Antio, Loipon All LR (Teliko)

May 10, 2017 | Author: christos_notaridis | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

LITERATURE...

Description

Μπορεί ο έρωτασ να θεραπεύσει την κλεπτοµανία; Μπορεί το οικοδόµηµα του «εγώ» να καταρρεύσει κάτω από το βάροσ του «εµείσ»; Κι όµωσ, µπορεί. Με την ίδια δύναµη που ο Αντώνησ αντέχει το «ωστικό κύµα» των µυστικών τησ οικογένειάσ του. Στο τέλοσ, θα νικήσει ή θα αναγκαστεί να πει «Αντίο, λοιπόν»;

∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΘΡΥΑΛΙΣ

Ο δεκατριάχρονοσ Αντώνησ, φιλοσοφηµένοσ και ώριµοσ για την ηλικία του, είναι ένα παιδί χωρίσ πατέρα που ζει µε τη µητέρα του σ' ένα χωριό των Ιωαννίνων. Ανακαλύπτει τον εαυτό του µέσα από τισ σχέσεισ του µε τουσ µεγάλουσ, µε το πάθοσ τησ κλεπτοµανίασ που τον κυριεύει και µε τον έρωτα στο πρόσωπο τησ συµµαθήτριάσ του τησ Νατάσασ. Μαζί θα ανακαλύψουν πολλά, θα ξεσκεπάσουν µυστικά µέσα σε χειρόγραφα του παππού τησ, θα διαβάσουν βιβλία, θα προβληµατιστούν για το νόηµα τησ ζωήσ, για το πού τουσ οδηγεί η ζωή τουσ µέσα στο ασφυκτικό αλλά πολύ όµορφο χωριό τουσ.

“Αντίο, λοιπόν”

exof_antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:10 µµ Page 1

∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ Ο ∆ηµήτρησ Θανασούλασ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Από µικρόσ έγραφε µυθιστορήµατα και διηγήµατα, όµωσ ενεργά άρχισε να ασχολείται µε τη συγγραφή σε ηλικία 20 ετών. Το "ΑΝΤΙΟ ΛΟΙΠΟΝ" είναι το δεύτερο µυθιστόρηµά του. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και έκανε το µεταπτυχιακό του δίπλωµα (MA) στην Εφηρµοσµένη Γλωσσολογία στο Πανεπιστήµιο του Suxxex στο Ηνωµένο Βασίλειο. Το 2006 απέκτησε το ∆ιδακτορικό του στη Γλωσσολογία και Ψυχολογία τησ Εκπαίδευσησ από το King's College του Λονδίνου. Συγγράφει, µεταξύ άλλων, εκπαιδευτικά βιβλία, µεταφράζει πολλών ειδών κείµενα και βιβλία, και αρθρογραφεί στα Αγγλικά σε διάφορα περιοδικά Γλωσσολογίασ και Εκπαίδευσησ. Επίσησ, είναι ο εµπνευστήσ και διευθυντήσ των Εκδόσεων Θρυαλλίσ, οι οποίεσ στόχο έχουν τη "µετάγγιση" νέου αίµατοσ στισ φλέβεσ τησ σύγχρονησ ελληνικήσ λογοτεχνίασ--και όχι µόνο. Ζει στο Γέρακα, Αθήνα.

antio, loipon:Layout 1 29/8/2011 9:17 µµ Page 1

∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ Ο ∆ηµήτρησ Θανασούλασ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Από µικρόσ έγραφε µυθιστορήµατα και διηγήµατα, όµωσ ενεργά άρχισε να ασχολείται µε τη συγγραφή σε ηλικία 20 ετών. Το "ΑΝΤΙΟ ΛΟΙΠΟΝ" είναι το δεύτερο µυθιστόρηµά του. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και έκανε το µεταπτυχιακό του δίπλωµα (MA) στην Εφηρµοσµένη Γλωσσολογία στο Πανεπιστήµιο του Suxxex στο Ηνωµένο Βασίλειο. Το 2006 απέκτησε το ∆ιδακτορικό του στη Γλωσσολογία και Ψυχολογία τησ Εκπαίδευσησ από το King's College του Λονδίνου. Συγγράφει, µεταξύ άλλων, εκπαιδευτικά βιβλία, µεταφράζει πολλών ειδών κείµενα και βιβλία, και αρθρογραφεί στα Αγγλικά σε διάφορα περιοδικά Γλωσσολογίασ και Εκπαίδευσησ. Επίσησ, είναι ο εµπνευστήσ και διευθυντήσ των Εκδόσεων Θρυαλλίσ, οι οποίεσ στόχο έχουν τη "µετάγγιση" νέου αίµατοσ στισ φλέβεσ τησ σύγχρονησ ελληνικήσ λογοτεχνίασ--και όχι µόνο. Ζει στο Γέρακα, Αθήνα.

1

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 2

Τηλέφωνο: 210 654 7506 Κινητό: 693 477 3100 Email: [email protected] Web: www. ekdoseisthryallis.com ∆ιευθυντήσ Εκδόσεων: ∆ηµήτρησ Θανασούλασ Web: www.dimitristhanasoulas.com

2

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 3

Μέροσ Πρώτο

Ο

αέρασ που λυσσοµανάει έξω και χτυπάει µε γυµνέσ γροθιέσ τα παραθυρόφυλλα είναι η µόνη µου συντροφιά αυτέσ τισ ώρεσ που λείπει η µαµά. Για τον µπαµπά ούτε κουβέντα δε λέω πιά. Έφυγε µια ηλιόλουστη µέρα του Σαββάτου και δεν ξαναφάνηκε. Είχα µόλισ κλείσει τα οκτώ. Υπήρχε ακόµη λίγη από την τούρτα των γενεθλίων µου στο ψυγείο µε ξεχασµένο κάπου µέσα στην κρέµα και τη σοκολάτα το κεράκι σε σχήµα 8. Όταν ήρθε να µου ανακοινώσει τα νέα η µαµά, χαµογελαστή αλλά µε ένα βλέµµα που τα εξοµολογούνταν όλα, η πρώτη µου κίνηση, που την έκανα εντελώσ µηχανικά, ήταν ν’ ανοίξω το ψυγείο και να φάω µια κουταλιά. Εκείνη η γλύκα στον ουρανίσκο µε συνόδευε για πολλούσ µήνεσ µετά—ακόµη κι όταν η τούρτα είχε τελειώσει κι ήρθε η τούρτα τησ µαµάσ κι ύστερα πάλι η δικιά µου. Σύντοµα πήρα βάροσ, γιατί αυτή τη γλύκα την αναζητούσα συνέχεια και παντού. Στα διαλείµµατα στο κυλικείο, στο περίπτερο µετά το σχόλασµα, στο ψιλικατζίδικο τησ γειτονιάσ λίγο πριν γυρίσω σπίτι, ακόµη και στα πιό απίστευτα σηµεία του σπιτιού όπου η µαµά καταχώνιαζε καραµέλεσ και σοκολατάκια. Ήµουν σίγουροσ ότι την αναζητούσε κι εκείνη αυτή τη γλύκα. ∆εν ειπώθηκαν πολλά για το ότι έφυγε ο µπαµπάσ. Ίσωσ γι’ αυτό είχαµε πέσει κι οι δυό µε τα µούτρα σ’ αυτή τη «σκούρα ηδονή». Κι απόψε που είµαι µόνοσ και ακούω τον αέρα που θα φέρει καταιγίδα στο µικρό µασ χωριό, συλλογίζοµαι πόσο µου λείπει η…γλύκα του µπαµπά. Γελάω καθώσ σκέφτοµαι ότι αυτή η γλύκα, σε αντίθεση µε αυτή τησ σοκολάτασ, όχι µόνο δεν µε παχαίνει αλλά µε κάνει τόσο όµορφο και υγιή που είναι σα να είµαι ένασ άλλοσ άνθρωποσ. Θέλω τόσο πολύ να γίνω ένασ άλλοσ άνθρωποσ! Η µαµά δεν το καταλαβαίνει αυτό. Πιστεύει µάλιστα ότι είµαι ό,τι καλύτερο θα µπορούσα να γίνω! Μάλλον θα εννοεί και πάλι καλά που είµαι τόσο καλόσ µέσα σε µια τόσο διαλυµένη οικογένεια! Πόσουσ ξέρω να ζουν σ’ ένα χαµόσπιτο που από καιρό θα έπρεπε να έχει γκρεµιστεί, µε µια µάνα που ντρέπεται να βγει στη γειτονιά γιατί χρωστάει παντού και µε έναν πατέρα- φάντασµα, και παρ’ όλ’ αυτά να είναι καλοί µαθητέσ, µε καλέσ παρέεσ και µε ένα µέλλον που φαίνεται τουλάχιστον αισιόδοξο; ∆εν ξέρω πολλούσ, ακριβώσ επειδή ούτε καλόσ µαθητήσ είµαι, ούτε καλέσ παρέεσ έχω, ούτε το µέλλον µου φαίνεται να είναι ιδιαίτερα αισιόδοξο. Όλα αυτά είναι µεσ στο µυαλό τησ µάνασ µου. Σ’ αυτό βέβαια έχω βάλει κι εγώ το χεράκι µου. Εύκολη δουλειά, θα µου πεισ: Σβήνεισ προσεκτικά το µηδέν, γράφεισ στη θέση του το ένα και µε δεκαεννιά στον έλεχγο ο ταπεινότεροσ του χωριού γίνεται αµέσωσ τσιφλικάσ! Το να αλλάξεισ τισ παρέεσ είναι πιό δύσκολο πράγµα, αλλά κάποιοσ µε τέτοιεσ επιδόσεισ στο σχολείο αυτά τα βρίσκει παιχνιδάκι! ∆εν εµφανίζεισ ποτέ κανέναν από τουσ φίλουσ σου, φτιάχνεισ στο νου σου διάφορεσ ιστορίεσ—πωσ τάχα ο Θοδωρήσ βρήκε ένα πορτοφόλι µε πολλά λεφτά αλλά το έδωσε στο δάσκαλό του, ο Νίκοσ κάθε µέρα βοηθάει την κυρα- Τασούλα του Θωµά, που είναι τυφλή, να περάσει τη διάβαση και να πάει στο γιατρό τησ, ο Σπύροσ δίνει το χαρτζιλίκι του στα παιδιά του µπαρµπαΑλέξη, που είναι άποροσ—και έχεισ ένα µέλλον λαµπρό! Η µαµά νιώθει περήφανη για µένα και τουσ φίλουσ µου, αλλά ευτυχώσ µένει εκεί. ∆ε θα εµφανιστεί ποτέ στο σχολείο

3

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 4

“Aντίο, λοιπόν”

να ρωτήσει το δάσκαλο για την επίδοσή µου, ούτε θα καλέσει ποτέ στο σπίτι κάποιον από τουσ αγγελικά πλασµένουσ φίλουσ µου. Κι έτσι εγώ, τέσσερα χρόνια τώρα που λείπει ο µπαµπάσ, έχω το πάνω χέρι. Με ενοχλεί, κατά βάθοσ, που η ηρεµία τησ ζωήσ µου είναι πλαστή, αλλά τι µπορώ να κάνω; Αφού αυτή την ηρεµία έχει ανάγκη η µαµά—κι εγώ την έχω λίγο—δεν µπορώ παρά να τησ την προσφέρω. Είναι βαρύ το τίµηµα, τώρα που το σκέφτοµαι. Πολλέσ φορέσ φοβάµαι ότι θα ξεσκεπαστώ. Και τότε τι γίνεται; Θα γκρεµιστούν όλα και µαζί µ’ αυτά ποιόσ ξέρει ποιά µπόρα θα µε σαρώσει και µένα! Μήπωσ πρέπει να την αφήσω να καταλάβει ότι κάποια πράγµατα δεν είναι έτσι ακριβώσ όπωσ τα φαντάζεται; Κι αν πληγωθεί; Αν µου πει ότι έχασε την εµπιστοσύνη τησ σε µένα; Πού θα πάω; Θα µπορώ να εξακολουθώ να µένω εδώ µέσα, κάτω από την ίδια στέγη; ∆εν έχω κανέναν άλλον στον κόσµο εκτόσ απ’ αυτή. Η γιαγιά, που µασ συντηρεί από τότε που έφυγε ο µπαµπάσ, δεν έχει εµφανιστεί ποτέ. Είναι µια γιαγιά που µόνο τη µορφή µιασ µηνιαίασ επιταγήσ παίρνει όλο αυτό τον καιρό. Ακόµη κι αν µου έλεγαν ότι βρίκεται κι αυτή στο µυαλό τησ µαµάσ, θα το πίστευα! Μόνο που αυτή τη γιαγιά δεν τη δηµιούργησα εγώ. Ευτυχώσ που αυτό το χαµόσπιτο είναι έτσι διαµορφωµένο που έχει ο καθένασ το δωµάτιό του. ∆εν είναι και τίποτε το σπουδαίο, εδώ που τα λέµε. Ένα µικρό, σκοτεινό δωµάτιο που βλέπει σε µια µικρή κατάξερη αυλή, όπου βγαίνουν δυό- τρεισ κυράτσεσ και πλένουν τα πρωινά, κουτσοµπολεύοντασ τουσ γειτόνουσ. Σπάνια κοιµάµαι πιό αργά από τισ 7, ακόµη και τα Σαββατοκύριακα που δεν έχω σχολείο. Με τισ αγριοφωνάρεσ τουσ και το—να δεισ πώσ είναι αυτή η λέξη που διάβασα τισ προάλλεσ, α, ναι!—το «κελαρυστό» τουσ γέλιο, που είναι πιό κελαρυστό κι απ’ το νερό που ξεπλένουν τα βρακιά τουσ, πού να κοιµηθώ! Παρ’ όλο που τα παραθυρόφυλλα είναι καλά σφαλιστά, οι χορδέσ τουσ είναι λεσ και πάλλονται δίπλα στο µαξιλάρι µου! Μια µέρα πετάχτηκα απ’ τον ύπνο µου, άνοιξα το παντζούρι, και τουσ φώναξα: - Σκάστε, επιτέλουσ! Έχω µάθει τι χρώµα βρακί φοράει ο φούρναρησ! Το δικό µου όµωσ δεν θα το µάθετε ποτέ! Γι’ αυτό πάρτε δρόµο! Κοιµάµαι! Κι έβλεπα ότι ήµουν στον παράδεισο! Τσιµουδιά δεν έβγαλαν! Κατέβασαν τα µούτρα, ξεπλύνανε βιαστικά τα ρούχα τουσ και την κοπάνησαν! Συνέχισα το όνειρό µου ικανοποιηµένοσ. Α! Έλεγα λοιπόν για το δωµάτιό µου. Ένασ µικρόσ, σκοτεινόσ χώροσ είναι, γιατί ακόµη κι όταν έχω το παράθυρο ανοιχτό, σπάνια µπαίνει λίγο φωσ, γιατί το σπίτι είναι χωµένο µέσα στισ µουριέσ και το κρύβει το µεγάλο σπίτι του ναυτικού, του κυρΗλία. Ο Όλυµποσ κι ο Κίσσαβοσ! Από έπιπλα, εκτόσ από το παλιό ξύλινο κρεβάτι µου, που το στρώµα πιά έχει φτάσει ίσαµε το πάτωµα, υπάρχει µια µικρή βιβλιοθήκη, όπου κάνω τα µαθήµατά µου, και ένα µικρό µπαουλάκι, όπου φυλάω ρούχα παλιά και κάτι στολέσ από παλιέσ Απόκριεσ. Για ντουλάπα δεν υπάρχει χώροσ. Τα ρούχα µου τα έχω στο δωµάτιο τησ µαµάσ, που είναι λίγο µεγαλύτερο. Βέβαια, θα ήταν πολύ µεγαλύτερο αν δεν είχε το διπλό κρεβάτι, αλλά φαίνεται ότι δε θέλει να το αλλάξει. Είναι σα να περιµέ-

4

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 5

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

νει ότι θα ξαναγυρίσει κάποια µέρα ο µπαµπάσ. Για σκέψου να ερχόταν ο µπαµπάσ και να έφευγε ξανά για έναν τόσο ασήµαντο κι αστείο λόγο! Θα του έδινα εγώ το δικό µου κρεβάτι, αυτό είναι σίγουρο, αλλά οι µεγάλοι είναι περίεργοι µε τα δικά τουσ πράγµατα. Κι εγώ, όσο µεγαλώνω, το βλέπω να συµβαίνει και στη δική µου τη ζωή. Έχω όλο και µεγαλύτερη ανάγκη από τα «δικά µου» πράγµατα, που δεν θέλω να τα αγγίζει ή να τα χρησιµοποιεί κανείσ άλλοσ. Πιέζεται η µαµά, το βλέπω. Ακόµη και το ότι κρατάει το διπλό κρεβάτι και χάνει πολύτιµο χώρο είναι κι αυτό πίεση. Εδώ που τα λέµε, δεν χάνει πολύτιµο χώρο µόνο από το δωµάτιο. Και απ’ την καρδιά τησ χάνει. Αυτό το κρεβάτι, αυτή η αναµονή του µπαµπά, τησ κλέβει όλη τη ζωή µεσ απ’ τα χέρια τησ. Είναι χαµογελαστή, µιλάει πολλέσ φορέσ µαζί µου, είναι ήρεµη, δε µε µαλώνει, δεν είναι αυστηρή, αλλά λίγο αν ξύσεισ την επιφάνεια του προσώπου τησ θα δεισ ότι φοράει µάσκα. «Μάσκα οµορφιάσ» τη λέω εγώ. Μια µέρα, πριν δυό χρόνια θά’ ταν, είχα βρει ένα µικρό µπουκαλάκι που έγραφε «µάσκα οµορφιάσ» και από τότε µου κόλλησε! Στην αρχή—τόσο αφελήσ ήµουν!—νόµιζα ότι αυτή είναι η µάσκα που βάζει στο πρόσωπό τησ για να δείχνει χαρούµενη! Είχα υποψιαστεί ότι κάτι τέτοιο κάνει αλλά πού να ξέρω ότι τέτοιου είδουσ µάσκεσ δεν πουλιούνται στα µαγαζιά κι ότι όταν µιλάει κανείσ για αυτέσ µιλάει «µεταφορικά»! Μού’χε περάσει και µένα απ’ το µυαλό να τη βάλω για να φαίνοµαι χαρούµενοσ κι απτόητοσ, αλλά µετά είπα ότι µάλλον βλακεία θα κάνω, οπότε τη σκότωσα αυτή τη σκέψη. Αυτά τα τέσσερα χρόνια που λείπει ο µπαµπάσ, όλο σκέψεισ σκοτώνω. Η πρώτη σκέψη που σκότωσα ήταν να πάω εκδροµή µαζί του στο Πήλιο µε το αυτοκίνητο και να µείνουµε εκεί ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο. Έλειπε πάντοτε για δουλειέσ στην Αθήνα και τον έβλεπα µόνο ένα Σάββατο βράδυ και µια Κυριακή πρωί. Μετά έφευγε πάλι και η ζωή συνεχιζόταν στον ίδιο σκοπό. Αν ήταν µουσική η ζωή µου, θα ήταν πολύ µονότονη. Θα ήταν µια νότα µέσα σε εκατοντάδεσ σελίδεσ σιωπήσ…Θα µου πεισ, τι ξέρω εγώ από µουσική! Ε, κάνουµε λίγα πράγµατα στο σχολείο. Αν είχαµε λεφτά και έπαιρνα πιάνο, σίγουρα περισσότερα θα µάθαινα. Να άλλη µια σκέψη που σκότωσα! Να µάθω πιάνο! Ή έστω κάποιο άλλο µουσικό όργανο. ∆εν βαριέσαι. Μικρόσ είµαι ακόµη! Πόσοι είναι άραγε αυτοί που στα δώδεκά τουσ έχουν ό,τι θέλουν; Ήταν ωραία µε τον µπαµπά. Ήταν πολύ τρυφερόσ µαζί µου. Έτσι τουλάχιστον µπορώ να κρίνω εγώ, βλέποντασ τουσ άλλουσ µπαµπάδεσ—των συµµαθητών µου, εννοώ. Οι περισσότεροι είναι αγροίκοι, µιλούν άσχηµα στισ γυναίκεσ και στα παιδιά τουσ, µπεκροπίνουν, χασοµερούν όλη µέρα χωρίσ ενδιαφέροντα, περπατούν στο δρόµο (µεταφορικά µιλάω) χωρίσ να ξέρουν πού θέλουν να πάνε. Ο δικόσ µου όµωσ ο µπαµπάσ ήταν ό,τι καλύτερο θα µπορούσε να µου συµβεί! Ευγενικόσ µε όλουσ, λογικόσ, συζητήσιµοσ, µορφωµένοσ, µε ενδιαφέροντα, βάδιζε στο δρόµο (πάλι µεταφορικά µιλάω) αλλά ήξερε πού ήθελε να πάει. Τώρα εσύ, η φωνή µεσ στο κεφάλι µου, θα µου πεισ πού πήγαν όλα αυτά… Πώσ ένασ τόσο ξεχωριστόσ µπαµπάσ άφησε τη ζωή του εδώ, άφησε εµένα και τη µαµά, άφησε το διπλό του κρεβάτι, για να πάει πού; Και γιατί εξαφανίστηκε; Πώσ µπόρεσε να εξαφανιστεί; Πώσ µπόρεσε και σκέφτηκε καν ότι ήθελε να εξαφανιστεί; Γιατί δεν τη σκότωσε κι αυτόσ αυτή τη σκέψη, όπωσ σκοτώνω κι εγώ τόσεσ και τόσεσ; Ασ ερχόταν να

5

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 6

“Aντίο, λοιπόν”

µου το πει κι εγώ θα τον βοηθούσα να τη σκοτώσει, να τη βάλει κάτω και να την ποδοπατήσει! Το κακό µε µένα είναι ότι δεν σκοτώνω µόνο σκέψεισ. Σκοτώνω και άλλα πράγµατα. Σκοτώνω και συναισθήµατα. Να, παρ’ όλο που στενοχωρήθηκα και πληγώθηκα που έφυγε, δεν έκλαψα ούτε µια φορά. Και δεν το έκανα κατόπιν «ωρίµου σκέψεωσ», όπωσ λέει ο δάσκαλόσ µασ, αλλά µου βγήκε αυθόρµητα! Λεσ και έκλεισε ξαφνικά µέσα µου µια πόρτα και αποµόνωσε όλα µου τα συναισθήµατα στο υπόγειο του σπιτιού µου (να πω πάλι ότι µιλάω µεταφορικά;). Άσχηµο είναι να µη µπορείσ να κλάψεισ! Ζηλεύω τουσ ανθρώπουσ που κλαίνε! Πολλέσ φορέσ οι συµµαθητέσ κι οι συµµαθήτριέσ µου, όταν χτυπάνε, βάζουν κάτι κλάµατα που σου σπαράζουν την καρδιά! Εγώ ούτε σ’ αυτή την περίπτωση δεν µπορώ να κλάψω. Τουσ θαυµάζω τόσο πολύ που καταφέρνουν και βγάζουν από τα µάτια τουσ δάκρυα, που µου έρχεται να πάω να τουσ αγκαλιάσω, να τουσ φιλήσω, και να τουσ πω, «Μπράβο, φίλε µου! Χαίροµαι τόσο πολύ που κλαισ!». Αλλά θα µε περάσουν σίγουρα για τρελό, οπότε δεν τολµώ να το κάνω! Σε αντίθεση µε µένα, η µαµά κλαίει πιό εύκολα. Μπροστά µου δεν το κάνει, φοβάται. Αν φοβάται βέβαια ότι θα παρασυρθώ κι εγώ, µάλλον δεν έχει καταλάβει τι µου συµβαίνει. Όπωσ και νά’χει, όταν είµαι εγώ στο σπίτι, δε δακρύζει ούτε όταν καθαρίζει κρεµµύδια! Μια- δυό φορέσ όµωσ που έχω κρυφοκοιτάξει µεσ απ’ τη µισάνοιχτη πόρτα του δωµατίου τησ, την έχω δει να κλαίει. Τα µακριά µαύρα τησ µαλλιά σαν κορδέλεσ µεταξωτέσ πέφτανε µέχρι το πάτωµα, έτσι όπωσ είχε το κεφάλι τησ µέσα στισ παλάµεσ τησ και το κορµί τησ γερτό στην άκρη του κρεβατιού. Εκείνο το µεσηµέρι δεν κατάλαβα τόσο την κατάσταση τησ µαµάσ, όσο τη δική µου. Βλέποντάσ τη να τραντάζεται από το κλάµα και από τα χαστούκια που τησ έδιναν τα χιλιάδεσ ερωτηµατικά που είχε µεσ στο όµορφο κεφάλι τησ, είδα κατάµατα εµένα. Είπα, «εσύ γιατί δεν µπορείσ να κλάψεισ όπωσ αυτή;» Ποιόσ ήταν πιό δυστυχισµένοσ από τουσ δυό—η µαµά που έκλαιγε και έβλεπε τη ζωή τησ να καταστρέφεται σαν την παλιά κουρελού που είχε στο χολάκι ή εγώ που ήµουν ένα ροµπότ που συνέχιζε την καλοκουρδισµένη ζωή του σα να µην είχε αλλάξει τίποτε; Περίεργο τρένο είναι η ζωή! Σε βάζει µέσα χωρίσ να σε ρωτήσει, σε αναγκάζει να πληρώσεισ ένα πανάκριβο εισιτήριο, και σ’ αφήνει να ελπίζεισ ότι ο επόµενοσ σταθµόσ είναι ο τελικόσ προορισµόσ σου! Λεσ «εδώ θα κατέβω, εδώ είναι η δικιά µου η ευτυχία! Εδώ είναι αυτοί που αγαπάω και µ’ αγαπάνε». Και σε µια στιγµή, το κύµα τα σαρώνει όλα και χάνεισ το έδαφοσ κάτω από τα πόδια σου, σα χέλι σου ξεγλιστρά. Πολλέσ ερωτήσεισ κι άλλεσ τόσεσ απαντήσεισ! Άντε τώρα ένα µικρό παιδί σαν εµένα να κάνει αντιστοίχιση των ερωτήσεων και των απαντήσεων! Η ζωή δεν είναι σαν τα Μαθηµατικά που µαθαίνουµε στο σχολείο. Εδώ δεν ξέρουν τισ απαντήσεισ ούτε οι µεγάλοι, εγώ περιµένω να λύσω το γρίφο; Θα µου πεισ, εδώ υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν αρχίσει ακόµη να κάνουν ερωτήσεισ… Φεγγοβολάει έξω το φεγγάρι κι εγώ το βλέπω µεσ απ’ τισ χαραµάδεσ του σαραβαλιασµένου παραθυρόφυλλου που χορεύει στουσ ρυθµούσ του αέρα. Είναι ένασ ήχοσ «τσίγκινοσ», έτσι τον χαρακτηρίζω. Όλη η περιοχή µασ µοιάζει τσίγκινη, φτιαγµένη ίσαίσα για να εξυπηρετεί τισ άµεσεσ ανάγκεσ µασ—να µασ προφυλάσσει απ’ τη βροχή, τον

6

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 7

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

αέρα και το κρύο—αλλά για όλα τα άλλα, δεν κάνει τίποτε. Όλη η ζωή µου είναι τσίγκινη και κοπανάει µε δύναµη στο χαλικερό δρόµο. Ποιόσ νοιάζεται για οµορφιά εδώ πέρα; Η οµορφιά κατοικεί αλλού. Ίσωσ να µένει στην Αθήνα, αρκετέσ εκατοντάδεσ χιλιόµετρα µακριά. ∆εν υπάρχει καµιά οµορφιά στην κοτσίδα τησ κυρα- Βάσωσ, τησ πλύστρασ, που πλένει τα ρούχα των άλλων µήπωσ και βγάλει κάνα φράγκο να ζήσει…Τι να ζήσει, άραγε; Όλοι θέλουν να ζήσουν—αλλά για ποιό λόγο; Τουσ ευχαριστεί που ζουν τέτοια ζωή; Εµένα δεν µου πέφτει λόγοσ—η γιαγιά µασ συντηρεί, λεσ κι είµαστε τρόφιµα κι αυτή ψυγείο—αλλά ξέρω τι είναι όµορφο και τι όχι. Κι η ζωή σ’ αυτό το µικρό χωριό, κάπου στα βόρεια του χάρτη που είναι κολληµένοσ πίσω από την πόρτα του διευθυντή του σχολείου µασ, είναι µικρή, δεν χωράει ούτε ερωτήσεισ ούτε απαντήσεισ. Είναι φτιαγµένη έτσι που σε κάνει να νιώθεισ ότι πολλά ζητάσ που θεσ να ζήσεισ. Ο κόσµοσ όλοσ είναι χτισµένοσ από το ρυάκι του Μπόγλου µέχρι τη ρεµατιά τησ Παναγίτσασ—όλοσ κι όλοσ δέκα χιλιόµετρα. ∆εν υπάρχει καµιά οµορφιά στα πρόσωπα των παιδιών που παίζουν στην αυλή του σχολείου, ούτε στισ γκριµάτσεσ των δυό δασκάλων που χρόνια τώρα µένουν στο δίπατο σπίτι πάνω από το νεκροταφείο. Η οµορφιά είναι απλή, κι αυτοί οι άνθρωποι είναι απλοί, αλλά…δεν είναι όµορφοι. Κάτι τουσ λείπει. Είναι δυνατόν να µη µου λείπει και µένα; Μπορεί και να µην είναι µόνο ο µπαµπάσ που µου λείπει. Μπορεί να µου λείπει το όνειρο. Γι’ αυτό κοιµάµαι όσο πιό πολύ µπορώ, µήπωσ και το συναντήσω πουθενά µεσ στα αυλάκια που µε πάει ο ύπνοσ. Ακούω υγρά βήµατα έξω στην αυλή και είµαι σίγουροσ ότι αυτή είναι η µαµά. Θα πήγε στην Ελένη, τη µοναδική τησ φίλη, για να πιουν καφέ και να πουν τα δικά τουσ. ∆εν πιστεύω ότι κουτσοµπολεύουν. Όχι, η µαµά είναι από εκείνουσ τουσ ανθρώπουσ που έχουν χώρο µεσ στο κεφάλι τουσ για τα δικά τουσ πράγµατα, όχι για των άλλων. Η Ελένη είναι µια όµορφη κοπέλα, γύρω στα εικοσι- οκτώ, µε ξανθά αέρινα µαλλιά και δυό µάτια στο χρώµα του λαδιού. Την ξέρω από τότε που ήµουν ενόσ έτουσ—µάλλον αυτή µε ξέρει από τότε. Εγώ αυτό που θυµάµαι έντονα σ’ εκείνη την ηλικία είναι η µυρωδιά από το γάλα που ανάβλυζε από τη ρώγα τησ µαµάσ και γέµιζε το στόµα µου µια γλυκιά και στυφή γεύση. Το σπίτι τησ Ελένησ είναι ένα πραγµατικό αρχοντικό, χτισµένο πριν τον πόλεµο (ποιόν πόλεµο δε θυµάµαι), κι είναι όλο δικό τησ. Οι γονείσ τησ έχουν πεθάνει εδώ και µερικά χρόνια και από τότε η Ελένη έχει µετατρέψει το πατρικό τησ σε «ατελιέ». Ναι, ξέχασα να πω ότι η Ελένη είναι ζωγράφοσ. Αυτή, άλλωστε, µε έχει µάθει να ξεχωρίζω τα διάφορα χρώµατα και τισ αποχρώσεισ τουσ. Κάποτε έλεγα «πράσινο» και «µπλε», τώρα όµωσ λέω «το χρώµα του λαδιού, λαδί, πετρόλ, λαδοπράσινο» και «το χρώµα του ουρανού, λουλακί, γαλάζιο, γαλαζοπράσινο, µπλε του κοβαλτίου»…Κατά κάποιον τρόπο, η σχέση µου µε την Ελένη, που τη βλέπω σα θεία, είναι σα να µε έβαλε µπροστά σε έναν πίνακα µε ανάγλυφα σχέδια και µου έδειξε τον κόσµο µέσα από ένα ουράνιο τόξο. Ο ουρανόσ πριν την καταιγίδα έπαψε πιά να είναι απλά «γκρίζοσ», αλλά µετατράπηκε σε µια παλέτα όπου υπερισχύει το χρώµα του µολυβιού µε δόσεισ από ξεθωριασµένο οινοπνευµατί που σε µερικά σηµεία του ορίζοντα πάει να αγγίξει το λευκό του σύννεφου. - Το ίδιο ισχύει και στη ζωή, µου είχε πει µια µέρα που καθόµουν στο ατελιέ τησ (µάλλον

7

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 8

“Aντίο, λοιπόν”

σε µια πτέρυγα του ατελιέ τησ, αφού τα εκατόν- πενήντα τετραγωνικά του σπιτιού τησ αυτόν ακριβώσ το σκοπό εξυπηρετούν). Οι διαθέσεισ των ανθρώπων είναι παλέτεσ: άλλεσ έχουν µόνο «ψυχρά» χρώµατα, άλλεσ µόνο «θερµά» κι άλλεσ…είναι ένα απέραντο, ταξιδιάρικο ουράνιο τόξο… - Είναι παλέτεσ ή σαν παλέτεσ, θεία; την είχα ρωτήσει εγώ, µια και ήθελα να ξεκαθαρίσω ποιά είναι η διαφορά. - Είναι παλέτεσ, επέµεινε εκείνη. Κι αυτό λέγεται «µεταφορά». Αν ήταν σαν παλέτεσ, αυτό θα ήταν «παροµοίωση». Να ξέρεισ ότι η παροµοίωση είναι πολύ πιό αδύναµη από τη µεταφορά. Ποτέ δεν αφήνει να φανεί η πραγµατική σχέση που έχει ένα πράγµα µε κάτι άλλο. Μόνο επιφανειακά το αγγίζει. Ενώ η µεταφορά είναι µια µετάλλαξη. Είναι µια κατάσταση ονειρική, Αντώνη, όπου ένα πράγµα µεταµορφώνεται σε ένα άλλο. ∆ε συµφωνείσ; Εγώ την κοίταζα σα χαµένοσ. Μου έκανε εντύπωση που µου µιλούσε ώριµα, λεσ και µιλούσε σ’ ένα συνοµίληκό τησ. Ποτέ κανείσ δεν µου είχε µιλήσει έτσι. Οι περισσότεροι δάσκαλοι που είχα γνωρίσει µε έκαναν να πιστεύω ότι µε θεωρούσαν κατώτερό τουσ. Ενώ αυτή…ήταν τόσο διαφορετική! - Ναι, θεία, καταλαβαίνω αυτό που λεσ, αν και…δεν το είχα σκεφθεί αυτό ποτέ. Στο σχολείο δεν µασ έχουν µάθει τέτοια πράγµατα. - Ούτε πρόκειται, µου είπε µε µια παράξενη σιγουριά αλλά και µε πικρία. Στο σχολείο δεν µαθαίνεισ ποτέ αυτά που πρέπει, αλλά αυτά που δεν πρέπει… Έξυσα το κεφάλι σιωπηλόσ. Για να το λέει, κάτι θα ξέρει, σκέφθηκα. - Σ’ αρέσει να µε λεσ θεία, ε; έκανε µετά και µε χάιδεψε στον ώµο. ∆εν είµαι δα και τόσο µεγάλη! - Είσαι όµωσ τόσο µεγάλη ώστε να είσαι αδελφή τησ µαµάσ, τησ είπα εγώ. Έκλεισε τα µάτια τησ σα να ονειρεύεται. - Ναι…πολύ θά’θελα νά’µουν αδελφή τησ…, παραδέχθηκε µετά. Αλλά…και τι νοµίζεισ ότι είναι τα αδέλφια; Είναι µόνο δώρο τησ φύσησ η αδελφική αγάπη; Όλο ερωτήσεισ ήταν η θεία Ελένη! Αλλά δεν περίµενε ποτέ να απαντήσω εγώ. Τα έλεγε όλα µόνη τησ! - Η αδελφική αγάπη είναι εδώ µέσα, έκανε και έβαλε το χέρι τησ πάνω στο στήθοσ τησ. ∆ε µου λεσ…, είπε µετά και κάθισε στο µικρό σκαµπό απέναντί µου. Βλέπεισ πολλούσ στο χωριό που είναι γυµνασµένοι, µε κάτι τεράστια σώµατα…Τουσ φοβάσαι λίγο, έτσι δεν είναι; µε ρώτησε συνωµοτικά. Εγώ κούνησα καταφατικά το κεφάλι. - Αυτοί οι άνθρωποι έχουν ανεπτυγµένουσ όλουσ σχεδόν τουσ µυσ του σώµατόσ τουσ, συµφωνείσ; Ξανακούνησα καταφατικά το κεφάλι. - Αυτό όµωσ που δεν είναι σίγουρο αν το έχουν ανεπτυγµένο είναι ξέρεισ τι; - Όχι, µουρµούρισα. - Ο µυσ τησ καρδιάσ τουσ… Τότε κατάλαβα τι σηµαίνει να µιλάσ «µεταφορικά». Τησ χαµογέλασα και κού-

8

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 9

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

νησα το κεφάλι για να τησ δείξω ότι αυτό που είπε το κατέγραψα. Αν το καλοσκεφθείσ, εγώ µάλλον δεν έχω ανεπτυγµένο κανέναν µυ του σώµατόσ µου. Ούτε την καρδιά. Γιατί αν την είχα, θα έκανα πολλά πράγµατα. Θα έκλαιγα, θα πονούσα, θα ζητούσα να έρθει πίσω ο µπαµπάσ, θα έκανα κάτι ν’ αλλάξω την κατάσταση. Εγώ όµωσ ζω ειρηνικά, ήσυχα, χωρίσ εξάψεισ κι υπερβολέσ. Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό µου µε έναν καρδιακό µυ τεράστιο, φουσκωµένο, υπερδραστήριο. Θα τον άντεχε το µικρό µου σώµα; Και πεσ ότι ήθελα να έχω έναν τέτοιο µυ. Πώσ θα τον αποκτούσα; Με τι τρόπο γυµνάζεται άραγε; Υπάρχουν γυµναστήρια γι’ αυτό το σκοπό; Βλακείεσ κάθοµαι και σκέφτοµαι. Αφού ξέρω πολύ καλά ότι αυτόσ ο µυσ γυµνάζεται µε άλλου είδουσ «βάρη». Με χαρέσ, µε συγκινήσεισ, µε ευκολίεσ, µε δυσκολίεσ…Τότε εγώ γιατί δεν τον ανέπτυξα ακόµη; Ελαττωµατικόσ θα είναι, σίγουρα! Αλλιώσ δεν εξηγείται! Θα το πω κάποια στιγµή στη θεία Ελένη, να δω τι θά’ χει να µου πει…Το πιθανότερο είναι ότι δε θα µε πιστέψει. Θα µου ισχυριστεί ότι λέω ανοησίεσ, ότι είµαι ταπεινόσ και σεµνόσ, σα σωστόσ Χριστιανόσ! Χµµµ….αυτό το σα δεν µ’ αρέσει. Άλλο να πεισ ότι είσαι «σωστόσ Χριστιανόσ» κι άλλο «σα σωστόσ Χριστιανόσ»! Έτσι τουλάχιστον καταλαβαίνω απ’ αυτά που µου είχε πει τισ προάλλεσ η θεία Ελένη για τη διαφορά µεταξύ µεταφοράσ και παροµοίωσησ. Όλ’ αυτά βέβαια αν κάτσω και τα πω στο σχολείο ή τα γράψω σε καµία έκθεση, µάλλον θα µε στήσουν στα γόνατα στη γωνία και θα περιµένω µέχρι να σχολάσουν όλοι. Ό,τι και να γράψει κανείσ, άµα αυτά που λέει δεν ταιριάζουν µε τη ζωή που έχει ζήσει ωσ τώρα, είναι σα να βάζει τισ κυράτσεσ τησ αυλήσ να του κάνουν κήρυγµα σοβαρότητασ! Εµένα δεν µ’ αρέσουν τα κηρύγµατα, ούτε τησ µαµάσ. Γι’ αυτό σπάνια µου λέει τι να κάνω. Κάπου µου λείπει αυτό. Γιατί σε όλα πρέπει να είµαστε διαφορετικοί εµείσ; Όλεσ οι άλλεσ µανάδεσ βάζουν το χέρι στη µέση και κατσαδιάζουν τα παιδιά τουσ. «Χαραµοφάηδεσ» τουσ ανεβάζουν, «ανεπρόκοπουσ» τουσ κατεβάζουν. Η δικιά µου η µάνα έχει πάντα κάτι καλό να πει για µένα. Έτσι κάνει και στη θεία Ελένη. Εκεί που πίνουν τον καφέ τουσ, τησ λέει πόσο πολύ µ’ αγαπάει και πόσο µεγάλη ασφάλεια νιώθει κάθε φορά που γυρνάει σπίτι και µε βρίσκει εκεί. Την έχω ακούσει πολλέσ φορέσ όταν γυρίζω από καµιά δουλειά που µ’ έχει στείλει η θεία Ελένη να µιλάει µε τα καλύτερα λόγια για µένα. Και το παράξενο είναι ότι δεν αλλάζει κουβέντα όταν µε βλέπει να µπαίνω στο δωµάτιο, όπωσ κάνουν µερικοί στο καφενείο όταν βλέπουν να πλησιάζει κανείσ για τον οποίο πριν µιλούσανε µε τα χειρότερα λόγια. Βέβαια, άλλο είναι να λεσ καλά πράγµατα για κάποιον κι άλλο να τον κουτσοµπολεύεισ! Κι η µαµά αν έλεγε κακά πράγµατα για µένα, θα άλλαζε κουβέντα µόλισ θα µ’ έβλεπε! - Εδώ είσαι, Αντώνη; Η φωνή τησ µου διαλύει τισ σκέψεισ όπωσ η βελόνα τη φούσκα. - Ναι, µαµά! Στο δωµάτιό µου είµαι! Κοιτάζω το ηλεκτρονικό µου ρολόι που µου είχε χαρίσει ο µπαµπάσ λίγο πριν φύγει. Οκτώµιση. Αν ήξερα ότι θα έφευγε, δεν θα το δεχόµουν το δώρο του! Γιατί να δεχθώ ένα δώρο από κάποιον που φεύγει; Είναι σα να δέχοµαι για ένα αντικείµενο να χάσω όλα τ’ άλλα! Φταίω που έφυγε! Αν δεν τό’ παιρνα το δώρο του, µπορεί και να τον έβαζα σε σκέψεισ, να καθόταν να σκεφθεί τι πάει να κάνει!

9

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 10

“Aντίο, λοιπόν”

- Έφαγεσ, αγόρι µου; Η φωνή τησ τώρα έρχεται από το κατώφλι τησ πόρτασ του δωµατίου µου. - Όχι, µαµά. ∆εν πείναγα. - Έχεισ κόψει, το ξέρεισ; Αδυνάτισεσ! Κοιµάσαι πολύ και µπορεί αυτό να σου κάνει κακό… - Ο ύπνοσ κάνει καλό συνήθωσ, µαµά, τησ λέω εγώ. Το πράσινο φόρεµα που φοράει γλείφει το πάτωµα. - Αυτό που φοράσ δεν είναι λίγο…µακρύ; τη ρωτάω αλλάζοντασ θέµα. Σκύβει µπροστά τησ, πίσω τησ, γύρω τησ. - Μια χαρά είναι, αγόρι µου. Έτσι είναι τησ µόδασ τώρα. ∆εν έχω γνώµη πάνω σ’ αυτό, γι’ αυτό δε συνεχίζω. Έρχεται κοντά µου και κάθεται στην άκρη του ετοιµόρροπου κρεβατιού µου. - Πώσ και δε βγήκεσ απόψε; - Πού να πάω; Με τέτοιον καιρό; Προτίµησα να διαβάσω και να… - Κοιµηθείσ…, προσθέτει και γελάει. - Τι κολώνια φοράσ; αλλάζω πάλι κουβέντα. - Μου τη χάρισε η Ελένη, µου λέει και έρχεται πιό κοντά να τησ µυρίσω το λαιµό. - Εκεί ήσουν; τη ρωτώ αλλά, χωρίσ να το καταλάβω, ακούγοµαι σα να µη την πιστεύω. - Πού αλλού θα µπορούσα νά’µουν; λέει εντελώσ φυσικά. Σηκώνοµαι απ’ το κρεβάτι. Φοράω τα αθλητικά µου και πηγαίνω στην πόρτα. - Πάµε στο σαλόνι, τησ λέω. Έχει ένα ντοκυµαντέρ που δε θέλω να χάσω, τησ εξηγώ. Στην πραγµατικότητα δεκάρα δε δίνω για το ντοκιµαντέρ. Απλά θέλω να κάτσω µαζί τησ στον καναπέ, να ρίξω τη µατιά µου στισ τρεισ κορνίζεσ απέναντι στο σύνθετο µε τισ φωτογραφίεσ του µπαµπά και να αναπολήσω το παρελθόν, ενώ θα τησ σφίχνω το χέρι χωρίσ να µιλάει κανείσ µασ. Όταν µπαίνουµε στο µεγάλο, ζεστό σαλόνι µε το τζάκι να καίει αργά µε δυό µικρά κούτσουρα απιθωµένα όπωσ όπωσ, µια ταγκή µυρωδιά µου φράζει τη µύτη. - Αχ! κάνει η µαµά και τρέχει προσ το τζάκι. Τον τενεκέ το τυρί το αφήσαµε εδώ, δίπλα στο τζάκι, κι έβρασε η φέτα! Πώσ δεν το πήρα είδηση τόσεσ µέρεσ! Σκύβει το ευλύγιστο κορµί τησ ν’ ανοίξει το καπάκι για να δει το περιεχόµενο του τενεκέ. - Έχεισ µέρεσ να κάτσεισ στο σαλόνι, µαµά, παρατηρώ εγώ και τη βλέπω προσ στιγµή να σταµατά, αφήνοντασ το καπάκι που κρατά για λίγο µετέωρο. Γυρίζει να µε κοιτάξει. Το πρόσωπό τησ δεν παύει ποτέ να είναι όµορφο, ακόµη και κάτι τέτοιεσ στιγµέσ που το «µέσα» τησ παλεύει µε ό,τι είναι «έξω» τησ. ∆ε χρειάζεται να µου πει τίποτε. Το ίδιο βράδυ που πέφτω για άλλη µια φορά στα υγρά µου σεντόνια συνειδητοποιώ ότι δεν αντέχει να πηγαίνει στο σαλόνι. Και δεν αντέχει γιατί εκεί είναι έντονη η παρουσία του µπαµπά. Κάπου φταίω κι εγώ που τησ θυµίζω µε τον τρόπο µου το παρελθόν, µε το άγγιγµά µου εκεί, πάνω στον καναπέ, και µε το βλέµµα µου, που είναι µονίµωσ καρφωµένο στισ κορνίζεσ…

10

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 11

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Τισ Κυριακέσ πηγαίνουµε µε τη µαµά στην εκκλησία. ∆ηλαδή µε τραβάει για να πάω. Εγώ, να πω την αλήθεια, δεν τα καταλαβαίνω αυτά. Ωραίοσ είναι ο Ναόσ του Θεού αλλά…όλεσ αυτέσ οι εικόνεσ και τα καντήλια µου φέρνουν νύστα. Ναι! Πραγµατικά! Κάθε φορά που πατάω το πόδι µου εκεί µέσα νιώθω τα βλέφαρά µου να κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο και να κλείνουν σα στρείδι! Με σκουντάει η µάνα µου από δίπλα και µου λέει: - Καλέ, ντροπή! Θα µασ δουν και ποιόσ ξέρει τι θ’ αρχίσουν να λένε! - Μην ανησυχείσ, τησ λέω µε κλειστά τα µάτια. Έτσι κι αλλιώσ λένε! Για έλα κοιµήσου ένα βράδυ στο δωµάτιό µου να δεισ τι θ’ ακούσεισ το πρωί στην αυλή! Αυτό είναι αρκετό για να βγούµε κατευθείαν έξω. - ∆ηλαδή τι λένε; µου κάνει. - Πολλά, βρε µαµά, λένε! κάνω εγώ βαριεστηµένα. Όχι µόνο για µασ αλλά και για όλο το χωριό! - ∆εν τουσ έστελνεσ στο διάολο; λέει χωρίσ να υπολογίσει τισ γριέσ που την κοιτάζουν από τα στασίδια δίπλα στην είσοδο. - Τό’ κανα! Μια και δυό µόνο; - Είναι αγράµµατοι άνθρωποι, τι περιµένεισ; Στερηµένοι! Ζηλεύουν, αγόρι µου… - Μπορεί νά’ναι κι έτσι…, λέω σκεφτικόσ. Μέσα µου δε βρίσκω κανένα λόγο να µασ ζηλέψει κανείσ. ∆εν τησ το λέω όµωσ. Αυτό που θέλει από µένα είναι να είµαι καλό παιδί και τίµιο. ∆εν έχει ανάγκη από τισ σκέψεισ µου. Σάµπωσ και ποιόσ νοιάζεται για τισ σκέψεισ µου; Μήπωσ ο δάσκαλόσ µασ ενδιαφέρεται για το τι σκεφτόµαστε; Μόνο οι πράξεισ µασ τον νοιάζουν. Μασ το έχει πει, άλλωστε, πολλέσ φορέσ. - Σασ αρέσει, δε σασ αρέσει, εδώ πέρα έρχεστε για να γίνετε σωστοί άνθρωποι. Τισ απόψεισ σασ κρατήστε τισ για τον εαυτό σασ. Εδώ θέλουµε να καλλιεργήσουµε σωστέσ συµπεριφορέσ. Με τισ σκέψεισ σασ ασ ασχοληθούν οι γονείσ σασ, που σασ ξέρουν καλύτερα από κάθε άλλον! ∆εν τον πίστεψα. Πόσο καλά µασ ξέρουν οι γονείσ µασ, δηλαδή; Όλοι κοιτάζονταν και χασκογελούσαν την ώρα που µασ µιλούσε το «φαλακρό δάσοσ». Έτσι τον έχουµε βγάλει το δάσκαλο. «Φαλακρόσ» γιατί δεν έχει µαλλιά και «δάσοσ» γιατί νοµίζει ότι έχει! Και νοµίζει όχι µόνο ότι έχει µαλλιά αλλά και γνώσεισ! Εντάξει, όσο γι’ αυτό δεν παίρνω κι όρκο, αλλά τι να τισ κάνεισ τισ γνώσεισ άµα λεσ τέτοιεσ βλακείεσ, ότι τάχα οι γονείσ γνωρίζουν τα παιδιά τουσ; Η Μαρίτσα, η νύφη του µπακάλη, γνωρίζει ότι ο γιοσ τησ ο Μιχάλησ τρέχει κάθε βράδυ κρυφά και χώνεται σ’ εκείνο το σπίτι στο λόφο που µένει η κουτσή η Μάρω και βγαίνει µόνο όταν το φεγγάρι πάει για ύπνο; Ο Αποστόλησ ο Καρίτσησ ξέρει ότι η κόρη του η Φρόσω καπνίζει στισ τουαλέτεσ και κουβαλάει πάντα µαζί τησ το τσιµπιδάκι για τα φρύδια, λέγοντασ σε όποιον ωραίο βρει µπροστά τησ ότι τησ αρέσει να την πασπατεύουν στα βυζιά; Τίποτα δεν ξέρουν οι γονείσ µασ! Κι η µάνα µου φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση. Κάθε άλλο. Πλέει σε πελάγη ευτυχίασ—µάλλον σε πελάγη άγνοιασ. Γιατί όλο και κάτι κουβαλάµε όλοι µασ που θα έπρεπε να το ξέρουν οι δικοί µασ αλλά όµωσ δεν το ξέρουν.

11

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 12

“Aντίο, λοιπόν”

Και δεν εννοώ το εννιά που γίνεται δεκαεννιά στον έλεγχο, ούτε τουσ τάχα φιλάνθρωπουσ φίλουσ µου. Ούτε βέβαια την ψευδαίσθηση ότι το µέλλον µου είναι αισιόδοξο. Αυτό στο κάτω- κάτω µπορεί και να βγει αληθινό. Άλλο πράγµα δεν ξέρει η µαµά—και δεν είναι η µόνη. ∆εν µου είναι ευχάριστο να µιλάω γι’ αυτό, αλλά δεν µπορώ να κάνω ότι δεν το βλέπω. Ούτε µπορώ να ισχυριστώ ότι κάποιοσ άλλοσ το κάνει αντί για µένα. Τα χέρια αυτά, τα µικροσκοπικά, λεσ και ανήκουν σε έναν εξάχρονο και όχι σε ένα αγόρι τησ ηλικίασ µου, ξέρω πολύ καλά τι κάνουν και γιατί το κάνουν. Βέβαια, ενώ το «τι» είναι εύκολο επειδή εύκολα το παρατηρείσ, το «γιατί» σηκώνει πολλή συζήτηση. Όπωσ ακριβώσ συµβαίνει και στισ επιστήµεσ. Το «τι» το βλέπεισ µπροστά σου. Η µια µπάλα χτυπάει την άλλη και βλέπεισ την κίνηση, ακούσ τον ήχο. Το «τι» το καταγράφεισ εύκολα µε ένα πείραµα, σαν αυτά που µασ κάνει στην τάξη ο δάσκαλοσ. Το «γιατί» είναι άλλο πράγµα. Πολλέσ θεωρίεσ µπορεί να υπάρχουν για να εξηγήσουν το «γιατί». Και άντε πεσ ότι στη χηµεία και στη φυσική εύκολα καταλήγεισ στο «γιατί». Στη ζωή είναι τόσο εύκολο να πεισ γιατί κάποιοσ κάνει κάτι; Άµα παρατηρήσεισ το Μιχάλη, τον γιο τησ Μαρίτσασ, θα δεισ ότι εξαφανίζεται σαν τον κλέφτη µεσ στισ φυλλωσιέσ, µπαίνει στο σπίτι τησ Μάρωσ τησ κουτσήσ πάνω στο λόφο και ξαναβγαίνει ύστερα από ώρεσ. Άµα όµωσ προσπαθήσεισ να βρεισ το «γιατί», χάθηκεσ µεσ στισ σκέψεισ! Μπορεί να του παραδίδει µαθήµατα Αγγλικών, µπορεί να τησ κρατάει τη ρόκα ενώ αυτή γνέθει, µπορεί να λένε ιστορίεσ να περάσει η ώρα, µπορεί να συνωµοτούν να βάλουν χέρι στο παγκάρι (αν προλάβουν δηλαδή, γιατί πολλά ακούγονται και για τον ίδιο τον παπα- Ανέστη!), µπορεί, µπορεί, χίλια- δυό µπορεί! Για να είµαι ειλικρινήσ—γιατί πάντα θέλω να είµαι ειλικρινήσ, όσο µπορώ δηλαδή—το να βρεισ το «γιατί» για τισ πράξεισ των άλλων είναι πολύ πιό εύκολο και ανώδυνο απ’ ό,τι το «γιατί» για τισ δικέσ σου. Το µόνο που ξέρω είναι ότι αυτό που κάνω εδώ και κανα- δυό χρόνια θεωρείται κακό πράγµα και δεν το έχω συζητήσει µε κανέναν. Πολλά βέβαια θεωρούνται «κακά πράγµατα» από τουσ µεγάλουσ, αλλά όλοι σχεδόν συνεχίζουν να τα κάνουν χωρίσ καµία τύψη. Το να λέµε ψέµατα, ασ πούµε, το να µιλάµε την ώρα τησ λειτουργίασ, το να διαβάζουµε τα «πονηρά» περιοδικά που φέρνει ο κυρ- Λάµπροσ στο περίπτερο, το να κάνουµε «πονηρέσ» σκέψεισ τα βράδια που πέφτουµε για ύπνο, και πολλά άλλα. Εγώ όλ’ αυτά τα έχω κάνει. Ίσωσ γιατί τα βρίσκω εντελώσ φυσιολογικά—και το να πω ψέµατα άµα δε θέλω να βρω τον µπελά µου και το να µιλήσω την ώρα τησ εκκλησίασ και το να κρυφοκοιτάξω κάποιεσ σελίδεσ από τα περιοδικά που έχει κρεµασµένα γύρω- γύρω στο περίπτερο ο κυρ- Λάµπροσ και το να φανταστώ ότι είµαι ξαπλωµένοσ µε τη Νατάσα σε ένα κρεβάτι και την έχω αγκαλιά όλη τη νύχτα ακούγοντασ την ανάσα τησ και βλέποντασ το στήθοσ τησ να ανεβοκατεβαίνει. Το µυστικό το δικό µου είναι εντελώσ διαφορετικό από των άλλων παιδιών. Γελάω συνωµοτικά κάθε φορά που το κάνω. Εκείνη τη στιγµή που τεντώνω το χέρι και καλύπτω µε την παλάµη µου το καινούργιο µπουκαλάκι το σαµπουάν που έχει φέρει στο µίνι- µάρκετ η Λίτσα ή το οβάλ πιατελάκι από πορσελάνη που είναι δώρο µαζί µε το απορρυπαντικό Skip, όλο µου το κορµί είναι λεσ και έχει ψηλώσει δυό- τρεισ σπιθαµέσ! Και δεν βιάζοµαι να το κρύψω µεσ στη σάκα µου για να µη µε δει κανείσ. Το κρατάω για

12

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 13

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ώρα µεσ στα δάχτυλά µου, το περιεργάζοµαι, σκέφτοµαι πόσο πιό καλή θέση θα βρει µεσ στο µπαούλο µαζί µε τα παλιά ρούχα και τισ αποκριάτικεσ στολέσ, κι ύστερα, σα να κάνω το πιό φυσιολογικό πράγµα στον κόσµο—σα να αναπνέω, ασ πούµε—το παραχώνω µεσ στη σάκα κάτω από τα βιβλία µου. Και ξέρω ότι δεν το κάνει κανείσ άλλοσ σ’ όλο το χωριό! Θα µου πεισ, πώσ µπορώ να είµαι τόσο σίγουροσ! Πολλέσ φορέσ έχω παρατηρήσει τσούρµο από παιδιά και µεγάλουσ στο µίνι- µάρκετ, στο περίπτερο, στο χασάπη, στο µανάβη, στην ταβέρνα. Κάθοµαι σε µια γωνιά και µε το βλέµµα µου παρακολουθώ την κάθε κίνηση. Μόλισ µπαίνω σε ένα χώρο καταγράφω µε µια µατιά ό,τι θα µπορούσε εύκολα να κλέψει κανείσ: ένα διακοσµητικό πιάτο στον τοίχο, ένα κερί σε ένα κηροπήγιο, ένα νόµισµα πεσµένο ανάµεσα στισ καρέκλεσ, ένα ελκυστικό προZόν στο ράφι, όπωσ το πορσελάνινο πιατάκι του Skip…Τίποτε! Όλα είναι πάντα στη θέση τουσ, µέχρι να έλθει να τα πάρει ο νόµιµοσ κάτοχόσ τουσ. Συµπέρασµα: είµαι ένα ξεχωριστό πλάσµα. Χωρίσ κανείσ να καταλαβαίνει το παραµικρό, πέφτει θύµα τησ πλάκασ µου. Τώρα, δεν ξέρω κι εγώ αν είναι πλάκα ή κάτι άλλο, ασ πούµε «µανία», αλλά δε θα το ψάξω. Ό,τι είναι είναι. Μ’ αρέσει όµωσ. Είναι κάτι που µου γεµίζει µε ουσία τισ ώρεσ. Και στο σχολείο τα ίδια κάνω. Εκεί βέβαια κάτι έχουν καταλάβει. Εννοώ ότι βλέπουν να τουσ λείπουν πράγµατα—πότε µια γόµα, πότε ένα στιλό, µια ξύστρα, ένασ χάρακασ—αλλά δεν µπορεί να τουσ πάει το µυαλό σε µένα. Λεσ κι ο θεόσ είναι σύµµαχόσ µου! Αν υπάρχει θεόσ, δηλαδή. ∆εν παίρνω κι όρκο! Ό,τι και να µου λέει η φωνή µέσα µου, νιώθω πολύ όµορφα που τουσ ξαφρίζω τόσα πράγµατα κάτω από τη µύτη τουσ! Εντάξει, δεν ξέρω αν θα τό’κανα αν όλ’ αυτά τα αντικείµενα ήταν µεγάλησ αξίασ. Ένα µολύβι, ένα πλαστικό µπολ, ένα πορσελάνινο πιατάκι, ένα πακέτο ζυµαρικά, µια σκουριασµένη µολυβοθήκη ξεχασµένη στο εργαστήρι του σχολείου µασ δεν έχουν και µεγάλη αξία. Πάντωσ, και χρυσάφι νά’κλεβα, δε θα ένιωθα τόσο ωραία όσο όλο αυτό τον καιρό που παραγεµίζω το µπαουλάκι µου! Η µαµά ποτέ δεν το ανοίγει το µπαούλο. ∆εν είναι στο χαρακτήρα τησ να ψαχουλεύει τα πράγµατα των άλλων. Και µένα µου το έµαθε αυτό. ∆εν ψαχουλεύω ποτέ! Μόνο παίρνω αυτό που θέλω και φεύγω! ∆εν ανακατεύοµαι στισ υποθέσεισ και στα µυστικά των άλλων. Άλλο αν τισ περισσότερεσ φορέσ µου αποκαλύπτονται µπροστά στα µάτια µου. Τισ προάλλεσ στο σχολείο, εκεί που τραβούσα ένα ασηµένιο χάρακα από τη σάκα ενόσ συµµαθητή µου, έπεσε στο πάτωµα ένα παλιό γράµµα (έτσι τουλάχιστον φαινόταν από τον ωχροκίτρινο φάκελο) που απευθυνόταν σε µια κοπέλα στην Αθήνα. Απ’ ό,τι κατάλαβα, αυτή η κοπέλα στην Αθήνα ήταν αδελφή του συµµαθητή µου και κάποιοσ τησ έγραφε ότι λυπόταν που δεν µπορούσε πιά να είναι µαζί τησ ύστερα απ’ ό,τι έγινε, αλλά πάντοτε, λέει, θα τη σκεφτόταν. Την υποχρέωσεσ, βρε βλάκα! είχα σκεφθεί κουνώντασ το κεφάλι. Τι να την κάνει τη σκέψη σου αν δεν έχει εσένα τον ίδιο! Ποιόσ ξέρει τι είχε συµβεί… Και τι δουλειά είχε αυτό το γράµµα στη σάκα του Γιώργη…Μάλλον το είχε βουτήξει από κάπου! Προσ στιγµή φαντάστηκα ότι µπορεί να κάναµε το ίδιο πράγµα, ο Γιώργησ κι εγώ, αλλά µετά σκέφθηκα ότι δεν ήταν έτσι. Εκείνοσ µπορεί να ήθελε από περιέργεια ή από ενδιαφέρον να µάθει κάτι που η απάντησή του βρισκόταν σ’ αυτό το γράµµα, ενώ εγώ κλέβω γιατί µ’ αρέσει και γιατί, απλούστατα, αυτά που κλέβω

13

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 14

“Aντίο, λοιπόν”

ανήκουν σε άλλουσ και δε θα έπρεπε να βρίσκονται στα δικά µου χέρια! Πάντωσ, πρέπει να είναι πολύ χαζοί όλοι τουσ που τόσον καιρό δεν έχουν πάρει χαµπάρι τι γίνεται! Ούτε ο δάσκαλοσ, ούτε οι συµµαθητέσ µου, ούτε ο αστυφύλακασ, ούτε ο περιπτεράσ, ούτε η Λίτσα στο µίνι- µάρκετ, ούτε οι κουτσοµπόλεσ τησ αυλήσ µασ, ούτε η θεία Ελένη, ούτε η µαµά! Εκτόσ αν µου την έχουν στήσει και περιµένουν την κατάλληλη στιγµή να µε τσακώσουν στα πράσα! Και τότε τι θα γίνει; Θα µε κάνουν ρεζίλι στο χωριό και µπορεί να µε κλείσουν και σε κανένα αναµορφωτήριο! Αν µε ρωτήσεισ αν φοβάµαι, θα σου πω όχι. Εντάξει, κάποιεσ στιγµέσ δειλιάζω και λέω να το σταµατήσω πιά αυτό το επικίνδυνο «σπορ», αλλά µετά λέω, «και γιατί να σταµατήσω; ∆εν πειράζω κανέναν! Όλοι συνεχίζουν τη ζωή τουσ κανονικά, όπωσ και πριν αρχίσω εγώ το σπορ!» ∆ιάφορεσ ιστορίεσ που κάνουµε στο σχολείο µιλάνε για τισ περιπέτειεσ µικρών παιδιών, τισ αταξίεσ τουσ και τα καµώµατά τουσ που τουσ βάζουν σε µπελάδεσ. Κι όλα αυτά τα κάνουν παιδιά µικρά, πέντε, έξι, άντε και επτά χρόνων. Για δωδεκάχρονα που κλέβουν ό,τι βρουν µπροστά τουσ δε γράφει πουθενά! Λεσ να γίνω διάσηµοσ αν µε τσακώσουν; Κάτι είναι κι αυτό! Σάµπωσ όλοι γίνονται διάσηµοι επειδή κάνανε καλέσ πράξεισ; Υπάρχουν και διάσηµοι που καθιερώνονται για τισ…«ατασθαλίεσ» τουσ, που λέει κι η θεία Ελένη. Μπορεί και νά’ναι γραφτό να γίνω σταρ για το πρωτότυπο «άθληµά» µου. Μπορεί να διοργανωθούν και αγώνεσ για το ποιόσ θα κλέψει τα περισσότερα χωρίσ να τον καταλάβουν οι άλλοι! Μπορεί να δοθούν έπαθλα και ο καλύτεροσ να ταξιδέψει έξω απ’ το χωριό, στον «πολιτισµό», για να µάθει κι άλλα πολλά και να γίνει «χρήσιµοσ πολίτησ»! Πρώτη Μάρτη και όλοσ ο τόποσ µυρίζει γλυκό τριαντάφυλλο. Ο µυρωµένοσ αέρασ λογχίζει τα παραθυρόφυλλα και ανεβαίνει ίσα µε τα ρουθούνια µου. Παρατάω το διάβασµα—κι είναι τόσο βαρετή αυτή η Γραµµατική!—και σκάω λίγο έξω από το τζάµι να δω τον ουρανό. Ούτε ένα σύννεφο στον ορίζοντα! Κυριακή σήµερα κι η µαµά θά’χει πάει σίγουρα στην εκκλησία. Τό’χει πάρει απόφαση ότι εγώ δεν πρόκειται να την ακολουθήσω ξανά. Τα σταυροκοπήµατα και τα λόγια του παπά είναι δική τησ υπόθεση κι εµένα ασ µη µε µπλέκει! Έχω πράγµατα εγώ να κάνω! Αφού τελειώνω βιαστικά κάτι ασκήσεισ και σιγουρεύοµαι ότι ξέρω απ’ έξω ένα ολόκληρο κοµµάτι από ένα ποίηµα του Ρίτσου, φοράω τη µπλε φόρµα µου και πάω για έναν περίπατο. Άλλεσ φορέσ έπαιρνα κι ένα σηµειωµατάριο µαζί µήπωσ και µου έρθει καµιά σκέψη να τη γράψω. Ποτέ δεν ξέρεισ τι µπορεί να σκεφθείσ. Μπορεί αυτό που σκέφτεσαι και νοµίζεισ ότι είναι χαζό σε κάποιον άλλον να αρέσει! Σήµερα όµωσ λέω να µη πάρω τίποτε µαζί µου. Τα µάτια και η µύτη µου αρκούν. Σαν κατηφορίζω το µονοπάτι µπροστά από το µεγαθήριο του καπετάνιου, τον «Όλυµπο», και βγαίνω στη δηµοσιά, βλέπω δυό- τρεισ συµµαθητέσ µου µε τα ποδήλατα να έρχονται προσ τη δική µου κατεύθυνση. Με βλέπουν από µακριά, γελάνε µεταξύ τουσ και µε χαιρετάνε. Τουσ ανταποδίδω το χαιρετισµό αλλά κόβω από αλλού δρόµο. ∆εν έχω όρεξη για κουβέντα. Κάτι φωνάζουν πίσω µου, «πού πασ ρε; Κοίτα ρε, µασ έκλασε εντελώσ!», αλλά εγώ δε δίνω σηµασία. Το δροµάκι που περνά από το χωράφι του παππού, που το δώσαµε για ένα κοµµάτι ψωµί πριν καµιά δεκαριά χρόνια, είναι γεµάτο αγριο-

14

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 15

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

λούλουδα. Καθώσ περπατώ, νιώθω να µ’ αγκυλώνει στην κάλτσα ένα αγκάθι και τινάζω το πόδι στη στιγµή. «Με µατιάσανε τα µαλακισµένα!» µονολογώ και συνεχίζω. Μόνο όταν φθάνω στο ξωκλήσι, τον Άγιο Μηνά, που είναι πάνω στο λόφο, δίπλα σχεδόν στο σπίτι τησ Μάρωσ τησ κουτσήσ, καταλαβαίνω τι σηµαίνει Κυριακή! Όλη η Ήπειροσ είναι στα πόδια µου ανάγλυφη, σα να ξεπήδησε από τον καµβά τησ θείασ Ελένησ! Τι χρώµα είναι αυτό που πληµµυρίζει τα µάτια µου, τι πόθοσ είναι αυτόσ που µε κυριεύει να ζήσω αυτή τη στιγµή! Κοιτάζοντασ το πρασινοκίτρινο των χωραφιών πέρα, όσο φθάνει το µάτι σου, και ταξιδεύοντασ στουσ καπνούσ από τα τζάκια που φαίνονται από µακριά, νιώθω τέτοια γαλήνη, σαν πουλί που γυρίζει στη φωλιά του, σαν αγυιόπαιδο1 που του δίνουν σπίτι! Μια τέτοια οµορφιά, που είµαι πολύ µικρόσ για να την αποδώσω µε λόγια, θέλω τούτεσ τισ στιγµέσ να τη ζούσα µε αυτήν που αγαπώ περισσότερο από όλουσ τουσ άλλουσ—τη Νατάσα, την πανέµορφη µελαχρινή νεράιδα του χωριού µασ, που είναι στο απέναντι θρανίο από µένα. Μόνο κάτι τέτοιεσ ώρεσ που κοιτάζεισ τη ζωή κατάµατα και βλέπεισ το θάµποσ τησ καταλαβαίνεισ πόσο µόνοσ είσαι. Κι εγώ αυτό το λόφο µέχρι το εκκλησάκι του Άη- Μηνά τον ανέβηκα µόνοσ, όπωσ κάθε φορά. ∆εν είναι ότι µε αποφεύγει. Μάλλον εµένα µε πιάνει µια ντροπή, µια συστολή, πώσ να το πω, και δεν την πλησιάζω στα διαλείµµατα. Ενώ εκείνη το περιµένει, είµαι σίγουροσ. Κανέναν άλλον δεν κοιτάζει εκτόσ από µένα. Κάπου νιώθω περήφανοσ που µου δίνει σηµασία. Απ’ την άλλη όµωσ λέω στον άµοιρο τον εαυτό µου, «τι σου λιµπίστηκε ρε και σε κοιτάζει; Μήπωσ τα ακριβά σου ρούχα ή την οµορφάδα σου; ∆υό σπιθαµέσ είσαι κι αυτό µε τα παπούτσια!» Εδώ και αρκετό καιρό τώρα περιποιούµαι λίγο την εµφάνισή µου πριν πάω σχολείο. Χτενίζω καλύτερα τα µαλλιά µου—πότε τα κάνω χωρίστρα, πότε τα τραβάω µε τη βούρτσα προσ τα πίσω, πότε βάζω λίγο ζελέ που µου έχει δώσει η θεία Ελένη—κι έχω µάλιστα πάντα στη σάκα µου ένα καθρεφτάκι, που το βγάζω κρυφά την ώρα του µαθήµατοσ ή όταν πάω στην τουαλέτα, και σιάχνοµαι. «Σωστόσ Αλέν Ντελόν είσαι!» δίνω κουράγιο στον εαυτό µου και κορδώνοµαι. Όταν τη βλέπω όµωσ, χάνω τ’ αβγά και τα πασχάλια! Πάει κι ο Αλέν Ντελόν, πάνε κι όλα! Η θεία Ελένη, τελικά, είναι πολύ έξυπνη. Τισ προάλλεσ, πριν κάνα- δυό µήνεσ, που είχε έρθει στο σχολείο να δει τη φίλη τησ την Πόπη που κρατάει το κυλικείο, µε είδε που έκανα γύρουσ γύρω απ’ τη Νατάσα και µου το φύλαξε! Το Σάββατο που πήγα να την επισκεφθώ, µε τράταρε γλυκό κυδώνι και µε κάθισε πάνω σ’ ένα παλιό µπαούλο—µεγαλύτερο απ’ το δικό µου—και µε µια µοβ επένδυση µαλακή σα ντουλαµά2. - Λοιπόν; µου έκανε και στήθηκε µπροσ µου, λεσ και περίµενε να τησ πω την ιστορία τησ ζωήσ µου. - Λοιπόν; επανέλαβα εγώ χωρίσ να καταλαβαίνω πού το πήγαινε. - Πώσ πάει το σχολείο; - Μια χαρά, θεία. ∆ηλαδή…θα µπορούσε να πάει και καλύτερα, εδώ που τα λέµε, αλλά…τέλοσ πάντων…θα µπορούσε να πάει και χειρότερα, οπότε…µια χαρά! Γέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι. - Ναι, έχεισ δίκιο. Αν σκεφθείσ κιόλασ και κάτι άλλα παιδιά που δεν έχουν λεφτά ούτε

15

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 16

“Aντίο, λοιπόν”

για µολύβια, εσύ είσαι µια χαρά! - Ασ είσαι καλά εσύ, θεία…, τησ είπα γλυκά και την κοίταξα στα λαδιά τησ µάτια. Κι η γιαγιά, φυσικά, πρόσθεσα γιατί ήθελα νά’µαι δίκαιοσ. - Εγώ δεν κάνω τίποτε, Αντώνη µου. Απλά βοηθώ τον εαυτό µου, ξέρεισ… Αυτό δεν το περίµενα να το πει. - Ναι, ναι, έκανε και πήγε στο παράθυρο. Μετά γύρισε και συνέχισε: Στη µαµά σου και σε σένα βλέπω κάτι απ’ τον εαυτό µου. Κάτι µου καλύπτετε εσείσ οι δύο. Ίσωσ το κενό από την αδελφή που δεν είχα ποτέ ή ακόµη και από το παιδί που ίσωσ δεν αποκτήσω ποτέ… Το σώµα τησ όλη αυτή την ώρα που µιλούσε είχε µια παράξενη ένταση. Το έβλεπεσ στον τρόπο που κινιόταν µεσ στο δωµάτιο. Μιλούσε και τα χέρια και τα πόδια τησ είχαν έναν δικό τουσ ρυθµό, σα να χόρευαν. Ήταν χαρούµενη, κι ασ έβγαζε µια θλίψη για τη ζωή που ίσωσ δεν έζησε. Κι εγώ έβλεπα κάτι απ’ τον εαυτό µου πάνω τησ. - Ασ τ’ αφήσουµε τώρα αυτά, είπε µετά και την είδα να κάθεται αέρινα στο σκαµπουδάκι µπροστά σε έναν καινούργιο, ατελείωτο πίνακα. ∆εν ξέρω αν είχε µόλισ αρχίσει ή ήταν λίγο πριν το τέλοσ του έργου τησ. Πάντωσ, είχε έντονο πορτοκαλί και µοβ αυτόσ ο πίνακασ, ενώ τα σχήµατα που προσπαθούσε να αποδώσει ήταν ακόµη θαµπά, ακαθόριστα. - Τι ζωγραφίζεισ; τη ρώτησα. Με ένα τεράστιο χαµόγελο γύρισε και µου είπε: - ∆εν ξέρω…Καµιά φορά δεν χρειάζεται να ξέρεισ τι είναι αυτό που ζωγραφίζεισ…Απλά αφήνεισ το µυαλό σου ελεύθερο, χωρίσ χαλινάρι, και αυτό σε πηγαίνει…Το αποτέλεσµα, πάντωσ, τισ περισσότερεσ φορέσ είναι αντάξιο τησ έµπνευσήσ σου… Τι όµορφα που µιλούσε πάντοτε! Ήταν ένασ θησαυρόσ γνώσεων και αισθήσεων για µένα! Τι λέω «ήταν»! Ακόµη είναι και θα είναι! - Κάτι λέγαµε για το σχολείο, µου είπε µετά. Κάπου το πήγαινε µ’ αυτή την κουβέντα. - Σε είδα προχθέσ, τησ είπα. ∆εν µιλήσαµε όµωσ… - Ναι, ναι, κι εγώ σε είδα. Είχα πάει να δω τη φίλη µου… - Την Πόπη…, συµπλήρωσα εγώ. Πολύ καλή κυρία… Η θεία γέλασε. - Μη τησ το πεισ όµωσ ποτέ! - Γιατί; - Ε, να…το «κυρία» χτυπάει πολύ άσχηµα σε µια εικοσιπεντάρα! Και µάλιστα σε κάποια που πιστεύει ότι είναι ήδη πολύ µεγάλη! - Μα δεν είναι πολύ µεγάλη! έκανα εγώ παραξενεµένοσ. - Έχεισ δίκιο, δεν είναι µεγάλη, αυτό τησ λέω κι εγώ…Αλλά, ξέρεισ, οι γυναίκεσ ακόµη, τουλάχιστον στα χωριά, σαν το δικό µασ, µαραζώνουν γρήγορα και φαντάζονται ότι η ζωή πέταξε µέσα από τα χέρια τουσ σαν πουλί! Εκτόσ αν…έχουν ενδιαφέροντα ή…βρουν έναν άνθρωπο να τισ αγαπήσει ή… - Ή…; ρώτησα εγώ. - Ή… αν πάψουν να είναι γυναίκεσ…

16

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 17

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Αυτό µε χτύπησε σαν κεραυνόσ. - Και πώσ θα πάψουν να είναι γυναίκεσ; - ∆ύσκολο πολύ αυτό, παραδέχθηκε. Αλλά δεν είναι ακατόρθωτο. Βέβαια έχει κι αυτό το τίµηµά του…Μια γυναίκα παύει να είναι γυναίκα µόνο όταν πιστέψει σε κάτι που είναι πάνω απ’ αυτή. Το ίδιο µπορεί να ισχύσει και για έναν άνδρα, µόνο που…είναι πολύ πιό δύσκολο! Θα το αναλύσουµε µια άλλη φορά αυτό…Στο θέµα µασ τώρα! Προχθέσ, που λεσ, σε είδα να κάνεισ εφόρµηση σε µια συµµαθήτριά σου! «Εφόρµηση»! Αυτή η θεία χρησιµοποιεί τη γλώσσα τόσο περίεργα! - ∆ηλαδή; Την κοίταζα σα χαζόσ. - Περιτριγύριζεσ µια κοπέλα ντε! Κάνεισ πωσ δεν καταλαβαίνεισ τώρα! Κοκκίνισα σαν παντζάρι. - Τη Νατάσα, λεσ…, µουρµούρισα µετά. - Ωραίο όνοµα…, έκανε σκεφτική η θεία. Είστε µαζί στην ίδια τάξη; - Ναι…Στο απέναντι θρανίο κάθεται. - Τι γίνεται µ’ αυτή; Έλα, πεσ τα όλα στη θεία Ελένη! Αυτόσ ο ρόλοσ του εξοµολογητή τησ πήγαινε πολύ. Αν ήταν έτσι ο παπα- Ανέστησ, θά’µουν µαζί του συνέχεια στο εξοµολογητήριο! - Να…, είπα δειλά, µ’ αρέσει η συντροφιά τησ… - Η δική σου τησ αρέσει; - ∆εν ξέρω…Μάλλον… - ∆εν τησ έχεισ µιλήσει ποτέ; - Ναι, πώσ! Πολλέσ φορέσ…Αλλά…γενικά…δεν κάνουµε παρέα…Με κοιτάζει όµωσ… Θεία…δεν ξέρω απ’ αυτά. Είµαι µικρόσ, µωρέ… - Έλα τώρα! Όποτε σασ συµφέρει εσάσ τουσ νεαρούσ είστε µεγάλοι κι όποτε δε σασ συµφέρει είστε µικροί! - Τι να κάνω! Αν δεν την έβλεπα, µπορεί και να έπαιρνα το θάρροσ να τησ µιλήσω…Θα µου έλειπε πιό πολύ. Τώρα όµωσ που τη βλέπω συνέχεια, µου αρκεί… - Τι θεσ να κάνετε µαζί; Πάντα οι ερωτήσεισ τησ ήταν εύστοχεσ. - Να τησ δείξω τον κόσµο µου…, τησ απάντησα µε σκυµµένο το κεφάλι. - Τον κόσµο σου θα τησ τον δείξεισ µε σηκωµένο το κεφάλι…Τ’ ακούσ, Αντώνη; Τα χείλια µου από µόνα τουσ έσκασαν ένα χαµόγελο. - Άκου εδώ…, συνέχισε σε εµπιστευτικό τόνο. Θυµάσαι τι σου είπα πριν για τον πίνακα και την έµπνευση; Είπα ναι µε ένα κούνηµα του κεφαλιού. - Αν θεσ κάτι—και στην περίπτωσή µασ θεσ τη Νατάσα—άσε το µυαλό σου να σε οδηγήσει. Χτίσ’ τα όλα εδώ µέσα πρώτα, µου εξήγησε και είδα το δάχτυλό τησ, µε µοβ, πράσινεσ και µπλε µουντζούρεσ, να ανεβαίνει µέχρι το κεφάλι τησ και να σταµατά στο κούτελό τησ. Αν θεσ να ταξιδέψεισ µαζί τησ, χτίσε τη βαρκούλα σασ µεσ στον ταρσανά του µυαλού σου… Έµενα να την κοιτάζω µαγεµένοσ. ∆εν τα καταλάβαινα όλα όσα έλεγε αλλά το

17

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 18

“Aντίο, λοιπόν”

νόηµά τουσ το είχα συλλάβει. - Θέλω πολύ να ταξιδέψω µαζί τησ, θεία…Κι όπου µασ πάει…Αλλά…αυτό τον…τορσανά που λεσ… - Ταρσανά…, µε διόρθωσε. - Ναι, αυτό τον ταρσανά δεν τον ξέρω… Γέλασε µε την ψυχή τησ. - Ο ταρσανάσ είναι το ναυπηγείο, εκεί όπου φτιάχνονται τα πλοία… - Και χωράει ένα ολόκληρο ναυπηγείο µεσ στο κεφάλι µου;! έκανα εγώ µε αφέλεια. - Το µυαλό µασ όλα τα χωράει, φθάνει να κάνουµε χώρο µέσα του…Κάνε εσύ χώρο και όλα τ’ άλλα θα γίνουν µόνα τουσ… Μια κουβέντα είν’ αυτή…Καλά τα λέει η θεία, αλλά ο θετόσ ο ανιψιόσ τησ είναι χέστησ! Καλά, δεν είµαι και τόσο δειλόσ όσο φαίνοµαι, αλλά…τι το θεσ! Το αποτέλεσµα είναι ότι δεν µπορώ να κάνω βήµα µπροστά. Έχω κολλήσει στο όνειρο και αυτή που ονειρεύοµαι είναι φυλακισµένη µέσα του. Πώσ θα τη βγάλω; Κι όταν µάλιστα ανακαλύψει µε ποιόν έχει να κάνει, µε ποιόν αρχικλέφταρο έχει µπλέξει (όταν µπλέξει!), θα φτύνει τον κόρφο τησ! Κάθοµαι σε µια πέτρα και µε ένα ξυλαράκι ξύνω το χώµα αποκαλύπτοντασ στρώµατα από καβαλίνεσ αλόγων και σάπια χόρτα. Θέλω να γράψω πάνω στο χώµα, να σχηµατίσω τα αρχικά µασ, εµένα και τησ Νατάσασ, αλλά αυτό αντιστέκεται. Αφού έχω ανοίξει µερικέσ τρύπεσ βγάζοντασ απ’ τισ φωλιέσ τουσ τα µυρµήγκια, βρίσκω τελικά το µέροσ να χαράξω το Α και το Ν. «ΑΝ», λοιπόν. Μπορεί την αγάπη που νιώθω γι’ αυτή να την ξέρω µόνο εγώ, αλλά τώρα που έχω γράψει το «ΑΝ», το ξέρει όλη η φύση. Έχει καταγραφεί στην ιστορία. Και να πάθω κάτι εγώ, αυτά τα αρχικά θα είναι εδώ πάνω, στο λόφο, µέχρι να τα σβήσει ο αέρασ κι η βροχή ύστερα από χρόνια. Άµα ζούσε ο παππούσ, θα έλεγε αυτόσ ο κόσµοσ ο «καβάφικοσ»3 δεν εκτιµά ούτε αγάπεσ ούτε αισθήµατα. Χρήµατα θέλει µόνο και φανταχτερά υφάσµατα: ατλάζια4 και σατέν. Τον ζάβαλη5 κι αυτόνε…Νέοσ χάθηκε. Γκρεµίστηκε απ’ το γαZδούρι και µέχρι να τον πάνε στο νοσοκοµείο, είχε πεθάνει από εσωτερική αιµορραγία. Τελικά, είναι ανθεκτικέσ οι γυναίκεσ! Απ’ όλο µασ το σόι, αυτέσ που ζουν ακόµη κι αναπνέουν είναι η γιαγιά, η αδελφή τησ στην Αγόριανη, η µαµά και µια θεία τησ στη Σπάρτη. Ο παππούσ έφυγε κακήν κακώσ, πολλοί θείοι περάσανε στην αιωνιότητα—ποιόσ ξέρει πώσ!—ο µπαµπάσ έφυγε…Μόνο εγώ υπάρχω ακόµη! Λεσ να µε ξεπαστρέψουν κι εµένα; Είναι παράξενεσ οι γυναίκεσ…Αλλά µόνο τη δικιά τουσ αγκαλιά έχω γευθεί τόσα χρόνια. Οι αρσενικοί χαθήκαν’ όλοι προτού καν προλάβω να τουσ γνωρίσω…Γι’ αυτό πρέπει να παίξω το ρόλο τουσ καλά! Να τουσ τιµήσω! Να γίνω εγώ και παππούσ και σύζυγοσ και γιοσ! Ακόµη ακόµη δεν έχω µάθει να δένω τα κορδόνια µου και θέλω και ρόλουσ! Τα µάτια ενόσ δωδεκάχρονου είναι τυφλά ακόµη. ∆εν έχει φύγει από πάνω τουσ η θαµπάδα τησ νιότησ. Ποιάσ νιότησ, δηλαδή…Και τα επόµενα δέκα χρόνια τον ίδιο δρόµο βλέπω να ακολουθώ τυφλά µόνοσ µου, ν’ ανεβαίνω εδώ πάνω—αν υπάρχει το «εδώ πάνω» και δεν το έχουν κάνει ξενοδοχείο ή νοσοκοµείο—και να χαράζω αρχικά µε ένα ξυλαράκι. Α ρε, Νατάσα! Πού είσαι τέτοια ώρα; Πώσ µπορείσ να είσαι κλεισµένη µεσ

18

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 19

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

στο σπίτι όταν έξω έχει τέτοια µέρα! Πάω κι εγώ πάλι πίσω να σ’ ονειρευτώ ότι έρχεσαι στο προσκεφάλι µου και µου λεσ παραµύθια… Άµα θεσ να λέγεσαι άνθρωποσ, δεν µπορείσ να µην επισκεφθείσ την καλύβα του κυρ- Φάνη, του µπαλωµατή. Τέτοιεσ µεθυστικέσ µυρωδιέσ και τέτοιεσ αποχρώσεισ δέρµατοσ δεν έχεισ δικαίωµα να τισ παραβλέπεισ. Γι’ αυτό κι εγώ κάθε Τρίτη, που γυρνάω απ’ το σχολείο, τον επισκέπτοµαι για καµιά ώρα. Είναι πάντα σκυµµένοσ πάνω απ’ τον ξύλινο πάγκο του σαν σκαντζόχοιροσ που είναι έτοιµοσ να κουλουριαστεί και πότε ράβει µια σόλα, πότε ξυλώνει ένα τακούνι, πότε βάφει µια γδαρµένη µύτη. Μου ψήνει καφέ στη χόβολη—ξέρει ότι µ’ αρέσει µόνο ο δικόσ του—και κάνει διάλειµµα ακούγοντάσ µε να του διηγούµαι διάφορεσ ιστορίεσ από το σχολείο. ∆εν έχει πάει ποτέ σχολείο ο ίδιοσ, κι αυτό φαίνεται στα µάτια του. Είναι λεσ και έχουν άλλεσ κόρεσ αυτά τα µάτια των αγράµµατων. Είναι όµωσ πιό µεγάλεσ, πιό…«συσταλµένεσ», «συνεσταλµένεσ», «διεσταλµένεσ»—δεν θυµάµαι κι εγώ τη λέξη που µου είχε πει την άλλη φορά η µαµά, που διάβαζε ένα άρθρο σ’ ένα περιοδικό. Τέλοσ πάντων, τα µάτια του κυρ- Φάνη είναι αλλιώτικα! Λεσ και κατοικούν σε άλλο κόσµο, χωρίσ προβλήµατα, χωρίσ σκοτούρεσ, χωρίσ άγχη για το µέλλον…Ζει τόσο απλά αυτόσ ο άνθρωποσ…Κι είναι ευτυχισµένοσ. Μου λέει κάθε φορά που µε βλέπει πόσο µεγάλωσε ο εγγονόσ του ο Σωτήρησ, που είναι πέντε µηνών. - Ε, πόσο µεγάλωσε, κυρ- Φάνη, σε µια βδοµάδα! του κάνω εγώ και γελάω. - Μεγαλών’, πιδί µ. Θιόρατουσ έγινι! Λεσ και τού’χουν βάλ’ λάστιχου στα κόκαλα και τα τραβάνι! Περνάει γλήγορα ο κιρόσ! Κι ηµείσ κάνουµι πωσ δεν του βλέπουµι… - Μια χαρά είσαι, κυρ- Φάνη. Έχεισ την οικογένειά σου, είσαι ευτυχισµένοσ. Ασ ήµουν κι εγώ στη θέση σου… Αφήνει για λίγο το κοµµάτι δέρµα που δουλεύει και µε κοιτά παραξενεµένοσ. - Είσι µε τα καλά σ’; Εισύ του λεσ αυτό; ∆έκα χρόνων είσι κι ακούγισι λεσ κι είσι βδουµήντα! - ∆ώδεκα είµαι, αλλά έχω πολλέσ σκοτούρεσ! Έχω βαρεθεί τη ζωή µου µε το σχολείο και µε το…χωριό, γενικά…Ενώ εσύ έχεισ φτιάξει τη ζωή σου, έχεισ βρει κάποιο νόηµα… Ποτέ δεν θα µίλαγα έτσι στη µαµά ή στη θεία Ελένη. Με τισ γυναίκεσ κλείνοµαι πολύ, δεν εξωτερικεύοµαι. Ενώ µε τουσ άντρεσ—όπωσ και µε τον µπαµπά κάποτε—είµαι πιό άνετοσ, «ξεκουµπώνοµαι». Ο κυρ- Φάνησ ποτέ δεν παραδέχεται ότι τα πράγµατα είναι τόσο µαύρα όσο του τα παρουσιάζω. Μήνεσ τώρα που είµαι τακτικόσ επισκέπτησ, δε λέει να καταλάβει πώσ είναι ο κόσµοσ τούτοσ εδώ για ένα δωδεκάχρονο παιδί χωρίσ πατέρα και χωρίσ ελπίδα. Ασ µου δάνειζε λίγο τα µάτια του κι εγώ τα δικά µου και τότε ξαναµιλάγαµε! Τον αγαπώ τον κυρ- Φάνη—ίσωσ ακόµη πιό πολύ από τότε που φυλάω µεσ στο µπαούλο µου κοµµάτια από κάτι σκαρπίνια που δούλευε από καιρό. Όλουσ τουσ ξέρω και µε ξέρουν εδώ. Σα φεύγω απ’ το µπαλωµατάδικο του κυρΦάνη, διασχίζω όλη την παραγκούπολη του χωριού, όπου σου έρχεται µια µπαλταδιά από βροµιά και υγρασία, και χαζεύω πότε µιλώντασ για τον καιρό µε τισ γριέσ που µε φωνάζουν να µου δώσουν γλυκό κεράσι και πότε αγναντεύοντασ το ηλιοβασίλεµα που χαZδεύει τα θεόρατα πλατάνια που αγκαλιάζουν µε τα κλαδιά τουσ τη λίµνη µασ. Έχω

19

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 20

“Aντίο, λοιπόν”

δώσει ένα παραγκώµι6 στη λίµνη: «λίµνη τησ φόνισσασ» την έχω ονοµάσει, γιατί είναι σα να φονεύει τη φωνή σου σαν πασ κοντά και φωνάξεισ. Ούτε ηχώ υπάρχει ούτε τερέτισµα (αυτή τη λέξη την είδα προχθέσ σ’ ένα βιβλίο και την αντέγραψα!). Βέβαια ο θρύλοσ λέει διάφορα—ότι την εποχή τησ Τουρκοκρατίασ πολλέσ γυναίκεσ τισ βίασαν και τισ πετάξανε µεσ στα νερά τησ λίµνησ και από τότε κάθε εξωτερικόσ ήχοσ πνίγεται µεσ στο βογκητό τουσ. Εγώ πάντωσ δεν έχω ακούσει κανένα βογκητό, παρεκτόσ απ’ το δικό µου κάθε φορά που συλλογιέµαι πόσο µου λείπει ο µπαµπάσ, η Νατάσα, η ελευθερία µου… Φεύγοντασ από την παραγκούπολη, βγαίνω στο νεκροταφείο, περνάω έξω απ’ το σπίτι του δασκάλου µασ µε την κεραµιδένια τραβάκα7 του, γράφω µε ένα κοµµατάκι κιµωλία πάνω στη σιδερένια πόρτα «ΝΑ ΜΑΣ ΖΗΣΕΙΣ, ΑΙΝΣΤΑΙΝ» και συνεχίζω για τον παλιό ερειπωµένο νερόµυλο, όπου µερικέσ γυναίκεσ εξακολουθούν να πιστεύουν ότι µπορούν να πλύνουν τα ρούχα τουσ. Από εδώ βλέπω ξεκάθαρα την ανατολική πλευρά του χωριού να αστράφτει µε τα φωτάκια του πάνω στην πλαγιά του βουνού, όπου είναι καρφωµένο. Ξεσαβουρώνω τη σάκα µου από τα υπολείµµατα του µεσηµεριανού κολατσιού και διάφορων χαρτιών απ’ το σχολείο και την περνάω στον ώµο µου. Την ψυχή µου θέλω να ξεσαβουρώσω, σκέφτοµαι και κατηφορίζω προσ τη δηµοσιά και από κει στο σπίτι. Στα χείλη µου έρχονται κάποιοι στίχοι από ένα ποίηµα του Βάρναλη που είχαµε κάνει παλιά: «Κι εκειό το γλυκοβύζαστό τησ γάλα…» ∆εν θυµάµαι παρακάτω. Κράτησα αυτό που είχα πιό πολύ ανάγκη, φαίνεται. Η νύχτα που πλησιάζει είναι ωραία, µοιάζει σαν ένα τεράστιο βιολί που περιµένει να το παίξω. «Την ίδια λύρα τάραξα µε νέο δοξάρι…», θυµάµαι τότε κάποιουσ άλλουσ στίχουσ του Παλαµά και το µυαλό µου αρχίζει πάλι να κατασκευάζει όνειρα. Καλά λέει η θεία Ελένη—όλα χωράνε εδώ µέσα, φθάνει να υπάρχει χώροσ. Και η Νατάσα χωράει, κι ο µπαµπάσ, και η ζωή που περιµένω να ζήσω, και το µυστικό που κουβαλάω και µε σέρνει από πίσω…Μήπωσ αρχίζω να µεγαλώνω; Αυτό το µυαλό δε βολεύεται µεσ στο κεφάλι µου, όπωσ τα πόδια µου µεσ στα σφιχτά παπούτσια. Όταν βρέχει, η µαµά είναι πάντα σκεφτική. Τισ µέρεσ που γυρνάω νωρίσ απ’ το σχολείο, γιατί δεν έχω επισκέψεισ να κάνω, τη βρίσκω να σιδερώνει ή να χαζεύει καµιά εκποµπή στην τηλεόραση—πολλέσ φορέσ και τα δύο ταυτόχρονα. Μου βάζει να φάω και κάθεται απέναντί µου να µε κοιτάζει. - Τι είναι, µαµά; τη ρωτάω λίγο ενοχληµένοσ. Γιατί µε κοιτάσ έτσι; - Μεγάλωσεσ…, διαπιστώνει µε µια ευθύτητα που µου κόβει την ανάσα. - Ο ίδιοσ είµαι…Εγώ δεν αισθάνοµαι καµιά αλλαγή, την αποπαίρνω κάπωσ, αλλά µέσα µου ξέρω ότι λέω ψέµατα. - Πάντα να µείνεισ ίδιοσ, µου εύχεται. Μακάρι να µεγαλώσεισ και να έχεισ αυτή την παιδική ψυχή µέσα σου… - Λεσ να µη µεγαλώσει η ψυχή µου; τησ κάνω και αφήνω στη µέση το φαγητό µου. - Μια κανονική ψυχή δεν µεγαλώνει ποτέ. Άρα είναι αθάνατη, µου κάνει µε σιγουριά. - Αυτό το συµπέρασµα πώσ το βγάζουµε; τη ρωτάω κάπωσ ειρωνικά. Αυτά σασ λένε στην εκκλησία;

20

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 21

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Έλα, ντροπή! ∆εν µπορείσ να ξέρεισ εσύ απ’ αυτά! Ούτε απ’ τα λόγια των Πατέρων…, µε µαλώνει γλυκά. - Τι λένε δηλαδή τα λόγια των Πατέρων; - Ότι η ψυχή είναι αθάνατη! Που σηµαίνει ότι δε γερνάει! Γι’ αυτό σου λέω…Η δική σου η ψυχή θα µείνει πάντοτε έτσι, παιδική…Μόνο το σώµα αλλάζει… ∆εν το πιστεύω. Και τησ το δείχνω µε τα µάτια, µε τον τρόπο που αφήνω κάτω το πιρούνι, µε τη στάση του σώµατόσ µου που είναι γερµένο προσ τον τοίχο, ενώ άλλεσ φορέσ ήταν γερµένο προσ το µέροσ τησ. - Εγώ δεν τα καταλαβαίνω αυτά, µαµά. Άµα µεγαλώνεισ, µεγαλώνουν όλα µέσα σου. Και το σώµα και η ψυχή. Αν ήταν έτσι όπωσ τα λεσ… - ∆εν τα λέω εγώ! µε διορθώνει. Οι Πατέρεσ τησ Εκκλησίασ τα λένε! - Ναι, εντάξει! Αν ήταν έτσι, λοιπόν, όλα θα µένανε ίδια…Ό,τι αγαπούσαµε µικροί θα το αγαπούσαµε και µεγάλοι…Ό,τι µισούσαµε µικροί θα το µισούσαµε και µεγάλοι…∆εν θα άλλαζε ο κόσµοσ…Θα µέναµε πάντα παιδιά. Αν ήταν έτσι, µαµά, δεν θα έφευγε ο µπαµπάσ…, τησ λέω κι αυτό την ταράζει. Χαµηλώνει το βλέµµα. ∆εν ξέρει τι να πει. Εγώ σηκώνοµαι και αδειάζω το υπόλοιπο φαγητό στο σκουπιδοτενεκέ. - Ποτέ δε µιλήσαµε γι’ αυτό, λέει σιγανά µετά από µερικά δευτερόλεπτα. Κοντεύουν πέντε χρόνια από τότε… - Τέσσερα χρόνια, επτά µήνεσ και δεκαέξι µέρεσ, τησ λέω µε ακρίβεια και αυτό την τροµοκρατεί. Σηκώνεται κι έρχεται να µ’ αγκαλιάσει. Χώνοµαι µεσ στο στήθοσ τησ και αναστενάζω. - Παιδί µου, αγόρι µου…ξέρω πόσο υποφέρεισ όλ’ αυτά τα χρόνια…Αν εξαρτιόταν από µένα…να ξέρεισ ότι θα έκανα τα πάντα για να αλλάξω τα πράγµατα… - Πιστεύεισ ότι µασ ξέχασε, µαµά; τη ρωτάω µε παράπονο. - Όχι, όχι! ∆εν το πιστεύω! Ο πατέρασ σου δεν µασ ξέχασε, ούτε πρόκειται να µασ ξεχάσει! Η ψυχή του είναι παιδική…Θα το δεισ! Η ειλικρίνειά τησ µε ζεσταίνει, κάνει την αγκαλιά τησ ακόµη πιό θερµή. Πρέπει να τον αγαπάει πάρα πολύ για να πιστεύει ότι θα ξανάρθει! Είµαι περήφανη γι’ αυτή! Για τον εαυτό µου όµωσ δεν είµαι καθόλου. ∆εν έχω σταθερή γνώµη γι’ αυτόν. Εγώ θέλω να δω τον εαυτό µου στον καθρέφτη αλλά το χέρι που τον κρατάει είναι τρεµουλιαστό και δεν τον βλέπω καθαρά. Πότε πάνω, πότε κάτω, πότε δεξιά, πότε αριστερά. Τι να καταφέρω να δω εκεί µέσα! Η ηρεµία του δωµατίου µου είναι πολύ καλύτερη από τισ συγκινήσεισ που νιώθω στην αγκαλιά τησ µαµάσ. ∆εν τα µπορώ εγώ αυτά! Για να µη µε πνίξει το ποτάµι των κοιµισµένων συναισθηµάτων µου, καλύτερα να γίνω τραχύσ και αλύγιστοσ σαν ατσάλι. Όποτε νιώθω ότι θέλω να φωνάξω, να βγάλω το θυµό που κρύβω µέσα µου, την οργή ή την αγανάκτηση, θα πηγαίνω στη «λίµνη τησ φόνισσασ» και θα ξελαρυγγιάζοµαι! Θα φωνάζω, θα σκούζω, θα βρίζω, θα γελάω, θα κλαίω, αλλά δε θα ακούγεται τίποτε. Θα τα καταπίνουν όλα οι νεκρέσ γυναίκεσ. Λεσ να το κάνουν κι άλλοι στο χωριό αυτό; Να πη-

21

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 22

“Aντίο, λοιπόν”

γαίνουν άραγε εκεί και να ξαλαφρώνουν απ’ τα βάσανα και τισ µαύρεσ σκέψεισ τουσ; Εγώ, πάντωσ, θα το εφαρµόσω αν δω ότι µαζεύω µέσα µου σαβούρα! Θα αφήνω πρώτα να µαζεύεται κάµποση και ύστερα θα πηγαίνω να ξεσαβουρώνω! Πλησιάζει Πάσχα και η άνοιξη έχει πετάξει το κατάξερο πανωφόρι του χειµώνα, φορώντασ ένα πολύχρωµο, λουλουδάτο πουκάµισο που ανεµίζει σαν τα σεντόνια στην αυλή µασ. Η µαµά περνάει περισσότερεσ ώρεσ εκτόσ σπιτιού κι εγώ χαίροµαι που τα έχω αναλάβει σχεδόν όλα. Γυρίζω ό,τι ώρα θέλω απ’ το σχολείο, τρώω όποτε κι ό,τι θέλω, βάζω δυνατά το ραδιόφωνο στο σαλόνι, πηγαινοέρχοµαι τσίτσιδοσ στο διάδροµο µ’ ένα κουτάλι στο στόµα, αφού πρώτα το έχω βουτήξει στο βάζο µε το γλυκό κεράσι. Τη «σκούρα ηδονή» πήραν τη θέση τησ τα γλυκά του κουταλιού. Απ’ την ώρα που πήρα την απόφαση να κόψω τη σοκολάτα, λεσ κι όλοι είναι συνεννοηµένοι! Η κάθε γριά κι ο κάθε γέροσ που θα µε δει να περνάω έξω απ’ το σπίτι τουσ θα µε φιλέψει κι από κάτι: πότε γλυκό κεράσι, πότε νεραντζάκι, πότε σταφύλι, πότε κρεµµύδι! Άκου γλυκό κρεµµύδι! Αν δεν προλάβαινα να το φάω µε τέτοια βουλιµία και µου έλεγαν ότι ήταν γλυκό κρεµµύδι, θα τό’δινα στισ κότεσ! Αλλά να που µ’ άρεσε! Σκέψου τι άλλα πράγµατα θα υπάρχουν που θα µ’ αρέσουν και δεν τα ξέρω ακόµη! Χωρίσ τη µαµά πάνω απ’ το κεφάλι µου το σπίτι δείχνει µεγαλύτερο. Ξαπλωµένοσ τσίτσιδοσ στο κρεβάτι µου έχω τα µάτια καρφωµένα πότε στο ταβάνι και πότε στο διάδροµο που οδηγεί στο σαλόνι και την κουζίνα. Τώρα τελευταία η µύτη µου πιάνει οσµέσ που δεν τισ έπιανε πριν. Μυρωδιά πολυκαιρισµένου ξύλου που έχει νοτίσει απ’ την κάπνα του τζακιού µαζί µε µπόλικη υγρασία ποιόσ ξέρει πόσων χειµώνων, µυρωδιά από χρώµα φθηνό που είναι βαµµένα τα σοβατεπιά, τηγανίλα, και λίγα µόρια από γυναικείο άρωµα…Και κάτι άλλο…Μυρίζω εγώ, µυρίζουν οι µασχάλεσ µου…Αρχίζω και µυρίζοµαι παντού σα σκύλοσ το αφεντικό του. ∆εν µπορεί! Μα είµαι πλυµένοσ! Κι όµωσ, δεν είναι µυρωδιά από βροµιά αυτό που µυρίζω. Είναι το σώµα µου που µεγαλώνει και το φωνάζει µε όποιον τρόπο µπορεί… Σαν πέφτει το φωσ και το σπίτι παγώνει, φοράω τα ρούχα µου και πηγαίνω στο τζάκι που είναι µισοσβησµένο. Ρίχνω κανα- δυό κούτσουρα και τα ανασκαλεύω µέχρι να φουντώσουν. Τρίβω τα χέρια µου, αλλάζω κανάλια στην τηλεόραση µήπωσ βρω τίποτε που ν’ αξίζει και, όταν απογοητεύοµαι, γυρίζω στη βιβλιοθήκη µου να διαβάσω λίγο και να κάνω τισ εργασίεσ µου. ∆εν είµαι και ΑZνστάZν, σαν το δάσκαλό µασ, αλλά δεν είµαι και «σκέτη αποτυχία», όπωσ άλλα παιδιά. Τα Μαθηµατικά και τη Φυσική τη σιχαίνοµαι. Τη Χηµεία όµωσ τη λατρεύω! Τώρα, όσο για Γραµµατικέσ και Λογοτεχνίεσ…άσ’ το καλύτερα! Αυτό που µου προξενεί ενδιαφέρον είναι η Ποίηση. Κάπου µέσα µου η Χηµεία και η Ποίηση είναι οι δύο όψεισ του ίδιου νοµίσµατοσ. Απ’ τη µια η Χηµεία αναλύει τη φύση κι απ’ την άλλη η Ποίηση τη συνθέτει…Ωραία εικόνα αυτή! Τώρα µόλισ το σκέφτηκα! ∆ε θα ήταν κακή ιδέα να το γράψω αυτό σε καµία έκθεση, µήπωσ πάρω και κάνα βαθµό! Όταν διαβάζω, έχω πάντα δίπλα µου αναµµένη την αγαπηµένη µου µπρούντζινη λάµπα που είχε φέρει κάποτε ο µπαµπάσ απ’ το Άγιο Όροσ. Ήταν λίγο πριν τα Χριστούγεννα, θυµάµαι, πριν έξι- επτά χρόνια. Μόλισ είχαµε µπει σ’ αυτό το σπίτι κι όλα είχαν

22

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 23

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µια οµίχλη χαράσ…Ναι, οµίχλη ήταν, γιατί δεν έβλεπα τότε τη φτώχεια µασ, τη µιζέρια µασ, αλλά έβλεπα αυτό που είχα ανάγκη—εγώ έβλεπα µια ευτυχισµένη οικογένεια, τη µαµά και τον µπαµπά, ενώ εκείνοι έβλεπαν έναν ακόµη κρίκο στην αλυσίδα που τουσ κράταγε φυλακισµένουσ σ’ αυτόν εδώ τον καταραµένο αλλά κι ευλογηµένο τόπο. Εκείνεσ τισ µέρεσ λοιπόν, είχε έλθει µ’ ένα φωτεινό πρόσωπο, µ’ είχε πάρει στην αγκαλιά του, και µου είχε δώσει ένα µικρό κουτί µ’ αυτή τη λάµπα! Περίεργο δώρο να κάνει κανείσ σ’ ένα εξάχρονο παιδί! Μου είχε πει µάλιστα: «Αυτό το δώρο θα το έχεισ πάντα, Αντωνάκη. Αυτό θα γεµίζει φωσ τη ζωή σου». Μιλούσε κυριολεκτικά ή µεταφορικά; Και τα δύο, µάλλον. Το αγάπησα αυτό το δώρο. Ήταν, νοµίζω, από τα τελευταία που µου είχε κάνει. Μετά από ένα- ενάµιση χρόνο θα έφευγε για πάντα. Η µαµά ακόµη έχει ελπίδεσ πωσ θα ξανάρθει. Εγώ δεν ξέρω, να πω την αλήθεια. Το ένστικτό µου, αν µου έχει αποµείνει καθόλου δηλαδή, είναι νεκρωµένο. Ούτε ναι λέει, ούτε όχι. Κι αυτή η γιαγιά, η µάνα τησ µάνασ µου, έχει να φανεί µια δεκαετία! ∆εν τη θυµάµαι καθόλου. Απ’ ό,τι µου λέει η µαµά, µε είχε πάρει στα πόδια τησ κάποτε, όταν ήµουν- δεν ήµουν ακόµη ενόσ χρονού, και µου είχε πει παραµυθάκια. Μάλλον κι η ίδια ένα παραµύθι είναι για µικρά παιδιά. Μασ στέλνει λεφτά όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ούτε ένα τηλέφωνο δεν έχει πάρει ποτέ. Η καηµένη η µαµά θα νιώθει πεταµένη µε έναν άντρα που την άφησε και µια µητέρα άφαντη! Γι’ αυτό πρέπει να την προσέχω, να τη φροντίζω. Είµαι ο µοναδικόσ άντρασ στη ζωή τησ. Είναι άσχηµο να εξαρτιέσαι απ’ αυτούσ που δεν σ’ αγαπάνε. Και µη µου πει ότι η µάνα τησ την αγαπάει µόνο και µόνο επειδή τη συντηρεί! Από υποχρέωση το κάνει, σίγουρα! Ωσ πότε όµωσ; Μακάρι να µπορούσα να τη βοηθήσω τη µαµά. Να τησ έλεγα, «Μην ανησυχείσ! Εγώ είµαι εδώ! Εγώ θα σου δώσω τα χρήµατα που θεσ!» Αλλά πώσ να το κάνω αυτό; Ακόµη δεν έχω τελειώσει ούτε το ∆ηµοτικό! Το Σεπτέµβριο θα πάω στο Γυµνάσιο, στα Γιάννενα, κι ένασ Θεόσ ξέρει πώσ θα τα βγάλουµε πέρα µε τόσα έξοδα! Το µικρό σιντριβάνι στη µέση του προαύλιου του σχολείου µασ σφύζει από ζωή στα διαλείµµατα. Αλλά ακόµη και µετά το σχόλασµα οι «άντρεσ» τησ παρέασ, οι «παλικαράδεσ», δηλαδή αυτοί που έχουν τη δύναµη να πηγαίνουν και να ξαναπηγαίνουν στην ίδια τάξη ενώ θα µπορούσαν να την κοπανήσουν και κουτσά- στραβά να βρουν καµιά δουλειά σε κανένα γκαράζ του χωριού ή τησ κωµόπολησ, την αράζουν στον ήλιο και πειράζουν ο ένασ τον άλλον. Υποτίθεται ότι είµαι κι εγώ µέλοσ τησ παρέασ, παρ’ όλο που δεν περνάω για «παλικαράσ», µια και δεν έχω µείνει ποτέ στην ίδια τάξη. ∆εν ξέρω για ποιό λόγο, αλλά δυό- τρεισ απ’ την εκλεκτή αυτή «παρέα» αποφάσισαν ότι τουσ κάνω για οπαδόσ και εδώ και κάτι µήνεσ µε καλούν συνέχεια να τουσ ακολουθώ στισ εξορµήσεισ τουσ µετά το σχολείο. Έτσι και σήµερα, που είναι ντάλα ο ήλιοσ και η άνοιξη έχει για τα καλά τρυπώσει στα µυαλά µασ και µασ κάνει ό,τι θέλει, µε διπλαρώνουν και µου λένε: - Τι έγινε, ρε όµορφε; Πάλι πίσω στη µανούλα τό’βαλεσ; Ένασ απ’ αυτούσ είναι ένα ντερέκι µέχρι κει πάνω που, µπαίνοντασ µπροστά µου, µου σκοτεινιάζει το τοπίο. - ∆εν έχω όρεξη για περιπάτουσ, τουσ λέω και µε µια στροφή βγαίνω πάλι στον ήλιο.

23

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 24

“Aντίο, λοιπόν”

- Λέµε να πάµε κατά το ξωκλήσι, µου λένε λεσ και ξέρουν ότι αυτό θα µε κάνει ν’ αλλάξω γνώµη. Γυρίζω και τουσ κοιτάζω. - Τι θα κάνετε εκεί; τουσ ρωτάω σα να τουσ µαλώνω. Το ντερέκι χαµογελάει µε νόηµα. - Εκεί κοντά δεν είναι το σπίτι τησ Μάρωσ, τησ κουτσήσ; Κάνω ότι σκέφτοµαι λίγο. - Ναι, απ’ ό,τι θυµάµαι, λέω µετά µε φυσικό τρόπο. - Ε, αυτό δεν σου αρκεί; κάνει µετά το ντερέκι και οι άλλοι τρεισ, που τον φθάνουν µέχρι τον αγκώνα, σκάνε στα γέλια. - Τι θεσ να πεισ, ρε έξυπνε; χάνω την υποµονή µου εγώ. - Έλα τώρα! Κάνεισ λεσ και είσαι άβγαλτοσ! ∆εν έχεισ πάρει χαµπάρι τι γίνεται µε τη Μάρω; Αυτό που µου λέει κάθεται σαν πέτρα στο στοµάχι µου και µε αναστατώνει. Από καιρό βλέπω το Μιχάλη να µπαινοβγαίνει σπίτι τησ αλλά…δεν το πάω παρακάτω. - Λοιπόν, θα έρθεισ; Η φωνή του µου τρυπάει τ’ αφτιά. Στην ουσία δε λέω ούτε ναι ούτε όχι. Απλά νιώθω ένα χέρι να µε τραβάει και είµαι σε λίγο ανάµεσά τουσ να ακούω τισ αηδίεσ που λένε και να βλέπω τισ χειρονοµίεσ που κάνουν. Το ντερέκι βγάζει απ’ την κουρελιασµένη σάκα του ένα σακουλάκι µε καπνό και λίγο χαρτί και σε δυό λεπτά έχει έτοιµο το «στριφτό». ∆εν κάνει κίνηση να προσφέρει. Το ανάβει µόνο κι ύστερα από τρεισ- τέσσερεσ ρουφηξιέσ το περνάει στο διπλανό του. Ο τελευταίοσ είµαι εγώ, αλλά του κάνω νόηµα ότι δε θέλω. - Είσαι πολύ «καθωσπρέπει» παιδί, κάνει ο Τάκησ, ο διπλανόσ µου, αλλά ο τόνοσ του είναι ειρωνικόσ. ∆εν καπνίζεισ, δεν πίνεισ…µήπωσ δεν πασ και µε γυναίκεσ; Και ξεσπάνε όλοι σε ακατάσχετα γέλια. Λίγο πριν το σπίτι τησ Μάρωσ όµωσ πέφτει νεκρική σιγή. Στέκουν και κοιτάζουν το χαµόσπιτο µε ένα θαυµασµό λεσ και βλέπουν όαση! Ο ήλιοσ µασ τσιτσιρίζει το κεφάλι, αλλά αυτοί δεν καταλαβαίνουν τίποτε. - Τι περιµένετε εκεί ρε κωλόπαιδα; ακούγεται µια γυναικεία φωνή απ’ το παράθυρο και ψάχνω µε το βλέµµα µου το πρόσωπό τησ. Το ντερέκι δε χάνει την αυτοπεποίθησή του. - Τόσοι άντρεσ κάτω απ’ το παράθυρο µιασ γυναίκασ σαν εσένα τι νοµίζεισ ότι περιµένουν; Το λεωφορείο; Και ξεσπάνε πάλι όλοι σε γέλια. Η σιωπή τησ όµωσ τουσ κόβει τη φόρα. Εγώ γίνοµαι κουβάρι πίσω απ’ τουσ άλλουσ να µη φαίνοµαι. Στα επόµενα δυό λεπτά ακούµε τισ πατερίτσεσ τησ να χτυπάνε πάνω στην τσιµεντένια εσωτερική σκάλα και τη βλέπουµε να στέκει αγέρωχη στο πεζούλι. Κάτι φρεσκοκοµµένα χόρτα για βράσιµο που µάλλον κάποια γειτόνισσα τησ έχει απιθώσει µπροστά στην πόρτα τησ µοιάζουν σαν πελούζα8 σε µοντέρνα βίλα. - Κοπιάστε…Ποιόσ είναι ο πιό βιαστικόσ; Το ντερέκι µασ ρίχνει από µια µατιά. Κανείσ δε σαλεύει.

24

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 25

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- ∆ε θα σ’ απασχολήσω για πολύ, τησ κάνει και πάει πιό κοντά. Μια απορία έχω να µου λύσεισ…Μορφωµένη γυναίκα είσαι… Μασ κοροZδεύει; σκέφτοµαι. Τι απορία και κουραφέξαλα! Αυτόσ δεν σκαµπάζει από τίποτε και πάει στη Μάρω την κουτσή να τον διαφωτίσει; Τον βλέπω να µπαίνει µέσα µαζί τησ και µού’ρχεται να τρέξω ξοπίσω του να δω πού το πάει! - Για πού τό’βαλεσ; φωνάζουν οι άλλοι. - Αφήστε µε! ∆εν καταλαβαίνω τι κόλπα είν’ αυτά που κάνετε! - Θεσ πραγµατικά να δεισ; µε ρωτάει ο Τάκησ. - Να δω τι; - Τι απορία έχει ο Μήτσοσ… Η σιωπή µου του αρκεί. Με πιάνει απ’ το µπράτσο και µπαίνουµε σιγά σιγά στην αυλή. - Θα σε σηκώσω στουσ ώµουσ µου για να δεισ καλύτερα, µου λέει φυσικά κι εγώ σαστίζω. - Θα σε λιώσω ρε! του φωνάζω κι αυτόσ µου κλείνει το στόµα. - Σκάσε ρε συ! Θα µασ πάρουνε πρέφα! Λοιπόν, ανέβα κι άσ’ τισ κουβέντεσ! Η περιέργεια φταίει, όχι εγώ! Αυτή µου δίνει τη δύναµη να σκαρφαλώσω στουσ ώµουσ του και να κοιτάξω µεσ απ’ το παράθυρο. Ένα γιαπί στην ουσία αντικρίζω. Κάτι ξεβαµµένουσ τοίχουσ, ένα µικρό τετράγωνο τραπέζι µε δυό σαραβαλιασµένεσ καρέκλεσ, ένα πιάτο µε ξεραµένα αποφάγια…Κι εκεί στη γωνία ένα ντιβάνι µε µια πολύχρωµη κουρελού! Νά’το το ντερέκι! Έχει βγάλει τα παπούτσια και είναι ξαπλωµένοσ φαρδύσ- πλατύσ λεσ κι είναι στο σπίτι του! ∆ε βλέπω καλά κι αυτοί οι ώµοι του Τάκη είναι άβολοι! Φοβάµαι και να µη µε δουν! Και πάνω που είµαι έτοιµοσ να κατέβω, νά’ σου και τη βλέπω! Θεέ µου! Είναι σχεδόν ολόγυµνη και αυτόσ ο µασκαράσ τησ πασπατεύει το στήθοσ! Ανοιγοκλείνω τα µάτια, στηρίζοµαι πάνω στο περβάζι να δω καλύτερα, και παθαίνω σοκ! Προτού καλά- καλά συνειδητοποιήσω τι γίνεται, αυτόσ κατεβάζει το παντελόνι και πέφτει πάνω τησ! Το βάροσ ήταν πολύ µεγάλο! Τρέµουν τα πόδια µου και µαζί µ’ αυτά και τα πόδια του Τάκη! Χωρίσ να καταλάβω πώσ, βρισκόµαστε κι οι δύο σωριασµένοι σα σακιά στο τσιµεντένιο δάπεδο και σκούζουµε απ’ τουσ πόνουσ! - Μαλάκα! φωνάζει ο Τάκησ. Με σκότωσεσ! Εγώ όµωσ δεν υπολογίζω σωµατικό πόνο. Η ντροπή κι ο θυµόσ είναι χειρότερα. Γι’ αυτό πετάγοµαι πάνω σαν ελατήριο και κόβω πέρα! Για πότε γύρισα σπίτι ούτε που κατάλαβα! Βλέπω την πλάτη τησ θείασ Ελένησ γερµένη όπωσ είναι πάνω απ’ τισ µπογιέσ τησ, και ξεκουράζω το βλέµµα µου. Τησ αρέσει που τησ κρατώ συντροφιά ενώ αυτή ζωγραφίζει. Ένασ Θεόσ βέβαια ξέρει τι είναι αυτό που γεννάνε τα πινέλα τησ αλλά…δεν είµαι εγώ αυτόσ που θα κρίνει. Μου αρκεί να µασουλάω το πορτοκάλι που µου έχει δώσει και να βλέπω µε την άκρη του µατιού µου τισ σταθερέσ κινήσεισ του χεριού τουσ που κρατάει το πινέλο. - Έχω δυό µέρεσ να δω τη µαµά σου…, µου λέει ενώ συνεχίζει να βάφει µενεξεδί το

25

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 26

“Aντίο, λοιπόν”

κάτω αριστερό κοµµάτι του πίνακα. - Είναι λίγο αδιάθετη, τησ εξηγώ µε το κοµµάτι πορτοκάλι στο στόµα. Γυρίζει και µε κοιτάζει ανήσυχη. - Γιατί δε µε φωνάζατε να έρθω να σασ βοηθήσω λίγο; - ∆εν χρειάζεται, µωρέ θεία…Μια χαρά τα καταφέρνω κι εγώ… - Εσύ λείπεισ όλη µέρα σχολείο… - Ε, όχι! Σχολάω νωρίσ και είµαι σούµπιτοσ σπίτι! Η θεία, ικανοποιηµένη από το αποτέλεσµα, ξεπλένει το πινέλο µεσ στο βάζο µε το διαλυτικό και είναι έτοιµη να κάνει µια καινούργια «εγχείρηση» µε άλλο χρώµα σε ένα άλλο σηµείο του πίνακα. Την τελευταία στιγµή όµωσ αλλάζει γνώµη και ακουµπάει το πινέλο για να έρθει να κάτσει δίπλα µου. - Χρειάζεται γιατρό; µε ρωτάει. Μήπωσ πρέπει να πάρει φάρµακα; Εγώ ακουµπώ στο πλάι το πιάτο µε τισ φλούδεσ του πορτοκαλιού και τησ λέω χωρίσ να την κοιτάζω: - Αλλαγή θέλει… Στην αρχή δεν καταλαβαίνει, µετά όµωσ από κλάσµατα δευτερολέπτου είναι µεσ στο κεφάλι µου. - Πόσο δίκιο έχεισ! µου κάνει. Και πώσ νοµίζεισ ότι θα επιτευχθεί αυτή η αλλαγή; - Μακάρι νά’ξερα! Πάντωσ, λίγο ακόµη αν µείνει εδώ πέρα, θα τρελαθεί, σ’ το λέω! Η θεία είναι πολύ προβληµατισµένη. Στο πρόσωπό τησ βλέπω µια σκιά απογοήτευσησ. Σκέφτεται, σκέφτεται, πηγαινοέρχεται µεσ στο δωµάτιο. Μόνο όταν σκοντάφτει στο τραπεζάκι µε τα χρώµατα γυρίζει να µου ρίξει µια φωτισµένη µατιά. - Λεσ νά’ταν καλύτερα να µέναµε όλοι µαζί; Να ερχόσασταν να µείνετε εδώ; Τι καλή που είναι! Σωστόσ Άγγελοσ! Αλλά δε γίνονται αυτά τα πράγµατα. Να πάω να µείνω σ’ ένα ξένο σπίτι; Καλά, µη λέω κι ανοησίεσ! ∆εν είναι ξένο σπίτι το σπίτι τησ θείασ Ελένησ, αλλά…πώσ να το πω…δε γίνεται! - Σ’ ευχαριστώ, θεία, για την πρόσκληση, αλλά…δεν ξέρω αν µπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Είµαι αλλιώσ συνηθισµένοσ τόσα χρόνια! Στα χέρια µου έχω από ώρα το σουγιά µου, µε τον οποίο καθάρισα το πορτοκάλι. - Τι είν’ αυτό, Αντώνη; - Ε; ξαφνιάζοµαι. - Αυτό, λέω…τι είναι; - Α, να…ένασ σουγιάσ…, κάνω εγώ αδιάφορα. - Για να τον δω… Κι έρχεται κοντά µου. Τον παίρνει στα χέρια τησ και τον περιεργάζεται. - Είναι Ελβετικόσ… - Σοβαρά; - Μα πώσ βρέθηκε αυτό στα χέρια σου; Η επιµονή τησ µε κάνει να αισθανθώ άσχηµα. Ήταν λάθοσ µου να τον βγάλω απ’ το µπαούλο!

