα έργα, έχοντας μαζί έναν μηχανικό από την Γκοϊάνια που θα προσπαθούσε να επιδιορθώσει ένα τρακτέρ. Προχωρούσαμε πάνω στην καρότσα ενός φορτηγού που γλιστρούσε μέσα στο βούρκο μιας θάλασσας από λάσπη που μόνο από καλή θέληση αποκαλούσαν δρόμο και που ανεβοκατέβαινε σε τεράστια κύματα μέσα στο δάσος. Ο δρόμος τελείωνε σ’ ένα ξέφωτο μπροστά σ’ έναν τοίχο παρθένας ζούγκλας. Καθώς πλησιάζαμε, μας είχαν συμβουλέψει να κλείσουμε το γιακά και τα μανίκια του πουκαμίσου και να χώσουμε τα μπαντζάκια στις μπότες μας. Ο ξεριζωμός είχε φέρει τη ζούγκλα σε πυρετώδη δραστηριότητα. Ζώα και πουλιά φώναζαν παντού, κι υπήρχαν σμήνη από μαύρες μέλισσες που σκέπαζαν τα χέρια των ανθρώπων. Ο πατέρας μου μού είπε να μην κουνηθώ, να προσπαθήσω να μην ασχολούμαι μαζί τους και να σκύψω για να μην μπουν κάτω απ’ το πουκάμισο ή το παντελόνι. Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω από κει. Τι κάναμε στη μέση της κόλασης, για μια άδοξη δουλειά που μετά από λίγα χρόνια θα εξαφανιζόταν; Οι φωνές στο δάσος ήταν τρομακτικές. Περιμέναμε τον μηχανικό να βάλει ένα χεράκι με το τρακτέρ και να επιστρέψουμε στο Βιτοριόζας, με σκοπό να συνεχίσουμε με αεροπλάνο για τη Σάντα Σεσίλια. Εκείνη την εποχή το κτήμα ήταν ένα μικρό ξέφωτο περικυκλωμένο από ζούγκλα, με λίγες καλύβες κι ένα διάδρομο προσγείωσης με πολύ ασταθές έδαφος. Περάσαμε τη νύχτα σε μια καλύβα που δεν ήταν πάνω από τρία τετραγωνικά μέτρα, φτιαγμένη από λεπτούς κορμούς δέντρων καρφωμένους στο πατημένο χώμα, που στήριζαν μια στέγη από ξερά φύλλα χαμηλότερη από δύο μέτρα. Υπήρχαν δύο κρεβάτια – στην πραγματικότητα, δύο σκελετοί από κλαδιά δέντρων που στηρίζονταν πάνω σε τέσσερις διχάλες καρφωμένες στο χώμα. Ανάμεσα στους λεπτούς κορμούς που σχημάτιζαν τους τοίχους
75
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 75
76
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 76
μπορούσαν να περάσουν φίδια, σαρανταποδαρούσες και σκορπιοί. Τη νύχτα έκανε το κρύο της αρκούδας. Ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να φύγουμε νωρίς το επόμενο πρωί. Ξυπνήσαμε πριν την ανατολή, ήπιαμε καφέ και φορτώσαμε τις αποσκευές και ανεβήκαμε. Είχε χαράξει πια όταν ο πατέρας μου πήγε να βάλει μπροστά τους κινητήρες, αλλά ο ήλιος δεν είχε ακόμα προβάλει πίσω από το φράγμα των δέντρων. Το παρμπρίζ ήταν θαμπό και καλυμμένο από ομίχλη. Πάνω στην απροσεξία του, ο πατέρας μου νόμισε πως θα αρκούσε να κινηθεί το αεροπλάνο στην πίστα για να ξεθαμπώσει το τζάμι. Δεν έγινε όμως έτσι. Ο μηχανικός καθόταν δίπλα στο κάθισμα του πιλότου κι εγώ στο πίσω κάθισμα, αφηρημένος, διαβάζοντας κόμικς. Το αεροπλάνο έτρεξε στον χωμάτινο διάδρομο και ξαφνικά άρχισε να τραντάζεται περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως. Ο πατέρας μου γκάζωσε. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβα τίποτα. Το πρόγραμμα ήταν να πάμε μέχρι το Τρακαζά κι από κει μέχρι την Γκοϊάνια, όπου θ’ αφήναμε τον μηχανικό και θα επιστρέφαμε στο Σάο Πάολο. Ο πατέρας μου ενημέρωσε τότε πως, αντίθετα με τα σχέδια, θα κατεβαίναμε στο Σουιά Μίσου, ένα τεράστιο κτήμα, έναν κόσμο ολόκληρο, την εποχή εκείνη υπό τον μετοχικό έλεγχο του Βατικανού, απ’ ό,τι έλεγαν, στα μισά ανάμεσα στον Σινγκού και τον ποταμό Μόρτες. Ρώτησα τον πατέρα μου τι ήταν εκείνος ο θόρυβος και γιατί έτριζε πίσω η ουρά του αεροπλάνου. Μου είπε πως μάλλον θα είχε χτυπήσει πουλί και να πάψω. Δεν μιλήσαμε ξανά σ’ όλο το ταξίδι. Μόνο όταν πλησιάζαμε πια στο Σουιά Μίσου, όταν ο διάδρομος, ο καλύτερος ίσως της περιοχής, εμφανίστηκε στο βάθος, τότε ο πατέρας μου γύρισε προς τον μηχανικό και προς εμένα και μας ανακοίνωσε ότι θα έσβηνε τις μηχανές για να μείνουν τα καύσιμα στα ντεπόζιτα στην άκρη των φτερών. Μας ζήτησε να μην ανησυχούμε. Συνέστησε στον μηχανικό ν’ ανοίξει την πόρτα προτού το αεροπλάνο ακουμπήσει στο έδαφος και είπε πως, μόλις θ’ ακουμπούσαμε στο έδαφος, εμείς οι δύο έπρεπε να πεταχτούμε έξω, γιατί το αεροπλάνο μπορούσε και να εκραγεί. Άφησα τα κόμικς και γούρλωσα τα μάτια. Ακόμα δεν ήξερα τι είχε συμβεί. Φεύγοντας από τη Σάντα Σεσίλια, ενώ προσπαθούσε ν’ απογειωθεί, ο πατέρας μου είχε κάνει μια ατζαμοσύνη. Περίμενε
ότι το παρμπρίζ θα ξεθάμπωνε και δεν αντιλήφθηκε ότι είχε βγει από το διάδρομο και είχε μπει στο δάσος. Τότε ήταν που γκάζωσε. Είχε ήδη βλάβη στο σύστημα προσγείωσης και βρισκόταν μέσα στα δέντρα. Τα καλώδια απ’ τις κεραίες είχαν κοπεί από τις φυλλωσιές των δέντρων. Ο θόρυβος στην ουρά του αεροπλάνου ήταν τα καλώδια που χτυπούσαν από τον αέρα. Λίγο ακόμα και θα είχαμε συντριβεί μέσα στο δάσος. Τώρα το δικινητήριο κατέβαινε αιωρούμενο, με τις μηχανές σβηστές και σηκωμένη μύτη. Δεν θυμάμαι αν τελικά ο μηχανικός άνοιξε στον αέρα την πόρτα πάνω στο φτερό. Εγώ είχα πανικοβληθεί. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε με την κοιλιά, μιας και το σύστημα προσγείωσης ήταν ακυβέρνητο. Το αριστερό φτερό ξεριζώθηκε από το χτύπημα και καταλήξαμε να βρούμε με τη μύτη σ’ ένα χωμάτινο εμπόδιο στα αριστερά του διαδρόμου. Κανείς δεν χτύπησε. Κανείς δεν τραυματίστηκε. Ο μηχανικός κατέβηκε. Κατέβηκα κι εγώ με τα πόδια λυμένα. Όταν πια βρέθηκα στο έδαφος, τότε άρχισα να κλαίω και να φωνάζω, σε μια κρίση υστερίας, ζητώντας από τον πατέρα μου να βγει από το αεροπλάνο. Το πιο απίστευτο απ’ όλα είναι ότι, στη θύμησή μου, εκείνος κατέβηκε χαμογελώντας. Έφτασαν αμέσως τα αυτοκίνητα του επιστάτη του κτήματος και, αφού διαπίστωσε πως δεν είχε τραυματιστεί κανείς, μας προσκάλεσε για φαγητό, μου έδωσε ένα ηρεμιστικό και πρόσταξε έναν υπάλληλό του να μας πάει μέχρι τον πλησιέστερο οικισμό, όπου μπορούσαμε να πάρουμε ένα εναέριο ταξί. Κάναμε τέσσερις ώρες, αν όχι περισσότερο, σε χωματόδρομο, και το μοναδικό διαθέσιμο αεροπλάνο στον μικρό διάδρομο προσγείωσης ήταν ένα προφητικό Μπονάντσα, με ουρά σε σχήμα V, περίφημο για την αστάθειά του. Δεν έχω ξεράσει άλλη φορά όπως σ’ εκείνο το ταξίδι μέχρι την Γκοϊάνια, όπου κοιμήθηκα είκοσι τέσσερις ώρες χωρίς διακοπή, εν μέρει χάρη στη δράση του ηρεμιστικού. Όταν ξύπνησα, ο πατέρας μου είπε πως λίγο ακόμα και θα φώναζε τον γιατρό. Νόμιζε πως πέθαινα. Την ημέρα που ξύπνησα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μιλούσαν για την τραγωδία ενός αεροπλάνου της Βάριγκ που είχε πάρει μυστηριωδώς φωτιά κατά την προσγείωση στο Ορλί, σκοτώνοντας τα περισσότερα μέλη του πληρώματος και όλους τους επιβάτες, με
77
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 77
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 78
78
μία εξαίρεση. Η εφημερίδα είχε τις φωτογραφίες των διάσημων νεκρών. Και κατά κάποιον τρόπο συνέδεσα τη μεγάλη τραγωδία με το μικρό μας ατύχημα, σαν να υπήρχε μια ακατανόητη διασύνδεση μεταξύ των δύο. Ο Σινγκού, όπως και να ’χει, έμεινε χαραγμένος στη μνήμη μου ως εικόνα της κόλασης. Δεν καταλάβαινα τι τους ήρθε των Ινδιάνων να πάνε να εγκατασταθούν εκεί – μου φαινόταν απίστευτη βλακεία, αν όχι μαζοχισμός, ίσως μάλιστα μια μορφή αυτοκτονίας. Δεν είχα σκεφτεί ξανά το θέμα μέχρι που ο ανθρωπολόγος που με οδήγησε τελικά στους Κραχό τον Αύγουστο του 2001 μου το ξεκαθάρισε: «Δες τον Σινγκού. Γιατί βρίσκονται εκεί οι Ινδιάνοι; Γιατί εξωθήθηκαν, στριμώχτηκαν, γιατί το έβαλαν στα πόδια μέχρι να εγκατασταθούν στον πιο αφιλόξενο και απροσπέλαστο τόπο, τον πιο τρομερό για την επιβίωσή τους, και ταυτόχρονα το μοναδικό και έσχατο μέσο τους. Ο Σινγκού είναι ό,τι τους απέμεινε».
Άρχισα να ψάχνω πληροφορίες για τους Κραχό λίγο αφότου διάβασα για πρώτη φορά για την αυτοκτονία του Κουέιν στο άρθρο της εφημερίδας. Τα ξημερώματα της Κυριακής 25 Αυγούστου 1940, ένα χρόνο μετά την αυτοκτονία του εθνολόγου, το χωριό όπου είχε περάσει τους τελευταίους μήνες του δέχτηκε την επίθεση έντεκα αντρών οπλισμένων με τουφέκια, υπό τις διαταγές δύο κτηματιών, των Ζοζέ Σαντιάγκο και Ζοάο Γκόμες, από το δήμο Πέντρο Αφόνσο, που την εποχή εκείνη ανήκε στην πολιτεία Γκόιας, οι οποίοι ενορχήστρωσαν την ενέδρα με διεστραμμένες και προδοτικές λεπτομέρειες, ως εκδίκηση, για να δώσουν ένα μάθημα στους Ινδιάνους που τους έκλεβαν τα κοπάδια. Στην τελική αποτίμηση του μακελειού, που είχε επίσης στόχο άλλο ένα χωριό, σκοτώθηκαν είκοσι έξι Ινδιάνοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά. Προτού επιτεθούν, οι μεγαλοκτηματίες πρόσφεραν ένα βόδι στο χωριό Καμπεσέιρα Γκρόσα, προβλέποντας ότι οι Ινδιάνοι θα συγκεντρώνονταν για να μοιράσουν το κρέας. Ήταν παγίδα. Επιτέθηκαν το ξημέρωμα, όταν άντρες, γυναίκες και παιδιά έτρωγαν αμέριμνοι. Αιφνιδιασμένοι, οι Ινδιάνοι αποπειράθηκαν να διαφύγουν στο δάσος. Μερικοί εξαφανίστηκαν για μέρες.
Αυτή ήταν και η περίπτωση του γερο-Βισέντε, που ήταν τότε ακόμα παιδί και κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας. Όταν επισκέφθηκα τους Κραχό τον Αύγουστο του 2001, μου διηγήθηκε τη δική του εκδοχή της ιστορίας (δεν είχε γνωρίσει τον Κουέιν, γιατί δούλευε για τους λευκούς, στο Παρά, όλους τους μήνες που πέρασε ο Αμερικανός στο χωριό). Γυναίκες σφαγιάστηκαν με τα παιδιά τους ακόμα στο στήθος. Όταν δέχτηκαν την επίθεση, ο αρχηγός Λουίς Μπαλμπίνο ζήτησε έστω και τότε να μιλήσει με τους μεγαλοκτηματίες, αλλά δολοφονήθηκε από τους δράστες της επίθεσης, που λεηλάτησαν το χωριό, παίρνοντας μαζί και τα αντικείμενα που είχε δώσει ο Κουέιν. Όταν το Νέο Κράτος πιέστηκε, οι μεγαλοκτηματίες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν, αν η ποινή τους ήταν μόνο κάποιοι περιοριστικοί όροι στην ελευθερία τους. Το επεισόδιο αυτό οδήγησε τελικά στην οριοθέτηση των εδαφών των Κραχό και τη δημιουργία του σταθμού Ιθαγενών Μανοέλ ντα Νόμπρεγκα από την Υπηρεσία Προστασίας των Ινδιάνων. Ο αντίκτυπος του τραύματος απ’ το μακελειό ήταν τεράστιος και μπορούμε να τον ανιχνεύσουμε ακόμα και στο μεσσιανικό κίνημα που αναπτύχθηκε στους Κραχό γύρω στο 1952, σε άλλο χωριό. Ένα μέντιουμ, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις υπό την επήρεια χασίς, προφήτεψε την εξαφάνιση των λευκών και τη μεταμόρφωση των Ινδιάνων σε πολιτισμένους, γεγονότα τα οποία αναγγέλθηκαν μέσω υπερφυσικών εμπειριών από το θεό των βροχών. Το κίνημα έχασε την αξιοπιστία του όταν οι προφητείες δεν πραγματοποιήθηκαν. Στην αναζήτηση πληροφοριών σχετικά με τους Κραχό συνάντησα ένα ζευγάρι ανθρωπολόγους που, αφού τους μελέτησαν και έζησαν μαζί τους για περισσότερα από δύο χρόνια, αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν ανεξάρτητο οργανισμό βοήθειας προς τους Ινδιάνους, με εγχώρια και διεθνή κονδύλια. Κανονίσαμε μια συνάντηση σε ένα παράρτημα της οργάνωσης στο Σάο Πάολο. Εγώ τους διηγήθηκα τι έψαχνα και, προς μεγάλη μου έκπληξη, μου είπαν πως γνώρισαν, ηλικιωμένο πια, έναν από τους δύο Ινδιάνους που είχαν συνοδέψει τον Μπιουλ Κουέιν τη νύχτα της αυτοκτονίας του. Τον καιρό που έμεναν στους Κραχό τούς είχε προσεγγίσει
79
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 79
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 80
80
πάνω από μία φορά ο γέροντας Ζοάο Κανούτο Ροπκά, για να τους ρωτήσει αν είχαν ακουστά τον δρ. Κουέιν Μπουέλε, τον Αμερικανό εθνολόγο στο θάνατο του οποίου υπήρξε μάρτυρας. Άργησαν να καταγράψουν το όνομα. Άκουγαν τις ιστορίες του γέρου χωρίς να του δίνουν μεγάλη σημασία, πράγμα που τον εκνεύριζε, ενώ τον εξέπληττε η άγνοια των λευκών σχετικά με ένα από τα πιο θαυμαστά και τραυματικά γεγονότα της ζωής του. Για τον γέρο, ήταν απίστευτο που οι λευκοί δεν ήξεραν ποιος ήταν ο δρ. Κουέιν Μπουέλε, μου είπε το ζευγάρι των ανθρωπολόγων όταν συναντηθήκαμε, σε μια αίθουσα γεμάτη με στοίβες από χαρτιά, αρχεία και χάρτες σκόρπιους στους τοίχους με σημειωμένα τα εδάφη των ιθαγενών. Σ’ εκείνη τη φάση βρισκόμουν σε απόλυτη παραφορά, δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτε άλλο, κι όπως όλοι όσους είχα αναζητήσει ως τότε, ούτε κι αυτοί θέλησαν να μάθουν το γιατί. Κανείς δεν με ρωτούσε το λόγο. Εγώ έλεγα πως ήθελα να γράψω ένα μυθιστόρημα. Μπροστά στον ενθουσιασμό μου, που σε άλλους ίσως φαινόταν αρρωστημένος και ανεξήγητος, νομίζω πως αυτοί οι δύο στην αρχή είχαν φανεί κάπως επιφυλακτικοί. Ήθελα να επισκεφθώ τους Κραχό και, αν ήταν δυνατόν, το σημείο της αυτοκτονίας. Εκείνοι άκουσαν την ιστορία μου σιωπηλά, ανταλλάσσοντας πότε πότε βλέμματα που θα μπορούσαν να είναι καχυποψίας ή απλώς συνενοχής. Είναι πιθανό αρχικά να ήθελαν να βεβαιωθούν για τις προθέσεις μου σε σχέση με τους Ινδιάνους. Ο ανθρωπολόγος μού είπε πως, συμπτωματικά, είχε κανονίσει ταξίδι προς την Καρολίνα. Οργάνωνε μια συνάντηση μεταξύ αντιπροσώπων διαφόρων ομάδων Τιμπίρα* εκείνης της περιοχής – όχι μόνο από τους Κραχό, αλλά και από τους Κανέλα και τους Γκαβιάο. Μου είπε πως, αν ήθελα, μπορούσα να πάω μαζί του. Είχε υποσχεθεί στους Κραχό ότι θα έφερνε τον μεγαλύτερο γιο του στο χωριό όταν θα τελείωνε η συνάθροιση στην Καρολίνα. Ο νεαρός, είκοσι και κάτι, είχε συνέλθει από μια εγχείρηση για να λυθεί κάποιο εκ γενετής καρδιακό πρόβλημα.
* Σύνολο ιθαγενών λαών που μιλούν την ομώνυμη γλώσσα. (Σ.τ.Μ.)
Μετά από πολλές αναβολές στη διάρκεια των παιδικών του χρόνων και της εφηβείας του, αποφάσισαν να γίνει η εγχείρηση. Η επέμβαση, που δεν ήταν απλή και ενείχε κινδύνους, ήταν επιτυχής, και οι Ινδιάνοι, ως ευχαριστία, ήθελαν να γιορτάσουν την αναγέννηση του νεαρού, που τον γνώριζαν από παιδί. Από μια περίεργη σύμπτωση, μιας και η συνέλευση των Τιμπίρα κατέληξε τελικά να οριστεί για την 31η Ιουλίου και την 1η Αυγούστου, το ταξίδι μας στο χωριό έπρεπε να περιμένει μέχρι τις 2 Αυγούστου, την ημέρα ακριβώς που είχε αυτοκτονήσει ο Μπιουλ Κουέιν εξήντα δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ προσπαθούσε να κάνει την αντίστροφη διαδρομή. Ο ανθρωπολόγος και ο γιος του βρίσκονταν ήδη κάποιες μέρες στην Καρολίνα όταν έφτασα, μετά από πτήση με ενδιάμεσους σταθμούς σε Μπραζίλια, Πάλμας και Αραγκουαΐνα, όπου με περίμενε ένας ταξιτζής που δεν σταμάτησε να μιλά ούτε για ένα δευτερόλεπτο σε όλη τη διάρκεια μιας διαδρομής μεγαλύτερης από διακόσια χιλιόμετρα, σ’ ένα δρόμο σχεδόν ασφαλτοστρωμένο, που έκοβε τη σαβάνα στα δύο σε υψίπεδα, κάτω από τον ανελέητο ήλιο στις δύο το μεσημέρι. Η Καρολίνα είναι ένας τόπος νεκρός, όπως είπε ο Κουέιν όταν αποβιβάστηκε εκεί για πρώτη φορά, έχει όμως τη χάρη του, ακόμα περισσότερο σήμερα, ως αποτέλεσμα μιας ήρεμης παρακμής και εγκατάλειψης, σαν να ’χουν όλα σταματήσει και διατηρηθεί στο χρόνο. Ο δρόμος που έρχεται από την Αραγκουαΐνα βγάζει μπροστά στην πόλη, απέναντι από τον Τοκαντίνς, που στην κυριολεξία δεν είναι παρά ένας οικισμός, τίποτα παραπάνω από λίγους δρόμους, στον οποίο όμως έδωσαν το ασυνήθιστο και αναληθοφανές όνομα Φιλαδέλφεια. Καθώς το ποτάμι, ορμητικό ακόμα και την ξηρή εποχή, ανοιγόταν μπροστά μας, καθώς κατεβαίναμε για να πάρουμε τη σχεδία, και μπόρεσα να δω το μικρό λιμάνι στην απέναντι όχθη και το ναυπηγείο Πίπες, είχα την περίεργη αίσθηση ότι το αναγνώριζα, σαν να είχα ξαναδεί αυτό το τοπίο. Ήταν ακριβώς το ίδιο σκηνικό στο βάθος που είχα δει στη φωτογραφία από την άφιξη του Κουέιν στην πόλη, η οποία είχε δημοσιευτεί στην πρώτη σελίδα της Σφαίρας της 18ης Αυγούστου 1939, σε άρθρο που γνωστοποιούσε με κάποια καθυστέρηση το θάνατο του εθνολόγου: «Συναρπαστικές 6 – Εννέα νύχτες
81
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 81
82
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 82
στιγμές του αυτόχειρα επιστήμονα στη ζούγκλα της Βραζιλίας». Όταν ανεβαίνει κανείς απ’ το λιμάνι, πρέπει να περάσει από τη λεωφόρο Ζετούλιο Βάργκας, μια αλέα με δέντρα μάνγκο που καταλήγει στην κεντρική εκκλησία. Το πανδοχείο όπου βρήκα κατάλυμα απέχει μόνο λίγα μέτρα από το παλιό ισόγειο σπίτι του Μανοέλ Πέρνα, παραμορφωμένο σήμερα από τα πλακάκια και τα αλουμινένια κουφώματα. Το απόγευμα οι καψωμένοι ένοικοι βάζουν τις καρέκλες στο πλακόστρωτο μπροστά στα σπίτια και κάθονται και κουβεντιάζουν μέχρι αργά τη νύχτα. Στο σπίτι του Μανοέλ Πέρνα βρήκε ο Μπιουλ Κουέιν έναν προσεκτικό συνομιλητή τις νύχτες που πέρασε στην Καρολίνα όταν αποβιβάστηκε τον Μάρτιο, και μετά στο πέρασμά του από την πόλη στα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου, όταν ήρθε να πάρει επιστολές, χρήματα και εφόδια και να γιορτάσει τα γενέθλιά του. Εκεί κατευθύνθηκε η επιτροπή Ινδιάνων δύο μήνες αργότερα για να ανακοινώσει την τραγωδία και να παραδώσει τα υπάρχοντα του νεκρού στον μηχανικό. Την ημέρα που έφτασα είδα ελάχιστα τον ανθρωπολόγο. Ήταν πολύ απασχολημένος με τους Ινδιάνους. Κανονίσαμε να συναντηθούμε την επόμενη μέρα την ώρα του μεσημεριανού, στα περίχωρα της πόλης, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένοι οι Κραχό. Είχε υποσχεθεί να με συστήσει στον γέρο που είχε γνωρίσει τον Κουέιν. Μου έμεινε το πρωινό ελεύθερο για ν’ αναζητήσω τις ενδείξεις μιας πιθανής έρευνας σε σχέση με το θάνατο του εθνολόγου, κάποιο έγγραφο που να είχε παραμείνει αρχειοθετημένο στο ληξιαρχείο ή στο δικαστήριο της πόλης. Δεν βρήκα τίποτα στα χαρτιά, που διαλύονταν σαν σκόνη ανάμεσα στα δάχτυλα, δικογραφίες δολοφονιών, εγκλήματα πάθους και εγκλήματα για χρήμα, οικογενειακές διενέξεις και αυτοκτονίες, πατηκωμένα σε σκονισμένες μάζες στην κορυφή ξεχασμένων ραφιών σε δωμάτια χωρίς παράθυρα, πραγματικός κλίβανος στα υπόγεια παλιών ισόγειων σπιτιών μέσα στη μέση του σερτάο. Περιπλανήθηκα στην έρημη πόλη. Είχε σαράντα βαθμούς θερμοκρασία. Κατέληξα στην κεντρική εκκλησία. Η πόρτα ήταν κλειστή, κάποιος όμως που περνούσε με ποδήλατο, βλέποντας ότι προσπαθούσα να μπω, μου σύστησε ν’ αναζητήσω τον παπά της ενορίας
σ’ ένα πράσινο σπίτι στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Με υποδέχτηκε ο βοηθός του παπά. Ρώτησα αν θα μπορούσα να επισκεφθώ την εκκλησία και ν’ ανέβω στο καμπαναριό. Ήθελα να βγάλω μια πανοραμική φωτογραφία της πόλης. Ο μικρός μού έδωσε το κλειδί της πλαϊνής πόρτας και μου ζήτησε να το κρεμάσω μετά σ’ ένα καρφί δίπλα στην είσοδο του γραφείου της ενορίας, αν τυχόν δεν τον έβρισκα εκεί στην επιστροφή, όταν θα είχα τελειώσει την επίσκεψή μου στην εκκλησία. Ετοιμαζόταν να βγει έξω για μεσημεριανό. Το ιερό ήταν υπό επισκευή, το εσωτερικό του καμπαναριού έμοιαζε ημιτελές. Υπήρχαν κομμάτια ξύλου παντού. Οι τοίχοι ήταν από σκέτο τούβλο, χωρίς επικάλυψη, και υπήρχε μια τσιμεντένια σκάλα που ανέβαινε στους τοίχους, μ’ ένα κενό από κάτω πλάτους δύο μέτρων. Άρχισα ν’ ανεβαίνω χωρίς σοβαρά προβλήματα. Πάντα είχα ένα άγχος με τα ύψη, που ωστόσο δεν απέκτησε ποτέ τα χαρακτηριστικά της φοβίας. Καθώς ανέβαινα, πρόσεξα ότι το πάχος του τσιμέντου μειωνόταν με το ύψος. Ελεεινή κακοτεχνία. Έδινε την εντύπωση ότι στην κορυφή η λεπτή σκάλα δεν θ’ άντεχε πια το ανθρώπινο βάρος. Δεν υπήρχε κουπαστή, κι εγώ άρχισα να κρατιέμαι απ’ τους τοίχους, ιδρώνοντας, χωρίς να ξέρω πια αν ήταν απ’ τη ζέστη ή απ’ το φόβο. Απέφευγα να κοιτάξω στο κενό και προς τα κάτω. Ξαφνικά ήθελε τεράστια προσπάθεια για να σηκώσω το πόδι και να φτάσω στο επόμενο σκαλοπάτι, και σε λίγο βρέθηκα να σκαρφαλώνω στο ανώμαλο τσιμέντο. Όταν επιτέλους έφτασα στο καμπαναριό, αποκαλύφθηκε μπροστά μου ένα έξοχο τοπίο. Ήταν η λεωφόρος Ζετούλιο Βάργκας, με τις φυλλωσιές από τα εκατονταετή δέντρα μάνγκο, και στα δεξιά ο Τοκαντίνς, που κυλούσε χειμαρρώδης με κατεύθυνση τα υψίπεδα πέρα μακριά. Κάθε τόσο κάποια μοναχική φιγούρα περνούσε από κάτω, κρυμμένη κάτω από κάποια σκιά. Δεν ήμουν μόνος. Το μόνο που άκουγα ήταν ο άνεμος. Δεν υπέφερα ποτέ από ιλίγγους, κι ήταν σαν για πρώτη φορά να είχα συνείδηση της έλλειψης ελέγχου πάνω στο σώμα μου, σαν μια δύναμη εξωτερική προς τη θέλησή μου να μπορούσε να με πετάξει ανά πάσα στιγμή από κει πάνω. Κάπου προς τα νότια εκείνου του αχανούς τόπου πρέπει να ήταν θαμμένο ό,τι είχε απομείνει από τον Μπιουλ Κουέιν. Έβγαλα φωτο-
83
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 83
84
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 84
γραφίες και κατέβηκα με τον πισινό, σκαλοπάτι σκαλοπάτι. Επέστρεψα το κλειδί στον βοηθό του παπά, που βρισκόταν ακόμα στο γραφείο της ενορίας και δεν περίμενε να με ξαναδεί τόσο σύντομα. Δεν είπα σε κανέναν ότι πήγα στην εκκλησία. Το μεσημέρι, όπως το είχαμε κανονίσει, πήρα ένα ταξί και πήγα στη συνέλευση των Τιμπίρα, που είχε οργανωθεί κάτω από μια πέργκολα δεκαοχτώ χιλιόμετρα έξω από την πόλη, μετά από έναν αμμόλοφο στα δεξιά του οποίου συνεχίζει ο αυτοκινητόδρομος που πηγαίνει στην Ιμπερατρίζ, σ’ ένα μέρος που λέγεται Ουρουπουσέτε. Είχα κατά νου να κουβεντιάσω με τον γερο-Ντινίς, τον μοναδικό ζώντα Κραχό που είχε γνωρίσει τον Κουέιν όταν ήταν ακόμα νεαρός και μπορούσε να μου μιλήσει για το μέρος όπου είχε ταφεί ο εθνολόγος. Ο γέρος δεν ζούσε στο χωριό όπου θα με πήγαινε ο ανθρωπολόγος. Η συνέλευση ήταν η μόνη ευκαιρία που είχα για να του πάρω συνέντευξη. Έφτασα την ώρα που οι Ινδιάνοι έτρωγαν. Ο γερο-Ντινίς καθόταν σ’ έναν μακρύ πάγκο, στην άκρη ενός μεγάλου τραπεζιού όπου κάπου είκοσι άτομα έτρωγαν μακαρόνια με ρύζι και φασόλια. Είχε στο πλάι του τον γιο του. Ήταν ένας τύπος με σημαδεμένο πρόσωπο, ψηλός, και τον ακολουθούσε παντού. Ήταν κι οι δυο τους χωρίς πουκάμισο, με σορτς και σαγιονάρες. Μόλις ο γέρος τελείωσε το γεύμα του, ο ανθρωπολόγος βρήκε την ευκαιρία να μας συστήσει. Καθίσαμε σε μια γωνιά της πέργκολας και βρεθήκαμε αμέσως περικυκλωμένοι από άλλους Ινδιάνους, περίεργους και καχύποπτους. Στην αρχή νόμισα πως ήξεραν τι ήθελα κι ήρθαν εκεί για να με εκφοβίσουν και να υποστηρίξουν τον γέρο, αλλά μετά από λίγο κατάλαβα ότι δεν ήξεραν τίποτα. Ήταν εξίσου περίεργοι όσο κι εγώ. Ήταν νέοι, ήξεραν πως κάτι σοβαρό, που θα μπορούσε να τους βλάψει, είχε συμβεί σ’ ένα μακρινό παρελθόν, αλλά δεν ήξεραν ακριβώς τι. Όταν τον περικύκλωναν, ήταν ταυτόχρονα για να τον προστατέψουν και να τον ελέγξουν, για να διασφαλίσουν ότι δεν θα αποκάλυπτε τίποτα, αν όντως είχε κάτι ν’ αποκαλύψει. Έβγαλα το κασετόφωνο από την τσέπη. Εκείνη τη στιγμή ο γέρος έδειξε το μηχάνημα και είπε χωρίς την παραμικρή αβρότητα: «Χρειάζομαι ένα τέτοιο».
Έμεινα άναυδος. Κοίταξα τον ανθρωπολόγο ανήμπορος. Δεν είχα έρθει καλά καλά και δεν ήξερα πώς ν’ αντιδράσω. «Είναι το μόνο που έχω και το χρειάζομαι για να δουλέψω», απάντησα, ακολουθώντας τις συμβουλές που μου είχε δώσει ο ανθρωπολόγος για το πώς να ενεργήσω σε σχέση με τα προσωπικά αντικείμενα της δουλειάς μου που δεν ήθελα να χαθούν στο δρόμο, αφού θα έπρεπε ν’ αρχίσω να δίνω σε όλους όσοι θα μου ζητούσαν, για να μη φανώ άξεστος και ν’ αποφύγω να βρεθώ στη δυσάρεστη θέση να με κλέψουν. Αλλά ο γερο-Ντινίς, καταλαβαίνοντας το ζόρι μου, δεν το έβαλε κάτω: «Δεν κατάλαβες. Δεν θέλω το κασετόφωνό σου. Θέλω ένα ίδιο». Προσπάθησα να παραμείνω σταθερός: «Είναι το μόνο που έχω». Μέχρι που ο γέρος αντέκρουσε: «Πέρα, στο Σάο Πάολο, αγόρασέ μου ένα ίδιο και στείλ’ το με το ταχυδρομείο». Η συζήτηση μόλις ξεκινούσε και δεν κάναμε καλή αρχή. Ο ανθρωπολόγος έσπευσε να με βοηθήσει. Διέκοψε εκείνο το διάλογο, που διαφορετικά δεν είχε τέλος –αφού κι εγώ και ο γέρος ξέραμε τι έλεγε ο καθένας και δεν θέλαμε να καταλάβουμε– και ρώτησε τον Ντινίς για την ιστορία του «Αμερικανού εθνολόγου», σαν να μην είχε σημασία, σαν να του είχε περάσει μόλις απ’ το νου και δεν ήταν αυτός ο λόγος της παρουσίας μου εκεί. Η έναρξη εκείνης της συνάντησης και η προφανής έλλειψη τακτ από μέρους μου με άφησαν τόσο άβουλο που δεν κατάφερα ν’ ανοίξω το κασετόφωνο, ή δεν θυμάμαι να το έκανα, όταν ο γερο-Ντινίς απάντησε: «Καμτουιγιόν». Τι πράγμα; Κοίταξα τον ανθρωπολόγο ψάχνοντας για μετάφραση και συνάντησα τα μάτια του εξίσου γεμάτα έκπληξη, συνενοχή και κάποιον ενθουσιασμό. «Είναι το όνομα!» μου είπε ενθουσιασμένος. «Έτσι έλεγαν τον Αμερικάνο». Του ζήτησα να το επαναλάβει. Ο γέρος το επανέλαβε κι ο ανθρωπολόγος το έγραψε στο μπλοκ μου των σημειώσεων.
85
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 85
86
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 86
«Τι σημαίνει;» θέλησα εγώ να μάθω. Αλλά κανείς δεν ήξερε σίγουρα. Ο γέρος επαναλάμβανε συνέχεια: «Καμτουιγιόν, Καμτουιγιόν». Πέρασα το υπόλοιπο ταξίδι προσπαθώντας να βρω κάποιον να μου αποκρυπτογραφήσει τη σημασία αυτού του ονόματος. Δύο μέρες αργότερα, όταν φτάσαμε στο χωριό, οι Σαμπίνο Κόζαμ και Κρεούζα Προυμκβούι, που ανάμεσα στους νέους ήταν το πιο δραστήριο ζευγάρι και ενδιαφέρονταν για τη μελέτη της γλώσσας τους, «οι διανοούμενοι του χωριού», όπως είχε αστειευτεί ο ανθρωπολόγος όταν μου τους σύστησε στην Καρολίνα, μου είπαν ότι «τουιγιόν» θα πει κοχλίας, το σαλιγκάρι και το ίχνος του. Ο ανθρωπολόγος μού είχε ήδη πει ότι «καμ» σήμαινε το παρόν, το εδώ και τώρα, αλλά κανείς δεν κατάφερνε να καταλάβει τη σημασία των δύο αυτών λέξεων. Ο ανθρωπολόγος μού εξήγησε ότι, αντίθετα με αυτό που συνήθως νομίζουν οι λευκοί, τα ονόματα των Ινδιάνων δεν θέλουν πάντα να πουν κάτι και, κυρίως, δεν έχουν καμία σχέση με την προσωπικότητα του προσώπου που ονοματοδοτείται. Αποτελούν μέρος ενός ρεπερτορίου και αποδίδονται τυχαία. Επέστρεψα τελικά στο Σάο Πάολο χωρίς να μάθω τη σημασία του ονόματος. Δεν μπορούσα όμως να δεχτώ ότι δεν αποκάλυπτε κάτι για τον ίδιο τον Κουέιν, πως δεν υπήρχε κάποια σχέση ανάμεσα στο όνομα και το πρόσωπο. Επέλεξα μια βάρβαρη και κάπως ηθική ερμηνεία: «Καμτουιγιόν» έγινε από τότε για μένα ταυτόχρονα το σπίτι του σαλιγκαριού και το φορτίο του στον κόσμο, το κέλυφος που κουβαλά όπου κι αν πάει και του χρησιμεύει για καταφύγιο, το ίδιο του το σώμα, απ’ το οποίο δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί παρά μόνο με το θάνατο, το εδώ και τώρα του για πάντα. «Καμτουιγιόν» έγινε για μένα το ίχνος του σαλιγκαριού: δεν μπορείς να ξεφύγεις όπου κι αν βρεθείς, αυτό θα είναι πάντα εκεί. Η εικόνα μού φέρνει στο νου ένα κείμενο του Φρανσίς Πονζ για τα σαλιγκάρια: «Δέξου τον εαυτό σου όπως είναι. Σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες σου. Και κατά τα μέτρα σου». «Ο Κραβίρο τον ονόμασε έτσι», συμπλήρωσε ο γέρος.
Ο Λουίς Μπαλμπίνο, ο αρχηγός του χωριού που επρόκειτο να δολοφονηθεί στο μακελειό ένα χρόνο μετά το θάνατο του Κουέιν, ήταν πιθανότατα ανάμεσα στους Ινδιάνους που πόζαραν στο πλευρό του εθνολόγου πάνω στο φτερό του υδροπλάνου της Κόντορ την ημέρα της άφιξής του στην Καρολίνα. Αυτός ήταν που τον οδήγησε στο χωριό. Ο Κουέιν αγόρασε πολλά πράγματα στην Καρολίνα: τρόφιμα, παιχνίδια για δώρα, όπλο και πυρομαχικά από το μαγαζί του εμπόρου και γαιοκτήμονα Ζουστίνο Μεντέιρος Άιρες, ενός από τους «διανοούμενους» στους οποίους είχε αναφερθεί ο ανθρωπολόγος στην επιστολή που είχε στείλει στη Ρουθ Λάντες το πρωί της αναχώρησής του για το χωριό. Ο Ζουστίνο υπήρξε αντιπρόεδρος του Λογοτεχνικού Κύκλου της Καρολίνας στα νιάτα του. Σ’ αυτόν ανήκε μία από τις ομιλίες για τον Ουμπέρτο ντε Κάμπος στην εκδήλωση τιμής που παρακολούθησε ο εθνολόγος στις 8 Μαρτίου 1939: «Ουμπέρτο ο έφηβος». «Ο Ζουστίνο έδωσε τα πυρομαχικά για τη σφαγή των Κραχό», είπε ο γερο-Ντινίς. Φτάνοντας στο χωριό, ο Μπαλμπίνο υπέδειξε στον ανθρωπολόγο να μείνει αρχικά στο σπίτι του Μουντίκο μέχρι να του στήσουν μια καλύβα. Ο Αμερικανός μιλούσε περισσότερο με τον Μπαλμπίνο και τον Μουντίκο γιατί αυτοί χειρίζονταν καλύτερα τα πορτογαλικά. Τον Μουντίκο τον είχε πάρει μαζί του ένας παπάς στο Ιτακαζά, όπου και εκπαιδεύτηκε κι έπειτα επέστρεψε στο χωριό. Έμεινα με την αμφιβολία αν γι’ αυτόν (για τον παπά ή για τον ίδιο τον Μουντίκο) μιλούσε ο Μπιουλ Κουέιν στην έκθεση που άφησε για τους Κραχό αναφέροντας «την επιρροή ενός ιδιαίτερα καλλιεργημένου άντρα τριάντα πέντε χρόνων που δίδασκε βραζιλιάνικους χορούς στους Ινδιάνους». Ο Ντινίς ήταν απλά ένα αγόρι που ακολουθούσε τα βήματα του ανθρωπολόγου με περιέργεια. Παρακολουθούσε τα πάντα. Το χωριό είχε πρόσφατα εγκατασταθεί σ’ εκείνο το μέρος, που το έλεγαν Καμπεσέιρα Γκρόσα. Ο Κουέιν καταμέτρησε διακόσια δέκα άτομα. Την επομένη της άφιξής του πήγε στο ποτάμι να κάνει μπάνιο, και ο Ντινίς, που τον παραφυλούσε, τον είδε να ξυρίζει το κεφάλι του. Ο εθνολόγος δεν έτρωγε με τους Ινδιάνους και δεν δεχό-
87
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 87
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 88
88
ταν το φαγητό τους. Δεν έτρωγε μπεϊζού.* Είχε το δικό του ρύζι. Μια φορά βοήθησε σ’ έναν τοκετό, έδωσε όνομα στο νεογέννητο και έφερε δώρα. Αλλά συνήθως δεν συμμετείχε πουθενά. Έγραφε για μέρες ολόκληρες. «Κάπνιζε μανιωδώς. Καπνό κόρντα»,** είπε ο γέρος. Έπινε; «Όχι. Δεν έπινε». Έπαιζε δίσκους για το χωριό και τραγουδούσε. Υπήρχε ένα αγόρι που τους τραγουδούσε τα τραγούδια του χωριού. «Τον έλεγαν Ζακαρίας. Έχει πεθάνει», είπε ο γέρος. Ρώτησα αν ήξερε γιατί είχε σκοτωθεί ο Μπιουλ Κουέιν. «Νομίζω πως τρελάθηκε όταν έλαβε κάτι επιστολές. Είπε πως η γυναίκα του τον απάτησε με τον αδερφό του. Από τότε μόνο ταχτοποιούσε τα πράγματά του, δεν έκανε τίποτε άλλο, δεν μιλούσε με κανέναν. Μια μέρα είπε ότι θα έφευγε, όχι πολύ καιρό μετά από τότε που έλαβε τις επιστολές. Προσέλαβε δυο αγόρια, τον Ζοάο Κανούτο και τον Ισμαέλ –έχουν πεθάνει όλοι– πήγε μέχρι τη μεσαυλή και αποχαιρέτησε. Έφυγαν το πρωί». Οι αντιφάσεις ανάμεσα στην επίσημη εκδοχή και την εξιστόρηση του γερο-Ντινίς αφορούν κυρίως στις ημερομηνίες και το συγχρονισμό των γεγονότων. Σύμφωνα με τον γέρο, οι τρεις τους έφτασαν το σούρουπο σ’ ένα ρεικότοπο, ένα μέρος όπου υπήρχε νερό, ένα ρέμα μάλλον, κι ο εθνολόγος ζήτησε να σταματήσουν. Είπε πως δεν μπορούσε να συνεχίσει άλλο, ήταν πάρα πολύ κουρασμένος. Το τοπίο τού φάνηκε ωραίο, «ένας πανέμορφος τόπος για να γίνει κατοικία του», σύμφωνα με την εξιστόρηση του Μανοέλ Πέρνα στη δόνα Ελοΐζα, με βάση αυτά που του διηγήθηκαν οι Ινδιάνοι όταν έφτασαν στην Καρολίνα μια βδομάδα αργότερα, ανήσυχοι, και που ο τοπικός αντιπρόσωπος της Τράπεζας της Βραζιλίας, Κάρλος Ντίας, επιβεβαίωσε στην επιστολή που έστειλε στο Ρίο ντε Ζανέιρο, με τη διαφορά ότι στην εκδοχή του γερο-Ντινίς συνέβησαν όλα από την πρώτη νύχτα. Αν έφυ** Πίτα από μανιόκα. (Σ.τ.Μ.) ** Είδος στριφτού τσιγάρου στη Βραζιλία με ιδιαίτερη διαδικασία παρασκευής. (Σ.τ.Μ.)