26

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 27

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- ∆ε θυµάµαι, τησ λέω τάχα αδιάφορα προσπαθώντασ να µη κοκκινίσω. Μάλλον στο σχολείο πρέπει να το βρήκα… - Τέλοσ πάντων, άλλο είναι το θέµα µασ, µου λέει µετά και µου τον δίνει πίσω. Σασ αγαπώ και θέλω το καλό σασ. Κάτι πρέπει να κάνουµε µε τη µαµά σου. ∆εν µπορεί να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Μια γυναίκα µόνη είναι…είναι…µεγάλο πρόβληµα! - Μα κι εσύ µόνη είσαι, θεία! Η παρατήρησή µου την αποστοµώνει. - Ναι, εντάξει…, µουρµουρίζει, αλλά…εγώ είµαι πιό…ανεξάρτητη…Όλοι οι καλλιτέχνεσ θέλουν να ζουν µόνοι τουσ…Το επιζητούν, ξέρεισ. Γι’ αυτό δεν κάνουν οικογένεια, δεν τουσ νοιάζει τίποτε το επίγειο… - Πώσ και δεν πήγεσ στην Αθήνα; Εκεί θα ήσουν πιό ανεξάρτητη ακόµη! Κουνάει αρνητικά το κεφάλι. - Όχι, όχι, σε καµία περίπτωση! Αυτόσ ο τόποσ µε εµπνέει! - Γιατί να µην εµπνέει και τη µαµά! λέω µε παράπονο. Ή εµένα…, συµπληρώνω. - Κοίτα, αγόρι µου, αν…το θέλετε πάρα πολύ να φύγετε, θα το κάνετε, αργά ή γρήγορα. Φθάνει να το πιστέψετε. Εγώ µικρότερη ήθελα να φύγω, το κλωθογύριζα µεσ στο κεφάλι µου. ∆εν το πίστευα όµωσ, γι’ αυτό και δεν το έκανα. Πηγαινοερχόµουν για χρόνια Θεσσαλονίκη µέχρι να τελειώσω τη Σχολή, αλλά µετά…ρίζωσα εδώ! ∆ε λέω βέβαια µεγάλεσ κουβέντεσ! Μπορεί µετά από κάποιο χρονικό διάστηµα να θελήσω µια αλλαγή! Ποτέ δεν ξέρεισ! Για την ώρα πάντωσ είµαι µια χαρά εδώ! ∆εν είναι και λίγο να έχω µια «αδελφή» και έναν «ανιψιό»! Τησ χαµογελώ και κατεβαίνω απ’ το µπαούλο όπου είµαι καρφωµένοσ για ώρα. - Να σε ρωτήσω κάτι, θεία; - Είµαι όλη αφτιά! - Μπορεί µια γυναίκα να αγαπήσει δυό ή τρεισ άντρεσ ταυτόχρονα; Η ερώτησή µου την ξαφνιάζει και µένει να µε κοιτάει µε το στόµα ανοιχτό. Μετά γελάει κάπωσ αµήχανα και µε ρωτάει: - Αυτό τώρα πώσ σού’ρθε; ∆ε µου λεσ, για τη Νατάσα το ρωτάσ αυτό; Έχει κι άλλουσ «µνηστήρεσ» η «Πηνελόπη»; κάνει ειρωνικά. - Ε, ρωτάω γενικώσ…, αποφεύγω να τησ εξηγήσω. Στο µυαλό µου όµωσ έχω ξεκάθαρη την εικόνα τησ Μάρωσ κάτω απ’ το βάροσ εκείνου του χοντροµπαλά! - Αν ρωτάσ «γενικώσ», µου απαντάει η θεία, «γενικώσ» κι εγώ θα σου απαντήσω! Και θα σου πω, «εξαρτάται»! - ∆ηλαδή; - ∆ηλαδή εξαρτάται τι εννοείσ όταν λεσ «αγάπη» και από ποιά χείλη βγαίνει αυτή η λέξη…Υπάρχουν πολλών ειδών αγάπεσ, βρε κουτορνίθι! Μπορεί να είναι µητρική αγάπη, µπορεί να είναι αδελφική, φιλική, συντροφική, πνευµατική…ερωτική, συµπληρώνει µετά µε νόηµα. Εγώ τά’χω χαµένα. Με τόσεσ λέξεισ στη σειρά άντε να βγάλω άκρη! Αποφασίζω να µη συνεχίσω την κουβέντα, γιατί φοβάµαι ότι θα αναγκαστώ να τα πω όλα µε το ν και

27

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 28

“Aντίο, λοιπόν”

µε το σ—κι αυτό δεν το θέλω! ∆ε θέλω να µπλέξω σ’ αυτή την παράξενη ιστορία! Απ’ την άλλη, δεν έχω ανάγκη να µου δώσει άλλεσ εξηγήσεισ η θεία, γιατί κάπου µέσα µου την έχω έτοιµη την απάντηση. Αποκλείεται να τουσ αγαπάει η Μάρω όλουσ αυτούσ που την επισκέπτονται σπίτι κάθε λίγο και λιγάκι! Όση αγάπη και να είχε, θα τησ στέρευε µετά από λίγο! Γι’ αυτό λέω ότι κάτι άλλο τρέχει…Όταν µια γυναίκα δίνει τόσο εύκολα τα χάδια τησ στουσ άλλουσ και µάλιστα δείχνει και τα στήθη τησ σ’ ένα γουρούνι σαν το συµµαθητή µου τον «παλικαρά», τότε είναι άσχηµα τα πράγµατα! ∆εν είναι να το εµπιστεύεσαι ένα τέτοιο θηλυκό! Τετάρτη σήµερα και παίρνω το γνωστό δρόµο προσ τισ καστανιέσ, πάνω απ’ το µοναστήρι του Σωτήρα. Κάθε τέτοια µέρα, µετά το κέρασµα των γριών, πάω στο «ερηµητήριό» µου για καµιά- δυό ώρεσ, µέχρι να σουρουπώσει. Για ένα υποµονετικό και σοφό γαZδουράκι φορτωµένο µε ξύλα το µονοπάτι που ανεβαίνει πάνω στο βουνό µοιάζει παιχνιδάκι, για µένα όµωσ που δε φηµίζοµαι για την ισορροπία µου µοιάζει αυτοκτονία! Μ’ αρέσει όµωσ ο κίνδυνοσ. ∆εν πάω άκρη- άκρη στο γκρεµό αλλά συνεχώσ κοιτάζω κάτω κάθε στροφή που κάνω και βλέπω το δρόµο που είναι πίσω µου. Η σάκα µε τα βιβλία και τα κλεψιµαίικα είναι βαριά και σταµατώ σε µια βρυσούλα να ξαποστάσω. Θά’ναι κάναδυό χιλιόµετρα δρόµοσ απ’ το σχολείο µέχρι εδώ. Κι έχω σχεδόν άλλο τόσο! Η φύση, που έχει ξυπνήσει για τα καλά Μάη µήνα, µε προσκαλεί στην πουπουλένια αγκαλιά τησ. Είναι σα µάνα κι αυτή! Όλα τα ωραία πράγµατα, τελικά, είναι γένουσ θηλυκού! Τουλάχιστον αυτή είναι προσιτή σε όποιον µπορεί να δει την οµορφιά τησ. Μακάρι να συνέβαινε το ίδιο και µε τα κορίτσια! Με το που θα έβλεπαν ότι τησ κοιτάσ µε δέοσ και µε πάθοσ, θα σου έγνεφαν να πασ κοντά τουσ να σε πάρουν στα αλαβάστρινά τουσ χέρια και να σε ανακουφίσουν. Μπορεί κι εγώ να µη δίνω τα σωστά «σινιάλα»! Από τότε που µου είπε η θεία Ελένη για τον…τορσαλά, ταρσονά, πώσ το καλό το είπε, προσπαθώ να χτίσω εικόνεσ µεσ στο κεφάλι µου. Είµαστε, λέει, πάνω στο βουνό, εγώ κι η Νατάσα, και τησ πιάνω το χέρι φέρνοντάσ το µεσ στην αγκαλιά µου, πάνω στο σηµείο τησ καρδιάσ, κι αυτή ακούει τουσ χτύπουσ µου. Και σαν πέφτει το σκοτάδι και η νύχτα φοράει το αστροκεντηµένο τησ πέπλο, εµείσ χουχουλιάζουµε ο ένασ δίπλα στον άλλον και λέµε ιστορίεσ…Ό,τι µασ έρθει στο νου! Σηµασία έχει ότι µιλάµε κι η ανάσα του ενόσ ζεσταίνει τον άλλον. Στην περίπτωσή µασ, φυσικά, η δική µου η ανάσα ζεσταίνει τη Νατάσα! Τι σόι άντρασ είµαι! Κι όταν την πάρει ο ύπνοσ, βγάζω το µπουφάν µου και τησ σκεπάζω το στήθοσ και την κοιλιά να µη πουντιάσει. Φαίνεται τόσο ευαίσθητη! Θρύψαλα µπορεί να γίνει στη στιγµή αν δεν την προσέξω! Έµµονη ιδέα µου έχει γίνει! Κάθε µέρα που περνάει όλο και πιό πολύ απασχολεί το µυαλό µου. Αφού, να φαντασθείσ, ούτε όρεξη να κλέψω δεν έχω! Τισ προάλλεσ έχασκε η σάκα τησ Μαρίτασ, τησ απουσιολόγου µασ, κι από µέσα φαινόταν το καινούργιο τησ στιλό που µε περηφάνεια µασ έδειχνε στα διαλείµµατα, και δεν είχα τη δύναµη να τησ το αρπάξω! Το ξέρω ότι για µένα κάτι τέτοιεσ περιπτώσεισ τισ παίζω στα δάχτυλα! Αλλά να που τώρα κάτι µε έχει αποδυναµώσει! Τα πνευµόνια µου γεµίζουν καθαρό αέρα. Ακούω την ανάσα µου: πότε κρύοσ πότε ζεστόσ µπαίνει και βγαίνει µέσα µου ο αέρασ. Χαλαρώνω µε το να παρακολουθώ

28

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 29

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

τισ κινήσεισ του στήθουσ µου. Πετάω τη σάκα πιό πέρα, σε κάτι αγριάγκαθα, και βρίσκω έναν κορµό πεύκου να ακουµπήσω τη ράχη µου. Το φωσ του ήλιου έχει αρχίσει να ξεθυµαίνει, αλλά τα τιτιβίσµατα των πουλιών είναι ακόµη ζωηρά. ∆εν τα βλέπω πουθενά, όµωσ είναι παντού γύρω µου και πετάνε από κλαδάκι σε κλαδάκι σε ένα αιώνιο πανηγύρι που κάποιοσ άλλοσ έχει στήσει γι’ αυτά. Ένα τέτοιο πανηγύρι θέλω κι εγώ να στήσω για το κορίτσι µου! Να κάνω κάτι να µε προσέξει, να ψηλώσω µέσα σ’ ένα πλήθοσ γεµάτο «ντερέκια» για να µε δει! ∆ε µε βοηθάει κι αυτό το µπόι µου το λειψό! Είµαι σαν ψωµί που βγήκε νωρίτερα απ’ το φούρνο! Καλά, αν τα νοµίζω εγώ όλ’ αυτά για τον εαυτό µου, ποιόσ ξέρει τι θα λέει εκείνη για µένα! Και να πω ότι ένιωθα έτσι γι’ αυτήν απ’ την αρχή! Κάθε άλλο. Ούτε καν την είχα προσέξει έξι χρόνια! Και µια στιγµή, ένα ωραίο πρωί που είχαµε πάει εκδροµή στη λίµνη και ο δάσκαλοσ µασ έλεγε όλα αυτά για τουσ Τούρκουσ και τισ γυναίκεσ που άφησαν την ψυχή τουσ να βυθιστεί µεσ στα νερά τησ, την είδα όπωσ δεν την είχα δει ποτέ άλλοτε. Τα µάτια τησ είχαν µια σπίθα µέσα τουσ, ένα µικρό καρβουνάκι που σιγόκαιγε και τσουρούφλιζε την καρδιά µου! Τη µάνα µου είδα εκεί µέσα, τον πατέρα µου, εµένα; ∆εν τό’ χω ψάξει! Κι αυτό το στόµα τησ, σαν κρατήρασ έτοιµοσ να εκραγεί! Κάποια στιγµή, την ώρα που µασ µάζευε όλουσ ο δάσκαλοσ για να πάρει παρουσίεσ, η νεράιδα σκόνταψε κι έπεσε στο χώµα! Πήγα να τη βοηθήσω αλλά δεν πρόλαβα. Μια συµµαθήτριά τησ τη σήκωσε πάνω. Αχ, έτσι όπωσ ήταν τα µαλλιά τησ, γεµάτα σκόνη, είχαν το χρώµα τησ µισοσβησµένησ λάβασ! Ήθελα τόσο πολύ να τα αγγίξω κι ασ καιγόµουν! Και που φαντάζοµαι τόσα πράγµατα γι’ αυτή, γίνεται τίποτε; Κάτι δε µου λέει σωστά η θεία ή κάτι εγώ δεν κάνω όπωσ πρέπει! Άµα δεν ανοίξεισ το στόµα σου, άµα δεν πεισ αυτό που νιώθεισ, δεν πα’ να χτίζεισ παλάτια µεσ στο κεφάλι σου! Στην ίδια παράγκα θα µείνεισ µια ζωή! Γιατί δειλιάζω τόσο; Εδώ κάνω πράγµατα που άλλοι θα τρέµανε να τα σκεφθούν καν! Παίζω κορόνα γράµµατα το µέλλον µου µ’ αυτό το κακό συνήθειο που έχω και φοβάµαι να πλησιάσω ένα τόσο δα κορίτσι! Αντιφατικόσ που είναι ο άνθρωποσ! Άµα µε ρωτούσεσ τι πιστεύω για µένα, τι επίθετα µου ταιριάζουν, πραγµατικά δε θα ήξερα τι να πω! Το µόνο σίγουρο είναι ότι θα χρησιµοποιούσα αντίθετα…αντώνυµα, που λέει κι ο «ξερόλασ» ο δάσκαλοσ! Καλόσ- κακόσ, δυνατόσ- αδύναµοσ, τολµηρόσ- χέστησ, ψηλόσ- κοντόσ, αγαθόσ- καθίκησ, τζέντλεµαν- γουρούνι, σωτήρασ- τζελάτησ9…Αν ζούσε ο παππούσ, θά’λεγε, «άσ’ τισ τζιριτζάντζουλεσ10 και πήγαινε να µιλήσεισ στο κορίτσι! Πάρε ένα λελούδι και πρόσφερέ τησ το!» Τέτοιοσ άνθρωποσ πρέπει να ήταν! Αλλά κι αυτό στη φαντασία µου είναι… Βγάζω απ’ τη σάκα µολύβι και χαρτί και σκέφτοµαι τι να γράψω κοιτώντασ τον ουρανό µεσ απ’ τα φύλλα των δέντρων. «Μεσ στον κρατήρα των χειλιών σου/πέφτω και γίνοµαι δικόσ σου/σώµα και ψυχή σου δίνω/δε µε νοιάζει τι θα γίνω/Λίγο µόνο αν µε κοιτάξεισ/στο λιµάνι µου θ’ αράξεισ/για να κάνουµε ταξίδι/ω, του έρωτα ταξίµι!». Το διαβάζω και το ξαναδιαβάζω. Αυτά που γράφω δε λένε τίποτε µπροστά σ’ αυτό που νιώθω. Καλά, δεν είµαι και Παλαµάσ! Λίγοι είν’ αυτοί που η µελάνη τουσ στάζει κατευθείαν απ’ την καρδιά τουσ…∆εν το βάζω κάτω όµωσ. Θα βρω αυτό που πιό πιστά ζωγραφίζει τα αισθήµατά µου! Και το µολύβι «δακρύζει» πάνω στην κόλλα: «Αν ήταν η καρδιά σου

29

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 30

“Aντίο, λοιπόν”

πέπλο/θα το φόραγα/κι αν ήταν τα µαλλιά σου δίνη/θα χανόµουν/Το µυστικό µου αυτό/στα στήθη µου θα κράταγα/µα είσαι εσύ/ αυτή που ονειρευόµουν». Με τέτοια ταξίδια του νου ούτε που κατάλαβα τι ώρα πήγε! Σε µια στιγµή σηκώνω το κεφάλι µου ν’ αγναντέψω γύρω µου τη φύση που σαλεύει και θεριεύει κάθε µέρα που περνάει κι έρχεται πιό κοντά στο καλοκαίρι, και βλέπω ολόγυρα το σούρουπο. ∆εν ακούγεται τίποτε: το τραγούδι των πουλιών έχει τελέψει και µια υπέροχη δροσιά έχει απλώσει τον «ποδόγυρό» τησ παντού. Η ψυχή µου γαληνεύει µεσ στη σιωπή και η όρασή µου γίνεται καθάρια—µπορώ και βλέπω και το πιό µικρό φωτάκι στην άλλη άκρη του χωριού να τρεµοπαίζει µεσ στην υγρή ατµόσφαιρα. Μαζεύω µολύβι και χαρτί, φορτώνοµαι τη σάκα στον ώµο και παίρνω το δρόµο τησ επιστροφήσ. Για κάµποση ώρα µόνο τον ήχο των παπουτσιών µου που χτυπάνε πάνω στο χώµα και τσακίζουν κάποια πεσµένα φύλλα ακούω. Ο κατήφοροσ είναι πιό εύκολοσ—τα πόδια µου σχεδόν τρέχουν χωρίσ εγώ να τα ελέγχω. Λίγα µέτρα πριν φθάσω στη βρυσούλα, το κελάρυσµα του νερού µε καλεί να ξεδιψάσω κι εγώ δεν µπορώ ν’ αντισταθώ. Σκύβω και κάνοντασ τη χούφτα µου λαγήνι πίνω κρύο νερό. Ξάφνου, µια αστραπή κάνει τη νύχτα µέρα και ύστερα από λίγο ακούω το µπουµπουνητό. ∆εν πρέπει να έπεσε µακριά ο κεραυνόσ. Επιταχύνω το βήµα. Το σκοτάδι γίνεται όλο και πιό πυκνό, αφού ο ουρανόσ είναι γεµάτοσ σύννεφα. Μόλισ πλησιάζω το σχολείο, νιώθω µια γλυκιά νοσταλγία για όλεσ εκείνεσ τισ ώρεσ που έχω περάσει σ’ αυτό εδώ το προαύλιο που δεν πρόκειται να ξανάρθουν. Μα εγώ δε θέλω ούτε καν να το σκέφτοµαι το σχολείο! Αν µπορούσα, θα το απέφευγα. Θα έκανα τη φύση σχολείο µου. Θα έγραφα ποιήµατα, θα διάβαζα ό,τι µε ευχαριστεί, και κάπου ανάµεσα στα διαβάσµατά µου θα έβρισκα την αλήθεια…Για την ώρα η αλήθεια µου είναι η Νατάσα. Και δε θα µπορώ να τη βλέπω αν πάψω να πηγαίνω σχολείο! Οι στάλεσ τησ βροχήσ που τώρα αρχίζουν να πέφτουν µου γλείφουν το πρόσωπο και στάζουν πάνω στο σβέρκο µου σα ρείθρο. Τρέχω να βρω κανένα υπόστεγο µέχρι να κοπάσει η µπόρα. Στο δρόµο δεν υπάρχει ψυχή· κουρνιάσανε όλοι από νωρίσ. Λαχανιασµένοσ πάω γραµµή κάτω απ’ τα κεραµίδια τησ κυρα- Όλγασ, που λείπει εδώ και καιρό στην Αθήνα. Απόψε είναι όλα τα φώτα στο δρόµο απ’ το σχολείο µέχρι πέρα τη δηµοσιά σβηστά—ποιόσ ξέρει τι βλάβη έχουν—και δεν βλέπω ούτε τη µύτη µου πιά. Κουµπώνοµαι καλά και στέκοµαι λεσ κι είµαι στη µέση του πέλαγου να βρω καµιά σανίδα σωτηρίασ. Οι κεραυνοί πέφτουν πάνω απ’ το κεφάλι µου σα σφαίρεσ απ’ το τεράστιο πολυβόλο του Θεού. Κι εκεί που είµαι έτοιµοσ να το διακινδυνεύσω και να συνεχίσω το δρόµο µέχρι το καφενείο κι ασ γίνω µουσκίδι, ακούω κάτι σαν πατήµατα δίπλα µου. Τότε, στη µαρµαρυγή τησ αστραπήσ, βλέπω ένα παραµορφωµένο πρόσωπο ν’ ανασαίνει πάνω µου! Ουρλιάζω και τρέχω µεσ στη βροχή σαν τρελόσ! - Πού πασ, βρε βλάκα; ακούω µια γνώριµη φωνή πίσω µου. Κόβω ταχύτητα και σταµατώ κάτω από τον πλάτανο, όπου συνήθωσ κάθονται σε τραπεζάκια οι χωριανοί και τρώνε τουσ µεζέδεσ τουσ. Απόψε όµωσ, µε τέτοια καταιγίδα, δεν υπάρχει ίχνοσ ζωήσ. Μόνο αυτή η φωνή κάποιον µου θυµίζει. Βλέπω µια θολή φιγούρα να µε πλησιάζει. - Ποιόσ είναι; ρωτάω.

30

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 31

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Καλά, σου σάλεψε; µε ρωτάει η φιγούρα κι έρχεται κοντά µου. - Εσύ είσαι, ρε Τάκη; Τώρα το πρόσωπό του το βλέπω καλά. - Από πού έρχεσαι τέτοια ώρα; µε ρωτάει ανακριτικά. - Απ’ όπου θέλω, του λέω εγώ θυµωµένα και κάνω να φύγω. - Στάσου! Θέλω να σου µιλήσω. - Μεσ στη βροχή; του κάνω. - Έχουµε µπλεξίµατα…, µου λέει κι εγώ παγώνω. - Τι µπλεξίµατα; - Τισ προάλλεσ που πήγαµε στησ Μάρωσ…µασ είδε ένα παιδί και µασ κάρφωσε. - ∆εν καταλαβαίνω πού το πασ…Τι εννοείσ «µασ κάρφωσε»; - Τά’πε όλα στο δάσκαλο…∆εν καταλαβαίνεισ; ∆εν ξέρω αν είπε όλα τα ονόµατα… Προσ στιγµή κοκαλώνω. - Τι λεσ, ρε ξύπνιε; Τισ δικέσ σασ ιστορίεσ θα τισ πληρώσω εγώ; - Σ’ το λέω να τό’χεισ υπόψη σου…, µου κάνει ξερά και πάει να φύγει. - ∆ε µου λεσ, του φωνάζω. Πόσο καιρό γίνεται αυτό; - Από τότε που κατάλαβε τι έχει µεσ στο βρακί τησ ρε! κάνει ειρωνικά ο Τάκησ και εξαφανίζεται µεσ στη βροχή. - Λοιπόν, έχουµε και λέµε…, µασ λέει ο δάσκαλοσ την ώρα του διαλείµµατοσ. Έχω ακούσει ότι κάτι περίεργα «παιχνιδάκια» παίζουν τον τελευταίο καιρό κάποιοι από σασ και… Αφήνει την πρότασή του µισή και κάθεται στην έδρα του. Μασ έχει µαζέψει όλα τα αγόρια, σύνολο εικοσι- επτά, την ώρα του διαλείµµατοσ, αφού έχει διώξει όλα τα κορίτσια στην αυλή, και µασ κάνει κήρυγµα. ∆εν είναι πολύ µεγάλοσ στην ηλικία, κάπου σαράντα- δύο, αλλά ο τρόποσ που µιλάει, µε το δείχτη του χεριού του σηκωµένο, και τα σκούρα κοστούµια που φοράει τον κάνουν να δείχνει στριµµένοσ παππούσ που αργούν να του πάνε το φασκόµηλο στο κρεβάτι! - Θα ξέρετε, φαντάζοµαι, τι εννοώ όταν λέω «παιχνιδάκια», έτσι δεν είναι; Γελάει µε ένα ηλίθιο ύφοσ και µασ κοιτάει ανακριτικά έναν- έναν µεσ στα µάτια. ∆ε µιλάει κανείσ. Είµαστε µόνο όρθιοι δίπλα στα θρανία µασ και κοιτάµε πότε αυτόν και πότε το πάτωµα. - ∆εν ξέρω ποιοί είναι αυτοί που νοµίζουν ότι µπορούν να κάνουν ό,τι τουσ κατέβει χωρίσ να δίνουν λογαριασµό στην κοινωνία του χωριού τουσ, αλλά…ένα µόνο έχω να σασ πω. Αγόρια είστε κι αυτό σηµαίνει ότι όλοι σασ είστε ικανοί να παραστρατήσετε. Έχετε το διάολο µέσα σασ! ξεστοµίζει µε αηδία και µίσοσ. Αντί να ασχοληθείτε µε ουσιώδη πράγµατα, αφήνετε το χρόνο να κυλάει πότε στα λαγκάδια και πότε στισ ρεµατιέσ! Και τώρα αυτό! Τι να πω! ∆εν περίµενα, για να είµαι ειλικρινήσ, καλύτερα πράγµατα από πολλούσ εδώ µέσα, αλλά είναι καθήκον µου να περισώσω ό, τι µπορώ. Φαντάζοµαι ποιοί από σασ έχουν χάσει εντελώσ τον έλεγχο και φέρονται σα ζώα τρέχοντασ ποιόσ ξέρει πού για να κάνουν το κέφι τουσ! - Τι εννοείτε, κύριε; ακούγεται µια πεθαµένη φωνή απ’ το βάθοσ.

31

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 32

“Aντίο, λοιπόν”

Είναι ο Αριστείδησ, ο γιοσ τησ µιασ απ’ τισ κυράτσεσ που πλένουν στην αυλή µασ. - Σκασµόσ! κάνει ο δάσκαλοσ και του φεύγουν τα γυαλιά. Όλοι µασ πνίγουµε ένα γέλιο. - Τι εννοώ! Εσύ τι λεσ να εννοώ; Ακούστηκαν διάφορα για κάποια αγόρια και τη Μάρω! Ξέρετε ποιά Μάρω! Την ανάπηρη! Είναι εύκολο για µένα να πάρω δραστικά µέτρα, έχετέ το υπόψη σασ! Αλλά αυτή τη φορά θα σασ τη χαρίσω! Σκοπόσ µου είναι να σασ προειδοποιήσω! Το χωριό δε θα το κάνετε εσείσ ξέφραγο αµπέλι ούτε άνδρο ακολασίασ! Πού ακούστηκε, εν έτει 1988, να γίνονται τέτοια πράγµατα από µαθητέσ ∆ηµοτικού! Μα υπάρχουν εδώ µέσα και µαθητέσ Λυκείου, σκέφτοµαι εγώ και µού’ρχεται να το βροντοφωνάξω. Το «ντερέκι» κι η παρέα του θα είναι σίγουρα δεκαέξι- δεκαεπτά χρόνων. Αν και πάλι δεν µπορώ να καταλάβω για ποιό λόγο τα µεγαλύτερα παιδιά βρίσκουν ωραίο να πηγαίνουν στη Μάρω! Πώσ µπορεί αυτό που νιώθω εγώ για τη µοναδική µου Νατάσα να το νιώθουν τόσα αγόρια για την ίδια γυναίκα—και µάλιστα για µια κουτσή! Μόνο και µόνο που βλέπω τισ πατερίτσεσ τησ µε πιάνει ρίγοσ! Κι έπειτα, πώσ να νιώσω κάτι για κάποια που τη σχολιάζει όλο το χωριό! Αν όλ’ αυτά φθάσουν στα αφτιά τησ µάνασ µου και τησ θείασ Ελένησ, την έχω βάψει! Ποιόσ νά’ταν αυτόσ που µασ κάρφωσε; Κι εγώ ο βλάκασ µπήκα µεσ στο στόµα του λύκου! Με τέτοιεσ παρέεσ τι περιµένω; Είναι καλύτερο να κλέβεισ µικροπράγµατα παρά να χουφτώνεισ τα στήθια µιασ ξετσίπωτησ κουτσήσ! - Εάν επαναληφθεί αυτό το συµβάν, συνεχίζει ο δάσκαλόσ µασ, θα σασ πάρει και θα σασ σηκώσει! Απο’ δώ και στο εξήσ, θα πηγαίνετε δυό φορέσ την εβδοµάδα στο κατηχητικό! Θα σασ αναλάβει ο παπα- Ανέστησ µαζί µε τον διευθυντή µασ, ο οποίοσ είναι και θεολόγοσ. Πρέπει να σασ βάλει κάποιοσ στο σωστό δρόµο, γιατί αλλιώσ πάτε χαµένοι! Άντε, χαθείτε απ’ τα µάτια µου τώρα! µασ κάνει στο τέλοσ και ξεχυνόµαστε στην αυλή. - Καλά τα καταφέρατε! λέω στο ντερέκι µε θυµό. Τώρα θα τρώµε στη µάπα και τον παπ’ Ανέστη και το διευθυντή! Το παραφουσκωµένο πρόσωπό του τσιτώνεται για να σχηµατίσει ένα περιπαιχτικό χαµόγελο. - Χέστηκα! µου κάνει. Εγώ σε λίγουσ µήνεσ έφυγα! - Είσαι γουρούνι! φωνάζω εγώ και τρέχω προσ την τάξη. Είναι άδεια. Μόνο το «άφτερ σέιβ» του δασκάλου πλανιέται στον αέρα. Η τσάντα του όµωσ και τα γυαλιά του είναι εκεί! Έτσι όπωσ πέφτει µια δέσµη φωτόσ πάνω στην έδρα απ’ το φεγγίτη απέναντι, το σκηνικό είναι σαν πίνακασ Αναγεννησιακόσ, σαν αυτούσ που έχω δει στο σπίτι τησ θείασ. Στην άδεια έδρα νιώθεισ ότι θα ξεπηδήσει απ’ το πουθενά ένασ γαλάζιοσ Άγγελοσ και θα αφήσει τη ροµφαία του να ακουµπήσει πάνω στον πίνακα από πίσω του. Εγώ όµωσ, ο τολµηρόσ, θα τον αγνοήσω, θα περάσω από µπροστά του, θα σκύψω σα να πάω να φιλήσω το χέρι του, αλλά θα κάνω κάτι που ποτέ κανείσ δεν θα τολµούσε να κάνει µπροστά σ’ ένα όργανο του Θεού: θ’ αρπάξω µε σβελτάδα τα γυαλιά του δασκάλου και θα γίνω καπνόσ! Μόλισ µε βλέπει στην πόρτα, έρχεται να µ’ αγκαλιάσει. Μ’ ένα σούρσιµο στο πάτωµα η

32

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 33

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ρόµπα τησ στο χρώµα του κοβαλτίου µε ζεσταίνει, καθώσ µε κλείνει µεσ στα µαλακά τησ µπράτσα. - Άργησεσ, µου λέει αναστατωµένη. - Τέτοια ώρα δεν έρχοµαι συνήθωσ, βρε µαµά; - Έχω φτιάξει µουσακά. ∆εν έχω φάει για µεσηµέρι. Σε περίµενα. - Η ώρα είναι πέντε και δεν έχεισ φάει ακόµη; τη µάλωσα. - Με πήρε ο ύπνοσ, µου εξηγεί και γελάει. Αυτό το χαµόγελό τησ είναι τόσο όµορφο! Τα δόντια τησ έχουν το χρώµα του µάργαρου. - Πάµε να φάµε, τησ λέω και την τραβάω στην κουζίνα. Έχεισ αδυνατίσει! Πρέπει να τρωσ περισσότερο! τησ κάνω κήρυγµα. Τησ αρέσει να τη φροντίζω. Σερβίρει τον αχνιστό µουσακά στα πιάτα και κάθεται απέναντί µου. - Έχεισ γράµµα, µου λέει φυσικά, σα να έπαιρνα πάντοτε γράµµατα. - Τι; κάνω έκπληκτοσ. Γράµµα; Από ποιόν, καλέ µαµά; - Απ’ τη γιαγιά. Βγάζει έναν άσπρο φάκελο απ’ την τσέπη τησ ρόµπασ τησ και µου τον δίνει. - Πώσ και κάθισε να γράψει γράµµα σε µένα η γιαγιά; - ∆εν ξέρω. ∆ιάβασέ το µόλισ φασ. ∆εν αντέχω να περιµένω. Το ανοίγω και τησ το διαβάζω: - «Αγαπηµένε µου εγγονέ, πάνε πολλά χρόνια από τότε που σε πήρα για τελευταία φορά στα πόδια µου και σε κανάκεψα. Θά’ναι καµιά δεκαριά χρόνια. Ο καιρόσ περνάει γρήγορα. Τώρα είσαι σχεδόν δεκατριών κι εγώ είµαι πιά πολύ µεγάλη. Ξέρω ότι πολλέσ φορέσ θα έχεισ αναρωτηθεί γιατί δεν ήρθα ποτέ να σε δω. Είναι δύσκολο να σου εξηγήσω από κοντά. Αυτά θέλουν συζήτηση—κι η συζήτηση είναι καλό να γίνεται πρόσωπο µε πρόσωπο. Με την πρόταση που έχω να σου κάνω, πιστεύω πωσ θα βρεθεί µια λύση. Κι εσύ θα καταλάβεισ γιατί εξαφανίστηκα όλ’ αυτά τα χρόνια κι εγώ θα µπορέσω να επανορθώσω. Σε λίγουσ µήνεσ θα πασ στο Γυµνάσιο. Μη νοµίζεισ ότι δεν µαθαίνω την πρόοδό σου! Ξέρω ότι είσαι ένα πανέξυπνο παιδί που θέλει να πραγµατοποιήσει τα όνειρά του. Και δόξα τω Θεώ, πρέπει να έχεισ πολλά όνειρα! Σκέφτηκα λοιπόν να σου προτείνω κάτι που θα σου αλλάξει τη ζωή. Μπορεί βέβαια και η µητέρα σου να σε ακολουθήσει. Αυτό θα µου έδινε µεγαλύτερη χαρά. Προτείνω λοιπόν να έρθεισ στην Αθήνα και να πασ εδώ Γυµνάσιο. Στην πρωτεύουσα οι δυνατότητεσ είναι µεγαλύτερεσ. Είµαι σίγουρη ότι θα µε ευγνωµονείσ κάποτε γι’ αυτό. Θα σου ανοίξουν πόρτεσ, θα γνωρίσεισ σπουδαίουσ ανθρώπουσ. Θα σε περιβάλουµε µε αγάπη και στοργή, ο παππούσ σου κι εγώ. Μπορεί να µη τον γνωρίζεισ τον δεύτερο σύζυγό µου, αλλά εκείνοσ σε γνωρίζει καλύτερα απ’ ό,τι νοµίζεισ. Του έχω δείξει φωτογραφίεσ και θέλει πολύ να του δώσεισ την ευκαιρία να σε βοηθήσει σ’ αυτό το νέο ξεκίνηµα στη ζωή σου. Έχεισ µπροστά σου αρκετό καιρό να το σκεφθείσ. Σε φιλώ προσ το παρόν και εύχοµαι σύντοµα να σε δω. ∆ώσε χαιρετίσµατα στη µαµά. Με αγάπη, η γιαγιά σου». Σταµατώ να διαβάζω και µένω να κοιτάζω αποσβολωµένοσ το τσαλακωµένο

33

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 34

“Aντίο, λοιπόν”

γράµµα στα χέρια µου. Καταλαβαίνω ότι δεν είµαι ο µόνοσ που τά’χει χαµένα· κι η µαµά έχει σταµατήσει το φαγητό τησ και αποφεύγει να µε κοιτάξει. Ξαφνικά όµωσ ξεσπάει χτυπώντασ το πιρούνι στο πιάτο τησ. - Γιατί δεν κάθεται στ’ αβγά τησ; - Μη κάνεισ έτσι, βρε µαµά! Το καλό είναι ότι µε θυµήθηκε, έστω και µετά από τόσα χρόνια! Αλλά και πάλι…κάθε µήνα µασ στέλνει χρήµατα, τησ θυµίζω. Πράγµα που σηµαίνει ότι µασ αγαπάει! - Ναι, εντάξει…µασ «αγαπάει», κάνει ψεύτικα και µαζεύει νευρικά τα µαλλιά τησ µ’ ένα κοκαλάκι. Μια κουβέντα είναι κι αυτή! - Έχετε µαλώσει, έτσι δεν είναι; διαπιστώνω εγώ. Αναστενάζει. ∆ε θέλει να µου µιλήσει ξεκάθαρα. - Πεσ µου, την πιέζω. ∆εν είµαι µωρό! Καταλαβαίνω περισσότερα απ’ ό, τι νοµίζεισ… Με κοιτάζει στοργικά στα µάτια. - ∆εν έφταιγα εγώ, Αντώνη…Εκείνη πήρε την απόφαση να κάνει τη ζωή τησ…Και καλά έκανε! Το πρόβληµα το είχε ο άντρασ τησ! Την επηρέαζε κι εκείνη έτρεχε ξοπίσω του σα σκυλάκι! - Τι θεσ να πεισ; - Τησ φούσκωσε τα µυαλά! Τησ έλεγε ότι έπρεπε να ζήσει τη ζωή τησ, να φύγει απ’ το χωριό, να…κάνει µεγάλη ζωή! Ότι αρκετά είχε στερηθεί…Καιρόσ να κάνει όλα όσα είχε απαρνηθεί όλ’ αυτά τα χρόνια…Κι έτσι απαρνήθηκε και µένα και σένα…Μασ πέταξε σαν τρίχα από ζυµάρι! Τα µάτια τησ βουρκώνουν αλλά δεν αφήνει τον εαυτό τησ να κλάψει. - Μασ έστελνε όµωσ χρήµατα, επιµένω εγώ. - Ναι, ναι, για να εξιλεωθεί! Για να µη γυρίσω ποτέ εγώ να τησ πω ότι µε ξέγραψε! Αλλά η αλήθεια είναι αυτή! Με ξέγραψε…Μασ ξέγραψε! Και τώρα…όσο πλησιάζει η ώρα του τέλουσ, θέλει να «επανορθώσει»! Πώσ να πάω εγώ εκεί µέσα; Ε; Στο «µελίσσι»! Πώσ θα πάω να µείνω στην ίδια στέγη µ’ αυτήν και µε τον…άντρα τησ; Έχει λεφτά, εντάξει. Θα µε «αποκαταστήσει» και µένα και σένα…Αλλά µε τι αντάλλαγµα; Τη σιωπή µου; Εσένα θέλει να σε διαµορφώσει…Να σου κάνει κήρυγµα, πλύση εγκεφάλου…Πάρ’ το όπωσ θεσ. Τησ πιάνω το χέρι πάνω στο τραπέζι. - Μην ανησυχείσ, τησ λέω γλυκά. ∆ε θα πάω πουθενά. ∆ε θα σ’ αφήσω ποτέ µόνη. Εκτόσ αν…αλλάξεισ εσύ γνώµη…αν…σε πείσουν ότι όλα είναι εντάξει και µπορείσ να πασ…Η γιαγιά σε θέλει, πάντωσ. - Με θέλει, ναι…αλλά αυτό δεν είναι αρκετό, µωρέ Αντώνη…∆εν είναι εύκολο για µένα…Κοίτα…σκέψου τι θεσ εσύ να κάνεισ και άσε µε µένα…Ίσωσ νά’ναι καλύτερα για σένα στην Αθήνα…Εδώ τι θα κάνεισ; Θα µαραζώσεισ σ’ ένα βροµότοπο σαν αυτόν; - ∆εν έχω να πάω πουθενά…, τησ δηλώνω. Ή θα πάµε µαζί ή θα µείνω εδώ… - Θα δείξει ο καιρόσ…Σκέψου το και θα τα ξαναπούµε…Εγώ θέλω το καλύτερο για σένα. Ό,τι κι αν γίνει, να ξέρεισ ότι εγώ θα είµαι πάντα δίπλα σου, ακόµη κι αν το σώµα µου είναι µακριά… ∆ε συνεχίζει κανείσ µασ το φαγητό του. Άλλο ένα µεσηµέρι γεµάτο ένταση, άλλο

34

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 35

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ένα µεσηµέρι πιό κοντά και, ταυτόχρονα, πιό µακριά απ’ το όνειρο…Γιατί είναι τόσο δύσκολο να βρει κανείσ το δρόµο του; Ποιό χέρι µασ έριξε σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και δεν µπορούµε να ξεφύγουµε, ακόµη κι όταν ένα άλλο χέρι πάει να µασ τραβήξει; ∆εν είναι ώρα για φιλοσοφικά διλήµµατα. Αυτά ασ τα λύσει ο δάσκαλοσ κι ο παπ’ Ανέστησ! Εγώ από δράση πάσχω! Αυτή αν µού’δινε κάποιοσ, αν µού’βαζε λίγη φωτιά στο αίµα, λίγη αδρεναλίνη, θά’κανα τα πάντα! Θα κατακτούσα τη Νατάσα, θα έκανα τη µαµά ευτυχισµένη, θα γνώριζα καλύτερα τον εαυτό µου…Σ’ αυτή την άκρη του κόσµου όλοσ ο κόσµοσ είµαι εγώ: οι χαρέσ µου, οι λύπεσ µου, οι φόβοι µου, τα όνειρά µου. Γιατί µασ άφησεσ πίσω, µπαµπά; Γιατί άφησεσ εµένα να τα βγάλω όλα πέρα µόνοσ µου; Νοµίζεισ ότι είµαι υπεράνθρωποσ; Μπορεί να µην είµαι κουτσόσ σαν τη Μάρω, αλλά κάποιο κούτσαµα έχω κι εγώ…Ίσωσ νά’ναι χειρότερο. Εκείνη κάνει αυτό που θέλει χωρίσ να υπολογίζει τίποτε: ούτε τι θα πει ο δάσκαλοσ κι ο παπάσ, ούτε τι θα πει η κατάκοιτη µάνα τησ…Τουσ γράφει όλουσ στα παλιά τησ τα παπούτσια! Ενώ εγώ…έχω ένα «κράτηµα», ένα φόβο. ∆ειλία είναι! Αυτό είναι! Είµαι δειλόσ να ζήσω! ∆ειλιάζω να µιλήσω στη Νατάσα, δειλιάζω να παρατήσω το σχολείο και να ανακαλύψω τον κόσµο, δειλιάζω και τώρα που µου δίνεται η ευκαιρία να φύγω από εδώ! Είµαι µικρότεροσ απ’ ό,τι πιστεύω. Είµαι ένα µωρό που το πιέζουν να µεγαλώσει. ∆ε θα µεγαλώσω όµωσ έτσι! Μη µε πιέζετε! Τον καιρό σασ χάνετε! Θα µεγαλώσω όποτε θέλω εγώ! Όταν ένα εκκλησίασµα αποτελείται από εικοσιεπτά σχολιαρόπαιδα, άλλα ψηλά και άλλα κοντά, µε κοντά παντελονάκια και κοντοµάνικα πουκάµισα, τότε δεν είναι ένα απλό εκκλησίασµα. ∆εν είναι απλώσ ένα κοπάδι από «απολωλότα πρόβατα», όπωσ λέει µε χαρακτηριστικό τρόπο ο παπ’ Ανέστησ, αλλά µια αγέλη λύκων που τουσ έχουν πρόσκαιρα ποτίσει υπνωτικό για να µην επιτεθούν. Μιάµιση ώρα κατήχηση δεν είναι απλό ζήτηµα· αν υπολογίσεισ τη βαριεστιµάρα που αιωρείται ανάµεσα στα µόρια από λιβάνι και µελισσοκέρι και γίνεται σιγά- σιγά αγανάκτηση και λύσσα, τισ οσµέσ που αναδίδουν τα ιδρωµένα σώµατα ύστερα από µια σχολική µέρα γεµάτη φυσική δραστηριότητα στο προαύλιο και το µικρό γυµναστήριο, και την ακατάσχετη φλυαρία µερικών µαζί µ’ αυτή του παπ’ Ανέστη και του διευθυντή µασ, τότε έχεισ µια χηµική ένωση που το µόνο τησ παράγωγο είναι η έκρηξη! Είµαστε δέκα λεπτά µεσ στο µικρό ναό και παρακαλώ το θεό, αν υπάρχει, να µασ απαλλάξει σύντοµα απ’ αυτό το µαρτύριο! Στην αρχή στεκόµαστε όρθιοι, στρέφουµε το ζαλισµένο βλέµµα µασ στο ιερό και κάνουµε το σταυρό µασ. Μετά ακολουθεί το «Πάτερ Ηµών» και το «Πιστεύω», το «σύµβολο τησ πίστεωσ», όπωσ τονίζει ο θεολόγοσ και διευθυντήσ µασ, και καθόµαστε στα δροσερά στασίδια. Ο αγκώνασ που νιώθω στα πλευρά µου είναι του Τάκη. Αυτόσ µε ακολουθεί παντού, τελικά, παρ’ όλο που τον αποφεύγω συστηµατικά! Ύπαγε οπίσω µου, Σατανά! σκέφτοµαι και του ρίχνω µια φονική µατιά. Αυτόσ όµωσ δεν το βάζει κάτω µε τίποτε. - Φθηνά τη γλιτώσαµε, µου λέει χωρίσ να µε κοιτάζει. - ∆εν µασ παρατάσ! του κάνω εγώ, ενώ υποτίθεται ότι διαβάζω µια προσευχή απ’ το προσευχητάρι που µασ έχουν µοιράσει. - Να κοιτάξουµε να τουσ πείσουµε να κάνουµε κατηχητικό µαζί µε τα κορίτσια, συνεχίζει

35

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 36

“Aντίο, λοιπόν”

αυτόσ προκλητικά. - Είσαι αγιάτρευτοσ, αποκρίνοµαι εγώ. Καλά λένε ότι η µεγαλύτερη αγιάτρευτη αρρώστια είναι η βλακεία… - Σσσσ…., κάνει µε αγέρωχο ύφοσ. Βρίσκεσαι σε ιερό χώρο, ειρωνεύεται. ∆εν επιτρέπεται να υβρίζεισ! ∆εν του δίνω σηµασία. Συνεχίζω να διαβάζω την προσευχή κοιτώντασ κρυφά το ρολόι µου. Τρία τέταρτα ακόµη…Ο µπροστινόσ µου, ο Λουκάσ, µε κρύβει µε τισ υπερφυσικέσ του πλάτεσ, κι έτσι µπορώ µε σχετική ευκολία να χαζέψω κάποιεσ στιγµέσ κοιτώντασ το θόλο, τον πολυέλαιο, την εικόνα του Χριστού και τησ Παναγίασ απέναντι, τα καντήλια, το µπορντό χαλί απ’ την είσοδο ωσ την Αγία Τράπεζα. Όσο τα κοιτάζω όλ’ αυτά, τόσο πιό πολύ καταλαβαίνω πόσο διαφορετικά και απόκοσµα µοιάζουν. ∆εν έχω προετοιµαστεί για όλ’ αυτά τα ακαταλαβίστικα που µιλάνε οι Γραφέσ. Για τον παππού µε τα γένια που έφτιαξε τον κόσµο σε επτά µέρεσ, για τουσ Αγγέλουσ, για τον Αδάµ και την Εύα, για το παραδεισένιο σπίτι τουσ, για το φίδι που τουσ κορόιδεψε και τουσ έστειλε σ’ αυτόν εδώ τον κόσµο να εξιλεωθούν για το «προπατορικό αµάρτηµα» που διέπραξαν, για την καταδίκη τουσ απ’ τον παππού αυτό, το Θεό, να «αυξάνονται και να πληθύνονται και να κατακτήσουν τον κόσµο», για την ανάγκη του ανθρώπου να κοιτάει ψηλά, στην προσπάθειά του να φθάσει πάλι το θεό, εκεί απ’ όπου «έπεσε» (και «χτύπησε», συµπληρώνω εγώ), για την αγάπη που όλοι µασ έχουµε έµφυτη και τίποτε δεν µπορεί να µασ τη σκοτώσει, για την ύπαρξη του Καλού και του Κακού στον κόσµο, για την αδυναµία του ανθρώπου να δει τη θεZκή υπόστασή του, την τάση του να πηγαίνει προσ τα κάτω παρά προσ τα πάνω, για το «Μαµµωνά» (δεν τον ξέρω τον κύριο) που έχει φορέσει στον άνθρωπο «παρωπίδεσ» για να µη βλέπει το καλό και να πράττει µόνο το κακό, για το σώµα, την ψυχή και το πνεύµα, από τα οποία αποτελείται ο άνθρωποσ, για την αφύπνιση που χρειαζόµαστε όλοι ώστε να πνίξουµε µέσα µασ το Σατανά που κουβαλάµε και να γίνουµε µικροί θεοί, να «θεωθούµε»! Σαν παραµύθι µου φαίνονται όλ’ αυτά! Ώρεσ ώρεσ το διασκεδάζω, πραγµατικά! Αν ο παπ’ Ανέστησ καθόταν µε το αγιαστήρι του και την Αγία του Γραφή στο προσκεφάλι µου και µου τα διάβαζε, σίγουρα θα βυθιζόµουν σ’ έναν υπέροχο, γλυκό ύπνο µέχρι το άλλο πρωί! Εδώ µέσα όµωσ, όρθιοσ και πεινασµένοσ, µε µερικούσ ηλίθιουσ συµµαθητέσ, και κάτω απ’ το άγρυπνο γερακίσιο µάτι του διευθυντή, αυτέσ οι ιστορίεσ µου φαίνονται ανούσιεσ και κουραστικέσ. Η ζωή µου είναι πλασµένη έτσι που δεν χωράει τέτοια ανέκδοτα. Είµαι αρκετά µικρόσ ώστε να τα βρίσκω διασκεδαστικά, ιδίωσ όταν βαριέµαι, και αρκετά µεγάλοσ ώστε να µη τα πιστεύω. Εδώ που τα λέµε, ούτε η µάνα µου τα πιστεύει. Αν η πίστη βέβαια κρίνεται από το πόσο συχνά πηγαίνει κανείσ στην εκκλησία, τότε θα πρέπει να θεωρείται φανατική Χριστιανή, αλλά εγώ νοµίζω ότι η πίστη δε µετριέται µε τα σταυροκοπήµατα και µε τα κεριά που ανάβεισ. Είναι πολύ αστείοι οι άνθρωποι σαν µπουν µεσ στο ναό. Ενώ έξω τουσ βλέπεισ αγροίκουσ και απρόσιτουσ, ξαφνικά, µόλισ πατήσουν το πόδι τουσ πάνω στο µπορντό χαλί τησ εκκλησίασ, µεταµορφώνονται σε σκυλάκια που τρέχουν ξοπίσω απ’ τ’ αφεντικό τουσ µήπωσ και τουσ ρίξει κανένα κόκαλο. Αυτή την εντύπωση µου δίνουν. Πόσεσ και πόσεσ

36

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 37

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

φορέσ δεν έχω ακούσει άντρεσ και γυναίκεσ να µουρµουρίζουν στον εαυτό τουσ ή σε κανέναν έµπιστό τουσ, την ώρα που ανάβουν το κερί και κάνουν το σταυρό τουσ, «Αχ, Άγιε µου Στυλιανέ, Αχ, Παναγιά µου, Αχ, Χριστέ µου, βόηθησε το παιδάκι µου να γυρίσει σύντοµα πίσω, βγάλε µασ απ’ αυτή τη µιζέρια, κάν’ τον άντρα µου να σταµατήσει να πίνει, χάρισέ µου ένα παιδί, λύσε τα µάγια που µε δένουν σ’ αυτό το κωλοχώρι, βρέξε χαλάζι και πνίξε τουσ αµαρτωλούσ!» Σαν κούκλεσ µοιάζουν που κάποιοσ τισ κάνει να µιλάνε. Παίρνουν ένα χαζό ύφοσ γεµάτο µετάνοια και ευλάβεια και αρχίζουν τα «τερερέµ» µαζί µε τον παπά. Κάτι τέτοιεσ στιγµέσ νιώθω το χέρι τησ τρέλασ να µε γραπώνει απ’ το λαιµό και θέλω να πέσω πάνω τουσ και να τουσ τροµάξω, να τουσ ταρακουνήσω, να τουσ κάνω να ξυπνήσουν απ’ τ’ όνειρο που ζουν! Αλλά µε ποιό δικαίωµα; Σάµπωσ κι εγώ δε ζω σ’ ένα όνειρο; Πιστεύω ότι οι άνθρωποι του χωριού µου παίζουν ένα παιχνίδι περίεργο, παίζουν το «κρυφτούλι». Τουσ αρέσει να δείχνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που είναι, κυρίωσ όταν µπαίνουν στην εκκλησία ή όταν βλέπουν τον παπ’ Ανέστη ή το δάσκαλό µασ στο δρόµο. Το ίδιο συµβαίνει και µε το χωροφύλακα, τον κυρ Λάµπρο. Κάτι τουσ συµβαίνει όταν τουσ βλέπουν. Το ράσο του παπά, το καπέλο του δασκάλου, η στολή του χωροφύλακα…κάτι τουσ ξυπνά µέσα τουσ—µπορεί θαυµασµό, σεβασµό, φόβο. Κάτι δε µ’ αρέσει σ’ αυτή την αλλαγή, σ’ αυτό το «φτιασίδωµα» που κάνουν όλοι τουσ. Μόνο οι γριούλεσ στην παραγκούπολη είναι αληθινέσ. Ποτέ δεν τισ βλέπεισ να προσπαθούν να γίνουν κάτι άλλο απ’ αυτό που πραγµατικά είναι. ∆εν αρνιούνται τη φύση τουσ. Αν το έκαναν, θα µοιάζανε τόσο γελοίεσ, σαν µια αράχνη που θέλει να κάνει τη µέλισσα! Κι εγώ καµιά φορά γίνοµαι γελοίοσ όταν προσπαθώ να το παίξω µεγάλοσ, να δω τον κόσµο όπωσ τον βλέπουν οι κυράτσεσ τησ αυλήσ µασ ή ο Μιχάλησ, ο γιοσ τησ Μαρίτσασ. ∆εν µπορώ να το καταφέρω! Το κέλυφοσ που µε περιβάλλει δεν µ’ αφήνει να µιλήσω την ίδια γλώσσα µε τουσ συγχωριανούσ µου. Εκπέµπουµε σε άλλεσ συχνότητεσ, πώσ το λένε! Αυτοί, όταν πιάνει βροχή, σφαλίζουν τισ πόρτεσ και τα παράθυρά τουσ, ενώ εγώ βγαίνω έξω και κυνηγάω το σύννεφο να πιω όσο πιό πολλή βροχή µπορώ! Μεταφορικά µιλάω…Η βροχή δεν υπήρξε ποτέ το «φόρτε» µου… Αν πήγαινα στην Αθήνα, µπορεί να ήταν καλύτερα τα πράγµατα. Θα έβγαινα απ’ αυτό το «λούκι» και θα γνώριζα τον κόσµο όπωσ τώρα γνωρίζω το µικρό µου µπαούλο. Πόσο µεγάλοσ µπορεί να είναι; Είναι θέµα χρόνου να εξοικειωθώ µαζί του—κι αυτόσ µαζί µου! Εκεί µπορεί οι άνθρωποι να είναι πιό αληθινοί, πιό συνειδητοποιηµένοι. Εδώ δείχνουν όλοι στερηµένοι, στριµµένοι! Κι αυτόσ ο δάσκαλοσ κι ο παπάσ! Μασ έχουν βάλει εδώ µέσα και µασ ψέλνουν τον εξάψαλµο! Για ποιό λόγο θα πρέπει να τουσ ακούµε; ∆ε µασ παρατάνε! Τι ξέρουν αυτοί για µασ! Μεγαλώσανε πάρα πολύ για να θυµούνται τισ ανάγκεσ ενόσ δεκατριάχρονου αγοριού που θέλει να ζήσει ανεξάρτητο! ∆εν έχω ανάγκη τισ συµβουλέσ τουσ! Τα ποιήµατα που διαβάζω µόνοσ µου, του Ρίτσου, του Παλαµά, του Σεφέρη, δεν µου τά’µαθε κανείσ! Μόνοσ µου τ’ ανακάλυψα! Και θα µάθω κι άλλα, θα σκαλίσω το χώµα των προγόνων µου και θα φέρω στο φωσ κι άλλα ποιήµατα, κι άλλεσ ιστορίεσ! Φθάνει να φύγω αποδώ!

37

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 38

“Aντίο, λοιπόν”

Η Μαρίτσα, η µάνα του Μιχάλη, του «µπερµπάντη», είναι µια εξηντάρα µε γκρίζα µαλλιά (µε το γκρίζο του νερόχαρου του µπαµπακιού) και δυό µάτια µαύρα, όλο βάθοσ. Είναι αρχοντογυναίκα. Ο λόγοσ τησ περνάει µεσ στο χωριό. Ο άντρασ τησ, που πέθανε εδώ και δέκα µήνεσ, ήταν σύµβουλοσ του προέδρου. Μορφωµένοσ άνθρωποσ! Θυµάµαι µ’ έπαιρνε στα γόνατά του τα καλοκαίρια, όταν η µαµά µ’ έβγαζε µικρό στον καφενέ στα πλατάνια να δω κόσµο και να παίξω µε τα άλλα µικρά των χωριανών, και µου έλεγε ιστοριούλεσ µε τη µπάσα, βραχνή φωνή του. Ήταν γοητευτικόσ άντρασ. Όλεσ οι γυναίκεσ, και οι µικρέσ και οι µεγάλεσ, τον κοίταζαν σαν ξερολούκουµο! Αυτό είχα καταλάβει από κάτι συζητήσεισ που έκανε η µάνα µου µε τη Μαρίτσα. Ερχόταν µάλιστα τα πρωινά σπίτι µασ κι έκανε παρέα στη µαµά. Ψήνανε καφέ και τα λέγανε µέχρι το µεσηµέρι. Όταν δεν είχα σχολείο και καθόµουν στο δωµάτιό µου να διαβάσω, άκουγα τη Μαρίτσα να λέει µε τρόπο στακάτο: «Θα τισ πάρει και θα τισ σηκώσει! Τισ τσούλεσ! ∆εν θα µου φάνε εµένα τον άντρα! Εγώ έχω οικογένεια σοβαρή, µετρηµένη. Κι ο γιοσ µου είναι ισορροπηµένο παιδί. ∆εν είναι για τα µούτρα τουσ! Ούτε αυτόσ ούτε ο άντρασ µου!» Στην πορεία, ο γιοσ τησ φαίνεται ότι άλλαξε γνώµη. Μπορεί και να του ταιριάζει η Μάρω. Μπορεί νά’χει κρυφέσ χάρεσ! ∆εν είχα ποτέ ιδιαίτερεσ σχέσεισ µε τη Μαρίτσα, αλλά σήµερα µου ζήτησε η µαµά να τησ πάω λίγη καρυδόπιτα που έφτιαξε και να τησ πω ότι θα ήθελε πολύ να τα πούνε σύντοµα. Με καλοδέχεται, µε φιλάει ρουφηχτά στο µάγουλο και µε µπάζει στη σάλα, ένα µεγάλο δωµάτιο γεµάτο κιλίµια κρεµασµένα στον τοίχο και έναν τεράστιο καθρέφτη που µε δείχνει σα νάνο! Περίεργο σπίτι. Έχει έναν αέρα χρήµατοσ, έτσι το λέω εγώ, αλλά είναι λίγο απόκοσµο. ∆εν θα έµενα ποτέ εδώ µέσα νύχτα! Η παρουσία του κυρ- Κώστα, του άντρα τησ, δεν θα έχει ακόµη ξεφτίσει. Τα σανίδια στο πάτωµα θα στενάζουν ακόµη απ’ τα αόρατα πατήµατά του. Τα µαξιλάρια στον καναπέ θα βουλιάζουν ακόµη απ’ το βάροσ του αόρατου κορµιού του. Ανατριχιάζω και τρίβω τισ παλάµεσ µου. Όση ώρα λείπει στην κουζίνα η Μαρίτσα, εγώ κοιτάζω µεσ απ’ τη µεγάλη δίφυλλη πόρτα το σαλόνι, αλλά δεν τολµώ να µπω. Κι αυτόσ ο Μιχάλησ…δε φαίνεται πουθενά! Θά’χει βουλιάξει στα σάρκινα «µαξιλάρια» τησ Μάρωσ πάλι, σκέφτοµαι και χασκογελάω. - Πέρνα µέσα, Αντώνη µου! Τι στέκεσαι εκεί; µου φωνάζει η Μαρίτσα, που έρχεται µε ένα δίσκο στο χέρι. Χωρίσ να πω κουβέντα µπαίνω στο τεράστιο σαλόνι. ∆εν είναι πολύ φωτεινό· οι σκούρεσ πράσινεσ κουρτίνεσ, που πέφτουν σα φράντζεσ στα µάγουλα των παραθύρων, κρύβουν το φωσ. Μια φωτεινή δέσµη όµωσ κάνει τον καναπέ απέναντί µου να λάµπει, µαζί µε τα κόκκινα κεριά που είναι τοποθετηµένα σε περίεργη διάταξη πάνω στο τραπεζάκι. Είναι σαν αστερίεσ πάνω στον πυθµένα τησ θάλασσασ που ένασ φακόσ τουσ ξυπνά! Η Μαρίτσα περνάει από δίπλα µου µε το δίσκο και τον ακουµπάει στην άκρη του τραπεζιού. - Έλα να σε φιλέψω κάτι, µου λέει και µε κοιτάζει γλυκά. Έχω φτιάξει κανταZφι! Είναι συνταγή Πολίτικη! Απ’ την πεθερά µου! - Ευχαριστώ, κυρα- Μαρίτσα! ∆ε λέω ποτέ όχι στα γλυκά! τησ κάνω χαµογελαστόσ και πάω να κάτσω στον καναπέ. Η µαµά λέει πωσ έχετε καιρό να τα πείτε και θά’θελε να

38

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 39

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

βρεθείτε σύντοµα, τησ µεταφέρω. - Το ξέρω, αγόρι µου. Έχουµε χαθεί…Προβλήµατα, συµπληρώνει µετά σκεφτική. Θέλει πολλά να πει, αλλά τα κρατάει µάλλον για τη µαµά. Εγώ δεν είµαι ο κατάλληλοσ ακροατήσ. - Μου κάνει εντύπωση πώσ µε τόσα προβλήµατα δεν πάει όλο το χωριό στο κατηχητικό! τησ λέω εγώ λίγο πριν δοκιµάσω το λαχταριστό κανταZφι τησ. Με κοιτάζει µε απορία. - Γιατί, εκεί λύνουν προβλήµατα; λέει παραξενεµένη. Σκέφτοµαι µε το πιρούνι στο στόµα. - ∆εν ξέρω. Πάντωσ, ο παπ’ Ανέστησ παραπονιέται ότι δεν πηγαίνουν πολλοί στο κατηχητικό και στη λειτουργία. Αν πηγαίνανε, λέει, πολλά θά’χαν µπει σε τάξη. - ∆εν έχει άδικο, αποκρίνεται η Μαρίτσα σιάχνοντασ τη δαντελένια ποδιά τησ. Αλλά τα προβλήµατα που έχουµε εµείσ οι άνθρωποι δε λύνονται µε το κατηχητικό. Αν είχαµε φόβο θεού, πολλά θα αλλάζαµε, αλλά…ο φόβοσ θεού δε βιώνεται µε συζητήσεισ και λειτουργίεσ! Τι το ψάχνεισ, αγόρι µου…Είσαι µικρόσ ακόµη. Όταν µεγαλώσεισ, θα καταλάβεισ τι θέλω να πω. Νά’ταν το µυαλό του ανθρώπου σαν το κανταZφι! λέει µετά και κουνάει το κεφάλι. Θ’ αγόραζεσ τα υλικά, θ’ ακολουθούσεσ τη συνταγή, θα τό’βαζεσ στο φούρνο και τσουπ! θα τό’βγαζεσ έτσι όπωσ το θεσ! Αλλά…το µυαλό είναι γράµµα κλεισµένο µε βουλοκέρι. Τελικά, τι είναι το µυαλό; σκέφτοµαι. ΚανταZφι ή γράµµα; Εγώ πάντωσ το νιώθω σαν εµπόδιο ανάµεσα στα δυό µου τ’ αφτιά! Αν δε σκεφτόµουν τόσο, θ’ άκουγα καλύτερα τι θέλω πιό πολύ να κάνω. Τώρα που σκέφτοµαι και νοιάζοµαι για τουσ άλλουσ, τον Αντώνη τον βάζω στην άκρη. Απολαµβάνω και την τελευταία µπουκιά κανταZφι και αφήνω το πιατάκι στο δίσκο. Πίνω µια γουλιά νερό και σηκώνοµαι. - Στάσου, µου λέει η Μαρίτσα κι αναπηδά απ’ τη θέση τησ. Πριν φύγεισ, θέλω να σου δώσω λίγο γλυκό και για τη µαµά. Γι’ άλλη µια φορά µένω µόνοσ. Ο χώροσ είναι πολύ όµορφα διακοσµηµένοσ: οι ασηµένιεσ απλίκεσ πάνω απ’ τον καναπέ µε την όµορφη χαλκογραφία να παριστάνει ένα παιδί µ’ ένα ποδήλατο, το µικρό γραφειάκι (θαρρώ πωσ το λένε σεκρετέρ) µε το σκαµπό του απέναντι και τη λάµπα δαπέδου σε σχήµα µαργαρίτασ να αγκαλιάζει όποιον κάθεται, η µικρή ροτόντα µε το οινοπνευµατί µπροκάρ απ’ τη µια µέχρι την άλλη µεριά του τραπεζιού, τα επιβλητικά µπρούντζινα αµπαζούρ…Πνέει ένασ αέρασ άνεσησ εδώ µέσα, ένασ αέρασ που δε φυσά στη δική µασ γειτονιά. Ακούω πατήµατα αλλά δεν ξέρω αν πλησιάζουν ή αν αποµακρύνονται. Μεµιάσ αρπάζω ένα κόκκινο κερί απ’ το τραπέζι, απ’ αυτά που θυµίζουν αστερίεσ, και το χώνω στην εσωτερική τσέπη του µπουφάν µου. ∆εν θα τά’χει και µετρηµένα! Το χαµόγελο που τησ ρίχνω σαν προβάλλει στην πόρτα δεν είναι τελείωσ ψεύτικο. Τη συµπαθώ. Κι εκείνη µε συµπαθεί, το ξέρω. Μου δίνει γι’ άλλη µια φορά ένα ρουφηχτό φιλί στο µάγουλο και µε ξεπροβοδίζει. «Θα τα πούµε σύντοµα», µου λέει κι εγώ τη χαιρετώ.

39

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 40

“Aντίο, λοιπόν”

Η µαµά έχει αρχίσει πάλι τα δικά τησ. Κλείνεται στην κάµαρά τησ, δε µιλάει, δεν τρώει, κάτι χαρτιά µόνο τσαλακώνει, µετά τα σκίζει, τα πετάει, κι ύστερα κλείνει τα παραθυρόφυλλα, βυθίζοντασ τα πάντα στο σκοτάδι. Μεσ απ’ τισ γρίλιεσ του δικού µου παραθύρου βλέπω το περήφανο πέταγµα ενόσ πουλιού που για ώρα καθόταν στα ηλεκτροφόρα σύρµατα που χαρακώνουν τη θέα µου προσ το βουνό, και το ζηλεύω. Η φύση έδωσε σ’ αυτά τα µικροσκοπικά πλάσµατα το χάρισµα να πετάνε, να επιλέγουν πού θέλουν να πάνε, να έχουν το δικαίωµα να κάνουν πατρίδα τουσ όποια γη βρεθεί µπροστά τουσ και χωράει τισ φτερούγεσ τουσ, ενώ εγώ µπορώ µόνο να ταξιδεύω µε το νου, να φθάνω εκεί όπου κανένα τέτοιο πουλί δεν µπορεί να φθάσει, έχοντασ το σώµα µου καρφωµένο µέσα σ’ ένα δωµάτιο δύο επί δύο! Οι µέρεσ πιά αργούν να περάσουν και η γλυκιά διακριτική παρουσία του καλοκαιριού που ζυγώνει µου βαραίνει τα στήθια—ένασ κόµποσ θέλει να βγει. Αρχίζει κάτι να αναδεύεται µέσα µου. ∆εν ξέρω αν φταίει η προσµονή των καλοκαιρινών γιοµάτων, αλλά η απάθεια τησ καρδιάσ µου αρχίζει να περνά και τη θέση τησ βλέπω σιγά σιγά να παίρνει η απορία: Γιατί να υποφέρει η µαµά; Γιατί εγώ να µη τησ είµαι αρκετόσ; Γιατί ο µπαµπάσ να µη νοιάζεται για κανέναν και για τίποτε; Γιατί η γιαγιά να ενδιαφέρεται τόσο πολύ για µένα και το µέλλον µου ενώ έχει τόσα χρόνια να περάσει το κατώφλι µασ; Κι αν φύγω, θα µπορέσω να ξαναγυρίσω; Αυτό το χωριό, αυτή τη γη, που έγινε µήτρα για να µε γεννήσει, θα πρέπει να τα ξεχάσω; Νιώθω ότι δεν έχω ακόµη εκτελέσει το σκοπό µου σ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Υπάρχουν πολλά πράγµατα σ’ αυτή τη µεριά τησ γησ που δεν µ’ αρέσουν και θά’θελα να τ’ αλλάξω. ∆ε θ’ άντεχα νά’ρθει µια µέρα όπου θα µε περιµένει απ’ έξω ένα ταξί, εγώ θα φορτώσω τα τσουµπλέκια µου και θα εξαφανιστώ µεσ στη σκόνη του δρόµου. Αυτό το έκανε ο µπαµπάσ. ∆ε θέλω να του µοιάσω. Θέλω ν’ αποφύγω τη σύγκρουση µε τη δική του µοίρα. Αυτόσ τά’κανε σκατά! Έκανε τη ζωή όλων µασ κουρέλι! Χίλιεσ φορέσ νά’ξερα ότι πέθανε! Θα ήταν τόσο λυτρωτικό για µένα! Θα του πήγαινα λουλούδια στον τάφο, θα τον περιποιούµουνα, θα µίλαγα µαζί του, θα ονειρευόµουν όλα όσα δεν προλάβαµε να κάνουµε µαζί—κι έτσι θα κυλούσε µε νόηµα η ζωή. Τώρα όµωσ νιώθω προδοµένοσ, αδικηµένοσ, τσαλαπατηµένοσ! ∆εν έχω πατέρα, δεν έχω κάποιον να µε στηρίξει! Εγώ πρέπει να γίνω στήριγµα για τη µαµά, αλλά στήριγµα εγώ δεν έχω κανένα! Η θεία Ελένη είναι το µοναδικό µου «δεκανίκι», αλλά τι να σου κάνει κι αυτή! Γυναίκα είναι! Μου δίνει τισ γνώσεισ τησ, την αγκαλιά τησ, τη στοργή τησ, αλλά δεν είναι άντρασ, δεν είναι πατέρασ, δεν είναι αυτόσ που θα µου δείξει τον κόσµο, που θα µου µάθει πώσ να ζήσω σ’ αυτό τον κόσµο! Σ’ ένα τετράδιο όπου κρατώ καθαρογραµµένα τα ποιήµατά µου, γράφω αυτούσ τουσ στίχουσ: «Πιστεύω σ’ ένα Πατέρα/µεγάλο Κλειδοκράτορα/Ποιητή αγάπησ και συµπόνιασ/που κρατά τα ηνία τησ ζωήσ/αλλά που φεύγει όταν τον χρειαστείσ». Αλλάζω σελίδα και γράφω: «Όταν φεύγεισ αποκεί που σε χρειάζονται/είναι σα να πνίγεισ µυρµήγκι µεσ το σάλιο/κι όσο κι αν λεσ πωσ τάχα δεν τουσ νοιάζεσαι/εγώ το ξέρω πωσ ζεισ ένα ναυάγιο». Σκέφτοµαι να χωρίσω το τετράδιο σε ενότητεσ µε τα ποιήµατά µου. Μια ενότητα θα είναι η «Νατάσα», άλλη µια ο «Μπαµπάσ», µια τρίτη η «Μαµά», µια τέταρτη το

40

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 41

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

«Χωριό», µια πέµπτη η «Φύση», µια έκτη η «Μανία», µια έβδοµη το «Κουράγιο», και τελευταία η «Αθήνα». Μέχρι στιγµήσ, έχω αρχίσει να γεµίζω τισ δύο πρώτεσ ενότητεσ. Μου πάει αυτόσ ο ρόλοσ! Με δυναµώνει, µε γεµίζει ενέργεια η ποίηση! Τη µέρα µαζεύω αντικείµενα, τα παραχώνω στο σκοτάδι του µπαούλου µου, και το βράδυ αφήνω το φωσ τησ έµπνευσήσ µου να κυλήσει µέσα σ’ αυτέσ τισ άδειεσ σελίδεσ. Κάνω όπωσ όπωσ τα µαθήµατά µου. ∆ε µου λένε και πολλά. Απλά, ξέρω ότι πρέπει να τελειώσω το σχολείο. Το οφείλω στη µαµά. Περιµένει πολλά από µένα και δε θέλω να την προδώσω. ∆εν αντέχει άλλεσ προδοσίεσ. Πριν κλείσω το τετράδιο και πέσω για ύπνο, µεσ στη σιγαλιά τησ νύχτασ γράφω µερικέσ αράδεσ ακόµη στην ενότητα «Μπαµπάσ»: «Το φευγιό σου µε πληγώνει/στάλα αίµα µεσ στο χιόνι/Το όνειρό µου εσύ φιµώνεισ/κι ασ το βλέπεισ και θυµώνεισ/Μεσ στο στήθοσ µου τ’ αµάλαγο11/λογικό είναι ή παράλογο/να θέλω τόσο εσύ να κάτσεισ/στο πλευρό µου και ν’ αράξεισ;» Αυτόσ ο πίνακασ τησ θείασ, µε το µενεξεδί στο κάτω άκρο του, σα πένθιµο µανίκι από αντερί χωρίσ χέρι, και τα ακαθόριστα σχήµατά του, δε λέει να τελειώσει. Κάθοµαι στη γνωστή µου θέση, πάνω στο µπαούλο, και την κοιτάζω που παιδεύεται να ζωγραφίσει. ∆εν έχει πολλή έµπνευση σήµερα. - Τι λεσ, θα το τελειώσεισ µέχρι τη γιορτή σου; τη ρωτάω µε τέτοιον τρόπο ώστε να µη την αγχώσω. - Μπα, δε νοµίζω, µου απαντά µε την πλάτη γυρισµένη. Σάµπωσ θα κάνω έκθεση και βιάζοµαι; Η ζωγραφική θέλει χρόνο. Μάλλον…δεν υπάρχει χρόνοσ στη ζωγραφική. Για το ζωγράφο υπάρχει µόνο το εδώ και τώρα, µου τονίζει. Όλα τα απεικονίζει σε σχέση µε τον παρόντα χρόνο, ακόµη κι αυτά που αναφέρονται σε άλλεσ εποχέσ. Όταν ζωγραφίζεισ, δε θεσ απλώσ να αποδώσεισ καταστάσεισ ή να φωτογραφίσεισ στιγµέσ που περάσανε και φύγανε· θεσ να δείξεισ πράγµατα που δε φαίνονται µε γυµνό µάτι, πράγµατα, συναισθήµατα που δεν τα ήξεραν καν αυτοί που ζούσαν όλεσ αυτέσ τισ καταστάσεισ στο παρελθόν. Όταν, για παράδειγµα, απεικονίζεισ µια οικογένεια του περασµένου αιώνα που κάνει πικ νικ στην εξοχή, δεν πρέπει να σε ενδιαφέρουν µόνο τα ρούχα τουσ ή οι εκφράσεισ των προσώπων τουσ ή το χρώµα απ’ τα στάχυα στο λιβάδι. Πιό πολύ πρέπει να σε νοιάζει τι είναι αυτό που τουσ ενώνει, τι κοινό χαρακτηριστικό έχουν. Εσύ που τουσ βλέπεισ σα µύγα στον τοίχο—σα Θεόσ, ασ πούµε, από πάνω—, µου εξηγεί όταν µε βλέπει να την κοιτάζω περίεργα, ξέρεισ τι είναι αυτό που τουσ χαρακτηρίζει. Αυτοί όµωσ στο τότε δεν το γνώριζαν. Εν πάση περιπτώσει, θεωρείσ ότι δεν το γνώριζαν. Αυτό το κάτι λοιπόν, αυτό τον κοινό παρονοµαστή, οφείλεισ ωσ καλλιτέχνησ να τον τονίσεισ. Βέβαια υπάρχουν πολλέσ σχολέσ κι η καθεµία βλέπει τα πράγµατα απ’ το δικό τησ πρίσµα. Ο ιµπρεσιονισµόσ, ο εξπρεσιονισµόσ, ο κυβισµόσ, ο ρεαλισµόσ, ο νατουραλισµόσ, και πολλέσ άλλεσ σχολέσ. Θα σου εξηγήσω άλλη φορά τι εκπροσωπεί η καθεµία. - Είναι πολύ ωραία όλ’ αυτά, θεία, τησ λέω εκστασιασµένοσ. Όταν τελειώσω το σχολείο, θέλω να διαβάσω κανένα απ’ τα βιβλία σου µεσ στο καλοκαίρι. - Κάτι θα κάνουµε γι’ αυτό, µου υπόσχεται και µου τραβάει παιχνιδιάρικα τη µύτη. Μέσα σ’ αυτά τα βιβλία, µέσα στη ζωγραφική, ανακαλύπτει κανείσ τα µυστικά τησ ίδιασ τησ

41

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 42

“Aντίο, λοιπόν”

ζωήσ. Άλλωστε, το λέει κι η ίδια η λέξη: «ζω- γραφική», δηλαδή «η γραφή τησ ζωήσ», «η απεικόνιση τησ ζωήσ». Άλλοι θέλουν να αποδίδουν—πιστά ή πιό ελεύθερα—τη φύση, άλλοι νοιάζονται περισσότερο για το τι γίνεται µεσ στο µυαλό τουσ, στα όνειρά τουσ, στα οράµατά τουσ, άλλοι πάλι ενδιαφέρονται να προσδώσουν µια πνευµατική, θρησκευτική διάσταση στη φύση, και ούτω καθεξήσ. Εγώ νοιάζοµαι περισσότερο για τον κόσµο των ονείρων και πώσ αυτόσ γίνεται χρώµα και µορφή. Στα πρώτα στάδια τησ δουλειάσ µου µ’ ενδιέφερε πολύ ο κόσµοσ τησ θάλασσασ…Ψάρια, κήτη, κοχύλια, αστερίεσ, όλεσ οι µορφέσ ζωήσ που βρίσκονται µεσ στο νερό…Ξέρεισ, ο κόσµοσ τησ θάλασσασ έχει πολύ µεγάλη σχέση µε τον κόσµο των ονείρων…Και οι δύο κόσµοι είναι, µέχρισ ενόσ σηµείου, ανεξερεύνητοι…Άσε που και στα όνειρα νιώθουµε σα να κολυµπάµε, σα να κινούµαστε αργά µέσα σ’ έναν κόσµο που είναι πότε φωτεινόσ και πότε σκοτάδι πίσσα! Την παρακολουθώ µε αµείωτο ενδιαφέρον. Έχει έρθει δίπλα µου, έχει σκουπίσει τισ µπογιέσ στα χέρια τησ πάνω στην άσπρη ποδιά τησ, και µου ανοίγει άλλο ένα παράθυρο στον κόσµο. - Υπάρχουν οµοιότητεσ ανάµεσα στον κόσµο τησ θάλασσασ και τον κόσµο των ανθρώπων…, συνεχίζει. Κάθε µέρα που περνάει το επιβεβαιώνω όλο και πιό συχνά. ∆εν είναι εύκολο στην αρχή να το καταλάβεισ. Πρέπει να γνωρίσεισ καλά και τουσ δύο κόσµουσ. Θα µου πεισ, δεκατριών χρόνων και αποµονωµένοσ σ’ ένα χωριό τησ Ηπείρου, τι µπορείσ να ξέρεισ από θάλασσα και από ανθρώπουσ… Τησ χαµογελώ και αυτή συνεχίζει ακάθεκτη: - Πάρε, για παράδειγµα, το πλαγκτόν. Ξέρεισ τι είναι το πλαγκτόν… Είναι περισσότερο διαπίστωση παρά ερώτηση. - Ναι, ναι…, τη διαβεβαιώνω εγώ. - Το πλαγκτόν, λοιπόν, είναι το σύνολο των ζωικών και φυτικών µικροοργανισµών που επιπλέουν στο νερό. Κοίτα τριγύρω τουσ ανθρώπουσ…πώσ «επιπλέουν» µεσ στην κοινωνία…Αγωνίζονται, διαγκωνίζονται για να πετύχουν πράγµατα… - «∆ιαγκωνίζονται»; τη διακόπτω. - Παλεύουν, µου εξηγεί. Παλεύουν να πετύχουν το στόχο τουσ: να βγάλουν χρήµατα, να αντεπεξέλθουν στισ υποχρεώσεισ τουσ, να κάνουν τα όνειρά τουσ πραγµατικότητα… Όπωσ ακριβώσ και το πλαγκτόν…Μπορεί να µη παλεύει µε τον ίδιο ακριβώσ τρόπο, αλλά παλεύει κι αυτό! Με τη φουρτουνιασµένη θάλασσα που θέλει να το βυθίσει στα τάρταρα του ωκεανού, µε τα κάθε λογήσ ψάρια που θέλουν να το κατασπαράξουν…Μετά είναι το βένθοσ…Το βένθοσ είναι το σύνολο των ζωικών ή φυτικών οργανισµών που ζουν στο βυθό τησ θάλασσασ…Είναι προσκολληµένοι, όπωσ ακριβώσ και πολλοί άνθρωποι. ∆εν υπάρχουν άνθρωποι που προσκολλώνται στουσ άλλουσ, είτε συναισθηµατικά είτε οικονοµικά; ∆εν πέφτουν πάνω στουσ άλλουσ για να τουσ αποµυζήσουν; Όλοι αυτοί οι ανασφαλείσ άνθρωποι που ζουν µόνο απ’ το «αίµα» των άλλων…Καταλαβαίνεισ τι θέλω να πω; - Ναι, θεία…Καταλαβαίνω, αποκρίνοµαι βυθισµένοσ σε περισυλλογή. - Έρπουν κι αυτοί, όπωσ το βένθοσ, αλλά δεν µπορούν να πάνε πολύ µακριά. Θέλουν πάντα την παρουσία κάποιου άλλου στη ζωή τουσ. ∆εν έχουν µάθει να ζουν µόνοι…

42

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 43

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Θα έπρεπε; τη ρωτάω. - Φυσικά…Μόνο όταν µάθουµε να ζούµε µόνοι…και µόνοι, διορθώνει, θα µπορέσουµε να ζήσουµε µε τουσ άλλουσ. Σκέφτοµαι τον µπαµπά και πόσο εγώ τον έχω ανάγκη. Ώστε λειτουργώ και εγώ σαν αυτό το…βένθοσ; Ζω µόνο απ’ το δικό του αίµα; Θα πρέπει να µάθω να ζω και χωρίσ αυτόν; - Και, τέλοσ, είναι το νηκτόν, το σύνολο των υδρόβιων ζώων που κολυµπούν και µετακινούνται µε τη δική τουσ δύναµη. Αλλάζουν µέρη, είναι ανεξάρτητα µεσ στο νερό. ∆ε ζουν µόνο στην επιφάνεια του νερού, έρµαια στα στοιχεία τησ φύσησ και στα ψάρια, αλλά µπορούν να πάρουν τη ζωή στα χέρια τουσ! Έτσι είναι πολλοί άνθρωποι: αυτόνοµοι, χειραφετηµένοι, τολµηροί! Χτυπούν γροθιά στο µαχαίρι, πετούν ψηλά, ακόµη κι αν υπάρχει κίνδυνοσ να πέσουν! Πληγώνονται, πληγώνουν, χαίρονται, λυπούνται, ευχαριστιούνται, πονάνε…Ζωγραφίζουν, Αντώνη! κάνει µε ενθουσιασµό και σηκώνεται όρθια. Ζωγραφίζουν το δικό τουσ πίνακα και µπαίνουν µέσα σ’ αυτόν! Αυτό πρέπει να γίνουν όλοι οι άνθρωποι! Να γίνουν ζωγράφοι του δικού τουσ πίνακα κι ύστερα να τον κατοικίσουν! ∆ε θά’ταν υπέροχο αυτό; ∆ε θά’ταν η καλύτερη σχολή ζωγραφικήσ αυτή; Σίγουρα θά’ταν! ∆εν την έχω ξαναδεί ποτέ έτσι τη θεία Ελένη. Λεσ αυτό να προσπαθεί να κάνει τόσον καιρό; Να ζωγραφίσει το δικό τησ πίνακα κι ύστερα να µπει µέσα σ’ αυτό; Περίεργη εικόνα, αλλά…έχει µια γοητεία! Κι εγώ, αν µπορούσα να ζωγραφίσω, θα έφτιαχνα έναν πίνακα µε τισ µορφέσ του µπαµπά και τησ µαµάσ µε ζωηρά χρώµατα, έπειτα θα έφτιαχνα τη δική µου, και στο τέλοσ θα έµπαινα µέσα σ’ αυτόν για να του δώσω πνοή… Όσο για τη γιαγιά και τον…«παππού», ε, αυτοί θα ήταν σε άλλον πίνακα! Σήµερα έχει πέσει νεκρική σιγή στην τάξη. Όλοι είµαστε σκυµµένοι πάνω απ’ τισ λευκέσ µασ κόλλεσ λεσ κι έτσι θα τισ γεµίσουµε. Κανα- δυό κορίτσια έχουν αρχίσει να γράφουν—τι να περιµένει κανείσ από δυό σπαστικέσ µε κοτσίδεσ!—ενώ οι υπόλοιποι χτυπάµε τισ άκρεσ των στιλό µασ στη γλώσσα µασ, ξυνόµαστε, ξεροβήχουµε, κοιτάµε έξω στην αυλή, κάποιοσ πίσω µου ρεύεται, ένασ άλλοσ κουνιέται πάνω στην ετοιµόρροπη καρέκλα του, που τρίζει στέλνοντασ ρίγη ανατριχίλασ στην πλάτη µου—κι όλ’ αυτά υπό την επίβλεψη του στρυφνού δασκάλου µασ, ο οποίοσ είναι στηµένοσ στην έδρα του µε το βλέµµα κεντηµένο σ’ ό,τι αναπνέει και κινείται. Τι να γράψω για τα µέρη τησ στολήσ που φοράει ο διάκοσ, ο παπάσ κι ο επίσκοποσ; Μεσ στο κεφάλι µου µοιάζουν σα να κολυµπάνε κάποιεσ περίεργεσ λέξεισ που αµυδρά µόνο ανακαλώ στη συγχυσµένη µνήµη µου: «επανοκαλύµαυχο», «αντερί», «οράριο», «στιχάριο», «φαιλόνιο», «σάκοσ»…Καµία ουσία δεν έχουν όλ’ αυτά για µένα. Τη Χριστιανική ευλάβεια του «ΑZνστάιν» θα την πληρώσουµε εµείσ; Ασ µασ έβαζε διαγώνισµα στη Χηµεία· κάτι θά’βρισκα να γράψω! - Τίποτ’ άλλο ξέρετε να κάνετε απ’ το να ξύνεστε; φωνάζει ο ΑZνστάιν και το λεπτό του πρόσωπο αναψοκοκκινίζει. Όσοι προσέχανε στο κατηχητικό σε πέντε λεπτά θα πρέπει να τελειώσουν! Τώρα τι του λεσ! Κάνεισ την κόλλα σαZτα και του τρυπάσ τη µύτη; Σηκώνω το

43

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 44

“Aντίο, λοιπόν”

χέρι µου. Με κοιτάζει σα να βλέπει φάντασµα. Ισορροπεί πάνω σ’ ένα τεντωµένο σκοινί—απ’ τη µια έκπληξη, απ’ την άλλη θυµόσ. Θέλει να µε προσβάλει, το βλέπω, θέλει να µε τιµωρήσει παραδειγµατίζοντασ τουσ άλλουσ. Ξέρει ότι υπάρχουν κι άλλοι σαν εµένα, και χειρότεροι ακόµη! Εγώ είµαι απλώσ η κορυφή του παγόβουνου. - Τι θεσ, Αντώνη; κρώζει. - Τουαλέτα, λέω εγώ ξερά. - ∆εν τελείωσε ακόµη η εξέταση! σκούζει. - Πρέπει να πάω τουαλέτα, του λέω εγώ αγέρωχοσ. - Θα κάτσεισ στη θέση σου! ουρλιάζει τώρα. Χαµηλώνω το κεφάλι κάνοντάσ τον να πιστέψει ότι νίκησε, ότι κατέστειλε τη µικρή ανταρσία µου. Τότε είναι που ξυπνάει µέσα µου το κτήνοσ που θέλει να τα κατασπαράξει όλα—και δάσκαλο και εξουσία και διαγωνίσµατα και κόλλεσ! Σπρώχνω πίσω την καρέκλα µου, σηκώνοµαι, αρπάζω το µπουφάν µου και τρέχω προσ την πόρτα. Όλα τα βλέµµατα είναι πάνω µου. Ο δάσκαλοσ προσ στιγµή τα χάνει. Βλέπει την κατάσταση να του γλιστρά µεσ απ’ τα χέρια του σα χέλι. - Τι νοµίζεισ ότι κάνεισ; φωνάζει µε λύσσα. Είναι όµωσ αργά. Εγώ βρίσκοµαι ήδη στην αυλή και τρέχω, τρέχω όσο πιό γρήγορα µπορώ. ∆ε βλέπω τίποτε µπροστά µου, ούτε πίσω µου. Φεύγω µακριά απ’ αυτή την άθλια τάξη, απ’ αυτό το εργαστήριο που κατασκευάζει ανθρώπουσ σαν το δάσκαλο ή, στη χειρότερη περίπτωση, σαν το «ντερέκι» και την παρέα του. Ποτέ µου δε θέλω να ξαναγυρίσω σ’ αυτούσ τουσ τοίχουσ! Τα πόδια µου αφήνουν πίσω τουσ δεκάδεσ, εκατοντάδεσ µέτρα φυλακήσ, µέχρι που φθάνω στισ καστανιέσ λαχανιασµένοσ. Γνωρίζω πολύ καλά ότι αυτό που κάνω δεν οδηγεί πουθενά, ότι αργά ή γρήγορα θα κάνει τη ζωή µου άνω- κάτω, αλλά δε µε νοιάζει. Η λογική µου σηµαίνει συναγερµό, αλλά εγώ δεν τη λαµβάνω υπόψη µου. Κάτω απ’ τον ξάστερο ουρανό νιώθω µόνοσ και δυνατόσ. Είµαι µέροσ αυτού του σύµπαντοσ. Κάποια φωλίτσα µέσα σ’ αυτό το δηµιούργηµα θα βρω κι εγώ, κι ασ µη ξέρω όλεσ τισ ονοµασίεσ των ράσων! Η καρδιά µου φτερουγίζει µεσ στο στήθοσ σαν πουλί που µόλισ βγήκε απ’ το τσόφλι του, τα χέρια και τα πόδια µου τρέµουν και γονατίζω στο υγρό χώµα αδιαφορώντασ για τη λάσπη που λερώνει τη φόρµα µου. ∆ε θέλω τη βοήθεια κανενόσ. Θέλω µόνο να µείνω εδώ, πάνω στο λόφο, να νιώσω να στάζει µέσα µου σιγά σιγά η µοναξιά. Ή θα οπλιστώ µ’ αυτή ή θα την αφήσω να µε νικήσει. Κι αν µε νικήσει, ασ γίνουν όλα λιώµα! Και τι µ’ αυτό; Οι µέρεσ µου εδώ πέρα είναι µετρηµένεσ! Έτσι είν’ η ζωή! Άλλοι θα ζουν µεσ στο βυθό, άλλοι θα παλεύουν µε τα κύµατα µέχρι να καταποντιστούν, κι άλλοι θα προσπαθούν µε νύχια και µε δόντια να βγουν στη στεριά. Κι εγώ εκεί θέλω να φθάσω! Θυµώνω. Το πρόσωπό µου τσιτώνει, παραµορφώνεται. Λυγίζω τον κορµό µου µέχρι που το κεφάλι µου ακουµπά σχεδόν στο χώµα ανάµεσα στα γόνατά µου. Ο ήλιοσ µε πυρώνει, ο ιδρώτασ στάζει απ’ το µέτωπό µου σα νερό από παλιά κρήνη, και η αγανάκτησή µου φουντώνει. ∆ε θα µου φιµώσει κανείσ το στόµα και το όνειρο! Θ’ αναπνεύσω αυτό τον αέρα µε καθαρά πνευµόνια! ∆ε θα τουσ αφήσω να µε µολύνουν µε τισ βλακείεσ και την υποκρισία τουσ! Αν είναι για το καλό µου, θ’ αφήσω αυτά τα σοκάκια, που ξέ-

44

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 45

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ρουν πώσ ν’ αντηχούν τα βήµατά µου, και µ’ ένα σακίδιο στον ώµο θα κινήσω για την πραγµατική ζωή, γιατί άρχισε να µη µε χωράει αυτόσ ο τόποσ. Άµα κοιτάξεισ καλύτερα τη φύση, θα δεισ ότι πάνω τησ είναι ζωγραφισµένα τα πρόσωπα αυτών που αγαπάσ. Στα λουλούδια που διακοσµούν τον κήπο τησ κυρα- Κούλασ απέναντί µασ βλέπω το ζεστό χαµόγελο τησ Νατάσασ, όπωσ ανοίγει σα µπουµπούκι που το φυσά το αεράκι. Ο µίσχοσ τουσ κι αυτόσ θυµίζει το λεπτό τησ λαιµό που σαν καταρράκτησ πέφτει κάτω, µέχρι το στήθοσ, και που δε σταµατά παρά µόνο για λίγο στη λακκούβα του στέρνου τησ. Μα και ο λόφοσ µε τισ καστανιέσ είναι λεσ και έχει βγει απ’ το ίδιο καλούπι µε τη µύτη τησ, έτσι όπωσ προεξέχει στη µέση του προσώπου τησ. Και το χαρούµενο κελάηδηµα των πουλιών είναι σα το γλυκό λακιρντί12 απ’ τα ροδοµύριστα χείλη τησ την ώρα του διαλείµµατοσ. Με µεθάει αυτόσ ο ήχοσ απ’ τα λόγια τησ! Κι αυτά τα µάτια τησ τα πρασινογάλαζα σα βουκέντρα µε παρακινούν να τησ µιλήσω, ν’ αψηφήσω τουσ φόβουσ και τισ αναστολέσ µου και να την πλησιάσω. Κοντεύει Κωνσταντίνου κι Ελένησ κι η φύση οργιάζει. Κι η δική µου φύση ξυπνά σιγά σιγά απ’ το λήθαργό τησ και απαιτεί δροσιά µέσα στην κάψα τησ επιθυµίασ. Το σώµα µου αλλάζει µόνο του. Εγώ απλώσ κάθοµαι και το παρατηρώ πώσ µεταµορφώνει το πρόσωπό µου και από παιδικό το κάνει κάτι άλλο, που δε θυµίζει ούτε παιδί ούτε µεγάλο· πώσ την άσπρη του επιδερµίδα τη γεµίζει σκιέσ από µικροσκοπικέσ τρίχεσ που βγαίνουν δειλά δειλά στην επιφάνεια· πώσ µεγαλώνει τισ πλάτεσ µου· πώσ µε κάνει να χάνω την ισορροπία µου, να κοπανάω απρόσεκτα πάνω στουσ τοίχουσ και τα έπιπλα, να είµαι νυσταγµένοσ όλη τη µέρα και τη νύχτα να µη µπορώ να κοιµηθώ. Βαθιά µέσα µου αρχίζω να καταλαβαίνω ότι η «σκούρα ηδονή» που πριν λίγο καιρό αναζητούσα τώρα δε µε καλύπτει· τώρα έχω ανάγκη από κάτι άλλο, ένα χάδι, µια κουβέντα γλυκιά—κι αυτά από εκείνη που τόσουσ µήνεσ αδιάκοπα έρχεται και πληµµυρίζει τα όνειρά µου. Η ανταρσία µου στο σχολείο είχε αίσιο τέλοσ. ∆εν το περίµενα! Σάµπωσ περίµενα να ξαναγυρίσω στην τάξη; Κι όµωσ, ξαναγύρισα. ∆εν ξέρω γιατί, αλλά κανείσ δεν έδωσε συνέχεια. Ο «ΑZνστάιν» συνεχίζει να µασ φέρεται σα δούλουσ, να µασ µιλάει για εξισώσεισ, για χηµικέσ αντιδράσεισ, για «οράρια» και «σάκουσ», αλλά στον αέρα πιάνω ότι κάτι έχει αλλάξει. Τρεισ µέρεσ ήταν αρκετέσ—απ’ την Παρασκευή που το έσκασα µέχρι σήµερα ∆ευτέρα που ξαναπήγα—για να ταρακουνήσω λίγο τη «σκάφη» µε τα µουχλιασµένα νερά. ∆εν πρόκειται να γίνουν θεαµατικέσ αλλαγέσ, είµαι σίγουροσ γι’ αυτό, αλλά τουλάχιστον θα µάθουν όλοι να απλώνουν µέχρι εκεί που τουσ αφήνω εγώ. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο µένω ακόµη εδώ, αυτό είναι η Νατάσα. Στη σκέψη ότι οι δυό µασ είµαστε οι δύο άκρεσ του φερµουάρ στο ρούχο που λέγεται ζωή και θα έρθει κάποτε η στιγµή που θα συναντηθούµε για να «κουµπώσουµε» σώµα µε σώµα, ο θυµόσ µου γίνεται συννεφάκι που ο αέρασ το διαλύει προτού προλάβει να φέρει βροχή. Αν υπάρχει κάτι για το οποίο λέω ακόµη, «δε βαριέσαι, συνεχίζω», αυτό είναι η αγάπη τησ µαµάσ. Ναι, αυτή τησ η αγάπη, που ρέει ασταµάτητα, µε κάνει να νιώθω καλά µεσ στο πετσί µου. Ακόµη κι όταν δεν είναι στο σπίτι, κρύβεται πίσω απ’ όλα—στα κατσαρολικά στην κουζίνα, στα σηµειώµατα στο ψυγείο, στισ χνουδωτέσ πετσέτεσ στο µπάνιο, στα σεντόνια που

45

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 46

“Aντίο, λοιπόν”

σκεπάζοµαι, στο χαρτζιλίκι που αφήνει κάθε πρωί πάνω στο γραφείο µου, στισ φωτογραφίεσ που µασ έβγαλε κάποτε, εµένα µε τον µπαµπά. Σα µια αόρατη κόκκινη κλωστή τα δένει όλα µαζί και τα κάνει να υπάρχουν—κι εγώ είµαι ένα απ’ όλ’ αυτά. Αν το καλοσκεφθείσ, υπάρχουν πολλά που µε κάνουν να θέλω να µείνω σ’ αυτό το µαχαλά, στα πέρατα του κόσµου. Είναι η αίσθηση ότι µοιράζοµαι µε τη Νατάσα την ίδια ανατολή, το ίδιο πρωινό αγέρι που µασ δροσίζει το πρόσωπο, την ίδια λαχτάρα για άσκοπο παιχνίδι λουσµένοι στο ηλιόφωσ, τον ίδιο φόβο για το αύριο, το ίδιο όνειρο… Είναι κι η ήσυχη ζωή του χωριού, όπου ποτέ τίποτε δε γίνεται, όπου ο κύκλοσ τησ µέρασ και τησ νύχτασ τ’ αφήνει και τα βρίσκει όλα όπωσ ήταν. Είναι και το σούρσιµο στο δρόµο απ’ τισ ντάνεσ τα στάχυα που ατίθασα ξύνουν τα χαλίκια, καθώσ τα µεταφέρουν οι χωρικοί στισ καρότσεσ των ανοιχτών φορτηγών τουσ. Το άρωµα των γιασεµιών που νιώθεισ ότι θα το κόψεισ µε το µαχαίρι µεσ στα σοκάκια τ’ απογεύµατα· οι κόκκοι από χαλάζι που κροταλίζουν στα κεραµίδια· το θρόισµα των πλατανόφυλλων σαν περνώ µεσ απ’ τον ίσκιο τουσ· το µακρινό χτύπηµα απ’ τα πούλια στο τάβλι που παίζουν στον καφενέ οι γέροι απόµαχοι… Όταν ξανακοιταχτώ στον καθρέφτη, λέω στον εαυτό µου, θα είµαι πιό καλά, θα είµαι αυτό που ήµουν πριν φύγει ο µπαµπάσ. Ξέρω, ένα τρικ είναι κι αυτό για να ξεγελιέµαι, αλλά µπορεί και να πιάσει. Κάτω απ’ αυτό το σώµα που βαριέται τόσο γρήγορα τον εαυτό του και µεταµορφώνεται συνέχεια, λεσ και είναι αµάξι που του βάλανε δεύτερη και τ’ αφήσανε να κυλήσει στον κατήφορο, βλέπω ακόµη εκείνο το αγόρι που έτρεχε στο ψυγείο να φάει τούρτα και να ξεχαστεί για λίγο µε το κουτάλι στο στόµα, πλαταγίζοντασ (πάλι η θεία Ελένη έκανε το θαύµα τησ!) τη γλώσσα του. Υποψιάζοµαι ότι µέσα σ’ αυτά τα εκατόν- εξήντα εκατοστά από σάρκα και οστά που βλέπω στον καθρέφτη κατοικεί ένα πλάσµα που δεν έχει ούτε ηλικία ούτε σχήµα, ένασ πόλοσ που ψάχνει τον αντίθετό του για να ενωθεί. Με λίγα λόγια, µέσα σ’ αυτά τα λίγα τετραγωνικά εκατοστά που πιάνω στο χώρο, γίνονται επαναστάσεισ! Λίγο αν έκλαιγα, λίγο αν µπορούσα να φωνάξω σε όλουσ ότι πονάω, ότι κάτι µου λείπει, µπορεί και να συνερχόµουν! Μια βραδιά είναι όµωσ κι αυτή. Θα περάσει. ∆ε βαριέσαι… Η µαµά έχει ντυθεί και µε κοιτάει απ’ την εξώπορτα, στο τέλοσ του διαδρόµου. Είναι ντυµένη αέρινα, σαν ξωτικό, µε ένα βεραµάν ταγιέρ από µετάξι, που τησ χάρισε κάποτε ο µπαµπάσ, και µια µπεζ βαµβακερή εσάρπα για την ψύχρα τησ Μαγιάτικησ βραδιάσ. Είναι ένα µικρό δείγµα τησ παλιάσ «χλιδήσ». ∆εν είναι βαµµένη· ποτέ δε θυµάµαι να την έχω δει να βάζει κραγιόν ή ρουζ. Πιστεύω ότι δεν τησ πάει αυτό το «µασκάρεµα». Είναι τόσο όµορφη, που κάτι αν κάνει ενάντια στη φύση τησ, θα ασχηµύνει. Η µικροσκοπική τησ µυτούλα χωρίζει τέλεια τα δυό ηµισφαίρια του προσώπου τησ χαρίζοντάσ τησ µια συµµετρία που µόνο λίγοι άνθρωποι µπορούν να την κατέχουν. Είµαι περήφανοσ που είµαι γιοσ τησ, που βγήκα από µια τέτοια γυναίκα. ∆εν ξέρω αν αυτή θα νιώθει περήφανη όταν µάθει τι φίδι έκρυβε στον κόρφο τησ! ∆εν αφήνω όµωσ αυτό το φόβο να µε συντρίψει. Ζω το κάθε δευτερόλεπτο που έχω στη διάθεσή µου µε την ελπίδα ότι κάθε µέρα θα είναι όλο και καλύτερη. Να, κι αυτή τη στιγµή που µιλάω στον εαυτό µου είναι

46

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 47

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

κιόλασ πολύ καλύτερα τα πράγµατα. Η µαµά έχει φορέσει το µανδύα τησ χαράσ και µου γνέφει να πάω κοντά τησ. Πρέπει να πάµε στη γιορτή τησ θείασ Ελένησ! Ποπό! Σχεδόν το είχα ξεχάσει! Κοιτάζοµαι καλά καλά, βλέπω ότι φοράω ένα λεκιασµένο τζιν και ένα γαριασµένο µπλουζάκι και λυπάµαι τον εαυτό µου. - Πού θα πάω µ’ αυτά τα χάλια, βρε µαµά! τησ φωνάζω και πετάγοµαι πάνω. - Έχει καθαρά ρούχα στη ντουλάπα! φωνάζει αυτή διατηρώντασ το κέφι τησ. Κάνε γρήγορα µόνο! Με στενεύουν τα παπούτσια! ∆εν µπορώ να περιµένω για ώρα όρθια! Σα σίφουνασ πηγαίνω στη ντουλάπα και µεσ στο µισοσκόταδο βρίσκω ένα µπλε κοτλέ παντελόνι κι ένα άσπρο βαµβακερό πουκάµισο. Με γρήγορεσ κινήσεισ γδύνοµαι και ντύνοµαι και σε δυό λεπτά είµαι στο διάδροµο, µπροστά στο µικρό καθρεφτάκι δίπλα απ’ το µπάνιο, να χτενίζω τα µαλλιά µου, που έχουν αρχίσει να µακραίνουν και είναι δύσκολο να τα βολέψω πάνω στο κρανίο µου σε κάποιο ωραίο σχήµα. - Μισό λεπτό, µαµά! τησ λέω και µπαίνω στο µπάνιο. - Το ζελέ είναι στην κουζίνα! µου λέει κι εγώ την ευχαριστώ από µέσα µου. - Έλα, έλα, Μάρλον Μπράντο! µου λέει γελώντασ. Όλο γριέσ και γέροι θά’ναι εκεί, µη φοβάσαι! Πράγµατι, όπωσ τό’ πε η µαµά! Με το που µπαίνω στο σαλόνι τησ θείασ, βλέπω απέναντί µου τρεισ γριέσ µαυροφορούσεσ µε µαντίλεσ στα συρρικνωµένα τουσ κεφάλια και δύο γέρουσ να παίζουν κοµπολόι και να το έχουν ρίξει στην πολιτική. Η θεία µασ φιλάει και µασ λέει να κάτσουµε όπου θέλουµε. Η δική µου θέση πάντωσ είναι απείραχτη! Ποιόσ θά’θελε άλλωστε να καθήσει πάνω σ’ ένα µπαούλο στρωµένο µε πανί που φτιάχνουν φουστανέλεσ! Η µαµά συνοδεύει τη θεία στην κουζίνα να τη βοηθήσει µε τουσ καφέδεσ και τα γλυκά, ενώ εγώ βρίσκοµαι ξαφνικά ανάµεσα στα έντονα βλέµµατα των παππούδων και των γιαγιάδων που πέφτουν πάνω µου σα βόλια. Τουσ ξέρω, αλλά δεν είχα ποτέ ιδιαίτερεσ σχέσεισ µαζί τουσ. Ούτε καν τα ονόµατά τουσ δε θυµάµαι. - Εσύ πρέπει να είσαι του Θανάση, ε; κάνει ο γέροσ απ’ τα δεξιά µου παίζοντασ το κεχριµπαρένιο κοµπολόι του. Με θυµάσαι; Αυτό το «Με θυµάσαι;» το λέει µε τέτοια γλυκύτητα που εγώ δεν µπορώ παρά να του σκάσω ένα χαµόγελο όλο σκέρτσο. - Όχι, του κάνω. Θα πρέπει νά’µουν µικρόσ τότε… - Ναι, σίγουρα, µπαίνει στη συζήτηση κι η γριά απ’ τα αριστερά µου. Έχει αφήσει τη µαντίλα τησ να αγκαλιάσει τουσ µικρούσ τησ, κοκαλιάρικουσ ώµουσ και µε κοιτάζει όλο θαυµασµό. Μετά συνεχίζει: Θά’σουν πολύ µικρόσ, αγόρι µου…Ούτε εµένα θα θυµάσαι! Ήµασταν φίλεσ µε τη γιαγιά σου… Η καρδιά µου σκιρτά. - Ξέρατε τη γιαγιά µου; τη ρωτάω όλο ενδιαφέρον. Το χαµόγελό τησ, που αφήνει να φανεί µια οδοντοστοιχία που πρέπει να ήταν σε πολύ καλή κατάσταση όταν εγώ ήµουν ακόµη αγέννητοσ, λέει πολλά που δεν µπορεί να πει το στόµα τησ. - Ναι…Πηγαίναµε µαζί σχολείο…Μετά…τα παιδιά µασ πηγαίνανε µαζί σχολείο…Κάναµε εγγόνια…Αλλά χαθήκαµε…Πάνε πολλά χρόνια τώρα…

47

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 48

“Aντίο, λοιπόν”

- Είναι στην Αθήνα, τησ λέω. Μου έγραψε γράµµα τισ προάλλεσ. - Κάτι είχε πάρει τ’ αφτί µου, µου λέει και στρέφει το βλέµµα τησ στον παππού απέναντι. Γιατί δεν πασ κι εσύ; Προσ στιγµή νοµίζω ότι το λέει σ’ εκείνον, αλλά µετά από κλάσµατα απαντώ εγώ: - ∆εν το έχω σκεφθεί ακόµη… Πάνω στην ώρα έρχεται η θεία µε τη µαµά κρατώντασ από έναν δίσκο η καθεµιά τουσ. - Πολύχρονη! τησ λένε όλοι και σηκώνουν τα ποτήρια τουσ που έχουν ιδρώσει απ’ τον πάγο. Μετά ο καθένασ παίρνει το γλυκό του—άλλοσ κανταZφι, άλλοσ γλυκό νεραντζάκι, άλλοσ βανίλια «υποβρύχιο»—και πέφτει σε περισυλλογή. Η θεία είναι χαρούµενη που έχει κόσµο, αλλά εγώ βλέπω µια αµηχανία στισ κινήσεισ τησ. Το ίδιο κι η µαµά. Τέτοιεσ ώρεσ τισ βλέπεισ και τισ δύο ενωµένεσ, µονοιασµένεσ, σα να πολεµούν τον ίδιο εχθρό. - Θα κανσ καµιά ‘πίδειξ’ στην Αθήνα; ρωτάει κάποια στιγµή τη θεία Ελένη ο δεύτεροσ γέροσ, που κάθεται κοντά στη µαµά. - ∆ε νοµίζω, κυρ Μανόλη. ∆εν είµαι έτοιµη ακόµη. - Τόσοι πίνακοι έχσ βρε κουρίτσιµ! τησ κάνει µε γουρλωµένα µάτια, ενώ το σιρόπι απ’ το νεραντζάκι στάζει στο πιγούνι του. - Οι εκθέσεισ θέλουν δουλειά, κυρ Μανόλη! ∆εν είναι εύκολο πράγµα! Άσε που θεσ και γνωριµίεσ… - ∆ε µ’ λεσ, ξυπνάει κι η τρίτη γριούλα στη σειρά, ξερσ απού…πώσ του λέν…ε…αγιουγραφία; Η θεία τινάζει πίσω τα µαλλιά και τησ λέει: - Ναι, έχω κάνει πολλά χρόνια αγιογραφία… - Κάνι µασ ντε καµιά εικόνα στην εκκλησιά! τησ λέει µε ενθουσιασµό! Ο παπ’ Ανέστσ πουλί θα του χαρεί! - ∆εν θα το χαρώ όµωσ εγώ, λέει ξερά η θεία. Αυτά δεν είναι για µένα, κυρα- Χρύσω! Υπάρχουν άλλοι καλύτεροι να κάνουν αυτή τη δουλειά…Άσε που…δεν µπορείσ να κάνεισ κάτι που δεν πιστεύεισ… Η µαµά ξεροβήχει. - Σι τι δεν πιστεύσ; τη ρωτάει ο σιροπιασµένοσ κυρ Μανόλησ. - ∆εν πιστεύω στο θεό, κυρ Μανόλη…, του εξηγεί µε φυσικότητα η θεία. Ο αέρασ µεσ στο δωµάτιο γίνεται µεµιάσ πάγοσ, σα νά’ναι Γενάρησ και δεν έχουµε ανάψει σόµπα! - Μιγάλ’ κουβέντα αυτή, κόρη µ’, λέει η κυρα- Χρύσω. Αλλά…ισείσ οι µορφουµέν’ λέτι πουλά που δεν τα πιστεύιτι… - ∆ε βαριέσαι, κυρα- Χρύσω…, τησ λέει γλυκά η θεία, όλοι έχουµε κάτι να παρηγορούµαστε…Άλλοι έχουν το θεό, άλλοι έχουν τη φύση, άλλοι τισ ιδεολογίεσ τουσ…Εγώ…έχω εσάσ! Έχω το συνάνθρωπό µου! Τουσ πίνακέσ µου! Ευτυχώσ η παρέα το διέλυσε νωρίσ και είµαστε τώρα οι τρεισ µασ γύρω απ’ το

48

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 49

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

αναµµένο τζάκι. - Καλά, είχε πολλή πλάκα απόψε η συγκέντρωση! κάνω εγώ πειράζοντασ τη θεία. - Πλάκα δεν είχε, αποκρίνεται αυτή, αλλά…δε γίνεται διαφορετικά, Αντωνάκη. Τουσ χρειαζόµαστε και αυτούσ. Μια φορά,—στο Παρίσι ήταν, θαρρώ,—ένασ εφηµέριοσ δεχόταν πιέσεισ να αφορίσει µια τρελή, όπωσ τη νόµιζαν οι πολλοί, η οποία έκλεβε την εκκλησία, έβριζε τον κόσµο που πήγαινε να εξοµολογηθεί ή να παρακολουθήσει τη λειτουργία, και έκανε πολλά και διάφορα άσχηµα πράγµατα…Αυτόσ λοιπόν σε µια συνέλευση είπε στουσ ιθύνοντεσ τησ περιοχήσ, «Κοιτάχτε, τουσ πιστούσ µασ δεν θα τουσ κόψουµε και θα τουσ ράψουµε στα δικά µασ µέτρα. Καλώσ ή κακώσ, η ενορία µασ είναι αυτή—και η κόρη του συνταγµατάρχη που κάνει δωρεέσ, και οι άρρωστεσ γριέσ στο γηροκοµείο, και οι πόρνεσ τρία στενά παρακάτω, και η τρελή που µασ δηµιουργεί φασαρίεσ! Όλουσ τουσ έχουµε ανάγκη!» Έτσι κι εγώ, συνεχίζει η θεία, πιστεύω ότι όλουσ τουσ έχουµε ανάγκη για να είµαστε ισορροπηµένοι… - Πάντωσ, βλέπεισ ότι δεν το βλέπουν έτσι όλοι, παρατηρεί η µαµά, που έχει βγάλει τα στενά τησ παπούτσια και είναι ξυπόλυτη πάνω στο χαλί. - Ναι, µπορεί, αλλά…ήρθαν να µε τιµήσουν απόψε! Αλλιώσ, αν δεν τουσ ήµουν τίποτε, δεν θα είχαν κανένα λόγο να το κάνουν… - Να κουτσοµπολέψουν ήρθαν, Ελένη! τησ λέει µε έντονο ύφοσ η µαµά. ∆εν τουσ έχεισ µάθει τόσα χρόνια; ∆εν πιάνεισ τον τρόπο που µασ κοιτάζουν; Αυτό το βλέµµα αποδοκιµασίασ που καρφώνουν πάνω µασ! Απ’ την άλλη, γι’ αυτούσ εσύ είσαι µια γεροντοκόρη κι εγώ µια…—δυσκολεύεται να βρει τη λέξη—µια…Αλήθεια, τι λέξη µπορεί να χαρακτηρίσει εµένα; - Αγάπη µου γλυκιά, προσπαθεί να την καθησυχάσει η θεία, µέσα τουσ µπορεί να πιστεύουν ό,τι θέλουν! Σηµασία έχει ότι µασ σέβονται… - Σεβασµό το λεσ εσύ αυτό; επιµένει η µαµά. - Έλα, ρε µαµά! παρεµβαίνω εγώ. Ηρέµησε! Άσ’ τουσ να λένε ό,τι θέλουν! Εµείσ οι τρεισ δεν έχουµε κανέναν τουσ ανάγκη! - Όχι, Αντώνη! µου λέει κοφτά η θεία. ∆εν είναι έτσι! Φυσικά και τουσ έχουµε ανάγκη! Ζούµε στον ίδιο τόπο! Τουσ έχουµε και µασ έχουν ανάγκη! Αν κάτι δε δεχόµαστε, τουσ το δείχνουµε µε τον τρόπο µασ…Τουσ βάζουµε όρια…Εγώ πώσ νοµίζεισ ότι µπόρεσα να µείνω εδώ όλ’ αυτά τα χρόνια; Βάζοντασ όρια… - Στον εαυτό σου, σίγουρα! τη διακόπτει η µαµά. - Και στον εαυτό µου! τησ τονίζει. ∆εν µπορώ να στερηθώ εγώ αυτό τον τρόπο ζωήσ επειδή…επειδή υπάρχουν…κάποιοι µε τουσ οποίουσ δε συµφωνώ! Παντού και πάντα θα υπάρχουν! Εγώ ζω εδώ, εµπνέοµαι απ’ αυτό τον ήλιο, οι πόροι µου αναπνέουν αυτό εδώ το οξυγόνο—κι όλ’ αυτά δε θα τα στερηθώ για κανέναν! Η µαµά έχει γύρει πάνω στο δερµάτινο καναπέ κι είναι σκεφτική. - Είναι όµορφα εδώ, συµφωνεί µετά, αλλά…δε µου λέει τίποτε όλη αυτή η οµορφιά όταν δεν έχω άλλη επιλογή…όταν δεν έχω µε τίποτε άλλο να τη συγκρίνω… Η θεία Ελένη, όµορφη σαν τη µαµά αλλά µε πιό γήινη οµορφιά, σαν αυτή που έχουν τα φύλλα που είναι πεσµένα το φθινόπωρο στο δρόµο και είναι γεµάτα χώµα, κλεί-

49

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 50

“Aντίο, λοιπόν”

νει τα µάτια µπροστά στο παράθυρο µε τισ µισόκλειστεσ κουρτίνεσ. - Φύγετε, τότε…, λέει σχεδόν ψιθυριστά. Μη κάθεστε στιγµή… - Τι λεσ, βρε θεία; τησ κάνω εγώ. Να φύγουµε; Να πάµε πού; - Στην Αθήνα εννοεί, την προλαβαίνει η µαµά. - Ναι…στην Αθήνα εννοώ…, συµφωνεί κι εκείνη. - Πιστεύεισ ότι αυτό θα ήταν η καλύτερη λύση; τη ρωτάει σοβαρά η µαµά. - ∆εν το ξέρω αυτό, Μάγδα…Αλλά είναι η µόνη επιλογή που έχεισ…, τησ θυµίζει. Η µαµά γελάει πικραµένη. ∆εν την πειράζει καθόλου που όλη αυτή η συζήτηση γίνεται µπροστά µου. - Σου είπα για το γράµµα, έτσι δεν είναι; - Ναι…, απαντά η θεία γυρνώντασ προσ το µέροσ µασ. - Ωραίο δώρο τησ κάναµε σήµερα, µαµά! µπαίνω στη µέση εγώ ενοχληµένοσ. - Είναι δικόσ µασ άνθρωποσ η Ελένη! ∆ε νοµίζω ότι λέµε κάτι κακό…Άλλωστε, όλα τα συζητάµε µεταξύ µασ. Όχι και όλα, σκέφτοµαι εγώ και αυτό µε κάνει να σωπάσω. Μακάρι να µπορούσα να τα συζητήσω όλα όσα έχω στο κεφάλι µου. - Αν δε θεσ να πασ στην Αθήνα, τησ λέει µε λεπτή φωνή η θεία, τότε…βρεσ µια δουλειά… Κάνε κάτι να µη την έχεισ ανάγκη! Πώσ να σε βοηθήσω κι εγώ! - Έχεισ κάνει τόσα πολλά για µασ! Οι δυό γυναίκεσ αγκαλιάζονται. - Κι έχω πολλά ακόµη να κάνω…, τησ υπόσχεται η «αδελφή» τησ. Φθάνει να µπορώ… Εκείνη την ώρα ακούγονται πατήµατα και ύστερα χτυπάει το κουδούνι. - Α, έχουµε κι άλλουσ επισκέπτεσ! λέει µε ανανεωµένο ενθουσιασµό η θεία και σηκώνεται. Εσείσ βάλτε τισ πίτεσ να ψήνονται και έρχοµαι αµέσωσ! Σήµερα ο δάσκαλοσ µασ έχει αφήσει να κάνουµε µόνοι µασ ασκήσεισ στην αυλή—γυµναστικέσ ασκήσεισ, όχι γραµµατικέσ!—και έχει χαθεί πίσω, στο κυλικείο, να µιλάει µε τισ ώρεσ µε τον πρόεδρο του χωριού και µε δυό- τρεισ άλλουσ µεσόκοπουσ άντρεσ που δεν µπορώ να ξεχωρίσω αποδώ που κάθοµαι. Αυτό όµωσ που µπορώ άνετα να δω είναι τα ξέπλεκα µαλλιά τησ Νατάσασ δυό σειρέσ µπροστά µου να ανεµίζουν όλο χάρη. Είναι µέρεσ τώρα που δεν έχουµε ανταλλάξει ούτε µια µατιά, ούτε µια κουβέντα, και νιώθω φτωχόσ. Πολλέσ φορέσ λέω στον εαυτό µου ότι µου έχει κλέψει τη µιλιά το τετράδιο µε τα ποιήµατα, γιατί κάθε φορά που θέλω να τησ πω κάτι προτιµώ να τα γράφω εκεί µέσα παρά να τησ τα εκφράσω µια κι έξω µε λόγια κάτω απ’ τον πλάτανο ή έστω έξω απ’ τισ τουαλέτεσ. Σήµερα όµωσ συνειδητοποιώ ότι δεν τη φοβάµαι τόσο όσο κάποτε. Πιό πολύ µε καίει το χάδι στισ άκρεσ των δαχτύλων µου που δεν τόλµησα ακόµη να τησ δώσω. Σταµατώ τισ ασκήσεισ απότοµα, ενώ θα έπρεπε σιγά σιγά να ελαττώσω το ρυθµό που κάνω «πούσαπσ», να περιµένω λίγο και µετά να σηκωθώ, και πηγαίνω ακριβώσ από πίσω τησ. ∆εν µε αντιλαµβάνεται. Μπορεί και να νοµίζει ότι είµαι η φίλη τησ η Γιώτα. Για τα επόµενα δυό λεπτά συνεχίζει τουσ κοιλιακούσ τησ πότε φέρνοντασ κοντά και πότε

50

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 51

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

αποµακρύνοντασ το χείµαρρο των µαλλιών τησ. Μόνο όταν ξαπλώνει ολόκληρη µε βλέπει µε την άκρη του µατιού τησ. - Τι γυρεύεισ εσύ εδώ; µου κάνει ξαφνιασµένη. Η θέση σου είναι πιό πέρα! Αυτό το ψεύτικο πείραγµα στη φωνή τησ, αυτό το παιχνίδισµα που κάνουν οι λέξεισ καθώσ βγαίνουν απ’ το στόµα τησ, µε κάνει να θυµώνω που δεν την είχα γνωρίσει νωρίτερα. Πώσ µπορεί να µου ξέφυγε; Πώσ µπορεί να ήµουν τόσο τυφλόσ και να µην είδα πόσο ξεχωριστή είναι; ∆εν τησ µιλάω, κλείνω µόνο τα µάτια και αφήνω το σώµα µου να τησ πιάσει κουβέντα. Το γόνατό µου αγγίζει το δικό τησ—πρώτη λέξη. Η σιωπή που επακολουθεί λέει όλα τα υπόλοιπα. Όταν ξανανοίγω τα βλέφαρα, δεν είναι δίπλα µου. Έχει σηκωθεί όρθια—οι λεπτοί τησ ώµοι κρύβουν τη µπουκαµβίλια είκοσι µέτρα πίσω τησ—και ξεσκονίζει µε την ανάστροφη τησ παλάµησ τησ τη µπλε τησ φόρµα, που διαγράφει το νεανικό, ασχηµάτιστο κορµί τησ. Έτσι όπωσ σκύβει µπροσ µου, µπορώ να δω τα βουναλάκια των βυζιών τησ, µικρά σαν καρούµπαλα. - Περίεργα φέρεσαι σήµερα, µου λέει χωρίσ κανένα χρώµα στη φωνή τησ. Θα µπορούσε να λέει και το µάθηµά τησ στην Ιστορία. Εγώ δεν κάνω καµία κίνηση να σηκωθώ. Είµαι µουδιασµένοσ παντού. Αν δεν καταλάβει σήµερα τι ζητώ απ’ αυτήν, δε θα το καταλάβει ποτέ. - Νατάσα…το ξέρεισ πόσο όµορφη είσαι; ακούω τον εαυτό µου να τησ λέει. Προσ στιγµή νιώθω άσχηµα, γιατί ακούστηκα σαν το ντερέκι που κάνει κόρτε στη Μάρω την κουτσή, αλλά είναι πλέον πολύ αργά. Έρχεται ακριβώσ από πάνω µου και µου απλώνει το χέρι τησ. Το βλέµµα τησ δεν έχει τίποτε το ιδιαίτερο—ούτε αγάπη, ούτε συµπόνια. Θα µπορούσα κάλλιστα να είχα πέσει και να ερχόταν να µε σηκώσει. - Σ’ το χρωστάω…, µου κάνει όταν µε βοηθάει να σταθώ στα πόδια µου. Την κοιτάζω απορηµένοσ. - Κάποτε µε βοήθησεσ κι εσύ, µου εξηγεί και αφήνει ένα χαµόγελο να µε φωτίσει. - Εγώ; Πότε; - Μια φορά…στη λίµνη…όταν είχα πέσει…∆ε θυµάσαι; Ο αέρασ φέρνει τα λόγια τησ στ’ αφτιά µου σα µουσική µαγικού τυµπάνου. - Πώσ το ξέρεισ αυτό; Εγώ…ποτέ δεν…πρόλαβα να έρθω να σε βοηθήσω… - Μη µε κοιτάσ έτσι! µου λέει και γελάει. ∆ε διαβάζω τη σκέψη σου! ∆εν είµαι και θεόσ! Νιώθω µεµιάσ τα µάγουλά µου να καίνε. Το αίµα που συγκεντρώνεται κάτω απ’ την επιδερµίδα µου βάφει τα πάντα µε το χρώµα τησ ντροπήσ. Μήπωσ γι’ αυτό το κεφάλι µου βαραίνει και κοιτώ κατάχαµα; - Μια φίλη µου το είπε…, µου εξηγεί µόλισ µε βλέπει να είµαι σαν τον καταχανά13! Σ’ ευχαριστώ…Είσαι ο πιό ευαίσθητοσ απ’ όλουσ εκεί µέσα… Θέλω να τησ πω, «αλήθεια; το πιστεύεισ πραγµατικά αυτό που λεσ;», αλλά δειλιάζω. Τα πόδια µου είναι έτοιµα να το βάλουν πέρα, να χαθούν µεσ στα µονοπάτια του δάσουσ όπου µόνο πρόβατα και τσακάλια τριγυρνούν, αλλά τα πατάω γερά στη γη. Αυτό το κορίτσι µε τα ξέπλεκα µαύρα µαλλιά συναντά το αγόρι που τόσον καιρό φωνάζει το όνοµά τησ στον ύπνο του, που γράφει ποιήµατα για χάρη τησ, που σβήνει τα παλιά παρα-

51

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 52

“Aντίο, λοιπόν”

τσούκλια «ΑZνστάιν» και «ξυπνοπούλι» στον τοίχο του δασκάλου και ζωγραφίζει καρδιέσ και λουλούδια. Καλά λένε ότι δε βρίσκεισ εσύ το θεό· αυτόσ σε βρίσκει! Εντάξει, βοηθούν λίγο κι οι προσευχέσ. Έτσι και µένα, µε βοήθησαν λίγο τα ποιήµατα και οι ατέλειωτεσ ώρεσ που πέρασα να τη σκέφτοµαι και να την καλώ στην αγκαλιά µου. Και τώρα η θεά µου παίρνει ανθρώπινη µορφή, ντύνεται το ταπεινό σώµα µιασ δεκατριάχρονησ µαθήτριασ κι έρχεται να µε µαγέψει µε τα λόγια τησ, που είναι σαν αυλόσ. - Έχεισ παρατηρητικέσ φίλεσ, λέω εγώ µε έναν τρόπο που πρέπει να τησ αρέσει, αν κρίνω απ’ το γρήγορο πετάρισµα των µατόφυλλών τησ. - ∆εν έχω µόνο παρατηρητικέσ φίλεσ, έχω και ευαίσθητουσ φίλουσ…, µου τονίζει. - Έχεισ πολλούσ; κάνω εγώ φοβισµένοσ µη και δεν είµαι ο µοναδικόσ τησ φίλοσ. - Έχω έναν… Το βλέπω πώσ τησ αρέσει να µε παίζει. - Εγώ τον ξέρω; Πνίγει ένα γέλιο σφίγγοντασ τα χείλη. - Πολύ καλά…Έλα, πάµε τώρα. Έχουµε και µάθηµα… Και µε τραβάει απ’ το µανίκι. Είναι τόσο µεθυστικό να σε οδηγούν δυό χέρια που ξέρουν το δρόµο τουσ…Κι αυτή δείχνει να ξέρει πού πηγαίνει. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δύσκολο ήταν για τον Αδάµ να µη διαπράξει το «προπατορικό αµάρτηµα». Άµα µπροστά σου βλέπεισ µόνο την Εύα να σου προσφέρει ένα ζουµερό µήλο, πώσ να µη το δαγκώσεισ; Ήθελα νά’ξερα ο παπ’ Ανέστησ τι έχει να πει γι’ αυτό! Ποιό άραγε είναι ευκολότερο, να µη φυτεύεισ µηλιέσ για να µη µπαίνεισ στον πειρασµό να δαγκώνεισ µήλα, ή να τισ αφήνεισ να µεγαλώνουν δίπλα σου κι εσύ να µη µπορείσ ούτε στον ίσκιο τουσ να κοιµηθείσ; Κάθε Σάββατο η πλατεία του χωριού γεµίζει πραµάτειεσ: συνθετικά χαλιά µε ρόµβουσ και τετράγωνα, τραπεζάκια µπαµπού σε τρία µεγέθη—µικρό, µεσαίο και µεγάλο—σεντόνια και πετσέτεσ πρώτησ και δεύτερησ διαλογήσ, παπούτσια, κάλτσεσ κι εσώρουχα, νυχτικιέσ και µεταξωτά κιµονό, µαξιλάρια µε πούπουλα, χάντρεσ όλων των ειδών για περιλαίµια και κοµπολόγια, κασέτεσ µε ελληνικά δηµοτικά και ξένα του ’60 και του ’70, άλµπουµ για φωτογραφίεσ, τρανζιστοράκια και ρολόγια τησ πλάκασ, κι ό,τι άλλο βάλει ο νουσ σου. Μ’ αρέσει να βλέπω αυτό το πολύχρωµο «µωσαZκό» από χωριανούσ και µικροπωλητέσ να λαµπυρίζει στον καλοκαιριάτικο αέρα που τα κάνει όλα τόσο ανάλαφρα και εφήµερα. Πάντα το καλοκαίρι µε κάνει να τα βλέπω όλα παροδικά, βιαστικά, λεσ κι έχει πέσει παντού µια όµορφη κατάρα που µόλισ το ρολόι του δηµαρχείου σηµάνει µεσάνυχτα θα χαθεί µεσ στο κρύο µανίκι του χειµώνα. Γι’ αυτό, πάντα το καλοκαίρι θέλω να ζήσω την κάθε στιγµή σα νά’ναι η τελευταία τησ ζωήσ µου. Ίσωσ και να µου κακοφαίνεται όταν βλέπω ότι αυτό δεν ισχύει. Λεσ και περιµένω ότι κάθε χρόνο θα πεθαίνει ο προηγούµενοσ εαυτόσ µου και θα γεννιέται ένα διαφορετικό αγόρι που θα έχει άλλο όνοµα και θα ζει σε άλλο σπίτι. Έτσι, σα βρίσκω µια ζεστή πεζούλα απ’ όπου µπορώ ν’ αγναντεύω το κινούµενο πλήθοσ µε τισ διαλεχτέσ πραµάτειεσ και τα ασταµάτητα παζαρέµατά του, προσεύχοµαι στο δικό µου θεό να µου χαρίσει µια καινούργια ζωή σε ένα άλλο

52

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 53

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

σώµα, πιό κοντά σ’ εκείνη, για να ζω παράλληλα µ’ αυτή, ελπίζοντασ πωσ κάποτε οι δρόµοι του πεπρωµένου µασ θα βρουν ένα σταυροδρόµι. Άλλη µια ευκαιρία ζητώ και θα την εκµεταλλευθώ µε τον καλύτερο τρόπο, τ’ ορκίζοµαι! Άσε µε, θεέ—όπωσ κι αν σε λένε!— να τησ δείξω τι µπορώ να κάνω! Να ήµουν, λέει, υπηρέτησ τησ, στο σπιτικό τησ, να την ξυπνούσα το πρωί πριν οι αχτίδεσ του ηλίου την αγγίξουν και τησ κλέψουν το γαλακτερό τησ χρώµα, να τησ ετοίµαζα το πρωινό και να έκανα πάντα ό,τι µε προστάξει προτού καλά καλά χωρίσει το ένα τησ χείλι απ’ το άλλο… ∆εν έχω πιά καµιά αµφιβολία· είµαι δοσµένοσ σ’ αυτήν και χάνω τα λογικά µου! Αλλά τι να τα κάνεισ τα λογικά σου άµα έχεισ βρει κάτι άλλο, ανώτερο κι από λογική κι από τα µαθήµατα στο σχολείο κι απ’ τισ προσευχέσ στο προσευχητάρι; Ένα µήνα τώρα που τέλειωσε το σχολείο, έχω γεµίσει ένα ολόκληρο εκατοντάφυλλο τετράδιο µε στίχουσ που µιλούν γι’ αυτή! Ευτυχώσ που τη βλέπω κι αυτή στην αγορά τα Σάββατα. Το προηγούµενο, ήταν κρυµµένη πίσω από έναν πάγκο µε γυναικεία εσώρουχα και σαν πέρασα από µπροστά τησ—χωρίσ να τη δω—για να πάω στον καφενέ να πιω µια λεµονάδα, έπεσε µε φόρα πάνω µου κοντεύοντασ να µου ξυλώσει τη φανέλα µου! Έχασε την ισορροπία τησ και σωριάστηκε στη σκάλα του γιατρού του κυρ- ∆ηµήτρη. Σάστισα. ∆εν την περίµενα να εµφανιστεί µπροστά µου µε τέτοιο τρόπο! - ∆ε θα µε σηκώσεισ; µε ρώτησε ήρεµη. - Αν σου πω ότι είσαι όµορφη έτσι, πεσµένη πάνω στα σκαλοπάτια, θα µείνεισ εκεί; τη ρώτησα αφήνοντασ τον καλλιτέχνη µέσα µου ν’ αναλάβει την κατάσταση. ∆εν κουνήθηκε. Ήταν λεσ και είχε µπει κατευθείαν µεσ στο πετσί του ρόλου τησ. - Σ’ αρέσει η πολυκοσµία…, διαπίστωσε. - Και σένα σ’ αρέσει, βλέπω, τησ αποκρίθηκα. Γι’ αυτό έρχεσαι κάθε Σάββατο… - Όχι, έκανε κουνώντασ το όµορφο κεφάλι τησ µε παιδικότητα. Θέλω απλά να πάρω αέρα…Η µαµά γίνεται ανυπόφορη τα Σάββατα… Πήγα και κάθισα δίπλα τησ. - Γιατί, τι σου κάνει; Ήµουν έτοιµοσ να την υπερασπιστώ, να την προστατεύσω. - Λέει ότι όταν έχει πολύ κόσµο στο σπίτι, την πονάνε τα κόκαλά τησ. - Έχει πρόβληµα µε τα κόκαλά τησ; - Ναι, από µικρή. Το χειµώνα πονάει φρικτά…και το καλοκαίρι…µόνο τα Σάββατα, µου εξήγησε. - Και γιατί µόνο τα Σάββατα; - ∆ε σου εξήγησα; Έχει πολύ κόσµο το σπίτι τα Σάββατα και αυτό την ενοχλεί… - Και το βρίσκεισ λογικό εσύ αυτό; Να την πονάνε τα κόκαλα επειδή έχει κόσµο; Πού να την έφερνεσ στην αγορά! έκανα πνεύµα. Θα έσκουζε απ’ τουσ πόνουσ! Τησ κακοφάνηκε ο τρόποσ µου και µε το βλέµµα µου τησ ζήτησα συγγνώµη. - Ποτέ δεν αντιµιλώ στη µαµά, µου τόνισε. Λογικό ξελογικό, αυτή είναι η µαµά… Με αποστόµωσε. - Μακάρι να σού’µοιαζα στην υποµονή, τησ είπα. - Και σένα τέτοια σου κάνει; θέλησε να µάθει.

53

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 54

“Aντίο, λοιπόν”

- Όχι, όχι. Η δική µου η µαµά είναι πολύ…εντάξει… - «Εντάξει»; επανέλαβε η Νατάσα. ∆ηλαδή; Πώσ είναι το «εντάξει», γιατί δεν το έχω µάθει ποτέ… - Να…είναι γλυκιά, ευγενική…Ποτέ δε µε ρωτάει πού ήµουν, δεν ασχολείται µαζί µου… - Κι αυτό είναι καλό; µε διέκοψε. Άµα δεν ασχολείται κανείσ µαζί σου, σηµαίνει ότι δεν του καίγεται καρφί για σένα! - Όχι, όχι…εννοώ ότι…δε µου επιβάλλει την άποψή τησ…Μου αφήνει πρωτοβουλίεσ… Εσένα δε σ’ αφήνει να διαβάζεισ µόνη σου, να…κάνεισ πράγµατα µε το δικό σου τρόπο; Ήταν σκεφτική. Μετά κούνησε αρνητικά το κεφάλι. Τα χειλάκια τησ ήταν τόσο σφιγµένα που νόµιζα ότι θα κολλήσουν για πάντα και δε θα ξανανοίξουν ποτέ! - Θα σ’ τη γνωρίσω κάποια στιγµή τη µαµά µου…, τησ είπα λίγο αµήχανα. Ξάφνου πετάχτηκε πάνω και µε τράβηξε µαζί τησ. - Τι είναι; - Έλα, θα σου δείξω κάτι, µου είπε εµπιστευτικά κι εγώ την ακολούθησα. Περάσαµε σπρώχνοντασ µέσα απ’ το πλήθοσ—τον αντιπρόεδρο του χωριού, τον αστυφύλακα, τη µάνα τησ Μάρωσ—όχι, όχι! τι λέω! η µάνα τησ Μάρωσ είναι κατάκοιτη!—τον Τάσο το συµµαθητή µασ, ο οποίοσ, ευτυχώσ, δεν µασ είδε, τη Λίτσα, που ήθελε να πάρει εµπορεύµατα για το µίνι- µάρκετ τησ—, και βγήκαµε στον πάνω µαχαλά, απ’ όπου µπορείσ ν’ αφήσεισ το µάτι σου ν’ «αυτοκτονήσει» πέφτοντασ στη ρεµατιά τησ Παναγίτσασ και να χαθεί στουσ χωµάτινουσ µαίανδρουσ που οδηγούν στην εθνική οδό. Κι όλη αυτή την ώρα µε κρατούσε απ’ το χέρι! Με απερίγραπτη ηδονή το συνειδητοποίησα µόλισ σταµατήσαµε µπροστά σε µια παµπάλαιη ξύλινη πόρτα βαµµένη µε µπλε λούστρο. Το ήξερα αυτό το σπίτι! Είχα παίξει µικρόσ µέσα σ’ αυτούσ τουσ τοίχουσ τησ τριώροφησ µονοκατοικίασ! ∆εν έµενε τότε η Νατάσα εδώ. Ήταν στην πόλη µε τουσ δικούσ τησ, ενώ εδώ αργοπέθαινε ο παππούσ τησ χτυπηµένοσ από ποιόσ ξέρει τι αρρώστια…Ύστερα από τόσα χρόνια όµωσ, και µε λίγο λούστρο, κάθε υποψία αρρώστιασ και θανάτου εξανεµίζεται. Η µαλακή σάρκα τησ παλάµησ τησ µεσ στη δική µου σβήνει κάθε ανάµνηση, για να φτιάξει άλλεσ, καινούργιεσ… Μόλισ η µπλε πόρτα άνοιξε, τα κόκαλά µου αισθάνθηκαν την υγρασία που δραπέτευσε απ’ το σκοτεινό δωµάτιο. Οι παλάµεσ µασ χωρίστηκαν, καθώσ το σώµα τησ Νατάσασ χάθηκε προσπαθώντασ να βρει το διακόπτη. Όταν τον βρήκε και άναψε µια µικρή λάµπα στην οροφή, έκλεισε την πόρτα και µου είπε να την ακολουθήσω. Το πρώτο δωµάτιο ήταν σχεδόν άδειο—µόνο µια παλιά σκονισµένη τραπεζαρία µε ρόζουσ µεγάλουσ σα µανταρίνια υπήρχε στο βάθοσ, κάτω απ’ τη λάµπα, και δυό τενεκέδεσ. Το άλλο δωµάτιο όµωσ είχε έντονη µυρωδιά χαρτιού νοτισµένου υγρασία και µελάνι. Στο λιγοστό φωσ τησ µοναδικήσ λάµπασ στην πρώτη κάµαρα, µπόρεσα να δω µε έκπληξη µια τεράστια βιβλιοθήκη. Κάτι µε τσίµπησε µέσα µου βλέποντασ όλα αυτά τα χοντρά, δερµατόδετα βιβλία να σαπίζουν σαν τα κόκαλα τησ µάνασ τησ µέσα σε µια αποθήκη! - Αυτά είναι του παππού σου! αναφώνησα µε σιγουριά. - Πώσ το ξέρεισ; - Ήξερα τον ίδιο…Τα θυµάµαι αυτά τα βιβλία…Κάποτε ήταν στο γραφείο του. Τώρα…

54

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 55

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

γιατί είναι εδώ µέσα; - ∆ε διαβάζει κανείσ τουσ…, µου ανακοίνωσε µε κάποια λύπη. Μόνο εγώ έρχοµαι και τα ξεσκονίζω…Και ξεσκονίζοντάσ τα…γνωρίζω καινούργια πράγµατα… Έφυγα απ’ την πόρτα και την πλησίασα. Με δυσκολία έβλεπα τα χαρακτηριστικά τησ. - Ήταν πολύ µορφωµένοσ άνθρωποσ ο παππούσ σου…Ήταν κάποτε ο δάσκαλοσ του δικού µασ δασκάλου…νοµίζω…, πρόσθεσα για να µη µε περάσει για «ξερόλα». - Πολλά λένε…και λέγανε…, µου είπε µε µεγάλη αυτοπεποίθηση. - Και ποιόσ νοιάζεται! τησ έκανα εγώ. Κανείσ δε γλιτώνει απ’ το στόµα τουσ! Σαν τη Λερναία Ύδρα τουσ κατασπαράζουν όλουσ…Τι λέω τώρα…, έκανα και γέλασα. Βλακείεσ λέω…∆εν εννοούσα τη Λερναία Ύδρα… - Τη Χάρυβδη εννοούσεσ, µε αντέκοψε. - Ναι, αυτή! Σαν τη Χάρυβδη τουσ καταβροχθίζει όλουσ το στόµα τουσ! - Άµα δεισ τη γιαγιά µου όταν βγάζει το βράδυ τισ µασέλεσ τησ…σαν τη Χάρυβδη είναι! µου είπε η Νατάσα κι έσκασε στα γέλια. - Ζείτε όλοι µαζί εδώ, ε; - Ναι, εγώ, η µαµά, ο µπαµπάσ, η γιαγιά κι η κουνιάδα τησ µαµάσ, η θεία Τούλα. Ποτέ δεν τη συµπάθησα, αλλά…είναι πολύ τακτική και έξυπνη…Με βοηθάει στα µαθήµατά µου… - Αυτή σου έχει δώσει τα κλειδιά γι’ αυτή την αποθήκη; τη ρώτησα. - Όχι, βέβαια! Κανείσ δεν ξέρει ότι έρχοµαι εδώ µέσα! - Γιατί; ∆ε θέλουν να έρχεσαι να διαβάζεισ; - ∆ε νοµίζω… ∆εν µπορούσα να δω τισ εκφράσεισ του προσώπου τησ, αλλά φανταζόµουν το ελαφρό λύγισµα του κεφαλιού τησ, το τίναγµα των µαλλιών, το νάζι στο βλέµµα, τισ µακριέσ βλεφαρίδεσ να χαZδεύουν τον αέρα γύρω τησ… - Εσύ όµωσ κατάφερεσ να µπεισ! Ήταν σα να τησ έλεγα µπράβο. - Ναι, και δεν το µετάνιωσα. Ένα χρόνο τώρα έχω διαβάσει πολλά… - Γιατί να µη σ’ αφήνουν όµωσ να το κάνεισ ελεύθερα, χωρίσ να κρύβεσαι; - Νοµίζουν µάλλον ότι είµαι µικρή γι’ αυτά…, βρήκε µια εξήγηση. - Είσαι πολύ τυχερή, πάντωσ…Μακάρι νά’χα κι εγώ τέτοια βιβλιοθήκη! Με το ζόρι µου φέρνει κάνα βιβλίο η µαµά απ’ την πόλη… - Εδώ µέσα έχει πολλά…∆ε θα χρειαστεί να σου φέρει η µαµά σου τίποτε… Η φωνή τησ γινόταν πάλι συνωµοτική κι αυτό µε τρέλαινε. Ήθελε να µε βάλει σ’ ένα παιχνίδι που ακόµη δεν ήξερα. - Τι ήθελεσ να µου δείξεισ; τη ρώτησα ανυπόµονα. - Αυτά που βλέπεισ… ∆ε µε έπεισε, αλλά θαύµασα τον τρόπο που µε «τούµπαρε» και δεν µπορούσα να τησ πω τίποτε. ∆εν ήθελε ν’ ανοίξει ακόµη τα χαρτιά τησ. Αυτό όµωσ που µου έδωσε εκείνη τη µέρα µέσα στο υγρό δωµάτιο ήταν πολύ µεγαλύτερο κι απ’ το µεγαλύτερο µυ-

55

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 56

“Aντίο, λοιπόν”

στικό όλου του κόσµου: τα χείλη τησ στο µάγουλό µου. Πάγωσα, αλλά ευτυχώσ δεν µπορούσε να µε δει. Ίσωσ και να το ένιωσαν τα χείλη τησ. - Σ’ το χρωστούσα…, µου είπε. - Κι αυτό; - Ναι…Κι εγώ ό,τι χρωστώ το δίνω πάντα, να το ξέρεισ…, µου είπε µε σηµασία. - Κι αν πάψεισ κάποτε να µου χρωστάσ; ρώτησα δειλά. - Φρόντισε να µη πάψω ποτέ… Αυτή ήταν η απάντησή τησ. Κι ακόµη στριφογυρίζει στο κεφάλι µου όλεσ αυτέσ τισ µέρεσ. Σάββατο µεσηµέρι και την περιµένω να πέσει πάλι πάνω µου. Να µε πάρει απ’ το χέρι και να µε κρύψει σαν τον κλέφτη µεσ στο υγρό δωµάτιο µε τη µπλε πόρτα. ∆ίχωσ φτερά, που είναι κοµµένα και πεσµένα καταγήσ, περιµένω να έρθει να µου δώσει µια πνοή, µια καινούργια έµπνευση, να συνεχίσω να γράφω στο τετράδιο µε τα ποιήµατα, να µη µε πειράζει πιά που µε ξυπνούν πρωί πρωί οι φωνέσ των κυράδων στην αυλή, που άγαρµπα τινάζουν τα σεντόνια τουσ, να µ’ αρέσουν οι ήχοι απ’ τουσ άσκαυλουσ14 που µου θυµίζουν βελάσµατα προβάτων που τα πάνε στη σφαγή. Έχω µέρεσ να δω τη Νατάσα, γιατί πλευριτώθηκα καλοκαιριάτικα, στα καλά καθούµενα, και είµαι πέντε µέρεσ τώρα στο κρεβάτι. Μυαλό που τό’χω κι εγώ! Κάνουµε τόσο στενή παρέα και τηλέφωνα δεν έχουµε ανταλλάξει! Είναι εύκολο βέβαια να βρω το δικό τησ, αλλά δεν τολµώ να πάρω. ∆εν έχω καµιά όρεξη να πέσω πάνω στη µαµά ή τη θεία τησ. Μια φορά µόνο τισ είδα, την ώρα που βγαίνανε στη βεράντα, και µου ήταν αρκετή. Η µαµά τησ, πιό µεγάλη σε ηλικία αλλά µε έναν αέρα στισ κινήσεισ κατά πολύ νεώτερο, κρατούσε ένα φλιτζάνι µε το πιατάκι µαζί και µιλούσε στην ξαδέρφη τησ, που άκουγε µε χαµηλωµένο το κεφάλι. ∆εν µπορούσα να καταλάβω ποιό ήταν το θέµα τησ συζήτησησ ούτε έδωσα και πολλή σηµασία. Η αλήθεια είναι ότι δε δίνω δεκάρα για το τι µπορεί να απασχολεί το στόµα δύο γυναικών που δεν έχουν και την καλύτερη φήµη στο χωριό. Ξέρω ότι δεν είναι και πολύ δηµοκρατικό αυτό, αλλά τι να κάνω! Εµένα µε νοιάζει η Νατάσα! Θα κάθοµαι να κάνω αυτά που βλέπω σε κάτι ασπρόµαυρα Ιταλικά έργα στην τηλεόραση—να σκαρφαλώνω δέντρα και να κοιτάω µεσ απ’ τα παράθυρα; Την τελευταία φορά που έκανα κάτι παρόµοιο, το πλήρωσα µ’ ένα µαυρισµένο γόνατο! Αυτό που πιάνω στον αέρα—χωρίσ να είµαι και σίγουροσ βέβαια!—είναι ότι δεν τα πάνε και πολύ καλά οι δυό γυναίκεσ µε τη Νατάσα. Κι αυτό, φυσικά, είναι λόγοσ για να µη τα πηγαίνω κι εγώ µαζί τουσ! Μερικά πράγµατα επιβάλλονται µε το «έτσι θέλω» χωρίσ να σε ρωτήσουν: όποιοσ δεν πάει τη Νατάσα δεν πάει και µένα! Πάει και τελείωσε! Αυτά τα ατέλειωτα εικοσιτετράωρα που µένω «παροπλισµένοσ» στο κρεβάτι φαντάζοµαι ό,τι πιό τρελό µπορεί να φανταστεί κανείσ. Ότι η µάνα τησ κι η θεία τησ µασ παρακολουθούν τόσον καιρό, ότι ξέρουν ότι εµείσ οι δύο είµαστε στενοί φίλοι και για κάποιο λόγο θέλουν να µασ χωρίσουν, ότι η θεία τησ συµβουλεύει τη µαµά τησ να στείλει τη Νατάσα σε άλλη πόλη, µακριά από µένα, και πολλά άλλα απίστευτα που µόνο το σατανικό µυαλό δυό γυναικών µπορεί να γεννήσει. Μπορεί και να πιστεύουν ότι η Νατάσα κι εγώ ανήκουµε σε δυό εντελώσ διαφορετικούσ κόσµουσ—αυτή µεσ στην πολυτέλεια και

56

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 57

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

την άνεση κι εγώ µεσ στο «λίγο» που γίνεται µέρα µε τη µέρα ένα «τίποτε». ∆ε µε ξέρουν καλά οι κλώσεσ! Όποιοσ µπαίνει ανάµεσα σε µένα και τον έρωτά µου βγαίνει απ’ τη µέση! Είµαι καλό παιδί, γίνοµαι χαλί για όλουσ, φθάνει οι άλλοι να µην απλώνουν πιό πέρα αποκεί που πρέπει! Εντάξει, µάλλον όλ’ αυτά είναι τησ φαντασίασ µου! Σιγά µην έχουν πρόβληµα που η κόρη τουσ έχει φιλία µε ένα αγόρι του χωριού! Σίγουρα θα µε προτιµούν από τουσ αλήτεσ τησ περιοχήσ! Είναι και που δε µ’ έχουν προσέξει καθόλου µέχρι τώρα—δεν εµφανίζονται και ποτέ στο σχολείο ή στον καφενέ. Αλλιώσ, θα έβλεπαν πόσο αγαθόσ είµαι, πόσο γλυκό πρόσωπο έχω και πόσο βαθιά µατιά. Τι έχουν να φοβηθούν από µένα; Άλλωστε, εγώ για την κόρη τουσ νιώθω πολλά…—να δεισ πώσ το λένε οι µεγάλοι όταν θέλουν να περιγράψουν τα συναισθήµατά τουσ µε ωραίο τρόπο…Α! Ναι! «Τρέφω τα αγνότερα συναισθήµατα για την κόρη σασ…Από µικράν ηλικίαν πίστευα ότι εµείσ οι δύο ταιριάζοµεν απολύτωσ…» Και τέτοια περίεργα λόγια! Άκου «“τρέφω συναισθήµατα”»! Και τι είναι, καλέ, τα συναισθήµατα και τα τρέφεισ! Κατσίκεσ; Εγώ δεν «τρέφω» κανένα συναίσθηµα…Εγώ είµαι ολόκληροσ ένα συναίσθηµα για εκείνη! Αν κάνει και µ’ αγγίξει—εννοώ αν βάλει την κάτασπρη παλάµη τησ πάνω στο στήθοσ µου—θα καεί! Τόσο ζεστόσ είµαι! Και δε φταίει ο πυρετόσ! Είναι αυτό το εργοστάσιο που κουβαλάω µέσα µου που δουλεύει στο ρελαντί συνέχεια κάθε φορά που τη συλλογιέµαι…Μια φορά µόνο µε φίλησε, εκείνη τη µέρα στη βιβλιοθήκη του παππού τησ, αλλά…µεσ στο µισοσκόταδο ούτε πρόλαβα να καταλάβω τι ήταν αυτό που µου συνέβη! Καλά, σίγουρα τα δικά τησ χείλη µ’ ακουµπήσανε—αποκλείεται νά’ταν του µακαρίτη!—αλλά άµα δε δεισ το πρόσωπο του άλλου, ό,τι θεσ βάζεισ µε το νου σου! Έχασα την ευκαιρία να τη φιλήσω κι εγώ! Μακριά τησ είµαι Ζορό! Παίρνω µέροσ σε µονοµαχίεσ για χάρη τησ, πηδάω από δέντρα, µπαίνω σε άµαξεσ, πολιορκώ κάστρα, ρίχνω καστρόπορτεσ, παραβιάζω κλειδαριέσ, µπαίνω κρυφά σε δωµάτια για να τη δω…Και µόλισ αυτή φανεί, το βάζω στα πόδια από ντροπή! Έχω κι αυτή την άφτρα στο στόµα! Και να θέλω να τη φιλήσω, πώσ να το κάνω; Φοβάµαι µη την κολλήσω τίποτε! Άσε που δε θα ήθελα να µε δει σ’ αυτά τα χάλια! Ούτε η µάνα µου η ίδια δε θέλω να µε βλέπει έτσι…Ευτυχώσ που λείπει τισ περισσότερεσ ώρεσ τησ µέρασ κι έτσι µπορώ να ονειρεύοµαι ξύπνιοσ ανενόχλητοσ! Πετάω τα σκεπάσµατα και κάθοµαι στα γόνατα πάνω στο κρεβάτι. Ο ήλιοσ έχει κρυφτεί πίσω απ’ το βουνό και βάφει την κορφή του πορτοκαλιά. Τέτοιεσ στιγµέσ που η φύση ετοιµάζεται για ύπνο, εγώ ξαγρυπνώ. Αυτή η οµορφιά που κυριαρχεί παντού µε κάνει να θέλω να βάλω σε µια σακούλα όλα τα «λάφυρα» που έχω κρυµµένα στο µπαουλάκι και να πάω να τα θάψω πουθενά. Ή πάλι µε κάνει να θέλω να τα επιστρέψω εκεί απ’ όπου τόσο άδικα τα άρπαξα! Άµα έχω τη Νατάσα, δεν έχω ανάγκη από τίποτε! Την έχω όµωσ; ∆εν την έχω. ∆εν ήρθε να µε δει, δεν έκανε καµιά προσπάθεια να επικοινωνήσει µαζί µου…Εγώ για πάρτη τησ θα έκανα τα πάντα, ό,τι κι αν µου ζητούσε! Θα γινόµουν άλλοσ Αντώνησ—καλύτεροσ κι απ’ τον ίδιο τον Άγιο! Θα πέταγα όλο µου το παρελθόν στα σκουπίδια και θα γινόµουν µαγικό χαλί να την ταξιδέψω σ’ όλο τον κόσµο! Αυτό το χωριό το ξέρω σαν την παλάµη µου, έχω περπατήσει κάθε σπιθαµή του. Κι όµωσ, µαζί τησ κάτι καινούργιο πάντα θ’ ανακάλυπτα. ∆υό ζευγάρια µάτια είναι καλύτεροι οδη-

57

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 58

“Aντίο, λοιπόν”

γοί από ένα. Εγώ θα τησ έδειχνα το χωριό απ’ τη δική µου τη σκοπιά κι εκείνη απ’ τη δική τησ. Η µατιά του καθενόσ βάφει τα πάντα γύρω του µε άλλο χρώµα—τίποτε δεν είναι το ίδιο. Αλλιώσ βλέπω εγώ αυτό τον ήλιο που λαγοκοιµάται µέχρι να ξαναξυπνήσει το πρωί κι αλλιώσ εκείνη. Αλλιώσ κοιτάζω εγώ αυτό το σκοτεινό δωµάτιο που κάνει οικονοµία στα όνειρά µου κι αλλιώσ εκείνη…Καλά, άµα το δει κι αυτή, το ίδιο θα πιστέψει! Το δωµάτιο που θα χωρέσει τον έρωτά µασ και τα όνειρά µασ δεν έχει τοίχουσ—δεν έχουµε καρφιά εµείσ να καρφώσουµε πουθενά. Άλλοι τα µπήγουν στουσ τοίχουσ και στισ καρδιέσ των γύρω τουσ. Εµείσ έχουµε ανάγκη να πιστέψουµε σε κάτι, είµαι σίγουροσ γι’ αυτό! Πίσω απ’ το «εξυπνακίστικο» ύφοσ µασ κρύβεται ένα τσαλαπατηµένο όνειρο. Τόσο εγώ όσο κι αυτή θέλουµε ν’ αποδράσουµε. Εκείνη σφίγγει περισσότερο τα δόντια, εγώ φοβάµαι µη κόψω τη γλώσσα µου· εκείνη χάνει το σήµερα για ένα καλύτερο αύριο· εγώ δεν έχω σίγουρο τίποτε, γι’ αυτό τα θέλω όλα τώρα! Το σούρουπο µε βρίσκει στη «λίµνη τησ φόνισσασ» να πετάω πετρούλεσ ξύνοντασ την επιφάνεια των σκοτεινών νερών και να βάζω αφτί µήπωσ και κάποια λέξη απ’ τα φιµωµένα στόµατα των σκοτωµένων γυναικών αγγίξει το τύµπανό µου. Ούτε ο πυρετόσ µε ενοχλεί ούτε η άφτρα στο στόµα. Η ψυχή µου—αυτό που γεννάει αγάπη, τέλοσ πάντων—δεν ξέρει από κακουχίεσ και τέτοια πράγµατα. Εγώ θα µπορούσα να µείνω νηστικόσ και ξάγρυπνοσ για χρόνια περιµένοντασ ν’ αγκαλιάσω την ψυχή τησ. Λίγο πριν πάρω το δρόµο του γυρισµού, ακούω κάτι σα ραβαZσι15 από γιορτή που γίνεται στον πάνω µαχαλά. Κι όµωσ δεν έρχεται αποκεί. Μεσ απ’ τισ καλαµιέσ που σα σκληρέσ τρίχεσ ξύνουν τα σωθικά µου ο αέρασ φέρνει προσ το µέροσ µου τα βογκητά ανθρώπων που χαίρονται τη νιότη τουσ µακριά απ’ την κοινωνία των άλλων ανθρώπων. Έτσι, µε τον ήχο από το πνιχτό βογκητό και το θρόισµα των καλαµιών, γυρίζω σπίτι πιό ανάλαφροσ. ∆εν είµαι ο µόνοσ στον κόσµο που θέλει να ζήσει! Προχθέσ ανακάλυψα ένα παλιό, σκουριασµένο ποδήλατο στην αυλή µασ. Πρέπει να είναι πολύ παλιό. Είναι από εκείνα τα ψηλά µε τον ψιλό σκελετό που µόλισ ανέβεισ πάνω νιώθεισ ότι θα σωριαστείσ. Κι όµωσ αυτό δέχεται το σώµα σου ανάλαφρα, λεσ κι είναι προέκταση του εαυτού σου. Το χρώµα του είναι ακαθόριστο. Το ξεσκόνισα µε ένα βρεγµένο πανί και το έβγαλα στον ήλιο να στεγνώσει. Ήταν σα νά’βγαζα στο φωσ του πολιτισµού ένα προZστορικό µαµµούθ, σαν αυτά που µασ έχει δείξει ο δάσκαλοσ. Σε ποιόν ν’ ανήκε άραγε; Ήταν κανενόσ γείτονα ή το είχε πετάξει κανένα αλάνι απ’ τουσ τσιγγάνουσ που κάποτε επισκέπτονταν συχνά τα χωριά µασ; ∆εν είχα ποτέ ποδήλατο δικό µου. Η γιαγιά πριν πολλά χρόνια µου είχε αγοράσει ένα µε τρεισ ρόδεσ, αλλά δεν το ήθελα. Είχα κάνει λίγουσ γύρουσ στην αυλή και το είχα παρατήσει την πρώτη µέρα που πήγα σχολείο. Έµαθα όµωσ ισορροπία. Μερικά αγόρια είχαν ποδήλατα και µε άφηναν να κάνω καµιά βόλτα τ’ απογεύµατα, προτού πέσει το σούρουπο. Είχα φάει πολλέσ τούµπεσ, θυµάµαι, αλλά δεν το έβαζα κάτω. Όσο οι γύρω µου γέλαγαν και κορόιδευαν, τόσο εγώ τό’βαζα πείσµα να τουσ αποδείξω ότι ούτε από πόνο καταλάβαινα ούτε από ήττα. Το πείσµα είναι το καλύτερο φάρµακο κατά του πόνου, µα τω θεώ! Μόλισ τα πέλµατά µου άγγιζαν τα πεντάλ, απογειωνόµουν! Αφού πολλέσ φορέσ, απ’ τη µεγάλη ταχύτητα, είχα

58

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 59

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

την ψευδαίσθηση ότι πετάω! Οι ρόδεσ έβγαζαν φλόγεσ και χανόµουν ολόκληροσ µεσ στη σκόνη του δρόµου. Τουσ άφηνα όλουσ πίσω, χανόµουν απ’ τα µάτια τουσ για κάµποση ώρα, κι ανέβαινα µέχρι το µοναστήρι του Σωτήρα. Εκεί µού’σπαζε τη µύτη η µυρωδιά απ’ τισ λαλαγγίδεσ16 που φτιάχναν’ οι γριέσ και πήγαιναν στον παπά να τον φιλέψουν. Κι όταν τελικά γυρνούσα, έβρισκα µόνο το παιδί που µου είχε δανείσει το ποδήλατο να µε αγριοκοιτάζει και να λέει, «είναι η τελευταία φορά που σ’ το δίνω. Η µάνα µου θα µε σκοτώσει στο ξύλο που την έστησα τόση ώρα!» Κι ήταν όντωσ η τελευταία φορά που καβάλησα ποδήλατο. Θά’ναι πέντ’ έξι χρόνια τώρα… Το κοιτάζω ώρα να ξεροψήνεται στον ήλιο και κάτι µε σπρώχνει να το καβαλήσω και να θυµηθώ τα παλιά. Φοράω τα αθλητικά µου, βάζω το καπέλο µου και το σέρνω µέχρι το δρόµο. Μια απ’ τισ γειτόνισσεσ µου κάνει νόηµα «ωραίο ποδήλατο, πού το κονόµησεσ;», αλλά εγώ δεν τησ δίνω σηµασία. Το καβαλάω όπωσ ο Τζων Γουαίην το άλογο και προσπαθώ ν’ αναβιώσω τα παλιά. Στην αρχή το νιώθω ετοιµόρροπο κάτω απ’ το βάροσ µου, λέω από µέσα µου, «αυτό θα κοπεί στα δύο και ποιόσ ξέρει σε ποιό χαντάκι θα καταλήξω!», αλλά µε βγάζει ασπροπρόσωπο µέχρι τον καφενέ. ∆υό- τρεισ παππούδεσ µου χαµογελούν και µε χαιρετάνε. Έχουν καιρό κι αυτοί να δουν τέτοιο θέαµα—όλοι µε µηχανάκια κυκλοφορούν. ∆ε ρισκάρω να τουσ χαιρετίσω, µη χάσω την ισορροπία µου και γελοιοποιηθώ. Περνώ από µπροστά τουσ, τρεµοπαίζω λίγο, κάνω µισά οχτάρια και, χωρίσ να το καταλάβω, πάω ντουγρού πάνω στη µουριά, όπου κάθονται δυό γριέσ µε σακούλεσ γεµάτεσ λάπατα και συζητούν. Τότε συνειδητοποιώ ότι το φρένο δεν πιάνει! Στρίβω το τιµόνι, αλλά η λακκούβα που µε περιµένει στα πέντε µέτρα σίγουρα θα µε φέρει τούµπα, γι’ αυτό βάζω το πόδι φρένο. Το ποδήλατο ακινητοποιείται, αλλά όλη η σκόνη έχει πασπαλίσει τισ δυό γριέσ, µαζί και τα λάπατα, και οι άγριεσ µατιέσ που µου ρίχνουν είναι χειρότερεσ από τούµπα πάνω σε τσιµέντο. ∆εν τουσ αφήνω περιθώρια να πουν τίποτε. Τα πόδια πάλι στα πεντάλ και βουρ για εξόρµηση! Το σπίτι τησ Νατάσασ θά’ναι δυό λεπτά αποδώ. Χαρά που θα κάνει όταν µε δει µε το ποδήλατο! Αυτό που είναι ζωγραφισµένο στο πρόσωπό τησ, πάντωσ, δεν είναι χαρά. Με το ζόρι µου ρίχνει µια µατιά πάνω απ’ το βιβλίο τησ κι αυτή είναι µισοχαµένη—µε κοιτάζει, αλλά δε µε βλέπει. Το φωσ στη βιβλιοθήκη λιγοστό, όπωσ πάντα, κι η υγρασία σαν πιρούνι µου ξύνει τα κόκαλα. - Εφτά µέρεσ έχω να σε δω! κάνω εγώ µε ενθουσιασµό, αλλά αυτόσ αιωρείται για λίγο στο δωµάτιο, πάνω απ’ το κεφάλι µου, κι ύστερα, αντί να προσθέσει λίγο χαµόγελο σ’ αυτό το µουντό κοριτσίστικο πρόσωπο που έχω απέναντί µου, επιστρέφει µέσα µου γεµάτοσ θυµό κι απογοήτευση. - Είσαι απασχοληµένη…, παρατηρώ. Γι’ αυτό δεν ήρθεσ να µε δεισ; Σηκώνει το κεφάλι τησ αργά. Ένα ασηµένιο τσιµπιδάκι συγκεντρώνει το φωσ απ’ τη µικρή λάµπα απέναντί τησ και το φέρνει κατά πάνω µου. - Πού χάθηκεσ εσύ; Η φωνή τησ θα µοιάζει σίγουρα µε τησ µητέρασ τησ όταν την κατσαδιάζει που γυρίζει σπίτι αργά. - Εγώ πού χάθηκα; Εγώ ήµουν άρρωστοσ, Νατάσα…Εφτά µέρεσ ήµουν ξάπλα στο κρε-

59

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 60

“Aντίο, λοιπόν”

βάτι… - Εφτά µέρεσ; επαναλαµβάνει χαρούµενη. - Ναι, εφτά µέρεσ, τησ λέω ενοχληµένοσ. Χαίρεσαι που ήµουν τάβλα µια βδοµάδα; - Έλα τώρα…, µου κάνει όλο νάζι. Σε βλέπω µια χαρά! Πέρασαν κιόλασ εφτά µέρεσ; Πόσο γρήγορα περνάει ο χρόνοσ! Αφήνει µε προσοχή το βιβλίο που διαβάζει πάνω στο µικρό γραφείο του παππού τησ και µε πλησιάζει. Μου πιάνει το χέρι και εγώ καταλαβαίνω πόσο κρύοσ είµαι µπροστά τησ! Αυτή καίει σαν καµίνι! - Εσύ ζεµατάσ! τησ λέω, αλλά δεν παίρνω το χέρι µου. - ∆ε ζεµατάω, Αντώνη. Εσύ είσαι κρύοσ! ∆εν έχεισ µάλλον συνέλθει ακόµη απ’ τη γρίπη… - Φοβόµουν µη σε κολλήσω, τησ εκµυστηρεύοµαι. Αλλιώσ, θα’ρχόµουν νωρίτερα να σε δω. Βλακεία µου να µη σου δώσω το τηλέφωνό µου… - Και να µου το έδινεσ, δε θα µπορούσα να σε πάρω…∆ε µένω ποτέ µόνη. Έχω δυό Κέρβερουσ στο σπίτι! - Τουσ έχω συναντήσει…∆ηλαδή…τουσ έχω δει στη βεράντα να τα λένε… Χαµογελάει µε πικρία. - Ευτυχώσ που ο παππούσ µ’ άφησε όλ’ αυτά…, βρίσκει να πει για να παρηγορηθεί. Με πιάνει απ’ το πουκάµισο και µε πάει κοντά στο γραφείο, όπου βρίσκεται το βιβλίο που την έχει απορροφήσει τόσεσ µέρεσ. Το παίρνει και µου το δείχνει. - Τι είν’ αυτό; - Ένα βιβλίο που το καταβρόχθισα µέσα σε επτά ηµέρεσ, µου εξηγεί. Ήρθεσ πάνω στην ώρα…Τώρα µόλισ σε σκεπτόµουν…Ήθελα πολύ να σου µιλήσω γι’ αυτό. Το παίρνω στα χέρια µου και το ξεφυλλίζω. Είναι γραµµένο µε πολύ µικρά γραµµατάκια, σαν ορνιθοσκαλίσµατα, και δεν µπαίνω καν στον κόπο να σταµατήσω σε κάποια σελίδα να δω τι λέει. - Κάνε µου µια περίληψη, τησ ζητάω κάπωσ ειρωνικά. - ∆εν µπορώ να σου κάνω περίληψη! επανασταστεί αυτή. Πρέπει να το διαβάσεισ…Αλλά πάλι…αν δε θεσ, δεν είναι υποχρεωτικό! Και µου το τραβάει µε θυµό. - Έλα, συγγνώµη, τησ λέω µε τρεµάµενη φωνή. Πεσ µου γι’ αυτό το βιβλίο. - Μιλάει για έναν πολύ σπουδαίο Ελβετό επιστήµονα του δεκάτου έκτου αιώνα, τον Παράκελσο. Σαν Κινέζικα µου ακούγονται όλ’ αυτά, αλλά η αγάπη µου για τη Νατάσα µε υποχρεώνει να την ακούσω µε προσοχή χωρίσ σχόλια. - Γεννήθηκε στο κανόνι Schwyz τησ Ελβετίασ το 1493 και το πραγµατικό του όνοµα ήταν Philipp Auroleus Theophrast Bombast von Hohenheim. Τώρα είναι που δεν καταλαβαίνω τι µου γίνεται! Πάω να γελάσω, εκείνη το καταλαβαίνει και µου ρίχνει ένα φονικό βλέµµα δέκα µεγατόνων, που λέει κι ο «ΑZνστάιν»! - Ο Παράκελσοσ, συνεχίζει η µικρή θεά µου, εργάστηκε ωσ γιατρόσ στο Ζάλτσµπουργκ και στο Στρασβούργο. Το 1528, άρχισε περιοδείεσ στη Γερµανία, την Αυστρία και την

60

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 61

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Ελβετία, όπου απέκτησε πολύ καλή φήµη, λόγω των ιατρικών τεχνικών του. Ο Παράκελσοσ χρησιµοποιούσε φάρµακα και όχι φυτικά σκευάσµατα. Αυτό που τον κάνει ξεχωριστό είναι ότι η ιατρική διδασκαλία του είχε επιδράσεισ από την αστρολογία, την αλχηµεία και διάφορα µαγικά στοιχεία, µεταξύ των οποίων είναι και τα εξήσ τρία: το άλασ, το θείο και ο υδράργυροσ. ∆εν το λέει ξεκάθαρα µεσ στο βιβλίο, αλλά από διάφορεσ σηµειώσεισ του παππού βγάζω το συµπέρασµα ότι για τον Παράκελσο τα τρία αυτά στοιχεία αντιστοιχούσαν µε το σώµα, την ψυχή και το πνεύµα. Για λίγο σταµατά να µε περιεργαστεί µε το αθώο αλλά αυστηρό βλέµµα τησ και συνεχίζει: - Ο Παράκελσοσ ασχολήθηκε µε πολλά και παράξενα πράγµατα, που στην εποχή του θεωρούνταν αιρετικά. Λέγεται ότι κατάφερε να µετατρέψει σίδηρο σε χρυσό και κάτι ακόµη πιό θαυµαστό: να δηµιουργήσει ένα δικό του ον, που το ονόµασε hominculus, δηλαδή ανθρωπάκι. Σ’ αυτό το σηµείο την κοιτάω σα χάννοσ. - Τι; Ανθρωπάκι; Και πώσ τό’κανε αυτό; - Τα υλικά που είναι γνωστό ότι χρησιµοποίησε είναι κοπριά αλόγου και νερό…∆εν είµαι σίγουρη γι’ αυτό, να πω την αλήθεια. Πρέπει να το ελέγξω καλύτερα. Η ουσία είναι ότι δηµιούργησε ένα ανθρωπάκι που ήταν τόσο διαφανέσ που έµοιαζε άυλο! - Και τι απέγινε αυτό το ανθρωπάκι; - Κανείσ δεν ξέρει. ∆ηλαδή…µπορεί να ξέρανε κάποιοι…ίσωσ αυτοί που το έκλεψαν ή το κατέστρεψαν! Συνωµοσίεσ πάλι µυρίζοµαι στον τόνο τησ φωνήσ τησ. - Και γιατί να κάνουν τέτοιο πράγµα; ρωτάω εγώ µε αφέλεια, ωσ συνήθωσ. Σε τι θα τουσ πείραζε ένα ανθρωπάκι; - Μακάρι νά’ξερα! Τέλοσ πάντων, αυτή είναι πάνω- κάτω η ουσία του βιβλίου. Άµα θεσ, πάρ’ το και διάβασέ το. ∆εν έχω και ιδιαίτερη πρεµούρα να διαβάσω για ανθρωπάκια που γίνονται από κοπριά αλόγων και σίδερα που µετατρέπονται σε χρυσάφι, αλλά κάνω ότι µ’ ενδιαφέρει. - Ναι, γιατί όχι; Η γνώση είναι δύναµη, µασ λέει ο δάσκαλοσ. - Πολύ σωστά! συµφωνεί κι αυτή. Κάθοµαι σ’ ένα παλιό αλλά καλοδιατηρηµένο ξύλινο φωριαµό και ξύνω το κεφάλι µου, ενώ µια σκέψη µε τρυπάει. - Στάσου…, τησ κάνω κι αυτή δείχνει να χαίρεται που—επιτέλουσ!—βάζω σε λειτουργία το σκουριασµένο µυαλό µου. Είπεσ ότι κάποιοι µπορεί να εξόντωσαν αυτό το ανθρωπάκι, αν πιστέψουµε, φυσικά, ότι όντωσ το έφτιαξε αυτόσ ο… - Παράκελσοσ, βιάζεται να συµπληρώσει. - Ναι, αυτόσ…Λοιπόν…Μια τέτοια πράξη, δηλαδή το να δηµιουργήσει ένασ άνθρωποσ ένα άλλο πλάσµα, ένα ανθρωπάκι, από κοπριά αλόγου ή απ’ οτιδήποτε άλλο είναι…αντίθετο προσ το Χριστιανισµό, έτσι δεν είναι; Το πρόσωπό τησ φωτίζεται. - Ναι, φυσικά! Ήταν και παραµένει αντίθετο…

61

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 62

“Aντίο, λοιπόν”

- ∆εν µπορεί ένασ άνθρωποσ να είναι δηµιούργηµα και δηµιουργόσ, έτσι δεν είναι; συνεχίζω εγώ. Αυτό δε µασ λέει κι ο θεολόγοσ µασ στο κατηχητικό; - Χµµµ…δεν έχω πάει ποτέ στο κατηχητικό, αλλά…για να το λεσ, κάτι θα ξέρεισ…Η µαµά δε µ’ άφησε ποτέ να πάω… - Αφού λοιπόν αυτό που έκανε ο Παράκελσοσ ήταν αντίθετο µε όσα έλεγε η Εκκλησία, λογικό δεν είναι να θέλησαν κάποιοι ιερείσ να τον σταµατήσουν; - Έχεισ δίκιο…Έτσι πρέπει να έγινε…Άλλωστε, τον θεωρούσαν αιρετικό, και κάτι τέτοιο τότε το τιµωρούσαν µε θάνατο! - Οπότε…λύθηκε το µυστήριο! κάνω εγώ όλο χαρά. - ∆εν είναι και τόσο απλά τα πράγµατα, µου λέει η Νατάσα, αλλά…για την ώρα δε θα ασχοληθούµε…Πάντωσ, ο παππούσ µου πρέπει να ήξερε πολλά γι’ αυτό το ζήτηµα…, µου εκµυστηρεύεται. Υπάρχουν πολλά βιβλία για την Αλχηµεία και για τον Παράκελσο εδώ µέσα. Όπωσ και για πολλά άλλα θέµατα, που ούτε πέντε ζωέσ δε µου φθάνουν για να τα διαβάσω! - Άραγε η Εκκλησία θα έκανε και στισ µέρεσ µασ τα πάντα για να βγάλει από τη µέση ανθρώπουσ που δεν «πάνε µε τα νερά» τησ; τησ κάνω άλλη µια ερώτηση. - Μακάρι νά’ξερα! Είµαστε πολύ µικροί για να ξέρουµε… - Αυτό που ξέρω, Νατάσα, είναι ότι δε µου πάνε ούτε τα ράσα ούτε τα κατηχητικά…Κι αν κρίνω απ’ τη µούρη του παπ’ Ανέστη και του θεολόγου, πολλοί ιερείσ µου φαίνονται ικανοί για πολλά! Το κορίτσι µου κοιτάζει το ρολόι του και πηγαίνει µε φούρια προσ την πόρτα. - Πρέπει να φύγουµε, µου κάνει. Θα µε ψάχνουν… - Έλα, πάµε…Θα σου δείξω κάτι…Κάτι που, όταν το καβαλάσ, βγάζει φτερά! Το σαραβαλάκι µου χωράει, τελικά, δυό πισινούσ στη σέλα του! Ο δικόσ µου βέβαια έχει µεγαλύτερο…εµβαδόν, αλλά βρήκα τη λύση. Κάθοµαι στην άκρη τησ σέλασ κι έτσι αφήνω το χώρο ελεύθερο να στρογγυλοκαθίσει η πριγκιπέσα! Στην αρχή δε θέλει να µ’ αγγίξει—πιάνεται µε τα πάλλευκα χεράκια τησ από το χαλασµένο φωσ πίσω τησ και το παίζει άνετη κι ατρόµητη. Μόλισ όµωσ παίρνουµε την ανηφόρα για το εκκλησάκι του ΆηΜηνά και ο λίβασ µασ φυσάει το πρόσωπο, τη νιώθω σιγά- σιγά να κολλάει πάνω µου και το ιδρωµένο τησ µπλουζάκι να αφήνει τη στάµπα του πάνω στο δικό µου. Χαµογελάω κρυφά και προσπαθώ να δω τα µάτια τησ µεσ απ’ το γδαρµένο καθρεφτάκι. ∆ε φταίει όµωσ αυτό που δεν τα βλέπω· είναι τα µαλλιά τησ που µπαίνουν µπροστά και µου τα κρύβουν, σα να µη θέλουν να µ’ αφήσουν να τα δω και να ζαλιστώ. Ο πιό ευτυχισµένοσ άνθρωποσ στον κόσµο είµαι! Με τα πεντάλ στα πόδια και το άγγιγµά τησ, που γίνεται δειλά- δειλά ένα σφιχτό «δαχτυλίδι» στη µέση µου, παίρνω φόρα ν’ αγγίξω τον ουρανό! Νιώθω να πνίγοµαι από ελευθερία κι ο κόσµοσ µου µοιάζει τόσο ανυπόφορα µικρόσ! Αυτό που πάντα ήθελα κι ονειρευόµουν ν’ αποκτήσω είναι ένα µε µένα—κάθεται πίσω µου ακουµπώντασ τη σµιλευτή µυτούλα τησ πάνω στην πλάτη µου. Θέλει άραγε να µε γνωρίσει; Έχει κανένα όνειρο που θέλει να το δει µαζί µου; Εγώ νιώθω να την ξέρω αιώνια! Πάντα έλεγα ότι αυτό το κορίτσι έχει βαθιά σκέψη, µυαλό

62

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 63

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

που τετραγωνίζει τον κύκλο! Αυτή όµωσ δεν ξέρει σχεδόν τίποτε για µένα. Η αλήθεια είναι ότι για τουσ άλλουσ είµαι ένα σκοτεινό µυστήριο, ένα ποτάµι µε θολά νερά που δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλοσ. Απλά κυλάει, κυλάει, κι ό,τι πέφτει µέσα του το παρασέρνει κι ένασ θεόσ ξέρει πού το πάει! Ξέρω βέβαια πολύ καλά τι πέφτει µέσα στο ποτάµι…Κεριά σε σχήµα αστερία, πιατάκια, γυαλιά, κοµµάτια δέρµα, αποσµητικά χώρου, κοµπολόγια, θερµόµετρα…Κι αρχίζει να πήζει το ποτάµι σα γιαούρτι! Μαζεύει, µαζεύει, µέχρι που δεν αντέχει άλλο και ξεχειλίζει πνίγοντασ τα πάντα! Κι εγώ ξεχειλίζω από αγάπη! Είµαι ένα ποτάµι γεµάτο αγάπη! Αν µπορέσει η Νατάσα να δει την αγάπη που κρύβεται πίσω απ’ όλα τ’ άλλα, τότε σηµαίνει ότι θα ζήσουµε µαζί για πάντα! Αν µείνει όµωσ σ’ αυτό που θα πιστέψουν οι περισσότεροι σα µάθουν ότι είµαι ένασ αρχικλέφταροσ, ένασ σελέµησ17 του κερατά, τότε…θα πρέπει να πω σε όλουσ «αντίο, λοιπόν». Μπορεί και να γνωρίσω την πραγµατική ελευθερία, να κάνω όσα δεν µπόρεσαν πολλοί απ’ το χωριό να κάνουν—να µηδενίσω τη ζωή µου και ν’ αρχίσω πάλι απ’ την αρχή στα δεκατρία µου! Αλλά…ελευθερία χωρίσ αγάπη τι να την κάνει κανείσ; Είναι σαν την επιταγή που παίρνουµε κάθε µήνα—έχει λεφτά χωρίσ γιαγιά. Στη µια τσέπη του παντελονιού µου νιώθω να µε τρυπάει κάτι και τότε θυµάµαι ότι το κουβαλώ ακόµη πάνω µου! Είναι το θερµόµετρο που έκλεψα το πρωί απ’ το φαρµακείο τησ Λέλασ! Μόλισ φθάνουµε στο εκκλησάκι, σταµατώ, «ξεπεζεύω», και πιάνω τη Νατάσα απ’ τον ένα τησ ώµο να τη βοηθήσω. Τα µαλλιά τησ είναι φρεσκολουσµένα και µεµιάσ µε λούζουν και µένα µε θυµάρι και δενδρολίβανο! - ∆ε θέλω ν’ αργήσουµε, µου λέει και πάει προσ την πόρτα τησ εκκλησιάσ. - Λεσ να σε µαλώσουν; τη ρωτάω. - Αυτό είναι σίγουρο, αποκρίνεται µε φυσικότητα. Ό,τι και να κάνω, πάντα φωνάζουν! Ιδίωσ η µαµά µου! Πάω κοντά τησ και τησ χαZδεύω τα µαλλιά. Κάτι σήµερα µε τραβάει πάνω τουσ! - Σε καταπιέζουν, ε; ∆ε µιλάει. Η σιωπή τησ όµωσ µου τα λέει όλα. - Έλα να κάνουµε µια βόλτα µε τα πόδια, τησ προτείνω. - Θέλω ν’ ανάψω ένα κεράκι πρώτα, µου κάνει και µπαίνει µεσ στο εκκλησάκι. Θέλοντασ και µη, ακολουθώ. Είναι σύντοµη. Βγάζει ένα κέρµα απ’ την τσέπη του λουλουδάτου φορέµατόσ τησ, το ρίχνει στο παγκάρι, παίρνει δυό κεριά, τ’ ανάβει και τα τοποθετεί δίπλα σε κάτι άλλα σβησµένα. Κάνει το σταυρό τησ και µου κάνει νόηµα να φύγουµε. - Γιατί άναψεσ δυό κεριά; τη ρωτάω µόλισ βγαίνουµε πάλι έξω στο λιοπύρι. - ∆ύο δεν µπήκαµε; µου απαντάει µε ερώτηση. - Ναι, αλλά… - Άναψα ένα και για σένα, µε διακόπτει. ∆εν είναι σωστό να µπαίνεισ σε εκκλησία και να µην ανάβεισ κερί! - Εγώ δεν έχω πολύ καλή σχέση µ’ όλ’ αυτά, σ’ τό’χω ξαναπεί, τησ θυµίζω. - Με τουσ ανθρώπουσ ούτε εγώ έχω πολύ καλή σχέση, µου λέει, αλλά το κερί µου έχω ανάγκη να τ’ ανάψω! Πολύ καιρό τώρα παρακαλώ την Παναγιά να γιατρέψει τη µαµά

63

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 64

“Aντίο, λοιπόν”

απ’ τουσ πόνουσ, µήπωσ και ηρεµήσει και µου φερθεί καλύτερα. - Και λεσ να το κάνει; τη ρωτάω µισοσοβαρά µισοειρωνικά. - ∆εν ξέρω. Εγώ, µια φορά, τησ το ζήτησα! Άµα θέλει, ασ βοηθήσει την κατάσταση. - Τ’ αφήνεισ όλα στην Παναγία, παρατηρώ. - Τι άλλο µπορώ να κάνω, Αντώνη; Μη γίνεσαι κουτόσ! µε µαλώνει. - Εγώ, πάντωσ, δεν αφήνω τίποτε στο Θεό και τουσ Αγγέλουσ! Εγώ πιστεύω στον εαυτό µου και παρακαλώ τισ δυνάµεισ που έχω µέσα µου να µε βοηθήσουν να πραγµατοποιήσω τα όνειρά µου! Βρισκόµαστε τώρα κάτω από µια καστανιά. Στον ίσκιο τησ συνειδητοποιώ πόσο ηλιοκαµένο είναι το πρόσωπό τησ. - Και λεσ να τα πραγµατοποιήσεισ χωρίσ τη βοήθεια του θεού; µε ρωτάει δύσπιστη. Πού νά’ξερεσ, σκέφτοµαι, ότι εσύ είσαι ένα απ’ αυτά τα όνειρα που έγινε πραγµατικότητα! - Ελπίζω να είµαι ικανόσ και τυχερόσ να τα πραγµατοποιήσω, τησ απαντώ. Μετά βγάζω απ’ την τσέπη µου το θερµόµετρο και τησ το δίνω. - Τι είναι αυτό; - Κάτι που ίσωσ φανεί πιό χρήσιµο στη µαµά σου απ’ τα κεριά…, τησ εξηγώ. - Θερµόµετρο; Έχουµε θερµόµετρο…∆εν έχει πυρετό! Αρθριτικά έχει! µου κάνει γελώντασ. - ∆εν πειράζει. Πάρ’ το…σε παρακαλώ, λέω γλυκά στο τέλοσ κι αυτό την κάνει να λυγίσει. - Σ’ ευχαριστώ…Μα πώσ και κουβαλάσ πάνω σου θερµόµετρο Ιούλιο µήνα; - Ε…θα το έβαλα κατά λάθοσ στην τσέπη µου, τησ λέω ψέµατα. Τόσεσ µέρεσ µε πυρετό…, αφήνω µισοτελειωµένη τη φράση µου. Πριν καλά καλά το καταλάβω, έρχεται και µου δίνει ένα φιλί στο µάγουλο κοντά στα χείλη. Τα µαλλιά τησ µου γαργαλάνε τη µύτη, αλλά εγώ µένω ακίνητοσ. Τα µάτια µου υγραίνονται, µια φούντωση για άλλη µια φορά µε κυριεύει, κι αρχίζω να τρέµω. ∆εν είναι φανερό, εκείνη ίσωσ να µην έχει καταλάβει τίποτε, όµωσ εγώ είµαι ένα λαβωµένο σπουργίτι στα χέρια τησ. Αποµακρύνεται, πηγαίνει πάλι στη θέση τησ, δυό µέτρα πιό πέρα, και µου ανοίγει έτσι άλλο ένα παράθυρο µε θέα τη θάλασσα των µατιών τησ. Το άγαλµα που τησ έχει δοθεί για σώµα είναι τόσο ελκυστικό, τόσο µεθυστικό, που µου αιχµαλωτίζει όλεσ τισ αισθήσεισ. Και τα πόδια τησ, ντυµένα όπωσ είναι µ’ ένα ζευγάρι πέδιλα, είναι η πιό όµορφη βάση για άγαλµα που έχω δει ποτέ! Χωρίσ αυτά θα ήταν ένα άγαλµα χωρίσ κίνηση, χωρίσ ζωή, κι εγώ τη θέλω ζωντανή, αέρινη, να εµφανίζεται µπροστά µου και να µουσκεύει τισ νύχτεσ το πυρωµένο µου κεφάλι που λιώνει. Είναι µεγάλη ανακούφιση να βλέπεισ δυό χέρια να σε φροντίζουν όταν εσύ είσαι ανάµεσα στο κάπου και το πουθενά. Τη βλέπω έτσι όπωσ πάει να κάτσει χάµω και πετιέµαι προσ το µέροσ τησ. - Στάσου! Θα λερώσεισ! τησ φωνάζω και βγάζω το µπλουζάκι µου. Κάτσε πάνω σ’ αυτό. - Μα…, κάνει αυτή. ∆εν µπορεί νά’σαι γυµνόσ! - Μια χαρά είµαι! Κάνει πολλή ζέστη! Μην ανησυχείσ.

64

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 65

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Και κάθοµαι χάµω δίπλα τησ. Παράξενο, αλλά δε ντρέποµαι να εµφανιστώ µισόγυµνοσ µπροστά τησ. Αν είναι νά’χει κάτι για να κάθεται, για να µη λερώνεται, θα είµαι πάντοτε χωρίσ µπλουζάκι, χειµώνα καλοκαίρι. Μόνο αυτό έχω να τησ δώσω. Μακάρι να µπορούσα να τησ προσφέρω µια ασηµένια βούρτσα να ξεµπλέκει τα µαλλιά τησ ή ένα βελούδινο κουτί να βάζει µέσα τα χρυσαφικά τησ—αν έχει δηλαδή χρυσαφικά! Ποτέ δε θέλω να την αποχωριστώ, ποτέ δε θέλω να χωρίσω απ’ αυτόν εδώ τον τόπο που τη γέννησε! Είναι όµορφο να κάνεισ όνειρα, ότι πασ σε άλλουσ τόπουσ, ότι γίνεσαι κάποιοσ στην κοινωνία, βγάζεισ λεφτά, λύνεισ και δένεισ. Όµωσ τίποτε δεν έχει αξία αν χωρίσεισ απ’ τη νιότη σου, απ’ τα παιδικά σου χρόνια. Και µένα τα παιδικά µου χρόνια είναι λαξεµένα πάνω σ’ αυτούσ τουσ λόφουσ και τα βουνά. ∆εν ξέρω τι µπορεί να κρύβεται παρά έξω, δεν ξέρω τι επιφυλάσσει η Ελλάδα κι ο κόσµοσ όλοσ στουσ τολµηρούσ, αλλά πρέπει να σε γεµίζει παραστάσεισ και συγκινήσεισ κι ύστερα να σ’ αδειάζει σαν κουβαδάκι πάνω στην άµµο. Μεγάλα λόγια λέω! Τίποτε δεν µπορώ να ξέρω εγώ απ’ τον κόσµο! Ο κόσµοσ µου τώρα εµένα είναι αυτά εδώ τα µπιρµπιλοτά τα µάτια και τα κορακίσια τα µαλλιά, που ο άνεµοσ τα κάνει πλεξούδεσ! Έτσι, γυµνόστηθοσ όπωσ κάθοµαι δίπλα τησ, µού’ρχεται στο νου ο Άγγελοσ που εµφανίστηκε στην Παναγία για να τησ ανακοινώσει ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού. Μόνο που τα δικά µου τα φτερά είναι η αγάπη µου για εκείνη και τα δυό πεντάλ του πολυκαιρισµένου µου ποδήλατου. Αχ, να νιώθει άραγε πώσ χορεύει η καρδιά µου; Να τησ έχει περάσει από το νου ότι η σχέση τησ µαζί µου µε µεταµορφώνει; Μπροστά στουσ άλλουσ είµαι µια αποβολή τησ φύσησ, ένα παιδαρέλι άβγαλτο και φοβισµένο, ενώ µπροστά τησ γίνοµαι ∆ον Κιχότησ! Πόσεσ φορέσ δε µού’χει µιλήσει η θεία Ελένη για το ∆ον Κιχότη και την αγαπηµένη του, τη ∆ουλτσινέα! Κάποτε δεν πίστευα ότι όλ’ αυτά έχουν ουσία, έλεγα ότι είναι γραµµένα για να περνάει η ώρα, ότι είναι µωρά που βγαίνουν από φανταστικέσ γέννεσ ενόσ περαγµένου µυαλού· τώρα όµωσ τα βιώνω, τώρα γίνοµαι εγώ ο ∆ον Κιχότησ κι η…∆ουλτσινέα είναι στο πλάι µου! Λεσ να χρειαστεί να πολεµήσω κι εγώ µε εχθρούσ και βαρβάρουσ; Κι αν αποδειχθεί ότι ήταν όλα ανεµόµυλοι; ∆ε σκοτίζοµαι. Μου φθάνει που την έχω εδώ, κάτω απ’ την καστανιά, και µυρίζω τ’ άρωµά τησ. Γίνεται γυναίκα κι αυτή σιγά σιγά. Ξυπνάει µέσα τησ η φύση, χουζουρεύει για λίγο στο κρεβάτι τησ, που είναι στρωµένο µε πούπουλα νοτισµένα µε αγάπη, κι αναδεύεται. Έτσι, δίπλα- δίπλα όπωσ καθόµαστε, είµαστε σα δυό κεριά που λιώνουν και κολλάνε µαζί, το ένα πάνω στο άλλο. Όποιοσ θελήσει να µασ χωρίσει θα πρέπει να µασ σπάσει ή να µασ κάψει—αλλιώσ δε γίνεται. Η µαµά έχει πάει στην πόλη να ψωνίσει. Τησ ζήτησα να µου φέρει τον «Μικρό Πρίγκιπα» του—να δεισ πώσ τον λένε…∆ε θυµάµαι. Το µυαλό µου είναι σα σήτα—βάζεισ, βάζεισ πληροφορίεσ κι αναµνήσεισ κι αυτό στάζει, στάζει και µένει άδειο. Μου µίλησε γι’ αυτό το βιβλίο η Νατάσα. Ήθελε πολύ να µου το δανείσει, αλλά φοβήθηκε. Γι’ αυτό σκέφθηκε ότι θα ήταν καλύτερα να µου δώσει τον τίτλο και το συγγραφέα και να πω τησ µαµάσ να µου το φέρει. Ελπίζω να µην είναι πολύ ακριβό, γιατί αλλιώσ θα δυσκολευτεί να µου το αγοράσει. Προέχει, λέει, το φαγητό και τα απαραίτητα: σώβρακα, κάλ-

65

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 66

“Aντίο, λοιπόν”

τσεσ, κάνα περιοδικό—απ’ αυτέσ τισ βροµοφυλλάδεσ—για να περνάει η ώρα. Η βιβλιοθήκη του µπαµπά είναι πολύ µικρή και τα περισσότερα βιβλία είναι ακαταλαβίστικα: κάτι πραγµατείεσ πάνω στη µουσική κάποιου Αντίνο- Αντόνορ- Αντόρνο, κάτι ποιήµατα του Μπερνσ και του Γέητσ, κάτι τεράστια έπη κάποιου ∆άντη και…κάποιου Αµερικανού που εµπνεύστηκε απ’ αυτόν—θυµάµαι που µίλαγε ο µπαµπάσ γι’ αυτά µ’ ένα φίλο του— και κάτι άτλαντεσ τησ Γησ και εγκυκλοπαίδειεσ για την ανθρώπινη ανατοµία, που τροµάζω καν ν’ αγγίξω! Τα βιβλία που διαβάζει η Νατάσα και που θα ήθελα κι εγώ να είχα διαβάσει για να µπορούµε να µιλάµε µε τισ ώρεσ και να µη µε περνάει για χαζό ή αµόρφωτο είναι άλλου είδουσ βιβλία. Έχουν ένα πέπλο µυστηρίου, µια αύρα περίεργη. Ή θα µιλάνε για ανθρωπάκια (hominculus) ή θα αναφέρονται σε ταξίδια φωτισµένων ανθρώπων που αναζητούν την Αλήθεια στο Θιβέτ, στην Ιερουσαλήµ, στο Στόουνχεντζ…Ακούγονται βαρετά, νοµίζεισ ότι θα κοιµηθείσ πάνω στην πρώτη σελίδα, αλλά ίσωσ αυτόσ να είναι ο σκοπόσ τουσ—να σε κοιµίσουν και να σε βάλουν σε άλλη διάσταση, να δεισ τα πράγµατα µε άλλο µάτι, µε άλλη διάθεση. Αυτά που κάνουµε στο σχολείο τα θεωρούν όλοι σηµαντικά και σπουδαία, αλλά είναι µια αηδία και µισή! Σε θέλουν να είσαι από πάνω, να προσέχεισ τα βήµατά σου, να θυµάσαι γραµµατικούσ κανόνεσ, να εφαρµόζεισ µαθηµατικούσ τύπουσ, να κάνεισ πειράµατα στο εργαστήριο, να βγάζεισ συµπεράσµατα, να παπαγαλίζεισ ηµεροµηνίεσ…Και σα να µην έφθαναν αυτά, πρέπει ν’ ακούσ και τισ µπούρδεσ περί θρησκείασ και ακολασίασ κι ένα σωρό άλλα! Ο Ιούλησ κοντεύει να µεσιάσει κι εγώ κοιτάω το µέλλον µου να µε πλησιάζει χωρίσ να κάνω τίποτε! ∆εν έχω γράψει στη γιαγιά, δεν τησ έχω πει ούτε ένα ευχαριστώ που µε θυµήθηκε και µε προσκάλεσε στην Αθήνα…Θα έχει απογοητευθεί. Μπορεί και να είναι αργά πιά να τησ θυµίσω την παρουσία µου. Κι αν κόψει και το επίδοµα που στέλνει να µη µου φανεί παράξενο! Για κάποιο λόγο το έστελνε όλ’ αυτά τα χρόνια. Τώρα που δεν πήρε αυτό που ήθελε ωσ αντάλλαγµα, γιατί να κάτσει ν’ ασχοληθεί µαζί µασ; Πέταξε το πουλί! Μπορεί να είναι καλύτερα για µένα να µείνω εδώ. Έχω τρεισ γυναίκεσ που µ’ έχουν ανάγκη! Τη µαµά, τη Νατάσα και τη θεία Ελένη. Ή να πω καλύτερα τη Νατάσα, τη µαµά και τη θεία Ελένη; ∆εν έχει σηµασία. Πάντωσ, δεν είµαι µόνοσ εδώ. Έχω υποχρεώσεισ! ∆εν µπορώ να κοιτάω µόνο τον εαυτό µου. Αν φύγω, τι θ’ απογίνουν; Θα µαραζώσουν—η Νατάσα θα πάθει κατάθλιψη µε τη µάνα που έχει, η δική µου η µαµά θα τρελαθεί κοιτώντασ τουσ τέσσερισ τοίχουσ του σπιτιού, κι η θεία θα χάσει την έµπνευσή τησ! Ναι, ναι! Το φοβάµαι πολύ αυτό! Κι ό,τι φοβάµαι εγώ γίνεται! Λεσ κι έχω µέλι πάνω µου κι η κακιά η τύχη έρχεται και κολλάει σα µύγα! Τισ τελευταίεσ δυό µέρεσ δεν ειδωθήκαµε µε το κορίτσι µου, γιατί µου είπε ότι η µάνα τησ θα µπει σε νοσοκοµείο στην πόλη και πρέπει να είναι µαζί τησ. Εγώ τησ είπα, «Είσαι τρελή; Θεσ να κολλήσεισ τίποτε εκεί µέσα;», αλλά αυτή δεν καταλάβαινε. «Και τι θεσ να κάνω;» µου λέει. «Ό,τι πει η µαµά είναι νόµοσ απαράβατοσ, Αντώνη! ∆εν είναι σαν τη δικιά σου». Κι είχε δίκιο. Η δικιά µου είναι άλλο πράγµα, έχει µεταξωτή καρδιά, λεία, χωρίσ αγκάθια, χωρίσ κακίεσ…Μέσα στην ατυχία µου είµαι τυχερόσ! Για σκέψου να είχα καµιά µάνα Τούρκα! Να µου κάνει τη ζωή κόλαση, να µε κάνει να µισώ που είµαι

66

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 67

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ζωντανόσ! Ελπίζω να µη φτάσουν ποτέ στ’ αφτιά τησ τα τρελά που κάνω…Μερικοί στο χωριό έχουν αρχίσει να ψιθυρίζουν διάφορα…Εχθέσ στον καφενέ δυό παππούδεσ, ο κυρ Λάµπροσ κι ο κυρ Στέφανοσ, ήταν πολύ προβληµατισµένοι, γιατί, λέει, γίνονται πολλά στο χωριό, πολλέσ κλεψιέσ, πολλέσ εξαφανίσεισ αντικειµένων, και γίνεται ένα σούσουρο! Ο δάσκαλοσ έχασε τα γυαλιά του και παρήγγειλε άλλα, απ’ το παντοπωλείο λείπουν πράγµατα, σε µερικά σπίτια ψάχνουν διάφορα αντικείµενα που µυστηριωδώσ έχουν εξαφανιστεί. Τα πόδια µου λυγίζουν στη σκέψη ότι µπορεί να µε τσακώσουν! Έχει σηκωθεί σίφουνασ, σιγά σιγά αρχίζει η µπόρα και ξεσπά. Το καλό είναι ότι οι τέσσερίσ µασ ζούµε σε δικό µασ νησί, µακριά απ’ την έρηµο των κουτσοµπολιών, κι όσο τα σκάνδαλα που ξεσπούν δε µασ αγγίζουν, εγώ θα συνεχίσω να κάνω ό,τι κάνω τόσα χρόνια. Είναι µια εξάρτηση, είναι σαν το τσιγάρο που, ενώ ξέρεισ ότι σου µαυρίζει τα πνευµόνια, συνεχίζεισ να το καπνίζεισ. Βγάζω παπούτσια και κάλτσεσ, ξαπλώνω στο κρεβάτι και γράφω µερικούσ στίχουσ στο τετράδιό µου στην κατηγορία «Νατάσα»: «Έχεισ µαγουλάκια φίνα/δύο µατωµένα κρίνα/και τα χέρια σου τα άσπρα/ξεπηδούν µεσ απ’ τη γάστρα/τησ Μητέρασ Φύσησ κόρη/έκανεσ µωρό αγόρι!» Καλά, γράφω βλακείεσ, λέω στον εαυτό µου και πάω να σκίσω τη σελίδα. Όµωσ κάτι µε κρατάει και δεν το κάνω. Ισιώνω το κοµµάτι που τσαλάκωσα και συνεχίζω: «Μακριά από σένα δράµα/αλφαβήτα δίχωσ γράµµα/πεσ µου µόνο «σ’ αγαπάω»/«µεσ στα χέρια σου πετάω!»» Και οι τελευταίοι στίχοι πάνε έτσι: «Το ποτάµι των µαλλιών σου/και το κάθε κύτταρό σου/όµηρό τουσ θα µε κάνουν/γιατί αλλιώσ θε να πεθάνουν/Μεσ στου Ιούλη το λιοπύρι/δε θα µου χαλάσ χατίρι/µέρα- νύχτα θα σ’ αγγίζω/και τον πόνο θα ραγίζω». Αν η πίκρα κι ο φόβοσ είχαν µυρωδιά, όλα τα σκυλιά του χωριού θα έρχονταν απέξω απ’ το παράθυρό µου και θα γάβγιζαν µέχρι να µπουν µέσα και να µε ξεσκίσουν! Μόνοσ! Μόνοσ είµαι! Ξέρει κανείσ τι πάει να πει «µόνοσ»; Αναρωτιέµαι…Είµαι ένασ ερωτευµένοσ µοναχόσ! Αυτό είµαι! Ζω µεσ στισ φοβίεσ, τισ αντιθέσεισ και τισ αναλαµπέσ του πάθουσ! Μου λείπει η Νατάσα! Μου λείπει πολύ! Κι αυτή κι ο µπαµπάσ! Με τη µια είµαι παράφορα ερωτευµένοσ, µε τον άλλον είµαι παράφορα θυµωµένοσ! Η µαµά τι απ’ τα δύο είναι, άραγε; Να συµβαίνει τίποτε µέσα τησ ή έχουν παγώσει όλα; Να τον αγαπάει ακόµη; Κι αν όχι, ωσ πότε θα αντέχει να τησ τον θυµίζω εγώ; Του µοιάζω πολύ, το ξέρω. Τα ελαφρώσ σκιστά µάτια, τα πυκνά φρύδια, το θεληµατικό πιγούνι, ο λεπτόσ λαιµόσ, τα µακριά δάχτυλα…Είµαι το δηµιούργηµα ενόσ «σκιτζή»18…Μ’ έσπειρε καλά καλά και µετά εξαφανίστηκε! Αν τον είχα µπροστά µου, θα τον διέλυα! Θα τον γέµιζα σηµάδια απ’ τισ µπουνιέσ µου! Θα ξέσπαγα πάνω του! Θα πλήρωνε πολύ ακριβά την απουσία του! Πηγαίνω στο µπάνιο τρέµοντασ. Κοιτάζω το χλοµό µου πρόσωπο στον καθρέφτη και τροµάζω. Περνάω την παλάµη µου πάνω του και τεντώνω τα µάγουλά µου. Τα µάτια µου είναι κόκκινα, λεσ κι έκλαιγα ώρεσ! Ανοίγω τη βρύση, αφήνω λίγο το νερό να τρέξει, και µετά ρίχνω λίγο πάνω µου. ∆ε µε νοιάζει που κυλάει πάνω στο στήθοσ µου, µέχρι κάτω στο σλιπάκι µου. Έχω πολλή ανάγκη να δροσιστώ, να µπω µέσα σε µια µπανιέρα γεµάτη και να βυθιστώ. ∆ε σκουπίζοµαι. Ξανακοιτάζω το πρόσωπό µου. Παραµένει χλοµό, τα µάτια µου κι αυτά είναι κόκκινα. Κρατάνε πολλά δάκρυα µέσα τουσ, δάκρυα

67

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 68

“Aντίο, λοιπόν”

που δεν έχουν βγει. Κλάψε, επιτέλουσ! φωνάζω στον εαυτό µου. Ξέσπασε! Πρέπει να κλάψεισ! Αλλά ούτε ένα δάκρυ δε βγαίνει. Τότε θυµώνω! Θυµώνω µε τον εαυτό µου, θυµώνω µε την τύχη µου, θυµώνω µε όλουσ και µε όλα! Χάνω τον έλεγχο, χτυπώ τισ γροθιέσ µου πάνω στον τοίχο, οι αρθρώσεισ µου ασπρίζουν, κοκκινίζουν, πονάνε, αλλά εγώ δε σταµατώ! ∆έρνω τον τοίχο, δέρνοµαι κι εγώ πάνω του, φωνάζω λυσσασµένα, µουγκρίζω, γελάω, µιλάω µόνοσ µου, αλλά δεν µπορώ να κλάψω. Λεσ και κάποιο χέρι µου έχει πάρει πίσω αυτό το δώρο. Είναι πολύ άδικο! ∆εν τ’ αξίζω! Έχω ανάγκη κι εγώ από λίγο δάκρυ, από λίγη κραυγή. Και κοπανάω µε µίσοσ τη γροθιά µου στον καθρέφτη και τον σπάω! Βλέπω το αίµα να πετάγεται πάνω στα σπασµένα κοµµάτια και στον τοίχο, στο νιπτήρα και στα πλακάκια. Πονάω, το µούδιασµα φθάνει µέχρι το κόκαλο, και πέφτω στα γόνατα δίπλα στη λεκάνη. Κι αρχίζω να κλαίω! Τα δάκρυά µου γίνονται ένα µε τισ κηλίδεσ απ’ το αίµα. Και γίνοµαι λιώµα! Κλαίω απ’ τον πόνο του χεριού µου, ο πόνοσ όµωσ τησ ψυχήσ µου δεν έχει καταφέρει να µε λυγίσει. Νιώθω ότι θα πεθάνω από µεγάλη αντοχή! Κι αυτή είναι πολύ µεγάλη αρρώστια! Το µίνι- µάρκετ τησ Λίτσασ είναι, όπωσ πάντα, σχεδόν άδειο τέτοια ώρα. Μόλισ έχω ξυπνήσει και πριν καλά καλά µιλήσω στη µαµά, η οποία πανικοβληµένη τρέχει ξοπίσω µου να µε προλάβει χωρίσ εγώ να τησ δώσω σηµασία, αποφασίζω να µην αφήσω ανεκµετάλλευτη κι άλλη µια µέρα απ’ τη ζωή µου. Το έντονο φωσ του ήλιου και το ροζ περίγραµµα των σύννεφων—ροζ σαν κυκλάµινο—µου δίνουν µια σπρωξιά να µπω στο µαγαζί και να θυµηθώ τισ παλιέσ καλέσ µέρεσ που ήµουν συχνόσ…«πελάτησ». - Βρε, βρε! Σαν τα χιόνια! κάνει όλο χαρά η Λίτσα και σηκώνεται απ’ το σκαµπό τησ. Πώσ και µασ θυµήθηκεσ, ρε Αντωνάκη; - ∆ύσκολα ξεχνάω εγώ, τησ λέω και νιώθω το απαλό τησ χέρι να µου χαZδεύει το κεφάλι. - Α! φωνάζει ξαφνικά. Τι έπαθε, καλέ, το χέρι σου; Τι να τησ πω! Τησ λέω ότι έπαθα ένα µικρό ατύχηµα στο µπάνιο—που δεν είναι και εντελώσ ψέµα, εδώ που τα λέµε. - Πρόσεχε, βρε παιδί µου! µου λέει ξεψυχισµένα. Και σ’ έχει κι έναν η µάνα σου… Μπαίνουν δυό παιδιά απ’ την τετάρτη τάξη και µ’ αφήνει για να τουσ εξυπηρετήσει. - Κάνε δουλειά σου, Αντώνη, έτσι; µου φωνάζει απ’ την πόρτα, ενώ εγώ βρίσκοµαι κιόλασ στο πίσω µέροσ, στα ράφια µε τα ξυριστικά και τα σφουγγάρια. Να εξυπηρετήσω τα παιδιά κι έρχοµαι. Εγώ, ακολουθώντασ πιστά τη συµβουλή τησ, «κάνω τη δουλειά µου» µια χαρά. Παίρνω ό,τι ξυράφια βρω µπροστά µου—σε συσκευασία των δώδεκα—και τα γλιστρώ µε ταχυδακτυλουργικό τρόπο µεσ στο µαύρο τσαντάκι µου του ώµου. Ύστερα, ενώ τα δυό παιδιά έχουν πάρει αυτό που θέλουν κι είναι στο ταµείο για να πληρώσουν, στρίβω αριστερά και χάνοµαι πίσω από τον πάγκο µε τισ µπογιέσ παπουτσιών. Έχω αδυναµία στο κερί, γιατί τρέφει το δέρµα—ασ είναι καλά ο κυρ- Φάνησ που µου άνοιξε τα µάτια! Είναι και µικρό κουτάκι, στρογγυλό, και χωράει µια χαρά στην κωλότσεπη. Την ώρα που µένουµε και πάλι µόνοι µεσ στο µαγαζί, εγώ έχω ήδη τελειώσει και είµαι ικανοποιηµένοσ!

68

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 69

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Λοιπόν, δεν αποφάσισεσ ακόµη τι θα πάρεισ; µε ρωτάει γλυκά η Λίτσα. Κάνω τον αναποφάσιστο. - Χµµ…η µαµά µου είπε να τησ πάρω ρύζι, αλλά…δεν ξέρω τι. Θέλει κάτι διαφορετικό… - Α, πανεύκολο! Έχω πολλά είδη. Πάρ’ τησ αυτό, που βράζει και γρήγορα…Εκτόσ αν θέλει µαύρο ή πράσινο! - Α, όχι! Είµαστε συντηρητικοί στισ γεύσεισ εµείσ! τησ λέω. Ασ πάρω καλύτερα αυτό που βράζει γρήγορα… Και το αρπάζω απ’ το χέρι τησ κάπωσ άκοµψα. Καταλαβαίνω ότι δεν ήταν ωραίοσ τρόποσ και δαγκώνοµαι. Είναι όµωσ αργά να το διορθώσω. - Τίποτ’ άλλο θεσ; µε ρωτάει και πάει πίσω απ’ το ταµείο. - Όχι, όχι. Αν είναι, µια πόρτα είµαστε…Θα ξανάρθω! Τησ δίνω τα λεφτά, µου κόβει απόδειξη και πριν µου τη δώσει µου λέει: - ∆εν ξέρω αν έχει πάρει τ’ αφτί σου τίποτε τώρα τελευταία… Κάτι ψυλλιάζοµαι, αλλά κάνω την πάπια. - Τι να έχει πάρει; - Ολόκληρο το χωριό είναι ανάστατο! µου κάνει εµπιστευτικά. ∆εν ξέρω κι εγώ τι να κάνω! Να τα πιστέψω, να µη τα πιστέψω… - Τι να πιστέψεισ, κυρά Λίτσα; - Έχει κλέφτεσ το χωριό, δεν πήρεσ χαµπάρι ακόµη; Κοµπιάζω, αλλά προσπαθώ να το κρύψω. - Κλέφτεσ; επαναλαµβάνω. Τι κλέφτεσ; - Κλέφτεσ, παιδί µου! Κανονικοί κλέφτεσ! Λείπουν πράγµατα απ’ τα σπίτια, απ’ το σχολείο…Κι εγώ τισ προάλλεσ είδα ότι µου λείπει εµπόρευµα! Λεσ νά’ναι απ’ το χωριό ή… είναι κανένασ από δαύτουσ τουσ…τσιγγάνουσ; - Πού να ξέρω, κυρά Λίτσα! - Έχε το νου σου, αγόρι µου. Άµα δεισ τίποτε, να ειδοποιήσεισ τον αστυνόµο ή τον παπά. Όποιον νά’ναι, δηλαδή…Σηµασία έχει να τουσ τσακώσουµε! - Μείνε ήσυχη, κυρά Λίτσα! την καθησυχάζω. Εγώ θα είµαι ο πρώτοσ που θα τον προδώσει άµα τον δει! Το χαµόγελό τησ σχηµατίζει µια παρένθεση κάτω απ’ τη µακριά µύτη τησ και την κάνει να δείχνει πολύ αστεία—για να µη πω γελοία. Τησ χαµογελώ κι εγώ και φεύγω. Προσπαθώ να είµαι φυσικόσ, να µη δώσω λαβή να µε υποψιαστεί κανείσ. Μέχρι να φθάσω σπίτι όµωσ, κόκκοι ιδρώτα στάζουν απ’ το µέτωπό µου. Η µαµά µε βλέπει ωχρό και νοµίζει ότι φταίει η πληγή στο χέρι. - Κάτσε να ξεκουραστείσ! µε µαλώνει και µε βάζει να ξαπλώσω. Θα σου βάλω λίγη πορτοκαλάδα να πιείσ. Έχεισ χάσει πολύ αίµα! Να φύγει το τρελό! σκέφτοµαι εγώ και κοιτάζω το ταβάνι. Βρέξει χιονίσει, θα πάω να δω τη Νατάσα σήµερα. Θα έχει γυρίσει απ’ την πόλη µε τη µάνα τησ. Θα έχει πολλά να µου πει για τισ εντυπώσεισ τησ απ’ τα Γιάννενα. Αν θυµάµαι καλά, τρέχει λίγο αίµα απ’ τουσ Ζωσιµάδεσ µεσ στισ φλέβεσ τησ…

69

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 70

“Aντίο, λοιπόν”

Όταν δεν έχει κατηχητικό—κι ευτυχώσ, το καλοκαίρι, δεν προβλέπεται για µασ τουσ µαθητέσ!—ο παπ’ Ανέστησ παίρνει σβάρνα τα σπίτια και κάνει αγιασµούσ. Στο δρόµο είναι πάντα καµαρωτόσ—κάθε φορά που τον βλέπω, λέω, «το ράσο δεν του φθάνει, τον πνίγει»! ∆ε φοράει ποτέ του καλυµµαύχι και το σταυρό που φοράει τον έχει πάντα στην τσέπη πού’χει στο αντερί του. Σα σιµώνει όµωσ στην αυλή του σπιτιού που επισκέπτεται, παίρνει ένα κακόµοιρο ύφοσ, σα σκυλί που το διώχνουν αλλά ξαναγυρίζει στο αφεντικό του γιατί µόνο αυτόν γνωρίζει. Η κυρά Τασούλα µένει απένταντι απ’ τον καφενέ και µε φώναξε σήµερα που µε είδε µε το ποδήλατο να µε κεράσει γαλατόπιτα. - Κάτσι, γιόκα µ’! µου λέει και µε τρατάρει δυό κοµµάτια. Είσι τυχιρόσ σήµιρα…Όπου νά’νι, θά’ρθ’ κι ου παπάσ να κάνει αγιασµό! Η καηµένη είναι χήρα εδώ και µια δεκαετία και παίρνει δύναµη για να ζει απ’ τουσ αγιασµούσ και τα τάµατα στην εκκλησία. Από τότε που πέθανε ο άντρασ τησ, ένα σκοπό έχει µόνο: να πάει να τον βρει. Γι’ αυτό πλένεται κάθε µέρα κι αλλάζει ρούχα— όχι γιατί είναι κοκέτα, αλλά γιατί πιστεύει ότι κάθε γυναίκα στην ηλικία τησ πρέπει να είναι ανά πάσα στιγµή έτοιµη για εκείνη την ώρα του µεγάλου ταξιδιού. Αν δεν είναι καθαρό το σώµα, βρίσκει εµπόδια η ψυχή, ταλαιπωρείται µέχρι να µπει στουσ κόλπουσ του Πανάγαθου Θεού. Άσε που µυρίζει ο νεκρόσ άσχηµα µόλισ πέσει πάνω του το κρασί που τον πλένουν, αν δεν έχει φροντίσει για την καθαριότητά του. Σαν περάσει το κατώφλι τησ ο παπ’ Ανέστησ, σκύβει και του φιλά το χέρι. Μόνο εικόνισµα που δεν τον έχει κάνει! - Πέρασι, πάτερ µου…, του λέει και κάνει χώρο να περάσει. Εγώ απολαµβάνω τη γαλατόπιτα µε τα κοµµατάκια από πορτοκάλι που ευωδιάζουν το στόµα µου. Σταµατώ για λίγο να µασουλάω, λέω ένα γειά στον παπά, που πιό πολύ µε µουγκρητό µοιάζει, και συνεχίζω. Αυτόσ δε µου δίνει σηµασία, συνοφρυώνεται µόνο—µάλλον επειδή διαπιστώνει ότι δεν είναι µόνοι τουσ στο σπίτι—και βγάζει το καλυµµαύχι. Τα γκρίζα του µαλλιά είναι πολύ αραιά κι έτσι όπωσ τά’χει τραβηγµένα πίσω, πλεγµένα κοτσίδα, κάνουν το κεφάλι του να µοιάζει µε χωράφι φρεσκοκαλλιεργηµένο. Γελάω, γιατί φαντάζοµαι το αλέτρι να οργώνει το κρανίο του. Το πληθωρικό του σώµα πέφτει σα σακί πάνω στο µικρό ντιβανάκι τησ γριούλασ και ξεστρώνει το τριγωνικό σεµέν πού’ναι στρωµένο στη µέση τησ ράχησ του. Έχει κι ένα µαύρο τσαντάκι µαζί του που το ακουµπά πάνω στα γόνατά του και φθάνει µέχρι τη µύτη του, έτσι όπωσ είναι απλωµένοσ σα στραβοχυµένοσ λουκουµάσ! - Τι να σι κιράσου, παπά µ’; τον ρωτάει η κυρά Τασούλα και σφίγγει τη µαντίλα τησ κάτω απ’ το σκελετωµένο πιγούνι τησ. - Λίγου νιρό, κυρά Τασούλα. Κάψουσα σήµιρα. Πουλιή ζέστ’! Κάθι χρόνουσ που πιρνά βαραίνουν τα κόκαλά µ’! Η κυρά Τασούλα είναι µερακλού. Με τον τρόπο που θα σου σερβίρει ένα ποτήρι νερό ή ένα κοµµάτι γαλατόπιτα—µε το µεράκι που θα στρώσει µεσ στο δίσκο καθαρό σεµέν πλεγµένο απ’ τα χέρια τησ σαν από σιρµακέζη19 και µε το τούρκικο ποτήρι µε τη χρυσή γραµµή στο στόµιο, δώρο απ’ την Πόλη—σε κάνει να νιώθεισ ότι σου σερβίρει χαβιάρι µαζί µε σολωµό! ∆εν τά’χω, βέβαια, δοκιµάσει ποτέ, αλλά έχω ακούσει ότι

70

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 71

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

είναι ό,τι πιό πολυτελέσ υπάρχει! - Τι γίνισι ισί; µου απευθύνει, τελικά, το λόγο χωρίσ να µπει στον κόπο να µε κοιτάξει. Εγώ αφήνω το άδειο πιατάκι µου στο δίσκο, σκουπίζοµαι, και του λέω: - Μεγαλώνω…µέρα µε τη µέρα. Βλέπω τα φρύδια του να ξυπνάνε µ’ αυτή µου την απάντηση. Τα βλέπω να προσπαθούν να βρουν µια θέση στο πρόσωπό του, να φτιάξουν µια διάθεση. - ‘Τµάζισι για το γυµνάσιου στην πόλ’ απ’ του Σιπτέµβρ’, έτσ’; συνεχίζει µε δεύτερη ερώτηση. - Μπα…Μάλλον αυτοί ετοιµάζονται να µε υποδεχθούν…Βέβαια, έχω και προτάσεισ να πάω στην Αθήνα, συµπληρώνω µε ψεύτικη περηφάνεια. - Αλήθεια; Τα φρύδια του, επιτέλουσ, ζωγραφίζουν ένα θαυµασµό πάνω στο γερασµένο του πρόσωπο. - Ναι…Αλλά µέχρι τότε θα δούµε… - Κάθι καλό, κάθι καλό! Κάν’ του σταυρό σ’ και µη σι µέλ’! Άµα τα παίρνσ τα γράµµατα, δεν έχσ φόβου! - Είνι ξύπνιου πιδί, συµπληρώνει η κυρά Τασούλα. - Ναι, ίδιουσ ου πατέρασ τ’! κάνει ο παπ’ Ανέστησ και πίνει το νερό του. Στο άκουσµα τησ λέξησ «πατέρασ», αναπηδώ. ∆εν ξέρω αν νιώθω χαρά, λύπη ή προσµονή, αλλά το σώµα µου ζωντανεύει. - Τον ξέρατε τον πατέρα µου; τον ρωτάω χωρίσ χρώµα στη φωνή. - Φυσικά και τον ήξιρα! Άκου λέει! Λεβιντάντρασ! Σουστόσ Ηπειρώτσ! Τι σηµαίνει «σωστόσ Ηπειρώτησ» δεν ξέρω, αλλά δε θέλω να µάθω. Άλλο µε καίει. - Γιατί έφυγε; Ξέρετε γιατί παράτησε τη γυναίκα και το παιδί του; Μάθατε ποτέ; Πολλέσ ερωτήσεισ για τόσο µικρά αφτιά! - Ε…, διστάζει ο παπ’ Ανέστησ. ∆εν του ξέρου, αγόρι µ’. Μακάρ’ νά’ξιρα! Έλα µια µέρα στην εκκλησιά να τα πούµι! µου προτείνει. - Καλά, θα έρθω, του λέω εγώ ξερά και σηκώνοµαι. Ευχαριστώ, κυρά Τασούλα. Ήταν υπέροχη η πίτα σου! Μ’ αγκαλιάζει και µε ξεπροβοδίζει στο διάδροµο. - Θα βρω την πόρτα, τησ κάνω µ’ ένα αχνό χαµόγελο, σα φάρο µεσ στην καταχνιά. Εκείνη µ’ αφήνει για να πάει στον παπά κι εγώ µένω µε την παλάµη µου κολληµένη στο πόµολο τησ εξώπορτασ. Μπροστά µου απλώνεται ένασ µακρύσ διάδροµοσ µε άδειουσ τοίχουσ. Μόνο στο πάτωµα είναι στρωµένη µια τεράστια κουρελού µε µαύρεσ, καφετιέσ και κίτρινεσ ρίγεσ, που µοιάζει µε γλώσσα χαµελαίοντα λίγο πριν γραπώσει τη λεία του. Όλο το σπίτι µυρίζει λιβάνι, λεσ κι είµαι στο νεκροταφείο. Στ’ αριστερά µου είναι ένα µικρό καθρεφτάκι καρφωµένο όπωσ όπωσ στον τοίχο, κι από κάτω του ένα τεράστιο κλειδί—µπρούντζινο θά’ναι, σίγουρα! Φαντάσου πόσο µεγάλη θά’ταν η πόρτα που άνοιγε! Αµέσωσ µε ζώνουν τα φίδια του πειρασµού και το παίρνω στα χέρια µου. Παραλίγο να µου πέσει κάτω! Τόσο βαρύ είναι! Είναι υπέροχο κοµµάτι. Αγγίζοντάσ το,

71

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 72

“Aντίο, λοιπόν”

έχω κιόλασ µπροστά µου την εικόνα τησ πόρτασ που κάποτε κλείδωνε! Μια ζάλη µε πιάνει, µια σκοτοδίνη, και θέλω να βγω έξω ν’ αναπνεύσω καθαρό αέρα! Τόσο λιβάνι κάνει κακό. Βγαίνω λοιπόν αθόρυβα και κλείνω πίσω µου. Το νέο µου απόκτηµα έχει µεγάλη αξία! 20 Ιουλίου σήµερα και το αρχοντικό του κυρ Ηλία απέναντι έχει πάρει φωτιά. Απ’ το πρωί ακούω ποδοβολητά, σουρσίµατα στην τσιµεντένια αυλή, γδούπουσ από τεράστια χοιροµέρια που τα µεταφέρουν οι µπρατσωµένοι βοηθοί του παντοπώλη, του κυρ Μήτσου, και βλέπω αµέτρητα καλάθια µε ποτά να γεµίζουν τα κελάρια. Θά’χει έρθει, σίγουρα, ο αφέντησ του σπιτιού και όλοι είναι επί ποδόσ να τον υποδεχθούν και να γιορτάσουν τ’ όνοµά του. Τη γυναίκα του, τη Φανή, την ωραία του χωριού, όπωσ την αποκαλούν, δεν τη βλέπω πουθενά· τα έχουν αναλάβει όλα οι κουνιάδεσ τησ, που µένουν από κάτω τουσ, στο ισόγειο. Κωλοπετσωµένεσ τισ λέει η µαµά—κι έχει δίκιο. Θέλουν να έχουν τον πρώτο λόγο σε ό,τι γίνεται στο σπίτι όχι γιατί τουσ έπιασε ψυχοπόνεση για τη νύφη τουσ, αλλά γιατί θέλουν µόνο αυτέσ να φαίνονται σαν κυράδεσ του σπιτιού. Βλέπεισ, όποιοσ δεν κάνει σπίτι δικό του, θέλει να καταπατήσει το σπίτι των άλλων. Κι αυτή η καηµένη η Μαρία, η οµορφονιά, µε τη λεπτή σα χαρτί επιδερµίδα και τη λυπηµένη τη µατιά, δεν κοντάει να παραπονεθεί ότι την πνίγει όλο αυτό το «ενδιαφέρον»—ο κυρ Ηλίασ είναι καλόσ, αλλά δε σκαµπάζει και πολλά από γυναικεία ψυχολογία. Θα γίνει µεγάλο γλέντι. Ποιόσ ξέρει ποιούσ θα έχει καλέσει! Συγγενείσ απ’ την Αθήνα, συναδέλφουσ απ’ όλα τα µέρη τησ γησ, φίλουσ, γνωστούσ, τον παπά, το δάσκαλο, το δήµαρχο…Με τουσ συγχωριανούσ του δεν τα πήγαινε ποτέ καλά. Κι είναι επόµενο: τον κυρ Ηλία τον τράβαγε πάντα από τη µύτη η µυρωδιά τησ εξουσίασ. Παίρνω πάλι το ποδήλατο και βγαίνω. Η µαµά λείπει και το σπίτι πέφτει και µε πλακώνει. Ίσωσ και ν’ αρχίζει ν’ αποτοξινώνεται. Κάποτε δεν το κουνούσε ρούπι! Έµενε καρφωµένη µπροστά στην τηλεόραση µε το τηλέφωνο παραµάσχαλα. Κι αυτό δε χτυπούσε κι η µαµά µέσα τησ γκρεµιζόταν. Έψαχνε µε αγωνία µεσ στο χώρο ένα αόρατο χέρι να πιαστεί, αλλά δεν το έβρισκε. Και το δικό µου δεν τησ έκανε. Τι να σου κάνει ένα χέρι σαν το δικό µου, µικροσκοπικό και αδύναµο! Τώρα που ίσωσ βρίσκει σιγά σιγά τον εαυτό τησ, εγώ καβαλάω το σαράβαλο και φεύγω για να µη τη δω. Είναι και µερικά πράγµατα που µε κάνουν να θέλω να µένω µόνοσ µου και να αισθάνοµαι ντροπή να την αντικρίσω: τα παράξενα όνειρα που βλέπω και µε ξυπνούν µουσκεµένο—όνειρα που είναι σα γλυκοί εφιάλτεσ µε πρωταγωνιστέσ εµένα και κάποια κορίτσια µε στενά φορέµατα που τονίζουν τα µεγάλα τουσ στήθια!—οι σκέψεισ που κάνω να βάλω φωτιά στο σπίτι τησ Νατάσασ και να µπω να τη σώσω, για να τησ αποδείξω ότι είµαι ο άντρασ που τησ αξίζει…Κανείσ δεν µπορεί να µε καταλάβει, γι’ αυτό προτιµώ τη φύση. Αυτή δεν κρίνει κανέναν, δε ζητάει τίποτε από κανέναν. Κι οι συνοµίληκοί µου, κι αυτοί είναι µικροµέγαλοι—δεν είναι τίποτε απ’ τα δύο: έχουν την κακία των µεγάλων και την αφέλεια των µικρών. Και σα να ξεπηδά µεσ από τισ σκέψεισ µου, ο Τάκησ, ο συµµαθητήσ µου, εισβάλλει στο πεδίο όρασήσ µου και µε κοιτά µε απορία. Τα ρούχα του είναι σκονισµένα, τα µαλλιά του

72

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 73

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ανακατεµένα και τα µάτια του έχουν µια µεµβράνη πόνου και ανηµπόριασ. - Τι σου συµβαίνει; λέµε σχεδόν ταυτόχρονα ο ένασ στον άλλον και ξεσπάµε σε γέλια. - Από πού ξεφύτρωσεσ εσύ; τον ρωτάω εγώ κάπωσ ενοχληµένοσ. - Χαθήκαµε ρε συ…, µου λέει και µε χτυπάει στον ώµο. - Ναι…χαθήκαµε, επαναλαµβάνω. Ποιόσ άνεµοσ σε φέρνει; - Ο άνεµοσ των δικών µου…Με διώξανε απ’ το σπίτι… Σα δαρµένο σκυλί είναι. - Τι τουσ έκανεσ; - Μαλακίεσ…, αποκρίνεται και φτύνει µπροστά του. - Αυτό δεν είναι απάντηση! Λέγε τι έγινε! - Είναι τρελοί οι δικοί µου! Να, εχθέσ µε βρήκε µια γριά που έπαιζα µεσ στο κελάρι τησ και έµπηξε τισ φωνέσ! - Τι έκανεσ δηλαδή; - Να, άνοιγα κι έκλεινα τισ κάνουλεσ, µωρέ…Τίποτε το σπουδαίο…Χύθηκε λίγο κρασί, το σκούπισα όπωσ όπωσ και…πήγα να την κάνω…πριν µε δουν…Αλλά εκείνη την ώρα φάνηκε στο κατώφλι η γριά και άρχισε να σκούζει: «Ο κλέφτησ! Ο κλέφτησ του χωριού! Πιάστε τον!» Πανικοβλήθηκα! Τη σπρώχνω και τη ρίχνω άθελά µου κάτω απ’ τισ σκάλεσ! Είδε όµωσ ποιόσ ήµουν κι η κωλόγρια πήγε και τά’πε όλα στουσ δικούσ µου κι έγινε χαµόσ! Οι δικοί µου τησ πλήρωσαν τη ζηµιά και τησ ζήτησαν να µη µε κάνει βούκινο σ’ όλο το χωριό…Πολλοί όµωσ µάθανε ότι πιάστηκε τάχα ο κλέφτησ που τόσον καιρό τουσ ξαφρίζει και πήγανε στην αστυνοµία να δουν τι συνέβη…Κι εγώ τό’βαλα στα πόδια! Πρέπει να µε βοηθήσεισ, Αντώνη! ∆εν πρόκειται να µε πιστέψουν, ό,τι και να τουσ πω! Τι κλέφτησ και βλακείεσ είν’ αυτά που λένε! Εγώ δεν έκλεψα ποτέ κανέναν! Αυτά είναι άρρωστα πράγµατα! Το απαγορεύει κι η θρησκεία µασ! Έχει λαχανιάσει, η ψυχή του είναι έτοιµη να µετακοµίσει σ’ άλλο σώµα, αλλά έχει όρεξη για φιλοσοφίεσ! Μέσα µου το περιστατικό αυτό µε αναστατώνει, ξέρω ότι εγώ είµαι υπεύθυνοσ για όλο αυτό τον πανικό, αλλά το κρύβω καλά, δε σκοπεύω να του πω τίποτε. Έρχεται σε µένα γιατί µ’ έχει ανάγκη, γιατί ξέρει ότι δε θα τον προδώσω. Αν ήξερε όµωσ για µένα, θα έπαιρνε τη ντουντούκα και θα το φώναζε µε χαρά σε όλο το χωριό: «Βρήκα τον κλέφτη! Βρήκα τον κλέφτη! Έτσι, για να δείτε πόσο σωστόσ και τίµιοσ είµαι!» Αν σκότωνα κάποιον, σίγουρα δε θα ζητούσα απ’ τον Τάκη να κρύψουµε µαζί το πτώµα! Θα το φόρτωνα στην πλάτη µου και θα το εξαφάνιζα µόνοσ µου. - Και τι µπορώ να κάνω εγώ; τον ρωτάω. Στο σπίτι δεν µπορείσ να έρθεισ, του το ξεκόβω. - Πάντωσ, πίσω δεν µπορώ να γυρίσω. - Έκανεσ βλακεία! Τώρα όλοι θα λένε ότι εσύ είσαι ο κλέφτησ και την κοπάνησεσ για να µη σε πιάσουν! - Την έχω βάψει, σ’ το λέω! κάνει και είναι έτοιµοσ να κλάψει. - Οι άλλοι απ’ την παρέα ξέρουν τίποτε; - Όχι…Έχω µέρεσ να τουσ δω. Έχουµε ψιλοτσακωθεί…Πάµε κάπου απόµερα, µου ζητάει. Εδώ θα µε δουν… Ανεβαίνω στο ποδήλατο και τον κοιτάω.

73

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 74

“Aντίο, λοιπόν”

- Τι κάθεσαι και µε κοιτάσ; Είναι διστακτικόσ. - Είσαι σίγουροσ ότι θ’ αντέξει; - Έχεισ άλλη επιλογή; Τρέχουµε βολίδα και σε είκοσι λεπτά έχουµε φθάσει στη ρεµατιά τησ Παναγίτσασ. Εκεί έχει µια απόµερη σπηλιά που, µόλισ µπεισ, σε ρουφάει µέσα τησ. Ο αέρασ φέρνει στα πόδια µασ γαλάζιεσ πλαστικέσ σακούλεσ—ένδειξη ότι συχνάζουν πολλοί εδώ. - Εδώ είναι καλά; τον ρωτάω. - Για την ώρα είναι καλά. Το βράδυ όµωσ τι θα γίνει; - ∆ε µου λεσ, του κάνω, όλοι αυτοί οι φίλοι σου πού είναι τέτοιεσ ώρεσ; Γιατί δεν πασ να σε βοηθήσουν; - Ήρθα σε σένα, δεν ήρθα; κάνει µε έναν τρόπο γαλίφικο. - Εµείσ…δεν ήµασταν ποτέ φίλοι- φίλοι…, του λέω. - Έλα τώρα, ρε Αντώνη…Γιατί το λεσ αυτό; - ∆εν κόλλαγα ποτέ στην παρέα σασ. - Σε θέλαµε όµωσ…Ξέρω ότι δεν είσαι τησ ίδιασ πάστασ µε µασ…δηλαδή…δεν είσαι τησ ίδιασ πάστασ µε τουσ άλλουσ, αλλά…εµείσ οι δύο πάντα µοιάζαµε…Αλλιώσ, δε θα’ρχόµουν να µε βοηθήσεισ… Κατεβαίνω απ’ το ποδήλατο και µπαίνω πιό βαθιά µεσ στη σπηλιά. Για λίγα λεπτά δε µιλάµε. Αναπνέουµε µόνο και σκεφτόµαστε. Οι ανάσεσ µασ κάποια στιγµή συντονίζονται—ακούω το ξεφύσηµά µασ να θεριεύει και ν’ αντηχεί πάνω στουσ ξασπρισµένουσ βράχουσ—και µένουµε ακίνητοι, σα στήλεσ άλατοσ. - Απόψε θα κοιµηθείσ σπίτι µου, του λέω κι όλη η σπηλιά δονείται απ’ τη φωνή µου. - Είσαι πραγµατικόσ φίλοσ! µου κάνει και τρέχει να µ’ αγκαλιάσει. - Κι αύριο βλέπουµε…, λέω σκεπτικόσ και κάθοµαι στα γόνατα. Τότε µου έρχονται κάποιοι στίχοι που δεν ξέρω σε ποιά κατηγορία να τουσ βάλω: «Λόγχη είναι η ενοχή/κι η αγάπη είναι µπαµπάκι/η µια σε τρώει στα φανερά/η άλλη σα σαράκι». Βρίσκω τη µαµά πασαλειµµένη µε αλεύρι και νισεστέ ν’ ανοίγει φύλλα πάνω στο τραπέζι τησ κουζίνασ. Έχει πιάσει πίσω τα µαλλιά τησ µ’ ένα κοκαλάκι κι έχει µαζέψει τα µανίκια τησ µέχρι τουσ αγκώνεσ. Είµαι λίγο κουρασµένοσ, περπατάω µε χαµηλωµένο το κεφάλι. Τη φιλάω ηχηρά στο µάγουλο και πάω να βάλω λίγο νερό. - Έχεισ µαυρίσει, το ξέρεισ; µε ρωτάει γυρνώντασ να µε δει, κρατώντασ τα λερωµένα χέρια τησ πάνω στο τραπέζι. - ∆εν έχω καεί όµωσ, τησ απαντώ. Όλη µέρα έξω λογικό δεν είναι, ρε µαµά; - Βάλε λίγη κρέµα. Θα τσουρουφλιστείσ και τι θα σε κάνω; - Μη σε νοιάζει. Έχουµε και ιατρείο στο χωριό… Αναστενάζει και µε καλεί να κάτσω δίπλα τησ. - Έχουµε µέρεσ να τα πούµε…σαν οικογένεια, µου λέει µε κάποια ενοχή. - Λείπουµε κι οι δυό…, παρατηρώ. Θα τό’χουµε ανάγκη, όµωσ…Είναι πολύ όµορφη η

74

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 75

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

φύση! τησ λέω µε ενθουσιασµό και µε το µυαλό µου φτιάχνω µια σκηνή ροµαντική: µεσ στην υγρή και ζεστή κουζίνα, µεσ στουσ υδρατµούσ που δραπετεύουν απ’ το κατσαρολάκι πάνω στο µικρό µάτι, τουσ βλέπω καθαρά και τουσ δυό—τον µπαµπά και τη µαµά να χορεύουν αγκαλιασµένοι, το κεφάλι τησ µαµάσ ν’ ακουµπάει πάνω στο στέρνο του, και να σέρνουν ρυθµικά το πόδια τουσ στο πάτωµα ακούγοντασ ένα παλιό, ξεχασµένο κοµµάτι που τουσ ξυπνά αναµνήσεισ απ’ τον έρωτά τουσ. Σα δυό πλαγγόνεσ20 µοιάζουν φυλακισµένεσ στο κουκλοθέατρο ενόσ µικρού παιδιού. Αφήνει το πλαστήρι στην άκρη και µαζεύει κάποιεσ τρίχεσ που πάνε να πεταχτούν πίσω απ’ τα αφτιά τησ. - Είσαι πολύ δυνατό παιδί…Απορώ πολλέσ φορέσ κι εγώ µε το…θάρροσ σου, µε τη…δύναµη τησ ψυχήσ σου…Αντί να σε στηρίξω εγώ, Αντώνη…µε στηρίζεισ εσύ… ∆ακρύζει. Τα µάτια τησ γίνονται δυό µικρέσ υγρέσ υδρόγειεσ σφαίρεσ. - Σ’ αγαπάω, µαµά…∆ε θα πάψω να σε στηρίζω…Κι εσύ είσαι πολύ δυνατή…Ξέρω ότι είσαι πληγωµένη…Αλλιώσ την περίµενεσ τη ζωή σου, έτσι; τη ρωτάω, αλλά δεν περιµένω απάντηση. Κι εγώ έρχονται στιγµέσ που…δεν αντέχω, µαµά…αλλά το παλεύω…Μου λείπει ο µπαµπάσ…Αλλά να ξέρεισ, δε θα του το συγχωρήσω ποτέ που έφυγε…ΠΟΤΕ! φωνάζω και σφίγγοµαι πάνω τησ. - Σώπα, καλέ µου, σώπα…Εγώ είµαι εδώ…Θα γίνω εγώ και µάνα και πατέρασ… - ∆ε θέλω να γίνεισ κάτι που δεν είσαι…∆εν µπορείσ να γίνεισ πατέρασ…Αλλά δεν πειράζει…Ξέρω ότι κάποτε θα σταθούµε στα πόδια µασ…Θα ζήσουµε τη ζωή που µασ αξίζει, δεν το πιστεύεισ κι εσύ, µαµά, αυτό; - Φυσικά, αγόρι µου, και το πιστεύω! Μόνο που…έχω τύψεισ για κάτι…, µου λέει και χώνει τα δάχτυλά τησ µεσ στα µαλλιά µου. Νιώθω ότι…σου στερώ την ελευθερία σου…την τύχη σου…Μένοντασ εδώ, καταδικάζεσαι…κι είναι κρίµα, Αντώνη! Στην Αθήνα ίσωσ νά’ναι καλύτερα για σένα. Βλέπω πόσο αγαπάσ τη γνώση…τα βιβλία…τη ζωή! Εδώ δε θ’ αντέξεισ για πολύ ακόµη. Είναι σκληροί οι άνθρωποι εδώ…Μπορεί και να µη το βλέπεισ. Εγώ όµωσ το ξέρω. Θά’θελα να πετύχεισ αυτά που δεν πέτυχα εγώ…Ξέρεισ πόσο µου λείπει ο άλλοσ µου εαυτόσ, ε; Πόσο θά’θελα να είχα σπουδάσει, να είχα µια δουλειά τησ προκοπήσ…Τώρα ζω κλεισµένη εδώ µέσα περιµένοντασ το τίποτε…Κι η ζωή φεύγει σαν άµµοσ µεσ απ’ τα δάχτυλα κι εγώ προσπαθώ να την κρατήσω όσο πιό σφιχτά µπορώ… Αλλά όσο πιό πολύ σφίγγω το χέρι, τόσο πιό γρήγορα γλιστρά και φεύγει… - Πριν λίγο καιρό σκεφτόµουν πολύ σοβαρά να φύγω…Η γιαγιά θα τ’ αναλάµβανε όλα… Αλλά µετά είδα ότι δεν το θέλω πραγµατικά…Μαµά, θέλω να είσαι ευτυχισµένη όπου κι αν είµαστε. Ακόµη κι εδώ µπορούµε να τα καταφέρουµε… Κλείνει τα µουσκεµένα τησ βλέφαρα. - Ναι, ίσωσ και να τα καταφέρουµε, συµφωνεί χαµένη µεσ στισ σκέψεισ. - Χαίροµαι που βγαίνεισ, τησ λέω. Μεσ στο άδειο σπίτι βρίσκω να κάνω πράγµατα να το γεµίζουν…Γράφω ποίηση, τησ ανακοινώνω κι αυτή µε κοιτάει όλο χαρά. Ναι…γράφω εδώ και λίγουσ µήνεσ. Θα σ’ τα δείξω άλλη στιγµή…, προλαβαίνω να τησ πω προτού µου το ζητήσει. - Να τα δείξεισ στο δάσκαλο καλύτερα! µου λέει και παίρνει ξανά το πλαστήρι. Εγώ δεν

75

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 76

“Aντίο, λοιπόν”

µπορώ να κρίνω… - Μπα! Ο «ΑZνστάιν» ασ κρατήσει την άποψή του για τον εαυτό του, την αντικρούω. Πεσ µου, γιατί όλεσ αυτέσ οι ετοιµασίεσ; Καιρό είχα να σε δω ν’ ανοίγεισ φύλλο! - Είπα να φτιάξω λίγη σπανακόπιτα και λίγο ραβανί να πάω στον κυρ Ηλία, το ναυτικό. Γιορτάζει σήµερα. - Αµ, δεν το ξέρω, νοµίζεισ; Απ’ το πρωί τουσ παρακολουθώ να ξεφορτώνουν καλούδια και να ετοιµάζονται. - Θά’ναι το µισό χωριό καλεσµένο απόψε! Εγώ…πού να πάω! ∆εν έχω και κανένα ρούχο τησ προκοπήσ! - ∆εν µπορώ να σε φανταστώ να κάνεισ παρέα µε όλουσ αυτούσ! κάνω αηδιασµένοσ. - Γιατί, αγόρι µου; ∆ε µασ έχουν κάνει τίποτε οι άνθρωποι… - Οι αδελφέσ του δεν είναι καλοκαµωµένεσ… - Ε, εντάξει…Είναι αυστηρέσ, το ξέρω, αλλά…εµένα µου φέρονται µια χαρά, δεν έχω παράπονο! Πόσεσ και πόσεσ φορέσ δε µ’ έχουν βοηθήσει! Να µου φέρουν φαZ, να βοηθήσουν οικονοµικά… Με το πλαστήρι ανοίγει ακόµη ένα φύλλο, βάζει στο κέντρο και στισ άκρεσ του λίγο νισεστέ και το ανοίγει λίγο ακόµη µε δυό- τρεισ κινήσεισ. Μετά το τοποθετεί µεσ στο µικρό ταψί, που έχει λίγο λάδι. Ποτέ τησ δεν ακολούθησε συνταγέσ η µαµά. Ό,τι φτιάχνει είναι δική τησ ιδέα και σχεδόν πάντα καταφέρνει όλουσ να τουσ εκπλήσσει µε τη µαγειρική τησ. - Σε πειράζει να κοιµηθεί απόψε στο δωµάτιό µου ο συµµαθητήσ µου ο Τάκησ; - Ε…φυσικά και όχι, αλλά…πώσ κι έτσι; Συµβαίνει κάτι; - Απλά, θέλει να µείνει εδώ…, τησ λέω προσπαθώντασ να δείξω ότι όλα είναι µια χαρά. - Πού είναι τώρα το παιδί; - Έξω, στην αυλή. - Ε, πεσ του νά’ρθει µέσα! Κάν’ τον να νιώσει άνετα! Όταν τον µπάζω στο δωµάτιό µου, τα χάνει. - Καλά, εσύ περνάσ βασιλικά! Κοιτάζει γύρω γύρω στο δωµάτιο, βλέπει το µπαούλο, τη βιβλιοθήκη, τα τετράδια και τα βιβλία µου, τη µπρούντζινη λάµπα µου, και κάθεται στην άκρη του κρεβατιού. - Είσαι τέλεια εδώ πέρα! Έχεισ ησυχία να διαβάσεισ! Εγώ… - Καλά, εσένα δε σ’ αρέσει το διάβασµα, τον διακόπτω. Τι τη θεσ την ησυχία; Χασκογελάει. - Έχω το µαλακισµένο τον αδελφό µου στο ίδιο δωµάτιο. Χώνεται παντού, ψαχουλεύει τα πάντα…Τον πλακώνω στισ φάπεσ συνέχεια! Είσαι πολύ τυχερόσ που ζεισ µόνοσ εδώ πέρα… - ∆ηλαδή αν σού’λεγα ν’ ανταλλάσσαµε ζωέσ—εσύ να ζούσεσ εδώ κι εγώ στο σπίτι σου µε τον αδελφό σου—θα τό’κανεσ; - Φυσικά! Αλλά δε γίνονται θαύµατα! Αντώνη…έχω µπλέξει…Και θα µείνω στην ίδια τάξη…Σίγουρα! Ύστερ’ απ’ αυτό που έγινε…ο δάσκαλοσ θα µε πετσοκόψει! Στην παρέα όλοι πάνε για το Σεπτέµβριο…Κι εγώ το ίδιο…Αλλά εγώ—θα δεισ!—θα µείνω πίσω κι οι

76

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 77

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

άλλοι θα πάνε Γυµνάσιο! - Μασ έχει πάρει όλουσ µε κακό µάτι ο «ΑZνστάιν»…Εγώ πώσ ξέφυγα και δεν µ’ άφησε στον τόπο, πάλι καλά! - Εσύ ρε είσαι καλόσ! ∆εν έχεισ φόβο! Έµαθα ότι θα πασ στην Αθήνα, ε; Είναι αλήθεια; - Πού τό’µαθεσ αυτό; τον ρωτάω παραξενεµένοσ. - Ε, οι γλώσσεσ δουλεύουν πολύ στο χωριό, µου λέει χαµογελαστόσ, κάνοντασ µε τα δάχτυλά του δυό σαγόνια που ανοιγοκλείνουν. - Τι άλλο άκουσεσ; κάνω εγώ µε τρόπο σχεδόν ανακριτικό. - Ε, τι άλλο…Τίποτ’ άλλο! Είν’ αλήθεια; Θα φύγεισ; ξαναρωτάει. Σφίγγω τα σαγόνια µου και περπατώ πάνω κάτω µεσ στο δωµάτιο. - Το σκεφτόµουν…Τώρα δεν ξέρω…Πάντωσ, ναι, είν’ αλήθεια αυτά που λένε…Έχουν έγκυρεσ πηγέσ! προσθέτω µε ειρωνεία. Από µένα τον ίδιο το άκουσαν…Στη γιορτή τησ θείασ Ελένησ είχα πει σε κάτι παππούδεσ και γιαγιάδεσ ότι η γιαγιά µε περιµένει στην Αθήνα… - Και γιατί δεν πασ; Χαζόσ είσαι; Εγώ θα σκότωνα για κάτι τέτοιο! - Σου είπα ν’ ανταλλάξουµε ζωέσ…, τον πειράζω. - Εκµεταλλεύσου την ευκαιρία, ρε συ! Μια φορά σου χτυπάει η τύχη την πόρτα! - ∆εν µπορώ πιά να πάω πουθενά…Έχουν αλλάξει τα πράγµατα… - Ποιά πράγµατα; - Είµαι ερωτευµένοσ…, του εκµυστηρεύοµαι και για πρώτη φορά νιώθω αυτέσ τισ λέξεισ να ποτίζουν τα σωθικά µου µε µέλι και κανέλα, σαν τουσ σιροπιαστούσ λουκουµάδεσ τησ µαµάσ. Ο Τάκησ πετιέται πάνω σαν ελατήριο. Τελικά, εµείσ τ’ αγόρια δενόµαστε µεταξύ µασ µόνο όταν είναι να µιλήσουµε για έρωτεσ, πασπατέµατα και «βεγγαλικά». - Με ποιά, ρε συ; ∆ιστάζω. - Έλα, ρε! Πεσ! Τι φοβάσαι; - Με τη Νατάσα… - Καλά το κατάλαβα από καιρό ότι κάτι τρέχει! Είσαι κρυφή πληγή, τελικά! Καλά, µασ έχεισ βάλει τα γυαλιά! Όλη η παρέα περηφανεύοµασταν ότι έχουµε χαZδέψει τα µπούτια τησ Μάρωσ κι εσύ, που ήσουν ο πιό συνεσταλµένοσ, βρήκεσ κιόλασ γκόµενα! - Γκόµενα να πεισ τον αδελφό σου! του κάνω θυµωµένοσ και πάω να τον µπατσίσω. - Εντάξει, εντάξει, κάνει ο Τάκησ και µου πιάνει τα χέρια. Συγγνώµη, ρε Αντώνη. Μη κάνεισ έτσι! Λάθοσ µου! Εννοούσα…«κοπέλα»…Και για πεσ, περνάτε καλά µαζί; Την έχεισ φιλήσει; Τησ έχεισ πιάσει το χέρι κι έχετε κοιµηθεί µαζί; - Πολλά ρωτάσ! τον αποπαίρνω. - Έλα ρε! Φίλοι είµαστε! Πεσ τα όλα στο φίλο σου! Εγώ…µόνο τη Μάρω έχω χαZδέψει, όπωσ σου είπα…∆εν ξέρω τι πάει να πει φιλί από κορίτσι… Έχει κατεβάσει το κεφάλι και τα πεταχτά αφτιά του έχουν γίνει κόκκινα σαν αίµα. - ∆ε θέλω να µιλάω γι’ αυτά…Η Νατάσα δεν είναι Μάρω! Και µαζί έχουµε να κάνουµε

77

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 78

“Aντίο, λοιπόν”

πολύ περισσότερα πράγµατα απ’ το να φιλιόµαστε και να κοιµόµαστε µαζί! Είναι από πολύ καλή οικογένεια και έχει πολλά ενδιαφέροντα. ∆ιαβάζει πολύ και, σίγουρα, θα γίνει επιστήµων! Ο Τάκησ µε κοιτάει µε απορία. Πρώτη φορά µιλάω για τη Νατάσα σε κάποιον τρίτο και η ένταση που βγάζω είναι πολύ µεγάλη για να την αντέξουµε κι οι δυό. - Η µαµά µασ περιµένει στην κουζίνα, του λέω αλλάζοντασ θέµα. Τησ έχω πει ότι θα µείνεισ εδώ απόψε—ίσωσ και αύριο. ∆εν ξέρει τίποτε γι’ αυτά που έγιναν… - Σ’ ευχαριστώ που µε βοηθάσ. ∆ε θα το ξεχάσω ποτέ…, µου λέει και τα µάτια του κοχλάζουν από πόνο κι ευχαρίστηση µαζί. Έχω ξυπνήσει απ’ τ’ άγρια χαράµατα και µε τισ εντολέσ τησ θείασ Ελένησ γραµµένεσ στο χαρτάκι που µου έχει αφήσει στο γραφείο µου η µαµά, ξεκινώ το πρωινό µου σεργιάνι στα έρηµα σοκάκια του χωριού. Παρ’ όλη τη ζέστη που από νωρίσ θολώνει το βλέµµα και σε κάνει να νιώθεισ ότι περπατάσ πάνω σε πυρωµένο ταψί, η υγρασία κολλάει πάνω σου σα βδέλλα. Ακούω µερικέσ υδρορρόεσ, καθώσ περνώ µε το ποδήλατο απ’ τα γειτονικά σπίτια, και σκέφτοµαι ότι οι νοικοκυρέσ έχουν ήδη ξυπνήσει και σφουγγαρίζουν τισ ταράτσεσ τουσ. Τα νεότερα κτίσµατα δεν έχουν σκεπέσ, έτσι οι γυναίκεσ του χωριού παραπονιούνται ότι έχουν περισσότερη δουλειά να κάνουν πλένοντασ και την ταράτσα, εκτόσ από το σπίτι και την αυλή. Άλλη µια µέρα αρχίζει µε πολλέσ υποσχέσεισ, που απλώσ περιµένεισ το βράδυ για να δεισ ότι για άλλη µια φορά διαψεύδονται. ∆εν ξέρω, αλήθεια, τι ακριβώσ θα ήθελα να πραγµατοποιηθεί µέχρι το τέλοσ τησ ηµέρασ, αλλά δεν έχει σηµασία. Με τα θελήµατα τησ θείασ µπορεί και να ξεχαστώ. Μέχρι τισ επτάµιση όµωσ που ανοίγουν τα περισσότερα µαγαζιά έχω χρόνο. Παίρνω, λοιπόν, το γνωστό δρόµο ωσ το σπίτι τησ Νατάσασ. ∆εν υπάρχει «ψυχή ζώσα», που λέει κι ο θεολόγοσ µασ. Νυχοπατώντασ, λεσ και φοβάµαι µη ξυπνήσω την ωραία κοιµωµένη στο δωµάτιό τησ, µπαίνω στην αυλή του σπιτιού τησ από την εξωτερική αψιδωτή πύλη, που είναι ξεκλείδωτη. Την έχουν λαδώσει καλά και δεν τρίζει καθόλου. Τα πάντα είναι περιποιηµένα «σε βαθµό κακουργήµατοσ». Η µπουκαµβίλια κρύβει σα γιασµάκι21 ένα µεγάλο κοµµάτι τοίχου στ’ αριστερά του σπιτιού και φθάνει µέχρι τα παράθυρα στον πρώτο όροφο. Πιό πέρα, σε µια τεράστια γλάστρα µε φρέσκο χώµα, στέκει καµαρωτή µια αζαλέα, ενώ τα γιασεµιά και οι τριανταφυλλιέσ στο βάθοσ προδίδονται απ’ τη µεθυστική µυρωδιά τουσ. Στέκω για λίγο ατάραχοσ, σαν άλλοσ Βούδασ, και προσπαθώ να ρουφήξω όσο πιό πολύ άρωµα µπορώ. Αν ήταν δυνατό, να το µάζευα όλο µεσ στουσ πόρουσ µου και να τό’βγαζα ύστερα σιγά σιγά όποτε θα µ’ άγγιζε η Νατάσα! Το ξέρω ότι δε θά’πρεπε να βρίσκοµαι εδώ πέρα τέτοια ώρα, ότι µπορεί να κινήσω υποψίεσ, ότι µπορεί και να µε περάσουν για κλέφτη, για τον κλέφτη, αλλά δε νοιάζοµαι. Σάµπωσ, δεν είµαι; ∆εν είµαι ο κλέφτησ; Αν µπορούσα να το φωνάξω δυνατά, να πω ότι εγώ είµαι αυτόσ που ψάχνουν, αυτόσ που τουσ έχει αναστατώσει το χωριό, θα λυτρωνόµουν! Μπορεί και να µη ξανάκλεβα ποτέ! Αλλά τι πειράζει που δεν µπορώ; Κρατώντασ τα όλα µέσα µου, γίνοµαι πλουσιότεροσ. Κρατώ τα καλά και τα κακά µέσα µου κλεισµένα. Εγώ τα ορίζω. Όποιοσ µπορέσει να διαβάσει στα µάτια µου τι µου συµβαίνει,

78

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 79

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

πόσο ερωτευµένοσ είµαι µε τη ζωή, πόσο πληγωµένοσ είµαι απ’ τη ζωή των άλλων, τότε θα µε κερδίσει. Θέλω να τα πω όλα στη Νατάσα, να τησ ανοίξω την καρδιά µου και να τησ δείξω ποιόσ πραγµατικά είµαι, όχι µόνο αυτό που θά’θελε να είµαι. Γιατί, στ’ αλήθεια, είµαι και τα δύο—και αυτό που δε φαντάζεται και αυτό που ξέρει ότι πραγµατικά είµαι. Αλλά πώσ να το κάνω αυτό; Όσο δυνατόσ και νά’σαι, δεν µπορείσ να σηκώσεισ τέτοιο βάροσ! Κι όσο δεν το σηκώνει εκείνη, πρέπει εγώ να το σηκώνω και για τουσ δυό. Κοιµάται τέτοια ώρα στ’ ατλαζένια τησ σεντόνια και χαίρεται τ’ αταβάνωτά τησ όνειρα… Πώσ να τησ δείξω εγώ την αλήθεια; Κι όµωσ τόσον καιρό την αλήθεια τησ δείχνω, κι ασ µη τησ λέω τι κάνω όταν οι χωριανοί στρέφουν αλλού το βλέµµα. Θα µπορέσει άραγε ποτέ να καταλάβει; Θα µε κρατήσει κοντά τησ ή θα σκιαχτεί και θα κρυφτεί στα φουστάνια τησ µάνασ τησ; Και µένα ποιό χέρι θα µε τιµωρήσει; Ποιό απ’ όλ’ αυτά τα χέρια που τώρα µε φιλεύουν γλυκό κεράσι και γαλακτοµπούρεκο θα γίνει φωλιά για να κουρνιάσω όταν όλα εκεί έξω θα είναι µανισµένα22; Λίγο µετά τισ επτάµιση βρίσκοµαι µπροστά στο µαγαζί τησ Λίτσασ. Είναι αγουροξυπνηµένη και τρίβει καλά καλά τα µάτια τησ που µε βλέπει τόσο νωρίσ απέξω απ’ το µαγαζί. - Τι έγινε; Στον ύπνο σου µ’ έβλεπεσ; µε ρωτάει. - Ναι, γι’ αυτό δεν κάνω ποτέ ήσυχο ύπνο, την πειράζω κι εκείνη πάει να µε σφαλιαρίσει στ’ αστεία. - Θελήµατα πάλι κάνεισ; - Ένα κιλό φέτα, µισό κιλό κιµά και λίγο ξύδι µπαλσάµικο, τησ δίνω την παραγγελία. - Τι καλό θα φτιάξει η µάνα σου σήµερα; - ∆εν τα πάω σπίτι. Για τη θεία µου την Ελένη είναι. - Α! Τη ζωγράφο λεσ! Κάτι στη φωνή τησ δε µου αρέσει. - Ναι, τη ζωγράφο. Πού το παράξενο; - Τίποτε. Έτσι, ρωτάω… - Αν σου χρωστάει, άσ’ το πάνω µου, τησ κάνω. Θα τ’ αναλάβω εγώ! - Μπιτ, τρελάθηκεσ, µου φαίνεται! Και πού θα τά’βρισκεσ εσύ τα λεφτά, καλέ Αντώνη; - Μη σε νοιάζει… - Άσε που δε χρωστάει η γυναίκα…Τώρα, αν θεσ ν’ αναλάβεισ τα χρέη τησ µάνασ σου… αυτό είναι άλλο πράγµα… Σα µαχαίρι µε κόβει η κουβέντα τησ. - Χρωστάµε και σε σένα; - Όχι, όχι! βιάζεται να µε καθησυχάσει. ∆εν είπα τέτοιο πράγµα! Για τουσ άλλουσ λέω… Το µανάβη, το µπαλωµατή… - Ο µπαλωµατήσ είναι φίλοσ µου! τησ πετάω. ∆εν υπάρχει κανένα πρόβληµα. Πηγαίνει στο βάθοσ του µαγαζιού, εκεί που έχει τα ψυγεία, και µου ετοιµάζει τα πράγµατα. - Άµα έρθει κανένασ, εξυπηρέτησέ τον εσύ, µου φωνάζει. - Ναι, καλά, λέω εγώ χαµηλόφωνα και κουνάω το κεφάλι. Τότε είναι που βλέπω ανοιχτό

79

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 80

“Aντίο, λοιπόν”

το συρτάρι στον πάγκο τησ κι από µέσα να χάσκουν µερικά χαρτονοµίσµατα. ∆εν το έχω ξανακάνει ποτέ αυτό κι ούτε θα τό’θελα! ∆εν κλέβω ποτέ λεφτά, δε θά’φθανα ποτέ σ’ αυτό το σηµείο! Σα µοιράζονται όµωσ οι δυνάµεισ µέσα µου, η λογική και το συναίσθηµα, η ηθική κι η διαφθορά, νιώθω να παλεύω µ’ έναν εχθρό που δεν τον βλέπω αλλά που µ’ έχει γραπώσει για τα καλά απ’ το λαιµό και είναι ζήτηµα λεπτών να µε ξαπλώσει κάτω και να µου δώσει τη χαριστική βολή! Βεβαιώνοµαι ότι κανείσ δεν περνάει απέξω, ούτε η Λίτσα υπάρχει περίπτωση να µε βλέπει. Τεντώνοµαι, λοιπόν, σα λάστιχο και ανοίγω το συρτάρι µισό δάχτυλο. Βλέπω µάτσο τα πεντακοσάρικα και τα χιλιάρικα και αµέσωσ µε πιάνει µια λύσσα να τα ξαφρίσω. Υπολογίζω ότι πρέπει να είναι όλα όλα γύρω στα τριάντα χιλιάρικα. Το εν τρίτο είναι αρκετό. Παίρνω δέκα πεντακοσάρικα και πέντε χιλιάρικα και τα εξαφανίζω µεσ στην κάλτσα του αριστερού µου ποδιού. Κλείνω πάλι το συρτάρι και πηγαίνω στην πόρτα. Σε λίγο ακούω τα πατήµατα τησ Λίτσασ και στη µύτη µου έρχεται η µυρωδιά από φρεσκοκοµµένο κιµά. - Έτοιµα! µου κάνει και κάθεται στο σκαµπό τησ. Λοιπόν, έχουµε και λέµε…. Κάτι µουρµουρίζει, αλλά δεν την καταλαβαίνω. Στο τέλοσ µου λέει: - ∆ύο χιλιάρικα θα µου δώσεισ. Βγάζω απ’ την τσέπη µου και τησ δίνω δύο πεντακοσάρικα και ένα χιλιάρικο. - Να πασ στο καλό, αγόρι µου. Χαιρετισµούσ στη µαµά και στη…θεία… Τισ βρίσκω και τισ δύο καθισµένεσ στη µεγάλη τραπεζαρία στο σπίτι τησ θείασ και θέλω να πάω να τισ αγκαλιάσω. Κρατιέµαι, όµωσ. Είµαι πολύ µεγάλοσ πιά για µητρικά κανακέµατα. Σήµερα το απέδειξα αυτό µε τον καλύτερο τρόπο! Μακάρι νά’ξεραν τι κρύβεται µέσα σ’ αυτό το µικρό κεφάλι µου! Αφήνω στην κουζίνα τα πράγµατα τησ θείασ, τον κιµά και τα υπόλοιπα, και αράζω στισ αφράτεσ πολυθρόνεσ µε το µπορντό βελούδο και το χρυσό σιρίτι στισ πλάτεσ. Η µαµά δείχνει πολύ νεότερη σήµερα µ’ αυτό το φόρεµα στισ αποχρώσεισ του χλωρού αµύγδαλου και µε τα µαλλιά να πέφτουν ατηµέλητα στουσ στενούσ ώµουσ τησ. Η θεία, όπωσ πάντα, είναι πιό πρόχειρα ντυµένη, µια και όλη τη µέρα την περνάει µεσ στισ µπογιέσ, τα λάδια και τισ ακουαρέλεσ. Φοράει ένα στενό µπλουζάκι στο χρώµα τησ ακουαµαρίνασ—από τέτοια πέτρα είναι φτιαγµένα τα σκουλαρίκια τησ µαµάσ απ’ το γάµο τησ—κι ένα πετροπλυµένο τζιν παντελόνι. - Σήµερα θα φάµε εδώ πρωινό, λέει η θεία, κι ύστερα θα πάµε ν’ αράξουµε στο ατελιέ µου. Μου λείψατε τόσεσ µέρεσ! - Αχ, πραγµατικά, έχουµε καιρό να τα πούµε! λέει σκεφτική η µαµά. - Εσύ, Αντωνάκη, τι κάνεισ; µε ρωτάει η θεία την ώρα που βάζει στο πιάτο µου ένα αβγό και µου αλείφει µε βούτυρο µια φέτα ψωµί. - Γράφει ποίηση! µε προλαβαίνει η µαµά κι εγώ την αγριοκοιτάζω. - Σοβαρά; κάνει η θεία όλο καµάρι. - Ε, γράφω για να περάσει η ώρα, λέω εγώ µε µετριοφροσύνη. - Κοίτα, τελικά, που πήρε από σένα ετούτοσ δω! µε πειράζει η µαµά και γελάει. - Ναι, ναι! Εγώ ζωγράφοσ κι ο ανιψιόσ µου ποιητήσ! Καλύτεροσ συνδυασµόσ δε θα µπορούσε να υπάρξει!

80

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 81

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Όση ώρα τρώµε, δε λέµε ούτε λέξη. Μόνο επιφωνήµατα ικανοποίησησ βγάζουµε. Φαίνεται πωσ είχαµε καιρό ν’ απολαύσουµε το φαγητό. Οι σκέψεισ δε µασ άφηναν να χαρούµε αυτή τη µικρή ιεροτελεστία του πρωινού και ύστερα αυτή του µεσηµεριανού και του βραδινού. Όλα έχουν γίνει αγγαρεία, ένα µαγκανοπήγαδο. Τη φοβάµαι πολύ τη ρουτίνα, αλλά όσο φοβάσαι κάτι, τόσο πιό πολύ σε τραβάει και στο τέλοσ το παθαίνεισ! ∆ε θέλω να κάνω άλλεσ σκέψεισ! Basta! που λένε και σε κάτι Ιταλικέσ ταινίεσ που βλέπω τα σαββατόβραδα. Τρώω και δεύτερο αβγό, αλείφω και δεύτερη φέτα ψωµί και βάζω µπόλικη µαρµελάδα βύσσινο. Ξαφνικά καταλαβαίνω πόσο πολύ πεινούσα! Τον τελευταίο καιρό έχω καταναλώσει πολλή ενέργεια µε τουσ περιπάτουσ και τισ ορθοπεταλιέσ κι έχω «µαζέψει»—πλέω µεσ στα ρούχα µου. - Γιατί δεν έλεγεσ και στον Τάκη να έρθει; µε ρωτάει η µαµά. Τον ξέρεισ τον Τάκη, δεν τον ξέρεισ; απευθύνεται µετά στη θεία. - Ναι…Νοµίζω πωσ ναι…Μια µέρα, θυµάµαι, καθόταν απέναντι απ’ το σπίτι και µε χάζευε που ζωγράφιζα! - Αυτόσ συνεχώσ χαζεύει, τησ λέω και πάω για το τρίτο αβγό. - Στοπ! µου κόβει το αίµα η µαµά. ∆εν κάνει να φασ άλλο! Θα βγάλεισ σπυριά! Είναι και καλοκαίρι! Αντί γι’ αβγό, τρώω λίγο ζαµπόν, αφού πρώτα βάλω πάνω του λίγη µαρµελάδα. - Μπλιαχ! Αυτό το παιδί τρελάθηκε! κάνει η µαµά και µορφάζει λεσ κι έχει καταπιεί λιωµένη ασπιρίνη. Πώσ τισ συνδυάζεισ αυτέσ τισ γεύσεισ; - Άµα πεινάσ, όλα τα συνδυάζεισ…, τησ απαντώ. - Για πεσ, γιατί δεν του είπεσ νά’ρθει; ξαναρωτάει η µαµά. - ∆εν τον είδα. Έφυγα νωρίσ απ’ το σπίτι κι αυτόσ κοιµόταν. - Μένει σπίτι σασ; απορεί η θεία. - Ναι…Ήθελε, λέει, να µείνει σε µασ κάνα δυό βραδιέσ…, τησ εξηγεί η µαµά. Κάτι σκαρώνουν αυτοί οι δυό… - Τι σκαρώνουµε, ρε µαµά; Φίλοσ µου είναι και ήθελε να µείνει σε µένα…Έχει τσακωθεί µε την άλλη παρέα… - Γιατί τσακωθήκανε; - ∆εν ξέρω…Πού να ξέρω; ∆εν έχω πολλέσ παρτίδεσ µαζί τουσ… - Παιδιά είναι, θα κάνουν και τισ τρέλεσ τουσ, λέει η θεία. Ελάτε, πάµε στο ατελιέ. Θέλω να σασ δείξω δουλειέσ µου… Σε πέντε καβαλέτα στέκουν παλιότερά τησ έργα, ενώ ακουµπισµένοι στον απένταντι τοίχο είναι τρεισ καινούργιοι πίνακεσ. Ανάµεσά τουσ αναγνωρίζω εκείνον µε το έντονο µοβ χρώµα που δούλευε καιρό τώρα όταν πήγαινα να τη δω. - Α, εσύ είσαι έτοιµη για έκθεση! λέει ενθουσιασµένη η µαµά. Κάνε, επιτέλουσ, µια! ∆εν ιδρώνει τ’ αφτί τησ θείασ. ∆είχνει να πολεµά αυτή τη σκέψη, σα να φοβάται κάτι, σα να µη νιώθει έτοιµη να κάνει κάτι τέτοιο. - Αν είναι να γίνει, θα γίνει…∆εν το κυνηγώ, ξέρεισ…∆εν έχω ανάγκη να το κάνω για να δουν οι άλλοι τα έργα µου. Μου αρκεί που τα βλέπω εγώ κι εσείσ… Την καταλαβαίνω. Ούτε εγώ έχω ανάγκη να διαβάσει κανείσ τα ποιήµατά µου.

81

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 82

“Aντίο, λοιπόν”

Μου αρκεί που έχω την έµπνευση να τα γράφω. Ίσωσ κάποτε τα δείξω στη Μούσα µου, αλλά…µέχρι τότε, καλύτερα να είναι κλεισµένα στο συρτάρι. - Κοιτάχτε αυτό τον πίνακα…Είναι παλιό µου έργο, µασ εξηγεί και πάει στο πρώτο καβαλέτο στ’ αριστερά του δωµατίου. Έρχοµαι κι εγώ πιό κοντά να τον παρατηρήσω καλύτερα. Το χρώµα που επικρατεί και µοιάζει να καλύπτει τα πάντα είναι το θαλασσί τησ φουρτουνιασµένησ θάλασσασ, που ενώνεται µε το πορτοκαλοκίτρινο του ουρανού που είναι γεµάτοσ σύννεφα, άσπρα και χνουδωτά σα µαλλιά προβάτων. Είναι ένα λιµάνι και µπροστά σ’ ένα µεγάλο καράβι, στην αποβάθρα, βρίσκονται µερικοί καλοντυµένοι άντρεσ που χαιρετούν µερικούσ ναυτικούσ µε άσπρεσ στολέσ. Τα πρόσωπά τουσ δε διαγράφονται πολύ καθαρά, οι φράντζεσ τουσ πέφτουν µπροστά στα µάτια τουσ. - Όπωσ βλέπετε σ’ αυτό τον πίνακα, µερικοί πολιτικοί άνδρεσ χαιρετούν τουσ ναυτικούσ, που είναι έµποροι, µόλισ έχουν φθάσει στο λιµάνι µέσα σε κακοκαιρία. Όταν το ζωγράφιζα, ήµουν επηρεασµένη από το µερκαντιλισµό, τη θεωρία που δέχεται ωσ κύρια πηγή δύναµησ την ανάπτυξη του εξωτερικού εµπορίου. Στην ουσία µέσα µου εκείνη την εποχή προσπαθούσα να παντρέψω το µερκαντιλισµό µε τον αγαθαγγελισµό, την πίστη σε διάφορεσ προφητείεσ που ευαγγελίζονται την πραγµατοποίηση εθνικών στόχων και πόθων µε τη βοήθεια του θεού. Ο όροσ «αγαθαγγελισµόσ» έλκει την καταγωγή του από τον «Αγαθάγγελο», ένα χρησµολογικό βιβλίο που κυκλοφορήθηκε στα µέσα του 18ου αιώνα. Την κοιτάζουµε κι οι δυό σα χαµένοι. - Με λίγα λόγια, την εποχή που ζωγράφιζα αυτό το έργο, είχα στο µυαλό µου την εικόνα ενόσ µεγάλου πλοίου, κάτι σα σύγχρονη Κιβωτό, που κουβαλάει το µέλλον του κόσµου. Τέλοσ πάντων, λέει µετά και περνάει στο επόµενο καβαλέτο. Αυτό είναι απ’ τα αγαπηµένα µου έργα, αν και στην ουσία του πλέον δεν αντιπροσωπεύει τισ απόψεισ µου για τη θρησκεία. Τον ονόµασα «Αγγελοπετριά», που σηµαίνει «συµφορά». Με τη µαµά στέκουµε µπροστά σ’ ένα σκούρο πίνακα που δείχνει µερικά πτώµατα στο πεδίο τησ µάχησ ντυµένα µε χιτώνεσ κόκκινουσ κι από πάνω τουσ έναν Άγγελο να ρίχνει πέτρεσ. - Ζοφερό έργο, ε; ρωτάει η θεία, αλλά µόνη τησ µιλάει, µόνη τησ ακούει. Βλέπετε, στην αρχή είχα πολλέσ θρησκευτικέσ αναζητήσεισ και ήταν επόµενο να επηρεάσουν το έργο µου. Σιγά σιγά όµωσ ξεφεύγω απ’ τη µέγκενη τησ θρησκείασ, αν και θα µου πάρει αρκετά χρόνια να «αποτοξινώσω» το έργο µου. Το τρίτο, κατά σειρά, έργο µου δείχνει τον Έρωτα, τον Ωκύπτερον Έρωτα, όπωσ πολλοί τον έχουν ονοµάσει, να σηµαδεύει µε το βέλοσ του δυό µικρά παιδιά που παίζουν αµέριµνα γύρω από µια βρύση στισ πλαγιέσ ενόσ κατάφυτου βουνού, κάπου στην Ευρώπη. Πιό πέρα βρίσκεται ένασ καθολικόσ παπάσ να κρατάει το προσευχητάρι και να ευλογεί τα παιδιά. Αν παρατηρήσετε καλά τον πίνακα, θα δείτε πόσο αδύναµοσ φαίνεται ο παπάσ σε σχέση µε τον Έρωτα. Κοιτάχτε πόσο εξασθενηµένο είναι αυτό το κίτρινο και το πορτοκαλί που περιβάλλει τον ιερέα, σε σχέση µε το έντονο γαλάζιο που περιστοιχίζει τον Έρωτα και τα παιδιά. Αχ, είναι απίστευτα όµορφοσ πίνακασ! Θυµάµαι τισ στιγµέσ που έχω περάσει µε τη Νατάσα πάνω στο βουνό, γύρω από µία βρύση σαν κι αυτή που απεικονίζει το έργο

82

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 83

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

τησ θείασ, και νιώθω ότι, αν κοιτάξω στον ουρανό, θα δω κάπου ανάµεσα στα σύννεφα το θεό του έρωτα να µασ ρίχνει τα βέλη του. - Είναι υπέροχοι πίνακεσ! λέει η µαµά βγαίνοντασ απ’ το λήθαργο τησ µέθησ τησ. - Το τέταρτο έργο το τελείωσα πριν δυό χρόνια σχεδόν, συνεχίζει η θεία. Ήταν το διάστηµα που διάβαζα για το Μωαµεθανισµό και άλλεσ θρησκείεσ. Τα πρώτα σπέρµατα τησ αµφισβήτησησ τησ Χριστιανικήσ Θρησκείασ είχαν φανεί. Μέσα σ’ αυτό το εβένινο κουτί βρίσκονται τα ωχρόφαια αποµεινάρια, οι στάχτεσ, του Χριστού. Το κουτί αυτό πλέει στα καθάρια νερά ενόσ ποταµού, που το φέρνει σε άλλη χώρα, µακρινή. Να, εκεί στο βάθοσ φαίνονται µερικοί ιθαγενείσ µιασ απροσδιόριστησ φυλήσ, οι οποίοι περιµένουν την εµφάνιση του Θεού τουσ για να τουσ δείξει την Αλήθεια. Με τισ στάχτεσ του Χριστού θέλω να δείξω το θάνατο µιασ θρησκείασ και τη γένεση µιασ άλλησ, ίσωσ πιό αληθινήσ. Σ’ αυτό το έργο έδωσα την ονοµασία «Εγίρα», που στα Αραβικά θα πει «µετανάστευση». Η λέξη αυτή αναφέρεται στη φυγή του Μωάµεθ απ’ τη Μέκα και την εγκατάστασή του στη Μεδίνα το 622 µ.Χ.. Ελπίζω να µη σασ έχω ζαλίσει…, λέει µετά χαµογελαστή. - Κάθε άλλο! λέµε κι οι δυό. Είναι τόσο όµορφο να σ’ ακούµε! Μαθαίνουµε τόσα πράγµατα! - Ασ περάσουµε, τότε, στον πέµπτο πίνακα…Εδώ φαίνεται µια οικογένεια, κάπου στα 1800 στην Ευρώπη, να είναι µαζεµένη κάτω από µια τάξο, ένα ήρεµο έλατο δηλαδή, και διασκεδάζει. Άλλοι τρώνε, άλλοι χορεύουν, ενώ δυό νεαροί στο βάθοσ, µεσ στα χωράφια, πειράζουν ένα µαύρο άλογο, το οποίο έχει µάλλον ενοχληθεί και σηκώνεται στα πίσω πόδια χρεµετίζοντασ. Στα δεξιά του πίνακα µια κοπέλα προσπαθεί να βολευθεί στην κουβέρτα που έχει απλώσει χάµω για να µη λερωθεί και το πρόσωπό τησ προδίδει την αµηχανία τησ, καθώσ ένασ νεαρόσ την κοιτάζει έντονα—µε θαυµασµό, ίσωσ. Εδώ, κατά κάποιον τρόπο, εφαρµόζω τισ αρχέσ του µανιερισµού, δηλαδή προσπαθώ να τονίσω την έλλειψη φυσικότητασ στισ εκφράσεισ του προσώπου τησ κοπέλασ, καθώσ και στη στάση του σώµατόσ τησ. Παρεµπιπτόντωσ, ο µανιερισµόσ είναι ένα καλλιτεχνικό κίνηµα που αναπτύχθηκε κυρίωσ στην Ιταλία το 16ο αιώνα και ήθελε να µιµηθεί τα µεγάλα αναγεννησιακά πρότυπα. Σταµατά και µασ κοιτά. - Θα µε περνάτε για τρελή, ε; κάνει. Κάθοµαι και σασ λέω όλ’ αυτά τα ακαταλαβίστικα και… - Μα, τι λεσ; τη µαλώνει η µαµά. Ξέρεισ πολύ καλά ότι κρεµόµαστε απ’ τα χείλη σου! Είσαι θησαυρόσ γνώσεων και θέλουµε να κλέψουµε κι εµείσ κάτι! Η θεία πάει να φέρει πιό κοντά έναν απ’ τουσ καινούργιουσ τησ πίνακεσ που είναι στο πάτωµα. - Να, αυτό το τελείωσα πριν λίγο καιρό. Θα το θυµάσαι, Αντώνη…Έντονο πορτοκαλί και µοβ…απροσδιόριστεσ µορφέσ, σκάλεσ που δεν οδηγούν πουθενά…Και κάπου ένα χέρι που βγαίνει από έναν τοίχο…Σ’ ένα τραπέζι…Μοιάζει µε τραπέζι, έτσι δεν είναι; µασ ρωτάει. Στο τραπέζι, λοιπόν, υπάρχει ένα µεταλλικό κύπελλο, ένα ζάρφι, µασ τονίζει λεσ κι αυτό θα µασ βοηθούσε, και από κάτω ένασ ζητιάνοσ που τον έχει πάρει ο ύπνοσ…∆ε φαίνεται καθαρά, το ξέρω…Κοιτάζοντασ προσεκτικά τα χρώµατα µπορεί να καταλάβει κα-

83

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 84

“Aντίο, λοιπόν”

νείσ τισ µορφέσ…Πιό σκούρα χρώµατα για τα ρούχα, πιό απαλά για τα πρόσωπα και τα χέρια…Η αλήθεια είναι ότι εδώ παίζω µε τα χρώµατα, µε το φωσ που πέφτει πάνω στ’ αντικείµενα και τουσ ανθρώπουσ. Είναι µια εµπρεσιονιστική αντίληψη…Οι επιδράσεισ των χρωµάτων και του φωτόσ πάνω µασ είναι πολύ µεγαλύτερεσ απ’ ό,τι φανταζόµαστε κι ο εµπρεσιονισµόσ αυτό ακριβώσ θέλει να δείξει—τισ ψυχικέσ εντυπώσεισ που αφήνει το χρώµα και το φωσ. Οι άλλοι δυό πίνακεσ δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόµη, µασ εξηγεί. Στον έναν είναι µια γκρεµισµένη εκκλησία, όπου πάνε µερικοί και παίρνουν πέτρεσ για να χτίσουν ένα άλλο οίκηµα, και στον άλλον είναι µια ετοιµόγεννη γυναίκα που έχει πέσει στο δρόµο κι ένασ ηλικιωµένοσ κύριοσ δείχνει να την επιπλήττει…Άλλη µια επιρροή απ’ τα διαβάσµατά µου! Ο Άγγλοσ οικονοµολόγοσ Malthus είχε κάποτε αναπτύξει µια θεωρία, το µαλθουσιανισµό, που επέβαλλε τον περιορισµό των γεννήσεων. Έτσι, εδώ βάζω έναν ηλικιωµένο να µαλώνει ή να περιφρονεί µια ετοιµόγεννη γυναίκα που δε συµµορφώνεται µε αυτή τη θεωρία. Είναι κινητή βιβλιοθήκη η θεία! σκέφτοµαι. Πόσο θέλω να τησ µοιάσω! Μόνο που εγώ δεν µπορώ να ζωγραφίσω. Είναι όµωσ τόσο ωραίο να περιµένω να δω ποιό θα είναι το επόµενό τησ έργο και να µάθω τι ήταν αυτό που την έκανε να το ζωγραφίσει και ποιά θεωρία µπλεκόταν µεσ στισ µπογιέσ και τα πινέλα τησ την ώρα που ξετύλιγε τη φαντασία τησ… Έχω µάθει πολλά πράγµατα σήµερα! Θά’χω να λέω στη Νατάσα! Θά’ναι χωµένη στη βιβλιοθήκη, σίγουρα! Σα να τη βλέπω, να σαλιώνει το ακροδάχτυλό τησ και να γυρίζει τισ σελίδεσ του βιβλίου τησ µια µια. Οι τρεισ γυναίκεσ τησ ζωήσ µου: εκείνη που µε γέννησε, εκείνη που σπέρνει µέσα µου µέρα µε τη µέρα τη γνώση και την αγάπη, κι εκείνη που θα µε θερίσει για να ζυµώσουµε µαζί το δικό µασ άρτο… Μεσηµέριασε κι ο ήλιοσ πνίγει τα πάντα µεσ στο δωµάτιο. Η θεία ετοιµάζει κάτι πρόχειρο να φάµε. Απέξω η στριγκιά φωνή µιασ γειτόνισσασ και τα φτερουγίσµατα απ’ το διπλανό νησσοτροφείο γίνονται µεσ στο νου µου εικόνεσ για έναν καινούργιο πίνακα τησ θείασ. Και µαζί µε τη γειτόνισσα και τισ πάπιεσ µπαίνει στον καµβά η Νατάσα µ’ ένα κόκκινο πολυσέπαλο23 φόρεµα, σαν τριαντάφυλλο. Υποτάσσοµαι στην οµορφιά τησ, σκύβω και τησ φιλώ το πόδι. Αν ζωγράφιζα, όλα µου τα έργα θα ήταν πνιγµένα στο φωσ τησ οµορφιάσ τησ· δε θα υπήρχε πουθενά σκοτάδι. Μα πώσ να υπάρχει σκοτάδι µε τέτοιον ήλιο! Το διώχνει µακριά, έξω απ’ το σύµπαν! - Ταξιδεύεισ σήµερα…, µου κάνει η µαµά και µε σκουντάει. Τινάζω το κεφάλι σαν από όνειρο. - Σκέφτοµαι όλα όσα µασ είπε η θεία… Είµαστε µόνοι στην τραπεζαρία. Η θεία έχει πάει στην κουζίνα. - Σε προβληµατίζει κάτι, αγόρι µου; - Όχι, βρε µαµά. Τι να µε προβληµατίζει; - ∆εν ξέρω. Σε βλέπω σκεφτικό… - Μια χαρά είµαι! τησ λέω κατηγορηµατικά. Απλά, σκέφτοµαι τι κρίµα είναι να µη µπορώ να ζωγραφίσω! - Μα, εσύ µπορείσ να ζωγραφίσεισ µε το λόγο!