γαν πράγματι από το χωριό στις 31, και κρίνοντας από τα ενενήντα χιλιόμετρα που είχαν ακόμα μπροστά τους μέχρι την Καρολίνα, είχαν ήδη περπατήσει τρεις μέρες, υπολογίζοντας περίπου τριάντα χιλιόμετρα την ημέρα. Σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή, ο ανθρωπολόγος αυτοκτόνησε τη νύχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου, παρότι σε μια από τις επιστολές της η μητέρα μιλά για το θάνατο του γιου της στο τέλος μιας άδοξης προσπάθειας να φτάσει στον πολιτισμό μετά από οδοιπορικό τεσσάρων ημερών. «Έκαναν στάση στο δάσος. Είπε πως δεν άντεχε να συνεχίσει άλλο. Τα δυο αγόρια τού έφτιαξαν μια αχυροκαλύβα», είπε ο γερο-Ντινίς. Εκεί μέσα, από το απόγευμα κι όλη τη νύχτα, ο Μπιουλ Κουέιν έγραψε τις τελευταίες επιστολές, πάντα «κλαίγοντας γοερά», σύμφωνα με την εξιστόρηση του Μανοέλ Πέρνα. Παρέδωσε ένα σημείωμα στον Ζοάο Κανούτο και τον πρόσταξε να το πάει στο πλησιέστερο κτήμα. Ο Ινδιάνος υπάκουσε. Το άλλο αγόρι πρέπει να έμεινε με τον εθνολόγο και να αποκοιμήθηκε. Υπάρχουν επίσης ορισμένες εσωτερικές αντιφάσεις στην εξιστόρηση του Ντινίς, πράγμα φυσιολογικό για κάποιον που απλώς άκουσε την ιστορία όταν ήταν παιδί και την επαναλαμβάνει πάνω από εξήντα χρόνια αργότερα χωρίς να υπήρξε μάρτυρας πουθενά. Σύμφωνα μ’ εκείνον, για παράδειγμα, ο Κουέιν «άρχισε να κόβεται παντού όταν ήταν ακόμα μέρα, και το αίμα έτρεχε», και μετά «έκαψε λεφτά» ενώ έγραφε τις επιστολές του, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο ανθρωπολόγος είχε τρελαθεί. Στην επίσημη εκδοχή ο εθνολόγος πρέπει να είχε κάψει όλες τις επιστολές που είχε λάβει για να μην αφήσει κανένα ίχνος για τους υποτιθέμενους λόγους που τον είχαν οδηγήσει στην αυτοκτονία. «Για την αλληλογραφία που είχε λάβει και που τόσο κακό τού προξένησε δεν είπε τίποτα σε κανέναν και ποτέ δεν την αποκάλυψε στους Ινδιάνους, κι αφού τη διάβασε, την έκαψε μέχρι να γίνει στάχτη», έγραψε ο Κάρλος Ντίας, ο τραπεζίτης της Καρολίνας, δίνοντας αναφορά στην Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες. Ο Κουέιν κόπηκε στο λαιμό και στα χέρια. Αν όμως άρχισε να ακρωτηριάζεται ενώ ήταν ακόμα μέρα, όπως μου είπε ο γερο-Ντινίς, πώς γίνεται να μην τον είδε ο Ινδιάνος Ισμαέλ, που είχε μείνει στο
89
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 89
90
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 90
πλευρό του ενόσω ο άλλος είχε πάει να δώσει το σημείωμά του στο πλησιέστερο κτήμα; Στις επίσημες αναφορές ο Ισμαέλ κοιμόταν και το έσκασε όταν ξύπνησε και βρέθηκε μπροστά στη δαντική σκηνή όπου ο Κουέιν αιμορραγούσε ολόκληρος. Ο Ζοάο Κανούτο δεν γνώριζε το κείμενο του σημειώματος που πήγαινε στον Μπαλντουίνο, ιδιοκτήτη του κτήματος Σερίνια. Ο Μπαλντουίνο είχε βγει όταν έφτασε ο Ινδιάνος. Κανείς στο κτήμα δεν ήξερε να διαβάζει. Στο σημείωμα ο ανθρωπολόγος ζητούσε αξίνα και φτυάρι για να σκάψουν έναν τάφο, γιατί ήθελε να ταφεί επιτόπου, «στο σημείο όπου θα έπεφτε νεκρός». Επιστρέφοντας στην κατασκήνωση χωρίς αξίνα και φτυάρι, ο Ζοάο Κανούτο τον βρήκε κομμένο παντού με το ξυράφι και καταματωμένο. Τρομοκρατημένος, ικέτεψε τον εθνολόγο να σταματήσει να αυτοτραυματίζεται και να μην τα κάνει αυτά, γιατί θα πέθαινε. Είχε μείνει άναυδος μπροστά στην άθλια κατάσταση του νεαρού Αμερικανού. Τον ρώτησε γιατί κοβόταν, και ο παράφρων απάντησε ότι «χρειαζόταν ν’ απαλύνει το βάσανο, να σβήσει τον ανυπόφορο πόνο του», δεν μπορούσε πια να προχωρήσει παρακάτω, δεν είχε μούτρα να πάει μέχρι την Καρολίνα. Καμία αναφορά δεν διευκρινίζει αν η ντροπή στην οποία αναφερόταν μέσα στην απελπισία του σχετιζόταν με το υποθετικό γεγονός ότι τον είχε απατήσει η γυναίκα του ή δεν μπορούσε ν’ αντικρίσει τον κόσμο τώρα που είχε κοπεί παντού, μετά την απροσδόκητη απόπειρα αυτοκτονίας. Ήταν σαν, βλέποντας τον Ινδιάνο να επιστρέφει, σε μια στιγμή να ανέκτησε τη συνείδησή του, μετά από την πράξη τρέλας, και να αντιλήφθηκε ότι δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Τρομαγμένος, ο Ζοάο έφυγε κι εκείνος. Επέστρεψε στο κτήμα Σερίνια ζητώντας βοήθεια. Όταν γύρισε το επόμενο πρωί, με τη συνοδεία του κτηματία Μπαλντουίνο και άλλων βοσκών, βρήκαν τον εθνολόγο κρεμασμένο σ’ ένα λυγισμένο δέντρο, πάνω από μια λίμνη αίματος. «Κρεμάστηκε με το σκοινί της αιώρας σ’ ένα χοντρό ξύλο, γερμένο, όταν έφυγαν οι Ινδιάνοι», είπε ο γεροΝτινίς. Θάφτηκε επιτόπου, όπως το είχε ζητήσει. Άνοιξαν το λάκκο και, όταν τον έκλεισαν ξανά, σημάδεψαν τον τάφο με κλαδιά φοινικιάς. Καμία αστυνομική ή άλλη αρχή δεν πήγε στο σημείο. Το σώμα του δεν ξεθάφτηκε. Δεν υπάρχει καμία αρχειοθέ-
τηση έρευνας σε κανένα μητρώο ή στο δικαστήριο της Καρολίνας ή του Πέδρο Αφόνσο. Στο αστυνομικό τμήμα της Καρολίνας οι υποθέσεις οι προγενέστερες του 1980 έχουν καεί. Οι εκκλήσεις της Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες να σημειωθεί ο τάφος για την περίπτωση κάποια μέρα η οικογένεια να θελήσει να αποτίσει φόρο τιμής στον νεκρό δεν εισακούστηκαν ποτέ. Απ’ ό,τι είναι γνωστό, ποτέ κανείς δεν επέστρεψε εκεί. Ο Κουέιν δεν είχε αδερφό. Προτού ταξιδέψω για την Καρολίνα, στις αρχές Αυγούστου, προσπαθώντας να εντοπίσω την οικογένεια του Μανοέλ Πέρνα, βρήκα τελικά στον τηλεφωνικό κατάλογο τη μεγαλύτερη κόρη του, τη Ραϊμούντα, που ζούσε στο Μιρασέμα του Τοκαντίνς. Μου είπε ότι, απ’ ό,τι εξιστόρησαν οι Ινδιάνοι στον πατέρα της, ο λόγος της αυτοκτονίας του Κουέιν ήταν ότι είχε ανακαλύψει ότι η γυναίκα του τον απατούσε με τον γαμπρό του. Ήταν μεγάλο σοκ όταν το άκουσα αυτό για πρώτη φορά, πολύ περισσότερο αφού είχα στα χέρια μου την πληροφορία ότι ανάμεσα στις επιστολές που άφησε όταν σκοτώθηκε υπήρχε μία για τον άντρα της αδερφής του – και καμία για την ίδια ή για τη μητέρα του. Όταν ανέφερα την περίπτωση στην ανθρωπολόγο που με είχε ξεσηκώσει σ’ αυτή την ιστορία με το άρθρο της στην εφημερίδα, εκείνη μου επέστησε την προσοχή στο γεγονός ότι οι όροι αδερφός και γαμπρός μπορεί να έχουν για τους Ινδιάνους μια συμβολική ή ταξινομητική έννοια, δηλαδή να συνδέονται με τη μετάδοση του ονόματος και να μην έχουν καμία σχέση με την εξ αίματος συγγένεια. Αδερφός ή γαμπρός, σύμφωνα μ’ εκείνη, θα μπορούσε να είναι απλώς ένας φίλος, κάποιος από τον κύκλο σχέσεων του Κουέιν. Εγώ χρειάστηκε να της υπενθυμίσω, ως βάση αυτής της συζήτησης, ότι, απ’ όσο γνωρίζαμε, δεν υπήρχε καμία γυναίκα. Μπορεί ο Κουέιν να έλεγε ότι είναι παντρεμένος για να πετύχει τους πρακτικούς του στόχους και να προστατεύσει την ιδιωτική του ζωή (περί αυτού επρόκειτο όταν ανέφερε την οικογενειακή του κατάσταση στην αίτηση αδειοδότησης της έρευνας που έστειλε στο Συμβούλιο Οικονομικών των Καλλιτεχνικών και Επιστημονικών Αποστολών μόλις έφτασε στην Βραζιλία, όπως και αυτά που έλεγε στους Ινδιάνους για ν’ αποφύγει ερωτήσεις ή πιεστικές κα-
91
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 91
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 92
92
ταστάσεις), μέσα του όμως ίσως αναφερόταν σε άλλο πρόσωπο – και γιατί όχι στην ίδια του την αδερφή; Ένας δύσπιστος φίλος, μόλις του αφηγήθηκα την ιστορία λίγο αργότερα, θα μου έλεγε γελώντας: «Αδύνατο. Θα ήταν πολύ ροντριγκιανό», αναφερόμενος στις αιμομικτικές καταστάσεις των θεατρικών έργων του Νέλσον Ροντρίγκες.* Πράγματι, η ανιψιά και ο ανιψιός του Κουέιν γεννήθηκαν το 1928 και το 1932 αντίστοιχα, πράγμα που σημαίνει ότι η αδερφή του ήταν παντρεμένη από την εφηβεία ήδη του μελλοντικού εθνολόγου, δηλαδή ο γαμπρός του ήταν ήδη μέλος της οικογένειας πάνω από δέκα χρόνια όταν ο Μπιουλ αυτοκτόνησε, και δύσκολα κάποια μεταβολή στη συμπεριφορά του θα μπορούσε ν’ αποτελέσει κίνητρο για την αυτοκτονία του ανθρωπολόγου. Η υπόθεση ότι μπορεί ο γαμπρός του να είχε απατήσει την αδερφή του με άλλη γυναίκα εκείνη την εποχή, παρότι δεν μπορεί να αποκλειστεί, δεν είναι από τις πιο πιθανές, τουλάχιστον ως κίνητρο αυτοκτονίας. Αμέσως μετά την αυτοκτονία του Μπιουλ η μητέρα του πέρασε τις γιορτές με την οικογένεια της κόρης της στο Όρεγκον, και στις επιστολές της δεν αφήνει να φανεί τίποτα, αν και, βέβαια, δεν ήταν μια γυναίκα αποφασισμένη να διαλευκάνει την αλήθεια για ό,τι συνέβαινε γύρω της ή ν’ αφήσει τους άλλους να τη δουν. Όπως και να ’χει, δύσκολα μπορεί να σκεφτεί κανείς ότι θα προσπαθούσε να βρει καταφύγιο από τη θλίψη και τη μοναξιά προσεγγίζοντας την υποτιθέμενη αιτία της αυτοκτονίας του γιου της. Είναι απίθανο, αν υπήρχε κάτι, να μην είχε διαφανεί σε κάποια κίνηση ή σε κάποια κουβέντα. Εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο το ότι από τις επτά επιστολές που έγραψε ο Κουέιν τις ώρες πριν την αυτοκτονία του η μία απευθυνόταν στον γαμπρό του. Ο εθνολόγος δεν έγραψε ούτε στη μητέρα ούτε στην αδερφή του. Μόνο στους άντρες της οικογένειας. Είναι επίσης πιθανό να επρόκειτο για επιστολές στις οποίες ζητούσε από τον πατέρα και τον γαμπρό του να φροντίσουν τη μητέρα και την αδερφή του, τώρα που εκείνος δεν * Nelson Falcão Rodrigues (1912-1980): Βραζιλιάνος θεατρικός συγγραφέας. (Σ.τ.Μ.)
μπορούσε πλέον να τις νοιαστεί. Η ιδέα όμως μιας αμφίσημης σχέσης με την αδερφή του, έστω και φανταστικής, δεν βγήκε ποτέ απ’ το μυαλό μου, σαν ένα φάντασμα που την αλήθεια του δεν θα μάθω ποτέ. Στις 13 Σεπτεμβρίου 1939 η Μάριον Κουέιν Κάιζερ, η αδερφή του Μπιουλ, έγραψε από το Σικάγο μια πολύ περίεργη επιστολή στη Ρουθ Μπένεντικτ: «Επειδή η μητέρα μου τηρούσε αλληλογραφία μαζί σας, δεν αισθάνθηκα την ανάγκη να σας γράψω. Η επιστολή όμως που έφτασε σήμερα απευθυνόμενη στη μητέρα μου με πείθει ότι είναι απαραίτητο να διευκρινίσω το ζήτημα της διαθήκης του Μπιουλ, όσο μπορώ. Κατ’ αρχάς, ο πατέρας μου, που σας έγραψε από το Σιάτλ, προσπάθησε να απομακρυνθεί κάπως από την οικογένεια όταν χώρισε με τη μητέρα μου κατά τρόπο ασύνετο τον περασμένο χειμώνα. Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκε για την εργασία ή τους στόχους του Μπιουλ. Φοβούμαι ότι η τραγωδία αυτή δεν τον έχει αγγίξει το ίδιο όπως εμάς. Στο μεταξύ το γεγονός ότι ο Μπιουλ επιθυμούσε οι επενδύσεις του να κληροδοτηθούν σ’ εσάς ανησύχησε τον πατέρα μου, ο οποίος πάντα ενδιαφερόταν πολύ για τα ΧΡΗΜΑΤΑ». Για μία ακόμα φορά μετά το θάνατο του Κουέιν το ζήτημα ήταν τα χρήματα. Στην επιστολή που άφησε στη Ρουθ Μπένεντικτ πεθαίνοντας, ζητώντας ταυτόχρονα για λόγους ασφαλείας να την απολυμάνει προτού τη διαβάσει, όπως προειδοποίησε και τη δόνα Ελοΐζα στην επιστολή που της έγραψε στην ίδια περίσταση και χρονική στιγμή («Έχω πυρετό που μπορεί να είναι μεταδοτικός. Απολυμάνετε την επιστολή»), ο εθνολόγος έλεγε: «Θα πεθάνω. Συγχωρήστε με που απέτυχα τόσο οικτρά στο βραζιλιάνικο πρόγραμμα, αφού μάλιστα πρώτα σας ανησύχησα τόσο. Είμαι όμως σίγουρος πως καμιά φορά το κακό μπορεί να βγει και σε καλό. Μπορεί να γίνει πολλή δουλειά τώρα στη Βραζιλία – εύχομαι καλή τύχη με όλη μου τη στοργή σ’ εσάς προσωπικά. Πρέπει να σας ζητήσω (και συγχωρήστε με γι’ αυτό), με εξαίρεση τις τέσσερις χιλιάδες που ξόδεψα στη Βραζιλία και σας ανήκουν, τα χρήματά μου να παραδοθούν στην αδερφή μου και την ανιψιά μου, που είναι αδύναμες και τα χρειάζονται. Θα λάβετε την επιστολή αυτή αρκετό καιρό μετά από το θάνατό μου.
93
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 93
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 94
94
Οι Ινδιάνοι είναι ασφαλείς, πράγμα για το οποίο είμαι πολύ ευτυχής». Ασφαλείς από τι; Από ποιον; Μεγάλο μέρος της περιουσίας που άφησε ο εθνολόγος προερχόταν από μία ασφάλεια. Στην επιστολή που έγραψε στην Μπένεντικτ η Μάριον έδειχνε εκνευρισμένη στην ιδέα ότι κάτι στην αλληλογραφία με τον αδερφό της θα μπορούσε να τον είχε οδηγήσει στην αυτοκτονία: «Δεν μπορώ να καταλάβω πώς του ήρθε του Μπιουλ ξαφνικά η ιδέα ότι εγώ χρειαζόμουν τα χρήματά του. Το μόνο που ελπίζω είναι ότι η κατάθεση σε σχέση με τις επιστολές που είχε λάβει και τον είχαν αναστατώσει είναι ψευδής. Το σημείωμα όμως που σας έστειλε δίνει να καταλάβουμε ότι εγώ ήμουν η αιτία που τον οδήγησε να σκεφτεί ότι θα ήταν πιο χρήσιμο για όλους μας αν πέθαινε. Ξέρω πως κανονικά ο Μπιουλ δεν ήταν τόσο ανόητος. Με αρρωσταίνει και μόνο που σκέφτομαι πως κάποια ανοησία που μπορεί να του έγραψα πυροδότησε όλα αυτά. Το γεγονός ότι ενδεχομένως κανείς μας δεν πρόκειται ποτέ να μάθει τα γεγονότα το κάνει ακόμα πιο δύσκολο να απαλλαγούμε απ’ αυτά. Δεν είμαι αδύναμη και ασφαλώς δεν χρειάζομαι απελπισμένα πόρους. Κι ο Μπιουλ το γνώριζε αυτό πολύ καλά». Η Μάριον συμβούλευε τη Ρουθ Μπένεντικτ να κρατήσει τα χρήματα και να τα χρησιμοποιήσει στην ανθρωπολογική έρευνα, όπως ήθελε ο αδερφός της. «Τουλάχιστον θα δημοσιευτεί η δουλειά του Μπιουλ και ίσως να μπορέσουν να πραγματοποιηθούν κι άλλες έρευνες με τα χρήματά του». Στην επιστολή επισυνήψε ένα χειρόγραφο έγγραφο με το οποίο παραχωρούσε στη Ρουθ Μπένεντικτ το δικαίωμα της επικαρπίας όλων των επενδύσεων του αδερφού της. «Ο πατέρας μου είναι ικανός να μηχανευτεί τρομερές επιπλοκές σε καταστάσεις όπου μπορεί να κερδίσει κάτι. Σας παρακαλώ, μην αφήσετε ούτε εκείνον ούτε κανέναν άλλο ν’ αλλάξει την τροπή του νόμου».
Ξεκινήσαμε πρωί από την Καρολίνα, μ’ ένα φορτηγάκι με τετρακίνηση. Ο ανθρωπολόγος καθόταν μπροστά (οδηγούσε εκεί-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 95
** Άτομο του οποίου ο ένας γονέας είναι Ινδιάνος και ο άλλος νέγρος ή μιγάς. (Σ.τ.Μ.) ** Παράδοξο, αφού το όνομα του ποταμού (Vermelho) σημαίνει κόκκινο στα πορτογαλικά. (Σ.τ.Μ.)
95
νος), δίπλα σ’ έναν Κραχό καφούζο* και τη λευκή γυναίκα του, οι τρεις τους στην κλειστή καμπίνα, προστατευμένοι απ’ τον ήλιο και τη σκόνη. Πίσω, στην ανοιχτή καρότσα, ήμασταν εγώ, ο γιος του ανθρωπολόγου και μια ομάδα δέκα Ινδιάνων, ανάμεσα σε σακίδια, βαλίτσες, εφόδια, πλαστικές σακούλες με κομμάτια κρέατος εκτεθειμένα στον ήλιο και άλλες σαβούρες. Εγώ ήμουν όρθιος, σιωπηλός, με τα μάτια προσηλωμένα στον ορίζοντα, αφού σε κάποια τοποθεσία μερικά χιλιόμετρα στα δεξιά μας, σύμφωνα με τον αόριστο και ελάχιστα λεπτομερή χάρτη που είχα φέρει, βρισκόταν ο τάφος του Μπιουλ Κουέιν, ξεχασμένος καταμεσής στη σαβάνα, όπου ο ήλιος, οι άνεμοι και οι βροχές εδώ και πολύ καιρό θα πρέπει να είχαν σαρώσει τα ξερά κλαριά της φοινικιάς. Ταξιδέψαμε πέντε ώρες μέσα στη σαβάνα, διασχίζοντας ποτάμια και αμμόλοφους. Σε κάποιο σημείο η χάραξη της διαδρομής έχει γίνει παράλληλα στον ποταμό Βερμέλιο, τον οποίο τελικά χρειάζεται να διασχίσει κανείς με τα πόδια, με το νερό να φτάνει πάνω απ’ τη μέση και τις βαλίτσες στο κεφάλι. Εκεί όμως πια ήμασταν στα πεντακόσια μέτρα από το χωριό Νόβα. Ολόκληρο το χωριό μάς περίμενε στην όχθη του ποταμού. Άκουσαν το θόρυβο του αυτοκινήτου. Οι Ινδιάνοι ακούν τα πάντα. Ο ποταμός Βερμέλιο είναι πράσινος.** Οι Ινδιάνοι είχαν τη συνήθεια να πίνουν απ’ αυτά τα νερά, να ψαρεύουν και να πλένονται μέσα, μέχρι την ημέρα που άρχισαν να αρρωσταίνουν ο ένας μετά τον άλλο και να πεθαίνουν ανεξήγητα. Κάποιοι κατάφεραν να φτάσουν μέχρι την πόλη και πέθαναν στο νοσοκομείο, μπροστά στους κατάπληκτους γιατρούς που δεν καταλάβαιναν γιατί. Τότε αποφάσισαν να σταματήσουν να χρησιμοποιούν το νερό του ποταμού Βερμέλιο και άρχισαν να πλένονται και να πίνουν σ’ ένα ρυάκι που περνούσε από την άλλη πλευρά του χωριού και να ψαρεύουν σε μια μακρινή λίμνη. Με τον καιρό ανακάλυψαν την αιτία της δηλητηρίασης του ποταμού Βερμέλιο. Ένα νοσοκο-
96
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 96
μείο που είχε χτιστεί πάνω στο ποτάμι, στη Ρεκουρσολάντια, έριχνε τα νοσοκομειακά απόβλητα στα νερά. Αυτό μου το είπαν αμέσως μόλις έφτασα και μετά έμειναν να με κοιτάζουν σιωπηλοί, με μάτια επαιτικά, σαν να ήταν στο χέρι μου να λύσω το πρόβλημα. Προτού ξεκινήσουμε από την Καρολίνα, ρώτησα τον ανθρωπολόγο πού θα μπορούσα να βρω κατάλυμα κι εκείνος μου απάντησε πως θα το αποφάσιζαν οι Ινδιάνοι όταν θα φτάναμε στο χωριό. Προτού καν διασχίσουμε το ποτάμι, ένας από τους Κραχό που βρισκόταν στην καρότσα του φορτηγού έσπευσε να μου πει πως θα έμενα στο σπίτι του. Ονομαζόταν Ζοζέ Μαρία Τεϊνό κι είχε κάτι από Μεξικανό αντάρτη των αρχών του 20ού αιώνα, με μουστάκι, πολύ σκούρο δέρμα και μαλλιά σγουρά μέχρι τους ώμους. Ένα λιγνό αγόρι με πολύ ζωηρά μάτια τον περίμενε. Ήταν ο γιος του. Δεν έμαθα ποτέ το όνομα του μικρού ή την ηλικία (πρέπει να ήταν γύρω στα δέκα), αν και ήταν αυτός που κατά κάποιον τρόπο έφτασε πιο κοντά στο να μου πει κάτι που να προσεγγίζει την αλήθεια. Μέχρι να το πάρω είδηση, είχε ήδη πιάσει το σακίδιό μου και διέσχιζε το ποτάμι κουβαλώντας το στο κεφάλι, με το νερό σχεδόν μέχρι το λαιμό, και μετά σκαρφάλωσε στο βράχο μέχρι το ποδήλατο που είχε αφήσει στην κορυφή της απέναντι όχθης. Εκτελούσε εντολές του πατέρα του, που ήταν ο αμφιτρύωνάς μου, παρά τις διαμαρτυρίες μου, καθώς έβλεπα πόσο γελοία ήταν η εικόνα του λιγνού και αδύνατου αγοριού να κουβαλά το σακίδιο κι εγώ, κοτζάμ άντρας, με άδεια χέρια. Ήταν ένας τρόπος να μας ευχαριστήσουν. Ήμασταν περικυκλωμένοι από δεκάδες Ινδιάνους και Ινδιάνες που έλεγαν πράγματα που δεν καταλάβαινα και γελούσαν, συνεσταλμένοι και περίεργοι μαζί. Απ’ την κορυφή της απέναντι όχθης, από το δρόμο, είναι κάπου πεντακόσια μέτρα μέχρι το χωριό, που αποτελείται από είκοσι πλινθόκτιστα σπίτια με αχυροσκεπές διατεταγμένα γύρω από μια κυκλική μεσαυλή. Το σχέδιο είναι ηλιακό, με δρόμους από πατημένο χώμα που συνδέουν σαν ακτίνες την κεντρική μεσαυλή με τα σπίτια. Υπήρχαν λιγοστά δέντρα, που τα είχαν φυτέψει οι ίδιοι. Βρίσκονταν εκεί μόλις εδώ και οκτώ χρόνια. Το προηγούμενο χωριό είχε διαλυθεί όταν μια ομάδα αποφάσισε να
μετακομίσει στο χωριό Νόβα και οι υπόλοιποι, διαφωνώντας με το σημείο που επιλέχθηκε, προστέθηκαν στο χωριό του ποταμού Βερμέλιο, που είχαμε δει από μακριά, στο δρόμο. Η προηγούμενη τοποθεσία είχε εγκαταλειφθεί γιατί είχε καταστεί άγονη. Δεν ξέρω πόση δεισιδαιμονία υπήρχε σ’ αυτό. Έλεγαν πως η γη δεν άξιζε πια. Μιλούσαν για τον αριθμό των Ινδιάνων που είχαν θαφτεί εκεί. Βλέποντάς με, η γυναίκα του Ζοζέ Μαρία, η Αντόνια Ζάτκαπρεκ, ξίνισε τα μούτρα της. Μετά μου είπαν πως δεν ήταν κάτι προσωπικό. Έμοιαζε άγρια και κακόκεφη. Ήταν μια πολύ αδύνατη γυναίκα, με ρουφηγμένα μάγουλα και λεπτά χείλη. Η επίσκεψή μου σήμαινε πως θα έπρεπε να αναδιαμορφώσουν τη χρήση του σπιτιού, ελευθερώνοντας ένα απ’ τα δωμάτια για μένα. Όταν μπήκα μέσα, μου μύρισε η απαίσια οσμή αποξηραμένου ψαριού που κρεμόταν από ένα σπάγκο στη μέση της σάλας. Ήταν μια οσμή που διαπότιζε τα πάντα. Και που από τη δεύτερη μέρα, αντί να τη συνηθίσω, δεν την άντεχα πια ούτε από μακριά. Εννιά άνθρωποι κοιμόνταν στο σπίτι. Επειδή ήταν εποχή ξηρασίας, το καλοκαίρι τους, το ζευγάρι κοιμόταν σ’ ένα πρόχειρο κρεβάτι από κλαδιά κάτω από ένα πλαϊνό υπόστεγο. Τα παιδιά είχαν αιώρες στη σάλα, όπου βρίσκονταν επίσης κρεμασμένα τα αποξηραμένα ψάρια που μύριζαν σαπίλα. Απέμεναν δύο ακόμα δωμάτια. Στο ένα έμεναν οι δυο μεγαλύτερες κόρες τους με τα βρέφη τους. Δεν κατάλαβα καλά πού βρίσκονταν οι σύζυγοι, ή αν υπήρχαν. Κρέμασα την αιώρα μου στο άλλο δωμάτιο. Το πάτωμα ήταν πατημένο χώμα. Οι νύχτες ήταν ένα φεστιβάλ ιδιωτικών ήχων, ροχαλητού, πορδών και κλάματος παιδιών. Στη σάλα τα αγόρια στις αιώρες πετάγονταν απ’ τους εφιάλτες. Την τελευταία νύχτα άλλη μια κόρη και ο γαμπρός τους, που ήταν ταξίδι όταν είχα φτάσει εγώ, προστέθηκαν στις δύο αδερφές και τα βρέφη τους και στοιβάχτηκαν στο διπλανό δωμάτιο απ’ το δικό μου. Και στα κλάματα των παιδιών προστέθηκαν τα βογκητά του σεξ. Το σούρουπο μόλις φτάσαμε, αφού εγκαταστάθηκα, βγήκα έξω να βρω τον ανθρωπολόγο και τον γιο του, που έμεναν σε άλλο σπίτι. Τους βρήκα με σορτς και σαγιονάρες (στη Ρώμη όπως οι Ρωμαίοι), με το σώμα βαμμένο με ουρούκουμ, καθισμέ7 – Εννέα νύχτες
97
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 97
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 98
98
νους μπροστά στο σπίτι του παζέ* Αφόνσο Κουπό, ενός θεόρατου τύπου, πάντα χαμογελαστού, με καλοκάγαθο πρόσωπο, που γενικά δεν έλεγε τίποτα, αλλά που την επομένη, μεθυσμένος, κατάφερε και με στρίμωξε σε μια γωνιά και μ’ έβαλε να του υποσχεθώ πως θα τους έδινα πενήντα ρεάλ πριν φύγω. Μια μέρα αργότερα, για καλή μου τύχη, δεν θυμόταν τίποτα. Η γυναίκα του, η Καζάρι, ήταν ξαπλωμένη σε μια στρωμένη ψάθα στο πάτωμα από πατημένο χώμα. Ήταν σαν να κουβέντιαζε με τους φίλους της στην παραλία. Και οι γιοι του Λεουζίπο Πεμπσά και Νένο Μάχι, δυο δυνατοί άντρες στα είκοσι και κάτι, άκουγαν τη συζήτηση σιωπηλοί, κλοτσώντας τα σκελετικά και ψωριάρικα κουτάβια που πλησίαζαν καμιά φορά. Οι κλοτσιές στα κουτάβια είναι μία από τις πιο αξιοσημείωτες συνήθειες στην καθημερινή ζωή του χωριού και εκτελούνται απ’ όλους, από την πιο τρυφερή ηλικία μέχρι τα γηρατειά. Οι Κραχό είναι ζωντανή απόδειξη ότι ο σκύλος δεν είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου, αλλά ένα από τα πιο ηλίθια ζώα που εμφανίστηκαν ποτέ στο πρόσωπο της γης. Γιατί, παρότι κακοποιούνται από τα αφεντικά τους, που τα χρησιμοποιούν στο κυνήγι, τα σκυλιά δεν φεύγουν. Όταν τρώνε μια κλοτσιά ή μια πετριά –πράγμα που συμβαίνει κάθε φορά που πλησιάζουν κάποιον στο μισό μέτρο– φεύγουν σκούζοντας, αλλά μετά από λίγο επιστρέφουν για να ζητιανέψουν αποφάγια. Τον Νένο πρέπει να τον είχε χτυπήσει κάποιο φορτηγό σε συνθήκες κάπως νεφελώδεις και χρησιμοποιούσε μια πλαστική κουλούρα που χρησίμευε ως ορθοπεδικό κολάρο. Η μεγαλύτερη κόρη του παζέ είχε εισαχθεί στο άσυλο μιας κοντινής πόλης. Είχε τρελαθεί. Μου φαινόταν αστείο να βλέπω τον ανθρωπολόγο και τον γιο του βαμμένους από την κορφή ως τα νύχια. Γέλασα μαζί τους, αλλά το γέλιο μου δεν κράτησε πολύ. Σταμάτησα μόλις αντιλήφθηκα την αμηχανία με την οποία αντέδρασαν. Κατά βάθος εξεπλάγησαν με την αφέλειά μου. Με λυπήθηκαν. Δεν είπαν τίποτα. Δεν ήθελαν να με τρομάξουν. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Τη δεύτερη μέρα θα ήταν η σειρά μου. * Σαμάνος, μάγος-γιατρός. (Σ.τ.Μ.)
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 99
* Αδηφάγο ψάρι των γλυκών νερών της Βραζιλίας που δεν εκτιμάται ιδιαίτερα. (Σ.τ.Μ.)
99
Στις επτά το βράδυ ο μικρός με το ποδήλατο ήρθε και με φώναξε για το δείπνο. Κάθε προσκεκλημένος έτρωγε στο σπίτι όπου τον φιλοξενούσαν, πράγμα που σήμαινε, προς μεγάλη μου απόγνωση, πως θα δειπνούσα χωριστά από τον ανθρωπολόγο και τον γιο του. Το πρώτο δείπνο στο χωριό (ένα πιάτο ρύζι καλυμμένο με κομμάτια και ζωμό του αποξηραμένου ψαριού που είχα δει να κρέμεται μέσα στο σπίτι) ήταν ένα προμήνυμα. Όταν καθίσαμε, ο Ζοζέ Μαρία, η γυναίκα του, οι δυο κόρες με τα βρέφη εγγόνια του ζεύγους, το αγόρι με το ποδήλατο κι εγώ, στο βάθος του σπιτιού, σ’ ένα είδος λαχανόκηπου γύρω από μια πυροστιά, όπου ξαναζέσταιναν εκείνο το αποξηραμένο είδος τραΐρα* από τα βάθη της λίμνης, η Αντόνια μου απηύθυνε για πρώτη φορά το λόγο. Μου έδωσε ένα πιάτο από αχάτη γεμάτο με ρύζι και ψάρι και ρώτησε αν μου είχε φανεί άσχημο το χωριό. Εκείνη ήταν δυστυχισμένη που ζούσε εκεί, προτιμούσε το προηγούμενο χωριό και ήθελε να δει το Σάο Πάολο. Εγώ άκουγα μετά βίας, προσπαθούσα να μασήσω τη σάρκα του απαίσιου ψαριού, που ήταν στην πραγματικότητα ένα κουβάρι από κόκαλα και λέπια, και τελικά το κατάπια, λέγοντας πως είναι αριστούργημα και παρακαλώντας τους θεούς να μην ξεράσω μπροστά στους οικοδεσπότες μου, γιατί θα έκανε κακή εντύπωση για πρώτη μέρα. Απάντησα πως το χωριό ήταν όμορφο. Έκανα το βλάκα σχετικά με το Σάο Πάολο, τη ρώτησα γιατί ήθελε να πάει σ’ ένα τόσο άσχημο και βίαιο μέρος. Κι έφαγα όσο περισσότερο μπορούσα, που δεν ήταν όμως πολύ και αμέσως ξύπνησε την καχυποψία των αμφιτρυώνων μου. Μόλις άρχιζε το μαρτύριο της διατροφής. Κατάφερα να καταπιώ το ψάρι μόνο άλλη μια φορά, στο πρόγευμα της επόμενης μέρας, μιας και το διαιτολόγιο ήταν το ίδιο σε όλα τα γεύματα. Ανήσυχος, ο Ζοζέ Μαρία στο τέλος αναζήτησε τον ανθρωπολόγο, γιατί έτρωγα μόνο ρύζι, κι εκείνος τον ορμήνεψε να μου σερβίρει κάτι άλλο εκτός από αποξηραμένο ψάρι, λαχανικά για παράδειγμα, που σύμφωνα με τον ανθρωπολόγο ήταν η αδυναμία μου. Στο επόμενο δείπνο έβαλαν μπροστά μου ένα
100
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 100
πιάτο με γλυκοπατάτες. Ομολογώ ότι για μια στιγμή ένιωσα ευχαριστημένος και ανακουφισμένος. Άρχισα να καθαρίζω την πρώτη πατάτα (πέντε είχα στο πιάτο μου) και τη δάγκωσα, κάτω από τα αγωνιώδη βλέμματα των αμφιτρυώνων μου. Το στόμα μου γέμισε χώμα. Τότε μόνο κατάλαβα ότι οι πατάτες ήταν κομμένες και μαγειρεμένες όπως τις ξέθαψαν, με το χώμα, που τώρα χωνόταν στη μαλακιά μάζα του βολβού, σαν κέικ με στρώσεις σοκολάτας. Εγώ μασούσα τις πατάτες και το χώμα κι έλεγα: «Μμμ… αριστούργημα!», μόλις όμως γυρνούσαν λίγο την πλάτη πετούσα στο δάσος όλη σχεδόν την ποσότητα που είχα στο πιάτο, προς μεγάλη χαρά των σκύλων, που η φούρια τους για τα αποφάγια μου στο τέλος με κατέδωσε. «Δεν ήταν καλό;» ρώτησε η Αντόνια. «Ήταν θαυμάσιο. Αλλά δεν πεινάω. Δεν συνηθίζω να τρώω πολύ. Πρέπει ν’ αδυνατίσω», απάντησα δίνοντας πίσω το πιάτο με τις δυο πατάτες που είχαν περισσέψει άθικτες, με τη φλούδα ακόμα, και που ο Ζοζέ Μαρία καταβρόχθισε στη στιγμή. Είχα φέρει μαζί μου για μια τέτοια περίπτωση μπάρες δημητριακών, τις οποίες είχα κρύψει στον πάτο του σακιδίου μου. Μόλις έφτασα, κι ο Ζοζέ Μαρία και ο γιος του με το ποδήλατο με τριγύριζαν για να δουν τι είχα μέσα και τι θα έβγαζα απ’ το σακίδιο, έσπευσα να πω πως ό,τι υπήρχε εκεί μέσα θα το κρατούσαν εκείνοι για δώρο όταν θα έφευγα. Ήθελα ν’ αποφύγω την πίεση. Αλλά τις μπάρες τις έκρυψα. Είχα μόνο δέκα. Την πρώτη νύχτα σηκώθηκα από την αιώρα στις μύτες, άνοιξα το σακίδιο κι έπιασα μια μπάρα. Χίλιους θορύβους είχε η νύχτα, αλλά όταν έσκισα το περιτύλιγμα ήταν σαν να είχε πέσει η απόλυτη σιωπή πάνω στο χωριό και ακουγόμουν μόνο εγώ, με το εκνευριστικό τσιτσίρισμα του περιτυλίγματος. Έκοψα την πρώτη δαγκωνιά κι ο θόρυβος απ’ το μασουλητό μου έμοιαζε με καταιγίδα χωρίς τέλος. Έχωσα ολόκληρη την μπάρα στο στόμα μου και περίμενα να διαλυθεί, δαγκώνοντας εδώ κι εκεί, πότε πότε. Την επομένη, όταν συναντήθηκα με τους οικοδεσπότες μου για το πρωινό, με ρώτησαν αν είχα κοιμηθεί καλά και μήπως δεν βολεύτηκα στην αιώρα. Καθώς μου σέρβιρε το ευλογημένο ψάρι, η Αντόνια είπε πως ανησύχησε, νομίζοντας πως κρύωνα όταν σηκώθηκα μέσα
στη νύχτα, αλλά ηρέμησε όταν είδε πως είχα ξυπνήσει για να φάω. Τότε πια δεν είχα επιλογή. Πήγα μέσα, πήρα τις εννιά μπάρες δημητριακών που μου είχαν απομείνει και τις έβαλα στο πρωινό. Τις καταβρόχθισαν όλες σε λιγότερο από πέντε λεπτά, επαναλαμβάνοντας «σοκολάτα» καθώς έτρωγαν. Από τις δέκα το πρωί μέχρι τις δύο το μεσημέρι ήταν αδύνατο να μείνει κανείς έξω. Δεν υπήρχε πουθενά σχεδόν σκιά. Αποφάσισα να στρωθώ στη σάλα, κάτω από το απλωμένο αποξηραμένο ψάρι, και να διαβάσω ένα βιβλίο. Λίγο κράτησε όμως η γαλήνη μου. Πρώτα εμφανίστηκε ο μικρότερος γιος του παζέ, το αγόρι με το πλαστικό κολάρο που είχα δει την προηγούμενη, ο Νένο Μάχι. Τώρα δεν φορούσε κολάρο. Ήρθε να μου διηγηθεί την ιστορία του τροχαίου. Είπε πως χρειαζόταν έναν δικηγόρο για να κάνει μήνυση στον οδηγό του φορτηγού. Διηγήθηκε πώς τον χτύπησε και τον εγκατέλειψε στον δρόμο, σαν να ’χαν συμβεί όλα την προηγούμενη μέρα. Ο φορτηγατζής το έσκασε, αλλά εκείνος ήξερε ποιος ήταν. Εγώ μόλις είχα φτάσει στο χωριό. Η ιστορία του με σκανδάλισε και εξέφρασα την αλληλεγγύη μου. Ο Νένο είπε πως δεν θα μπορούσε να δουλέψει ξανά. Ήθελε αποζημίωση. Αργότερα, όταν επανέλαβα την ιστορία στον ανθρωπολόγο κι εκείνος μου είπε πως δεν έγινε έτσι, κατάλαβα πως, ως νεοφερμένος, ήμουν ο χαζός του χωριού, ο ευκολότερος στόχος για ιστορίες που κανείς πια δεν πίστευε. Έμεινα ώρες ν’ ακούω τις μπούρδες, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς ήθελε από μένα ο Ινδιάνος. Καθώς εκείνος δεν έφευγε, κάποια στιγμή πλέον αποφάσισα να ξαναπιάσω την ανάγνωση, και μετά από μερικά λεπτά, μπροστά στη σιωπή και την απραξία μου, εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε. Η σιωπή δεν κράτησε πάνω από μερικά λεπτά, γιατί μετά από λίγο μπήκε ο αδερφός του, ο Λεουζίπο Πεμπσά. Στάθηκε κόντρα στον ήλιο, στην πόρτα, σαν σκιά. Το πρόσωπό του θύμιζε τους κακομούτσουνους Ινδιάνους της Νότιας Αμερικής στις περιπέτειες του Τεν Τεν. Η μύτη γαμψή, το μέτωπο εξείχε πάνω απ’ τα βαθιά μάτια, τα μάγουλα βαθουλωμένα μέχρι τα μαύρα ίσια μαλλιά που έπεφταν πάνω στους ώμους. Ήταν δύσκολο να καταλάβω τι ήθελαν αυτοί οι άνθρωποι. Ο Λεουζίπο ρώτησε τι είχα έρθει να κάνω στο χωριό. Προτίμησα να θεωρήσω
101
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 101
102
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 102
το ύφος του φιλικό και, μέσα στον αφελή πατερναλισμό μου, άρχισα να του εξηγώ τι θα πει μυθιστόρημα. Δεν τον ενδιέφερε. Ήθελε να μάθει τι είχα έρθει να κάνω στο χωριό. Οι γέροντες ήταν ανήσυχοι, ήθελαν να μάθουν γιατί ερχόμουν να αναμοχλεύσω το παρελθόν, κι εκείνου δεν του άρεσε ν’ ανησυχούν οι γέροντες. Προσπάθησα να τον πείσω ότι δεν υπήρχε κανένας λόγος ανησυχίας. Ό,τι ήθελα να μάθω ήταν ήδη γνωστό. Κι εκείνος με ρώτησε: «Και τότε γιατί θέλεις να μάθεις, αφού ήδη ξέρεις;» Προσπάθησα να του εξηγήσω ότι ήθελα να γράψω ένα βιβλίο και για άλλη μια φορά τι είναι το μυθιστόρημα, τι είναι το βιβλίο μυθοπλασίας (και έδειχνα αυτό που κρατούσα στα χέρια μου), πως θα ήταν μια ιστοριούλα, χωρίς καμία συνέπεια στην πραγματικότητα. Εκείνος δεν πειθόταν. Έκανε πως δεν καταλάβαινε, η αλήθεια όμως είναι πως ήθελε να με τρομάξει. Εγώ ήμουν εκνευρισμένος και μαζί τρομαγμένος. Μου ερχόταν να στείλω τον Ινδιάνο στα τσακίδια, αλλά δεν μπορούσα να τσαντίσω το χωριό. Αν υπήρχε κάτι για ν’ ανακαλύψω (κι ο Λεουζίπο με τους εκφοβισμούς του έριχνε λάδι στη φωτιά της φαντασίας μου), έπρεπε να φερθώ διπλωματικά. Ήθελε σώνει καλά να μάθει το λόγο της παρουσίας μου στο χωριό. Όπως και στη συνέλευση των Τιμπίρα στην Καρολίνα, δεν μπορούσα να βγάλω συμπέρασμα αν κατά βάθος ήξερε κάτι ή αν δεν ήξερε τίποτα και ήταν τόσο περίεργος όσο κι εγώ. Ο Λεουζίπο δεν έκανε πίσω. Δεν χαμογελούσε, δεν εκδήλωνε καμία κίνηση ή έκφραση συμπάθειας. Είχε ένα βλέμμα απροσπέλαστο και αποφασισμένο. Ο λόγος της επίσκεψής του ήταν για να με στριμώξει. Επαναλάμβανε: «Οι γέροντες ανησυχούν». Κι εγώ σκεφτόμουν από μέσα μου: «Ο ηλίθιος κάτι έχει ακούσει και πήρε την πρωτοβουλία για να μου ζητήσει τα ρέστα». Οι εξηγήσεις σχετικά με το μυθιστόρημα ήταν ανώφελες. Εγώ προσπαθούσα να του πω πως για τους λευκούς, που δεν πιστεύουν σε θεούς, η λογοτεχνία χρησιμεύει ως μυθολογία, ήταν το αντίστοιχο των μύθων των Ινδιάνων, και προτού ακόμα τελειώσω τη φράση μου δεν ήξερα πια αν ο ηλίθιος ήταν εκείνος ή εγώ. Εκείνος το μόνο που έλεγε ήταν: «Τι γυρεύεις με το παρελθόν;»
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 103
* Φρούτο που χρησιμοποιείται για τη χρωστική του από τους Ινδιάνους και για την παραγωγή κρασιού από τους βόρειους Βραζιλιάνους. (Σ.τ.Μ.)