84

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 85

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Ίσωσ νά’χει δίκιο. Μπορεί να γίνω µεγάλοσ ποιητήσ µια µέρα. Τώρα όµωσ είµαι µαθητούδι. Αυτό το µαθητούδι, βέβαια, τα καταφέρνει µια χαρά ωσ τώρα! Νιώθω ισχυρόσ χωρίσ δύναµη! Ένα παράξενο πράγµα…Κι όταν γράφω τα ποιήµατά µου κι όταν βγαίνω παγανιά να γεµίσω κλεψιµαίικα. Και σήµερα το πρωί ένιωσα άρχοντασ! ∆εν πρόκειται να το πω ποτέ, φυσικά, τησ µαµάσ, αλλά θα το έχω πάντοτε στο νου µου: πώσ µε κοίταζε ο µανάβησ κι ο µπαλωµατήσ όταν τουσ είπα ότι ήρθα να τουσ πληρώσω και να ξεχρεώσω τη µάνα µου! Λεσ κι έβλεπαν το θεό τον ίδιο! Έβγαλα πέντε χιλιάρικα και τουσ τα ακούµπησα, τριάµιση στον κυρ Μένιο και ενάµιση στον κυρ Φάνη. Επιτέλουσ, ξεχρεωθήκαµε! Ούτε και θυµάµαι πόσουσ µήνεσ προσπαθούσαµε να σηκώσουµε κεφάλι— αλλά πού! Μανούλα µου, στηρίξου πάνω µου! Εγώ µπορώ να σε βοηθήσω! Ξέρω, έχω πέσει στο βούρκο, αλλά ό,τι κάνω το κάνω από αγάπη! Αυτό που µετράει είναι να σταθείσ εσύ στα πόδια σου! Όσο για µένα, όλο και κάτι θα γίνει και θα βρω την άκρη µου. Τα άλλα πέντε χιλιάρικα µε τσιµπάνε στην κάλτσα µου. Θα τα βάλω στην άκρη να τησ πάρω δώρο στα γενέθλιά τησ! Ή να τησ βγάλω εισιτήριο να πάει στη γιαγιά στην Αθήνα! Κάτι θα βρω να τα κάνω! Η θεία Ελένη έρχεται µ’ ένα δίσκο µε τρία πιάτα. - Θα τσιµπήσουµε κάτι, µασ λέει. Έχω λίγο παστίτσιο από χθεσ. Η µαµά στρώνει ένα τραπεζοµάντιλο κι εγώ φέρνω απ’ την παλιά σερβάντα µαχαιροπίρουνα. Κάνει πολλή ζέστη και πηγαίνω ν’ ανοίξω και τ’ άλλο παράθυρο. - Μπράβο, µωρέ Αντώνη, µου λέει η θεία. Κι έλεγα τι µου φταίει! Λίγο πριν κάτσουµε να φάµε, ακούµε φωνέσ απέξω. Στην αρχή δεν καταλαβαίνουµε τι γίνεται. Παιδιά θά’ναι και θα παίζουν. Μετά όµωσ φθάνουν στ’ αφτιά µασ κραυγέσ που όλο και πλησιάζουν! - Τον πιάσανε τον κλέφτη! Τον πιάσανε! Το αίµα µου παγώνει. Η µαµά πετάγεται πάνω κι η θεία µένει ακίνητη στην καρέκλα τησ. - Τι συµβαίνει; ρωτάει η µαµά κοιτάζοντασ έξω απ’ το παράθυρο. - Πιάσανε τον κλέφτη που µασ έκανε άνω κάτω το χωριό, σου λέω! ακούγεται η γυναικεία φωνή απ’ το δρόµο. Σήµερα το πρωί ληστέψανε τη Λίτσα και πήγε στην αστυνοµία! ∆εν καταλάβατε τίποτε εσείσ; Σηκώνεται κι η θεία και πηγαίνει δίπλα στη µαµά. Εγώ δεν µπορώ να σηκωθώ. Νιώθω το αίµα απ’ το πρόσωπό µου να µετακοµίζει στα πόδια και να τα βαραίνει. - Μα, τι λέτε; απορεί η θεία. Τι κλέφτησ; ∆εν έχω πάρει είδηση, µου φαίνεται… - Στον καφενέ τον πιάσανε! Ο Τάκησ του Παναγιώτη του Μακρή είναι, ντε! Εξαφανίστηκε από χθέσ που τον ψάχνανε και τον βρήκανε σήµερα µε κάτι κλεψιµαίικα πάνω του! Τον έχουν στο τµήµα! Πέφτει ο ουρανόσ και µε πλακώνει. Η µαµά κι η θεία κοκαλώνουν. - Ο Τάκησ; κάνουν κι οι δυό. Μα, πώσ; Αντώνη; - Τι έκανε ο µαλάκασ! φωνάζω εγώ και σηκώνοµαι πάνω. Όλα τέλειωσαν! Την έχουµε πολύ άσχηµα!

85

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 86

“Aντίο, λοιπόν”

Μέροσ ∆εύτερο Νιώθω την υγρή παλάµη τησ µαµάσ στο µέτωπό µου και πετάγοµαι. - Αντώνη, Αντωνάκη… Ολική έκλειψη µνήµησ! Την κοιτάζω µε αγωνία—θα τησ φαίνοµαι λεσ και ήρθα απ’ τον άλλο κόσµο—κι αυτή στρώνει κάτι τούφεσ στο κεφάλι µου. - Μαµά…, ψελλίζω και σηκώνω µε δυσκολία τον κορµό µου. Βρίσκοµαι στο ντιβανάκι τησ θείασ, στο ατελιέ τησ, απιθωµένοσ ανάσκελα και διαγωνίωσ, σα σακί µε κάστανα που έχει µισοαδειάσει κι έχει πάρει παράξενη κλίση. - Έλα, σήκω, αγόρι µου, λέει η µαµά και µου χαµογελά. Τότε µπαίνει κι η θεία. - Καλά, περιττό να σου πω ότι νιώθω ένοχη γι’ αυτό…, λέει απευθυνόµενη σε µένα. Εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτε. - Μ’ όλ’ αυτά που άκουγεσ τόση ώρα, επόµενο ήταν να σε πάρει ο ύπνοσ, συνεχίζει η θεία Ελένη. - Ε; κάνω εγώ και, επιτέλουσ, σηκώνοµαι. Κοιµήθηκα; - Ναι, πού το παράξενο; κάνει φυσικά η µαµά. Έγειρεσ για λίγο µέχρι να ετοιµάσουµε το µεσηµεριανό και σε πήρε ο ύπνοσ. Έχεισ ξυπνήσει απ’ τ’ άγρια χαράµατα σήµερα. Ήσουν κουρασµένοσ… Κάνω δυό- τρεισ στροφέσ γύρω απ’ τον εαυτό µου, σα σκύλοσ που κυνηγάει την ουρά του. - ∆εν µπορεί…Οι φωνέσ…το… Με κοιτούν κι οι δυό τουσ χωρίσ να πολυκαταλαβαίνουν τι µου συµβαίνει. - Ποιέσ φωνέσ, γλυκέ µου; Η µόνη φωνή που ακουγόταν τόση ώρα εδώ µέσα ήταν η δική µου! Έλα…πήγαινε να ρίξεισ λίγο νερό πάνω σου και θα σε περιµένουµε στην τραπεζαρία… - ∆ε…δε θέλω να…∆εν πεινάω, θεία, τησ λέω εγώ αναστατωµένοσ. - Μου φαίνεται, έβλεπεσ κανένα όµορφο όνειρο και σ’το χαλάσαµε! - Όχι…όχι…∆εν ξέρω…Πρέπει να φύγω! Πρέπει να γυρίσω σπίτι αµέσωσ! Η µαµά δυσανασχετεί. - Μα, τι θα φασ; ∆εν έχω τίποτε σπίτι. Κάτσε και φεύγουµε µαζί! Είµαι ήδη στην πόρτα. - ∆ε γίνεται, µαµά. Σου λέω, πρέπει να γυρίσω σπίτι. Γειά! Και τισ αφήνω πίσω σύξυλεσ. Σα σφαίρα πηγαίνω στο δρόµο. Επιστρατεύω όλεσ µου τισ δυνάµεισ για να φθάσω σπίτι όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Ανοίγω την πόρτα και τρέχω στο δωµάτιό µου. Το παράθυρο είναι ανοιχτό κι ο Τάκησ λείπει. Κοιτάζω στο µπαούλο µου: δε φαίνεται να λείπει τίποτε. Φωνάζω τ’ όνοµά του, κοιτάζω σ’ όλο το σπίτι—άφαντοσ! Πού νά’χει πάει ο βλάκασ; ∆εν καταλαβαίνει ότι θα τον πιάσουν άµα τον δουν στο δρόµο; Τα γόνατά µου λυγίζουν και πέφτω µισολιπόθυµοσ στο κρεβάτι. Τα σεντόνια µου έχουν τη µυρωδιά του και µε πιάνει αηδία—δεν ξέρω γιατί. Είµαστε φίλοι, προ-

86

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 87

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

σπαθώ να πείσω τον εαυτό µου ότι είναι φίλοσ µου. ∆εν κολλάµε, όµωσ, το ξέρω. Μ’ έχει επηρεάσει αυτή η ιστορία, µάλλον. Το ότι τον κρύβω σπίτι µου, η πρωινή κλοπή…Θα ορκιζόµουν ότι αυτό που έζησα εκείνη τη στιγµή που άκουσα τη γυναικεία φωνή στο δρόµο ήταν τόσο αληθινή όσο κι αυτό εδώ το σπίτι που στέκει στην ίδια θέση πάνω από µισό αιώνα! Είπα, «τώρα τέλειωσαν όλα! Θα πληρώσω γι’ αυτά που έκανα!» Είχα οργή µέσα µου! Αν τον έπιανα στα χέρια µου, θα τον κοµµάτιαζα! Εγώ τον έβαλα στο σπίτι µου κι αυτόσ µε πρόδωσε! Θα πηγαίναµε κι οι δυό φυλακή, αναµορφωτήριο—όπου, στο διάολο, µασ πήγαιναν! Μπορεί και νά’µουν αποφασισµένοσ να τ’ αντιµετωπίσω όλα. Θα οµολογούσα τι έκανα, θα τουσ έλεγα ότι ο Τάκησ δε φταίει σε τίποτε, µόνο για ένα πράγµα— που δεν ξέρει τι πάει να πει «φιλία»… Και να που όλα ήταν ένα όνειρο! Κοντεύει να µου σαλέψει! Τη µια στιγµή χανόµουν µεσ στα χρώµατα των πινάκων ακούγοντασ για θεωρίεσ και καλλιτεχνικά κινήµατα και την άλλη, βρισκόµουν σ’ ένα ντιβάνι να παλεύω µε ονειρικά τέρατα! Ακούω χτύπουσ στην πόρτα και πάω ν’ ανοίξω. Το πρόσωπό του είναι γεµάτο χώµατα. - Πού τρέχεισ, ρε βλάκα; του φωνάζω και τον πιάνω απ’ το µισοσκισµένο του γιακά. - Έτρεχα…, λέει λαχανιασµένοσ. Είχα βγει…βόλτα και…µόλισ είδα από µακριά τον αστυνόµο…τό’βαλα στα πόδια. Κρύφτηκα στο δάσοσ…Σε κάποια στιγµή πεδικλώθηκα κι έπεσα… - Θα σε πιάσουν…, του λέω σοβαρά. Ό,τι και να κάνεισ, όπου και να πασ… - Τι να κάνω, τότε; µε ρωτάει αγανακτισµένοσ, φοβισµένοσ. Να παραδοθώ; ∆εν είµαι και εγκληµατίασ! Μαλακώνω. - ∆ε θα σου κάνουν τίποτε, ρε…Στο κάτω- κάτω, οι δικοί σου πληρώσανε για τη ζηµιά… - ∆ε θέλω να πάω πίσω ακόµη, µου κάνει. - Εδώ δε µπορείσ να µείνεισ άλλο…∆υστυχώσ, Τάκη…Ξέρεισ ότι θέλω να σε βοηθήσω, αλλά…στο τέλοσ µπορεί να µασ βγει σε κακό. - Εντάξει, Αντώνη…Καταλαβαίνω. Σ’ ευχαριστώ για ό,τι έκανεσ. Θα γυρίσω σπίτι. Θα µε πλακώσει στο ξύλο ο πατέρασ µου…Θα το υποστώ… Τον τραβάω απ’ το χέρι µεσ στο δωµάτιο. - Άκου µε προσεκτικά, του λέω. Μόλισ βραδιάσει, θα σε πάω κάπου αλλού, σύµφωνοι; Το πρόσωπό του ανάβει από χαρά. - Σοβαρά µιλάσ; - Ναι. ∆εν πρόκειται όµωσ να γλιτώσεισ το ξύλο…, τον πειράζω κι αυτόσ µου δίνει γελώντασ µια µπουνιά στο µπράτσο. Μόλισ πέφτει η νύχτα, παίρνω ένα φακό απ’ την ξεχασµένη εργαλειοθήκη του µπαµπά και βγαίνουµε κι οι δυό στην αυλή. Ένα µέροσ τησ διαδροµήσ θα είναι µεσ στο σκοτάδι, γιατί µερικά φώτα είναι σβησµένα. Κόβω απ’ αλλού δρόµο, από ένα έρηµο οικόπεδο, για να µη δώσουµε στίγµα στον καφενέ. Ο Τάκησ µ’ αγκαλιάζει σφιχτά και νιώθω ότι δεν είναι σίγουροσ γι’ αυτό που κάνουµε. Ωσ πότε θά’ναι κρυµµένοσ µεσ στο

87

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 88

“Aντίο, λοιπόν”

ίδιο του το χωριό, σε µια χεσιά τόπο; - Πού θα πάµε; Στον πάνω µαχαλά; µε ρωτάει. - Ναι, σώπαινε τώρα. Έχεισ, µήπωσ, και προτιµήσεισ; ειρωνεύοµαι εγώ. Ο πάνω µαχαλάσ έχει περισσότερη κίνηση. Μερικέσ καλοστεκούµενεσ κυρίεσ έχουν βγει για περίπατο παρέα µε τα εγγόνια τουσ, ηλιοκαµένοι άντρεσ γυρνάνε απ’ τα χωράφια, νεαροί βγαίνουν για κανένα ηλεκτρονικό και ποτό στα µαγαζιά…Πρέπει να πάω µεσ απ’ τα πιό ήσυχα σοκάκια. Κάνω ελιγµούσ, κάνω κύκλουσ, χάνοµαι σε κάποιο σηµείο, βλαστηµάω, σκέφτοµαι, και συνεχίζω. Μετά από λίγη ώρα φθάνω στο γνωστό µονοπάτι που οδηγεί στο αρχοντικό τησ Νατάσασ. Οι κουρτίνεσ στα παράθυρα είναι τραβηγµένεσ κι ένα αµυδρό κίτρινο φωσ φαίνεται από µέσα. Κατεβαίνουµε απ’ το ποδήλατο και περπατάµε ωσ τη µπλε πόρτα τησ βιβλιοθήκησ. Παρακαλάω νά’ναι µέσα για να µασ ανοίξει. Χτυπάω σιγά δυό φορέσ και περιµένω. Κατεβάζω το πόµολο—είναι κλειδωµένα. Ξαναχτυπώ. - Έλα, άνοιξε…, ψιθυρίζω. - ∆εν είναι κανείσ µέσα, µου κάνει ο Τάκησ. Τζίφοσ! - Κόφ’ το! Θα µασ ακούσουν! Ξαναχτυπώ—πιό δυνατά αυτή τη φορά. Τότε είναι που ακούω τη φωνούλα τησ να ρωτάει δειλά: - Ποιόσ είναι; Χαµογελάω και τησ απαντάω: - Εµείσ…ε, εγώ, Νατάσα! διορθώνω µετά. Άνοιξέ µου, σε παρακαλώ. Είναι ανάγκη. Σε δυό δευτερόλεπτα βρισκόµαστε µεσ στο µισοσκότεινο δωµάτιο να κοιτάζουµε το λευκό πρόσωπό τησ. Σαν ιέρεια είναι! - Τι γυρεύετε εσείσ εδώ; µασ ρωτάει. Τάκη; Εσύ; - Γειά σου, Νατάσα…∆ε φανταζόµουν ότι θα σ’ έβλεπα… - Ούτε εγώ. Τι συµβαίνει; - Πρέπει να τον βοηθήσεισ, τησ ζητώ. Μάλωσε µε τουσ δικούσ του, ξέρεισ τώρα πώσ είν’ αυτά… - Μα…εγώ πώσ…; - Ασ µείνω έστω µια βραδιά εδώ, την παρακαλάει ο Τάκησ, κι αύριο βλέπω τι θα κάνω… - Συµβαίνει κάτι άλλο που πρέπει να µάθω; µασ ρωτάει δύσπιστη. - Να, κοίτα…Έκανα µια βλακεία εχθέσ και…Τέλοσ πάντων, έκανα µια ζηµιά και…µε κυνήγησαν…Έπρεπε να φύγω. Θα σ’ τα εξηγήσω όλα αύριο. Μπαίνουµε στη βιβλιοθήκη και ένα άρωµα από κανέλα µε κατακλύζει. Στο βάθοσ καίνε δυό αρωµατικά ξυλάκια. - Ελπίζω να µη σασ ενοχλεί η µυρωδιά, µασ λέει. Τά’χω ανάψει για να είναι πιό ευχάριστοσ ο αέρασ εδώ µέσα. Άσε που είναι και αντιµικροβιακή η κανέλα! - Σε διακόψαµε, τησ κάνω παρατηρώντασ τα δυό ανοιχτά βιβλία πάνω στο γραφείο. - ∆εν υπάρχει πρόβληµα. Έπρεπε από ώρα να διακόψω και ν’ ανέβω πάνω! Θα µε ψάχνουν! - Απίστευτοσ χώροσ! αρχίζει τα γνωστά του ο Τάκησ. Κι αυτά τα βιβλία…δικά σου είναι;

88

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 89

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Τώρα πιά ναι…, του απαντάει σκεφτική η Νατάσα. Είναι πιό όµορφη απ’ την τελευταία φορά που την είδα. Όλ’ αυτά τα διαβάσµατά τησ την έχουν µεγαλώσει γρήγορα, τησ έχουν δώσει ένα ύφοσ σοφήσ γυναίκασ. Περίεργο, αλλά έτσι το εισπράττω! Κρύβουν πολλά αυτά τα µάτια. Ποιόσ ξέρει τι µυστικά ανακάλυψε και σε τι δρόµουσ σεργιανίζει το µυαλό τησ! - Πού θα κοιµηθείσ, όµωσ; την ακούω να ρωτάει. - Όπου νά’ναι! τησ κάνει ο συµµαθητήσ µου. - Μισό λεπτό! λέει αυτή κι εξαφανίζεται από µπροστά µασ. Το σκοτάδι στο βάθοσ του δωµατίου τη ρουφά και µόνο τα πατήµατά τησ ακούµε για δυό λεπτά. Σέρνει κάτι που µοιάζει µε στρώµα και το φέρνει στο φωσ. - Ελπίζω αυτό να σου κάνει. Είναι φουσκωτό στρώµα. ∆οκίµασέ το. Νοµίζω ότι είναι εντάξει…Κάπου εδώ υπήρχαν και κάτι κουβέρτεσ… - Με τέτοια ζέστη δε θα µου χρειαστούν, τησ λέει ο Τάκησ. - Έχει πολλή υγρασία! Θα πουντιάσεισ! Κάτσε να τισ βρω. Χάνεται πάλι µεσ στη ρουφήχτρα του σκοταδιού και γυρίζει µε µια µάλλινη κουβέρτα. - Αυτή βρήκα µόνο. ∆υστυχώσ, µαξιλάρι δεν υπάρχει. - Σ’ ευχαριστώ. Σασ ευχαριστώ, παιδιά. - Σ’ ευχαριστώ, Νατάσα, τησ λέω κι εγώ. - Πού χάθηκεσ εσύ; µε ρωτάει µ’ έναν τρόπο που µόνο µια γυναίκα ερωτευµένη ρωτάει τον άντρα τησ. - Χάθηκα…, επαναλαµβάνω. Θα φροντίσω όµωσ να µη το ξανακάνω, τησ υπόσχοµαι και σκύβω να παντρέψω τα χείλη µου µε τα δικά τησ. Με σπρώχνει. - Έλα! Ντροπή! Μπροστά στον Τάκη! - Μην έχετε πρόβληµα! Εµένα µ’ αρέσουν αυτά! µασ κάνει µε άνεση και γελάει. Άλλωστε, εγώ είµαι και µεγαλύτεροσ… - Ναι, σωστά! λέµε κι οι δυό και ξεκαρδιζόµαστε. - Πρέπει να φύγω…, µου λέει µετά. - Θέλω να κοιµηθείσ στο δωµάτιό µου µια βραδιά, τησ λέω µε απαίτηση. - Τρελάθηκεσ; Πώσ θα γίνει αυτό; - Θα σε κλέψω! την απειλώ γλυκά. - Ναι, καλά, κάνει νάζια αυτή. Όλο υποσχέσεισ είστε εσείσ, τ’ αγόρια… Την αγκαλιάζω σφιχτά και τη σηκώνω στον αέρα. - Σταµάτα! Θα µε ρίξεισ κάτω και…Έλα, άσε µε τώρα. Πρέπει να φύγω. Είναι πολύ αργά. - Καληνύχτα, τησ λέω και τη φιλώ στο λαιµό. - Καληνύχτα…Καληνύχτα και στουσ δυό σασ. - Θα βγω εγώ κι εσύ κλείδωσέ τον, τησ ζητάω. Θα τα πούµε αύριο. - Να προσέχεισ, ακούω τη φωνή τησ την ώρα που ανεβαίνω στο ποδήλατο. Τησ στέλνω φιλιά και χάνοµαι µεσ στο στόµα τησ νύχτασ.

89

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 90

“Aντίο, λοιπόν”

∆εν κοιµήθηκα όλο το βράδυ. Όλα µου έφταιγαν: η ζέστη, η κλοπή, η συνωµοσία, το βιαστικό φιλί τησ Νατάσασ, η γλυκιά απειλή µου που δε θα µπορέσω ποτέ να πραγµατοποιήσω…Και µένω ακόµη ξάγρυπνοσ να διαβάζω κάτι ποιήµατα του Ρίτσου και του Καβάφη. Τα µάτια µου µε κόβουν, τα τρίβω, και σταµατώ το διάβασµα. Ανοίγω το τετράδιο και γράφω ό,τι µου κατέβει: «Μέσα στησ νύχτασ τη σιωπή/κραδαίνω το σπαθί µου/σαν πάχνη πέφτεισ την αυγή/και πνίγεισ το φιλί µου». Τελειώνει το στιλό και ψάχνω γι’ άλλο. Συνεχίζω: «Το φεγγάρι ξέρει µόνο/απ’ αγάπη κι από πόνο//κι αν το σβήσει κάποιο χέρι/µη φοβάσαι/Το δικό µου θά’ναι/το κορµί µου έλα και γιάνε/και στη θέση του θα βάλω/κάτι ωραίο και µεγάλο/να το παίζεισ κοµπολόι/γέλιο γίνε, µοιρολόι». Περπατώ ξιπόλυτοσ ωσ την κλειστή πόρτα τησ µαµάσ. Την ανοίγω προσεκτικά και τη βλέπω να κοιµάται στη δική τησ τη µεριά. Η άλλη µεριά µένει τόσα χρόνια άδεια. ∆ε λέει να το πετάξει αυτό το κρεβάτι. Θέλει κάθε φορά που ξαπλώνει να θυµάται τι λείπει απ’ τη ζωή τησ. Τα κρατάει όλα µεσ στο δωµάτιο όπωσ ήταν τότε. Ο χρόνοσ δεν κατοικεί εδώ µέσα· τον πήρε µαζί του ο µπαµπάσ. Τον έβαλε µεσ στο τσεπάκι του και τον κουβαλάει µαζί του, όπου πάει. Αν έφθαναν τα πέντε χιλιάρικα, θα τησ έπαιρνα εγώ καινούργιο κρεβάτι, µονό, να το γεµίζει µόνη τησ, να µην υπάρχει άδεια µεριά. ∆ε φθάνουν, όµωσ. Πρέπει να κάνω υποµονή, να µαζέψω κι άλλα. Όχι, όχι, δεν πρόκειται να ξανακλέψω χρήµατα! Θα βάζω στην άκρη λίγο απ’ το χαρτζιλίκι µου. Τα µαλλιά τησ είναι τόσο απαλά! Χρόνια είχα να τα περιεργαστώ. Ταλαιπωρηµένη είναι—το πρόσωπό τησ έχει αρχίσει αντίστροφη µέτρηση. Τη φιλώ στο µέτωπο και βγαίνω ξανά. Τα κοκόρια λαλούν στισ γειτονιέσ. Μια καινούργια µέρα ξεκινά, αλλά εγώ ζω ακόµη στην προηγούµενη. Θα µου πάρει καιρό να συνέλθω, αλλά θα τα καταφέρω. Όσο έχω στο πλάι µου την «ιέρεια τησ βιβλιοθήκησ» να µου χαρίζει τα φιλιά τησ και να καίει ξύλα κανέλασ για ν’ απολυµάνει την καρδιά µου, δεν έχω ανάγκη. Σάββατο σήµερα και στην πλατεία θα γίνεται πανικόσ απ’ τα εµπορεύµατα. Θ’ αποφύγω την κοσµοσυρροή. Είναι κι η ζάλη απ’ το χθεσινό νυχτέρι. Νιώθω τα κόκαλά µου τσακισµένα, τουσ φόβουσ και τισ ενοχέσ µου πληγέσ κακοφορµισµένεσ. Μού’χουνε λείψει οι περίπατοι τ’ απογεύµατα, όταν η κάψα υποχωρεί, κι οι ξένοιαστεσ—άσκοπεσ, θαρρείσ—κουβέντεσ µε τουσ χωρικούσ. Θα µ’ έχει χάσει κι ο ∆ηµήτρησ, ο γιατρόσ του χωριού. Είναι ένα ψηλό, όµορφο παιδί, γύρω στα τριάντα· µόλισ έχει τελειώσει το αγροτικό του κι ετοιµάζεται να διοριστεί στα Γιάννενα. Πάει καιρόσ από τότε που τον συνάντησα στο µικρό ιατρείο του, δίπλα απ’ το σπίτι του δασκάλου. Είναι ιατρείο και σπίτι µαζί. ∆εν είναι ιδιαίτερα βολικόσ χώροσ· όλο δοκάρια είναι και πόρτεσ. ∆εν έχει άπλα πουθενά. Όλο διαδρόµουσ είναι κι οι τοίχοι του µοιάζουν µε τείχη που πιό πολύ σε κλείνουν µέσα παρά απέξω. ∆ε συνηθίζω να επισκέφτοµαι ιατρεία—η µυρωδιά απ’ το ιώδιο και το οινόπνευµα µε απωθεί. Και µε τα φάρµακα δεν τα πάω καλά. Με το ζόρι να πάρω µια φορά στο τόσο λίγη ασπιρίνη—κι αυτό όταν είµαι του θανατά. «Είσαι µαζοχιστήσ», µού’χε πει ο ∆ηµήτρησ πριν κανένα χρόνο, όταν είχα πάει να µ’ εξετάσει. Είχα υψηλό πυρετό, θυµά-

90

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 91

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µαι, και ακατάσχετη διάρροια. «Προτιµάσ να ψήνεσαι στον πυρετό απ’ το να πάρεισ µια ασπιρίνη ή λίγο σιρόπι;» «Σιγά», είχα κάνει εγώ. «Την εποχή που δεν υπήρχαν φάρµακα, τι έκαναν, δηλαδή, οι άνθρωποι;» «Πέθαιναν!» ήταν η απάντησή του κι εγώ είχα καταπιεί τη γλώσσα µου. Τον ξανάδα άλλη µια φορά, όταν είχα βρει ένα γατάκι στον κήπο τησ κυρα- Μαριγώσ, τησ χαρτορίχτρασ. Μεγάλη ιστορία του λόγου τησ, αλλά αυτό θέλει ολόκληρο βιβλίο! Το γατάκι δεν ήταν δικό τησ· πρέπει να είχε ξεφύγει από κανένα γειτονικό σπίτι, γλιτώνοντασ απ’ τον κουβά όπου συνήθωσ πνίγουν οι κυράδεσ τα παραπανίσια γατιά. Το ονόµασα «Σταχτή», γιατί είχε το χρώµα τησ στάχτησ. Ήταν ό,τι πιό χαριτωµένο είχα ποτέ συναντήσει. Κι έχω δει πολλά γατιά στη ζωή µου! ∆ε φοβήθηκε καθόλου όταν το πλησίασα για να το χαZδέψω. ∆εν µπορούσε να περπατήσει καλά· το µπροστινό δεξιό ποδαράκι του ήταν σπασµένο. Το λυπήθηκα. Άρχισε να νιαουρίζει και να γλείφει την παλάµη µου. Ήταν αδύνατο να τ’ αφήσω σ’ αυτή την κατάσταση. Έτσι, το πήρα προσεκτικά στην αγκαλιά µου και το πήγα στο γιατρό. «Την προηγούµενη φορά έκανεσ καλά εµένα», του είπα. «Τώρα σειρά έχει ο Σταχτήσ». Ήταν πολύ φρόνιµο γατί. Όπου τό’βαζεσ καθόταν. Ο ∆ηµήτρησ το έβαλε προσεκτικά πάνω σ’ έναν πάγκο και το εξέτασε. «∆εν είµαι και κτηνίατροσ», µου είπε, «αλλά κάτι µπορούµε να κάνουµε». Μετά από λίγη ώρα, αφού ψηλάφισε το ποδαράκι του, µου είπε ότι ήταν σπασµένο. «Καλά, αυτό το ήξερα και µόνοσ µου!» του είπα εγώ µε θράσοσ. «Εσείσ οι γιατροί, τελικά, µασ λέτε πράγµατα που ξέρουµε, µόνο που τα λέτε µε άλλα λόγια…» «Θα πρέπει να το δέσουµε το ποδαράκι του», µου είπε. «∆εν ξέρω αν θα µπορέσει να ξαναπερπατήσει καλά. Είναι καιρόσ που τό’χει σπάσει και…µάλλον είν’ αργά για γύψο…Μόνο αν το σπάσουµε και…» «Να το σπάσουµε;» έκανα εγώ. «Πάλι να το σπάσουµε;» «Κοίτα, πρέπει να το πασ στα Γιάννενα, σε κτηνίατρο. Αλλιώσ…» «Να το δέσουµε το ποδαράκι του», του ζήτησα. «Κι αν δεν µπορέσεισ εσύ, γιατρέ, θα το δέσω εγώ!» Ήταν πανεύκολο. Μ’ ένα µαντίλι του µπαµπά τύλιξα το µαλλιαρό ποδαράκι του Σταχτή κι ύστερα το πέρασα γύρω απ’ το λαιµό του. Όση ώρα τον περιποιούµουνα, µε κοίταζε όλο απορία µεσ στα µάτια και γλειφόταν. Οι σµαραγδένιεσ του κόρεσ τρεµόπαιζαν σα φλογίτσεσ. Ήταν τόσο αστείοσ µε το µαντίλι στο λαιµό, σαν τραυµατίασ πολέµου! ∆έθηκα µαζί του. Του είχα δώσει ένα µικρό τόπι κι ο Σταχτήσ έπαιζε ποδόσφαιρο µεσ στο δωµάτιο. Ήταν γρήγοροσ κι έξυπνοσ! Απ’ το πολύ παιχνίδι, απ’ τα πηδήµατα και την τρεχάλα του λυνόταν το µαντίλι και το ψάχναµε µεσ στο σπίτι. Εγώ όµωσ του το ξανάδενα. Την ένιωθε την αγάπη µου ο Σταχτήσ! Γουργούριζε µόνο σε µένα· η µαµά του ήταν αδιάφορη. ∆υό µήνεσ είχαν συµπληρωθεί κι ο Σταχτήσ είχε µεγαλώσει αρκετά. Το µαντίλι πλέον δεν του έκανε, τον έσφιγγε στο λαιµό. Είχε παχύνει, κιόλασ, και τα µάγουλά του είχαν φουσκώσει. Ο γιατρόσ είχε δίκιο. ∆ε θα ξαναπερπατούσε ποτέ καλά. Εκτόσ αν του το έσπαζαν και το έβαζαν στο γύψο. Όµωσ ο Σταχτήσ έδειχνε χαρούµενοσ. Είχε συνηθίσει το πόδι του· η αναπηρία του ήταν δεύτερη φύση του, όπωσ τα δεκανίκια για τη Μάρω. Στην αυλή δεν τον έβγαζα, γιατί φοβόµουν µη µου φύγει. Άσε που ήταν κι αυτέσ οι βλαµ-

91

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 92

“Aντίο, λοιπόν”

µένεσ και δεν ήθελα να τον δουν! Ήταν παντού µεσ στο σπίτι. Τη µια στιγµή ήταν δίπλα µου κι έπαιζε µε τισ κάλτσεσ µου, την άλλη, βρισκόταν πάνω στον καναπέ, στο σαλόνι, και χουζούρευε. Όποια πόρτα κι αν άνοιγεσ, τον έβλεπεσ µπροστά σου! Για πρώτη φορά ύστερα από τόσα χρόνια γελούσα! Το είχε παρατηρήσει κι η µαµά. Όσον καιρό περίµενα να θεραπευθεί το πόδι του, στην ουσία θεραπευόµουν εγώ! Μόνο όταν τον έχασα, το κατάλαβα. Η µαµά µου τό’πε σαν έπεσα στην αγκαλιά τησ κι έκλαιγα: «Αυτόσ ήταν ο σκοπόσ του, αγάπη µου…Να σε κάνει να γελάσεισ. Όταν το κατάφερε, έφυγε…» Ήταν τόσο άδικοσ ο χαµόσ του! Σάµπωσ, και ποιόσ χαµόσ είναι δίκαιοσ; ∆εν το είδα ποτέ το άψυχο σώµα του. Η µαµά µε πληροφόρησε για όλα. Το βρήκανε πνιγµένο µέσα σ’ έναν κουβά µε βροµόνερα! Αυτών των βλαµµένων ήταν! Ατύχηµα, λέει. Έπεσε και πνίγηκε. Εγώ όµωσ δεν το πίστεψα, ούτε τώρα το πιστεύω. Ζηλέψανε και το πνίξανε! Από τότε άρχισα να µη πιστεύω σε τίποτε. Κι ήµουν µόλισ δώδεκα χρόνων. ∆ε θέλω να καταλήξει κι η ζωή µου σ’ έναν κουβά µε βροµόνερα! ∆εν τη σηκώνει την οµορφιά αυτόσ ο τόποσ! Όπωσ δε σηκώνει τουσ καθρέφτεσ κι ο παπ’ Ανέστησ! Θυµάµαι, τισ προάλλεσ που είχε πάει να ευλογήσει µια λεχώνα, την κυρά Σούλα, έβαλε τισ φωνέσ µόλισ µπήκε στο υπνοδωµάτιό τησ. «Ποιόσ είν’ αυτόσ ο παπάσ εδώ µέσα;» έκανε σαν παλαβόσ. Μια γνωστή τησ µαµάσ µασ τά’λεγε και είχε ξεκαρδιστεί στα γέλια. ∆εν είχε καταλάβει ότι απέναντί του βρισκόταν ένασ τεράστιοσ καθρέφτησ και πέρασε τον εαυτό του για άλλον παπά. «Τι φοβήθηκε δα;» έκανε αναψοκοκκινισµένη απ’ το γέλιο η κυρά Φρόσω. «Ότι τού’φαγε τη δουλειά άλλοσ παπάσ;» ∆εν ξέρω αν θέλω να ξαναπάω στο ιατρείο. Νοµίζω ότι µε το που θα πατήσω το πόδι µου εκεί µέσα, θα πέσω χάµω άρρωστοσ και κανένα γιατροσόφι δε θα µε κάνει καλά! Τώρα που είµαι κι ερωτευµένοσ, δεν πρόκειται να θεραπευθώ ποτέ! Τό’χω πει πολλέσ φορέσ: η βλακεία κι ο έρωτασ είναι ανίατεσ ασθένειεσ. Και, φυσικά, στην περίπτωση του έρωτα, αυτό που σε σκοτώνει είναι κι αυτό που σ’ ανασταίνει. Το µεσηµέρι πάω στησ θείασ για λίγο. Πρώτη φορά που αλλάζουν αµέσωσ κουβέντα µε το που µπαίνω. Αφήνει πάντα ξεκλείδωτα η θεία, έτσι µπαίνω µέσα µόνοσ µου. Αυτή τη φορά φαίνεται πωσ τισ αιφνιδιάζω. Σήµερα τα πρόσωπα και των δυό τουσ είναι αλλοιωµένα, φοράνε µάσκεσ. «Μάσκεσ ασχήµιασ» τισ λέω. Η ατµόσφαιρα είναι ηλεκτρισµένη· στον αέρα πιάνω αόρατα βέλη που πέφτουν πιό πολύ απ’ τη µεριά τησ θείασ προσ τη µαµά. - Να σου βάλω λίγο γλυκό; µε ρωτάει η θεία για να σπάσει τη σιωπή που έχει πέσει. - Όχι, όχι. ∆εν έχω όρεξη…Καλύτερα να σασ αφήσω να τα πείτε… Η µαµά ανακάθεται στη θέση τησ. Η θεία κι αυτή είναι στα καρφιά. - ∆ε λέγαµε και τίποτε το σπουδαίο…, βρίσκει να πει η µαµά. - Όλο και κάτι θά’χετε να πείτε, επιµένω. Μου λένε ψέµατα. Όλα πάνω τουσ µου το φωνάζουν. Είµαι πολύ αυστηρόσ µαζί τουσ, λεσ κι εγώ δεν έχω πει ψέµατα, λεσ κι εγώ είµαι τέλειοσ! - Κοίτα, λέει η µαµά για να υπερασπιστεί τον εαυτό τησ και τη θεία, εµείσ οι µεγάλοι

92

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 93

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

έχουµε πολλέσ σκοτούρεσ στο κεφάλι µασ. Έχουµε τα δικά µασ. Μη µασ παρεξηγείσ… - Ώρα είναι να µου πείτε ότι έχετε και µυστικά από µένα! επαναστατώ και χτυπάω το χέρι στο τραπέζι. Η µαµά σοκάρεται. Η θεία έχει χαµηλώσει το κεφάλι. - Αντώνη…δεν είναι ότι έχουµε µυστικά, συνεχίζει η µαµά. Απλά, δεν…πώσ να το πω… υπάρχουν και πράγµατα που δυό γυναίκεσ θέλουν να τα κρατάνε για τον εαυτό τουσ… Συνωµοσία, λοιπόν! Συνωµοσία γυναικών… - Θεία…κάποτε µού’χεσ πει κάτι για τισ γυναίκεσ, τησ θυµίζω. Αυτή µε κοιτάζει µε απορία. Η µνήµη τησ δεν τη βοηθά. - Είχεσ πει ότι…κάποιεσ γυναίκεσ παύουν να είναι γυναίκεσ…Το θυµάσαι; - Ναι, κάτι θυµάµαι…Αλλά…τι θέλεισ να πεισ; - Εσύ ήθελεσ κάτι να µου πεισ τότε…Τι, όµωσ; - Πού να θυµάµαι, µωρέ Αντώνη…Κάτι θα λέγαµε…Τι νόηµα έχει; - Καλά, άσ’το! τησ κάνω και σηκώνοµαι. Σασ αφήνω στην ησυχία σασ. Και βγαίνω έξω, στο απόγευµα µε τα γαβγίσµατα των σκύλων που τα κυνηγάνε τα παιδιά και τισ µυρωδιέσ απ’ τ’ οφτό24 κρέασ που ετοιµάζει στην αυλή τησ µια οικογένεια απ’ την Κρήτη. Ο θυµόσ γίνεται κι αυτόσ µυρωδιά κι ένα σκυλί µε παίρνει από πίσω. ∆εν τρέχω. Τ’ αφήνω να µε πλησιάσει. Στέκοµαι και το χαZδεύω. Ένασ όµορφοσ κόπροσ είναι. Ένασ λυγµόσ βγαίνει απ’ το στόµα του, ένασ λυγµόσ πνίγει και µένα. Και τα δάκρυα αρχίζουν να στάζουν. Μπόρα είναι, θα περάσει. Το χώµα βουλιάζει κάτω απ’ το βάροσ µου· νιώθω λίγο να µου γαργαλάει το µπούτι µέσα απ’ το παντζάκι του σορτσ. ∆ε θέλω να µε δει έτσι η Νατάσα. Μπορεί να τροµάξει, µπορεί να δει µια ανθρώπινη πλευρά µου που να τησ διώξει τη µαγεία. Προτιµώ να κλείσω τα µάτια και να τη δω σ’ όλο τησ το µεγαλείο. Η εικόνα τησ είναι ραµµένη µε χρυσή κλωστή κάτω απ’ τα βλέφαρά µου. Μακάρι να µπορούσα να την κλέψω, έστω για µια βραδιά. Να τη φέρω στο δωµάτιό µου, να την ξαπλώσω στο κρεβάτι µου, να τη ζεστάνω µε τα φιλιά µου. Κι έτσι όπωσ θα την κρατώ, η λευκή τησ σάρκα θα λιώνει µεσ στα χέρια µου σα χιόνι. Σάρκα µε σάρκα θα ταξιδεύει το φιλί κι όλα όσα κρύβουµε µέσα µασ ο ένασ για τον άλλον. Είναι κλειστόσ τύποσ· δεν ανοίγεται εύκολα. Εγώ τησ έχω δείξει τι αισθάνοµαι γι’ αυτή, ενώ εκείνη κρατάει απόσταση ασφαλείασ. Το βασίλειό τησ είναι η βιβλιοθήκη του παππού και τα µυστικά που κρύβει. ∆ε µου τό’χει πει, αλλά εγώ ξέρω ότι κάτι ψάχνει να βρει µεσ στα βιβλία και τισ σκοροφαγωµένεσ σηµειώσεισ. Αν το καλοσκεφθείσ, αυτή έχει βρει ένα νόηµα στη ζωή τησ—µεσ στουσ τόµουσ που µυρίζουν κλεισούρα ρίχνει παραγάδι και περιµένει κάτι να φανεί µεσ απ’ τα νερά του παρελθόντοσ. Τη φαντάζοµαι µέσα σε µια βάρκα, στη µέση µιασ θάλασσασ—όχι, όχι, στη µέση µιασ λίµνησ, καλύτερα— µ’ ένα κάτασπρο κεντητό φόρεµα να ρίχνει τα δίχτυα τησ, ενώ το πρόσωπό τησ καθρεφτίζεται στα σκοτεινά νερά. Εγώ δεν έχω «βιβλιοθήκεσ». Εµένα δε µου χάρισαν γρίφουσ για να λύσω. Εµένα το µυαλό µου τρέχει πάνω σε µονόδροµο. ∆εν υπάρχει υποκατάστατο. Για µένα υπάρχει

93

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 94

“Aντίο, λοιπόν”

µόνο αυτή. Αν τησ το πω αυτό, θ’ ακουστεί πολύ «πεζό», γι’ αυτό καλύτερα να το κρατήσω για τον εαυτό µου. Ασ το ξέρω µόνο εγώ πωσ κρατώ και σφίγγω τη µορφή τησ στο τυλιγάδι του µυαλού µου. Κάνω λάθοσ που συγκρίνοµαι µαζί τησ—αδικώ κι αυτή και µένα. Όµωσ, για να πω τη µαύρη αλήθεια, φοβάµαι. Μετά από χρόνια αυτή θα είναι µια κοπέλα «από τζάκι», µε τισ γνώσεισ, τισ έρευνεσ και τουσ «µνηστήρεσ» τησ, κι εγώ µια σκιά απ’ το παρελθόν. Μέρα µε τη µέρα η αγάπη µου θεριεύει γι’ αυτήν, αλλά µαζί µε την αγάπη εξαγριώνεται και το «θηρίο» τησ απώλειασ. Ό,τι και να κάνω, µου την έχει στήσει στη γωνία και παραφυλάει πότε θα µου επιτεθεί. Τύχη κι αυτή! Χωρίσ πατέρα, χωρίσ όνειρο, χωρίσ Νατάσα! Κοίτα που το πίστεψα, κιόλασ! Έφθασα µάνι µάνι στο τέλοσ τησ διαδροµήσ, κι ασ έχω µπροστά µου δρόµο! Στ’ αφτιά µου φθάνουν απ’ το παρελθόν τα λόγια του παπά: «Ουσ ο θεόσ συνέζευξεν, άνθρωποσ µη χωριζέτω». Πολλέσ φορέσ τά’χω ακούσει µεσ στη µικρή εκκλησία του χωριού. Έχω δει πολλέσ νύφεσ στολισµένεσ µε χρυσά φλουριά στο στήθοσ πάνω απ’ την τοπική τουσ φορεσιά ή το νυφικό να στέκουν πλάι στο γαµπρό και ν’ αστράφτει το πρόσωπό τουσ. Χωρίσ να τα καταλαβαίνω—και χωρίσ να τα πιστεύω, καν!—αυτά τα λόγια πάντοτε µ’ έκαναν να σοβαρεύοµαι και να σκέφτοµαι. Τα γέλια και τα πειράγµατα των συµµαθητών µου που µαζευόµασταν απέξω απ’ το ναό για να δούµε τη νύφη και να τησ τραβήξουµε το φόρεµα σταµατούσαν τη στιγµή που ο παπάσ διάβαζε αυτά τα λόγια. Εγώ στη θέση του θα τά’λεγα διαφορετικά: «Ουσ ο άνθρωποσ επέλεξεν, χωριό µη χωριζέτω». Κανείσ δεν µπορεί να µασ χωρίσει, εµένα και τη Νατάσα, εκτόσ απ’ τη µάνα και τη θεία τησ! Αλλά για να µην έχουν πάρει χαµπάρι τι γίνεται µέχρι τώρα, θα πει ότι δε θά’ναι και πολύ ξύπνιεσ! Μόλισ ανοίγω τα µάτια, σκέφτοµαι τον Τάκη. Νά’ναι εκεί ακόµη; Τον ταλαίπωρο! Άµα γυρίσει σπίτι, µαύρο φίδι που τον έφαγε! Και πριν ολοκληρώσω τη σκέψη µου, ακούω πίσω πόρτεσ αυτοκινήτου ν’ ανοίγουν και να κλείνουν. Αποδώ που κάθοµαι µπορώ να δω καθαρά το σπίτι τησ Μάρωσ. Μια νεκροφόρα έχει σταθµεύσει απέξω κι από µέσα έχουν βγει δυό «κοράκια» µε παπιγιόν. Τι συµβαίνει; Η Μάρω; Η µάνα τησ; Σηκώνοµαι πάνω. ∆εν ξέρω τι να κάνω. Να πάω, να µη πάω; Προτιµώ να βλέπω από απόσταση. Σε λίγο βλέπω τη λεπτή φιγούρα τησ Μάρωσ µε τισ πατερίτσεσ. Κάτι λέει στα «κοράκια» κι αυτά µπαίνουν στο σπίτι. ∆υό- τρεισ µαυροφορεµένεσ γυναίκεσ στέκουν στο πλάι τησ. Η µάνα τησ, λοιπόν…Έφυγε. Σε λίγο ακούγεται ο πένθιµοσ χτύποσ τησ καµπάνασ. Σε λίγεσ ώρεσ το χώµα θα γίνει σπίτι τησ. ∆ε µένω άλλο εδώ. Καλύτερα να φύγω. Η απώλεια των άλλων βαραίνει τη δική µου, κι αυτό είναι αβάσταχτο. Στο δρόµο προσ το σπίτι, µου έρχονται µερικοί στίχοι να τουσ γράψω: «Μοβ είν’ το χρώµα τησ γιορτήσ/µοβ είν’ και του θανάτου/Έκατσ’ η Μοίρα καταγήσ/κι ο άνθρωποσ πιό κάτου». Τη βλέπω πρωί πρωί απέξω απ’ την εκκλησία. Φοράει σκούρο µπλε φόρεµα και στα µαλλιά τησ µαύρη στέκα. Έχει µαζευτεί όλο το χωριό στην κηδεία. Είναι κι η µαµά µε τη θεία, αλλά εγώ τισ αφήνω και πλησιάζω τη Νατάσα.

94

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 95

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- ∆εν ήρθεσ εχθέσ, µου λέει και στη φωνή τησ έχει παράπονο. - ∆εν µπόρεσα. Ήθελα πολύ, µα… - Σε περιµέναµε… - Συγγνώµη, τησ λέω ξερά. - Ήθελα πολλά να πούµε… - Σαν τι; - Για τον παππού…για µασ…, µου απαντά. - Για µασ; - Ναι, για µασ. Πιστεύεισ ότι δεν έχουµε εµείσ να πούµε πράγµατα; - Μπροστά στον Τάκη θεσ να τα πούµε; τη ρωτάω. - Ο Τάκησ δε θα µείνει αιώνια εκεί µέσα! - Ασ µείνει όσο θέλει… - Ζηλεύεισ; µου κάνει κι εγώ την κοιτάζω αγριεµένοσ. - Φυσικά και δε ζηλεύω! τησ πετάω. Τι να ζηλέψω; - Είσαι περίεργοσ σήµερα. Κάτι µου κρύβεισ… Θέλω να τησ πω, «πολλά σου κρύβω», αλλά πώσ να τισ προφέρω αυτέσ τισ λέξεισ; - Έχουµε καιρό να βρεθούµε µόνοι µασ, λέω γλυκά. Να πάµε βόλτα µε το ποδήλατο, να δούµε τ’ αστέρια… - ∆εν µπορώ να λείπω τα βράδια, το ξέρεισ… - Το ξέρω…, λέω σφιγµένοσ. Σ’ έχουν φυλακισµένη! - Αντώνη, σταµάτα! Πατάει το πόδι τησ στο χώµα σηκώνοντασ σκόνη. - Γιατί, ψέµατα είναι; - ∆εν είναι έτσι, όπωσ τα λεσ. Μπορεί η µαµά νά’ναι ιδιότροπη, αλλά…περνάω µια χαρά! - Αν µπορούσα να σ’ έπαιρνα αποκεί µέσα…θα τό’κανα! - Αντώνη, σ’ ευχαριστώ, αλλά…αυτά είναι βλακείεσ! Μπορούµε νά’µαστε ο καθένασ σπίτι του και να βρισκόµαστε όποτε θέλουµε. Πρώτη φορά την ακούω τόσο ψυχρά λογική. - Πού να βρισκόµαστε; Μέσα σε µια αποθήκη; Στα κρυφά; Σαν κυνηγηµένοι; - Είσαι επαναστάτησ, παρατηρεί, αλλά χωρίσ λόγο. Είσαι πολύ µικρόσ…Κι εσύ κι εγώ… Εσένα σ’ αρέσει να καβαλάσ ένα ποδήλατο κι όπου σε βγάλει. - Με σένα µαζί, τησ τονίζω. - Θά’ταν ωραίο να το κάνουµε, συµφωνεί κι ένα χαµόγελο στολίζει το πρόσωπό τησ. Σαν εκδροµή, όµωσ, σαν περιπέτεια…Το βράδυ πρέπει πάντα νά’µαι πίσω. - Αυτό είναι που θέλω ν’ αλλάξω! τησ λέω. - ∆ε θέλω όµωσ να το αλλάξω εγώ! µου λέει σταράτα. Εσύ τό’χεισ αλλάξει; Με τη µαµά σου δε µένεισ; - ∆υστυχώσ, ναι… - Μα, εσύ έλεγεσ ότι είναι η καλύτερη µαµά του κόσµου! - Κι εξακολουθώ να το λέω. Γι’ αυτό δεν µπορούµε να µένουµε µαζί. Νοιάζοµαι για

95

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 96

“Aντίο, λοιπόν”

σένα…Ξέρω ότι πιέζεσαι. - Είσαι πολύ γλυκόσ µαζί µου, µου λέει και µου πιάνει το χέρι. Κι αν πιέζοµαι λίγο, είναι για καλό σκοπό. Η ζωή µού’χει δώσει µια παράξενη µαµά αλλά και µια τεράστια βιβλιοθήκη! Είµαστε µόνοι στη µέση του δρόµου. Όλοι έχουν µπει στην εκκλησία. - Σ’ αγαπώ, τησ λέω δίχωσ δεύτερη σκέψη. Και µου λείπεισ… - Κι εγώ σ’ αγαπώ… Τα λόγια τησ στάζουν βάλσαµο µέσα µου. - Αν µένω σ’ αυτό εδώ το χωριό και δεν έχω φύγει ακόµη είναι γιατί θέλω νά’µαι µαζί σου, τησ εξοµολογούµαι. - ∆εν είναι ωραίο που µπορούµε νά’µαστε µαζί; Έστω κι αν δεν µπορώ να λείπω τα βράδια; - Έλα, πάµε µια βόλτα τώρα! την παρακινώ και την πιάνω απ’ το χέρι. - Κι η κηδεία; - Θα πάµε να τουσ βρούµε στο νεκροταφείο µετά! τησ υπόσχοµαι. - Μην αργήσουµε. Θ’ ανησυχήσει ο Τάκησ! - Θα του πάµε κοκορέτσι να φάει! τησ λέω γελώντασ. Αυτό είναι ικανό να του φτιάξει τη διάθεση! «Νά’σαι ντρίτοσ µε τουσ άντρεσ και µαλαγάνα µε τισ γυναίκεσ», φαντάζοµαι να µου λέει ο παππούσ κάθε που βρίσκοµαι µε το χέρι τησ Νατάσασ µεσ στην ιδρωµένη µου παλάµη. «Να λεσ αυτό που σκέφτεσαι στουσ φίλουσ σου και να οµορφαίνεισ µε λόγια αυτό που νιώθεισ για το κορίτσι που αγαπάσ». Και τι γίνεται, ρε παππού, άµα το ίδιο πρόσωπο παίζει διπλό ρόλο—και τησ φίλησ και τησ αγαπητικιάσ; Εγώ τη βλέπω σα φίλη και σα σύντροφό µου. Ούτε τησ τα λέω όλα ούτε θέλω να τησ κρύβω πράγµατα. Απ’ τη µια θέλω να τησ λέω τι σκέφτοµαι κι απ’ την άλλη µ’ αρέσει να τησ µιλάω εκλεπτυσµένα, να τησ δείχνω πόσο βαθιά είναι η αγάπη µου γι’ αυτή. Κι όταν βρισκόµαστε οι δυό µασ, µε γαληνεύει ν’ ακουµπάει το κεφαλάκι τησ πάνω στα γόνατά µου κι εγώ να τησ χαZδεύω τα µαλλιά. Τον τελευταίο καιρό, µάλιστα, έχουµε βρει ένα ωραίο παιχνίδι: εγώ σκέφτοµαι έναν αριθµό ή ένα χρώµα κι εκείνη το βρίσκει! Ναι! Οχτώ φορέσ στισ δέκα πέφτει µέσα! Είναι απίστευτο, δεν είναι, παππού; Αυτό το κορίτσι, που ακόµη καλά καλά δεν έχει βγει παραέξω, που δεν έχει νιώσει µεγάλεσ ανθρώπινεσ συγκινήσεισ, µπορεί να διαβάσει τη σκέψη µου! Αυτό πρέπει να είναι µεγάλο δώρο—να µπορείσ να µπαίνεισ στο µυαλό του άλλου, να βλέπεισ µεσ απ’ το δικό του «πιλοτήριο», να οδηγείσ το «καράβι» του. Γι’ αυτή γίνοµαι πιρόγα για να ταξιδεύει. Για σκέψου! Από ένα µικρό χωριουδάκι τησ Ηπείρου να ξεκινάµε ταξίδι για µακρινά µέρη, για θάλασσεσ κι ωκεανούσ! Σπουδαίο πράγµα η αγάπη! Κάπου νιώθω ένοχοσ που είµαι τόσο τυχερόσ. Εγώ αρµενίζω µε το κορίτσι µου κι η µαµά µένει αιώνια στο ίδιο λιµάνι. Αλλά δεν πρέπει να νιώθω ένοχοσ για κάτι που δεν έχω φταίξει. Ωσ πού µπορεί να φθάσει, άραγε, το χάρισµά τησ; Λεσ να µπορεί να διαβάσει και την πιό κρυφή σκέψη µου, τον πιό βαθύ πόθο µου και φόβο µου; ∆ηλαδή, αν ψιθυ-

96

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 97

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ρίσω µέσα µου µια φράση, αν σκεφθώ έντονα µια ιδέα, θα την πιάσει στην «απόχη» τησ; Κοίτα να δεισ που φοβάµαι και να σκεφθώ όταν είµαι πλάι τησ! Βρε µπασ κι εννοείσ αυτό, βρε παππού, όταν λεσ ότι πρέπει να οµορφαίνω τισ σκέψεισ µου για τα κορίτσια; Μήπωσ φοβόσουν κι εσύ, όταν ήσουν σαν εµένα, ότι θα σου διαβάσουν τη σκέψη και µετά θα σ’ έχουν του χεριού τουσ; ∆ε νοµίζω ότι η Νατάσα είναι τέτοιο κορίτσι. Η εξουσία δεν τησ λέει τίποτε. Είναι αυθεντική και θέλει στο πλάι τησ να έχει αυθεντικούσ ανθρώπουσ. Άλλωστε, την ενδιαφέρει περισσότερο να διαβάζει τισ σκέψεισ των παλιών µεσ απ’ τα βιβλία τουσ παρά να κάθεται ν’ ανασκαλεύει το δικό µου το µυαλό. Νύχτα ανάστερη θά’ναι γι’ αυτή το µυαλό µου. Τι να κάτσει να ψάξει! Όταν βρίσκονται τα σώµατά µασ δίπλα- δίπλα, δεν υπάρχει χώροσ για σκέψεισ. Το µυαλό ησυχάζει, δύει πίσω απ’ το βουνό, και η ηλεκτρισµένη µασ αφή κλέβει την παράσταση. Αν µασ έβλεπε έτσι η θεία Ελένη, ξαπλωµένουσ κάτω από µια καστανιά να σµίγουµε τισ ανάσεσ µασ και τη ζέστη των κορµιών µασ και να χαιρόµαστε την πρωτόλουβη25 αγάπη που ξυπνάει µεσ στα αχείµαστα26 σωθικά µασ, θα µασ ζωγράφιζε! Θα έστηνε το καβαλέτο τησ απέναντί µασ και θα µασ αποτύπωνε στο χαρτί! Ποιόσ ξέρει σε ποιό καλλιτεχνικό κίνηµα θ’ ανήκε ο πίνακάσ µασ! - Κοιµάσαι; µε ρωτάει, καθώσ είναι γερµένη πάνω στα πόδια µου. - Όχι, αποκρίνοµαι. Σκέφτοµαι… - Τι σκέφτεσαι; - Τι όµορφα περνάµε… Στρέφει το βλέµµα τησ για να µε δει. Το είδωλό µου θα το βλέπει, σίγουρα, ανάποδα. - Σκέφτηκα κι εγώ αυτό που µου είπεσ εχθέσ…, µου λέει. Για νά’ρθω να κοιµηθώ σπίτι σου…, µου εξηγεί. Χαµογελάω. - Αλήθεια; Έτσι όπωσ τινάζοµαι από χαρά, την ταρακουνάω άτσαλα και την πονάω. - Συγγνώµη, Νατάσα…∆εν το ήθελα…Πεσ µου, αλήθεια σκέφτεσαι νά’ρθεισ σπίτι µου; - ∆εν είπα κάτι τέτοιο, Αντώνη…, µε γειώνει. Είπα απλά ότι σκέφτηκα τα λόγια σου… - Α! Καλά…, µαζεύοµαι εγώ. - Θά’ταν όµορφα να µη κρυβόµασταν…, µου κάνει. Και µη το πάρεισ προσωπικά, εντάξει; Είµαι σίγουρη ότι αν σε γνώριζαν οι δικοί µου, θα σε λάτρευαν! - Καλά, εσύ πιστεύεισ ότι δε µε γνωρίζουν; Σηκώνεται και κάθεται δίπλα µου ανακούρκουδα. - Πώσ να σε γνωρίζουν, δηλαδή; µε ρωτάει σα σκιαγµένη. - Ζουν τόσα χρόνια στο χωριό, µωρέ Νατάσα…Λεσ να µη µε ξέρουν; - ∆εν… - Αλλά θα µου πεισ, τη διακόπτω, δεν έχουν και πολλέσ σχέσεισ µε τουσ χωριανούσ τουσ… Μόνο µ’ αυτούσ που µπορούν να τουσ προσφέρουν κάτι… Αµέσωσ καταλαβαίνω ότι είπα πιό πολλά απ’ όσα έπρεπε και σωπαίνω. Να που, τελικά, λέω ό,τι σκέφτοµαι, χωρίσ να το «οµορφαίνω». Η Νατάσα σωπαίνει κι αυτή για

97

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 98

“Aντίο, λοιπόν”

λίγο. Μάλλον, θα έχει παρεξηγηθεί. - Συγγνώµη…, ψιθυρίζω. Μάλλον…δεν έπρεπε να το πω αυτό… - Όχι, όχι, σπάει τη σιωπή τησ. ∆εν πειράζει. ∆εν είναι ψέµα…Βλέπεισ πολύ καθαρά τα πράγµατα, Αντώνη, κι εγώ δεν µπορώ να σου κρυφτώ…Αν και πολλέσ φορέσ είπα στον εαυτό µου ότι θά’ταν καλύτερο να κλειστώ στη βιβλιοθήκη µου και να µη ξαναδώ ποτέ κανέναν! - Είµαι σκληρόσ πολλέσ φορέσ, αυτό θεσ να πεισ; - Όλοι είµαστε. Κι εγώ νιώθω ότι είµαι πιό σκληρή ακόµη…Ίσωσ γι’ αυτό να µε πειράζει που είσαι κι εσύ…Αλλά…δεν είσαι κακόσ…Είσαι δίκαιοσ…Ναι, αυτό είσαι! µου λέει και πέφτει πάνω µου να µε φιλήσει. Είσαι δίκαιοσ, γι’ αυτό σ’ αγαπώ κι έχω δεθεί µαζί σου! Μού’χει λείψει η δικαιοσύνη…Οι δικοί µου δεν ήταν ποτέ τουσ δίκαιοι…Έχουν άλλα κριτήρια… Το σώµα τησ έχει ανάγκη το χάδι µου κι εγώ τησ το δίνω όση ώρα µου εξοµολογείται. - Μιλάσ πολύ ώριµα, τησ λέω και κολλάω το πρόσωπό µου πάνω στο δικό τησ. Είναι σκοτάδι πιά και βλέπω µόνο τα µάτια τησ. - Το πιστεύεισ αυτό; µε ρωτάει. Πιστεύεισ ότι είµαι ώριµη; Μπορεί και να µην ήµουν αν δεν είχα τη βιβλιοθήκη του παππού…Έχω διαβάσει πολλά βιβλία. Αυτά µ’ έχουν ωριµάσει… - Κι εσύ ένα βιβλίο είσαι…, τησ λέω. Κι εγώ σ’ έχω στα χέρια µου και σε διαβάζω…Κι είµαι στισ πρώτεσ σελίδεσ ακόµη…Κι έχω χιλιάδεσ σελίδεσ µπροστά µου! - Μου φαίνεται ότι βιάζοµαι να µεγαλώσω, παρατηρεί µε λύπη. Χωρίσ να έχω κάνει πράγµατα που κάνουν τα παιδιά, θέλω κατευθείαν να γίνω µεγάλη! Θέλω να προσπεράσω δεκαετίεσ και να βρεθώ στη θέση τησ µαµάσ µου! - Είσαι πιό ωραία απ’ αυτή, πάντωσ, τησ λέω και γελάµε. - Νιώθω ότι σε αδικώ, Αντώνη, µου λέει µετά µε µια φωνή που κρύβει ενοχή. Μου δίνεισ περισσότερα απ’ όσα σου δίνω εγώ…Νοιάζοµαι πιό πολύ για τα µυστήρια που έχει αφήσει πίσω του ο παππούσ και µε σένα δεν ασχολούµαι καθόλου… - ∆εν παρουσιάζει και µεγάλο ενδιαφέρον η ζωή µου, τησ λέω εγώ για να την καθησυχάσω. Ένα αγόρι χωρίσ πατέρα θέλει πιό πολύ να δώσει παρά να πάρει… - Περίεργο αυτό που λεσ…Αν έχεισ στερηθεί την αγάπη του µπαµπά σου, τότε…την αναζητάσ παντού…Έχεισ ανάγκη να σε προσέξουν, να σ’ αγαπήσουν… - Πιό πολύ απ’ όλα έχω ανάγκη να έρθω πρόσωπο µε πρόσωπο µε το παρελθόν µου…, τησ λέω. Να ξεκαθαρίσω τουσ λογαριασµούσ µου…∆ε θέλω ούτε το χάδι του, ούτε το φιλί του…Θέλω µόνο να κάτσει απέναντί µου και να µου πει γιατί έφυγε…Μόνο αυτό…Εξηγήσεισ ζητάω. Αυτέσ µε καίνε πιό πολύ. Όσο δεν τισ παίρνω, τόσο… Κοµπιάζω. Η γλώσσα µου µένει µετέωρη στο στόµα µου και δεν µπορώ ν’ αρθρώσω λέξη. - Τόσο…; περιµένει να ολοκληρώσω. ∆εν έχει νόηµα να συνεχίσω. Ψάχνω τρόπο να τησ δικαιολογηθώ. - Τόσο…πονάω, τησ λέω, αλλά αυτό µάλλον δεν την ικανοποιεί.

98

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 99

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

∆εν µπορώ να τησ πω τι µάχη γίνεται µέσα µου. Αν η λογική είναι σπίτι, εγώ έχω περάσει προ πολλού το κατώφλι και κοιτάζω έξω. Ο µικρόσ µου άγγελοσ θέλει πολύ να µε βοηθήσει· θά’κανε τα πάντα να µε δει πραγµατικά ευτυχισµένο. Εγώ όµωσ δε θέλω να τη µπλέξω στισ δικέσ µου υποθέσεισ. Αυτή µε βλέπει σα ∆ον Κιχότη. ∆εν ξέρει όµωσ ακόµη ότι ένασ ∆ον Κιχότησ µπορεί να κρύβει µέσα του κι αυτούσ που πολεµά. - Αν µε ρωτήσεισ τι νιώθω βαθιά µέσα µου, µου λέει η Νατάσα, θα σου πω πωσ είµαι ευτυχισµένη…Αν δεν είχεσ όλ’ αυτά τα προβλήµατα, αν ο πατέρασ σου δε σ’ άφηνε χωρίσ εξηγήσεισ, αν δε µεγάλωνεσ έτσι όπωσ έχεισ µεγαλώσει, ίσωσ και να µη βρισκόµασταν ποτέ…Ίσωσ και να µη µε είχεσ ανάγκη… Τα λόγια τησ µε συγκλονίζουν. Μου ανοίγουν άλλο ένα παραθυράκι στον κήπο τησ Εδέµ. - Αγάπη µου…έχεισ δίκιο! Αν δεν ήµουν αυτόσ που είµαι, δε θα έλειπε εκείνο το κοµµατάκι που θα συµπλήρωνεσ εσύ! - Ό,τι κι αν είσαι, είσαι έτσι για κάποιο λόγο. Και µένα µ’ αρέσει να είσαι ο εαυτόσ σου, Αντώνη…Σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι…Μη το ξεχνάσ… - Κι εγώ σ’ αγαπώ γι’ αυτό που είσαι…και γι’ αυτό που µε κάνεισ να είµαι… - Ξέρεισ κάτι; µου κάνει µε χαρά. Θέλω να ζήσω λίγο τον κόσµο µεσ απ’ τα δικά σου µάτια…Να κοιµηθώ στο κρεβάτι σου, να ζήσω τη µέρα και τη νύχτα σου, να φάω το φαZ σου, να κάνω ό,τι κάνεισ κι εσύ… Ο ενθουσιασµόσ τησ µε µπολιάζει. - Αλήθεια το λεσ; Κι εγώ θέλω ακριβώσ το ίδιο! Αυτό θα είναι το καινούργιο µασ παιχνίδι! «Κάνε ό,τι κάνω» θα το ονοµάσουµε, εντάξει; - «Κάνε ό,τι κάνω», επαναλαµβάνει κι αυτή. Τον πάµε εµείσ σπίτι. Πώσ να τον αφήσεισ τον καηµένο να τα βγάλει πέρα µόνοσ του; Τρέµει σ’ όλη τη διαδροµή, αλλά σα φθάνει στην καγκελόπορτα είναι ψύχραιµοσ. Με δυό δρασκελιέσ βρίσκεται στη µέση τησ αυλήσ. Εγώ µε τη Νατάσα κοιτάµε απέξω. ∆εν τολµάµε να µπούµε. Του κάνουµε νόηµα όµωσ ότι θα είµαστε εκεί µέχρι να καταλαγιάσουν τα πράγµατα. Σε κάποια στιγµή βλέπω τη γιαγιά του, µε κάτι περίεργα τερλίκια27, να κοντοστέκεται και να τον κοιτάει από πάνω µέχρι κάτω. Ο Τάκησ σαστίζει. ∆εν ξέρει ποιά θα είναι η επόµενη κίνηση. Η γιαγιά του είναι απρόβλεπτη. Αυτή όµωσ δεν αντιδρά άσχηµα· χωρίσ να βγάλει άχνα, ανοίγει τισ αγκάλεσ τησ και τον περιµένει. Ο εγγονόσ τησ παίρνει κουράγιο και την πλησιάζει. Αγκαλιάζονται, ανταλλάσσουν κάποια γλυκόλογα—αν κρίνω απ’ τισ εκφράσεισ του προσώπου τουσ—και κάθονται σε δυό σκαµνάκια δίπλα στη σιδερένια εξώπορτα. Κι εκεί που είναι όλα όµορφα κι ωραία και είµαστε έτοιµοι να φύγουµε, πέφτει κεραυνόσ! - Ήρθεσ, ρε αχαZρευτε! φωνάζει η µάνα του και πάει να του αστράψει σκαµπίλι. Την εµποδίζει η γιαγιά. - Μασ ρεζίλεψεσ σ’ όλο το χωριό! Άµα έρθει ο πατέρασ σου, θα φτύσεισ αίµα, τ’ ακούσ; Ο Τάκησ σηκώνεται πάνω, τη σπρώχνει και πάει να φύγει. - Πού πασ, ρε χαµένε; Έλα εδώ! τρέχει ξοπίσω του η µάνα του. Πού ήσουν τόσεσ µέρεσ;

99

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 100

“Aντίο, λοιπόν”

Σ’ έχει καβαλήσει ο διάολοσ και θεσ να µασ καταστρέψεισ; Σου µιλάω! - Παράτα µε ήσυχο! τησ κάνει θυµωµένα ο Τάκησ κι έρχεται προσ τη µεριά µασ. - Ησύχασ’ κόρι µ’, τησ φωνάζει η γιαγιά. Πιδί είνι! Πάει, πέρασι! Λάθουσ έκανι! Μη κάν’σ έτσ’! - Θα τον πετσοκόψει ο πατέρασ του! ∆εν έχουµε να πληρώνουµε για τισ βλακείεσ σου! συνεχίζει µετά, κοιτώντασ προσ τη µεριά µασ. Μπα! Εσείσ τι θέλετε εδώ; - Ε…εµείσ τον φέραµε, τησ απαντώ εγώ και κοιτάζω τη Νατάσα. - Είναι πολύ καλό παιδί ο Τάκησ, τησ λέει κι αυτή, µήπωσ και την ηρεµήσει. Ένα λάθοσ έκανε… - ∆ε µου λεσ, απευθύνεται πάλι στο γιό τησ, µόνο αυτό το…«λάθοσ» έκανεσ; Ε; Μόνο αυτή τη ζηµιά; Κι όλα τ’ άλλα που ακούγονται τόσον καιρό; ∆εν ξέρεισ τίποτε εσύ γι’ αυτά; - Ποιά άλλα; τησ κάνει ο Τάκησ. ∆εν υπάρχουν άλλα…Σου είπα και τισ προάλλεσ…Μια ζηµιά έγινε. ∆εν τό’κανα επίτηδεσ! ∆εν ξέρω για ποιά άλλα µου τσαµπουνάσ! - Σ’ έψαχνε ο δάσκαλοσ κι ο αστυνόµοσ, το ξέρεισ; Θέλανε να σε ρωτήσουν πράγµατα. Αν είσαι εσύ ο κλέφτησ, αλίµονό σου, κακοµοίρη µου! Τον Τάκη µαλώνει, εγώ όµωσ σκύβω το κεφάλι. Η ενοχή δεν κρύβεται, όσο κι αν προσπαθήσεισ. Η Νατάσα µε σκουντάει µαλακά. - Είσαι εντάξει; µε ρωτάει. - Καλά…Μήπωσ πρέπει να τησ µιλήσουµε κι εµείσ; - Τι να τησ πούµε; Άσ’ τον καλύτερα να τα κανονίσει ο ίδιοσ…Εµείσ του συµπαραστεκόµαστε…Αλήθεια, τι λέγεται στο χωριό; - Θα σου εξηγήσω άλλη στιγµή, τησ λέω. Η φωνή τησ µάνασ του µου τρυπάει τ’ αφτιά: - Σού’χουν πάρει τα µυαλά αέρα! ∆αιµονισµένοσ είσαι; - Μάνα, κόφ’ το! Πολλά είπεσ! εξοργίζεται ο Τάκησ. - Καλά λένε για το «θηρίο τησ λαγνείασ»! του κάνει και τα µάτια τησ γυαλίζουν. Ποιόσ ξέρει ποιέσ παρέεσ σ’ έχουν ξεµυαλίσει και… Μασ κοιτάει ύποπτα. - Μια χαρά παρέα είµαστε! τησ λέω εγώ µε θράσοσ. Αυτή κουνάει το κεφάλι. - Για να µη σε πάρει ο διάολοσ και σε σηκώσει, θα σε κανονίσω εγώ! Ωχ, σκέφτοµαι. Απ’ τη Σκύλλα στη Χάρυβδη! - Θα σου ετοιµάσω κάτι βότανα…ό,τι πρέπει για την κατάστασή σου… - Να µ’ αφήσεισ ήσυχο! Ακούσ; - ∆ε θα τα πιεισ, βρε αθεόφοβε! Στο µαξιλάρι σου από κάτω θα τά’χεισ! Θα σ’ τα ράψω εγώ µέσα µέσα…Ξέρω απ’ αυτά…, µονολογεί µετά και πάει να φύγει. Μάνα, λέει τησ γριάσ, θα ετοιµάσουµε λίγη Αγγελική, λίγη δάφνη και λίγο δενδρολίβανο! Αυτόσ είναι στισ κάψεσ του και δεν ξέρει τι κάνει! Ο Τάκησ πετάγεται έξω και κλείνει µε δύναµη την καγκελόπορτα. - Να γυρίσεισ αµέσωσ πίσω! του φωνάζει η µάνα του. Όσο αργείσ, τόσο πιό πολύ ξύλο θα

100

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 101

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

φασ απ’ τον πατέρα σου! - Πάµε να φύγουµε! µασ κάνει ξεφυσώντασ. Είναι τρελή η γυναίκα! - Ευτυχώσ, η γιαγιά σου είναι µε το µέροσ σου, παρατηρεί η Νατάσα. - Ναι, δόξα τω θεώ! Αν και κανείσ δεν την υπολογίζει…Θέλω να περπατήσω λίγο. Είστε να πάµε µέχρι τη ρεµατιά; - Και να πηδήξουµε; τον πειράζω. - Άµα είχα φτερά, όλο εκεί θα την έβγαζα! λέει µε ενθουσιασµό ο Τάκησ. Θα την έκανα τη ρεµατιά θάλαµο απογείωσησ! - Κι εγώ το ίδιο θά’κανα, του λέω. Αν είχα τηλεκατευθυνόµενο αεροπλανάκι! προσθέτω και γελάµε και οι τρεισ µασ. Σιµώνει ∆εκαπενταύγουστοσ και όλο το χωριό έχει ατµόσφαιρα γιορτινή. ∆εν έχουµε αφήσει σοκάκι για σοκάκι και ρεµατιά για ρεµατιά που να µη τά’χουµε εξερευνήσει µε το κορίτσι µου. Απ’ τη στιγµή που είπαµε να παίξουµε αυτό το παιχνίδι, το «κάνε ό,τι κάνω», είµαστε συνέχεια µαζί. Κάθε ώρα που περνάει τη φέρνει πιό κοντά µου και νιώθω πιά ικανοποιηµένοσ που, επιτέλουσ, µου ανήκει και µένα κάποιοσ, κάτι… Η Νατάσα, βέβαια, δεν είναι απ’ τα κορίτσια που «ανήκουν» σε κανέναν, αλλά πάντα µεσ στα βαθιά νερά του έρωτα χάνεισ την επαφή σου µε την πραγµατικότητα και χτίζεισ,—όχι στη θέση τησ, ακριβώσ, αλλά πάνω τησ,—έναν άλλον κόσµο, πιό κοντά σ’ αυτό που θεσ, σ’ αυτό που έχει ανάγκη η καρδιά σου. Θυµάµαι τα λόγια τησ θείασ, που µου είπε µια µέρα: «Ο Καβάφησ είπε κάποτε, “αυτό που έχει σηµασία για την ευτυχία µασ δεν είναι πώσ µασ κρίνουν οι άλλοι, αλλά πώσ νοµίζουµε ότι µασ κρίνουν. Η ζωή µασ βασίζεται σ’ αυτό που φανταζόµαστε και όχι στην πραγµατικότητα”». Για να το λέει αυτόσ, κάτι θα ξέρει. ∆ε φοβάµαι ότι αυτό που ζω µε τη Νατάσα είναι ψεύτικο· απλά, ξέρω, φαντάζοµαι, ότι τίποτε δεν είναι ακριβώσ όπωσ το βλέπουµε. Αυτό πιστεύω και για τη µαµά. Η ηρεµία στο πρόσωπό τησ, η ρουτίνα που λαδώνει τα «γρανάζια» τησ αδιατάρακτησ ζωήσ τησ, δεν είναι παρά ένα µόνο µέροσ τησ πραγµατικότητασ. Αν ψάξεισ λίγο παραπάνω, κάτι άλλο θα δεισ να συµβαίνει, κάτι που µε το µικρό µου το µυαλό δεν µπορώ να το συλλάβω. Είναι η µαµά που ήξερα, αλλά είναι και κάτι άλλο, µια άλλη γυναίκα, που τη γνώρισα µόλισ τώρα και θέλω χρόνο να την τοποθετήσω στο «σύµπαν» µου. ∆ε θα ξεχάσω το ύφοσ τησ εκείνο το µεσηµέρι στησ θείασ. Σα χαστούκι ήταν εκείνο το πρόσωπο που έβλεπα απέναντί µου. Ξαφνικά ένιωσα ένα τεράστιο τείχοσ να υψώνεται ανάµεσά µασ—εκείνη κι εγώ, η ζωή τησ κι η ζωή µου, τα µυστικά τησ και τα µυστικά µου. Και δεν είναι δίκαιο, το ξέρω, να περιµένω από εκείνη να µου τα λέει όλα. Κι εγώ τησ κρατώ µυστικά. Έλα, όµωσ, που µε πληγώνει να βλέπω µπροστά στα µάτια µου ότι δε µε θεωρεί άξιο τησ εµπιστοσύνησ τησ! Πώσ να το πω…µε απορρίπτει! Έτσι νιώθω! Μέχρι πριν λίγο καιρό ήµουν ο εξοµολόγοσ τησ, και τώρα…µου κρύβεται! Κρύβεται πίσω απ’ το δάχτυλό τησ, όµωσ! Μ’ αυτό που κάνει, ρίχνει όλα τα φώτα πάνω τησ κι είναι ζήτηµα χρόνου να καταλάβω τι συµβαίνει! Κι όταν το µάθω…Άσ’ το καλύτερα τι θα γίνει όταν το µάθω…∆εν τό’χω αποφασίσει ακόµη! Πάντωσ, αν είναι κάτι σοβαρό, θα χάσω πάσαν ιδέα για τη µαµά—και θά’ναι κρίµα! Τι σόι οικογένεια είµαστε;

101

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 102

“Aντίο, λοιπόν”

Εντάξει, υπερβάλλω. Είµαι πολύ αυστηρόσ µαζί τησ. Ό,τι κι αν συµβαίνει, θα το µάθω τη στιγµή που πρέπει. Η µαµά ξέρει καλύτερα πότε θά’ρθει εκείνη η στιγµή. Τι περίεργο, να τη βλέπω σαν προστατευόµενή µου παρά σα µάνα µου! Θέλω να γράψω πολλά ποιήµατα γι’ αυτή, αλλά δεν ξέρω πώσ ν’ αρχίσω! Είναι ένα κεφάλαιο που δεν έχω αγγίξει ακόµη. Μια ωραία µπαλάντα φθάνει στ’ αφτιά µου κι ανοίγω την πόρτα µου να δω από πού έρχεται. Η καλλίγραµµη σιλουέτα τησ µαµάσ διαγράφεται µεσ στο µισκοσκότεινο σαλόνι, καθώσ είναι ξαπλωµένη στον καναπέ και ακούει ραδιόφωνο. ∆εν την έχω ξαναδεί ποτέ έτσι! Έχει αφήσει άλυτα τα µαλλιά τησ κι έχει αφεθεί σ’ ένα λάγνο αγκάλιασµα µε τα µαξιλάρια του καναπέ. Στο τραπεζάκι δίπλα τησ είναι ένα µπουκάλι κι ένα µισογεµάτο ποτήρι. ∆εν έχει καταλάβει ότι την…«κατασκοπεύω», αλλά είµαι σίγουροσ ότι κι αν ακόµη το καταλάβαινε, δε θ’ άλλαζε τίποτε. ∆είχνει να έχει κατακτήσει κάτι πολύ υψηλό, κάτι πολύ όµορφο, για να το διαλύσει µέσα σε λίγεσ στιγµέσ. Και το ραδιόφωνο γεννάει ερωτικούσ στίχουσ: «The book of love belongs to you…Open it, baby, and let me love you till eternity…» Τα άσχηµα µαντάτα τρέχουν σαν την αστραπή σε συννεφιασµένο ουρανό. Μέσεσ άκρεσ κατάλαβα, γιατί οι κυράτσεσ τησ αυλήσ δεν κάνουν ποτέ «στρωτή» κουβέντα. Πάντωσ, κάποια πέθανε—δεύτεροσ θάνατοσ µέσα σε λίγεσ µέρεσ—και οι γειτόνοι περιµένουν τουσ συγγενείσ τησ απ’ την Αθήνα. - Ποιούσ ξέρ’ τι σόι σχέσεισ είχανι…, λέει η µια την ώρα που τινάζει ένα ξεφτισµένο σεντόνι. Κανείσ τ’σ διν πάτ’σι του πόδι τ’ να τη δει… - Κάνει πιδιά να δεισ καλό, σιγοντάρει η άλλη, η Σουλτούκω, µε το «φέσι» στο κεφάλι. Χόρτα πούλαγι για να σπ’δάσ’ ου γιόκασ τ’σ, συνεχίζει. Κι τώρα…πήρι την απουκουλουµέν’! - Ιµείσ τουλάχιστουν έχουµι πιδιά, κυρά Βαγγιλιώ…Ξέρουµι τι τρέφαµι τόσα χρόνια… Μέχρι να πάρεισ κι εσύ την «απουκουλουµέν’», σκέφτοµαι εγώ και κλείνω το παντζούρι. Έχει φοβερή ζέστη σήµερα και νιώθω παραλυµένοσ. Σέρνοµαι µέχρι το ψυγείο για κανένα χυµό. Βρίσκω µόνο σόδα και µια λεµονάδα. Κάτι µου λέει ότι η εποχή των γλυκών και των µικρών ανέσεων έχει περάσει. Συνδέω αυτή την αλλαγή µε τη γιαγιά. Κι η µαµά…έχει πολύ καιρό να µου µιλήσει για επιταγή…∆εν µπορεί. Αν κάτι συνέβαινε, θα το µάθαινα. Αλλά πάλι…αυτή η ρηµάδα η διαίσθησή µου δεν πέφτει έξω, δε λαθεύει ποτέ! Χωρίσ να τη γυρέψω, ξέρω ότι δεν είναι σπίτι. Από προχθέσ που ήταν ξαπλωµένη σα σταρ του Χόλιγουντ στον καναπέ, ζήτηµα ν’ ανταλλάξαµε δυό- τρεισ κουβέντεσ όλεσ κι όλεσ. Βρήκε ένα άλµπουµ µε παλιέσ φωτογραφίεσ απ’ την εποχή που ήταν µαθήτρια στο δηµοτικό και το ξεφύλλιζε για ώρεσ µεσ στο δωµάτιό τησ. Την έχει πιάσει µια νοσταλγία· τέτοιεσ ώρεσ δείχνει να θέλει να µπει σ’ ένα βαγόνι που πηγαίνει πίσω και περνάει απ’ όλουσ τουσ σταθµούσ έναν- έναν αντίστροφα απ’ τουσ δείχτεσ του ρολογιού. ΧαZδεύει το άψυχο χαρτί σα νά’ταν πρόσωπο και κάτι ψάχνει—οµοιότητεσ µε το σηµερινό τησ εαυτό, διαφορέσ…Θρηνεί για ένα διαζύγιο που δε βγήκε ποτέ, για ένα «αντίο»

102

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 103

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

που δεν ειπώθηκε από κανενόσ χείλη. Η θεία µου είχε πει κάποτε για τον έρωτα και πώσ τον βιώνουν οι άνθρωποι ανάλογα µε το επάγγελµα που κάνουν. Ήταν, αν θυµάµαι καλά, το πρώτο «µάθηµα» που είχαµε κάνει για τισ µεταφορέσ και τη σοφία τουσ. Ο έρωτασ για το γιατρό, µου είχε πει, είναι σαν τον πυρετό: ξεκινά µε υψηλέσ θερµοκρασίεσ, εφίδρωση, σκοτοδίνη, και µε την πάροδο του χρόνου τα συµπτώµατά του υποχωρούν. Συµπέρασµα: όποιοσ είναι ερωτευµένοσ δεν είναι υγιήσ. Για το συµβολαιογράφο, ο έρωτασ είναι ένα συµβόλαιο άκυρο, για τον τραπεζικό ακάλυπτη επιταγή, για το φούρναρη ψωµί που απέξω είναι ροδοκόκκινο και µέσα είναι άψητο…Για µένα τι είναι άραγε ο έρωτασ; Είναι βροχή µετά από χρόνια ξηρασίασ, νότα µεσ στη σιωπή, φιλί πάνω σε δαρµένο µάγουλο, υπόσχεση που θεσ να πιστεύεισ ότι θα τηρηθεί. Απ’ το παράθυρο τησ κουζίνασ βλέπω έξω στην αυλή το ξεθωριασµένο τραπέζι όπου κάθονται και τρώνε οι γειτόνισσεσ µε το ψεύτικο πλαστικό τραπεζοµάντιλο να θυµίζει κάποια πολυτέλεια. Στα ρουθούνια µου κουβαλώ χιλιάδεσ µυρωδιέσ—απ’ τουσ υδρατµούσ που έχουν στερεοποιηθεί πάνω στουσ τοίχουσ τησ κουζίνασ, απ’ τα αόρατα µόρια σκόνησ που αιωρούνται στο χώρο, απ’ το κουµκουάτ στη γλάστρα πάνω απ’ το νεροχύτη, απ’ τουσ λοβούσ των αφτιών τησ Νατάσασ…Ένα ρίγοσ διαπερνά το κορµί µου και σταυρώνω τα χέρια µου πάνω στο στήθοσ µου. Βλέπω το είδωλό µου στο τζάµι του παραθύρου—το καλοκαίρι έχει αφήσει το αποτύπωµά του πάνω µου. Σε µερικά σηµεία το δέρµα µου έχει ξεροσκάσει και µοιάζει µε λέπια ψαριού. Σηκώνω το µπλουζάκι και πιέζω την κοιλιά µου· έχει σφίξει. Το στήθοσ µου κι αυτό είναι γυµνασµένο µε µια έντονη διαχωριστική γραµµή σα χαρακιά πάνω στο στέρνο µου να το κόβει σε δυό µέρη. - Έλα, Σβαρτζενέγκερ! ακούω τη φωνή τησ µαµάσ και κατεβάζω απότοµα το µπλουζάκι µου. - Πότε µπήκεσ; ∆ε σε κατάλαβα! - Είσαι αλλού, πού να µ’ ακούσεισ! Κρατάει µια σακούλα του µπακάλη. - Για ψώνια είχεσ πάει; τη ρωτάω. - Ναι, όπωσ βλέπεισ…Τά’µαθεσ τα νέα; - Ποιά νέα; - Η κυρά Όλγα, η θεία του µαγαζάτορα, του κυρ Παναγιώτη…πάει! µου κάνει. - Α, αυτή ήταν που πέθανε; Αυτή εννοούσε το «Πρακτορείο Reuters» τησ αυλήσ; - Ναι…Εχθέσ το βράδυ µασ άφησε χρόνουσ. Η Λίτσα µου είπε ότι δεν τ’ άφησε σε κανέναν το σπίτι! - ∆ηλαδή; - Τι «δηλαδή»; Πάει το σπίτι! Θα το πάρει το κράτοσ! ∆εν ξέρω και νοµικά, αλλά…τα παιδιά τησ γιοκ! Ούτε σπίτι ούτε τίποτε! Γι’ αυτό, µου είπε η Λίτσα να πάµε κι ό,τι προλάβουµε να πάρουµε απ’ το σπίτι, προλάβαµε! - Και θα πασ; Η ερώτησή µου ακούγεται πιό πολύ σα µάλωµα. - Γιατί να µη πάω, Αντώνη; Καλή γυναίκα ήταν. Θά’χουµε να τη θυµόµαστε…

103

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 104

“Aντίο, λοιπόν”

- Εγώ θα τη θυµάµαι έτσι κι αλλιώσ… Ξεροκαταπίνει. - Εσύ µην έρχεσαι, άµα δε θεσ! µου λέει µε τρόπο στακάτο. - ∆εν είπα ότι δε θά’ρθω! Μην αρπάζεσαι… - ∆εν αρπάζοµαι, αγορίνα µου. Απλά…νιώθω περίεργα όταν φεύγουν οι χωριανοί µασ… - Τότε βιάσου, µαµά! Η ψυχή τησ θά’ναι ακόµη εκεί και θα µασ περιµένει! αστειεύοµαι εγώ. Αν θέλω να χρησιµοποιήσω άλλη µια µεταφορά, θα πω ότι είναι βιασµόσ να βλέπεισ το βιοσ σου να περνά στα άπληστα χέρια των συγχωριανών σου, που σα γύπεσ πέφτουν πάνω στο κουφάρι τησ ζωήσ σου και το ξεσκίζουν. Ευτυχώσ που η γριούλα δε ζει πιά για να τα δει όλ’ αυτά. Εγώ όµωσ που τα βλέπω ουρλιάζω από µέσα µου και θέλω να τουσ διώξω όλουσ! Στο µικρό σαλονάκι βρίσκονται κάπου έξι- εφτά άτοµα και κοιτάζουν γύρω τουσ σα λιµασµένοι να δουν τι αξίζει να κουβαλήσουν σπίτι. Μια παχιά µε µαύρα είναι πιό γρήγορη και σε δέκα λεπτά έχει µαζέψει τα καλύτερα µέσα σε µια σακούλα σκουπιδιών. ∆υό κρυστάλλινα τασάκια, ένα πορσελάνινο τσαγερό, που απόµεινε πάνω σ’ ένα τραπεζάκι, µε µηχανισµό που παίζει µουσική στη βάση του, δυό γυάλινεσ αλατοπιπεριέρεσ απ’ την κουζίνα κι ένα µικρό κάδρο που δείχνει ένα ναυάγιο. Ένασ άντρασ µε τη γυναίκα του δεν κρύβουν την αγανάκτησή τουσ για τη γρηγοράδα τησ παχιάσ και µουρµουρίζουν κάτι που δεν είναι, ακριβώσ, βρισιά, αλλά ούτε και φιλοφρόνηση. Η µαµά µ’ αφήνει και πάει στην κουζίνα. Πάντα πίστευε ότι εκεί κρύβονται τα πιό ωραία πράγµατα. ∆εν την ακολουθώ. Μένω πίσω να φυλάω το σπίτι, µη το πάρουν µαζί τουσ φεύγοντασ! Όταν γυρίζει, κρατάει στα χέρια τησ ένα µπρούντζινο γουδί µε τον κόπανό του και τρία φλιτζάνια του καφέ µε χαραγµένο το µονόγραµµά τησ: Ο. Κ—Όλγα Καραπαναγιώτη. - Αυτά είναι αρκετά, µου λέει. - Αρκετά για τι πράγµα; είναι η δική µου απόκριση. - Αρκετά για να τη θυµάµαι… - Ευτυχώσ που δεν την έχουν εδώ, τησ λέω αναφερόµενοσ στη σορό τησ κυρά- Όλγασ. Μ’ όλ’ αυτά που γίνονται εδώ µέσα, θα βρικολάκιαζε! - Έλα, σώπα! Θα µασ ακούσουν! - Μπα…Αυτοί είναι αφοσιωµένοι στο κυνήγι του θησαυρού… Τελικά, όλοι µασ κρύβουµε µέσα µασ έναν κλεπτοµανή, µια ύαινα που σκάβει τουσ τάφουσ των άλλων για να επιβιώσει. Γιατί αυτό που κάνουν αυτοί να είναι πιό «σωστό», πιό «νόµιµο», απ’ αυτό που κάνω εγώ; Περιµένανε όλο αυτό τον καιρό σαν τα κοράκια να τσιµπήσουν και να φύγουν. Και το κάνουν µε τόση άνεση, που καταντά αηδία! Σιχαίνοµαι τον εαυτό µου! Όχι τόσο για την πράξη τουσ, όσο για την υποκρισία που κινεί τα νήµατα, για την ευκολία µε την οποία κάνουν δικά τουσ αντικείµενα που µέχρι πριν λίγεσ ώρεσ ανήκαν σε κάποιον άλλον, σε κάποιον που τώρα πιά είναι νεκρόσ. Μπορεί η ίδια η φύση να έχει προνοήσει. Το σάβανο του ενόσ να γίνεται πανωφόρι του άλλου. Όλα είναι δανεικά—και τα πράγµατα και τα συναισθήµατα. Ανήκουν

104

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 105

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

σε όλουσ και σε κανέναν. Τραπεζάκια, τασάκια, τσαγερό, κοσµήµατα, πίνακεσ, έρωτεσ, αγάπεσ, µίση…Τα κουβαλάµε για λίγα χρόνια στην πλάτη µασ, τα νοικιάζουµε, τα φθείρουµε, τα τσαλαπατάµε, κι ύστερα δίνουµε τη «σκυτάλη» στουσ επόµενουσ. Αναστενάζω µε ανακούφιση µόλισ βγαίνω πάλι στον ήλιο. Βρίσκεται στη µέση τ’ ουρανού κι οι αχτίδεσ του πέφτουν πάνω µασ αλύπητα. - Βάλε ένα χεράκι, µου λέει η µαµά. Παίρνω το γουδί µε τον κόπανο κι αφήνω σ’ αυτή τα φλιτζάνια. Ο γυρισµόσ είναι µακρύσ και κοπιαστικόσ. - Έπρεπε νά’ρθουµε µε το ποδήλατο, τησ λέω. Θα τά’φερνα εγώ σπίτι κι εσύ θα’ρχόσουν µε τα πόδια πιό άνετα. - ∆εν πειράζει, παλικάρι µου. Ασ κουραστούµε και λίγο. Για καλό σκοπό είναι. Την τιµάµε µ’ αυτό τον τρόπο… - Η τιµή τιµή δεν έχει…, µουρµουρίζω εγώ κι επιταχύνω το βήµα. Βρίσκω το αγγελούδι µου σκυµµένο στο πάτωµα µέσα σ’ έναν κλοιό από χοντρά βιβλία. Έτσι όπωσ τά’χει γύρω τησ τοποθετηµένα ντάνεσ ντάνεσ κι έχει βάλει τον εαυτό τησ στη µέση, µου θυµίζει κάτι κινούµενα σχέδια όπου η ηρωίδα είναι ζωσµένη από πύρινεσ γλώσσεσ και ο ήρωασ τρέχει να τη σώσει. Άλλεσ φορέσ θα συνέχιζε τη δουλειά τησ χωρίσ καν να σηκώσει το κεφάλι ή ν’ αφήσει κάποιο συναίσθηµα να σπάσει το προσωπείο τησ προσήλωσησ· τώρα όµωσ πετάγεται πάνω σαν κούκλα µ’ ελατήριο µέσα απ’ το κουτί και ανοίγει την αγκαλιά τησ να χωθώ και να φριµάξω σαν άλογο από ηδονή. - Μου έλειψεσ, µου λέει και µε σφίχνει πάνω τησ. Το στήθοσ τησ µε τρυπάει. - Κι εσύ…, τησ λέω µέσα στο αργόσυρτο φιλί µασ. - Έχω πιάσει δουλειά απ’ το πρωί, µου εξηγεί και για λίγο χαλαρώνει τη γλυκιά µέγκενη του χεριού τησ. Στρίβει το κεφάλι τησ και οδηγεί τη µατιά µου στουσ σωρούσ απ’ τα βιβλία που είναι στο σκονισµένο πάτωµα. - Μερικά απ’ αυτά πρέπει να ζυγίζουν έναν τόνο! τησ κάνω εγώ και πάω κοντά. Το µάτι µου πέφτει πάνω σε µερικούσ τίτλουσ: «Η Ιστορία τησ Αρχαίασ Ελληνικήσ Θρησκείασ» του Νίλσσον, «Τα Κατά Συνθήκην Ψεύδη» του Νορντάου, «Άπαντα του Σέξπιρ», «∆εκαήµερον» του Βοκάκιου, «Ο Βυσσινόκηποσ» του Τσέχοφ, «Ερµηνεία των Ιερών Κειµένων» από κάποιεσ Πανεπιστηµιακέσ εκδόσεισ του 1962, «Εκατό χρόνια µοναξιάσ» του Μάρκεσ, «Άπαντα Πλάτωνοσ και Αριστοτέλουσ», «Ο Κύκλοσ µε την Κιµωλία» του Μπρεχτ, «Αδελφοί Καραµάζοφ» του Ντοστογιέφσκι, και πολλά άλλα που καλύπτουν θεολογικά και φιλοσοφικά ζητήµατα. - Ο παππούσ σου πρέπει να είχε ξουράφι µυαλό! Εδώ µέσα πρέπει να υπάρχουν πάνω από δύο χιλιάδεσ βιβλία! Η Νατάσα µαζεύει τα µακριά µαλλιά τησ µ’ ένα λαστιχάκι και µπαίνει µεσ στον κύκλο απ’ τα βιβλία. - Θέλω να τα χωρίσω σε κατηγορίεσ. ∆υσκολεύοµαι βέβαια να πιστέψω ότι ο παππούσ

105

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 106

“Aντίο, λοιπόν”

δεν το είχε σκεφθεί αυτό πριν από µένα…Φαίνεται ότι για κάποιο λόγο τα βιβλία ανακατεύτηκαν—ίσωσ από κάποια µετακόµιση ή…από κάποια αφαίρεση βιβλίων… - Λεσ να έδωσε µερικά σε κάποιουσ; - Μπορεί και να τα δάνεισε και…όταν του τα επέστρεψαν να µη µπήκαν στην ίδια θέση… ∆εν ξέρω. Πάντωσ, θέλω να βάλω κάποια τάξη εδώ µέσα για να µπορώ να διαβάζω κι εγώ καλύτερα. - Σε φαντάζοµαι να γίνεσαι…Πανεπιστήµων! τησ λέω µε χαρά τονίζοντασ τη λέξη. Το γελάκι που τησ ξεφεύγει είναι πολύ αστείο. - Με µια πρόχειρη µατιά µπορώ να δω ότι τα βιβλία χωρίζονται σε πέντε κατηγορίεσ: Θεολογικά, Φιλοσοφικά, Λογοτεχνικά, Ιστορικά και Αρχαιολογικά. Η µαµά ποτέ δε µού’χε πει ότι ο παππούσ διάβαζε τόσο πολύ ή ότι σε µια εποχή που άλλοι δεν είχαν ούτε ένα πιάτο φαZ, εκείνοσ φρόντιζε να µεγαλώνει τη βιβλιοθήκη του… - Η οικογένειά σου είχε χρήµατα, τησ θυµίζω. Κι ακόµη έχει, έτσι δεν είναι; - Ζούµε άνετα, ναι, συµφωνεί κι αυτή. Αλλά δεν ξέρω τι περιουσία έχουν οι δικοί µου. Είµαι πολύ µικρή για κάτι τέτοια… - Σοβαρολογείσ; Είσαι µικρή για να ξέρεισ την περιουσία σου και δεν είσαι µικρή για ν’ ασχολείσαι µε τόσα διαβάσµατα; - Κρυφά το κάνω, µου εξηγεί. - ∆εν πιστεύω ότι δεν το έχουν καταλάβει. - Τότε γιατί δε µου λένε τίποτε; - Μπορεί να µην έχουν πρόβληµα. ∆εν είναι κακό ν’ αρέσει στην κόρη τουσ το διάβασµα! Για σκέψου να ήσουν καµιά αλήτισσα… - Εσύ θα µ’ αγαπούσεσ ακόµη και τότε; µε ρωτάει και µε αιφνιδιάζει. - Φυσικά και θα σ’ αγαπούσα! τησ λέω και περνάω το χέρι µου µέσα απ’ τα µαλλιά τησ. Βυθίζοµαι σε σκέψεισ. Προσ στιγµή δε θυµάµαι ούτε τα βιβλία ούτε το λόγο για τον οποίο πήγα να τη δω. Ήθελα να τησ µιλήσω για τη µαµά και για την αλλαγή τησ συµπεριφοράσ τησ, αλλά τώρα νοιάζοµαι πιό πολύ να την αγγίξω και να µιλήσουµε για το πώσ αισθανόµαστε ο ένασ για τον άλλον. - Εσύ; τη ρωτάω µετά από λίγο. Θα ήσουν µαζί µου αν ήµουν ένασ αλήτησ; - Γιατί, δεν είσαι; µου κάνει χαδιάρικα. Ένασ αλητάκοσ είσαι…που µου δίνει αγάπη και µια ζεστή αγκαλίτσα… - Θα µου συγχωρούσεσ, αλήθεια, τα πάντα επειδή µ’ αγαπάσ; συνεχίζω να τη ρωτάω. Κάθεται πάνω σ’ ένα σκαµπό και µου τσιµπάει τη µύτη. - Αν το κατάφερνεσ εσύ, θα το κατάφερνα κι εγώ. Αλλά γιατί τα ρωτάσ όλ’ αυτά, αρκουδίνο µου; - «Αρκουδίνο µου»; επαναλαµβάνω. Με τόσεσ λίγεσ τρίχεσ που έχω, µόνο µε ξυρισµένη αρκούδα µοιάζω! - Έλα, σταµάτα. Είσαι το πιό ωραίο αγόρι στο χωριό… ∆εν µπορώ παρά να κοκκινίσω. - Πεσ µου για τα βιβλία του παππού, αλλάζω θέµα. - Ο παππούσ είχε πολλέσ ανησυχίεσ, µου απαντά σοβαρή. Θυµάσαι που σου έλεγα για

106

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 107

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

τον Παράκελσο και…; - Το καµίγκουλό του, τη διακόπτω. Σκάει στα γέλια. - Hominculus εννοείσ. - Μπράβο! Ναι, πώσ δεν το θυµάµαι! - Έχω βρει πολλέσ σηµειώσεισ πάνω σ’ αυτό, αλλά, δυστυχώσ, είναι στα Λατινικά. Μου πήρε µέρεσ να το καταλάβω, βέβαια. Πάντωσ, πρέπει να περνούσε ώρεσ ολόκληρεσ µεσ στη βιβλιοθήκη του. Παντού υπάρχουν τα σηµάδια του—ίχνη καφέ πάνω στισ σελίδεσ, ψίχουλα, ξεχασµένα σηµειώµατα που του άφηνε η γιαγιά κι ο γιοσ του. Εδώ και είκοσι χρόνια. Ίσωσ και παραπάνω. Α, ξέχασα να σου πω ότι στα πάνω πάνω ράφια υπάρχουν σηµειώσεισ δεµένεσ σε τόµουσ που δεν τισ έχω κοιτάξει ακόµη. Οι πιό πολλέσ απ’ αυτέσ πρέπει να µιλάνε για εκκλησιαστικά θέµατα…Επίσησ, έχω βρει τρία- τέσσερα βιβλία του ίδιου του παππού. Να, κοίτα αυτό εδώ, µου λέει κι αρπάζει ένα απ’ τη ντάνα δίπλα τησ. «Περί Γνώσεωσ και Πίστεωσ», διαβάζει τον τίτλο. Έχει το όνοµα του παππού. Αρχίζει να το ξεφυλλίζει και οι άταχτεσ ριπέσ του αέρα κινούν µια τούφα απ’ το µέτωπό τησ. Ένα κιτρινισµένο κοµµάτι χαρτί πέφτει από µέσα. Σκύβω και το σηκώνω. - Να, άλλο ένα σηµείωµα, τησ λέω και τησ το δίνω. Εκείνη το παίρνει και προσπαθεί να καταλάβει τι γράφει. - Κάτι λέει εδώ, αλλά δεν µπορώ να διακρίνω καθαρά… Πηγαίνω πλάι τησ να ρίξω µια µατιά. Στη µέση του χαρτιού είναι γραµµένα µε εξασθενηµένο γκρι µελάνι τέσσερα P: PP PP. - Τέσσερα ρο, διαβάζω. Ρο ρο ρο ρο. Μάλλον κάτι ήθελε να σηµειώσει ο παππούσ και το άφησε στη µέση. Η Νατάσα κάθεται σιωπηλή, ενώ τα µάτια τησ είναι καρφωµένα πάνω στα τέσσερα γράµµατα. - Ρο ρο ρο ρο…, λέει κι αυτή στο τέλοσ. Χµµ…δεν ξέρω τι να πω. Πάντωσ δε µου κάνει για απλή σηµείωση. Επανάληψη του ίδιου γράµµατοσ; Τέσσερεσ φορέσ; Για ποιό λόγο; - Κι αν είναι κάποιοσ κώδικασ; τησ λέω εγώ. Σαν τα σήµατα Μορσ…Αντί να έχει τελείεσ και παύλεσ, έχει γράµµατα… - Και τι να σηµαίνουν; Γιατί να ήθελε να γράψει σ’ ένα κοµµατάκι χαρτί έναν κώδικα; - ∆εν έχω ιδέα. Μεγάλοσ άνθρωποσ ήταν. Θα είχε τουσ λόγουσ του…Μπορεί να ήθελε να σηµειώσει κάτι για να µη το ξεχάσει! προσθέτω µετά σε µια αναλαµπή φαιάσ ουσίασ. - Λεσ; Ό,τι κι αν ήταν, πάντωσ, αυτό που ήθελε να θυµηθεί, τέσσερα Ρ είναι πολλά! Εκτόσ…, κάνει και µε κοιτάει µε γουρλωµένα µάτια. Στην ουσία δε µε βλέπει. Απλώσ, κοιτάζει µέσα από µένα για να δει το φάντασµα του παππού που θα τησ δώσει τη λύση. - Εκτόσ…αν δεν είναι ρο αλλά…πι! - Πι; ∆ηλαδή το Αγγλικό P; ρωτάω. - Ναι, θα µπορούσε να είναι Αγγλικό, Γαλλικό, Γερµανικό, Ιταλικό… - Γιατί όχι και Λατινικό; παρατηρώ. - Ναι, γιατί όχι; Λατινικό P, λοιπόν…Πι πι πι πι.

107

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 108

“Aντίο, λοιπόν”

- Πι πι το παπί, κοροZδεύω εγώ και κάνω ένα γύρο µεσ στο δωµάτιο κουνώντασ τα φανταστικά φτερά µου. - ∆εν µπορώ να καταλάβω τι σηµαίνουν αυτά τα γράµµατα… - Μήπωσ ασχολούµαστε µε λάθοσ πράγµατα αυτή τη στιγµή; τη ρωτάω και πάω από πίσω τησ να παίξω µε το λαστιχάκι στα µαλλιά τησ. - Μπορεί…Τέλοσ πάντων, ασ το αφήσουµε για την ώρα. Αυτό που θέλω να κάνω µέχρι αύριο είναι να µαζέψω όλα τα βιβλία στο πάτωµα και ν’ αρχίσω να τα τοποθετώ µε αλφαβητική σειρά στισ κατηγορίεσ που ανήκουν. - Ποπό! Ούτε µέχρι του χρόνου δε θα τελειώσεισ! λέω µε αφέλεια. - Γι’ αυτό έχω έναν αλητάκο να µε βοηθήσει… - Ωχ! Και πρέπει να το κάνουµε σήµερα αυτό; παραπονιέµαι. - Άµα θεσ να πάµε για παγωτό το βραδάκι… - Είσαι εσύ µια! Ό,τι θεσ µε κάνεισ! - Σ’ αρέσει όµωσ, λέει µε νάζι. - Ποιό, το παγωτό; την πειράζω. - Να σε κάνω ό,τι θέλω… - Χµµ…Πολύ! Έλα, βιάσου, λοιπόν, γιατί τώρα µ’ έπιασε προκοπή! Σε δυό- τρεισ ώρεσ τα βιβλία του παππού σου θα βρίσκονται στισ θέσεισ τουσ! - Πολύ αισιόδοξο σε βρίσκω! Έχουν περάσει πέντε ώρεσ και το µόνο που έχουµε καταφέρει είναι να µεταφέρουµε όλα τα βιβλία στο πάτωµα και να γεµίσουµε το δωµάτιο µε πολλούσ ετοιµόρροπουσ «πύργουσ» στο ύψοσ το δικό µου. Ο παππούσ είχε συγκεντρώσει πολύ περισσότερα βιβλία απ’ ό,τι πίστευα. Ίσωσ πάνω από τρεισ χιλιάδεσ τόµουσ. Η Νατάσα έχει σκονίσει το κίτρινο φορεµατάκι τησ, που φθάνει µέχρι τα γόνατα, και το µοβ µπλουζάκι. Αυτό το σώµα που έχω απέναντί µου είναι κούµουλο28 ζουµί από νιότη και θέλω τόσο πολύ να το γευτώ, αντί να κάθοµαι να ταξινοµώ δερµατόδετα βιβλία. Αµέσωσ όµωσ σκοτώνω αυτή τη σκέψη, όπωσ και τόσεσ άλλεσ στο παρελθόν, και συνεχίζω ακάθεκτοσ τη δουλειά που µου έχει αναθέσει. - Όλα τα βιβλία που αρχίζουν από Α µέχρι ∆ θα µπουν εκεί πάνω, µου λέει και µου δείχνει το πάνω πάνω ράφι µιασ µικρήσ βιβλιοθήκησ στο βάθοσ του δωµατίου, πίσω από ένα φωριαµό. Παίρνω µε τη µια καµιά δεκαπενταριά βιβλία και πάω να τ’ απιθώσω εκεί που µου έδειξε. Τη στιγµή που τ’ ακουµπάω και γυρίζω προσ το µέροσ τησ, τη βλέπω να ανοίγει ένα ένα στην πρώτη σελίδα τα βιβλία µπροστά τησ και µε έκπληξη να διαπιστώνει ότι κάτι περίεργο συµβαίνει. - Αντώνη…έλα να δεισ κάτι, µου φωνάζει. Έλα! Τι στέκεσαι εκεί τόση ώρα; Κάθοµαι δίπλα τησ και βλέπω άλλη µια περίεργη σειρά από γράµµατα (Ελληνικά, Λατινικά;) στο κάτω δεξιό µέροσ τησ πρώτησ σελίδασ. Και το περίεργο είναι ότι τα ίδια γράµµατα βρίσκονται στο ίδιο σηµείο σε πέντε ακόµη βιβλία που χάσκουν ανοιχτά στο πάτωµα.

108

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 109

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- PH PH, διαβάζω αργά. Πι έιτσ πι έιτσ. - Ή ρο η ρο η, λέει η Νατάσα. ∆εν είναι τα ίδια γράµµατα όπωσ αυτά στο χαρτάκι. Και το βγάζει από την τσέπη τησ. - Πι πι πι πι, το αποκωδικοποιεί. ∆εν είναι σίγουρη ότι το διαβάζει σωστά. Πηγαίνει στη µικρή λάµπα στο άλλο δωµάτιο και το εξετάζει. Εγώ βλέπω µόνο την πλάτη τησ γερµένη όπωσ είναι πάνω απ’ το φωσ. - Ρο ρο ρο ρο…πι πι πι πι…∆εν µπορεί… ∆εν ακούγεται τίποτε για λίγο. Μετά όµωσ, εντελώσ ξαφνικά κι ενώ εγώ έχω χαθεί σε µια γλυκιά αναπόληση των τελευταίων ηµερών στο πλάι τησ Καρµενσίτασ µου, ακούγεται κάτι σαν ξύσιµο των φωνητικών χορδών, σαν…«επιθανάτιοσ ρόγχοσ»—κάτι που για πρώτη φορά άκουσα απ’ τα χείλη τησ θείασ µου τησ Ελένησ όταν αναφερόταν στισ τελευταίεσ στιγµέσ του πατέρα τησ—και τρέχω προσ το µέροσ τησ Νατάσασ, ξέροντασ ότι ο ήχοσ αυτόσ βγαίνει απ’ αυτή. - Τι συµβαίνει; Μου έκοψεσ το αίµα! Εκείνη ατάραχη δουλεύει µέσα τησ τη νέα πληροφορία και µου λέει: - ∆εν είναι δύο ίδια σύµφωνα…∆εν είναι δύο ρο ή δύο πι…Κοίτα κι εσύ… Μου φέρνει το χαρτάκι πιό κοντά. Τώρα που το βλέπω καλύτερα στο χρυσοκίτρινο φωσ τησ λάµπασ, διακρίνω ότι δεν είναι τέσσερα όµοια σύµφωνα, αλλά η ίδια σειρά από γράµµατα που µόλισ πριν είδαµε στην πρώτη σελίδα των βιβλίων. - PH PH…, ψελλίζω και την κοιτάζω. - Τι σηµαίνει αυτό; µε ρωτάει, αλλά δεν περιµένει απάντηση. Αυτό που ήθελε µάλλον να γράψει ο παππούσ, αν, τελικά, είναι γραµµένο απ’ το χέρι του, δεν ήταν απλώσ µια πρόχειρη σηµείωση…Βλέπουµε ότι επαναλαµβάνεται σε πολλά βιβλία και µάλιστα στην πρώτη σελίδα… Πηγαίνουµε πάλι στο µέσα δωµάτιο, όπου η θερµοκρασία έχει πέσει αισθητά και µε κάνει ν’ ανατριχιάζω. - Τότε…, λέω εγώ θέλοντασ να βγάλω κάποιο λογικό συµπέρασµα, αφού αυτά τα γράµµατα είναι επαναλαµβανόµενα και βρίσκονται σε πολλά βιβλία, πρέπει να ήταν κάποιοσ κώδικασ… - Ναι, δεν αποκλείεται…Μάλλον, θά’λεγα ότι δεν υπάρχει καµία άλλη εξήγηση. Για την ώρα πρέπει ν’ αρκεστούµε σ’ αυτό. Αν είναι κώδικασ, συνεχίζει, τα γράµµατα αυτά πρέπει να αντιπροσωπεύουν κάτι, που σηµαίνει ότι πρέπει να είναι…αρχικά! - Ναι, αρχικά! αναφωνώ. Γιατί όχι µονόγραµµα; Πρέπει να σκεφθούµε ποιόσ ή ποιά έχει τέτοια αρχικά. Εσύ είσαι σε θέση να µάθεισ, Νατάσα. Αν είναι οικογενειακά αρχικά, τότε θά’ναι παιχνιδάκι να λύσουµε το γρίφο! Εκείνη αναστενάζει. - Ρο η…Λίγο δύσκολο ν’ αρχίζει κάποιο όνοµα από ρο…∆ε νοµίζω ότι υπάρχει κάποιοσ συγγενήσ µου που να έχει τέτοιο όνοµα…Κι αν το η αναφέρεται σε επώνυµο, ακόµη χειρότερα. Ο πατέρασ µου λέγεται Λακόπουλοσ…Εκτόσ αν είναι ξένα γράµµατα…Οπότε, πάει αλλού το πράγµα…

109

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 110

“Aντίο, λοιπόν”

- Αν είναι Λατινικά, ασ πούµε, τι µπορεί να σηµαίνουν; Πώσ θα µάθουµε; Πρώτα απ’ όλα, πρέπει να δούµε γιατί τα επαναλαµβάνει σε τόσα βιβλία… Σηκώνοµαι και αρχίζω να ανοίγω τα βιβλία που µε περιστοιχίζουν. Στα περισσότερα δεν υπάρχει καµία σηµείωση, εκτόσ από καµιά δεκαριά. Η Νατάσα µε κοιτάζει χωρίσ να παίρνει µέροσ. Σκέφτεται. Εγώ συνεχίζω να ψάχνω τα τέσσερα αυτά γράµµατα και στα υπόλοιπα βιβλία που έχω µπροστά µου. ∆εν περιορίζοµαι στην πρώτη σελίδα. Κοιτάω στο οπισθόφυλλο, στισ σελίδεσ πριν απ’ αυτό, στη µέση του βιβλίου. Μόνο σε τρία ακόµη βρίσκω τα ίδια γράµµατα µε ξεθωριασµένο γκρι µελάνι. ∆ε θέλω να παραδώσω τα όπλα. Πρώτη φορά µπλέκω σε µια τέτοια υπόθεση και αυτό µε κάνει να θέλω να φθάσω µέχρι το τέλοσ. Για να έχει σηµειώσει ο παππούσ σε µερικά βιβλία και όχι σε όλα σηµαίνει ότι αυτά τα λίγα έχουν κάτι κοινό που τα δένει. Τι, όµωσ; Μοιράζοµαι τισ σκέψεισ µου µε το κουρασµένο κορίτσι που µου χαµογελά αχνά κι εκείνο συµφωνεί µαζί µου. - Είσαι πολύ έξυπνοσ! µου κάνει. Αυτό δεν το είχα σκεφθεί! Πώσ όµωσ θα σιγουρευτούµε; - Μισό λεπτό! Είπεσ ότι πολλά βιβλία δεν ήταν τακτοποιηµένα στη βιβλιοθήκη. Κάποιοσ ίσωσ να τα µετακίνησε ή από κάποια µετακόµιση να βρέθηκαν σε λάθοσ µέροσ… - Ναι…Τα πιό πολλά δεν ακολουθούσαν αλφαβητική σειρά…Μπορεί βέβαια και να µην τα είχε ταξινοµήσει έτσι ο παππούσ, αν και λίγο δύσκολο. Βάζω δίπλα δίπλα τα βιβλία µε τη σηµείωση και διαβάζω τουσ τίτλουσ στη ράχη τουσ. «Ψυχολογία τησ Θρησκείασ», «Η Κατήχηση στη ∆ύση και την Ανατολή», «Ερµηνεία Ιερών Κειµένων», «Βίοι Αγίων», «Ευσεβισµόσ και Ορθοδοξία», «Ελευθέρα και Ζώσα Εκκλησία», «Παλαιά και Καινή ∆ιαθήκη», «Ιερόσ Κανών», «Τα Ευαγγέλια και η Αλήθεια», «Τα Ευαγγέλια τησ Νεκράσ Θαλάσσησ», «Ο Ιησούσ ωσ Άνθρωποσ και ο Χριστόσ ωσ Θεάνθρωποσ», «Το φαινόµενο τησ Θέωσησ», «Η έννοια τησ Satisfactio στην Καθολική Εκκλησία», «Ορθοδοξία και ∆ικανική Σωτηριολογία». - ∆εκατέσσερα βιβλία µέχρι στιγµήσ. Και θα υπάρχουν κι άλλα, τησ λέω µόλισ τελειώνω την πρόχειρη ταξινόµησή µου. - Αν καταλαβαίνω καλά, όλ’ αυτά µιλούν, πάνω κάτω, για τα ίδια θέµατα. Θέλω να πω, µιλάνε για θρησκευτικά θέµατα. - Σαν αυτά που µαθαίνουµε στο σχολείο; τη ρωτάω, αν και είµαι βέβαιοσ ότι δεν έχουν καµία σχέση. - ∆εν ξέρω. ∆ε νοµίζω, πάντωσ, να λένε τα ίδια πράγµατα µε αυτά που µασ λέει ο δάσκαλοσ ο δικόσ µασ… - Βλέπεισ, λοιπόν, ότι τα αρχικά αυτά—αν είναι αρχικά—βρίσκονται µόνο σε τέτοιου είδουσ βιβλία, που αναφέρονται σε θρησκευτικά και θεολογικά θέµατα. - Έτσι φαίνεται, λέει κάπωσ συγκρατηµένα. Ασ δούµε όµωσ και τα υπόλοιπα. Μέχρι αύριο θα φανούν όλα ξεκάθαρα. Ελπίζω, προσθέτει µετά µε επιφύλαξη. Έχει πέσει τόση σιωπή, που ακούω τουσ χτύπουσ του ρολογιού µου. Η Νατάσα έχει ανέβει σε µια µικρή σκάλα και ξεθάβει µικρά βιβλιαράκια και σηµειώσεισ απ’ το τε-

110

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 111

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

λευταίο ράφι τησ µεγάλησ βιβλιοθήκησ που φθάνει µέχρι το ταβάνι. Εγώ, στην ουσία, ρεµβάζω, αν και το σώµα µου συµµετέχει ενεργά σ’ αυτή την αναπάντεχη έρευνα που δεν ξέρουµε πού θα µασ οδηγήσει—αν µασ οδηγήσει, δηλαδή, πουθενά. Μ’ αρέσει να βλέπω τισ γάµπεσ τησ πότε να σκληραίνουν και πότε να χαλαρώνουν, καθώσ εκείνη τεντώνεται να πιάσει κάποια φύλλα ή να µεταφέρει µια ντάνα από βιβλία απ’ το ένα ράφι στο άλλο χωρίσ να κάνει θόρυβο. Είναι ήδη αργά και δε θέλει να καταλάβουν οι δικοί τησ τι σκαρώνουµε εµείσ εδώ κάτω. - Πεθαίνω τησ πείνασ, τησ λέω κάποια στιγµή, όταν πλέον το γουργουρητό στο στοµάχι µου θυµίζει πεινασµένη γάτα. - Κι εγώ, αλλά…δεν µπορώ να φύγω ακόµη. Έχω δουλειά. Εσύ, αν θεσ, πήγαινε να φασ κάτι. Θα σε γυρεύει κι η µαµά σου. - ∆ε νοµίζω. ∆ε θά’ναι σπίτι, είµαι σίγουροσ, λέω σκεφτικόσ. Μέσα στο επόµενο λεπτό, έχει κατέβει απ’ τη σκάλα µε ένα µάτσο χαρτιά στην αγκαλιά τησ και έχει κάτσει δίπλα µου ακουµπώντασ τα πάνω σε µια εφηµερίδα που έχουµε απλώσει στο πάτωµα. - Απίστευτο υλικό! λέει µε χαρά και κάποια υπερηφάνεια για τον παππού τησ. Χµµ… κοίτα! Πρέπει να είναι αποκόµµατα από παλιέσ εφηµερίδεσ…17 Σεπτεµβρίου, 1965, 29 ∆εκεµβρίου 1966… Καθώσ ξεφυλλίζει τ’ αποκόµµατα, περνάνε από µπροστά µου αµέτρητα άρθρα, φωτογραφίεσ, σκίτσα, δελτία καιρού, και πολλά άλλα. Το παλαιότερο τεύχοσ µέσα σε όλ’ αυτά είναι τησ 21ησ ΜαZου, 1960. Το προσπερνάµε γρήγορα κι αυτό και φθάνουµε σε κάποιεσ σηµειώσεισ που είναι γραµµένεσ απ’ τον παππού. Στο πάνω δεξιό µέροσ είναι η ηµεροµηνία και πιό κάτω, αριστερά, βρίσκεται το όνοµά του: Χαράλαµποσ Μαργώνησ. - Η αλληλογραφία του, παρατηρεί η Νατάσα και σηκώνει το κεφάλι να µε κοιτάξει. ∆ιαβάζοντάσ τη, κάτι µπορούµε να καταλάβουµε για τη ζωή του… - Αν δε σου έφτασε η καθηµερινή επαφή µαζί του, τότε…, κάνω εγώ, αλλά αυτή µε διακόπτει: - ∆εν πρόλαβα να τον γνωρίσω πολύ καλά τον παππού. Ήµουν πολύ µικρή όταν πέθανε. Κοίτα αυτό, µου λέει και ξεδιπλώνει µερικά κοµµάτια χαρτιού που ο χρόνοσ έχει κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο. Αρχίζω να διαβάζω: Αθήνα, 12 Μαρτίου, 1970 Χαράλαµποσ Μαργώνησ Αγαπητέ µου Γεράσιµε, Όπωσ σου υποσχέθηκα, σου στέλνω τον κατάλογο µε τα κυριότερα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα βιβλία τησ περιόδου τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ, τα οποία, όπωσ βλέπεισ, είναι περισσότερα από τα κανονικά. Εάν σε ενδιαφέρουν επίσησ τα ψευδεπίγραφα τησ Παλαιάσ, να µου το πεισ για να εκπονήσω άλλη εργασία.

111

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 112

“Aντίο, λοιπόν”

Ευαγγέλιον Ιακώβου ή "Πρωτευαγγέλιον" Ευαγγέλιον Νικοδήµου Ευαγγέλιον καθ’ Εβραίουσ Ευαγγέλιον κατά Θωµά Ευαγγέλιον κατά Πέτρον Ευαγγέλιον Τέκτονοσ Ιωσήφ Ευαγγέλιον Ψευδο- Ματθαίου Ευαγγέλιον Πραχθέντων Ποντίου Πιλάτου Ευαγγέλιον κατά Ματθείαν Ευαγγέλιον κατά Φίλιππον Ευαγγέλιον κατά Βαρθολοµαίον Ευαγγέλιον κατά Ανδρέαν Ευαγγέλιον κατά Ιούδαν Πράξεισ Πέτρου Πράξεισ - Κήρυγµα Πέτρου Πράξεισ Παύλου Πράξεισ Παύλου και Θέκλησ Πράξεισ Ιωάννου Πράξεισ Θωµά Πράξεισ Ανδρέου Πράξεισ Φιλίππου Πράξεισ Βαρνάβα Πράξεισ Βαρθολοµαίου Πράξεισ Ματθείου Πράξεισ Θαδαίου Επιστολή Παύλου προσ Κορινθίουσ στα Συριακά Επιστολή Παύλου προσ Αλεξανδρείσ Επιστολή Παύλου προσ Λαοδικείσ Επιστολή Παύλου πρόσ Σενέκα Επιστολή Ποπλίου Λεοντοπούλου Επιστολή Αβγάρου πρόσ τον Κύριον Επιστολή Ένδεκα Αποστόλων Αποκάλυψισ Ζαχαρίου Αποκάλυψισ Θωµά Αποκάλυψισ Μαρίασ Αποκάλυψισ Παύλου Αποκάλυψισ Πέτρου Αποκάλυψισ Στεφάνου

Γιά παράδειγµα, στο Κολασ. δ' 16 τησ Κανονικήσ Καινήσ ∆ιαθήκησ διαβάζουµε : "και όταν αναγνωσθή παρ' υµίν η επιστολή, ποιήσατε ίνα και εν τη Λαοδικέων Εκκλησία αναγνωσθή, και την εκ Λαοδικείασ ίνα και υµείσ αναγνώτε". Ο ίδιοσ λοιπόν ο Απόστολοσ Παύλοσ

112

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 113

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µασ λέγει ότι υπάρχει µία "Επιστολή πρόσ Λαοδικείσ". Αυτό έδωσε την ιδέα σέ κάποιον Αφρικανόν µάλλον συγγραφέα να συντάξει γύρω στα 250 µε 300 µ.Χ. µίαν επιστολήν και να την αποδώσει στον Απόστολο Παύλο. Γι’ αυτό και θεωρείται "ψευδεπίγραφοσ" και αναφέρεται στον παραπάνω κατάλογο. Αλλά η Εκκλησία δέν την αναγνώρισε ωσ αυθεντική και δεν την συµπεριέλαβε στον κανόνα τησ. Η πραγµατική επιστολή του Παύλου προσ Λαοδικείσ απλά έχει χαθεί. Υπάρχει και µιά άλλη κατηγορία βιβλίων, όπωσ π.χ. "Ο Ποιµήν του Ερµά," "Επιστολαί του Κλήµεντοσ," "∆ιαταγαί των Αποστόλων," τα οποία δέν είναι µεν απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα, αλλά στα οποία η Εκκλησία δεν ανεγνώρισε το κύροσ τησ Θεοπνευστίασ. ∆εν θεωρεί ότι τα βιβλία αυτά τήν εκφράζουν πλήρωσ και δεν δεσµεύεται από αυτά. Αυτά τα βιβλία τα βρίσκουµε κατά καιρούσ στον Κανόνα, αλλά τελικά δεν επεκράτησαν. Για τίσ "∆ιαταγέσ των Αποστόλων" θεωρείται µεν ότι αρχικά µπορεί να εγράφησαν από τουσ Αποστόλουσ, αλλά στην πορεία ενοθεύθησαν από αιρετικούσ, οπότε είναι άχρηστεσ. Αν βάλεισ µιά σταγόνα αρσενικό σε ένα κιλό µέλι, µετέτρεψεσ όλο το µέλι σε ένα κιλό δηλητήριο. Χρησιµοποιούνται όµωσ τα βιβλία αυτά ωσ δευτερεύουσεσ ή ωσ ιστορικέσ πηγέσ, αλλά δέν διαβάζονται µέσα στην Εκκλησία. Έπρεπε λοιπόν η Εκκλησία µέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των συγγραµµάτων, όπου τα κανονικά ήταν ανακατεµένα µε τά ψευδεπίγραφα και τα νοθευµένα, να χωρίσει τα µεν από τα δε, και να καταρτίσει τον λεγόµενο "Κανόνα τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ." Ο Κανόνασ αυτόσ δέν έγινε όπωσ σου είπα και προφορικά, σέ µια µέρα. Γιά να πάρεισ µιά ιδέα του πώσ σχηµατίστηκε ο Κανόνασ τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ, σου παραθέτω ντοκουµέντα και αποσπάσµατα από τούσ Κανόνεσ τησ Εκκλησίασ. 1. Ο Κανών του Μουρατόρι, που χρονολογείται πιθανόν περί το 180 µ.Χ. Από αυτόν λείπουν όµωσ η πρόσ Εβραίουσ, η του Ιακώβου, οι δύο Επιστολέσ του Πέτρου, η τρίτη του Ιωάννου. Περιέχεται όµωσ η Αποκάλυψισ, ο Ποιµήν του Ερµά και δύο ψευδεπίγραφεσ επιστολέσ του Παύλου πρόσ Λαοδικείσ και πρόσ Αλεξανδρείσ. Σε αυτόν τον λεγόµενο "Μουρατόρειο Κανόνα" αναφέρθηκε και ο Λούθηροσ τον 16ο αιώνα για να απορρίψει την Επιστολή του Ιακώβου ωσ "αχυρένια", επειδή κατά την γνώµη του η παρουσία των "Καλών Έργων" που αναφέρονται εκεί θά ήταν τάχα σε αντίφαση µε τη "δωρεάν" και "κατά Χάριν" "δικαίωσιν" των πιστών. Βέβαια αυτό δεν είναι σωστό, διότι τα "καλά έργα" που αναφέρονται εκεί δέν είναι "µέσον," αλλά "καρπόσ" τησ "Σωτηρίασ". Αν αυτό το θέµα σε ενδιαφέρει, µπορούµε επίσησ να το µελετήσουµε ιδιαιτέρωσ. 2. Στον λεγόµενο ΠΕ' Αποστολικό Κανόνα, τον οποίον και δεν µπορούµε να χρονολογίσουµε, διαβάζουµε : " …. Τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ, Ευαγγέλια τέσσερα, Ματθαίου, Μάρκου, Λουκά και Ιωάννου. Παύλου Επιστολαί δεκατέσσαρεσ, Πέτρου επιστολαί δύο, Ιωάννου επιστολαί τρείσ, Ιακώβου µία, Ιούδα µία, Κλήµεντοσ επιστολαί δύω, και αι διαταγαί υµίν τοισ Επισκόποισ δι' εµού Κλήµεντοσ εν οκτώ βιβλίοισ προσπεφωνηµέναι και αι Πράξεισ ηµών των Αποστόλων". Εδώ βλέπουµε ότι λείπει η Αποκάλυψισ, ενώ υπάρχουν άλλα βιβλία τα οποία δεν υπάρχουν στον Κανόνα που χρησιµοποιούµε σήµερα.

113

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 114

“Aντίο, λοιπόν”

3. Στον Ξ' Κανόνα τησ Συνόδου τησ Λαοδικείασ, που χρονολογείται το 364 µ.Χ., διαβάζουµε : "Καινήσ ∆ιαθήκησ Ευαγγέλια τέσσαρα, κατά Ματθαίον, κατά Μάρκον, κατά Λουκάν, κατά Ιωάννην, Πράξεισ Αποστόλων, Επιστολαί Επτά, ούτωσ Ιακώβου µία, Πέτρου δύω, Ιωάννου τρείσ, Ιούδα µία, Επιστολαί Παύλου δεκατέσσαρεσ." Αλλά και εδώ δέν αναφέρεται η Αποκάλυψισ. 4. Η Αποκάλυψισ αναφέρεται στον Κανόνα του Μ. Αθανασίου, αλλά δεν υπάρχει στον Κανόνα του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου. Στον δέ Κανόνα του Αγ. Αµφιλοχίου Ικονίου, που χρονολογείται περί το 374, λέγεται : "Την δ' Αποκάλυψιν Ιωάννου πάλιν, τινέσ µεν εγκρίνουσιν, οι πλείουσ δε γε νόθον λέγουσιν." 5. Στον ΛΒ' Κανόνα τησ Συνόδου τησ Καρθαγένησ, που χρονολογείται το 418 µ.Χ., έχουµε όλα τα βιβλία που χρησιµοποιούµε σήµερα : "Τησ Νέασ ∆ιαθήκησ Ευαγγέλια δ', Πράξεων Αποστόλων βίβλοσ µία, Επιστολαί Παύλου ιδ, Πέτρου Αποστόλου δύω, Ιωάννου αποστόλου τρείσ, Ιακώβου Αποστόλου µία, Ιούδα Αποστόλου µία, Αποκάλυψισ Ιωάννου βίβλοσ µία." Παρόλα αυτά, µέχρι και σήµερα η Αποκάλυψισ δεν αναγιγνώσκεται µέσα στην Εκκλησία. Ένα άλλο θέµα που έπρεπε να διευθετήσει η Εκκλησία προXόντοσ του χρόνου ήταν το κείµενο τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ. Πράγµατι, τα πρωτότυπα χειρόγραφα των Αποστόλων εχάθησαν πολύ νωρίσ. Αυτά που έφθασαν µέχρι εµάσ είναι απλά αντίγραφα. Τα πιό σηµαντικά από αυτά τα αντίγραφα ονοµάζονται "Κώδικεσ." Οι πιό γνωστοί κώδικεσ είναι ο ΣιναXτικόσ, ο Βατικανόσ και ο Αλεξανδρινόσ. Αλλά πλάX σε αυτούσ υπάρχουν εκατοντάδεσ άλλων κωδίκων, που οι ειδικοί πρέπει να λάβουν υπόψιν τουσ. Η σύγκριση των Κωδίκων επέτρεψε την συγγραφή ενόσ συµβατικού πλέον κειµένου τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ, το οποίο όµωσ δέν είναι ακριβώσ το κείµενο όπωσ γράφτηκε µε το χέρι των Αποστόλων. Οι αντιγραφείσ έκαναν πάρα πολλά λάθη και επέφεραν σοβαρέσ αλλοιώσεισ στα αρχικά κείµενα, είτε συνειδητά είτε εκ παραδροµήσ. Επί παραδείγµατι, σέ µιά περίοδο µεγάλησ όξυνσησ ανάµεσα σε Χριστιανούσ και Εβραίουσ, οι Χριστιανοί αντιγραφείσ αφαίρεσαν από το αρχικό κείµενο τουσ λόγουσ του Χριστού επάνω στο Σταυρό : "Πάτερ, άφεσ αυτοίσ, ου γάρ οίδασι τι ποιούσι" σε πολλά αντίγραφα. Υπάρχουν κείµενα ολόκληρα τα οποία δέν συναντώνται σέ όλουσ τουσ Κώδικεσ. Ποιόσ θα µασ πεί π.χ. εάν η ιστορία του παραλυτικού στην λίµνη του Σιλωάµ είναι πραγµατική ή όχι; Ποιόσ θά µασ πει εάν η αµφισβητούµενη ιστορία τησ αµαρτωλήσ γυναικόσ (Ιωάννου 7:53 - 8:11), την οποία σχολιάζουν µόνον ο Αυγουστίνοσ και ο Αγ. Αµβρόσιοσ, πρέπει να συµπεριληφθεί µέσα στο ιερό κείµενο ή όχι; Ποιόσ θα µασ βεβαιώσει αν το τελευταίο κεφάλαιο του κατά Μάρκον Ευαγγελίου σταµατά στο εδάφιο 8, όπωσ προβλέπουν οι Κώδικεσ ΣιναXτικόσ και Βατικανόσ, ή στο εδάφιο 20, όπωσ αναφέρει ο Αλεξανδρινόσ Κώδικασ κ.λ.π. Επίσησ, οι αντιγραφείσ µπορεί µέ ένα απλό γράµµα να αλλάξουν την έννοια και την λέξη.

114

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 115

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Αν εκεί που χρειάζονται δύο "ΝΝ" βάλουµε µόνον ένα, ή εάν εκεί πού θέλει "Ο" εµείσ βάλουµε "Ω," η αλλοίωση είναι αισθητή. Μην ξεχνάµε ότι τα πρώτα χειρόγραφα είναι µεγαλογράµµατα. ∆ηλαδή όλεσ οι λέξεισ γράφονται µε κεφαλαία και είναι κολληµένεσ η µία δίπλα από την άλλη π.χ. ΕΝΑΡΧΗΗΝΟΛΟΓΟΣΚΑΙΟΛΟΓΟΣΗΝΠΡΟΣΤΟΝΘΕΟΝΚΑΙΘΕΟΣΗΝΟΛΟΓΟΣ, χωρίσ τονισµό και σηµεία στίξησ. Έτσι, στο Ρωµαίουσ 5:1, άλλα αντίγραφα λένε ΕΙΡΗΝΗΝΕΧΟΜΕΝ δηλαδή έχοµε ήδη την ειρήνη καί άλλα λένε : ΕΙΡΗΝΗΝΕΧΩΜΕΝ, δηλαδή πρέπει νά έχουµε ειρήνη; Στήν Α' Θεσ. 2:7, άλλα κείµενα λένε : ΕΓΕΝΗΘΗΜΕΝΗΠΙΟΙ και άλλα λένε : ΕΓΕΝΗΘΗΜΕΝΝΗΠΙΟΙ ! Ποιόσ θα αποφασίσει τώρα άν γίναµε "ήπιοι" ή "νήπιοι"; Με βάση αυτά που είπαµε, ο ισχυρισµόσ και η θεωρία που λένε ότι "µε το τελευταίο βιβλίο τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ εσταµάτησε και η θεοπνευστία," είναι παιδαριώδη, αβάσιµα και επιπόλαια. Άλλωστε, ποιό είναι το τελευταίο βιβλίο τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ; Τα βιβλία τησ Κ.∆. όπωσ είναι τοποθετηµένα σήµερα δέν είναι τοποθετηµένα κατά χρονολογική σειρά, αλλά κατά την ιδιότητά τουσ. Χωριστά τά Ευαγγέλια, χωριστά οι Επιστολέσ κ.λ.π. Να µην ξεχνάµε π.χ. ότι το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον εγράφη µετά την Αποκάλυψη, όταν ο Απόστολοσ Ιωάννησ µετά από την εξορίαν του στην Πάτµο επέστρεψε στην Έφεσο. Επίσησ, το πιό βασικό είναι το εξήσ. Ποιόσ θα µασ πεί εάν ένα βιβλίο είναι θεόπνευστο εάν δέν είναι ο ίδιοσ θεόπνευστοσ; Η θεοπνευστία λοιπόν τησ Αγίασ Γραφήσ δέν νοείται χωρίσ την θεοπνευστία τησ Εκκλησίασ. Εάν η Εκκλησία (δεν εννοώ βέβαια την σηµερινή "παπαδοκρατία") ωσ ταµιούχοσ και παροχεύσ τησ Θείασ Χάριτοσ δέν καθοδηγηθείται από το Άγιο Πνεύµα για να µασ πεί τί και ποιά είναι η Αγία Γραφή, από πού θά το µάθουµε εµείσ; Θεόπνευστη Αγία Γραφή, χωρίσ θεόπνευστη Εκκλησία, είναι έννοια σχιζοφρενική. Αποτελεί παραλογισµό που ανάγεται στην µαγεία µάλλον και όχι στην Αποκάλυψη εκ Θεού. Η Αγία Γραφή δεν είναι κάτι χωριστό από την Εκκλησία, είναι µία εσωτερική υπόθεση τησ Εκκλησίασ. Είναι µία γραπτή "νουθεσία" (Α' Κορ. 10:11), όπωσ λέει και ο Απ. Παύλοσ για τα τέκνα τησ, αλλά όχι και η µόνη. Η Αγία Γραφή εγράφη από την Εκκλησία, µέσα στην Εκκλησία, για την Εκκλησία. Έξω από την Εκκλησία δέν υπάρχει Αγία Γραφή. Η Αγία Γραφή είναι ένα µέροσ από την Αποστολική Παράδοση, αλλά όχι ολόκληρη η Αποστολική Παράδοση. ∆εν είναι ένα συστηµατικό εγχειρίδιο θεολογίασ, αλλά µιά περιστατική συλλογή µερικών µόνον γραπτών στοιχείων τησ όλησ Αποστολικήσ Παράδοσησ. Αν όλη η Αποστολική Παράδοση ήταν γραµµένη σε βιβλία, ο κόσµοσ δεν θα τα χωρούσε, όπωσ λέει και ο Ευαγγελιστήσ Ιωάννησ. Γι’ αυτό και ο Απόστολοσ παραγγέλλει : "Στήκετε και κρατείτε τασ παραδόσεισ άσ εδιδάχθητε είτε διά λόγου είτε δι'επιστολήσ ηµών" (Β' Θεσ. 2:15) και σε άλλο µέροσ: "Καθώσ παρέδωκα υµίν τασ παραδόσεισ κατέχετε" (Α' Κορ. 11:2). Την στιγµή που ο Χριστόσ υποσχέθηκε ότι θά είναι µεθ' ηµών πάσασ τασ ηµέρασ, µέχρι τησ συντελείασ του αιώνοσ, πώσ θα ήταν δυνατόν να σταµατήσει κάποτε η θεοπνευστία µέσα στην Εκκλησία; Η αποστασία του ιερατείου και τησ παπαδοκρατίασ δεν εµποδίζει το Πνεύµα το Άγιο να πνέει όπου θέλει, όπωσ θέλει και όποτε θέλει. ∆εν είναι η διαφθορά των ανθρώπων που µπορεί να το σταµατήσει. Στην Παλαιά ∆ιαθήκη το ιερατείο και η παπαδοκρατία δεν ήταν καλύτερα από ό,τι είναι σήµερα τα δικά µασ. Τουναντίον, ο Θεόσ

115

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 116

“Aντίο, λοιπόν”

λέει ότι: "Εξ αιτίασ σασ το όνοµά µου βλασφηµείται εν τοισ έθνεσι." Καί όµωσ η θεοπνευστία δέν έπαψε να εκφράζεται κατά καιρούσ από το στόµα ή την γραφίδα ενόσ Σαµουήλ, κάποιου ΗσαXα, κάποιου Ιεζεκιήλ, κάποιου Ιωήλ κ.ο.κ. Η διαφθορά του ιερατείου δεν εξουσιοδοτούσε όµωσ τουσ Εβραίουσ τησ εποχήσ εκείνησ να αποµακρυνθούν από την πατροπαράδοτη λατρεία και να δηµιουργήσουν µιά νέα συναγωγή. Όταν δε αργότερα το έκαναν αυτό οι Σαδουκαίοι επηρεασµένοι από τον ελληνικό πολιτισµό, ο Χριστόσ τούσ είπε : "υµείσ ουν πολύ πλανάσθε" (Μάρκ. 12:27). Το Ευαγγέλιο προβλέπει ότι µέχρι τον "καιρό του θερισµού," τα "ζιζάνια" και το "σιτάρι" θα συναυξάνουν µέσα στην εκκλησιαστική άρουρα, και οι πιστοί απλά θα ακούνε αυτά που θα τούσ λένε οι παπάδεσ, εφόσον συµφωνούν µε την Αποστολική Παράδοση, αλλά αυτά που κάνουν οι παπάδεσ δεν θά τα κάνουν. Η Εκκλησία δέν είναι ηθικισµόσ. Και το µεγαλύτερο όπλο κατά του ηθικισµού είναι η ηθική! ∆έν είναι ένα club που αποτελείται από καλούσ ανθρώπουσ, που είναι χωρισµένοι από τουσ … κακούσ! Η Εκκλησία στην επίγεια διάστασή τησ είναι ένα απέραντο νοσοκοµείο, όπου υπάρχει χώροσ για τον καθένα, όσο αµαρτωλόσ κι αν είναι, µε τα έλκη του και τισ πληγέσ του. Αντίθετα όµωσ µε ό,τι συµβαίνει µε τα σηµερινά νοσοκοµεία, το νοσοκοµείο τησ Εκκλησίασ θεραπεύει χωρίσ να µολύνεται το ίδιο, όσο κι αν είναι το πλήθοσ των ασθενών και όσο βαριά κι αν είναι η κατάστασή τουσ. Μέσα σε αυτό το καθαρτήριο λοιπόν ο Αγ. Ιωάννησ ο Χρυσόστοµοσ λέει: "Εστω και εάν ο άλλοσ δέν επιτελεί το καθήκον του, εσύ υπάκουε στην εντολή του Θεού." ∆εν παραβλάπτεται λοιπόν η Θεοπνευστία τησ Εκκλησίασ, αλλά µέσα στην θεοπνευστία έχουµε ιεράρχηση και διαβαθµίσεισ. Βλέπεισ, τα Ευαγγέλια τα τοποθετούµε πάνω στην Αγία Τράπεζα. Όπωσ άλλοτε ο Νόµοσ ήταν τοποθετηµένοσ µέσα στήν Κιβωτό, ενώ η Πεντάτευχοσ ήταν τοποθετηµένη έξω και στο πλάX τησ Κιβωτού. Έτσι, άλλη θέση έχουν τα λόγια του Νοµοθέτη και ∆εσπότη Χριστού, καί άλλη τών λεγοµένων "υπηρετών του Λόγου," Αποστόλων και Προφητών, που τοποθετούνται στο αναλόγιο του Αναγνώστου. Έτσι µέσα στην Θεόπνευστη Εκκλησία του Χριστού, άλλη θέση έχει η Αγία Γραφή, άλλη τα Λειτουργικά Κείµενα και άλλη οι διδασκαλίεσ και ερµηνείεσ των Πατέρων κ.ο.κ. Ίσωσ σου γεννηθεί η υποψία, αγαπητέ µου Γεράσιµε, ότι σ’τα γράφω όλα αυτά για να σε επηρεάσω να επιστρέψεισ στην σηµερινή δοµή και τα πλαίσια τησ Κρατικήσ Εκκλησίασ. Τα λίγα γράµµατα που γνωρίζω δεν µου επιτρέπουν να κατέβω στο επίπεδο του φτηνού προσηλυτισµού, εκµεταλλευόµενοσ την άγνοια του πλησίον µου ή να προσβάλω την νοηµοσύνη του επεµβαίνοντασ στην προσωπικότητά του. ∆έν είµαι µανάβησ για να συναγωνιστώ τον ανταγωνιστή µου και να σε βεβαιώσω ότι οι δικέσ µου ντοµάτεσ είναι καλύτερεσ από τισ δικέσ του. Τί να σε κάνω εάν είσαι άτοµο που επηρεάζεται; Τι να σε κάνω εάν αφήσεισ τουσ Πεντηκοστιανούσ για να προσαρτισθείσ στο εκφυλισµένο παπαδοκρατικό σύστηµα που δρά σήµερα µέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και που οδηγεί τισ µάζεσ στην δεισιδαιµονία και να εξαρτάσαι από αυτό; Είσαι άνθρωποσ ελεύθεροσ και αυτεξούσιοσ, δηµιουργηµένοσ κατ' εικόνα του ∆ηµιουργού σου, προικισµένοσ µε λογική και κρίση, και συνεπώσ το πού θα πασ να κάνεισ τα "πάτερ ηµά σου" είναι θέµα αυστηρά τησ προσωπικήσ σου επιλογήσ και ευθύνησ. Εγώ απλώσ,

116

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 117

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

επειδή έχω πάνω από τρείσ φορέσ την ηλικία σου, είµαι υποχρεωµένοσ να σου δώσω ωρισµένεσ πληροφορίεσ, να σου κάνω ωρισµένεσ προειδοποιήσεισ που µου έχει µάθει η ζωή, να σου πώ να µήν δέχεσαι αβασάνιστα βεβιασµένεσ και επιπόλαιεσ θέσεισ και ερµηνείεσ, προχειρολογίεσ εύκολα και ευλογοφανή συµπεράσµατα. Να ζητάσ πάντοτε να έχεισ µιά σφαιρική, ηλεγµένη, τεκµηριωµένη και ολοκληρωµένη γνώση για το κάθε τι, να έχεισ πάντα κριτικό πνεύµα (τό οποίο µόνον η πλάνη το φοβάται) και τά παραπέρα, την στιγµή που ηλικίαν έχεισ και γράµµατα γνωρίζεισ, είναι δική σου υπόθεση και απόφαση. Ο Θεόσ σε εδηµιούργησε ελεύθερο, ανεξάρτητο, αυτεξούσιο και αδέσµευτο, µε προσωπικότητα, λογική και κρίση. Γιατί, άλλωστε, µόνον έτσι θά είχε αξία και η υπακοή πού θέλεισ να προσφέρεισ στον βωµό τησ Αγάπησ του Θεού. Τι προσωπικότητα θα αντιπροσφέρεισ στον ∆ηµιουργό σου, εάν σου την έχει αλλοτριώσει η θρησκοληψία που θα σέ έχει οδηγήσει σε ένα οποιοδήποτε νοσηρό θρησκευτικό σύστηµα που θά σέ έχει µεταβάλει σέ έναν ανυπρο]πόθετο "Αµηντζή"; Υπακούσ γιατί δέν µπορείσ να κάνεισ αλλιώσ. Λεσ ναι, γιατί απλούστατα δεν ξέρεισ και δεν µπορείσ να πείσ όχι! Τι αξία µπορεί να έχει η υπακοή σου; Πρόσεξε αυτό που λέει ο Απόστολοσ : "Μή γίνεσθε δούλοι ανθρώπων" (Α' Κορ. 7:23). Τελευταία φορά που είχα την χαρά να σέ γνωρίσω είδα στο πρόσωπό σου ένα πρόσχαρο νεαρό αγόρι γεµάτο ζωή, ανοικτόκαρδο, καλοσυνάτο, δυναµικό, έξυπνο, ελεύθερο, αδέσµευτο, ισορροπηµένο, µε ανοικτό και καθαρό µυαλό, όπωσ θέλει ο Θεόσ να είναι όλα τα παιδιά του. Σού εύχοµαι όχι µόνον να µείνεισ έτσι όπωσ είσαι µέχρι το τέλοσ τησ ζωήσ σου, αλλά να καλυτερεύεισ και να προοδεύεισ κάθε µέρα και περισσότερο. Γιατί δέν µπορούµε στην ζωή να δώσουµε περισσότερα από ό,τι έχουµε εµείσ οι ίδιοι. Εάν είσαι ευτυχισµένοσ και ισορροπηµένοσ, θα µπορέσεισ να µοιραστείσ την ευτυχία και την ισορροπία σου µε τον διπλανό σου. Εάν όµωσ είσαι κατσούφησ, κακοµοιριασµένοσ, δυστυχήσ, φανατικόσ και στενόµυαλοσ, τότε, όπωσ λέει και η παροιµία: "Τι να κάνει ο κρύοσ του παγωµένου;" Γι’ αυτό, πρόσεξε την πνευµατική σου ακεραιότητα και την προσωπικότητά σου περισσότερο και από τισ κόρεσ των µατιών σου. Είναι το µεγαλύτερο αγαθό που σού έδωσε ο Θεόσ. Μην αφήσεισ την προσωπικότητά σου να αλλοτριωθεί από κανέναν, άνθρωπο ή σύστηµα. Μή βιαστείσ ούτε να δηµιουργήσεισ δική σου πνευµατικότητα, ούτε να υιοθετήσεισ την πνευµατικότητα που κάποιοσ άλλοσ θα θελήσει να σου επιβάλει εξωτερικά. Είναι, όπωσ είπαµε, σαν τα στολίδια του χριστουγεννιάτικου δέντρου, που δέν έχουν καµµία µετοχή στην ρίζα και την παχύτητα τησ καλιελαίασ, που λέει ο Απόστολοσ. Να αποφεύγεισ λοιπόν κάθε είδουσ θρησκευτικό αµπαλάρισµα και ψυχολογική επίδραση όπωσ ο διάολοσ το λιβάνι, που λέµε! Απλά να αναγνωρίζεισ µε ταπεινοφροσύνη ότι είσαι "αγριέλαιοσ" καί να περιµένεισ πότε θα σε κεντρίσει η Χάρη του Θεού στην Καλιελαία, όποτε, όπου και όπωσ Εκείνοσ ξέρει. Περιµένοντασ, απλά να προσπαθείσ να βλέπεισ την εικόνα του Θεού στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου που ο Θεόσ βάζει στο δρόµο σου, να µην τον κρίνεισ, να µην βλέπεισ πώσ είναι αλλά πώσ µπορεί να γίνει µε την χάρη του Θεού, να προσπαθείσ να κάνεισ γύρω σου πάντα το καλό, και να εγκαταλείπεισ τον εαυτόν σου µε εµπιστοσύνη στο έλεοσ του Θεού, λέγοντασ αυτή την πραγµατικά θεόπνευστη προσευχή του Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόµου:

117

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 118

“Aντίο, λοιπόν”

"Κύριε εγώ ωσ άνθρωποσ αµαρτάνω, Σύ δε ωσ Θεόσ ελέησόν µε! Κύριε κάν τε θέλω, κάν τε δεν θέλω σώσον µε"! Καί θα δείσ µε τον καιρό πώσ η Αγάπη του Θεού θα χρησιµοποιήσει τισ αδυναµίεσ σου, τισ ελλείψεισ σου, τισ πτώσεισ σου και τισ αµαρτίεσ σου ακόµη για να σου διδάξει πράγµατα που κανείσ ιεροκήρυκασ, κανένασ ρήτορασ δέν θά µπορέσει να σου µάθει από οποιονδήποτε άµβωνα. Όπωσ λέει και ο Χριστόσ: "έσονται πάντεσ διδακτοί Θεού" (Ιωάν. 6:45). ∆υστυχώσ πάρα πολλέσ παπαδοκρατικέσ και θρησκευτικέσ οργανώσεισ δέν θέλουν να αποκτήσουν "πιστούσ," αλλά "οπαδούσ." Γι’ αυτό και, όπωσ ξέρεισ, ο Χριστόσ κατεδίκασε τον προσηλυτισµό µέσα στο Ευαγγέλιο. Εάν περνάσ κάποια δυσκολία στην ζωή σου, εάν έχεισ κάποιο πρόβληµα, και εγώ προσπαθήσω να σε βοηθήσω, αυτό δεν σηµαίνει ότι µου δίνει κάποιο δικαίωµα επάνω σου ώστε να επέµβω στην συνείδηση, την προσωπικότητα και την ζωή σου. Εάν το κάνω µε απώτερο σκοπό να κερδίσω την συµπάθειά σου για να σε οδηγήσω ύστερα στην οργάνωση που ανήκω εγώ, είτε αυτή είναι φιλοσοφική, είτε πολιτική, είτε θρησκευτική, τότε ασφαλώσ καί δέν ενεργώ όπωσ θέλει ο Θεόσ. Ο Θεόσ πρίν απ’ όλα διδάσκει την ανιδιοτέλεια. Βρέχει, λέει, επί αγαθούσ και πονηρούσ και δεν περιµένει τίποτε ωσ αντάλλαγµα. Εκείνοσ θα µασ δώσει οπωσδήποτε να φάµε, τώρα αν εµείσ θέλουµε να τον ακολουθήσουµε είναι άλλο θέµα, άλλο κεφάλαιο. Θυµάσαι εκείνουσ που ο Χριστόσ εκάκισε επειδή θέλησαν να τον ακολουθήσουν επειδή τούσ έθρεψε στην έρηµο; Όταν ο Χριστόσ θεράπευσε τουσ δέκα λεπρούσ, µήπωσ και δέν ήξερε τάχα ότι από όλουσ αυτούσ, µόνον ένασ θα γυρνούσε να του πεί ευχαριστώ; Μήπωσ αυτό τον εµπόδισε να θεραπεύσει και τουσ εννέα άλλουσ αχάριστουσ; Οι διάφορεσ παπαδοκρατικέσ ή θρησκευτικέσ οργανώσεισ, ορθόδοξεσ λεγόµενεσ και µή, ενεργούν µε σύστηµα γιά να αυξήσουν τον αριθµό των οπαδών τουσ και να επιβληθούν πάνω σε αυτούσ. Βασίζονται στην πείρα τησ ψυχολογίασ των µαζών, και σιγά σιγά καταφέρνουν να σε αλλοτριώσουν και να αλλοιώσουν την προσωπικότητά σου, την σκέψη σου, την λογική σου, την ευαισθησία σου, τισ αντιδράσεισ σου κ.λ.π. Η ψυχολογική εξάρτηση και αλλοτρίωση είναι εξ ίσου καταστροφική όσο και τα ναρκωτικά. Τόση δε είναι η αλλοίωση τησ προσωπικότητασ που µπορεί να επέλθει, που στην Αµερική υπάρχουν συνεργεία αποτοξίνωσησ, για ανθρώπουσ που ενεπλάκησαν σε θρησκευτικέσ οργανώσεισ και έγιναν άλλοι άνθρωποι. Το σύστηµα, όποιο κι αν είναι αυτό, προοδεύει και η δουλειά γίνεται από ανθρώπουσ που, όπωσ λέει το Ευαγγέλιο, είναι "πλανώντεσ και πλανώµενοι." ∆έν είδα ποτέ µου τουσ ηγήτορεσ των κάθε λογήσ αιρέσεων να τρέχουν από πόρτα σε πόρτα για να πουλήσουν τα «θεόπνευστα» φυλλάδιά τουσ. Αυτά τά κάνει η … µαρίδα! Τα φανταράκια! Ίσωσ και καµµιά φορά και κανένασ λοχίασ ή ένασ λοχαγόσ για να δώσει το καλό παράδειγµα στούσ πιό κάτω. Εκείνοι στισ πολυθρόνεσ τουσ στισ µεγαλουπόλεισ δρέπουν τα κέρδη, απλά διοικούν και αποφασίζουν σαν στρατηγοί ποιά µέσα θά χρησιµοποιήσουν γιά να κρατούν τουσ οπαδούσ τουσ σε εξάρτηση και να τουσ πολλαπλασιάζουν. Γιατί όταν είναι εξαρτηµένοι θά κάνουν ό,τι τουσ πείσ. Όταν είσαι εξαρτηµένοσ, είσαι έτοιµοσ να δεχθείσ τα πιό έξαλλα, αντιφατικά, ανισόρροπα και εξωφρενικά πράγµατα. Γι’ αυτό, αγαπητό µου παιδί, που µπορεί να ήσουν όχι ο γιόσ

118

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 119

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µου αλλά ο έγγονόσ µου, πρόσεξε να αποφεύγεισ τέτοιεσ νοσηρέσ καταστάσεισ. Με την θρησκεία, όπωσ και µέ όλα τα άλλα, µπορείσ να κάνεισ ή µεγάλο καλό ή µεγάλο κακό. Γι’ αυτό, επαναλαµβάνω ότι πρέπει όλα αυτά να τα βλέπεισ µε ψυχραιµία, µε απόσταση και καλλιεργώντασ ένα υγιέσ κριτικό πνεύµα, καί όχι χάβοντασ ό,τι µπορεί να σου πώ εγώ ή κάποιοσ άλλοσ. Αυτά πρόσ το παρόν. Ελπίζω να ξαναXδωθούµε το Πάσχα και σού εύχοµαι όλα να πάνε καλά. Με φιλικούσ χαιρετισµούσ Χαράλαµποσ Μαργώνησ

Αν µε ρωτήσει κανείσ τι κατάλαβα απ’ όλ’ αυτά, θα του πω ότι µάλλον δεν ήµουν εκεί όση ώρα τα διάβαζα. Και δεν είναι ότι ήµουν αφηρηµένοσ. Απλά, νιώθω ότι τσαλαβουτάω σε κρύα και θολά νερά που δεν τα γνωρίζω καθόλου. Ο παππούσ τησ πρέπει να ήταν ιδιοφυία, αλλά εγώ, ο κουτόσ και αγράµµατοσ δεκατριάχρονοσ, δεν έχω την κατάλληλη ζυγαριά για να ζυγίσω το πνεύµα του. Το ίδιο κι η Νατάσα, αν κρίνω απ’ τον τρόπο που µε κοιτά. - Τι έχεισ να πεισ για όλ’ αυτά; τη ρωτάω. - Ανάθεµα κι αν ήξερα! Μου ακούγονται πολύ…ενδιαφέροντα και…µυστήρια, µου κάνει. Αλλά…αν δεν έχεισ διαβάσει καµιά δεκαριά τόµουσ για κάθε σειρά αυτού του γράµµατοσ, δεν µπορείσ να καταλάβεισ και πολλά. - Άρα δεν είµαι ο µόνοσ που σηκώνει τα χέρια ψηλά! Γελάει. - Φυσικά και όχι! Αλλά…ξέρεισ, αυτό που δεν καταλαβαίνω θέλω πιό πολύ να ψάξω. - Και δε σε τροµάζει; ∆ε φοβάσαι µήπωσ ανοίξεισ κανένα κουτί και βγάλεισ από µέσα πράγµατα που θα δηµιουργήσουν άσχηµεσ καταστάσεισ; - ∆ε φοβάµαι, όχι, µου λέει σηκώνοντασ αγέρωχα το κεφάλι τησ. Εγώ δεν ψάχνω εδώ µέσα για κάτι συγκεκριµένο. Και ό,τι βρω θα το κρατήσω για τον εαυτό µου, για να γνωρίσω καλύτερα τον παππού. - Εξαρτάται τι θα ανακαλύψεισ…, τη κεντρίζω. - Εντάξει…∆εν ξέρω τι θα κάνω αν ανακαλύψω κάτι σοβαρό που πρέπει να το µάθουν οι δικοί µου ή όλο το χωριό…Αν και είµαι πολύ µικρή για να κρίνω τι είναι σοβαρό και τι όχι…Να σου πω την αλήθεια, στην αρχή είχα σκοπό να διαβάσω κανένα απ’ τα µυθιστορήµατα που κρύβονται εδώ µέσα τόσα χρόνια…Στην πορεία όµωσ βγαίνουν άλλα στη φόρα… - Κοίτα, Νατάσα, τησ κάνω. ∆ε µ’ ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα Θρησκευτικά, αλλά…πιστεύω ότι κάτι περίεργο γίνεται. Μπορεί το πνεύµα του παππού να µασ οδηγεί κάπου για κάποιο λόγο. Αν και δεν πιστεύω σε πνεύµατα και τέτοιεσ µπούρδεσ. - Εγώ πιστεύω στα πάντα, µέχρι να τα δω µπροστά µου. Κι άµα τα δω, αποφασίζω µετά

119

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 120

“Aντίο, λοιπόν”

αν θα πιστεύω ή όχι. - Περίεργο αυτό που λεσ, αλλά…δεν µπορώ να σου πω τίποτε άλλο. Είναι η γνώµη σου. Κι εγώ αγαπώ και σένα και τη γνώµη σου… Έρχεται κοντά και µε φιλάει σχεδόν µητρικά στο µάγουλο. - Σε κούρασα, το ξέρω. Άλλα παιδιά τρέχουν στα λαγκάδια και τισ λίµνεσ και µετράνε τ’ αστέρια κι εµείσ…ψαρεύουµε σ’ έναν ωκεανό από µαύρεσ κουκκίδεσ από µελάνι… - Μ’ αρέσει που είµαστε µαζί όπου κι αν είµαστε, ό,τι κι αν κάνουµε, τη διαβεβαιώνω. Λίγο πριν χωριστούµε, κουρνιάζουµε ο ένασ µεσ στην αγκαλιά του άλλου και δίνουµε όρκουσ αιώνιασ αγάπησ και πίστησ στο δικό µασ θεό, το θεό των ερωτευµένων. Βλέπω από µακριά ένα λαδί αυτοκίνητο παρκαρισµένο έξω απ’ το σπίτι και αµέσωσ το µυαλό µου παίρνει χίλιεσ στροφέσ. Αυτό είναι, σίγουρα, κάποιου πλούσιου απ’ την Αθήνα. Φρενάρω µε το πόδι µου µπροστά στην πόρτα του οδηγού και κοιτάω µέσα. Πολυτελέστατα καθίσµατα από δέρµα και γύρω γύρω ξύλο πολύ καλήσ ποιότητασ. Αγγίζω µε τισ άκρεσ των δαχτύλων µου τη λαµαρίνα που ζεµατάει απ’ τον ήλιο και αναρωτιέµαι αν θά’θελα ποτέ να είχα ένα τέτοιο αυτοκίνητο. ∆υό- τρεισ γειτόνισσεσ ρίχνουν κλεφτέσ µατιέσ πίσω απ’ το κουρτινάκι τησ κουζίνασ τουσ και δυό µικρά αγόρια φωνάζουν µε θαυµασµό: «Κοίτα αυτοκινητάρα! ∆ε θα χωράει στα σοκάκια!» Είµαι σχεδόν σίγουροσ ότι κάποιοι µε περιµένουν στο σαλόνι µασ. Η εξώπορτα είναι µισάνοιχτη κι από µέσα φθάνουν στ’ αφτιά µου οµιλίεσ. Σαν περνάω το κατώφλι, η µαµά παγωµένη έρχεται να µου µιλήσει: - Έχουµε επισκέψεισ. Τη γνωρίζεισ αυτή τη γυναίκα; ρωτάει µετά και µε οδηγεί µ’ ένα ελαφρύ σπρώξιµο στο σαλόνι. Η ηλικιωµένη γυναίκα που είναι όρθια µπροστά στο σβηστό τζάκι και περιεργάζεται µια φωτογραφία µε περίσσια προσήλωση και νοσταλγία έχει τον αέρα τησ µεγαλούπολησ. Ο µεγάλοσ τησ κότσοσ, τα χρυσά σκουλαρίκια που κρέµονται µέχρι το σαγόνι τησ, το καλοραµµένο ταγέρ που κρύβει κάποια περιττά κιλά κουβαλούν µια «κοσµικότητα» που δεν έχει καµία σχέση µ’ αυτόν εδώ τον τόπο. Μοιάζει λεσ και µόλισ τώρα βγήκε απ’ το κουτί όπου την είχαν βάλει στο εργοστάσιο. ∆υό µέτρα πιό πέρα βρίσκεται ένασ καλοντυµένοσ κύριοσ, ο οποίοσ χαµογελά πρώτοσ µόλισ µε βλέπει. - Ο Αντώνησ, είναι σα να µε συστήνει η µαµά και περιµένει κάπωσ ν’ αντιδράσω. - Αντώνη µου! αναφωνεί η καθωσπρέπει κυρία. Αγόρι µου, δεν ξέρεισ πόσο χαίροµαι που σε βλέπω ύστερα από τόσα χρόνια! Σα χείµαρροσ µε λούζει µε αγκαλιέσ και φιλιά, ενώ εγώ προσπαθώ ακόµη να συνέλθω απ’ το πρώτο σοκ. ∆εν περίµενα ότι θα έβλεπα τη γιαγιά. Στην πραγµατικότητα, την είχα ξεχάσει µέσα στη γλυκιά λήθη τησ απόστασησ που µασ χωρίζει τόσα χρόνια. - Κι εγώ…γιαγιά, ψελλίζω. Η αµηχανία µου µάλλον την ευχαριστεί, γιατί γυρίζει στον άντρα δίπλα τησ και του λέει: - Κοίτα τι συνεσταλµένο και ευγενικό παιδί είναι, Θανάση! Εκείνοσ κουνά καταφατικά το κεφάλι και βγάζει τα χέρια απ’ τισ τσέπεσ, όπου

120

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 121

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

τα είχε χωµένα για κάµποση ώρα. Το χέρι που µου δίνει είναι ελαφρώσ παγωµένο, αλλά το χαµόγελο που µου χαρίζει την ώρα που µου λέει «γειά σου, Αντώνη» είναι ζεστό. Καθόµαστε κι οι τρεισ στον καναπέ, ενώ η µαµά µένει όρθια και µασ κοιτάζει ανέκφραστη. - Πώσ περνάσ, γλυκέ µου, εδώ; είναι η πρώτη ερώτηση τησ γιαγιάσ. Καθώσ σκύβει να δει καλύτερα τα µάτια µου, που τησ θυµίζουν, λέει, αυτά του µπαµπά, ένα σύννεφο αρώµατοσ µε σκεπάζει. - Ήσυχα, τησ απαντώ. Γελάει. - Ουδέτερη, για να µη πω διπλωµατική, απάντηση… - Έχει πολλά ενδιαφέροντα ο Αντώνησ, παρεµβαίνει η µαµά σα να θέλει να µε βγάλει απ’ τη δύσκολη θέση. Πρώτον και κύριον, γράφει ποίηση… - Πόσο χαίροµαι που το ακούω! γυρνάει πάλι σε µένα µε ένα βλέµµα που βγάζει φωτιέσ. - Τότε, σίγουρα θα χαρεί πολύ µ’ αυτά που θα βρει στη βιβλιοθήκη µασ, λέει µε ζωντάνια ο άντρασ. - Ναι, αυτό να λέγεται! συµφωνεί η γιαγιά. Στην Αθήνα µπορεί κανείσ να βρει τον εαυτό του. Η µαµά νιώθει άβολα. Σταυρώνει νευρικά τα χέρια, µετά τα ρίχνει απότοµα πάνω στουσ µηρούσ τησ, ύστερα κάνει βόλτεσ µεσ στο δωµάτιο, και στο τέλοσ, αφού έχουν περάσει δυό λεπτά απόλυτησ σιωπήσ, στέκεται µπροστά στο παράθυρο και κοιτάζει, µάλλον, το αυτοκίνητο λέγοντασ: - Θα φάτε εδώ; - Ε…, ψάχνει να βρει κάτι να πει η γιαγιά. ∆εν…Μη µπεισ στον κόπο, παιδί µου. Άλλωστε, εµείσ περαστικοί είµαστε… - Αν µου επιτρέπεισ, παίρνει το λόγο ο άντρασ, ήρθαµε εδώ για κάποιο σκοπό… - Μη συνεχίζετε, τον διακόπτει η µαµά φανερά εκνευρισµένη. Ξέρω τι ήρθατε να µου πείτε… - Πάνε µήνεσ από τότε που έστειλα γράµµα στον Αντώνη, λέει ήρεµα η γιαγιά και µου χαZδεύει το χέρι. Η παλάµη τησ είναι ζεστή, αλλά τα δαχτυλίδια τησ µε ανατριχιάζουν. - Το διάβασα το γράµµα, γιαγιά, τησ λέω χωρίσ να την κοιτάξω. Ήθελα να σασ γράψω, αλλά… - ∆εν ξέρεισ µε πόση λαχτάρα το περίµενα! Ένα γράµµα απ’ τον εγγονό είναι ένα γράµµα απ’ τον ίδιο τον Κύριο για µια γιαγιά! µου απαντά. - Την απόφαση την άφησα στον ίδιο τον Αντώνη, τησ εξηγεί η µαµά. Εάν θέλει ν’ ακολουθήσει, µπορεί να το κάνει. Εγώ έχω ξεκαθαρίσει τη θέση µου… - Τι σε κρατάει εδώ, γλυκιά µου; Η µαµά σκέφτεται για λίγο παίζοντασ µε τα δάχτυλά τησ. - Πολλά και τίποτε…, αποκρίνεται µετά. Είναι η ζωή µου εδώ, έστω κι αν δεν είναι η καλύτερη. - Μαµά, σου είπα ότι θα µείνω µαζί σου, τησ θυµίζω. - Πιστεύω ότι θ’ αλλάξει η ζωή σασ στην Αθήνα, προσπαθεί να µασ πείσει ο άντρασ τησ

121

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 122

“Aντίο, λοιπόν”

γιαγιάσ, που είναι και παππούσ µου. - Τι σασ κάνει να µένετε εδώ; απορεί η γιαγιά. Ο Αντώνησ θα προχωρήσει καλύτερα στο σχολείο. Εκεί θα έχει τα µέσα…Εδώ πώσ…; - Τότε, στείλτε µασ περισσότερα χρήµατα! τησ πετάω εγώ και ξαφνιάζονται όλοι. Θα παίρνω περισσότερα βιβλία, θα διαβάζω πιό πολύ, και θα τα καταφέρω µια χαρά εδώ που είµαι. Η γυναίκα που πίστευα ότι ήταν κακιά και στρυφνή µε χαZδεύει στο πρόσωπο, µε κοιτάζει µεσ στα µάτια και µου λέει: - Σου υπόσχοµαι ότι από αύριο κιόλασ θα έχεισ αυτό που ζήτησεσ. Βλέπω ότι θεσ να πασ µπροστά, να προκόψεισ. Η µαµά δεν πιστεύει στα µάτια τησ. Κοιτάει µια εµένα µια τη µάνα τησ. - Υπό έναν όρο! προσθέτει η γιαγιά. Να έρχεσαι να µασ βλέπεισ όσο πιό συχνά µπορείσ… Το πρόσωπό µου λύνεται σ’ ένα χαµόγελο και την αγκαλιάζω. - Θα τό’θελα πολύ αυτό, τησ λέω. - Και κάτι ακόµη…, συνεχίζει η γιαγιά. ∆ε θέλω να είστε για πολύ ακόµη σ’ αυτό το σπίτι. ∆ε νοµίζω ότι σασ βοηθάει… - Μητέρα, δεν…, πάει να αντισταθεί η µαµά, αλλά η µάνα τησ δεν την αφήνει. - Μείναµε µακριά η µια απ’ την άλλη πολλά χρόνια. Θα νόµιζεσ—και µε το δίκιο σου— ότι επειδή έκανα µια καινούργια αρχή στη ζωή µου, θα ξεχνούσα τισ υποχρεώσεισ µου ωσ µητέρα…Έκανα πολλά λάθη και θέλω να επανορθώσω. Γίνονται όλα πολύ γρήγορα, το ξέρω, και ίσωσ αυτό να σε τροµάζει. Έχω πάρει όµωσ την απόφασή µου και ο Θανάσησ συµφωνεί απόλυτα. Καιρόσ να κλείσουµε τισ πληγέσ του παρελθόντοσ. Θέλω τα τελευταία χρόνια τησ ζωήσ µου, όσα κι αν είναι αυτά, να νιώσω ευτυχισµένη µητέρα και γιαγιά. Αφού δε θέλετε να έρθετε µαζί µασ στην Αθήνα, ίσωσ έρθουµε εµείσ εδώ. Τα λόγια τησ γιαγιάσ σκάνε σα βόµβα. - Μα, µαµά…πώσ θα µπορέσεισ να ζήσεισ εδώ; - Για να µπορείσ εσύ, που είσαι τριάντα χρόνια µικρότερή µου, πάει να πει ότι θα µπορέσω κι εγώ…, τησ απαντά. Μάνα και κόρη αγκαλιάζονται. Ο παππούσ έρχεται κοντά µου και µου λέει: - Για να θέλεισ εσύ να µείνεισ εδώ, κάποια κοριτσοδουλειά θα υπάρχει…Κι εγώ όταν γνώρισα τη γιαγιά σου, άρχισα να γράφω ποίηση. Και δεν έχω σταµατήσει λεπτό! µου κάνει γελώντασ. Κάθε φορά που την αγγίζω ή ακούω τη φωνή τησ, βρέχει µέσα στο µυαλό µου στίχουσ! - Τι ψιθυρίζεισ εσύ εκεί; τον ρωτάει η γιαγιά και τον τσιµπάει. - Λέω πόσο µε εµπνέεισ! Κακό είναι; - Λέγε- λέγε, θα το γρουσουζέψεισ! - Μπα, δε νοµίζω. Ο Αντώνησ ξέρει καλύτερα…, λέει µε νόηµα και µε κοιτάει. «Βρέχω µάτια, βρέχω χείλη/την καρδιά κάνω κοχύλι/που γλιστρά µεσ στα νερά σου/και διαβάζει τα όνειρά σου», µου έρχονται αµέσωσ οι στίχοι στο µυαλό. Και συνεχίζω στα Αγγλικά: «Touch me here, touch me now/and before you I take a bow/What you

122

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 123

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

need is love for ever/and yourself you should surrender». Το πάλεψα πολύ αλλά, στο τέλοσ, δάµασα τα κύµατα µεσ στην καταιγίδα που από καιρό µε τάραζε. Η γιαγιά φάνηκε σα διάττοντασ αστέρασ στον ουρανό µου και έκανε τη νύχτα µέρα. Μ’ ένα µαγικό ραβδί ήρθε να υπνωτίσει την κακοδαιµονία και να βάλει στη θέση τησ την εκτροχιασµένη µασ ψυχή. Κι η µαµά δείχνει να ξυπνά από ένα κακό όνειρο που κράτησε πολλά χρόνια. Μάνα και κόρη δεν είπαν πολλά· απλά, αντάλλαξαν µατιέσ και ανανέωσαν το συµβόλαιο που τισ δένει σ’ αυτή τη γη. Τισ δύο τελευταίεσ µέρεσ διαβάζω το περιοδικό που µου χάρισε ο παππούσ κι έχει αφιέρωµα στον Εµµανουήλ ΡοZδη. Την ώρα που µου το έδινε, µου είπε: «Αυτό είναι το πρώτο τεύχοσ. Κάθε τρεισ µήνεσ θα σου στέλνω ένα απ’ την Αθήνα. Κρύβει πολλούσ θησαυρούσ η ζωή των προγόνων µασ. Ζήσε κι εσύ τη δική σου σα να έκρυβε τον πιό µεγάλο θησαυρό. Το οφείλεισ στισ γενιέσ που θά’ρθουν». Πάντα θα θυµάµαι τα λόγια του. Ήταν τόσο αληθινά, που γράφτηκαν στη µνήµη µου µε έντονο άλικο χρώµα. Πιστεύω πωσ ό,τι κι αν γραφτεί από πάνω τουσ, αυτά θα ξεχωρίζουν µαζί µε τα λόγια τησ θείασ Ελένησ. Έχω ανοιχτό το παράθυρό µου και το δροσερό αεράκι που φθάνει µέχρι τισ σελίδεσ του περιοδικού µου και τισ ζωντανεύει µε µεταφέρει σ’ έναν κόσµο που δεν τον αγγίζει ο χρόνοσ. Ένασ τέτοιοσ κόσµοσ µόνο το Θεό µπορεί να θυµίζει, γιατί λένε ότι ο Θεόσ δεν µπαίνει µέσα στο χρόνο, κατά κάποιον τρόπο έχει γλιτώσει απ’ αυτόν. Ούτε στο παρελθόν µεταφέροµαι, ούτε στο µέλλον, και µετά βίασ πατάω το πόδι µου στο παρόν. Κάποιεσ ζεστέσ αγκαλιέσ κι αγγίγµατα αισθάνοµαι σε µια παραλία, δυό παρηγορητικά λόγια απ’ το στόµα τησ µαµάσ, µια επίσκεψη στην παραγκούπολη, ένα γάµο στο εκκλησάκι του Άη Μηνά, ένα φιλί, µια προσευχή, ένα γονάτισµα για να µεταλάβω, την ξινή γεύση απ’ το αντίδωρο, ένα πρόσωπο που µοιάζει µε τησ Νατάσασ στο πλάι µου…Οι σκέψεισ παφλάζουν σαν κύµατα στην ακτή του νου χωρίσ σταµατηµό· ποτίζουν µε ευλάβεια έναν κόκκο άµµου και τον κάνουν ένα µε τη θάλασσα, για να γίνει κι αυτόσ σκέψη, ιδέα, όνειρο. Κι αυτό θα γίνεται πάντα, µέχρι να µην υπάρχει πιά ούτε θάλασσα ούτε ακτή… Σαν από θαύµα, όλα στο χωριό έχουν ησυχάσει. Κάθοµαι και σκέφτοµαι µήπωσ η εσωτερική καταιγίδα επηρεάζει τον εξωτερικό κόσµο. Μόλισ εγώ νιώθω καλά, όλα δείχνουν να µ’ ακολουθούν. Κανείσ δε µιλάει πιά για τισ κλοπέσ, ο Τάκησ τα βρήκε µε τουσ δικούσ του, κι η ζωή φαίνεται να κυλά αρµονικά. Σε µια κασέτα που µου έγραψε η Νατάσα, ακούω Χατζιδάκι. Μου είπε ακόµη ότι θέλει να δούµε µαζί τισ ταινίεσ τησ Μελίνασ Μερκούρη, «Στέλλα», «Ποτέ την Κυριακή» και άλλεσ, κι εγώ τησ είπα ότι αφήνοµαι στα χέρια τησ να µε οδηγήσει στα φωτεινά και στα σκοτεινά µονοπάτια τησ ζωήσ τησ. Το ίδιο θέλω να κάνω κι εγώ. «Θέλει αρετήν και τόλµην» κάτι τέτοιο, αλλά εγώ είµαι διατεθειµένοσ να το κάνω. Ίσωσ και νά’µαι έτοιµοσ πιά, ίσωσ και νά’χω αρχίσει να λυτρώνοµαι απ’ αυτό µου το πάθοσ. Υπάρχει εξέλιξη σ’ αυτό, δε µένει στάσιµο το πάθοσ, κι αυτό σηµαίνει ότι δε θα γίνει βάλτοσ, δε θα γίνει τέλµα. Μπορώ να βγω απ’ αυτό, έχω ανάγκη να βγω απ’ αυτό.

123

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 124

“Aντίο, λοιπόν”

Κοίτα, λέω στον εαυτό µου, έχεισ καιρό ν’ απλώσεισ χέρι στο ντορβά των άλλων. Κι είναι αλήθεια. ∆οσµένοσ στα µυστήρια τησ «βιβλιοθήκησ του παππού», έχω ανακαλύψει ότι η ίδια η ζωή είναι ένα µυστήριο—κι αυτό έχει δώσει αξία και στη δική µου τη ζωή. Μπορεί νά’ναι η εφηβεία που ζυγώνει—τι ζυγώνει, έχει ήδη έρθει!—και µε κάνει ν’ αλλάζω σιγά σιγά «δέρµα». Οι νόµοι τησ φύσησ είναι οι µεγαλύτεροι δάσκαλοι κι ο λόγοσ τουσ είναι απαράβατοσ. Θεσ δε θεσ, υποκύπτεισ. Κι είναι πολύ όµορφο να υποτάσσεσαι σε κάποιον που το αξίζει µόνο και µόνο επειδή υπάρχει. Κι αυτόσ ο κάποιοσ είναι ο Έρωτασ, που έχει ντυθεί το κοριτσίστικο σώµα τησ Νατάσασ. Η µουσική είναι ο ήχοσ τησ ψυχήσ, είναι µια γλώσσα που τη µιλάνε όλοι όσοι έχουν κάνει τη χαρά και τη λύπη σύµβολα. Είναι ο µίτοσ τησ Αριάδνησ µεσ στο λαβύρινθο, όπου µόνο ο Μινώταυροσ βασιλεύει. Ένασ τέτοιοσ µίτοσ έχει υπάρξει κι η θεία Ελένη· µε τραβά απ’ την κινούµενη άµµο που λέγεται εαυτόσ, προτού καλά καλά αντιληφθώ τον κίνδυνο. «Όλα έχουν τη λύση τουσ», µου είχε πει µια µέρα που µε είδε κακόµοιρο και σκεφτικό. «Ο Νίτσε, ο φιλόσοφοσ, είπε κάποτε ότι όλα στη γυναίκα έχουν µια λύση που λέγεται εγκυµοσύνη». «Και τι πάει να πει αυτό, βρε θεία;» τη ρώτησα εγώ µπερδεµένοσ. «Πάει να πει ότι όλα στη ζωή έχουν το σκοπό τουσ», µου απάντησε. «Είναι καλό που είσαι σκεφτικόσ. Αυτό σηµαίνει ότι είσαι ακόµη υγιήσ και καταστρώνεισ σχέδια “εξόντωσησ του κακού”», συνέχισε συνωµοτικά. «Κι αν αυτό το “κακό” είναι ο ίδιοσ σου ο εαυτόσ;» τη ρώτησα πιστεύοντασ ότι δε θα είχε τίποτε να µου απαντήσει. «∆εν είναι ωραίο να είσαι λίγο απ’ όλα;» απάντησε µε ερώτηση κι εγώ ταρακουνήθηκα. «Ένασ άλλοσ φιλόσοφοσ, ο Έγελοσ, είχε πει ότι για να γίνεισ πραγµατικά αυτό που είσαι, πρέπει να γίνεισ αυτό που δεν είσαι. ∆ηλαδή, για να βρεισ τον εαυτό σου, πρέπει για λίγο να τον χάσεισ. Σε µασ τουσ ανθρώπουσ ο εαυτόσ παίζει κρυφτούλι, όπωσ ο ήλιοσ µε τα σύννεφα. Μια φωτίζεται ο τόποσ, µια σκοτεινιάζει. Αυτό δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Απλώσ, συµβαίνει!» µου τόνισε φυσικά. «Απ’ τον 3ο µ.Χ. αιώνα, αλλά ανεπίσηµα από πολύ πριν, οι άνθρωποι απέκτησαν ένα µανιχαZστικό µοντέλο για να ερµηνεύουν τον κόσµο. Τα βάφτισαν όλα “καλά” και “κακά,” λεσ και όλα χωράνε µόνο σε δυό σακιά. Γι’ αυτό, είχαν υπερηφάνεια για τα µεν—κάτι σαν “ενθουσιασµό,” µε την κυριολεκτική έννοια του όρου, δηλαδή “εν + θεόσ,” είχαν το θεό µέσα τουσ—ενώ για τα δε, είχαν τύψεισ, ενοχέσ, φοβόντουσαν ότι είναι καταραµένοι, και πάει λέγοντασ». Για άλλη µια φορά, είχε καταφέρει να µε κάνει να ξεχάσω το πρόβληµά µου και να την ακούω σα µαθητούδι. «Θεία», είπα µόλισ ξύπνησα απ’ τη µέθη, «γιατί, ενώ δεν καταλαβαίνω ούτε το ένα τρίτο απ’ αυτά που µου λεσ, στο βάθοσ πιάνω την ουσία;» «Γιατί είσαι έξυπνοσ, µάλλον». «Λεσ γι’ αυτό να πέφτω σε µελαγχολία;» «Είµαι σχεδόν σίγουρη γι’ αυτό», ήταν η απάντηση απ’ τα χείλη τησ, ενώ τα χέρια τησ σκέπαζαν τα δικά µου. «∆ηλαδή, όσο πιό έξυπνοσ είναι κανείσ, τόσο πιό δυστυχισµένοσ νιώθει;» επέµεινα. «Κατά µια έννοια, ναι. Σύγκρινε τον άνθρωπο µε το γουρούνι. Ο άνθρωποσ θα ζητά πάντα πιό πολλά ακριβώσ γιατί ξέρει τι άλλο µπορεί ν’ αποκτήσει. Κι αυτό τον κάνει, αν όχι δυστυχισµένο, τουλάχιστον λιγότερο ευτυχισµένο απ’ ό,τι θα περίµενε κανείσ. Το γουρούνι όµωσ χαίρεται, αρκείται σ’ αυτά που έχει, γιατί δεν ξέρει ότι υπάρχει κάτι παραπάνω». «Και πώσ το ξέρουµε αυτό;»

124

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 125

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

πετάχτηκα εγώ, το πνεύµα αντιλογίασ. «Ρωτήσαµε ποτέ το γουρούνι;» «Όχι, αλλά κανείσ δεν µασ εµπόδισε να το κάνουµε. Φθάνει να µιλάµε τη γλώσσα του…» «Αυτό είναι λίγο δύσκολο…», παρατήρησα. «Όλα έχουν τη λύση τουσ…», επανέλαβε η θεία µε νόηµα. «Καλά…ασ µην αρχίσουµε πάλι», τησ έκανα εγώ. «Για τισ γυναίκεσ µπορεί να υπάρχει η εγκυµοσύνη, για τουσ άντρεσ όµωσ δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο…» «Πώσ δεν υπάρχει!» αποκρίθηκε τινάζοντασ πίσω τα µαλλιά τησ. «Ένα είδοσ εγκυµοσύνησ για τουσ άντρεσ είναι ο µοναχισµόσ! Οι γυναίκεσ φέρνουν στον κόσµο µια ζωή κι οι άντρεσ “εγκυµονούν” µε τη σκέψη τουσ έναν πνευµατικό κόσµο µέσα στον οποίο θα βλαστήσει αυτή η ζωή». «Πιστεύεισ στο θεό, δηλαδή;» είπα ξαφνιασµένοσ. «∆εν είπα κάτι τέτοιο. ∆εν µπορώ όµωσ να µην αναγνωρίσω την προσπάθεια αυτών των ανθρώπων ν’ αλλάξουν τον κόσµο ή να µασ θυµίσουν ότι µπορεί να γίνει και καλύτεροσ. Και µη νοµίσεισ ότι ο µοναχισµόσ είναι χαρακτηριστικό του Χριστιανισµού µόνο. Όλεσ οι θρησκείεσ έχουν τουσ µοναχούσ τουσ και κανείσ απ’ αυτούσ δεν µπορούµε να πούµε ότι είναι καλύτεροσ ή χειρότεροσ». «Κι οι γυναίκεσ;» τη ρώτησα. «Σάµπωσ, κι αυτέσ δε γίνονται µοναχέσ;» «Φυσικά, αλλά στισ περισσότερεσ θρησκείεσ αυτοί που µονάζουν είναι άντρεσ». «Γιατί τά’παµε όλ’ αυτά ούτε και θυµάµαι!» είπα γελώντασ. «Μη σε νοιάζει το γιατί. Μόνο του εκδηλώνεται χωρίσ να σε ρωτήσει». Σήµερα τ’ απόγευµα η Νατάσα πάει επίσκεψη στα Γιάννενα, σε µια ξαδέλφη τησ µάνασ τησ, κι εγώ βρίσκω την ευκαιρία να χαθώ µεσ στο δάσοσ, στα πουρνάρια, τουσ βίκουσ και τισ αγριοβιολέτεσ. Μια αραιή οµίχλη που προµηνύει βροχή τα έχει σφιχταγκαλιάσει όλα, σα να θέλει να βγάλει από µέσα τουσ όλη τουσ την οµορφιά και την αγριάδα. Καθώσ περπατώ στο δρόµο προσ τον Άη Μηνά, το περίγραµµα των πραγµάτων γύρω µου τρεµοπαίζει και χάνεται, αφήνοντασ στο κέντρο το πιό χαρακτηριστικό τουσ στοιχείο: το έντονο µοβ για τισ αγριοβιολέτεσ, το αχνό πράσινο για τα φύλλα, ένα µείγµα καφέ και ξεθωριασµένου ροζ για την πόρτα τησ εκκλησίασ. Ο παπ’ Ανέστησ λειτουργεί εδώ απόψε, αλλά δε θα πάω να τον δω. Το αφήνω για την ώρα. Ξέρω όµωσ ότι κάποια στιγµή θέλω να το κάνω, να πάω να του µιλήσω. Μπορεί σ’ αυτόν ν’ ανοίξω την καρδιά µου, µπορεί αυτό το κάτι που αντιπροσωπεύει, αυτό που εγώ δεν πιστεύω αλλά που αφήνω να το πιστεύουν οι άλλοι, να µε κάνει να νιώσω ελεύθεροσ να βγάλω από µέσα µου τη δικιά µου ιστορία. Σαν παιχνίδι θα το δω: εκείνοσ θα ρωτάει κι εγώ θα απαντώ. ∆εν ξέρω, βέβαια, τι κάνουν στην εξοµολόγηση· δεν τό’χω κάνει ποτέ. Αλλά αξίζει να το δοκιµάσω. Τώρα που µιλάω καθηµερινά µε τη γιαγιά, αισθάνοµαι καλύτερα. Κάποιοσ εκεί έξω µε σκέφτεται. Κι ο µπαµπάσ πιστεύω πωσ µε σκέφτεται, κι ασ µην έχει τολµήσει ποτέ να µου τηλεφωνήσει. Θά’ναι κι αυτόσ εκεί κάπου, µια πυγολαµπίδα µεσ στα εκατοµµύρια φώτα τησ πόλησ, να δίνει το δικό του αγώνα. Πολλέσ φορέσ λέω ότι αξίζει να ζήσω όσο πιό πολύ µπορώ για να δω αν ποτέ οι δρόµοι µασ θα συναντηθούνε. ∆ε µιλάω ποτέ γι’ αυτό το θέµα στη µαµά, γιατί ξέρω ότι την πονάει. Μόνοσ µου ράβω τισ αναµνήσεισ στο µαντίλι τησ ζωήσ µου και συνεχίζω. Το δεκατριάχρονο αγόρι που µοιράζεται µαζί µου το σώµα µου και το µυαλό µου τον έχει συγχωρέσει για όλα· εγώ δεν µπόρεσα ακόµη. Μπορεί νά’ναι καλύτερα έτσι. Το µίσοσ µπορεί να κρατάει ανοιχτούσ ακόµη τουσ λογαρια-

125

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 126

“Aντίο, λοιπόν”

σµούσ µαζί του. Μ’ αρέσει να κάθοµαι στο χώµα ή πάνω σε µια πέτρα και να σιγοτραγουδάω. Το τραγούδι είναι η ανάσα τησ ψυχήσ· δίχωσ αυτό είναι όλα ασπρόµαυρα, το µάτι δεν µπορεί να πιάσει τισ λεπτοµέρειεσ. Και µένα οι λεπτοµέρειεσ είναι που µ’ ενδιαφέρουν. Η ακριβολογία στα χρώµατα και τισ αποχρώσεισ τουσ, στισ λέξεισ και τισ λεπτέσ σηµασίεσ τουσ. Πώσ µ’ αρέσουν οι λέξεισ! Έχουν κάτι µαγικό, µαγευτικό, για περίβληµα κι όταν το σπασ, ανακαλύπτεισ ακόµη πιό µαγικά πράγµατα! Θέλω να ελέγχω τισ λέξεισ, να τισ γράφω στο χαρτί κι ύστερα να τισ κάνω να ψάλλουν όπωσ εγώ κανοναρχώ. Η θεία µε έχει βοηθήσει πολύ σ’ αυτό τον «έλεγχο», σ’ αυτή τη σκηνοθεσία των λέξεων. Μου έχει µάθει ότι οι λέξεισ δεν εκφράζουν µόνο τη σκέψη µασ, αλλά τη διαµορφώνουν. Όπωσ τα χρώµατα κάνουν τον κόσµο πιό όµορφο, πιό ζωντανό, έτσι κι οι λέξεισ αναζωπυρώνουν τη φλόγα του νου ανοίγοντασ διάπλατα πόρτεσ σφαλισµένεσ για τουσ περισσότερουσ. Μεταφορέσ και παροµοιώσεισ, λογοπαίγνια, παρονοµασίεσ και ονοµατοποιία. Τόσοι µηχανισµοί, τόσεσ λειτουργίεσ, για να κάνουν τ’ αφτιά να ευφραίνονται και το µυαλό να ωριµάζει…Είναι άλλο πράγµα να λεσ «πονάω» κι άλλο να λεσ «ραγίζει η καρδιά µου», άλλο να λεσ «σ’ αγαπώ» κι άλλο «πεθαίνω µακριά σου». Κι όλ’ αυτά τα παιχνίδια µε τισ λέξεισ που βλέπω γύρω µου και µε κάνουν να χαµογελώ, γιατί ανήκω σ’ αυτούσ που τα ξέρουν πιά, τα κατανοούν: «κρεπάλη» αντί για «κραιπάλη» σ’ ένα µαγαζί µε κρέπεσ, «πατατατράκ» αντί για «πατατράκ» σε µια διαφήµιση για πατατάκια, και πολλά άλλα που µου έχει πει η θεία κι έχω δει µόνοσ µου αλλά δε θυµάµαι αυτή τη στιγµή. Προσπαθώ να φανταστώ τον εαυτό µου χωρίσ το πάθοσ µου, χωρίσ την αδυναµία µου αυτή, που µε κάνει να τρέχω σαν το σκυλί να φέρω πίσω το κλαδάκι που µου έχει πετάξει ο κύριόσ µου. Το ψάχνω µεσ στισ σάκεσ των άλλων, στα πιό απίθανα µέρη όπου συνηθίζουν οι άνθρωποι να βάζουν πράγµατα—άλλα αξίασ και άλλα τιποτένια—που υπάρχουν µόνο για να κάνουν ένα δωµάτιο λιγότερο άδειο απ’ ό,τι αντέχει ο νοικοκύρησ του σπιτιού. Προσπαθώ να δω τον εαυτό µου να ξυπνά ένα πρωινό και να λέει: «είµαι καλά, δεν έχω ανάγκη τίποτε, µπορώ και µόνοσ µου να συνεχίσω». Και διαπιστώνω ότι µπορώ. ∆εν είναι και τόσο δύσκολο, τελικά. Μου πήρε τέσσερα χρόνια να το δω, αλλά τι είναι τέσσερα χρόνια µπροστά στισ τόσεσ δεκαετίεσ που κρατά η ζωή ενόσ ανθρώπου; Μια γουλιά µόνο απ’ το ποτήρι τησ ζωήσ. Στην αρχή η γεύση ήταν πικρή, ξινή, µέχρι να φθάσει όµωσ στο λαιµό έγινε γλυκιά. Θα τολµήσω να πω στον εαυτό µου ότι είµαι χαρούµενοσ. Γνώρισα τον έρωτα τησ ζωήσ µου, τα βρήκα µε τη γιαγιά, έχω τον κόσµο στο τσεπάκι χάρη στη µόρφωση τησ θείασ, ανακαλύπτω τη µαγεία τησ ποίησησ, διαβάζω βιβλία, ξεφεύγω σιγά σιγά απ’ τη σκιά τησ µοίρασ που πέφτει σαν ταφόπλακα πάνω στα πιό πολλά παιδιά του χωριού µασ. ∆εν ταίριαξαν ποτέ τα χνότα µασ, ο ιδρώτασ µου µε το δικό τουσ δεν ανακατεύτηκε ποτέ µαζί, δε µούσκεψε ποτέ τισ αλάνεσ. Στην έντονη «ποδοσφαιρίλα» τουσ, εγώ πρότεινα κάτι άλλο, αντέταξα τη σιωπή, την περισυλλογή. Κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ. Αυτόσ ο κόσµοσ δεν είναι µόνο δικόσ τουσ, είναι και δικόσ µου. Αφήνω τισ ταράτσεσ και τα κεραµίδια σ’ εκείνουσ κι εγώ κρατώ τα υπόγεια. Εκεί γράφεται πιό ωραία ποίηση. Τα σηµαντικά πράγµατα µένουν πάντα στο σκοτάδι, ούτε φαίνονται ούτε ακούγονται. Αυτό µ’ αρέσει και µένα—να µένω στο σκοτάδι, να φαίνοµαι και να

126

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 127

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

σβήνω απ’ τον ουρανό µόνο εκείνων που νοιάζοµαι και θέλω. @@ Ανέλαβα την αποστολή µόνοσ µου. ∆ική µου ιδέα ήταν. Η Νατάσα ήταν διστακτική. Μου είπε ότι θά’ ταν καλύτερα να µη πάµε κι οι δυό µασ στη θεία µου. Εκείνη θα έµενε πίσω στη βιβλιοθήκη να συνεχίσει την έρευνα, ενώ εγώ θα εξηγούσα στη θεία Ελένη κάποια πράγµατα δείχνοντάσ τησ τα γράµµατα και τισ σηµειώσεισ του παππού. Έτσι, πιασµένουσ µ’ ένα χοντρό λάστιχο, τισ παραδίδω δύο µεγάλουσ σωρούσ από σκονισµένα χειρόγραφα. Είναι ενθουσιασµένη που την έχουµε «µπλέξει» σ’ ένα µυστήριο· την έχουµε βγάλει απ’ τη ρουτίνα τησ και ίσωσ—το βλέπω στη µατιά τησ—να τησ δώσουµε έµπνευση να κάνει έναν καινούργιο πίνακα µε σχετικό περιεχόµενο! - ∆εν αποκλείεται να ξεθάψουµε κι άλλα γράµµατα, τησ λέω την ώρα που παίρνει στα χέρια τησ τα χειρόγραφα. Για την ώρα όµωσ, πιστεύω ότι αυτά είναι αρκετά για να καταλάβουµε τι συµβαίνει… - Μπορεί και να µη συµβαίνει απολύτωσ τίποτε, είναι η απάντηση που δίνει πάνω απ’ τον ώµο τησ, καθώσ σηκώνεται ν’ ανοίξει το παράθυρο και, γυρνώντασ, να µου προσφέρει λίγο γλυκό κυδώνι που έχει φτιάξει. - Και τησ τό’χω πει! φωνάζω. Χάνουµε το χρόνο µασ! - Την έχεισ πατήσει, ε; - Ε; κάνω τον ανήξερο. - Έλα, Αντωνάκη! Σε µένα µιλάσ! Η µαµά δεν είναι εδώ ούτε σκοπεύει να έρθει τώρα σύντοµα για να σ’ ακούσει να το παραδέχεσαι! - Να παραδέχοµαι τι; - Ότι αγαπάσ τη Νατάσα… - Ε, ναι, την αγαπώ. ∆εν το κρύβω. Για άλλο πράγµα µιλάω τώρα! τη ψευτοµαλώνω. - Α, καλά. Συγγνώµη, µου λέει χαµογελώντασ. Τέλοσ πάντων, άλλη στιγµή αυτά. Λοιπόν…τι έχουµε εδώ…Χµµ…επιστολέσ…Απ’ ό,τι βλέπω, είναι παλιέσ… - Ναι…Κοίτα αυτήν εδώ…Είναι η πρώτη που βρήκαµε και διαβάσαµε, τησ εξηγώ. Η θεία την ξεχωρίζει απ’ τισ άλλεσ και αρχίζει να τη διαβάζει. Όταν κοντεύει να φθάσει στο τέλοσ, τησ λέω: - Το πρώτο µασ πρόβληµα είναι, τι σηµαίνουν τα αρχικά PH PH…∆εν ξέρουµε καν αν πρόκειται για Ελληνικά ή Λατινικά γράµµατα… Κουνά το κεφάλι τησ και παίρνει ένα ύφοσ περισπούδαστο. - Ναι, κατάλαβα τι εννοείσ, µου απαντά. Θα το ψάξουµε…Προφανώσ, αυτή η επιστολή απευθύνεται σε κάποιον φίλο ή…µαθητή, µε σκοπό να του εξηγήσει κάποια πράγµατα σχετικά µε διάφορα θεολογικά ζητήµατα. Ξέρεισ τίποτε για τον παππού τησ; Τον είχα δει πριν λίγα χρόνια—ήσουν µικρόσ τότε—αλλά για το παρελθόν του δε νοµίζω να ξέρει κανείσ πολλά… - Κι εγώ τον θυµάµαι…Μ’ έπαιρνε στα γόνατά του…Αλλά πού να ξέρω ποιόσ ήταν και τι έκανε! - Μπορεί να ήταν θεολόγοσ. Ποιόσ ξέρει…∆εν αποκλείεται. Αν και δεν είναι απαραίτητο. Πάντωσ, δείχνει να έχει εντρυφήσει σε πολλά θεολογικά ζητήµατα, που σηµαίνει

127

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 128

“Aντίο, λοιπόν”

ότι µάλλον τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα! Κι οι απόψεισ που εκφράζει, απ’ ό, τι µπορώ να κρίνω, µια κι εγώ έχω διαβάσει αρκετά, δεν είναι και ευρέωσ διαδεδοµένεσ. Θέλω να πω ότι αυτά τα πράγµατα δεν τα ξέρει κι ο µπακάλησ τησ γειτονιάσ…Και σίγουρα δεν είναι απόψεισ που έχουν βγει απ’ τουσ κόλπουσ τησ επίσηµησ Εκκλησίασ. Ασκεί δριµεία κριτική στο σύστηµα—γιατί µάλλον ωσ σύστηµα την παρουσιάζει τη θρησκεία και θα συµφωνήσω µαζί του—και έχει πολύ σωστέσ απόψεισ. - Εµείσ δεν καταλάβαµε και πολλά, τησ λέω µ’ ένα χαζό ύφοσ. - ∆εν είναι καιρόσ ακόµη να τα καταλάβετε όλ’ αυτά. Μέχρι στιγµήσ, πάντωσ, δεν µπορώ να βγάλω συµπέρασµα για το τι µπορεί να σηµαίνουν αυτά τα…αρχικά που µου λεσ… Αφήνει τισ σελίδεσ που διάβασε στην άκρη και κοιτάζει γρήγορα ανάµεσα στο σωρό. Το βλέµµα τησ πέφτει πάνω σε δυό τσαλακωµένεσ σελίδεσ που είναι γραµµένεσ κι απ’ τισ δύο πλευρέσ. Τισ φέρνει κοντά σε µένα και αρχίζει να τισ διαβάζει:

Αθήνα, 25 Απριλίου, 1970 Χαράλαµποσ Μαργώνησ Αγαπητέ µου Γεράσιµε, Σύµφωνα µε αυτό που µου ζήτησεσ, σου στέλνω ένα συγκριτικό πίνακα, που προσπάθησα να συντάξω, των διαφόρων προτεινοµένων χρονολογιών συγγραφήσ των διαφόρων βιβλίων τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ, για να έχεισ µια ιδέα επί του θέµατοσ. Ασφαλώσ και δεν προτίθεµαι ούτε κήρυγµα να κάνω σε κανέναν ούτε να εκφράσω κάποιο προσωπικό πιστεύω, πρόσ κάποιαν κατεύθυνση. Με τα χρόνια έµαθα απλώσ να παραθέτω τα δεδοµένα, αφήνοντασ στον απέναντί µου την ευθύνη των συµπερασµάτων του. Όπωσ βλέπεισ, οι προτεινόµενεσ χρονολογίεσ είναι ~, δηλαδή, κατά προσέγγιση. Προσπάθησα να είµαι όσο το δυνατόν περισσότερο ακριβήσ, όσον αφορά στην καταγραφή των προτεινοµένων χρονολογιών. Εν τούτοισ, για την παρουσίαση των δεδοµένων υπό µορφήν πίνακοσ ήµουν υποχρεωµένοσ, σε µερικά σηµεία, εκεί που οι ειδικοί προτείνουν π.χ. “αρχέσ του πενήντα” να σηµειώσω “~52,” ή κάτι ανάλογο. Αυτή είναι και η µόνη µου παρέµβαση. Τα υπόλοιπα είναι τησ ευθύνησ των ειδικών. Όταν παραθέτω π.χ. για την “Πρόσ Εβραίουσ“ Επιστολή ~65/806, αυτό σηµαίνει ότι ο ειδικόσ θεωρεί ωσ πιθανέσ και τισ δύο χρονολογίεσ. Το πράσινο χρώµα σηµαίνει ότι και στισ δύο πιθανέσ περιπτώσεισ, αποκλείεται ή είναι αµφίβολο να είναι συγγραφεύσ τησ εν λόγω επιστολήσ ο Απ. Παύλοσ! Εκείνο που βλέπει κανείσ από τον παραπάνω πίνακα είναι ότι η λεγόµενη “κανονική σειρά” τοποθετήσεωσ των βιβλίων τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ δέν έχει τίποτε να κάνει µε την λεγόµενη “ιστορική σειρά.” Έτσι, π.χ. στη Καινή ∆ιαθήκη, όπωσ την χρησιµοποιούµε σήµερα, κάποιοσ ψυχολογικά και υποσυνείδητα σχηµατίζει την εντύπωση ότι ο Απ. Παύλοσ πρέπει να διάβασε τα τέσσερα Ευαγγέλια και κατά την περίοδο των “Πράξεων” πρέπει να είχε αρχίσει την σύνταξη των επιστολών του αρχίζοντασ από την “Προσ Ρωµαίουσ.” Με άλλα λόγια, συµβαίνει αυτό που στα Λατινικά λέµε: Post hoc, ergo propter hoc, δηλαδή

128

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 129

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

«µετά ταύτα, άρα διά ταύτα». Στην πραγµατικότητα όµωσ τα πράγµατα δεν συνέβησαν έτσι. Ο Απ. Παύλοσ δεν διάβασε ποτέ κανένα Ευαγγέλιο για τον απλούστατο λόγο ότι, ενόσω ζούσε, δεν είχε ακόµη γραφεί κανένα Ευαγγέλιο. Ο Απ. Παύλοσ, ύστερα από µια εικοσαετή περίοδο προφορικήσ παράδοσησ και κηρύγµατοσ, στην οποία ενετάχθη και την οποία συνέχισε και ο ίδιοσ, άρχισε χωρίσ να βασίζεται σε καµµιά προγενέστερη γραπτή χριστιανική ιστορική µαρτυρία ή θεολογική διατύπωση, να γράφει τισ επιστολέσ του εξ αιτίασ των διαφόρων προβληµάτων που άρχισαν να αναφύονται µέσα στισ χριστιανικέσ κοινότητεσ αρχίζοντασ προφανώσ από την “Α’ Θεσσαλονικείσ.” Τουναντίον, τα Ευαγγέλια άρχισαν να γράφονται µε το “Κατά Μάρκον,” τουλάχιστον 35 χρόνια µετά την Πεντηκοστή, σε τόπουσ αποµακρυσµένουσ από εκεί που διεδραµατίσθησαν τα αρχικά γεγονότα (Ρώµη, Λίβανοσ, Συρία, Έφεσοσ) για να ανταποκριθούν στισ πνευµατικέσ ανάγκεσ και τα ιδιάζοντα προβλήµατα των επιµέρουσ κοινοτήτων. Οι Ευαγγελιστέσ άρχισαν να γράφουν έχοντασ πλέον υπόψιν τουσ κοινώσ αποδεκτέσ γραπτέσ θεολογικέσ θέσεισ, οι οποίεσ ολωσδιόλου φυσικώτατα διαφαίνονται διά µέσου των γραπτών τουσ. Όταν γράφεται κάτι, λαµβάνουµε πάντα υπόψιν το ποιόσ το έγραψε, γιατί το έγραψε και για ποιούσ το έγραψε. Επίσησ, δεν πρέπει να συγχέουµε την τότε συγγραφική νοοτροπία µε την λεγόµενη σηµερινή άκαµπτη ιστορική έρευνα που αποκλείει κάθε προσαρµοστικότητα. Π.χ. όλοι ξέρουµε σήµερα, και είναι και αποδεκτό από διαφόρουσ Πατέρεσ και Αγίουσ τησ Εκκλησίασ, ότι τα λεγόµενα συγγράµµατα του Αγ. ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου είναι ιστορικώσ ψευδεπίγραφα. Επειδή όµωσ η Εκκλησία, σύµφωνα µε την λογική τησ, δεν είναι εδώ για να ικανοποιήσει τισ απαιτήσεισ µιασ ιστορικήσ κριτικήσ, αλλά να µεταδώσει την “Σωτηριώδη Γνώση,” και εφόσον τα λεγόµενα “Αρεοπαγιτικά” εκφράζουν την πίστη και την διδασκαλία και του ίδιου του Αγ. ∆ιονυσίου του Αρεοπαγίτου, δεν αντιµετωπίζει κανένα απολύτωσ πρόβληµα στο να τουσ αποδώσει την πατρότητά του. Το αν πρέπει να αρνηθούµε µια παρόµοια δυνατότητα προσαρµοστικότητασ στουσ Ευαγγελιστέσ ή όχι, αυτό το αφήνω στην κρίση σου. Εκείνο που θέλω να πω είναι το εξήσ. Εµείσ σήµερα χρησιµοποιούµε ένα κοινώσ αποδεκτό συµβατικό κείµενο τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ και ασφαλώσ είναι αδιανόητο να θελήσουµε να αλλάξουµε έστω και µία συλλαβή. Άλλη όµωσ η νοοτροπία και η ευθύνη εκείνου που παραλαµβάνει ένα κείµενο και άλλη η ευθύνη, η νοοτροπία και τα κριτήρια εκείνου που συντάσσει το κείµενο αυτό για κάποιον ωρισµένο σκοπό. Όπωσ βλέπεισ, προσπαθώ να παραθέτω γνώµεσ Καθολικών, ∆ιαµαρτυροµένων και Ορθοδόξων θεολόγων, ειδηµόνων καθηγητών ιστορίασ και επεξήγησησ τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ σε παγκοσµίωσ γνωστά και αναγνωρισµένα Πανεπιστήµια και Ινστιτούτα, ελληνικά και ξένα. Πέραν αυτού, εγώ τι προσωπική γνώµη θα µπορούσα να έχω; Όταν µια σεβαστή µερίσ ειδικών συµφωνούν π.χ. ότι ο συγγραφέασ του λεγοµένου “Κατά Λουκάν” Ευαγγελίου και των “Πράξεων” δεν έχει τίποτε να κάνει µε τον “Λουκά τον ιατρόν,” τον συνοδό του Απ. Παύλου (Κολ. δ’14, Φιλήµ. 24, Β’Τιµ. δ’11), αλλά ότι ο τίτλοσ “Κατά Λουκάν” προσετέθη τον β’ αιώνα, σαν µια ταυτότητα πάνω σ’ ένα προυπάρχον κεί-

129

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 130

“Aντίο, λοιπόν”

µενο αγνώστου συγγραφέα για πρώτη φορά από τον Άγιο Ειρηναίο, Επίσκοπο Λυώνοσ, και κανείσ δεν φαίνεται να µπορεί να το αναιρέσει, εγώ τι επιστηµονικά τεκµηριωµένη γνώµη είµαι σε θέση να αντιτάξω; Η µόνη άποψη την οποία µπορώ λογικά να αντιτάξω είναι ότι κάθε επιχειρούµενη αποκοπή, αποσύνδεση και ανεξαρτητοποίηση τησ “Βίβλου” από την όλη “Παράδοση” και το “βίωµα” τησ Εκκλησίασ είναι αυθαίρετη, ανεδαφική και αντιεπιστηµονική. Ο λεγόµενοσ “Βιβλικισµόσ” ή η αρχή τησ “Sola Scriptura” δεν διαθέτουν υπέρ εαυτών κανένα λογικό, αντικειµενικό ή επιστηµονικό έρεισµα και επιχείρηµα για την αυτάρκεια του επιστηµονικά συµβατικού αυτού κειµένου που σήµερα έχουµε στα χέρια µασ. Θρησκευτικά επιχειρήµατα του τύπου “εσωτερική πληροφορία του βιβλίου,” ή “πληροφορία του Αγ. Πνεύµατοσ στην καρδιά του πιστού” κ.λ.π. είναι επιχειρήµατα εντελώσ υποκειµενικά που κάθε θρησκευόµενοσ, ανάλογα µε την θρησκεία στην οποία ανήκει και µε την οποία έχει γαλουχηθεί, µπορεί να τα επικαλεσθεί για την “Τορά,” το “Κοράνιο,” τισ “Βέδεσ,” το “Βιβλίο των Μορµόνων” κ.λ.π. Βέβαια, θα µου αντιτάξεισ ότι ο ίδιοσ υποκειµενισµόσ µπορεί να ισχύει και για την “Παράδοση τησ Εκκλησίασ.” Ασφαλώσ και δεν αποφεύγω την αντιµετώπιση ενόσ τέτοιου λεπτού αλλά και κρίσιµου, θα έλεγα, θέµατοσ. Πλην όµωσ, προσ το παρόν το θέµα που µασ απασχολεί είναι η “σ χ έ σ η” “Αγίασ Γραφήσ” και “Εκκλησιαστικήσ Παράδοσησ” για την ορθή τοποθέτηση τησ πρώτησ ωσ προσ τη δεύτερη. Θα παρατηρήσεισ, λοιπόν, ότι το αρχαιότερον των Ευαγγελίων, το "Κατά Μάρκον," ίσωσ είναι σύγχρονο των τελευταίων επιστολών του Παύλου, αλλά και αυτό ακόµη δεν σηµαίνει ότι απαραίτητα ο Παύλοσ έλαβε γνώσιν. Περί του Ευαγγελίου του Μάρκου, υπάρχουν αρκετά ενδιαφέροντα, που, αν σε ενδιαφέρουν, θα µπορούσαµε να τα συζητήσουµε. Το κατά Λουκάν τοποθετείται µετά το 70 µ.Χ. Κατά πολλούσ δε δυτικούσ, θεωρείται ψευδεπίγραφο ή και συµπίληµα διαφορετικών κειµένων. Το κατά Ματθαίον, σύµφωνα µε την συντηρητική άποψη, τοποθετείται και αυτό γύρω στο 70 µ.Χ., ενώ οι δυτικοί επιστήµονεσ τείνουν να το τοποθετήσουν γύρω στο 80 µ.Χ. Το κατά Ιωάννην, όπωσ βλέπεισ, συµφωνούν όλοι να το τοποθετήσουν γύρω στα 100 µ.Χ., δηλαδή πολύ ύστερα και από την Αποκάλυψη, το τελευταίο δηλαδή βιβλίο τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ. Τώρα, ωσ προσ την πατρότητα τησ Αποκάλυψησ, αυτό είναι...άλλο κεφάλαιο. Άκρωσ σηµαντικό είναι το γεγονόσ ότι, ενώ οι Επιστολέσ του Παύλου βρίθουν εδαφίων από την Παλαιά ∆ιαθήκη, δεν αναφέρεται ούτε µια φορά σε κανένα από τα Ευαγγέλια. Μοναδικό του σηµείο αναφοράσ είναι η εµπειρία του στο δρόµο τησ ∆αµασκού και η προφορική παράδοση που έχει από τουσ άλλουσ αποστόλουσ. Παρεµπιπτόντωσ, αναφέρω ότι ούτε και οι Προφήτεσ χρησιµοποιούν κάποιο εδάφιο από την Πεντάτευχο, διά τον απλούστατο λόγο ότι είναι καρπόσ του 6ου αιώνοσ π.Χ. και όχι του 13ου, όπωσ το θέλει η συντηρητική θεολογία, η οποία, άλλωστε και εκ των πραγµάτων, είναι υποχρεωµένη να βάλει ύδωρ εισ τον οίνον τησ, και εκφράζεται µε περισσότερο ενδοιασµό και µετριοπάθεια απ’ ό,τι παλαιότερα. Εν κατακλείδι, θα ήθελα να πω µε λίγα λόγια ότι πολλά απ’ όσα λέγονται και γράφονται στο όνοµα τησ Επίσηµησ Εκκλησίασ και, ακόµη περισσότερο, στο όνοµα του Ιησού Χριστού, κάθε άλλο παρά αναντίλεκτα είναι και, δυστυχώσ, απευθύνονται σε αµφαρίστερουσ,

130

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 131

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν στη θεοπνευστία των Γραφών—Γραφών, οι οποίεσ υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι έχουν αλλοιωθεί και ελάχιστα µόνο θυµίζουν τον υποτιθέµενο Λόγο του Θεού! Αυτά για την ώρα. Με τισ καλύτερεσ ευχέσ µου, Χαράλαµποσ Μαργώνησ

Μένουµε κι οι δυό βουβοί για κάµποσο. Εγώ δεν µπορώ να πω ότι αντιλήφθηκα το µέγεθοσ αυτών που γράφει ο παππούσ, αλλά κάτι µέσα µου φωνάζει ότι τα γραφόµενά του σηκώνουν θύελλα! Η θεία µένει κατάπληκτη. Είµαι σίγουροσ ότι πρέπει να τον θαυµάζει. Πολύ θά’θελε να τα είχε γράψει όλ’ αυτά η ίδια. - Σωστόσ καταπέλτησ ο παππούσ! µου λέει κάποια στιγµή. Αυτόσ, να µου το θυµηθείσ, πρέπει να είχε πληγωθεί πολύ απ’ τουσ κόλπουσ τησ Εκκλησίασ. Αυτά που γράφει δεν είναι λόγια ενόσ απλού ερευνητή ή επιστήµονα. Εδώ µιλάµε για νυστέρι που σκοπεύει να σπάσει όλα τα αποστήµατα κοντά στο κόκαλο τησ θρησκείασ. Και δεν τα βάζει µόνο µε την Εκκλησία. Αυτή, στο κάτω κάτω, τη θεωρεί, όπωσ σου είπα πριν, ένα σύστηµα—και κάθε σύστηµα έχει τα θεµιτά και τα αθέµιτά του µέσα να επιβάλλεται. Ο Χαράλαµποσ Μαργώνησ πάει πιό βαθιά—αφήνει αιχµέσ κατά τησ ίδιασ τησ έννοιασ τησ θρησκείασ, ότι δηλαδή είναι µια ωραία βιτρίνα, αλλά από πίσω τησ δεν υπάρχει ούτε µαγαζί ούτε εµπόρευµα. Με καταλαβαίνεισ; - Προσπαθώ…, τησ λέω χωρίσ να κρύβω ότι είµαι µπερδεµένοσ. - Επίσησ, πρέπει να παρατηρήσω ότι ο πίνακασ στον οποίο αναφέρεται ο παππούσ µε διάφορεσ χρονολογίεσ δεν υπάρχει. Ή έχει χαθεί ή έχει παραπέσει πουθενά. - Θα κοιτάξουµε µήπωσ τον βρούµε, τησ υπόσχοµαι. Την ώρα που είναι έτοιµη να πάει παρακάτω και να «ψαρέψει» κάποια άλλη επιστολή, σταµατά, γυρίζει, µε κοιτάζει και αναφωνεί: - Στάσου! Κάτι νοµίζω ότι βρήκα! Βρίσκει την πρώτη σελίδα τησ επιστολήσ που µόλισ διάβασε και ψάχνει να εντοπίσει κάποια συγκεκριµένη λέξη ή φράση. - Πώσ είπεσ ότι είναι τα αρχικά που θέλετε να εξηγήσετε; µε ρωτάει. - PH PH, τησ λέω. - PH PH, µουρµουρίζει κι αυτή. Πού ήταν τώρα! Α! Να το…Λέει στο σηµείο αυτό: «Post hoc, ergo propter hoc», µου διαβάζει. - ∆ηλαδή; - ∆ηλαδή…εδώ έχουµε τα αρχικά που ψάχνουµε, Αντώνη! ∆εσ! Post Hoc, ergo Propter Hoc, µου τονίζει και µου δείχνει τα αρχικά γράµµατα. - PH PH, διαπιστώνω κι εγώ. Ναι! Ναι, ναι! Θεία, είσαι καταπληκτική! φωνάζω και τησ δίνω ένα φιλί. Η Νατάσα θα σε λατρέψει!

131

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 132

“Aντίο, λοιπόν”

- Εσένα µάλλον θα λατρέψει…, µε διορθώνει µε νόηµα. - Post hoc, ergo propter hoc, επαναλαµβάνω µε χαρά. Καλά, τώρα νιώθω σαν τον Ιούλιο Βερν µετά το ταξίδι του στο κέντρο τησ γησ! - Τι λεσ, καλέ; µε πειράζει. - Ξέρω τι λέω! Νιώθω σα να έχω ανακαλύψει το µεγαλύτερο µυστικό! - Αυτό καθαυτό το «µυστικό» των αρχικών δε λέει και πολλά. ∆εν παραπέµπει σε κανένα κρυµµένο θησαυρό. Αυτό όµωσ που κρύβεται από πίσω του, δηλαδή όσα θίγει αυτή η επιστολή—και πόσεσ άλλεσ ακόµη!—του παππού, είναι πολύ σηµαντικό. Βέβαια, για τουσ ανθρώπουσ που ψάχνουν αυτά τα πράγµατα, είναι γνωστό ότι η σειρά µε την οποία παρουσιάζονται τα Ευαγγέλια και οι Επιστολέσ του Αποστόλου Παύλου δεν είναι η σωστή. Αυτό όµωσ δε σηµαίνει ότι η εξαπάτηση και η εκµετάλλευση των συνειδήσεων δισεκατοµµυρίων πιστών εδώ και δύο χιλιάδεσ χρόνια παύει να υφίσταται. Απ’ την άλλη, ακόµη και αυτοί που ψάχνουν τα πράγµατα και που περιµένει κανείσ να έχουν αποκρυσταλλωµένεσ ιδέεσ για όλ’ αυτά, κάθε άλλο παρά ανοιχτόµυαλοι είναι. Κι αυτό ξέρεισ γιατί συµβαίνει, αγοράκι µου; µε ρωτάει. - ∆εν έχω ιδέα, αποκρίνοµαι. - Συµβαίνει γιατί, απλούστατα, ο καθένασ βρίσκει αυτό που ψάχνει. ∆ηλαδή, η ιδεολογία του καθενόσ χρωµατίζει τα στοιχεία που η έρευνα θα φέρει στο φωσ—αν, τελικά, ο «επιστήµονασ» θα ψάξει στο σωστό µέροσ. Παραδείγµατοσ χάριν, αν εγώ έχω στο µυαλό µου ότι οι µαύροι είναι κατώτεροι των λευκών, ό,τι βιβλίο και να διαβάσω, θα το φιλτράρω µέσα απ’ αυτή την ιδεολογία. Το αποτέλεσµα είναι ότι θα βρω τα στοιχεία εκείνα που θα στηρίξουν την άποψή µου, όσο τρελή και παράλογη κι αν είναι! - Θεία, δίκιο έχεισ, αλλά εγώ δεν ξέρω απ’ αυτά τα πράγµατα. Αυτό που θέλω να κάνω τώρα είναι να τρέξω στη Νατάσα και να τησ πω «Εύρηκα!». - Σαν τον Αρχιµήδη, δηλαδή! - Ναι, σαν αυτό τον κύριο! - Ωραία, πήγαινε εσύ στη Νατάσα σου και άσε µε µένα να συνεχίσω το διάβασµά µου. - Εντάξει, θεία…Α! Κάτι είπεσ πριν για χρωµάτισµα, χρωµατισµό, κάτι τέτοιο, τέλοσ πάντων… - Ναι…είπα ότι η ιδεολογία του καθενόσ, οι ιδέεσ δηλαδή που έχει µεσ στο κεφάλι του, χρωµατίζουν τα επιστηµονικά ευρήµατα… - Ναι, µπράβο! Όταν λεσ «χρωµατίζουν», τι εννοείσ; - Εννοώ…ε…Περίµενε! µου κάνει και σηκώνεται πηγαίνοντασ µπροστά στο καβαλέτο τησ. Αν εγώ έχω στο µυαλό µου ή, εν πάση περιπτώσει, έχω ανάγκη να ζωγραφίσω έναν µπλε ήλιο—ή έναν πράσινο, που είναι και επίκαιροσ!—θα χρησιµοποιήσω, τελικά, τισ µπλε µπογιέσ µου, ακόµη κι αν το ηλιοβασίλεµα που έχω απέναντί µου στο παράθυρο είναι ένα απέραντο πορτοκαλοκίτρινο! Με καταλαβαίνεισ; - Τώρα τό’πιασα αυτό που λεσ! κάνω µε χαρά και σηκώνοµαι. Φεύγω και τα λέµε µετά, εντάξει; Και µια χάρη, θεία…Μην πεισ τίποτε στη µαµά…Σύµφωνοι; - Σύµφωνοι…Θα είµαι…τάφοσ! - Φεύγω να προλάβω! φωνάζω και βγάζω φτερά να πετάξω.

132

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 133

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Πρόσεχε στο δρόµο! Και µην αργήσεισ να πασ σπίτι! ακούω τη φωνή τησ απ’ το παράθυρο. Θα ανησυχήσει η µάνα σου… - Μη φοβάσαι. Θα είµαι πίσω στην ώρα µου… Πιστόσ στην υπόσχεσή µου να παίξω το «κάνε ό,τι κάνω», οδηγώ το βελούδινο έρωτά µου στην εκκλησία του χωριού µέσα από κάτι στενορύµια που ούτε απλωµένη φτερούγα περιστεριού δε χωράνε. ∆εν µου φέρνει αντίρρηση όµωσ. Αφήνεται να τη σεργιανίσω στουσ δαίδαλουσ τησ καθηµερινήσ µου ζωήσ, σ’ αυτά που έκανα µικρόσ και εξακολουθώ να κάνω. Ο ήλιοσ βρίσκεται παντού, όσο κι αν τον αποφεύγουµε, όποιο σκιερό µονοπάτι κι αν πάρουµε. Τα µαλλιά τησ Νατάσασ λάµπουν, καθώσ τα χτυπάνε οι κίτρινεσ αχτίδεσ, και το µαυρισµένο τησ κορµί τρίζει στην αφή µου. Συναντάµε δυό- τρεισ γνωστέσ φάτσεσ, τουσ λέω δυό- τρεισ τυπικέσ καληµέρεσ, ενώ η Νατάσα αποφεύγει το βλέµµα τουσ διακριτικά, και περνάµε πάνω απ’ τον καφενέ, εκεί που συνηθίζει να κάθεται ο µπαρµπά- Ηλίασ, ο βοσκόσ, µε το Μάκη, το τσοπανόσκυλό του. Μασ κοιτάζει και τουσ δυό έντονα, αλλά σίγουρα δεν του λέµε τίποτε, µια και είναι σχεδόν τυφλόσ ο κακοµοίρησ. Του λέω µε θέρµη «καληµέρα, µπαρµπά- Ηλία!» και χαZδεύω µε τη µατιά µου µερικά προβατάκια που είναι έτοιµα να µπουν στη στάνη µε την καθοδήγηση του Μάκη. Σ’ ένα λεπτό µπαίνουµε στην αυλή τησ εκκλησίασ και πιανόµαστε χέρι χέρι για να συντονίσουµε το βήµα µασ. Μια κοµψή κυρία βγαίνει την ώρα που εµείσ µπαίνουµε στο ναό. ∆εν υπάρχουν πολλοί πιστοί τέτοια ώρα. Οι περισσότεροι είναι στισ δουλειέσ τουσ. Πέντε κεράκια καίνε µόνο στα µανουάλια, ενώ απ’ το βάθοσ ακούγεται κάτι σαν ψαλµόσ, σα φωνή που κάτι ψιθυρίζει. ∆εν µπορώ να δω καλά· τα µάτια µου θέλουν µερικά δευτερόλεπτα να εγκλιµατιστούν. Μέχρι να κάτσουµε σε δυό στασίδια, είµαι σχεδόν σίγουροσ ότι ο άντρασ που κάθεται στην πρώτη σειρά σκυµµένοσ και διαβάζει κάτι είναι ο Μιχάλησ, ο περίφηµοσ γιοσ τησ Μαρίτσασ. ∆εν µασ έχει αντιληφθεί και συνεχίζει το διάβασµά του ανενόχλητοσ. Τώρα έρχονται στ’ αφτιά µου καθαρά τα λόγια του: «∆ιά τούτο δεί περισσοτέρωσ ηµάσ προσέχειν τοισ ακουσθείσι, µη ποτέ παραρρυώµεν. Ει γαρ ο δι’ αγγέλων λαληθείσ λόγοσ εγένετο βέβαιοσ, και πάσα παράβασισ και παρακοή έλαβεν ένδικον µισθαποδοσίαν, πώσ ηµείσ εκφευξόµεθα τηλικαύτησ αµελήσαντεσ σωτηρίασ; ήτισ αρχήν λαβούσα λαλείσθαι διά του Κυρίου, υπό των ακουσάντων εισ ηµάσ εβεβαιώθη, συνεπιµαρτυρούντοσ του Θεού σηµείοισ τε και τέρασι και ποικίλαισ δυνάµεσι και Πνεύµατοσ Αγίου µερισµοίσ κατά την αυτού θέλησιν». Κοιταζόµαστε µε τη Νατάσα. - Τι αλαµπουρνέζικα είν’ αυτά; λέω εγώ χαµηλόφωνα. Εκείνη σηκώνει τουσ ώµουσ. - Τι θέλει αυτόσ εδώ; συνεχίζω εγώ. Αυτόσ είχε άλλεσ «ασχολίεσ», λέω µε νόηµα. ∆εν τον είχα δει ποτέ µου να πηγαίνει στην εκκλησία…, µονολογώ. - Πού είναι το περίεργο; Άλλοι γίνονται µοναχοί στα καλά καθούµενα…, µου τονίζει η Νατάσα. - ∆εν έχεισ κι άδικο. Πού να είναι ο παπάσ, άραγε; Λεσ να εξοµολογεί κανέναν; - Αντώνη…πάµε να φύγουµε, την πιάνει το νάζι τησ.

133

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 134

“Aντίο, λοιπόν”

- Μα, είπαµε να κάνεισ ό,τι κάνω…, τησ θυµίζω. - Όχι όµωσ σκανταλιέσ! - Έλα, πάµε στο γραφείο του παπ’ Ανέστη…, τησ λέω επιτακτικά. Είναι ωραίο να τη βλέπεισ να ενδίδει σα µπαµπάκι στο βάροσ των γλυκών προσταγών µου. Βγαίνουµε απ’ την εκκλησία και κάνουµε το γύρο µέχρι να φθάσουµε στο πίσω µέροσ, όπου βρίσκεται το µικρό γραφείο του. Ανοίγουµε τη βαριά πόρτα και µπαίνουµε σ’ ένα φρεσκοσκουπισµένο δωµατιάκι µε µια σειρά από κρεµάστρεσ στον τοίχο, δίπλα απ’ την είσοδο του γραφείου του. Η πόρτα είναι µισάνοιχτη κι από µέσα µπορούµε ν’ ακούσουµε τη γλυκιά φωνή µιασ γυναίκασ γύρω στα σαράντα: - Πάτερ, µπορείσ να µου κάνεισ µια χάρη; - Αν µπουρού, τέκνον µ’, γιατί όχ’; αποκρίνεται µε την τραχιά του φωνή ο παπ’ Ανέστησ, που φυσά και ξεφυσά απ’ τη ζέστη. - Θέλω να µου φέρεισ λίγο Άγιο Μύρο… - Να του κάν’σ τι, πιδί µ’; - Το θέλω, του απαντά µε νάζι αυτή. - Χριστιανή µ’, αυτού µασ του βάζουνι µια φουρά στη ζουή µασ, όταν βαφτιστούµι! ∆εν είνι λάδ’ για τη σαλάτα µασ! - Πάτερ µου, θέλω να…βάλω λίγο στα χείλη µου και να φιλήσω τον αρραβωνιαστικό µου για να τον τραβήξω κοντά µου! Βάζουµε κι οι δυό µασ την παλάµη στο στόµα µασ για να µην προδοθούµε απ’ το γέλιο που θέλει να βγει στο άκουσµα τησ απάντησήσ τησ. - Γιατί; κάνει µε βροντερή φωνή τώρα ο παπ’ Ανέστησ. Έχει τέτοια ιδιότητα του Μύρου; - Ναι, αλλά δεν πρέπει να είσαι παντρεµένη! Γιατί, αν βάλεισ Άγιο Μύρο και φιλήσεισ τον άντρα σου, το Άγιο Μύρο χωρίζει! - Σ’ ιφχαριστώ που µ’ έµαθισ κινούργια πράµατα σήµιρα, αλλά…Άγιου Μύρου…γιοκ! τησ κάνει και τον φαντάζοµαι να σηκώνεται πάνω και να τησ δείχνει την πόρτα ξαναµµένοσ. - Μα, πάτερ…εγώ που είµαι τακτική Χριστιανή…Ποτέ µου δεν έλειψα απ’ την Εκκλησία…Πάντα πάω µε το σταυρό στο χέρι! Γι’ αυτό, ήρθα και σε σασ να πάρω την ευλογία σασ, να πω τον πόνο µου… Σιωπή πέφτει για λίγο. Είµαι σχεδόν σίγουροσ ότι θ’ ανοίξει η πόρτα και αυτή θα πεταχτεί έξω µε τισ κλοτσιέσ, γι’ αυτό προετοιµαζόµαστε να κρυφτούµε πίσω απ’ την κουρτίνα που κρέµεται στο παράθυρο. Όµωσ, ακούω τη φωνή του παπ’ Ανέστη να µαλακώνει, να γίνεται πετιµέζι: - Τέκνουν µου, ξέρου τι πάστασ άνθρωπουσ είσι…δεν του ξέρου; Αλλά αυτού που µου ζητάσ δεν µπουρού να σ’ του δώσου…∆εν επιτρέπιτι…Κι απ’ την άλλ’, δεν τού’χου… - Πάτερ, συζώ µε κάποιον… - Και τι µπουρεί να γίν’; - Να…έλεγα…µια και δεν µπορείτε να µου δώσετε λίγο Άγιο Μύρο, τουλάχιστον να µε κοινωνούσατε… - Πώσ θα γίν’ αυτού, κουπέλα µ’;

134

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 135

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Ε, δύσκολο είναι; Η…κοπέλα αρχίζει να χάνει την υποµονή τησ! - Με ούλα αυτά που µού’ πισ, πιδί µ’, δεν µπορού να σε κοινωνήσου…Κουλύουµι…Του καταλαβαίν’σ; - Θέλετε να πείτε, πάτερ, ότι όπου και να πάω, το ίδιο θα µου πουν; - Ισί τι λεσ; Τουν ίδιου Θιό δεν πιστεύουν κι αυτοί, ικί που θα πασ; - Φυσικά! - Ε, τότε τι µι ρουτάσ; Ξέρ’σ την απάντησ’ µόνιη σ’. - Καλά, πάτερ…Ίσωσ κάποια άλλη στιγµή τα δείτε διαφορετικά τα πράγµατα… - Λεσ να πειράζ’ ου πουνουκέφαλουσ που έχου; τη ρωτάει περιπαικτικά ο παπ’ Ανέστησ. Εκείνη δε βγάζει µιλιά. Ακούω µόνο το πεταχτό χειροφίληµα και τα πατήµατα προσ την πόρτα. Στα επόµενα πέντε δευτερόλεπτα έχουµε γίνει κι οι δυό καπνόσ! Κάτω απ’ το πλατύ γείσο ενόσ ψάθινου καπέλου, το σκυθρωπό πρόσωπο του άντρα που περπατά αργά προσ τον καφενέ είναι σίγουρα του δασκάλου µασ. Αν πάταγε πάνω σε ξύλινο πάτωµα, δε θ’ ακουγόταν τίποτε. Προχωράει «αψοφητί»29, που λέει κάπου ο Παπαδιαµάντησ, λεσ και υπάρχει κάποιοσ ή κάτι που φοβάται πωσ θα ξυπνήσει. Σκουντάω τη Νατάσα κι αυτή, µόλισ τον βλέπει, µου λέει ν’ αλλάξουµε δρόµο. - Καλά, ούτε εγώ θέλω να πέσω πάνω του, αλλά δεν τον φοβάµαι, κιόλασ! τησ κάνω και ισιώνω τον κορµό µου σα να ετοιµάζοµαι να ριχτώ στη µάχη. - ∆ε θέλω να µε δει µαζί σου, µου λέει το κορίτσι µου κι εγώ προσ στιγµή τα χάνω. ∆εν ξέρω αν νιώθω έκπληξη ή πόνο ή και τα δύο µαζί µε τα λόγια τησ. - Τι λόγοσ του πέφτει; τη ρωτάω κάπωσ νευριασµένα. - Αντώνη, µη µε παρεξηγήσεισ…∆εν έχω πρόβληµα που είµαι µαζί σου. Ίσα ίσα µ’ αρέσει πολύ να περνάµε όλη τη µέρα µαζί. Αλλά ο δάσκαλοσ ξέρει τη µάνα µου κι αν µε δει έξω και πάει να τησ το πει, δεν ξέρω πώσ θα αντιδράσει! Ρίχνω το βλέµµα στα πόδια µου και σκέφτοµαι ποιά πρέπει να είναι η δική µου αντίδραση. - Ξέρεισ κάτι; τησ κάνω µετά από λίγα δευτερόλεπτα. Μόνο ένασ τρόποσ υπάρχει ν’ απαλλαγείσ απ’ αυτό το πρόβληµα… Οι κόρεσ των µατιών τησ είναι όλο ερωτηµατικά. - Να έρθω να τουσ γνωρίσω και να µε γνωρίσουν, τησ εξηγώ. - Εννοείσ σπίτι; - Ναι. Εκτόσ αν θέλουν στο γήπεδο, την πειράζω. - Καλά…, λέει σκεφτική. Ασ πάµε πρώτα στο δικό σου σπίτι και µετά…βλέπουµε… Όση ώρα τησ µιλάω, η φιγούρα του δασκάλου δεν έχει βγει απ’ το οπτικό µου πεδίο. Η µατιά µου µοιάζει µε πολυβόλο που έχει «κλειδώσει» στο στόχο του και είναι έτοιµο να εκπυρσοκροτήσει. Τον βλέπω να κάθεται σ’ ένα άδειο τραπεζάκι κάτω απ’ τον πλάτανο και να σηκώνει το χέρι του για να παραγγείλει κάτι. ∆ε βγάζει το καπέλο· είναι η µόνη του ασπίδα στο λάβρο ήλιο του µεσηµεριού. Παρ’ όλη τη ζέστη όµωσ, φοράει ένα µπλε µακρυµάνικο πουκάµισο κι όλη την ώρα µαζεύει τα µανίκια νευρικά. Σε λίγο φθά-

135

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 136

“Aντίο, λοιπόν”

νει στο τραπέζι του ένα ποτήρι µε παγάκια κι ένα µπουκαλάκι ούζο. ∆εν έχω ξαναδεί το δάσκαλό µασ ν’ απολαµβάνει τισ µικρέσ χαρέσ τησ ζωήσ και µου φαίνεται τόσο παράξενο το θέαµα. - Έχω µια ιδέα! λέω κάποια στιγµή σα µαγεµένοσ. Στα λόγια αυτά θαρρείσ και δανείζω µόνο το στόµα µου· δεν είναι δικά µου. - Σ’ ακούω… - Πάµε κάπου που µπορεί ν’ ανακαλύψουµε πολλά πράγµατα, την παρακινώ. - Σαν τι; - Έλα και θα δεισ… Με δυό δρασκελιέσ είµαι κιόλασ στα µισά του δρόµου που χωρίζει την εκκλησία απ’ το σπίτι του «ΑZνστάιν». Η καηµένη η Νατάσα λαχανιάζει και σταµατά λίγο πιό πίσω. - Γιατί τρέχουµε; µε ρωτάει. - Συγγνώµη, ξεχάστηκα…, αποκρίνοµαι. - ∆ε µου λεσ, µου κάνει, όλ’ αυτά που κάνουµε σήµερα είναι µέροσ του παιχνιδιού; - Ναι…δε σ’ αρέσει; - Μ’ αρέσει…αυτό είναι το πρόβληµα…Κι όταν µ’ αρέσει εµένα κάτι, όλο σε µπελάδεσ καταλήγει… Τότε είναι που συνειδητοποιεί ότι κατευθυνόµαστε προσ το σπίτι του δασκάλου. - Μα, τι κάνουµε εδώ; - Τώρα που ο δάσκαλοσ πίνει το ούζο του, είσαι να του κάνουµε µια φάρσα; - Τρελάθηκεσ; Τι φάρσα; - Να…Λέω να µπούµε κρυφά µέσα και να…του γράψουµε κάτι στουσ τοίχουσ! - Αντώνη, τι λεσ; ∆ε σε αναγνωρίζω! - Όταν παίρνεισ αυτό το ύφοσ, µ’ αρέσεισ ακόµη πιό πολύ, τησ λέω προκλητικά κι αυτή χάνει τα λόγια τησ. Σίγουρα θα έχει πέσει απ’ τα σύννεφα. Μπροστά τησ θα έχει σκάσει σα φούσκα ο παλιόσ Αντώνησ και θα ξεδιπλώνεται ένασ αλητάµπουρασ πρώτησ κατηγορίασ! - ∆εν µπορώ να το κάνω αυτό…, εναντιώνεται ευγενικά. Πρέπει να φύγω... Εγώ προσπαθώ να την κάνω να χαλαρώσει πιάνοντάσ τη µαλακά απ’ τουσ ώµουσ. - Έλα, µείνε, σε παρακαλώ. Εντάξει, ήταν βλακεία αυτό που σου ζήτησα. Πάµε κάπου αλλού…πάµε σπίτι µου, αν θεσ… - Μάλλον πρέπει να γυρίσω σπίτι…Θα µε ψάχνουν… Αυτό το σπίτι! Στη ζυγαριά τησ ζωήσ τησ το σπίτι βαραίνει πιό πολύ από κάθε τι άλλο…, σκέφτοµαι και απογοητεύοµαι. - Εντάξει, θα σε πάω εγώ…, τησ λέω όσο πιό γλυκά µπορώ και τη φιλάω στο µάγουλο. Θα πεταχτώ στη θεία κάποια στιγµή να δω αν έχει νεότερα για τα χειρόγραφα του παππού σου… Γιατί να µη σε γνώριζα µιαν άλλη εποχή; συλλογίζοµαι την ώρα που ετοιµαζόµαστε να γυρίσουµε πίσω. Εγώ θα ήµουν ο άρχοντασ του χωριού κι εσύ η αγαπηµένη µου… Όλοσ ο κόσµοσ θα υπάκουγε σε µένα…Ούτε µανάδεσ ούτε πατεράδεσ θα µπαίνανε στη

136

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 137

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µέση… Μεσ στην αντηλιά το πρόσωπό τησ γίνεται ταψί και δεν ξεχωρίζω ούτε µάτια ούτε χείλη. Τη βάζω απ’ τη µέσα µεριά του δρόµου, που είναι πιό σκιερά, και ηττηµένοσ πλέκω τα δάχτυλά µου µεσ στα δικά τησ για να φτιάξουµε ένα µικρό «καλαθάκι» από δέρµα στο ύψοσ των µηρών µασ. Λίγο προτού στρίψουµε για να βγούµε στον πάνω µαχαλά, πιάνω µε την άκρη του µατιού µου µια γνώριµη σιλουέτα να βγαίνει απ’ το σπίτι του δασκάλου. Αρνούµαι να το πιστέψω, αλλά, ναι, η λυγερή φιγούρα που κατεβαίνει το δροµάκι είναι τησ µαµάσ! Η Νατάσα θα µε περνάει για τρελό έτσι όπωσ τη σέρνω απ’ την παλάµη—σχεδόν τισ διπλώνω τα δάχτυλα µεσ στα τρεµάµενα δικά µου—για να κρυφτούµε πίσω από ένα άδειο βαρέλι. ∆ε µιλάει όµωσ, δεν παραπονιέται· ίσωσ και να µη φθάνει τίποτε απ’ όλ’ αυτά στ’ αφτιά µου. Μόνο τον ήχο τησ καρδιάσ µου ακούω. ∆εν κρύβοµαι για να µη µε δει αυτή· κρύβοµαι για να µη τη δω εγώ…Ένα ποτάµι σκέψεων ποτίζει την κοιλάδα του µυαλού µου κι εγώ προσπαθώ µε ό,τι βρω να το πολεµήσω. Οι πρώτεσ ερωτήσεισ µε χτυπάνε ήδη…Τι δουλειά έχει η µαµά στο σπίτι του δασκάλου µασ; Πώσ µπήκε µέσα στο σπίτι του, ενώ αυτόσ βρίσκεται στον καφενέ και µπεκροπίνει; Το στόµα µου στεγνώνει. Λίγα δευτερόλεπτα κρατάει µόνο το βασανιστήριο κι ύστερα όλα επανέρχονται στην τάξη. Ζητάω συγγνώµη απ’ τη Νατάσα, η οποία έχει κερώσει, και στρώνω τα µαλλιά µου. - Πάµε, καταφέρνω να τησ πω. Έχεισ αργήσει… Εχθέσ, µόλισ άφησα τη Νατάσα σπίτι, περιπλανήθηκα σαν το αλάνι στον πάνω και τον κάτω µαχαλά, γέµισα το παντελόνι µου ασβέστη που είχαν περάσει οι νοικοκυρέσ τα πεζούλια τουσ, και χάραξα µε τον ελβετικό σουγιά µου τουσ τοίχουσ και τουσ κορµούσ των δέντρων µε ό,τι µου’ρχόταν στο µυαλό—λέξεισ, αρχικά, παράξενα σχέδια. Κάποια στιγµή, εκεί που χάραζα ένα ερωτηµατικό σε µια µουριά, µε κυρίεψε η σκέψη να καβαλήσω ένα από εκείνα τα µηχανάκια που ήταν αραδιασµένα το ένα δίπλα στο άλλο στην αυλή τησ κυρά- Λούλασ, που κι οι τρεισ γιοι τησ δουλεύουν σε γκαράζ και τά’χουν πάρει µεταχειρισµένα, και να την κοπανήσω! Κι αυτή τη φορά δε θά’ταν το ίδιο. Η άτιµη συνήθειά µου να ξαφρίζω τα πράγµατα του κοσµάκη θα µε οδηγούσε στη φυλακή, αν όχι στο νοσοκοµείο µε κατάγµατα. Και µ’ είχε πιάσει απ’ το λαιµό τόσο σφιχτά αυτή η ιδέα, που αγκάλιασα τον κορµό του δέντρου για να µην αφήσω τον εαυτό µου να πλησιάσει τισ µηχανέσ. Σαν τον Οδυσσέα που ζήτησε να τον δέσουν στο κατάρτι για να µην ακολουθήσει τισ Σειρήνεσ… Μόλισ σουρούπωσε, γύρισα σπίτι για να διαπιστώσω ότι για άλλη µια φορά η µαµά έλειπε. Τώρα όµωσ ήξερα πού ήταν. ∆ε µε γελούσε. Αν έτρεχα στο σπίτι του δασκάλου, αν σκαρφάλωνα στον τοίχο και κοίταζα απ’ το παράθυρο, έβαζα στοίχηµα ότι θα τουσ έβλεπα και τουσ δύο µαζί. Κι υποτίθεται πωσ έπρεπε να χαρώ, ε; Να νιώσω περήφανοσ που η µαµά ήταν δυνατή και προχωρούσε στη ζωή. ∆ε χαιρόµουν όµωσ· δεν ένιωθα περήφανοσ για τίποτε. Ποιόσ ξέρει πόσον καιρό µου τό’κρυβε! Που να πάρει η οργή, δεν είχα καµιά απόδειξη για όλ’ αυτά! Την είδα απλώσ να βγαίνει απ’ το σπίτι του. Μπορεί και να µην είχε καν µπει. Ίσωσ και να είχε πάει να του

137

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 138

“Aντίο, λοιπόν”

µιλήσει ή να του δώσει κάτι κι όταν είδε ότι έλειπε, να πήρε το δρόµο του γυρισµού. Την καταδίκαζα χωρίσ λόγο. Αν συνέβαινε κάτι όµορφο στη ζωή τησ, κάτι που να τησ δίνει φτερά, δε θα το µοιραζόταν, αλήθεια, µαζί µου; Θα το κράταγε κρυφό; Το πρόσωπο που είδα, πάντωσ, εχθέσ το βράδυ δεν πρόδιδε καµία χαρά· µάλλον ένα βουβό πόνο που πάσχιζε να καλύψει µε τη µάσκα τησ χαράσ. ∆εν τη ρώτησα τίποτε, δε θέλησα να την κάνω να νιώσει πιό άσχηµα απ’ ό,τι ήδη ένιωθε. Θα έδινα χρόνο και στουσ δυό µασ. Γιατί ο χρόνοσ σέβεται µόνο αυτούσ που τον σέβονται… Το πρωί ξυπνώ γεµάτοσ εξανθήµατα. Το σώµα µου µε καίει και, όπου κι αν το αγγίξω, µε τρώει φρικτά. Έχω µια κρέµα για τουσ έρπητεσ µεσ στο συρτάρι του γραφείου µου και βάζω λίγη πάνω στο χέρι µου. ∆εν πρέπει να κάνει και πολλά, αλλά δε σκοπεύω να ανησυχήσω τη µαµά. Κουκουλώνοµαι µε το σεντόνι µου και κάνω πωσ κοιµάµαι. Όταν φύγει, θα πεταχτώ στο ιατρείο ή στο φαρµακείο. ∆ε σκοτίζοµαι και τόσο για την υγεία µου. Άλλωστε, πάσχω από «κακοήθη υγεία», όπωσ µου είχε πει κάποτε ο γιατρόσ, ο ∆ηµήτρησ. ∆ε µε παίρνει ο ύπνοσ. Μεσ στο µυαλό µου οι σκέψεισ φτερουγίζουν πετώντασ απ’ το ένα θέµα στο άλλο. Αν έγραφα µια ιστορία για µένα και µιλούσα για τον εαυτό µου στο τρίτο πρόσωπο, τι θα έγραφα, αλήθεια; Έχει γούστο να µιλάσ για σένα σα να περιγράφεισ κάποιον άλλον: «Ο Αντώνησ ήταν ένα φαινοµενικά ήσυχο αγόρι που τα δεκατρία χρόνια τησ ζωήσ του ήταν γεµάτα ηλιοβασιλέµατα, µυρωµένο αέρα απ’ τα γιασεµιά στισ αυλέσ, και όνειρα που δε χωρούσανε στα δέκα τετραγωνικά χιλιόµετρα του κόσµου του. Κάτω απ’ το εύθραυστο παιδικό του σώµα, που µόλισ άρχιζε να ανδρώνεται και να διεκδικεί τη θέση του στον «παγκόσµιο χάρτη» των µεγάλων, έρρεε ο ιχώρ30 τησ ελπίδασ για µια διαφορετική ζωή…» Τελικά, όταν γράφεισ στο τρίτο ενικό, είναι σα να ζωγραφίζεισ τον πόνο των άλλων µε έντονα χρώµατα και να τον παρουσιάζεισ σαν ένα γεγονόσ ευχάριστο. Βλέπω µπροστά µου έναν πίνακα που µου είχε δείξει πριν δυό χρόνια η θεία σ’ ένα βιβλίο που είχε αγοράσει απ’ το Λούβρο: το Ζαν- Πολ Μαρά, που πέφτει νεκρόσ στη µπανιέρα του απ’ το χέρι τησ Σαρλότ Κορντέ. Τι όµορφο πτώµα που ήταν, θυµάµαι! Με τι όµορφο τρόπο άφηνε το κεφάλι του να γείρει έξω απ’ τη µπανιέρα, ενώ ήταν τυλιγµένοσ µε µια πράσινη κουβέρτα! Σαν το Χριστό µετά την Αποκαθήλωση έµοιαζε, όπωσ µου είχε πει η θεία, κι αυτό είχε σκοπό να τον παρουσιάσει σαν ένα νέο Χριστό, που θυσιάστηκε για τη ριζοσπαστική δηµοκρατία τησ Γαλλίασ. Ξαφνικά ακούω έναν κτύπο στην πόρτα και κουκουλώνοµαι µέχρι το κεφάλι. - Κοιµάσαι ακόµη, αγόρι µου; ακούω τη φωνή τησ µαµάσ. Σκέφτοµαι για λίγα δευτερόλεπτα αν πρέπει να τησ µιλήσω ή να κάνω ότι κοιµάµαι. Η παρατεταµένη σιωπή τησ δίνει την απάντηση κι εκείνη κλείνει αθόρυβα την πόρτα. Κάτι µέσα µου µε σφίγγει, αλλά είναι καλύτερα που δεν τησ µίλησα. Αν µ’ έβλεπε σ’ αυτή την κατάσταση, θα τρόµαζε—κι η µαµά έχει ήδη πολλέσ σκοτούρεσ στο κεφάλι τησ. Μετά παρακολουθώ µε την ακοή µου τα ελαφρά τησ πατήµατα στην αυλή και, παρ’ όλο που δεν έχω δει τι φοράει, βλέπω µε κλειστά µάτια ένα θαλασσί φουλάρι ν’ ανεµίζει στον «καβουρντισµένο» απ’ τον ήλιο λαιµό τησ. Τησ αρέσουν πολύ τα φουλάρια κι ο

138

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 139

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µπαµπάσ φρόντιζε να τησ παίρνει τα καλύτερα απ’ την Αθήνα. Πρέπει να έχει ίσαµε εικοσιπέντε σ’ όλα τα χρώµατα. Ύστερα, µε τα µάτια του νου, τη βλέπω να κατηφορίζει το δροµάκι προσ την πλατεία και να λικνίζει τουσ γοφούσ τησ µε αισθησιασµό σα βεντέτα του κινηµατογράφου. Μέχρι εκεί την παίρνω από πίσω· παραπέρα δεν µπορώ να πάω. Ξέρω τη συνέχεια. Θ’ ανέβει πάνω απ’ την εκκλησία, θα περάσει ξυστά απ’ το άδειο βαρέλι όπου καθόµασταν εχθέσ η Νατάσα κι εγώ, και θα σταµατήσει µπροστά στο σπίτι του δασκάλου. Πετάω από πάνω µου το σεντόνι σαν πεταλούδα το κουκούλι τησ και ντύνοµαι στο άψε σβήσε. Το τετράδιό µου µε τα ποιήµατα µένει πάνω στο γραφείο µου µέρεσ τώρα χωρίσ να το έχω ανοίξει ούτε για µια στιγµή. Τουρτουρίζω λεσ και πέφτει χιόνι εδώ µέσα. ∆εν αντέχω να κλειστώ µέσα σ’ αυτό το αχούρι ούτε λεπτό! Είµαι ικανόσ να τρέξω ξοπίσω τησ και να τησ φωνάξω να γυρίσει πίσω, γιατί έχουµε πολλά να πούµε. Το πεισµατάρικο παιδί που δεν υπήρξα ποτέ θέλει τώρα ν’ αναλάβει την κατάσταση. Ποτέ µου δεν τησ έκανα σκηνέσ, ποτέ µου δεν την έφερα σε δύσκολη θέση, δε ζήτησα απ’ αυτή τίποτε πέρα απ’ αυτά που µόνη τησ µου πρόσφερε. Τα καταπίνω όλα σα σιρόπι του βήχα! Χιλιάδεσ µαύρεσ σκέψεισ σκοτεινιάζουν την αγάπη µου για τη µαµά. Μήπωσ έφταιξε αυτή για το φευγιό του µπαµπά; Μήπωσ δεν είναι τα πράγµατα έτσι όπωσ τα πίστευα τόσα χρόνια; Και τώρα πού πάει και µ’ αφήνει; Πώσ άλλαξε τόσο πολύ µέσα σε λίγεσ µέρεσ; Τι δουλειά έχει µε το δάσκαλο; Τι σκαρώνουν οι δυό τουσ; ∆ε φοβούνται τι θα πει ο κόσµοσ; Είναι τόσο ξετσίπωτη, τελικά; Η δικιά µου η µαµά να καταλήξει σαν τη Μάρω; ∆εν έχω πουθενά αλλού να πάω εκτόσ απ’ τησ θείασ. Ξέρω ότι θα τη βρω εκεί να γράφει «ποίηση» µε τα χρώµατά τησ. Κι όµωσ, µόλισ µπαίνω στο ισόγειο, τη βρίσκω στο σαλόνι να κατεβάζει τισ κουρτίνεσ. Χαίρεται που µε βλέπει, αλλά δεν κατεβαίνει απ’ τη σκάλα, όπου είναι κρεµασµένη. Προτιµά τη θέα αποκεί ψηλά. ∆εν έχει δει ακόµη τα εξανθήµατά µου. - Πουρνό πουρνό, βλέπω! κάνει χαµογελαστή. - ∆εν µπορούσα να κοιµηθώ άλλο, τησ λέω σοβαρά. Αυτή αµέσωσ αντιλαµβάνεται ότι κάτι µου συµβαίνει και κατεβαίνει απ’ τη σκάλα. - Συµβαίνει κάτι, Αντώνη; µε ρωτάει έντονα προβληµατισµένη. ∆ε σ’ έχω ξαναδεί τόσο κακόκεφο…Στάσου! σχεδόν φωνάζει και στρέφει το κεφάλι µου προσ το παράθυρο να δει καλύτερα. Τι…εξανθήµατα είναι αυτά; Εγώ αναστενάζω. - ∆εν ξέρω…∆εν είναι τίποτε, θεία… - Μα, τι λεσ, αγόρι µου; Αυτό µπορεί να είναι ανεµοβλογιά…Κάποια παιδική ασθένεια, εν πάση περιπτώσει! - Θεία, θα µου περάσει. Καµιά αλλεργία θά’ναι… - Η µαµά σου τά’δε αυτά; µε ρωτάει µε έναν τόνο επικριτικό προσ εκείνη. - Όχι…∆ε θέλησα να την ανησυχήσω…, τησ εξηγώ απρόθυµα. - Τι άλλο συµβαίνει, Αντώνη; Πεσ µου…Κρατάσ κάτι µέσα σου και δε µου το λεσ… - Θεία…, η φωνή µου σπάει, αλλά προσπαθώ να την κουµαντάρω.