103
Επαναλάμβανε. Και μπροστά στη γαϊδουρινή του επιμονή χρειάστηκε να παραδεχτώ το αυταπόδεικτο, ότι δεν ήξερα τι ν’ απαντήσω στην ερώτησή του. Δεν κατάφερνα να τον κάνω να καταλάβει τι είναι η λογοτεχνία (κατά βάθος δεν τον ενδιέφερε), ούτε να τον πείσω ότι το ενδιαφέρον μου για το παρελθόν δεν θα είχε αληθινές συνέπειες κι ότι εντέλει θα ήταν όλα μια επινόηση. Μ’ έσωσε η μεγαλύτερη κόρη του Ζοζέ Μαρία, που θα πρέπει να ήταν περίπου δεκαοχτώ χρόνων και εμφανίστηκε με μια μπάλα στα χέρια βουτηγμένη στο ουρούκουμ, για να με βάψει. Σε άλλη περίπτωση θα είχα αντισταθεί σαν γουρούνι που το σφάζουν. Αλλά η αντίδρασή μου μειώθηκε αρκετά ένεκα των περιστάσεων. Δυσαρεστημένος έστω, συμφώνησα να βγάλω το πουκάμισό μου. Ήμουν έτοιμος να υποστώ οτιδήποτε, ακόμα και να με βάψουν απ’ την κορφή ως τα νύχια, αρκεί να ξεμπέρδευα με τον Λεουζίπο. Και πράγματι, με την είσοδο της κοπέλας, που τον αγνόησε και του γύρισε την πλάτη σαν να ’ταν ζώο, ο ανακριτής μου αμέσως σηκώθηκε από τον πάγκο όπου είχε καθίσει στο πλάι μου (απρόσκλητος) και απομακρύνθηκε, ενοχλημένος από τη διακοπή, βγαίνοντας απ’ το σπίτι σαν διωγμένο σκυλί όταν ο Ζοζέ Μαρία μπήκε μέσα για να θαυμάσει τη βαφή που πασάλειβε σ’ όλο μου το σώμα η κόρη του με χέρια λαδωμένα και βουτηγμένα στο κόκκινο. Το θεώρησαν πολύ αστείο όταν με είδαν ολόκληρο βαμμένο κόκκινο. Ό,τι άγγιζα γινόταν επίσης κόκκινο: το βιβλίο που διάβαζα, η βερμούδα, το σακίδιο, το καπέλο. Το άγγιγμα του ουρούκουμ. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα σε σύγκριση με τη βαφή του ζενιπάπο,* στην οποία θα με υπέβαλλαν την επομένη. Από κείνη τη στιγμή και στο εξής προσπαθούσα ν’ αποφύγω τον Λεουζίπο και τον αδερφό του. Απέφευγα να μείνω μόνος με οποιονδήποτε από τους δύο. Κι όταν έβγαινα έξω για να κάνω μπάνιο νωρίς το πρωί, προσευχόμουν να μην εμφανιστούν ξαφνικά μπροστά μου. Ποτέ ξανά δεν με ενόχλησαν. Οι Ινδιάνοι στην πλειοψηφία τους δεν μου μιλούσαν. Είτε με αγνοούσαν είτε με
104
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 104
παρακολουθούσαν από απόσταση. Μπορεί να ήταν καχύποπτοι ή απλώς να μην τους ενδιέφερε καθόλου η παρουσία μου. Όταν πλησίαζαν, ήταν είτε για να ζητήσουν κάτι είτε γιατί ήταν μεθυσμένοι. Μόνο τα παιδιά γελούσαν μαζί μου, και οι γυναίκες. Τα παιδιά και οι γυναίκες είχαν περισσότερη ζωντάνια. Έλεγαν μεταξύ τους πράγματα που δεν καταλάβαινα και το διασκέδαζαν. Με φώναζαν λευκό: «Κούπεν, κούπεν». Με κορόιδευαν. Σε λίγο ανακάλυψα ότι, με εξαίρεση την οικοδέσποινά μου, οι γυναίκες ήταν πολύ πιο πνευματώδεις, καλοδιάθετες και έξυπνες απ’ ό,τι οι άντρες που τις κρατούσαν στο περιθώριο των αποφάσεων. Γελούσαν κι έλεγαν διαρκώς αστεία, ενώ οι άντρες τις παρατηρούσαν σιωπηλοί, χωρίς να καταλαβαίνουν ή να το βρίσκουν αστείο, ανίκανοι οι ίδιοι να διηγηθούν ένα ευτράπελο και φθονώντας την τόση ζωντάνια. Ποτέ δεν καταλάβαινα πότε ήταν μεθυσμένοι. Στην πραγματικότητα, όλοι εκεί μεταξύ τους είχαν δεσμούς εξ αίματος. Μετά από λίγο ανακάλυψα πως όλο το χωριό Νόβα ήταν σχεδόν μία μόνο οικογένεια, πως ήταν όλοι τους σχεδόν αδερφοί και αδερφές, θείοι και ανίψια, και πως η συμβολική, ταξινομητική συγγένεια ήταν σε μεγάλο βαθμό μια μεταμφίεση για σχέσεις, αν όχι αιμομικτικές, τουλάχιστον πάντως πολύ διεστραμμένες. Δεν κατάφερα να καταλάβω ούτε τους δεσμούς εξ αίματος ούτε τη συμβολική συγγένεια μεταξύ των μελών της φυλής. Ήταν πολύ περίπλοκα και οι σκοποί μου δεν ήταν ανθρωπολογικοί. Ο ίδιος ο Κουέιν δυσκολεύτηκε να καταλάβει αυτές τις σχέσεις. Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Δεν ήξερα ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα. Έβλεπα ότι έκαναν ετοιμασίες, αλλά δεν είχα ιδέα περί τίνος επρόκειτο, ούτε για το ρόλο που μου επιφύλασσαν σ’ αυτές τις τελετουργίες, γεγονός που διόγκωνε τις προσδοκίες και τον τρόμο. Ο ανθρωπολόγος είχε αγοράσει ένα γουρούνι για τη γιορτή προς τιμήν του γιου του. Οι Ινδιάνοι ετοίμαζαν παπαρούτο, ένα είδος πίτας από μανιόκα με γέμιση από λαρδί και κομμάτια χοιρινού. Το απόγευμα, όσο εγώ παρατηρούσα τις γυναίκες στη δουλειά ν’ απλώνουν φύλλα μπανανιάς στο έδαφος, πάνω στα πλεγμένα κλαδιά δέντρων, και να τα καλύπτουν με τη μάζα μανιόκας, που είχαν φτιάξει από την προηγούμενη, πάνω στην οποία θα σκόρπιζαν το κρέας και το λαρδί απ’ το γουρούνι,
αισθάνθηκα μια παρουσία, μια σκιά πίσω απ’ την πλάτη μου, μια ελαφριά δόνηση του αέρα, μια ανάσα στο λαιμό μου. Όταν γύρισα, η στοιχειωμένη μορφή του γέρου Βισέντε Χιντσουατούκ, πρεσβύτερου του χωριού και συμβολικού αδερφού του Ζοάο Κανούτο, βρέθηκε με το πρόσωπο σχεδόν ν’ ακουμπά το δικό μου, σαν να με μύριζε, με το ίδιο ανεξιχνίαστο και απειλητικό βλέμμα με το οποίο ο Λεουζίπο με είχε εκφοβίσει το προηγούμενο πρωινό. Πήρα τρομάρα, αλλά, με έναν εσωτερικό έλεγχο και την εμφάνιση μιας ψυχικής δύναμης που συνήθως δεν διαθέτω, δεν έδειξα τίποτα πέρα από το να ανταποδώσω με μια διερευνητική έκφραση. Κοίταξα τον ρυτιδιασμένο γέρο, με τα γκρίζα σαν ξέφτια μαλλιά του, και τον ρώτησα τι ήθελε, σαν να μην ήταν καν εκεί. Εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει σιωπηλά και απομακρύνθηκε χωρίς να πει τίποτα. Ο Βισέντε ήταν παιδί την εποχή που ο Μπιουλ Κουέιν έζησε στους Κραχό, αλλά δεν πρόλαβε να τον γνωρίσει. Εκείνη την εποχή δεν βρισκόταν στο χωριό. Έζησε για μεγάλα διαστήματα με λευκούς, πέρα δώθε, και μόνο στα γηρατειά του επέστρεψε οριστικά στους Κραχό. Βρισκόταν στο χωριό στη σφαγή του 1940 και τη γλίτωσε παρά τρίχα. Κατά κάποιον τρόπο όλοι προσπαθούσαν να με φοβίσουν, ακόμα κι αν ήθελαν απλώς να διασκεδάσουν, κι αυτό απλώς μεγάλωνε το φόβο και την καχυποψία πως μπορεί να υπήρχε πραγματικά κάτι και μου το έκρυβαν. Το παπαρούτο άρχισε να ψήνεται εκείνη τη νύχτα, ενώ τον γιο του ανθρωπολόγου τον ετοίμαζαν οι γυναίκες, μυστικά. Το απόγευμα του έκοψαν τα μαλλιά με τον τρόπο των Κραχό, με δύο παράλληλες χωρίστρες στις δυο πλευρές του κεφαλιού και μια μικρή φράντζα στο μέτωπο. Έβαψαν το σώμα του με ζενιπάπο, σκόρπισαν ρετσίνι πάνω στον κορμό, στα πόδια και στα χέρια του και κατόπιν τον κάλυψαν με άσπρα και γκρίζα φτερά. Την ίδια ώρα οι άντρες έσκαβαν ένα λάκκο στο χώμα που θα τους χρησίμευε ως φούρνος. Κατά τις οκτώ το βράδυ, αφού είχαν ρίξει κομμάτια κρέας και λαρδί πάνω στη μάζα της μανιόκας, οι Ινδιάνες έκλεισαν το παπαρούτο με φύλλα μπανανιάς και οι άντρες το κουβάλησαν μέχρι το λάκκο και το σκέπασαν με καυτές πέτρες και χώμα υπό τα βλέμματα ολόκληρης της φυλής, του
105
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 105
106
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 106
γιου του ανθρωπολόγου, που ήταν ήδη πλουμιστός, του πατέρα του, που τον φωτογράφιζε, και το δικό μου. Διαισθάνθηκα για πρώτη φορά, με στοιχεία κάπως αντικειμενικά, βλέποντας τον νεαρό στολισμένο με φτερά και βαμμένο μαύρο, πως ίσως να ερχόταν κι η δική μου ώρα. Το μεσημέρι οι γυναίκες είχαν ήδη προσπαθήσει να με βάψουν με ζενιπάπο. Κι εγώ αρνήθηκα, προφασιζόμενος ότι το ουρούκουμ ήταν αρκετό. Εκείνες απλώς γέλασαν μεταξύ τους και είπαν κάτι που δεν μπόρεσα να καταλάβω. Παρά την αυξανόμενη ένταση, η νύχτα αυτή ήταν από τις ωραιότερες που έχω δει ποτέ. Η πανσέληνος φώτιζε το χωριό λούζοντάς το με ασήμι. Κανείς δεν χρειαζόταν φακούς ή κεριά. Είχε ανάψει φωτιά στο κέντρο της μεσαυλής και γύρω της οι άντρες έμειναν να κουβεντιάζουν μέχρι αργά, ενώ ένας γέρος Κραχό τραγουδιστής, που τον είχαν φωνάξει από άλλο χωριό ειδικά για τη γιορτή, είχε πιάσει το τραγούδι με τη συνοδεία των γυναικών υπό τα άγρυπνα αλήτικα βλέμματα συζύγων, πατεράδων και αδερφών, που ήταν καθισμένοι στο χώμα. Σιγά σιγά, καθώς η τελετουργία συνεχιζόταν όλη νύχτα, οι Ινδιάνοι άρχισαν να μαζεύονται στα σπίτια τους, μέχρι που δεν έμεινε κανείς στο κέντρο του χωριού εκτός από τον τραγουδιστή. Πήγα για ύπνο κατά τις έντεκα, γνωρίζοντας ότι θα ξέχωναν το παπαρούτο πριν το χάραμα. Κοιμήθηκα νανουρισμένος απ’ τη μελωδία του γέρου Κραχό, που κάθε λίγο επέστρεφε στην κεντρική μεσαυλή και ξανάπιανε το τραγούδι του. Υπήρχε κάτι το θαυμαστό και γοητευτικό σ’ αυτή την τελετουργία. Κατά τις τρεις το πρωί, ακούγοντας ξανά τον γέρο τραγουδιστή, αποφάσισα να σηκωθώ και να πάω να δω. Και βρέθηκα μπροστά στο πιο εκθαμβωτικό θέαμα της ζωής μου. Ο γέρος τραγουδούσε μόνος στο κέντρο του ακίνητου και κοιμισμένου χωριού. Μετά από μερικά λεπτά μια γυναίκα ξεμύτισε στην πόρτα ενός σπιτιού κι πλησίασε σιωπηλή, μια μορφή από μακριά, πατώντας σ’ έναν απ’ τους δρόμους που συνέκλιναν προς τη μεσαυλή. Ήταν μια μοναχική φιγούρα που πλησίαζε αργά, τυλιγμένη σε πανιά για να προστατευτεί από το κρύο. Φτάνοντας στην κεντρική μεσαυλή, πήρε θέση μπροστά στον τραγουδιστή κι άρχισε να τον συνοδεύει στο τραγούδι του, σαν να ήταν ντουέτο. Μερικά λεπτά αργότερα άλλη γυναίκα έβγαινε στην
πόρτα άλλου σπιτιού κι έπαιρνε τον μοναχικό δρόμο που την έβγαζε στο κέντρο του χωριού. Η μια γυναίκα μετά την άλλη, απ’ όλα τα σπίτια, με διαφορά λεπτών, έρχονταν προς τον γέρο τραγουδιστή και στέκονταν στη γραμμή μπροστά του, για να τον συνοδέψουν στο τραγούδι του που τις είχε προσελκύσει. Εκείνος τις καλούσε, μία-μία, μέχρι που στο κέντρο του χωριού σχηματίστηκε μια γυναικεία χορωδία υπό τη δική του αρχηγία και την πανσέληνο. Καθώς εκείνες έρχονταν κι έπαιρναν τη θέση τους στη χορωδία, οι φωνές δυνάμωναν και εισέβαλλαν στ’ άλλα σπίτια. Με τα πολλά, από κάποιο πρόβαλε ένας άντρας μ’ ένα καροτσάκι μωρού. Κι απ’ τον ίδιο δρόμο που είχε πάρει προηγουμένως η γυναίκα του, ήρθε κι αυτός μέχρι το κέντρο του χωριού, στάθηκε μπροστά στη μητέρα, που είχε ήδη γυμνώσει το στήθος, και της παρέδωσε το παιδί. Ύστερα επέστρεψε στο σπίτι με το άδειο καρότσι. Οι Κραχό μεταχειρίζονται τα παιδιά με ιδιαίτερη προσοχή. Ακόμα κι όταν τα μαλώνουν, είναι σαν να το κάνουν γι’ αστείο. Στις πέντε το πρωί άρχισαν να ξεχώνουν το παπαρούτο. Εγώ είχα επιστρέψει στην αιώρα μου και ξύπνησα από την κίνηση στο σπίτι. Απ’ όλα τα σπίτια έβγαιναν ενήλικες και παιδιά και κατευθύνονταν στο κέντρο του χωριού, όπου θα μοιραζόταν το παπαρούτο. Η κάθε οικογένεια θα έπαιρνε το μερτικό της και θα επέστρεφε για να το φάει στο σπίτι. Ενώ βρισκόμασταν ακόμα στο κέντρο του χωριού και μοίραζαν σε φέτες το παπαρούτο, ο γέρος τραγουδιστής μού πρόσφερε ευγενικά ένα κομμάτι. Το λαρδί είχε υγροποιηθεί στη διάρκεια της νύχτας και είχε ποτίσει τη στρώση της μανιόκας, που τώρα είχε γίνει μια λιπαρή μάζα πάνω στην οποία ήταν τοποθετημένα τα κομμάτια του χοιρινού κρέατος. Δάγκωσα τη φανταχτερή πίτα, όπου εδώ κι εκεί εμφανιζόταν κάποια τριχούλα γουρουνιού, και με το λαρδί να στάζει απ’ το στόμα μου είπα: «Μμμμ!» και επέστρεψα το κομμάτι. Ο τραγουδιστής γέλασε και ρώτησε μήπως δεν μου άρεσε, επιμένοντας να φάω κι άλλο. Έφαγα όλο το κομμάτι, που έπεσε σαν πέτρα στο άδειο μου στομάχι. Τότε πια αρρώστησα. Δεν είχα φάει τίποτα σχεδόν από τότε που είχα φτάσει στο χωριό, κι από πάνω είχα εκείνη την κουμούτσα λαρδιού για πρωινό. Ο καθέ-
107
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 107
108
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 108
νας πήρε το μερίδιό του και επέστρεψε στο σπίτι του. Ο ήλιος είχε προβάλει κι άρχιζε η ζέστη. Στη μεσαυλή είχαν απομείνει μόνο τα ψωριάρικα σκυλιά, ψάχνοντας για απομεινάρια, γλείφοντας το λαρδί ανακατωμένο με χώμα στα μπανανόφυλλα. Οι οικοδεσπότες μου συγκεντρώθηκαν πίσω από το σπίτι για στρωθούν στο φαΐ με το παπαρούτο. Με φώναξαν, αλλά είπα πως δεν μπορούσα να φάω τίποτε άλλο και ξάπλωσα στην αιώρα. Είχα αναγούλα και αρκούσε να σταθώ όρθιος για ν’ αρχίσουν όλα να γυρίζουν γύρω μου. Την κατάστασή μου χειροτέρευε η συναίσθηση ότι, τώρα που τελείωσε η τελετουργία με τον γιο του ανθρωπολόγου, ήμουν εγώ ο επόμενος. Δεν βρήκα τρόπο ν’ αντισταθώ όταν το απόγευμα με κύκλωσαν οι Ινδιάνες για να με βάψουν με ζενιπάπο. Η βαφή του ζενιπάπο είναι ένα διάφανο υγρό με κομματάκια φρούτου, κι όταν εφαρμοστεί πάνω στο δέρμα στο τέλος αυτό παίρνει χρώμα μαύρο. Όσο πιο γινωμένο είναι το ζενιπάπο, τόσο πιο σκούρο το αποτέλεσμα της βαφής. Αντίθετα με το ουρούκουμ, το ζενιπάπο δεν λεκιάζει τα ρούχα. Αυτό που δεν μου είπαν έγκαιρα, και που θα έπρεπε να είχα συμπεράνει μόνος μου, είναι ότι ο λόγος που δεν λεκιάζει τα ρούχα είναι γιατί δεν βγαίνει από το δέρμα. Δεν έχει νόημα να το τρίψεις με οτιδήποτε. Το ζενιπάπο κρατάει στο δέρμα για ένα μήνα. Καθώς η βαφή είναι διάφανη, δεν είχα ιδέα με ποια σχέδια με ζωγράφιζαν σε όλο το κορμί. Όταν τελείωσαν, μου έδωσαν μια βέργα από μπαμπού σε περίπτωση που ήθελα να ξυστώ ή να διώξω τα κουνούπια μέχρι να στεγνώσει η βαφή. Προπαντός δεν έπρεπε ν’ αγγίξω το σώμα μου με τα χέρια τις πρώτες δώδεκα ώρες, όσο η βαφή ήταν ακόμα ενεργή, για να μη γίνουν τα δάχτυλά μου μαύρα. Ήταν κάτι φαρδιές γραμμές, γεωμετρικές με ζιγκ ζαγκ σε όλο το σώμα. Χωρίς να το γνωρίζω, η παράδοσή μου στο ζενιπάπο ήταν μια πρώτη κίνηση σεβασμού και φιλίας προς τους Ινδιάνους. Δεν ήταν ούτε οχτώ το πρωί όταν ήρθαν και με φώναξαν. Όταν έφτασα στη μεσαυλή, κατάλαβα ότι στη συνάντηση αυτή θ’ αποφασιζόταν η τύχη μου. Μόνο οι άντρες βρίσκονταν εκεί. Συζητούσαν στη γλώσσα τους. Προσπάθησα να καθίσω στο πλάι του ανθρωπολόγου και του γιου του, αναζητώντας κάποια μετάφραση, αλλά ξαφνικά, χωρίς να το καταλάβω, σχηματίστηκαν
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 109
* Είδος βραζιλιάνικης φοινικιάς. (Σ.τ.Μ.)
109
δύο γκρουπ, σαν δύο ποδοσφαιρικές ομάδες, και ο ανθρωπολόγος και ο γιος του χωρίστηκαν ο καθένας σε μια πλευρά της μεσαυλής. Η τύχη μου διαμορφωνόταν ερήμην μου. Έμεινα μονάχος στη μέση. Και τότε κατάλαβα ότι ήμουν το αντικείμενο της διαμάχης. Από τη μια πλευρά ήταν η οικογένεια του καλοκαιριού ή της ξηρασίας (Γουακμέγιε), στην οποία ανήκε ο ανθρωπολόγος. Από την άλλη η οικογένεια του χειμώνα ή των βροχών (Κατμούγιε), όπου ανήκε ο Ζοζέ Μαρία και ο γιος του ανθρωπολόγου. Οι δύο ομάδες εναλλάσσονταν στην εξουσία και τη διοίκηση του χωριού σαν πολιτικά κόμματα. Ο γέρος τραγουδιστής με πλησίασε και μου είπε πως τώρα έπρεπε να διαλέξω σε ποια πατριά ήθελα να είμαι. Οι Ινδιάνοι κι απ’ τις δυο πλευρές φώναζαν πράγματα που δεν καταλάβαινα, αλλά υπέθετα ότι σήμαιναν πως αν δεν διάλεγα την ομάδα τους θα με καρατομούσαν, θα με έγδερναν ζωντανό, θα μου ξερίζωναν τις τρίχες και τα λοιπά. Φώναζαν και γελούσαν. Ο Ζοζέ Μαρία φώναζε πως έμενα στο σπίτι του και ήταν υποχρέωσή μου να πάω με το μέρος του. Δεν ήξερα τι να κάνω. Ο ανθρωπολόγος επίσης φώναζε πως με είχε φέρει στο χωριό και πως έπρεπε να πάω με το μέρος του, και τελικά αυτόν επέλεξα με δειλία. Πάντα προτιμούσα το καλοκαίρι, δεν μ’ αρέσει η βροχή, και προσπάθησα να το εξηγήσω στον Ζοζέ Μαρία όταν επιστρέψαμε στο σπίτι. Τίποτα όμως δεν μπορούσε να μετριάσει την απογοήτευσή του. «Από δω και πέρα δεν σου ξαναμιλάω. Με πρόδωσες. Εσύ διάλεξες και τώρα τα γυρίζεις», απάντησε. Εγώ προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι ήμουν απλώς το αντικείμενο ενός μεγάλου παιχνιδιού μεταξύ τους, χωρίς όφελος όμως. Κατά το μεσημέρι οι δύο ομάδες βγήκαν στο δάσος να βρουν κορμούς για τον αγώνα δρόμου. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα να συμμετέχω σε οτιδήποτε. Ο αγώνας δρόμου με κορμούς είναι μια από τις πιο παραδοσιακές τελετουργίες των Κραχό. Είναι ένας αγώνας σκυταλοδρομίας μ’ έναν κορμό από μπουρίτι,* που πρέπει να ζυγίζει κάπου πενήντα κιλά, στους ώμους. Εγώ μετά βίας μπορούσα να τον σηκώσω από το έδαφος. Κάθε ομάδα φορ-
110
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 110
τώνεται έναν κορμό. Οι Ινδιάνοι τρέχουν απ’ έξω προς το χωριό, ξυπόλυτοι μέσα στο δάσος, με τους κορμούς στους ώμους. Η πρώτη ομάδα που θα φτάσει στο κέντρο της μεσαυλής κερδίζει τον αγώνα. Ο τρόμος μου μεγάλωσε ακόμα περισσότερο όταν μετά τον αγώνα, απ’ τον οποίο είδα μόνο την τελική διεκδίκηση, μέσα στο χωριό πια, αποφάσισα να πλυθώ στο ρυάκι και μ’ εμπόδισαν οι οικοδεσπότες μου: «Όχι. Δεν μπορείς. Πρέπει να πλυθείς στη μεσαυλή». Πήγα τρέχοντας να βρω τον ανθρωπολόγο για να εξιχνιάσω τι με περίμενε. Εκείνος όμως άλλαξε συζήτηση και είπε πως θα έβλεπα και πως ήταν μια «διασκεδαστική» γιορτή. Επέστρεψα στο σπίτι πανικόβλητος, και το χειρότερο απ’ όλα ήταν όταν το αγόρι με το ποδήλατο, ο γιος του Ζοζέ Μαρία, με πλησίασε κλεφτά και πρόλαβε μόνο να μου πει: «Σου λένε ψέματα». Αναγκάστηκε ν’ αφήσει στη μέση αυτό που θα μου αποκάλυπτε, να κάνει γρήγορο πεντάλ και να εξαφανιστεί, όταν αντιλήφθηκε ότι πλησίαζε ο πατέρας του, υποψιασμένος μ’ αυτή τη συνένοχη σκηνή ανάμεσα στον γιο του κι εμένα. Η κουβέντα του έμεινε να μου σφυροκοπά το μυαλό. Ήταν όσο πιο κοντά είχα φτάσει ποτέ στην αλήθεια. Δεν ήξερα αν αναφερόταν σ’ αυτό που μου ετοίμαζαν εκείνη τη νύχτα ή σ’ αυτό που μου έκρυβαν για το παρελθόν και το θάνατο του Κουέιν. Και στις δύο περιπτώσεις ήταν ό,τι χειρότερο. Τώρα είχα έναν τρομερό πονοκέφαλο. Το κεφάλι μου χτυπούσε σαν να ήταν έτοιμο να εκραγεί. Δεν υπήρχε τρόπος να ξεμοναχιάσω τον μικρό με το ποδήλατο ξανά, για να μου διευκρινίσει την κουβέντα του εκείνη. Ήμουν με πυρετό, ξαπλωμένος στην αιώρα, όταν νωρίς το βράδυ ο Ζοζέ Μαρία ήρθε να με φωνάξει στο κέντρο του χωριού. Πήγα χωρίς τη θέλησή μου, ζαλισμένος και τρομοκρατημένος, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς με περίμενε και τι ακριβώς σήμαινε το πλύσιμο εκείνο. Επειδή δεν ήξερα, φόρεσα ένα σορτς κάτω από τη βερμούδα. Κρύωνα ήδη πολύ και δεν ήθελα να βρέξω τα ρούχα μου. Συνάντησα τους άντρες μαζεμένους γύρω απ’ τη φωτιά στη μεσαυλή. Είχα την εντύπωση πως όλοι γνώριζαν τι θα συνέβαινε εκτός από μένα. Ο γερο-Βισέντε με φώναξε να κάτσω δίπλα του κι άρχισε
να μιλά αυθόρμητα για τον Κουέιν, τον οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε γνωρίσει. Δεν είπε τίποτα που να μην το ήξερα ήδη. Τουλάχιστον όμως δεν φαινόταν καχύποπτος. Αυτά που μου έλεγε δεν μ’ ενδιέφεραν πλέον. Μετά βίας τον άκουγα, τρέμοντας κι αδύναμος, δεν ξέρω αν ήταν απ’ την πείνα ή απ’ το φόβο. Στο τέλος εμφανίστηκε ο ανθρωπολόγος, κι εγώ, που δεν πρέπει να είχα πολύ καλή όψη, τον ικέτεψα να μου αποκαλύψει μια κι έξω τι επρόκειτο να συμβεί. «Επέλεξες σήμερα το πρωί. Τώρα θα παρουσιαστείς μπροστά στην οικογένειά σου, στις γυναίκες που δεν επιτρέπεται να κουτουπώσεις», είπε. Εγώ δεν ήθελα να παρουσιαστώ σε κανέναν. Ήμουν λιπόθυμος σχεδόν όταν εμφανίστηκαν οι γυναίκες, με κουβάδες και μπουκάλες γεμάτες νερό. Οι άντρες σχημάτισαν κύκλο και χόρευαν πιασμένοι απ’ τα χέρια γύρω απ’ τη φωτιά τραγουδώντας, με αρχηγό τον γέρο τραγουδιστή. Εγώ προσπαθούσα να προφυλαχτώ δίπλα στον ανθρωπολόγο. Ξαφνικά ο γέρος μ’ έσπρωξε στον κύκλο των αντρών. Εγώ πάλεψα, είπα πως είχα πυρετό και δεν μπορούσα να πλυθώ με τέτοιο κρύο. Εκείνος γέλασε, είπε πως το πλύσιμο γιατρεύει τον πυρετό. Δεν είχα άλλο τρόπο ν’ αντισταθώ. Τους ζήτησα μόνο πρώτα να μ’ αφήσουν να βγάλω τη βερμούδα, το πουκάμισο και τα σανδάλια. Μόλις βρέθηκα με το εσώρουχο στον κύκλο, αμέσως πλησίασαν οι γυναίκες απ’ έξω, με τους κουβάδες και τις μπουκάλες τους, περικυκλώνοντας το χορό των αντρών. Εμείς χορεύαμε γύρω απ’ τη φωτιά κρατημένοι απ’ τα χέρια. Οι Ινδιάνοι τραγουδούσαν. Ήμουν προετοιμασμένος για το χειρότερο. Ξαφνικά ο χορός σταμάτησε και το τραγούδι επίσης. Μερικές γυναίκες με κουβάδες στα χέρια πλησίασαν, διάλεξαν μερικούς άντρες και τους έφεραν στο κέντρο του χορού, κοντά στη φωτιά, όπου εκείνοι χαμήλωσαν το κεφάλι, σαν υπόκλιση, κι εκείνες άδειασαν τους κουβάδες και τις μπουκάλες, γελώντας του καλού καιρού. Τότε πια κατάλαβα κι εγώ το τελετουργικό, αν και εξακολουθούσα να μην κατανοώ για ποιο λόγο γινόταν. Οι γυναίκες έριχναν νερό στους άντρες με τους οποίους είχαν συμβολικούς δεσμούς ταξινομητικής συγγένειας, με τους οποίους δεν μπορούσαν να έχουν σεξουαλική σχέση. Το
111
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 111
112
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 112
πλύσιμο ήταν μια τελετουργία εξωτερίκευσης και καθορισμού της απαγόρευσης της αιμομιξίας. Ο πρώτος κλήρος πλυμένων αντρών επέστρεψε στο χορό, οι γυναίκες ενώθηκαν με τις υπόλοιπες στην εξωτερική πλευρά του κύκλου κι εμείς ξαναπιάσαμε το χορό και το τραγούδι. Όταν έγινε ξανά διακοπή, μια απ’ τις γυναίκες με τράβηξε κοντά στη φωτιά, ενώ οι άλλες τραβούσαν άλλους άντρες, και μου έριξε έναν κουβά νερό στο κεφάλι. Ο πυρετός μου πέρασε, ο πονοκέφαλός μου σταμάτησε. Αν ήταν αυτό όλο κι όλο, μια χαρά. Η εγγύτητα στη φωτιά μείωνε το κρύο και βοηθούσε να στεγνώσουμε. Πλύθηκα άλλες δυο φορές και ο χορός διαλύθηκε. Ήμουν ανακουφισμένος, θεώρησα ότι εκεί τελείωναν όλα κι ήμουν έτοιμος να επιστρέψω στο σπίτι, όταν ο τραγουδιστής μ’ έσπρωξε πάλι προς τη φωτιά. Μια νέα τελετουργία ξεκινούσε. Ο τρόμος επέστρεψε, και η φαντασίωση ότι κάποια στιγμή, εκεί που θα είμαι αφηρημένος, εκεί που δεν θα το περιμένω, θα χιμούσαν όλοι πάνω μου. Τώρα υπήρχε ένας νέος σχηματισμός γύρω απ’ τη φωτιά. Οι άντρες σχημάτιζαν σειρές που ξεκινούσαν από το κέντρο, τη φωτιά, και εκτείνονταν προς τα έξω. Τώρα πια δεν είχαν τη φωτιά κατά μέτωπο αλλά στο πλάι. Προχωρούσαν με κυκλικές κινήσεις, μόνο που τώρα η μια σειρά ακολουθούσε την άλλη, πότε κατά τη φορά του ρολογιού και πότε αντίθετα. Μαζί με τη φωτιά σχημάτιζαν ένα ηλιακό σχήμα στο οποίο οι ίδιοι ήταν οι ακτίνες. Έλεγαν τραγούδια με αρχηγό τον γέρο τραγουδιστή και πέθαιναν στο γέλιο. Εγώ, στη μέση, ρωτούσα τους διπλανούς μου Ινδιάνους τι σήμαινε αυτή η τελετουργία. «Δεν ξέρεις;» απαντούσαν κι έσκαγαν στα γέλια. Αργότερα μου εξήγησαν ότι κάθε τραγούδι διηγιόταν την ιστορία ενός ζώου της φύσης και πως όλες είχαν έντονα σεξουαλικά υπονοούμενα. Σε κάθε νέο τραγούδι η κίνηση γύρω απ’ τη φωτιά άλλαζε φορά. Τίποτα δεν έπαθα εκείνη τη νύχτα, αλλά προβλέποντας την επικείμενη βάφτιση που μου ετοίμαζαν (στο κάτω κάτω γιατί με είχαν παρουσιάσει στις γυναίκες της «οικογένειάς» μου αν δεν επρόκειτο στη συνέχεια να μου δώσουν ένα όνομα;), αναζήτησα τον ανθρωπολόγο και του έκανα απολύτως σαφές ότι δεν ήμουν διατεθειμένος να με καλύψουν με φτερά ούτε να με κουρέψουν σύμφωνα με τη μόδα των Κραχό και πως
θα πολεμούσα μέχρι τέλους αμυνόμενος. Εκείνος πρέπει να εξεπλάγη με την αντίδρασή μου και την έλλειψη αθλητικού πνεύματος. Όταν την επόμενη μέρα είδα τι έπαθε, τότε μόνο αντιλήφθηκα πως ίσως είχε προσφερθεί να θυσιαστεί στη θέση μου. Η τρίτη νύχτα ήταν μαρτύριο. Έκανε το κρύο της αρκούδας κι εγώ δεν μπορούσα να βολευτώ στην αιώρα. Σε κάθε κίνηση ξεσκεπαζόμουν. Όταν χάραξε η μέρα, άρχισε ν’ ακούγεται μια ομάδα αντρών που τραγουδούσε. Πλησίαζαν προς το σπίτι. Πάγωσα. Πλησίαζαν, απομακρύνονταν και μετά πλησίαζαν ξανά. Ήμουν σίγουρος ότι έρχονταν για μένα. Έρχονταν να με πιάσουν. Έκανα τον ψόφιο. Άφησα όλους τους υπόλοιπους να σηκωθούν κι εγώ έμεινα στην αιώρα, παριστάνοντας ότι κοιμάμαι. Όταν στο τέλος αποφάσισα να σηκωθώ, η τελετουργία είχε προχωρήσει. Είχαν πιάσει τον ανθρωπολόγο. Ήταν καλυμμένος με φτερά και οι Ινδιάνοι τον κουβαλούσαν στους ώμους μέχρι το ρυάκι για το πρωινό βάπτισμα. Ήταν περίεργο που τον βάφτιζαν, δεδομένου ότι είχε βαφτιστεί πριν από χρόνια. Άργησα να καταλάβω ότι πιθανότατα είχε πάρει τη θέση που επιφύλασσαν σ’ εμένα, μόνο και μόνο για να μην τους απογοητεύσει. Τους είχε πείσει να μη με βαφτίσουν, φοβούμενος ποια μπορεί να ήταν η αντίδρασή μου. Όταν από το ρυάκι τον έφεραν πίσω, τον περικύκλωσαν άντρες και γυναίκες στο κέντρο του χωριού. Τότε οι Ινδιάνες άρχισαν να κοροϊδεύουν τη δειλία μου. Η πιο χλευαστική, η Ζερσίλα Κρουζκβούι, δεν ανεχόταν την προσβολή μου. Εγώ απαντούσα πως δεν είχα όρεξη να με βαφτίσουν, πως ήμουν στο χωριό μόνο για τρεις μέρες, αλλά υποσχέθηκα πως την επόμενη φορά θα τους άφηνα να με κάνουν ό,τι ήθελαν. Η Ζερσίλα φώναζε πως ήξερε πολύ καλά πως δεν θα υπήρχε επόμενη φορά και πως ήμουν φοβιτσιάρης. Η Κρεούζα Προυμκβούι αποφάνθηκε πως θα περίμενε και πως την επόμενη φορά που θα πατούσα το πόδι μου στο χωριό θα είχα υποδειγματική βάφτιση, θα μου έβγαζαν ένα-ένα τα τσίνορα, εκτός από τα φρύδια, και θα μ’ έκαναν να ματώσω. Είχαν πεθάνει όλοι στα γέλια. Για ν’ αφήσω κατά μέρος τις μετριοφροσύνες, δεν νομίζω ότι διασκέδασαν ποτέ τόσο πολύ εις βάρος άλλου λευκού. Προτού φύγουμε, η γυναίκα του γέρου Βισέντε, η μητριαρχική φιγούρα του χωριού, 8 – Εννέα νύχτες
113
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 113
114
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 114
Φρανσελίνα Βραμκβούι, μητέρα όλων των γυναικών, καμπουριασμένη, δυνατή μαζί και εύθραυστη, σκυφτή προς τα μπρος, που έμοιαζε να περιμένει μόνο το θάνατό της και μου θύμισε τη γιαγιά μου ηλικίας εκατόν επτά ετών, με πλησίασε για να μου πει πως στην αρχή ήταν καχύποπτη μαζί μου, αλλά ότι στο τέλος με συμπάθησε και ότι ήξερε πως δεν θα ξεχνούσα τους Ινδιάνους. Αν εγώ, μ’ όλη μου την τρομάρα, δυσκολεύτηκα να εξοικειωθώ μαζί τους μέσα σε τρεις μέρες, σκέφτομαι μόνο τι θα αισθάνθηκε άραγε ο Κουέιν μέσα σε πέντε μήνες που έμεινε μόνος με τους Κραχό. Στη διαδρομή της επιστροφής, μέσα στην καμπίνα του φορτηγού, ο ανθρωπολόγος προσπάθησε να διαλύσει την καχυποψία μου όταν του μίλησα για το αγόρι με το ποδήλατο κι αυτό που μου είχε πει κλεφτά το δεύτερο μεσημέρι, προτού τον συλλάβει επ’ αυτοφώρω ο πατέρας του. Ο ανθρωπολόγος με διαβεβαίωσε πως θα του το είχαν πει αν υπήρχε κάποιο μυστικό προς αποκάλυψη σε σχέση με τον Αμερικανό εθνολόγο, δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πόσο χώρο καταλάμβανε στο μυαλό μου εκείνο το μυστικό. Στην πραγματικότητα, ούτε εγώ μπορούσα να το φανταστώ. Στις επιστολές που έγραψε στη Μάργκαρετ Μιντ στην αρχή της εργασίας του, και που βρέθηκαν μέσα στα αντικείμενά του που έφεραν οι Ινδιάνοι στην Καρολίνα μετά το θάνατό του, ο Κουέιν διαμαρτύρεται για τη δυσκολία της δουλειάς του με τους Κραχό: «Είναι πολύ δύσκολο να εκπαιδεύσει κανείς τους ιθαγενείς εδώ. Ο μόνος τρόπος για να τους επιβληθώ είναι να είμαι άγριος, κι έτσι, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, έχω και τους διακόσιους δέκα στα πόδια μου, να προσπαθούν αδέξια να με ικανοποιήσουν. Αγνοούν την ιδέα ότι πρέπει κανείς να προσπαθήσει για να κερδίσει ή να του δώσουν κάτι, μιας και συνήθως κερδίζουν πολύ περισσότερα όταν παραμένουν κατσούφηδες. Τον τελευταίο μήνα δουλεύω μ’ έναν νεαρό (που ασφαλώς δεν είναι φυσιολογικός, αφού φαίνεται ότι του αρέσει να δουλεύει μαζί μου) πάνω στη γλώσσα. Σήμερα μου ανακοίνωσε πως δεν μπορεί να συνεχίσει να δουλεύει, γιατί έχει βαρεθεί να τον γελοιοποιεί το υπόλοιπο χωριό. Ούτε τα παιδιά δεν τον σέβονται». Ο γερο-Ντινίς δεν ήξερε ποιος μπορεί να ήταν αυτός ο πληρο-
φοριοδότης. Θυμόταν τον μικρό Ζακαρίας, που τραγουδούσε στον Κουέιν, αλλά όχι αυτό τον άντρα που περιφρονήθηκε απ’ το χωριό όταν άρχισε να δουλεύει με τον εθνολόγο. Όπως οι Ινδιάνοι σε υιοθετούν όταν σε υποδέχονται στο χωριό, έτσι περιμένουν κι εσύ να τους υιοθετήσεις όταν έρθουν στην πόλη. Είναι μια σχέση επιφανειακά αλληλοπαθής, κατά βάθος όμως περίεργη και πολλές φορές δυσάρεστη. Δεν είναι μια σχέση ίσου προς ίσον, αλλά μια αμοιβαία υιοθεσία, κι αυτό είναι που κάνει όλη τη διαφορά: στο χωριό εσύ είσαι το παιδί όλων· στην πόλη αυτοί είναι το παιδί σου. Δεν είδα πουθενά να φέρονται στα παιδιά με τόση τρυφερότητα και ελευθερία. Επιστρέφοντας στο Σάο Πάολο μετά την παραμονή μου στο χωριό, άρχισα να δέχομαι τηλεφωνήματα με χρέωση δική μου. Οι Ινδιάνοι μού τηλεφωνούσαν κάθε φορά που περνούσαν από την Καρολίνα. Ζητούσαν διάφορα. Συνήθως λεφτά. Δεν είχαν την παραμικρή αβρότητα. Σαν να ’ταν παιδιά μου τώρα. Τα αιτήματά τους δεν είχαν τέλος. Τώρα ήμουν ο αιώνιος οφειλέτης τους. Από παιδί είχα γίνει ο αμελής πατέρας που επιτέλους είχε την ευκαιρία να διορθώσει τα λάθη του παρελθόντος και την απουσία του. Είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς αυτή τη σχέση. Είναι τα ορφανά του πολιτισμού. Είναι εγκαταλειμμένοι. Χρειάζονται συμμαχίες με τον κόσμο των λευκών, έναν κόσμο που προσπαθούν να κατανοήσουν με μεγάλο κόπο και συνήθως μάταια. Το πρόβλημα με την αμοιβαία υιοθεσία είναι ότι είναι εκ γενετής ανισόρροπη, αφού η συχνότητα με την οποία οι Κραχό έρχονται στους λευκούς είναι πολύ μεγαλύτερη από τη συχνότητα με την οποία οι λευκοί πηγαίνουν στους Κραχό, μιας και ο κόσμος είναι των λευκών. Είναι αδιόρθωτα αβοήθητοι. Δεν θέλουν να τους ξεχνούν. Γραπώνονται απ’ όλους όσοι περνούν απ’ το χωριό, οι επισκέπτες είναι γι’ αυτούς οι από καιρό εξαφανισμένοι γονείς τους. Θέλουν να γίνεις μέλος της οικογένειας. Χρειάζονται να γίνεις πατέρας, μάνα και αδερφός. Σε μια από τις επιστολές της στη δόνα Ελοΐζα μετά το θάνατο του γιου της η Φάνι Κουέιν έλεγε πως οι Κραχό τον αποκαλούσαν «μεγάλο αδερφό» –πράγμα που διαψεύδεται σε άλλα έγγραφα– και ζητούσαν από τις αρχές να τους στείλουν έναν άξιο αντικαταστάτη επειγόντως, κάποιον με
115
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 115
116
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 116
τόσο καλή καρδιά όσο εκείνος. Αυτή η πατερναλιστική σχέση είναι από τις πιο άβολες και εκνευριστικές, κι ο ίδιος ο Κουέιν ταλαιπωρήθηκε και ζορίστηκε απ’ αυτή. Κάποιοι το σηκώνουν. Δεν είναι η περίπτωσή μου. Δεν είμαι ανθρωπολόγος και δεν έχω καλή ψυχή. Μπούχτισα. Από ένα σημείο και μετά αποφάσισα να μην απαντώ πια στα μηνύματα που μου άφηναν ζητώντας να τους τηλεφωνήσω οπωσδήποτε το επόμενο βράδυ. Η ενοχή που μου προκάλεσε αυτή η απόφαση επίσης με εκνεύρισε, λιγότερο όμως απ’ όσο με απειλούσε η περίπτωση από στιγμή σε στιγμή να μου χτυπήσουν την πόρτα. Προτού φύγω απ’ το χωριό, μπροστά στην άρνησή μου να με βαφτίσουν, η Ζερσίλα με πλησίασε, προσβεβλημένη και ειρωνική μαζί, και μου πέταξε στα μούτρα πως ήμουν σαν όλους τους λευκούς, πως θα τους εγκατέλειπα, πως δεν θα γυρνούσα ποτέ ξανά στο χωριό και δεν θα τους σκεφτόμουν. Υποσχέθηκα πως δεν θα γινόταν έτσι. Ήμουν πανικόβλητος με όσα μπορεί να μου έκαναν (τίποτα περισσότερο απ’ το να με καλύψουν με φτερά και να μου δώσουν ένα όνομα και μια οικογένεια από την οποία δεν θα μπορούσα ποτέ πια ν’ απαγκιστρωθώ). Ο φόβος μου ήταν ορατός. Ήμουν ο σκάρτος. Κι εκείνοι γελούσαν με τη δειλία μου. Υποσχέθηκα πως δεν θα τους ξεχνούσα. Και τους εγκατέλειψα, όπως όλοι οι λευκοί. Σύμφωνα με την εξιστόρηση του γερο-Ντινίς, και όπως συνηγορούσε η επιστολή που έγραψε ο Μπιουλ Κουέιν στη Ρουθ Μπένεντικτ στις 15 Σεπτεμβρίου 1938, ο νεαρός εθνολόγος ομοίως δεν ήθελε να συμμετάσχει ή να αναμιχθεί σε οποιοδήποτε είδος σχέσης («Δεν μου αρέσει η ιδέα να εξελιχθώ σε ιθαγενή. Οι παραχωρήσεις που έκανα σ’ αυτή την κατεύθυνση στα Φίτζι εδώ δεν είναι απλώς αποδεκτές αλλά αναμενόμενες»), δεν ήθελε άλλη οικογένεια. Είχε ήδη μία. Απ’ ό,τι φαίνεται, είχε αρκετούς λόγους για να αποφεύγει τους δεσμούς συγγένειας. Αν κρίνει κανείς από τις τελευταίες επιστολές του, αυτοί ήταν η αιτία του θανάτου του. Για μια στιγμή, μετά τη συνέντευξη με τον Ντίνις, μ’ έβαλε σε υποψίες ο κοφτός τρόπος με τον οποίο οι Ινδιάνοι επέμεναν πως ο Αμερικανός δεν έπασχε από καμία αρρώστια. Πώς μπορούσαν να το ξέρουν; Τόσο εκείνοι που έδωσαν αναφορά για το θά-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 117
νατό του στον Μανοέλ Πέρνα όσο και ο γερο-Ντινίς τώρα, που την εποχή εκείνη ήταν παιδί, απέκρουσαν εμφατικά κάθε υποψία σε σχέση με πιθανή μεταδοτική ασθένεια, σαν να εμπλέκονταν άμεσα στην περίπτωση αυτή με το θάνατο του εθνολόγου. Στις σημειώσεις που άφησε για τους Κραχό ο Κουέιν αναφέρεται σε «εισαγόμενες ασθένειες»: «Η κατάσταση της υγείας στο χωριό απαιτεί την επείγουσα μέριμνα της κυβέρνησης. Εκτός από την κοινή γρίπη, οι σοβαρές ασθένειες είναι η φυματίωση, η λέπρα και πιθανότατα η σύφιλη. Η αβεβαιότητά μου ως προς τη σύφιλη οφείλεται στην απουσία προχωρημένης εκδήλωσης της ασθένειας, όπως θα γινόταν με το Πάρκινσον, την αταξία ή την πάρεση. Η πλειοψηφία των συμπτωμάτων που παρατήρησα μπορεί να έχουν προκληθεί από φυματίωση». Μέσα στην εμμονή του, δεν είναι απίθανο να έβλεπε τον εαυτό του παντού.
h τους Ινδιάνους. Ούτε κι εγώ ξέρω τίποτα. Μπορώ όμως να φανταστώ, κι εσείς επίσης μπορείτε να φανταστείτε, όπως φανταζόμουν κάθε φορά που μου διηγιόταν τις ιστορίες του, με την ένταση της μοναξιάς του, πως τη νύχτα της αυτοκτονίας προσπαθούσε να ξεφύγει. Όταν επέστρεψε στην Καρολίνα, πάνω από δυο μήνες από τότε που είχε φύγει με τους Ινδιάνους και πάνω από δυο μήνες προτού σκοτωθεί, ήταν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Προτιμούσε να κρύβεται. Έλεγε ότι δεν εμπιστευόταν κανέναν. Αλλά δεν μπορεί να μην εμπιστευόταν εμένα, γι’ αυτό και μ’ αναζήτησε. Πρέπει να θυμόταν την πρώτη νύχτα που ήρθε στο σπίτι μου, μόλις είχε φτάσει στην πόλη, όταν μου μίλησε για τους Τρουμάι. Ήταν βρόμικος και χωρίς παπούτσια. Ντρεπόταν και φοβόταν τους λευκούς που παλιότερα περιφρονούσε και στους οποίους δεν τολμούσε πλέον ν’ απευθυνθεί στα πορτογαλικά, από φόβο ότι δεν θα μπορούσε να εκφραστεί. Εγώ μόνο τον άκουγα. Γι’ αυτό κι ερχόταν στο σπίτι μου. Με τους άλλους προτιμούσε να σωπαίνει. Όταν μ’ αναζητούσε, ήταν για να μιλήσει. Κάποιες φορές, όταν έπινε, έλεγε ασυναρτησίες. Νόμιζε
117
να μάθετε τι έκανε ο δρ. Μπιουλ στο χωριό. Πιθανόν 12 Θέλετε τίποτα. Κι αν υπήρχε κάτι, δεν θ’ αποσπούσατε απάντηση από
118
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 118
πως τον κυνηγούσαν, πως όπου κι αν πήγαινε θα τον έβρισκαν. Δεν υπήρχε διέξοδος. Τον ρωτούσα, αλλά δεν μου έλεγε ποιοι ήταν αυτοί. Μου διηγήθηκε ότι στο Ρίο ντε Ζανέιρο ζούσε υπό παρακολούθηση. Εννοούσε ότι τον παρακολουθούσαν όπου κι αν βρισκόταν. Ήξεραν όλα όσα έκανε, όσο κι αν κρυβόταν, όσο κι αν δρούσε μυστικά, όσο κι αν δεν έλεγε τίποτα σε κανέναν. Και τότε σώπαινε, έπινε μια γουλιά ακόμα και ξαφνικά συνέχιζε από κει που είχε διακόψει. Νόμιζε ότι υπήρχε δίκτυο πληροφοριών στη Βραζιλία. Δεν έχω δει άλλον άνθρωπο τόσο μόνο. Κατά την παραμονή του στην Καρολίνα ερχόταν στο σπίτι μου τα απογεύματα και κουβεντιάζαμε ως αργά τη νύχτα. Πολλές φορές δεν καταλάβαινα τι έλεγε, και τότε όμως καταλάβαινα τι ήθελε να πει. Φανταζόμουν. Απλώς είχε ανάγκη να μιλήσει σε κάποιον. Μία απ’ τις φορές που μου μίλησε για τα ταξίδια του στον κόσμο, ρώτησα πού ήθελε να φτάσει κι εκείνος μου είπε πως αναζητούσε ένα σημείο θέασης. Εγώ τον ρώτησα: «Για να δείτε τι;» Εκείνος απάντησε: «Ένα σημείο θέασης όπου να μη βρίσκομαι πια μέσα στο οπτικό πεδίο». Θα μπορούσα να του είχα πει, αλλά δεν είχα το θάρρος, πως δεν χρειαζόταν να ψάξει, πως αν αυτό ήθελε δεν χρειαζόταν να πάει τόσο μακριά. Γιατί ποτέ δεν θα βρισκόταν μέσα στο δικό του οπτικό πεδίο, όπου κι αν βρισκόταν, κανείς δεν βρίσκεται ποτέ στο ίδιο του το οπτικό πεδίο αν αποφεύγει τους καθρέφτες. Μερικές φορές μού έδινε την εντύπωση ότι, παρότι είχε δει τόσα πράγματα, δεν έβλεπε το προφανές και γι’ αυτό πίστευε πως ούτε οι άλλοι το έβλεπαν, πως μπορούσε να κρυφτεί. Αυτό που είδα δεν το είπα ποτέ. Περίμενα εσάς. Αυτό που άκουσα δεν ξέρω πια αν είναι γεγονός ή ο καρπός του συνδυασμού της φαντασίας μας, της δικής μου και της δικής του, ξεκινώντας από τα οράματα για τα οποία μου μιλούσε. Φοβόταν επίσης πως ο θάνατος ήταν, αντίθετα, η ανακάλυψη όσων δεν είχε καταφέρει ως τότε να δει, παρ’ όλες του τις προσπάθειες, και πως η ανακάλυψη αυτή θα ήταν ακόμα χειρότερη απ’ όσα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στο θάνατο. Το βέβαιο είναι ότι, όταν έφυγε την τελευταία φορά από το χωριό, ήταν για να ξεφύγει. Κι αυτό σας το έχω πει ήδη, αλλά το επαναλαμβάνω, γιατί θέλω να το συγκρατήσετε. Στο μυαλό σας το πολύ να υπάρχει θέση για μία μόνη αιτία και μία μόνη εικόνα. Να μάθετε να τον θυμάστε ως έναν άνθρωπο έξω απ’ το οπτικό του
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 119
πεδίο, αν θέλετε να τον δείτε όπως τον είδα εγώ. Κι εγώ άργησα να καταλάβω τι ήθελε να πει μ’ αυτό, το τρομερό που υπήρχε στα λόγια του: ότι, αντίθετα με τους άλλους, ζούσε έξω απ’ τον εαυτό του. Έβλεπε τον εαυτό του σαν ξένο και, όταν ταξίδευε, επιζητούσε απλώς να επιστρέψει μέσα του, όπου δεν θα ήταν πια καταδικασμένος να βλέπει τον εαυτό του. Η φυγή του ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας του. Κατά κάποιον τρόπο, σκοτώθηκε για να εξαφανιστεί από το οπτικό του πεδίο, για να μη βλέπει πια τον εαυτό του.
h συνοδεία των δυο αγοριών που είχε προσλάβει για να τον οδηγήσουν μέχρι την Καρολίνα μοιάζει με μάχη ενάντια στο χρόνο ή ενάντια σε ό,τι τον κυνηγούσε. Αν ήταν πραγματικά τρελός, πέρα από τα ψυχολογικά κλισέ, τότε ήταν μια φυγή απ’ τον εαυτό του, απ’ τον σωσία που θα τον σκότωνε σε περίπτωση μιας νέας κρίσης, η οποία ζύγωνε. Μάλλον θα αισθάνθηκε ότι επίκειται νέα κρίση και αποφάσισε να φύγει προτού να είναι πολύ αργά. Μέσα στη μοναξιά, ζούσε συντροφιά με τα φαντάσματά του, έβλεπε τον εαυτό του σαν κάποιον άλλον απ’ τον οποίο προσπαθούσε να απελευθερωθεί. Έσερνε μαζί κάποιον πίσω του. Σήκωνε φορτίο: Καμτουιγιόν. «Κάθε θάνατος είναι αυτοκτονία», έγραψε στη Ρουθ Μπένεντικτ για τους Τρουμάι. «Δεν είναι σπάνιες οι φανταστικές επιθέσεις. Οι άντρες συγκεντρώνονται τρομοκρατημένοι στο κέντρο του χωριού –το πιο εκτεθειμένο σημείο απ’ όλα– και περιμένουν να γίνουν στόχος για τα βέλη που θα έρθουν από τη σκοτεινή ζούγκλα». Ωστόσο, αν δεχτούμε την εξήγηση της αρρώστιας υπό μία εξωτερική και πιο αντικειμενική οπτική, το φορτίο του ήταν τώρα το ίδιο το λεπρώδες ή συφιλιδικό του σώμα. Απλούστατα δεν μπορούσε πλέον να υποφέρει το βάσανο του ίδιου του κορμιού που το μάστιζε η αρρώστια. Σε επιστολή της 2ας Σεπτεμβρίου 1939 η Φάνι Νταν Κουέιν γράφει στη δόνα Ελοΐζα, αναζητώντας μια εξήγηση για την αυτοκτονία του γιου της: «Νομίζω πως ήταν άρρωστος όταν επέστρεψε στο χωριό τον Ιούνιο,
119
Η έξοδος του Μπιουλ Κουέιν από το χωριό για τελευταία 13 φορά θυμίζει φυγή. Το οδοιπορικό του στη ζούγκλα με τη
120
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 120
γιατί είπε ότι θα προσπαθούσε “ν’ αντέξει μέχρι τον Δεκέμβριο”. Το πιο οδυνηρό σε όλα αυτά είναι ότι είχε φτάσει κάπου στα σαράντα μίλια από το αεροπλάνο που θα τον πήγαινε στο Ρίο ντε Ζανέιρο, όπου υπήρχε ιατρική φροντίδα και θα μπορούσε να είχε σωθεί. Νομίζω πως προσπάθησε για τέσσερις μέρες να γυρίσει στο σπίτι, μες στις κακουχίες, κάτω από την αφόρητη ζέστη, στο τέλος όμως έχασε τη μάχη – μου ραγίζει την καρδιά». Υπήρξαν στιγμές όπου, ίσως λόγω της άχρηστης εμμονής μου να κατανοήσω τι τον οδήγησε στις τελευταίες του ώρες, και προσπαθώντας έτσι να μπω στην τρέλα του, έφτασα να συλλογιστώ ότι μπορεί να ήθελε να ξεφύγει όχι μόνο από το προσωπικό του φάντασμα, αλλά και από κάτι αντικειμενικό και συγκεκριμένο, από κάποιον με σάρκα και οστά. Όταν συναντηθήκαμε, ρώτησα την ανθρωπολόγο που είχε γράψει το άρθρο στην εφημερίδα αν θα εξέταζε την πιθανότητα να είχε δολοφονηθεί. Ήταν ανένδοτη. Μου είπε πως δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να μην είχε σκοτωθεί μόνος του. Τα πάντα αντέλεγαν στην υπόθεση του φόνου, ξεκινώντας από τις επιστολές που άφησε. Κι εγώ ήξερα. Τόσα ώστε δεν επέμεινα. Ίσως ο Κουέιν να είχε τους λόγους του για να μην αφήσει να διαφανεί ότι κινδύνευε η ζωή του. Αυτό που ήθελα να πω δεν έβγαζε και πολύ νόημα, είχε μολυνθεί από τη δική του τρέλα. Αυτό που ήθελα να πω ήταν ότι ίσως να είχε εξωθηθεί στην αυτοκτονία, ίσως να είχε αφαιρέσει τη ζωή του όντας σε πανικό, όταν κατάλαβε πως δεν θα μπορούσε να γλιτώσει όχι μόνο από την ενοχή αλλά και από κάποια πραγματική απειλή, αυτό, παρά ότι δολοφονήθηκε. Ίσως και να υπήρχαν λόγοι για να δολοφονηθεί. Ίσως να μην ήθελε οι λόγοι αυτοί να έρθουν στην επιφάνεια. «Οι Ινδιάνοι είναι ασφαλείς, πράγμα για το οποίο είμαι πολύ ευτυχής». Ίσως να προτίμησε να σκοτωθεί. Εξαρτάται τι είχε κάνει στο χωριό. Κατά τη γνώμη μου, η απάντηση πρέπει να βρισκόταν σε μια από τις επιστολές που έγραψε προτού πεθάνει, οι οποίες εξαφανίστηκαν μαζί με τους παραλήπτες τους. Αν ήταν έτσι όμως, μου φαίνεται μάλλον απίθανο, αν υπήρχε κάποια εξήγηση στις επιστολές που άφησε ο εθνολόγος στον πατέρα του, τον γαμπρό του και τον ιεραπόστολο Τόμας Γιανγκ, αυτή να μην είχε δημοσιοποιηθεί. Τότε άρ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 121
χισα να τρέφω την υπόθεση πως υπήρχε (ή υπήρξε) και όγδοη επιστολή. Καθένας διαβάζει τα ποιήματα όπως μπορεί και καταλαβαίνει απ’ αυτά ό,τι θέλει, εφαρμόζει τη σημασία των στίχων στη δική του εμπειρία, όση έχει συσσωρεύσει μέχρι τη στιγμή που τους διαβάζει. Ένα Σαββατοκύριακο στην παραλία, στη διάρκεια μιας άυπνης νύχτας, μερικές βδομάδες αφότου άρχισα να ερευνώ το θάνατο του Κουέιν, και το μυστήριο που κατά τη δική μου άποψη κοιμόταν εδώ και εξήντα δύο χρόνια, άνοιξα στην τύχη μια ανθολογία του Ντράμοντ* στη σελίδα της «Ελεγείας 1938»: «Δουλεύεις δίχως χαρά για έναν κόσμο ετοιμόρροπο, / που οι τρόποι και οι δράσεις του δεν δίνουν το παράδειγμα. / Με μόχθο εκτελείς παγκόσμιες χειρονομίες, / νιώθεις τη ζέστη και το κρύο, τα λεφτά που λείπουν, την πείνα και τη σεξουαλική επιθυμία. / […] Περήφανη καρδιά, βιάζεσαι να ομολογήσεις την ήττα σου / και ν’ αναβάλεις για άλλον αιώνα τη συλλογική ευτυχία. / Δέχεσαι τη βροχή, τον πόλεμο, την ανεργία και την άδικη κατανομή / γιατί δεν μπορείς, μονάχη, να δυναμιτίσεις τη νήσο Μανχάταν».
h Αυτό εδώ είναι για όταν έρθετε. Επέστρεψε στην Καρολίνα 14 χωρίς παπούτσια. Ήθελε να περάσει τα γενέθλιά του στην πό-
* Carlos Drummond de Andrade (1902-1987): Βραζιλιάνος μοντερνιστής ποιητής, διηγηματογράφος και χρονογράφος. (Σ.τ.Μ.)
121
λη. Εκείνη τη νύχτα μού μίλησε για ένα άλλο νησί. Μου είπε πως δεν μπορούσα να το φανταστώ. Εγώ δεν μπορούσα να φανταστώ ούτε πρωτύτερα, όταν μου είχε μιλήσει για το νησί όπου είχε περάσει δέκα μήνες με τους ιθαγενείς του Ειρηνικού, πριν από τέσσερα χρόνια, στην άλλη άκρη του κόσμου. Τώρα δεν μιλούσε για το ίδιο. Δεν ήταν το νησί όπου είχε κοιμηθεί κάτω απ’ τα αστέρια, νανουρισμένος από έναν ιθαγενή που του διηγιόταν απ’ τη δύση ως την αυγή, για βδομάδες ολόκληρες αδιάκοπα. Θυμάμαι που τον είδα να γελά για πρώτη φορά κι ο ίδιος με την ιστορία του, όταν ήρθε στην Καρολίνα, όταν μου μίλησε για το νησί στον Ειρηνικό, από
122
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 122
την πρώτη νύχτα που ήπιαμε παρέα είχαν περάσει κιόλας δυο μήνες, και σχολίαζε τις σκουντιές που του έδινε ο ιθαγενής, μάταια, για να τον κρατήσει ξύπνιο, και πώς ντράπηκα όταν εκείνος ξαφνικά σταμάτησε να γελάει και πήρε μια σοβαρή έκφραση και συνέχισε την εξιστόρηση, λέγοντας πως ο ιθαγενής, μπροστά στις άχρηστες προσπάθειές του να τον κρατήσει άυπνο, στο τέλος κατέληγε να ξαπλώσει κι αυτός στο πλάι του. Ήρθα σε δύσκολη θέση στην ιδέα ότι μπορεί να σκέφτηκε πως με κούραζαν οι ιστορίες του και πως, χωρίς να το καταλάβει, κάτι υπαινισσόταν καθώς μου διηγιόταν αυτή. Όταν ο εθνολόγος ξυπνούσε στο νησί του Ειρηνικού, ο ήλιος ήταν ψηλά και ο αφηγητής είχε φύγει. Όταν επέστρεψε στην Καρολίνα στα τέλη Μαΐου, μου έδειξε με περηφάνια τη φωτογραφία και το σκίτσο που είχε κάνει ο ίδιος, πορτρέτα θεόρατων και δυνατών νέγρων, για να πάρω μια ιδέα γι’ αυτά που μου έλεγε. Εγώ δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι το χωριό δεν βρισκόταν στην ακτή αλλά πάνω στο λόφο, μέχρι που μου μίλησε για το Δάσος της Ενδοχώρας, που το κυβερνούσε ένας αρχηγός που είχε κρεμασμένο στο στήθος του το δόντι μιας φάλαινας ως σύμβολο εξουσίας. Στο νησί οι αρχηγοί ήταν ιεροί, όπως και κάθε τι που άγγιζαν και καθένας που άγγιζαν. Τα χωριά της ακτής εκπολιτίστηκαν από τους εισβολείς άλλων νησιών, που με τη σειρά τους ήταν επηρεασμένοι από τους Ευρωπαίους. Μόνο οι ιθαγενείς της ενδοχώρας διατηρούσαν ανέπαφο αυτό που εκείνος αναζητούσε: μια κοινωνία όπου, παρά την αυστηρότητα των νόμων, τα ίδια τα άτομα αποφάσιζαν τους ρόλους τους μέσ’ από μια σταθερή δομή και ένα προκαθορισμένο ρεπερτόριο. Πάντα τον συνέπαιρναν τα νησιά. Ήταν απομονωμένα σύμπαντα. Έπιασε την πρώτη του δουλειά στα δεκαπέντε και πήγε και εργάστηκε, στις διακοπές του 1928, ως «ελεγκτής του χρόνου και των ωρών» – μ’ αυτούς τους άγαρμπους όρους, και με τη βοήθεια χειρονομιών, προσπάθησε να μου εξηγήσει το πόστο του σ’ ένα όρυγμα έργων στον σιδηροδρομικό σταθμό μιας ανεξερεύνητης περιοχής στην καρδιά του Καναδά, με την ακούσια ποίηση όσων δεν γνωρίζουν τη γλώσσα στην οποία προσπαθούν να εκφραστούν. Επωφελούνταν απ’ τις αργίες για να εξερευνήσει τα νησιά της περιοχής, σκαρώνοντας χάρτες που τους έστελνε στο σπίτι του αντί για κάρτες, που έδειχναν τη θέση του στον κόσμο. Προχω-
ρούσε μέσ’ από βράχους και δάση με έλατα, ώρες ολόκληρες ξεχερσώνοντας ερημικές περιοχές στη φαντασία του σαν μοναχικός σκαπανέας, και χανόταν μέσα στη φύση μέχρι που δεν του απέμενε άλλο σύνορο προς την ελευθερία του πέρα από τα όρια του κορμιού του, μέχρι που τίποτε άλλο εκτός απ’ το σώμα του δεν εμπόδιζε τη συγχώνευσή του με το τοπίο μέσα στο οποίο είχε ήδη διαλυθεί ως πνεύμα. Ήταν εδάφη όπου αλώνιζε μονάχος στο αρκτικό καλοκαίρι, που μαστιζόταν απ’ τα κουνούπια, κι οι χάρτες τους ήταν ένας αναπόσπαστος συνδυασμός της εμπειρίας και της φαντασίας του. Έτσι όπως προσπαθώ να τα αναπαραγάγω τώρα κι εγώ, και θα πρέπει να συγχωρέσετε για τις επισφαλείς εικόνες έναν ταπεινό σερτανέζο που δεν γνωρίζει τον κόσμο, δεν είδε ποτέ του χιόνι και δεν μπορεί ν’ αποσυνδέσει από τη φαντασία του όσα άκουσε. Όμως για κανένα απ’ αυτά τα νησιά δεν μου μίλησε όταν επέστρεψε στην Καρολίνα ξυπόλυτος και ταπεινωμένος στα τέλη Μαΐου. Μίλησε για κάποιο άλλο, όπου έφτανε με σχεδία μετά από δυο ώρες με το τρένο, ερχόμενος απ’ την πόλη. Ένα νησί που το γνώρισε ως ενήλικας. Μίλησε για ένα σπίτι με πολλά δωμάτια, που σ’ όλα έμεναν φίλοι. Στην έκφρασή του δεν υπήρχε πια ούτε λύπη ούτε χαρά. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι συναισθήματα είχε μέσα της αυτή η ενθύμηση. Μου διηγήθηκε για ένα απόγευμα που, επιστρέφοντας από μια μοναχική πορεία στην παραλία, αφήνοντας πίσω τούς φίλους του, βρήκε το σπίτι ασυνήθιστα άδειο κι έναν άντρα να κάθεται στην κουζίνα. Και πως, προτού ακόμα συστηθεί, ο ξένος βγήκε απ’ τη σκιά, τράβηξε μια φωτογραφική μηχανή και κατέγραψε για πάντα την έκπληξη και την ενόχληση του άρτι αφιχθέντος ανθρωπολόγου από τη βόλτα του στην παραλία, που είχε αιφνιδιαστεί από τον άγνωστο. Μια από τις νύχτες που ήρθε στο σπίτι μου κατά την παραμονή του στην Καρολίνα, στα τέλη Μαΐου, ο δρ. Μπιουλ ομολόγησε πως είχε έρθει στη Βραζιλία με αποστολή να αντιστρέψει την εικόνα που αποκάλυψε εκείνη η φωτογραφία. Σαν πρόκληση και στοίχημα που έβαλε ο ίδιος με τον εαυτό του. Είχε προδοθεί από τον παρείσακτο και τη μηχανή του. Δεν μπορούσε να παραδεχτεί πως αυτή ήταν η πραγματική του εικόνα: η έκφραση έκπληξης μπροστά στο άγνωστο. Είχε πιαστεί εξαπίνης από τον φωτογράφο προτού μπορέσει να πει οτιδήποτε. Και παρότι αργότερα έγιναν φί-
123
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 123
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 124
λοι, για πολύ καιρό ο ξένος δεν θα κατάφερνε να του βγάλει άλλη φωτογραφία. Μέχρι που όρμησε μια μέρα στο διαμέρισμά του, απροειδοποίητα, αποφασισμένος να τον φωτογραφίσει με κάθε τρόπο, όταν έμαθε ότι εκείνος ετοιμαζόταν να φύγει για τη Βραζιλία. Ήθελε μία ενθύμηση του φίλου του προτού εκείνος μπαρκάρει για τη ζούγκλα της Νότιας Αμερικής. Και ξέρω μόνο πως αυτός ο ξένος ήσασταν εσείς.
h
124
Οκτώβριο του 1939, στα εξήντα πέντε της χρόνια, η Φά15 Τον νι Κουέιν έστειλε τρεις φωτογραφίες του γιου της στην Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες. Η μεγαλύτερη απ’ όλες βγήκε σ’ ένα φωτογραφείο της Μινεάπολης το 1935, προτού φύγει για τα Φίτζι. Τα άλλα δύο πορτρέτα του, ένα προφίλ κι ένα ανφάς, τραβήχτηκαν το 1937, όταν ο Μπιουλ Κουέιν δούλευε στο διαμέρισμά του στη Νέα Υόρκη πιθανότατα τις τελευταίες διορθώσεις στα δυο βιβλία του για τα Φίτζι, που θα εκδίδονταν μετά το θάνατό του χάρη στις προσπάθειες της μητέρας του και της Ρουθ Μπένεντικτ. «Ένας φίλος, ένας καλλιτέχνης από τη Νέα Υόρκη που είχε για χόμπι αυτά τα πράγματα, έβαλε τον Μπιουλ να υποσχεθεί πως μια μέρα θα τον άφηνε να τον φωτογραφίσει. Ο φίλος κουράστηκε να περιμένει και πήγε στο διαμέρισμα του Μπιουλ χωρίς να του δώσει την ευκαιρία να ξυριστεί ή ν’ αλλάξει ρούχα», διευκρίνιζε η μητέρα, που ήταν πάντα πολύ σχολαστική με την εικόνα του γιου της. Αυτές ήταν οι φωτογραφίες που έφερε ο εθνολόγος μαζί του στη Βραζιλία και τις άφησε εδώ ως ενθύμιο, στα χέρια αυτών που των γνώρισαν. Τον Δεκέμβριο του 1939, τα πρώτα Χριστούγεννα μετά το θάνατο του Κουέιν, η Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες απαντά στη μητέρα του εθνολόγου ευχαριστώντας για τις φωτογραφίες: «Η μεγαλύτερη αρχικά μου προκάλεσε κάποια έκπληξη, δεν ήξερα ότι είχε τόσο όμορφα μαλλιά, μιας και τα είχε κόψει πολύ κοντά όταν ήρθε στη Βραζιλία. Η έκφρασή του όμως, παρότι θλιμμένη, είναι θαυμάσια, η ίδια που είχε όταν συλλογιζόταν». Ήταν σαν να συντηρούσαν σιωπηλά και αμοιβαία τον πλαστό διάλογο της αυ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 125
Αναρωτιέμαι τι σας έκανε να σκίσετε το τελευταίο μέρος της επιστολής σας. Προτού παρουσιαστεί η ευκαιρία να σκεφτείτε την πι-
125
ταπάτης τους. Μου έδιναν την εντύπωση ότι και οι δύο ήξεραν και προσποιούνταν ότι δεν ήξεραν. Στην ίδια επιστολή όπου ευχαριστεί για τις φωτογραφίες ωστόσο, ίσως για να καθησυχάσει την ανησυχία της μητέρας, η δόνα Ελοΐζα λέει πράγματα που, αν μη τι άλλο, αντιφάσκουν με την πολύ περίεργη επιστολή που είχε στείλει στον ίδιο τον Κουέιν λίγους μήνες πριν την αυτοκτονία. Η δόνα Ελοΐζα γράφει στη μητέρα του εθνολόγου: «Φαινόταν τόσο καλοδιάθετος και ευτυχής όταν έφευγε από το Ρίο», και συμπληρώνει λέγοντας πως ούτε οι συνάδελφοί του απ’ το Κολούμπια μπορούσαν να φανταστούν τέτοια κατάληξη. Ποικίλα άλλα στοιχεία διαψεύδουν αυτή τη δήλωση. Για παράδειγμα: σε μια επιστολή της 12ης Μαρτίου 1939 η Ρουθ Λάντες γράφει στη Ρουθ Μπένεντικτ: «Ο Μπιουλ έφυγε περίπου πριν από μια βδομάδα για τον Βορρά. Φαινόταν υγιής, αλλά στο τέλος άρχισε να συμπεριφέρεται κάπως νευρικά». Όταν πέντε μήνες αργότερα ο Κουέιν δίνει τέλος στη ζωή του, η Μπένεντικτ, ανήσυχη με τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να προκαλέσει η είδηση στον Τσαρλς Γουόγκλι, που είναι απομονωμένος με τους Ταπιραπέ στο Μάτο Γκρόσο, ζητά απ’ τον «καλό φίλο» του, τον Καρλ Γουίδερς, να του γράψει μια επιστολή συμπαράστασης. Ο Γουίδερς απαντά με επιστολή στην Μπένεντικτ: «Με συγκίνησε πολύ η αγωνία σας μήπως τυχόν προκαλέσει μεγάλη ταραχή στον Τσακ η είδηση του θανάτου του καημένου του Μπιουλ. Μεταξύ μας, αν κρίνω από τις επιστολές που μου είχε στείλει από το Ρίο, πιστεύω ότι μάλλον δεν και ήταν τόσο μεγάλη έκπληξη γι’ αυτόν». Αλλά το πιο ενοχλητικό και αντιφατικό σε σχέση με τη γαλήνια εικόνα που προσπαθούσε να μεταδώσει η δόνα Ελοΐζα στη μητέρα του Κουέιν για τις τελευταίες μέρες του γιου της στο Ρίο ντε Ζανέιρο, έστω κι αν το έκανε απλώς για να την καθησυχάσει, προκύπτει από μια αινιγματική επιστολή που έγραψε η ίδια στον εθνολόγο, στα αγγλικά, στις 7 Μαΐου 1939, ενώ αυτός βρισκόταν με τους Κραχό, με πρόφαση την πρόταση μιας μελλοντικής απασχόλησής του ως καθηγητή στο Εθνικό Μουσείο:
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 126
θανότητα να μείνετε στη Βραζιλία, θα ήθελα να κάνουμε οι δυο μας μια σοβαρή συζήτηση. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ πια να περιμένω και σας ζητώ να μου επιτρέψετε να σας μιλήσω à coeur ouvert.* Είμαι βέβαιη πως δεν θα πληγωθείτε με κάτι απ’ αυτά που σας γράφω. Χρειάζεται να σας έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και αισθάνομαι πληγωμένη από ορισμένα πράγματα που ξέρω πως κάνατε στο Ρίο. Πολλές φορές θέλησα να σας μιλήσω γι’ αυτά. Ίσως να είχα μπορέσει να σας βοηθήσω. Είμαι βέβαιη πως ξέρετε τι θέλω να πω. Εξάλλου μην ξεχνάτε πως, αν κάτι δυσάρεστο συμβεί στο χωριό ή στις πολιτισμένες πόλεις, θα γίνει γνωστό στην Υπηρεσία [Προστασίας των Ινδιάνων] κι εγώ θα δεχτώ παράπονα σε σχέση με τους φίλους μου. Μπορείτε να είστε βέβαιος ότι θα είμαι η πρώτη που θα υποστεί τις συνέπειες οποιουδήποτε λάθους. Μπιουλ, ξέρω ότι δεν θα πάρετε σταγόνα μαζί σας στο χωριό. Ξέρω πως δεν θα πιείτε υπερβολικά όταν θα είστε στην Καρολίνα. Ξέρω πως δεν θ’ αγγίξετε Ινδιάνα. Γράψτε μου και πείτε μου πως μπορώ να σας εμπιστευτώ. Πρέπει να ομολογήσω πως μερικές φορές με φοβίζετε· σας θεωρώ πολύ ασταθή και τρέμω για το μέλλον σας. Θα ήθελα να με είχατε εμπιστευτεί περισσότερο και να μου είχατε μιλήσει γι’ αυτά που κάνατε. Ελπίζω ότι η παραμονή σας στη Βραζιλία θα σας κάνει καλό και πιστεύω πως, όσο περισσότερο μείνετε, τόσο καλύτερα. Θα ήμουν ευτυχής να σας βοηθήσω και θέλω να είστε βέβαιος ότι η γριά φίλη σας είναι πολύ πιο συμπονετική με τις ανθρώπινες αθλιότητες απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται. Αναρωτιέμαι αν θα καταλάβετε ακριβώς τι θέλω να πω, ελπίζω όμως ότι η ευφυΐα και η οξύνοιά σας θα συμπληρώσουν τη φτωχή μου έκφραση στη γλώσσα σας.