139

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 140

“Aντίο, λοιπόν”

Αν λυγίσω τώρα και τα πω όλα, δεν ξέρω αν θα υπάρχει επιστροφή, δεν ξέρω πού θα οδηγηθούµε όλοι. - Θεία, λέω πιό αποφασιστικά τώρα, δεν ήρθα γι’ αυτό εδώ. Ήρθα να σε δω και να…µιλήσουµε για τα χειρόγραφα… Τη βλέπω να µαλακώνει, να ηρεµεί. - Τα χειρόγραφα; Α, βέβαια! Τα χειρόγραφα! Τα διάβασα όλα και…έχουµε κάποια πράγµατα να πούµε, αλλά…προσ Θεού, Αντώνη, δεν µπορώ να σε βλέπω σ’ αυτή την κατάσταση! Πρέπει να σε δει ο γιατρόσ! - Θεία, σε παρακαλώ…Εάν νιώσω άσχηµα, σου υπόσχοµαι ότι θα πάω µόνοσ µου στο ιατρείο. Αν έχεισ δουλειά τώρα και σε διακόπτω, πεσ µου τι ώρα να ξαναπεράσω…Η Νατάσα έχει αγωνία… - ∆εν έχεισ να πασ πουθενά…Κι η δουλειά που έκανα µπορεί να περιµένει…Πάµε πάνω, µου λέει µετά. Θα σου διαβάσω κάποια κοµµάτια απ’ τισ σηµειώσεισ του παππού… Το σπίτι λάµπει σήµερα. ∆εν ξέρω γιατί, αλλά µου µοιάζει καινούργιο. Κι όµωσ, είναι το ίδιο σπίτι εδώ και πενήντα χρόνια. Ούτε µια σταγόνα µπογιά δεν έχει προστεθεί, ούτε ένα καινούργιο έπιπλο δεν έχει βαρύνει αυτά τα σανίδια, που σκούζουν κάτω απ’ το βάροσ του παρελθόντοσ. Οι πόρτεσ που ανοίγει µπροστά τησ και κλείνει πίσω τησ καθώσ προχωράµε προσ την τραπεζαρία, όλεσ τρίζουν εκνευριστικά, αλλά στ’ αφτιά µου ο ήχοσ αυτόσ φθάνει σα µουσική. Θά’δινα τα πάντα να µείνω εδώ, µαζί µε τη θεία. ∆ε θέλω όµωσ να τησ το πω. Για άλλη µια φορά, βάζω στην άκρη τον εαυτό µου για να κρατήσω τισ χαµένεσ ισορροπίεσ, για να µείνει όρθιοσ έστω ένα δευτερόλεπτο παραπάνω ο χάρτινοσ πύργοσ των ονείρων µου…Αν µπορούσα να εξατµιστώ και να πάρω µαζί µου όλεσ τισ δυσκολίεσ και τα εµπόδια τησ ζωήσ µασ όπωσ παίρνει τον πυρετό το βρεµένο πανί στο κούτελο, θα το έκανα µ’ όλη µου την καρδιά! Με πρόλαβε όµωσ ο µπαµπάσ…Μακάρι φεύγοντασ νά’παιρνε µαζί του και τη θύελλα… Τα χειρόγραφα είναι πάνω στο τραπέζι, εκεί που τα είχα δει την προηγούµενη φορά. Η θεία κάθεται πρώτη και ξεχωρίζει τα κοµµάτια που θέλει να µου διαβάσει. Κάθοµαι δίπλα τησ και περιµένω. - Θα σου διαβάσω κάποια αποσπάσµατα απ’ τισ σηµειώσεισ και την αλληλογραφία του Χαράλαµπου Μαργώνη και…µετά εξηγούµε κάποια πράγµατα, αν χρειαστεί…Λοιπόν… ε…Μισό λεπτό…Το βρήκα! Και αρχίζει να διαβάζει: Ο κατηχητικόσ χαρακτήρασ τησ εκπαίδευσησ και τησ θρησκείασ µασ, καθώσ επίσησ η θεοκρατία τησ ταύτισησ κράτουσ- εκκλησίασ, νοµίζω ότι κάνει τουσ περισσοτέρουσ ανθρώπουσ να προσποιούνται ότι πιστεύουν στα δόγµατα τησ εκκλησίασ. Έτσι όµωσ εθίζονται στην υποκρισία. Συνεπώσ, µε αυτόν τον τρόπο, δεν καλλιεργούµε πολίτεσ και πιστούσ µε κριτική σκέψη, όπωσ απαιτεί το Χριστιανικό ιδεώδεσ, αλλά υποκριτέσ και Φαρισαίουσ. ΦαρισαZσµόσ όµωσ σηµαίνει διαφθορά του πολιτισµού µασ. Αυτόσ ο φαρισαZσµόσ ενισχύεται από την καθηµερινή προσευχή στα σχολεία, τον αγιασµό, τισ «εξοµολογήσεισ» στο χώρο του σχολείου, τισ θρησκευτικέσ γιορτέσ, την παρου-

140

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 141

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

σία θρησκευτικών συµβόλων στουσ σχολικούσ χώρουσ, το διαστρεβλωµένο τρόπο µε τον οποίο διδάσκεται το µάθηµα των Θρησκευτικών, και άλλα παρόµοια. Μη ξεχνάµε, άλλωστε, ότι το φαινόµενο τησ κατήχησησ δεν έχει τίποτε να κάνει µε το πνεύµα τησ Ορθοδοξίασ, εφόσον είναι απότοκο του Ευσεβισµού, που πιό πολύ θυµίζει τον Λούθηρο παρά τουσ Πατέρεσ τησ Εκκλησίασ. Αν και τα «µαγειρέµατα», αν µου επιτραπεί ο όροσ, στα οποία προέβησαν πολλοί εκ των Πατέρων, δεν είναι καθόλου άµεµπτα. Ο Ρωµαίοσ αυτοκράτορασ, Μέγασ Κωνσταντίνοσ, λέγεται ότι επέλεξε τισ «εγκεκριµένεσ» εκδοχέσ των γνωστών µασ Ευαγγελίων. Αυτό βέβαια έγινε στη Σύνοδο τησ Νικαίασ το 325 µ.Χ. Για να επανέλθω σε αυτό που έλεγα πριν, ο χωρισµόσ κράτουσ- εκκλησίασ µπορεί να συµβάλει στον περιορισµό τησ διαφθοράσ και την ενίσχυση του δηµοκρατικού φρονήµατοσ των Ελλήνων. Ο κατηχητικόσ χαρακτήρασ τησ εκπαίδευσησ και τησ θρησκείασ στοχεύει στο να γίνουν αποδεκτέσ από τουσ νέουσ οι ηθικέσ αξίεσ σαν όργανο τησ θρησκείασ και όχι σαν συνέπεια του ορθολογισµού, και αυτό οδηγεί στο ενδεχόµενο όταν οι πιστοί, για οποιονδήποτε λόγο, εγκαταλείψουν τη θρησκεία ή το οποιοδήποτε δόγµα να µείνουν ηθικά ανερµάτιστοι. Επίσησ, είναι τροµερό να αποσιωπούνται επιστηµονικέσ θεωρίεσ όταν συγκρούονται µε το χριστιανικό δόγµα. Εάν «Χριστιανόσ» σηµαίνει «µισαλλόδοξοσ», τότε αλίµονό µασ! Η υποχρεωτική προσευχή αντίκειται στο χριστιανικό δόγµα τησ «σωτηρίασ», αφού η σωτηρία είναι ατοµική υπόθεση, ενώ η κρατική επιβολή τησ ισούται µε υποχρεωτική στράτευση. Η θρησκοληψία είναι το µεγαλύτερο κακό που µπορεί να πλήξει µια κοινωνία και είναι το βάροσ που σηκώνουν οι µάζεσ. Το ιερατείο, από την άλλη, διατηρεί τα προνόµιά του µέσω του κράτουσ και µέσω αυτού το δικαίωµα τησ υποβολήσ των «τιµίων λειψάνων» ή «τιµίων ζωνών». Σταµατά και µε κοιτάζει. - Αυτό ήταν ένα απόσπασµα. Θα σου διαβάσω κι άλλο ένα… 'Οταν η διαδικασία δόµησησ µια θρησκείασ µπαίνει µπροστά, δεν είναι σωστό να θέλουµε να αποδώσουµε αµαρτωλέσ προθέσεισ σε όλουσ. Υπάρχουν διάφορεσ θεωρίεσ σχετικά µε την ίδρυση του Χριστιανισµού. Σκοπόσ µου είναι να πω ότι δεν έχω καµία απολύτωσ εγγύηση περί τησ θείασ προέλευσησ και αποκαλύψεωσ τησ θρησκείασ µασ. Ο άνθρωποσ έχει ανάγκη από µύθουσ, από ήρωεσ, από ωραιοποιήσεισ, εξιδανικεύσεισ κ.λ.π. και, όπωσ κατάλαβα παρατηρώντασ και µελετώντασ, οι θρησκείεσ δηµιουργούνται και διαµορφώνονται στα βασικά τουσ σχεδόν µε τον ίδιο τρόπο. Υπάρχει ένα κεντρικό πρόσωπο το οποίο εξιδανικεύεται και αποτελεί το επίκεντρο, και στο οποίο συσσωρεύονται όλεσ οι χάρεσ και αρετέσ του κόσµου, πραγµατικέσ και φανταστικέσ. Εκείνο το οποίο µε εξαγριώνει και µε κάνει να επαναστατώ είναι το ότι οι διάφοροι θρησκευτικοί ταγοί όλων των δογµάτων το ξέρουν αυτό, και όµωσ δηµαγωγούν τον λαό, τον κρατούν σε µια κατάσταση ύπνωσησ και δεισιδαιµονίασ, ώστε να τον χειραγωγούν και να τον αρµέγουν κατά το δοκούν. Είναι, όντωσ, δυστυχώσ, το αφιόνι του λαού.

141

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 142

“Aντίο, λοιπόν”

Εγώ κατηγορήθηκα από τουσ πνευµατικούσ µου, όσο ήµουν στουσ κόλπουσ του κλήρου, ότι προτάσσω τον σκεπτικισµό και την αµφιβολία, ώστε "προφασιζόµενοσ προφάσεισ εν αµαρτίαισ" να καθησυχάσω τάχα την ταραγµένη µου συνείδηση και να δικαιολογήσω τον εκούσιο αποσχηµατισµό µου. Λεσ και είµαι τόσο ανήθικοσ και ανειλικρινήσ, ώστε κοροZδεύοντασ όλουσ τουσ άλλουσ να πείθω και τον ίδιο µου τον εαυτόν; Ήθελα λοιπόν να σου παραδώσω τη σκυτάλη για να αγωνισθείσ κι εσύ µε τη σειρά σου και µε το νεανικό σου σφρίγοσ εναντίον αυτήσ τησ απάτησ. Όλοι όσοι απορρίπτουν την θρησκεία δεν το κάνουν για να συγκαλύψουν ή να δικαιολογήσουν κάτι, αλλά απλά διότι τουσ ζητείται να θυσιάσουν τουσ εαυτούσ τουσ, χωρίσ να τουσ παρέχεται ωσ αντάλλαγµα καµία απολύτωσ εγγύηση ότι δεν πρόκειται, όντωσ, για ένα ανθρώπινο κατασκεύασµα. Απαιτούν να σκύψουµε το κεφάλι µπροστά σε µια αφηρηµένη έννοια, απλά και µόνον για να µην διασαλευθούν τα δικά τουσ πολυσχιδή συµφέροντα. Τα διάφορα ιερατεία είναι αυθαίρετα, ανεξέλεγκτα, ασύδοτα, ασυνεπή, εκµεταλλευόµενα την άγνοια, την ευπιστία, την δυστυχία και τον φόβο του θανάτου που διακατέχει του ανθρώπουσ. Βέβαια όλα δεν είναι µαύρο και άσπρο. Μέσα στα θρησκευτικά συστήµατα υπάρχει πλήθοσ "αγίων" ανθρώπων, εντίµων, καθαρών, που είναι συνεπείσ µε τα πιστεύω τουσ. Όπωσ είπε σωστά ο Χριστόσ, πρέπει να προσέχουµε µήπωσ προσπαθώντασ να ξεριζώσουµε τα ζιζάνια, ξεριζώσουµε αυτόµατα και το σιτάρι. Πολλέσ φορέσ, δεν µπορούµε να κάνουµε διάκριση στισ προθέσεισ του απέναντί µασ. Γι αυτό και δεν κρίνουµε ΠΡΟΣΩΠΑ αλλά ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ. Κρίνουµε όµωσ και ΠΡΟΣΩΠΑ επί χριστοκαπηλεία και διαφθορά, όταν αυτά είναι ασυνεπή µε το κεκηρυγµένο τουσ πιστεύω. Καλώσ ή κακώσ, ορθώσ η εσφαλµένωσ, ο Χριστιανισµόσ είναι θρησκεία αποκλειστική. ∆εν αλληλοσυµπληρώνεται µε κάποια άλλη, αλλά αλληλοαποκλείεται µε κάποια άλλη. Ασφαλώσ αυτό δεν το αποφάσισα ... εγώ! Αυτό αποτελεί την φύση του Χριστιανισµού. 'Ολη η Καινή ∆ιαθήκη πολυµερώσ και πολυτρόπωσ διακηρύττει το του Ευαγγελιστού Ιωάννου που αναφέρω σε κάποιο σηµείο: "Ο µή έχων τον Υιόν, ουδέ τον Πατέρα έχει." Ο ίδιοσ ο Χριστόσ λέει: "Ο µη συνάγων µετ' εµού σκορπίζει" κ.λ.π. κ.λ.π. Ο Πάπασ λοιπόν, που για εκατοντάδεσ εκατοµµυρίων είναι ο υποτιθέµενοσ αντιπρόσωποσ αυτού του Χριστού στη γή, δεν τα ξέρει όλα αυτά; Περίµενε από µένα να τα διαβάσει και να τα µάθει; Αφού λοιπόν τα ξέρει, πώσ τα θυσιάζει στον βωµό των συµφερόντων του παπικού συστήµατοσ και διακηρύττει ότι έχουµε τον ίδιο Θεό µε τουσ Εβραίουσ και τουσ Μουσουλµάνουσ, αρνούµενοσ κατ' αυτόν τον τρόπο αυτόν που αντιπροσωπεύει αλλά και τον ίδιον του τον εαυτόν; Αυτό το µικρό παραδειγµατάκι πολλαπλασίασέ το επί εκατό, επί χίλια, δέκα χιλιάδεσ και βάλε, για να αντιληφθείσ το µέγεθοσ τησ απάτησ και τησ ασυνέπειασ. Και όµωσ, από τισ εκατοντάδεσ των εκατοµµυρίων που τον ακολουθούν, είδεσ εσύ κανέναν να σηκωθεί και να πεί: Καλά, αφού ο Χριστόσ δεν είναι η µοναδική οδόσ τησ Σωτηρίασ, αποκλειοµένησ πάσησ άλλησ, όπωσ κραυγαλέωσ βοά όλη η Καινή ∆ιαθήκη, εσύ ποιάσ Εκκλησίασ είσαι αρχηγόσ; Σε τι χρησιµεύουν οι τιάρεσ σου και οι θρόνοι σου; Αλλά όλα αυτά τα εκατοµµύρια έχουν γαλουχηθεί µε το "Ούτοσ έφα," καί τελείωσε η

142

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 143

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

υπόθεση. Τα αυτά βέβαια ισχύουν και για την Ορθοδοξία. Κοίταξε το σάλο που υποθάλπει το ιερατείο για το περιβόητο 666. Είναι ένα µέσον για να τροµοκρατεί τουσ πιστούσ, ώστε να είναι ευάλωτοι και ευµεταχείριστοι. Καί όµωσ, το βιβλίο τησ Αποκάλυψησ µόλισ και µετά βίασ ανεγνωρίσθη ωσ "αµφισβητούµενο" τον 4ο αιώνα στον Κανόνα Αγίου Αµφιλοχίου Ικονίου. Στην Εκκλησία δεν αναγιγνώσκεται ποτέ, οι µισοί Πατέρεσ, µεταξύ των οποίων και ο Ιωάννησ ο Χρυσόστοµοσ, την απορρίπτουν ασυζητητί. Και όµωσ, γύρω από αυτό το αµφισβητούµενο βιβλίο, που ασκεί ένα δέοσ εξ αιτίασ των τροµερών του φανταστικών περιγραφών, κτίστηκε ολόκληρο µοναστήρι- φρούριο στην Πάτµο και γίνεται ακόµη και στισ µέρεσ µασ τόσοσ σάλοσ µε το 666 του. Πάντωσ, ο µεγαλύτεροσ σάλοσ δεν έχει γίνει ακόµη. Ο άνθρωποσ έχει ανάγκη από το δέοσ του φόβου και το ιερατείο εκµεταλλεύεται την ανάγκη του αυτή, όπωσ και τισ άλλεσ. Για να µπορέσεισ λοιπόν, αγαπητέ µου, ωσ ηθικόσ άνθρωποσ, να αγωνισθείσ έστω και µε τισ πτωχέσ και περιορισµένεσ σου δυνάµεισ ενάντια σε αυτή την τεράστια πλάνη, οφείλεισ να την γνωρίζεισ. Οφείλεισ να γνωρίζεισ τον εχθρό σου, διότι ο εχθρόσ σου δεν πρόκειται να σου φεισθεί, όταν θα µπορέσει να σε αποδείξει αµαθή, αντιφάσκοντα και ασυνάρτητο. Πρέπει λοιπόν να γνωρίζεισ ότι µια θρησκεία για να δοµηθεί έχει ανάγκη από πολλά πράγµατα. Έχει ανάγκη από µάρτυρεσ. Από αίµα. Έχει ανάγκη από ιδανικά. Έχει ανάγκη από ευλογοφάνεια και λογική. Έχει ανάγκη από υπακοή. Έχει ανάγκη από υψηλά φιλοσοφήµατα για να ικανοποιεί τισ ανάγκεσ των διανοουµένων τησ. Έχει ανάγκη από ένα είδοσ ευνουχισµού των µελών τησ. Θυµήσου τα όσα ήδη σου έγραψα περί παρθενίασ των κληρικών. Η σεξουαλικότητα είναι ο υπ' αριθµόν ένα αντίπαλοσ και ανταγωνιστήσ όλων των θρησκειών, γι’ αυτό και όλεσ οι θρησκείεσ ζητούν να την εξοστρακίσουν και να την συνταυτίσουν µε την ηθική. Και τούτο διότι το σεξουαλικά απελευθερωµένο άτοµο δεν µπαίνει κάτω από τον ζυγό τησ υπακοήσ και τησ υποταγήσ, εποµένωσ είναι, όχι µόνον άχρηστο, αλλά και επικίνδυνο. Για να απαντήσω τώρα έστω και ακροθιγώσ στο γράµµα σου. Ο Χριστόσ δεν έγραψε τίποτε. Αυτό ψυχολογικά τον θέτει σε υποδεέστερη µοίρα σε σύγκριση µε την χειµαρρώδη γραφίδα του Παύλου. Κάποιοσ που λέει ότι είναι όχι απλά Θεόσ, αλλά Ο Θεόσ, και να µην έχουµε τίποτε από το στόµα του ή από το χέρι του, αλλά να βασιζόµαστε απλά στισ δογµατικέσ διατυπώσεισ κάποιου άλλου πάνω σ'αυτόν, είναι κοµµάτι δύσκολο. Μη ξεχνάσ ότι στην Παλαιά ∆ιαθήκη υποτίθεται ότι ο λαόσ άκουε τον Ιεχωβά να µιλάει από το Σινά και ο Νόµοσ των ∆έκα Εντολών εγράφη "τω δακτύλω του Θεού," όπωσ ισχυρίζεται η Πεντάτευχοσ. Ο Χριστόσ λοιπόν που, σύµφωνα µε την Χριστιανική πίστη, είναι ο Ιεχωβά τησ Παλαιάσ ∆ιαθήκησ, ο "πάλαι τω Μωaσή προσλαλήσασ εν Σινά," και που µασ επισκέπτεται σωµατικώσ πλέον, είναι κάπωσ παράξενο να µην άφησε κάτι σε µασ από το στόµα του ή από το χέρι του. Ο Παύλοσ µασ µιλάει περί του Χριστού, αλλά, εκτόσ από την εµπειρία τησ ∆αµασκού και ένα "αρκεί σε η Χάρισ µου," δεν µασ µεταφέρει αυτούσια τα λόγια του Χριστού. Αυτήν

143

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 144

“Aντίο, λοιπόν”

την έλλειψη, που γινόταν όλο και πιό αισθητή, ήλθαν να καλύψουν τα Ευαγγέλια. Και Ευαγγέλια έχουµε πολλά. Από τα πολλά, η Εκκλησία παραδέχθηκε µόνον τέσσερα ωσ αυθεντικά. Γιατί; Αυτό είναι το θέµα του λεγόµενου "Κανόνοσ τησ Καινήσ ∆ιαθήκησ," που πρέπει επίσησ να το γνωρίζεισ και που, αν το θέλεισ, είµαι διατεθειµένοσ να το συζητήσουµε µαζί. Στα λεγόµενα λοιπόν κανονικά τέσσερα Ευαγγέλια, έχουµε υποτιθέµενα αυθεντικά αυτά τούτα τα λόγια του Χριστού. Οπότε τα λόγια του ∆εσπότου (Χριστού) προέχουν των λόγων του ∆ούλου (Παύλου). "Αµήν, λέγω υµίν," "Είπεν ο Κύριοσ" κ.λ.π. κ.λ.π. Έτσι λοιπόν ενσωµατώσαµε τα τέσσερα ευαγγέλια σε έναν χρυσόδετο ή ασηµόδετο τόµο, που το καλέσαµε "Ευαγγέλιο" και το τοποθετήσαµε πάνω στην Αγία Τράπεζα, ενώ τα γραπτά του Παύλου τα αφήσαµε στο αναλόγιο του Ψάλτη ενσωµατωµένα σε έναν τόµο που τον καλούµε "Απόστολο." Και το µεν "Ευαγγέλιο," όπωσ έχεισ παρατηρήσει, το ασπαζόµεθα, το θυµιάζουµε, το εισοδεύουµε µετά φανών και λαµπάδων και αναγινώσκεται µόνον από κληρικούσ, τον δε λεγόµενον "Απόστολον" τον αναγιγνώσκουν οι Αναγνώσται και δεν χαίρει καµίασ τιµήσ. Αυτό απαιτούσε η λογική του συστήµατοσ. Τα πράγµατα έπρεπε να εξελιχθούν έτσι, και χιλιάδεσ άτοµα συνέβαλαν καλή τη πίστει και µε τισ αγνότερεσ των προθέσεων εισ το να εξελιχθούν έτσι. Αλλά όλα αυτά δεν αναιρούν το γεγονόσ ότι επί δεκαετίεσ οι πρώτοι Χριστιανοί βαπτίζονταν, κοινωνούσαν, παντρεύονταν, χειροτονούντο, πέθαιναν, χωρίσ να έχουν ακούσει ούτε ένα εδάφιο από το λεγόµενο "Ευαγγέλιο." Όλα αυτά δεν αναιρούν δυστυχώσ τον χρονολογικό πίνακα που σου έστειλα. Είναι άραγε αυτά τα τέσσερα ευαγγέλια που επιλέξαµε µεταξύ πολλών άλλων αυθεντικά; Υπήρξαν άραγε οι Ευαγγελιστέσ αµερόληπτοι και ανεπηρέαστοι αφηγητέσ των γεγονότων, χωρίσ προκατειληµµένεσ αντιλήψεισ και χωρίσ πρόθεση ωραιοποίησησ και εξιδανίκευσησ; Η σιωπή που ακολουθεί έχει πολύ µεγαλύτερο νόηµα κι απ’ τα ίδια τα γράµµατα του παππού. Τησ ρίχνω µια µατιά κι αυτή µου πιάνει το χέρι πάνω στο τραπέζι. Είναι κρύο. - Τι έχεισ να πεισ για όλ’ αυτά; µε ρωτάει. - Εγώ…τι να πω; Το µόνο που µπορώ να πω είναι ότι πρέπει να πέρασε όλη του τη ζωή γράφοντασ αυτόσ ο άνθρωποσ! Η θεία γελάει. - Εγώ θά’θελα µια ζωή να τ’ αντιγράψω µόνο και µόνο! συνεχίζω. - Εδώ µέσα κρύβονται πολλά µυστικά και πολλέσ µεγάλεσ αλήθειεσ, µου λέει µε σοβαρό τόνο. Μου κάνει εντύπωση το ένστικτο και των δυό σασ που σασ οδήγησε σ’ αυτά τα χειρόγραφα…Κάτι την «έτρωγε» τόσον καιρό τη Νατάσα, έτσι δεν είναι; - Έτσι φαίνεται. Όλο το καλοκαίρι το πέρασε κλεισµένη στη βιβλιοθήκη να ψάχνει ένασ Θεόσ ξέρει τι! - Είπεσ «Θεόσ»; µε πειράζει κι εγώ καταλαβαίνω πού το πάει. - Απαγορευµένη λέξη, ε; τησ κάνω. - Απαγορευµένη ίσωσ όχι, υπερτιµηµένη όµωσ, σύµφωνα µε τον παππού, ναι. - Τελικά, τι συµβαίνει µε τον Χαράλαµπο Μαργώνη; Ήταν ή δεν ήταν θρήσκοσ;

144

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 145

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Χµµ…Καλή ερώτηση. Το µόνο σίγουρο είναι ότι αλλιώσ ξεκίνησε κι αλλιώσ κατέληξε η ενασχόλησή του µε τα θεία… - ∆ηλαδή; - ∆ηλαδή…ξεκίνησε µε αγάπη, µε όραµα, µε πίστη, θα έλεγα…και κατέληξε να…σιχαθεί τα πάντα, να τα αποποιηθεί σαν το µεγαλύτερο κακό, όταν συνειδητοποίησε ότι όλα είναι ένα καλοκουρδισµένο ρολόι που σηµαίνει τισ ώρεσ τησ κατήχησησ και τησ χειραγώγησησ των λαών… - Καλά, τόσο µορφωµένοσ άνθρωποσ και…του πήρε τόσα χρόνια να καταλάβει ότι δεν υπάρχει Θεόσ κι ότι…κι αυτόσ είναι ένα ωραίο παραµύθι σαν τον Άγιο Βασίλη; - Ποπό! Μεγάλα λόγια από ένα τόσο µικρό στόµα! κάνει µε έκπληξη η θεία. - Γιατί, δε µε πιστεύεισ; τησ κάνω. Εγώ είµαι δεκατριών χρόνων και τό’χω πάρει απόφαση ότι όλ’ αυτά τα «πάτερ ηµά» και τα λιλιά που φοράνε οι ιερείσ είναι ψεύτικα, είναι…µια φαρσοκωµωδία! τονίζω µε χαρά τη λέξη. - Βλέπω, διαβάζουµε πολύ τώρα τελευταία…Χαίροµαι, αγόρι µου, που…κατά κάποιον τρόπο έχεισ αποµυθοποιήσει όλ’ αυτά τα…περί θρησκείασ και λοιπά. Συµφωνώ µαζί σου, απλά…πώσ να το πω…ηχεί παράξενα στ’ αφτιά µου µια τέτοια ώριµη και κατασταλαγµένη άρνηση του «γάλακτοσ» µε το οποίο ένα δεκατριάχρονο αγόρι έχει, θέλοντασ και µη, γαλουχηθεί…Το θέµα είναι, αποποιούµενοι τη θρησκεία, να µη µείνουµε χωρίσ όραµα και ηθική. Γι’ αυτό, λέει σε κάποιο σηµείο ο παππούσ για…ηθικά ανερµάτιστουσ ανθρώπουσ. - Γιατί του πήρε τόσα χρόνια να τα καταλάβει όλ’ αυτά ο παππούσ; τη ρωτάω. - ∆εν ξέρουµε πόσα χρόνια του πήρε, Αντώνη µου, ούτε µπορούµε να πούµε µε βεβαιότητα τι διεργασίεσ και ζυµώσεισ έγιναν µεσ στο µυαλό του και τη ζωή του…Βέβαια, αν κατάλαβεσ καλά απ’ τα γραπτά του, ο παππούσ τησ Νατάσασ υπήρξε παπάσ! - Σοβαρά; κάνω γεµάτοσ έκπληξη. Ο Χαράλαµποσ Μαργώνησ ήταν παπά- Χαράλαµποσ; - Είµαι σχεδόν βέβαιη. Σ’ ένα σηµείο µιλάει για «εκούσιο αποσχηµατισµό». Ξέρεισ τι σηµαίνει αυτό; Ήταν παπάσ και για κάποιο λόγο τα παράτησε… - Γίνεται κάτι τέτοιο; Μπορεί ένασ παπάσ να πετάξει τα ράσα; - Φυσικά και γίνεται! Ο παππούσ λοιπόν φαίνεται πωσ πέταξε τα ράσα και…µάλλον συνέχισε τη ζωή του µαχόµενοσ για τα ιδανικά του. - ∆ηλαδή, πετώντασ τα ράσα, έκανε οικογένεια; - Μα, νοµίζω πωσ ήδη είχε οικογένεια, αν και δεν µπορώ να ξέρω πότε αποσχηµατίστηκε και πότε παντρεύτηκε. Έχω την εντύπωση όµωσ πωσ ήταν έγγαµοσ ιερέασ. - Η Νατάσα θα πάθει µόλισ το µάθει! κάνω σα χαζόσ. Ο παππούσ τησ παπάσ! Και καλά… γιατί κανείσ στο χωριό δεν τον θυµάται ωσ παπά; - Αυτό δεν το ξέρουµε, γλυκέ µου. Πάντωσ…η οικογένεια Μαργώνη δεν είχε ποτέ πολλά πάρε δώσε µε τουσ χωριανούσ. - Ναι, σα νά’χεισ δίκιο, αποκρίνοµαι σκεφτικόσ. ∆ε νοµίζω να έχουν καλέσ σχέσεισ µε κανέναν. Η µάνα τησ Νατάσασ κι η θεία τησ…φαίνονται σατανικέσ γυναίκεσ! - Χµµ…βλέπω πωσ µιλάσ για Σατανά ενώ δεν πιστεύεισ ούτε καν στο Θεό! Εντάξει, ασ πούµε ότι… «δεν κολλάνε» µε τουσ άλλουσ, µε διορθώνει η θεία. Σκέψου τι θα έχουν πει

145

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 146

“Aντίο, λοιπόν”

και για µένα! προσθέτει. Αυτό όµωσ δε σηµαίνει ότι είµαι «σατανική»! Εκτόσ…αν είµαι και δεν το ξέρω! - Είσαι η πιό καταπληκτική θεία στον κόσµο! φωνάζω και τη φιλώ στο µάγουλο. Με την κίνηση αυτή το δέρµα µου τσιτώνει και µε τραβάει. ∆εν παραπονιέµαι όµωσ, γιατί θ’ αρχίσει να τσιρίζει η θεία. - Για να επιστρέψουµε στα του παππού, συνεχίζει, πιστεύω ότι θέλησε, έστω και καθυστερηµένα, να θίξει τα κακώσ κείµενα τησ Εκκλησίασ. Γράφει λοιπόν σε κάποιον Γεράσιµο, αλλά δεν ξέρουµε αν ήταν µαθητήσ του, πνευµατικό του τέκνο, φίλοσ, συγγενήσ… ∆εν ξέρουµε τίποτε. Πρέπει να ήταν στενά συνδεδεµένοι, πάντωσ. Κατά κάποιον τρόπο, πρέπει να τον είχε υπό την «πνευµατική προστασία» του ο Χαράλαµποσ Μαργώνησ. Ήταν πληγωµένοσ άνθρωποσ, ιδεολογικά, συναισθηµατικά…Ποιόσ ξέρει τι διλήµµατα είχε, τι καταστάσεισ γνώρισε, που τον έκαναν να πάρει την απόφαση να τα παρατήσει… Τώρα που το σκέφτοµαι, αν όντωσ ήταν παπάσ και τα παράτησε, αυτό ήταν αρκετό για να µη τον βλέπουν µε καλό µάτι οι συγχωριανοί του. Φαντάζεσαι πριν δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια τι θα σήµαινε να «ξυριστεί» ένασ παπάσ και να γίνει πάλι λαZκόσ, ε! Σκάνδαλο! - Θα τον είχαν στη µπούκα του κανονιού, παρατηρώ. ∆ε βγήκε όµωσ τίποτε παρά έξω. ∆εν έχω ακούσει ποτέ τίποτε γι’ αυτή την υπόθεση. - Έχουν περάσει πολλά χρόνια, Αντώνη µου…Την εποχή που το θέµα ήταν «καζάνι που βράζει», εσύ ήσουν ακόµη αγέννητοσ κι εγώ…ήµουν αρκετά µικρή. Απ’ την άλλη, ίσωσ το γεγονόσ ότι είχε παρτίδεσ µε τουσ ιθύνοντεσ του χωριού, τον πρόεδρο, τουσ τσιφλικάδεσ κι όλουσ αυτούσ, να τον βοήθησε να κουκουλώσει το θέµα. Αν και, απ’ ό,τι διαισθάνοµαι, ο παππούσ πρέπει να ήταν αποφασιστικόσ και δυναµικόσ άνθρωποσ. Κάποιοσ που παίρνει µια τέτοια απόφαση, να γυρίσει στισ τάξεισ των λαZκών, δε νοµίζω ότι νοιάζεται για το τι θα πει ο κόσµοσ… - Έχεισ δίκιο. Μακάρι να του έµοιαζε λίγο σ’ αυτό η Νατάσα… - ∆ηλαδή; - Να…αυτή φοβάται να αντιµετωπίσει τουσ δικούσ τησ. Αφού, να φανταστείσ, ούτε στη βιβλιοθήκη δεν την αφήνουν να πάει κι αυτή τόσον καιρό τουσ το κρύβει! - Παρ’ όλ’ αυτά όµωσ πηγαίνει! µου κάνει η θεία. Πετυχαίνει να κρατάει ισορροπία µε τουσ δικούσ τησ και να κάνει κι αυτό που θέλει η ίδια… - Η αλήθεια είναι ότι δεν τό’χα σκεφθεί έτσι…, τησ λέω. - ∆υναµικότητα, µάτια µου, δε σηµαίνει απαραίτητα κατά µέτωπο αντίσταση στο κατεστηµένο. ∆υναµικότητα σηµαίνει να ξέρεισ να ελίσσεσαι, ώστε, χωρίσ να αγνοείσ τουσ άλλουσ και τα «θέλω» τουσ, να µπορείσ να έχεισ πάντοτε µπροστά σου το στόχο σου, αυτό που θεσ πιό πολύ να κάνεισ στη ζωή σου. - Κάτι τέτοιο λεσ να έκανε κι ο παππούσ; - Ίσωσ…Τουλάχιστον, έτσι πιστεύω. Φαίνεται πωσ είχε ιδανικά και δεν τα διαπραγµατεύτηκε ποτέ και µε κανέναν. Είχε µια εντιµότητα…µια διανοητική εντιµότητα, προσθέτει η θεία. Ξέρεισ, απ’ αυτή την άποψη, µου θυµίζει τουσ Καθολικούσ. Έχουν εντιµότητα, δεν τη χαραµίζουν προσ όφελοσ του δόγµατοσ. Στη ∆ύση υπάρχει περισσότερη ελευθερία σκέψησ· οι θεολόγοι και οι ιερείσ είναι πάνω απ’ όλα σκεπτόµενα άτοµα που θέλουν να

146

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 147

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

πιστεύουν εφόσον γνωρίζουν. Είναι περισσότερο Αριστοτελικοί, δηλαδή ασπάζονται την Αριστοτελική άποψη περί «πίστεωσ µετά γνώσεωσ», και όχι τόσο την Πλατωνική άποψη, που δέχονται οι Ορθόδοξοι, περί «πίστεωσ άνευ γνώσεωσ». Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω ότι ο παππούσ τησ Νατάσασ είχε υψηλό φρόνηµα και µεγάλη συναίσθηση του λειτουργήµατόσ του. Γι’ αυτό, ίσωσ και να µην άντεξε την υποκρισία ή, ακόµη χειρότερα, την ασυνέπεια λόγων και πράξεων µεσ στουσ κόλπουσ των ιερέων. Αν η θρησκεία, ελλείψει θεοπνευστίασ, καταντά ένα κοινωνικό συµβόλαιο που ανανεώνεται τόσουσ αιώνεσ και θα ανανεώνεται εισ το διηνεκέσ µε υπογραφή το αίµα και τα δάκρυα τόσων γενεών, τότε ποιό το όφελοσ; Σε κάποιο σηµείο µιλάει για «το αφιόνι του λαού»—και, δυστυχώσ, έτσι είναι. Ο Κίρκεγκορ είχε µιλήσει κάποτε για τρεισ δυνατότητεσ ύπαρξησ, τισ οποίεσ ονόµασε «στάδια»: το αισθητικό στάδιο, το ηθικό στάδιο, και το θρησκευτικό στάδιο. Στο πρώτο ανήκουν όσοι θέλουν να ζήσουν τη ζωή τουσ µε πάθοσ και στόχοσ τουσ είναι να νιώσουν την ηδονή στα απλά πράγµατα. Στο δεύτερο ανήκουν όσοι ακολουθούν τη φωνή τησ λογικήσ και του καθήκοντοσ, όσοι χωρίζουν τα πράγµατα σε καλά και κακά. Και στο τρίτο ανήκουν όλοι όσοι θέλουν να φθάσουν σε ανώτερα επίπεδα συνειδητότητασ, να αγγίξουν ίσωσ το θείο, είτε αυτό βρίσκεται έξω απ’ αυτούσ είτε αυτό βρίσκεται µέσα τουσ. Ο παππούσ λοιπόν πρέπει να είχε γνωρίσει το τρίτο στάδιο. Βέβαια, για πολλούσ αυτά τα «στάδια ωρίµασησ», όπωσ τα ονοµάζω εγώ, αφορούν σε όλουσ τουσ ανθρώπουσ και σε όλεσ τισ κοινωνίεσ. Κατά κάποιον τρόπο, αντιστοιχούν στο τρίπτυχο «σώµα- ψυχήπνεύµα». ∆ε θα σταµατούσε µε τίποτε αν δεν τησ έλεγα ότι πρέπει να φύγω. ∆εν είναι ότι δε µ’ αρέσουν όλ’ αυτά, αλλά κι εγώ, ωσ πιστόσ οπαδόσ του πρώτου και του δεύτερου «σταδίου», θέλω να τρέξω στη Νατάσα, να τη φιλήσω, να γευθώ τισ ηδονέσ τησ ύπαρξήσ τησ, και να κάνω το καθήκον µου, δηλαδή να τησ πω όλα όσα έµαθα για τον παππού. Μπορεί και να µην έχει τελειώσει η έρευνα· µπορεί να βγουν κι άλλα στην επιφάνεια. Κανείσ δεν ξέρει. Όταν παίζεισ µε τη φωτιά, δεν ξέρεισ τι θα καεί πρώτο—τα κάρβουνα ή το χέρι σου; Κοίτα που µ’ όλεσ αυτέσ τισ φιλοσοφικέσ συζητήσεισ ξέχασα κιόλασ τα εξανθήµατά µου και ότι έχω µια µάνα που κάνει διπλή ζωή. Θα µου πεισ, και ποιόσ δεν κάνει διπλή ζωή…Απ’ τη στιγµή που βγαίνουµε απ’ το «εργοστάσιο», κουβαλάµε τον εαυτό µασ και το αντίθετό του. Καλά, µπορεί να µην είναι ακριβώσ το αντίθετό του· µάλλον έχει στοιχεία του εαυτού µασ σε διάφορεσ εκδοχέσ—κάτι σαν τραγούδι σε πολλέσ εκτελέσεισ. Όλα θυµίζουν το παλιό µοτίβο, αλλά µέσα απ’ αυτό αναδύεται µια νέα δυνατότητα για µεταµόρφωση, προσ το καλύτερο ή προσ το χειρότερο. Ευτυχώσ, η Νατάσα, όταν είναι απορροφηµένη σε κάτι, δεν προσέχει τίποτε γύρω τησ. Έτσι, µου ανοίγει την πόρτα µε τη µούρη τησ χωµένη σε κάτι σηµειώσεισ—µε το ζόρι τη φιλάω—και επιστρέφει στο γραφείο τησ. - Έχω νέα να σου πω… - Για τα χειρόγραφα; µου κάνει. - Ναι…

147

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 148

“Aντίο, λοιπόν”

- Νοµίζω ότι αρχίζω να καταλαβαίνω τι συνέβαινε…, µου λέει µε αυτοπεποίθηση. - Τι συνέβαινε, δηλαδή; - Βρήκα αυτέσ τισ παλιέσ φωτογραφίεσ, µου λέει και απλώνει το χέρι τησ να δω. Πάω κοντά και τισ κοιτάζω. Είναι όλεσ σε σέπια και σε πολλά σηµεία έχουν µαύρουσ κύκλουσ σαν από καύτρα τσιγάρου. Στισ περισσότερεσ είναι ένασ γκριζοµάλλησ άντρασ µε ράσα. - Τον γνωρίζεισ αυτόν; µε ρωτάει. Αν δεν ήξερα την ιστορία, θα έλεγα ότι είναι ένασ οποιοσδήποτε παπάσ, συγγενήσ ίσωσ τησ οικογένειασ. Τώρα όµωσ ξέρω τίνοσ είναι αυτό το γελαστό αλλά αυστηρό πρόσωπο µπροστά στο φακό. - Ώστε το ανακάλυψεσ µόνη σου, ψελλίζω. - Αυτό δεν ερχόσουν να µου πεισ κι εσύ, γλυκούλη; µου κάνει χαµογελαστή. - Ναι…Γιατί είναι καµµένεσ οι φωτογραφίεσ; τη ρωτάω. - Αυτό αναρωτιέµαι κι εγώ…∆εν πρέπει να είναι ατύχηµα όµωσ…Αν δεισ τη ράχη τησ βιβλιοθήκησ και των περισσότερων βιβλίων στα πάνω ράφια, θα καταλάβεισ ότι κάποτε είχαν πιάσει φωτιά… - Σοβαρά; Εδώ µέσα που είµαστε, δηλαδή; - Όχι, όχι εδώ µέσα. Κάποτε όλη αυτή η βιβλιοθήκη ήταν επάνω, στα ιδιαίτερα διαµερίσµατα του παππού. Μετά το θάνατό του τα κατέβασαν όλα εδώ κάτω…Νοµίζω λοιπόν ότι…κάποια πυρκαγιά πρέπει να σηµειώθηκε κάποτε, η οποία απείλησε το σπίτι και, φυσικά, όλα του τα πολύτιµα βιβλία! - ∆εν αποκλείεται… - Όπωσ επίσησ δεν αποκλείεται να ήταν και…εµπρησµόσ! - Από ποιούσ και για ποιό λόγο; αναρωτιέµαι εγώ. - Μακάρι νά’ξερα! Η θεία σου τι λέει για τα χειρόγραφα; - Ότι ήταν παπάσ και τα παράτησε…Ξέρεισ…τώρα που το λεσ…για τον εµπρησµό, εννοώ…δεν αποκλείεται να του έβαλαν φωτιά οι συγχωριανοί του! - Αυτό θά’ταν τροµερό! κάνει η Νατάσα πανικοβληµένη. Αυτό σηµαίνει ότι…τον είχαν άχτι…ότι…µασ έχουν άχτι… - Ηρέµησε, γλυκιά µου…, τησ λέω σιγανά και πάω να την κλείσω µεσ στα µπράτσα µου. - Α! κάνει και πετάγεται. Τι έχεισ; Είσαι καλά; - Θα µου περάσει. Κάτι εξανθήµατα είναι… - Κι αν είναι καµιά παιδική αρρώστια; Θα µε κολλήσεισ! φωνάζει και αποµακρύνεται. - ∆εν αξίζω να περάσεισ µια παιδική αρρώστια για µένα; την πειράζω. Εκείνη µε κοιτάει θυµωµένα στην αρχή, µετά όµωσ ο θυµόσ δίνει τη θέση του σε µια γλυκύτητα που βάφει τα µάγουλά τησ ροζ. - Αξίζεισ πολλά, το ξέρεισ…, µου λέει. Αλλά δεν µπορείσ να παίζεισ µε την υγεία σου! - Καλά, την άλλη φορά που ήµουν άρρωστοσ, ούτε που νοιάστηκεσ…, κάνω ότι παραπονιέµαι. - Είσαι γκρινιάρησ σαν τη µάνα µου! µου πετάει και πάει να µε χτυπήσει µε ένα µαντίλι που από ώρα έχει περασµένο κάτω απ’ το λουράκι του ρολογιού τησ.

148

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 149

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Πότε θα βγούµε αποδώ µέσα; τη ρωτάω απηυδισµένοσ. Το πρόσωπό τησ συννεφιάζει. - Κουράστηκεσ µαζί µου, ε; Πιό πολύ σα διαπίστωση ακούγεται παρά σαν ερώτηση. - Τι λεσ, βρε αγάπη µου; τησ κάνω και τησ πιάνω το χέρι απ’ το µαντίλι για να µη µου φύγει. Βλέπω ότι µου αντιστέκεται, ότι θέλει να µείνει µόνη. - Νατάσα…Τι συµβαίνει; Αν είπα κάτι που σε πείραξε, το παίρνω πίσω… - Όχι, όχι. ∆ε φταισ εσύ…Ίσωσ και να…έχω γίνει πολύ ευαίσθητη τώρα τελευταία… Έχεισ δίκιο. Πρέπει να βγούµε αποδώ µέσα…Σου έχω στερήσει τόσεσ χαρέσ όλο το καλοκαίρι. Σε λίγο καιρό…θα γυρίσουµε πάλι στα θρανία και…δε θά’χουµε νιώσει καθόλου διακοπέσ… - Άσ’το. Ασ µη σκεφτόµαστε το σχολείο ακόµη, τησ λέω. ∆ε στερήθηκα τίποτε. Περνάω πολύ όµορφα µαζί σου, ό,τι κι αν κάνω. Άλλωστε, όλη αυτή η ιστορία µε τον παππού και τα µυστήρια µε τουσ…κώδικεσ κι όλ’ αυτά…ήταν πολύ ωραία περιπέτεια…Και µασ έµαθε πολλά, έτσι δεν είναι; Πιστεύω ότι µασ ωρίµασε, κατά κάποιον τρόπο. - Έτσι πιστεύω κι εγώ, συµφωνεί. Γι’ αυτό σ’ αγαπώ, γιατί βλέπεισ τον κόσµο µε τα ίδια µάτια… - Ναι, µε τα δικά σου…, τησ εξοµολογούµαι. Κι όλα παίρνουν ένα πολύ όµορφο χρώµα µεσ απ’ αυτά… Μετά παύση. Αφήνουµε τα σώµατά µασ να κολλήσει το ένα πάνω στο άλλο, σαν τουσ αντίθετουσ πόλουσ ενόσ µαγνήτη, και τα δάχτυλά µασ να αναρριχηθούν απ’ τη µέση µέχρι πάνω στο λαιµό. - Σ’ αγαπώ, τησ ψιθυρίζω στ’ αφτί κι εκείνη αναστενάζει. - Κι εγώ σ’ αγαπώ. Κι είναι η πρώτη φορά που το λέω αυτό στη ζωή µου. - Και για µένα η πρώτη φορά είναι. ∆ε συναντάσ κάθε µέρα µια Νατάσα… - Θα είµαστε άραγε µαζί για πάντα; µε ρωτάει. - ∆εν ξέρεισ πόσο θα τό’θελα…Αυτούσ τουσ µήνεσ που γνωρίσαµε ο ένασ τον άλλον καλύτερα, έχω αλλάξει τόσο πολύ! τησ εκµυστηρεύοµαι. ∆ε φαντάζεσαι πόσο…Η αγάπη µασ είναι µια τονωτική ένεση! τησ κάνω και σµίγω τα χείλη µου µε τα κόκκινα σα φράουλα δικά τησ. Νιώθω ότι η στιγµή τησ αποκάλυψησ πλησιάζει. - Εχθέσ…που σου ζήτησα να µπούµε κρυφά στο σπίτι του δασκάλου…∆εν ξέρω τι µε έπιασε. Σε πείραξε που σου το ζήτησα; - Όχι…δε µε πείραξε καθόλου. Απλά…φοβήθηκα. ∆εν ξέρω…ώρεσ ώρεσ νιώθω τροµερή ανασφάλεια…Φοβάµαι ότι κάτι κακό θα γίνει, ότι…οι δικοί µου θα µε…τιµωρήσουν! - Κάπωσ έτσι νιώθω κι εγώ, τησ λέω και νιώθω απ’ το στήθοσ τησ να φεύγει ένα βάροσ. - Εσύ…γιατί; µε ρωτάει παραξενεµένη. - Χα! καγχάζω. Εγώ κι αν νιώθω έτσι! Με κοιτάζει µεσ στα µάτια όλο απορία. - Υπάρχουν µερικά πράγµατα που δε συζητήσαµε ποτέ…, τησ λέω.

149

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 150

“Aντίο, λοιπόν”

- Εννοείσ τον πατέρα σου…την κατάσταση µε τη µητέρα σου…, βιάζεται να πει. - Ναι…είναι και αυτά…Βασικά, αυτά είναι, αλλά…δεν είναι µόνο αυτά… - Αν µ’ αγαπάσ, µίλα µου, µε παρακαλεί κι εγώ νιώθω ένα ρίγοσ να µουδιάζει το κορµί µου. - Όταν πριν λίγο καιρό σου πρότεινα να παίξουµε αυτό το παιχνίδι, το…«κάνε ό,τι κάνω», είχα κάποια πράγµατα στο µυαλό µου. Ήθελα κάτι να σου πω και προσπάθησα να σ’το πω µ’ αυτό τον τρόπο…Θέλησα να σε βάλω µεσ στη ζωή µου για να…µε µάθεισ καλύτερα. Να δεισ τι βλακείεσ κάνω, πώσ σκέφτοµαι, τι µε προβληµατίζει…Να γνωρίσεισ τη µαµά µου, τη θεία µου. Κι εγώ να µάθω το δικό σου περιβάλλον… - Κι εγώ τά’κανα σκατά εχθέσ! φωνάζει κατηγορώντασ τον εαυτό τησ. - Γιατί το λεσ αυτό; - ∆εν ήθελα να κάνω αυτό που µου ζήτησεσ…Εντάξει, µπορεί να ήταν προχωρηµένο, αλλά…έπρεπε να σ’ εµπιστευθώ! Άλλωστε, δε νοµίζω ότι θά’κανεσ ποτέ κάτι για να βλάψεισ τουσ άλλουσ… - Εξαρτάται πώσ το βλέπει κανείσ…, τησ λέω. Πάντωσ, εγώ…όχι δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο. Εννοώ…δε θα έκανα κάτι που θα έβλαπτε πραγµατικά κάποιον άλλον…Αν και…ο καθένασ έχει διαφορετικά κριτήρια για το τι σηµαίνει «βλάπτω», έτσι δεν είναι; - Σίγουρα…Αλλά εγώ έχω εµπιστοσύνη στα δικά σου… Τη σφίγγω πάνω µου και τησ χαZδεύω τα µακριά τησ µεταξένια µαλλιά, που ιριδίζουν στο φωσ τησ λάµπασ που είναι πάνω στο γραφείο τησ. - Όπωσ σου είπα πριν, αυτό το παιχνίδι αυτό το σκοπό έχει, να µασ βοηθήσει να γνωρίσουµε ο ένασ τον άλλον καλύτερα…Μια και νιώθω ότι ήρθε η στιγµή, ύστερα από τόσον καιρό που περνάµε καθηµερινά µαζί, να σου πω κάποια πράγµατα για µένα, θέλω να µ’ ακούσεισ προσεκτικά, εντάξει; Απλά, θέλω, πριν προχωρήσω, να σου πω ότι…ό,τι και ν’ ακούσεισ απ’ τα χείλη µου, να ξέρεισ ότι σ’ αγαπώ και θέλω να είµαστε πάντα µαζί. Μη µε παρεξηγήσεισ…Ξέρω ότι δε θα µε παρεξηγήσεισ, αλλά…όπωσ εσύ νιώθεισ ανασφάλεια, έτσι κι εγώ…φοβάµαι µη σε χάσω… - Πεσ µου, γλυκέ µου…Μ’ έχει πεθάνει η αγωνία! - Εδώ και τέσσερα χρόνια που λείπει ο µπαµπάσ…πέρασα πολλά σκαµπανεβάσµατα. Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή. Η µαµά είχε κατάθλιψη…εγώ πιεζόµουν στο σχολείο… Οικονοµικά ήµασταν σε άθλια κατάσταση. Αν δεν είχαµε και τη θεία µου την Ελένη, για την οποία θα σου µιλήσω άλλη στιγµή, δεν ξέρω πώσ θα ζούσαµε…Μένοντασ µόνοσ λοιπόν µε τη µαµά, ένιωσα τροµερή µοναξιά…∆εν ξέρεισ πόση µοναξιά! ∆ε µετριέται µε τίποτε! Κλεινόµουν στο δωµάτιό µου και ονειροπολούσα…Κι όταν η µοναξιά γινόταν αβάσταχτη, έβγαινα έξω κι έκανα βόλτεσ…σ’ όλο το χωριό! Έχω µάθει κάθε του σπιθαµή λεσ κι είναι σώµα δικό µου! Γνώρισα όλουσ σχεδόν τουσ χωριανούσ! Πόσα απογεύµατα δεν πέρασα στα σπίτια τουσ να µε φιλεύουν γλυκό του κουταλιού και να µου λένε ιστορίεσ…Ξεχνιόµουν πραγµατικά µαζί τουσ! Ξέφευγα απ’ τα προβλήµατα…Τουσ ένιωθα δικούσ µου ανθρώπουσ—κι ακόµη τουσ νιώθω! Το αξίζουν! Είναι τόσο απλοί και αγνοί… Τουλάχιστον, αυτοί που γνώρισα εγώ…∆εν είναι όλοι έτσι, το ξέρω. Εκτόσ όµωσ από την παρέα τουσ και την κουβέντα τουσ, τα γλυκά τουσ και την αγκαλιά τουσ, είχα ανάγκη και

150

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 151

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

από άλλα πράγµατα…∆εν ξέρω γιατί και πώσ, αλλά…είχα µια ακαταµάχητη ανάγκη να…, δυσκολεύοµαι να προχωρήσω, να…αποκτήσω κι εγώ κάτι σ’ αυτή τη ζωή, κάτι που µου στέρησαν από πολύ µικρή ηλικία. Ο µπαµπάσ µού’φερνε αρκετά πράγµατα απ’ την Αθήνα, ασχολιόταν µαζί µου, παίζαµε, γράφαµε µαζί, ζωγραφίζαµε, ακούγαµε µουσική…Τουσ έβλεπα µε τη µαµά να παίζουν κυνηγώντασ ο ένασ τον άλλον, να φιλιούνται και ν’ αγκαλιάζονται, όπωσ κάνουµε εµείσ αυτή τη στιγµή, µεσ στο σκοτάδι…Αλλά όλ’ αυτά για µένα ήταν αναµνήσεισ…σκιέσ απ’ το παρελθόν…Ήξερα ότι δε θα τα ξαναζήσω ποτέ όλ’ αυτά…Ήξερα ότι κι η µαµά δε θα τα ξαναζήσει ποτέ…Λυπόµουν πάρα πολύ γι’ αυτό…Κάπου µέσα µου κατηγορούσα τον εαυτό µου…Ίσωσ κι ακόµη τον κατηγορώ… Ήθελα να γίνω «µεγάλοσ», να γίνω «κάποιοσ»! Ήθελα να προσφέρω στη µαµά…Αν είχα χρήµατα, θα τησ τα πρόσφερα όλα! Αν πάθαινε κάτι, δε θα το άντεχα! Έτσι…για να ξεπεράσω όλο αυτό τον πόνο που ένιωθα γι’ αυτή την κατάσταση…έκανα πράγµατα που, ενώ τα καταλάβαινα, δηλαδή…ενώ ήξερα ότι δεν ήταν σωστό να τα κάνω, εξακολουθούσα να τα κάνω! ∆εν µπορούσα να σταµατήσω, σ’ τ’ ορκίζοµαι, αγάπη µου! Κάπου το έβλεπα σαν παιχνίδι…Μπορεί να ήθελα να µοιάσω και στα άλλα παιδιά, στισ παρέεσ µου…που ήταν συνέχεια στο δρόµο και…αλήτευαν. Ποτέ µου, βέβαια, δεν ταίριαξα µαζί τουσ, αλλά…κάπου τουσ ζήλευα κιόλασ…Ήθελα να ζήσω λίγο ανέµελα, λίγο…ελεύθερα… Όλη αυτή την ώρα, τησ έχω πιάσει το χέρι κι είναι και των δυό µασ µουσκεµένα στον ιδρώτα. ∆εν το παίρνει όµωσ απ’ την παλάµη µου. Είναι σα να θέλει να νιώσει µε την αφή τησ όλα όσα τησ λέω. - Στην αρχή ήταν διασκεδαστικό…Μέσα σ’ ένα τσούρµο από παιδιά χωνόµουν στον καφενέ, στο µίνι- µάρκετ, στο φούρνο…και ψαχούλευα…Βρίσκεισ πολύ ωραία πράγµατα σε µέρη που δεν τα βάζει ο νουσ σου! Ένα ξεχασµένο παλιό τασάκι, ένα κοµπολόι… Ύστερα…προστέθηκαν πράγµατα του εµπορίου, πράγµατα που τα βρίσκεισ στα ράφια του σούπερ µάρκετ. ∆ιαφηµιστικά µπλουζάκια, πορσελάνινα βαζάκια…Χίλια δυό! Στο σχολείο τα ίδια…Ένασ χάρακασ που φαινόταν µεσ από µια σάκα, ένα ακριβό στιλό, ένα σηµειωµατάριο…Μετά…αυτό το παιχνίδι έγινε ένασ τρόποσ να…εκδικούµαι αυτούσ που µου έκαναν κακό…Ασ πούµε, για παράδειγµα, το δάσκαλό µασ…Μου είχε κάνει παρατήρηση µια φορά κι εγώ…για να τον εκδικηθώ…του έκλεψα τα γυαλιά του! Σιγά σιγά όµωσ έχανα τον έλεγχο…Σ’ όποιο φιλικό σπίτι κι αν πήγαινα, όλο και κάτι θα έκλεβα! Ένα κερί, ένα παλιό κλειδί…Ο εαυτόσ µου ήταν ο χειρότεροσ εφιάλτησ µου! Τα έχω µαζέψει όλα µεσ στο µπαούλο στο δωµάτιό µου. Γι’ αυτό ήθελα να έρθεισ…Ίσωσ κάποια στιγµή να έπαιρνα το κουράγιο να σ’ τα δείξω! Η φωνή µου σπάει και λυγίζω. Το χέρι µου κόβεται σαν κλωστή και πέφτει αφήνοντασ το δικό τησ να αιωρείται. Κάθοµαι στο σκαµπό που είναι πίσω µου, ενώ αυτή γονατίζει για να µ’ αγκαλιάσει. - Αντώνη µου…Θεέ µου! µονολογεί. Τι κράταγεσ µέσα σου! - ∆εν ξέρω τι νιώθεισ για µένα πιά…, ψελλίζω. Θα νοµίζεισ ότι είµαι άρρωστοσ…Μπορεί και νά’µαι…Σταµάτησα όµωσ…Απ’ τη στιγµή που µπήκεσ στη ζωή µου, τό’κοψα µαχαίρι! ∆εν είµαι κωλόπαιδο σαν τ’ άλλα! Απ’ τη στιγµή που ήρθαµε πιό κοντά ο ένασ µε τον

151

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 152

“Aντίο, λοιπόν”

άλλον, άλλαξα. Κάθοµαι και γράφω ποίηση…για σένα! Νά’ξερεσ πόσεσ φορέσ θέλησα να σ’ τα πω όλα, µα φοβόµουν…δίσταζα! Τώρα όµωσ πάει…τα ξέρεισ όλα… - Σ’ αγαπώ, Αντώνη. ∆εν έχει αλλάξει τίποτε…, µου λέει και εγώ νοµίζω πωσ ονειρεύοµαι. - Το λεσ ειλικρινά; τη ρωτάω. - Όπωσ σε βλέπω και µε βλέπεισ…∆εν ήταν µέροσ αυτού του παιχνιδιού; Τουσ κανόνεσ τουσ δέχτηκα απ’ την πρώτη στιγµή και δε θα κάνω πίσω τώρα…Αφού σ’ αγαπάω, αγαπάω τα πάντα πάνω σου…Ακόµη κι αυτό…Ξέρω ότι υπέφερεσ. Κι εγώ έχω υποφέρει πολύ…άλλο αν δεν το δείχνω…∆ε µιλάω ποτέ γι’ αυτό. Πιέζοµαι απ’ τη µαµά και απ’ το περιβάλλον µου. Γι’ αυτό και κλείστηκα εδώ µέσα! ∆εν ξέρεισ τι γαλήνη αισθάνοµαι όταν ανοίγω τη µπλε πόρτα και µυρίζω την υγρασία που αγκαλιάζει τόσουσ τόνουσ χαρτιού! Ξεφεύγω! Κάθε σελίδα που γυρίζω, νιώθω πωσ είµαι κιόλασ σ’ άλλο µέροσ! Απ’ την ώρα που εµείσ οι δυό βρεθήκαµε στο ίδιο σταυροδρόµι, έχουν όλα αλλάξει! Ακόµη και τισ στιγµέσ που έδειχνα να είµαι απορροφηµένη µε τα γραπτά του παππού, εσένα σκεφτόµουν! Ναι! Πίστεψέ µε! Αν δεν ήσουν εσύ, ίσωσ και να µην ασχολούµουν µε τίποτε απ’ όλ’ αυτά! - Είµαι ευτυχισµένοσ που νιώθουµε κι οι δύο το ίδιο, τησ λέω µέσα απ’ τα πνιχτά µου αναφιλητά. ∆ε θέλω να τελειώσει ποτέ αυτό που ζούµε… - ∆ε θα τελειώσει, αν είναι αληθινό, αποκρίνεται. Θέλω όµωσ να σου ζητήσω κάτι… - Ζήτα µου ό,τι θεσ… - Αυτό το παιχνίδι, για να είναι δίκαιο, πρέπει να συνεχιστεί, έτσι δεν είναι; - Ναι…φυσικά. Το θέλω πολύ… - Τότε…πρέπει να συνεχίσουµε να δείχνουµε ο ένασ στον άλλον κοµµάτια τησ ζωήσ µασ… Γι’ αυτό…θέλω να σου ζητήσω να…κάνουµε µαζί αυτό που έκανεσ όλο αυτό τον καιρό µόνοσ σου… Μένω σύξυλοσ. - Εννοείσ να…; - Όχι, όχι ακριβώσ! µου κάνει και γελάει. ∆εν εννοώ αυτό που φαντάζεσαι…Εννοώ ακριβώσ το αντίθετο… - ∆ηλαδή; - Να…µπορούµε να κάνουµε το ίδιο, αλλά απ’ την ανάποδη…Τι θα έλεγεσ αν…ζούσεσ τη ζωή σου σε αντίστροφη κίνηση; Αν έπαιρνεσ ένα ένα τα αντικείµενα και τα έβαζεσ εκεί απ’ όπου τα πήρεσ; Θέλω λίγη ώρα να νιώσω αυτό που µου λέει. - ∆ηλαδή να…επιστρέψω όλα όσα έχω µεσ στο µπαούλο; κάνω σαν υπνωτισµένοσ. Η µατιά τησ µου δίνει την απάντηση. - Αυτό δεν είχα τολµήσει ποτέ να το σκεφθώ, µονολογώ. Αυτό είναι…υπέροχο! Νά’ξερεσ πόσο θά’θελα να µην το είχα κάνει ποτέ! - Φαντάσου, λοιπόν, ότι γυρίζεισ πίσω το χρόνο και…φθάνεισ σε κάποιο σηµείο όπου τίποτε απ’ όλ’ αυτά που τώρα µετανιώνεισ δεν έχει συµβεί! - Είσαι ένασ Άγγελοσ! αναφωνώ. Μόνο ένασ Άγγελοσ θα µπορούσε ποτέ να σκεφθεί κάτι

152

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 153

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

τέτοιο! Βλέπω κάποιεσ δεκαοχτούρεσ να κυνηγιούνται στον αέρα την ώρα που βρίσκοµαι µόνοσ στο µονοπάτι που οδηγεί στη σπηλιά, όπου πήγαµε πριν από µερικέσ µέρεσ µε τον Τάκη, όταν τον φιλοξενούσα σπίτι µου, και ονειροπολώ. Η συγκίνηση που νιώθω απ’ την αποκάλυψη του µυστικού µου στη Νατάσα µ’ αφήνει πίσω τησ όπωσ το αλέτρι τη γη πριν να είναι πάλι έτοιµη να καλλιεργηθεί. Έτσι αισθάνοµαι· τώρα που άδειασα απ’ ό,τι µε τυραννούσε νύχτα µέρα, είµαι και πάλι έτοιµοσ να γεµίσω µε το χυµό νέων εµπειριών, να πάρω µια βαθιά ανάσα και να ριχτώ στα νερά του ωκεανού χωρίσ να φοβηθώ τίποτε. Αν η ζωή µου ήταν πυξίδα, είµαι σίγουροσ ότι ο βορράσ τησ θά’ταν η Νατάσα κι ο νότοσ τησ η µαµά. Όσο για το µπαµπά, αυτόσ θα χανόταν κάπου νοτιοδυτικά, ώσπου θα ξεθώριαζε στον ορίζοντα πάνω στο σελωτό άτι τησ ανάµνησησ. Τώρα είµαι σίγουροσ για τη δύναµη τησ αγάπησ τησ. Πώσ µπορούσα, άλλωστε, ποτέ να αµφιβάλλω; Την άγγιξαν τόσο πολύ αυτά που µοιράστηκα µαζί τησ· σα µητέρα κάθισε και µ’ άκουσε. Θα γίνει η πιό γλυκιά µητέρα στον κόσµο! Πόσο όµορφο ήταν το πρόσωπό τησ την ώρα που ήταν γερµένη πάνω µου και µε παρηγορούσε! Με κράτησε στα χέρια τησ σα µουσικό κουτί, µε άνοιξε, κι εγώ άρχισα αµέσωσ να τραγουδάω το σκοπό µου…Ούτε η ίδια δε µπορεί να φανταστεί πόσο µεγάλο καλό µού’κανε! Είναι, θαρρώ, κάποιουσ µήνεσ µικρότερή µου, κι όµωσ η ώριµη ψυχή τησ στάθηκε τόσο ψηλά, πάνω απ’ τισ καταστάσεισ, χωρίσ να τισ κρίνει, χωρίσ να µε καταδικάσει…Παρ’ όλο όµωσ που ξέρω ότι µ’ αγαπά, δεν έχω την ψευδαίσθηση ότι άφησε την αγάπη τησ για µένα να θολώσει την κρίση τησ. Κάθε άλλο. Είµαι βέβαιοσ ότι έτσι θα αντιδρούσε µ’ οποιονδήποτε. Αν γνώριζε κάποιον τόσο καλά όσο εµένα, αν ήταν σίγουρη για την ποιότητά του όσο είναι για τη δική µου, θα τον δεχόταν έτσι όπωσ είναι. Εγώ δεν ξέρω αν θα είχα την ίδια µεγαλοψυχία. Λίγο πριν χαθεί το χρώµα του σούρουπου που βάφει ωχροκίτρινεσ τισ γυµνέσ πλαγιέσ του βουνού απέναντί µου, ξαπλώνω πάνω σε µια λουρίδα γησ γεµάτη χαλίκια και κλείνω τα µάτια. Λίγο πριν ανοίξει το καινούργιο κεφάλαιο τησ ζωήσ µου, θέλω νοερά να ξεφυλλίσω τισ τελευταίεσ σελίδεσ του βιβλίου που γράψαµε µαζί, εγώ µε τη µαµά και τον µπαµπά. Έλα, Τύχη, πάρε µε απ’ το χέρι κι οδήγησέ µε στα καινούργια µονοπάτια σου. Το µελίσσι που είχε φωλιάσει στην καρδιά µου έχει πιά διαλυθεί µε τον καπνό τησ αγάπησ τησ και τίποτε δε στέκει πιά εµπόδιο να συνεχίσω το δρόµο µου. Το µόνο αγκάθι στο πλευρό µου είναι το βάσανο τησ µαµάσ—αλλά κι αυτό θα βγει στην ώρα του. Έχω σύµµαχό µου εµένα…

153

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 154

“Aντίο, λοιπόν”

Μέροσ Τρίτο Ο Αύγουστοσ αρχίζει να σβήνει σιγά σιγά και τα µουντά χρώµατα του φθινοπώρου παίρνουν τη θέση τουσ στην παλέτα τησ φύσησ. Όλα σε κάνουν να πιστεύεισ ότι το καλοκαίρι δε θα τελειώσει ποτέ, ότι το ξένοιαστο σεργιάνι στα χιλιοπατηµένα σοκάκια θα συνοδεύεται πάντα από σερµπέτια31 σα µεθυσµένουσ ψιθύρουσ κοντά στ’ αφτί, καθώσ θα πιάνεστε χέρι χέρι µε την αγαπηµένη τησ καρδιάσ σου και θα προχωράτε χωρίσ να υπολογίζετε το µέλλον. Για λίγεσ ακόµη µέρεσ θα το πιστεύω αυτό· µετά θα ξυπνήσω µια ωραία πρωία, σα να µου έχουν πετάξει παγωµένο νερό µε τον κουβά, και θα δω τον εαυτό µου να κάνει πράγµατα που από καιρό είχε ξεχάσει καν ότι υπάρχουν. Θα ξαναγυρίσω στα θρανία—αυτή τη φορά στην πόλη, µε ποιόσ ξέρει τι καθηγητέσ και συµµαθητέσ—θα στριµώξω στο µυαλό µου όλ’ αυτά που διάλεξαν κάποιοι άλλοι να µάθω, θα συνηθίσω στο καινούργιο πρόγραµµα—αχ, αυτό είναι που φοβάµαι: να συνηθίσω! Η συνήθεια είναι που τρώει σα σαράκι το µυαλό µου κι ένασ Θεόσ ξέρει αν σταµατήσει σ’ αυτό και δεν προχωρήσει παραπέρα, κατατρώγοντασ όλα όσα έχτισα µεσ στο καλοκαίρι. ∆ε νοµίζω ν’ αντέξω ένα µέλλον χωρίσ τη Νατάσα· αν δεν πάµε στο ίδιο σχολείο, αν χαθούµε για οποιονδήποτε λόγο, τι θ’ απογίνω; Ο «Βασιλιάσ τησ Θλίψησ» θα µείνει µόνοσ µε το σκήπτρο του να θυµάται όλεσ εκείνεσ τισ ατέλειωτεσ νύχτεσ που πέρασε στο πλάι τησ ερωµένησ του µεσ στη βιβλιοθήκη. Αυτό το καλοκαίρι θέλω να το κρατήσω µεσ στην παλάµη µου σφιχτά και να µη το αφήσω να φύγει. Για πρώτη φορά στη ζωή µου νιώθω πωσ βρήκα, επιτέλουσ, την άκρη του νήµατοσ που είχε µπερδευτεί µεσ στα χέρια του µπαµπά και τησ µαµάσ και έχω ανάγκη να κάνω το δικό µου «πλεκτό» για να ζεστάνω την παγωµάρα που έχει µουδιάσει τη λογική και το συναίσθηµα. Μεγάλωσα µεσ στην αγκαλιά τησ Νατάσασ, ωρίµασα σαν καρπόσ που είχε την τύχη να µην πέσει απ’ το δέντρο κι έτσι πήρε όλεσ τισ θρεπτικέσ ουσίεσ για να συνεχίσει το έργο του. Πώσ ξέρει να ζει την κάθε στιγµή, να ρουφάει το «ζουµί» τησ και να ξαποσταίνει στον ίσκιο τησ! Χωρίσ να µου επιβάλει την παρουσία τησ ή το ενδιαφέρον τησ για µένα, µπόρεσε να αιχµαλωτίσει τισ σκέψεισ µου, ώστε πάντοτε τη δική τησ εικόνα νά’χω µπροστά µου. Πόσεσ φορέσ δε µε «ξεφύλλισε» σα βιβλίο, δεν έσπασε το «φλούδι» µου πίνοντασ όλο µου το είναι! Η τέλεια ένωση των δυνάµεων τησ φύσησ, το πάντρεµα του τέλειου αρσενικού και του τέλειου θηλυκού γίνεται εδώ, ανάµεσα στ’ αφτιά, στο νου, κι ύστερα σα στρατόσ επιδροµέων κατακλύζει όλα τ’ άλλα, κι αισθήσεισ και συναισθήµατα κι ελπίδα. Αν είµαστε πιόνια στην τεράστια σκακιέρα του σύµπαντοσ κι αν κάθε κίνησή µασ είναι το προZόν τησ σκέψησ αυτού που µασ κρατά στο χέρι του, τότε, σίγουρα, εκείνη είναι ένα είδοσ σκακίστριασ ή σκηνοθέτη για µένα. Από τότε που τη γνώρισα, παίζω ένα ρόλο που µου έµαθε αυτή και µου ταιριάζει «γάντι». Παίζω τον εαυτό µου, µαθαίνω πώσ να είµαι, πριν και πάνω απ’ όλα, ο Αντώνησ. Πρέπει να φοράσ τον ήλιο στα µαλλιά για ν’ αντέχεισ να κοιτάσ κατάµατα το σκοτάδι του άλλου. Κι εκείνη, όχι µόνο το κοίταξε κατάµατα το σκοτάδι µου—την αδυναµία µου, το πάθοσ µου—αλλά το έπνιξε µεσ στο δικό τησ φωσ! Αυτό δε θα το έκανε κανείσ άλλοσ, ούτε η µαµά, ούτε η θεία Ελένη, ούτε ο µπαµπάσ, αν ήταν εδώ, ούτε ο παπ’ Ανέστησ, µεσ στα σύννεφα τησ θρησκευτικήσ

154

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 155

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

του πίστησ όπου πετά. Αν όντωσ υπάρχει Θεόσ, τι άλλο µπορεί να είναι εκτόσ από φωσ και σκέψη θετική, ψαλµωδία που δονεί τα τύµπανά σου και την κουβαλάσ µαζί σου όπου κι αν πασ, αγρυπνία σωµατική και ψυχική που σε κάνει να αιωρείσαι πάνω απ’ τα πράγµατα, να σπασ τα δεσµά του σώµατόσ σου, να καταργείσ γεωγραφικά σύνορα και να γίνεσαι πολίτησ του σύµπαντοσ; Αν όντωσ υπάρχει Θεόσ, πού αλλού µπορεί να βρίσκεται παρά µόνο στισ τρεισ συλλαβέσ «α- γά- πη»; Κι αν ακόµη δεν υπάρχει, κι αν ακόµη όλ’ αυτά που λένε µέσα οι Γραφέσ δεν ειπώθηκαν ποτέ από θεZκό στόµα, δεν έχει νόηµα το «αγαπάτε αλλήλουσ» ή το «ο αναµάρτητοσ πρώτοσ τον λίθον βαλέτω»; Εγώ δεν πιστεύω ότι υπάρχει Θεόσ· είναι δηµιούργηµα των πολλών, είναι ο σκοπόσ που σφυρίζει το παιδί µεσ στο σκοτάδι για να ξεχάσει το φόβο του. Εγώ όταν φοβάµαι σφυρίζω και προφέρω το όνοµα «Νατάσα», κι αυτό που µου δίνει δύναµη είναι ότι ξέρω ότι σε λίγα λεπτά, σε λίγεσ ώρεσ, θα είµαι µεσ στην αγκαλιά τησ, µεσ στο ναό τησ. ∆εν πιστεύω απλά στην ύπαρξή τησ· ξέρω ότι είναι εκεί, το σώµα τησ σκιάζει το δικό µου σαν µπαίνει ανάµεσα στον ήλιο και σε µένα. Ο ήλιοσ είναι πιά ένασ επισκέπτησ που φεύγει γρήγορα απ’ το δωµάτιό µου. Η µέρα έχει µικρύνει αισθητά και µόνο τα σκυλιά που αλυχτάνε στο δρόµο θυµίζουν τισ παλιέσ καλέσ µέρεσ των διακοπών. Απ’ το πρωί έχω βαλθεί να συγυρίζω το δωµάτιό µου, να βάζω στο πατάρι τα παλιά µου βιβλία και κάτι περιοδικά, και ν’ αδειάζω τα συρτάρια του γραφείου µου από κοµµένεσ γόµεσ και ξοδεµένα µολύβια. Η µαµά έχει πάει στην πόλη να προµηθευτεί φθηνότερα τρόφιµα, περιοδικά και καλλυντικά, και µου έχει αναθέσει την καθαριότητα του σπιτιού. Κάτι µου λέει πωσ λίγο καιρό ακόµη θα µένουµε εδώ µέσα· η γιαγιά µε άφησε να καταλάβω ότι σύντοµα θα το γκρεµίσουν το σπίτι και θα πάρει αντιπαροχή δύο διαµερίσµατα στο τετραώροφο που θα χτιστεί στη θέση του. Αυτό σηµαίνει ότι, αργά ή γρήγορα, θα πρέπει να µετακοµίσουµε ή στησ θείασ Ελένησ—που είναι η καλύτερη λύση για µένα—ή στα Γιάννενα ή στην Αθήνα. Εχθέσ που ρώτησα τη µαµά, µου το απέκλεισε το τελευταίο. «Στην Αθήνα εγώ δεν πηγαίνω!» µου είπε. «Ούτε εγώ πηγαίνω!» τησ ξεκαθάρισα κι εγώ. Ήµουν έτοιµοσ να τησ πω ότι κι οι δυό µασ έχουµε λόγο να µη θέλουµε ν’ αποµακρυνθούµε απ’ το χωριό, αλλά κρατήθηκα. Ασ είναι. Ασ πάµε στα Γιάννενα. Έτσι, θα είµαι πιό κοντά στο Γυµνάσιο. Αν και πιστεύω ότι, τελικά, η µαµά θα προτιµήσει να πάµε στησ θείασ Ελένησ, γιατί εκεί τα έξοδα θα είναι µηδαµινά. ∆ε θα χρειαστεί να πληρώσουµε ενοίκιο και, απ’ την άλλη, θα έχουµε συντροφιά. Ό,τι κι αν αποφασίσουµε, εγώ την προσωπική µου ζωή δεν τη θυσιάζω. Τη Νατάσα θα τη βλέπω καθηµερινά. Κι αν δεν µπορώ καθηµερινά, τουλάχιστον τέσσερισπέντε φορέσ την εβδοµάδα! Θα µου λείψει η βιβλιοθήκη του παππού. Τώρα πιά είναι και δική µου. Αυτά τα βιβλία που µε τόσο µεράκι συγκέντρωσε τα έχω ξεφυλλίσει, έχω γνωρίσει τη µυρωδιά τουσ, έχω χαZδέψει τα γράµµατά τουσ όπωσ κάνουν οι τυφλοί που διαβάζουν. Τώρα θυµάµαι που µια µέρα η Νατάσα βρήκε µερικά βιβλία για τυφλούσ και µ’ έβαλε να προσπαθήσω να διαβάσω. ∆εν κατάφερα τίποτε. Πρέπει να είσαι τυφλόσ για να δεισ πώσ δουλεύουν! Εµένα µόνο τα δάχτυλά µου τρυπιόντουσαν κι όλ’ αυτά που υποτίθεται πωσ έπρεπε να

155

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 156

“Aντίο, λοιπόν”

καταλάβω περνούσαν κι έφευγαν. Έφθασε η ώρα ν’ ανοίξω το µπαούλο. Για λίγο στέκω από πάνω του ακίνητοσ, λεσ και τηρώ ενόσ λεπτού σιγή για κάποιον που έφυγε απ’ το µάταιο τούτο κόσµο, και σκέφτοµαι τα λόγια τησ Νατάσασ: «Τι θα έλεγεσ αν…ζούσεσ τη ζωή σου σε αντίστροφη κίνηση;» Προσπαθώ να σκεφθώ ποιό ήταν το πρώτο αντικείµενο που έκλεψα πρώτα, κι ύστερα το δεύτερο, το τρίτο, το δέκατο…Ανοίγω µε προσοχή το καπάκι κι αυτό πετάγεται πίσω µε το ελατήριο κάνοντασ τη ράχη του µπαούλου να τρίξει, καθώσ οι µεντεσέδεσ είναι παλιοί πιά για να το συγκρατήσουν. Μέχρι τη µέση είναι γεµάτο. Έτσι όπωσ είναι όλα αραδιασµένα µέσα του, µοιάζουν σαν ένα µείγµα από πολύχρωµα υλικά έτοιµο να το πλάσεισ όπωσ θεσ. Λίγο κόκκινο χρώµα προσ τ’ αριστερά, λίγο γαλάζιο στη µέση, λίγο άσπρο στα δεξιά. ∆υσκολεύοµαι να πιστέψω ότι εγώ είµαι εκείνοσ που τα συγκέντρωσε σιγά σιγά, µε υποµονή, µε αφοσίωση, µε ευλαβικότητα. Ένα βαζάκι πήλινο σήµερα, ένα κεχριµπαρένιο κοµπολόι αύριο, µια δερµάτινη κλειδοθήκη µεθαύριο… Σε τέσσερισ δόσεισ γεµίζω δύο µεγάλεσ πλαστικέσ σακούλεσ του µπακάλη και τισ χώνω κάτω απ’ το κρεβάτι µου. Στον πάτο του αδειανού µπαούλου µένει αναποδογυρισµένη µια φωτογραφία, σαν πρόσωπο που ντρέπεται να σε κοιτάξει. Αν έβλεπε τη σκηνή αυτή η θεία, θά’λεγε πωσ για άλλη µια φορά απ’ τον πάτο του κουτιού τησ Πανδώρασ, ύστερα απ’ όλα τα κακά που έχουν βγει από µέσα του, ξεπροβάλλει η Ελπίδα…∆εν ξέρω αν είναι ελπιδοφόρο που βλέπω τον µπαµπά να γυρίζει στη σούβλα το αρνί κάποιο απ’ τα τελευταία του Πάσχα στο χωριό, αλλά χαίροµαι που βλέπω το πρόσωπό του τόσο γαλήνιο κι ευτυχισµένο. Αυτό θά’χω να θυµάµαι από εκείνον, ακόµη κι αν δεν τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή µου. Μια αστραπή ξαφνικά σκίζει τον ουρανό και οι πρώτεσ ψιχάλεσ δεν αργούν να ποτίσουν το ξερό χώµα στην αυλή. Είναι µεσηµέρι, αλλά όλα έχουν τη µορφή και τη µυρωδιά του δειλινού. Στηρίζοµαι στο περβάζι να δω την υγρή οµορφιά του τοπίου και να αναπνεύσω µερικά µόρια οξυγόνου που κουβαλούν µέσα τουσ λίγο απ’ το άρωµα των υάκινθων και του βρεγµένου χώµατοσ. Σε λίγο, χωρίσ καν να το καταλάβω, τα χέρια µου µουσκεύουν απ’ τη βροχή, καθώσ οι χοντρέσ ψιχάλεσ κάνουν γκελ πάνω στο µάρµαρο και πέφτουν πάνω τουσ. ∆εν είναι δύσκολο για µένα να µπω ολόκληροσ κάτω απ’ το σύννεφο. Τα δυνατά µου πόδια κάνουν ένα σάλτο, δρασκελούν το περβάζι, και στέκουν όρθια στην αυλή. Το νερό κυλάει απ’ το κεφάλι στουσ ώµουσ, µουσκεύει τη φανέλα µου, και συνεχίζει. Ποτέ άλλοτε δεν ευχαριστήθηκα τόσο πολύ τη βροχή! Ακόµη κι αν ήµουν κάστρο στην άµµο και µε τισ πρώτεσ στάλεσ διαλυόµουν, εγώ θα έµενα εκεί να τη ρουφήξω όλη! Έχω αδειάσει όλα τα συρτάρια τησ µαµάσ πάνω στο κρεβάτι τησ και ψάχνω να βρω κάτι που µπορεί να την προδώσει, κάτι που να δείχνει τι γίνεται πίσω απ’ την πλάτη µου όλο αυτό το διάστηµα. Τίποτε. Ούτε ραβασάκι ούτε καµία φωτογραφία που να τουσ δείχνει µαζί, τη µαµά και το δάσκαλο. Ακόµη κι αν υπάρχουν, θά’ταν αρκετά έξυπνη ώστε να τα εξαφανίσει όλα. Ξαναβάζω απογοητευµένοσ τα εσώρουχά τησ, τισ κρέµεσ τησ και τα φουλάρια τησ στη θέση τουσ και ανοίγω τισ ντουλάπεσ, όπου βρίσκονται και δικά µου ρούχα. Σε κάποια τσέπη, ίσωσ κάτω από κάποιο σεντόνι ή κουβέρτα να βρίσκεται το

156

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 157

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

«πειστήριο του εγκλήµατοσ». ∆εν υπάρχει το παραµικρό. Είναι πολύ άσχηµο να είσαι σχεδόν σίγουροσ για την ενοχή κάποιου και να µη βρίσκεισ τίποτε που να τον ενοχοποιεί! Μπορώ να πάω στο σπίτι του δασκάλου και να τουσ κάνω τσακωτούσ, αλλά δε θέλω. Κάτι µε σπρώχνει µακριά. ∆εν ξέρω αν θ’ αντέξω να δω τη µαµά στην αγκαλιά κάποιου άλλου και µάλιστα του «ΑZνστάιν»! Απ’ όλο τον κόσµο, αυτόν βρήκε ν’ αγαπήσει; Όχι, όχι, δεν µπορεί να τον αγάπησε! Τόσο εύκολο τησ είναι ν’ αγαπάει και να ξεχνάει; Έχει ανάγκη απ’ το ενδιαφέρον ενόσ άντρα, το ξέρω, αλλά δε νοµίζω ότι θα κρατήσει πολύ αυτό το «νταραβέρι». ∆εν πρέπει να κρατήσει πολύ! Κι αν είναι τόσο τρελή ώστε να θελήσει να τον παντρευτεί, εγώ θα τησ δώσω να καταλάβει ότι δε σκοπεύω να τον αναγνωρίσω σαν πατέρα µου και ότι θα είναι καταδικασµένοσ για πάντα να είναι ο πατριόσ µου! ∆εν έχω πάψει ακόµη να ελπίζω ότι µια µέρα θ’ ανοίξει η πόρτα και στο κατώφλι θα εµφανιστεί η γλυκιά µορφή του µπαµπά. Ακόµη κι αν µέσα σε τέσσερα, πέντε, δέκα χρόνια τα µαλλιά του θα έχουν ασπρίσει και το πρόσωπό του θα έχει σκαφτεί απ’ τισ ρυτίδεσ, εγώ θα τον γνωρίσω αµέσωσ· στα µάτια µου θα είναι πάντα ο µπαµπάσ που ήταν—ο γλυκόσ, τρυφερόσ, έξυπνοσ µπαµπάσ που µ’ έπαιρνε στην αγκαλιά του και µου έδειχνε τον κόσµο όπωσ ήταν πραγµατικά. Αυτό τον µπαµπά δε θ’ αφήσω κανέναν να µου τον σκοτώσει. Ακόµη κι αν είναι η τελευταία µου σκέψη, δε θα τη σκοτώσω µε τίποτε! ∆ε θέλω πιά να σκοτώνω σκέψεισ! Το µίσοσ και το «γιατί» θέλω µόνο να σκοτώσω, κι ύστερα θα είµαι ανάλαφροσ σαν πούπουλο! Θα τον υποδεχθώ σα να µην άλλαξε ποτέ τίποτε, σα να µην έφυγε ποτέ, και θ’ αφήσω τα δάκρυά µου να δροσίσουν τα κουρασµένα του χέρια και πόδια, και θα τα κάνω πολύτιµο έλαιο, αρωµατικό φυτό, νάρδο, να του ξεπλύνω την κούραση και τη µοναξιά. «Καλώσ ήλθεσ, µπαµπά!» θα του πω και θα τον φιλήσω, όπωσ φιλάει ο πιστόσ την εικόνα του Αγίου. «Ένα διάλειµµα ήταν η ζωή µου µέχρι νά’ρθεισ. Τώρα είµαι έτοιµοσ να ζήσω πραγµατικά…» Γονατίζω δίπλα στο κρεβάτι, µέσα σε µια λίµνη από βρόχινο νερό που έχω φέρει απέξω, και χώνω το πρόσωπό µου µεσ στα σεντόνια τησ µαµάσ. Αν η ευτυχία µετριέται µε τισ στιγµέσ, µόνο µια στιγµή µου φθάνει—όταν θά’ρθει πάλι σπίτι µασ και θα µου προσφέρει την αγκαλιά του. Μπαίνω µεσ στο µικρό καθιστικό και µου έρχεται µια ριπή παγωµένου αέρα απ’ το σαλόνι. Ζήτηµα να υπάρχουν δυό- τρία κλιµατιστικά σε όλο το χωριό κι αυτά θα είναι, εκτόσ απ’ το σπίτι τησ Νατάσασ, στου ναυτικού και στησ κυρά- Λίτσασ το κατάστηµα. Το κορίτσι µου έχει πάει να φέρει τη µαµά τησ και µένα µ’ έχει αφήσει να περιµένω µε τα καλά µου σα γύφτικο σκεπάρνι. Τα ατίθασα µαλλιά µου, που τώρα έχουν φθάσει ωσ τουσ ώµουσ, τα έχω κολλήσει πάνω στο κεφάλι µου µε έναν τόνο ζελέ και τα στραβοπατηµένα µου παπούτσια τα έφτιαξα εγκαίρωσ στον τσαγκάρη. Έτσι, τώρα είµαι «στην τρίχα» γι’ αυτό το σπουδαίο γεγονόσ τησ γνωριµίασ µε τουσ γονείσ τησ Νατάσασ! ∆εν κρύβω ότι έχω κάποια αγωνία. Τι εντύπωση θα τησ κάνω, πώσ θα τησ µιλήσω, πώσ θα µου φερθεί…Κι αν καταπιώ τη γλώσσα µου και δεν αρθρώσω λέξη; Τότε σίγουρα θα µε περάσει για βλαµµένο! Κι εγώ αυτή τη φήµη δεν την είχα ωσ τώρα! «Μακριά από στραβοδίβολουσ32 ανθρώπουσ!» θυµάµαι που µου έλεγε ο παππούσ. Λέξεισ που ήξερε! Αν είχε κι αυτόσ τέτοια

157

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 158

“Aντίο, λοιπόν”

Μούσα σαν τη θεία Ελένη, όλα είναι δυνατά. Τελικά, το σπίτι είναι πολύ πιό απλό απ’ ό,τι το φανταζόµουν. Οι τοίχοι είναι λιτοί, σ’ ένα χρώµα ελαφρώσ φυστικί—τι χρώµα κι αυτό για τοίχουσ!—και τα έπιπλα είναι σε κακή κατάσταση—όλο γρατσουνιέσ—και µε έντονη πάνω τουσ την πατίνα του χρόνου. Ποιό άραγε να ήταν το αγαπηµένο έπιπλο του παππού, πού να καθόταν όταν τον επισκεπτόταν η όµορφη Μούσα τησ έµπνευσησ; Αν καθόµουν κι εγώ πάνω σ’ ένα βολικό ανάκλιντρο σαν αυτό που βλέπω απέναντί µου, δίπλα στο τζάκι, ή σε µια µπερζέρα µ’ ένα µαξιλάρι που σε κάνει να βουλιάζεισ λεσ κι είσαι µέσα σε πούπουλα, θα ταξίδευα µε το µπεργαντί33 του µυαλού…Είµαι σίγουροσ ότι η ποίηση που θα έγραφα εδώ µέσα θα ξεπερνούσε κατά πολύ τισ ανοησίεσ που έχω γράψει µέχρι τώρα! Μετράω αποδώ που κάθοµαι τα αντικείµενα πάνω στο ράφι του τζακιού: επτά. Ένα πολύχρωµο κερί σε σχήµα αχλαδιού, δυό µπρούντζινα καντηλέρια, ένα κασσιτέρινο διακοσµητικό σε σχήµα παπουτσιού—το ίδιο ακριβώσ έχει κι η µαµά!—µια ευχετήρια κάρτα (απ’ το Πάσχα, µάλλον), ένα ξύλινο ελαφάκι και µια πορσελάνινη—έτσι µου φαίνεται—παγόδα- µινιατούρα. Ποιόσ ξέρει πόσα απ’ αυτά τα αντικείµενα τα άγγιξε ο παππούσ, πόσα τον συντρόφεψαν τισ νύχτεσ που δεν τον έπιανε ο ύπνοσ κι έγραφε, έγραφε… Μια στιγµή µέσα στο χρόνο είναι κι αυτή που στέκοµαι εδώ και τα κοιτάζω όλ’ αυτά που έφτιαξε κάποιοσ άλλοσ, αλλά µοιάζει µε αιωνιότητα…Ακούω τα βήµατά του, το άνοιγµα και το κλείσιµο των βιβλίων του, το σφυριχτό ρούφηγµα του καφέ µεσ απ’ την κούπα του, το ξυστό πέρασµα τησ πένασ πάνω απ’ το χαρτί, τη σιωπή ανάµεσα στισ σκέψεισ που γεµίζουν το µυαλό του, το ξέσπασµα τησ ψυχήσ µέσα απ’ τη µουσική των λέξεων… - Αυτόσ είναι, λοιπόν, ο Αντώνησ, ε; µια τρανταχτή φωνή µε φέρνει στο σήµερα. Απ’ τα µάτια µου σβήνει σιγά σιγά η µορφή του παππού και τη θέση του παίρνει η νύφη του, αυτή η πληθωρική γυναίκα µε το καστανό ξασµένο µαλλί. - Ναι, από καιρό ήθελε να σε γνωρίσει, µαµά! τησ λέει χαρούµενη η Νατάσα. - Γειά σασ, τησ λέω εγώ και τησ δίνω το χέρι. Το άγγιγµά τησ είναι ζεστό, αν και τυπικό. - Καλώσ όρισεσ! Πέρασε στο σαλόνι. Περνάω πρώτα εγώ κι ύστερα προχωράνε οι δύο γυναίκεσ. - Πολύ ωραίο το σπίτι σασ, βρίσκω να πω και κάθοµαι στον καναπέ. - Ό,τι βλέπεισ εδώ µέσα είναι γούστο του παππού, µου εξηγεί µε καµάρι. - Το φαντάστηκα! τησ κάνω. - Αλήθεια; Ήξερεσ τον παππού; - Ναι…Πολύ λίγο όµωσ. Ήµουν µικρόσ όταν µ’ έπαιρνε στα γόνατά του στον καφενέ… - Ήταν καλόσ άνθρωποσ, µονολογεί η µαµά τησ. Έφυγε νωρίσ όµωσ… Κουνώ καταφατικά το κεφάλι και κοιτάζω αµήχανοσ τη Νατάσα, η οποία στέκεται όρθια κοντά στο τζάκι. - Έχω ακούσει ότι είσαι καλόσ µαθητήσ…, είναι η επόµενη φράση τησ µαµάσ. - Προσπαθώ…Η Νατάσα είναι πολύ καλύτερή µου… Το πρόσωπό τησ παίρνει φωσ από ένα γέλιο το ίδιο τρανταχτό όσο κι η φωνή τησ.

158

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 159

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Η Νατάσα ζει για τα βιβλία! Κάνω τον ανήξερο. - Αλήθεια; Εννοώ…το φανταζόµουν ότι θα τησ άρεσαν τα βιβλία, µια και είναι τόσο καλή στα µαθήµατα…Αλλά εδώ πολλά βιβλία δεν έχουµε…Μου λείπουν τα βιβλία… Η γυναίκα κάθεται στο ανάκλιντρο, ενώ κάνει αέρα στον εαυτό τησ µε µια βεντάλια. Ύστερα ρίχνει µια αποδοκιµαστική µατιά στην κόρη τησ. - Η Νατάσα µου τα είπε όλα! µου εξηγεί χωρίσ να µε κοιτάζει. Ξέρω πού ήταν όλο αυτό τον καιρό που ξεπόρτιζε! Χάνω το χρώµα µου. ∆εν ξέρω πώσ να χειριστώ το θέµα. Στη φωνή τησ όµωσ δεν υπάρχει αυστηρότητα. Μάλλον κρυφή χαρά, θα έλεγα. - Κυρία…, πάω να πω, αλλά δε µε αφήνει να συνεχίσω. - Τα ξέρω όλα, Αντώνη…∆εν είµαι τόσο κουτή όσο νοµίζετε…Ένα κορίτσι δεκατριών χρόνων που δεν έχει ξεπορτίσει ποτέ για δύο λόγουσ µπορεί να έρθει η στιγµή να το κάνει: είτε γιατί βρήκε κρυµµένο θησαυρό είτε γιατί…βρήκε τον έρωτα! ξεστοµίζει µε άνεση. - Και τα δυό το ίδιο πράγµα δεν είναι, βρε µαµά; παίρνει το λόγο η Νατάσα. Η αρχοντογυναίκα χαµογελάει πλατιά. - Όλα είναι στο µυαλό…Αλλά…έχεισ δίκιο, γλυκιά µου…Και τα δύο το ίδιο πράγµα είναι…Τέλοσ πάντων, στην προκειµένη περίπτωση, βρήκεσ τον κρυµµένο θησαυρό τησ γνώσησ που άφησε πίσω ο παππούσ σου…Είναι µεγάλη τύχη αυτό! Κανονικά, θα έπρεπε να σου θυµώσω που…έφευγεσ απ’ το σπίτι χωρίσ την άδειά µου και…Τέλοσ πάντων! Ασ είναι! Ξέρω ότι σε καλό σου βγήκε…Είχεσ παρέα και τον Αντώνη…Έτσι δεν είναι; απευθύνεται σε µένα. - Ναι, κυρία…Μέσα σ’ όλ’ αυτά τα βιβλία…δεν καταλάβαµε πότε πέρασε το καλοκαίρι! - Ο πεθερόσ µου τα είχε όλα µετρηµένα…Πάνω από τρεισ χιλιάδεσ τόµοι! Είναι η προίκα τησ Νατάσασ…Τα σπίτια και τα χρήµατα είναι περαστικά…Η γνώση όµωσ…είναι σαν τα µάτια τησ γάτασ µεσ στο σκοτάδι! Ακόµη και µε ελάχιστα µέσα ο πραγµατικά µορφωµένοσ άνθρωποσ µπορεί να αντιµετωπίσει και τισ πιό αντίξοεσ συνθήκεσ! Τι όµορφα που µιλάει! Αυτή είναι η δύστροπη µαµά τησ Νατάσασ που τησ κάνει τη ζωή δύσκολη; - Εγώ τησ το έλεγα τησ Νατάσασ…∆ε θα είχατε κανένα πρόβληµα να µάθετε ότι η κόρη σασ ασχολείται µε τη βιβλιοθήκη…Μακάρι να είχα κι εγώ την ίδια τύχη… - Μα, την είχεσ, δεν την είχεσ, Αντώνη; ∆εν άνοιξε και για σένα η πύλη τησ γνώσησ; Άραγε να ξέρει τι κρύβεται εκεί µέσα; - Ναι…φυσικά. Αλλά…δε θα τολµούσα να… - Να τολµήσεισ…Μια και ήρθαν έτσι τα πράγµατα, τι νόηµα έχει να µιλάµε για δικά τησ και δικά σου πράγµατα; Μαζί ανακαλύψατε τα µυστικά τησ, µαζί θα συνεχίσετε το έργο σασ… Η Νατάσα βλέπει ότι είµαι λίγο µπερδεµένοσ και αναλαµβάνει να µου ξεκαθαρίσει τα πράγµατα. - Η µαµά ξέρει για τα χειρόγραφα, µου λέει.

159

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 160

“Aντίο, λοιπόν”

Ξαφνιάζοµαι. - Αλήθεια, κυρία; - Ναι, µου τα είπε όλα η Νατάσα…Αυτά τα χειρόγραφα δεν τα ήξερα…Πολλά δεν ήξερα, απ’ ό,τι φαίνεται…, προσθέτει σκεφτική. - Μακάρι να έγινε η επιθυµία του παππού…, λέει η Νατάσα. Μακάρι να…κάναµε αυτό που ήθελε… - Ναι…πιστεύω πωσ θα το ήθελε…Μπορεί να έλπιζε ότι κάποτε τα εγγόνια του θα διάβαζαν τα γραπτά του…Η Παναγία η Γοργοεπήκοοσ έκανε το θαύµα τησ… Η µαµά τησ σταυροκοπιέται και σα χασµουρητό που κολλάει κάνει το σταυρό τησ κι η κόρη. - Τώρα που είπα «Γοργοεπήκοοσ», πετιέται η µαµά, θυµήθηκα τη Λουίζα που είχα σκοπό να βράσω…Είναι ό,τι πρέπει για χαλάρωση και για δίαιτα… Σηκώνεται να πάει στην κουζίνα. Γυρίζει όµωσ πίσω. - Ξέρετε ένα τραγουδάκι που λέει ο λαόσ για τη Λουίζα; Ξέρετε το βότανο αυτό, έτσι δεν είναι; Εγώ ανασηκώνω τουσ ώµουσ αδιάφορα. - «Είµαι το ιερό φυτό/µε λένε γοργογιάννη/όποιοσ µε βράσει και µε πιει/τον πόνο του θα γιάνει!» µασ λέει. Είναι ιδανικό για όλεσ τισ χρήσεισ. Θέλετε να βράσω αρκετό και για τουσ τρεισ µασ; - Ναι, γιατί όχι; τησ λέµε κι οι δυό. - Νατάσα, δείξε το σπίτι στον Αντώνη όσο εγώ θα είµαι στην κουζίνα… - Εντάξει, µαµά… Όταν µένουµε µόνοι, µ’ αγκαλιάζει και µε φιλάει. Συµµερίζοµαι τη χαρά τησ. - Είδεσ που σ’ τά’ λεγα! τησ κάνω. ∆εν έχει κανένα πρόβληµα η µαµά σου…Να σου πω την αλήθεια, την είχα πλάσει στο κεφάλι µου εντελώσ διαφορετική…Σαν τέρασ! - Είναι, καµιά φορά! µου λέει γελώντασ. Αλλά είναι καλή…όταν τα κόκαλά τησ δεν πονάνε και…τέλοσ πάντων, όταν…έχει καλή διάθεση… - Τώρα που ήρθα σπίτι σου, εσύ θα έρθεισ στο δικό µου; τη ρωτάω. - Όποτε θεσ… - Λεσ να έχει καταλάβει η µαµά σου για µασ; - ∆εν την έχω για χαζή! Γι’ αυτό πέταξε τη σπόντα για «έρωτα» και λοιπά… - Ναι! Πιάνει πολλά το µάτι τησ… - Και το δικό σου πιάνει, πάντωσ, αν και αγόρι… - Τ’ αγόρια µάθε πωσ έχουν τροµερή διαίσθηση…, τησ λέω κορδωµένοσ. - Καλά, όχι κι όλα! Εσύ µπορεί να είσαι εξαίρεση… - Μπορεί; - Άκου µε τώρα, µου λέει σοβαρά. Θέλω να σου δώσω κάτι να το διαβάσεισ και να το δώσεισ στη θεία σου, µήπωσ και βρούµε καµιά άκρη… - Τι βρήκεσ πάλι; Μου δίνει ένα κοµµάτι χαρτί. Το ξετυλίγω και διαβάζω: - «Όποιοσ τον Αδείµαντο ακολουθεί περνά από καβδιανά δίκρανα. Ο µύθοσ θα µείνει

160

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 161

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

για πάντα µύθοσ. Η ιστορία είναι για τουσ πολλούσ, ο µύθοσ για τουσ λίγουσ. Τρεισ ήταν αυτοί που θέλησαν να τα παραποιήσουν όλα. Ε. Τ. Ε. Μάθε πωσ εχθέσ το βράδυ δέχ»— και το σηµείωµα τελειώνει εκεί που είναι σκισµένο το χαρτί. - ∆εν ξέρω τι ήθελε να πει ο παππούσ, µου λέει, αλλά…πιστεύω ότι η θεία σου κάτι θα καταφέρει… - Πάλι αρχικά! κάνω. Τι περίεργα λόγια είναι αυτά πάλι…Τέλοσ πάντων, άσ’ το πάνω µου, τησ λέω µετά και βάζω το χαρτί στην τσέπη µου λίγο πριν καταφθάσει η µαµά τησ µε το αφέψηµα τησ λουίζασ. Ξαφνιάζεται που µε βλέπει. Το ίδιο κι εγώ. ∆εν την έχω ξαναδεί ποτέ στο κρεβάτι. - Είσαι καλά, θεία; - Καλά είµαι…Έλα, κάτσε. Είναι στο υπνοδωµάτιό τησ, που µυρίζει βιολέτεσ. Φοράει µια κίτρινη νυχτικιά, που την κάνει να δείχνει ακόµη πιό χλοµή, και είναι σκεπασµένη µε ένα λεπτό λινό σεντόνι στο χρώµα του καθαρού οινοπνεύµατοσ. - Γρίπη θά’ναι…, µου λέει µαλακά. Εσύ, βλέπω, είσαι µια χαρά… - ∆εν ήταν τίποτε…Μάλλον κάποια αλλεργία…Όσο πλησιάζουµε προσ το φθινόπωρο, θα φύγει η µια αλλεργία και θά’ρθει η άλλη, λέω αστειευόµενοσ. - Την αλλεργία του σχολείου εννοείσ, ε; - Τι άλλο; Κάθοµαι δίπλα τησ. - Θα σε κολλήσω, µου λέει. Καλύτερα κάτσε στην καρέκλα. Κάνω ό,τι µου λέει. - ∆ε σού’ φερα και λίγα λουλούδια… - Μου έφερεσ εσένα! Κι εσύ λουλούδι είσαι! - Σου έφερα όµωσ πάλι κάτι να λύσεισ… - Κάνα γρίφο πάλι; - Ναι…Αυτή τη φορά είναι σίγουρα γρίφοσ! τησ κάνω. Και βγάζω το χαρτί να τησ το διαβάσω: - «Όποιοσ τον Αδείµαντο ακολουθεί περνά από καβδιανά δίκρανα. Ο µύθοσ θα µείνει για πάντα µύθοσ. Η ιστορία είναι για τουσ πολλούσ, ο µύθοσ για τουσ λίγουσ. Τρεισ ήταν αυτοί που θέλησαν να τα παραποιήσουν όλα. Ε. Τ. Ε. Μάθε πωσ εχθέσ το βράδυ δέχ». - Αυτό ήταν; κάνει έκπληκτη. Σταµάτησεσ απότοµα και… - Ναι, είναι σκισµένο το χαρτί…∆εσ κι εσύ… Το παίρνει και το διαβάζει χαµηλόφωνα. Μετά το ακουµπάει πάνω στο στήθοσ τησ και µένει να κοιτάζει τον τοίχο απέναντί τησ σαν υπνωτισµένη. - ∆εν είχα δίκιο; ∆εν είναι ένασ γρίφοσ; - Ναι…Μπορεί…Αν και…τίποτε δεν είναι γρίφοσ γι’ αυτούσ που ξέρουν…Ο γρίφοσ είναι για τουσ πολλούσ…, µονολογεί. - Τι είπεσ; «Ο γρίφοσ είναι για τουσ πολλούσ»; Ο παππούσ γράφει «η ιστορία είναι για

161

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 162

“Aντίο, λοιπόν”

τουσ πολλούσ», παρατηρώ. Καλά, το έχω µάθει απέξω, τησ λέω. Άκου µε! «Όποιοσ τον… ε…Όποιοσ τον Αδείµαντο ακολουθεί περνά από καβδιανά δίκρανα. Ο µύθοσ θα…µείνει µύθοσ….» Όχι! «Ο µύθοσ θα µείνει για πάντα µύθοσ. Η ιστορία είναι για τουσ πολλούσ, ο µύθοσ για τουσ λίγουσ. Τρεισ τα παραποίησαν όλα…» ∆εν το λέω καλά…«Τρεισ ήταν αυτοί που θέλησαν να τα παραποιήσουν όλα. Ε. Τ. Ε. Μάθε πωσ εχθέσ το βράδυ δέχ». «∆έχτηκα» δε θέλει να πει; τη ρωτάω. - Μάλλον…, µου απαντάει. Αχ! Ξέχασα το µπρίκι στη φωτιά! Πήγαινε φέρ’ το, µωρέ Αντώνη µου! Έχω βάλει λίγο τσάι να πιω… - Να πίνεισ Λουίζα καλύτερα! τη συµβουλεύω. - Λουίζα; Πώσ σού’ρθε τώρα αυτό; - Η µαµά τησ Νατάσασ πίνει Λουίζα και… - Τρέξε στην κουζίνα και µετά µου τα λεσ! φωνάζει κι εγώ γίνοµαι καπνόσ. Τησ ετοιµάζω έναν ωραίο δίσκο µε το τσάι και κάτι κουλουράκια που βρίσκω στην ψωµιέρα. - Αχ, είσαι απίστευτοσ! Νά’σαι καλά… Ανασηκώνεται και ισιώνει το σεντόνι πάνω στα πόδια τησ. Ακουµπάω το δίσκο και ξανακάθοµαι στη θέση µου. - Πόσα χρόνια έχουν να µου φέρουν φαγητό σε δίσκο! - Σε λίγο καιρό µπορεί και να σ’ το φέρνουν καθηµερινά…, τησ λέω µε νόηµα. - ∆ηλαδή; - ∆ε σού’χει πει τίποτε η µαµά; - Τι να µου πει; - Η γιαγιά σκοπεύει να γκρεµίσει το σπίτι για να πάρει δυό διαµερίσµατα αντιπαροχή… - Σοβαρά µιλάσ; Μα, καλά, θα χτίσουν πολυκατοικία στο χωριό; - Όχι, µάλλον ένα τετραώροφο και θα πάρει δυό διαµερίσµατα…Και λέµε, το διάστηµα που θα γίνεται αυτό, να µείνουµε εδώ… - Αυτό είναι υπέροχο! αναφωνεί. Αχ, πεσ µου ότι είναι σίγουρο αυτό! - Από τη δική µου τη µεριά, είναι…∆εν ξέρω αν η µαµά… - Γιατί να έχει αντίθετη άποψη η µαµά; - ∆εν ξέρω… Το ύφοσ µου γίνεται σοβαρό. - Τι προβλήµατα υπάρχουν, αγόρι µου; µε ρωτάει. Μένω για λίγο σιωπηλόσ. - Έχω καταλάβει πολλά πράγµατα, θεία…Αλλά δε θέλησα να σου µιλήσω…∆εν ξέρω αν αυτά είναι πράγµατα που πρέπει ν’ ασχολείται ένασ δεκατριάχρονοσ… - Τι συµβαίνει, πεσ µου! - Σπάνια τη βλέπω πιά στο σπίτι…∆εν ξέρω πού πηγαίνει, δεν ξέρω τι κάνει…Σού’χει µιλήσει, δε σού’χει µιλήσει; Η θεία ξέρει, είµαι σίγουροσ, γι’ αυτό έρχεται σε δύσκολη θέση. - Μη νοµίζεισ ότι µου τα λέει κι όλα! πάει να µου δικαιολογηθεί. Βλέπω ότι…δεν έρχεται πλέον τόσο συχνά όσο κάποτε…∆εν τηλεφωνιόµαστε πιά κάθε µέρα…

162

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 163

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Υπάρχει κάποιοσ στη ζωή τησ…, τησ λέω χωρίσ προλόγουσ. ∆εν τουσ έχω δει µαζί, αλλά ξέρω ποιόσ είναι. Χάνει τη µιλιά τησ. ∆εν κοιτάει προσ το µέροσ µου. - Γιατί δε µου το λέει η ίδια; Είναι καλύτερα να το καταλαβαίνω από µόνοσ µου; - Αν συµβαίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να…πρέπει να καταλάβεισ ότι…έρχεται σε δύσκολη θέση…Σίγουρα γι’ αυτό δε σού’χει µιλήσει, Αντώνη…Η µάνα σου σ’ τα λέει όλα… - Η ψυχή τησ είναι µάλλον µεγαλύτεροσ γρίφοσ απ’ τα λόγια του παππού, παρατηρώ. Κατάλαβα ότι κάτι τρέχει όταν…όταν σασ είδα εκείνο το µεσηµέρι να…µιλάτε οι δυό σασ και…ν’ αλλάζετε κουβέντα µόλισ µπήκα µέσα…Ποτέ άλλοτε δεν το έκανε αυτό η µαµά… ∆εν ξέρω τι σού’χει πει…Καλύτερα να µη µάθω τίποτε παραπάνω…Ασ µου τα πει η ίδια όταν έρθει η στιγµή…Να ξέρετε όµωσ κι οι δυό σασ ότι…εγώ θα περιµένω τον µπαµπά… Είναι η πρώτη φορά που ξεστοµίζω τέτοια λόγια µπροστά τησ κι αυτό κάνει τη θεία να παραλύσει. Βλέπει έναν Αντώνη που δεν έχει δει ποτέ στη ζωή τησ. - Συγγνώµη, τησ λέω µετά και σκουπίζω τη µύτη µου που τρέχει. Καλύτερα να σ’ αφήσω να ξεκουραστείσ. Να περάσω το βράδυ ή αύριο να µιλήσουµε για το σηµείωµα; - Έλα το βράδυ…Θα είναι ήσυχα και θα µπορέσουµε να δουλέψουµε. Γυρνώντασ απ’ το σπίτι τησ θείασ, βλέπω τον παπ’ Ανέστη ν’ ανταλλάσσει χειραψίεσ µε δύο νεαρούσ άντρεσ και µια ηλικιωµένη γυναίκα µπροστά στο παλιό λιοτρίβι. Μ’ αντηρίδα34 µια µαγκούρα, η γυναίκα—µάνα των νεαρών, προφανώσ—γέρνει το αριστερό µέροσ του σώµατόσ τησ προσ τον παπά, ενώ οι δυό γιοι έχουν τα χέρια στισ τσέπεσ και κάτι λένε γελαστοί. Μ’ όλουσ έχει επαφή ο παπάσ µασ, σ’ όλα µέσα είναι. ∆ε λείπει ποτέ από καµιά εκδήλωση, δεν αρνείται ποτέ ν’ ακούσει τον άλλον και να δώσει τη συµβουλή του, δεν υπολογίζει ποτέ αν ρίχνει χαλάζι ή αν ο ήλιοσ καίει. Κάτι που δεν ένιωθα παλιότερα τώρα κάνει την καρδιά µου να χτυπάει δυνατά. Ένασ ψίθυροσ µέσα µου µου λέει να πάω να τον χαιρετίσω κι αν δε θέλω να του µιλήσω, δεν πειράζει. Αρκεί που θά’χω κάνει αυτό το βήµα. Αλήθεια, τι θά’χα να του πω αν πήγαινα σ’ αυτόν; Για το πόσο αδικηµένοσ υπήρξα; Για το πού βάζω την αγιαστούρα και τα ευαγγέλιά του; «Τι κατάφερεσ τόσα χρόνια, παπ’ Ανέστη;» θα τού’λεγα. «Έκανεσ άραγε κανέναν απ’ το χωριό καλύτερο άνθρωπο; Μήπωσ µπόρεσεσ να στάξεισ λίγεσ σταγόνεσ αγάπησ µέσα στισ άδειεσ ψυχέσ τουσ; Για ποιόν νοιάστηκεσ περισσότερο; Γι’ αυτόν που έρχεται κάθε µέρα στην εκκλησία ή γι’ αυτόν που δεν ήρθε ούτε µια φορά; Ποιόσ αγαπά πιό πολύ απ’ τουσ δυό; Ποιόσ είναι πιό πιστόσ;» Κοντοστέκοµαι απέξω απ’ το µαγαζί τησ Λίτσασ χαZδεύοντασ τα χαρτονοµίσµατα που έχω στην τσέπη µου. Εκείνη είναι απασχοληµένη και δε µε βλέπει. Μπαίνω µέσα. Τη χαιρετάω. Μου χαµογελάει και µε ρωτάει τι κάνω. Εγώ τησ λέω «καλά» και τη ρωτάω πώσ πάει η δουλειά. Αυτή µου λέει «τα συνηθισµένα», µε ρωτάει «πώσ σου φαίνεται το νέο λουκ µου;»—εννοεί τα βαµµένα κόκκινα µαλλιά τησ—κι εγώ αδιάφορα τησ λέω «ωραία είναι!». Χωρίσ δεύτερη σκέψη και φιοριτούρεσ, βγάζω τα χρήµατα και τ’ ακουµπάω πάνω στον πάγκο τησ. Εκείνη µε κοιτάει χωρίσ να καταλαβαίνει τίποτε. «Αυτά δε µου ανήκουν», τησ λέω. «Είναι δικά σου». «Κέρδισεσ το λαχείο;» είναι η απόκρισή

163

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 164

“Aντίο, λοιπόν”

τησ. «Στη ζωή όλα είναι λαχείο», τησ απαντώ. «Όταν αυτά τα λεφτά βρουν πάλι το σπίτι τουσ, θα είναι σα να έχω κερδίσει το λαχείο…», συνεχίζω. ∆ε λέει τίποτε, παίρνει στα χέρια τησ τα πεντακοσάρικα, ανοίγει το στόµα, κάτι θέλει να ψελλίσει, αλλά δεν προλαβαίνει. Εγώ την έχω χαιρετίσει ήδη κι έχω βγει. Ο χρόνοσ έχει αρχίσει την αντίστροφη µέτρηση… Είµαι σχεδόν σίγουροσ ότι κατάλαβε πώσ είχαν βρεθεί στα χέρια µου τόσα λεφτά, αλλά µάλλον το σοκ τησ σφράγισε τα χείλη. ∆ε µ’ ενδιαφέρει πιά τι θα πουν αν το µάθουν. Αυτό που θέλω είναι να λυτρωθώ, να ξαναγυρίσω εκεί απ’ όπου ξεκίνησα, τότε, πριν αφήσω τον εαυτό µου να κατρακυλήσει στην κατηφόρα τησ παράνοιασ. Έχω δει πολλέσ ταινίεσ που παρουσιάζουν σαν ήρωεσ, σαν κάτι µοναδικό, κάτι τύπουσ που κλέβουν, που καταστρώνουν σχέδια πώσ να διαρρήξουν τράπεζεσ, αλλά για τον τρόπο που εγώ έκανα ό,τι έκανα δεν έχει µιλήσει ποτέ κανένασ. Οι εικόνεσ που έχω απ’ τα παιδικά µου χρόνια είναι µανάδεσ µεσ στην εκκλησία να καίνε µε κερί τα δάχτυλα των παιδιών τουσ που τόλµησαν ν’ απλώσουν χέρι στην καλαθούνα µε το αντίδωρο προτού το διαβάσει ο παπάσ. Έτσι τιµωρούν τουσ άπληστουσ που χώνουν τη µούρη τουσ στον ξένο ντορβά. Εµένα δε µε τιµώρησε καµία φλόγα από κερί, δεν άκουσα ποτέ βλαστήµιεσ και δόντια να τρίζουν για να µε φοβερίσουν. Ήµουν γεµάτοσ αγάπη, ζεστασιά, µητρική φροντίδα. Παρ’ όλ’ αυτά, τράβηξα αυτό το δρόµο που δεν οδηγεί πουθενά. Τη χρονιά που έφυγε ο µπαµπάσ είχα µπει για λίγο στην παιδική χορωδία τησ Νοµαρχίασ κι είχα το όνειρο να γίνω τενόροσ. Είχα µάλιστα τόσο καθαρή φωνή και τέτοια «τσακίσµατα», που το παπαδοπαίδι, ο Χρήστοσ, που ήταν ο παρατρεχάµενοσ του παπ’ Ανέστη, έλεγε ότι θα γινόµουν ένασ υπέροχοσ ψάλτησ. Από αντίδραση όµωσ άρχισα ν’ αποµακρύνοµαι απ’ τη χορωδία και λίγεσ εβδοµάδεσ πριν εξαφανιστεί ο µπαµπάσ διέκοψα, λεσ και κάτι µέσα µου µου έλεγε ότι δεν είχε πλέον νόηµα. ∆εν τραγούδησα ξανά. Ακόµη και τώρα που ακούω καµιά φορά τη µικτή χορωδία των Ιωαννίνων να ψάλλει µεσ στην εκκλησία µασ λίγο πριν τα Χριστούγεννα και το Πάσχα, κλείνω τ’ αφτιά και προσπερνάω γρήγορα το ναό. Σταµατώντασ να τραγουδάω, άνοιξα καλύτερα τ’ αφτιά µου να συλλάβω τουσ ήχουσ τησ φύσησ, τη µουσική του κόσµου απ’ την ανατολή µέχρι τη δύση του ηλίου. Μ’ ένα κασετοφωνάκι, θυµάµαι, γυρνούσα µεσ στο χωριό και κατέγραφα το κελάηδηµα των πουλιών, το µουρµουρητό του ανέµου, το θρόισµα των φύλλων, το σάλπισµα απ’ τισ κόρνεσ των αυτοκινήτων, το σκλήρισµα των φρένων πάνω στην άσφαλτο, το γκάρισµα των γαZδάρων…Είχα γράψει πέντε κασέτεσ τησ µιασ ώρασ και καθόµουν και τισ άκουγα το βράδυ, όταν τα φώτα έσβηναν και ξάπλωνα στο κρεβάτι. Κι όλ’ αυτά την εποχή τησ «σκούρασ ηδονήσ» και του «γεµίσµατοσ του µπαούλου». Για νά’µαι ειλικρινήσ, πρέπει να πω ότι στο βλέµµα κάποιων έβλεπα µια αδιόρατη προσµονή για κάτι κακό που θα έκανα, ένα «ξέρουµε ότι κάποια στιγµή θα γίνεισ κι εσύ σαν όλα τ’ άλλα κωλόπαιδα του χωριού». Ήταν ένα είδοσ προσδοκίασ απ’ τη µεριά τουσ, ένα σιωπηρό «κατηγορώ» προτού καν αρχίσω να κάνω κάτι άξιο κατηγορίασ. Ίσωσ νά’ταν και λύπηση αυτό που αντίκριζα στα µάτια τουσ, οίκτοσ, που είχα ξεµείνει χωρίσ πατέρα κι είχα τη «ρετσινιά».

164

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 165

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Για όλ’ αυτά δεν είπαµε ποτέ τίποτε µε τη µαµά. Μου έδινε την εντύπωση πωσ µια κουβέντα αν ειπωνόταν, θα χανόταν το όνειρο που έβλεπε, ένα όνειρο όπου όλα έδειχναν σα να µην είχε αλλάξει τίποτε! Τα ίδια έπιπλα, τα ίδια χαλιά, οι ίδιεσ κορνίζεσ στο τζάκι, το ίδιο κρεβάτι στο δωµάτιο, η ίδια ρουτίνα. Όµωσ εγώ, παρ’ όλο που στα λόγια δε θέλησα να τησ γκρεµίσω το σπίτι τησ ψευδαίσθησησ, στην πράξη έζησα τη ζωή µου γεµάτη ψέµατα, παρανοµία και πολλή αγάπη. Είµαι πολύ εγωιστήσ, το ξέρω, κι ίσωσ γι’ αυτό να θέλησα να παίξω µε όλουσ τουσ, να τραβήξω πάνω µου τουσ προβολείσ, να τουσ κάνω άνω κάτω, να χαλάσω τισ ψεύτικεσ ισορροπίεσ τουσ—απ’ τη µια την τάση τουσ να βγάλουν το µάτι του άλλου µε όποιον τρόπο µπορούν κι απ’ την άλλη την ανάγκη τουσ να φορέσουν το κοστούµι του πιστού πηγαίνοντασ στην εκκλησία. ∆εν κολλάω πουθενά· είµαι µια ιδέα που δεν σκέφθηκε ακόµη το µυαλό τουσ. Ήθελα δικαιοσύνη, γι’ αυτό παρανόµησα· ήθελα αγάπη, γι’ αυτό µίσησα. Όλ’ αυτά όµωσ τελειώνουν· τι αξία έχει ένα γεµάτο µπαούλο µπροστά σε µια ζωή γεµάτη αγάπη και νόηµα; Σκυµµένοσ όπωσ είµαι σ’ όλη τη διαδροµή µέχρι το σπίτι, χαµένοσ µεσ στισ σκέψεισ µου, πέφτω πάνω στη µαµά καθώσ βγαίνει. ∆εν είναι ιδιαίτερα περιποιηµένη, αλλά η φύση έχει φροντίσει να την κάνει πολύ όµορφη. - Ευτυχώσ που έπεσεσ πάνω µου κι όχι στον τοίχο! µου λέει ευδιάθετη, αλλά εγώ χαµογελώ µε το ζόρι. Έχει φαZ µέσα. - ∆εν πεινάω, τησ πετάω. - ∆ε θ’ αργήσω, µου λέει σα να θέλει να µε ηρεµήσει. - Κάνε τη δουλειά σου, την ειρωνεύοµαι. - Αντώνη…, πάει να µε καλοπιάσει, αλλά εγώ δεν την αφήνω να µπει στον κόπο. - ∆ε χρειάζεται να µου πεισ τίποτε! Άλλωστε, δεν ήσουν ποτέ καλή στα λόγια! Ευτυχώσ, έχω τη θεία. Και ξέρεισ κάτι; ∆ε θα περιµένω πότε θά’ρθουν αυτοί να το γκρεµίσουν το κωλόσπιτο! Θα πάω να µείνω στησ θείασ, τ’ ακούσ; Εσύ, άµα δε θεσ, µην έρχεσαι! Τησ κοπανάω την πόρτα και κλείνοµαι στο δωµάτιό µου. ∆εν έβγαλε µιλιά, δεν µπήκε καν στη διαδικασία να δικαιολογηθεί. Είµαι ψύχραιµοσ, σε γενικέσ γραµµέσ. Θα κάνω αυτό που θέλω. Θα προσπαθήσω να είµαι καλά, ακόµη κι όταν όλα γύρω µου γκρεµίζονται. Σκύβω κάτω απ’ το κρεβάτι να πάρω τισ σακούλεσ µε τα πράγµατα και βλέπω ότι έχουν κάνει φτερά! Νιώθω τα µηνίγγια µου να σφυροκοπούν στο κρανίο µου. Αφού βεβαιώνοµαι ότι δεν είναι µεσ στο µπαούλο ή σε κάποιο άλλο σηµείο του σπιτιού, στέκοµαι µπροστά στον καθρέφτη του µπάνιου και ψιθυρίζω στον εαυτό µου: «Τώρα αρχίζουν τα δύσκολα». Τησ Νατάσασ τα λέω όλα απ’ το τηλέφωνο—για τη σκηνή που έκανα στη µάνα µου και για τισ σακούλεσ που έχουν εξαφανιστεί, γιατί για τα υπόλοιπα, για το δάσκαλο και τον κρυφό έρωτά τουσ, ντρέποµαι να ξεστοµίσω οτιδήποτε. Μου λέει ότι µπορεί η µαµά να τα πέταξε κατά λάθοσ, νοµίζοντασ ότι ήταν σκουπίδια. Αν είµαι τυχερόσ, λέει,

165

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 166

“Aντίο, λοιπόν”

δε θα έχει καταλάβει τίποτε και όλα θα είναι όπωσ πριν. Τίποτε δε θά’ναι όπωσ πριν, λέω στον εαυτό µου, αλλά σ’ εκείνη πιέζοµαι να δείξω ψύχραιµοσ και συµφιλιωµένοσ µε τη µοίρα µου… - Ό,τι κι αν έχει γίνει, τησ λέω µετά λίγο πριν κλείσουµε, είτε τα πέρασε για σκουπίδια είτε τα πήρε από µένα γιατί κατάλαβε ότι δε µου ανήκουν, το θέµα είναι ότι µου στέρησε τη χαρά να τα επιστρέψω εκεί απ’ όπου τα πήρα…Θά’ταν µια λύτρωση για µένα… - Το ξέρω, γλυκούλη µου…Το ξέρω ότι…έχεισ ανάγκη να βάλεισ τα πράγµατα στη θέση τουσ…Όµωσ, το σηµαντικό είναι ότι…έχεισ την επιθυµία να τα γυρίσεισ πίσω σ’ αυτούσ που τουσ ανήκουν. - Ναι, αλλά δε θα τα γυρίσω ποτέ, απ’ ό,τι φαίνεται. - Άµα αναγνωρίζεισ ότι αυτό που έκανεσ ήταν άσχηµο και θεσ να επανορθώσεισ, τότε… τα έχεισ ήδη επιστρέψει, επιµένει. - Εγώ τα δηµιούργησα όλ’ αυτά, εγώ θα φταίω, ό,τι κι αν συµβεί, αρχίζω να κατηγορώ τον εαυτό µου. - Αντώνη…σταµάτα, σε παρακαλώ…Έλα, ηρέµησε και άσε τα πράγµατα να δείξουν από µόνα τουσ… - Μην ανησυχείσ για µένα, τησ λέω πιό δυναµικά. Εγώ θα σ’ αγαπώ, ακόµη κι αν µε διώξουν απ’ το χωριό…Κι η αγάπη, ξέρεισ, προστατεύει… - ∆εν πρόκειται να σε διώξει κανείσ…Αλλά κι αν ακόµη όλοι τρελαθούν και τα βάλουν µαζί σου, εγώ θα είµαι δίπλα σου…Η µαµά σε συµπάθησε πολύ και… - Αν µάθει όµωσ για όλ’ αυτά, αν φθάσει στ’ αφτιά τησ κάτι, θα µε µισήσει, Νατάσα, και θα προσπαθήσει να σε αποµακρύνει από µένα… - Κανείσ δεν µπορεί να µε αποµακρύνει από σένα, µου λέει µε τρεµάµενη φωνή. Μόνο εσύ… - Το βράδυ θέλω να σε δω. Θα πάω στησ θείασ για το σηµείωµα του παππού. Μετά θέλω να βρεθούµε…Τό’χω ανάγκη. - Θα σε περιµένω στη βιβλιοθήκη. Σ’ αγαπώ. Το ρόδινο χρώµα που βάφει τα µάγουλα τησ θείασ είναι αρκετό για να καταλάβω ότι είναι ήδη καλύτερα. Φοράει µια µπλε φόρµα γυµναστικήσ και αθλητικά παπούτσια. ∆εν πάµε στην τραπεζαρία, όπωσ τισ άλλεσ φορέσ, αλλά µε κατευθύνει στο δωµάτιό τησ, εκεί όπου ήµασταν το µεσηµέρι. Πάνω στο κρεβάτι τησ είναι αραδιασµένα µερικά βιβλία, πράγµα που προδίδει ότι το µεγαλύτερο µέροσ τησ µέρασ πρέπει να το πέρασε ψάχνοντασ στοιχεία για το σηµείωµα. Πάνω στο κοµοδίνο, µέσα σε αλουµινόχαρτο, είναι ένα µισοφαγωµένο σάντουιτσ. - Κουράστηκεσ πιό πολύ απ’ ό,τι πρέπει, τησ κάνω και κάθοµαι στη θέση µου. - Άξιζε τον κόπο, µου λέει και πέφτει µε την αριστερή τησ µεριά πάνω στα σεντόνια. - Θεσ να πεισ ότι έβγαλεσ άκρη; - Και ναι και όχι. ∆εν µπορώ να πω µε σιγουριά τη συνέχεια του σηµειώµατοσ, απ’ το «δέχ» και µετά, αλλά…µπόρεσα να βρω κάποιεσ πληροφορίεσ γι’ αυτά που γράφει. ∆εν ήταν και πολύ δύσκολο, φθάνει να ξέρεισ να ψάξεισ εκεί που πρέπει.