126
Για ένα διάστημα έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω τι πραγματικά του έλεγε σ’ αυτή την επιστολή, τι εννοούσε λέγοντας «ανθρώπινες αθλιότητες». Μιλούσε με κώδικα για κάτι που μόνο ο Κουέιν θα μπορούσε να ξέρει. Στις 27 Μαΐου, στη διάρκεια της επίσκεψής του στην Καρολίνα, αφού είχε λάβει γνώση της επιστολής αυτής, ο Κουέιν βρήκε την ευκαιρία ν’ απαντήσει στη δόνα Ελοΐζα: «Έχετε δίκιο που μου ζητάτε να είμαι προσεκτικός σε θέματα υπόληψης. Να είστε βέβαιη ότι η σεξουαλική μου ζωή είναι άμεμπτη και ότι το ποτό * Γαλλικά στο κείμενο: ανοιχτά, να σας ανοίξω την καρδιά μου. (Σ.τ.Μ.)
έχει περιοριστεί σ’ ένα ποτήρι πότε πότε, σε περιστασιακές συναντήσεις. Δεν μπορώ να δουλεύω και να πίνω ταυτόχρονα». Στις 4 Ιουλίου, λιγότερο από ένα μήνα προτού σκοτωθεί, έγραψε στη Μάργκαρετ Μιντ μια επιστολή που διακόπτεται απότομα και που δεν στάλθηκε ποτέ: «Αμφιβάλλω αν υπάρχουν σε άλλο μέρος του κόσμου ιθαγενείς πολιτισμοί τόσο καθαροί. Όμως, παρά τις αρετές των Σινγκού, θα ήθελα να φύγω από τη Βραζιλία οριστικά και να περιορίσω τη δουλειά μου σε περιοχές…» Στην ίδια επιστολή, που βρέθηκε ανάμεσα στα προσωπικά του αντικείμενα που έφεραν οι Κραχό στην Καρολίνα, ο Κουέιν διαμαρτυρόταν για τις δυσκολίες στη δουλειά με τους Ινδιάνους στη Βραζιλία: «Πιστεύω πως αυτό μπορεί να αποδοθεί στην απείθαρχη και ασπόνδυλη φύση του ίδιου του βραζιλιάνικου πολιτισμού. Οι Ινδιάνοι μου είναι μαθημένοι να τα βγάζουν πέρα με τον εκφυλισμένο τύπο Βραζιλιάνου χωρικού που έχει εγκατασταθεί στα πέριξ – είναι γη περιθωριακή και απ’ αυτή ζουν τα κατακάθια της Βραζιλίας. Τόσο οι Βραζιλιάνοι όσο και οι Ινδιάνοι που έχω δει είναι σαν κακομαθημένα παιδιά, που φωνάζουν αν δεν τους δώσουν αυτό που θέλουν και ποτέ δεν κρατούν τις υποσχέσεις τους μόλις γυρίσεις την πλάτη σου. Υπάρχει ένα αναρχικό και διόλου ευχάριστο κλίμα. Η κοινωνία μοιάζει να έχει διαρραγεί. Η δυσκολία μου εδώ μπορεί σε μεγάλο βαθμό να αποδοθεί στη βραζιλιάνικη επιρροή. Η Βραζιλία, με τη σειρά της, αναμφισβήτητα απορρόφησε πολλά απ’ τα πιο δυσάρεστα χαρακτηριστικά των ιθαγενών πολιτισμών με τους οποίους είχε έρθει σε επαφή αρχικά. Ένας μηχανικός από την Καρολίνα μπαίνει στο νερό για να πλυθεί με τον ίδιο περίεργο τρόπο που έχουν οι Κραχό, όπως και οι Ινδιάνοι του Σινγκού. Κανείς στο Ρίο ντε Ζανέιρο δεν υπακούει στις απαγορεύσεις για το κάπνισμα, γιατί “στη Βραζιλία δεν δίνουμε σημασία σε τέτοιους κανονισμούς”. Τα παιδιά στη Βραζιλία ζητούν απ’ όλους τους ταξιδιώτες μια “χάρη”. Αυτό μπορεί να μην έχει ιθαγενή προέλευση, είναι όμως πλήρως προσαρμοσμένο στην ιδιοσυγκρασία των Ινδιάνων. Οι Βραζιλιάνοι αρκούνται ν’ αφήνουν στην τύχη αυτό που θέλουν». Ο Κουέιν, αντίθετα, ποτέ δεν άφησε το πεπρωμένο του στην τύχη. Ούτε την ώρα του θανάτου.
127
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 127
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 128
Έτσι το είδε εκείνος. Έφτασε στο Ρίο ντε Ζανέιρο τις παραμονές του Καρναβαλιού του 1938 και εγκαταστάθηκε σε μια πανσιόν την οδού Ριασουέλο, στο Λάπα. Η συνοικία ήταν γνωστή για τις «πανσιόν φτηνού έρωτα», όπως τις όρισε ο Λουίς Μαρτίνς, ένας περίφημος την εποχή εκείνη χρονικογράφος του υπόκοσμου και της πορνείας καριόκα.* Δίπλα στη συστατική επιστολή που έφερε, με την υπογραφή του Φραντς Μπόας, ο νεαρός εθνολόγος έγραψε με το χέρι τη νέα του διεύθυνση στο Ρίο: «Μπ. Χ. Κουέιν, Οδός Ριασουέλο 107 (Πανσιόν Γκουστάβο)». Την ίδια εποχή, η Μπανάνα από τον τόπο σου,** η ταινία με την οποία έμεινε αθάνατη η Κάρμεν Μιράντα με τις μπανάνες στο κεφάλι καθώς τραγουδούσε: «Τι ’ναι αυτό που έχει η Μπαϊάνα;»,*** είχε την αφίσα της στο σινέ Μέτρο-Πασέιο, στο κέντρο της πόλης. Η ταινία ενέπνευσε τους μασκαράδες, που βγήκαν στους δρόμους της Λάπα μαζικά, με φορεσιά Μπαϊάνας και το κεφάλι σκεπασμένο με φρούτα. Ήδη στο Καρναβάλι του 1938 ένα βασικό πρόσωπο της τοπικής μυθολογίας, αντιπροσωπευτικό της ασωτίας, του εγκλήματος και της ομοφυλοφιλίας της συνοικίας, κέρδισε το διαγωνισμό χορού στο θέατρο Ρεπούμπλικα, δίπλα στην πλατεία Τιραντέντες, με μια φαντασμαγορία από πούλιες που εμπνεύστηκε από μια νυχτερίδα στα βορειοανατολικά, απ’ όπου προερχόταν, και στο εξής θα τον αποκαλούσαν Μαντάμ Σατανά, συνδέοντάς τον με την ομώνυμη ταινία του Σεσίλ Μπ. Ντε Μιλ.
h εδώ είναι για όταν θα έρθετε. Αυτά που ξέρω είναι αυ16 Αυτό τά που μου είπε και αυτά που φαντάστηκα. Εσείς ξέρετε
128
πράγματα γι’ αυτό το νησί που εγώ ποτέ δεν θα μπορέσω να μάθω. Γι’ αυτό και μόνο μπαίνω στον κόπο να διηγηθώ τα λίγα που ξέρω. *** Το επίθετο carioca σημαίνει προέλευση από την πόλη του Ρίο ντε Ζανέιρο. (Σ.τ.Μ.) *** Banana da Terra: ταινία του 1939. (Σ.τ.Μ.) *** Η γυναίκα από την Μπαΐα. (Σ.τ.Μ.)
Αν αυτά που έχω να πω είναι όλα μισά, και μπορεί να ηχούν ασήμαντα στα αυτιά άλλου ανθρώπου, είναι γιατί περιμένουν εσάς για να βγάλουν νόημα. Αν εσείς μπορέσετε να καταλάβετε αυτό που θέλω να πω, τότε έχετε το κλειδί που μου λείπει. Μονάχα εσείς έχετε το υπόλοιπο κομμάτι της ιστορίας. Περίμενα για χρόνια, αλλά δεν μπορώ να βασίζομαι άλλο στην τύχη. Αυτά που έχω να πω βγάζουν νόημα μόνο μαζί μ’ αυτά που ξέρετε εσείς. Είχα κι εγώ πολλά να σας ρωτήσω. Για τις αναμνήσεις που κράτησε απ’ το νησί που απείχε δυο ώρες από την πόλη, λόγου χάρη. Μου μίλησε για το σπίτι στην παραλία κι εγώ προσπάθησα να το φανταστώ, κι έτσι είδα μια κατασκευή από ξύλο και γυαλί ανάμεσα στους αμμόλοφους, μπροστά στη θάλασσα, και δυο μορφές σ’ ένα παράθυρο της σοφίτας ένα βροχερό απόγευμα, μετά από την αποκάλυψη που άλλαξε για πάντα τη ζωή και των δύο. Μόνο εσείς μπορείτε να ξέρετε για τι πράγμα μιλάω. Δεν μπορεί παρά να σας μίλησε γι’ αυτό πρώτη φορά στο σπίτι της παραλίας. Διαφορετικά γιατί συνέδεσε, μεθυσμένος, μια από κείνες τις νύχτες που ήρθε και με βρήκε στην Καρολίνα, τη θάλασσα και τη βροχή με την απογοήτευση που έφερνε σε όσους τον αγάπησαν; Θα πρέπει να λογομαχήσατε για κείνη τη γυναίκα. Εκείνος νόμιζε πως δεν ξέρατε γι’ αυτήν. Και τότε αποκαλύφθηκε η προδοσία. Γιατί εκείνη τη βροχερή νύχτα εσείς του είπατε πως όχι μόνο τα ξέρατε όλα, αλλά είχατε και σχέση μαζί της. Κι αυτό για κείνον ήταν σοκ, δεν μπορούσατε να φανταστείτε με τι συνέπειες. Πιστεύω μέσα μου πως κατά βάθος δεν εκπλήσσεται ποτέ όποιος επιτρέπει ν’ ακούει μέσα απ’ τους άλλους την ίδια του τη φωνή. Μου μιλούσε για σας χωρίς να μου πει το όνομά σας. Μου μιλούσε για τον άνθρωπο που τον είχε προδώσει. Αλλά, αν αυτό σας βοηθά σε κάτι, να ξέρετε πως αναγνώριζε τη φιλία σας. Αυτό που αποκάλεσε προδοσία κατά βάθος τον τυραννούσε για τις δικές του πράξεις. Να ξέρετε πως, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αναγνώρισε πως κι εκείνος σας είχε προδώσει. Αντιστράφηκαν οι ρόλοι: αντίθετα με τον νέγρο που του τραγουδούσε τα τραγούδια ενός νησιού του Ειρηνικού μέχρι να τον αποκοιμίσει, και που δεν τον έβρισκε στο πλάι του όταν ξυπνούσε με την ανατολή, είσαστε εσείς αυτός που ξύπνησε μόνος την επόμενη ημέρα, όταν εκείνος έφυγε απροειδοποίητα από το σπίτι της παρα9 – Εννέα νύχτες
129
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 129
130
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 130
λίας για τελευταία φορά. Οι δυο σκιές λογομάχησαν για μια γυναίκα κάποια βροχερή νύχτα. Αυτό που δεν ήξερε μέχρι τότε ήταν πως είχατε κι εσείς σχέση μαζί της. Υποψιάζομαι τους λόγους σας. Θα σκεφτήκατε πως έτσι θα την εγκατέλειπε. Δεν θέλατε να τον χάσετε. Κι εκείνος εξαφανίστηκε. Όταν ξυπνήσατε το σπίτι ήταν άδειο. Ίσως να υποψιαζόσασταν ήδη ότι δεν θα ξαναβρισκόσασταν εκτός κι αν τον αναζητούσατε, χρειάστηκε όμως ν’ ακούσετε το νέο από τους κοινούς σας φίλους, ν’ ανακαλύψετε ότι ετοιμαζόταν να φύγει για τη Βραζιλία –πράγμα που πρέπει ήδη να προγραμμάτιζε, σιωπηλά, από μήνες, για να το αποφασίσει τελικά μετά από κείνη τη βροχερή νύχτα στην παραλία– τελικά χρειάστηκε να καταλάβετε πως η κουβέντα σας ήταν ένας αποχαιρετισμός, με τον τρόπο του, για να τρέξετε μερικές μέρες αργότερα στο σπίτι του δρ. Μπιουλ στην πόλη, αποφασισμένος να βγάλετε τις φωτογραφίες που θα έμεναν ως μοναδικό ενθύμιο από εκείνον, το σημάδι που άφησε στο σύντομο πέρασμά του απ’ αυτό τον τόπο. Όταν στη βαθύτερη μελαγχολία του μιλούσε κάποιες στιγμές απορροφημένος για τη γυναίκα, χωρίς να ξεκαθαρίζει αν επρόκειτο για τη σύζυγό του, εγώ πάντα τη συνέδεα μ’ εκείνη για την οποία είχατε λογοφέρει στο σπίτι της παραλίας κι είχε σημαδέψει το τέλος μιας φιλίας. Υποθέσεις μόνο μπορούσα να κάνω. Εκείνος μου μίλησε μόνο για μια γυναίκα, για τον άνθρωπο που τον πρόδωσε και για κανέναν άλλο, αν αυτό θέλετε να μάθετε. Στην αρχή σκέφτηκα πως μόνο η γυναίκα του μπορούσε να είναι, η ίδια για την οποία μίλησε στους Ινδιάνους προτού σκοτωθεί. Η γυναίκα που τον είχε προδώσει και που του είχε δείξει ανυπακοή όταν δέχτηκε μια δουλειά σε εφημερίδα της Βόρειας Αμερικής. Το περίεργο είναι πως μου είχε πει ήδη απ’ την πρώτη νύχτα πως δεν ήταν παντρεμένος. Έφτασα να πιστέψω πως μπορεί να μιλούσε για τη σύζυγό του μιλώντας για κείνη, μέχρι που μου διηγήθηκε για μια νύχτα στην πόλη όταν, επιστρέφοντας στο σπίτι –για να πω την αλήθεια, δεν μίλησε για σπίτι αλλά για ξενοδοχείο– η γυναίκα που τον συνόδευε ταράχτηκε τόσο πολύ μπροστά στο θέαμα μιας πιτσιρίκας στο βαγόνι όπου βρίσκονταν –η κοπέλα που δεν πρόφτασε να τους δει μέσα σε τόσους επιβάτες– εν πάση περιπτώσει, συγχύστηκε τόσο πολύ που τον υποχρέωσε να κατέβουν τέσσερις στάσεις πριν τον προορισμό τους και
να συνεχίσουν με τα πόδια. Ήταν χλομή, σαν να είχε δει φάντασμα. Κι όσο κι αν εκείνος τη ρωτούσε, εκείνη δεν έλεγε τίποτα, δεν αποκάλυπτε την αιτία του πανικού της. Μόνο μερικές μέρες αργότερα, ξυπνώντας από εφιάλτη μέσα στη νύχτα, φωνάζοντας το όνομα της πιτσιρίκας που είχε να δει τρία χρόνια και που, από ατυχή σύμπτωση, είχε επανεμφανιστεί σαν όραμα στο ίδιο βαγόνι όπου βρισκόταν κι εκείνη με τον δρ. Μπιουλ, τότε μόνο, όσο την καθησύχαζε εκείνος στο κρεβάτι, αναγκάστηκε κι αυτή να του διηγηθεί τι την είχε κάνει να κατέβει βιαστικά απ’ το τρένο. Η ιστορία χρονολογούνταν από την εποχή που δεν γνωρίζονταν ακόμα εκείνη κι ο δρ. Μπιουλ. Η κοπέλα του τρένου ήταν μια αλλόκοτη γυναικούλα, μ’ ένα αλλόκοτο όνομα, σύμφωνα με τον ίδιο. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη, ερχόμενη από το Νότο των Ηνωμένων Πολιτειών για να σπουδάσει και να κατακτήσει τον κόσμο της μουσικής, η κοπέλα είχε βρει κατάλυμα σ’ έναν οίκο ανοχής, ευχαριστώντας την τύχη της, γιατί νόμιζε, μέσα στην απόλυτη αφέλειά της, πως είχε γίνει δεκτή σε ξενώνα νεαρών γυναικών. Εκεί ήταν που γνωρίστηκαν οι δυο τους, η νεοφερμένη νότια και η παλαίμαχος, που στους Ινδιάνους την αποκαλούσε σύζυγό του τις τελευταίες μέρες. Αντιλαμβανόμενη την αφέλεια της νότιας, προσφέρθηκε όχι μόνο να της δείξει τη συγκοινωνία που έπρεπε να πάρει για το ωδείο της, αλλά και να της φυλάξει τα λεφτά – περιττό βέβαια να πω ότι, όταν ήρθε στα συγκαλά της, η δύστυχη κοπέλα κατάλαβε ταυτόχρονα ότι η συγκάτοικός της απ’ την πανσιόν είχε εξαφανιστεί με όλες τις οικονομίες της και πως αυτό που είχε νομίσει για πανσιόν ήταν στην πραγματικότητα οίκος ανοχής. Δεν είδαν ποτέ ξανά η μία την άλλη. Αυτή που ο δρ. Μπιουλ αποκαλούσε γυναίκα του δεν είχε φανταστεί πως μπορεί να ξανασυναντιόταν με την άλλη σε μια τόσο μεγάλη πόλη, μέχρι που την είδε στο βαγόνι του τρένου, σαν όραμα, ανάμεσα στους άλλους επιβάτες. Και μ’ αυτό το άστοχο απόσπασμα, χωρίς καμία προφανή σπουδαιότητα ή σημασία, που το αφηγήθηκε αμέριμνα, όπως έκανε πάντα όταν ήθελε ν’ αποκαλύψει κάτι σημαντικό, κατάλαβα κι εγώ τι ήθελε να πει. Μίλησε για τη γυναίκα για να καταλάβω ότι πήγαινε με πόρνες. Ήταν αμφίσημος σε ό,τι έλεγε. Από την πρώτη νύχτα ήξερα για την ουλή στην κοιλιά, που αποκάλυψε μόνο στους Ινδιάνους, ανά-
131
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 131
132
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 132
μεσα σε άλλες βαρβαρότητες, στις ώρες τις απελπισίας πριν το θάνατό του, κι είναι περίεργο που δεν την είχαν δει πρωτύτερα, κάποια απ’ τις φορές που πλύθηκαν μαζί. Τους είπε πως ήταν αποτέλεσμα μιας παλιάς αρρώστιας, μιας αρρώστιας που επέστρεφε και κατέληγε σε πυρετό. Καθώς τώρα ο πυρετός δεν έλεγε να έρθει, ήταν σημάδι πως οι μέρες του ήταν μετρημένες, κι εκείνος προτιμούσε να επισπεύσει την ταλαιπωρία του αναπόφευκτου θανάτου. Την πρώτη νύχτα που ήρθε στο σπίτι μου στην Καρολίνα, τον Μάρτιο, όταν σήκωσε το πουκάμισο σε μια ασυλλόγιστη και παρορμητική κίνηση για να μου δείξει την ουλή όσο μιλούσε για τους Τρουμάι, ανέφερε μέσα απ’ τα δόντια του το επάγγελμα του πατέρα του, που ήταν γιατρός χειρούργος. Στην τρομαγμένη μου μνήμη, χωρίς ποτέ να μου έχει πει πραγματικά κάτι τέτοιο, έμεινε πως ο φίλος μου είχε εγχειρηθεί παιδί απ’ τον πατέρα του. Κανονίσαμε ότι εγώ θα τον συνόδευα καβάλα στη διάρκεια της πρώτης μέρας του οδοιπορικού της επιστροφής του στο χωριό. Το ταξίδι ήταν κουραστικό κι εγώ έκανα ό,τι ήταν στο χέρι μου για να τον βοηθήσω. Προσφέρθηκα να τον συνοδέψω στο πρώτο μέρος, μια μέρα ολόκληρη στη ράχη των ζώων. Διανυκτερεύσαμε στο δάσος. Περάσαμε τη νύχτα κουβεντιάζοντας. Ίσως να ήξερε ήδη, ή να προαισθανόταν, αυτό που θα γινόταν. Ίσως να ήθελε να ξεγελάσει τον εαυτό του. Οι Ινδιάνοι γνώριζαν ένα ρεικότοπο όπου μπορούσαμε να περάσουμε τη νύχτα. Στο τέλος της πρώτης μέρας έκοψαν κλαριά από μπουρίτι, έστησαν μια καλύβα που μας χρησίμεψε για κατάλυμα κι άναψαν φωτιά. Αφού φάγαμε, πήγαν για ύπνο και μείναμε μόνο εμείς οι δυο να κουβεντιάζουμε. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια. Μου μίλησε για κάμποσα από δαύτα και για πράγματα που είχε ακούσει γι’ αυτά τον καιρό που έμεινε στα Φίτζι. Τα αστέρια δεν έχουν καμία σημασία. Οι Ινδιάνοι πίστευαν πως ήταν αναμμένες φωτιές τη νύχτα από χωριά κι Ινδιάνους που έμειναν φυλακισμένοι στον ουρανό, σ’ έναν άλλο κόσμο που μας σκεπάζει και μας τυλίγει σαν καπέλο ή σαν καθρέφτης, όταν τους πήραν στη σκάλα που ένωνε την ουράνια σφαίρα με τη Γη. Το ίδιο κάνει ό,τι κι αν είναι τα αστέρια για μας, για τους Ινδιάνους ή για τους ιθαγενείς του Ειρηνικού. Εκείνη τη νύχτα ήπιε παραπάνω απ’ όσο έπρεπε. Μέθυσε πολύ γρήγορα. Δεν έχω αμφιβολία πως ήταν πιο αδύναμος κι
είχε λιγότερη αντοχή στο αλκοόλ. Έπινε ήδη απ’ το δρόμο. Κουβαλούσε πιοτό μαζί του παρά τις αντιρρήσεις μου. Το απόγευμα είχε μια κρίση νευρασθένειας με τους Ινδιάνους που δεν κατάφερναν να στήσουν την καλύβα έτσι όπως την ήθελε. Άρχισε από την ώρα που τους είδε να έρχονται απ’ το δάσος με τα κλαδιά του μπουρίτι, που δεν του φαίνονταν κατάλληλα ή αρκετά. Κανείς δεν κατάλαβε. Έμοιαζε να μιλάει αγγλικά, είχε ξεχάσει πού βρισκόταν. Εγώ παρατηρούσα σιωπηλά. Τράβηξε από τα χέρια ενός Ινδιάνου, με μια σπρωξιά, τη βαλίτσα όπου είχε κρύψει την κασάσα, ενώ ο ταλαίπωρος Κραχό προσπαθούσε να τη βολέψει, την ίδια βαλίτσα που του είχε εμπιστευτεί μερικές ώρες νωρίτερα, όταν πια δεν άντεχε να την κουβαλά. Δεν τον είχε δει άλλη φορά έτσι. Οι Ινδιάνοι σάστισαν. Αυτός τους φώναξε μέχρι που ξαφνικά σώπασε, σαν είχε ξυπνήσει παραζαλισμένος από βαθύ ύπνο. Σώπασε και βγήκε προς το ρεικότοπο. Όταν επέστρεψε, είχαμε καθίσει τριγύρω απ’ τη φωτιά. Ήταν πιο ήρεμος. Έφαγε σιωπηλός και, μόλις οι Ινδιάνοι πήγαν για ύπνο, μου ζήτησε συγγνώμη. Αυτό όλο κι όλο. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, άρχισε να μιλά για τον τόπο προέλευσής του, στις Ηνωμένες Πολιτείες, που μερικές φορές έμοιαζε με τα υψίπεδα της σαβάνας που μας περιέβαλλε. Συνέχισε να πίνει καθισμένος μπροστά στη φωτιά. Μου είπε πως η δόνα Ελοΐζα τού είχε απαγορέψει να πάρει πιοτό μαζί του στο χωριό και πως γι’ αυτό έπρεπε να τελειώσουμε το μπουκάλι επιτόπου. Προσπαθούσε να χαμογελάσει. Ήπια μερικές γουλιές για να μην του χαλάσω χατίρι. Μου είπε πως περίμενε μια πολύ σημαντική επιστολή από τις Ηνωμένες Πολιτείες και μ’ έβαλε να του υποσχεθώ πως, μόλις επέστρεφε το αεροπλάνο της Κόντορ με την αλληλογραφία του στην Καρολίνα, εγώ θα του την έστελνα μ’ έναν κομιστή στο χωριό. Υποσχέθηκα πως θα έστελνα τον αδερφό μου τον ίδιο, με το άλογο. Δεν ήξερα, το είπα ήδη, πως μ’ εκείνη την τελευταία αλληλογραφία ερχόταν κι η θανατική του καταδίκη. Μου διηγήθηκε μια ιστορία που ο χειρούργος πατέρας του τού είχε διηγηθεί όταν πήγαν στην Ευρώπη για πρώτη φορά, όταν ακόμα ήταν έφηβος, για ένα στοιχειωμένο πλοίο που δεν μπορούσε να πιάσει λιμάνι και περιδιάβαινε τις θάλασσες ακυβέρνητο από αμνημόνευτους καιρούς. Κάθε φορά που διασταυρωνόταν με άλλα πλοία, τα μέλη του ζοφερού πληρώματος προσέγγιζαν με βάρ-
133
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 133
134
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 134
κες για να ικετέψουν τους ναυτικούς των άλλων πλεούμενων να πάρουν μαζί τους δέματα με επιστολές για την ξηρά. Φτάνοντας στα λιμάνια του προορισμού τους όμως οι ναυτικοί ανακάλυπταν πάντα πως οι επιστολές απευθύνονταν σε ανθρώπους που δεν τους γνώριζε κανείς ή που ήταν πεθαμένοι από πολύ καιρό. Μου είπε ακόμα ο δρ. Μπιουλ πως είδε μια φορά, απ’ τις τόσες που πήγε στο Ρίο ντε Ζανέιρο, ανάμεσα σε Λάπα και Κατέτε, ένα ναό με κολόνες που στην πύλη του ήταν χαραγμένη η φράση: «Οι νεκροί κυβερνούν τους ζωντανούς όλο και περισσότερο». Με ρώτησε αν το είχα σκεφτεί αυτό ποτέ κι αν είχα ιδέα τι ήθελε να πει. Με ρώτησε αν είχα βρεθεί ποτέ στο Ρίο ντε Ζανέιρο την εποχή του Καρναβαλιού. Μεθούσε όλο και περισσότερο. Ούτε κι εγώ ήμουν νηφάλιος. Και δεν ξέρω τι άκουσα. Φαντάστηκα το όνειρο και τον εφιάλτη του. Μου είπε πως έφτασε στο Ρίο στο Καρναβάλι του 1938 και πως γνώρισε, σε μια ομάδα καρναβαλιστών στο δρόμο, μια μαύρη ψηλή και φανταχτερή, ντυμένη νοσοκόμα. Φορούσε λευκή στολή, λευκό καπέλο και λευκά παπούτσια, που τόνιζαν το σαν πίσσα δέρμα της που άστραφτε απ’ τον ιδρώτα. Εκείνος μετά βίας μιλούσε πορτογαλικά. Δεν καταλάβαινε τίποτε απ’ όσα του έλεγε. Ήταν μεθυσμένος. Την πήγε στο δωμάτιό του στην πανσιόν, κοιμήθηκαν μαζί, αλλά όταν ξύπνησε το επόμενο πρωινό εκείνη δεν ήταν πια εκεί, σαν τον αφηγητή ιστοριών στα Φίτζι, που τον εγκατέλειπε πριν την ανατολή του ήλιου, και στη θέση της νοσοκόμας υπήρχε ένας άντρας στο κρεβάτι του, ένας δυνατός και γυμνός μαύρος, όπως ο ιθαγενής στα πορτρέτα που μου είχε δείξει. Δεν θυμόταν τίποτε απ’ ό,τι είχε συμβεί, ούτε πώς βρέθηκε εκεί αυτός ο άντρας. Έπεφτε όλο σε αντιφάσεις. Αυτό εδώ είναι για όταν έρθετε. Ανάμεσα στα τραγούδια, τους θρύλους και τις ιστορίες που ο μαύρος τού είχε διηγηθεί κάτω απ’ τα αστέρια του νησιού του στον Ειρηνικό, στην άλλη άκρη του κόσμου, υπήρχε και μία που ο δρ. Μπιουλ την άφησε για να μου την εξιστορήσει τη νύχτα που θα αποχωριζόμασταν. Ήταν η ιστορία ενός αρχηγού του Βανούα Λέβου, που τις παραμονές του ταξιδιού του για ένα άλλο χωριό άκουσε να μιλούν για έναν άντρα που αποπλανούσε όλες τις γυναίκες που περνούσαν από κει. Για να του στήσει φάρσα, προτού φτάσει στο χωριό, ζήτησε απ’ τους προγόνους να του δώσουν τη μορφή γυναίκας. Μπήκε στο ποτάμι κι ένα
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 135
χέλι τον έκανε κοπέλα. Συνέχισε για το χωριό και, όταν έφτασε, τον διπλάρωσε αμέσως ο γητευτής, που τον προσκάλεσε να κοιμηθούν κάτω απ’ την ίδια στέγη. Ο αρχηγός με τη μορφή γυναίκας απέκρουσε όλα τα υπονοούμενα και τις προτάσεις, μέχρι που ο γητευτής, δυσαρεστημένος, χωρίς άλλο μέσο, κατέληξε να τον ζητήσει σε γάμο. Την επόμενη μέρα, κι ενώ ο αρχηγός με μορφή γυναίκας προσποιούνταν ότι ετοιμαζόταν, ο άντρας προσπάθησε και πάλι να τον αποπλανήσει. Αυτή τη φορά όμως ο αρχηγός δεν έφερε αντίσταση. Όταν ο γητευτής ανέβηκε πάνω του, τα δύο πέη ερεθισμένα αγγίχτηκαν και ο γητευτής το έσκασε ντροπιασμένος, κυνηγημένος απ’ τον αρχηγό, που τώρα απαιτούσε να κοιμηθούν μαζί. Τελειώνοντας την ιστορία, ο δρ. Μπιουλ γύρισε προς το μέρος μου, χαμογέλασε και είπε πως ήταν πολύ άρρωστος. Μετά ψέλλισε ανάμεσα απ’ τα δόντια του κάτι που εγώ κατάλαβα ότι ήταν: «Κάθε θάνατος είναι αυτοκτονία», αλλά χωρίς ακόμα να καταλαβαίνω τι μπορεί να ήθελε να πει μ’ αυτό, και τον πήρε ο ύπνος σαν να είχε λιποθυμήσει. Κι εγώ κοιμήθηκα βαριά εκείνη τη νύχτα. Τόσο που, όταν ξύπνησα την επόμενη μέρα, χωρίς να ξέρω τι είχα ακούσει, αν μου είχε στήσει φάρσα ή αν μιλούσε σοβαρά, ο δρ. Μπιουλ και οι Ινδιάνοι ήταν ήδη έτοιμοι για την αναχώρηση. Έπιναν καφέ. Είχε αφήσει να μου τα διηγηθεί όλα την τελευταία νύχτα, ανάμεσα στα πιοτά, στο δρόμο για το χωριό, κι ενώ οι Ινδιάνοι κοιμούνταν. Ήταν η κληρονομιά που μου άφηνε για το δρόμο της επιστροφής μου, μονάχος με τα άλογα. Γιατί από κει και πέρα εκείνος και οι Ινδιάνοι θα συνέχιζαν με τα πόδια κι εγώ θα επέστρεφα στην Καρολίνα μόνος, παίρνοντας μαζί μου αυτά που μου είχε πει ν’ αντηχούν μέσα στο κεφάλι μου. Βλέποντάς τον να φεύγει με τους Ινδιάνους το πρωί, και γυρνώντας πίσω, για να μου γνέψει με το χέρι για τελευταία φορά προτού εξαφανιστεί μέσα στους θάμνους, δεν ήθελα να φανταστώ, παρότι για μια στιγμή θα μου πέρασε απ’ το νου η σκέψη, πως δεν θα βλεπόμασταν ποτέ ξανά, και πως αυτός ήταν ο αποχαιρετισμός μας.
Φεβρουάριο του 1939, στα τριάντα επτά του χρόνια, ο 17 Τον Γαλλοελβετός ανθρωπολόγος Αλφρέ Μετρό, ειδικός στη
135
h
136
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 136
Λατινική Αμερική, συνάντησε τον Τσαρλς Γουόγκλι πάνω στο πλοίο που τον έφερνε από τη Νέα Υόρκη στο Ρίο ντε Ζανέιρο. Στα Μπαρμπάντος γνωρίστηκαν οι δυο τους κι έκαναν περίπατο στο Μπρίτζταουν. Επιστρέφοντας στο πλοίο και στη θάλασσα, ο Γουόγκλι διηγήθηκε στον Μετρό την ιστορία της ζωής του. Είχε έναν ανάπηρο αδερφό. Το αγόρι ήταν δεκαπέντε χρόνων και είχε το σώμα εντεκάχρονου. Ο Γουόγκλι ήταν αποφασισμένος να δώσει μέρος από τις οικονομίες του για να προσπαθήσει να θεραπευτεί ο μικρότερος αδερφός του, που τον λάτρευε. Αντίθετα, έδειχνε πως δεν αγαπούσε τη μητέρα του. Διηγήθηκε πως υπήρξε χορευτής σε καμπαρέ, παρέδιδε ιδιαίτερα μαθήματα και είχε δουλέψει σε εστιατόριο. Έλεγε πως δεν αισθανόταν άνετα με την ελλιπή του εκπαίδευση. Η εξομολόγηση συγκίνησε τον Ελβετό ανθρωπολόγο, που ως τότε έβρισκε λυπηρή την «πληκτική απλότητα» του νεαρού Αμερικανού συναδέλφου του. «Εντυπωσιάστηκα επίσης για τον χαλαρό τρόπο με τον οποίο μιλούσε για την παιδεραστία. Και ο ίδιος επιβεβαιώνει την εντύπωση που αποκόμισα σε σχέση με το θέμα. Μου εξιστορεί τις ερωτικές του περιπέτειες: νέα βουτιά στα άδυτα της αμερικάνικης ζωής», έγραψε στο ημερολόγιό του. Όταν αποβιβάστηκαν στο Ρίο στις 9 Φεβρουαρίου, ο Μετρό επισκέφθηκε την Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες στο γραφείο της, πρώην αυτοκρατορικό παρεκκλήσι, στο Εθνικό Μουσείο. Το κτήριο ήταν ετοιμόρροπο. Στις σημειώσεις του ο Ελβετός ανθρωπολόγος εξιστορεί τη συνάντησή του με έναν μυστηριώδη άντρα που λεγόταν «Κόουαν», σε σχέση με τον οποίο δεν υπάρχει καμία άλλη καταγραφή πουθενά σε άλλο σημείο: «Πρόσωπο δυναμικό, κανονικά και καλογραμμένα χαρακτηριστικά, ελαφρύ θράσος, φαρδιοί ώμοι». Επιστρέφοντας στο ξενοδοχείο Μπελβεντέρε στην Κοπακαμπάνα, ο Μετρό δείπνησε με μια Αμερικανίδα που είχε έρθει με το ίδιο πλοίο και την οποία φλέρταρε εδώ και μέρες. Μαζί τους ήρθαν και οι Γουόγκλι και «Κόουαν». Και αυτό είναι το απόσπασμα του ημερολογίου όπου η ταυτότητα του μυστηριώδους προσώπου επιτέλους αποκαλύπτεται, διά της επαγωγής: «Ο Κόουαν μας εξιστορεί το ταξίδι του στον Σινγκού και μετά επεκτείνεται
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 137
στο θέμα της σύφιλής του. Στην ωμή σκληρότητα των λόγων του, στα αστεία που κάνει για την κατάστασή του την ίδια, πιστεύω ότι βρίσκεται μια απελπισμένη αψηφισιά. Ο Κόουαν είναι πολύ μεθυσμένος και γεμίζει τη σάλα με το βρόντο της φωνής του. Ο Γουόγκλι τον ηρεμεί με προσεκτικά και ευγενικά “ψιτ, ψιτ”». Είναι προφανές ότι, όταν συστήθηκε με τον Κουέιν, ο Γαλλοελβετός δεν κατάλαβε το όνομα του Αμερικανού εθνολόγου. Κουέιν, Κόουαν. Στο δείπνο της επομένης ο Γουόγκλι τού φάνηκε πολύ καταπεσμένος. Το 1947, σε νέο πέρασμά του από το Ρίο, ο Μετρό δείπνησε με τον Μπέρναρντ Μίσκιν, νεαρό ανθρωπολόγο του Πανεπιστημίου Κολούμπια, που εκείνος θεωρούσε μνησίκακο, ξιπασμένο και κουτσομπόλη. Ο Μίσκιν βρήκε την ευκαιρία να τους διηγηθεί για τη νεαρή ηλικία του Γουόγκλι: «Μάνα χωρισμένη, φτωχά και παραμελημένα παιδικά χρόνια». Ακολούθως έδωσε πλήρη αναφορά για τον Κουέιν, που είχε πεθάνει προ οκταετίας: «Γιος ενός αλκοολικού αλλά πλούσιου πατέρα και μιας μητέρας νευρωτικής και εξουσιαστικής. Επιδιδόταν σε ομοφυλοφιλικές πράξεις με μαύρους, για τους οποίους νιώθει τρόμο. Ταλαντούχο αγόρι, ποιητής». Ο Μετρό στις σημειώσεις του δεν κρύβεται: «Συκοφάντης σαν τον Μίσκιν δεν υπάρχει άλλος».
h προκαλέσουν αν έφταναν στ’ αυτιά των αρχών. Θα φαντάζονταν τα χειρότερα, θα έβρισκαν πρόσχημα να συμπεράνουν πως είχε κάνει πράξεις στο χωριό ενάντιες στην ανθρώπινη φύση, που δικαιολογούσαν τη δολοφονία του από τους Ινδιάνους. Το ευκολότερο θα ήταν να κυνηγήσουν τους Ινδιάνους. Δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ευθύνη μού φόρτωσε στις πλάτες: με άδικο τρόπο μού άφησε το χρέος να φροντίσω ώστε οι επιστολές που έγραψε στα πρόθυρα του θανάτου να φτάσουν στα χέρια των παραληπτών, όπως οι ναυτικοί που έφερναν την αλληλογραφία των πεθαμένων στην ξηρά, στην ιστορία του στοιχειωμένου πλοίου που μου διηγήθηκε εκείνη
137
άλλο πράγμα ήθελε να πει. Δεν ξέρω αν καταλαβαί18 Εκείνος νετε τις συνέπειες αυτών που μου είπε, και τι θα μπορούσαν να
138
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 138
τη νύχτα. Μόνο που δεν μπορούσε να φανταστεί πόσο μεγάλος ήταν ο φόβος μου. Δεν μπορούσε να φανταστεί πως, από τρόμο, εγώ τελικά θα προτιμούσα για ασφάλεια να κρατήσω μία από τις επιστολές παρά να διακινδυνέψω να τη στείλω. Από καχυποψία και μόνο. Αυτό που μου διηγήθηκε ανέμελα μπροστά στη φωτιά, ανάμεσα σε άλλες ιστορίες, καθιστούσε τους Ινδιάνους ύποπτους για ένα υποτιθέμενο έγκλημα εκδίκησης ή αυτοάμυνας. Εσείς δεν μπορείτε να καταλάβετε πώς ήταν εκείνες οι εποχές ή πώς είναι αυτή η χώρα, ένας κόσμος παράλογος που τον κυβερνά η καχυποψία. Προσπαθήστε να με συγχωρέσετε. Όλα με οδηγούσαν να πιστέψω πως η επιστολή που άφησε πεθαίνοντας θα μπορούσε ν’ αποκαλύψει την αλήθεια, όποια κι αν ήταν αυτή. Η αλήθεια και το ψέμα δεν έχουν τις σημασίες που σας έφεραν ως εδώ. Δεν μπορούσα να το διακινδυνέψω. Ήταν το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσα ν’ αφήσω να έρθει στην επιφάνεια. Αν οι Ινδιάνοι φοβούνταν τόσο μήπως κατηγορηθούν, δεν ήταν ασφαλώς επειδή τον σκότωσαν, αλλά επειδή είχαν λόγους για να το κάνουν. Παρότι δεν έκαναν τίποτα κι εκείνος υπήρξε αρκετά κατηγορηματικός και μεγαλόθυμος ώστε να το ξεκαθαρίσει. Σκοτώθηκε μόνος του για να μην αιωρούνται αμφιβολίες γύρω από το θάνατό του. Και για να τους αθωώσει, γιατί και μόνο η ύπαρξή του –και η παρουσία του στο χωριό– ήταν ήδη ενοχοποιητική. Αυτό τελικά κατάλαβε μέσα στην τρέλα του. Από τις επιστολές που άφησε, κλειστές ήταν μόνο αυτές που απευθύνονταν στον πατέρα του, τον γαμπρό του και εσάς. Οι υπόλοιπες δεν απαλλάσσουν απλώς τους Ινδιάνους από οποιαδήποτε ευθύνη· απελευθερώνουν τον εθνολόγο από τη δική του ενοχή και τον τοποθετούν υπεράνω πάσης υποψίας. Η αυτοκτονία εξουδετερώνει όχι μόνο την υπόθεση της δολοφονίας αλλά και τα κίνητρα όποιου είχε λόγους να τον σκοτώσει, ενός πατέρα ή μιας μητέρας που θα εκδικιόταν για το παιδί του, ενός συζύγου που θα εκδικιόταν για τη γυναίκα του, αδερφών που θα εκδικούνταν για τον αδερφό τους. Βγαίνουν όλοι δικαιωμένοι. Είναι όλοι αθώοι. Είμαι βέβαιος πως αυτά που μου διηγήθηκε σιγά σιγά, στη διάρκεια των εννέα νυχτών, ήταν μια εξομολόγηση για κάτι που πήγαινε πέρα απ’ αυτό που φαινόταν ότι εξομολογούνταν. Ήταν η προετοιμασία του θανάτου του. Δεν πιστεύω ότι έκανε κάτι. Αυτό που ήθελε να μου πει ήταν
ότι ήταν ικανός να κάνει και ότι δεν μπορούσε πια να ελέγξει τον εαυτό του. Ήταν πάντα πολύ αμφίσημος σ’ αυτά που έλεγε. Δεν μου μένει άλλη επιλογή. Αποφάσισα να δώσω ένα τέλος σ’ αυτή την επιστολή που σας ανήκει και το περιεχόμενό της δεν γνωρίζω, εν μέρει από άγνοια, εν μέρει από προφύλαξη (δεν μπορούσα να ζητήσω από κανέναν να μου τη μεταφράσει), και που μέχρι τώρα την έχω διαφυλάξει με μοναδικό σκοπό να τους προστατέψω, κι εκείνον και τους Ινδιάνους, φροντίζοντας να φτάσει σώα στον παραλήπτη της. Μόνο στα χέρια σας μπορούσα να την παραδώσω. Ήταν η κληρονομιά που μου άφησε. Είμαι ένας άνθρωπος που κινεί υποψίες από τότε που με απάλλαξαν από τη θέση του υπεύθυνου του σταθμού Μανοέλ ντα Νόμπρεγκα. Από τότε σας περιμένω, αλλά δεν μπορώ άλλο να το διακινδυνεύσω. Ο φόβος μου ήταν ότι, μέσα στην τρέλα του, θα είχε χρησιμοποιήσει την κλειστή επιστολή που σας απηύθυνε για να σας αποκαλύψει αυτό που άρχισα να υποψιάζομαι στο τέλος των εννέα νυχτών συζήτησης, υποψία που μεγάλωσε ακόμα περισσότερο με την είδηση του θανάτου του: πως είχε οδηγηθεί στην αυτοκτονία, πως δεν ήθελε ν’ αφήσει καμία ευκαιρία στο πεπρωμένο. Δίστασα μέχρι να πιστέψω ότι ήταν νεκρός, όπως κι εσείς θα πρέπει να διστάσατε. Για μερικές μέρες μάλιστα νόμιζα πως θα τον έβλεπα, πως το ’χε σκάσει, αλλάζοντας ταυτότητα. Μέχρι που κατάλαβα. Ήταν όταν επήλθε ο φόβος πως, μέσα στην τρέλα του, ήταν ικανός να έχει αποκαλύψει σ’ αυτή την επιστολή πράγματα που μπορεί να κινούσαν υποψίες. Πράγματα που δεν θα ’λεγε στον πατέρα και στον γαμπρό του, παρά μόνο σ’ εσάς, όποιος κι αν είστε. Πράγματα που δεν ανήκαν στην πραγματικότητα αλλά στην τρέλα του. Και που, ακόμα κι αν δεν τα διέπραξε, δεν ήταν όμως πια ικανός να τ’ αποφύγει. Αυτό εδώ είναι για όταν θα έρθετε. Χρειάζεται να είστε προετοιμασμένος. Όταν νιώσετε μόνος και εγκαταλειμμένος, όταν πιστέψετε πως τα χάσατε όλα, τότε σκεφτείτε τον δρ. Μπιουλ, φίλε μου. Κάποια στιγμή όλοι θα νιώσουν μόνοι και εγκαταλειμμένοι. Μόνο η αδιάκοπη άσκηση των σωματικών ορίων μπορεί να μας δώσει την αίσθηση ότι εξακολουθούμε να είμαστε ζωντανοί. Όταν βάζουμε το σώμα σε δοκιμασία, δεν το κάνουμε από ανώφελο καπρίτσιο να δούμε μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε, δεν είναι για
139
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 139
140
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 140
να αψηφήσουμε τα όρια, αλλά για να μάθουμε πού βρισκόμαστε – παρότι μπορεί στους άλλους να φαίνεται πως κάνουμε μια πράξη ενάντια στη φύση. Και πολλές φορές, όταν το ανακαλύπτουμε, είναι πια αργά. Την ημέρα των εικοστών έβδομων γενεθλίων του μου είπε πως ήξερε τι είναι ο θάνατος: μια υπερβολή που αυτοακυρώνεται. Είναι να κουράζεσαι παραπάνω απ’ όσο επιτρέπει η κούραση, να ξεπερνάς τις δυνατότητές σου, να γίνεσαι ένα μηδενικό, να ξεπερνάς τις είκοσι τέσσερις ώρες της ημέρας χωρίς να φτάνεις στην επόμενη μέρα. Το δυστύχημα στην περίπτωσή του ήταν πως δεν είχε κανέναν να τον υποστηρίξει εκείνη την αποφράδα ώρα. Όταν κατάλαβε πως έπρεπε να γυρίσει, πως είχε ξεφύγει μακριά, δεν είχε πια δυνάμεις για την πορεία. Όλα τα ζωντανά, ακόμα κι ένα φίδι που σέρνεται, ακόμα κι ένας κοχλίας, ένα σαλιγκάρι, έστω και για μια φορά στη ζωή, όταν κοιτάζουν ένα δέντρο ή μια πέτρα ή ένα κομμάτι ουρανού, βλέπουν το σύμπαν στο σύνολό του και καταλαβαίνουν για μια στιγμή ποια είναι, πού βρίσκονται και τι γίνεται γύρω τους. Μετά το θάνατό του έψαξα να βρω αυτό το δέντρο, προσπαθώντας να καταλάβω. Οι Ινδιάνοι με πήγαν μέχρι τον τάφο του, που ήταν κυκλωμένος από κλαδιά μπουρίτι. Θα μπορούσε να είναι μπροστά σε οποιοδήποτε δέντρο. Έπρεπε να πιστέψω πως ήταν εκεί. Την επικύρωση θα την είχα μόνο αν ξέχωνα το πτώμα με τα χέρια μου. Κάποια πράγματα δεν μπορεί κανείς να τα ξεθάψει. Μονάχος μου δεν είχα τη δύναμη. Είμαστε όλοι μας σκυλιά στην άκρη του δρόμου, αιφνιδιασμένα, που δεν καταλαβαίνουμε πότε είναι η στιγμή να περάσουμε απέναντι. Κι εκείνος αιφνιδιάστηκε με τον εαυτό του. Θα ’κανα τα πάντα για να τον σώσω, αν είχα καταλάβει πως οι δυνάμεις του έφταναν στο τέλος τους όταν επέστρεψε στο χωριό για τελευταία φορά, παρόλο που σήμερα καταλαβαίνω όλες τις ενδείξεις που μου έδινε, αλλά και τις αναθέσεις και τις ευθύνες. Θα είχα προσπαθήσει να τον εμποδίσω, αλλά όσα συνέβησαν μεταξύ μας σ’ εκείνη την περίσταση με στέρησαν από κάθε πρωτοβουλία, από σεβασμό κατά βάθος για τον δρ. Μπιουλ. Ήταν ένας περήφανος άντρας κι εγώ ήξερα ότι θα έφτανε ως το τέλος. Αλλά δεν μπορούσα ν’ ανακατευτώ, πολύ περισσότερο μετά την τελευταία μας κουβέντα, μετά την τελευταία μας νύχτα στο δάσος. Ίσως επειδή είχα πια καταλάβει την αστά-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 141
θειά του, αποφάσισα να τον συνοδέψω με το άλογο στο πρώτο κομμάτι της διαδρομής –μόνο αυτό όμως– τότε που μου είπε αυτό που σήμερα θα προτιμούσα να μην είχα ακούσει, γιατί με βαραίνει με τύψεις και μεταμέλεια που τον άφησα να συνεχίσει παρακάτω. Προσπαθήστε να με κατανοήσετε. Η συναίσθηση που μου έδωσε για την κατάστασή του ήταν ακριβώς αυτή που με εμπόδισε να παρέμβω. Η δράση μου θα ήταν προσβολή και προδοσία. Θα ήταν σαν να έκανα πραγματικότητα το φάντασμα της αυτοκτονίας που τον στοίχειωνε. Αυτά που μου είπε ήταν για να τα κρατήσω σαν να μην τα άκουσα ποτέ. Κι αυτό έκανα. Ήταν η κληρονομιά μου. Σας ζητώ να προσπαθήσετε να με κατανοήσετε και να με συγχωρήσετε όπως κι εγώ κατανόησα ότι δεν μπορούσατε να φανταστείτε κι εσείς τις συνέπειες της τελευταίας σας επιστολής σ’ έναν άντρα τόσο μόνο και ανήμπορο. Αυτά που σας διηγούμαι είναι ένας συνδυασμός όσων εκείνος μου διηγήθηκε και όσων εγώ φαντάστηκα. Κι έτσι, επίσης, σας αφήνω να φανταστείτε αυτό που δεν θα μπορέσω ποτέ εγώ να σας διηγηθώ ή να σας γράψω.
h γενών Μανοέλ ντα Νόμπρεγκα, πέθανε το 1946 από πνιγμό στον ποταμό Τοκαντίνς, στη διάρκεια μιας καταιγίδας, ενώ προσπαθούσε να σώσει τη μικρή του εγγονή. Την ιστορία τη διηγούνται τα δύο μεγαλύτερα παιδιά του, που με διαβεβαίωσαν πως δεν άφησε κανένα χαρτί ή διαθήκη, ούτε λέξη για τον Μπιουλ Κουέιν. Ο Φρανσίσκο Πέρνα από το Μιρασέμα είπε πως ο πατέρας «επέστρεφε στην Καρολίνα απ’ το ποτάμι, έπεσε καταιγίδα και η σχεδία αναποδογύρισε. Ήταν άρρωστος, είχε εντερικά. Η καρδιά του δεν άντεξε. Προσπάθησε να κολυμπήσει και να σώσει την εγγονή του πάνω σε μια βαλίτσα, αλλά το κορμί του βούλιαξε. Η εγγονή του σώθηκε από έναν φίλο που κατόρθωσε να κολυμπήσει ως την όχθη». Μέρες μετά το ατύχημα τα παιδιά του έμαθαν πως το σώμα του πατέρα τους, που το είχε πάρει το ρεύμα, είχε
141
Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε. Ο Μανοέλ Πέρνα, ο μηχανικός 19 απ’ την Καρολίνα και πρώην υπεύθυνος του σταθμού ιθα-
142
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 142
βρεθεί και ταφεί σε κάποιο σημείο στην κάτω πλευρά του ποταμού, χωρίς να ξέρουν πού. Θάφτηκε και ξεχάστηκε όπως ο Μπιουλ Κουέιν, μέσα στο δάσος. Ο Φρανσίσκο ήταν παιδί όταν ο ανθρωπολόγος σύχναζε στο σπίτι του πατέρα του: «Ήταν ψηλός, κόκκινος και πολύ συμπαθητικός. Ήταν φίλος του πατέρα μου. Ήταν πολύ ήρεμος και ευγενικός. Ήταν έκπληξη η αυτοκτονία του». Η μεγαλύτερη κόρη του, η Ραϊμούντα Πέρνα Κοέλιο, θυμάται κι εκείνη τον εθνολόγο, από τις φορές που εκείνος επισκεπτόταν τον πατέρα της στην Καρολίνα: «Κουβέντιαζαν πολύ. Ή έβγαιναν έξω με τα άλογα». Σήμερα, όπως και ο αδερφός της Φρανσίσκο, ζει στη Μιρασέμα. Της ζήτησα να μου πει ό,τι ήξερε για το θάνατο του Κουέιν: «Δεν ήθελε πια να τρώει απ’ όταν έλαβε τις τελευταίες επιστολές από το σπίτι του. Και είπε στους Ινδιάνους πως τον είχε εγκαταλείψει η γυναίκα του, που τον είχε προδώσει με τον γαμπρό του. Πως τον είχε αψηφήσει πηγαίνοντας να δουλέψει σε μια εφημερίδα της Βόρειας Αμερικής. Προτού πεθάνει, για να μπορέσει να γράψει τις τελευταίες επιστολές, έκαψε τα πάντα, ρούχα και χαρτιά, αφού δεν είχε φως. Αυτή η φήμη κυκλοφορούσε στην Καρολίνα». Στο κάτω κάτω της γραφής, σκέφτηκα εγώ, καθώς μιλούσα μαζί της στο τηλέφωνο, κάλλιστα θα μπορούσε η «προδοσία» του γαμπρού του να είχε σχέση με λεφτά, που ήταν ένα κρίσιμο και επαναλαμβανόμενο σημείο σε όλες τις επιστολές που άφησε ο Κουέιν: η διανομή του κληροδοτήματός του μεταξύ της Ρουθ Μπένεντικτ και της οικογένειάς του, αυτά που χρωστούσε στην Καρολίνα ή στο Εθνικό Μουσείο και αυτά που είχε υποσχεθεί στους Ινδιάνους, αρχής γενομένης από τους δύο που τον συνόδεψαν στο τελευταίο ταξίδι. Ο εθνολόγος έφτασε ν’ αποδώσει την αυτοκτονία του σε οικογενειακές δυσκολίες. Στην περίπτωση αυτήν είναι πιθανό στα διαταραγμένα του μάτια ο γαμπρός του να τον είχε «προδώσει» απλώς και μόνο αφήνοντας την αδερφή και την ανιψιά του σε κακή οικονομική κατάσταση, παρότι η Μάριον Κάιζερ είχε αρνηθεί οποιαδήποτε δυσχέρεια, με μια αιχμή πληγωμένου εγωισμού, στην επιστολή που έγραψε στη Ρουθ Μπένεντικτ μετά την αυτοκτονία του αδερφού της. Ο Μανοέλ Πέρνα δεν άφησε διαθήκη, κι εγώ φαντάστηκα την όγδοη επιστολή.
Κανείς ποτέ δεν με ρώτησε. Γι’ αυτό κι εγώ δεν χρειάστηκε ν’ απαντήσω. Ο πατέρας μου έχει πεθάνει εδώ και έντεκα χρόνια, τις παραμονές του προηγούμενου πολέμου από τον σημερινό, αυτού που κατά κάποιον τρόπο τον προανήγγειλε. Σήμερα πια οι πόλεμοι είναι διαρκείς. Εγώ δεν έμενα στη Βραζιλία. Μου τηλεφώνησε η αδερφή μου και μου ζήτησε να προετοιμαστώ για το χειρότερο. Η ιστορία δεν είναι απλή. Κάποια στιγμή ο πατέρας μου άρχισε να περπατά με δυσκολία. Μιας κι έπινε πολύ σ’ όλη του τη ζωή, σε σημείο μάλιστα να βγαίνει μ’ ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι όταν κυκλοφορούσε μόνος του με τ’ αυτοκίνητο, θεωρήσαμε ότι ήταν το σωρευτικό αποτέλεσμα του αλκοόλ. Και τότε άρχισε να δυσκολεύεται να εκφραστεί. Μιλούσε μετά βίας, μπέρδευε τη γλώσσα του. Σταμάτησε να υπογράφει επιταγές. Ζούσε με μια Λιβανέζα που είχε γνωρίσει στην πισίνα του κτηρίου όπου έμενε, στο Σάο Κονράντο. Ο πατέρας μου είχε διάφορες γυναίκες και μερικές φορές περισσότερες από μία την ίδια περίοδο. Είχε αδυναμία στις ερωμένες αλλά και στην ασωτία. Και, παρότι δεν ήταν φιλελεύθερος άνθρωπος, μου έδινε πάντα την εντύπωση ότι κατά βάθος είχε μέσα του κατανόηση και αλληλεγγύη για όσους παρασύρονται από την επιθυμία σε δρόμους που δεν επέλεξαν και που πολλές φορές τούς οδηγούν στην ίδια την καταστροφή τους. Όταν ήμουν μικρός, χωρίς τίποτα να δικαιολογεί ένα τέτοιο σχόλιο (εκτός από μια ανύπαρκτη διαίσθηση ή μια μαγική ικανότητα πρόγνωσης, που δεν είχε), μια φορά μού είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, πως «οι άντρες δεν αγαπούν μόνοι τους, χωρίς τις γυναίκες». Κι εγώ έμεινα με την εντύπωση πως μιλούσε από προσωπική εμπειρία, προφανώς αφού με είχε παρατηρήσει, προσποιούμενος ότι κοιμάται, να αυνανίζομαι κάτω απ’ τα σεντόνια, ήδη από την εποχή εκείνη χωρίς το παραμικρό χάρισμα αυτοελέγχου, μια από κείνες τις νύχτες που μοιραζόμασταν το δωμάτιο μιας πανσιόν σε κάποια πόλη στα ενδότερα του Μάτο Γκρόσο, στην Μπάρα ντο Γκράσας, αν δεν κάνω λάθος, καθ’ οδόν προς τα κτήματα, και στην περίπτωση εκείνη δεν θα μπορούσα να θεωρήσω το σχόλιο αυτό κατασταλτικό, αλλά καρπό ενός αισθήματος προστασίας και προνοητικότητας. Ήξερε γιατί μιλούσε. Παραδόθηκε σ’ έναν πόθο που μπορεί να είχε κάτι το
143
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 143
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 144
144
σαδιστικό, ήταν όμως και πολύ μαζοχιστικός. Μπορεί να φαίνεται απλοϊκό, αλλά ό,τι πήρε από τις γυναίκες στη διάρκεια της ενεργής ζωής του χρειάστηκε να το ξεπληρώσει σ’ αυτές που τον γυρόφερναν στα γεράματά του. Ποτέ δεν έμαθα στα σίγουρα πώς κατέληξε με την ξαδέρφη που είχε ζήσει μαζί του πριν χρόνια και είχε επενδύσει ένα αξιοσέβαστο ποσό στα κτήματα με τα κοπάδια που είχε αποφασίσει εκείνος να στήσει στη ζούγκλα. Απ’ ό,τι φαίνεται, πήρε τα λεφτά της, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να κυκλοφορεί, χωρίς καμία εμφανή συστολή και χωρίς καμία προσπάθεια να μη ρεζιλέψει την ξαδέρφη (αντίθετα, έμοιαζαν όλα τόσο ελεύθερα), με μια γυναίκα είκοσι χρόνια μικρότερή του, μις κάτι, που πρέπει να είχε συναντήσει σε κάποιο μπαρ για εργένηδες ή στελέχη, πράγμα που συχνά κάνει το ίδιο, και με την οποία με πήγε για πρώτη φορά στη ζωή μου, χωρίς εγώ να ξέρω πού πηγαίνουμε, σε ναό μακούμπα,* σε κάποια από τις επισκέψεις του στο Ρίο εκείνη την περίοδο. Επειδή δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στην πρόσκληση μιας πουτάνας, έκανε όποια γυναίκα ζούσε μαζί του εκείνη τη στιγμή να νιώθει τέτοια. Ο πατέρας μου πέρασε ένα Σαββατοκύριακο με τη μις στο σπίτι που είχε μαζί με την ξαδέρφη στην παραλία. Οι φίλοι της τον είδαν με τη νεαρή. Έγινε σκάνδαλο. Η ξαδέρφη προσέλαβε δικηγόρους για να πάρει πίσω τα λεφτά που είχε χάσει με τον πατέρα μου, αφού κανείς δεν θα μπορούσε να τη βοηθήσει να ξαναβρεί την περηφάνια με την οποία είχε αψηφήσει τον αδερφό της όταν εκείνος την είχε προειδοποιήσει πριν χρόνια για τον ξάδερφο κι εκείνη αποφάσισε να ζήσει μαζί του, ενάντια και στην κοινή λογική, επειδή ήταν ερωτευμένη. Ο αδερφός της είχε διακόψει σχέσεις μαζί της. Τα γεγονότα τελικά τον δικαίωσαν. Ο πατέρας μου είχε φήμη. Έχασε την ισορροπία της διαστροφής του μεταξύ σαδισμού και μαζοχισμού απ’ την ημέρα που προσέγγισε ανθρώπους χειρότερους από τον ίδιο, αφού πάντα ένιωθε έλξη για τον πάτο. Έγινε από θύτης θύμα, από σαδιστής μαζοχιστής. Αυτό το ρίσκο υπήρχε από την αρχή και τότε άρχισε να το πληρώνει. Έζησε για με* Αφροβραζιλιάνικη θρησκεία με στοιχεία συγκρητισμού, κυρίως από τους μαύρους των αστικών κέντρων. (Σ.τ.Μ.)
ρικά χρόνια με μια γυναίκα που, προς έκπληξή του, όταν ο πατέρας μου εγκαινίασε παραδοσιακά την τελευταία πράξη του σαδιστικού του θεάτρου, έδειξε πως δεν ήταν πουτάνα μόνο στο κρεβάτι και μοίρασε σε όλο το Σάο Πάολο ένα γράμμα όπου αποκάλυπτε όλες τις οικονομικές ατασθαλίες του εραστή της, που τώρα προσπαθούσε να τη ρίξει και να την αφήσει στον άσο. Δεν ξέρω αν ήταν αυτός ο κύριος λόγος, γεγονός όμως είναι ότι αποφάσισε να φύγει από τη Βραζιλία. Επωφελούμενος από τη στάση του αεροπλάνου στο Ρίο, ήρθε στο σπίτι της μητέρας μου, με το απογοητευμένο ύφος ανθρώπου που έφαγε χώμα, και πέρασε ένα απόγευμα κουβεντιάζοντας μαζί μας, και μ’ εκείνη, πράγμα που είχε να κάνει χρόνια και σ’ εμένα φαινόταν εκπληκτικό. Στις Ηνωμένες Πολιτείες τελικά παντρεύτηκε ξανά, αφελώς ή ασυλλόγιστα για έναν άντρα της ηλικίας και της τσέπης του, με τη γυναίκα που τον εξυπηρετούσε στον τραπεζικό του λογαριασμό, μια Κουβανή υπάλληλο που γνώριζε μέχρι δεκάρας τι φύλαγε στην τράπεζα. Για μένα αυτό ήταν το οριστικό βήμα, το αποφασιστικό σημάδι πως η ισορροπία της διαστροφής του είχε χαθεί με τα χρόνια. Χωρίς να το καταλάβει, είχε πέσει στην παγίδα του πόθου του. Όχι πως η Κουβανή δεν υπέφερε στα χέρια του. Έτσι, για να πάρει κανείς μια ιδέα, ο πατέρας μου αγόρασε ένα ιστιοπλοϊκό τριάντα τόσων ποδών και υποχρέωσε τη γυναίκα, που δεν ήξερε κολύμπι, να κάνει μαζί μ’ εκείνον, που δεν είχε ιδέα από ιστιοπλοΐα, και μ’ έναν γέρο συνταξιούχο ναυτικό νυχτερινά ταξίδια ανάμεσα στη Φλόριντα και τις Μπαχάμες, μέχρι που κάποια μέρα έπεσαν σε απρόσμενη τρικυμία και παραλίγο να σκοτωθούν κι οι τρεις. Από τότε σταμάτησαν τα ταξίδια με το ιστιοπλοϊκό. Όταν τους επισκέφθηκα στο Τρέζερ Κι, ένα απομακρυσμένο νησί στις Μπαχάμες, το πλεούμενο δεν έβγαινε πλέον απ’ το αγκυροβόλι και τα μαρτύρια στα οποία υπέβαλλε τη γυναίκα του είχαν πια περιοριστεί στους καβγάδες και το σεξ, το οποίο, απ’ ό,τι εκείνη αργότερα μου διηγήθηκε, δεν της άρεσε στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι μαζί του. Όταν τα πράγματα πια δεν πήγαιναν καθόλου καλά, πήγαν οι δυο τους να ζήσουν στο Ρίο. Κι όταν ο πατέρας μου άρχισε να ξεπέφτει πολύ, εκείνη επέστρεψε στο Μαϊάμι και έκανε αίτηση διαζυγίου 10 – Εννέα νύχτες
145
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 145
146
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 146
και κατανομής των αγαθών. Ποτέ καμία άλλη γυναίκα δεν είχε τολμήσει να του το κάνει αυτό. Του ήρθε ο ουρανός σφοντύλι. Και προς επιδείνωση της κατάστασης, ό,τι είχε αγοράσει στις Ηνωμένες Πολιτείες (ένα διαμέρισμα, ένα ιστιοπλοϊκό και δύο αυτοκίνητα), εκτός από τις επενδύσεις, τα είχε γράψει στο όνομά της. Ήταν λόγω των φόρων και του είδους της βίζας παραμονής του. Ο Βραζιλιάνος δικηγόρος τον συμβούλεψε να μην παρευρεθεί στην ακροαματική διαδικασία στο Μαϊάμι και να της αφήσει την περιουσία στην Αμερική για να μη χάσει τα μισά απ’ όλα όσα είχε στη Βραζιλία. Κι ο πατέρας μου δεν ξαναπάτησε το πόδι του στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μόνος του στο Ρίο, άρχισε να πίνει και να παίρνει αντικαταθλιπτικά και ηρεμιστικά ταυτόχρονα. Μια μέρα, είχε έξι μήνες να μου μιλήσει, επειδή δεν ενέκρινε τον τρόπο ζωής μου (ήθελε να δουλέψω, όπως εκείνος, αντί να τελειώσω το πανεπιστήμιο), μου τηλεφώνησε ζητώντας βοήθεια. Δεν ήξερε πού βρισκόταν (βρισκόταν στο σπίτι), δεν ήξερε πού βρισκόταν η γυναίκα του (τον είχε εγκαταλείψει και είχε επιστρέψει στις Ηνωμένες Πολιτείες), δεν ήξερε ποιος ήταν (ήταν ο πατέρας μου). Άρχισε να βγαίνει με περισσότερες από μία γυναίκες τη βδομάδα, στις οποίες ενίοτε με σύστηνε με περηφάνια. Ξόδευε λεφτά που δεν είχε και τριγύριζε τις νύχτες σαν εικοσάχρονος πλεϊμπόι. Ήταν πάνω από εξήντα. Μια μέρα γνώρισε μια γειτόνισσα απ’ το ίδιο κτήριο, τη Λιβανέζα, και προφανώς ηρέμησε. Ή μάλλον η κατάστασή του άρχισε να επιδεινώνεται. Εκείνος την πετούσε έξω απ’ το διαμέρισμα κι εκείνη επέστρεφε μια βδομάδα αργότερα. Εκείνος την έδιωχνε ξανά κι εκείνη επέστρεφε, κι έτσι στο τέλος κατάφερε να επιβληθεί χωρίς εκείνος να μπορεί να αντισταθεί. Άρχισε εκείνη να κάνει κουμάντο σε ό,τι ήταν δικό του, κι όταν εγώ κι η αδερφή μου το πήραμε είδηση, ήταν αργά: ο πατέρας μου δεν μιλούσε πια, δεν περπατούσε, κι εκείνη είχε καταφέρει να του αποσπάσει ένα πληρεξούσιο όπου, ελλείψει υπογραφής, υπήρχε το δακτυλικό αποτύπωμα του αντίχειρα. Για ένα διάστημα κανείς δεν ήξερε από τι έπασχε. Έκαναν πολλές εξετάσεις και δεν βρήκαν τίποτα, μέχρι που ένας γιατρός ζήτησε μια τομογραφία κι έδωσε διάγνωση με βάση τη σπογγώδη μορφολογία του εγκεφάλου: υπήρχαν πολλές ενδείξεις
ότι ο πατέρας μου έπασχε από το σύνδρομο Κρόιτσφελτ-Γιάκομπ, μια πολύ σπάνια και θανάσιμη ασθένεια. Ο εγκέφαλός του είχε μεταβληθεί σε σφουγγάρι. Αποφασίσαμε να κινήσουμε την έκδοση δικαστικής απαγόρευσης για λόγους πρακτικούς και αντικειμενικούς. Τότε ήταν που ανακαλύψαμε κατά τύχη την ύπαρξη του πληρεξούσιου, το οποίο η Λιβανέζα είχε παραλείψει να μας αναφέρει. Και το ένα έφερε το άλλο. Ανακαλύψαμε πως είχε ψάξει τον δικηγόρο του πατέρα μας στο Σάο Πάολο, αναζητώντας τον κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που του είχαν απομείνει. Είχε ήδη περάσει το διαμέρισμα του Ρίο στο όνομά της. Είχε εξαφανίσει τους τίτλους μετοχών και όλα όσα εκείνος φυλούσε σ’ ένα χρηματοκιβώτιο όπου αρχικά μόνο εκείνος κι εγώ είχαμε πρόσβαση. Είχε ξεκοκαλίσει όλους τους λογαριασμούς και τις επενδύσεις. Όταν της ζητήσαμε εξηγήσεις, εκείνη με βραχνή φωνή μάς απαγόρεψε να μπούμε στο σπίτι του ή στο κτήριο. Την είχε καθοδηγήσει δικηγόρος. Ήταν μια δαντική σκηνή. Όταν ήρθαμε σε αντιπαράθεση μαζί της, άρχισε να φωνάζει μπροστά στον πατέρα μου, στο κρεβάτι, που παρακολουθούσε τα πάντα με ορθάνοιχτα μάτια, βουβός κι ακίνητος. Εκείνη φώναζε πως θέλαμε να τον κλέψουμε, πως είχαμε πάει εκεί μόνο και μόνο για να τον κλέψουμε. Δεν ξέρω κατά πόσο εκείνος καταλάβαινε. Σε μια υπεράνθρωπη προσπάθεια, εκείνος με κοίταξε με μάτια γουρλωμένα και κατόρθωσε να ψελλίσει, κι όχι μια φορά, μία και μόνη λέξη: «Ξεδιάντροπε!» Αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που άκουσα από τον πατέρα μου κι έβγαζε κάποιο νόημα. Ξεκινήσαμε εγώ κι η αδερφή μου τη διαδικασία έκδοσης δικαστικής απαγόρευσης. Πήρε μήνες. Στο μεσοδιάστημα μου πρόσφεραν δουλειά στο Παρίσι. Ήταν μοναδική ευκαιρία και δεν μπορούσα να την απορρίψω. Ταξίδεψα ενώ ακόμα η εντολή ήταν σε εξέλιξη. Τρεις μήνες αργότερα η αδερφή μου μού τηλεφώνησε και μου είπε να προετοιμαστώ για το χειρότερο. Το χειρότερο ήταν ότι έπρεπε να μπούμε με τη βία στο διαμέρισμα του πατέρα μου (έχοντας στην κατοχή μας δικαστική απόφαση), με τη συνοδεία δικαστικού υπαλλήλου (και, αν ήταν αναγκαίο, της αστυνομίας), ενός γιατρού και
147
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 147
148
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 148
δύο νοσηλευτών, να σηκώσουμε τον πατέρα μου απ’ το κρεβάτι ενάντια στη θέλησή του (αν είχε ακόμα τέτοια – δεν μπορούσαμε να το ξέρουμε), να τον βάλουμε σ’ ένα ασθενοφόρο και να τον πάμε στο Σάο Πάολο γρήγορα. Έφτασα στο Ρίο με απευθείας πτήση απ’ το Παρίσι. Δείπνησα με την αδερφή μου κι έναν φίλο της γιατρό που τα είχε τακτοποιήσει όλα για την εισαγωγή του σ’ ένα ελάχιστα φημισμένο νοσοκομείο του Σάο Πάολο, το μόνο που δεχόταν τον πατέρα μου σ’ αυτή την κατάσταση, και το επόμενο πρωινό πήγαμε με το ασθενοφόρο και τον δικαστικό υπάλληλο μέχρι το σπίτι του στο Σάο Κονράντο. Η Λιβανέζα είχε ήδη κλητευθεί. Μας περίμενε με τον γιο της κι έναν δικηγόρο. Όταν πήραμε τον πατέρα μου από το διαμέρισμα, εκείνη προσπάθησε και πάλι να φωνάξει και να κλάψει, αλλά την ώρα που πήγε να κάνει σκηνή τη διέκοψαν ο γιος της και ο δικηγόρος και την έπεισαν ότι δεν ωφελούσε, ήταν χειρότερα, κι εκείνη δεν έβγαλε ξανά κιχ. Δεν ξέρω κατά πόσο καταλάβαινε ο πατέρας μου. Η έκφραση στα μάτια του μπορεί να σήμαινε εξίσου ακατανοησία ή τρόμο. Είναι φορές που δεν ξέρω τι έκανα και δεν ξέρω αν μετανιώνω. Δεν ξέρω ποιος είχε δίκιο. Κι αν προτού χάσει τη συναίσθηση, αν πράγματι τελικά την είχε χάσει, ο πατέρας μου είχε αποφασίσει να πεθάνει στο πλευρό αυτής της γυναίκας, σ’ εκείνο το διαμέρισμα; Αν είχε αποφασίσει να δώσει ό,τι είχε σ’ εκείνη; Κάναμε πέντε ώρες με το ασθενοφόρο μέχρι το Σάο Πάολο. Εγώ κι η αδερφή μου στο πλάι του. Προσπαθούσα να τον ηρεμήσω, λέγοντας ότι όλα θα πάνε καλά, το μόνο που κατάφερνα όμως ήταν ν’ ακούω το ψέμα στα ίδια μου τα λόγια όταν εκείνος με κοιτούσε τεταμένα ακίνητος, μ’ ένα εξονυχιστικό βλέμμα που δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν επειδή αδυνατούσε να κατανοήσει ή αν με αποδοκίμαζε παραιτημένος. Πρέπει να έβλεπε την αλήθεια στο βάθος των ματιών μου: ότι, αντίθετα με ό,τι έλεγα, τίποτα δεν θα πήγαινε καλά, ούτε και μπορούσε να πάει καλά. Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, ο γιατρός φίλος της αδερφής μου μας περίμενε. Ο πατέρας μου οδηγήθηκε σ’ ένα δίκλινο δωμάτιο, στο τμήμα με τα επείγοντα. Ήταν ένα σύστημα ημιενταντικής, με δίκλινα δωμάτια. Κι ήταν θαύμα και που τον δέχτηκαν ακόμα. Ο άνθρωπος στο διπλανό κρεβάτι ήταν στα τελευταία
του. Ο γιατρός είχε παραλείψει τη διάγνωση της αρρώστιας του πατέρα μου για να τον κάνουν δεκτό στο νοσοκομείο. Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτή η αρρώστια ούτε και το βαθμό μολυσματικότητας. Κανείς δεν θα διακινδύνευε να τον δεχτεί, για τον επιπλέον λόγο ότι δεν υπήρχε τίποτε άλλο να κάνει κανείς παρά να περιμένει το θάνατο κι αυτή η αναμονή μπορεί να κρατούσε μήνες. Δεν ήξεραν την αιτία γι’ αυτό που είχε και δεν απέκλειαν την πιθανότητα να πρόκειται για ασθένεια κληρονομική, οπότε εγώ κι η αδερφή μου επίσης κινδυνεύαμε. Αυτό έγινε προτού ξεσπάσει στην Αγγλία η κρίση των τρελών αγελάδων, που αποκαλύφθηκε ότι είναι μια παραλλαγή του Κρόιτσφελτ-Γιάκομπ, τουλάχιστον ως προς τα αποτελέσματα και τα συμπτώματα, αν και είναι τελείως διαφορετική ως προς τη μεταδοτικότητα· ήταν πριν αρχίσουν να υποψιάζονται πως μια μορφή της αρρώστιας θα μπορούσε να μεταδοθεί με την κατάποση κρέατος μολυσμένου από μια δυσλειτουργική πρωτεΐνη. Ήδη από το πρώτο βράδυ οι νοσοκόμες άρχισαν να υποψιάζονται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, λόγω της εικόνας της αρρώστιας και της έλλειψης διάγνωσης. Απέφευγαν να πλησιάσουν τον πατέρα μου και έπαιρναν περισσότερες προφυλάξεις κάθε φορά που έμπαιναν στο δωμάτιο. Εγώ είχα έρθει από το Παρίσι ειδικά για την επιχείρηση διάσωσης και είχα κλείσει την επιστροφή μου για μετά από τρεις μέρες. Συμφώνησα με την αδερφή μου πως θα περνούσα τις πρώτες τρεις νύχτες στο νοσοκομείο και πως εκείνη θα ερχόταν την ημέρα. Καθώς ο άλλος ασθενής στο δωμάτιο ήταν ένας άντρας μόνος του που σπανίως δεχόταν επισκέψεις, με άφησαν να περάσω τις τρεις νύχτες σ’ ένα καναπεδάκι δίπλα στον πατέρα μου. Ο αέρας τη νύχτα ήταν αποπνικτικός. Υπήρχε μια διαπεραστική μυρωδιά, που οι νοσοκόμες διέγνωσαν ότι ήταν αποτέλεσμα κάποιας μόλυνσης στο στόμα του πατέρα μου. Κανένα φάρμακο δεν ήταν αρκετό. Ο θάνατός του θα ήταν τρομερός, με προοδευτική κατάρρευση των λειτουργιών και των οργάνων του, τρεις μήνες μετά την εισαγωγή του. Οι νοσοκόμες έβλεπαν τι τον περίμενε. Εγώ όμως δεν είχα ιδέα. Η αδερφή μου έβγαλε πέρα μόνη της την ευθύνη και τη συναισθηματική επιβάρυνση αυτούς τους μήνες της αναμονής. Όταν τελικά μου τηλεφώνησε για να
149
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 149
150
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 150
μου ανακοινώσει το θάνατό του, την παραμονή της κηδείας, μου είπε πως στα τελευταία του είχε δακρύσει αίμα. Εγώ προσπάθησα να μην το φανταστώ καν. Ούτε για την κηδεία γύρισα. Πέρασα την πρώτη νύχτα σχεδόν ξύπνιος. Η ταλαιπωρία του πατέρα μου δεν μ’ άφηνε να κοιμηθώ. Αγκομαχούσε, βογκούσε πότε πότε, κάτι ήθελε να πει. Εγώ προσπαθούσα μάταια να τον καλμάρω. Όταν φτάσαμε οι κουρτίνες στο διπλανό κρεβάτι ήταν κλειστές. Μέσα στη νύχτα ο άλλος ασθενής άρχισε κι αυτός να γογγύζει. Κάθε τόσο μια νοσοκόμα ερχόταν και του έκανε ένεση. Μονάχα το πρωί τον είδα για πρώτη φορά. Τα μαλλιά του ήταν ολόλευκα, τα μάτια του ανέκφραστα γαλάζια κι ήταν πολύ αδύνατος. Κατά τις δέκα το πρωί μπήκε ένας νεαρός στο δωμάτιο, μου είπε καλημέρα, χαιρέτησε τον γέρο, τράβηξε μια καρέκλα, κάθισε δίπλα στο κρεβάτι, έβγαλε ένα βιβλίο απ’ το σακίδιό του κι άρχισε να διαβάζει. Η αδερφή μου δεν είχε έρθει ακόμα. Ο νεαρός διάβαζε στα αγγλικά. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αναγνώρισα αμέσως τις πρώτες σειρές απ’ τον Μυστικό σύντροφο του Τζόζεφ Κόνραντ, ένα από τα αγαπημένα μου διηγήματα της εφηβείας. Ο νεαρός είχε άψογη προφορά. Και στα πορτογαλικά και στα αγγλικά. Ήταν δίγλωσσος. Μιλούσε σαν Αμερικανός των μεσοδυτικών πολιτειών. «Πρόλαβα μόλις να διακρίνω μια λάμψη απ’ το λευκό μου καπέλο που είχε μείνει πίσω, σημαδεύοντας το σημείο όπου ο μυστικός σύντροφος στην καμπίνα και στις σκέψεις μου, σαν να ’ταν το δεύτερο εγώ μου, είχε βουτήξει στο νερό για να εκτίσει την ποινή του: ένας ελεύθερος άντρας, ένας περήφανος κολυμβητής που έριχνε απλωτές προς ένα νέο πεπρωμένο». Όταν τελείωσε το διήγημα, σηκώθηκε, είπε στον γέρο –που, όπως εγώ, τον άκουγε ανέκφραστος για πάνω από δύο ώρες– πως θα επέστρεφε την επομένη, αποχαιρέτησε κι εμένα μ’ ένα νεύμα του κεφαλιού κι έφυγε. Απέμεινα σαστισμένος. Όταν ήρθε η νοσοκόμα, τη ρώτησα ποιος ήταν ο συγκάτοικος του πατέρα μου στο δωμάτιο κι εκείνη απάντησε πως δεν είχε ιδέα, ήταν καινούργια στην πτέρυγα. Η νυχτερινή νοσοκόμα σίγουρα θα ήξερε να μου πει. Την ίδια νύχτα αναζήτησα την προϊσταμένη του ορόφου. Εκείνη μου είπε ό,τι ήξερε. Ο πατέρας μου μοιραζόταν το δωμάτιο μ’ έναν ογδοντάχρονο Αμερικανό που ζούσε στη Βραζιλία από χρόνια.