166

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 167

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Βρίσκει το σηµείωµα µέσα απ’ τισ σελίδεσ ενόσ βιβλίου, όπου το έχει χώσει, και το διαβάζει: - «Όποιοσ τον Αδείµαντο ακολουθεί περνά από καβδιανά δίκρανα. Ο µύθοσ θα µείνει για πάντα µύθοσ. Η ιστορία είναι για τουσ πολλούσ, ο µύθοσ για τουσ λίγουσ. Τρεισ ήταν αυτοί που θέλησαν να τα παραποιήσουν όλα. Ε. Τ. Ε. Μάθε πωσ εχθέσ το βράδυ δέχ». Λοιπόν…για άλλη µια φορά αποδεικνύεται ότι ο παππούσ ήταν ένασ µαZστορασ τεχνικήσ τησ γραφήσ, περνώντασ σ’ εκείνουσ που ήθελε τα κατάλληλα µηνύµατα χωρίσ να τον καταλαβαίνουν οι άλλοι. - Ποιοί άλλοι; - Όσοι δεν είναι «µυηµένοι» στην ιστορία τησ θρησκείασ και στη γλώσσα τησ. Θα καταλάβεισ τι θέλω να πω στη συνέχεια. Πάντωσ, αυτό που είπε ο Βικτόρ Ουγκό, «ο ποιητήσ είναι ένασ κόσµοσ κλεισµένοσ µέσα σ’ έναν άνθρωπο», βλέπουµε να ισχύει στην περίπτωση του συγχωριανού µασ, του Χαράλαµπου Μαργώνη… - Αυτό που λεσ έχει να κάνει και µε µένα! πετάγοµαι. - Φυσικά, µου λέει και γελάει. Είσαι ένασ «δόκιµοσ» ποιητήσ που κλείνει µέσα του έναν ολόκληρο κόσµο, όπωσ το στρείδι το µαργαριτάρι. - Νιώθω όµωσ ότι οι ιδέεσ µου είναι πιό µεγάλεσ και πιό γρήγορεσ απ’ την πένα µου και δεν τισ προλαβαίνω, γι’ αυτό γράφω ανοησίεσ κι επαναλαµβάνοµαι και… Σταµατώ. Μάλλον έχω ξεφύγει απ’ το θέµα. - Θα τα πούµε άλλη στιγµή αυτά…, τησ λέω. - Όποτε θεσ, αγόρι µου. Λοιπόν…ο Αδείµαντοσ ήταν ο βασιλιάσ των Φλιασίων στην Πελοπόννησο, ο οποίοσ δε θυσίαζε στουσ θεούσ—οι λόγοι δε µασ ενδιαφέρουν—και κεραυνοβολήθηκε. Ο παππούσ θέλησε µάλλον να συσχετίσει την πολεµική που ο ίδιοσ δέχτηκε µε τη µοίρα του Αδειµάντου. Επιπλέον, πιστεύω ότι ήθελε να υποδηλώσει τη δική του αποστασιοποίηση από τη θρησκεία, όπωσ ακριβώσ έκανε ο Αδείµαντοσ µη θυσιάζοντασ στουσ θεούσ. Γι’ αυτό, «όποιοσ ακολουθεί τον Αδείµαντο», δηλαδή «όποιοσ αποστασιοποιείται απ’ τη θρησκεία…», τι κάνει; «Περνά από καβδιανά δίκρανα». Αυτό το λέµε όταν θέλουµε να δηλώσουµε ότι κάποιοσ ηττάται, δηλαδή εξευτελίζεται, ταπεινώνεται ή αναγκάζεται να δεχθεί εξευτελιστικούσ όρουσ. Η έκφραση αυτή σχετίζεται µε την πόλη Κάβδιο, όπου οι Ρωµαίοι αιχµαλωτίστηκαν από τουσ Σαµνίτεσ και υπέστησαν ταπεινωτικό ζυγό. Συνεπώσ, φαίνεται καθαρά ότι ο παπά- Χαράλαµποσ, που ήταν πλέον λαZκόσ, υπέστη κάποια ταπείνωση ή αναγκάστηκε να δεχθεί κάποιουσ ταπεινωτικούσ όρουσ εξαιτίασ τησ απόφασήσ του να εγκαταλείψει την ιεροσύνη. - Σαν τι όρουσ; ρωτάω. - ∆εν το ξέρω αυτό, αγόρι µου. Υποθέτω πωσ κάποιοι θα του ασκούσαν πίεση να επανέλθει στον κλήρο ή να σταµατήσει να βάλλει κατά τησ Εκκλησίασ. Αυτόσ όµωσ, απ’ ό,τι φαίνεται και παρακάτω, όχι µόνο δε σταµάτησε να «πυροβολεί» εναντίον τησ, αλλά εξακολουθούσε να γράφει επιστολέσ, όπωσ κι αυτό το σηµείωµα που µάλλον θα ήταν µέροσ κάποιου γράµµατοσ που έστειλε ή ήθελε να στείλει στο Γεράσιµο ή σε κάποιον άλλον, στηλιτεύοντασ τα κακώσ κείµενα και επικαλούµενοσ ιστορικά στοιχεία κατ’ αυτόν και πολλούσ άλλουσ αδιάσειστα. Τώρα ερχόµαστε στο «ζουµί» τησ υπόθεσησ, σχολιάζει η

167

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 168

“Aντίο, λοιπόν”

θεία κι ανακάθεται στο κρεβάτι. Εκατοντάδεσ βιβλία έχουν γραφτεί γι’ αυτά τα θέµατα και σίγουρα ελάχιστοι θα είναι αυτοί που είχαν την τύχη να τα διαβάσουν, ώστε να βγάλουν λογικά συµπεράσµατα χωρίσ προκαταλήψεισ και δογµατισµούσ. Για έναν απλό Χριστιανό, η πίστη είναι άφατη, δηλαδή δεν εξηγείται, δεν µπαίνει στο µικροσκόπιο, ούτε µπορεί να αµφισβητηθεί µέσω τησ γνώσησ. Ό,τι ειπώνεται και είναι διαφορετικό απ’ αυτό που ορίζει η Εκκλησία είναι «αµαρτωλό», συνεπώσ λανθασµένο και αιρετικό. Στουσ πρώτουσ αιώνεσ, λοιπόν, τησ γέννησησ, ασ το πούµε έτσι, του Χριστιανισµού, υπήρχαν δύο κύριεσ τάσεισ µεσ στουσ κόλπουσ των πιστών—οι Σχολαστικοί Χριστιανοί και οι Γνωστικοί Χριστιανοί. Οι πρώτοι δέχθηκαν τα Ευαγγέλια και τισ Γραφέσ κυριολεκτικά, δηλαδή πίστεψαν ότι τα γεγονότα που παρουσιάζονται µεσ στην Παλαιά και Καινή ∆ιαθήκη όντωσ συνέβησαν και είχαν τη σηµασία που τουσ απέδωσαν οι Πατέρεσ τησ Εκκλησίασ. Οι Γνωστικοί Χριστιανοί όµωσ δεν τα ακολούθησαν όλ’ αυτά κατά γράµµα, αλλά πρέσβευαν ότι όσα εξιστορούνται µεσ στισ Γραφέσ δεν είναι τίποτε άλλο παρά υψηλά µηνύµατα κωδικοποιηµένα µε τέτοιο τρόπο, ώστε στουσ πολλούσ να φαίνονται σαν ιστορία, σαν πραγµατικά γεγονότα, τα οποία επιδέχονται ερµηνείεσ και οδηγούν σε µεγαλύτερεσ αλήθειεσ, αν κανείσ σπάσει το περίβληµα των συµβόλων τουσ. Γι’ αυτό, ο Χαράλαµποσ Μαργώνησ µιλάει για ιστορία και για µύθο. Πάντοτε ο λαόσ, ο απλόσ κόσµοσ, έβλεπε τουσ µύθουσ σαν ιστορίεσ, ενώ οι µυηµένοι στα υψηλά νοήµατα που κρύβονται πίσω απ’ τισ ιστορίεσ αναφέρονταν στουσ µύθουσ ωσ αλληγορίεσ, οι οποίεσ άνοιγαν τισ πύλεσ στην αλήθεια και την ουσία των πραγµάτων. Έτσι, για τουσ Γνωστικούσ Χριστιανούσ, όταν λέµε ότι ο κόσµοσ φτιάχτηκε σε έξι µέρεσ, δεν εννοούµε απ’ τη ∆ευτέρα µέχρι το Σάββατο και την Κυριακή ο Θεόσ αναπαύθηκε, αλλά ίσωσ εννοούµε ότι δηµιουργήθηκε σε έξι επίπεδα. - Πιό λογικό µου ακούγεται αυτό, τησ λέω εγώ. - Άκου λοιπόν παρακάτω…Επειδή στισ αρχέσ δεν υπήρχε γραπτή ιστορία του Χριστιανισµού και όλα µεταφέρονταν προφορικά από απόστολο σε µαθητή και από πιστό σε πιστό, δηµιουργήθηκαν, όπωσ ήταν φυσικό, αιρέσεισ, δηλαδή διαφορετικέσ απόψεισ ή ιδέεσ για την πίστη, για την Ανάσταση, και πολλά άλλα ζητήµατα. Αυτό είχε ωσ αποτέλεσµα να υπάρχουν διαφωνίεσ και να µη µπορεί να βρεθεί µια κοινή βάση πάνω στην οποία να µιλούν όλοι. Έτσι, τρεισ Πατέρεσ τησ Εκκλησίασ, τρεισ εκκλησιαστέσ, προσπάθησαν να ορίσουν τι είναι Χριστιανισµόσ και να αποµακρύνουν τα «ζιζάνια» που έκαναν κακό στον «Κήπο τησ Εδέµ». Αυτοί ήταν ο Ειρηναίοσ, ο Τερτυλλιανόσ και ο Ευσέβιοσ, εξού και το Ε. Τ. Ε. που γράφει ο παππούσ. Και οι τρεισ τουσ επιτέθηκαν στουσ Γνωστικούσ, θεωρώντασ τισ απόψεισ τουσ περί µύθων και αλληγοριών ανυπόστατεσ και συκοφαντικέσ. Καταδίκασαν, µεταξύ άλλων, τισ γυναίκεσ, θεωρώντασ τεσ απογόνουσ τησ Εύασ και αποκαλώντασ τεσ «πύλη του διαβόλου». Ο Ευσέβιοσ, που είναι και ο πιό γνωστόσ απ’ τουσ τρεισ, αναφέρεται ωσ ο Πατέρασ τησ Εκκλησιαστικήσ Ιστορίασ, την οποία, σηµειωτέον, έγραψε τέσσερισ φορέσ, πέφτοντασ σε φάσεισ και αντιφάσεισ και ερχόµενοσ σε ρήξη µε τον ίδιο του τον εαυτό. Είχε σχέσεισ µε το Μέγα Κωνσταντίνο και, προκειµένου να είναι αρεστόσ σε αυτόν και να εξυπηρετήσει, βέβαια, τουσ σκοπούσ τησ εγκαθίδρυσησ του Χριστιανισµού, έγραψε αυτή την ιστορία κάνοντασ συνεχώσ αλλαγέσ, οι οποίεσ στα-

168

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 169

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

διακά αλλοίωσαν τον αρχικό τησ χαρακτήρα και περιεχόµενο. Αυτόσ λοιπόν έκανε τα περισσότερα «µαγειρέµατα», όπωσ λέει σε κάποια επιστολή του ο παππούσ, επιλέγοντασ τα κατάλληλα ευαγγέλια που θα κηρύσσονταν αποκεί και πέρα. Σε πολλούσ ο Ευσέβιοσ µπορεί να φαντάζει υπεράνω πάσησ υποψίασ, εφόσον είναι ο «Πατέρασ τησ Εκκλησιαστικήσ Ιστορίασ», αλλά αυτό από µόνο του δε λέει πολλά. Κι ο Ηρόδοτοσ θεωρείται ο Πατέρασ τησ Ιστορίασ, αλλά έγραφε πολλά πράγµατα που µόνο σαν επιστηµονική φαντασία µπορεί να τα δει κανείσ. Για παράδειγµα, έλεγε ότι στην Ινδία υπήρχαν µυρµήγκια µεγάλα σα σκυλιά και ότι οι Ινδοί είχαν µαύρο σπέρµα! - Και µετά τι γίνεται; τη ρωτάω. - Μετά υπάρχει ένα κενό…, µου απαντά. Ένα σκισµένο χαρτί και…αφήνουµε τη φαντασία µασ να οργιάσει… - Τι να δέχτηκε το προηγούµενο βράδυ; συνεχίζω τισ ερωτήσεισ µου. Μια επίσκεψη; Μια επίθεση; Ένα γράµµα; - Άγνωστο… - ∆ε θα ξέρω τι να τησ πω τησ Νατάσασ. Όλ’ αυτά είναι πολύ µπερδεµένα και δύσκολα για να τα µεταφέρω. - Μη βασανίζεισ το µυαλό σου. Πεσ τησ να έρθει εδώ να τησ τα πω εγώ, µου λέει η θεία και κλείνει τα βιβλία τησ. Πάντωσ, µεγάλο κεφάλαιο ο παππούσ τησ, σχολιάζει. - Κι αυτή κληρονόµησε την εξυπνάδα του…, τησ λέω περήφανοσ. Γνώρισα και τη µαµά τησ. Ήθελα να σ’ το πω απ’ το πρωί, αλλά δεν πρόλαβα. Κι αυτή έµαθε για τα χειρόγραφα. Τησ τά’πε η Νατάσα. Μόνο γι’ αυτό το σηµείωµα δεν είµαι σίγουροσ αν ξέρει… - ∆ε µου λεσ, κάνει η θεία, τι πιστεύετε ότι θα βγει απ’ αυτή την υπόθεση; - Εγώ κι η Νατάσα; ∆εν ξέρω…Τίποτε, µάλλον…Αν και…δε νοµίζω ότι όλ’ αυτά που έγραψε ο παππούσ τά’γραψε για να περάσει η ώρα. Κάπου θα το πήγαινε το πράγµα, έτσι δεν είναι; - Μακάρι να µπορούσα να σου απαντήσω…Βαθιά µέσα µου κι εγώ το πιστεύω αυτό που λεσ…Ο Μαργώνησ κάτι ήθελε να πει, αλλά τι; Κι όλ’ αυτά τα σιβυλλικά σηµειώµατα…που όµωσ είναι τόσο εύκολο να τα ερµηνεύσει κάποιοσ, φθάνει να γνωρίζει λίγο από Ιστορία, Μυθολογία και Θεολογία…τι να θέλουν να µασ δείξουν; - Θεία, λεσ να φανταζόταν ποτέ ο παππούσ ότι η εγγονή του θα περνούσε ώρεσ ατέλειωτεσ εκεί µέσα µ’ ένα αγόρι σαν εµένα και θα…έλυνε τουσ γρίφουσ του; Λεσ να το έκανε για να…µασ φέρει πιό κοντά; ∆εν µπορεί παρά να γελάσει µε τα λόγια µου. - Ένα τόσο λογικό παιδί σαν εσένα µπορεί να πιστεύει σε τέτοιου είδουσ µεταφυσικά σχέδια; - Τι γίνεται όµωσ όταν αυτό το «λογικό παιδί» είναι ερωτευµένο; τη ρωτάω αφοπλίζοντάσ την. Είναι δίπλα µου, πάνω µου, και δεν τολµώ να µιλήσω, για να µη χαλάσω την οµορφιά τησ στιγµήσ. Ξαπλωµένοι πάνω στο φουσκωτό στρώµα και µε µια διπλή κουβέρτα ριγµένη πάνω µασ, θα µοιάζουµε, σίγουρα, µε δυό ζώα που έχουν κουρνιάσει το

169

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 170

“Aντίο, λοιπόν”

ένα δίπλα στο άλλο για να αντιµετωπίσουν το κρύο. Έχω τόσον καιρό να την αγκαλιάσω και να κοιµηθώ στο πλάι τησ! Κανείσ µασ δεν είπε πολλά όταν πέρασα το κατώφλι τησ βιβλιοθήκησ και έχωσα το πρόσωπό µου µεσ στα µαλλιά τησ. Η αποψινή βραδιά είναι αφιερωµένη στη γλώσσα του σώµατοσ, που είναι πιό πλούσια απ’ όλα τα βιβλία που γράφτηκαν ποτέ για να εκφράσουν τα συναισθήµατα που ρέουν σαν ποτάµι µεσ στισ φλέβεσ. Μεσ στο λιγοστό φωσ τησ λάµπασ, που µασ κράτησε συντροφιά τόσεσ µέρεσ που σκαλίζαµε τουσ τόµουσ για να βρούµε ποιόσ ξέρει τι µυστικά, το δωµάτιο µοιάζει µε τεράστια γλάστρα που φιλοξενεί το φυτό του έρωτά µασ, που, αργά ή γρήγορα, θα θεριέψει και θα πληµµυρίσει τα πάντα µε το άρωµά του. Είναι τόσο δυνατό αυτό που νιώθουµε ο ένασ για τον άλλον, που ακόµη κι αν χτίζανε τη γλάστρα µε τσιµέντο, το φυτό µασ θα το έσπαζε µε τισ ρίζεσ του και θα έβγαινε πάλι στο φωσ. Την αφήνω να κοιµάται στο στήθοσ µου κι εγώ σκέφτοµαι όσα έχω ζήσει ωσ τώρα. ∆εν το κρύβω απ’ τον εαυτό µου ότι στη σκέψη και µόνο ότι η µαµά βρίσκεται στην αγκαλιά κάποιου άλλου, είτε αυτή είναι του δασκάλου είτε οποιουδήποτε άλλου άντρα, νιώθω τη ζήλια σαν ηλεκτροφόρο καλώδιο να µε διαπερνά. Αυτή η υπόθεση θα µε κυνηγάει παντού, όπου κι αν πάω. Θα µου κλέβει τη χαρά µεσ απ’ τα χέρια, όσο ευτυχισµένοσ και νά’µαι. Ακούγοντασ την ανασαιµιά τησ αγαπηµένησ µου, συλλογίζοµαι πωσ στον κόσµο αυτό τα καλά και τα κακά είναι πλεγµένα το ένα µέσα στο άλλο και δεν µπορείσ µε τίποτε να τα χωρίσεισ. Το ένα σου πίνει το αίµα, το άλλο σε ποτίζει µε κουράγιο και δύναµη. Πονάω που δεν µπόρεσα να ολοκληρώσω την αποστολή µου, να δώσω πίσω τα κλεψιµαίικα και να σβήσω το παρελθόν. Για κάποιο λόγο δεν έπρεπε να γίνει έτσι. Όχι, δεν πιστεύω ότι τα βρήκε η µαµά. Κι αν τα βρήκε, δεν πιστεύω ότι κατάλαβε τι είναι. Θα µου µιλούσε—τι λέω!—θα θύµωνε µαζί µου, θα µου ζητούσε το λόγο κι αν συνειδητοποιούσε τι είχα κάνει, θα µε τιµωρούσε, θα έφερνε τον κόσµο άνω κάτω προκειµένου να βάλει τα πράγµατα σε τάξη. Με τίποτε δε θά’θελα να γίνει έτσι, να πάρει τέτοια πίκρα εξαιτίασ µου! Αυτό θα είναι το δώρο µου για όσα µου έχει προσφέρει τόσα χρόνια; Αυτή πάσχιζε να µε µεγαλώσει µε τον καλύτερο τρόπο, να µου δώσει αξίεσ, να µε κάνει να σταθώ στα πόδια µου και να πάρω τη ζωή στα χέρια µου µε καθαρό το κούτελο, κι εγώ έγινα ένασ αλήτησ που έχει κατακλέψει το χωριό; Η απογοήτευση δε θα την αφήσει να καταλάβει γιατί το έκανα. Θα µε πετάξει σαν τρίχα από ζυµάρι και θ’ αυτοκτονεί µέρα µε τη µέρα. Με τα λίγα χρήµατα που είχα απ’ τη γιαγιά θα µπορούσα να φύγω και να δοκιµάσω την τύχη µου στην Αθήνα ή σε κάποια άλλη πόλη. Τα έδωσα όµωσ όλα εκεί που ανήκαν—στη Λίτσα—και τώρα περιµένω να δω το τέλοσ του έργου σα θεατήσ. Σπουδαίοσ ήρωασ είµαι! Είµαι στα πρόθυρα του κοινωνικού εξευτελισµού κι έχω το νου µου στουσ έρωτεσ! Τι µέλλον µπορεί να έχει η σχέση µου µε τη Νατάσα αν το «καζάνι» που βράζει εκραγεί; Εκείνη θέλει να µου σταθεί, να µε βοηθήσει, αλλά στην ουσία είναι ανήµπορη. Το λόγο θα τον έχουν οι µεγάλοι· αυτοί θα είναι οι κριτέσ κι οι διαιτητέσ τησ αγάπησ µασ. Είναι πολύ αργά για να γυρίσω σπίτι. Κλείνω τα µάτια και προσπαθώ να διώξω όλεσ αυτέσ τισ άθλιεσ σκέψεισ που µου ροκανίζουν το µυαλό. Πρωί πρωί θα µετακοµίσω

170

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 171

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

στησ θείασ κι ελπίζω να δοθεί µια λύση. Ο κλοιόσ σφίγγει γύρω µου επικίνδυνα και δεν ξέρω αν θ’ αντέξω για πολύ. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να πει κανείσ «σ’ αγαπώ». Εγώ διάλεξα να τησ αφήσω ένα γράµµα φεύγοντασ. Ένα σύντοµο, περιεκτικό γράµµα. «Μαµά, αφού έτσι κι αλλιώσ είναι ζήτηµα χρόνου να φύγουµε απ’ αυτό το σπίτι, αποφάσισα να πάω στησ θείασ µέχρι ν’ ανοίξουν τα σχολεία. Θα νιώσεισ κι εσύ καλύτερα. Θα έρχοµαι να σε βλέπω—κι εσύ µπορείσ να έρχεσαι όποτε θεσ, εννοείται. Όταν φθάσει η ώρα να µετακοµίσουµε, θα έρθω να σε βοηθήσω. Αν και πολύ λίγα πράγµατα έχουµε. Συγγνώµη που σου µίλησα άσχηµα προχθέσ. ∆εν έπρεπε να ξεσπάσω πάνω σου. ∆ε θέλω να κάνω στουσ άλλουσ αυτό που δε θά’θελα να µου κάνουν. Μη νοιαστείσ για το σχολείο στα Γιάννενα. Θα τα κανονίσω όλα εγώ. Η θεία θα συννενοηθεί µε το δάσκαλο και θα µου πουν σε ποιό σχολείο θα γραφτώ. Θα τα πούµε απ’ το τηλέφωνο πιό µετά. Σ’ αγαπώ πολύ.» Το «Σ’ αγαπώ πολύ» το άφησα επίτηδεσ στο τέλοσ, για να τησ µείνει µια γλυκιά γεύση. Μπορεί εξωτερικά αυτό το γράµµα να είναι ευαίσθητο και τρυφερό, αλλά πίσω απ’ τισ λέξεισ υπάρχει πικρία. Έτσι τουλάχιστον ένιωθα την ώρα που το έγραφα—κι είµαι σίγουροσ πωσ ό,τι νιώθεισ αργά ή γρήγορα βγαίνει προσ τα έξω, όσο καλά κι αν προσπαθείσ να το κρύψεισ. Να, για παράδειγµα, όσο κι αν θέλω να κρύψω ότι δεν ξέρω τίποτε για το τι τησ συµβαίνει, µέσα απ’ τα γραφόµενά µου «φωνάζει»! Γιατί να βάλω τη θεία να µιλήσει στο δάσκαλο όταν αυτό είναι υπόθεση τησ µαµάσ; Θα καταλάβει, σίγουρα, ότι επίτηδεσ βάζω κάποιον άλλον να συννενοηθεί µε τον «ΑZνστάιν» γιατί, απλούστατα, ξέρω τι συνδέει τη µαµά µαζί του. Θα µου πεισ γιατί δεν το σβήνω αυτό και να γράψω κάτι άλλο. ∆ε θέλω να γράψω κάτι που δεν πιστεύω. Θέλω να είµαι ειλικρινήσ µε τη φωνή µέσα µου και να την αφήνω να φθάνει στ’ αφτιά των άλλων, όσο οξύσ ήχοσ και να είναι. Πάντωσ, πάνω απ’ όλα, νιώθω αγάπη για τη µαµά και δε θα πάψω ποτέ να νιώθω. Αν χρειαστεί ν’ αποµακρυνθούµε για λίγο για να µεγαλώσει η αγάπη, να βρει πρόσφορο έδαφοσ και ν’ απλώσει τισ ρίζεσ τησ στο χώµα, τότε µε χαρά να το κάνουµε. Η µετακόµισή µου στησ θείασ ίσωσ νά’ναι µια καλή αρχή. Εκεί θα ηρεµήσω, θα κάνω απίστευτεσ συζητήσεισ, θα µάθω καινούργια πράγµατα, θα προετοιµαστώ ψυχολογικά για τη νέα χρονιά, θα παρακολουθήσω µε οξύτερη όραση το µεγάλωµά µου, την ωρίµασή µου. Είναι πολύ σηµαντικό να µπορείσ να παρακολουθείσ την εξέλιξή σου, να συνδέεσαι µε εκείνο το κοµµάτι σου που µεγαλώνει χωρίσ να σε ρωτάει—κάτι σα ρολόι που συνεχίζει να χτυπάει και να µετράει τισ ώρεσ απερίσπαστο απ’ ό,τι γίνεται γύρω του, απ’ τον πόνο και τη χαρά που ο χρόνοσ γεννά στισ ψυχέσ των ανθρώπων. Το ποδήλατο το αφήνω εκεί όπου το βρήκα. ∆ε µε βολεύει µε τη βαλίτσα που κουβαλάω. Προτιµώ να πάω µε τα πόδια. Μου θυµίζει ωραίεσ στιγµέσ και δεν το αντέχω. Ασ λείπουν οι πολλέσ αναµνήσεισ. Η φάση αυτή που περνάω είναι πολύ κρίσιµη για να τη γεµίσω µε δυνατέσ συγκινήσεισ απ’ το παρελθόν. Τι παρελθόν, δηλαδή! Κάποιεσ εβδοµάδεσ είναι µόνο. Στην κατάσταση που βρίσκοµαι τώρα είναι καλύτερα να µην πολυ- θυµάµαι, γιατί όλεσ αυτέσ οι όµορφεσ στιγµέσ κινδυνεύουν να αλλοιωθούν µέσα στο ταραγµένο µου µυαλό και στο τέλοσ δε θα µείνει τίποτε ωραίο. Είναι σα να ζωγραφίζεισ

171

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 172

“Aντίο, λοιπόν”

έναν ωραίο πίνακα και µόλισ σε πιάνει «κρίση ανάµνησησ»—έτσι την αποκαλώ εγώ—ν’ αρχίζεισ σε κάποιο σηµείο να µουντζουρώνεισ. Όχι, πρέπει να προστατεύσω τισ αναµνήσεισ µου απ’ τα τελευταία γεγονότα. Πρέπει να τισ κλείσω µέσα σ’ ένα ωραίο κουτί και να το ανοίξω µόνο όταν θα είµαι έτοιµοσ να τισ δω όπωσ πραγµατικά ήταν (και είναι). Η θεία µε περιµένει στην πόρτα να µε βοηθήσει. Παίρνει τη βαλίτσα κι αφήνει σε µένα δυό τσάντεσ που έχω γεµίσει µε σηµειώσεισ, τετράδια και περιοδικά. Μυρωδιά από κρέασ στην κατσαρόλα µου τρυπά τα ρουθούνια και ξαφνικά νιώθω ένα κύµα αγαλλίασησ να µε πληµµυρίζει, σα να γυρνάω σπίτι και µε περιµένει σπιτικό φαZ. Με οδηγεί στον πάνω όροφο, σ’ ένα ευρύχωρο δωµάτιο δίπλα απ’ το δικό τησ, µε δίχρωµουσ τοίχουσ σε αποχρώσεισ του µπλε και του κίτρινου. - Είναι το αγαπηµένο µου δωµάτιο, µου λέει την ώρα που αφήνει τη βαλίτσα να χτυπήσει στο παρκέ µ’ ένα γδούπο. Ποτέ µου όµωσ δεν έµεινα εδώ… - Γιατί, θεία; - ∆εν ήθελα να το αποµυθοποιήσω, µου εξηγεί. Ήθελα κάθε πρωί να µπαίνω εδώ, να το βλέπω περιποιηµένο, να µυρίζω τη φρεσκάδα ενόσ χώρου που δεν τον καταπατά κανείσ για περισσότερο από πέντε- δέκα λεπτά, να θαυµάζω τη θέα απ’ αυτό το παράθυρο, κι ύστερα να κλείνω την πόρτα και να συνεχίζω τη µέρα µου µε όρεξη. - Και τώρα το δίνεισ σε µένα; τη ρωτάω µε έκπληξη και απεριόριστη χαρά που η θεία µου κάνει ένα τόσο σπουδαίο δώρο. - Με όλη µου την καρδιά, µου λέει και µε παίρνει στην αγκαλιά τησ. Ξέρω ότι σου αξίζει. Ίσωσ πάντοτε να περίµενα τη στιγµή που εσύ ή κάποιο άλλο παιδί θα ερχόταν να µείνει σ’ αυτό το δωµάτιο. Όπωσ βλέπεισ, είναι φτιαγµένο για να είναι παιδικό δωµάτιο. Έχει τέτοιου είδουσ προδιαγραφέσ: έντονα χρώµατα στουσ τοίχουσ, χαµηλό κρεβάτι, σεντόνια και κουβέρτεσ µε ήρωεσ από κόµικσ… - Ούτε στα όνειρά µου τέτοιο δωµάτιο! κάνω και γυρίζω γύρω γύρω. Η µαµά θα το λατρέψει! - Έχει χρόνια να το δει. Και τότε ήταν άβαφτο και άδειο. Πεσ µου, τι σου είπε που ήρθεσ; - ∆ε µου είπε, γιατί δεν ήταν σπίτι…Τησ άφησα ένα γράµµα. Σίγουρα το απόγευµα θα µασ πάρει τηλέφωνο ή θα έρθει αποδώ. - Εγώ, για καλό και για κακό, φρόντισα να µαγειρέψω και να προµηθευτώ µε κρασιά, γλυκά και διάφορα… - Θεία…, τησ φωνάζω πριν βγει απ’ το δωµάτιο, δε θέλω να πάω στα Γιάννενα. Θέλω να µείνω εδώ µαζί σου. Θα πηγαίνω σχολείο το πρωί και θα γυρίζω εδώ, στη βάση µου. - Να µείνεισ, τότε. Το σπίτι είναι αρκετά µεγάλο για όλουσ µασ. Ελπίζω να έρθει κι η µαµά σου… - Κι εγώ το ελπίζω…Κι αν ποτέ γυρίσει ο µπαµπάσ, θα υπάρχει δωµάτιο και για εκείνον; τη ρωτάω στο τέλοσ. Κοντοστέκεται στην πόρτα σφίγγοντασ το πόµολο µεσ στην παλάµη τησ. - Αφού χωράει µεσ στην καρδιά σου, βρε Αντώνη µου, σ’ ολόκληρο σπίτι δε θα χωράει;

172

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 173

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Ούτε που κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα. Απ’ τον ενθουσιασµό µου για το καινούργιο µου σπίτι δεν κοίταξα καθόλου το ρολόι. Όταν όµωσ είδα ότι είναι περασµένεσ πέντε και η µαµά ούτε πήρε τηλέφωνο ούτε φάνηκε καθόλου, µε πήρε από κάτω. Έχω µισή ώρα που είµαι µπροστά στο ανοιχτό παράθυρο του δωµατίου µου µε την ωραία θέα προσ το εκκλησάκι του Αη Μηνά και µε το ζόρι ανασαίνω. Η θεία δεν ακούγεται· µπορεί και να κοιµάται ή να είναι στο ατελιέ και να ζωγραφίζει. Καλώ µε το νου τη µαµά να έρθει, να µπει µεσ στο δωµάτιο και να µου χαρίσει ένα από εκείνα τα φωτεινά χαµόγελα που κάποτε µου χάριζε. Θα δεχτώ τισ επιλογέσ τησ, θα δεχτώ ακόµη και το δάσκαλο στο πλάι τησ, φθάνει να θυµηθεί ότι υπάρχω κι εγώ στη ζωή τησ. Πέρασε στην άλλη πλευρά χωρίσ να µου δώσει τη δυνατότητα ν’ αντιδράσω, να τησ πω αν συµφωνώ ή όχι. Όµωσ εµένα µου αρκεί να ξέρω ότι είναι καλά, ότι είναι χαρούµενη µε την καινούργια τησ ζωή, όπωσ είµαι κι εγώ µε τη δική µου. Αυτή η σιωπή τησ µε τροµάζει. Κι η σιωπή δεν είναι γνώρισµα ευτυχισµένων ανθρώπων. Αυτόσ που νιώθει χαρά θέλει να τη µοιραστεί, να πει σ’ αυτούσ που αγαπά πόσο γαλήνιοσ αισθάνεται. Εκτόσ αν έχει κάτι πολύ σοβαρό να κρύψει ή αν ντρέπεται για κάτι. Κι αν ντρέπεται εµένα, δεν καταλαβαίνει ότι είναι χειρότεροσ αυτόσ ο τρόποσ τησ σιωπήσ και τησ αδιαφορίασ; Πού είναι η µαµά που ήξερα; Αν όντωσ είναι ερωτευµένη, πώσ µπορεί ν’ αφήνει τον εαυτό τησ να αλλοιώνεται, να κατρακυλάει σε µια κατάσταση που µόνο χάσµα µπορεί να δηµιουργήσει και ένταση; Πόσα κατάφερα εγώ µόλισ µ’ επισκέφθηκε ο έρωτασ! Πέταξα από πάνω µου τη µιζέρια σαν πανωφόρι και ντύθηκα τα επίσηµά µου. Και τώρα πρέπει να πληρώσω το τίµηµα. Γιατί να µη µπορούµε να είµαστε ευτυχισµένοι χωρίσ να κλέβουµε την ευτυχία απ’ τουσ άλλουσ; Βάζω µια κασέτα ν’ ακούσω στο κασετόφωνο τησ θείασ. Αλέξια- Χαριτοδιπλωµένοσ. Καιρό έχω να τη βάλω. Τουλάχιστον µε λίγη µουσική µπορεί να γίνει πιό χαρωπό το περίγραµµα τησ ζωήσ µου. Αυτό το σπίτι έχει τόσο θετική ενέργεια, που µε τίποτε δεν πρέπει να το σκοτεινιάσω µε την αγωνία µου. Σ’ αυτό εδώ το δωµάτιο θα φέρω τη Νατάσα—αν δεν έχει, φυσικά, αντίρρηση η θεία! Και γιατί να έχει; Αφού ξέρει τι σηµαίνει για µένα η Νατάσα. ∆εν κατάφερα να τησ δείξω το δικό µου χώρο. Και καλύτερα. Έτσι ίσωσ την προστάτευσα από ένα κοµµάτι τησ ζωήσ µου που θέλω να το κρατήσω αυστηρά για τον εαυτό µου. Όπωσ και πολλά άλλα. Τησ αποκάλυψα το µυστικό µου, τησ µίλησα για το τι πέρασα όλ’ αυτά τα χρόνια τησ απουσίασ του µπαµπά, αλλά κάποια πράγµατα θα τα κρατήσω στο βυθό τησ συνείδησήσ µου. ∆ε θα τησ πω ποτέ για τη «σκούρα ηδονή» που θέλησα να βάλω στη θέση του µπαµπά, ούτε για το πώσ γύριζα γυµνόσ µεσ στο σπίτι, όταν έλειπε η µαµά, µε το κουτάλι στο στόµα να γλείφω το γλυκό και να φαντάζοµαι πόσο απολαυστικέσ θα ήταν οι ρώγεσ τησ Νατάσασ. Κι όµωσ, ξέρω ότι αυτό που ένιωθα τον πρώτο καιρό γι’ αυτή κι αυτό που ακόµη νιώθω δεν είναι ακριβώσ σεξουαλικό, είναι κάτι άλλο, που ούτε εγώ καλά καλά δε γνωρίζω. Βλέπω το σώµα µου ν’ αλλάζει µέρα µε τη µέρα—είµαι πιά «έφηβοσ», µια λέξη που χρησιµοποιούν συχνά σε κάτι εκποµπέσ στην τηλεόραση—και να γίνοµαι σαν τ’ άλλα αγόρια του χωριού, ηλιοκαµµένα, στιβαρά και διψασµένα για εµπειρίεσ, σωµατικέσ, ψυχικέσ, δεν ξέρω. Μα, αυτόσ ο ρόλοσ δε µου ταιριάζει, δε νοµίζω ότι στο άκουσµα τησ λέξησ «αρσενικό» θα σκεφθεί κανείσ εµένα! Στη

173

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 174

“Aντίο, λοιπόν”

µύτη µου έχω ακόµη τη µυρωδιά του στήθουσ τησ µαµάσ, στη γλώσσα µου υπάρχει ακόµη η µεταλλική, στυφή γεύση απ’ το γάλα…Κι απ’ την άλλη, επαναστατώ που είµαι ακόµη παιδί! Κάποιοσ που ερωτεύεται και κάνει όνειρα για το µέλλον στο πλάι του έρωτά του δεν µπορεί να είναι παιδί! Είναι κάτι άλλο· είναι ένασ µεγάλοσ φυλακισµένοσ σ’ ένα παιδικό σώµα. Αν οι ήχοι έχουν γεύση, τότε η µουσική που βγαίνει απ’ το κασετόφωνο είναι γλυκόπικρη. «Άσπρο µαύρο, παίζω στο πιάνο…» κι ύστερα το «κανένασ στον κόσµο δε µασ σταµατά…» Φαντάζοµαι το κορµί τησ Νατάσασ να ξαπλώνει πάνω σ’ αυτά τα σεντόνια, σ’ αυτά τα πραγµατικά καθαρά κι ανάλαφρα σεντόνια, και να µου γνέφει να πάω κοντά, να φιληθούµε και ν’ ανακαλύψουµε τη φύση µασ, να βρούµε το δρόµο που θ’ ακολουθήσουµε για να είµαστε πάντα µαζί. Και σαν πέσει το φωσ τησ µέρασ και το δωµάτιο γεµίσει απ’ τη βραδινή δροσιά που απλώνεται πάνω στα πράγµατα σαν πάχνη, εγώ θα γύρω πάνω τησ και θα τη ζεστάνω µε το κορµί µου. Θα γίνω εγώ η πάχνη που θα τη σκεπάσει σα σεντόνι. Κι όταν το φωσ του φεγγαριού τρυπήσει τισ περσίδεσ και διαγράψει µια τροχιά πάνω στα γυµνά κορµιά µασ, θα κάνουµε µια ευχή, θα κλείσουµε τα µάτια και θα περιµένουµε να πραγµατοποιηθεί. Πάντα το ένα ψέµα φέρνει το άλλο, µέχρι να ξυπνήσεισ κάποια στιγµή και να δεισ τον εαυτό σου περικυκλωµένο από πλάνεσ κι αυταπάτεσ. Η µαµά, που φάνηκε στησ θείασ το βραδάκι, προσπάθησε να δικαιολογήσει την απουσία τησ λέγοντασ ό,τι πιό τρελό και τραβηγµένο µπορεί κανείσ να φανταστεί. Ότι πήγε στην πόλη και ξεχάστηκε, είχε και µερικά ρούχα να πάει στο καθαριστήριο, ήταν κι αυτέσ οι τελευταίεσ λεπτοµέρειεσ που έπρεπε να ρυθµίσει πριν τη µετακόµιση, και πολλά άλλα. ∆εν ξέρω αν την πίστεψε κι η θεία. Μάλλον, µηχανικά κουνούσε καταφατικά το κεφάλι, στην ουσία όµωσ ήταν αλλού. Η µαµά έκατσε στο τραπέζι µια ώρα περίπου, σχολίασε µε τα καλύτερα λόγια το φαγητό, είπε µερικά αστεία, τα οποία όµωσ βρήκαν παγερά αφτιά—αν υπάρχει τέτοιο πράγµα!—, κι ύστερα είπε να πηγαίνει, γιατί είχε κι αυτό τον φρικτό πονοκέφαλο απ’ το πρωί. Με φίλησε ζεστά στο µάγουλο, µου χάιδεψε το κεφάλι, µου είπε κάτι που ούτε το άκουσα καλά καλά, κι έφυγε. Για να ηρεµήσω και να αισθανθώ καλύτερα, πήρα τηλέφωνο τη Νατάσα να την ακούσω. Ήταν ευδιάθετη, µου είπε ότι µε σκεφτόταν όλη µέρα και έλπιζε ότι θα µε έβλεπε µόλισ ο ήλιοσ θα έδυε. ∆υστυχώσ όµωσ, είχε κόσµο στο σπίτι, κάτι ξαδέρφια τησ µαµάσ, κι έτσι ήταν δύσκολο να βρεθούµε. Τησ είπα, «µια βραδιά είναι, θα περάσει», τησ έβαλα λίγη µουσική—Duran Duran, που είναι και οι αγαπηµένοι µου—και κλείσαµε µ’ ένα «σ’ αγαπώ». Βοήθησα τη θεία να συµµαζέψει, έπλυνα τα ποτήρια µόνο—γιατί τα πιάτα ήθελε να τα πλύνει η ίδια—και µετά την ακολούθησα στην αυλή. Καθίσαµε στο γυάλινο τραπέζι µε τισ µπαµπού καρέκλεσ, ήπιαµε λίγη πορτοκαλάδα, κι ονειροπολήσαµε ακούγοντασ το γκιόνη. Λίγο πριν τα µεσάνυχτα είπαµε καληνύχτα και πήγαµε ο καθένασ στο δωµάτιό του, σαν καλοί συγκάτοικοι! Η ώρα είναι δύο κι ακόµη τα βλέφαρά µου δε λένε να κλείσουν. Το άγχοσ, η αγωνία και η ένταση των τελευταίων ηµερών έχουν συσσωρευθεί και το βάροσ στο στήθοσ µου σα µόρα να µε πνίξει! Αυτή η αλλαγή του τοπίου τησ ζωήσ µου,

174

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 175

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

που φαινοµενικά είναι θετική,—αν εξαιρέσεισ την παγερή στάση τησ µαµάσ—µάλλον µε σύννεφο που θα φέρει βροχή µοιάζει, και δεν τολµώ να φανταστώ τι βροχή θα είναι αυτή! Μιάµιση ώρα αργότερα πετάγοµαι έντροµοσ και µουσκεµένοσ στον ιδρώτα! Είµαι λαχανιασµένοσ, λεσ κι έτρεχα χιλιόµετρα! Κοιµήθηκα, τελικά. Κι εκείνεσ οι µορφέσ που λογόφερναν και στριφογύριζαν γύρω µου στο όνειρό µου ήταν; Θεέ µου, τι περίεργοσ εφιάλτησ, αλλιώτικοσ απ’ τουσ άλλουσ! Ενώ όλα ήταν τόσο πραγµατικά, τόσο ουδέτερα και ευχάριστα, θα έλεγε κανείσ, είχαν γύρω τουσ µια µεµβράνη ασχήµιασ σχεδόν τραγικήσ. Στεκόµουν, λέει, στο κατώφλι του σπιτιού µασ, αυτού που πρόκειται να γκρεµιστεί, κι ετοιµαζόµουν να φάω ένα ρόδι που είχα µόλισ σπάσει. Οι σπόροι του ήταν κατακόκκινοι σαν αίµα προβάτου που το σφάζεισ εκείνη την ώρα. Κι απ’ το πουθενά εµφανίστηκαν κάτι θολέσ φιγούρεσ, αντρικά σώµατα µάλλον, και γυρόφερναν γύρω από µένα. ∆ε µ’ έβλεπαν όµωσ. Η µατιά τουσ ήταν απόκοσµη, απειλητική, αλλά ήταν λεσ και περνούσε µέσα από µένα µε τελικό στόχο τον αντίπαλο. Γιατί ήταν αντίπαλοι. Πώσ είχα βρεθεί µέσα σ’ αυτή την πάλη που ετοιµάζονταν να κάνουν; Κι όσο προσπαθούσα ν’ αποµακρυνθώ, τόσο πιό πολύ µε περικύκλωναν. Άκουγα τισ βαριέσ ανάσεσ τουσ, τισ βλαστήµιεσ τουσ, κι είδα την ανταύγεια µιασ λεπίδασ κάτω απ’ το σακάκι. Και τρόµαξα! Πανικοβλήθηκα! Το φωσ έσβησε και µεσ στο µισοσκόταδο που είχε βυθιστεί η αυλή είδα το πρόσωπο του δασκάλου! Πάγωσα! Αυτόσ κρατούσε το µαχαίρι, αυτόσ ήταν έτοιµοσ να επιτεθεί στον άλλον άντρα, που έδειχνε το ίδιο δυνατόσ και αιµοβόροσ. Ατέλειωτα µοιάζαν’ τα λεπτά κι οι στιγµέσ τησ µονοµαχίασ, δεν έλεγε κι η καρδιά µου να σταµατήσει το σφυροκόπηµα. Η λεπίδα έφθασε απειλητικά στα πλευρά του άλλου άντρα, που το πρόσωπό του ήταν ακόµη σκοτεινό και δεν το έβλεπα. Θαρρείσ και µπορούσα ν’ ακούσω τον ήχο των βαµβακερών ινών του πουκαµίσου του που υποχωρούσαν στο ξυράφι. Σε λίγο µόνο η λαβή προεξείχε· η υπόλοιπη λεπίδα είχε χωθεί µεσ στη σάρκα αφήνοντασ έναν πίδακα αίµατοσ ν’ αναβλύσει απ’ την πληγή! Άρχισα να φωνάζω, προσπάθησα να τουσ χωρίσω. Μάταια. Τα δυό αντρικά σώµατα είχαν σφιχταγκαλιαστεί, σα νά’θελαν µαζί να πεθάνουν απ’ την ίδια λεπίδα. Τότε είδα το πρόσωπο του άλλου να συσπάται απ’ τον πόνο και την οργή. Το ήξερα αυτό το πρόσωπο πολύ καλά! Για κλάσµατα δευτερολέπτου άνοιξε µια τρύπα στη µνήµη µου και δεν το γνώρισα, ύστερα όµωσ δεν είχα καµιά αµφιβολία—ο άλλοσ άντρασ ήταν ο µπαµπάσ! Ο µπαµπάσ που τόσα χρόνια έλειπε και, τώρα που τον ξανάβλεπα, έπεφτε στο µαχαίρι του δασκάλου! Κα το αίµα έτρεχε ασταµάτητα, πληµµύρισε την αυλή, τουσ δρόµουσ του χωριού, κι ο κόκκινοσ χείµαρροσ βρήκε την εκβολή του στον παλιό νερόµυλο, στον ίδιο δρόµο µε το σπίτι του δασκάλου. ∆εν περίµενα να κάνω τέτοιον ύπνο σ’ αυτό το δωµάτιο. Η συγκίνηση τησ ηµέρασ, µε τη µετακόµιση και την αδιαφορία τησ µαµάσ, και η κόπωση που ένιωσα εξαιτίασ των γεγονότων, φαίνεται πωσ άφησαν στο µυαλό µου σκιέσ που µε κυνήγησαν µεσ στη νύχτα! Ο µπαµπάσ µε το δάσκαλο! Τι µονοµαχία ήταν αυτή, τι ανεξήγητη λύσσα να κάνει κακό ο ένασ στον άλλον! Το όνειρο µιλάει καθαρά: αυτό τον άνθρωπο δεν τον θέλω για καινούργιο µπαµπά! Αν υπάρχει έστω και µια πιθανότητα να γυρίσει πίσω ο πραγµατικόσ µπαµπάσ µου, αν υπάρχει έστω µια τρυπούλα να χωθεί µέσα, έρχεται αυτόσ ο Κέρβε-

175

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 176

“Aντίο, λοιπόν”

ροσ και την κλείνει! ∆εν πολυ- πιστεύω στα όνειρα, δεν τα παίρνω και τοισ µετρητοίσ, αλλά αυτή τη φορά δεν µπορώ να κάνω τα στραβά µάτια και να πω, «δε βαριέσαι, τυχαίο είναι». Η διαίσθησή µου µε προειδοποιεί—αυτόσ ο άντρασ δε θέλει το καλό µασ, ούτε το δικό µου ούτε τησ µαµάσ. Θέλει να επιβληθεί και σ’εκείνη όπωσ επιβάλλεται και σε µασ στο σχολείο. Κι αυτό το αίµα που τα έβαψε όλα κόκκινα...Κάτι κακό θα γίνει και µάλιστα γρήγορα. Το κόκκινο, λένε, δείχνει το γρήγορο. Κι ο παλιόσ νερόµυλοσ...τι ρόλο παίζει; Γιατί πήγαινε προσ τα εκεί το αίµα; Κάτι θα συµβολίζει αυτό...∆ε βλέπω την ώρα να ξηµερώσει. Ο ύπνοσ µε αποφεύγει, όπωσ ο διάβολοσ το λιβάνι! Τα µάτια µου τσούζουν και το σώµα µου πονάει, λεσ και δούλευα στο χωράφι όλη µέρα! Άραγε θα φέρει κάτι καλό το πρωινό ή θα τα βυθίσει όλα στο σκοτάδι; Τρώµε πρωινό στα πεταχτά, γιατί η θεία πρέπει να πάει για κάτι δουλειέσ στα Γιάννενα, και την ξεπροβοδίζω µέχρι το σταθµό του λεωφορείου. Ο ουρανόσ έχει ένα περίεργο µολυβί χρώµα και πριν καλά καλά φθάσω στο σπίτι, οι πρώτεσ σταγόνεσ τησ βροχήσ αρχίζουν να πέφτουν στο δρόµο γεµίζοντασ τα πέδιλά µου µε λάσπεσ. Έχω ένα αίσθηµα ανεξαρτησίασ γυρίζοντασ σ’ ένα τεράστιο σπίτι όπου είµαι µόνοσ. Περνάω σαν επισκέπτησ από κάθε δωµάτιο του κάτω και του πάνω ορόφου για να αγγίξω τα πινέλα τησ θείασ, που είναι πλυµµένα και αραδιασµένα δίπλα στισ παλέτεσ τησ, να κάτσω στην καρέκλα όπου κάθεται η ίδια όταν ζωγραφίζει, να κοιτάξω προσεκτικά όλουσ τουσ τελευταίουσ τησ πίνακεσ, να µυρίσω το παλιό ξύλο των επίπλων, να περιεργαστώ τα ασηµικά που τά’χει ξεχασµένα µέσα στο σερβάν, να παίξω µε τα κοµπολόγια που τυλίγονται σα φίδια γύρω απ’τη βάση ενόσ παλιού κρυστάλλινου διακοσµητικού σα δισκοπότηρου. Κάτι βαρύ αιωρείται στον αέρα αυτού του σπιτιού· µου θυµίζει λίγο τον αέρα τησ βιβλιοθήκησ στο σπίτι τησ Νατάσασ, µόνο που εδώ δεν υπάρχει τόση υγρασία. Υπάρχει όµωσ µια αύρα γνώσησ, έτσι την ονοµάζω. Είναι και η δρύινη βιβλιοθήκη στην τραπεζαρία που ντύνει γύρω γύρω τουσ τοίχουσ και είναι γεµάτη βιβλία. Στέκεσαι για λίγο µπροστά τησ, χαζεύεισ τουσ τίτλουσ και, αφού το µάτι σου έχει ξεκουραστεί κι ο νουσ σου αρχίζει να ταξιδεύει, ψάχνεισ κάπου στον τοίχο ένα άνοιγµα προσ τον έξω κόσµο—κι είσαι τυχερόσ, γιατί στην κατάλληλη µεριά βρίσκεται ένα µεγάλο παράθυρο που δείχνει το απέραντο γαλάζιο λιβάδι του ουρανού. Σήµερα το «λιβάδι» είναι ένα απέραντο δάσοσ από µολύβι, αλλά αυτό δεν έχει καµία σηµασία. Η θεία τα έχει σκεφθεί όλα πολύ καλά. Είµαι σίγουροσ ότι αυτέσ τισ σκέψεισ που περνούν απ’ το µυαλό µου αυτή τη στιγµή τισ σκέφθηκε κι εκείνη—είχε κι αυτή ανάγκη από ένα παράθυρο και, εκεί που έπρεπε να υπάρχει ένα κάθισµα, έβαλε µια καρέκλα στην κατάλληλη απόσταση, ώστε να µπορείσ, καθισµένοσ, να βλέπεισ έξω. Ένασ φάκελοσ χάσκει ανοιχτόσ ανάµεσα σε δυό βιβλία και τον παίρνω στα χέρια µου. Πρέπει να είναι παλιόσ, αν κρίνω απ’ τισ κίτρινεσ άκρεσ του. Και η διεύθυνση στην Κρήτη που είναι γραµµένη στο πίσω µέροσ είναι κι αυτή ξεθωριασµένη. Νόµιζα ότι ήταν άδειοσ, αλλά µόλισ κοιτάζω µέσα, βλέπω δυό τρία αποξηραµένα πέταλα από τριαντάφυλλο. Η µυρωδιά του είναι σχεδόν πεθαµένη, µετά βίασ φθάνει στα ρουθούνια µου κάτι που να θυµίζει την παλιά δόξα του λουλουδιού πριν κοπεί απ’ το ανθρώπινο χέρι.

176

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 177

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Καηµένη θεία, σκέφτοµαι µε γλύκα και µε πόνο. Ποιόσ ξέρει αν µε το άρωµα αυτού του λουλουδιού πέθανε κι ένασ έρωτασ...Εγώ δε θά’θελα ποτέ να σβήσει έτσι, µέσα σ’ ένα φάκελο, µια ολόκληρη ζωή, µια δεξαµενή από όνειρα κι ελπίδεσ...Όχι, όχι, προσπαθώ να φανταστώ τη Νατάσα να βάζει ένα λουλούδι µέσα σ’ ένα γράµµα και να µου το στέλνει αντί να µου πει κατάµουτρα, «δε σ’ αγαπώ πιά, η αγάπη µου ξεθώριασε», αλλά δεν µπορώ. Είναι µερικά πράγµατα που κάποιοι άνθρωποι δεν µπορούν να τα κάνουν. Τησ λείπει ένα παιδί τησ θείασ. Γι’ αυτό άραξε το καράβι τησ στο λιµάνι του χωριού µασ—κι ασ µην έχει πουθενά θάλασσα!—κι άφησε τισ καταιγίδεσ να δέρνουν άλλα καράβια. Όλη τησ τη ζωή την έκανε έναν καµβά και πάνω εκεί ζωγράφισε µε τα χρώµατα των ονείρων τησ το τοπίο τησ δικιάσ τησ πραγµατικότητασ. Με βλέπει σα γιο τησ, θα ήθελε πολύ να ήµουν γιοσ τησ. Γι’ αυτό µε πήρε κάτω απ’ τισ φτερούγεσ τησ όλ’ αυτά τα χρόνια. Η φυσική µου µάνα µε τάισε γάλα, ενώ αυτή µε τάισε ιδέεσ, συναισθήµατα, οράµατα, µε έµαθε πώσ να πίνω «γάλα» ακόµη κι όταν δεν υπάρχει κανένασ µαστόσ ν’ ακουµπήσω τα χείλη µου. Γιατί να µένει µόνη σ’ ένα σπίτι που τησ θυµίζει το παρελθόν; Γιατί δε βρέθηκε κανείσ να δέσει τη ζωή του µαζί τησ; Λεσ να τη φοβούνται; Όταν µια γυναίκα είναι τόσο ανεξάρτητη, τόσο προσγειωµένη και ευαίσθητη, φοβίζει—αυτό είναι αλήθεια. Αν όλοι οι άντρεσ είναι σαν τα κωλόπαιδα τουσ συµµαθητέσ µου, τότε µια τέτοια γυναίκα σαν τη θεία είναι καταδικασµένη να µένει «το τέλειο θηλυκό», που όµωσ το βράδυ θα κοιµηθεί µόνο του, µε µόνη συντροφιά τα πεινασµένα βλέµµατα των αρσενικών, γιατί αυτά από φόβο κι ανασφάλεια προτιµούν να ξοδέψουν λίγεσ δραχµέσ παραπάνω για την αγκαλιά τησ Μάρωσ και να γυρίσουν σπίτι τουσ αποκαµωµένοι απ’ το κάλεσµα τησ φύσησ τουσ. Όπου κι αν έψαξα, δε βρήκα ούτε ένα άλµπουµ µε παλιέσ φωτογραφίεσ. ∆υό κορνίζεσ µόνο είναι στο σαλόνι και µια στο κοµοδίνο τησ. Νοµίζει ότι έτσι θα ξεχάσει την ιστορία τησ, θ’ αφήσει να χαθούν οι ρίζεσ του γενεαλογικού τησ δέντρου µέσα στο υπέδαφοσ του χρόνου…Αυτό που µόλισ σκέφθηκα µού’δωσε έµπνευση να γράψω µερικούσ στίχουσ. Έχω τόσον καιρό να γράψω οτιδήποτε. «Μεσ στη ρωγµή του χρόνου/το βλέµµα κατρακύλησε/και στην αυγή του πόνου/η µνήµη δεν εµίλησε/Λεσ νά’µουν κάποτε εκεί/που ο άνθρωποσ γεννήθηκε/και µεσ στησ αγάπησ τη φυλακή/όλα τα δεσµά αρνήθηκε;» Ούτε εγώ καλά καλά δεν καταλαβαίνω αυτά τα λόγια, αλλά νιώθω ανακούφιση που βγήκαν από πάνω µου. Πολλέσ µέρεσ τώρα κάτι µε βαραίνει· αγχώνοµαι που ο χρόνοσ περνάει, το καλοκαίρι σβήνει, κι εγώ δε δηµιουργώ τίποτε, δεν αφήνω τίποτε πίσω µου. Ό,τι ενέργεια µου έχει αποµείνει θα µου την κλέψει το σχολείο, γι’ αυτό είναι κρίµα ν’ αφήνω τισ µέρεσ να φεύγουν έτσι άσκοπα. Τα βάζω µε τον εαυτό µου που δεν έχω πρόγραµµα, δεν έχω πειθαρχία. Αν είχα, θά’χα κιόλασ γράψει τρεισ συλλογέσ µε ποιήµατα! Τισ προάλλεσ που είχα δει το παπαδοπαίδι να κάνει δουλειέσ µέσα κι έξω απ’ το ναό, µου ήρθαν δεκάδεσ στίχοι στο µυαλό, όµωσ δεν κάθισα να τουσ γράψω. ∆εν τουσ θυµάµαι όλουσ τώρα, αλλά κάποιοι αναβοσβήνουν µεσ στη µνήµη µου: «Πιστεύεισ σ’ όσα σού’µαθαν/ποτέ σου δεν αµφέβαλεσ/µε προσευχέσ και τάµατα/τον οβολό σου έβαλεσ για τη σωτηρία σου/Αρνιέσαι τη ζωή/φοβάσαι να γελάσεισ/κοιτάζεισ προσ τον ουρανό/εκεί

177

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 178

“Aντίο, λοιπόν”

θέλεισ να φθάσεισ». Τώρα που ξέσπασε µπόρα, στέκοµαι µπροστά στο παράθυρο και παρακολουθώ τισ σταγόνεσ που γίνονται µικρά ρυάκια κι ύστερα ξεχύνονται στα πεζούλια και στουσ δρόµουσ σα µικροί χείµαρροι. Αν δεν ήταν η βροχή, δε θα θυµόµουν το όνειρο! Το θέαµα των βρεγµένων δρόµων µου θύµισε το αίµα που κυλούσε απ’ το σώµα του µπαµπά, το στέγνωνε, και σα να το ρουφούσε η γη χανόταν κάτω απ’ το νερόµυλο! Βέβαια! Θα τον ξέχναγα αυτόν τον εφιάλτη! Πόσα και πόσα όνειρα δεν έχω δει που µέχρι το πρωί εξατµίζονται απ’ τη µνήµη σαν οινόπνευµα πάνω σ’ επιφάνεια. Γράφω ίσαµε δέκα τόµουσ µε τα όνειρα που έχω δει! Αν τα θυµόµουν, φυσικά! Μπορεί να υπάρχει κάποιοσ λόγοσ που δεν τα θυµάµαι ή που θυµάµαι µερικά και κάποια άλλα τα ξεχνώ. Πάντωσ, είµαι σχεδόν σίγουροσ ότι τον µπαµπά πρώτη φορά τον βλέπω στον ύπνο µου. Κι είναι φυσικό, γιατί τον θυµάµαι—τον βλέπω µπροστά µου!—όλη την υπόλοιπη µέρα. Αν πίστευα σ’ όλα αυτά που λένε ότι κάποιοσ µπορεί, όπου και νά’ναι, να επικοινωνεί µαζί σου µε το µυαλό, θα έλεγα ότι το ίδιο κάνει τόσα χρόνια κι ο µπαµπάσ. Με σκέφτεται τόσο έντονα, που εγώ, σα διαπασών, πάλλοµαι απ’ τα κύµατα τησ σκέψησ του. Μέσα µου βαθιά θά’θελα να µπορούσε να µ’ έβλεπε αποκεί που είναι. Ίσωσ έτσι νά’παιρνε µαθήµατα ζωήσ. Τον ντρόπιασα, έστω κι αν κανείσ δεν έχει καταλάβει τίποτε για την «παράνοµη δραστηριότητά» µου. Ποιόσ ξέρει τι θά’θελε να γίνω όταν µεγαλώσω! Γιατρόσ, δικηγόροσ, καθηγητήσ; Μπορεί κάθε µέρα που περνάει να παίρνει κουράγιο στη σκέψη ότι εγώ προοδεύω, ότι έχει κιόλασ φανεί η κλίση µου στη ζωή, το ταλέντο, κι είναι απλά ζήτηµα χρόνου να πραγµατοποιήσω το όνειρό µου. Μπαµπά, δεν ξέρεισ τίποτε από παιδικέσ ψυχέσ—αν η δικιά µου, φυσικά, λογίζεται για παιδική…Ούτε τη δική µου γνωρίζεισ. Τα δικά µου τα όνειρα, µπαµπά, µοιάζουν πιό πολύ µε τα όνειρα του Κρουτόν, του γέρικου σκυλιού του ναυτικού, που όταν κοιµάται ονειρεύεται ότι είναι νέοσ και τρέχει στα λιβάδια. Τα δικά µου τα όνειρα είναι ένα πρόσωπο που κοιτάζει προσ τα πίσω, στο παρελθόν, και βλέπει εκείνεσ τισ όµορφεσ οικογενειακέσ στιγµέσ µε σένα και τη µαµά. Το µέλλον δεν έχει ακόµη καλά καλά µπει στο οπτικό µου πεδίο. Ξαφνικά αρχίζω να κάνω διάφορουσ συνειρµούσ σε σχέση µε το όνειρο και, συγκεκριµένα, µε το νερόµυλο. Τι να υπάρχει εκεί; Τι µπορεί να υπάρχει σ’ ένα ερειπωµένο, εγκαταλελειµµένο κτίριο παρά µόνο σκουπίδια και πεινασµένεσ γάτεσ σαν άλλοι σακουλέδεσ36; Σκέφτοµαι τη µαµά, το δάσκαλο, το σπίτι του δασκάλου, που είναι κοντά στο νερόµυλο, τισ δυό σακούλεσ που εξαφανίστηκαν από κάτω απ’ το κρεβάτι µου…Έχει γούστο! λέω στον εαυτό µου και αναστατώνοµαι στη σκέψη ότι αυτό που φοβάµαι µπορεί να είναι αληθινό. Βγαίνω στη βροχή χωρίσ οµπρέλα και πάω γραµµή για το νερόµυλο. Τσαλαβουτάω στισ µικρέσ λιµνούλεσ από νερό που έχουν σχηµατιστεί κατά µήκοσ του δρόµου, πετάγονται λάσπεσ στισ γυµνέσ µου γάµπεσ, σε κάποια στροφή γλιστράω και µετά βίασ κρατώ την ισορροπία µου, αλλά δε σταµατώ. Λεσ και είµαι προγραµµατισµένοσ να φθάσω στον προορισµό µου. Οι τρελέσ µου σκέψεισ, όπωσ πάντα, µε καθοδηγούν. Λίγο πριν φανούν οι σταυροί στο νεκροταφείο, που είναι στην κορυφή του ανήφορου, και δω τη µισογκρεµισµένη πρόσοψη του νερόµυλου, που είναι στη βάση του, εµφανίζεται ο

178

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 179

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Τάκησ. - Ρε παλιόφιλε! µου κάνει και µε χτυπάει στον ώµο. Γιατί χάθηκεσ; - Τάκη, χαίροµαι που σε βλέπω, του λέω ειλικρινά αλλά κάπωσ βιαστικά. - Σε καθυστερώ, µήπωσ; - Η αλήθεια είναι ότι…µε πετυχαίνεισ σε παράξενη φάση. - Τι συµβαίνει, ρε Αντώνη; ∆ε µού’χεισ εµπιστοσύνη; Η βροχή κυλάει πάνω µου ασταµάτητα. ∆εν την καταλαβαίνω όµωσ. Την έχω συνηθίσει. Περνώ τη δεξιά µου παλάµη απ’ τα µουσκεµένα µαλλιά µου και του λέω: - ∆εν είναι κάτι σοβαρό. Εσύ µε τουσ δικούσ σου είστε εντάξει; - Περίπου. ∆ε βαριέσαι. Έτσι και δε µε προβιβάσει ο ηλίθιοσ ο δάσκαλοσ, την έκανα αποδώ πέρα! - Σ’ αφήνω για την ώρα, του λέω. Θα τα πούµε κάποια άλλη στιγµή. - Όποτε θεσ. Ξέρεισ, Αντώνη…µου έλειψε η παρέα µασ…Εννοώ, εσύ, η Νατάσα κι εγώ… Έχω κόψει παρτίδεσ µε τουσ άλλουσ… Του χαµογελάω. - Κι εµένα µου έλειψε… - ∆ε βλέπεστε εσείσ; - Φυσικά και βλεπόµαστε µε τη Νατάσα. Με τουσ άλλουσ…έχω ξεκόψει εδώ και πολλούσ µήνεσ…Αντίο. Τον αφήνω ν’ αποµακρυνθεί και στέκοµαι για λίγο ακίνητοσ, σα στήλη άλατοσ. ∆εν είµαι ο µόνοσ που θέλει ν’ αλλάξει τη ζωή του, να ρίξει µαύρη πέτρα και να…Βάζω φρένο στο µυαλό µου και πατάω «γκάζι» µε το σώµα µου να προσπεράσω κι αυτή την κατάσταση, να πάω παραπέρα. Σε δυό λεπτά έχω κιόλασ µπει στο νερόµυλο και κοιτώ γύρω µου τον παλιό προαύλιο χώρο, εκεί που κάποτε υπήρχαν πέντε- έξι παγκάκια για ν’ αφήνουν οι κυράδεσ τα καλάθια µε τα ρούχα τουσ και περίµεναν τη σειρά τουσ να τα πλύνουν στη µεγάλη γούρνα όπου έπεφτε µε δύναµη το νερό. Τώρα η γούρνα αυτή είναι σχεδόν άδεια και γύρω γύρω υπάρχει βροµιά και εγκατάλειψη. ∆εν ξέρω σε τι άλλο χρησίµευε ο νερόµυλοσ· µπορεί και να υπήρχε κάποια γεννήτρια που έδινε ρεύµα στα γειτονικά σπίτια. Εγώ αυτό το κτίσµα το θυµάµαι έτσι, ερείπιο. Κι είναι µια πολύ καλή κρυψώνα, σκέφτοµαι. Είναι πολύ παλαβό αυτό που λέω, αλλά…όποιο χέρι πήρε τισ σακούλεσ µε τα πράγµατα κάτω απ’ το κρεβάτι µου—αν δεν ήταν, φυσικά, το χέρι τησ µαµάσ—σίγουρα για κακό τισ πήρε. Κι αν τισ πήρε, τι θα τα κάνει όλ’ αυτά; Πέρα από ένα- δυό κοµµάτια που έχουν κάποια µικρή αξία, όλα τ’ άλλα θα του είναι άχρηστα. Όπωσ και νά’ναι όµωσ, αν κάποιοσ τα πήρε για να τα πουλήσει—πράγµα απίθανο—ή για να τα χρησιµοποιήσει εναντίον µου—πράγµα πολύ πιθανό!—λογικό είναι να µην τα έχει στο σπίτι του, αλλά κάπου αλλού. Μ’ άλλα λόγια, αν όντωσ υπάρχει κάποιοσ που γνωρίζει την ύπαρξη αυτών των πραγµάτων και µπορεί να φανταστεί πώσ βρέθηκαν στο δωµάτιό µου, την έχω βαµµένη! Βέβαια, το ν’ αποδείξει ότι εγώ είµαι ο ένοχοσ είναι πιό δύσκολο τώρα που τα πράγµατα δεν είναι στο δικό µου χώρο. Πάντωσ, αν εγώ έβρισκα τισ σακούλεσ και τισ κατέστρεφα (µαζί µε το περιεχόµενό τουσ) ή αν, στην καλύτερη περίπτωση, προλάβαινα να επιστρέψω το κάθε αντικείµενο στον κάτοχό του, θα ήµουν πιό ήσυχοσ.

179

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 180

“Aντίο, λοιπόν”

Αρχίζω να ψαχουλεύω σε κάτι σακούλεσ σκουπιδιών και κάδουσ που είναι γεµάτοι χώµατα και πέτρεσ. Αφού τ’ αδειάζω όλα, σαν τη γάτα ψάχνω να βρω κάτι που ν’ αξίζει τον κόπο, κάτι που να δείχνει ότι εδώ κοντά είναι αυτά που ζητάω. ∆εν υπάρχει όµωσ τίποτε· η απογοήτευση έχει ήχο κι αυτόσ κροταλίζει στα κεραµίδια όπωσ η βροχή έξω. Είναι και το δωµάτιο που έχει τη φτερωτή του νερόµυλου, τον παλιό, σκουριασµένο µηχανισµό του (έτσι τον φαντάζοµαι). Ανεβαίνω δέκα σκαλιά και σπρώχνω την πόρτα. Είναι κλειδωµένη. Αποκλείεται να υπάρχει τίποτε εκεί µέσα. Αυτή η πόρτα δεν έχει ανοίξει εδώ και είκοσι χρόνια. Όταν βγαίνω ξανά στο δρόµο, η βροχή έχει σταµατήσει και κάποιεσ ηλιαχτίδεσ φωτίζουν τον ουρανό. Έπεσα έξω. Παρασύρθηκα απ’ το όνειρο· το πήρα κυριολεκτικά, όπωσ πήραν τισ Γραφέσ οι Σχολαστικοί Χριστιανοί, που λέει κι η θεία. Το ίδιο βράδυ, τα λέω όλα στη Νατάσα, η οποία µε κοιτάζει σα χαζή. - Είναι εντελώσ παράλογο αυτό που σκέφθηκεσ, µου λέει. Ποιόσ θα καθίσει ν’ ασχοληθεί µε τα δικά σου πράγµατα; Μόνο η µαµά σου έχει πρόσβαση στο δωµάτιό σου. Αν υπάρχει κάποιοσ που µπορεί να είδε τα αντικείµενα αυτά και να υποψιάστηκε, είναι αυτή και κανείσ άλλοσ. Νοµίζεισ ότι δε θα σου µιλούσε; Θα τα πέταγε στα σκουπίδια, χωρίσ να σου ζητήσει το λόγο; - Είναι αδιάφορη η µάνα µου, τησ λέω. - Εσύ το λεσ αυτό; Εσύ κάποτε έλεγεσ ότι…ενδιαφέρεται για σένα, ότι σ’ αφήνει ελεύθερο να κάνεισ ό,τι θεσ. - Υπάρχουν µερικά πράγµατα που δεν ξέρεισ, Νατάσα… - Ούτε θέλω να τα µάθω, αν δεν πρέπει… - ∆εν ξέρω αν εγώ είµαι έτοιµοσ να σ’ τα πω, τησ λέω προβληµατισµένοσ. Αυτό που ξέρω είναι ότι…οι µέρεσ µου εδώ είναι µετρηµένεσ… Τα λόγια µου την τροµάζουν. - Τι θεσ να πεισ, Αντώνη; Τι κουβέντα είναι αυτή που είπεσ; Καθόµαστε στην πίσω βεράντα του σπιτιού τησ, οι γονείσ τησ λείπουν, κι εκείνη µου έχει πιάσει το χέρι και µου το χαZδεύει µε το µάγουλό τησ. - Μπορεί ν’ ακούγοµαι παράξενα απόψε, αλλά…φοβάµαι πωσ αυτή την υπόθεση θα την πληρώσω πολύ ακριβά. Ασ µη λέω τα ίδια και τα ίδια. Τά’χουµε ξαναπεί, νοµίζω. - Και σκοπεύεισ να φύγεισ για να µη σε τιµωρήσουν; - Σκοπεύω να φύγω, γιατί δεν αντέχω εδώ πέρα. Και σκοπεύω να φύγω µαζί σου… - Είσαι τρελόσ; Σου έχει γίνει αυτό έµµονη ιδέα; Πώσ θα φύγουµε; Πού θα πάµε; ∆υό δεκατριάχρονοι µε µόνο εισιτήριο τον έρωτά τουσ; Προσ στιγµή τα λόγια τησ µου ακούγονται φαρµακωµένα, ξεριζώνουν από µέσα µου την ελπίδα. Φοβάµαι πωσ τη χάνω µια για πάντα, κι ασ µην το παραδέχεται ούτε η ίδια. Μετά όµωσ, βλέπω στα µάτια τησ τη φλόγα τησ επιθυµίασ που έκαιγε τον πρώτο καιρό τησ γνωριµίασ µασ και ηρεµώ. Ξέρω ότι δε θα µε προδώσει ποτέ. - Ξέρεισ γιατί είδα αυτό το όνειρο; τη ρωτάω, έτοιµοσ να τησ πω όλα όσα δε γνωρίζει. - Πού να ξέρω…Μπορεί από φόβο, από προκατάληψη… - Επειδή είναι αυστηρόσ µαζί µασ;

180

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 181

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Θα µε ρωτάσ εσύ ή σκοπεύεισ να µου πεισ το λόγο; κάνει ανυπόµονη. - Μπορεί να υπάρχουν πολλέσ εξηγήσεισ, αλλά η δικιά µου είναι µια… - Μ’ έσκασεσ! Θα µου πεισ; ∆ιστάζω λίγο. Σκέφτοµαι πώσ να χρησιµοποιήσω τισ λέξεισ για ν’ ακουστεί πιό όµορφα αυτό που θέλω να τησ πω. - Όπωσ ξέρεισ, η µάνα µου είναι µόνη εδώ και µια πενταετία σχεδόν… - Για να λεσ «η µάνα µου» και όχι «η µαµά µου», πάει να πει ότι κάτι συµβαίνει µεταξύ σασ, παρατηρεί πολύ έξυπνα. - Ξέρω τι συµβαίνει, αποκρίνοµαι. Τά’χει µε το δάσκαλο. - Τι; Η Νατάσα κοκαλώνει. - ∆εν ξέρω πόσον καιρό, αλλά… - Τουσ είδεσ; Σ’ το είπε η ίδια; Πώσ το ξέρεισ; - ∆εν τουσ είδα, ακριβώσ. Τισ προάλλεσ όµωσ είδα την ίδια να βγαίνει απ’ το σπίτι του. Θυµάσαι, δε θυµάσαι; Μαζί ήµασταν… - Ναι, θυµάµαι. Το ότι την είδεσ όµωσ να βγαίνει απ’ το σπίτι του δε λέει και τίποτε. - Έχω µάθει να εµπιστεύοµαι τισ αισθήσεισ µου, τησ λέω κάπωσ ενοχληµένοσ. Έτσι έκανα κι όταν σ’ αντίκρισα για πρώτη φορά. Ήξερα ότι ήµουν ερωτευµένοσ µαζί σου. ∆εν πέφτω έξω, Νατάσα. Το ξέρω ότι είναι µαζί! ∆ε θέλω να πάω σπίτι του και να τουσ δω να… - Μωρούλι, σού’ χουν πέσει πολλά τον τελευταίο καιρό, µου λέει τρυφερά. Πώσ να σε βοηθήσω; Βέβαια, µπορεί νά’ναι κι έτσι όπωσ τα λεσ…Να είναι µαζί—δεν έχει σηµασία πόσον καιρό—, αλλά…µη βγάζεισ συµπεράσµατα προτού συζητήσεισ µαζί τησ. - Τι να συζητήσω; Τι µπορώ να τησ πω εγώ; Γι’ αυτό έφυγα! ∆ε θέλω να µένω πιά εκεί! Στησ θείασ είναι καλύτερα. Αν τησ λείψω, θα βρει αυτή τον τρόπο να ρυθµίσει τη ζωή τησ. - Κι αν…είναι καλά µαζί; Αν τον αγαπάει; Οι ερωτήσεισ τησ µε µαστιγώνουν. - Πώσ µπορεί να είναι καλά µ’ έναν τέτοιον άνθρωπο; - Μη γίνεσαι σκληρόσ και άδικοσ! Ξεχνάσ εµάσ; Κι εµείσ είµαστε µαζί και δε θέλουµε να µπει κανείσ ανάµεσά µασ! - ∆εν είναι το ίδιο, Νατάσα. Με µασ δεν είναι το ίδιο… - Είναι εύκολο να το λεσ…Κι εκείνοι όµωσ µπορεί να το βλέπουν έτσι. Εκνευρίζοµαι και σηκώνοµαι όρθιοσ. - Είναι ένασ ξένοσ! ∆εν µπορεί να πάρει τη θέση του πατέρα µου! Εκείνον τον κρατώ ψηλά, περιµένω να γυρίσει. Τι δουλειά έχει ο άλλοσ στη ζωή µασ; - ∆ε µιλάµε για τη δική σου τη ζωή, Αντώνη. Για τη ζωή τησ µάνασ σου µιλάµε. Και αυτή την κουµαντάρει µόνο εκείνη… ∆ε δίνω συνέχεια στην κουβέντα. Αφήνω µόνο µια τεράστια σιωπή να φυτρώσει σαν αγριόχορτο ανάµεσά µασ κι όταν έρχεται η ώρα να φύγω—γύρω στισ έντεκα το βράδυ—τη φιλάω σχεδόν τυπικά στο µάγουλο και την καληνυχτίζω. ∆ε µε κοιτά στα µάτια—δεν αντέχει να δει µέσα τουσ τη σύγχυση που µου παγώνει το µυαλό και το κορµί.

181

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 182

“Aντίο, λοιπόν”

Την ίδια στιγµή που φέροµαι µε τέτοια ψυχρότητα το έχω ήδη µετανιώσει και θέλω να τησ ζητήσω συγγνώµη, να τησ δείξω ότι δεν έχω τίποτε µαζί τησ, ότι αυτή την υπόθεση πρέπει να τη διαχειριστώ µόνοσ µου κι ότι θέλω µ’ όλη µου την καρδιά να προφυλάξω την αγάπη µασ απ’ όλα τα προβλήµατα που την απειλούν. Όµωσ, δεν µπορώ ν’ αλλάξω στάση, λεσ και βλέπω τον εαυτό µου όπωσ θα έβλεπα κάποιον τρίτο µέσα από µια οθόνη που οι πράξεισ του δεν είναι τίποτε άλλο παρά εικόνεσ που είναι ανεξάρτητεσ απ’ τη θέληση του θεατή. Πρώτη Σεπτέµβρη σήµερα και ζω το κάθε λεπτό µε αναµνήσεισ. Τα πόδια µου πατούν στη γη, στο χωµατόδροµο κι ύστερα στον πλακόστρωτο προαύλιο χώρο τησ εκκλησίασ, µα η ψυχή µου αιωρείται πάνω απ’ το χωριό. Πρώτη Σεπτέµβρη κι οι πληγέσ απ’ το παρελθόν αντί να επουλώνοναι ανοίγουν περισσότερο και πάνω τουσ πέφτει κόκκοσ κόκκοσ το αλάτι τησ αβεβαιότητασ. Μεσ στην ησυχία του πρωινού δεν ακούγονται πια τροχοί αυτοκινήτων και φωνέσ χωρικών· στ’ αφτιά µου φθάνουν µόνο οι µεθυστικέσ νότεσ απ’ το σαντούρι τησ µικρήσ Αρετήσ, τησ εγγονήσ του κυρ- Απόστολου του βαφέα, που αυτοσχεδιάζει πάνω σε κάτι Γιαννιώτικα τραγούδια. Αυτό το κορίτσι είναι φτιαγµένο να παράγει µουσική, να γίνεται µουσική ολόκληρη, λεσ και στα γονίδιά του µέσα υπάρχει αυτή η πληροφορία. Άλλη µια άυπνη νύχτα, άλλη µια µάχη µε τα σεντόνια που καταλήγει σ’ εκνευρισµό, θυµό, απόγνωση. Απ’ τισ οκτώ είµαι κιόλασ στο πόδι, πίνω στα πεταχτά λίγο χυµό φραγκοστάφυλο και νυχοπατώντασ για να µην ξυπνήσω τη θεία, που κοιµάται σαν αρνάκι, βγαίνω απ’ το σπίτι παίρνοντασ το δρόµο προσ την εκκλησία. Τα ρούχα µου είναι βρόµικα—τώρα το συνειδητοποιώ. Από χθεσ που γέµισα λάσπεσ δεν άλλαξα. Μεσ στον πανικό του ονείρου και τησ άκαρπησ αναζήτησησ των χαµένων αντικειµένων, πού µυαλό για περιποίηση! Τι ντροπή να γυρνάω έξω κατάµαυροσ απ’ τον ήλιο σαν τον καλικάντζαρο και νά’µαι γεµάτοσ λάσπεσ στα δάχτυλα των ποδιών, στισ γάµπεσ και τα γόνατα! ∆εν έχω την κατάλληλη εµφάνιση για να µπω στον «Οίκο του Θεού», αλλά ο Θεόσ θα πρέπει να χαίρεται που παίρνω την απόφαση να επισκεφθώ το σπίτι Του, έστω κι έτσι… Ανάθεµα κι αν ξέρω τι µε φέρνει ωσ εδώ. Μέχρι κι οι δυό γριέσ που βγαίνουν από µέσα µε κοιτάνε όλο απορία και κάτι ψιθυρίζουν. ∆εν τουσ έχω συνηθίσει τουσ χωριανούσ µου σε κάτι τέτοια και, όσο νά’ναι, η εµφάνισή µου στο «βασίλειο» του παπ’ Ανέστη είναι κοσµοZστορικό γεγονόσ, σαν την εµφάνιση ενόσ κοµήτη. Ευτυχώσ, δεν είναι κανείσ µέσα. ∆υό κεριά είναι αναµµένα δίπλα απ’ την εικόνα του Οσίου Εφραίµ και απέναντι η Ωραία Πύλη λάµπει ωριόπλουµη στο φωσ του ήλιου που µπαίνει απ’ την Αγία Τράπεζα. Ποτέ άλλοτε δεν την έχω δει τόσο όµορφη την εκκλησιά µασ. Κάτι µου συµβαίνει· δεν εξηγείται αλλιώσ το ότι βρίσκοµαι εδώ! Κάθοµαι σ’ ένα στασίδι µέσα µέσα, στο αριστερό µέροσ, να µη φαίνοµαι, σταυρώνω µπροστά τα χέρια και κλείνω τα µάτια. «Αν υπάρχεισ», ψιθυρίζω µε φωνή βραχνή και βαριά από ένα αίσθηµα αφοσίωσησ, ακόµη και λατρείασ, «µπορεί να µ’ ακούσ…Αν ισχύουν όλ’ αυτά που µασ έχουν µάθει, Εσύ πρέπει να ξέρεισ τα πάντα για µένα, ακόµη και πόσεσ τρίχεσ έχω στο κεφάλι µου. Αν τα ξέρεισ λοιπόν όλ’ αυτά για µένα, θα ξέρεισ ότι δεν έχω κακία

182

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 183

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µέσα µου, δε θέλω να βλάψω κανέναν. Θέλω µόνο το καλό τουσ και πιό πολύ τησ µαµάσ και τησ Νατάσασ και όσων µ’ αγαπάνε…µάλλον, όσων ξέρουν ν’ αγαπάνε τον πλησίον τουσ…Με το χαζό µου το µυαλό έκανα πολλέσ βλακείεσ κι έχω µετανιώσει. Αν ήξερεσ ότι θ’ αντιδράσω έτσι, ότι θα φθάσω σ’ αυτό το σηµείο να κινδυνεύω να τιµωρηθώ για τισ κλοπέσ που έκανα, γιατί άφησεσ τον µπαµπά να φύγει; Πρώτη φορά µιλάω δυνατά σε Σένα. Να ξέρεισ—µάλλον, ξέρεισ ήδη, αν υπάρχεισ—ότι προτιµώ να µιλάω στουσ ανθρώπουσ για τισ πιό κρυφέσ σκέψεισ µου παρά να προσκυνώ άψυχεσ εικόνεσ και να µιλάω µαζί τουσ σαν τον παλαβό που παραµιλάει. Γι’ αυτό µίλησα στη Νατάσα. Αν δεν την αγαπούσα, αν δεν ήµουν σίγουροσ για τα συναισθήµατά τησ, νοµίζεισ ότι θα τησ έλεγα τίποτε; Θέλω πραγµατικά να επανορθώσω για ό,τι έκανα. Αν, όπωσ λένε οι άνθρωποι και γράφουν οι Γραφέσ, έχεισ τόσεσ δυνάµεισ, βοήθησέ µε να βοηθήσω τη µαµά, γιατί ξέρω ότι µ’ έχει ανάγκη. ∆ε φταίω εγώ αν ο άνθρωποσ που διάλεξε να περάσει µαζί του τη ζωή τησ δε µου αρέσει. ∆ε θέλω να µε λυπηθείσ—ελεηµοσύνεσ δε ζητώ. Αν έχω δίκιο, ζητάω απλώσ το δίκιο µου. Αν έχω άδικο, δείξε µου πού έχω άδικο κι εγώ…ξέρω τι πρέπει να κάνω. Αν όντωσ είσαι κάτι παραπάνω από ατµόσ και φωσ και ενέργεια, ρίξε τη σκιά σου και θεράπευσε την αρρωστηµένη µασ ψυχή. Και τώρα πρέπει να φύγω. Ξέρεισ ότι ξεπέρασα τον εαυτό µου για νά’ρθω εδώ…» Λίγο πριν βγω, στέκοµαι µπροστά στην Ωραία Πύλη και κοιτάζω όλη την εκκλησία, απ’ άκρη σ’ άκρη. Τη φαντάζοµαι γεµάτη ωσ τα µπούνια, οι πολυέλαιοι είναι όλοι αναµµένοι και ρίχνουν το υποβλητικό τουσ φωσ πάνω απ’ τα κεφάλια των πιστών που µοιάζουν λεσ και τουσ επισκέφθηκε το Άγιο Πνεύµα κι είναι έτοιµοι να αναληφθούν στουσ Ουρανούσ. Είναι όλοι τουσ εδώ, η µαµά, η γιαγιά, η θεία, η Νατάσα, η µητέρα τησ, ο ναυτικόσ απέναντί µασ, οι κυράδεσ τησ αυλήσ, η Μάρω, ο θεολόγοσ µασ, ο δάσκαλοσ, ο χωροφύλακασ, όλοι. Ακόµη κι αυτοί που έφυγαν απ’ αυτό τον κόσµο, η µητέρα τησ Μάρωσ, η κυρία που αποκλήρωσε τα παιδιά τησ στην Αθήνα και το σπίτι τησ άνοιξε διάπλατα για όλουσ εµάσ που θέλαµε να βρούµε κάτι χρήσιµο µέσα στα παλιά τησ σερβίτσια, τα µαξιλάρια και τισ σκοροφαγωµένεσ βελούδινεσ κουρτίνεσ. Τα πρόσωπά τουσ είναι φωτεινά και σχεδόν εξαaλωµένα. Είναι συγκεντρωµένοι εδώ για κάποιο σκοπό, όχι για να κριθούν, αλλά για να κάνουν την αυτοκριτική τουσ, να δουν αν η ζωή που έζησαν εκεί έξω τουσ αντιπροσωπεύει ή αν τη βρίσκουν λίγη, µικρή. ∆ακρύζω, γιατί ανάµεσα σ’ όλ’ αυτά τα αγγελικά πρόσωπα δεν υπάρχει πουθενά το πρόσωπο του µπαµπά. Για άλλη µια φορά µε έστησε· δεν ήταν συνεπήσ στο ραντεβού του. Λεσ και δεν είναι σαν τισ άλλεσ ψυχέσ, λεσ κι αυτόσ δεν έχει δεύτερη ευκαιρία να κάνει την αυτοκριτική του, ν’ αναγνωρίσει τα σφάλµατά του και να επανορθώσει… Το βάζω στα πόδια και στην έξοδο πέφτω πάνω στο δάσκαλο. Πώσ έγινε αυτό! Αυτόσ ο άνθρωποσ εµφανίζεται απ’ το πουθενά! ∆εν ανταλλάσσουµε ούτε µια κουβέντα. Η µατιά µου τον κατακρίνει σιωπηρά. Άλλεσ φορέσ θα έβριζε, θα φώναζε, «δε βλέπεισ µπροστά σου;»· τώρα όµωσ µένει άφωνοσ, ακίνητοσ, µε το βλέµµα στυλωµένο πάνω µου ικετευτικά. - Συγγνώµη, ψελλίζω κι εξαφανίζοµαι από µπροστά του.

183

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 184

“Aντίο, λοιπόν”

Το χλιαρό µπάνιο µε χαλαρώνει και σε λίγο τα µάτια µου «ράβουν» απ’ τη νύστα. Η θεία είναι από ώρα στο δωµάτιό τησ και διαβάζει κι εγώ ρίχνω πάνω µου τη λεπτή γαλάζια κουβέρτα, έτοιµοσ για ύπνο. ∆εν πρέπει να είναι πολύ αργά—γύρω στισ δέκα—αλλά δεν αντέχω να µείνω κι άλλη νύχτα ξάγρυπνοσ. Γιατί είναι σίγουρο ότι αν αργήσω να κοιµηθώ, θα πάθω υπερένταση και θα τη βγάλω µέχρι το πρωί παρατηρώντασ τα σχέδια απ’ το κέντηµα τησ κουρτίνασ που αντανακλάται πάνω στον τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι µου. Αµέσωσ µόλισ γύρισα σπίτι απ’ την εκκλησία, πήρα τηλέφωνο τη Νατάσα και τησ ζήτησα συγγνώµη για χθεσ. Ήµουν απότοµοσ, δεν έπρεπε να τησ φερθώ έτσι, και τα σχετικά. Θα είναι πάντα σύµµαχόσ µου, αυτό µου είπε, και δεν πρέπει ν’ αµφιβάλλω γι’ αυτό. Μάλιστα, µου διάβασε κι ένα απόφθεγµα του Francis Bacon που βρήκε σε κάποιο βιβλίο στη βιβλιοθήκη: «Όταν κανείσ ξεκινά µε τη βεβαιότητα καταλήγει στην αµφιβολία· όταν όµωσ ξεκινά µε την αµφιβολία καταλήγει στη βεβαιότητα». ∆εν πολυκατάλαβα τι ήθελε να πει µ’ αυτό ο Bacon ούτε γιατί µου το είπε αυτό η Νατάσα, αλλά δεν τη ρώτησα. Μετά το τηλεφώνηµα, έµαθα απ’ τη θεία ότι τα σχολεία ανοίγουν σε δέκα µέρεσ. Τα έχει τακτοποιήσει όλα, λέει. Θα πάµε µαζί στα Γιάννενα να γραφτώ στο σχολείο και ν’ αρχίσω τα µαθήµατα. Συνεννοήθηκε µε τη µαµά και τησ είπε ότι, µόλισ τελειώσει τα διαδικαστικά µε το σπίτι, θα έρθει να µείνει µαζί µασ. Η γιαγιά µ’ έψαχνε, έτσι τησ είπε η µαµά, και καλύτερα να την πάρω αύριο κάνα τηλέφωνο να µην ανησυχεί. Θα τα φροντίσω όλα το πρωί. Όσο πλησιάζει το τέλοσ των διακοπών, τόσο πιό δυνατόσ νιώθω να τελειώνω µε τισ εκκρεµότητεσ. Το παιχνίδι τησ πέτρασ µε το νερό δηµιούργησε σπήλαια και ρεµατιέσ κι ίσωσ και το ίδιο µασ το χωριό. Ποιόσ ξέρει πόσοι αιώνεσ το σµίλεψαν πάνω στο βουνό! Ο χρόνοσ είναι ο καλύτεροσ, ο πιό εκπληκτικόσ γλύπτησ. Κατά κάποιον τρόπο, είναι το δεξί χέρι τησ Φύσησ. Ό,τι Αυτή σκεφθεί, αυτόσ το βάζει σ’ εφαρµογή. Είναι εργατικόσ, µεθοδικόσ, ακαταπόνητοσ. Με τη σµίλη του κόβει σιγά σιγά κοµµάτια απ’ τον αιώνιο βράχο και χτυπώντασ τον, ξύνοντάσ τον, του δίνει πρόσωπο, σχηµατίζει µε χάρη τισ κόγχεσ των µατιών, τη µύτη και τα χείλη, και πίσω απ’ τισ κυµµατιστέσ τούφεσ τα µαλλιά αφήνει να φανούν τα πτερύγια των αφτιών. Μια προεξοχή στο βουνό, ένα βαθούλωµα, µια σπηλιά, ένα µικρό οροπέδιο, κι οι ζωέσ των ανθρώπων, των χωρικών, σα γλυσίνα35 που καλύπτει τον τοίχο ενόσ σπιτιού…Κολληµένοσ πάνω σ’ αυτό το βουνό νιώθω κι εγώ. ∆ε διαφέρω και πολύ απ’ όλα τ’ άλλα πλάσµατα αυτού του κόσµου—τα πρόβατα, τα σκυλιά, τα έντοµα, τα µυρµήγκια που ανακαλύπτουν µια άλλη πηγή τροφήσ κοντά στουσ κάδουσ µε τα σκουπίδια. Η ζωή είναι όµορφη µόνο όταν δεχθείσ ότι είσαι κι εσύ ένα µ’ όλα τ’ άλλα στοιχεία, ότι είσαι κι εσύ ένα κοµµάτι απ’ αυτά που πετάγονται απ’ τη σµίλη του Χρόνου. Όσο θεσ να πετάξεισ µακριά, να ξεφύγεισ απ’ το βράχο τησ Μοίρασ, τόσο πιό γρήγορα γυρνάσ πίσω. Είµαι τόσο µικρόσ, ένα απειροελάχιστο κοµµάτι πέτρασ που κατρακυλάει στη ρεµατιά και χάνεται. Κι ο κρότοσ που κάνει καθώσ χτυπιέται πάνω στισ άλλεσ πέτρεσ είναι η ζωή µου. Και ο αντίλαλοσ απ’ τον κρότο που γεµίζει τη χαράδρα είναι η ανάµνηση τησ ζωήσ µου. «Η ανάµνηση είναι η µοναδική µνήµη που έχουµε εµείσ οι άνθρωποι», µου είχε πει κάποτε η θεία, λίγο µετά το θάνατο τησ µητέρασ τησ. «Κι αν ακόµη το

184

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 185

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µυαλό µου τα ξεχάσει όλα, το ίδιο το σώµα µου θα τη θυµάται». Ήµουν πολύ µικρόσ τότε για να καταλάβω, αλλά στα µικρά παιδιά οι µεγάλοι λένε όσα δεν µπορούν να πουν σε κανέναν άλλον, ούτε καν στον εαυτό τουσ. Κοιµήθηκα πολύ καλά χθεσ βράδυ και το πρωί ήµουν αναζωογονηµένοσ. Γι’ αυτό θέλησα να κάνω αυτό τον περίπατο µέχρι την πλαγιά του βουνού, αφού πρώτα έκανα µερικέσ δουλειέσ. Ξεσκόνισα το δωµάτιό µου, έφτιαξα πρωινό στη θεία κι ύστερα πήρα τηλέφωνο τη γιαγιά. Μιλήσαµε, την καθησύχασα λέγοντάσ τησ ότι είµαι µια χαρά στο καινούργιο σπίτι, και αυτή µου είπε ότι ο παππούσ µ’ έχει κιόλασ αποθυµήσει και θέλει οπωσδήποτε να µε δει. Έχουν πολλά πράγµατα να µου φέρουν απ’ την Αθήνα όταν έρθουν: βιβλία, τετράδια, στιλό, σχολικά βοηθήµατα, και άλλεσ εκπλήξεισ. Κατάλαβε ότι κάτι συµβαίνει µε µένα και τη µαµά, ότι δε βλεπόµαστε πολύ συχνά, ότι υπάρχουν πράγµατα που κι οι δυό µασ, ο καθένασ απ’ τη µεριά του, τησ κρατάµε κρυφά, αλλά δε µε ρώτησε τίποτε. Κάτι έχει στο µυαλό τησ η γιαγιά, είµαι σίγουροσ. Αν τόσα χρόνια που µένει χωριστά απ’ τη µαµά δεν άφησε ούτε λεπτό απ’ το µυαλό τησ τη σκέψη να γυρίσει στο χωριό και να δώσει στο εγγόνι τησ την αγάπη και το ενδιαφέρον που κάθε γιαγιά κρατάει µέσα τησ γι’ απόθεµα, τότε σίγουρα και γι’ αυτή την κατάσταση θά’χει το σχέδιό τησ. Είναι τόσο δυναµική γυναίκα και τόσο δίκαιη, που έχει όλουσ τουσ άσουσ στο µανίκι! Η µαµά δεν τησ έχει µοιάσει καθόλου. Είναι κλειστή, µελαγχολική, το πρόσωπό τησ ξέρει να σκιάζει τη διάθεσή τησ—όχι όµωσ τόσο καλά, ώστε να µη την καταλαβαίνω ούτε εγώ—και η ζωή τησ είναι µια σειρά από όµορφεσ και άσχηµεσ στιγµέσ που θέλει καλύτερα να τισ κρατάει για την ίδια και να µη τισ µοιράζεται µε κανέναν. Ώρεσ ώρεσ αρχίζω να πιστεύω ότι είναι πραγµατικά αδιάφορη, ότι δεν τησ καίγεται καρφί αν ο τρόποσ που έχει επιλέξει να ζει εµένα µου κάνει κακό. Κλείνεται στο σπίτι αυτουνού, ξεπουλάει µέρα µε τη µέρα τα όνειρά τησ δίπλα σ’ έναν µπιµπικιάρη που η ακµή του έχει οργώσει το πρόσωπο και το έχει κάνει ακόµη πιό βλοσυρό απ’ ό,τι είναι, και µένα µ’ αφήνει να παλεύω µε τα κύµατα! Κι όµωσ, δεν µπορώ να παραδεχτώ ότι η µαµά έχει αλλοιωθεί τόσο πολύ που δε βλέπει ότι δεν είναι µόνη στη ζωή, ότι υπάρχω κι εγώ κάπου και πρέπει να µε φροντίσει. Και δεν είναι ότι είµαι ένα κακοµαθηµένο αγόρι που θέλει την προσοχή των άλλων, που έχει πληγωθεί ο εγωισµόσ του και ζητάει επιτακτικά το γλειφιτζούρι του. Κάθε άλλο. Έχω µεγαλώσει απότοµα· το βλαστάρι έχει ξεφυτρώσει απ’ το λουλούδι και ετοιµάζεται να γίνει και το ίδιο ένα λουλούδι. ∆ε νοµίζω ότι θά’θελα να ξαναγυρίσω εκεί απ’ όπου έφυγα. ∆εν έφυγα, δηλαδή· µάλλον, δραπέτευσα, κι αν γυρίσω πίσω, το τίµηµα θα είναι µεγάλο. Εντάξει, στενοχωριέµαι που δεν είµαστε πιά µια οικογένεια, που ο µπαµπάσ µασ αρνήθηκε, που µασ βρήκε πολύ λίγουσ σε σχέση µε τισ προσδοκίεσ του, αλλά τι µπορώ να κάνω; ∆εν τον µισώ· το πέρασα κι αυτό το στάδιο. Πρώτα ο θυµόσ, µετά η πίκρα, µετά η αγάπη κι η ανάµνηση…∆ίκιο είχε η θεία. «Η ανάµνηση είναι η µοναδική µνήµη…» Θα τον θυµάµαι όπωσ ήταν: µε το όµορφο χαµόγελο, το στιβαρό σώµα, τα µακριά δάχτυλα, τουσ δίσκουσ του µε την κλασική µουσική που άκουγε τ’ απογεύµατα του Σαββάτου—τα µοναδικά απογεύµατα που τον ζούσα στο σπίτι. Θαρρείσ κι αυτοί οι δίσκοι ήταν κοµµάτι του εαυτού του, µια προέκταση του σώµατοσ και τησ ψυχήσ του. Ευτυχώσ που τουσ πήρε όλουσ φεύγοντασ. Αλλιώσ, θ’ αναγκαζόµουν να τουσ ακούω κι εγώ τ’

185

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 186

“Aντίο, λοιπόν”

απογεύµατα του Σαββάτου και θα υπέφερα. Ξέρω ότι θα υπέφερα, γιατί δε θά’χα τη δύναµη να τουσ κλείσω σ’ ένα συρτάρι και να µη τουσ ξαναπιάσω ποτέ στα χέρια µου. Παρ’ όλο που θα πληγωνόµουν, θα εξακολουθούσα να τουσ ακούω. Σα βασανιστήριο πάρ’ το. Σαν τιµωρία. Απ’ την άλλη, σκέφτοµαι ότι, αφού πήρε τουσ αγαπηµένουσ του δίσκουσ, σηµαίνει ότι τα είχε όλα προµελετηµένα. Το είχε βάλει καλά στο µυαλό του να φύγει— και µάλιστα για µεγάλο χρονικό διάστηµα, αν όχι για πάντα. Αν ήταν κάτι τησ στιγµήσ, µια θυµωµένη κίνηση ύστερα από έναν καβγά µε τη µαµά, δε θα τουσ έπαιρνε. Θυµάµαι, µια µέρα η θεία Ελένη άνοιξε ένα ερµάρι, απ’ αυτά τα σκαλιστά που είχε η γιαγιά τησ, µε τισ χρυσέσ τισ λαβέσ, κι έβγαλε κάτι σκίτσα που είχε κάνει µικρή. Τα είχε φυλάξει η µαµά τησ, µου είχε πει, για να τα βλέπει κάποτε η ίδια, όταν θα γινόταν διάσηµη, και να λέει, «Να πώσ ξεκίνησα!» Το φύλλο πάνω στο οποίο ήταν σχεδιασµένα ήταν λεπτό σαν τσιγαρόχαρτο κι όπωσ κι αν το κοιτούσεσ, τα σχήµατα παρέµεναν τα ίδια—τουλάχιστον στο δικό µου άπειρο µάτι. «Τα πρωτόλειά µου», µου είπε η θεία και δάκρυσε. «Είχα αρχίσει να σκιτσάρω όταν ήµουν µόλισ έξι χρόνων. Βλέπεισ, Αντώνη; Αυτά τα πέντε φύλλα είναι µια σειρά…Υποτίθεται ότι είναι ένα δωµάτιο—το σαλόνι είναι, αν δεν έχεισ καταλάβει—εκεί όπου καθόταν ο πατέρασ µου και διάβαζε την εφηµερίδα του. Στην αρχή είναι σχεδόν γυµνό· µόνο η κουνιστή καρέκλα του υπάρχει. Μετά το γεµίζω µε τον καθρέφτη πάνω απ’ το τζάκι, ύστερα το ίδιο το τζάκι, ένα τραπεζάκι µε το βάζο, µετά τα λουλούδια, αργότερα ένα σταχτοδοχείο…Κι όλ’ αυτά δεν τα προσέθετα στην αρχική κόλλα. Ξεπατίκωνα το σχέδιο τησ πρώτησ κόλλασ στη δεύτερη, µετά έκανα το επόµενο σχέδιο, και πάει λέγοντασ. Έτσι µου έµειναν όλεσ οι κόλλεσ…Κι εδώ…αυτή είναι µια άλλη σειρά από πέντε σκίτσα. Πρέπει να ήµουν γύρω στα δώδεκα µε δεκατρία…Στην πρώτη κόλλα έχω σκιτσάρει µια γυναίκα που κάθεται οκλαδόν πάνω στο χώµα. Να, από κάτω είναι το χώµα. Πιό πέρα είναι ένα κουβαδάκι, ένα παιχνίδι και διάφορα άλλα αντικείµενα. Στο άλλο σκίτσο είναι η ίδια γυναίκα χωµένη µεσ στο χώµα µέχρι τα γόνατα. Στο τρίτο σκίτσο η γυναίκα είναι µεσ στο χώµα ωσ τη µέση. Όπωσ κατάλαβεσ, στο τέταρτο σκίτσο το χώµα έχει φτάσει µέχρι το λαιµό, και στο πέµπτο υπάρχει µόνο µια ευθεία γραµµή που δείχνει το χώµα…» Η θεία µε κοίταξε µεσ στα µάτια. «Μπορεί να τα θεωρείσ όλ’ αυτά βλακείεσ», µου είπε, «αλλά…αυτά τα πέντε τελευταία σκίτσα συµβολίζουν κάτι πολύ σπουδαίο, που ίσωσ εκείνη την εποχή δεν είχα τη δυνατότητα να το συνειδητοποιήσω. Τώρα όµωσ…ξέρω τι δείχνουν. Πάνω σ’ αυτή την αλήθεια που φανερώνουν αυτά τα σκίτσα στηρίζεται όλοσ ο ανθρώπινοσ πολιτισµόσ, η ίδια η ψυχή του ανθρώπου. Γεννιόµαστε και ζούµε σ’ αυτόν εδώ τον κόσµο (η γυναίκα που παίζει και γελά). Σιγά σιγά µεγαλώνουµε, κάνουµε τα πρώτα µασ λάθη, τιµωρούµαστε, πληγωνόµαστε και πληγώνουµε (η γυναίκα µε το χώµα µέχρι τα γόνατα). Ύστερα οι δυνατέσ συγκινήσεισ, οι έρωτεσ, τα µίση, οι πόλεµοι κάθε είδουσ, οι φόβοι, οι ανασφάλειεσ, οι τριγµοί (η γυναίκα µεσ το χώµα ωσ τη µέση). Μετά έρχεται η µέση ηλικία: οι ασθένειεσ, οι χωρισµοί, οι χαρέσ, οι λύπεσ, οι «καληµέρεσ» και τα «αντίο», τα απωθηµένα που κυνηγάµε και µασ κυνηγούν (η γυναίκα µεσ το χώµα µέχρι το λαιµό). Στο τέλοσ, έρχεται η κόπωση, ο σωµατικόσ πόνοσ, το ψυχικό τέλµα, ο καθρέφτησ που φοβόµαστε πιά ν’ αντικρίσουµε, οι άσπρεσ τρίχεσ κι οι ρυτίδεσ, η ανηµπόρια, ο θάνατοσ (η γυναίκα που δε φαίνεται που-

186

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 187

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

θενά πιά, γιατί είναι µεσ στο χώµα, στο σπίτι τησ)». Τι συγκλονιστική αλήθεια έκρυβαν εκείνα τα σκίτσα! Πόσο χωµένη µεσ στουσ δαίδαλουσ τησ µνήµησ µου ήταν αυτή η θύµηση! Οι σκέψεισ κι οι αναµνήσεισ µου κάνουν επίθεση χωρίσ να ξέρω το πώσ και το γιατί…Μια ταινία µεσ στο κεφάλι µου έχει αρχίσει να γυρνά κι εγώ παρακολουθώ το έργο βουβόσ και µεθυσµένοσ. Είναι άραγε µήνυµα απ’ το θεό—απ’ τον ίδιο θεό που εγώ έτρεξα να του µιλήσω µε ειλικρίνεια χθεσ στην εκκλησιά; Έτσι επικοινωνεί µαζί µου; Μου θυµίζει πράγµατα από καιρό βυθισµένα στον πυθµένα του µυαλού µου και παίρνοντάσ µε απ’ το χέρι θέλει να µε ξεναγήσει στο «ναυάγιο», µήπωσ και βρω κάτι εκεί µέσα; Είναι κουτό αυτό που µου συµβαίνει, αλλά νιώθω πωσ αρχίζω να κλονίζοµαι, κλονίζεται, όχι η πίστη µου, όπωσ ισχύει σε πολλούσ ανθρώπουσ, αλλά η…απιστία µου! Ένα τόσο ανώµαλο πράγµα µόνο σε µένα θα µπορούσε να συµβεί! Και δεν είναι θέµα θρησκοληψίασ, όχι. ∆εν έγινα ξαφνικά «θεούσοσ» να τρέχω στισ εκκλησίεσ και να κάνω µεγάλουσ σταυρούσ! Εγώ µιλάω γι’ άλλο πράγµα· µιλάω γι’ αυτό το αίσθηµα τησ µηδαµινότητασ (τι ωραία, σαρωτική λέξη!) που σε καταλαµβάνει όταν κοιτάξεισ τον έναστρο ουρανό το βράδυ και δεισ ότι δεν είσαι τίποτε άλλο από µια κουκκίδα σ’ ένα χάρτη κλεισµένο µέσα σ’ ένα µπουκάλι πεταµένο στον ωκεανό. Το τέλειο τίποτα! Μόλισ το νιώσεισ αυτό, θεσ δε θεσ, νιώθεισ ότι κάτι άλλο υπήρχε πριν από σένα και θα υπάρχει και µετά από σένα—και στο ενδιάµεσο η δικιά σου η ζωή θα είναι ένα απλό διάλειµµα, ίσωσ κι ένα πετάρισµα στα βλέφαρα τησ Φύσησ. Μόλισ νιώσεισ ότι είσαι το τέλειο τίποτα, νιώθεισ ότι κάτι πρέπει να υπάρχει που τα έκανε όλ’ αυτά που βλέπεισ, που έφτιαξε τα µάτια αυτά που σε κάνουν να βλέπεισ όλ’ αυτά που βλέπεισ. Κι εγώ τον τελευταίο καιρό τό’χω νιώσει αυτό το αίσθηµα και δεν µπορώ να κάνω ότι δεν τρέχει τίποτε. ∆ε λέω ότι υπάρχει θεόσ. Σκοτίστηκα αν υπάρχει θεόσ ή όχι! Αυτό που µε νοιάζει είναι να βρω το δρόµο µου—και το δρόµο αυτόν που ψάχνω κάποιοσ άλλοσ, κάτι άλλο, τον έφτιαξε για να µε περιµένει να τον διαβώ. Σήµερα είναι καλοκαιρινή µέρα. Σηκώθηκα νωρίσ, φόρεσα ένα καπέλο που µου χάρισε η θεία κι άρχισα να κάνω το γύρο του σπιτιού τρέχοντασ. Η ώρα είναι εννιάµιση και µπαίνω στο ατελιέ καταZδρωµένοσ. Η θεία έχει πιάσει κιόλασ δουλειά. Αυτή τη φορά όµωσ καταπιάνεται µε τη συντήρηση µιασ παλιάσ βυζαντινήσ εικόνασ που τη βρήκε σ’ ένα µπαούλο µε άλλα πράγµατα τησ µητέρασ τησ και του πατέρα τησ. - ∆εν τό’ξερα ότι έκανεσ συντήρηση εικόνων, τησ λέω και στέκοµαι πάνω απ’ το µικρό πάγκο τησ. - Είναι κάτι που έκανα πριν πολλά χρόνια αλλά το είχα ξεχάσει… - Και τώρα είπεσ να το θυµηθείσ…, παρατηρώ. Γυρίζει το κεφάλι τησ και µου χαµογελά αχνά. - Κάποτε θα σου δείξω πώσ να συντηρείσ κι εσύ εικόνεσ, µου λέει. - Θά’πρεπε; τη ρωτάω, αλλά κατά βάθοσ θά’θελα ν’ ασχοληθώ. - Αν το θεσ, φυσικά. ∆εν έχει νόηµα να πιεστείσ… Παίρνω ένα µισοκακόµοιρο ύφοσ—έτσι πρέπει να φαίνεται—και κάθοµαι στη συνηθισµένη µου θέση λίγο πιό πέρα.

187

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 188

“Aντίο, λοιπόν”

- Θεία, αν κάποιοσ σου έλεγε ότι έκανε κάτι άσχηµο, κάτι που οι άλλοι το θεωρούν κακό και άτιµο, τι θα του έλεγεσ; τη ρωτάω µε τόλµη. Αφήνει κάτω την εικόνα, πιό πέρα ακουµπάει το µπουκαλάκι µε το ειδικό υγρό που πριν λίγο χρησιµοποίησε για να καθαρίσει µια γωνία τησ, και ρίχνει πάνω µου µια ερωτηµατική µατιά. - ∆εν ξέρω τι εννοείσ…, λέει σχεδόν αµήχανα. Εξαρτάται από πολλά πράγµατα. Κατ’ αρχάσ, εξαρτάται από το ποιόσ θα ήταν αυτόσ που θα µου έλεγε κάτι τέτοιο. Απ’ την άλλη, εξαρτάται τι θα ήταν αυτό που έκανε…Πάντωσ, για να κάνει κάποιοσ κάτι, ό,τι κι αν είναι αυτό, θα έχει σίγουρα κάποιο λόγο, έτσι δεν είναι; Εκτόσ…αν είναι τρελόσ!— που, και πάλι, κάποιο λόγο θά’χει! - Αν σου έλεγε, δηλαδή, ότι έβαλε φωτιά κι έκαψε ένα ολόκληρο δάσοσ, εσύ τι θα του απαντούσεσ; - Πρώτον και κύριον, θα έπαιρνα πολύ στα σοβαρά το ότι ήρθε σε µένα και µου το εκµυστηρεύτηκε. Αυτό θα σήµαινε ότι…κάτι του βγάζω εγώ που δεν του το βγάζει κανείσ άλλοσ…Εµπιστοσύνη, σιγουριά—όπωσ θεσ, πάρ’ το. Τώρα, όσο για την πράξη του αυτή καθεαυτή, θα ήθελα πολύ να συζητήσω µαζί του τι ήταν αυτό που τον οδήγησε σ’ αυτή την πράξη. Ο νόµοσ, ξέρεισ, είναι δίκαιοσ, αλλά πολλέσ φορέσ η δικαιοσύνη είναι σαρωτική. Εξετάζει την πράξη και καταδικάζει το δράστη. Όµωσ, υπάρχουν πάντα κάποια στοιχεία, κάποιοι παράγοντεσ, που λαµβάνει υπόψη τησ πριν πάρει την απόφαση—αν ήταν προµελετηµένο το έγκληµα, αν ήταν ατύχηµα, αν ο δράστησ βρισκόταν εν βρασµώ ψυχήσ, αν ήταν αντίποινα, και λοιπά. Όλοι µασ έχουµε τα τρωτά µασ σηµεία, όλοι µασ θα µπορούσαµε να κάνουµε κάτι κακό, όσο κι αν θέλουµε να κρυβόµαστε πίσω από ένα αγγελικό πρόσωπο µε τισ καλύτερεσ προθέσεισ. Όπωσ και νά’χει, το γεγονόσ ότι κάποιοσ οµολογεί την πράξη του είναι υγιέσ στοιχείο. Είναι προτιµότερο να οµολογήσει από το να διαπράξει το έγκληµα και να υποκριθεί ότι είναι κατά του εγκληµατία. Σ’ ένα βιβλίο του Elias Canetti είχα διαβάσει κάποτε για κάποιον εµπρηστή που, αφού έβαλε φωτιά σε κάποιο δάσοσ—αν θυµάµαι καλά—, βγήκε και φώναζε κατά των εµπρηστών και µάλιστα πήρε µέροσ στην προσπάθεια κατάσβεσησ τησ φωτιάσ! Κάτι τέτοιο είχα κάνει λοιπόν κι εγώ όταν, εκείνη τη µέρα που η Λίτσα µου είχε µιλήσει για τισ κλοπέσ στο χωριό, τησ είπα ότι θά’κανα τα πάντα για να πιάσω και να τιµωρήσω τουσ κλέφτεσ! Φέρθηκα άτιµα—και τώρα µετανιώνω γι’ αυτό. Θέλω να τα πω όλα στη θεία, αλλά δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. - Μα γιατί µου τα ρωτάσ όλ’ αυτά; - Είναι κακό να ξέρω τισ απόψεισ σου; τη ρωτάω, ενώ από µέσα µου φτύνω τον εαυτό µου για τη δειλία µου. - Κάθε άλλο, αποκρίνεται. Είσαι ένα σφουγγάρι που θέλει να ρουφάει συνέχεια γνώσεισ…Θά’θελα όµωσ νά’ξερα τι κρύβεται στη ρίζα του…, µου λέει µε κάποια αγωνία κι εγώ νιώθω να µουδιάζω. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτοµαι και χαµηλώνω το βλέµµα. Είχα µέρεσ να επισκεφθώ τη βιβλιοθήκη και τώρα που περνώ το κατώφλι τησ

188

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 189

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

και µυρίζω τον υγρό αέρα µέσα στην κάµαρα νιώθω µεγάλη ικανοποίηση. Το µωρό µου µου γνέφει στο βάθοσ κι εγώ τρέχω να το αγκαλιάσω. - Έχω νέα! µου κάνει όλο χαρά. Η διάθεσή µου φτιάχνει στο λεπτό. - Κι εγώ, αλλά δεν είναι καλά, τησ λέω χωρίσ να θέλω να την κάνω να νιώσει άσχηµα. - ∆ηλαδή; - Πήγα να µιλήσω στη θεία, να τησ τα πω όλα…Ξέρεισ, για τισ σακούλεσ, για όλη αυτή την υπόθεση. - Και; - Να…κάτι πήγα να τησ πω, αλλά…δείλιασα και τα µπουρδούκλωσα στο τέλοσ. Είµαι δειλόσ! Έχει καταλάβει όµωσ ότι κάπου το πάω. - ∆εν είναι η κατάλληλη ώρα ακόµη, µωρούλι…, µε καθησυχάζει. ∆εν είναι, άλλωστε, ανάγκη να το πεισ σε όλουσ! - Πεσ µου τα δικά σου νέα…Περίµενε! τησ κάνω και τησ κλείνω το στόµα µε την παλάµη µου. Άσε µε να µαντέψω! Χµµ…έπεισεσ τουσ δικούσ σου να…παντρευτούµε! αστειεύοµαι. Η Νατάσα γελάει. - ∆ε νοµίζω ότι θα χρειαστεί να τουσ πείσω! Αλλά…δε νοµίζεισ ότι είναι λιγουλάκι νωρίσ ακόµη για γάµο; - Έλα, πεσ µου… - Το µυστήριο του τελευταίου σηµειώµατοσ του παππού νοµίζω πωσ ξεδιαλύνεται. Μάλλον, το τελευταίο µέροσ του σηµειώµατοσ…« Μάθε πωσ εχθέσ το βράδυ δέχ». Ανακάθοµαι στο σκαµπό µου. - Τι, βρήκεσ καινούργια στοιχεία; - Βρήκα κάτι γράµµατα άσχετα, που µιλάνε για πολλά και διάφορα θέµατα. Ήταν µέσα στισ σελίδεσ ενόσ περιοδικού που του το στέλνανε απ’ το Πανεπιστήµιο του Tambov, στη Ρωσία…Ανάµεσα λοιπόν σ’ αυτά τα γράµµατα ήταν και µια επιστολή απευθυνόµενη σε κάποιον Αναστάσιο Καλλέργη. Σου λέει κάτι αυτό το όνοµα; Το µυαλό µου παίρνει χιλιάδεσ στροφέσ. Καλλέργησ, Καλλέργησ… - ∆εν εννοείσ, φυσικά, το…θεολόγο µασ! κάνω µε δυσπιστία. - Ακριβώσ! αναφωνεί η Νατάσα. Κι όταν διαβάσεισ τι του γράφει µέσα, θα καταλάβεισ τι έγινε… Σηκώνεται, πάει στο γραφείο τησ, και γυρίζει µε µια τσαλακωµένη κόλλα χαρτί. - Ιδού η λύση του µυστηρίου! µου κάνει. Είµαι χαρούµενη, ξέρεισ, γιατί δικαιώνοµαι. Όλο αυτό τον καιρό ήµουν σίγουρη πωσ το πνεύµα του παππού µε καθοδηγούσε, ώστε να µάθω την αλήθεια. Αυτό εδώ το γράµµα σηµαίνει πολλά. Ευτυχώσ που ο παππούσ κρατούσε πάντα αντίγραφα των επιστολών του. Το παίρνω στα χέρια και αρχίζω να το διαβάζω:

189

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 190

“Aντίο, λοιπόν”

Αγαπητέ φίλε Αναστάσιε Καλλέργη, Ασφαλώσ και γνωρίζεισ ότι η παρούσα επιστολή δεν είναι η πρώτη που λαµβάνεισ από τον γράφοντα, αν και στην προκειµένη περίπτωση οι συνθήκεσ κάτω από τισ οποίεσ γράφεται είναι πολύ διαφορετικέσ από ό,τι άλλεσ φορέσ. Στο παρελθόν είχαµε ανταλλάξει πολλά τέτοια γράµµατα, αφού µασ έδενε η αγάπη µασ για τη θρησκειολογία και τη σηµειολογία τησ πίστησ—έναν όρο που είχαµε αποδεχθεί αµφότεροι και χρησιµοποιούσαµε κατά κόρον. Όπωσ θα ενθυµείσαι, είχαµε φθάσει στο σηµείο να εφεύρουµε έναν κώδικα επικοινωνίασ για να µιλάµε µε ασφάλεια για ζητήµατα που, αν αντιλαµβάνονταν πολλοί, ίσωσ και να µασ έφερναν αντιµέτωπουσ µε την καθεστηκυία τάξη, πράγµα που ούτε εσύ ούτε εγώ θα επιθυµούσαµε. ∆εν χρειάζεται, φυσικά, να σου υπενθυµίσω όλα αυτά που είχαν διαµειφθεί µεταξύ µασ περί θρησκειολογίασ και τησ αδήριτησ ανάγκησ να µετατραπεί το «στεγνό» αλλά ουδόλωσ «αθώο», όπωσ το είχε αποκαλέσει ένασ συνάδελφοσ και καλόσ µου φίλοσ, µάθηµα των Θρησκευτικών στα σχολεία σε κάτι γόνιµο και εποικοδοµητικό. Τόσο εσύ όσο και ο γράφων είχαµε διατυπώσει διάφορεσ σκέψεισ και προτάσεισ για το πώσ αυτό το όργανο άσκησησ εξουσίασ και ποδηγέτησησ θα µπορούσε να µετεξελιχθεί—ή µήπωσ θα έπρεπε να πω, «µεταρσιωθεί»;—σε µια ενδελεχή µελέτη των θρησκειών, που θα είχε ωσ αποτέλεσµα µια σφαιρική γνώση των αλλοδόξων λαών. ∆εν θα σου διαφεύγει, ασφαλώσ, ότι είχαµε πολλέσ φορέσ εκφράσει την πεποίθηση ότι ο χωρισµόσ Εκκλησίασ- Κράτουσ µόνο θετικέσ συνέπειεσ θα µπορούσε να έχει. Από τη µια, θα οδηγούσε στη δηµιουργία µιασ κοινωνίασ η οποία προτάσσει τα δικαιώµατα και τισ υποχρεώσεισ του πολίτη έναντι των θρησκευτικών του και άλλων πεποιθήσεων—εφόσον αυτέσ δεν αντίκεινται στην οµαλή λειτουργία του κράτουσ. Από την άλλη, θα αποκαθήρε τον κλήρο από σφογγοκωλάριουσ και άτοµα που θα προσέβλεπαν σε «κοσµική εξουσία» ενδεδυµένη το ράσο. Άλλωστε, όπωσ πολύ σωστά είχεσ παρατηρήσει, γιατί κόπτεται η Εκκλησία να παραµείνει το «Σιαµαίο αδερφάκι» του Κράτουσ; Μήπωσ τησ έλειψαν τα χρήµατα; Έχει πάρα πολλά. Αυτό που φοβάται ότι θα χάσει µε τον «απογαλακτισµό» τησ από το Κράτοσ είναι η πρόσβασή τησ στην εκπαίδευση, η οποία µέχρι τώρα τησ παρείχε και εξακολουθεί να τησ παρέχει τισ δυνατότητεσ δηµιουργίασ «φυτωρίου», το οποίο, αργά ή γρήγορα, γίνεται ένα «άγριο δάσοσ», όπου τα πρυτανεύοντα στοιχεία είναι η µισαλλοδοξία, η προκατάληψη και η αµάθεια. Αυτό που κάναµε τόσα χρόνια ήταν µια προσπάθεια να κρούσουµε το ρόπτρο στην πόρτα τησ συνείδησησ. Το ρόπτρο όµωσ είναι βαρύ, πάρα πολύ βαρύ, και δεν είναι πάντοτε εύκολο να το κρούσουµε. Εν πάση περιπτώσει, κάναµε ό,τι περνούσε από το χέρι µασ, µέσα στα πλαίσια των διανοητικών και πνευµατικών δυνατοτήτων µασ, και, σαφώσ, δε διεκδικούµε µια θέση στισ Νήσουσ των Μακάρων (σου θυµίζω το Γοργία του Πλάτωνοσ, όπου οι άδικοι πηγαίνουν στον Τάρταρο και οι δίκαιοι στισ Νήσουσ των Μακάρων). Αν πεθάνω τούτη τη στιγµή, θα µπορέσω να πω στον εαυτό µου ότι τουλάχιστον προσπάθησα να µείνω πιστόσ στην αλήθεια—κι αυτή δεν είναι καµία άλλη παρά η αφύπνιση των λαών.