«Δεν έχει κανέναν εδώ, ούτε συγγενή ούτε φίλο». Προσπαθούσαν να βρουν τον γιο του στις Ηνωμένες Πολιτείες προτού πεθάνει. Ο γέρος είχε σταλεί στο νοσοκομείο από ένα άσυλο, όταν άρχισε να χειροτερεύει. Είχε καρκίνο. Οι μέρες του ήταν μετρημένες. Ρώτησα ποιος ήταν ο νεαρός που είχα δει το ίδιο πρωί, αν ήταν της οικογένειας. Επρόκειτο για συνοδό που τον είχε προσλάβει το φιλανθρωπικό ίδρυμα που συντηρούσε το άσυλο απ’ όπου είχε έρθει ο γέρος, ένας σύλλογος που είχε δημιουργηθεί από Αμερικανούς ιεραπόστολους. «Απ’ ό,τι φαίνεται, το αγόρι τον συνοδεύει χρόνια τώρα», μου είπε η προϊσταμένη στο διάδρομο. Την επόμενη μέρα να τος πάλι εκεί, συνεπής, στις δέκα. Άνοιξε το ίδιο βιβλίο κι αυτή τη φορά άρχισε να διαβάζει τον πρόλογο από τον Λόρδο Τζιμ : «Ένα ηλιόλουστο πρωινό, στο κοινότοπο σκηνικό μιας ακτής της Ανατολής, τον είδα να περνά, εντυπωσιακό, μέσα σ’ ένα σύννεφο μυστηρίου, απολύτως σιωπηλό. Κι έτσι έπρεπε να είναι. Ήταν δική μου δουλειά, με όση συμπάθεια ήμουν ικανός να νιώσω, ν’ αναζητήσω τις κατάλληλες λέξεις για τη στάση του. Ήταν ένας από μας». Για δυο ώρες διάβαζε στον ανέκφραστο γέρο. Δεν μπορούσα να καταλάβω αν ο άρρωστος τον καταλάβαινε ή όχι. Όπως και την προηγούμενη ημέρα, στο τέλος ενός κεφαλαίου, ο νεαρός σηκώθηκε, αποχαιρέτησε τον γέρο κι εμένα, κι έφυγε. Πήγα πίσω του. Τον πρόλαβα προτού μπει στο ασανσέρ. Ρώτησα κατά πόσο καταλάβαινε ο γέρος αυτά που του διάβαζε. «Του διαβάζω πάντα τα ίδια. Τα κείμενα που αγαπούσε περισσότερο. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω», απάντησε ο νεαρός κι έφυγε. Η αδερφή μου ήρθε την ώρα του μεσημεριανού, όπως και την προηγούμενη. Βγήκα να κάνω μια βόλτα, να ξεσκάσει το κεφάλι μου. Εκείνη μου είπε πως είχε μια υποχρέωση στις πέντε κι έπρεπε να φύγει το μεσημέρι. Όταν επέστρεψα, έμεινα μόνος με τον πατέρα μου και τον γέρο, που ξαφνικά, για πρώτη φορά από τότε που είχαμε φτάσει στο νοσοκομείο, ήταν ανήσυχος. Κάτι έλεγε στ’ αγγλικά, που εμένα μου φαινόταν άστοχο και χωρίς
151
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 151
152
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 152
ειρμό. Φώναξα τη νοσοκόμα, που του έκανε μια ένεση μορφίνης. Κοιμήθηκε όλη τη νύχτα. Κατά το πρωί ο νεαρός επέστρεψε τη συνήθη ώρα και συνέχισε την ανάγνωση του Λόρδου Τζιμ. Αντίθετα από τις προηγούμενες ημέρες ωστόσο, πότε πότε ο γέρος φαινόταν και πάλι ανήσυχος και έλεγε ακατανόητα πράγματα, υποχρεώνοντας τον νεαρό να διακόπτει αυτό που διάβαζε και να πλησιάζει στο κρεβάτι για να τον καθησυχάσει. Ο Αμερικανός πάλευε, ήθελε να σηκωθεί. Από τα λίγα που μπόρεσα να καταλάβω, έλεγε πως περίμενε μια επίσκεψη, έναν άνθρωπο που μπορεί να έφτανε ανά πάσα στιγμή, απροειδοποίητα, και τον περίμενε από χρόνια. Ήθελε με το ζόρι να πάει μέχρι την πόρτα. Ο νεαρός προσπάθησε να τον κρατήσει ξαπλωμένο. Ρώτησα αν χρειαζόταν βοήθεια. Μου ζήτησε να φωνάξω τη νοσοκόμα. Εκείνη έκανε ένεση άλλη μια δόση μορφίνης στον γέρο, που αμέσως γαλήνεψε. Ρώτησα τον νεαρό τι ήθελε ο γέρος, αλλά εκείνος δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Επανέλαβε αυτό που είχα ήδη καταλάβει: «Λέει πάντα το ίδιο πράγμα. Περιμένει κάποιον που μπορεί να έρθει, απρομελέτητα, από τη μια στιγμή στην άλλη. Ακόμα κι εγώ στο τέλος ταράζομαι μ’ αυτή την προσδοκία, αρχίζω να κοιτάζω κάθε τρεις και λίγο στην πόρτα, νομίζοντας πως κάποιος θα μπει ανά πάσα στιγμή, και δεν μπορώ πια να διαβάσω». Ήμουν δυο νύχτες άυπνος. Γι’ αυτό άργησα να ξυπνήσω το τρίτο πρωινό. Άργησα να καταλάβω πως οι λέξεις εκείνες δεν ήταν στον ύπνο μου. Όταν άνοιξα τα μάτια, ο γέρος μιλούσε μόνος του. Τον είχαν δέσει, δεν μπορούσε πλέον ούτε να καθίσει ούτε να σηκωθεί. Ο πατέρας μου εξακολουθούσε να είναι ακίνητος, με τα μάτια ανοιχτά και γουρλωμένα, σαν να ήταν ο τρόμος η μόνη επιλογή που του απέμενε. Δεν μπορούσε πλέον ούτε να τερματίσει τη ζωή του. Χάιδεψα το ιδρωμένο του μέτωπο. Εκείνος με κοίταξε με πανικόβλητα μάτια, αλλά επειδή εδώ και μέρες αυτή ήταν η μόνη τους έκφραση, δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν πραγματικός πανικός αυτό που ένιωθε ή απλώς μια σύσπαση των μυών του προσώπου του προτού χάσουν την κίνησή τους. Χάιδεψα τα μουσκεμένα μαλλιά του πατέρα μου και πλησίασα το διπλανό κρεβάτι. Όταν άνοιξα την κουρτίνα, ο γέρος με κοί-
ταξε με γυάλινα μάτια και σώπασε. Τον ρώτησα αν ήταν καλά. Εκείνος συνέχισε να με κοιτάζει σιωπηλός. Επανέλαβα στα αγγλικά. Ρώτησα αν χρειαζόταν κάτι, αν ήθελε να φωνάξω τη νοσοκόμα. Εκείνος δεν κουνιόταν, κατάφερε όμως να ψελλίσει έναν ήχο, σαν να ήθελε να πει ότι ήταν καλά, ή τουλάχιστον έτσι το κατάλαβα ή θέλησα να το καταλάβω εγώ στην αρχή: «Well…» Όταν έκλεισα την κουρτίνα ωστόσο, άκουσα ένα όνομα πίσω απ’ την πλάτη μου. Με φώναζε με άλλο όνομα. Τράβηξα την κουρτίνα και ρώτησα ξανά αν χρειαζόταν κάτι. Κι εκείνος επανέλαβε το όνομα. Με φώναζε «Μπιλ», ή τουλάχιστον έτσι κατάλαβα. Προσπαθούσε ν’ απλώσει το χέρι του προς το μέρος μου κι εγώ το έπιασα. Εκείνος έσφιξε το δικό μου με όση δύναμη του απέμενε και άρχισε να μιλάει αγγλικά, με κόπο, αλλά ταυτόχρονα με το ύφος ενός ευτυχισμένου και έκπληκτου ανθρώπου που ξαναβλέπει έναν φίλο: «Ποιος να μου το ’λεγε; Μπιλ Κόεν! Επιτέλους! Δεν ξέρεις πόσο καιρό σε περίμενα, παλικάρι μου». Ξαφνικά άρχισε να αναπνέει περίεργα. Εγώ ήμουν ταραγμένος μ’ όλα αυτά, που δεν τα καταλάβαινα καλά καλά. Εξακολουθούσα να τον ρωτάω αν χρειαζόταν κάτι, αν πονούσε, αν ήθελε να φωνάξω τη νοσοκόμα, κι εκείνος επαναλάμβανε: «Μπιλ Κόεν! Μπιλ Κόεν! Ποιος να μου το ’λεγε! Πόσος καιρός!» Όλο και πιο βραχνά και ακατανόητα, σαν να έβγαινε η φωνή του από τα σπλάχνα, σαν να μιλούσε άλλος για λογαριασμό του. Έσφιγγε το χέρι μου και επαναλάμβανε: «Μπιλ Κόεν! Τι χουνέρι είναι αυτό που μου ’κανες!» Κι εγώ ένιωθα όλο και πιο ταραγμένος. «Το ’ξερα πως δεν ήσουν νεκρός!» Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε προτού γυρίσουν τα μάτια του και πάθει σπασμούς. Βγήκα τρέχοντας απ’ το δωμάτιο για να φωνάξω τη νοσοκόμα. Όταν επιστρέψαμε εσπευσμένα, δεν μιλούσε πια καθόλου, μόνο η αναπνοή του ήταν ρεγχώδης. Η νοσοκόμα μού ζήτησε να τη βοηθήσω. Τον λύσαμε απ’ το κρεβάτι. Εκείνος ανέπνεε από το στόμα, με ολοένα μεγαλύτε-
153
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 153
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 154
154
ρη δυσκολία κι έναν ήχο όλο και πιο τρομακτικό. Τα μάτια του μισάνοιχτα. Δεν είχα ξαναδεί άνθρωπο να πεθαίνει.
Πήραν τη σορό του νωρίς το πρωί. Ο νεαρός θα πρέπει να είχε ειδοποιηθεί, γιατί δεν εμφανίστηκε όπως συνήθως. Την επομένη δεν σκεφτόμουν πια τον γέρο ή αυτά που μου είπε στο ψυχομαχητό του. Ήταν η μέρα της αναχώρησής μου. Η ζωή μου ακολούθησε την πορεία της. Ο πατέρας μου πέθανε τρεις μήνες αργότερα. Έμεινα τρία χρόνια στο εξωτερικό. Τώρα έχουν περάσει εννιά χρόνια πια από τότε που επέστρεψα στο Σάο Πάολο. Όταν όμως διάβασα το άρθρο της ανθρωπολόγου πριν από οκτώ μήνες και επανέλαβα φωναχτά το όνομα εκείνο που δεν γνώριζα και εντούτοις μου φαινόταν οικείο: «Μπιουλ Κουέιν, Μπιουλ Κουέιν», τότε ξαφνικά θυμήθηκα πού το είχα ακούσει ξανά και, κάνοντας τη σχετική ορθογραφική διόρθωση στο κεφάλι μου, ανακάλυψα για ποιον μιλούσε ο γέρος Αμερικανός στο νοσοκομείο, ποιο ήταν το πρόσωπο στο οποίο αναφερόταν και ποιον περίμενε τόσο καιρό. Μ’ έπιασε μεγάλη ανησυχία. Έπρεπε να μιλήσω με την ανθρωπολόγο. Ενώ προσπαθούσα να τη βρω, τηλεφωνούσα ταυτόχρονα στην αδερφή μου και στη συνέχεια στον γιατρό που είχε καταφέρει να νοσηλεύσει τον πατέρα μου και τώρα ήταν διευθυντής του νοσοκομείου. Έπρεπε να βρω κάποιον από το φιλανθρωπικό ίδρυμα που είχε περιθάλψει τον γέρο Αμερικανό όταν ήταν άρρωστος, έπρεπε να μάθω ποιος ήταν. Ο γιατρός μού έδωσε τα στοιχεία επικοινωνίας της διευθύντριας του ασύλου όπου ο Αμερικανός είχε περάσει τα τελευταία του χρόνια. Βρισκόταν πενήντα χιλιόμετρα από το Σάο Πάολο. Ήταν ένα ισόγειο κυκλωμένο από μια βεράντα με αψίδες. Το δάπεδο ήταν από κόκκινο τσιμέντο. Ήταν όλα απλά. Μια πολύ αδύνατη κυρία, λευκή και ψηλή, με περίμενε έξω απ’ το σπίτι. Είχαμε κουβεντιάσει απ’ το τηλέφωνο, παρότι δεν της είχα δώσει πολλές λεπτομέρειες γι’ αυτό που αναζητούσα. Της είπα μόνο πως ήμουν δημοσιογράφος κι ότι ήταν ανάγκη να μιλήσω μαζί της προσωπικά. Την έλεγαν Μέιβις Λόουελ. Φορούσε ένα φόρεμα πράσινο-μουσταρδί μέχρι τα γόνατα και ζώνη στο ίδιο χρώ-
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 155
* Βραζιλιάνικο είδος κερασιάς. (Σ.τ.Μ.)
155
μα. Με χαιρέτησε και με οδήγησε στο γραφείο, στο εσωτερικό του σπιτιού. Είχε έντονη προφορά. Υπήρχαν κάπου τέσσερις ή πέντε γέροι καθισμένοι, σκόρπιοι στη βεράντα και στον κήπο. Μονάχα ένας με κοίταξε καθώς περνούσαμε, με αδιαφορία πάντως. Για τους άλλους ήταν σαν να μην υπήρχα, ή σαν μη βρίσκονταν εκεί πια. Ήταν αποξενωμένοι. Εγώ προσπαθούσα να φανταστώ πώς να ήταν η ζωή τους, πώς να ήταν όταν ήταν νέοι, τις γυναίκες που είχαν αγαπήσει, τους πρώτους έρωτες, αυτό που πάντα προσπαθώ να φανταστώ, γιατί κατέληξαν εκεί. Προσπαθούσα να φανταστώ πού μπορεί να βρίσκονταν αυτοί που τους αγάπησαν και πια δεν τους αγαπούσαν ή ήταν νεκροί. Ρώτησα αν ήταν όλοι Αμερικανοί. Η κυρία Λόουελ μου απάντησε πως στην αρχή, όταν δημιουργήθηκε το άσυλο, ναι, αλλά τώρα μόνο λίγοι απ’ αυτούς. Σε μια γωνιά στο γρασίδι ένα κορίτσι διάβαζε σ’ έναν γέρο στη σκιά μιας ζατομπά.* Η κυρία Λόουελ κατάλαβε το ενδιαφέρον μου για την αναγνώστρια. «Είναι νέοι που ενδιαφέρονται για τη λογοτεχνία. Μαθητευόμενοι συγγραφείς. Είναι εθελοντική δουλειά. Βοηθούν τους ηλικιωμένους, και γι’ αυτούς – θέλω να πω, για τους νέους– επίσης είναι πολύ καλό. Στο κάτω κάτω οι γέροι είναι πηγή ιστοριών. Αυτό δεν σας έφερε εδώ;» «Περίπου», απάντησα χωρίς να ξέρω πώς ν’ αρχίσω, μόλις μπήκαμε στο σπίτι. «Μα αφού είστε δημοσιογράφος…» Συγκατένευσα με το κεφάλι. Μπήκαμε στη σάλα. Μου έδειξε μια καρέκλα, πήρε θέση πίσω απ’ το ξύλινο τραπέζι και με ρώτησε τελικά πώς μπορούσε να με βοηθήσει. Της είπα ότι έψαχνα πληροφορίες για έναν γέρο που είχε ζήσει εκεί κι είχε πεθάνει πριν από έντεκα χρόνια. Δεν πρόλαβα να πω γιατί βρισκόμουν εκεί, το ύφος της άλλαξε και σηκώθηκε, ξερή. «Αν το ήξερα, θα σας είχα γλιτώσει απ’ το ταξίδι. Εδώ στη Βραζιλία είστε πολύ άσχημα μαθημένοι. Πρέπει να υπάρχει σεβασμός για τη ζωή των ανθρώπων, είναι ιδιωτικό θέμα. Είναι δικό τους ζήτημα, και μόνο εκείνοι ή οι συγγενείς τους μπορούν ν’ αποφασίσουν αν θα το δημοσιοποιήσουν. Δεν έχουμε χρήματα,
156
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 156
επειδή όμως μας λείπουν οι πόροι δεν σημαίνει πως δεν θα σεβαστούμε τον ιδιωτικό χώρο των γερόντων μας. Δεν πρόκειται να ξεπέσουμε για μια θέση στα μέσα». Προσπάθησα να επιχειρηματολογήσω με κάθε τρόπο, μάταια. Η κυρία Λόουελ με περίμενε ήδη με το χέρι στο πόμολο της ανοιχτής πόρτας. Δεν είχα προλάβει να έρθω και ήδη με πετούσαν έξω. Ήταν προσβεβλημένη και απογοητευμένη. Κατάλαβα εκείνη τη στιγμή ότι ίσως είχε νομίσει πως ήθελα να γράψω για το ίδρυμα, μιας και της είχα παρουσιαστεί ως δημοσιογράφος στο τηλέφωνο, ως πρόσχημα για να πετύχω μια ακρόαση. Είχαν χρεοκοπήσει και χρειάζονταν δωρεές. Ήταν ξεχασμένοι. Πρέπει να είχε νομίσει ότι μέσω εμού θα μπορούσαν να βρουν βοήθεια, μέχρι που άκουσε για ποιο λόγο ήμουν εκεί. Με ρώτησε αν χρειαζόμουν κάποιον να με συνοδέψει ως το αυτοκίνητο. Ήξερα το δρόμο. Έφυγα από κει τσαντισμένος που δεν είχα δείξει την απαραίτητη λεπτότητα ώστε να την εμπλέξω και να την πείσω να μου αποκαλύψει αυτό που αναζητούσα. Όλα όσα θα μπορούσα να είχα μάθει διαλύθηκαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Πέρασα ξανά μπροστά από τον γέρο στη βεράντα που με είχε κοιτάξει όταν ερχόμουν. Τώρα δεν με κοιτούσε πια. Περπάτησα μέχρι το αυτοκίνητο κι ήμουν έτοιμος να μπω μέσα, με την πόρτα ανοιχτή, όταν, γυρνώντας προς το γρασίδι, είδα την κοπέλα που διάβαζε σ’ έναν κύριο κάτω από τη ζατομπά. Ήταν σαν όραμα. Έκλεισα την πόρτα και περπάτησα προς το μέρος της. Διάβαζε ένα διήγημα του Μασάντο ντε Ασίς, κανονικά στα πορτογαλικά, σ’ έναν γέρο με γαλάζια ανοιχτή πιτζάμα, καθισμένο σε μια ξαπλώστρα, με κουβέρτα στα πόδια. Όταν αντιλήφθηκε την παρουσία μου, διέκοψε την ανάγνωση και σήκωσε το κεφάλι της, σαν να ρωτούσε τι ήθελα. Δεν φαινόταν πολύ συμπαθητική. Είχε ίσια σκούρα καστανά μαλλιά μέχρι τη μέση της πλάτης της. Και την ίδια στιγμή, χωρίς να το έχω προσχεδιάσει, της είπα ότι έψαχνα κάποιον που να μπορεί να διαβάσει αγγλικά σ’ έναν ανάπηρο γείτονα. Είπα ότι ο γείτονας ήταν διατεθειμένος να πληρώσει όσο ήταν αναγκαίο. Τη ρώτησα αν εκείνη έκανε τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις ή αν γνώριζε κάποιον που να έκανε. Εκείνη απέμεινε να με κοιτάζει για μια στιγμή και μετά απάντησε ότι θα το
σκεφτόταν και θα μου τηλεφωνούσε. Της άφησα το τηλέφωνό μου. Εκείνη δεν μου έδωσε το δικό της. Όλα τώρα εξαρτώνταν από την τύχη. Ανέκτησα κάπως τις ελπίδες μου όταν με πήρε την επόμενη μέρα και είπε ότι μπορούσε ν’ αναλάβει την εξυπηρέτηση. Κλείσαμε ραντεβού στο διαμέρισμά μου. Προτιμούσα να μη μιλήσω στο τηλέφωνο, τώρα που είχα καεί μετά την αντίδραση της κυρίας Λόουελ. Όταν άνοιξα την πόρτα, τότε πρόσεξα πόσο κοντούλα ήταν. Είχε πιασμένα τα μαλλιά της κοτσίδα. Αυτή τη φορά ήμουν αποφασισμένος να μην αφήσω καμία ευκαιρία να χαθεί. Δεν θα το διακινδύνευα. Επινόησα ολόκληρη ιστορία, είπα ότι ο γείτονας κοιμόταν εκείνη τη στιγμή κι ότι θα τον έβλεπε την επόμενη βδομάδα, όταν θα ξεκινούσαν οι συνεδρίες ανάγνωσης, τρεις φορές τη βδομάδα, όπως μόλις είχαμε συμφωνήσει (την προηγούμενη της συμφωνημένης μέρας θα της τηλεφωνούσα και θα της έλεγα ότι ο γείτονας είχε πεθάνει τη νύχτα). Συμφωνήσαμε στην τιμή. Της είπα ότι θα την πλήρωνα εγώ, ήταν μια πράξη αλληλεγγύης, μου σπάραζε η καρδιά να βλέπω τον ξένο γέροντα εγκαταλειμμένο σε ξένο τόπο. Κι έτσι ξετύλιγα την κουβέντα μέχρι να φτάσω εκεί που ήθελα. Είπα πως δεν είχα συνέλθει ποτέ από τότε που ένας γέρος Αμερικανός είχε πεθάνει στα χέρια μου, στο νοσοκομείο, δίπλα στον πατέρα μου. Διηγήθηκα την ιστορία στο περίπου, χωρίς να δώσω λεπτομέρειες ή ν’ αποκαλύψω τους πραγματικούς μου στόχους. Διηγήθηκα πως ήταν ένα αγόρι που διάβαζε στον γέροντα κάθε πρωί και πως είχα εντυπωσιαστεί πολύ απ’ αυτές τις σκηνές. Προτού καν τη ρωτήσω ποιος μπορεί να ήταν, εκείνη ψιθύρισε το όνομα του αγοριού. «Ήταν ο Ροντρίγκο. Εγώ πήρα τη θέση του στο άσυλο. Εκείνος μου έδωσε την πληροφορία. Ήταν βοηθός σ’ ένα μάθημα που είχα στο Τμήμα Φιλολογίας». Έκανα ότι δεν κατάλαβα, κι εκείνη υπερθεμάτισε με ολόκληρο το όνομα του αγοριού, λέγοντας ότι τώρα δούλευε ως μεταφραστής για μια εταιρεία χημικών. Συγκράτησα το όνομα της εταιρείας και αποχαιρετιστήκαμε. Εγώ δεν θα τον αναγνώριζα. Είχε αλλάξει αρκετά. Ούτε κι εκείνος με θυμόταν, παρότι είχε μια αόριστη ανάμνηση του ασθενούς απ’ το διπλανό κρεβάτι που έφτασε τρεις μέρες πριν το θά-
157
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 157
158
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 158
νατο του Αμερικανού, «ενός με μια ασθένεια στον εγκέφαλο», του πατέρα μου. Δεν μπορούσα ν’ αναγνωρίσω τον νεαρό ανάμεσα στους πελάτες του μπαρ όπου κλείσαμε τη συνάντηση. Στη διάρκεια αυτών των έντεκα ετών ο χρόνος είχε φανεί αχάριστος. Ήταν πιο παχύς και φαλακρός, με γκρίζους κροτάφους. Κι ωστόσο δεν πρέπει να ήταν πάνω από τριάντα πέντε. Του είπα στο τηλέφωνο πως θα φορούσα κόκκινο πουκάμισο και στάθηκε αρκετό ώστε, βλέποντάς με χαμένο και διστακτικό, να μου γνέψει διακριτικά από ένα τραπέζι στο βάθος. Άφησα τις περιστροφές. Του διηγήθηκα όλη την ιστορία. Είχα ανάγκη να την εμπιστευτώ σε κάποιον και να μ’ εμπιστευτεί κι αυτός. Ενδιαφέρθηκε αμέσως όταν του μίλησα για το άρθρο της ανθρωπολόγου στην εφημερίδα, τόσο που μου είπε αμέσως όλα όσα γνώριζε για τον γέρο Αμερικανό που είχε πεθάνει στο κρεβάτι του νοσοκομείου δίπλα στον πατέρα μου. Ήταν φωτογράφος, λεγόταν Άντριου Πάρσονς και είχε έρθει στη Βραζιλία πιθανότατα πριν την είσοδο των Ηνωμένων Πολιτειών στον πόλεμο, γύρω στο 1940. Δεν επέστρεψε ποτέ στην πατρίδα του. Σε κάποιες περιπτώσεις ο γέρος τού είχε δείξει παλιές φωτογραφίες, από τις δεκαετίες του ’30 και του ’40, από μια παραλία κοντά στη Νέα Υόρκη και από μια φυλή Ινδιάνων, πιθανότατα από την ενδοχώρα της Βραζιλίας. «Όταν άρχισα να διαβάζω στους γέρους του ασύλου, δίπλα του αισθανόμουν πιο άνετα απ’ όλους. Ήταν ένας άντρας ψηλός και σιωπηλός, μια επιβλητική παρουσία. Δεν είχε κανέναν εδώ, αλλά και πουθενά αλλού. Μετά το θάνατό του μόνο, εμφανίστηκε ο γιος του. Ένας υπάλληλος είχε αφήσει τον γέρο στο άσυλο κι είχε εξαφανιστεί, πιθανότατα με τα λεφτά που του είχαν απομείνει. Εκείνοι τον κράτησαν από ευσπλαχνία, γιατί δεν ήξεραν τι να τον κάνουν. Όταν αρρώστησε, οι ιεραπόστολοι κατόρθωσαν να τον βάλουν στο νοσοκομείο σχεδόν από χάρη. Όπως κι οι άλλοι, μιλούσε λίγο. Εγώ διάβαζα κι εκείνος άκουγε. Προς το τέλος πια, όταν ήταν στο νοσοκομείο, κάθε τόσο με διέκοπτε κι έδειχνε προς την πόρτα: “Ήρθε;” Από λεπτότητα, παρότι ήξερα πως η απάντηση δεν είχε κανένα νόημα, εγώ ρωτούσα: “Ποιος;” έστω και μόνο για να κρατήσω ζωντανό εκείνον
και το ενδιαφέρον του, αφού αυτός ήταν ο λόγος της παρουσίας μου στο πλευρό του. Ήταν πολύ θλιμμένος. Κι εκείνος, που δεν μιλούσε ποτέ ή μιλούσε με τρομερή δυσκολία, μάζευε όλες τις δυνάμεις που του απέμεναν για να πει με τη μεγαλύτερη ενάργεια: “Περιμένω χρόνια τώρα. Ειδοποίησέ τους ότι μπορούν να τον αφήσουν να περάσει όταν έρθει”. Εγώ έμενα ακίνητος κι εκείνος επέμενε: “Πήγαινε, πήγαινε αμέσως. Δεν θέλω να τον αφήσουν να περιμένει”. Μετά ξεχνούσε τι είχε πει, έκλεινε τα μάτια και επέστρεφε στην κατάσταση αποξένωσης, ή ίσως και να ήταν παραίτηση. Ανάμεσα στα λιγοστά υπάρχοντά του στο άσυλο υπήρχε μια βαλίτσα με φωτογραφίες. Αρχικά γνώριζα την ύπαρξη της βαλίτσας μόνο εξ ακοής, γιατί ο γέρος τη φυλούσε επτασφράγιστη και την άνοιγε όποτε του τη βάραγε, και ποτέ για να κάνει το χατίρι. Μετά από μήνες όπου διάβαζα πάντα τις ίδιες ιστορίες, τις αγαπημένες του, τον Μυστικό σύντροφο και τον Λόρδο Τζιμ του Τζόζεφ Κόνραντ, ή το απόσπασμα εκείνο όπου ο Μέλβιλ διαλέγεται για το λευκό –για το λευκό χρώμα– στον Μόμπι Ντικ, τότε μόνο επιτέλους μου ζήτησε να τον βοηθήσω να τραβήξει τη βαλίτσα από πάνω από μια ντουλάπα. Δεν ξέρω κατά πόσο το βιβλίο κι εκείνη η παρέκβαση για το λευκό συνεισέφεραν ώστε να του ξυπνήσει η θέληση να ξαναδεί τις φωτογραφίες. Δεν μ’ άφησε να τις δω όλες (έτσι κι αλλιώς ήταν πολλές). Έκανε μια επιλογή και μου έδειξε μερικές μόνο. Ήταν φωτογραφίες Ινδιάνων». Ρώτησα ποια ήταν η φυλή, αλλά δεν ήξερε να μου απαντήσει. «Είχε ακόμα φωτογραφίες μιας ομάδας νέων σε μια παραλία. Οι νεαροί φορούσαν τυλιγμένα πανιά στη μέση. Κάποια φορά που μου έδειχνε τις φωτογραφίες ψέλλισε και κάτι στ’ αγγλικά, κάτι σαν “τα πιο όμορφα παιδιά του κόσμου”, αλλά μπορεί και να κατάλαβα λάθος. Πραγματικά, ήταν πολύ ελκυστικές φωτογραφίες. Μου έδειξε και τα πορτρέτα μιας κυρίας –πιθανόν να ήταν η μητέρα του– και μιας κοπέλας, που εγώ φαντάστηκα ότι ήταν η γυναίκα του, παρότι θα μπορούσε να ήταν η κόρη του ή ακόμα και η μητέρα του στα νιάτα της. Δεν ήταν συμβατικές φωτογραφίες. Ήταν φωτογραφίες καλλιτέχνη. Όταν ήδη απ’ την αρχή ρώτησα αν ήταν φωτογράφος, η αμφιβολία μου τον προ-
159
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 159
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 160
160
σέβαλε. Είπε ότι ήταν πολύ παλιά πορτρέτα, ενός κόσμου που δεν υπήρχε πια. Μια φορά απέμεινε ακίνητος με τη φωτογραφία ενός νεαρού στο χέρι. Ήταν ένα παλικάρι με μαγιό, με σακίδιο στην πλάτη, τα μαλλιά του βρεγμένα και τα μάτια του γουρλωμένα απ’ την τρομάρα στο κατώφλι μιας πόρτας, κορνιζαρισμένη σε ανοιχτό φόντο. Ήταν η πρώτη φορά που τον είδα να χαμογελάει, ενώ κρατούσε τη φωτογραφία και επαναλάμβανε: “Well, well, well”. Μου έδωσε ένα από τα πορτρέτα. Ήταν ένα βρέφος. Ρώτησα ποιος ήταν. Κι εκείνος είπε πως ήμουν εγώ», ο νεαρός διέκοψε την ιστορία του και μου χαμογέλασε, με τα μάτια χαμηλωμένα, πίνοντας μια γουλιά μπίρα. Απ’ όσο γνώριζε, ο γέρος φωτογράφος είχε αφήσει πίσω του μόνο έναν γιο στις Ηνωμένες Πολιτείες, που εμφανίστηκε μετά το θάνατο του πατέρα του για να τακτοποιήσει το νομικό κομμάτι και να συλλέξει τα υπάρχοντα που είχε αφήσει ο γέρος, στην πραγματικότητα τίποτα περισσότερο από τη βαλίτσα με τις φωτογραφίες και τα χαρτιά. Ρώτησα αν ήξερε τι είδους έγγραφα είχε φυλαγμένα μέσα στη βαλίτσα. Η ερώτηση ήταν χαζή, αλλά είχα ανάγκη ν’ ανακαλύψω κάτι. Το έψαχνα από παντού. Τα πάντα είχαν παραδοθεί στον γιο του. Ρώτησα αν είχε ιδέα πώς θα μπορούσα να τον βρω. Και, προς έκπληξή μου, μου απάντησε πως πρέπει να είχε τη διεύθυνση στο σπίτι, σε μια παλιά ατζέντα, αφού είχε χρειαστεί να ταχυδρομήσει στον γιο, ένα χρόνο μετά το θάνατο του φωτογράφου, την εικόνα με το βρέφος, που ο γέρος είχε επιμείνει να του δώσει ως δώρο όταν πια δεν ήταν καλά στα μυαλά του, λέγοντας πως ήταν εκείνος, κι ο νεαρός την είχε ξεχάσει ανάμεσα στις σελίδες μιας κοινής έκδοσης του Μόμπι Ντικ, ως σελιδοδείκτη. Μόλις τον επόμενο χρόνο, ανοίγοντας κατά τύχη το βιβλίο, βρήκε τη φωτογραφία και θεώρησε ότι θα μπορούσε να ενδιαφέρει τον γιο στη Νέα Υόρκη. Βρήκε τη διεύθυνση από τους ιεραπόστολους του ασύλου. Είπε πως θα μου τηλεφωνούσε όταν έφτανε στο σπίτι και θα μου έδινε τη διεύθυνση. Δεν ήξερε τίποτε άλλο.
Αφού πήρα την πληροφορία, έγραψα ένα γράμμα στον γιο του φωτογράφου, στη Νέα Υόρκη, σε μια απόπειρα να διαλευκάνω
τη σχέση ανάμεσα στον γέρο και τον Μπιουλ Κουέιν, αν υπήρχε τέτοια, γιατί καμία στιγμή δεν έπαψα να υποψιάζομαι την πιθανότητα, έστω και μικρή, κάποιας σύγχυσης ή παράκρουσης δικής μου. Μπορεί να είχα ακούσει λάθος, οι μήνες πριν από το θάνατο του πατέρα μου υπήρξαν ιδιαίτερα τεταμένοι, και δεν είχα το κεφάλι μου στη θέση του. Περίμενα μάταια μια απάντηση. Στο μεσοδιάστημα η έρευνά μου με οδήγησε σε άλλα μέτωπα: ψαχούλεψα το αρχείο της Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες, πήγα στην Καρολίνα και επισκέφθηκα τους Κραχό. Επιστρέφοντας χωρίς απαντήσεις από το χωριό τον Σεπτέμβριο, θεώρησα ότι μόνο η οικογένεια του Κουέιν θα μπορούσε να μου διαλευκάνει αυτό που έλειπε από τη σπαζοκεφαλιά μου. Χρειαζόμουν κάτι σαν μια υποτιθέμενη όγδοη επιστολή, πέρα από αυτές που είχε αποστείλει ο εθνολόγος στον πατέρα, σ’ έναν ιεραπόστολο και στον γαμπρό του προτού πεθάνει (γιατί δεν είχε γράψει αντ’ αυτού στην αδερφή του – ή μήπως είχε γράψει μια όγδοη επιστολή στην αδερφή του;) και ένα υπαρκτό ημερολόγιο που, σύμφωνα με τη μητέρα του, τηρούσε πάντα. Η όγδοη επιστολή και το ημερολόγιο θα τα εξηγούσαν όλα. Και το ένα και το άλλο, αν όντως υπήρχαν, δεν μπορεί παρά να τα είχε η οικογένεια. Εκτός από τον πατέρα και τη μητέρα του, που ήταν νεκροί, υπήρχε και η μεγαλύτερη αδερφή του, η Μάριον, ο γαμπρός του Τσαρλς και τα δυο ανίψια, τα ονόματα των οποίων μου ήταν άγνωστα. Αν η αδερφή και ο γαμπρός του ήταν ζωντανοί, πράγμα ελάχιστα πιθανό, θα ήταν πάνω από ενενήντα χρόνων. Και τα παιδιά τους, το «κορίτσι» και το «αγόρι», εβδομήντα τριών και εβδομήντα εννιά χρόνων αντίστοιχα, κρίνοντας απ’ όσα είχα διαβάσει σε μια επιστολή της μητέρας του Κουέιν με ημερομηνία του 1943. Η «μικρή», αν είχε παντρευτεί, δεν θα είχε πια το πατρικό της όνομα, κι αυτό μείωνε κατά πολύ τις πιθανότητές μου να τη βρω. Ο ανιψιός ήταν πιο πιθανός στόχος, ή τα παιδιά και τα εγγόνια του. Προσπάθησα να τον βρω με όλα τα μέσα. Σε γενεαλογικές ιστοσελίδες, σε προγράμματα αναζήτησης προσώπων στο Διαδίκτυο και, τέλος, μετά από διάφορες απογοητευτικές απόπειρες, με την αρχαιότερη μέθοδο όλων: στέλνοντας επιστολές προς όλους τους συνδρομητές με το επώνυμο Κάιζερ των τηλεφωνικών καταλό11 – Εννέα νύχτες
161
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 161
162
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 162
γων Σικάγου, Σιάτλ και της πολιτείας του Όρεγκον, τα τρία ίχνη σχετικά με την πιθανή διεύθυνση της Μάριον Κουέιν Κάιζερ και της οικογένειάς της που μπόρεσα να μάθω διαβάζοντας τις επιστολές της μητέρας της προς τη δόνα Ελοΐζα. Δεν υπήρχε πλέον κανένας Κουέιν στη Βόρεια Ντακότα, σε κανέναν από τους τηλεφωνικούς καταλόγους που βρήκα. Επέλεξα μερικούς Κουέιν στο Σικάγο, στο Σιάτλ και στο Όρεγκον ακόμα, λόγω αμφιβολιών, και τους έστειλα την ίδια επιστολή. Πριν από το πεπαλαιωμένο αυτό εγχείρημα πάντως τηλεφώνησα με εύλογη απελπισία σε μια φίλη στη Νέα Υόρκη κι εκείνη μ’ έφερε σε επαφή με μια τηλεοπτική παραγωγό που φημιζόταν ότι μπορούσε να ξεθάψει όσα κανένας άλλος δεν κατάφερνε ν’ ανακαλύψει. Είχε ένα όνομα εξωτικό. Ήταν κόρη Ινδιάνων που είχαν μεταναστεύσει στον Καναδά. Ανταλλάξαμε μερικά e-mail και είχαμε καταλήξει περίπου σε συμφωνία σχετικά με το κόστος και το χρόνο της έρευνας (καθώς ήταν υπάλληλος σε μεγάλο τηλεοπτικό δίκτυο, θα έπρεπε να δουλεύει για μένα στον ελεύθερο χρόνο της), όταν δύο επιβατηγά αεροπλάνα, μπροστά στα έκθαμβα μάτια ολόκληρου του πλανήτη, χτύπησαν και κατέρριψαν τους δίδυμους πύργους του Γουέρλντ Τρέιντ Σέντερ. Οι εφημερίδες έλεγαν πως ο κόσμος ποτέ πια δεν θα ήταν ο ίδιος. Γεγονός είναι ότι δεν ξαναμίλησα με την παραγωγό. Δεν μου απέμενε άλλη επιλογή ή μέσο πέρα από τις επιστολές. Έγραψα περισσότερες από εκατόν πενήντα και τις έστειλα σε όλους τους Κάιζερ και τους Κουέιν που βρήκα στον τηλεφωνικό κατάλογο του Σικάγου, του Πόρτλαντ και περιχώρων στο Όρεγκον, και του Σιάτλ. Και από μια ατυχή συγκυρία όλη αυτή η αλληλογραφία έφτασε στα χέρια των παραληπτών τη στιγμή ακριβώς που οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να πανικοβάλλονται εξαιτίας των αποστολών άνθρακα μέσα σε ανώνυμες επιστολές που είχαν σταλεί με το ταχυδρομείο σε προσωπικότητες των μίντια και της αμερικάνικης πολιτικής σκηνής, αλλά και σε φιλήσυχους πολίτες. Επιχείρησα και μια τελευταία επαφή με την παραγωγό της τηλεόρασης, ανώφελα. Ως επιστέγασμα, το δίκτυο όπου εργαζόταν ήταν η πρώτη μεγάλη αλυσίδα των μίντια που έλαβε μολυσμένη επιστολή, την οποία άνοιξε μάλιστα μια παραγωγός, η
ταυτότητα της οποίας δεν αποκαλύφθηκε και η οποία τώρα βρισκόταν υπό θεραπεία. Από τις περισσότερες από εκατόν πενήντα επιστολές που έστειλα έλαβα μόνο είκοσι απαντήσεις, όλες μέσω e-mail, κάποιες πιο συμπαθητικές, άλλες λιγότερο, όλες όμως αρνούνταν οποιαδήποτε σχέση συγγένειας με τους Κάιζερ που αναζητούσα εγώ. Δεν ξέρω αν υπήρξε κάποιος απ’ όσους έλαβαν τις επιστολές μου που να υποψιάστηκε κάποια τρομοκρατική ενέργεια διαβάζοντας το άγνωστο και εξωτικό όνομα του αποστολέα και να με κατέδωσε στο FBI. Δεν ξέρω αν υπήρξε κάποιος που αποφάσισε να μη διαβάσει την επιστολή μου γι’ αυτό. Δεν ξέρω αν υπήρξε κάποιος που ήταν όντως συγγενής του Κουέιν και απλώς προτίμησε να με αγνοήσει για λόγους που κι εγώ επίσης δεν γνωρίζω αλλά μπορώ να υποθέσω – καχυποψία σε σχέση με τα πραγματικά μου κίνητρα, απόφαση να διαφυλάξει τον ιδιωτικό χώρο της οικογένειας ή απλή αδιαφορία για μια υπόθεση που είχε κλείσει πριν από εξήντα δύο χρόνια και που ένας περίεργος και αμφίβολος δημοσιογράφος από τη Νότια Αμερική προσπαθούσε να αναβιώσει. Αυτό που ξέρω είναι ότι, όταν άρχισαν να εμφανίζονται οι επιστολές με το δολοφονικό βακτήριο στις διευθύνσεις σύνταξης των τηλεοπτικών δικτύων και στα γραφεία των Αμερικανών γερουσιαστών και κυβερνητών, αντιλήφθηκα ότι δεν θα μπορούσα πλέον ν’ ανατρέξω στο ταχυδρομείο, όπως είχα την πρόθεση σε μια δεύτερη φάση, για να προσπαθήσω να εντοπίσω τους συγγενείς του Κουέιν και σε άλλες γωνιές των Ηνωμένων Πολιτειών. Ήμουν με τα χέρια δεμένα. Από έναν ατυχή συγχρονισμό, η τρομοκρατία απομάκρυνε διά παντός την πιθανότητα να προσεγγίσω Αμερικανούς που δεν γνώριζα με σκοπούς που τώρα θα τους φαίνονταν ακόμα περισσότερο ύποπτοι και αναληθοφανείς. Τότε ήταν που άρχισαν να μου επιστρέφονται επιστολές. Είκοσι μία μού επιστράφηκαν σιγά σιγά. Η τελευταία έφτασε κάπως παράταιρα, μετά από δυο μήνες και αφού είχε «αποσταλεί εκ παραδρομής στη Μαλαισία», σύμφωνα με τη σφραγίδα που ήταν τυπωμένη στη μεριά της διεύθυνσης του παραλήπτη. Ως αποκορύφωμα, είχαν πετσοκόψει το πάνω μέρος του φακέλου μ’ ένα κοπίδι, σαν να είχαν αποφασίσει σε κάποιο σημείο της διαδρομής
163
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 163
164
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 164
της να εξετάσουν αυτό που περιείχε. Ομολογώ ότι για μια στιγμή, καθώς περιεργαζόμουν σαστισμένος την επιστολή που μου επιστράφηκε, έφτασα ν’ αναλογιστώ με το παρανοϊκό μυαλό μου την πιθανότητα αυτό το κυκλικό και ομοιόμορφο κόψιμο στη βάση του φακέλου να μην είχε γίνει για να εξεταστεί το περιεχόμενο αλλά για να τοποθετηθεί κάτι μέσα, κι έτρεξα να πλύνω τα χέρια και να φυσήξω τη μύτη μου. Αντίστοιχα, τα περιθώρια έμοιαζαν να στενεύουν και να με οδηγούν και πάλι στον γιο του φωτογράφου, που τον είχα αφήσει προσωρινά στην άκρη, αφού δεν είχα λάβει καμία απάντηση στην επιστολή μου. Για κάποιο διάστημα είχα δώσει προβάδισμα στις ενδείξεις που μου είχε δώσει η ανθρωπολόγος και που αρχικά μου φαίνονταν περισσότερα υποσχόμενες. Μόνο όταν εξάντλησα όλα τα μέσα να βρω αυτό που μου έλειπε –αυτό που αποκάλεσα όγδοη επιστολή, αν υποθέσουμε ότι θα μπορούσε όντως να υπάρχει, και που θα έδινε ένα νόημα σ’ όλη αυτή την ιστορία, και πιο συγκεκριμένα στην αυτοκτονία, μόνο όταν είχα ήδη βρει εκτεταμένο υλικό για τον Μπιουλ Κουέιν γύρω απ’ το οποίο περιστρεφόμουν, χωρίς ποτέ πράγματι να το αποκωδικοποιήσω ή να καταφέρω να φτάσω στο κέντρο της απελπισίας του– τότε αποφάσισα να ξαναρχίσω την αναζήτηση του γιου του φωτογράφου, αυτή τη φορά προσωπικά. Του έγραψα μάλιστα άλλη μια φορά, ρωτώντας αν θα μπορούσα να τον επισκεφθώ. Κι αυτή τη φορά, παρ’ όλη την παράνοια που επικρατούσε στις Ηνωμένες Πολιτείες, εκείνος μου απάντησε. Και μου φάνηκε πολύ καταδεκτικός, παρόλο που δεν ήθελε να με δεχτεί. Είπε πως ήξερε μόνο ότι ο πατέρας του είχε έρθει στη Βραζιλία λίγο πριν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπουν στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, χωρίς περισσότερες εξηγήσεις, και δεν είχε δώσει ξανά νέα του· η οικογένειά του είχε συμπεράνει ότι το έκανε αυτό σε μια πράξη τρέλας ή ότι είχε λιποτακτήσει. Άκουσε ξανά για τον πατέρα του όταν εκείνος ήταν πια ετοιμοθάνατος και του έγραψαν οι υπεύθυνοι ιεραπόστολοι από το άσυλο. Του ζητούσαν ν’ ασχοληθεί με τα νομικά και γραφειοκρατικά ζητήματα. Δεν είχε ακούσει ποτέ για κανέναν εθνολόγο, δεν είχε την παραμικρή ιδέα ποιος μπορεί να ήταν ο Μπιουλ Κουέιν και, επομένως, δεν μπορούσε
να βοηθήσει στην έρευνά μου. Δεν είχε κανένα έγγραφο που θα μπορούσε να μ’ ενδιαφέρει. Δεν είχε τίποτε άλλο να μου πει και μου ζητούσε να μην τον αναζητήσω ξανά. Σ’ εκείνη τη συγκυρία, μετά από μήνες που είχα να κάνω με χαρτιά αρχείων, βιβλία και σημειώσεις ανθρώπων που δεν υπήρχαν, είχα ανάγκη να δω ένα πρόσωπο, έστω και ως αντίδοτο στην αβάσιμη και ατελείωτη εμμονή που με εμπόδιζε να αρχίσω να γράφω το υποτιθέμενο μυθιστόρημά μου (πράγμα που είχα πει σε πολύ κόσμο) και με παρέλυε, καθώς φοβόμουν ότι η πραγματικότητα θα ήταν πολύ πιο τρομερή και εκπληκτική απ’ ό,τι μπορούσα εγώ να φανταστώ και πως θα αποκαλυπτόταν μόνο όταν θα ήταν πια αργά, όταν η έρευνα θα είχε τελειώσει και το βιβλίο θα είχε εκδοθεί. Γιατί τώρα ήμουν πια διατεθειμένος στ’ αλήθεια να την κάνω μυθοπλασία. Ήταν το μόνο που μου απέμενε, αφού δεν είχα τίποτε άλλο. Ο μεγαλύτερός μου εφιάλτης ήταν να φαντάζομαι τα ανίψια του Κουέιν να εμφανίζονται από τη μια στιγμή στην άλλη, άνθρωποι που βρίσκονταν πάντα κάτω από τη μύτη μου χωρίς να τους έχω δει ποτέ, για να μου σερβίρουν έτοιμη τη λύση όλης της ιστορίας, το πραγματικό κίνητρο της αυτοκτονίας, το προφανές που θα μετέτρεπε το βιβλίο μου σε καταγέλαστο πυροτέχνημα. Η μόνη ένδειξη ότι και η οικογένεια επίσης αγνοούσε τους λόγους αυτούς ήταν η επιστολή της αδερφής του στη Ρουθ Μπένεντικτ ένα μήνα μετά την αυτοκτονία του Κουέιν: «Το γεγονός ότι κανείς μας ενδεχομένως δεν πρόκειται ποτέ να μάθει τα γεγονότα το κάνει ακόμα πιο δύσκολο ν’ απαλλαγούμε απ’ αυτά», αλλά κι έτσι ακόμα κανείς δεν μπορούσε να μου εγγυηθεί ότι δεν είχε κι εκείνη τους λόγους της να κρύψει την αλήθεια, ή ότι δεν ανακάλυψε τελικά τα γεγονότα αφότου είχε γράψει την επιστολή. Είχα ανάγκη ένα πραγματικό πρόσωπο, κάποιον που είχε κάποια σχέση, έστω και μακρινή, με τα πρόσωπα της ιστορίας και που, ακόμα κι αν δεν μου αποκάλυπτε κάτι που δεν ήξερα ήδη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως άγκυρα που θα μ’ εμπόδιζε να συνεχίσω να πελαγοδρομώ σ’ εκείνο το μετέωρο σημείο, κάποιον που θα με αφύπνιζε απ’ αυτή τη συγκεχυμένη κατάσταση, που θα μ’ έβγαζε απ’ το πηγάδι των ανεπιβεβαίωτων υποθέσεων. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν μου αποδείκνυε ότι ο φωτογράφος
165
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 165
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 166
166
είχε κάποια σχέση με τον Μπιουλ Κουέιν, ή έστω ότι τον είχε γνωρίσει, πέρα από το γεγονός ότι είχε πει το όνομά του πριν πεθάνει – αν πράγματι το είχε πει. Μπορεί απλώς να είχε ακούσει να μιλούν για τον Μπιουλ Κουέιν και να είχε ενδιαφερθεί, όπως κι εγώ, για την ιστορία, σε σημείο να έχει έρθει στη Βραζιλία για να τη διερευνήσει, όπως τώρα εγώ θα πήγαινα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πήρα το αεροπλάνο για τη Νέα Υόρκη με μία τουλάχιστον βεβαιότητα: ότι, ακόμα κι αν δεν έβρισκα τίποτα άλλο, θα μπορούσα επιτέλους ν’ αρχίσω να γράφω το μυθιστόρημα. Στην κατάσταση νοσηρής περιέργειας όπου είχα περιέλθει, πίστευα ότι η μορφή του γιου του φωτογράφου θα μπορούσε επιτέλους να με συνεφέρει.
Η μυθοπλασία άρχισε απ’ την ημέρα που πάτησα το πόδι μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η έκδοση των Τάιμς της Νέας Υόρκης, στις 19 Φεβρουαρίου 2002, που μας διένειμαν στην πτήση, ανήγγελλε τις νέες στρατηγικές του Πενταγώνου: τη διασπορά ειδήσεων –έστω και ψευδών, αν ήταν ανάγκη– από τα διεθνή μίντια· τη χρήση όλων των μέσων ώστε «να επηρεαστεί το ξένο κοινό». Είχα δέκα μήνες να έρθω στην Νέα Υόρκη. Η τελευταία φορά ήταν πέντε μήνες πριν το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου. Δεν είχα δει την πόλη χωρίς τους πύργους. Δεν μπορούσα να προσεγγίσω τον γιο του φωτογράφου μεμιάς. Είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να με δεχτεί. Δεν μπορούσα να του τηλεφωνήσω και να του πω ότι είχα έρθει στην πόλη για να τον δω. Έπρεπε να τον πιάσω απροειδοποίητο. Έπρεπε να φανώ υπομονετικός. Κι εγώ ήμουν προετοιμασμένος γι’ αυτό. Ήμουν διατεθειμένος να μείνω όσο καιρό χρειαζόταν. Δεν ήθελα να χάσω την ευκαιρία τη στιγμή που θα εμφανιζόταν. Μόνο που δεν είχα φανταστεί ότι αυτή θα παρουσιαζόταν πολύ γρήγορα και θα ήταν τόσο εύκολο. Κατέστρωσα χίλια σχέδια. Πριν από οτιδήποτε άλλο έπρεπε πρώτα να γίνει η αναγνώριση, και μέχρι τότε εγώ δεν τον είχα ξαναδεί. Ήξερα την ηλικία του κατά προσέγγιση, είχε γεννηθεί προτού ο φωτογράφος φύγει για τη Βραζιλία, πριν τον πόλεμο, θα πρέπει να ήταν το λιγότερο εξήντα τριών χρόνων. Ήδη από
το πρώτο απόγευμα πήγα μέχρι το κτήριο όπου έμενε, το οποίο δεν είχε θυρωρό. Έκανα αναγνώριση της συνοικίας, προσποιήθηκα ότι έκανα βόλτα στο δρόμο και μετά από πολλούς δισταγμούς χτύπησα το θυροτηλέφωνο για να βεβαιωθώ ότι βρισκόταν στο σπίτι. Σκέφτηκα να χτυπήσω και να μη μιλήσω, απλώς και μόνο για ν’ ακούσω τη φωνή του. Απάντησε η φωνή ενός άντρα που δεν έμοιαζε ιδιαίτερα γέρος, θα μπορούσε να ήταν εκείνος ή και όχι, ίσως, ποιος ξέρει, ο γιος του, και τότε μου ήρθε να σκαρώσω μια οποιαδήποτε ιστορία, πως είχα ένα δέμα να του παραδώσω, λόγου χάρη. Είχα ανάγκη να τον δω, έστω κι αν αυτό σήμαινε να τον κατεβάσω κάτω και στη συνέχεια να κρυφτώ πίσω από ένα αυτοκίνητο. Θα καθόμουν και θα τον παρατηρούσα από το απέναντι πεζοδρόμιο. Δεν μπορούσα ν’ αφήσω την ευκαιρία να χαθεί. Ζήτησα τον κύριο Σλόμο Πάρσονς. Ήταν ο ίδιος. Και προτού προλάβω να πω οτιδήποτε, εκείνος άνοιξε την πόρτα και μου ζήτησε ν’ ανέβω. Έμεινα άναυδος για μερικές στιγμές, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, χωρίς να καταλαβαίνω τι συνέβαινε και μην μπορώντας να συνεχίσω. Στο τέλος μπήκα στο κτήριο και πήρα το ασανσέρ. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τρελή. Έφτασα στον έβδομο όροφο και περπάτησα μέχρι τη μισάνοιχτη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου, απ’ όπου έβγαινε ένα φως. Εκείνος άκουσε το θόρυβο των βημάτων μου και φώναξε από μέσα ότι μπορούσα να περάσω. Ήταν ένα διαμέρισμα πηγμένο από αντικείμενα και βιβλία, χαλιά και έπιπλα. Τρία ψηλά παράθυρα έβλεπαν στον δρόμο και τα δέντρα του πάρκου, στη διαγώνιο. Ένα κίτρινο λαμπραντόρ ήρθε και με υποδέχτηκε, κουνώντας την ουρά του. Το αφεντικό του φώναξε απ’ το δωμάτιο πως χρειαζόταν τη βοήθειά μου. Ήταν ένα άσπρο δωμάτιο χωρίς τίποτα στους τοίχους. Στο κέντρο υπήρχε ένα μεγάλο στρώμα καλυμμένο από ξέστρωτα λευκά σεντόνια, που καταλάμβανε όλο σχεδόν το χώρο. Από το παράθυρο έμπαινε ο απογευματινός ήλιος. Ο Σλόμο Πάρσονς ήταν καθισμένος σε μια άκρη του στρώματος, σκυμμένος πάνω σ’ ένα χαρτόκουτο, προσπαθώντας να το κλείσει με αυτοκόλλητη ταινία. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι ή να με κοιτάξει, ρώτησε αν είχα φέρει το καροτσάκι. «Είναι πολύ βαρύ. Δεν θα μπορέσετε να το κατεβάσετε χωρίς
167
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 167
168
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 168
το καροτσάκι», είπε και μετά μου ζήτησε να τον βοηθήσω με την αυτοκόλλητη ταινία. «Αφήστε το σ’ εμένα», του απάντησα παίρνοντας προβάδισμα. Τότε μόνο με κοίταξε, σιωπηλά. Και σηκώθηκε. Ήταν ένας τύπος ψηλός και αδύνατος, με λευκό λαδωμένο μαλλί, με γωνιώδες πρόσωπο και το δέρμα καμένο, σημαδεμένο από τον ήλιο, παρόλο που βρισκόμασταν στο καταχείμωνο. Τώρα το λαμπραντόρ καθόταν στο πλάι του. Τύλιξα το χαρτοκιβώτιο με την ταινία. Ενίσχυσα τα πιο αδύναμα σημεία. «Δεν είστε Αμερικανός, ε;» Στράφηκα προς το μέρος του. Δεν είχε τα ανοιχτά ανέκφραστα μάτια του φωτογράφου. Δεν μπορούσα ν’ αποφασίσω ποια ήταν η καλύτερη τακτική. Μπορούσα να προσποιηθώ τον επιθετικό, τον πνευματώδη, ν’ αντικρούσω την ερώτηση μ’ ένα αστείο αν είχα έστω μυαλό για κάτι τέτοιο, το μόνο πράγμα που δεν μπορούσα να κάνω ήταν να φανώ ειλικρινής. Δεν μπορούσα να του πω ποιος ήμουν ούτε από πού ερχόμουν. «Από πού είστε;» Κι εκεί, χωρίς να προλάβω να το σκεφτώ, σαν να πετάχτηκε κάποιος και να μίλησε στη θέση μου, αντί να πω ψέματα, είπα την αλήθεια. Κι εκείνος γούρλωσε τα μάτια: «Βραζιλία;» Εγώ το επιβεβαίωσα μ’ ένα νεύμα, έχοντας ήδη μετανιώσει λίγο. Δεν ήξερα πώς μου ήρθε. Θεώρησα πως τα έχασα όλα. Συνέχισα να σφραγίζω το κουτί. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής, που σ’ εμένα φάνηκαν λεπτά, κατέληξε τελικά: «Μοιάζει με αστείο!» Ήταν σαστισμένος. «Βραζιλία! Αυτή η χώρα με καταδιώκει». Χαμογέλασα παριστάνοντας τον ανήξερο. Τον ρώτησα τι ήθελε να πει μ’ αυτό κι αν είχε πάει στη Βραζιλία. «Έχω πάει. Δυστυχώς», μου αντιγύρισε. Σε άλλη περίπτωση θα είχα παραιτηθεί αν μου έλεγαν τέτοια κουβέντα, τώρα όμως ήξερα πως βρισκόμουν στον σωστό δρόμο. Ρώτησα αν είχε πάει στη Βραζιλία για δουλειές. Με κοίταξε
με μάτια γουρλωμένα και σαρκαστικά. Θα πρέπει να έμεινε έκπληκτος με την επιμονή μου. «Δουλειές; Καλό κι αυτό!» Εγώ ήμουν αποφασισμένος. Είχα επιτέλους κατορθώσει να μπω, χωρίς να έχω προσκληθεί, στο σπίτι του ανθρώπου που έψαχνα για μήνες και να μιλήσω μαζί του ήδη από το πρώτο απόγευμα που βρισκόμουν στην πόλη. Ρώτησε γιατί είχα έρθει να μείνω στη Νέα Υόρκη, κι ενώ εγώ σκάρωνα μια μακριά απάντηση, με παύσεις για να βάλω δύναμη στην κούτα, προσποιούμενος μια επαγγελματική επιδεξιότητα που εμφανώς δεν είχα, κατάλαβα πως ήταν ένας άνθρωπος μονάχος και πως τον ενδιέφερε πράγματι αυτό που είχα να πω. Τα λόγια από κει κι ύστερα δεν είχαν καμία σημασία. Θα μπορούσα να πω ό,τι ήθελα, μπορεί να μην έβγαζε κανένα νόημα, μόνο την αλήθεια δεν μπορούσα να πω. Μόνο η αλήθεια θα τα χάλαγε όλα. Σε πέντε λεπτά μού είχε ήδη διηγηθεί ένα κάρο πράγματα σε σχέση μ’ αυτά που είχε βάλει στην κούτα, σκουπιδαριό που το επέστρεφε σ’ έναν παλιό φίλο που είχε μετακομίσει στο Σικάγο. Μου έδωσε να καταλάβω ότι ζούσαν μαζί. Νομίζω ότι με τσέκαρε. Κάποια στιγμή μού άπλωσε το χέρι του, συστήθηκε (σαν να μην τον ήξερα) και ρώτησε το όνομά μου. Σκάρωσα ένα. Από τότε που είχα γράψει την πρώτη επιστολή στον γιο του φωτογράφου, πριν από περισσότερο από εννέα μήνες, το όνομα εκείνο μου είχε μείνει στο μυαλό. Υπήρχε μια ασυνέπεια. Ηχούσε λάθος, αν μπορεί ένα όνομα να ηχεί λάθος. Το Σλόμο είναι τυπικό εβραϊκό όνομα, και το επώνυμο Πάρσονς, απ’ όσο γνώριζα, δεν είχε τίποτα το εβραϊκό. Εκείνος γέλασε και μου εξήγησε: «Έτσι είναι κι η ζωή μου. Απ’ ό,τι φαίνεται η μητέρα μου είχε αδυναμία στους Εβραίους. Όπως και να ’χει, δεν τη γνώρισα. Πέθανε μερικούς μήνες μετά τη γέννησή μου. Νομίζω πως η οικογένειά της ήταν Εβραίοι, μετανάστες από την Ουκρανία. Αλλά δεν είμαι βέβαιος. Δεν τους γνώρισα. Με μεγάλωσαν οι γονείς του πατέρα μου». Σε λίγο η ιστορία του ξεδιπλωνόταν μπροστά μου. Είπε πως ήταν πενήντα επτά χρόνων, εγώ όμως ήξερα ότι δεν ήταν δυνατό, πως είχε γεννηθεί πριν τον πόλεμο, θα πρέπει να ήταν εξήντα 12 – Εννέα νύχτες
169
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 169
170
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 170
τριών ή και παραπάνω. Έλεγε ψέματα για την ηλικία του. Από την εμφάνιση δεν μπορούσα να καταλάβω ότι έλεγε ψέματα. Ήταν μάλλον αληθοφανής. Είχε δυνατή παρουσία και καλογραμμένο πρόσωπο. Πρέπει να υπήρξε ωραίος άντρας. Μίλησε για τους γέρους γενικά. Θα πρέπει να πρόσεξε την αμηχανία μου, τόσο που αποφάσισε να με προκαλέσει. Μου είπε πως όλα είναι σχετικά. Διηγήθηκε ότι και ο ίδιος, όταν έφυγε από το σπίτι στα δεκαεπτά, είχε πάει να ζήσει μ’ έναν μεγαλύτερό του άντρα, που την εποχή εκείνη πρέπει να ήταν στην ηλικία που ήμουν εγώ τώρα. Ρώτησε την ηλικία μου. Έδειξε έκπληξη. Είπε πως έδειχνα πολύ μικρότερος. Ο μεγαλύτερος άντρας με τον οποίο είχε πάει να ζήσει στα δεκαεπτά του ήταν πολύ πιο νέος εκείνη την εποχή απ’ ό,τι εγώ τώρα. Όλα είναι σχετικά. Έκλεισα τελικά την κούτα κι εκείνος με βοήθησε να τη μεταφέρω μέχρι την πόρτα. Προτού φύγω, με κάλεσε να πιούμε καφέ. Εγώ τον ακολούθησα μέχρι την κουζίνα. Την ώρα που έπλενα τα χέρια μου στο νεροχύτη, για μια στιγμή έκλεισε τα μάτια του για να προστατευτεί από το φως που έμπαινε από τα παράθυρα, και το παράξενο είναι ότι, για πρώτη φορά, βλέποντάς τον με τα μάτια κλειστά κόντρα στο φως του χειμωνιάτικου ήλιου, είχα ένα είδος παραίσθησης. Από μια συγκεκριμένη γωνία μού φάνηκε πως έμοιαζε με τον Μπιουλ Κουέιν σε μια από τις φωτογραφίες του που είχε στείλει η μητέρα του στη δόνα Ελοΐζα, το ίδιο πορτρέτο που είχε δώσει ο εθνολόγος στη Μαρία Ζούλια Πουρσέτ με την αφιέρωση στην ανάστροφη. Εκείνος κατέβασε το στόρι και μου χαμογέλασε. Με ρώτησε τι έπαθα, έμοιαζα σαν να είχα δει φάντασμα. Εγώ δεν ήξερα πλέον τι να κάνω. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να εξαφανιστώ από κει μέσα, δεν μπορούσα όμως να φύγω χωρίς να τελειώσω αυτό που είχα έρθει να κάνω. Έπρεπε να παρατείνω την παραμονή μου –που για μένα ήταν αβάσταχτη– ακόμα κι αν δεν είχε το παραμικρό νόημα να παραμένω σ’ εκείνο το διαμέρισμα. Παρατηρώντας πόσο άβολα ένιωθα, κι ενώ καθόμουν στο τραπέζι της κουζίνας, εκείνος είπε πως είχε κάτι που μπορεί να μ’ ενδιέφερε, μιας και ήμουν Βραζιλιάνος. Πήγε μέχρι το σαλόνι και επέστρεψε με μια βαλίτσα, που την άνοιξε πάνω στο τραπέζι. Είχε ένα σωρό φωτογραφίες των δεκαετιών του ’50 και του ’60:
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 171
** Πνεύμα/θεότητα (Ορισά) του ποταμού στη λατρεία καντομπλέ. (Σ.τ.Μ.) ** Μεγάλο πάρκο που διασχίζει πέντε συνοικίες. (Σ.τ.Μ.)
171
σχεδίες σ’ έναν ποταμό που θα μπορούσε να είναι ο Τοκαντίνς· ομάδες καρναβαλιστών του Ρίο· η γιορτή της Ιεμανζά* στο Σαλβαντόρ· οι σειρές σπιτιών στο Σάο Λουίς· μια πανοραμική του Ρίο ντε Ζανέιρο ιδωμένου από το Πάο ντε Ασούκαρ όταν δεν υπήρχε ακόμα το Ατέρο·** η απαραίτητη πιλοτή του κτηρίου του Υπουργείου Παιδείας και Υγείας στο κέντρο της πόλης· τα κτήρια Ιτάλια και Κόπαν στο Σάο Πάολο, και άλλα. Μου έδειξε τις φωτογραφίες ορισμένων Ινδιάνων. Έμοιαζαν Κραχό, αλλά θα μπορούσαν να ήταν οποιαδήποτε άλλη φυλή. «Ο πατέρας μου ήταν φωτογράφος. Έζησε όλη του τη ζωή στη Βραζιλία. Είναι Βραζιλιάνοι Ινδιάνοι. Τους γνωρίζετε;» Εγώ δεν μπορούσα να του πάω κόντρα, δεν ήξερα αν ειρωνευόταν, γεγονός όμως είναι ότι είχε ένα πατερναλιστικό ύφος στην κουβέντα του. Προτίμησα ν’ αγνοήσω τις προκλήσεις. Εξέτασα τις φωτογραφίες ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσα να χαλιναγωγήσω την περιέργειά μου. Δεν έπρεπε ν’ αφήσω να διαφανεί το ενδιαφέρον μου. Αισθάνθηκα πως είχε ανάγκη να μιλήσει και κατέβαλα προσπάθεια να είμαι συνεργάσιμος. «Ο πατέρας σας έζησε στη Βραζιλία;» ρώτησα καθώς εξέταζα τις φωτογραφίες. «Είναι μεγάλη ιστορία. Στην πραγματικότητα, δεν τον γνώρισα. Μας εγκατέλειψε αμέσως μετά το θάνατο της μητέρας μου». «Σας εγκατέλειψε;» «Με μεγάλωσαν οι παππούδες μου. Οι γονείς του. Δεν συμπαθούσαν τη μητέρα μου και από σπόντα δεν συμπαθούσαν ούτε εμένα. Με φορτώθηκαν». «Γιατί ο πατέρας σας έφυγε για τη Βραζιλία;» «Κανείς ποτέ δεν έμαθε στα σίγουρα. Οι παππούδες μου δεν θέλησαν ποτέ να μιλήσουν για το θέμα. Εκείνος δούλευε σε μια εφημερίδα. Μπορεί να πήγε για να κάνει κάποιο ρεπορτάζ. Καθώς εξαφανίστηκε τις παραμονές του πολέμου και δεν επέστρεψε ποτέ ξανά, κυκλοφόρησε η ιστορία ότι είχε λιποτακτήσει, πως αποφάσισε να μην επιστρέψει όταν ξέσπασε ο πόλεμος. Η μητέ-
172
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 172
ρα μου πέθανε σε λιγότερο από ένα χρόνο μετά τη γέννησή μου. Είχε καλπάζουσα λευχαιμία, μια πολύ σπάνια ασθένεια. Έτσι μου είπαν. Ούτε κι αυτή τη γνώρισα. Ο πατέρας μου έφυγε αμέσως μετά», είπε. Και στο σημείο αυτό πήγε μέχρι το σαλόνι και επέστρεψε μ’ ένα πορτρέτο. «Ορίστε. Να τη. Είναι η μόνη φωτογραφία που έχω». Ήταν μια αδύνατη γυναίκα, με μαύρους κύκλους, λεπτό πρόσωπο, πολύ μακιγιαρισμένο, και τα μαλλιά πιασμένα. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη. Η μύτη της ήταν σουβλερή. Τα μάτια της έβλεπαν το ένα εδώ και το άλλο εκεί κι είχε ένα περίεργο ύφος, που δεν κατάφερα να προσδιορίσω. Μια έκφραση θλιμμένη. Εκείνος συνέχισε: «Ο πατέρας μου με παρέδωσε στους γονείς του κι εξαφανίστηκε. Πάντα μισούσα τους παππούδες μου. Όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων, ο παππούς μου με φώναξε και είπε πως έπρεπε να μάθω ορισμένες αλήθειες. Η γιαγιά μου ήταν πολύ παθητική. Παρέμενε πάντα στη σκιά του κι άκουγε τι θα πει ο άντρας της. Ο παππούς μου κρατούσε ένα χαρτί στο χέρι. Ποτέ δεν κατάλαβα αν περίμεναν μέχρι εκείνη την ημέρα για να μου αποκαλύψουν αυτό που πάντα ήξεραν ή αν είχαν κι εκείνοι αιφνιδιαστεί, όπως εγώ. Ο παππούς μου αποκάλεσε τη μητέρα μου πουτάνα, είπε πως υπήρξε αλήτισσα, πως δεν ήμουν γιος του πατέρα μου και πως, επομένως, δεν υπήρχε κανένας λόγος να συνεχίσω να ζω μαζί τους. Ήμουν ο γιος της πουτάνας. Όλα τα περίμενα απ’ αυτούς, αλλά δεν θα μου περνούσε ποτέ απ’ το νου μια τέτοια ιστορία. Δεν θεωρούσα ότι ήταν ικανοί να με πετάξουν έξω. Ο παππούς ήταν πολύ οργισμένος, ανάστατος, κι έτρεμε. Κι εγώ έμεινα άφωνος. Μου έτεινε το χαρτί. Ήταν μια επιστολή του πατέρα μου, η πρώτη που έστελνε μέσα σε δεκαεπτά χρόνια. Απευθυνόταν σ’ εμένα, αλλά εκείνοι την είχαν ανοίξει και την είχαν διαβάσει. Δεν υπήρχε ούτε φάκελος ούτε ημερομηνία. Πίστεψα ότι θα μπορούσαν να είχαν πλαστογραφήσει την επιστολή. Δεν ήξερα τον γραφικό χαρακτήρα του πατέρα μου. Ήθελαν να με ξεφορτωθούν και ήξεραν ακριβώς ποια θα ήταν η αντίδρασή μου. Έφυγα από κείνο το σπίτι μια και καλή. Δεν τους ξαναείδα.
Στην επιστολή ο πατέρας μου έλεγε πως δεν ήταν πατέρας μου και ζητούσε συγγνώμη. Θεωρούσε ότι τώρα πια θα ήμουν αντράκι και έπρεπε να μάθω κάποια πράγματα. Έλεγε πως δεν με είχε εγκαταλείψει, πως ο πραγματικός μου πατέρας είχε πεθάνει στην καρδιά της Βραζιλίας, ενώ προσπαθούσε να επιστρέψει για να με γνωρίσει. Ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήθελε να πει μ’ αυτό. Μιλούσε σαν να ήταν δύο πρόσωπα. Μιλούσε για τον εαυτό του σαν να ’ταν κάποιος άλλος». Ο γιος του φωτογράφου μιλούσε καθώς ετοίμαζε τον καφέ. Εγώ δεν μπορούσα καν να κοιτάξω πια τις φωτογραφίες που κρατούσα στα χέρια μου. Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Δεν είναι λοιπόν μόνο οι Ινδιάνοι που σου λένε αυτά που θέλεις ν’ ακούσεις, θεωρώντας ότι έτσι μπορούν να σ’ ευχαριστήσουν, σαν να μην υπάρχει πραγματικότητα. Και συνέχισε: «Η άποψή μου είναι ότι τρελάθηκε με το θάνατο της μητέρας μου και έφυγε για τη Βραζιλία. Ήταν ένας τρόπος για να πει πως δεν μπορούσε να με ξαναδεί. Όταν έλεγε ότι ο πατέρας μου είχε πεθάνει, ήταν ένας απελπισμένος τρόπος να μου ζητήσει να τον ξεχάσω, ν’ απαλλαγεί από κάθε ευθύνη». Χωρίς να μπορέσω να συγκρατηθώ, άφησα να μου ξεφύγει ένα μουρμουρητό: «Όχι». «Τι πράγμα;» στράφηκε προς το μέρος μου, κρατώντας την καφετιέρα. «Όχι, τίποτα», είπα εγώ, αποστρέφοντας τα θαμπωμένα μάτια μου από εκείνο το πρόσωπο, στο οποίο για μια στιγμή είχα δει τον Μπιουλ Κουέιν αλλά τώρα δεν είχε καμία σχέση με τον εθνολόγο. Προσποιούμουν πως μ’ ενδιέφεραν οι φωτογραφίες των Ινδιάνων. Εκείνος συνέχισε με την ιστορία της ζωής του, αλλά εγώ δεν ήθελα πλέον να ξέρω ότι, φεύγοντας από κείνο το σπίτι, είχε πάει να ζήσει μ’ έναν μεγαλύτερό του άντρα που τον είχε γνωρίσει σε μια ανάγνωση μπίτνικ ποίησης σ’ ένα μπαρ του Βίλατζ· δεν ήθελα να ξέρω ότι άρχισε να συνοδεύει τον ποιητή σε όλες τις συναντήσεις, εκθέσεις και γκαλερί, σε όλα τα μπαρ και σε όλα τα στούντιο καλλιτεχνών όπου μαζεύονταν για ν’ απαγγείλουν ποιή-
173
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 173
174
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 174
ματα· δεν ήθελα να ξέρω το όνομα του ποιητή που εκείνος αποκαλούσε απλώς Φρανκ· δεν ήθελα πλέον να ξέρω τίποτα για τη ζωή του. Απήγγειλε ένα ποίημα: «Από δω και πέρα θα βαδίζω απ’ την πλευρά του ήλιου… Είμαι στραμμένος στο δρόμο…», καθώς σέρβιρε τον καφέ. «Σας φαίνεται θλιβερή η ιστορία μου;» «Όχι, καθόλου», απάντησα με τις φωτογραφίες στα χέρια. «Πώς σας φαίνονται οι φωτογραφίες;» «Δηλαδή;» Εκνευρίστηκε: «Είναι καλές ή όχι;» «Είναι εξαιρετικές. Είναι απίστευτο…» «Περιμένετε εδώ. Αν σας άρεσαν αυτές, έχω ακόμα πιο ενδιαφέρουσες. Έρχομαι αμέσως», είπε εκείνος ανυπόμονος, βάζοντας ένα πιάτο με φρυγανισμένο ψωμί στο τραπέζι. Το λαμπραντόρ, που ήταν καθισμένο στα πόδια μου, ακολούθησε το αφεντικό του. Ο γιος του φωτογράφου επέστρεψε με άλλη τσάντα. «Δείτε ένα πράγμα απίστευτο. Έλεγε πως δεν ήταν πατέρας μου, αλλά για κακή του τύχη η γενετική δεν αφήνει αμφιβολίες». Η τσάντα ήταν γεμάτη φωτογραφίες γυμνών αντρών, λευκών και μαύρων, στο ύπαιθρο, σε μια παραλία ή σε στούντιο. Είχε λίγες στη Βραζιλία, οι περισσότερες όμως είχαν τραβηχτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι ανάμεσά τους βρίσκονταν τα δύο κιτρινισμένα πορτρέτα του Μπιουλ Κουέιν, ανφάς και προφίλ, που είχα δει στα αρχεία της Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες. Δεν υπήρχε το παραμικρό που να αποδείκνυε κάποια σχέση μεταξύ του Κουέιν και του φωτογράφου. «Το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά», είπε εκείνος και γέλασε. «Κατά βάθος, αυτό που του άρεσε ήταν να βγάζει φωτογραφίες γυμνών αντρών. Στην επιστολή που μου έστειλε όταν έγινα δεκαεπτά χρόνων μιλούσε για τη Βραζιλία ως “καταραμένο τόπο”. Αφού ήταν τόσο καταραμένος, τότε γιατί πήγε εκεί; Γιατί έμεινε; Δεν έμαθα ποτέ ξανά νέα του. Δεν ήξερα πώς να τον βρω. Δεν είχα διεύθυνση. Δεν μπορούσα να τη ζητήσω από τους παππού-
δες μου. Κι ήμουν ένα αγόρι περήφανο και εξεγερμένο. Προτίμησα να τον ξεχάσω. Τον είδα ξανά όταν ήταν νεκρός». Εγώ δεν μιλούσα πια. Εκείνος κάθισε απέναντί μου. Έκανε παιδιάστικους ήχους καθώς έπινε τον καφέ. Αντί για κανονικές γουλιές, ρουφούσε τον καφέ απ’ το φλιτζάνι. Έτρωγε με το στόμα ανοιχτό και μιλούσε με το στόμα γεμάτο. Πότε πότε έδινε και λίγη φρυγανιά στο σκύλο. «Κι εσείς; Μέχρι τώρα μόνο για μένα μιλάμε…» «Εγώ τίποτα». Για καλή μου τύχη, όταν κατέβηκα με την κούτα, ο άνθρωπος από την εταιρεία μεταφορών είχε φτάσει με το καροτσάκι για να παραλάβει το πακέτο. Προτού προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, του άνοιξα την πόρτα και του παρέδωσα την κούτα του κυρίου Πάρσονς. Αποφάσισα να επισπεύσω την επιστροφή μου για την επόμενη μέρα. Ήθελα να φύγω με το πρώτο αεροπλάνο. Δεν είχα τίποτε άλλο να κάνω εκεί. Η πραγματικότητα είναι αυτό που μοιραζόμαστε. Οι πτήσεις για Βραζιλία συνήθως είναι νυχτερινές. Η δική μου έφευγε στις δέκα το βράδυ. Έφτασα νωρίς στο αεροδρόμιο κι ήμουν από τους πρώτους που μπήκαν στο αεροπλάνο. Θέλαμε δέκα λεπτά για την απογείωση όταν ένας κοκκινομάλλης νεαρός, πολύ ψηλός κι αδύνατος, μπήκε ασθμαίνοντας, χτυπώντας το σακίδιό του πάνω στις πλάτες των καθισμάτων, καθώς προχωρούσε προς το πίσω μέρος του αεροπλάνου. Τακτοποίησε το σακίδιό του στο τμήμα αποσκευών πάνω από την πολυθρόνα μου και ζήτησε συγγνώμη για να περάσει και να καθίσει δίπλα μου, στο παράθυρο. Είχε μαλλιά βοστρυχωτά, μύτη γαμψή κι ένα συμπαθητικό βλέμμα, αν και ήταν πολύ άσχημος. Το αεροπλάνο απογειώθηκε στις δέκα ακριβώς. Πετούσαμε για πάνω από έξι ώρες χωρίς ν’ απευθύνουμε το λόγο ο ένας στον άλλο. Εγώ δεν κατάφερνα να κοιμηθώ. Ούτε κι ο νεαρός δίπλα μου. Διάβαζε ένα βιβλίο. Απ’ όλους τους επιβάτες μόνο εκείνος είχε το φως αναμμένο. Κοιμόνταν όλοι. Εγώ δεν κατάφερνα να διαβάσω. Άνοιξα το βίντεο στην πλάτη της μπροστινής μου θέσης. Κατά σύμπτωση, πετούσαμε πάνω από την περιοχή όπου είχε σκοτωθεί ο Κουέιν. Τότε ήταν που ο νεαρός για πρώτη φορά
175
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 175
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 176
176
έκανε μια παύση και με ρώτησε αν μ’ ενοχλούσε το φως της ανάγνωσης. Απάντησα όχι, και πως έτσι κι αλλιώς δεν κατάφερνα να κοιμηθώ στα αεροπλάνα. Εκείνος χαμογέλασε και είπε πως το ίδιο συνέβαινε και σ’ εκείνον. Ήταν πολύ αναστατωμένος με το ταξίδι για να μπορέσει να κοιμηθεί. Ήταν η πρώτη του φορά στη Νότια Αμερική. Ρώτησα αν ερχόταν για τουρισμό. Εκείνος χαμογέλασε ξανά και απάντησε περήφανος και ενθουσιασμένος: «Θα μελετήσω τους Ινδιάνους της Βραζιλίας». Δεν μπόρεσα να πω τίποτε άλλο. Και μπροστά στη σιωπή και το σάστισμά μου, εκείνος επέστρεψε στο βιβλίο που είχε κλείσει και ξανάπιασε την ανάγνωση. Εκείνη την ώρα θυμήθηκα άνευ λόγου και αιτίας ότι είχα δει μια φορά, σ’ ένα πρόγραμμα της τηλεόρασης για τους αρχαίους πολιτισμούς, ότι οι Νάζκα της ερήμου του Περού έκοβαν τις γλώσσες των νεκρών και τις φυλούσαν σ’ έναν μικρό σάκο για να μην τυραννούν πια τους ζωντανούς. Γύρισα από την άλλη πλευρά και, ενάντια στη φύση μου, προσπάθησα να κοιμηθώ, έστω και μόνο για να σωπάσουν οι νεκροί.
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 177
ευχαριστιεσ
Αυτό είναι ένα βιβλίο μυθοπλασίας, παρότι βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, εμπειρίες και πρόσωπα. Είναι ένας συνδυασμός μνήμης και φαντασίας – όπως κάθε μυθιστόρημα, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, και με μορφή περισσότερο ή λιγότερο άμεση. Στη διάρκεια της έρευνας που προηγήθηκε αυτού είχα τη συνδρομή πολλών ανθρώπων, ξεκινώντας από τη Μαρίζα Κορέα. Χωρίς αυτήν ενδεχομένως δεν θα μάθαινα ποτέ την ύπαρξη του Μπιουλ Κουέιν και το βιβλίο αυτό δεν θα υπήρχε. Ευχαριστώ ιδιαιτέρως την ανεκτίμητη συνεργασία της Μαρία Ελίζα Λαντέιρα και του Ζιλμπέρτο Αζάνια, από το Κέντρο Εργασίας με τους Ιθαγενείς, στο Σάο Πάολο, που με πήγαν στους Κραχό, και τους Κραχό που με δέχτηκαν. Είχα την ευτυχία να δεχτώ επίσης τη συνεισφορά και την υποστήριξη του καθηγητή Λουίζ ντε Κάστρο Φαρία· του καθηγητή Αντόνιο Κάρλος ντε Σόζα Λίμα και του Φλάβιο Λεάλ, από τη Βιβλιοθήκη του Εθνικού Μουσείου στο Ρίο ντε Ζανέιρο· των εργαζόμενων στο Σπίτι Πολιτισμού Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες στο Ιταμποραΐ· της Σάλι Κόουλ, από το Πανεπιστήμιο Κονκόρντια στο Μόντρεαλ· του Τζέιμς Ντέιβις, από τα Αρχεία της Ιστορικής Εταιρείας στη Βόρεια Ντακότα· της καθηγήτριας Μαργκαρίντα Μόρα, από το Πανεπιστήμιο του Σάο Πάολο· της Σάλι Κιούζελ, από τα Εθνικά Αρχεία στην Ουάσιγκτον· του Ερνστ Έμρικ, από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον· του Ρόναλντ Πάτκους, από τα Αρχεία του Κολεγίου Βάσαρ στη Νέα Υόρκη· του Ρικάρντο Αρντ και του καθηγητή Ζούλιο Σέζαρ Μελάτι. Κανένα από τα πρόσωπα αυτά δεν φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο ή για το τελικό αποτέλεσμα του έργου.
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 178
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 179
πνευματικα δικαιωματα φωτογραφιων
Σελίδα 29: Μπιουλ Κουέιν, συλλογή από το Σπίτι του Πολιτισμού Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες / Εθνικό Ινστιτούτο Ιστορικής και Καλλιτεχνικής Κληρονομιάς (Instituto do Patrimônio Histórico e Artístico Nacional – IPHAN) Σελίδα 34: Λεβί-Στρος και Ελοΐζα Αλμπέρτο Τόρες, μεταξύ άλλων, στον κήπο του Εθνικού Μουσείου, συλλογή του Τμήματος Αρχείων του Εθνικού Μουσείου / Ομοσπονδιακό Πανεπιστήμιο του Ρίο ντε Ζανέιρο (Universidade Federal do Rio de Janeiro – UFRJ).
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 180
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 181
TO BIBΛIO TΟΥ ΜΠΕΡΝΑΡΝΤΟ ΚΑΡΒΑΛΙΟ
ΕΝΝΕΑ ΝΥΧΤΕΣ ΣE METAΦPAΣH ΑΘΗΝΑΣ ΨΥΛΛΙΑ KAI EΠIMEΛEIA ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΝΟΥΣΗ ΣTOIXEIOΘETHΘHKE ME TIMES, HELVETICA & PAPYRUS KAI ΣEΛIΔOΠOIHΘHKE ΣTO EΠITPA ΠEZIO EKΔOTIKO ΣYΣTHMA TΩN EKΔΟΣEΩN KAΣ TANIΩTH. TH MAKETA TOY EΞΩΦYΛΛOY ΣXEΔIAΣE O ANTΩNHΣ AΓΓEΛAKHΣ, TA ΦIΛM KAI TO HΛEKTPONIKO MONTAZ EKANE ΤΟ «ΑΝΑΓΡΑΜΜΑ». H ΠPΩTH EKΔOΣH TYΠΩΘH KE AΠO TH «ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΚΑΡΗΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕ ΧΝΕΣ Α.Ε.Β.Ε.» KAI BIBΛIOΔETHΘHKE AΠO TH «Θ. HΛIOΠOYΛOΣ – Π. POΔOΠOYΛOΣ O.E.» TON ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2010 ΓIA ΛOΓAPIAΣMO TΩN EKΔOΣEΩN KAΣTANIΩTH
5
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 182
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 183
CARVALHO sel_Layout 1 16/06/2010 7:59 π.μ. Page 184