190

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 191

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Ο λόγοσ που γράφω αυτό το γράµµα δεν είναι, φυσικά, για να σου πω όλα αυτά που τα έχουµε συζητήσει αµέτρητεσ φορέσ. Αυτό που «όπλισε» τη γραφίδα µου είναι µια ανακάλυψη- «αποκάλυψη», θα έλεγα. Σου είχα µιλήσει προ καιρού για κάποια απειλητικά γράµµατα που είχα λάβει και κάποιεσ περίεργεσ, ύποπτεσ κινήσεισ στη γειτονιά µου: µυστηριώδεισ φιγούρεσ µεσ στο σκοτάδι να παραφυλάνε πότε θα µπω και πότε θα βγω, κάτι παράξενα, «βουβά» τηλεφωνήµατα µεσ στη νύχτα…Αυτό όµωσ που έγινε εχθέσ δεν το χωράει ο νουσ µου. Μάθε λοιπόν πωσ εχθέσ δέχθηκα επίσκεψη από τρεισ άνδρεσ συγχωριανούσ µου, οι οποίοι, ούτε λίγο ούτε πολύ, µε απείλησαν (µε ευγενικό τρόπο, οφείλω να οµολογήσω) ότι θα µου κάψουν όλα τα βιβλία—και το σπίτι ακόµη—εάν δεν αποσύρω την πρότασή µου προσ το Υπουργείο Παιδείασ για τον επαναπροσδιορισµό τησ διδασκαλίασ των Θρησκευτικών στα σχολεία! Τότε θυµήθηκα κι όλα τα άλλα που µου συνέβησαν στο παρελθόν—την πυρκαXά που παρολίγο να µου καταστρέψει το σπίτι, χωρίσ να έχω κάποια προειδοποίηση, τα παράξενα σηµειώµατα που έβρισκα στο γραφείο µου (άγνωστο πώσ τα άφηναν εκεί), η απόλυσή µου από τη Γενική Γραµµατεία του Υπουργείου Παιδείασ πριν τρία χρόνια, και πολλά άλλα που µπορούν εύκολα να συσχετισθούν και να αποτελέσουν τεκµήριο τησ δολερήσ προσπάθειασ καταστροφήσ µου! Φυσικά, το γεγονόσ ότι γράφω αυτή την επιστολή αποκαλύπτοντασ την ταυτότητα των άτιµων αυτών ανδρών είναι επικίνδυνο, γιατί έτσι ίσωσ να εξαγριώσω τα κτήνη και τα οδηγήσω στην πραγµατοποίηση των απειλών τουσ. ∆εν µε ενδιαφέρει όµωσ. Έχω λάβει τα µέτρα µου—η οικογένειά µου φεύγει απόψε κιόλασ για την Αθήνα—και είµαι διατεθειµένοσ να έλθω σε σύγκρουση µαζί τουσ, όπωσ άλλωστε έκανα τόσα χρόνια σε σχέση µε το status quo, το οποίο είναι πολύ πιό επικίνδυνο και σαρωτικό από τρία ανδρείκελα! Θα πέσεισ από τα σύννεφα, όπωσ έπεσα κι εγώ, όταν σου πω ποιοί ήταν αυτοί που µε επισκέφθηκαν. Όλοι τουσ είναι «ευυπόληπτα» άτοµα τησ κοινωνίασ του χωριού µασ και δε δίνουν σε κανέναν την εντύπωση ότι είναι «φίδια κολοβά»! Μάθε λοιπόν ότι οι τρεισ «παλικαράδεσ» είναι ο πρόεδροσ του χωριού, ο καπετάνιοσ κι ο αστυνόµοσ! Ναι, πολύ καλά άκουσεσ! Και απ’ ό,τι κατάλαβα, πρέπει να έχουν και τισ «ευλογίεσ» του Επισκόπου µασ, γιατί κάτι πήρε τ’ αφτί µου ότι ο ∆εσπότησ µασ ένιωσε απειληµένοσ από τέτοιου είδουσ προσπάθειεσ «εξόντωσησ» του θρησκευτικού φρονήµατοσ του λαού και σπίλωσησ του Χριστιανισµού! ∆εν ξέρω για πόσο ακόµη θα µείνω σ’ αυτό το χωριό, αλλά µέχρι να φύγω—είτε αποδώ είτε απ’ τη ζωή—θα παραµείνω αµετακίνητοσ σαν βράχοσ στην ιδεολογία µου και δεν θα αφήσω κανέναν να ποδοπατήσει τα αγνά «πιστεύω» µου. Μπορεί να µην είναι όλοι έτοιµοι να δεχθούν µια τέτοια αλήθεια, ότι όλεσ οι θρησκείεσ είναι µια φενάκη που καλύπτει το αποστεωµένο πρόσωπο τησ Φύσησ, η οποία δεν κάνει εξαίρεση για κανέναν: γεννά τα φυτά, τα ζώα και τον άνθρωπο, τα βάζει µέσα στον κύκλο τησ εξέλιξησ, κι όταν έλθει η ώρα τα στέλνει εκεί απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Αυτό όµωσ δεν αναιρεί αλλά προσδίδει ακόµη µεγαλύτερη αξία στον αγώνα του ανθρώπου να προσκτήσει γνώση και να παλέψει να φτιάξει έναν κόσµο γεµάτο αγάπη, σύνεση και λογική. ∆εν πρέπει να στερηθεί τίποτε στο σήµερα, στο τώρα, προσβλέποντασ στην Ευτυχία στο µέλλον, όπωσ πρεσβεύει ο Χριστιανισµόσ (και άλλεσ θρησκείεσ). Πρέπει να παλέψει στο σήµερα, στο τώρα, για να

191

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 192

“Aντίο, λοιπόν”

έχουν όλοι αγαθά και ίσεσ ευκαιρίεσ στο σήµερα, στο τώρα (ή στο εγγύσ µέλλον). Το τέλοσ το δικό µου είναι ante portas, αλλά το τέλοσ τησ ανθρωπότητασ αργεί πολύ ακόµη. Αυτά είχα να σου πω. ∆ε θα σ’ το στείλω µε το ταχυδροµείο. Θα το δώσω στη Μαριγώ να σ’ το φέρει το απόγευµα από το σπίτι. Με αγάπη και εκτίµηση, Ο φίλοσ σου Χαράλαµποσ Μαργώνησ

Τώρα τι να πω; Ε, αυτό δεν το περίµενα µε τίποτε! Κοιτάζω τη Νατάσα, η οποία όλη αυτή την ώρα που διάβαζα είχε καρφωµένη τη µατιά τησ πάνω µου για να δει τισ αντιδράσεισ µου. - Τι σκοπεύεισ να κάνεισ; τη ρωτάω. - Εσύ τι λεσ; - Η µάνα σου τα ξέρει όλ’ αυτά; - Εδώ και πολλά χρόνια. - Και το άφησε έτσι; ∆εν έκανε τίποτε για να…πώσ το λένε…για να τιµωρηθούν αυτοί οι…; - ∆εν έκανε απολύτωσ τίποτε, µου λέει ξεκάθαρα η Νατάσα. - Κι εσένα αυτό σ’ ευχαριστεί; - Φυσικά και όχι. Γι’ αυτό δε θα το αφήσω έτσι. Η µαµά δε θέλει να τα σκαλίζει, όµωσ εγώ νιώθω υποχρέωση απέναντι στον παππού να…βγουν όλ’ αυτά στη φόρα! - Τώρα µιλάει ώριµα το κορίτσι µου! τησ κάνω και τη φιλάω στο λαιµό. Τι θα κάνουµε λοιπόν; Είµαι όλοσ αφτιά! - Για την ώρα τίποτε. Θέλω να σκεφθώ. Πρέπει να µαζέψω κι άλλα στοιχεία. Κι όταν έρθει η ώρα, ξέρω εγώ τι πρέπει να κάνω…, µου λέει µε νόηµα. Είµαι σίγουροσ ότι το έχει ήδη καταστρώσει το σχέδιο, αλλά δε θέλει ακόµη να το µοιραστεί µαζί µου. - Άρα καλά έλεγεσ ότι…το σπίτι είχε πιάσει φωτιά κάποτε…, τησ λέω. Και µερικά βιβλία δε γλίτωσαν… - Ναι, µόνο που δεν ξέρουµε αν αυτή η πυρκαγιά ήταν πριν ή µετά τα γεγονότα αυτά που περιγράφει ο παππούσ στο γράµµα… - Σωστά. Άλλωστε, µιλάει και για άλλη πυρκαγιά στο παρελθόν… - Την οποία όµωσ συνδέει, κατά κάποιον τρόπο, µε τισ απειλέσ των συγχωριανών του… ∆εν αποκλείεται κι άλλεσ φορέσ να είχαν κάνει απόπειρεσ κατά του παππού…Θεέ µου, είναι απίστευτο σε τι µέροσ ζούµε! κάνει µε τρόµο η Νατάσα. - Αυτό το χωριό µυρίζει υποκρισία, παρατηρώ εγώ µε κάποια ποιητική διάθεση κι αυτή χαµογελά. - Ωραία µιλάσ…Να γράψεισ βιβλίο γι’ αυτό το χωριό, µε συµβουλεύει. Θα έχεισ να πεισ πολλά. - Για σένα θέλω πιό πολύ να γράψω. Εσύ µε εµπνέεισ περισσότερο…

192

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 193

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Γράψε και για τα δύο. Μπορείσ να το κάνεισ, Αντώνη! Έχεισ ταλέντο, είµαι σίγουρη! Ίσωσ αυτή να είναι η κλίση σου στη ζωή… - Κι η δικιά σου ποιά είναι; τη ρωτάω. - Να βρίσκω θαµµένα µυστικά, να αποκαλύπτω αλήθειεσ κρυµµένεσ…∆εν ξέρω αν είναι ταλέντο αυτό…Πρέπει να είναι, αλλά…Τέλοσ πάντων, θα νιώσω πολύ καλύτερα όταν αυτή η υπόθεση κλείσει. Για σκέψου! Πέρασα, περάσαµε, ένα ολόκληρο καλοκαίρι µέσα σε βιβλία και σηµειώσεισ! Είναι άραγε τυχαίο αυτό; Βλέπεισ, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία και αρχίσουν οι βαρετέσ ασχολίεσ µασ, βρήκαµε µιαν άκρη! Και µετά µου λεσ ότι δεν πιστεύεισ ότι κάπου εδώ κοντά βρίσκεται ο παππούσ και µασ βλέπει, µασ ψιθυρίζει λόγια στ’ αφτί που γίνονται ιδέεσ, έµπνευση… - ∆εν είπα ότι δεν πιστεύω, τησ λέω. Βέβαια, ούτε είπα ότι πιστεύω…Απλά, στη φάση που βρίσκοµαι µ’ αρέσει πιό πολύ να µιλάω για πράγµατα που βλέπω και αισθάνοµαι παρά για πράγµατα που θα ήθελα να ισχύουν…Μπορεί µεγαλώνοντασ να µου έρθει η επιθυµία… - Έλα να φάµε µαζί σήµερα, µου ζητάει και κουλουριάζεται σα φίδι γύρω από τη µέση µου. Θα είναι η µαµά κι η θεία. Ο µπαµπάσ κι η γιαγιά λείπουν. ∆ε σε πειράζει που θα είναι κι η θεία, σε πειράζει; - Άµα δεν πειράζει εκείνη, εµένα γιατί να µε πειράζει; Αν εξαιρέσω τη φλυαρία τησ θείασ τησ και το ερευνητικό τησ βλέµµα, το τραπέζι ήταν µια όµορφη ανάµνηση. Να, έγινε κιόλασ ανάµνηση. ∆ε νοµίζω ότι νιώθω άνετα όταν βρίσκοµαι στο σπίτι τησ Νατάσασ µε τουσ δικούσ τησ—κι όχι για κανέναν άλλο λόγο· απλά, δεν είµαστε στο ίδιο µήκοσ κύµατοσ. Η µαµά τησ είναι πιό προσιτή, πιό θετική. Η θεία τησ όµωσ αναδίδει µια απέχθεια προσ το πρόσωπό µου, όπωσ ακριβώσ τα σκουπίδια αναδίδουν µια βρόµα. ∆εν έχει δα και πολύ υψηλή καταγωγή και του λόγου τησ! Ποτέ τησ δε δούλεψε, κι όχι επειδή είχε µερικά χρήµατα—κι αυτά προίκα απ’ το συγχωρεµένο τον πατέρα τησ—, αλλά επειδή ποτέ τησ δεν είχε ένα ενδιαφέρον στη ζωή, µια κλίση που θ’ ακολουθούσε είτε σα χόµπι είτε σαν επάγγελµα. Μια γεροντοκόρη είναι και γεροντοκόρη θα µείνει—κι αυτόσ θα είναι πάντα ο καηµόσ τησ, που δε θα την αφήνει να χαρεί µε τη χαρά των άλλων και να πονέσει µε τον πόνο τουσ. Πολλά θά’θελα να τησ πω αν είχα τη δυνατότητα. Περιορίστηκα όµωσ στο να πω τα καλύτερα για το φαγητό που η ίδια µαγείρεψε και για τον τρόπο που κρατά το σπίτι καθαρό. Απ’ ό,τι κατάλαβα απ’ τη συζήτηση στο τραπέζι, η µαµά τησ Νατάσασ σπάνια κάνει δουλειέσ, αφού περνάει όλη τησ τη µέρα ξαπλωµένη διαβάζοντασ βιβλία και βλέποντασ τηλεόραση. Ο µπαµπάσ τησ είναι άφαντοσ, ανύπαρκτοσ, κι αν δεν είχα µάθει κάποια πράγµατα γι’ αυτόν απ’ τη µαµά, θα µου ήταν εντελώσ άγνωστοσ. ∆εν είναι ότι δε µ’ ενδιαφέρει η οικογένειά τησ, αλλά—πώσ να το πω!—περνάει στο περιθώριο τησ αγάπησ µου για εκείνη. ∆ε χωράνε όλοι µέσα σ’ αυτό που νιώθω για τη Νατάσα. Για να πω την αλήθεια, θα προτιµούσα να σβήναµε κι οι δυό µασ το παρελθόν—οικογένεια, περιβάλλον, ιστορία—και ν’ αρχίζαµε απ’ την αρχή, σα ναυαγοί που αποδώ και στο εξήσ θα ζήσουν µαζί στο ίδιο νησί. Τόσουσ µήνεσ που ζω κοντά τησ η φαν-

193

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 194

“Aντίο, λοιπόν”

τασία µου καλπάζει σαν τρελαµένο άλογο που ψάχνει την ελευθερία του. Κι όµωσ η ελευθερία του δεν είναι καµιά άλλη παρά µόνο το χαλινάρι του αφέντη του. Μόνο µαζί τησ νιώθω ελεύθεροσ να ζήσω χωρίσ φόβο. Εκεί που κατοικεί αυτή υπάρχει µόνο ελπίδα και αγάπη. Κι αν µερικέσ στιγµέσ µε κυριεύει η αµφιβολία κι η ανασφάλεια ότι θα τη χάσω, είναι γιατί δεν έµαθα ποτέ ότι δικαιούµαι κι εγώ λίγη ευτυχία, λίγη καλή τύχη, χωρίσ αναποδιέσ, χωρίσ «αντίο» και αποχαιρετισµούσ. Η ελευθερία πονάει όταν δεν ξέρεισ τι να την κάνεισ. Το έζησα κι αυτό και δε θέλω να το ξαναζήσω. Θέλω να είµαι ελεύθεροσ να υποταχθώ σ’ αυτή που αγαπώ. Θέλω να τα φέρει έτσι η ζωή που να γίνουµε οι δυό µασ ένα και να κάνουµε µια µεγάλη οικογένεια. Με βήµα γοργό περνώ µέσα από το πλήθοσ που έχει γεµίσει µε πραµάτειεσ για άλλο ένα Σάββατο την πλατεία του χωριού και κατευθύνοµαι προσ το σπίτι, το παλιό πατρικό µου. Εξωτερικά δεν έχει αλλάξει τίποτε, όµωσ µε τα µάτια τησ απόστασησ που µε χωρίζει απ’ το παρελθόν µου το βλέπω πιά σχεδόν γκρεµισµένο και στη θέση του φαντάζοµαι να ξεπηδά σα φοίνικασ µεσ απ’ τισ στάχτεσ µια καινούργια κατοικία. Είµαι χαρούµενοσ που θα δω τη µαµά ύστερα από τόσεσ µέρεσ, αλλά απ’ την άλλη δεν ξέρω τι θα αντικρίσω. Ένασ αδιόρατοσ φόβοσ µου γνέφει απ’ τισ σκεπέσ των σπιτιών που προσπερνάω κι εγώ σκύβω το κεφάλι για να µη τον δω κατάµατα. ∆εν έχω πιά κλειδί—αστείο πώσ το άφησα πίσω φεύγοντασ, λεσ και δε θα µου χρειαζόταν ξανά ποτέ να επιστρέψω— , έτσι στέκοµαι στην είσοδο, σιάχνω το γιακά του πουκαµίσου µου, και χτυπώ την πόρτα. Όταν εµφανίζεται στη σχισµή τησ πόρτασ, η έκπληξη είναι και των δυό µασ. ∆ική τησ γιατί δε µε περίµενε να φανώ, και δική µου γιατί δεν περίµενα να δω αυτέσ τισ µελανιέσ γύρω απ’ τα µάτια και τα χείλη τησ. - Τι σου συµβαίνει, µαµά; τη ρωτάω όλο αγωνία και σπρώχνω την πόρτα να µπω µέσα. Πού χτύπησεσ; - Αντώνη µου, αγόρι µου! κάνει και µ’ αγκαλιάζει. ∆εν περίµενα να σε δω… Είναι το ίδιο όµορφη, όπωσ πάντα, αλλά από πάνω τησ έχει φύγει η ζωντάνια, η ζεστασιά τησ µάνασ. Κάτι φοβερό τησ συµβαίνει. - Μίλησέ µου, µαµά! επιµένω. Τι έπαθεσ; Γιατί δεν ήρθεσ να µε δεισ τόσεσ µέρεσ; Τι συµβαίνει και µου το κρύβεισ; Μπαίνουµε στο σαλόνι κι αυτή κάθεται «µισοσβησµένη» στον καναπέ. - ∆εν είναι τίποτε, αγάπη µου, µου λέει µε τρεµάµενη φωνή. Λάδια πεταχτήκανε εχθέσ που τηγάνιζα…∆εν είναι σοβαρό. Μου λέει ψέµατα, είµαι σίγουροσ ότι µου λέει ψέµατα! - Αυτέσ είναι µελανιέσ, µαµά. Από χτυπήµατα, την αντικρούω. Γιατί µου λεσ ψέµατα; Τι συµβαίνει και θεσ να το κρατήσεισ κρυφό; Η θεία στενοχωριέται που δε σε βλέπει. Κάτι παραπάνω ξέρει από µένα, αλλά…δεν τολµάει να µου το πει. ∆εν είµαι άξιοσ να γνωρίζω; Είµαι µικρόσ, αλλά δεν είµαι βλάκασ, µαµά! Μπορώ να καταλάβω πολύ περισσότερα απ’ όσα νοµίζεισ! Παλεύει µέσα τησ. Τα µάτια τησ υγραίνονται και το φωσ µέσα τουσ τρεµοπαίζει, τα µαλλιά τησ, που κάποτε ήταν µαλακά και στιλπνά, τώρα είναι θαµπά και ταλαιπωρη-

194

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 195

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µένα. Η µαµά δεν είναι πιά η µαµά που άφησα όταν έφυγα. Και ξέρω ότι δε φταίω µόνο εγώ για την κατάστασή τησ… - Πεσ µου τα δικά σου, αλλάζει συζήτηση και σπρώχνει προσ τα κάτω τον κόµπο που έχει στο λαιµό. - Τα δικά µου είναι τα δικά σου, µαµά, τησ λέω. Αν δε µάθω τι σου συµβαίνει, δεν πρόκειται να φύγω αποδώ. Ήρθα να µάθω την αλήθεια…Μη µε υποτιµάσ τόσο πολύ. Από τότε που έφυγε ο µπαµπάσ, µεγάλωσα, µαµά! Και µην κάνεισ πωσ δεν το βλέπεισ! Μεγάλωσα κι ερωτεύτηκα! Και θέλω να πατάω γερά στα πόδια µου! Μη µου κρύβεσαι, λοιπόν! Πρέπει να ξέρω—δεν ωφελεί να τα φαντάζοµαι… - Τι να φαντάζεσαι, παιδί µου; µε ρωτάει ανήσυχη. - Θέλω να τ’ ακούσω απ’ το δικό σου στόµα… Ακολουθεί σιωπή. - Ώστε είναι αλήθεια…, ψελλίζω. Το κεφάλι τησ δεν κινείται, ο κορµόσ τησ κι αυτόσ είναι καρφωµένοσ, σχεδόν άψυχοσ, πάνω στον καναπέ. - Πεσ µου, επιµένω. Είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι; Είσαι µε το δάσκαλο; Αγαπάσ το δάσκαλο; Ο τόνοσ τησ φωνήσ µου την τροµάζει, γι’ αυτό δε θέλει να το παραδεχθεί. Στο τέλοσ όµωσ ξεσπά: - Ναι…είµαι µε το δάσκαλο… Ακούγεται σα να τό’χει µετανιώσει. - Το ήξερα, µαµά…∆ε σασ είδα ποτέ µαζί, αλλά τό’χα καταλάβει. Μόνο εσένα είχα δει µια µέρα να βγαίνεισ απ’ το σπίτι του. Αυτό ήταν αρκετό. Κι όλο αυτό τον καιρό που έλειπεσ και δεν ήξερα πού ήσουν…∆εν ήταν δύσκολο να το καταλάβω. Χαίροµαι που έχεισ βρει κάποιον…Στην αρχή δεν ήταν εύκολο να το δεχθώ, ξέρεισ…Τώρα όµωσ καταλαβαίνω τισ ανάγκεσ σου…Έµεινεσ µόνη, µαµά, όπωσ κι εγώ…Καλά έκανεσ και…έφτιαξεσ πάλι τη ζωή σου… - Όχι, Αντώνη µου, όχι, παιδί µου…∆εν είναι έτσι…∆εν έφτιαξα τη ζωή µου…Όχι…∆εν είναι τόσο απλά τα πράγµατα… Πάω και την αγκαλιάζω. - Μη µου εξηγείσ, τησ λέω. Φθάνει που ξέρω ότι όλ’ αυτά που φανταζόµουν είναι αλήθεια…Τώρα είµαι πιό ήσυχοσ… - Είµαι µε το δάσκαλο, αλλά…δεν τον αγαπώ, µου λέει µε µια σκληρότητα που πρώτη φορά αντιµετωπίζω. - Αυτόσ σε χτύπησε; κάνω σαν τρελόσ. Σου έκανε τέτοιο πράγµα; Σηκώνοµαι πάνω. Είµαι έτοιµοσ να κάνω ό,τι περνάει απ’ το χέρι µου για να τιµωρηθεί αυτό το απόβρασµα! - Μίλησέ µου! Πρέπει να τα ξέρω όλα! Μη νοµίζεισ ότι είµαι αδύναµοσ! Μπορώ να τον σκοτώσω! Αν σ’ έχει πειράξει, να ξέρεισ ότι δε θα τον αφήσω έτσι! - Ηρέµησε, παιδί µου! Ηρέµησε! Θα σου εξηγήσω…∆ε φταίει αυτόσ, δε…δεν πρέπει να τα βάζεισ µαζί του! Θεέ µου, όλα εγώ τα έχω κάνει! Εγώ έφταιξα! Κι αυτόσ ένα θύµα

195

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 196

“Aντίο, λοιπόν”

είναι, όπωσ κι εσύ! Αρχίζει να κλαίει. Εγώ τά’χω χαµένα. ∆εν ξέρω πού πατάω. - Ναι, ένιωσα τροµερή µοναξιά όταν µασ άφησε ο πατέρασ σου…, αρχίζει να µου λέει. Με πλησίασε µε στοργή, µε ενδιαφέρον…Ήταν ένα αποκούµπι για µένα. Με στήριξε πάρα πολύ, αγόρι µου, δεν ξέρεισ πόσο…Γι’ αυτό, µη τον κατηγορείσ. Είναι καλόσ… - Κι όµωσ σήκωσε χέρι πάνω σου! φωνάζω. Τι σόι καλοσύνη έχει; Γιατί έµπλεξεσ µαζί του; Χωρίσ να το καταλάβω, την έχω πιάσει απ’ τουσ ώµουσ και την ταρακουνώ. Εκείνη όµωσ το δέχεται σαν το πιό τρυφερό χάδι. - Συγχώρεσέ µε, µάτια µου…∆εν ήµουν καλή µάνα…Σε αγνόησα, σε παραµέλησα όλο αυτό το διάστηµα. Ποιόσ ξέρει πόσοσ καιρόσ πέρασε κι εσύ…θα ένιωσεσ πεταµένοσ, ε; ∆εν είναι έτσι; Μ’ έχει αγκαλιάσει σφιχτά και µε χαZδεύει θέλοντασ να εξιλεωθεί. Όµωσ εγώ επιµένω. Θέλω να ξέρω τι µου κρύβει… - ∆ε θα ξαναπάσ σπίτι του! τησ φωνάζω απειλητικά. ∆ε θα σ’ αφήσω! Θα γίνει µεγάλο κακό αν πασ… Το σώµα τησ συρρικνώνεται τόσο, που σε λίγα δευτερόλεπτα µοιάζει µε ξεφούσκωτη µπάλα. Τα χέρια τησ πέφτουν άνευρα δίπλα στουσ µηρούσ τησ και το κεφάλι τησ είναι στραµµένο στο πάτωµα. - Όλα θα πάνε καλά, θα το δεισ, πάει να µε παρηγορήσει. Μια παρεξήγηση ήταν…Σ’ όλα τα ζευγάρια υπάρχουν µικροκαβγαδάκια… - Σ’ έσπασε στο ξύλο κι αυτό το λεσ «µικροκαβγαδάκι»; ∆ε σε πιστεύω, λέω µε απόγνωση. - Και µε το µπαµπά είχαµε προβλήµατα, µου λέει σα να θέλει να δικαιολογήσει το δάσκαλο. - Ποτέ δε σήκωσε χέρι πάνω σου όµωσ…Σ’ αγαπούσε, µαµά, σ’ αγαπούσε! Και τουσ δυό µασ αγαπούσε…άλλο αν… - Το ξέρω ότι µασ αγαπούσε…Κι εσένα ακόµη περισσότερο… Αρχίζει να κλαίει γοερά. - Εγώ τα κατέστρεψα όλα…, κατηγορεί τον εαυτό τησ. ∆ε θα έφευγε, δε θα…εξαφανιζόταν έτσι… - Τι θεσ να πεισ, µαµά; Γιατί έφυγε; Τι του έκανεσ για να φύγει έτσι ξαφνικά και να ρίξει µαύρη πέτρα; - Είναι µεγάλη ιστορία…Οι σχέσεισ των ανθρώπων είναι πολύ περίεργεσ, Αντώνη µου, κι ίσωσ…δε θα τισ καταλάβεισ… - Σταµάτα να µε θεωρείσ παιδί! Μεγάλωσα! Πάρ’ το χαµπάρι! Τα ξέρει όλ’ αυτά η θεία; τη ρωτάω. Σµίγει τα φρύδια. - Ξέρει…κάποια πράγµατα…∆εν µπορείσ να τα συζητήσεισ όλα µε όλουσ! - Εσύ την εµπιστευόσουν…και τώρα µου λεσ ότι… - Αγόρι µου, άσε µε, να χαρείσ…∆εν είµαι σε φάση να µιλήσω…

196

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 197

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

- Σου είπα, δε φεύγω αποδώ αν δε µάθω όσα πρέπει να µάθω…Εκτόσ αν προτιµάσ να κάνω µια επίσκεψη στο…δάσκαλο και να τα µάθω απ’ αυτόν! - Για όνοµα του Θεού, γιε µου! Έλα στα συγκαλά σου! Θα βουίξει το χωριό! - Αυτό σε νοιάζει πιό πολύ; Τι θα πει το χωριό! Όλο το χωριό βουίζει για όλουσ! Μάθε το καλά! Έχω βάλει κι εγώ το χεράκι µου σ’ αυτό…, τησ πετάω. - Τι εννοείσ; - Βαρέθηκα να προσποιούµαι ότι όλα είναι µια χαρά! Τίποτε δεν είναι εντάξει! Υπέφερα όλο αυτό το διάστηµα! Υπέφερα γιατί ήξερα ότι υπέφερεσ κι εσύ! ∆εν υπάρχει λοιπόν λόγοσ να κρυβόµαστε! Πεσ µου την αλήθεια…Γιατί είσαι µ’ έναν άντρα που δεν αγαπάσ και σε ξυλοφορτώνει; Θα του σπάσω το κεφάλι, θα του κάνω το σπίτι ρηµαδιό, τ’ ακούσ; - Για το καλό σου, µη µε πιέζεισ άλλο…∆ε θ’ αντέξω…∆εν είναι ώρα να τα πούµε αυτά… Όλα θα γίνουν στην ώρα τουσ…Έλα, κάτσε εδώ δίπλα µου…Μη µε σταυρώνεισ! Έχω κι εγώ δικαίωµα να κάνω λάθη… - ∆ε σε κατηγορώ για τα λάθη σου…Κι εγώ έκανα πολλά…Θέλω µόνο να ξέρω τι σε κρατάει κοντά σ’ αυτό τον άντρα! Στην αρχή ντροπιάστηκα, ένιωσα πολύ περίεργα που…η µάνα µου, η δικιά µου µάνα, βλεπόταν µε το δάσκαλό µου! Μετά όµωσ κατάλαβα ότι πρέπει ν’ αγαπιέστε, αλλιώσ δεν εξηγείται. Και τώρα όλα έρχονται τα πάνω κάτω! Αυτόσ σε χτυπάει, εσύ λεσ ότι δεν τον αγαπάσ…Τι στο διάολο συµβαίνει; Τότε µε χτυπάει µια σκέψη σαν κεραµίδα. Ο µπαµπάσ… - Πεσ µου κάτι, µαµά…, τησ λέω µ’ έναν τρόπο που την πανικοβάλλει, αν κρίνω απ’ τη στάση του κορµιού τησ που καρφώνεται στη ράχη του καναπέ. Τον καιρό που ήσουν µε το µπαµπά…έβλεπεσ και το δάσκαλο; Παγώνει. Εγώ συνεχίζω να µιλάω: - Ήσουν µε το µπαµπά και βλεπόσασταν µε το δάσκαλο και…ο µπαµπάσ το ανακάλυψε, έτσι δεν είναι; Και γι’ αυτό έφυγε…Αυτό δεν είναι; Έτσι δεν έχουν τα πράγµατα; Αυτό δεν είναι το µυστικό σου; Γι’ αυτό λεσ ότι φταισ… Γονατίζω στο πάτωµα και χώνω το πρόσωπό µου µεσ στισ παλάµεσ µου. - Προδόθηκε…πληγώθηκε…, ψιθυρίζω ανάµεσα στα αναφιλητά µου. ∆εν άντεξε κι έφυγε…Γιατί; Γιατί; Ήσασταν τόσο αγαπηµένοι…Γιατί τα καταστρέψατε όλα; Ερωτήµατα που θα µείνουν αναπάντητα… Σ’ ένα βιβλίο τησ θείασ διάβασα ότι ο Νεύτων, ύστερα από διάφορα πειράµατα που έκανε, κατέληξε στο συµπέρασµα ότι τα πρίσµατα δεν αλλοιώνουν τα χρώµατα του φωτόσ που περνά από µέσα τουσ. Σκέφτοµαι, αν αυτά τα πρίσµατα ήταν µάτια, σαν τα δικά µου, πώσ θα ήταν τα χρώµατα ολόγυρα; Θα έµεναν άραγε αναλλοίωτα; ∆εν το νοµίζω. Ύστερα απ’ αυτή την αποκάλυψη τησ µαµάσ και του παράνοµου δεσµού τησ, πώσ είναι δυνατό να βλέπω τον κόσµο όπωσ ήταν πριν; Τισ πρώτεσ στιγµέσ θέλησα να τα πω όλα στη γιαγιά, στη θεία, στη Νατάσα, να βγω στο δρόµο και να το φωνάξω σ’ όλουσ! Τώρα όµωσ ο θυµόσ µου κοιµήθηκε, λεσ και τον πότισαν υπνωτικό, και δε νιώθω ότι έχω ανάγκη να κάνω απολύτωσ τίποτε! Κάθοµαι ώρεσ ατέλειωτεσ στο δίχρωµο δωµάτιό µου, παρέα µε το φωσ που µπαίνει απ’ το παράθυρο, και προσπαθώ να καταλάβω το γιατί, να

197

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 198

“Aντίο, λοιπόν”

δικαιολογήσω τη µαµά, να σβήσω την οργή µου για το δάσκαλο, να βρω µια θέση στη σκακιέρα που µε τοποθέτησε το χέρι τησ µαµάσ, τησ ίδιασ τησ ζωήσ… Φεύγοντασ απ’ το πατρικό µου, χώθηκα σαν τον κλέφτη στην αυλή του «ΑZνστάιν». Είχα σκοπό να µπω µεσ στο σπίτι του την ώρα που εκείνοσ θά’λειπε—το διακινδύνευα, γιατί δεν ήξερα αν ήταν εκεί ή είχε φύγει—και να «βιάσω» το χώρο του, να κάνω κάτι κακό, ν’ αφήσω ένα σηµάδι στουσ τοίχουσ που δε θα έφευγε ποτέ, να σκίσω τα ρούχα του, ν’ αδειάσω τα ντουλάπια στην κουζίνα, να σπάσω τα ποτήρια του, να λερώσω τ’ ασπρόρουχά του, να γεµίσω λάσπεσ τα χαλιά του. ∆εν µπόρεσα όµωσ να παραβιάσω την πόρτα του. Αυτή η καταραµένη πόρτα τον προστάτευε! Αυτόσ είχε µπει στη ζωή µου, στη ζωή όλων µασ, απρόσκλητοσ, ανενόχλητοσ, µασ είχε ποδοπατήσει, κι εγώ δεν ήµουν άξιοσ ούτε την πόρτα του σπιτιού του να σπάσω! Στάζει αδικία η ζωή! Από εκείνη τη στιγµή σβήσανε όλα µέσα µου. Και, ξέρεισ, πιό πολύ υποφέρω γιατί η µάνα µου του άνοιξε διάπλατα την πόρτα του σπιτικού µασ, αυτή τον αγκάλιασε, αυτή λεηλάτησε τη ζωή του µπαµπά για να τα δώσει όλα σ’ αυτόν! Καλά λέει—αυτή φταίει για όλα, αλλά πώσ να τα βάλεισ µε την ίδια σου τη µάνα χωρίσ ν’ αφήσεισ πληγέσ στο δικό σου το σώµα; Γι’ αυτό, τα βάζεισ µ’ όλο τον άλλον κόσµο, φθάνει να µη στραφείσ εναντίον τησ… Θα µπορούσα να µιλήσω στη θεία· εκείνη θα τησ έλεγε µια κουβέντα, κάποιο ρόλο θετικό θα έπαιζε. Αλλά τι νόηµα έχει; Γυναίκα κι η µια, γυναίκα κι η άλλη. Κάτι τέτοιεσ στιγµέσ ξυπνάει η γυναικεία αλληλεγγύη και τα «παραπτώµατα τησ καρδιάσ»—έτσι τα είχε ονοµάσει κάποτε τα λάθη από ανωριµότητα η ίδια η θεία—παραγράφονται. ∆εν υπάρχει επιστροφή· όταν γλιστράσ, γλίστρησεσ, και δεν µπορείσ να γυρίσεισ το χρόνο πίσω. ∆εν είπα ακόµη όσα έπρεπε να τησ πω τησ µαµάσ· δεν άνοιξα ακόµη τα χαρτιά µου. Από φόβο; Μπορεί. Από θυµό; ∆εν αποκλείεται. Πάντωσ, όταν έφευγα εχθέσ απ’ το σπίτι αφήνοντάσ τη να σιγοκλαίει σα νερό τησ βροχήσ στο ρείθρο, ήµουν σίγουροσ ότι κάποια στιγµή θα ξαναγυρίσω. Αυτή η αποκάλυψη είναι µόνο η αρχή… Η καταρρακτώδησ βροχή µε έκλεισε µέσα σήµερα. Έµεινα στο δωµάτιό µου, προσπάθησα να γράψω ποίηση, δεν τα κατάφερα, παράτησα το τετράδιο πάνω στο κρεβάτι, έκανα βόλτεσ πάνω κάτω, κι όταν η µπόρα κόπασε κάπωσ, βγήκα στον κήπο να γράφω µε το νερό τησ βροχήσ πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι. Η ώρα είναι κιόλασ περασµένεσ δύο, αλλά ο ήλιοσ δε φαίνεται πουθενά. Ένα τεράστιο µαύρο µαντίλι τα έχει σκεπάσει όλα κι εµένα µ’ έχει πιάσει ψυχοπλάκωµα. Τίποτε δε µε συγκινεί πιά, τίποτε δεν µπορεί να µε ανακουφίσει. Απορώ κι εγώ µε τον εαυτό µου πώσ είναι δυνατόν να µην έχω καταρρεύσει ακόµη µ’ όλ’ αυτά που έχουν γίνει. Έχω µπροστά µου µια γυναίκα που απ’ τη µια µου λέει ότι είναι µε τον άνθρωπο που για χάρη του διέλυσε την οικογένειά τησ κι απ’ την άλλη ισχυρίζεται ότι δεν τον αγαπά πιά, κι εγώ κάθοµαι και τα δέχοµαι όλ’ αυτά σα να ήταν η πιό ευχάριστη αλήθεια! Ο θυµόσ µου δεν έχει περάσει ακόµη· κάθε µέρα που περνάει γίνεται όλο και πιό έντονοσ και δεν ξέρω πού θα µε οδηγήσει. Ευτυχώσ που για µένα ο δάσκαλοσ έχει πεθάνει και δεν πρόκειται να ξαναµπώ στην τάξη του. Σε λίγεσ µέρεσ θ’ ανήκω αλλού, θα έχω φύγει απ’ αυτό τον καταραµένο τόπο. Το κακό όµωσ είναι ότι θα συνεχίσω να τον βλέπω, θα εµφανίζεται µπροστά µου την πιό ακατάλ-

198

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 199

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ληλη στιγµή και δε θα µε αφήνει να ξεχάσω την ύπαρξή του. Εκτόσ αν χωρίσουν. Αφού δεν τον αγαπά η µαµά, σίγουρα είναι θέµα χρόνου να του δώσει τα παπούτσια στο χέρι. Θα εξακολουθήσει βέβαια να µένει στο χωριό, θα συνεχίσει να διδάσκει στο µικρό σχολείο. Εύχοµαι όµωσ οι δρόµοι µασ να µη ξανασυναντηθούν ποτέ, να µην εµφανιστεί ποτέ του στο χωριό, να κρυφτεί και να µη ξαναδώσει σηµεία ζωήσ. Γιατί όσο θα τον βλέπω, τόσο θα βράζει µέσα µου η ανάγκη για εκδίκηση. Το µεγαλύτερο φταίξιµο είναι δικό του· η µαµά θα ήταν ανίσχυρη µπροστά του. Ξέρω εγώ πώσ τη µάγεψε µε τα λόγια τα µεγάλα και τισ ιπποσύνεσ. Με κάτι τέτοια πέφτουν οι γυναίκεσ του χωριού. Τέτοιου είδουσ άντρεσ σπανίζουν στα µέρη µασ κι όταν εµφανίζονται, θέλουν όλεσ να τουσ φάνε σαν παντεσπάνι! Το απόγευµα βρίσκω τη θεία να συσκευάζει τουσ πίνακεσ που µέχρι πριν λίγεσ ώρεσ βρίσκονταν ακουµπισµένοι γύρω γύρω στουσ τοίχουσ του ατελιέ τησ. Για µια στιγµή νόµισα πωσ θα φύγει. - Θα περάσουν να τουσ πάρουν στισ επτά, µου λέει και σκουπίζει το ιδρωµένο µέτωπό τησ. - Τουσ πούλησεσ; τη ρωτάω. - Όχι, όχι ακόµη. ∆ε σ’ τα είπα τα νέα! µου κάνει. Θα κάνω έκθεση στη Θεσσαλονίκη στισ αρχέσ του Οκτώβρη! Θα έρθει η µεταφορική να τουσ πάρει και να τουσ στείλει στη γκαλερί. - Αλήθεια; κάνω µε ενθουσιασµό. Επιτέλουσ! Αυτό που όλοι µασ περιµέναµε! Ακουµπάει στο πάτωµα τον πίνακά τησ µ’ εκείνο τον φραγκόπαπα που ευλογεί τα παιδιά και µε το ψαλίδι κόβει ένα κοµµάτι λευκό χαρτί περιτυλίγµατοσ. - Το σηµαντικότερο δε σ’ το είπα όµωσ, µου λέει. Στην έκθεση θα βρεθούµε ύστερα από πολλά χρόνια οι συµφοιτητέσ που ήµασταν στη Σχολή Καλών Τεχνών! Θα έρθουν και κάποιοι συµφοιτητέσ απ’ τη Φιλοσοφική! Είναι διπλή η χαρά µου! Θα ήθελεσ να έρθεισ κι εσύ, Αντώνη; - Πάρα πολύ, τησ λέω. Το σχολείο όµωσ; ∆εν ξέρω αν… - Η έκθεση θα κρατήσει µέρεσ. Εγώ θα είµαι εκεί δυό βραδιέσ µόνο, Σάββατο και Κυριακή. ∆ε θα είναι δύσκολο να είσαι κι εσύ. Μίλησα στη µαµά σου και…µου είπε ότι θα ήταν καλή ιδέα να πηγαίναµε όλοι µαζί…Τι λεσ; Για λίγο κοκαλώνω, αλλά µετά συνέρχοµαι και λέω γιατί όχι, θα ήταν καλή ιδέα, πραγµατικά. - Ώστε µιλήσατε µε τη µαµά…, είναι σα να µονολογώ. - Ναι, µου ζήτησε συγνώµη που χάθηκε τόσον καιρό…Την άκουσα ευδιάθετη. Μου είπε ότι πήγεσ αποκεί. Τα βρήκατε, έτσι δεν είναι; Απορώ µε το χαλαρό ύφοσ τησ θείασ. ∆είχνει σα να µην έχει καταλάβει τίποτε. - Αυτό σου είπε, θεία; Ότι τα βρήκαµε; - Ναι…, λέει διστακτικά κοιτάζοντάσ µε παραξενεµένη. ∆εν είναι έτσι; - Και ναι και όχι. ∆εν πειράζει, άσ’ το, τησ κάνω και πάω να βγω. Θα τα λύσουµε όλα µόνοι µασ, ανακοινώνω. - Αντώνη…µου είναι τόσο δύσκολο να πάρω θέση σ’ όλ’ αυτά…

199

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 200

“Aντίο, λοιπόν”

Η ειλικρίνειά τησ µ’ αρέσει, αν εξαιρέσω την παγωµάρα που µ’ αφήνει στο κορµί. - ∆ε χρειάζεται, θεία, τησ λέω. Η κατάσταση δεν αλλάζει…Την απόφαση θα την πάρει η ίδια η µαµά… - Αντώνη…ήξερα για το δάσκαλο…Τον τελευταίο καιρό µου είχε µιλήσει η µαµά…Να ξέρεισ, δεν τησ έδωσα δίκιο… - Ξέρω…Το είδα εκείνο το µεσηµέρι που σασ βρήκα να τα λέτε. Είδα πόσο ψυχραµένεσ ήσασταν. - Θα τη συγχωρέσεισ; Νά’ξερεσ πόσο υπέφερε…Κι ακόµη υποφέρει. - Αφού δεν τον αγαπά, να τον χωρίσει…Έτσι δε θά’κανεσ κι εσύ, θεία; ∆ε θα τον χώριζεσ; Θά’µενεσ µε κάποιον που δεν αγαπάσ; ∆υσκολεύεται ν’ απαντήσει. Αφήνει το χαρτί περιτυλίγµατοσ να πέσει στα πόδια τησ και το στόµα τησ µένει ανοιχτό από λόγια που συνωστίζονται στο λαρύγγι τησ αλλά που δε λένε να βγουν. - Πιστεύεισ, στ’ αλήθεια, πωσ δεν τον αγαπά; λέει, τελικά. - Εγώ πιστεύω τα χειρότερα γι’ αυτόν! λέω, έτοιµοσ να εκραγώ. Αλλά γιατί να µη πιστέψω την ίδια τη µαµά που το είπε; «∆εν τον αγαπώ» µου είπε ξεκάθαρα! Κι εγώ τησ είπα «γιατί µένεισ µαζί του, τότε;» ∆εν είναι τρελό, θεία; Την έβλεπα να υποφέρει µακριά απ’ το µπαµπά κι αυτή…τα είχε µ’ έναν άλλον άντρα…∆εν ξέρω τι να πω…Με κορόιδευε; Έπαιζε θέατρο; Τώρα δεν τησ λέει τίποτε αυτόσ ο άντρασ…∆εν είναι καλά η µαµά. Είναι πολύ µπερδεµένη. Μόνο λίγο αν µ’ άφηνε να τησ δείξω τι σηµαίνει ν’ αγαπάσ…Θα έβλεπε πώσ είναι η αληθινή αγάπη…Η Νατάσα κι εγώ…Πόσο δεµένοι είµαστε! Πόσο πιστέψαµε σ’ αυτή τη συνάντηση, σ’ αυτή τη σχέση…Κι είµαστε πιστοί. Είµαστε ανώριµοι, κι όµωσ κάναµε τόσα πολλά µαζί! Μέσα στο κρύο του χωριού εµείσ φτιάξαµε το δικό µασ παραγώνι για να µείνει ζωντανή η φλόγα τησ αγάπησ µασ… - Τα λεσ τόσο όµορφα, αγόρι µου…Είσαι γεννηµένοσ ποιητήσ! Νά’ξερεσ πόσο χαίροµαι για σένα! Κι η µάνα σου είναι περήφανη! Ξέρει ότι δε θα την καταδικάσεισ. Ξέρει ότι θα είσαι και σ’ εκείνη πιστόσ…µέχρι το τέλοσ… - Θα είµαι…αλλά δεν µπορώ να δεχθώ να είναι µ’ έναν άνθρωπο που δεν αγαπά… ∆εν τησ είπα τίποτε για τισ έµµονεσ ιδέεσ που µε στοιχειώνουν. Για το ότι θέλω να κάνω κακό στο δάσκαλο, για το ότι δε θα ησυχάσω αν δε φύγω αποδώ µαζί µ’ αυτή που αγαπώ. Ούτε αυτή µου είπε τίποτε για τα σηµάδια τησ µαµάσ απ’ το χέρι του «αγαπηµένου» τησ. Έχει πλέον σουρουπώσει κι οι πίνακέσ τησ ταξιδεύουν περήφανοι µεσ στο χαρτί περιτυλίγµατοσ για τη Θεσσαλονίκη. Τουσ είδα να µπαίνουν µεσ στο φορτηγάκι και τουσ άκουσα να κάθονται µ’ έναν υπόκωφο γδούπο ο καθένασ στη θέση του για το σύντοµο ταξίδι τουσ. Πριν λίγο είδα τη Νατάσα, φιληθήκαµε στο φωσ του φεγγαριού που τρεµόπαιζε ανάµεσα στα σύννεφα, και άκουσα το σχέδιο που κατέστρωσε για να ξεσκεπαστούν σε όλο το χωριό οι διώκτεσ του παππού. Θα το βάλουµε σε εφαρµογή αύριο κιόλασ. Αυτό που χρειάζεται είναι ένα φωτοτυπικό µηχάνηµα. Όλα τ’ άλλα είναι στα χέρια του Θεού, έτσι µου είπε. Σπρώχνω την πόρτα του νεκροταφείου κι αυτή τρίζει µε πόνο πάνω στο φαγω-

200

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 201

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

µένο µάρµαρο. Η σιγαλιά δίνει στο τοπίο µια δόση µυστηρίου. Αυτό ακριβώσ χρειάζοµαι τούτη εδώ την ώρα που η ζωή σιγά σιγά πέφτει για ύπνο και µεσ στο σκοτάδι φέγγουν µόνο τα φώτα απ’ το δρόµο και τα µάτια κάποιασ γάτασ που τυχαίνει να βρίσκεται εδώ. Κοιτάζω βουβόσ τα µνήµατα, κοντοστέκοµαι να διαβάσω φευγαλέα τισ επιγραφέσ, αφήνω το κουρασµένο µου βλέµµα να πλανηθεί πάνω απ’ τισ φωτογραφίεσ, και πάω πιό πέρα. Είναι µακρύσ ο δρόµοσ µέχρι τον τελευταίο τάφο. Το εκκλησάκι στη µέση του νεκροταφείου είναι αδειανό, τα φώτα του όµωσ µένουν πάντοτε αναµµένα. Πολλέσ φορέσ µέσα στη µέρα έρχονται εδώ χαροκαµµένοι συγγενείσ ν’ ανάψουν ένα κεράκι, ν’ αφήσουν ένα λουλούδι, να περιποιηθούν τα µνήµατα. Από µικρόσ ήθελα να δω πώσ είναι εδώ µέσα, η µαµά όµωσ δε µ’ άφηνε. «∆ε χρειάζεται να τα µαθαίνεισ όλα», µού’λεγε. «Όταν µεγαλώσεισ, θα σε φέρω να δεισ τουσ τάφουσ πολλών σπουδαίων ανθρώπων του τόπου µασ». ∆εν ξέρω ποιούσ εννοούσε. Εµένα όλοι αυτοί οι άνθρωποι που κείτονται σ’ αυτή τη γη σπουδαίοι µου φαίνονται. Μόλισ τουσ αγγίξει ο θάνατοσ, όλοι αποκτούν µιαν άλλη αξία. Όσο είναι στη ζωή, αφήνουν τα πάθη τουσ να τουσ αλλοιώνουν. Υπάρχουν κι εξαιρέσεισ, φυσικά. Ο παππούσ τησ Νατάσασ, η θεία, η γιαγιά—ασ µη τα ξαναλέω και γίνοµαι κουραστικόσ. Άλλωστε, οι άνθρωποι που γνωρίζω είναι λίγοι—οι εµπειρίεσ τησ ζωήσ µου είναι κι αυτέσ λιγοστέσ. Ό,τι κι αν πω, πάντοτε θ’ αναφέροµαι στα ίδια πρόσωπα— µέχρι να γνωρίσω άλλα, καινούργια. Σάµπωσ ξέρω κι εγώ πώσ θα εξελιχθεί η ζωή µου! Μόλισ τινάξω τη σκόνη του χωριού απ’ τα παπούτσια µου και πάρω το δρόµο για έναν καινούργιο κόσµο, ξέρω ότι όλα θα είναι µια ανάµνηση· δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω. ∆ε θά’χω µάτια ν’ αντικρίσω πάλι το µέροσ που στοίχειωσε µε τισ σκέψεισ και τισ πράξεισ µου, µε την οργή και τον πόνο µου. Ζω για εκείνη τη µέρα που θα φορέσω το µπεζ καπέλο µου, θα ζωστώ το σακίδιό µου και θα ξεκινήσω για άλλη πατρίδα. Λυπάµαι που αυτόσ ο αγώνασ δε θα έχει καλή έκβαση. Θά’θελα απόψε να έλεγα στη µαµά ότι προσπάθησα, πραγµατικά προσπάθησα, να ξεπεράσω το παρελθόν µου, να κοιτάξω µπροστά µε αισιοδοξία, να κάνω µια καινούργια αρχή, να συµφιλιωθώ µε τη ζωή τησ και τη ζωή µου, αλλά δε γίνεται τίποτε. Ασ µε πει ξεροκέφαλο, αδύναµο µπροστά στισ εκπλήξεισ τησ ζωήσ, εγωιστή, απροσάρµοστο. ∆εν έχει καµία σηµασία. Αυτό που µε προβληµατίζει είναι ότι δεν ξέρω πώσ θα φύγω αποδώ—περήφανοσ, µε το κεφάλι ψηλά, ή ένα τσαλακωµένο όνειρο; Έχω αγνοήσει όλεσ τισ λεπτοµέρειεσ—τι θ’ απογίνει η Νατάσα, πώσ θα βλεπόµαστε, η θεία τι θα λέει, κι όλ’ αυτά. Μπροστά µου βλέπω µόνο εµένα ν’ αποµακρύνοµαι απ’ το χωριό µέχρι αυτό να γίνει µια κουκίδα στον ορίζοντα, ένα θολό περίγραµµα που χάνεται µέσα στη σκόνη του δρόµου. Στισ έντεκα το άλλο πρωί βρίσκω τη Νατάσα έξω απ’ τη βιβλιοθήκη τησ να κρατά ένα πάκο χαρτιά και να τ’ ανεµίζει µε χαρά καθώσ µε βλέπει να πλησιάζω. - Είναι όλα έτοιµα, µου λέει και µε φιλά πεταχτά στο µάγουλο. Έχω ξυπνήσει από πολύ νωρίσ… - Τι χαρτιά είναι αυτά; τη ρωτάω. - Βάλε λίγο τη φαντασία σου να δουλέψει, µε µαλώνει. Τι θα µπορούσαν να είναι αυτά τα χαρτιά;

201

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 202

“Aντίο, λοιπόν”

- Έχεισ µαζέψει κάποια απ’ τα γράµµατα του παππού και τα έχεισ βγάλει φωτοτυπία, τησ λέω. - Ναι, ναι, κοντά έπεσεσ! Συγκεκριµένα, έχω βγάλει φωτοτυπία το τελευταίο γράµµα του και ξέρεισ τι πρόκειται να κάνω; - Θα το κολλήσεισ σ’ όλο το χωριό; κάνω κάπωσ τροµαγµένοσ, ενώ την απάντησή τησ τη βλέπω µεσ στα µάτια τησ που λάµπουν. - Θα τουσ αναστατώσω! - Και θα το κάνεισ τώρα, µέρα µεσηµέρι; - Όχι, βέβαια! ∆εν τρελάθηκα! Για να πετύχει το σχέδιο, πρέπει να δράσουµε νύχτα! Όταν οι δρόµοι θα είναι έρηµοι και το σκοτάδι πυκνό, θα πάµε σε διάφορα µέρη και θα κολλήσουµε τα χαρτιά σε κολόνεσ τησ ∆ΕΗ! - Και τι νοµίζεισ ότι θα πετύχεισ έτσι; - Μα, τι λεσ, ρε Αντώνη; ∆εν καταλαβαίνεισ ότι θα γίνει σούσουρο; Θ’ αναστατωθεί όλο το χωριό κι αυτοί που είναι ένοχοι θα ξεσκεπαστούν! ∆ε νοµίζω ότι θα µείνουν απαθείσ! - Έχεισ σκεφθεί πώσ µπορεί ν’ αντιδράσουν µόλισ τα δουν; Το µυαλό τουσ θα πάει κατευθείαν στην οικογένειά σου! Μπορεί να…κάνουν αντίποινα, να ζητήσουν το λόγο, να σασ…πάνε στα δικαστήρια! Τώρα η Νατάσα µε κοιτά µε φονικό βλέµµα. Τησ χαλάω τα σχέδια. - Υπερβάλλεισ! Αντί να τουσ πάµε εµείσ στα δικαστήρια, θα µασ πάνε αυτοί; - Έπειτα από τόσα χρόνια πιστεύεισ ότι θα γίνει κάτι; Το κράτησαν κρυφό, κανείσ δεν είπε τίποτε σε κανέναν. Όλοι φαίνεται να γνωρίζουν, αλλά κανείσ ποτέ δεν προσπάθησε να τουσ ξεσκεπάσει… - ∆εν καταλαβαίνω τι σε έχει πιάσει και τα βλέπεισ όλα µαύρα! µου πετάει κοφτά και κάνει να φύγει. Αν δε θεσ να µε βοηθήσεισ, θα το κάνω µόνη µου! - Στάσου! ∆εν είπα αυτό! Απλά…αυτά τα πράγµατα θέλουν περισσότερη σκέψη… - Μήνεσ τώρα ξεθάβω στοιχεία! Πόσο άλλο να περιµένω; - Όταν άρχισεσ αυτή την έρευνα, δεν ήξερεσ τι θα έβρισκεσ, έτσι δεν είναι; - ∆εν ήξερα, αλλά το διαισθανόµουν… - Και τώρα που ανακάλυψεσ µια τόσο σηµαντική αλήθεια, θεσ έτσι εύκολα να τα τινάξεισ όλα στον αέρα; - Και τι προτείνεισ να κάνω, δηλαδή; - Να περιµένεισ…, τησ λέω γλυκά. ∆εν µπορούµε να ξέρουµε ποιέσ θα είναι οι αντιδράσεισ…∆υό παιδιά εναντίον τόσων µεγάλων…και µάλιστα ισχυρών του χωριού! Είναι τρέλα, δε νοµίζεισ; Χαµηλώνει το κεφάλι, αφήνει το χέρι µε τα χαρτιά να πέσει στο µηρό τησ—ένδειξη ότι τα λόγια µου την προβληµατίζουν. - Θα σου εξοµολογηθώ κάτι, τησ λέω και την πιάνω απ’ το µπράτσο να µπούµε στη βιβλιοθήκη. Στεκόµαστε µπροστά στην πόρτα. - Τισ τελευταίεσ µέρεσ έχω πολλέσ έµµονεσ ιδέεσ…∆εν µπορείσ να φανταστείσ πόσο φρικτό είναι να σε γραπώνουν και να µη µπορείσ να ξεφύγεισ!

202

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 203

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Με κοιτά απορηµένη, σχεδόν τροµαγµένη. - Τι ιδέεσ; - ∆εν είναι απλά ιδέεσ. Στην ουσία, είναι οράµατα…Είναι τόσο ζωντανά που…χάνω την αίσθηση τησ πραγµατικότητασ, µωρό µου…Προχθέσ ήθελα να µπω στο σπίτι του δασκάλου, να παραβιάσω την πόρτα του και να…του κάνω άνω κάτω τα πράγµατα. Να του κάνω ζηµιέσ, να…βάψω τουσ τοίχουσ, να…Καταλαβαίνεισ τι εννοώ…∆εν µπόρεσα όµωσ… Από εκείνη τη στιγµή, έχω συνέχεια στο νου µου µια τεράστια φωτιά…που κατατρώει το σπίτι του…που ροκανίζει τα ξύλα, που…διπλώνει σαν τραπουλόχαρτο τουσ τοίχουσ…Κι αυτή τη φωτιά την έχω βάλει εγώ…και κάθοµαι πιό κει και…βλέπω µε χαρά να παραδίδονται στισ φλόγεσ όλα τα υπάρχοντά του…κι αυτόσ µαζί! Γίνονται όλα ένα, µια µάζα… Κι εγώ απολαµβάνω το κατόρθωµά µου…Είναι τρελό αυτό, δεν είναι; Κι όµωσ έχει µια ακαταµάχητη γλύκα αυτό το θέαµα…∆εν ξέρεισ πόσο δύσκολο µου είναι να κρατηθώ, να µη το κάνω…Αυτόσ ο άνθρωποσ µου κάνει κακό…Απ’ τη στιγµή που κατάλαβα ότι µπήκε µ’ αυτό τον τρόπο στην οικογένειά µου, έχω αρρωστήσει. Νιώθω σα να κουβαλώ πάνω µου ένα φορτίο που θέλω να ξεφορτωθώ! Θέλω να ξεπλυθώ απ’ αυτόν! Μαγαρίζει τη ζωή µου, τη µάνα µου, τα πάντα! Όµωσ…δεν το κάνω, Νατάσα. Κρατιέµαι. Ξέρω ότι θα καταστραφεί η ζωή µου αν το κάνω. Θα µπορούσα όµωσ. Ξέρω ότι είναι πιό εύκολο απ’ ό,τι ακούγεται. Αφού έχω κάνει κι άλλα στο παρελθόν, γιατί να µη κάνω κι αυτό; Τι θ’ αλλάξει; Άλλωστε, µπορεί να είµαι και πάλι τυχερόσ και να µην ανακαλύψει κανείσ τίποτε. - Αντώνη…Αντώνη…Σύνελθε! Τι λόγια είναι αυτά! Τα µεταξωτά τησ χέρια µ’ έχουν πιάσει απ’ τουσ ώµουσ και µε ταρακουνούν. - Βλέπεισ λοιπόν; Είναι εύκολο να ξεφύγει κανείσ, να ξεστρατίσει…Αυτόσ ο τόποσ, όσο όµορφοσ κι αν είναι, όση ευτυχία κι αν µού’χει χαρίσει µια και µου γνώρισε εσένα, µου κάνει κακό, Νατάσα, µεγάλο κακό! Γι’ αυτό σου ζήτησα κι άλλεσ φορέσ να φύγουµε. Ξέρω, ξέρω, τησ λέω µόλισ πάει να µου µιλήσει. Είναι κι αυτό τρέλα! Η ίδια η σωτηρία µου είναι τρέλα! Ποτέ άλλοτε δεν ήµουν τόσο µπερδεµένοσ! Είµαι δεκατριών και ήδη σκέφτοµαι το τέλοσ τησ ζωήσ µου! Αν αυτό δεν είναι τρέλα, τότε τι είναι; Μόνο εσύ µου δίνεισ φτερά, µόνο εσύ µ’ αγαπάσ! Εσύ είσαι η µόνη πραγµατικότητα! Όλα τ’ άλλα είναι έµµονεσ ιδέεσ…Μη κάνεισ κάτι που θα σε βάλει σε µπελάδεσ, σε παρακαλώ. Αρκετά έκανα εγώ. ∆ε χρειάζεται να µπλέξουµε κι οι δυό µασ. Κι αν το θεσ τόσο πολύ να…τουσ ξεσκεπάσεισ, τότε…άσε εµένα να το κάνω. Να ρίξουν το φταίξιµο σε µένα, όχι σε σένα, προσ Θεού! Στο άκουσµα τησ λέξησ «Θεόσ», η Νατάσα γέρνει από πάνω µου καθώσ εγώ αφήνω το σώµα µου να γλιστρήσει πάνω στην µπλε πόρτα και να σταµατήσει στο πεζούλι. - Κουβαλάσ µέσα σου το Θεό, µου λέει. Όσο κι αν Τον απαρνείσαι, Τον έχεισ µέσα σου. Πιστεύεισ σ’ Αυτόν… - Εξακολουθείσ να πιστεύεισ ότι όλ’ αυτά γύρω µασ τα έχει φτιάξει ο Θεόσ; τη ρωτάω. Εµένα µου φαίνεται πωσ µόνο ο ∆ιάβολοσ έχει βάλει το χεράκι του…

203

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 204

“Aντίο, λοιπόν”

«Μέσα στο σκοτάδι/κυλώντασ ένα δάκρυ/το µάγουλο αγγίζει/και την ψυχή ποτίζει/Εσένανε θυµάµαι/τισ νύχτεσ δεν κοιµάµαι/πονάω, µα αντέχω/κοντάρι πιά δεν έχω/τισ θύελλεσ να διώξω/Κι η νύχτα όλο γλιστράει/στα βράχια περπατάει/τησ άµοιρησ ζωήσ µου/να σύρει το κουβάρι/Ναµάζι37 ν’ απευθύνω/στο Σύµπαν και σ’ εκείνο/το φωσ που µ’ άστρο µοιάζει/και τα όνειρα ξεβγάζει/απ’ το ψέµα». Απόψε πήρε φωτιά το στιλό µου, η «γραφίδα» του ποιητή που κρύβω µέσα µου ξύπνησε και «πυροβολεί» το χαρτί. Μόνοσ µεσ στην πολυτελή κάµαρα, τά’χω βάλει µε τον οίστρο που µ’ έχει επισκεφθεί και δε λέει να µ’ αφήσει. ∆ίπλα µου έχω ένα λεξικό τησ Νέασ Ελληνικήσ, πιό πέρα δυό µεγάλα περιοδικά πάνω στην τέχνη, και στο πάτωµα είναι ανοιχτόσ ένασ τόµοσ Ιστορίασ τησ Σύγχρονησ Ελλάδασ που δανείστηκα εχθέσ απ’ τη βιβλιοθήκη τησ θείασ. Σπάνια ξεφυλλίζω βιβλία ή περιοδικά την ώρα που έχω έµπνευση για ποίηση. Μ’ αρέσει όµωσ να περιστοιχίζοµαι από διάφορα βιβλία και συγγράµµατα· είναι σα νά’χω ένα παράθυρο ανοιχτό στο παρελθόν, σ’ όλουσ τουσ προγόνουσ µου, σ’ όλουσ εκείνουσ που είχαν κάτι ν’ αφήσουν στην αιωνιότητα, που άνοιξαν τουσ κρουνούσ τησ ιστορίασ και πότισαν το χώµα των επόµενων γενεών. Ακόµη κι αν κάποιοι απ’ αυτούσ δε δηµιούργησαν µεγάλα έργα ή δεν είπαν συγκλονιστικά λόγια που να µείνουν στην ιστορία, είναι ωραίο το ότι κατείχαν κάποια αλήθεια, άφησαν τουσ εαυτούσ τουσ να γίνουν οι σωλήνεσ που από µέσα τουσ πέρασε το νερό τησ γνώσησ για να καταλήξει στα διψασµένα χωράφια τησ ανθρωπότητασ. Είναι όµορφο το ότι στήριξαν τισ υπέρτατεσ ιδέεσ τησ δικαιοσύνησ, τησ δηµοκρατίασ, τησ ανιδιοτέλειασ, τησ αιώνιασ πίστησ σε καθετί ιερό. Η θεία µου είπε κάποτε, «κι αν ακόµη δεν µπορείσ να ζωγραφίσεισ, υπάρχει κάτι πιό ιερό απ’ αυτό: να γίνεισ ο οκρίβαντασ38 που θα στηρίξει τον πίνακα». Τώρα καταλαβαίνω τι ήθελε να πει τότε. Όλοι αυτοί οι στίχοι που γράφω είναι ο πρόλογοσ µέσα µου για το γράµµα που θέλω να στείλω στη µαµά. ∆εν έχω σκεφθεί ακόµη τι θέλω να τησ πω, ούτε το πώσ θα ντύσω τισ σκέψεισ µου, αλλά πιάνω το στιλό, κλωθογυρίζω στο κεφάλι µου όλ’ αυτά που θέλω ν’ ακούσει απ’ το στόµα µου, και ελπίζω πωσ κάποια στιγµή, απόψε, αύριο, την άλλη εβδοµάδα, θα καταφέρω να τησ µιλήσω, έστω κι αν δεν πάρω καµιά απάντηση, έστω κι αν το γράµµα το πετάξει στα σκουπίδια. Για µένα θα µιλήσω, κι ασ σωπάσω µια και καλή µετά. Τα πράγµατα, οι καταστάσεισ, τα πρόσωπα, µε πιέζουν, έχουν γίνει µια τριχιά και µου κόβουν την ανάσα. Στη θεία χαµογελώ, αλλά δε συµµετέχω σ’ αυτό που κάνουν τα χείλη µου· κοιµάµαι, ξυπνάω, αλλά είναι σα να µη κατοικώ σ’ αυτό το σώµα, σ’ αυτό το σπίτι…Όσο περνάει ο καιρόσ—κι έχει περάσει αρκετόσ από τότε που γνώρισα καλά τον εαυτό µου, από τότε που µύρισα τη µυρωδιά µου και είπα, «άλλαξεσ, Αντώνη, δεν είσαι πιά αγόρι, αλλά υποψήφιοσ άντρασ»—καταλαβαίνω ότι χάνεται η εφηβεία µου µέσα σ’ έναν ωκεανό από εµπειρίεσ που δεν τισ καταλαβαίνω, από ερεθίσµατα κι αντιδράσεισ που είναι ένασ φαύλοσ κύκλοσ και δεν µπορώ να βγω απ’ αυτόν. Το µυαλό µου έπαψε πιά να σκέφτεται σαν παιδί· όλο παράξενεσ, βαθιέσ ιδέεσ το κατακλύζουν, όλο απαισιόδοξα µηνύµατα στέλνω στο σύµπαν και µου έρχονται πάλι πίσω µε µεγαλύτερη ένταση και συχνότητα. Πόσα µπορούν να χωρέσουν µέσα σ’ ένα καλοκαίρι! Κι όµωσ χώρεσαν πολλά, πάρα πολλά—έρωτεσ, µυστήρια κρυµµένα µέσα σε βιβλία, γράµµατα, µαθήµατα ζωήσ, µυστικά, αποκαλύψεισ, αγγίγµατα που σου αναποδογυρίζουν το βλέµµα κι

204

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 205

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ο κόσµοσ γίνεται πιά µια άγνωστη, ανεξερεύνητη χώρα. Το πιό σηµαντικό όµωσ απ’ όλα, η γλυκιά γεύση που µένει ύστερα απ’ την τούρτα, είναι ότι συνεχίζω να υπάρχω, να σκέφτοµαι και να ελπίζω µετά απ’ ό,τι έγινε. Μπορεί να φαίνοµαι πιτσιρίκι, η ψυχή µου όµωσ είναι πολύ δυνατή, έχει γερά κότσια, και θα πάει παραπέρα. Το χρωστώ στον µπαµπά, το χρωστώ σε µένα… Σήµερα είναι µεγάλη µέρα για τουσ γειτόνουσ. Η Σούλα, η κόρη του Αυγέρη, του χτίστη, που η µάνα του λένε ότι τον γέννησε στα παράλια τησ Μικράσ Ασίασ και τον άφησε στην τύχη του για ν’ αναθρέψει τα νόµιµα παιδιά τησ, παντρεύεται ένα παλικάρι απ’ τη Μάνη και µετά το γάµο φεύγουν κατευθείαν για εκεί. Απ’ το παράθυρό µου βλέπω καπνό—να δεισ πώσ το λέει η θεία, α, ναι!—, βλέπω τολύπεσ καπνού να χαZδεύουν το πρωινό αεράκι και να γίνονται ένα µε τα σύννεφα. Κάνουν µεγάλεσ ετοιµασίεσ: ανάβουν κάρβουνα στην αυλή, σουβλίζουν τ’ αρνιά, και αυτή την ώρα που µιλάω, τα κρέατα έχουν ήδη ροδοκοκκινίσει και σε λίγο θα µπουν στη θέση τουσ τα κοκορέτσια, τα σπληνάντερα, κι όλ’ αυτά που το όνοµά τουσ ακόµη µου φέρνει αναγούλα. Κάθε φορά που τα σκέφτοµαι, έρχεται στα ρουθούνια µου µια τροµερή αποφορά! Ακούω τη θεία ν’ ανεβαίνει τα σκαλιά και να πλησιάζει στην πόρτα του δωµατίου µου. Χτυπάει. Τησ λέω να περάσει. Ανοίγει λίγο—µια χαραµάδα—την πόρτα και χώνει το κεφάλι τησ µέσα. Μου χαµογελάει. - Τι κάνεισ εσύ εδώ; Βλέπεισ τα πανηγύρια των γειτόνων; - Τι να κάνω; Καµιά φορά η χαρά των άλλων σε κάνει να ξεχνάσ τη µοναξιά σου… Μπαίνει µέσα ολόκληρη και κλείνει πίσω τησ. Έρχεται από πίσω µου και µ’ αγκαλιάζει. - Εσύ έχεισ γίνει σωστόσ φιλόσοφοσ, µου λέει. Μήπωσ πρέπει να πασ κατευθείαν στο Πανεπιστήµιο; - Ναι, πώσ δε το σκέφθηκα µέχρι τώρα! την πειράζω. Αυτό είναι! Να δούµε όµωσ σε ποιά Σχολή θα πάω… - Εσύ σε ποιά Σχολή θα ήθελεσ να πασ; - Ε…να σου πω την αλήθεια, σε όλεσ θά’θελα να πάω, έστω και σαν περαστικόσ. - Ναι, αλλά ξέρεισ κάτι, φιλόσοφέ µου; Ένασ «συνάδελφόσ» σου κάποτε—δε θυµάµαι τ’ όνοµά του—είπε ότι «όποιοσ θέλει να γίνει τα πάντα δε γίνεται τίποτε»… - Ωραία, τότε, λέω εγώ. ∆ε θα γίνω τίποτε… - Κατεργάρη! µου κάνει και ανακατεύει τα µαλλιά µου. Προσπαθώ να βρω τη µαµά σου στο τηλέφωνο, µου λέει µετά πιό σοβαρά. Σκουλαρίκι τό’χει κάνει απ’ το πρωί! Μου φαίνεται αστεία η µεταφορά τησ. - Ωραίο αυτό! Πρώτη φορά το ακούω! - Ναι, ε; Στην τηλεόραση το άκουσα κι εγώ! Σε ένα σίριαλ. Το τι ακούσ κάθε µέρα είναι απίστευτο! - Για µια στιγµή νόµισα ότι είπεσ «σκουλίκι» αντί για «σκουλαρίκι»! - Α, καλά, µε γειά τ’ αφτιά! µε κοροZδεύει. - Πού να µιλάει; κάνω εγώ σκεφτικόσ.

205

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 206

“Aντίο, λοιπόν”

- Προφανώσ θά’χει δουλειέσ…Όπου νά’ναι, θα πρέπει να έρθουν για το σπίτι…Μέχρι το τέλοσ του µηνόσ υπολογίζω ότι θα τό’χουν γκρεµίσει. Στάσου! λέει µετά. Αυτό που είπεσ για το…σκουλίκι…∆εν είναι τυχαίο, ξέρεισ. - Ποιό; κάνω εγώ απορηµένοσ. - ∆εν είναι τυχαίο ότι άκουσεσ αυτή τη λέξη αντί για τη σωστή… - Τι σηµαίνει αυτό, βρε θεία; Περίεργα µου τα λεσ σήµερα! - Περίµενε. Πάω να σου φέρω ένα δωράκι κι έρχοµαι να σου εξηγήσω. Σε δυό λεπτά είναι πίσω κρατώντασ δύο βιβλία. - Να, ένα συµβολικό δωράκι για τον ποιητή µασ…, µου λέει και µου τα δίνει. ∆ιαβάζω τουσ τίτλουσ: «Ανδρέασ Εµπειρίκοσ, Υψικάµινοσ» και «Ανδρέα Εµπειρίκου, Ενδοχώρα». - Είναι δύο πολύ σηµαντικέσ για την εποχή τουσ ποιητικέσ συλλογέσ, µου εξηγεί. ∆εν είναι ποίηση που συναντάσ κάθε µέρα, αλλά…µεγαλώνοντασ πιστεύω ότι θα την εκτιµήσεισ… - Είναι πολύ γνωστόσ, παρατηρώ. ∆εν έχουµε κάνει καθόλου στο σχολείο, αλλά νοµίζω ότι κάπου έχω διαβάσει µερικά ποιήµατά του. Γράφει περίεργα. Οι λέξεισ που χρησιµοποιεί, τα νοήµατα… - Ναι, γι’ αυτό ακριβώσ ήθελα να σου µιλήσω. Στο έργο του Εµπειρίκου, όπωσ και σε πολλών άλλων υπερρεαλιστών λογοτεχνών, οι λέξεισ έχουν µια µαγεία. Το ίδιο βλέπουµε να συµβαίνει έντονα και στην αρχαία τραγωδία: στον Αισχύλο, τον Ευριπίδη, το Σοφοκλή…Μέσα στισ λέξεισ υπάρχει µια δαιµονική αίσθηση ρυθµού, η οποία αποτελεί τη βάση τησ ισορροπίασ. Ο ήχοσ τησ λέξησ µεταδίδεται «µαγικά». ∆ε φέρει µόνο το νόηµα, αλλά µεταφέρει αυτό που υποβάλλει αυτόσ που την έγραψε. Άλλωστε, στην ποίηση η λέξη ανακαλεί υποσυνείδητα άλλεσ λέξεισ διαφορετικού νοήµατοσ αλλά παρόµοιου ήχου. Για παράδειγµα, «νόηµα- νόσηµα», «σώµα- σήµα», «γαλή- γαλήνη»… - «Σκουλαρίκι- σκουλίκι», προσθέτω εγώ. - Ναι, µπορείσ να το πεισ κι αυτό…Ένα παιχνίδι γίνεται µε τισ λέξεισ και αυτό το συναντάσ και στην ποίηση του Εµπειρίκου, όπου ο ήχοσ καµιά φορά αντίκειται στο νόηµα του ποιήµατοσ. Κι ο κατάλληλοσ ήχοσ που θα επιλεγεί για να «παντρευτεί» το κατάλληλο νόηµα—πράγµα που χρειάζεται οπωσδήποτε στην αρχαία τραγωδία—ονοµάζεται «τιµαλφήσ ήχοσ», δηλαδή πολύτιµοσ ήχοσ. Σε γενικέσ γραµµέσ, αυτό τον ήχο αναζητούν όσοι γράφουν, είτε ποίηση είτε λογοτεχνία. - ∆ηλαδή κι εγώ που γράφω στίχουσ αναζητώ αυτό τον…«τιµαλφή ήχο»; ρωτώ. - Ναι, αν και δεν το καταλαβαίνεισ… - Και πώσ γίνεται µια λέξη να…θυµίζει κάποια άλλη που µοιάζει ηχητικά; - Αυτό δεν το γνωρίζουµε. Εντάξει, κάποιοι ειδικοί που ασχολούνται µε το πώσ ο ανθρώπινοσ εγκέφαλοσ ταξινοµεί τισ λέξεισ και κάνει συσχετισµούσ µεταξύ τουσ σίγουρα θα έχουν περισσότερα να πουν. Πάντωσ, δεν είναι ευρέωσ γνωστό γιατί µια λέξη ανασύρει απ’ το έρεβοσ των σκέψεων και των αναµνήσεών µασ µια άλλη. Το σίγουρο είναι ότι οι λέξεισ έχουν περισσότερη δύναµη απ’ ό,τι νοµίζουµε. Πολλέσ φορέσ µάλιστα κουβαλούν µέσα τουσ το κλειδί για να ξεκλειδώσουν παλιέσ φοβίεσ µασ, µαταιώσεισ που µπορεί να

206

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 207

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

βιώσαµε στην παιδική µασ ηλικία, και άλλα πολλά. Να, ασ πούµε, µια πολύ γνωστή ψυχαναλύτρια, η Φρανσουάζ Ντολτό, είχε πει κάποτε ότι κάποια παιδιά που δεν είπαν στη βρεφική τουσ ηλικία τη λέξη «µαµά» έπαθαν σκωληκοειδίτιδα όταν µεγάλωσαν! Απίστευτο δεν είναι; - Πολύ ωραία είναι όλ’ αυτά, θεία, κι ακόµη πιό ωραία θα µου φαίνονται όταν θα µπορώ να τα καταλάβω…Αλλά…γιατί µου τα είπεσ; Για άλλο πράγµα µιλούσαµε… Η θεία δείχνει να µη καταλαβαίνει. - Για τι πράγµα; - Για τη µαµά…, τησ εξηγώ. - Ε…ναι! Για τη µαµά, ναι. Ε, σου είπα ότι προσπαθώ να τη βρω απ’ το πρωί. - Μάλλον ήθελεσ ν’ αλλάξεισ τη συζήτηση για να µη…σκέφτοµαι τα ίδια και τα ίδια, τησ λέω κι αυτή τα χάνει προσ στιγµή. Σ’ ευχαριστώ. Σ’ τό’χω πει κι άλλεσ φορέσ. Πάντα µε κάνεισ να ξεχνιέµαι µ’ όλ’ αυτά τα όµορφα πράγµατα που µου µαθαίνεισ. Ξέρεισ τι µου κάνεισ ακριβώσ; Γεµίζεισ τη σιωπή µου µε νόηµα, µε ουσία… - Τη σιωπή σου; επαναλαµβάνει κοιτώντασ µε µεσ στα µάτια. - Ναι…∆εν τη χρειαζόµαστε και τη σιωπή; - Φυσικά και τη χρειαζόµαστε. Για µένα η σιωπή είναι όπλο… - Και για µένα…Ξέρεισ κάτι; Είπεσ ότι µια λέξη µπορεί να θυµίσει µια άλλη. Σε µένα ξέρεισ τι µου θυµίζει η λέξη «σιωπή»; «Συγκοπή», τησ λέω κι αυτό την παραξενεύει. Πολλέσ φορέσ, για να µην πάθω συγκοπή, προτιµώ τη σιωπή…Βγάζει νόηµα, έτσι δεν είναι; Αν το βλέπανε έτσι κι άλλοι ποιητέσ, πάει να πει ότι είµαι σε καλό δρόµο! Πάει να πει ότι σκέφτοµαι σαν κι αυτούσ! Η θεία Ελένη σκάει ένα πλατύ χαµόγελο. - Είµαι σίγουρη γι’ αυτό. Αν και είναι προτιµότερο να διατηρήσεισ τισ δικέσ σου σκέψεισ, που δε µοιάζουν µε κανενόσ άλλου. Μόνον έτσι είσαι αυθεντικόσ. Έλα τώρα, µου κάνει και µε πιάνει απ’ τον ώµο. Πάµε να πάρουµε τηλέφωνο τη µαµά… Απ’ τη στιγµή που διάβασα για τον Πικάσο και τον κυβισµό, για το ότι τα αντικείµενα δε ζωγραφίζονται πιά όπωσ φαίνονται αλλά όπωσ τα σκέφτεται ο ζωγράφοσ, µ’ έπιασε η µανία να ζωγραφίσω. Έτσι, από βλακεία! Την ώρα που έλειπε η θεία, µπήκα στο ατελιέ τησ, βρήκα µια ακουαρέλα κι άρχισα να κάνω κάτι περίεργα σχήµατα, κάτι κύκλουσ, τρίγωνα και παραλληλόγραµµα, που µόνο ζωγραφιά δε θυµίζανε. Κοιτώντασ όµωσ κάποια έργα του Πικάσο, είδα ότι προσπαθούσε ν’ αποδώσει το σχήµα των αντικειµένων, το περίγραµµα, και όχι τα ίδια τ’ αντικείµενα. Στο βιβλίο Ιστορίασ τησ Τέχνησ που κοίταξα, λέει ότι «τα αντικείµενα στον κυβισµό αποδοµούνται στα γεωµετρικά τουσ σχήµατα». ∆ηλαδή, µια κανάτα είναι ένασ κύκλοσ που πάνω του ισορροπεί ένα τρίγωνο, ένα πρόσωπο είναι ένα ακαθόριστο σχήµα µε δυό τεράστιουσ κύκλουσ για µάτια και µια γραµµή για µύτη που συνθλίβεται πάνω σε δυό µικρότερουσ κύκλουσ για µάγουλα, και τα λοιπά και τα λοιπά. Βάλθηκα κι εγώ ν’ αποδώσω µε τουσ µαρκαδόρουσ µου το ανοιχτό παράθυρο µε τισ κουρτίνεσ ν’ ανεµίζουν: ύστερα από λίγη ώρα είχα µπροστά στα µάτια µου ένα τετράγωνο και δύο πλαγιαστέσ γραµµέσ απ’ τη µια κι απ’ την άλλη πλευρά. Τώρα

207

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 208

“Aντίο, λοιπόν”

που το παρατηρώ καλύτερα, µου φαίνεται µια αηδία. Σκίζω το χαρτί και το πετάω στο καλάθι που είναι δίπλα απ’ το κάθισµα τησ θείασ. ∆ε νοµίζω ότι έχω ταλέντο στη ζωγραφική. Μάλλον, χάνω το χρόνο µου. Απόψε µασ έχει τραπέζι η θεία, τησ µαµάσ κι εµένα, κι έχω συνέχεια στο νου µου το πρόσωπό τησ—µε τισ µελανιέσ, το σκοτεινιασµένο χαµόγελο, τα σµιχτά φρύδια… Όσο κι αν λέει ότι «τα βρήκαµε» εµείσ οι δυό, υπάρχει ένα χάσµα ανάµεσά µασ. ∆ε µου είπε όλη την αλήθεια, δεν τησ είπα όλη την αλήθεια. Αλλά πώσ να τησ την πω; ∆ε µ’ άφησε. ∆εν ήθελε να µ’ ακούσει. Η γιαγιά έρχεται σε λίγεσ µέρεσ και δεν τολµώ να σκεφθώ σε τι κατάσταση θα µασ βρει. Κρατάµε τα προσχήµατα, προσπαθούµε να συνεχίσουµε τη ζωή µασ σα να µην τρέχει τίποτε, αλλά το «ηφαίστειο» σιγοκαίει. Κι όσο οι µέρεσ περνάνε, τόσο δυσκολότερο µου είναι ν’ ανοιχτώ ξανά, να τησ µιλήσω. Αν κλείσουν όλεσ οι πόρτεσ επικοινωνίασ, δεν ξέρω αν θα µπορούµε ν’ αντικρίζουµε ο ένασ τον άλλον. Βγαίνω έναν περίπατο στη γειτονιά να ξεχαστώ. Όπου νά’ναι, θα φανεί και θέλω να την προaπαντήσω. Έχει ψύχρα απόψε, αλλά µένω ακόµη µε το πουκάµισο. Ακόµη κουβαλώ την κάψα του Αυγούστου. Στέκοµαι στο φράχτη του νησσοτροφείου και χαζεύω τισ πάπιεσ που κουλουριάζονται η µια πάνω στην άλλη µεσ στα κλουβιά τουσ. Στ’ αφτιά µου είναι ακόµη ο απόηχοσ απ’ το γλέντι των γειτόνων που τέλειωσε µόλισ χθεσ. Και µέσα στην ησυχία, το µυαλό µου πετάει πίσω, στο παρελθόν, και προσπαθεί να θυµηθεί τα τελευταία λόγια του µπαµπά πριν φύγει. Ένα στοιχείο µόνο να υπήρχε, κάτι που να µε βοηθούσε να καταλάβω σε τι κατάσταση ήταν ο µπαµπάσ! Λεσ να επιχείρησε ποτέ να επικοινωνήσει µαζί µου; Λεσ να µη µπόρεσε; Κι αν για κάποιο λόγο δεν κατάφερε να φθάσει ωσ εµένα; Αν ήταν άρρωστοσ και µού’στειλε κάποιο γράµµα που δεν έφθασε ποτέ στον προορισµό του; Πώσ µπορώ νά’µαι σίγουροσ; Θα µε φάει αυτή η αβεβαιότητα! Πόσο πολύ τον αγαπώ! Είναι απίστευτο αυτό το δέσιµο που έχω µαζί του! Ξεπερνά κάθε ανθρώπινο δεσµό, κάθε ανθρώπινη κλίµακα. Είναι…µοιραίο. ∆ε γίνεται έτσι εύκολα να ξεχάσει ο ένασ τον άλλον! ∆εν µπορεί να πέταξε τόσα χρόνια απ’ τη ζωή του, ν’ απαρνήθηκε το παιδί του, ό,τι κι αν τον χώριζε απ’ τη µαµά. Πρέπει να τον βρω! Πρέπει να µάθω πού βρίσκεται! Ωσ πότε θα ζω µε την ελπίδα ότι θα τον ξαναδώ; Που να πάρει η ευχή, είναι ο πατέρασ µου! Θέλω πίσω τον πατέρα µου! Πρέπει να έχω παράξενη όψη γιατί, µόλισ µε βλέπει η µάνα µου, που έχει ήδη φθάσει και στέκεται λίγα µέτρα πίσω µου, µου λέει αναστατωµένη: - Είσαι καλά, παιδί µου; Μου φάνηκε πωσ πήγεσ να σωριαστείσ στο δρόµο και τρόµαξα! Την κοιτάζω σα νά’ναι ξένη. Ύστερα όµωσ παίρνω ένα πιό ήρεµο ύφοσ και τησ λέω: - Καλά είµαι, καλά…Έχεισ ώρα που ήρθεσ; - Όχι, µόλισ έφθασα. Πάµε µέσα. Κάνει ψύχρα απόψε και θα κρυώσεισ. Η θεία µασ περιµένει µε χαρά στο σαλόνι. - Έχω ετοιµάσει απίθανουσ µεζέδεσ! Καλά, έτσι και πάµε Θεσσαλονίκη, θα περάσουµε καταπληκτικά! Να το θεωρώ δεδοµένο λοιπόν… - Ελένη µου, θα προσπαθήσω…, λέει η µαµά διστακτικά. Είναι και το σπίτι…Το θέλω

208

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 209

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

πολύ, πάντωσ, να το ξέρεισ! Με τίποτε δε θά’χανα τέτοια ευκαιρία… - Να σασ βάλω λίγο λικέρ; Είναι ό,τι πρέπει πριν το φαγητό… Γεµίζει τρία ποτηράκια, τα βάζει µέσα σ’ ένα ασηµένιο δίσκο και µασ τα σερβίρει. - Και για νά’χουµε καλό ρώτηµα, πότε θα τελειώσει αυτή η ιστορία µε τα γκρεµίσµατα; ρωτάει µετά. Καιρόσ να µείνεισ κι εσύ σ’ ένα σπίτι ανθρώπινο! - Μέσα στον Οκτώβρη…Μετά έχει ο Θεόσ… - Πολύ αόριστο αυτό το «έχει ο Θεόσ», δε βρίσκεισ, γλυκιά µου; Εγώ µια φορά…σου έκανα την πρόταση να έρθεισ εδώ, να µείνουµε κι οι τρεισ µέχρι…µέχρι κάποτε, τέλοσ πάντων! Όσο πάει! - Ξέρεισ…, λέει κι ανακάθεται στην πολυθρόνα τησ. Τρεισ είµαστε πολλοί…Είναι καλύτερα να…µείνω αλλού. Κάπου θα βρω… Η θεία κι εγώ παγώνουµε. ∆εν ανταλλάσσουµε βλέµµατα, όµωσ είµαι σίγουροσ ότι όλο το σώµα τησ θείασ µε κοιτάζει. Πέφτει µια ατέλειωτη σιωπή που κανείσ δε λέει να σπάσει. Τό’ξερα! λέω στον εαυτό µου. Τό’ξερα ότι στο τέλοσ αυτόν θα επιλέξει! Τη σιωπή τη σπάω, τελικά, εγώ βγαίνοντασ γρήγορα απ’ το δωµάτιο και τρέχοντασ προσ την εξώπορτα. Ήρθε η οριστική ρήξη! Και µάλιστα πολύ πιό γρήγορα απ’ ό,τι περίµενα! Η παρουσία τησ γιαγιάσ µασ επιβάλλει να κρατήσουµε τα προσχήµατα και να βρεθούµε στο ίδιο σπίτι, στο ίδιο τραπέζι. Ο παππούσ δεν µπόρεσε να έρθει, µου λέει η γιαγιά, αλλά µου στέλνει την αγάπη του και µερικά βιβλία που θα µε βοηθήσουν στα πρώτα µου βήµατα στο Γυµνάσιο. Η µαµά είναι ψυχρή, όχι γιατί µου κρατάει µούτρα ή δε θέλει να µε πλησιάσει, αλλά γιατί βρίσκεται αντιµέτωπη µε µια κατάσταση που δε γνωρίζει πώσ ν’ αντιµετωπίσει και αυτό την κάνει να µαζεύεται στο καβούκι τησ και να χάνει την επαφή µε τον έξω κόσµο. Κι όµωσ δυό µέρεσ πριν, στησ θείασ, θα ορκιζόµουν ότι άρχιζε σιγά σιγά να παίρνει τα πάνω τησ. Η απόφασή τησ να µείνει αλλού—δηλαδή στο σπίτι του δασκάλου, όπωσ πολύ σωστά καταλάβαµε εγώ κι η θεία—µάλλον µια γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό τησ έδειχνε παρά µια βασανισµένη ψυχή που δεν ξέρει πού πατάει. Η γιαγιά περνά την περισσότερη µέρα µαζί µε τη µαµά—κι αυτό δεν το έχει ξανακάνει ποτέ. Προφανώσ, θέλουν να συζητήσουν και είναι προτιµότερο να το κάνουν χωρίσ να είµαι εγώ µπροστά. Μέχρι το βράδυ θα κάτσω εδώ. Μετά θα γυρίσω στο δωµάτιό µου. Η γιαγιά συµφώνησε ότι στο σπίτι τησ θείασ έχω περισσότερη ησυχία. Μπαίνω στον πειρασµό να κρυφακούσω τι λένε. Πατάω στα νύχια και στέκοµαι µπροστά στη µισόκλειστη πόρτα τησ κάµαρασ. Η µαµά τακτοποιεί κάτι εσώρουχα, πετσέτεσ και κάλτσεσ µεσ στα συρτάρια τησ. Η γιαγιά είναι καθισµένη στην άκρη του κρεβατιού, εκεί όπου καθόµουν συνήθωσ σαν ήθελα να χαζεύω τη µαµά που κοιµόταν. Καµιά τουσ δε µιλάει. Κάνω να φύγω. Τότε ακούω τη µαµά να τησ λέει: - Με πνίγει αυτό το σπίτι… - Το ξέρω, τησ απαντά η γιαγιά. Σε λίγεσ µέρεσ όµωσ θα είναι παρελθόν. Και ξέρεισ πολύ καλά για ποιόν το κάνω αυτό…

209

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 210

“Aντίο, λοιπόν”

- Και µου το λεσ κατάµουτρα; Μου λεσ ότι για σένα είµαι ένα τίποτα; - ∆εν είπα ποτέ κάτι τέτοιο. Και µη φωνάζεισ, σε παρακαλώ. Ο µικρόσ είναι µέσα. - ∆εν έχει σηµασία για ποιόν το κάνεισ…, λέει µετά η µαµά πιό µαλακά. Ακόµη κι αν το κάνεισ για τον Αντώνη µόνο, σηµασία έχει ότι φεύγω κι εγώ απ’ αυτό το ρηµάδι! Έχει τόσεσ µνήµεσ αυτό το σπίτι…Αρκετά χρόνια έκανα υποµονή…Αυτό όµωσ που µε πειράζει πιό πολύ απ’ όλα τ’ άλλα είναι ότι…µε έκρινεσ συνέχεια αποκεί που ήσουν. Με έκρινεσ µε τη σιωπή σου, την απουσία σου, µε τη ζωή που έκανεσ, µε τισ επιλογέσ σου… - Εσύ δεν έκανεσ τισ δικέσ σου επιλογέσ; τησ λέει πάντα ήρεµη η γιαγιά. Αυτέσ πληρώνεισ τόσα χρόνια. Αυτέσ πληρώνεισ και τώρα! - Μια ζωή εγώ είχα άδικο! Εγώ ήµουν η παράλογη, η πλεονέχτρα! Ό,τι κι αν έκανα, πάντα ήµουν λάθοσ! Ωραία µάνα ήσουν! Ακόµη και τώρα, έπειτα απ’ όλ’ αυτά τα χρόνια, δεν άλλαξε τίποτε µέσα σου. Έρχεσαι πάλι στη ζωή µου, διεκδικείσ το παιδί µου… - ∆εν το διεκδικώ! Κάνεισ λάθοσ! Ενδιαφέροµαι! Αυτή είναι η σωστή λέξη! Και ξέρεισ πολύ καλά…το θυµάσαι, έτσι δεν είναι; Θυµάσαι πολύ καλά ότι απ’ την πρώτη στιγµή που γεννήθηκε αυτό το παιδί το αγκάλιασα! Το αγαπώ όσο τίποτε στον κόσµο! Σου στάθηκα… - Λεσ ανοησίεσ! τησ πετάει η µαµά και κλείνει µε κρότο το φύλλο τησ ντουλάπασ. Λεσ τα πράγµατα όπωσ σε συµφέρουν… - Τι θεσ να πεισ; ∆εν είναι έτσι; Όταν έφυγε ο άντρασ σου, εγώ σε προσέγγισα… - Είχεσ εξαφανιστεί πολλά χρόνια πιό πριν… - Είχα κι εγώ µια ζωή να ζήσω, δε νοµίζεισ; Με κατηγορείσ για κάτι που εσύ έκανεσ µε το χειρότερο τρόπο; - Ωσ πότε θα βρίσκω µπροστά µου αυτό που έκανα; - ∆ε σ’το φέρνω εγώ στο δρόµο σου…Εσύ πέφτεισ πάνω του συνέχεια, κορίτσι µου… - Μ’ εγκατέλειψεσ…Τόσα χρόνια ήµουν µόνη…Ακόµη και µεσ στην οικογένειά µου ένιωθα µόνη… - Κι έδειχνεσ τόσο ευτυχισµένη… - Πού το ξέρεισ; Πώσ το ξέρεισ, πεσ µου! Ήσουν ποτέ εδώ να το δεισ, να το ζήσεισ; - Μια στοιχειώδη σχέση την είχαµε, νοµίζω… - Νοµίζεισ! Νά’ σαι σίγουρη ότι ήσουν αλλού όταν εγώ σε χρειαζόµουνα… - ∆εν έδειξεσ να µε χρειάζεσαι…Πέρναγεσ µια χαρά µε τον… - Τα πράγµατα δεν είναι πάντα όπωσ φαίνονται… - ∆εν καταλαβαίνω, αλλά…δε χρειάζεται και να καταλάβω… - ∆ε θα προσπαθήσω να σε διαφωτίσω…∆ε θα σου πετάξω στα µούτρα την αλήθεια αν δε σ’ ενδιαφέρει… - Έτσι όπωσ το θέτεισ…ποιά είναι η αλήθεια; Ήσουν µ’ αυτό τον άνθρωπο…Ήσουν ή δεν ήσουν; - Φυσικά και ήµουν…Τον αγαπούσα…Ήταν µια τρέλα αυτό που ζήσαµε… - Και κινδυνεύεισ ακόµη να προκαλέσεισ τη γενική κατακραυγή… - Γιατί ωραιοποιείσ τα πράγµατα; Γιατί δε λεσ «να µε ξεφτιλίσει το χωριό»; Φοβάσαι να το πεισ; Ε; Έχεισ την εντύπωση ότι το χωριό δεν ξέρει; Ένα τεράστιο µάτι κι ένα τερά-

210

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 211

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

στιο αφτί είναι το χωριό, πάρ’ το χαµπάρι! Τα βλέπει όλα! Τα ακούει όλα! Ποιόσ νοιάζεται; Όλοι έχουν τισ κρυφέσ ιστορίεσ τουσ! Και τισ διηγούνται µε τισ πράξεισ τουσ! Κάτω απ’ την ίδια οµπρέλα είµαστε όλοι! Σε τι διαφέρω λοιπόν εγώ; Μετανιώνω, ναι, αυτό είναι αλήθεια. Μετανιώνω για πολλά απ’ αυτά που έχω κάνει ή δεν έχω κάνει…Μακάρι να µπορούσα να γυρίσω πίσω το χρόνο και να…πολεµήσω γι’ αυτό το γάµο…Τον αγαπούσα… - Ποιόν απ’ τουσ δυό, γιατί έχω µπερδευτεί… - Και τουσ δυό! - Αυτό είναι τρελό που λεσ! - ∆ε µε ξέρεισ, µητέρα…Ποτέ σου δε µ’ έµαθεσ…Μοιάζουµε σε πάρα πολλά εµείσ…γι’ αυτό δεν τα βρήκαµε ποτέ…Να ξέρεισ όµωσ ότι σ’ αγαπώ…έστω κι από µακριά…Μερικέσ φορέσ η αγάπη χρειάζεται ένα δίχτυ προστασίασ…ιδίωσ όταν ακροβατείσ ανάµεσα στην επιθυµία και την υποχρέωση…Κι εγώ, δόξα τω Θεώ, πάντα είχα αυτό το δίληµµα να µ’ ελέγχει… - Ο µικρόσ τι θα γίνει…τώρα που ξέρει…; - Ο µικρόσ δεν είναι πιά µικρόσ… Η καρδιά µου σκιρτά µόλισ ακούω τα λόγια τησ. - Το ξέρω ότι είναι ένα ώριµο, µυαλωµένο παιδί…, συµφωνεί η γιαγιά. ∆εν παύει όµωσ να είναι ένα παιδί…Σ’ έχει ανάγκη… - Μα µ’ έχει! ∆εν τον εγκατέλειψα ποτέ! - Πώσ περιµένεισ να αισθάνεται ένα παιδί που ξέρει ότι…η µάνα του είναι µε κάποιον άλλον κι όχι…; Η µαµά ξεσπά σ’ ένα νευρικό, απόκοσµο γέλιο. - Σώπα! Θα µασ ακούσει! τησ κάνει η µητέρα τησ. - Αυτή την ερώτηση θά’πρεπε να σ’ την είχα κάνει εγώ εδώ και πολλά χρόνια…Πώσ περιµένεισ να αισθάνεται ένα παιδί που ξέρει ότι η µάνα του είναι µε κάποιον άλλον… - Είσαι άδικη…∆ε νοµίζω οι επιλογέσ που έκανα εγώ για τη ζωή µου να σου έκαναν κακό… - Αυτό δε θα το µάθουµε ποτέ, ούτε εσύ ούτε εγώ…Αυτό θα το καταλάβει κάποτε ο Αντώνησ…Αυτόσ θα µασ κρίνει, να το ξέρεισ, µητέρα… - Τι θα κάνεισ στη ζωή σου; Τι θα κάνεισ µε τη ζωή σου, µάλλον; - ∆εν ξέρω… - Θα πασ να µείνεισ µ’ αυτό τον άντρα; Αδιαφορώντασ για τον Αντώνη, αδιαφορώντασ για το τι θα πει ο κόσµοσ; - Είµαι εγκλωβισµένη σ’ αυτή τη σχέση, δεν το καταλαβαίνεισ; Η φωνή τησ έχει γίνει πιά ένασ παρακλητικόσ ψίθυροσ. - Ξέφυγε απ’ αυτόν! Είναι ένα λάθοσ αυτό που κάνετε…Ήταν λάθοσ απ’ την αρχή! - Φοβάµαι ότι απ’ αυτό τον άνθρωπο δε θα ξεφύγω ποτέ! - ∆ιαλύθηκε ένασ γάµοσ εξαιτίασ του… - Όχι, όχι! Όχι εξαιτίασ του! Εξαιτίασ µου διαλύθηκε! Αν εγώ ήµουν στη θέση του άντρα µου, θα προτιµούσα τη φυλακή παρά µια ζωή διαλυµένη…

211

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 212

“Aντίο, λοιπόν”

- Τι εννοείσ; - Φέρθηκε σαν κύριοσ! Μάζεψε τα πράγµατά του, µου είπε «καλή τύχη» κι έφυγε! Αυτή ήταν η µεγαλύτερη ταπείνωση που ένιωσα στη ζωή µου! Καλύτερα να µ’ είχε σκοτώσει! Εγώ αυτό θα έκανα! Θα µε είχε λυτρώσει…Πόσο φθηνά του φέρθηκα! Ποτέ δε φανταζόµουν ότι κουβαλούσα τόση φτήνια µέσα µου! - Μα αν τα νιώθεισ όλ’ αυτά, τότε…δεν πρέπει να πασ εκεί! Η ζωή σου είναι εδώ, µε το παιδί σου, µε µασ…Η ζωή κάνει κύκλουσ. Κάποια στιγµή θα βρεθεί ο κατάλληλοσ άνθρωποσ για σένα…Είσαι µικρή ακόµη… - Ναι, σωστά. Όσο µεγαλώνει ο Αντώνησ, τόσο µικραίνω εγώ…Τι είµαι µπροστά του εγώ; Ένα τίποτα! Αυτόσ είναι σωστόσ άντρασ! Χαίροµαι που έκανα τουλάχιστον ένα καλό στη ζωή µου…Που τον έφερα στον κόσµο για να τον κάνει καλύτερο…Κρίµα που υπάρχουν κάτι άνθρωποι σαν εµένα που τον καταστρέφουν… Ένασ λυγµόσ µε πιάνει. Το στήθοσ µου πονάει, τα πνευµόνια µου κοντεύουν να εκραγούν, τα πόδια µου λυγίζουν και το κεφάλι µου µε το ζόρι στέκεται όρθιο πάνω στουσ ώµουσ µου. Τούτη εδώ τη στιγµή ανοίγει το φράγµα του παρελθόντοσ και ο ποταµόσ ξεχειλίζει πνίγοντασ τα πάντα στο διάβα του. Τα παιδικά µου χρόνια, τα λόγια του µπαµπά τα Σαββατόβραδα, η µουσική απ’ τουσ δίσκουσ του, το φευγαλέο άγγιγµα τησ µαµάσ λίγο πριν µε βάλει για ύπνο, οι βόλτεσ µε τ’ αυτοκίνητο, τα γενέθλιά µασ, οι τούρτεσ, τα γλυκά, οι γειτόνοι, η θεία, οι πίνακεσ, η Νατάσα, ο έρωτάσ µασ, τα όνειρα που χορεύουν γύρω απ’ τη ζωή µασ και θέλουν να µπουν και να τη γεµίσουν µε λουλούδια κι αρώµατα… Η πόρτα τρίζει και το βάζω στα πόδια να µη µε δουν. ∆εν προλαβαίνω όµωσ. Η γιαγιά βρίσκεται ήδη στο διάδροµο και µε βλέπει να χώνοµαι στο δωµάτιό µου. ∆εν έρχεται ξοπίσω µου. Μ’ αφήνει να πολεµήσω την κατάσταση µόνοσ µου. Άλλωστε, ξέρω πώσ έχουν τα πράγµατα. Αν δεν κάνει κάτι η µαµά να τ’ αλλάξει, δε θα καταφέρουµε τίποτε. Ξαπλώνω µπρούµυτα στο κρεβάτι και χώνω το κεφάλι µου κάτω απ’ το µαξιλάρι. Αυτή η µυρωδιά στα σεντόνια δεν έχει σβήσει ακόµη. Υπάρχει εκεί να µου θυµίζει το παλιό σενάριο τησ ζωήσ µου. ∆εν είναι και τόσο παλιό, συλλογίζοµαι. Θα πρέπει να περάσουν πολλέσ δεκαετίεσ για ν’ αρχίσω να ξεχνώ… Άλλο ένα πρωινό στο δίχρωµο δωµάτιο, άλλο ένα ολόιδιο πρωινό µε όλα τ’ άλλα που έχουν περάσει, µόνο που αυτή τη φορά κλείνει ένα κεφάλαιο στο βιβλίο τησ παιδικήσ µου ηλικίασ. Η εφηβεία µου αρχίζει κι ενηλικιώνεται. Το λεωφορείο για το σχολείο µε περιµένει από κάτω. Το στοµάχι µου γουργουρίζει από την πείνα, αλλά εγώ δεν µπορώ να βάλω µπουκιά στο στόµα µου. Το ένα µου χέρι κρατάει σφιχτά τη σάκα, ενώ το άλλο κρεµιέται άψυχο πάνω στην κουρτίνα του παραθύρου, καθώσ το σκοτισµένο µου βλέµµα µοιάζει σα να εξακοντίζει φοβέρεσ προσ όλουσ τουσ µεγάλουσ, προσ όλη τη φύση, που µ’ αναγκάζουν να κάνω άλλο ένα βήµα, να προχωρήσω µπροστά, ενώ εγώ θέλω να µείνω εδώ µέσα για πάντα. Η Νατάσα είναι στο λεωφορείο και περιµένει δίπλα στην αδειανή θέση µου. Θα είµαστε µαζί για άλλη µια χρονιά. Αυτό µε γεµίζει ανείπωτη χαρά. Η θεία είναι απέξω απ’ την πόρτα και µετράει την ώρα µέχρι να εµφανιστώ. Η µαµά δεν ξέρω

212

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 213

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

πού είναι. Κάπου θά’ναι κι αυτή µεσ στο χωριό. Ο χρόνοσ τρέχει δαιµονισµένα. Τα δευτερόλεπτα στάζουν σαν αίµα από πληγή. Γιατί δεν µπορεί να υπάρξει κάτι ν’ απαλύνει τη θλίψη µου; Αφού µόλισ βγω έξω, θα δω τη Νατάσα, θα χαµογελάσω και θα γυρίσω σελίδα. Γιατί τίποτε απ’ όλ’ αυτά δεν είναι αρκετό; Μήπωσ ταλαιπωρώ άσκοπα τον εαυτό µου; Μήπωσ έχω γίνει πολύ µελοδραµατικόσ και δε µου πάει; Σύντοµα θα ζήσω όµορφεσ στιγµέσ και πάλι. Όλοι θα είναι γύρω µου χαµογελαστοί, ενώ εγώ θα κάνω µια ευχή την ώρα που θα σβήνω τα κεράκια στην τούρτα µου. Ώρεσ αγάπησ, ώρεσ ευτυχίασ… Όλα βαίνουν καλώσ. Ο χειµώνασ µε βρήκε να τα πηγαίνω περίφηµα στο σχολείο. Γράφτηκα και στο Ωδείο στα Γιάννενα και δυό φορέσ την εβδοµάδα πηγαίνω εκεί µε το καινούργιο αυτοκίνητο τησ θείασ. Η Νατάσα µαθαίνει βιολί—έρχεται µια µεσόκοπη κυρία στο σπίτι και τησ κάνει µάθηµα µέχρι το απόγευµα. Κάθε βράδυ στισ οκτώ την περιµένω στην αυλή του σπιτιού τησ να τησ ξεκλέψω ένα φιλί, να σεργιανίσουµε λίγο στα σοκάκια του χωριού, κι ύστερα να τη γυρίσω πίσω προτού φανεί ο πατέρασ τησ και µασ δει να είµαστε έξω τέτοια ώρα. Η θεία πούλησε όλουσ τησ τουσ πίνακεσ τον Οκτώβρη στην έκθεση. Τώρα δουλεύει σε Αναγεννησιακά µοτίβα. Το σπίτι έχει αποκτήσει µια µαγεία από εκείνη την εποχή: κρόσσια, γιρλάντεσ, δαντέλεσ. Πιό πολύ Απόκριεσ θυµίζει παρά Χριστούγεννα. Μια βδοµάδα πριν τισ διακοπέσ και όλα δείχνουν να δουλεύουν ρολόι. Ποτέ άλλοτε δεν ήµουν τόσο ήρεµοσ, τόσο γαλήνιοσ. Τα διλήµµατα του παρελθόντοσ µ’ έχουν ξεχάσει για τα καλά. Έχω συµφιλιωθεί µε πολλά. Τώρα που το παλιό µασ σπίτι δεν υπάρχει πιά κι η µαµά έχει µετακοµίσει στου δασκάλου, η ζωή µου κυλάει σα νερό στο ρυάκι, ήσυχα και ανεµπόδιστα. Αφού πολλέσ φορέσ φοβάµαι πωσ κάποια µέρα θα ξυπνήσω και θα δω ότι όλ’ αυτά ήταν ένα όνειρο! ∆εν είµαστε στην ίδια τάξη µε τη Νατάσα, αλλά τα διαλείµµατα τα περνάµε µαζί. Πριν λίγο καιρό γνώρισε και τη γιαγιά µε τον παππού. Μείνανε κατενθουσιασµένοι µαζί τησ! Πόσο περήφανοσ ένιωσα γι’ αυτήν! Τησ κάνανε µάλιστα ένα πολύ όµορφο δώρο—ένα ασηµένιο στιλό. Όσο για µένα, µου στέλνουνε ένα µεγάλο ποσό για να καλύπτω τα έξοδά µου και να παίρνω ό,τι βιβλία θέλω! Την πρώτη µέρα που απέκτησα το δικό µου πορτοφόλι, αγόρασα ένα µπουκέτο τριαντάφυλλα για το κορίτσι µου και για τη µαµά πήρα ένα ωραίο ασηµένιο µενταγιόν µε µια βελούδινη κορδέλα να το κρεµάει στο λαιµό τησ. ∆εν έγραψα ποτέ αυτό το γράµµα που σκόπευα να τησ γράψω. Θεώρησα ότι τα λόγια είναι περιττά. Η άµµοσ στην κλεψύδρα θα τα καλύψει όλα σιγά σιγά και δε θα θυµόµαστε τίποτε στο µέλλον. ∆εν έχω καταφέρει βέβαια ακόµη ν’ αντικρίσω στα µάτια εκείνον που πήρε τη θέση του µπαµπά, αλλά κι αυτό είναι ζήτηµα χρόνου. ∆ε θα πάψω ποτέ να τον ζηλεύω που διεκδικεί τη µαµά, ούτε να τον κατηγορώ που µπήκε σφήνα στη ρόδα τησ ζωήσ µου και την εκτροχίασε, αλλά ο χρόνοσ θα λαξεύσει τισ αιχµηρέσ γωνίεσ, θα λιµάρει τισ άκρεσ, και θα µπορέσουµε κάποτε να έρθουµε πιό κοντά χωρίσ να πληγώνει ο ένασ τον άλλον. Όχι ότι δεν προσπάθησε ο ίδιοσ να µε προσεγγίσει. Ίσα ίσα κατέβαλε φιλότιµεσ προσπάθειεσ όλο αυτό το διάστηµα. Με κάλεσε για φαγητό µέσω τησ µαµάσ, πέρασε µια µέρα απ’ τησ θείασ να µου προτείνει να πάµε για ποδόσφαιρο, µου έστειλε ένα βιβλίο µε τα αξιοθέατα τησ Ελλάδασ…Εγώ όµωσ τον κράτησα σε απόσταση.

213

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 214

“Aντίο, λοιπόν”

Όσο πιό κοντά µου ερχόταν εκείνοσ, τόσο πιό πολύ αποµακρυνόµουν εγώ. Μ’ ενοχλούσε η τόση του οικειότητα. Πάνε δυό- τρεισ βδοµάδεσ τώρα που δεν έχουµε ανταλλάξει ούτε µια καληµέρα. ∆είχνει να έχει αποστασιοποιηθεί. Μάλλον θα απογοητεύθηκε απ’ τη στάση µου και τα παράτησε. Το περίεργο είναι ότι δε νιώθω ακριβώσ χαρά γι’ αυτό. Ελπίζω µόνο να µην έχει άσχηµεσ συνέπειεσ για τη µαµά η αποτυχία του να µε προσεγγίσει. Πάνω απ’ όλα, θέλω να περνάει καλά µαζί του και να µη τουσ δηµιουργώ κανένα πρόβληµα. Αφού µένει µαζί του, σηµαίνει ότι τον θέλει κι όλ’ αυτά που έλεγε τότε, ότι τάχα δεν τον αγαπάει, ήταν µάλλον λόγια του αέρα. Αν όµωσ αντιληφθώ ότι την κακοµεταχειρίζεται, θα του σπάσω τα µούτρα! ∆υό µέρεσ µετά, παίρνω την απόφαση να τουσ κάνω επίσκεψη. Το κρατώ πολύ καιρό το δώρο τησ µαµάσ και θέλω να τησ το δώσω. Μέσα µου παρακαλάω να µην είναι αυτόσ εκεί. Θα µπορούσα να πάρω µαζί µου και τη Νατάσα, αλλά δε θέλω να την µπλέξω στα οικογενειακά µου. Είναι παραµονή Χριστουγέννων και, καθώσ ανεβαίνω τισ σκάλεσ για να χτυπήσω το κουδούνι, βλέπω στο παράθυρο του σπιτιού ένα πελώριο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Οικογενειακή θαλπωρή, σκέφτοµαι, αλλά αµέσωσ γυρίζω στην πραγµατικότητα παίρνοντασ την απόσταση που χρειάζεται, για να δείχνω όσο σκληρόσ πρέπει. Φωνέσ µε σταµατούν την ώρα που είµαι έτοιµοσ να χτυπήσω. Οι φωνέσ τησ µαµάσ κι εκείνου είναι, σίγουρα. Κι είναι έντονεσ. ∆εν καταλαβαίνω τι λένε, αλλά ξέρω ότι έχουν µια έντονη συζήτηση, που µάλλον θα καταλήξει σε καβγά. ∆ιστάζω. Κοντοστέκοµαι. Πάω να φύγω. Μετά όµωσ πεισµώνω και λέω στον εαυτό µου ότι αυτή τη φορά τον τελευταίο λόγο θα τον έχω εγώ. Χτυπάω το κουδούνι κι έτσι κάνω µια παύση στη διαµάχη τουσ. Ακούω τα γνώριµα πατήµατα τησ µαµάσ. Ύστερα τη βλέπω στην πόρτα. Το σφιγµένο τησ πρόσωπο ξαφνικά λύνεται σ’ ένα χαµόγελο και τα τρεµάµενα χέρια τησ γίνονται µια αγκαλιά. Φιλιόµαστε και πάνω απ’ το σκυµµένο τησ ώµο βλέπω εκείνον. Είναι όρθιοσ, ντυµένοσ µ’ ένα από εκείνα τα σκούρα, καταθλιπτικά, αυστηρά του κοστούµια, και η αµηχανία του έχει προσ στιγµή παγώσει το βλογιοκοµµένο του πρόσωπο. Για πρώτη φορά στα χρονικά βρισκόµαστε κι οι τρεισ στο ίδιο δωµάτιο! - ∆εν έρχοµαι σε κατάλληλη ώρα, µονολογώ. - Ίσα ίσα, ήρθεσ την ώρα που ετοιµάζαµε το τραπέζι, µου λέει φυσικά η µαµά. - Αυτό είναι για σένα, τησ λέω και τησ προσφέρω το κουτάκι µε το µενταγιόν. Καλά Χριστούγεννα, τησ εύχοµαι κι εκείνη, συγκινηµένη, το παίρνει και µε ξανακλείνει στην αγκαλιά τησ. - Συγγνώµη, αλλά δεν είχα αρκετά χρήµατα και για τουσ δυό, λέω µετά στο δάσκαλο. - Η σκέψη µετράει, βρίσκει να πει και αφήνει το σώµα του να χαλαρώσει. Κάθοµαι στην πολυθρόνα που είναι δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. - Σασ διέκοψα όµωσ, λέω κι αυτό ταράζει και τουσ δύο. Μήπωσ δε θά’ταν σωστό ν’ αφήσετε µια κουβέντα στη µέση… Κοιτάζονται αµήχανα. - Άκουσα φωνέσ, συνεχίζω. Κάτι συζητούσατε, µαµά, έτσι δεν είναι; Αφήνει την πετσέτα που κρατάει πάνω στο τραπέζι και για λίγο δεν ξέρει πού ν’

214

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 215

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

ακουµπήσει τα χέρια τησ. Στο τέλοσ τα ρίχνει όπωσ όπωσ πάνω στη ράχη τησ πολυθρόνασ που είναι µπροστά τησ και ψελλίζει: - Αντώνη…ε…µπορεί να περιµένει η συζήτηση…Θα ετοιµάσω φαZ. Θέλεισ να µε βοηθήσεισ; ρωτάει το δάσκαλο. Μπαίνουν κι οι δυό τουσ στην κουζίνα κι οι φωνέσ τουσ, αυτή τη φορά πιό ήπιεσ, αρχίζουν να µπλέκονται µε τουσ ήχουσ απ’ τα κατσαρολικά και τα µαχαιροπίρουνα. ∆ε µπαίνω στη διαδικασία ν’ ακούσω τι λένε. Μου αρκεί που ξέρω ότι µιλάνε για µένα και για το ότι έχω καταλάβει πόσο «ευτυχισµένοι» είναι που ζουν µαζί κάτω απ’ αυτέσ τισ συνθήκεσ! ∆ε χαίροµαι ακριβώσ, αλλά νιώθω κάποιου είδουσ ικανοποίηση που µπορώ να παίζω κι εγώ κάποιο ρόλο στην ευτυχία και στη δυστυχία τουσ. Έπαψα πιά να είµαι ο µικρόσ Αντώνησ. Τώρα είµαι ο γιοσ του πρώην που διεκδικεί µια θέση στη ζωή όχι µόνο τησ µαµάσ αλλά και του καινούργιου τησ συντρόφου, είτε αυτό τουσ αρέσει είτε όχι. Ένα πιάτο γίνεται κοµµάτια, µια βρισιά ακούγεται απ’ το στόµα του δασκάλου κι ένασ κρότοσ από ντουλάπι που κλείνει µε δύναµη. - Και σ’ τό’πα! Πρόσεχε! τησ φωνάζει µε µανία. Τόσο πολύ λοιπόν τον αναστατώνω; Οι φωνέσ και των δύο γίνονται πάλι πολύ έντονεσ, αυτή τη φορά όµωσ ο καβγάσ τουσ κλείνει µε την αποχώρησή του. Σα σίφουνασ βγαίνει απ’ την κουζίνα, τινάζει το πέτο του, µου ρίχνει µια γρήγορη µατιά και βγαίνει απ’ το σπίτι. Στο παράθυρο περιµένω να τον δω να κατεβαίνει τισ σκάλεσ και να βγαίνει στο δρόµο. ∆εν προλαβαίνω όµωσ, γιατί ακούω τη µαµά να έρχεται στο σαλόνι και στρέφω το βλέµµα µου σ’ εκείνη. Είναι αναµαλλιασµένη και µε το ζόρι στέκει όρθια. - Σασ έφερα αναστάτωση Χριστουγεννιάτικα…, λέω λυπηµένα. Αλλά οι φωνέσ…, κάνω. Καβγαδίζατε και πριν έρθω…Αυτό γίνεται συνέχεια, ε; - Ναι, συνέχεια…, λέει χωρίσ περιστροφέσ. Συνέχεια, συνέχεια…ασταµάτητα… - ∆ε µε θέλει, αυτό δεν είναι; Και γιατί να µε θέλει; Τι του είµαι; Σηκώνοµαι και πάω προσ την εξώπορτα. Την ανοίγω και γυρίζω να την κοιτάξω. - Πάµε να φύγουµε…, τησ λέω µε σταθερή φωνή. - Αντώνη…πώσ…; - Είναι εύκολο! Πάρε τα πράγµατά σου κι έλα µαζί µου! Αφήσαµε µια ζωή πίσω µασ… Πρέπει να τη συνεχίσουµε, µαµά…Αυτόσ ο άνθρωποσ δε θα σ’ αγαπήσει ποτέ! Ούτε εµένα… - Όχι, Αντώνη…∆εν µπορώ να γυρίσω πίσω…Αυτόσ ο άνθρωποσ…έχει πολλέσ χάρεσ… ∆εν είναι αυτό που φαίνεται… Για άλλη µια φορά προδίδοµαι. - Η ζωή είναι δική σου, µαµά…τα λάθη σου όµωσ θα τα πληρώσουµε κι οι δυό µαζί…, καταφέρνω να πω κρατώντασ το πόµολο τησ πόρτασ. Γι’ αυτό, έλα µαζί µου. ∆εν τον παραδέχθηκα ποτέ σα δάσκαλο, γιατί µου ζητάσ να τον παραδεχθώ σα σύντροφό σου, σαν… πατριό µου; - Αντώνη, φύγε, σε παρακαλώ. Φύγε και…άσε µε να βρω µια λύση…Σου έχω κάνει πολύ µεγαλύτερο κακό απ’ ό,τι µπορείσ να καταλάβεισ…

215

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 216

“Aντίο, λοιπόν”

- Αυτόσ ο άνθρωποσ σε κρατάει, τησ λέω, αλλά δεν κατάφερα ακόµη να βρω το λόγο… Κάποιο µυστικό έχετε εσείσ οι δύο…Θα το βρω όµωσ! τησ φωνάζω. Κι όταν το βρω… - Φύγε, σε παρακαλώ! Φύγε και µείνε µακριά, µέχρι να βρούµε τισ ισορροπίεσ µασ. - Με διώχνεισ, µαµά! Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, µε διώχνεισ! Έχεισ τόσο πολύ τυφλωθεί, που δε βλέπεισ τίποτε! Είναι όλα ίσωµα για σένα! Εγώ ήρθα εδώ να…τα βρούµε, να σου ευχηθώ Καλά Χριστούγεννα, και…βρίσκω αυτό το…το…ρηµαδιό! Αν φύγω αποδώ µέσα έτσι, δε θα µε ξαναδείσ ποτέ, µαµά, τ’ ακούσ; Ποτέ! ∆ιάλεξε! Εµένα ή αυτόν; ∆εν αντέχω να σε βλέπω να υποφέρεισ, γι’ αυτό ή θα φύγουµε µαζί ή δε θα ξαναZδωθούµε ποτέ! Θα φύγω! Θα πάω στην Αθήνα! ∆ε θα µείνω λεπτό εδώ! ∆ε θα ζω πάντα µε το φόβο µήπωσ πέσει ο ένασ πάνω στον άλλον! ∆ε θέλω να γελοιοποιηθούµε στο χωριό, αλλά πιό πολύ δε θέλω να γελοιοποιηθούµε στουσ εαυτούσ µασ! Γιατί αυτό που τόσον καιρό ζούµε είναι γελοίο! Είναι µια κωµωδία, µια…αηδία! Και θέλω να σταµατήσει! - Αντώνη…τα ξέρω όλα…, µου λέει ψύχραιµα. Στην αρχή δεν καταλαβαίνω τι εννοεί. - Τι λεσ; τη ρωτάω. Τι εννοείσ; Ποιά όλα; - Τα ξέρω όλα…, επαναλαµβάνει. Όλα! Και θέλησα να σε προστατεύσω, αγόρι µου… Παγώνω. - Να µε προστατεύσεισ; Τι λεσ; ∆ε σε καταλαβαίνω! τησ φωνάζω. - Μου άξιζε…Εγώ φταίω για όλα όσα έγιναν…Εννοώ…όλ’ αυτά τα χρόνια. Εγώ είµαι υπεύθυνη για όσα έζησεσ, για όσα έκανεσ… - Τι έκανα, µαµά; τη ρωτάω, αλλά σα ν’ αρχίζω να καταλαβαίνω πού το πάει. Πάει στο µπαούλο που είναι στο διάδροµο, το ανοίγει και βγάζει µια µεγάλη σακούλα. Τη φέρνει και την ακουµπάει µπροστά στα πόδια µου. - Θα τα ψάχνεισ όλ’ αυτά…Εγώ τα είχα! µου λέει χωρίσ να µε κοιτάξει. Τα ξέρω όλα… Για τισ κλοπέσ, για τα…πράγµατα που έλειπαν απ’ το χωριό…Για το ότι…τα έχωνεσ µεσ στο µπαούλο. Τα κατάλαβα όλα…Σιγά σιγά. ∆εν τα ήξερα όµωσ µόνο εγώ, αγάπη µου… Τα ήξερε και ο… ∆ιστάζει ν’ αναφερθεί σ’ αυτόν. ∆ε χρειάζεται όµωσ να πει τίποτε άλλο. Σε κλάσµατα δευτερολέπτου όλο το παζλ τησ αλήθειασ ξετυλίγεται µπροστά µου. Σα µαγική εικόνα ξεπροβάλλει η πρώτη αχτίδα του µυστικού που είχε για καιρό µεσ στα στήθια τησ. Μέσα σε στιγµέσ κατάφερε να τ’ αναποδογυρίσει όλα. Σ’ αυτό το νέο µασ σχήµα, µητέρασ- γιου, τα όρια ανάµεσα στο θύτη και το θύµα είναι δυσδιάκριτα. Ποιόσ απ’ τουσ δυό ζητά συγγνώµη και ποιόσ είναι έτοιµοσ να τιµωρήσει τον άλλον; Λέµε πολλά, τόσο πολλά που δεν µπορώ να τα καταγράψω. Η µνήµη µου υπερχειλίζει κι οι λεπτοµέρειεσ χύνονται παντού γύρω µου. Θυµάµαι µόνο ένα συρτάρι ν’ ανοίγει και να πέφτουν στο πάτωµα µερικά γράµµατα και φωτογραφίεσ του µπαµπά. Η µαµά πάει γρήγορα να τα µαζέψει, πάω κι εγώ να τη βοηθήσω, αλλά…στην πορεία ανακαλύπτω ότι όλ’ αυτά τα γράµµατα είναι σταλµένα απ’ το µπαµπά και τ’ αρπάζω απ’ τα χέρια τησ. Αυτή φωνάζει, εγώ αρχίζω ήδη να διαβάζω ένα απ’ αυτά κι ύστερα…σιωπή. Μια σιωπή που κράτησε σχεδόν ένα χρόνο…

216

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 217

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Η ησυχία µεσ στο δωµάτιο µου θυµίζει εκείνη τη σιωπή, τη δική µου σιωπή. Έχει βραδιάσει και το µόνο φωσ που µ’ αγκαλιάζει είναι αυτό τησ λάµπασ πάνω στο γραφείο. ∆εν είναι το δικό µου γραφείο, αλλά κατά κάποιον τρόπο έγινε το δικό µου γραφείο τισ τελευταίεσ ώρεσ. - Τη συνέχεια τη γνωρίζετε…, ψιθυρίζω. Ο ηλικιωµένοσ άντρασ απέναντί µου µου γνέφει καταφατικά χωρίσ να µιλήσει. - Θ’ απορείτε πώσ ύστερα από τρία χρόνια πήρα την απόφαση να µιλήσω για όλ’ αυτά… Εδώ που τα λέµε…θαύµα είναι πώσ κατάφερα να µιλήσω…Όπωσ ξέρετε, νοσηλευόµουν σε κάποια κλινική στην Αθήνα για αρκετό διάστηµα. Η γιαγιά κι ο παππούσ τα ανέλαβαν όλα. ∆εν ξέρω κι εγώ πόσοι γιατροί ασχολήθηκαν µαζί µου! Αµέσωσ µετά από εκείνη τη θλιβερή συνάντηση µε την…αλήθεια, έχασα τη µιλιά µου. Η σιωπή που είχα προφητεύσει στη θεία µε βρήκε την κατάλληλη στιγµή! ∆εν ξέρω τι µπορεί να µου είχε συµβεί εάν, τελικά, το σώµα µου, το µυαλό µου, δεν επέλεγε τη σιωπή! - Γιατί όλ’ αυτά; µε ρωτάει η φωνή απέναντί µου. - ∆εν τα ξέρετε, παπ’ Ανέστη; απορώ. Κατάφεραν κι αυτό να το κρατήσουν κρυφό; Τέλοσ πάντων…∆εν µπορώ να περιγράψω το πώσ ένιωσα όταν ανακάλυψα όλη την αλήθεια. Απ’ τη µια η αποκάλυψη του µυστικού µου…Πώσ να νιώσει ένα παιδί όταν η ίδια του η µάνα του λέει ότι τα ξέρει όλα, ότι όλο αυτό τον καιρό παρακολουθούσε την…«εξέλιξή» του και…γνώριζε για τα κλεψιµαίικα Τι ντροπή ένιωσα! Ήταν ένα τεράστιο σοκ για µένα! ∆εν ήταν όµωσ το µόνο που µε περίµενε! Όλα, βλέπετε, παπ’ Ανέστη, µε περίµεναν στο τέλοσ! Κι ήµουν µόνοσ εκεί, στο σπίτι του δασκάλου, να τ’ αντιµετωπίσω όλα χωρίσ καµιά βοήθεια! Ήταν µια κατάσταση όπου…δεν ήξερεσ ποιόσ φταίει και ποιόσ έχει πονέσει πιό πολύ απ’ όλουσ…∆εν είχε σκοπό να µου τα φανερώσει όλ’ αυτά που έµαθα στη συνέχεια µε τα γράµµατα…Θα τα είχε πάντοτε κρυµµένα εκεί µέσα, στο συρτάρι, να τ’ ανοίγει µόνη τησ τισ ώρεσ που οι τύψεισ θα τησ χτυπούσαν την πόρτα. Ήταν ένα φοβερό µυστικό, παπ’ Ανέστη, ένα µυστικό που…µόνο µε το Θεό µπορεί κανείσ να το µοιραστεί. ∆εν είµαι κι απ’ τουσ πιό φανατικούσ Χριστιανούσ, απ’ ό,τι καταλάβατε, αλλά…ήθελα πολλά χρόνια να έρθω να σασ βρω. Το είδατε, έτσι δεν είναι; Είµαι χαρούµενοσ που κράτησα την υπόσχεσή µου. Είστε ο πρώτοσ στον οποίο µιλάω για όλ’ αυτά. Το µυστικό που θέλω να σασ αποκαλύψω δεν το ξέρει κανείσ, τουλάχιστον όχι απ’ τα δικά µου χείλη. Η γιαγιά κι η θεία είµαι σίγουροσ ότι το ξέρανε πάντοτε, απ’ την αρχή, αλλά η Νατάσα δεν το έχει µάθει ακόµη, κι ίσωσ να µη το µάθει ποτέ. Μη µε ρωτήσετε γιατί. ∆εν ξέρω ακόµη το λόγο που δε θέλω να τησ το πω. Μπορεί από ντροπή. ∆ε µίλησα όµωσ γι’ αυτό σε κανέναν τουσ. Σα να µη το έµαθα ποτέ. Όταν ξαναβρήκα τη µιλιά µου, συνέχισα τη ζωή µου απ’ το σηµείο που σταµάτησε εκείνη τη φοβερή ηµέρα! Είναι σα να προσπέρασα εκείνο το σκόπελο και πήγα παραπέρα. Με τη µητέρα µου έχουµε τυπικέσ, πλέον, σχέσεισ. Πέθανε, κυριολεκτικά, απ’ τη στενοχώρια τησ όταν έµεινα βουβόσ, άλαλοσ, να κλαίω µέσα µου σιωπηρά. ∆εν ανταλλάξαµε όµωσ ποτέ ξανά µια κουβέντα. Μου γράφει συχνά γράµµατα κι εγώ τησ απαντώ µε λίγεσ γραµµέσ. ∆εν ξέρω πού µένει, δεν ξέρω τίποτε γι’ αυτή. Πονάω που δε βλεπόµαστε…Θά’θελα πάρα πολύ να ήταν διαφορετικά τα πράγµατα. Κάθε φορά όµωσ που φαντάζοµαι τον εαυτό µου να τη συναντά, ζω πολύ έν-

217

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 218

“Aντίο, λοιπόν”

τονα αυτή την τραγωδία…Γιατί ήταν µια τραγωδία, αν το καλοσκεφθεί κανείσ…Με σηµάδεψε πολύ βαθιά αυτή η αλήθεια. Είναι µια αλήθεια που θα έκανα τα πάντα να ήταν ένα ψέµα…∆εν είναι όµωσ. Όσο και να το παλεύω µέσα µου, όσο κι αν ψάχνω κάτι να τη διαψεύδει, δεν αλλάζει τίποτε. Αυτό όµωσ που µε κάνει πιό πολύ να τρέµω και να βασανίζοµαι είναι ότι…ζούσα µέσα σ’ ένα ψέµα πολύ καλά κρυµµένο. Κι όλο αυτό το διάστηµα πίστευα ότι το µόνο µυστικό που έπρεπε ν’ ανακαλύψω βρισκόταν στα χειρόγραφα του παππού τησ Νατάσασ! Γελάστηκα όµωσ! Έπαιξαν όλοι πολύ καλά το ρόλο τουσ! ∆ε θέλησαν να το µάθω, θέλησαν να µε προστατεύσουν…Όπωσ ακριβώσ έκανε η µητέρα µου και µε την υπόθεση των κλεµµένων αντικειµένων. Λίγο πριν πέσουν στα χέρια µου τα γράµµατα του µπαµπά, µου εξήγησε ότι…προσπάθησε να µε προστατεύσει…Και ξέρετε από τι—µάλλον, από ποιόν Απ’ το δάσκαλο! Είναι απίστευτο, κι όµωσ αυτόσ γνώριζε τα πάντα για µένα! Αυτόσ ο άνθρωποσ µε κράταγε από παντού! Ήξερε όλεσ τισ λεπτοµέρειεσ τησ ζωήσ µου κι εγώ…ήµουν τυφλόσ! Παπ’ Ανέστη…δεν τα βγάζω όλ’ αυτά απ’ το µυαλό µου. Ρωτήστε τη γιαγιά, αν θέλετε… Εκείνοσ µε το χέρι του µε καθησυχάζει. - Ήταν κακόσ, πάντοτε έλεγα ότι ήταν κακόσ και τα χρησιµοποιούσε όλα προσ ώφελόσ του! Ακόµη και την υπόθεση αυτή τη χρησιµοποίησε εναντίον µου! Για να κρατήσει κοντά του τη µαµά…την απείλησε ότι…θα διέδιδε σ’ όλο το χωριό για µένα…Με είχε παρακολουθήσει, είχε βάλει κάποιουσ και είχαν γίνει η σκιά µου για µεγάλο χρονικό διάστηµα. Είχε υποψιαστεί για µένα όταν του έκλεψα τα γυαλιά. Και δεν άργησε να βρει την άκρη του νήµατοσ…Το µόνο που δε γνώριζε ήταν οι σακούλεσ µε τα πράγµατα. Η µάνα µου όµωσ τισ ήξερε. Όταν τησ µπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά, έψαξε και τησ βρήκε. Τισ έκρυψε για καιρό. ∆ε µου είπε πού τισ είχε βάλει. Αυτό που µου είπε είναι ότι τό’κανε για να µε καλύψει. Αν τισ έβρισκε εκείνοσ, τα πράγµατα θα ήταν πολύ δύσκολα και για τουσ δύο. Παρ’ όλ’ αυτά όµωσ έµενε µαζί του! Αυτό είναι που την έφερνε σε δίληµµα. Πολεµούσε µέσα τησ όλο αυτό τον καιρό για να δει τι ήθελε να κάνει—να µείνει ή να φύγει…Είναι τρελό αυτό που συνέβαινε! Τώρα που σασ τα λέω, δεν µπορώ κι εγώ να τα πιστέψω! - Σε βοήθησε σα µάνα…, µου λέει ο παπ’ Ανέστησ σκεφτικόσ. - Ναι, µε βοήθησε…µπήκε µπροστά να µε προστατεύσει…από έναν άνθρωπο που…ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο σε όλα, ν’ ασκεί επιρροή σε όλουσ γύρω του… Αρχίζω να γελάω, όµωσ στο τέλοσ το γέλιο γίνεται κλάµα. - ∆ε µε θέλησε ποτέ…Ήµουν πάντα το παιδί ενόσ άλλου γάµου, ενόσ άλλου άντρα. Εκείνοσ ήθελε τη µαµά κι εγώ…ήµουν ένα εµπόδιο. Προσπαθούσε να µε βγάλει από τη µέση! ∆ε σεβάστηκε τίποτε! ∆εν είχε αγάπη µέσα του, δεν είχε κανένα πατρικό ένστικτο. Κι η χαζή η µαµά µου πίστευε ότι αυτόσ ο άνθρωποσ ήταν ο άντρασ τησ ζωήσ τησ! - Τα γράµµατα µε ρωτάει ο παπ’ Ανέστησ. - Τα γράµµατα…Ναι…θα σασ πω και γι’ αυτά…Άλλωστε, εδώ ήρθα για να τα πω όλα…∆ε θα φύγω αν δεν κλείσει αυτό το κεφάλαιο…Εκεί έξω ξέρετε ποιά µε περιµένει… Το χαµόγελό του µου δείχνει ότι ξέρει. - Τα γράµµατα, όπωσ σασ είπα, ήταν σταλµένα απ’ το µπαµπά το διάστηµα που έλειπε,

218

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 219

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

δηλαδή τα τελευταία τέσσερα- πέντε χρόνια. Είδα τισ ηµεροµηνίεσ…Τα µάζευε, τα µάζευε, κι εµένα δε µού’χε πει τίποτε! Η αλήθεια ήταν κρυµµένη µέσα σ’ εκείνεσ τισ γραµµέσ και µε περίµενε…Στο πρώτο γράµµα που άνοιξα και διάβασα—κάποιεσ αράδεσ µόνο κατάφερα να ψελλίσω—τησ έγραφε ότι την αγαπούσε κι ότι θά’κανε τα πάντα ν’ αλλάξει την κατάσταση και να…είναι πάλι µαζί. Ήταν πληγωµένοσ, δεν µπορούσε να πιστέψει ότι αυτό που ζούσαν δεν ήταν απλώσ µια κρίση του γάµου τουσ, αλλά µια βόµβα που είχε ξεθεµελιώσει όλη τουσ τη ζωή! Στο δεύτερο γράµµα που άνοιξα και διάβασα βιαστικά, είδα κατάµατα το φρικτό πρόσωπο τησ αλήθειασ…Έγραφε ότι µ’ αγαπούσε υπερβολικά, ότι κάποια στιγµή θα µε έβρισκε και θα έλυνε τη σιωπή του. Έπρεπε να ξέρω, έγραφε… ∆εν είχανε δικαίωµα να µου κρατάνε κρυφό κάτι τόσο σοβαρό…Με λάτρευε, ήταν πατέρασ µου…γιατί πατέρασ είναι αυτόσ που αγαπάει σαν πατέρασ κι όχι αυτόσ που σπέρνει παιδιά και τ’ αφήνει µετά στην τύχη τουσ… - ∆ηλαδή; κάνει ταραγµένοσ ο παπ’ Ανέστησ. Σκουπίζω τα µάτια µου, που τρέχουν. - ∆ηλαδή…, λέω κι ο κόµποσ στο λαιµό µε πνίγει. Αυτόσ που πίστευα για πατέρα µου, αυτόσ που γνώρισα τόσα χρόνια στο πλάι µου, δεν ήταν ο πατέρασ µου, παπ’ Ανέστη! ∆εν ήµουν δικό του παιδί—άλλο αν µε µεγάλωσε σα δικό του παιδί! Εκεί λύγισα, πέρασα µέσα απ’ την κόλαση κι έµεινα ένα τίποτα! Ξέρετε τι σηµαίνει αυτό ∆ιάβασα κάπου ότι η ασώµατη ψυχή είναι πνεύµα, ενέργεια, ενώ το άψυχο σώµα είναι ένα πτώµα! Αυτό ήµουν! Ένα πτώµα! Άρχισα να χάνω την επαφή µε το περιβάλλον µου. ∆ιάβασα λίγεσ σειρέσ παρακάτω κι αυτό ήταν η χαριστική βολή! Το όνειρο που είχα δει ήταν πραγµατικότητα! Απ’ αυτόν που γνώριζα κι αναγνώριζα σαν πατέρα µου µάθαινα ότι ο άνθρωποσ που µε είχε σπείρει ήταν κι αυτόσ που ήθελε να µε θερίσει! ∆εν τό’ξερε όµωσ ούτε εκείνοσ! Ζούσε σε µια πλάνη κι αυτόσ! Κάποιοσ έπρεπε να του πει την αλήθεια! Κάποιοσ έπρεπε να µιλήσει στο δάσκαλο! Ποιόσ άλλοσ θα µπορούσε να το κάνει αυτό απ’ την ίδια τη µαµά; Τη στιγµή που συνειδητοποίησα ποιά ήταν η πραγµατική µου οικογένεια, έχασα τα λογικά µου και µαζί µ’ αυτά τη µιλιά µου, τον εαυτό µου, το έδαφοσ κάτω από τα πόδια µου. Φώναξα «όχι!» και λιποθύµησα. Από τότε έχω να βρεθώ στο ίδιο δωµάτιο µε τη µαµά… Ο παπ’ Ανέστησ µε κοιτά σα χαµένοσ. Ύστερα πέφτει σε µια περισυλλογή που µου φαίνεται αιώνια. Κάποια στιγµή νιώθω το χέρι του στον ώµο µου. - Είσαι παλικάρι…, µου λέει. Εσύ είσαι ο πατέρασ τησ οικογένειασ… - Βρέθηκα µε δυό πατέρεσ ξαφνικά, του λέω. Ασ µη µιλάµε άλλο για πατέρεσ…Τώρα, ξέρετε, τουσ λυπάµαι όλουσ…Και πιό πολύ απ’ όλουσ…λυπάµαι το φυσικό µου πατέρα… Αυτόσ είναι το τραγικό πρόσωπο…∆εν ήξερε τίποτε, νόµιζε ότι ήµουν ο γιοσ του «άλλου», ποτέ δεν έβαλε µε το µυαλό του ότι ο Αντώνησ µπορεί να ήταν δικό του παιδί… Σιχάθηκα, πραγµατικά, τον εαυτό µου όταν ανακάλυψα ότι κουβαλώ µέσα µου το δικό του αίµα…Πώσ να το πω, ήταν σα να µεταλλάχτηκα σ’ ένα άλλο είδοσ…∆εν ξέρω αν θ’ αποδεχθώ ποτέ ότι είµαι παιδί του. ∆εν ξέρω αν θα τον αναγνωρίσω ποτέ σαν πατέρα. Θα ψάχνω πάντα τον πραγµατικό µου πατέρα, κι αυτόσ δεν είναι άλλοσ από εκείνον που έφυγε, από εκείνον που µου χάρισε αγάπη, που έκανε τη µαµά ευτυχισµένη. Όσο γι’

219

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 220

“Aντίο, λοιπόν”

αυτή, το χάσµα τησ ντροπήσ και τησ οργήσ και τησ…αµφιβολίασ είναι τεράστιο ανάµεσά µασ κι ένασ Θεόσ ξέρει αν ποτέ το γεφυρώσουµε…Ξέρω ότι, τελικά, έφυγε από εκείνον τον άντρα, ότι πήρε στα χέρια τησ τη ζωή τησ. Έδειξε, έστω και καθυστερηµένα, ότι συνειδητοποίησε τι είχε κάνει. Όπου κι αν πάω, θα την κουβαλάω πάντα µέσα µου. ∆ε θα πάψω να τη σκέφτοµαι, να τη βλέπω στον ύπνο µου, να παρακολουθώ µε τα µάτια του µυαλού µου την κάθε τησ κίνηση. Ο Θεόσ να τη βοηθήσει, παπ’ Ανέστη! ∆εν ξέρω αν υπάρχει Θεόσ, όµωσ…θά’θελα πολύ να υπάρχει και να µ’ ακούει…Ήµουν επιφυλακτικόσ µ’ αυτά τα ζητήµατα…Είµαι µικρόσ, το ξέρω. Τώρα που µεγάλωσα αρκετά, µπορώ να δω ότι είµαι πολύ µικρόσ για να κρίνω οτιδήποτε. ∆εν το κρύβω πωσ…κάτι άλλαξε µέσα µου. Χρόνια τώρα ήθελα νά’ρθω να σασ βρω, να σασ µιλήσω. Αν ερχόµουν πριν τρία χρόνια, πριν γίνουν όλ’ αυτά, σίγουρα δε θα σασ έλεγα τα ίδια…Ποιόσ ξέρει τι θα σασ έλεγα… Αυτή την εξοµολόγηση όµωσ δε θα την έχανα για τίποτε στον κόσµο! Νιώθω πολύ καθαρόσ αυτή τη στιγµή. Ποτέ άλλοτε δεν ένιωσα τόσο καθαρόσ και νηφάλιοσ! Αυτό που νιώθω τώρα µόνο µε ένα πράγµα µπορώ να το συγκρίνω—µε τη γαλήνη που νιώθω όταν γράφω ποίηση! Κι ίσωσ είναι λίγο αυτό που λέω. Σίγουρα αυτό που αισθάνοµαι τώρα είναι πολύ πιό δυνατό… - Το µέλλον είναι µπροστά σου, αγόρι µου…, µου λέει ο γλυκόσ παππούλησ και µου χαZδεύει τα µαλλιά. - Τώρα ναι…είναι µπροστά µου. Πριν έρθω να σασ δω όµωσ, έβλεπα να το προσπερνώ και νά’ναι πίσω µου… Βγάζω ένα χοντρό τετράδιο απ’ τη σάκα µου και το ακουµπώ πάνω στο γραφείο. - Αυτό…είναι ένα µικρό δείγµα απ’ τα ποιήµατά µου…Είναι προχειρογραµµένα, αλλά… ήθελα να σασ τα κάνω δώρο… - Νά’ναι ευλογηµένο, τέκνον µου…Ο Θεόσ συγχωρεί αυτούσ που γνωρίζουν το δώρο τησ µετάνοιασ και τησ συγχώρεσησ… - Έχω µετανιώσει για πολλά…Το µόνο για το οποίο δε µετανιώνω είναι ότι…αγάπησα πολύ δυνατά…Αγάπησα αυτή την κοπέλα, που µε περιµένει απέξω να συνεχίσουµε να ζούµε µαζί. Μου στάθηκε πολύ, πάρα πολύ…Βράχοσ ακλόνητοσ! Να ξέρετε ότι…αυτή την κοπέλα θα την παντρευτώ…και θα την παντρευτώ σ’ αυτή την εκκλησία…και θέλω να µασ παντρέψετε εσείσ, παπ’ Ανέστη. Όταν έρθει εκείνη η ώρα… - Άλλαξεσ πολύ, παιδί µου…Και βλέπω το γιατί… - Κι εσείσ αλλάξατε…Όλοι έχουν αλλάξει, ίσωσ επειδή άλλαξα εγώ…Θα γυρίσω στην Αθήνα πιό ώριµοσ… - Μη χάσεισ τουσ γονείσ σου…, µε συµβουλεύει ο παπ’ Ανέστησ και µου πιάνει το χέρι. Κλείνω τα µάτια και του λέω: - Όχι τώρα…∆ε θά’θελα να τουσ χάσω, τώρα που τουσ βρήκα! Μόνο που…δεν ξέρω πότε και πώσ θα γίνει αυτό… - Όλα θα γίνουν…φθάνει να το θελήσεισ… - Θα γράψω στη µαµά…Θα βρεθούµε όλοι µαζί…Το έχω ανάγκη…Και θά’ναι κι η Νατάσα µαζί… - Είχε δίκιο η θεία Ελένη, µου κάνει ο παπ’ Ανέστησ και σηκώνει το γέρικο κορµί του.

220

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 221

∆η µή τ ρ η σ Θα ν α σ ούλ α σ

Έπαψε να είναι γυναίκα…γιατί πίστεψε σε κάτι που είναι πάνω απ’ αυτή… Συµφωνώ και του φιλώ το χέρι. - Ναι…πίστεψε στην αγάπη µασ, σε µένα…Γι’ αυτό έµεινε µαζί µου, γι’ αυτό µε δέχθηκε όπωσ είµαι…Πρέπει να πηγαίνω, παπ’ Ανέστη…, λέω µετά και στέκοµαι όρθιοσ. Βράδιασε πιά… Τον αγκαλιάζω, του φιλώ ξανά το χέρι και ανοίγω την πόρτα. - Ο Θεόσ µαζί σου… Και την ώρα που βγαίνω και µισοκλείνω, τον ακούω ν’ ανοίγει το τετράδιο µε τα ποιήµατα και ν’ απαγγέλλει: Οι λέξεισ κρύβουν το ρυθµό Οι λέξεισ µε ορίζουν Αυτέσ που λένε «σ’ αγαπώ» Κι αυτέσ που µασ χωρίζουν Η Αγάπη ολάνθιστο βουνό Το Μίσοσ µια πέτρα Ώσπου να βγω στην κορυφή Το Χάοσ δέκα µέτρα. Μα και το χάοσ ήπια εγώ Κι έγινε σκαλοπάτι Για ν’ ανεβούµε πιό ψηλά Με του Έρωτα το Άτι Ο χρόνοσ δύει για τα καλά Στιγµή δεν περιµένει Μόνο σε κόβει σα γυαλί Που η σάρκα σου προσµένει

ΤΕΛΟΣ

221

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 222

“Aντίο, λοιπόν”

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8. 9. 10. 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19. 20. 21. 22. 23. 24. 25. 26. 27. 28. 29. 30. 31. 32. 33. 34. 35. 36. 37. 38.

222

αλάνι, παιδί του δρόµου ο µανδύασ των φουστανελλοφόρων ευτελήσ γυαλιστερό ύφασµα από µετάξι δυστυχήσ, ταλαίπωροσ παρατσούκλι στέγη σε σχήµα κώνου κοµµάτι γησ µε γκαζόν δήµιοσ καµώµατα, νάζια αγνόσ, παρθένοσ κουβέντα, φλυαρία, κουτσοµπολιό βρικόλακασ ασκοί µε αυλούσ, γκάιντεσ γλέντι, ξεφάντωµα τηγανίτεσ παράσιτο τησ κοινωνίασ, άνθρωποσ που ζεισ σε βάροσ των άλλων µπαλωµατήσ, αδέξιοσ τεχνίτησ τεχνίτησ που κεντά υφάσµατα µε χρυσό ή ασηµένιο σύρµα κούκλεσ, οµοιώµατα ανθρώπου κάλυµµα/καλύπτρα µουσουλµάνων γυναικών θυµωµένα (για φυτό) αυτό που έχει πολλά σέπαλα/φυλλάρια ψηµένο/ψητό κρέασ, φαγητό που τρώνε στην Κρήτη πρώιµη αυτά που δεν έχουν δοκιµαστεί, που δεν έχουν πληγεί από συµφορέσ παντούφλεσ γεµάτο αθόρυβα (στη µυθολογία) ο αιθέριοσ χυµόσ στισ φλέβεσ των Θεών γλυκόλογα, φιλιά δύστροποι άνθρωποι είδοσ καXκιού υποστήριγµα, αντέρεισµα είδοσ αναρριχητικού φυτού ζητιάνοι η προσευχή των µωαµεθανών τρίποδο, καβαλέτο

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 223

223

antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:08 µµ Page 224

224

Μπορεί ο έρωτασ να θεραπεύσει την κλεπτοµανία; Μπορεί το οικοδόµηµα του «εγώ» να καταρρεύσει κάτω από το βάροσ του «εµείσ»; Κι όµωσ, µπορεί. Με την ίδια δύναµη που ο Αντώνησ αντέχει το «ωστικό κύµα» των µυστικών τησ οικογένειάσ του. Στο τέλοσ, θα νικήσει ή θα αναγκαστεί να πει «Αντίο, λοιπόν»;

∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ

ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΘΡΥΑΛΙΣ

Ο δεκατριάχρονοσ Αντώνησ, φιλοσοφηµένοσ και ώριµοσ για την ηλικία του, είναι ένα παιδί χωρίσ πατέρα που ζει µε τη µητέρα του σ' ένα χωριό των Ιωαννίνων. Ανακαλύπτει τον εαυτό του µέσα από τισ σχέσεισ του µε τουσ µεγάλουσ, µε το πάθοσ τησ κλεπτοµανίασ που τον κυριεύει και µε τον έρωτα στο πρόσωπο τησ συµµαθήτριάσ του τησ Νατάσασ. Μαζί θα ανακαλύψουν πολλά, θα ξεσκεπάσουν µυστικά µέσα σε χειρόγραφα του παππού τησ, θα διαβάσουν βιβλία, θα προβληµατιστούν για το νόηµα τησ ζωήσ, για το πού τουσ οδηγεί η ζωή τουσ µέσα στο ασφυκτικό αλλά πολύ όµορφο χωριό τουσ.

“Αντίο, λοιπόν”

exof_antio, loipon:Layout 1 28/8/2011 10:10 µµ Page 1

∆ΗΜΗΤΡΗΣ ΘΑΝΑΣΟΥΛΑΣ Ο ∆ηµήτρησ Θανασούλασ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1974. Από µικρόσ έγραφε µυθιστορήµατα και διηγήµατα, όµωσ ενεργά άρχισε να ασχολείται µε τη συγγραφή σε ηλικία 20 ετών. Το "ΑΝΤΙΟ ΛΟΙΠΟΝ" είναι το δεύτερο µυθιστόρηµά του. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήµιο Αθηνών και έκανε το µεταπτυχιακό του δίπλωµα (MA) στην Εφηρµοσµένη Γλωσσολογία στο Πανεπιστήµιο του Suxxex στο Ηνωµένο Βασίλειο. Το 2006 απέκτησε το ∆ιδακτορικό του στη Γλωσσολογία και Ψυχολογία τησ Εκπαίδευσησ από το King's College του Λονδίνου. Συγγράφει, µεταξύ άλλων, εκπαιδευτικά βιβλία, µεταφράζει πολλών ειδών κείµενα και βιβλία, και αρθρογραφεί στα Αγγλικά σε διάφορα περιοδικά Γλωσσολογίασ και Εκπαίδευσησ. Επίσησ, είναι ο εµπνευστήσ και διευθυντήσ των Εκδόσεων Θρυαλλίσ, οι οποίεσ στόχο έχουν τη "µετάγγιση" νέου αίµατοσ στισ φλέβεσ τησ σύγχρονησ ελληνικήσ λογοτεχνίασ--και όχι µόνο. Ζει στο Γέρακα, Αθήνα.

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF