Andy Mcdermott - Ατλαντιδα

December 24, 2017 | Author: SIRENAPELLIROJA | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

NOVEL...

Description

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ ΤΖΕΪΜΣ ΡΟΛΙΝΣ Indiana Jones και το Βασίλειο τον Κρυστάλλινου Κρανίου ΖΟΖΕ ΡΟΝΤΡΙΓΚΕΣ ΝΤΟΣ ΣΑΝΤΟΣ Η Φόρμουλα τον Θεού Επιχείρηση Κιότο ΤΟΜ ΧΑΡΠΕΡ Ο Τάφος τον Αχιλλέα ΕΣΤΕΜΠΑΝ ΜΑΡΤΙΝ & ΑΝΤΡΕΟΥ ΚΑΡΑΝΣΑ Η Ιερή Πέτρα

ANTI MAKNTEPMOT

ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ Μετάφραση από τα αγγλικά ΜΑΡΙΑ ΠΑΠΠΑ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Σειρά: ΞΕΝΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Τίτλος πρωτότυπου: THE HUNT FOR ATLANTIS Συγγραφέας: ANDY McDERMOTT Copyright © Andy McDermott, 2007 Copyright © 2009, για την ελληνική γλώσσα: ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ Σόλωνος 98- 106 80 Αθήνα. Τηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791 http://wrvw.livanis.gr Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, μερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιεχομένου του βιβλίου με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη. Νόμος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα. Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη ISBN 978960-14-1912-1

Στην Οικογένεια και τους Φίλους μου

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΘΙΒΕΤ Ο ΗΛΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΚΟΜΑ ανατείλει πάνω από τις βουνοκορφές των Ιμαλαίων, αλλά ο Χένρι Γουάιλντ είχε ήδη ξυπνήσει. Για την ακρίβεια, ήταν ξύπνιος εδώ και τουλάχιστον δυο ώρες, περιμένοντας τη στιγμή που το πρώτο φως της αυγής θα έλουζε τα βουνά. Εδώ και τουλάχιστον δυο ώρες, συλλογίστηκε, δυο ώρες που έμοιαζαν με χρόνια, τα περισσότερα της ζωής του. Αυτό που ξεκίνησε σαν παιδική περιέργεια είχε εξελιχτεί σε μια... δίστασε να χρησιμοποιήσει τη λέξη έμμονη ιδέα, αλλά αυτό ακριβώς ήταν. Μια έμμονη ιδέα η οποία του είχε αποφέρει τον εμπαιγμό και το χλευασμό του ακαδημαϊκού κόσμου· μια έμμονη ιδέα η οποία του είχε φάει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που είχε αποκτήσει στη ζωή του. Αλλά, θύμισε στον εαυτό του, ήταν και μια έμμονη ιδέα η οποία τον είχε φέρει κοντά σε μια από τις δύο πιο αξιόλογες γυναίκες που είχε γνωρίσει ποτέ. «Πότε ξημερώνει;» ρώτησε η Λόρα Γουάιλντ, η επί σχεδόν μια εικοσαετία σύζυγος του Χένρι, κουρνιάζοντας δίπλα του μέσα στο χοντρό μπουφάν της. Είχαν πρωτογνωριστεί ως τελειόφοιτοι στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Παρόλο που είχαν ήδη προσέξει ο ένας τον άλλο -και πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη συμβεί αυτό, με τον Χένρι ένα κατάξανθο ντερέκι με ύψος που ξεπερνούσε το 1,90 μ. και τα μαλλιά της Λόρα να μοιάζουν σχεδόν αφύσικα με τις βαθυκόκκινες ανταύγειες τους-, μίλησαν μόνο όταν ο Χένρι εισηγήθηκε μπροστά σε ολόκληρη την τάξη το θέμα που του είχε γίνει έμμονη ιδέα, δεχόμενος τα ειρωνικά σχόλια του καθηγητή τους. Οι τρεις πρώτες λέξεις της Λόρα έκαναν τον Χένρι να την ερωτευτεί στη στιγμή. Και ήταν: «Εγώ σε πιστεύω». «Από στιγμή σε στιγμή», απάντησε ο Χένρι, κοιτώντας το ρολόι του προτού την αγκαλιάσει γεμάτος αγάπη. «Μακάρι να ήταν εδώ και η Νίνα να το δει μαζί μας». Η Νίνα, η κόρη τους, ήταν η δεύτερη από τις δύο πιο αξιόλογες γυναίκες που είχε γνωρίσει ποτέ. «Να τι παθαίνεις όταν προγραμματίζεις ερευνητικές αποστολές μέσα στην εξεταστική της περίοδο», τον μάλωσε η Λόρα. «Μην κατηγορείς εμένα, να τα πεις στην κινεζική κυβέρνηση! Ήθελα να έρθω τον επόμενο μήνα, αλλά ήταν ανένδοτοι, το είπαν καθαρά, ή τώρα ή καθόλου...» «Γλυκέ μου;»

«Ναι;» «Αστειεύομαι. Δεν τα βάζω μαζί σου. Ούτε εγώ ήθελα να χάσω αυτή την ευκαιρία. Αλλά εύχομαι να ήταν εδώ και η Νίνα». «Μια κάρτα απ’ τη Χουλαοντάνγκ δε θα είναι και μεγάλη αποζημίωση, έτσι δεν είναι;» αναστέναξε ο Χένρι. «Την τραβολογούσαμε σ’ όλο τον κόσμο από αδιέξοδο σε αδιέξοδο, και τώρα που βρήκαμε επιτέλους ένα αληθινό ίχνος, εκείνη δεν μπορεί να έρθει!» «Νομίζουμε ότι βρήκαμε ένα αληθινό ίχνος», τον διόρθωσε η Λόρα. «Εντάξει! Άλλωστε σ’ ένα λεπτό θα ξέρουμε». Έδειξε τη θέα μπροστά τους. Τρεις χιονοσκέπαστες κορυφές, στο ίδιο πάνω κάτω ύψος, ορθώνονταν πέρα απ’ το βραχώδες οροπέδιο στο οποίο είχαν κατασκηνώσει. Για την ώρα, η μεγαλύτερη οροσειρά στα ανατολικά τούς κρατούσε ακόμα στη σκιά, μόλις όμως ο ήλιος σκαρφάλωνε στον ορεινό όγκο, αυτό θα άλλαζε. Κι αν οι ιστορίες που είχαν συγκεντρώσει ήταν αληθινές, θα άλλαζε με τρόπο θεαματικό... Ο Χένρι σηκώθηκε, τείνοντας το χέρι του στη Λόρα για να τη βοηθήσει να σηκωθεί- η γυναίκα ξεφύσηξε, κι ένα συννεφάκι από αχνό σχηματίστηκε στον αέρα. Το οροπέδιο βρισκόταν σε υψόμετρο μεγαλύτερο από τρεις χιλιάδες μέτρα, και ο αέρας ήταν ταυτόχρονα αραιός και ψυχρός, έτσι όπως κανείς απ’ τους δυο τους δεν τον είχε ξανανιώσει ποτέ. Είχε όμως και μια καθαρότητα, μια διαύγεια. Με κάποιο τρόπο, ο Χένρι ήξερε πως εκεί θα έβρισκαν αυτό που αναζητούσαν. Το πρώτο φως της αυγής άγγιξε τις τρεις κορυφές. Για την ακρίβεια, άγγιξε μια από αυτές, ένα εκθαμβωτικό χρυσαφένιο φως που εκτοξεύτηκε απ’ την ολόλευκη χιονισμένη άκρη της κεντρικής κορυφής και κύλησε σαν υγρό στην πλαγιά. Τα δύο πλαϊνά βουνά παρέμειναν στη σκιά, καθώς η μεγαλύτερη οροσειρά δεν άφηνε την αυγή να ξεπροβάλει. «Είναι αλήθεια...» είπε σιγανά ο Χένρι, με το δέος να χρωματίζει τη φωνή του. Η Λόρα δεν έδειχνε κυριευμένη από το ίδιο συναίσθημα. «Εμένα μου μοιάζει περισσότερο με χρυσή κορυφή». Της έστειλε ένα χαμόγελο προτού στραφεί και πάλι προς το θέαμα μπροστά τους. Η οροσειρά έλαμπε κάτω από το φως της αυγής. «Είχαν δίκιο. Που να πάρει, είχαν δίκιο». «Είναι σχεδόν απογοητευτικό, κατά μία έννοια», είπε η Λόρα. «Θέλω να πω, που μια συμμορία ναζί το γνώριζε εδώ και πάνω από πενήντα χρόνια και παραλίγο να το βρει». «Δεν το βρήκε όμως», είπε αποφασιστικά ο Χένρι. «Θα το βρούμε εμείς». Η Χρυσή Κορυφή -μέχρι τη στιγμή εκείνη τίποτα παραπάνω από ένας θρύλος, μέρος μιας αρχαίας παράδοσης- ήταν το τελευταίο κομμάτι στο παζλ που ο Χένρι συνέθετε σε όλη του τη ζωή. Δεν ήταν σίγουρος για το τι ακριβώς θα έβρισκε εκεί. Ήταν όμως σίγουρος πως θα του έδινε ό,τι χρειαζόταν για να φτάσει στον

τελικό σκοπό του. Στον έσχατο θρύλο. Στην Ατλαντίδα. Η εκτυφλωτική λάμψη που έλουσε τη Χρυσή Κορυφή χάθηκε ένα μόλις λεπτό αφότου ο ήλιος σηκώθηκε αρκετά ψηλά ώστε να φωτίσει και τις δύο γειτονικές κορυφές. Τη στιγμή που η ομάδα άρχισε να ανεβαίνει την ανατολική πλαγιά του βουνού, ο ήλιος έλαμπε ήδη πάνω από τα κεφάλια τους. Με τις δύο πλαϊνές κορυφές να έχουν βγει απ’ τη σκιά, το βουνό δεν ξεχώριζε πλέον εύκολα στο σκληρό φως της μέρας από αυτά που το περιέβαλλαν. Εφτά ήταν τα μέλη της αποστολής, τρεις Αμερικανοί και τέσσερις Θιβετιανοί. Οι τελευταίοι είχαν προσληφθεί ως μεταφορείς και οδηγοί· παρόλο που γνώριζαν την περιοχή, είχαν εκπλαγεί όσο και οι ξένοι επισκέπτες όταν ο μύθος επαληθεύτηκε. Ακόμα και για τα θιβετιανά δεδομένα, η περιοχή θεωρούνταν γυμνή και απομονωμένη, και ο Χένρι δεν άργησε να αντιληφθεί ότι θα πρέπει να ήταν οι μόνοι Δυτικοί που είχαν βιώσει αυτά στα οποία είχαν μόλις παραστεί. Με μόνη εξαίρεση, ίσως, τους ανθρώπους που τους οδήγησαν εκεί εξαρχής, Ο Χένρι ζήτησε από την ομάδα να κάνει μια στάση. Κι ενώ οι άλλοι έδιωχναν με ευχαρίστηση το χιόνι από τα κοντινά βράχια για να καθίσουν, εκείνος ξεκρέμασε το σακίδιό του και έβγαλε προσεκτικά από μια θήκη του ένα λεπτό κλασέρ. Η Λόρα τον συντρόφευε καθώς γυρνούσε βιαστικά τις κλεισμένες μέσα σε προστατευτικές ζελατίνες σελίδες του. «Τα ξαναελέγχεις;» τον ρώτησε πειρακτικά. «Νόμιζα ότι θα τα είχες μάθει απέξω τώρα πια». «Τα γερμανικά δεν είναι το δυνατό μου σημείο», της θύμισε, βρίσκοντας μια συγκεκριμένη σελίδα. Το χαρτί ήταν ξεθωριασμένο, με στίγματα από την υγρασία και το χρόνο. Τα μυστικά έγγραφα της Αχνενέρμπε -της Εταιρείας Έρευνας Προγονικής Κληρονομιάς και Διδασκαλίας, κλάδου των Ες του Χίτλερ, υπό τον άμεσο έλεγχο του Χάινριχ Χίμλερ- είχαν βρεθεί κρυμμένα πίσω από τούβλα στο υπόγειο του κάστρου Βέβελσμπουργκ στη βόρεια Γερμανία. Το Βέβελσμπουργκ είχε υπάρξει αρχηγείο των Ες και εστία του πάθους των ναζί για τη μυθολογία και τον αποκρυφισμό. Στο τέλος του πολέμου, δόθηκαν εντολές να καταστραφούν τόσο το κάστρο όσο και η γνώση που περιείχε. Κάποιος όμως προτίμησε να παραβεί αυτές τις εντολές και να κρύψει τα έγγραφα. Και τώρα τα είχαν οι Γουάιλντ. Ένας παλιός φίλος και συνάδελφος του Χένρι, ο Μπερντ Ραστ, τον είχε ειδοποιήσει πριν από ένα χρόνο για την ανακάλυψη αυτή. Βέβαια, τα περισσότερα από τα ανακτημένα έγγραφα των Ες επιστράφηκαν στη γερμανική κυβέρνηση, αλλά ο Ραστ, γνωρίζοντας το ενδιαφέρον των Γουάιλντ γι’ αυτά,

απέσπασε κρυφά -παίρνοντας ένα εξαιρετικά μεγάλο επαγγελματικό ρίσκολίγες συγκεκριμένες σελίδες, αυτές που αναφέρονταν στην Ατλαντίδα. Αν και προέρχονταν από φίλο, τις είχαν πληρώσει πολύ ακριβά, αλλά ο Χένρι ήταν σίγουρος πως άξιζαν και την τελευταία δεκάρα που είχαν δώσει. Μολονότι αισθανόταν βαθιά αποστροφή που χρησιμοποιούσε ναζιστικό υλικό για να προωθήσει την έρευνά του -σε βαθμό μάλιστα που δεν το είχε αναφέρει ούτε στην κόρη του, μοιραζόμενος την πληροφορία μόνο με τη Λόρα και τους Αμερικανούς-μέλη της ομάδας του-, ήταν εξίσου σίγουρος πως, χωρίς αυτό το υλικό, δε θα έβρισκε ποτέ την Ατλαντίδα. Πριν από μισό αιώνα, άγνωστο πώς, οι ναζί είχαν κάνει μια ανακάλυψη που τους είχε οδηγήσει σχεδόν στο τέρμα του δρόμου. Η Αχνενέρμπε είχε οργανώσει αποστολές στο Θιβέτ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, αλλά και μέσα στη δεκαετία του 1940, όταν ο πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη. Κατ’ εντολήν των πλέον διακεκριμένων ναζί, που ήταν μέλη της απαίσιας Εταιρείας της Θούλης, ανάμεσα στους οποίους και ο Χίμλερ, είχαν σταλεί τρεις αποστολές στην Ασία. Η Εταιρεία της Θούλης πίστευε πως κάτω από τα Ιμαλάια εκτείνονταν υπόγειες πόλεις χτισμένες από τους μυθικούς απογόνους των κατοίκων της Ατλαντίδας, οι οποίοι είχαν κοινούς προγόνους με την κυρίαρχη άρια φυλή. Κι ενώ οι εξερευνητές έκαναν πολλές ανακαλύψεις γύρω από τη θιβετιανή ιστορία, δε βρήκαν τίποτα για τους Ατλάντιους, κι έτσι επέστρεψαν στη Γερμανία με άδεια χέρια. Αυτό όμως που αποκάλυπταν τα έγγραφα που είχε τώρα ο Χένρι στην κατοχή του ήταν πως είχε οργανωθεί και τέταρτη αποστολή, η οποία είχε κρατηθεί μυστική ακόμα κι απ’ τον ίδιο τον Χίτλερ. Ο Φίρερ δεν πίστευε σε θρύλους όπως οι οπαδοί του. Καθώς ο πόλεμος κλιμακωνόταν, αποφάσισε εντελώς ρεαλιστικά ότι ήταν προτιμότερο να διαθέσει τους πόρους της χώρας για το στρατιωτικό εξοπλισμό των ναζί παρά για αποστολές στην άλλη άκρη του κόσμου που σχετίζονταν με το κυνήγι θρύλων. Ο Χίμλερ όμως πίστευε με όλη του τη δύναμη. Και οι ανακαλύψεις της Αχνενέρμπε τον είχαν πείσει ότι ήταν στο χέρι του να αποδείξει τους θρύλους. Αυτό που πραγματικά σόκαρε τον Χένρι ήταν πως η Λόρα κι αυτός ακολουθούσαν το ίδιο μονοπάτι... με διαφορά μισού αιώνα. Ενώνοντας διάφορα στοιχεία από δεκάδες, εκατοντάδες ιστορικές πηγές, απειροελάχιστα αποδεικτικά στοιχεία που σταδιακά δημιούργησαν μια εικόνα σαν παζλ, οι Γουάιλντ είχαν ταξιδέψει με τη Νίνα πριν από δέκα χρόνια σε κάποια τοποθεσία της μαροκινής ακτής. Προς μεγάλη αγαλλίαση του Χένρι, είχαν βρει ίχνη ενός αρχαίου οικισμού κάτω από την αφρικανική έρημο... μόνο που η χαρά τους μετατράπηκε σε απελπισία όταν συνειδητοποίησαν ότι κάποιος τους είχε προλάβει. Εκτός από ελάχιστα, ανάξια λόγου υπολείμματα, η θέση είχε

εκκαθαριστεί. Και πλέον ο Χένρι ήξερε από ποιον. Οι ναζί είχαν συγκεντρώσει τα ίδια κομμάτια του παζλ και είχαν στείλει μια αποστολή στο Μαρόκο. Τα λιγοστά έγγραφα της Αχνενέρμπε που κρατούσε τώρα στα χέρια του μόνο ενδείξεις παρείχαν για το τι είχαν βρει, βάσει όμως αυτών των ανακαλύψεων κάποια άλλη αποστολή είχε σταλεί στη Νότια Αμερική. Τα έγγραφα βέβαια δεν αποκάλυπταν τι ακριβώς είχαν βρει εκεί αποκάλυπταν όμως το τελικό αποτέλεσμα της αποστολής. Το οποίο είχε οδηγήσει τους ναζί στο Θιβέτ, στη Χρυσή Κορυφή. Δηλαδή εδώ. «Μακάρι να είχαμε περισσότερες πληροφορίες», παραπονέθηκε ο Χένρι. «Πολύ θα ήθελα να ξέρω τι ακριβώς βρήκαν στη Νότια Αμερική». Η Λόρα γύρισε σε μια συγκεκριμένη σελίδα. «Ξέρουμε ήδη αρκετά. Άλλωστε, έτσι φτάσαμε ως εδώ». Διάβασε μια φράση από το φθαρμένο, γεμάτο στίγματα χαρτί: «“Λέγεται πως με το φως της αυγής η Χρυσή Κορυφή λάμπει ανάμεσα σε δύο σκοτεινές οροσειρές”, θα έλεγα...» είπε κοιτάζοντας το βουνό που διαγραφόταν μπροστά τους, «ότι ταιριάζει απόλυτα σ’ αυτή την περιγραφή». «Μέχρι αυτό το σημείο, ναι». Ο Χένρι εξέτασε το κείμενο. Παρόλο που το είχε ήδη διαβάσει εκατοντάδες φορές, το έλεγξε και πάλι για να βεβαιωθεί πως δεν είχε κάνει κάποιο λάθος στη μετάφραση. Και πράγματι, δεν είχε κάνει λάθος. Αυτή ήταν η τοποθεσία. «Επομένως, η είσοδος υποτίθεται ότι βρίσκεται στο τέρμα του Μονοπατιού της Σελήνης... ό,τι κι αν είναι αυτό». Εξέτασε το τοπίο με τα κιάλια του, αλλά δεν είδε τίποτα περισσότερο από βράχια και χιόνι. «Γιατί στους μύθους πρέπει πάντοτε να χρησιμοποιούνται κρυπτογραφημένα ονόματα; Τι σημαίνει αυτό δηλαδή; Ότι το μονοπάτι οδηγεί στη Σελήνη, ότι ακολουθεί τις κινήσεις της Σελήνης; Τι απ’ όλα;» «Μάλλον θέλει να πει ότι μοιάζει με φεγγάρι», είπε η Λόρα με νόημα. «Και μάλιστα με μισοφέγγαρο». «Και από πού το συμπεραίνεις αυτό;» Το βλέμμα του διέτρεξε ολόκληρο το μέτωπο του βουνού, αλλά και πάλι δε διέκρινε τίποτα που να θυμίζει έστω και στο ελάχιστο φεγγάρι. «Από το γεγονός», του απάντησε εκείνη, ακουμπώντας απαλά το χέρι της πάνω στα κιάλια και απομακρύνοντας τα από το πρόσωπό του, «ότι το βλέπω ακριβώς μπροστά μου». Ο Χένρι ανοιγόκλεισε σαστισμένος τα μάτια του, προσπαθώντας να καταλάβει τι εννοούσε... μέχρι που το είδε και ο ίδιος. Βρισκόταν μπροστά του από την αρχή, αλλά ενδιαφερόταν τόσο πολύ για κάποιες μικρές, συγκεκριμένες λεπτομέρειες, που δεν είχε δώσει σημασία στην ευρύτερη εικόνα.

Μπροστά του εκτεινόταν ένα μακρύ, καμπυλωτό μονοπάτι, που έστριβε προς τα αριστερά, ανηφορίζοντας την πλαγιά προς την κορυφή, προτού ξαναστρίψει προς τα δεξιά και καταλήξει σε μια πλατιά βραχώδη προεξοχή, λίγα μέτρα πιο πάνω. Το μονοπάτι, σε αντίθεση με τον ανακατεμένο σωρό από σκοτεινόχρωμα βράχια και τα μπαλώματα από χιόνι γύρω του, σχημάτιζε ένα σχεδόν αδιάσπαστο μισοφέγγαρο από καθαρό χιόνι, υποδηλώνοντας ένα πιο ίσιο και ομαλό έδαφος. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι δεν το είχε προσέξει νωρίτερα. «Λόρα;» «Ναι;» «Αυτή είναι ακόμα μια από τις στιγμές που χαίρομαι τόσο πολύ που σε παντρεύτηκα». «Ναι, το ξέρω». Χαμογέλασαν ο ένας στον άλλο, κι ύστερα φιλήθηκαν. «Για πες μου τώρα», είπε η Λόρα όταν αποτραβήχτηκαν, «πόσο νομίζεις ότι απέχει από εδώ;» «Ένα μίλι, ίσως... πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα. Αλλά μοιάζει πολύ απότομο». «Αν οι αρχαίοι κάτοικοι της Ατλαντίδας μπορούσαν να ανεβαίνουν εκεί πάνω με τα σανδάλια τους, φαντάζομαι ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε κι εμείς με τις ορειβατικές μας μπότες». «Το ίδιο πιστεύω κι εγώ». Ο Χένρι ξανάβαλε το κλασέρ στη θέση του και στη συνέχεια έγνεψε στα υπόλοιπα μέλη της αποστολής. «Εντάξει! Αυτό είναι! Ξεκινάμε!» Το μονοπάτι αποδείχτηκε πολύ πιο δύσβατο απ’ όσο αναμενόταν. Το χιόνι έκρυβε μια επιφάνεια στρωμένη με χαλίκια που είχαν σκορπίσει οι καθιζήσεις, τα οποία καθιστούσαν το κάθε τους βήμα επισφαλές. Μέχρι να φτάσουν στη βραχώδη προεξοχή, ο ήλιος είχε περάσει πάνω απ’ την κορυφή του βουνού, βυθίζοντας ολόκληρη την ανατολική πλευρά του στη σκιά. Ο Χένρι στράφηκε και εξέτασε τον ορίζοντα, βοηθώντας ταυτόχρονα τη Λόρα να διανύσει τα τελευταία λίγα μέτρα του μονοπατιού. Βαριά σύννεφα έρχονταν από το βορρά. Δεν το είχε προσέξει κατά τη διάρκεια της ανάβασης, αλλά η θερμοκρασία είχε πέσει κατακόρυφα. «Άσχημος καιρός;» ρώτησε η Λόρα, ακολουθώντας το βλέμμα του. «Φαίνεται ότι θα πέσουμε σε χιονοθύελλα». «Σπουδαία. Πάλι καλά που προλάβαμε να ανεβούμε προτού ξεκινήσει». Έριξε μια ματιά προς την προεξοχή, η οποία ακόμα και στο πιο στενό της σημείο είχε καμιά δεκαριά μέτρα πλάτος, κόβοντας κάθετα το μέτωπο του βουνού. «Δε θα δυσκολευτούμε να στήσουμε εδώ τον καταυλισμό μας». «Πες στους οδηγούς να στήσουν τις σκηνές προτού αλλάξει ο καιρός», είπε ο Χένρι. Το μονοπάτι τελείωνε εκεί· πάνω από το πλάτωμα, η επιφάνεια του

βράχου ήταν αρκετά απόκρημνη και απαιτούσε κατάλληλο αναρριχητικό εξοπλισμό. Αυτό βέβαια δεν αποτελούσε πρόβλημα, αφού είχαν τα απαραίτητα εξαρτήματα. Αν όμως τα έγγραφα της Αχνενέρμπε ήταν σωστά, δε θα τα χρειάζονταν... Η Λόρα μετέφερε τις οδηγίες του Χένρι στους Θιβετιανούς προτού γυρίσει και πάλι κοντά του. «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» «Θα ρίξω μια ματιά τριγύρω. Αν υπάρχουν είσοδοι που ενδεχομένως οδηγούν σε σπηλιές, δε θα είναι και πολύ δύσκολο να τις βρω». Η Λόρα ανασήκωσε το φρύδι της, ενώ τα καταπράσινα μάτια της άστραψαν πειρακτικά. «Οτιδήποτε αρκεί να αποφύγεις το στήσιμο των σκηνών, έτσι;» «Ε, γι’ αυτό πληρώνονται!» Στράφηκε στον άντρα που καθόταν μόνος του σε κάποιο κοντινό βράχο. «Κι εσύ, Τζακ; Θα έρθεις;» Ο τρίτος Αμερικανός, μέλος της ομάδας τους, τους κοίταξε από το βάθος της κουκούλας του μπουφάν του. «Δώσε μου λίγο χρόνο να ξαναβρώ την ανάσα μου, Χένρι! Μου φαίνεται ότι θα περιμένω εδώ· λέω μάλιστα να ετοιμάσω και καφέ». «Δεν μπορείς να απεξαρτηθείς από την καφεΐνη ούτε στο Θιβέτ, ε;» Το ζευγάρι αντάλλαξε κοροϊδευτικές ματιές καθώς προχωρούσε στην πλαγιά, αφήνοντας μόνο του τον Τζακ. «Όλα αυτά τα χρόνια δε σταμάτησε να μας λέει ότι είμαστε τρελοί που αναζητούμε την Ατλαντίδα, κι όταν επιτέλους βρήκαμε μια σίγουρη ένδειξη, ξαφνικά αρχίζει να μας ικετεύει για να έρθει μαζί... και τώρα που βρισκόμαστε κυριολεκτικά στο κατώφλι, αποφασίζει να κάνει διάλειμμα για καφέ!» είπε ο Χένρι. «Τελείως τρελό». «Σωστά. Ενώ εμείς δεν είμαστε τρελοί που αναλώσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια αλωνίζοντας τον κόσμο σε αναζήτηση μύθων». «Λοιπόν, δε θα είμαστε μόλις ανακαλύψουμε την Ατλαντίδα. Έτσι δεν είναι; Θα είμαστε οι διασημότεροι αρχαιολόγοι μετά...» «Τον Ιντιάνα Τζόουνς;» Ο Χένρι έκανε ένα μορφασμό. «Ετοιμαζόμουν να πω μετά τον Σλίμαν, αλλά το ίδιο κάνει. Πιστεύεις ότι θα μου πηγαίνει η ρεπούμπλικα;» Η Λόρα έκανε πως τον εξέταζε από την κορυφή μέχρι τα νύχια. Νομίζω πως θα ήσουν καλός με όχι κι αν φορούσες. Ή δε φορούσες». «Για συμμαζέψου, σουσουράδα. Περίμενε μέχρι να βρεθούμε κάπου που θα έχει κεντρική θέρμανση. Ή τουλάχιστον ένα τζάκι με κούτσουρα που θα τριζοβολούν». «Θα μείνω σ’ αυτό. Το τζάκι με τα κούτσουρα ακούγεται πολύ πιο ρομαντικό». Συνέχισαν να ανηφορίζουν στο πλάτωμα, ενώ το χιόνι έχριζε κάτω απ’ τις μπότες τους. Ύστερα από λίγα λεπτά ο Χένρι σταμάτησε, στυλώνοντας τα μάτια του στο μέτωπο του βράχου. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε η Λόρα.

«Η διαστρωμάτωση του εδάφους...» είπε δείχνοντας. Πριν από αμέτρητους αιώνες, οι τεράστιες δυνάμεις που δημιούργησαν τα Ιμαλάια στο σημείο όπου οι ινδικές και ασιατικές τεκτονικές πλάκες συγκρούστηκαν μεταξύ τους παραμόρφωσαν και τα ίδια τα βράχια, συστρέφοντας τις στιβάδες, με αποτέλεσμα να είναι διευθετημένες σχεδόν κάθετα αντί οριζόντια. «Τι τρέχει μ’ αυτή;» «Αν μετακινήσουμε αυτές τις πέτρες», είπε ο Χένρι και κατευθύνθηκε προς ένα σωρό από μπάζα, «πιστεύω ότι θα βρούμε μια είσοδο». Η Λόρα κοίταξε πάνω από τον ώμο του και διέκρινε μια λωρίδα απόλυτου σκότους μέσα στην πτυχωμένη διαστρωμάτωση. «Αρκετά μεγάλη για να μπούμε μέσα;» «Δεν έχουμε παρά να το μάθουμε!» τράβηξε μια πέτρα απ’ την κορυφή του σωρού. Χιόνι και πετραδάκια έπεσαν από πάνω του καθώς την πέταξε στην άκρη. Η σκοτεινή τρύπα πίσω του έγινε βαθύτερη. «Βοήθησέ με λίγο». «Εσύ, δηλαδή, πληρώνεις τους ντόπιους για να στήσουν τις σκηνές, αλλά όταν είναι να μετακινήσεις βαριά βράχια, τραβολογάς τη γυναίκα σου...» «Πρέπει να έχει γίνει καθίζηση. Αυτό είναι το πάνω μέρος της εισόδου». Με τη βοήθεια της Λόρα, πέταξε στην άκρη κι άλλες πέτρες. «Χρησιμοποίησε το φακό σου, μήπως μπορέσεις να δεις πόσο βαθιά προχωρεί». Η Λόρα έβγαλε το σακίδιό της και τράβηξε από μέσα ένα δυνατό φακό με τον οποίο φώτισε την τρύπα. «Δε βλέπω να τελειώνει κάπου». Σταμάτησε να μιλάει κι ύστερα φώναξε «Ηχώ!». Μέσα από το σκοτεινό χώρο έφτασε αμυδρή η αντήχηση της φωνής της. Ο Χένρι ανασήκωσε το φρύδι του. «Λυπάμαι». «Πάντως ο χώρος είναι μεγάλος. Τόσο μεγάλος όσο και το στόμα σου», είπε η Λόρα και τον χτύπησε απαλά στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. «Πιστεύω πάντως πως αν μετακινήσουμε αυτόν εδώ το βράχο, μπορεί να καταφέρουμε να χωθούμε στο άνοιγμα», παρατήρησε εκείνος. «Εννοείς ότι εγώ θα καταφέρω να χωθώ στο άνοιγμα». «Ε, φυσικά! Οι κυρίες προηγούνται!» «Οι αβρότητες μας έλειπαν», παραπονέθηκε παιχνιδιάρικα η Λόρα. Άρπαξαν και οι δυο μαζί το βράχο που τους εμπόδιζε, ύστερα στύλωσαν τα πόδια τους και τον τράβηξαν. Προς στιγμήν δεν άλλαξε τίποτα, ύστερα όμως ακούστηκε ένα δυνατό τρίξιμο και ο βράχος μετατοπίστηκε. Το άνοιγμα πλέον είχε ύψος ένα μέτρο και το φαρδύτερο σημείο του ήταν πάνω από τριάντα εκατοστά, σχηματίζοντας μια μύτη στην κορυφή. «Νομίζεις ότι χωράς;» ρώτησε ο Χένρι. Η Λόρα πέρασε το χέρι της μέσα από την τρύπα και ψηλάφισε το εσωτερικό. «Μέσα φαρδαίνει. Αν καταφέρω να περάσω, δε θα έχω κανένα πρόβλημα». Έσκυψε πιο πολύ και έριξε προς τα κάτω το φως του φακού της. «Είχες δίκιο για την καθίζηση. Είναι αρκετά απότομο».

«Θα σε δέσω με σκοινί», είπε ο Χένρι, μετακινώντας το σακίδιό του. «Αν έχεις το παραμικρό πρόβλημα, θα σε τραβήξω έξω». Αφού έδεσαν το σκοινί στο ειδικό αναρριχητικό εξάρτημα, η Λόρα έπιασε τα μαλλιά της αλογοουρά και πέρασε προσεκτικά μέσα από το άνοιγμα τα πόδια της. Όταν μπήκε ολόκληρη μέσα, στάθηκε με επιφύλαξη, νιώθοντας τη χαλαρή επιφάνεια να μετατοπίζεται κάτω απ’ τα πόδια της. «Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Χένρι. «Μόνο βράχια για την ώρα». Μόλις τα μάτια της συνήθισαν στο σκοτάδι, η Λόρα ξανάναψε το φακό της. «Υπάρχει στο βάθος ένα πιο επίπεδο δάπεδο. Μοιάζει με...» Σήκωσε ψηλά το φακό της. Η φωτεινή δέσμη έπεσε πάνω σε πέτρινους τοίχους - ύστερα τίποτε άλλο εκτός από μαυρίλα. «Υπάρχει ένα πέρασμα εδώ πίσω, αρκετά φαρδύ, αλλά δεν έχω ιδέα πόσο μέσα πάει. Πάντως έχει μεγάλο μήκος». Με μεγαλύτερη έξαψη στη φωνή της πρόσθεσε: «Νομίζω ότι πρόκειται για ανθρώπινη κατασκευή!» «Μπορείς να κατεβείς κάτω;» «Θα προσπαθήσω». Έκανε ένα δοκιμαστικό βήμα, με τα δυο της χέρια τεντωμένα μπροστά για ισορροπία. Μικρά κομμάτια μπάζα ξέφυγαν από το σωρό. «Δεν είναι συμπαγές το έδαφος. Θα πρέπει να...» Μια μεγάλη πέτρα έφυγε τρίζοντας κάτω απ’ το δεξί της πόδι. Η Λόρα αιφνιδιάστηκε, έπεσε με την πλάτη και κατρακύλησε αβοήθητη στην απότομη κατηφόρα. Η φωτεινή δέσμη του φακού της έπεσε τυχαία προς τα εμπρός. «Λόρα! Λόρα!» «Εντάξει είμαι! Απλώς γλίστρησα». Στάθηκε στα πόδια της. Τα χοντρά ρούχα την είχαν προστατέψει από πιθανές μελανιές. «Θέλεις να σε τραβήξω επάνω;» «Όχι, είμαι καλά. Μάλιστα, αφού βρίσκομαι εδώ κάτω τώρα, θα ρίξω και μια ματιά τριγύρω». Έσκυψε να σηκώσει τον ανθεκτικό μεταλλικό φακό της... Και τότε συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνη. Προς στιγμήν πάγωσε, περισσότερο από το σοκ παρά από φόβο. Ύστερα κατακλύστηκε από περιέργεια και περιέφερε προσεκτικά τη δέσμη του φακού σε όσα την περιέβαλλαν. «Γλυκέ μου», φώναξε στον Χένρι. «Ναι;» «Θυμάσαι εκείνη τη μυστική αποστολή των ναζί που πήγε στο Θιβέτ και κανείς δεν ξανάκουσε να γίνεται λόγος γι’ αυτούς;» «Αυτούς, πάλι, τους είχα ξεχάσει εντελώς», της φώναξε με μια δόση σαρκασμού να χρωματίζει τη φωνή του. «Γιατί;» «Νομίζω ότι μόλις τους βρήκα», είπε η Λόρα με θριαμβευτικό ύφος. Μέσα στη σπηλιά κείτονταν πέντε πτώματα. Πολύ γρήγορα αποδείχτηκε ότι

δεν είχαν σκοτωθεί από την πτώση των βράχων που είχαν κλείσει την είσοδοαπό τη σχεδόν μουμιοποιημένη εμφάνιση των πτωμάτων προέκυπτε ότι η πιθανότερη αιτία θανάτου ήταν η έκθεση στο κρύο των Ιμαλαίων, που είχε διατηρήσει και καταψύξει τα θύματα. Ενώ τα άλλα μέλη της αποστολής εξερευνούσαν το υπόλοιπο σπήλαιο, οι Γουάιλντ έστρεψαν την προσοχή τους στους ενοίκους του. «Πρέπει να άλλαξε ο καιρός», είπε συλλογισμένα ο Χένρι, ενώ καθόταν οκλαδόν για να εξετάσει τα πτώματα στο φως ενός φαναριού, «κι έτσι μπήκαν εδώ μέσα για να προστατευτούν... αλλά δεν ξαναβγήκαν». «Δε θα ήθελα να πεθάνω ξεπαγιασμένη απ’ το κρύο», παρατήρησε μορφάζοντας η Λόρα. Ένας από τους Θιβετιανούς οδηγούς, ο Σόναμ, τους φώναξε από το πέρασμα πιο κάτω. «Καθηγητά Γουάιλντ! Υπάρχει κάτι εδώ!» Ο Χένρι και η Λόρα προχώρησαν πιο βαθιά μέσα στη σπηλιά, αφήνοντας πίσω τους τα πτώματα. Όπως είχε υποθέσει η Λόρα, το πέρασμα ήταν σαφώς τεχνητό, σκαμμένο στο βράχο. Δέκα μέτρα περίπου πιο μπροστά, το φως από τους φακούς των άλλων μελών της αποστολής φώτιζε αυτό που βρισκόταν στο τέρμα του. Ήταν ένας ναός - ή ένας τάφος. Ο Τζακ εξέταζε ήδη κάτι που φαινόταν σαν βωμός στη μέση του ορθογώνιου θαλάμου. «Αυτό δεν είναι θιβετιανό», ανακοίνωσε την ώρα που έμπαιναν οι Γουάιλντ. «Οι επιγραφές... είναι Γκλοζέλ 1, ή κάποια παραλλαγή». «Γκλοζέλ;» επανέλαβε ο Χένρι με ύφος που πρόδιδε έκπληξη ανάμεικτη με ευχαρίστηση. «Ανέκαθεν πίστευα ότι υπήρχε σοβαρό ενδεχόμενο να είναι αυτή η γλώσσα των κατοίκων της Ατλαντίδας». «Μα είμαστε πολύ μακριά από την κοιτίδα τους», επισήμανε η Λόρα. Φώτισε με το φακό της τους γύρω τοίχους. Λαξευμένοι κίονες υψώνονταν από το δάπεδο μέχρι την οροφή, με ένα στιλ άκαμπτο, σχεδόν επιθετικό μέσα στην απόλυτη λειτουργικότητά του. Οι ναζί θα ένιωθαν σαν στο σπίτι τους, σκέφτηκε. Ο Άλμπερτ Σπέερ θα μπορούσε να είχε εμπνευστεί την αρχιτεκτονική κατασκευή. Ανάμεσα στους κίονες υπήρχαν ανάγλυφα που αναπαριστούσαν ανθρώπινες μορφές. Ο Χένρι πλησίασε το μεγαλύτερο από αυτά. Αν και η τεχνοτροπία της ανάγλυφης παράστασης δεν του ήταν οικεία -είχε το ίδιο ρωμαλέο στιλ που κυριαρχούσε και στον υπόλοιπο θάλαμο-, κατάλαβε στη στιγμή ποιος απεικονιζόταν. «Ο Ποσειδώνας...» ψιθύρισε. 1 Το 1924 βρέθηκε στον οικισμό Γκλοζέλ, κοντά στο Βισίτης Γαλλίας, μεταξύ άλλων ευρημάτων μια πινακίδα που έφερε ευδιάκριτα χαραγμένα γράμματα, πολλά από τα οποία αντιστοιχούν σε ελληνικά. Η πινακίδα χρονολογείται από τη μαγδαληναία εποχή (10.000-15.000 π.Χ.). Παρ’ όλα αυτά, οι μελετητές δεν έχουν συμφωνήσει ως προς την αυθεντικότητά της. (Σ.τ.Ε.)

Η Λόρα συμφώνησε μαζί του. «Θεέ μου, είναι πράγματι ο Ποσειδώνας». Η εικόνα του θεού διέφερε από την παραδοσιακή ελληνική απεικόνισή του, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση παρερμηνείας με την τρίαινα που κρατούσε στο δεξί του χέρι. «Λοιπόν», είπε ο Τζακ, «χωρίς αμφιβολία, ο κύριος Φροστ θα χαρεί που η αποστολή μας στέφθηκε με επιτυχία...» «Στα κομμάτια και ο Φροστ», μουρμούρισε θυμωμένα η Λόρα. «Αυτή είναι η δική μας ανακάλυψη. Το μόνο που έκανε αυτός ήταν να χρηματοδοτήσει την αποστολή». «Έλα, έλα τώρα», είπε ο Χένρι, χτυπώντας την πειρακτικά στον ώμο. «Τουλάχιστον, χάρη σ’ αυτόν, δε χρειάστηκε να επιλέξουμε ανάμεσα στο να βάλουμε χέρι στα χρήματα που προορίζονται για το κολέγιο της κόρης μας ή να πουλήσουμε το αμάξι μας!» Κοίταξε γύρω του. «Σόναμ, υπάρχει τίποτε άλλο εδώ πέρα; Άλλοι χώροι ή περάσματα;» «Όχι», αποκρίθηκε ο Σόναμ. «Είναι αδιέξοδο». «Α!» έκανε απογοητευμένη η Λόρα. «Αυτό είναι όλο; Δε λέω, υπάρχουν ένα σωρό ευρήματα, αλλά ήμουν σίγουρη πως θα βρίσκαμε κι άλλα...» «Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα», τη διαβεβαίωσε ο Χένρι. «Δεν αποκλείεται να υπάρχουν και άλλοι τάφοι στο πλάτωμα. Θα συνεχίσου- με το ψάξιμο». Ξαναπήρε το πέρασμα προς τα πίσω, επιστρέφοντας στα πτώματα, με τη Λόρα και τον Τζακ να έρχονται ξοπίσω του. Τα κουφάρια ήταν ακόμα τυλιγμένα μέσα στα βαριά, παμπάλαια τζάκετ τους, ενώ οι άδειες κόχες των ματιών τους τον κοιτούσαν χωμένες μέσα στο μαυριδερό, σαν περγαμηνή δέρμα τους. «Αναρωτιέμαι αν ένα από αυτά είναι ο Κράους». «Αυτός είναι», είπε η Λόρα και έδειξε ένα από τα σώματα. «Να ο αρχηγός της αποστολής». «Και πώς το ξέρεις;» Πλησίασε το γαντοφορεμένο δάχτυλό της στο πτώμα, αγγίζοντας σχεδόν το στήθος του. Ο Χένρι έφερε πιο κοντά το φανάρι του και είδε μια μικρή μεταλλική κονκάρδα καρφιτσωμένη πάνω στο ρούχο ίου, ένα έμβλημα... Ένα στιγμιαίο ρίγος, που δεν είχε σε τίποτα να κάνει με το κρύο, τον διαπέρασε. Ήταν η στιλιζαρισμένη νεκροκεφαλή των Σουτσιάτρελ, του σώματος των Ες Ες. Μολονότι είχε περάσει μισός αιώνας και πλέον από τη διάλυση της συγκεκριμένης οργάνωσης, εντούτοις είχε ακόμα τη δύναμη να προκαλεί φόβο. «Ο Γιούργκεν Κράους», είπε τελικά, εξετάζοντας από πιο κοντά το νεκρό. Υπήρχε κάποια τραγική ειρωνεία στο γεγονός ότι ο ηγέτης της αποστολής των ναζί έμοιαζε τώρα με τη νεκροκεφαλή στα διακριτικά των Ες Ες που φορούσε. «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε συναντούσα. Τι άραγε σε οδήγησε εδώ;» «Και γιατί να μην το μάθουμε;» ρώτησε η Λόρα. «Το σακίδιό του βρίσκεται εκεί

πέρα, προφανώς θα έχει μέσα όλες τις σημειώσεις του. Για ρίξε μια ματιά». «Για στάσου. Περιμένεις από μένα να κάνω κάτι τέτοιο;» «Μα και βέβαια! Εγώ δε σκοπεύω να αγγίξω νεκρό ναζί. Μπλιαχ!» «Τζακ;» Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι του. «Τα πτώματα είναι πολύ πιο φρέσκα από αυτά με τα οποία έχω συνήθως παρτίδες». «Δειλέ», του πέταξε καγχάζοντας ο Χένρι. Πλησίασε το πτώμα, με πρόθεση να το ακουμπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο καθώς θα άνοιγε το σακίδιό του. Το περιεχόμενο εκ πρώτης όψεως έμοιαζε αρκετά συνηθισμένο: ένας φακός με καταφαγωμένο το κάλυμμά του από τη διάβρωση που είχαν προκαλέσει οι προ πολλού ληγμένες μπαταρίες· θρυμματισμένα κομμάτια λαδωμένου χαρτιού που περιείχε τα τελευταία απομεινάρια από τα τρόφιμα της αποστολής. Κάτω όμως από αυτά τα θλιβερά απομεινάρια, το περιεχόμενο άρχιζε να γίνεται πιο ενδιαφέρον. Διπλωμένοι χάρτες, δερματόδετα σημειωματάρια, κόλλες αναφοράς με αντίγραφα πολλών χαρακτήρων Γκλοζέλ, ένα γυαλισμένο έλασμα χαλκού με κάτι που έμοιαζε με χάρτη ή πίνακα χαραγμένο στην επιφάνειά του... και κάτι προσεκτικά διπλωμένο μέσα σε στρώσεις ενός υλικού που με έκπληξη ανακάλυψε ότι ήταν σκούρο βελούδο. Η Λόρα πήρε το κομμάτι του χαλκού. «Φαγωμένο από την άμμο... πιστεύεις ότι μπορεί να το βρήκαν στο Μαρόκο;» «Δεν αποκλείεται». Κανονικά ο Χένρι θα έπρεπε να εξετάσει πρώτα τα σημειωματάρια, αλλά την προσοχή του τράβηξε το μυστηριώδες αντικείμενο επίπεδο, με μήκος μικρότερο από τριάντα εκατοστά και εντυπωσιακά βαρύ-, που αφού το τοποθέτησε προσεκτικά στο έδαφος δίπλα στο φανάρι, το ξετύλιξε. «Τι είναι;» ρώτησε η Λόρα. «Ιδέα δεν έχω. Πάντως, νομίζω ότι είναι μέταλλο». Το βελούδο, που είχε σκληρύνει από τα χρόνια και το κρύο, αποκάλυψε απρόθυμα το περιεχόμενό του, καθώς ο Χένρι απομάκρυνε και την τελευταία στρώση. «Γουάου!» έκανε η Λόρα με κομμένη την ανάσα. Τα μάτια του Τζακ άνοιξαν διάπλατα από την έκπληξη. Μέσα στο βελούδινο περιτύλιγμα βρισκόταν μια μεταλλική ράβδος, πέντε εκατοστά φαρδιά, με το ένα άκρο στρογγυλεμένο και την αιχμή ενός βέλους αποτυπωμένη στην επιφάνειά του. Ακόμα και κάτω από το ψυχρό γαλαζωπό φως του φαναριού, το αντικείμενο εξέπεμπε ακτινοβολία, αστράφτοντας με μια χρυσοκόκκινη λάμψη που όμοιά της δεν υπήρχε πουθενά στη φύση. Ο Χένρι, καθηλωμένος, έσκυψε για να κοιτάξει καλύτερα. Σε αντίθεση με το κομμάτι που κρατούσε η Λόρα, η ράβδος δεν έφερε κανένα σημάδι παλαιότητας ή φθοράς, αντίθετα έμοιαζε φρεσκογυαλισμένη. Το μέταλλο δεν ήταν χρυσός ή χαλκός αλλά...

Η Λόρα πλησίασε κι αυτή πιο κοντά, νοτίζοντας με την ανάσα της την ψυχρή επιφάνεια. «Είναι αυτό που νομίζω;» «Έτσι φαίνεται. Θεέ μου, δεν μπορώ να το πιστέψω. Οι ναζί κατάφεραν τελικά να βρουν ένα ορειχάλκινο τεχνούργημα, ακριβώς όπως το περιέγραψε ο Πλάτωνας. Ένα αληθινό, αυθεντικό τεχνούργημα της Ατλαντίδας! Και το έχουν βρει εδώ και πενήντα χρόνια!» «Χρωστάς στη Νίνα μια συγγνώμη όταν επιστρέψουμε στο σπίτι», τον πείραξε η Λόρα. «Πάντοτε πίστευε ότι εκείνο το κομμάτι που βρήκε στο Μαρόκο ήταν από ορείχαλκο». «Πράγματι της χρωστάω», είπε ο Χένρι, σηκώνοντας προσεκτικά τη ράβδο. «Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση αυτό εδώ να είναι απλώς αποχρωματισμένος χαλκός». Παρατήρησε ότι το κάτω μέρος δεν ήταν επίπεδο - υπήρχε μια κυκλική προεξοχή στην τετραγωνισμένη άκρη του. Στην ίδια θέση στο επάνω μέρος υπήρχε μια μικρή σχισμή που σχημάτιζε γωνία σαράντα πέντε μοιρών. «Νομίζω ότι πρόκειται για τμήμα ενός μεγαλύτερου συνόλου», παρατήρησε. «Σαν να προοριζόταν για να κρέμεται από κάτι». «Ή να αιωρούνταν από αυτό», πρότεινε η Λόρα. «Σαν αιωρούμενος βραχίονας». Ο Χένρι περιέφερε το δάχτυλό του στην αιχμή του βέλους. «Ένας δείκτης ίσως;» «Τι είναι αυτά τα σημάδια;» ρώτησε ο Τζακ. Σε όλο το μήκος του τεχνουργήματος υπήρχε μια λεπτή γραμμή, με εξίσου ξεθωριασμένα σύμβολα χαραγμένα στο μέταλλο τόσο από τη μια όσο και από την άλλη πλευρά. Μια σειρά από μικροσκοπικές κουκκίδες, τοποθετημένες σε ομάδες των οχτώ. Διακρίνονταν επίσης... «Κι άλλοι Γκλοζέλ χαρακτήρες», είπε ο Χένρι. «Δεν είναι όμως ακριβώς ίδιοι με αυτούς στον τάφο - κοίτα, κάποιοι μοιάζουν περισσότερο με ιερογλυφικά». Τους σύγκρινε με τους χαρακτήρες που είχαν αντιγράψει οι ναζί. Είχαν το ίδιο στιλ. «Όλο και πιο περίεργα!» Ο Τζακ κοίταξε πιο προσεκτικά. «Μοιάζουν πολύ με τα ιερογλυφικά των Ολμέκων, ή κάτι ανάλογο. Παράξενη μείξη...» «Τι λένε;» ρώτησε η Λόρα. «Δεν έχω ιδέα. Δε θα έλεγα πως κατέχω άριστα τη γλώσσα. Όχι ακόμα δηλαδή». Ξερόβηξε σεμνά. «Μοιάζουν σαν να προστέθηκαν μετά την κατασκευή του», επισήμανε ο Χένρι. «Τα χαράγματα είναι πολύ πιο τραχιά απ’ ό,τι στην αιχμή του βέλους». Ξανάβαλε το μυστηριώδες αντικείμενο πάνω στο βελούδο. «Αυτό δικαιώνει την απόφασή μας να έρθουμε εδώ από μόνοι μας!» Με ένα πήδημα στάθηκε στα πόδια του κι έβγαλε μια θριαμβευτική κραυγή. Ύστερα αγκάλιασε σφιχτά τη Λόρα. «Τα καταφέραμε! Βρήκαμε αποδείξεις ότι η Ατλαντίδα δεν ήταν απλώς

ένας μύθος!» Η Λόρα τον φίλησε. «Τώρα το μόνο που απομένει είναι να βρούμε και την ίδια την Ατλαντίδα, έτσι δεν είναι;» «Εντάξει. Ένα βήμα τη φορά». Μια κραυγή που ερχόταν από το βάθος του σπηλαίου τράβηξε την προσοχή τους. «Κάτι υπάρχει εδώ κάτω, κύριε καθηγητά!» φώναξε ο Σόναμ. Αφήνοντας το τεχνούργημα καταγής, ο Χένρι και η Λόρα έτρεξαν προς τους Θιβετιανούς. «Για κοιτάξτε αυτό», είπε ο Σόναμ, ρίχνοντας το φως του φακού του στον τοίχο του τάφου. «Νόμιζα πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια ρωγμή στο βράχο, στη συνέχεια όμως συνειδητοποίησα κάτι». Βγάζοντας το ένα του γάντι, έβαλε το μικρό του δάχτυλο στην κάθετη ρωγμή και το περιέφερε αργά σε όλο τον τοίχο. «Έχει παντού ακριβώς το ίδιο πλάτος. Υπάρχει μάλιστα άλλη μια, ολόιδια με αυτή, εκεί πέρα». Έδειξε ένα σημαδάκι στον τοίχο, περίπου τρία μέτρα μακρύτερα. «Μια πόρτα ίσως;» ρώτησε η Λόρα. Ο Χένρι ακολούθησε με το φακό του την πορεία της ρωγμής, για να ανακαλύψει μια δυσδιάκριτη γραμμή που περνούσε οριζόντια περίπου δυόμισι μέτρα πιο πάνω. «Μια μεγάλη πόρτα. Ο Τζακ πρέπει να το δει αυτό εδώ». Δυνάμωσε τη φωνή του. «Τζακ; Τζακ!» Η μόνη απόκριση που πήρε ήταν η ηχώ. «Μα πού είναι;» Η Λόρα κούνησε το κεφάλι της. «Ώρα που βρήκε να πάει για κατούρημα. Το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα του αιώνα και...» «Κύριε καθηγητά!» είπε ένας από τους Θιβετιανούς. «Κάτι γίνεται έξω. Ακούστε!» Η ομάδα βουβάθηκε, σχεδόν δεν τολμούσαν να αναπνεύσουν. Ακουγόταν ένας υπόκωφος θόρυβος σαν γδούπος, μαζί με κάτι γρήγορους χτύπους που τονίζονταν από ένα πνιχτό στρίγκλισμα. «Ελικόπτερο;» ρώτησε δύσπιστα η Λόρα. «Εδώ πέρα;» «Έλα τώρα», την αποπήρε ο Χένρι τρέχοντας προς την είσοδο. Έξω ο ουρανός είχε σκοτεινιάσει αισθητά. Χρησιμοποίησε το σκοινί για να αναρριχηθεί μέχρι το σωρό με τα μπάζα, με τη Λόρα να τον ακολουθεί. «Κινεζική αστυνομία;» ρώτησε η Λόρα. «Και πώς ήξεραν ότι είμαστε εδώ; Αφού ακόμα κι εμείς δεν ξέραμε πού ακριβώς πηγαίναμε προτού φτάσουμε στη Χουλαοντάνγκ». Ο Χένρι χώθηκε στο άνοιγμα της εισόδου και στάθηκε πάνω στο πλάτωμα του βράχου. Ο καιρός είχε ολοφάνερα χειροτερέψει. Είχε σηκωθεί αέρας. Δεν ήταν όμως αυτό το κύριο μέλημά του τώρα. Έψαχνε με το βλέμμα για το ελικόπτερο- ο θόρυβος δυνάμωνε, αλλά δε φαινόταν πουθενά. Ούτε και ο Τζακ. Η Λόρα πρόβαλε πίσω του. «Πού είναι;»

Ένα λεπτό αργότερα πήρε την απάντησή της, καθώς το ελικόπτερο μπήκε με μια κυκλική κίνηση στο οπτικό τους πεδίο. Ο Χένρι διαπίστωσε αμέσως ότι δεν επρόκειτο για Κινέζους. Δεν υπήρχαν διακριτικά με κόκκινα άστρα. Για την ακρίβεια, δεν υπήρχαν κανενός είδους διακριτικά, ούτε καν κάποιος αριθμός στην ουρά του. Μόνο ένα απειλητικό σκούρο γκρι σχέδιο, που τον έκανε αμέσως να σκεφτεί: Ειδικές Δυνάμεις. Τίνος όμως; Δεν ήξερε πολλά από αεροσκάφη για να αναγνωρίσει το μοντέλο, αλλά ήταν αρκετά φαρδύ ώστε να μεταφέρει κάμποσους ανθρώπους στο χώρο των επιβατών. Διέκρινε τους πιλότους πίσω από το τζάμι του πιλοτηρίου να στρέφουν δεξιά κι αριστερά τα κεφάλια τους, σαν να αναζητούσαν κάτι. Σαν να αναζητούσαν κάποιους. Δηλαδή αυτούς. «Μπες μέσα», ούρλιαζε στη Λόρα. Ανήσυχη εκείνη εξαφανίστηκε στο σκοτάδι της σπηλιάς. Το ελικόπτερο πλησίασε. Ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε από το έδαφος, συμπαρασύροντας και χιόνι μαζί με το ρεύμα αέρα. Ο Χένρι οπισθοχώρησε προς την είσοδο της σπηλιάς. Ένας από τους πιλότους έδειξε προς το έδαφος. Προς τη μεριά του. Το ελικόπτερο διέγραψε έναν κύκλο στον αέρα, σαν αλλόκοτο γιγάντιο έντομο, με τα παράθυρα του πιλοτηρίου στυλωμένα πάνω του σαν τεράστια μάτια, και στη συνέχεια έκανε στροφή. Μια συρόμενη πόρτα άνοιξε στο πλάι του. Ένα λεπτό αργότερα δυο κουλούρες σκοινί έπεσαν και ξετυλίχτηκαν σαν φίδια στο έδαφος. Δυο σκοτεινές φιγούρες έπεσαν από το ελικόπτερο που ταλαντευόταν και άρχισαν την καταρρίχηση. Ο Χένρι πρόσεξε αμέσως ότι ήταν οπλισμένοι. Αυτόματα τουφέκια ήταν κρεμασμένα στην πλάτη τους. Το μόνο όπλο που διέθετε η αποστολή ήταν μια απλή κυνηγετική καραμπίνα, την οποία κουβαλούσαν περισσότερο για να τρομάζουν τα άγρια ζώα παρά για την αποτελεσματικότητά της. Αλλά κι αυτή δεν την είχαν μαζί τους - την είχαν αφήσει στον καταυλισμό. Προτού καλά καλά ακουμπήσουν στο έδαφος οι δύο πρώτοι άντρες, άρχισαν να κατεβαίνουν από τα σκοινιά άλλοι δύο. Οι οποίοι ήταν επίσης οπλισμένοι. Ο Χένρι πέρασε με ένα πήδημα από την τρύπα και κατρακύλησε πάνω στο σωρό με τις πέτρες, χτυπώντας με δύναμη στο δάπεδο της σπηλιάς. «Τι συμβαίνει, Χένρι;» φώναξε η Λόρα. «Δε μου φαίνονται και τόσο φιλικοί», είπε με σοβαρή έκφραση. Είναι τουλάχιστον τέσσερις, και έχουν όπλα». «Αχ, Θεέ μου! Και ο Τζακ;» «Δεν ξέρω που είναι, δεν τον είδα. Πρέπει να ανοίξουμε αυτή την πόρτα. Έλα».

Καθώς η Λόρα έτρεχε προς τον τάφο, ο Χένρι, σαν από ένστικτο, άρπαξε το τεχνούργημα και το τύλιξε μέσα στο βελούδινο κάλυμμά του χωρίς να διακόψει την πορεία του. Οι τέσσερις Θιβετιανοί έψαχναν εναγωνίως τους τοίχους του τάφου. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ!» «Κάτι πρέπει να υπάρχει!» ούρλιαξε ο Χένρι. «Ένας μοχλός, μια κλειδαρότρυπα, οτιδήποτε!» Κοίταξε πίσω του. Στην είσοδο της σπηλιάς διαγραφόταν μια σιλουέτα. Ένα λεπτό αργότερα, χάθηκε λες και την είχε καταπιεί η γη, για να αντικατασταθεί αμέσως μετά από μια άλλη. «Που να πάρει! Βρίσκονται ήδη μέσα στη σπηλιά!» Η Λόρα τον άρπαξε απ’ το χέρι. «Χένρι!» Ακόμα μια σιλουέτα, κι άλλη μια, κι άλλη μια... Πέντε άντρες. Όλοι οπλισμένοι. Είχαν παγιδευτεί. Κόκκινες ακτίνες διαπέρασαν το σκοτάδι. Ακτίνες λέιζερ, που τις ακολούθησαν τεράστιες δέσμες από φακούς αλογόνου. Τα εκτυφλωτικά φώτα σάρωναν μπρος πίσω το χώρο, ώσπου σταθεροποιήθηκαν πάνω στη μικρή ομάδα γύρω από τον τάφο. Ο Χένρι πάγωσε, τυφλωμένος σχεδόν από τις δέσμες φωτός και αβέβαιος για το τι έπρεπε να κάνει. Δεν υπήρχε καμιά οδός διαφυγής, και οι κουκκίδες από τις ακτίνες λέιζερ που χοροπηδούσαν πάνω στα σώματά τους σήμαιναν ότι δε θα μπορούσαν ούτε καν να προβάλουν αντίσταση... «Καθηγητά Γουάιλντ!» Ο Χένρι έμεινε κατάπληκτος. Γνώριζαν ακόμα και το όνομά του; «Καθηγητά Γουάιλντ!» επανέλαβε η φωνή. Μια φωνή βαθιά και δυνατή, με κάποια προφορά - ελληνική μήπως; «Μείνετε εκεί που είστε. Κι εσείς το ίδιο, Δρ. Γουάιλντ», πρόσθεσε απευθυνόμενος στη Λόρα. Οι εισβολείς προχώρησαν. «Ποιοι είστε;» απαίτησε να μάθει ο Χένρι. «Και τι θέλετε;» Οι άντρες που κρατούσαν τους φακούς σταμάτησαν, και μόνο μια ψηλόλιγνη φιγούρα συνέχισε να προχωρά προς τα μέλη της αποστολής. «Ονομάζομαι Τζοβάνι Κόμπρας», είπε ο άντρας. Το φως που αντανακλούσε πάνω στους τοίχους του τάφου ήταν αρκετό για να διακρίνει ο Χένρι τα χαρακτηριστικά του. Ένα σκληρό, γωνιώδες πρόσωπο με επιβλητική ρωμαϊκή μύτη και σκούρα μαλλιά που γλιστρούσαν στο μέτωπό του σαν να φορούσε σκούφο. «Αυτό που θέλω, και λυπάμαι που το λέω, είστε... εσείς». Η Λόρα στύλωσε πάνω του τα μάτια της σαστισμένη. «Τι εννοείς;» , «Εννοώ ότι δεν μπορώ να σας επιτρέψω να συνεχίσετε την έρευνά σας. Είναι υπερβολικά μεγάλο το ρίσκο για τον κόσμο. Λυπάμαι». Χαμήλωσε για μια στιγμή το κεφάλι του, κι ύστερα έκανε ένα βήμα πίσω. «Δεν είναι κάτι προσωπικό».

Οι ακτίνες λέιζερ στόχευσαν τον Χένρι και τη Λόρα. Ο Χένρι άνοιξε το στόμα του. «Περίμενε...» Στα στενά όρια του τάφου, ο ήχος των αυτόματων όπλων ήταν εκκωφαντικός. Ο Κόμπρας κοιτούσε επίμονα τα διάτρητα από τις σφαίρες έξι κορμιά, όσο περίμενε να καταλαγιάσει ο αντίλαλος από τους πυροβολισμούς. Στη συνέχεια, έδωσε άμεσες εντολές. «Μαζέψτε όλα όσα σχετίζονται με την αποστολή τους χάρτες, σημειώσεις, τα πάντα. Κάντε το ίδιο και με τα πτώματα εκεί πίσω», είπε δείχνοντας τους νεκρούς ναζί. «Υποθέτω ότι πρόκειται για τα απομεινάρια της αποστολής του Κράους. Λύθηκε έτσι ένα ιστορικό μυστήριο...» πρόσθεσε, σχεδόνv μονολογώντας, καθώς οι άντρες του χωρίζονταν για να εξετάσουν τα πτώματα. Τζοβάνι!» ούρλιαξε ένα λεπτό αργότερα ο άντρας που ήταν σκυμμένος πάνω από το σώμα του Χένρι. «Τι τρέχει, Γιούρι;» Πρέπει να το δεις αυτό». Ο Κόμπρας έσπευσε προς το μέρος του. «Θεέ μου!» Είναι από ορείχαλκο, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Γιούρι Βόλγκαν, ρίχνοντας το φως του φακού του πάνω στο αντικείμενο που είχε μόλις ξετυλίξει. Η αντανάκλαση μιας βαθιά πορτοκαλί λάμψης έλουσε τα πρόσωπα των δύο αντρών. «Ναι... όμως ποτέ άλλοτε δεν έχω δει ένα ολόκληρο τεχνούργημα από αυτό το υλικό, μόνο κομμάτια». «Είναι πανέμορφο... και θα πρέπει να κοστίζει μια περιουσία. Εκατομμύρια δολάρια, δεκάδες εκατομμύρια!» Τουλάχιστον». Ο Κόμπρας παρατήρησε το αντικείμενο για αρκετή ώρα, βλέποντας τα μάτια του να καθρεφτίζονται πάνω στο μέταλλο. Ύστερα ίσιωσε το κορμί του απότομα και είπε: «Πρέπει όμως να παραμείνει κρυμμένο». Έβγαλε ένα φακό και έλεγξε τους τοίχους του τάφου, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο εκτός από τα ανάγλυφα με τους αρχαίους θεούς. Ξαναγύρισε στο βωμό και εξέτασε βιαστικά τις επιγραφές. «Γκλοζέλ... αλλά τίποτε περί Ατλαντίδας». «Ίσως πρέπει να ψάξουμε τον τάφο», πρότεινε ο Βόλγκαν, ρίχνοντας ένα τελευταίο παρατεταμένο βλέμμα στο τεχνούργημα προτού το ξανατυλίξει προσεκτικά στο βελούδο. Ο Κόμπρας το καλοσκέφτηκε, αλλά τελικά είπε: «Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα εδώ πέρα, ο τάφος πρέπει να έχει συληθεί. Πίστευα πραγματικά ότι οι Γουάιλντ θα μας οδηγούσαν ακόμα μακρύτερα, στα ίχνη της ίδιας της Ατλαντίδας, αλλά πέσαμε σε ακόμα ένα αδιέξοδο. Πρέπει να φύγουμε από εδώ προτού ξεσπάσει η καταιγίδα». Έκανε μεταβολή και ξαναγύρισε με μεγάλα βήματα στην είσοδο του σπηλαίου.

Πίσω του, ο Βόλγκαν έριξε μια γρήγορή ματιά πάνω απ’ τον ώμο του για να βεβαιωθεί ότι δεν τον παρακολουθούσε κανείς, κι υστέρα έχωσε βιαστικά το διπλωμένο αντικείμενο μέσα στο χοντρό μπουφάν του. Ο Κόμπρας στάθηκε στην άκρη του πλατώματος, κουνώντας μια φωτοβολίδα για να ειδοποιήσει το ελικόπτερο που έκανε κύκλους. Ύστερα στράφηκε στον άντρα που στεκόταν δίπλα στον κατεστραμμένο καταυλισμό της αποστολής. «Έκανες αυτό που έπρεπε». Το πρόσωπο του Τζακ ήταν κρυμμένο μέσα στην κουκούλα του. «Δεν είμαι περήφανος γι’ αυτό που έκανα. Ήταν φίλοι μου - και τι θα απογίνει τώρα η κόρη τους;» «Αυτό που έγινε έπρεπε να γίνει», επέμεινε ο Κόμπρας. «Η Αδελφότητα δε θα επιτρέψει ποτέ να βρεθεί η Ατλαντίδα». Συνοφρυώθηκε. «Και πολύ περισσότερο να τη βρει ο Κρίστιαν Φροστ. Χρηματοδοτώντας ενδιάμεσους όπως οι Γουάιλντ... ξέρει ότι τον παρακολουθούμε». «Κι αν... κι αν ο Φροστ υποψιαστεί ότι δούλευα για σένα;» ρώτησε νευρικά ο Τζακ. «Θα πρέπει να τον πείσεις ότι συνέβη κάποιο ατύχημα. Μπορούμε να σε πάμε με το ελικόπτερο δέκα χιλιόμετρα μακριά από τη Χουλαοντάνγκ - εκεί ο κίνδυνος να σε δούνε μαζί μας είναι περιορισμένος. Μετά μπορείς να γυρίσεις στο χωριό με τα πόδια και να έρθεις σε επαφή με τον Φροστ για να του ανακοινώσεις τα άσχημα νέα: ότι είσαι ο μοναδικός επιζών από μια χιονοστιβάδα ή κατολίσθηση βράχων, ό,τι θέλεις». Ο Κόμπρας άπλωσε το χέρι του. «Ο ασύρματος;» Ο Τζακ έψαξε στο σακίδιό του και επέστρεψε στον κάτοχό του τον πομπό που είχε χρησιμοποιήσει για να δώσει στην ομάδα του Κόμπρας την ακριβή θέση της Χρυσής Κορυφής. «Θα πρέπει να μιλήσω και με άλλους. Με τις κινεζικές Αρχές, την πρεσβεία των ΗΠΑ...» «Αρκεί να λες σταθερά την ίδια ιστορία, και μόλις επιστρέψεις στην Αμερική, η αμοιβή σου θα σε περιμένει. Έτσι και ανακαλύψεις ότι κάποιος άλλος προσπαθεί να ακολουθήσει στο μέλλον το δρόμο των Γουάιλντ, θα με ειδοποιήσεις αμέσως, έτσι δεν είναι;» «Γι’ αυτό δε με πληρώνεις;» είπε σκυθρωπά ο Τζακ. Ο Κόμπρας του χαμογέλασε ψυχρά και σήκωσε τα μάτια για να παρακολουθήσει το ελικόπτερο που πλησίαζε. Τα φώτα πορείας έλαμπαν πάνω στον όλο και πιο σκοτεινό ουρανό. Πέντε λεπτά αργότερα το ελικόπτερο απογειώθηκε, αφήνοντας πίσω του μόνο πτώματα.

1 ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ: ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΡΓΟΤΕΡΑ Η ΔΡ NINA ΓΟΥΑΙΛΝΤ πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς κοντοστάθηκε μπροστά στην πόρτα, και παρατήρησε σκεφτική το είδωλό της πάνω στο σκούρο τζάμι. Ήταν ντυμένη πιο επίσημα απ’ ό,τι συνήθως: ένα σκούρο μπλε κοστούμι είχε αντικαταστήσει το συνηθισμένο βολικό σπορ φούτερ της και τα φαρδιά παντελόνια. Τα κοκκινόξανθα μαλλιά της, που έφταναν μέχρι τους ώμους της, ήταν τραβηγμένα σε έναν κότσο πιο αυστηρό από τη γνώριμη χαλαρή αλογοουρά της. Επρόκειτο για μια κρίσιμη επαγγελματική συνάντηση και, παρόλο που γνώριζε όλους τους εμπλεκόμενους, εξακολουθούσε να θέλει να κάνει όσο το δυνατόν καλύτερη εντύπωση. Ικανοποιημένη από την εμφάνισή της και από το ότι δεν είχε κατά λάθος πασαλείφει με κραγιόν τα μάγουλά της, εμψύχωσε τον εαυτό της για να μπει στην αίθουσα, ψάχνοντας σχεδόν ασυνείδητα το λαιμό της για να αγγίξει το φυλαχτό της. Το τυχερό φυλαχτό της. Είχε βρει αυτό το καμπυλωτό κομμάτι μετάλλου με την αιχμηρή απόληξη πριν από είκοσι χρόνια, στη διάρκεια μιας αποστολής των γονιών της στο Μαρόκο, όταν εκείνη ήταν οχτώ χρόνων έφτανε σε μήκος τα πέντε εκατοστά και ήταν λειασμένο από τις τραχιές αμμουδιές. Εκείνη την εποχή, με το κεφάλι της γεμάτο μύθους για την Ατλαντίδα, είχε πιστέψει ότι ήταν από ορείχαλκο, το μέταλλο που περιγράφει ο Πλάτωνας ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του χαμένου πολιτισμού. Τώρα πια, που το κοιτούσε με το κριτικό μάτι ενός ενήλικα, είχε φτάσει να παραδεχτεί ότι ο πατέρας της είχε δίκιο, ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από αποχρωματισμένος χαλκός, ένα ευτελές κομμάτι μετάλλου που είχε αγνοήσει ή πετάξει αυτός που τους είχε επιτεθεί σε εκείνη την τοποθεσία. Ήταν όμως χωρίς αμφιβολία ανθρώπινο κατασκεύασμα-το μαρτυρούσαν τα φθαρμένα σημάδια στη στρογγυλεμένη εξωτερική άκρη τουκαι μια και ήταν το πρώτο της πραγματικό εύρημα, οι γονείς της της είχαν τελικά επιτρέψει να το κρατήσει - αφού δέχτηκαν την εξαιρετικά μεγάλη και επίμονη πίεση που επιδεικνύει συνήθως ένα οχτάχρονο παιδί. Όταν επέστρεψαν στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο πατέρας της το έδεσε σε μενταγιόν. Κι εκείνη, σε μια έμπνευση της στιγμής, είχε αποφασίσει ότι θα της έφερνε καλή τύχη. Παρόλο που αυτό είχε παραμείνει αναπόδεικτο -η ακαδημαϊκή της επιτυχία οφειλόταν αποκλειστικά στην εξυπνάδα και τη σκληρή δουλειά της, και οπωσδήποτε δεν είχε κερδίσει το λαχείο-, εκείνη ήταν σίγουρη

για ένα πράγμα: η μόνη μέρα που δεν το είχε φορέσει, ξεχνώντας το μέσα στη βιασύνη της πρωινής αναμπουμπούλας όταν έμενε στο σπίτι κάποιου φίλου την περίοδο των εισαγωγικών εξετάσεων για το πανεπιστήμιο, ήταν η μέρα που πέθαναν οι γονείς της. Από τότε πολλά πράγματα είχαν αλλάξει γι’ αυτήν. Το μόνο που διατηρήθηκε αναλλοίωτο ήταν πως δεν άφησε ξανά να περάσει μέρα δίχως να φορέσει το μενταγιόν της. Προτού αφήσει το χέρι της να γλιστρήσει στο πλάι, το ξαναπίεσε πιο συνειδητά. Σήμερα είχε ανάγκη όλη την τύχη του κόσμου. Γεμάτη αποφασιστικότητα, άνοιξε την πόρτα. Οι τρεις καθηγητές, που κάθονταν πίσω από το επιβλητικό παλιό δρύινο γραφείο, σήκωσαν το βλέμμα τους μόλις μπήκε. Ο καθηγητής Χόγκαρθ ήταν ένας εύσωμος, καταδεκτικός γηραιός κύριος, ο οποίος με τη μόνιμη θέση και την αντιπάθειά του προς τη γραφειοκρατία ήταν γνωστό ότι μπορούσε να εγκρίνει τη χρηματοδότηση, βασιζόμενος απλώς σε μια μετρίως ενδιαφέρουσα παρουσίαση. Η Νίνα έλπιζε πως η δική της θα ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Αντίθετα, ακόμα και η συναρπαστικότερη παρουσίαση του κόσμου, η οποία θα κατέληγε με την αποκάλυψη ενός ζωντανού δεινόσαυρου και τη θεραπεία του καρκίνου, δε θα κατάφερνε να κερδίσει την υποστήριξη της καθηγήτριας Ρότσιλντ. Από τη στιγμή, όμως, που η μισάνθρωπη ηλικιωμένη γυναίκα με τα σφιγμένα χείλη δεν μπορούσε να ανεχτεί τη Νίνα -ή οποιαδήποτε άλλη γυναίκα κάτω των τριάντα-, θα την είχε ήδη απορρίψει ως χαμένη υπόθεση. Επομένως, υπήρχε ένα «όχι» κι ένα «ίσως». Μπορούσε όμως να βασίζεται τουλάχιστον στον τρίτο καθηγητή. Ο Τζόναθαν Φίλμπι ήταν οικογενειακός φίλος. Ήταν επίσης ο άνθρωπος που της είχε φέρει την είδηση του θανάτου των γονιών της. Τώρα τα πάντα κρέμονταν από αυτόν, αφού όχι μόνο θα έδινε την καθοριστική ψήφο, αλλά ήταν και επικεφαλής του τμήματος. Έτσι και τον κατακτούσε λοιπόν, θα πετύχαινε τη χρηματοδότησή της. Αλλά αν αποτύγχανε... Δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό της ούτε να το σκεφτεί. «Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Φίλμπι. «Καλησπέρα». «Καλησπέρα», απάντησε με ένα λαμπερό χαμόγελο. Ο Χόγκαρθ τουλάχιστον ανταποκρίθηκε καλά, παρόλο που η Ρότσιλντ μετά βίας της έριξε ένα βλοσυρό βλέμμα. «Παρακαλώ, καθίστε». Η Νίνα κάθισε στη μοναδική καρέκλα απέναντι από την επιτροπή. «Λοιπόν», είπε ο Φίλμπι, «είχαμε όλοι την ευκαιρία να μελετήσουμε τα βασικά σημεία της πρότασής σας. Είναι, πρέπει να ομολογήσω, εξαιρετικά... ασυνήθιστη. Δεν είναι από τις προτάσεις που συνηθίζονται στο τμήμα μας».

«Εγώ, πάλι, τη θεώρησα πολύ ενδιαφέρουσα», επενέβη ο Χόγκαρθ. «Πολύ καλά τεκμηριωμένη και εξαιρετικά τολμηρή επίσης. Αποτελεί ευχάριστη αλλαγή αυτή η ελάχιστη πρόκληση απέναντι στη συνήθη συμβατικότητα». «Φοβάμαι ότι δε συμμερίζομαι τη γνώμη σου, Ρότζερ», τον διέκοψε η Ρότσιλντ με την κοφτή, ένρινη φωνή της. «Δεσποινίς Γουάιλντ» -όχι Δόκτωρ Γουάιλντ, συνειδητοποίησε η Νίνα. Τι άθλια παλιοβρόμα!- «είχα την εντύπωση ότι η διατριβή σας ήταν στον τομέα της αρχαιολογίας και όχι της μυθολογίας. Και η Ατλαντίδα αποτελεί μύθο και τίποτα περισσότερο». «Όπως ήταν η Τροία, η Ουμπάρ 2 και οι Εφτά Παγόδες του Μαχαμπαλίπουραμ 3 - μέχρι τη στιγμή που ανακαλύφθηκαν», ανταπέδωσε η Νίνα. Μπορεί η Ρότσιλντ να είχε ήδη αποφασίσει, αλλά κι τ κείνη δε σκόπευε να πέσει αμαχητί. Ο Φίλμπι κούνησε το κεφάλι του επιδοκιμαστικά. «Θα μπορούσατε λοιπόν να εκθέσετε λεπτομερέστερα τη θεωρία σας;» «Και βέβαια», είπε η Νίνα και συνέδεσε τον καταταλαιπωρημένο από τα ταξίδια αλλά αξιόπιστο φορητό υπολογιστή της με το μηχάνημα προβολής της αίθουσας. Η οθόνη ζωντάνεψε με ένα χάρτη που έδειχνε τη Μεσόγειο Θάλασσα και μέρος του Ατλαντικού προς τα δυτικά. «Η Ατλαντίδα», άρχισε, «είναι ένας από τους πλέον ανθεκτικούς μύθους της ιστορίας, αλλά όλοι αυτοί οι μύθοι προέρχονται από έναν πολύ μικρό αριθμό πηγών - οι διάλογοι του Πλάτωνα είναι φυσικά οι πιο γνωστοί, εντούτοις και άλλοι αρχαίοι πολιτισμοί κάνουν λόγο για μια μεγάλη δύναμη στη λεκάνη της Μεσογείου, με πιο ενδιαφέρουσες τις αναφορές στις ιστορίες των Λαών της Θάλασσας4, οι οποίοι επιτέθηκαν και εισέβαλαν σε παράκτιες περιοχές που σήμερα αντιστοιχούν στο Μαρόκο, την Αλγερία, τη Λιβύη και την Ισπανία. Αλλά οι περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Ατλαντίδα προέρχονται από τον Τίμαιο και τον Κριτία του Πλάτωνα». «Έργα που και τα δύο ανάγονται αναμφίβολα στη σφαίρα της μυθοπλασίας», τη διέκοψε η Ρότσιλντ. «Γεγονός που με οδηγεί στο πρώτο μέρος της θεωρίας μου», είπε η Νίνα, 2 Για διάστημα μεγαλύτερο των τριών χιλιάδων ετών η χαμένη σήμερα πόλη Ουμπάρ υπήρξε η καρδιά μιας ολόκληρης περιοχής στη νότια άκρη της Αραβικής χερσονήσου. Αναδείχτηκε σε σπουδαίο εμπορικό κέντρο και χρησίμευσε ως ενδιάμεσος σταθμός για τα καραβάνια που μετέφεραν τα εμπορεύματά τους από την ανατολή στη δύση και αντίστροφα. Η περίοδος ακμής της εκτείνεται από το 2800 π.Χ. έως το 300 μ.Χ., οπότε εξαφανίστηκε χωρίς να αφήσει ίχνη. Το 1992 προσδιορίστηκε από φωτογραφίες δορυφόρων η ακριβής θέση της πόλης, που σήμερα αποτελεί μέρος του κράτους του Ομάν. (Σ.τ.Ε.) 3 Ιστορική πόλη της νοτιοανατολικής Ινδίας, κατά μήκος του κόλπου της Βεγγάλης. Το θρησκευτικό αυτό κέντρο ιδρύθηκε από έναν ινδουιστή βασιλιά της δυναστείας Πάλαβα τον 7ο αι. μ.Χ. Από την εποχή αυτή σώζονται πέντε μονολιθικοί ναοί και κατάλοιπα άλλων δύο, χάρη στους οποίους η πόλη έγινε γνωστή ως Εφτά Παγόδες. (Σ.τ.Μ.) 4 Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζουν οι σύγχρονοι ιστορικοί διάφορα φυλετικά στοιχεία, με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και την περιοχή του Αιγαίου, τα οποία κατά τη διάρκεια του 13ου και 12ου αιώνα π.Χ. -λόγω κοινωνικοπολιτικών ταραχών ή φυσικών καταστροφών- μετακινήθηκαν ανά κύματα στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου, αναζητώντας νέα πατρίδα. Κάποιοι από αυτούς έφτασαν μέχρι τη Συροπαλαιστίνη και κάποιοι άλλοι μέχρι την περιοχή του αιγυπτιακού Δέλτα, όπου εκδιώχτηκαν ή υποτάχτηκαν από τους Αιγύπτιους. (Σ.τ.Ε.)

έχοντας προβλέψει την επίκριση. «Αναμφίβολα, σε όλους τους πλατωνικούς διαλόγους -και όχι μόνο στον Τίμαιο και τον Κριτία,- υπάρχουν στοιχεία που είναι φανταστικά κατασκευάσματα, με στόχο να διευκολύνουν τον Πλάτωνα στην παρουσίαση των απόψεών του κατά τον ίδιο τρόπο που ο χρόνος συμπυκνώνεται και οι χαρακτήρες διαπλέκονται στις σύγχρονες κινηματογραφικές βιογραφίες διάσημων προσώπων. Ο Πλάτωνας όμως δεν έγραφε τους διαλόγους του σαν να επρόκειτο για μυθιστόρημα. Τα υπόλοιπα έργα του γίνονται αποδεκτά ως ιστορικά ντοκουμέντα, οπότε γιατί όχι κι αυτά που αναφέρονται στην Ατλαντίδα;» «Ισχυρίζεστε δηλαδή ότι όλα όσα έγραψε ο Πλάτωνας για την Ατλαντίδα είναι εντελώς αληθινά;» ρώτησε προσεκτικά ο Δρ. Φίλμπι. «Όχι όλα. Ισχυρίζομαι όμως πως εκείνος πίστευε ότι ήταν. Του είχε μιλήσει σχετικά ο Κριτίας, ο οποίος είχε μάθει γι’ αυτήν από τα γραπτά του παππού του, του Κριτία του Πρεσβύτερου, στον οποίο είχε μιλήσει για την Ατλαντίδα όταν ακόμα ήταν παιδί ο Σόλωνας, που με τη σειρά του είχε μάθει για την ύπαρξή της από κάποιους Αιγύπτιους ιερείς. Αυτό που έχουμε επομένως είναι ένα παιχνίδι ακαταλαβίστικων ψιθύρων - ή καλύτερα ελληνικών ψιθύρων, κάτι σαν το “χαλασμένο τηλέφωνο”» -ο Χόγκαρθ κρυφογέλασε με το αστείοι που είναι αναπόφευκτο ότι το αρχικό μήνυμα θα διαστρεβλωθεί. Σαν να βγάζεις αντίγραφο από ένα αντίγραφο αντιγράφου. Τώρα, ένας από τους τομείς όπου, κατά πάσα πιθανότητα, διαπιστώνονται ανακρίβειες με το πέρασμα των χρόνων είναι οι μετρήσεις. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι στον Κριτία, στον οποίο περιέχονται όλες σχεδόν οι λεπτομερείς περιγραφές του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα, διαπιστώνεται μια ιδιομορφία που, αν και εξαιρετικά προφανής, κανείς δε φαίνεται να την επισημαίνει». «Και ποια είναι αυτή;» ρώτησε ο Χόγκαρθ. «Το γεγονός ότι όλες οι μετρήσεις που παρέχει ο Πλάτωνας για την Ατλαντίδα δεν έχουν απλώς στρογγυλοποιηθεί, αλλά δίνονται και με ελληνικές μονάδες! Λέει, για παράδειγμα, ότι η πεδιάδα στην οποία βρισκόταν η πρωτεύουσα της Ατλαντίδας ήταν τρεις χιλιάδες επί δύο χιλιάδες στάδια. Κατ’ αρχάς, πρόκειται για μια πεδιάδα μετρημένη με εξαιρετική ακρίβεια και δευτερευόντως είναι εκπληκτικά βολικό το γεγονός ότι ταίριαξε τόσο απόλυτα με μια ελληνική μονάδα μέτρησης, ειδικά αν σκεφτούμε ότι η πληροφορία προέρχεται από αιγυπτιακή πηγή!» Η Νίνα συνειδητοποίησε ότι είχε αρχίσει να εξάπτεται και επιχείρησε να χαλιναγωγήσει τον ενθουσιασμό της και να επιστρέψει σε ένα πιο επαγγελματικό επίπεδο, αλλά δυσκολεύτηκε να τον κατασιγάσει. «Ακόμα και αν ο πολιτισμός της Ατλαντίδας χρησιμοποιούσε κάποια μονάδα που την αποκαλούσαν στάδιο, είναι απίθανο να είχε το ίδιο μέγεθος με το αιγυπτιακό ή το ευρύτερο ελληνικό».

Η Ρότσιλντ σούφρωσε τα χείλη της, παίρνοντας μια ξινισμένη έκφραση. «Όλα αυτά ακούγονται πολύ ενδιαφέροντα», είπε με έναν τόνο που υπονοούσε ότι πίστευε ακριβώς το αντίθετο, «όμως πώς μπορούν να σας κάνουν να βρείτε την Ατλαντίδα; Αφού δε γνωρίζετε ποια ήταν τα πραγματικά μέτρα των Ατλάντιων, όπως άλλωστε και κανείς άλλος, δεν καταλαβαίνω πώς θα σας βοηθήσει κάποιο από αυτά». Η Νίνα πήρε μια μεγάλη, αθόρυβη αναπνοή προτού απαντήσει. Γνώριζε καλά πως αυτό που ετοιμαζόταν να πει ήταν εν δυνάμει το πιο αδύνατο σημείο στη θεωρία της· αν οι τρεις ακαδημαϊκοί που την κοιτούσαν επίμονα δε δέχονταν την εξήγησή της, τότε θα τελείωναν όλα... «Ουσιαστικά πρόκειται για το σημείο-κλειδί στην πρότασή μου», είπε με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. «Για να το θέσω απλά, αν αποδεχτείτε τις μετρήσεις του Πλάτωνα -ότι δηλαδή το ένα στάδιο αντιστοιχεί σε εκατόν ογδόντα πέντε μέτρα-, τότε η Ατλαντίδα δεν ήταν παρά ένα πολύ μεγάλο νησί, με μήκος τουλάχιστον τριακόσια εβδομήντα μίλια και πλάτος διακόσια πενήντα. Δηλαδή μεγαλύτερο από την Αγγλία!» Έδειξε το χάρτη στην οθόνη. «Δεν υπάρχουν και πολλά μέρη για να κρυφτεί κάτι τόσο μεγάλο, ακόμα και κάτω από το νερό». «Και η Μαδέρα;» ρώτησε ο Χόγκαρθ, δείχνοντας το χάρτη. Η πορτογαλική νήσος βρισκόταν κάπου τετρακόσια μίλια μακριά από τις αφρικανικές ακτές. «Δε θα μπορούσε να είναι αυτή η τοποθεσία για ό,τι απέμεινε από το νησί ύστερα από τον καταποντισμό του;» «Το σκέφτηκα αυτό κάποια στιγμή, αλλά η τοπογραφία δεν υποστηρίζει αυτή την υπόθεση. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει κανένα μέρος στον ανατολικό Ατλαντικό όπου θα μπορούσε να εντοπιστεί το νησί που περιγράφει ο Πλάτωνας». Η Ρότσιλντ ρουθούνισε θριαμβευτικά. Η Νίνα της έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα -όσο της επέτρεπαν βέβαια οι περιστάσεις- και επέστρεψε στο χάρτη. «Αλλά αυτό ακριβώς το γεγονός αποτελεί τη βάση της θεωρίας μου. Ο Πλάτωνας είπε ότι η Ατλαντίδα βρισκόταν στον Ατλαντικό, πέρα από τις Ηράκλειες Στήλες - οι οποίες σήμερα είναι γνωστές ως Στενά του Γιβραλτάρ, στην είσοδο της Μεσογείου. Είπε επίσης ότι η Ατλαντίδα, με σύγχρονες μετρήσεις, είχε μήκος τετρακόσια μίλια. Μια και δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία που θα μπορούσε να συμβιβάσει τις δύο αυτές δηλώσεις, είτε η Ατλαντίδα δεν ήταν εκεί που ισχυριζόταν... είτε οι μετρήσεις του είναι λανθασμένες». Ο Φίλμπι κούνησε το κεφάλι του. Η Νίνα δεν ήταν ακόμα σε θέση να καταλάβει τι σκεφτόταν, αλλά ξαφνικά είχε την αίσθηση ότι ο Φίλμπι είχε ήδη πάρει την απόφασή του, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. «Πού βρίσκεται, λοιπόν, η Ατλαντίδα;» τη ρώτησε. Η Νίνα δεν περίμενε ότι θα έπρεπε να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση τόσο

γρήγορα, ειδικά αφού είχε σχεδιάσει να αποκαλύψει την απάντηση με μια σχετικά δραματική δήλωση στο τέλος της παρουσίασης της. «Α, βρίσκεται στον κόλπο του Κάδιξ 5», είπε κάπως ταραγμένη καθώς έδειχνε ένα σημείο στον ωκεανό, περίπου διακόσια μίλα δυτικά των Στενών του Γιβραλτάρ. «Έτσι νομίζω τουλάχιστον». «Νομίζετε;» ρώτησε σαρκαστικά η Ρότσιλντ. «Ελπίζω να έχετε κάτι περισσότερο από απλές υποθέσεις για να στηρίξετε τη δήλωσή σας». Σκύλα! «Αν μου επιτρέψετε να εξηγήσω τη συλλογιστική μου, κυρία Ρότσιλντ», είπε η Νίνα, πιέζοντας τον εαυτό της να παραμείνει ευγενής, «θα σας δείξω πώς έφτασα σε αυτό το συμπέρασμα. Η βασική πρόταση της θεωρίας μου είναι ότι ο Πλάτωνας είχε δίκιο και η Ατλαντίδα υπήρξε πραγματικά. Έκανε λάθος μόνο στις μετρήσεις». «Και όχι στην τοποθεσία;» ρώτησε ο Χόγκαρθ. «Αποκλείετε λοιπόν όλες τις σύγχρονες θεωρίες που υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα η Ατλαντίδα ήταν η Σαντορίνη, λίγο πιο πάνω απ’ την Κρήτη, και ότι ο υποτιθέμενος πολιτισμός της ήταν στην ουσία μινωικός;» «Ακριβώς. Για το λόγο ότι οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν ήδη για τους Μινωίτες. Άλλωστε, δεν ταιριάζουν και οι χρονικές κλίμακες. Η έκρηξη του ηφαιστείου που κατέστρεψε τη Σαντορίνη σημειώθηκε εννιακόσια χρόνια πριν από την εποχή του Σόλωνα, αλλά η καταβύθιση της Ατλαντίδας έγινε πριν από εννέα χιλιάδες χρόνια». «Το λάθος του Σόλωνα με τη “δύναμη του δέκα” έχει γίνει ευρέως αποδεκτό ως ένας τρόπος για να συνδεθούν οι Μινωίτες με το μύθο της Ατλαντίδας», επισήμανε η Ρότσιλντ. «Τα αιγυπτιακά σύμβολα για το εκατό και το χίλια διαφέρουν τελείως μεταξύ τους», της είπε η Νίνα. «Θα πρέπει να είναι κανείς τυφλός ή εντελώς ανόητος για να τα μπερδέψει». Η Ρότσιλντ συνοφρυώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Επιπλέον, ο Πλάτωνας δηλώνει ρητά στον Τίμαιο ότι η Ατλαντίδα βρισκόταν στον Ατλαντικό και όχι στη Μεσόγειο. Ο Πλάτωνας ήταν ένας πανέξυπνος άνθρωπος· υποθέτω λοιπόν ότι μπορούσε να ξεχωρίσει την ανατολή από τη δύση. Πιστεύω, κατά συνέπεια, πως κατά τη μετάδοση αυτής της ιστορίας από τους ίδιους τους Ατλάντιους στους αρχαίους Αιγύπτιους, και κατόπιν, εννιά χιλιάδες χρόνια αργότερα, από τους Αιγύπτιους ιερείς στον Σόλωνα, κι ύστερα από τον Σόλωνα στον Πλάτωνα μέσα από διάφορες γενιές του οίκου του Κριτία... οι μετρήσεις θα μπερδεύτηκαν». Ο Φίλμπι ανασήκωσε το φρύδι του. «Θα μπερδεύτηκαν;» «Εντάξει, μπορεί να μην είναι ο πλέον επιστημονικός τρόπος για να το θέσω, αλλά έτσι γίνεται πιο κατανοητό. Παρόλο που τα ονόματα παρέμεναν τα ίδια 5 Κόλπος του Κάδιξ: Μικρή εσοχή του βόρειου Ατλαντικού στη νοτιοδυτική Ισπανία. Εκτείνεται σε μήκος 320 χλμ. προς τα νοτιοανατολικά από το ακρωτήριο Σαν Βισέντε μέχρι τα Στενά του Γιβραλτάρ. Στους Έλληνες το Κάδιξ ήταν γνωστό ως Γάδειρα. (Σ.τ.Μ.)

πόδια, στάδια και ούτω καθεξής-, ο κάθε πολιτισμός χρησιμοποιούσε διαφορετικές μονάδες μέτρησης. Και κάθε φορά που η ιστορία μεταφερόταν από το ένα μέρος στο άλλο και οι αριθμοί στρογγυλοποιούνταν, ή ακόμα και διογκώνονταν προκειμένου να φανεί πόσο απίστευτα σπουδαίος ήταν αυτός ο χαμένος πολιτισμός, το λάθος μεγάλωνε. Η υπόθεση που κάνω εδώ είναι ότι όποια και αν ήταν η μονάδα που χρησιμοποιούσαν οι Ατλάντιοι και την οποία ονόμαζαν στάδιο ήταν σημαντικά μικρότερη από την αντίστοιχη ελληνική μονάδα». Λυτό είναι απλώς μια υπόθεση», είπε η Ρότσιλντ. Η Νίνα καταβάλανε ότι η καθηγήτρια πέθαινε από επιθυμία να προσθέσει κάτι του τύπου: Όταν κάνεις υποθέσεις, γίνεσαι νούμερο. «Ναι, αλλά στηρίζεται σε ένα λογικό συλλογισμό», αντέτεινε. «Στον Κριτία δίνονται διάφορες μετρήσεις για την Ατλαντίδα, αλλά η σημαντικότερη σχετίζεται με την ακρόπολη του νησιού στο κέντρο των κυκλικών τάφρων της πρωτεύουσας». «Οι θέσεις των ναών του Ποσειδώνα και της Κλειτώς», παρατήρησε ο Φίλμπι σκεφτικός, χαϊδεύοντας το μουστάκι του. «Ακριβώς. Ο Πλάτωνας είπε ότι η διάμετρος του νησιού ήταν πέντε στάδια. Αν χρησιμοποιήσουμε το ελληνικό σύστημα, αυτό ισοδυναμεί με πλάτος ελάχιστα μεγαλύτερο από οχτακόσια μέτρα. Τώρα, αν το ατλάντιο στάδιο είναι μικρότερο, δεν μπορεί να είναι πολύ μικρότερο, γιατί στον Κριτία αναφέρεται ότι πολλά πράγματα μπορούσαν να χωρέσουν πάνω στο νησί. Ο ναός του Ποσειδώνα ήταν ο μεγαλύτερος, με ένα στάδιο μήκος, αλλά υπήρχαν και άλλοι ναοί, όπως και ανάκτορα, λουτρά... Ήταν τόσο πυκνοκατοικημένο όσο σχεδόν και το Μανχάταν!» «Επομένως, πόσο μεγάλο -ή μάλλον πόσο μικρό- συμπεραίνετε ότι ήταν ένα ατλάντιο στάδιο;» ρώτησε ο Χόγκαρθ. «Πιστεύω πως το μικρότερο θα αντιστοιχούσε στα δύο τρίτα της ελληνικής μονάδας μέτρησης», εξήγησε η Νίνα. «Γύροι στα εκατόν τριάντα μέτρα. Κι έτσι η ακρόπολη θα έφτανε περίπου τα πεντακόσια μέτρα, κι αυτό σημαίνει πως, αν σμικρύνεις κάπου τόσο και το ναό του Ποσειδώνα, μένει αρκετός χώρος για να χωρέσουν τα πάντα εκεί μέσα». Ο Χόγκαρθ έκανε κάποιους υπολογισμούς σε ένα φύλλο απ’ το σημειωματάριό του. «Με βάση αυτά τα μέτρα, το νησί θα πρέπει να ήταν, για να δω...» Η Νίνα έκανε στη στιγμή τις μαθηματικές πράξεις στο μυαλό της. «Θα πρέπει να είχε μήκος διακόσια σαράντα μίλια και πάνω από εκατόν εξήντα πλάτος». Ο Χόγκαρθ έκανε κάποιες πράξεις στα βιαστικά για να φτάσει μετά από λίγο στο ίδιο αποτέλεσμα. «Χμμ. Αυτό δε σημαίνει ότι θα βρισκόταν απλώς στον κόλπο του Κάδιξ... αλλά ότι πρέπει να είναι ο κόλπος του Κάδιξ».

«Οφείλει όμως να λάβει κανείς υπόψη του και το ενδεχόμενο άλλων λαθών», είπε η Νίνα. «Ο αριθμός τρεις χιλιάδες επί δύο χιλιάδες στάδια που δίνει ο Πλάτωνας για την κεντρική πεδιάδα του νησιού είναι βέβαιο ότι έχει στρογγυλοποιηθεί. Θα μπορούσε επίσης να έχει διογκωθεί για εντυπωσιασμό, αν όχι από τον ίδιο τον Πλάτωνα, τότε σίγουρα από τους Αιγύπτιους, οι οποίοι προσπαθούσαν να εντυπωσιάσουν τον Σόλωνα. Νομίζω ότι θα πρέπει να υπολογίσουμε έναν παράγοντα λάθους της τάξης του δεκαπέντε τοις εκατό τουλάχιστον. Ίσως ακόμα και είκοσι τοις εκατό». «Ακόμα μια υπόθεση, δεσποινίς Γουάιλντ;» είπε η Ρότσιλντ, με μια μοχθηρή λάμψη να τρεμοπαίζει στα μάτια της. «Ακόμα και με ένα περιθώριο λάθους της τάξης του είκοσι τοις εκατό, το νησί θα εξακολουθούσε να έχει μήκος πάνω από εκατόν ενενήντα μίλια», πρόσθεσε ο Χόγκαρθ. «Υπάρχει ακόμα και η πιθανότητα σύγχυσης, αν η μετατροπή των αριθμών έχει γίνει από διαφορετική αριθμητική βάση...» Η Νίνα καταλάβαινε ότι η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχό της. «Δεν ισχυρίζομαι ότι όλοι οι υπολογισμοί μου είναι σωστοί. Γι’ αυτό άλλωστε βρίσκομαι εδώ - έχω μια θεωρία που ταιριάζει στα διαθέσιμα δεδομένα, και θέλω... θα ήθελα», διόρθωσε, «να μου δοθεί η δυνατότητα να την ελέγξω». «Μια έρευνα με σόναρ σε όλο τον κόλπο του Κάδιξ είναι ένας μάλλον πολυέξοδος τρόπος για να την ελέγξετε, δε νομίζετε;» είπε αυτάρεσκα η Ρότσιλντ. «Αν όμως έχω δίκιο, τότε θα έχω κάνει τη μεγαλύτερη αρχαιολογική ανακάλυψη μετά την Τροία!» διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. «Κι αν κάνετε λάθος, το τμήμα θα έχει σπαταλήσει ακόμα και εκατομμύρια δολάρια, τρέχοντας πίσω από ένα μύθο, ένα παραμύθι». «Θέλω όσο κι εσείς να αποφύγω την άσκοπη δαπάνη πανεπιστημιακών πόρων! Αλλά έχω καταφέρει να τεκμηριώσω πλήρως τη θεωρία μου, έχω στη διάθεσή μου όλες τις ιστορικές αναφορές - και έχω αφιερώσει δυο χρόνια απ’ τη ζωή μου σε αυτή την έρευνα. Δε θα είχα φέρει το θέμα μέχρι εδώ αν δεν ήμουν απόλυτα σίγουρη ότι έχω δίκιο». «Γιατί το κάνεις αυτό, Νίνα;» ρώτησε ο Φίλμπι. Ο προσωπικός τόνος της ερώτησης την κατέλαβε εξαπίνης. «Τι θέλετε να πείτε;» «Θέλω να πω», είπε ο Φίλμπι, με ένα ύφος θλιμμένης συμπόνιας στο πρόσωπό του, «επιδιώκεις αυτό το στόχο για σένα την ίδια... ή για τους γονείς σου;» Η Νίνα επιχείρησε να μιλήσει, αλλά η φωνή της πνίγηκε στο λαιμό της. «Γνώριζα τον Χένρι και τη Λόρα πολύ καλά», συνέχισε ο Φίλμπι, και θα μπορούσαν να είχαν μια εκπληκτική καριέρα αν δεν είχαν επικεντρωθεί σε ένα θρύλο. Παρακολουθώ τη δική σου καριέρα από τότε που ήσουν φοιτήτρια, και

ορισμένες από τις εργασίες σου ήταν πραγματικά αξιοπρόσεκτες. Προσωπικά, πιστεύω ότι έχεις περισσότερες δυνατότητες ακόμα και απ’ τον πατέρα σου. Αλλά... κινδυνεύεις να ακολουθήσεις ακριβώς τον ίδιο δρόμο που ακολούθησε εκείνος και η μητέρα σου». «Τζόναθαν!» φώναξε άθελά της σχεδόν η Νίνα, κι η φωνή της μαρτυρούσε τα μπερδεμένα συναισθήματα της: ξάφνιασμα, οργή, πόνο. «Λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω να πετάξεις όλα όσα έχεις καταφέρει κυνηγώντας μια χίμαιρα. Μια τόσο δαπανηρή αποτυχία θα επέφερε τεράστιο πλήγμα στη φήμη σου, πιθανόν ανεπανόρθωτο». «Δε νοιάζομαι για τη φήμη μου!» αντιτάχθηκε η Νίνα. «Νοιαζόμαστε όμως εμείς για τη φήμη αυτού του πανεπιστημίου», είπε η Ρότσιλντ, με ένα αχνό χαμόγελο στα λεπτά της χείλη. «Μορίν!» έκανε προειδοποιητικά ο Φίλμπι πριν ξανακοιτάξει τη Νίνα. «Δρ. Γουάιλντ... Νίνα. Οι γονείς σου πέθαναν γι’ αυτή την υπόθεση. Αν τους ακολουθήσεις, μπορεί να συμβεί το ίδιο και σε σένα. Κι όλα αυτά γιατί; Αναρωτήσου ειλικρινά - αξίζει τον κόπο να πεθάνεις για ένα θρύλο;» Ένιωσε λες και κάποιος την είχε μόλις κλοτσήσει στο στομάχι. Τέτοιο τρομερό αντίκτυπο είχαν πάνω της τα λόγια του Φίλμπι. «Αυτό σημαίνει ότι η πρότασή μου απορρίφθηκε;» τον ρώτησε με σφιγμένα δόντια. Οι τρεις καθηγητές αντάλλαξαν ματιές και ανείπωτα λόγια προτού στραφούν και πάλι σ’ εκείνη. Ο Φίλμπι χρειάστηκε ένα λεπτό για να μπορέσει να κοιτάξει τη Νίνα στα μάτια και μετά είπε: «Δυστυχώς, έτσι είναι». «Καταλαβαίνω». Στράφηκε και αποσυνέδεσε το φορητό υπολογιστή της από τη μηχανή προβολής. Η οθόνη σκοτείνιασε. Με σφιγμένα τα χείλη κοίταξε καταπρόσωπο την επιτροπή. «Λοιπόν, στην περίπτωση αυτή, τι άλλο μπορώ να πω; Ευχαριστώ για το χρόνο που μου διαθέσατε». «Νίνα», είπε ο Φίλμπι. «Σε παρακαλώ, μην το παίρνεις προσωπικά. Έχεις τη δυνατότητα να απολαύσεις μια πραγματικά σπουδαία καριέρα». «Αν;» «Αν... δεν πέσεις στην ίδια παγίδα με τους γονείς σου. Η κυρία Ρότσιλντ έχει δίκιο, ξέρεις. Ιστορία και μυθολογία είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Μη σπαταλάς το χρόνο σου, το ταλέντο σου, σε λάθος κατεύθυνση». Η Ν ίνα τον κοίταξε επίμονα για αρκετές στιγμές προτού μιλήσει. «Ευχαριστώ για τη συμβουλή, κύριε καθηγητά», είπε με πικρία πριν κάνει μεταβολή και βγει από την αίθουσα κλείνοντας την πόρτα με πάταγο. Για δέκα λεπτά έμεινε κρυμμένη σε μια από τις γυναικείες τουαλέτες, προτού αισθανθεί έτοιμη να αντικρίσει και πάλι τον κόσμο. Το αρχικό σοκ είχε αντικατασταθεί από έναν τρομερό θυμό. Πώς τολμούσε ο Φίλμπι να ανακατέψει

τους γονείς της; Υποτίθεται ότι θα έκριναν πρότασή της με βάση την αξία της, κι όχι με βάση τα προσωπικά του αισθήματα! Μετά το θάνατο των γονιών της, ο Φίλμπι είχε υπάρξει... όχι ακριβώς ένα γονεϊκό υποκατάστατο -κανείς άλλωστε δε θα μπορούσε να αντικαταστήσει τους γονείς της-, αλλά ένας συμπαραστάτης, ένας μέντορας καθώς εκείνη ανερχόταν ακαδημαϊκά. Κι όμως την είχε απορρίψει. Ένιωσε το λιγότερο σαν να την είχε προδώσει. «Μπάσταρδε!» πέταξε σαν φτυσιά, χτυπώντας τη γροθιά της στον τοίχο του διαχωριστικού. «Δρ. Γουάιλντ;» είπε μια γνωστή φωνή από τη διπλανή τουαλέτα. Η Ρότσιλντ. Σκατά! «Ω! Ντεν μιλώ καλά αγγλικά!» ψέλλισε η Νίνα, ανοίγοντας ορμητικά την πόρτα και βγαίνοντας βιαστικά από την τουαλέτα, με τον υπολογιστή της κάτω από τη μασχάλη της. Πολύ γρήγορα, ο θυμός της έδωσε τη θέση του στην ντροπή. Στο μεταξύ, είχε φτάσει στην κεντρική είσοδο του κτιρίου. Μόλις ξεμύτισε, τη χαιρέτησε η γνώριμη εικόνα του βόρειου τμήματος του Μανχάταν. Ωραία, και τώρα τι θα έκανε; Είχε αρνηθεί έστω και να σκεφτεί την πιθανότητα αποτυχίας, πόσω μάλλον μιας τόσο συντριπτικής ήττας, και τώρα τα είχε ολότελα χαμένα και δεν ήξερε τι να κάνει. Να πάει στο σπίτι, αυτό ήταν το καλύτερο. Να αναζητήσει παρηγοριά στο φαγητό, να μεθύσει, κι όσο για τις συνέπειες, αυτές θα την απασχολούσαν αύριο. Κατέβηκε τα σκαλοπάτια μέχρι το πεζοδρόμιο κι έψαξε για ταξί. Έβλεπε μερικά στο επόμενο τετράγωνο που περίμεναν να ανάψει το φανάρι· μπορεί κάποιο από αυτά να ήταν ελεύθερο. Την ώρα που έβγαζε το πορτοφόλι της για να δει αν είχε αρκετά χρήματα, κατάλαβε ότι την παρακολουθούσαν. Κοίταξε γύρω της. Το άτομο -ένας άντρας- εξακολούθησε να έχει καρφωμένα τα μάτια του πάνω της για αρκετά λεπτά προτού μπορέσει να βρει κάτι «συναρπαστικό» για να θαυμάσει στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ήταν γερμένος στον τοίχο του κτιρίου του πανεπιστημίου. Ήταν εύσωμος άντρας, με πολύ κοντά μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν φορούσε τζιν κι ένα πολύ φθαρμένο μαύρο δερμάτινο τζάκετ. Η πλακουτσωτή μύτη του έδινε την εντύπωση ότι είχε σπάσει περισσότερες από μία φορές. Ενώ δεν ήταν πολύ ψηλότερος από τη Νίνα, όχι πάνω από 1,75 μ., το μυώδες σώμα του υποδήλωνε εξαιρετική δύναμη - και υπήρχε ένας ακαθόριστος υπαινιγμός κινδύνου στην τετράγωνη φάτσα του, που μαρτυρούσε ότι δε θα δίσταζε και πολύ να τη χρησιμοποιήσει. Ζώντας στη Νέα Υόρκη, η Νίνα είχε ξαναδεί άντρες με απειλητική

φυσιογνωμία, υπήρχε όμως κάτι σε αυτόν που της προκαλούσε νευρικότητα. Κοίταξε στο δρόμο τα αυτοκίνητα που πλησίαζαν, εξακολουθώντας να παρατηρεί τον τύπο με την άκρη του ματιού της. Ήταν σίγουρη, την παρακολουθούσε. Παρόλο που ήταν ώρα αιχμής και ο δρόμος πολυσύχναστος, η Νίνα δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί μια σουβλιά ανησυχίας. Ένα ταξί! Δόξα τω Θεώ! Κούνησε το χέρι της με πολύ μεγαλύτερη ορμή απ’ όση χρειαζόταν για να το σταματήσει. Προς ανακούφισή της, φρενάρισε. Μόλις επιβιβάστηκε και είπε τον προορισμό της, στράφηκε να κοιτάξει από το πίσω τζάμι. Ο άντρας -υπέθεσε ότι θα ήταν γύρω στα τριάντα πέντε αλλά δεν μπορούσε να το πει με βεβαιότητα λόγω των σκληρών χαρακτηριστικών του-της ανταπέδωσε το βλέμμα, γυρνώντας το κεφάλι του και παρακολουθώντας την καθώς το ταξί απομακρυνόταν... ύστερα, μπήκε μπροστά ένα λεωφορείο και τον έχασε από τα μάτια της. Έβγαλε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Ωραία, έχουμε και λέμε, κάποιος που την παρακολουθούσε, μια αναπόφευκτη ταπείνωση και μια παταγώδης αποτυχία. «Τι χαμένη μέρα κι αυτή!» μονολόγησε και σωριάστηκε στο κάθισμα. Μόλις έφτασε στο σπίτι της, ένα μικρό αλλά χαριτωμένο διαμέρισμα στο Ιστ Βίλατζ, η Νίνα αποφάσισε να ακολουθήσει τουλάχιστον εν μέρει το ένστικτό της και ξεκίνησε με το φαγητό της παρηγοριάς. Είχε στο ψυγείο κάνα δυο μπουκάλια κρασί, αλλά -ύστερα από στιγμιαία σκέψη- αποφάσισε να τα αφήσει για αργότερα. Αρματωμένη με μια τεράστια σακούλα τσιπς κι ένα κεσεδάκι παγωτό πήγε στο καθιστικό, ρίχνοντας καθώς περνούσε μια ματιά στον τηλεφωνητή της. Κανένα μήνυμα. Καθόλου παράξενο. Άφησε κάτω τα μαλλιά της, κι ύστερα ξάπλωσε στον καναπέ κάτω από μια φαρδιά πλεχτή κουβέρτα. Το μόνο που έλειπε για να ολοκληρωθεί το πορτρέτο της θλιμμένης, μοναχικής και αποτυχημένης γυναίκας ήταν ένα CD με μονότονα, καταθλιπτικά τραγούδια, και ίσως τρεις τέσσερις γάτες. Διασκεδάζοντας προς στιγμήν με τη σκέψη, κουλουριάστηκε στον καναπέ και άνοιξε τη σακούλα με τα τσιπς. Το χέρι της πέρασε πάνω από το μενταγιόν της. «Ωραία τύχη μου έφερες», παραπονέθηκε, σηκώνοντάς το ψηλά. Παρόλο που το μέταλλο ήταν πολύ φθαρμένο, εξακολουθούσε να αστράφτει με την παράξενη κοκκινωπή λάμψη του έτσι όπως το κρατούσε κόντρα στο φως. Τα σημάδια στη μια πλευρά, ομάδες από μικροσκοπικά σημεία που έμοιαζαν με απόστροφο, τα οποία πήγαιναν από το ένα μέχρι το οχτώ και ήταν χαραγμένα κάτω από κοντές γραμμές σε όλο το μήκος του, διακρίνονταν καθαρά. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναρωτήθηκε τι να συμβόλιζαν, αλλά απάντηση, όπως

πάντα, δεν υπήρξε. Η Νίνα είχε πάρει σχεδόν την απόφαση να βγάλει το μενταγιόν, υποθέτοντας ότι η τύχη της δε θα μπορούσε να χειροτερέψει περισσότερο εκείνη τη μέρα ύστερα όμως άλλαξε γνώμη και το άφησε να πέσει πάλι πάνω στο στήθος της. Δεν είχε νόημα να προκαλεί την τύχη της. Είχε μόλις βάλει το πρώτο πατατάκι στο στόμα της και το ροκάνιζε, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Δεν περίμενε τηλεφώνημα από κανέναν - ποιος μπορεί να ήταν; «Ναι;» απάντησε ψελλίζοντας, ενώ εξακολουθούσε να μασουλάει. «Είστε η Δρ. Νίνα Γουάιλντ;» ρώτησε μια αντρική φωνή. Θαυμάσια. Κάποιος πωλητής. «Ναι. Τι τρέχει;» είπε και μπουκώθηκε με κάνα δυο τσιπς ακόμα, έτοιμη να κατεβάσει το ακουστικό. «Ονομάζομαι Τζέισον Στάρκμαν και εργάζομαι για το Ίδρυμα Φροστ». Η Νίνα σταμάτησε να μασουλάει. Το Ίδρυμα Φροστ; Φιλανθρωπικό έργο σε ολόκληρο τον κόσμο, φάρμακα και εμβόλια, χρηματοδότηση κάθε είδους επιστημονικής έρευνας... Ανάμεσα o’ αυτά και αρχαιολογικές αποστολές. Κατάπιε μισομασημένα τα τσιπς. «Χμ, ναι, γεια σας!» «Λυπήθηκα όταν πληροφορήθηκα ότι το πανεπιστήμιο απέρριψε την πρότασή σας σήμερα», είπε ο Στάρκμαν. «Ήταν πολύ κοντόφθαλμο εκ μέρους τους». Η Νίνα συνοφρυώθηκε. «Πώς το μάθατε;» Το Ίδρυμα έχει φίλους στο πανεπιστήμιο. Δρ. Γουάιλντ, θα μπω στο θέμα. Μπορεί οι συνάδελφοί σας να μην ενδιαφέρθηκαν για τη θεωρία σας σχετικά με τη θέση της Ατλαντίδας, αλλά εμείς ενδιαφερόμαστε, και μάλιστα πολύ. Ο Κρίστιαν Φροστ, ο διευθυντής του Ιδρύματος, μου ζήτησε προσωπικά να έρθω σε επαφή μαζί σας και να μάθω αν θα θέλατε να συζητήσετε το θέμα μαζί του απόψε το βράδυ». Η καρδιά της Νίνα χοροπήδησε. 0 Κρίστιαν Φροστ; Δε θυμόταν ακριβώς τη σειρά που είχε στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, αλλά ήταν αναμφίβολα μέσα στους είκοσι πρώτους. Πίεσε τον εαυτό της να παραμείνει ήρεμη. «Θα, ε, σίγουρα θα επιθυμούσα να το συζητήσω, ναι, βέβαια. Με ποιο, χμ, σκοπό;» «Με σκοπό τη χρηματοδότηση πλήρους ωκεανογραφικής ερευνητικής αποστολής για να διαπιστωθεί αν η θεωρία σας είναι σωστή, φυσικά». «Α καλά, στην περίπτωση αυτή... ναι! Ναι, επιθυμώ οπωσδήποτε να το συζητήσω!» «Θαυμάσια. Θα κανονίσω να σας μεταφέρει κάποιο αμάξι στα γραφεία του Ιδρύματος στη Νέα Υόρκη για συνάντηση και δείπνο, στις εφτά είναι καλά;»

Έριξε μια ματιά στο ρολόι του βίντεο. Έδειχνε ακριβώς 5.30. Μιάμιση ώρα για να ετοιμαστεί. Θα έπρεπε να βιαστεί, αλλά... «Ναι, ναι, εγώ... εντάξει, καλά είναι!» «Τότε θα σας δω εκεί. Α, θα βοηθούσε πολύ αν φέρνατε και τις σημειώσεις σας. Είμαι σίγουρος ότι ο κύριος Φροστ θα έχει να σας κάνει πολλές ερωτήσεις». «Κανένα πρόβλημα, απολύτως κανένα», ψέλλισε καθώς ο Στάρκμαν έκλεινε το τηλέφωνο. Ακούμπησε το ακουστικό στη θέση του, και κάθισε ακίνητη για μια στιγμή προτού πετάξει από πάνω της την κουβέρτα με μια κλοτσιά και βγάλει μια χαρούμενη κραυγή. Ο Κρίστιαν Φροστ! Όχι μόνο ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου, αλλά... Εντάξει, συνήθως δεν την τραβούσαν οι μεγαλύτεροι άντρες, αλλά από κάτι φωτογραφίες που είχε δει, ο Κρίστιαν Φροστ μπορεί να την έκανε να αλλάξει γνώμη. Η Νίνα ξανασήκωσε το μενταγιόν της και το φίλησε. «Υποθέτω ότι τελικά φέρνεις τύχη!»

2 Η ΝΙΝΑ ΒΗΜΑΤΙΖΕ ΝΕΥΡΙΚΑ, ρίχνοντας ματιές στο σκοτεινό δρόμο κάθε φορά που περνούσε μπροστά από το παράθυρο. Μετά το τηλεφώνημα του Στάρκμαν είχε βγει βιαστικά και είχε αδειάσει την πιστωτική της κάρτα για να αγοράσει ένα μπλε φόρεμα με χαμηλό κόψιμο, κατάλληλο για δείπνο με ένα δισεκατομμυριούχο. Έτσι έλπιζε τουλάχιστον. Ακόμα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Ο Κρίστιαν Φροστ είχε ζητήσει να τη συναντήσει! Να συζητήσει τις θεωρίες της για τη θέση της Ατλαντίδας! Σταμάτησε να βηματίζει και διέτρεξε νοερά όλα τα σημεία που έπρεπε να του παρουσιάσει. Αν κατάφερνε να πείσει τον Φροστ ότι είχε δίκιο, τότε όλος αυτός ο ανταγωνισμός για τα οικονομικά ψίχουλα που μπορούσε να προσφέρει το πανεπιστήμιο θα αποτελούσε πια παρελθόν. Δε θα χρειαζόταν να ναυλωθούν ακριβά ερευνητικά πλοία. Ο Φροστ διέθετε τα δικά του ερευνητικά πλοία. Κοίταξε και πάλι από το παράθυρο. Κανένα αυτοκίνητο δε φάνηκε να σταματά απέξω, αλλά... Ποιος ήταν αυτός; Το κτίριό της βρισκόταν στη γωνία ενός οικοδομικού τετραγώνου. Στην άλλη πλευρά του δρόμου κάποιος κρύφτηκε βιαστικά στο πλάι των απέναντι διαμερισμάτων. Κάποιος με μαύρο δερμάτινο τζάκετ. To βλέμμα της στυλώθηκε στο πεζοδρόμιο. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν, αλλά ο άντρας δεν ξαναφάνηκε. Μια σύμπτωση, τίποτα περισσότερο, μονολόγησε. Η Νέα Υόρκη ήταν μεγάλη πόλη και πολλοί άντρες φορούσαν μαύρα δερμάτινα τζάκετ. Κάτι άλλο όμως τράβηξε την προσοχή της. Ένα μεγάλο ασημί αμάξι σταμάτησε μπροστά στο κτίριό της. Κοίταξε το ρολόι στον τοίχο. Ακριβώς πριν από τις εφτά. Ένας άντρας βγήκε και προχώρησε μέχρι την είσοδο του κτιρίου. Ένα λεπτό αργότερα χτύπησε το θυροτηλέφωνο. «Παρακαλώ;» «Η Δρ. Γουάιλντ;» έφτασε αντιβουίζοντας η φωνή από το δρόμο. «Είμαι ο Τζέισον Στάρκμαν». «Κατεβαίνω!» του είπε, παίρνοντας το φάκελο με τα αντίγραφα που είχε

ετοιμάσει νωρίτερα. Κοντοστάθηκε για να ελέγξει την εμφάνισή της στον καθρέφτη δίπλα στην πόρτα -τα μαλλιά της προσεκτικά βουρτσισμένα και φτιαγμένα, ελαφρύ μακιγιάζ δίχως στάλα υπερβολής, όλα τα ίχνη από τα τσιπς εξαφανισμένα-, κι ύστερα έφυγε βιαστική. Ο Στάρκμαν την περίμενε κάτω. Δεν είχε σχηματίσει ολοκληρωμένη εικόνα γι’ αυτόν από τη φωνή του, η οποία δεν έκρυβε την προφορά του Τέξας, αλλά εντυπωσιάστηκε από αυτό που αντίκρισε. Ο Στάρκμαν ήταν ψηλός, καλοβαλμένος και φορούσε ένα ακριβό μπλε κοστούμι με φρεσκοσιδερωμένο λευκό πουκάμισο. Έδειχνε κοντά στα σαράντα, και κάτι στην επιδερμίδα γύρω από τα μάτια του έκανε τη Νίνα να καταλάβει ότι είχε ταξιδέψει πολύ. Είχε δει τις ίδιες τονισμένες απ’ τον ήλιο ρυτίδες και σε άλλους άντρες παλαιότερα, και πολύ περισσότερο στον πατέρα της. Άπλωσε το στιβαρό του χέρι. «Δρ. Γουάιλντ, χαίρομαι που σας γνωρίζω». «Παρομοίως», είπε και του έσφιξε το χέρι· το δέρμα του ήταν τραχύ· Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο μενταγιόν της, που κρεμόταν πάνω από τη λαιμόκοψη του φορέματος της, προτού στρέψει την προσοχή του στο φάκελο κάτω απ’ το μπράτσο της. «Αυτές είναι οι σημειώσεις σας;» «Ναι. Όλα όσα χρειάζομαι για να πείσω, ελπίζω, τον κ. Φροστ ότι έχω δίκιο», είπε γελώντας νευρικά. «Απ’ όσα έχουμε ήδη πληροφορηθεί σχετικά με τη θεωρία σας, δε νομίζω ότι θα χρειαστεί και πολλά για να πειστεί. Είστε έτοιμη να φύγουμε;» «Και βέβαια!» Την οδήγησε στο αυτοκίνητο, το οποίο αρχικά πέρασε για Ρολς Ρόις, για να συνειδητοποιήσει στη συνέχεια ότι επρόκειτο για Μπέντλεϊ. Το ίδιο λουσάτη αλλά πιο σπορ - όχι ότι είχε προσωπική πείρα από τέτοια αυτοκίνητα. «Ωραίο αμάξι», σχολίασε. «Μπέντλεϊ Κοντινένταλ Φλάινγκ Σπερ. Ο κ. Φροστ αγοράζει πάντα το καλύτερο», απάντησε και της άνοιξε την πίσω πόρτα. Το εσωτερικό ήταν τόσο πολυτελές όσο το είχε φανταστεί, με τα καθίσματα και την ταπετσαρία σε ανοιχτόχρωμο κρεμ δέρμα. Στο τιμόνι καθόταν ένας άλλος κουστουμαρισμένος άντρας. Ο Στάρκμαν έκλεισε πίσω της την πόρτα και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. Έκανε νόημα και ο οδηγός απομακρύνθηκε από το κράσπεδο, σταματώντας στη διασταύρωση. Η Νίνα, από συνήθεια, έλεγξε την κίνηση... και τότε είδε στην απέναντι πλευρά του δρόμου τον άντρα που την παρακολουθούσε έξω από το πανεπιστήμιο. Τηλεφωνούσε από ένα θάλαμο, αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα πάνω της. Σοκαρισμένη, πήρε μια βαθιά ανάσα. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε ο Στάρκμαν, κοιτώντας προς το μέρος της. «Εγώ...» Η Μπέντλεϊ ξεκίνησε και έστριψε στη γωνία, κι έτσι ο άντρας πίσω της χάθηκε από τα μάτια της. Σκέφτηκε να πει στον Στάρκμαν γι’ αυτόν που, κατά

τα φαινόμενα, την παρακολουθούσε, αλλά αποφάσισε να μην το κάνει. Αν αποτελούσε απειλή, υπήρχε γι’ αυτό η αστυνομία - και επιπλέον, γνώριζε ελάχιστα τον Στάρκμαν, λίγο περισσότερο απ’ όσο τον άντρα με το δερμάτινο τζάκετ. «Απλώς νόμισα ότι είδα κάποιο γνωστό μου». Ο Στάρκμαν κούνησε το κεφάλι και κοίταξε αλλού. Η Μπέντλεϊ ξανάστριψε, με κατεύθυνση αυτή τη φορά προς τα δυτικά. Κάτι στην πορεία που ακολουθούσαν φάνηκε να παραξενεύει τη Νίνα. Είχε μπει στο διαδίκτυο για να βρει πού ήταν τα κεντρικά του Ιδρύματος Φροστ στη Νέα Υόρκη - βρίσκονταν στο ανατολικό κέντρο της πόλης, κοντά στο κτίριο των Ηνωμένων Εθνών. Ο ευκολότερος τρόπος για να φτάσουν εκεί από το διαμέρισμά της ήταν να κατευθυνθούν ανατολικά και στη συνέχεια να προχωρήσουν ευθεία στη Φερστ Άβενιου... Αποφάσισε να περιμένει λίγο προτού θίξει το θέμα. Η Μπέντλεϊ διέθετε δορυφορικό σύστημα πλοήγησης· ήταν λοιπόν πιθανόν να υπήρχε κάποιο κυκλοφοριακό πρόβλημα πιο κάτω και έτσι να τους συνέφερε καλύτερα αν έκαναν κάποια παράκαμψη. Πέρασαν όμως ένα τετράγωνο, κι ύστερα άλλο ένα, και συνέχισαν να κατευθύνονται προς τα δυτικά... «Μα πού πάμε τελικά;» ρώτησε η Νίνα με επίπλαστη ελαφρότητα. «Στο Ίδρυμα Φροστ», απάντησε ο Στάρκμαν. «Μα αυτό δε βρίσκεται στην ανατολική πλευρά;» Μέσα από τον καθρέφτη, η Νίνα είδε φευγαλέα τα μάτια του οδηγού. Πρόδιδαν κάποιο ίχνος... ανησυχίας; «Κάνουμε μια μικρή παράκαμψη για λίγο». «Για να βγούμε πού;» «Δε θα μας πάρει πολλή ώρα». «Δε ρώτησα αυτό ακριβώς». Οι δύο άντρες αντάλλαξαν ματιές. «Ε, που να πάρει», έκανε ο Στάρκμαν με όλο και πιο έντονη τεξανή προφορά. «Έλπιζα ότι θα φτάναμε πρώτα, αλλά...» Γύρισε ξανά μπροστά στο κάθισμά του, έψαξε στην τσέπη του σακακιού του και έβγαλε έξω... Ένα όπλο! Η Νίνα στύλωσε πάνω του το βλέμμα της, αδυνατώντας να το πιστέψει. «Τι είναι αυτό;» «Με τι σου μοιάζει; Εσείς με τα διδακτορικά υποτίθεται ότι είστε έξυπνες». «Τι συμβαίνει; Τι θέλετε;» Ο Στάρκμαν άπλωσε το άλλο του χέρι. «Ας ξεκινήσουμε απ’ τις σημειώσεις σου». Το όπλο σημάδευε το στήθος της. Του έδωσε, μουδιασμένη, το φάκελο. «Κρίμα που δεν έφερες μαζί και το λάπτοπ σου. Υποθέτω πως θα πρέπει να πάμε να το πάρουμε αφού...»

«Αφού τι;» Η σιωπή του και η σκληρή έκφρασή του την έκαναν να συνειδητοποιήσει το φριχτό τέλος που την περίμενε. «Θεέ μου! Θα με σκοτώσετε;» «Δεν είναι κάτι προσωπικό». «Κι αυτό υποτίθεται πως θα με κάνει να νιώσω καλύτερα;» Κοίταξε απεγνωσμένα γύρω της, αναζητώντας κάποιο τρόπο να το σκάσει. Τράβηξε το χερούλι της πόρτας. Κουνήθηκε, αλλά ελάχιστα. Οι ασφάλειες στις πίσω πόρτες ήταν ειδικές για να προφυλάσσουν τα παιδιά. Οι πόρτες άνοιγαν μόνο απέξω. Παρόλο που καταλάβαινε ότι ήταν μάταιο, έγειρε από την άλλη μεριά και επιχείρησε να ανοίξει την άλλη πόρτα. Κι εκείνη όμως αρνήθηκε πεισματικά να ανοίξει. Ήταν παγιδευμένη! Ένιωσε τον πανικό να την κατακλύζει, πιέζοντας το στήθος της. Με τα πράσινα μάτια της διάπλατα απ’ το φόβο, ξανακοίταξε τον Στάρκμαν. Η βλοσυρή έκφρασή του έδωσε τη θέση της στην έκπληξη, καθώς το βλέμμα του μετατοπίστηκε από τη Νίνα στο πίσω τζάμι... Τι στο διά... Η Νίνα τινάχτηκε προς τα εμπρός καθώς κάτι εμβόλισε την Μπέντλεϊ από πίσω. Η ανάσα του Στάρκμαν βγήκε σφυρίζοντας από το στόμα του ενώ έπεφτε πάνω στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Ξανακάθισε αγριεμένος κι έστρεψε το όπλο του προς το πίσω παράθυρο. Η Νίνα ούρλιαξε κι έσκυψε αστραπιαία για να βγει από την ακτίνα πυρός. «Είναι ο Τσέιζ!» ούρλιαζε ο Στάρκμαν. «Τον μπάσταρδο!» «Πώς διάολο μας βρήκε;» ρώτησε ο οδηγός. «Χέστηκα πώς μας βρήκε! Βγάλε το γαμημένο τον κωλοεγγλέζο απ’ το δρόμο και ξεκόλλα από δω!» Η Μπέντλεϊ έστριψε απότομα. Η Νίνα γλίστρησε πάνω στο μαλακό δέρμα, χτυπώντας το κεφάλι της στην πόρτα. Από πάνω της, ο Στάρκμαν κουνούσε πέρα δώθε το όπλο του, προσπαθώντας να πετύχει κάτι έξω. Κι άλλη σύγκρουση! Αυτή τη φορά ήταν από τα πλάγια. Το βαρύ, δύο τόνων αμάξι έγειρε καθώς συνθλίβονταν οι λαμαρίνες και κλυδωνίστηκε. Η Νίνα είδε από το παράθυρο ένα άλλο αυτοκίνητο, ένα μεγάλο μαύρο τζιπ. Ο Στάρκμαν πυροβόλησε. Η Νίνα ούρλιαζε κι έκλεισε με τα χέρια της τα αφτιά της την ώρα που το πλαϊνό παράθυρο γινόταν κομμάτια μέσα σε μια βροχή από αστραφτερά θρύψαλα. Το τζιπ οπισθοχώρησε απότομα, με τους τροχούς του να ουρλιάζουν. Ο αέρας έμπαινε βιτσίζοντας από το σπασμένο παράθυρο. Δύο ακόμα βολές από το όπλο του Στάρκμαν, και το πίσω τζάμι θρυμματίστηκε λούζοντας τη Νίνα με κομματάκια από κρύσταλλο. Κόρνες αυτοκινήτων ούρλιαζαν δαιμονισμένα, αλλά ο ήχος τους έσβησε γρήγορα καθώς

η Μπέντλεϊ ανέπτυξε ταχύτητα. Ο οδηγός έβρισε και ξανάστριψε απότομα για να αποφύγει κάτι, στέλνοντας τη Νίνα να κατρακυλήσει στην άλλη άκρη του καθίσματος. «Πήγαινε δεξιά!» φώναξε ο Στάρκμαν. Η Νίνα μόλις που πρόλαβε να κρατηθεί προτού η Μπέντλεϊ στρίψει απότομα στριγκλίζοντας. «Να πάρει!» γρύλισε ο οδηγός καθώς το αυτοκίνητο χτύπησε πάνω σε κάτι, βγάζοντας έναν υπόκωφο γδούπο. Σε κάποιον άνθρωπο, συνειδητοποίησε η Νίνα με τρόμο. Φωνές και στριγκλιές ακούστηκαν απέξω την ώρα που κάποιος σωριαζόταν κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου. Ο οδηγός όμως δε σταμάτησε. Αντίθετα, πάσχισε να διατηρήσει τον έλεγχο της Μπέντλεϊ καθώς επιτάχυνε και πάλι. Ο Στάρκμαν πυροβόλησε ακόμα δύο φορές. Η Νίνα άκουσε τη δυνατή μηχανή του άλλου αυτοκινήτου να μαρσάρει πίσω τους. Καθώς ο Στάρκμαν πήρε θέση για να σκοπεύσει, το όπλο του βρέθηκε ακριβώς από πάνω της. Άρπαξε τον καρπό του και με τα δυο της χέρια και τράβηξε το χέρι του προς τα κάτω, χώνοντας τα δόντια της στη σάρκα του όσο πιο δυνατά μπορούσε. Ο Στάρκμαν έβγαλε ένα μουγκρητό πόνου και... πυροβόλησε. Η λάμψη ήταν εκτυφλωτική- ο κρότος του όπλου, που απείχε ένα μόλις εκατοστό από το κεφάλι της, εξουδετέρωσε στιγμιαία όλες τις αισθήσεις της. Η σφαίρα καρφώθηκε στην πλάτη του καθίσματος της. Ο Στάρκμαν ελευθέρωσε το χέρι του τραβώντας το. Τεράστιες χρωματιστές κουκκίδες χόρευαν μπροστά στα μάτια της Νίνα, μετεικάσματα από τη λάμψη του πυροβολισμού. Όταν ξαναβρήκε την ακοή της, άκουσε κι άλλους πυροβολισμούς. Αλλά όχι από το όπλο του Στάρκμαν. Το κεφαλάρι από το κάθισμα του οδηγού αποσπάστηκε σε μια έκρηξη από κομματάκια δέρμα και παραγεμίσματα, ενώ μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ακολούθησε και το κεφάλι του οδηγού. Σκουροκόκκινο αίμα και φαιά εγκεφαλική ουσία πιτσίλισαν την ανοιχτόχρωμη επένδυση της οροφής και τα μπροστινά παράθυρα. Η Μπέντλεϊ ταλαντεύτηκε καθώς το άψυχο σώμα του οδηγού έγειρε στη μια μεριά. Ο Στάρκμαν ούρλιαξε και γράπωσε το τιμόνι. Το όχημα επανήλθε, στέλνοντας για ακόμα μια φορά τη ζαλισμένη Νίνα στην άλλη άκρη του πίσω καθίσματος. Οχ! Το σπορ αμάξι τούς ξαναχτύπησε. Ο Στάρκμαν έσκυψε βρίζοντας πάνω από το νεκρό οδηγό και γράπωσε το χερούλι της πόρτας. Η πόρτα άνοιξε. Έλυσε τη ζώνη και πέταξε το πτώμα στο δρόμο. Ύστερα πέρασε πάνω από την κεντρική κονσόλα και έπεσε με δύναμη στο κάθισμα του οδηγού τη στιγμή ακριβώς που το σπορ αμάξι τούς

ξαναχτυπούσε δυνατότερα. Η Μπέντλεϊ σύρθηκε ανεξέλεγκτη προτού ο Στάρκμαν καταφέρει να πιάσει το τιμόνι και να πάρει ορμητικά μια απότομη αριστερή στροφή, σανιδώνοντας παράλληλα το γκάζι. Τα λάστιχα στρίγκλισαν σε διαμαρτυρία, και το βαρύ αυτοκίνητο πραγματικά δοκιμάστηκε. Το κεφάλι της Νίνα χτύπησε ξανά στη δεξιά πόρτα, καθώς η στροφή την πέταξε στην άλλη άκρη του αμαξιού. Κατάφερε όμως να συγκρατηθεί. Αν ο Στάρκμαν ήταν απασχολημένος με την οδήγηση, τότε δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το όπλο του... Στο μεταξύ, τους έφτασε το άλλο όχημα, ένα Ρέιντζ Ρόβερ. Αναγνώρισε το πρόσωπο στο τιμόνι - ήταν ο άντρας με το δερμάτινο τζάκετ! Με ένα τεράστιο ασημί όπλο στο ένα χέρι, σημάδευε την Μπέντλεϊ. «Πέσε κάτω!» ούρλιαξε. Οριζοντιώθηκε και πάλι στο κάθισμα τη στιγμή που δύο μπουμπουνητά σαν κανονιοβολισμοί ήρθαν απέξω. Ο Στάρκμαν έσκυψε απότομα και κάλυψε το πρόσωπό του καθώς το παρμπρίζ θρυμματιζόταν και ο αέρας έσπρωχνε προς τα μέσα τα κομμάτια από το τζάμι. Κρατώντας το τιμόνι με το ένα χέρι, κουλουριάστηκε και ανταπέδωσε ρίχνοντας τρεις σφαίρες πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο. Η Νίνα άκουσε τα λάστιχα του Ρέιντζ Ρόβερ να στριγκλίζουν καθώς έστριβε για να βρει κάλυψη ακριβώς πίσω από το αυτοκίνητο που κυνηγούσε. Κι άλλες κόρνες ακούστηκαν, καθώς ο Στάρκμαν πάσχιζε να ελιχθεί με την Μπέντλεϊ μέσα στη βραδινή κυκλοφορία, και τα αφτιά της Νίνα υπέφεραν από ένα εκνευριστικό μεταλλικό τρίξιμο κάθε φορά που τους πλευροκοπούσε κάποιο άλλο αυτοκίνητο. Έριξε μια ματιά έξω. Βρίσκονταν κάπου κοντά στη 17η ή 18η Οδό και πλησίαζαν ταχύτατα τη δυτική πλευρά του Μανχάταν, έχοντας μπροστά τους μόνο τις φαρδιές λωρίδες του αυτοκινητόδρομου Γουέστ Σάιντ, και ακόμα πιο πέρα τα παγωμένα νερά του ποταμού Χάντσον. Ο Στάρκμαν, που κάτι προσπαθούσε να κάνει με το όπλο, με δυσκολία κρατούσε το τιμόνι. Η Νίνα κατάλαβε τι έκανε. Το κλείστρο του αυτόματου είχε κλειδώσει και προσπαθούσε να το ανοίξει... Αυτό σήμαινε ότι δεν μπορούσε να πυροβολήσει! Ανακάθισε απότομα και έμπηξε τα νύχια της στο πρόσωπο του Στάρκμαν. Τη χτύπησε, προσπαθώντας να χρησιμοποιήσει το όπλο του σαν ρόπαλο. Εκείνη έσκυψε απότομα στο πλάι και συνέχισε την επίθεση της. Ένιωσε κάτι μαλακό κάτω από το μεσαίο δάχτυλο του δεξιού χεριού της. Το μάτι του. Έχωσε το νύχι της κατευθείαν μέσα. Ο Στάρκμαν ούρλιαξε, πετώντας το όπλο με βία καταπάνω της. «Σταμάτα το αυτοκίνητο!» ούρλιαξε η Νίνα. Μια φευγαλέα ματιά στο κοντέρ ήταν αρκετή για να δει ότι η Μπέντλεϊ έτρεχε ήδη με εκατό και εξακολουθούσε

να επιταχύνει καθώς κατηφόριζε το δρόμο, πηγαίνοντας ολοταχώς πάνω σε κάμποσα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα που περίμεναν να ανάψει το φανάρι. Ούρλιαξε και πάλι, αυτή τη φορά από πανικό, και τράβηξε τα χέρια της από το πρόσωπο του Στάρκμαν. Τα δάχτυλά της ήταν γεμάτα αίμα. Ο Στάρκμαν αντιλήφθηκε έγκαιρα τον κίνδυνο και έστριψε το τιμόνι δεξιά, αποφεύγοντας για ελάχιστα εκατοστά το τελευταίο αυτοκίνητο και ρίχνοντας την Μπέντλεϊ στο πεζοδρόμιο. Ένας κάδος σκουπιδιών τινάχτηκε στον αέρα καθώς καρφώθηκαν πάνω του, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο που απασχολούσε τη Νίνα, αφού τώρα κατευθύνονταν στη λωρίδα κυκλοφορίας που έτρεχε παράλληλα με τον αυτοκινητόδρομο Γουέστ Σάιντ... Με τρόμο είδε πως ο Στάρκμαν επιτάχυνε. Η Μπέντλεϊ πετάχτηκε από το πεζοδρόμιο και όρμησε και πάλι στο δρόμο, με το κάτω μέρος του αμαξιού να τρίβεται στην άσφαλτο. Η Νίνα είδε προβολείς να ανάβουν και άκουσε το απεγνωσμένο στρίγκλισμα των φρένων. Αυτοκίνητα σκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις για να αποφύγουν τη σύγκρουση, μόνο και μόνο για να βρεθούν χτυπημένα στο πίσω μέρος από άλλους οδηγούς, οι οποίοι ακολουθούσαν σε πολύ μικρή απόσταση και δεν προλάβαιναν να φρενάρουν έγκαιρα. Πέρασαν σαν βολίδα από τις λωρίδες που οδηγούσαν βόρεια κι έφτασαν στη μεσαία χωρίς να τρακάρουν - απλώς για να στρίψει ο Στάρκμαν και να βρεθεί στο αντίθετο ρεύμα, γραμμή προς τα οχήματα που πήγαιναν νότια! «Θεέ μου!» ούρλιαζε η Νίνα καθώς ο Στάρκμαν ριχνόταν με την Μπέντλεϊ ανάμεσα στις λωρίδες με τα αυτοκίνητα και τα φορτηγά. Άλλα οχήματα περνούσαν σαν αστραπή κι από τις δυο πλευρές σε απόσταση αναπνοής, με τους οδηγούς τους να ελίσσονται φρενιασμένα για να αποφύγουν τον μανιακό που ερχόταν κατευθείαν επάνω τους. Κι άλλα κορναρίσματα μπρος και πίσω, μια συμφωνία παραφροσύνης και τρόμου. «Σταμάτα το αυτοκίνητο προτού σκοτωθούμε και οι δύο!» Του επιτέθηκε και πάλι στα μάτια, αλλά αυτή τη φορά ήταν προετοιμασμένος. Το όπλο τη βρήκε στο μέτωπο, μπήγοντας ένα καρφί έντονου πόνου βαθιά μέσα στο κρανίο της. Έγειρε πίσω, ζαλισμένη και έτοιμη να ξεράσει, ενώ ο Στάρκμαν έστριψε απότομα την Μπέντλεϊ προς τα αριστερά και πέρασε με δυσκολία μια σιδερένια πύλη που έβγαζε σε μια από τις αποβάθρες του ποταμού Χάντσον. Ο αέρας που περνούσε από τα σπασμένα παράθυρα ξύριζε καθώς η Μπέντλεϊ ανέπτυσσε ταχύτητα στην αποβάθρα. Η Νίνα πάσχισε να κρατηθεί στητή και είδε να προσπερνούν σαν σίφουνας από τη μια αποθήκες κι από την άλλη σκουριασμένα σκαριά πλοίων. Και ίσια μπροστά τους τίποτε άλλο από βαθιά νερά, κι ακόμα πιο πέρα τα μακρινά φώτα του Νιου Τζέρσι.

Μόλις συνειδητοποίησε τι σκόπευε να κάνει ο Στάρκμαν, της κόπηκε η ανάσα. Για μια στιγμή γύρισε και την κοίταξε. Το δεξί του μάτι ήταν εντελώς κλειστό και ζαρωμένο, με βαθιές γρατσουνιές ολόγυρά του, ενώ αίμα έτρεχε στο μάγουλό του. Στη συνέχεια, άνοιξε απότομα την πόρτα και κύλησε έξω, τυλίγοντας τα χέρια γύρω από το σώμα του για να προστατευτεί κατά την πτώση. Μέσα σε μια στιγμή εξαφανίστηκε, αφήνοντας την Μπέντλεϊ να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το τέρμα της αποβάθρας, με την ταχύτητα σταθερά στα ενενήντα χιλιόμετρα την ώρα! Η Νίνα δεν πρόλαβε να φωνάξει καθώς το αυτοκίνητο πέρασε συμπαρασύροντας το προχειροφτιαγμένο συρμάτινο κιγκλίδωμα στο τέρμα της αποβάθρας και έκανε βουτιά στα σκοτεινά νερά. Η ξαφνική επιβράδυνση την έσπρωξε στην πίσω μεριά του καθίσματος του οδηγού. Παγωμένο νερό έπεσε με ορμή πάνω της, ένα τσουνάμι που εισέδυε ορμητικά από τα σπασμένα παράθυρα. Αφρός και φυσαλίδες κατέκλυσαν το χώρο καθώς το βαρύ μπροστινό μέρος της Μπέντλεϊ βυθίστηκε με ορμή, συμπαρασύροντας το υπόλοιπο αμάξι, και μαζί κι εκείνη, προς το βυθό του ποταμού. Η Νίνα προσπάθησε να βγει έξω από το πίσω παράθυρο, αλλά τα ψηλά κεφαλάρια των πίσω καθισμάτων εμπόδισαν την έξοδό της. Με μάτια που έτσουζαν, τράβηξε απεγνωσμένα το πλησιέστερο χερούλι πόρτας, δίχως όμως αποτέλεσμα. Το πλαϊνό παράθυρο... Το κρύσταλλο είχε θρυμματιστεί, και το άνοιγμα ήταν αρκετά μεγάλο για να τη χωρέσει. Κρατήθηκε γερά από το πλαίσιο του παράθυρου και έδωσε ώθηση για να περάσει. Και πραγματικά οι ώμοι της πέρασαν, αλλά το στήθος της... Είχε σφηνώσει... Είχε πιαστεί το φόρεμά της στις μεταλλικές βέργες που στήριζαν το κατεστραμμένο κεφαλάρι της θέσης του οδηγού. Η Νίνα άρχισε να κλοτσάει προσπαθώντας να ελευθερωθεί. Καμία τύχη. Το ηλίθιο το φόρεμά της εξακολουθούσε να είναι γραπωμένο. Κλότσησε δυνατότερα, σπρώχνοντας το πλαίσιο του παραθύρου και με τα χέρια της για να δώσει μεγαλύτερη ώθηση. Το ύφασμα υποχώρησε ελάχιστα, αλλά δεν έλεγε να σκιστεί. Το στήθος της ήταν έτοιμο να εκραγεί. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να πάρει μια ανάσα, αλλά το μόνο που θα εισχωρούσε στα πνευμόνια της ήταν νερό. Θα πνιγόταν! Ο καθηγητής Φίλμπι είχε δίκιο: το κυνήγι της Ατλαντίδας θα τη σκότωνε... Όχι, σε καμιά περίπτωση δε θα του επέτρεπε να επιβεβαιωθεί! Δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα για να το εμποδίσει. Ήταν παγιδευμένη

μέσα σε ένα αμάξι που βούλιαζε στον πυθμένα του Χάντσον, και το σφυροκόπημα στο κεφάλι της θα υπερνικούσε από στιγμή σε στιγμή τη λογική της και θα την ανάγκαζε να πάρει τη μοιραία αναπνοή... Κάποιος την άρπαξε. Η έκπληξή της ήταν τόσο μεγάλη που η ανάσα πάγωσε στα χείλη της. Ένα μπράτσο τυλίχτηκε σφιχτά γύρω από το στήθος της και άρχισε να την τραβάει. Το φόρεμά της σκίστηκε και ο σωτήρας της την τράβηξε μέσα από το παράθυρο, κλοτσώντας με δύναμη προς τα πάνω ενώ η Μπέντλεϊ χανόταν στα σκοτεινά νερά. Η καρδιά της χτυπούσε απελπισμένα· όταν η Νίνα βγήκε στην επιφάνεια, πήρε μια οδυνηρή ανάσα ξεφωνίζοντας και αδιαφορώντας, για την απαίσια γεύση του νερού. Ο σωτήρας της, εξακολουθώντας να την κρατάει με το ένα χέρι, την τράβηξε προς την ακτή. Ο πόνος και ο πανικός της καταλάγιασαν. Η Νίνα γύρισε και τον κοίταξε για να δει ποιος ήταν. Ο άντρας με το δερμάτινο τζάκετ της χαμογέλασε πλατιά, αποκαλύπτοντας ένα κενό ανάμεσα στα δύο μπροστινά του δόντια. «Τι τρέχει, ντοκτορέσσα;» «Εσύ;» «Μπα! Έτσι λες ευχαριστώ εσύ;» Έφτασαν στην αποβάθρα και ο άντρας την οδήγησε σε μια σκουριασμένη σκάλα. Η Νίνα σκαρφάλωσε κουρασμένα και σύρθηκε μέχρι μια τσιμεντένια προεξοχή κάτω από το κεντρικό πλάτωμα της καθαυτό αποβάθρας. Ο άντρας την ακολούθησε με το τζάκετ του ο στάζει νερά. «Ωραίο φόρεμα». «Τι;» ρώτησε η Νίνα σαστισμένη, προτού συνειδητοποιήσει ότι η φούστα της είχε σκιστεί εντελώς μέχρι πάνω. «Ω Θεέ μου!» είπε και έβαλε τα χέρια της προστατευτικά ανάμεσα στα πόδια της. «Λοιπόν», είπε ο άντρας, περνώντας το χέρι του μέσα από τα κοντά μαλλιά του, «αν αυτή είναι η μόνη σου στενοχώρια, τότε προφανώς είσαι εντάξει». Είχε αγγλική προφορά, αλλά όχι από κάποια περιοχή που μπορούσε να αναγνωρίσει η Νίνα. «Κι αυτό είναι καλό, επειδή πρέπει να φύγουμε από δω. Αμέσως». Της άπλωσε το χέρι. Η Νίνα το κοίταξε σαστισμένη για μια στιγμή, αλλά ύστερα το έπιασε. Με αξιοσημείωτη δύναμη, την τράβηξε σηκώνοντάς την όρθια. Μόνο τότε συνειδητοποίησε ότι είχε χάσει και τα δυο της παπούτσια. «Ποιος είσαι·,» τον ρώτησε επιτακτικά, καθώς την οδηγούσε προς μια σκάλα που έβγαζε στην αποβάθρα. «Τι συμβαίνει;» «Με λένε Τσέιζ. Έντι Τσέιζ. Μην ανησυχείς, δεν είμαι κανένας τρελάρας». Την ξανακοίταξε και της έστειλε ένα χαμόγελο που δεν ήταν ακριβώς καθησυχαστικό. «Αρκετά τρελός όμως για να βουτήξω στο ποτάμι και να σώσω τη γυναίκα που με έχουν προσλάβει να φροντίζω».

«Σε έχουν προσλάβει;» «Μάλιστα. Είμαι ο σωματοφύλακας σου!» Έφτασαν στην κορυφή της σκάλας. Μια μικρή ομάδα από ανθρώπους, που έμοιαζαν έκπληκτοι, τους περίμενε. Κάποιοι από αυτούς χειροκρότησαν. «Ήμουν στη SAS - ξέρεις, στις Βρετανικές Ειδικές Δυνάμεις. Τώρα είμαι... κάτι σαν ελεύθερος επαγγελματίας». Η Νίνα είδε ότι το Ρέιντζ Ρόβερ του, με το μπροστινό μέρος του εντελώς στραπατσαρισμένο, ήταν σταματημένο πάνω στην αποβάθρα με την πόρτα ανοιχτή και τη μηχανή αναμμένη. Ένας υπέρβαρος άντρας με στολή κάποιας εταιρείας σεκιούριτι προχωρούσε με δυσκολία προς το μέρος τους, αγκομαχώντας. «Ε, τι στα κομμάτια γίνεται εδώ πέρα;» «Όλα καλά, συνάδελφε», είπε ο Τσέιζ. «Τα πάντα είναι υπό έλεγχο». «Σιγά μην είναι! Μόλις πριν από λίγο ένα αμάξι πέρασε διαλύοντας τις πύλες και έπεσε από την άκρη της αποβάθρας! Απαιτώ κάποιες απαντήσεις!» Ο Τσέιζ αναστέναξε. Ύστερα έψαξε μέσα στο τζάκετ του κι έβγαλε έξω το όπλο του. Από κοντά φάνηκε στη Νίνα ακόμα πιο απειλητικό, με τη μακριά κάννη του ενισχυμένη με μια σιδερένια βέργα χωμένη στο τελείωμά της. «Το Μάγκνουμ από εδώ θα απαντήσει σε όλες σου τις ερωτήσεις», είπε κουνώντας το προς τη μεριά του φύλακα. Το πλήθος βιάστηκε να οπισθοχωρήσει. «Εξακολουθείς να έχεις;» Ο φύλακας πάσχισε να μην αφήσει το φόβο να φανεί στο πρόσωπό του, με ελάχιστη όμως επιτυχία. «Μπορούν να περιμένουν». «Φίνα. Μπορεί βέβαια να θέλεις να βρεις τον τύπο που πετάχτηκε απ’ το αμάξι προτού συντρίβει - αυτός είναι ο πραγματικά κακός. Τώρα όμως πρέπει να πάω σε κάποιο ασφαλές μέρος την κυρία από δω. Εντάξει;» «Φυσικά!» συμφώνησε ο φύλακας πισωπατώντας. Με υψωμένο ακόμα το όπλο του, ο Τσέιζ άνοιξε την πόρτα του Ρέιντζ Ρόβερ για να μπει η Νίνα κι έπειτα έτρεξε προς τη μεριά του οδηγού και πήδηξε μέσα. Διέσχισε με μεγάλη ταχύτητα την αποβάθρα. Στο τέρμα πήρε μια κλειστή στροφή και προχώρησε με ταχύτητα για μερικές εκατοντάδες μέτρα πάνω στο άδειο πεζοδρόμιο, προτού περάσει ένα σμάρι ακινητοποιημένα αυτοκίνητα και λοξοδρομήσει προς τον αυτοκινητόδρομο Γουέστ Σάιντ. «Θα είναι καλύτερα, πιστεύω, να ανάψουμε το καλοριφέρ», είπε ρίχνοντας μια ματιά στη Νίνα που έτρεμε καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα. Από μακριά ακούγονταν σειρήνες που ούρλιαζαν μέσα στη νύχτα. Η Νίνα έσφιξε τα δόντια της. «Τι στην οργή συμβαίνει;» «Θέλεις τη σύντομη εκδοχή; Οι κακοί θέλουν να σε σκοτώσουν. Οι καλοί θέλουν να τους εμποδίσουν. Εγώ είμαι ένας απ’ τους καλούς». «Γιατί όμως θέλουν να με σκοτώσουν; Τι στο καλό έχω κάνει;» «Δεν είναι τι έχεις κάνει, ντοκτορέσσα. Είναι ότι φοβούνται γι’ αυτό που μπορεί

να κάνεις. Αυτός ο τύπος με την Μπέντλεϊ, ο Στάρκμαν, ήταν συνάδελφός μου παλιά -δουλεύαμε μαζί, κάναμε δουλειές σε όλο τον κόσμο-, μέχρι που αποδείχτηκε κάθαρμα». «Είπε ότι δούλευε για το Ίδρυμα Φροστ, για τον Κρίστιαν Φροστ», είπε η Νίνα. Ο Τσέιζ γέλασε. «Ε, λοιπόν, ξέρω πολύ καλά ότι δε δουλεύει γι’ αυτόν». «Πώς το ξέρεις;» «Επειδή δουλεύω εγώ για τον Κρίστιαν Φροστ. Θέλεις να τον συναντήσεις;»

3 ΝΟΡΒΗΓΙΑ «ΚΟΙΤΑ, ΝΤΟΚΤΟΡΕΣΣΑ», είπε ο Τσέιζ. «Δεν είναι πολύ όμορφα;» «Ναι, είναι», συμφώνησε η Νίνα, χαζεύοντας το εξαιρετικό τοπίο από κάτω. Το σπίτι του Κρίστιαν Φροστ και τα κεντρικά του Ιδρύματος βρίσκονταν και τα δύο στο Ρανσφιόρντ, σε βάθος τριών μιλίων από τη νορβηγική ακτή νότια του Μπέργκεν. Το φιόρδ που είχε δώσει το όνομά του στην περιοχή χώριζε στα δύο την εκτεταμένη ιδιοκτησία του. Στη νότια πλευρά υπήρχαν συγκεντρωμένα διάφορα κτίρια γραφείων, τα οποία, παρότι υπερμοντέρνα στο σχέδιό τους, εντούτοις εντάσσονταν τέλεια στον περιβάλλοντα χώρο. Ένας δρόμος οδηγούσε από τα κτίρια σε μια ελαφρώς τοξωτή γέφυρα που έβγαζε στην άλλη πλευρά του φιόρδ. Πάνω από τη γέφυρα -αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή, όπως διαπίστωσε- δέσποζε ένα άλλο, μεγάλο και πολυτελές κτίριο, τα χρώματα και οι καμπύλες του οποίου έρχονταν σε αρμονία με την απότομη τοποθεσία όπου ορθωνόταν. «Αυτό είναι το σπίτι του Φροστ», της είπε ο Τσέιζ. «Αυτό είναι σπίτι;» έκανε η Νίνα με κομμένη την ανάσα. «Θεέ μου, είναι τεράστιο! Το πέρασα για ακόμα ένα συγκρότημα γραφείων!» «Λίγο μεγαλύτερο απ’ το διαμέρισμά σου, έτσι δεν είναι;» «Μια ιδέα μόνο». Το αεροπλάνο τους -ένα Γκόλφστριμ V μπίζνες τζετ που ανήκε στον εταιρικό στόλο του Φροστ- πετούσε πάνω ο φιόρδ. Η Νίνα εντόπισε κι άλλο συγκρότημα υπερμοντέρνων κτιρίων ανατολικότερα του σπιτιού, στη βάση ενός γκρεμού, και κατόπιν, στη βόρεια πλευρά του καναλιού, τον προορισμό τους - ένα ιδιωτικό αεροδρόμιο. «Όλα αυτά ανήκουν στον Κρίστιαν Φροστ;» «Τα περισσότερα, ναι. Διοικεί όλες τις επιχειρήσεις του από εδώ. Δε φεύγει σχεδόν ποτέ. Να φανταστείς ότι δεν του αρέσει να ταξιδεύει». Η Νίνα έριξε μια τελευταία ματιά από το παραθυράκι προτού καθίσει και πάλι. Το Γκόλφστριμ ετοιμαζόταν για προσγείωση. «Ωραίο μέρος για να ζει κανείς, δε χωρεί αμφιβολία. Αλλά λίγο απομονωμένο». «Υποθέτω πως όταν είσαι δισεκατομμυριούχος, έρχονται οι άλλοι να σε βρουν. Όπως κάνουμε εμείς τώρα». Το αεροσκάφος προσγειώθηκε και τροχοδρόμησε μέχρι το μικρά κτίριο στην

άκρη του αεροδρομίου. Μόλις πάτησε το πόδι της στο τσιμέντο, η Νίνα τύλιξε το παλτό της πιο σφιχτά γύρω απ’ το σώμα της. «Κάπως τσουχτερό;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Αστειεύεσαι; Είμαι συνηθισμένη στους νεοϋορκέζικους χειμώνες. Αυτό δεν είναι τίποτα!» Στην πραγματικότητα, κόντευε να ξεπαγιάσει ακόμα και χωρίς τον ψυχρό αέρα που φυσούσε από την ακτή, αλλά τώρα είχε ήδη απαντήσει, κι έτσι έπρεπε να υπομείνει το κρύο. «Λοιπόν, σύντομα θα βρεθούμε κάπου πολύ πιο ζεστά». Η Νίνα κοίταξε τον Τσέιζ περιμένοντας κάποια εξήγηση, αλλά εκείνος περιορίστηκε να χαμογελάσει πλατιά. «Να και το μεταφορικό μας μέσο». Ένα λευκό τζιπ Γκραν Τσερόκι ήταν αραγμένο δίπλα στο αεροπλάνο. Ένας άντρας με κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά, χοντρό σβέρκο και μύες που έκαναν τις ραφές του σκούρου, ραμμένου κατά παραγγελία κοστουμιού του να τσιτώνουν βγήκε από μέσα για να τους χαιρετήσει. «Δρ. Γουάιλντ», είπε με γερμανική προφορά. «Είμαι ο επικεφαλής της ασφάλειας του κ. Φροστ εδώ στο Ρανσφιόρντ, ο Γιόζεφ Σενκ». Έτεινε το χέρι του για χειραψία και η Νίνα το έπιασε. Μολονότι η λαβή του δεν ήταν σφιχτή, ήταν σίγουρη πως αν ήθελε θα μπορούσε να της σπάσει όλα τα κόκαλα του χεριού της. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω». «Παρομοίως», είπε η Νίνα. Αντιλήφθηκε ότι ο Τσέιζ και ο Σενκ κοιτάζονταν λες και ήταν μποξέρ πριν από αγώνα. Είχαν παρόμοια σωματική διάπλαση, κι αναρωτήθηκε αν είχαν και παρόμοιο -ή ανταγωνιστικό- στρατιωτικό παρελθόν. «Τζόε», είπε ο Τσέιζ. «Κ. Τσέιζ», αποκρίθηκε ο Σενκ, πριν ανοίξει την πίσω πόρτα του τζιπ. «Παρακαλώ, Δρ. Γουάιλντ. Θα σας πάω εγώ στον κ. Φροστ». Η Νίνα μπήκε μέσα και ο Τσέιζ την ακολούθησε με ένα ελαφρώς σαρκαστικό «Γεια», κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο Σενκ του έριξε μια άγρια ματιά κι έπειτα έκανε το γύρο του αυτοκινήτου προς τη θέση του οδηγού. «Τι σημαίνουν όλα αυτά;» ρώτησε η Νίνα. «Ανήκει σε εταιρεία», εξήγησε στα γρήγορα ο Τσέιζ όσο ο Σενκ δεν μπορούσε να τους ακούσει. «Δεν του αρέσουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες, και νομίζει πως θα του κλέψω το αφεντικό». «Κι εσύ; Σκοπεύεις να του το κλέψεις;» δεν άντεξε να μη ρωτήσει η Νίνα. «Είμαι επαγγελματίας», απάντησε ο Τσέιζ, απόλυτα σοβαρός για μια στιγμή. «Μένω πάντα πιστός στη δουλειά». Ο Σενκ ανέβηκε στο τζιπ και ξεκίνησε. Η Νίνα είδε αρκετά υπόστεγα αεροπλάνων στη δυτική άκρη του διαδρόμου προσγείωσης. Έξω από το μεγαλύτερο ήταν σταθμευμένο ένα τεράστιο αεροσκάφος, με μισοτελειωμένο στα πλευρά του το λογότυπο της εταιρείας Φροστ - το περίγραμμα μιας τρίαινας μέσα στο «Ο» του ονόματος· διέκρινε ακόμα κάτι μικροσκοπικές φιγούρες πάνω

σε γερανούς με αναβατήρες που ζωγράφιζαν το λογότυπο. «Ποπό! Αυτό κι αν είναι μεγάλο αεροπλάνο». «Ένα Αίρμπας Α380», είπε ο Σενκ. «Το τελευταίο απόκτημα του οι όλου του κ. Φροστ». Η Νίνα γύρισε και κοίταξε το μακρύ διάδρομο του αεροδρομίου. Απότομοι λόφοι υψώνονταν πέρα από το μακρινό ανατολικό τέρμα του. «Ελπίζω να είναι γερά τα φρένα τους! Αυτά τα βουνά φαίνονται κάπως κοντινά». «Μπορούν να απογειωθούν μόνο με κατεύθυνση προς τα δυτικά. Είναι κάπως άβολο, αλλά ευτυχώς, όταν βρίσκονται σε υπηρεσία, τον περισσότερο χρόνο πετούν σε διάφορα μέρη του κόσμου παρά εδώ». Το τζιπ άφησε πίσω του το αεροδρόμιο και διέσχισε τη γέφυρα. Η Νίνα περίμενε ότι θα έστριβαν δυτικά, προς τα γραφεία της εταιρείας, αντί γι’ αυτό όμως πήραν έναν ελικοειδή δρόμο με κατεύθυνση το σπίτι στην απότομη πλαγιά. Από κοντά, οι καθαρές, κομψές γραμμές του έδειχναν ακόμα πιο εντυπωσιακές. Ο Σενκ πάρκαρε απέξω, και κατόπιν συνόδευσε τη Νίνα και τον Τσέιζ μέσα στο σπίτι. «Από εδώ». Η Νίνα εντυπωσιάστηκε υπερβολικά από το δωμάτιο στο οποίο τους οδήγησε. Ο ένας τοίχος ήταν καμπυλωτός, με ένα γιγάντιο παράθυρο να εκτείνεται σε όλο του το μήκος αποκαλύπτοντας τη θέα, από τα βουνά που πλαισίωναν το αεροδρόμιο απέναντι απ’ το φιόρδ μέχρι τα γραφεία της εταιρείας από κάτω, κι ακόμα πιο πέρα τη Βόρεια Θάλασσα. Η θέα όμως δεν ήταν το μόνο που προκαλούσε εντύπωση σε αυτό το δωμάτιο. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για ένα συνδυασμό πολυτελούς σαλονιού και γκαλερί τέχνης. Ένα γλυπτό του Χένρι Μουρ, ένας πίνακας του Πικάσο σε μια εσοχή καλά προφυλαγμένη από την άμεση επαφή με το φως του ήλιου, ένας Πολ Κλέε... και αρκετά άλλα έργα που δεν τα αναγνώρισε αμέσως αλλά ήταν βέβαιη ότι θα ήταν εξίσου αξιόλογα. «Το σπίτι είναι εκπληκτικό», είπε με δέος. «Σ' ευχαριστώ», απάντησε μια καινούρια, γυναικεία φωνή. Η Νίνα στράφηκε και είδε να μπαίνει στο δωμάτιο μια ψηλή και εντυπωσιακά όμορφη ξανθιά, με στιλπνά μαλλιά που έφταναν μέχρι κάτω απ’ τους ώμους. Έμοιαζε περίπου συνομήλικη με τη Νίνα, ή ίσως και λίγο νεότερη, ενώ ο μεγαλόπρεπος τρόπος που στεκόταν ερχόταν σε αντίθεση με τα εξαιρετικά μοντέρνα ρούχα της - ένα κολλητό λευκό τοπ με σκίσιμο πάνω από το στομάχι για να φαίνεται η τέλεια και καλοσχηματισμένη κοιλιά της κι ένα εξίσου κολλητό μαύρο δερμάτινο παντελόνι με ψηλοτάκουνες μπότες. Όταν πλησίασε, κοίταξε τη Νίνα από πάνω ως κάτω σαν να μην ήταν απόλυτα σίγουρη για το πώς έπρεπε να φερθεί. «Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Σενκ, «από εδώ η Κάρι Φροστ, η κόρη του κ. Φροστ». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω», είπε η Νίνα απλώνοντας το χέρι της. Η Κάρι της

το έσφιξε δυνατά. Ο Τσέιζ, όπως παρατήρησε η Νίνα διασκεδάζοντας, πάσχιζε να μη γίνει αντιληπτός καθώς την παρατηρούσε. «Παρομοίως, Δρ. Γουάιλντ», απάντησε η Κάρι. «Κύριε Τσέιζ, άκουσα ότι οι υπηρεσίες σας ήταν απαραίτητες στη Νέα Υόρκη». «Ναι, μπορείτε να το πείτε κι έτσι. Ήταν σωστή η απόφασή σας να με προσλάβετε!» είπε ρίχνοντας ένα ξιπασμένο βλέμμα στον Σενκ, που σκυθρώπιασε. «Χαίρομαι που σου αρέσει το σπίτι», είπε η Κάρι απευθυνόμενη και πάλι στη Νίνα. «Εγώ το σχεδίασα. Η αρχιτεκτονική είναι ένα από τα... εντάξει, θα έλεγα χόμπι μου, αλλά θα ήταν άτοπο. Έχω πτυχίο σ’ αυτό τον τομέα». Μιλούσε άψογα αγγλικά με ανεπαίσθητη ξενική προφορά. «Είναι όμορφο», επανέλαβε η Νίνα. «Ευχαριστώ». Το όνομα της Κάρι της ήταν γνωστό, αλλά η Νίνα δεν μπορούσε να θυμηθεί από πού. «Είναι ο μπαμπάς σου κάπου εδώ γύρω;» ρώτησε ο Τσέιζ, κρεμώντας τους αντίχειρές του απ’ τις τσέπες του τζάκετ του. Η Κάρι έδειξε ελαφρώς ενοχλημένη από την έλλειψη τυπικότητας από μέρους του. «Όχι, είναι στο βιολογικό εργαστήριο. Θα σας πάω εγώ σ’ εκείνον». Τότε θυμήθηκε η Νίνα. «Συγγνώμη που σε ρωτώ, αλλά... εσύ δε βρισκόσουν πέρυσι στην Αφρική; Είχες βγει στις ειδήσεις... σχετικά με τη φαρμακευτική βοήθεια για την Αιθιοπία...» «Ναι, εγώ ήμουν», απάντησε η Κάρι. «Βοήθησα στην οργάνωση της ανθρωπιστικής βοήθειας». Η δεσποινίς Φροστ κάνει περισσότερα πράγματα από το να βοηθάει απλώς», έσπευσε να διευκρινίσει ο Σενκ. «Έχει αναλάβει τα ιατρικά προγράμματα του Ιδρύματος Φροστ σε όλο τον κόσμο. Δε νομίζω ότι υπάρχει χώρα που να μην έχει επισκεφτεί τα τελευταία πέντε χρόνια». «Είναι ένας τρόπος κι αυτός να μαζεύει κανείς πόντους για αεροπορικά εισιτήρια με έκπτωση», αστειεύτηκε ο Τσέιζ. «Εργάζεσαι πάνω σε προγράμματα εξάλειψης ασθενειών, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Νίνα. «Ναι. Το Ίδρυμα Φροστ κάνει ό,τι μπορεί για να καλυτερέψει τον κόσμο. Είναι ένας υψηλός στόχος - αλλά είμαι σίγουρη ότι μπορούμε να τον πετύχουμε». «Εύχομαι να τα καταφέρετε», είπε η Νίνα. «Ευχαριστώ», αποκρίθηκε η Κάρι και έδειξε προς την πόρτα. «Αν ακολουθήσετε, θα σας πάω στον πατέρα μου». Η Κάρι τούς οδήγησε σε ένα τεράστιο γκαράζ κάτω από το σπίτι. Η Νίνα έμεινε κατάπληκτη από το περιεχόμενό του: όλος ο χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος με

ακριβά σπορ αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες, που ξεκινούσαν από τα παλιά κλασικά μοντέλα κι έφταναν μέχρι τα τελευταία ιταλικά υπεραυτοκίνητα. Η προσωπική μου συλλογή», είπε η Κάρι. «Ο πατέρας μου δεν την εγκρίνει απόλυτα, αλλά εμένα μου αρέσει πολύ η αίσθηση ελευθερίας και ικανοποίησης που σου προσφέρει η ταχύτητα». «Ωραίοι τροχοί», είπε ο Τσέιζ, με το θαυμασμό του να στρέφεται πρώτα σε μια βαθυκόκκινη Φεράρι F430 Σπάιντερ κονβέρτιμπλ, κι έπειτα σε μια μηχανή παρκαρισμένη δίπλα της, ένα γυαλιστερό μπλε-ασημί μοντέλο. «Σουζούκι GSX-R1000», του είπε η Κάρι, με κάτι παραπάνω από μια υποψία υπερηφάνειας στη φωνή της - το πρώτο σημάδι πραγματικής συγκίνησης που έδειξε από τη στιγμή που συναντήθηκε με τη Νίνα. «Ό,τι ταχύτερο στον κόσμο. Μια από τις αγαπημένες μου μηχανές. Σχεδιάζω να την πάρω σύντομα στην Ευρώπη για να τρέξω. Δηλαδή... αν το επιτρέψει το πρόγραμμά μου. Αυτό όμως εξαρτάται από τη Δρ. Γουάιλντ». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Νίνα. Η Κάρι της έριξε απλώς ένα αινιγματικό βλέμμα, και τους οδήγησε σε μια λιμουζίνα Μερσέντες. Οδήγησε ο Σενκ, και τους μετέφερε στα φουτουριστικά κτίρια ανατολικά του σπιτιού που είχε δει η Νίνα από το αεροπλάνο. Όταν πλησίασαν, είδε ότι το συγκρότημα αποτελούνταν στην πραγματικότητα από δύο πτέρυγες: τις αλληλοσυνδεόμενες διώροφες κατασκευές στο ισόγειο κοντά στο φιόρδ, και άλλες πτέρυγες από πάνω τους, που προχωρούσαν μέσα στον γκρεμό. «Το βιολογικό εργαστήριό μας», εξήγησε η Κάρι. «Στις υπόγειες πτέρυγες στεγάζεται ο τομέας ανάσχεσης διαρροών. Υπάρχουν δείγματα εκεί μέσα που εν δυνάμει είναι επικίνδυνα, κι έτσι ολόκληρο το εργαστήριο μπορεί να απομονωθεί τελείως σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης». Έδειξε μια καμπύλη κατασκευή που προεξείχε από το μέτωπο του γκρεμού. «Αυτό εκεί πάνω είναι το γραφείο του πατέρα μου». «Το γραφείο του πατέρα σου βρίσκεται ακριβώς πάνω από τον τομέα ανάσχεσης διαρροών;» ρώτησε ανήσυχη η Νίνα. Η ιδέα ότι θα έμπαινε σε ένα κτίριο γεμάτο με μολυσματικές ασθένειες και ιούς την έκανε να ανατριχιάσει. «Ήταν δική του ιδέα. Ήθελε με αυτό τον τρόπο να δείξει την εμπιστοσύνη του στο σχεδιασμό. Επιπλέον, θέλει να παρακολουθεί από κοντά την πρόοδό μας». Ακολούθησαν με το αυτοκίνητο μια ράμπα που οδηγούσε σ’ ένα υπόγειο γκαράζ κάτω από το κεντρικό κτίριο και στη συνέχεια βγήκαν και πήραν το ασανσέρ για την αίθουσα υποδοχής στο ισόγειο. Πίσω από ένα φαρδύ πεταλοειδές γραφείο από μαύρο ατσάλι και μάρμαρο κάθονταν τρεις ένστολοι φρουροί, οι οποίοι κούνησαν με σεβασμό το κεφάλι τους στην Κάρι. Πίσω από το γραφείο υπήρχαν πόρτες που οδηγούσαν σε ένα μεγάλο διάδρομο με γυάλινη οροφή, μέσα από την οποία η Νίνα διέκρινε από πάνω το γραφείο του Φροστ. Το

μέρος ήταν γεμάτο κίνηση. «Πόσοι άνθρωποι εργάζονται εδώ;» ρώτησε. «Δεν είναι σταθερός ο αριθμός τους», αποκρίθηκε η Κάρι. «Συνήθως όμως γύρω στους πενήντα με εξήντα ερευνητές, εκτός βέβαια από το προσωπικό ασφαλείας». Η Νίνα εντόπισε κι άλλο ένα σταθμό ασφαλείας στο τέρμα του διαδρόμου, δίπλα στις μεγάλες πόρτες από γυαλί και ατσάλι. «Έχει κ... χμ, έχετε ένα σωρό σεκιουριτάδες, ή μήπως κάνω λάθος;» «Τους χρειαζόμαστε», απάντησε με φυσικότητα η Κάρι. «Ορισμένα από τα δείγματα πάνω στα οποία εργαζόμαστε θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για βιολογική τρομοκρατία, αν έπεφταν σε λάθος χέρια. Και το Ίδρυμα Φροστ δυστυχώς έχει εχθρούς. Έχεις ήδη γνωρίσει μερικούς από αυτούς». «Μη σε νοιάζει, ντοκτορέσσα», είπε ο Τσέιζ. «Θα φροντίσω εγώ για την ασφάλειά σου». Το σήμα -σε σχήμα τριφυλλιού- πάνω στην πόρτα που προειδοποιούσε για το βιολογικό κίνδυνο έκανε τη Νίνα να επιβραδύνει το βήμα της. «Είσαι... είσαι σίγουρη ότι είμαστε ασφαλείς;» «Απόλυτα», τη διαβεβαίωσε η Κάρι. «Οι πόρτες αυτές αποτελούν μέρος ενός στεγανού αεροθάλαμου. Είναι κατασκευασμένες από κεραμικό οξυνιτρίδιο του αλουμινίου - πρόκειται για διαφανές αλουμίνιο που αντιστοιχεί σε εξήντα εκατοστά θωράκιση. Ουσιαστικά άθραυστο. Ο μόνος τρόπος για να μπει ή να βγει το παραμικρό από τον τομέα ανάσχεσης διαρροών, είτε πρόκειται για μικρόβιο είτε για άτομο, είναι να δώσουμε εμείς την άδεια». «Χαίρομαι που το ακούω αυτό!» Η Κάρι μίλησε στους φύλακες και οι βαριές αεροστεγείς πόρτες άνοιξαν σφυρίζοντας. Πέρασαν και περίμεναν να ολοκληρώσουν την περιστροφή τους οι εσωτερικές πόρτες. Ο τομέας ανάσχεσης διαρροών ήταν σχεδιασμένος με απόλυτα λειτουργικό τρόπο, χοντροκομμένο θα μπορούσε να πει κανείς. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με λευκό πλακάκι, τα δάπεδα στρωμένα με αντιολισθητικό πλαστικό για να καθαρίζονται εύκολα. Λαμπτήρες φθορισμού έβγαζαν σε κάθε γωνιά το ομοιόμορφο φως τους, και η Νίνα είδε να συμπληρώνει το αποστειρωμένο περιβάλλον μια απόκοσμη μενεξεδιά λάμψη από υπεριώδεις ακτίνες. Όταν προχώρησαν στο εσωτερικό, η Κάρι τούς οδήγησε σε ένα ασανσέρ που τους μετέφερε στο γραφείο του Φροστ. Μπαίνοντας, η Νίνα ένιωσε ξαφνικά σαν να είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι. Τόσο ίδια ήταν η διακόσμηση. Μέσα από τα παράθυρα μπορούσε να διακρίνει ακόμα και το ίδιο το σπίτι, σκαρφαλωμένο στην κορυφή του απόκρημνου βράχου. Δεν ήταν όμως η θέα ούτε η αρχιτεκτονική ούτε τα έργα τέχνης που τράβηξαν την προσοχή της, αλλά ο άντρας που τους περίμενε.

Από κοντά, ο Κρίστιαν Φροστ ήταν πολύ πιο επιβλητικός και όμορφος απ’ ό,τι στις φωτογραφίες. Αρκετά ψηλότερος από 1,80 μ. και ακόμα εξαιρετικά μυώδης παρά τα εξήντα του χρόνια, θύμιζε με το σκούρο μπλε πουλόβερ του με το γυριστό γιακά περισσότερο γεροδεμένο ψαρά παρά δισεκατομμυριούχο επιχειρηματία. Τα μαλλιά και το μούσι του είχαν αρχίσει και τα δυο να γκριζάρουν, αλλά τα μάτια του εξέπεμπαν ακόμα νεανική ενεργητικότητα και μεγάλη ευφυΐα. «Δρ. Γουάιλντ», είπε παίρνοντας το χέρι της και αιφνιδιάζοντάς την, όταν αντί να της το σφίξει, χαμήλωσε το κεφάλι και το φίλησε. Από οποιονδήποτε άλλο η χειρονομία αυτή θα έμοιαζε κάπως ανόητη από αυτόν όμως φάνταζε απόλυτα ενδεδειγμένη. «Καλωσόρισες στο Ρανσφιόρντ». «Κύριε Φροστ», απάντησε. «Παρακαλώ, να με φωνάζεις Κρίστιαν». Τα αγγλικά του δεν ήταν τόσο τέλεια όσο της Κάρι. Η φωνή του είχε μια βαθιά προφορά που θύμιζε τη σκανδιναβική καταγωγή του. «Χαίρομαι πολύ που σε γνωρίζω και, επιπλέον, χαίρομαι που κατάφερα να σε συναντήσω. Η πρόσληψη του κ. Τσέιζ αποσβέστηκε ήδη». «Να υποθέσω δηλαδή ότι πρέπει να σας ευχαριστήσω που μου σώσατε τη ζωή!» Ο Φροστ χαμογέλασε πλατιά. «Χαίρομαι που φάνηκα χρήσιμος». «Όμως... γιατί να θέλει κάποιος να με σκοτώσει; Τι συμβαίνει;» «Σε παρακαλώ, κάθισε και θα σου εξηγήσω», είπε ο Φροστ δείχνοντάς της ένα μεγάλο καναπέ. Στη μια άκρη του καναπέ κάθισε η Νίνα και στην άλλη η Κάρι. «Φοβάμαι ότι οι θεωρίες σου για την Ατλαντίδα σε έβαλαν στο στόχαστρο ενός ανθρώπου που ονομάζεται Τζοβάνι Κόμπρας». «Και ποιος είναι αυτός ο Τζοβάνι Κόμπρας;» ρώτησε η Νίνα. «Ένας μανιακός», είπε η Κάρι. «Οχ!» Όχι απλά ένας δολοφόνος, αλλά έναc, μανιακός δολοφόνος. Σπουδαία. «Ο Κόμπρας και οι οπαδοί του», άρχισε ο Φροστ, «που αυτοαποκαλούνται Αδελφότητα, πιστεύουν το ίδιο που πιστεύω κι εγώ - που πιστεύεις κι εσύ. Αν υπάρχει κάτι κοινό μεταξύ όλων μας, αυτό είναι όχι πιστεύουμε πως ο θρύλος της Ατλαντίδας είναι αληθινός. Σε όλη μου τη ζωή διατηρούσα αυτή την πίστη, και μάλιστα διέθεσα ένα αρκετά αξιόλογο ποσό από την περιουσία μου προσπαθώντας να το αποδείξω». Προχώρησε μέχρι το πλατύ παράθυρο. Στο βάθος μακριά, η θάλασσα έλαμπε σαν να ήταν από διαμαντάκια. «Δυστυχώς χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Όπως γνωρίζεις, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για να στηριχτεί κανείς... και ό,τι υπάρχει είναι σε μεγάλο βαθμό προϊόν ερμηνείας». «Σ’ εμένα το λες;» είπε η Νίνα. «Τι τρέχει λοιπόν με αυτό τον Κόμπρας;» ρώτησε. Στράφηκε και την κοίταξε καταπρόσωπο. «Εσύ κι εγώ θέλουμε να βρούμε την

Ατλαντίδα για να επαναφέρουμε στον κόσμο ένα αρχαίο θαύμα. Ο Κόμπρας από την άλλη...» Το πρόσωπό του σκοτείνιασε. «Θέλει να την κρατήσει κρυμμένη, για να φυλάξει το μυστικό για τους δικούς του σκοπούς. Και είναι πρόθυμος να φτάσει ακόμα και στο φόνο προκειμένου να το πετύχει. Η νέα σου θεωρία για τη θέση της μπορεί να μην έπεισε την επιτροπή του πανεπιστημίου σου, αλλά σίγουρα έπεισε τον Κόμπρας, ο οποίος πιστεύει ότι βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο -όπως πιστεύω, παρεμπιπτόντως, κι εγώ- και θέλει να σε εμποδίσει να το αποδείξεις». «Για περίμενε», είπε η Νίνα. «Πώς ξέρεις για τη θεωρία μου;» «Το Ίδρυμα Φροστ έχει φίλους στην ακαδημαϊκή κοινότητα όλου του κόσμου. Ξέρουν πως με ενδιαφέρει κάθε καινούρια ιδέα σχετικά με τη θέση της Ατλαντίδας. Έτσι, με κρατούν ενήμερο. Και οι ιδέες σου...» Χαμογέλασε. «Θα μπω κατευθείαν στο θέμα. Είμαι πρόθυμος να αναλάβω την πλήρη χρηματοδότηση μιας ερευνητικής αποστολής που θα ελέγξει τη θεωρία σου». Η Νίνα με δυσκολία έκρυβε τον ενθουσιασμό της. «Αλήθεια;» «Ναι. Αλλά με έναν όρο». Την είδε να σκυθρωπιάζει και σιγογέλασε. «Δεν είναι κάτι άσχημο, το υπόσχομαι. Ο κόλπος του Κάδιξ όμως είναι μάλλον μεγάλος και, μολονότι έχω πολλούς πόρους, δεν είναι απεριόριστοι. Θα ήθελα λοιπόν να στενέψεις λίγο τα όρια της ερευνάς σου σε μια ακριβέστερη τοποθεσία». «Μα αυτό είναι το πρόβλημα», του είπε η Νίνα. «Έχω ελάχιστες πληροφορίες πάνω στις οποίες μπορώ να βασιστώ, κι επομένως δεν ξέρω αν είναι εφικτό να περιορίσω τα όρια της έρευνας». «Μπορεί να έχεις περισσότερα στοιχεία απ’ όσα νομίζεις». Σήκωσε τα μάτια και τον κοίταξε, γεμάτη περιέργεια. «Θα σου εξηγήσω αργότερα. Για την ώρα... Ενδιαφέρεσαι;» «Αν ενδιαφέρομαι;» είπε με κομμένη την ανάσα η Νίνα. «Απόλυτα!» Ο Φροστ πήγε προς το μέρος της και άπλωσε το δεξί του χέρι. Εκείνη δίστασε, αλλά στη συνέχεια το έσφιξε. «Θαυμάσια», είπε. «Δρ. Γουάιλντ, μαζί θα βρούμε την Ατλαντίδα». Το αντικείμενο ακτινοβολούσε αιωρούμενο στο κενό, ανεπηρέαστο από τη βαρύτητα. Η Νίνα στύλωσε πάνω του τα μάτια, γοητευμένη. Ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί αιωρούμενο ολόγραμμα, δε φανταζόταν καν ότι ήταν δυνατόν να υπάρχουν έξω απ’ τη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας ή των κινηματογραφικών ταινιών. «Τι είναι αυτό;» ρώτησε τελικά, παίρνοντας απρόθυμα τα μάτια της από το ολόγραμμα και κοιτάζοντας τους υπόλοιπους μέσα στο συσκοτισμένο δωμάτιο. «Είναι κάτι που μπορεί να σε βοηθήσει να περιορίσεις τα όρια της ερευνάς σου», είπε ο Φροστ. «Ή, τουλάχιστον, έτσι ισχυρίζεται αυτός που θέλει να μου το πουλήσει».

«Να το πουλήσει;» είπε η Νίνα και στράφηκε ξανά προς το ολόγραμμα. Η προβολή, που ταλαντευόταν πάνω από ένα κυλινδρικό βάθρο, όπου πολύχρωμα φώτα αναβόσβηναν γρηγορότερα απ’ όσο μπορούσαν να παρακολουθήσουν τα μάτια της, ήταν σε φυσικό μέγεθος, με μήκος μικρότερο από τριάντα εκατοστά και πλάτος περίπου πέντε. Επρόκειτο για μια επίπεδη μεταλλική ράβδο, με το κάτω μέρος στρογγυλεμένο και το πάνω ίσιο, από την οποία προεξείχε ένα κυκλικό εξόγκωμα. Το χρώμα της έμοιαζε χρυσαφένιο, αλλά είχε μια ασυνήθιστη κοκκινωπή απόχρωση... Όπως το μενταγιόν της. Καθώς έσκυβε πιο κοντά στο ολόγραμμα και έκανε το γύρω του βάθρου για να δει και την άλλη πλευρά, έπιασε αφηρημένα το μεταλλικό κομμάτι που κρεμόταν από το λαιμό της. Προς απογοήτευσή της, δεν υπήρχε τίποτα στην άλλη πλευρά, εκτός από μια παράξενη, προοπτική αντιστροφή της μπροστινής, μέσα από την οποία μπορούσε να διακρίνει τον Φροστ, την Κάρι και τον Τσέιζ. «Ο πωλητής ήθελε να πάρουμε απλώς μια γεύση», είπε η Κάρι. «Ισχυρίζεται ότι το μπροστινό μέρος του τεχνουργήματος φέρει σημάδια τα οποία μπορεί να μας φανούν χρήσιμα - αλλά δε θα μας αφήσει να τα δούμε μέχρι να συμφωνήσουμε να τον πληρώσουμε». «Και πόσα ζητάει;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Δέκα εκατομμύρια δολάρια». «Που να πάρει! Πολλά λεφτά για ένα φανταχτερό χάρακα». «Μπορεί να αξίζει ακόμα περισσότερα», είπε η Νίνα. Παρόλο που ήξερε ότι δεν υπήρχε τίποτα μπροστά της, δεν μπόρεσε να μην απλώσει το δάχτυλό της για ένα δοκιμαστικό άγγιγμα. Η άκρη του νυχιού της βυθίστηκε μέσα στο ολόγραμμα, ένα μέρος της εικόνας εξαφανίστηκε, στο σημείο που το δάχτυλό της εμπόδιζε τη δέσμη των ακτινών λέιζερ να τη σχηματίσει. «Είναι από ορείχαλκο, έτσι δεν είναι;» «Έτσι φαίνεται». Ο Φροστ της έδειξε ένα μικρό γυάλινο δίσκο που περιείχε ένα κομματάκι μέταλλο στο ίδιο χρώμα με τη ράβδο. «Μαζί με το ολόγραμμα, μας έστειλε κι ένα δείγμα του υλικού. Ισχυρίζεται ότι το έκοψε από το πλάι του εν λόγω τεχνουργήματος». Η Νίνα διέκρινε μια μικρή εγκοπή στη μια πλευρά του ολογράμματος. «Έκανα ένα μεταλλουργικό έλεγχο. Πρόκειται για κράμα χρυσού και χαλκού, αλλά με πολύ ασυνήθιστα επίπεδα άνθρακα και θείου, στα οποία μπορεί να οφείλεται το χρώμα του». «Έχει να κάνει δηλαδή με την ηφαιστειότητα;» «Ναι». «Κι αυτό θα ταίριαζε με όσα ισχυρίστηκε ο Πλάτωνας για τον ορείχαλκο στον Κριτία!» Η συγκίνηση της Νίνα έγινε εντονότερη μόλις συνειδητοποίησε τη σημασία όλων αυτών. «Για περίμενε, τι εννοείς;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Συγγνώμη, αλλά όταν κάποιος μου

μιλάει για ηφαιστειότητα, εγώ σκέφτομαι τον Μίστερ Σποκ 6». «Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο ορείχαλκος -ένα σπάνιο μέταλλο- εξορυσσόταν στην Ατλαντίδα», εξήγησε η Νίνα. «Όμως στον περιοδικό πίνακα δεν υπάρχει χώρος για κανένα άγνωστο στοιχείο, κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να ήταν κράμα άλλων μετάλλων. Δε βγάζεις όμως από τη γη κράματα, τα κράματα τα φτιάχνεις - εκτός κι αν έχουν δημιουργηθεί μέσα από κάποια φυσική διαδικασία. Η ηφαιστειακή δράση, για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει αναγκάσει κάποια αποθέματα χρυσού και χαλκού να ενωθούν μεταξύ τους, σχηματίζοντας μια νέα ουσία. Κι αν οι ποσότητες αυτές ήταν αρκετές, δεν αποκλείεται να είχαν εξορυχθεί και από βράχους». «Οι κάτοικοι της Ατλαντίδας χρησιμοποίησαν τον ορείχαλκο για να επενδύσουν τα τείχη της ακρόπολής τους», συμπλήρωσε η Κάρι. «Τον θεωρούσαν σχεδόν εξίσου πολύτιμο με το χρυσό -κι αυτό λόγω τ ι ς μεγάλης περιεκτικότητάς του σε χρυσό-, αλλά ένα αντικείμενο σαν κι αυτό θα μπορούσε να αξίζει πολύ περισσότερο από το βάρος του σε πολύτιμο μέταλλο. Αν είναι αυθεντικό, τότε είναι το πρώτο αληθινό τεχνούργημα που προέρχεται από την Ατλαντίδα - και συνάμα η απόδειξη ότι η Ατλαντίδα υπάρχει». Ο Φροστ έκανε νόημα στον Σενκ, κι εκείνος άναψε τα φώτα. Το ολόγραμμα ξεθώριασε, χάνοντας την επίπλαστη στερεότητά του. «Πού βρίσκεται λοιπόν; Ποιος το έχει;» ρώτησε η Νίνα. «Αυτός που το πουλάει ονομάζεται Γιούρι Βόλγκαν», άρχισε ο Φροστ. «Ήταν ένας από τους άντρες του Κόμπρας. Προφανώς θέλει να εγκαταλείψει την Αδελφότητα, θέλει όμως και αρκετό χρήμα για να κρυφτεί από τον Κόμπρας, κι έτσι πουλάει αυτό το αντικείμενο. Έστειλε σ’ εμάς το κομμάτι του ορείχαλκου και το ολόγραμμα μέσω ενός μεσολαβητή, ενός Ιρανού ονόματι Φαϊλάκ Χατζάρ». Η Νίνα συνοφρυώθηκε. «Το έχω ακουστά αυτό το όνομα». «Δεν εκπλήσσομαι. Πουλάει αρχαία περσικά έργα τέχνης - που υποτίθεται ότι δεν είναι για πούλημα». «Ένας τυμβωρύχος», είπε η Νίνα με αηδία. «Ήταν κάποτε, αν και αμφιβάλλω αν έχει λερώσει τα χέρια του εδώ και χρόνια. Έγινε πάμπλουτος πουλώντας θησαυρούς της πατρίδας του σε ιδιώτες στο εξωτερικό. Τόσο πλούσιος ώστε να μπορεί ως ένα βαθμό να εξαγοράσει την ασυλία του από την ιρανική κυβέρνηση». «Επιπλέον, καταδίδει τους ανταγωνιστές του», πρόσθεσε ο Τσέιζ, «τους πουλάει, κι έτσι η αστυνομία κυνηγάει αυτούς αντί για εκείνον. Δεν τον έχω γνωρίσει προσωπικά, ξέρω όμως ανθρώπους που είχαν πάρε δώσε μαζί του. Δεν 6 Ήρωας της αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς επιστημονικής φαντασίας Σταρ Τρέκ. Ο συνειρμός του δικού μας ήρωα οφείλεται στην αγγλική λέξη για την ηφαιστειότητα «vulcanism», η οποία του θύμισε τον Μίστερ Σποκ, που είχε γεννηθεί στον πλανήτη Βούλκαν. Ο πλανήτης αυτός πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο θεό της ρωμαϊκής μυθολογίας, θεό της φωτιάς και των ηφαιστείων, που αντιστοιχεί στο δικό μας Ήφαιστο. Να θυμίσουμε επίσης ότι ο Μίστερ Σποκ είχε πράσινο αίμα, επειδή η αιμοσφαιρίνη του δεν περιείχε σίδηρο αλλά χαλκό. (Σ.τ.Ε.)

είναι ιδιαίτερα δημοφιλής τύπος - και για να πουλάει αυτό το πράγμα, προφανώς πιστεύει ότι είναι αυθεντικό. Μπορεί να είναι άθλιος, αλλά είναι ένας άθλιος που νοιάζεται για τη φήμη του». «Έχει τους οικονομικούς πόρους να χειριστεί την πώληση αυτού του αντικειμένου, αλλά και να προστατέψει τον Βόλγκαν από τον Κόμπρας», είπε ο Φροστ. «Κι αυτό με κάνει να πιστεύω ότι είναι αυθεντικό. Δεν έχω σκοπό όμως να δώσω δέκα εκατομμύρια δολάρια χωρίς, κάποια απόδειξη γνησιότητας. Στο σημείο αυτό μπαίνεις εσύ». «Εγώ;» έκανε η Νίνα τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά της. «Θέλω να εξετάσεις το τεχνούργημα και να αποφανθείς κατά πόσο ευσταθούν οι ισχυρισμοί του Βόλγκαν». «Μου ζητάς δηλαδή να πάω στο Ιράν,» έκανε κομπιάζοντας. «Στο Ιράν που μισεί την Αμερική και αποτελεί μέρος του άξονα του κακού; Σε αυτό το Ιράν;» Ο Τσέιζ γέλασε. «Θα είμαι κι εγώ εκεί να σε προσέχω. Εγώ και κάμποσοι άλλοι συνάδελφοι. Δε χρειάζεται να ανησυχείς για τίποτα». «Έχεις ξαναπάει στο Ιράν;» Φάνηκε να διστάζει. «Επισήμως, όχι...» «Ο κ. Τσέιζ και οι βοηθοί του θα σε προσέχουν», επιβεβαίωσε ο Φροστ. «Θα έρθει και η Κάρι, ως εκπρόσωπός μου». «Μα τι σε κάνει να πιστεύεις ότι είμαι ικανή να συμπεράνω αν αυτό το τεχνούργημα είναι γνήσιο ή όχι;» ρώτησε η Νίνα, δείχνοντας το φασματικό ολόγραμμα. «Είσαι ειδική στις αρχαίες γλώσσες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Κάρι. «Δε θα έλεγα ειδική», διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. «Εννοώ ότι έχω σπουδάσει αυτό το αντικείμενο και μπορώ να ξεχωρίσω τη φοινικική από τη νουμιδική γλώσσα, αλλά αυτό δε με καθιστά ειδική». «Απ’ ό,τι έχω μάθει, είσαι ακόμα καλύτερη από ειδική. Ίσως ακόμα καλύτερη κι απ’ τη μητέρα σου». Κατάπληκτη η Νίνα κάρφωσε το βλέμμα της στον Φροστ. «Γνώριζα τους γονείς σου - για την ακρίβεια, εγώ χρηματοδότησα την αποστολή τους στο Θιβέτ, όπου και...» σταμάτησε, αποστρέφοντας το βλέμμα του. «Μεγάλη τραγωδία. Τρομερή απώλεια». «Δε μου ανέφεραν ποτέ ότι τους χρηματοδοτούσες», είπε η Νίνα. «Ύστερα από δική μου απαίτηση. Τώρα που ξέρεις τι είναι ικανός να κάνει ο Κόμπρας, καταλαβαίνεις γιατί δίνω τόσο μεγάλη σημασία στην ασφάλεια. Ο Κόμπρας θα κάνει ό,τι μπορεί για να σταματήσει όποιον αναζητά την Ατλαντίδα, και έχει σημαντικά μέσα - όπως και ισχυρούς φίλους σε όλο τον κόσμο». «Όπως, για παράδειγμα;» «Είναι καλύτερα να μη γνωρίζεις. Όσο για το τεχνούργημα, αν αληθεύουν όσα ισχυρίζεται ο Γιούρι Βόλγκαν, τότε θα μπορέσεις να αποφανθείς για την ασθενικότητα του όταν διαβάσεις το κείμενο. Φαντάσου μόνο», συνέχισε ο

Φροστ με κάποιο θεατρικό τόνο στη φωνή του, «ότι θα καταφέρεις να κρατήσεις τα χέρια σου ένα αντικείμενο προερχόμενο απ’ την Ατλαντίδα!» «Αν είναι γνήσιο». «Κι εσύ είσαι το πλέον κατάλληλο πρόσωπο στον κόσμο για να αποφανθεί σχετικά». Η Νίνα σκέφτηκε τα λόγια του. Εξακολουθούσε να μην της πολύ- αρέσει η ιδέα να πάει σε μια χώρα τόσο φανερά εχθρική απέναντι στους Δυτικούς, και ειδικά στους Αμερικανούς, αλλά είχε συμμετάσχει και παλιότερα σε αποστολές σε όχι και τόσο φιλικές χώρες. Άλλωστε, σε αυτή την περίπτωση η πιθανή ανταμοιβή της θα ξεπερνούσε κατά πολύ την αξία κάθε άλλου ευρήματος που είχε ποτέ ανακαλύψει. Επιπλέον, όπως είχε πει ο Φροστ, δε θα πήγαινε μόνη της. Και αν επέλεγε να μην πάει, τι άλλο θα μπορούσε να κάνει; Θα επέστρεφε στη Νέα Υόρκη, όπου μόλις πριν από λίγο της είχαν αρνηθεί τη χρηματοδότηση... και όπου θα έπρεπε να κοιτάζει μονίμως πίσω της μήπως και την ξανακυνηγήσουν οι άντρες του Κόμπρας; «Εντάξει», κατέληξε. «Είμαι μέσα. Πότε ξεκινάμε;» Ο Φροστ χαμογέλασε. «Όποτε είσαι έτοιμη». «Μου αρέσει ο τρόπος που σκέφτεσαι», είπε η Νίνα, ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο. «Επειδή η Ατλαντίδα περίμενε έντεκα χιλιάδες χρόνια, αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να περιμένουμε κι εμείς». «Τότε», είπε η Κάρι, «ας σε βοηθήσουμε να ετοιμαστείς».

4 ΙΡΑΝ Η NINA ΕΤΡΙΨΕ νευρικά το μπράτσο της. «Εξακολουθεί να πονάει». «Μήπως προτιμάς να κολλήσεις καμιά αλλόκοτη μεσανατολική αρρώστια;» ρώτησε ο Τσέιζ διασκεδάζοντας. «Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε». «Το ξέρω. Απλώς είναι δυσάρεστο, αυτό είναι όλο». Ο εμβολιασμός ήταν ένα ανεπιθύμητο μέρος της συμφωνίας, κι είχε γίνει στο αποστειρωμένο περιβάλλον του βιολογικού εργαστηρίου. Παρόλο που ήταν λιγότερο οδυνηρός από άλλους εμβολιασμούς που είχε κάνει στο παρελθόν, της φάνηκε σαν να χρειάστηκε ένας ολόκληρος αιώνας για να στεγνώσει μια τόση δα σταγονίτσα αίμα. «Αυτό δεν ήταν τίποτα! Χριστέ μου, έπρεπε να έβλεπες τις ενέσεις που έκανα στη SAS. Κάτι βελόνες τόσο μεγάλες», είπε, κάνοντας μια παραστατική χειρονομία. «Και βέβαια δε θέλεις να μάθεις πού μου τις έχωναν». «Σίγουρα δε θέλω να ξέρω!» Το Γκόλφστριμ είχε μόλις περάσει πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα και την Τουρκία, με προορισμό το Ιράν. Δεν είχε ακολουθήσει απευθείας πορεία από τη Νορβηγία, αντίθετα είχε κάνει μια παράκαμψη στην Πράγα για να παραλάβει άλλον έναν επιβάτη. Στο αεροσκάφος μαζί με τη Νίνα, τον Τσέιζ και την Κάρι, που καθόταν μόνη της στο βάθος της καμπίνας και δούλευε στο φορητό υπολογιστή της, υπήρχε κι άλλος ένας άντρας, τον οποίο ο Τσέιζ της τον είχε συστήσει ως Ούγκο Καστίγ. Από τον τρόπο που πείραζαν ο ένας τον άλλο γινόταν φανερό πως ήταν φιλαράκια. «Ναι, ο Έντουαρντ κι εγώ γνωριζόμαστε εδώ και πολύ καιρό», επιβεβαίωσε ο εξωστρεφής Ευρωπαίος με το μακρύ πρόσωπο -Γάλλος, υπέθεσε η Νίνα από την προφορά του- όταν τον ρώτησε. «Δουλέψαμε μαζί σε πολλές κοινές, ειδικές αποστολές για το ΝΑΤΟ. Άκρως μυστικές, θα έλεγε κανείς», πρόσθεσε, χτυπώντας με το χέρι το πλάι της γαμψής μύτης του. «Ήσουν δηλαδή στο γαλλικό στρατό;» Ο Καστίγ σηκώθηκε από τη θέση του με ύφος βαριά προσβεβλημένο και τη γροθιά του σφιγμένη πάνω στο στήθος του. «Γάλλος; Λυπήσου με! Είμαι Βέλγος, μαντάμ!» «Αχ, λυπάμαι! Δεν το κατάλαβα», είπε η Νίνα και βιάστηκε να ζητήσει συγγνώμη, πριν συνειδητοποιήσει ότι ο Τσέιζ γελούσε. Στο πρόσωπο του Καστίγ

ήταν ζωγραφισμένο ένα χαμόγελο. «Για περίμενε, με δουλεύεις;» «Απλώς σε πειράζει», είπε ο Τσέιζ. «Χρόνια τώρα ο Ούγκο συνηθίζει να λέει αυτό το “Γάλλος; Πώς τολμάτε!”. Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι. Οι Βέλγοι ως γνωστόν δεν είναι ιδιαίτερα επινοητικοί. Αυτό λοιπόν είναι το μόνο κόλπο που ξέρει να κάνει». «Εγγλέζε Φιλισταίε, υποκριτή», είπε περιφρονητικά ο Καστίγ. Έβγαλε από την τσέπη του τζάκετ του ένα γυαλιστερό κόκκινο μήλο και το εξέτασε προσεκτικά πριν το δαγκώσει. «Τι θα πρέπει λοιπόν να περιμένω στο Ιράν, κ. Τσέιζ;» ρώτησε η Νίνα. «Λέγε με Έντι». Το ύφος του έγινε επαγγελματικό. «Ευτυχώς, δε θα χρειαστεί να έρθεις σε ιδιαίτερη επαφή με τους ντόπιους. Θα είναι μια στρωτή δουλειά: θα συναντήσεις τον Χατζάρ, θα αποφανθείς αν το αντικείμενο είναι γνήσιο, κι ύστερα το αφεντικό», έδειξε με το κεφάλι προς τη μεριά της Κάρι, που δούλευε ακόμα στον υπολογιστή της, «θα μεταφέρει το χρήμα και τέλος. Αυτό, βέβαια, αν όλα είναι νόμιμα». «Κι αν δεν είναι;» Χτύπησε απαλά το δερμάτινο τζάκετ του, που ήταν κρεμασμένο πιο μπράτσο του καθίσματος του. Στο εσωτερικό του φάνηκε η λαβή του πιστολιού του. «Τότε θα έχουμε πρόβλημα. Μην ανησυχείς, όμως, θα τα κανονίσουμε όλα. Εγώ θα σε φυλάω, ντοκτορέσσα». «Θα σε φυλάμε», διόρθωσε ο Καστίγ, με το στόμα του μπουκωμένο με μήλο. «Ευχαριστώ», είπε η Νίνα, κρατώντας τις ανησυχίες της για τον εαυτό της. Ο υπολογιστής της Κάρι έβγαλε έναν ήχο. Κοίταξε την οθόνη ξαφνιασμένη, ύστερα ανασήκωσε τα γαλάζια μάτια της και συνάντησε για ένα λεπτό το βλέμμα της Νίνα προτού επιστρέψει και πάλι στον υπολογιστή της. Δακτυλογράφησε κάτι στα γρήγορα, πάτησε σταθερά το πλήκτρο της επαναφοράς, κατόπιν έκλεισε το φορητό υπολογιστή και μετακινήθηκε στο άδειο κάθισμα απέναντι από τη Νίνα. «Συμβαίνει κάτι;» ρώτησε η Νίνα. «Όχι - απλώς είχα ένα μέιλ από τον πατέρα μου. Κάτι που δεν το περίμενα. Δεν είναι τίποτα το ανησυχητικό - στην πραγματικότητα τα νέα είναι καλά. Αλλά δεν έχουν σημασία αυτή τη στιγμή, κι έτσι...» Έσκυψε προς τα εμπρός, χαμογελώντας για πρώτη φορά από τότε που τη συνάντησε η Νίνα, αποκαλύπτοντας τα αψεγάδιαστα λευκά δόντια της. «Σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να σου ζητήσω συγγνώμη, Δρ. Γουάιλντ». «Για ποιο λόγο;» «Δεν υπήρξα η καλύτερη οικοδέσποινα. Ήμουν απασχολημένη με τη δουλειά μου στο Ίδρυμα, με αυτή την αποστολή... Λυπάμαι αν ήμουν ψυχρή και απόμακρη». «Όχι, δε χρειάζεται να απολογείσαι», τη διαβεβαίωσε η Νίνα. «Είσαι πολύ

απασχολημένη και είμαι σίγουρη ότι έχεις να αντιμετωπίσεις ένα σωρό πράγματα που συμβαίνουν ταυτόχρονα». «Όχι πια. Από δω και στο εξής θα αφιερώσω όλη μου την προσοχή σε σένα και σ’ αυτή την αποστολή. Θέλω να πετύχει - και θέλω επίσης να σιγουρευτώ ότι θα παραμείνεις ασφαλής». «Ευχαριστώ», είπε η Νίνα, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. Έπειτα η Κάρι στράφηκε στον Τσέιζ. «Κύριε Τσέιζ», είπε, ρίχνοντάς του ένα αποδοκιμαστικό βλέμμα, «προσπαθείς να δεις κάτω από το τοπ μου;» Η Νίνα έπνιξε ένα γελάκι, ενώ ο Καστίγ, για να μη φανεί ότι διασκεδάζει με την κατάσταση, έκοψε βιαστικά μια δαγκωνιά από το μήλο του. Ο Τσέιζ είχε χωρίς αμφιβολία συλληφθεί επ’ αυτοφώρω, αλλά αντί να προσπαθήσει να το αρνηθεί, έγειρε απλώς πίσω στο κάθισμά του και ανασήκωσε το φρύδι του. «Αν μπορώ να το κάνω εγώ, τότε μπορεί και κάθε Ιρανός που θα σε δει - και, υπόψη, φέρονται κάπως περίεργα με τις γυναίκες που ντύνονται σέξι. Κι εμείς δε θέλουμε να τραβήξουμε περισσότερο απ’ όσο πρέπει την προσοχή τους. Σκεφτόμουν, λοιπόν, ότι πιθανώς αξίζει τον κόπο να αλλάξεις και να φορέσεις κάτι πιο άχαρο προτού προσγειωθούμε». Η Κάρι φορούσε ένα λευκό τοπ και δερμάτινο παντελόνι εξίσου στενά με εκείνα που φορούσε στο Ρανσφιόρντ. «Έχεις κάποιο δίκιο. Ευτυχώς, ήρθα προετοιμασμένη». «Η ντοκτορέσσα από δω, όμως, είναι εντάξει. Χρειάζεται μόνο ένα παλτό». Η Νίνα τον αγριοκοίταξε. «Θέλεις να πεις ότι είμαι κακοντυμένη, κ. Τσέιζ;» Θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη λέξη «σεμνό» ή «πρακτικό» για να περιγράφει το ντύσιμό της: ένα τζιν, πουλόβερ και χοντρές μπότες. «Μια χαρά είσαι», γέλασε πλατιά η Κάρι και σηκώθηκε όρθια. «Αν θελήσεις κάτι, απλώς ζήτησε το μου», είπε και κατευθύνθηκε προς το πίσω μέρος του αεροσκάφους. Ο Καστίγ αποτελείωσε το μήλο του. «Αχ, η Αγγλία», φώναξε. «Η χώρα της γοητείας, της εκζήτησης, του ρομαντισμού. Αλλά και του Έντουαρντ Τσέιζ». «Άντε χάσου, Ούγκο». Ο Καστίγ πέταξε στον Τσέιζ ό,τι είχε απομείνει απ’ το μήλο του, κι αυτός το έπιασε χωρίς προσπάθεια, τινάζοντας το χέρι του σαν επιτιθέμενο φίδι. «Έτσι είναι πάντα;» ρώτησε τον Καστίγ η Νίνα. «Πολύ φοβάμαι πως ναι». «Και στις κυρίες αρέσει αυτός ο τρόπος», είπε ο Τσέιζ και πέταξε το μήλο μέσα σ’ ένα άδειο ποτήρι του νερού. Ο Καστίγ τον αποδοκίμασε και κοίταξε αλλού. Ο Τσέιζ έλεγξε την ώρα κι ύστερα τεντώθηκε στο κάθισμά του. «Προσπαθείς να βολευτείς;» ρώτησε η Νίνα. «Κάνω ό,τι μπορώ», απάντησε. «Θα προσγειωθούμε σε μισή ώρα, και βάζω

στοίχημα πως το ταξίδι που θα κάνουμε μόλις πατήσουμε το πόδι μας στο έδαφος δε θα είναι τόσο ομαλό». Ο Τσέιζ είχε αναμφίβολα δίκιο, σκέφτηκε η Νίνα. Το Λαντ Ρόβερ που τους μετέφερε στο σημείο συνάντησης με τον Φαϊλάκ Χατζάρ είχε δει και καλύτερες μέρες, ο δρόμος όμως πάνω στον οποίο κινούνταν προφανώς δεν είχε δει ούτε μία καλή μέρα σε όλη του τη ζωή. Το Γκόλφστριμ προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο που εξυπηρετούσε την ιρανική πόλη Ισπαχάν, στην οροσειρά Ζάγρος στα δυτικά της χώρας. Αν και δε συνάντησαν κανένα πρόβλημα στον έλεγχο του τελωνείου, ακόμα κι όταν η Νίνα έδειξε το αμερικανικό διαβατήριό της -αποδείχτηκε ότι το Ίδρυμα Φροστ είχε προσφέρει αξιόλογη βοήθεια μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2003, κερδίζοντας την ευγνωμοσύνη της ιρανικής κυβέρνησης-, εισέπραξαν πολλά καχύποπτα βλέμματα. Όλες οι γυναίκες που είδε η Νίνα καθώς απομακρύνονταν από το Ισπαχάν φορούσαν τουλάχιστον μαντίλες στο κεφάλι, και κατά ένα αρκετά μεγάλο ποσοστό είχαν κρυμμένο το πρόσωπό τους. Μολονότι το Ιράν δεν ήταν τόσο αυστηρό όσο οι ισλαμιστές γείτονές του, όπως η Σαουδική Αραβία, σχετικά με την ενδυμασία των γυναικών, τα πανωφόρια που έκρυβαν τη γυναικεία σιλουέτα ήταν υποχρεωτικά ακόμα και για όσες επισκέπτονταν τη χώρα. Η Κάρι μάλιστα είχε προβλέψει και για τη Νίνα και είχε φέρει ένα ανοιχτό καφέ παλτό, που έφτανε μέχρι κάτω απ’ το γόνατο. Μολονότι η Νίνα ενστικτωδώς δυσανασχετούσε με την ύπαρξη ενός συστήματος που θα της υπαγόρευε τι μπορούσε να φορέσει δημόσια και τι όχι, τουλάχιστον δεν ήταν υποχρεωμένη να θαφτεί κάτω από μια μπούρκα. Δεν μπόρεσε όμως να μη νιώσει ένα τσιμπηματάκι ζήλιας για το μακρύ παλτό που είχε επιλέξει η Κάρι για τον εαυτό της. Ενώ αναμφίβολα συμφωνούσε κατά γράμμα με τον ιρανικό νόμο, εντούτοις το χυτό, μεσάτο λευκό παλτό την έκανε ακόμα πιο εντυπωσιακή. Επιπλέον, ενώ στο αεροδρόμιο είχε φορέσει μαντίλα, μόλις το Λαντ Ρόβερ ξεκίνησε, η Κάρι την έβγαλε. Η Νίνα τη μιμήθηκε όταν το αυτοκίνητο είχε βγει πλέον για τα καλά έξω απ’ την πόλη. Οδηγός του Λαντ Ρόβερ ήταν ένας άντρας τον οποίο ο Τσέιζ σύστησε ως βοηθό του - ή, όπως το έθεσε, «ένας παλιός μου συνάδελφος». Ο Χαφέζ Μαραντεχάν, καμιά δεκαριά χρόνια μεγαλύτερος από τον Τσέιζ και τον Καστίγ, ήταν ένας κοντόχοντρος, μελαψός άντρας με γκριζαρισμένη γενειάδα, που απλωνόταν εντυπωσιακά κάπου δέκα εκατοστά πέρα από την άκρη του σαγονιού του. Επίσης, κάπνιζε σαν φουγάρο, προς απελπισία της Νίνα - που έφτασε σε βαθμό απόγνωσης όταν πληροφορήθηκε ότι είχαν τουλάχιστον μία ώρα ακόμα δρόμο. «Ώστε ξαναγέμισες στη δουλειά, Έντι», είπε ο Χαφέζ, ο οποίος επέλεξε να

μιλήσει αγγλικά, παρότι η Νίνα μιλούσε λίγο τα αραβικά. «Ναι», απάντησε ο Τσέιζ. Καθόταν στη θέση του συνοδηγού, ενώ η Νίνα ήταν στριμωγμένη ανάμεσα στην Κάρι και τον Καστίγ στο πίσω κάθισμα. «Ίδια δουλειά, καινούρια αφεντικά». Έγειρε το κεφάλι του προς τη μεριά της Κάρι. «Αχ! Θα έπρεπε να σας καλωσορίσω στο Ιράν, δεσποινίς Φροστ, αλλά η τωρινή κυβέρνηση; Μπα! Δεν αξίζει το σεβασμό σας». Καθώς μιλούσε, ο Χαφέζ κοιτούσε πίσω, προς την Κάρι, κάνοντας τη Νίνα να μορφάζει από φόβο κάθε φορά που έπαιρνε το βλέμμα του από τον ανησυχητικά γεμάτο δρόμο. «Τελικά αποκτάς μια κυβέρνηση που τουλάχιστον προσπαθεί να είναι προοδευτική, και τι γίνεται; Την καταψηφίζουν στις επόμενες εκλογές! Ωραία δημοκρατία, έτσι; Δε γίνεται τίποτε αν ο λαός είναι ανόητος!» έβγαλε έναν ήχο μεταξύ γέλιου και ξερόβηχα. «Τέλος πάντων, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω, Έντι». «Επομένως, έχεις ξανάρθει στο Ιράν», συμπέρανε η Νίνα. «Όχι, όχι, ποτέ», βιάστηκε να πει ο Τσέιζ. Ο Καστίγ πήρε ένα αθώο ύφος κι άρχισε να κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Ο Χαφέζ γέλασε μ’ εκείνο το γέλιο που θύμιζε ξερόβηχα. «Οι Δυτικοί με τα αιώνια μυστικά τους! Αυτό που συνέβη ήταν...» «Απολύτως τίποτε», τον διέκοψε ο Τσέιζ. «Οι ειδικές δυνάμεις του ΝΑΤΟ δε διεξήγαγαν ποτέ επιχειρήσεις στο Ιράν. Ποτέ». Έριξε ένα βλέμμα στον Χαφέζ, που απλώς κάγχασε και κατέβασε άλλη μια ρουφηξιά καπνό. «Ε, τότε θα πρέπει να βοήθησα κάποια φαντάσματα. Μια και το φέρε η κουβέντα, ένα από τα κιβώτια που ποτέ δεν έφερες μαζί σου βρίσκεται στο πορτμπαγκάζ, όπως μου ζήτησες». Ο Καστίγ τεντώθηκε πάνω απ’ το πίσω κάθισμα και σήκωσε ένα βρόμικο μεταλλικό κουτί στο μέγεθος μεγάλου κουτιού παπουτσιών. «Θαμμένος θησαυρός!» ανακοίνωσε, ανοίγοντάς το και βγάζοντας από μέσα ένα μαύρο αυτόματο πιστόλι, κάμποσες δεσμίδες πυρομαχικών και μια χειροβομβίδα, γεγονός που κατατρόμαξε τη Νίνα. «Κράτα λίγο!» Η Νίνα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή καθώς ο Καστίγ άφησε ανέμελα τη χειροβομβίδα να πέσει στο χέρι της. Κατόπιν, γρήγορα και επιδέξια, ο Βέλγος έλεγξε το όπλο, το γέμισε κι ύστερα το έχωσε στο τζάκετ του. Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά στη Νίνα, που εξακολουθούσε να κοιτάζει αποσβολωμένη τη χειροβομβίδα. «Δε χρειάζεται να πανικοβάλλεσαι», είπε παίρνοντάς την από το χέρι της. «Δεν πρόκειται να εκραγεί, εκτός κι αν τραβήξεις την περόνη. Να, έτσι». Αφαίρεσε την περόνη. Η Νίνα ούρλιαξε. «Αυτή εδώ έχει φιτίλι πέντε δευτερολέπτων», επισήμανε ο Τσέιζ. «Μην ανησυχείς όμως, δεν μπορεί να πυροδοτηθεί παρά μόνο αν βγάλεις κι αυτήν εδώ την τάπα». Άφησε την περόνη να γλιστρήσει ξανά στη θέση της και απομάκρυνε

τον αντίχειρά του από το καμπύλο μεταλλικό κλιπ που εξείχε από τη μια πλευρά της χειροβομβίδας. «Βλέπεις;» την πείραξαν ο Καστίγ και ο Χαφέζ. «Αυτό δεν ήταν καθόλου αστείο!» φώναξε η Νίνα. «Κύριοι», επενέβη η Κάρι, «θα προτιμούσα να μην τρομοκρατείτε το πιο σημαντικό μέλος της αποστολής μας». Τα λόγια της ήταν ήπια, αλλά ο τόνος της φωνής της δήλωνε αναμφίβολα την εξουσία της. «Συγγνώμη, αφεντικό», είπε ο Τσέιζ. Επέστρεψε τη χειροβομβίδα στον Καστίγ, κι αυτός με τη σειρά του την τοποθέτησε πίσω στο κουτί. «Μας φάνηκε ότι θα ήταν ένας τρόπος να περάσουμε την ώρα μας». Η Νίνα έκανε μια γκριμάτσα. «Την επόμενη φορά να φέρετε μαζί σας κάνα iPod!» Ύστερα από διαδρομή μίας ώρας, η Νίνα ευχόταν να είχε κι εκείνη ένα iPod. Στην αρχή οι οροσειρές ήταν εντυπωσιακές, αλλά μετά από λίγο η μια καφετιά κορυφή άρχισε να μοιάζει με την άλλη. Ο ανώμαλος αυτοκινητόδρομος αποδείχτηκε άνετος λες και ταξίδευαν πάνω σε μαγικό χαλί σε σύγκριση με το γεμάτο στροφές και λακκούβες δρόμο που ακολουθούσαν εδώ και κάποια ώρα· υπήρχαν μάλιστα φορές που δε διέφερε και πολύ από κατσικόδρομο σε μια εξαιρετικά απόκρημνη πλαγιά. Στη σιδηροδρομική γραμμή από κάτω, μια βραδυκίνητη ντιζελομηχανή έφτυνε καπνούς στην προσπάθειά της να σύρει μια μακριά σειρά από βρόμικα βυτιοφόρα βαγόνια. Ακολουθώντας τις διπλές ατσάλινες γραμμές κατά μήκος της πεδιάδας, είδε ένα μίλι περίπου μακρύτερα μια παρακαμπτήριο γραμμή παράλληλα με τις πρώτες και ένα σταματημένο τρένο. «Πόσο απέχουμε ακόμα, Χαφέζ;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Όχι πολύ», απάντησε αυτός δείχνοντας προς την κοιλάδα. «Μόλις περάσουμε το αμαξοστάσιο». «Δόξα τω Θεώ», αναστέναξε η Νίνα. Η αλήθεια ήταν πως τα λεπτά καθίσματα και το συνεχές τράνταγμα του παλιού Λαντ Ρόβερ είχαν κάνει τα οπίσθια της να πονούν. «Και γιατί αυτός ο τύπος θέλει να συναντηθούμε εδώ έξω στην ερημιά; Δεν μπορούσαμε να συναντηθούμε στο Χίλτον της Τεχεράνης;» «Χριστέ μου, μακάρι», είπε ο Τσέιζ. «Μπα, είναι επιφυλακτικός. Πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είμαστε κι εμείς». «Περιμένεις φασαρίες;» ρώτησε η Κάρι. «Θα δώσουμε δέκα εκατομμύρια δολάρια για να αγοράσουμε από έναν πολύ ζόρικο τύπο, σε ένα απομακρυσμένο μέρος του Ιράν, ένα αρχαίο τεχνούργημα που έκλεψε κάποιος μανιακός. Τι περιμένεις λοιπόν;» Ανασήκωσε το φρύδι της. «Για μια ακόμα φορά έχεις κάποιο δίκιο». Ύστερα από δέκα λεπτά όλο ταρακούνημα, ο Χαφέζ σταμάτησε το Λαντ Ρόβερ έξω από μια εγκαταλελειμμένη αγροικία. Το αμαξοστάσιο δε φαινόταν πια. Είχε κρυφτεί πίσω από μια καμπή στην κοιλάδα· ακόμα και οι

σιδηροδρομικές γραμμές είχαν εξαφανιστεί μέσα σε ένα τούνελ από κάτω. Ένα απότομο, σκονισμένο ύψωμα πάνω απ’ το σπίτι είχε στην κορυφή του λίγα κατσιασμένα δέντρα, ενώ στην άλλη πλευρά του κτίσματος η πλαγιά κατέβαινε απότομα μέχρι το επίπεδο της κοιλάδας. Δε φαινόταν κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης εγκατάστασης. «Ούγκο, έλεγξε την πίσω πλευρά του σπιτιού», είπε ο Τσέιζ, παίρνοντας ξανά το κοφτό, επαγγελματικό του ύφος. «Χαφέζ, μείνε με τη Δρ. Γουάιλντ και τη δεσποινίδα Φροστ. Αν συμβεί το παραμικρό, να τις πάρεις από εδώ». «Εσύ πού θα πας;» ρώτησε η Κάρι. «Να βεβαιωθώ ότι το σπίτι είναι άδειο». Βγήκε από το Λαντ Ρόβερ και έβγαλε από την τσέπη του έναν ισχυρό ηλεκτρικό φακό. «Αν δε βγω έξω σε δύο λεπτά», είπε στον Χαφέζ, «σημαίνει πως έχουμε φασαρίες». Ο Ιρανός κούνησε το κεφάλι του καθώς οι δύο άλλοι έτρεχαν προς την αγροικία. Τελικά, ο Τσέιζ χρειάστηκε λιγότερο από δύο λεπτά για να επιστρέψει, ενώ λίγο αργότερα φάνηκε και ο Καστίγ που είχε κάνει το γύρο του σπιτιού. «Εντάξει είναι», είπε ο Τσέιζ, επιστρέφοντας στο Λαντ Ρόβερ. «Δυο δωμάτια όλο κι όλο, δεν υπάρχει μέρος για να κρυφτεί κανείς». «Κανείς και από πίσω», πρόσθεσε ο Καστίγ. «Δεν πίστευα ότι θα ήταν κανείς, απλά ήθελα να βεβαιωθώ. Εντάξει λοιπόν», συνέχισε ο Τσέιζ, «αυτός ο δρόμος είναι η μοναδική είσοδος και έξοδος. Όποιος κι αν έρθει, θα τον αντιληφθούμε έγκαιρα». «Δε νομίζω ότι θα έρθει οδικώς», είπε ο Καστίγ, με μια αλλόκοτη έκφραση αηδίας ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. «Γιατί;» «ΔΕν το ακούς;» Ο Τσέιζ έγειρε το κεφάλι του στο πλάι. Κατόπιν γέλασε. «Α, ναι», είπε και χτύπησε απαλά το φίλο του στον ώμο. «Είναι ο ήχος του εφιάλτη σου! Ουου! Έρχεται να σε πάρει!» «Όπως λέτε κι εσείς τόσο κομψά στην Αγγλία... άντε κατούρα μας!» Η Νίνα πλησίασε την ανοιχτή πόρτα για να ακούσει. «Τι συμβαίνει;» Ήταν πλέον ένας σαφής βόμβος που αντιλαλούσε στα γύρω βουνά. «Ο Ούγκο είχε κάποτε μια άσχημη εμπειρία με ένα ελικόπτερο», εξήγησε ο Τσέιζ. «Κι έτσι τώρα έχει φοβία μ’ αυτά. Ελικοπτεροφοβία! Κάθε φορά που βλέπει ένα, νομίζει ότι κάτι θα πάει στραβά και θα τον σκοτώσει». «Πετούν με τεράστιες περιστρεφόμενες λεπίδες που στριφογυρίζουν με απίστευτη ταχύτητα!» διαμαρτυρήθηκε ο Καστίγ, «Πώς είναι. δυνατόν να μην είναι επικίνδυνα;» «Ε, λοιπόν, κρύψε το κεφάλι σου εδώ πέρα και θα τον συναντήσω εγώ όταν προσγειωθεί. Εντάξει;» Ο Τσέιζ του έκλεισε το μάτι, κι υστέρα πρόσθεσε με πιο ήρεμη, πιο σοβαρή φωνή. «Κράτα τα μάτια σου ανοιχτά». Ο Καστίγ έγνεψε

καταφατικά. Το ελικόπτερο πέρασε ξυστά απ’ το ύψωμα πάνω από την αγροικία. Η Νίνα γνώριζε το μοντέλο από εκατοντάδες ταινίες και τηλεοπτικά σόου, αλλά και από κάνα δυο πτήσεις που είχε πραγματοποιήσει η ίδια ως επιβάτιδα: ήταν ένα Μπελ Τζετ Ρέιντζερ, ένα αξιόπιστο πολιτικό αεροσκάφος, που συναντά κανείς σε όλο τον κόσμο. Έκανε στα γρήγορα έναν κύκλο πάνω από την αγροικία, κατόπιν ταλαντεύτηκε και προσγειώθηκε κάπου τριάντα μέτρα μακριά από το Λαντ Ρόβερ. Ο Τσέιζ περίμενε να επιβραδυνθεί η περιστροφική κίνηση των ελίκων για να προχωρήσει προς τα εκεί. Ο Χατζάρ είχε κουβαλήσει και παρέα. Εκτός από τον πιλότο, υπήρχαν άλλοι τρεις μέσα στο Τζετ Ρέιντζερ. Ανασήκωσε τους ώμους του, νιώθοντας το βάρος από το Γουάιλντι 45άρι Γουίντσεστερ Μάγκνουμ στη θήκη κάτω απ’ το τζάκετ του, έτοιμο για χρήση στη στιγμή. Έτσι για να υπάρχει... Οι πίσω πόρτες του ελικόπτερου άνοιξαν και πήδηξαν από μέσα δυο μεγαλόσωμοι γενειοφόροι με σκούρα κοστούμια και γυαλιά ηλίου, οι οποίοι πρώτα κατόπτευσαν την περιοχή και κατόπιν στύλωσαν τις μαύρες τρύπες τους πάνω στον Τσέιζ. Τους ανταπέδωσε το βλέμμα άφοβα. Από τον τρόπο που στέκονταν ήταν σίγουρος πως επρόκειτο για πρώην στρατιωτικούς - απλοί στρατιώτες όμως, όχι των ειδικών δυνάμεων. Σε καμία περίπτωση δεν πλησίαζαν καν το επίπεδο της SAS. Επομένως, μπορούσε να τους καταφέρει. Ένας από αυτούς έσκυψε πιο κοντά στο ελικόπτερο και είπε κάτι στα περσικά. Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ο Φαϊλάκ Χατζάρ. Σε αντίθεση με τους σωματοφύλακές του, ο Χατζάρ φορούσε παραδοσιακή αραβική κελεμπία. Φορούσε όμως, όπως κι αυτοί, γυαλιά ηλίου - αν και τα δικά του ήταν πολύ πιο ακριβά. Ένας ακόμα άντρας βγήκε μετά από αυτόν. Ήταν λευκός, με κοντά μαλλιά σαν βούρτσα, γένια αρκετών ημερών και ολοφάνερα επιφυλακτικό ύφος. Ο Τσέιζ υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο Γιούρι Βόλγκαν. «Εσύ είσαι ο Τσέιζ;» φώναξε ο Χατζάρ. «Ναι!» «Πού είναι η δεσποινίς Φροστ;» «Πού είναι το τεχνούργημα;» απαίτησε να μάθει ο Τσέιζ. Ο Χατζάρ τον αγριοκοίταξε, κι ύστερα πήγε πίσω στο Τζετ Ρέιντζερ και πήρε ένα μικρό μαύρο δερμάτινο χαρτοφύλακα. Ο Τσέιζ κούνησε επιδοκιμαστικά το κεφάλι του, οπισθοχώρησε και κατευθύνθηκε προς το Λαντ Ρόβερ. «Στο σπίτι», είπε ο Χατζάρ, δείχνοντας με το χαρτοφύλακα. «Να ξεφύγουμε από τον αέρα, εντάξει;» «Ποιον αέρα;» μουρμούρισε ο Τσέιζ. Τώρα που είχαν σταματήσει οι έλικες, μόνο κατά διαστήματα φυσούσε ένα αεράκι. Έλεγξε ακόμα μια φορά την περιοχή για ίχνη που θα αποδείκνυαν ότι δεν ήταν μόνοι τους, αλλά δε βρήκε κανένα.

Πλησίασε το Λαντ Ρόβερ. «Λοιπόν;» ρώτησε η Κάρι. «Δείχνει εντάξει, αλλά...» Άφησε και πάλι το βλέμμα του να πλανηθεί τριγύρω, κατοπτεύοντας το τοπίο. Κανένα σημάδι από κανέναν - όχι ότι δε θα μπορούσε βέβαια να βρίσκεται κάποιος κρυμμένος εκεί κοντά. «Απλώς πρόσεχε, εντάξει;» «Δεν τον εμπιστεύεσαι;» ρώτησε η Νίνα. «Χριστέ μου, όχι. Απλώς δεν ξέρω ακριβώς πόσο πολύ δεν τον εμπιστεύομαι. Εντάξει, Χαφέζ, εσύ θα περιμένεις εδώ έξω. Με το παραμικρό πρόβλημα, πάτα την κόρνα». «Εντάξει», είπε κι έσκυψε κάτω από το ταμπλό του αυτοκινήτου. Την επόμενη στιγμή τράβηξε ένα ρεβόλβερ, το οποίο ακούμπησε στα γόνατά του. Ο Τσέιζ άνοιξε την πόρτα για να βγει η Νίνα και ο Καστίγ έκανε το ίδιο για την Κάρι. «Πρέπει να ομολογήσω ότι όλα αυτά τα όπλα ρε κάνουν να νιώθω λιγάκι νευρική», είπε η Νίνα στον Τσέιζ. «Τι λες; Κι εγώ πίστευα ότι οι αρχαιολόγοι άλλο δεν κάνουν από το να τρέχουν εδώ κι εκεί σημαδεύοντας τον κόσμο, όπως ο Ιντιάνα Τζόουνς». Μισόκλεισε τα μάτια της. «Και βέβαια όχι. Το μόνο πράγμα με το οποίο σημαδεύω στη δουλειά μου είναι η φωτογραφική μηχανή μου». «Κι ελπίζω έτσι να παραμείνει», είπε η Κάρι ενώ κατευθυνόταν προς την αγροικία, με την άκρη του λευκού παλτού της να ανεμίζει γύρω της καθώς περπατούσε. Ο Χατζάρ και οι συνοδοί του σταμάτησαν έξω από την πόρτα του μικρού κτιρίου, ανήμποροι να πάρουν τα μάτια τους από πάνω της. «Μετά από εσάς», τους είπε, δείχνοντας προς το εσωτερικό με το δικό της λεπτό μεταλλικό χαρτοφύλακα. Μέσα στην αγροικία επικρατούσε σκοτάδι. Το μόνο φως ερχόταν από ένα παράθυρο. Παρόλο που τα έπιπλα του δωματίου είχαν ως επί το πλείστον αφαιρεθεί όταν το εγκατέλειψαν οι ιδιοκτήτες του, στο κέντρο του δωματίου υπήρχε ένα μακρύ ξύλινο προχειροφτιαγμένο τραπέζι. Ο Καστίγ έβγαλε από το τζάκετ του μια μεγάλη ράβδο χημικού φωτισμού και τη λύγισε έτσι ώστε να σπάσει το γυαλί στο εσωτερικό, να αναμειχθούν τα χημικά και να απελευθερώσουν τελικά μια λαμπερή πορτοκαλί φλόγα, σαν λάμψη από τζάκι. Η Νίνα γνώριζε καλά ότι το έντονο αυτό αποτέλεσμα έμελλε να κρατήσει το πολύ ένα τέταρτο, συνεπώς η όλη διαδικασία έπρεπε να ολοκληρωθεί προτού σβήσει. Αυτό την έκανε να αισθάνεται άβολα, γιατί σήμαινε ότι έπρεπε να αποφανθεί για την αυθεντικότητα του τεχνουργήματος βιαστικά - και αν έκανε λάθος, οι Φροστ θα ζημιώνονταν κατά δέκα εκατομμύρια δολάρια. Δεν της άρεσε να πιέζεται τόσο. Επομένως, έπρεπε απλώς η κρίση της να αποδειχτεί σωστή. Από τη μια μεριά του τραπεζιού στάθηκαν ο Χατζάρ και οι σωματοφύλακές του και από την άλλη ο Τσέιζ, η Κάρι και ο Καστίγ. Η Νίνα βρέθηκε απέναντι από τον Βόλγκαν. Ο Ρώσος έδειχνε ανήσυχος, τα δάχτυλά του έτρεμαν από τη

νευρικότητα. «Είσαι έτοιμη να κάνεις τη μεταφορά των χρημάτων;» ρώτησε ο Χατζάρ. «Μόλις δούμε το αντικείμενο», αποκρίθηκε ψυχρά η Κάρι. «Και μόλις η Δρ. Γουάιλντ επιβεβαιώσει ότι είναι γνήσιο». «Γουάιλντ;» ρώτησε αναστατωμένος ο Βόλγκαν. Η Νίνα πρόσεξε πως ξαφνικά δεν ήθελε ούτε να την κοιτάζει καταπρόσωπο. «Έχεις κάποια συγγένεια με τον Χένρι και τη Λόρα Γουάιλντ;» «Ναι, ήταν οι γονείς μου. Γιατί;» Ο Βόλγκαν δεν απάντησε, αλλά ο Χατζάρ παρενέβη ανυπόμονα προτού προλάβει η Νίνα να κάνει άλλες ερωτήσεις. «Το αντικείμενο είναι αυθεντικό. Ορίστε». Ακούμπησε το χαρτοφύλακα πάνω στο τραπέζι και εισήγαγε το συνδυασμό για να ανοίξει η κλειδαριά. Η Νίνα είδε έκπληκτη ότι έλειπε το δεξί του χέρι και στη θέση του υπήρχε ένας σιδερένιος γάντζος. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα της από πάνω του. «Νομίζεις ότι είμαι κλέφτης;» ρώτησε ψυχρά. «Χμ, όχι, εγώ...» Ο Χατζάρ κούνησε το κεφάλι του. «Οι αιώνιοι Δυτικοί, με τα κλισέ και τις προκαταλήψεις σας», είπε ανοίγοντας τις κλειδαριές. «Το έχασα σε ένα ατύχημα με μοτοσικλέτα. Δεν είμαι κλέφτης». «Σωστά, εσύ δεν είσαι λωποδύτης της σειράς», σχολίασε εύθυμα ο Τσέιζ. «Ή τουλάχιστον έτσι πληροφορήθηκα». Ο Χατζάρ σταμάτησε και τον κάρφωσε με τα μάτια. «Προσπαθείς να με προσβάλεις, κύριε Τσέιζ;» «Όχι, βέβαια. Θα το καταλάβαινες αν σε είχα προσβάλει». «Μπορούμε να δούμε το αντικείμενο τώρα;» πρότεινε η Κάρι. Ο Χατζάρ έριξε ένα τελευταίο άγριο βλέμμα στον Τσέιζ προτού ξεκουμπώσει το κούμπωμα και ανοίξει το χαρτοφύλακα. Στο εσωτερικό του, ακουμπισμένο πάνω σε ένα στρώμα από προστατευτικό αφρό, βρισκόταν το τεχνούργημα από την Ατλαντίδα. Η Νίνα κατάλαβε ότι πρέπει να ήταν από ορείχαλκο. Τίποτε άλλο δε θα μπορούσε να αστράφτει με τόσο μοναδική κοκκινωπή λάμψη. Το είχαν γυαλίσει προσεκτικά και με επιμέλεια. Δεν υπήρχε κανένα σημάδι πάνω του, ούτε αποτυπώματα ούτε κηλίδες. Το μόνο ψεγάδι ήταν η μικρή χαρακιά στη μια πλευρά, απ’ όπου ο Βόλγκαν είχε αφαιρέσει ένα δείγμα από το μέταλλο. Χωρίς αμφιβολία, ήταν το ίδιο κομμάτι που είχε δει ως ολόγραμμα. Και τώρα μπορούσε να το δει ολόκληρο. Στην μπροστινή πλευρά του, ακριβώς πάνω από την προεξοχή της κάτω επιφάνειας, υπήρχε μια μικρή γωνιώδης σχισμή. Και από κάτω διάφορα σημάδια... «Μπορώ να το εξετάσω;» ρώτησε τον Χατζάρ, με φωνή ψιθυριστή, γεμάτη δέος.

«Και βέβαια». Η Νίνα φόρεσε ένα ζευγάρι λαστιχένια χειρουργικά γάντια και σήκωσε προσεκτικά το αντικείμενο από το χαρτοφύλακα. Ήταν βαρύτερο απ’ όσο έδειχνε, κι αυτό σήμαινε μεγάλη περιεκτικότητα σε χρυσό. Στο καμπύλο άκρο του κομματιού ήταν χαραγμένη η αιχμή ενός βέλους, καθώς και μια κυματοειδής γραμμή, στις δυο πλευρές της οποίας υπήρχαν κάτι μικροσκοπικά σημάδια. Αυτό όμως που τράβηξε την προσοχή της ήταν τα γράμματα που είχαν χαραχτεί παράλληλα με αυτή. Έστρεψε τη ράβδο προς το παράθυρο για περισσότερο φως. «Τι είναι αυτά;» ρώτησε η Κάρι. «Είναι χαρακτήρες Γκλοζέλ, ή κάποια πολύ συγγενής παραλλαγή. Οι περισσότεροι από αυτούς, τουλάχιστον». Η Νίνα έδειξε ορισμένα σύμβολα με το γαντοφορεμένο δείκτη του χεριού της. «Αυτά όμως διαφέρουν. Είναι ένα διαφορετικό αλφάβητο». «Ξέρεις ποιο;» «Φαίνεται γνωστό, αλλά δεν μπορώ να το αναγνωρίσω. Παρ’ όλα αυτά, πρόκειται για ακόμα μια παραλλαγή, όχι για κανονικό αλφάβητο. Ίσως κάποιο τοπικό παρακλάδι, ή κάτι από μια ελαφρώς διαφορετική χρονική περίοδο. Πρέπει να συμβουλευτώ τις πηγές μου». «Ό,τι θελήσεις θα το έχεις», είπε η Κάρι. «Είναι όμως γνήσιο;» Η Νίνα γύρισε ανάποδα το τεχνούργημα. Η κάτω επιφάνεια ήταν ακριβώς όπως είχε φανεί και στο ολόγραμμα. Από το κάτω άκρο προεξείχε ένα μεταλλικό εξόγκωμα. Εκτός από αυτό, δεν έφερε άλλα σημάδια. Πίεσε με τα δάχτυλά της την καμπυλωτή άκρη καθώς το γύριζε και πάλι όρθιο. Αισθητηριακή μνήμη... Το σχήμα της θύμιζε κάτι, η καμπύλη του μετάλλου ήταν σχεδόν ενστικτωδώς οικεία... «Δρ. Γουάιλντ;» την άγγιξε ελαφρά στο χέρι η Κάρι, κι εκείνη οπισθοχώρησε λίγο, συνειδητοποιώντας ότι είχε μείνει να κοιτάζει για αρκετές στιγμές το τεχνούργημα, χαμένη στις σκέψεις της. «Είναι αυθεντικό;» «Χμ, έτσι μοιάζει. Αλλά θα έπρεπε να κάνεις μεταλλουργική ανάλυση για να το επιβεβαιώσεις». «Δυστυχώς δεν έφερα μαζί μου ούτε τη χοάνη ούτε το φασματογράφο μου», είπε η Κάρι με ένα αχνό χαμόγελο. «Μόνο η γνώμη σου μετράει τώρα». «Εντάξει...» είπε η Νίνα και πήρε βαθιά ανάσα. Ο λαιμός της είχε στεγνώσει. Δέκα εκατομμύρια δολάρια ήταν πολλά λεφτά, πολύ περισσότερα απ’ όσα θα κέρδιζε σε αρκετές επόμενες ζωές. «Αν είναι πλαστό, τότε πρόκειται για πολύ ακριβή απομίμηση, και επιπλέον εξαιρετικά καλοφτιαγμένη. Δεν υπάρχουν πολλοί στον κόσμο που θα μπορούσαν να γράψουν Γκλοζέλ». «Μπορείς να τα διαβάσεις;» ρώτησε ο Τσέιζ.

«Ορισμένα κομμάτια», είπε η Νίνα και έδειξε με το δάχτυλό της κάποιες λέξεις. «“Από το βορρά”, “στόμιο”, “ποτάμι”. Θα έλεγα ότι αυτή εδώ η γραμμή», κι έδειξε τα σημάδια που εκτείνονταν σε όλο τη μήκος του τεχνουργήματος, «είναι ένας χάρτης ή κάποιου είδους οδηγός. Ναι, οδηγίες». Η Κάρι την κοίταξε για μια στιγμή, λάμποντας από χαρά, προτού ξαναπάρει το επαγγελματικό της ύφος. «Αυτό μου αρκεί. Κύριε Χατζάρ, θα γίνει η πώληση». «Θαυμάσια», είπε ο Χατζάρ λάμποντας κι αυτός από χαρά, τη χαρά του αρπακτικού. «Η μεταφορά των χρημάτων;» Η Κάρι υπέδειξε στη Νίνα να ξαναβάλει το τεχνούργημα στο προστατευτικό στρώμα, κι ύστερα έκλεισε το χαρτοφύλακα. Η Νίνα αισθάνθηκε μια σουβλιά απογοήτευσης, καθώς το αστραφτερό μεταλλικό αντικείμενο εξαφανίστηκε από τα μάτια της. Ο Τσέιζ τράβηξε το χαρτοφύλακα προς τη μεριά του, ενώ η Κάρι άνοιξε το δικό της βαλιτσάκι. Η Νίνα ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα ήταν γεμάτο χαρτονομίσματα, απεναντίας όμως είδε μια ηλεκτρονική συσκευή στο μέγεθος και το σχήμα υπολογιστή παλάμης, που ήταν συνδεδεμένη με ένα ακουστικό τηλεφώνου. Η Κάρι σήκωσε το τηλέφωνο και τράβηξε μια χοντρή κεραία. Ύστερα πίεσε ένα κουμπί και έβαλε το ακουστικό στο αφτί της. «Μεταφορά», είπε όταν απάντησε κάποιος, και υστέρα από λίγες στιγμές συνέχισε: «Μεταφορά, από αριθμό λογαριασμού 7571-1329 στον αριθμό λογαριασμού 6502-6809. Κανονισμένο εκ των προτέρων, κωδικός εντολής δύομηδέν-ένα-τανγκό-φοξτρότ. Δέκα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ». Έκανε μια παύση, ακούγοντας προσεκτικά καθώς της επαναλάμβαναν τα λόγια της. «Ναι, επιβεβαιώνω». Πίεσε το δεξιό της αντίχειρα πάνω στην κενή οθόνη της συσκευής που υπήρχε στο βαλιτσάκι της κι ύστερα έκανε νόημα στον Χατζάρ. «Θα πρέπει να χρησιμοποιήσω τον αριστερό μου αντίχειρα», χαζογέλασε, κουνώντας προς τη μεριά της Νίνα το χέρι-γάντζο του. Η Κάρι περίμενε για την επιβεβαίωση του αποτυπώματος του, κι ύστερα έγνεψε ξανά στον Χατζάρ. Ο Ιρανός φαινόταν απεριόριστα ευχαριστημένος από τον εαυτό του· κατόπιν στράφηκε στον Βόλγκαν και είπε: «Ορίστε. Το ποσό που θα εισπράξεις είναι περίπου εφτά εκατομμύρια δολάρια». «Παίρνεις δηλαδή το τριάντα τοις εκατό;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Που να σε πάρει! Κι έλεγες ότι δεν είσαι κλέφτης». Ο Χατζάρ συνοφρυώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα και στράφηκε ξανά στην Κάρι. «Ένα μόνο πράγμα απομένει να κάνουμε, δεσποινίς Φροστ...» «Ξέρω», είπε με κάποια ανυπομονησία, προτού στρέψει και πάλι την προσοχή της στο ακουστικό της. «Έτοιμοι για τον τελικό έλεγχο ασφαλείας». Προτού αρχίσει να μιλάει, έριξε στη Νίνα ένα πονηρό βλέμμα. «“Μέσα στον ναό τοποθέτησαν το χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα που ήταν όρθιος στο άρμα του και οδηγούσε τα έξι φτερωτά άλογα. Ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι του

άγγιζε τη σκέπη του ναού 7». Η Νίνα αναγνώρισε αμέσως το απόσπασμα από τον Κριτία, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί το είχε αναφέρει η Κάρι. Ίσως ήταν ένα είδος συνθήματος - δεν αρκούσαν δηλαδή το αποτύπωμα του αντίχειρα της και όλοι οι άλλοι κωδικοί για να επιβεβαιωθεί η ταυτότητα της; Όποιος κι αν ήταν ο λόγος πάντως, είχε αποτέλεσμα. «Ευχαριστώ, είπε η Κάρι προτού κλείσει την κεραία του τηλεφώνου της. Έπιασε το σαστισμένο βλέμμα της Νίνα. «Είναι ένα σύστημα ανάλυσης ηχητικού δείγματος και στρες», της εξήγησε. «Το πιο σύγχρονο μέτρο ασφαλείας. Αν η φωνή μου δείξει ότι βρίσκομαι κάτω από συνθήκες πίεσης, ότι τελώ υπό καθεστώς βίας, η μεταφορά θα ματαιωθεί». «Όλα όμως ήταν εντάξει», είπε ο Χατζάρ. «Σας ευχαριστώ, δεσποινίς Φροστ». Για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, το βλέμμα του φτερούγισε προς το ταβάνι. «Η δουλειά μας λοιπόν ολοκληρώθηκε με επιτυχία», είπε και στράφηκε να φύγει... Αλλά το χέρι του Τσέιζ τινάχτηκε πάνω, σημαδεύοντας με το Γουαιλντι κατευθείαν το κεφάλι του Χατζάρ. «Στάσου!» Ο Χατζάρ πάγωσε. Το ίδιο έκαναν και οι σωματοφύλακές του, μόλις ο Καστίγ έβγαλε το δικό του όπλο και τους σημάδεψε. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε. «Κύριε Τσέιζ;» είπε προβληματισμένη και η Κάρι. «Πού είναι ο κοριός;» απαίτησε να μάθει ο Τσέιζ. «Η φράση ήταν συνθηματική, είχες βάλει κάποιον να μας ακούει». «Όχι, δεν...» «Πες μου πού είναι ο κοριός, αλλιώς πέθανες», είπε και τράβηξε τον επικρουστήρα του όπλου του για να μην του αφήσει περιθώριο αμφιβολίας. Ο Χατζάρ ξανακοίταξε προς τα πάνω, ανασαίνοντας βαριά μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. «Σ’ εκείνο το δοκάρι». Ο Τσέιζ έκανε νόημα στον Καστίγ, που πήδηξε πάνω στο τραπέζι και έψαξε με το χέρι του στο δοκάρι της οροφής. Λίγες στιγμές αργότερα πήδηξε κάτω, κρατώντας στο χέρι του ένα μικρό μαύρο κουτί. «Πομπός». Η Νίνα τούς κοίταξε και τους δύο σαστισμένη. «Τι συμβαίνει;» «Είναι στημένο», είπε ο Τσέιζ. «Θα περίμενε μέχρι να μεταφερθούν τα χρήματα, κι ύστερα θα κρατούσε το αντικείμενο για τον εαυτό του. Πάντως αυτό, όπως καταλαβαίνεις, αποδεικνύει ότι είναι αυθεντικό». Ξανακοίταξε τον Χατζάρ, με το όπλο του καρφωμένο στο πρόσωπό του. «Πόσους άντρες έχεις απέξω;» «Ο μόνος άντρας που έχω εκεί έξω είναι ο πιλότος μου», γρύλισε ο Χατζάρ. Στο στήθος του Τσέιζ εμφανίστηκε η κόκκινη κουκκιδίτσα μιας ακτίνας λέιζερ, 7 Πλάτωνος, Κριτίας ή Ατλαντικός, εισ.-μτφ.-σχ. Φιλολογική Ομάδα Κάκτου, Αθήνα, 1992, 116 e.

για να ακολουθήσει ένα λεπτό αργότερα κι άλλη. Μέσα από το λερωμένο παράθυρο έλαμψαν δυο όμοιες δέσμες φωτός. Απέξω ακούστηκαν τρεχαλητά. Το περιπαικτικό χαμόγελο του Χατζάρ μετατράπηκε σε σαρκαστικό γέλιο. «Ο καλός μου φίλος όμως, ο στρατηγός Μαχζάντ του ιρανικού στρατού, έχει μαζί του καμιά εικοσαριά στρατιώτες». Η Νίνα πισωπάτησε τρομαγμένη καθώς η πόρτα άνοιξε με πάταγο. Στο δωμάτιο όρμησαν τέσσερις ένστολοι άντρες με τα τουφέκια τους προτεταμένα. «Τώρα, μάλιστα», είπε ο Τσέιζ. «Τη βάψαμε!»

5

ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ, αφού κατάσχεσαν τα υπάρχοντα των αιχμαλώτων, τους οδήγησαν έξω σημαδεύοντας τους με τα τουφέκια τους, κάτι ντόπιες απομιμήσεις των γερμανικών Χέκλερ και Κοχ G3. Ο Χατζάρ ακολουθούσε με το χαρτοφύλακα που περιείχε το τεχνούργημα κι τ:να λαμπερό χαμόγελο στο χοντροφτιαγμένο πρόσωπό του. Ο Τσέιζ είδε τον Χαφέζ γονατισμένο με τα χέρια πίσω από το κεφάλι δίπλα στο Λαντ Ρόβερ. Όλες οι πόρτες του έχασκαν ορθάνοιχτες. Τον φυλούσαν δύο άντρες. Άλλοι στρατιώτες είχαν περικυκλώσει το κτίριο. Κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί: οι στρατιώτες περίμεναν κρυμμένοι στην κορυφή της απόκρημνης πλαγιάς πάνω απ’ την αγροικία και είχαν χρησιμοποιήσει σκοινιά για να κατεβούν γρήγορα. Πρόσεξε ότι δυο Ιρανοί κουβαλούσαν ρωσικά τουφέκια Ντραγκούνοφ για ελεύθερους σκοπευτές, εφοδιασμένα με ακτίνες λέιζερ και τηλεσκοπικά στόχαστρα. Έτσι εξηγούνταν γιατί ο Χαφέζ δεν είχε προλάβει να τον ειδοποιήσει. Κάποιος που τον σημαδεύουν με τις λεπτές σαν βελόνες ακτίνες ενός λέιζερ και γνωρίζει ότι ένα βλήμα υψηλής ταχύτητας μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκραγεί πάνω στο λαμπερό κόκκινο σημάδι, δεν έχει άλλη επιλογή από το να παραμείνει εντελώς ακίνητος και ήσυχος. «Λυπάμαι, Έντι», είπε ο Χαφέζ. «Ήταν πάρα πολλοί από δαύτους». Ένας από τους φρουρούς του τον κλότσησε. «Νομίζω ότι αυτή τη φορά τα σκατώσαμε εντελώς», απάντησε ο Τσέιζ. Δεν του είχε περάσει καν απ’ το νου η πιθανότητα να έχει ο Χατζάρ στρατιωτική υποστήριξη. Η διαφθορά του εμπόρου ήταν πολύ πιο εκτεταμένη απ’ όσο πίστευε. Στο βάθος εντόπισε ένα καφέ φορτηγό που τραμπαλιζόταν ανηφορίζοντας το χωματόδρομο. Πρέπει να ήταν παρκαρισμένο σε σημείο που δε φαινόταν και τώρα που η αποστολή είχε ολοκληρωθεί ερχόταν να μαζέψει τους στρατιώτες. Ο Χατζάρ πλησίασε έναν αξιωματικό, με το χαρτοφύλακα να κρέμεται από το γάντζο καθώς αντάλλασσαν χειραψία. «Στρατηγέ Μαχζάντ! Να σου συστήσω τους... επιχειρησιακούς βοηθούς μου». Ο Μαχζάντ, ένας ξερακιανός άντρας με μούσι, γέλασε πλατιά κοιτώντας την ομάδα των αιχμαλώτων. «Χαίρω πολύ. Και τώρα, Φαϊλάκ, τι θέλεις να τους

κάνουμε;» «Την ξανθιά και το Ρώσο θα τους πάρω μαζί μου». Ο, Μαχζάντ κοίταξε λάγνα την Κάρι, που τον κάρφωσε με ένα παγερό βλέμμα. «Δεν ξέρω γι’ αυτόν, αλλά καταλαβαίνω πολύ καλά γιατί παίρνεις αυτή μαζί σου!» «Δεν είναι αυτό που νομίζεις. Αν και...» ο Χατζάρ φάνηκε προβληματισμένος, κι ύστερα γέλασε και πάλι. «Όσο για τους υπόλοιπους, ειλικρινά δε με νοιάζει. Αρκεί μόνο να μη με ακολουθήσουν». «Κανένα πρόβλημα. Ο υπουργός Πολιτισμού τσακίζει τους ξένους που επιχειρούν να κλέψουν τους θησαυρούς μας. Θα φάνε τουλάχιστον είκοσι χρόνια φυλακή - αν τελικά ζήσουν για να δικαστούν». «Αυτό το αφήνω σε σένα». Ο Χατζάρ κροτάλισε τα δάχτυλά του, ειδοποιώντας έτσι τους σωματοφύλακές του. «Περάστε τους χειροπέδες», είπε, δείχνοντας την Κάρι και τον Βόλγκαν. «Πού θα την πάτε;» φώναξε ο Τσέιζ. Ένας από τους στρατιώτες τον χτύπησε στην πλάτη με τον υποκόπανο του όπλου του, κάνοντάς τον να παραπατήσει ζαλισμένος. «Στο σπίτι μου. Μην ανησυχείς, δε θα πάθει τίποτα. Αρκεί να συνεργαστεί ο πατέρας της». «Θα με ανταλλάξεις με λύτρα·,» ρώτησε η Κάρι με φρίκη. Ένας από τους σωματοφυλακές τράβηξε τα χέρια της πίσω από την πλάτη της, περνώντας τις χειροπέδες στους καρπούς της. «Νομίζω ότι για άλλα δέκα εκατομμύρια δολάρια θα είναι μια δίκαιη ανταλλαγή, δε συμφωνείς;» είπε ο Χατζάρ στον Τσέιζ, αγνοώντας την. «Αν είχα μια τόσο όμορφη κόρη, θα το θεωρούσα καλή συμφωνία». Χαμήλωσε τη φωνή του, προσδίδοντάς της έναν πιο απειλητικό τόνο. «Για να είμαι σίγουρος ότι θα παραμείνει όμορφη». «Έτσι και της κάνεις το παραμικρό», γρύλισε ο Τσέιζ, «θα σε σκοτώσω». «Αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή που μπορείς να μου υποσχεθείς;» τον χλεύασε ο Χατζάρ. «Θα με παρακαλάς να το κάνω». Ο Χατζάρ σήκωσε περιφρονητικά τους ώμους του. «Τέλεια. Θα ανησυχήσω γι’ αυτό μετά από... είκοσι χρόνια». «Κύριε Τσέιζ», είπε η Κάρι καθώς οι σωματοφύλακες την απομάκρυναν σπρώχνοντάς τη μαζί με τον Βόλγκαν, «να θυμάσαι για ποιο λόγο προσελήφθης. Προστάτεψε τη Δρ. Γουάιλντ. Αυτή είναι η ύψιστη προτεραιότητά σου». «Όμως...» «Κατάλαβες;» Ο Τσέιζ κούνησε απρόθυμα το κεφάλι. «Ναι». «Ωραία», είπε και έστρεψε την προσοχή της πρώτα στο ελικόπτερο και μετά

στον Χατζάρ. «Έχετε μόνο πέντε θέσεις και είμαστε έξι συνολικά. Ή μήπως σκοπεύεις να αιωρείσαι απ’ τους τροχούς κρεμασμένος στο γάντζο σου;» «Μπορείς να ταξιδέψεις καθισμένη στα γόνατα του Γιούρι», είπε ο Χατζάρ με ένα έκφυλο χαμόγελο. «Του αξίζει μια τελευταία απόλαυση... προτού τον πουλήσω στον Κόμπρας». To αίμα έφυγε απ’ το πρόσωπο του Βόλγκαν. «Τι πράγμα; Όχι! Όχι, Φαϊλάκ, είχαμε κάνει μια συμφωνία! » «Και είμαι σίγουρος ότι ο Κόμπρας θα μου προτείνει κάποια καλύτερη. Γιατί να περιοριστώ στα τρία εκατομμύρια δολάρια όταν μπορώ να κρατήσω και τα δέκα, όταν μπορώ να αναγκάσω τον Κόμπρας να με πληρώσει ακόμα παραπάνω για να πάρει πίσω εσένα και το τεχνούργημα;» «Όχι!» ούρλιαζε ο Βόλγκαν. Παρόλο που τα χέρια του ήταν δεμένα με χειροπέδες πίσω απ’ την πλάτη του, όρμησε στο σωματοφύλακα που τον κρατούσε, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Ο άλλος σωματοφύλακας γύρισε σαν σβούρα, αφήνοντας το μπράτσο της Κάρι καθώς ο Ρώσος του κατάφερε μια γερή κλοτσιά στο στομάχι. Ο Βόλγκαν πήδηξε πάνω απ’ το σωματοφύλακα την ώρα που έπεφτε και έτρεξε αδέξια προς την αγροικία. Στο μεταξύ, οι στρατιώτες συνήλθαν από την έκπληξή τους και πρόταξαν τα όπλα τους. «Μην πυροβολείτε!» ούρλιαζε ο Χατζάρ. Ο Μαχζάντ τον κοίταξε ξαφνιασμένος, κι ύστερα επανέλαβε τη διαταγή. Οι στρατιώτες σταμάτησαν για μια στιγμή, εγκλωβισμένοι ανάμεσα στο εκπαιδευμένο ένστικτό τους και τις διαταγές του ανώτερου τους αξιωματικού. Η στιγμή αυτή ήταν εκείνο ακριβώς που χρειαζόταν ο Τσέιζ. Άρπαξε την κάννη απ’ το τουφέκι του πλησιέστερου στρατιώτη, τραβώντας την απότομα μέσα από τα χέρια του σαστισμένου άντρα και στρέφοντάς την προς το μέρος του· την επόμενη στιγμή έπιασε με το άλλο χέρι τη σκανδάλη. Πυροβόλησε και αισθάνθηκε την καυτή σφαίρα να περνά μέσα από τη μεταλλική κάννη, καψαλίζοντας την παλάμη του. Ο στρατιώτης έγειρε προς τα πίσω, καθώς το βλήμα τον διαπέρασε, περιλούζοντας το Λαντ Ρόβερ με αίμα και διαλυμένα σπλάχνα. Προτού προλάβει να αντιδράσει κάποιος από τους άλλους στρατιώτες, ο Τσέιζ έστρεψε προς την άλλη πλευρά το όπλο του, μπλοκάροντας τον επιλογέα στο αυτόματο και εξαπολύοντας αλλεπάλληλα πυρά εναντίον των στρατιωτών με τα Ντραγκούνοφ, οι οποίοι έπεσαν νεκροί. Αυτοί που απέμειναν, αν πυροβολούσαν εναντίον του, διακινδύνευαν να χτυπήσουν τους συντρόφους τους, ενδεχόμενο που θα τους καθυστερούσε για λίγο. «Νίνα!» ούρλιαζε ο Τσέιζ. Η γυναίκα τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, εντελώς απροετοίμαστη για τη φονική αναστάτωση που είχε προκαλέσει. Τεντώθηκε για να την πιάσει απ’ το μπράτσο, αλλά ένας από τους στρατιώτες

αντέδρασε γρηγορότερα από τους συντρόφους του και άρπαξε τη Νίνα ρίχνοντάς την καταγής. Ο Τσέιζ δεν μπορούσε να τον πυροβολήσει χωρίς να χτυπήσει κι εκείνη... Έτσι, άλλαξε αμέσως τακτική. «Ούγκο!» στρίγκλισε κι έσπευσε να καλυφθεί πίσω απ’ το Λαντ Ρόβερ. Ο Καστίγ ακολουθούσε ήδη το παράδειγμά του, παλεύοντας με ένα στρατιώτη για να του πάρει το όπλο. Κάποιος άλλος, όμως, τον κοπάνησε με το τουφέκι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού και ο Καστίγ σωριάστηκε κάτω. Ο Τσέιζ στράφηκε απότομα ακούγοντας ένα πονεμένο λαχάνιασμα. Ο Χαφέζ προσπαθούσε να σταθεί στα πόδια του, αλλά ένας από τους φρουρούς του τον ξανάριξε κάτω κλοτσώντας τον. Ο άλλος στόχευε τον Τσέιζ με το G3 του... Ο Τσέιζ βούτηξε στο πίσω μέρος του Λαντ Ρόβερ. Είχε τόσο χρόνο όσο χρειαζόταν για να κλείσει με δύναμη την πόρτα προτού διαλυθεί το τζάμι και γεμίσει το αλουμινένιο αμάξωμα του 4x4 με τρύπες από τις σφαίρες. «Έντι!» ούρλιαζε η Νίνα καθώς ο στρατιώτης την τραβούσε για να σηκωθεί όρθια και την απομάκρυνε όπως όπως από το Λαντ Ρόβερ. Αγωνιζόταν και κλοτσούσε, αλλά ήταν πολύ δυνατός για να καταφέρει να του ξεφύγει. Άλλοι δύο άντρες κρατούσαν τον Καστίγ ακινητοποιημένο στο έδαφος. Ο στρατιώτης συνέχισε να πυροβολεί, αδειάζοντας ολόκληρο το γεμιστήρα των πυρομαχικών του πάνω στο όχημα. Για μια στιγμή, επικράτησε ησυχία. Ύστερα ο στρατιώτης γράπωσε το χερούλι της διάτρητης από τα βλήματα πόρτας και την άνοιξε τραβώντας την απότομα. Το Λαντ Ρόβερ ήταν άδειο. Ο στρατιώτης έμεινε να κοιτάζει σαστισμένος. Και τότε άκουσε έναν ανεπαίσθητο θόρυβο και κοίταξε προς τα κάτω. Στο δάπεδο του πίσω καθίσματος κατρακυλούσε μια χειροβομβίδα. Άνοιξε το στόμα του για να ουρλιάξει... Αλλά η κραυγή δε βγήκε ποτέ από μέσα του. Η χειροβομβίδα εξερράγη, ρίχνοντάς τον προς τα πίσω μέσα σε μια θύελλα από αιχμηρά μεταλλικά θραύσματα. Οι στρατιώτες που κρατούσαν τον Καστίγ χτυπήθηκαν από το ωστικό κύμα της έκρηξης, το ίδιο και αυτός που είχε απομείνει να φυλάει τον Χαφέζ. Οι αιχμάλωτοί τους όμως, που ήταν ξαπλωμένοι στο χώμα, το έσκασαν αλώβητοι, μια και το φονικό κύμα πέρασε από πάνω τους. Ο Τσέιζ, που είχε βρει κάλυψη στον πίσω τροχό της άλλης πλευράς του Λαντ Ρόβερ, έκλεισε σφιχτά τα αφτιά με τα χέρια του, καθώς η πόρτα από πάνω του έφυγε από τους μεντεσέδες της. Την παρακολούθησε να απομακρύνεται στριφογυρνώντας στον αέρα σαν τεράστιο φρίσμπι και να συντρίβεται στην πλαγιά από κάτω. Ο Τσέιζ κοίταξε κάτω απ’ το τζιπ. Οι πλησιέστεροι στρατιώτες ήταν όλοι είτε τραυματισμένοι είτε πεθαμένοι, οι υπόλοιποι όμως είχαν αρχίσει να

συνέρχονται από το σοκ της έκρηξης. Ήταν τουλάχιστον δέκα, και όλοι τους οπλισμένοι. Και αγριεμένοι. Με την άκρη του ματιού του είδε αστραπιαία δίπλα στο ελικόπτερο το μακρύ άσπρο παλτό της Κάρι. Την κρατούσε ένας από τους σωματοφύλακες του Χατζάρ, ενώ ο Ιρανός στρατηγός την κάλυπτε με το πιστόλι του, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα διαταγές στους άντρες του. Η Νίνα... Ο στρατιώτης που την είχε ρίξει κάτω την κρατούσε τώρα σφιχτά στην αγκαλιά του, τραβώντας την προς τα πίσω. Δεν υπήρχε περίπτωση να ρισκάρει να πυροβολήσει, άλλωστε το G3 του είχε λίγες μόνο σφαίρες ακόμα. Με το μυαλό του να δουλεύει πυρετωδώς, εκτίμησε την κατάσταση. Η Νίνα ήταν σχετικά ασφαλής προς το παρόν, ακόμα και ως αιχμάλωτη, αλλά δε θα περνούσε πολλή ώρα μέχρι κάποιος από τους Ιρανούς να σκεφτεί να τη χρησιμοποιήσει ως όμηρο, αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί. Ο Χατζάρ και ο στρατηγός Μαχζάντ μιλούσαν αγγλικά - και είχαν ακούσει την Κάρι να του δίνει εντολή να προστατεύσει πάνω απ’ όλα τη Νίνα... Κι αυτό σήμαινε πως, για να την προστατεύσει, αυτή τη στιγμή έπρεπε να την εγκαταλείψει. Άρπαξε το όπλο του και ζάρωσε οπισθοχωρώντας πίσω από το Λαντ Ρόβερ που κάπνιζε - ύστερα πετάχτηκε και άρχισε να ρίχνει με μια πλατιά κυκλωτική κίνηση όσες σφαίρες του είχαν απομείνει. Στόχευε σκόπιμα ψηλά, καθώς δεν ήθελε να χτυπήσει κανέναν, μόνο να τους αναγκάσει να σκύψουν απότομα και να τους κάνει να σαστίσουν καθώς εκείνος θα έτρεχε όσο γρηγορότερα μπορούσε για να κατεβεί την απότομη πλαγιά και να καταλήξει στην κοιλάδα. Άκουσε πίσω του να κροταλίζουν όπλα, καθώς οι στρατιώτες άνοιγαν πυρ. Κάτω από τα πόδια του ανοιγόταν η κοιλάδα, ενώ οι ελαφρά καμπυλωτές ράγες χάνονταν μέσα στο τούνελ. Μια σφαίρα σφύριξε δίπλα απ’ το κεφάλι του, αρκετά κοντά ώστε να νιώσει τη δόνηση. Πήδηξε από το χείλος του γκρεμού και πέταξε στον αέρα για να προσγειωθεί... Πάνω στην πόρτα του Λαντ Ρόβερ! Που κατρακύλησε την πλαγιά μέσα σε ένα σύννεφο από σκόνη και χαλίκια. Ο Τσέιζ κόλλησε πάνω της σαν πιτσιρίκι που παίζει με το έλκηθρο. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να πάει πολύ μακριά έτσι, γιατί η πλαγιά ήταν γεμάτη βράχους. Αλλά δε χρειαζόταν. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να απομακρυνθεί μερικά μέτρα προτού φτάσουν στην άκρη του γκρεμού οι στρατιώτες και αρχίσουν να τον πυροβολούν. Και τότε είδε μπροστά του ένα μεγάλο βράχο, που εξείχε απ’ την πλαγιά σαν

στραβό δόντι. Ο Τσέιζ πήδηξε ξανά και ρίχτηκε στο πλάι, χτυπώντας άσχημα στο έδαφος, καθώς η πόρτα έσκασε πάνω στο βράχο και τσαλακώθηκε σαν χαρτί. Επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τα πόδια του για να φρενάρει, αλλά πήγαινε πολύ γρήγορα κι έτσι συνέχισε να κατρακυλάει αβοήθητος στο λόφο. Άμμος εκσφενδονιζόταν πάνω στο πρόσωπό του, τυφλώνοντάς τον. Κι από πάνω πυροβολισμοί! Κάτι τον βίτσισε. Όχι σφαίρα, αλλά φυτά, αγριόχορτα και αγκαθωτοί θάμνοι. Αυτό σήμαινε ότι βρισκόταν κοντά στους πρόποδες του λόφου. Πόσο κοντά όμως; Αναγκάστηκε να κρατήσει ανοιχτά τα μάτια του παρά τη σκόνη που τον μαστίγωνε... και είδε το έδαφος να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του. Με μια κραυγή που αντιλάλησε μέχρι την κορυφή της πλαγιάς πίσω του, ο Τσέιζ έπεσε στο κενό. Ένας από τους στρατιώτες δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα μορφασμό. «Οχ, αυτό πρέπει να πόνεσε». Ο ξένος είχε εκσφενδονιστεί από το πάνω μέρος της εισόδου της σιδηροδρομικής σήραγγας και είχε χαθεί προς τις γραμμές. «Του άξιζε του μπάσταρδου!» γρύλισε ο άντρας που στεκόταν δίπλα του. Ειδικές δυνάμεις ή όχι, η πτώση από τέτοιο ύψος πάνω στο σκληρό ατσάλι και το τσιμέντο μιας σιδηροδρομικής γραμμής μπορούσε να προκαλέσει το σπάσιμο μερικών οστών, ή ακόμα και το θάνατο. Ο Μαχζάντ έτρεξε με βιάση κοντά τους και κοίταξε κάτω. Μπορούσε εύκολα να ακολουθήσει με το βλέμμα την καθοδική πορεία του Εγγλέζου στην απόκρημνη πλαγιά, καθώς μια γραμμή σκόνης στροβιλιζόταν μέχρι κάτω το τούνελ. «Πάρτε τα σκοινιά», διέταξε. «Θέλω τρεις άντρες να κατεβούν εκεί κάτω και να τον βρουν. Αν είναι νεκρός, να μεταφέρετε το σώμα του στο αμαξοστάσιο. Αν είναι ζωντανός...» το πρόσωπό του συσπάστηκε, αποκαλύπτοντας ένα συνδυασμό οργής και σαρκαστικής διάθεσης, «να μεταφέρετε το πτώμα του στο αμαξοστάσιο». «Μάλιστα, κύριε!» χαιρέτησαν οι στρατιώτες, και τρεις από αυτούς ετοιμάστηκαν να κατεβούν την πλαγιά. Ο Μαχζάντ ξαναγύρισε στον Χατζάρ. Ο δραπέτης Ρώσος είχε συλληφθεί ξανά και τώρα στεκόταν φρουρούμενος μαζί με τους υπόλοιπους αιχμαλώτους. «Εσύ φταις για όλα!» είπε κοφτά ο Μαχζάντ, χώνοντας το δάχτυλό του στη μούρη του Χατζάρ. «Δε μου είπες ότι επρόκειτο για εκπαιδευμένο δολοφόνο!» «Ούτε εγώ το ήξερα», φώναξε αγριεμένος ο Χατζάρ. «Πίστευα ότι θα ήταν κανένας πρώην στρατιώτης που τον είχαν προσλάβει για σωματοφύλακα!» Έδειξε με το χέρι του την Κάρι, που τον κοίταξε με παγερή αποστροφή. «Έχω τέσσερις νεκρούς και άλλους τρεις τραυματισμένους! Πώς θα το δικαιολογήσω αυτό; Πως;»

Ο Χατζάρ έγλειψε νευρικά τα χείλη του, λουσμένος στον ιδρώτα παρά το ψυχρό αεράκι. «Ίσως... με κάποια δωρεά στις οικογένειές τους; Και στο διοικητή τους;» «Θα σου πω εγώ τι είδους δωρεά, Φαϊλάκ», γρύλισε ο Μαχζάντ και σταμάτησε για μια στιγμή, εντείνοντας τη νευρικότητα του Χατζάρ. «Μια πολύ μεγάλη δωρεά». «Θα το κανονίσω μόλις επιστρέψω στο σπίτι μου», είπε ο Χατζάρ ανακουφισμένος. «Το καλό που σου θέλω», τον προειδοποίησε ο Μαχζάντ, κοιτάζοντάς τον ψυχρά. «Έχεις το λόγο μου. Τώρα», είπε και έριξε άλλο ένα βλέμμα στην Κάρι, «πρέπει να φύγω. Πρέπει να φροντίσω κάποια επείγουσα δουλειά - και θα ήταν προτιμότερο να μη μας δουν μαζί στον τόπο αυτού του... ατυχούς συμβάντος». Ο Μαχζάντ συγκατατέθηκε απρόθυμα. Οι στρατιώτες του απομάκρυναν τη Νίνα, τον Καστίγ και τον Χαφέζ, ενώ οι άλλοι επιβιβάζονταν στο Τζετ Ρέιντζερ. Ο Βόλγκαν, πλέον υπερβολικά τρομοκρατημένος για να προβάλει αντίσταση, κάθισε στο μεσαίο κάθισμα του πίσω μέρους, έχοντας από ένα σωματοφύλακα του Χατζάρ σε κάθε πλευρά, ενώ η Κάρι υποχρεώθηκε να καθίσει στα γόνατά του. Με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη της, δεν μπορούσε να κάνει και πολλά για να αντισταθεί καθώς η ζώνη ασφαλείας δενόταν σφιχτά γύρω απ’ τη μέση της, κολλώντας την αποτελεσματικά πάνω στον Βόλγκαν. Ο Χατζάρ κάθισε στη θέση του συγκυβερνήτη. «Α, δεσποινίς Φροστ», είπε, γυρίζοντας προς τα πίσω και πιάνοντας το πιγούνι της με το χέρι του, «δε χρειάζεται να έχεις τέτοιο ύφος. Δε θα σε κακομεταχειριστούμε - μας είσαι υπερβολικά πολύτιμη. Αρκεί βέβαια να συνεργαστεί ο πατέρας σου». Η Κάρι ξέφυγε από τη λαβή του. «Έκανες το μεγαλύτερο λάθος της ζωής σου, Χατζάρ». Της χάρισε ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. «Καλά, καλά. Δε χρειάζεται να κάνεις δυσάρεστη την κατάσταση. Κάθισε απλά πίσω και απόλαυσε τη διαδρομή. Κι αν θέλεις να βοηθήσεις τον Γιούρι να χαλαρώσει...» είπε κι έριξε μια ματιά στον κατάχλομο Βόλγκαν πίσω της, «τότε τρίψου πάνω του με όλη τη σημασία της λέξης. Είμαι σίγουρος ότι θα το εκτιμήσει. Η τελευταία απόλαυση ενός καταδικασμένου». Το χαμόγελό του έγινε ψυχρό. «Μόνο μην το παρακάνεις, γιατί θα ήταν κρίμα να νομίσουν οι σωματοφυλακές μου ότι προσπαθείς να το σκάσεις και σε πυροβολήσουν». Ένας από τους άντρες του έχωσε την άκρη του όπλου του στα πλευρά της για να της δώσει να καταλάβει. «Θα το έχω υπόψη μου», σάρκασε εκείνη. «Ωραία!» είπε ο Χατζάρ και, αφού στράφηκε στον πιλότο, πρόσθεσε: «Πάμε». Σοκαρισμένη η Νίνα παρακολουθούσε, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει, το

ελικόπτερο να απογειώνεται και να απομακρύνεται. Από την ακαδημαϊκή κοινότητα της Νέας Υόρκης είχε βρεθεί αιχμάλωτη των Ιρανών σε διάστημα δύο ημερών - τι στην ευχή συνέβαινε στη ζωή της; Και τώρα κρατούσαν την Κάρι για να την ανταλλάξουν με λύτρα. Όσο για τον Τσέιζ... Δεν καταλάβαινε και πολλά από αυτά που έλεγαν οι στρατιώτες, αλλά από τη χαλαρότητα στις κινήσεις τους ήταν φανερό πως τον θεωρούσαν νεκρό. Ένα μεγάλο στρατιωτικό καμιόνι έφτασε στην αγροικία. Καθώς οι στρατιώτες έσπρωχναν την ίδια και τους συντρόφους της προς το όχημα, χρειάστηκε να καταβάλει προσπάθεια για να μην κλάψει. Ο Τσέιζ πήρε μια τελευταία βαθιά ανάσα και ξαναβρήκε τον εαυτό του. Είχε καταφέρει να ελιχθεί στον αέρα την ώρα που πηδούσε από το χείλος του γκρεμού και να πιαστεί με το ένα χέρι από μια μικρή προεξοχή του βράχου. Απέμεινε να κρέμεται σαν μαριονέτα, και μετά από ένα ολόκληρο λεπτό κατάφερε να σηκώσει το άλλο χέρι και να καλυφθεί εντελώς. Όχι ότι αυτό βοήθησε ιδιαίτερα. Κρεμόταν ακριβώς πάνω από μια σιδηροδρομική γραμμή. Οι μύτες των ποδιών του απείχαν σχεδόν έξι μέτρα από τις ράγες και η πτώση από τέτοια απόσταση, ακόμα και για κάποιον με τη δική του εκπαίδευση, δεν ήταν απλή υπόθεση, αφού δεν υπήρχε απολύτως τίποτα για να την ανακόψει. Το μόνο χειρότερο που μπορούσε να φανταστεί ήταν τον εαυτό του κρεμασμένο πάνω από ένα κρεβάτι με καρφιά. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Φωνές και ένας προειδοποιητικός κρότος από πέτρες που κατρακυλούσαν στην πλαγιά ανήγγειλαν ότι από στιγμή σε στιγμή θα έπρεπε να περιμένει παρέα. Επομένως - πήδα! Παρόλο που είχε προετοιμαστεί για την πρόσκρουση, λυγίζοντας τα γόνατα και κουλουριάζοντας το σώμα του, ο πόνος διαπέρασε τις γάμπες του σαν να είχε χτυπήσει πάνω σε σιδερένια μπάρα. Έπεσε βαριά, με κομμένη την ανάσα από την αγωνία, καθώς το στήθος του χτύπησε με ορμή πάνω στο σκληρό μέταλλο της σιδηροδρομικής γραμμής. Πασχίζοντας να ξεπεράσει τον πόνο, πίεσε τον εαυτό του να συρθεί πέρα από τις γραμμές. Εκτίμηση ζημίας: πονούσαν αφόρητα και τα δυο του πόδια, ο αριστερός του αστράγαλος είχε δεχτεί όλο το βάρος της πρόσκρουσης, αλλά δεν είχε σπάσει τίποτα. Ήξερε πώς ήταν να παθαίνεις κάταγμα. Ανακάθισε μορφάζοντας, καθώς ένιωσε άλλη μια σουβλιά πόνου στα πλευρά του. Στα θετικά της υπόθεσης έπρεπε να προσμετρήσει το γεγονός ότι φορούσε το ανθεκτικό δερμάτινο τζάκετ του. Μετά από μερικές βαθιές εισπνοές και αυτοσυγκέντρωση, ο Τσέιζ στάθηκε όρθιος...

Και άφησε να του ξεφύγει ένα μανιασμένο μουγκρητό. Δεν ήταν τόσο μια έκφραση αγωνίας και πόνου, όσο ένας τρόπος για να απαλλαγεί από αυτά τα συναισθήματα, να τα ελέγξει. Μπορεί κάποιες από τις τεχνικές της SAS για τη διαχείριση πόνου να φάνταζαν πρόχειρες και χονδροειδείς αλλά λειτουργούσαν. «Οχ, τώρα τα πήρα!» στρίγκλισε. Ένας θόρυβος από πάνω τράβηξε την προσοχή του. Δεν ήταν οι στρατιώτες που τον καταδίωκαν, αλλά το ελικόπτερο του Χατζάρ που χανόταν πίσω από μια βουνοκορφή. Ο κουλοχέρης μπάσταρδος με το γάντζο έπαιρνε την Κάρι, σχεδιάζοντας να αναγκάσει τον πατέρα της να του καταβάλει λύτρα. Τι έπρεπε να κάνει; Η Κάρι Φροστ ήταν η εργοδότης του - και πολύ αμφέβαλλε αν ο πατέρας της θα έδειχνε και την ελάχιστη έστω κατανόηση σε περίπτωση που της συνέβαινε κάτι. Μια αποτυχία σαν κι αυτή πιθανότατα θα τερμάτιζε επιτόπου την καριέρα του. Κανείς δε θα τον προσλάμβανε ξανά. Από την άλλη, ως εργοδότης του, η Κάρι του είχε δώσει μια πολύ συγκεκριμένη εντολή: να προστατεύει τη Νίνα Γουάιλντ. Αυτός άλλωστε ήταν και ό λόγος για τον οποίο τον είχαν προσλάβει εξαρχής. Κι αν τώρα την κρατούσαν οι στρατιώτες, τότε προφανώς είχαν μαζί τον Καστίγ και τον Χαφέζ. Το καμιόνι που είχε δει μόνο μία κατεύθυνση μπορούσε να ακολουθήσει: να ξαναγυρίσει πίσω στο δρόμο που περνούσε από το αμαξοστάσιο. Το αμαξοστάσιο... Αν κατάφερνε να φτάσει εκεί έγκαιρα, μπορεί να έβρισκε κάποιο άλλο όχημα, κάποιο τρόπο να τους ακολουθήσει. Και να τους σώσει. Σφίγγοντας τα δόντια καθώς ο πόνος διαπερνούσε τον αστράγαλό του, ο Τσέιζ άρχισε να τρέχει παράλληλα με τις σιδηροδρομικές γραμμές.

6 «ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ», είπε ο Καστίγ στη Νίνα, καθώς το φορτηγό τραμπαλιζόταν στο χωματόδρομο, «όλα θα πάνε καλά». «Με ποιο τρόπο;» ρώτησε, σηκώνοντας ψηλά τους αλυσοδεμένους καρπούς της. «Εμάς μας συνέλαβαν, την Κάρι την απήγαγαν και ο Τσέιζ είναι νεκρός!» Ξαφνιάστηκε όταν τόσο ο Καστίγ όσο και ο Χαφέζ έβγαλαν κάτι αστείους θορύβους. «Ο Έντι έχει επιζήσει και από χειρότερα», της είπε ο Χαφέζ. «Τι μπορεί να είναι χειρότερο από το να σε πυροβολήσουν και στη συνέχεια να πέσεις σε έναν γκρεμό;» «Ε, λοιπόν, κάποτε που ήμασταν στη Γουιάνα...» άρχισε ο Καστίγ, αλλά ένας από τους στρατιώτες του έβαλε τις φωνές στα περσικά, καρφώνοντας την κάννη του όπλου του στο στομάχι του για έμφαση. «Άου! Απ’ ό,τι φαίνεται αυτοί οι ηλίθιοι προτιμούν να μη μιλάμε». «Αυτοί οι ηλίθιοι», του ανταπάντησε κάποιος άλλος στρατιώτης, «μιλούν και αγγλικά». «Αλλά στοιχηματίζω πως δε μιλούν γαλλικά», συνέχισε ήρεμα ο Καστίγ σε μια από τις μητρικές του γλώσσες. «Στοιχηματίζω πως όχι!» απάντησε ευγενικά η Νίνα. Πράγμα που είχε ως συνέπεια η ίδια να εισπράξει την αγριοφωνάρα ενός στρατιώτη και ο Καστίγ άλλο ένα χτύπημα στην κοιλιά. Πέρασαν το υπόλοιπο του δυσάρεστου ταξιδιού τους σιωπηλοί. Η Νίνα κρατούσε το βλέμμα της στυλωμένο στον Καστίγ, αποφεύγοντας να κοιτάζει τα κορμιά που κείτονταν στο δάπεδο. Τελικά, το καμιόνι σταμάτησε με ένα στρίγκλισμα των φρένων. Η Νίνα μισόκλεισε τα μάτια της μόλις οι στρατιώτες την έσπρωξαν έξω, στο σκληρό φως της μέρας. Βρίσκονταν στο αμαξοστάσιο που είχε δει νωρίτερα. Τέσσερις μακριές σιδηροδρομικές γραμμές εκτείνονταν παραπλέυρως των κυρίων γραμμών, με τις οποίες συνδέονταν στα άκρα. Ένα μικρό τρένο βρισκόταν στην πιο κοντινή δευτερεύουσα γραμμή, τρία επιβατηγό βαγόνια με μια βραδυκίνητη ντιζελομηχανή μπροστά. Ένα μεγαλύτερο φορτηγό τρένο περίμενε σε μια άλλη ράγα. Η Νίνα άκουγε τα βελάσματα από τα αρνιά και τα κατσίκια που έρχονταν από τα βαγόνια. Ο στρατηγός Μαχζάντ στάθηκε μπροστά στους αιχμαλώτους, με τα χέρια

στους γοφούς του. «Τι σκοπεύετε να μας κάνετε;» ρώτησε η Νίνα. «Θα σας περάσω από δίκη για τη δολοφονία των αντρών μου», απάντησε. «Θα κριθείτε ένοχοι και θα καταδικαστείτε σε θάνατο». «Τι πράγμα;» ανατρίχιασε. «Μα εμείς δεν κάναμε τίποτα!» «Μη συζητάς μαζί του», είπε ο Καστίγ. «Είναι παλιάνθρωπος, δεν έχει νόημα να του μιλάς...» Ένας στρατιώτης σήκωσε άγρια το τουφέκι του και το κατέβασε με ορμή στη ράχη του Καστίγ, ρίχνοντάς τον καταγής. «Είσαι τυχερός που δε σου ρίχνω εδώ και τώρα· θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι επιχείρησες να το σκάσεις», γρύλισε ο Μαχζάντ. Προς στιγμήν φάνηκε να το σκέφτεται, αλλά τελικά έδωσε άλλες εντολές. Οι στρατιώτες έσπρωξαν τη Νίνα και τον Χαφέζ στο μπροστινό βαγόνι του τρένου. Δυο άλλοι άντρες, κρατώντας τον Καστίγ απ’ τις μασχάλες, τον έσυραν πίσω τους. Το εσωτερικό του βαγονιού ήταν παλιομοδίτικα σχεδιασμένο: ένας στενός διάδρομος από τη μια πλευρά και μια σειρά από οχταθέσια διαμερίσματα από την άλλη. Έσπρωξαν τον Καστίγ και τον Χαφέζ στο τελευταίο διαμέρισμα, όπου έμειναν να τους φρουρούν τέσσερις στρατιώτες. Ο φρουρός της Νίνα άρχισε να τη σπρώχνει πίσω τους, αλλά κάτι του είπε ο Μαχζάντ κι ο φρουρός έσκασε ένα απαίσιο χαμόγελο και την οδήγησε στο διαμέρισμα στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Κατά τα φαινόμενα, εκεί πρέπει να βρισκόταν άλλοτε η πρώτη θέση, αν και η εποχή εκείνη είχε παρέλθει προ πολλού. Τώρα τα καθίσματα ήταν ξεφτισμένα και βρόμικα. «Κάθισε κάτω», είπε ο Μαχζάντ, μπαίνοντας μετά από αυτή στο διαμέρισμα. Η Νίνα σκέφτηκε να αρνηθεί, αλλά προτού προλάβει να ανοίξει το στόμα της, την ανάγκασε να καθίσει στη θέση δίπλα στο παράθυρο. Ύστερα κάθισε απέναντι της. Ο στρατιώτης πήρε θέση έξω από την πόρτα, μπορούσε να τον δει πίσω από το στενό παράθυρο. Νόμισε ότι ο Μαχζάντ σκόπευε να της μιλήσει, εκείνος όμως κάθισε απλώς εκεί και με το δυσερμήνευτο βλέμμα του άρχισε να περιεργάζεται αργά το κορμί της. Εκείνη άγγιξε αμήχανα τα μαλλιά της· αυτομάτως, η κίνηση αυτή προκάλεσε την προσοχή του, και τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπό της. Η Νίνα άρχισε να συνειδητοποιεί με τρόμο ότι δεν ήταν απλώς μόνη με τον Μαχζάντ στο διαμέρισμα του τρένου, αλλά και ότι ο στρατιώτης απέξω θα έκανε αναμφίβολα τα στραβά μάτια σε ό,τι κι αν συνέβαινε εκεί μέσα. Ή ακόμα χειρότερα... θα συμμετείχε. Ένα ρίγος φρίκης τη διαπέρασε. Με την άκρη του στόματός του ανασηκωμένη σε έναν απαίσιο μορφασμό, ο Μαχζάντ παρακολουθούσε την κάθε της κίνηση· ύστερα το τρένο τραντάχτηκε κι άρχισε να κινείται.

Οι μακρινές αναγκαστικές πορείες δεν ήταν κάτι καινούριο για τον Τσέιζ. Αλλά το να τρέχει με τέτοιο πόνο ήταν εντελώς διαφορετικό. Κάθε πενήντα μέτρα γερνούσε και κοιτούσε πίσω τους διώκτες του. Την ώρα που έφταναν στη σήραγγα, προπορευόταν ήδη καμιά τετρακοσαριά μέτρα. Αλλά θα τον πρόφταιναν: ήταν νεότεροι, ξεκούραστοι, αλώβητοι. Εξακολουθούσε βέβαια να βρίσκεται έξω από το πεδίο βολής των G3 τους και, απ’ όσα ήξερε για την εκπαίδευση του μέσου Ιρανού στρατιώτη, δεν κινδύνευε να χτυπηθεί ακόμα κι αν έμπαινε στην ακτίνα πυρός τους. Στο τέλος, όμως, θα πλησίαζαν αρκετά κοντά και θα του έριχναν. Εκτός και αν προλάβαινε να φτάσει πρώτος στο αμαξοστάσιο. Το τι θα έκανε βέβαια, όταν θα έφτανε εκεί, εξακολουθούσε να παραμένει μυστήριο. Αποφάσισε να το αφήσει στην τύχη. Στις δευτερεύουσες ράγες ήταν σταματημένα ένα φορτηγό και ένα μικρότερο επιβατηγό τρένο. Παρκαρισμένο δίπλα στο τελευταίο υπήρχε ένα στρατιωτικό καμιόνι. Η αδρεναλίνη κατέκλυσε όλο του το σύστημα, αναζωογονώντας τον. Ήταν το ίδιο καμιόνι που είχε δει να κατευθύνεται προς την αγροικία! Πρέπει να έφερε τους στρατιώτες -και κατά συνέπεια και τους αιχμαλώτους τους- πίσω στο αμαξοστάσιο... κι αυτό σήμαινε άτι ετοιμάζονταν να επιβιβαστούν στο τρένο. Ο Τσέιζ έριξε στα γρήγορα μια ματιά πίσω. Οι τρεις Ιρανοί βρίσκονταν καμιά διακοσαριά μέτρα πίσω του και κέρδιζαν διαρκώς έδαφος. Αυτό σήμαινε πως όταν θα έφτανε στην αποβάθρα, δε θα είχε και πολύ χρόνο να... Σκατά! Το επιβατηγό τρένο άρχισε να κινείται! Το στρίγκλισμα της ντιζελομηχανής έφτασε στα αφτιά του, ενώ ταυτόχρονα βρομερή κάπνα γέμισε τον καθαρό αέρα του βουνού. Είχε φτάσει πολύ αργά! Υπολογίζοντας την κατάσταση του χωματόδρομου από πάνω, δεν είχε καμιά ελπίδα να συμβαδίσει με το τρένο, ακόμα και αν έκλεβε το καμιόνι. Έπρεπε όμως πάση θυσία να βρει τρόπο να σώσει τη Νίνα, για να μην αναφέρει και τους φίλους του. Το τρένο εξακολουθούσε να κινείται αργά προς τα «κλειδιά» που θα το οδηγούσαν στην κεντρική γραμμή. Το ένα μετά το άλλο τα βαγόνια ελίσσονταν γύρω από το σημείο εκείνο. Ο Τσέιζ πίεσε ακόμα περισσότερο τον εαυτό του, παραβλέποντας τον πόνο. Ίσως και να υπήρχε ακόμα μια ευκαιρία που θα μπορούσε να αρπάξει... Αλλά δεν υπήρξε. Μόλις και μετά βίας είχε φτάσει στη μια άκρη της αποβάθρας τη στιγμή που το τρένο απομακρυνόταν από την άλλη, με τη μηχανή να βρυχάται υπόκωφα καθώς ανέπτυσσε ταχύτητα.

Η μόνη επιλογή του πλέον ήταν το καμιόνι... ή το άλλο τρένο. Δίπλα στο πίσω μέρος του καμιονιού στεκόταν ένας μόνο στρατιώτης, ο οποίος παρακολουθούσε την αναχώρηση του τρένου. Άκουσε βήματα να τρίζουν πάνω στο αμμοχάλικο πίσω του και κοίταξε γύρω του - για να δεχτεί μια κλοτσιά ακριβώς πάνω στο στήθος. Ο Τσέιζ ολοκλήρωσε την κίνησή του γρονθοκοπώντας το πρόσωπο του πεσμένου άντρα. Δεν είχε χάσει τις αισθήσεις του, αλλά έστω και για μερικά λεπτά δε θα ήταν σε θέση να παλέψει. Αρπάζοντας το όπλο του στρατιώτη, ο Τσέιζ έριξε μια ματιά προς τις ράγες, στους διώκτες του, κι ύστερα έτρεξε προς το μπροστινό μέρος του φορτηγού τρένου. Άκουσε την πρώτη σφαίρα να καρφώνεται σε ένα από τα ξύλινα βαγόνια λίγο προτού φτάσει στ’ αφτιά του και ο κρότος από τον πυροβολισμό. Ζώα βέλαζαν φοβισμένα. Έπεσε στο έδαφος, κύλησε κάτω από το κοντινότερο βαγόνι και βγήκε από την άλλη πλευρά. Είχε λίγα μόνο λεπτά στη διάθεσή του για να καλυφθεί· άλλωστε οι στρατιώτες δε θα αργούσαν πολύ ακόμα να φτάσουν στο πίσω μέρος του τρένου και να κάνουν το γύρο τρέχοντας. Η μηχανή του τρένου βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, μια βρόμικη μεταλλική πλάκα με μια καμπίνα στο κάθε άκρο. Υπήρχε όμως κάτι που έπρεπε να κάνει πρώτα... Βούτηξε στο κενό ανάμεσα στη μηχανή και το πρώτο βαγόνι. Ο σύνδεσμος δεν ήταν παρά ένας κοινός αρμός· τράβηξε το μοχλό και τον ξεκλείδωσε με ένα δυνατό καμπανιστό ήχο. Μόλις ξεκινούσε η μηχανή, θα αποσυνδεόταν αυτόματα και θα άφηνε πίσω της το υπόλοιπο τρένο. Έριξε μια ματιά πίσω, σε όλο το μήκος του τρένου. Δύο από τους στρατιώτες τον είχαν ακολουθήσει απ’ την αριστερή πλευρά, πράγμα που σήμαινε ότι στη δεξιά είχε απομείνει μόνο ένας. Πήδηξε πάνω στο σύνδεσμο κι έσκυψε από την άλλη πλευρά του βαγονιού, κρυμμένος πίσω από τη γωνία με το όπλο του έτοιμο να ρίξει. Ο τρίτος στρατιώτης έτρεχε προς το μέρος του. Με μια ήρεμη κίνηση, ο Τσέιζ γονάτισε στο ένα πόδι, σκόπευσε και πυροβόλησε. Έριξε τρεις σφαίρες, αλλά κατάφερε να τον χτυπήσει με την πρώτη. Ο στρατιώτης σωριάστηκε στο χώμα. Ο Τσέιζ έτρεξε στο μπροστινό μέρος της μηχανής. Από την ανοιχτή πόρτα πρόβαλε ένα κεφάλι, ο οδηγός που έσκυβε έξω για να δει π συνέβαινε. Πολύ γρήγορα κατάλαβε τα πάντα. «’Σπέρα!» του πέταξε ο Τσέιζ ασθμαίνοντας και τον σημάδεψε με το όπλο του. «Πρέπει να δανειστώ το τρένο σου». Σοκαρισμένος ο οδηγός σήκωσε τα χέρια ψηλά, κοίταξε γύρω του απελπισμένος, έκανε μεταβολή και με ένα ουρλιαχτό πετάχτηκε έξω από την άλλη μεριά της καμπίνας. «Τουλάχιστον, του το ζήτησα», μουρμούρισε ο Τσέιζ καθώς ανέβαινε τα

σκαλοπάτια. Η στενόχωρη καμπίνα ήταν άδεια, ο μονότονος ήχος της μηχανής που δούλευε στο ρελαντί ερχόταν από ένα στενό πορτάκι στον πίσω τοίχο. Από το μπροστινό τζάμι είδε τον οδηγό που το είχε σκάσει να κατευθύνεται τρέχοντας προς ένα φυλάκιο σηματοδοσίας, κοντά στο τέρμα των παράπλευρων γραμμών. Ο μεγαλύτερος μοχλός στο χειριστήριο θα πρέπει να ήταν το γκάζι. Πράγμα που σήμαινε ότι ο αμέσως μικρότερος ήταν το φρένο. Αυτό έλπιζε τουλάχιστον. Ο Τσέιζ πίεσε δοκιμαστικά το μοχλό του γκαζιού προς τα εμπρός. Η καμπίνα κλυδωνίστηκε ενώ ο θόρυβος της ντιζελομηχανής αυξήθηκε - αλλά τα φρένα την κράτησαν ακινητοποιημένη. Κατόπιν κούνησε το μοχλό που πίστευε πως ήταν το φρένο. Ακούστηκε ένα διαπεραστικό μεταλλικό στρίγκλισμα και η καμπίνα της μηχανής τινάχτηκε. Στη στιγμή έσπρωξε το γκάζι προς τα εμπρός. Η μεγάλη ντιζελομηχανή πίσω του έβγαλε έναν οξύ ήχο, ενώ οι δείκτες των οργάνων στο χειριστήριο χτύπησαν κόκκινο. Εκείνος όμως τους αγνόησε και κοίταξε έξω από την ανοιχτή πόρτα. Η μηχανή είχε πράγματι αποσυνδεθεί από το υπόλοιπο τρένο, κι έτσι τουλάχιστον δε θα έσερνε μαζί του και μερικές εκατοντάδες ζώα. Οι στρατιώτες που έτρεχαν είχαν φτάσει σχεδόν στο μπροστινό μέρος του πρώτου βαγονιού... Έβγαλε το G3 και το ρύθμισε στο αυτόματο, εξαπολύοντας μια δέσμη φωτιάς από το πλάι της καμπίνας. Ο ένας από τους άντρες έπεσε στη στιγμή, με το αίμα να αναβλύζει από το στήθος του σαν σιντριβάνι. Ο άλλος όρμησε στο φορτηγό βαγόνι στην κορυφή του σταθμευμένου τρένου. Ο Τσέιζ δεν μπόρεσε να του ρίξει γιατί τον εμπόδιζε ο όγκος της μηχανής. Άφησε να του ξεφύγει ένα μουγκρητό που μαρτυρούσε την ενόχλησή του, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή του στα όργανα ελέγχου και τα βαγόνια μπροστά. Η πρώτη διακλάδωση των γραμμών πλησίαζε με ταχείς ρυθμούς. Ο Τσέιζ ήξερε από τότε που έπαιζε με τα τρενάκια του μπαμπά του όταν ήταν παιδί ότι τα σημεία αυτά έπρεπε να τα περνά κανείς με χαμηλή ταχύτητα. Για την ακρίβεια, του είχαν απαγορεύσει να οδηγεί το τρένο, αφότου η περιέργειά του για το τι θα συνέβαινε αν δεν πήγαινε σιγά είχε ως συνέπεια το Εξπρές Γκρέιτ Γουέστερν να καταλήξει μετά από μια ιπτάμενη πορεία στο πάτωμα. Δεν είχε όμως και πολλές επιλογές - έπρεπε να προλάβει το τρένο της Νίνα. Ο Τσέιζ προετοίμασε τον εαυτό του γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Ολόκληρη η καμπίνα της μηχανής σείστηκε καθώς έπεσε πάνω στα «κλειδιά» της διασταύρωσης και τα προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Προς στιγμήν, ο ήχος του μετάλλου που τρίβεται πάνω σε μέταλλο κάλυψε κάθε άλλο θόρυβο. Η βίαιη αυτή κίνηση επαναλήφθηκε καθώς οι έξι τροχοί του πίσω μέρους έπεσαν επίσης πάνω στα «κλειδιά». Ύστερα η μηχανή ευθυγραμμίστηκε, αλλά πλησίαζε η ώρα για την επόμενη διακλάδωση...

Πίσω από την καμπίνα του μηχανοδηγού, έξω από το οπτικό πεδίο του Τσέιζ, ο στρατιώτης που είχε απομείνει έτρεχε κατά μήκος του βαγονιού. Η μηχανή είχε αρχίσει να επιταχύνει και το απαίσιο στρίγκλισμα που έβγαλε καθώς περνούσε από τα «κλειδιά» μέσα σε μια βροχή από σπίθες σχεδόν τον ξεκούφανε, αλλά η οργή και ο διακαής πόθος του να πάρει εκδίκηση για τους συντρόφους του του έδιναν τη δύναμη να συνεχίσει. Επιχείρησε ένα απελπισμένο άλμα στο πίσω μέρος της μηχανής που απομακρυνόταν, πασχίζοντας να πιαστεί από την κουπαστή... Και τα κατάφερε. Γεμάτος αποφασιστικότητα, ο στρατιώτης ανέβηκε με σταθερό βήμα τα σκαλιά κι έπειτα σκαρφάλωσε στην πίσω καμπίνα. Ακόμα ένα μεταλλικό στρίγκλισμα κάτω από τη μηχανή έκανε τον Τσέιζ να δαγκωθεί από την αγωνία, αλλά εξακολούθησε να πιέζει το γκάζι ακόμα και όταν κινδύνευσε να πέσει από τη θέση του οδηγού λόγω της απότομης στροφής. Άλλη μια διασταύρωση και θα βρισκόταν στην κύρια γραμμή, ακολουθώντας το άλλο τρένο. Αν κατάφερνε να αποσπάσει κάθε μόριο δύναμης από τη μηχανή, δε θα αργούσε να το προλάβει - και αν είχε υπολογίσει σωστά, θα μπορούσε να συνδυάσει τις ταχύτητες και να ενώσει αυτομάτως τη δική του μηχανή με το πίσω μέρος του τρένου, κι έπειτα να σκαρφαλώσει έξω από την καμπίνα και να πηδήξει στο τρένο. Μεταλλικές λάμψεις γέμισαν το οπτικό του πεδίο: κάτι κινούνταν. Τα τελευταία «κλειδιά» είχαν μετατοπιστεί! Ο Τσέιζ γύρισε αστραπιαία το κεφάλι του και είδε δυο τρομοκρατημένα πρόσωπα να κοιτάζουν έντονα από το παράθυρο του φυλακίου καθώς τα προσπερνούσε. Ο οδηγός πρέπει να είχε ζητήσει από τον κλειδούχο να προσπαθήσει να τον σταματήσει - και τώρα η μηχανή του θα κατέληγε στο βαγόνι που βρισκόταν παράλληλα με το άλλο τρένο. Πράγμα που σήμαινε πως, αν ερχόταν από την αντίθετη πλευρά κάποιο άλλο τρένο, θα συγκρουόταν μετωπικά μαζί του! Αν όμως πίστευαν ότι θα τον σταματούσαν, έκαναν λάθος. Με έναν τελευταίο κρότο των ήδη στραπατσαρισμένων μετάλλων, η μηχανή του Τσέιζ πέρασε βροντώντας από τα «κλειδιά» και μπήκε στην κύρια γραμμή. Πάτησε το γκάζι στο τέρμα. Οι δείκτες αναπήδησαν και πάλι, αλλά το μόνο που ενδιέφερε τον Τσέιζ ήταν το ταχύμετρο. Τριάντα χιλιόμετρα την ώρα... σαράντα... Τα μπροστινά βαγόνια πήγαιναν πέρα δώθε καθώς τραμπαλίζονταν ανάμεσα στα βουνά. Δεν είχε καταφέρει ακόμα να δει το άλλο τρένο, αλλά δεν μπορούσε να βρίσκεται πολύ μακριά. Το μεγαλύτερο πρόβλημά του όμως δεν ήταν να το προφτάσει, αλλά να

καταφέρει να ανεβεί επάνω. Τα βλέμματα του Καστίγ και του Χαφέζ συναντήθηκαν. Και οι δύο είχαν μεγάλη εμπειρία με στρατιώτες, γι’ αυτό και τους παρακολουθούσαν προσεκτικά για να ανακαλύψουν τα εύγλωττα σημάδια βαρεμάρας και αφηρημάδας που σχεδόν αναπόφευκτα κάνουν την εμφάνιση τους στη διάρκεια της σκοπιάς. Και πράγματι, οι στρατιώτες που τους φρουρούσαν εμφάνιζαν αυτά τα σημάδια. Υπερτερούσαν αριθμητικά των αιχμαλώτων τους σε αναλογία δύο προς έναν και ήταν οπλισμένοι. Έτσι, είχαν ένα έμφυτο αίσθημα δύναμης και υπεροχής που μπορούσε εύκολα να μετατραπεί σε αυταρέσκεια. Όταν τους έσπρωξαν βιαστικά μέσα στο διαμέρισμα του τρένου, τα όπλα των στρατιωτών ήταν υψωμένα και καρφωμένα επάνω τους. Τώρα ήταν κατεβασμένα. Δε θα χρειαζόταν πάνω από μια στιγμή για να τα ξανασηκώσουν - αλλά μια στιγμή ήταν ό,τι ακριβώς χρειάζονταν ο Καστίγ και ο Χαφέζ. Έπρεπε απλώς να περιμένουν την κατάλληλη. Όσο περισσότερο προσπαθούσε η Νίνα να αγνοήσει τον Μαχζάντ, τόσο περισσότερο αισθανόταν το βλέμμα του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να απομακρυνθεί από κοντά του και να γείρει πιο κοντά στο παράθυρο, χαζεύοντας το ορεινό τοπίο που περνούσε γρήγορα πίσω από το βρόμικο τζάμι. Ο Μαχζάντ κουνήθηκε στη θέση του. Η Νίνα έριξε μια ματιά προς το μέρος του - και πάγωσε απ’ τον τρόμο όταν είδε ότι έπαιζε με το Γουάιλντι του Τσέιζ. «Η ζωή μου θα ήταν ευκολότερη αν σας είχα πυροβολήσει, εσένα και τους φίλους σου, ενώ προσπαθούσατε να το σκάσετε», είπε. «Λιγότερη χαρτούρα, λιγότερες ερωτήσεις από τους ανωτέρους μου. Ίσως πρέπει να σας σκοτώσω όλους πριν φτάσουμε και γλιτώσω έτσι κάμποση δουλειά». Έστρεψε αργά το όπλο προς το μέρος της με την κάννη να τη σημαδεύει. Ζάρωσε στη θέση της. «Αλλά... θα μπορούσες να με πείσεις να αλλάξω γνώμη. Να σώσεις τους φίλους σου». «Πώς;» ρώτησε η Νίνα, αν και γνώριζε ήδη την απάντηση. «Ξέρεις πώς», της απάντησε γέρνοντας στο κάθισμά του, ενώ στο πρόσωπό του απλωνόταν ένα χαιρέκακο, αυτάρεσκο χαμόγελο. «Είσαι αηδιαστικός». Το χαμόγελο πλάτυνε ακόμα περισσότερο. «Δεν είμαι παράλογος άνθρωπος», είπε κοιτώντας το ρολόι του. «Σου δίνω λίγα λεπτά διορία για να το σκεφτείς. Αν επιλέξεις να μη δεχτείς την προσφορά μου...» στο πρόσωπό του τρεμόπαιξε ένα μοχθηρό χαμόγελο, «θα σκοτώσω τους φίλους σου και θα σε παραδώσω στους

άντρες μου. Πολύ φοβάμαι ότι αυτοί δεν είναι... ποια είναι η κατάλληλη λέξη; Τόσο αβροί όσο εγώ». Παραλυμένη από τον αρρωστημένο φόβο που ανακάτευε τα σωθικά της, η Νίνα απομακρύνθηκε και πάλι από κοντά του, εντελώς χαμένη και μόνη.

Η μηχανή πήγαινε τώρα με εβδομήντα και πλέον χιλιόμετρα την ώρα, και ακόμα επιτάχυνε. Καθώς έπαιρνε με φόρα μια μεγάλη στροφή, ο Τσέιζ κοίταξε επίμονα τη θέα μπροστά του, προσπαθώντας να διακρίνει έστω και φευγαλέα το άλλο τρένο. Να το! Βρισκόταν περίπου ένα χιλιόμετρο πιο μπροστά, αλλά η μηχανή του κέρδιζε συνεχώς απόσταση. Δύο λεπτά για να το προλάβει. Ίσως και λιγότερο. Το κενό ανάμεσα στα βαγόνια ήταν γύρω στα τρία μέτρα, αλλά η απόσταση μεταξύ των πλευρών των δύο τρένων πρέπει να ήταν μικρότερη, περίπου ενάμισι μέτρο. Εύκολο άλμα, δηλαδή. Εύκολο, στο βαθμό που τα δύο οχήματα δεν έτρεχαν με πενήντα σχεδόν μίλια την ώρα. Ο Τσέιζ επιχείρησε να ρίξει μια πιο προσεκτική ματιά στο τελευταίο βαγόνι του άλλου τρένου. Ήταν παλιομοδίτικο, με μια ανοιχτή εξέδρα στο πίσω μέρος που οδηγούσε σε μια πόρτα. Αυτό έκανε τα π μάγματα ευκολότερα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να υπολογίσει σωστά το άλμα του και να πηδήξει από τη μηχανή στην εξέδρα. Αυτό ήταν το μόνο που είχε να κάνει. Απλά να πηδήξει από ένα κινούμενο τρένο σε ένα άλλο. Σιγά το πράγμα. Ο Τσέιζ ρύθμισε το γκάζι, κρεμώντας από το μοχλό τον ιμάντα του τουφεκιού του ώστε η μηχανή να κόψει ταχύτητα προτού εισέλθει στη νέα σιδηροτροχιά. Αν το κατόρθωνε προτού τα δύο τρένα αρχίσουν να κινούνται παράλληλα, τότε θα είχαν την ίδια ταχύτητα κι εκείνος θα πηδούσε ευκολότερα. Κινήθηκε προς την ανοιχτή πόρτα και έσκυψε έξω για να υπολογίσει τη δύναμη του ανέμου... Και τότε δέχτηκε ένα χτύπημα από πίσω. Ο ώμος του προσέκρουσε βίαια στο μεταλλικό πλαίσιο, καθώς ένας στρατιώτης ορμούσε μέσα από το διάδρομο που συνέδεε τις μπροστινές με τις πίσω καμπίνες. Το χτύπημα έκανε τον Τσέιζ να βλέπει θολό το δάπεδο του βαγονιού, καθώς ο στρατιώτης προσπαθούσε να τον σπρώξει έξω απ’ την πόρτα. Με το ένα χέρι μουδιασμένο απ’ την πρόσκρουση, το μόνο που μπορούσε να πιάσει για να στηριχτεί ήταν η κουπαστή της σκάλας, έξω από την καμπίνα της μηχανής, πράγμα που τον έκανε να βρεθεί παραπαίοντας ακόμα μακρύτερα. Από εκεί είδε τα φώτα κάποιας άλλης αμαξοστοιχίας, που ερχόταν ολοταχώς

καταπάνω τους!

7 ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ σφίχτηκαν γύρω απ’ το λαιμό του Τσέιζ, πιέζοντας τον με δύναμη και σπρώχνοντας τον στην άκρη της σκάλας. Ο Τσέιζ πάσχιζε να ανασάνει, καθώς τα δάχτυλα του άλλου έσφιγγαν όλο και περισσότερο την τραχεία του. Έβαλε όλη του τη δύναμη για να κρατηθεί από την κουπαστή της σκάλας, ενώ ο πόνος έκαιγε αφόρητα το άλλο του χέρι, που κρεμόταν άκαμπτο από κάτω. Με την άκρη του ματιού του είδε τα φώτα του τρένου που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση να γίνονται όλο και πιο λαμπερά. Είδε το πρόσωπο του Ιρανού να τον πλησιάζει απειλητικά και τα χείλη του να κινούνται σ’ ένα γρύλισμα: «Ψόφα, Αμερικανέ μπάσταρδε!» «Αμερικανός;» έκανε πνιγμένα ο Τσέιζ, και με μια αναζωπυρωμένη ενεργητικότητα που κατέκλυσε όλο του το σώμα, τίναξε σαν σφυρί το ελεύθερο χέρι του πάνω στο πρόσωπο του Ιρανού διαλύοντάς το. Αίμα πετάχτηκε από τη στραπατσαρισμένη μύτη του, καθώς το διάφραγμα έσπασε από το χτύπημα. Το πιεστικό σφίξιμο γύρω απ’ το λαιμό του χαλάρωσε στη στιγμή, καθώς ο στρατιώτης τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω, ανασαίνοντας με κόπο απ’ τον πόνο. Ο Τσέιζ κατάφερε ένα χτύπημα με το γόνατό του στο στομάχι του στρατιώτη, που βόγκηξε και απομακρύνθηκε διπλωμένος στα δύο, ο Τσέιζ όμως τον έστησε όρθιο και του φώναξε: «Είμαι Βρετανός, ρε βλάκα!» Ακούστηκε μια κόρνα. Από το μπροστινό τζάμι είδε την άλλη αμαξοστοιχία να έρχεται σαν βολίδα πάνω τους, με τους τροχούς να βγάζουν σπίθες καθώς ο οδηγός πίεζε δυνατά το φρένο. Πίσω της έσερνε μια μακριά σειρά από λευκά βυτιοφόρα βαγόνια, γεμάτα καύσιμα η χημικά. Το τρένο της Νίνα βρισκόταν σχεδόν δίπλα του. Ο οδηγός του ερχόμενου τρένου πετάχτηκε έξω από την καμπίνα του, ενώ η αμαξοστοιχία πήγαινε γραμμή πάνω στον Τσέιζ σαν μπάλα κανονιού, με τα φώτα να αστράφτουν. Το τελευταίο βαγόνι δεν είχε φτάσει ακόμα στο ίδιο επίπεδο με αυτόν, πλέον όμως δεν είχε χρόνο. Ο στρατιώτης ανακάθισε και ούρλιαξε. Ο Τσέιζ πήδηξε, και μόλις που πρόλαβε να αρπάξει το κιγκλίδωμα στο πίσω

μέρος της ανοιχτής πλατφόρμας. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να σφίξει γερά το διαβρωμένο μέταλλο, ενώ... Οι δύο αμαξοστοιχίες συγκρούστηκαν. Η μηχανή του Τσέιζ καρφώθηκε πάνω στην άλλη, παίρνοντας μια ανηφορική κλίση λόγω της σύγκρουσης. Το κύριο σώμα της αμαξοστοιχίας που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση μετατράπηκε σε μια άμορφη μάζα από σίδερα. Έπειτα το αμάξωμα χτύπησε πάνω στο άκαμπτο σιδερένιο σώμα της τεράστιας ντιζελομηχανής της δεύτερης αμαξοστοιχίας. Το τρένο του Τσέιζ ζύγιζε σχεδόν εκατό τόνους, αλλά μπροστά στη φόρα μιας αμαξοστοιχίας που ζύγιζε αρκετές χιλιάδες τόνους και πήγαινε με σχεδόν πενήντα μίλια την ώρα, ήταν σαν να έπεφτε τρέχοντας πάνω σε ένα σιδερένιο τείχος. Η αμαξοστοιχία τινάχτηκε και το πίσω μέρος της πετάχτηκε έξω από τις ράγες. Για μια στιγμή, είχες την αίσθηση πως πετούσε αντεστραμμένο στον αέρα ύστερα όμως έσκασε πάνω στην άλλη αμαξοστοιχία. Και οι δυο μηχανές διαλύθηκαν από τη σύγκρουση, ενώ εκατοντάδες γαλόνια πετρελαίου χύθηκαν ολόγυρα και πήραν φωτιά. Το πρώτο βυτιοφόρο βαγόνι, γεμάτο με εξαιρετικά εύφλεκτα καύσιμα, εκτροχιάστηκε και προσέκρουσε πάνω σε ένα σωρό από διαλυμένα σιδερικά. Το περιεχόμενό του άρχισε να αναβλύζει... «Τελείωσε ο χρόνος σου», είπε ο Μαχζάντ. Έσκυψε προς τη Νίνα, με το μοχθηρό χαμόγελό του να πλαταίνει, καθώς άπλωνε το χέρι του για να πιάσει το πόδι της. Αηδιασμένη, επιχείρησε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν υπήρχε άλλος χώρος. «Λοιπόν, ποια είναι η...» Ένα τρένο προσπέρασε με ορμή στην άλλη γραμμή. Ο Μαχζάντ του έριξε μια ματιά κι ύστερα ξανακοίταξε τη Νίνα. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει... Αλλά το βαγόνι σείστηκε από μια έκρηξη. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του στη SAS, ο Τσέιζ είχε βρεθεί εξαιρετικά κοντά στους στόχους των αεροπορικών επιθέσεων του ΝΑΤΟ - αλλά η σεισμική δόνηση από την έκρηξη μιας τηλεκατευθυνόμενης με λέιζερ βόμβας ενός τόνου έμοιαζε απλά με νυχτερινή επίδειξη πυροτεχνημάτων σε σύγκριση με τη γιγαντιαία έκρηξη που ακολούθησε την ανατίναξη του πρώτου βυτιοφόρου. Το τρένο απ’ το οποίο είχε γαντζωθεί απελπισμένα τον απομάκρυνε απ’ το σημείο της έκρηξης καθώς έτρεχε με περισσότερα από πενήντα μίλια την ώρα, αλλά ο απόηχός της εξακολουθούσε να είναι εκκωφαντικός και η ζέστη από την μπάλα της φωτιάς που τον κυνηγούσε αρκούσε για να καψαλιστούν οι τρίχες των χεριών του. Ακούστηκε άλλος ένας θόρυβος, ένα φρικτό γρύλισμα, καθώς τα άλλα

βυτιοφόρα σωριάζονταν το ένα πάνω στο άλλο σε απόσταση αναπνοής από αυτόν. Εκτροχιάζονταν κι έβγαιναν από την πορεία τους σε άθλια κατάσταση, θυμίζοντας φυσαρμόνικα. Κι άλλη έκρηξη! Το δεύτερο βυτιοφόρο του τρένου ανατινάχτηκε όπως και το πρώτο, για να ακολουθήσει ένα λεπτό αργότερα το τρίτο. Σκατά! Ολόκληρο το τρένο με τα βυτιοφόρα έμελλε να ανατιναχτεί σε μια αλυσιδωτή αντίδραση - και οι εκρήξεις διαδίδονταν κατά μήκος της γραμμής πιο γρήγορα απ’ ό,τι κινούνταν το τρένο του, προλαβαίνοντάς το! Αν ο Τσέιζ δεν έβρισκε ένα μέρος να κρυφτεί μέσα στα επόμενα δέκα δευτερόλεπτα, θα θυσιαζόταν στην πυρά ή θα εξαερωνόταν ολοκληρωτικά. Με απλωμένα τα μπράτσα και τους τένοντες τεντωμένους σαν ατσαλένια σύρματα, έδωσε ώθηση στο σώμα του, βγάζοντας μια κραυγή που πνίγηκε εντελώς μέσα στα εκκωφαντικά μπουμπουνητά των εκρήξεων κι άλλων βυτιοφόρων. Οι καψαλισμένες τρίχες δεν ήταν τίποτα μπροστά στο δέρμα του, που το ένιωσε να κολλάει καθώς πέρασε κακήν κακώς πάνω από το κιγκλίδωμα κι έπεσε με δύναμη στην ξύλινη πλατφόρμα. Με ένα πήδημα πετάχτηκε πάνω και άρπαξε σφιχτά το χερούλι της πόρτας. Ήταν κλειδωμένη! Οι αλυσιδωτές εκρήξεις έρχονταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το μέρος του, ενώ ένας πυρωμένος αέρας που προανήγγελλε την άφιξη των φλεγόμενων βολίδων σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. Μην έχοντας πού αλλού να πάει, ο Τσέιζ έγινε ένα με την πόρτα... Ξαφνικά έπεσε και βρέθηκε προσγειωμένος ανάσκελα μέσα στο βαγόνι, με το βλέμμα του στυλωμένο στο στρατιώτη που είχε μόλις ανοίξει την πόρτα. Ο Τσέιζ κατρακύλησε στο δάπεδο και απομακρύνθηκε από την πόρτα, ενώ ο στρατιώτης που πιάστηκε εξαπίνης τον χάζευε βλακωδώς. Ύστερα σήκωσε το βλέμμα του και είδε ένα τείχος υγρής φωτιάς να ορμά στο πίσω μέρος του τρένου. Δεν πρόλαβε καν να ουρλιάζει καθώς η φλόγα από το τελευταίο βυτιοφόρο εισέβαλε από την πόρτα. Ένας μακρόστενος πίδακας φωτιάς κυμάτισε και στροβιλίστηκε στο εσωτερικό του βαγονιού. Με τη φωτιά να τον έχει καταπιεί ολοκληρωτικά, ο στρατιώτης έβγαλε ένα τρομερό ουρλιαχτό που πρόδιδε όλη του την αγωνία, προτού προχωρήσει με δυσκολία προς τον Τσέιζ, χτυπώντας τα χέρια πάνω στο σώμα του. Ο Τσέιζ κυλίστηκε και πάλι κάτω καθώς η κόλαση φωτιάς περνούσε από πάνω του, καταφέρνοντας την τελευταία στιγμή να αποφύγει το φλεγόμενο υλικό που πεταγόταν καταιγιστικά από το στρατιώτη. Με ένα πήδημα στάθηκε όρθιος, αγνοώντας τον Ιρανό που είχε σωριαστεί, σφαδάζοντας από τους πόνους. Τώρα που βρισκόταν πάνω στο τρένο, είχε μια δουλειά να κάνει.

Η πρώτη έκρηξη ξάφνιασε τον Μαχζάντ, ύστερα όμως πρέπει να τρομοκρατήθηκε, καθώς οι αλυσιδωτές εκρήξεις που ακολούθησαν ακούγονταν πιο δυνατές και κοντινές. Ξέχασε τη Νίνα στη στιγμή. Πετάχτηκε πάνω, άνοιξε διάπλατα την πόρτα του διαμερίσματος κι έδωσε ουρλιάζοντας κάποιες εντολές στο διάδρομο. Η Νίνα δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε, αλλά ήταν σαν να βομβαρδιζόταν το τρένο! Μπορεί να ήταν ο Τσέιζ που την είχε, άγνωστο πώς, ακολουθήσει; Δεν μπορούσε να φανταστεί με ποιο τρόπο, αλλά αυτό που συνέβαινε είχε τρομοκρατήσει τον Μαχζάντ. Ίσως αυτό της έδινε την ευκαιρία να δραπετεύσει. Ο Καστίγ και ο Χαφέζ αντάλλαξαν άλλη μια ματιά, καθώς ένας από τους σαστισμένους φρουρούς άνοιξε την πόρτα, ακούγοντας τις διαταγές που ούρλιαζε ο Μαχζάντ από την άλλη άκρη του βαγονιού. Αυτή τη φορά το βλέμμα ήταν και σινιάλο, μια επιβεβαίωση ότι βρίσκονταν και οι δύο στο ίδιο μήκος κύματος. Έτοιμοι! Ο Τσέιζ άνοιξε μια βαριά συρόμενη πόρτα και βρέθηκε στο διάδρομο ενός παλιομοδίτικου βαγονιού με διαμερίσματα, ολόιδιου με το Εξπρές Χόγκουαρτς 8. Ανακουφισμένος, διαπίστωσε ότι τα διαμερίσματα που προσπερνούσε ήταν άδεια. Αν ήταν γεμάτα με στρατιώτες, θα είχε πραγματικά μπλεξίματα... Βήματα! Μπότες βρόντηξαν τραντάζοντας το δάπεδο, καθώς μερικοί άντρες μπήκαν τρέχοντας απ’ την άλλη άκρη του βαγονιού. Με μια σπρωξιά, η ενδιάμεση πόρτα άνοιξε διάπλατα. Τελικά, είχε μεγάλα μπλεξίματα. Γλίστρησε στο κοντινότερο διαμέρισμα, μισοκλείνοντας την πόρτα. Άκουσε τα θορυβώδη βήματα των αντρών να απομακρύνονται: ήταν πέντε. Κρυφοκοίταξε από το παράθυρο. Ένας στρατιώτης με γυρισμένη την πλάτη στεκόταν μισό μέτρο περίπου πιο πέρα. «Ψιτ!» Ο στρατιώτης κοίταξε γύρω του με σαστισμένη έκφραση - που μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου μετατράπηκε σε σοκ, καθώς μια γροθιά προσγειώθηκε στο πρόσωπό του. Ο Τσέιζ τον έσπρωξε μέσα στο διαμέρισμα, χτυπώντας τον ακόμα μια φορά για να είναι σίγουρος πριν του πάρει το όπλο. Με 8 Αναφορά στην παιδική σειρά βιβλίων Χάρι Πότερ. Το Εξπρες Χόγκουαρτς μετέφερε τους μαθητές στην ομώνυμη Σχολή Μαγικών Τεχνών. (Σ.τ.Ε.)

μια γρήγορη κίνηση έβαλε το G 3 σ τ ο αυτόματο και όρμησε και πάλι στο διάδρομο, εξαπολύοντας μια δέσμη φωτιάς εναντίον των υπόλοιπων στρατιωτών. Έπεσαν όλοι κάτω. Έβγαλε τον άδειο γεμιστήρα, επέστεψε προσεκτικά στο διαμέρισμα για να πάρει τους εφεδρικούς γεμιστήρες από τον αναίσθητο στρατιώτη, κατόπιν τοποθέτησε έναν στα γρήγορα και σηκώνοντας το όπλο του γύρισε πίσω. Ο Καστίγ, ο Χαφέζ και -το πιο σημαντικό- η Νίνα βρίσκονταν κάπου πάνω σ’ αυτό το τρένο, και ήταν αποφασισμένος να τους βρει. Ένας από τους φρουρούς τους είχε ήδη φύγει από το διαμέρισμα, σταλμένος από τον Μαχζάντ να ανακαλύψει τι συνέβαινε στην άλλη άκρη του τρένου. Τώρα οι φύλακες του Καστίγ και του Χαφέζ κοιτούσαν γύρω τους έκπληκτοι, ακούγοντας το μακρινό αλλά αδιάψευστο ήχο των πυροβολισμών από αυτόματα. Τα μάτια του Καστίγ καρφώθηκαν στα μάτια του φίλου του. «Τώρα!» Πετάχτηκε από τη θέση του και στριφογύρισε ρίχνοντας με τα αλυσοδεμένα χέρια του το όπλο που κρατούσε σφιχτά ο στρατιώτης στα δεξιά του, ενώ στο πρόσωπο του άντρα που καθόταν απέναντι του κατέβασε το τακούνι της μπότας του. Κίνηση που είχε ως αποτέλεσμα να πεταχτούν δόντια στον αέρα. Ταυτόχρονα, ο Χαφέζ ρίχτηκε μπροστά και κλότσησε τον άντρα που καθόταν από την άλλη πλευρά του Καστίγ, κάνοντας το όπλο του να πεταχτεί στον αέρα. Ο Καστίγ στάθηκε όρθιος και έστριψε ξανά το πάνω μέρος του κορμού του, υψώνοντας τον αγκώνα του και κατεβάζοντάς τον με ορμή στο λαρύγγι του άντρα στα δεξιά του. Ένιωσε κάτι να συντρίβεται με ένα φρικτό υγρό τρίξιμο. Ο Χαφέζ στράφηκε και κατέβασε τη φτέρνα του στην επιγονατίδα του στρατιώτη που είχε απομείνει. Ακούστηκε ο χαρακτηριστικός ήχος του οστού που σπάει. Ο στρατιώτης ούρλιαξε από τον πόνο. Ο Χαφέζ πήδηξε προς χα εμπρός και άρπαξε το όπλο του, χτυπώντας τον στο πίσω μέρος του κρανίου. Ο άντρας σωριάστηκε με το πρόσωπο στο έδαφος και έμεινε εκεί ακίνητος. Αλλά και οι άλλοι δυο στρατιώτες δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. «Καλά τα κατάφερες», επιδοκίμασε ο Χαφέζ, δείχνοντας τους αναίσθητους άνδρες. «Κι εσύ το ίδιο». «Θα μπορούσα, φυσικά, να κανονίσω το ίδιο καλά και τον άλλο αν ήταν εδώ». «Φυσικά και θα μπορούσες, γέρο μου», είπε ο Καστίγ βλεφαρίζοντας περιπαικτικά. «Ελπίζω μόνο κάποιος από αυτούς τους ηλίθιους να έχει χα κλειδιά για τις χειροπέδες...» Ο Τσέιζ μπήκε τρέχοντας στο δεύτερο βαγόνι, προσπέρασε την κλειστή πόρτα της τουαλέτας και έστριψε τη γωνία για να μπει στον επόμενο διάδρομο - μόνο

και μόνο για να αντικρίσει τέσσερις ακόμα στρατιώτες που είχαν την εποπτεία του χώρου και χα τουφέκια τους υψωμένα! Οπισθοχώρησε προς τη γωνία, καταφέρνοντας να ρίξει και κάνα δυο πυροβολισμούς. Μια κραυγή του επιβεβαίωσε όχι είχε βρει το στόχο του. Η ξύλινη επένδυση στον τοίχο του διαδρόμου έσπασε, καθώς μια βροχή από σφαίρες την κατατρύπησαν, πετάγοντας παντού κομματάκια ξύλο. «Χριστέ μου!» Προστάτεψε χα μάτια του από το σπασμένο ξύλο. Το άβολο μήκος του G3 δεν του επέτρεπε να πυροβολήσει στα τυφλά πίσω από τη γωνία, ενώ οι αντίπαλοί του μπορούσαν να καλυφθούν στα διαμερίσματα και να χρησιμοποιήσουν την υπεροπλία τους για να τον καθυστερήσουν μέχρι να φτάσουν οι ενισχύσεις τους. Ή, συνειδητοποίησε με τρόμο, μπορούσαν απλά να κάνουν αυτό που ετοιμάζονταν να κάνουν και να πετάξουν στο διάδρομο μια χειροβομβίδα! Ένας από τους άντρες ούρλιαξε στα περσικά το αντίστοιχο του «Πυροδοτήστε!» κι αμέσως μετά ακούστηκε καθαρά ο ήχος της ασφάλειας που έβγαινε από το σώμα της χειροβομβίδας, καθώς οι σύντροφοί του είχαν σταματήσει να πυροβολούν. Ο Τσέιζ ήθελε κάμποσα λεπτά για να προλάβει να καλυφθεί πίσω από τη βαριά ενδιάμεση πόρτα, και μέχρι τότε η χειροβομβίδα θα είχε εκραγεί... Ούτε καν το επιχείρησε. Αντίθετα, αναποδογύρισε το τουφέκι του και το έπιασε από την κάννη, κρατώντας το σαν ρόπαλο έτσι όπως στράφηκε για να δει το σκούρο πράσινο ωοειδές αντικείμενο να έρχεται καταπάνω του σχηματίζοντας τόξο... Το χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου του, στέλνοντάς το πίσω στο διάδρομο σαν παίχτης του κρίκετ που σκοράρει! Βούτηξε πίσω από τη γωνία τη στιγμή που έσκασε η χειροβομβίδα. Όλα τα παράθυρα κατά μήκος του διαδρόμου έσπασαν, ενώ θραύσματα ιπτάμενων γυαλιών έκαναν ακόμα πιο θανατηφόρα τη ζώνη της έκρηξης· επιπλέον, χιλιάδες ρουλεμάν και κομμάτια από το ατσάλινο περίβλημα της χειροβομβίδας σκορπίστηκαν στο διάδρομο. Ο αέρας που έμπαινε από τα σπασμένα παράθυρα έδιωξε τον καπνό σχεδόν αμέσως, όπως διαπίστωσε ο Τσέιζ ρίχνοντας μια ματιά σε όλο το διάδρομο. Μπόρεσε να δει αρκετούς νεκρούς, ή τουλάχιστον κάποια κομμάτια τους, αλλά κανένα ίχνος του Μαχζάντ. Προφανώς βρισκόταν στο πρώτο βαγόνι με τους αιχμαλώτους. Πιάνοντας σωστά το τουφέκι του, ο Τσέιζ κατευθύνθηκε βιαστικά προς το μπροστινό μέρος του τρένου. «Χειροβομβίδα;» ρώτησε ο Χαφέζ. «Ναι».

«Ο Έντι;» «Σίγουρα». Ο Καστίγ ξεκλείδωσε τις χειροπέδες του συντρόφου του. «Έτοιμος;» «Πάντα». «Τότε πάμε!» Με προτεταμένα τα όπλα, οι δυο άντρες βγήκαν πλάτη με πλάτη από το διαμέρισμα. Ο Καστίγ κοιτούσε το πίσω μέρος του τρένου και ο Χαφέζ το μπροστινό. Ο Καστίγ είδε μόνο τους ξύλινους τοίχους του διαδρόμου. Μόλις που είχε προλάβει να πει «Ελεύθερα», όταν δύο πυροβολισμοί κροτάλισαν σχεδόν ταυτόχρονα πίσω του. Ο ένας ήταν από το όπλο του Χαφέζ, ο άλλος ακούστηκε μακρινός. Ο Χαφέζ έγειρε απότομα προς τα πίσω κι έπεσε πάνω στον Καστίγ, ενώ στον αριστερό μηρό του έκανε την εμφάνισή της μια ματωμένη τρύπα. Στο τέρμα του διαδρόμου, ο στρατιώτης που στεκόταν έξω από το διαμέρισμα της Νίνα και του Μαχζάντ οπισθοχώρησε έγκαιρα στο κρησφύγετό του, τη στιγμή ακριβώς που η σφαίρα του Χαφέζ έβγαζε ένα κομμάτι ξύλο από το πλαίσιο της πόρτας. Ο Καστίγ άρπαξε το φίλο του με το ελεύθερο χέρι του και τον τράβηξε πίσω από τη γωνία στο τέρμα του διαδρόμου, ακουμπώντας τον προσεκτικά στο πάτωμα. Αίμα ανάβλυζε από το τραύμα. Ο Χαφέζ το πίεσε σφιχτά με το αριστερό του χέρι. «Αχ! Αυτός ο παλιοκαριόλης με πυροβόλησε!» Ο Καστίγ ήξερε από πείρα ότι ο Χαφέζ θα ξεπερνούσε τον τραυματισμό του αν του παρέχονταν άμεσα οι πρώτες βοήθειες. Και αν βέβαια έβγαιναν ζωντανοί από αυτή την ιστορία... «Μπορείς να συνεχίσεις να πυροβολείς;» Ο Χαφέζ σήκωσε το τουφέκι με το ένα χέρι. «Δεν πέθανα ακόμα και αρνούμαι να πεθάνω μέχρι να ανατινάξω τα αρχίδια αυτού του μπάσταρδου! Πήγαινε να βοηθήσεις τον Έντι!» Ο Καστίγ τον χτύπησε στον ώμο και άνοιξε τις βαριές ενδιάμεσες πόρτες. Ο Τσέιζ αντιλήφθηκε κίνηση μπροστά. Κάποιος πλησίαζε από το μπροστινό μέρος του τρένου. Ζάρωσε στο κοντινότερο διαμέρισμα. Κρατώντας την αναπνοή του, περίμενε μέχρι να ακούσει βήματα, κι ύστερα πετάχτηκε κραδαίνοντας το όπλο του. Ο Καστίγ βρισκόταν σε απόσταση μικρότερη από τρία μέτρα, με το όπλο στραμμένο πάνω του. «Έντουαρντ!» «Ούγκο!» Ο Τσέιζ άφησε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. «Τι πρωτότυπο! Εγώ μπαίνω σε όλο αυτό το αιματοκύλισμα για να σας σώσω, κι εσύ απλώς

σπαταλάς το χρόνο μου!» «Αφού με ξέρεις. Βαρέθηκα να περιμένω τις αργές...» «Μην κουνηθείς!» ούρλιαξε μια φωνή πίσω από τον Τσέιζ. Ο Τσέιζ αντάλλαξε μια ματιά με τον Καστίγ. Τα μάτια του Βέλγου τρεμόπαιξαν προς τα κάτω, κι εκείνος του αποκρίθηκε με ένα ανεπαίσθητο νεύμα. «Πέτα το όπ...» Ο Τσέιζ έσκυψε απότομα καθώς η σφαίρα που έριξε ο Καστίγ πέρασε ελάχιστα εκατοστά πάνω από το κεφάλι του. Από την άλλη άκρη του διαδρόμου έφτασε μια πνιγμένη κραυγή, κι αμέσως μετά ένας γδούπος που δήλωνε ότι κάποιος είχε σωριαστεί στο δάπεδο. Κοιτώντας γύρω του, ο Τσέιζ είδε άλλον ένα στρατιώτη να γέρνει πάνω στο διάτρητο από τις σφαίρες τοίχο, ενώ στο άψυχο χέρι του κροτάλιζε ακόμα το όπλο του. «Ήρθες να με σώσεις και τελικά σε έσωσα εγώ», είπε ο Βέλγος με ένα πονηρό χαμόγελο. «Ωραία, λοιπόν, μόλις πατσίσαμε», αποκρίθηκε ο Τσέιζ και ξαναστάθηκε όρθιος. «Πού να το φανταστεί κανείς ότι κρυβόταν στην τουαλέτα! Πού είναι η Νίνα;» Το πρόσωπο του Καστίγ σοβάρεψε. «Δεν ξέρω. Δεν την είδα. Εκείνος ο στρατηγός την πήγε σε άλλο διαμέρισμα. Και ο Χαφέζ είναι πληγωμένος, τον πυροβόλησαν». «Που;» «Στο πόδι». «Όχι που τον πυροβόλησαν, πού βρίσκεται». Ο Καστίγ στράφηκε και έδειξε προς το μπροστινό μέρος του τρένου. «Εδώ πέρα, έλα, πάμε!» Έτρεξαν στο πρώτο βαγόνι. Ο Χαφέζ βρισκόταν ακόμα στο πάτωμα, προστατευμένος. «Έντι!» φώναξε με πόνο. «Χαίρομαι που σε βλέπω! Πώς έφτασες μέχρι...» «Άκουσες όλες αυτές τις εκρήξεις;» «Ναι». «Να πώς. Πού είναι η Νίνα;» Ο Χαφέζ έδειξε με το όπλο του. «Νομίζω πως βρίσκεται στο διαμέρισμα στο τέρμα του διαδρόμου, αλλά αυτός ο σκατένιος που μου το έκανε αυτό», είπε και κοίταξε το πληγωμένο πόδι του, «το καλύπτει. Προφανώς είναι και ο Μαχζάντ εκεί». Ο Τσέιζ έψαξε σε μια από τις τσέπες του και έβγαλε ένα μικρό μεταλλικό καθρέφτη. Τον γύρισε διαγώνια, ώστε να μπορεί να βλέπει μέχρι το τέρμα του διαδρόμου. Όπως το περίμενε, η κίνηση αυτή προκάλεσε κάνα δυο πυροβολισμούς, αλλά στο ελάχιστο διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να τραβήξει πίσω το χέρι του είδε όλα όσα του χρειάζονταν. «Ένας τύπος, στο

τελευταίο διαμέρισμα, κουλουριασμένος στο δάπεδο». Έγνεψε στον Καστίγ. «Είσαι μέσα;» «Θα καλύψω την απέναντι πλευρά». «Εσύ κανόνισες τον τελευταίο κακό για μένα. Θα πάρω εγώ την απέναντι πλευρά». Ο Τσέιζ ετοιμάστηκε να πηδήξει και να πάρει την κατάλληλη στάση ώστε να μπορεί να πυροβολήσει από τον εξωτερικό τοίχο του διαδρόμου. Έτσι θα είχε καλύτερη γωνία σκόπευσης ταυτόχρονα, όμως, θα ήταν πιο εκτεθειμένος. «Πήρα ανάποδες τώρα», είπε ο Καστίγ. Σήκωσε το όπλο του. Έτοιμος;» Το ίδιο έκανε και ο Τσέιζ. «Μάχη μέχρις εσχάτων». «Μάχη μέχρις εσχάτων», επανέλαβε σαν ηχώ ο Καστίγ. Ο Τσέιζ άπλωσε το χέρι του και τράβηξε απότομα το κορδόνι, δίνοντας σήμα κινδύνου. Ολόκληρο το τρένο τραντάχτηκε βίαια καθώς τα φρένα ασφαλείας έπιασαν με θόρυβο και οι τροχοί στρίγκλισαν πάνω στις ράγες. Ο Τσέιζ ανασύνταξε τις δυνάμεις του και περίμενε να σταματήσει εντελώς το τρένο... «Και τώρα πάμε!» Το κεφάλι του Καστίγ πρόβαλε από τη γωνία· σημάδεψε. Ο στρατιώτης, ο οποίος ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει από την απότομη επιβράδυνση, τον είδε και βγήκε από την κρυψώνα του για να πυροβολήσει. Την ίδια στιγμή ο Τσέιζ πετάχτηκε έξω και χτύπησε στον απέναντι τοίχο, διασπώντας την προσοχή του θηράματος του. Τα όπλα και των δύο πρώην κομάντος βρόντηξαν στη στιγμή. Προτού καν βρει την ευκαιρία να πυροβολήσει, ο στρατιώτης ήταν νεκρός· έπεσε με δύναμη μέσα στο διαμέρισμα σαν πάνινη κούκλα. Ο Τσέιζ άκουσε τη Νίνα να ουρλιάζει τρομαγμένη. «Εμπρός, πάμε!» διέταξε και διέσχισε τρέχοντας το διάδρομο. Ο Καστίγ τον ακολούθησε. Η πόρτα του διαμερίσματος ήταν ανοιχτή και μπλοκαρισμένη από το πτώμα του στρατιώτη. Ο Τσέιζ δε σταμάτησε να τρέχει, αντίθετα βούτηξε μπροστά λίγο πριν φτάσει στην πόρτα και προσγειώθηκε με μια τέλεια τούμπα στην απέναντι πλευρά. Ένας πυροβολισμός άνοιξε τρύπα στο παράθυρο λίγα μόλις εκατοστά πίσω του. Καθώς περνούσε μπροστά απ’ το διαμέρισμα, έριξε μια φευγαλέα ματιά στο εσωτερικό του· ξαναβρίσκοντας την ισορροπία του, έγνεψε βουβά με το ένα χέρι στον Καστίγ. Ένας όμηρος, ένας κακός, όρθιοι. Πάμε με το τρία, δύο, ένα... Και οι δύο γύρισαν απότομα πλαισιώνοντας την πόρτα, με τα αυτόματα να σημαδεύουν το στόχο τους. Ο Μαχζάντ στεκόταν όρθιος έχοντας μπροστά του τη Νίνα. Το αριστερό του χέρι ήταν τυλιγμένο γύρω απ’ τη μέση της και το στρατιωτικό πιστόλι του στραμμένο αδέξια προς την πόρτα. Στο δεξί χέρι του κρατούσε το Γουάιλντι του

Τσέιζ, με την κάννη καρφωμένη στον κρόταφο της γυναίκας. Η Νίνα έτρεμε. «Έντι!» «Πετάξτε τα όπλα σας!» ούρλιαξε ο Μαχζάντ. «Θα μετρήσω ως το τρία. Αν δε ρίξετε μέχρι τότε τα όπλα σας, θα σας...» Ο Τσέιζ και ο Καστίγ αντάλλαξαν αστραπιαία ματιές. «Τρία!» πέταξε ο Τσέιζ. Οι δύο σφαίρες χτύπησαν τον Μαχζάντ στο μέτωπο σε απόσταση ενός εκατοστού η μια από την άλλη. Το πίσω μέρος του κρανίου του άνοιξε, και το φως στο δωμάτιο πήρε αμέσως μια πορφυρή απόχρωση, καθώς το παράθυρο πίσω του πιτσιλίστηκε από το αίμα που τινάχτηκε. Το σώμα του σωριάστηκε κάτω με τα γόνατα κι ύστερα έπεσε πίσω και χτύπησε στον τοίχο με έναν υπόκωφο γδούπο. «Μόνο οι ερασιτέχνες μιλούν», είπε ο Τσέιζ και εισέπραξε από τον Καστίγ ένα νεύμα επιδοκιμασίας προτού στρέψει την προσοχή του στη Νίνα. Ήταν ανησυχητικό το γεγονός ότι δεν είχε αντιδράσει με κανένα τρόπο στους πυροβολισμούς, απλά καθόταν εκεί απαθής. «Δρ. Γουάιλντ;» Τον κοιτούσε με βλέμμα κενό. «Νίνα!» Ανοιγόκλεισε τα μάτια. «Τι;» «Νίνα», επανέλαβε εκείνος, «κράτα τα μάτια σου στυλωμένα πάνω μου, εντάξει; Απλά συνέχισε να με κοιτάς και κάνε ένα βήμα μπροστά». «Εντάξει...» απάντησε εκείνη μουδιασμένα, κάνοντας ένα βήμα. Στο πρόσωπό της μπορούσες και πάλι να διαβάσεις συναισθήματα, αλλά όχι φόβο ή ταραχή. Αντίθετα, επρόκειτο μάλλον για σύγχυση. «Και γιατί πρέπει να σε κοιτάζω;» «Γιατί; Είναι κακό να με κοιτάς δηλαδή;» Εκείνη έκανε άλλο ένα βήμα. «Λοιπόν, ε...» Ο Τσέιζ στραβομουτσούνιασε. «Καλά, ευχαριστώ!» «Τίποτα! Δηλαδή, όχι, δεν είναι κακό να σε κοιτάω!» Κουνούσε τα χέρια της σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να δικαιολογηθεί. «Ήθελα απλώς να ξέρω γιατί θέλεις να συνεχίσω να σε κοιτάζω». Ο Τσέιζ έπιασε τα χέρια της και την έβγαλε γρήγορα έξω από το διαμέρισμα, περνώντας πάνω από το πτώμα του στρατιώτη. «Δεν ήθελα να δεις τον τύπο που του λείπει το μισό κεφάλι, αυτό είναι όλο!» Η Νίνα έριξε μια ματιά στο στρατιώτη, το πόδι του οποίου εξείχε στο διάδρομο. «Καλά, κι ο τύπος με τα τραύματα στο στήθος που διαλύθηκε ακριβώς μπροστά στα μάτια μου;» Ο Τσέιζ κούνησε το κεφάλι του. «Ορισμένοι άνθρωποι δεν ικανοποιούνται με τίποτα». «Ω Θεέ μου!» ούρλιαξε ξαφνικά η Νίνα, συνειδητοποιώντας πλήρως αυτό που μόλις είχε συμβεί. «Τον πυροβόλησες ενώ με σημάδευε με το όπλο στο κεφάλι! Κι αν είχε τραβήξει το δάχτυλό του, αν γινόταν κάτι άλλο; Θα μπορούσε να με έχει σκοτώσει!»

Στο μεταξύ, ήρθε και ο Καστίγ από το διαμέρισμα, ο οποίος έδωσε στον Τσέιζ το όπλο του προτού ξεκλειδώσει τις χειροπέδες της Νίνα. «Για την ακρίβεια, είναι πολύ δύσκολο να συμβεί αυτό». «Όχι, αν τους χτυπήσεις στο κεφάλι», πρόσθεσε ο Τσέιζ. «Το να τους χτυπήσεις στο σώμα είναι τελείως διαφορετική υπόθεση. Υδροστατικό σοκ, μυϊκοί σπασμοί... Σχεδόν ποτέ όμως με πυροβολισμό στο κεφάλι. Δε θα μπορούσε...» Μπανγκ! Η Νίνα ούρλιαξε. «Α», έκανε απολογητικά ο Καστίγ, ρίχνοντας μια ματιά προς το διαμέρισμα, όπου είδε να βγαίνει καπνός από την κάννη του πιστολιού του Μαχζάντ. «Αυτό ήταν αντανακλαστική κίνηση. Έπρεπε να είχα πάρει και το άλλο όπλο, έτσι δεν είναι;» Η Νίνα αγριοκοίταξε τον Τσέιζ. «Είπα σχεδόν ποτέ», παραπονέθηκε ελέγχοντας το όπλο του· έπειτα το ξανάβαλε στη θήκη κάτω απ’ το τζάκετ του. «Τέλος πάντων, άλλο είναι να τραβάς τη σκανδάλη του Γουάιλντι κι άλλο εκείνου του άχρηστου κινέζικου πιστολιού που είχε... και γιατί πρέπει να το κάνουμε θέμα; Το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να φύγουμε από εδώ!» «Πώς;» ρώτησε επιτακτικά η Νίνα τρίβοντας τους πονεμένους καρπούς της. «Εξακολουθούμε να είμαστε κολλημένοι καταμεσής του Ιράν! Και με την Κάρι τι γίνεται;» «Το επεξεργάζομαι το θέμα». Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά στο νεκρό στρατιώτη. «Αυτός είναι που πήρε όλο τον εξοπλισμό μας;» Ο Καστίγ κούνησε το κεφάλι του καταφατικά, αποσπώντας ένα σακίδιο από το πτώμα. «Ορίστε». Ο Τσέιζ έψαξε γρήγορα μέσα στο σακίδιο, κι έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο. «Εδώ είμαστε! Ελπίζω μόνο να έχω γεμίσει την μπαταρία». «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε η Νίνα. «Θα τηλεφωνήσω σε ένα φίλο», είπε χαμογελώντας.

8 Η ΚΑΡΙ ΒΗΜΑΤΙΖΕ πάνω κάτω στο δωματιάκι. Το σπίτι του Χατζάρ, που είχε δει από το ελικόπτερο, δεν ήταν ένα απλό εξοχικό. Σκαρφαλωμένο σε έναν απόκρημνο βράχο στα όρη Ζάγρος, ήταν ένα κράμα ανακτόρου και φρουρίου, στο οποίο η πρόσβαση ήταν εφικτή μόνο από αέρα ή από έναν ανεμοδαρμένο δρόμο. Και όπως κάθε φρούριο που σέβεται τον εαυτό του, είχε τα δικά του μπουντρούμια. Τα οποία, βέβαια, δε θύμιζαν σε τίποτα τα σκοτεινά μεσαιωνικά κελιά. Από την παρατραβηγμένη αρχιτεκτονική του κτιρίου η Κάρι δε δυσκολεύτηκε να καταλάβει ότι είχε χτιστεί περίπου τρεις δεκαετίες νωρίτερα, με τη χρηματοδότηση κάποιου που διέθετε πολλά χρήματα, καθόλου γούστο και ένα κυριαρχικό εγώ. Όλα αυτά έδειχναν τον πρώην σάχη του Ιράν. Κάποιο είδος ησυχαστηρίου, ένα οχυρωμένο Καμπ Ντέιβιντ με ψηλούς τοίχους και γελοιωδώς φιγουρατζίδικο διάκοσμο. Όποιος κι αν ήταν ο αρχικός προορισμός του, πλέον αποτελούσε ιδιοκτησία του Χατζάρ, και η Κάρι είχε την αίσθηση πως η ίδια και ο Γιούρι Βόλγκαν ήταν οι πρώτοι που θα φιλοξενούνταν σε αυτά τα μπουντρούμια. Δεν περίμενε και μεγάλη βοήθεια από τον Βόλγκαν, ο οποίος βρισκόταν στο διπλανό κελί. Η προδοσία του Χατζάρ τον είχε βυθίσει σε κατάσταση σοκ και η απλή και μόνο αναφορά στον Κόμπρας του προκαλούσε πανικό. Η Κάρι έστρεψε τις σκέψεις της στον Χατζάρ. Έπαιζε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο παιχνίδι στην προσπάθειά του να την ανταλλάξει με λύτρα, χωρίς αμφιβολία αγνοούσε πόσο επικίνδυνο ήταν. Ο πατέρας της θα κινούσε γη και ουρανό για να την πάρει πίσω σώα... αλλά από τη στιγμή που θα επέστρεφε στο σπίτι, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αφήσει το θέμα να τελειώσει εκεί. Ούτε κι εκείνη όμως. Αναρωτήθηκε πόσος χρόνος θα περνούσε μέχρι να τους καλέσει ο Χατζάρ. Προφανώς προσπαθούσε να έρθει σε συμφωνία με τον Κόμπρας και τον πατέρα της για να προβάλει και στους δύο τις οικονομικές απαιτήσεις του. Έπρεπε λοιπόν να επωφεληθεί από το διάστημα αυτό για να αποδράσει. «Συγγνώμη», είπε, πλησιάζοντας την πόρτα του κελιού και απευθυνόμενη στο φύλακα που καθόταν απέξω. «Χρειάζομαι βοήθεια». Ο φύλακας συνοφρυώθηκε. «Τι πράγμα;» «Πρέπει να... ξέρεις τώρα». Κούνησε τους γοφούς της, με τα χέρια δεμένα

ακόμα πίσω απ’ την πλάτη της. «Να πάω...» «Και;» «Και, έλπιζα ότι θα με πήγαινες εσύ». Ο φύλακας προχώρησε μέχρι την πόρτα και άφησε τη ματιά του να πλανηθεί στο κορμί της. Η Κάρι, πάλι, του έστειλε ένα αθώο, παρακλητικό βλέμμα. «Σε παρακαλώ». Ο γεροδεμένος γενειοφόρος ψευτογέλασε. «Άσε με να μαντέψω. Μου ζητάς να σου ανοίξω το παλτό και στη συνέχεια να σε βοηθήσω με αυτό το στενό, δερμάτινο παντελόνι. Και περιμένεις να ανάψω και να εκστασιαστώ επειδή είμαι ένας καταπιεσμένος Ιρανός που έχει μπροστά του μια όμορφη ξανθιά γυναίκα. Και μετά θα μου ζητήσεις να σου βγάλω τις χειροπέδες, κι εγώ θα το κάνω επειδή σκέφτομαι με το κάτω κεφάλι, κι έπειτα εσύ, με τις πολεμικές τέχνες που είμαι σίγουρος πως κατέχεις, θα με εξουδετερώσεις και θα το σκάσεις. Κάπως έτσι δεν τα σκέφτηκες τα πράγματα;» Η Κάρι τον κεραυνοβόλησε με ένα εχθρικό βλέμμα. «Θα μπορούσες απλά να είχες πεις “όχι”». Ο φύλακας γέλασε και επέστρεψε στη θέση του. «Δεν πληρώνομαι ένα σωρό λεφτά για να φανώ ηλίθιος. Καλή προσπάθεια πάντως». Η Κάρι, ενοχλημένη, του γύρισε την πλάτη. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί τώρα ήταν τι θα έκανε όταν θα χρειαζόταν πραγματικά να πάει στην τουαλέτα. Ο Τσέιζ και ο Καστίγ κατάφεραν να διαφύγουν από το τρένο, μεταφέροντας και τον πληγωμένο Χαφέζ με το πόδι του τυλιγμένο πρόχειρα σε επιδέσμους. Η Νίνα δεν είχε ιδέα για το πού θα πήγαιναν ή τι σχεδίαζε να κάνει ο Τσέιζ όταν θα έφταναν εκεί όπου ήταν να φτάσουν. Η τηλεφωνική συνομιλία του είχε διεξαχθεί αποκλειστικά στα αραβικά και μέσα στη βιασύνη του να φύγουν από το τρένο προτού καταφθάσουν οι ιρανικές δυνάμεις δεν ήταν πρόθυμος να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Το έδαφος δεν ήταν τόσο δύσβατο όσο στην περιοχή όπου είχαν συναντήσει τον Χατζάρ, αλλά και πάλι προχωρούσαν αργά, ειδικά λόγω του τραυματισμένου. Ευτυχώς, υπήρχε αρκετή βλάστηση, και την ώρα που η Νίνα άκουσε τον πρώτο βόμβο ελικοπτέρου να πλησιάζει, βρίσκονταν ήδη υπό την κάλυψη ενός δάσους μισό μίλι μακρύτερα από τη σιδηροδρομική γραμμή. «Πού πηγαίνουμε λοιπόν;» τον ρώτησε. «Ποιος είναι αυτός ο φίλος στον οποίο τηλεφώνησες; Και πώς θα μας βρει; Βρισκόμαστε στη μέση του πουθενά!» Παρά τον πόνο του, ο Χαφέζ κατάφερε να χαμογελάσει. «Ο Έντι έχει πολλούς φίλους», είπε. «Σε όλο τον κόσμο!» Η Νίνα κοίταξε τον Τσέιζ. «Ακόμα και στο Ιράν, όπου υποτίθεται ότι δεν έχεις ξανάρθει ποτέ;» «Ε, βέβαια. Είμαι δημοφιλής τύπος», είπε ανασηκώνοντας αυτάρεσκα τους ώμους.

«Η φήμη του προηγείται», πρόσθεσε ο Καστίγ. «Όσο γι’ αυτό, είμαι σίγουρη. Αλλά αν μπορώ να μετάσχω στην κοινωνία αμοιβαίου θαυμασμού σας, τότε γιατί δε με αφήνετε να ανακατευτώ και στα σχέδιά σας;» «Λοιπόν», είπε ο Τσέιζ, «πρώτα πρώτα, πρέπει να βρούμε ένα μέσο για να φύγουμε από εδώ. Υπάρχει δρόμος, περίπου ένα μίλι προς νότο, και κάποιος θα μας πάρει από εκεί». Η Νίνα κατόπτευσε το άγνωστο τοπίο. «Και πώς θα μας βρει ο φίλος σου; Δεν ξέρεις καν πού βρισκόμαστε!» «Του περιέγραψα τα τοπογραφικά ορόσημα. Είναι αρκετά εύκολο να τα βρει στο χάρτη». «Αλήθεια;» «Ναι, δεν είναι δύσκολο· βασικά πράγματα. Ύστερα... θα πάμε να πάρουμε τη δεσποινίδα Φροστ». «Ξέρεις πού βρίσκεται;» ρώτησε ο Καστίγ. «Ο Χατζάρ έχει ένα μικρό αγρόκτημα κάπου τριάντα μίλια από δω. Θα περάσουμε να πούμε ένα γεια». «Έχω ακούσει», τον προειδοποίησε ο Χαφέζ, «ότι δεν είναι εύκολο να μπεις εκεί μέσα». «Έχουμε μπει και σε χειρότερα μέρη», παρατήρησε εύθυμα ο Καστίγ. «Όπως εκείνη τη φορά στο Κονγκό...» «Ούγκο», έκανε ο Τσέιζ, κουνώντας σε απαγόρευση το δάχτυλό του. Ο Καστίγ είπε κάτι σαν «Οχ, εντάξει» και σταμάτησε να μιλάει. «Άσε με να μαντέψω», είπε η Νίνα. «Κι άλλη χώρα όπου δε βρεθήκατε ποτέ επισήμως». Ο Τσέιζ ανασήκωσε συνωμοτικά το φρύδι του λέγοντας: «Κάτι τέτοιο». Εξακολούθησαν να βαδίζουν μέσα στο δάσος. Κάποτε τα δέντρα αραίωσαν, αποκαλύπτοντας ένα χωματόδρομο. «Αυτός είναι;» ρώτησε η Νίνα. Ο Τσέιζ εξέτασε προσεκτικά την περιοχή. «Αυτός πρέπει να είναι. Πρέπει να ψάξουμε για ένα ρυάκι που να κατεβαίνει από...» Έδειξε ένα κοντινό ύψωμα. «Από κει πέρα. Εδώ είπε ότι θα μας συναντήσει η φίλη μου». «Χμ, φίλη σου!» έκανε η Νίνα. «Συμβαίνει κάτι, ντοκτορέσσα;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Ζηλεύουμε;» «Δε βλέπεις; Πεθαίνω απ’ τη ζήλια», απάντησε χτυπώντας θεατρινίστικα το χέρι στην καρδιά της. Ο Καστίγ και ο Χαφέζ γέλασαν σαρκαστικά. Ο Τσέιζ ξεφύσηξε και τους οδήγησε στο δρόμο. Μετά από λίγα λεπτά, είδαν μπροστά τους ένα όχημα, ένα παλιό στραπατσαρισμένο φορτηγό. Ο Τσέιζ τους οδήγησε πίσω, στην κάλυψη των δέντρων. «Περιμένετε εδώ», είπε. Η Νίνα τον παρακολουθούσε να γλιστρά αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα, με

κινήσεις ελαφρές και ευλύγιστες, που φάνταζαν σχεδόν αστείες μπροστά στη γεροδεμένη κορμοστασιά του. Όσο πιο πολύ πλησίαζε το φορτηγό, τόσο περισσότερο έσκυβε, σε σημείο που κυριολεκτικά τον έχασε από τα μάτια της. Σταμάτησε στα τρία μέτρα περίπου από το στόχο του, κι έπειτα όρμησε και εξαφανίστηκε πίσω του. Η Νίνα αντιλήφθηκε ότι ο Καστίγ είχε τραβήξει το όπλο του· ακόμα και ο Χαφέζ είχε αρματωθεί με ένα από τα τουφέκια που είχαν αρπάξει απ’ το τρένο. «Απλά για την περίπτωση που...» την καθησύχασε ο Βέλγος. Κανένα ίχνος κίνησης. Περίμεναν ανήσυχα με τα δευτερόλεπτα να περνούν, και τότε... ξαναφάνηκε ο Τσέιζ κάνοντας νόημα με το χέρι του. «Είμαστε ασφαλείς», είπε ο Καστίγ, αφήνοντας κάτω το όπλο του. «Κι αν κάποιος τον σημαδεύει;» ρώτησε η Νίνα. «Θα είχε βάλει τον αντίχειρα μπροστά στην παλάμη του». «Εσείς απολαμβάνετε πραγματικά τα κολπάκια και τους κώδικές σας, έτσι δεν είναι;» είπε με χαρούμενη διάθεση. «Αυτά μας κρατούν ζωντανούς», απάντησε σηκώνοντας τον Χαφέζ, ενώ η Νίνα τον βοήθησε να τον συγκρατήσει. Έπειτα ξεκίνησαν για το φορτηγό. Όταν πλησίασαν, βρήκαν τον Τσέιζ να μιλά με κάποιον μέσα στην καμπίνα του οδηγού. «Θα ήθελα», ανακοίνωσε, «να γνωρίσετε μια πολύ καλή μου φίλη, που θα μας βοηθήσει να ξεκουμπιστούμε από εδώ πέρα! Τη Σαλά Γιαζίντ». Μια νεαρή γυναίκα γύρω στα είκοσι πέντε κατέβηκε από το φορτηγό. Ήταν πολύ ελκυστική - και πολύ έγκυος. «Ω Θεέ μου», είπε ο Καστίγ, ανήμπορος να συγκρατήσει ένα περιπαικτικό χαμόγελο. «Αυτό δεν το περίμενα. Μήπως παρέλειψες να μας πεις κάτι από την τελευταία σου επίσκεψη εδώ, Έντουαρντ;» «Προφανώς θυμάσαι τον Ούγκο Καστίγ», είπε ο Τσέιζ ενοχλημένος. «Είναι αυτός ο πολύ ανόητος Βέλγος που δεν έχει καθόλου τρόπους». Η Σαλά χαμογέλασε. «Και βέβαια τον θυμάμαι. Αν και είχες ένα...» έφερε το χέρι της στο πάνω χείλος, «μουστάκι». «Ναι, έτσι είναι, και χαρήκαμε όλοι που το έκοψε». «Bonjour», είπε ο Καστίγ κάνοντας μια μικρή υπόκλιση. «Και συγχαρητήρια! Να υποθέσω ότι παντρεύτηκες από την τελευταία φορά που σε είδα;» «Με έναν υπέροχο άντρα», απάντησε ακτινοβολώντας. Η Νίνα είχε την εντύπωση ότι προς στιγμήν ο Τσέιζ αναστατώθηκε, προτού συνέλθει και συστήσει και τους υπόλοιπους. «Από εδώ ο Χαφέζ», είπε, «που έχει υπάρξει και σε καλύτερη κατάσταση...» «Δεν είναι παρά μια γρατσουνιά!» διαμαρτυρήθηκε ο Χαφέζ. «...και η σημαντικότερη γυναίκα στη ζωή μου αυτή τη στιγμή, η Δρ. Νίνα Γουάιλντ». Η Σαλά έριξε στον Τσέιζ ένα βλέμμα ευχαρίστησης. «Είστε παντρεμένοι;»

«Όχι!» είπε ξέπνοα η Νίνα. «Που να πάρει, δεν μπορούσες να το πεις αυτό γρηγορότερα;» είπε ο Τσέιζ δήθεν θιγμένα, προτού στραφεί και πάλι στη Σαλά. «Όχι, είμαι σωματοφύλακάς της. Και ένας θεός ξέρει πόση προστασία χρειάζεται το σώμα της». «Κι εσύ θέλεις να την πας στον Φαϊλάκ Χατζάρ;» ρώτησε η Σαλά. «Τότε θα χρειαστεί πολύ περισσότερη». «Δε θέλω να την πάω σ’ αυτόν, απλώς τυχαίνει να έχουμε μόλις δραπετεύσει από κάτι παλιόμαγκες που έχει για φιλαράκια. Απήγαγε όμως την αφεντικίνα μου και πρέπει να τη σώσουμε». «Θα κάνουμε μία ώρα για να φτάσουμε εκεί πέρα», είπε η Σαλά. «Ίσως και περισσότερο. Έχω ένα ραδιοσκάνερ στο φορτηγό- υπάρχει μεγάλη κινητοποίηση της αστυνομίας και του στρατού. Δικό σου το κατόρθωμα;» «Ε, ναι». Ο Τσέιζ έτριψε το σβέρκο του. «Θα έλεγα πως... έβαλα κάνα δυο τρένα να συγκρουστούν μεταξύ τους». «Αχ, Έντι!» Του έριξε μια απαλή γροθιά στο μπράτσο. «Είσαι θαυμάσιος άνθρωπος και εκτιμώ όλα όσα έχεις κάνει για την οικογένειά μου, αλλά είναι ανάγκη να καταστρέφεις τεράστια κομμάτια της χώρας μου κάθε φορά που έρχεσαι εδώ;» «Ε, δεν έπαθε τίποτα κανείς απ’ τους πολίτες!» διαμαρτυρήθηκε. «Είμαι πραγματικά πολύ σίγουρος ότι ο άλλος οδηγός την έβγαλε καθαρή...» Η Σαλά κούνησε το κεφάλι της εκνευρισμένη. Ύστερα κοίταξε τη Νίνα. «Καταστρέφει ό,τι αγγίζει! Είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερος μου και συμπεριφέρεται όπως ο μικρός μου αδερφός στα παιχνίδια του!» «Χμ...» αποκρίθηκε η Νίνα, γνέφοντας ότι συμφωνεί. Ο τόνος της έγινε πειρακτικός. «Πόσο καιρό γνωρίζεις τον Έντι; Γιατί επιμένει να ισχυρίζεται ότι δεν έχει ξανάρθει στο Ιράν. Δηλαδή, επισήμως». «Η οικογένεια μου δε διάκειται, θα έλεγα, φιλικά προς το σημερινό καθεστώς», απάντησε η Σαλά. «Έτσι, εξασφαλίσαμε βοήθεια για μερικές μυστικές επιχειρήσεις που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας...» χαμογέλασε στον Τσέιζ και τον Καστίγ, «κάτι καθωσπρέπει κύριοι». «Όπως σαμποτάζ στο εργοστάσιο παραγωγής βαρέως ύδατος στο Ιράκ», είπε ο Καστίγ, ανταποδίδοντάς της το χαμόγελο. Ο Τσέιζ άρχισε να ψευτοβήχει. «Απόρρητο!» πέταξε. Το χαμόγελο του Καστίγ μετατράπηκε σε προβατίσιο μειδίαμα. «Τέλος πάντων», είπε ανυπόμονα ο Τσέιζ, «πρέπει να φύγουμε. Ούγκο, εσύ και η ντοκτορέσσα βάλτε τον Χαφέζ στο πίσω μέρος του φορτηγού. Έφερες το κουτί των πρώτων βοηθειών;» Η Σαλά κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Θαυμάσια! Θα του βάλουμε τους επιδέσμους εν κινήσει. Να υποθέσω ότι είσαι δόκτορας της ιατρικής, ντοκτορέσσα;» «Όχι, και σε παρακαλώ να σταματήσεις να με φωνάζεις έτσι». «Ό,τι πείτε, Δρ. Γουάιλντ».

«Πολύ καλύτερα έτσι». «Αν εσείς οι δύο δεν είστε παντρεμένοι... θα έπρεπε να παντρευτείτε», είπε η Σαλά μ’ ένα χαμόγελο, κάνοντας και τους δύο να σωπάσουν απότομα, ενώ ο Καστίγ και ο Χαφέζ ξεσπούσαν σε γέλια. Η Κάρι σήκωσε το βλέμμα της όταν κατέφθασε άλλος ένας φρουρός, οπλισμένος με ένα υποπολυβόλο ΜΡ-5. «Τους θέλει ο Χατζάρ». Ο γενειοφόρος φρουρός γέλασε σαρκαστικά προς την Κάρι πίσω από τα σίδερα. «Αν είσαι τυχερή, ίσως σε αφήσει ο Χατζάρ να πας στην τουαλέτα. Είμαι σίγουρος ότι αυτός θα θέλει να σε βοηθήσει να βγάλεις τα ρούχα σου!» Δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει, αντίθετα περίμενε απαθώς να ξεκλειδώσουν την πόρτα της. Η Σαλά σταμάτησε στην άκρη του ορεινού δρόμου. «Εκεί πέρα», είπε δείχνοντας. Ο Τσέιζ τέντωσε το λαιμό του για να δει. «Ουάου! Δεν το περίμενα έτσι ακριβώς». Η Νίνα ακολούθησε το βλέμμα του. Ψηλά στην κορυφή μιας απότομης, βραχώδους πλαγιάς ορθωνόταν ένα πολύ παράταιρο κτίριο. «Θεέ μου, ποιος το σχεδίασε αυτό; Ο Ουόλτ Ντίσνεϊ;» «Το έχτισε ο σάχης», είπε η Σαλά. «Ήταν ένα από τα θερινά ανάκτορά του, αλλά προεπαναστατικά το επισκέφτηκε λίγες μόνο φορές. Μετά την επανάσταση, οι μουλάδες το χρησιμοποίησαν ως ησυχαστήριο, ώσπου το αγόρασε ο Χατζάρ από την κυβέρνηση». «Μοιάζει σαν να έχει βγει από καρτούν», παρατήρησε η Νίνα. Επρόκειτο πραγματικά για μια παρωδία περσικού ανακτόρου, με τα ψηλότερα μέρη του κτιρίου γεμάτα μιναρέδες και θόλους. «Υποθέτω ότι ο σάχης δεν είχε και πολύ γούστο». «Ετοιμαζόμουν να πω πως δείχνει ψυχρό», παρατήρησε με τη σειρά του ο Τσέιζ, «αλλά δε θα ασχοληθώ περισσότερο τώρα». Εξέτασε το φρούριο με τα κιάλια. «Πώς φτάνει κανείς εκεί πάνω;» «Απέξω μπορείς να φτάσεις μόνο από το δρόμο ή με ελικόπτερο», αποκρίθηκε η Σαλά. Ο Καστίγ άφησε να του ξεφύγει ένα βουβό βογκητό στο άκουσμα της τελευταίας λέξης. «Κανένα τελεφερίκ;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Όχι». «Κρίμα. Πάντοτε ήθελα να αναβιώσω το Όπου Τολμούν οι Αετοί»9. 9 Πρόκειται για την κλασική πολεμική περιπέτεια του Μπράιαν Χάτον, παραγωγής 1968, με πρωταγωνιστές τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Κλιντ Ίστγουντ. Ο πρωτότυπος τίτλος είναι Where Eagles Dare και βασίστηκε στο ομώνυμο μυθιστόρημα

«Να υποθέσω πως ο δρόμος πρόσβασης φρουρείται;» ρώτησε ο Καστίγ. Η Σαλά κούνησε το κεφάλι της. «Ναι. Υπάρχει μια πύλη στο κάτω μέρος, τηλεοπτικές κάμερες κατά μήκος του δρόμου και άλλη μια πύλη στην κορυφή. Παρακολουθούσαμε τον Χατζάρ για κάποιο διάστημα· συνήθως το δρόμο φρουρούν τέσσερις τουλάχιστον άντρες. Υπάρχει επίσης και ένας ηλεκτρικός φράχτης». Ο Τσέιζ έστρεψε τα κιάλια στα γύρω υψώματα. «Νομίζεις πως θα μπορούσαμε να ανατινάξουμε ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο και να κόψουμε έτσι την ηλεκτροδότηση;» «Μην αρχίζεις πάλι! Όχι, δε θα μπορούσαμε. Το φρούριο έχει τις δικές του γεννήτριες». «Εγώ πάλι νομίζω πως θα μπορούσαμε». Κατέβασε τα κιάλια και άρχισε να σκέφτεται. «Είπες πως απέξω υπάρχουν μόνο δύο τρόποι για να μπούμε. Από μέσα δεν υπάρχει τίποτα;» «Ναι, υπάρχει άλλος ένας τρόπος», είπε η Σαλά και κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της. «Δρ. Γουάιλντ, μου δίνεις σε παρακαλώ το μπλε σακίδιο;» Η Νίνα έσπευσε να της το δώσει, τραβώντας το ανάμεσα από άλλους μπόγους που υπήρχαν στο πίσω μέρος του φορτηγού. Η Σαλά έψαξε ανακατεύοντας το περιεχόμενό του κι έβγαλε έξω ένα πάκο με αρχιτεκτονικά σχέδια. «Ο πατέρας μου τα απέκτησε πριν από την επανάσταση. Έλπιζε ότι θα τα χρησιμοποιούσε για να μπει στο φρούριο και να δολοφονήσει το σάχη, αλλά δυστυχώς προηγήθηκε η επανάσταση». Η Νίνα συνοφρυώθηκε σαστισμένη. «Μα υποτίθεται πως η επανάσταση θα ανέτρεπε το σάχη». «Διαφορετικοί επαναστάτες», είπε αινιγματικά ο Τσέιζ. «Αποφάσισε να τα κρατήσει σε περίπτωση που ο αγιατολάχ έμενε εδώ, αλλά αυτό δε συνέβη. Παρ’ όλα αυτά, ίσως μπορέσουν να σε βοηθήσουν». Η Σαλά ακούμπησε το ακροδάχτυλό της στην κάτω γωνία του σχεδίου. «Υπάρχει ένα φρεάτιο που φτάνει μέχρι τα θεμέλια του φρουρίου. Χτίστηκε ως πρόσβαση στο σημείο εκροής των λυμάτων που καταλήγουν στο ποτάμι». Η Νίνα ζάρωσε τη μύτη της. «Μπλιάχ. Πέφτουν κατευθείαν στο ποτάμι;» «Κυριολεκτικά χέζουν πάνω στους ανθρώπους», είπε ο Τσέιζ. «Μπορούμε όμως να μπούμε μέσα σ’ αυτό το φρεάτιο από τον αγωγό των λυμάτων;» «Ναι, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα...» Ο Καστίγ χτύπησε το μέτωπό του με το χέρι του. «Μα και βέβαια υπάρχει πρόβλημα». «Ο αγωγός», συνέχισε η Σαλά, «είναι... αρκετά στενός. Πολύ στενός για να χωρέσεις εκεί μέσα, Έντι. Πολύ φοβάμαι ότι το ίδιο ισχύει και για σένα, Ούγκο». «Δε χρειάζεται να απολογείσαι», αποκρίθηκε ο Καστίγ. «Σύρσιμο μέσα σε έναν του Άλιστερ Μακλίν, ο οποίος το προσάρμοσε για τον κινηματογράφο.

(Σ.τ.Ε.)

αγωγό γεμάτο σκατά; Έχω βρεθεί σε αυτή τη θέση... και κατέστρεψα το μπλουζάκι μου». «Είναι, λοιπόν, πολύ στενό για μένα και τον Ούγκο, ε;» είπε ο Τσέιζ. «Ο Χαφέζ δεν είναι σε κατάσταση να το κάνει, και ασφαλώς δεν μπορούμε να στείλουμε εσένα και το μωρό σου...» Ένα πονηρό γέλιο εμφανίστηκε στο πρόσωπό του. «Δρ. Γουάιλντ...» «Ναι;» είπε η Νίνα και δεν της πήρε παραπάνω από ένα λεπτό για να καταλάβει γιατί χαμογελούσε ο Τσέιζ. Όλοι την κοίταξαν με προσδοκία. «Όχι!» Τα ανώτερα επίπεδα του σπιτιού του Χατζάρ ήταν εξίσου φανταχτερά και πομπώδη με το εξωτερικό του. Αυτό διαπίστωσε η Κάρι όταν την ανέβασαν μαζί με τον Βόλγκαν από τα κελιά τους. Το παράνομο εμπόριο με τους αρχαίους περσικούς θησαυρούς προφανώς είχε αποδειχτεί εξαιρετικά επικερδές, και απ’ ό,τι φαινόταν ο Χατζάρ δε δίσταζε να ξοδεύει μεγάλο μέρος από τα κέρδη του σε επίχρυσες διακοσμήσεις και επιπλώσεις. Αντίθετα από την οικογένειά της, στην περίπτωση αυτή τα πλούτη δε δήλωναν και γούστο. Το γραφείο του Χατζάρ ήταν μια κυκλική αίθουσα στον ψηλότερο θολωτό πύργο. Το χτύπημα των τακουνιών της πάνω στα γυαλισμένα μαρμάρινα δάπεδα αντηχούσε σε όλο το χώρο. Ο Χατζάρ ήταν καθισμένος πίσω από ένα μεγάλο ημικυκλικό γραφείο με μαρμάρινη επιφάνεια και επίχρυσα τελειώματα. Στον τοίχο πίσω του υπήρχε μια τεράστια οθόνη πλάσμα, και η Κάρι πρόσεξε το μαύρο μάτι μιας βιντεοκάμερας στη βάση της. «Δεσποινίς Φροστ! Γιούρι!» πέταξε με ολοφάνερα υποκριτική εγκαρδιότητα. «Πόσο χαίρομαι που τα καταφέρατε!» «Μη σπαταλάς το χρόνο μου, Χατζάρ», είπε ψυχρά η Κάρι. «Πες μου απλώς τι ζητάς». Ο Χατζάρ φάνηκε ελαφρά προσβεβλημένος. «Πολύ καλά. Πρόκειται να έχω μια τηλεσύσκεψη με τον πατέρα σου και ήθελα να είσαι κι εσύ εδώ για να τον βεβαιώσω για τις... προθέσεις μου. Παρεμπιπτόντως, είναι πολύ δύσκολο να τον βρω και αρχίζω να χάνω την υπομονή μου». «Έχει ένα σωρό ασχολίες». «Μμ, είμαι βέβαιος. Ήταν σχεδόν το ίδιο δύσκολο να έρθω σε επαφή μαζί του όσο και με τον ανταγωνιστή σας, τον κ. Κόμπρας». «Μίλησες με τον Κόμπρας;» είπε ξεροκαταπίνοντας ο Βόλγκαν. «Όχι ακόμα προσωπικά, αλλά θα το κάνω σύντομα. Άλλωστε, για κάτι τόσο σημαντικό όσο αυτό εδώ...» είπε και άπλωσε το χέρι του για να βγάλει από το βελούδινο περιτύλιγμά του το τεχνούργημα από την Ατλαντίδα που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. Οι αστραφτερές ανταύγειες από την επιφάνειά του φώτισαν το πρόσωπό του σαν φωτιά. «Είμαι σίγουρος ότι θα θέλει να μου μιλήσει».

«Όσα και αν προτίθεται να σου πληρώσει ο Κόμπρας για το τεχνούργημα, ο πατέρας μου θα σου δώσει περισσότερα», είπε η Κάρι. «Είμαι σίγουρος ότι θα το κάνει, αλλά πολύ φοβάμαι ότι αυτό και ο Γιούρι πάνε πακέτο. Και προφανώς ο Κόμπρας θέλει πολύ να τον ξαναδεί». «Σας παρακαλώ, δεσποινίς Φροστ», ικέτευσε ο Βόλγκαν, «πρέπει να με βοηθήσετε. Ο Κόμπρας θα με σκοτώσει!» Τα τρελαμένα από την αγωνία μάτια του καρφώθηκαν πάνω στο αντικείμενο που κρατούσε ο Χατζάρ στα χέρια του. «Μπορώ να σας πω περισσότερα για το κομμάτι αυτό - μπορώ να σας πω περισσότερα και για τον ίδιο τον Κόμπρας! Δούλευα γι’ αυτόν δώδεκα χρόνια και ξέρω τα μυστικά του...» Ο Χατζάρ κροτάλισε τα δάχτυλά του και ένας από τους φρουρούς χτύπησε τον Βόλγκαν με το όπλο του. Ο Ρώσος, με τα χέρια δεμένα ακόμα πίσω απ’ την πλάτη του, σωριάστηκε βαριά πάνω στο λείο μάρμαρο. «Αρκετά», είπε ο Χατζάρ. Ένα απαλό κουδούνισμα από τον υπολογιστή πάνω στο γραφείο του τράβηξε την προσοχή του, κάνοντάς τον να χαμογελάσει. «Δεσποινίς Φροστ, ο πατέρας σας με καλεί. Μπορείτε να σταθείτε έτσι ώστε να σας παίρνει η κάμερα;» Ο φρουρός της την έσπρωξε μπροστά. «Ευχαριστώ. Και πάρτε αυτόν από εδώ». Ο άλλος φρουρός έσυρε τον Βόλγκαν σαν σακί με αλεύρι πάνω στο πάτωμα. Ο Χατζάρ πληκτρολόγησε κάτι και στη συνέχεια έστρεψε την κόκκινη δερμάτινη καρέκλα του έτσι ώστε να κοιτάζει τη γιγαντιαία οθόνη. Η οποία φωτίστηκε με την εικόνα του Κρίστιαν Φροστ στο γραφείο του στο Ρανσφιόρντ. Τα μάτια του Φροστ τρεμόπαιξαν προς τη μια πλευρά, αντικρίζοντας στη δική του οθόνη την Κάρι. «Κάρι!» «Κύριε Φροστ», είπε ο Χατζάρ προτού η Κάρι προλάβει να του απαντήσει. «Χαίρομαι πάρα πολύ που τελικά ήρθατε σε επαφή μαζί μου. Πίστευα ότι η ζωή της κόρης σας θα ήταν πολυτιμότερη απ’ το επαγγελματικό σας πρόγραμμα». Άφησε ένα γελάκι αυτοϊκανοποίησης. Ο Φροστ τον κοίταξε με φανερή περιφρόνηση. «Κάρι, είσαι καλά; Μήπως αυτό το... άτομο σε κακομεταχειρίστηκε;» «Είμαι καλά - προς το παρόν», του απάντησε. «Και με το τεχνούργημα τι γίνεται; Η Δρ. Γουάιλντ;» «Τη Δρ. Γουάιλντ τη συνέλαβε ο ιρανικός στρατός και θα δικαστεί για παράνομο εμπόριο αρχαιοτήτων», επενέβη ο Χατζάρ, «και πιθανότατα για συμμετοχή στη δολοφονία αρκετών στρατιωτών. Όσο για το τεχνούργημα... δε χρειάζεται να ανησυχείτε πια». «Πόσα θέλεις, Χατζάρ;» Ο Ιρανός έγειρε πίσω στο κάθισμά του. «Κατευθείαν στο ψητό, βλέπω. Πολύ καλά. Για να επιστρέψει η κόρη σου σώα και αβλαβής, θέλω δέκα εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ».

«Εκτός από τα δέκα εκατομμύρια που σου πλήρωσα ήδη για το τεχνούργημα;» γρύλισε ο Φροστ. «Χάριν αποτελεσματικότητας, μπορείς να τα μεταφέρεις στον ίδιο λογαριασμό», είπε αυτάρεσκα ο Χατζάρ. «Και το τεχνούργημα;» «Όπως είπα, δε διατίθεται πια προς πώληση». «Ούτε και για άλλα δέκα εκατομμύρια;» Ακολούθησε μια μακρά παύση προτού απαντήσει ο Χατζάρ· ήταν φανερό πως η απληστία του εμπόρου απειλούσε να ανατρέψει τα σχέδιά του. «Όχι, ούτε και για τόσα», είπε τελικά, με ολοφάνερη απροθυμία. «Δεκαπέντε εκατομμύρια». Ο Χατζάρ δίστασε. Μισογύρισε, ρίχνοντας μια ματιά προς την Κάρι. «Δίνεις σε αυτό... αυτό το κομμάτι μέταλλο μεγαλύτερη αξία απ’ ό,τι στην ίδια σου την κόρη;» «Εγώ θα πρόσφερα είκοσι», του είπε η Κάρι. Στη μεγάλη οθόνη, το πρόσωπο του Φροστ άφησε να φανεί μια στιγμιαία λάμψη περηφάνειας πριν ξαναπετρώσει για ακόμα μια φορά. «Είκοσι εκατομμύρια, λοιπόν». Ο Χατζάρ είχε χάσει τα λόγια του, τα μάτια του πηγαινοέρχονταν από τον έναν Φροστ στον άλλο· τελικά, έκανε μια απότομη στροφή για να αντικρίσει καταπρόσωπο την οθόνη. «Όχι! Όχι, το τεχνούργημα δεν πρόκειται να πουληθεί σε σένα, για οποιαδήποτε τιμή! Δέκα εκατομμύρια δολάρια για την κόρη σου, αυτή είναι η μόνη συμφωνία που σκοπεύω να κάνω μαζί σου. Θα με ξαναπάρεις σε μία ώρα για να επιβεβαιώσουμε τη μεταφορά των χρημάτων. Σε μία ώρα!» Έστριψε και πάλι το κάθισμά του και πληκτρολόγησε κάτι στον υπολογιστή, τερματίζοντας την επικοινωνία προτού προλάβει να μιλήσει ο Φροστ. «Χατζάρ», είπε η Κάρι, με προσποιητό θαυμασμό στη φωνή της. «Εντυπωσιάστηκα! Πολύ λίγοι μπορούν να ορθώσουν το ανάστημά τους κατ’ αυτό τον τρόπο απέναντι στον πατέρα μου. Και, κυρίως, να απορρίψουν είκοσι εκατομμύρια δολάρια». Ο Χατζάρ έγειρε πάνω από το γραφείο προς το μέρος της. «Είκοσι εκατομμύρια!» στρίγκλισε και καθάρισε το λαιμό του. «Είκοσι εκατομμύρια δολάρια!» επανέλαβε. «Γι’ αυτό; Γι’ αυτό το πράγμα;» κούνησε το γάντζο που είχε στη θέση του χεριού του πάνω από το τεχνούργημα. «Τι είναι τέλος πάντων; Τι το ιδιαίτερο έχει αυτό το κομμάτι;» Για μια στιγμή τα μάτια της Κάρι φωτίστηκαν με κάτι που έμοιαζε με δέος. «Είναι το κλειδί για το παρελθόν... και για το μέλλον». Κατόπιν έγειρε ελαφρά το κεφάλι της, στέλνοντας ένα σαγηνευτικό βλέμμα στον Χατζάρ. «Θα μπορούσες να γίνεις κι εσύ ένα μέρος του, Φαϊλάκ. Πούλα μας το τεχνούργημα και σου υπόσχομαι ότι ο πατέρας μου δε θα κινηθεί εναντίον σου. Κι εγώ...»

«Κι εσύ τι;» ρώτησε ο Χατζάρ, ακροβατώντας ανάμεσα στην καχυποψία και τη διέγερση. «Θα σε συγχωρήσω. Ίσως και κάτι παραπάνω από αυτό. Όπως είπα, ελάχιστοι άντρες έχουν το θάρρος να αντιμετωπίσουν τον πατέρα μου». Μετατοπίστηκε ελαφρά, κουνώντας τους γοφούς και τους ώμους της κάτω από το παλτό της. «Εντυπωσιάστηκα πολύ». Η διέγερση υπερίσχυσε. «Αλήθεια;» Έγλειψε τα χείλη του, παρακολουθώντας έντονα τις κινήσεις της. «Δηλαδή ίσως να μπορούσαμε...» «Κύριε», διέκοψε ο φρουρός της Κάρι, αυτός που είχε αποκρούσει περιφρονητικά την πρότασή της στο κελί. «Ο Κόμπρας θα σας τηλεφωνήσει σύντομα. Πρέπει να είστε έτοιμος γι’ αυτόν». Το πρόσωπο του Χατζάρ φανέρωσε εκνευρισμό. «Έχεις δίκιο. Πρέπει να είμαι έτοιμος. Ναι». Πήρε μια βαθιά ανάσα, κι ύστερα γύρισε την πλάτη του στην Κάρι. «Περίμενε μαζί της μέχρι να ξαναπάρει ο πατέρας της. Εσύ», πρόσθεσε νεύοντας στον άλλο φρουρό, «φέρε εδώ τον Γιούρι». «Καλή προσπάθεια, σκύλα», ψιθύρισε στο αφτί της Κάρι ο φρουρός. Εκείνη αναστέναξε, κι ήταν σαν να τον πυροβολούσε. Αν όμως ο Χατζάρ αποποιήθηκε είκοσι εκατομμύρια... τότε πόσο μεγάλη ήταν η προσφορά του Κόμπρας; «Δείχνω γελοία», διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. Αφήνοντας στο φορτηγάκι τον Χαφέζ, ο οποίος αφενός ανακουφίστηκε επειδή δε θα χρειαζόταν να μετακινηθεί και αφετέρου απογοητεύτηκε επειδή ήταν ανήμπορος να βοηθήσει, η Σαλά οδήγησε τους υπόλοιπους της παρέας σε ένα ποταμάκι που φιδοσερνόταν στους πρόποδες του απόκρημνου βράχου. Η απέναντι όχθη ορθωνόταν ήδη αρκετά απότομη προτού αρχίσει να υψώνεται περίπου εννιά μέτρα προς τα πάνω - με τον ηλεκτρικό φράχτη που περιέβαλλε ολόκληρο το φρούριο να εκτείνεται κατά μήκος της κορυφής. Το ποτάμι, αν και έτρεχε γρήγορα, ήταν αρκετά ρηχό για να το διασχίσουν. Η Σαλά έβγαλε τα παπούτσια της και ανασήκωσε το παλτό της, ενώ ο Τσέιζ και ο Καστίγ τη βοήθησαν να περάσει απέναντι, τσαλαβουτώντας μέσα στο κρύο νερό και χωρίς καν να μπουν στον κόπο να βγάλουν τις μπότες τους. Η Νίνα, από την άλλη, αισθανόταν απίστευτα ανόητη καθώς περνούσε βιαστικά απέναντι, φορώντας μια στολή για καταδύσεις. «Δεν ξέρω βέβαια», της είπε ο Τσέιζ, βοηθώντας τη Σαλά να καθίσει, «εμένα πάντως καλή μου φαίνεσαι. Αλλά, πάλι, εγώ ανέκαθεν είχα μανία με τις γυναίκεςλάστιχο». «Σκάσε». Η μονοκόμματη στολή κατάδυσης που είχε φέρει μαζί της η Σαλά έμοιαζε πιο κατάλληλη για να εντυπωσιάσει κανείς κάνοντας σέρφινγκ παρά για να εξυπηρετήσει σε μια λαθραία διείσδυση: μαύρη με μια έντονη ροζ επένδυση,

που έπιανε από το λαιμό μέχρι τον καβάλο και ξανά πίσω στην πλάτη, με εξίσου εντυπωσιακές λωρίδες στα μπράτσα και τις γάμπες. Η στολή έμοιαζε ολοκαίνουρια, αλλά τα υπερβολικά σφιχτά για τα πόδια της και βρόμικα λαστιχένια παπούτσια ήταν μια άλλη υπόθεση. «Είστε απόλυτα σίγουροι ότι κανείς από τους δυο σας δε χωράει μέσα στον αγωγό;» «Δες και μόνη σου», είπε η Σαλά, δείχνοντας ένα απομεινάρι σκουριασμένου σίδερου που εξείχε από την απότομη όχθη μερικά εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του ποταμού, μέσα από το οποίο έσπαζε νερό. Οι ελπίδες της Νίνα ότι θα μπορούσε να έπειθε τον ψηλόλιγνο Καστίγ να πάρει τη θέση της εξανεμίστηκαν όταν συνειδητοποίησε πόσο χοντρό ήταν το μέταλλο. Το εσωτερικό του αγωγού μόλις και μετά βίας έφτανε το μισό μέτρο σε διάμετρο πολύ στενό για τον Καστίγ, και αμφέβαλλε αν χωρούσε να περάσει το κεφάλι και ο ένας ώμος του Τσέιζ. Και για το λόγο αυτό, δεν ήταν σίγουρη κατά πόσο χωρούσε και η ίδια. «Θα χωρέσεις», είπε ο Τσέιζ, λες και διάβαζε τη σκέψη της. «Μπορεί να ζουληχτεί λίγο ο πισινός σου, αλλά...» «Ε!» «Αστειεύομαι». Ψευτογέλασε κι ύστερα άνοιξε το σακίδιο που είχαν κουβαλήσει από το φορτηγάκι. «Να και τα σύνεργά σου. Φακός, ασύρματος αμφίδρομης επικοινωνίας, ακουστικά με μικρόφωνο - δεν είναι ακριβώς bluetooth, αλλά θα μπορέσεις να μας ενημερώσεις όταν αποσυνδέσεις τον ηλεκτρικό φράχτη. Όπλο...» «Δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ όπλο», είπε η Νίνα καθώς ο Τσέιζ, έβγαζε από το σακίδιο ένα μικρό αυτόματο με τη δερμάτινη θήκη του και μια ζώνη περασμένη γύρω της. «Ναι; Νόμιζα ότι εσείς οι Γιάνκηδες αρχίζετε να πυροβολείτε προτού ακόμα περπατήσετε. Γύρνα». «Στ’ αλήθεια, δεν είμαι σίγουρη γι’ αυτό το...» είπε ενώ ο Τσέιζ έδενε τη ζώνη λίγο πιο πάνω απ’ τη μέση της, στρίβοντάς την έτσι ώστε η θήκη να παραμείνει στην καμπύλη του κάτω μέρους της πλάτης της. «Είναι απλά μια προφύλαξη· ελπίζουμε ότι δε θα συναντήσεις κανέναν». Στερέωσε το γουόκι τόκι στη ζώνη της, ύστερα τη γύρισε από την άλλη πλευρά και έκανε το ίδιο με τη συσκευή με τα ακουστικά, κλείνοντάς της το μάτι. «Αν χρειαστεί να πυροβολήσεις πάντως, απλά σκέψου τη Λάρα Κροφτ. Μπαμ μπαμ». Το βλέμμα του έπεσε στο λαιμό της και στο μενταγιόν. «Θέλεις να σου το φυλάξω;» Το σκέφτηκε. «Όχι, ευχαριστώ. Είναι κατά κάποιο τρόπο το γούρι μου». Ο Τσέιζ ανασήκωσε το φρύδι του. «Αν κρίνω από τη μέρα που πέρασες, έχεις πολύ παράξενη ιδέα για το τι είναι τύχη». «Είμαι όμως ακόμα ζωντανή, έτσι δεν είναι;»

«Σωστή παρατήρηση». Η Νίνα έχωσε το μενταγιόν μέσα στη στολή κι ύστερα τράβηξε το φερμουάρ ως το λαιμό. Ένα πλατύ χαμόγελο, που αποκάλυπτε τα αραιά δόντια του, εμφανίστηκε στο πρόσωπο του Τσέιζ: «Ας σε σωληνώσουμε». Η ταραχή της Νίνα μετατράπηκε σε απερίφραστη απέχθεια, καθώς γονάτιζε για να εξετάσει τον αγωγό. «Αχ, Θεέ μου! Βρομάει!» «Τι περίμενες; Υπόνομος είναι!» Το στομάχι της ανακατεύτηκε. «Θέλω να ξεράσω. Θεέ μου, δε νομίζω ότι μπορώ να το κάνω...» «Λοιπόν, άκου», είπε ο Τσέιζ, ακουμπώντας το χέρι του στο μπράτσο της. «Ξέρω ότι μπορείς. Είσαι αρχαιολόγος, έτσι δεν είναι; Πρέπει να έχεις σκάψει μέσα σε κοπριές και κάθε είδους βρομιά πολλές φορές μέχρι τώρα, σωστά;» «Ναι, αλλά...» «Ο αγωγός δεν είναι πολύ μακρύς. Το πολύ πενήντα μέτρα. Μετά καταλήγει στο φρεάτιο πρόσβασης. Εκεί υπάρχει μια ανεμόσκαλα. Απλώς την ανεβαίνεις. Αυτό μπορείς να το κάνεις». «Κι αν υπάρχει κανείς στο τέρμα; Τι θα γίνει αν...» «Νίνα», είπε και της έσφιξε το χέρι. «Δουλειά μου είναι να σε προσέχω. Αν πίστευα ότι κινδυνεύεις δε θα σε έστελνα». «Μου έδωσες όμως όπλο». «Ε, καλά... τίποτα δεν είναι απόλυτα ασφαλές, έτσι δεν είναι;» Δεν την καθησύχασε ιδιαίτερα. «Κοίτα, μόλις αποσυνδέσεις το φράχτη, ο Ούγκο κι εγώ θα μπούμε μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά. Το σχέδιο είναι απλό - μπαίνουμε, βαράμε τον Χατζάρ στη μούρη, σώζουμε την Κάρι και τέλος». «Το να βαράς τον κόσμο στη μούρη είναι σε γενικές γραμμές η δική σου λύση για τα πάντα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Νίνα. «Ε, εντάξει, αν έχει αποτέλεσμα... Τέλος πάντων, θα σου μιλάω απ’ τον ασύρματο σε όλη τη διαδρομή. Έχουμε και τα σχέδια του χώρου κι έτσι θα σου λέω πού ακριβώς να πας. Μόλις φτάσεις, μείνε απλώς κρυμμένη και θα είσαι ασφαλής. Έχε μου εμπιστοσύνη». Η Νίνα έδεσε πίσω τα μαλλιά της κι ύστερα, με εξαιρετική απροθυμία και ένα ύφος απροκάλυπτης αηδίας, σκαρφάλωσε βάζοντας πρώτα το κεφάλι της μέσα στο σιχαμένο αγωγό. «Δεν έχω άλλη επιλογή... έχω;» «Από το τίποτα, καλό κι αυτό», είπε ο Τσέιζ, ανοίγοντας τον ασύρματό του. «Έλα, θα σε βοηθήσω να μπεις μέσα. Ας κάνουμε μια δοκιμή, να δούμε πώς λειτουργεί ο ασύρματος». Της ανασήκωσε το πόδι και την έσπρωξε μέσα. Ο ασύρματος έκανε παράσιτα. «Μη διανοηθείς να μου πιάσεις τον πισινό». «Ούτε που μου πέρασε απ’ το μυαλό», είπε ο Τσέιζ και σήκωσε το φρύδι του, απολαμβάνοντας τα καλυμμένα με τη στολή κατάδυσης οπίσθια της καθώς γλιστρούσαν μέσα στον αγωγό. Της έσπρωξε και πάλι το πόδι, και η Νίνα

εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Κρατώντας το φακό μπροστά της, μπουσουλούσε μέσα στο γλιστερό σωλήνα. Ήταν πολύ στενός, αλλά τη χωρούσε ακριβώς. Σταμάτησε μια στιγμή για να ρίξει το φως κατά μήκος του αγωγού, αλλά στην άλλη άκρη δε φαινόταν τίποτα. Μόνο απόλυτο σκοτάδι. «Πάω στοίχημα ότι η Λάρα Κροφτ δε χρειάστηκε ποτέ να συρθεί μέσα στα σιφόνια της τουαλέτας κάποιου», μουρμούρισε προτού ξεκινήσει την κοπιαστική της ανάβαση. Η Κάρι παρακολούθησε την απογοήτευση του Χατζάρ να μεγαλώνει καθώς περίμενε να του τηλεφωνήσει ο Κόμπρας. Χτυπούσε νευρικά τα δάχτυλά του στο γραφείο. Κατά τα φαινόμενα, δεν είχε συνηθίσει να περιμένει για οτιδήποτε. «Φαϊλάκ», του είπε, «πρέπει να πάω στην τουαλέτα. Σε παρακαλώ». «Όχι πάλι», παραπονέθηκε αδύναμα ο φρουρός της, αλλά ο Χατζάρ κούνησε το χέρι του προς την πόρτα, επιτρέποντάς τους να φύγουν. Η Κάρι σηκώθηκε όρθια και θριαμβολόγησε μπροστά στο φρουρό. «Δεν πρόκειται να σου βγάλω τις χειροπέδες», μουρμούρισε καθώς την οδηγούσε έξω από το δωμάτιο. «Πώς τα πας;» ρώτησε ο Τσέιζ μέσα από τα παράσιτα. «Α, υπερβολικά καλά», γκρίνιαξε η Νίνα. «Δε βλέπω την ώρα να καταγράψω την εμπειρία μου και να τη στείλω στα Διεθνή Αρχαιολογικά Χρονικά». Μέσα από τα ακουστικά έφτασε ένας θόρυβος που θα μπορούσε να είναι πνιχτό γέλιο. «Τα πας περίφημα. Βλέπεις το τέρμα;» Έριξε το φως του φακού της μπροστά. «Νομίζω... ναι! Το βλέπω! Μάλιστα ακούω και κάτι», προσπάθησε να ξεχωρίσει το θόρυβο. Κάτι σαν υπόκωφο γουργουρητό... σαν να κατέβαινε νερό από ένα σωλήνα! «Ω! Σκατά!» Ζάρωσε και έπνιξε μια κραυγή καθώς αρκετά λίτρα κρύου νερού ξεχύθηκαν μέσα από τον αγωγό καταβρέχοντάς την. «Θεέ μου! Αχ! Τι αηδία!» Η κεφάτη απάντηση του Τσέιζ δε βελτίωσε τη διάθεσή της. «Θυμήθηκαν τουλάχιστον να τραβήξουν το καζανάκι!» «Αισθάνεσαι καλύτερα;» ρώτησε κοροϊδευτικά την Κάρι ο Χατζάρ μόλις επέστρεψε στην κυκλική αίθουσα. «Θέλει πολύ ακόμα για να γίνουν οι τρόποι των φρουρών σου όπως πρέπει», ρουθούνισε περιφρονητικά. «Ελπίζω να μην έχασα τον Κόμπρας». «Όχι, αλλά θα τηλεφωνήσει από στιγμή σε στιγμή. Επομένως, ήρθες ακριβώς πάνω στην ώρα». Έκανε μια κίνηση και ο φρουρός την έσπρωξε σε ένα αναπαυτικό σαλόνι. Ο Βόλγκαν την κοίταξε ικετευτικά, αλλά δεν είπε τίποτα.

«Να θυμάσαι την προσφορά του πατέρα μου», είπε. «Ό,τι και να σου προσφέρει ο Κόμπρας, εκείνος μπορεί...» Ο υπολογιστής έβγαλε έναν καμπανιστό ήχο. Ο Χατζάρ κροτάλισε τα δάχτυλά του προς το φρουρό της Κάρι, κι εκείνος κατέβασε βαριά το χέρι του πάνω στον ώμο της. Η Κάρι σώπασε και παρακολούθησε τον Χατζάρ να στρέφει νευρικά το πρόσωπό του στην οθόνη. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε «ζωντανά» τον Κόμπρας. Τον είχε δει βέβαια και παλιότερα, αλλά μόνο σε φωτογραφίες. Και αυτό είχε συμβεί αρκετά χρόνια νωρίτερα. Στα μαύρα μαλλιά του τώρα ξεχώριζαν γκρίζες τούφες, που προχωρούσαν πίσω από τους κροτάφους, και το πρόσωπό του ήταν περισσότερο ρυτιδωμένο, αλλά το βλέμμα του παρέμενε το ίδιο διαπεραστικό όπως πάντα. Και το ίδιο φονικό. «Κύριε Χατζάρ», είπε ο Κόμπρας. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε καθαρά ότι ήταν δυσαρεστημένος που υποχρεωνόταν να διαπραγματευτεί με τον Ιρανό. «Κύριε Κόμπρας», αποκρίθηκε ο Χατζάρ με προσποιητά καλή διάθεση. «Χαίρομαι που επιτέλους μιλώ μαζί σας». «Έχεις κάτι για μένα», δήλωσε ανυπόμονα ο Κόμπρας. «Για την ακρίβεια, έχω δύο πράγματα που σας ενδιαφέρουν! Το πρώτο είναι αυτό εδώ το μπιχλιμπίδι». Ο Χατζάρ έδειξε στην κάμερα το τεχνούργημα από την Ατλαντίδα. «Έμαθα ότι σας το άρπαξαν...» «Κατάστρεψέ το», τον διέκοψε ο Κόμπρας. «Λιώσε το. Θα σου δώσω δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ μόλις λάβω πλήρες βίντεο που θα δείχνει την καταστροφή του». «Να το καταστρέψω;» Ο Χατζάρ έμεινε άναυδος. «Ναι, μπορώ να το κάνω, έχω όλα τα απαραίτητα για την επεξεργασία πολύτιμων μετάλλων, αλλά...» κούνησε το κεφάλι του με δυσπιστία. «Είστε σίγουρος;» «Λιώσε το. Εντελώς. Μπορείς να κρατήσεις το χρυσό και ό,τι άλλα μέταλλα βγάλεις, αλλά θέλω να το καταστρέψεις. Αρκετούς μπελάδες προκάλεσε». Τρέμοντας, ο Χατζάρ απόθεσε πάνω στο γραφείο το τεχνούργημα. «Να το καταστρέψω. Εντάξει. Για... δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια;» Η υπερμεγέθης εικόνα του Κόμπρας έγνεψε καταφατικά. Η Κάρι παρακολουθούσε τρομαγμένη. Αν καταστρεφόταν το τεχνούργημα, τότε θα χανόταν για πάντα ο μοναδικός σύνδεσμος για την ανεύρεση της Ατλαντίδας... Με απίστευτη ανακούφιση, η Νίνα βγήκε από τον αγωγό. Η αίθουσα στην οποία βρέθηκε ήταν ορθογώνια, διαστάσεων 1,80 μ. περίπου επί 2,40 μ., με πολυάριθμους σωλήνες που κατέληγαν εκεί από πάνω. Το δάπεδο ήταν πλημμυρισμένο με νερό που ανέδιδε μια ταγκή μυρωδιά. «Είμαι μέσα», είπε

στο μικρόφωνό της, στρέφοντας το φακό προς τους τοίχους. Μια βρόμικη ανεμόσκαλα οδηγούσε επάνω. «Ωραία», είπε ο Τσέιζ, με φωνή παραμορφωμένη απ’ τις παρεμβολές. «Τώρα ανέβα τη σκάλα. Και φρόντισε με κάθε τρόπο...» «Ναι;» «Να μη γλιστρήσεις». «Ευχαριστώ για τη συμβουλή». Με τη στολή της να στάζει νερά και λάσπη, η Νίνα ανέβηκε τη σκάλα. Έσπρωξε επιφυλακτικά το μεταλλικό κάλυμμα στην κορυφή, και προς μεγάλη της ανακούφιση μετακινήθηκε. Το παραμέρισε και ύστερα ανέβηκε πάνω. «Βρίσκομαι στην κορυφή». «Εντάξει, πρέπει να βρίσκεσαι σε μια αίθουσα με μία πόρτα». Έριξε γύρω της το φως. «Ναι». «Έλεγξε την πόρτα για να βεβαιωθείς ότι δε βρίσκεται κανείς απέξω, κι ύστερα πήγαινε αριστερά. Υπάρχει άλλη μια πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Μπες μέσα». Με την καρδιά της ξαφνικά να χτυπά δυνατά, η Νίνα άνοιξε την πόρτα ίσαμε μια χαραμάδα και κρυφοκοίταξε. Ο λιθόχτιστος διάδρομος απέξω ήταν αμυδρά φωτισμένος και, εκτός από ένα ανεπαίσθητο μουρμουρητό, επικρατούσε ησυχία. Κοίταξε και προς την άλλη πλευρά. Μια στενή σκάλα οδηγούσε προς τα πάνω. «Είναι ελεύθερα», ψιθύρισε. «Εντάξει, πήγαινε». Πέταξε τα μουσκεμένα λαστιχένια παπούτσια της για να μην αφήσει αποτυπώματα, κι ύστερα προχώρησε με απαλά βήματα στο διάδρομο. «Οχ, πρόβλημα». Ακόμα και μέσα από τα παράσιτα κατάφερε να διακρίνει το ενδιαφέρον στη φωνή του Τσέιζ. «Τι;» «Υπάρχουν δύο πόρτες. Σε ποια πρέπει να μπω;» «Στα σχέδια υπάρχει μόνο μία. Πρέπει να πρόσθεσαν την άλλη μεταγενέστερα. Μόνο η μια από αυτές όμως οδηγεί στην αίθουσα με τη γεννήτρια. Δοκίμασε και τις δύο». Και οι δύο πόρτες είχαν την προειδοποιητική ένδειξη για την υψηλή τάση, κι έτσι αυτό δεν τη βοήθησε ιδιαίτερα. Ανασυντάσσοντας τις δυνάμεις της, η Νίνα δοκίμασε πρώτα την πιο κοντινή πόρτα. Δεν επρόκειτο ευτυχώς για κάποια αίθουσα γεμάτη τεχνικούς ή για σταθμό ασφαλείας. Στην πραγματικότητα, έμοιαζε περισσότερο με το τμήμα πληροφορικής του πανεπιστημίου της. Αναγνώρισε μάλιστα σε έναν πάγκο με εξοπλισμό το σέρβερ - δεν αποκλείεται ο Χατζάρ να ρύθμιζε από εκεί το δικό του σύνδεσμο ασφαλείας για το διαδίκτυο. Διάφορα μαύρα κουτιά ήταν συνδεδεμένα με αυτό, όπως ένας υπολογιστής κι ένα προστατευτικό οθόνης που στριφογύριζε στο μόνιτορ του.

Από περιέργεια -το δωμάτιο ήταν μικρό και μπορούσε να φτάσει στον υπολογιστή από την πόρτα- κούνησε το ποντίκι. Η οθόνη φωτίστηκε εμφανίζοντας διάφορα παράθυρα. Τα περισσότερα ήταν ακατανόητοι πίνακες με στοιχεία, αλλά στιγμιαία τα μάτια της έπεσαν ειδικά σε ένα. Ήταν χωρισμένο στα δύο και κάθε κομμάτι έδειχνε αυτό που προφανώς ήταν μια τηλεσύσκεψη. Δεν αναγνώρισε τον άντρα με το βλοσυρό πρόσωπο στο ένα από αυτά, αλλά ο άλλος... Ο Χατζάρ. «Νίνα;» σφύριξε ο Τσέιζ, «τι συμβαίνει;» «Είναι μια αίθουσα με υπολογιστές...» «Μην ασχολείσαι! Πήγαινε στο άλλο δωμάτιο, και γρήγορα». Αποδείχτηκε ότι αυτό το δωμάτιο ήταν ο προορισμός της. Δυο μεγάλες γεννήτριες, οι οποίες δούλευαν παράγοντας έναν υπόκωφο ήχο, καταλάμβαναν τον περισσότερο χώρο. Στον τοίχο δίπλα τους ήταν παρατεταγμένοι διάφοροι περίπλοκοι πίνακες με ασφάλειες και διακόπτες κυκλωμάτων. «Έχουμε κι άλλο πρόβλημα», είπε ήρεμα, «όλες οι επιγραφές είναι στα αραβικά!» «Βλέπω ότι έχεις εκεί και τον Γιούρι», είπε ο Κόμπρας. «Τζοβάνι!» έκανε απελπισμένα ο Βόλγκαν, παραπατώντας. Ο φρουρός του σήκωσε το όπλο του για να τον ξαναχτυπήσει, αλλά ο Χατζάρ του έγνεψε αρνητικά. «Σε παρακαλώ! Λυπάμαι! Έκανα ένα λάθος, το ξέρω, αλλά λυπάμαι!» Ο Κόμπρας κούνησε το κεφάλι του. «Γιούρι... σε εμπιστεύτηκα. Σε εμπιστεύτηκα κι εσύ με πρόδωσες, όχι μόνο εμένα αλλά και ολόκληρη την Αδελφότητα! Και για ποιο λόγο; Για τα χρήματα;» Κούνησε και πάλι το κεφάλι του. «Η Αδελφότητα φροντίζει για τις ανάγκες των δικών της, το ξέρεις αυτό. Αλλά εσύ ήθελες περισσότερα! Έτσι σκέφτονται αυτοί που αγωνιζόμαστε να σταματήσουμε!» «Σε παρακαλώ, Τζοβάνι!» ικέτευσε ο Βόλγκαν. «Δε θα το ξανακάνω...» «Γιούρι». Η μοναδική αυτή λέξη έκανε τον Βόλγκαν να σωπάσει στη στιγμή. «Χατζάρ, δεν τον χρειάζομαι πια, και είμαι βέβαιος ότι δεν τον χρειάζεσαι ούτε εσύ. Σου δίνω πέντε εκατομμύρια δολάρια για να τον σκοτώσεις αμέσως τώρα». «Πέντε εκατομμύρια δολάρια;» έκανε με κομμένη την ανάσα ο Χατζάρ. Ο Κόμπρας κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Τζοβάνι!» ούρλιαξε ο Βόλγκαν. «Όχι, σε παρακαλώ!» Ο Χατζάρ απέμεινε για μερικές στιγμές ακίνητος, προφανώς χαμένος στις σκέψεις του... ύστερα άνοιξε ένα απ’ τα συρταράκια του γραφείου του, έβγαλε ένα ασημί ρεβόλβερ και πυροβόλησε.

Ο Τσέιζ επέστρεψε στη γραμμή. «Εντάξει, βρήκα το σχεδιάγραμμα με τα καλώδια. Πρέπει να υπάρχουν τρεις ψηλοί πίνακες με μια σειρά από μεγάλους διακόπτες στερεωμένους πάνω τους». Η Νίνα τούς είδε. «Ναι!» «Στο μεσαίο πίνακα, γύρισε τον τρίτο, τέταρτο και έκτο διακόπτη». Καθένας από τους μεγάλους αυτούς διακόπτες έκανε ένα δυνατό θόρυβο καθώς η Νίνα τον έστριβε. «Εντάξει, και τώρα τι κάνω;» «Αυτό ήταν. Τελείωσες. Βρες κάπου να κρυφτείς και θα σε δούμε σε πέντε λεπτά». Ο ασύρματος έστειλε μερικά παράσιτα στο αφτί της κι έπειτα νεκρώθηκε. «Περίμενε, Έντι... Έντι!» Η Κάρι κοιτούσε με δυσπιστία το άψυχο σώμα του Βόλγκαν. Ακόμα και οι φρουροί έδειχναν σοκαρισμένοι από την αιφνιδιαστική δολοφονία. «Θεέ μου!» Στην οθόνη, ο Κόμπρας αντέδρασε στο άκουσμα της φωνής της με ανήσυχη έκπληξη. «Χατζάρ! Ποιος άλλος είναι μαζί σου;» Ο Χατζάρ απομακρύνθηκε από το αιμόφυρτο σώμα για να αντικρίσει κατά μέτωπο την οθόνη. «Έχω μια... ανταγωνίστριά σου, θα μπορούσες να πεις. Την Κάρι Φροστ». Ο Κόμπρας έμεινε άναυδος. «Την Κάρι Φροστ; Για να τη δω!» Ο Τσέιζ και ο Καστίγ ανέβηκαν γρήγορα την πλαγιά που οδηγούσε από το ποτάμι προς τα πάνω. Ο Τσέιζ έλεγξε το φράχτη ακουμπώντας πάνω του μια πένσα. Καμία σπίθα, ούτε βραχυκύκλωμα. Ήταν νεκρό. «Πάμε!» διέταξε. Ο Καστίγ χρησιμοποίησε με σβελτάδα την πένσα για να ψαλιδίσει το κάτω μέρος του φράχτη. Ο Τσέιζ ανασήκωσε το χαλαρό κομμάτι, δημιουργώντας ένα αρκετά μεγάλο κενό που χωρούσε να περάσουν από κάτω. Όταν βρέθηκαν στην άλλη πλευρά, στάθηκαν στα πόδια τους με ένα πήδημα και κοίταξαν ψηλά το φρούριο. Η γεμάτη βράχια πλαγιά κατέληγε στο στριφογυριστό δρόμο και στην κύρια είσοδο του κτιρίου. Δε φαίνονταν πουθενά φρουροί, αλλά απ’ όσα είχε πει η Σαλά θα πρέπει να ήταν κάπου εκεί. Εκτός από το όπλο του, ο Καστίγ είχε και ένα από τα αυτόματα G3 που είχαν πάρει από τους στρατιώτες του Μαχζάντ. Ο Τσέιζ είχε το δικό του πιστόλι κι ένα φθαρμένο από τον καιρό ούζι που του είχε δώσει η Σαλά. Έλεγξε και τα δύο όπλα. Έτοιμα για δράση. «Εντάξει», είπε, «ώρα να γίνουμε ήρωες». Κι άρχισαν να τρέχουν.

Η Νίνα αποφάσισε ότι το δωμάτιο με το σέρβερ ήταν εξίσου κατάλληλο με οποιοδήποτε άλλο μέρος για κρυψώνα. Άλλωστε, αυτό θα της επέτρεπε να ρίξει άλλη μια ματιά στον υπολογιστή. Χρειάστηκε μόλις μία στιγμή για να ανοίξει το παράθυρο της σύσκεψης που αναμετέδιδε το κομπιούτερ, και λίγο περισσότερο για να δυναμώσει την ένταση. Ο Χατζάρ και ο άλλος άντρας μιλούσαν για την... Κάρι! Και όχι μόνο αυτό, αλλά τώρα η Κάρι εμφανίστηκε πίσω από τον Χατζάρ, καθώς ένας από τους άντρες του την έσπρωξε για να μπει στο πλάνο. «Τι γυρεύει εκεί πέρα;» απαίτησε να μάθει ο Κόμπρας. «Έχω κάτι δουλειές με τον πατέρα της», είπε ο Χατζάρ. «Δε σε αφορά αυτό». «Με αφορά και πολύ μάλιστα!» ούρλιαξε σχεδόν ο Κόμπρας. Σκότωσε την». Ο Χατζάρ κοίταξε αποσβολωμένος την οθόνη. «Τι πράγμα;» «Σκότωσέ την! Τώρα!» Το στομάχι της Κάρι σφίχτηκε από το φόβο. Ο Χατζάρ εξακολουθούσε να κρατά στο χέρι του το όπλο. Αν υπάκουε στην εντολή του Κόμπρας, σε λίγες στιγμές θα ήταν νεκρή. «Είσαι τρελός;» φώναξε ο Χατζάρ. «Αξίζει δέκα εκατομμύρια δολάρια! Ο πατέρας της συμφώνησε ήδη να μου δώσει τα λύτρα!» «Άκουσέ με», είπε ο Κόμπρας, σκύβοντας προς τα εμπρός ώσπου το πρόσωπό του γέμισε όλη την οθόνη. «Δεν έχεις ιδέα πόσο επικίνδυνη είναι. Αυτή και ο πατέρας της προσπαθούν να βρουν αυτό που η Αδελφότητα παλεύει να κρατήσει κρυμμένο εδώ και αιώνες! Αν τα καταφέρουν...» Ο Χατζάρ κούνησε τα χέρια του. «Δε με νοιάζει! Το μόνο που με νοιάζει είναι τα δέκα εκατομμύρια δολάρια που θα πάρω για να την επιστρέψω στον πατέρα της!» Κάτι σαν απόγνωση χρωμάτισε τη φωνή του Κόμπρας. «Χατζάρ, θα σου δώσω δώδεκα εκατομμύρια δολάρια αν τη σκοτώσεις». «Είσαι εντελώς...» «Δεκαπέντε εκατομμύρια! Χατζάρ, θα σου δώσω όσα θέλεις! Αλλά μόνο αν σκοτώσεις την Κάρι Φροστ τώρα αμέσως!»

9 Η NINA ΚΟΙΤΑΞΕ το μόνιτορ σοκαρισμένη. Όποιος και αν ήταν ο άλλος άντρας, έδειχνε να το εννοεί όταν έλεγε ότι ήθελε την Κάρι νεκρή. Και απ’ όσα είχε ήδη καταλάβει για τον Χατζάρ, η απληστία του δε θα αργούσε να τον κάνει να υποχωρήσει και να δεχτεί τα αιματοβαμμένα χρήματα. Το κακό ήταν ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει. Εκτός και... «Δύο φρουροί στην κάτω πύλη», είπε ο Καστίγ ενώ έτρεχε μαζί με τον Τσέιζ προς την κακοτράχαλη πλαγιά. «Τους βλέπω», αποκρίθηκε ο Τσέιζ. «Θα χρειαστούν κάνα δυο λεπτά μέχρι να φτάσουν εδώ. Ξέχνα τους για την ώρα. Τι γίνεται στην κορυφή;» «Πρέπει να βρίσκονται μέσα από την πύλη. Ποια είναι η καλύτερη τακτική που μπορούμε να ακολουθήσουμε; Κάτι έξυπνο και λεπτό;» Ο Τσέιζ σήκωσε το ούζι του. «Μου πάει η λεπτότητα». Ο Χατζάρ πραγματικά βασανιζόταν και κοιτούσε τους άλλους στην αίθουσα ακόμα και την Κάρι- σαν να έλπιζε ότι θα τον καθοδηγήσουν. «Δεκαπέντε εκατομμύρια;» είπε τελικά. «Γιατί; Γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα να πεθάνει;» «Είκοσι εκατομμύρια!» ούρλιαξε ο Κόμπρας. «Είκοσι εκατομμύρια δολάρια για να τη σκοτώσεις τώρα! Άσε τις ερωτήσεις, απλώς...» Η οθόνη σκοτείνιασε. Όπως άλλωστε και η υπόλοιπη αίθουσα - τα φώτα, ο υπολογιστής του Χατζάρ, τα πάντα. Η μόνη λάμψη ερχόταν από τα στενά παράθυρα με τα χρωματιστά τζάμια. Ο Χατζάρ και οι φρουροί του πιάστηκαν απροετοίμαστοι κι απέμειναν να κοιτάζονται σαστισμένοι. Η Κάρι όμως κινήθηκε... Η Νίνα είχε εντοπίσει τους μεγάλους κόκκινους διακόπτες στο κάτω μέρος των πινάκων ελέγχου όταν αποσυνέδεσε τον ηλεκτρικό φράχτη. Δε χρειαζόταν

να μιλάει καλά τα αραβικά ή να έχει ειδίκευση στα ηλεκτρολογικά για να καταλάβει σε τι χρησίμευαν. Τους κατέβασε όλους. Και τα πάντα σκοτείνιασαν. Άναψε το φακό της και έφυγε βιαστικά από την αίθουσα. Χωρίς αμφιβολία, κάποιος θα ερχόταν να δει τι έγινε. Καθώς διέσχιζε τρέχοντος το σκοτεινό διάδρομο, γύρισε λίγο τη ζώνη της για να μπορεί να πιάσει ευκολότερα τη θήκη του όπλου της. Η κεντρική πύλη ήταν μια τεράστια αψίδα που καταλάμβανε ολόκληρο το νότιο τοίχο. Ο Τσέιζ χρησιμοποίησε το μεταλλικό καθρεφτάκι του για να κρυφοκοιτάξει πίσω από τη γωνία. «Δυο τύποι σε ένα μικρό θυρωρείο στο βάθος αριστερά», είπε στον Καστίγ, «γύρω στα πέντε μέτρα μακριά. Δε μοιάζουν να έχουν μπει στο χορό». Ο Καστίγ σήκωσε το όπλο του. «Συνεχίζουμε με λεπτότητα;» Ο Τσέιζ έγνεψε καταφατικά, κοιτώντας από το καθρεφτάκι του το θυρωρείο. «Εμπρός, πάμε να...» Τα φώτα στο θυρωρείο έσβησαν, όπως και τα τηλεοπτικά μόνιτορ. Οι φρουροί αντέδρασαν αμήχανα. «Οχ! Σκατά!» σφύριξε ο Τσέιζ. «Κατέβασε και τους υπόλοιπους διακόπτες!» Οι φωνές των φρουρών αντήχησαν στο πέρασμα. Ένας από αυτούς χρησιμοποιούσε γουόκι τόκι. Ο Καστίγ συνοφρυώθηκε. «Άκυρη η λεπτότητα». «Μάχη μέχρις εσχάτων;» «Μάχη μέχρις εσχάτων». Ένα νεύμα, και μετά οι δυο τους επιτέθηκαν στην πύλη. Όπλα ακούστηκαν να κροταλίζουν καθώς χτυπούσαν το θυρωρείο και τους ενοίκους του. Η Κάρι άρχισε να στριφογυρίζει με την αβίαστη χάρη μιας μπαλαρίνας, πατώντας στο ένα πόδι καθώς έσκυβε κουλουριασμένη κάτω. Την ίδια στιγμή τέντωσε το άλλο της πόδι και κλάδεψε τους αστραγάλους του φρουρού της από πίσω. Έπεσε ανάσκελα και το κεφάλι του έσκασε πάνω στο σκληρό μάρμαρο. Πήδηξε ψηλά, σηκώνοντας τα γόνατά της, για να διπλωθεί στη συνέχεια σαν μπάλα και να φέρει τους αλυσοδεμένους καρπούς της κάτω από τα συσπειρωμένα πόδια της. Τα τακούνια της χτύπησαν στο δάπεδο σαν κλακέτες και την ίδια στιγμή σήκωσε τα χέρια της μπροστά. Κάπου απέξω άκουσε το χαρακτηριστικό κροτάλισμα των αυτόματων όπλων. Ο Τσέιζ. Μέσα στο ημίφως, είδε τον Χατζάρ να κάθεται ακόμα πίσω από το γραφείο

του, απέναντι από τη νεκρωμένη οθόνη πλάσμα. Ο άλλος φρουρός έπιασε αδέξια το ΜΡ-5 του. Ο άντρας που ήταν πεσμένος στα πόδια της είχε κι αυτός ένα όπλο, αλλά βρισκόταν ακόμα στη θήκη του. Η πόρτα ήταν πολύ μακριά. Τι έμενε λοιπόν να κάνει; Βρέθηκε μ’ ένα άλμα πάνω στο γραφείο του Χατζάρ και άρχισε να γλιστρά στη γυαλιστερή επιφάνειά του με τα οπίσθια τη στιγμή ακριβώς που εκείνος έστριβε με την καρέκλα του. Το πόδι της κατέβηκε με δύναμη στο πρόσωπο του Ιρανού, στέλνοντάς τον στο δερμάτινο μαξιλαράκι, ενώ η ίδια εξακολούθησε να γλιστρά πάνω στην επιφάνεια του γραφείου, για να προσγειωθεί τελικά στην αγκαλιά του. Το χτύπημα έκανε την καρέκλα να στριφογυρίσει, και η ψηλή ράχη της έκρυψε στιγμιαία την Κάρι και τον Χατζάρ από τη θέα του φρουρού. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η Κάρι απέσπασε βίαια το ρεβόλβερ από το χέρι του Χατζάρ. Μία μόνο σφαίρα ήταν αυτό που χρειαζόταν για να πετύχει το φρουρό ακριβώς στο μέτωπο. Σωριάστηκε στη στιγμή, νεκρός. Ο άλλος φρουρός είχε αρχίσει να συνέρχεται και καθώς έστριβε για να την αντιμετωπίσει, τράβηξε το όπλο του. Η Κάρι τίναξε τα πόδια της μπροστά, χρησιμοποιώντας τον Χατζάρ σαν ανθρώπινη ασπίδα για να εκτιναχτεί στον αέρα. Η καρέκλα μαζί με το περιεχόμενό της αναποδογύρισε με πάταγο. Η Κάρι εκτέλεσε μια τέλεια τούμπα, ενώ μια σφαίρα καρφωνόταν στον τοίχο ακριβώς πίσω της. Αιωρούνταν ακόμα ανάποδα στον αέρα όταν πίεσε τη σκανδάλη. Η σφαίρα βρήκε το φρουρό στο στήθος. Αίματα τινάχτηκαν καθώς έπεφτε με δύναμη και πάλι στο πάτωμα. Προσγειώθηκε και με τα δυο της πόδια δίπλα στο γραφείο, με το παλτό της να ανεμίζει σαν μπέρτα. Έριξε ένα ψυχρό βλέμμα στον πρώην φρουρό της. «Είχες δίκιο για τις πολεμικές τέχνες», είπε. Άκουσε ένα θόρυβο πίσω της και στράφηκε απότομα. Ο Χατζάρ είχε συρθεί από την αναποδογυρισμένη καρέκλα του και είχε κολλήσει στον τοίχο κάτω από την οθόνη πλάσμα. Καθώς σήκωνε το χέρι- γάντζο προς το σκαλισμένο σοβατεπί στη βάση του τοίχου, ένα τρεμάμενο θριαμβευτικό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα ματωμένα χείλη του, και την επόμενη στιγμή το πάτωμα από κάτω του υποχώρησε και τον κατάπιε το σκοτάδι. Προτού η Κάρι προλάβει να αντιδράσει, η καταπακτή έκλεισε και μόνο μια απειροελάχιστη ένωση στο μαρμάρινο δάπεδο πρόδιδε τη θέση της. Έτρεξε στο σημείο εκείνο και πίεσε το σοβατεπί, αλλά μολονότι ένα κομμάτι του κινήθηκε κάτω από το φακό της, δεν έγινε τίποτα. Η καταπακτή είχε κάποιο είδος κλειδαριάς ή χρονομετρικού μηχανισμού για να εμποδίζει τον κόσμο να ακολουθεί το χρήστη της.

Το τεχνούργημα! Η Κάρι έψαξε με μανία το γραφείο για το κομμάτι από ορείχαλκο. Δεν ήταν εκεί! Θα πρέπει να το παρέσυρε καθώς γλιστρούσε πάνω στο γραφείο και να έπεσε κατευθείαν στην αγκαλιά του Χατζάρ. Και τώρα είχε χρησιμοποιήσει τη μυστική έξοδο κινδύνου του σάχη για να το σκάσει, παίρνοντάς το μαζί του! Πετώντας μια βρισιά στα νορβηγικά, η Κάρι έριξε το ρεβόλβερ σε μια τσέπη, σήκωσε το ΜΡ-5 του νεκρού σωματοφύλακα και όρμησε έξω από την αίθουσα. Η ελικοειδής τσουλήθρα οδήγησε τον Χατζάρ σε ένα μικρό δωμάτιο δύο ορόφους πιο κάτω. Το δωμάτιο, όπως και όλο το υπόλοιπο φρούριο, ήταν σκοτεινό, αλλά μόλις μπόρεσε να προσανατολιστεί, δεν είχε πια καμιά δυσκολία. Με ιδιαίτερη σχολαστικότητα είχε εφοδιάσει το δωμάτιο με ό,τι θα μπορούσε να του φανεί χρήσιμο αν αναγκαζόταν να κάνει κάποια εσπευσμένη έξοδο. Όχι ότι περίμενε ποτέ να συμβεί αυτό, σκέφτηκε, καθώς το χέρι του έψαχνε να βρει τη λάμπα που ήξερε ότι βρισκόταν εκεί. Να το σκάσει, ειδικά από κάποια που πριν από μερικά δευτερόλεπτα ήταν αιχμάλωτή του! Ο Κόμπρας είχε δίκιο η Κάρι ήταν πράγματι πιο επικίνδυνη απ’ όσο έδειχνε. Βρήκε τη λάμπα και την άναψε. Τα πάντα σε αυτό το δωμάτιο ήταν όπως ακριβώς τα είχε αφήσει. Κρέμασε βιαστικά ένα σακίδιο στον ώμο του, έριξε μέσα την ορειχάλκινη ράβδο και διάλεξε ένα όπλο. Η αναπηρία του Χατζάρ δεν του επέτρεπε να χρησιμοποιεί παρά σχετικά μικρά και ελαφρά όπλα, αλλά αυτό δε σήμαινε ότι είχε τους ίδιους περιορισμούς και από πλευράς πυρομαχικών. Το όπλο που διάλεξε ήταν ένα Ίνγκραμ M11, ελάχιστα μεγαλύτερο από ένα κανονικό πιστόλι, αλλά με την τρομακτική ικανότητα να ξερνά χίλιες εξακόσιες σφαίρες το λεπτό. Το συγκεκριμένο πιστόλι είχε υποστεί μια ειδική τροποποίηση κατόπιν προσωπικής παραγγελίας του ιδιοκτήτη του: ο γεμιστήρας, που προεξείχε από την άκρη της λαβής, κατέληγε σε ένα βαρελάκι που διπλασίαζε τη χωρητικότητα του. Με ένα μόνο χέρι, το ξαναγέμισμα ήταν μια δουλειά που δεν ευχαριστούσε ιδιαίτερα τον Χατζάρ. Διάλεξε ακόμα ένα όπλο. Ξεβίδωσε τον ατσαλένιο γάντζο από τη μεταλλική βεντούζα που κάλυπτε το απομεινάρι του δεξιού καρπού του... και τον αντικατέστησε με μια ανατριχιαστική οχτάποντη πριονωτή λεπίδα. Ο πιλότος του είχε μόνιμες εντολές για την περίπτωση έκτακτης ανάγκης - να μπει στο ελικόπτερο και να το βάλει μπροστά. Ο Χατζάρ είχε πολλούς εχθρούς, και δεν έτρεφε την ψευδαίσθηση ότι το φρούριό του ήταν απόρθητο. Η καλύτερη προοπτική λοιπόν ήταν να απομακρυνθεί από τον κίνδυνο και να αφήσει τους άντρες του να χειριστούν την κατάσταση. Αν όμως στη διάρκεια της διαδρομής τύχαινε να πέσει πάνω σε κάποιον από τους εχθρούς του, ήθελε να είναι προετοιμασμένος.

Η Νίνα ανέβηκε τις σκάλες και βρέθηκε σε έναν άλλο διάδρομο, ο οποίος ήταν πολυτελώς διακοσμημένος από κάποιον που προφανέστατα είχε φετίχ με το κόκκινο βελούδο. Ψηλά παράθυρα σε κάθε άκρη άφηναν να περνάει αρκετό φως, τόσο ώστε να σβήσει το φακό της. Από το κοντινότερο παράθυρο μπορούσε να δει τα γύρω βουνά· το άλλο έβλεπε προς την αυλή στο κέντρο του φρουρίου. Από εκεί άκουσε ανταλλαγή πυρών. Ο Τσέιζ και ο Καστίγ ετοιμάζονταν να μπουν στο φρούριο. Άκουσε επίσης τρεχαλητά πίσω από τη γωνία, τρεχαλητά που έρχονταν προς το μέρος της - προφανώς κάποιος κατευθυνόταν προς την αίθουσα με τις γεννήτριες για να αποκαταστήσει τη βλάβη. Μπήκε σκυφτή στην πλησιέστερη πόρτα. Η σύντομη ματιά που έριξε προτού την κλείσει και βυθίσει την αίθουσα στο σκοτάδι της επέτρεψε να καταλάβει ότι επρόκειτο για βιβλιοθήκη. Οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με ράφια γεμάτα ιστορικά βιβλία και τόμους με τις σχετικές παραπομπές. Προφανώς ο Χατζάρ ήθελε να είναι όσο το δυνατόν πιο ενημερωμένος για τα τεχνουργήματα που εμπορευόταν. Με χέρια που έτρεμαν έβγαλε το όπλο από τη θήκη του και το έστρεψε προς την πόρτα, ενώ παράλληλα οπισθοχωρούσε. Τα βήματα πλησίασαν ακόμα περισσότερο. Αν άνοιγε η πόρτα, θα έβρισκε άραγε την απαιτούμενη δύναμη για να πατήσει τη σκανδάλη; Δε χρειάστηκε να το ανακαλύψει. Τα βήματα ξεθώριασαν, αντηχώντας πάνω στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο ισόγειο. Με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, η Νίνα άναψε και πάλι το φακό της. Μια βιβλιοθήκη είναι πολύ καλό μέρος για να κρυφτεί κανείς. Ήταν μάλλον απίθανο να νιώσει κάποιος από τους ανθρώπους του Χατζάρ την ανάγκη να ελέγξει κάποια ιστορική πληροφορία εν μέσω κρίσης. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να περιμένει να επικοινωνήσει και πάλι μαζί της ο Τσέιζ... Ξαφνικά, η Νίνα πάγωσε σαστισμένη. Η αίθουσα έμοιαζε φωτεινότερη, λες και η ισχύς του φακού της είχε διπλασιαστεί με κάποιο μαγικό τρόπο. Γεμάτη τρόμο, γύρισε και κοίταξε. Ο Χατζάρ στεκόταν μόλις ένα μέτρο μακριά της, έχοντας εμφανιστεί ξαφνικά από ένα δωμάτιο κρυμμένο πίσω από μια κινητή βιβλιοθήκη, με μια λάμπα να κρέμεται από έναν ιμάντα περασμένο στον ώμο του. Έδειχνε εξίσου έκπληκτος μ’ εκείνη - αλλά όχι τόσο έκπληκτος ώστε να μη σκεφτεί να στρέψει το απειλητικό όπλο του καταπάνω της. «Δρ. Γουάιλντ», είπε, ενώ το βλέμμα του περιεργαζόταν από πάνω ως κάτω το κορμί της, προτού σηκώσει μέχρι το λαιμό της την ενσωματωμένη στο δεξιό καρπό του λεπίδα, «χαίρομαι που σας ξαναβλέπω».

Η αυλή ήταν μακρόστενη και η κεντρική πύλη βρισκόταν στη μέση του νότιου τοίχου. Από τη μια και την άλλη πλευρά υψώνονταν μεγάλες μαρμάρινες βάσεις που περιείχαν καλλωπιστικά φυτά, τρεις σε κάθε σειρά. Μόλις προσανατολίστηκαν, ο Τσέιζ και ο Καστίγ καλύφθηκαν πίσω από μια από αυτές τις βάσεις. «Για να κατεβούμε στα κελιά, πρέπει να περάσουμε από αυτή την πόρτα», είπε ο Τσέιζ, δείχνοντας μπροστά. «Μπορεί η Κάρι να μη βρίσκεται εκεί», απάντησε ο Καστίγ. «Θα μπορούσαμε να χωριστούμε, κι έτσι ο ένας από εμάς θα ελέγξει και τους επάνω ορόφους». «Και τι θα κάνουμε με τους άντρες του;» «Εγκληματίας είναι, όχι πολέμαρχος! Σιγά μην έχει και ιδιωτικό στρατό!» Η πόρτα που είχε δείξει ο Τσέιζ άνοιξε απότομα και όρμησαν στην αυλή πέντε άντρες οπλισμένοι με ΜΡ-5. «Από την άλλη...» μόρφασε ο Τσέιζ κι άρχισε να ρίχνει με το ούζι του. To ίδιο έκανε και ο Καστίγ που ξεπρόβαλε με το G3 του πάνω από τα φυτά. Δυο από τους άντρες του Χατζάρ έπεσαν αυτομάτως, ενώ το αίμα πιτσιλούσε τους τοίχους πίσω τους. Οι τρεις εναπομείναντες χωρίστηκαν. Δύο διέσχισαν τρέχοντας την αυλή για να καλυφθούν πίσω από τη διακοσμητική γλάστρα διαγωνίως απέναντι από τον Τσέιζ και τον Καστίγ, και ο τρίτος χώθηκε πίσω από αυτή που βρισκόταν μπροστά τους. Ο Τσέιζ έψαχνε να βρει ένα δρόμο διαφυγής. Εκτός από την κεντρική πύλη, η κοντινότερη έξοδος από την αυλή ήταν μέσα από μια σειρά τοξωτών γαλλικών παραθύρων στο δυτικό τοίχο, αλλά για να τα πλησιάσει κανείς έπρεπε να διανύσει με μεγάλη ταχύτητα καμιά δωδεκαριά μέτρα χωρίς κάλυψη. «Σκατά! Αν μας κρατήσουν καθηλωμένους εδώ για πολύ, οι τύποι από την κάτω πύλη θα μας πιάσουν από πίσω!» «Κι αν...» άρχισε να λέει ο Καστίγ τη στιγμή ακριβώς που τα λουλούδια από πάνω τους μετατράπηκαν σε βροχή από πέταλα. «Α, για κάντε μου τη χάρη!» ούρλιαξε όλο παράπονο στους πιστολέρος. «Και μ’ εκείνα τα παράθυρα τι γίνεται;» Ο Τσέιζ ακολούθησε τη ματιά του - τρία μέτρα μακρύτερα, στο νότιο τοίχο, υπήρχαν δύο παράθυρα, περίπου στο ύψος του στήθους. Το φάρδος όμως του καθενός ήταν μικρότερο από μισό μέτρο. «Πολύ μικρά δεν είναι;» Μέτρησε τις βολές που θα έριχναν οι άντρες του Χατζάρ, ενώ στο μυαλό του είχε ήδη αρχίσει να καταστρώνει ένα σχέδιο. Πετάγεται πάνω, ρίχνει τρεις φορές, σκύβει ξανά και ο σύντροφός του επαναλαμβάνει τη διαδικασία... Σταμάτησε για μια στιγμή, κι ύστερα έσκυψε στο πλάι της κρυψώνας του. Ταυτόχρονα, ένας από τους άντρες στην απέναντι πλευρά της αυλής πετάχτηκε ψηλά σημαδεύοντάς τους - μόνο και μόνο για να τρεκλίσει μερικά βήματα και να σωριαστεί, βγαίνοντας από το οπτικό τους πεδίο, καθώς μια σφαίρα από το ούζι

του Τσέιζ άνοιξε μια τρύπα στη μούρη του. «Πάει ο ένας! Αν καταφέρουμε να χτυπήσουμε άλλον ένα, θα μπορούσαμε να αλληλοκαλυφθούμε μέχρι να φτάσουμε σ’ εκείνες τις πόρτες». Κι άλλα αθώα λουλούδια μετατράπηκαν σε ς πουρί. Ο Καστίγ ανέμισε το χέρι του καθώς κομμένα πέταλα έραιναν το πρόσωπό του, ενώ το άρωμά τους ερχόταν σε περίεργη αντίθεση με την έντονη μυρωδιά του μπαρουτιού. «Ευτυχώς που δεν έχουν χειροβομβίδες». «Ναι, αλλά δυστυχώς δεν έχουμε ούτε εμείς! Θα μπορούσαμε...» ο Τσέιζ σταμάτησε ακούγοντας μια προειδοποιητική κραυγή. «Έπρεπε κι εσύ να προκαλέσεις την αναθεματισμένη την τύχη μας! Χειροβομβίδα!» Πυροβόλησαν και οι δύο προς τα παράθυρα, ενώ παράλληλα πετάχτηκαν πάνω και άρχισαν να τρέχουν προς τα εκεί. Πίσω τους, μια χειροβομβίδα έπεσε από την άλλη άκρη της αυλής διαγράφοντας τόξο και προσγειώθηκε μαζί με ένα κομμάτι μαλακό χώμα στη διακοσμητική γλάστρα. Το τζάμι θρυμματίστηκε καθώς ο Τσέιζ το γάζωσε με μια σειρά από σφαίρες· αμέσως μετά βούτηξε με το κεφάλι στο στενό άνοιγμα. Δίπλα του ο Καστίγ έκανε το ίδιο. Άφησαν τα όπλα τους μια στιγμή προτού τους χτυπήσει η βροχή από τα σπασμένα τζάμια για να προστατεύσουν τα πρόσωπά τους με τα χέρια τους· στο μεταξύ, η χειροβομβίδα έκοψε καθώς έσκαγε ένα τεράστιο κομμάτι μάρμαρο από το πλάι της γλάστρας, σηκώνοντας στον αέρα, σε ύψος δέκα μέτρων περίπου, χώμα και βλάστηση. Μια φονική βροχή από σίδερα έπεσε πίσω από τους δύο πρώην στρατιώτες, αλλά ο Τσέιζ και ο Καστίγ είχαν ήδη περάσει μέσα από τα παράθυρα. Ό,τι απέμεινε από τα τζάμια των παραθύρων σκορπίστηκε πίσω τους σαν αιχμηρό κομφετί, τη στιγμή που προσγειώνονταν με δύναμη στο πάτωμα. Ο Τσέιζ τίναξε από πάνω του τα γυάλινα θραύσματα. Το δωμάτιο ήταν κάτι σαν αίθουσα τέχνης, με αγάλματα αραδιασμένα στη σειρά. Τα αφτιά του κουδούνιζαν, αλλά εκτός από το τράνταγμα της δύσκολης προσγείωσης πάνω στους αγκώνες και τα γόνατα και ένα απαίσιο κόψιμο στο πίσω μέρος του κεφαλιού του, δεν αισθανόταν κανέναν καινούριο πόνο. «Είσαι καλά;» Ο Καστίγ μόρφασε. «Έχω υπάρξει και καλύτερα!» Σήκωσε το αριστερό του χέρι· το μανίκι του είχε σκιστεί, αποκαλύπτοντας ένα μεγάλο πριονωτό κόψιμο που εκτεινόταν σε όλο τον πήχη. Ματωμένα θραύσματα γυαλιού προεξείχαν από μέσα. «Μπορείς να πολεμήσεις;» «Πάντα!» είπε και σήκωσε το G3 από κάτω. Ο Τσέιζ αναζήτησε το ούζι του. Δεν ήταν εκεί - θα πρέπει να χτύπησε στο πλαίσιο του παράθυρου και να έπεσε έξω. Έβγαλε το πιστόλι του, και κόλλησε την πλάτη του στον τοίχο δίπλα απ’ το διαλυμένο παράθυρο. Ο Καστίγ έκανε το ίδιο από την άλλη πλευρά. Οι δύο φρουροί έτρεχαν προς τα γαλλικά παράθυρα, με σκοπό να μπουν στο κτίριο και

να τους αποκόψουν. Ένας πυροβολισμός από το Γουάιλντι του Τσέιζ έκανε κομμάτια το σαγόνι του ενός. Σωριάστηκε στο δάπεδο, με τα μέλη του να σπαρταρούν. Ο Καστίγ πυροβόλησε δύο φορές, πετυχαίνοντας το δεύτερο φρουρό στο στήθος. Έπεσε πάνω στα γαλλικά παράθυρα, βουτώντας μέσα από τα τζάμια με το κεφάλι. «Έλα», είπε κοφτά ο Τσέιζ. Έπρεπε να βρουν την Κάρι -και τη Νίνα- γρήγορα. Καθώς έφευγαν από την αίθουσα, τα φώτα τρεμόπαιξαν κι ύστερα άναψαν πάλι. Η Κάρι δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι ο Χατζάρ θα επιχειρούσε να το σκάσει από το φρούριο. Αν οι σωτήρες της έκαναν επίθεση στην κεντρική πύλη, εκείνος θα κατευθυνόταν προς το ελικοδρόμιο, μια πλατφόρμα διαμορφωμένη σε ένα βαθούλωμα στη βόρεια πλευρά του κτιρίου. Συνέδεσε νοερά τις διαδρομές που είχε κάνει από το ελικοδρόμιο προς τα κελιά, κι ύστερα από τα κελιά προς το γραφείο του Χατζάρ. Άλλος ένας όροφος κάτω, μετά δεξιά... Αφού επανήλθε το ρεύμα, ένας από τους άντρες του Χατζάρ ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες - για να βρει το αφεντικό του να τον περιμένει με έναν αναπάντεχο καλεσμένο. Προφανώς σήμερα ήταν η μέρα των «ωραίων γυναικών της δύσης» στο φρούριο. Αν και δεν μπόρεσε να μην επισημάνει ότι αυτή εδώ, μια κοκκινομάλλα με αλογοουρά, χρειαζόταν πραγματικά, πολύ περισσότερο από την ψηλή ξανθιά που είχε δει νωρίτερα, ένα μπάνιο. «Φέρ’ την εδώ», διέταξε ο Χατζάρ. Ο σωματοφύλακας την άρπαξε απ’ τον ώμο, σπρώχνοντάς την με το ΜΡ-5 που είχε κολλημένο στην πλάτη της. «Πού είναι η Κάρι;» απαίτησε να μάθει η Νίνα. «Τι της έκανες;» Ο Χατζάρ την αγριοκοίταξε με τη σειρά του, ενώ πλησίαζε με κόπο έχοντας λεκέδες από αίμα γύρω από το στόμα και τη μύτη του. «Τι της έκανα εγώ; Τι μου έκανε αυτή θα έπρεπε να ρωτάς! Αν ήξερα ότι ήταν τόσο επικίνδυνη, θα της είχα δέσει και τα πόδια!» Η Νίνα ήταν περίεργη να μάθει, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να ρωτήσει περισσότερα αφού στο μεταξύ είχαν φτάσει σε μια στροφή στο διάδρομο. Μέσα από ένα φαρδύ παράθυρο φαίνονταν τα γύρω βουνά - όπως και το ελικόπτερο που περίμενε στο ελικοδρόμιο από κάτω. Οι έλικές του περιστρέφονταν, αναπτύσσοντας συνέχεια ταχύτητα. Ο Χατζάρ έδωσε στα περσικά οδηγίες στο σωματοφύλακα, ο οποίος έκανε ένα βήμα πίσω και κρύφτηκε στη γωνία του διαδρόμου. Κατόπιν στράφηκε στη Νίνα. «Εσύ θα μείνεις εδώ! Να περιμένεις τους φίλους σου!»

«Τι; Για να μπορέσει να τους πυροβολήσει; Άντε πηδήξου!» Ο Χατζάρ τίναξε το χέρι-λεπίδα στο μάγουλό της και την έκοψε ελαφρά. Η Νίνα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. «Όταν θα φτάσουν εδώ, θα τους κάνεις σινιάλο με το χέρι για να φανεί ότι όλα είναι εντάξει. Αν πεις έστω και μια λέξη, αν προσπαθήσεις να τους προειδοποιήσεις, θα σε σκοτώσει αυτός εδώ. Κατάλαβες;» «Απολύτως», είπε, ρίχνοντας μια ματιά στο αυτόματο του σωματοφύλακα. Ο Χατζάρ κούνησε το κεφάλι του και απομακρύνθηκε. «Χατζάρ! Πού είναι το τεχνούργημα;» Χτύπησε απαλά το σακίδιο που κρατούσε. «Είναι κρίμα να καταστρέψω κάτι με τόσο μεγάλη ιστορική αξία... αν και τα δεκαπέντε εκατομμύρια δολάρια που μου έδωσε ο Κόμπρας για να το κάνω είναι πολλά λεφτά». «Συν τα δέκα εκατομμύρια που σου δίνει ο Κρίστιαν Φροστ», είπε με απέχθεια η Νίνα. Ο Χατζάρ ανασήκωσε τους ώμους. «Τι να πω; Η σημερινή αποδείχτηκε καλή μέρα για δουλειές». Συνοφρυώθηκε καθώς στα αφτιά του έφτασε ο απόηχος από την ανταλλαγή πυρών στους μαρμαροστρωμένους διαδρόμους. «Άσχημη μέρα για το σπίτι μου όμως. Απ’ ό,τι φαίνεται, θα χρειαστεί να ξοδέψω ένα μέρος από τα χρήματα για να το ξαναδιακοσμήσω. Καλύτερα έτσι όμως παρά να πρέπει να πληρώσω για την κηδεία μου! Αντίο, Δρ. Γουάιλντ!» είπε και απομακρύνθηκε τρέχοντας. Ο σωματοφύλακας έκανε μια κίνηση με το όπλο του, κατευθύνοντας τη Νίνα να σταθεί στη μέση του διαδρόμου. Όποιος πλησίαζε από το άλλο άκρο θα την έβλεπε... όχι όμως και το φρουρό της, που παραφυλούσε αθέατος. «Ακούς κάτι;» ρώτησε ο Καστίγ καθώς έτρεχε μαζί με τον Τσέιζ μέσα στο φρούριο. «Ελικόπτερο», επιβεβαίωσε ο Τσέιζ. Ο μακρινός, αλλά όλο και πιο δυνατός βόμβος της τουρμπίνας του Τζετ Ρέιντζερ, ήταν αδιαμφισβήτητος. «Διάβολε! Το ήξερα ότι θα έπρεπε να αντιμετωπίσουμε κι αυτό το παλιόπραμα. Απλά το ήξερα!» «Εκεί κάτω», είπε ο Τσέιζ δείχνοντας. Έστριψαν σε μια γωνία. Η Κάρι άκουσε τρεχαλητά καθώς πλησίαζε τη διασταύρωση σε σχήμα Τ που οδηγούσε στο ελικοδρόμιο. Σήκωσε το ΜΡ-5... Ο Τσέιζ και ο Καστίγ έστριψαν με φόρα στη γωνία, έχοντας και οι δύο τα όπλα τους στραμμένα κατευθείαν πάνω της! «Χριστέ μου», είπε ο Τσέιζ, και στο πρόσωπό του ζωγραφίστηκε ένα χαμόγελο καθώς χαμήλωνε το όπλο του, «τι γίνεται σήμερα με όλους αυτούς που δε με χρειάζονται για να τους σώσω;» Η Κάρι ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Θα έπρεπε ίσως να απαιτήσω επιστροφή

χρημάτων». «Ας μην το παρακάνουμε», είπε ο Καστίγ. «Πού είναι η Νίνα;» «Κρύβεται, αν έκανε αυτό που της είπα», απάντησε ο Τσέιζ. «Εσύ είσαι εντάξει; Πού είναι ο Χατζάρ;» «Εγώ καλά είμαι... αλλά ο Χατζάρ έχει το τεχνούργημα!» Ο Καστίγ σκυθρώπιασε. «Άσε με να μαντέψω, είναι στο ελικόπτερο». «Ναι! Ελάτε!» Άρχισαν να τρέχουν στο διάδρομο με τον Τσέιζ να προπορεύεται. «Στρίψε αριστερά στην επόμενη διασταύρωση κι ύστερα πήγαινε περιμετρικά!» του είπε η Κάρι. «Πόσους έχει μαζί του;» «Δεν ξέρω... εγώ πάντως πυροβόλησα τους δύο που με φρουρούσαν». Ο Τσέιζ την κοίταξε παραξενεμένος. «Τους σκότωσες;» «Ναι». Του ανταπέδωσε το βλέμμα. «Συμβαίνει κάτι;» «Τίποτα! Απλά δεν είμαι συνηθισμένος να έχω πελάτες που κάνουν τη δουλειά μου!» Ακολούθησαν το διάδρομο κι έπειτα σταμάτησαν, βλέποντας μπροστά τους μια γνώριμη φιγούρα. «Νίνα!» φώναξε η Κάρι. «Της είπα να μείνει κρυμμένη», γκρίνιαξε ο Τσέιζ. «Ντοκτορέσσα! Είσαι καλά;» Παραμένοντας κολλημένος στον τοίχο, ο σωματοφύλακας της έκανε νόημα με το όπλο του: κούνα το χέρι σου για να έρθουν κοντά. Η Νίνα σήκωσε το χέρι της. Η Κάρι άρχισε να κατεβαίνει το διάδρομο τρέχοντας - αλλά αναγκάστηκε να σταματήσει επιτόπου καθώς ο Τσέιζ την άρπαξε απ’ το χέρι. «Περίμενε!» τη διέταξε, σπρώχνοντάς την πίσω. Η Νίνα εξακολουθούσε να κουνά το χέρι της... με τον αντίχειρα μπροστά στην παλάμη της. Το προειδοποιητικό σινιάλο του Τσέιζ και του Καστίγ. Ο Τσέιζ άρχισε να τρέχει με κατεύθυνση τη στροφή στο διάδρομο. Λίγο προτού φτάσει, έκανε μια βουτιά με περιστροφή, σηκώνοντας το όπλο του. Ο σωματοφύλακας πετάχτηκε, σημαδεύοντας με το ΜΡ-5 του, μόνο και μόνο για να ανακαλύψει ότι ο στόχος του βρισκόταν στο δάπεδο, έχοντας στραμμένο καταπάνω του ένα τεράστιο όπλο! Ο Τσέιζ έριξε τρεις φορές. Πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να πέσει ο σωματοφύλακας με ορμή προς τα πίσω. Το όπλο γλίστρησε από τα χέρια του. Βγήκε από το παράθυρο διαλύοντάς το και, πέφτοντας από ύψος πέντε μέτρων, προσγειώθηκε στο χώρο του

ελικοδρομίου. Ο θόρυβος από το Τζετ Ρέιντζερ κατέκλυσε το φρούριο. «Είσαι καλά;» ρώτησε τη Νίνα ο Τσέιζ. «Καλά είμαι, καλά!» φώναξε η Νίνα. Η Κάρι όρμησε κοντά της και, προς μεγάλη έκπληξη της Νίνα, την αγκάλιασε. «Ευτυχώς είσαι καλά!» Τραβήχτηκε λίγο πίσω, ζαρώνοντας τη μύτη της. «Τι είναι αυτή η μυρωδιά;» «Αυτός φταίει», είπε η Νίνα, ρίχνοντας μια άγρια ματιά στον Τσέιζ, ο οποίος κοίταξε αλλού με αθώο ύφος. Ο αέρας που σήκωσε το ελικόπτερο εξαφάνισε διαμιάς την ανακούφισή της. «Ο Χατζάρ! Έχει μαζί του το τεχνούργημα!» «Να πάρει!» Ο Τσέιζ έτρεξε στο σπασμένο παράθυρο. Το αεροσκάφος σηκώθηκε από το ελικοδρόμιο. «Ίσως αν πυροβολούσα τη μηχανή, θα τον ανάγκαζα να προσγειωθεί...» «Δεν έχουμε καθόλου χρόνο», είπε η Κάρι και, αφήνοντας τη Νίνα, σήκωσε το ΜΡ-5 και βρέθηκε με μερικές δρασκελιές στο παράθυρο. Ένας χείμαρρος φωτιάς ξεχύθηκε αυτόματα προς το πιλοτήριο του ελικοπτέρου. Το παράθυρο της πόρτας του πιλότου θρυμματίστηκε κάτω από τη σφοδρή επίθεση. Στο εσωτερικό του πιλοτηρίου, το παρμπρίζ του ελικοπτέρου βάφτηκε κόκκινο. Ο πιλότος τινάχτηκε πίσω στο κάθισμά του, ενώ το Τζετ Ρέιντζερ άρχισε να στριφογυρίζει καθώς είχε μείνει ακυβέρνητο. Η ουρά του σκάφους έστριψε απότομα προς το παράθυρο, με τον κάθετο έλικα να περιστρέφεται σαν γιγάντιο κυκλικό πριόνι. «Κάτω!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, γραπώνοντας με το ένα χέρι την Κάρι και με το άλλο τη Νίνα, και απομακρύνθηκε τρέχοντας από το παράθυρο. Ο Καστίγ, από την άλλη, είχε πετρώσει στη θέση του, παρακολουθώντας το ελικόπτερο να έρχεται προς το μέρος του· απομακρύνθηκε κάνοντας μια βουτιά στο διάδρομο τη στιγμή ακριβώς που ο έλικας έτρωγε το πέτρινο πλαίσιο του παραθύρου και διαλυόταν. Ένα κομμάτι τριάντα εκατοστών πετάχτηκε σαν λεπίδα και καρφώθηκε στον τοίχο τρεις περίπου πόντους πάνω απ’ το κεφάλι του. Με τον έλικα της ουράς του κατεστραμμένο, το ελικόπτερο άρχισε να στριφογυρίζει με δύναμη. Ουρλιάζοντας ο Χατζάρ, άρπαξε τα βοηθητικά όργανα που βρίσκονταν μπροστά του, αλλά ακόμα κι αν η ουρά είχε μείνει άθικτη, δεν είχε χέρια για να το οδηγήσει. Τα φτερά του κεντρικού έλικα έσπασαν σε χιλιάδες κομμάτια, καθώς χτυπούσαν αδιακρίτως σε τσιμέντο και πέτρες. Το αεροσκάφος έγειρε στο πλάι και βούτηξε προς τα κάτω για να προσκρούσει στον τοίχο του ελικοδρομίου με έναν τρομερό θόρυβο. Οι τροχοί του συντρίφτηκαν. Ο Τσέιζ είχε πέσει πάνω από τη Νίνα, προσπαθώντας να την καλύψει με το σώμα του. «Είσαι εντάξει;» «Νομίζω ότι έχω πεθάνει», γκρίνιαξε η Νίνα.

«Καλά είσαι, αλλά, για το Θεό, πρέπει να κάνεις μπάνιο!» Εκείνη τον χτύπησε. «Δεσποινίς Φροστ; Είσαι καλά;» Με ένα πήδημα, η Κάρι στάθηκε στα πόδια της. «Το τεχνούργημα! Πρέπει να το πάρουμε!» Έτρεξε στις σκάλες του ελικοδρομίου. «Δεν πέρασε ακόμα ο κίνδυνος!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, αλλά ήταν πολύ αργά. «Το κέρατό μου!» «Θεέ μου!» τσίριξε ο Καστίγ, κοιτώντας καταπτοημένος το κομμάτι του έλικα που είχε καρφωθεί στον τοίχο. «Ελικόπτερα! Πάντα αυτά τα γαμημένα ελικόπτερα! Το ήξερα!» «Είσαι ακόμα ζωντανός, Ούγκο, γι’ αυτό σταμάτα επιτέλους να παραπονιέσαι! Έλα δω!» είπε ο Τσέιζ και σηκώθηκε. Η Νίνα ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο, αλλά της κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Είναι ακόμα πολύ επικίνδυνα. Περίμενε εδώ». Βγήκε ύστερα από την Κάρι και τον ακολούθησε ο Καστίγ. Προς μεγάλη ανακούφισή του, το ελικόπτερο δεν είχε πιάσει φωτιά, ήταν έντονη όμως η μυρωδιά απ’ τα καύσιμα - ενώ η μηχανή εξακολουθούσε να λειτουργεί και τα απομεινάρια από τις σπασμένες λεπίδες του έλικα στριφογύριζαν ακόμα πάνω από τη ρημαγμένη άτρακτο. Το σώμα του αεροσκάφους είχε γείρει σχεδόν σε γωνία σαράντα πέντε μοιρών και το ρόγχος του είχε συντρίβει σαν τσόφλι αυγού. Η Κάρι βρισκόταν ήδη στα συντρίμμια, σκυμμένη κάτω από τους περιστρεφόμενους έλικες για να φτάσει την πόρτα. «Δεσποινίς Φροστ, περίμενε!» ξαναφώναξε ο Τσέιζ ενώ κατέβαινε με ορμή τα σκαλοπάτια για το ελικοδρόμιο. «Κάρι! Δεν είναι ασφαλές!» «Πρέπει να πάρουμε το τεχνούργημα!» απάντησε ψάχνοντας για το χερούλι. Στο εσωτερικό είδε τον Χατζάρ σωριασμένο στο κάθισμά του. Αίμα έτρεχε από ένα κόψιμο στο μέτωπό του. Η πετούγια έκανε κλικ και η Κάρι τράβηξε την πόρτα ανοίγοντάς τη διάπλατα... Ο Χατζάρ ξαναζωντάνεψε, κουνώντας το δεξί του χέρι προς το μέρος της και κομματιάζοντας εντελώς το μανίκι του παλτού της. Ούρλιαξε καθώς το κατάλευκο ύφασμα πιτσιλίστηκε με αίμα. Ενστικτωδώς κάλυψε την πληγή με το άλλο της χέρι. Εκείνη τη στιγμή ο Χατζάρ βρέθηκε με ένα πήδημα έξω από το πιλοτήριο και την κλότσησε στην πλάτη, ρίχνοντάς τη στο έδαφος και πιέζοντας την άκρη της πριονωτής λεπίδας στο λαιμό της. Στο άλλο χέρι είχε το προσαρμοσμένο στα μέτρα του M11. «Ρίξτε τα όπλα σας αλλιώς θα πεθάνει!» ούρλιαξε. «Τώρα!» Ο Τσέιζ αντιλήφθηκε πως στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν άχρηστη ακόμα και μια σφαίρα στο κεφάλι. Αν έπεφτε ο Χατζάρ, θα έμπηγε με το βάρος του σώματός του τη λεπίδα στο λαιμό της Κάρι. Αφού δεν είχε άλλη επιλογή, πέταξε το πιστόλι του. Το ίδιο έκανε και ο Καστίγ με το αυτόματο. Κλότσησαν τα πεσμένα όπλα για να τα απομακρύνουν.

«Ωραία», έκανε ο Χατζάρ. Απειλώντας ακόμα με τη λεπίδα που είχε στη θέση του χεριού του την Κάρι, άρχισε να κουλουριάζεται στρέφοντας ταυτόχρονα το όπλο του ώστε να σημαδεύει τον Τσέιζ και τον Καστίγ. «Αυτή τη θέλω ακόμα ζωντανή. Εσάς; Όχι, επομένως...» Μπαμ! Μια σφαίρα καρφώθηκε στην άτρακτο, ανοίγοντας μια τρύπα στη λεπτή μεταλλική επένδυση. Στράφηκαν όλοι και είδαν τη Νίνα να στέκεται στο σπασμένο παράθυρο, στοχεύοντας με το ΜΡ-5 του νεκρού σωματοφύλακα το ελικόπτερο. «Χατζάρ, άσ’ τη να φύγει!» ούρλιαξε. «Νίνα, μην τον πυροβολήσεις!» την προειδοποίησε ο Τσέιζ. «Αν πέσει, θα της κόψει το λαιμό!». «Άσ’ τη να φύγει!» «Δεν έχεις χρησιμοποιήσει ποτέ άλλοτε όπλο, έτσι δεν είναι;» φώναξε κοροϊδευτικά ο Χατζάρ. «Το βλέπω από τον τρόπο και μόνο που το κρατάς! Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι μπορείς να με χτυπήσεις προτού προλάβω να τη σκοτώσω;» «Δε στόχευα εσένα!» του απάντησε. Ο Καστίγ ανασήκωσε το φρύδι του. «Ελπίζω να μη σημάδευες τη δεσποινίδα Φροστ!» Η φωνή του Χατζάρ εξακολουθούσε να στάζει ειρωνεία. «Τότε τι;» «Σημάδευα το ντεπόζιτο. Που αυτή τη στιγμή φλέγεται». Όλα τα κεφάλια στράφηκαν προς το στραπατσαρισμένο αεροσκάφος. Βρόμικος μαύρος καπνός έβγαινε από τη μηχανή και ανέβαινε ψηλά παρασυρμένος από την κίνηση του έλικα. Ο Χατζάρ, τρομοκρατημένος προς στιγμήν από το νέο κίνδυνο, οπισθοχώρησε χαλαρώνοντας την πίεση της λεπίδας... Έδωσε έτσι την ευκαιρία στην Κάρι να τινάξει το αριστερό της χέρι και να απομακρύνει το όπλο από το λαιμό της. Αισθάνθηκε μια από τις πριονωτές απολήξεις του να σκίζει το δέρμα της, αλλά δεν ήταν παρά μια γρατσουνιά. Τη στιγμή που το ψυχρό μέταλλο απομακρυνόταν από το λαιμό της, τίναξε απότομα το δεξί της χέρι και κατάφερε ένα χτύπημα καράτε στο σαγόνι του Χατζάρ. Η άβολη στάση της δεν της επέτρεπε να κινηθεί αποτελεσματικά, αλλά ακόμα και με την άκρη της παλάμης της το χτύπημα ήταν αρκετά δυνατό για να στείλει την κάτω σιαγόνα του να συναντήσει την επάνω με ένα απότομο κρακ από δόντια που έσπαζαν. Φτύνοντας αίμα, έβγαλε μια κραυγή σαν γουργούρισμα και τρέκλισε προς τα πίσω. Η Κάρι απομακρύνθηκε και ο Τσέιζ πετάχτηκε προς το μέρος της για να αντιμετωπίσει τον Χατζάρ. «Πάρ’ το αυτό το πράγμα!» φώναξε στην Κάρι ενώ πάλευε με τον Ιρανό, τον

οποίο είχε αρπάξει από τους καρπούς. Ο Χατζάρ ήταν πιο δυνατός απ’ όσο έδειχνε, κάτω από το λίπος του κρύβονταν μύες. Διέθετε βέβαια και από ένα φονικό όπλο σε κάθε χέρι, ενώ ο Τσέιζ δεν είχε παρά τις γροθιές του. Η Κάρι στάθηκε με κόπο στα πόδια της, κρατώντας χαμηλωμένο το κεφάλι της για να αποφύγει τις λεπίδες του έλικα. Κινήθηκε προς την ανοιχτή πόρτα του πιλοτηρίου. «Όχι, Κάρι! Είναι στην τσάντα του!» ούρλιαξε η Νίνα. Ο Τσέιζ κοίταξε κάτω. Ο Χατζάρ είχε περασμένο στον ώμο του ένα σακίδιο... Η σύντομη διάσπαση της προσοχής του ήταν αρκετή για να δώσει στον Χατζάρ την ευκαιρία που ζητούσε. Οδηγημένος από τον πόνο και την οργή, στριφογύρισε τον αριστερό καρπό του και πίεσε τη σκανδάλη του Ίνγκραμ. Φλόγες εκτινάχτηκαν από την κάννη του διαβολικού πιστολιού του. Οι σπίθες παραλίγο να κάψουν το μάγουλο και το λαιμό του Τσέιζ καθώς οι σφαίρες πέρασαν ξυστά από πάνω του. Ο Καστίγ έτρεξε να βοηθήσει το σύντροφό του, αλλά ξαφνικά άλλαξε πορεία και τράβηξε παράμερα την Κάρι καθώς οι σφαίρες γάζωναν όλη την πλαϊνή πλευρά του ελικοπτέρου. Ο Χατζάρ έστησε το όπλο του για τη φονική βολή. Δυο γροθιές και ένα κεφάλι... Ο Τσέιζ πήρε θέση και έριξε μια κουτουλιά κατευθείαν στη μούρη του Ιρανού, ισοπεδώνοντας τη μύτη του σε μια αιμάτινη ροζέτα. «Άρπα την!» Από το ελικόπτερο έβγαινε κι άλλος μαύρος καπνός. Το τρίξιμο της φωτιάς ήταν πιο έντονο ακόμα και από το ουρλιαχτό της μηχανής. Εξακολουθώντας να κρατά γερά τους καρπούς του Χατζάρ, ο Τσέιζ σήκωσε το σαστισμένο αντίπαλό του όρθιο. «Χατζάρ!» ούρλιαζε. «Ψηλά τα χέρια!» Σήκωσε τα χέρια του Χατζάρ ψηλά στον αέρα... Και τότε αυτός συνειδητοποίησε τι επρόκειτο να συμβεί, αλλά ήταν πολύ αργά. Το καλό του χέρι και το Ίνγκραμ διαλύθηκαν μέσα ένα λουτρό από αίμα και σπασμένο ατσάλι, καθώς ο Τσέιζ τα έμπηξε μέσα στις λεπίδες του έλικα που στριφογύριζε ορμητικά. Αλλά και το άλλο χέρι του δεν είχε καλύτερη τύχη. Η οχτάποντη λεπίδα έσπασε σαν γλειφιτζούρι προτού ο περιστρεφόμενος έλικας κόψει κι άλλους δύο πόντους απ’ το απομεινάρι του καρπού του. Αδυνατώντας να το πιστέψει, ο Χατζάρ κοίταξε με φρίκη το αίμα που έτρεχε από τα άκρα των χεριών του. Έπειτα το βλέμμα του έπεσε στο έδαφος καθώς ο Εγγλέζος τον γύριζε απότομα από την άλλη μεριά... Η τεράστια γροθιά του Τσέιζ κατάφερε ένα ισοπεδωτικό πλήγμα καταμεσής της πλακουτσωτής, γεμάτης αίματα μούρης του. Ο Χατζάρ τρέκλισε προς τα πίσω, πέφτοντας μέσα στο πιλοτήριο, ενώ ο Τσέιζ τράβηξε με δύναμη το σακίδιο αποσπώντας το. Η τελευταία αυτή κίνηση τράνταξε το ελικόπτερο, που έτριξε δυσοίωνα

καθώς μετατοπίστηκε το φορτίο του. Ο Τσέιζ έκανε μεταβολή και άρχισε να τρέχει, ενώ με την άκρη του ματιού του είδε τον Καστίγ που έτρεχε ήδη για να καλυφθεί στα σκαλιά με την Κάρι ακριβώς δίπλα του. Τα πρώτα κύματα φωτιάς ξέφυγαν από τη χτυπημένη άτρακτο, κυκλώνοντας το πάνω μέρος του καλύμματος της μηχανής τη στιγμή ακριβώς που το ελικόπτερο έγερνε στο πλάι. Ό,τι απέμενε από τους έλικες χτύπησε με δύναμη στο τσιμέντο και διαλύθηκε, ενώ η ροπή έστειλε το ρύγχος του ελικοπτέρου να συντρίβει πάνω στο ελικοδρόμιο. Καύσιμα χύθηκαν από τα τρυπημένα ντεπόζιτα, τρέχοντας σαν ποτάμι προς τη φλεγόμενη μηχανή... Ο Χατζάρ ούρλιαξε, αλλά η κραυγή του καλύφθηκε εντελώς από την έκρηξη του ελικοπτέρου. Ο Καστίγ και η Κάρι ρίχτηκαν στην αψιδωτή είσοδο, στο κάτω μέρος των σκαλοπατιών. Ο Τσέιζ, μερικά μέτρα πίσω τους, δεν είχε άλλη επιλογή από το να πέσει στο έδαφος. Φλεγόμενα απομεινάρια έπεφταν σαν βροχή επάνω του, αλλά αυτό που προκάλεσε τη μεγαλύτερη καταστροφή ήταν η άτρακτος. Τα πιο μεγάλα κομμάτια προσγειώθηκαν πολύ κοντά του. Αυτό δεν εμπόδισε και μερικά μικρότερα από λιωμένο μέταλλο να πέσουν στην πλάτη και τα πόδια του. Ούρλιαξε από τον πόνο. «Έντουαρντ!» φώναξε ο Καστίγ, τρέχοντας προς το μέρος του. «Σκατά!» έβρισε ο Τσέιζ, και στάθηκε με κόπο όρθιος πιάνοντας το πόδι του. «Νιώθω σαν να με κλότσησε ένα γαμημένο άλογο!» Η Νίνα κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια προς την Κάρι. «Είσαι καλά;» «Ναι. Καλά!» είπε με μάτια γεμάτα ευγνωμοσύνη. Οι δυο γυναίκες έτρεξαν προς το μέρος του Τσέιζ. «Πήρες το τεχνούργημα;» «Είσαι καλά;» ρώτησε και η Νίνα· την ίδια στιγμή. Αντάλλαξαν χαμόγελα κι ύστερα έτρεξαν κοντά του. «Βλέπεις; Ελικόπτερα!» είπε ο Καστίγ, κουνώντας το χέρι του στα φλεγόμενα συντρίμμια. «Δυο φορές μέσα σε πέντε λεπτά λίγο έλειψε να με σκοτώσει ένα από δαύτα! Μηχανές του διαβόλου!» «Ούγκο; Βούλωσέ το πια», του είπε ο Τσέιζ κουρασμένα, σκύβοντας για να σηκώσει το όπλο του. «Το τεχνούργημα;» ρώτησε ξανά η Κάρι. Της έδωσε το σακίδιο. «Εδώ είναι. Ελπίζω να αξίζει τον κόπο». «Αξίζει», του απάντησε και, ανοίγοντας την τσάντα, έβγαλε προσεκτικά από μέσα τη μεταλλική ράβδο. Οι κοντινές φλόγες αντανακλούσαν πάνω στην επιφάνεια της, προσδίδοντάς της ακόμα μεγαλύτερη λάμψη. «Αυτό είναι», είπε δίνοντάς το ευλαβικά στη Νίνα. «Αυτό είναι ο δρόμος για την Ατλαντίδα». Η Νίνα το πήρε και άρχισε να εξετάζει τα χαραγμένα πάνω στο μέταλλο

σύμβολα. Τόσο οικεία, και συγχρόνως διαφορετικά, μυστηριώδη. Ύστερα κοίταξε ξανά την Κάρι. «Δε θέλω να υποτιμήσω την κατάσταση, αλλά προτού ξεκινήσουμε για την αναζήτηση της Ατλαντίδας, θα πρέπει να ξεκολλήσουμε από το Ιράν». «Εγώ πάλι θα έλεγα ότι έχουμε κολλήσει εντελώς», πετάχτηκε ο Τσέιζ. «Είδα κάτι όμως που μπορεί να μας φανεί χρήσιμο...» Οι υπόλοιποι άντρες του Χατζάρ είτε ήταν νεκροί είτε είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επιβίωσή τους άξιζε περισσότερο από την αφοσίωση στο πρώην αφεντικό τους και νυν μακαρίτη και το έσκασαν. Η παρέα δε συνάντησε άλλη αντίσταση καθώς ο Τσέιζ τους οδηγούσε στην κεντρική αυλή. Στη βορειοανατολική γωνία υπήρχαν μερικές μεγάλες γκαραζόπορτες. Τις άνοιξε τραντάζοντάς τες. «Η υπηρεσία ταξί του Χατζάρ», ανακοίνωσε, απλώνοντας το χέρι του στις σειρές με τα πανάκριβα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. «Όχι τόσο καλή όσο η δική σου, αφεντικό, αλλά μας κάνει. Τι θέλετε, λοιπόν;» «Δε νομίζω ότι θα πάμε πολύ μακριά με μια Φεράρι», σχολίασε ο Καστίγ μπροστά σε μια κίτρινη F355, που ήταν παρκαρισμένη κοντά στις πόρτες, «ειδικά στους τοπικούς καρόδρομους. Άσε που ίσως είναι κάπως... ελιτίστικο». «Αλλά και το Χάμερ δεν είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό για να το επιλέξουμε», πρόσθεσε η Κάρι, εξετάζοντας με ύφος γεμάτο περιφρόνηση ένα αστραφτερό πράσινο Η3. «Έχεις καμία προτίμηση, ντοκτορέσσα;» ρώτησε ο Τσέιζ τη Νίνα. «Σε παρακαλώ σταμάτα να με φωνάζεις έτσι. Θα ήθελα οτιδήποτε μπορεί να μας βγάλει από εδώ όσο το δυνατόν συντομότερα». «Λοιπόν, σε αυτή την περίπτωση», είπε και τα μάτια του στράφηκαν λάμποντας προς κάποιο συγκεκριμένο όχημα, «θα μπορούσαμε να το κάνουμε με στιλ. Ίσως ο Χατζάρ να μην ήταν και τόσο κακός τελικά...» Λίγα λεπτά αργότερα, ένα ασημί Ρέιντζ Ρόβερ κατέβηκε τον ελικοειδή χωματόδρομο από το φρούριο και με το βραχνό βρυχηθμό της VH μηχανής του τράβηξε προς τα βουνά.

10 ΓΑΛΛΙΑ ΕΙΧΕ ΑΦΗΣΕΙ TO IΡAN πολύ μακριά πίσω της. Ευτυχώς δηλαδή, σκέφτηκε η Νίνα, χαζεύοντας από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου της το Παρίσι. Από τη ρετιρέ σουίτα της είχε πανοραμική θέα ολόκληρης της πόλης. Μνημεία-σταθμοί όπως η Παναγία των Παρισίων και, ακόμα μακρύτερα, ο πύργος του Άιφελ ξεχώριζαν κατάφωτα σε όλο τους το μεγαλείο μέσα στον ξάστερο νυχτερινό ουρανό, λες και είχαν τοποθετηθεί εκεί για προσωπική της ευχαρίστηση. Τα αξιοθέατα όμως μπορούσαν να περιμένουν. Προηγούνταν η δουλειά. Και δε φαινόταν να έχει καταφέρει κάτι. Κάποιος χτύπησε την πόρτα. «Εμπρός», φώναξε και απομακρύνθηκε από το μπαλκόνι. Μπήκε η Κάρι. «Νίνα, είσαι έτοιμη;» τη ρώτησε. «Δεν ξέρω...» είπε, ρίχνοντας ένα πικραμένο βλέμμα στο τεχνούργημα από την Ατλαντίδα, που βρισκόταν τριγυρισμένο από σημειώσεις κάτω από ένα φωτισμένο μεγεθυντικό φακό. «Έκανα ό,τι μπορούσα, αλλά δεν είναι αρκετό. Δεν έχω μπορέσει ακόμα να μεταφράσω κάποια σύμβολα. Γιατί, περιμένει ο πατέρας σου;» Η Κάρι έγνεψε καταφατικά κι ύστερα χαμογέλασε. «Μη στενοχωριέσαι όμως. Είσαι από τους λίγους ανθρώπους στον κόσμο που είναι πρόθυμος να περιμένει». «Λοιπόν, αυτό με τιμά, αλλά δε με κάνει λιγότερο νευρική». «Δεν υπάρχει λόγος να νιώθεις νευρικότητα. Έχεις ήδη πλησιάσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, μετά τους αρχαίους Αθηκίους, στην ανεύρεση της Ατλαντίδας». «Ναι, και κοίτα τι έχω τραβήξει -τι έχουμε τραβήξει- για να φτάσουμε ως εδώ! Ακόμα έχω την εντύπωση ότι αυτή η απαίσια μπόχα δεν έχει φύγει από τα μαλλιά μου». Το μπουσούλισμα μέσα στον αγωγό ήταν στην πραγματικότητα η πιο ασήμαντη από τις άσχημες αναμνήσεις της. Τις άλλες όμως δεν ήθελε καν να τις φέρνει στο νου της. Η Κάρι μύρισε τα μαλλιά της. «Μυρίζεις θαυμάσια», τη διαβεβαίωσε. «Έλα τώρα, και πες στον πατέρα μου τι έχεις ανακαλύψει». Η Νίνα πήρε μαζί της το τεχνούργημα και η Κάρι την οδήγησε στο διπλανό δωμάτιο, ένα σαλόνι στη μέση της σουίτας. Ο Τσέιζ παραφυλούσε κοντά στην

πόρτα, χωρίς το τζάκετ του και με τη θήκη του όπλου του σε πλήρη θέα. Ο Καστίγ απουσίαζε· η Νίνα υποψιάστηκε ότι φρουρούσε απέξω στο διάδρομο. «Γεια σου, ντοκτορέσσα», είπε εύθυμα ο Τσέιζ. Έδειξε με ένα νεύμα τον υπερσύγχρονο φορητό υπολογιστή πάνω στο τραπέζι. «Ελπίζω να έβαλες μέικ απ γιατί θα εμφανιστείς στην κάμερα». «Α, θα έχουμε τηλεσύσκεψη;» «Ο πατέρας μου θέλει να μιλάει πρόσωπο με πρόσωπο, ακόμα κι όταν δεν μπορεί να το κάνει κυριολεκτικά», είπε η Κάρι. «Έλα και κάθισε. Θα πάρεις κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ», είπε, μολονότι θα έπινε ευχαρίστως ένα ποτό για να καλμάρει τα νεύρα της. Η Νίνα κάθισε μπροστά στο φορητό υπολογιστή. Η Κάρι κάθισε δίπλα της και πάτησε ένα πλήκτρο. Η οθόνη άναψε κι ο Κρίστιαν Φροστ εμφανίστηκε καθισμένος στο γραφείο του. «Δρ. Γουάιλντ! Χαίρομαι που σε ξαναβλέπω!» «Κι εγώ χαίρομαι που μπορείς να με δεις!» του είπε η Νίνα. Ήταν πολύ πιο... βίαια απ’ όσο περίμενα». «Το πληροφορήθηκα. Είχατε προβλήματα κατά την έξοδό σας απ’ το Ιράν;» «Τίποτα σοβαρό», απάντησε η Κάρι. «Οι τοπικές διασυνδέσεις του κ. Τσέιζ μας έφεραν πίσω στο Ισπαχάν και η επιρροή του Ιδρύματος στην ιρανική κυβέρνηση μας επέτρεψε να φύγουμε από τη χώρα χωρίς να περάσουμε από έλεγχο». «Και ο Χατζάρ;» «Πέθανε». Ο Φροστ κούνησε το κεφάλι του. «Μάλιστα. Κρίμα τα δέκα εκατομμύρια δολάρια, αλλά είναι μικρό το τίμημα». Το πρόσωπό του φανέρωσε ανυπομονησία. «Λοιπόν, Δρ. Γουάιλντ. Σε παρακαλώ, πες μου τι βρήκες». Η Νίνα καθάρισε το λαιμό της. «Λοιπόν, φοβάμαι ότι δεν πρόκειται να οδηγηθούμε κατευθείαν στην Ατλαντίδα. Δυστυχώς. Αλλά, χωρίς αμφιβολία, είναι ένα είδος χάρτη». Σήκωσε ψηλά τη μεταλλική ράβδο, στρέφοντάς την προς την κάμερα του υπολογιστή. «Η γραμμή που είναι χαραγμένη σε όλο το μήκος της αναπαριστά έναν ποταμό - η λέξη στα Γκλοζέλ είναι ταυτοποιημένη. Υπάρχουν και άλλα σημάδια, τα οποία κατάφερα να μεταφράσω εν μέρει». Έλεγξε τις σημειώσεις της. «“Ξεκίνα από το βόρειο στόμιο του” τάδε “ποταμού. Εφτά, νότια, δυτικά. Ακολούθησε πορεία προς την πόλη”, ε, τάδε. “Εκεί θα βρεις...” Δυστυχώς, μέχρι εδώ μπόρεσα να φτάσω. Αλλά αυτά τα σημάδια σε κάθε πλευρά νομίζω ότι δηλώνουν τον αριθμό των παραποτάμων που πρέπει να περάσει κανείς για να φτάσει στον προορισμό του. Τέσσερις αριστερά, εφτά δεξιά και ούτω καθεξής». Ο Φροστ έδειξε ενδιαφέρον. «Να υποθέσω ότι οι λέξεις που δεν μπόρεσες να μεταφράσεις δεν είναι Γκλοζέλ;» «Πράγματι. Για την ακρίβεια, μοιάζουν περισσότερο με ιερογλυφικά παρά με γράμματα. Λες και αποτελούν μέρος ενός διαφορετικού γλωσσικού

συστήματος. Το απογοητευτικό είναι πως μοιάζουν οικεία, αλλά αδυνατώ να τα εντάξω κάπου. Θα μπορούσαν να είναι μια τοπική παραλλαγή...» «Ενδιαφέρον. Κάρι, μπορείς να τραβήξεις φωτογραφίες τα σημάδια και να μου τις στείλεις, σε παρακαλώ; Θέλω να τα μελετήσω πιο προσεκτικά». «Φυσικά, Μπα». Η Κάρι πήρε το τεχνούργημα από τη Νίνα και έθεσε σε λειτουργία ένα πρόγραμμα για να το φωτογραφήσει με την κάμερα του υπολογιστή. Ο Τσέιζ πλησίασε τη Νίνα όσο εκείνη δούλευε. «Ποιοι είναι, λοιπόν, αυτοί οι Γκλοζελιανοί, ντοκτορέσσα; Έκανα βασικές σπουδές οι στην ιστορία, αλλά δεν άκουσα ποτέ γι’ αυτούς». Η Νίνα γέλασε. «Δε θα μπορούσες, επειδή δεν υπάρχουν». Φάνηκε σαστισμένος. «Ε;» «Τα Γκλοζέλ είναι -τουλάχιστον προς το παρόν- η αρχαιότερη γνωστή γραπτή γλώσσα», του εξήγησε, «ένα είδος προγόνου για αρκετές άλλες, ακόμα και για τη γλώσσα της Βίντσα-Τόρδος 10 και της Βίβλου 11». Η έκφραση του Τσέιζ παρέμεινε αναλλοίωτη. «Υποθέτω πως ούτε γι’ αυτές έχεις ακούσει!» «Είπα πως έκανα βασικές σπουδές ιστορίας. Δεν είπα ότι πήρα και το πτυχίο». «Έλαβε το όνομά της από την πόλη όπου ανακαλύφθηκε. Εδώ στη Γαλλία, για την ακρίβεια». Η Κάρι τελείωσε με τις φωτογραφίες και ακούμπησε κάτω το τεχνούργημα· καθώς έστελνε το αρχείο στον πατέρα της, είπε στον Τσέιζ: «Οι πινακίδες Γκλοζέλ βρέθηκαν σε ένα σπήλαιο κάτω από χωράφια το 1924 από κάποιον Εμίλ Φραντέν. Επειδή όμως η προέλευσή τους έμοιαζε αρχαιότερη από αυτή οποιοσδήποτε άλλης γνωστής γλώσσας την εποχή εκείνη, απορρίφθηκαν ως πλαστές - όταν όμως τις εξέτασαν πενήντα χρόνια αργότερα με καινούριες τεχνικές, αποδείχτηκε ότι πραγματικά χρονολογούνταν από το 10.000 π.Χ. τουλάχιστον». Ο Τσέιζ σφύριξε. «Διάβολε. Είναι πραγματικά παλιές». «Υπήρξε ένας ευρωπαϊκός πολιτισμός που χρησιμοποιούσε μια περίπλοκη γραπτή γλώσσα αρκετές χιλιετίες πριν ακόμα και από τους αρχαίους Έλληνες», είπε η Νίνα, «και αυτός ο πολιτισμός ήταν αρκετά διαδεδομένος ώστε να επηρεάσει τις γλώσσες των Φοινίκων, των Ελλήνων, των Εβραίων... ακόμα και των Ρωμαίων και των Περσών». «Και ο πολιτισμός αυτός...» ο Τσέιζ κοίταξε το τεχνούργημα, του οποίου η χρυσαφένια λάμψη φώτιζε από κάτω τα χαρακτηριστικά του. «Νομίζεις ότι ήταν η Ατλαντίδα;» 10 Στη δεξιά όχθη του Δούναβη, κοντά στο Βελιγράδι, αναπτύχθηκε ο προϊστορικός πολιτισμός της Βίντσα, ένας από τους σημαντικότερους της βόρειας Βαλκανικής, που διήρκεσε από την 5η έως τα μέσα της 4ης χιλιετίας π.Χ. Εγχάρα- MU σύμβολα που βρέθηκαν στην περιοχή αυτή χρονολογούνται από τη φάση Βίνισα-Τόρδος (Βαλκανική Νεολιθική) και πιστεύεται ότι ανήκουν στην πρώιμη ινδοευρωπαϊκή γραφή. (Σ.τ.Ε.) 11 Πρόκειται για την ελληνική ονομασία μιας παραλιακής πόλης της αρχαίας Φοινίκης, όπου ανακαλύφθηκε το σύνολο σχεδόν των πρώιμων φοινικικών επιγραφών, πολλές από τις οποίες χρονολογούνται το 10ο αιώνα π.Χ. (Σ.τ.Ε.)

«Το πιστεύει», είπε η Κάρι. «Το ίδιο κι εγώ». «Αν είναι έτσι, κι εγώ το ίδιο». Χαμογέλασε στη Νίνα. «Πώς θα βρούμε λοιπόν για ποιο ποταμό πρόκειται;» «Αυτό είναι το πρόβλημα», του απάντησε απρόθυμα η Νίνα. «Δεν ξέρω. Αυτό το σχήμα στην κεντρική επιγραφή», είπε κι έδειξε τη μικρή ομάδα των εφτά σημείων, «μοιάζει να είναι κάποια μονάδα αποστάσεων. Οι λέξεις που ακολουθούν σημαίνουν “νότια” και “δυτικά”». Ο Τσέιζ εξέτασε πιο προσεκτικά το τεχνούργημα. «Θα μπορούσε να σημαίνει εφτά μίλια νοτιοδυτικά από κάπου, ή εφτά νότια και στη συνέχεια πήγαινε δυτικά...» «Ακριβώς. Το πρόβλημα είναι ότι δεν ξέρουμε ποιες μονάδες έχουν χρησιμοποιήσει, ή τουλάχιστον τι θεωρούν ως το “σημείο μηδέν”». «Υποθέτω την Ατλαντίδα». Η Νίνα τον κοίταξε εντυπωσιασμένη. Κι, ξέρω να χρησιμοποιώ το μυαλό μου κάπου κάπου». «Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Φροστ μέσα από την οθόνη, τραβώντας την προσοχή όλων, «κοίταξα πριν από λίγο τα σημάδια. Δεν περίμενα ότι οι γνώσεις μου θα ήταν μεγαλύτερες από τις δικές σου, και πράγματι δεν είναι. Ούτε κι εγώ τα αναγνωρίζω, αλλά», συνέχισε, αναλαμβανόμενος τη σκυθρωπή έκφραση της Νίνα, «θα κανονίσω να δει το τεχνούργημα ένας ειδικός στις αρχαίες γλώσσες». Η Νίνα συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο. «Α, επομένως δε με χρειάζεστε άλλο ή...» Η Κάρι γέλασε. «Μα είναι γελοίο, Νίνα! Είσαι το σημαντικότερο πρόσωπο σε αυτή την αποστολή! Για την ακρίβεια, χωρίς εσένα δε θα υπήρχε καν αποστολή!» «Η Κάρι έχει απόλυτο δίκιο, Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Φροστ καθησυχαστικά. «Είσαι αναντικατάστατη». «Στ’ αλήθεια;» Η Νίνα έλαμψε. «Ουάου, ποτέ άλλοτε δε με έχουν αποκαλέσει έτσι». «Στοίχημα ότι μπορώ να μαντέψω πώς αλλιώς σε έχουν αποκαλέσει», είπε γελώντας πονηρά ο Τσέιζ. Τόσο η Κάρι όσο και η Νίνα τον αγριοκοίταξαν. «Ο ειδικός μας θα μπορέσει να αποκρυπτογραφήσει τους υπόλοιπους χαρακτήρες όταν φτάσει στο Παρίσι», συνέχισε ο Φροστ. «Επομένως, μόλις μάθουμε ποιον ποταμό πρέπει να αναζητήσουμε, θα ετοιμαστούμε για πλήρη εκστρατεία». «Δε θα ήταν ευκολότερο να στείλετε με το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μερικές φωτογραφίες σ’ αυτό τον τύπο;» ρώτησε η Νίνα. «Μετά την τελευταία σας εμπειρία, δε θέλω να δει κανείς το τεχνούργημα παρά μόνο κάτω από συνθήκες που μπορούμε να ελέγξουμε πλήρως. Όσο λιγότεροι ξέρουν γι’ αυτό τόσο το καλύτερο». «Σωστή άποψη». Ο Φροστ της έστειλε ένα πλατύ χαμόγελο. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να

αισθάνεσαι απογοητευμένη, Δρ. Γουάιλντ. Έκανες καταπληκτική δουλειά! Πιστεύω ότι τώρα είμαστε πιο κοντά παρά ποτέ στην ανεύρεση της Ατλαντίδας. Συγχαρητήρια!» Ο έπαινος τόνωσε τη διάθεση της Νίνα στη στιγμή. «Ευχαριστώ!» «Εφόσον δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα περισσότερο για την ώρα, προτείνω να κάνετε ένα διάλειμμα και να απολαύσετε το Παρίσι. Η Κάρι θα σε ξεναγήσει. Θα ξαναμιλήσουμε σύντομα. Αντίο». Η οθόνη μαύρισε. Η Κάρι κοίταξε το ρολόι της. «Δυστυχώς, είναι κάπως αργά για να κάνουμε βόλτα στην πόλη τώρα. Είναι προτιμότερο να πάμε για ύπνο». «Ω, ναι;» είπε ο Τσέιζ, πεταρίζοντας τα βλέφαρά του με νόημα. Η Κάρι τον αγριοκοίταξε και πάλι. «Συγγνώμη, αφεντικό», είπε, χωρίς ίχνος ειλικρινούς μεταμέλειας πίσω από το κουτοπόνηρο γέλιο του. «Έχεις ξανάρθει στο Παρίσι, Νίνα;» ρώτησε η Κάρι. «Ναι, αλλά για πολύ λίγο. Ήμουν με τους γονείς μου, οι οποίοι θα πήγαιναν σε ένα συνέδριο αρχαιολογίας. Ήμουν μόλις εννέα χρόνων, έτσι δεν το ευχαριστήθηκα και πολύ». Η Κάρι χαμογέλασε. «Τότε αύριο θα κάνουμε κάτι που θα το ευχαριστηθείς». Αυτό το κάτι αποδείχτηκε τέχνη, κουζίνα... και ψώνια. Πέρασαν το πρωί στο Λούβρο, με τον Τσέιζ να το παίζει συνοδός της Νίνα και της Κάρι, ενώ ο Καστίγ φρουρούσε το τεχνούργημα από την Ατλαντίδα στο ξενοδοχείο· αργότερα πήγαν στην καρδιά της εμπορικής κίνησης του Παρισιού. «Α, δε νομίζω ότι μπορώ», είπε η Νίνα, όταν σταμάτησαν στην είσοδο του καταστήματος του Κριστιάν Λακρουά, στην οδό Φομπούρ Σεντ Ονορέ. «Η πιστωτική μου κάρτα θα καεί αυτομάτως αν κοιτάξω έστω τις τιμές. Είμαι περισσότερο τύπος Τ. Τζ. Μαξ». «Ευτυχώς», φώναξε ο Τσέιζ με ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο. «Τίποτα δεν είναι πιο βαρετό από το να κάθεσαι και να παρακολουθείς γυναίκες να δοκιμάζουν ρούχα. Εκτός, βέβαια, κι αν πρόκειται για μπικίνι». Η Νίνα τον κοίταξε κατσουφιασμένη, αλλά αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πλατύνει ακόμα περισσότερο το σαρκαστικό χαμόγελό του. «Μη σε απασχολεί αυτό», είπε η Κάρι. «Από εδώ και στο εξής θα έχεις απεριόριστο πιστωτικό όριο. Το Ίδρυμα Φροστ θα πληρώσει κάθε ανάγκη σου. Ή επιθυμία σου, στην προκειμένη περίπτωση». «Σοβαρά;» ρώτησε η Νίνα. Η Κάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Απολύτως. Μέσα σε λογικά πλαίσια, βέβαια. Αν θελήσεις μια Λαμποργκίνι, θα πρέπει να ρωτήσεις πρώτα! Μπορείς όμως να αγοράσεις ό,τι θέλεις. Κάνε ένα κέρασμα στον εαυτό σου!» «Ευχαριστώ», είπε η Νίνα, νιώθοντας κατά έναν περίεργο τρόπο άβολα μπροστά σε τόσο μεγάλη γενναιοδωρία. Δεν ήταν συνηθισμένη σε κάτι τέτοιο.

Αποφάσισε να συγκρατηθεί, ό,τι κι αν αγόραζε η Κάρι. Μία ώρα αργότερα, ανακάλυψε κατάπληκτη ότι είχε ξοδέψει σχεδόν χίλια ευρώ. Σε καμία περίπτωση αυτές δεν ήταν τιμές Τ. Τζ. Μαξ. Και το ποσό αυτό μετά βίας αντιστοιχούσε στο ένα τέταρτο του συνολικού λογαριασμού της Κάρι. «Καλύτερα να προσέχεις, ντοκτορέσσα», είπε ο Τσέιζ. «Αν συνηθίσεις να ξοδεύεις τόσα χρήματα, θα έχεις πρόβλημα όταν ξαναγυρίσεις στη Νέα Υόρκη και ανακαλύψεις ότι σπατάλησες τα λεφτά για το ενοίκιό σου σε παπούτσια!» Αστειευόταν, αλλά η Νίνα συνειδητοποίησε ότι είχε κάποιο δίκιο. «Δεν το νομίζω», αντέτεινε η Κάρι. «Όταν βρούμε την Ατλαντίδα, τα χρήματα θα είναι το τελευταίο πράγμα για το οποίο θα χρειάζεται να ανησυχείς. Εμείς θα σε φροντίσουμε». «Στ’ αλήθεια; Ευχαριστώ», είπε η Νίνα. Η Κάρι της χαμογέλασε. «Πάντα φροντίζουμε τους δικούς μας». Η Νίνα ήθελε να ρωτήσει τι ακριβώς εννοούσε με αυτό, αλλά η Κάρι είχε ήδη καλέσει κάποιο ταξί. Ο επόμενος προορισμός τους ήταν ένα ρεστοράν που λεγόταν Οπερά. Επρόκειτο για ένα πολυσύχναστο μέρος, όπου οι εύποροι Παριζιάνοι απολάμβαναν το παραδοσιακά παρατεταμένο γαλλικό γεύμα. Η Νίνα πίστευε πως δε θα υπήρχαν διαθέσιμα τραπέζια, αλλά σύντομα ανακάλυψε ότι για τις κόρες των φιλάνθρωπων δισεκατομμυριούχων βρίσκονταν πολύ γρήγορα. «Αντιπαθώ το συνωστισμό», είπε αναστενάζοντας η Κάρι· προηγουμένως είχε μιλήσει στο μετρ σε άπταιστα γαλλικά και το προσωπικό ανταποκρίθηκε με ξαφνική ζέση. «Μου φέρνει διαρκώς στο μυαλό ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον πλανήτη. Τα αποθέματα που έχουμε δεν επαρκούν για έναν πληθυσμό που πλησιάζει τα εφτά δισεκατομμύρια». Η Νίνα συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού. «Το κακό είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις και πολλά γι’ αυτό». «Θα δούμε. Το Ίδρυμα Φροστ κάνει ό,τι μπορεί». Ενώ περίμεναν να επιστρέψει ο μετρ, ο Τσέιζ εξέτασε το μενού και έκανε μια γκριμάτσα. «Είμαι τύπος του γρήγορου φαγητού», παρατήρησε. «Νομίζω ότι δε θα συμμετάσχω, και θα πάρω κάποιο μπέργκερ αργότερα». «Πρώτα παραπονείσαι ότι η Μόνα Λίζα “είναι κομματάκι μικρή και βρόμικη”, και τώρα αυτό; Είσαι άξεστος, Έντι», είπε η Νίνα διασκεδάζοντας. «Θα πας να καθίσεις εκεί και θα τα κοπανήσεις, αυτό δε θα κάνεις;» «Όχι όσο είμαι σε υπηρεσία. Επιπλέον, μπορώ να παρακολουθώ καλύτερα την είσοδο από το μπαρ», της απάντησε ο Τσέιζ. «Έτσι θα είμαι βέβαιος ότι κανείς δε θα επιχειρήσει να χαλάσει το δείπνο σας». «Χμ! Ώστε... πιστεύεις ότι θα έχουμε φασαρίες;»

Ο Τσέιζ της έστειλε ένα καθησυχαστικό όσο και δυσοίωνο χαμόγελο. «Θα έχουμε φασαρίες μόνο αν επιχειρήσει κανείς τίποτα. Εσείς οι δυο απολαύστε το τσιμπούσι σας κι εγώ θα σας προσέχω». Αφού έριξε μια τελευταία, εξεταστική ματιά στους άλλους θαμώνες, κατευθύνθηκε στο μπαρ και σκαρφάλωσε σε ένα σκαμνί, απ’ όπου μπορούσε να παρατηρεί το ρεστοράν. Στο μεταξύ, το τραπέζι τους ήταν έτοιμο και ένας σερβιτόρος οδήγησε εκεί τη Νίνα και την Κάρι. Η Νίνα έριξε μια ματιά προς τον Τσέιζ μόλις κάθισαν. «Πιστεύεις πραγματικά ότι μπορεί να κινδυνεύουμε;» ρώτησε την Κάρι. «Υπάρχει πάντα μια πιθανότητα», απάντησε. «Ο Κόμπρας και οι άνθρωποί του θα έχουν σχεδόν σίγουρα ανακαλύψει ότι το σκάσαμε απ’ το Ιράν. Να γιατί πρέπει να εργαστούμε με όσο το δυνατόν ταχύτερους ρυθμούς. Γιατί όσο αργούμε, τόσο μεγαλώνει ο κίνδυνος να μας ανακαλύψει». «Και θα προσπαθήσει να με σκοτώσει πάλι;» «Δε θα επιτρέψουμε να συμβεί κάτι τέτοιο», είπε αποφασιστικά η Κάρι. Η έκφρασή της μαλάκωσε. «Νίνα, δε σε ευχαρίστησα ποτέ όπως έπρεπε». «Για ποιο πράγμα;» «Μου έσωσες τη ζωή! Στο φρούριο του Χατζάρ, όταν πυροβόλησες το ελικόπτερο. Ήταν πολύ έξυπνο και απίστευτα θαρραλέο αυτό που έκανες». Η Νίνα κοκκίνισε. «Α, στην πραγματικότητα... φοβόμουν πως, αν πυροβολούσα το ελικόπτερο, θα ανατιναζόταν στη στιγμή!» Η Κάρι ξαναγέλασε. «Αυτά συμβαίνουν μόνο στις ταινίες! Όχι, ήσουν πολύ γενναία και σου είμαι απίστευτα ευγνώμων γι’ αυτό». Έσφιξε απαλά το χέρι της Νίνα. «Αν ποτέ χρειαστείς κάτι... οτιδήποτε... απλώς ζήτησέ το μου». Η Νίνα, ελαφρώς υποχρεωμένη, δεν ήξερε τι να πει. «Σ’ ευχαριστώ», κατάφερε τελικά να ψελλίσει. Η Κάρι κράτησε το χέρι της ακόμα μια στιγμή προτού το αφήσει. «Για σένα, οτιδήποτε». «Χμ, δηλαδή έχουν κάνει την ίδια συμφωνία και ο Έντι με τον Ούγκο;» ρώτησε κοκκινίζοντας και πάλι από την προσοχή που της έδιναν. Το χαμόγελο της Κάρι έγινε πιο παιχνιδιάρικο. «Όχι ακριβώς. Άλλωστε, αυτοί πληρώνονται για να μας προσέχουν!» «Απ’ όσα είπε ο Έντι φαίνεται σαν να μη χρειάζεσαι κάποιον να σε προσέχει. Το έσκασες πραγματικά απ’ τον Χατζάρ μόνη σου;» «Εσύ με βοήθησες και πάλι! Όταν κατέβασες τους διακόπτες», πρόσθεσε βλέποντας το σάστισμα της Νίνα. «Αυτό τους αποπροσανατόλισε για ένα δευτερόλεπτο, κι εγώ... Εντάξει, έχω κάνει και κάποια μαθήματα αυτοάμυνας. Ένας ακόμα λόγος για τον οποίο χάρηκα που έκοψες το ρεύμα είναι γιατί πιστεύω πως ο Χατζάρ θα δεχόταν την προσφορά του Κόμπρας και θα με πυροβολούσε».

«Αυτός ήταν ο Κόμπρας;» Η Νίνα έφερε στο νου της το πρόσωπο του άντρα που είχε δει στην οθόνη στη διάρκεια της τηλεσύσκεψης. «Τον είδες;» «Ναι, υπήρχε μια αίθουσα με υπολογιστές στο υπόγειο, και τον είδα στο μόνιτορ». Η Κάρι έδειξε να σοβαρεύει. «Επομένως, τώρα ξέρεις ποιος είναι αυτός που μας εναντιώνεται και πόσο άσπλαχνος είναι. Πρόσφερε στον Χατζάρ πέντε εκατομμύρια δολάρια για να σκοτώσει το Ρώσο, τον Γιούρι, εκεί επιτόπου. Είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος άνθρωπος, ένας ψυχοπαθής... και θα κάνει τα πάντα προκειμένου να μας εμποδίσει να βρούμε την Ατλαντίδα. Δεν πρόκειται να τον υποτιμήσω ξανά. Προς το παρόν, πάντως, είμαστε ασφαλείς. Έχουμε το τεχνούργημα, και κάτι σημαντικότερο, έχουμε εσένα. Θα βρούμε την Ατλαντίδα, το ξέρω. Είσαι έτοιμη τώρα να παραγγείλουμε;» τη ρώτησε. Όταν επέστρεψαν στο ξενοδοχείο αργότερα εκείνο το απόγευμα, η Ν ίνα ήταν ξεθεωμένη. Δεν ήξερε όμως αν επρόκειτο απλώς για κούραση από την περιήγηση στο Παρίσι, ή για καθυστερημένη αντίδραση από την εμπειρία της στο Ιράν. Το μόνο που ήξερε ήταν πως, προτού φτάσει ο ειδικός του Φροστ στις αρχαίες γλώσσες, χρειαζόταν έναν υπνάκο. Παρότι ήταν ξαπλωμένη σε ένα τεράστιο, αναπαυτικό κρεβάτι, η Νίνα δεν μπόρεσε να ξεκουραστεί. Ένα κομμάτι του μυαλού της προσπαθούσε ακόμα να επεξεργαστεί όλα τα τρομακτικά και βίαια γεγονότα στα οποία είχε παραστεί -ή συμμετάσχει- από τη στιγμή που της τηλεφώνησε ο Στάρκμαν. Η ακαδημαϊκή ζωή της στη Νέα Υόρκη έμοιαζε σχεδόν σαν από άλλο πλανήτη. Αν και μισοκοιμισμένη, δεν μπορούσε να ξεφύγει από το μυστηριώδες τεχνούργημα, ενώ το μυαλό της παρέμενε επικεντρωμένο σ’ αυτό το γρίφο ακόμα και μέσα στα όνειρά της. Υπήρχε κάτι σχετικά με αυτό το κομμάτι, μια παράξενη αίσθηση μνήμης την οποία είχε δοκιμάσει όταν το πήρε στα χέρια της στην αγροικία. Κάτι οικείο. Κάτι εδώ. Η Νίνα πετάχτηκε εντελώς ξύπνια, ξέροντας τι ήταν και πώς το γνώριζε. Κουλουριάστηκε, με τα γόνατα να φτάνουν σχεδόν ως το οι ήθος της και το ένα χέρι ακουμπισμένο στη βάση του λαιμού της... Κρατώντας το φυλαχτό της. Αυτή ήταν η αίσθηση μνήμης που είχε νιώσει. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και όρμησε στο γραφείο της. Άρπαξε το τεχνούργημα που ήταν ακόμα κάτω από το μεγεθυντικό φακό και με το άλλο χέρι έβγαλε βιαστικά από το κεφάλι της το κορδόνι με το φυλαχτό της και κράτησε τα δύο κομμάτια το ένα δίπλα στο άλλο.

Αυτή ήταν η σχέση! Την είχε όλο αυτό το διάστημα και δεν το είχε καταλάβει. Χτύπησε το τηλέφωνο, ξαφνιάζοντάς την. Εξακολουθώντας να σφίγγει τα δύο μεταλλικά κομμάτια, σήκωσε αδέξια το ακουστικό. «Ναι; Εμπρός!» «Νίνα;» Ήταν η Κάρι. «Είσαι καλά;» «Ναι, ναι. Καλά είμαι! Μόλις ξύπνησα». Ετοιμαζόταν να πει στην Κάρι αυτό που μόλις είχε ανακαλύψει, αλλά την πρόλαβε η Νορβηγίδα. «Απλώς ήθελα να σου πω ότι ο ειδικός βρίσκεται εδώ. Επομένως, όταν είσαι έτοιμη, μπορείς να φέρεις το τεχνούργημα;» Η Νίνα είδε φευγαλέα το είδωλό της στον καθρέφτη. Τα μαλλιά της ήταν σηκωμένα από την πλευρά που κοιμόταν. «Αχ, θα μου δώσεις πέντε λεπτά;» «Αυτά ήταν εφτά λεπτά», ψιθύρισε ο Τσέιζ μόλις η Νίνα μπήκε στο σαλόνι. «Α, για σκάσε πια», του ψιθύρισε κι εκείνη, ρίχνοντας μια ματιά στο δωμάτιο. Γεμάτη αδημονία, η Κάρι καθόταν σε μια πολυθρόνα, ο Καστίγ ακουμπούσε στην πόρτα προς το διάδρομο τρώγοντας ένα πορτοκάλι και στον καναπέ, σιγοπίνοντας τον καφέ του, καθόταν... «Γεια σου, Νίνα», είπε ο Φίλμπι και σηκώθηκε όρθιος. «Τι κάνεις εδώ, Τζόναθαν;» είπε ξέπνοα η Νίνα, πιστεύοντας -ελπίζοντας- ότι επρόκειτο για κάποιο αστείο. Απ’ όλους τους ανθρώπους στον κόσμο που θα μπορούσε ο Κρίστιαν Φροστ να έχει καλέσει για να βοηθήσουν στην ανάλυση του τεχνουργήματος, είχε επιλέξει τον καθηγητή Τζόναθαν Φίλμπι; «Αυτός είναι ο λόγος, πιστεύω», είπε ο Φίλμπι, κοιτάζοντας το αντικείμενο που κουβαλούσε η Νίνα, τυλιγμένο μέσα στην υφασμάτινη θήκη του. «Χτες το πρωί δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον ίδιο τον Κρίστιαν Φροστ, ο οποίος μου είπε ότι τον είχες βοηθήσει να βρει ένα πολύ ξεχωριστό αντικείμενο, αλλά ότι υπήρξαν δυσκολίες στη μετάφραση των χαρακτήρων που ήταν γραμμένοι πάνω του. Ρώτησε αν θα ήθελα να σε βοηθήσω. Ήταν μια μάλλον σύντομη συνομιλία, αλλά...» Έριξε μια ματιά στην Κάρι. «Ο πατέρας σας έχει έναν τρόπο να κάνει προσφορές που είναι αδύνατο να τις αρνηθείς». «Σας έταξε τον ουρανό με τ’ άστρα;» ρώτησε ο Τσέιζ. Ο Φίλμπι τον κοίταξε δίχως να καταλαβαίνει. «Όχι, έκανε μια γενναία δωρεά στο πανεπιστήμιο. Και, φυσικά, η πτήση μου ως εδώ έγινε με ιδιωτικό τζετ! Κάτι που δεν είχα την ευκαιρία να απολαύσω ποτέ άλλοτε». «Όμως, Τζόναθαν», είπε η Νίνα λοξοκοιτάζοντάς τον, «από πότε έγινες ο μεγαλύτερος ειδικός του κόσμου στις αρχαίες γλώσσες;» «Ειλικρινά, Νίνα», είπε ο Φίλμπι, «δε θέλω να περιαυτολογήσω, έλπιζα όμως ότι θα είχες διαβάσει τις μελέτες μου που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στα Διεθνή Αρχαιολογικά Χρονικά. Πιστεύω λοιπόν ότι δικαίως μπορώ να πω πως συγκαταλέγομαι ανάμεσα στις πέντε μεγαλύτερες αυθεντίες του κόσμου στο θέμα αυτό, και αναμφισβήτητα θεωρούμαι κορυφή στη δύση. Μολονότι είμαι

σίγουρος πως ο Ρίμπσλεϊ στο Κέμπριτζ θα έχει αντίθετη γνώμη!» Γέλασε διασκεδάζοντας με το αστείο του και σταμάτησε όταν συνειδητοποίησε ότι η απουσία τελειόφοιτων στο δωμάτιο σήμαινε ότι κανείς άλλος δε θα μοιραζόταν την ευθυμία του. «Εντάξει, τότε», συνέχισε, «μπορούμε να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό που βρήκατε;» Η Νίνα απόθεσε προσεκτικά το τεχνούργημα πάνω στο τραπέζι, ενώ η Κάρι ρύθμισε τη λάμπα ώστε να φωτίζεται. Τα μάτια του Φίλμπι άνοιξαν διάπλατα. «Αχ, τώρα που το... είναι εκπληκτικό». Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την Κάρι. «Μπορώ να το πιάσω στα χέρια μου;» «Παρακαλώ». Ο Φίλμπι σήκωσε το τεχνούργημα και το ζύγισε στο χέρι του. «Βαρύ, αλλά όχι από καθαρό χρυσάφι, το χρώμα δεν είναι το σωστό... χρυσοχάλκινο... όχι, περισσότερο μοιάζει με μείγμα χρυσού και χαλκού». «Η λέξη που ψάχνεις να βρεις», είπε η Νίνα δηκτικά, «είναι ορείχαλκος». «Ας μη βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα. Έχει γίνει μεταλλουργική ανάλυση;» «Όχι σε ολόκληρο το κομμάτι», είπε η Κάρι, «αλλά ότι έχει εξεταστεί ένα μικρό δείγμα, αυτό μάλιστα». «Και;» «Και πιστεύω ότι η Δρ. Γουάιλντ έχει δίκιο». Η Νίνα έγνεψε όλο αυταρέσκεια στον Φίλμπι. «Καταλαβαίνω». Προφανώς ο Φίλμπι είχε περισσότερα να πει, αλλά τα κράτησε για τον εαυτό του. Γύρισε ανάποδα το τεχνούργημα. «Μια μικρή κυκλική προεξοχή στην κάτω πλευρά, και στην επάνω... Μπα!» Βομβάρδισε τη Νίνα με ένα ανόητο χαμόγελο. «Νίνα, με απογοητεύεις! Σίγουρα μπορείς να το μεταφράσεις αυτό!» «Μετέφρασα το μεγαλύτερο μέρος», του πέταξε η Νίνα. «Είναι ένας χάρτης, οδηγίες καλύτερα για να κινηθείς από ένα ποτάμι σε μια πόλη. Δεν κατάφερα να αναγνωρίσω τους άλλους χαρακτήρες, αλλά σίγουρα δεν είναι Γκλοζέλ». «Και βέβαια δεν είναι», είπε ο Φίλμπι. «Αλλά, πραγματικά, πώς και δεν αναγνώρισες τη γραφή των Ολμέκων;» Κοίταξε πιο προσεκτικά. «Τι πράγμα; Αυτά δεν είναι ολμεκικά». «Όχι κλασικά ολμεκικά, αλλά οι ομοιότητες με αυτή την οικογένεια γλωσσών είναι αδιαμφισβήτητες. Δεν το βλέπεις;» Έδειξε και ίσιους χαρακτήρες. «Μερικά από τα σύμβολα έχουν αντιστραφεί ή σχεδιαστεί εκ νέου, αλλά σίγουρα είναι...» «Ω Θεέ μου!» φώναξε η Νίνα. «Πώς στην ευχή δεν το είδα;» Η Κάρι κοίταξε πιο προσεκτικά το τεχνούργημα. «Οπότε είναι ολμεκικά;» «Θεέ μου, ναι! Θέλω να πω, όπως είπε και ο καθηγητής Φίλμπι, ότι δεν είναι ο κλασικός τύπος των συμβόλων, αλλά χωρίς αμφιβολία κάποια παραλλαγή. Παλαιότερη;» Κοίταξε τον Φίλμπι για επιβεβαίωση.

Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Σχεδόν σίγουρα. Είναι λιγότερο εκλεπτυσμένα, και ίσως φέρουν κάποια επιρροή από τα Γκλοζέλ σε ορισμένα σημεία. Πολύ παράξενο». Έγειρε πίσω. «Επιρροές του αλφαβήτου Γκλοζέλ σε πρωτο-ολμεκικά ιερογλυφικά; Αυτό θα μπορούσε να εκνευρίσει...» «Ποιοι ή τι είναι οι Ολμέκοι;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Ένας πρώιμος νοτιοαμερικανικός πολιτισμός», είπε η Νίνα. «Άκμασαν γύρω στο 1150 π.Χ., κυρίως στη νότια ακτή του κόλπου του Μεξικού, αλλά η επίδρασή τους προχώρησε πολύ πιο βαθιά στην ενδοχώρα». Ο Τσέιζ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Αχ, αυτοί οι Ολμέκοι». «Κύριε καθηγητά», είπε η Κάρι, «τι λέει η υπόλοιπη επιγραφή; Υποθέτω ότι μπορείτε να μεταφράσετε τα σύμβολα των Ολμέκων». «Σίγουρα μπορώ να κάνω μια απόπειρα. Ίσως να μην είναι απόλυτα ακριβής γιατί, όπως είπα, οι χαρακτήρες δεν είναι εντελώς ίδιοι με τους παραδοσιακούς τύπους, αλλά... εντάξει, ας προσπαθήσουμε, έτσι;» στερέωσε τα γυαλιά του και έσκυψε μπροστά. Η Νίνα έκανε το ίδιο από την άλλη πλευρά του τραπεζιού. Τώρα που ήξερε τι αναζητούσε, αισθανόταν πραγματικά ντροπή που δεν είχε καταφέρει να κάνει νωρίτερα αυτή τη δουλειά. «Αυτό το πρώτο σύμβολο θα μπορούσε να είναι... ένας αλιγάτορας;» «Αλιγάτορας ή κροκόδειλος», είπε αστειευόμενος ο Φίλμπι. Ο Καστίγ έδειξε ενδιαφέρον. «Ο ποταμός κροκόδειλος; Αυτό θα μπορούσε να περιγράφει κάποια ελάχιστα μέρη που έχουμε επισκεφτεί ο Έντουαρντ κι εγώ. Μια φορά στη Σιέρα Λεόνε ήταν...» «Η επόμενη λέξη είναι ένας συνδυασμός συμβόλων», είπε ο Φίλμπι, αγνοώντας τον. «Θεός... και νερό». «Ή ωκεανός», πρότεινε η Νίνα. «Ει! Ο θεός του ωκεανού! Ο Ποσειδώνας!» είπαν ταυτόχρονα η Νίνα και η Κάρι. «Ξεκίνα από το βόρειο στόμιο του ποταμού κροκόδειλου», συνέχισε ο Φίλμπι. «Εφτά, νότια, δυτικά. Το ποτάμι στα εφτά, νότια, δυτικά, πιθανότατα», είπε η Νίνα. «Ακολούθησε πορεία προς την πόλη του Ποσειδώνα. Για να βρεις εκεί... να βρεις τι;» Προσπάθησε να βγάλει κάποιο νόημα από τα σύμβολα που είχαν απομείνει. «Που να πάρει. Δε θα έλεγα πως μιλάω άπταιστα τη γλώσσα των Ολμέκων». «Για να δω...» είπε ο Φίλμπι, περνώντας το δάχτυλό του πάνω απ’ το τεχνούργημα. «Το πρώτο σύμβολο μοιάζει με αυτό που σημαίνει “οικία”, αλλά με αυτά τα επιπλέον σημάδια... Μοιάζει σχεδόν με “απόγονο”... όχι, “διάδοχο”, αλλά αυτό δεν ταιριάζει πραγματικά». «Κι όμως ταιριάζει», συνειδητοποίησε η Νίνα. «Διάδοχη οικία... νέα κατοικία. Για να βρεις εκεί τη νέα κατοικία του... του συμβόλου αυτού». «Χμμ». Ο Φίλμπι έσκυψε τόσο κοντά, που η ανάσα του θάμπωσε την επιφάνεια του τεχνουργήματος. «Αυτό εδώ τώρα πραγματικά δεν το

αναγνωρίζω. Θα μπορούσε να είναι η αναπαράσταση ενός ονόματος προσώπου ή ίσως μιας φυλής...» «Των κατοίκων της Ατλαντίδας». Όλοι στράφηκαν προς την Κάρι. «Το νέο σπίτι των κατοίκων της Ατλαντίδας. Να τι λέει». Ο Φίλμπι σούφρωσε τα χείλη του. «Αυτό θα μπορούσε να είναι, δεσποινίς Φροστ, ένας ευσεβής πόθος. Υπάρχουν πολλές άλλες πιθανότητες, τις οποίες θα μπορούσε να ξεδιαλύνει μια λεπτομερής μελέτη των αρχαίων γραπτών μνημείων που έχουν βρεθεί σ’ εκείνη την περιοχή». «Όχι», είπε η Νίνα, σηκώνοντας το τεχνούργημα. «Έχει δίκιο. Πρέπει να είναι οι Ατλάντιοι. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Οι Ατλάντιοι οικοδόμησαν ένα καινούριο σπίτι για τους εαυτούς τους ύστερα από την καταπόντιση του νησιού, κάπου στη Νότια Αμερική - και αυτό το κομμάτι είναι ένας χάρτης που θα μας οδηγήσει κατευθείαν εκεί. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι να αναγνωρίσουμε το ποτάμι. Αν μπορέσουμε να καταλάβουμε τι αντιπροσωπεύουν οι αριθμοί...» «Ή θα μπορούσαμε απλώς να κάνουμε ένα κουίζ», πετάχτηκε χαμογελώντας πλατιά ο Τσέιζ. «Σοβαρά, ντοκτορέσσα! Νότια Αμερική! Μεγάλο ποτάμι γεμάτο κροκόδειλους! Ποια είναι η πρώτη απάντηση που σου έρχεται στο μυαλό;» «Ο... Αμαζόνιος;» απάντησε, αβέβαιη για το κατά πόσο ο Τσέιζ, έτσι όπως το έθεσε, τη «δούλευε» και πάλι. «Μπίνγκο! Έλα, κοίτα πόσες χαρακιές που σε οδηγούν δεξιά κι αριστερά υπάρχουν σ’ αυτό το χάρτη· καθεμία έχει και έναν αριθμό δίπλα της. Αν αυτό δηλώνει πόσους παραπόταμους προσπερνάς, τότε θα πρέπει να είναι ένας πολύ μεγάλος ποταμός. Κι αν υπάρχει κάποια χαμένη πόλη εκεί πέρα, θα πρέπει να βρίσκεται στο τροπικό δάσος της Βραζιλίας. Αν βρισκόταν οπουδήποτε αλλού, κάποιος θα την είχε ήδη ανακαλύψει». Κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς το δωμάτιο της Νίνα. «Έχεις άτλαντα εκεί μέσα, έτσι δεν είναι; Περίμενε ένα λεπτό». Ο Τσέιζ προχώρησε προς την ενδιάμεση πόρτα και μετά από λίγο επέστρεψε με ένα μεγάλου σχήματος άτλαντα, τον οποίο και άνοιξε. «Να, εδώ βρίσκεται το βόρειο στόμιο στο Μπαϊλίκε και, αν ακολουθήσεις προς τα πάνω το ρεύμα, περνάς τέσσερις παραπόταμους στα αριστερά, εφτά στα δεξιά...» Ιχνηλάτησε με επιμονή την πορεία προς τα δυτικά πάνω στα σημάδια που ήταν χαραγμένα στην ορειχάλκινη ράβδο. «Οχτώ στα αριστερά, και αυτά σε φέρνει στην πρώτη μεγάλη διακλάδωση στο Σανταρέμ». Το σημάδι κάτω από το δάχτυλό του ήταν χαραγμένο πιο βαθιά από τα υπόλοιπα. «Κι εκεί λέει να πας δεξιά», είπε η Νίνα. «Επομένως, μέχρι στιγμής έχει αποτέλεσμα». Ακολούθησαν τις περαιτέρω οδηγίες αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού, ώσπου τελικά η πορεία τους ξέφυγε από τον Αμαζόνιο και βρέθηκαν σε έναν παραπόταμο που εκτεινόταν σε μήκος μεγαλύτερο από χίλια μίλια στην ενδοχώρα. Η λεπτή μπλε γραμμή στη σελίδα του άτλαντα συνεχιζόταν δυτικά για άλλα εκατό μίλια προτού σταματήσει.

Πάνω στο τεχνούργημα είχαν απομείνει κι άλλα κατατοπιστικά σημάδια που έπρεπε να ακολουθήσουν. «Χρειαζόμαστε καλύτερο χάρτη», είπε η Κάρι. «Και εικόνα από δορυφόρο». «Γνωρίζουμε, όμως, τουλάχιστον τη γενική περιοχή», είπε η Νίνα εντυπωσιασμένη. «Κάπου κατά μήκος του ποταμού Τεφέ. Δεξιά, στη μέση του τροπικού δάσους!» «Ένας πρωτο-ολμεκικός πολιτισμός τόσο βαθιά στην ενδοχώρα;» αναρωτήθηκε ο Φίλμπι. «Αυτό δεν ταιριάζει με καμία από τις τρέχουσες θεωρίες για την καταγωγή και την πληθυσμιακή κατανομή τους». «Ούτε και η Ατλαντίδα ταιριάζει, αλλά τα πράγματα φαίνεται να πηγαίνουν καλά μέχρι εδώ», είπε η Νίνα με καυστικότητα. Ο Φίλμπι ξεφύσηξε. «Και, σύμφωνα με τη θεωρία σου, πώς ακριβώς μπόρεσαν οι Ατλάντιοι να ταξιδέψουν από τον κόλπο του Κάδιξ και να διασχίσουν τον Ατλαντικό; Ακόμα κι αν δεχτούμε ότι οι Λαοί της Θάλασσας του αρχαίου μύθου ήταν πράγματι οι κάτοικοι της Ατλαντίδας, ένα ταξίδι μερικών εκατοντάδων μιλίων με μια τριήρη διαφέρει πολύ από ένα ταξίδι αρκετών χιλιάδων. Ειδικά όταν δεν είχαν καμία μέθοδο ναυσιπλοΐας!» «Κι όμως», είπε η Νίνα, «είχαν μέθοδο ναυσιπλοΐας». «Τι εννοείς;» ρώτησε η Κάρι. «Το συνειδητοποίησα ακριβώς πριν μου τηλεφωνήσεις», είπε η Ν ίνα και σήκωσε το τεχνούργημα. «Υπήρχε κάτι σχετικά με αυτό που με έκανε να αισθάνομαι οικεία, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν μέχρι πριν από λίγο. Κοίτα». Κράτησε το κομμάτι από την κυκλική προεξοχή, αφήνοντάς το να αιωρείται από τα δάχτυλα της σαν εκκρεμές. «Έπρεπε να κρέμεται προς τα κάτω, ακριβώς έτσι. Κι ύστερα...» Κράτησε το μενταγιόν της κάτω από τη βαθουλωτή άκρη του τεχνουργήματος. «Ταιριάζουν απόλυτα. Το μενταγιόν μου έχει χαραγμένους πάνω του λίγους αριθμούς, και αν το εκτείνεις πάνω στο ίδιο βαθούλωμα και συνεχίσεις με την αλληλουχία των αριθμών... τότε, με κάποιο σύστημα εντοπισμού, με κάτι σαν κάτοπτρο που θα ταιριάζει στη μικρή σχισμή, θα έχεις τρόπο υπολογισμού της γωνίας κλίσης ενός αντικειμένου σε σχέση με τον ορίζοντα!» «Ενός αντικειμένου όπως, για παράδειγμα, ενός άστρου;» ρώτησε η Κάρι, συμμεριζόμενη την ολοένα και εντεινόμενη έξαψη της Νίνα. «Ή του ήλιου;» «Ακριβώς! Είναι ένας εξάντας! Οι κάτοικοι της Ατλαντίδας χρησιμοποιούσαν το 10.000 π.Χ. ένα όργανο ναυσιπλοΐας, το οποίο εφευρέθηκε και πάλι μόλις το δέκατο έκτο αιώνα!» «Φαντάσου το στρατιωτικό πλεονέκτημα που θα τους έδινε απέναντι σε κάθε άλλο έθνος της εποχής τους...» είπε σκεφτική η Κάρι. Ο Τσέιζ έδειχνε δύσπιστος. «Δεν είναι ακριβώς σαν να είχαν πλοηγό».

«Όχι βέβαια, γιατί για να βρεις το γεωγραφικό μήκος χρειάζεσαι χρονόμετρο ακρίβειας, και είναι παρατραβηγμένο να πιστέψουμε ότι οι κάτοικοι της Ατλαντίδας ήταν τόσο προχωρημένοι», είπε η Νίνα. «Ένας εξάντας όμως σου επιτρέπει να υπολογίσεις με σχετική ακρίβεια το γεωγραφικό πλάτος, δηλαδή πόσο βόρεια ή νότια βρίσκεσαι, χρησιμοποιώντας ως οδηγό τον ήλιο ή κάποιο άστρο, αφού προηγουμένως προσαρμόσεις τους υπολογισμούς σου ανάλογα με την εποχή του έτους. Και αυτό μπορούσε να το κάνει οποιοσδήποτε αρχαίος πολιτισμός που γνώριζε αστρονομία». Σήκωσε και τα δύο ορειχάλκινα κομμάτια και προσποιήθηκε ότι θα έκανε μέτρηση στο μέτωπο του Τσέιζ, κουνώντας το μενταγιόν της μπρος πίσω σαν να ήταν τμήμα ενός μεγαλύτερου τόξου εστιασμένου στον άξονα της ράβδου. «Χωρίς κάτι τέτοιο, ο μόνος τρόπος ναυσιπλοΐας ήταν είτε να ταξιδεύεις παραπλέοντας τις ακτές σε αναζήτηση τοπογραφικών οροσήμων είτε ακολουθώντας μια πορεία κατά προσέγγιση - να ακολουθείς δηλαδή μια συγκεκριμένη κατεύθυνση και να ελπίζεις ότι δε θα παρεκκλίνεις της πορείας σου». «Αν όμως μπορείς να υπολογίσεις το γεωγραφικό πλάτος, τότε υπάρχει δυνατότητα για μακρύτερα ταξίδια», πρόσθεσε η Κάρι. «Ναι, πράγματι...» Η Νίνα έδειξε ξανά στον Τσέιζ τα σημάδια πάνω στη ράβδο. «Ο αριθμός εδώ, εφτά, ύστερα νότια και δυτικά - το εφτά μπορεί να ήταν ένα γεωγραφικό πλάτος που χρησιμοποιούσαν όποια κι αν ήταν η κλίμακα που είχαν οι Ατλάντιοι, και οι διευθύνσεις της πυξίδας...» Η σκέψη που είχε περάσει απ’ το μυαλό της έλαβε τελικά μορφή. «Λέει στο χρήστη πως να φτάσει στο ποτάμι του χάρτη από την Ατλαντίδα! Πήγαινε νότια στο σημείο που αποκαλούν γεωγραφικό πλάτος εφτά, στη συνέχεια στρίψε δυτικά. Όσο βρίσκεσαι στο σωστό γεωγραφικό πλάτος, τότε το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να συνεχίσεις να πηγαίνεις δυτικά και τελικά θα φτάσεις στον προορισμό σου. Από τη στιγμή που ξέρουμε πού βρίσκεται το γεωγραφικό πλάτος εφτά, αυτό σημαίνει...» Η Κάρι συμπλήρωσε τη σκέψη της. «Αυτό σημαίνει πως, αν μπορέσουμε να προσδιορίσουμε πόσες μοίρες είναι η μονάδα μέτρησης του γεωγραφικού τους πλάτους, τότε θα είμαστε σε θέση να κάνουμε τον ίδιο δρόμο και να εντοπίσουμε την ακριβή θέση της Ατλαντίδας!» «Εντάξει», είπε ο Τσέιζ, «επομένως το μόνο που χρειάζεται για να βρούμε την Ατλαντίδα είναι να οργανώσουμε μια αποστολή καταμεσής της ζούγκλας του Αμαζόνιου, να βρούμε μια χαμένη πόλη και να δούμε αν υπάρχουν τίποτα αρχαίοι χάρτες που έχουν ξεμείνει εκεί γύρω». Η Νίνα έγνεψε καταφατικά. «Λίγο ως πολύ αυτό». «Ναι, και είμαι έτοιμος για κάτι τέτοιο», είπε ανασηκώνοντας, όπως συνήθως, κοροϊδευτικά τους ώμους. Ο Φίλμπι σηκώθηκε όρθιος. «Δεσποινίς Φροστ;»

«Ναι;» «Μπορεί να θεωρήσετε αυτό που θα σας πω κάπως παράξενο, αλλά... αν οι αρχικές έρευνές σας δείξουν ότι ίσως υπάρχει στ’ αλήθεια κάποια χαμένη πόλη σε κάποιο μέρος κατά μήκος του Τεφέ, θα ήταν δυνατόν να συνοδεύσω την αποστολή σας;» «Για στάσου, Τζόναθαν, αυτό θέλω να το ξεκαθαρίσουμε», είπε η Νίνα που μυρίστηκε νίκη. «Λες δηλαδή ότι τώρα πιστεύεις πως είχα δίκιο απ’ την αρχή και η Ατλαντίδα όντως υπάρχει;» «Για την ακρίβεια», ρουθούνισε ο Φίλμπι, «σκεφτόμουν περισσότερο πόσο σπουδαίο θα είναι να ανακαλύψουμε ίχνη ενός πρωτο- ολμεκικού πολιτισμού, τι εξαιρετική ευκαιρία θα είναι να μελετήσει κανείς τη γλώσσα τους από πρώτο χέρι. Θα είναι μια απίστευτη ανακάλυψη. Οποιαδήποτε σύνδεση με την Ατλαντίδα θα ήταν... εντάξει, ένα δώρο». Η Κάρι ήταν έτοιμη να υποκύψει στο αίτημα του Φίλμπι. «Θα το εξετάσω με τον πατέρα μου, κύριε καθηγητά, αλλά... Είστε σίγουρος ότι θα ήταν πρακτικό; Θα προχωρήσουμε βαθιά μέσα στη ζούγκλα - και τι θα γίνει με τις πανεπιστημιακές υποχρεώσεις σας;» «Νομίζω ότι μπορώ να κανονίσω να λείψω - στο κάτω κάτω, είμαι ο επικεφαλής του τμήματος!» είπε γελώντας ο Φίλμπι. «Επιπλέον, αν η Δρ. Γουάιλντ μπορεί από μια στιγμιαία παρατήρηση να οργανώσει αποστολή σε ολόκληρο τον κόσμο...» Έριξε στη Νίνα ένα έντονο βλέμμα. «Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που ήμουν στην ενεργό δράση, αλλά έχω πάει και σε χειρότερα μέρη από τη ζούγκλα, πιστέψτε με». «Λοιπόν, όπως είπα, θα το εξετάσω με τον πατέρα μου. Αλλά νομίζω ότι μπορώ ήδη να σας καλωσορίσω στην αποστολή μας», είπε κι έσφιξαν τα χέρια. «Ευχαριστώ», απάντησε ο Φίλμπι. Η Νίνα ξανάβαλε το μενταγιόν στο λαιμό της και τοποθέτησε το τεχνούργημα πάνω στο χάρτη της Βραζιλίας. Στύλωσε τα μάτια της στην κενή λωρίδα πράσινου που περιέβαλλε τον ποταμό Τεφέ, προσπαθώντας να φανταστεί τι θα έβρισκε εκεί. «Να λοιπόν πού πήγες...» ψιθύρισε.

11 ΒΡΑΖΙΛΙΑ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗ ΖΟΥΓΚΛΑ!» τραγούδησε ο Τσέιζ μόλις κατέβηκε από το αεροπλάνο. Αντίθετα η Νίνα, παρόλο που είχε ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο, πάθαινε πάντοτε ένα ανεπιθύμητο σοκ όταν έφτανε στους τροπικούς. Ενώ δεν την ενοχλούσε αυτό καθαυτό το θερμό περιβάλλον, ήταν πολύ πιο εύκολο γι’ αυτή να προσαρμοστεί στην ξερή ζέστη της ερήμου παρά να βγει από την κλιματιζόμενη καμπίνα ενός αεροπλάνου και να βρεθεί στην κολλώδη, υγρή ζέστη μιας τροπικής ζούγκλας. Επιπλέον, ήταν δύσκολο να προχωρήσει κανείς βαθύτερα στην τροπική ζούγκλα. Η πόλη Τεφέ βρισκόταν στην καρδιά της λεκάνης του Αμαζόνιου, όπου η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους ογδόντα βαθμούς Φαρενάιτ και η υγρασία έκανε τα ρούχα να κολλούν πάνω στο δέρμα της. Έπρεπε όμως να προχωρήσουν ακόμα πιο πέρα μέσα στο τροπικό δάσος. Η μελέτη χαρτών, οι φωτογραφίες από δορυφόρο και οι εναέριες επισκοπήσεις της περιοχής είχαν περιορίσει κατά πολύ την πιθανή θέση της χαμένης πόλης σε μια περιφέρεια με διάμετρο περίπου ογδόντα μίλια και σε απόσταση μεγαλύτερη των εκατό μιλίων από το Τεφέ, προχωρώντας αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού. Ο κοντινότερος σταθερός καταυλισμός απείχε περισσότερο από τριάντα μίλια από την περιοχή προορισμού τους, αλλά ακόμα κι αυτός δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό. Η Νίνα είχε δει τις αεροφωτογραφίες- δεν έδειχναν τίποτε άλλο εκτός από ένα σταθερό, έντονα πράσινο τάπητα. Και το μόνο που έσπαγε αυτή τη μονοτονία ήταν τα ελικοειδή γυρίσματα των ποταμών. Αυτή η αδιάσπαστη έκταση της ζούγκλας είχε υπαγορεύσει και τον τρόπο μεταφοράς της ομάδας. Με ένα ελικόπτερο θα μπορούσαν να προσεγγίσουν την περιοχή από το Τεφέ σε λιγότερο από ενενήντα λεπτά -και ο Κρίστιαν Φροστ είχε πράγματι κανονίσει να υπάρχει κάποιο σε ετοιμότητα για την περίπτωση έκτακτης ανάγκης, οπότε θα επιβαλλόταν άμεση αναχώρηση-, αλλά δεν υπήρχε πουθενά μέρος για να προσγειωθεί. Έτσι άνθρωποι και εξοπλισμός θα έπρεπε να μεταφερθούν με βαρούλκα μέσα στη ζούγκλα, και ο Τσέιζ, που επόπτευε την όλη επιχείρηση, είχε αποφανθεί ότι ήταν πολύ επικίνδυνο - προς μεγάλη ανακούφιση του Καστίγ. Έτσι, έπρεπε να επιχειρήσουν με σκάφος τον ανάπλου του ποταμού.

Πράγμα για το οποίο η Νίνα πίστευε πως θα ήταν τρομερή ταλαιπωρία. Για την ακρίβεια, η αποστολή θα χρησιμοποιούσε δύο σκάφη, αλλά το Νηρηίς ήταν αναμφίβολα το πιο σημαντικό. Επρόκειτο για ένα μηχανοκίνητο γιοτ Σανσίκερ Πρεντέιτορ 108, βαμμένο σε ασημί και ανθρακί αποχρώσεις, με το λογότυπο του Φροστ σε περίοπτη θέση στο κύτος του. Κατάπληκτη η Νίνα πληροφορήθηκε ότι είχε ταξιδέψει αεροπορικώς από την Ευρώπη στη Βραζιλία μέσα στις τρεις μέρες της πυρετώδους προετοιμασίας για την αποστολή και είχε μεταφερθεί στην πόλη Μανάους μέσα στην κοιλιά ενός τεράστιου μεταγωγικού Αντόνοφ Αη-225, για να διανύσει στη συνέχεια τα τριακόσια μίλια αντίθετα στο ρεύμα του ποταμού και να συναντήσει τους επιβάτες του στο Τεφέ. Οι πόροι που ο Κρίστιαν Φροστ ήταν διατεθειμένος να διαθέσει για την ανεύρεση της Ατλαντίδας -αλλά και για την ίδια τη Νίνα- την είχαν κάνει να σαστίσει. Παρά το μέγεθος του -από την άκρη της μυτερής, προεξέχουσας πλώρης του μέχρι την πρύμνη, το Νηρηίς είχε μήκος καμιά τριανταριά μέτρα-, αναμενόταν ότι θα οδηγούσε την αποστολή με ταχύτητα και άνεση σε απόσταση τουλάχιστον δέκα μιλίων από τον προορισμό της, παρά τις καμπές και τα στενέματα του ποταμού. Το βύθισμα του Πρεντέιτορ, που ήταν μικρότερο από ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά, σε συνδυασμό με ένα σύστημα προώθησης για ελιγμούς της πρύμνης και της πλώρης, του έδιναν τη δυνατότητα να κάνει πλήρη αναστροφή, κι αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να ταξιδέψει με σχετική άνεση σε μεγαλύτερες υδάτινες οδούς. Όσο για τα μέρη του ποταμού στα οποία δε θα μπορούσε να ανταποκριθεί το Νηρηίς... εκεί έμπαινε το δεύτερο σκάφος. Το βοηθητικό σκάφος του Νηρηίς, που κρεμόταν από ένα γερανό στην πρύμνη, ήταν ένα φουσκωτό Ζόντιακ με μήκος τεσσεράμισι μέτρα. Ήταν το ακριβώς αντίθετο του πολυτελούς μητρικού σκάφους, αλλά αν όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο, δε θα χρειαζόταν παρά μόνο στο τελευταίο τμήμα του ταξιδιού. Η ανάγκη για ένα σκάφος στο μέγεθος του Νηρηίς είχε προκύψει επειδή η αποστολή είχε αυξηθεί αριθμητικά. Εκτός από τον Φίλμπι, στην αρχική ομάδα της Νίνα, της Κάρι, του Τσέιζ και του Καστίγ είχαν προστεθεί και άλλοι. Δύο από αυτούς αποτελούσαν το πλήρωμα του Νηρηίς: ο μουσάτος, ευτραφέστατος καπετάνιος Αυγουστίνος Πέρεζ και ο «δεύτερος καπετάνιος» του -τον τίτλο τον χρησιμοποιούσαν για αστείο- Χούλιο Τανέγκα, που χαμογελούσε συχνά και πλατιά, αποκαλύπτοντας όχι ένα αλλά δύο χρυσά δόντια. Το τρίτο καινούριο μέλος ήταν ο Ανιάλντο Ντι Σάλβο, ένας πληθωρικός, γεροδεμένος Βραζιλιάνος γύρω στα πενήντα, με το ύφος του ανθρώπου που εντυπωσιάζεται ελάχιστα και δεν τον τρομάζει τίποτα. Η Κάρι τον είχε συστήσει ως τον οδηγό τους για την περιοχή, αλλά όταν τον ρώτησε η Νίνα, ο Ντι Σάλβο αυτοπροσδιορίστηκε ως «Ινδιάνος ιχνηλάτης». Κι εκείνη αισθάνθηκε πολύ φοβισμένη για να ρωτήσει περισσότερα για την ακριβή διαφορά ανάμεσα σας

δυο ιδιότητες. Με έκπληξη πάντως διαπίστωσε ότι ο Τσέιζ και ο Καστίγ φαίνονταν να τον ξέρουν πολύ καλά. Παρέα με τον Ντι Σάλβο, αλλά χωρίς να έχει την ολοκληρωτική αποδοχή του, ήταν κάποιος άλλος Αμερικανός, ένας ψηλός, αδύνατος σαν καλάμι τελειόφοιτος σπουδαστής από το Σαν Φρανσίσκο, που τον έλεγαν Χάμιλτον Πέντρι. Ήταν περιβαλλοντολόγος, με σπουδές πάνω στις επιπτώσεις της εμπορικής εκμετάλλευσης των τροπικών δασών στον ιθαγενή πληθυσμό τους και ήταν επίσης ο ανιψιός ενός γερουσιαστή των Δημοκρατικών, ο οποίος είχε πείσει την κυβέρνηση της Βραζιλίας να του επιτρέψει να συνοδεύσει έναν από τους ειδικούς της στη ζούγκλα. Και, κατά τα φαινόμενα, ο κλήρος είχε πέσει στον Ντι Σάλβο. Αφού οι Φροστ είχαν ζητήσει ειδικά να τους συνοδεύσει ο Ντι Σάλβο, είχαν τώρα φορτωθεί και τον Χάμιλτον, αν και του είχαν αποκρύψει τον αληθινό χαρακτήρα της αποστολής. Πάλι καλά, σκέφτηκε η Νίνα· ο ενθουσιασμός του μακρυμάλλη νεαρού για το ζήτημα των ιθαγενών Ινδιάνων και τη διατήρηση του περιβάλλοντος τους έμοιαζε αυθεντικός, αλλά, Θεέ μου! Ας το βούλωνε έστω και για πέντε λεπτά! Ο Τσέιζ είχε ελπίσει ότι θα πήγαινε μαζί τους και κάποιο άλλο πρόσωπο, αλλά ο λόγος που κατέστησε αδύνατη τη συμμετοχή της έγινε απόλυτα σαφής με το που την είδε η Νίνα. Η φίλη του Μαρία Κασκαρίγιο, όταν τους συνάντησε στην αποβάθρα, αποδείχτηκε εξίσου ωραία με τη Σαλά... και εξίσου έγκυος. «Ορκίζομαι ότι είναι απλή σύμπτωση!» είπε ο Τσέιζ πάνω απ’ τον ώμο της Μαρίας στη Νίνα και τον Καστίγ που το διασκέδαζαν. «Σίγουρα, σε πιστεύουμε», είπε η Νίνα. «Δεν τον πιστεύουμε, Ούγκο;» «Και βέβαια», απάντησε ο Καστίγ, μασουλώντας μια μπανάνα. Ενώ ο Τσέιζ απογοητεύτηκε που δε θα μετείχε η Μαρία στην αποστολή, δεν απογοητεύτηκε καθόλου όταν άνοιξε ένα από τα κοφίνια που τους είχε παραδώσει στην αποβάθρα. Η Νίνα δεν είδε το περιεχόμενο, αλλά κατάφερε να μαντέψει αρκετά εύκολα. «Όπλα;» ρώτησε μόλις έφυγε η Μαρία. Και μερικά άλλα παιχνιδάκια», της απάντησε εύθυμα. «Την πατήσαμε μια φορά στο Ιράν. Δεν πρόκειται να επιτρέψω να ξανασυμβεί. Επιπλέον, απ’ ό,τι είπε ο Ανιάλνχο για τους ντόπιους, ίσως χρειάζεται κάτι για να τους ειδοποιούμε να απομακρύνονται». «Τι είπε γι’ αυτούς;» «Δεν τους συνάντησε ποτέ προσωπικά - απλώς έχει ακούσει διάφορες ιστορίες. Επειδή κάποιοι που τους συνάντησαν... δεν επέστρεψαν ποτέ πίσω για να μιλήσουν γι’ αυτό». «Τι;» είπε η Νίνα και κούνησε δύσπιστα το κεφάλι της. «Ε, όχι, αυτό ακούγεται τελείως σαν τα παραμύθια του Ιντιάνα Τζόουνς. Όλο αυτό το πράγμα για “χαμένες φυλές μέσα στη ζούγκλα” δεν πιάνει πια. Βρισκόμαστε στον εικοστό πρώτο αιώνα».

«Εσύ μπορεί να βρίσκεσαι», είπε ο Ντι Σάλβο, που προφανώς είχε σταθεί ακριβώς πίσω της, κάνοντάς την να οπισθοχωρήσει. Παρά τον όγκο του, είχε μια αφύσικη θαρρείς ικανότητα να μετακινείται απαρατήρητος. «Αυτοί όμως δεν είναι. Λες ότι ακούγεται σαν παραμύθι, αλλά κάθε χρόνο δεκάδες άνθρωποι υλοτόμοι, μεταλλοδίφες, ακόμα και τουρίστες- δολοφονούνται από ινδιάνικες φυλές βαθιά μέσα στη ζούγκλα. Αυτό κάνει τη δουλειά μου δυσκολότερη». Μισόκλεισε τα μάτια του και κατόπτευσε την αποβάθρα, όπου διάφοροι άνθρωποι παρακολουθούσαν με καχυποψία. Δεν εκπλήσσονταν εύκολα, συνειδητοποίησε η Νίνα, αλλά συγκρίνοντας τις μικρές ταλαιπωρημένες βάρκες τους που αποκαλούσαν σπίτια της αποβάθρας με το απαστράπτον φουτουριστικό σχήμα του Νηρηίς θα πρέπει να πίστευαν πως επρόκειτο για επισκέπτη από άλλο πλανήτη. «Οι άνθρωποι αυτοί μισούν τους ιθαγενείς Ινδιάνους επειδή τα εδάφη των φυλών προστατεύονται από το νόμο - επομένως μπορεί να χάσουν τα απαραίτητα προς το ζην μέσα σε μια νύχτα αν ανακαλυφθεί κάποια καινούρια φυλή. Και δε βοηθάει ιδιαίτερα αν θεωρείται ότι οι Ινδιάνοι σκοτώνουν τους παρείσακτους ατιμωρητί. Με μισούν λοιπόν κι εμένα επειδή δουλειά μου είναι να βρίσκω τους Ινδιάνους». «Είναι παράλογο!» τσίριξε ο Χάμιλτον. Αντίθετα απ’ ό,τι συνέβη με τον Ντι Σάλβο, η Νίνα είχε αντιληφθεί τον ερχομό του, καθώς τα σανδάλια του χτυπούσαν πάνω στο κατάστρωμα. «Δε θα έπρεπε καν να χρειάζεται να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη μιας φυλής για να χαρακτηριστεί προστατευόμενη μια περιοχή. Ολόκληρη αυτή η περιοχή θα έπρεπε να είναι προστατευόμενη! Η υλοτόμηση, η εξόρυξη μετάλλων, η κτηνοτροφία, όλα αυτά καταστρέφουν το τροπικό δάσος! Καίνε χιλιάδες εκτάρια κάθε μέρα για να ανοίξουν χώρο για ράντσα με βοοειδή! Είναι σαν να κόβεις τα πνευμόνια σου για να τα πουλήσεις για λίγα δολάρια, με τα οποία θα μπορέσεις να αγοράσεις ένα μπέργκερ!» Ο Τσέιζ κοίταξε τη Νίνα και της χαμογέλασε λοξά, προτού υιοθετήσει ένα εντελώς αγέλαστο προσωπείο. «Ναι, αυτές οι πυρκαγιές είναι τρομερές, έτσι δεν είναι; Ολοκληρωτική σπατάλη». «Το ξέρω!» Ο Χάμιλτον ανέμισε τα χέρια του, κάνοντας να κουδουνίσουν τα βραχιόλια φιλίας που φορούσε. «Είναι απλώς... απίστευτο!» «Θέλω να πω», συνέχισε ο Τσέιζ, «ότι από ένα μόνο δέντρο μαονιού θα μπορούσαν να κατασκευαστούν δεκάδες καθίσματα τουαλέτας. Έχω ένα τέτοιο στην τουαλέτα του σπιτιού μου. Έχεις καθίσει ποτέ σε κάθισμα από μαόνι; Είναι το πιο αναπαυτικό μέρος για να απλώσεις τον κώλο σου ενώ διαβάζεις την εφημερίδα σου. Θαυμάσιο και ζεστό». Ο Χάμιλτον απέμεινε να τον κοιτάζει με το στόμα ανοιχτό. «Αυτό... αυτό είναι εξωφρενικό!» κατάφερε τελικά να ψελλίσει. «Αυτό είναι ο ορισμός της πολιτιστικής τυφλότητας του αδιάφορου εξουσιαστή, που, που, που...» Έκανε πίσω και αγριοκοίταξε τον Τσέιζ προτού κάνει μεταβολή και απομακρυνθεί

αγέρωχα. Η Νίνα, που κανονικά ασπαζόταν μια φιλοπεριβαλλοντική άποψη, δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει, ενώ ο Ντι Σάλβο ξέσπασε σε τρανταχτά γέλια. «Έντι», του είπε, «κατάφερες μέσα σε πέντε λεπτά ό,τι δεν κατάφερα εγώ σε πέντε μέρες - έκανες το παλικάρι μας να το βουλώσει! Είσαι πραγματικά άνθρωπος με πολλά χαρίσματα!» «Ε, ναι... είμαι», είπε ο Τσέιζ και τράβηξε χωρίς ίχνος σεμνότητας τα πέτα του τζάκετ του. «Ήταν πολύ κακό αυτό», είπε η Νίνα, που χαμογελούσε ακόμα. «Αχ, έλα τώρα! Θα μπορούσε κάλλιστα να έχει ένα μεγάλο στόχο στο στήθος του που να λέει “Σας παρακαλώ, δουλέψτε με!”». Η Κάρι εμφανίστηκε από την κεντρική καμπίνα στο κατάστρωμα της πρύμνης. «Είναι όλα έτοιμα;» ρώτησε. «Ο καπετάνιος Πέρεζ θέλει να μάθει πότε θα σαλπάρουμε». «Όλα τα εργαλεία μας βρίσκονται πάνω στο πλοίο», είπε ο Τσέιζ. «Περιμένουμε μόνο να φορτωθεί το μπαούλο της Νίνα με τα καινούρια της ρούχα απ’ το Παρίσι». «Μία βαλίτσα έχω μόνο και βρίσκεται ήδη στην καμπίνα μου», είπε η Νίνα, κάνοντας έναν παιχνιδιάρικο μορφασμό. Η Κάρι έριξε μια ματιά στο κατάστρωμα, συγχαίροντας τον εαυτό της που είχαν επιβιβαστεί τα πάντα. «Αν είμαστε έτοιμοι, τότε δεν υπάρχει κανένας λόγος να περιμένουμε. Όσο γρηγορότερα ξεκινήσουμε, τόσο γρηγορότερα θα φτάσουμε. Θα πω στον Χούλιο να λύσει τα σκοινιά», είπε και κατευθύνθηκε πίσω στην καμπίνα. «Ο ανάπλους του Αμαζόνιου», είπε ο Τσέιζ, πηγαίνοντας στην άλλη πλευρά του σκάφους και κοιτάζοντας το πλατύ ποτάμι. «Έχω κάμποσο καιρό να το κάνω». «Για την ακρίβεια, μέχρι το Τεφέ», τον διόρθωσε η Νίνα. Η πόλη Τεφέ ήταν χτισμένη στην όχθη του ποταμού απ’ τον οποίο είχε πάρει το όνομά της, ακριβώς πριν ενωθεί με τον καθαυτό Αμαζόνιο, στην ανατολική άκρη μιας πλατιάς λίμνης με μήκος πάνω από τριάντα μίλια. «Εντάξει, Δρ. Φωτεινέ Παντογνώστη! Είτε έτσι είτε αλλιώς, εγώ θα είμαι ευτυχισμένος εφόσον δε χρειαστεί να παλέψω με τίποτε αναθεματισμένους κροκόδειλους αυτή τη φορά». Σήκωσε ένα από τα κοφίνια και ακολούθησε την Κάρι στο εσωτερικό του σκάφους. Η Νίνα κάγχασε. «Ναι, καλά. Να παλέψει με κροκόδειλους. Λες και υπάρχει περίπτωση!» «Έχεις δίκιο», είπε ο Καστίγ, σηκώνοντας το δεύτερο κοφίνι και προχωρώντας πίσω από τον Τσέιζ. «Ήταν καϊμάν». «Καϊμάν; Μα, στην ουσία δεν είναι το ίδιο... ει!» φώναξε κι έτρεξε πίσω από τον Καστίγ.

Το Νηρηίς έφτασε στο νοτιοδυτικό άκρο της λίμνης ακριβώς σε μία ώρα, ελέγχοντας την απόδοση των μηχανών του, αλλά χωρίς να τις βάλει σε πραγματική δοκιμασία, προτού μειώσει ταχύτητα ώστε να μπορεί να πλεύσει στο ποτάμι που τροφοδοτούσε τον κύριο υδάτινο όγκο. Από εκείνο το σημείο και μετά, ο Τεφέ μετατράπηκε σε μια αλλεπάλληλη σειρά από μακριές κυματιστές στροφές και η ευθεία δεν κρατούσε παραπάνω από λίγες εκατοντάδες μέτρα τη φορά. Κατά τόπους, ο ποταμός είχε πλάτος πάνω από εξήντα μέτρα, ενώ αλλού οι όχθες απείχαν λιγότερο από δεκαπέντε μέτρα. Με ελάχιστο πλάτος έξι μέτρα το Νηρηίς δεν κινδύνευε να κολλήσει, αλλά τα δέντρα και στις δύο πλευρές του ποταμού ήταν μερικές φορές πολύ μεγάλα και κρέμονταν σχηματίζοντας κάτι σαν τούνελ από φύλλα πάνω από το πλοίο. Έφτασε το σούρουπο, και η Νίνα περπατούσε άσκοπα στο κατάστρωμα της πλώρης για να δει το ηλιοβασίλεμα μέσα από τα δέντρα. Στον Ισημερινό η μέρα γίνεται νύχτα με πραγματικά εντυπωσιακή ταχύτητα. Βρήκε την Κάρι ακουμπισμένη στην κουπαστή της πλώρης του Νηρηίς. «Γεια». «Γεια!» είπε η Κάρι, ευχαριστημένη που την είδε. «Πού ήσουν; Δε σε ξαναείδα από την ώρα που ξεκινήσαμε». «Κοιτούσα ξανά τις φωτογραφίες από το δορυφόρο». «Βρήκες τίποτα;» Η Νίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι και κάθισε σε ένα χτιστό καναπέ στο κατάστρωμα. «Αν υπάρχει κάτι εκεί, είναι εντελώς κρυμμένο κάτω από το θόλο των δέντρων. Πρέπει να εξετάσουμε το έδαφος με ραντάρ για να δούμε ανάμεσα στα δέντρα. Φαντάζομαι ότι ο πατέρας σου θα μας έδινε ένα αν του το ζητούσαμε». «Το πρότεινε ήδη. Αλλά θα έπαιρνε περισσότερο χρόνο να βάλουμε στη σωστή τροχιά το δορυφόρο απ’ όσο να πάμε οι ίδιοι εκεί και να ψάξουμε μόνοι μας, έτσι...» Κάθισε δίπλα στη Νίνα, δείχνοντας τη ζούγκλα που προσπερνούσαν. «Έχεις ξαναδεί κάτι τέτοιο; Θέλω να πω, το έχεις προσέξει πραγματικά; Είναι εκπληκτικό. Τόσο μεγάλη ποικιλία, τόσα μοναδικά είδη ζωής. Και το μόνο που θέλουν οι άνθρωποι είναι να κόψουν το δάσος και να το ξεριζώσουν ώστε να μπορέσουν να το καταβροχθίσουν». «Το ξέρω. Ο Χάμιλτον μπορεί να γίνεται κομματάκι ενοχλητικός, αλλά έχει κάποιο δίκιο», είπε η Νίνα και έγειρε πίσω, κοιτάζοντας το γεμάτο αστέρια ουρανό. «Σκεφτόμουν αυτά που είπες στο Παρίσι, ότι υπάρχουν πάρα πολλοί άνθρωποι στον κόσμο. Είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι; Όλοι τους παλεύουν για να αποκτήσουν πρόσβαση στις ίδιες πηγές, όλοι τους πιστεύουν ότι έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα ύπαρξης απ’ τους υπόλοιπους». Αναστέναξε. «Είναι κρίμα που δεν μπορούμε να κάνουμε και πάρα πολλά». Η Κάρι της χαμογέλασε. «Ποιος ξέρει; Μπορεί στο μέλλον να καταφέρουμε να αλλάξουμε τα πράγματα προς το καλύτερο».

«Δεν ξέρω. Είναι δύσκολο να πει κανείς, τέτοια που είναι η ανθρώπινη φύση. Δεν πιστεύω ότι είμαι στ’ αλήθεια ο τύπος του ανθρώπου που αλλάζει τον κόσμο». «Θα γίνεις», τη βεβαίωσε η Κάρι, ακουμπώντας το χέρι της στο μπράτσο της. «Όταν ανακαλύψεις την Ατλαντίδα», διευκρίνισε βλέποντας το σαστισμένο ύφος της. «Αυτό θα αλλάξει τον κόσμο. Δεν είναι πολλοί άνθρωποι σε θέση να ξαναγράψουν την ανθρώπινη ιστορία έτσι απλά». «Δεν είμαι μόνο εγώ! Είσαι κι εσύ κομμάτι αυτής της υπόθεσης, εξίσου σημαντικό όσο κι εγώ. Κι ακόμα περισσότερο. Εγώ δε θα βρισκόμουν τώρα εδώ αν δεν υπήρχες εσύ. Εσύ και η χρηματοδότηση του πατέρα σου διευκόλυναν την υλοποίησή της». Η Κάρι κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, όχι. Το χρήμα είναι άχρηστο χωρίς ένα σκοπό. Ο πατέρας μου κι εγώ πιστεύουμε σε στόχους και χρησιμοποιούμε τα χρήματά μας για να τους πετύχουμε. Το ίδιο κι εσύ. Πιστεύω...» έκανε μια παύση μετρώντας τα λόγια της, «πιστεύω ότι έχουμε ένα σωρό κοινά». «Ναι, εκτός από τα δισεκατομμύρια δολάρια...» «Δεν ξέρω... έχω την αίσθηση όμως ότι η ανακάλυψη της Ατλαντίδας θα αξίζει πάρα πολλά!» Εκείνη τη στιγμή ο βόμβος των μηχανών καταλάγιασε, ένδειξη πως δούλευαν στο ρελαντί. Η σταθερή πρόοδος του Νηρηίς αντίθετα στο ρεύμα ελαττώθηκε, η αέναη αναταραχή του νερού κάτω από την πλώρη περιορίστηκε σε έναν απαλό παφλασμό των κυμάτων που έσκαγαν στο κύτος του πλοίου. «Γιατί σταματάμε;» ρώτησε η Νίνα. «Συμβαίνει κάτι;» «Απεναντίας», είπε η Κάρι. «Απλά το ταξίδι σε ένα ποτάμι όπως αυτό, μέσα στο σκοτάδι, ειδικά με ένα τόσο μεγάλο πλοίο, μπορεί να είναι επικίνδυνο. Ο καπετάνιος Πέρεζ θέλει ασφάλεια». Πάνω σ’ αυτό ακούστηκε ένα δυνατό κροτάλισμα που ερχόταν κάτω από το κατάστρωμα, και το ακολούθησε ένα πλατς καθώς η άγκυρα βυθίστηκε στο νερό. «Επιπλέον, νομίζω ότι το δείπνο είναι έτοιμο. Έλα να τσιμπήσουμε κάτι. Ο Χούλιο είναι εξαιρετικός μάγειρας». Η Κάρι δεν αστειευόταν, κατέληξε η Νίνα. Περίμενε ότι οι προμήθειες για το ταξίδι θα περιορίζονταν σε σάντουιτς και φασόλια κονσέρβα, αλλά ο Χούλιο είχε καταφέρει, άγνωστο πώς, να χρησιμοποιηθεί την κουζινούλα του πλοίου για να φτιάξει ένα γεύμα που περιλάμβανε σούπα από φρέσκα λαχανικά, χοιρινό ογκρατέν με σάλτσα από κρασί πορτό, όπως και επιδόρπιο, μια φρέσκια μους σοκολάτα. Το γεύμα στο σύνολό του ήταν πολύ καλύτερο απ’ ό,τι είχε γευτεί στα εξαιρετικά ακριβά εστιατόρια που την είχε πάει η Κάρι στο Παρίσι. Τώρα, νιώθοντας εντελώς χορτασμένη και λιγάκι ζαλισμένη από το κρασί, τριγύριζε άσκοπα στο πίσω κατάστρωμα - για να ξεφύγει από την υπερβολικά πολιτικοποιημένη συζήτηση που συνεχιζόταν ανάμεσα στον Χάμιλτον, τον Ντι

Σάλβο και τον Φίλμπι, αλλά και για να πάρει λίγο καθαρό αέρα. Τα φώτα του σκάφους εξέπεμπαν ακριβώς όσο φως χρειαζόταν για να ξεχωρίζει τα δέντρα στις όχθες του Τεφέ, αλλά πάνω απ’ το περίγραμμα του θόλου της ζούγκλας ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τη λαμπρότητα του νυχτερινού ουρανού. Σιγόπινε το κρασί της και κοιτούσε τα αστέρια. Όσες δυσκολίες κι αν συναντούσε λόγω της παραμονής της στην ύπαιθρο, μακριά από τον πολιτισμό, το γεγονός ότι κατάφερνε να εκτιμήσει την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπεια του ουρανού ήταν... «Που να πάρει και να σηκώσει, κοντεύω να σκάσω», είπε ο Τσέιζ, περπατώντας βαριά πίσω της. Τον ακολουθούσε ο Καστίγ, τσιμπώντας μια γκουάβα. «Τι κάνεις εδώ, ντοκτορέσσα; Βγήκες έξω για να αμολήσεις καμία με την ησυχία σου;» «Όχι, βέβαια», του απάντησε. «Ήθελα να χαζέψω τα αστέρια». Ο Τσέιζ σήκωσε τα μάτια. «Αχ, ναι. Πολύ ωραία». «Αυτό μόνο έχεις να πεις;» τον μάλωσε η Νίνα. «Βρίσκεσαι καταμεσής της ζούγκλας του Αμαζόνιου, με τον εκπληκτικότερο ουρανό πάνω απ’ το κεφάλι σου και το καλύτερο που βρίσκεις να πεις είναι “πολύ ωραία’’;» «Τι περίμενες;» είπε ο Καστίγ. «Είναι Άγγλος και νομίζει ότι η ποίηση» -πρόφερε πολύ τονισμένα το ποί-η-ση- «είναι κάποιο είδος δέντρου, που το κουτσουρεύεις για να φτιάξεις καθίσματα τουαλέτας!» Η Νίνα γέλασε. «Για την ακρίβεια, είπα ότι είναι πολύ ωραία, γιατί έχω δει και καλύτερα», είπε ο Τσέιζ, που αυτή τη φορά φάνηκε λιγάκι θιγμένος. «Στην Αλγερία. Στην έρημο, στη Μεγάλη Εργκ της Σαχάρας. Ούτε ένα φως σε πενήντα μίλια και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο καθαρή που μπορούσα να δω κάθε αστέρι ξεχωριστά στον ουρανό. Έβγαινα από τον καταυλισμό και ξάπλωνα σε ένα βράχο για μισή ώρα απλώς και μόνο για να τα χαζέψω. Εκπληκτικό». «Αλήθεια;» Η Νίνα ποτέ δε θα περνούσε τον Τσέιζ για τύπο που κοιτάζει τα αστέρια. «Πότε ήσουν στην Αλγερία εσύ;» ρώτησε ο Καστίγ δύσπιστα. «Πριν από τέσσερα χρόνια. Ξέρεις, τότε που είπα δυο λογάκια με εκείνο το λαθρέμπορο όπλων, τον Φεκές ή όπως αλλιώς τον έλεγαν». «Α! Να λοιπόν τι του συνέβη. Βρήκαν ποτέ το...» «Βλέπεις λοιπόν, ντοκτορέσσα», τον διέκοψε βιαστικά ο Τσέιζ, «μπορώ να εκτιμήσω έναν ωραίο ουρανό όσο και κάθε άλλος. Έχω γυρίσει όλο τον κόσμο και είμαι σε θέση να αναγνωρίσω τη φυσική ομορφιά όταν τη βρίσκω». Όση ώρα μιλούσε κοιτούσε κατάματα τη Νίνα. Εκείνη έστρεψε το πρόσωπό της προς το ποτάμι, ελπίζοντας ότι δε θα είχε προσέξει το κοκκίνισμα στα μάγουλά της. «Συγγνώμη. Δεν ήθελα να υπαινιχθώ ότι είσαι κανένας, ε, να...» «Κανένας άξεστος, αγενής, κακοαναθρεμμένος μάπας απ’ το Γιορκσάιρ;» «Δεν είπα ποτέ “μάπας”!»

Ο Τσέιζ γέλασε σαρκαστικά. «Για κοίτα αυτό εδώ». Τεντώθηκε από πάνω της για να πιάσει ένα κουτί στην άκρη του καταστρώματος και τα σώματά τους ακούμπησαν καθώς πήρε ένα φακό από μέσα. «Ούγκο, δώσε μου το αυτό!» «Ει!» διαμαρτυρήθηκε ο Καστίγ καθώς του άρπαζε την γκουάβα απ’ το χέρι. Ο Τσέιζ πέταξε το μισοφαγωμένο φρούτο στο ποτάμι, όπου έπεσε με ένα απαλό πλατς. Κι άλλοι παφλασμοί αντήχησαν ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι. «Κοίτα», είπε ο Τσέιζ στη Νίνα, γέρνοντας και πάλι κοντά της καθώς φώτιζε με το φακό τα σκοτεινά νερά. Κυριολεκτικά από το πουθενά, δεκάδες ζευγάρια κίτρινα φωτάκια αντιφέγγισαν αστράφτοντας σαν πολύτιμα πετράδια πάνω στην επιφάνεια του ποταμού. «Τι είναι αυτά;» ρώτησε η Νίνα, καθώς ένα ζευγάρι φωτάκια αναβόσβησε. Με κομμένη την ανάσα, ακούμπησε ενστικτωδώς πάνω στον Τσέιζ. «Κροκόδειλοι», είπε. «Ή ίσως και καϊμάν. Ποτέ δεν μπορώ να θυμηθώ τη διαφορά». Σήκωσε το άλλο χέρι του για να της δείξει κι η Νίνα βρέθηκε μέσα στα στιβαρά του μπράτσα. Για μια στιγμή της κόπηκε η ανάσα. «Βλέπεις πώς κολυμπούν πολύ αργά κάτω ακριβώς από την επιφάνεια, προσποιούμενοι ότι δεν κινούνται πραγματικά; Έχω δει αυτούς τους κερατάδες από πολύ κοντά. Είναι πραγματικά πολύ υπομονετικοί. Περιμένουν όσο χρειάζεται για να βρεθεί κάτι σε απόσταση βολής και τότε...» Η Νίνα ένιωσε πολύ νευρική, βλέποντας όλα αυτά τα μάτια να την παρακολουθούν τόσο ψυχρά. «Είμαστε ασφαλείς;» «Όσο δεν καταλαβαίνουν πώς να ανεβούν την ανεμόσκαλα που βγάζει στο κατάστρωμα, ναι. Αλλά πιθανότατα υπάρχουν περισσότεροι από την άλλη πλευρά. Στους έδειξα απλά και μόνο για την περίπτωση που σχεδίαζες να κάνεις καμιά μεταμεσονύχτια βουτιά». «Ούτε γι’ αστείο», είπε ξεφυσώντας και απομακρύνθηκε από κοντά του. Ο Τσέιζ περιέφερε αργά τη φωτεινή δέσμη του φακού στο πίσω μέρος του σκάφους κι είδαν να αστράφτουν κι άλλα επικίνδυνα μάτια. «Αλλά ακόμα και χωρίς αυτούς, δε θα σου συνιστούσα να κολυμπήσεις. Κατά πάσα πιθανότητα, υπάρχουν και πιράνχας - κι εκείνοι οι απαίσιοι μικροί μπάσταρδοι, που μπαίνουν στην κωλοτρυπίδα σου έτσι και κατουρήσεις μέσα στο νερό». «Δε σκόπευα σε καμία περίπτωση να κάνω κάτι τέτοιο». «Όχι βέβαια, είσαι πολύ καθωσπρέπει, υποθέτω». Ο Τσέιζ έσβησε το φακό, κι ύστερα άφησε μια δυνατή πορδή. «Αχ, τώρα είμαι καλύτερα. Περίμενα να το κάνω αυτό από την ώρα του φαγητού». «Θεέ μου!» έκανε η Νίνα, αηδιασμένη αλλά και -όφειλε να το παραδεχτείδιασκεδάζοντας. «Καλύτερα να σιγουρευτείς ότι δεν τα έκανα!» Έδωσε το φακό στη Νίνα, κι ύστερα ξαναγύρισε στην κεντρική καμπίνα. Η Νίνα ξεφύσηξε απαυδισμένη. «Θεέ μου, τι τρέχει μ’ αυτόν;»

«Απλώς αυτός είναι ο τρόπος του», τη διαβεβαίωσε ο Καστίγ, γέρνοντας στην κουπαστή. «Μακάρι να μην ήταν έτσι. Γιατί πρέπει να είναι τόσο... χοντροκομμένος;» Προς έκπληξή της, ο Καστίγ αναστέναξε. «Φοβάμαι ότι πρόκειται για αμυντικό μηχανισμό. Προσπαθεί να μην έρχεται πολύ κοντά με τους πελάτες του. Ειδικά όταν είναι... χμ...» Της έγνεψε. «Ελκυστικές γυναίκες. Αλλά δεν ήταν πάντοτε έτσι. Όταν τον πρωτογνώρισα, τότε που ήταν στη SAS, ήταν πάντα... ποια είναι η κατάλληλη λέξη;» «Ευγενικός;» «Ιπποτικός, αυτό είναι». «Και τι συνέβη;» ρώτησε η Νίνα. Ο Καστίγ έδειξε πικραμένος. «Δεν είναι δική μου δουλειά να μιλήσω γι’ αυτό». «Τώρα το άρχισες! Τι συνέβη;» «Αχ, δεν έπρεπε να πω τίποτα... Υποσχέσου μου πως δε θα του πεις ότι σου το είπα εγώ». Η Νίνα κούνησε το κεφάλι. «Κάποτε, να... ερωτεύτηκε μια γυναίκα την οποία υποτίθεται ότι προστάτευε». «Και τι έγινε;» Νόμιζε ότι ήξερε ήδη την απάντηση. «Μήπως... πέθανε;» Ο Καστίγ ρουθούνισε. «Και βέβαια όχι! Ο Έντουαρντ δεν είναι τόσο ανίκανος. Όχι, την παντρεύτηκε». «Ήταν παντρεμένος;» Αυτή ήταν μια πιθανότητα που δεν της είχε περάσει απ’ το μυαλό. «Ναι. Αλλά... δεν κράτησε για πολύ. Ήταν πολύ διαφορετικοί άνθρωποι κι εκείνη δεν του φέρθηκε καλά. Κι έπειτα εκείνη, να...» Έριξε μια ματιά προς την πόρτα της καμπίνας, χαμηλώνοντας τη φωνή του. «Είχε μια ερωτική ιστορία. Με τον... Τζέισον Στάρκμαν». «Τι;» φώναξε η Νίνα. «Εννοείς εκείνο τον τύπο που επιχείρησε...» Ο Καστίγ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Δουλεύαμε μαζί σε κοινές επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ. Ο Τζέισον ήταν φίλος - ίσως ο καλύτερος φίλος του Έντουαρντ εκείνη την εποχή. Ύστερα ο Τζέισον εξαφανίστηκε για να πάει με τον Κόμπρας για κάποιο τρελό λόγο, και τότε ο Έντουαρντ έμαθε την αλήθεια... Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Σκέφτηκε ότι είχε προδοθεί απ’ όλους όσους εμπιστευόταν». «Εκτός από σένα». «Ε, αν ο Έντουαρντ δεν εμπιστευόταν ούτε κι εμένα, ποιος θα τον γλίτωνε απ’ τους μπελάδες;» Η στιγμή της εκμυστήρευσης είχε περάσει· η Νίνα κατάλαβε ότι ο Καστίγ δεν είχε σκοπό να ξαναθίξει το θέμα. Ξανακοίταξε προς το ποτάμι, αυτή τη φορά γνωρίζοντας ότι την παρακολουθούσαν. Η ιδέα την έκανε να ανατριχιάσει. Αφού τελείωσε το κρασί της, έσπευσε να επιστρέφει στην ασφάλεια της καμπίνας της.

12

ΤΟ ΝΗΡΗΙΣ σήκωσε άγκυρα λίγο μετά την αυγή, συνεχίζοντας το ελικοειδές ταξίδι του κόντρα στο ρεύμα του ποταμού. Η αναχώρηση όμως του πλοίου ήταν τόσο απαλή που η Νίνα δεν ξύπνησε, μέχρι που τρύπωσε στην πολυτελή καμπίνα της η μυρωδιά από το πρόγευμα και την ξεσήκωσε. Αφού πλύθηκε και ντύθηκε, πήγε στη γέφυρα. Η Κάρι ήταν εκεί μαζί με τον Τσέιζ και τον Πέρεζ και μελετούσαν μια φωτογραφία στο φορητό υπολογιστή της. Ο Χούλιο οδηγούσε απαλά το σκάφος μέσα από τις απότομες στροφές του ποταμού. «Καλημέρα, ηλιαχτίδα μου», είπε ο Τσέιζ. «Γεια. Τι γίνεται;» «Μας έστειλαν τις πιο πρόσφατες αεροφωτογραφίες της ζώνης αναζήτησης», είπε η Κάρι, στρίβοντας τον υπολογιστή της έτσι ώστε να βλέπει και η Νίνα. Οι καμπές και οι στροφές του ποταμού φαίνονταν πολύ πιο έντονα χρωματισμένες στην οθόνη, σαν παιδικό παιχνιδάκι. Κατά τόπους, ο ποταμός Τεφέ αναδιπλωνόταν προς τα πίσω, δημιουργώντας κυκλικά νησιά τριγυρισμένα από μια φυσική τάφρο. «Υπάρχουν τέσσερις περιοχές που θεωρούνται, με βάση το ανάγλυφο του εδάφους, οι πιο πιθανές θέσεις για την πόλη». Η Νίνα εξέτασε την εικόνα. Το ζωηρό πράσινο του θόλου της ζούγκλας έμοιαζε πιο σπασμένο στην καινούρια, υψηλής ανάλυσης φωτογραφία, αφήνοντας βασανιστικούς υπαινιγμούς για το σκοτεινό κόσμο από κάτω. Έκανε ζουμ σε έναν από τους τέσσερις σημειωμένους τομείς κι έπειτα σταθεροποίησε την εικόνα. Μια μουντζούρα καραδοκούσε σε ένα κενό ανάμεσα στα δέντρα. «Θα μπορούσε αυτό... θα μπορούσε να πρόκειται για κάποιο ερείπιο κάτω απ’ αυτό το σημείο;» «Θα μπορούσε», είπε ο Τσέιζ. «Ή θα μπορούσε να είναι απλώς ένας βράχος. Σε μια ζούγκλα σαν κι αυτή, θα μπορούσες να κρύψεις ακόμα κι ένα αεροπλανοφόρο και να μην είσαι σίγουρος για το τι βλέπεις από ψηλά τον αέρα. Ο μόνος τρόπος για να βεβαιωθείς είναι να χωθείς στη λάσπη με τις μπότες σου». Η Κάρι έφερε στην οθόνη ένα χάρτη. «Ο καπετάνιος Πέρεζ πιστεύει ότι θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε με το Νηρηίς στα τρία μίλια από τη ζώνη αναζήτησης προτού στενέψει πάρα πολύ το ποτάμι και δεν προσφέρεται για πλεύση».

«Είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζαμε», είπε η Νίνα, εξετάζοντας το χάρτη. «Πόσο θα μας πάρει για να φτάσουμε ως εκεί;» Ο Πέρεζ κοίταξε τα όργανα ελέγχου. «Για την ώρα ταξιδεύουμε με δώδεκα κόμβους, αλλά αμφιβάλλω αν θα καταφέρουμε να κρατήσουμε τον ίδιο ρυθμό για πολύ ακόμα. Σε περίπου δεκαπέντε χιλιόμετρα θα μπούμε σ’ έναν παραπόταμο με πολύ πιο κλειστές στροφές κι έτσι θα χρειαστεί να επιβραδύνουμε. Κάναμε όμως καλούς χρόνους χτες, οπότε... Αν ο ποταμός είναι μαζί μας, δε θα χρειαστούμε πάνω από τέσσερις ώρες». «Επομένως, προτού νυχτώσει», είπε η Νίνα. «Τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε εκεί;» «Αυτό εξαρτάται από σένα», είπε η Κάρι. «Από μένα;» «Δική σου είναι η αποστολή». Η Νίνα κούνησε το κεφάλι της. «Όχι, Κάρι, είναι αναμφίβολα δική σου! Εγώ, δεν ξέρω, είμαι απλώς μια σύμβουλος». Η Κάρι γέλασε πλατιά. «Τότε συμβούλεψε με! Τι θα κάνουμε όταν φτάσουμε; Θα περιμένουμε στο πλοίο μέχρι αύριο ώστε να έχουμε μια ολόκληρη μέρα εξερεύνησης...» Ο Τσέιζ χειροκρότησε. «Καλό μου ακούγεται! Κι ο Χούλιο θα ξαναμαγειρέψει, σωστά;» «Ή θα πάρουμε το Ζόντιακ και θα αρχίσουμε την αναζήτηση της πόλης αμέσως μόλις φτάσουμε;» Τα μάτια όλων στράφηκαν στη Νίνα. «Χμ... εμείς... μήπως να πάρουμε το Ζόντιακ;» κατέληξε τελικά. «Σκατά», γκρίνιαξε ο Τσέιζ, χωρίς να το εννοεί. «Ωραία», είπε η Κάρι. «Σε αυτή την περίπτωση, καλύτερα να προετοιμαστούμε. Δε θέλω να χάσουμε καθόλου χρόνο». Έκλεισε τον υπολογιστή της και έφυγε από τη γέφυρα. «Εσύ κι η εργασιομανία σου!» είπε ο Τσέιζ στη Νίνα μόλις έφυγε η Κάρι. «Θα μπορούσαμε να περάσουμε άλλη μια ωραία νύχτα πάνω στο πλοίο αν δε βιαζόσουν τόσο πολύ να βρεις αυτό το μέρος! Ξέρεις, βρίσκεται εκεί πέρα δέκα χιλιάδες χρόνια και θα εξακολουθήσει να βρίσκεται και αύριο!» «Εντάξει, αλλά παραδέξου το», του απάντησε, «θέλεις κι εσύ όσο κι εγώ να τη βρούμε!» «Εντάξει, μπορεί να θέλω, αλλά», είπε και ο τόνος της φωνής του έγινε πιο σοβαρός, «θα πρέπει να μου υποσχεθείς κάτι». «Τι;» «Αν βρούμε αυτό το μέρος - και νομίζω ότι θα το βρούμε· είναι προφανές ότι ξέρεις τι κάνεις...» «Ευχαριστώ».

«Θέλω λοιπόν να μου υποσχεθείς ότι θα παραμείνεις ήρεμη, εντάξει;» «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι δε θέλω να ενθουσιαστείς, να αρχίσεις να τρέχεις - και ύστερα να πέσεις σε κανένα λάκκο ή να ξεκουνήσεις κανένα γιγάντιο κορμό που θα αρχίσει να κατρακυλάει πίσω σου ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων». «Πολλές ταινίες βλέπεις», τον πείραξε η Νίνα. «Όπως είπες, βρίσκεται εκεί δέκα χιλιάδες χρόνια. Ακόμα κι αν το μέρος είναι γεμάτο παγίδες, πράγμα που είναι εξαιρετικά απίθανο, οι μηχανισμοί δε θα λειτουργούν μετά από τόσο καιρό. Κι όσα κομμάτια κινούνται θα έχουν κολλήσει ή σαπίσει μέχρι τώρα». «Ξέρεις τι εννοώ», είπε ο Τσέιζ, ελαφρά εκνευρισμένος. «Απλώς δε θέλω να πάθεις κακό. Εντάξει;» «Καλά, καλά. Αν δούμε τίποτα παγίδες με ακόντια, θα μείνω στη σκιά 12». «Το υπόσχεσαι;» «Το υπόσχομαι». «Ωραία», γέλασε πλατιά ο Τσέιζ. «Μια και το έφερε η κουβέντα, αυτή ήταν μακράν η χειρότερη απόδοση του Χάρισον Φορντ». «Αναρωτιέμαι αν εσύ θα τα κατάφερνες καλύτερα», είπε η Νίνα. «Με την κόκνι, λαϊκή προφορά σου». «Κόκνι!» είπε ο Τσέιζ και προσποιήθηκε πως νεύριασε. «Σκατά! Εγώ δεν είμαι κόκνι, εγώ είμαι απ’ το Γιορκσάιρ! Θα έπρεπε να σε πετάξω μέσα στο βρομοπόταμο γι’ αυτό που είπες. Χμμ...» Την κοίταξε με ύπουλο τρόπο. «Α, όχι, δε θα τολμήσεις», είπε η Νίνα πισωπατώντας. «Ώρα για μπανάκι, ντοκτορέσσα!» Τσίριξε και το έσκασε, ενώ ο Τσέιζ την κυνηγούσε γελώντας σαν μανιακός. Με έναν τελευταίο υπόκωφο βρυχηθμό, οι μηχανές του Νηρηίς σώπασαν. «Μέχρι εδώ μπορούμε να πάμε», ανακοίνωσε ο Πέρεζ. Σύμφωνα με το σύστημα δορυφορικής πλοήγησης, βρίσκονταν σε απόσταση περίπου τριών μιλίων από τη ζώνη αναζήτησης· ελάχιστα πιο κοντά απ’ όσο είχε προβλέψει ο Πέρεζ, αλλά το ένστικτό του για την πλοϊμότητα του ποταμού αποδείχτηκε σωστό. Δεν ήταν μόνο πολύ κλειστές οι ελικοειδείς στροφές του όλο και πιο στενού παραπόταμου για να ελιχθεί το μακρύ Πρεντέιτορ, αλλά επιπλέον στο αργοκίνητο νερό είχαν συσσωρευτεί υπερβολικά πολλά αντικείμενα. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του Πέρεζ να τα αποφύγει, αρκετά πεσμένα δέντρα που επέπλεαν στο νερό χτυπούσαν ανησυχητικά πάνω στο κύτος του πλοίου. Η Νίνα κοιτούσε από το παράθυρο της γέφυρας τη ζούγκλα. Λίγο ως πολύ έμοιαζε όπως και στο υπόλοιπο ταξίδι... αν και τώρα οι όχθες βρίσκονταν πολύ 12 Αναφορά στην πρώτη ταινία της τετραλογίας με τις περιπέτειες του Ιντιάνα Τζόουνς, Οι Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού. Κάποια στιγμή και ενώ προχωρά σε ένα σκοτεινό θάλαμο, ο ήρωας διακρίνει μια δέσμη φωτός και προειδοποιεί τη συντροφιά του να μείνει στη σκιά. Όπως αποδείχτηκε, επρόκειτο για μια πρωτόγονη παγίδα, ο φωτοευαίσθητος μηχανισμός της οποίας ενεργοποιούνταν μόλις ένα αντικείμενο σκίαζε τη δέσμη φωτός. (Σ.τ.Ε.)

πιο κοντά κι είχες την εντύπωση πως η ζούγκλα δέσποζε ψηλότερα. Πιο απειλητική, σχεδόν ξένη. «Μένουν τουλάχιστον πέντε ώρες μέχρι τη δύση», είπε ο Τσέιζ. «Αρκετός χρόνος για να κάνουμε αναγνώριση του εδάφους. Διάβολε, ίσως φανούμε τυχεροί και πέσουμε κατευθείαν εκεί που θέλουμε». «Ωραία που θα ‘ταν!» είπε η Νίνα. Είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της μέρας μέσα στην κλιματιζόμενη καμπίνα της και τώρα έβρισκε την εξωτερική ατμόσφαιρα πιο υγρή και πνιγηρή από ποτέ. «Είναι έτοιμο το Ζόντιακ, κ. Τσέιζ;» ρώτησε η Κάρι. «Όλα εντάξει. Το μόνο που μένει είναι να προσθέσουμε νερό». Επέστρεψαν όλοι στις καμπίνες τους για να πάρουν τα σακίδια και τον εξοπλισμό τους. Η Νίνα αποφάσισε να πάρει μαζί της όσο το δυνατόν λιγότερα πράγματα, μένοντας στα απολύτως απαραίτητα, όπως νερό, τροφή και εντομοαπωθητικό, υποθέτοντας ότι ο Τσέιζ, ο Καστίγ και ο Ντι Σάλβο θα κουβαλούσαν όλα τα εφόδια που θα χρειάζονταν για την επιβίωση της ομάδας. Σταμάτησε όμως πριν σηκώσει το σάκο της, κοιτώντας πάνω στο γραφείο το βραχίονα του εξάντα της Ατλαντίδας. Άγγιξε το μενταγιόν που κρεμόταν στο λαιμό της και σκέφτηκε για μια στιγμή. «Τι στην ευχή», κατέληξε, σηκώνοντας τη μεταλλική ράβδο και τυλίγοντας τη μέσα στο υφασμάτινο περίβλημά της. Η Κάρι χτύπησε τη μισάνοιχτη πόρτα. «Μπορώ να περάσω;» «Γεια! Φυσικά και μπορείς». «Θα το πάρεις κι αυτό μαζί;» τη ρώτησε η Κάρι, καθώς η Νίνα έβαζε στο σάκο της το τεχνούργημα. «Νόμιζα ότι θα το άφηνες εδώ, στην ασφάλεια του πλοίου». «Έτσι έλεγα, αλλά...» η Νίνα ανασήκωσε αβέβαιη τους ώμους. «Δεν ξέρω, απλώς σκέφτηκα ότι μπορεί να αποδειχτεί χρήσιμο. Αν σταθούμε τυχεροί και βρούμε κάτι, ίσως μπορέσω να συγκρίνω κάποιο γραπτό κείμενο με αυτό εδώ για να σιγουρευτούμε ότι είμαστε στο σωστό μέρος». «Νομίζω ότι είμαστε. Το ξέρω ότι είμαστε». Ένα διαπεραστικό σφύριγμα έσκισε τον αέρα. «Ει, ντοκτορέσσα! Είσαι έτοιμη;» Φώναξε ο Τσέιζ απέξω. «Κουνήσου!» «Έρχομαι!» Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν με νόημα και, στη συνέχεια, η Νίνα πέρασε το σακίδιο στον ώμο της και βγήκαν από την καμπίνα. Ο Τσέιζ τις περίμενε. «Δε ζεσταίνεσαι ποτέ με αυτό το πράγμα;» τον ρώτησε η Νίνα, πιάνοντας το μανίκι του δερμάτινου τζάκετ του. «Ε, αν είναι καλό για τον Ιντιάνα Τζόουνς... τότε. Άλλωστε, εγώ ιδρώνω μόνο όταν με πιλατεύουν». «Και πόσο συχνά σε πιλατεύουν;» «Από τότε που σε γνώρισα, πολύ!»

Το Ζόντιακ φορτώθηκε και ο Πέρεζ με τον Χούλιο το κατέβασαν στο ποτάμι. Το νερό ήταν θολό, γεμάτο φύκια και νεκρά φύλλα, και αντί για παφλασμός, ακούστηκε μάλλον ένας βαρύς, απότομος ήχος. Ο Τσέιζ ανακάτεψε την επιφάνεια με ένα ξύλο, παραμερίζοντας τη σαπισμένη βλάστηση για να ελέγξει το χρώμα του νερού. «Το σλόγκαν της ημέρας είναι», είπε στους υπόλοιπους της παρέας, «μην μπείτε στο νερό και σίγουρα μην το πιείτε». «Δίχως αμφιβολία, όμως, το νερό θα είναι τέλειο», δήλωσε ο Χάμιλτον, που είχε φορέσει ένα μάλλον ζωηρό κόκκινο πουκάμισο, σε αντίθεση με τα γήινα χρώματα που φορούσαν όλοι οι άλλοι. «Είναι φρέσκο νερό της βροχής, χωρίς ρυπαντές οφειλόμενους στην ανθρώπινη δραστηριότητα!» «Καλά, λοιπόν, χώσε τότε ένα καλαμάκι στο ποτάμι και ρούφα αν θέλεις. Ύστερα μπορείς να καθαρίσεις και το βάλτο». Ο Χάμιλτον έδειξε να σαστίζει. «Βάλτος; Θα προχωρήσουμε μέσα σε βάλτο;» Ο Τσέιζ αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. Επιβιβάστηκαν στο Ζόντιακ. Ο Τσέιζ κάθισε στη στρογγυλεμένη πλώρη, ενώ ο Καστίγ έλεγχε τη μηχανή. Η Νίνα και η Κάρι κάθισαν αντικριστά στις φουσκωμένες πλευρές της λέμβου, πίσω από τον Τσέιζ. Ο Ντι Σάλβο, ο Χάμιλτον και τελευταίος ο Φίλμπι ανέβηκαν πίσω τους. Δεν υπήρχαν καθίσματα, κι έτσι χρησιμοποίησαν τα σακίδια με τον εξοπλισμό κατασκήνωσης - ο Τσέιζ είχε αποφασίσει ότι έπρεπε να είναι προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο. Υπήρχε όμως κι ένας σάκος πάνω στον οποίο δεν ήθελε να καθίσει κανείς. Αν και ήταν κλειστός, ήταν ολοφάνερο από τα γωνιώδη εξογκώματά του ότι περιείχε όπλα. «Εντάξει», είπε ο Τσέιζ μόλις τακτοποιήθηκαν, «όλοι πάνω στο Σκάιλαρκ! 13» Κούνησε το χέρι στον Χούλιο, ο οποίος έλυσε τα σκοινιά. Ο Καστίγ έβαλε μπροστά τη μηχανή, που ζωντάνεψε βγάζοντας έναν οξύ ήχο. Οδήγησε το Ζόντιακ προσεκτικά γύρω από τα πλευρά του μητρικού σκάφους, κι ύστερα δυνάμωσε τη μηχανή και ξεκίνησε για τον ανάπλου του ποταμού. Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Τσέιζ. «Ούτε στο Αποκάλυψη Τώρα να ήμασταν!» Είχαν εισέλθει πλέον στη ζώνη αναζήτησης κι έψαχναν να βρουν κάπου να αράξουν - αλλά τους εμπόδιζε μια αδιαπέραστη ομίχλη. Παρόλο που οι όχθες δεν απείχαν ούτε έξι μέτρα, το πούσι που έπεφτε ήταν μερικές φορές τόσο πυκνό που κάλυπτε τα δέντρα. Η θερμοκρασία επίσης είχε πέσει αισθητά. Η Νίνα νόμιζε ότι θα τ ης άρεσε που 13 «All aboard the Skylark!» Αναφορά σε μια βρετανική σειρά κινουμένων σχεδίων της δεκαετίας του 1970, με τίτλο Noah and Nelly in the Skylark. Στη σειρά, που ήταν εμπνευσμένη από τη βιβλική κιβωτό του Νώε, πρωταγωνιστούσαν ένα αντρόγυνο, ο Noah και η Nelly, και διάφορα ζώα με δυο κεφάλια, που ζούσαν όλοι σε μια κιβωτό ονόματι Skylark. Σε κάθε επεισόδιο η κιβωτός επισκεπτόταν και από ένα διαφορετικό μέρος, και η φράση κατέληξε να σημαίνει το περιπετειώδες, ευχάριστο ταξίδι προς άγνωστο προορισμό. (Σ.τ.Ε.)

θα ανακουφιζόταν από την πιεστική, πνιγηρή ζέστη, αλλά αντί γι’ αυτό αισθανόταν ανήσυχη. Ακόμα και τα ασταμάτητα κρωξίματα και ξεφωνητά των πουλιών και των ζώων είχαν ατονήσει. Ο Ντι Σάλβο και ο Τσέιζ ένιωθαν προφανώς το ίδιο, αφού κοιτούσαν έντονα τις όχθες, και κάτι στη στάση του σώματός τους μαρτυρούσε ότι ήταν έτοιμοι για δράση. «Τι τρέχει;» ρώτησε τον Τσέιζ καθώς η βάρκα έπαιρνε άλλη μια στροφή. «Νομίζω ότι θα έχουμε παρέα». Κανένα ίχνος της συνηθισμένης ελαφρότητάς του· ο τόνος του ήταν πολύ επαγγελματικός. «Έντι», είπε ήρεμα ο Ντι Σάλβο, δείχνοντας προς τα αριστερά. Η Νίνα ακολούθησε το βλέμμα του Τσέιζ, αλλά δεν είδε τίποτα. «Ναι, το βλέπω», αποκρίθηκε ο Τσέιζ. Το μόνο που έβλεπε η Νίνα ήταν δέντρα. «Τι;» Ο Τσέιζ της έδειξε. «Χνάρια στη λάσπη». Παρ’ όλα αυτά, η Νίνα εξακολούθησε να μην τα βλέπει. «Αυτό είναι εκπληκτικό», είπε ο Χάμιλτον, μιλώντας με την ως συνήθως στεντόρεια φωνή του, για να εισπράξει τα ενοχλημένα βλέμματα του Τσέιζ και του Ντι Σάλβο. «Είναι όλα όσα έλπιζα! Θα είμαστε οι πρώτοι που θα συναντήσουμε αυτή τη φυλή, έτσι δεν είναι, Ανιάλντο;» «Τους συνάντησαν και άλλοι πιο πριν», είπε ο Ντι Σάλβο σε χαμηλό, δυσοίωνο τόνο. «Μόνο που δε γύρισαν πίσω για να το πουν στους άλλους». «Ούγκο», σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Τσέιζ, κάνοντας μια κοφτή χειρονομία. Ο Καστίγ έσβησε αμέσως τη μηχανή. «Τι τρέχει;» ψιθύρισε η Νίνα. Αντί γι’ απάντηση, ο Τσέιζ έδειξε μπροστά. Κάτι αναδύθηκε μέσα από την ομίχλη, καθώς το Ζόντιακ παρασυρόταν μπροστά. Πράγματα που φαίνονταν να επιπλέουν πάνω στο νερό... ώσπου η ομίχλη αραίωσε αρκετά, αποκαλύπτοντας ότι ήταν δεμένα σε πασσάλους από μπαμπού. Για την ακρίβεια, όχι δεμένα, αλλά περασμένα σε αυτούς. Η Νίνα ούρλιαξε όταν συνειδητοποίησε τι ήταν. Κουφάρια. Σκελετοί. Ανθρώπινα λείψανα. Οι σάρκες στο μεγαλύτερο μέρος είχαν σαπίσει εδώ και καιρό και φαγωθεί από τα αρπακτικά. Το μόνο που απέμενε ήταν οστά και κουρέλια από τα ρούχα τους... Το πεπλατυσμένο ρύγχος της λέμβου χτύπησε απαλά πάνω στον πρώτο πάσσαλο. Ο Τσέιζ έκανε νόημα στον Ντι Σάλβο, ο οποίος του έδωσε ένα κουπί προτού αρπάξει κι ο ίδιος ένα για τον εαυτό του. «Πόσο καιρό είναι εδώ, μπορείς να υπολογίσεις;» Ο Ντι Σάλβο κοίταξε εξεταστικά το πτώμα. «Πολύ καιρό. Χρόνια. Η τελευταία φορά που αναφέρθηκε αγνοούμενος στην περιοχή αυτή ήταν πριν από εφτά περίπου χρόνια».

«Φαίνεται σαν να τον βρήκαμε». Ο Τσέιζ χρησιμοποίησε το κουπί για να σπρώξει τη λέμβο στα πλάγια, κι ύστερα άρχισε να κωπηλατεί, περνώντας με ευκολία τους πρώτους πασσάλους. Μπροστά τους διέκριναν κι άλλους δυσοίωνους στύλους. «Εκπληκτικό», είπε ο Χάμιλτον, βλέποντας να περνούν από μπροστά του τα πρώτα πτώματα, με μια έκφραση που μαρτυρούσε δέος ανάμεικτο με αηδία. «Μια αληθινή χαμένη φυλή, εντελώς αποκομμένη από τον πολιτισμό». Η έκφραση της Νίνα φανέρωνε μόνο αηδία. «Έχω την αίσθηση ότι θέλουν να παραμείνουν έτσι. Αυτό προφανώς είναι μια προειδοποίηση - κρατηθείτε μακριά από δω!» «Εμείς πρέπει απλώς να τους δείξουμε ότι δεν αποτελούμε απειλή», επέμεινε ο Χάμιλτον. «Σκεφτείτε όλα τα ανθρωπολογικά δεδομένα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτούς». «Να γιατί προτιμώ την αρχαιολογία», μουρμούρησε η Νίνα. «Τα δικά μου ευρήματα είναι όλα νεκρά και δεν μπορούν να σε καρφώσουν σε έναν πάσσαλο - ω Θεέ μου!» Σηκώθηκε με ένα πήδημα όρθια, ταρακουνώντας τη λέμβο, και γραπώθηκε από το τζάκετ του Τσέιζ. «Έντι, Έντι! Σταμάτα τη λέμβο! Σταμάτα!» Ο Τσέιζ έβγαλε το Γουάιλντι από τη θήκη του προτού καταλάβει ότι η Νίνα ήταν αναστατωμένη, όχι φοβισμένη. «Χριστέ μου, λίγο ακόμα και θα πάθαινα καρδιακή προσβολή», παραπονέθηκε καθώς χρησιμοποιούσε το κουπί για να σταματήσει τη λέμβο. «Τι συμβαίνει;» «Αυτό το πτώμα...» «Τι τρέχει μ’ αυτό;» Έδειξε ένα από τα πτώματα. Ό,τι είχε απομείνει ήταν ακόμα λιγότερο κι απ’ το πρώτο πτώμα που είχαν συναντήσει. Η γνάθος και το ένα χέρι έλειπαν, όλοι οι συνδετικοί ιστοί ήταν φαγωμένοι. Τα ρούχα είχαν σαπίσει κατά τον ίδιο τρόπο - αλλά ακόμα και μέσα από τη συσσωρευμένη βρόμα και μούχλα δεκαετιών, εξακολουθούσε να είναι ορατή μια μεταλλική λάμψη. Κάποιο έμβλημα. Και μόνο η θέα του έκανε τη Νίνα να ανατριχιάσει. Κανονικά θα έπρεπε να μην έχει σημασία τώρα πια και η επίδρασή του να έχει ατονήσει με το χρόνο... αλλά τελικά είχε ακόμα τη δύναμη να προκαλεί ρίγη. Η απεικόνιση του κακού. To έμβλημα με τη νεκροκεφαλή των Σουτσιάφελ. Των Ες Ες του Χίτλερ. «Τι στο διάβολο γυρεύει αυτό εδώ πέρα;» αναρωτήθηκε δυνατά ο Τσέιζ. «Ναζί; Εδώ;» «Πρέπει να είναι από κάποια αποστολή της Αχνενέρμπε», είπε η Νίνα. «Ήταν η αρχαιολογική στρατιωτική δύναμη των Ες Ες», πρόσθεσε, απαντώντας στο σαστισμένο ύφος του Τσέιζ και συνέχισε: «Οι ναζί έστειλαν ομάδες σε όλο τον κόσμο, κυνηγώντας τεχνουργήματα που συνδέονταν με το μύθο της Ατλαντίδας

- γιατί πίστευαν ότι η αρία φυλή προερχόταν από τους αρχαίους κυρίαρχους του κόσμου, όλα μέρος της ηλίθιας θεωρίας τους περί “κυρίαρχης φυλής”. Οι αποστολές τους όμως επικεντρώνονταν στην Ασία, όχι στη Νότια Αμερική...» «Κάτι τους έφερε εδώ», είπε η Κάρι. Έκανε νόημα δείχνοντας το σάκο της Νίνα και το βραχίονα του εξάντα που περιείχε. «Το ίδιο ίσως πράγμα που έφερε κι εμάς». «Μπα, όχι, αυτό δε βγάζει νόημα», είπε ο Φίλμπι, βυθισμένος στις σκέψεις του. «Την εποχή των ναζί, οι πινακίδες Γκλοζέλ θεωρούνταν πλαστές και είχαν αμφισβητηθεί. Επομένως, δε θα μπορούσαν να είχαν μεταφράσει τις επιγραφές. Κάτι άλλο πρέπει να ήταν, κάτι που δεν το έχουμε δει...» Η Κάρι εξέτασε τα διπλανά πτώματα, περισσότερο περίεργη παρά αηδιασμένη. «Από την κατάσταση των άλλων πτωμάτων, φαίνεται ότι πέθαναν την ίδια εποχή. Είναι όμως μόνο τέσσερις; Αυτό δείχνει ότι πρόκειται για μικρή ομάδα, αλλά η Αχνενέρμπε θα έστελνε δεκάδες σε μια τέτοια αποστολή». «Ίσως αυτός ο άχρηστος να μην έτρεξε αρκετά γρήγορα», είπε ο Τσέιζ, προσπαθώντας να διασκεδάσει κάπως την κατάσταση. «Επομένως, τι κάνουμε τώρα; Όποιοι κι αν είναι αυτοί που βρίσκονται εδώ δε μας θέλουν στα μέρη τους». «Πρέπει να προχωρήσουμε όμως», είπε η Κάρι αποφασισμένη. «Δεν ήρθαμε τόσο δρόμο μόνο και μόνο για να φοβηθούμε από μια φυλή αγρίων και τα... σκιάχτρα τους». «Α, βλέπεις;» έκανε ο Χάμιλτον, κουνώντας της επικριτικά το δάχτυλο. «Προδίδεις τις προκαταλήψεις της κυρίαρχης κουλτούρας σου με τις λέξεις που επιλέγεις. Οι άνθρωποι αυτοί ζουν σε απόλυτη αρμονία με το περιβάλλον τους εδω και χιλιάδες χρόνια - δεν είναι πιθανό λοιπόν να είμαστε, συγκριτικά, εμείς οι αληθινοί άγριοι;» Η Κάρι φάνηκε στη Νίνα τόσο αγριεμένη όσο δεν την είχε δει ποτέ άλλοτε. «Α, για σκάσε επιτέλους, ανόητο ανθρωπάκι». Ο Ντι Σάλβο με δυσκολία συγκράτησε τα γέλια, βλέποντας τον Χάμιλτον να χάσκει προσβεβλημένος. «Κύριε Τσέιζ, βλέπετε κάποιο μέρος που θα μπορούσαμε να αράξουμε;» Ο Τσέιζ κοίταξε προσεκτικά μέσα στη μετακινούμενη ομίχλη. «Δύσκολο να πω... Μπορεί να υπάρχει κάτι στη δεξιά όχθη». Ξανάρχισε να κωπηλατεί, κι ο Ντι Σάλβο τον βοήθησε να απομακρύνει τη λέμβο από τα μακάβρια προειδοποιητικά σημάδια. Υπήρχε πραγματικά ένα κενό ανάμεσα στην πυκνή βλάστηση κατά μήκος της όχθης, και λίγα λεπτά αργότερα το Ζόντιακ είχε δέσει. Μόλις πάτησαν το πόδι τους στη στεριά, ξεφορτώθηκε ο εξοπλισμός -και μοιράστηκαν τα όπλα-, κάτι που ξεβόλεψε τη Νίνα και εξόργισε τον Χάμιλτον. «Θέλετε στα σοβαρά να κάνουμε την πρώτη μας γνωριμία με αυτούς τους ανθρώπους υπό την απειλή όπλων;» στρίγκλισε καθώς ο Τσέιζ μοίραζε

αυτόματα όπλα στον Καστίγ και τον Ντι Σάλβο. «Από την κατάσταση αυτών των πτωμάτων, θα έλεγα ότι βρέθηκαν υπό την απειλή ακοντίων, εντάξει;» απάντησε ο Τσέιζ. Υπήρχε άλλο ένα τουφέκι στο σάκο: ύστερα από στιγμιαία σκέψη, το πήρε και το έδωσε στην Κάρι. «Ξέρεις πώς...» Η Κάρι το πήρε από τα χέρια του. «Κολτ Κομάντο Μ4Α1 5,56 χιλιοστών, αυτόματο τουφέκι, γεμιστήρας με χωρητικότητα τριάντα βλήματα, μάξιμουμ εμβέλεια τριακόσια εξήντα μέτρα». Με τα μάτια της καρφωμένα στα δικά του, αφαίρεσε το γεμιστήρα, έσπρωξε το εκτεθειμένο βλήμα με τον αντίχειρα της για να ελέγξει αν ήταν εντελώς γεμάτος, τον τοποθέτησε ξανά και έβαλε στη θαλάμη το πρώτο βλήμα, χωρίς να κοιτάξει ούτε μια φορά το όπλο. Ο Τσέιζ εντυπωσιάστηκε. «Εντάξει, στον κατάλογό μου με όλα όσα θέλω από μια γυναίκα, θα προσθέσω...» «Ώστε δε με θέλεις πια; Μου ράγισες την καρδιά», του είπε η Νίνα. «Ει, εντάξει, έχουμε...» έλεγξε το ρολόι του, «τρεισήμισι ώρες μέχρι το ηλιοβασίλεμα, επομένως ό,τι κι αν συμβεί, ό,τι κι αν βρούμε, επιστρέφουμε στη λέμβο στις τρεις. Μέχρι να ανακαλύψουμε περισσότερα για τους τύπους εκεί έξω που παλουκώνουν, δε θα στήσουμε καταυλισμό. Εγώ και ο Ανιάλντο θα πηγαίνουμε μπροστά, ο Ούγκο θα φυλάει τα νώτα σας. Όλοι οι άλλοι θα βρίσκεστε ανάμεσά μας - μείνετε κοντά, αλλά όχι υπερβολικά κοντά. Νίνα, πήγαινε με τη δεσποινίδα Φροστ. Είναι περίεργο, αλλά αρχίζω να πιστεύω ότι θα μπορούσε να κάνει μια εξαιρετική δεύτερη καριέρα ως σωματοφύλακας». Η Κάρι χαμογέλασε και πήρε μια στρατιωτική πόζα, κάνοντας τη Νίνα να χαχανίσει. «Εντάξει! Πάμε να ανακαλύψουμε τη χαμένη πόλη!» «Ποια χαμένη πόλη;» ρώτησε ο Χάμιλτον, καθώς όλοι ακολουθούσαν τον Τσέιζ και τον Ντι Σάλβο. «Για σταθείτε. Μήπως υπάρχει κάτι που δε μου έχετε πει;» Τους πήρε σχεδόν μία ώρα για να φτάσουν στην πρώτη από τις τέσσερις πιθανές θέσεις της πόλης, και άλλα είκοσι λεπτά εξερεύνησης προτού αποδειχτεί ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Αυτό που στις αεροφωτογραφίες έμοιαζε με ίχνη προγενέστερου πολιτισμού, στην πραγματικότητα δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μερικά εκτεθειμένα βράχια, πεσμένα δέντρα και παιχνίδια του φωτός. «Ε, καλά, μην περιμένεις ότι θα πετύχουμε με την πρώτη προσπάθεια», ενθάρρυνε τη Νίνα ο Τσέιζ, μελετώντας την ένδειξη της πυξίδας και το χάρτη του. Κάτω από τα δέντρα ήταν, το λιγότερο, προβληματικό να συνδεθείς με ένα δορυφορικό σύστημα πλοήγησης. «Μας μένουν άλλες τρεις». «Πόσο μακριά είναι η επόμενη θέση;» ρώτησε. Ο Τσέιζ έδειξε. «Κάπου ένα μίλι σ’ αυτή την κατεύθυνση. Αν επιταχύνουμε, μπορεί να προλάβουμε να ελέγξουμε και την τρίτη θέση προτού επιστρέψουμε

στο σκάφος. Ή θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε και τώρα αμέσως. Βάζω στοίχημα ότι ο Χούλιο θα έχει βάλει στο φούρνο κάτι νόστιμο...» Η Νίνα χαμογέλασε. «Με βάζεις σε πειρασμό, αλλά όχι». «Πα-πα-πα. Εντάξει», είπε υψώνοντας τη φωνή του, «εμπρός, ξεκινάμε!» Η ομάδα συγκεντρώθηκε και ξεκίνησε πίσω απ’ τον Ντι Σάλβο και τον Τσέιζ. Ο Ντι Σάλβο κρέμασε το όπλο του στον ώμο και πήρε στο χέρι μια ματσέτα. Περίπου δέκα λεπτά αργότερα η χαμηλή βλάστηση αραίωσε αισθητά. Κατά καιρούς, χρησιμοποιούσε τη λεπίδα για να κόψει κάποιο κλαδί που εμπόδιζε, αλλά την περισσότερη ώρα το μονοπάτι ήταν καθαρό και η ομάδα μπορούσε να προχωρήσει με πολύ ταχύτερο ρυθμό απ’ ό,τι προηγουμένως. «Κοίτα, σκεφτόμουν ότι όλο αυτό μοιάζει υπερβολικά καλό για να είναι φυσιολογικό», του είπε ο Τσέιζ. «Τι εννοείς;» ρώτησε νευρικά η Νίνα που ερχόταν με την Κάρι τρία μέτρα πιο πίσω, ακολουθώντας κατά γράμμα την προειδοποίησή του. «Βαδίζουμε σ’ ένα μονοπάτι. Γι’ αυτό δε χρειάζεται να ανοίγουμε δρόμο». Έδειξε την πυκνότερη βλάστηση από τη μια και την άλλη πλευρά του μονοπατιού. Η Νίνα κοίταξε ανήσυχη γύρω της για τυχόν σημάδια κίνησης. «Εννοείς ότι μπορεί να πέσουμε πάνω σε Ινδιάνους που θα έρχονται απ’ την αντίθετη κατεύθυνση;» «Χριστέ μου, ελπίζω πως όχι. Δε θέλω να χάσω το βραδινό φαγητό μου!» Συνέχισαν την πορεία τους μέσα στη ζούγκλα, σκύβοντας κάτω από χαμηλά κλαδιά. Η ομίχλη εξακολουθούσε να κινείται ανάμεσα στα δέντρα, περιορίζοντας την ορατότητα στα πέντε μέτρα το πολύ, ακόμα κι όταν η θέα δεν εμποδιζόταν από τη βλάστηση. Ξαφνικά ο Ντι Σάλβο σταμάτησε και σήκωσε προειδοποιητικά το χέρι του για να σταματήσουν και οι υπόλοιποι. «Χνάρια», είπε και κουλουριάστηκε. Ο Τσέιζ μαζεύτηκε δίπλα του. «Πόσο παλιό;» «Λιγότερο από μίας ημέρας. Σίγουρα Ινδιάνου». «Πώς το ξέρεις;» ρώτησε η Νίνα. Το μόνο που κατάφερνε να διακρίνει ήταν το αχνό αποτύπωμα ενός γυμνού ποδιού μέσα στη λάσπη και τα πεσμένα φύλλα. «Τα δάχτυλα έχουν πλατύνει από το καθημερινό περπάτημα με γυμνά πόδια, χωρίς παπούτσια». Ο Ντι Σάλβο σηκώθηκε και προσπάθησε να δει μέσα από την ομίχλη. «Ακόμα κι αν δε βρούμε τη χαμένη πόλη σου, αυτή είναι μια φυλή που δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με τον πολιτισμό. Ένας ακόμα λόγος για να με μισούν οι υλοτόμοι και οι κτηνοτρόφοι». «Όχι, αυτό είναι απίστευτο!» αναφώνησε ο Χάμιλτον, σπρώχνοντας τη Νίνα και την Κάρι. «Θα είμαστε στ’ αλήθεια οι πρώτοι που θα επικοινωνήσουν με αυτή τη φυλή! Μόλις εδραιώσουμε μια ειρηνική επικοινωνία μαζί τους, θα καταφέρουμε να μάθουμε πολλά από αυτούς...»

Ένα ακόντιο καρφώθηκε στο στήθος του Χάμιλτον, βάφοντας με σκούρο αίμα το λαμπερό κόκκινο πουκάμισό του. Η Νίνα ούρλιαξε. Τα μάτια του Χάμιλτον άνοιξαν διάπλατα από το σοκ καθώς έπεφτε στα γόνατα. Ύστερα έπεσε μπροστά, με το ξύλινο κοντάρι να εξέχει πάνω από ένα μέτρο από την πλάτη του. Ο Τσέιζ και ο Καστίγ σήκωσαν τα αυτόματα και στόχευσαν προς την κατεύθυνση από την οποία είχε έρθει το ακόντιο. Η Κάρι άρπαξε τη Νίνα και την έριξε στο έδαφος, ενώ ταυτόχρονα σήκωσε το όπλο της. Ένα βέλος χτύπησε τον Ντι Σάλβο στο δεξί χέρι. Η σκαλισμένη αιχμή από οψιδιανό χώθηκε βαθιά μέσα στο δικέφαλο του μπράτσου του. Η ματσέτα έφυγε απ’ τα χέρια του και, ουρλιάζοντας από αγωνία, τρέκλισε προς τα πίσω κι έπεσε πάνω στο σώμα του Χάμιλτον. Την ίδια στιγμή, κάτι έσκισε τον αέρα και χτύπησε στο κεφάλι τον Τσέιζ - για να τυλιχτεί κατόπιν γύρω του. Ήταν ένα μπόλας. Ο Τσέιζ παραπάτησε και σωριάστηκε στο έδαφος, αρπάζοντας τα σκοινιά με τα βαρίδια στην άκρη που χώνονταν μέσα στις σάρκες του. Η Νίνα άκουσε πίσω της τον Καστίγ να βγάζει μια πνιγμένη κραυγή. Ένα άλλο μπόλας τον είχε πιάσει απ’ το λαιμό, πιέζοντας το λαρύγγι του σε μια μανιασμένη λαβή. Ο Φίλμπι έπεσε στο έδαφος δίπλα στην Κάρι και τη Νίνα. Άλλο ένα ακόντιο πέρασε ξυστά πάνω απ’ τα κεφάλια τους. Η Κάρι έψαχνε απεγνωσμένα να βρει κάποιο στόχο - αλλά δεν έβλεπε τίποτε άλλο εκτός από δέντρα και ομίχλη. Ανάμεσα στους ψηλούς κορμούς πρόβαλαν φευγαλέα κάποια αδιόρατα σχήματα. Έστρεψε το όπλο της, παρακολουθώντας μια από αυτές τις φασματικές μορφές... Κρακ! Κάτι τη χτύπησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Όχι μπόλας, ούτε ακόντιο. Το σκληρότερο απ’ όλα τα όπλα, μια απλή πέτρα - που όμως την είχαν πετάξει με μεγάλη δύναμη και ακρίβεια. Δεν έφτασε για να την εξουδετερώσει, την έριξε όμως κάτω στο λασπωμένο χώμα, ζαλισμένη και αποπροσανατολισμένη. Το αυτόματο έπεσε απ’ τα χέρια της. Η Νίνα το κοίταξε για μια στιγμή, παγωμένη απ’ το φόβο. Ύστερα άπλωσε το χέρι για να το πιάσει. Ήταν πολύ αργά. Ενώ πριν από ένα δευτερόλεπτο δεν υπήρχε τίποτε άλλο εκτός από ζούγκλα, τώρα υπήρχαν άνθρωποι, που πετάγονταν από παντού λες και είχαν ξεφυτρώσει απ’ το χώμα. Σκούρα μαλλιά, σκούρο δέρμα, άγριες φάτσες πίσω απ’ τα πρωτόγονα αλλά θανατηφόρα όπλα τους.

Και ήταν όλα στραμμένα καταπάνω της.

13

Η ΝΙΝΑ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΣΕ ούτε να ανασάνει. Οι Ινδιάνοι πλησίασαν περισσότερο, βαδίζοντας σιωπηλά πάνω στη νοτισμένη γη. Μπροστά ο Τσέιζ βογκούσε. Μπορούσε ακόμα να ακούσει τον Καστίγ να πνίγεται. Ο πλησιέστερος Ινδιάνος βρισκόταν τώρα σχεδόν τρία μέτρα μακριά, κρατώντας σφιχτά στο χέρι του ένα ακόντιο, με μαυρισμένη την άκρη, έτοιμο να χτυπήσει. Η Νίνα έριξε μια ματιά στο όπλο της Κάρι... κι ύστερα έστρεψε αλλού το βλέμμα της. Έφερε σιγά σιγά το σάκο από την πλάτη της μπροστά, και άνοιξε το κάλυμμα στο πάνω μέρος. «Τι κάνεις;» σφύριξε μέσα απ’ τα δόντια του ο Φίλμπι. «Πιάσε το όπλο! Θα μας σκοτώσουν!» Τον αγνόησε, έχοντας καρφωμένα τα μάτια της στον άντρα με το ακόντιο. Απείχε τώρα γύρω στα δύο μέτρα. Δυο βήματα να έκανε ακόμα, και θα μπορούσε να τη χτυπήσει χωρίς να αφήσει καν το ακόντιο απ’ το χέρι του. Τα δάχτυλά της άγγιξαν το απαλό ύφασμα που τύλιγε το βαρύ μέταλλο. Χωρίς να παίρνει τα μάτια της απ’ τον Ινδιάνο, έβγαλε απαλά το βραχίονα του εξάντα από το σακίδιο, αφήνοντας το ύφασμα να πέσει. Σκύβοντας το κεφάλι σε μια αδιαμφισβήτητη ένδειξη υποταγής, σήκωσε ψηλά την ορειχάλκινη ράβδο και του την πρόσφερε. Σιωπή. Σήκωσε ελάχιστα τα μάτια της και είδε τα πόδια του άντρα, που πλέον δεν απείχαν πάνω από ένα μέτρο. Πεπλατυσμένα δάχτυλα, επισήμανε άσκοπα το αναλυτικό τμήμα του μυαλού της. Αν ήταν να τη σκοτώσει, αυτό θα συνέβαινε μέσα στα επόμενα ελάχιστα δευτερόλεπτα... Αντί γι’ αυτό, φώναξε κάτι εντυπωσιασμένος σε μια ολότελα άγνωστη γλώσσα. Η απάντηση ήρθε από έναν άλλο Ινδιάνο, που ακούστηκε εντελώς σαστισμένος. Οι γλώσσες μπορεί να διέφεραν, αλλά η έκφραση του συναισθήματος αποτελεί μια ανθρώπινη σταθερά σε ολόκληρο τον κόσμο. Άρπαξε τη ράβδο από τα χέρια της Νίνα. Εκείνη μισόκλεισε τα μάτια καθώς η αιχμή του ακοντίου εισήλθε στο οπτικό της πεδίο, απέχοντας μερικά μόλις εκατοστά. Οι Ινδιάνοι την πλησίασαν και την τράβηξαν απότομα για να σταθεί

στα πόδια της. Δώδεκα τουλάχιστον άντρες στέκονταν τώρα γύρω της σε ακανόνιστο κύκλο. Με τον ίδιο τρόπο ανάγκασαν και τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας να σταθούν όρθια. Η Κάρι ανάσαινε με δυσκολία από τον πόνο, ενώ τα μάτια της δεν μπορούσαν ακόμα να εστιάσουν ο Ντι Σάλβο έβγαλε ένα πνιχτό μουγκρητό αγωνίας καθώς οι Ινδιάνοι τον άρπαξαν από το τραυματισμένο μπράτσο του. Ήξεραν από όπλα, αυτό καταλάβαινε η Νίνα. Ήταν φανερό λοιπόν ότι είχαν αρκετή επαφή με τον έξω κόσμο, αφού ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τα σύγχρονα όπλα. Απομάκρυναν γρήγορα τα αυτόματα και πήραν από τον Τσέιζ και τον Καστίγ τα περίστροφα προτού λύσουν τα σκοινιά γύρω από τα κεφάλια τους. «Νίνα! Κάρι!» φώναξε ο Τσέιζ. «Είστε καλά;» Ένας Ινδιάνος πλησίασε στο λαιμό του την άκρη ενός μαχαιριού από οψιδιανό. Ο Τσέιζ τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Η Κάρι τραυματίστηκε», είπε η Νίνα. «Όχι, καλά είμαι», είπε η Κάρι ζαλισμένη. «Τι συνέβη;» «Τους έδωσα το τεχνούργημα». Η είδηση έκανε τα μάτια της Κάρι να ξαναζωντανέψουν, κοιτάζοντας με δυσπιστία τη Νίνα. «Τι;» «Πιστεύω ότι μ’ αυτό σώσαμε τις ζωές μας. Κοίτα». Η Κάρι ακολούθησε την κίνηση του κεφαλιού της, και είδε έναν από τους Ινδιάνους να κρατάει το βραχίονα του εξάντα κόντρα στο φως και να τον εξετάζει σχεδόν με σεβασμό. Αλλά και οι υπόλοιποι Ινδιάνοι κοιτούσαν με ανάλογη έκπληξη, ρίχνοντας κατά διαστήματα καχύποπτες ματιές στους αιχμαλώτους τους καθώς αντάλλασσαν μεταξύ τους ερωτήσεις. «Ανιάλντο», ψιθύρισε η Νίνα. «Μπορείς να τους καταλάβεις;» «Κάπως», γρύλισε ο Ντι Σάλβο, με το πρόσωπό του σφιγμένο απ’ τον πόνο. «Ξέρουν τι είναι, αλλά... δε νομίζω ότι το έχουν ξαναδεί». «Μπορείς να τους μιλήσεις;» «Θα προσπαθήσω». «Πες τους... πες τους ότι τους το ξαναφέραμε πίσω», είπε η Νίνα. Πες τους ότι το φέραμε πίσω στην... στην πόλη του θεού της θάλασσας». Παρά τον πόνο του, ο Ντι Σάλβο πήρε μια δύσπιστη έκφραση. «Ίσως δυσκολευτώ να το μεταφράσω αυτό». «Απλώς κάν’ το!» τον διέταξε. Η Κάρι και ο Τσέιζ της έριξαν βλέμματα που πρόδιδαν έκπληξη και συνάμα θαυμασμό, ενώ ο Ντι Σάλβο ακολούθησε την εντολή της και άρχισε να μιλάει διατακτικά. Οι Ινδιάνοι άκουγαν, εξακολουθώντας να είναι δύσπιστοι -και μπερδεμένοι όποτε ο Βραζιλιάνος έχανε κάτι στη μετάφραση-, αλλά ήταν

φανερό ότι πήραν το μήνυμα. Αυτός που κρατούσε το τεχνούργημα είπε κάτι στον Ντι Σάλβο. «Τι σου είπε;» ρώτησε η Νίνα. «Νομίζω ότι θα μας πάνε στο χωριό τους. Κάτι για τους γεροντότερους της φυλής... Δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα». «Δε θα μας σκοτώσουν;» ρώτησε ο Φίλμπι. «Αχ, δόξα τω Θεώ!» «Χμ», έκανε η Νίνα βαριά. «Κρίμα για τον Χάμιλτον». Ο Φίλμπι σκυθρώπιασε. «Δε θα άρχιζα ακόμα τους πανηγυρισμούς, ντοκτορέσσα», πρόσθεσε ο Τσέιζ. «Αν δεν αρέσουμε σ’ αυτούς τους γέρους της φυλής, θα γίνουμε εμείς τα νέα σκιάχτρα στο ποτάμι». Οι Ινδιάνοι, αφού έδεσαν τα χέρια των αιχμαλώτων τους πισθάγκωνα, τους οδήγησαν ακόμα βαθύτερα μέσα στη ζούγκλα. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι πιαστήκαμε μ’ αυτό τον τρόπο», είπε ο Τσέιζ σχεδόν απολογητικά στη Νίνα και την Κάρι. «Δεν υπήρχε περίπτωση να συμβεί κάτι τέτοιο αν δούλευα ακόμα για τη SAS. Θεέ μου, πρέπει να έχω αρχίσει να τα χάνω». «Δεν έφταιγες εσύ», προσπάθησε να τον καθησυχάσει η Νίνα. «Οι άνθρωποι αυτοί μένουν εδώ. Γνωρίζουν το χώρο. Και προφανώς μπορούν μια χαρά να απομακρύνουν τους επισκέπτες». «Δεν είναι αυτό το θέμα! Οι άνθρωποι της SAS δεν έχουν πιαστεί ποτέ σε περιπολίες στη ζούγκλα». «Κανείς από εμάς δεν τους είδε, Έντουαρντ», παρενέβη ο Καστίγ, με τη φωνή του να βγαίνει ακόμα πνιχτή. «Ναι, αλλά...» «Έντι», είπε η Νίνα, «είμαστε ακόμα ζωντανοί, και αυτό είναι το σημαντικό. Αν είχες αρχίσει να πυροβολείς, οι περισσότεροι θα ήμασταν τώρα νεκροί. Ίσως και όλοι μας!» «Η μέρα δεν τελείωσε ακόμα», της θύμισε. Το μονοπάτι άρχισε να ανηφορίζει κι ένας χαμηλός λόφος φάνηκε να ξεχωρίζει πάνω από τη μεγάλη, επίπεδη λεκάνη του Αμαζόνιου. Η Νίνα εντόπισε κι άλλα σημάδια ανθρώπινης παρουσίας: μονοπάτια που ενώνονταν με αυτό στο οποίο βάδιζαν και κατέληγαν όλα μαζί σε μια τοποθεσία. Ο λόφος έγινε πιο απότομος, το μονοπάτι ανέβαινε με στριφογυρίσματα προς την κορυφή και τα δέντρα αραίωναν. «Θεέ μου», έκανε η Νίνα με κομμένη την ανάσα καθώς έφταναν πια στην κορυφή. Ο λόφος δεν ήταν ψηλός, αλλά το ύψος του αρκούσε για να προσφέρει μια εκπληκτική θέα όλης της περιοχής από κάτω. Το πράσινο κυριαρχούσε σε όλο το τοπίο. Ένα παρακλάδι του ποταμού περνούσε από εκεί, ενώ στα χάσματα

ανάμεσα στα δέντρα κατάφερε να διακρίνει τα ερείπια αρχαίων οικοδομημάτων, τα ρημαγμένα απομεινάρια μιας άλλοτε εκτεταμένης εγκατάστασης. Υπήρχε όμως κι ένα κτίριο που δεν ήταν ερειπωμένο. Και δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από πάνω του. Από ψηλά, από τον αέρα, θα ήταν στο μεγαλύτερο τμήμα του προστατευμένο από τη ζούγκλα που κρεμόταν από πάνω του, μια ακανόνιστη σκιά και τίποτα παραπάνω. Από αυτή την οπτική γωνία, όμως, η Νίνα μπορούσε να το δει καθαρά. Ήταν ένα καταθλιπτικό, απειλητικό κτίριο. Και επιπλέον, τεράστιο: το ύψος του έφτανε περίπου τα είκοσι μέτρα, το μήκος του τα εκατόν είκοσι και το πλάτος του τα εκατό. Όχι, σκέφτηκε. Το πλάτος του είναι ακριβώς το μισό μήκος του. Θυμήθηκε ένα χωρίο από τον Κριτία: «Υπήρχε ναός του Ποσειδώνα που είχε μήκος ένα στάδιο, πλάτος τρία πλέθρα και ύψος ανάλογο με τις άλλες διαστάσεις, όπως το βλέπει κανείς, αλλά η μορφή του ήταν κάπως βαρβαρική» 14. Το κτίριο με τη σκουρόχρωμη πέτρα που είχε μπροστά της αναμφίβολα ταίριαζε στην περιγραφή, αφού οι αρχαίοι Έλληνες θεωρούσαν «βαρβαρικά» σχεδόν όλα όσα δεν ήταν ελληνικά. Αν και στη Νίνα φάνηκε περισσότερο σαν κατασκευή των Ίνκα ή των Μάγια: μεγάλοι ογκόλιθοι από σκαλιστή πέτρα προσεκτικά τοποθετημένοι, με σχεδόν αφύσικη ακρίβεια. Οδοντωτοί οβελίσκοι υψώνονταν στις γωνίες του, με φυλλώματα μπλεγμένα γύρω τους, που απέκρυπταν ακόμα περισσότερο το σχήμα του. Τα κατώτερα τμήματα των τοίχων ήταν βαθμιδωτά όπως στα ζιγκουράτ, αλλά η καμπύλη της οροφής θύμιζε κάτι πιο σύγχρονο, σαν υπόστεγο αεροσκαφών. Αντίκριζε το ναό του Ποσειδώνα, του θεού της θάλασσας. Ή μάλλον ένα αντίγραφό του. Ο πρωτότυπος, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ήταν επενδεδυμένος με πολύτιμα μέταλλα, ενώ αυτός ήταν κατασκευασμένος από ακατέργαστη πέτρα, σκεπασμένος με βρύα και κληματίδες. Ήταν και μικρότερος, πολύ πιο κοντός από το μήκος του ελληνικού σταδίου, που ισούται με εκατόν ογδόντα πέντε μέτρα περίπου. Εκτός και αν είχε δίκιο από την αρχή, και το στάδιο της Ατλαντίδας ήταν μικρότερο από το ελληνικό. Κι αυτό προφανώς άλλαζε τα πράγματα στην αναζήτηση της θέσης του νησιού... Η Νίνα δεν είχε την ευκαιρία να σκεφτεί περισσότερο το θέμα, αφού οι Ινδιάνοι τούς οδήγησαν να κατεβούν την πλαγιά. Έβλεπε τώρα πως, μολονότι η πόλη ήταν ερειπωμένη, δεν είχε εγκαταλειφθεί. Στο κοντινότερο άκρο του ναού βρισκόταν ένα χωριό από ξύλινες και πέτρινες καλύβες. Μέτρησε δεκαπέντε κυκλικές οικίες. Είτε η φυλή ήταν διασπαρμένη σε περισσότερες από μία τοποθεσίες είτε αριθμητικά ήταν πολύ μικρή. Δε φαινόταν πιθανό να είναι πολύ 14 Πλάτωνος, Κριτίας..., ό.π., 116 d.

περισσότεροι από εκατό άνθρωποι. Η ομάδα οδηγήθηκε μέσα στο χωριό, όπου τα πάντα επισκιάζονταν απ’ την πρόσοψη του ναού. Άλλοι Ινδιάνοι -νέοι, γέροι, γυναίκες και παιδιά- έβγαιναν απ’ τις καλύβες τους για να τους δουν να περνούν, με φανερή καχυποψία στα μαύρα μάτια τους. Κοντά στη βάση του τοίχου του ναού υπήρχε μια καλύβα μεγαλύτερη απ’ όλες τις άλλες. «Καλούν τους γεροντότερους», είπε ο Ντι Σάλβο, ακούγοντας την έντονη συζήτηση των Ινδιάνων. Οι προβιές που κάλυπταν την πόρτα της καλύβας παραμερίστηκαν και από μέσα πρόβαλαν τρεις άντρες. Γέροι, με πρόσωπα ρυτιδωμένα κάτω από τα στολισμένα με φτερά καλύμματα του κεφαλιού, αλλά παρ’ όλα αυτά δυνατοί και γεμάτοι ζωντάνια. «Εκπληκτικό», ψιθύρισε η Κάρι, περισσότερο στον εαυτό της παρά στη Νίνα. «Η γενετική... με έναν τόσο μικρό και απομονωμένο πληθυσμό, η αιμομικτική αναπαραγωγή κανονικά θα έπρεπε να έχει προκαλέσει μέχρι τώρα σαφείς γενετικές ανωμαλίες. Αλλά δεν υπάρχει καμία ένδειξη σε κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους. Πολύ ανώτερο γονίδιο... Πολύ θα ήθελα να πάρω δείγμα απ’ το DΝΑ τους και να το αναλύσω στο Ίδρυμα». «Ας τους πείσουμε πρώτα να μη μας παλουκώσουν και μετά τους ρωτάμε αν μπορούμε να πάρουμε δείγμα απ’ το αίμα τους, έτσι;» είπε ο Τσέιζ. Οι Ινδιάνοι έσπρωξαν τα μέλη της ομάδας να πάρουν θέση σε μια ακανόνιστη γραμμή μπροστά στους γεροντότερους, οι οποίοι τους κοιτούσαν με ψυχρή περιφρόνηση όση ώρα άκουγαν τον αρχηγό της κυνηγετικής ομάδας. Οι εκφράσεις τους όμως άλλαξαν μόλις ο κυνηγός τούς έδειξε το τεχνούργημα απ’ την Ατλαντίδα. Δέος... ανάμεικτο με οργή. Ένας από τους γέροντες ρώτησε κάτι με κοφτό ύφος και ο κυνηγός έδειξε τη Νίνα. Ο γέροντας προχώρησε προς το μέρος της, κοιτάζοντάς τη βλοσυρά καθώς εξέταζε από κοντά το πρόσωπό της. Εκείνη προσπάθησε να μη δείξει το φόβο που κατέκλυζε το κορμί της. Ύστερα από μια βασανιστική στιγμή, ο γέροντας έβγαλε έναν ελαφρά αποπεμπτικό ήχο και έστρεψε την προσοχή του στην Κάρι. Η αυστηρή έκφρασή του μετατράπηκε σε θαυμασμό καθώς κοιτούσε επίμονα τα γαλανά της μάτια, κι ύστερα άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει τα ξανθά μαλλιά της. Εκείνη ανασήκωσε το φρύδι της, αλλά δεν αντέδρασε. Κατόπιν στράφηκε και πάλι στη Νίνα και της απεύθυνε μια ερώτηση. Η κοπέλα κοίταξε απελπισμένα τον Ντι Σάλβο. «Ρωτάει για το τεχνούργημα», της είπε ο Ντι Σάλβο. «Νομίζω ότι θέλει να μάθει πού το βρήκες». «Νομίζεις;» είπε η Νίνα και η φωνή της δυνάμωσε κάνα δυο οκτάβες. «Αν πω κάτι λάθος, μπορεί να με σκοτώσει!» «Πες του μόνο όσα ξέρεις! Θα βάλω τα δυνατά μου να μεταφράσω σωστά. Η διάλεκτός τους είναι παρόμοια με αυτή των φυλών που κατάγονται από

βορειότερα μέρη». «Το παρόμοια δε σημαίνει ταυτόσημη!» τόνισε η Νίνα. Ο γέροντας εξακολουθούσε να την παρατηρεί ψυχρά. «Εντάξει, εντάξει! Πες του ότι το πήραμε από έναν κλέφτη σε κάποια άλλη χώρα κι ότι ακολουθήσαμε το χάρτη με σκοπό να το επιστρέψουμε στο λαό του». Ο Ντι Σάλβο άρχισε να μεταφράζει. «Είσαι σίγουρη ότι το πήραν από εδώ;» ρώτησε ήρεμα ο Τσέιζ. «Πρέπει να είναι από εδώ. Αυτοί εδώ ξέρουν τι είναι». Ο γέροντας ξαναμίλησε, και ο Ντι Σάλβο τον άκουσε με προσοχή προτού μεταφράσει. «Λέει ότι το έκλεψαν κάτι λευκοί άντρες την εποχή του προπάππου του. Τιμώρησαν μερικούς από αυτούς, αλλά οι υπόλοιποι ξέφυγαν». «Η αποστολή των ναζί», είπε η Κάρι. «Αυτό πρέπει να είναι». Ο Τσέιζ μόρφασε. «Μυτερά παλούκια στον κώλο... αυτό κι αν είναι τιμωρία». Ο Ντι Σάλβο φάνηκε σαστισμένος. «Τώρα ρωτάει για... δεν καταλαβαίνω. Θέλει να μάθει αν η δεσποινίς Φροστ είναι μια από... τους παλιούς;» Η Κάρι και η Νίνα αντάλλαξαν βλέμματα. «Ρώτα τον τι εννοεί», είπε η Νίνα. «Τους παλιούς που έχτισαν το ναό», μετέφρασε ο Ντι Σάλβο. «Λέει ότι είχαν μαλλιά σαν... λευκό χρυσάφι». «Πες του ότι γι’ αυτό ήρθαμε εδώ», είπε η Κάρι, με φωνή που είχε ξαναβρεί το κύρος της. «Για να το ανακαλύψουμε». «Είσαι σίγουρη ότι αυτό είναι καλή ιδέα;» μουρμούρισε ο Τσέιζ. «Αν θεωρήσουν ότι λες ψέματα, θα είσαι η πρώτη που θα παλουκώσουν!» Ο γέροντας ξαναμίλησε, και αυτή τη φορά συμμετείχαν και οι δυο σύντροφοί του με επιπλέον δηλώσεις. Ο Ντι Σάλβο πάσχιζε να τους προλάβει. «Λένε ότι το τεχνούργημα -“το δάχτυλο που δείχνει” όπως το αποκαλούν- πρέπει να επιστραφεί στο σπίτι του στο ναό. Θέλουν να το κάνεις εσύ αυτό, δεσποινίς Φροστ». «Εγώ;» Η Κάρι δάγκωσε τα χείλη της. «Λέει πως αν το βάλεις πίσω θα αποδείξεις ότι είσαι πραγματικά μια από τους παλιούς... όχι, για την ακρίβεια, παιδί των παλιών». «Κι αν δεν τα καταφέρει; Τι θα συμβεί;» ρώτησε η Νίνα. Ο Τσέιζ χτύπησε ελαφρά το κεφάλι του για να δείξει θλιμμένος τα αιχμηρά όπλα που τους σημάδευαν ακόμα. «Δεν ξέρεις, ντοκτορέσσα; Συνέχισε, Ανιάλντο». «Α...» Ο Ντι Σάλβο συνέχισε. «Θέλουν να πας μέσα στο ναό και να περάσεις... τρεις δοκιμασίες. Τη Δοκιμασία της Δύναμης, τη Δοκιμασία της Ικανότητας και τη Δοκιμασία του... Μυαλού, νομίζω». Η Νίνα του έστειλε ένα παγωμένο χαμόγελο. «Πάλι τα ίδια! Το νομίζω δεν είναι το ίδιο με το ξέρω!»

«Αν περάσεις τις δοκιμασίες, θα έχεις αποδείξει ότι αξίζεις να μπεις στο ναό. Αν χάσεις...» Ο Ντι Σάλβο σούφρωσε τα χείλη του. «Αυτό που μόλις είπε ο Έντι. Για όλους μας». Ο Τσέιζ έκανε ένα μορφασμό. «Κανένας άλλος που να συνοφρυώθηκε;» Η Κάρι πήρε μια βαθιά ανάσα. «Πες τους ότι αποδέχομαι την πρόκληση». «Τι θα κάνεις;» ούρλιαξε η Νίνα. «Αλήθεια;» ρώτησε ο Ντι Σάλβο, σοκαρισμένος. «Ναι, αλλά πες τους ότι θέλω να έρθουν μαζί και οι φίλοι μου», είπε, δείχνοντας τον Τσέιζ και τη Νίνα. «Σκατά», είπε ο Τσέιζ καθώς ο Ντι Σάλβο μετέφερε το αίτημά της. «Είσαι τρελή;» σφύριξε μέσα από τα δόντια της η Νίνα. «Θα είσαι πιο ασφαλής εκεί μέσα παρά εδώ έξω», είπε η Κάρι. «Μέσα στο ναό θα έχουμε τουλάχιστον μια ελπίδα. Άλλωστε, δεν μπορώ να διαβάσω τη γλώσσα τους - υποψιάζομαι λοιπόν ότι θα χρειαστώ κάποιον που να μπορεί, και δε νομίζω ότι ο καθηγητής Φίλμπι είναι κατάλληλος για τις δοκιμασίες». Για μια στιγμή, η προσβολή σχεδόν υπερνίκησε το φόβο στο πρόσωπο του Φίλμπι. «Ε, καλά, τελικά νομίζω πως...» Ο γέροντας τον διέκοψε, ενώ ένας από τους κυνηγούς του έδωσε μια προειδοποιητική κονταριά στην πλάτη. Ο Ντι Σάλβο συνέχισε να μεταφράζει. «Δέχεται», είπε έκπληκτος. «Οι δοκιμασίες είναι για δύο άτομα, αλλά επειδή είσαι γυναίκα, θα σου δώσει λίγη παραπάνω βοήθεια». Η Κάρι έγνεψε καταφατικά. «Χμ, δεν πίστευα ποτέ ότι θα το έλεγα αυτό, αλλά ευχαριστώ το Θεό για τις διακρίσεις σε βάρος των γυναικών». «Έχετε περιθώριο μέχρι να νυχτώσει. Αν δεν έχετε επιστρέψει μέχρι τότε, οι άλλοι θα...» ο Ντι Σάλβο χλόμιασε, «θα θανατωθούν. Το ίδιο κι εσείς, αν επιστρέψετε». Ο Καστίγ κοίταξε ερευνητικά τον ουρανό. «Έχουμε μία ώρα ως τη δύση του ήλιου. Ίσως και λιγότερο». «Στην περίπτωση αυτή», είπε η Κάρι, στέλνοντας ένα υπεροπτικό βλέμμα στο γέροντα, «καλύτερα να ξεκινήσουμε, έτσι δεν είναι; Πες του να μας λύσει για να ξεκινήσουμε. Και ρώτα τον τι μπορούμε να πάρουμε μαζί μας». Κοίταξε τα σακίδια της ομάδας, που τα είχαν σωριάσει λίγο πιο πέρα. «Εκρηκτικά, σκοινιά, λοστούς ή δύο...» πρότεινε ο Τσέιζ ήρεμα. Οι κυνηγοί έλυσαν τους καρπούς τους. «Λέει ότι το μόνο που επιτρέπεται να πάρετε μαζί σας είναι τα ρούχα σας και δαυλούς», είπε ο Ντι Σάλβο. «Αυτά είναι τα μόνα που θα χρειαστείτε αν πετύχετε στις δοκιμασίες». «Νομίζω ότι όλο αυτό δεν είναι καλή ιδέα», είπε η Νίνα στην Κάρι, τρίβοντας τα πιασμένα χέρια της. «Τότε βοήθησέ με να τα καταφέρουμε όσο καλύτερα μπορούμε», αποκρίθηκε

η Κάρι. «Πώς καταφέρνεις να παραμένεις τόσο ήρεμη, που να πάρει;» «Δεν είμαι ήρεμη. Είμαι εντελώς τρομοκρατημένη. Αλλά δεν πρόκειται να το δείξω μπροστά σ’ αυτούς εδώ. Ούτε κι εσύ όμως». Η Κάρι έπιασε τη Νίνα από τον ώμο. «Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις, Νίνα. Έχε μου εμπιστοσύνη». Παρά τον εντεινόμενο φόβο της, η Νίνα ένιωσε παράξενα τονωμένη από την πίστη που της έδειχνε η Κάρι. «Εντάξει, θα το κάνω. Αν όμως σκοτωθούμε...» «Δε θα σκοτωθούμε». Η Νίνα γέλασε νευρικά. «Το υπόσχεσαι;» Η Κάρι έγνεψε καταφατικά. «Το υπόσχομαι». «Ο ήλιος θα δύσει σε πενήντα οχτώ λεπτά», είπε ο Τσέιζ, κοιτώντας το ρολόι του. «Αν λοιπόν τελειώσατε με όλα αυτά τα γυναικεία αγκαλιάσματα και τις υποσχέσεις, θα πρέπει να σκεφτείτε λίγο περισσότερο στο πνεύμα του Τομπ Ράιντερ 15». Ένας από τους ιθαγενείς βγήκε από μια καλύβα, κουβαλώντας μερικά μακριά ραβδιά των οποίων η άκρη ήταν βουτηγμένη σε κάτι που έμοιαζε με πίσσα. «Πυρσοί, ε; Νομίζω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε καλύτερα». Σηκώνοντας ψηλά και τα δυο του χέρια, ο Τσέιζ κοίταξε ερωτηματικά τα σακίδιά τους και άρχισε να προχωρεί δειλά δειλά προς το μέρος τους. Γύρω του οι χορδές των τόξων έτριξαν καθώς οι κυνηγοί τον σημάδευσαν. «Εντάξει, είμαι άοπλος, όπως βλέπετε, πλατύ φιλικό χαμόγελο...» Ιδρωμένος, και όχι μόνο από τη ζέστη, έφτασε στα σακίδια. Ξέροντας πολύ καλά ότι μια λάθος κίνηση θα είχε ως συνέπεια έναν ταχύτατο και εξαιρετικά οδυνηρό θάνατο, έβγαλε από το σάκο του με απαλές κινήσεις έναν ηλεκτρικό φακό. «Βλέπετε; Δεν είναι όπλο, είναι απλώς ένας φακός. Είναι μέσα στους κανόνες σας, σωστά; Ανιάλντο, θύμισέ τους ότι είναι μέσα στους κανόνες τους». Άναψε το φακό και φώτισε πρώτα τον εαυτό του για να δείξει τι κάνει ο φακός, κι έπειτα τους κυνηγούς γύρω του. Μερικοί από αυτούς αναπήδησαν πισωπατώντας απ’ την έκπληξη, μισοκλείνοντας τα μάτια στο λαμπρό φως αλλά προς μεγάλη του ανακούφιση, κανείς τους δεν πέταξε το βέλος του. Ένας από αυτούς έκανε ένα βήμα μπροστά και κούνησε το χέρι του μπρος πίσω πάνω από το φακό, μαγεμένος που δεν καιγόταν. Είπε κάτι στους γέροντες, οι οποίοι το σκέφτηκαν προτού απαντήσουν στον Ντι Σάλβο. «Μπορείς να τους χρησιμοποιήσεις», είπε στον Τσέιζ. «Ωραία. Τώρα, σχετικά με αυτά τα εκρηκτικά...» «Χάνουμε χρόνο», είπε η Κάρι. Με μια δρασκελιά βρέθηκε μπροστά στους γέροντες και άπλωσε το χέρι της. Ελαφρά ξαφνιασμένος, ο γέροντας απίθωσε τη μεταλλική ράβδο στο χέρι της. «Εντάξει, Νίνα, κ. Τσέιζ, πάμε». «Θα τα πούμε σύντομα», είπε ο Καστίγ στο τρίο που προχώρησε 15 Αναφορά στην ταινία περιπέτειας Λάρα Κροφτ: Τομπ Ράιντερ, με πρωταγωνιστές την Αντζελίνα Τζολί και τον Γιον Βόιτ. (Σ.τ.Ε.)

φρουρούμενο μέχρι την είσοδο. «Το ελπίζω τουλάχιστον». Το σκοτεινό πέρασμα είχε ύψος λιγότερο από δύο μέτρα. Η Νίνα και ο Τσέιζ χώρεσαν με ευκολία, η άκρη του κεφαλιού της Κάρι όμως έφτανε σχεδόν μέχρι την οροφή, αναγκάζοντας τη να σκύβει κάτω από τα βρύα και τα αναρριχητικά φυτά που κρέμονταν τόπους τόπους από πάνω τους. Η θερμοκρασία και η υγρασία μειώνονταν με ταχείς ρυθμούς όσο προχωρούσαν. Η Νίνα είδε κάτι στον τοίχο, καθώς ο Τσέιζ κουνούσε πέρα δώθε το φακό του. «Έντι, σταμάτα. Για ρίξε λίγο φως εδώ πέρα». Η δέσμη φωτός αποκάλυψε μια μακριά σειρά από σύμβολα σκαλισμένα σε μια πέτρα. Γνωστά σύμβολα. «Η γλώσσα είναι ίδια με αυτή του τεχνουργήματος», επιβεβαίωσε η Νίνα. «Διαβάζονται όπως... νομίζω ότι είναι μια περιγραφή του ναού». Έσκυψε πιο κοντά. Ανάμεσα στους ολμεκικούς και Γκλοζέλ χαρακτήρες υπήρχε κάτι καινούριο: πολλές γραμμές μαζί και σχέδια σε σχήμα V. «Νομίζω ότι είναι αριθμοί. Μπορεί να είναι ημερομηνίες ή ίσως...» «Νίνα, λυπάμαι, αλλά δεν έχουμε χρόνο», της θύμισε η Κάρι. «Αυτά θα πρέπει να περιμένουν μέχρι να επιστρέψουμε». Απογοητευμένη, η Νίνα ακολούθησε αναγκαστικά την Κάρι και τον Τσέιζ στο πέρασμα. Όταν είχαν προχωρήσει περίπου εννέα μέτρα σε βάθος, έφτασαν σε μια αριστερή στροφή. Ο Τσέιζ έριξε το φως του φακού καχύποπτα στα τοιχώματα και την οροφή. «Τι τρέχει, κ. Τσέιζ;» ρώτησε η Κάρι. «Δεν ξέρω για σένα, αλλά εγώ έχω άσχημο προαίσθημα γι’ αυτές τις “τρεις δοκιμασίες”», είπε. «Και θέλω να είμαι σίγουρος ότι δε θα πέσουμε σε τίποτα παγίδες». «Έντι», αναστέναξε η Νίνα, «σου είπα ήδη πως ακόμα και αν υπήρχαν παγίδες, θα έχουν πάψει να λειτουργούν εδώ και αιώνες». «Ναι;» Ο Τσέιζ έριξε το φως του φακού πίσω, προς την είσοδο. «Κι αν οι φίλοι μας με τα φτερά εκεί έξω τις επισκεύασαν; Εξάλλου, δε θα ήταν κι αυτό μια καλή δοκιμασία;» «Οχ!» Το στομάχι της Νίνα σφίχτηκε, συνειδητοποιώντας ότι ο Τσέιζ μπορεί να είχε κάποιο δίκιο. «Τότε... ας είμαστε προσεκτικοί». To πέρασμα έδειχνε ασφαλές, κι έτσι συνέχισαν την πορεία τους. Σύντομα εμφανίστηκε μπροστά τους κι άλλη στροφή. «Η Δοκιμασία της Δύναμης, υποθέτω», είπε ο Τσέιζ ενώ σταματούσαν στην είσοδο μιας μικρής αίθουσας. Ήταν ελάχιστα φαρδύτερη από το πέρασμα, περίπου δυόμισι μέτρα η κάθε πλευρά της. Στο δεξιό τοίχο υπήρχε ένα ορθογώνιο πέτρινο κομμάτι που διέτρεχε όλη την αίθουσα περίπου στο ύψος του γόνατος, σαν πάγκος. Στη βάση

του υπήρχε άλλο ένα πέρασμα, λίγο φαρδύτερο από ένα μέτρο και κάτι. Πάνω από την κορυφή του πάγκου υπήρχαν ένα χοντρό κλαδί, το οποίο εξαφανιζόταν μέσα σε μια σχισμή στον τοίχο, τυλιγμένο σφιχτά σε κληματίδες, κι ένα μικρότερο κλαδί, που ήταν προσαρμοσμένο στην άκρη του μεγαλύτερου σχηματίζοντας ένα Τ. Εκτός από αυτό η αίθουσα ήταν άδεια. Ο Τσέιζ σήκωσε το χέρι του ειδοποιώντας τις δύο γυναίκες να μείνουν πίσω και προχώρησε επιφυλακτικά. Φώτισε με το φακό του το στενό πέρασμα. «Τι βλέπεις;» ρώτησε η Κάρι. «Πορεία μετ’ εμποδίων. Το πέρασμα έχει μήκος γύρω στα έξι μέτρα, αλλά υπάρχουν πάσσαλοι που κατεβαίνουν από την οροφή και πρέπει να περνάς ανάμεσά τους στριφογυρνώντας». Συνοφρυώθηκε. «Πάσσαλοι που πάνω τους έχουν καρφιά». «Και αυτό το ξύλινο πράγμα;» ρώτησε η Νίνα, δείχνοντας προς τον πάγκο. «Αυτό; Έχω κάτι τέτοια στο γυμναστήριό μου!» Ο Τσέιζ έκανε νόημα στις δύο γυναίκες να μπουν μέσα, κι έπειτα ξάπλωσε στον πάγκο, με το στήθος του κάτω από τα κλαδιά. «Υποθέτω ότι σηκώνεις το βάρος όπως θα έκανες σε έναν πάγκο γυμναστηρίου, και αν είσαι αρκετά δυνατός, θα ανοίξει μια έξοδος». Εντόπισε μια οδοντωτή γραμμή στην οροφή, ακριβώς από πάνω, που ταίριαζε στο μέγεθος και στο σχήμα του πάγκου, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει το λόγο ύπαρξής της. Η Κάρι πήρε το φακό, ρίχνοντας το φως στο στενό πέρασμα. Έμοιαζε να είναι αδιέξοδο - αλλά υπήρχε κάτι στον απέναντι τοίχο στο βάθος, μια τετράγωνη τρύπα. «Ή ο ένας πρέπει να σηκώσει το βάρος και ο άλλος να πάει εκεί κάτω και να ξεμπλοκάρει το μοχλό. Οι γέροντες είπαν ότι χρειάζονται δύο για να εκτελέσουν τις δοκιμασίες». «Και γιατί δεν πάμε κατευθείαν στην άλλη άκρη χωρίς να σηκώσει κανείς το βάρος;» πρότεινε η Νίνα. «Επειδή αυτό θα ήταν εξαιρετικά εύκολο». Ο Τσέιζ τεντώθηκε και σήκωσε δοκιμαστικά το βάρος. Μετακινήθηκε εύκολα κάνα δυο εκατοστά προτού προβάλει αντίσταση. «Λοιπόν, τι κάνουμε; Να σηκώσω αυτό και βλέπουμε τι θα συμβεί ή...» Η Κάρι περιεργάστηκε και πάλι το πέρασμα. «Πρέπει να κατεβούμε εκεί κάτω, έτσι κι αλλιώς. Επομένως, μπορεί να είναι καλή ιδέα να περάσουμε πρώτα στο άλλο άκρο... Τι λες κι εσύ, Νίνα;» «Εγώ;» Η Νίνα κοίταξε νευρικά τις αιχμές που προεξείχαν περίπου πέντε εκατοστά από το συμπαγές σώμα των μεταλλικών πασσάλων. Υπήρχε αρκετός χώρος ανάμεσά τους, μπορούσε να χωρέσει ακόμα και ο Τσέιζ, αλλά έμοιαζε απίθανο να μπορέσει κανείς να αποφύγει τα καρφιά. Σήκωσε τα μάτια και είδε ότι κάθε πάσσαλος εξαφανιζόταν μέσα σε μια τρύπα δέκα και πλέον εκατοστών στην οροφή. Παραδόξως, οι τρύπες στο δάπεδο ταίριαζαν με αυτές στην

εντέλεια. «Δεν έχω απολύτως καμία ιδέα». «Πενήντα τρία λεπτά, ντοκτορέσσα», είπε ο Τσέιζ, σηκώνοντας ψηλά το χέρι με το ρολόι του. Η Νίνα, που σιχαινόταν να βρίσκεται σε δύσκολη θέση, έριξε μια ματιά προς το τέρμα του περάσματος. Η εσοχή στον τοίχο ήταν αρκετά μεγάλη για να χωρέσει κανείς μέσα· ίσως περιείχε κανένα μοχλό που θα άνοιγε μια πόρτα. «Εντάξει, λοιπόν, τότε... θα περάσουμε στην άλλη μεριά. Μόλις φτάσουμε εκεί, θα σηκώσεις το βάρος και θα δούμε τι θα συμβεί». «Εντάξει. Και... Νίνα;» «Ναι;» «Κοίτα μη γρατσουνιστείς. Ούτε κι εσύ, αφεντικό. Που να σας τρέχω για αντιτετανικό ορό...» «Θα προσπαθήσουμε», είπε η Νίνα, σχεδόν χαμογελώντας. Η Κάρι προχώρησε πρώτη, περνώντας με το πλάι αβίαστα ανάμεσα στους πασσάλους. Η Νίνα την ακολούθησε πιο αδέξια. Χωρίς να ανταλλάσσουν ούτε λέξη, έκαναν τις κινήσεις μηχανικά: η Κάρι φώτιζε το δρόμο και προχωρούσε μερικά βήματα, ύστερα περνούσε το φακό στο άλλο χέρι για να μπορέσει να δει και η Νίνα που την ακολουθούσε. «Συνεχίστε να μιλάτε», είπε ο Τσέιζ. «Έτσι θα ξέρω πόσο μακριά βρίσκεστε». «Απομένουν άλλα τέσσερα μέτρα», φώναξε η Κάρι καθώς έκανε ένα βήμα μπροστά. «Εξακολουθώ να μη βλέπω καμιά έξοδο, αλλά νομίζω ότι αυτή η εσοχή...» Κλανγκ. Κάτι μετατοπίστηκε κάτω απ’ τα πόδια της. «Τι ήταν αυτό;» είπε κομπιάζοντας η Νίνα. Σκόνη έπεσε από τα κενά ανάμεσα στους πασσάλους. «Οχ, σκατά!» «Κουνήσου!» φώναξε η Κάρι αρπάζοντας τη Νίνα από τον καρπό και τραβώντας την στο έδαφος ανάμεσα στους γεμάτους αιχμές πασσάλους, καθώς ολόκληρη η οροφή άρχισε να κατεβαίνει με έναν τρομακτικά οξύ θόρυβο και οι ξεχωριστές πλάκες χαμήλωναν όλες μαζί. Ακόμα και μέσα στο μισοσκόταδο, ο Τσέιζ είδε την οροφή να πέφτει προς το μέρος του - ενώ μια πόρτα έκλεισε με πάταγο, σφραγίζοντας την είσοδο. Τώρα κατάλαβε το λόγο ύπαρξης της οδοντωτής γραμμής πάνω απ’ τον πέτρινο πάγκο -επέτρεπε σε ολόκληρη την οροφή να κατεβεί μέχρι κάτω στο δάπεδο-, χωρίς να μπορεί κανείς να κρυφτεί πουθενά... Καμία διέξοδος! Αν επιχειρούσες να διαφύγεις, θα συνθλιβόσουν!

14

«ΘΕΕ ΜΟΥ!» ούρλιαξε η Νίνα καθώς η Κάρι την τραβούσε ανάμεσα απ’ τους πασσάλους. Μια αιχμή που προεξείχε έκοψε το χέρι της Νίνα, σκίζοντας το μανίκι της. Έβγαλε μια κραυγή κι απομακρύνθηκε ενστικτωδώς από την πηγή του πόνου για να πέσει με ορμή σε μια άλλη, με αποτέλεσμα ένα μυτερό καρφί να βυθιστεί στον αριστερό της ώμο. Πίσω τους ο Τσέιζ προσπαθούσε απεγνωσμένα να σπρώξει το ξύλινο εμπόδιο, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Ήταν βαρύ, αλλά όχι και τόσο που να μην μπορεί να το σηκώσει- ένιωθε λες και βρισκόταν σε πάγκο κάμψεων θώρακα διακοσίων κιλών. Η οροφή τώρα κατέβαινε πιο σιγά, αλλά δε σταμάτησε. «Τη συγκρατώ!» ούρλιαξε. «Συνέχισε να προχωρείς!» Η Νίνα στρίγκλισε από αγωνία, καθώς η απόπειρα της Κάρι να την τραβήξει μπροστά έκανε το καρφί να στριφογυρίσει μέσα στη σάρκα της. Η Κάρι την άφησε στη στιγμή και προσπάθησε να γυρίσει πίσω για να τη βοηθήσει - αλλά η χαμηλωμένη οροφή την ανάγκασε να διπλωθεί στα δύο, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τους ελιγμούς της. «Συνέχισε να προχωρείς!» φώναξε η Νίνα, δείχνοντας το τέρμα του περάσματος. Τα δάκρυα κυλούσαν σαν ποτάμι στο πρόσωπό της. «Δε θα σε εγκαταλείψω!» Η Κάρι την άρπαξε απ’ το χέρι. «Έλα! Μπορείς να το κάνεις!» Η Νίνα, συγκρατώντας ένα λυγμό γεμάτο αγωνία, ελευθερώθηκε με ένα τράβηγμα. Αίματα πιτσίλισαν το πουκάμισό της. «Θεέ μου!» «Έλα!» Η Κάρι την καθοδηγούσε για να περάσει τους πασσάλους. Βρίσκονταν στα μισά περίπου του περάσματος, δεν απέμεναν παρά τρία μέτρα - υπήρχαν όμως και άλλα αιχμηρά εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπίσουν. Η οροφή εξακολουθούσε να κατεβαίνει, ενώ ένας καταρράκτης από σκόνη και αμμοχάλικο έπεφτε από τις πλάκες. Τώρα είχε κατεβεί σχεδόν στο ύψος του κεφαλιού της Νίνα, κι η Κάρι είχε κουλουριαστεί μπροστά της. Ο Τσέιζ κρατούσε ψηλά το ξύλινο εμπόδιο, χρησιμοποιώντας κάθε χιλιοστό της δύναμής του. Τουλάχιστον θα μπορούσε να συγκρατήσει το βάρος για πολύ ακόμα...

Ένα άλλο κραχ ακούστηκε, ο ήχος από κάτι μεγάλο και βαρύ που μετακινήθηκε πίσω από τη σχισμή στον τοίχο. Ένας μηχανισμός... Μπανγκ! Ξαφνικά η πίεση στα μπράτσα του Τσέιζ αυξήθηκε. «Χριστέ μου!» φώναξε με κομμένη την ανάσα, απροετοίμαστος για κάτι τέτοιο. Τουλάχιστον πενήντα ακόμα κιλά είχαν προστεθεί στο βάρος που ήδη συγκρατούσε. Οι αγκώνες του λύγισαν... και η οροφή άρχισε να κατεβαίνει γρηγορότερα. «Σκατά!» Ζόρισε τους μύες του, υποχρεώνοντας τα μπράτσα του να ισιώσουν και πάλι. Οι πλάκες κατέβαιναν τώρα ελαφρώς πιο αργά. Το πέρασμα πλέον είχε ύψος ενάμισι μέτρο, και εξακολουθούσε να χαμηλώνει. «Συνέχισε να προχωρείς!» φώναξε η Κάρι. Μόνο δυόμισι μέτρα ακόμα, δύο, και με κάθε βήμα που έκανε μίκραινε ακόμα περισσότερο η απόσταση, ενώ παράλληλα πάσχιζε να κρατήσει την ισορροπία της στην αφύσικη αυτή στάση. Ο Τσέιζ άκουσε το μηχανισμό που ξαναβρόντηξε. Με κομμένη την ανάσα, φώναξε σφίγγοντας τα δόντια του «Πρόσεχε!» τη στιγμή ακριβώς που με ένα μπανγκ! έπεσε κι άλλο ένα βάρος, ακόμα βαρύτερο από το τελευταίο. Μούγκρισε καθώς ανάγκασε τα χέρια του να μείνουν κλειδωμένα κάτω απ’ την πρόσθετη πίεση. Τώρα συγκρατούσε πολύ περισσότερα από τριακόσια κιλά, αν και λίγο έλειψε να του φύγουν απ’ τα χέρια όταν προστέθηκε και το νέο βάρος. Ακόμα ένα βάρος, και η δοκιμασία θα έπαιρνε τέλος. Η οροφή τραντάχτηκε απότομα προς τα κάτω προτού επιβραδυνθεί και πάλι η πορεία της. Χτύπησε την Κάρι, κάνοντάς την να παραπατήσει και να πέσει πάνω σε έναν πάσσαλο. Ένα μυτερό καρφί χώθηκε βαθιά στο αριστερό μπράτσο της. Έβγαλε μια κραυγή, προσπαθώντας να απελευθερωθεί με ένα τράβηγμα, αλλά η οροφή την πίεζε αμείλικτα, κάνοντας την αιχμή να χωθεί ακόμα βαθύτερα στο χέρι της. «Νίνα!» μούγκρισε απ’ τον πόνο. «Πιάστηκα! Πρέπει να φτάσεις εσύ μέχρι το τέρμα!» Η Νίνα κοίταξε το πέρασμα. Έπρεπε να διανύσει λιγότερο από δύο μέτρα, αλλά η Κάρι είχε φράξει την ευκολότερη διαδρομή ανάμεσα στους πασσάλους. «Δεν μπορώ, δε θα τα καταφέρω!» «Κι όμως μπορείς! Πρέπει να τα καταφέρεις! Νίνα, προχώρα!» Η Κάρι άφησε το χέρι της. Στο πρόσωπο του Τσέιζ ο ιδρώτας κυλούσε ποτάμι, όταν ξανάκουσε το μηχανισμό. Εντός ολίγου θα έπεφτε κι άλλο βάρος. «Δεν μπορώ να το κρατήσω!» Η Νίνα κινήθηκε. Σκυφτή, με το κεφάλι της να γδέρνεται στην οροφή που δεν έπαυε να τραντάζεται και να χαμηλώνει, στριμώχτηκε όσο περισσότερο μπορούσε στον

πλαϊνό τοίχο και πέρασε όπως όπως το πρώτο κενό. Ένα καρφί έσκισε το πουκάμισό της, αλλά είχε καταφέρει να περάσει. Ένα μέτρο και είκοσι εκατοστά. Ο Τσέιζ ανασυγκρότησε τις δυνάμεις του για να δεχτεί το βάρος απ’ την επόμενη πλάκα, αλλά στο βάθος ήξερε ότι δε θα μπορούσε να το αντέξει. Η Νίνα στριφογύρισε ανάμεσα στους επόμενους δύο πασσάλους, αλλά η οροφή είχε κατεβεί τόσο χαμηλά, που πλέον δεν μπορούσε να περπατήσει όρθια. Έπεσε στα τέσσερα, κι άλλο ένα καρφί έσκισε το μηρό της. Οι κρύες πέτρινες πλάκες πίεζαν το πρόσωπο και τους ώμους της Κάρι, μπήγοντας το καρφί ακόμα βαθύτερα στο μπράτσο της. Εξήντα εκατοστά... Μπανγκ! «Που να πάρει!» γρύλισε ο Τσέιζ, με όλους τους μύες του τεντωμένους. Η Νίνα είδε ότι η μαύρη τρύπα στον απέναντι τοίχο άρχισε να εξαφανίζεται πίσω από την τελευταία πλάκα της οροφής. Ο πόνος στο χέρι της είχε γίνει αφόρητος. Η Κάρι ούρλιαζε. Το ίδιο και ο Τσέιζ, που τα ζορισμένα μπράτσα του τελικά υποχώρησαν κάτω απ’ το τρομακτικά δυνατό χτύπημα του τελευταίου βάρους. Η οροφή έπεσε με ορμή προς τα κάτω. Η Νίνα ρίχτηκε μπροστά για να φτάσει την τρύπα, ενώ η τελευταία πλάκα έπεφτε σαν λεπίδα γκιλοτίνας. Το χέρι της σφίχτηκε γύρω από κάτι: μια ξύλινη λαβή. Την τράβηξε. Δε συνέβη τίποτα... Τσανγκ. Με τον ήχο της πέτρας που τρίβεται πάνω σε πέτρα, η οροφή ακινητοποιήθηκε. Ο Τσέιζ άνοιξε τα μάτια του. Στο μακρινό φως του φακού, είδε ότι το ξύλινο εμπόδιο απείχε τώρα ελάχιστα εκατοστά απ’ το λαιμό του, ενώ σε απόσταση ενός δαχτύλου βρισκόταν η κρύα πέτρα που θα τον έλιωνε. Η Κάρι έμεινε εντελώς ακίνητη. Κάθε κίνηση της προκαλούσε απλώς περισσότερο πόνο στο μπράτσο. Προσπάθησε να δει τι είχε συμβεί στη Νίνα. Το δεξί της χέρι βρισκόταν μέσα στην τρύπα του τοίχου. Παγιδευμένο εκεί μέσα. Η οροφή είχε πέσει τόσο χαμηλά, που δεν μπορούσε να το τραβήξει έξω. Ένα εκατοστό ακόμα και θα της έσπαγε πρώτα το κόκαλο, κι ύστερα θα της κοβόταν το χέρι απ’ τον αγκώνα. Με ένα ακόμα φρικιαστικό τρίξιμο πέτρας και μια ριπή σκόνης, η οροφή άρχισε να ανεβαίνει. Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά στο πλάι. Η πόρτα που είχε μπλοκάρει την είσοδο άνοιξε και πάλι. Η Νίνα τράβηξε απότομα το χέρι της απ’ την τρύπα και κοίταξε πίσω. Το

πρόσωπο της Κάρι, φωτισμένο απόκοσμα απ’ το φακό, φανέρωνε πόνο - αλλά και απίστευτη ανακούφιση. Η Νίνα ξανάκανε την ίδια διαδρομή ανάμεσα στους πασσάλους για να τη βοηθήσει. Η Κάρι τραβήχτηκε μόνη της από το καρφί με μια κραυγή πόνου. Αίμα πετάχτηκε από την τρύπα στο μανίκι της. «Αχ, Θεέ μου», είπε η Νίνα, πιέζοντας το χέρι της πάνω στο τραύμα. «Έντι! Έντι! Η Κάρι πληγώθηκε και χρειάζεται βοήθεια!» «Δεν είναι η μόνη», είπε με κομμένη την ανάσα ο Τσέιζ και γλίστρησε κάτω απ’ το βάρος για να απομακρυνθεί από τον πέτρινο πάγκο. Στάθηκε στα πόδια του με ένα πήδημα, αλλά τα πονεμένα χέρια του μόλις που τον υπάκουαν. «Θέλω λίγο φως». Η Νίνα πήρε το φακό και φώτισε το χώρο για να μπορέσει ο Τσέιζ να περάσει ανάμεσα από τους πασσάλους. Μέχρι να διανύσει τη μισή απόσταση, η οροφή είχε επιστρέψει στην αρχική της θέση και ο απαίσιος θόρυβος είχε σταματήσει. Κι άλλο ένα τρίξιμο ακούστηκε, αυτή τη φορά από το αδιέξοδο τέρμα του περάσματος. Η Νίνα περιέφερε το φακό τριγύρω και είδε να εμφανίζεται ένα άνοιγμα. Μια από τις πέτρινες πλάκες στον τοίχο περιστρεφόταν, αποκαλύπτοντας κι άλλο σκοτάδι από πίσω. «Νίνα...» είπε η Κάρι, βλέποντας το αίμα στον ώμο της. «Ξέχνα με εμένα, εσύ πληγώθηκες σοβαρότερα. Έντι!» Ο Τσέιζ, που χωρούσε να περάσει ίσα ίσα ανάμεσα απ’ τους πασσάλους, με το δερμάτινο τζάκετ του να γραπώνεται απ’ τις αιχμές, έφτασε τελικά κοντά τους. «Τι συνέβη; Για να δω». Η Νίνα σήκωσε ψηλά το φως. «Ένα από αυτά τα καρφιά την τρύπησε». «Χριστέ μου», μουρμούρισε ο Τσέιζ, τραβώντας προσεκτικά το μουσκεμένο ύφασμα για να δει καλύτερα. «Είναι βαθύ... και το κουτί των πρώτων βοηθειών βρίσκεται στο χωριό». «Ξέχνα το», είπε η Κάρι, πασχίζοντας να σταθεί όρθια. «Δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να προχωρήσουμε. Πόση ώρα έχουμε ακόμα;» Ο Τσέιζ σήκωσε το χέρι και κοίταξε το ρολόι του, αφήνοντας ένα παρατεταμένο γρύλισμα. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Νίνα. «Νιώθω λες και με πάτησε αυτοκίνητο. Έχουμε... σαράντα εννέα λεπτά». «Και πρέπει να περάσουμε δύο δοκιμασίες», είπε θλιμμένα η Νίνα. «Μπορούμε να τις περάσουμε», είπε η Κάρι, δίχως ίχνος αμφιβολίας στη φωνή της. «Εμπρός, πάμε!» Μόλις πέρασαν μέσα από το άνοιγμα, ο Τσέιζ επέμεινε να σταματήσουν για να μπορέσει να περιποιηθεί τα τραύματα των δύο γυναικών. Τραβώντας απότομα το σκισμένο μανίκι της Κάρι, κατάφερε να το δέσει στο μπράτσο της και να περιορίσει κάπως την αιμορραγία. Το τραύμα στον ώμο της Νίνα δεν ήταν τόσο

βαθύ, κι έτσι πήρε ένα από τα μανίκια της και το χρησιμοποίησε σαν αυτοσχέδιο επίδεσμο. «Είναι ό,τι καλύτερο μπορώ να κάνω προς το παρόν», είπε απολογητικά. «Και οι δύο θα χρειαστεί να κάνετε ράμματα όταν ξαναγυρίσουμε εκεί έξω. Και να εμβολιαστείτε. Δε θα ήθελα να σας μολύνουν τίποτα σιχαμερά παλιοέντομα». Η Νίνα ανατρίχιασε. «Θεέ μου, δεν μπορώ να πιστέψω πόσο κοντά μας ήταν». «Κι έχουμε ακόμα δύο να περάσουμε», της υπενθύμισε ο Τσέιζ. «Ναι, ευχαριστώ για την υπενθύμιση. Αλλά κι εσύ στάζεις απ’ τον ιδρώτα». «Νομίζω ότι αυτό επισήμως μετράει ως ταλαιπωρία». «Περάσαμε τη Δοκιμασία της Δύναμης», είπε η Κάρι και λύγισε επιφυλακτικά το χέρι της κάνοντας ένα μορφασμό. «Μας απομένουν οι Δοκιμασίες της Ικανότητας και του Μυαλού». «Θα έλεγα πως ελπίζω να είναι ευκολότερες απ’ την προηγούμενη», είπε ο Τσέιζ, «αλλά... δεν έχω αυτό το προαίσθημα». «Ούτε εγώ», είπε η Κάρι. «Αλλά ξέρω ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε. Πόση ώρα έχουμε ακόμα;» «Σαράντα έξι λεπτά». «Εντάξει, λοιπόν. Για να δούμε τι μας επιφυλάσσει η Δοκιμασία της Ικανότητας». Προχώρησαν επιφυλακτικά στο νέο πέρασμα, όπου χρειάστηκε να στρίψουν αρκετές φορές προτού ο ήχος των βημάτων τους αναμειχτεί με κάτι άλλο. Ο Τσέιζ έστρεψε το φακό προς τα εμπρός. Ο στενός διάδρομος οδηγούσε σε μια μεγάλη αίθουσα. «Νερό», είπε. «Μέσα στο ναό;» απόρησε η Νίνα. «Είπες ότι είναι ο ναός του θεού της θάλασσας...» Τάχυναν το βήμα τους. «Είναι αναμφίβολα τρεχούμενο νερό. Ίσως αυτό το ποταμάκι που είδαμε δίπλα στο χωριό περνάει και μέσα από το ναό». Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και θεωρία του αποδείχτηκε σωστή, καθώς το στενό πέρασμα πλάτυνε. Οι τρεις τους βρέθηκαν σε μια πλατφόρμα που εκτεινόταν κατά μήκος της μακριάς πλευράς μιας γιγάντιας μακρόστενης στέρνας με γλυφό πράσινο νερό. Η οροφή πάνω από την πλατφόρμα βρισκόταν στο ίδιο κλειστοφοβικό ύψος με το πέρασμα, αλλά πάνω από τη στέρνα το άνοιγμα ήταν πολύ ψηλότερο. Ο Τσέιζ κατεύθυνε το φακό στο νερό, γεμίζοντας με αντανακλάσεις τους τοίχους της αίθουσας. Η στέρνα, με μήκος τουλάχιστον τριάντα μέτρα, είχε πλάτος περίπου οχτώ. Στην αρχή, η Νίνα νόμισε πως οι όχθες συνδέονταν με ένα σκοινί, αλλά τελικά συνειδητοποίησε ότι ήταν μια στενή ξύλινη δοκός, με φάρδος λίγο περισσότερο από δυόμισι εκατοστά, η οποία στηριζόταν σε όλο το μήκος της σε πασσάλους που πρόβαλλαν μέσα από τη στέρνα. Η δοκός βρισκόταν εξήντα εκατοστά χαμηλότερα από το επίπεδο της πλατφόρμας - και

μόλις δεκαπέντε εκατοστά πάνω από την επιφάνεια του νερού που κυλούσε νωθρά. «Τι έχουμε εδώ;» αναρωτήθηκε ο Τσέιζ. Η Κάρι έδειξε την απέναντι πλευρά του καναλιού. «Τι είναι αυτό;» Ο φακός αποκάλυψε ένα χρυσό γυαλιστερό εγχειρίδιο, που ήταν τοποθετημένο με τη μύτη προς τα κάτω μέσα σε μια ρηχή εσοχή πάνω ακριβώς από την απέναντι άκρη της δοκού. Τρία μέτρα περίπου πιο πάνω υπήρχε ένα περβάζι που διέτρεχε όλο τον απέναντι τοίχο, αλλά δε φαινόταν να υπάρχει τρόπος να το προσεγγίσει κανείς. «Ε, λοιπόν, ιδού η Δοκιμασία της Ικανότητας», είπε η Νίνα, προχωρώντας μέχρι την άκρη της πλατφόρμας, όπου έσκυψε για ρίξει μια πιο κοντινή ματιά στην ξύλινη δοκό. «Πρέπει να ισορροπήσεις πάνω σ’ αυτό το πράγμα και να περπατήσεις μέχρι απέναντι για να πάρεις το εγχειρίδιο». Ο Τσέιζ ανακάλυψε και κάτι άλλο ενδιαφέρον, στη μια άκρη της στέρνας πάνω στον πέτρινο τοίχο. «Και τότε αυτό κατεβαίνει κάτω, κι έτσι μπορούν να περάσουν απέναντι και οι υπόλοιποι». Στην απέναντι πλευρά υπήρχε μια στενή κινητή γέφυρα, που τη συγκρατούσαν σκοινιά. Σχεδίασε στον αέρα με το δείκτη του χεριού του ένα τόξο από την ψηλότερη άκρη της μέχρι κάτω το χείλος της πλατφόρμας όπου στέκονταν. Η Νίνα κοίταξε πιο προσεκτικά τη στέρνα. Σε κάθε άκρη της αίθουσας μπορούσε να διακρίνει την αψιδωτή οροφή ενός, κατά τα φαινόμενα, υδραγωγείου· επρόκειτο για κανάλια όπου διοχετευόταν το νερό. «Γιατί δεν κολυμπάμε μέχρι απέναντι;» αναρωτήθηκε δυνατά. «Δεν ξέρω πόσο βαθύ είναι, αλλά...» Ξαφνικά η νωθρή, πράσινη επιφάνεια του νερού ζωντάνεψε. Δυο ορθάνοιχτα σαγόνια πετάχτηκαν από μέσα και επιτέθηκαν στη Νίνα... Η Κάρι την έπιασε από το γιακά και την τράβηξε απότομα προς τα πίσω, ενώ το στόμα του καϊμάν έκλεινε με δύναμη στο σημείο όπου βρισκόταν ένα λεπτό νωρίτερα. Το τρίμετρο αρπακτικό όρμησε και γράπωσε με τα νύχια του το πλάι της στέρνας, προσπαθώντας να πιάσει το θήραμά του, αλλά νικήθηκε από τον κάθετο πέτρινο τοίχο. Αδυνατώντας να αναδιπλωθεί, ξανάπεσε στο νερό με ένα υποχθόνιο σφύριγμα. Η Νίνα είχε σοκαριστεί τόσο που δεν μπορούσε να μιλήσει. «Είσαι καλά;» ρώτησε η Κάρι, ενώ ο Τσέιζ φώναξε ακόμα δυνατότερα ένα «Χριστέ μου!». Ξαναβρήκε τη φωνή της. «Ω Θεέ μου!» «Να γιατί δεν μπορείς να κολυμπήσεις μέχρι απέναντι», είπε ο Τσέιζ. «Δε θα ξαφνιαζόμουν αν υπήρχαν και πιράνχας εκεί μέσα». «Μα πώς το έβαλαν αυτό το πράγμα εδώ μέσα·,» τσίριξε η Νίνα, τρέμοντας σύγκορμη. «Βρισκόμαστε σε έναν αρχαίο ναό πεντακοσίων χρόνων, που να πάρει!» Ο Τσέιζ εξέτασε ανήσυχος τη στέρνα, παρατηρώντας τον ελαφρύ κυμάτισμά

που καταλάγιαζε. «Οι παγίδες εξακολουθούν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο... χάρη σ’ αυτά τα καθάρματα εκεί έξω». «Νίνα, όλα θα πάνε καλά, θα πάνε καλά», είπε η Κάρι, προσπαθώντας να την παρηγορήσει. «Κύριε Τσέιζ, μήπως βλέπεις και τίποτε άλλο;» Με το πόδι του σε απόσταση ασφαλείας από την άκρη, ο Τσέιζ έσκυψε πάνω από τη στέρνα, ρίχνοντας το φως του φακού ψηλά στην οροφή. «Υπάρχει κάτι εδώ πάνω, πάνω από τη δοκό, αλλά δε βλέπω τι είναι. Σαν κοίλωμα μέσα στον τοίχο». «Μπορείς να το φτάσεις;» «Όχι, είναι πολύ ψηλά... Α, τώρα κατάλαβα. Για να μπορέσεις να δεις, πρέπει να περάσεις απέναντι, εκεί που βρίσκεται το εγχειρίδιο». Η Κάρι ξεφύσηξε. «Εντάξει. Επομένως, υποθέτω ότι πρέπει να πάω εκεί και να το πάρω». «Εσύ;» αντέδρασε η Νίνα. «Εσύ είσαι πληγωμένη!» «Είσαι σίγουρη;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Είναι βέβαια στενή η δοκός, αλλά φαντάζομαι πως θα τα κατάφερνα...» Αντί για απάντηση, η Κάρι έκανε μια τούμπα χωρίς μεγάλη προσπάθεια και στάθηκε ανάποδα, συγκρατώντας το σώμα της μόνο με το γερό δεξί της χέρι, προτού ξανασταθεί με χάρη και πάλι στα πόδια της. «Εντάξει», είπε ο Τσέιζ, κουνώντας το κεφάλι. «Θα πας λοιπόν εσύ και θα πάρεις το εγχειρίδιο...» Η Νίνα κοίταξε τη στέρνα ανήσυχη. «Κάρι, είσαι σίγουρη; Αν κάποιο από αυτά τα πράγματα σε δει...» «Δεν έχουμε άλλη επιλογή», είπε η Κάρι, προχωρώντας στην άκρη της δοκού. «Πόσος χρόνος μάς απομένει;» «Σαράντα ένα λεπτά», της απάντησε ο Τσέιζ. «Τότε καλύτερα να βιαστούμε». Κατέβηκε προσεκτικά από την πλατφόρμα και πάτησε στην ξύλινη δοκό που έτριξε και λύγισε ανεπαίσθητα. Ο Τσέιζ κράτησε ψηλά το φακό για να της φωτίζει το δρόμο. Η Κάρι, αφού αυτοσυγκεντρώθηκε, άπλωσε αργά τα χέρια της στο πλάι για ισορροπία, συγκροτώντας ένα μικρό βογκητό καθώς ο πόνος διαπέρασε το τραύμα της. «Εντάξει. Πηγαίνω τώρα». Έκανε το πρώτο βήμα. Η δοκός έτριξε και πάλι, πιο δυνατά αυτή τη φορά. Ταρακουνήθηκε πέρα δώθε, προκαλώντας την ανησυχία όλων και κάνοντας τους πασσάλους που τη στήριζαν να ταλαντευτούν μέσα στο νερό σηκώνοντας έναν ελαφρύ κυμάτισμά. Κι άλλοι κυματισμοί φάνηκαν στη στέρνα, κοιτά στο υδραγωγείο, στην άκρη της αίθουσας... Τα μοχθηρά μάτια του καϊμάν ξεπρόβαλαν στην επιφάνεια, ενώ το υπόλοιπο μακρύ σώμα του μετά βίας φαινόταν κάτω από το γεμάτο φύκια νερό. «Κάρι...» την προειδοποίησε η Νίνα.

«Τον είδα», είπε, στρέφοντας όλη την προσοχή της στη δοκό καθώς προχωρούσε βήμα το βήμα προσεκτικά. Βρισκόταν σχεδόν στη μέση της απόστασης που χώριζε δύο υποστηρίγματα, όταν η δοκός βούλιαξε ανησυχητικά, μένοντας ελάχιστα εκατοστά πάνω απ’ το νερό. Ο καϊμάν κινήθηκε, με την ουρά του να κυματίζει απειλητικά πέρα δώθε, και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Η Κάρι τον αγνόησε, επικεντρώνοντας την προσοχή της στη διατήρηση της ισορροπίας της. Ο επόμενος υποστηρικτικός πάσσαλος βρισκόταν τώρα σχεδόν από κάτω της. Αυτό εμπόδισε τη δοκό να βουλιάξει - αλλά η κατάσταση ήταν ακόμα επισφαλής. Έβαλε τα δυνατά της για να κρατηθεί όρθια. Ένα απαλό πλατσούρισμα έκανε τη Νίνα να ρίξει μια ματιά γύρω της, για να δει ένα δεύτερο καϊμάν να βγαίνει στην επιφάνεια στην άλλη άκρη της αίθουσας. Ήταν ακόμα μεγαλύτερος από τον πρώτο, κι έδινε την εντύπωση πως δεν τον ενδιέφερε να παραμείνει αθέατος, επιπλέοντος στην επιφάνεια σαν κούτσουρο. Ένα κούτσουρο με δόντια. Άνοιξε βαριεστημένα το στόμα του, αφήνοντας ένα απαίσιο σφύριγμα. Η Κάρι άνοιξε το βήμα της. Βρισκόταν τώρα στα μισά της απόστασης, και η δοκός έγειρε ξανά κάτω από το βάρος της. Κάθε βήμα την έκανε να ταλαντεύεται λίγο περισσότερο. Πλέον μπορούσε να δει το εγχειρίδιο ολοκάθαρα. Η άκρη του ήταν ακουμπισμένη σε ένα μικρό μεταλλικό κύπελλο, που έμοιαζε να συνδέεται με κάτι πίσω από τη ρηχή εσοχή. Ακόμα μια παγίδα ίσως; Υπήρχε επίσης μια πολύ στενή προεξοχή ακριβώς πάνω από την άκρη της δοκού, τόσο λεπτή που δεν την είχε δει μέχρι τώρα. Είχε πλάτος λιγότερο από ένα μέτρο και βάθος μετά βίας δύο εκατοστά, που έφτανε μόλις για να πατήσει το δάχτυλο του ποδιού της. Προφανώς είχε τοποθετηθεί εκεί σκόπιμα από αυτούς που έχτισαν το ναό, αλλά προς το παρόν η συλλογιστική τους παρέμενε ασαφής, και η Κάρι είχε το προαίσθημα ότι δε θα της άρεσε η απάντηση όταν θα αποκαλυπτόταν... Η δοκός κουνήθηκε πέρα δώθε. Η μυστηριώδης προεξοχή είχε διασπάσει την προσοχή της μόνο για ένα λεπτό, αλλά το λεπτό αυτό αρκούσε για να την κάνει να χάσει την ισορροπία της. Προσπάθησε απεγνωσμένα να σταθεί και πάλι όρθια, αλλά το βάρος της είχε ήδη μετατοπιστεί πολύ προς τα εμπρός. Σε ένα δευτερόλεπτο θα έπεφτε μέσα στη στέρνα και στα σαγόνια των καϊμάν που περίμεναν... Έριξε προς τα εμπρός το σώμα της, αρπάζοντας τη δοκό και με τα δυο της χέρια, καθώς προσγειώθηκε με το στομάχι. Χτύπησε με δύναμη πάνω στο στενό ξύλο, κι ήταν σαν να δέχτηκε χτύπημα από γκλομπ. Έσφιξε τα γόνατά της γύρω από το διάδρομο που έτρεμε, προσπαθώντας να εμποδίσει το σώμα της να κατρακυλήσει μέσα στη στέρνα.

«Κάρι!» ούρλιαξε η Νίνα. Ο Τσέιζ έβγαλε γρήγορα το τζάκετ του, έτοιμος να πηδήξει πίσω της. «Που να πάρει, δεν πρόκειται να τα καταφέρει!» Οι καϊμάν προσελκύστηκαν από το θόρυβο και πλησίασαν. «Κάνε πίσω!» φώναξε η Κάρι. Τα γόνατά της ήταν ακόμα μέσα στο νερό, αλλά κατάφερε να γραπωθεί με τις μπότες της γύρω από τη δοκό και να προχωρήσει προς τα εμπρός. Το χοντρό κεφάλι του πιο κοντινού καϊμάν βγήκε ολόκληρο μέσα από το νερό με το στόμα ορθάνοιχτο, αποκαλύπτοντας τα πριονωτά δόντια του... «Αμάν!» μούγκρισε ο Τσέιζ, κι έπεσε στο έδαφος για να φτάσει στην άκρη της δοκού, χτυπώντας παράλληλα δυνατά το πόδι του μέσα στο νερό και προκαλώντας μεγάλο παφλασμό. «Ε! Εδώ! Ουου!» Ο μεγαλύτερος από τους δύο καϊμάν άλλαξε κατεύθυνση με ένα χτύπημα της ουράς του και τράβηξε προς το μέρος του. Ο πρώτος, που εξακολουθούσε να κολυμπά γρήγορα προς την Κάρι, έστριψε το κεφάλι του προς το θόρυβο - και δέχτηκε τη φτέρνα της μπότας της στο πλάι του κρανίου του μαζί με ένα κρακ, που αντήχησε σε ολόκληρη την αίθουσα. Ένα διαπεραστικό γρύλισμα ξέφυγε από τον καϊμάν, που ανέβασε την ουρά του και κατόπιν την άφησε να πέσει και πάλι μέσα στο νερό. Η Κάρι σερνόταν φρενιασμένα πάνω στο ξύλο, κοιτάζοντας πάνω από τον ώμο της το μεγάλο ερπετό. Έκανε κύκλο, μια δυσοίωνη γραμμή μέσα στο νερό καθώς γυρνούσε πίσω για εκείνη. Ο Τσέιζ κλότσησε πάλι το νερό σηκώνοντας κυματάκι, προτού γείρει πίσω στην προεξοχή· τη στιγμή εκείνη ο καϊμάν πετάχτηκε από το νερό, με το γιγάντιο στόμα του να χάσκει. Τα δυνατά του νύχια γρατσούνισαν τον πέτρινο τοίχο και το βαρύ του σώμα χτύπησε με θόρυβο πάνω στη δοκό. Η Κάρι παραλίγο να πέσει στο νερό από την πρόσκρουση. Γραπώθηκε απ’ τη δοκό με όλη της τη δύναμη, ενώ ο καϊμάν έπεφτε και πάλι πάνω της, σε μια προσπάθεια να κυνηγήσει τον Τσέιζ, προτού τελικά παραδεχτεί την ήττα του και υποχωρήσει στη στέρνα. Ο άλλος καϊμάν συνέχιζε να κατευθύνεται προς το μέρος της, με το νερό να κυλάει απ’ το στόμα του έτσι όπως βγήκε στην επιφάνεια. Αυτή τη φορά είχε μάθει το μάθημά του και στόχευε το πάνω μέρος του κορμιού της, πέρα από τα πόδια της. Ζορισμένη, η Κάρι ξανασύρθηκε προς τα εμπρός. Τα δάχτυλά της ακούμπησαν κρύα πέτρα και άρπαξε με τα νύχια της τη λεπτή προεξοχή, καταφέρνοντας να πιαστεί αρκετά γερά ώστε να τραβήξει το σώμα της από τη δοκό και να πατήσει γερά το ένα πόδι της πάνω, επιβάλλοντας στον εαυτό της να σταθεί όρθια. Ο καϊμάν επιτέθηκε... Με ένα ουρλιαχτό, η Κάρι άρπαξε το εγχειρίδιο από τη θέση του και το

κατέβασε με δύναμη ανάμεσα στα μοχθηρά κίτρινα μάτια του καϊμάν, καρφώνοντάς το βαθιά μέσα στον εγκέφαλό του. Το ερπετό έσκασε πάνω στη δοκό κι έπειτα γλίστρησε άψυχο μέσα στη στέρνα. Η Κάρι πρόλαβε να τραβήξει το εγχειρίδιο, κάνοντας το αίμα να αναβλύσει. Κι εκεί που το αίμα έβαφε το σκοτεινό νερό, αυτό άφρισε ξαφνικά και αναταράχτηκε από δεκάδες πτερύγια. Ο Τσέιζ είχε δίκιο. Πιράνχας! Η Κάρι κόλλησε στον τοίχο. Το ένα πόδι της ακουμπούσε στη δοκό, που έτρεμε ακόμα από την πτώση του καϊμάν πάνω της. Η άκρη του άλλου ποδιού της πατούσε πάνω στη μικρή προεξοχή. Περίμενε μέχρι να σταματήσει το τρεμούλιασμα της δοκού, κι ύστερα κοίταξε γύρω της για να δει το αποτέλεσμα της μετακίνησης του εγχειριδίου. Ήταν σίγουρη πως κάτι είχε κάνει κλικ όταν το άρπαξε... Δύο πράγματα συνέβησαν ταυτόχρονα. Από κάπου πάνω από τον Τσέιζ και τη Νίνα ακούστηκε ένας δυνατός μεταλλικός ήχος. Το μάτι της συνέλαβε κάποια κίνηση μέσα στο άνοιγμα που είχε δει ο Τσέιζ, αλλά ήταν πολύ σκοτεινά για να καταλάβει τι ήταν. Δεν είχε όμως καθόλου καιρό να το σκεφτεί, καθώς η δοκός είχε αρχίσει να μετακινείται και να μαζεύεται μέσα στον τοίχο πίσω της. Οι πάσσαλοι που τη συγκρατούσαν μετακινούνταν κι εκείνοι μαζί της, ρυτιδώνοντας έντονα την επιφάνεια του νερού - όλη αυτή η κατασκευή ήταν ακουμπισμένη πάνω σε ένα σκελετό στον πυθμένα της στέρνας, που τώρα εξαφανιζόταν με ανησυχητική ταχύτητα μέσα στην κρύα πέτρα πίσω από την πλάτη της. «Έντι, κάνε κάτι! Σταμάτησέ το!» θρηνολόγησε η Νίνα, απελπισμένη καθώς παρακολουθούσε τη δοκό να απομακρύνεται γλιστρώντας από το πλάι της πλατφόρμας. «Πώς;» ρώτησε εκείνος, ψάχνοντας να βρει κάτι, οτιδήποτε μπορούσε να εμποδίσει την αμείλικτη υποχώρηση της δοκού. Δεν υπήρχε όμως τίποτα. Σε κατάσταση σχεδόν πανικού, η Κάρι αναπήδησε με το ένα πόδι πάνω στη δοκό, μόνο και μόνο για να υποχρεωθεί να ξανακολλήσει στον τοίχο μέσα σε δευτερόλεπτα. Με την ταχύτητα που μετακινούνταν η δοκός, η Κάρι είχε ένα λεπτό -λιγότερο- προτού εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, κι εκείνη πέσει στη στέρνα μαζί με το δεύτερο καϊμάν... και τα πιράνχας που ξέσκιζαν τις σάρκες του νεκρού συντρόφου του. Κρατούσε ακόμα στο χέρι της το εγχειρίδιο. Το εγχειρίδιο... Θα πρέπει να υπάρχει κάτι ακόμα, σκέφτηκε. Έπρεπε να κάνει κάτι με το εγχειρίδιο, κι όχι απλά να το πάρει.

«Πέτα μου το φακό!» φώναξε. «Θα πέσει μέσα», διαμαρτυρήθηκε η Νίνα καθώς ο Τσέιζ πήρε θέση για να της τον πετάξει. «Θα πέσει κι εκείνη μέσα σε ένα λεπτό!» αντέτεινε ο άντρας. «Κάρι; Έτοιμη;» «Ναι». Πέταξε το φακό. Το λαμπερό φως διέσχισε τοξωτά την αίθουσα σαν διάττοντας αστέρας. Η Κάρι άπλωσε το πληγωμένο χέρι της και ο φακός προσγειώθηκε με ένα χτύπημα στην παλάμη της. Ταλαντεύτηκε για να κρατήσει την ισορροπία της και τον σήκωσε ψηλά, στοχεύοντας με τη δέσμη του το κοίλωμα ψηλά πάνω στην άλλη πλευρά της στέρνας. Αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για ένα άνοιγμα σε σχήμα κύβου, με διαστάσεις ένα μέτρο επί ένα. Μέταλλα έλαμπαν εκεί μέσα, χαλκός η χρυσός, κι ένα κυκλικό αντικείμενο με πλάτος τριάντα εκατοστά στεκόταν σαν ασπίδα. Όχι ασπίδα, αλλά στόχος. Από τη δοκό είχε απομείνει περίπου ένα μέτρο, προτού εξαφανιστεί κι αυτό μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Η Κάρι στράφηκε και πήδηξε πάνω στη δοκό, τινάζοντας ταυτόχρονα το δεξί της χέρι για να πετάξει το εγχειρίδιο. Η λεπίδα άστραψε πάνω απ’ τη δέσμη του φακού. Βρήκε το στόχο με ένα μπανγκ, κατευθείαν στο κέντρο. Ο μεταλλικός δίσκος έπεσε προς τα πίσω, βγαίνοντας απ’ το οπτικό της πεδίο. Η δοκός σταμάτησε να κινείται. Με τα ξύλα να τρίζουν και τα σκοινιά τεντωμένα, η στενή κινητή γέφυρα έπεσε στην απέναντι άκρη της αίθουσας, χτυπώντας πάνω στην πλατφόρμα με πάταγο. Η Κάρι κοίταξε κάτω. Υπήρχε ακόμα ένα μεγάλο κομμάτι της δοκού που προεξείχε από τον τοίχο, αρκετό για να πατήσει και τα δυο της πόδια αν γυρνούσε στο πλάι. Με το ελεύθερο χέρι της ακούμπησε στον τοίχο για να στηριχτεί, νιώθοντας πολύ ευάλωτη. «Και τώρα, τι υποτίθεται πως πρέπει να κάνω;» ρώτησε δυνατά. Αντί για απάντηση, ακούστηκε ακριβώς από πάνω της ένας θόρυβος. Ένα σκοινί, με ένα κομμάτι ξύλο στην άκρη για βαρίδι, έπεσε από την προεξοχή στον τοίχο. Ο Τσέιζ και η Νίνα έφταναν ήδη στη γέφυρα. «Θα σε συναντήσουμε στην άλλη πλευρά», φώναξε ο Τσέιζ καθώς η Κάρι γραπώθηκε από το σκοινί και άρχισε να ανεβαίνει· αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν επρόκειτο να κοπεί κι ότι δεν ήταν παγίδα. Έδειχνε στέρεο. Σκαρφάλωσε μέχρι την προεξοχή χρησιμοποιώντας κυρίως το δεξί της χέρι. Το πλάτος της έφτανε μόλις τα τριάντα εκατοστά, αλλά σε σύγκριση με το πού στεκόταν μέχρι πριν από λίγο της φάνηκε φαρδιά σαν λεωφόρος. Την ώρα που η Κάρι έπεφτε στο έδαφος, η Νίνα και ο Τσέιζ είχαν ήδη φτάσει

στην άκρη της γέφυρας. «Αυτό κι αν ήταν καλή βολή», σχολίασε ο Τσέιζ ενώ η Κάρι έπεφτε βαριά πάνω στον τοίχο, εξαντλημένη. «Πόσο μεγάλος ήταν ο στόχος;» Κράτησε τα χέρια της σε απόσταση τριάντα εκατοστών, ενώ η Νίνα έλεγχε τον πρόχειρο επίδεσμό της. «Που να πάρει, δε νομίζω ότι εγώ θα τα κατάφερνα. Δεν αστειεύονταν όταν έλεγαν ότι ήταν δοκιμασία ικανότητας». «Κι έχουμε να περάσουμε ακόμα μια δοκιμασία», είπε η Νίνα. «Τη Δοκιμασία του Μυαλού; Αυτό ακούγεται η ειδικότητά σου, ντοκτορέσσα. Είσαι έτοιμη;» Χαμογέλασε νευρικά. «Μήπως έχω κι άλλη επιλογή;» «Πόση ώρα έχουμε;» ρώτησε η Κάρι με κουρασμένη φωνή τον Τσέιζ. «Έχουμε ακόμα... τριάντα έξι λεπτά». Κοίταξαν και οι τρεις το πέρασμα που οδηγούσε βαθύτερα μέσα στο ναό. Μολονότι δε διέφερε από τα άλλα που είχαν ήδη διασχίσει, αυτό κατά κάποιο τρόπο έμοιαζε πιο απωθητικό. «Εντάξει, λοιπόν», είπε η Νίνα, ορθώνοντας το ανάστημά της με ύφος γεμάτο περιφρόνηση, αν και σίγουρα δεν αισθανόταν έτσι. «Ελπίζω το μυαλό μου να είναι άξιο για τη δοκιμασία».

15

ΕΧΟΝΤΑΣ ΤΟ ΝΟΥ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΠΑΓΙΔΕΣ, προχώρησαν στο πέρασμα. Κάτι προβλημάτιζε τη Νίνα, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι. Και δεν επρόκειτο απλά για έκκριση αδρεναλίνης μετά το σοκ που πέρασε, έχοντας μόλις ξεφύγει από βέβαιο θάνατο. Ήταν κάτι άλλο, μια βεβαιότητα ότι παρέβλεπε κάποιο ζωτικό στοιχείο. Δεν είχε όμως χρόνο να το σκεφτεί. Μπροστά τους ανοιγόταν ακόμα μια αίθουσα. «Σταθείτε», είπε ο Τσέιζ, σταματώντας στην είσοδο. Φώτισε με το φακό το χώρο μπροστά τους. «Μικρότερη από την προηγούμενη». Η αίθουσα αυτή, συγκρινόμενη με τη μεγάλη αίθουσα της στέρνας, ήταν μικροσκοπική, με πλάτος που έφτανε μόλις τα πέντε μέτρα. Καθώς ο Τσέιζ μετακίνησε το φωτεινό κύκλο, η Νίνα μπόρεσε να δει ότι οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με σημάδια - στην ίδια γλώσσα με αυτά του βραχίονα του εξάντα από την Ατλαντίδα, αλλά και της εισόδου του ναού. «Φαίνεται ασφαλής», ανακοίνωσε, «αλλά μην το πάρετε τοις μετρητοίς. Απλώς να είστε προσεκτικές». Έκανε μερικά βήματα μέσα στην αίθουσα, σταματώντας λες και περίμενε να ενεργοποιηθεί κάποια κρυμμένη παγίδα, κι έπειτα έκανε νόημα στη Νίνα και την Κάρι να ακολουθήσουν. «Εντάξει. Η Δοκιμασία του Μυαλού, λοιπόν. Προχώρα, ντοκτορέσσα». «Σωστά...» είπε εκείνη, παίρνοντας το φακό για να εξετάσει τις επιγραφές στους τοίχους. «Ω Θεέ μου! Θα ήθελες μέρες ολόκληρες για να τις μεταφράσεις!» «Έχουμε μόνο τριάντα τρία λεπτά μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Σκέψου γρήγορα». «Νίνα, εδώ πέρα», είπε η Κάρι, που είχε προχωρήσει στον απέναντι από την είσοδο τοίχο. Μια πέτρινη επιφάνεια, χωρίς γραπτό κείμενο, έμοιαζε με πόρτα και δίπλα της υπήρχε κάτι που θύμιζε... «Είναι πλάστιγγα», είπε η Νίνα. «Μια ζυγαριά», και κατεύθυνε το φως προς τα κάτω. Ένα κοίλωμα ήταν λαξευμένο στην πέτρα κι εκεί μέσα υπήρχαν καμιά εκατοστή μολυβένιες μπίλιες, η καθεμία στο μέγεθος ενός κερασιού. «Υποθέτω ότι θα πρέπει να βάλουμε το σωστό αριθμό από μπίλιες στη ζυγαριά. Αλλά πώς θα ξέρουμε πόσες να χρησιμοποιήσουμε;» Δίπλα στο χάλκινο τάσι της ζυγαριάς υπήρχε ένας μοχλός· η Νίνα άπλωσε το χέρι της, αλλά η Κάρι τη σταμάτησε.

«Έχω την αίσθηση ότι μόνο μία φορά μπορούμε να δοκιμάσουμε», είπε δείχνοντας προς την οροφή. Από πάνω τους κρεμόταν ένα μεγάλο μεταλλικό πλέγμα με καρφιά, έτοιμο να διαπεράσει τους πάντες μέσα στην αίθουσα έτσι και έπεφτε. Η Νίνα βιάστηκε να τραβήξει το χέρι της απ’ το μοχλό. Έστρεψε το φακό προς τους τοίχους, ώσπου εντόπισε μεγάλα σύμβολα σκαλισμένα πάνω από την κλειστή πόρτα. Ήταν τοποθετημένα σε τρεις σειρές, η μια πάνω από την άλλη· στην επάνω σειρά ήταν αραδιασμένα σε ομάδες των έξι διαφορετικών συμβόλων, ενώ στις άλλες δύο σε ομάδες των πέντε. Η Νίνα αναγνώρισε αμέσως το πρώτο σύμβολο. Πολλά μικρά σημάδια σαν απόστροφοι... «Είναι αριθμοί», ανακοίνωσε. «Πρόκειται για ένα είδος μαθηματικού γρίφου. Αν βρεις την απάντηση, ξέρεις πόσες μπίλιες πρέπει να βάλεις στο τάσι». «Αυτό είναι όλο;» Ο Τσέιζ ακούστηκε σχεδόν απογοητευμένος. «Χριστέ μου, ακόμα κι εγώ μπορώ να το κάνω αυτό. Για να δούμε... στην επάνω σειρά υπάρχουν τρία από αυτά τα σημαδάκια, πέντε ανάποδα V, εφτά γερτά Λ, δυο πλαγιαστά βέλη με μια γραμμή από κάτω, τέσσερα ανάποδα Ν και ένα ανάποδο Ν με μια γραμμή από κάτω. Αυτό μας κάνει 357.241. Παιχνιδάκι». «Κι έκανες λάθος», είπε η Νίνα, καταφέρνοντας να χαμογελάσει. «Η διάταξη των αριθμών είναι αντίστροφη από τη δική μας - το πρώτο σύμβολο, το μικρό σημάδι, είναι στην πραγματικότητα ο μικρότερος αριθμός· το καθένα από αυτά συνιστά μια ενότητα. Έτσι τελικά ο πρώτος αριθμός είναι 142.753. Είναι το ίδιο σύμβολο με αυτό στο χάρτη του ποταμού που είναι χαραγμένος στο βραχίονα του εξάντα, και ξέρω καλά ότι έχω δίκιο, επειδή διαφορετικά δε θα είχαμε βρει ποτέ αυτό το μέρος». «Εντάξει, εξυπνάκια», είπε χαμογελώντας πλατιά ο Τσέιζ. «Επομένως, οι άλλοι αριθμοί είναι... 87.527 και 34.164. Και λοιπόν, θα τους αφαιρέσουμε; Αυτό μας κάνει, χμ...» «Είκοσι μία χιλιάδες και εξήντα δύο», είπαν μαζί, σχεδόν ταυτόχρονα, η Νίνα και η Κάρι. Ο Τσέιζ σφύριξε εντυπωσιασμένος. «Ωραία, επομένως δε χρειαζόμαστε κομπιουτεράκι. Όμως σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν είκοσι μία χιλιάδες μπίλιες σ’ αυτό το κοίλωμα». «Κι αν είναι ένας συνδυασμός πράξεων;» πρότεινε η Κάρι. «Αφαιρείς το δεύτερο αριθμό από τον πρώτο, κι ύστερα διαιρείς με τον τρίτο;» «Πολύ πολύπλοκο», είπε η Νίνα, κοιτάζοντας εξεταστικά τους αριθμούς. «Άλλωστε, δεν υπάρχει κάποιο σύμβολο που να σου λέει ότι πρέπει να κάνεις διάφορες πράξεις. Επιπλέον...» συνοφρυώθηκε καθώς το σκεφτόταν, «το αποτέλεσμα θα πρέπει να είναι κλάσμα, και δε νομίζω ότι το 1/62 από τις μπίλιες μπορεί να είναι η σωστή απάντηση». Ο Τσέιζ μόρφασε. «Που να πάρει, μου κάνει κακό και μόνο που το σκέφτομαι».

«Ο πρώτος αριθμός συν τον τρίτο, αν διαιρεθούν με το δεύτερο, μας κάνει 2,02», είπε η Κάρι. «Αμφιβάλλω αν είχαν υπολογίσει αποτελέσματα με ακρίβεια ενός πεντηκοστού. Ίσως το είχαν στρογγυλέψει σε δύο...» «Και πάλι είναι υπερβολικά πολύπλοκο!» φώναξε η Νίνα. «Και επιπλέον αυθαίρετο. Ο πρώτος συν τον τρίτο αν διαιρεθούν με το δεύτερο; Είναι σαν να φτιάχνεις σταυρόλεξο, αλλά χωρίς κανένα ορισμό!» Έστρεψε το φακό στους άλλους τοίχους. «Ο ορισμός πρέπει να βρίσκεται κάπου αλλού. Στο άλλο κείμενο. Πρέπει μονάχα να τον βρω». «Τικ τακ, ντοκτορέσσα», είπε ο Τσέιζ, δείχνοντας το ρολόι του. «Είκοσι εννέα λεπτά». Η Νίνα γονάτισε μπροστά σε έναν από τους τοίχους, περνώντας ερευνητικά το φως πάνω από τα σύμβολα. Ύστερα από ένα λεπτό, ξεφύσηξε απογοητευμένη. «Όλα αυτά αναφέρονται στην ίδρυση της πόλης και την ιστορία των ανθρώπων από τότε και στο εξής. Δε βλέπω τίποτα που να σχετίζεται με το γρίφο». «Δεν υπάρχει τίποτα που να αναφέρεται στους ανθρώπους πριν έρθουν εδώ από την Ατλαντίδα;» ρώτησε η Κάρι. «Όχι απ’ όσο βλέπω». Η Νίνα διέσχισε βιαστικά την αίθουσα για να εξετάσει το κείμενο στον απέναντι τοίχο. «Κι αυτό είναι πάνω κάτω το ίδιο. Θυμίζει λογιστικό βιβλίο, ένα αρχείο της φυλής με καταχωρίσεις χρόνο το χρόνο. Πόσα παιδιά γεννήθηκαν, πόσα ζώα είχαν... Πρέπει να υπάρχουν εδώ στοιχεία τουλάχιστον δύο αιώνων. Κανένα από αυτά όμως δεν έχει σχέση με τη δοκιμασία!» είπε και κούνησε νευριασμένα το δάχτυλό της προς τα σύμβολα της πόρτας. «Σκέφτηκα κάτι», είπε ο Τσέιζ. «Αυτό εδώ το πράγμα είναι δοκιμασία του μυαλού, σωστά; Κι αν είναι κάποιος γρίφος που απαιτεί να σκεφτείς ανορθόδοξα για να τον λύσεις;» «Τι εννοείς;» ρώτησε η Κάρι. «Αυτή εδώ είναι προφανώς μια πόρτα, σωστά;» είπε ο Τσέιζ και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της. «Εμείς δε σκεφτήκαμε καν να την ανοίξουμε». «Κάνε μια απόπειρα!» του είπε η Νίνα. Ο Τσέιζ πλησίασε και έσπρωξε την πόρτα, αλλά εκείνη δεν κουνήθηκε στο ελάχιστο. Δοκίμασε από τη μια πλευρά, ύστερα από την άλλη. Δεν έγινε τίποτα. Για να μπορεί μάλιστα να πει πως έκανε τα πάντα, επιχείρησε να τη σηκώσει κι ύστερα να την τραβήξει έξω από τον τοίχο. Και πάλι τίποτα. «Σκατά!» φώναξε, κάνοντας ένα βήμα πίσω. «Πίστευα πραγματικά ότι θα μπορούσε να πετύχει». «Το ίδιο πίστευε και κάποιος άλλος», είπε η Νίνα συμμαχώντας μαζί του. «Κοίτα! Μόλις συνειδητοποίησα ότι η πόρτα δεν έχει το ίδιο ακριβώς χρώμα με την υπόλοιπη αίθουσα. Έχει λαξευτεί από διαφορετική πέτρα. Υπάρχουν επίσης σημάδια στις γύρω πέτρες - σημάδια από σμίλη και λοστούς. Κανένα σημάδι

όμως πάνω στην ίδια την πόρτα. Είναι πιο καινούρια· οι Ινδιάνοι την αντικατέστησαν! Κάποιος δεν ήθελε να λυθεί ο γρίφος, κι έτσι άνοιξαν την πόρτα σπάζοντάς την». «Οι ναζί;» αναρωτήθηκε η Κάρι. «Μοιάζει με τον τρόπο προσέγγισής τους», είπε ο Τσέιζ. «Πρέπει να κατάφεραν να πείσουν τους Ινδιάνους να τους αφήσουν να πάρουν μαζί τους περισσότερα πράγματα από έναν πυρσό». Η Κάρι συμφώνησε. «Πιθανόν υπό την απειλή όπλου». «Σωστά. Το πρόβλημα όμως είναι ότι εμείς δεν έχουμε λοστούς. Κι έτσι πρέπει να το κάνουμε με το δύσκολο τρόπο». Η Νίνα έσπευσε να επιστρέψει στα σκαλίσματα στον πλαϊνό τοίχο. «Νομίζω ότι ακόμα μπορούμε. Κάτι παράξενο συμβαίνει με αυτούς τους αριθμούς. Κοίτα». Πέρασε το δάχτυλό της κάτω από τις γραμμές των συμβόλων. «Βλέπεις; Είναι ταξινομημένοι κατά οχτάδες το πολύ. Ποτέ εννιάδες ή δεκάδες. Εδώ οχτώ, εδώ οχτώ, εδώ οχτώ...» «Πιστεύεις ότι μπορεί να λειτουργούσαν με βάση το οχτώ;» ρώτησε η Κάρι. «Είναι πιθανό. Μπορεί να μην ήταν ο μόνος αρχαίος πολιτισμός που το χρησιμοποιούσε». «Τι βρήκες; Τι είναι αυτή η ιστορία με το οχτώ;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Νομίζω ότι προβάλλουμε τις δικές μας προκαταλήψεις πάνω στους ανθρώπους που έχτισαν το ναό», είπε η Νίνα με μάτια που άστραφταν από έξαψη. «Συμπεράναμε ότι χρησιμοποιούσαν το δεκαδικό σύστημα όπως κι εμείς». Έπιασε το ερωτηματικό βλέμμα του Τσέιζ. «Το δικό μας αριθμητικό σύστημα βασίζεται στα πολλαπλάσια του δέκα. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες...» «Επειδή έχουμε δέκα δάχτυλα, σωστά; Πέρασα τα μαθηματικά της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης», είπε. «Δηλαδή, στο περίπου». «Είναι ένα πολύ κοινό σύστημα», συνέχισε η Νίνα. «Το χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Αιγύπτιοι... Είναι κοινό, επειδή κυριολεκτικά βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου». Σήκωσε τα δάχτυλά της για να του δείξει. «Δεν είναι όμως το μοναδικό σύστημα. Οι Σουμέριοι χρησιμοποιούσαν ως βάση το εξήντα». «Το εξήντα;» έκανε κοροϊδευτικά ο Τσέιζ. «Ποιος στην ευχή θα χρησιμοποιούσε το εξήντα;» Η Κάρι χαμογέλασε. «Εσύ, ας πούμε. Κάθε φορά που κοιτάς το ρολόι σου. Είναι η βάση ολόκληρου του δικού μας χρονικού συστήματος». «Αχ, ναι, σωστά», είπε αμήχανα ο Τσέιζ. «Υπάρχουν ένα σωρό άλλες βάσεις που χρησιμοποιήθηκαν από αρχαίους πολιτισμούς», συνέχισε η Νίνα. «Οι Μάγιας χρησιμοποιούσαν ως βάση το είκοσι, οι Ευρωπαίοι της εποχής του χαλκού χρησιμοποιούσαν το οχτώ...» έστρεψε

απότομα το κεφάλι της για να ξανακοιτάξει τα σύμβολα. «Βάση το οχτώ! Αυτό είναι. Πρέπει να είναι αυτό!» «Γιατί να χρησιμοποιήσουν το οχτώ;» ρώτησε ο Τσέιζ. Σε απάντηση, η Κάρι σήκωσε τα χέρια της με τα δάχτυλα ανοιχτά - αλλά με τους αντίχειρες διπλωμένους στις παλάμες της. «Α, το ’πιασα. Χρησιμοποιούσαν τους αντίχειρες για να μετρούν τα δάχτυλά τους, αλλά δε μετρούσαν τους αντίχειρες;» «Αυτή είναι η θεωρία», είπε η Νίνα, εξετάζοντας τις επιγραφές. «Έτσι αντί για ένα, δέκα, εκατό, οι αριθμοί τελικά πήγαιναν ένα, οχτώ, εξήντα τέσσερα...» είπε και όρμησε πίσω στην πόρτα. «Έτσι, η πρώτη στήλη είναι μόνο μονάδες, η δεύτερη πολλαπλάσια του οχτώ, κατόπιν εξήντα τέσσερα, πεντακόσια δώδεκα, τέσσερις χιλιάδες ενενήντα έξι και...» «Τριάντα δύο χιλιάδες εφτακόσια εξήντα οχτώ», είπε η Κάρι τελειώνοντας. «Σωστά. Επομένως, ο αριθμός θα πρέπει να είναι, περίμενε να δω... τρεις μονάδες, συν πέντε μονάδες του οχτώ, σαράντα, συν εξήντα τέσσερις φορές το εφτά...» Ο Τσέιζ έκανε έναν πονεμένο μορφασμό. «Θα αφήσω εσάς τις δυο να το βρείτε αυτό». Η Κάρι βρήκε πρώτη την απάντηση. «Πενήντα χιλιάδες εξακόσια εξήντα εφτά». «Εντάξει», είπε η Νίνα. «Κάνε εσύ το δεύτερο αριθμό, κι εγώ θα κάνω τον τρίτο». Άλλο ένα ξέσπασμα νοερών αριθμητικών υπολογισμών έδωσε τις απαντήσεις: 36.695 και 14.452. «Εντάξει! Επομένως ο πρώτος μείον το δεύτερο μείον τον τρίτο είναι...» Και οι δύο σκέφτηκαν πολύ για να το βρουν, ενώ ο Τσέιζ τις παρατηρούσε έντονα - μόνο και μόνο για να δει τα πρόσωπά τους να κατσουφιάζουν την ίδια στιγμή. «Τι έγινε; Ποια είναι η απάντηση;» «Είναι μικρότερος τον τετρακόσια ογδόντα», του είπε η Νίνα απελπισμένα. «Δεν μπορεί να είναι δύναμη του οχτώ». «Αν είναι του εννιά;» ρώτησε η Κάρι. «Αν το δεκαδικό σύστημα δίνει πολύ μεγάλο αποτέλεσμα και το οχταδικό πολύ μικρό...» «Η απάντηση θα είναι σε χιλιάδες. Σκατά!» είπε η Νίνα και έριξε ένα ερωτηματικό βλέμμα στον Τσέιζ. «Είκοσι τέσσερα λεπτά». «Που να πάρει! Δε θα προλάβουμε!» είπε και κλότσησε αγριεμένη την πόρτα. «Τι στην ευχή μάς ξεφεύγει;» Ο Τσέιζ κάθισε κάτω και ανασκάλεψε τις μολυβένιες μπίλιες, ελπίζοντας να βρει κάποιο κρυμμένο στοιχείο στο κοίλωμα. Δεν υπήρχε όμως. «Και τι θα συνέβαινε αν το διακινδυνεύαμε και βάζαμε στο τάσι όσες μπίλιες θέλαμε; Μπορεί να υπάρχει περίπτωση να φανούμε τυχεροί». Η Νίνα άγγιξε το μενταγιόν της. «Θα μας χρειαζόταν όλη η τύχη του κόσμου».

«Είναι το μόνο που έχουμε. Δεν μπορούμε έτσι απλά να παραιτηθούμε - ακόμα κι αν επιστρέφαμε έχοντας περάσει μόνο τις άλλες δοκιμασίες, οι Ινδιάνοι θα μας σκότωναν αμέσως μόλις βγαίναμε έξω. Όπως και τον Ούγκο, τον Ανιάλντο και τον καθηγητή». «Έτσι και κάνουμε λάθος, πάλι θα σκοτωθούμε», του θύμισε η Κάρι, δείχνοντας τα καρφιά που κρέμονταν πάνω από τα κεφάλια τους. «Ίσως υπάρχει κάποιος τρόπος να τραβήξουμε το μοχλό απέξω απ’ το δωμάτιο...» Αλλά η Νίνα δεν τον άκουγε πια. Κάτι άλλο που είχε πει ο Τσέιζ την απασχολούσε έντονα. Αν επιστρέφαμε έχοντας περάσει μόνο τις άλλες δοκιμασίες... Αυτό ήταν που την προβλημάτιζε, γι’ αυτό βασάνιζε το μυαλό της. Και τώρα που ήξερε τι ήταν... «Υπάρχει κι άλλη έξοδος!» ξέσπασε. «Πρέπει να υπάρχει! Οι άνθρωποι της φυλής διατηρούν το ναό και τις παγίδες - πρέπει να το κάνουν, πρέπει να τις ξαναθέτουν σε λειτουργία και να τις επισκευάζουν». Έδειξε τη λίθινη πόρτα. «Σε καμία περίπτωση όμως αυτοί που έχτισαν το ναό δε θα ανάγκαζαν τους ανθρώπους που υποτίθεται ότι τον προστατεύουν να περνούν από δοκιμασίες κάθε φορά που χρειάζεται να μπουν μέσα - ένα μικρό λάθος και πέθαναν! Επομένως, πρέπει να υπάρχει κάποιος άλλος τρόπος για να μπαίνουν μέσα χωρίς να περνούν από δοκιμασία κάθε φορά». «Μια πίσω πόρτα;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Ναι, σαν βοηθητική πρόσβαση, ή κάποιος τρόπος τέλος πάντων να βγαίνεις έξω χωρίς να χρειάζεται να ολοκληρώσεις τη δοκιμασία πραγματικά». Η Νίνα έστρεψε ξανά το φακό στους τοίχους της αίθουσας. «Ίσως υπάρχει κάποιος διακόπτης ή κάποια χαλαρή πλάκα, κάποιος τρόπος να ανοίξει αυτή η πόρτα». Έψαξαν βιαστικά τους τοίχους της αίθουσας, ψαχουλεύοντας με τα δάχτυλα την κρύα πέτρα μήπως και νιώσουν κάτι να μετατοπίζεται. Ύστερα από ένα λεπτό, ο Τσέιζ ύψωσε τη φωνή του: «Εδώ!» Η Νίνα και η Κάρι έτρεξαν κοντά του στη μια από τις γωνίες της αίθουσας. Στο επίπεδο του δαπέδου, εκεί που ενώνονταν οι δύο τοίχοι, υπήρχε μια μικρή κάθετη σχισμή. Δε θα έλεγε κανείς ότι ήταν άνοιγμα - αλλά σε σύγκριση με τις ακριβείς ενώσεις των άλλων πλακών, ήταν ξεκάθαρο πως επρόκειτο για σκόπιμο χαρακτηριστικό παρά για κακοτεχνία στο χτίσιμο. «Τι υπάρχει εκεί μέσα;» ρώτησε η Κάρι. «Ιδέα δεν έχω - είναι πολύ μικρό για να χωρέσει το χέρι μου. Νίνα, εσύ έχεις ωραία, λεπτοκαμωμένα δαχτυλάκια. Για δοκίμασε». «Και θέλω να παραμείνουν ωραία», παραπονέθηκε η Νίνα, αλλά γονάτισε δίπλα στη σχισμή. «Ω Θεέ μου! Ελπίζω μόνο να μην υπάρχει κανένας δαχτυλοφάγος ή σκόρπιός εκεί μέσα...»

Γλίστρησε τα δάχτυλά της επιφυλακτικά ανάμεσα στις πλάκες. Λίγο ακόμα... ακόμα λίγο... Τα ακροδάχτυλά της άγγιξαν κάτι. Προς στιγμήν δείλιασε, από φόβο μήπως ήταν κάποια τρίχα που θα ενεργοποιούσε την πτώση των καρφιών πάνω τους. Οι τρεις τους όμως παρέμειναν ανέπαφοι. Προς το παρόν. «Τι είναι;» ρώτησε η Κάρι. «Υπάρχει κάτι μεταλλικό εκεί μέσα». «Διακόπτης;» «Δεν ξέρω... Για στάσου». Η Νίνα προσπάθησε να γλιστρήσει τα δάχτυλά της γύρω από το εμπόδιο. «Θα μπορούσε να είναι». Ο Τσέιζ έσκυψε πιο κοντά. «Μπορείς να το τραβήξεις;» «Άσε εμένα», είπε η Κάρι. «Νίνα, καλύτερα να περιμένεις στο πέρασμα για την περίπτωση που κάτι πάει στραβά». «Αν δε λειτουργήσει, τότε έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε σύντομα», είπε η Νίνα. «Εσείς οι δυο βγείτε απ’ την αίθουσα. Εμπρός!» πρόσθεσε, προτού κανείς από τους δυο τους προλάβει να φέρει αντίρρηση. Πήρε μερικές βαθιές εισπνοές, ενώ εκείνοι οπισθοχωρούσαν προς την είσοδο της αίθουσας. «Ωραία. Πάμε...» Έσφιξε τα δάχτυλά της γύρω από το μέταλλο, σταμάτησε για μια στιγμή για να αναρωτηθεί τι στην ευχή έκανε, και το τράβηξε. Κλικ. Το πλέγμα απ’ όπου κρέμονταν τα καρφιά παρέμεινε ακίνητο. Ακόμα ένα πιο δυνατό μεταλλικό κουδούνισμα ακούστηκε από τη λίθινη πόρτα. Η Νίνα φώναξε δυνατά. «Νομίζω ότι δούλεψε...» «Βγες από την αίθουσα», διέταξε ο Τσέιζ, γνέφοντας στην Κάρι να κάνει πίσω, ενώ ο ίδιος προχώρησε προς την πόρτα. Η Νίνα υπάκουσε πρόθυμα. Ο Τσέιζ ανασύνταξε τις δυνάμεις του κι έπειτα έσπρωξε. Η πόρτα άνοιξε, με τη βαριά πέτρα να γρατσουνίζει το πάτωμα. Ένα ακόμα σκοτεινό πέρασμα ανοιγόταν μπροστά τους. «Τα κατάφερες!» φώναξε η Κάρι. «Καλή δουλειά», είπε ο Τσέιζ. «Πρέπει όμως να βιαστούμε - μας μένουν μόνο είκοσι ένα λεπτά». «Καλύτερα τότε να του δίνουμε από δω μέσα», είπε η Νίνα και χτύπησε ελαφρά στο χέρι τον Τσέιζ καθώς περνούσε από μπροστά του. «Και είχες δίκιο για τον ανορθόδοξο τρόπο επίλυσης του γρίφου». «Κάνουμε καλή ομάδα εμείς οι τρεις, έτσι δεν είναι;» είπε. «Εσύ έχεις το μυαλό, εγώ έχω τη μυϊκή δύναμη και η Κάρι έχει την...» «Ομορφιά;» πρότεινε η Νίνα. Η Κάρι χαμογέλασε. «Θα έλεγα ευστροφία, αλλά και η δική σου δεν πάει πίσω». Πήρε το φακό από τη Νίνα. «Εντάξει. Έτσι, περάσαμε και τις τρεις δοκιμασίες. Τι άλλο μένει τώρα;»

«Τώρα ξαναβάζουμε το τεχνούργημα εκεί που ανήκει και βγαίνουμε έξω», είπε η Νίνα, προχωρώντας στο πέρασμα. Ο Καστίγ κοίταξε νευρικά προς τη δόση. Ο ήλιος είχε γείρει προ πολλού πίσω από τον ψηλό θόλο των δέντρων, αλλά αιχμές λαμπερού φωτός εξακολουθούσαν να διαπερνούν τις πυκνές φυλλωσιές. Ήταν όμως πολύ κοντά στον ορίζοντα. Και ο ουρανός από πάνω έπαιρνε ταχύτατα ένα βαθύτερο μπλε χρώμα καθώς έπεφτε το σούρουπο... Κοίταξε προς την είσοδο του ναού. Στο σκοτεινό τετράγωνο δεν είχε υπάρξει καμία κίνηση από τη στιγμή που η λάμψη του φακού του Τσέιζ είχε χαθεί, πριν από σαράντα περίπου λεπτά. «Βιάσου, Έντουαρντ», μονολόγησε. «Και... Κι αν έχουν πεθάνει;» ρώτησε ο Φίλμπι, με καταϊδρωμένο το πανικόβλητο πρόσωπό του. Οι τρεις αιχμάλωτοι ήταν γονατισμένοι έξω από την καλύβα των γερόντων, έχοντας γύρω τους αρκετούς κυνηγούς. «Θα τα καταφέρουν», είπε ο Καστίγ, παρακαλώντας να ένιωθε τόσο σίγουρος όσο ακουγόταν. Ένα αναπάντεχο δυνατό τρίξιμο διέκοψε τα μουρμουρητά των Ινδιάνων και τη φλυαρία των πουλιών. Ερχόταν από τους εγκαταλελειμμένους σάκους. «Ομάδα έρευνας, με λαμβάνεις; Εδώ Πέρεζ. Με λαμβάνεις; Όβερ». Όπως ήταν αναμενόμενο, οι Ινδιάνοι ταράχτηκαν, παίρνοντας με ένα πήδημα αμυντικές θέσεις και στοχεύοντας με τα όπλα τους περιμετρικά σε όλο το χωριό, λες και περίμεναν επίθεση. «Ομάδα έρευνας, απάντησε, απάντησε, όβερ». «Αν καταφέρουμε να του απαντήσουμε, μπορεί να καλέσει το ελικόπτερο», είπε ο Ντι Σάλβο μέσα από τα δόντια του. «Με κάποια υποστήριξη». «Και όπλα!» πρόσθεσε ο Φίλμπι, σχεδόν αισιόδοξα. «Αν μπορέσουμε να τους πείσουμε να μας δώσουν τον ασύρματο», είπε ο Καστίγ. Στο μεταξύ, οι Ινδιάνοι είχαν καταλάβει από πού ερχόταν ο ήχος και έψαχναν επιφυλακτικά τα σακίδια, τρυπώντας τα με τα ακόντιά τους. «Ομάδα έρευνας, δεν ξέρω αν με ακούς...» Ένα από τα μέλη της φυλής χτύπησε το σακίδιο του Καστίγ, διακόπτοντας προσωρινά τη μετάδοση. «...Έχουμε παρέα. Ακούω τουλάχιστον ένα ελικόπτερο, ίσως δύο, που πλησιάζουν τη θέση μου. Δεν είναι δικά μας, το ξαναλέω, δεν είναι δικά μας ελικόπτερα. Παρακαλώ, απαντήστε». «Στρατιωτικά;» ρώτησε ανήσυχος ο Καστίγ. «Θα το είχα μάθει αν σχεδίαζαν επιχειρήσεις στη ζούγκλα», απάντησε ο Ντι Σάλβο. «Διάολε», ο Καστίγ είχε μια τρομακτική ιδέα για το ποιος μπορεί να επέβαινε στο ελικόπτερο. «Ανιάλντο, προσπάθησε να τους πείσεις να φέρουν εδώ τον ασύρματο. Πρέπει να...»

Ένας από τους Ινδιάνους έβγαλε το γουόκι τόκι από το σακίδιο. Η φωνή του Πέρεζ ακουγόταν τώρα καθαρά. «Ομάδα έρευνας, βλέπω ένα από τα ελικόπτερα! Είναι... Χριστέ μου!» Ένα διαπεραστικό στρίγκλισμα από παράσιτα, και ο Ινδιάνος πέταξε κάτω τον ασύρματο από το φόβο του. Ο Φίλμπι κοιτούσε σαστισμένος πότε τον Καστίγ και πότε τον Ντι Σάλβο. «Τι συνέβη ακριβώς; Τι ήταν αυτό;» Ο Καστίγ του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα, κι έστρεψε το κεφάλι του προς το ποτάμι. Λίγα λεπτά αργότερα ακούστηκε ο ήχος ενός μακρινού κεραυνού. «Ήταν το Νηρηίς. Το ανατίναξαν», είπε. «Τι;» «Είναι ο Κόμπρας. Μας βρήκε». Ο Τσέιζ κοίταξε το ρολόι του. «Μας έχουν μείνει μόνο δεκαοχτώ λεπτά». «Συνεχίζουμε λοιπόν», είπε η Κάρι. Έβγαλε έξω το βραχίονα του εξάντα. «Βρες πού πρέπει να το πάμε αυτό εδώ». «Ίσως μπορούμε να το αφήσουμε εδώ και να προσποιηθούμε ότι το βάλαμε πίσω», πρότεινε η Νίνα, χωρίς να αστειεύεται εντελώς. «Νομίζω ότι θα το τσεκάρουν», απάντησε ο Τσέιζ σαρκαστικά. «Μια σκέψη έκανα... Ω!» Είχαν φτάσει στο τέρμα του περάσματος. Ο Τσέιζ σήκωσε το φακό. Ακόμα και το λαμπρό φως του χάθηκε σχεδόν μέσα στον αχανή χώρο. «Ο ναός του Ποσειδώνα», ψιθύρισε η Νίνα. Ο Τσέιζ κοίταξε με δέος. «Διάβολε!» Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Νίνα, η μεγάλη αίθουσα είχε μήκος περίπου εξήντα μέτρα, το μισό ολόκληρου του οικοδομήματος, και σχεδόν το ίδιο πλάτος. Η πέτρινη θολωτή οροφή ήταν στολισμένη με χρυσό και ασήμι και υψωνόταν σαν θόλος καθεδρικού ναού, ενώ σε όλο της το μήκος στηριζόταν σε αντερείσματα στα πλάγια της αχανούς αίθουσας. Σε κάθε κόγχη ανάμεσα στα αντερείσματα υπήρχε ένα άγαλμα, που έλαμπε φιλοτεχνημένο καθώς ήταν από χρυσάφι. Υπήρχαν δεκάδες τέτοια, που μαρτυρούσαν αμύθητα πλούτη. Δεν ήταν όμως τίποτα σε σύγκριση με αυτό που τράβηξε την προσοχή των τριών εξερευνητών. Στην άλλη άκρη της αίθουσας, υπήρχε ένα άλλο άγαλμα, περίπου είκοσι μέτρα ψηλό, που έφτανε μέχρι το ψηλότερο σημείο της οροφής. Ο Ποσειδώνας. «Θεέ μου!» είπε η Νίνα, προχωρώντας προς το μέρος του, ενώ κάθε έγνοια για παγίδες είχε εξαφανιστεί εντελώς από το νου της. «Είναι ακριβώς όπως το περιγράφει ο Πλάτωνας...» «Μέσα στον ναό τοποθέτησαν το χρυσό άγαλμα του Ποσειδώνα που ήταν

όρθιος στο άρμα του και οδηγούσε τα έξι φτερωτά του άλογα. Ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι του άγγιζε τη σκεπή του ναού. Γύρω του υπήρχαν εκατό αγάλματα Νηρηίδων πάνω σε δελφίνια, γιατί οι τότε άνθρωποι πίστευαν ότι τόσες ήταν οι Νηρηίδες»16, απήγγειλαν ταυτόχρονα η Κάρι και η Νίνα. «Θα έπιανε αρκετές λίρες στο eBay, πάντως», παρατήρησε ο Τσέιζ. «Κι αυτές πρέπει να είναι οι εκατό Νηρηίδες», είπε η Κάρι, αγνοώντας τον και δείχνοντας έναν κύκλο με πολλά μικρότερα αγάλματα γύρω από το άρμα του Ποσειδώνα. «Εμένα δε μου φαίνονται για εκατό», είπε ο Τσέιζ και κατευθύνθηκε προς το γιγαντιαίο άγαλμα. «Βάζω στοίχημα ότι είναι εξήντα οχτώ», είπε η Νίνα. «Με βάση τη δύναμη του οχτώ, αυτός ο αριθμός είναι τόσο σημαντικός όσο και το εκατό με βάση τη δύναμη του δέκα. Ο Πλάτωνας χρησιμοποιούσε μια λέξη μεταφρασμένη από ένα διαφορετικό αριθμητικό σύστημα, αλλά ο αριθμός που αντιπροσώπευε στην ουσία ήταν διαφορετικός...» «Μέτρησα εβδομήντα τρεις», τη διέκοψε η Κάρι. «Τι; Εβδομήντα τρεις;» ρώτησε η Νίνα γεμάτη δυσπιστία. «Τι είδους σύστημα, που να πάρει, θα θεωρούσε το εβδομήντα τρία σημαντικό αριθμό;» «Νίνα; Σοβαρά τώρα, δε μας ενδιαφέρει», είπε ο Τσέιζ. «Είμαστε εδώ, ας κάνουμε λοιπόν ό,τι είναι να κάνουμε προτού σκοτωθούμε όλοι, εντάξει;» «Εντάξει», πέταξε η Νίνα στραβομουτσουνιάζοντας. «Αλλά εξακολουθεί να μη βγαίνει κανένα νόημα...» Πίσω από το ογκώδες άγαλμα υπήρχε ένα άνοιγμα που οδηγούσε σε μια σκάλα. Την ανέβηκαν και βρέθηκαν σε μια άλλη αίθουσα, μικρότερη από αυτή του κυρίως ναού, αλλά ακόμα πιο προσεγμένη - για το διάκοσμο της οποίας προφανώς είχαν δαπανηθεί πολλά. Μολονότι ήταν χαμηλότερη, η οροφή ήταν τοξωτή για να ταιριάζει εξωτερικά με την οροφή του ναού. Αλλά αντί για πέτρα, εκεί είχε χρησιμοποιηθεί κάποιο άλλο υλικό. «Ελεφαντόδοντο», είπε η Κάρι καθώς ο Τσέιζ έριχνε προς τα πάνω το φως του φακού. Συνοφρυώθηκε. «Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η οροφή ολόκληρου του ναού ήταν καλυμμένη με ελεφαντόδοντο...» «Αυτός δεν είναι ο ναός του Ποσειδώνα», είπε η Νίνα. «Είναι αντίγραφο. Οι Ατλάντιοι επιχείρησαν να αναπλάσουν την ακρόπολη της Ατλαντίδας στη νέα τους πατρίδα. Υποθέτω ότι ήταν δύσκολο να φτάσει το ελεφαντόδοντο μέχρι εδώ, κι έτσι χρησιμοποίησαν ό,τι είχαν... Όπα!» Σταμάτησε απότομα. «Έντι, δώσε μου το φακό», είπε και του τον άρπαξε απ’ το χέρι. «Βρήκαμε αυτό για το οποίο ήρθαμε». Έριξε το φως του φακού στον πίσω τοίχο της αίθουσας. Μια ζεστή 16 Πλάτωνος, Κριτίας..., ό.π., 116 d.

αντανάκλαση φώτισε το χώρο. Ορείχαλκος. Ολόκληρος ο τοίχος ήταν επενδεδυμένος με αυτό το μέταλλο, λεπτά φύλλα πάνω στα οποία ήταν γραμμένο γραμμή τη γραμμή ένα αρχαίο κείμενο. Η Νίνα δεν άργησε να διαπιστώσει ότι επρόκειτο για μια άλλη παραλλαγή της γλώσσας, παλαιότερη, αλλά αρκετά εξελιγμένη. Δεν ήταν όμως αυτό που την καθήλωσε. Περιέφερε το φακό στην τεράστια εικόνα που κάλυπτε όλο τον τοίχο, ακολουθώντας τις παραλλαγμένες αλλά πολύ οικείες γραμμές... «Είναι χάρτης;» ρώτησε δύσπιστα ο Τσέιζ. «Είναι ο Ατλαντικός», ψιθύρισε η Νίνα. «Και ακόμα πιο πέρα». Μολονότι ο χάρτης δεν ήταν ακριβής στις λεπτομέρειες, ήταν αδύνατο να κάνεις λάθος στα σχήματα των ηπείρων. Οι ανατολικές ακτές της Βόρειας και Νότιας Αμερικής στ’ αριστερά, η Ευρώπη και η Αφρική στα δεξιά. Και πέρα από την Αφρική, ο χάρτης συνεχιζόταν μέχρι τον Ινδικό ωκεανό, αποτυπώνοντας το σχήμα της Ινδίας αλλά και κάποια τμήματα της Ασίας. Ελαφρύτερες γραμμές συνέδεαν διάφορα σημεία, χαρτογραφώντας προφανώς πορείες ανάμεσα σε λιμάνια και επισημαίνοντας δρόμους που οδηγούσαν σε εγκαταστάσεις στην ενδοχώρα. Οι περισσότερες από τις γραμμές αυτές συνέκλιναν σε ένα σημείο στον ανατολικό Ατλαντικό, το οποίο είχε το σχήμα ενός νησιού που όμως δεν υπήρχε σε κανένα σύγχρονο χάρτη... «Χριστέ μου». Για μια στιγμή η Νίνα ένιωσε σαν να είχε σταματήσει η καρδιά της. «Τη βρήκαμε. Την Ατλαντίδα. Βρίσκεται εκεί ακριβώς που είπα ότι είναι». «Θεέ μου», είπε και η Κάρι, κάνοντας ένα βήμα μπροστά για να κοιτάξει καλύτερα. «Τη βρήκες! Νίνα, τη βρήκες!» «Τη βρήκαμε», διόρθωσε η Νίνα, πρόθυμη να μοιραστεί την ικανοποίησή της. «Τα καταφέραμε, βρήκαμε την Ατλαντίδα!» Για μια στιγμή έπιασε τον εαυτό της να ξεφωνίζει από χαρά, ώσπου η τωρινή κατάστασή τους την επανέφερε στην πραγματικότητα. «Έντι, πόσος χρόνος μάς απομένει για να γυρίσουμε πίσω;» «Δεκατέσσερα λεπτά. Η μόνη δυσκολία θα είναι να περάσουμε πάλι ανάμεσα από εκείνους τους πασσάλους με τα καρφιά - αν όμως βιαστούμε, μπορούμε να το κάνουμε σε οχτώ λεπτά». Ο Τσέιζ απομακρύνθηκε από το χάρτη, κοιτάζοντας κάτι στην πίσω γωνία της αίθουσας. «Δηλαδή έχουμε μόνο έξι λεπτά για εξερεύνηση; Σκατά, σκατά!» Η Νίνα χτύπησε τις σφιγμένες γροθιές της στους μηρούς της με τρομερή απογοήτευση. «Χρειάζομαι περισσότερο χρόνο!» Η Κάρι έβγαλε το ορειχάλκινο τεχνούργημα. «Ας βρούμε πού πηγαίνει αυτό. Αν καταφέρουμε να γυρίσουμε έγκαιρα στο χωριό, μπορεί να τους πείσουμε να μας αφήσουν να επιστρέψουμε στο ναό αν υποσχεθούμε ότι δε θα πάρουμε τίποτα. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι φωτογραφίες...»

«Δε φτάνει αυτό», παραπονέθηκε η Νίνα, νιώθοντας ότι όλα αυτά για τα οποία είχε δουλέψει χάνονταν. Ήξερε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τους επιτρέψουν οι Ινδιάνοι να ξαναμπούν στο ναό - αν βέβαια δεν τους σκότωναν μόνο και μόνο για να κρατήσουν κρυφή κι αυτή ακόμα την ύπαρξή τους. «Ει». Αρχικά ο Τσέιζ νόμισε πως είχε ανακαλύψει κι άλλη έξοδο, ένα πολύ κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε έξω από την αίθουσα. Αλλά μια γρήγορη ματιά ήταν αρκετή για να δει ότι ήταν φρακαρισμένο, αποκλεισμένο από τεράστια κομμάτια βράχου. Δεν του ξέφυγε ότι τα συντρίμματα αυτά δε θα μπορούσαν να προέρχονται από τον υπόλοιπο ναό. Τότε όμως είδε κάτι πιο ενδιαφέρον. «Από εδώ». Η Νίνα και η Κάρι πλησίασαν βιαστικά κι αντίκρισαν ένα βωμό, μια ψηλή πλάκα από γυαλιστερή μαύρη πέτρα. Επάνω στο βωμό ήταν ακουμπισμένα διάφορα αντικείμενα, όλα κατασκευασμένα από ορείχαλκο. «Αυτό θα πρέπει να είναι το άλλο κομμάτι του εξάντα», είπε η Κάρι, δείχνοντας ένα επίπεδο τμήμα, σαν κομμάτι πίτας, γεμάτο με αριθμούς της Ατλαντίδας. Η Νίνα έβγαλε στα γρήγορα το μενταγιόν της και το τοποθέτησε στο κάτω μέρος του εξάντα. Η κοιλότητα ταίριαζε απόλυτα. «Θεέ μου, είχα ένα τέτοιο κομμάτι όλο αυτό τον καιρό», είπε, ξαναφορώντας στο λαιμό της το μενταγιόν. «Δώσε μου το βραχίονα». «Πώς έγινε και οι ναζί φεύγοντας πήραν αυτό το κομμάτι, αλλά όχι τα υπόλοιπα;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Μπορεί οι άντρες που κουβαλούσαν τα υπόλοιπα να ήταν αυτοί που είδαμε στο ποτάμι». Η Νίνα προσάρμοσε γρήγορα την προεξοχή στο κάτω μέρος του βραχίονα στην ανάλογη τρύπα στην κορυφή του τριγώνου, στριφογυρνώντας το γύρω γύρω, έτσι ώστε η χαραγμένη αιχμή στην επιφάνεια του βέλους να ευθυγραμμιστεί με το σημάδι πάνω από κάθε αριθμό. «Λειτουργεί», είπε νιώθοντας δικαίωση και ταυτόχρονα θλίψη που δε θα μπορούσε να δείξει σε κάποιον άλλο την ανακάλυψή της. «Μας λείπουν αυτά που χρησιμοποιούσαν ως κάτοπτρα, αλλά μπορεί να διακρίνει κανείς τις σχισμές στις οποίες ταίριαζαν. Θεέ μου, ήταν πραγματικά σε θέση να υπολογίζουν το γεωγραφικό τους πλάτος πριν από δέκα ή και περισσότερες χιλιάδες χρόνια...» «Ωραία, το αντικείμενο βρίσκεται στο χώρο του. Πάμε λοιπόν κι εμείς», είπε ο Τσέιζ. Η Νίνα κούνησε τα χέρια της. «Περίμενε, περίμενε!» «Νίνα, θα σκοτώσουν τον Ούγκο και τους άλλους, κι εμάς μαζί αν δεν ξεκουμπιστούμε από δω μέσα!» «Ένα λεπτό, μόνο ένα λεπτό ακόμα! Σε παρακαλώ!» «Άφησέ την», είπε αποφασιστικά η Κάρι. Ο Τσέιζ δέχτηκε απρόθυμα, αλλά σήκωσε επιδεικτικά το χέρι με το ρολόι του. «Ο χάρτης», είπε η Νίνα, τρώγοντας τις λέξεις απ’ τη βιασύνη της να μιλήσει.

«Κοίτα, οι προορισμοί στο τέρμα των εμπορικών δρόμων, ή ό,τι τέλος πάντων ήταν αυτοί, είχαν αριθμούς και γεωγραφικές οδηγίες σημειωμένες δίπλα τους. Το στόμιο του Αμαζόνιου εδώ πέρα», έδειξε στο χάρτη, «λέει εφτά, νότια και δυτικά, όπως ακριβώς και στο βραχίονα του εξάντα». Έκανε μερικά βήματα για να φτάσει στο σημείο όπου απεικονιζόταν η Αφρική, δείχνοντας το νότιο άκρο της ηπείρου. «Κοίτα όμως αυτό εδώ! Το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας είναι σημειωμένο επίσης και δείχνει το γεωγραφικό πλάτος του σε σχέση με την Ατλαντίδα!» Ο Τσέιζ κούνησε τον καρπό του για να της δείξει το ρολόι του. «Μπες στο θέμα, Νίνα!» «Δεν το βλέπεις; Γνωρίζουμε ήδη πόσο νότια από την Ατλαντίδα βρίσκεται το στόμιο του Αμαζόνιου, εφτά μονάδες γεωγραφικού πλάτους, και τώρα μάθαμε πόσο νότια θεωρούσαν ότι βρισκόταν το ακρωτήριο. Επομένως, αφού γνωρίζουμε τις μεταξύ τους θέσεις με βάση τις σύγχρονες μετρήσεις, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη διαφορά για να βρούμε πόσο μεγάλη ακριβώς είναι η μονάδα μέτρησης του γεωγραφικού πλάτους των Ατλάντιων και, στη συνέχεια, να εργαστούμε βόρεια του Αμαζόνιου για να βρούμε την ίδια την Ατλαντίδα! Μπορούμε να τη βρούμε! Τώρα που κατάλαβα το σύστημά τους, δε χρειαζόμαστε καν το τεχνούργημα - το μόνο που θέλουμε είναι χρόνος για να κάνουμε τους υπολογισμούς». «Έχουμε βγει έξω από τα χρονικά όρια, Νίνα», είπε ο Τσέιζ και ο τόνος της φωνής του έδειχνε καθαρά ότι δε σήκωνε περαιτέρω συζήτηση. «Πρέπει να βγούμε από δω μέσα. Τώρα!» της πήρε το φακό. «Κι εσύ, Κάρι. Πάμε!» Βγήκαν τρέχοντας από την αίθουσα, περνώντας μπροστά από το κολοσσιαίο άγαλμα του Ποσειδώνα. Η Νίνα τέντωσε το λαιμό της και αφουγκράστηκε κάτι άλλο πάνω από τον ήχο των βημάτων τους που αντηχούσαν στον αχανή χώρο. «Τι είναι αυτός ο θόρυβος; Ακούω κάτι!» Και ο Τσέιζ το άκουσε, ένα βουητό χαμηλής συχνότητας, που δυνάμωνε κάθε λεπτό. «Σκατά, μοιάζει με ελικόπτερο...» Ολόκληρος ο ναός σείστηκε από μια έκρηξη που άνοιξε μια τρύπα στην οροφή.

16

«ΚΑΤΩ!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, κι έπεσε με ορμή πάνω από τη Νίνα καθώς κομμάτια από σπασμένες πέτρες σκορπίζονταν παντού γύρω τους. Μεγαλύτερα κομμάτια σωριάζονταν στο δάπεδο του ναού κάτω από την τρύπα που έχασκε και διαλύονταν με εκκωφαντικό θόρυβο από την πρόσκρουση. Ένα δυνατό ρεύμα αέρα πέρασε μέσα από το άνοιγμα, παρασύροντας τα σύννεφα σκόνης και μετατρέποντάς τα σε ανεμοστρόβιλο. Ο Τσέιζ απομακρύνθηκε από τη Νίνα και κοίταξε με μισόκλειστα μάτια τον ήλιο που έδυε - και σχεδόν αμέσως ο ουρανός σκοτείνιασε ακόμα περισσότερο από κάτι άλλο. Κάτι μεγάλο. Το μουγκρητό των μηχανών του ελικοπτέρου και το κροτάλισμα των ελίκων του, που θύμιζε οπλοπολυβόλο, ήταν τόσο έντονα που τα ένιωθε πάνω του. Επρόκειτο για ένα Μί-26 Χέιλο, ρωσικής κατασκευής, το μεγαλύτερο ελικόπτερο στον κόσμο, σχεδιασμένο για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων σε μακρινές αποστάσεις. Μεγάλων φορτίων - ή μεγάλου αριθμού στρατευμάτων. Το ελικόπτερο στάθηκε ακριβώς πάνω από την τρύπα. Οι πόρτες της ατράκτου άνοιξαν και από στιγμή σε στιγμή θα έπεφταν από μέσα σκοινιά για να μπορέσουν να κατεβούν οι άντρες μέσα στο ναό... «Εμπρός! Ελάτε!» ούρλιαξε, και η φωνή του μόλις που ακούστηκε πάνω από τον τρομερό βόμβο του Χέιλο. Βοήθησε τις γυναίκες να σηκωθούν. «Μπείτε στη σήραγγα! Τώρα!» «Τι στην ευχή συμβαίνει;» ούρλιαξε η Νίνα. «Ήρθε η Αδελφότητα! Μπείτε μέσα στη σήραγγα! Τρέξτε!» Άρπαξε από το μπράτσο την ακόμα κατάπληκτη Νίνα και την έσυρε πίσω του, ενώ η Κάρι έτρεχε δίπλα τους. Έξι μαύρες γραμμές αιωρήθηκαν σαν φίδια από το ελικόπτερο. Έπεσαν στριφογυρίζοντας και μέχρι να τεντωθούν είχε φανεί ότι επρόκειτο για άντρες ντυμένους στα μαύρα, με εξοπλισμό και ολόσωμη στολή μάχης, που κατέβαιναν με επιδεξιότητα, φωτίζοντας το χώρο γύρω τους με φακούς που κρέμονταν από το στήθος τους. Ο Τσέιζ είδε αρκετά με μια αστραπιαία ματιά που έριξε προς τα πίσω για να καταλάβει ότι ήταν επαγγελματίες πρώην στρατιωτικοί. Καθένας από αυτούς ήταν οπλισμένος με ένα οπλοπολυβόλο Χέκλερ και Κοχ

UMP-40, αλλά προφανώς και με άλλα όπλα. Έφτασαν στο πέρασμα. Ο Τσέιζ προπορευόταν, δείχνοντας το δρόμο με το φακό στο τεντωμένο χέρι του. Ο θόρυβος του ελικοπτέρου εξακολουθούσε να είναι αισθητός, ακόμα κι όταν περνούσαν από γωνίες και στροφές· διάβηκαν τρέχοντας την πόρτα που τους έβγαλε στην αίθουσα της Δοκιμασίας του Μυαλού. «Πώς κατάφεραν να μας βρουν;» ρώτησε επιτακτικά η Κάρι. «Δεν ξέρω», είπε ο Τσέιζ, ενώ έμπαιναν στην επόμενη σήραγγα. «Μπορεί να τοποθέτησαν ανιχνευτή στη λέμβο». Της Νίνα της είχε κοπεί η ανάσα, ασυνήθιστη όπως ήταν στο γρήγορο βηματισμό. «Τι θέλουν;» «Ό,τι κι εμείς», της απάντησε η Κάρι. «Μόνο που αυτοί θέλουν να το καταστρέψουν για να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα μπορέσει να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες για την ανεύρεση της Ατλαντίδας». «Αλλά θα καταστρέψουν κι εμάς μαζί», πρόσθεσε ο Τσέιζ. «Αχ, Θεέ μου!» είπε ξέπνοα η Νίνα. «Και τι θα απογίνουν ο Τζόναθαν κι ο Ούγκο;» «Ας ελπίσουμε ότι οι τύποι ήρθαν κατευθείαν στο ναό και προσπέρασαν το χωριό», είπε σοβαρά ο Τσέιζ. Έφτασαν στο τελευταίο τμήμα του περάσματος πριν από την κινητή γέφυρα πάνω από τη στέρνα. Πίσω τους στη σήραγγα αντηχούσαν τρεχαλητά. «Προχωρήστε προς την έξοδο», είπε ο Τσέιζ, βάζοντας στο χέρι της Κάρι το φακό καθώς έτρεχαν πάνω στη γέφυρα, που λύγιζε κάτω απ’ το βάρος τους. «Και περιμένετε με εκεί». «Τι θα κάνεις;» ρώτησε η Νίνα. «Θα προσπαθήσω να τους εμποδίσω να μας φτάσουν. Προχωρήστε εσείς!» Σταμάτησε στην άκρη της γέφυρας, αφήνοντας τη Νίνα και την Κάρι να περάσουν. Στη συνέχεια, άρπαξε την τελευταία σανίδα και τεντώθηκε για να τη σηκώσει από την προεξοχή προτού τη σπρώξει πλάγια με όλη του τη δύναμη. Η γέφυρα λύγισε σε όλο της το μήκος, στενάζοντας και τρίζοντας. Με ένα πονεμένο βογκητό, ο Τσέιζ τη βούλιαξε μέσα στη στέρνα. Το ξύλο προσπάθησε να ξαναπάρει το αρχικό του σχήμα όταν σταμάτησε να το πιέζει, μπλοκάροντας τη γέφυρα κάθετα. Την κλότσησε, βυθίζοντας την άκρη μέσα στο νερό με έναν παφλασμό. Ο καϊμάν που είχε απομείνει εμφανίστηκε στην επιφάνεια εκεί κοντά, βρίσκοντας κάποιο ξαφνικό ενδιαφέρον. «Εντάξει, πάμε!» φώναξε, τρέχοντας προς την έξοδο. Η Κάρι προπορευόταν, ενώ η Νίνα καθυστερούσε περιμένοντας να τις φτάσει ο Τσέιζ. «Με το βάρος τους θα βυθιστεί στο νερό η άκρη της», είπε ο Τσέιζ καθώς κατέβαιναν βιαστικά το πέρασμα. «Τότε θα δούμε αν αυτός ο κροκόδειλος εξακολουθεί να πεινάει».

«Νόμιζα πως ήταν καϊμάν», είπε λαχανιασμένη η Νίνα. «Ό,τι κι αν ήταν! Εντάξει, να οι πάσσαλοι. Κάρι, πήγαινε εσύ πρώτη, ύστερα η Νίνα». Ακόμα και χωρίς το φόβο ότι θα κατεβεί η οροφή, πέρασαν ανάμεσα απ’ τους πασσάλους με τα καρφιά γρηγορότερα απ’ όσο θα ήθελε η Νίνα, με τις αιχμές να πιάνονται στα ρούχα τους. Τελικά τους προσπέρασαν και βγήκαν στην αίθουσα που στέγαζε τη Δοκιμασία της Δύναμης. Ο Τσέιζ πήρε και πάλι τα ηνία. «Λοιπόν», είπε καθώς έτρεχαν, «τη στιγμή που θα βγούμε έξω, θέλω κι οι δυο σας να τρέξετε σαν διάβολοι μέσα στη ζούγκλα. Απομακρυνθείτε από το ναό, κι ύστερα βρείτε μια κρυψώνα και μείνετε εκεί». «Κι εσύ τι θα κάνεις;» ρώτησε η Νίνα. «Και οι άλλοι;» «Θα τους βρω εγώ. Ελπίζω ότι οι Ινδιάνοι θα έγιναν έξαλλοι με τον Κόμπρας που ανατίναξε το ναό τους και θα κυνήγησαν το ελικόπτερο. Αν είμαστε τυχεροί, δε θα έχει μείνει σχεδόν κανένας φρουρός». «Κι αν δεν είναι έτσι τα πράγματα;» είπε η Κάρι. «Τότε, θα έλεγα ότι την πατήσαμε!» Έστριψαν στην τελευταία γωνία και είδαν μπροστά τους ένα τετράγωνο φωτισμένο αχνά από το φως της μέρας. «Έτοιμες;» «Όχι», γκρίνιαξε η Νίνα. «Μπορείς να τα καταφέρεις, Νίνα. Κάρι, πρόσεχέ την. Θα σας προφτάσω μόλις μπορέσω». «Θα την προσέχω», υποσχέθηκε η Κάρι. Είχαν φτάσει σχεδόν στην είσοδο. «Εντάξει, έτοιμες... φύγατε!» Έτρεξαν προς το άνοιγμα... Και σταμάτησαν. Δεν μπορούσαν να πάνε πουθενά. Τους περίμεναν καμιά δεκαριά άντρες με μαύρες στολές και εξάρτυση μάχης, με τα όπλα τους έτοιμα να ρίξουν, τοποθετημένοι σε ημικύκλιο γύρω από την είσοδο του ναού. Τα πτώματα τεσσάρων Ινδιάνων κείτονταν ανάμεσα στις καλύβες· από την υπόλοιπη φυλή, κανένα σημάδι. Ο Καστίγ, ο Ντι Σάλβο και ο Φίλμπι εξακολουθούσαν να είναι αιχμάλωτοι, γονατισμένοι στη σειρά μπροστά από τον... «Γεια σου, Έντι», είπε ο Τζέισον Στάρκμαν. Δε θύμιζε σε τίποτα τον άντρα που είχε συναντήσει η Νίνα στη Νέα Υόρκη. Το κοστούμι είχε εξαφανιστεί και αντικατασταθεί από στρατιωτική στολή ολόσωμη φόρμα, εξάρτυση με ιμάντες για τις σφαίρες κι ένα μαχαίρι με θήκη, που έμοιαζε με αρπάγη κρεμασμένη στην πλάτη του. Ένα μαύρο πανί σκέπαζε το δεξί του μάτι. Η αηδιαστική εκείνη ανάμνηση με το δάχτυλό της χωμένο σε κάτι υγρό την έκανε να ανατριχιάσει. «Να κι ο φίλος μου!» είπε ο Τσέιζ με ένα μοχθηρό χαμόγελο, καθώς σήκωνε ψηλά τα χέρια του. «Δε λέω, σου πάει το πειρατικό στιλ».

Ο Στάρκμαν τον κοίταξε ψυχρά. «Βλέπω ότι η αίσθηση του χιούμορ σου παραμένει όπως πάντα απαίσια». «Θες να πεις ότι μισοβλέπεις...» Το πρόσωπο του Στάρκμαν σφίχτηκε για μια στιγμή, προτού στρέψει την προσοχή του στη Νίνα. «Δρ. Γουάιλντ! Χαίρομαι πάρα πολύ που σε ξανασυναντώ». Ο Τσέιζ και η Κάρι μπήκαν μπροστά της για να την προστατεύσουν. «Άφησέ την ήσυχη», πέταξε η Κάρι. Ο Στάρκμαν ανασήκωσε το φρύδι του. «Κάρι Φροστ. Δεν πίστευα ποτέ ότι θα σε συναντούσα προσωπικά. Ο Χατζάρ θα έπρεπε να είχε δεχτεί την προσφορά του Τζοβάνι. Θα μας είχε απαλλάξει όλους από ένα σωρό προβλήματα». Έκανε μια κίνηση με το όπλο του και οι άντρες του προχώρησαν μπροστά. Από πάνω το ελικόπτερο διέγραφε κύκλους, ακολουθούμενο από ένα δεύτερο Χέιλο. Το ρεύμα που σήκωναν αυτά τα δύο τεράστια αεροσκάφη έκανε τα δέντρα να λυγίζουν, λες και περνούσε τυφώνας. «Τι απέγιναν οι Ινδιάνοι;» ρώτησε η Νίνα. «Οι περισσότεροι το έσκασαν», είπε ο Στάρκμαν. Κοίταξε τα πτώματα. «Οι πιο έξυπνοι, δηλαδή. Μερικοί από αυτούς φαντάστηκαν πως θα μπορούσαν να τα βάλουν μαζί μας». Οι άλλοι άντρες άρχισαν να κάνουν σωματική ερευνά στον Τσέιζ, την Κάρι και τη Νίνα. «Τι σκοπεύεις να κάνεις με μας, Στάρκμαν;» ρώτησε η Κάρι, και τα μάτια της στένεψαν. «Θα μας σκοτώσεις;» «Φυσικά». Ο ανέμελος τρόπος που το είπε έκανε το αίμα της Νίνα να παγώσει. «Πρώτα, όμως, θέλω να μάθω τι υπάρχει μέσα στο ναό». Απομακρύνθηκε για να βγάλει έναν ασύρματο από τη ζώνη του, δίνοντας στη Νίνα την ευκαιρία να παρατηρήσει καλύτερα το σιδερικό που είχε στην πλάτη του. Ήταν πράγματι αρπάγη, όπως είχε υποθέσει, αλλά προεξείχε από κάτι που έμοιαζε με χοντρόκαννη καραμπίνα. Τα περισσότερα από τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας ήταν ανάλογα εξοπλισμένα. «Αρχηγός αετός προς ομάδα εισόδου, λαμβάνεις;» «Τι δουλειά έχετε εσείς τα αμερικανάκια με τους αετούς;» είπε χλευαστικά ο Τσέιζ. «Εγώ σε είχα μάλλον για παπαγαλάκι». Ο Στάρκμαν κροτάλισε τα δάχτυλά του κι ένας από τους άντρες του, ένα βουνό από μύες, τριάντα σχεδόν πόντους ψηλότερος από τον Τσέιζ, τον χτύπησε στη βάση του σβέρκου και με τις δυο γροθιές του ενωμένες. Ο Τσέιζ σωριάστηκε στα γόνατα. «Έντι!» είπε με κομμένη την ανάσα η Νίνα. Ο Στάρκμαν έδειξε έκπληκτος. «Μας φωνάζουν οι πελάτες με το μικρό μας όνομα, Έντι; Ή... πρόκειται για κάτι παραπάνω; Θα έπρεπε να είσαι προσεκτικός με αυτά τα πράγματα, ξέρεις τι μπορεί να συμβεί». «Κλείσε το βρομόστομά σου», μούγκρισε ο Τσέιζ. Ο Στάρκμαν γέλασε

αυτάρεσκα, και φάνηκε ότι ετοιμαζόταν να πει κάτι ακόμα, όταν έτριξε ο ασύρματος. «Ομάδα εισόδου προς αρχηγό αετό», είπε ο άντρας στην άλλη άκρη της γραμμής. «Είμαστε μέσα στο ναό και εντοπίσαμε το κλεμμένο τεχνούργημα. Βρίσκεται σε μια μικρότερη αίθουσα πίσω από ένα άγαλμα. Τζέισον, αυτό το μέρος είναι απίθανο!» «Είμαι σίγουρος γι’ αυτό», είπε ο Στάρκμαν σαν να ήθελε να τον ξεφορτωθεί: «Τι άλλο έχεις βρει, Γκίντερ;» «Δε θα το πιστέψεις, αλλά υπάρχει ένας χάρτης εδώ μέσα, ένας πραγματικός χάρτης! Είναι χαραγμένος πάνω σε ένα τεράστιο φύλλο από ορείχαλκο στον τοίχο. Δείχνει τη θέση της Ατλαντίδας!» Ο Στάρκμαν έδειξε περισσότερο ενδιαφέρον. «Πόσο ακριβής είναι;» «Οι ήπειροι είναι αρκετά παραλλαγμένες, αλλά αναγνωρίσιμες. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, Τζέισον. Ο χάρτης... δείχνει τις θέσεις με τα τοπογραφικά ορόσημα που σχετίζονται με την Ατλαντίδα. Μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε για να εντοπίσουμε την ακριβή θέση της Ατλαντίδας!» Η φωνή του άντρα μαρτυρούσε την έξαψή του. «Το βόρειο στόμιο του Αμαζόνιου σημειώνεται ότι βρίσκεται σε γεωγραφικό πλάτος εφτά νότια, όπως ακριβώς αναφέρεται στο τεχνούργημα που έκλεψε ο Γιούρι, και το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας βρίσκεται στο... υπάρχουν έξι σημάδια και ένα ανάποδο V. Ξέρουμε από τα αρχεία μας ότι αυτό το σύμβολο πρωτοεμφανίζεται ύστερα από οχτώ μονάδες, και επομένως πρέπει να αντιπροσωπεύει το εννέα. Εννέα και έξι μας κάνει γεωγραφικό πλάτος δεκαπέντε μοίρες». «Το ακρωτήριο βρίσκεται τριάντα τέσσερις μοίρες νότια», τον πληροφόρησε ο Στάρκμαν. «Το πάνω μέρος του δέλτα του Αμαζόνιου βρίσκεται περίπου μία μοίρα βόρεια». «Μια διαφορά τριάντα πέντε βαθμών, οπότε με δεκαπέντε μείον εφτά, έχουμε οχτώ μονάδες γεωγραφικού μήκους Ατλαντίδας ανάμεσά τους. Άρα μία μονάδα είναι τριάντα πέντε διά οχτώ...» Ο ασύρματος βουβάθηκε για μερικά λεπτά, καθώς έκανε τον υπολογισμό. «Είναι 4,375 μοίρες!» «Επομένως, σε ποιο γεωγραφικό πλάτος βρίσκεται η Ατλαντίδα;» ρώτησε ο Στάρκμαν. «Άσε να το τσεκάρω στο λάπτοπ... 4,375 πολλαπλασιασμένο με το εφτά, μας κάνει 30,625 μοίρες και πρόσθεσε μία μοίρα για να δικαιολογήσουμε και τη θέση του δέλτα... Η Ατλαντίδα βρίσκεται κάπου μεταξύ τριακοστής πρώτης και τριακοστής δεύτερης μοίρας βόρεια!» Ο Στάρκμαν έριξε στη Νίνα ένα κοροϊδευτικό βλέμμα. «Αυτό είναι μάλλον αρκετά νότια του κόλπου του Κάδιξ. Για φαντάσου, τελικά δεν έπρεπε να ανησυχήσουμε για τη θεωρία σου». Η Νίνα δεν είπε τίποτα. Ο χάρτης στο ναό τοποθετούσε σαφώς την

Ατλαντίδα μέσα στον κόλπο του Κάδιξ. Μπορεί τα σχήματα των ηπείρων να μην ήταν ακριβή, σίγουρα όμως οι κάτοικοι της Ατλαντίδας δε θα μπορούσαν να έχουν πέσει τόσο έξω... Ο Γκίντερ ξαναμίλησε. «Ακόμα και με περιθώριο λάθους -το σύστημα της Ατλαντίδας δεν είναι τόσο μεγάλης ακρίβειας όσο τα δικά μας-, ένα ραντάρ που θα σάρωνε την περιοχή θα χρειαζόταν λίγες μόλις μέρες». «Κι ύστερα θα είμαστε βέβαιοι πως δε θα βρει ποτέ κανείς την Ατλαντίδα», είπε ο Στάρκμαν με εντεινόμενη έξαψη. «Καλή δουλειά, Γκίντερ. Φύτεψε τις εμπρηστικές βόμβες και ετοιμάσου για εκκένωση. Ισοπέδωσε το μέρος ολοκληρωτικά». «Θα το καταστρέψεις;» φώναξε με φρίκη η Κάρι. Ο Στάρκμαν την κατακεραύνωσε με ένα ψυχρό βλέμμα. «Θα κάνουμε ό,τι χρειάζεται για να εμποδίσουμε ανθρώπους σαν εσένα και τον πατέρα σου να βρουν την Ατλαντίδα». «Το μεγαλύτερο αρχαιολογικό εύρημα στην ιστορία, και το μόνο που σε νοιάζει είναι να το καταστρέψεις, ώστε το παρανοϊκό αφεντικό σου να κρατήσει όλη τη γνώση για τον εαυτό του;» είπε η Νίνα, που η ολοκληρωτική αηδία υπερνίκησε το φόβο της. «Με κάνεις και αηδιάζω». Ο Στάρκμαν ξεφύσηξε με δυσπιστία. «Χριστέ μου, πραγματικά δεν έχεις ιδέα τι παίζεται εδώ, έτσι;» «Γιατί δε με διαφωτίζεις;» είπε σαρκαστικά. «Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι η φίλη σου η Κάρι και ο μπαμπάκας της ψάχνουν να βρουν την Ατλαντίδα από χόμπι;» είπε ο Στάρκμαν. «Ξέρεις πόσα χρήματα έχουν ξοδέψει; Δεκάδες εκατομμύρια δολάρια, ίσως και εκατοντάδες. Ακόμα και για ένα δισεκατομμυριούχο, είναι τρελά λεφτά για ένα χόμπι!» «Το κάνουμε για καλό σκοπό», είπε η Κάρι. «Σε αντίθεση με τον Κόμπρας». «Ξέρω καλά ποιοι είναι οι σκοποί σας. Γι’ αυτό ακριβώς πήγα με τον Τζοβάνι». Κοίταξε ερωτηματικά τη Νίνα, κι ύστερα ξανά την Κάρι. «Δεν ξέρει, λοιπόν; Δεν μπήκατε καν στον κόπο να της πείτε γιατί ψάχνετε τόσο απεγνωσμένα να βρείτε την Ατλαντίδα;» «Εφόσον δε θέλουν να την καταστρέψουν, αυτό εμένα μου αρκεί», αντέτεινε η Νίνα. Η Κάρι της έστειλε ένα βλέμμα γεμάτο θαυμασμό. «Μπορεί και να άλλαζες γνώμη», είπε ο Στάρκμαν, αλλά ο ασύρματός του τσίριξε και πάλι. «Όχι ότι τώρα πια θα έχεις την ευκαιρία». «Αρχηγέ αετέ, έχουμε όλα όσα μας χρειάζονται. Τοποθετούμε τα εκρηκτικά», είπε ο Γκίντερ. «Ελήφθη». Ο Στάρκμαν σήκωσε το βλέμμα. Τα δύο ελικόπτερα εξακολουθούσαν να διαγράφουν αργά κύκλους, κάπου εξήντα μέτρα πάνω από το έδαφος. Άνοιξε τα κανάλια του ασύρματου. «Ελικόπτερο δύο, σου μιλάει ο

αρχηγός αετός. Πάρε θέση ανύψωσης». «Ρότζερ», απάντησε ο πιλότος. Ένα από τα ελικόπτερα έστριψε χαλαρά με κατεύθυνση το ναό. Από το πλάι του έπεσαν κι άλλα σκοινιά. «Εντάξει, υποθέτω ότι αυτό είναι το τέλος», είπε ο Στάρκμαν, ρίχνοντας ένα βλέμμα στους αιχμαλώτους του. «Λυπάμαι γι’ αυτό, Έντι, αλλά πρέπει να εκτελέσω τις εντολές μου». «Να πάρεις την ψευτοσυμπόνια σου και να τη χώσεις στον κώλο σου, διπρόσωπε καριόλη», γρύλισε ο Τσέιζ. «Έπρεπε να είχα αφήσει να σε σκοτώσουν εκείνοι οι μαλάκες της αλ-Κάιντα στο Αφγανιστάν». «Ο κόσμος σου χρωστάει χάρη που δεν το έκανες. Αντίο, Έντι». Ο Στάρκμαν έκανε νόημα στους άντρες του, που ανάγκασαν τη Νίνα και την Κάρι να γονατίσουν δίπλα στον Τσέιζ. Η Νίνα αισθάνθηκε την ψυχρή, σκληρή κάννη ενός όπλου να αγγίζει το πίσω μέρος του κεφαλιού της. Έκλεισε τα μάτια... Και άκουσε κάτι να διασχίζει σφυρίζοντας τον αέρα. Τσακ! Ο άντρας πίσω της έβγαλε ένα πνιχτό βογκητό προτού πέσει στο έδαφος. Η Νίνα άνοιξε τα μάτια της και είδε να πετούν πάνω απ’ το κεφάλι της ακόντια και βέλη. Ένας από τους άντρες που στεκόταν πίσω από τον Φίλμπι δέχτηκε ένα βέλος στο πόδι. Μόρφασε κι ύστερα άπλωσε το χέρι του για να το βγάλει... αλλά πρόλαβε μόνο να ανοίξει διάπλατα τα μάτια. Τα δάχτυλά του έτρεμαν από σπασμούς, πάλευε να πάρει ανάσα και μετά σωριάστηκε κάτω. Δηλητηριασμένος! Ο Στάρκμαν γύρισε σαν σβούρα - και χτυπήθηκε στο στήθος από άλλο βέλος. Τον βρήκε όμως μόνο στο θωρακισμένο τμήμα της στολής του, όχι στη σάρκα. «Ανοίξτε πυρ!» ούρλιαξε και, αφού καλύφθηκε πίσω από την πιο κοντινή καλύβα, σήκωσε το UMP-40 και το άδειασε στα δέντρα γύρω του. Οι άντρες που κάλυπταν τη Νίνα και την Κάρι πήδηξαν προς τα πίσω, ακολουθώντας τον Στάρκμαν και πυροβολώντας μέσα στη ζούγκλα. Η Κάρι άρπαξε τη Νίνα απ’ το μπράτσο. «Πάμε!» Άρχισε να τρέχει και τράβηξε μαζί της και τη Νίνα. Ένας κομάντο πίσω της στράφηκε για να τους ρίξει, αλλά ένα μπόλας ήρθε στριφογυρίζοντας από τη ζούγκλα και δύο από τους βαρείς ιμάντες του απομάκρυναν το όπλο από το στόχο του. Η μεγάλη πέτρα στον τρίτο ιμάντα τον βρήκε στο πρόσωπο, σπάζοντάς του τα δόντια. Ο Τσέιζ βρήκε την ευκαιρία μόλις ο τεράστιος άντρας πίσω του κινήθηκε. Τίναξε βάρβαρα τον αγκώνα του προς τα πίσω, σημαδεύοντας στους βουβώνες. Αστόχησε. Ο άντρας γρύλισε από τον πόνο, αλλά το χτύπημα τον είχε βρει στους μύες στο πάνω μέρος του μηρού. Ο Τσέιζ σήκωσε τα μάτια και τον είδε να του ανταποδίδει το βλέμμα, με το θυμό να παραμορφώνει το πρόσωπό του. Ο

μισθοφόρος έφερε μπροστά το όπλο του... Ο Τσέιζ έγειρε πίσω, προς τα γόνατα του άντρα, επιχειρώντας να τον ρίξει κάτω. Εκείνος τρέκλισε, κι ύστερα έπεσε... αλλά προσγειώθηκε από πάνω του, χτυπώντας τον Τσέιζ στο στήθος με τα γόνατα. Αγκομαχώντας, ο Τσέιζ γραπώθηκε απ’ το UMP-40 του αντιπάλου του... Έφαγε μια γροθιά καταπρόσωπο και άκουσε ένα απότομο κρακ, καθώς έσπαγε η μύτη του. Σχεδόν ξαφνιάστηκε από την απουσία πόνου, αλλά ήξερε από πείρα ότι θα ερχόταν κι αυτός αρκετά γρήγορα. Είδε τη γροθιά του αντιπάλου του να έρχεται και πάλι καταπάνω του, και τότε άφησε το όπλο και τίναξε τα χέρια του για να την μπλοκάρει στο κατέβασμά της. Πίεσε με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να σπάσει τα δάχτυλα του άντρα... Η Κάρι και η Νίνα έτρεξαν προς τον Καστίγ και τους άλλους αιχμάλωτους. «Μπείτε στην καλύβα!» φώναξε η Κάρι καθώς ένα ακόντιο διέσχιζε τον αέρα ακριβώς πίσω τους. «Όχι, πρέπει να τους βοηθήσουμε!» απάντησε η Νίνα. Ένας από τους νεκρούς Ινδιάνους κειτόταν στο έδαφος μπροστά στα πόδια της. Άρπαξε το μαχαίρι του. «Εμπρός!» Ο Στάρκμαν έριξε κι άλλες βολές προς τα δέντρα, ουρλιάζοντας ταυτόχρονα στο γουόκι τόκι του. «Ελικόπτερο ένα! Χρειάζομαι πυρά καταστολής στη δεντροστοιχία! Τώρα!» Ένας από τους άντρες κοντά στους αιχμαλώτους είχε χτυπηθεί από πίσω με ακόντιο, με την κοφτερή λεπίδα από οψιδιανό να έχει εισχωρήσει βαθιά μέσα στο κρανίο του. Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθούσε να πυροβολεί άγρια, μέχρι που έπεσε πάνω στον τοίχο μιας καλύβας, κομματιάζοντας το ξύλο. Ο μεγαλόσωμος άντρας ελευθέρωσε με ένα μουγκρητό το χέρι του απ’ τη λαβή του Τσέιζ, κι έπειτα κατέβασε τα γόνατά του με δύναμη οδοστρωτήρα πάνω στο στέρνο του. Ο Τσέιζ επιχείρησε να ουρλιάζει, αλλά δεν είχε απομείνει καθόλου οξυγόνο στα πνευμόνια του. Με την προσοχή των φρουρών τους να έχει αποσπαστεί, ο Καστίγ και ο Ντι Σάλβο είχαν ήδη σηκωθεί όρθιοι όταν τους πλησίασαν η Νίνα και η Κάρι. Η Νίνα άρπαξε τον Φίλμπι κι έκοψε το κορδόνι με το οποίο ήταν δεμένα τα χέρια του, ενώ η Κάρι προσπαθούσε να λύσει τους κόμπους του Καστίγ. «Τα όπλα μας!» είπε ο Καστίγ, δείχνοντας τα σωριασμένα υπάρχοντά τους παραδίπλα. Ένας ακόμα από τους άντρες του Στάρκμαν έπεσε, χτυπημένος από ένα δηλητηριασμένο βέλος στο λαιμό.

Ένας τρομερός άνεμος σάρωσε το χωριό καθώς το ελικόπτερο έκανε κύκλους από πάνω. Άδειοι κάλυκες έπεφταν στο χώμα σαν χαλάζι καθώς ένα περιστρεφόμενο πυροβόλο με έξι κάννες, που είχε στηθεί μέσα από την ανοιχτή πόρτα του πιλότου, ξέρναγε φωτιά πάνω στα δέντρα που λύγιζαν απ’ τον αέρα. Ο Φίλμπι ήταν ελεύθερος. «Κάρι!» φώναξε η Νίνα, πετώντας της το μαχαίρι. Εκείνη το έπιασε στον αέρα και έκοψε τα δεσμά του Ντι Σάλβο, ενώ ο Καστίγ βουτούσε για να πάρει τα όπλα. «Μπείτε στην καλύβα, πέστε κάτω!» Μόλις που είχε προλάβει να σπρώξει μέσα στο παράπηγμα τον Φίλμπι, όταν ένα βέλος καρφώθηκε στο ξύλο. Ένας από την ομάδα της Αδελφότητας έπεσε σε μια άλλη καλύβα για να αποφύγει ένα βέλος, και τότε μπόρεσε να διαπιστώσει ότι οι αιχμάλωτοί του ήταν πλέον ελεύθεροι. Το ελικόπτερο επέστρεψε στη θέση του, γαζώνοντας τα δέντρα με πυρά πολυβόλου. Το ρεύμα αέρα που σήκωνε ο κεντρικός έλικας ήταν τόσο δυνατό, που οι καλύβες διαλύθηκαν και τα χαλάσματα σκορπίστηκαν προς κάθε κατεύθυνση. Ο μεγαλόσωμος στρατιώτης έσκυψε κι έσφιξε τα χέρια του γύρω απ’ το λαιμό του Τσέιζ, πιέζοντας με τους αντίχειρες δυνατά την καρωτίδα του. Ο Τσέιζ άκουγε το αίμα του να σφυροκοπά στ’ αφτιά του, κι ο ήχος αυτός κάλυπτε σχεδόν το θόρυβο του ελικοπτέρου. Μπορούσε να το δει σχεδόν πάνω απ’ το κεφάλι του, με τους έλικες να διακρίνονται θολά πίσω από το σαδιστικό γέλιο του άντρα που τον στραγγάλιζε. Σήκωσε τα χέρια για να τον χτυπήσει στο πρόσωπο, αλλά ήταν πολύ μεγάλος και τα χέρια του πιο μακριά, κι έτσι ο Τσέιζ απέμεινε άπραγος. Τα μάτια του άρχισαν να σκοτεινιάζουν και το κεφάλι του κόντευε να σπάσει. Δεν μπορούσε να φτάσει το πρόσωπο του άντρα που του συνέτριβε το στέρνο, αλλά τουλάχιστον μπορούσε να φτάσει το σώμα του... Ο καταιγισμός πυρός με τα πρωτόγονα αλλά αποτελεσματικά όπλα που ερχόταν από τη ζούγκλα σταμάτησε απότομα, καθώς τα ισοπεδωτικά πυρά από το ελικόπτερο διαμέλισαν τους επιτιθέμενους Ινδιάνους. Τρομακτικά ουρλιαχτά αντηχούσαν μέσα από τα δέντρα. Ο Καστίγ άρπαξε ένα από τα τουφέκια Κολτ της ομάδας και το έφερε σε θέση βολής, μόνο και μόνο για να δει έναν από τους άντρες του Στάρκμαν να τον σημαδεύει ήδη με ένα UMP. Ο άντρας τράβηξε τη σκανδάλη - τη στιγμή ακριβώς που ο Ντι Σάλβο έπεσε μπροστά στον Καστίγ. Τα πυρά βρήκαν τον Ντι Σάλβο στο μηρό και το γοφό. Αίμα πετάχτηκε από τα τραύματα ενώ ο άντρας σωριαζόταν ουρλιάζοντας στο

έδαφος. Ο Καστίγ ανταπέδωσε τα πυρά και, καθώς ο στόχος του φορούσε ολόσωμο αλεξίσφαιρο, τον σημάδεψε στο κεφάλι. Και οι τρεις βολές του βρήκαν το στόχο τους. Το κρανίο του άντρα διαλύθηκε σε ένα μακάβριο πολτό. Κάποιος άλλος άντρας του Στάρκμαν άκουσε τους πυροβολισμούς και στράφηκε για να αντιμετωπίσει το νέο του αντίπαλο... Αλλά μια κλοτσιά του διέλυσε το πρόσωπο. Παρότι ο άντρας τρέκλιζε ζαλισμένος, η Κάρι πήρε στροφή και του κατάφερε ακόμα μια συντριπτική κλοτσιά στα αχαμνά, στέλνοντάς τον να καρφωθεί στον τοίχο μιας καλύβας. Η Κάρι σήκωσε το όπλο του, σταμάτησε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου για να αποφασίσει κι ύστερα τον πυροβόλησε στο κεφάλι. Ο Τσέιζ ένιωσε να χάνει τις αισθήσεις του και τη ζωή να τον εγκαταλείπει. Ο κομάντο είχε πέσει πάνω του σαν δαίμονας, με τα φτερά του ελικοπτέρου να στριφογυρίζουν σαν σκοτεινό φωτοστέφανο πίσω από το κεφάλι του. Με τις τελευταίες του δυνάμεις κατάφερε τελικά να πιάσει με το δεξί του χέρι αυτό για το οποίο πάσχιζε τόση ώρα: το όπλο με την αρπάγη στην πλάτη του άντρα. Πάτησε τη σκανδάλη. Η αρπάγη τινάχτηκε με ένα δυνατό θόρυβο από συμπιεσμένα αέρια και εκτοξεύτηκε σχεδόν κάθετα προς τα πάνω με ένα ατσαλόσυρμα τυλιγμένο σε νάιλον να την ακολουθεί από πίσω... και πιάστηκε στους έλικες του ελικοπτέρου. Η ίδια η αρπάγη από ίνες άνθρακα έγινε κομμάτια από τους έλικες - αλλά το καλώδιο πιάστηκε στο στροφέα και μπλέχτηκε γύρω του. Και άρχισε να τυλίγεται. Τα μάτια του κομάντο άνοιξαν διάπλατα από το σοκ όταν κατάλαβε τι επρόκειτο να συμβεί. Ύστερα τραβήχτηκε τόσο απότομα από το έδαφος, που από το τέντωμα έσπασαν μερικά πλευρά του. Πετώντας κατακόρυφα προς τα πάνω λες και τον είχε αρπάξει καταπέλτης, και με το καλώδιο να τον τραβάει ανελέητα προς το στροφέα, χτύπησε πάνω στο ελικόπτερο και τα αιματοβαμμένα απομεινάρια του έπεσαν ξανά πίσω στο χωριό σαν βροχή. Το ελικόπτερο πήρε απότομα κλίση, χάνοντας τον έλεγχο. Το καλώδιο γύρω από το στροφαλοφόρο άξονα είχε μπλοκάρει το σύστημα ελέγχου, και πλέον είχαν πάθει ζημιά και οι ίδιοι οι έλικες... «Καλυφθείτε!» φώναξε ο Τσέιζ. Η Κάρι κοίταξε γύρω της. Ο Στάρκμαν κατευθυνόταν τρέχοντας προς το

πλαϊνό τμήμα του ναού. Από πάνω το τεράστιο ελικόπτερο άρχισε να στριφογυρίζει. Το μουγκρητό από τις μηχανές του ενώθηκε με το στρίγκλισμα του διαλυμένου μηχανισμού. Από τους άντρες του Στάρκμαν μόνο ένας απέμενε όρθιος, κοντά στον Τσέιζ. Η Κάρι και ο Καστίγ πυροβόλησαν ταυτόχρονα, ρίχνοντάς τον κάτω. Το ελικόπτερο εξακολούθησε να περιστρέφεται. Κάποιος έπεσε από την πόρτα του πιλοτηρίου, ουρλιάζοντας μέχρι να φτάσει κάτω, όπου προσγειώθηκε με το κεφάλι πάνω στην καλύβα των γερόντων, σπάζοντας το λαιμό του. Το ελικόπτερο, έχοντας χάσει εντελώς τον έλεγχο, άρχισε να στριφογυρίζει με κατεύθυνση το ναό, χάνοντας διαρκώς ύψος. Ο πιλότος του άλλου ελικοπτέρου το είδε να έρχεται καταπάνω του και άρχισε σαν τρελός να ανεβάζει στροφές, προσπαθώντας παράλληλα να αυξήσει το ύψος του. Οι άντρες που είχαν κατεβεί στην τρύπα της οροφής του ναού παρασύρθηκαν από τις οδοντωτές άκρες και έπεσαν με το κεφάλι στο πέτρινο δάπεδο από κάτω. Το στροβιλιζόμενο ελικόπτερο χτύπησε την οροφή του ναού, βγάζοντας καπνό από τις μηχανές του. Το πέτρινο θολωτό οικοδόμημα, αποδυναμωμένο ήδη από την τρύπα που είχε ανοίξει, κατέρρευσε από τη σύγκρουση. Το αεροσκάφος έπεσε στη στέγη και από εκεί μέσα στον ίδιο το ναό. Οι έλικές του έγιναν κομμάτια καθώς χτύπησαν στη σκληρή πέτρα, και τεράστια θραύσματα εκτοξεύτηκαν στον αέρα εκατοντάδες μέτρα μακριά προτού πέσουν στο έδαφος. Έχοντας χάσει όλη του τη δύναμη, το τεράστιο αεροσκάφος καρφώθηκε σχεδόν κάθετα στη βάση του αγάλματος του Ποσειδώνα και ανατινάχτηκε. Μια μπάλα φωτιάς πετάχτηκε από το ναό. Και οι φλόγες κατέφαγαν όσους άντρες είχαν απομείνει. Το τεράστιο άγαλμα του θεού σείστηκε κι ύστερα έπεσε προς τα εμπρός, σπάζοντας σε φλεγόμενα συντρίμμια, ενώ η χρυσή επένδυσή του έλιωνε ήδη μέσα στην υπερβολική ζέστη. Ζέστη που έφτασε και στις εμπρηστικές βόμβες στην αίθουσα του βωμού. Οι οποίες κάποια στιγμή εξερράγησαν, αφού η θερμοκρασία στην αίθουσα υπερέβη τους διακόσιους βαθμούς. Τα χρυσά και ορειχάλκινα τεχνουργήματα που βρίσκονταν εκεί μέσα όχι απλώς έλιωσαν, αλλά εξαερώθηκαν, εξαλείφθηκαν ολοκληρωτικά από το πυρακτωμένο κύμα φωτιάς. Ο Καστίγ στράφηκε μόλις άκουσε τον ήχο της έκρηξης - και έπεσε ενστικτωδώς προς τα πίσω την ώρα που ένα οδοντωτό κομμάτι από λεπίδα έλικα, με μήκος πάνω από ένα μέτρο, καρφωνόταν στο έδαφος ανάμεσα στα πόδια του σαν ακόντιο. «Στο διάβολο!» τσίριξε. «Ελικόπτερα κι αηδίες!» Η υπόλοιπη στέγη του ναού σταδιακά υποχώρησε, και χιλιάδες τόνοι πέτρας έπεσαν θάβοντας ό,τι βρισκόταν από κάτω. Ένα κύμα αλυσιδωτών εκρήξεων

έφτασε και στις άλλες σήραγγες και αίθουσες, ενώ ένα τεράστιο σύννεφο από σκόνη και μπάζα πετάχτηκε από την είσοδο του ναού σαν αμαξοστοιχία εξπρές. Ο Τσέιζ μόλις που πρόλαβε να το αποφύγει την ώρα που περνούσε από δίπλα του. Το αρχαίο αντίγραφο του ναού του Ποσειδώνα της Ατλαντίδας, που παρέμενε κρυμμένο στη ζούγκλα εδώ και χιλιάδες χρόνια, είχε καταστραφεί για πάντα, μαζί με όλα τα μυστικά που περιείχε. Η Νίνα κρυφοκοίταξε από την καλύβα, προστατεύοντας τα μάτια της καθώς το σύννεφο σκόνης σάρωνε τα πάντα στο πέρασμά του. «Χριστέ μου!» Ο Τσέιζ κρατήθηκε απ’ τον τοίχο του ναού. Σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού του τα αίματα από το πρόσωπό του. Η σπασμένη μύτη του είχε αρχίσει να τον πονάει. Μέσα από τη σκόνη είδε την Κάρι και τον Καστίγ να τρέχουν προς το μέρος του. «Πού είναι ο Στάρκμαν;» ρώτησε με κομμένη την ανάσα. «Από εκεί!» έδειξε ο Καστίγ. Αλλά δε φαινόταν πια καθώς είχε στρίψει στη γωνία του κατεστραμμένου οικοδομήματος. «Η Νίνα;» «Σε μια από τις καλύβες», του είπε η Κάρι. «Δώσε μου το όπλο σου». Η Κάρι του έδωσε το Κολτ. «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Καστίγ. «Δε θα αφήσω αυτό τον μπάσταρδο να ξεφύγει! Κάρι, το νου σου στη Νίνα. Πού είναι ο Ανιάλντο;» «Τον πυροβόλησαν». «Τότε να τον βοηθήσεις! Πηγαίνετε και οι δυο σας!» είπε και αποδύθηκε σε μια οδυνηρή καταδίωξη του Στάρκμαν. Ο Στάρκμαν πήδηξε στην κλιμακωτή βάση του ναού και άρχισε να τρέχει, ουρλιάζοντας παράλληλα στο γουόκι τόκι του. «Ελικόπτερο δύο! Εδώ αρχηγός αετός, χρειάζομαι ανύψωση τώρα!» Το ελικόπτερο που είχε απομείνει διέγραφε κύκλους επιφυλακτικά πάνω από τη ζούγκλα λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα.

Ο Τσέιζ έστριψε στη γωνία του ναού, κυνηγώντας τον Στάρκμαν. Εκεί! «Όχι, παλιοκάθαρμα, μην το κάνεις», μούγκρισε, ανεβαίνοντας στην πρώτη βαθμίδα πίσω του.

Η Κάρι επέστρεψε τρέχοντας στα απομεινάρια της καλύβας όπου είχε δει τη Νίνα να καταφεύγει μαζί με τον Φίλμπι. Παραμέρισε την προβιά που κάλυπτε την πόρτα. «Είστε εντάξει;» ρώτησε. «Καλά είμαστε!» αποκρίθηκε η Νίνα. «Να μιλάς για τον εαυτό σου», μουρμούρισε ο Φίλμπι. Η Νίνα τον αγνόησε. «Και οι άλλοι; Πού είναι ο Έντι;» «Ο Ντι Σάλβο χτυπήθηκε», απάντησε η Κάρι. «Ο Ούγκο του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Και ο Τσέιζ κυνηγάει τον Στάρκμαν». «Τι; Έλα, πρέπει να τον βοηθήσουμε!» Έτρεξαν έξω και η Νίνα είδε τον Τσέιζ να ανεβαίνει από το πλάι του ναού και να τον ακολουθεί. «Είναι πολύ επικίνδυνο!» διαμαρτυρήθηκε η Κάρι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. «Νίνα! Που να πάρει!» Γύρισε βιαστικά εκεί που ήταν ο εξοπλισμός της ομάδας κι αφού πήρε ακόμα ένα αυτόματο και το Γουάιλντι του Τσέιζ, έτρεξε πίσω από τη Νίνα. Το ελικόπτερο που είχε απομείνει μετακινήθηκε, αποφεύγοντας με δυσκολία το παχύ μαύρο σύννεφο καπνού που υψωνόταν από το τμήμα του ναού που είχε καταρρεύσει. Καθώς κατέβαινε πιο χαμηλά, τα σκοινιά που αιωρούνταν μπλέκονταν στα γύρω πυκνά φυλλώματα. Ο Στάρκμαν επιβράδυνε υπερβολικά την πορεία του, ουρλιάζοντας στον ασύρματό του: «Έλα, πιο γρήγορα! Πάρε με από εδώ!» Κουνούσε τα χέρια του έξαλλα, καλώντας το ελικόπτερο να έρθει πιο κοντά... Οι σκούρες πέτρες γύρω του γδέρνονταν και έσπαγαν από τους πυροβολισμούς. «Τζέισον!» μούγκρισε ο Τσέιζ, εξακολουθώντας να πυροβολεί. Ο Στάρκμαν ανέβηκε στην επόμενη βαθμίδα και ανταπέδωσε τα πυρά, με έναν καταιγισμό από το UMP του. Ο Τσέιζ έσκυψε απότομα καθώς οι σφαίρες καρφώνονταν στην πέτρα ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, λούζοντάς τον με σκόνη και θραύσματα. Σύρθηκε μερικά μέτρα προτού ξανασηκωθεί για να εξαπολύσει ακόμα μια ριπή. Η Νίνα άκουσε τους πυροβολισμούς και έσκυψε αυτόματα για να καλυφθεί στη χαμηλότερη βαθμίδα, στο πλάι του ναού, κοιτάζοντας με προσοχή μπροστά. Ο Τσέιζ αντάλλασσε πυροβολισμούς με τον Στάρκμαν μερικά μέτρα ψηλότερα και κοντά στο κατεστραμμένο τμήμα του ναού. To ελικόπτερο τον πλησίαζε, κι από κάτω του κρέμονταν σκοινιά. Ο Τσέιζ έριξε άλλη μια ριπή, αλλά το όπλο του έκανε ένα ξερό κλικ στην τελευταία βολή.

Άδειο! Ο Στάρκμαν μπορούσε να μετρήσει τους πυροβολισμούς, όπως κι εκείνος άλλωστε, και θα καταλάβαινε ότι είχε ξεμείνει. Αφού προχώρησε λίγα μέτρα ακόμα, ο Τσέιζ σήκωσε αστραπιαία το κεφάλι του προς τα πάνω, κι ύστερα έσκυψε στη στιγμή κάτω. Όπως το περίμενε, η σύντομη αυτή εμφάνισή του τράβηξε πάνω του τα πυρά, προκαλώντας κι άλλη βροχή από θραύσματα πέτρας. Ο Στάρκμαν προφανώς δεν ανησυχούσε μήπως ξεμείνει από πυρομαχικά. Ο αέρας από το ελικόπτερο που κατέβαινε μαστίγωνε τα ρούχα του. Σε χαμηλό υψόμετρο, ένα ελικόπτερο Χέιλο μπορούσε εύκολα να ρίξει κάτω έναν άντρα. Πράγμα που θα δυσκόλευε ιδιαίτερα τη σκόπευση. Ο Τσέιζ ρίχτηκε στην επόμενη βαθμίδα, κολλώντας στη στιγμή στον τοίχο, καθώς κι άλλες σφαίρες έπεφταν πάνω στις αρχαίες πέτρες. Μπορούσε ακαθόριστα να ακούσει τον Στάρκμαν που φώναζε στον ασύρματό του: «Σκύψε προς τα έξω και πυροβόλησε τον!» Σκατά! Κοίταξε το ελικόπτερο. Κάποιος έβγαλε το κεφάλι του από την ανοιχτή πόρτα του πιλοτηρίου και κάρφωσε τα μάτια του επάνω του. Ύστερα έσκυψε απότομα πίσω, για να ξαναφανεί ένα λεπτό αργότερα με ένα όπλο στα χέρια. Δεν ήταν ακόμα ένα οπλοπολυβόλο, αλλά ένα Μ82 που χρησιμοποιούν οι ελεύθεροι σκοπευτές, το οποίο μπορούσε να ανοίξει ολόκληρη τρύπα στο κρανίο κάποιου από οχτακόσια μέτρα απόσταση. Και ο Τσέιζ δεν απείχε ούτε δεκαπέντε από το ελικόπτερο! «Νίνα!» Η Κάρι την πρόφτασε, με το τουφέκι στα χέρια. «Στο ελικόπτερο, θα τον χτυπήσουν από εκεί!» φώναξε η Νίνα δείχνοντας. Η Κάρι κατάλαβε αμέσως τι συνέβαινε. Το βαρύ ελικόπτερο είχε πάρει θέση πάνω από τον Στάρκμαν, για να μπορέσει αυτός να αρπάξει ένα από τα σκοινιά που κρέμονταν και να σηκωθεί στον αέρα - και παράλληλα ένας άντρας έσκυβε έξω από την καμπίνα, με το τουφέκι στα χέρια να στοχεύει κατευθείαν τον Τσέιζ... Η Κάρι σήκωσε το όπλο και άδειασε ολόκληρο το γεμιστήρα πάνω στην άτρακτο του ελικοπτέρου. Ο ελεύθερος σκοπευτής παραπάτησε κι έπεσε έξω με το όπλο του να προπορεύεται κατά την πτώση. Με ένα πήδημα ο Στάρκμαν βρέθηκε έξω από την πορεία του. Η κάννη του όπλου χτύπησε πάνω στη σκληρή πέτρα του ναού και ο πάλαι ποτέ κάτοχός του προσγειώθηκε με το κεφάλι από πάνω του. Το κοντάκι διαπέρασε την κλείδα στον ώμο του και το όπλο χώθηκε βαθιά μέσα στο στέρνο του. Το σώμα σωριάστηκε σε μια αλλόκοτη στάση στο πλάι του ναού, με το όπλο ακόμα καρφωμένο πάνω του.

Ο Στάρκμαν συνήλθε και άρπαξε ένα από τα σκοινιά με το δεξί του χέρι, αγκαλιάζοντας το όπλο του και ουρλιάζοντας στον ασύρματο για να τον σηκώσει ο πιλότος. «Έντι!» ούρλιαξε η Κάρι για να ακουστεί πάνω από τον εντεινόμενο βόμβο των μηχανών. Εκείνος, άγνωστο πώς, την άκουσε και κοίταξε γύρω τον. «Εδώ!» του πέταξε το πιστόλι του. Ο Τσέιζ πήδηξε στα πόδια του και έπιασε το όπλο γερά με το ένα χέρι- ύστερα το έστρεψε προς το ελικόπτερο, κάτω από το οποίο αιωρούνταν ο Στάρκμαν. Το ελικόπτερο κέρδιζε γρήγορα ύψος, με το ρύγχος του να βυθίζεται καθώς ετοιμαζόταν να αναπτύξει ταχύτητα και να απομακρυνθεί από το τροπικό δάσος. Ο Τσέιζ σημάδεψε τον πιλότο και πυροβόλησε δύο φορές. Και οι δύο σφαίρες χτύπησαν το ελικόπτερο κάτω από την κοιλιά του, κοντά στο ρύγχος, αλλά το ρεύμα αέρα που είχε σηκώσει δεν του επέτρεψε να πετύχει το στόχο του. Το αεροσκάφος παρέμεινε ανέπαφο. Ο Στάρκμαν αναρριχήθηκε σιγά σιγά, καθώς το σκοινί του μαζευόταν. Ένα άλλο σκοινί τινάχτηκε προς τα κάτω, ένα μαύρο νάιλον κορδόνι που άρχισε να περιστρέφεται από το δυνατό ρεύμα. Ο Τσέιζ πήδηξε προς το μέρος του και γραπώθηκε γερά πάνω του. «Αχ, Θεέ μου! Όχι, ηλίθιε, όχι!» ούρλιαξε απελπισμένα η Νίνα, καθώς το σκοινί τον μετέφερε πάνω από το πλαϊνό μέρος του ναού. Κρατώντας το σκοινί με το αριστερό χέρι, ο Τσέιζ σήκωσε με το δεξί το όπλο του και σημάδεψε την προπορευόμενη φιγούρα του Στάρκμαν. Απείχε ακόμα αρκετά μέτρα μέχρι να φτάσει στη σχετική ασφάλεια της καμπίνας. «Θα σε πετύχω ακριβώς στον κώλο, παλιοκάθαρμα...» Το πιστόλι κροτάλισε δύο φορές. Στριφογυρνώντας και αιωρούμενος στην άκρη του σκοινιού, ο Τσέιζ δεν μπορούσε να καταλάβει πού βρήκε η πρώτη βολή, αλλά η δεύτερη χτύπησε την άτρακτο πάνω από τον Στάρκμαν, λούζοντάς τον με ξύσματα μπογιάς. Ο Στάρκμαν κοίταξε προς τα κάτω και είδε τον Τσέιζ που ταλαντευόταν πίσω του. Για μια στιγμή ο Τσέιζ νόμισε πως προσπαθούσε να ξεκρεμάσει απ’ τον ώμο του το UMP και να τον πυροβολήσει... Ώσπου κατάλαβε ότι έβγαζε από τη θήκη το μαχαίρι του. Ξαφνικά ο Τσέιζ συνειδητοποίησε την κατάστασή του. Κρεμόταν με το ένα χέρι από ένα σκοινί κάτω από ένα ελικόπτερο, που βρισκόταν ήδη τουλάχιστον είκοσι μέτρα πάνω απ’ τη γη και έπαιρνε συνεχώς ύψος καθώς πετούσε πάνω από τη ζούγκλα. Το βλέμμα του συνάντησε το καλό μάτι του Στάρκμαν. Εκείνος κάγχασε και έκοψε το σκοινί του Τσέιζ με μια άσπλαχνη μαχαιριά. «Α! Γαμώτο!» πρόλαβε μόνο να πει με κομμένη την ανάσα ο Τσέιζ πριν πέσει

πάνω στον απέραντο θόλο της ζούγκλας που απλωνόταν από κάτω.

17

ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΑΚΟΜΑ με το αριστερό του χέρι το σκοινί. Ένα δέκατο του δευτερολέπτου πριν χτυπήσει στα ψηλότερα φυλλώματα, ο Τσέιζ άφησε το όπλο του και άρπαξε με το δεξί του χέρι το μαύρο νάιλον σκοινί. Κλαδιά τον χτυπούσαν καθώς περνούσε ανάμεσά τους, το καθένα πιο χοντρό και άκαμπτο από το προηγούμενο. Ένα τον βρήκε δυνατά στον ώμο και ο Τσέιζ τίναξε προς το μέρος του το σκοινί. Ξαφνικά απελευθερώθηκε από τα κλαδιά και ξανάρχισε να πέφτει... και πλέον δεν παρεμβαλλόταν τίποτε ανάμεσα στον ίδιο και το έδαφος. Το σκοινί έσπασε απότομα. Έσφιξε τα χέρια του σαν μέγκενη γύρω από το σκοινί, ουρλιάζοντας καθώς το δέρμα του έτσουζε από την τριβή. Κατέβαινε, όλο και κατέβαινε... Η κομμένη άκρη του σκοινιού ξέφυγε από τη λαβή του... Συνέχισε την ελεύθερη πτώση του, ενώ ο θόλος των φύλλων απομακρυνόταν αστραπιαία. Πρόσκρουση. Μαυρίλα. Μια φωνή από μακριά αντηχούσε χαμηλόφωνα, και του έλεγε κάτι γνωστό... Έλεγε το όνομά του. «Έντι;» μια γυναικεία φωνή ακούστηκε από πιο κοντά. «Έντι;» Ο Τσέιζ άνοιξε απότομα τα μάτια του. Μέσα από το θόλο της ζούγκλας κατάφερε να διακρίνει σκόρπια κομμάτια του ουρανού που είχε σκοτεινιάσει, όπως και μια μεγαλύτερη τρύπα ακριβώς από πάνω του. Χρειάστηκε αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να μετατρέψει σε λέξεις τη σκέψη του. «Έπεσα ακριβώς από εκεί μέσα!» είπε με κομμένη την ανάσα προσπαθώντας να ανασηκωθεί. Το μετάνιωσε στη στιγμή. Κάθε μυς του σώματός του πονούσε λες και τον είχαν δείρει. Ξανάπεσε πίσω με ένα πονεμένο βογκητό. «Έντι!» «Νίνα;» αλληθώρισε καθώς από πάνω του εμφανίστηκε ένα πρόσωπο που τον κοιτούσε ανήσυχα. «Θεέ μου, είσαι τόσο όμορφη...» «Τουλάχιστον, μπορεί ακόμα και βλέπει», είπε μια άλλη φωνή. Η Κάρι μπήκε στο οπτικό του πεδίο πίσω από τη Νίνα. Τον κοίταξε εξεταστικά κι έπειτα

σήκωσε το κεφάλι της προς τα πάνω, στα δέντρα. Έπεφταν ακόμα φύλλα σαν πράσινο χιόνι γύρω τους. «Πρέπει να είναι πάνω από είκοσι μέτρα το ύψος...» «Θεέ μου!» έκανε η Νίνα, σκύβοντας πιο κοντά. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι επέζησε!» «Δεν πεθαίνω έτσι απλά, ντοκτορέσσα», είπε κι έσκασε ένα πλατύ πονεμένο χαμόγελο. Ακόμα και οι μύες του προσώπου του πονούσαν. Τον κοίταξε για μια στιγμή, και στο πρόσωπό της καθρεφτίστηκαν ανάκατα τα συναισθήματα, κι έπειτα άρχισε να χτυπάει με τα χέρια της το στήθος του. «Βλάκα! Είσαι εντελώς, απόλυτα, ολοκληρωτικά ηλίθιος! Τι στο καλό σκεφτόσουν; Γιατί το έκανες αυτό; Τι τρέχει με σένα;» «Αχ, αχ! Είναι μεγάλος ο κατάλογος...» Ο Τσέιζ ανασήκωσε προσεκτικά το κεφάλι του. Ο πόνος μεταφέρθηκε εκεί απ’ όλο του το σώμα, αλλά δεν έμοιαζε με τη δυνατή σουβλιά -ή το μούδιασμα- που συνοδεύει τα σπασμένα κόκαλα. Με εξαίρεση, βέβαια, τη μύτη του. Προς μεγάλη έκπληξη της Νίνα και της Κάρι, εκείνος άρχισε να γελάει, με ένα ασθματικό κακάρισμα καθαρής ανακούφισης που ήταν ζωντανός. «Αχ, Χριστέ μου, πονάω πραγματικά πάρα πολύ. Και τελικά δεν κατάφερα να τον πιάσω τον μπάσταρδο!» Το πρόσωπό του συσπάστηκε καθώς έγειρε αργά προς τα πίσω, ενώ η Νίνα γονάτισε για να τον βοηθήσει. «Τι συνέβη; Πόση ώρα ήμουν αναίσθητος;» «Όχι και πολλή», είπε η Κάρι. «Το ελικόπτερο έφυγε. Πέταξε προς τα βορειοανατολικά». «Μπορεί να έχεις πάθει διάσειση», τον προειδοποίησε η Νίνα. «Μείνε ακίνητος». Ο Τσέιζ είδε κάτι που έδιωξε στη στιγμή τον πόνο από το νου του. «Αυτό νομίζω ότι είναι το λιγότερο που πρέπει να μας απασχολεί», είπε πολύ αργά. Η Νίνα ακολούθησε το βλέμμα του, και πάγωσε. Ήταν περικυκλωμένοι από Ινδιάνους. Υποβαστάζοντας τον Τσέιζ, η Νίνα και η Κάρι επέστρεψαν στο χωριό. Αν και δεν ήταν φανερά επιθετικοί -ακόμα τουλάχιστον-, η Νίνα θα έλεγε ότι οι Ινδιάνοι ήταν οργισμένοι. Βέβαια, δεν ήταν να απορεί κανείς, αν λάμβανε υπόψη ότι πολλοί από αυτούς είχαν σκοτωθεί, τα σπίτια τους είχαν καταστραφεί και ο ναός τον οποίο προστάτευαν αυτοί και οι πρόγονοί τους εδώ και χιλιάδες χρόνια είχε μετατραπεί σε ένα σωρό από ερείπια που κάπνιζαν. Της προκαλούσε εντύπωση το γεγονός και μόνο ότι εξακολουθούσαν να είναι ζωντανοί. Η έκπληξή της μεγάλωσε μόλις έφτασαν στο χωριό. Είχαν ανάψει μια μεγάλη φωτιά και ο Ντι Σάλβο ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, ζωντανός ακόμα και έχοντας τις αισθήσεις του. Τα αιματοβαμμένα ρούχα του είχαν παραμεριστεί και πάνω

στα τραύματά του από τις σφαίρες είχαν τοποθετηθεί επίδεσμοι. Δίπλα του ο Καστίγ, με τη βοήθεια του Φίλμπι, έδινε τις πρώτες βοήθειες σε κάποιον από τους Ινδιάνους. «Έντουαρντ!» φώναξε καθώς πλησίασε η ομάδα. «Θεέ μου! Είσαι ακόμα ζωντανός!» «Στο περίπου», είπε βραχνά ο Τσέιζ. «Πώς πάει το MASH17;» «Έχουμε μερικούς καινούριους φίλους. Εντάξει, το φίλοι ίσως να μην είναι ακριβώς η κατάλληλη λέξη. Μη πολέμιοι, αυτό ταιριάζει καλύτερα», είπε ο Καστίγ και έδειξε με ένα νεύμα του κεφαλιού του τους Ινδιάνους. «Τι συνέβη;» ρώτησε η Νίνα, ακουμπώντας μαζί με την Κάρι τον Τσέιζ στο έδαφος. Οι Ινδιάνοι που τους συνόδευαν οπισθοχώρησαν, παρακολουθώντας με ανησυχία. «Όταν μας είδαν να πολεμάμε τον Τζέισον και τους δικούς του, φαίνεται ότι άλλαξαν γνώμη για μας. Τι λέει η παροιμία; “Ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου;” Απλοϊκό ίσως, αλλά σωτήριο όπως αποδείχτηκε». Η Νίνα κοίταξε τους Ινδιάνους. Κάποιοι από αυτούς εξέταζαν τα αντικείμενα που είχαν αρπάξει από τα πτώματα των αντρών του Στάρκμαν κατόπιν τα τοποθετούσαν σε στοίβες και, κατά τα φαινόμενα, συνέτασσαν έναν πίνακα γράφοντας κάποια σημάδια πάνω σε κομμάτια φλούδας που θύμιζαν περγαμηνή. Οι σφαίρες τούς ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία· δύο από τις γυναίκες τις έβγαζαν από τους γεμιστήρες πιέζοντας με τους αντίχειρες τους και κρατούσαν τους λαμπερούς κάλυκες πάνω από τη φωτιά. «Είναι σωστό να τις αφήνουμε να παίζουν έτσι με τις σφαίρες;» «Καλύτερο από το να παίζουν με γεμάτα όπλα», μούγκρισε ο Τσέιζ. «Πώς είναι ο Ανιάλντο;» Ο Καστίγ έριξε μια ματιά στον ασθενή του. «Αναγκάστηκα να του κάνω ένεση, αλλά μπορεί ακόμα να μεταφράζει. Έντουαρντ, πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια. Είμαι σίγουρος ότι το πλοίο καταστράφηκε και ότι ο καπετάνιος Πέρεζ και ο Χούλιο είναι νεκροί». Η Κάρι φάνηκε καταπτοημένη. «Αχ, όχι», έκανε σιγά η Νίνα. «Περίμενε, αν το Νηρηίς καταστράφηκε, τότε πώς θα μπορέσουμε να καλέσουμε βοήθεια;» Στα χείλη του Τσέιζ σχηματίστηκε ένα υποτυπώδες χαμόγελο. «Με τον ίδιο τρόπο που θα παραγγέλναμε πίτσα. Θα τηλεφωνήσουμε. Μέσα σε κάποιο από τα σακίδια υπάρχει ένα δορυφορικό τηλέφωνο». «Όλα ωραία και καλά», πέταξε ο Φίλμπι, με φωνή σφιγμένη από την απογοήτευση, «αλλά είμαι άραγε ο μόνος που ενοχλήθηκε από το γεγονός ότι ένα κυριολεκτικά ανεκτίμητο αρχαιολογικό εύρημα ανατινάχτηκε μόλις πριν από λίγο; Αυτοί είναι χειρότεροι κι από τους Ταλιμπάν!» 17 Εδώ ο συγγραφέας κάνει αναφορά στην Κινητή Ιατρική Μονάδα του Αμερικάνικου Στρατού, που είναι γνωστή με τα αρχικά MASH (Mobile Army Surgical Hospital). Δεν αποκλείεται όμως να κάνει λογοπαίγνιο με την ομότιτλη ανατρεπτική ταινία του Ρόμπερτ Άλτμαν (1970) που σατίριζε σκληρά τον πόλεμο του Βιετνάμ, αφού αναφέρεται ειρωνικά από τον κεντρικό ήρωα για την παράνοια και τη φρίκη του πολέμου. (Σ.τ.Μ.)

«Και δεν είδες καν το εσωτερικό, Τζόναθαν», είπε θλιμμένα η Νίνα. «Ήταν απίστευτο. Αντίγραφο του ναού του Ποσειδώνα, όπως ακριβώς το περιέγραψε ο Πλάτωνας. Μέχρι και χάρτης υπήρχε που έδειχνε τη θέση της Ατλαντίδας». Έμεινε λίγο εκεί. Ο χάρτης. Υπήρχε κάτι σχετικά με αυτόν... «Δυστυχώς οι οπλοφόροι φίλοι σου βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν», είπε ο Φίλμπι. Η Νίνα τον αγνόησε, καθώς σκεφτόταν έντονα τι είχε δει μέσα στο ναό. «Νίνα; Τι τρέχει;» ρώτησε η Κάρι. «Ο χάρτης... Η Ατλαντίδα βρισκόταν χωρίς αμφιβολία στον κόλπο του Κάδιξ», επέμεινε η Νίνα. «Ο τύπος του Στάρκμαν έκανε λάθος, πρέπει να έκανε λάθος. Οι Ατλάντιοι ήταν σε θέση να διασχίζουν ολόκληρους ωκεανούς - με κανένα τρόπο δε θα μπορούσε ο χάρτης τους να πέφτει έξω κατά εκατοντάδες μίλια σχετικά με την ακριβή θέση της πατρίδας τους! Κάτι μας διαφεύγει, κάτι σχετικά με το σύστημα... της Ατλαντίδας...» Ξανακοίταξε τις γυναίκες που μετρούσαν τις σφαίρες. Αυτό που τράβηξε την προσοχή της ήταν ο τρόπος με τον οποίο τις μετρούσαν, και αυτό την οδήγησε σε μια αναπάντεχη σειρά από σκέψεις. Πήγε και κουλουριάστηκε δίπλα στον Ντι Σάλβο. «Ανιάλντο; Με ακούς;» Το πρόσωπό του ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, αλλά εξακολουθούσε να ανταποκρίνεται παρά τον πόνο που τον έσφαζε. «Ναι, σε ακούω. Τι τρέχει;» «Θέλω να μου μεταφράσεις κάτι». «Θα βάλω τα δυνατά μου... Τι θέλεις να πω;» «Πρώτα, θέλω να μάθω αν μπορώ να πλησιάσω αυτές τις γυναίκες και να δω τι είναι αυτά που γράφουν». Ο Ντι Σάλβο ρώτησε διατακτικά τους δύο επιζήσαντες γέροντες και, αφού πήρε απάντηση, έγνεψε στη Νίνα καταφατικά. Με τα χέρια υψωμένα, πλησίασε επιφυλακτικά τις γυναίκες. Αντέδρασαν με έκπληξη και λίγο φόβο, αλλά δεν της πήρε πολύ χρόνο μέχρι να πείσει μια από αυτές να την αφήσει να εξετάσει το υπόλευκο φύλλο από φλούδα. Η υπόθεσή της ήταν σωστή: ήταν ένας λογιστικός πίνακας. Τον κράτησε ψηλά μπροστά στη φωτιά, προσπαθώντας να παρατηρήσει καλύτερα τα μουντζουρωμένα σύμβολα- κατόπιν έψαξε και βρήκε μια ράβδο χημικού φωτισμού ανάμεσα στα πράγματα της αποστολής. Τη λύγισε κι εκείνη έβγαλε ένα έντονο γαλαζωπό φως. Οι Ινδιάνες αναπήδησαν για να επιστρέφουν σιγά σιγά, καταγοητευμένες. Άλλα μέλη της φυλής ήρθαν και στάθηκαν γύρω της, εντυπωσιασμένα από το φως. Η Νίνα τους έστειλε ένα καθησυχαστικό χαμόγελο, κι ύστερα ξανάδειξε ενδιαφέρον για τους αριθμούς. Η Κάρι πήγε κοντά της. «Τι συμβαίνει;» «Θυμάσαι που σκέφτηκα ότι το αριθμητικό σύστημα των Ατλάντιων χρησιμοποιούσε ως βάση το οχτώ;» άρχισε η Νίνα, περνώντας το χέρι της πάνω από μια από τις στήλες, προσέχοντας να μη σβήσει τα σημάδια από κάρβουνο. «Αυτό όμως δεν έφερε αποτέλεσμα στη Δοκιμασία του Μυαλού, σωστά; Και τα αγάλματα των Νηρηίδων στο ναό - σύμφωνα με τον Πλάτωνα θα έπρεπε να είναι

εκατό, αλλά εσύ μέτρησες εβδομήντα τρία;» Η Κάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Βρήκες μήπως το λόγο;» «Δεν είμαι σίγουρη...» η Νίνα κοίταξε κάτω, τις σφαίρες στο έδαφος. Δίπλα τους υπήρχε μια στοίβα από άδειους γεμιστήρες. Σήκωσε έναν ψηλά. «Έντι! Πόσες σφαίρες παίρνει ένας τέτοιος;» «Ένας UMP; Τριάντα σφαίρες». «Επομένως, εδώ υπάρχουν πάνω από εκατό σφαίρες, ωραία...» Σήκωσε μια από τις σφαίρες. «Λοιπόν, ας δούμε...» Πλησίασε γονατιστή την πιο κοντινή Ινδιάνα, ρίχνοντάς της ένα φιλικό, όπως έλπιζε, και καθόλου απειλητικό βλέμμα. Η γυναίκα αντέδρασε με καχυποψία, αλλά δεν οπισθοχώρησε καθώς η Νίνα σήκωνε ένα κομμάτι κάρβουνο και μια φλούδα. Έγραψε πάνω της ένα μικρό σημάδι - το σύμβολο της μονάδας. Ύστερα σήκωσε τη σφαίρα, δείχνοντας το σημαδάκι και σηκώνοντας ερωτηματικά τα φρύδια της. «Ένα, ναι; Ένα;» Η γυναίκα την κοίταξε παραξενεμένη για μια στιγμή, κι ύστερα ξαφνικά χαμογέλασε. «Λέει ναι», της είπε ο Ντι Σάλβο. «Σπουδαία! Εντάξει...» ξαναπλησίασε και σήκωσε μια χούφτα σφαίρες, αφήνοντάς τες να πέσουν δίπλα στα γόνατά της. Στη συνέχεια, έβαλε στη σειρά δύο από αυτές κάτω από τη φλούδα, κι ύστερα χάραξε ένα δεύτερο σημάδι δίπλα στο πρώτο. «Δύο;» Η γυναίκα έγνεψε και πάλι καταφατικά. Η Νίνα πρόσθεσε άλλες έξι σφαίρες στη σειρά, κι ύστερα έκανε κι άλλα σημάδια. Οχτώ μικρά σημεία σε μια σειρά... Κι άλλη επιβεβαίωση. Η Νίνα χαμογέλασε, έπειτα πήρε μια ένατη σφαίρα, την έβαλε δίπλα στην πρώτη σειρά και κατόπιν πρόσθεσε άλλο ένα σημείο στη γραμμή. «Εννιά;» Η γυναίκα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. Η Νίνα έσβησε τα εννιά σημάδια, σχημάτισε ένα ανάποδο V και ξαναέδειξε τις σφαίρες. «Εννιά;» Ένα δεύτερο κούνημα του κεφαλιού, αυτή τη φορά όμως συνοδευόταν από μια κάπως ανυπόμονη έκφραση και κάτι που ακούστηκε σαν κοροϊδευτικό σχόλιο προς τις άλλες Ινδιάνες. Κάποιες από αυτές χαχάνισαν, όπως άλλωστε και ο Ντι Σάλβο. «Τι είπε;» ρώτησε η Νίνα. «Ότι δεν μπορεί να πιστέψει πως δεν ξέρεις ούτε καν να μετράς», απάντησε διασκεδάζοντας παρά την κόπωσή του. Η γυναίκα πήρε το κάρβουνο από το χέρι της Νίνα και πρόσθεσε ένα σημαδάκι στα αριστερά του συμβόλου, κι έπειτα έδειξε τις εννιά σφαίρες. «Αυτό είναι το εννιά λοιπόν;» είπε σκεφτική η Νίνα. «Τι βρήκες;» ρώτησε η Κάρι. «Ο τύπος του Στάρκμαν θεώρησε ότι το σημείο της περισπωμένης εκπροσωπούσε από μόνο του το εννιά», είπε η Νίνα, ενώ το μυαλό της δούλευε πυρετωδώς. «Αλλά δεν είναι έτσι - εγώ άρχισα να καταλαβαίνω όταν τις

παρακολούθησα να μετρούν. Δε χρησιμοποιούν τα δάχτυλά τους, αλλά τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλα. Κοίτα». Τοποθέτησε μια από τις σφαίρες μακρύτερα από τις άλλες, κι ύστερα χτύπησε ελαφρά το δάχτυλό της ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα του άλλου χεριού. «Ένα». Η Ινδιάνα την κοίταξε επίμονα, χωρίς να είναι σίγουρη ότι καταλαβαίνει τι έκανε. Η Νίνα τοποθέτησε μια δεύτερη σφαίρα δίπλα στην πρώτη και χτύπησε ξανά το δέρμα ανάμεσα στο δείχτη και τον αντίχειρα, κι έπειτα ανάμεσα στο δείχτη και το μεσαίο δάχτυλο. «Ένα, δύο;» Η γυναίκα, χαμογελώντας και πάλι, συμφώνησε με μια κίνηση του κεφαλιού. Σήκωσε και τα δυο της χέρια, χρησιμοποιώντας ταχύτατα το μικρό δάχτυλο κάθε χεριού για να μετρήσει τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλα του άλλου, ώσπου έφτασε στο οχτώ. Η Νίνα συνειδητοποίησε τη σημασία του σχήματος που είχαν δημιουργήσει τα χέρια της, με τις άκρες των μικρών δαχτύλων της να εφάπτονται, αφού σταμάτησε το μέτρημα. «Η περισπωμένη - παριστάνει οχτώ “πλήρη” κενά. Επομένως, το εννιά παριστάνεται με μια περισπωμένη συν ένα, πράγμα που σημαίνει ότι...» Έδειξε τον πίνακα, όπου ένα σημείο μόνο του ακολουθούνταν από ένα ζεύγος περισπωμένες. «Αυτό είναι το δεκαεφτά - ένα συν οχτώ συν οχτώ. Όμως κοίτα, δεν παριστάνουν το δεκαέξι με δύο περισπωμένες, αλλά με οχτώ μονάδες συν μια περισπωμένη. Είναι σαν να γεμίζουν τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλά τους, και κάθε φορά που είναι πλήρη, ο επόμενος αριθμός αντιστοιχεί σε όσες οχτάδες υπάρχουν συν μία». «Επομένως, δεν πρόκειται για γραμμική πρόοδο», είπε η Κάρι καταλαβαίνοντας. «Να γιατί δεν μπορούσαμε να λύσουμε το γρίφο στο ναό - χρησιμοποιούσαμε λάθος σύστημα! Μοιάζει με αλλόκοτο υβρίδιο των συμβολικών και θεσιακών συστημάτων!» «Στα αγγλικά, ντοκτορέσσα», μούγκρισε ο Τσέιζ. «Εντάξει, εντάξει... Στο δικό μας σύστημα, προσθέτεις μια νέα στήλη κάθε φορά που πολλαπλασιάζεις με το δέκα, σωστά; Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες... Είναι μια κανονική πρόοδος. Στο δικό τους σύστημα όμως, που απ’ ό,τι φαίνεται είναι και το σύστημα των Ατλάντιων, τα καινούρια σύμβολα που είδαμε στην αίθουσα του γρίφου δεν παρουσίαζαν την ίδια κανονική πρόοδο, αντίθετα θα λέγαμε πως γεμίζουν τα κενά...» σήκωσε ψηλά τα ανοιχτά δάχτυλά της. «Αν χρησιμοποιούσαν ως σταθερή βάση το οχτώ, το επόμενο σύμβολο, η περισπωμένη, το καπελάκι...» «Εντάξει, ντοκτορέσσα, ξέρουμε τι είναι η περισπωμένη», είπε δύστροπα ο Τσέιζ. «Συγγνώμη. Θα έπρεπε να αντιπροσωπεύει το οχτώ σε ένα κανονικό σύστημα με βάση το οχτώ. Αλλά δεν είναι έτσι. Αντιστοιχεί στο οχτώ, αλλά δεν εμφανίζεται μέχρι να φτάσεις στο οχτώ συν ένα. Και το σύμβολο ύστερα από

αυτό, το γερτό Λ - με βάση το οχτώ θα έκανε εξήντα τέσσερα. Επειδή όμως αυτό είναι αθροιστική μάλλον παρά γραμμική πρόοδος, όπου δεν προχωρείς ώσπου να γεμίσεις καθένα από τα κενά ανάμεσα στα δάχτυλά σου...» «Προκύπτει ύστερα από οχτώ ομάδες των οχτώ συν οχτώ», συνέχισε η Κάρι, δείχνοντας με έξαψη τις σχετικές ομάδες συμβόλων πάνω στον πίνακα. «Σωστά! Και την πρώτη φορά που χρησιμοποιείται είναι όταν έχουμε οχτώ ομάδες των οχτώ συν οχτώ... και ύστερα συν ένα. Ή...» «Εβδομήντα τρία!» φώναξαν ταυτόχρονα και οι δύο. «Όπως ο αριθμός των αγαλμάτων;» ρώτησε ο Τσέιζ σκυθρωπιάζοντας, λες και ήρθε να προστεθεί στο κεφάλι του ακόμα ένας πόνος μαζί με όλους τους υπόλοιπους. «Ναι! Φυσικά! Να γιατί ο Πλάτωνας είπε ότι ήταν εκατό! Το αριθμητικό σύστημα των Ατλάντιων διαστρεβλώθηκε με το πέρασμα των αιώνων. Στο σύστημά τους, η εμφάνιση του τρίτου ψηφίου αντιστοιχεί με το εκατό - αλλά δε βασίζεται στο δέκα ή το οχτώ. Είναι ένα εντελώς μοναδικό σύστημα». «Ο Κόμπρας όμως δεν το ξέρει αυτό», επισήμανε η Κάρι. «Κι αυτό σημαίνει πως όταν μετατρέψει τις τιμές για το γεωγραφικό πλάτος που δίνει ο χάρτης με βάση τις σύγχρονες μονάδες, τα νούμερα δε θα είναι σωστά». Η Νίνα έφερε το χάρτη νοερά μπροστά της. «Όχι, θα απέχουν πολύ! Νόμισαν ότι η περισπωμένη από μόνη της ήταν το εννιά και ότι το δέκα ήταν μια περισπωμένη συν ένα σημείο. Αλλά η περισπωμένη συν ένα σημείο ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με το εννιά. Οι αριθμοί τους είναι λάθος - κατά μία μονάδα! Νόμισαν ότι το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας βρισκόταν σε γεωγραφικό πλάτος δεκαπέντε μοίρες νότια - αλλά δεν είναι έτσι. Το γεωγραφικό πλάτος του είναι δεκατέσσερις μοίρες! Επομένως, θα έπρεπε να διαιρέσουν τη διαφορά των τριάντα πέντε μοιρών με εφτά και όχι με οχτώ μονάδες της Ατλαντίδας, που σημαίνει ότι μία μονάδα Ατλαντίδας αντιστοιχεί σε πέντε μοίρες. Η Ατλαντίδα βρίσκεται εφτά μονάδες βόρεια του Αμαζόνιου, και εφτά φορές το πέντε μας κάνει...» Ο Τσέιζ γέλασε. «Ακόμα κι εγώ το καταφέρνω αυτό! Τριάντα πέντε μοίρες βόρεια». «Συν μία μοίρα για να προσθέσουμε και το γεωγραφικό πλάτος του δέλτα του Αμαζόνιου πάνω απ’ τον Ισημερινό», πρόσθεσε η Κάρι. «Επομένως, η Ατλαντίδα βρίσκεται τριάντα έξι μοίρες βόρεια - δηλαδή μέσα στον κόλπο του Κάδιξ! Είχες δίκιο!» «Και βρίσκονται εκατοντάδες μίλια μακριά!» φώναξε η Νίνα, αδυνατώντας να συγκρατήσει τη συγκίνησή της. «Μπορούμε να τη βρούμε πρώτοι εμείς· μπορούμε ακόμα να τους νικήσουμε!» Ο Καστίγ ολοκλήρωσε την περιποίηση των τραυματισμένων Ινδιάνων. «Όλα αυτά είναι ωραία και καλά, έχω όμως μια πρόταση να κάνω. Προτού αρχίσουμε

να αλληλοσυγχαιρόμαστε, μπορούμε τουλάχιστον να βγούμε από αυτή τη ζούγκλα;» «Το δορυφορικό τηλέφωνο βρίσκεται στο σάκο μου, Ούγκο», είπε ο Τσέιζ, κι ακούστηκε κουρασμένος. «Πιάσ’ το κι εγώ θα καλέσω το ιππικό να μας σώσει», αστειεύτηκε. «Αχ, θαυμάσια», είπε ο Καστίγ μόλις βρήκε το σακίδιο. «Κι άλλο ελικόπτερο». Η Νίνα σήκωσε το βλέμμα της προς τον κύκλο των Ινδιάνων που την παρακολουθούσαν ακόμα. «Τι θα κάνουμε για τη φυλή; Ξεχάστε το ναό, αλλά τα σπίτια τους διαλύθηκαν εξαιτίας μας. Θα χρειαστούν βοήθεια». «Μπορώ να το αναλάβω εγώ αυτό», είπε ο Ντι Σάλβο. «Ως εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Βραζιλίας, μπορώ να ισχυριστώ ότι ήρθαμε σε επαφή με τη φυλή, η οποία βρίσκεται επίσημα εγκατεστημένη εδώ. Αυτό σημαίνει ότι στο εξής θα θεωρείται προστατευόμενη». «Δεν είχαμε ακριβώς την επαφή που ελπίζαμε», παρατήρησε η Νίνα. «Μην ξεχνάτε ότι δολοφόνησαν τον Χάμιλτον». «Τουλάχιστον εμείς τη γλιτώσαμε», της θύμισε ο Τσέιζ καθώς ο Καστίγ του έδινε το δορυφορικό τηλέφωνο. «Μπορώ να εξασφαλίσω ότι θα έχουν ό,τι χρειαστούν», είπε η Κάρι. «Το Ίδρυμα Φροστ ασκεί κάποια επιρροή στην κυβέρνηση της Βραζιλίας· της προσφέραμε βοήθεια κατά το παρελθόν. Μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι θα επιζήσουν. Άλλωστε, είναι πιθανότατα οι μόνοι άμεσοι απόγονοι των κατοίκων της Ατλαντίδας. Μια ανάλυση του DNA τους θα ήταν εκπληκτική...» Κοίταξε μέσα στο σκοτάδι προς το ναό. Ο Ντι Σάλβο εξήγησε την κατάσταση όσο καλύτερα μπορούσε στους Ινδιάνους. Μερικοί από αυτούς, ειδικά οι γεροντότεροι, έδειχναν εξαιρετικά δυστυχισμένοι. «Ανησυχούν πως αν έρθουν κι άλλοι παρείσακτοι, θα προσπαθήσουν να λεηλατήσουν το ναό», είπε στην Κάρι. «Και τι να πάρουν από εκεί μέσα;» ρώτησε σαρκαστικά ο Τσέιζ, σηκώνοντας το βλέμμα από το τηλέφωνό του. «Κομμάτια ελικοπτέρου; Δεν έχει απομείνει και τίποτα για να κλέψουν!» «Όχι, έχουν δίκιο», είπε η Νίνα. «Ακόμα κι αν καταστράφηκε ένα μεγάλο μέρος του, υπάρχει ακόμα πολύ χρυσάφι εκεί μέσα». «Μπορώ να κανονίσω να έρθει ασφάλεια», είπε η Κάρι. «Το Ίδρυμα διαθέτει αξιόπιστους ανθρώπους που δεν έχουν ως κίνητρο το χρήμα - μπορούν να προστατέψουν τη φυλή, προσφέροντας παράλληλα και βοήθεια. Και νομίζω ότι το καλύτερο θα ήταν να παραμείνει μεταξύ μας το περιεχόμενο του ναού, δε συμφωνείτε;» «Εγώ πάντως δεν είδα καθόλου χρυσό», σχολίασε ο Τσέιζ με υπερβολικά αθώο ύφος, μόλις τελείωσε το τηλεφώνημά του. «Το μόνο που είδα ήταν κάτι πράγματα που μπορούσαν να σε κάνουν χαλκομανία στη στιγμή, κάτι

κροκόδειλους με μεγάλα δόντια κι ένα γρίφο του οποίου δεν μπορέσαμε να βρούμε τη λύση». «Μια και το ανέφερες, η λύση ήταν σαράντα», του είπε με φυσικότητα η Νίνα, αφήνοντάς τον με το στόμα ανοιχτό. «Σαράντα μολυβένιες μπίλιες. Τώρα που κατάλαβα το αριθμητικό τους σύστημα, είναι εύκολο». «Με δουλεύεις, σωστά;» ρώτησε. Η Νίνα του έστειλε για απάντηση ένα χαμόγελο όλο νόημα. «Εντάξει... Τέλος πάντων, στέλνουν ένα ελικόπτερο να μας πάρει. Θα χρειαστεί όμως κάνα δυο ώρες, αφού θα πρέπει να ψάξουν μέσα στο σκοτάδι, παρόλο που θα μας εντοπίσουν με δορυφόρο». «Ο Ανιάλντο θα είναι εντάξει μετά από τόσες ώρες;» ρώτησε τον Καστίγ η Νίνα. «Δε χρειάζεται να τον πάμε σε νοσοκομείο;» «Μην ανησυχείς για μένα», είπε μισοκοιμισμένος ο Ντι Σάλβο. «Δεν είναι η πρώτη φορά που με πυροβολούν». «Είναι σταθερή η κατάστασή του», είπε ο Καστίγ. «Θα κάνω ό,τι μπορώ για να βοηθήσω τους άλλους Ινδιάνους όσο θα περιμένουμε». Η Κάρι πήγε στον Τσέιζ και πήρε το τηλέφωνο. «Θα τηλεφωνήσω στον πατέρα μου να τον ενημερώσω για ό,τι συνέβη, ώστε να μπορέσει να κάνει όλους τους διακανονισμούς με τους Βραζιλιάνους. Και ύστερα...» ξαναγύρισε στη Νίνα και κάθισε οκλαδόν δίπλα της, «πρέπει να σου βρούμε ένα χάρτη. Μπορεί να χάσαμε τις πληροφορίες που περιείχε αυτός ο ναός, αλλά μπορούμε ακόμα να φτάσουμε στην Ατλαντίδα πριν από τον Κόμπρας. Το κυνήγι συνεχίζεται».

18

ΓΙΒΡΑΛΤΑΡ ΣΤΗ ΣΟΥΙΤΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΥ ο Τσέιζ μελετούσε το χάρτη που κάλυπτε το τραπέζι, ακολουθώντας με το δάχτυλο τη γραμμή που κατέληγε στις τριάντα έξι μοίρες βόρεια. «Πρέπει να διανύσουμε ένα σωρό θάλασσα». «Ευτυχώς, δε χρειάζεται», είπε η Κάρι. «Ένα από τα ερευνητικά αεροσκάφη του πατέρα μου διεξάγει ήδη έρευνα SAR, δηλαδή με υψηλής ανάλυσης ραντάρ συνθετικού ανοίγματος στην περιοχή του θαλάσσιου πυθμένα του κόλπου. Αν υπάρχει κάτι θαμμένο κάτω από το ίζημα, θα φανεί - ακόμα και σε βάθος είκοσι μέτρων». Ο Τσέιζ ανασήκωσε το φρύδι του. «Κι αν βρίσκεται σε βάθος μεγαλύτερο των είκοσι μέτρων;» «Τότε, όπως σου αρέσει να λες, γάμησέ τα». Η Νίνα χαμογέλασε· ήταν η πρώτη φορά που άκουγε την Κάρι να βρίζει και, ακριβώς επειδή προερχόταν από αυτή, ακούστηκε κάπως ανάρμοστο. «Μάθαμε τίποτα περισσότερο για τον Κόμπρας;» «Α, ναι», είπε ο Τσέιζ. «Έχω μια φίλη στο Μαρόκο, που φροντίζει να μαθαίνει για την κατάσταση». «Μήπως είναι κι αυτή έγκυος;» ρώτησε η Νίνα, αδυνατώντας να αντισταθεί. «Μα γιατί το λες αυτό... Λέει λοιπόν ότι οι άνθρωποι του Κόμπρας απέπλευσαν χτες από την Καζαμπλάνκα. Έχει ένα ερευνητικό πλοίο - όχι τόσο φανταχτερό σαν το δικό σας, Κάρι, πάντως είναι βαθυσκάφος. Και είχες δίκιο, Νίνα, ψάχνει σε λάθος μέρος. Αν διατηρήσει αυτή την πορεία, θα βρεθεί διακόσια μίλια και πλέον νοτιοδυτικά από εμάς». «Εμείς το μόνο που πρέπει να κάνουμε είναι να ελπίζουμε ότι θα μείνει εκεί», είπε η Κάρι. «Προβληματίζομαι πάντως πολύ που οι άνθρωποί του κατάφεραν να μας ανακαλύψουν τόσο γρήγορα στη Βραζιλία». «Φαίνεται πως το Νηρηίς τραβούσε πολύ την προσοχή», παρατήρησε ο Τσέιζ, «αλλά ναι, δε μου αρέσει που ο Στάρκμαν ήρθε κατευθείαν σ’ εμάς. Μπορεί να υπήρχε κάποιος ανιχνευτής στο πλοίο, αλλά τώρα δε θα το μάθουμε ποτέ». Το καμένο κουφάρι του Νηρηίς είχε βρεθεί αναποδογυρισμένο στο ποτάμι, χτυπημένο από κάποιο αντιαρματικό πύραυλο που πυροδοτήθηκε από ένα από τα ελικόπτερα. «Επομένως, θα πρέπει να γνωρίζουν για τον προορισμό μας όσο

το δυνατόν λιγότεροι άνθρωποι. Από πόσους θα αποτελείται το πλήρωμα;» «Από είκοσι τέσσερις», απάντησε η Κάρι, «αλλά είναι όλοι τους άνθρωποι πιστοί στον πατέρα μου». «Είσαι απόλυτα, εκατό τοις εκατό, σίγουρη γι’ αυτό;» Η αδυναμία της Κάρι να απαντήσει άμεσα έδωσε στον Τσέιζ την απάντηση που ήθελε. «Εγώ στη θέση σου θα ανέφερα τον ακριβή προορισμό μας μόνο στον κυβερνήτη και τον πλοηγό, ώσπου να φτάσουμε τουλάχιστον. Αλλά ακόμα και τότε...» «Θα πρέπει να περιμένουμε για τα αποτελέσματα της έρευνας με το ραντάρ», είπε η Κάρι, δείχνοντας συλλογισμένη. «Σ’ ευχαριστώ, κ. Τσέιζ». «Αν με χρειαστείτε κάτι, θα είμαι δίπλα», είπε προτού βγει. «Τα λέμε», είπε η Νίνα και ξανακοίταξε το χάρτη. Σε γενικές γραμμές, οι βόρειες και οι νότιες ακτές στον κόλπο του Κάδιξ απείχαν μεταξύ τους γύρω στα τριακόσια μίλια. Απόσταση μικρότερη από το μήκος της Ατλαντίδας όπως το δίνει ο Πλάτωνας - αλλά τα νούμερα του αρχαίου φιλόσοφου είχαν αποδειχτεί λαθεμένα κι άλλη φορά στο παρελθόν, καθώς απέκλιναν λόγω της μετατροπής από το παράξενο αριθμητικό σύστημα των Ατλάντιων σε δεκαδικό. Το πραγματικό μέγεθος θα ήταν, το πολύ, τα δύο τρίτα από αυτό που είχε αναφέρει ο Πλάτωνας, και αυτό με την προϋπόθεση ότι το ένα στάδιο της Ατλαντίδας είχε το ίδιο μέγεθος με το ελληνικό, κάτι που πλέον έμοιαζε απίθανο. Αν ο ναός στη ζούγκλα ήταν ακριβές αντίγραφο του πρωτότυπου, τότε το ένα στάδιο της Ατλαντίδας -το μήκος του ναού του Ποσειδώνα- αντιστοιχούσε μόνο σε εκατόν είκοσι μέτρα και άρα ήταν αισθητά μικρότερο από το αντίστοιχο ελληνικό. Οι συνδυασμένες μετατροπές σε κλίμακα μείωναν το μέγεθος της Ατλαντίδας στα εκατόν είκοσι πέντε μίλια μήκος περίπου και κάτω από εκατό πλάτος. Θα μπορούσε λοιπόν να χωράει μέσα στον κόλπο - και το πιο σημαντικό, θα μπορούσε να βρίσκεται στα σχετικά αβαθή της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας, προτού ο θαλάσσιος βυθός κατέλθει στα αβυσσαλέα βάθη του Ατλαντικού. Η έρευνα της Αδελφότητας θα κατευθυνόταν αρκετά έξω από το στόχο. Η Αδελφότητα... Κοίταξε σιωπηλή το χάρτη. «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησε η Κάρι. «Σκεφτόμουν την Αδελφότητα. Σχετικά με τον Κόμπρας». Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την Κάρι. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος; Γιατί θέλει τόσο απελπισμένα να μας εμποδίσει να βρούμε την Ατλαντίδα;» Μια ανάμνηση την έκανε να ζαρώσει τα φρύδια της. Κάτι που είχε πει ο Στάρκμαν. «Ή μάλλον γιατί θέλει τόσο απεγνωσμένα να εμποδίσει εσένα και τον πατέρα σου να τη βρείτε;» «Εγώ...» Η έκφραση της Κάρι φανέρωσε ότι μέσα της πάλευε να πάρει μια απόφαση. «Τι; Κάρι, τι τρέχει;» Η Κάρι έδειξε έναν κοντινό καναπέ. «Νίνα, υπάρχει κάτι που θέλω να σου πω». Η Νίνα κάθισε αναστατωμένη, με την Κάρι δίπλα της. «Τι τρέχει;»

«Τίποτα κακό, απλώς... Ο πατέρας μου κι εγώ ψάχνουμε να βρούμε και για κάποιον άλλο λόγο την Ατλαντίδα». «Για κάποιον άλλο λόγο;» έκανε η Νίνα. «Ποιος άλλος λόγος θα μπορούσε να υπάρχει;» «Μπορεί να ακουστεί περίεργο, αλλά... η ανεύρεση της Ατλαντίδας θα είναι μόνο η αρχή αυτού που κάνουμε. Ξέρεις ότι το Ίδρυμα Φροστ συμμετέχει σε προγράμματα ιατρικής βοήθειας σε όλο τον κόσμο;» Η Νίνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Παίρνουμε επίσης γενετικό υλικό από πολλούς και, όσο μπορούμε, πιο διαφορετικούς ανθρώπους. Αιματολογικές εξετάσεις». Το χέρι της Νίνα κινήθηκε προς το σημαδάκι στο μπράτσο της, εκεί που της είχαν κάνει το εμβόλιο προτού φύγει για το Ιράν, κάτι που έμοιαζε να έχει γίνει πριν από χρόνια. «Ναι, κι από σένα», είπε η Κάρι. «Σε παρακαλώ, μην προβείς σε οποιαδήποτε κρίση προτού σου πω τα πάντα! Όλα όσα έχουμε κάνει είναι για πολύ καλό σκοπό». «Εξετάσατε το DNA μου;» ρώτησε σοκαρισμένη η Νίνα. «Χωρίς να μου το πείτε;» «Έπρεπε να το κρατήσουμε κρυφό. Σε παρακαλώ, άσε με να σου εξηγήσω! Σε παρακαλώ;» «Συνέχισε», της είπε η Νίνα, με σφιγμένα χείλη. «Αυτό που ανακαλύψαμε ο πατέρας μου κι εγώ -περισσότερο ο πατέρας μου, μια και είχε ήδη βρει την πρώτη απόδειξη όταν εγώ ήμουν ακόμα παιδί- είναι πως υπάρχει κάποιος ειδικός γενετικός δείκτης ο οποίος εμφανίζεται μόνο σε ένα στα εκατό πρόσωπα περίπου. Είναι σπάνιος - αλλά ταυτόχρονα και πολύ διεσπαρμένος. Τον βρήκαμε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλο τον κόσμο. Πιστεύουμε...» η Κάρι έκανε μια παύση, σαν να δίσταζε να αποκαλύψει ένα παλιό μυστικό. «Πιστεύουμε ότι αυτός ο γενετικός δείκτης μπορεί να μας οδηγήσει στους Ατλάντιους. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν αυτή την ιδιαίτερη συνέχεια γονιδίων στο DΝΑ τους...» «Είναι απόγονοι των Ατλάντιων;» Η Κάρι κούνησε το κεφάλι της. «Ακριβώς. Μπορεί να χάθηκε η Ατλαντίδα, αλλά ο λαός της είχε μια αυτοκρατορία που αντάξια της δε βρέθηκε τις επόμενες εννιακόσιες χιλιάδες χρόνια. Έγινε διασπορά και οι κάτοικοί της απλώθηκαν στα πρώην εδάφη τους, και ακόμα πιο πέρα. Βρήκαμε τέτοιες συγκεντρώσεις πληθυσμού σε πολύ μακρινά μέρη, όπως η Ναμίμπια, το Θιβέτ, το Περού... αλλά και στη Νορβηγία». «Στη Νορβηγία;» «Ναι». Η Κάρι έπιασε τα χέρια της Νίνα. «Νίνα, οι Ατλάντιοι δε χάθηκαν ποτέ. Βρίσκονταν εδώ ανάμεσα μας όλα αυτά τα χρόνια. Είμαστε εμείς. Ο πατέρας μου κι εγώ έχουμε το δείκτη στο DNA μας». Κοίταξε κατάματα τη Νίνα. «Το ίδιο κι

εσύ». «Εγώ; Μα...» «Είσαι μια από εμάς, Νίνα. Είσαι απόγονος των κατοίκων της Ατλαντίδας. Αυτό λοιπόν προσπαθούμε να βρούμε. Όχι απλώς αρχαία ερείπια, αλλά και ανθρώπους που είναι ζωντανοί σήμερα». Το κεφάλι της Νίνα άρχισε να γυρίζει. Ήθελε να τραβήξει τα χέρια της μακριά από την Κάρι, αλλά δεν μπορούσε. Παρά τη σύγχυση και τη συντριβή που αισθανόταν, το αναλυτικό και επιστημονικό τμήμα του μυαλού της απαιτούσε να μάθει περισσότερα. «Πώς;» «Πιστεύουμε ότι η ανεύρεση της Ατλαντίδας θα μας βοηθήσει να ακολουθήσουμε την εξάπλωση της διασποράς. Βρήκαμε ήδη τον τρόπο με τον οποίο οι Ατλάντιοι επιχείρησαν να αναπαραγάγουν τον πολιτισμό τους στη Βραζιλία, και πιστεύουμε ότι υπάρχουν και άλλες θέσεις όπου έκαναν το ίδιο. Ο χάρτης στο ναό έδειξε πόσο μακρινές εξερευνήσεις είχαν κάνει, ακόμα και μέχρι την Ασία. Θέλουμε να βρούμε αυτά τα μέρη, ακολουθώντας τα μονοπάτια τους. Ίσως ακόμα και...» «Να βρείτε τους απογόνους τους;» «Οι Ινδιάνοι ήθελαν να μάθουν αν είμαι μια από εκείνους τους “παλιούς”. Υπάρχει προφανώς κάποια φυλετική μνήμη εκεί πέρα, ιστορίες και θρύλοι που διατηρήθηκαν από γενιά σε γενιά». «Να υποθέσω λοιπόν πως γνωρίζουμε, τουλάχιστον, ότι οι Ατλάντιοι ήταν ξανθοί», είπε η Νίνα, καταφέρνοντας να μισοχαμογελάσει. Η Κάρι της ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Και πού κολλάει σε όλα αυτά ο Κόμπρας;» Το πρόσωπο της Κάρι σοβάρεψε. «Απ’ όσα καταφέραμε να ανακαλύψουμε, θεωρεί ότι οι απόγονοι των κατοίκων της Ατλαντίδας αποτελούν απειλή». «Και είναι πράγματι απειλή;» «Εσύ να μου πεις. Είσαι κι εσύ μια από αυτούς». Η Νίνα δεν ήξερε τι να απαντήσει, κι έτσι ρώτησε: «Και τι πρόβλημα έχει μ’ αυτούς - μ’ εμάς; Γνωρίζει μήπως για το δείκτη DNA;» «Σχεδόν σίγουρα. Πριν από ένα χρόνο μάθαμε ότι είχε έναν κατάσκοπο που εργαζόταν στο ερευνητικό ινστιτούτο γενετικής, αν και ο πατέρας μου πιστεύει ότι μας κατασκοπεύει πολύ περισσότερο καιρό. Είναι προφανές πλέον ότι ο Κόμπρας θα φτάσει πολύ μακριά προκειμένου να μας εμποδίσει να βρούμε την Ατλαντίδα. Και όσο πιο κοντά θα φτάνουμε, τόσο πιο απελπισμένος θα γίνεται». Η Νίνα ρούφηξε νευρικά τα μάγουλά της. «Έχω αρχίσει να εύχομαι να είχα ασχοληθεί με τα ΑΤΙΑ ή το Μεγαλοπόδαρο 18 παρά με την Ατλαντίδα». 18 Τα τελευταία εκατό χρόνια, στα ορεινά των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και του Καναδά, πολλοί έχουν υποστηρίξει ότι αντίκρισαν ένα γιγάντιο πίθηκο, γνωστό ως Μεγαλοπόδαρο. Πράγματι, αποτυπώματα μεγάλων ανθρωποειδών έχουν φωτογραφηθεί και διατηρηθεί σε εκμαγείο· παρ’ όλα αυτά, το ζήτημα του Μεγαλοπόδαρου παραμένει αμφισβητήσιμο και οι ειδικοί δεν έχουν καταλήξει αν πρόκειται για κάποιο εξαιρετικά σπάνιο ζώο ή αν ανάγεται στη σφαίρα των μυθικών και φανταστικών πλασμάτων. (Σ.τ.Ε.)

«Χαίρομαι που δεν το έκανες», είπε η Κάρι και της έσφιξε τα χέρια για επιβεβαίωση. «Χωρίς εσένα δε θα είχαμε καταφέρει να φτάσουμε τόσο μακριά. Και τώρα που ξέρουμε τι διακυβεύεται, θα κάνουμε τα πάντα για να σε κρατήσουμε ασφαλή». Η Νίνα ξανακοίταξε το χάρτη. «Χαίρομαι που το ακούω, αν και αυτό δεν εξασφαλίζει ότι θα καταφέρουμε να βρούμε την Ατλαντίδα». «Αν υπάρχει κάτι εκεί πέρα, με την έρευνα SAR θα το βρούμε». «Πώς θα καταφέρουμε όμως να φτάσουμε εκεί; Ένας θεός ξέρει πόσο βαθύς είναι ο πυθμένας. Και δεν είναι μόνο αυτό, αλλά ποιος ξέρει αν θα μπορούμε να σκάψουμε κιόλας. Οι ανασκαφές είναι αρκετά δύσκολες ακόμα και σε ρηχά νερά, πόσω μάλλον σε μερικές εκατοντάδες μέτρα βάθος». Η Κάρι της γέλασε όλο νόημα. «Δεν έχεις δει ακόμα τα υποβρύχιά μας. Είναι πολύ εντυπωσιακά». «Υποβρύχια; Στον πληθυντικό;» «Ο Στάρκμαν είχε δίκιο όταν είπε ότι η έρευνα για την Ατλαντίδα είναι κάτι παραπάνω από απλό χόμπι για τον πατέρα μου. Κάτι παραπάνω από τις επιχειρήσεις του, ακόμα και από τη δουλειά του στο Ίδρυμα. Είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή του». «Πιο σημαντικό ακόμα κι από σένα;» «Είναι εξίσου σημαντικό και για μένα». Η Νίνα ήταν έτοιμη να πει πως δεν εννοούσε αυτό ακριβώς, αλλά προτού προλάβει η Κάρι της ελευθέρωσε τα χέρια. «Θα περάσει ένα μικρό διάστημα μέχρι να φτάσουν τα πρώτα αποτελέσματα του ραντάρ, κι έτσι...» έκανε μια κίνηση προς τα παράθυρα. Το ξενοδοχείο είχε θέα σε όλο το λιμάνι του Γιβραλτάρ, ενώ λίγο πιο πέρα δέσποζε ο Βράχος. «Γιατί δεν κάνουμε κάτι;» Η Νίνα κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Δεν... δεν ξέρω, Κάρι. Νιώθω κάπως ταραγμένη με όλα αυτά». «Εντάξει τότε...» είπε η Κάρι και ακούστηκε απογοητευμένη. «Αν αλλάξεις γνώμη...» «Ευχαριστώ». Η Κάρι έφυγε απρόθυμα από το δωμάτιο. Η Νίνα στάθηκε με τα μάτια στυλωμένα στο χάρτη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που αναρωτιόταν: Που στην ευχή έχω μπλέξει; Χρειάστηκε να περάσει άλλη μια μέρα μέχρι να υπάρξουν κάποια αποτελέσματα από την εναέρια έρευνα. Παράλληλα η Νίνα είχε αρχίσει να εκνευρίζεται από τον αναγκαστικό «εγκλεισμό» της, αλλά ο Τσέιζ της ξεκαθάρισε ότι δεν επρόκειτο να μείνει ασυνόδευτη εκτός ξενοδοχείου. Ενώ λοιπόν απολάμβανε τη συντροφιά του Τσέιζ και του Καστίγ, έστω και με τα πειράγματα του Τσέιζ, την ίδια στιγμή η παρουσία τους και μόνο την έκανε να συνειδητοποιεί

την απειλή που αντιμετώπιζε. Η Κάρι προσπάθησε να την πείσει να βγουν έξω, αλλά η Νίνα εξακολουθούσε να είναι ακόμα αναστατωμένη με την αποκάλυψή της. Υποψιαζόταν ότι η Κάρι είχε πληγωθεί από την απόρριψή της, αλλά χρειαζόταν χρόνο για να σκεφτεί, μόνη της. Το χρονικό αυτό περιθώριο τερματίστηκε και η Νίνα δεν είχε καταφέρει να ξεμπερδέψει τα συναισθήματα της. Στο μεταξύ, όμως, βρέθηκε κάτι άλλο για να απασχολήσει το μυαλό της. «Εκεί», είπε ο Κρίστιαν Φροστ από την οθόνη. Μια δεύτερη οθόνη είχε συνδεθεί με το φορητό υπολογιστή και έδειχνε ένα εκτυπωμένο αντίγραφο της έρευνας του ραντάρ για να το εξετάσουν τα μέλη της αποστολής. Στο μόνιτορ ο κένσορας σχημάτιζε έναν κόκκινο κύκλο γύρω από μια συγκεκριμένη περιοχή. Η ανάσα της Νίνα κόπηκε από τη συγκίνηση, καθώς κοιτούσε πιο προσεκτικά την περιοχή που είχε σημειώσει ο Φροστ. Η εικόνα στην εκτύπωση είχε τις αποχρώσεις του γκρίζου, παραλλαγές σε έναν τόνο που αντιστοιχούσε σε διαφορετικές εκπομπές του σήματος του ραντάρ καθώς εισχωρούσε στο νερό και στο θαλάσσιο πυθμένα από κάτω. Αυτό που κυριαρχούσε στην εκτύπωση ήταν μια σειρά επάλληλων ομόκεντρων κύκλων, που στένευαν όσο πλησίαζαν στο κέντρο. Και στο ίδιο το κέντρο... «Σε τι κλίμακα είναι;» ρώτησε. «Πόσο μεγάλο είναι;» «Ένα χιλιοστόμετρο αντιστοιχεί σε πέντε μέτρα», είπε η Κάρι, δίνοντας της ένα χάρακα. Η Νίνα τον έβαλε κάτω για να μετρήσει την κυκλική περιοχή στο κέντρο. «Διάμετρος, εκατόν είκοσι πέντε χιλιοστόμετρα- πάνω κάτω αυτό σημαίνει... εξακόσια είκοσι πέντε μέτρα. Πάνω από δύο χιλιάδες πόδια. Και οι διαστάσεις των κύκλων καθώς προχωρούμε προς τα έξω...» Σήκωσε τα μάτια και κοίταξε την Κάρι. Οι επιφυλάξεις της είχαν εξανεμιστεί εντελώς μέσα στην έξαψή της. «Ταιριάζουν με όσα έγραψε ο Πλάτωνας. Η μόνη διαφορά είναι στο μέγεθος, αλλά...» Μετακίνησε το χάρακα στο αντικείμενο που βρισκόταν στο κέντρο του εσώτερου κύκλου, ένα ορθογώνιο καμωμένο σχεδόν εξ ολοκλήρου από συμπαγή μαύρα και άσπρα μάλλον παρά από αποχρώσεις του γκρι όπως η υπόλοιπη εικόνα. «Εκατόν είκοσι μέτρα μήκος και εξήντα μέτρα πλάτος», ανακοίνωσε. «Το ίδιο ακριβώς μέγεθος με το ναό στη Βραζιλία!» «Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση οι κύκλοι αυτοί να ανήκουν σε κάποιο φυσικό σχηματισμό;» ρώτησε ο Φίλμπι. «Σε κάποιο βυθισμένο ηφαίστειο ή στον κρατήρα ενός μετεωρίτη;» «Είναι πολύ κανονικοί», είπε η Νίνα. «Είναι ανθρώπινη κατασκευή. Πρέπει να είναι. Σε τι βάθος βρίσκονται;»

Ο Φροστ γνώριζε την απάντηση. «Ο θαλάσσιος πυθμένας βρίσκεται διακόσια σαράντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια, με...» έριξε μια ματιά στο πλάι, ελέγχοντας κάτι σε κάποια άλλη οθόνη, «πέντε μέτρα περίπου ίζημα». «Οχτακόσια πόδια», είπε η Νίνα για χάρη του Τσέιζ, καθώς το πρόσωπό του είχε πάρει μια βασανισμένη έκφραση στην προσπάθεια να κάνει με το νου του τη μετατροπή. «Αρκετά βαθιά», είπε προτού στραφεί στην Κάρι. «Πολύ καλά που έχετε υποβρύχια, γιατί είναι κοντά στα όρια του αναπνευστήρα. Σε αυτό το βάθος θα καταφέρναμε να μείνουμε κάτω από το νερό μόνο για λίγα λεπτά». «Για την ακρίβεια, έχουμε μερικά καινούρια μηχανήματα που θα μας βοηθήσουν σ’ αυτό», απάντησε. «Θα σου δείξω όταν θα μπούμε στο πλοίο». «Πώς πρόκειται να αντιμετωπίσουμε το ίζημα;» ρώτησε η Νίνα. Η Κάρι χαμογέλασε. «Σου είπα, περίμενε μέχρι να δεις τους καταδυτικούς μηχανισμούς μας. Δημιουργήσαμε κάτι πραγματικά σπουδαίο. Αυτή είναι η πρώτη φορά που θα έχουμε την ευκαιρία να τους χρησιμοποιήσουμε κανονικά». Ο Φίλμπι έσκυψε πιο κοντά για να εξετάσει την εκτύπωση. «Έχω δίκιο που θεωρώ ότι όσο πιο αχνά καταγράφεται κάτι στην εικόνα τόσο πιο έντονα το αποδίδει το ραντάρ;» «Όχι ακριβώς. Οι λευκές περιοχές θυμίζουν περισσότερο σκιές, ενώ οι κενές περιοχές αντιστοιχούν στα σημεία όπου το ραντάρ συνάντησε εμπόδια. Τα μαύρα αντικείμενα είναι εξαιρετικά έντονες εκπομπές του ραντάρ», εξήγησε η Κάρι. «Κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να βρίσκονται εκεί κάτω ένα σωρό στερεά αντικείμενα», είπε ο Φίλμπι και έδειξε ανατολικά από το κέντρο. «Κοίτα αυτό, για παράδειγμα. Κατά τη γνώμη μου, μοιάζει σχεδόν με αεροφωτογραφία ερειπίων. Τα πάντα ένα σωρό κουβάρι, σαν να έχουν καταρρεύσει οι τοίχοι, αλλά εξακολουθεί να διατηρείται ένα κανονικό περίγραμμα». «Είναι η Ατλαντίδα», είπε η Νίνα. «Πρέπει να είναι. Ταιριάζει πάρα πολύ με την περιγραφή του Πλάτωνα για να είναι κάτι άλλο. Οι τρεις δακτύλιοι νερού γύρω από την ακρόπολη, το κανάλι που οδηγεί νότια...» χτύπησε ελαφρά το δάχτυλό της στο σκούρο ορθογώνιο. «Και αυτός είναι ο αυθεντικός ναός του Ποσειδώνα. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο!» «Και πώς κατέληξε σε τέτοιο βάθος;» αναρωτήθηκε ο Τσέιζ. «Οχτακόσια πόδια βάθος είναι πολύ μεγάλη απόσταση». «Μια μεγάλης κλίμακας τεκτονική μετατόπιση ή η κατάρρευση κάποιου υποστρώματος μιας ηφαιστειακής καλντέρας θα μπορούσε εύκολα και σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να προκαλέσει καθίζηση ενός μέρους της ηπειρωτικής υφαλοκρηπίδας. Θα είχε επίσης προκαλέσει τεράστια τσουνάμι, τα οποία θα ευθύνονταν για την κατακλυσμιαία βύθιση του νησιού που περιγράφει ο Πλάτωνας - και με το πέρασμα του χρόνου θα εξακολούθησε να βυθίζεται και να

κατακάθεται βαθύτερα. Άλλωστε, τα θαλάσσια επίπεδα υψώθηκαν παγκοσμίως μετά το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων, περίπου πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια - μετά την καταπόντιση της Ατλαντίδας. Συνδύασε τα δύο γεγονότα και θα έχεις κάτι που κανείς δε θα μπορούσε να βρει - εκτός κι αν ήξερε πού ακριβώς να ψάξει». «Κάτι που έκανες εσύ», είπε η Κάρι και της χαμογέλασε. «Θεέ μου, Νίνα, τα κατάφερες! Βρήκες κάτι που ο κόσμος πίστευε ότι ήταν απλώς ένας μύθος!» «Ναι, αυτό πίστευαν, έτσι δεν είναι;» είπε η Νίνα, ρίχνοντας ένα δηκτικό βλέμμα στον Φίλμπι. «Ναι, ναι», είπε ξεροβήχοντας, «προφανώς έκανα λάθος». Άπλωσε το χέρι του. «Συγχαρητήρια, Δρ. Γουάιλντ». «Ευχαριστώ, κύριε καθηγητά», αποκρίθηκε, σφίγγοντάς το. Μια στιγμή αργότερα, ο καθηγητής έσκυψε προς τα εμπρός και την αγκάλιασε. «Καλά τα κατάφερες, Νίνα», είπε. «Εξαιρετικό έργο». Εκείνη χαμογέλασε γεμάτη περηφάνια. «Χμ, δε θέλω να διακόψω αυτό το αρχαιολογικό όργιο», πέταξε ο Τσέιζ, «αλλά θα πρέπει κάποτε να φτάσουμε σ’ αυτό το μέρος. Διακόσια σαράντα πόδια νερό, θυμάστε;» «Αυτό μπορώ να το αναλάβω εγώ», είπε ο Φροστ. «Θα πω στον καπετάνιο του Έβινορ να αποπλεύσει όσο το δυνατόν συντομότερα. Έχει κάνει ήδη όλες τις προετοιμασίες - μπορείτε να τον προλάβετε με ελικόπτερο αύριο». Χαμογέλασε. «Για μια ακόμα φορά, Δρ. Γουάιλντ, σου αξίζουν συγχαρητήρια. Έκανες μια απίστευτη ανακάλυψη. Θα ήθελα να μπορούσα να βρίσκομαι εκεί για να τη δω με τα μάτια μου». «Το ίδιο κι εγώ, Μπα», είπε η Κάρι. «Την επόμενη φορά που θα μιλήσουμε...» χαμογέλασε πιο πλατιά αυτή τη φορά ο Φροστ, «θα έχετε ανακαλύψει την Ατλαντίδα. Είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Αντίο... και καλή τύχη». Η οθόνη έγινε μαύρη. «Το πιστεύω κι εγώ αυτό», είπε η Κάρι. «Συγχαρητήρια, Νίνα!» Πήγε στο μίνι μπαρ και έβγαλε ένα μπουκάλι σαμπάνια Μπόλινγκερ. «Πρέπει να το γιορτάσουμε!» «Από το μίνι μπαρ;» γέλασε ο Τσέιζ. «Χριστέ μου, σίγουρα θα σου κοστίσει περισσότερα απ’ όσα ξόδεψες για όλη την αποστολή!» «Νομίζω ότι αξίζει τον κόπο. Έλα, Νίνα». Της έβαλε στο χέρι το μπουκάλι. «Σε σένα ανήκει η τιμή». «Και δεν έχεις καν κερδίσει κάποιο Γκραν Πρι. Επομένως μην την κουνήσεις!» πρόσθεσε ο Τσέιζ. «Δεν πρέπει να χαθεί ούτε σταγόνα». Η Νίνα έβγαλε το χρυσόχαρτο από το βούλωμα και ξετύλιξε το σύρμα, ενώ ο Καστίγ μοίρασε τα ποτήρια. Έστριψε το πώμα. «Αχ, πάντα μισούσα αυτό τον ήχο. Φοβάμαι μήπως βγάλω κανενός το μάτι».

«Όπως του Τζέισον Στάρκμαν;» είπε ο Τσέιζ με ένα σκληρό γέλιο. «Αυτό δεν είναι αστείο... ααχ!» Ο φελλός ελευθερώθηκε και ο Τσέιζ έκανε μια βουτιά για να προλάβει τον αφρό που είχε ξεχειλίσει. «Ευχαριστώ». «Κανένα πρόβλημα. Συνέχισε. Γέμισέ το μέχρι επάνω. Δική σου είναι». «Προσπαθείς να με μεθύσεις;» «Ναι, στοιχηματίζω πως μεθυσμένος θα φλυαρείς ακατάπαυστα! Έλα, πάρε». Ο Τσέιζ πήρε το μπουκάλι από τα χέρια της και το αντικατέστησε με ένα γεμάτο ποτήρι, μοιράζοντας ποτό και στους υπόλοιπους. «Στη Νίνα», είπε η Κάρι υψώνοντας το ποτήρι της. Όλοι οι άλλοι επανέλαβαν σαν ηχώ την πρόποση. Η Νίνα έκανε μια παύση. «Σας ευχαριστώ... αλλά νομίζω ότι θα έπρεπε να θυμηθούμε αυτούς που πληγώθηκαν ή... δε βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Τον Χαφέζ, τον Ανιάλντο, τον Χούλιο, τον Χάμιλτον, τον καπετάνιο Πέρεζ...» Οι άλλοι επανέλαβαν σοβαρά τα ονόματα, προτού απολαύσουν γουλιά γουλιά το ποτό τους. «Πολύ ευγενικό από μέρους σου», είπε ο Φίλμπι. «Ήταν απλώς απαραίτητο. Ελπίζω να αξίζει τον κόπο, ό,τι κι αν είναι αυτό που πρόκειται να βρούμε...» «Θα αξίζει», τη διαβεβαίωσε η Κάρι. «Θα αξίζει».

19 ΣΤΟΝ ΚΟΛΠΟ ΤΟΥ ΚΑΔΙΞ «ΝΑΤΟ!» είπε η Κάρι, δείχνοντας μέσα από το μπροστινό τζάμι του ελικοπτέρου. Το βαθύ μπλε του κόλπου του Κάδιξ απλωνόταν μπροστά τους, αστράφτοντας κάτω απ’ το φως του ήλιου. Απείχαν ενενήντα μίλια από τις πορτογαλικές ακτές, εκατό από το Γιβραλτάρ και ο ίδιος ο προορισμός τους βρισκόταν εν κινήσει, ταξιδεύοντας σταθερά με δώδεκα κόμβους μέσα στον Ατλαντικό. Από το απέραντο γαλάζιο εξείχε σαν μια φέτα γυαλιστερού λευκού το Έβινορ, ένα ερευνητικό ωκεανογραφικό σκάφος με μήκος διακόσια εξήντα πόδια, που εκπροσωπούσε την τεχνολογική πρωτοπορία στις υποθαλάσσιες εξερευνήσεις. Όπως και με όλες τις υπόλοιπες παροχές του, ο Κρίστιαν Φροστ δεν είχε τσιγκουνευτεί καθόλου τα χρήματα. «Αχ, επιτέλους!» είπε ο Καστίγ. Ο Βέλγος ήταν εξαιρετικά νευρικός σε όλη την πτήση, προς τέρψη των άλλων επιβατών. «Δε βλέπω την ώρα να πατήσω και πάλι το πόδι μου σε στερεό έδαφος». Για να προσθέσει αμέσως μετά: «Στερεό κατάστρωμα, κουνημένο κατάστρωμα, δε με νοιάζει, αρκεί να μην είναι ελικόπτερο». «Έχεις ιδέα πόσο δύσκολο είναι να προσγειωθεί ένα ελικόπτερο σε πλοίο που βρίσκεται εν κινήσει;» τον ρώτησε πονηρά ο Τσέιζ. Ο Καστίγ του έριξε ένα ξινισμένο βλέμμα, κατόπιν πήρε ένα πράσινο μήλο από την τσέπη του και το δάγκωσε βαθιά. «Δε θα υπάρξει πρόβλημα, κύριε», τον βεβαίωσε ο πιλότος καθώς το Μπελ 407 άρχισε να κατεβαίνει. «Το έχω κάνει εκατό φορές». «Η εκατοστή πρώτη είναι αυτή που με ανησυχεί», μουρμούρισε ο Καστίγ μέσα από το μπουκωμένο με μήλο στόμα του. Ακόμα και ο Φίλμπι συμμετείχε στην κεφάτη κοροϊδία που ακολούθησε. Η Νίνα κοίταξε πάνω από τον ώμο της Κάρι, καθώς πλησίαζαν το Έβινορ. Το ερευνητικό σκάφος είχε ένα υπερμοντέρνο και κάπως παράδοξο σχέδιο για τα ομολογουμένως άπειρα μάτια της. Ο σκελετός του πλοίου ήταν μάλλον κανονικός, αλλά το εποικοδόμημα έμοιαζε σχεδόν ασταθές, ένα ψηλό, λεπτό στην άκρη τετράγωνο, στριμωγμένο στο μεσαίο τμήμα του πλοίου, με μια κεραία ραντάρ να υψώνεται από πάνω του.

Η αιτία για το ασυνήθιστο σχέδιο έγινε φανερή όταν πλησίασαν πιο κοντά. Στην πρύμνη, πάνω από τις προπέλες, προεξείχε μια εξέδρα για ελικόπτερα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής του καταστρώματος στην πλώρη είχε παραχωρηθεί σε βαρείς γερανούς και βαρούλκα που συγκρατούσαν τα δύο βαθυσκάφη του Έβινορ. Οι άνθρωποι έπρεπε να χωρέσουν στην περιοχή ανάμεσα στις μηχανές τους. «Ενός μόνο έτους», είπε η Κάρι καθώς πλησίαζαν. «Τρεις χιλιάδες διακόσιοι τόνοι, με πέντε αξιωματικούς, δεκαεννέα άτομα πλήρωμα και ικανότητα να δεχτεί μέχρι τριάντα επιστήμονες για δύο μήνες. Η περηφάνια και η χαρά του πατέρα μου». «Μετά από εσένα, ελπίζω», είπε η Νίνα. «Χμμ... μερικές φορές αναρωτιέμαι κι εγώ», αστειεύτηκε η Κάρι. Όπως είχε υποσχεθεί ο πιλότος, η προσγείωση έγινε γρήγορα και με ασφάλεια. Ο Καστίγ πήδηξε ταχύτατα από την καμπίνα, ενώ τα μέλη του πληρώματος σταθεροποιούσαν το αεροσκάφος στο κατάστρωμα. «Επιτέλους ασφαλείς!» αναφώνησε. «Μην τρίβεις ακόμα τα χέρια σου από χαρά», του είπε η Νίνα δείχνοντας τους έλικες που εξακολουθούσαν να στριφογυρίζουν από πάνω του. «Θυμήσου τι συνέβη στον Χατζάρ!» «Θα είσαι τουλάχιστον ασφαλής από ελικόπτερα εκεί κάτω», είπε ο Τσέιζ, κοιτάζοντας πέρα από το πλοίο την ήρεμη θάλασσα και τα απαλά κύματα που έκρυβαν ό,τι υπήρχε από κάτω. Η Κάρι οδήγησε την ομάδα στο πάνω μέρος του πλοίου, ακόμα και στη γέφυρα στο τέταρτο επίπεδο, όπου συνάντησαν τον κυβερνήτη του Έβινορ, τον καπετάνιο Λεό Μάθιους, έναν ψηλό Καναδό με ολόλευκη αψεγάδιαστη στολή. Αφού έγιναν οι συστάσεις, τους ενημέρωσε για την κατάσταση. «Θα προσεγγίσουμε την περιοχή του στόχου σε τρεις περίπου ώρες. Είστε σίγουρη, κυρία, ότι θέλετε να στείλετε και τα δύο υποβρύχια με την πρώτη κατάδυση;» ρώτησε την Κάρι. «Ίσως είναι προτιμότερο να στείλετε μόνο το Άτραγκον για να κατοπτεύσει πρώτα το θαλάσσιο βυθό». Η Κάρι κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Φοβάμαι πως μας πιέζει ο παράγοντας χρόνος. Ο Κόμπρας έχει ήδη ρίξει ένα πλοίο στη θάλασσα. Βέβαια ψάχνει σε λάθος μέρος, αλλά θα έχει μάθει ως τώρα ότι αποπλεύσαμε κι εμείς. Αργά ή γρήγορα θα έρθει να ελέγξει, και υποψιάζομαι ότι αυτό θα γίνει πολύ γρήγορα». «Περιμένετε επίθεση;» «Και δε θα είναι η πρώτη», επισήμανε ο Τσέιζ. Ο Μάθιους χαμογέλασε. «Ε, λοιπόν, το Έβινορ μπορεί να μην είναι πολεμικό, αλλά... επιτρέψτε μου να πω ότι μπορούμε να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας». Στράφηκε στην Κάρι. «Ο πατέρας σας έστειλε ειδικό εξοπλισμό. Θα είμαστε

έτοιμοι για τυχόν φασαρίες, κυρία». «Ευχαριστώ, καπετάνιε». Ο Μάθιους διέταξε ένα μέλος του πληρώματος να δείξει στην ομάδα τις καμπίνες τους. Παρόλο που πρόσφεραν στη Νίνα, με το αιτιολογικό ότι της άξιζε ο τίτλος, την πολυτελή καμπίνα του επικεφαλής επιστήμονα κάτω από τη γέφυρα, τελικά την πήρε η Κάρι, ενώ η Νίνα τακτοποιήθηκε δίπλα στην καμπίνα του Τσέιζ, ένα κατάστρωμα πιο κάτω. «Θαυμάσια», χαχάνισε, χώνοντας το κεφάλι του στην πόρτα της Νίνα. «Έχω ένα δωμάτιο μόνο για μένα. Δεν το μοιράζομαι με τον Ούγκο σ’ αυτό το πλοίο». «Ροχαλίζει;» «Κάνει πολύ, πολύ χειρότερα από αυτό». Η Νίνα ανακουφίστηκε που δεν μπήκε σε λεπτομέρειες. «Δεν είναι τόσο κομψό όσο το Νηρηίς, αλλά θα είναι πολύ πιο δύσκολο να ανατιναχτεί». «Σε παρακαλώ, μην αστειεύεσαι με αυτό το θέμα». «Δεν αστειευόμουν». Ο Τσέιζ μπήκε ολόκληρος μέσα στην καμπίνα. «Όπως είπε και η Κάρι, ο Κόμπρας πρέπει να γνωρίζει ότι βρισκόμαστε εδώ. Ξέρω ότι θεωρεί πιστό το πλήρωμα, αλλά κυκλοφορούν πολλά χρήματα εδώ γύρω και ο καθένας θα μπορούσε να εξαγοραστεί». «Πιστεύεις ότι ο Κόμπρας έχει κάποιον κατάσκοπο πάνω στο πλοίο;» ρώτησε η Νίνα και κάθισε ανήσυχη στο κρεβάτι. «Θα πόνταρα ακόμα και χρήματα σ’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο...» έκοψε τη φράση του. «Τι;» Κάθισε δίπλα της και είπε χαμηλώνοντας τη φωνή του: «Εκεί στη Βραζιλία ο Στάρκμαν ανακάλυψε την πορεία μας πολύ γρήγορα. Δεν είναι δυνατόν να μας παρακολουθούσαν εκείνα τα ελικόπτερα όταν προχωρούσαμε κόντρα στο ρεύμα του ποταμού. Κινούμασταν πάρα πολύ αργά. Και θα έπρεπε να είχαν ξεμείνει από καύσιμα. Αυτό σημαίνει πως όταν απογειώθηκαν ήξεραν ήδη πού βρισκόμασταν. Έτσι, ή υπήρχε κάποιος τηλεκατευθυνόμενος μηχανισμός στο σκάφος, κάτι πολύ πιθανό... ή κάποιος από το σκάφος τούς ειδοποίησε για τη θέση μας». Παρά τη ζέστη της καμπίνας, ένα ρίγος διαπέρασε τη Νίνα. «Ποιος;» «Δεν μπορεί να ήταν εκείνος ο ανόητος προστάτης δέντρων. Κανείς δεν του είχε πει ποιος ήταν ο πραγματικός προορισμός μας. Και παρόλο που δε θέλω να μιλάω άσχημα για τους πεθαμένους, η αλήθεια είναι ότι ο καπετάνιος Πέρεζ και ο Χούλιο συμπεριλαμβάνονται στη λίστα μου». «Αυτοί όμως σκοτώθηκαν όταν το Νηρηίς ανατινάχτηκε. Είδες τα πτώματα». «Θα μπορούσε να τους έχει σκοτώσει ο Στάρκμαν για να εξαφανίσει τις αποδείξεις. Επομένως, εξακολουθούν να παραμένουν ύποπτοι. Από την άλλη, είμαι βέβαιος ότι η Κάρι δεν προσπαθεί να πουλήσει τον ίδιο της τον πατέρα...»

γέλασε μ’ αυτό που είπε. «Όσο για σένα, εντάξει, άψογη. Πέρα από κάθε υποψία». Η Νίνα χαμογέλασε. «Χαίρομαι που το πιστεύεις». «Το πρόβλημα είναι ότι δεν απομένουν και πολλοί ύποπτοι. Είναι ο Ανιάλντο, ο καθηγητής... και, εντάξει, εγώ κι ο Ούγκο». «Δεν μπορεί να είναι ο Τζόναθαν», είπε η Νίνα αυθόρμητα. «Τον γνωρίζω εδώ και χρόνια. Δε θα έκανε κάτι που θα μου προκαλούσε κακό». «Εντάξει τότε», είπε ο Τσέιζ ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Εμπιστεύομαι τον Ανιάλντο, και που να πάρει, παίρνω όρκο στη ζωή μου για τον Ούγκο. Ποιος μένει λοιπόν... οχ, γάμησέ τα. Ο μόνος που μένει είμαι εγώ, έτσι; Σκατά». Η Νίνα χαχάνισε. «Νομίζω ότι μπορούμε να σε αποκλείσουμε». «Το ελπίζω. Σιχαίνομαι να πρέπει να εξαιρώ τον εαυτό μου». Χαμογέλασε και πάλι κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του κουρασμένα. «Δεν ξέρω. Ο καθένας στο Νηρηίς θα μπορούσε να έχει κρυμμένο στα προσωπικά του είδη ένα δορυφορικό τηλέφωνο. Εγώ έλεγξα μόνο το προσωπικό που επιβιβάστηκε στο Τεφέ. Όσο γι’ αυτό το πλοίο...» αναστέναξε, «το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να προσέχουμε και να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά για οτιδήποτε παράξενο». «Τι σκοπεύεις να κάνεις αν ανακαλύψεις κάποιον;» θέλησε να μάθει η Νίνα. Ο Τσέιζ στάθηκε όρθιος. «Θα τον πετάξω στη θάλασσα τον μπάσταρδο». Και ήταν σίγουρη ότι δεν αστειευόταν. Η Νίνα πέρασε λίγο χρόνο προσπαθώντας να εξοικειωθεί με τη διαρρύθμιση του Έβινορ και αργότερα κατευθύνθηκε στο μπροστινό κατάστρωμα για να δει τα δύο βαθυσκάφη. Η Κάρι βρισκόταν ήδη εκεί και μιλούσε με δύο νεαρούς, τα βρόμικα σορτσάκια των οποίων και τα ξεκούμπωτα φανταχτερά χαβανέζικα πουκάμισά τους ξεπερνούσαν κατά πολύ το «συνηθισμένο πρόχειρο ντύσιμο της παραλίας» και έφταναν πραγματικά στην επικράτεια του «αλήτη της παραλίας». «Νίνα», είπε η Κάρι. «Αυτοί είναι οι κυβερνήτες των βαθυσκαφών. Στην πραγματικότητα και οι σχεδιαστές». «,Τζιμ Μπέιγιαρντ», είπε ο ψηλότερος από τους δύο, Καναδός κι αυτός όπως ο Μάθιους, αλλά με πολύ πιο άτονη προφορά. Η Νίνα του έσφιξε το χέρι, κάνοντας το βραχιολάκι του από μικρά κοχύλια να κουδουνίσει. «Πιστεύεις λοιπόν ότι βρήκες την Ατλαντίδα, ε; Με πιάνει δέος». «Θέλεις να την ξεθάψουμε; Θα το κάνουμε», είπε ο πιο κοντός και παχύς από τους δύο, ένας παραμαυρισμένος Αυστραλός με ξεθωριασμένα φουντωτά μαλλιά. «Ματ Τρούλι. Αν είναι κάτω από το νερό, θα τη στεγνώσουμε για χάρη σου». «Χαίρομαι που σε γνωρίζω», είπε η Νίνα. Κοίταξε τα βαθυσκάφη. «Αυτά είναι

λοιπόν τα υποβρύχιά σας; Δε μοιάζουν έτσι όπως τα περίμενα». Έμοιαζαν περισσότερο με εκσκαφείς ή άλλα βιομηχανικά μηχανήματα παρά με υποβρύχια. «Νόμιζες ότι θα έχουν τη μεγάλη φυσαλίδα μπροστά, σωστά;» είπε με ενθουσιασμό ο Τρούλι. «Χριστέ μου, εσείς δεν το χρειάζεστε αυτό! Ένα τσάκισμα και διαλύθηκε! Εντάξει, ίσως να θέλατε κάτι τέτοιο αν το μόνο που θα κάνατε ήταν να τραβήξετε ενσταντανέ από τίποτα παράξενα ψάρια ή να κατασκοπεύσετε το Τιτανικός, αλλά αυτές τις καλλονές τις φτιάξαμε για να δουλεύουν. Είναι σκληρές σαν την κόλαση». «Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελες να κάνεις με ένα τέτοιο σκάφος είναι να του ανοίξεις μια μεγάλη τρύπα», πρόσθεσε ο Μπέιγιαρντ, συνεχίζοντας τη σκέψη του συναδέλφου του τόσο ομαλά λες και ήταν το ίδιο πρόσωπο. Έδειξε τη μεγάλη λευκή και πορτοκαλί μεταλλική σφαίρα στο μπροστινό μέρος του μικρότερου βαθυσκάφους, με το όνομα Άτραγκον γραμμένο πάνω του με έναν κομψό γραφικό χαρακτήρα. «Κράτησέ την ενωμένη και θα είναι πολύ ισχυρότερη. Και θα μπορέσεις να πας πολύ βαθύτερα». «Και πώς βλέπεις έξω;» η Νίνα διέκρινε ένα φινιστρίνι στο πλάι της σφαίρας, αλλά είχε διάμετρο μόνο λίγα εκατοστά. «Χρησιμοποιούμε ένα LIDAR, ένα σύστημα εικονικής απεικόνισης, αντί να βλέπουμε μέσα από τη φυσαλίδα - σαν ραντάρ, αλλά με γαλαζοπράσινα λέιζερ. Τα σχεδίασε το πολεμικό ναυτικό των ΗΠΑ ως σύστημα επικοινωνιών για να βρίσκονται σε επαφή με τα πυρηνικά υποβρύχιά τους. Λειτουργούν σε ένα μήκος κύματος που δεν παρεμποδίζεται από το θαλασσινό νερό». «Δύο λέιζερ», πετάχτηκε ο Τρούλι, «ένα για κάθε μάτι. Κανονικά στερεοσκόπια! Τα λέιζερ σαρώνουν είκοσι φορές το δευτερόλεπτο το χώρο μπροστά από το υποβρύχιο, και κάθε φως που αντανακλάται το βλέπουμε σε μια μεγάλη οθόνη μέσα στο pod τρισδιάστατα. Δε χρειάζεται να χαλάς τις μπαταρίες σου φορτώνοντάς τες με ένα σωρό σποτ για να καταφέρεις να φτάσεις το πολύ στα έξι μέτρα. Εμείς μπορούμε να δούμε ένα μίλι μακριά!» «Και επειδή έχουμε πολύ ευρύτερο πεδίο θέασης απ’ ό,τι με τη φυσαλίδα, μπορούμε να δουλέψουμε πολύ πιο γρήγορα με τους βραχίονες», είπε ο Μπέιγιαρντ, απλώνοντας το χέρι και χτυπώντας ένα από τα επιβλητικά σιδερένια μηχανήματα. «Είναι επαναστατικός ο σχεδιασμός του». «Καλά το είπες!» επιβράβευσε το συνεργάτη του ο Τρούλι. «Πάρα πολύ επαναστατικός. Κανείς άλλος δε θέλησε να ρισκάρει δίνοντάς μας χρήματα για αξιοποίηση. Ο μπαμπάς της Κάρι, όμως; Μπαμ! Μόλις είδε τι είχαμε κατά νου, βρεθήκαμε στην επιχείρηση». «Και τώρα το μόνο που πρέπει να κάνετε είναι να αποδείξετε στην πράξη το σχέδιό σας», είπε η Κάρι, «αλλά θα πρέπει να το κάνετε στα πλαίσια της μεγαλύτερης αρχαιολογικής ανακάλυψης όλων των εποχών».

«Όπως είπα, με πιάνει δέος», είπε ο Μπέιγιαρντ και κούνησε το κεφάλι του. «Πολύ σωστά», συμφώνησε ο Τρούλι. Η Νίνα χαμογέλασε καθώς αλληλοσυγχαίρονταν -σαν παίχτες του μπάσκετ- για άλλη μια φορά. «Τι κάνουν λοιπόν;» ρώτησε η Νίνα. «Θέλω να πω ότι το Άτραγκον μοιάζει με κανονικό υποβρύχιο, αλλά αυτό εδώ;» κι έδειξε το μεγαλύτερο βαθυσκάφος· είχε έντονο κίτρινο χρώμα με ένα γιγάντιο στόμιο κάτω από τη σφαίρα του πληρώματος, που θύμιζε το στόμιο μιας τεράστιας ηλεκτρικής σκούπας. Ένας πλατύς σωλήνας οδηγούσε από το ακροφύσιο στο κυρίως σώμα του σκάφουςστο πίσω μέρος ένας δεύτερος σωλήνας, ένα ευέλικτο σπιράλ που έδινε την εντύπωση ότι μπορούσε να επεκταθεί σε αρκετό μήκος, περνούσε μέσα από το δεύτερο θάλαμο και, όπως συνειδητοποίησε η Νίνα, μπορούσε να αποσπαστεί από τη ράχη του βαθυσκάφους. Άλλος ένας σωλήνας κρεμόταν από την πρύμνη του θαλαμίσκου σαν ουρά. Οι λέξεις «ΜΕΓΑΛΕΣ ΔΟΥΛΕΙΕΣ» ήταν γραμμένες με σπρέι, σαν γκράφιτι, στο πλαϊνό της σφαίρας. «Αυτό;» είπε γεμάτος περηφάνια ο Τρούλι. «Αυτός είναι ο Σαρκντόζα. Ξέρεις, όπως λέμε μπουλντόζα, μόνο που επειδή κάτω από το νερό δεν υπάρχουν ταύροι, το βγάλαμε από τους καρχαρίες 19». Η Νίνα γέλασε πλατιά. «Νομίζω ότι το ’πιασα». «Είναι ένας ανεξάρτητος υποβρύχιος εκσκαφέας», της είπε ο Μπέιγιαρντ, δείχνοντάς της τους δυο μεγάλης αντοχής βραχίονες. Αυτοί, αντί για τις δαγκάνες του μικρότερου υποβρυχίου, τελείωναν σε κάδους σαν κι αυτούς ενός σκαπτικού μηχανήματος. «Οι βραχίονες μετακινούν μεγαλύτερα αποθέματα πέτρας και η αναρροφητική αντλία κενού», έδειξε το στόμιο του σωλήνα κάτω από τη σφαίρα, «μετακινεί βούρκο και ίζημα...» «Και επειδή η κεντρική αντλία του θαλαμίσκου μπορεί να αποσπαστεί», παρεμβλήθηκε ο Τρούλι, δείχνοντας το τμήμα ρυμούλκησης του σκάφους, «μπορούμε να σταθμεύσουμε μακριά από την τοποθεσία, κι έτσι όλες οι βρομιές που θα καθαρίζουμε δε θα τριγυρνάνε στο χώρο περιορίζοντας την ορατότητά μας». Η Νίνα εντυπωσιάστηκε. «Πόσο γρήγορα μπορεί να καθαρίσει το βούρκο πάνω από την περιοχή που μας ενδιαφέρει;» «Πέντε μέτρα δεν είναι;» είπε ο Μπέιγιαρντ. «Σε χρόνο μηδέν αρκετό τουλάχιστον για να δεις αν υπάρχει κάτι από κάτω». «Στην πραγματικότητα, καθαρίζει αρκετά το βυθό για να δεις τι υπάρχει, αν και...» ο Τρούλι ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Εξαρτάται από το πόσο μεγάλη τρύπα θέλεις να ανοίξεις. Θέλεις να έχει εξήντα μέτρα πλάτος; Αν δεν την καλύπτει τίποτε άλλο παρά βούρκος, τότε μπορούμε να απορροφήσουμε και να καθαρίσουμε τη μια άκρη μέσα σε κάνα δυο ώρες». 19 Λογοπαίγνιο που δεν αποδίδεται εύκολα στα ελληνικά. Στα αγγλικά η λέξη μπουλντόζα έχει ως πρώτο συνθετικό το bull, που σημαίνει ταύρος. Αντίστοιχα, το σαρκντόζα έχει ως πρώτο συνθετικό το -shark, που σημαίνει καρχαρίας. (Σ.τ.Μ.)

«Ύστερα, αν υπάρχει κάτι εκεί, μπορούμε είτε να χρησιμοποιήσουμε τους βραχίονες του μηχανήματος του Άτραγκον για να το σηκώσουμε είτε να στείλουμε τον Μάιτι Τζακ». «Ποιον;» ρώτησε η Νίνα. Ο Μπέιγιαρντ έδειξε ένα μικρό κλουβί προσαρτημένο στο Άτραγκον, μέσα στο οποίο βρισκόταν ένα σκούρο μπλε τετράγωνο αντικείμενο, το οποίο αποδείχτηκε ότι ήταν ένα μικροσκοπικό αυτόνομο σκάφος. «Ο Μάιτι Τζακ είναι το δικό μας τηλεκατευθυνόμενο υποβρύχιο όχημα. Βασικά είναι ρομπότ, ένα Cameron Systems ΒΒ-101. Συνδέεται με το Άτραγκον μέσω ενός καλωδίου με οπτικές ίνες κι εμείς το έχουμε με τη σειρά μας συνδέσει με μια στερεοσκοπική κάμερα έτσι ώστε να μπορώ να τον χειρίζομαι κατευθείαν από το pod. Κι αυτός ακόμα έχει τα μικρά του χεράκια». Η Νίνα χαμογέλασε με τον τρόπο που ο Μπέιγιαρντ έκανε το ρομπότ να μοιάζει με άνθρωπο. «Και αυτή θα είναι η πρώτη φορά που θα τα χρησιμοποιήσετε;» «Τα έχουμε δοκιμάσει, αλλά ναι, αυτή είναι η πρώτη ολοκληρωμένη πραγματική επιχείρηση», είπε ο Τρούλι. «Ανυπομονώ να δω τι θα ανακαλύψουμε!» «Κι εγώ το ίδιο». Η Κάρι κοίταξε πέρα τον ορίζοντα. «Θα είμαστε έτοιμοι σε δύο περίπου ώρες. Εσείς πόσο σύντομα μπορείτε να ξεκινήσουμε;» «Μπορούμε να κάνουμε όλες τις ετοιμασίες που προηγούνται της καθέλκυσης κατά τη μετακίνηση. Όλα τα υπόλοιπα... σε καμιά ώρα», είπε ο Μπέιγιαρντ. «Έχουμε ήδη τοποθετήσει αναμεταδότες στο κεντρικό εργαστήριο», ενημέρωσε τη Νίνα ο Τρούλι. «Θα μπορείς να δεις όλα όσα βλέπουμε κι εμείς, τρισδιάστατα! Πολύ έξυπνο, ε;» «Ακούγεται σπουδαίο». Η Νίνα αισθάνθηκε ένα ρίγος προσδοκίας να τη διαπερνάει, μια αίσθηση επικείμενης ανακάλυψης, αλλά και ένταση και πίεση. Αν αποδεικνυόταν ότι εκεί κάτω δεν υπήρχε τίποτα... Η Κάρι έπιασε την ανησυχία της. «Είσαι καλά;» «Δεν έχω συνηθίσει ακόμα τη θάλασσα», είπε ψέματα η Νίνα. «Νομίζω ότι πρέπει να πάω να ξαπλώσω για λίγο. Θα με ειδοποιήσεις όταν φτάσουμε;» Η Κάρι πήρε ένα ανέκφραστο ύφος. «Όχι, σκέφτομαι να σε αφήσω να χάσεις τη στιγμή που θα ανακαλύψουμε την Ατλαντίδα». «Μην αρχίζεις κι εσύ», παραπονέθηκε η Νίνα, καθώς η Κάρι της έσκαγε ένα χαμόγελο. «Δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με δύο φίλους που με δουλεύουν!» Η Νίνα επέστρεψε στην καμπίνα της και ξάπλωσε για λίγο στο κρεβάτι της, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τις τεράστιες ποσότητες σε χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό που είχαν διαθέσει οι Φροστ για να υποστηρίξουν τη θεωρία της. Όταν τελικά κατάλαβε ότι αυτό ήταν μάταιο, η σκέψη των «φίλων

που τη δουλεύουν» την παρότρυνε να σηκωθεί και να χτυπήσει την πόρτα του Τσέιζ. Αφού την κάλεσε μέσα, έμεινε κάπως έκπληκτη βλέποντάς τον να διαβάζει ξαπλωμένος στο κρεβάτι ένα βιβλίο - και ακόμα περισσότερο εξεπλάγη όταν είδε το εξώφυλλό του. «Πλάτωνας;» απόρησε. «Ναι», είπε ο Τσέιζ και ανακάθισε. «Μη δείχνεις τόσο σοκαρισμένη! Το συνηθίζω να διαβάζω. Κυρίως θρίλερ, αλλά... Τέλος πάντων, βλέποντας εσένα να μιλάς γι’ αυτόν αδιάκοπα, σκέφτηκα πως θα έπρεπε να τον διαβάσω κι εγώ. Ξέρεις, τελικά ο μάγκας δεν αφιερώνει και πάρα πολύ χρόνο στους Ατλάντιους». Η Νίνα κάθισε δίπλα του. «Πράγματι, έχεις δίκιο». «Να δηλαδή, θέλω να πω, στον Τίμαιο έχει πόσες; Τρεις παραγράφους για την Ατλαντίδα; Το υπόλοιπο κείμενο είναι λες και κάποιος μαστουρωμένος μαθητής λέει μπούρδες για τη σημασία του σύμπαντος». Η Νίνα γέλασε. «Δεν είναι αυτή η συνηθισμένη ακαδημαϊκή περιγραφή... αλλά ναι, έχεις δίκιο». «Και στο άλλο, τον Κριτία, αρχίζει να μιλάει για την Ατλαντίδα μόνο αφού περάσουν πέντε περίπου σελίδες. Αλλά όταν το κάνει... έχει ενδιαφέρον». Υπήρχε ένας σκεπτικισμός στα λόγια του που τράβηξε την προσοχή της Νίνα. «Με ποιο τρόπο;» «Δεν εννοώ μόνο την περιγραφή που δίνει για το μέρος, και πόσο ακριβής ήταν σχετικά με το ναό. Εννοώ το λαό, τους κυβερνήτες. Δε βγάζει νόημα». «Τι εννοείς;» «Θέλω να πω ότι εδώ, στις σημειώσεις, λέει ότι μερικοί μελετητές πιστεύουν πως ο Κριτίας υπήρξε το πρότυπο του Πλάτωνα για την ιδεατή πολιτεία, σωστά; Αλλά δεν είναι· διαβάζεις αυτά που τελικά λέει, και προκύπτει ότι οι Ατλάντιοι είναι μια αρκετά αντιπαθητική φάρα. Είναι κατακτητές που εισβάλλουν σε άλλες χώρες και υποδουλώνουν το λαό τους. Είναι μια ολοκληρωτική, μιλιταριστική κοινωνία, οι βασιλιάδες έχουν απόλυτη εξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους πολίτες, χωρίς καθόλου δημοκρατία...» Ο Τσέιζ γύρισε τις σελίδες. «Και φτάνεις στο τέλος, ακριβώς πριν από το κομμάτι που δεν ολοκλήρωσε ποτέ. “Όταν... επικράτησε το ανθρώπινο στοιχείο, τότε άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα, μη μπορώντας ν’ αντέξουν το βάρος του πλούτου που είχαν. Σ’ αυτόν που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί φαίνονταν αισχροί, που είχαν χάσει τα πιο πολύτιμα από τ’ αγαθά τους” 20. Κι έτσι ο Δίας κάλεσε όλους τους θεούς για να τους τιμωρήσουν. Γκλιν γκλιν. Εμένα πάντως δε μου φάνηκαν και πολύ σπουδαίοι. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος θα ήταν καλύτερος χωρίς αυτούς». «Μένω κατάπληκτη», είπε η Νίνα. «Ήταν μια πολύ καλή ανάλυση». «Ήμουν σκράπας στα μαθηματικά και την ιστορία - αλλά τα πήγαινα πολύ καλά στη λογοτεχνία». Άφησε κάτω το βιβλίο, και ήρθε πιο κοντά της. «Χωρίς να 20 Πλάτωνος, Κριτίας..., ό.π., 121 b.

θέλω να φανώ αστείος ή κάτι ανάλογο, αλλά μετά την ανάγνωση αυτού του βιβλίου δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ γιατί θέλεις τόσο πολύ να βρεις αυτούς τους ανθρώπους». Κατά έναν περίεργο τρόπο η Νίνα αισθάνθηκε άβολα, σχεδόν σαν να την κατηγορούσαν για κάτι. Είχε άραγε μιλήσει η Κάρι στον Τσέιζ για τους δείκτες του DNA των Ατλάντιων; Έμοιαζε απίθανο. Παραμέρισε το συναίσθημα αυτό, απαντώντας: «Είναι κάτι που με γοήτευε όλη μου τη ζωή. Το ίδιο συνέβαινε και με τους γονείς μου. Γύρισα όλο τον κόσμο μαζί τους, προσπαθώντας να βρω κάτι που θα μπορούσε να υποδείξει τη θέση της Ατλαντίδας». Τράβηξε έξω το φυλαχτό που φορούσε κάτω από το μπλουζάκι της και το κράτησε κόντρα στο φως που έμπαινε από το φινιστρίνι. «Η ειρωνεία είναι πως όλο αυτό το διάστημα είχα πάνω μου κάτι από αυτήν, αλλά ποτέ δεν το κατάλαβα». «Οι γονείς σου βρήκαν ποτέ κάτι άλλο;» Άφησε το φυλαχτό της να πέσει στο στήθος της. «Δηλαδή... Δεν ξέρω, πραγματικά δεν ξέρω. Πίστευαν ότι είχαν βρει, αλλά ποτέ δεν είδα τι ήταν. Τη χρονιά που, χμ, πέθαναν...» Η φωνή της έσπασε. «Λυπάμαι, δεν ήθελα να...» άρχισε ο Τσέιζ. Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. «Εντάξει είμαι. Απλώς, δε μιλάω συχνά γι’ αυτό. Βρίσκονταν σε αποστολή στο Θιβέτ, όταν εγώ έδινα εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο...» «Στο Θιβέτ;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Είναι... στου διαόλου τη μάνα σε σχέση με τη θέση της Ατλαντίδας». «Είχε συνδεθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με το μύθο της Ατλαντίδας. Οι ναζί έστειλαν αρκετές αποστολές εκεί, ακόμα και κατά τη διάρκεια του πολέμου». «Πάλι οι ναζί, ε;» είπε συλλογισμένος ο Τσέιζ. «Οι μπάσταρδοι βρίσκονται παντού. Έτσι βρήκαν και το ναό στη Βραζιλία και άρπαξαν το κομμάτι του εξάντα από εκεί μέσα - θα πρέπει όμως να βρήκαν και κάτι άλλο, κάτι που τους έκανε να πάνε στο Θιβέτ». «Μπορεί να αναφερόταν κάτι στο χάρτη ή στις επιγραφές - υπήρχαν αναμφισβήτητες ενδείξεις ότι οι Ατλάντιοι είχαν επισκεφτεί την Ασία. Δεν είχα αρκετό χρόνο για να το ελέγξω». «Και γιατί οι γονείς σου πήγαν εκεί πέρα;» «Σου ξαναλέω, δεν ξέρω. Βρήκαν κάτι, αλλά δε μου είπαν τι ήταν». Συνοφρυώθηκε. «Ήταν περίεργο βέβαια, επειδή υπό κανονικές συνθήκες εγώ θα ήμουν μέσα σε όλα αυτά». «Ίσως δεν ήθελαν να αποσπάσουν την προσοχή σου από τις εξετάσεις». «Ίσως». Το συνοφρυωμένο ύφος της Νίνα όμως παρέμεινε. «Το τελευταίο πράγμα που έμαθα από αυτούς ήρθε, είτε το πιστεύεις είτε όχι, με μια κάρτα. Από το Θιβέτ. Την έχω ακόμα».

«Και τι έγραφε;» «Όχι και πολλά, απλώς ότι επρόκειτο να φύγουν από ένα χωριό στα Ιμαλάια που το έλεγαν Χουλαοντάνγκ. Επρόκειτο να φύγουν σε μία εβδομάδα, αλλά...» Ο Τσέιζ ακούμπησε το χέρι του συμπονετικά στον ώμο της. «Ει, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε γι’ αυτό αν δε θέλεις». «Όχι, εντάξει είμαι. Αν και νιώθω παράξενα. Ούτε που είχε περάσει από το μυαλό μου μέχρι τώρα η σχέση με τους ναζί. Και ο πατέρας μου είχε πάει στη Γερμανία ένα χρόνο νωρίτερα... Ίσως είχαν βρει κάτι από τις αποστολές της Αχνενέρμπε. Κάτι που τους οδήγησε στο Θιβέτ. Όμως γιατί δε μου το είπαν;» «Ίσως γιατί δεν ήθελαν να ξέρεις ότι χρησιμοποιούσαν κάτι απ’ τους ναζί;» πρότεινε ο Τσέιζ. «Υποθέτω». Ανακάθισε με ένα θλιμμένο αναστεναγμό. «Όχι ότι είχε καμιά σημασία. Τους βρήκε μια χιονοστιβάδα κάπου νότια της Χουλαοντάνγκ και ολόκληρη σχεδόν η αποστολή σκοτώθηκε. Τα σώματά τους δε βρέθηκαν ποτέ, επομένως ό,τι είχαν μαζί τους χάθηκε». Ο Τσέιζ ανασήκωσε το φρύδι του. «Σχεδόν όλοι; Ποιος επέζησε;» «Ο Τζόναθαν». «Ο Τζόναθαν; Εννοείς τον Φίλμπι; Τον καθηγητή;» «Ναι, φυσικά. Νόμιζα ότι το ήξερες. Συμμετείχε κι εκείνος στην αποστολή τους. Να γιατί είμαστε τόσο δεμένοι μεταξύ μας. Παρόλο που είμαι σίγουρη ότι δεν μπορούσε να κάνει και πολλά, εκείνος λέει ότι αισθάνεται υπεύθυνος που δεν κατάφερε να τους σώσει. Από τότε με προσέχει». Ο Τσέιζ έγειρε πίσω στο κρεβάτι. «Χμ, ο Φίλμπι λοιπόν;» «Τι;» Κοίταξε αφηρημένα μπροστά του. «Τίποτα, απλά δεν ήξερα από πού γνωριζόσασταν οι δυο σας». «Δούλευε χρόνια με τους γονείς μου. Ήταν φίλοι». «Χμ...» Κάτι έδειχνε να απασχολεί τον Τσέιζ, αλλά προτού προλάβει να τον ρωτήσει άκουσε να χτυπούν απέξω, όχι την πόρτα του Τσέιζ, αλλά στη δική της καμπίνα. «Εδώ!» Το κεφάλι της Κάρι πρόβαλε επιφυλακτικά πίσω από την πόρτα. «Μήπως διακόπτω κάτι;» Ο Τσέιζ ξερόβηξε κοροϊδευτικά. «Μακάρι!» «Ήθελα να σας ενημερώσω ότι έχουμε φτάσει σχεδόν στις συντεταγμένες. Ο καπετάνιος Μάθιους σκοπεύει να χρησιμοποιήσει τους πλωτήρες για να διατηρηθεί στην ίδια θέση, δε θα ρίξει άγκυρα -δε θέλουμε να διακινδυνεύσουμε να καταστραφεί το παραμικρό εκεί κάτω- και στη συνέχεια θα κατεβάσουμε τα βαθυσκάφη. Σκέφτηκα ότι θα θέλατε να παρακολουθήσετε». «Δε θα θέλαμε να το χάσουμε με τίποτα», είπε η Νίνα και σηκώθηκε. «Έντι, θα έρθεις;»

«Δώσε μου ένα δυο λεπτά», είπε ο Τσέιζ. «Θα είστε στο κατάστρωμα, έτσι;» «Ναι». «Εντάξει, θα σας δω εκεί». Η Κάρι και η Νίνα βγήκαν από το δωμάτιο, ενώ ο Τσέιζ τις κοιτούσε με ένα ανεξιχνίαστο ύφος στο πρόσωπό του. «Ο Φίλμπι...» είπε χαμηλόφωνα. Η διαρρύθμιση του Έβινορ, εκτός από το υπερυψωμένο τμήμα του, δεν είχε πολλά μέρη όπου θα μπορούσε κανείς να σταθεί χωρίς να βρίσκεται σε κοινή θέα από το πρωραίο ή το πρυμναίο κατάστρωμα. Μετά από αρκετή εξερεύνηση, ο Τζόναθαν Φίλμπι βρήκε ένα μικρό διάδρομο στο δεύτερο επίπεδο που ήταν ανοιχτός προς τη θάλασσα από τη μια πλευρά. Κοίταξε γύρω του ανήσυχα. Μπροστά του έβλεπε τα άκρα του γερανού που σήκωνε το μεγαλύτερο από τα δύο υποβρύχια για να το τοποθετήσει στη θέση του. Για να λειτουργήσει ο δέκτης του δορυφορικού τηλεφώνου του, η κεραία του έπρεπε να έχει ανεμπόδιστη οπτική επαφή με το μισό τουλάχιστον ουρανό - σκύβοντας όμως στο πλάι του πλοίου για να έχει επαφή, κινδύνευε να τον δουν. Δεν είχε όμως άλλη επιλογή. Έπρεπε να κάνει αυτό το τηλεφώνημα. Το δορυφορικό τηλέφωνο είχε γίνει μόνιμος σύντροφός του από τη στιγμή που είχε πληροφορήσει τον Κόμπρας ότι τον είχαν προσλάβει οι Φροστ. Και μια μόνιμη κατάσταση ανησυχίας ήταν το προϊόν της προσπάθειάς του να το κρύψει ανάμεσα στα υπάρχοντά του· αν το έβλεπε κάποιος από τους συντρόφους του, ακόμα και η Νίνα, θα προκαλούνταν αυτομάτως υποψίες, και αυτό θα σήμαινε το τέλος. Στο Γιβραλτάρ είχε βρει σχετικά εύκολα την ευκαιρία να δώσει τον ακριβή προορισμό του Έβινορ στη Βραζιλία, όμως η προσπάθειά του να δώσει την τελική θέση του Νηρηίς χωρίς να τον ανακαλύψουν του είχε προκαλέσει σχεδόν κρίση πανικού. Τώρα τα πράγματα ήταν κάπως καλύτερα. Οι πόρτες στις άκρες του διαδρόμου δεν είχαν παράθυρα. Από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε βέβαια να περάσει κάποιος. Περίμενε ανήσυχα μέχρι να γίνει η σύνδεση... «Ναι;» απάντησε μια φωνή. Ο Στάρκμαν. «Εδώ Φίλμπι. Δεν έχω πολύ χρόνο. Έχουμε σχεδόν φτάσει στον προορισμό μας - αυτές είναι οι τωρινές συντεταγμένες μου». Μετέδωσε τους αριθμούς από τη συσκευή του τηλεφώνου του. «Η τελική θέση του Έβινορ θα είναι λίγα μίλα δυτικά από εκεί». «Η τελική θέση του Έβινορ θα είναι οχτακόσια πόδια κάτω από εκείνο το σημείο», είπε ο Στάρκμαν. «Βρισκόμαστε ήδη καθ’ οδόν. Καλή δουλειά, Τζακ. Θα ανταμειφθείς». «Η μόνη ανταμοιβή που θέλω είναι απαλλαγώ από αυτό», είπε ο Φίλμπι και σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπό του. «Όλα πρέπει να τελειώσουν, σωστά;»

«Α, ναι». Ο Στάρκμαν ακούστηκε αποφασισμένος. «Το κυνήγι της Ατλαντίδας τερματίζεται εδώ». Τα δύο βαθυσκάφη ήταν έτοιμα να καθελκυστούν στον ωκεανό, ένα από κάθε πλευρά του Έβινορ. Οι κυβερνήτες τους βρίσκονταν ήδη μέσα· οι «καουμπόηδες», όπως αποκαλούνταν το εξειδικευμένο πλήρωμα με στολές κατάδυσης που στεκόταν στην κορυφή των σκαφών, έλεγχαν αν λειτουργούσαν τα συστήματα και αν ήταν σωστά συνδεδεμένα με το μητρικό σκάφος τα καλώδια τροφοδοσίας προτού τα λύσουν από τους γερανούς. Μόλις ελευθερώθηκαν τα βαθυσκάφη, βούλιαξαν χωρίς καμιά ιδιαίτερη διαδικασία κάτω από τα κύματα. Οι «καουμπόηδες» περισυνελέγησαν από ένα φουσκωτό Ζόντιακ που τους οδήγησε σε μια πλωτή αποβάθρα που υπήρχε στην εξέδρα για τα ελικόπτερα. Η κάθοδος διήρκεσε λιγότερο από δέκα λεπτά, αφού επρόκειτο μόλις για διακόσια σαράντα μέτρα νερό. Η Νίνα είχε την τιμητική θέση στο εργαστήριο μπροστά στις διάφορες οθόνες ελέγχου. Η Κάρι καθόταν δίπλα της. Ο Φίλμπι, ο Τσέιζ και ο Καστίγ παρακολουθούσαν πάνω από τον ώμο τους, όπως έκαναν και μερικοί από το πλήρωμα του Έβινορ. Η Νίνα βρήκε την όλη εμπειρία χαοτική. Η καθεμία από τις δύο μεγάλες οθόνες που είχε μπροστά της έδειχνε τι ακριβώς έβλεπαν οι κυβερνήτες μέσα από τους θαλάμους ελεγχόμενης πίεσης, χρησιμοποιώντας ένα αυτόματο στερεοσκοπικό μηχάνημα προβολής, που έδινε τρισδιάστατη εικόνα χωρίς να χρειάζονται ειδικά γυαλιά. Στο μεγαλύτερο μέρος της κατάδυσης η ψευδαίσθηση του βάθους μόλις που γινόταν αντιληπτή, αλλά από καιρό σε καιρό κάποιο ψάρι περνούσε μπροστά από τις σαρωτικές ακτίνες λέιζερ του βαθυσκάφους και χανόταν με ένα πήδημα από την οθόνη μέσα σε μια απόκοσμη λάμψη πράσινης νυχτερινής όρασης. «Εβδομήντα πέντε πόδια», είπε ο Τρούλι στο σύνδεσμο επικοινωνίας. «Βρισκόμαστε στο σωλήνα, πέντε επί πέντε. Επιβραδύνουμε την κάθοδο». «Έβινορ, επιβεβαίωσε παρακαλώ την προσέγγιση στο στόχο», είπε ο Μπέιγιαρντ. «Άτραγκον, στρίψε δύο-μηδέν-μηδέν μοίρες», είπε η Κάρι στα ακουστικά της. «Απέχεις λιγότερο από τριακόσια μέτρα. Σαρκντόζα, κρατήσου σταθερά στη θέση σου μέχρι να επιβεβαιωθεί η επαφή». «Θα έπρεπε να μπορούμε να το διακρίνουμε τώρα πια», παραπονέθηκε ο Τρούλι. Ο θαλάσσιος πυθμένας κινήθηκε απότομα μπροστά στη Νίνα σε μια ανάγλυφη προβολή, καθώς ο κυβερνήτης έστριψε το σκάφος του, κατεβάζοντας το ρύγχος του ελάχιστα για να ρίξει τις ακτίνες λέιζερ προς τα κάτω. Η ανάλυση ήταν υπεραρκετή για να ξεχωρίσει κάποια καβούρια που το έσκαγαν από το ρυτιδωμένο ίζημα.

Έστρεψε την προσοχή της στη θέα από το βαθυσκάφος του Μπέιγιαρντ, που προχωρούσε τώρα με κανονικό βηματισμό, κρεμασμένο κάπου έξι μέτρα πάνω από τον πυθμένα της θάλασσας. Μια μικρότερη οθόνη έδειχνε τη θέα από μια σταθερή βιντεοκάμερα υπό το φως προβολέων, αλλά η εικόνα LIDAR έφτανε πολύ μακρύτερα. Το θαλάσσιο δάπεδο υψωνόταν μπροστά. «Έβινορ, κάτι έχω εδώ», ανέφερε ο Μπέιγιαρντ. «Έχω μια πολύ έντονη επιστροφή στο σόναρ... δεν είναι βούρκος. Κάτι στερεό πλησιάζει, και είναι μεγάλο. Μπορεί να είναι ναυάγιο πλοίου...» «Δεν είναι ναυάγιο», ψιθύρισε η Νίνα, καθώς το αντικείμενο εμφανίστηκε στην τρισδιάστατη οθόνη. Αναγνώρισε αυτομάτως το σχήμα. Ήταν ίδιο με το αντίγραφο του ναού του Ποσειδώνα στη ζούγκλα της Βραζιλίας. Και αντίθετα από εκείνο το κατεστραμμένο οικοδόμημα, αυτό εδώ ήταν άθικτο. «Που να πάρει», μουρμούρισε ο Τσέιζ, σκύβοντας πιο πολύ πάνω απ’ τον ώμο της. «Χριστέ μου. Έβινορ, το βλέπεις αυτό;» ρώτησε ο Μπέιγιαρντ. «Το βλέπουμε», επιβεβαίωσε η Κάρι, δίνοντας στη Νίνα ένα ζευγάρι ακουστικά. «Νίνα, αναλαμβάνεις εσύ τώρα». «Εγώ; Μα δεν ξέρω τίποτα από βαθυσκάφη!» «Δε χρειάζεται. Απλά πες του τι θέλεις να κοιτάξεις και αυτός θα το κάνει». «Εντάξει...» έκανε νευρικά η Νίνα, τρομοκρατημένη ξαφνικά από την ιδέα ότι θα μπορούσε να προκαλέσει κατά λάθος σύγκρουση του βαθυσκάφους. Φόρεσε τα ακουστικά που ήταν συνδεδεμένα με το μικρόφωνο. «Τζιμ, είμαι η Νίνα. Με ακούς;» «Δυνατά και καθαρά», απάντησε ο Καναδός. «Απέχω εκατόν πενήντα μέτρα περίπου. Μπορείς να το δεις καθαρά;» «Ω, ναι». Τα κατώτερα τμήματα των τοίχων του ναού ήταν θαμμένα κάτω από έναν επικλινή σωρό ιζήματος, αλλά η κορυφή της θολωτής οροφής του υψωνόταν γύρω στα εννέα μέτρα πάνω από το βυθό του ωκεανού. Το φως των λέιζερ έστελνε κατά τόπους αστραφτερές αντανακλάσεις, εκεί όπου η επικάλυψη από πολύτιμα μέταλλα πάνω στις πέτρες είχε παραμείνει ανέπαφη ακόμα και μέσα σ’ αυτό τον κατακλυσμό. «Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι διατηρείται ακόμα». Ο Φίλμπι έσκυψε πιο κοντά, έχοντας προφανώς πρόβλημα με το στερεοσκοπικό αποτέλεσμα, το οποίο προσπάθησε να αντιμετωπίσει κλείνοντας απλώς το ένα του μάτι. «Το σχέδιο πρέπει να ήταν εξαιρετικά ακριβές, με αποτέλεσμα όλα τα κομμάτια πέτρας να στηρίζουν το δικό τους βάρος. Έτσι, όταν βυθίστηκε το νησί, παρέμειναν συνδεδεμένα, παρόλο που τα πάντα γύρω τους κατέρρευσαν. Εκπληκτικό!»

«Πώς είναι το ρεύμα;» ρώτησε η Κάρι. Ο Τρούλι έδωσε μια ένδειξη. «Η ταχύτητα μετατόπισης που πιάνω είναι μισός κόμβος περίπου, με κατεύθυνση βορειοανατολικά». «Δεν είναι περίεργο που δεν έχει θαφτεί ολόκληρο», παρατήρησε ο Μπέιγιαρντ. «Αν το επικρατέστερο ρεύμα είναι αυτό, τότε θα σπρώχνει μεγάλη ποσότητα ιζήματος προς την ισπανική ακτή». «Υπάρχει μήπως κάτι άλλο πάνω από την επιφάνεια;» ρώτησε η Νίνα. Η τρισδιάστατη εικόνα ταρακουνήθηκε- το Άτραγκον δεν είχε αλλάξει πορεία, αλλά οι ανιχνευτές λέιζερ είχαν αναστραφεί για να κοιτούν μόνο από τη μια πλευρά. «Βλέπω λίγα καρουμπαλάκια εκεί όπου ίσως υπάρχουν πράγματα κάτω από την επιφάνεια, αλλά στην πραγματικότητα τίποτα δεν προεξέχει. Πόσο ψηλό είναι αυτό το πράγμα;» «Αν έχει το μέγεθος που νομίζουμε, θα πρέπει να έχει ύψος γύρω στα εξήντα πόδια, δηλαδή δεκαοχτώ μέτρα». «Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ίσως είναι μισοεκτεθειμένο. Υπάρχει μπόλικος βούρκος σωριασμένος εδώ γύρω». Η εικόνα ξαναγύρισε στο ναό. «Σαρκντόζα, πλησίασε πιο κοντά», έδωσε εντολή η Κάρι. «Κατευθύνσου προς το βόρειο άκρο, απόφυγε το Άτραγκον». «Το έπιασα», είπε ο Τρούλι. Η δεύτερη τρισδιάστατη συσκευή προβολής έδειχνε την πρόοδό του. «Τζιμ;» ρώτησε η Νίνα. «Μπορείς να κυκλώσεις το κτίριο, σε παρακαλώ; Θέλω να δω πώς είναι και από την άλλη πλευρά». Ο Μπέιγιαρντ έκανε ό,τι του είπε. Η κυκλωτική κίνηση πήρε κάνα δυο λεπτά, αποκαλύπτοντας μια θέα λίγο πολύ ίδια με αυτή που είχαν όταν πρωτοαντίκρισαν το ναό. Το καμπύλο πίσω μέρος, θαμμένο εν μέρει από το ίζημα, θύμισε στη Νίνα καύκαλο χελώνας. «Ει, Έβινορ», είπε ο Τρούλι συνεπαρμένος, «εδώ στο βόρειο άκρο το ίζημα είναι χαμηλότερο. Θα πρέπει να παρασύρθηκε από το ρεύμα. Διακρίνω κι άλλο τοίχο». Η Νίνα έστρεψε γρήγορα την προσοχή της στην οθόνη του Σαρκντόζα. Υπήρχε ένα μικρό βαθούλωμα στο βόρειο άκρο του ναού, λες και κάποιος είχε χρησιμοποιήσει μια γιγάντια κουτάλα για να απομακρύνει το βούρκο. «Μπορείς να πλησιάσεις κι άλλο;» «Μην ανησυχείς. Περίμενε μόνο μια στιγμούλα». Χρειάστηκε μάλλον περισσότερη ώρα από τη στιγμούλα που υποσχέθηκε, αλλά λίγα λεπτά αργότερα το βαρύ βαθυσκάφος του Τρούλι βρέθηκε να ταλαντεύεται σε μικρή απόσταση από τον τοίχο του ναού. «Θα πάρω κάποια ηχητικά σήματα από το σόναρ», ανακοίνωσε. «Περίμενε λίγο». Ένα από τα μηχανήματα ελέγχου εμφάνισε αστραπιαία ένα οδοντωτό γράφημα. Η Νίνα δεν μπόρεσε να βγάλει άκρη, αλλά για τον κυβερνήτη του βαθυσκάφους ήταν το ίδιο καθαρό με μια φωτογραφία. «Υπάρχει κάτι κάτω από

το ίζημα - ή μάλλον υπάρχει κάτι, αλλά όχι κάτω από το ίζημα. Θα μπορούσε να είναι μια τρύπα στον τοίχο». «Υπάρχει χώρος για να μπει ο Μάιτι Τζακ;» ρώτησε ο Μπέιγιαρντ. «Ίσως. Έβινορ, έχω την άδεια να καθαρίσω το ίζημα;» Η Κάρι κοίταξε τη Νίνα, η οποία κούνησε συνεπαρμένη καταφατικά το κεφάλι της. Υπήρχε τρόπος να μπουν στο ναό! «Προχώρα, Σαρκντόζα». Η επιχείρηση που ακολούθησε ήταν απελπιστικά αργή. Η Νίνα πίεσε τον εαυτό της να μη χτυπά ρυθμικά τα νύχια της πάνω στον υπολογιστή όσο ο Τρούλι απομάκρυνε το βαθυσκάφος του από το ναό. Χαμήλωσε προσεκτικά το θαλαμίσκο με την αντλία μέχρι την επιφάνεια, κάπου εκατό μέτρα προς τα βορειοανατολικά, απλώνοντας την ουρά του προς την κατεύθυνση του ρεύματος, κι ύστερα επέστρεψε στο ναό. Η συσκευή προβολής LIDAR του Άτραγκον έδειχνε το συνδετικό σωλήνα που εκτεινόταν ανάμεσα στο θαλαμίσκο της αντλίας και το μητρικό πλοίο, καθώς το Σαρκντόζα επέστρεφε στη θέση του, αποκτώντας βάση στο κάτω μέρος του βόρειου τοίχου. Για να ολοκληρωθεί η διαδικασία, χρειάστηκαν περισσότερα από είκοσι λεπτά. «Έτοιμος να μπω, Έβινορ», είπε ο Τρούλι τελικά. «Δώσε απλώς την εντολή». «Πήγαινε να το βρεις!» φώναξε η Νίνα, διασκεδάζοντας τους υπόλοιπους. Η αντλία άρχισε να δουλεύει. Το Σαρκντόζα, σαν να ήταν η μεγαλύτερη ηλεκτρική σκούπα του κόσμου, άρχισε να ρουφάει το συσσωρευμένο βούρκο και να τον κατεβάζει μέσα στο ορθάνοιχτο στόμιό του. Η διαφορά πίεσης που δημιουργήθηκε από την αντλία δεν ήταν τεράστια, ήταν όμως αρκετή για να ρίξει τα ιζηματογενή στρώματα μέσα στο σωλήνα και, κατόπιν, μέσα από τον αποσπώμενο θαλαμίσκο να τα πετάξει έξω από το σωλήνα αποχέτευσης περίπου εκατό μέτρα πιο πέρα. Το κυρίαρχο ρεύμα απομάκρυνε απαλά από το ναό το εκτεταμένο νέφος από αιωρούμενα σωματίδια. Η τεχνική αυτή, που αρχικά είχε φανεί στη Νίνα υπερβολικά πολύπλοκη, τώρα αποδεικνυόταν εύκολη. Ανασκάπτοντας απλώς το βούρκο, μπορούσες να αποκαταστήσεις μέσα σε δευτερόλεπτα την ορατότητα. Πέρασαν άλλα δέκα βασανιστικά λεπτά, με το Άτραγκον να δίνει μια κυκλική άποψη του χώρου ενώ το Σαρκντόζα γλιστρούσε από τη μια μεριά στην άλλη στο κάτω μέρος του τοίχου, καθαρίζοντας σε κάθε του πέρασμα και ένα επιπλέον στρώμα. Ύστερα... «Νομίζω ότι έχω κάτι εδώ!» φώναξε ο Αυστραλός. Κατεύθυνε στο επίμαχο σημείο τη βιντεοκάμερα. Αιωρούμενος βούρκος θόλωσε την εικόνα, αλλά δεν ήταν αρκετός για να εμποδίσει τη Νίνα να καρδιοχτυπήσει με το θέαμα. «Μοιάζει με δίοδο». Στην οθόνη ένα πέρασμα εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Ήταν δύσκολο να υπολογίσεις την κλίμακα, αλλά αν ο ναός είχε κατασκευαστεί με τον ίδιο τρόπο

όπως και ο αντίστοιχός του στη Βραζιλία, τότε το άνοιγμα θα πρέπει να είχε χοντρικά διάμετρο ένα μέτρο και είκοσι. «Θα χρησιμοποιήσω τη δευτερεύουσα βυθοκόρο για να καθαρίσω τη λάσπη», είπε ο Τρούλι. «Δώσε μου λίγα λεπτά». Ένας από τους βραχίονες του Σαρκντόζα άνοιξε, αλλά αντί να χρησιμοποιήσει τη μεγάλη φαγάνα στην άκρη για να απαλλαγεί από το εμπόδιο, τινάχτηκε από κάτω ένας στενός μεταλλικός σωλήνας που ερεύνησε σε βάθος το άνοιγμα και ρούφηξε τη φερτή ύλη από μέσα. Ο Τσέιζ έσκυψε πάνω απ’ τον ώμο της Νίνα για να εξετάσει την τρισδιάστατη εικόνα, και το μάγουλό του ακούμπησε σχεδόν στο δικό της. «Ξέρεις... αν ο ναός αυτός έχει το ίδιο σχέδιο με εκείνον στη Βραζιλία, το πέρασμα αυτό μπορεί να οδηγεί κατευθείαν στην αίθουσα του βωμού. Υπήρχε ένα φρεάτιο στο πίσω μέρος, αλλά ήταν γεμάτο πέτρες». Η Νίνα του έριξε ένα επικριτικό βλέμμα. «Υπήρχε; Και γιατί δε μου το είπες;» «Δεν είχα χρόνο! Αν θυμάσαι, ήμασταν κάτω από διαρκή απειλή θανάτου». «Μια κρύπτη», είπε στοχαστικά η Κάρι. «Μια μυστική έξοδος». Ο Τρούλι εργάστηκε μερικά λεπτά ακόμα προτού ξαναμαζέψει το βραχίονα. «Καθάρισα όσο μπορούσα. Τζίμπο, προθέρμανε τον Μάιτι Τζακ!» Ενώ ο Τρούλι απομάκρυνε το Σαρκντόζα, ο Μπέιγιαρντ έφερε πιο κοντά το δικό του βαθυσκάφος, σταθμεύοντάς το στην άκρη της εκτεταμένης κοιλότητας του εδάφους γύρω από το βόρειο τοίχο. Όταν πήρε θέση, ανακοίνωσε: «Έβινορ, αποδεσμεύω το τηλεκατευθυνόμενο όχημα... τώρα». Όλα τα μάτια καρφώθηκαν στην τρισδιάστατη εικόνα του Άτραγκον, που μετέφερε την απόκοσμη μονοχρωμία του συστήματος LIDAR σε μια πολύχρωμη εικόνα, μόλις ο Μάιτι Τζακ άφησε το κλουβί του και κατευθύνθηκε προς το ναό. Το μικρό ρομπότ δεν είχε το σύστημα απεικόνισης με λέιζερ που είχε το μητρικό σκάφος, αλλά διέθετε στερεοσκοπικές κάμερες. Μπαίνοντας στο άνοιγμα, τα στενά περιθώρια της διόδου προκάλεσαν μια ιλιγγιώδη αίσθηση ταχύτητας. «Θεούλη μου, μοιάζει με την επίθεση στο Άστρο του Θανάτου 21», παρατήρησε ο Τσέιζ. Ο Μάιτι Τζακ προχωρούσε στο στενό πέρασμα. Υπήρχαν ακόμα σωροί από ίζημα σε όλο το δάπεδο, αλλά ο Τρούλι είχε καθαρίσει αρκετά για να μπορεί να περάσει το υποβρύχιο όχημα. Η ένταση στην αίθουσα ελέγχου αυξανόταν όσο προχωρούσε το ρομπότ, για να βρει τελικά... Έναν άδειο τοίχο. «Όχι!» είπε η Νίνα με κομμένη την ανάσα, απογοητευμένη. «Είναι αδιέξοδο!» Το ρομπότ γύρισε αριστερά, ύστερα δεξιά, αλλά οι προβολείς του δε βρήκαν τίποτε άλλο παρά σκέτη πέτρα. «Τι θέλετε να κάνω;» ρώτησε ο Μπέιγιαρντ. 21 Αναφορά στην ταινία Η Επιστροφή των Τζεντάι από την περίφημη τριλογία του Τζορτζ Λουκάς Πόλεμος των Άστρων. (Σ.τ.Μ.)

Η Νίνα ήταν έτοιμη να του πει να φέρει πίσω το ρομπότ, όταν επενέβη ο Τσέιζ σκύβοντας πιο κοντά για να μιλήσει μέσα από το δικό της μικρόφωνο. «Τζιμ, ο Έντι είμαι. Μπορεί αυτό το πράγμα να πάει ευθεία πάνω;» «Ναι, βέβαια. Αλλά...» «Κάν’ το». Ύστερα από ένα λεπτό δισταγμού, το ρομπότ ανέβηκε επιφυλακτικά προς την οροφή... Και εξακολούθησε να προχωρεί.· «Ουάου!» έκανε ο Μπέιγιαρντ, περιστρέφοντας τον Μάιτι Τζακ για να εξετάσει τους πλαϊνούς τοίχους καθώς το ρομπότ ανέβαινε. «Πώς το ήξερες ότι ήταν εδώ;» «Είχα απλώς ένα προαίσθημα», είπε ο Τσέιζ γελώντας στη Νίνα. «Πρόσεχε όμως. Μπορεί να υπάρχουν παγίδες στην πορεία». Η Νίνα τον απομάκρυνε ευγενικά από τα ακουστικά της. «Έντι, πολύ αμφιβάλλω αν είναι δυνατόν να υπάρχει κάποιος που θα συντηρούσε αυτό το ναό εδώ και έντεκα χιλιάδες χρόνια». «Δεν ξέρω, αυτές οι γοργόνες είναι πολύ πονηρές σκύλες...» Η Νίνα χαμογέλασε, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή της ξανά στην οθόνη. Ο Μπέιγιαρντ έστρεψε την κάμερα προς τα πάνω όσο περισσότερο μπορούσε, παίρνοντας το φρεάτιο απ’ όλες τις απόψεις. «Βλέπω κάτι», ανακοίνωσε. Μια σκούρα γραμμή στον τοίχο του φρεατίου εμφανίστηκε γρήγορα, μια λαμπυρίζουσα παραμόρφωση... Ξαφνικά η εικόνα περιστράφηκε, ξαναγυρίζοντας στην οριζόντια θέση. Ένας από τους πέτρινους τοίχους γέμισε την οθόνη. «Τζιμ!» φώναξε η Νίνα. «Τι συνέβη; Χτύπησες κάτι;» «Για μια στιγμή...» Το ρομπότ γύρισε αργά, ενώ η εικόνα εξακολουθούσε να τρέμει υπερβολικά. Δε φαινόταν τίποτε άλλο εκτός από τους τοίχους. «Εντάξει. Υποθέτω ότι μέχρι εκεί μπορεί να πάει ο Μάιτι Τζακ». «Τι θέλεις να πεις;» απαίτησε να μάθει η Κάρι. «Κόλλησε σε κάτι; Έχασες το ρομπότ;» Ο Μπέιγιαρντ σχεδόν έβαλε τα γέλια. «Όχι, κάθε άλλο. Αλλά απλώς... να, ο Μάιτι Τζακ σχεδιάστηκε για να χρησιμοποιείται μόνο μέσα στο νερό. Πρέπει λοιπόν να βρείτε άλλο τρόπο για να συνεχίσετε την εξερεύνηση από αυτό το σημείο και πέρα». «Γιατί;» ρώτησε η Νίνα. «Γιατί μας τελείωσε το νερό. Ο Μάιτι Τζακ επιπλέει στην επιφάνεια. Υπάρχει αέρας μέσα στο ναό».

20 ΤΑ ΒΑΘΥΣΚΑΦΟΙ επέστρεψαν στην επιφάνεια. Ξαναπήραν πίσω το Σαρκντόζα και το ανέβασαν με τροχαλία στο Έβινορ, αλλά το Άτραγκον παρέμεινε μέσα στο νερό, συνδεδεμένο με ένα καλώδιο για να επαναφορτίσει τις μπαταρίες του. Προετοιμάστηκαν για μια δεύτερη κατάδυση, αλλά αυτή τη φορά την εξερεύνηση του ναού δεν την άφησαν στα ρομπότ. «Μακάρι να μπορούσα να έρθω μαζί σας», είπε η Νίνα. Η Κάρι, ο Τσέιζ και ο Καστίγ βρίσκονταν στα τελικά στάδια εφοδιασμού με κατάλληλες στολές για την κατάδυσή τους. «Στοιχηματίζω ότι θα ήθελες να είχες φέρει μαζί σου το δίπλωμα κολύμβησης, έτσι δεν είναι;» αστειεύτηκε ο Τσέιζ ενώ ένα μέλος του πληρώματος τον βοηθούσε με την κάσκα του. Οι τρεις δύτες φορούσαν πρόσφατα σχεδιασμένες στολές για καταδύσεις σε μεγάλο βάθος - ένα είδος υπερκατασκευής, κάτι ανάμεσα σε παραδοσιακά συστήματα κατάδυσης και μια σχεδόν ρομποτική θωράκιση κατασκευασμένη για βαθιές, μακράς διάρκειας καταδύσεις. Τα άκρα των δυτών ήταν κλεισμένα μέσα στο ίδιο ελαστικό νεοπρένιο που χρησιμοποιούνταν στις κανονικές στολές κατάδυσης, αλλά τα κεφάλια και οι κορμοί τους βρίσκονταν μέσα σε μια άκαμπτη μονοκόμματη φόρμα συνδεδεμένη με ενισχυμένους δακτύλιους γύρω από τους μηρούς και τα μπράτσα. Σε βάθος διακοσίων σαράντα μέτρων, κοντά στα όρια της υποβρύχιας κατάδυσης, η πίεση που ασκούνταν στο σώμα ενός δύτη ήταν περισσότερο από είκοσι πέντε ατμόσφαιρες, απαιτώντας εφοδιασμό σε αέρα με αντίστοιχη πίεση για να μπορούν να διασταλούν οι πνεύμονές του παρά την εξουθενωτική πίεση που δέχονταν. Η εισπνοή όμως τόσο υψηλά πεπιεσμένου αερίου είχε κάποιο τίμημα: το συμπιεσμένο αέριο που εισερχόταν στις αρτηρίες απλωνόταν καθώς ο δύτης ανέβαινε και η πίεση γύρω του μειωνόταν. Φυσαλίδες αζώτου εισέδυαν μέσα στα αιμοφόρα αγγεία, προκαλώντας τρομακτικά έντονο πόνο, βλάβη των ιστών, ακόμα και θάνατο... Σύνδρομο αποσυμπίεσης ή η νόσος των δυτών. Οι στολές για καταδύσεις σε μεγάλο βάθος ήταν ένας τρόπος για να την αποφύγουν. Με το σώμα τους μέσα σε ένα κέλυφος ικανό να αντισταθεί στην εξωτερική πίεση, οι δύτες ανέπνεαν αέρα μίας μόνο ατμόσφαιρας και

παράλληλα είχαν ελεύθερα τα χέρια και τα πόδια, με αποτέλεσμα να μπορούν να ελίσσονται κάτω απ’ το νερό πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αν φορούσαν μια βαριά, άβολη στολή κατάδυσης. Επρόκειτο βέβαια για ένα συμβιβασμό - ήταν αδύνατο να στρίψουν ή να λυγίσουν τη μέση τους και το γεγονός ότι τα άκρα τους ήταν εκτεθειμένα στην πίεση του βάθους εξακολουθούσε να θέτει όρια στη δυνατότητα παραμονής τους κάτω απ’ το νερό. Μείωνε όμως αισθητά τον κίνδυνο εκδήλωσης της νόσου των δυτών. «Θα μπορείς να μας βλέπεις από τη μετάδοση του βίντεο», υποσχέθηκε η Κάρι. «Δεν είναι το ίδιο. Μια ανακάλυψη τέτοιου είδους θα έπρεπε αναμφίβολα να είναι εμπειρική!» «Μην ανησυχείς», είπε ο Καστίγ. «Θα σου φέρουμε μια χρυσή Νηρηίδα». «Αχ, όχι, Θεέ μου! Να αφήσετε, παρακαλώ, τα πάντα ακριβώς όπως θα τα βρείτε! Και σχετικά με αυτό το ζήτημα...» στράφηκε στον Τσέιζ. «Είναι πραγματικά ανάγκη να πάρεις μαζί σου εκρηκτικά;» «Αν το πέρασμα είναι φρακαρισμένο ψηλότερα, μπορεί να χρειαστεί να τo καθαρίσουμε. Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να ανατινάξω όλο το μέρος! Ξέρω τι κάνω». «Το ελπίζω», είπε και χτύπησε ελαφρά την κάσκα του. «Πώς είναι εκεί μέσα;» «Πιεσμένα. Εντάξει, αρκεί να μην είσαι κλειστοφοβικός». «Τυχερούλα εσύ», αναστέναξε ο Καστίγ. Κοίταξε προς τα κάτω το κίτρινο κέλυφος που κάλυπτε το σώμα του. «Αισθάνομαι σαν να είμαι παγιδευμένος σε μια γιγάντια πλάκα σαπούνι». «Ή σε έναν κορσέ», πρόσθεσε η Κάρι, φέρνοντας το χέρι στη μέση της δικής της στολής. Οι στολές του Τσέιζ και του Καστίγ είχαν ένα αδρό σχέδιο και το μέγεθος προσαρμοζόταν κουνώντας τις βαλβίδες στα άκρα τους. Η δική της στολή όμως ήταν ένα κοστούμι φτιαγμένο ακριβώς στα μέτρα της, που κατάφερνε να αναδεικνύει τη γυναικεία μορφή της κάτω από το ατσάλι και τον πολυανθρακίτη. «Έτσι θα ένιωθαν οι γυναίκες στη βικτοριανή εποχή!» «Ναι, όταν έπεφταν από τον Τιτανικό», αστειεύτηκε ο Τσέιζ. «Αυτό ήταν την εποχή του Εδουάρδου, όχι της Βικτορίας», τον διόρθωσε η Νίνα. «Καταραμένοι ιστορικοί... μου καταστρέφετε τα αστεία μου...» Κοίταξε τους συντρόφους του, καθώς οι άντρες του πληρώματος έκλειναν τα τελευταία κλιπ στις στολές τους. «Εντάξει... Είμαστε έτοιμοι;» «Εντελώς», είπε η Κάρι με ενθουσιασμό. «Έτοιμοι να μπούμε σε κίνδυνο και πάλι;» είπε ο Καστίγ χωρίς να το εννοεί μάλλον. «Εντάξει, αν πρέπει...» «Έλα, Ούγκο, αφού σου αρέσει», κάγχασε ο Τσέιζ. «Και δε θα χρειαστεί να ανησυχείς εκεί κάτω για τα ελικόπτερα». «Α, ναι; Και μήπως το βαθυσκάφος δεν είναι ένα υποβρύχιο ελικόπτερο;»

Ο Τσέιζ βρόντηξε το χέρι του πάνω στην κάσκα του Καστίγ. «Ναι, ναι. Πάψε τώρα να κλαψουρίζεις και χώσε το βέλγικο κώλο σου στο νερό!» Το Άτραγκον εξαφανίστηκε κάτω από τον ωκεανό, με τους τρεις δύτες να κρατούν το μεγάλο ατσάλινο κλωβό. Η Νίνα το παρακολούθησε να φεύγει και αμέσως μετά έτρεξε στην αίθουσα ελέγχου. Η στολή του Τσέιζ είχε ενσωματωμένη στο δεξί του ώμο μια βιντεοκάμερα, η οποία μετέδιδε στο Άτραγκον μέσω μιας σύνδεσης με οπτική ίνα, ενώ το βαθυσκάφος με τη σειρά του έστελνε την εικόνα στο πλοίο μέσω του καλωδίου τροφοδοσίας του σκάφους. «Γεια, Κάρι, μπορώ και σε βλέπω», είπε θέτοντας σε λειτουργία τα ακουστικά της. Η φιγούρα στην οθόνη τη χαιρέτησε με το ελεύθερο χέρι της. «Δύτες, μπορείτε να ελέγξετε εντολές;» ρώτησε ο Τρούλι από το διπλανό σταθμό ελέγχου. «Έντι;» «Δυνατά και καθαρά», απάντησε ο Τσέιζ. Η φωνή του ακουγόταν αλλοιωμένη, αλλά όχι περισσότερο απ’ ό,τι αν μιλούσε στο τηλέφωνο. «Κάρι;» Η απάντησή της ήρθε ακόμα πιο αλλοιωμένη, πολύ παραμορφωμένη από το στατικό ηλεκτρισμό. «Σε ακούω, αλλά υπάρχουν πολλές παρεμβολές». «Το ίδιο και σε μένα», η φωνή του Καστίγ έτριξε. «Ποια είναι η εμβέλεια αυτών των πομπών;» ρώτησε ο Φίλμπι. Τα συστήματα επικοινωνίας του Τσέιζ ήταν καλωδιωμένα με το βαθυσκάφος, αλλά για να αποφύγουν τον κίνδυνο να μπερδευτούν τα καλώδια, η Κάρι και ο Καστίγ χρησιμοποιούσαν μια υποθαλάσσια ασύρματη σύνδεση, μετατρέποντας τον Έντι σε ανθρώπινο σταθμό αναμετάδοσης. «Ίσως δεκαπέντε μέτρα το πολύ», του απάντησε ο Τρούλι. «Εξαρτάται από την περιεκτικότητα του νερού σε αλάτι. Αν είναι πραγματικά αλμυρό, η εξασθένηση του σήματος μπορεί να είναι τόσο μεγάλη, ώστε να μεταφερθεί μόνο δύο με τρία μέτρα. Επομένως, σε τόσο κοντινή απόσταση είναι προτιμότερο να φωνάζεις». «Ε, παιδιά;» είπε η Νίνα στο μικρόφωνό της. «Σιγουρευτείτε ότι θα μείνετε όλοι μαζί, έτσι;» Η Κάρι της έγνεψε ότι όλα θα πάνε καλά με τους αντίχειρες σηκωμένους ψηλά. Η κάθοδος ήταν πιο αργή από την πρώτη, αλλά ο καπετάνιος Μάθιους είχε μετακινήσει το Έβινορ ακριβώς πάνω από το επίμαχο σημείο του ναού, ώστε να μειώσει το χρόνο που θα μεσολαβούσε μέχρι να φτάσουν στον πυθμένα της θάλασσας. Πριν περάσει πολλή ώρα, το οικοδόμημα εμφανίστηκε στην οθόνη. «Όλα καλά, δύτες;» είπε ο Μπέιγιαρντ. «Θα κατεβώ εκεί που ήμουν και προηγουμένως, στην άκρη της ανασκαφής». Η Νίνα παρατηρούσε τη θέα από την κάμερα του Τσέιζ. Το Άτραγκον είχε λιγότερους προβολείς απ’ ό,τι ένα συμβατικό βαθυσκάφος, κι έτσι ο ναός δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια έντονη σκιά πάνω στο σχεδόν μαύρο της

θάλασσας. Ένα μικρό σύννεφο άμμου σηκώθηκε κάτω από τους πλωτήρες, καθώς το βαθυσκάφος ακινητοποιήθηκε με ένα απαλό τράνταγμα. «Έβινορ», ανακοίνωσε ο Μπέιγιαρντ. «Είμαστε κάτω και ασφαλείς. Δύτες; Καλή τύχη». Ο Τσέιζ άφησε το σωληνοειδή κλωβό και έπεσε στο βυθό της θάλασσας. Τον ακολούθησαν η Κάρι και ο Καστίγ. «Εντάξει. Είμαστε εδώ. Έλεγχος πομπού». «Σε λαμβάνω», είπε η Κάρι. «Έλεγχος πομπού εντάξει», επιβεβαίωσε ο Καστίγ. Κι ύστερα, σε τόνο πιο καθημερινό: «Έχω φαγούρα στο κέντρο της πλάτης μου. Νομίζω ότι θα ξαναγυρίσω στο πλοίο για να ξυστώ». «Τι, και θα χάσεις το πανηγύρι όταν περάσουμε από το στενό πέτρινο πέρασμα που δεν ξέρουμε τι έχει στη κορυφή του;» Ο Τσέιζ έκανε μερικά δοκιμαστικά βήματα, με τα βατραχοπέδιλα στα πόδια του να σηκώνουν ακόμα περισσότερη λάσπη. Ακόμα και με τη δυνατότητα πλεύσης που παρείχε η στολή για μεγάλα βάθη, το καλύτερο που μπορούσε να καταφέρει το άκαμπτο σώμα του ήταν ένα καθόλου κολακευτικό κουνιστό περπάτημα. Επιπλέον, το πλατύ επίπεδο στέρνο του προκάλεσε μια εξαιρετικά μεγάλη αντίσταση στο νερό όταν αποπειράθηκε να κινηθεί προς τα εμπρός. «Κατάρα, το περπάτημα θα μας πάρει αιώνες. Ας επιχειρήσουμε με τους πλωτήρες». Απομακρύνθηκε από τον πυθμένα της θάλασσας με μια κλοτσιά κι έγειρε σε οριζόντια θέση. Ο Καστίγ και η Κάρι τον ακολούθησαν. Μόλις βρέθηκαν κοντά του, ο Τσέιζ άπλωσε το αριστερό του χέρι και έπιασε ένα χειριστήριο ελέγχου που προεξείχε από το στήθος της στολής του, στερεωμένο σε ένα ευλύγιστο στέλεχος. «Εντάξει, μείνε κοντά», διέταξε. «Αν έχουμε καμιά φασαρία ή κάποιος από εμάς αντιμετωπίσει προβλήματα επικοινωνίας, πηγαίνετε κατευθείαν πίσω στο υποβρύχιο και περιμένετε τους άλλους. Πάμε τώρα». Πίεσε τον αντίχειρά του στο τιμόνι που ήταν τοποθετημένο στην άκρη του χειριστηρίου. Οι διακόπτες για τους πλωτήρες που βρίσκονταν στην επένδυση της στολής ήταν απλοί: τρεις ταχύτητες για να προχωρήσεις μπροστά, μία για την όπισθεν, ενώ αποδεσμεύοντας το τιμόνι, μπορούσες να σταματήσεις αυτομάτως τα μοτέρ. Άρχισε με τη χαμηλότερη ταχύτητα, χρησιμοποιώντας τα πόδια του για να ρυθμίσει την κλίση του. Μόλις βεβαιώθηκε ότι είχε τον πλήρη έλεγχο, αύξησε ταχύτητα πηγαίνοντας στο δεύτερο διακόπτη. Το καλώδιο με την οπτική ίνα που τον συνέδεε με το βαθυσκάφος ξετυλίχτηκε πίσω του σαν μεταξωτή κλωστή αράχνης. Ο Καστίγ προσάρμοσε και τη δική του ταχύτητα. «Είναι πολύ εύκολο!» είπε με αλλοιωμένη φωνή παρά τη μικρή απόσταση. «Όλα αυτά τα χρόνια χαραμίστηκα χρησιμοποιώντας τα πόδια μου για να κολυμπώ...»

«Μόνο μη σπάσεις το κεφάλι σου στον απέναντι τοίχο», τον συμβούλευσε εύθυμα ο Τσέιζ. «Κάρι, είσαι εντάξει;» Τον προσπέρασε, στριφογυρίζοντας νωχελικά σε σπειροειδή τροχιά. «Ποιος νομίζεις ότι βοήθησε να σχεδιαστούν αυτές οι στολές; Έχω κι άλλα πάθη εκτός από την αρχαιολογία και την αρχιτεκτονική!» «Μου αρέσει να είναι παθιασμένο το αφεντικό», αστειεύτηκε ο Τσέιζ. Ο ναός όλο και πλησίαζε, αποκτώντας χρώμα κάτω από τους προβολείς των στολών τους. «Πολύ καλά, επιβραδύνετε». «Έντι, δε βλέπω τίποτα εκτός από τον πυθμένα της θάλασσας», παραπονέθηκε στον ασύρματο η Νίνα. «Πόσο κοντά στο ναό βρίσκεστε;» Ο Τσέιζ άφησε το χειριστήριο ελέγχου και ανέβηκε προς τα πάνω, στοχεύοντας με την κάμερα το κτίριο μπροστά του. «Περίπου τόσο κοντά. Το βλέπεις;» «Αχ, ναι», απάντησε με δέος. Οι τρεις τους άγγιξαν το έδαφος, σε απόσταση μικρότερη από τρία μέτρα από το σημείο που ο επικλινής τοίχος υψωνόταν πάνω από τη στοιβαγμένη λάσπη. Ακανόνιστα φύλλα ορείχαλκου άστραφταν κάτω από τους προβολείς τους. Ψάρια πετάγονταν πάνω από την επιφάνεια του ναού, αδιαφορώντας για την αρχαία δύναμη που εκπροσωπούσε. «Από πού πάμε για την είσοδο;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Γύρω στα έξι μέτρα αριστερά», απάντησε ο Μπέιγιαρντ. Η ομάδα κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο Τσέιζ και η Κάρι χρησιμοποιούσαν δυνατούς φακούς, αλλά και τους προβολείς των στολών τους. Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά προς το Άτραγκον. Μολονότι κατάφερε να δει καθαρά τους προβολείς του, καθώς και τον απόκοσμο ρυθμό των σαρωτικών λέιζερ, το ίδιο το βαθυσκάφος με δυσκολία φαινόταν μέσα στη βαθιά σκοτεινιά. «Εκεί!» είπε η Κάρι. Ο φακός της φώτισε το άνοιγμα. Ο Τσέιζ διπλώθηκε όσο περισσότερο μπορούσε, κατευθύνοντας το φακό του στο εσωτερικό. Ο κάθετος αγωγός δεν ήταν τόσο μακρύς όσο περίμενε. Το μάτι της κάμερας του ρομπότ είχε διογκώσει την απόσταση. «Καλά, θα πάω πρώτος. Ούγκο, γαντζώσου πάνω μου». Ο Καστίγ έδεσε την άκρη ενός σκοινιού που είχε στη ζώνη του σε ένα κλιπ στο κάτω μέρος της πλάτης της στολής του Τσέιζ. «Αν δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να πάρουμε τη στροφή μέσα στον αγωγό, τράβα με έξω». Ο Καστίγ τράβηξε απότομα το σκοινί για να βεβαιωθεί ότι ήταν καλά δεμένος. Κατόπιν προχώρησε στην απέναντι πλευρά της εισόδου, ώστε να μην μπερδευτεί με τη γραμμή επικοινωνίας. «Αν έτρωγες περισσότερα φρούτα και λιγότερο κρέας, δε θα ανησυχούσες μήπως σφηνώσουμε». «Ξέρεις πού να χώσεις τα φρούτα σου... Εντάξει, να με». Η Κάρι και ο Καστίγ τον βοήθησαν να σταθεί σε οριζόντια θέση, οδηγώντας

τον μέσα στο άνοιγμα. Κρατώντας το φακό στο δεξί του χέρι, ο Τσέιζ έπιασε με το αριστερό τους διακόπτες για τις ταχύτητες και έθεσε σε λειτουργία τους πλωτήρες σε χαμηλή ταχύτητα. Προσπερνούσε αργά τους πέτρινους τοίχους. Σε κανονικές συνθήκες, θα ήταν εύκολο να διασχίσει ένα πέρασμα με πλάτος λίγο παραπάνω από ένα μέτρο, ακόμα και υποθαλάσσιο, αλλά ο άκαμπτος όγκος της στολής κατάδυσης τον έκανε μάλλον πιο επιφυλακτικό. Ύστερα από λίγη ώρα έφτασε στο τέρμα του περάσματος. Κύλισε με την πλάτη για να κοιτάξει τον αγωγό. Εκτεινόταν πέρα μακριά μέσα στο σκοτάδι. «Βλέπω τον αγωγό. Τον αγωγό! Μπορείς να τον σκάψεις;» ούρλιαξε η Νίνα. «Θα προσπαθήσω να προχωρήσω». Η στροφή ήταν κλειστή. Η κάσκα του γδερνόταν πάνω στον τοίχο, αλλά ανέβηκε προς τα πάνω χωρίς ιδιαίτερα μεγάλη δυσκολία. «Πέρασα!» ανακοίνωσε ανακουφισμένος. «Ας δούμε τώρα τι υπάρχει εδώ πάνω». Ενεργοποίησε και πάλι τους πλωτήρες και, καθώς ανέβαινε, οι προπέλες έτριζαν απαλά. Ο αγωγός είχε ύψος τουλάχιστον εννέα μέτρα και τα τοιχώματα ήταν κατακόρυφα. Κοιτάζοντας προς τα πάνω, διέκρινε το σκούρο τετράγωνο όπου είχε σταματήσει ο Μάιτι Τζακ - όπου ο αέρας είχε εγκλωβιστεί από το νερό που ανέβαινε. Απείχε μόλις ενενήντα εκατοστά από αυτόν, τώρα εξήντα, τριάντα... Βγήκε στην επιφάνεια, νερό κατρακύλησε στο πρόσωπό του. Ανάβοντας το φακό, είδε ότι απείχε κάπου δυο μέτρα από την κορυφή του αγωγού, ένα μαύρο κενό από πάνω του. Κανένα πρόβλημα. Στερέωσε το φακό στη ζώνη του και έβγαλε ένα από τα υπόλοιπα σύνεργα - ένα αεροβόλο εκτόξευσης γάντζων. Χτυπώντας αδέξια σαν γιγάντιος φελλός στα περιορισμένα όρια του αγωγού, σημάδεψε πάνω από την άκρη του νότιου τοίχου και ύστερα πυροβόλησε. Ο ήχος από το αέριο αντήχησε σε όλο τον αγωγό, καθώς ο γάντζος εκτινάχτηκε προς τα πάνω. Λίγες στιγμές αργότερα, τον άκουσε να χτυπά σε ένα βράχο. Χρησιμοποίησε τους διακόπτες για να τυλίξει το καλώδιο. Ύστερα από μια τεταμένη αναμονή, ο γάντζος πιάστηκε από κάπου. Τον τράβηξε κάνα δυο φορές για να βεβαιωθεί ότι είχε πιαστεί γερά. Ύστερα συνέδεσε τον ιμάντα του όπλου με τη στολή του και τραβήχτηκε πάνω, με το μοτέρ να τρίζει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το βάρος του. Η κορυφή βρισκόταν λίγα μόλις μέτρα από πάνω του και οδηγούσε στο... «Κοίταξε αυτό!» είπε η Νίνα με κομμένη την ανάσα. Παρακολουθούσε συνεχώς τη μετάδοση του βίντεο, χωρίς σχεδόν να ανοιγοκλείνει τα μάτια. Η κάμερα του Τσέιζ αποκάλυψε την αίθουσα του βωμού, σε διαστάσεις που ταίριαζαν απόλυτα με εκείνες του ναού στη Βραζιλία. Διέφερε όμως κατά πολύ σε μεγαλοπρέπεια.

Ακόμα και στη γεμάτη κόκκους, χαμηλής ανάλυσης εικόνα του βίντεο, μπορούσε ξεκάθαρα να διακρίνει την κόκκινη ανταύγεια του ορείχαλκου, λάμψεις χρυσές και αργυρές, αστραπές σαν μάτι γάτας από πολύτιμους λίθους τοποθετημένους μέσα στους τοίχους... «Θεέ μου», έκανε ανασαίνοντας με δυσκολία ο Φίλμπι, «είναι απίστευτο. Ολόκληρη η αίθουσα πρέπει να είναι επενδεδυμένη με πολύτιμα μέταλλα!» «Δεν είναι απλώς διακοσμητικά», είπε η Νίνα. Έπαιξε λίγο με τα ακουστικά της. «Έντι; Μίλα μου. Τι βλέπεις;» «Βλέπω... πως αν είχα μερικές ψαλίδες για μέταλλα και ένα λοστό, θα αποσυρόμουν σ’ αυτό το μέρος». «Πολύ αστείο. Μπορείς να πλησιάσεις περισσότερο σε κάποιον από τους τοίχους;» «Χριστέ μου, άσε με να σταθώ πρώτα στα πόδια μου...» Η εικόνα του βίντεο αναπήδησε καθώς ο Τσέιζ τραβήχτηκε έξω από τον αγωγό και μάζεψε το όπλο του. Η ανάσα του έβγαινε σφυρίζοντας απ’ το μικρόφωνό του. «Εντάξει. Ε, λοιπόν, είχα δίκιο για τον αγωγό, βρίσκεται στο ίδιο μέρος με εκείνον που είχε φρακάρει στη Βραζιλία. Πρέπει να χρησιμοποίησαν τα ίδια σχέδια. Οι τοίχοι είναι... Θεέ μου, χρησιμοποιούσαν το υλικό αυτό σαν ταπετσαρία τοίχου. Υπάρχουν αλλεπάλληλα φύλλα ορείχαλκου και είναι όλα γραμμένα». «Άσε με να δω, άσε με να δω!» είπε η Νίνα χοροπηδώντας στο κάθισμά της από την έξαψη. Ο Τσέιζ πήγε πιο κοντά, φωτίζοντας με το φακό του ένα τμήμα του τοίχου. Η Νίνα αναγνώρισε τη γραφή στη στιγμή: Γκλοζέλ, αν και χωρίς κανένα από τα ιερογλυφικά σύμβολα του βραζιλιάνικου ναού. Ο Φίλμπι χάιδευε τα μουστάκια του, κοιτώντας με προσοχή την οθόνη. «Ενδιαφέρον. Μπορεί να αφομοίωσαν τη γλώσσα των Ινδιάνων... Ο ναός στη Βραζιλία θα πήρε χρόνια, ακόμα και γενιές ολόκληρες μέχρι να οικοδομηθεί. Θα χρειάστηκε λοιπόν αρκετός χρόνος μέχρι να αναμειχθούν τα δύο συστήματα...» «Έντι, δώσε μου μια εικόνα ολόκληρης της αίθουσας, σε παρακαλώ. Αργά». Ο Τσέιζ έκανε μερικά βήματα πίσω, απομακρύνθηκε από τον τοίχο και επέστρεψε αργά στη θέση του, τραβώντας με την κάμερά του ένα πανοραμικό πλάνο της αίθουσας. «Στοπ, στοπ!» φώναξε η Νίνα, βλέποντας κάτι. «Πίσω δεξιά, λίγο ακόμα... εκεί! Πήγαινε εκεί!» «Τώρα ξέρω πώς νιώθει ο Μάιτι Τζακ», παραπονέθηκε φιλικά καθώς διέσχιζε την αίθουσα, γέρνοντας πότε αριστερά και πότε δεξιά. «Τι είδες; Δεν υπάρχει τίποτα εκεί». «Ακριβώς!» Το τμήμα του τοίχου μπροστά από τον Τσέιζ έφερε ορειχάλκινη επένδυση, όπως και η υπόλοιπη αίθουσα, αλλά ήταν άγραφο, το γραπτό κείμενο σταματούσε απότομα κάπου στα μισά. «Ολόκληρη η αίθουσα αποτελεί αρχείο

της Ατλαντίδας - αλλά στο σημείο αυτό τελειώνει! Αυτό σημαίνει πως όσα είναι γραμμένα εκεί αποτελούν το τελικό αρχείο των κατοίκων της Ατλαντίδας! Πλησίασε πιο κοντά, άσε με να το διαβάσω!» Έλεγξε βιαστικά ό,τι είχαν μαγνητοσκοπήσει με το βίντεο. «Ή θα μπορούσες να με αφήσεις να ξεγαντζώσω αυτό το σκοινί από τον πισινό μου και να το στερεώσω κάπου, έτσι ώστε ο Ούγκο και η Κάρι να μπορέσουν να σκαρφαλώσουν εδώ εξίσου καλά», είπε ο Τσέιζ. «Θυμάσαι την Κάρι; Την ψηλή, ελκυστική ξανθιά, που έχει και μια κάμερα;» «Καλά, εντάξει, κι αυτό μπορεί να γίνει», απάντησε η Νίνα με ελάχιστα μειωμένη αυτοπεποίθηση, εξακολουθώντας να θέλει απεγνωσμένα να είναι εκείνη η πρώτη που θα έβλεπε όσα ήταν γραμμένα στον τοίχο. Να δει πρώτη. Κανείς δεν είχε δει το κείμενο αυτό εδώ και έντεκα χιλιάδες χρόνια... Περίμενε ανυπόμονα καθώς ο Τσέιζ κανόνιζε τα πράγματα. Τελικά, της ανακοίνωσε ότι έφτανε και η Κάρι. «Εντάξει. Όσο θα περιμένουμε μπορείς, σε παρακαλώ, να πας πίσω στο τελευταίο αρχείο;» «Είσαι τόσο δεσποτική. Μου αρέσει αυτό σε μια γυναίκα... μερικός φορές», αυτοσαρκάστηκε, κατευθύνοντας την κάμερα στο κείμενο. Η Νίνα κοίταξε απέναντι τον Τρούλι. «Ματ, υπάρχει περίπτωση να έχω ένα φιξ καρέ από το βίντεο;» «Και βέβαια. Το ψηφιακό μηχάνημα εγγραφής έχει μνήμη ένα τεραμπάιτ - θα συνεχίσω να τραβάω. Σε ποια οθόνη το θέλεις;» «Στη μεγάλη». «Δε θα είναι τρισδιάστατο». «Θα το αντέξω». Μερικές στιγμές αργότερα η οθόνη ζωντάνεψε με μια ακινητοποιημένη, παγωμένη εικόνα από το τελευταίο κομμάτι του κειμένου. Η εικόνα ήταν φλου, τα χρώματα μουντζουρωμένα, αλλά αρκετά καθαρή ώστε η Νίνα να διακρίνει τα γράμματα. Στύλωσε τα μάτια πάνω της και βυθίστηκε σε σκέψεις. Εκείνη τη στιγμή ένα μέλος του πληρώματος όρμησε τρέχοντας μέσα στην αίθουσα ελέγχου. «Καπετάνιε Μάθιους, πλησιάζει ένα πλοίο». «Τι;» έκανε ο Μάθιους. «Πόσο μακριά βρίσκεται;» «Γύρω στα πέντε μίλια. Είχε πορεία για τη Λισαβόνα όταν το πρωτοείδαμε στο ραντάρ, αλλά έστριψε προς το μέρος μας πριν από κάνα δυο λεπτά». «Ταχύτητα;» «Δώδεκα κόμβους τουλάχιστον, κύριε». «Ο Κόμπρας;» Το όνομα τράβηξε την προσοχή της Νίνα. Κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια τον Μάθιους, ανήσυχη. «Πολύ πιθανόν. Το πλοίο ταιριάζει με την περιγραφή εκείνου που σάλπαρε από την Καζαμπλάνκα».

«Να πάρει!» Ο Μάθιους έξυσε το πιγούνι του. Σκεφτόταν. «Εντάξει. Ανακοινώστε σε όλους ότι έχουμε παρέα για να είναι έτοιμοι. Αν φτάσει στα δυο μίλια ή ρίξει βάρκες, βγάλε τα όπλα. Θα βρίσκομαι στη γέφυρα». «Μάλιστα, κύριε». Ο ναύτης έφυγε και ο Μάθιους τον ακολούθησε. «Έντι, άκουσες τίποτε απ’ όλα αυτά;» ρώτησε η Νίνα. «Πιστεύουν ότι έρχεται ο Κόμπρας!» «Τι πράγμα; Σκατά!» Σε ένα από τα μικρότερα μόνιτορ η Νίνα τον είδε να βοηθάει την Κάρι να βγει από τον αγωγό. «Τι θέλεις να κάνω;» «Τράβα όσα περισσότερα μπορείς, όσο γρηγορότερα μπορείς. Μόλις μάθω κάτι άλλο, θα σε ενημερώσω. Το πλοίο του απέχει ακόμα πέντε μίλια - ο καπετάνιος Μάθιους θα μας κρατάει ενήμερους». «Μόνο πέντε μίλια; Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρουμε να γυρίσουμε στην επιφάνεια και να ανελκύσουμε το βαθυσκάφος προτού φτάσει εδώ!» «Το βαθυσκάφος είναι αναλώσιμο, μπορούμε να το εγκαταλείψουμε αν χρειαστεί», είπε η Κάρι, αγνοώντας το σπαρακτικό «Τι;» του Μπέιγιαρντ. Έξω από το νερό, η μετάδοσή της ήταν πολύ πιο καθαρή. «Βαθυσκάφος μπορούμε να φτιάξουμε άλλο, οι πληροφορίες όμως που υπάρχουν εδώ μέσα είναι ανεκτίμητες. Τράβα όσο μπορείς βίντεο - μπορούμε να το επεξεργαστούμε αργότερα αν χρειαστεί να επιμείνουμε σε κάτι. Θα πάρω φωτογραφίες». «Ούγκο, άκουσες;» ρώτησε ο Τσέιζ. Η απάντηση μόλις και μετά βίας ακούστηκε, αλλοιωμένη απ’ τα παράσιτα. «Μέσες άκρες, ναι. Τι θέλεις να κάνω εγώ;» «Έλα εδώ τώρα και στάσου στην είσοδο σε περίπτωση που χρειαστούμε βοήθεια». «Ρότζερ, φίλε μου. Μην περιμένεις και πολύ». Η Νίνα παρακολούθησε τον Τσέιζ που ξαναγύρισε στους καλυμμένους με επιγραφές τοίχους κι ύστερα κοίταξε ξανά την ακίνητη εικόνα της κεντρικής οθόνης της, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά της. Ένα κεφάλι πρόβαλε στην επιφάνεια του ωκεανού κάτω από την ουρά του ερευνητικού σκάφους, χωρίς να το δει κανένας απ’ τους επιβαίνοντες στο Έβινορ. Ύστερα πρόβαλε κι άλλο, κι άλλο... Εννέα μέτρα κάτω από τα απαλά κύματα κι άλλοι δύτες συνέχισαν να καταφθάνουν με τα τύπου Μάντα ρυμουλκούμενα θαλάσσια έλκηθρά τουςεπρόκειτο για ταχύτατα, αεροδυναμικά οχήματα των τριών ατόμων. Τα μίνι βαθυσκάφη απομακρύνθηκαν σιγά σιγά μέσα στο σκοτάδι, αφού οι επιβάτες τους τα εγκατέλειψαν για να κατευθυνθούν σιωπηλά προς την αποβάθρα για λέμβους του Έβινορ. Το πλοίο χρησιμοποιούσε τους πλωτήρες για να παραμένει σταθερό στη θέση του· οι προπέλες ήταν ακίνητες. Ο πρώτος άντρας έφτασε στην ανεμόσκαλα και ανέβηκε προσεκτικά,

κρυφοκοιτάζοντας πάνω από την άκρη του καταστρώματος. Ένας από το πλήρωμα του Έβινορ βρισκόταν σε απόσταση έξι περίπου μέτρων στο ελικοδρόμιο, με την πλάτη γυρισμένη. Δεν έβλεπε κανέναν άλλο. Ο βατραχάνθρωπος έσκυψε γρήγορα κάτω, ξεκρεμώντας το όπλο του -ένα Χέκλερ και Κοχ ΜΡ-7- και τράβηξε με τον αντίχειρά του την κόκκινη λαστιχένια ασφάλεια από την άκρη του σιγαστήρα με μια αβίαστη κίνηση. Αφού έγινε κι αυτό, ξαναγύρισε αθόρυβα στην κορυφή της ανεμόσκαλας και σημάδεψε. Δεν ακούστηκε κανένας σχεδόν θόρυβος εκτός από το απότομο μεταλλικό κλακ καθώς άνοιξε το κλείστρο και ο χρησιμοποιημένος κάλυκας της μίας και μοναδικής σφαίρας των 4,6 χιλιοστών πιάστηκε σε ένα προσαρμοσμένο στο αυτόματο δίχτυ προτού χτυπήσει πάνω στο κατάστρωμα. Τη στιγμή ακριβώς που έπεφτε ο ναύτης, ο βατραχάνθρωπος σκαρφάλωνε στο κατάστρωμα. Έτρεξε να καλυφθεί πίσω από ένα διαχωριστικό του πλοίου, κι άρχισε να αφουγκράζεται για τυχόν ήχους συναγερμού. Δεν έφτασε όμως τίποτα στ’ αφτιά του εκτός από τον παφλασμό των κυμάτων και τα λυπητερά κρωξίματα των γλάρων που έκοβαν βόλτες από πάνω. Κι άλλοι άντρες ανέβηκαν βιαστικά στο Έβινορ και διασκορπίστηκαν. Ο πρώτος έβγαλε τη μάσκα του, αποκαλύπτοντας μια μαύρη καλύπτρα στο ένα του μάτι. Ο Τζέισον Στάρκμαν. «Κυριέψτε το πλοίο», διέταξε. Ο Τσέιζ εξακολούθησε να τριγυρνά στην αίθουσα του βωμού, σαρώνοντας τα κείμενα των τοίχων. Η περασμένη στον ώμο του βιντεοκάμερα ήταν εστιασμένη σε μια σταθερή θέση και η αδυναμία του να λυγίσει τη μέση του με τη στολή που φορούσε έκανε πραγματικά μπελαλίδικη τη διαδικασία. Έφτασε στις σκάλες. Αν η κατασκευή ήταν ίδια με εκείνη στη Βραζιλία, θα έπρεπε να οδηγούν στην αχανή κύρια αίθουσα. Κατεύθυνε το φακό του κάτω, προς τα σκαλιά. Το φως του αντανακλούσε πάνω σε νερά και γύριζε πίσω σ’ αυτόν, ενώ τρεμουλιαστά σχήματα στριφογύριζαν στους τοίχους και την οροφή. «Καλά κάναμε και δε βγάλαμε τις κάσκες μας», είπε, περνώντας στην απέναντι πλευρά της σκάλας για να ελέγξει και τον άλλο τοίχο. «Αν η πίεση του νερού απέξω είναι είκοσι πέντε ατμόσφαιρες, τότε θα υπάρχει αέρας και στο ναό, όπως κι εδώ». «Εννοείς ότι ο καθαυτό ναός δεν είναι πλημμυρισμένος;» ρώτησε η Κάρι. «Μόνο εν μέρει. Το δάπεδο εδώ είναι ψηλότερο απ’ ό,τι στο ναό, αλλά η οροφή έχει περίπου το ίδιο ύψος. Θα πρέπει να έχει εγκλωβιστεί κι εκεί αέρας». Η φωνή της φανέρωσε την απογοήτευσή της. «Μακάρι να είχαμε χρόνο να τον ερευνήσουμε! Είναι εκπληκτικό που ο ναός επέζησε του κατακλυσμού».

«Φαντάσου ότι αυτά τα κτίρια τα έχτισαν πραγματικά για να κρατήσουν. Εσύ πώς τα πας;» Κι άλλο φλας από την κάμερά της. «Έχω μισοτελειώσει». Ο Καστίγ στεκόταν στην είσοδο, παρακολουθώντας τις ελαφρές μετατοπίσεις του καλωδίου με την οπτική ίνα καθώς ο Τσέιζ τριγύριζε στο εσωτερικό του ναού. Καιρό που διάλεξε για να εμφανιστεί ο Κόμπρας! Ο Τσέιζ είχε αναμφισβήτητα δίκιο: κάποιος του είχε δώσει τη θέση τους, ασυζητητί. Ποιος όμως; Ένα μόλις μέτρο από τον πέτρινο τοίχο, τα φώτα της στολής του εξουδετέρωναν τους ισχυρότερους αλλά πιο διάχυτους προβολείς του Άτραγκον. Έτσι δε διέκρινε τη λάμψη που σιγά σιγά γινόταν εντονότερη, ούτε ότι τα φώτα στο βαθυσκάφος του Μπέιγιαρντ ενώθηκαν και με μια άλλη φωτεινή πηγή... Ψηλά στο πιλοτήριο του Έβινορ, ο Μάθιους παρατηρούσε το πλοίο που πλησίαζε μέσα από ένα ζευγάρι ισχυρά κιάλια. Τώρα βρισκόταν τρία μίλια μακριά, αλλά εξακολουθούσε να κατευθύνεται προς τα πάνω τους. Ήταν χωρίς αμφιβολία ένα ερευνητικό σκάφος ανοιχτού πελάγους, με τροχαλία για βαθυσκάφος στο μπροστινό κατάστρωμα, πράγμα που σήμαινε πως σχεδόν σίγουρα επρόκειτο γι’ αυτό που είχε ναυλώσει ο Κόμπρας. Είχε βρει, άγνωστο πώς, την ακριβή θέση της ανακάλυψης της Νίνα Γουάιλντ και το είχε οδηγήσει εκεί ολοταχώς. Σε λίγα λεπτά θα έφτανε στο ορόσημο των δύο μιλίων, και στο σημείο αυτό δε θα είχε άλλη επιλογή από το να το εκλάβει ως απειλή. Καμιά ένδειξη ωστόσο για καθέλκυση κάποιας λέμβου, παρόλο που μια ομάδα με ένα φουσκωτό Ζόντιακ θα μπορούσε να φτάσει στο ακινητοποιημένο Έβινορ πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι το ίδιο το πλοίο. Κατά τα φαινόμενα, όμως, σκόπευαν να το πλησιάσουν απευθείας. Αλλά σε μια τέτοια περίπτωση θα βρίσκονταν προ εκπλήξεως. Τα όπλα με τα οποία τους είχε εφοδιάσει ο Κρίστιαν Φροστ -ένα οπλοπολυβόλο Ρ-90 για κάθε μέλος του πληρώματος, συν ένα ζευγάρι βαριά πολυβόλα και αρκετές πυραυλοκίνητες χειροβομβίδες και εκτοξευτήρες πυραύλων- ήταν υπεραρκετά για να αποκρούσουν όποιον επιχειρούσε να καταλάβει το πλοίο. Χωρίς λέμβους... Χωρίς να καθελκύσουν λέμβους. Αλλά ήταν δυνατόν να μην έχουν ούτε λέμβους έτοιμες για καθέλκυση; Κι αν αυτή ήταν η τροχαλία για το βαθυσκάφος... πού στην ευχή ήταν το ίδιο το βαθυσκάφος; Ο Μάθιους συνειδητοποίησε σοκαρισμένος τη σημασία αυτού του γεγονότος,

αλλά ήταν πολύ αργά για να δράσει, καθώς εκείνη τη στιγμή άνοιγε διάπλατα η πόρτα του πιλοτηρίου. Στη σφαίρα πλοήγησης του Άτραγκον, ο Μπέιγιαρντ χτυπούσε ρυθμικά τα δάχτυλά του πάνω σε ένα από τα ταμπλό ελέγχου. Στην τρισδιάστατη οθόνη διέκρινε τον Καστίγ που στεκόταν με γυρισμένη την πλάτη και παρακολουθούσε την είσοδο του βυθισμένου ναού. Αυτό ήταν ένα από τα μειονεκτήματα του συστήματος LIDAR, σκέφτηκε. Η απουσία χρώματος καθιστούσε την παρακολούθησή του πολύ ανιαρή, κυρίως μάλιστα αφού δε συνέβαινε τίποτα. Έριξε μια ματιά στο μόνιτορ με τη μετάδοση από την κεντρική βιντεοκάμερα του βαθυσκάφους. Η εικόνα δεν ήταν πολύ καλύτερη έγχρωμη, αφού το κτίριο ήταν σκοτεινό από την υπερβολικά έντονη αντανάκλαση των φώτων πάνω στο νερό, κι έτσι δεν ήταν δυνατόν να φαίνεται κάποια πραγματική λεπτομέρεια... Τι στο διάβολο; Με την άκρη του ματιού του συνέλαβε κάποια κίνηση, έξω από το μικρό φινιστρίνι. Κάποιο ψάρι; Όχι, ήταν κάτι διαφορετικό στην όψη... Χτύπησε σαν να ήταν πάγος. Ο φωτισμός είχε αλλάξει! Δεν είχε μετακινήσει τους εξωτερικούς προβολείς και το βαθυσκάφος ήταν ακίνητο... «Έβινορ!» ούρλιαξε στον πομπό. «Έβινορ, υπάρχει κι άλλο βαθυσκάφος...» Ένα δυνατό τρίξιμο στα ακουστικά του, κι ύστερα σιωπή. Όλες οι ενδείξεις ηλεκτρικής εκπομπής στην κονσόλα επικοινωνίας έγιναν διαμιάς από πράσινες κόκκινες. «Έβινορ! Με λαμβάνεις; Τι συμβαίνει;» Η απάντηση έφτασε μια στιγμή αργότερα. Κάτι χτύπησε στο πάνω μέρος του περιβλήματος με ένα βαρύ υπόκωφο κρότο. Ένα μακρύ αντικείμενο ταλαντεύτηκε σαν φίδι μπροστά από τον πυργίσκο του LIDAR. Ο σωλήνας που συνέδεε τους δύτες με το βαθυσκάφος. Αποσυνδεδεμένος. Κι άλλο φως ξεχύθηκε τώρα μέσα από το φινιστρίνι καθώς ο αθέατος επιδρομέας πλησίασε περισσότερο. «Σκατά!» Άρπαξε τους διακόπτες, ζωντάνεψε τους ηλεκτροκινητήρες και εκτίναξε το Άτραγκον από το βυθό της θάλασσας σηκώνοντας ένα εκρηκτικό σύννεφο λάσπης. «Ούγκο! Δέχομαι επίθεση! Φύγε από εκεί!» Κάτι προχώρησε με δυσκολία μέσα στο σκάφος του, τον χτύπησε από το πλάι και τον πέταξε πάνω στο ατσαλένιο τοίχωμα. Ένα έντονο βουητό στο αφτί του Τσέιζ τον έκανε να μορφάσει. Ο αναμεταδότης της στολής του το πέρασε στην Κάρι, που είπε με κομμένη την

ανάσα από την έκπληξη: «Τι ήταν αυτό;» Όλα τα υποθαλάσσια τροφοδοτικά του Έβινορ νέκρωσαν ταυτόχρονα, μερικές οθόνες έγιναν μαύρες κι άλλες έντονα μπλε με την προειδοποίηση «ΚΑΝΕΝΑ ΣΗΜΑ». «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε η Νίνα. «Αυτό, Δρ. Γουάιλντ», είπε μια καινούρια φωνή από πίσω της, «ήταν το τέλος της αποστολής σας». Η Νίνα έκανε μια στροφή. «Εσύ;» Ο Στάρκμαν κοίταξε ψυχρά προς το μέρος της, περιστοιχισμένος από δύο άντρες με στολή κατάδυσης. Και οι τρεις είχαν υψωμένα τα όπλα τους, καλύπτοντας όσους βρίσκονταν μέσα στην αίθουσα. «Θα ήθελες, να κάνεις παρέα με το υπόλοιπο πλήρωμα στο πρυμναίο κατάστρωμα;» Ο Καστίγ στράφηκε απότομα στο άκουσμα της αλλοιωμένης κραυγής που έφτασε στα ακουστικά του και είδε ένα δεύτερο βαθυσκάφος να κινείται ολοταχώς προς το Άτραγκον! Το σκάφος του Μπέιγιαρντ προσπαθούσε να ανεβεί από τον πυθμένα της θάλασσας, ενώ ο εισβολέας, ένα μικρότερο συμβατικό υποθαλάσσιο σκάφος με χοντρό ατσάλινο κλωβό γύρω από το θάλαμο πλοήγησης, το πίεζε από το πλάι. Το Άτραγκον οδηγήθηκε και πάλι κάτω, και σχεδόν εξαφανίστηκε μέσα σε ένα ανακατεμένο σύννεφο από βούρκο. «Να πάρει!» είπε ο Καστίγ με κομμένη την ανάσα, προτού ανακτήσει την ψυχραιμία του. «Έντουαρντ! Έντουαρντ, μπορείς να με ακούσεις; Κάρι!» Καμιά απάντηση. Ο ραδιοπομπός του βαθυσκάφους ήταν νεκρός, αποκόβοντάς τον από τους άλλους δύτες. Το επιτιθέμενο σκάφος σηκώθηκε μέσα από το νέφος και έκανε μια απότομη στροφή, με τους πλωτήρες να περιστρέφονται και να πετούν στροβιλιζόμενα δαχτυλίδια από φυσαλίδες κατά την ενεργοποίησή τους. Οι προβολείς του εντόπισαν λευκό και πορτοκαλί μέταλλο μέσα στο αναταραγμένο ίζημα. Ο Καστίγ νόμισε ότι πήγαινε να εμβολίσει ξανά το Άτραγκον, αλλά αντί γι’ αυτό έβγαλε το βραχίονα για τους ελιγμούς. Κάτι είχε πιαστεί στις δαγκάνες του, ένα ογκώδες πακέτο που το τοποθέτησε σχεδόν απαλά στο πλάι της σφαίρας πλοήγησης... Ο Μπέιγιαρντ κατάλαβε πως κάτι κακό επρόκειτο να συμβεί μόλις είδε τη σκιά του τεντωμένου βραχίονα ελιγμών του άλλου βαθυσκάφους να κινείται προς το φινιστρίνι. Μια στιγμή αργότερα κάτι γρατσούνισε το θάλαμο ελεγχόμενης πίεσης.

To LIDAR ήταν νεκρό - πέρα από αυτά που έβλεπε από το μικροσκοπικό φινιστρίνι, ήταν τυφλός. Πιέζοντας με την παλάμη του το βαθύ κόψιμο στον κρόταφό του και προσπαθώντας να μην το παρακάνει σε βαθιές αναπνοές από το φόβο του, έθεσε σε λειτουργία τους διακόπτες των πλωτήρων. Δεν έγινε τίποτα. Ο Τρούλι και αυτός είχαν σχεδιάσει τα βαθυσκάφη τους έτσι ώστε να είναι σταθερά, χωρίς να έχουν σκεφτεί πως θα έπρεπε ποτέ να αντισταθούν σε μια σκόπιμη επίθεση, και τώρα στον πίνακα ελέγχου αναβόσβηναν πολλά προειδοποιητικά φώτα. Σκέφτηκε στα γρήγορα τις επιλογές του. Μπορούσε είτε να ξαναθέσει σε λειτουργία τα πειραγμένα κυκλώματα και να επιχειρήσει να αποκαταστήσει την ισχύ των πλωτήρων είτε απλά να κλείσει τους ηλεκτρομαγνήτες που κρατούσαν τα βαριά ατσάλινα πιάτα, το έρμα στην κοιλιά του βαθυσκάφους, ένα σύστημα επείγουσας ανάγκης που θα τον ξανάφερνε στην επιφάνεια μέσα σε λιγότερο από τρία λεπτά. Αν έκανε αυτή την επιλογή, τότε σήμαινε πως θα εγκατέλειπε τους τρεις δύτες. Έτσι κι αλλιώς, όμως, δεν μπορούσε να τους βοηθήσει αφού δεν έβλεπε, και το άλλο βαθυσκάφος ήταν ακόμα εκεί έξω και τριγυρνούσε γύρω γύρω ρίχνοντας με τους προβολείς του μια απειλητική δέσμη φωτός προς το φινιστρίνι του. Πήρε την απόφασή του και τράβηξε τον κόκκινο μοχλό δίπλα στο κάθισμά του. Ο Καστίγ παρακολούθησε με τρόμο το Άτραγκον να ελευθερώνεται από το έρμα του, κάτι πλάκες τις οποίες πέταξε σαν βόμβες στον πυθμένα της θάλασσας, σηκώνοντας ένα ακόμα τεράστιο στροβιλιζόμενο κύμα λάσπης. Ο υπόκωφος θόρυβος της πρόσκρουσής τους ήταν αρκετά δυνατός ώστε να την αισθανθεί μέσα από το νερό. Απελευθερωμένο από το βάρος του, το βαθυσκάφος τράβηξε βολίδα προς τα πάνω, με τους προβολείς του να τρεμοσβήνουν. Η γραμμή με την οπτική ίνα έτρεχε προς τα πάνω μαζί του, κάνοντας ελιγμούς σαν μαστίγιο που κροταλίζει. «Όχι!» ούρλιαξε απεγνωσμένα. Το εχθρικό βαθυσκάφος, λες και άκουσε τις φωνές του, πήρε στροφή για να τον αντιμετωπίσει. Οι προβολείς του τον κοιτούσαν, και θύμιζαν τα γυαλιστερά μάτια ενός εντόμου. Ο βραχίονας των ελιγμών τεντώθηκε, μαζεύοντας επιδέξια κάτι συνδεδεμένο με ένα σάκο στο ατσάλινο πλαϊνό πλαίσιο προτού τεντωθεί και πάλι. Άλλο πακέτο μεγαλύτερο από το πρώτο. Ο Καστίγ ήξερε ενστικτωδώς τι ήταν. Μια βόμβα!

Ο Μπέιγιαρντ πάσχισε να αποκαταστήσει την ισχύ καθώς το Άτραγκον ανέβαινε. Τίποτε απ’ όσα έκανε δε φάνηκε να βελτιώνει την κατάσταση... Πάγωσε με κάποιον αναπάντεχο θόρυβο. Το βαθυσκάφος έτριζε και μούγκριζε καθώς ανέβαινε, αλλά οι θόρυβοι αυτοί ήταν τόσο οικείοι, που σχεδόν δεν τους κατέγραφε. Αυτό εδώ όμως ήταν κάτι άλλο. Ένας ρυθμικός θόρυβος, μηχανικός, ερχόταν από τη μεριά της σφαίρας. Εκεί όπου ο βραχίονας του άλλου βαθυσκάφους είχε επιτεθεί εναντίον του. Ένα τικ τακ... Ο Μπέιγιαρντ δεν είχε καν το χρόνο να νιώσει τον ολοκληρωτικό τρόμο που γεννούσε η κατάσταση προτού εκραγεί το φορτίο, ανοίγοντας μια τρύπα μήκους τριάντα πόντων στην ατσάλινη σφαίρα πίεσης. Ένα κύμα νερού τον χτύπησε με τη δύναμη μιας αμαξοστοιχίας, σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Ακόμα και μέσα από την κάσκα και τους χοντρούς τοίχους του ναού, ο Τσέιζ άκουσε τη χαμηλή, υπόκωφη βροντή. «Σκατά!» «Τι ήταν αυτός ο θόρυβος;» ρώτησε η Κάρι. «Έκρηξη». «Είσαι σίγουρος;» «Ω ναι», απάντησε. «Ή κάποιος έριξε μια χιλιάρα βόμβα στο Έβινορ ή μόλις ανατινάχτηκε το βαθυσκάφος». Κοίταξε τη στολή του. «Κι αυτό σημαίνει - οχ, που να πάρει, σκατά! Κόψε τη γραμμή επικοινωνίας, γρήγορα!» «Μα θα αποκοπούμε!» «Είμαστε ήδη αποκομμένοι! Κάν’ το!» Η Κάρι άφησε κάτω την κάμερα και έτρεξε αδέξια προς το μέρος του, τραβώντας το μαχαίρι των καταδύσεων από τη ζώνη της. Το καλώδιο οπτικής ίνας που ήταν συνδεδεμένο με το πίσω μέρος της στολής του Τσέιζ ήταν καλυμμένο με προστατευτικό πλαστικό. Το άρπαξε και το πριόνισε με το μαχαίρι της. «Έλα, γρήγορα]» ούρλιαξε ο Τσέιζ. «Προσπαθώ!» Το καλώδιο τελικά κόπηκε στα δύο, ενώ ένα μικρό μπλε φωτάκι έλαμπε από την κομμένη άκρη που εξακολουθούσε να είναι συνδεδεμένη με τη στολή του Τσέιζ. Ένα λεπτό αργότερα, τράβηξε με το γαντοφορεμένο χέρι της το καλώδιο που απέμενε. Αιωρήθηκε μέσα στην αίθουσα ώσπου εξαφανίστηκε από την άκρη του αγωγού. «Μα τι στο διάολο έγινε μόλις τώρα;» «Αν ανατινάχτηκε το βαθυσκάφος, τότε το έρμα, οι πλάκες, θα πρέπει να έπεσαν αυτόματα όταν εξασθένησε η ισχύς του. Αυτό σημαίνει ότι το πράγμα αυτό τρέχει προς την επιφάνεια σαν αναθεματισμένος πύραυλος - και θα μπορούσε να με τραβήξει μαζί του». Στράφηκε προς το μέρος της. «Ευχαριστώ και συγγνώμη για τις φωνές».

«Δε χρειάζεται να δικαιολογείσαι, δεδομένων των συνθηκών!» Κοίταξε τον αγωγό. «Αν καταστράφηκαν τα βαθυσκάφη, τι θα κάνουμε εμείς;» «Για αρχή, θα βγούμε από δω μέσα». Πήγε πάλι προς τον αγωγό. «Ούγκο; Μπορείς να με ακούσεις; Ούγκο; Σκατά!» «Εξακολουθώ και σε πιάνω στον ασύρματο», είπε η Κάρι. «Ε, βέβαια, αφού στέκεσαι ενάμισι μέτρο μακριά μου και σε αέρα, ενώ εκείνος πρέπει να το λάβει μέσα από, Κύριος οίδε, πόσα μέτρα πέτρα και νερό. Ούγκο!» Ο Καστίγ γράπωσε το χειριστήριο ελέγχου και πίεσε μέχρι το τέρμα τον πλωτήρα της στολής του. Εκτινάχτηκε προς τα πάνω μέσα σε έναν καταρράκτη από φυσαλίδες, ενώ το βαθυσκάφος ερχόταν με ορμή καταπάνω του. Βρισκόταν αρκετά κοντά του, κι έτσι είδε τη λέξη Ζευς γραμμένη πάνω στη σφαίρα πλοήγησης και μέσα τον κυβερνήτη ξαπλωμένο μπρούμυτα, με το πρόσωπο μεγεθυσμένο και παραμορφωμένο, να τον κοιτάζει λάγνα πίσω από το γυάλινο κουβούκλιο. Ο βραχίονας για τους ελιγμούς κινήθηκε εναντίον του, αλλά εκείνος στριφογύρισε, χρησιμοποιώντας τα βατραχοπέδιλά του για να αλλάξει πορεία και να βουτήξει κάτω από το σκάφος. Κοίταξε πίσω του, αλλά ο κυβερνήτης εξακολουθούσε να κρατά το πακέτο με τα εκρηκτικά, αποφασισμένος να το αφήσει προτού βρεθεί αντιμέτωπος μ’ αυτόν. Ένας μόνο πιθανός στόχος υπήρχε. Η είσοδος τον ναού. «Έντουαρντ!» ούρλιαξε, ξέροντας ότι δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να τον ακούσει. «Φύγε από εκεί! Βγες έξω!» Οι πλωτήρες του βαθυσκάφους ξερνούσαν φυσαλίδες, οι προπέλες γυρνούσαν ανάποδα για να σταματήσουν το σκάφος στη βάση του τοίχου. Ο βραχίονας βγήκε, τεντώθηκε απαλά μέσα στο στενό πέρασμα πριν ξαναμαζευτεί πίσω. Η γυαλιστερή ατσάλινη δαγκάνα πλέον ήταν άδεια. Ο Καστίγ πίεσε τον αντίχειρά του στο κοντρόλ προώθησης. Αν μπορούσε να φτάσει εκεί αρκετά γρήγορα, ίσως κατάφερνε να απομακρύνει τα εκρηκτικά. Ο κυβερνήτης του βαθυσκάφους δεν ήταν διατεθειμένος να του δώσει την ευκαιρία. Ο βραχίονας σηκώθηκε πάνω από το περίβλημά του σαν ουρά σκορπιού. Το σκάφος ξανάκανε στροφή κι άρχισε να τον κυνηγά. Προβολείς τον τύφλωναν. Ένα ακόμα κύμα φυσαλίδες από τις προπέλες του βαθυσκάφους το οδήγησε προς τα εμπρός. Κατευθείαν πάνω του. «Πολύ καλά...» ψιθύρισε. Άφησε το κοντρόλ από τα χέρια του και έψαξε να βρει τη ζώνη με τον εξοπλισμό του. Το βαθυσκάφος επιτάχυνε, με το βραχίονα κατεβασμένο και απλωμένο μπροστά του σαν μακριά λόγχη.

Ο Καστίγ περίμενε, μένοντας ακίνητος. Έβγαλε απότομα το όπλο με την αρπάγη και έριξε κατευθείαν στο κουβούκλιο του κυβερνήτη. Η ατσάλινη άκρη του γάντζου χτύπησε το τζάμι - και σταμάτησε, εισχωρώντας ελάχιστα περισσότερο από ένα εκατοστό, προτού η δύναμη του νερού περάσει σαν σίφουνας πάνω από το βαθυσκάφος και το τσακίσει. Χτύπησε με δύναμη κάτω από το βαθυσκάφος, σέρνοντας από πίσω το καλώδιό του. Ο Καστίγ πέταξε το όπλο του και ξαναγκάζωσε τους πλωτήρες του, στριφογυρνώντας για να σκαρφαλώσει στη μια πλευρά του γεμάτου νερά βαθυσκάφους. Ο κυβερνήτης, αιφνιδιασμένος από τη σύγκρουση, δεν κατάφερε να αντιδράσει αρκετά γρήγορα και να τον πιάσει με τον απλωμένο βραχίονα. Ήταν όμως αρκετά γρήγορος ώστε να κάνει στροφή με το βαθυσκάφος του και να ετοιμαστεί να τον κυνηγήσει. Ο Καστίγ ήξερε ότι η στολή του δεν είχε τη δύναμη να ξεπεράσει το βαθυσκάφος. Έλπιζε απλώς να μη χρειαστεί να το κάνει. Στο πιλοτήριο, ο κυβερνήτης άφησε να του ξεφύγει ένα κτηνώδες γέλιο μόλις είδε το έντονο κίτρινο της στολής του Καστίγ να εντοπίζεται από τους προβολείς του. Με το γκάζι πατημένο τέρμα, ετοιμάστηκε να τον εμβολίσει. Ένα υποθαλάσσιο κρυφτούλι... Το μικρό κομμάτι που υποχώρησε από το γάντζο ξαφνικά μεγάλωσε, και εξακολούθησε να μεγαλώνει. Τρελαμένες διακλαδώσεις σάρωναν απέξω το κουβούκλιο με ένα απαίσιο στρίγκλισμα απ’ τα σπασμένα γυαλιά, σαν τρίξιμο δοντιών. Η τεράστια πίεση του ωκεανού έπεσε πάνω στο νέο ψεγάδι της πρόσοψης και το επέκτεινε... Με έναν ήχο δυνατό σαν βολή πυροβολικού, η καμπίνα του κυβερνήτη του βαθυσκάφους υποχώρησε. Τεράστια κομμάτια από γυαλί πάχους τριών εκατοστών χτύπησαν τον κυβερνήτη με ταχύτητα ήχου, μεταβάλλοντας τον σε έναν κόκκινο πολτό, που μέσα από τις ανακατεμένες φυσαλίδες του αέρα άνθισε σαν τεράστιο και αιματοβαμμένο άνθος. Το βαθυσκάφος βούτηξε με το ρόγχος στον πυθμένα της θάλασσας, σηκώνοντας απίστευτες ποσότητες άμμου. Ο Καστίγ στράφηκε. Μπορεί να υπήρχε ακόμα χρόνος να φτάσει τα εκρηκτικά... Δεν υπήρχε όμως. Ένα ωστικό κύμα τινάχτηκε από την άκρη του περάσματος. Χτύπησε τον Καστίγ και τον έσπρωξε μακριά με έναν εκκωφαντικό θόρυβο, λες και τον είχε χτυπήσει αυτοκίνητο, σωριάζοντάς τον κάτω διαλυμένο, με την όραση χαμένη εξαιτίας του τεράστιου νέφους από λάσπη. Δε χρειαζόταν όμως να βλέπει για να καταλάβει ότι οι βροντερές δονήσεις που τον χτύπησαν μέσα στο νερό μετά τον εκκωφαντικό θόρυβο είχαν προκληθεί

από συμπαγείς λίθινους όγκους που σωριάστηκαν μέσα στη σήραγγα, σφραγίζοντάς τη για πάντα. Στην αίθουσα του βωμού, ο Τσέιζ ετοιμαζόταν να κατεβάσει την Κάρι μέσα στον αγωγό, όταν ένα κύμα νερού όρμησε από κάτω, χτυπώντας τους και τους δυο στην πλάτη καθώς ξεχύθηκε σαν θερμοπίδακας μέσα στην αίθουσα. Μεγάλα κομμάτια από φερτή ύλη έπεφταν σαν βροχή και χτυπούσαν πάνω στις στολές τους, σφυροκοπώντας τες. «Αχ, Θεέ μου!» ούρλιαξε η Κάρι. Για πρώτη φορά από τότε που την είχε γνωρίσει ο Τσέιζ βρισκόταν στα πρόθυρα πανικού. «Τι ήταν αυτό; Τι συνέβη;» «Κάρι! Κάρι!» της έπιασε τα χέρια, προσπαθώντας να την ηρεμήσει. «Είμαστε καλά, είμαστε εντάξει! Άσε με να ελέγξω τη στολή σου». Βοήθησαν ο ένας τον άλλο να σταθούν στα πόδια τους, εξετάζοντας την επένδυση των στολών τους. Και οι δύο είχαν υποστεί μερικά γδαρσίματα, αλλά τίποτα δεν έδειχνε να έχει πειράξει την ακεραιότητά τους. Αυτό όμως, όπως συνειδητοποίησε ο Τσέιζ, δεν είχε και μεγάλη σημασία. «Τι συνέβη;» τον ξαναρώτησε η Κάρι. Ο Τσέιζ κοίταξε τον αγωγό. «Ανατίναξαν το πέρασμα. Έχουμε εγκλωβιστεί εδώ μέσα». Οι άντρες του Στάρκμαν είχαν υποχρεώσει τους επιβάτες και το πλήρωμα του Έβινορ να συγκεντρωθούν στο ελικοδρόμιο. Μετρώντας στα γρήγορα κεφάλια, η Νίνα είδε ότι οχτώ άντρες από το πλήρωμα ήταν νεκροί. Το άλλο πλοίο κινούνταν παράλληλα και το πλήρωμά του έριχνε σκοινιά στην απέναντι πλευρά για να δέσουν μαζί τα δύο σκάφη. Προφυλακτήρες κρεμασμένοι στο πλάι των καταστρωμάτων έτριζαν και στρίγκλιζαν καθώς τρίβονταν μεταξύ τους μέσα στη φουσκοθαλασσιά. Ένας ψηλός άντρας ανέβηκε στο Έβινορ, συνοδευόμενος από δύο ένοπλους φρουρούς. Έφτασε με μεγάλες δρασκελιές στο πρυμναίο κατάστρωμα, κάνοντας σινιάλο στους άντρες του να φέρουν τη Νίνα. Ο καπετάνιος Μάθιους διαμαρτυρήθηκε, αλλά τα όπλα που κυμάτισαν μπροστά στο πρόσωπό του τον έκαναν να σωπάσει γρήγορα. Η Νίνα ήξερε ήδη ποιον αντιμετώπιζε. Είχε δει τα σκληρά, γωνιώδη χαρακτηριστικά του και άλλοτε. «Δρ. Γουάιλντ», είπε. «Επιτέλους γνωριζόμαστε. Ονομάζομαι Τζοβάνι Κόμπρας».

21

«ΞΕΡΩ ΠΟΙΟΣ ΕΙΣΑΙ», είπε η Νίνα, προσπαθώντας να μην αφήσει το φόβο της να φανεί. «Τι θέλεις;» «Τι θέλω;» Η ερώτηση έκανε το αυστηρό πρόσωπο του Κόμπρας να λάμψει με μια υπόνοια ευθυμίας. «Θέλω αυτό που θέλουν όλοι, Δρ. Γουάιλντ. Θέλω ειρήνη και ασφάλεια για τον κόσμο. Και χάρη σε σένα, μπορώ πλέον να το επιτύχω». Το έντονο βλέμμα του έπεσε πάνω στον Φίλμπι. «Και ευχαριστώ κι εσένα, Τζακ. Έχει περάσει αρκετός καιρός από την τελευταία φορά που ειδωθήκαμε. Δέκα χρόνια, τόσα δεν πάνε;» «Έτρεφα την ελπίδα ότι δε θα χρειαζόταν να σε ξανασυναντήσω», είπε ο Φίλμπι με τρεμάμενη φωνή. Η Νίνα τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη. «Τον γνωρίζεις, Τζόναθαν;» «Ο Τζακ -το Τζόναθαν υποθέτω ότι ταιριάζει καλύτερα σε έναν καθηγητή- με βοήθησε να εμποδίσω όλους όσοι αποπειράθηκαν στο παρελθόν να βρουν την Ατλαντίδα», είπε ο Κόμπρας. Έκανε νόημα σε έναν από τους άντρες του, ο οποίος οδήγησε τον Φίλμπι έξω από την ομάδα των αιχμαλώτων. «Και τώρα... να». Κούνησε το χέρι, προς τον άδειο ωκεανό. «Η Ατλαντίδα θα χαθεί για πάντα γιατί θα καταστραφεί!» «Γιατί;» ζήτησε να μάθει η Νίνα. «Τι μυστικό θα μπορούσε να κρύβει ώστε να αξίζει να καταστραφεί το σημαντικότερο αρχαιολογικό εύρημα όλων των εποχών; Και οι ζωές όλων αυτών των ανθρώπων που σκότωσες;» «Αν ήξερες, δε θα έκανες καν αυτή την ερώτηση», αποκρίθηκε ο Κόμπρας. «Απεναντίας θα με βοηθούσες. Βλέπω όμως ότι σου δηλητηρίασαν τα μυαλά οι Φροστ, όπως και των γονιών σου. Τι κρίμα. Θα μπορούσες να καταφέρεις πάρα πολλά αν δεν είχες επιλέξει λάθος δρόμο». «Περίμενε, τι σχέση έχουν οι γονείς μου;» Ο Κόμπρας όμως απομακρύνθηκε καθώς ο Στάρκμαν έκανε την εμφάνισή του από το υπερυψωμένο μέρος του πλοίου. «Κατέστρεψα το σκληρό δίσκο με τις λήψεις από την κατάδυση, Τζοβάνι», ανακοίνωσε ο Στάρκμαν. «Το μόνο που μένει τώρα είναι να καταστρέψουμε τον ίδιο το ναό και μετά δε θα υπάρχει τίποτα». «Θαυμάσια», είπε ο Κόμπρας. Ετοιμαζόταν να πει κάτι ακόμα, όταν κάποιος

τον φώναξε επειγόντως. Ένας από τους άντρες του πήδηξε ανάμεσα στα δύο πλοία και έτρεξε προς το ελικοδρόμιο. «Κύριε!» είπε με κομμένη την ανάσα ο άντρας, με ύφος που φανέρωνε τον προβληματισμό του. «Κάτι δεν πάει καλά εκεί κάτω!» «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κόμπρας. «Το Ζευς κατέστρεψε το βαθυσκάφος του Φροστ». Ο Τρούλι όρμησε μπροστά, φωνάζοντας και βρίζοντας τον Κόμπρας, ώσπου δύο φρουροί τον έσπρωξαν πίσω υπό την απειλή όπλου. «Και πυροδότησε ένα από τα φορτία των εκρηκτικών. Τα υδρόφωνα μας όμως... άκουσαν κάποια κατάρρευση». «Δεν μπορεί να ήταν το βαθυσκάφος του Φροστ;» «Όχι, κύριε. Το βαθυσκάφος κατευθυνόταν ήδη προς την επιφάνεια, ενώ αυτό συνέβη στον πυθμένα της θάλασσας. Ένας από τους δύτες πρέπει να το κατέστρεψε». Ο Κόμπρας στράφηκε στον Φίλμπι για διευκρινίσεις. «Η Κάρι -η δεσποινίς Φροστ εννοώ- και ο Τσέιζ βρίσκονταν μέσα στο ναό», είπε ο καθηγητής, τραυλίζοντας σχεδόν από νευρικότητα. «Θα πρέπει να ήταν ο Καστίγ». «Μπράβο, Ούγκο!» είπε η Νίνα χωρίς χαρά. Ο Στάρκμαν την κάρφωσε με ένα απαίσιο βλέμμα από το καλό του μάτι. Οι βαθιές ρυτίδες στο μέτωπο του Κόμπρας βάθυναν κι άλλο. «Χρειαζόμασταν το Ζευς για να τοποθετήσουμε τα εκρηκτικά! Πόσο θα μας πάρει μέχρι να το αντικαταστήσουμε;» «Τουλάχιστον πέντε μέρες, κύριε». «Τόσο πολύ. Ο Φροστ μέχρι τότε θα έχει κουβαλήσει περισσότερους άντρες και εξοπλισμό, κι αυτή τη φορά θα είναι προετοιμασμένοι να μας αντιμετωπίσουν». «Τι θα γίνει με το άλλο βαθυσκάφος τους;» ρώτησε ο Στάρκμαν δείχνοντας προς την πλώρη του Έβινορ και το Σαρκντόζα. «Ξέρω μόνο να το οδηγώ», είπε προκλητικά ο Τρούλι. «Κι αν νομίζετε, μπάσταρδοι, ότι θα σας βοηθήσω αφού σκοτώσατε το συνεργάτη μου, να πάτε να γαμηθείτε». Ο Στάρκμαν φάνηκε ενοχλημένος και σήκωσε το όπλο του, αλλά ο Κόμπρας κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Να μεταφέρεις από το πλοίο μας τα εκρηκτικά που έχουν απομείνει σ’ αυτό εδώ», είπε μετά από ολιγόλεπτη σκέψη. «Τοποθέτησε τα δύο τρίτα από αυτά στα ίσαλα, στο μπροστινό μέρος, και τα υπόλοιπα στην πρύμνη». «Τι σκοπεύεις να κάνεις;» ρώτησε η Νίνα. «Μια και δεν μπορώ πια να καταστρέψω το ναό με εκρηκτικά», είπε ο Κόμπρας γυρνώντας ξανά προς το μέρος της, «πρέπει να βρω κάποια άλλη μέθοδο. Αν πέσουν κατευθείαν εκεί πάνω τρεις χιλιάδες τόνοι ατσάλι, θα έχω μια εξίσου αποτελεσματική εναλλακτική λύση». Αγνοώντας τους οπλισμένους άντρες γύρω του, ο καπετάνιος Μάθιους έκανε

ένα βήμα μπροστά. «Κόμπρας! Και τι θα γίνει με το πλήρωμά μου; Τι σκέφτεσαι να κάνεις μ’ εμάς;» Ο Κόμπρας τον κοίταξε επιτιμητικά. «Νομίζω πως υπάρχει μια ναυτική παράδοση που λέει ότι ο καπετάνιος βυθίζεται μαζί με το πλοίο του. Στην περίπτωση αυτή, το ίδιο θα συμβεί και με το πλήρωμά του». Έριξε και πάλι μια ματιά στη Νίνα. «Και με τους επιβάτες του». «Παλιομπάσταρδε!» πέταξε ο Μάθιους. «Θα μας πνίξεις δηλαδή;» είπε η Νίνα με φρίκη. Ο Κόμπρας κούνησε το κεφάλι του. «Όχι, όχι. Δεν είμαι σκληρός ούτε κανένας τρελαμένος σαδιστής, παρά τα όσα οι φίλοι σου οι Φροστ μπορεί να σου έχουν πει για μένα. Όταν το πλοίο βυθιστεί, θα είστε ήδη νεκροί». Ο Τσέιζ έλεγξε τα αποθέματα αέρα. Οι στολές κατάδυσης ήταν σχεδιασμένες για μεγάλης διάρκειας παραμονή κάτω απ’ το νερό, αλλά ακόμα κι αυτές είχαν κάποιο όριο. Τα αποθέματα έφταναν για μία ώρα ακόμα. Μία ώρα, και μετά αυτός και η Κάρι θα γίνονταν μόνιμοι κάτοικοι του αρχαίου ναού... Την ίδια σκέψη έκανε και η Κάρι. «Θα πρέπει να υπάρχει κι άλλος τρόπος για να βγούμε έξω», είπε δείχνοντας προς τις σκάλες. «Η κεντρική αίθουσα δεν είναι δυνατόν να γέμισε νερά από το μυστικό πέρασμα, αλλιώς θα είχε πλημμυρίσει κι αυτός ο χώρος». «Αυτό δε σημαίνει ότι θα καταφέρουμε να περάσουμε από εκεί», της υπενθύμισε ο Τσέιζ καθώς κατέβαιναν τα σκαλιά. «Πρέπει όμως να το επιχειρήσουμε». «Το ξέρω, απλώς προετοιμάζομαι για τα χειρότερα. Είναι βρετανική μέθοδος. Πόσες μεγάλες ράβδους χημικού φωτισμού έχεις; Θα χρειαστούμε όσο περισσότερο φως γίνεται». Η Κάρι έλεγξε το σακίδιο στη ζώνη της. «Έξι». «Το ίδιο κι εγώ. Εντάξει ας ρίξουμε μια ματιά». Άρχισαν να τσαλαβουτούν στο παγωμένο νερό. Ο Καστίγ επέστρεψε κολυμπώντας στην είσοδο. Το σύννεφο λάσπης που είχε σηκωθεί από την έκρηξη αιωρούνταν ακόμα, και ήξερε από πείρα ότι τόσο σκοτεινά νερά μπορεί να έκαναν και ώρες να καθαρίσουν. Παρ’ όλα αυτά, μπήκε μέσα στο σύννεφο απτόητος. Έμοιαζε με παχιά καφετιά ομίχλη. Ακόμα και η φωτεινή δέσμη του φακού του χανόταν σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα στο ανακατεμένο ίζημα. Ωστόσο, δε χρειαζόταν να βλέπει για να καταλάβει ότι το πέρασμα είχε φράξει. Χοντρά κομμάτια από σπασμένες πέτρες κείτονταν στον πυθμένα της

θάλασσας κάτω από τα πόδια του. Αφού εντόπισε το σκοινί που είχε οδηγήσει τον Τσέιζ στη σήραγγα, το τράβηξε απότομα, δοκιμαστικά. Δεν κουνήθηκε καθόλου. Χρησιμοποιώντας τους πλωτήρες της στολής του για να επιστρέψει σε καθαρά νερά, έλεγξε τα αποθέματα αέρα και σκέφτηκε τις επιλογές που είχε. Του απέμενε μία ώρα. Μπορούσε πολύ εύκολα να επιστρέψει στην επιφάνεια... Το γεγονός όμως πως είχαν δεχτεί επίθεση τον έκανε να σκεφτεί ότι η κατάσταση επάνω θα ήταν εξίσου δεινή. Το πλοίο του Κόμπρας θα είχε φτάσει τώρα στο Έβινορ. Εκτός από το μαχαίρι του, ήταν άοπλος, και στην επιφάνεια, παγιδευμένος μέσα στην άβολη στολή κατάδυσης, θα ήταν σχεδόν άχρηστος για μάχη. Αυτό σήμαινε ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει προς το παρόν ήταν να βρει κάποιο τρόπο για να βοηθήσει τον Τσέιζ και την Κάρι να δραπετεύσουν από το ναό. Αν είχαν επιζήσει. Η ατμόσφαιρα στο ελικοδρόμιο ήταν τεταμένη. Κάποιοι από το πλήρωμα βρίσκονταν στα πρόθυρα πανικού ή δακρύων. Άλλοι μουρμούριζαν γρήγορες προσευχές. Οι άντρες του Κόμπρας τους περικύκλωσαν με υψωμένα τα ΜΡ-7 τους... «Περιμένετε», είπε η Νίνα, καλύπτοντας τον τρόμο της με όση αποφασιστικότητα μπόρεσε να επιδείξει. «Για ποιο λόγο;» ρώτησε ο Κόμπρας. «Θα κάνω μια συμφωνία μαζί σου. Άσε το πλήρωμα να χρησιμοποιήσει τις σωσίβιες λέμβους πριν βυθίσεις το πλοίο, και...» Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Και θα σου παραδοθώ». Ο Στάρκμαν ρουθούνισε σε ένδειξη απόρριψης, ενώ ο Κόμπρας άφησε ένα σύντομο και καθόλου χαριτωμένο γέλιο. «Μα ήδη σας έχω, Δρ. Γουάιλντ! Δεν υπάρχει κάτι άλλο που μπορείτε να μου προσφέρετε. Έχω αυτό που θέλω. Γνωρίζω τη θέση της Ατλαντίδας και τώρα θα την καταστρέψω!» «Κι όμως υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις», είπε η Νίνα με ένα αδύναμο χαμόγελο. «Τη θέση του τρίτου ναού του Ποσειδώνα». Η έκφραση του Κόμπρας άλλαξε σε ανήσυχη έκπληξη. «Δεν υπάρχει τρίτος ναός, Δρ. Γουάιλντ. Είναι αυτός στη Βραζιλία που καταστράφηκε, και αυτός από κάτω μας, ο οποίος σύντομα θα έχει την ίδια τύχη. Τα ίχνη των κατοίκων της Ατλαντίδας χάνονται εδώ». «Μπα!» η Νίνα κούνησε το κεφάλι της. «Υπάρχει και τρίτος. Και αργά ή γρήγορα, κάποιος θα τον ανακαλύψει. Νομίζεις ότι καταστρέφοντας το ναό θα μπορέσεις να εξαφανίσεις όλα τα στοιχεία; Ο κόσμος γνωρίζει τώρα πια πού βρίσκεται η Ατλαντίδα. Θα κυκλοφορήσει η πληροφορία και οι άνθρωποι θα

έρθουν να δουν. Υπάρχει ολόκληρη πόλη εκεί κάτω, όχι μόνο ένας ναός. Αργά ή γρήγορα, κάποιος θα ενώσει όλα τα κομμάτια και θα καταφέρει να ακολουθήσει τα ίχνη. Το μυστικό που προσπαθείς να κρύψεις θα αποκαλυφθεί και δε θα μπορείς να κάνεις τίποτα γι’ αυτό το θέμα. Εκτός κι αν...» «Εκτός κι αν;» Στον τόνο της φωνής του Κόμπρας διακρινόταν μένος, αλλά και περιέργεια. «Εκτός κι αν σου πω πού βρίσκεται. Έτσι θα μπορέσεις να τον καταστρέψεις ο ίδιος προσωπικά». «Αυτά είναι μπούρδες», την έκοψε ο Στάρκμαν. «Δεν ξέρει τίποτα, απλώς προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και να σωθεί». «Κύριε Κόμπρας, πες του γελοίου από δω να βγάλει το σκασμό», είπε η Νίνα προκλητικά παρά το φόβο της. Ο Στάρκμαν εξαγριώθηκε, αλλά δεν είπε τίποτα. «Υπάρχει τρίτος ναός και τρίτη ακρόπολη. Πριν από τον κατακλυσμό, οι κάτοικοι της Ατλαντίδας ήταν έτοιμοι να εγκατασταθούν σε δύο νέες αποικίες. Η μια αποστολή πήγε δυτικά, στη Βραζιλία. Η άλλη... εντάξει, εγώ ξέρω πού πήγε, και θα σου το πω, αν αφήσεις το πλήρωμα να ζήσει». Ο Στάρκμαν πίεσε το όπλο του στο κεφάλι του Μάθιους. «Ή μπορούμε απλώς να τους εκτελούμε έναν έναν μέχρι να μας πεις». «Δε μοιάζει και πολύ με συμφωνία, αν πρόκειται να μας σκοτώσετε όλους έτσι κι αλλιώς», αντιγύρισε η Νίνα. Ο Κόμπρας στράφηκε απειλητικά προς τον Φίλμπι. «Λέει την αλήθεια;» «Χμ, μπορεί», είπε ταραγμένος ο Φίλμπι. «Οι τελικές επιγραφές μέσα στο ναό έδειχναν πραγματικά ότι οι Ατλάντιοι σχεδίαζαν να επανεγκατασταθούν σε περισσότερες από μία τοποθεσίες - αλλά δεν είχα το χρόνο να μεταφράσω αρκετά από τα γραπτά αυτά κείμενα για να είμαι βέβαιος». Κοίταξε καχύποπτα τη Νίνα. «Και δεν ξέρω αν μπόρεσε κι αυτή». «Είμαι ταχύτερη αναγνώστρια, Τζακ», είπε σαρκαστικά η Νίνα. «Μπορείς να μεταφράσεις τις υπόλοιπες επιγραφές;» ρώτησε ο Κόμπρας. Ο Φίλμπι κούνησε το κεφάλι και αναστέναξε. «Όχι πια». «Χα!» πέταξε η Νίνα και έκανε μια γκριμάτσα στον Στάρκμαν. «Πάω στοίχημα πως θα εύχεσαι τώρα να μην είχες καταστρέψει το σκληρό δίσκο, ε;» Στράφηκε στον Κόμπρας. «Τι θα γίνει λοιπόν; Σου έκανα μια πρόταση και ισχύει ακόμα. Άσε ζωντανό το πλήρωμα και θα σας πάω στο τελευταίο, προκεχωρημένο φυλάκιο της Ατλαντίδας». «Θα μας πας;» είπε ο Στάρκμαν. «Τι; Θέλεις να το μετατρέψεις όλο αυτό τώρα σε ταξίδι εργασίας;» Σταύρωσε τα χέρια της, καρφώνοντας τον Κόμπρας με ένα αποφασιστικό βλέμμα. «Αναζητώ την Ατλαντίδα σ’ όλη μου τη ζωή. Αν πρόκειται να πεθάνω εξαιτίας της, τότε θέλω να ξέρω ακριβώς το λόγο. Θέλω να παρακολουθήσω όλη την ιστορία από κοντά. Δε νομίζω ότι ζητάω πάρα πολλά».

«Δρ. Γουάιλντ, είναι πολύ επικίνδυνο», είπε ο Μάθιους. «Παρά τα όσα ξέρεις, θα μας σκοτώσει έτσι κι αλλιώς». «Του προτείνω μια συμφωνία με καλή πίστη. Ελπίζω ότι θα τη δεχτεί κατά τον ίδιο τρόπο. Λοιπόν, κύριε Κόμπρας;» ρώτησε. «Είπες ότι δεν είσαι σκληρός. Έντιμος άνθρωπος είσαι;» Ο Στάρκμαν συνέχισε να την αγριοκοιτάζει, αλλά ο Κόμπρας παρέμενε ανέκφραστος. Πλησίασε περισσότερο. Την κοίταξε κατάματα με τα ψυχρά γκρίζα μάτια του. «Καταλαβαίνεις, φυσικά, πως ακόμα και μετά την καταστροφή αυτού του τελευταίου ναού δεν μπορούμε να σε αφήσουμε να ζήσεις; Εξακολουθείς ακόμα να θέλεις να κάνεις συμφωνία για να τους σώσεις τη ζωή;» Ξεροκατάπιε πριν απαντήσει. Το στόμα της ήταν ξερό. «Ναι». Για μια στιγμή, ο Κόμπρας φάνηκε σχεδόν εντυπωσιασμένος. «Είσαι πολύ γενναία γυναίκα, Δρ. Γουάιλντ. Και με καλά αισθήματα. Δε θα το περίμενα, αν λάβουμε υπόψη την... καταγωγή σου». «Τι υποτίθεται πως σημαίνει αυτό;» Έκανε ένα βήμα πίσω. «Θα έχουμε χρόνο να το συζητήσουμε αυτό αργότερα. Θα σώσω λοιπόν τις ζωές όσων βρίσκονται σ’ αυτό το πλοίο, αν συμφωνήσεις να μου δείξεις πώς θα φτάσω στον τελευταίο ναό. Έκλεισε η συμφωνία;» «Έκλεισε», είπε η Νίνα. Ο Κόμπρας έγνεψε με το κεφάλι. «Πολύ καλά. Τζέισον! Ετοίμασε τις σωσίβιες λέμβους και επιβίβασε το πλήρωμα». «Είσαι βέβαιος ότι αυτό που κάνεις είναι το σωστό;» ρώτησε ο Στάρκμαν. «Θα δούμε. Όμως ψάξε τους πρώτα - βεβαιώσου ότι δεν έχουν ασύρματους αναμεταδότες ή φωτοβολίδες. Θέλω να είμαι σίγουρος ότι θα έχουμε αρκετό χρόνο για να εγκαταλείψουμε την περιοχή προτού τους περιμαζέψουν». Έδειξε προς το βορρά. «Οι πορτογαλικές ακτές απέχουν εκατόν σαράντα χιλιόμετρα προς αυτή την κατεύθυνση, καπετάνιε. Ελπίζω το πλήρωμά σου να καταφέρει να κωπηλατήσει μέχρι εκεί». Ο Μάθιους κεραυνοβόλησε τον Κόμπρας με ένα βλέμμα γεμάτο μίσος, ενώ ο Στάρκμαν και οι άλλοι άντρες απομάκρυναν το πλήρωμα. «Και αυτοί που είναι στην Ατλαντίδα;» ρώτησε η Νίνα. «Οι φίλοι μου βρίσκονται ακόμα εκεί κάτω». «Κι εκεί θα μείνουν», αποκρίθηκε ο Κόμπρας. «Τι; Για στάσου, συμφωνήσαμε...» Ο Κόμπρας την άρπαξε και την έφερε πολύ κοντά του, ενώ ταυτόχρονα της πέταγε κατάμουτρα: «Συμφωνήσαμε να γλιτώσουμε τους ανθρώπους αυτού του πλοίου, Δρ. Γουάιλντ. Αυτοί που λες δε βρίσκονται πάνω στο πλοίο. Αν έχεις αντίρρηση, τότε θα δώσω εντολή να εκτελέσουν το πλήρωμα! Με κατάλαβες;» «Ναι», είπε νικημένη η Νίνα.

«Δρ. Γουάιλντ», φώναξε ο Μάθιους, καθώς ένας από τους άντρες του Κόμπρας του έκανε νόημα με το όπλο του να ακολουθήσει το υπόλοιπο πλήρωμα, «έχετε οικογένεια μήπως για να την ειδοποιήσω;» «Όχι, πολύ φοβάμαι πως όχι», είπε και αναστέναξε. «Απλώς... αν δεις τον Έντι, πες του ότι θα του στείλω καμιά κάρτα». Ο Μάθιου έδειξε να σαστίζει, αλλά δεν είχε χρόνο να πει κάτι άλλο προτού απομακρυνθεί. Ο Κόμπρας κούνησε το χέρι του προς το δικό του πλοίο. «Τώρα, Δρ. Γουάιλντ, αν περάσετε στο πλοίο μου... θα μπορέσουμε να συζητήσουμε για τη θέση του τελευταίου ναού της Ατλαντίδας». Ακόμα και πλημμυρισμένος κατά τα τρία τέταρτα με σκούρο, παγωμένο νερό, ο αυθεντικός ναός του Ποσειδώνα φάνταζε ακόμα πιο εντυπωσιακός από το αντίγραφό του στη Νότια Αμερική. «Είναι εντελώς απίστευτο», είπε η Κάρι, που το δέος το οποίο αισθανόταν και η απόλυτη μεγαλοπρέπεια του χώρου γύρω της εξουδετέρωναν την επικίνδυνη κατάσταση. Από πάνω της, σειρές εξαίσιων ραβδώσεων στολισμένες με χρυσό, ασήμι και ορείχαλκο υψώνονταν μέχρι την άκρη της θολωτής οροφής. «Κοίτα την οροφή! Είναι καλυμμένη ολόκληρη με ελεφαντόδοντο, όπως την περιέγραψε ο Πλάτωνας». «Απίστευτο δεν είναι ακριβώς η λέξη που θα χρησιμοποιούσα», είπε ο Τσέιζ, κολυμπώντας προς το μέρος της. «Σου δημιουργείται η εντύπωση πως βρίσκεσαι μέσα σε θώρακα. Αυτός ο τύπος που σκηνοθέτησε το Άλιεν θα χαιρόταν πολύ εδώ μέσα». Άναψε ακόμα μια ράβδο χημικού φωτισμού και την πέταξε στην άλλη άκρη της αίθουσας, όπου επέπλευσε ανεβοκατεβαίνοντας πάνω στο νερό. Εκτός από το φως των φακών τους, η αίθουσα φωτιζόταν τώρα από μια απαλή πορτοκαλί ανταύγεια. Το κεφάλι του Ποσειδώνα υψωνόταν πάνω από το νερό, παρατηρώντας τους αποκαρδιωμένα με τα άδεια, χρυσαφένια μάτια του. «Βρήκες μήπως καμιά διέξοδο;» «Όχι. Εσύ;» Ο Τσέιζ έδειξε προς τα κάτω, στη νότια άκρη της αίθουσας. «Είναι ακριβώς όπως ο άλλος ναός. Και εννοώ ακριβώς όπως ο άλλος ναός. Βάζω στοίχημα πως αν κατεβούμε το πέρασμα, θα αντιμετωπίσουμε τις ίδιες δοκιμασίες». «Υπάρχει πέρασμα; Μπορούμε να βγούμε από εκεί;» Κούνησε το κεφάλι του. «Είναι στο ισόγειο, θυμάσαι; Υπάρχουν εννέα μέτρα λάσπης μέχρι την έξοδο». «Πρέπει να το επιχειρήσουμε. Μια και η οροφή είναι άθικτη, αυτό δείχνει από πού μπήκε το νερό. Επομένως, μπορούμε να βγούμε με τον ίδιο τρόπο από εκεί». «Υπάρχει ταχύτερος τρόπος να βγούμε», είπε ο Τσέιζ. Σήκωσε ψηλά ένα δέμα με εκρηκτικά.

«Όχι, είναι πολύ επικίνδυνο», διαμαρτυρήθηκε η Κάρι. «Αν ανοίξει τρύπα στην οροφή, θα καταρρεύσει όλο αυτό το πράγμα!» «Δε σκοπεύω να ανατινάξω όλο αυτό το πράγμα. Κοίτα». Κολύμπησε μέχρι κάποιο σημείο του τοίχου, όπου η διακόσμηση από ελεφαντόδοντο είχε σκάσει, αποκαλύπτοντας γυμνή την πέτρα από μέσα. «Το μόνο που χρειάζεται είναι να ανοίξουμε μια τρύπα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρέσουμε να περάσουμε από μέσα - ακόμα και αυτά τα κομμάτια αν μετατοπίζαμε, θα ήταν αρκετό». «Με την προϋπόθεση βέβαια ότι η βόμβα σου δε θα έριχνε κάτω όλη την οροφή». Ο Τσέιζ ανασήκωσε τους ώμους όσο περισσότερο μπορούσε μέσα από τη στολή του. «Και τι θα ήταν η ζωή χωρίς ρίσκο;» Κατεύθυνε τη δέσμη από το φακό του στις πέτρες που είχαν αποκαλυφθεί, εξετάζοντας τον αρμό ανάμεσά τους. Όπως και στη Βραζιλία, ήταν σμιλεμένες όσο ακριβώς χρειαζόταν για να δεθούν χωρίς το ασβεστοκονίαμα που θα τις συγκροτούσε. Στήριζαν μόνο με το βάρος τους την κατασκευή. Δοκιμάζοντας μια από τις ενώσεις με το μαχαίρι του, ανακάλυψε ότι η μύτη του κατάφερε να εισχωρήσει λίγα μόλις χιλιοστά. «Πρέπει να βρούμε το πιο αδύνατο σημείο για να χώσουμε τα εκρηκτικά». Απομακρύνθηκε από τον τοίχο και στράφηκε ψηλά για να κοιτάξει το άγαλμα του Ποσειδώνα. «Ήταν τόσο ψηλός που το κεφάλι τον άγγιζε τη σκέπη του ναού...» Η Κάρι φάνηκε να εντυπωσιάζεται. «Έχεις διαβάσει Πλάτωνα;» «Σκέφτηκα ότι έπρεπε να κάνω μια προσπάθεια. Αλλά, βλέπεις; Αν σκαρφαλώσουμε στο τεράστιο αυτό αρχαίο κεφάλι, μπορούμε να χώσουμε τα εκρηκτικά ακριβώς κάτω από την οροφή. Οι πέτρες στα χαμηλότερα τμήματα των τοίχων συγκρατούν το βάρος όλων των άλλων λίθων που βρίσκονται από πάνω και τους διατηρούν στη θέση τους, αλλά στην κορυφή δεν υπάρχει τίποτα που να τους συγκρατεί εκτός από τη βαρύτητα». «Και την πίεση από είκοσι πέντε ατμόσφαιρες νερού», είπε η Κάρι δείχνοντας έξω. «Αν ανοίξεις τρύπα ακριβώς στην κορυφή, θα πλημμυρίσει όλος ο ναός. Θα τον καταστρέψεις - και πιθανόν κι εμάς μαζί του!» «Αν δε βγούμε από εδώ σε μία ώρα, δε θα έχει πια καμιά σημασία με ποιον απ’ τους δύο τρόπους. Δεν έχουμε χρόνο για να ελευθερώσουμε τη σήραγγα. Έλα». Έσκυψε μπροστά, χρησιμοποιώντας τους πλωτήρες του για να διασχίσει το νερό και να φτάσει στο άγαλμα. Με μεγάλη απροθυμία έκανε το ίδιο και η Κάρι. Ο Καστίγ συνέχισε να κάνει το γύρο του ναού, ώσπου έφτασε στο νότιο άκρο. Μέχρι εκείνο το σημείο δεν είχε δει κανένα ίχνος από τρύπες. Η μεγάλη καμπυλωτή στέγη ήταν τόσο στέρεη σαν καβούκι χελώνας. Εντελώς παρορμητικά ακούμπησε πάνω στο κτίριο. Οι πέτρες μπορεί να ήταν χοντρές, αλλά αν πλησίαζε αρκετά κοντά, τα ραδιοκύματα θα μπορούσαν να εισχωρήσουν στο εσωτερικό.

«Έντουαρντ;» είπε. «Κάρι; Μ’ ακούει κανείς;» Έμεινε σιωπηλός, απέφευγε ακόμα και να αναπνεύσει για να μην αφήσει το σφύριγμα του αναπνευστήρα να πνίξει οποιαδήποτε αχνή απάντηση. Δεν έφτασε όμως τίποτα. «Που να πάρει!» είπε και απομακρύνθηκε κλοτσώντας, με κατεύθυνση πάλι πίσω στη δυτική πλευρά του ναού. Οι σωσίβιες λέμβοι του Έβινορ ανεβοκατέβαιναν στη θάλασσα καθώς οι επιβάτες τους κωπηλατούσαν για να απομακρυνθούν από το ερευνητικό σκάφος. Η Νίνα παρατηρούσε το θέαμα με φοβισμένη εγκαρτέρηση από τη γέφυρα του σκάφους του Κόμπρας, με δύο ένοπλους άντρες να τη φρουρούν. Ο τελευταίος από τους άντρες του βρέθηκε στο σκάφος του Κόμπρας με ένα πήδημα, ενώ οι άλλοι έλυσαν τα σκοινιά που κρατούσαν ενωμένα τα δύο πλοία. Ο Στάρκμαν εμφανίστηκε στη γέφυρα. «Τζοβάνι, τα εκρηκτικά είναι όλα στη θέση τους». Έδωσε στον Κόμπρας ένα ζευγάρι ασύρματους πυροκροτητές. «Αυτός εδώ πυροδοτεί τα εκρηκτικά της πλώρης και αυτός εδώ του μηχανουργείου». «Είναι ανοιχτό το αμπάρι;» ρώτησε ο Κόμπρας. «Ναι, είναι όλα ανοιχτά μέχρι το χώρισμα των μηχανών. Ανατίναξε την πλώρη και τα δύο τρίτα από το μπροστινό μέρος του πλοίου θα γεμίσουν νερά. Κατόπιν, μόλις η πλώρη βυθιστεί κάτω από το νερό, πυροδότησε τα άλλα εκρηκτικά, και μπαμ! τρεις χιλιάδες τόνοι θα πάνε κατευθείαν κάτω!» Ο Κόμπρας εξέτασε τους πυροκροτητές. «Η δαμόκλειος σπάθη...» «Πολύ έξυπνο», είπε πικρά η Νίνα. «Σε λυπάμαι που δεν κατάφερες να κάνεις κάτι δημιουργικό με την τόσο σπουδαία διάνοιά σου». «Δεν έχεις ιδέα πόσο χρόνο και προσπάθεια κατέβαλα για να γίνω δημιουργικός, Δρ. Γουάιλντ». «Μπα, γιατί δε με διαφωτίζεις κι εμένα;» «Ίσως το κάνω. Ποιος ξέρει, μπορεί να αποδεχτείς ακόμα και την άποψή μου». «Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό», είπε σαρκαστικά. «Δυστυχώς», αναστέναξε ο Κόμπρας, «το ίδιο κι εγώ». Στράφηκε στον καπετάνιο του. «Οδήγησέ μας σε ασφαλή απόσταση, κι ύστερα στρίψε το πλοίο ώστε να αντικρίζει το Έβινορ. Θέλω να το δω αυτό». Αυτοί που φιλοτέχνησαν το άγαλμα προφανώς δε σκέφτηκαν ποτέ ότι θα ανέβαινε κάποιος στην κορυφή του, συλλογίστηκε ο Τσέιζ. Ο Πλάτωνας δεν ήταν απόλυτα ακριβής. Ο Ποσειδώνας δεν ακουμπούσε κυριολεκτικά στην οροφή, αν και από το επίπεδο του δαπέδου αυτή την εντύπωση έδινε. Τελικά υπήρχε κάποιο μικρό διαχωριστικό κενό, στο οποίο βρισκόταν τώρα άβολα

στριμωγμένος, ανάσκελα. Το επίχρυσο άγαλμα είχε μαλλιά και στέμμα από κάτι που υπέθεσε ότι πρέπει να ήταν φύκια, αλλά κανένα από τα δύο δεν αποτελούσε στέρεα βάση για το άκαμπτο περίβλημα της στολής κατάδυσης που φορούσε. «Πώς τα πας;» ρώτησε η Κάρι. «Σχεδόν έφτασα». Είχε συνδέσει και τα δύο εκρηκτικά, ώστε να μπορέσουν να πυροδοτηθούν ταυτόχρονα. Ο πυροκροτητής ήταν ένα απλό μηχανικό χρονόμετρο, σχεδιασμένο να είναι αλάνθαστο ακόμα και κάτω από εκατοντάδες μέτρα νερό. Μόλις θα ενεργοποιούνταν, θα είχε ένα λεπτό στη διάθεσή του για να φτάσει σε ασφαλή απόσταση. Στην ανοιχτή θάλασσα, με τη βοήθεια των πλωτήρων της στολής του, αυτό δε θα αποτελούσε πρόβλημα. Στα περιορισμένα όμως όρια του ναού... «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι δεν είναι καλή ιδέα». «Αν δε λειτουργήσει, μπορείς να με απολύσεις. Εντάξει, τελείωσα». Τα εκρηκτικά δεν ήταν πολύ καλά κολλημένα στην οροφή, στριμωγμένα έτσι όπως ήταν πάνω από μια από τις ελεφάντινες ραβδώσεις, η οποία μπορεί να μεταβαλλόταν σε σχίζες μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου απ’ την πυροδότηση των εκρηκτικών - το ερώτημα ήταν πόση από την εκρηκτική δύναμη θα κατευθυνόταν προς την οροφή; Είχε πείρα πολλών ετών με εκρηκτικά, αλλά στην περίπτωση αυτή ο Τσέιζ στηριζόταν στην τύχη. Άλλωστε ήταν το μόνο που μπορούσε να κάνει. «Απομακρύνσου», είπε στην Κάρι, κουνώντας το χέρι του προς την απέναντι πλευρά του ναού. «Και πήγαινε όσο πιο βαθιά μπορείς κάτω από το νερό». «Εντάξει». Έκανε βουτιά και εξαφανίστηκε κάτω από την ταραγμένη επιφάνεια, με τα φώτα της στολής της να ξεθωριάζουν σαν πνεύμα που αναχωρεί καθώς κατέβαινε. Ο Τσέιζ κοίταξε πίσω του τον πυροκροτητή. «Εντάξει», είπε, εμψυχώνοντας τον εαυτό του. Η ενεργοποίηση του χρονομέτρου ήταν μια διαδικασία με δύο στάδια: έπρεπε να στρίψει μια βίδα και να την τραβήξει προτού πιέσει το κουμπί του πυροκροτητή. Ύστερα από αυτό, ένας απλός αλλά αποτελεσματικός ωρολογιακός μηχανισμός θα μετρούσε εξήντα δευτερόλεπτα. «Πάμε...» Έστριψε την ατσάλινη βίδα μισή στροφή και ύστερα την τράβηξε έξω. Πλέον η βόμβα είχε τεθεί σε λειτουργία. Από τη στιγμή που θα πίεζε το κουμπί δε θα υπήρχε επιστροφή. «Εντάξει, Κάρι», είπε, χωρίς να είναι σίγουρος αν το σήμα από τον πομπό της στολής του θα έφτανε σ’ εκείνη κάτω από το νερό, «ετοιμάσου. Από τώρα μετρούν τα εξήντα δεύτερα!» Πίεσε το κουμπί, και κύλησε από το κεφάλι... αλλά κάπου σκάλωσε. Η ζώνη με τον εξοπλισμό του είχε πιαστεί στο στέμμα! «Οχ! Σκατά!» είπε με κομμένη την ανάσα, προσπαθώντας να ελευθερωθεί με

μια απότομη κίνηση. Κανένα αποτέλεσμα. «Αχ, που να πάρει!» Το χρονόμετρο συνέχιζε αμείλικτα. «Πεντακόσια μέτρα, κύριε», ανακοίνωσε ο καπετάνιος. «Καλά», είπε ο Κόμπρας, κοιτώντας μέσα από τα παράθυρα της γέφυρας. Μπροστά, το αστραφτερό λευκό Έβινορ φαινόταν από το πλάι, ενώ ο έντονα κίτρινος ογκώδης Σαρκντόζα αιωρούνταν απαλά από την τροχαλία στην πλώρη. Οι σωσίβιες λέμβοι είχαν διασκορπιστεί, πασχίζοντας να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από το καταδικασμένο πλοίο. «Σε παρακαλώ», ικέτευσε η Νίνα, «δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό...» Ο Κόμπρας δεν την κοίταξε. Τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο πλοίο. «Πολύ φοβάμαι πως πρέπει». Σήκωσε τον πρώτο αυτόματο πυροκροτητή και πάτησε τη σκανδάλη. Ο Καστίγ άφησε το κουμπί των πλωτήρων και σταμάτησε απότομα ακριβώς πάνω από τη στέγη του ναού. Είχε ακούσει κάτι στα ακουστικά του, ένα σύντομο τρίξιμο που έμοιαζε με κομμένη στη μέση παλιοκουβέντα. «Έντουαρντ;» έκανε, κολυμπώντας πιο κοντά στις πέτρες που βρίσκονταν από κάτω. «Έντουαρντ, εσύ είσαι; Με λαμβάνεις;» Τότε άκουσε κάτι άλλο. Όχι στα ακουστικά αυτή τη φορά, αλλά μέσα από τη θάλασσα. Ένας υπόκωφος κρότος, σαν μπουμπουνητό. Ένας ήχος που τον αναγνώρισε αμέσως. Μια έκρηξη στο νερό ακριβώς από πάνω του. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει αυτό. Η Νίνα περίμενε να δει μια τεράστια πύρινη μπάλα που θα καταβρόχθιζε την πλώρη του Έβινορ, αλλά η πραγματική έκρηξη υπήρξε περιέργως απογοητευτική. Μια δυνατή ριπή από αχνούς ξεπήδησε από το ανοιχτό αμπάρι, κομματάκια από συντρίμμια και σκόρπια χαρτιά που πετούσαν πίσω τους. Άσπρος αφρός πετάχτηκε κάτω από τα ίσαλα του πλοίου προτού βυθιστεί ταχύτατα. Το πλήρες καταστροφικό αποτέλεσμα, όμως, φάνηκε στη στιγμή. Η πλώρη του πλοίου έγειρε αυτόματα προς τα εμπρός μέσα στο νερό, παίρνοντας κλίση προς τα δεξιά. Σκόρπια αντικείμενα κυλούσαν στα καταστρώματα και έπεφταν στη θάλασσα. Το Σαρκντόζα ταλαντευόταν βίαια πάνω από το νερό. Στο πρυμναίο κατάστρωμα το ελικόπτερο κλυδωνίστηκε, καθώς πιεζόταν να παραμείνει στις γραμμές που το κρατούσαν ασφαλισμένο στο ελικοδρόμιο.

Η ταχύτητα της βύθισης κατέπληξε τη Νίνα. Παρακολουθούσε γοητευμένη από τον τρόμο την πλώρη να χάνεται στον ωκεανό, ενώ κύματα συμπιεσμένου αέρα εκσφενδόνιζαν κι άλλα συντρίμμια από το αμπάρι. Με αυτό το ρυθμό, δε θα χρειαζόταν πάνω από ένα λεπτό για να χαθεί τελείως κάτω από τα νερά και η γέφυρα του πλοίου. Ο Τσέιζ αγωνιζόταν να τραβήξει τη ζώνη του από το στέμμα, αλλά εμποδιζόταν από το περίβλημα της στολής κατάδυσης και δεν μπορούσε να κρατηθεί γερά. Σαράντα δευτερόλεπτα. «Σκατά!» Ένας θόρυβος, μια υπόκωφη βροντή κάπου έξω από το ναό. Μια έκρηξη! Και ύστερα, ένα πνιχτό τρίξιμο στα ακουστικά του. Η φωνή κάποιου που προσπαθούσε να ακουστεί πάνω από τα παράσιτα. Η Κάρι... Όχι! Ο Καστίγ! «Έντουαρντ! Μπορείς να με ακούσεις; Έντουαρντ!» Αν λειτουργούσε ο ασύρματος χωρίς αναμεταδότη, τότε ήταν κοντά, πολύ κοντά. «Ούγκο!» ούρλιαξε ο Τσέιζ. «Φύγε από δω! Έχω βάλει βόμβα! Φύγε!» «Έντουαρντ! Πες μου...» Τριάντα δευτερόλεπτα. «Βόμβα!» ούρλιαξε ο Τσέιζ. Έψαξε για το μαχαίρι του. Πετσόκοψε απελπισμένα τη ζώνη, που είχε τραβηχτεί στη μέση της στολής του, προσπαθώντας να οδηγήσει τη λάμα του μαχαιριού κάτω από το επενδεδυμένο με πλαστικό κορδόνι. Τα μάτια του Καστίγ άνοιξαν διάπλατα. Το μεγαλύτερο μέρος της μετάδοσης του Τσέιζ ήταν πολύ αλλοιωμένο για να μπορέσει να βγάλει κάποιο νόημα, αλλά η τελευταία λέξη έφτασε σχεδόν πολύ καθαρά στ’ αφτιά του. Απομακρύνθηκε με δυνατές κλοτσιές από τη στέγη του ναού και προωθήθηκε σε ανοιχτά νερά με όλη του τη δύναμη. Το Έβινορ πήρε σχεδόν κατακόρυφη κλίση. Το κατάστρωμα είχε γείρει τώρα σαράντα πέντε μοίρες, ενώ η μύτη της πλώρης βούλιαξε κάτω από τα κύματα. Το ελικόπτερο ελευθερώθηκε από τους ιμάντες που το κρατούσαν και ντεραπάρισε από το διάδρομο για να συντρίβει πάνω στο νερό. Η ουρά του βυθίστηκε πρώτη. Ο αέρας στην καμπίνα του κυβερνήτη κράτησε το ρύγχος του πάνω από την επιφάνεια για μερικά δευτερόλεπτα, προτού το βάρος του αεροσκάφους το τραβήξει κι αυτό κάτω. Στο μπροστινό κατάστρωμα, ένα από τα καλώδια που στήριζαν το Σαρκντόζα

χαλάρωσε. Το βαρύ σκάφος ταλαντευόταν σαν εκκρεμές, ώσπου τελικά χτύπησε πάνω στο νερό, σηκώνοντας ένα τεράστιο κύμα από αχνούς. Η τροχαλία, ξεπερνώντας τα όρια αντοχής της, έφυγε από τη βάση της κι έπεσε με ορμή πάνω στο επικλινές κατάστρωμα για να εμβολίσει το ήδη χτυπημένο υποβρύχιο. Νερά ανέβλυσαν από το χάσμα και το Σαρκντόζα βυθίστηκε μέσα σε δευτερόλεπτα. Κι άλλα συντρίμμια πετάχτηκαν από το πλοίο καθώς αναποδογύρισε. Η πρύμνη του βγήκε έξω από τη θάλασσα, ενώ νερά πετάγονταν από τις προπέλες του. Ο Κόμπρας σήκωσε το δεύτερο πυροκροτητή και με ανέκφραστο πρόσωπο πίεσε τη σκανδάλη. Είκοσι δευτερόλεπτα... «Έλα λοιπόν, διάολε!» Ο Τσέιζ πίεσε προς τα πάνω το μαχαίρι σαν μοχλό, με τη μύτη χωμένη μέσα στην επένδυση της στολής του. Κάτι έτριξε και η ζώνη έσπασε. Ρίχτηκε από τα δυόμισι μέτρα στο νερό. Έπεσε φαρδύς πλατύς με την πλάτη και το κεφάλι του χτύπησε στο εσωτερικό της κάσκας του. Δεν υπήρχε χρόνος όμως για να σκεφτεί τον πόνο, καθώς του απέμεναν λιγότερα από δεκαπέντε δευτερόλεπτα για να απομακρυνθεί. Με έναν τελευταίο πίδακα ατμού και καπνού από το ουραίο τμήμα, το Έβινορ εξαφανίστηκε στον Ατλαντικό, βγάζοντας έναν ήχο που έμοιαζε με κραυγή πληγωμένου ζώου. Ένας στρόβιλος από φυσαλίδες σηκώθηκε πίσω του, ενώ εκατοντάδες κομμάτια από άχρηστα αντικείμενα, που ήταν πολύ ελαφριά για να βυθιστούν, στριφογύριζαν γύρω από τη ρουφήχτρα. Οι γεννήτριες σταμάτησαν μόλις το νερό εισχώρησε στα πρυμναία τμήματα, αλλά τα φώτα κινδύνου παρέμεναν αναμμένα, αφού οι μονάδες που τροφοδοτούνταν από μπαταρίες ενεργοποιήθηκαν αυτόματα σε όλο το πλοίο μόλις η κεντρική μονάδα τέθηκε εκτός λειτουργίας. Με ένα ρυάκι από φυσαλίδες να το ακολουθεί, το ερευνητικό πλοίο άρχισε τη γρήγορη, με την πλώρη μπροστά, κάθοδό του προς τον πυθμένα της θάλασσας. Προς την Ατλαντίδα. Ο Κόμπρας στράφηκε στον καπετάνιο του. «Πήγαινε μας πίσω στο λιμάνι. Ολοταχώς!» «Μάλιστα, κύριε!» Ο καπετάνιος μεταβίβασε τις εντολές στο πλήρωμα της γέφυρας. Ξεχασμένη σε μια γωνιά, η Νίνα είχε φέρει το χέρι μπροστά στο στόμα της προσπαθώντας να σταματήσει το θρήνο της. Είχε αποτύχει.

Ο Τσέιζ ανέβασε στο φουλ τους πλωτήρες του, αφού δεν είχε χρόνο να κάνει κάτι παραπάνω από το να απομακρυνθεί από το άγαλμα και να βουτήξει. Πέντε δευτερόλεπτα, τέσσερα, τρία... Έπιασε με την άκρη του ματιού του ένα αχνό φως από κάτω -η Κάρι!-, έκανε στροφή και κατευθύνθηκε προς τα εκεί... Τα εκρηκτικά πυροδοτήθηκαν.

22

ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ του Ποσειδώνα, ο οποίος είχε αντέξει τον καταποντισμό της Ατλαντίδας και στεκόταν άγρυπνος φρουρός του ναού για περισσότερο από δώδεκα χιλιάδες χρόνια, ανατινάχτηκε, έγινε κομμάτια. Η ελεφάντινη οροφή κατέρρευσε και στην πλημμυρισμένη αίθουσα άρχισαν να πέφτουν βροχή τα θραύσματα, με κοφτερές σαν λεπίδες άκρες. Αλλά και η πέτρα, που βρισκόταν πάνω από τα εκρηκτικά, δέχτηκε επίσης την ισχύ της έκρηξης. Κάτω από την τεράστια πίεση του νερού, η πέτρινη πλάκα μετά βίας εξείχε πάνω από τριάντα εκατοστά. Αυτό όμως ήταν αρκετό. Ο Ατλαντικός, αφού περίμενε υπομονετικά εκατοντάδες αιώνες, τελικά βρήκε τρόπο να εισβάλει στην αρχαιότερη λεία του. Το παγωμένο θαλασσινό νερό πέρασε μέσα από το κενό και η κολοσσιαία δύναμή του λύγισε τις αρχαίες πέτρες. Καθώς υποχωρούσε η οροφή, άνοιξε μια τρύπα, πάνω από έξι μέτρα. Χιλιάδες τόνοι νερού όρμησαν με δύναμη οδοστρωτήρα για να μεταβάλουν ό,τι είχε απομείνει από το άγαλμα του Ποσειδώνα σε χρυσά θρύψαλα. Η σύγκρουση έστειλε ένα τεράστιο κύμα να προστεθεί στο νερό που ήδη υπήρχε μέσα στο ναό. Αγάλματα τινάχτηκαν από το δάπεδο και άρχισαν να στριφογυρίζουν τριγύρω σαν παιχνίδια. Ο Τσέιζ αισθανόταν λες και τον είχε χτυπήσει φορτηγό. Ο φακός έφυγε από το χέρι του και παρασύρθηκε από το στρόβιλο. Ο ίδιος χτύπησε πάνω σε έναν τοίχο. Δυνατά. Δεν μπορούσε να κινηθεί, καρφωμένος από την τρομερή δύναμη σαν πεταλούδα σε κάποιο λεύκωμα. Κατόπιν η φασαρία καταλάγιασε. Το ίδιο και η πίεση που τον έριξε με δύναμη πάνω στον τοίχο, ενώ τα ρεύματα και οι δίνες εξασθένησαν. Ένας οξύς, καυτός πόνος διαπέρασε τον αριστερό καρπό του. Θυμήθηκε αμυδρά ότι είχε τσακίσει το χέρι του στον τοίχο, αλλά μόλις τώρα κατάφερε το μυαλό του να προωθήσει την αίσθηση του πόνου. Τα φώτα της στολής του εξακολουθούσαν να λειτουργούν, αλλά για αρκετή ώρα δεν επρόκειτο να του χρησιμεύσουν σε τίποτα. Η λάσπη που είχε μείνει απείραχτη στο δάπεδο του ναού από την εποχή του κατακλυσμού είχε ανακατευτεί από τη μανία της πλημμύρας, κάνοντας το νερό αδιαφανές σαν

γάλα. Τώρα όμως που ο ναός είχε πλημμυρίσει εντελώς, η εισροή του νερού είχε σταματήσει. Κι αυτό σήμαινε ότι μπορούσε να βγει έξω μέσα από την τρύπα στην οροφή. Κάρι! Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να ήταν εντελώς προετοιμασμένη για την απίστευτη επίθεση του ωκεανού. Θα πρέπει να είχε χτυπηθεί το ίδιο δυνατά όσο κι εκείνος. Επιχείρησε με τον ασύρματο. «Κάρι! Κάρι, με ακούς; Είσαι εκεί; Κάρι!» Καμία απάντηση. Θα πρέπει να ήταν εκτός ακτίνας κύματος - ή ίσως πληγωμένη, ακόμα και νεκρή. Βούτηξε προς το δάπεδο και κολύμπησε προς τα εμπρός, μορφάζοντας από τον πόνο στο αριστερό του χέρι. Χρησιμοποιώντας τους πλωτήρες θα πήγαινε γρηγορότερα, αλλά δεν ήθελε να διακινδυνεύσει να συγκρουστεί με οτιδήποτε προτού μπορέσει να το δει. Κάτω από τα πόδια του ένιωθε συντρίμμια, σπασμένα αγάλματα και πέτρες. Σαν να είχε γίνει βομβαρδισμός. Ένα αχνό φως μπροστά του. Οι αποστάσεις ήταν παραπλανητικές στα γεμάτα λάσπες νερά. Έμοιαζε να είναι δώδεκα με δεκαπέντε μέτρα μακριά, αλλά υπό τις δεδομένες συνθήκες ήταν πιο πιθανό να είναι πέντε. «Κάρι!» φώναξε καθώς τα φώτα απέκτησαν σχήμα. Ήταν οι προβολείς στη στολή της - ένας προβολέας, μάλλον, μια και ο άλλος είχε τεθεί εκτός λειτουργίας. Μπορούσε όμως να πει με σιγουριά ότι ήταν αυτή που κειτόταν ακίνητη πάνω στο δάπεδο. Την έσπρωξε να γυρίσει όρθια. Οι κάσκες τους τσούγκρισαν καθώς προσπαθούσε να δει το πρόσωπό της μέσα στο σκοτάδι. Τα μάτια της ήταν κλειστά και δεν ήταν σίγουρος αν ανέπνεε. Η στολή καταδύσεων ήταν ένα κλειστό σύστημα που δεν είχε καμιά ένδειξη για αποδέσμευση φυσαλίδων αέρα. «Κάρι!» Τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. «Αχ, ευχαριστώ, Χριστέ μου», είπε ξέπνοος ο Τσέιζ. «Κάρι, έλα, ξύπνα. Πρέπει να βγούμε από δω». Άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε θολά. «Έντι; Τι έγινε;» «Σύντομη εκδοχή; Μπαμ! Πλατς! Τρύπα. Είσαι καλά;» Το πρόσωπό της σφίχτηκε από τον πόνο. «Πονάνε τα πόδια μου...» «Το μέρος αυτό μπορεί να καταρρεύσει κι άλλο. Πρέπει να βγούμε έξω. Αν προχωρήσουμε ευθεία μπροστά, μπορούμε να βρούμε τη στέγη και να βγούμε από την τρύπα». «Πέτυχε;»

«Α, και βέβαια πέτυχε». Της έπιασε το χέρι. «Χρησιμοποίησε τους πλωτήρες σου και ανέβα προς τα πάνω». Άπλωσε το χέρι για να βρει τα κουμπιά των δικών του πλωτήρων. «Με το τρία. Έτοιμη;» Η Κάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι και μέτρησε μέχρι το μηδέν... Η Κάρι έφυγε κάθετα προς τα πάνω. Ο Τσέιζ έμεινε εκεί που ήταν. «Ει! Ει, σταμάτα!» φώναξε, φεύγοντας με ένα τίναγμα από το δάπεδο του ναού πίσω της. Το φτεροκόπημα των πλωτήρων της σταμάτησε. «Τι τρέχει;» Ο Τσέιζ πίεσε τον τροχό ελέγχου μπρος και πίσω με τον αντίχειρά του. Δεν έγινε τίποτα. «Χιούστον, έχουμε πρόβλημα. Οι πλωτήρες μου δε λειτουργούν». «Είναι χαλασμένη η στολή σου;» «Ε, ναι, κατά κάποιο τρόπο. Η πρώτη μου ένδειξη ήταν αυτό το “εκτός λειτουργίας” πράγμα». Χτύπησε το χέρι της στο στήθος του. «Σοβαρά μιλάω! Αυτές οι στολές είναι ανθεκτικές - αν χτυπήθηκε τόσο πολύ ώστε να πάθει ζημιά κάποιο από τα συστήματά της, τότε μπορεί να μην είναι και το μοναδικό. Λειτουργεί το απόθεμα αέρα;» «Εντάξει φαίνεται, αλλά...» σταμάτησε. «Περίμενε ένα λεπτό. Ή που κατουρήθηκα... ή που έχω διαρροή υγρού». Μετακινήθηκε με δυσκολία. Υπήρχε μια ψυχρή, υγρή αίσθηση στο πάνω μέρος της γάμπας του, στο εσωτερικό της στολής. «Που να πάρει! Μπάζει νερά». Λες και ήταν η κατάλληλη στιγμή, μια μικροσκοπική φυσαλίδα αέρα υψώθηκε ανάμεσά τους, αγγίζοντας το γυαλί της κάσκας του Τσέιζ προτού εξαφανιστεί προς τα πάνω. «Γραπώσου από πάνω μου, και ό,τι κι αν γίνει μη με αφήσεις», έδωσε εντολή η Κάρι. Ο Τσέιζ πιάστηκε από τη ζώνη της, βλέποντας ότι τα περισσότερα εργαλεία έλειπαν. Είχαν παρασυρθεί από το χείμαρρο. Πυροδότησε τους πλωτήρες της, που ζορίστηκαν από το επιπλέον βάρος καθώς ανέβαιναν. «Ελάττωσε ταχύτητα», προειδοποίησε ο Τσέιζ καθώς πλησίαζαν στην οροφή. «Δε θέλεις να χτυπήσεις εκεί πάνω». «Κι εσύ δε θέλεις να πνιγείς!» Ελάττωσε, ωστόσο, ταχύτητα και σήκωσε το χέρι της πάνω από το κεφάλι της, ώσπου ακούμπησε σε κάτι στερεό. «Φτάσαμε. Υπάρχει ακόμα ένας θύλακας αέρα. Το αισθάνομαι». Τεντώθηκε ώσπου το πάνω μέρος της κάσκας της χτύπησε στην ελεφάντινη οροφή. Υπήρχε αρκετός χώρος για να βγάλει τα μάτια της πάνω από τη γραμμή του νερού. Με έκπληξη είδε ότι υπήρχε φως. Οι ράβδοι χημικού φωτισμού ήταν ακόμα εκεί, χοροπηδώντας πάνω στην επιφάνεια. «Τι βλέπεις;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Η οροφή υποχώρησε περίπου δέκα μέτρα, κι αυτό εξηγεί γιατί εξακολουθεί να υπάρχει αέρας». Ξαναγύρισε στο νερό. «Βλέπω έναν από τους τοίχους στο

τέρμα». «Είναι ο νότιος τοίχος, εκεί που βρισκόμασταν. Πρέπει να πάμε από την άλλη». «Εντάξει». Ξαναβούτηξε για λίγα μέτρα, σέρνοντας μαζί της τον Τσέιζ, κι ύστερα έγειρε μπροστά για να προωθηθεί προς την κορυφή της στέγης. Το απαλό πορτοκαλί φως των ράβδων χημικού φωτισμού την οδήγησε προς την περιοχή της οροφής που είχε υποχωρήσει. «Πρόσεχε! Μπορεί να έχουν χαλαρώσει οι πέτρες», την προειδοποίησε ο Τσέιζ. «Τα δυνατά εκρηκτικά το έκαναν αυτό». Οι έλεγχοι στην οροφή έγιναν πιο εξονυχιστικοί, όταν συνειδητοποίησε ότι η έκρηξη είχε θρυμματίσει το ελεφαντόδοντο, αφήνοντας να εξέχουν κάτι κοφτερές απολήξεις σαν νύχια. Αναπάντεχα, αισθάνθηκε ένα ανεπαίσθητο ρεύμα μπροστά της. Τα απειροελάχιστα σωματίδια που τριγυρνούσαν στο νερό μειώθηκαν. «Έντι! Νομίζω ότι το βρήκαμε!» «Σπουδαία! Πρόσεχ...» Με ένα τρίξιμο που ακούστηκε σαν σπάσιμο οστού, ένας από τους τεράστιους πέτρινους ογκόλιθους έπεσε από τη θέση στην οποία στεκόταν, εξαιτίας της βαρύτητας, συμπαρασύροντας μαζί του μεγάλα κομμάτια ελεφαντόδοντου. Έπεσε με δύναμη στο πίσω μέρος της στολής κατάδυσης της Κάρι, χτυπώντας τη στο πλάι. Ο Τσέιζ την άρπαξε από το χέρι και την τράβηξε για να σηκωθεί όρθια. «Που να πάρει! Είσαι καλά;» Εξέτασε τη στολή της. Η κορυφή του φουσκωτού περιτυλίγματος που περιείχε τα αποθέματα αέρα και τα συστήματα αναπνοής είχε ισοπεδωθεί και ραγίσει σαν κέλυφος αβγού. «Την ξεσκίσαμε τη στολή σου... μπορείς ακόμα να αναπνεύσεις;» Η Κάρι πήρε με δυσκολία μια αναπνοή. «Κάτι δεν πάει καλά. Εξακολουθώ να παίρνω αέρα, αλλά αναπνέω με δυσκολία. Νομίζω ότι χάλασε ο ρυθμιστής». Ο Τσέιζ την έπιασε από το χέρι για την καθησυχάσει. «Κάρι, κράτα την ψυχραιμία σου. Βρισκόμαστε σχεδόν έξω από το ναό. Μόλις βγούμε, θα βρούμε τον Ούγκο και θα κατευθυνθούμε προς την επιφάνεια. Δεκαπέντε λεπτά, τόσο θα χρειαστούμε. Κάνε οικονομία στον αέρα σου και ανάσαινε αργά. Εντάξει;» «Εντάξει». Κούνησε το κεφάλι της, αλλά το πρόσωπό της πρόδιδε την ανησυχία της. Έφτασαν στο κενό που υπήρχε στην οροφή. Η Κάρι χρησιμοποίησε τους πλωτήρες της για να βρεθεί έξω από το ναό, τραβώντας μαζί της τον Τσέιζ. Το νερό καθάρισε γρήγορα. Ο Τσέιζ κοίταξε γύρω του για φώτα. Εντόπισε μερικά σχεδόν στη στιγμή - δεν ήταν γνωστά. «Κι άλλο βαθυσκάφος», είπε η Κάρι, κοιτώντας τα συντρίμμια του δικού τους σκάφους. Παρόλο που ο χώρος για τα μέλη του πληρώματος είχε βουλιάξει, ο τομέας των μπαταριών παρέμενε ακόμα στεγανοποιημένος, τροφοδοτώντας άσκοπα με ενέργεια τους προβολείς. «Ο Κόμπρας».

«Ο Ούγκο βρίσκεται κάπου εδώ γύρω». Ο Τσέιζ απομακρύνθηκε κολυμπώντας από την τρύπα. «Ούγκο; Με λαμβάνεις; Είμαστε έξω από το ναό. Επαναλαμβάνω, βγήκαμε έξω. Με ακούς;» Σιωπή και ύστερα: «Έντουαρντ!» Η φωνή έφτασε αχνή, αλλοιωμένη από τις παρεμβολές, αλλά ήταν αναμφισβήτητα η φωνή του Βέλγου. «Σε ακούω! Που είσαι;» «Πάνω από το βόρειο άκρο του ναού. Εσύ;» «Κατεβαίνω από το νοτιοδυτικό! Μπορείς να με δεις;» Ο Τσέιζ κοίταξε προς τα πάνω. Ήταν αρκετά σίγουρος ότι είδε τα φώτα της στολής του Καστίγ που πλησίαζε. «Είσαι καλά;» «Η στολή της Κάρι έπαθε ζημιά, και η δική μου σκίστηκε. Έχω υγρασία και καθόλου πλωτήρες. Πρέπει να φτάσουμε στην επιφάνεια γρήγορα». Ο Καστίγ φώτισε με το φακό του τη στολή του Τσέιζ. «Να η υγρασία», είπε, δείχνοντας τη μέση του. Ο Τσέιζ κατάλαβε την αιτία. Όταν χρησιμοποίησε το μαχαίρι για να κόψει τη ζώνη του, η αιχμηρή μύτη του τρύπησε το περίβλημα της στολής από πολυανθρακίτη. Ακόμα και την ώρα που την παρατηρούσε εμφανίστηκε άλλη μια μικροσκοπική φυσαλίδα και έσκασε προς τα πάνω. «Έχεις κάτι που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να την μπαλώσουμε;» Ο Καστίγ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Άκου, Έντουαρντ, κάτι έγινε στην επιφάνεια. Άκουσα...» Κλινγκ. «Τι στην ευχή ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τσέιζ. Λες και χτυπούσε μέταλλο σε πέτρα, αυτό του θύμισε ο αναπάντεχος θόρυβος που ακούστηκε. Στράφηκε. Κάτι γυάλιζε αχνά, ένα αντικείμενο που κειτόταν εκεί κοντά. Πλησίασε περισσότερο για να το εξετάσει. Ένα γαλλικό κλειδί. Κλονγκ! Κι άλλος θόρυβος, πιο δυνατός και πιο διαπεραστικός. Στράφηκαν όλοι και είδαν ένα μακρύ πάσσαλο να στέκεται όρθιος πάνω στη λίθινη στέγη. Ανατράπηκε αργά και κύλησε κάτω από την επικλινή πλευρά του ναού. Ο Καστίγ κολύμπησε από πίσω του και σταμάτησε μόνο όταν κατάλαβε τι ήταν. «Είναι ένας γάντζος», είπε. «Γιατί είναι...» Κοιτάζοντας γύρω του, ο Τσέιζ συνειδητοποίησε ότι έπεφταν και άλλα αντικείμενα, σαν μεταλλική βροχή. Κοίταξε προς τα πάνω... «Ούγκο! Κουνήσου!» Πολύ αργά. Το ελικόπτερο του Έβινορ έπεσε με την ουρά σαν λόγχη πάνω στον Καστίγ. Ο Βέλγος καρφώθηκε πάνω στη στέγη του ναού.

Ένας από τους έλικες χώθηκε στη στολή του. «Όχι!» μούγκρισε ο Τσέιζ. Επιχείρησε να κολυμπήσει προς το φίλο του, αλλά το ωστικό κύμα από το υπόλοιπο τμήμα της ατράκτου του ελικοπτέρου που συντρίφτηκε πάνω στα βράχια τον πέταξε πίσω. Ένα σκούρο, φουσκωμένο σύννεφο σκίασε τους προβολείς του Καστίγ. Αίμα. «Ούγκο!» Το κύμα υποχώρησε. Ξανακολύμπησε, χτυπώντας μανιασμένα τα πόδια του, αγνοώντας τον πόνο στο χέρι του. Η Κάρι τον γράπωσε από τη στολή του, χρησιμοποιώντας τους πλωτήρες της για να τον τραβήξει πίσω. «Πάει, έφυγε!» του φώναξε. «Πρέπει να βγούμε από δω μέσα! Τώρα!» Ο Τσέιζ στράφηκε προς το μέρος της, γεμάτος οργή και απελπισία. «Δεν μπορώ να τον αφήσω πίσω!» «Πρέπει! Κοίτα!» είπε και του έδειξε προς τα πάνω... Κι άλλη βροχή από συντρίμμια κατέβαινε. Εργαλεία, κομμάτια από το αμπάρι, το κιγκλίδωμα, ακόμα και το ραντάρ του Έβινορ. Αλλά και κάτι μεγαλύτερο, ένα χοντρό κίτρινο πράγμα ερχόταν προς το μέρος τους μέσα στη σκοτεινιά... Η Κάρι απομακρύνθηκε ταχύτατα, τραβώντας τον Τσέιζ μαζί της, καθώς το Σαρκντόζα έπεφτε κατακόρυφα· διαπέρασε με ορμή την οροφή του ναού, λίγα μόλις εκατοστά μακριά τους. Μια αλυσίδα ερχόταν από πίσω του με τους κρίκους να στριγκλίζουν απαίσια χτυπώντας πάνω στα βράχια. Η τροχαλία στην άλλη άκρη συνετρίβη πάνω στο ναό, για να περάσει κατόπιν ξυστά ακριβώς πίσω από την Κάρι και τον Τσέιζ. Και οι δύο την ένιωσαν μέσα από το νερό, καθώς πέρασε μερικά μόνο εκατοστά μακριά από τα πόδια τους. Η Κάρι ισορρόπησε μόλις απομακρύνθηκε από το ναό. Κι άλλα συντρίμμια έπεσαν γύρω τους, εκρήξεις που συνέβαιναν σε αργή κίνηση ενώ διάφορα αντικείμενα τσακίζονταν στον πυθμένα της θάλασσας. Ο Τσέιζ κοίταξε προς τα πάνω. «Οχ! Που να πάρει! Προχώρα δεξιά! Φύγε!» Τον άκουσε και, στρέφοντας το κεφάλι της για να δει, η καρδιά της αναπήδησε από τον τρόμο. Ήταν μια βροχή από διάττοντες αστέρες, ένα φωτιστικό που ερχόταν ορμητικά να την καταποντίσει. Το Έβινορ! Τα φώτα κινδύνου εξακολουθούσαν να είναι αναμμένα, ενώ απαίσιοι μεταλλικοί τριγμοί αντηχούσαν στη βαθιά θάλασσα. Το πλοίο, μια βόμβα τριών χιλιάδων τόνων, έπεφτε κατευθείαν πάνω τους! Η Κάρι κόλλησε ακόμα δυνατότερα τον αντίχειρά της στο κουμπί των πλωτήρων της, τραβώντας την ίδια και τον Τσέιζ έξω από την πορεία του

καταποντιζόμενου πλοίου... Το Έβινορ έσκασε στο βυθό της θάλασσας σαν βόμβα. Η πλώρη ισοπεδώθηκε από την πρόσκρουση και η δύναμη του νερού, επιστρέφοντας στο εσωτερικό του πλοίου, χώρισε στη μέση ενώσεις και συνδέσεις εξίσου καταστροφικά με οποιοδήποτε εκρηκτικό. Ο λιγοστός αέρας που παρέμενε ακόμα εγκλωβισμένος στο εσωτερικό ξεχύθηκε από τις εκατοντάδες νέες σχισμές στο κουφάρι του πλοίου. Καρφιά λαμαρίνας, φινιστρίνια, ακόμα και πόρτες τινάχτηκαν ψηλά σαν βολίδες. Η Κάρι και ο Τσέιζ, χτυπημένοι από το ωστικό κύμα και σχεδόν κουφοί, βολόδερναν κι αυτοί εδώ κι εκεί σαν τα κομμάτια του ναυαγισμένου πλοίου που αιωρούνταν γύρω τους, χτυπώντας με μανία τις στολές τους. Κι άλλο απαίσιο στρίγκλισμα από παραμορφωμένο μέταλλο ακούστηκε στα βάθη του ωκεανού, καθώς το Έβινορ αργά αλλά αδυσώπητα κατακρημνιζόταν, πέφτοντας με το πλάι και κόβοντας στα δύο το ναό σαν λεπίδα γκιλοτίνας, αφού κανένα αρχιτεκτόνημα με όση ακρίβεια κι αν ήταν κατασκευασμένο δεν μπορούσε να συγκροτήσει την απόλυτα καταστροφική δύναμη χιλιάδων τόνων σιδήρου. Η στέγη του ναού τινάχτηκε προς τα έξω, καθώς το Έβινορ εκτόπισε το νερό που βρισκόταν μέσα στην κεντρική αίθουσα. Μόλις υποχώρησαν τα υποστηρίγματα, οι τοίχοι κατέρρευσαν, συντρίβοντας τα πάντα. Ο ναός του Ποσειδώνα, η κατεξοχήν καρδιά της ακρόπολης της Ατλαντίδας, είχε πλέον χαθεί, οριστικά, για πάντα. Ο θόρυβος καταλάγιασε. Με το κεφάλι του να κουδουνίζει, ο Τσέιζ άρχισε να συνειδητοποιεί ότι εξακολουθούσε να είναι ζωντανός. Η Κάρι... Είχαν σταματήσει να κρατιούνται και είχαν χωρίσει. Στράφηκε, προσπαθώντας να τη διακρίνει κάπου. «Κάρι! Πού είσαι;» Δε φαινόταν καμία ένδειξη από τα φώτα της μέσα στο σκοτάδι. «Εδώ είμαι», η φωνή της ακούστηκε αδύναμη, αλλοιωμένη. «Πίσω σου, περίπου πέντε μέτρα πιο κάτω. Ανεβαίνω». Ο Τσέιζ κοίταξε κάτω. Ακόμα τίποτα. «Δε σε βλέπω!» «Τα φώτα μου χάλασαν. Περίμενε λίγο». Ένα λεπτό αργότερα, εμφανίστηκε μια πορτοκαλί λάμψη, το απόκοσμο περίγραμμα της στολής της, που ανέβαινε πίσω από τη μικρή ράβδο χημικού φωτισμού που κρατούσε στο δεξί της χέρι. «Το σύστημα αέρα χάνει - δυσκολεύομαι να αναπνεύσω». «Οι πλωτήρες σου εξακολουθούν να λειτουργούν;» «Ναι. Με την υγρασία σου τι γίνεται;» Ο Τσέιζ έκανε μια στροφή μέσα στη στολή του. Η παγωνιά είχε απλωθεί. «Σκατά. Νομίζω ότι χειροτέρεψε». «Δεν μπορεί να είναι μεγάλη τρύπα γιατί τώρα θα ήσουν ήδη νεκρός - θα

χειροτερέψει όμως κι άλλο». Η Κάρι έφτασε κοντά του, κρατώντας τη ράβδο χημικού φωτισμού μπροστά στην περιοχή με το πρόβλημα. «Υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνεις για να την κλείσεις;» «Όχι, αλλά μπορείς να κάνεις κάτι εσύ». «Τι;» «Να ακουμπήσεις εκεί πάνω τον αντίχειρά σου». «Οχ». Ο Τσέιζ ένιωσε παράξενα ντροπιασμένος που δεν το είχε σκεφτεί μόνος του. Κοίταξε κάτω το ναό. Λίγα από τα φώτα του Έβινορ εξακολουθούσαν να ανάβουν μέσα στο ναυάγιο. «Ούγκο...» «Εγώ ανησυχώ για τη Νίνα», είπε η Κάρι. «Αφού ξέρουμε ότι ήταν στο πλοίο. Ο Κόμπρας δεν αφήνει ποτέ πίσω του μάρτυρες». Παρόλο που στεκόταν δίπλα του, και ήταν ελάχιστες οι ραδιοπαρεμβολές, η φωνή της εξακολουθούσε να ακούγεται αδύναμη. Έβαλε σε κίνηση τους πλωτήρες της και ξεκίνησαν την άνοδό τους. Ο Τσέιζ κρατούσε με το ένα χέρι τη ζώνη της, ενώ με τον αντίχειρα του άλλου πίεζε το σχίσιμο στη στολή του. Υπήρχε ένα μικρό ψηφιακό βαθύμετρο μέσα στην κάσκα του. Η ένδειξη μειωνόταν. Μειωνόταν όμως πολύ αργά. Με το επιπλέον βάρος, η στολή της Κάρι κατάφερνε να αναπτύξει λιγότερο από το μισό της ανώτατης ταχύτητάς της. Πάσχισε να υπολογίσει πόση ώρα θα τους έπαιρνε μέχρι να φτάσουν στην επιφάνεια. Είκοσι λεπτά τουλάχιστον. Πιθανόν μάλλον τριάντα. Και με τα αποθέματα αέρα της Κάρι εκτός λειτουργίας... «Πώς πάει η αναπνοή σου;» ρώτησε. «Όσο πάει και δυσκολεύει. Ο ρυθμιστής ακούγεται σαν να κολλάει. Δεν έχω πλήρη παροχή». «Πώς αισθάνεσαι;» «Σαν μεθυσμένη. Και... λιγάκι ζαλισμένη». Τα πρώτα συμπτώματα υποξίας22. Ο Τσέιζ ήξερε καλά. Έλλειψη οξυγόνου. Δεν υπήρχε περίπτωση να καταφέρει η Κάρι να κρατήσει τις αισθήσεις της για πολλή ώρα ώστε να προλάβουν να φτάσουν στην επιφάνεια. Αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να ρυθμίζει εκείνος τους πλωτήρες. Κι αυτό σήμαινε... ότι θα έπρεπε να βγάλει τον αντίχειρά του από την τρύπα της στολής του. Χρειαζόταν και τα δυο του χέρια για να τη συγκρατεί, αφού ο διακόπτης δεν ήταν σχεδιασμένος για να σηκώνει βάρος. Αν έριχνε εκεί όλο του το βάρος, θα έσπαγε, καταδικάζοντας και τους δύο. «Κάρι», είπε, κάνοντας προσπάθεια να ακουστεί ήρεμος, για το δικό του καλό αλλά και για το δικό της, «κράτα τον αντίχειρά σου στο διακόπτη όσο μπορείς, εντάξει; Αν έχεις κάποια δυσκολία, θα αναλάβω εγώ. Μην ανησυχείς. Θα καταφέρουμε να βγούμε στην επιφάνεια». 22 Η κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή οξυγόνωση μέρους ή ολόκληρου του οργανισμού. (Σ.τ.Μ.)

«Αν όμως αναλάβεις εσύ το κοντρόλ, δε θα πρέπει να...» «Μην ανησυχείς για μένα. Θα τα καταφέρουμε. Εντάξει;» «Εντάξει...» απάντησε με νυσταγμένη φωνή. Ανέβηκαν σιωπηλά για μερικά λεπτά ακόμα. Ο Τσέιζ έλεγξε το βαθύμετρο: εκατόν ενενήντα πέντε μέτρα. Είχαν να διανύσουν πολύ μεγάλη απόσταση. «Έντι;» «Ναι». Ακούστηκε σαν να βρισκόταν στα πρόθυρα του ύπνου. «Λυπάμαι για τον Ούγκο. Τον συμπαθούσα». «Κι εγώ λυπάμαι», αποκρίθηκε, ενώ μέσα του σηκώθηκε ένα κύμα οργής. Πάλεψε να το κατασιγάσει. Δε φάνηκε να τα καταφέρνει, όμως. «Συνήθως δε ζητώ εκδίκηση, είναι αντιεπαγγελματικό, αλλά ο Κόμπρας θα το μετανιώσει». «Ωραία. Είμαστε τόσο κοντά, δεν μπορεί να μας σταματήσει...» «Τόσο κοντά σε τι;» Καμία απάντηση. «Κάρι;» Οι πλωτήρες σταμάτησαν. Το αριστερό χέρι της Κάρι έπεσε χαλαρά από το κουμπί του κοντρόλ. «Οχ! Την πατήσαμε», μουρμούρισε ο Τσέιζ. Εκατόν ογδόντα μέτρα. Σε αυτό το βάθος η πίεση που δεχόταν η στολή του ήταν σχεδόν είκοσι ατμόσφαιρες. Αν το σκίσιμο μεγάλωνε, τότε το νερό δε θα έμπαινε σταλιά σταλιά, αλλά σαν πίδακας. Όμως δεν είχε άλλη επιλογή. Κολύμπησε, κρατώντας την Κάρι από τη μέση με το πονεμένο αριστερό του χέρι, ενώ με το δεξί αγκάλιασε το κοντρόλ των πλωτήρων. Η παγωμένη υγρασία στο εσωτερικό της στολής του είχε απλωθεί. Τουρτούριζε. Δεν υπήρχε χρόνος γι’ αυτά. Πίεσε το κουμπί της ταχύτητας μέχρι το τέρμα. Οι πλωτήρες ξαναζωντάνεψαν, και το βυθόμετρο κατέβηκε, εκατοστό το εκατοστό, με μεγάλο κόπο. Κολυμπούσε, κάνοντας ό,τι μπορούσε για να αυξήσει την ταχύτητα ανόδου τους. Παρά την εκπαίδευση και τη φυσική του κατάσταση, κουράστηκε γρήγορα. Η πίεση και το κρύο του ωκεανού εξάντλησαν τη δύναμή του. Ενάμισι και πλέον μέτρο. Από πάνω τους δε φαινόταν τίποτε ακόμα εκτός από σκοτάδι. Το υγρό ρίγος απλώθηκε σε όλο το κορμί του. Στα εκατόν είκοσι μέτρα, έφτασε μέχρι τον Τσέιζ η πρώτη ένδειξη φωτός από την επιφάνεια και το απόλυτο σκοτάδι παραχώρησε τη θέση του σε ένα παράξενα όμορφο κυανό λαμπερό χρώμα. Καθώς ανέβαιναν, εμφανίστηκαν περισσότερα ψάρια, προσπερνώντας τους παρείσακτους με παγερή αδιαφορία. Κοίταξε την Κάρι. Είχε κλειστά τα μάτια και έμοιαζε ήρεμη. Ο Τσέιζ δεν μπορούσε να καταλάβει αν εξακολουθούσε ακόμα να αναπνέει. Είτε οι ανάσες της ήταν πολύ απαλές και δεν μπορούσε να δει τις απειροελάχιστες κινήσεις των ρουθουνιών της... είτε ήταν ήδη νεκρή. Εξήντα μέτρα, και ο Τσέιζ συνειδητοποίησε ότι διέκρινε τον ήλιο, μια

φωτεινότερη λωρίδα φωτός. Το βυθόμετρο κατέβαινε, τριάντα εκατοστά τη φορά. Οι πλωτήρες νεκρώθηκαν. Ο Τσέιζ ανεβοκατέβασε τον αντίχειρά του δυνατότερα πάνω στο κουμπί του κοντρόλ, ελπίζοντας ότι το κρύο τον είχε απλώς μουδιάσει, κάνοντας το χέρι του να γλιστράει. Δεν ήταν έτσι όμως. Πίεσε το κουμπί όσο το δυνατόν περισσότερο. Οι στολές τους ήταν κατασκευασμένες για να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με κάποιο βαθυσκάφος για να καταδύονται και κατόπιν να αναδύονται. Δεν είχαν κατασκευαστεί για να ταξιδεύουν μόνες τους. Οι μπαταρίες εξαντλήθηκαν. Κι εκείνοι βρίσκονταν ακόμα τριάντα μέτρα κάτω από την επιφάνεια. «Την πατήσαμε...» Κοίταξε την Κάρι, κι ύστερα την ταρακούνησε, ελπίζοντας ότι θα ξυπνούσε και θα τον βοηθούσε. Τα μάτια της παρέμειναν κλειστά. Τα πάντα τώρα εξαρτιόνταν από αυτόν. Κολύμπησε με όλες τις δυνάμεις που του είχαν απομείνει, τραβώντας μαζί του την Κάρι. Ζύγιζε λιγότερο από δέκα πέτρες, αλλά ο επιπλέον όγκος της στολής της έκανε την προσπάθεια να μοιάζει σαν να τραβούσε σε ανεμόσκαλα κάποιον γεροδεμένο κομάντο με όλη την εξάρτυσή του. Είκοσι εφτά μέτρα. Είκοσι τέσσερα μέτρα. Είκοσι ένα μέτρα. Η ώρα που του έπαιρνε για να διασχίσει το κάθε μέτρο έμοιαζε με αιώνας. Δεν ήθελε παρά να σταματήσει και να ξεκουραστεί, να ξαναβρεί την αναπνοή του και να επιτρέψει στο κάψιμο των μυών του να υποχωρήσει, αλλά έπρεπε να βγάλει στην επιφάνεια την Κάρι. Δώδεκα μέτρα. Εννέα μέτρα. Λάμψεις από το φως του ήλιου άστραφταν κοροϊδευτικά στα κύματα από πάνω. Το βυθόμετρο εξακολουθούσε να πέφτει. Έξι, πέντε, τέσσερα... Ένιωθε πια το βουβό ρεύμα των κυμάτων. Η στολή του χτυπούσε πάνω σε αυτή της Κάρι. Τρία, δύο... Η ανάσα του είχε κοπεί, οι μύες του ήταν έτοιμοι να παραιτηθούν... Ελεύθεροι! Βγήκε στην επιφάνεια, μισοκλείνοντας τα μάτια στον κατακόκκινο ήλιο που κρεμόταν πάνω από τον ορίζοντα. Καταπονημένος, τράβηξε την Κάρι μαζί του. Νερά έτρεχαν από την κάσκα της. Κάτω από το νερό ήταν αδύνατο να δει το πραγματικό της χρώμα, τώρα όμως, ακόμα και κάτω από το θερμό φως του ήλιου, το δέρμα της έδειχνε χλομό και γαλαζωπό. Οι στολές τους ήταν κλεισμένες με αυτοκόλλητα κλιπς και αγκράφες, και αυτό σήμαινε ότι χρειάζονταν δύο άνθρωποι για να ανοίξουν, αλλά δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Ο Τσέιζ άρπαξε την ασφάλεια γύρω από το λαιμό της, ενώ τα

μουδιασμένα δάχτυλά του πάσχιζαν να λασκάρουν τις αγκράφες. Τύλιξε το χέρι του γύρω από την κάσκα, παλεύοντας να τη μετακινήσει αρκετά ώστε να τη στρίψει. Πήρε μια στροφή και τα κλειδωμένα καρφιά ελευθερώθηκαν. Τράβηξε την κάσκα και την άφησε πλάι του. Το κεφάλι της Κάρι κρεμόταν χαλαρά. «Κάρι! Έλα, ξύπνα!» ο Τσέιζ τη χτύπησε ελαφρά στο μάγουλο, προσπαθώντας να κρατήσει το κεφάλι της όρθιο για να μην μπει νερό από το λαιμό της στολής της. Έπρεπε να της δώσει το φιλί της ζωής, αλλά του ήταν αδύνατο να μετακινήσει την κάσκα του χωρίς να την αφήσει. «Κάρι! Έλα λοιπόν, ξύπνα!» Πήρε μια κοφτή ανάσα, κι ύστερα έβηξε, πασχίζοντας να ανασάνει. Οι βλεφαρίδες της τρεμόπαιξαν. «Έντι;» Η λέξη δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος. «Ει, ει, είσαι ζωντανή!» είπε ο Τσέιζ κι έσκασε ένα τεράστιο χαμόγελο. «Τα καταφέραμε! Είσαι καλά!» «Ανακατεύομαι... και έχω έναν πραγματικά άσχημο πονοκέφαλο». «Είσαι όμως ζωντανή. Αυτό είναι το σημαντικό. Δώσε μου ένα χεράκι, βοήθησέ με να βγάλω από το κεφάλι μου αυτή τη γαμημένη κάσκα». Τράβηξε τα λουκέτα της κάσκας του. «Οχ, σκατά». «Τι;» Της έριξε ένα ηττημένο βλέμμα. «Δεν έχει σημασία. Βρισκόμαστε ακόμα χίλια μίλια στ’ ανοιχτά του Ατλαντικού και τα συντρίμμια του πλοίου μας είναι διασκορπισμένα στο βυθό. Είναι κάπως μακριά για να κολυμπήσουμε». Έκπληκτος την είδε να χαμογελάει. «Δε νομίζω ότι θα χρειαστεί να κολυμπήσουμε». «Γιατί όχι;» «Γιατί βλέπω τον καπετάνιο Μάθιους να κωπηλατεί προς το μέρος μας». Στράφηκε να δει. «Σωστά, που να με πάρει». Η σωσίβια λέμβος βρισκόταν εκατό μέτρα μακριά, αλλά ο Μάθιους διακρινόταν ολοκάθαρα με την άσπρη στολή του στην πρύμνη, να κουνάει το χέρι του. «Ο Κόμπρας λοιπόν τους άφησε ζωντανούς...» «Δεν είναι αυτό το στιλ του», είπε η Κάρι, σαστισμένη και συνάμα ανακουφισμένη. «Κάτι πρέπει να συνέβη. Πρέπει... αχ, Θεέ μου». Άρπαξε τον Τσέιζ απ’ το μπράτσο. «Η Νίνα! Πρέπει να πήρε τη Νίνα!» «Και γιατί να το κάνει αυτό; Την ήθελε νεκρή... γιατί να αλλάξει τώρα γνώμη;» «Πρέπει να ξέρει κάτι», συμπέρανε η Κάρι. «Κάτι που είδαμε στο ναό, κάποια πληροφορία αρκετά πολύτιμη για να την ανταλλάξει με το πλήρωμα...» «Εντάξει, μπορούμε να τους ρωτήσουμε σε ένα λεπτό. Έλα τώρα, βγάλε μου την κάσκα». «Τελικά, ίσως είναι καλύτερα να την κρατήσεις μέχρι να ανεβούμε στη βάρκα».

Ο Τσέιζ την αγριοκοίταξε. «Γιατί;» «Επειδή έχω την αίσθηση ότι ο ασύρματός σου είναι ο μόνος που έχουμε...» Πέντε λεπτά αργότερα, ο Τσέιζ πήρε τελικά μια ανάσα φρέσκου αέρα. Η Κάρι είχε δίκιο: το πλήρωμα του Έβινορ είχε εγκαταλειφθεί, έρμαιο των κυμάτων, χωρίς ασύρματο. Πάντως, μόλις η λέμβος συγκέντρωσε ξανά τα μέλη της στις παρυφές της περιοχής με τα συντρίμμια από το βυθισμένο ερευνητικό σκάφος, ένας από τους μηχανικούς βάλθηκε να θέσει σε λειτουργία τον πομπό της καταδυτικής στολής. Δεν είχε μεγάλο βεληνεκές, αλλά δε χρειαζόταν. Ο κόλπος του Κάδιξ ήταν με βάση τα ναυτικά δεδομένα ένας πολυσύχναστος τόπος. Ωστόσο, όπως επισήμανε ο Μάθιους, δεν μπορούσαν ακόμα να τον χρησιμοποιήσουν - δεν μπορούσαν να στείλουν κάποιο σήμα κινδύνου, αφού πιθανότατα το πλησιέστερο πλεούμενο ήταν το πλοίο του Κόμπρας. Στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε ο Τσέιζ και η Κάρι μπόρεσαν να μάθουν τι είχε συμβεί πάνω στο Έβινορ. «Δηλαδή η Νίνα προσφέρθηκε οικειοθελώς για να σώσει εσάς;» ρώτησε η Κάρι. Ο Μάθιους κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Παρόλο που ο Κόμπρας της είπε ότι έτσι κι αλλιώς θα τη σκότωνε. Της χρωστάμε όλοι τις ζωές μας». Η Κάρι βουβάθηκε, και στύλωσε τα μάτια σκεφτική προς το ηλιοβασίλεμα. Ο Τσέιζ την αγκάλιασε. «Ει, ει. Για την ώρα είναι ακόμα ζωντανή. Ό,τι κι αν ξέρει, δεν πρόκειται να του το ξεφουρνίσει αμέσως. Θα το καθυστερήσει όσο πιο πολύ γίνεται. Μπορούμε ακόμα να τη βρούμε». «Πώς;» ρώτησε απελπισμένη η Κάρι. «Ακόμα κι αν ακολουθήσουμε το πλοίο του στο λιμάνι, δε θα βρίσκεται πια εκεί πάνω. Θα τον πάρει κάποιο ελικόπτερο ή θα βγει στη στεριά με κάποιο ταχύπλοο λίγο προτού καταφέρουμε να βρούμε κάποιον να τον σταματήσει». «Κάτι θα σκεφτούμε». Ο Τσέιζ έγειρε πίσω και κοίταξε προς τα πάνω. Τα πρώτα αστέρια της νύχτας είχαν εμφανιστεί, λαμπυρίζοντας απαλά στον καθαρό ουρανό. «Τώρα που το θυμήθηκα», είπε ο Μάθιους, «η Δρ. Γουάιλντ μου έδωσε ένα μήνυμα, μολονότι δεν έχω ιδέα τι σημαίνει. Είπε να το διαβιβάσω σε σένα αν σε δω». Ο Τσέιζ ανακάθισε και πάλι. «Και τι σου είπε;» «Όχι πολλά. Απλώς ότι... θα σου στείλει καρτ ποστάλ». «Καρτ ποστάλ;» Η Κάρι συνοφρυώθηκε σαστισμένη. Η σύγχυσή της αυξήθηκε όταν ο Τσέιζ άρχισε να γελάει. Ένα ξέσπασμα καθαρής χαράς. «Τι; Τι σημαίνει;» Κατάφερε να ξαναβρεί τον έλεγχό του, ενώ ένα πλατύ χαμόγελο χώριζε κυριολεκτικά το πρόσωπό του στα δύο. «Σημαίνει», ανακοίνωσε, «ότι ξέρω ακριβώς πού πρόκειται να πάει».

23 ΘΙΒΕΤ Ο ΗΛΙΟΣ δεν είχε ακόμα ανατείλει πάνω από τις κορυφές των Ιμαλαίων, αλλά η Νίνα κατάφερε να διακρίνει τη λάμψη στην ανατολή πριν από το χάραμα, καθώς το ελικόπτερο πετούσε με θόρυβο ανάμεσα στις οροσειρές. Καθόταν φρουρούμενη στο πίσω μέρος του αεροσκάφους, έχοντας από έναν ένοπλο σε κάθε πλευρά. Απέναντι της κάθονταν ο Κόμπρας, ο Στάρκμαν και ο Φίλμπι. Ο πρώην μέντοράς της δεν είχε τολμήσει να την κοιτάξει κατάματα στη διάρκεια της πτήσης. Ήξερε καλά ότι πίσω τους ερχόταν ένα δεύτερο ελικόπτερο, μεταφέροντας κι άλλους άντρες, όπως και κάτι κρυμμένο μέσα σε ένα μεγάλο καφάσι. Και η Νίνα ήταν σίγουρη ότι δεν επρόκειτο για κάτι καλό. «Εμπρός, συνέχισε», την προέτρεψε ο Κόμπρας, «έλεγες για την έκρηξη...» «Ναι». Η εικόνα από τις τελευταίες επιγραφές του ναού ξαναγυρνούσε στο μυαλό της. «Το νησί καταποντιζόταν και το ηφαίστειο στο βόρειο άκρο ήταν ενεργό - ήξεραν ότι τα γραπτά βρίσκονταν στον τοίχο. Δε νομίζω ότι είχαν συνειδητοποιήσει πως το τέλος θα ερχόταν τόσο γρήγορα, όταν τελικά συνέβη». «Όχι αρκετά γρήγορα», είπε ο Κόμπρας. «Μερικοί από αυτούς ξέφυγαν». Η Νίνα κούνησε το κεφάλι της. «Έχεις πραγματικά σοβαρό πρόβλημα με τους Ατλάντιους, έτσι δεν είναι; Αν λάβουμε υπόψη ότι η αυτοκρατορία τους καταστράφηκε πριν από έντεκα χιλιάδες χρόνια, έχει περάσει πάρα πολύς καιρός για να κρατάς κάποια έχθρα». «Η αυτοκρατορία τους δεν καταστράφηκε ποτέ εντελώς, Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Κόμπρας. «Εξακολουθεί να υπάρχει ακόμα και σήμερα». «Μπα! Τότε υποθέτω ότι θα πρέπει να είναι η κραταιά και αόρατη αυτοκρατορία της Ατλαντίδας». Ο Κόμπρας αγνόησε το σαρκασμό της. «Αν με το “αόρατη” εννοείς πως κανείς δεν ξέρει ότι βρίσκεται εκεί, τότε ναι, έχεις δίκιο. Οι απόγονοι των Ατλάντιων όμως βρίσκονται ακόμα ανάμεσά μας, επιζητώντας να ελέγχουν όσους πιστεύουν ότι είναι κατώτεροι τους. Σήμερα η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι ο έλεγχός τους δεν ασκείται μόνο με τη δύναμη των όπλων, αλλά και μέσα από τη δύναμη του πλούτου». «Αυτό ακούγεται σαν θεωρία συνωμοσίας», κορόιδεψε η Νίνα. «Υποθέτω ότι

θα μου πεις τώρα πως οι κάτοικοι της Ατλαντίδας είναι στην πραγματικότητα οι Πεφωτισμένοι». «Σιγά μην είναι. Εμείς είμαστε οι Πεφωτισμένοι». Η Νίνα τον κοίταξε με δυσπιστία. «Τι;» «Όχι με την έννοια που είμαι βέβαιος ότι φαντάζεσαι. Η οργάνωσή μας χρονολογείται από πολύ παλιά. Πολύ παλαιότερα από οποιαδήποτε σέχτα που υιοθέτησε το όνομα από το δέκατο έκτο αιώνα και μετά. Όσο για το όνομα Πεφωτισμένοι, αυτό προέρχεται από τα λατινικά, ενώ το δικό μας από την αρχαία Ελλάδα. Η Αδελφότητα των Σελασφόρων, αυτών δηλαδή που φέρουν το φως». «Από την αρχαία Ελλάδα;» Η Νίνα στράφηκε στον Φίλμπι, αναζητώντας υποστήριξη ενάντια στην τρέλα, αλλά ενώ εξακολουθούσε να μην την κοιτάζει στα μάτια, δεν υπήρχε τίποτα στην έκφρασή του που να φανερώνει ότι αμφέβαλλε για τα λεγάμενα του Κόμπρας. «Λες λοιπόν πως είσαι ο ηγέτης μιας μυστικής οργάνωσης ενάντια στην Ατλαντίδα, που χρονολογείται πριν από δυόμισι χιλιάδες χρόνια; Ανοησίες!» «Χρονολογείται ακόμα παλιότερα», είπε ήρεμα ο Κόμπρας. «Είμαι σίγουρος ότι θυμάσαι τον Κριτία - την αναφορά που κάνει στον πόλεμο μεταξύ των Αθηναίων και των βασιλιάδων της Ατλαντίδας». «Φυσικά. “Ο πόλεμος [που έγινε] ανάμεσα σ’ εκείνους που ζούσαν έξω από τις στήλες του Ηρακλή και σ’ όλους εκείνους που κατοικούσαν στο μέσα μέρος” 23. Αυτή όμως είναι η μόνη αναφορά, εκτός από μερικές αράδες στον Τίμαιο». Ο Κόμπρας κούνησε το κεφάλι του. «Όχι. Υπάρχει και κάτι ακόμα». «Ο Κριτίας έμεινε ημιτελής». «Ο Κριτίας εξαφανίστηκε», αντέτεινε ο Κόμπρας. «Από την Αδελφότητα. Το πλήρες κείμενο περιείχε μια περιγραφή της μάχης ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, όπως και το πώς οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοί τους εκδίωξαν τους εισβολείς από τη Μεσόγειο. Περιγράφει επίσης την αθηναϊκή αντεπίθεση στην ίδια την Ατλαντίδα - που τερματίστηκε με τον αθηναϊκό στρατό να εγκλωβίζεται καθώς το νησί καταποντιζόταν». «Αυτό δε συμφωνεί με τον Τίμαιο», παρατήρησε η Νίνα. «“Μέσα σε μία μέρα και μία νύχτα φρίκης, όλο το γένος των πολεμιστών σας χάθηκε μέσα στη γη, και το νησί της Ατλαντίδας βυθίστηκε στη θάλασσα και αφανίστηκε”24. Δύο διαφορετικά γεγονότα». «Το ίδιο γεγονός σύμφωνα με το πρωτότυπο κείμενο του Κριτία». «Αλλά αυτό...» Η Νίνα σταμάτησε μόλις συνειδητοποίησε το πλήρες νόημα των λόγων του Κόμπρας. «Εννοείς το αυθεντικό κείμενο; Αυτό δηλαδή στο οποίο καταγράφηκαν άμεσα τα ίδια τα λόγια του Πλάτωνα;» 23 Πλάτωνος, Κριτίας..., ό.π., 108 e. 24 Πλάτωνος, Τίμαιος, μτφ. Βασίλης Κάλφας, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 1995, 25d. (Σ.τ.Μ.)

«Έχουμε περισσότερα απ’ όσα μπορείς να φανταστείς στο θησαυροφυλάκιό μας ανάμεσά τους και ολόκληρο το κείμενο του Κριτία, όπως και τον τρίτο από τους διαλόγους του Πλάτωνα για την Ατλαντίδα, τον Ερμοκράτη». «Μα, ο Ερμοκράτης δε γράφτηκε ποτέ...» «Έτσι κάναμε τον κόσμο να πιστεύει. Η Αδελφότητα εργάζεται για να εμποδίσει την ανεύρεση της Ατλαντίδας εδώ και χιλιάδες χρόνια. Οτιδήποτε θα μπορούσε να βοηθήσει σε αυτό τους απογόνους των Ατλάντιων, κάναμε τα πάντα, φτάσαμε ακόμα και στα άκρα, για να μην πέσει στα χέρια τους». «Στα άκρα, μηδέ εξαιρουμένου του φόνου!» μουρμούρισε σκυθρωπά η Νίνα. «Είναι κάτι για το οποίο δεν περηφανευόμαστε, αλλά μερικές φορές είναι απαραίτητο. Άλλες φορές... είναι δικαιολογημένο». «Γιατί όμως;» ρώτησε η Νίνα. «Αυτό είναι παράλογο! Ναι, η Ατλαντίδα είναι ένας από τους πιο φημισμένους αρχαίους μύθους του κόσμου, αλλά στο κάτω κάτω δεν είναι παρά ένας αρχαιολογικός τόπος, μια νεκρόπολη γεμάτη ερείπια!» Ο Κόμπρας σηκώθηκε από τη θέση του. «Η πόλη μπορεί να είναι νεκρή, αλλά αυτό που αντιπροσωπεύει είναι πάρα πολύ ζωντανό, Δρ. Γουάιλντ. Και είναι το ίδιο επικίνδυνο σήμερα όπως ήταν και το 9500 π.Χ. Η ανεύρεση της Ατλαντίδας θα εξυπηρετήσει για να ενώσει όλους τους απογόνους των Ατλάντιων, να τους ενοποιήσει σε μια ισχυρή δύναμη του κακού». «Η Ατλαντίδα βρέθηκε ήδη», επισήμανε η Νίνα. «Από μένα. Και όλοι όσοι επέβαιναν στο Έβινορ γνωρίζουν πού βρίσκεται. Νομίζεις ότι μπορείς να το κρατήσεις μυστικό αυτό;» «Μπορεί να εντοπίστηκε η θέση της, αλλά η γνώση που περιείχε καταστράφηκε. Και η Αδελφότητα έχει επιρροές σε πολλούς τομείς». Έριξε μια ματιά στον Φίλμπι. «Μπορούμε, χωρίς αμφιβολία, να στρέψουμε αλλού τον ακαδημαϊκό κόσμο». «Γι’ αυτό λοιπόν απέρριψες την εισήγηση μου, Τζόναθαν;» ρώτησε η Νίνα. «Σε είχε όλα αυτά τα χρόνια στο τσεπάκι του αυτός ο τύπος;» «Προσπαθούσα να σε προστατεύσω», αποκρίθηκε ο Φίλμπι. «Δεν ήξερα αν η θεωρία σου θα απέδιδε καρπούς ή όχι. Δεν μπορούσα όμως να αναλάβω το ρίσκο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν ήξερα ότι θα επιχειρούσαν να σε σκοτώσουν στο Μανχάταν για να την εξαφανίσουν. Πρέπει να με πιστέψεις! Δεν ήθελα ποτέ να σε βλάψω!» «Σου είμαι βαθύτατα ευγνώμων για το ενδιαφέρον σου». Ο Φίλμπι, γεμάτος ντροπή, απέφυγε το βλέμμα της. «Όσο για όλους τους άλλους που μπορεί να ενδιαφέρονται», συνέχισε ο Κόμπρας, «υπάρχουν τρόποι με τους οποίους μπορούμε να αποσπάσουμε την προσοχή τους. Τώρα πια όμως ίσως να μη χρειάζεται. Αν λες την αλήθεια για το τελευταίο προκεχωρημένο φυλάκιο των πραγματικών Ατλάντιων, τότε θα το καταστρέψουμε κι αυτό. Αφού θα έχει φύγει από τη μέση και ο τελευταίος

κρίκος, οι απόγονοί τους δε θα καταφέρουν ποτέ να ενωθούν και να αρχίσουν ένα νέο κατακτητικό πόλεμο». «Με δυσκολία οι Φροστ μπορούν να θεωρηθούν πολεμοκάπηλοι», διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. «Εκτός κι αν θεωρείς τη φιλανθρωπία όπλο μαζικής καταστροφής». Ο Κόμπρας ξέσπασε σε ένα σκληρό γέλιο. «Φιλανθρωπία; Σιγά μην είναι φιλανθρωπία! Όλα όσα έκανε ο Κρίστιαν Φροστ τα έκανε για να υποστηρίξει τον τελικό στόχο του, την αποκατάσταση της εξουσίας των Ατλάντιων κάτω από την αρχηγία του. Η σπατάλη εκατομμυρίων για ιατρική βοήθεια είναι απλώς ένα μέσο για να το επιτύχει. Πιστεύεις στ’ αλήθεια ότι η δουλειά του Ιδρύματος Φροστ έχει σκοπό να βοηθήσει τους αρρώστους;» «Τότε τι σκοπό έχει;» «Ο Κρίστιαν Φροστ χρησιμοποιεί τα ιατρικά προγράμματα του Ιδρύματος Φροστ σαν προπέτασμα για να σχεδιάσει λεπτομερώς την παγκόσμια κατανομή του χρωμοσώματος των Ατλάντιων, βρίσκοντας τους ανθρώπους που έχουν το ίδιο με το δικό του DNA», είπε ο Κόμπρας. «Άνθρωποι όπως εσύ. Ναι, γνωρίζουμε για το τεστ DNA που σου έκαναν οι Φροστ. Γνωρίζουμε επίσης πως την τελευταία δεκαετία έχει αφιερώσει τεράστια χρηματικά ποσά και πόρους για να βρει την Ατλαντίδα - πολύ περισσότερα απ’ όσα αποκάλυψε δημόσια ή, όπως υποψιάζομαι, σε σένα. Δεν είσαι το πρώτο πρόσωπο με κάποια θεωρία για την ακριβή θέση της Ατλαντίδας του οποίου χρηματοδοτεί την αποστολή». «Επιχείρησες να τους σκοτώσεις κι αυτούς;» Το ύφος του Κόμπρας ήταν η μόνη απάντηση που χρειαζόταν. «Ω Θεέ μου!» «Όπως είπα, δεν είμαστε περήφανοι για το γεγονός αυτό, αλλά έπρεπε να γίνει. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά εξαιτίας σου... οι Φροστ πλησιάζουν στην ολοκλήρωση του σχεδίου τους». «Και ποιο ακριβώς σχέδιο είναι αυτό;» «Δε γνωρίζουμε τις ακριβείς λεπτομέρειες. Κανένας από τους ιδιωτικούς μας ντετέκτιβ δεν έχει καταφέρει να διεισδύσει αρκετά βαθιά στον οργανισμό του Φροστ για να ανακαλύψει τους αληθινά αντικειμενικούς σκοπούς του. Μάθαμε όμως αρκετά για να καταλάβουμε ότι το σχέδιό του βασίζεται όχι απλώς στην ανεύρεση της Ατλαντίδας, αλλά στην αναπαραγωγή κάποιων συγκεκριμένων τεχνουργημάτων της. Η Αδελφότητα όμως θα εξασφαλίσει ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ». Έκανε μια κίνηση προς το παράθυρο. «Πλησιάζουμε τη Χρυσή Κορυφή». Κοιτώντας έξω, η Νίνα είδε το πρώτο φως του ήλιου καθώς υψωνόταν πάνω από την τραχιά σιλουέτα των Ιμαλαίων... Και στα δυτικά, η μυτερή κορυφή του μεσαίου από τα τρία βουνά, φωτισμένη από μια εκτυφλωτική πορτοκαλί λάμψη, λες και είχε πιάσει φωτιά. Ακόμα και οι λωρίδες με τα γυμνά βράχια, ορατά μέσα από το άσπιλο λευκό κάλυμμα του χιονιού, έμοιαζαν να καίγονται, καθώς το φως του ήλιου αντανακλούνταν μέσα

από λεπτές φλέβες χρυσού που ενυπήρχαν στον παγωμένο βράχο. «Θεέ μου!» ψιθύρισε. «Η Χρυσή Κορυφή», είπε ο Κόμπρας. «Ένας τοπικός μύθος, που υποτίθεται ότι κάνει νύξη για κάποιο μεγάλο θησαυρό. Η Αχνενέρμπε πίστευε ότι συνδεόταν με την Ατλαντίδα. Το ίδιο και οι γονείς σου». Η Νίνα τον αγριοκοίταξε, μόλις ανέφερε την οικογένειά της, αλλά ο Κόμπρας είχε ήδη απομακρυνθεί για να δώσει οδηγίες στον πιλότο. Το ελικόπτερο κατέβηκε, διαγράφοντας κύκλο γύρω από τα βουνά. Προσγειώθηκε σε ένα πλάτωμα καλυμμένο με χιόνι στην άκρη ενός γκρεμού. «Το Μονοπάτι της Σελήνης», ανακοίνωσε ο Κόμπρας, μόλις κατέβηκε από το ελικόπτερο· το χιόνι έτριζε κάτω απ’ τα πόδια του. «Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα ξανάβλεπα αυτό το μέρος». Η Νίνα τυλίχτηκε σφιχτά με το παλτό της όταν βγήκε πίσω του, με τους πανταχού παρόντες φρουρούς να την ακολουθούν. «Έχεις ξανάρθει;» «Ναι, αλλά πίστευα ότι δεν υπήρχε τίποτε αξίας εδώ. Φαίνεται ότι έκανα λάθος». Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Φίλμπι. «Ίσως εσύ κι εγώ έπρεπε να αφιερώσουμε περισσότερο χρόνο εδώ. Θα μας γλίτωνε από ένα σωρό προβλήματα». «Έχεις ξανάρθει κι εσύ εδώ;» ρώτησε η Νίνα τον Φίλμπι. Εκείνος έβγαλε έναν ακαθόριστο, σχεδόν φοβισμένο ήχο επιβεβαίωσης. «Ήταν εδώ με τους γονείς σου», είπε ο Κόμπρας. Η Νίνα τον κοίταξε σοκαρισμένη, με κομμένη την ανάσα. «Τζοβάνι, μην το κάνεις, σε παρακαλώ», ικέτεψε ο Φίλμπι. «Δεν είναι ανάγκη να...» Ο Κόμπρας του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα. «Έκανα πολλά για τα οποία δεν είμαι περήφανος, αλλά θα παραδεχτώ τη συμμετοχή μου σ’ αυτά. Θα έπρεπε να κάνεις κι εσύ το ίδιο... Τζακ». «Τζόναθαν;» η Νίνα όρμησε καταπάνω του, χωρίς να νοιάζεται πια για τους φρουρούς της. «Τι εννοεί; Ήρθαν εδώ οι γονείς μου; Τι ξέρεις;» Εκείνος προσπάθησε να απομακρυνθεί. «Εγώ... Νίνα. Λυπάμαι, εγώ...» Τον γράπωσε από το παλτό του. «Τι ξέρεις, Τζόναθαν;» «Έλα από εδώ, Δρ. Γουάιλντ», είπε ο Κόμπρας, δείχνοντας την πλαγιά. Ο Στάρκμαν την τράβηξε μακριά από τον Φίλμπι. Παρά το κρύο, ο καθηγητής είχε ιδρώσει. Η ομάδα προχώρησε με δυσκολία στην ανηφόρα. Το δεύτερο ελικόπτερο έκανε αισθητή την άφιξή του με ένα τσουχτερό κατάβρεγμα από παγωμένες πιτσιλιές καθώς προσγειωνόταν πίσω τους. Ο Κόμπρας προπορευόταν στο δρόμο, και καθώς ανέβαινε, εξέταζε το μέτωπο των βράχων με ένταση. Τελικά σταμάτησε. «Εδώ», είπε. Η Νίνα κοίταξε εκεί που έδειχνε. Αρχικά δεν είδε τίποτε άλλο

εκτός από χιόνι και γυμνά βράχια. Τα αλλεπάλληλα στρώματα ανέβαιναν κατακόρυφα λόγω της γεωλογικής πίεσης αιώνων, αλλά μετά από προσεκτικότερη επιθεώρηση εντόπισε ένα σκούρο κομμάτι πάνω στο ψυχρό γκρίζο-μπλε του βουνού. Μια σχισμή στο βράχο, ένα άνοιγμα... «Προβλέπεται μεγάλο στριμωξίδι», επισήμανε ο Στάρκμαν. Στο πιο πλατύ σημείο της η σχισμή είχε διάμετρο μικρότερη από τριάντα εκατοστά. «Θα πρέπει να υπάρχει κάποιο άλλο άνοιγμα στο βράχο. Πες στους άντρες να φέρουν τα εργαλεία». Ο Στάρκμαν έδωσε την εντολή. Μέσα σε λίγα λεπτά, έφτασαν άλλοι δέκα άντρες από το δεύτερο ελικόπτερο. Στρώθηκαν στη δουλειά κι άρχισαν να χτυπούν με κασμάδες το σωρό από σκόρπιες πέτρες κάτω από το χιόνι. Μετά από λίγο το άνοιγμα είχε καθαρίσει αρκετά ώστε να επιτρέπει τη διέλευση, αλλά ο Κόμπρας διέταξε τους άντρες του να συνεχίσουν το σκάψιμο. «Χρειάζεται να φαρδύνει αρκετά για να χωρέσει η βόμβα». «Βόμβα·,» έκανε ξέπνοα η Νίνα. «Ποια βόμβα;» Της έριξε ένα βλέμμα γεμάτο σχεδόν αδημονία. «Δεν πρόκειται για αρχαιολογική αποστολή, Δρ. Γουάιλντ. Ήρθαμε εδώ για να καταστρέψουμε τον τελευταίο κρίκο της Ατλαντίδας. Ό,τι κι αν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το βουνό δε θα το ξαναδεί ποτέ κανείς άλλος». «Είσαι χειρότερος κι απ’ τους Ταλιμπάν», μούγκρισε. «Αυτοί τουλάχιστον κατέστρεψαν ανεκτίμητα αντικείμενα λόγω δόγματος. Εσύ το κάνεις για μια θεωρία συνωμοσίας!» «Μια συνωμοσία η οποία, χαίρομαι που το λέω, θα λάβει τέλος εδώ. Μόλις καταστραφεί και το τελευταίο προκεχωρημένο φυλάκιο, θα χαθεί για πάντα κάθε ίχνος των κατοίκων της αρχαίας Ατλαντίδας». «Και ύστερα τι θα γίνει; Θα αποσυρθείς στις Μπαχάμες; Ή απλά θα συνεχίσεις να σκοτώνεις ανθρώπους που δε γουστάρεις λόγω του DΝΑ τους;» Ο Κόμπρας δεν απάντησε, αλλά κοίταξε ξανά το διευρυμένο άνοιγμα. Ύστερα από άλλα πέντε λεπτά δράσης, φάνηκε τελικά ικανοποιημένος. «Φέρτε τη βόμβα», διέταξε. «Θα μπούμε μέσα». Οι άντρες του γύρισαν στο ελικόπτερο, ενώ ο Κόμπρας προπορεύτηκε μέσα στη σπηλιά. Τον ακολουθούσαν ο Στάρκμαν και ο Φίλμπι. Από πίσω ερχόταν η Νίνα, περιστοιχισμένη από τους δύο φρουρούς. Ισχυρές δέσμες φωτός πετάριζαν στο σκοτεινό χώρο. Της Νίνα της φάνηκε σαν να είχε διευρυνθεί ένα φυσικό σπήλαιο για να δημιουργηθεί ένα πέρασμα που οδηγούσε μέσα στο βουνό. «Από εδώ», είπε ο Στάρκμαν, ρίχνοντας το φως του φακού του στη μια πλευρά. Η Νίνα έμεινε άναυδη από την έκπληξη όταν είδε τα ευρήματα. Πτώματα.

Πέντε αφυδατωμένα πτώματα, που τους κοιτούσαν σιωπηλά με το δέρμα ξεραμένο και συρρικνωμένο σαν χαρτί. Ο τρόπος που κάθονταν, ο ένας πίσω από τον άλλο στη μια πλευρά του σπηλαίου, έκανε τη Νίνα να υποθέσει ότι είχαν υποκύψει από την πείνα ή την έκθεση στο κρύο - έδιναν όμως την εντύπωση ότι κάποιος τους είχε ψάξει μετά το θάνατό τους. «Η τέταρτη αποστολή της Αχνενέρμπε», είπε αυστηρά ο Κόμπρας. «Ο Γιούργκεν Κράους και οι άντρες του. Ακολούθησαν τα ίχνη από το Μαρόκο στη Βραζιλία, και τελικά στο Θιβέτ». «Η τέταρτη αποστολή;» ρώτησε η Νίνα. «Μα ήταν μόνο τρεις». «Μόνο τρεις καταγράφηκαν. Σε γνωστά, τουλάχιστον, αρχεία. Υπήρχαν όμως και άλλα ντοκουμέντα». Ο τόνος του έγινε θλιμμένος. «Ο πατέρας σου κατάφερε να αποκτήσει μερικά από αυτά. Τα οποία τον οδήγησαν πρώτα στο Θιβέτ, σε αναζήτηση της Χρυσής Κορυφής... κι ύστερα εδώ». «Εδώ;» έκανε σαστισμένη η Νίνα... και ταυτόχρονα άρχισε να την καταλαμβάνει ένα όλο και εντεινόμενο φρικτό προαίσθημα. «Από εδώ». Ο Κόμπρας κατεύθυνε το φακό του προς τα κάτω, στο πίσω μέρος της αίθουσας, κάνοντας νόημα στον Στάρκμαν να φέρει τη Νίνα. Ο Φίλμπι ξέμεινε πίσω, με ύφος που μαρτυρούσε το φόβο του. Και κάτι άλλο, συνειδητοποίησε η Νίνα. Ενοχές; Ακολούθησε τον Κόμπρας στον κατηφορικό διάδρομο. Ο φακός του φώτισε αυτό που υπήρχε στην άκρη του διαδρόμου. Ήταν ένας τάφος, ένας τάφος της Ατλαντίδας. Η επιβλητική αρχιτεκτονική και οι επιγραφές σε Γκλοζέλ δεν άφηναν καμιά αμφιβολία. Αυτή η διαπίστωση όμως έχασε κάθε αξία όταν η Νίνα είδε τι άλλο υπήρχε μέσα στην αίθουσα. Κι άλλα πτώματα. Αυτά όμως, αντίθετα από τα πτώματα των ναζί, δεν είχαν πεθάνει ήσυχα. Κείτονταν δίπλα στους τοίχους, ακινητοποιημένα σε παράξενες στάσεις πόνου. Είδε σταγόνες στις πέτρες πίσω τους: τρύπες από σφαίρες, τριγυρισμένες από ξεθωριασμένες πιτσιλιές που δε θα μπορούσαν παρά να είναι ξεραμένο, πολυκαιρισμένο αίμα. Και ανάμεσα στα πρόσωπα των νεκρών ήταν... Η Νίνα έφερε τα χέρια στο στόμα της. «Όχι...» ψιθύρισε. Ο Κόμπρας γύρισε και την κοίταξε, κατόπιν έκανε νόημα στον Στάρκμαν, που την τράβηξε προς τα εμπρός. Εκείνη αντιστάθηκε, με αποτέλεσμα να τη σύρει. «Όχι!» Αυτή τη φορά ήταν λυγμός, ένα ανεξέλεγκτο ξέσπασμα τρόμου και απελπισίας. Ο χρόνος και το κρύο είχαν μετατρέψει την επιδερμίδα σε ένα ξερό, χοντρόπετσο καφέ δέρμα. Οι λεπτοί ιστοί είχαν προ πολλού αποσυντεθεί, αφήνοντας τις κόχες των ματιών σαν άδειες μαύρες τρύπες. Η Νίνα όμως

εξακολουθούσε να αναγνωρίζει αυτά τα πρόσωπα. Βρίσκονταν στη σκέψη της κάθε μέρα τα τελευταία δέκα χρόνια. Οι γονείς της. Δεν είχαν πεθάνει τελικά από χιονοστιβάδα. Είχαν πεθάνει εδώ, πυροβολημένοι. Δολοφονημένοι. Ο Στάρκμαν την ανάγκασε να προχωρήσει μπροστά, να πλησιάσει τη σκληρή πραγματικότητα, εγκλωβισμένη κάτω από το φως του φακού του Κόμπρας. Αντιστεκόταν και τον κλοτσούσε, γιατί δεν ήθελε να δει, αλλά ταυτόχρονα αδυνατούσε να γυρίσει αλλού το βλέμμα της. «Εσύ το έκανες αυτό!» ούρλιαξε στον Κόμπρας. «Εσύ τους σκότωσες! Μπάσταρδε, γαμημένε. Θα σε σκοτώσω, καταραμένε!» Οι δύο φρουροί έκαναν μια κίνηση για να προστατεύσουν το αφεντικό τους, αλλά εκείνος σήκωσε το χέρι του και τους σταμάτησε. Στάθηκαν και περίμεναν ώσπου οι φωνές της Νίνα έχασαν την έντασή τους, μειώθηκαν σε οργή, λυγμούς και αναφιλητά. «Λυπάμαι», είπε ο Κόμπρας χαμηλόφωνα. «Έπρεπε όμως να γίνει. Δεν μπορούσαμε να επιτρέψουμε στον Κρίστιαν Φροστ να κατακτήσει τα μυστικά των Ατλάντιων». «Τι μυστικά;» φώναξε με πίκρα η Νίνα. «Δεν υπάρχει τίποτα εδώ! Ένας τάφος είναι μόνο!» Τα μάτια της στένεψαν από μίσος. «Σκότωσες τους γονείς μου για το τίποτα, παλιάνθρωπε!» «Όχι...» ο Κόμπρας κατεύθυνε το φακό του αργά στους γύρω τοίχους. «Πριν από δέκα χρόνια πίστευα ότι δεν υπήρχε τίποτα εδώ, ότι ο τάφος είχε συληθεί. Αν όμως η τελευταία επιγραφή από το ναό στην ίδια την Ατλαντίδα είναι αληθινή, τότε πρέπει να υπάρχει κάτι περισσότερο σ’ αυτό το μέρος». Στράφηκε σε δύο φρουρούς. «Ερευνήστε κάθε εκατοστό των τοίχων. Ψάξτε να βρείτε οτιδήποτε μπορεί να παραπέμπει σε κάποιο άλλο άνοιγμα -μια σχισμή, ένα χαλαρό κομμάτι πέτρας, μια κλειδαρότρυπα- οτιδήποτε!» Ενώ εκείνοι έφυγαν για να εκτελέσουν τις εντολές του, ο ίδιος ο Κόμπρας άρχισε να εξετάζει τους τοίχους γύρω του με κάθε λεπτομέρεια. Ο Στάρκμαν εξακολουθούσε να κρατάει τη Νίνα. Οι λυγμοί και οι θρήνοι της σιγά σιγά ξεθύμαναν... και τη θέση τους πήρε μια ψυχρή, ανέκφραστη μάσκα. Σχεδόν ανέκφραστη. Μόνο τα μάτια της πρόδιδαν τη λύσσα που θέριευε μέσα της. Η έρευνα δεν είχε κρατήσει παρά λίγα μόλις λεπτά, όταν ένας από τους φρουρούς φώναξε τον Κόμπρας. Όλοι έτρεξαν στο σημείο που στεκόταν και διέκριναν μια γραμμή που χανόταν σχεδόν ανάμεσα στις κολόνες. «Πύλες», είπε ο Κόμπρας, χώνοντας το δάχτυλό του μέσα στο στενό χώρισμα. «Δε φαίνεται να υπάρχει κάποιος τρόπος για να τις ανοίξουμε απέξω. Θα

χρειαστεί να τις σπάσουμε». Έστειλαν έναν από τους φρουρούς πίσω στο ελικόπτερο, να φέρει τα απαραίτητα εργαλεία. Στο μεταξύ, κατέφθασαν κι άλλοι άντρες του Κόμπρας, σέρνοντας πάνω σε ένα καροτσάκι με χοντρές ρόδες το μεγάλο καφάσι που είχε δει η Νίνα να φορτώνουν στο δεύτερο ελικόπτερο. Ένα ρίγος φόβου διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της. Ακόμα κι αν η βόμβα που περιείχε είχε το μισό μέγεθος από το καφάσι θα πρέπει να ήταν μεγαλύτερη από έναν άνθρωπο. Τα εκρηκτικά που σκόπευε να χρησιμοποιήσει για τις πύλες ο Κόμπρας ήταν βέβαια μικρότερα. Με τη βοήθεια ενός τρυπανιού άνοιξαν μια τρύπα στο μέγεθος γροθιάς πάνω στην πέτρα. Μόλις ανοίχτηκε η τρύπα, ο Κόμπρας τοποθέτησε τα εκρηκτικά -ένα χοντρό δίσκο στο μέγεθος ασημένιου δολαρίουμέσα στην τρύπα. «Σκοπεύεις να το ανατινάξεις;» είπε η Νίνα. «Ναι». «Κι αυτοί;» είπε κι έδειξε τα πτώματα. «Σκοπεύεις να τους ανατινάξεις, να τους κάνεις κομμάτια; Δε φτάνει που τους σκότωσες, θέλεις τώρα και να τους βεβηλώσεις;» Ο Στάρκμαν μουρμούρισε δυσαρεστημένος, αλλά ο Κόμπρας σταμάτησε και συλλογίστηκε τα λόγια της. «Τζέισον, πάρε μερικούς από τους άντρες για να μεταφέρετε αυτούς εδώ στην είσοδο της αίθουσας», είπε τελικά. «Χάσιμο χρόνου, Τζοβάνι», είπε ο Στάρκμαν, κρύβοντας με δυσκολία τη δυσαρέσκειά του. «Θα πρέπει να κάνουμε τη δουλειά, κι όχι να την αφήνουμε να μας καθυστερεί. Και ποια η διαφορά; Είναι ήδη πεθαμένοι». «Η Δρ. Γουάιλντ έχει δίκιο. Πάρτε τους». Ο Στάρκμαν σκυθρώπιασε, αλλά συμμορφώθηκε με τις εντολές του. Συγκέντρωσε μια ομάδα για να τον βοηθήσει στη μεταφορά των πτωμάτων. Η Νίνα δεν μπορούσε να βλέπει. Ένιωσε ένα νέο κύμα αβάσταχτου σχεδόν πόνου, όταν οι άντρες σήκωσαν το πτώμα ενός Θιβετιανού και από το βάρος του κατάλαβε πως πρέπει να ήταν παιδί. Αυτό ήταν ό,τι είχε απομείνει από εκείνους τους ανθρώπους, την οικογένειά της: ένα κουφάρι, τίποτα περισσότερο. Ένιωθε το λαιμό της κλεισμένο από τη θλίψη που είχε ξαναζωντανέψει, τόσο πολύ, που με δυσκολία ανέπνεε. Πάσχισε να το ξεπεράσει, αρνούμενη να καταρρεύσει μπροστά στους εχθρούς της. Μόλις απομακρύνθηκαν τα πτώματα, ο Κόμπρας έστρεψε την προσοχή του στα εκρηκτικά. Τα συνέδεσε με ένα χρονόμετρο και γύρισε γρήγορα πίσω, λέγοντας σε όλους να πάνε στη σπηλιά. «CL-20», εξήγησε ο Στάρκμαν στη Νίνα χωρίς εκείνη να τον ρωτήσει. «Τα ισχυρότερα χημικά εκρηκτικά που κατασκευάστηκαν ποτέ. Ένα κομμάτι στο μέγεθος μπισκότου μπορεί να ανοίξει τρύπα σε θωράκιση με πάχος δεκαπέντε εκατοστά».

«Και περιμένεις να εντυπωσιαστώ από αυτό;» του απάντησε κοφτά. «Ίσως όχι, αλλά μπορεί να θέλεις να καλύψεις τα αφτιά σου». Η Νίνα είδε ότι οι άλλοι αυτό ακριβώς έκαναν, και βιάστηκε να τους μιμηθεί. Ένα λεπτό αργότερα ακούστηκε ένας εκκωφαντικός θόρυβος κι ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε στο χώρο. Ο Κόμπρας ήταν ο πρώτος που κινήθηκε, με τη δέσμη του φακού του να διαπερνά τη σκόνη σαν ακτίνα λέιζερ. «Καθαρίστε όλα τα μπάζα από τις πύλες για να καταφέρουμε να περάσουμε τη βόμβα», διέταξε. «Τζέισον, Τζακ, Δρ. Γουάιλντ... ελάτε μαζί μου». Η Νίνα δεν ξαφνιάστηκε καθόλου όταν είδε να την ακολουθούν και οι δύο φρουροί της. Αυτό που φαινομενικά έμοιαζε σαν ένας συμπαγής τοίχος τώρα δεν ήταν παρά μια τρύπα που έχασκε. Τεράστια κομμάτια από το σπασμένο θυρόφυλλο είχαν σκορπιστεί πάνω στο δάπεδο του τάφου. Το άλλο θυρόφυλλο βρισκόταν ακόμα στη θέση του, αν και εμφανώς κατεστραμμένο. Πέρα από τις πύλες επικρατούσε σκοτάδι. Ο Κόμπρας έκανε ένα βήμα πάνω στα συντρίμμια, δείχνοντας τον κατηφορικό δρόμο, ο οποίος αποδείχτηκε ότι ήταν μια ομαλή πλαγιά που κατέβαινε ακόμα βαθύτερα στα έγκατα του βουνού. Ο αέρας ήταν δροσερός και καθαρός, χωρίς αυτή την απροσδιόριστη μυρωδιά της πολυκαιρίας, την παλιά μούχλα, που τόσο ταίριαζε σ’ αυτά τα ερμητικά κλειστά περιβάλλοντα, κι αυτό προκάλεσε έκπληξη στη Νίνα. Προφανώς υπήρχε και άλλη είσοδος ή τουλάχιστον κάποιος άλλος τρόπος με τον οποίο έφτανε απέξω καθαρός αέρας. Όπως στον προθάλαμο, έτσι κι εδώ, από ένα φυσικό πέρασμα που υπήρχε είχε διανοιχτεί μια μακριά σήραγγα. Υπολογίζοντας τόσο το μήκος της όσο και το γεγονός ότι είχαν χρησιμοποιηθεί βασικά χειρωνακτικά εργαλεία, γινόταν φανερό ότι θα πρέπει να χρειάστηκαν πολλά χρόνια εκσκαφών. Όσο για το τι βρισκόταν εκεί μπροστά... «Πλαταίνει», είπε ο Κόμπρας. Η απόσταση έκανε τη φωτεινή δέσμη του φακού του να μοιάζει με μικροσκοπικό νόμισμα. Η ηχώ των βημάτων τους ατόνησε, κι αυτό σήμαινε ότι βρίσκονταν στα πρόθυρα ενός ανοιχτού χώρου. Αυτό όμως ήταν αδύνατον. Βρίσκονταν μέσα σε ένα βουνό. Γεγονός που με τη σειρά του σήμαινε ότι ο χώρος στον οποίο επρόκειτο να εισέλθουν ήταν τεράστιος... Βγήκαν σε ένα δρόμο, μια φαρδιά πλακοστρωμένη λωρίδα που απλωνόταν πολύ πιο πέρα από την ακτίνα των φακών τους. Κτίρια διακρίνονταν κι από τις δύο πλευρές, επιβλητικές κιονοστοιχίες επενδεδυμένες με χρυσό και ορείχαλκο υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. «Χριστέ μου, είναι τεράστιο», είπε ο Στάρκμαν. Έκανε χωνί τα χέρια του, τα έβαλε στο στόμα και ούρλιαξε «Γεια!». Μια πολύ αχνή ηχώ επέστρεψε μια δυο

στιγμές αργότερα. «Χρειαζόμαστε περισσότερο φως», είπε ο Κόμπρας. Ο Στάρκμαν κούνησε το κεφάλι κι έβγαλε από το σάκο του ένα κοντόχοντρο όπλο για φωτοβολίδες. Το όπλισε στα γρήγορα και πυροβόλησε λοξά. Ένα λαμπερό κόκκινο φως εκτινάχτηκε σφυρίζοντας, και παρασύρθηκε ψηλά από το μικρό αερόστατό του... Όλοι έμειναν κατάπληκτοι από το θέαμα που αποκαλύφτηκε. «Θεέ μου...» έκανε η Νίνα.

24

Η ΣΚΗΝΗ που ξεδιπλωνόταν μπροστά τους ήταν φαντασμαγορική, ένας πίνακας χαμένος ήδη από τη χαραυγή της ιστορίας που προκαλούσε δέος. Η Νίνα αναγνώρισε στη στιγμή τι υπήρχε στο κέντρο. Επρόκειτο για ακόμα ένα αντίγραφο του ναού του Ποσειδώνα, αλλά αυτή τη φορά δεν έστεκε μόνος του. Γύρω του υπήρχαν και άλλα κτίρια - μικρότερα, αλλά όχι λιγότερο μεγαλοπρεπή. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός ήταν οικείος, εξαιρετικά κομψός, αν και την ίδια στιγμή κάπως σκληρός. Υπήρχαν ανάκτορα και ιερά- η ακρόπολη της Ατλαντίδας, όπως την είχε περιγράφει ο Πλάτωνας, αναπλασμένη χιλιάδες μίλια μακριά από την πρωτότυπη έμπνευσή της. Και αντίθετα από τα ερειπωμένα πανομοιότυπα κτίρια στη Βραζιλία, αυτά είχαν αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου, θωρακισμένα από τα στοιχεία της φύσης, τέλεια διατηρημένα. Μόλις όμως τα μάτια της συνήθισαν την τρεμουλιαστή λάμψη της φωτοβολίδας, κατάλαβε ότι το τοπίο δεν ήταν ολοκληρωμένο. Παρόλο που το σπήλαιο ήταν αχανές, εξακολουθούσε να μην είναι αρκετά μεγάλο για να χωρέσει ολόκληρη την ακρόπολη. Ακόμα και ο ναός του Ποσειδώνα ήταν ημιτελής, το πίσω μέρος του εξαφανιζόταν μέσα στα τοιχώματα του σπηλαίου. Υπήρχαν ενδείξεις ότι οι Ατλάντιοι είχαν προσπαθήσει να σμιλέψουν ένα μέρος του τοιχώματος για να χωρέσει το οικοδόμημα, αλλά στο τέλος είχαν, όπως κατέληξε, σκάψει τις εσωτερικές αίθουσες του ναού κατευθείαν έξω από το βουνό. Η φωτοβολίδα τσιτσίρισε κι έσβησε, καταδικάζοντας το κολοσσιαίο σπήλαιο ξανά στο σκοτάδι. Το μοναδικό φως προερχόταν από τους φακούς της ομάδας. «Είναι... είναι απίστευτο», ψέλλισε ο Φίλμπι. «Τζοβάνι, αυτό πρέπει τουλάχιστον να το φωτογραφήσουμε. Είναι ένα γεγονός πιο σημαντικό κι από την ανεύρεση της ίδιας της Ατλαντίδας!» «Όχι», του είπε ο Κόμπρας αποφασιστικά. «Τίποτα δεν πρέπει να μείνει. Τίποτα! Η κληρονομιά των Ατλάντιων θα τερματιστεί εδώ». Γύρισε την πλάτη στον Φίλμπι και απευθύνθηκε στον Στάρκμαν. «Αυτός ο δρόμος οδηγεί κατευθείαν στο κέντρο της ακρόπολης. Πες στους άλλους να φέρουν τη βόμβα». «Πόσο μεγάλη είναι αυτή η βόμβα;» ρώτησε νευρικά ο Φίλμπι.

«Ενός τόνου», του απάντησε ο Στάρκμαν. «Ο πυρήνας των εκρηκτικών είναι πενήντα κιλά CL-20. Από την άποψη της καταστροφικής ισχύος, είναι η αμέσως καλύτερη από μια κανονική ατομική βόμβα». «Θεέ μου», έκανε ξέπνοος ο Φίλμπι. «Να με τι ανθρώπους κάνεις παρέα», του θύμισε ψυχρά η Νίνα. «Καταστροφείς και δολοφόνοι. Εύχομαι να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου». «Νίνα, σε παρακαλώ», ικέτευσε, πλησιάζοντας ένα βήμα. «Λυπάμαι πολύ, πάρα πολύ! Δε θέλησα ποτέ να κάνω κάτι που θα έβλαπτε τον Χένρι και τη Λόρα. Συμμετείχα στην αποστολή τους ελπίζοντας ότι δε θα έβρισκαν τίποτα!» «Παρ’ όλα αυτά, τους πρόδωσες. Σ’ αυτόν». Έριξε ένα βλέμμα γεμάτο ψυχρό μίσος στον Κόμπρας. «Πέθαναν εξαιτίας σου, Τζόναθαν. Δολοφονήθηκαν εξαιτίας σου! Άθλιο κάθαρμα!» Προτού οι φρουροί της προλάβουν να αντιδράσουν, η Νίνα του έριξε μια γροθιά στο πρόσωπο. Ο πόνος που απλώθηκε στις αρθρώσεις της επισκιάστηκε από την καθαρά πρωτόγονη ικανοποίηση που άντλησε όταν είδε τον Φίλμπι να πέφτει ανάσκελα και μια γραμμή αίμα να κυλά από το ρουθούνι του. Την κοίταξε κατάπληκτος και βουβός. Οι φρουροί την τράβηξαν πίσω, ενώ ο Στάρκμαν, που έδειχνε να το διασκεδάζει, βοήθησε τον Φίλμπι να σταθεί όρθιος. «Καλό χτύπημα, Δρ. Γουάιλντ. Παίρνεις μαθήματα από τον Έντι;» Μέσω του πομπού έφτασε η είδηση ότι θα χρειάζονταν περίπου δεκαπέντε λεπτά για να μεταφέρουν τη βόμβα στη σήραγγα. Ο Κόμπρας έριξε μια ματιά στο ρολόι του, κι ύστερα κοίταξε τον Φίλμπι και τη Νίνα. «Τόσο χρόνο έχεις για να εξερευνήσεις το μέρος, Τζακ. Δρ. Γουάιλντ, σου υπόσχομαι ότι θα έχεις την ευκαιρία να δεις το τελευταίο προπύργιο των κατοίκων της Ατλαντίδας. Είμαι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του». «Προτού με σκοτώσεις, θέλεις να πεις», είπε η Νίνα με ένα πικρό χαμόγελο. «Όπως είπα, είμαι άνθρωπος που κρατάει το λόγο του». «Σωστά. Είμαι σίγουρη ότι αυτό σε βοήθα να κοιμάσαι τις νύχτες». Ο Στάρκμαν άναψε κι άλλη φωτοβολίδα και κατηφόρισαν το δρόμο προς την ακρόπολη. Καθώς πλησίαζαν, η Νίνα δεν μπόρεσε να μην αισθανθεί τη συγκίνηση της ανακάλυψης, αλλά την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσε με οδύνη ότι κάθε βήμα που έκανε την έφερνε πιο κοντά στο θάνατό της. Στο σκληρό, τρεμουλιαστό φως της φωτοβολίδας, είδε ότι υπήρχε κι άλλο οικοδόμημα πριν από το ναό του Ποσειδώνα, ένα πολύ μικρότερο κτίριο που υψωνόταν από το δάπεδο του σπηλαίου στην απότομη πλαγιά ενός λοφίσκου. Ήταν τριγυρισμένο από έναν τοίχο γύρω στα τεσσεράμισι μέτρα ψηλό. Έναν τοίχο από... «Χρυσάφι», είπε με δέος ο Στάρκμαν. «Πρέπει να υπάρχουν τόνοι από δαύτο. Πόσο αξίζει μια ουγκιά χρυσού; Πεντακόσια δολάρια; Εξακόσια; Εδώ υπάρχουν

εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια!» «Πρόσεχε», τον προειδοποίησε ο Κόμπρας. «Αυτός ο τρόπος σκέψης οδήγησε τον Γιούρι στην προδοσία. Εμείς βρισκόμαστε εδώ για να τα καταστρέψουμε όλα αυτά, όχι για να βγάλουμε κέρδος». Προχώρησαν προς τον αστραφτερό τοίχο. Περικύκλωνε εντελώς το μικρό κτίριο, χωρίς να υπάρχει κάποιος φανερός τρόπος εισόδου. «Είναι ο ναός της Κλειτώς 25, της γυναίκας του Ποσειδώνα», είπε η Νίνα. «Ο Πλάτωνας λέει ότι ήταν απρόσιτος». «Απρόσιτος, ε;» είπε ο Στάρκμαν ακουμπώντας κάτω τα εργαλεία του και ξεκρεμώντας το όπλο με την αρπάγη. «Αυτό θα το δούμε». «Τζέισον». Η μοναδική αυτή λέξη του Κόμπρας σταμάτησε στα μισά την κίνηση του Στάρκμαν. «Αχ, έλα», τον κορόιδεψε η Νίνα. «Δεν είσαι καθόλου περίεργος για το τι περιέχει; Είναι η απαρχή της Ατλαντίδας, ένα αντίγραφο του σημείου όπου βρέθηκε, γιατί απ’ όσα γνωρίζουμε, το κτίριο αυτό μπορεί να περιέχει το πρωτότυπο περιεχόμενο του ναού που σώθηκε από τη γνήσια Ατλαντίδα. Δε θέλεις να ξέρεις ενάντια σε τι αγωνιζόσουν όλα αυτά τα χρόνια; Δε θέλεις να γνωρίσεις τον εχθρό σου;» Ο Κόμπρας κοίταξε συλλογισμένος το χρυσό τοίχο κι ύστερα έγνεψε στον Στάρκμαν, που πήρε την αρπάγη από το όπλο και ξετύλιξε κάμποσο σκοινί. Αφού έβγαλε αρκετό, έκανε ένα βήμα πίσω και πέταξε την αρπάγη πάνω από την κορυφή του τοίχου. Τράβηξε το σκοινί, ώσπου πιάστηκε. «Εντάξει. Ας δούμε τι υπάρχει εδώ μέσα», είπε ο Στάρκμαν, σκαρφαλώνοντας γρήγορα στο σκοινί. Ένας από τους φρουρούς της Νίνα πέταξε κι άλλο σκοινί και το ανέβηκαν, αλλά πολύ πιο αργά. Φτάνοντας στην κορυφή, ο Στάρκμαν ταλαντεύτηκε πέρα δώθε, αλλά τελικά ισορρόπησε μπρούμυτα. «Δρ. Γουάιλντ, είσαι η επόμενη». Έκανε νόημα στον άλλο φρουρό της να τη σπρώξει προς τα πάνω για να μπορέσει να πιάσει τα χέρια της. «Συνειδητοποιείς ότι θα μπορούσα να σε σπρώξω και να πέσεις σπάζοντας το λαιμό σου;» του μουρμούρισε μόλις έφτασε στην κορυφή. «Συνειδητοποιείς ότι μπορώ να σου ρίξω και στα δυο πόδια και να σε αφήσω να πεθάνεις μέσα στην αγωνία όταν θα σκάσει η βόμβα;» της αντιγύρισε ο Στάρκμαν. Κατέβασε ωστόσο τη Νίνα από την άλλη πλευρά. Ο επόμενος ήταν ο Φίλμπι. Ο Στάρκμαν τον βοήθησε αδέξια να φτάσει στην κορυφή. Έπειτα ακολούθησε ο δεύτερος φρουρός της και τελευταίος ανέβηκε ο Κόμπρας, ο οποίος παραδόξως αποδείχτηκε εξαιρετικά ευκίνητος και ευλύγιστος για άνθρωπο της ηλικίας του, όπως παρατήρησε η Νίνα. Το 25 Στον Κριτία του Πλάτωνα αναφέρεται ότι όταν οι θεοί μοίρασαν τη γη, στον Ποσειδώνα έτυχε η Ατλαντίδα, μια εύφορη χώρα όπου ζούσε ο Ευήνωρ με τη σύζυγό του Λευκίππη και την κόρη τους Κλειτώ. Ο Ποσειδώνας αγάπησε την Κλειτώ και απέκτησε μαζί της πέντε ζευγάρια δίδυμων γιων. Τον πρωτότοκο, τον Άτλαντα, τον έκανε βασιλιά της χώρας. (Σ.τ.Μ.)

αντίστοιχο του Κρίστιαν Φροστ. Μια μαύρη ανεστραμμένη εικόνα του. Σκαλοπάτια ανηφόριζαν τον απότομο λοφίσκο, οδηγώντας στην είσοδο του ναού. Προηγήθηκε και πάλι ο Κόμπρας. Αυτή τη φορά η Νίνα βρισκόταν ακριβώς πίσω του, αποφασισμένη να δει τι υπήρχε στο εσωτερικό. Τελικά, κατά έναν περίεργο τρόπο δεν υπήρχαν και πολλά για να ανακαλύψουν. Ένα ζευγάρι χρυσά αγάλματα τους περίμεναν μέσα από την είσοδο: ο Ποσειδώνας, όχι πια ο γίγαντας που είχαν βρει μέσα στο ναό του, αλλά και πάλι μεγαλύτερος σε μέγεθος από το κανονικό, και αντικριστά η Κλειτώ, η σύζυγός του. Πέρα από αυτούς... «Είναι ένα μαυσωλείο», είπε η Νίνα. Ένα ζεύγος μεγάλων σαρκοφάγων καταλάμβανε το πίσω μέρος της αίθουσας, όπου η λιτή, σχεδόν ακατέργαστη λιθοδομή ερχόταν σε έντονη αντίθεση με τα προσεκτικά κατεργασμένα πολύτιμα μέταλλα που κοσμούσαν τους τοίχους. «Ναι, αλλά σε ποιους ανήκουν;» αναρωτήθηκε ο Στάρκμαν. Κατεύθυνε το φακό του πάνω σε μια επιγραφή σκαλισμένη στην άκρη της μιας σαρκοφάγου. «Τι λέει;» Η Νίνα και ο Φίλμπι άρχισαν να μεταφράζουν ταυτόχρονα, προτού υποχωρήσει ο Φίλμπι. «Λέει ότι αυτός είναι ο τάφος του Μέστορα, τελευταίου βασιλιά της... υποθέτω ότι αυτό σημαίνει, Νέας Ατλαντίδας», είπε η Νίνα. Τα γράμματα ήταν σχεδιασμένα με τρόπο διαφορετικό απ’ ό,τι στο γνωστό αλφάβητο Γκλοζέλ. Στην περίπτωση αυτή, όμως, δε φαινόταν να είναι αποτέλεσμα παραλλαγών που επήλθαν στη γλώσσα με το πέρασμα των χρόνων, αλλά μάλλον απλή απροσεξία. Προχώρησε στη δεύτερη σαρκοφάγο. «Και αυτή είναι η βασίλισσά του... η Καλέα, ή κάπως έτσι». Τα γράμματα ήταν το ίδιο κακογραμμένα. «Ο τελευταίος βασιλιάς;» αναρωτήθηκε ο Φίλμπι. «Τι συνέβη στους διαδόχους του; Ακόμα κι αν δεν είχε απογόνους, πάντα βρισκόταν κάποιος από τη γενιά για να ανέλθει στο θρόνο...» «Δώσε μου το φακό σου», διέταξε τον Στάρκμαν η Νίνα, αρπάζοντάς τον σχεδόν απ’ το χέρι του, καθώς έσκυβε για να διαβάσει την υπόλοιπη επιγραφή. «Μετά χαράς», της είπε σαρκαστικά. Τον αγνόησε και φώτισε την αρχαία γραφή. «Έσβηναν σιγά σιγά», αντιλήφθηκε, συνεχίζοντας την ανάγνωση. «Πίστευαν ότι θα μπορούσαν να συνεχίσουν με μια νέα αυτοκρατορία από εδώ, να κυβερνήσουν τα εδάφη γύρω από τα Ιμαλάια και να χρησιμοποιήσουν τα βουνά ως φυσικό οχυρό. Έκαναν όμως λάθος». «Τι συνέβη;» ρώτησε ο Κόμπρας. «Τι συμβαίνει σε κάθε αυτοκρατορία;» αποκρίθηκε η Νίνα. «Είχαν υπερεξαπλωθεί, είχαν γίνει νωθροί, είχαν διαφθαρεί. Και ας το παραδεχτούμε, δεν είχαν επιλέξει την πλέον προνομιούχα θέση για να εγκατασταθούν.

Πίστευαν, υποθέτω, ότι θα μπορούσαν να αναγκάσουν τους λαούς που είχαν κατακτήσει να τους φέρνουν ό,τι χρειάζονταν ως φόρο υποτέλειας, αλλά αυτό δεν απέδωσε». Γέλασε σχεδόν καθώς προχωρούσε στην ανάγνωση του κειμένου. «Αυτό το μέρος; Το τελευταίο προπύργιο της μεγάλης αυτοκρατορίας της Ατλαντίδας; Το εγκατέλειψαν. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα ήταν ο μόνος λόγος που επέτεινε την παραμονή τους εδώ. Μόλις πέθαναν, όλοι οι άλλοι δεν άργησαν να εγκαταλείψουν το μέρος και να φύγουν σφραγίζοντάς το. Στην πραγματικότητα, δε θα με ξάφνιαζε αν τελικά σκότωσαν το βασιλιά και τη βασίλισσα προκειμένου να επιταχύνουν τη διαδικασία». «Και πού πήγαν;» ρώτησε ο Στάρκμαν. «Υποθέτω ότι πήγαν κατευθείαν εκεί που το αφεντικό σου πίστευε ανέκαθεν ότι ήταν - σε άλλες κοινωνίες. Με μόνη εξαίρεση...» αυτή τη φορά η Νίνα κατάφερε τελικά να βγάλει ένα πνιχτό γέλιο, «ότι δεν πήγαν ως κατακτητές. Αφομοιώθηκαν με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει και σήμερα με τους ανθρώπους - ως μετανάστες, πρόσφυγες. Εντάχτηκαν μάλιστα στην τελευταία βαθμίδα των νέων κοινωνιών». «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια», μούγκρισε ο Κόμπρας. «Αυτή θα μπορούσε να είναι μια ακριβής μετάφραση του κειμένου», επιβεβαίωσε ο Φίλμπι. «Οι άνθρωποι που τα έγραψαν αυτά γνώριζαν ότι η κοινωνία τους παρήκμαζε και πως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν ήταν να ενσωματωθούν με τους άλλους πολιτισμούς της περιοχής». «Αυτά σχετικά με τη θεωρία συνωμοσίας σου, Κόμπρας», είπε η Νίνα, χωρίς να φροντίσει να κρύψει την περιφρόνησή της. «Η περίφημη Αδελφότητά σας σπατάλησε χιλιάδες χρόνια αντιμαχόμενη κάτι που ούτε καν υπήρχε». «Κι όμως υπάρχει», επέμεινε ο Κόμπρας. «Οι Ατλάντιοι δε θα δέχονταν ποτέ να υποταχτούν σε ανθρώπους που τους θεωρούσαν κατώτερους. Είναι έτσι ο τρόπος σκέψης τους. Είναι μέσα στα γονίδιά τους. Χωρίς αμφιβολία, θα σχεδίαζαν την επιστροφή τους. Μπορεί να τους έπαιρνε γενιές και γενιές, αλλά θα αποκτούσαν και πάλι την εξουσία». «Ποιες αποδείξεις έχεις για όλα αυτά;» φώναξε η Νίνα, και με ένα πήδημα στάθηκε στα πόδια της, κουνώντας το φακό εναντίον του σαν σπαθί. «Ο Κρίστιαν Φροστ αναζητά τους απογόνους των κατοίκων της Ατλαντίδας από το DNA τους, και θέλει να βρει και την ίδια την Ατλαντίδα, το μεγαλύτερο μύθο της ανθρώπινης ιστορίας... αλλά αυτό δε σημαίνει ότι επιχειρεί να καταλάβει τον κόσμο!» Ο Κόμπρας στράφηκε προς τη Νίνα, θαμπώνοντάς τη με το φως του. «Δεν ξέρεις τι είναι ικανός να κάνει ο Κρίστιαν Φροστ». «Δεν μπορεί να είναι χειρότερος από σένα!» Τα μάτια του στένεψαν. «Δεν έχεις ιδέα...» Κάθε περαιτέρω συζήτηση διακόπηκε από τον ασύρματο του Στάρκμαν.

«Έφεραν τη βόμβα», ανακοίνωσε αφού απάντησε στην κλήση. «Πες τους να ετοιμαστούν για άμεση πυροδότηση», είπε ο Κόμπρας. «Πάμε». Όλοι προχώρησαν προς την είσοδο του ναού. «Όχι εσύ», είπε και άπλωσε το χέρι του για να εμποδίσει τη Νίνα. «Τι;» «Εσύ θα μείνεις εδώ. Είναι απ’ ό,τι φαίνεται το μέρος που σου ταιριάζει». Τα λόγια του Κόμπρας τη γέμισαν τρόμο κι έσφιξαν το στήθος της σαν παγωμένη μέγκενη. «Στάσου, όχι... σκοπεύεις, δηλαδή, να με εγκαταλείψεις εδώ; Θα με αφήσεις εδώ μέχρι να εκραγεί η καταραμένη βόμβα;» Ο Στάρκμαν έφερε το χέρι του στο πιστόλι του. «Θα μπορούσαμε να σε πυροβολήσουμε απλώς στο κεφάλι αν προτιμάς». «Δε θα νιώσεις κανένα πόνο. Δε θα προλάβεις», είπε ο Κόμπρας. «Θα εξαχνιστείς στη στιγμή». «Α, καλά, αυτό με κάνει να νιώθω πολύ πιο ευτυχής! Δεν μπορείς να με αφήσεις εδώ!» «Αντίο, Δρ. Γουάιλντ». Ο Κόμπρας πέταξε στα πόδια της ένα σβηστό φακό, κι ύστερα έφυγε από το ναό. Οι υπόλοιποι τον ακολούθησαν. Ο Φίλμπι της έριξε ένα θλιμμένο, πονεμένο βλέμμα, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι, αλλά τελικά απομακρύνθηκε σιωπηλός. Η Νίνα ήθελε να τρέξει πίσω τους, να τους αρχίσει στις γροθιές και τις κλοτσιές καθώς προσπαθούσαν να σκαρφαλώσουν στον τοίχο, να τους κόψει τα σκοινιά και να τους εγκλωβίσει εκεί μέσα μαζί της... αλλά δεν μπόρεσε. Το σώμα της αρνήθηκε να συνεργαστεί, σαν να παραδεχόταν την ήττα της, την ίδια στιγμή που το πνεύμα της απαιτούσε να συνεχίσει τον αγώνα. Σωριάστηκε δίπλα στη σαρκοφάγο του βασιλιά, γλιστρώντας στο σκονισμένο πέτρινο δάπεδο. Οι άντρες πέρασαν τον τοίχο, αφήνοντάς τη στο σκοτάδι. Αυτό ήταν λοιπόν; Έτσι θα πέθαινε; Εγκλωβισμένη σε έναν τάφο με τους τελευταίους ηγεμόνες της Ατλαντίδας; Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη αναπνοή, κι ύστερα έψαξε στα τυφλά για το φακό, που άναψε με ένα αρρωστιάρικο πράσινο φως. Μην ξέροντας τι άλλο να κάνει, έκανε μεταβολή και κοίταξε για μια ακόμα φορά το χαραγμένο πάνω στη σαρκοφάγο κείμενο. Έτσι, λοιπόν, τελείωσε η ιστορία της Ατλαντίδας. Δεν ήταν τα τεράστια κύματα που εξαφάνισαν από το πρόσωπο της γης μια μεγάλη δύναμη, αλλά η καθημερινή ατίμωση που την έκανε να σβήσει μέσα στη διαφθορά και την παρακμή, όπως συνέβη και με κάθε άλλη ξεπεσμένη αυτοκρατορία στην ιστορία. Από μια άποψη αυτό ήταν καλό. Ο μύθος θα παρέμενε ακριβώς όπως ήταν, μια θαυμαστή ιστορία. Το μεγαλύτερο μυστήριο όλων των εποχών. Αυτό όμως δεν την έκανε να αισθανθεί καλύτερα.

Από την άλλη μεριά του τοίχου άκουγε μεταλλικούς ήχους και κουβέντες, καθώς οι άντρες του Κόμπρας άνοιγαν το καφάσι και ετοίμαζαν τη βόμβα. Αναρωτήθηκε πόσος χρόνος της απέμενε για να ζήσει. Δεκαπέντε λεπτά; Δέκα; Δυνατές φωνές απέξω. Σήκωσε το κεφάλι της. Το ύφος των φωνών είχε αλλάξει ξαφνικά: σύγχυση ανακατεμένη με ανησυχία. Η Νίνα, με το φακό στο χέρι, κατέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια για να σταθεί δίπλα στον τοίχο, τεντώνοντας το λαιμό της για να ακούσει τις φωνές που έρχονταν απέξω. Ο Κόμπρας απαιτούσε απαντήσεις. Ο Στάρκμαν μιλούσε στον ασύρματο αλλά... Δεν έπαιρνε καμιά απάντηση. Ύστερα ο Κόμπρας φώναξε κάτι πολύ ξεκάθαρο, που έκανε την ανάσα της να παγώσει στα πνευμόνια της. «Βάλτε μπροστά το χρονόμετρο!» Τρεχαλητά. Ο ήχος ατόνησε γρήγορα καθώς έτρεξαν όλοι στο δρόμο για τη σήραγγα. «Οχ, που να πάρει...» το ένστικτο της επιβίωσης ξαναχτύπησε. Έτρεξε γύρω από τον τοίχο, ψάχνοντας να βρει κάποιο σημείο διαφυγής. Δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν ένας συμπαγής μεταλλικός κύκλος. Το χρυσάφι στηριζόταν σε σίδερο, περικυκλώνοντας εντελώς το ναό. Ο ναός... Ίσως υπήρχε εκεί κάποια κρυμμένη έξοδος, όπως στο ναό του Ποσειδώνα! Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά του μαυσωλείου με μια σπίθα ελπίδας στην καρδιά της. Γρήγορα όμως η σπίθα έσβησε. Οι εσωτερικοί τοίχοι και το δάπεδο έμοιαζαν συμπαγή και το μόνο πιθανό μέρος που μπορούσε να κρύβει κάτι ήταν το εσωτερικό των σαρκοφάγων... αλλά γρήγορα ανακάλυψε ότι δεν ήταν αρκετά δυνατή για να μετακινήσει τα βαριά πέτρινα καλύμματα. Πέρασαν κι άλλα άκαρπα λεπτά και η ώρα της πυροκρότησης πλησίαζε... Ένας ξαφνικός θόρυβος την έκανε να πεταχτεί πάνω. Δεν ήταν η βόμβα αλλά... πιστολίδι! Το μακρινό κροτάλισμα αυτόματων όπλων. Μακρινό, αλλά πλησίαζε όλο και περισσότερο. Τι συνέβαινε; Κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλοπάτια κι έστησε το αφτί της στον τοίχο. Κι άλλοι πυροβολισμοί αντήχησαν στην τεράστια αίθουσα - σαν βροντή από έκρηξη. Χειροβομβίδα; Ακολούθησε κι άλλη, λίγες στιγμές αργότερα, μια στριγκλιά που κόπηκε απότομα από έναν απότομο ήχο. Ένα κόκκινο φως πλημμύρισε το σπήλαιο από πάνω της. Όρμησε πίσω στην κορυφή της σκάλας για να δει πάνω από τον τοίχο. Μια ομάδα ανθρώπων - ο Κόμπρας και οι άντρες του, αν και λιγότεροι από πριν, έτρεχαν προς το μέρος της, πυροβολώντας αδιάκοπα πίσω τους, προς την πλευρά μιας μεγαλύτερης δύναμης που είχε διασκορπιστεί ανάμεσα στα γύρω

κτίρια. Εκτυφλωτικές λάμψεις πετάγονταν από τους νεοφερμένους. Ένας από τους άντρες που έτρεχαν έπεσε. Κι άλλα όπλα εκπυρσοκρότησαν, πιο καίρια χτυπήματα που τα ακολούθησαν εκρήξεις μπροστά από τον Κόμπρας και την ομάδα του. Οι επιτιθέμενοι χρησιμοποιούσαν εκτοξευτήρες χειροβομβίδων! Συντρίμμια πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Νίνα έσκυψε γρήγορα. Ο Κόμπρας προσπαθούσε να φτάσει τη βόμβα. Τώρα όμως είχε αποκοπεί από αυτήν, περιχαρακωμένος καθώς ήταν από γρεναδιέρους που τον είχαν στο στόχαστρο. Οι επιτιθέμενοι είχαν στη διάθεσή τους πολύ περισσότερα πυρομαχικά από την ομάδα της Αδελφότητας. Κι άλλα όπλα μπήκαν στη σύρραξη, νέες εντολές προστέθηκαν για την καταστροφή. Εκτυφλωτικές αστραπές και εκκωφαντικοί ήχοι έφτασαν από χειροβομβίδες λάμψης, τυφλώνοντας τους αμυνόμενους. Οπλοπολυβόλα άνοιξαν πυρ, καταιγισμός από σφαίρες έπεφτε στα αρχαία ανάκτορα και τους άντρες που κρύβονταν πίσω τους. Κι άλλες χειροβομβίδες εξερράγησαν. Ακολούθησε ένας βροντερός ορυμαγδός καθώς ένα από τα κτίρια σωριάστηκε κάτω. Στριγκλιές αντηχούσαν σε όλο το σπήλαιο. Άκουσε τη φωνή του Στάρκμαν πάνω από το σαματά. «Παύσατε πυρ! Παύσατε πυρ!» Σταδιακά ο θόρυβος των όπλων κόπασε. Παραδίδονταν! Η Νίνα άκουσε άλλους άντρες να ορμούν προς το ναό. «Ει!» φώναξε, πηδώντας δυο δυο τα σκαλιά. «Ει! Εδώ είμαι! Με ακούτε; Βγάλτε με από δω μέσα!» Κι άλλες φωνές ακολούθησαν, κι ύστερα ένας δυνατός μεταλλικός ήχος, μια αρπάγη που καρφώθηκε στην κορυφή του τοίχου. Κουνιόταν καθώς κάποιος σκαρφάλωνε στο σκοινί. Ένας φακός άναψε στην κορυφή του τοίχου, και από πίσω του εμφανίστηκε ένα γνωστό πρόσωπο. Με μαλλιά που είχαν αρχίσει να αραιώνουν, με δόντια επίσης αραιά κι αμέσως μετά η ομορφότερη εικόνα που είχε δει ποτέ στη ζωή της. «Εδώ πάνω, ντοκτορέσσα», είπε ο Τσέιζ, γελώντας πλατιά προς το μέρος της με ολοφάνερη ευχαρίστηση. «Σου έλειψα;»

25

«ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ;» ρώτησε ο Τσέιζ τη Νίνα καθώς την κατέβαζε από το χρυσό τοίχο. «Περίφημα. Ευχαριστώ. Και χαίρομαι που είσαι κι εσύ... Νόμιζα πως ήσουν νεκρός!» «Χρειάζεται κάτι περισσότερο από ένα πλοίο που βουλιάζει για να σκοτωθώ». Το θριαμβευτικό ύφος του γρήγορα ξεθώριασε. «Τι τρέχει;» ρώτησε η Νίνα, που φοβόταν για το χειρότερο. Οι μύες του σαγονιού του σφίχτηκαν προτού απαντήσει. «Ο Ούγκο δεν τα κατάφερε». «Αχ...» του άγγιξε το χέρι. «Αχ, Θεέ μου, λυπάμαι...» «Ναι», έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή. Ύστερα κούνησε το κεφάλι του. «Η Κάρι είναι εντάξει. Κατεβαίνει από στιγμή σε στιγμή». «Η Κάρι είναι εδώ;» ρώτησε η Νίνα, συγκινημένη. «Ναι. Της είπα να μείνει πίσω μέχρι να σταματήσει το πιστολίδι». Η Νίνα επιθεώρησε το χώρο που φωτιζόταν από φακούς και ράβδους χημικού φωτισμού. Οι οχτώ επιζήσαντες από την ομάδα του Κόμπρας -ανάμεσά τους ο ίδιος ο Κόμπρας, ο Στάρκμαν και ο Φίλμπι- ήταν γονατισμένοι με τα χέρια πίσω από το κεφάλι, τριγυρισμένοι από μια ντουζίνα άντρες με στολή μάχης και ολόσωμη θωράκιση. Άλλοι δέκα τουλάχιστον άντρες επόπτευαν τη γύρω περιοχή. Δεν αναγνώρισε κανέναν από αυτούς. «Ποιοι είναι αυτοί οι τύποι που είναι μαζί σου;» «Η ασφάλεια του Φροστ. Δουλεύουν για τον Σενκ στο Ρανσφιόρντ. Οι περισσότεροι με στρατιωτικό παρελθόν - όχι του επιπέδου της SAS βέβαια, αλλά αρκετά καλοί. Όσους απ’ αυτούς κατάφερα να συγκεντρώσω βιαστικά. Δεν ήξερα πόσο χρόνο είχαμε, κι έτσι σκέφτηκα ότι όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο». «Δεν αστειεύεσαι». Έδειξε τη βόμβα, έναν απαίσιο κύλινδρο σε μουντό πράσινο, στο σχήμα και το μέγεθος ενός βραστήρα. «Είχαν βάλει αυτό το πράγμα να εκραγεί». «Το ξέρω. Σταματήσαμε το χρονόμετρο πέντε λεπτά πριν από την έκρηξη». «Πέντε λεπτά;» Η Νίνα ανατρίχιασε στην ιδέα ότι είχε βρεθεί τόσο πολύ κοντά στο θάνατο. «Ελπίζω να το έκλεισες». «Απλώς τη σταματήσαμε. Μην ανησυχείς», πρόσθεσε ο Τσέιζ, βλέποντας το

ανήσυχο ύφος της Νίνα, «κανείς δεν πρόκειται να παίξει μαζί της και να την κάνει να εκραγεί κατά λάθος». «Πώς με βρήκες;» Ο Τσέιζ γέλασε πλατιά. «Έλαβα την κάρτα σου, για να το πω έτσι. Πάλι καλά, όμως, που θυμήθηκα το όνομα αυτού του χωριού. Αν δεν το θυμόμουν, θα την είχαμε πατήσει. Το Θιβέτ είναι μεγάλο μέρος». «Και με βρήκες μόνο από αυτό τόσο γρήγορα;» Η Νίνα θεωρούσε πως το στοιχείο που είχε δώσει στον Μάθιους ήταν απίθανο να το καταλάβει ο Τσέιζ, αλλά πάλι οτιδήποτε πιο συγκεκριμένο μπορεί να είχε ως συνέπεια την αυτόματη θανατική καταδίκη του καπετάνιου - και ίσως και της ίδιας. «Δεν είχα ποτέ την ευκαιρία να πω σε κάποιον άλλο την πληροφορία που περιείχε η τελευταία επιγραφή της Ατλαντίδας - ότι έφτασαν μέσω του Γάγγη στα Ιμαλάια, ότι βρήκαν τη Χρυσή Κορυφή. Τίποτε από αυτά». «Δε χρειάστηκε. Ο γέρος της Κάρι χρησιμοποίησε την επιρροή του στην κινεζική κυβέρνηση για να μπούμε στη χώρα, και ήρθαμε κατευθείαν στη Χουλαοντάνγκ με ελικόπτερα. Αποδείχτηκε ότι οι άνθρωποι θυμούνταν την τελευταία φορά που είχαν έρθει κάποιοι Δυτικοί και αναζητούσαν έναν από τους τοπικούς μύθους. Η Κάρι τούς έπεισε να μας δώσουν οδηγίες και πετάξαμε αμέσως εδώ. Καταλάβαμε ότι φτάσαμε στο σωστό μέρος όταν είδαμε τα ελικόπτερα του Κόμπρας. Αυτά που τώρα, μια και το ’φερε η κουβέντα, έχουν γίνει ένα εκατομμύριο κομματάκια που καπνίζουν». Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά στους αιχμαλώτους, κατσουφιάζοντας. «Κρίμα που αυτά τα καθάρματα δεν ήταν μέσα σε κάποιο από τα ελικόπτερα. Θα ήταν μια καλή πληρωμή για τον Ούγκο». «Τι σκοπεύετε να τους κάνετε;» «Ιδέα δεν έχω. Το έχει αναλάβει ο Φροστ, υποθέτω...» «Νίνα!» Η Νίνα σήκωσε το βλέμμα και είδε την Κάρι που έτρεχε προς το μέρος της, ντυμένη στα ολόλευκα, με τα ξανθά μαλλιά της να ξεχύνονται πάνω από το γούνινο γιακά της. Απέφυγε τους αιχμαλώτους κι έτρεξε στη Νίνα και την αγκάλιασε. «Θεέ μου, είσαι ζωντανή, είσαι καλά!» «Ναι, είμαι καλά, είμαι καλά!» απάντησε η Νίνα. «Και χαίρομαι που είσαι κι εσύ καλά! Όταν ο Κόμπρας βύθισε το Έβινορ, πίστεψα ότι δε θα σε ξανάβλεπα». «Παραλίγο». Η Κάρι την έσφιξε για μια ακόμα φορά και την άφησε από την αγκαλιά της. «Δε θα τα είχα καταφέρει χωρίς τον Έντι». «Όχι πια τον “κύριο Τσέιζ”;» ρώτησε η Νίνα με κάπως ζαβολιάρικη διάθεση. Η Κάρι χαμογέλασε σχεδόν σκανταλιάρικα. «Νομίζω ότι η σχέση εργοδότηεργαζόμενου αλλάζει κάπως ύστερα από την έκτη φορά που σου σώζει τη ζωή». «Ναι, μπορείς να με ευχαριστήσεις με ένα παιχνίδι για τρεις αργότερα», κάγχασε ο Τσέιζ. Η Κάρι ανοιγόκλεισε παιχνιδιάρικα τα μάτια της.

«Βλέπω ότι μερικά πράγματα δεν αλλάζουν», παρατήρησε ειρωνικά η Νίνα. «Μπορείς όμως να το πιστέψεις αυτό, Κάρι; Μπορείς να συνειδητοποιήσεις τι βρήκαμε;» «Τι βρήκες», τη διόρθωσε η Κάρι. Έδωσε μια εντολή στα νορβηγικά σε έναν από τους μαυροντυμένους κομάντος, που έριξε μια φωτοβολίδα. Τα κτίρια φωτίστηκαν με ένα απόκοσμο κόκκινο χρώμα. «Μια ακόμα εκδοχή της ακρόπολης της Ατλαντίδας, σχεδόν άθικτη...» Ο Τσέιζ έριξε μια ματιά στα σωριασμένα ερείπια ενός από τα γειτονικά οικοδομήματα. «Αχ. Συγγνώμη γι’ αυτό». Η Νίνα τον χτύπησε απαλά στον ώμο. «Δεδομένων των συνθηκών, σε συγχωρώ». «Κι άλλο αντίγραφο του ναού του Ποσειδώνα», είπε η Κάρι. «Είναι απίστευτο». «Όχι τόσο απίστευτο όσο αυτό που υπάρχει εδώ μέσα», της είπε η Νίνα, δείχνοντας τον πολύ μικρότερο ναό που περικλειόταν από το χρυσό τοίχο. «Είναι ο ναός της Κλειτώς;» ρώτησε η Κάρι. Η Νίνα έγνεψε καταφατικά. «Μόνο που χρησιμοποιήθηκε ως μαυσωλείο. Και μάντεψε ποιος κείται εδώ μέσα. Ο τελευταίος βασιλιάς και η βασίλισσα της Ατλαντίδας!» Η απόλυτη ικανοποίηση άφησε προς στιγμήν την Κάρι άναυδη. «Είσαι σίγουρη;» είπε τελικά ξέπνοα. «Τα πραγματικά σώματα;» «Εντάξει, δεν κοίταξα, αλλά αυτό γράφει πάνω στις σαρκοφάγους...» εξήγησε. «Δείξε μου», είπε μια καινούρια φωνή, βαθιά και αυταρχική. Η Νίνα κοίταξε γύρω της και αιφνιδιάστηκε βλέποντας τον Κρίστιαν Φροστ, ντυμένο με λευκά ρούχα, να έρχεται προς το μέρος της βιαστικά. Έριξε μια ματιά στον Κόμπρας και τους άλλους αιχμαλώτους προτού τους προσπεράσει, έχοντας στο πλευρό του ένα μυώδη άντρα τον οποίο η Νίνα αναγνώρισε καθυστερημένα ως τον Ζόζεφ Σενκ και έναν ψηλό νεαρό με τετράγωνο σαγόνι και ξανθά κοντοκουρεμένα μαλλιά σε στρατιωτικό στιλ. «Πατέρα», είπε η Κάρι, παίρνοντας στη στιγμή ένα ύφος που μαρτυρούσε σεβασμό και υποταγή. Η Νίνα ανασήκωσε το φρύδι της. Προφανώς εδώ έκανε κουμάντο εκατό τοις εκατό ο Κρίστιαν Φροστ. «Εκεί μέσα είναι;» ρώτησε και έδειξε το ναό της Κλειτώς. «Ναι», είπε η Νίνα, «αλλά δεν υπάρχει τρόπος να μπείτε μέσα. Θα χρειαστεί να σκαρφαλώσετε πάνω στο...» Ο Φροστ κροτάλισε τα δάχτυλά του. Ο ξανθός ακούμπησε κάτω το σακίδιό του, άνοιξε γρήγορα το φερμουάρ και έβγαλε έξω ένα ηλεκτρικό πριόνι. Προχώρησε μέχρι τον τοίχο, ψαχουλεύοντας την κορυφή του, λες και αναζητούσε κάποια ρωγμή, στη συνέχεια φόρεσε ένα ζευγάρι προστατευτικά γυαλιά και έθεσε σε λειτουργία το πριόνι, που έβγαλε ένα διαπεραστικό ήχο καθώς η λεπίδα του χωνόταν μέσα στο χρυσό.

«Αυτό μπορεί να κάνει δουλειά», είπε η Νίνα σοκαρισμένη, «αλλά τι θα γίνει με τη διατήρηση του τόπου; Θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε το μέρος όσο το δυνατόν πιο άθικτο». «Για την ώρα, κύριο μέλημά μου είναι αυτό για το οποίο ήρθα ως εδώ», είπε ο Φροστ. «Πόση ώρα θα σου πάρει για να το κόψεις;» «Ένα ή δύο λεπτά μόνο», απάντησε ο ξανθός. «Αρκετός χρόνος για να τακτοποιήσουμε κάποιες άλλες εκκρεμότητες», είπε ο Φροστ και έβγαλε τα γάντια του, χτυπώντας τα αργά πάνω στις παλάμες του καθώς έκανε μια στροφή. «Τζοβάνι. Τελικά συναντηθήκαμε». «Θα με συγχωρήσεις που δε θα σου δώσω το χέρι», γρύλισε ο Κόμπρας. Ο Φροστ προχώρησε προς το μέρος του, ενώ οι φυλακές που σχημάτιζαν κύκλο γύρω από τους γονατισμένους αιχμαλώτους παραμέρισαν για να τον αφήσουν να περάσει. «Τι θα κάνουμε με σένα; Θα ήταν πολύ ευκολότερο αν είχες χτυπηθεί στη διάρκεια της μάχης, αλλά τώρα...» «Κάνε ό,τι θέλεις. Μην ελπίζεις όμως ότι θα νικήσεις την Αδελφότητα. Ό,τι κι αν κάνεις θα βρίσκονται εκεί για να σε πολεμήσουν». Ο Φροστ γέλασε. «Όχι. Δε θα το κάνουν. Όχι αφού πάρω ό,τι υπάρχει μέσα σ’ αυτό το ναό». Κοίταξε για μια στιγμή το μαυσωλείο. «Ξέρεις, έχω μπει σχεδόν στον πειρασμό να σε αφήσω να φύγεις. Απλά και μόνο γιατί έτσι θα μπορέσεις να συνειδητοποιήσεις πλήρως ότι εσύ και η οργάνωσή σου έχετε αποτύχει ολοκληρωτικά. Όλα αυτά για τα οποία αγωνιστήκατε, σκοτώσατε... όλα για το τίποτα». Τα χείλη του Κόμπρας συσπάστηκαν σε ένα σαρκαστικό χαμόγελο. «Πιστεύεις ότι με το θάνατό μου θα παύσει η δράση της Αδελφότητας;» «Δεν έχεις πραγματικά ιδέα τι πρόκειται να συμβεί, έτσι δεν είναι;» είπε ο Φροστ και ξαναγέλασε. «Υποθέτω ότι ανησύχησα περισσότερο απ’ όσο χρειαζόταν για τους πράκτορές σου». «Κάνε μόνο ό,τι είναι να κάνεις με μένα», μούγκρισε ο Κόμπρας. «Δε θα κάνω τίποτα», είπε ο Φροστ. «Νομίζω ότι αυτό το προνόμιο πρέπει να το έχει η Δρ. Γουάιλντ». «Τι;» ρώτησε η Νίνα, σαστισμένη. Ο Φροστ την πλησίασε. Η φωνή του έγινε ένας βελούδινος βόμβος. «Δρ. Γουάιλντ... Νίνα. Αυτός ο άνθρωπος δολοφόνησε τους γονείς σου. Πρέπει να πληρώσει για ό,τι έκανε. Πρέπει να αποδοθεί δικαιοσύνη». «Ο μόνος εγκληματίας εδώ πέρα είσαι εσύ, Φροστ!» φώναξε ο Κόμπρας. Ένας από τους φρουρούς τον κλότσησε δυνατά στο στήθος, αφήνοντας τον χωρίς ανάσα. «Ε, λοιπόν, ναι, αλλά...» η Νίνα κοίταξε τον Κόμπρας. «Δε θα έπρεπε να

περάσει από δίκη για όλα όσα διέπραξε;» «Από ποιους; Αυτός ο άνθρωπος είναι υπεράνω του νόμου. Δολοφονεί ατιμώρητα δεκάδες ανθρώπους σε όλο τον κόσμο». Ο Φροστ τράβηξε το φερμουάρ του τζάκετ του και έψαξε στο εσωτερικό του. «Η μόνη δικαιοσύνη που του αξίζει είναι ακριβώς αυτή που πιστεύει ότι αποδίδει». Έβγαλε ένα πιστόλι και το έβαλε στην παλάμη της Νίνα. «Για όλα τα εγκλήματα που διέπραξε, για όλα όσα έκανε για να σε πληγώσει... Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις». Η Νίνα κοίταξε με δυσπιστία πρώτα το όπλο κι ύστερα τον Φροστ. Δεν υπήρχε καμία άλλη ένδειξη στο πρόσωπό του εκτός απ’ το ότι ήταν απόλυτα σοβαρός. «Για περίμενε ένα λεπτό», είπε προβληματισμένος ο Τσέιζ. «Θέλω νεκρό αυτό τον μπάσταρδο όσο κι εσύ, αλλά εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες; Αυτό δεν είναι δικαιοσύνη, αυτό είναι δολοφονία. Και δεν μπορείς να ζητάς από τη Νίνα να γίνει δολοφόνος!» «Σε παρακαλώ να μην ανακατευτείς σ’ αυτό, κύριε Τσέιζ», είπε ο Φροστ, σχεδόν απορριπτικά. «Είναι μια απόφαση που μόνο η Δρ. Γουάιλντ μπορεί να πάρει». «Κάρι!» Ο Τσέιζ την κοίταξε γυρεύοντας υποστήριξη. Φάνηκε διχασμένη, ρίχνοντας ματιές πότε στον Φροστ, πότε στη Νίνα και πότε στον Τσέιζ... «Είναι... ο πατέρας μου ξέρει καλύτερα», είπε τελικά, χωρίς να ακούγεται εντελώς σίγουρη για τα λόγια της. Ο Φροστ ακούμπησε τα χέρια του στους ώμους της Νίνα, χαμηλώνοντας τη φωνή του σχεδόν σε ψίθυρο. «Από σένα εξαρτάται, Νίνα. Ξέρεις τι έκανε, κι εσύ ξέρεις τι πρέπει να πληρώσει». Το ένα χέρι του έκλεισε απαλά γύρω απ’ το όπλο, πιέζοντας τα δάχτυλα της Νίνα στη λαβή του. «Σκότωσε τους γονείς σου, Νίνα. Τους δολοφόνησε, ακριβώς εδώ, μέσα στο βουνό. Θα πρέπει να του αφαιρέσεις ό,τι πήρε κι αυτός από σένα. Κάν’ το». Τα μάτια της Νίνα γέμισαν δάκρυα. Με χείλη ερμητικά κλειστά, σαγόνι που έτρεμε, κοίταξε πέρα από τον Φροστ τη γονατιστή φιγούρα του Κόμπρας. «Μπα...» άρχισε η Κάρι, αλλά ένα και μόνο βλέμμα του Φροστ την έκανε να σωπάσει. Άφησε τη Νίνα και οπισθοχώρησε. Η Νίνα έκανε ένα βήμα μπροστά, με κάθε μυ και τένοντα του κορμιού της τσιτωμένο. Αισθανόταν κρύο και βαρύ το όπλο στο χέρι της. Ο Κόμπρας την κοίταξε, και η έκφραση στο πρόσωπό του δε φανέρωνε φόβο ή οργή, αλλά ψυχρή περιφρόνηση. Ο πόνος που σιγόκαιγε στην καρδιά της άλλαξε και πήρε τη μορφή μίσους. «Νίνα!» φώναξε πίσω της ο Τσέιζ, αλλά εκείνη μόλις που τον άκουσε. Σήκωσε το όπλο, σημαδεύοντας πρώτα το στήθος του Κόμπρας, κι έπειτα πιο αποφασιστικά το πρόσωπό του. Ο Στάρκμαν τσιτώθηκε αλλά παρέμεινε ακίνητος, κοιτώντας προσεκτικά με το ένα μάτι. Ο Κόμπρας την κοίταξε σιωπηλά. Αυτός που είχε επιχειρήσει να σκοτώσει την

ίδια και τους φίλους της, που είχε σκοτώσει τους φίλους της, τον Καστίγ και το πλήρωμα του Νηρηίς, που είχε σκοτώσει τους γονείς της, την οικογένειά της, τους ανθρώπους που αγαπούσε... Δάκρυα θόλωσαν την όρασή της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να τα διώξει, και τα ένιωσε να κυλούν παγωμένα στα μάγουλά της. Ο Κόμπρας, που εξακολουθούσε να την κοιτάζει ψυχρά, ξαναβρέθηκε στο οπτικό της πεδίο. Το δάχτυλό της έσφιξε τη σκανδάλη. Ο επικρουστήρας του όπλου κινήθηκε αργά. Χρειαζόταν ελάχιστη μόνο πίεση για να πυροβολήσει... Τότε σταμάτησε. Με τα μάτια της για μια ακόμα φορά γεμάτα δάκρυα, η Νίνα οπισθοχώρησε, κατεβάζοντας το όπλο. «Δεν ξέρω ποια νομίζεις ότι είμαι», ψιθύρισε, «αλλά έκανες λάθος. To DNA μου δεν ασκεί έλεγχο στο ποια είμαι ή τι θα κάνω. Ήθελα να το ξέρεις αυτό». Χαλάρωσε προσεκτικά τη λαβή στη σκανδάλη, ο επικρουστήρας επανήλθε στην αρχική του θέση, κι ύστερα κινήθηκε προς το μέρος του Φροστ. «Δεν μπορώ να τον σκοτώσω. Δε θέλω».. Ο τόνος του Φροστ, προς μεγάλη της έκπληξη, ήταν ανάλαφρος. «Και βέβαια δεν μπορείς!» φώναξε, παίρνοντας πίσω το πιστόλι. «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσες. Αλλά ακόμα και στην περίπτωση που θα με εξέπληττες... μάθε ότι δεν ήταν καν οπλισμένο». «Δηλαδή, τι μου έκανες...» είπε με κομμένη την ανάσα η Νίνα. «Με δοκίμαζες;» «Λυπάμαι, αλλά ήθελα να βεβαιωθώ για το τι είδους άνθρωπος είσαι πραγματικά». Η Κάρι έτρεξε προς τη Νίνα και στάθηκε ανάμεσα σ’ εκείνη και τον Φροστ για να την υπερασπιστεί. «Δεν είχες κανένα δικαίωμα να της το κάνεις αυτό! Γιατί δεν εμπιστεύεσαι την κρίση μου;» «Λυπάμαι», επανέλαβε. «Όπως είπα, ήθελα να βεβαιωθώ». Το στρίγκλισμα του πριονιού σταμάτησε απότομα. Ένα λεπτό αργότερα ακούστηκε ένα δυνατό μπαμ από το κομμάτι που αποσπάστηκε από τον τοίχο και έπεσε καταγής. «Προσέχετέ τους», έδωσε εντολή στους άντρες του ο Φροστ για τους κρατούμενους, προτού περάσει τον τοίχο και κοιτάξει προσεκτικά μέσα από το άνοιγμα. Πήρε ένα φακό από τον ξανθό, κι ύστερα πέρασε μέσα από τη στενή τρύπα και κοίταξε πίσω του την Κάρι και τη Νίνα. «Ελάτε». Αφού αντάλλαξαν ένα βλέμμα, οι δυο γυναίκες πήγαν πίσω του. Ο Τσέιζ ακολούθησε χωρίς να του το ζητήσει κανείς, και η Νίνα παρατήρησε ότι εισέπραξε κάτι σαν εκνευρισμένο κατσούφιασμα από τον Φροστ. Ύστερα πέρασε και ο Σενκ, ενώ ο ξανθός στάθηκε μπροστά στην τρύπα σαν φρουρός. Ο Φροστ ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και μπήκε στο ναό. Όταν τον έφτασε η Νίνα, εξέταζε ήδη το κάλυμμα της σαρκοφάγου του βασιλιά, ψάχνοντας για

τυχόν χαραμάδες. «Βοήθησέ με μ’ αυτό», διέταξε. Ο Σενκ την προσπέρασε παραμερίζοντάς την στα χέρια του κρατούσε ένα λοστό. Ο Τσέιζ συμμετείχε, σηκώνοντας με μεγάλη προσπάθεια το πάνω μέρος της σαρκοφάγου. Οι τρεις άντρες ζορίστηκαν και ο Σενκ πίεσε με όλη του τη δύναμη το λοστό πάνω στο κάλυμμα που μετακινήθηκε ελάχιστα. «Έλα, παλιοκέρατο!» μούγκρισε ο Τσέιζ. «Ένα, δύο, τρία!» Ξαναζορίστηκαν όλοι και αυτή τη φορά το κάλυμμα ανασηκώθηκε αρκετά για να το τραβήξουν στο πλάι. Με μια ακόμα σπρωξιά αποκαλύφθηκε το εσωτερικό της σαρκοφάγου. Με μια τρίτη, η πέτρινη πλάκα έπεσε στο δάπεδο του ναού, σπάζοντας στα δύο. Η Νίνα μόρφασε μόλις είδε την καταστροφή. Ο Φροστ σήκωσε το φακό του και έσκυψε ανυπόμονα πάνω από το πλάι της σαρκοφάγου. «Θεέ μου, κοίτα αυτό εδώ!» Η Νίνα και η Κάρι συμμερίστηκαν τη λαχτάρα του. Η Νίνα αισθάνθηκε έναν αθέλητο στιγμιαίο φόβο στη θέα του πραγματικού προσώπου του θανάτου που την ατένιζε σαν να το είχε σκάσει από εφιάλτη. Το σώμα μέσα στη σαρκοφάγο, σφραγισμένο στο πέτρινο κουτί του για χιλιάδες χρόνια, ήταν μαυρισμένο και ρυτιδιασμένο. Τα απομεινάρια των προ πολλού σαπισμένων χειλιών του συστρέφονταν σε έναν απαίσιο χλευασμό γύρω από τα προτεταμένα του δόντια. «Γεια σου, μούμια», ψιθύρισε ο Τσέιζ σαρκαστικά. Η Νίνα τον σκούντησε με τον αγκώνα της. Ο Φροστ εξέτασε το πτώμα πιο προσεκτικά. «Ο τελευταίος βασιλιάς της Ατλαντίδας... άθικτος ακόμα». Έβγαλε μια μικρή σακούλα από το παλτό του και πήρε από μέσα ένα έμβολο λεπτό σαν βελόνα, το οποίο ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο ρυτιδιασμένο δέρμα. «Ανοίξτε το άλλο, γρήγορα», είπε στον Σενκ και τον Τσέιζ. «Γιατί τόση πρεμούρα;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Δε νομίζω ότι πρόκειται να πάνε πουθενά». «Απλώς κάντε το», διέταξε ο Φροστ. Έβαλε το έμβολο στο άλλο του χέρι, παίρνοντας ένα νυστέρι από τη σακούλα και σκύβοντας πάνω από το πρόσωπο του νεκρού βασιλιά σαν χειρουργός που πρόκειται να εγχειρήσει. «Τι θα κάνετε;» ρώτησε ανήσυχη η Νίνα. «Αυτό δε μοιάζει με καμιά συνηθισμένη πρακτική». «Πρέπει να πάρω ένα δείγμα DNA», της απάντησε ο Φροστ, λες και αυτό εξηγούσε τα πάντα. Το αχνό ξύσιμο του νυστεριού που έκοβε τη μουμιοποιημένη σάρκα πνίγηκε από το τρίξιμο της πέτρας πάνω σε πέτρα καθώς ο Τσέιζ και ο Σενκ σήκωναν το κάλυμμα της άλλης σαρκοφάγου. «Μα, στ’ αλήθεια, δεν έπρεπε...» είπε η Νίνα δειλά καθώς το δεύτερο κάλυμμα έπεφτε με θόρυβο στο έδαφος. Πήγε να κοιτάξει μέσα, ενώ ο Φροστ εξακολουθούσε να ασχολείται με το πρώτο πτώμα, τοποθετώντας ένα κομμάτι

από τα ζαρωμένα χείλη του βασιλιά μέσα σε ένα πλαστικό δοχείο. Η βασίλισσα Καλέα βρισκόταν στην ίδια πάνω κάτω κατάσταση με το σύζυγό της. Τα μαυριδερά απομεινάρια των ρούχων της παρείχαν μια άμεση ένδειξη ότι το κουφάρι ανήκε σε γυναίκα. «Είναι η Καμίλα Πάρκερ-Μπόουλς!» φώναξε χιουμοριστικά ο Τσέιζ, κοιτώντας εξεταστικά το περιεχόμενο της σαρκοφάγου. «Θα το βουλώσεις επιτέλους;» απαίτησε η Νίνα. «Κάρι», είπε ο Φροστ, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την «εγχείρησή» του, «νομίζω ότι θα ήταν ασφαλέστερο να πας τη Νίνα στο ελικόπτερο». Η Κάρι φάνηκε σαστισμένη. «Ασφαλέστερο; Είμαι βέβαιη ότι οι άντρες του Ζόζεφ μπορούν να κρατήσουν υπό έλεγχο τους ανθρώπους του Κόμπρας». «Θέλω να είμαι σίγουρος. Πήγαινε, Κάρι». «Μα υπάρχουν ακόμα τόσα που πρέπει να κάνω. Δεν έχουμε αρχίσει καν να εξερευνούμε τους άλλους ναούς», παρατήρησε η Νίνα. «Μόλις διασφαλιστεί το μέρος, θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε όποια στιγμή θελήσουμε. Αυτή ήταν μια επιχείρηση διάσωσης, όχι αρχαιολογική έρευνα. Δεν έχουμε κανένα από τα απαραίτητα εργαλεία». «Εκτός από τη χειρουργική σου εργαλειοθήκη, προφανώς...» Ο Φροστ την κάρφωσε με ένα αυστηρό βλέμμα. «Δεν είμαι προετοιμασμένος να συζητήσω γι’ αυτό. Κάρι, εσύ μου είπες ότι η ασφάλειά της ήταν το πρωταρχικό σου μέλημα. Θα είσαι βέβαιη ότι θα παραμείνει σώα αν την πας στο ελικόπτερο. Πήγαινε». Η Κάρι φάνηκε έτοιμη να αντιδράσει, αλλά στη συνέχεια υποχώρησε. «Ναι, Μπα», είπε. «Έλα, Νίνα». «Και με τον Κόμπρας τι θα γίνει;» ρώτησε καχύποπτα η Νίνα. «Θα παραδώσουμε τον ίδιο και τους άντρες του στις κινεζικές Αρχές», είπε ο Φροστ, κλείνοντας με θόρυβο το πρώτο δοχείο με το δείγμα του και προχωρώντας στη δεύτερη σαρκοφάγο. «Διέπραξε φόνο στην περιοχή τους. Αυτοί λοιπόν θα το χειριστούν». «Ίσως είναι δύσκολο να αποδειχτεί μετά από τόσο καιρό», είπε ο Τσέιζ. «Άλλωστε νόμισα πως είπες ότι ήταν υπεράνω του νόμου!» «Ασκώ κάποια επιρροή στους Κινέζους», είπε ο Φροστ και σήκωσε λίγο το βλέμμα στην Κάρι και τη Νίνα. «Παρακαλώ, πηγαίνετε στο ελικόπτερο. Θα φροντίσω εγώ για τα πράγματα εδώ πέρα». «Εντάξει...» είπε η Κάρι λίγο απρόθυμα, πιάνοντας τη Νίνα από το χέρι. Πολύ πιο απρόθυμα η Νίνα αφέθηκε να οδηγηθεί έξω από το ναό. Ο Τσέιζ της κούνησε το χέρι, κι εκείνη του το ανταπέδωσε. «Έχει δίκιο», είπε η Κάρι. «Είναι ασφαλέστερο, μέχρι να διασφαλίσουμε τουλάχιστον το μέρος». «Δεν ακούγεσαι πεισμένη», παρατήρησε η Νίνα. «Είμαι... δυσαρεστημένη», παραδέχτηκε. «Ήθελα να εξερευνήσω το μέρος

αυτό όσο κι εσύ. Αλλά...» Κοίταξε τους μαυροντυμένους φρουρούς γύρω από τους κρατούμενους. «Ο πατέρας έχει δίκιο. Δεν είναι ασφαλές». Κατόπιν είπε σε δύο από τους άντρες του Φροστ να συνοδεύσουν την ίδια και τη Νίνα κατά την επιστροφή τους στο ελικόπτερο, και ξεκίνησαν τη δύσκολη πορεία εξόδου από την αχανή σπηλιά. «Το πήρα», είπε ο Φροστ, κλείνοντας και το δεύτερο πλαστικό δοχείο. Το τοποθέτησε προσεκτικά δίπλα στο ταίρι του στην πλαστική σακούλα, κι ύστερα τα ξανάβαλε μέσα στο παλτό του. «Αυτό ήταν. Έχω όλα αυτά για τα οποία ήρθα». «Εγώ νόμιζα ότι ήρθες για να σώσεις τη Νίνα», είπε δηκτικά ο Τσέιζ. Ο Φροστ τον αγνόησε, φεύγοντας από το ναό. Ο Σενκ τον ακολούθησε. Ο Τσέιζ σκυθρώπιασε κι ύστερα κατέβηκε ολοταχώς τα σκαλοπάτια πίσω τους. Πέρασε μέσα από την τρύπα και βρέθηκε να παρακολουθεί την εξής σκηνή. Η Νίνα και η Κάρι είχαν φύγει, αλλά ο Κόμπρας και οι επιζήσαντες σύντροφοί του εξακολουθούσαν να είναι γονατιστοί, περικυκλωμένοι από φρουρούς. Ο Φροστ και ο Σενκ μιλούσαν ήσυχα. Αποφάσισε να ξαναελέγξει τη βόμβα. Το χρονόμετρό της ήταν σταματημένο στα πέντε λεπτά πριν από την έκρηξη. «Δεν πρέπει να αφοπλίσουμε αυτό το πράγμα;» φώναξε στον Φροστ. «Είναι εντάξει προς το παρόν, κύριε Τσέιζ», απάντησε ο Φροστ προτού ξαναπιάσει τη βουβή συζήτησή του. Ο Τσέιζ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και στη συνέχεια προχώρησε προς τους κρατούμενους. Στάθηκε μπροστά στο γονατιστό Στάρκμαν, που εξακολουθούσε να έχει τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του. «Λοιπόν, Τζέισον. Τώρα που μπορούμε τελικά να έχουμε μια καθαρή κουβεντούλα, θα σε πείραζε να μου πεις γιατί πρόδωσες τους συντρόφους σου και πήγες με αυτό το βλάκα;» και χτύπησε τον αντίχειρά του πάνω στον Κόμπρας. «Γιατί είναι καλός τύπος, Έντι», είπε ο Στάρκμαν, με το μάτι του να αστράφτει κάτω απ’ το φως του φακού. «Με δολοφονίες αθώων, ανατινάξεις, βουλιάγματα πλοίων, ναι, βέβαια, εμένα μου μοιάζει για καλός Σαμαρείτης». «Τα κάνει για το γενικότερο καλό, πίστεψέ με. Με ξέρεις...» «Σε ήξερα κάποτε», τον διέκοψε ο Τσέιζ. «Νόμιζα ότι σε ήξερα. Τώρα; Δεν έχω την παραμικρή γαμημένη ένδειξη για το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι σου». «Θα έπρεπε όμως να ξέρεις πως δε θα μπορούσα να αναλάβω μια δουλειά αν δεν πίστευα σ’ αυτό που έκανα. Αυτό δεν άλλαξε ποτέ όλα αυτά τα χρόνια που με ξέρεις. Κι ακόμα δεν έχει αλλάξει». «Πιστεύεις δηλαδή σ’ αυτά που κάνεις», αναγκάστηκε να παραδεχτεί ο Τσέιζ. Τουλάχιστον ο Τεξανός ήταν ανέκαθεν σταθερός σ’ αυτό. «Αυτό όμως δε σε

δικαιώνει». «Υπάρχουν βέβαια πράγματα για τα οποία δεν είμαι περήφανος. Οι εναλλακτικές λύσεις όμως είναι χειρότερες. Κι αυτό επιτρέπει στο φιλαράκι σου τον Φροστ να έρχεται εδώ και να παίρνει ό,τι θέλει». «Έχω ήδη αυτό που θέλω, κύριε Στάρκμαν», τον έκοψε ο Φροστ. «Και γιατί το θέλεις;» ρώτησε ο Κόμπρας, συνεχίζοντας να είναι προκλητικός. «Ανακάλυψες το τελευταίο προπύργιο της Ατλαντίδας - και ένα δείγμα καθαρού DNA από τους κατοίκους της. Για ποιο λόγο όμως;» Ο Φροστ στύλωσε τα μάτια πάνω του, μισοχαμογελώντας. «Είχα σχεδόν μπει στον πειρασμό να σε αφήσω να πας στον τάφο σου χωρίς να μάθεις ποτέ την αλήθεια, αλλά...» Το χαμόγελο εξαφανίστηκε και η έκφρασή του πέτρωσε και πάλι. «Θα ξαναφτιάξουμε τον κόσμο όπως πρέπει να είναι. Με μια άρχουσα ελίτ από καθαρόαιμους Ατλάντιους - και θα εξαλείψουμε τα άχρηστα σκουπίδια της ανθρωπότητας». Η δυσπιστία του Κόμπρας μεταβλήθηκε σταδιακά σε τρόμο. «Θεέ μου... είσαι περισσότερο παράφρων απ’ όσο πίστευα. Ο λόγος που ήθελες ένα καθαρό δείγμα DNA δεν ήταν για να ελέγξεις τους υπόλοιπους του είδους σου, αλλά για να καταφέρεις να ανοσοποιηθείς εσύ ο ίδιος! Αυτό το εργαστήριο που έχεις το χρησιμοποιείς για τη δημιουργία βιολογικού όπλου!» «Για στάσου, τι πράγμα;» είπε ο Τσέιζ, κοιτώντας με ανησυχία εναλλάξ τους δύο άντρες. «Βιολογικό όπλο; Είναι αλήθεια αυτό;» «Αυτό δε σε αφορά, κύριε Τσέιζ», αποκρίθηκε ο Φροστ, χωρίς να παίρνει τα μάτια του από τον Κόμπρας. «Τώρα όμως, Τζοβάνι, τώρα που ξέρεις την αλήθεια, τώρα που ξέρεις ότι απέτυχε η Αδελφότητα... τελείωσαν όλα». Τράβηξε το πιστόλι του και πυροβόλησε. Είχε πει ψέματα στη Νίνα ότι δεν ήταν γεμάτο. Ο ήχος του πυροβολισμού αντήχησε στα γύρω οικοδομήματα, καθώς το πίσω μέρος του κρανίου του Κόμπρας διαλύθηκε, πιτσιλώντας όσους βρίσκονταν πίσω του με πηχτό αίμα. Ο Φίλμπι ούρλιαξε, και επιχείρησε να το σκάσει, αλλά κάποιος από τους φρουρούς τον έφερε πίσω με κλοτσιές. «Χριστέ μου!» έκανε ο Τσέιζ με κομμένη την ανάσα, συγκλονισμένος. «Σήκωσέ τον πάνω», είπε ο Φροστ σε έναν από τους άντρες του, δείχνοντας τον Φίλμπι. Ο καθηγητής ούρλιαξε απ’ τον τρόμο, καθώς τον τραβούσε να σταθεί στα πόδια του. «Βούλωσέ το», τον διέταξε ο Φροστ. «Θα σε πάρουμε μαζί μας. Απομακρύνετέ τον από τους άλλους». Τράβηξαν τον Φίλμπι στην άκρη, ενώ οι άλλοι φρουροί, ανταποκρινόμενοι σε ένα νεύμα του Σενκ, σήκωσαν τα ΜΡ-7 αυτόματά τους και πήραν θέση για να πυροβολήσουν. «Περιμένετε, περιμένετε, στοπ!» διαμαρτυρήθηκε ο Τσέιζ, μπαίνοντας ανάμεσα στον Στάρκμαν και τον πλησιέστερο φρουρό. «Τι στο διάολο κάνετε;

Δεν μπορείτε να τους εκτελέσετε έτσι απλά!» «Κι όμως, κύριε Τσέιζ, τελικά μπορώ. Στην πραγματικότητα, τώρα που έχω αυτό για το οποίο ήρθα εδώ...» η έκφρασή του πέτρωσε περισσότερο από κάθε άλλη φορά. «Τερματίζω την πρόσληψή σου». Γάβγισε μια εντολή στα νορβηγικά... και ο Τσέιζ είδε τα όπλα των φρουρών να στρέφονται καταπάνω του. «Τι στην ευχή σημαίνει αυτό, αφεντικό;» ρώτησε, σηκώνοντας προσεκτικά τα χέρια του. Ο Σενκ πήρε το όπλο του και τον έσπρωξε μέσα στον κύκλο των κρατούμενων. «Αυτό είναι το τέλος», είπε ο Φροστ. Κοίταξε τον Σενκ. «Ξαναβάλε μπροστά το χρονόμετρο». «Απομένουν μόνο πέντε λεπτά», απάντησε ο Σενκ. «Θα έχουμε αρκετό χρόνο για να φύγουμε;» «Θα έχουμε αν τρέξουμε». «Στάσου», είπε ο Τσέιζ, «ύστερα απ’ όλα όσα περάσατε για να ανακαλύψετε αυτό το μέρος... σκοπεύετε απλώς να το ανατινάξετε;» Ο Φροστ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Δεν το χρειάζομαι πια. Αυτά τα δείγματα DNA αξίζουν περισσότερο απ’ οποιονδήποτε αρχαίο θησαυρό. Βάλε μπροστά το χρονόμετρο», διέταξε και πάλι τον Σενκ. Ο Γερμανός κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και προχώρησε για να εκτελέσει τη διαταγή. «Εγώ σου το είπα», μουρμούρισε ο Στάρκμαν στον Τσέιζ. «Σκοπεύεις δηλαδή να μας αφήσεις εδώ με τη βόμβα;» ρώτησε ο Τσέιζ. Ο Φροστ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Όχι, σκοπεύω να σε σκοτώσω πρώτα για να μην μπορέσεις να σταματήσεις την αντίστροφη μέτρηση. Έτοιμοι!» Το κάθε όπλο βρήκε ένα στόχο. Ο Τσέιζ είδε τουλάχιστον δύο να τον σημαδεύουν. Σκατά! Χρειαζόταν ένα σχέδιο, και μάλιστα γρήγορα. Δεν είχε όμως όπλο και δεν υπήρχε κανείς για να τον καλύψει. Εκτός και αν... Έκανε ένα βήμα πίσω σαν να ήθελε να αποφύγει τα όπλα, πέφτοντας πάνω στο γονατιστό Στάρκμαν. «Τζέισον; Θα χρειαστούμε μια λάμψη έμπνευσης εδώ...» Ο Στάρκμαν άλλαξε θέση πίσω του και σήκωσε τα χέρια, σκουντώντας ελαφρά στα πλευρά τον Τσέιζ. Το μικρό δάχτυλό του τεντώθηκε και τραβήχτηκε. Ο Φροστ πήρε μια ανάσα, έτοιμος να δώσει εντολή να πυροβολήσουν... Ο Στάρκμαν άγγιξε ελαφρά μια από τις χειροβομβίδες λάμψης που ήταν περασμένες στη ζώνη του Τσέιζ. Το δάχτυλό του κρεμόταν ακόμα από την περόνη. Έκλεισαν τα αφτιά τους με τα χέρια καθώς ο μαύρος μεταλλικός

κύλινδρος κύλησε στο δάπεδο πίσω τους... Ο ήχος που έβγαλε η χειροβομβίδα χτυπώντας πάνω στις πέτρες τράβηξε την προσοχή όλων των αντρών του Φροστ, που στύλωσαν χωρίς να το θέλουν πάνω της τα μάτια τους... Την εκτυφλωτική λάμψη της πυρακτωμένης σκόνης αλουμινίου και υπερχλωρικού καλίου ακολούθησε ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα ένας εκκωφαντικός κρότος καθώς η χειροβομβίδα έσκαγε, προσβάλλοντας τις αισθήσεις όλων όσοι την κοιτούσαν σαν να είχαν δεχτεί πλήγμα στο κεφάλι. Παρόλο που η έκρηξη ήταν μέρος μόνο της εκρηκτικής δύναμης μιας θανατηφόρας χειροβομβίδας, εξακολουθούσε να είναι αρκετά ισχυρή για να κάνει τους δύο πλησιέστερους φύλακες να χάσουν την ισορροπία τους. «Τρέξε!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, ανοίγοντας τα μάτια του. Χρόνια εκπαίδευσης και πείρας τον είχαν κάνει να ξέρει όλα όσα χρειαζόταν μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Οι άντρες που είχαν περικυκλώσει τους κρατουμένους, ανάμεσα τους και ο Φροστ, είχαν διακόψει τη φρούρηση λόγω της χειροβομβίδας και προς στιγμήν είχαν τυφλωθεί και αποπροσανατολιστεί. Οι υπόλοιποι όμως άντρες του Φροστ, που βρίσκονταν μακρύτερα, δεν είχαν επηρεαστεί τόσο πολύ. Με αποτέλεσμα να αντιδράσουν. Ο Τσέιζ έδωσε μια γροθιά στη μούρη του πιο κοντινού φρουρού, κι αισθάνθηκε τη μύτη του να συνθλίβεται κάτω από την αποφασιστική επίθεση. Πίσω του ο Στάρκμαν στάθηκε μ’ ένα τίναγμα στα πόδια του και κατάφερε ένα ισχυρό χτύπημα στο λαρύγγι κάποιου άλλου. Ο Τσέιζ άρπαξε το ΜΡ-7 από το φρουρό που τον είχε προηγουμένως χτυπήσει και το γύρισε γύρω γύρω. Ένας καταιγισμός πυρών τινάχτηκε από την κάννη του συμπαγούς όπλου. Τα μοναδικά πυρομαχικά 4,6 χιλιοστών του ΜΡ-7 ήταν ειδικά σχεδιασμένα για να διατρυπούν ολόσωμη θωράκιση - επομένως από τόσο μικρή απόσταση ήταν σε θέση να διαπεράσουν όποιον χτυπούσαν. Με τα πρώτα πυρά χτύπησε τέσσερις από τους άντρες του Φροστ. Έπεσαν, ενώ πίδακες από αίμα ανάβλυσαν από τις τρύπες στη θωράκισή τους. Οι πιο μακρινοί βούτηξαν για να καλυφθούν, αδυνατώντας να ανταποδώσουν τα πυρά χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο τους συντρόφους τους. Κι άλλο κροτάλισμα πυροβολισμών ξέσπασε πίσω του, καθώς ο Στάρκμαν άνοιξε πυρ εναντίον των φρουρών στην άλλη πλευρά του κύκλου. Τρεις έπεσαν και η ζώνη έσπασε. Ο Τσέιζ είδε ότι δύο από τους κρατούμενους είχαν καταφέρει να προστατεύσουν τα αφτιά τους και είχαν επιτεθεί στους φρουρούς τους. Οι υπόλοιποι ήταν ζαλισμένοι όσο και οι άντρες του Φροστ. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτούς. Η ατομική επιβίωση ήταν το μόνο που μετρούσε εκείνη τη στιγμή. Στράφηκε και είδε τον Φροστ να κουλουριάζεται κρατώντας σφιχτά το κεφάλι του. Αν έβγαζε από τη μέση τον Φροστ, το σχέδιό

του θα ολοκληρωνόταν ακριβώς εδώ... Ο νεαρός ξανθός, ο Ρούκερ, ξεπρόβαλε προφανώς από το πουθενά κι έριξε στο έδαφος τον Φροστ την ώρα που ο Τσέιζ σήκωνε το όπλο του. Πυροβόλησε έτσι κι αλλιώς, αλλά το ΜΡ-7 αντήχησε άδειο ύστερα από δύο ακριβώς βολές. Στην πλάτη του Ρούκερ έχασκαν τρύπες, αλλά οι σφαίρες δεν είχαν φτάσει τον Φροστ. Με το αφεντικό τους ξαπλωμένο στο έδαφος, οι υπόλοιποι άντρες του μπορούσαν να ανοίξουν πυρ... Πέρα από το μαυσωλείο, ο Τσέιζ διέκρινε το ναό του Ποσειδώνα. Ο τρίτος που είχε δει - και οι δύο πρώτοι ήταν πανομοιότυποι εσωτερικά. Κατέβασε τον αγκώνα του στη μούρη ενός από τους φρουρούς που είχαν απομείνει και απομακρύνθηκε τρέχοντας. «Τρέχα στο ναό!» ούρλιαξε. Δεν είχε χρόνο να δει ποιος τον ακολουθούσε, ούτε χρόνο για να νοιαστεί. Αποκομμένος στη μια πλευρά, κοντά στο χρυσό τοίχο, ο Σενκ κούρνιασε δίπλα στη βόμβα, αλλά ο Τσέιζ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον εμποδίσει να ξαναβάλει μπροστά το χρονόμετρο γιατί οι φρουροί πυροβολούσαν! Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα του σφυρίζοντας, κι αυτός έτρεχε διαβολεμένα για να φτάσει στο ναό του Ποσειδώνα.

26

Ο ΤΣΕΙΖ προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα τον τοίχο που περικύκλωνε το μαυσωλείο, χρησιμοποιώντας το για κάλυψη - έστω και προσωρινά. Οι άντρες του Φροστ θα χρειάζονταν μόνο μερικά δευτερόλεπτα για να το πλευροκοπήσουν και να τον χτυπήσουν. Τρεχαλητά πίσω του. Ο Στάρκμαν και δυο ακόμα από τους άντρες του ακολουθούσαν λίγο πιο πίσω. Το φως του φακού που ήταν γαντζωμένος στο στήθος του χόρευε τρελά πάνω στους τοίχους του ναού. Η είσοδος θα πρέπει να ήταν μπροστά τους... Ο χώρος γέμιζε απ’ τον υπόκωφο ήχο μετάλλου πάνω σε μέταλλο καθώς οι σφαίρες έσκαγαν πάνω στο χρυσό τοίχο. Κάποιος ούρλιαζε. Κάποια από τα τρεχαλητά έγιναν γδούπος. Κάποιο κορμί σωριάστηκε στο έδαφος. Δε γύρισε να κοιτάξει. Η είσοδος ήταν μπροστά του, ένα απόλυτα σκοτεινό τετράγωνο στον τοίχο. Ο Στάρκμαν βρισκόταν σχεδόν δίπλα του. Ο μπάσταρδος ήταν ανέκαθεν καλός δρομέας... Η φωνή του Φροστ, που ούρλιαζε διαταγές, ξεπερνούσε το σαματά των όπλων. «Σκοτώστε τους! Σκοτώστε τους όλους!» Κι άλλο ξέφρενο τερέτισμα από ΜΡ-7, που το ακολούθησαν ουρλιαχτά. Έσφαζαν τους κρατούμενους! Το μαύρο τετράγωνο επεκτάθηκε, καθώς το τρεμουλιαστό φως του φακού του αποκάλυψε τις γραμμές της σήραγγας μέσα στο ναό. Μια σφαίρα πέρασε σφυρίζοντας τόσο κοντά του, που αισθάνθηκε τη ζέστη της, αλλά βρισκόταν ήδη μέσα! «Οι γαμημένοι!» είπε ξέπνοα ο Στάρκμαν ακριβώς πίσω του. «Σκότωσαν τους άντρες μου!» «Ενώ εσύ δε θα έκανες το ίδιο στη θέση τους!» του πέταξε ο Τσέιζ. Η πρώτη γωνία βρισκόταν ακριβώς μπροστά... Η σήραγγα φωτιζόταν από ένα πορτοκαλί φως, ένα θανάσιμο φως που ερχόταν απ’ την είσοδο, όπου οι διώκτες τους είχαν σταθεί και πυροβολούσαν με μανία. Το τελευταίο μέλος της ομάδας του Στάρκμαν δέχτηκε όλες τις σφαίρες και η σκιά του ταλαντεύτηκε άγρια πάνω στον τοίχο μπροστά από τον Τσέιζ. Η γωνία...

Ο Τσέιζ βούτηξε πίσω της. Ο Στάρκμαν ακολουθούσε ένα βήμα πιο πίσω· κι άλλες σφαίρες εξοστρακίζονταν πάνω στον τοίχο. Κομμάτια πέτρας πετάγονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Προστατεύοντας τα μάτια του από τα ενοχλητικά θραύσματα, ο Τσέιζ έβγαλε μια χειροβομβίδα από το δίχτυ του και τράβηξε απότομα την περόνη, αφήνοντας ελεύθερο με ένα σφύριγμα το μεταλλικό κρίκο. Μέτρησε από μέσα του ως το τρία, ύστερα πέταξε τη χειροβομβίδα πίσω από τη γωνία προς τα βήματα που πλησίαζαν. Μπουμ! Θραύσματα οβίδας γέμισαν την ατμόσφαιρα σαν σμάρι από οργισμένες μέλισσες, ενώ ο Τσέιζ ρίχτηκε καταγής κι έγινε ένα με το χώμα, τραβώντας και τον Στάρκμαν μαζί του. Ο βρόντος της έκρηξης εξασθένησε. Τα τρεχαλητά είχαν πάψει. Ο Στάρκμαν ανακάθισε και ξαναπήρε το ΜΡ-7 του. «Ευχαριστώ». «Μη με ευχαριστείς ακόμα», μούγκρισε ο Τσέιζ. «Δεν αποφάσισα αν θα σε αφήσω να ζήσεις μέχρι τέλους». «Εγώ έχω το όπλο», είπε ο Στάρκμαν και του το έδειξε. «Κι εγώ είμαι ο μόνος που ξέρει πώς να βγούμε από αυτό το ναό. Έλα!» Ο Τσέιζ σηκώθηκε, τραβώντας και τον Στάρκμαν να σταθεί στα πόδια του. «Έχουμε πέντε λεπτά προτού όλο αυτό το μέρος διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη!» «Η βόμβα τοποθετήθηκε!» είπε ο Σενκ. «Αχρήστευσα τους διακόπτες - δεν υπάρχει πια κανένας τρόπος να σταματήσει!» «Αν θέλεις να μείνεις ζωντανός, άρχισε να τρέχεις!» ούρλιαξε ο Φροστ στον Φίλμπι, καθώς έτρεχε προς την είσοδο της σπηλιάς. Με κομμένη την ανάσα απ’ τον πανικό, ο Φίλμπι έτρεχε ξοπίσω του. Κατηφορίζουμε τη σήραγγα, στρίβουμε στις γωνίες... και μπαίνουμε στην αίθουσα με τη Δοκιμασία της Δύναμης. Οι ξύλινες λαβές πάνω στον πέτρινο πάγκο είχαν προ πολλού μετατραπεί σε σκόνη, αλλά... «Σκατά!» πέταξε ο Τσέιζ, βλέποντας ότι οι αιχμηροί κάθετοι πάσσαλοι, μολονότι στραβωμένοι από τη διάβρωση, εξακολουθούσαν να μπλοκάρουν τη δίοδο, όπως ακριβώς και στη Βραζιλία. «Νόμιζα ότι θα είχαν διαλυθεί από τη σκουριά μέχρι τώρα!» «Τι είναι αυτά;» ρώτησε ο Στάρκμαν. «Πόνος στον κώλο!» Πήρε την τελευταία χειροβομβίδα και προχώρησε από το στενό διάδρομο προς τον τοίχο. «Περίμενε!» Η χειροβομβίδα κροτάλισε πάνω στο πέτρινο δάπεδο και εξερράγη στα μισά του διαδρόμου. Η έκρηξη έκοψε κομματάκια τους σκουριασμένους μεταλλικούς

πασσάλους και γέμισε τον αέρα με ρινίσματα κατακερματισμένων μετάλλων. Ο Τσέιζ προσπάθησε να κοιτάξει μέχρι το τέλος του περάσματος. Μόνο λίγοι από τους πασσάλους είχαν μείνει άθικτοι. «Εντάξει! Ακολούθησε με, με το τρία, όσο πιο γρήγορα μπορείς!» «Τι θα γίνει αν δεν μπορέσω;» «Δε θα σου μείνει ούτε κοκαλάκι! Ένα, δύο, τρία!» Ο Τσέιζ όρμησε στο πέρασμα, προσπερνώντας τα υπολείμματα των πασσάλων. Ένα κακώς υπολογισμένο βήμα μπορούσε να χώσει μια από τις σκουριασμένες αιχμές μέσα στη γάμπα του - αν και ο τέτανος ήταν η ελάχιστη απειλή για τη ζωή του αυτή τη στιγμή. «Ετοιμάσου για το...» Κλανγκ! Η πέτρινη πλάκα κάτω από τα πόδια του κουνήθηκε. Ένα μέρος τουλάχιστον του αρχαίου μηχανισμού εξακολουθούσε να λειτουργεί. Με ένα εκνευριστικό τρίξιμο, οι πλάκες της οροφής άρχισαν να κατεβαίνουν, ενώ η σκόνη έπεφτε σαν βροχή από τα μεταξύ τους κενά. «Τι στο διάολο είναι αυτό;» τσίριξε ο Στάρκμαν. «Παγίδα! Πρέπει να καταφέρουμε να φτάσουμε στο τέρμα προτού γίνουμε λιώμα!» Έσκυψε για να αποφύγει τα όμοια με σταλακτίτη απομεινάρια ενός πασσάλου, ξεκρεμώντας το φακό από το ολόσωμο αλεξίσφαιρο του. Η οροφή, αφού δεν υπήρχε κανείς στον πάγκο για να επιβραδύνει την κάθοδό της, κατέβαινε πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι στη Βραζιλία. Εκείνος όμως μπορούσε να προχωρήσει γρηγορότερα. Το τέλος του διαδρόμου απείχε μόνο τριάντα εκατοστά, αλλά οι δύο τελευταίοι πάσσαλοι ήταν άθικτοι και το μεταξύ τους κενό αρκετά στενό· δεν υπήρχε αμφιβολία, θα πιανόταν. Κλότσησε τον πλησιέστερο πάσσαλο με το πίσω μέρος της μπότας του. Έσπασε στα δύο και το πάνω μισό πετάχτηκε από την τρύπα του και χώθηκε στην οροφή, χτυπώντας στη συνέχεια το πόδι του. Δεν ήταν όμως ώρα για πόνους και τα συναφή. Η οροφή εξακολουθούσε να κατεβαίνει. Πέρασε τον τελευταίο πάσσαλο και περιέφερε το φακό, αναζητώντας το μοχλό ή το κουμπί ή ό,τι διάολο υπήρχε για να το τραβήξει... «Τσέιζ!» φώναξε πίσω του ο Στάρκμαν. «Βοήθεια!» Ο Τσέιζ κοίταξε πίσω. Ο Στάρκμαν, ψηλότερος από αυτόν, είχε αναγκαστεί να σκύψει καθώς έπεφταν οι πέτρες και η άδεια θήκη του περιστρόφου του είχε πιαστεί σε έναν από τους σπασμένους πασσάλους. Αν όμως ο Τσέιζ γυρνούσε πίσω για να τον ελευθερώσει, η οροφή θα τους έλιωνε και τους δύο μέσα σε δευτερόλεπτα. «Έντι!» Ο Τσέιζ τον αγνόησε και συνέχισε να ψάχνει βιαστικά τον τοίχο...

Να εκεί! Μια σκοτεινή εσοχή στην πέτρα. Έχωσε τη γροθιά του στο τετράγωνο άνοιγμα, με τα δάχτυλα απλωμένα. Τίποτε άλλο εκτός από στεγνές σπασμένες σκλήθρες. Η οροφή προχωρούσε προς τα κάτω, αναγκάζοντάς τον να γονατίσει. Λίγα λεπτά ακόμα και η τελευταία πλάκα θα έφτανε την τρύπα στον τοίχο και θα του έσπαγε το χέρι, και στη συνέχεια όλο του το σώμα... Ο μηχανισμός θα πρέπει να είχε κατασκευαστεί από υλικό ισχυρότερο απ’ το ξύλο ή θα πρέπει να είχε σαπίσει... Ο Τσέιζ έχωσε βαθύτερα μέσα στην τρύπα το χέρι του, ψαχουλεύοντας με τα δάχτυλα. Ξύλινα απομεινάρια, ψυχρή πέτρα... μέταλλο! Το υπόλειμμα κάποιου μοχλού, κομμάτι ενός διακόπτη... δεν είχε σημασία. Το έπιασε με την παλάμη του όσο πιο σφιχτά μπορούσε και το τράβηξε... Μετακινήθηκε! Ήταν μια ελάχιστη κίνηση, αλλά αποδείχτηκε αρκετή. Κάτι μέσα στον τοίχο αποσυνδέθηκε με έναν υπόκωφο θόρυβο και η οροφή σταμάτησε. Σκόνη έπεσε γύρω του σαν καταρράκτης, και ο Τσέιζ τράβηξε το χέρι του από την τρύπα για να ανακαλύψει ότι η παλάμη του αιμορραγούσε. Οι άκρες του μεταλλικού υπολείμματος ήταν εξίσου αιχμηρές με τους σκουριασμένους πασσάλους. Έστρεψε το φακό, αναζητώντας το σημείο όπου βρισκόταν η έξοδος και στο βραζιλιάνικο ναό. Ένα νέο άνοιγμα εμφανίστηκε ανάμεσα σε δύο από τις πλάκες. Έσπρωξε το πόδι του πάνω στην πέτρα. Κουνήθηκε. «Μια μικρή βοήθεια;» είπε μια σιγανή φωνή. Ο Στάρκμαν ήταν μαζεμένος σε μια εξαιρετικά άβολη στάση, κουλουριασμένος γύρω από ένα σπασμένο καρφί. Η οροφή απείχε λιγότερο από ένα μέτρο από το δάπεδο. Όποιος κι αν ήταν ο μηχανισμός που είχε συγκροτήσει τις πέτρινες πλάκες στη Βραζιλία, εδώ ήταν προφανώς χαλασμένος. Ο Τσέιζ άπλωσε το γερό χέρι του στον Στάρκμαν κι ύστερα έγειρε πίσω και τον τράβηξε. Προς στιγμήν φάνηκε ότι ο Στάρκμαν ήταν παγιδευμένος - ύστερα όμως ο πάσσαλος υποχώρησε κι έσπασε με ένα τρίξιμο, εκσφενδονίζοντας προς τα εμπρός τον Αμερικανό. «Ευχαριστώ», είπε μπουσουλώντας. Ο Τσέιζ παραμέρισε με μια κλοτσιά το σκουριασμένο πάσσαλο. «Έχουμε να περάσουμε άλλα δύο ζόρια», τον προειδοποίησε περνώντας στα τέσσερα μέσα από την τρύπα, για να σταθεί όρθιος στο επόμενο πέρασμα. Ο Στάρκμαν ακολούθησε γρήγορα. «Πόσο χρόνο έχουμε ακόμα;» «Τριάμισι λεπτά! Έλα!» «Φτάνουν;» ρώτησε ο Στάρκμαν, τρέχοντας πίσω του.

«Πρέπει να φτάσουν». Το πέρασμα ακολουθούσε την ίδια πορεία που θυμόταν από τη Βραζιλία. Όσο μακρύτερα τόσο καλύτερα - υπήρχε ακόμα κάποια πιθανότητα διάσωσης. Μικρή βέβαια, αλλά... Η ηχώ των βημάτων τους άλλαξε. Η σήραγγα φάρδαινε μπροστά τους. Η Δοκιμασία της Ικανότητας. Ο Τσέιζ στριφογύρισε το φακό του σε όλη την αίθουσα. Εδώ δεν υπήρχαν ούτε καϊμάν ούτε πιράνχας - για την ακρίβεια, δεν υπήρχε καν νερό. Η πέτρινη στέρνα ήταν εντελώς ξερή. Το μόνο που απέμενε στον πυθμένα του καναλιού, που είχε βάθος δύο και εβδομήντα μέτρα, ήταν κάτι ακανόνιστα, ξεβαμμένα υπολείμματα από φύκια. Κοίταξε προς τα δεξιά. Η έξοδος βρισκόταν εκεί, αλλά όχι και η κρεμαστή γέφυρα. Όχι άθικτη τουλάχιστον. Είχε σαπίσει και καταρρεύσει, και τα απομεινάρια της ήταν σκορπισμένα σε όλη τη στέρνα σαν σπασμένος σκελετός. «Πρέπει να φτάσουμε εκεί πέρα», είπε, δείχνοντας την έξοδο και πηδώντας στο κανάλι. «Πόσο έχουμε ακόμα;» «Δύο και κάτι λεπτά!» Έτρεξαν στα απομεινάρια της γέφυρας. Ο Τσέιζ κοίταξε στην κορυφή του τοίχου. Μπορεί να τα κατάφερνε να πηδήξει και να γραπωθεί από την άκρη, αλλά θα ήταν δύσκολο να κρατηθεί από εκεί και ταυτόχρονα να σκαρφαλώνει. «Βάλε το πόδι σου να πατήσω για να ανεβώ!» είπε ο Στάρκμαν. «Ή θα μπορούσες να βάλεις το δικό σου πόδι για να ανεβώ εγώ», αντέδρασε ο Τσέιζ. «Δε με εμπιστεύεσαι;» «Όχι, που να πάρει!» «Δίκιο έχεις, αλλά εσύ ξέρεις το δρόμο για να βγούμε, ενώ εγώ όχι!» «Σωστή άποψη», είπε ο Τσέιζ, σκύβοντας και ενώνοντας τα χέρια του για να τα χρησιμοποιήσει ως αναβολέα ο Στάρκμαν. Ο Αμερικανός ανέβηκε στον τοίχο και εξαφανίστηκε από την πίσω πλευρά. Για μια απαίσια στιγμή ο Τσέιζ πίστεψε ότι δε θα γύριζε πίσω, αλλά ο Στάρκμαν άπλωσε τα χέρια του προς τα κάτω στον τοίχο. Ελάχιστες στιγμές αργότερα είχε τραβήξει επάνω τον Τσέιζ. «Νόμιζες ότι θα την έκανα, ε;» είπε ο Στάρκμαν μόλις στάθηκε στα πόδια του. «Δε θα ήταν και η πρώτη φορά, έτσι δεν είναι;» απάντησε ο Τσέιζ και κοίταξε το ρολόι του. Δυο λεπτά. «Σκατά! Τρέχα!» Κατέβηκαν το κανάλι τρέχοντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Επόμενη στάση, η Δοκιμασία του Μυαλού, αλλά τουλάχιστον ήξερε πώς να βρει την πίσω πόρτα. Όρμησε μέσα στην αίθουσα και βρήκε τον προσανατολισμό του. «Υπάρχει ένας κρυφός διακόπτης στον τοίχο», άρχισε, τρέχοντας προς τη γωνία...

Όπου δε βρήκε τίποτα εκτός από μια κενή πέτρα. Ούτε τρύπα ούτε διακόπτης. Ούτε πίσω πόρτα. «Που να πάρει!» Κούνησε τη φωτεινή δέσμη του φακού του σε όλο το κάτω μέρος του τοίχου, αναζητώντας κάποια άλλη μικρή κόγχη, κάποια ένδειξη ότι αυτοί που είχαν κατασκευάσει το ναό είχαν αλλάξει το σχέδιο. Τίποτα! «Τι τρέχει;» ρώτησε ο Στάρκμαν. «Δεν είναι εδώ! Δεν υπάρχει καμιά γαμημένη πίσω πόρτα!» Ξανακοίταξε την πέτρινη πόρτα που μπλόκαρε την έξοδο και τα σκαλισμένα στον τοίχο σύμβολα. Το κοίλωμα με τις μολυβένιες μπίλιες βρισκόταν εκεί, όπως και η μεταλλική ζυγαριά και το αιχμηρό πλέγμα που κρεμόταν από την οροφή, έτοιμο να πέσει και να κατατρυπήσει όποιον βρισκόταν από κάτω αν έδινε λάθος απάντηση. Η απάντηση... Ο Τσέιζ συνοφρυώθηκε, προσπαθώντας απεγνωσμένα να ξαναφέρει στο νου του την ανάμνηση. Η Νίνα του είχε πει την απάντηση, αφού υπολόγισε πώς συνδυάζονταν οι αριθμοί. Ποια ήταν, ποια ήταν; Σαράντα δύο... Όχι, αυτός είναι ο κωδικός για κάτι άλλο! Σαράντα! «Πρέπει να βάλουμε εκεί μέσα σαράντα από αυτές τις μπίλιες!» είπε, δείχνοντας τη ζυγαριά και μαζεύοντας μια χούφτα από τις βαριές μπίλιες. «Δυο φορές από δέκα η καθεμία! Γρήγορα!» Ο Στάρκμαν υπάκουσε. «Κι αν τα σκοτώσουμε στο μέτρημα;» «Θα πεθάνουμε!» Ο Τσέιζ μέτρησε δέκα μπίλιες και τις έριξε μέσα στην κούπα προτού αρπάξει μια ακόμα χούφτα. Ο Στάρκμαν μέτρησε άλλες δέκα. Είκοσι, τριάντα... Σαράντα! Έπιασε το μοχλό, έκανε μια συντομότατη παύση ελπίζοντας ότι τα μαθηματικά της Νίνα ήταν σωστά, κι ύστερα τον τράβηξε... ΚλινγκΙ Η πέτρινη πόρτα μετατοπίστηκε ελάχιστα, καθώς ελευθερώθηκε η παγίδα. «Λατρεύω τις μυαλωμένες γυναίκες!» φώναξε ο Τσέιζ. «Δώσε μου ένα χεράκι!» Οι δύο άντρες άνοιξαν σπρώχνοντας την πόρτα. Ο Στάρκμαν βρισκόταν ακριβώς πίσω του όταν μπήκαν στον τελευταίο διάδρομο. «Τώρα απλώς τρέξε σαν τρελός!» ούρλιαξε ο Τσέιζ. Δεν μπορούσε να ξοδέψει ούτε ένα δευτερόλεπτο για να κοιτάξει το ρολόι του, αλλά ήξερε ότι πρέπει να τους είχαν απομείνει περίπου τριάντα δευτερόλεπτα. Χρυσός και ορείχαλκος λαμποκοπούσαν στην κεντρική αίθουσα του ναού,

τίποτα όμως από αυτά δεν είχε σημασία εκτός από το τεράστιο άγαλμα του Ποσειδώνα στην άκρη της αίθουσας και το κλιμακοστάσιο πίσω του. Έλπιζε ότι η μόνη αλλαγή που είχαν επιφέρει οι αρχιτέκτονες ήταν η διαφορετική θέση του διακόπτη της τελευταίας δοκιμασίας. «Εδώ πάνω!» είπε με κομμένη την ανάσα, ανεβαίνοντας τρία τρία τα σκαλιά. Οι μύες στις γάμπες του έκαιγαν, ο ιδρώτας έτσουζε το βαθύ κόψιμο στην κνήμη του, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει τώρα. «Πίσω από την αίθουσα, πρέπει να υπάρχει ένα φρεάτιο!» «Πρέπει;» έκανε ξέπνοα ο Στάρκμαν. «Αν δεν υπάρχει να μου κάνεις μήνυση!» Έφτασαν στο κεφαλόσκαλο. Οι θησαυροί της αίθουσας του βωμού έλαμπαν γύρω τους, αλλά το μόνο πράγμα που είχε αξία για τον Τσέιζ ήταν το φρεάτιο... Η βόμβα εξερράγη. Τα αέρια της έκρηξης σάρωσαν τη σπηλιά με τρομακτική δύναμη. Ναοί έπεσαν, ανάκτορα συντρίφτηκαν, παρασυρμένα απ’ το ωστικό κύμα. Και πίσω από αυτό ακολουθούσε μια διογκωμένη πύρινη μπάλα, μια κόλαση που έκαιγε και έλιωνε ό,τι άγγιζε. Ακόμα και οι αρχαίοι τοίχοι του ναού του Ποσειδώνα στάθηκαν ανίκανοι να εμποδίσουν τη σαρωτική δύναμη των σύγχρονων όπλων. Ογκόλιθοι που ζύγιζαν τόνους ολόκληρους εξαερώνονταν πριν προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Ακόμα και η ίδια η σπηλιά ενέδωσε πολύ γρήγορα στην ισοπέδωση. Ένα εκατομμύριο τόνοι πέτρας σωριάστηκαν στο έδαφος καθώς κατέρρεε η οροφή, καταστρέφοντας εκ θεμελίων την ακρόπολη. Ο Τσέιζ αφουγκράστηκε το ωστικό κύμα που πλησίαζε σαν αμαξοστοιχία εξπρές, ενώ μια ριπή δυνατού αέρα όρμησε μέσα στην αίθουσα του βωμού πριν από το ίδιο το ωστικό κύμα. Η κρύπτη απείχε μόλις τριάντα εκατοστά... Έκανε μια βουτιά και χώθηκε μέσα. Δεν υπήρχε χρόνος για να ανησυχήσει μήπως ήταν φρακαρισμένη. Επειδή αν ήταν, θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς μέσα σε λίγες στιγμές. Αντίθετα από το κάθετο φρεάτιο στην Ατλαντίδα, αυτό εδώ ήταν κεκλιμένο, λοξό, μια απότομη κατηφοριά με κλίση εξήντα τουλάχιστον μοιρών. Ο Στάρκμαν βρισκόταν ακριβώς πίσω του τη στιγμή που κατρακύλησε. Ο αέρας έγινε θυελλώδης...

Οι πιλότοι των ελικοπτέρων είχαν λάβει ένα αλλοιωμένο μήνυμα στον ασύρματο να ετοιμάσουν το αεροσκάφος για άμεση απογείωση. Τώρα, η Νίνα και η Κάρι παρακολουθούσαν με τρόμο τον Φροστ και τους μισούς μόνο από τους άντρες του να βγαίνουν από τη σπηλιά και να τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο χιόνι για να φτάσουν στα ελικόπτερα. «Ω Θεέ μου!» φώναξε η Κάρι την ώρα που ο Φροστ και ο Σενκ πηδούσαν μέσα στην καμπίνα. Απέξω, δύο από τους άντρες του πετούσαν κυριολεκτικά τον Φίλμπι στο δεύτερο ελικόπτερο. «Τι συνέβη;» «Φύγε! Φύγε!» ούρλιαξε ο Φροστ στον πιλότο. «Ο Κόμπρας ξέφυγε, ξανάβαλε μπροστά το χρονόμετρο! Δεν μπορέσαμε να τον σταματήσουμε!» «Ο Έντι πού είναι;» φώναξε η Νίνα. «Είναι νεκρός! Τον πυροβόλησαν!» Η αναπνοή της κόλλησε στο λαιμό της. «Τι; Όχι!» Η Κάρι φάνηκε σοκαρισμένη. «Πιο γρήγορα! Η βόμβα πρόκειται να εκραγεί σε...» Ένας τεράστιος πίδακας από καπνό, σκόνη και μπάζα πετάχτηκε από την είσοδο της σπηλιάς με μια απίστευτα βαθιά δόνηση που θύμιζε το σφυροκόπημα ενός τεράστιου γκονγκ. Η Νίνα ένιωσε την έκρηξη μέσα στη θωρακική της κοιλότητα. Ο πιλότος έστριψε το ελικόπτερο απότομα στα πλάγια ενώ ανέβαινε, για να απομακρυνθεί από την τροχιά της κατολίσθησης που ερχόταν με δύναμη προς το μέρος του. Μια κατολίσθηση όχι από χιόνι αλλά από πέτρες, σκόρπια βράχια που είχαν ξεφύγει από τη δόνηση της έκρηξης, συμπαρασύροντας και άλλα καθώς κατέβαιναν σαν καταρράκτης τον γκρεμό. Το δεύτερο ελικόπτερο ακολουθούσε με τον ίδιο τρόπο. Ιπτάμενες πέτρες σφυροκοπούσαν το σκάφος σαν χαλάζι, καθώς η χιονοστιβάδα εκσφενδονίστηκε, με αποτέλεσμα αφενός να αποκοπεί από τα πλευρά του βουνού ένα τεράστιο κομμάτι βράχου και αφετέρου η άκρη του βουνού να μετατραπεί σε ένα τεράστιο σύννεφο σκόνης. Το Μονοπάτι της Σελήνης είχε χαθεί για πάντα, ο δρόμος προς το τελευταίο προπύργιο της Ατλαντίδας είχε ισοπεδωθεί. Η Νίνα πίεσε τα χέρια της πάνω στο παράθυρο του ελικοπτέρου, παρατηρώντας από κάτω την καταστροφή. Άλλες πέτρινες πλάκες κατρακυλούσαν από το βουνό, ενώ η Χρυσή Κορυφή του θιβετιανού μύθου σειόταν συθέμελα. Και όλα όσα βρίσκονταν εκεί μέσα... χαμένα. «Έντι...» ψιθύρισε. Όταν τον έχασε για πρώτη φορά, ένιωσε πολύ άσχημα. Αλλά να τον χάσει για δεύτερη φορά ήταν σχεδόν ανυπόφορο. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ο Τσέιζ έβγαλε ένα ουρλιαχτό καθώς το κύμα της έκρηξης τον προσπερνούσε

με τεράστια ταχύτητα, ενώ σκόνη και άμμος και κομματιασμένες πέτρες έξυναν το εκτεθειμένο δέρμα του. Ο θόρυβος ήταν απερίγραπτος, ένας βροντερός κρότος που ταρακούνησε όλα τα κόκαλά του και κάθε όργανο του σώματός του έτσι όπως στριφογυρνούσε αβοήθητος μέσα στο φρεάτιο. Φως στο τούνελ, μια λάμψη που μεγάλωνε... Δεν υπήρχε φως της μέρας μπροστά αλλά φωτιά πίσω, το φλεγόμενο μείγμα των αερίων της έκρηξης που είχε υπερθερμανθεί καθώς το σπήλαιο που κατακρημνιζόταν το πίεζε και το οδηγούσε πίσω τους. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να κατρακυλήσει την πλαγιά προς το σκοτάδι που υπήρχε μπροστά, ενώ η λάμψη από πίσω άλλαζε από κόκκινη σε πορτοκαλί και ύστερα σε κίτρινο καθώς η φωτιά τον καταδίωκε... Ξαφνικά, ένα ορθογώνιο γεμάτο από το φως της μέρας ξεπρόβαλε μπροστά του. Το χιόνι κάλυπτε την έξοδο που είχε ανατιναχτεί. Ο Τσέιζ δεν είχε καιρό να σκεφτεί την τύχη του. Αντίθετα, έδρασε εντελώς αυθόρμητα, καθώς εκσφενδονίστηκε από την άκρη του φρεατίου πάνω σε ένα σωρό από χαλίκια σκεπασμένα με χιόνι. Τραβήχτηκε στο πλάι για να αποφύγει τις πύρινες γλώσσες. Το χιόνι άχνισε στη στιγμή καθώς μια πύρινη μπάλα πετάχτηκε από το φρεάτιο πίσω του, έπεσε με δύναμη πάνω στο χώμα, αλλά το στρώμα του χιονιού δεν κατάφερε να απορροφήσει τους κραδασμούς της πρόσκρουσης, αφού χτύπησε με ορμή στο βράχο που βρισκόταν από κάτω. Δεν υπήρχε όμως καθόλου χρόνος για να αισθανθεί πόνο, επειδή ένα τσιριχτό κροτάλισμα από πάνω τον προειδοποίησε πως ένα κύμα από σκόρπιες πέτρες κατηφόριζε την πλαγιά του βουνού... Κατρακύλησε και οριζοντιώθηκε πάνω στο μέτωπο του βράχου, με την ελπίδα ότι η άκρη που περίσσευε ήταν αρκετά φαρδιά ώστε να εξοστρακίσει τις πέτρες που έπεφταν και να περάσουν από πάνω του αντί να τον συνθλίψουν. Βράχια με μέγεθος που ποίκιλλε από κλειστή γροθιά σε αντρικό κορμό έσκαγαν από πάνω του σαν χειροβομβίδες. Ο Τσέιζ κάλυψε το κεφάλι του, ενώ το υπόλοιπο σώμα του δεχόταν χτυπήματα από ιπτάμενα κομμάτια. Ούρλιαζε, αλλά δυσκολευόταν να ακούσει ακόμα και την ίδια τη φωνή του από τον ορυμαγδό των βράχων που γκρεμίζονταν. Τελικά ο σάλος κόπασε. Ο Τσέιζ, παρόλο που πονούσε, αναγκάστηκε να γονατίσει και να κοιτάξει γύρω του, ενώ ολόκληρα κομμάτια από συντρίμμια εξακολουθούσαν να πέφτουν από πάνω του. Η ελάχιστη αυτή προεξοχή του βράχου τον είχε σώσει. Τριάντα μόλις εκατοστά πιο μακριά βρισκόταν ένας στρογγυλεμένος από τη διάβρωση βράχος που είχε σκιστεί στα δύο από την πρόσκρουση και που θα του έσπαγε το κρανίο σαν καρπούζι έτσι και προσγειωνόταν πάνω του. Πιο πέρα υπήρχε ένας ακανόνιστος σωρός από σπασμένες σκούρες πέτρες. Οι χιονισμένες κορυφές

των Ιμαλαίων υψώνονταν μέσα από το σύννεφο σκόνης, πέρα μακριά, στο βάθος. Κοιτάζοντας προς τα κάτω, είδε ότι βρισκόταν στο χείλος ενός απόκρημνου γκρεμού που δέσποζε σε μια πλατιά κοιλάδα. Η πλαγιά φαινόταν αρκετά στρωτή για να την κατεβεί κανείς χωρίς αναρριχητικό εξοπλισμό. Κι αυτό ήταν τύχη, αφού ολόκληρος ο εξοπλισμός του ανερχόταν σε ό,τι είχε στις τσέπες του. Είχε χάσει ακόμα και το φακό του. Μια παράξενη, παράταιρη μυρωδιά έφτασε ως το μέρος του: Αχνός. Το απαλό αεράκι έφερνε θολούς στροβίλους στα σημεία όπου η φωτιά είχε εξαχνίσει το χιόνι που είχε κολλήσει πάνω της. Κοίταξε γύρω του και είδε τον Στάρκμαν μισοθαμμένο κάτω από σωρούς βράχων. Έτρεξε κοντά του. «Έλα, μείνε μαζί μου», είπε, ξεχωρίζοντας τα μεγαλύτερα κομμάτια. «Με ακούς;» «Έντι;» είπε ζαλισμένος ο Στάρκμαν. «Εσύ είσαι;» «Ναι, εγώ. Έχεις χτυπήσει; Μπορείς να κινηθείς;» «Που να ξέρω. Άσε με... Αχ, να πάρει και να σηκώσει!» «Τι;» ρώτησε ο Τσέιζ. «Τι τρέχει;» Αν ο Στάρκμαν είχε τραυματιστεί σοβαρά, πρακτικά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να τον μεταφέρει από το βουνό. «Προσγειώθηκα πάνω στα κωλομέρια μου...» Ο Τσέιζ τον κοίταξε κι ύστερα άρχισε να γελάει. «Αχ, εσύ, παλιό- κάθαρμα, βρομοπειραχτήρι», τσίριξε τελικά. Ο Στάρκμαν άρχισε κι αυτός να γελάει αγκομαχώντας. «Έλα, σήκωσε το νωθρό αμερικάνικο κώλο σου από κάτω και πάμε». Ο Στάρκμαν στάθηκε με μεγάλη προσπάθεια όρθιος. Το κάλυμμα του ματιού του είχε ξεσκιστεί, αφήνοντας να φανεί από μέσα η κατεστραμμένη κόχη του ματιού του πίσω από το κλειστό ξεβαμμένο βλέφαρο. «Αχ, παλιοτόμαρο», μούγκρισε. «Πονάει...» Ο Τσέιζ κοίταξε το βουνό. Καπνός και σκόνη έβγαιναν από τα πλευρά του. «Ε, λοιπόν, το αφεντικό σου πήρε αυτό που ήθελε», είπε αναστενάζοντας. «Το μέρος ανατινάχτηκε στα εξ ων συνετέθη - κανείς δε θα ξαναπάρει τίποτε από εδώ». «Ναι, αλλά και το δικό σου αφεντικό πήρε αυτό που ήθελε», του θύμισε ο Στάρκμαν. «Έπαψε να είναι αφεντικό μου από τη στιγμή που επιχείρησε να με σκοτώσει», είπε ψυχρά ο Τσέιζ. «Νομίζω ότι θα πρέπει να πω μερικές κουβέντες μ’ αυτό το κάθαρμα για όλα αυτά». «Ανέκαθεν δεν τα πήγαινες καλά με την προδοσία, έτσι δεν είναι;» είπε δηκτικά ο Στάρκμαν. Ο Τσέιζ τον κοίταξε σιωπηλά για αρκετό διάστημα. «Όχι ακριβώς». «Εξακολουθείς να είσαι ο τύπος που δε συγχωρεί;» «Ναι, αλλά», πρόσθεσε, «υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία μπορώ να ξεχάσω λίγο πιο εύκολα από άλλα. Προσωρινά».

Το καλό μάτι του Στάρκμαν τον κοίταξε επιφυλακτικά. «Δεν την άγγιξα ποτέ, Έντι. Ό,τι κι αν σου είπε, ποτέ δεν πήδηξα τη γυναίκα σου. Δε θα το έκανα ποτέ αυτό σε ένα φίλο». «Ξέρεις, Τζέισον», είπε ο Τσέιζ, απλώνοντας το χέρι του, «στ’ αλήθεια σε πιστεύω». «Προτείνεις ανακωχή, Έντι;» «Για την ώρα». Ο Στάρκμαν έπιασε το χέρι του και ο Τσέιζ τον τράβηξε πάνω. «Νομίζω ότι και οι δύο θέλουμε το ίδιο πράγμα... Θέλουμε να πιάσουμε αυτό τον μπάσταρδο τον Φροστ για όσα έκανε. Και θέλω να σώσω τη Νίνα». «Έπαψες να πληρώνεσαι για να την προστατεύεις από τη στιγμή που ο Φροστ έπαψε να είναι αφεντικό σου». «Τα λεφτά είχαν πάψει εδώ καιρό να είναι ο λόγος που την προστάτευα», του είπε ο Τσέιζ, εισπράττοντας αντί για απάντηση ένα υψωμένο φρύδι. Και οι δυο κοίταξαν γύρω τους, ακούγοντας κάποιο καινούριο θόρυβο. Τα ελικόπτερα του Φροστ, με το πρώτο φως της αυγής να αντανακλά στα παράθυρά τους, έστριψαν γύρω από το βουνό. Ο μονότονος βόμβος των μηχανών τους απλώθηκε κάτω στην κοιλάδα, καθώς απομακρύνονταν με μεγάλη ταχύτητα. Ο Τσέιζ τα κοίταξε έντονα κι ύστερα στράφηκε και πάλι στον Στάρκμαν, απλώνοντας ξανά το χέρι του. «Παρόλο που πέθανε ο Κόμπρας, εξακολουθείς να έχεις πρόσβαση στις πηγές της Αδελφότητας;» «Σε κάποιες από αυτές», απάντησε ο Στάρκμαν. «Τι έχεις κατά νου;» «Σκέφτομαι ένα ταξιδάκι στη Νορβηγία. Ενδιαφέρεσαι;» «Σίγουρα». Έδωσαν τα χέρια. «Μάχη μέχρις εσχάτων, Έντι;» «Μάχη μέχρις εσχάτων». Ο Στάρκμαν κοίταξε γύρω. «Μόνο που έχουμε ένα μικρό προβληματάκι είμαστε κολλημένοι στα Ιμαλάια χωρίς μεταφορικό μέσο και χωρίς εξοπλισμό». Ο Τσέιζ κατάφερε να μισοχαμογελάσει. «Έκανα καλά που κοίταξα ένα χάρτη προτού έρθω εδώ». Έδειξε κάτω την κοιλάδα. «Αν είσαι μέσα για μια δύσκολη πορεία, υπάρχει ένα χωριό σ’ αυτή την κατεύθυνση. Θα καταφέρουμε να φτάσουμε εκεί απόψε το βράδυ». Το μισό χαμόγελο ολοκληρώθηκε. «Ξέρω μια κοπέλα εκεί...»

27

ΝΟΡΒΗΓΙΑ Η ΑΠΕΡΙΤΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ του Ρανσφιόρντ απλωνόταν από κάτω τους καθώς το Γκόλφστριμ κατέβαινε, αλλά η Νίνα μόλις που έδωσε σημασία. Το μυαλό της ήταν αλλού. Σκεφτόταν ξανά και ξανά τα γεγονότα των τελευταίων ημερών. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλλε η Κάρι για να τη βοηθήσει, εξακολουθούσε να αισθάνεται βαθιά οδύνη, μια ξεχωριστή απώλεια. Η αναζωπυρωμένη θλίψη που είχε νιώσει βλέποντας τα πτώματα των γονιών της, ο θάνατος του Τσέιζ... και η καταστροφή της Ατλαντίδας, το τελευταίο ίχνος του πολιτισμού αυτού που τελικά κατάφερε να εξαλείψει ο Κόμπρας. Όλα ήταν θαμμένα, χαμένα, η έρευνα που είχε καθορίσει την ύπαρξή της είχε οδηγηθεί σε απότομο τέλος. Κατά κάποιο τρόπο η ζωή της έτσι όπως την ήξερε είχε τελειώσει. Όλος ο κόσμος της είχε αλλάξει. «Είσαι εντάξει;» ρώτησε η Κάρι. «Χμ; Ναι, καλά είμαι. Γιατί;» «Φαίνεσαι λίγο... απόμακρη». «Αλήθεια;» Η Νίνα το σκέφτηκε. «Υποθέτω ότι είμαι. Απλώς σκεφτόμουν». «Τι πράγμα;» «Ότι βρήκα αυτό που αναζητούσα όλα αυτά τα χρόνια. Βρήκα την Ατλαντίδα... και τώρα πάει, χάθηκε. Όλα είναι διαφορετικά. Κι εγώ δεν... Δεν ξέρω τι θα κάνω τώρα». Η Κάρι χαμογέλασε. «Αυτό που θα κάνεις, Δρ. Νίνα Γουάιλντ, είναι να πάρεις τη θέση σου κοντά μας. Είσαι μια από εμάς, κι εμείς φροντίζουμε πάντα τους δικούς μας». «Αλήθεια, δε σε ευχαρίστησα γι’ αυτό. Για όλα όσα έκανες». «Δε χρειάζεται να με ευχαριστείς. Και δεν έχασες την Ατλαντίδα». «Πώς έτσι;» «Γιατί τώρα μπορούμε να φτιάξουμε μια νέα Ατλαντίδα. Δε χρειάζεται πια να κοιτάμε το παρελθόν, επειδή θα δημιουργήσουμε το μέλλον». Η Νίνα ανασήκωσε το φρύδι της γεμάτη απορία. «Απλώς από περιέργεια θα μου πεις πώς ακριβώς θα δημιουργήσετε αυτό το

μέλλον; Ακόμα δεν καταλαβαίνω πώς ένα δείγμα DNA έντεκα χιλιάδων ετών μπορεί να αλλάξει τον κόσμο». «Μπορεί, έχε μου εμπιστοσύνη». Η Κάρι έσκυψε πιο κοντά της. «Νομίζω ότι είσαι έτοιμη». «Έτοιμη για ποιο πράγμα;» «Ήρθε η ώρα να σου δείξω τι πρόκειται να κάνουμε. Πώς θα ξαναφτιάξουμε τον κόσμο». Το αεροπλάνο πήρε την τελική στροφή και χαμήλωσε προς το μακρύ διάδρομο προσγείωσης. Ο Τσέιζ έριξε στον Στάρκμαν ένα δύσπιστο βλέμμα. «Αν είχατε σχεδιάσει αυτή την επιχείρηση από τότε, γιατί, που να πάρει, δεν την υλοποιήσατε, σώζοντας έτσι κι όλους εμάς από ένα σωρό φασαρίες;» «Δεν ήμασταν βέβαιοι για το τι ακριβώς έκανε ο Φροστ. Και ο Τζοβάνι δεν ήθελε να διακινδυνεύσει μια επίθεση παρά μόνο αν ήταν απολύτως απαραίτητη», εξήγησε ο Στάρκμαν. «Θα έπρεπε να εκθέσει την Αδελφότητα - και δε θα μπορούσε σε καμιά περίπτωση να κρατήσει κρυφή την οργάνωση». «Νομίζω ότι έχει τελειώσει πια η εποχή της προδοσίας». Ο Τσέιζ σηκώθηκε από τη θέση του και διέσχισε την αποθήκη του αεροσκάφους για να κρυφοκοιτάξει από ένα φινιστρίνι. Το αεροσκάφος, ένα φορτηγό C-123 Προβάιντερ με διπλή προπέλα, είχε περάσει τις νορβηγικές ακτές λίγα λεπτά νωρίτερα και τώρα κατευθυνόταν βόρεια πάνω από μια χιονισμένη λουρίδα στεριάς. Σύντομα, όμως, θα πραγματοποιούσαν μια απότομη κάθοδο. Ο Τσέιζ γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους επιβάτες μέσα στην αποθήκη του αεροσκάφους. Δώδεκα από τους άντρες του Κόμπρας -τώρα του Στάρκμαν-, όλοι μέλη της Αδελφότητας, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν τις τέσσερις μέρες που μεσολάβησαν μέχρι να επιστρέψουν στην Ευρώπη οι δύο επιζήσαντες της Χρυσής Κορυφής. Έλπιζε ότι δώδεκα άντρες ήταν αρκετοί. «Μπα», είπε η Κάρι, μπαίνοντας στο γραφείο του Φροστ πάνω από το εργαστήριο μαζί με τη Νίνα. Ο Φροστ καθόταν στο γραφείο του με το πανόραμα του Ρανσφιόρντ να απλώνεται πίσω του μέσα από τα παράθυρα. «Νομίζω ότι έφτασε η ώρα. Η Νίνα είναι έτοιμη». Η έκφραση του Φροστ έδωσε στη Νίνα να καταλάβει ότι ο ίδιος δεν ήταν τόσο σίγουρος, αλλά δεν είπε τίποτα. «Τι είναι αυτό που θέλετε να μου πείτε;» ρώτησε η Νίνα. «Ποιο είναι αυτό το μεγάλο μυστικό; Η Κάρι υπήρξε πολύ μυστηριώδης σχετικά με αυτό». «Το μεγάλο μυστικό, Δρ. Γουάιλντ...» άρχισε ο Φροστ. Η Κάρι του έριξε ένα βλέμμα. «Νίνα, ήθελα να πω. Αν δε σε πειράζει».

«Καθόλου», είπε με ένα πλατύ χαμόγελο η Νίνα. Ο Φροστ της ανταπέδωσε το χαμόγελο κι ύστερα σηκώθηκε όρθιος. «Το μεγάλο μυστικό, όπως είπες, είναι πως... να, σήμερα πρόκειται να αλλάξουμε τον κόσμο. Για πάντα». «Αυτό είναι μεγάλη πρόκληση». «Πράγματι είναι. Είναι όμως μια πρόκληση που επεξεργαζόμουν σε όλη μου τη ζωή, και τώρα χάρη σ’ εσένα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η ανεύρεση της Ατλαντίδας κατέστησε δυνατή την υλοποίηση αυτής της πρόκλησης». «Μα τα πάντα καταστράφηκαν», αντέτεινε η Νίνα. «Ίσως μπορέσουμε να ανακτήσουμε κάποια κειμήλια από τα συντρίμμια της Ατλαντίδας, αλλά όλα τα άθικτα οικοδομήματα που ανακαλύψαμε, όλα τα τεχνουργήματα που περιείχαν... πάνε όλα». «Αυτά δεν έχουν σημασία», τόνισε μονότονα ο Φροστ. «Δεν έχουν; Μα...» «Τα δείγματα του DNA που πήρα από τα σώματα του τελευταίου βασιλιά και της βασίλισσας αξίζουν περισσότερο απ’ οποιαδήποτε ποσότητα χρυσού και ορείχαλκου. Αυτά είναι που θα αλλάξουν τον κόσμο. Θα σώσουν τον κόσμο». «Μα πώς;» ρώτησε η Νίνα. «Θα τα χρησιμοποιήσεις για να δημιουργήσεις κάποιο είδος εμβολίου ή κάτι ανάλογο;» «Κάτι τέτοιο», αποκρίθηκε ο Φροστ, χαμογελώντας και πάλι, αυτή τη φορά με μυστηριώδες ύφος. «Έλα μαζί μου και θα σου δείξω». Έκανε το γύρο του γραφείου του και ήταν έτοιμος να φύγει μαζί με τη Νίνα και την Κάρι, όταν χτύπησε το μπίπερ της ενδοεπικοινωνίας. Φανερά ενοχλημένος με τη διακοπή, πάτησε ένα κουμπί για να απαντήσει στην κλήση. «Τι συμβαίνει;» «Κύριε», είπε η φωνή του Σενκ στο ακουστικό, «μόλις μας πληροφόρησε ο πύργος ελέγχου ότι ένα αεροσκάφος ζήτησε άδεια για αναγκαστική προσγείωση. Έχουν μηχανική βλάβη και δε θα τα καταφέρουν να φτάσουν ως το Μπέργκεν». «Πού βρίσκονται τώρα;» «Απέχουν κάπου δέκα λεπτά. Έρχονται από το νότο». Τα χείλη του Φροστ σφίχτηκαν. «Πολύ καλά, δώσε τους την άδεια να προσγειωθούν. Αλλά... να τους παρακολουθείτε». «Μάλιστα, κύριε», είπε και έκλεισε τη γραμμή ο Σενκ. «Συγγνώμη γι’ αυτό», είπε ο Φροστ, συνοδεύοντας τη Νίνα και την Κάρι. «Κανένα πρόβλημα», του είπε η Νίνα. «Θέλω να πω πως αν πρόκειται να σώσετε ολόκληρο τον κόσμο, μπορείτε να ξεκινήσετε κι από ένα αεροπλάνο, σωστά;» «Πράγματι», είπε ο Φροστ και χαμογέλασε. «Έλα, ακολούθησε με και θα σου δείξω με ποιο τρόπο».

«Πήραμε την άδεια για αναγκαστική προσγείωση», είπε ο Στάρκμαν στον Τσέιζ, υπερνικώντας το θόρυβο των μηχανών. «Δέκα λεπτά». «Κανένα πρόβλημα;» θέλησε να μάθει ο Τσέιζ. «Ο Νορβηγικός Έλεγχος Αεροσυγκοινωνιών εξακολουθεί να ρωτά γιατί δεν έχει σχέδιο της πτήσης μας. Ο πιλότος μας τους καθυστερεί, αλλά νομίζω ότι θα αρχίσουν να υποψιάζονται». «Όσο δε μας υποψιάζονται τόσο ώστε να στείλουν εναντίον μας μαχητές, δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Τσέιζ και στράφηκε στους άλλους μέσα στην καμπίνα. «Εντάξει! Δέκα λεπτά, μάγκες! Καλύτερα να ετοιμαστείτε να πηδήξετε!» Ο Φροστ οδήγησε τις δύο γυναίκες στον τομέα ανάσχεσης διαρροών, περνώντας μέσα από ένα ακόμα σύστημα στεγανοποίησης και προχωρώντας στα ενδότερα των υπόγειων υπηρεσιών. «Εδώ», είπε. Η πόρτα στο τέρμα του διαδρόμου ήταν κατασκευασμένη από ατόφιο ατσάλι, που δεν επέτρεπε τη θέα στο δωμάτιο, σε αντίθεση με τις διαφανείς εισόδους από αλουμίνιο στα άλλα εργαστήρια. Πάνω στο μέταλλο ήταν ζωγραφισμένο ένα λογότυπο με μια τρίαινα. Πίεσε τον αντίχειρά του σε ένα βιομετρικό αναγνώστη δίπλα της. Η βαριά πόρτα μισάνοιξε. «Παρακαλώ, εσύ πρώτη». Η Νίνα δεν ήταν σίγουρη για το τι θα αντίκριζε μπαίνοντας. Αναγνώρισε αόριστα κάποιον ιατρικό εξοπλισμό, αλλά τα υπόλοιπα απαστράπτοντα μηχανικά εξαρτήματα αποτελούσαν μυστήριο. Οι σειρές από υπερυπολογιστές στο πίσω μέρος του ευρύχωρου εργαστηρίου συγκαταλέγονταν σε αυτά που ήταν εύκολα αναγνωρίσιμα, ενώ πανύψηλες μπλε καμπίνες συνδέονταν με συστήματα ψύξης των υγρών. Σε μια γωνιά του εργαστηρίου υπήρχε μια απομονωμένη καμπίνα. Είχε παράθυρα, αλλά τα είχαν συσκοτίσει. «Εδώ», άρχισε ο Φροστ με θεατρικό ύφος, «εκπληρώθηκε τελικά η φιλοδοξία της ζωής μου. Όλα τα υπόλοιπα στην αυτοκρατορία των επιχειρήσεών μου απλώς στηρίζουν αυτό που πραγματοποιήθηκε σε τούτη την αίθουσα. Τριάντα χρόνια τώρα χρησιμοποιώ τις προσόδους του Ιδρύματος Φροστ για να ερευνήσω ολόκληρο τον κόσμο και να πιστοποιήσω τη γενετική γραμμή κάθε ανθρώπινης ομάδας του πλανήτη». «Αναζητώντας το γονίδιο των Ατλάντιων;» ρώτησε η Νίνα. «Ακριβώς. Μόνο το ένα τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού φέρει αυτό που εγώ θεωρώ ότι είναι η γνήσια μορφή των χρωμοσωμάτων. Κι εμείς ανήκουμε σε αυτό το ένα τοις εκατό». «Το ένα τοις εκατό παγκοσμίως... το οποίο μεταφράζεται σε τι; Εξήντα πέντε εκατομμύρια ανθρώπους;» «Ακριβώς. Αντίστοιχος με τον πληθυσμό του Ηνωμένου Βασιλείου. Αλλά είναι διασκορπισμένοι σε ολόκληρο τον πλανήτη, σε κάθε εθνική ομάδα. Ύστερα,

υπάρχουν κι αυτοί που έχουν μια νοθευμένη μορφή γενετικού δείκτη - είτε λόγω εξασθένησης με το χρόνο, που οφείλεται σε διασταυρώσεις με όσους δεν τον διαθέτουν, είτε λόγω φυσικής μετάλλαξης. Οι άνθρωποι αυτοί ανέρχονται στο δεκαπέντε τοις εκατό του πληθυσμού». «Εννιακόσια εβδομήντα πέντε εκατομμύρια», είπε αυτομάτως η Νίνα. Ο Φροστ χαμογέλασε. «Είσαι σίγουρα μια από εμάς. Ένα από τα χαρακτηριστικά του γονιδίου των Ατλάντιων είναι η έμφυτη ικανότητα στα λογιστικά συστήματα όπως τα μαθηματικά». «Αν λάβουμε υπόψη αυτά που βρήκαμε», πρόσθεσε η Κάρι, «μπορούμε πλέον να θεωρήσουμε ότι οι απόγονοι των αρχαίων Ατλάντιων ήταν απόλυτα υπεύθυνοι για την ανάπτυξη των αριθμητικών και γλωσσικών συστημάτων σε όλο τον κόσμο». «Ακόμα και μετά τον καταποντισμό της ίδιας της Ατλαντίδας, οι επιζήσαντες κάτοικοί της εξακολούθησαν να αποτελούν την ενεργητική δύναμη του ανθρώπινου πολιτισμού», είπε ο Φροστ. «Ήταν οι ηγέτες, οι εφευρέτες, οι εξερευνητές. Επινόησαν τα συστήματα που επέτρεψαν στην ανθρωπότητα να ευημερήσει και να επεκταθεί στη γλώσσα, τις γεωργικές καλλιέργειες, την ιατρική. Αλλά η ειρωνεία είναι πως...» η έκφρασή του σκοτείνιασε, «με αυτό τον τρόπο έσπειραν το σπόρο της δικής τους υποταγής. Προτού φέρουν τον πολιτισμό στον κόσμο, η επιβίωση του ανθρώπινου γένους εναπόκειτο ολοκληρωτικά στα χέρια της φυσικής επιλογής. Όσοι ήταν αδύναμοι χάνονταν, αλλά όταν περιορίστηκε η απειλή από εξωτερικές φυσικές δυνάμεις, οι κάτοικοι της Ατλαντίδας κατάφεραν ώστε να ευδοκιμούν και οι αδύναμοι». «Δεν ξέρω αν εγώ θα το έθετα έτσι ακριβώς...» άρχισε να λέει η Νίνα. «Εγώ θα το έθετα», επέμεινε ο Φροστ. «Και η διαδικασία βγήκε ταχύτατα εκτός ελέγχου τα τελευταία πενήντα χρόνια. Μέσα σε τέσσερα χρόνια, ο πληθυσμός της γης προβλέπεται να φτάσει τα εφτά δισεκατομμύρια. Εφτά δισεκατομμύρια άνθρωποι. Είναι απαράδεκτος αυτός ο αριθμός. Και το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό από αυτούς δεν έχουν το γονίδιο των Ατλάντιων. Αυτό σημαίνει ότι πάνω από τα τέσσερα πέμπτα ολόκληρου του πληθυσμού της γης είναι άχρηστοι». Η Νίνα έμεινε εμβρόντητη από την ωμότητα των λόγων του. «Τι εννοείς άχρηστοι;» «Εννοώ αυτό ακριβώς που λέω, ότι όλα αυτά τα δισεκατομμύρια δεν προσφέρουν τίποτε άξιο λόγου στην ανθρωπότητα. Δεν επινοούν, δε δημιουργούν, ούτε καν σκέφτονται. Απλώς υπάρχουν, γεννοβολούν και καταναλώνουν». «Πώς μπορείς και το λες αυτό;» διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. «Αυτό είναι... δεν είναι παρά...» «Νίνα», είπε ο Φροστ, σκύβοντας πιο κοντά της, «κοίτα την κατάσταση στην ίδια σου τη χώρα. Δεν μπορεί να μην το έχεις δει. Η Αμερική κυριαρχείται από τις

νωθρές, τις ανόητες, πεισματάρικα αμαθείς μάζες, που δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να καταναλώνουν. Η δημοκρατία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να διαιωνίζει το σύστημα, επιτρέποντας στις μάζες να ακολουθήσουν το μονοπάτι της ελάσσονος αντίστασης και να εξακολουθήσουν να αποφεύγουν την εργασία, να αποφεύγουν τη σκέψη και να μην πετυχαίνουν τίποτα. Και αυτοί που θα μπορούσαν να τους οδηγήσουν έξω από αυτή την κατάσταση έχουν διαφθαρεί από την απληστία, επιθυμώντας μόνο να τους εκμεταλλεύονται... για χρήματα!» Ακουγόταν σχεδόν δυσαρεστημένος από τη λέξη. «Δεν είναι αυτός ο ρόλος του ηγέτη! Οι Ατλάντιοι ήξεραν ότι για να προχωρήσει η κοινωνία οι άνθρωποι έπρεπε να καθοδηγηθούν και να μην αφεθούν να απολαμβάνουν τη λαιμαργία τους». «Και οι κάτοικοι της Ατλαντίδας όμως έπεσαν στην ίδια παγίδα», του θύμισε η Νίνα. «Θυμάσαι τον Κριτία; “Τότε άρχισαν να συμπεριφέρονται άσχημα, μη μπορώντας ν’ αντέξουν το βάρος του πλούτου που είχαν. Σ’ αυτόν που είχε τη δυνατότητα να παρατηρεί φαίνονταν αισχροί, που είχαν χάσει τα πιο πολύτιμα από τ’ αγαθά τους. Σ’ εκείνους όμως που δεν μπορούσαν να διακρίνουν ποια είναι η πραγματικά ευτυχισμένη ζωή, φαίνονταν κατ’ εξοχήν καλοί και ευλογημένοι παρά την πλεονεξία που τους είχε καταλάβει ν’ αυξάνουν με κάθε τρόπο τα πλούτη τους” 26. Και οι θεοί τους κατέστρεψαν γι’ αυτό». «Ένα λάθος που δε θα επαναληφθεί». «Πάντα θα επαναλαμβάνεται! Ατλάντιοι ή μη, όλοι εξακολουθούν να είναι άνθρωποι. “Το ανθρώπινο επικρατεί”, όπως το θέτει ο Πλάτωνας». «Θα διδαχτούμε από το παρελθόν». «Πώς;» ρώτησε η Νίνα. «Τι ακριβώς θα κάνετε; Θα αλλάξετε τον κόσμο με ένα δείγμα DNA από ένα πτώμα έντεκα χιλιάδων ετών;» «Αυτό ακριβώς πρόκειται να κάνουμε!» είπε ο Φροστ. Έκανε μια κίνηση προς τους υπερυπολογιστές. «Μέχρι τώρα, αυτά τα μηχανήματα εργάζονταν με προσομοιώσεις που πλησιάζουν το ένα εκατομμύριο, το ένα δισεκατομμύριο παραλλαγές του ίδιου πράγματος. Χωρίς όμως ένα δείγμα αγνού, αμόλυντου DNA από την Ατλαντίδα που θα χρησιμοποιηθεί ως βάση, δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να μάθουμε ποιο είναι το σωστό. Ακόμα και το δικό μας DNA έχει αλλάξει σε κάποιο βαθμό με τον καιρό και, φαντάσου, είμαστε οι εγγύτεροι στους καθαρόαιμους Ατλάντιους μέσα στο σύγχρονο αυτό κόσμο. Αλλά τώρα...» Κοίταξε προς την αίθουσα με τα συσκοτισμένα παράθυρα. «Τώρα ξέρω ακριβώς ποιες είναι αυτές οι αλλαγές. Και κατάφερα να τις λάβω υπόψη». «Υπόψη για ποιο πράγμα;» ρώτησε η Νίνα. «Για τον τρόπο αποκατάστασης του κόσμου έτσι όπως ήταν - και όπως θα έπρεπε να είναι πάντα. Ένας κόσμος όπου οι Ατλάντιοι θα ανακτήσουν τη θέση τους ως νόμιμοι κυβερνήτες της ανθρωπότητας για να την οδηγήσουν σε ένα νέο 26 Πλάτωνος, Κριτίας..., ό.π., 121b.

μεσουράνημα, χωρίς να υφίστανται καθυστερήσεις από τις άχρηστες, αναπαραγωγικές μάζες». Διέσχισε το εργαστήριο με την Κάρι να τον ακολουθεί. Η Νίνα πήγε μαζί τους σχεδόν παρά τη θέλησή της, ανήμπορη να καταλάβει τα λεγάμενα του Φροστ. Είχε μήπως τρελαθεί; Ακουγόταν τόσο τρελός, σχεδόν όσο και ο Κόμπρας! «Αυτό», είπε ο Φροστ, δείχνοντας μια καμπίνα με γυάλινα πλαϊνά και χοντρή λαστιχένια μόνωση, «είναι αυτό που μου επέτρεψε να δημιουργήσω η ανακάλυψη του αληθινού DNA από την Ατλαντίδα. Πρόκειται για μια από τις παραλλαγές που είχαν δημιουργήσει οι υπολογιστές - αλλά μέχρι τώρα δεν υπήρχε κανένας τρόπος να την επαληθεύσουμε». Η Νίνα κοίταξε μέσα στην καμπίνα. Στο εσωτερικό υπήρχε μια σειρά από γυάλινους και σιδερένιους κυλίνδρους γεμάτους με πολύχρωμα υγρά. Ήταν σίγουρη πως δεν ήταν νερό. «Τι είναι;» ρώτησε ανήσυχη. «Αυτό», της είπε ο Φροστ, «το αποκαλώ Τρίαινα. Το πιο ισχυρό όπλο του Ποσειδώνα. Ο καθένας από αυτούς τους κυλίνδρους έχει διαθέσιμο ένα γενετικά κατασκευασμένο ιό». Η Νίνα οπισθοχώρησε από το τζάμι. «Τι πράγμα;» «Είναι απόλυτα ασφαλές», τη διαβεβαίωσε η Κάρι. «Για εμάς τουλάχιστον». «Τι εννοείς για εμάς;» «Έχουμε ανοσία», είπε ο Φροστ, «ή, μάλλον, ο ιός δεν προκαλεί βλάβη σ’ εμάς. Έχει κατασκευαστεί έτσι ώστε να μην μπορεί να προσβάλλει τη μοναδική γενετική διάταξη στην αλυσίδα που περιέχει το DNA των Ατλάντιων, ακόμα και αν η γενετική διάταξη έχει μεταλλαχθεί. Αλλά για όλους τους άλλους που δεν έχουν αυτή τη γενετική διάταξη στο DNA τους... είναι εκατό τοις εκατό θανατηφόρος». Η Νίνα ένιωσε λες και ο αέρας είχε αποστραγγιστεί από την αίθουσα. «Θεέ μου», είπε ξέπνοη. «Είσαι παράφρονας; Όχι μη μου απαντήσεις... πραγματικά είσαι παράφρονας!» «Όχι, Νίνα, σε παρακαλώ, άκουσε», την ικέτευσε η Κάρι. «Καταλαβαίνω ότι σου είναι δύσκολο να το δεχτείς, αλλά, βαθιά μέσα σου, αν κοιτάξεις όλο τον κοινωνικό προγραμματισμό σου, θα δεις ότι έχουμε δίκιο. Ο κόσμος είναι χάλια, και γίνεται όλο και χειρότερος. Ο μόνος τρόπος που έχουμε στη διάθεσή μας για να σταματήσει όλο αυτό πριν περάσουμε το σημείο απ’ όπου δεν υπάρχει επιστροφή είναι να αναβιώσουμε την κυριαρχία της ελίτ της Ατλαντίδας». «Δεν είναι κοινωνικός προγραμματισμός να θεωρείς ότι οι μαζικές δολοφονίες είναι κακό πράγμα!» πέταξε η Νίνα. «Σοβαρά μιλάτε όταν μου λέτε ότι σχεδιάζετε να εξαλείψετε το ογδόντα τέσσερα τοις εκατό του ανθρώπινου γένους; Μιλάμε για σχεδόν πεντέμισι δισεκατομμύρια ανθρώπους!» «Είναι αναγκαίο», είπε ο Φροστ. «Αν δεν το κάνουμε, τότε η ανθρωπότητα θα

πεθάνει από ασφυξία. Οι άχρηστοι θα υπερτερούν αριθμητικά από εμάς σε αναλογία εκατό προς έναν και θα καταναλώνουν κάθε διαθέσιμη πηγή ώσπου να αφανιστούν όλες. Με αυτό τον τρόπο, όσοι είναι κατάλληλοι να κυβερνούν θα μπορέσουν να ανοικοδομήσουν τον κόσμο, έτσι όπως θα έπρεπε να ήταν πάντα. Το Ίδρυμα Φροστ θα ενώσει τους επιζήσαντες σε όλο τον κόσμο». Η Νίνα άρχισε να απομακρύνεται σιγά σιγά. «Με εσένα να διευθύνεις, έτσι; Έχει ξεφύγει εντελώς το άρρωστο μυαλό σου. Αναφέρεσαι σε ανθρώπους, όχι σε απόβλητα! Και πότε σχεδιάζετε να ξεκινήσετε τη μικρή σας αποκάλυψη;» Ο Φροστ της έστειλε ένα απαίσιο χαμόγελο. «Δε σχεδιάζω τίποτα, Δρ. Γουάιλντ. Την πραγματοποιώ ήδη». Η ασφυκτική κατάσταση επανήλθε. «Τι πράγμα;» «Στο διάδρομο του αεροδρομίου δίπλα στο φιόρδ υπάρχει ένα αεροσκάφος, ένα Αίρμπας Α380. Θα απογειωθεί σε δεκαπέντε λεπτά. Θα πετάξει πρώτα ως το Παρίσι και μετά ως την Ουάσινγκτον. Κατά τη διάρκεια της πτήσης του, θα σκορπίσει τον ιό Τρίαινα στην ατμόσφαιρα πάνω από την Ευρώπη, ύστερα στο δυνατό άνεμο του βόρειου Ατλαντικού και τελικά πάνω από τις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ. Οι μελέτες μας δείχνουν ότι μέσα σε ένα μήνα ο ιός θα έχει μεταφερθεί σε κάθε κατοικημένο μέρος του πλανήτη. Όλοι όσοι δεν έχουν το γονίδιο των Ατλάντιων θα προσβληθούν». «Και τότε τι θα γίνει;» ψιθύρισε η Νίνα. «Τότε...» Ο Φροστ μπήκε στην αίθουσα και έθεσε σε λειτουργία το μηχανισμό για τη συσκότιση. Τα σκοτεινά παράθυρα έγιναν και πάλι διαφανή. «...Θα συμβεί αυτό εδώ». Σχεδόν μην τολμώντας να κοιτάξει, η Νίνα έκανε αργά ένα βήμα μπροστά. Το εσωτερικό της αίθουσας φάνηκε μπροστά της. Ένα αποστειρωμένο λευκό κελί, χωρίς έπιπλα εκτός από μια ανοξείδωτη λεκάνη τουαλέτας και ένα χαμηλό στρώμα πάνω στο οποίο ήταν ξαπλωμένος... Έκλεισε το στόμα και με τα δυο της χέρια από τον τρόμο. «Τζόναθαν...» Ο Φίλμπι, με στυλωμένα τα μάτια στο ταβάνι, χωρίς να βλέπει, με τα ασπράδια των ματιών του κατακόκκινα, σαν να είχαν σπάσει τα αιμοφόρα αγγεία. Το δέρμα του ήταν ιδρωμένο και είχε το γκρίζο χρώμα του θανάτου. Το στήθος του μόλις που κουνιόταν κάθε φορά που κατάφερνε με κόπο να ανασάνει. «Προσβλήθηκε χτες», είπε ο Φροστ με έναν ανατριχιαστικό τόνο. «Ο ιός Τρίαινα προσβάλλει το αυτόνομο νευρικό σύστημα, αναστέλλοντας τη λειτουργία των οργάνων. Αν συνεχίσει έτσι, όπως προέβλεψαν οι προσομοιώσεις, θα πεθάνει μέσα σε έξι ώρες». «Θεέ μου...» Η Νίνα απομακρύνθηκε αηδιασμένη. «Δεν μπορείτε να τον αφήσετε να πεθάνει μ’ αυτό τον τρόπο. Έδωσες το στίγμα σου, αλλά σε παρακαλώ να του δώσεις τώρα το αντίδοτο, το εμβόλιο, οτιδήποτε τέλος πάντων χρειάζεται».

«Δεν υπάρχει κανένα εμβόλιο», είπε ο Φροστ. «Αυτό θα ανέτρεπε το σκοπό μας. Μόλις αποδεσμευτεί ο ιός, θα κάνει αυτό που πρέπει να κάνει. Η μόνη θεραπεία είναι ο θάνατος». «Νίνα», είπε απαλά η Κάρι, «πήρε ακριβώς ό,τι του άξιζε. Μας πρόδωσε πρόδωσε και σένα. Έδωσε τους γονείς σου στον Κόμπρας. Και ήταν έτοιμος να κάνει το ίδιο και με σένα. Δεν ήταν φίλος σου. Ο μόνος λόγος που τον έκανε να νοιάζεται για σένα ήταν οι τύψεις». «Σε κανέναν δεν αξίζει κάτι τέτοιο», απάντησε η Νίνα. Η Κάρι άπλωσε το χέρι της για να την πιάσει απ’ τον ώμο, αλλά εκείνη την απέφυγε αγριεμένη. «Μη μ’ αγγίζεις». «Νίνα...» Στράφηκε για να τους αντιμετωπίσει γεμάτη από ξαφνική οργή. «Νομίζετε ότι θα συμφωνήσω με αυτή... τη γενοκτονία; Θεέ μου! Είναι παράλογο! Πρόκειται για το μεγαλύτερο... ανοσιούργημα στην ανθρώπινη ιστορία! Τι είδους άνθρωπος νομίζετε ότι είμαι;» «Είσαι μια από εμάς», επέμεινε η Κάρι. «Όχι! Δεν είμαι καθόλου σαν εσάς! Δεν πρόκειται να λάβω μέρος σε αυτό!» «Αυτό είναι δυστύχημα», ανακοίνωσε ψυχρά ο Φροστ. «Επειδή υπό αυτές τις συνθήκες είτε είσαι μαζί μας... είτε είσαι εναντίον μας». «Ε, ναι, λοιπόν, που να πάρει... έχεις δίκιο. Είμαι εναντίον σας!» «Τότε θα πεθάνεις». Ο Φροστ έψαξε στο σακάκι του. Ο χρόνος κυλούσε σε αργή κίνηση, καθώς η Νίνα τον παρακολουθούσε να βγάζει ένα λεπτό γκρίζο περίστροφο. Η γυαλιστερή κάννη πρόβαλε και η μαύρη τρύπα στο στόμιο του όπλου σημάδεψε το στήθος της. Ήθελε να κάνει μεταβολή και να αρχίσει να τρέχει, αλλά το σοκ και η δυσπιστία συνωμότησαν για να την εμποδίσουν, παραλύοντας τα πόδια της. Είδε τους τένοντες στην ανάστροφη του χεριού του να τεντώνονται και το δάχτυλό του να είναι έτοιμο να τραβήξει τη σκανδάλη... «Μπα! Όχι!» Η Κάρι έσπρωξε το χέρι του Φροστ τη στιγμή που πυροβολούσε. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από τη Νίνα και χτύπησε στον τοίχο πίσω της. Επιχείρησε να ουρλιάζει, αλλά κατάφερε να βγάλει μόνο ένα πνιχτό λαχάνιασμα. Η έκφραση του Φροστ ήταν κάτι παραπάνω από μανιασμένη, καθώς η Κάρι τον ικέτευε απεγνωσμένα στα νορβηγικά. Ύστερα η οργή του υποχώρησε, ελάχιστα. «Η κόρη μου μόλις σου έσωσε τη ζωή, Δρ. Γουάιλντ», είπε. «Προς το παρόν». «Νίνα, σε παρακαλώ», είπε η Κάρι, μιλώντας γρήγορα, «ξέρω ότι όλα αυτά σε κατέβαλαν, αλλά σε παρακαλώ άκουσέ με. Σε ξέρω καλά και γνωρίζω ότι είσαι μια από εμάς και σκέφτεσαι όπως εμείς. Δεν το βλέπεις; Μπορείς να αποκτήσεις τα πάντα αν έρθεις μαζί μας. Σε παρακαλώ, σκέψου το απλώς

λογικά». «Λογικά;» είπε με κομμένη την ανάσα η Νίνα. «Σχεδιάζετε να εξολοθρεύσετε το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ράτσας, και μου ζητάς να το αντιμετωπίσω λογικά;» «Είναι περιττό», είπε ο Φροστ. «Το ήξερα ότι θα αντιδρούσε με αυτό τον τρόπο από τη στιγμή που αρνήθηκε να σκοτώσει τον Κόμπρας. Την έχει επηρεάσει πολύ η κοινωνία της. Δεν πρόκειται ποτέ να αλλάξει γνώμη». «Θα το κάνει», επέμεινε η Κάρι, με την απόγνωση να διακρίνεται στη φωνή της. «Το ξέρω ότι θα το κάνει!» «Πολύ καλά», είπε τελικά ο πατέρας της. «Έχει χρόνο μέχρι την πρώτη αποδέσμευση του ιού. Αν επιμένει να μην αλλάζει γνώμη... τότε θα τη σκοτώσεις εσύ». Η Κάρι ανάσανε με δυσκολία. «Όχι, Μπα, δεν μπορώ...» «Ναι». Το πρόσωπο του Φροστ ήταν αυστηρό. «Θα το κάνεις. Με καταλαβαίνεις, Κάρι;» Χαμήλωσε το κεφάλι. «Ναι, Μπα». «Ωραία. Πήγαινέ τη λοιπόν στο αεροπλάνο». Η Κάρι σήκωσε τα μάτια της σαστισμένη. «Στο αεροπλάνο;» «Ο πιλότος θα σου δώσει την αντίστροφη μέτρηση για την πρώτη αποδέσμευση του του. Υποθέτω ότι θέλεις να της αφήσεις ακόμα και το τελευταίο δευτερόλεπτο για να κάνει τη σωστή επιλογή». Η Κάρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Τότε θα πρέπει να ξέρετε και οι δύο πόσο ακριβώς χρόνο έχετε. Αν αρνηθεί να αλλάξει γνώμη, σκότωσέ την και ξεφορτώσου το πτώμα κάπου πάνω από τη θάλασσα». Εξακολουθώντας να σημαδεύει με το όπλο του τη Νίνα, πήγε στο τηλέφωνο και σχημάτισε έναν αριθμό. «Ασφάλεια, Φροστ εδώ. Στείλε δύο άντρες στο εργαστήριο Τρίαινα για να συνοδεύσουν την κόρη μου και τη Δρ. Γουάιλντ στο αεροδρόμιο. Η Δρ. Γουάιλντ είναι υπό κράτηση. Θέλω να της περάσετε χειροπέδες. Αν επιχειρήσει να δραπετεύσει, σκοτώστε την». Έριξε μια ματιά στην Κάρι. «Ακόμα κι αν η κόρη μου σας λέει να μην το κάνετε. Εσείς έχετε ήδη εντολές». Έβαλε στη θέση του το ακουστικό. «Και τώρα θα πρέπει, υποθέτω, να σας είμαι ευγνώμων γι’ αυτό;» γρύλισε η Νίνα. «Να ευγνωμονείς την Κάρι. Να την ευγνωμονείς πάρα πολύ. Αυτή είναι ο μόνος λόγος που εξακολουθείς να είσαι ζωντανή». Η πόρτα μισάνοιξε και μπήκαν δύο ένστολοι φρουροί με όπλα στα χέρια τους. Η Νίνα δεν πρόβαλε καμία αντίσταση· τους έριξε μόνο ένα βλέμμα γεμάτο μίσος, καθώς έδεναν τους καρπούς των χεριών της πίσω απ’ την πλάτη της. «Κατέβα στο Παρίσι και χρησιμοποίησε κάποιο από τα τζετ της εταιρείας για να γυρίσεις στο σπίτι», είπε ο Φροστ στην Κάρι καθώς έφευγαν. «Δρ. Γουάιλντ;»

«Τι;» έκανε η Νίνα. «Ελπίζω να έχετε αρκετό μυαλό και να είστε στην πτήση επιστροφής μαζί με την Κάρι». Η Νίνα δεν είπε τίποτα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω της με δυνατό θόρυβο.

Ο Τσέιζ κοίταξε έξω από το παράθυρο του πιλοτηρίου. Το Ρανσφιόρνι βρισκόταν μπροστά τους. Έτρεξε στην αποθήκη του αεροσκάφους. «Κάτι τελευταίο!» είπε στον Στάρκμαν, ενώ κοιτούσε το σκοινί αποδέσμευσης του αλεξίπτωτου του στη ράγα της οροφής. «Μερικοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι πολίτες. Επειδή έτυχε να δουλεύουν για τον Φροστ, αυτό δεν τους κάνει αυτόματα στόχους... Ρίχνουμε μόνο σε όσους μας ρίχνουν». «Πάντα έκανες το καλό, έτσι δεν είναι, Έντι;» αποκρίθηκε ο Στάρκμαν. «Απλώς, δε μου αρέσει να σκοτώνω ανθρώπους που δεν το αξίζουν». «Κι αν πέφταμε στους δικηγόρους της εταιρείας;» «Με βάζεις σε πειρασμό... αλλά και πάλι όχι! Εντάξει, γαντζωθείτε όλοι!» Ο Τσέιζ πίεσε το κουμπί για να χαμηλώσει ο πίσω κεκλιμένος διάδρομος πτώσης του Προβάιντερ. Το αεροσκάφος μείωσε ταχύτητα. Παγωμένες ριπές ανέμου όρμησαν μαζί με το σχεδόν εκκωφαντικό στρίγκλισμα των μηχανών του αεροπλάνου. Τα κτίρια των γραφείων πέρασαν από κάτω, ενώ το σπίτι του Φροστ, που δέσποζε των πάντων από την κορυφή του γκρεμού, πλησίαζε με ταχύτητα· πιο πέρα φαινόταν το εργαστήριο. Το αεροπλάνο μούγκρισε κάπου τριάντα μέτρα πάνω από το σπίτι, κι ύστερα το έδαφος χάθηκε. Το ελάχιστο ύψος στο οποίο μπορούσαν να λειτουργήσουν τα αλεξίπτωτα ήταν τα εβδομήντα πέντε μέτρα, και το γήπεδο ανάμεσα στο σπίτι και το εργαστήριο βρισκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση από κάτω... «Πήδα!» Ο Τσέιζ ρίχτηκε έξω. Το αλεξίπτωτο τινάχτηκε από το σάκο του μόλις το σκοινί ελευθερώθηκε. Σε τόσο χαμηλό ύψος, όμως, αν το αλεξίπτωτο δεν αναπτυσσόταν θα συντριβόταν στο έδαφος προτού βρει την ευκαιρία να κάνει κάτι. Χορτάρι και χιόνι και βράχια έρχονταν με ταχύτητα προς το μέρος του. Ένα αυτοκίνητο κατευθυνόταν προς τη γέφυρα πάνω από το φιόρδ... Μια απότομη επιβράδυνση τον ξάφνιασε, καθώς το αλεξίπτωτο άνοιξε με ένα κροτάλισμα, τραβώντας σφιχτά τα λουριά γύρω από το στήθος του. Συνεχάρη τον εαυτό του... Μπαμ! Η προσγείωση ήταν τραυματική. Το αλεξίπτωτο δεν είχε αρκετό χρόνο για να

επιβραδύνει και να πάρει μια κανονική ταχύτητα. Αγνόησε το σοκ της πρόσκρουσης, βάζοντας στην άκρη το αλεξίπτωτο, και τσέκαρε τον περιβάλλοντα χώρο. Οι άλλοι αλεξιπτωτιστές έπεφταν γύρω του, χτυπώντας με δύναμη πάνω στο έδαφος. Ο Τσέιζ έλπιζε ότι οι άντρες του Στάρκμαν ήξεραν τι έκαναν. Όποιος πληγωνόταν κατά την προσγείωση την είχε άσχημα - δεν είχαν το χρόνο ή το ανθρώπινο δυναμικό να μεταφέρουν τους πληγωμένους μαζί τους. To C-123, αφού έριξε τους επιβάτες του, πήρε μια απότομη στροφή και προσπάθησε να κερδίσει ύψος, ενώ ανέβαινε πάνω από το φιόρδ. Μια στήλη καπνού ανέβαινε την ίδια στιγμή από την άκρη του φιόρδ σαν λόγχη, το ίχνος ενός αντιαεροπορικού πυραύλου Στίνγκερ που κατευθυνόταν στο στόχο του… Και ανατινάχτηκε! Το Προβάιντερ, με το ένα φτερό χαμένο μέσα σε ένα φλεγόμενο σύννεφο από χυμένα καύσιμα, διέγραψε μια απεγνωσμένη ελικοειδή τροχιά μέσα στην απότομη κοιλάδα για να πέσει πάνω στον πέτρινο τοίχο και να εκραγεί σε χίλια κομμάτια σαν μια βροντερή πύρινη μπάλα. «Γάμησέ τα!» ούρλιαξε ο Στάρκμαν. «Σαν στο σπίτι μας!» φώναξε και ο Τσέιζ. Ελεύθερος πια από το αλεξίπτωτό του, ετοίμασε το όπλο του, ένα οπλοπολυβόλο UMP-45 Χέκλερ και Κοχ. «Εντάξει! Πάμε να λιώσουμε τον Φροστ!»

28

Η ΝΙΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ έντρομη από τη Μερσέντες το αεροπλάνο να καρφώνεται στο πλάι του φιόρδ και να ανατινάζεται. «Χριστέ μου!» «Άνθρωποι του Κόμπρας... έπρεπε να γίνει!» φώναξε η Κάρι. «Προβάλλουν την τελευταία τους αντίσταση». «Ε, λοιπόν, ένα ζήτω γι’ αυτούς!» είπε η Νίνα και στράφηκε για να κοιτάξει έξω από το πίσω παράθυρο. Ο τελευταίος από τους αλεξιπτωτιστές βρισκόταν τώρα στο έδαφος. «Ελπίζω να ανατινάξουν αυτό το κολαστήριο, και τον πατέρα σου μαζί!» Χλαπ! Η Νίνα συγκλονίστηκε. Η Κάρι την είχε χτυπήσει! Το κάψιμο στο μάγουλό της δεν ήταν τόσο οδυνηρό όσο ταπεινωτικό, αλλά κατά έναν περίεργο τρόπο αυτό έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η Κάρι έδωσε εντολές καθώς η Μερσέντες πλησίαζε τη γέφυρα. «Κάλεσε το κέντρο ασφαλείας και ειδοποίησε τους ότι έχουμε δεκατέσσερις εισβολείς που κατευθύνονται προς το εργαστήριο! Κι εσύ», πρόσθεσε, απευθυνόμενη στον οδηγό, «πήγαινέ μας στο αεροπλάνο, τώρα!» «Λιώσε τον πάγο, λιώσε τον Φροστ;» είπε δύσπιστα ο Στάρκμαν, καθώς η ομάδα έτρεχε προς το εργαστήριο. «Πόσο καιρό περίμενες για να το πεις αυτό·,» «Από το Θιβέτ», παραδέχτηκε ο Τσέιζ. Αναλογίστηκε την κατάστασή τους. Το πλάτωμα παρείχε ελάχιστη κάλυψη - τόσο για τους άντρες του Φροστ όσο και γι’ αυτούς του Στάρκμαν. Τα κτίρια θα πρόσφεραν κάποια προστασία στους αντιπάλους τους, αλλά θα ήταν εύκολο να τους πλευροκοπήσουν. Το Στίνγκερ είχε πυροδοτηθεί από το κτίριο της ασφάλειας στη βορειοδυτική γωνία των εγκαταστάσεων. Αν οι άντρες του Φροστ διέθεταν και άλλα βαριά όπλα, τότε εκεί ακριβώς έπρεπε να πάνε. «Τζέισον! Έξι άντρες, κάλυψη!» Έκανε μια κοφτή χειρονομία προς το κτίριο της ασφάλειας. Ο Στάρκμαν κούνησε το κεφάλι του και μεταβίβασε την εντολή. Οι έξι άντρες αποσπάστηκαν από τη βασική ομάδα. Ο Τσέιζ προχώρησε γρήγορα προς την είσοδο του εργαστηρίου. Το βιοεργαστήριο δεν είχε πολλές εξόδους - πέρα από την κεντρική πόρτα και την είσοδο ασφαλείας, ο μόνος

τρόπος για να μπει και να βγει κανείς ήταν από τις εξόδους κινδύνου και το κεκλιμένο επίπεδο, τη ράμπα, που οδηγούσε στον υπόγειο χώρο με τα αυτοκίνητα. Αυτό σήμαινε ότι το πλησιέστερο μέρος απ’ όπου μπορούσαν να εμφανιστούν οι δυνάμεις του Φροστ ήταν... Η σκούρα γυάλινη πόρτα της κύριας εισόδου άνοιξε διάπλατα και ένστολοι φρουροί όρμησαν έξω. Οπλισμένοι φρουροί, εφοδιασμένοι με ΜΡ-7. Θωρακισμένοι φρουροί, σαν αυτούς που είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος στο Θιβέτ. «Χτυπήστε τους!» φώναξε, πέφτοντας στο έδαφος και σηκώνοντας το UMP του. Ο Στάρκμαν και οι άλλοι έξι έκαναν το ίδιο. Ο μπροστινός τοίχος του εργαστηρίου ανατινάχτηκε μέσα σε σύννεφα σκόνης, καθώς γάζωναν το κτίριο με πυρά από 45άρια. Οι πόρτες ανατινάχτηκαν σε μαύρα γυάλινα θραύσματα γεμάτα αίματα, καθώς έπεφταν οι φρουροί. Κι άλλα ΜΡ-7 κροτάλισαν αριστερά του Τσέιζ, καθώς μια άλλη ομάδα φρουρών έτρεξε από το κτίριο ασφαλείας. Ήταν καλύτερα προετοιμασμένοι από τους μακαρίτες συναδέλφους τους, και είχαν και περισσότερη κάλυψη, αφού έσκυβαν πίσω από τους τοίχους που πλαισίωναν τα σκαλοπάτια. Η δεύτερη ομάδα του Στάρκμαν απείχε από αυτούς λιγότερο από τριάντα μέτρα, αλλά έπρεπε να διασχίσουν το δρόμο ακάλυπτοι. Είχαν χωριστεί σε δύο ομάδες των τριών. Η μια ομάδα βούτηξε στο έδαφος για να παράσχει κάλυψη στους υπόλοιπους την ώρα που έτρεχαν προς το πλησιέστερο κτίριο. Οι δυνάμεις ασφαλείας ανταπέδωσαν τα πυρά, προσπαθώντας να πιάσουν αυτούς που έτρεχαν προτού προλάβουν να καλυφθούν. Ένας από τους φρουρούς σήκωσε το κεφάλι του πολύ πιο πάνω απ’ τον τοίχο, με αποτέλεσμα να δεχτεί τα πυρά από ένα 45άρι που τίναξαν ένα κομμάτι από το κρανίο του στον αέρα. Οι άλλοι όμως συνέχισαν να πυροβολούν. Ένας από αυτούς που έτρεχαν έπεσε, με το στήθος γεμάτο ματωμένες πληγές. Οι σύντροφοί του ούτε καν έκοψαν την ξέφρενη κούρσα τους, ώσπου έφτασαν στο κτίριο και βρήκαν καταφύγιο. Οι φρουροί έστρεψαν τα πυρά τους στους άντρες που βρίσκονταν στο έδαφος. Σβόλοι τινάζονταν στον αέρα καθώς οι σφαίρες καρφώνονταν στο χώμα. Ο Τσέιζ είδε μια γραμμή από διάχυτη σκόνη να πλησιάζει κάποιον από τους άντρες σαν φίδι που κοντοζυγώνει το θήραμά του, αλλά δεν υπήρχε τρόπος να τον ειδοποιήσει. Κατακόκκινο αίμα πότισε το ανακατεμένο χώμα. Οι φρουροί έστρεψαν και πάλι τα πυρά τους, θέλοντας να καθηλώσουν στο έδαφος και τους άλλους άντρες... Δυο χειροβομβίδες εξαπολύθηκαν με ακρίβεια από την ομάδα στο στέγαστρο του κτιρίου, σχηματίζοντας ένα τόξο στον αέρα. Εξερράγησαν στο ύψος του κεφαλιού πάνω από τα σκαλοπάτια, λούζοντας τους φρουρούς με θανατηφόρα

θραύσματα από τη γόμωση του βλήματος. Όλα τα τζάμια των παραθύρων σε απόσταση εννέα μέτρων έγιναν κομμάτια από τη διπλή έκρηξη. «Την κεντρική πόρτα!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, τρέχοντας σαν τρελός προς την είσοδο. Ο Στάρκμαν και οι άλλοι ακολούθησαν, αφού απλώθηκαν πρώτα για να προσφέρουν κάλυψη. Ο Τσέιζ έφτασε στις ρημαγμένες πόρτες και κυλίστηκε κάτω με το πλάι, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στο εσωτερικό του κτιρίου. Στο πεταλοειδές γραφείο υποδοχής δεν υπήρχε κανένας. Οι φρουροί που το επάνδρωναν κείτονταν στα πόδια του πεθαμένοι. Κανείς άλλος δε φαινόταν, ούτε από τις δυνάμεις ασφαλείας ούτε από πολίτες. Ο Στάρκμαν πήρε θέση στην άλλη πλευρά της πόρτας. Ο Τσέιζ κινήθηκε προς το χώρο υποδοχής, με την κάλυψη που του παρείχε κάποιος από τους άντρες του Αμερικανού. Πιο πέρα από το γραφείο βρισκόταν η είσοδος που έβγαζε στον κεντρικό διάδρομο με τη γυάλινη οροφή. Στη μια πλευρά σκαλοπάτια οδηγούσαν πάνω και κάτω. Μια πόρτα άνοιξε και ο Τσέιζ σήκωσε αστραπιαία το όπλο του. Εμφανίστηκε μια νεαρή ξανθιά, που, βλέποντάς τον, πάγωσε από το φόβο. «Γεια», είπε ο Τσέιζ γνέφοντας στον Στάρκμαν να μην πυροβολήσει. «Μιλάς αγγλικά;» Η γυναίκα κούνησε καταφατικά το κεφάλι, με ορθάνοιχτα από τον τρόμο μάτια. «Ωραία. Βγες έξω από το κτίριο. Θα πέσει πιστολίδι. Δηλαδή, δε θα είναι απλώς εκρήξεις, αλλά...» Εντόπισε ένα συναγερμό φωτιάς στον πιο δίπλα τοίχο. «Είναι κάποιος άλλος εκεί μέσα;» Ξανακούνησε το κεφάλι, ανήμπορη από τον τρόμο της να μιλήσει. «Ωραία, πες τους να βγουν έξω... και τρέξε σαν διάβολος!» έσπασε το γυαλί που κάλυπτε το συναγερμό με τον υποκόπανο του όπλου του. Άρχισαν να ηχούν σειρήνες. Ο Τσέιζ μόρφασε από το σαματά -γιατί έτσι θα δυσκολευόταν περισσότερο να ακούσει τυχόν φρουρούς που θα πλησίαζαν-, αλλά όσο γρηγορότερα εγκατέλειπαν το κτίριο οι πολίτες τόσο το καλύτερο. Γιατί σε πέντε λεπτά δε θα υπήρχε πια κτίριο. Διέσχισε το κατώφλι, σημαδεύοντας με το όπλο του τους ανθρώπους που έβγαιναν τρέχοντας, για την περίπτωση που ήταν κανείς από αυτούς οπλισμένος, και άνοιξε με μια κλοτσιά την επόμενη πόρτα. Ένας σταθμός ασφαλείας. Άδειος. Ήξερε πολύ καλά όμως πως υπήρχαν κι άλλοι φρουροί σε άλλα σημεία του κτιρίου... Ο Στάρκμαν και οι υπόλοιποι άντρες του έκαναν σαματά μέσα στην αίθουσα υποδοχής την ώρα που το έσκαγαν οι πολίτες. «Προσοχή σ’ εκείνο το σημείο!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, υπερκαλύπτοντας τον εκκωφαντικό ήχο του συναγερμού

φωτιάς, δείχνοντας την πόρτα απ’ όπου είχαν έρθει οι υπάλληλοι του Φροστ. «Βεβαιωθείτε πρώτα ότι όλοι οι πολίτες βγήκαν έξω!» «Θα γίνει μεγάλο μπέρδεμα!» παραπονέθηκε ο Στάρκμαν. Άνθρωποι από τον επάνω όροφο κατέβαιναν τρέχοντας τη σκάλα. «Κι αν ανακατευτούν τίποτα φρουροί με το προσωπικό...» «Τότε σημάδεψε καλά! Εσείς τα αμερικανάκια θυμάστε πώς το κάνουμε, έτσι δεν είναι;» πέταξε ο Τσέιζ στον Στάρκμαν μαζί με ένα σαρκαστικό χαμόγελο προτού καλυφθεί πίσω από το γραφείο, παρακολουθώντας τη σκάλα και τον κεντρικό διάδρομο, ενώ οι υπάλληλοι του βιοεργαστηρίου ορμούσαν στην αίθουσα υποδοχής. Επιστήμονες, τεχνικοί... Και φρουροί! Σπρώχνοντας ανάμεσα στο πλήθος, εμφανίστηκαν κάποιοι με ΜΡ-7. Ο Τσέιζ έλπιζε ότι οι πολιτικοί υπάλληλοι θα είχαν την πρόνοια να κρατάνε χαμηλωμένα τα κεφάλια τους. Έριξε μια ριπή, στοχεύοντας σκόπιμα ψηλά, προτού σκύψει και ο ίδιος. Άνθρωποι ούρλιαζαν. Τα πυρά των ΜΡ-7 αντήχησαν σε όλη την αίθουσα υποδοχής, ενώ η ακριβή μαρμάρινη επιφάνεια του γραφείου που είχε χρησιμοποιήσει για κάλυψη έγινε κομμάτια, όταν μια ριπή των πάνοπλων φρουρών τη γάζωσε. Κι άλλο πιστολίδι, ο βαρύτερος βρόντος από UMP, καθώς ο Στάρκμαν και οι δικοί του ανταπέδιδαν. Κι άλλα ουρλιαχτά, και οι πυροβολισμοί σταμάτησαν. Ο Τσέιζ κρυφοκοίταξε πάνω από το γραφείο και ανακουφίστηκε όταν είδε ότι είχαν χτυπηθεί μόνο φρουροί. «Είχες δίκιο!» φώναξε ο Στάρκμαν. «Το καλό σημάδι πραγματικά δούλεψε!» Ο Τσέιζ γέλασε πλατιά, κι ύστερα με μια χειρονομία κατεύθυνε τον κόσμο από τις σκάλες προς τις πόρτες. «Όλοι έξω! Τζέισον, πάρε τους δικούς σου και πηγαίνετε να φυτέψετε κι άλλα εκρηκτικά στις κολόνες στήριξης του χώρου στάθμευσης των αυτοκινήτων. Θα το ισοπεδώσουμε όλο το μέρος!» «Κι εσύ;» ρώτησε ο Στάρκμαν. Ο Τσέιζ έδειξε τον κεντρικό διάδρομο. «Ο Φροστ θα έχει τον ιό στον τομέα ανάσχεσης διαρροών. Θα χρειαστεί να ισοπεδώσουμε το λόφο και να βεβαιωθούμε ότι βρίσκεται ακόμα εκεί μέσα!» «Καλό μου ακούγεται. Θα σε καλύψω. Αριστείδη, Λάιμ, μαζί μου. Οι υπόλοιποι βάλτε τις γομώσεις στο ισόγειο και μετά βγείτε έξω!» Ο Τσέιζ έλεγξε το διάδρομο. Κι άλλοι άνθρωποι έρχονταν τρέχοντας, προσπαθώντας να φύγουν από το κτίριο. «Ελάτε!» Έτρεξε στο διάδρομο, με τον Στάρκμαν και τους άλλους να τον ακολουθούν. Οι άντρες και οι γυναίκες που έρχονταν από την αντίθετη κατεύθυνση εύλογα αντιδρούσαν φοβισμένα στη θέα των τεσσάρων πάνοπλων αντρών με τα ολόσωμα αλεξίσφαιρα που κινούνταν καταπάνω τους και προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγουν από το δρόμο τους, κολλώντας στους τοίχους.

«Έξω από το κτίριο!» βρυχήθηκε ο Τσέιζ. «Φύγετε!» «Έχουμε παρέα!» ούρλιαξε ο Στάρκμαν, δείχνοντας στο βάθος του διαδρόμου. Ο Τσέιζ είδε δύο ένστολους που συσπειρώθηκαν πίσω από το χώρο ασφαλείας στην απέναντι άκρη, σημαδεύοντας... Ρίχτηκε στο πλάι, τη στιγμή ακριβώς που μια βροχή από σφαίρες έπεφτε στο διάδρομο, χτυπώντας έναν εργαζόμενο ο οποίος είχε παγιδευτεί καταμεσής του περάσματος, παραλυμένος από το φόβο και την αναποφασιστικότητα του. «Που να πάρει!» πέταξε ο Τσέιζ. Οι πολίτες εξακολουθούσαν να διασχίζουν απελπισμένοι το διάδρομο όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, εμποδίζοντάς τον να σημαδέψει, ενώ οι φρουροί δεν είχαν κανένα ενδοιασμό για απώλειες μεταξύ των εργαζομένων. Λίγα μέτρα μακρύτερα, μια γυναίκα χτυπήθηκε στον ώμο και από το ανοιχτό τραύμα της ξεχύθηκαν λαμπερές κόκκινες κηλίδες που λέρωσαν το πρόσωπό της την ώρα που σωριαζόταν κάτω. Δεν υπήρχε επιλογή. Σήκωσε το UMP του, το αυτόματο όπλο του, και έριξε μια ομοβροντία στο σταθμό ασφαλείας, αποφεύγοντας να χτυπήσει κάποιους πανικόβλητους πολίτες. Οι φρουροί έσκυψαν γρήγορα, ενώ οι σφαίρες κροτάλιζαν γύρω τους. «Παύση πυρός!» ούρλιαξε ο Τσέιζ. Κάποιος προσπάθησε να τον προσπεράσει τρέχοντας. Τον άρπαξε και του έδειξε την τραυματισμένη γυναίκα. «Βγάλ’ την έξω από εδώ!» Τρομοκρατημένος, ο άντρας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του κι ύστερα έσυρε τη γυναίκα κατά μήκος του διαδρόμου. Ο Τσέιζ έριξε άλλη μια ριπή για να κρατήσει απασχολημένους τους φρουρούς, και ύστερα όρμησε στο διάδρομο, κολλώντας στον τοίχο για να αφήσει ελεύθερο το πεδίο στον Στάρκμαν. Πήδηξε πάνω από κάποιον που είχε ζαρώσει στο άνοιγμα μιας πόρτας· οι βαριές πόρτες του πρώτου θαλάμου αποσυμπίεσης βρίσκονταν λίγο πιο μπροστά. Οι πυροβολισμοί πίσω του σταδιακά μειώθηκαν. Στην αρχή έριχναν τρία όπλα, μετά δύο, μετά ένα, ενώ οι άλλοι ξαναγέμιζαν. Οι άντρες του Φροστ θα μπορούσαν να το θεωρήσουν ως ευκαιρία για να εμφανιστούν απροειδοποίητα και να αρχίσουν να ανταποδίδουν τους πυροβολισμούς. Πάνω στην ώρα, ένας από τους άντρες ξεπρόβαλε πίσω από τον πάγκο, έτοιμος να ρίξει με το ΜΡ-7 του... Για να τιναχτεί προς τα πίσω πάνω στον τοίχο μέσα σε μια λίμνη αίματος, καθώς ο Τσέιζ άδειαζε όλο το γεμιστήρα πάνω του. Ύστερα βούτηξε κάτω, και πριν καν προλάβει να ακουμπήσει στο γυαλισμένο πάτωμα, είχε βγάλει τον άδειο γεμιστήρα. Ο δεύτερος φρουρός βρέθηκε όρθιος με ένα πήδημα. Τρία δευτερόλεπτα το λιγότερο για να ξαναγεμίσει... Ο φρουρός τον είδε και έστρεψε πάνω του το ΜΡ-7 του... Το κεφάλι του έσκασε προς τα πίσω, αφού μία και μόνη σφαίρα από το

αυτόματο του Στάρκμαν τον πέτυχε στο μέτωπο. Ο Τσέιζ κοίταξε πίσω και είδε και άλλους να τρέχουν προς το μέρος του. Ξαναγέμισε το όπλο του και ύστερα σηκώθηκε. «Ωραία βολή». «Ναι, πολύ ωραία», είπε μια άλλη φωνή. Ο Τσέιζ στράφηκε απότομα. Ο Φροστ! Έριξε στη μορφή που διαγραφόταν στην άλλη πλευρά της πόρτας ταυτόχρονα με τον Στάρκμαν. Τα αυτόματα όπλα τους εξαπέλυσαν έναν άγριο καταιγισμό φωτιάς πάνω στο γυαλί. Κλινγκ. Κλινγκ. Τα επίπεδα βλήματα έπεσαν άκαρπα στο πάτωμα στη βάση της πόρτας. Η διαφανής θωράκιση από αλουμίνιο δεν είχε καν φθαρεί. «Κάθαρμα!» μουρμούρισε ο Στάρκμαν. Ο Φροστ έκανε ένα βήμα μπροστά. Η φωνή του ακούστηκε από ένα μικρόφωνο κάτω από το μηχάνημα αναγνώρισης του δακτυλικού αποτυπώματος. «Κύριε Τσέιζ. Πρέπει να παραδεχτώ ότι εκπλήσσομαι που σας βλέπω». «Μου χρωστάς κάτι καθυστερημένους μισθούς», είπε ο Τσέιζ, ψάχνοντας να βρει τρόπο να ανοίξει την πόρτα. Ίσως υπήρχε κάποιο αυτοματοποιημένο σύστημα ελέγχου στο σταθμό ασφαλείας... «Μην μπαίνεις στον κόπο», είπε ο Φροστ. «Ο τομέας του εργαστηρίου είναι απόλυτα αποκλεισμένος. Δεν υπάρχει τρόπος να μπεις μέσα». «Μπορεί να μην καταφέρουμε να μπούμε, αλλά θα φροντίσω, που να πάρει ο διάολος, να μη βγεις έξω ούτε εσύ», του είπε ο Στάρκμαν. Άνοιξε ένα από τα πακέτα που ήταν συνδεδεμένα με τη ζώνη του και έβγαλε έξω το περιεχόμενό του. «CL-20. Δυο κιλά. Θα ισοπεδώσουμε το μέρος, όπως ακριβώς επιχείρησες να κάνεις σ’ εμάς στο Θιβέτ». Ο Φροστ περιορίστηκε να γελάσει σαρκαστικά. «Σας εύχομαι καλή τύχη». Τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται. «Φροστ!» ούρλιαξε ο Τσέιζ. «Πού είναι η Νίνα;» Ο Φροστ σταμάτησε και του έριξε μια ματιά. «Η Δρ. Γουάιλντ είναι μαζί με την κόρη μου. Η Κάρι με έπεισε να την κρατήσει ζωντανή. Ελπίζει ότι θα την πείσει να λογικευτεί και να έρθει με το μέρος μας προτού εξαπλωθεί ο ιός». «Και πότε θα συμβούν όλα αυτά;» «Όταν το αεροπλάνο μας φτάσει στα τριάντα χιλιάδες πόδια». Ο Τσέιζ και ο Στάρκμαν αντάλλαξαν σοκαρισμένα βλέμματα. «Ναι, ήδη συμβαίνει. Άργησες πολύ, κύριε Στάρκμαν. Ο Κόμπρας δεν κατάφερε να με σταματήσει, ούτε κι εσύ. Ίσως θελήσεις να στοχαστείς πάνω σ’ αυτό... προτού πεθάνεις. Κι αυτό, ανεξάρτητα απ’ το τι θα γίνει τώρα, θα συμβεί κάποια στιγμή τις επόμενες είκοσι τέσσερις ώρες». Σάρκασε και πάλι. «Αντίο, κύριοι». Και ύστερα από αυτά τα λόγια

απομακρύνθηκε. Το δεύτερο σύστημα θυρών έκλεισε με δύναμη και οριστικά πίσω του. Ο Στάρκμαν οργισμένος έστειλε άλλη μια ριπή πάνω στην πόρτα, που παρέμεινε αλώβητη. «Παλιοπούστη!» «Αν υπάρχει κάτι που σιχαίνομαι», είπε ο Τσέιζ, «αυτό είναι ένας καλοβαλμένος μπάσταρδος». «Πιστεύεις ότι λέει ψέματα; Για τον ιό, εννοώ». «Αν το αεροπλάνο δεν έχει απογειωθεί ακόμα, έχουμε κάποια πιθανότητα. Αν όμως έχει φύγει, τη βάψαμε. Το ίδιο και ο υπόλοιπος κόσμος. Έτσι κι αλλιώς, πάντως...» Έβγαλε το δικό του CL-20. «Θα κάνουμε αυτό που ήρθαμε να κάνουμε... και θα το ανατινάξουμε το μέρος εδώ. Θρύψαλα θα το κάνουμε». Η Μερσέντες σταμάτησε κάτω από το ογκώδες φτερό του Αίρμπας Α380. Το τεράστιο αεροσκάφος περίμενε στο διάδρομο φόρτωσης έξω από το υπόστεγο στάθμευσης των αεροπλάνων με τις μηχανές σβηστές. Η Κάρι έσπρωξε τη Νίνα στη σκάλα επιβίβασης, και ακολούθησαν οι δύο φρουροί. To Α380 είχε τρία επίπεδα. Στα επιβατηγά αεροπλάνα αυτού του τύπου κανονικά ο μεσαίος όροφος όπου μπήκαν θα ήταν χαμηλότερος από τα δύο άλλα επίπεδα των επιβατών, αλλά στην περίπτωση του συγκεκριμένου αεροσκάφους και τα τρία επίπεδα είχαν σχεδιαστεί για να φέρουν φορτία σε κοντέινερ. Μπήκαν στο χώρο του πληρώματος. Μια πόρτα στο βάθος οδηγούσε στην αποθήκη του αεροσκάφους. Η Νίνα έριξε μια φευγαλέα ματιά εκεί μέσα. Ο χώρος, που δεν είχε κανένα παράθυρο, ήταν γεμάτος κατά το ένα τρίτο. Κάπου ανάμεσα στα κοντέινερ, ήξερε ότι υπήρχε και ο ιός, περιμένοντας να τον αποδεσμεύσουν... Μια κατακόρυφη στριφογυριστή σκάλα έβγαζε στο πάνω επίπεδο. Η Κάρι την οδήγησε εκεί. Η Νίνα περίμενε να δει ακόμα έναν τεράστιο αποθηκευτικό χώρο, αλλά ξαφνιάστηκε ελαφρά όταν βρέθηκε σε μια πολυτελή καμπίνα. «Ο πατέρας μου εγκατέστησε εδώ ένα ιδιωτικό γραφείο», εξήγησε η Κάρι. Έλυσε τους καρπούς της Νίνα. «Σε παρακαλώ, κάθισε». Η Νίνα το έκανε απρόθυμα, κοιτώντας γύρω της. Και από τις δυο πλευρές της καμπίνας υπήρχαν φινιστρίνια στη σειρά και μια πόρτα στον πίσω τοίχο προφανώς έβγαζε στην επάνω αποθήκη. Ένα γραφείο σε σχήμα Γ είχε πάνω έναν υπολογιστή και ένα ζευγάρι ενσωματωμένα τηλέφωνα. Η Κάρι κάθισε απέναντι της σε ένα δερμάτινο καναπέ. Οι δυο φρουροί δεν είχαν ανεβεί μαζί τους τη σκάλα, είχαν μείνει στο σαλόνι από κάτω. Η Νίνα αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε να νικήσει την Κάρι και να το σκάσει από το αεροπλάνο προτού απογειωθεί... αλλά έβγαλε από το μυαλό της αυτή την ιδέα πριν καλά καλά μορφοποιηθεί. Δεν είχε καμιά ελπίδα να νικήσει την Κάρι σε αγώνα πάλης.

«Δεν ξέρω τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις», είπε η Νίνα. «Αν νομίζεις ότι θα δεχτώ ευχαρίστως αυτό που πάτε να κάνετε...» «Δεν περιμένω να αλλάξεις γνώμη απλώς με ένα κλικ. Ξέρω ότι είναι δύσκολο για σένα να δεχτείς όλο αυτό το πράγμα. Αλλά πρέπει να το δεχτείς... γιατί θα συμβεί». «Είσαι γελασμένη! Όχι, είσαι παράφρων! Πιστεύεις σοβαρά ότι θα ήθελα να έχω κάποια σχέση μαζί σου ποτέ ξανά;» Η Κάρι φάνηκε πληγωμένη. «Σε παρακαλώ, μην κάνεις έτσι, Νίνα! Δεν καταλαβαίνεις; Είσαι μια από εμάς. Είσαι αληθινή απόγονος των Ατλάντιων, του ανθού της ανθρωπότητας! Σου αξίζει να είσαι μια από τους κυρίαρχους του κόσμου!» Σηκώθηκε και διέσχισε την καμπίνα. Για μια στιγμή, η Νίνα πίστεψε πως θα την ξαναχτυπούσε, αλλά αντίθετα εκείνη γονάτισε μπροστά της. «Δε θέλω να σε σκοτώσω, δε θέλω! Πες μόνο ότι άλλαξες γνώμη. Δε χρειάζεται να πεις την αλήθεια! Μόλις αλλάξουν όλα, τότε ξέρω ότι θα αλλάξεις κι εσύ γνώμη, όταν καταλάβεις ότι είχαμε δίκιο. Πρέπει όμως να το πεις αν θέλεις να μείνεις ζωντανή». «Θα με σκότωνες, παρόλο που είμαι μια από τις καλύτερες;» σάρκασε η Νίνα. «Δεν μπορώ να παρακούσω τον πατέρα μου. Δε θέλω». Η Κάρι προσπάθησε να πιάσει τα χέρια της Νίνα, αλλά εκείνη τα απομάκρυνε. «Μόνο μια λέξη, αυτό μόνο σου ζητάω. Σε παρακαλώ, κι ας είναι ψέμα. Δε με νοιάζει!» «Σε καμία περίπτωση», της είπε η Νίνα. Ο χαμηλός θόρυβος των μηχανών εντάθηκε. Τα φώτα αναβόσβησαν και στη συνέχεια το Α380 ξέφυγε από το λήθαργο του και άρχισε να κινείται. «Η πρώτη φουρνιά του ιού θα αποδεσμευτεί δεκαπέντε λεπτά περίπου μετά την απογείωση», είπε η Κάρι, ξαναγυρνώντας στον καναπέ. «Τόσο χρόνο έχεις για να αλλάξεις γνώμη. Νίνα, σε παρακαλώ. Μη με αναγκάσεις να σε σκοτώσω». Η Νίνα έστρεψε αλλού το βλέμμα της και κοίταξε μέσα από τα φινιστρίνια της δεξιάς πλευράς του αεροσκάφους το τοπίο πέρα από το φιόρδ και ένιωσε χαμένη. Ο Τσέιζ άκουγε τους πυροβολισμούς που έπεφταν έξω κατά διαστήματα, καθώς έτρεχε μαζί με τον Στάρκμαν και τους συντρόφους του προς την έξοδο. Κρατούσε το όπλο στα χέρια του, αλλά δεν είχε χρόνο να το στρέψει εναντίον κάποιου που θα εμφανιζόταν ξαφνικά. Το μόνο που τον ενδιέφερε τώρα ήταν να απομακρυνθεί όσο το δυνατόν γρηγορότερα από το βιοεργαστήριο. Έτρεξαν με όλη τους τη δύναμη προς την ύπαιθρο. Ο Τσέιζ είδε τους τελευταίους πολίτες να απομακρύνονται τρέχοντας και να διασχίζουν τον υπαίθριο χώρο, ενώ δύο λευκά τζιπ Γκραν Τσερόκι ήταν παρκαρισμένα για να μπλοκάρουν το δρόμο εξήντα μέτρα πιο πέρα. Καλυμμένοι πίσω από αυτά βρίσκονταν αρκετοί ένστολοι φρουροί, ενώ κάνα δυο είχαν ακροβολιστεί λίγο

μακρύτερα. Είχαν στρέψει τα πυρά τους ενάντια σε δύο από τα μέλη της ομάδας του Στάρκμαν που είχαν επιζήσει. Από την άλλη πλευρά του φιόρδ είδε ένα αεροσκάφος που κινούνταν αργά προς το διάδρομο απογείωσης, ένα απαστράπτον Αίρμπας Α380. Εκεί μέσα βρισκόταν ο ιός. Ίσως υπήρχε ακόμα μια πιθανότητα να εμποδίσει το σχέδιο του Φροστ. Εκεί μέσα βρισκόταν και η Νίνα. Δεν είχε χρόνο να τα σκεφτεί όλα αυτά. Οι φρουροί πίσω από τα τζιπ τούς είχαν δει και πυροβολούσαν τους άντρες που έβγαιναν τρέχοντας από το εργαστήριο. Ο Τσέιζ ανταπέδωσε τα πυρά με το ένα χέρι, ξέροντας καλά ότι οι πιθανότητες να τους πετύχει ενώ έτρεχε ήταν σχεδόν μηδαμινές. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν να τους κάνει να τα χάσουν για αρκετή ώρα μέχρι να καταφέρει να αδειάσει το κτίριο. Ο Λάιμ σωριάστηκε στο έδαφος καθώς μια σφαίρα χώθηκε στη λεκάνη του. Η εκπαίδευση του Τσέιζ επέβαλλε να γυρίσει πίσω και να τον τραβήξει σε κάποιο ασφαλές μέρος, αλλά στην περίπτωση αυτή δεν υπήρχε πουθενά ασφαλές μέρος. Τα εκρηκτικά CL-20 θα ανατινάζονταν από στιγμή σε στιγμή... Τη μια στιγμή η Νίνα κοιτούσε μουδιασμένα τα κτίρια του βιοεργαστηρίου στο βάθος και την άλλη πεταγόταν από το κάθισμά της βλέποντας το συγκρότημα να διαλύεται. Αλυσιδωτές εκρήξεις το έκαναν σκόνη, εκτοξεύοντας εκατοντάδες μέτρα ψηλά στον αέρα τόνους από συντρίμμια. Ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε προς τα έξω σαν το ωστικό κύμα πυρηνικής βόμβας. «Χριστέ μου!» Η Κάρι τινάχτηκε πάνω και έτρεξε στα φινιστρίνια. «Ω Θεέ μου!» «Αυτή είναι η κόλαση της τελευταίας αντίστασης», είπε θριαμβευτικά η Νίνα. Οι άντρες του Κόμπρας τα είχαν καταφέρει. Τότε όμως σκέφτηκε ότι δεν είχε καμιά σημασία αυτή η νίκη. Ο ιός είχε ήδη βγει από το εργαστήριο και βρισκόταν στο αεροπλάνο. Σε δεκαπέντε λεπτά θα διασκορπιζόταν. Η Αδελφότητα είχε χτυπήσει λάθος στόχο! Με τα αφτιά του να κουδουνίζουν, ο Τσέιζ στάθηκε όρθιος τρεκλίζοντας. Σήκωσε το χέρι του για να προστατέψει τα μάτια του από τα μεγάλα σαν χαλάζι κομμάτια από τα συντρίμμια που εξακολουθούσαν να πέφτουν από τον ουρανό και κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν τον πυροβολούσε πια. Και τα δύο τζιπ είχαν χτυπηθεί από την έκρηξη πλευρικά και είχαν ανατιναχτεί, διαμελίζοντας τους άντρες πίσω τους. Το βιοεργαστήριο είχε καταστραφεί σχεδόν ολοκληρωτικά. Και τα λίγα

τμήματα που παρέμεναν είχαν γίνει αγνώριστα από την καταστροφή. Τοίχοι κομμένοι και γερτοί σαν σπασμένα δόντια. Μέσα από τα μπάζα προεξείχαν σιδηροδοκοί λυγισμένες και στραβωμένες. Ο Τσέιζ κοίταξε μέσα από την αιωρούμενη σκόνη του κονιορτοποιημένου τσιμέντου, προσπαθώντας να διακρίνει πόση ζημιά είχε προκληθεί στον υπόγειο τομέα ανάσχεσης διαρροών. Η είσοδός του ήταν αποκλεισμένη από τα συντρίμμια. Δε χρειάστηκε πολλή ώρα για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα και τότε είδε με απογοήτευση ότι το τμήμα του γραφείου του Φροστ που εκτεινόταν πιο πάνω στο λόφο είχε παραμείνει λίγο ως πολύ άθικτο. Αν και η πρόσοψη ήταν γεμάτη τρύπες και σκασίματα, εξακολουθούσε να μένει ενιαία. Ακόμα και τα παράθυρα είχαν επιζήσει της έκρηξης, κατασκευασμένα προφανώς από την ίδια διαφανή θωράκιση όπως και οι αεροστεγείς πόρτες. Αυτό σήμαινε ότι ο Φροστ και ο ιός είχαν επίσης επιβιώσει. Ο ιός... «Σκατά!» Κοίταξε απέναντι στο φιόρδ. To Α380 εξακολουθούσε να τσουλάει στην ανατολική άκρη του διαδρόμου απογείωσης. Μόλις έφτανε εκεί, θα έστριβε και θα κατέβαινε το μακρύ ασφαλτοστρωμένο διάδρομο με επιτάχυνση, για να απογειωθεί κατόπιν και να κατευθυνθεί κατά μήκος των ακτών, όπου θα απελευθέρωνε το θανατηφόρο φορτίο του. Ο Στάρκμαν μούγκριζε εκεί δίπλα. Ο Αριστείδης κειτόταν μερικά μέτρα πίσω του με τα νεκρά μάτια του ορθάνοιχτα. Ο Τσέιζ όρμησε από πάνω του και άρπαξε τον Αμερικανό, σέρνοντάς τον για να τον σηκώσει όρθιο. «Έλα! Ο ιός είναι μέσα στο αεροπλάνο. Μπορούμε ακόμα να το σταματήσουμε!» Ο Στάρκμαν σκούπισε τη λάσπη από το πρόσωπό του. «Ετοιμάζεται για απογείωση, Έντι». Έδειξε τη γέφυρα που εκτεινόταν πάνω από το φιόρδ. «Δε θα καταφέρουμε ποτέ να φτάσουμε έγκαιρα». Ο Τσέιζ τέντωσε το δείκτη του προς το σπίτι. «Ξέρω πού θα βρούμε ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο...» Το μόνιτορ πάνω στο γραφείο ξαναζωντάνεψε, κάνοντας το ανήσυχο πρόσωπο της Κάρι να φωτιστεί. «Δεσποινίς Φροστ», είπε μια γυναικεία φωνή, «ο πατέρας σας σε τηλεσύσκεψη». «Αχ, δόξα τω Θεώ!» αναφώνησε η Κάρι. «Σε θεωρούσα νεκρό!» Η φωνή του Φροστ βγήκε από τα μεγάφωνα της καμπίνας. «Είμαι καλά. Ο τομέας ανάσχεσης διαρροών παρέμεινε σχεδόν εντελώς άθικτος». «Ήταν άνθρωποι του Κόμπρας; Είδα αλεξιπτωτιστές στην ύπαιθρο». «Ήταν ο Στάρκμαν... και ο Έντουαρντ Τσέιζ». Η Κάρι φάνηκε κατάπληκτη. «Τι; Μα εσύ δεν είπες ότι ο Κόμπρας είχε...» «Ο Έντι!» Η Νίνα πετάχτηκε πάνω κι έτρεξε στο γραφείο. «Εννοείς ότι είναι

ζωντανός; Τι συνέβη, είναι καλά;» «Μήπως θα έπρεπε να σας θυμίσω, Δρ. Γουάιλντ, ότι δεν εξυπηρετεί την περίπτωσή σας να ακούγεστε τόσο χαρούμενη επειδή είναι ζωντανός;» είπε ο Φροστ με καυστική φωνή. «Ο Τσέιζ εργαζόταν με τον Στάρκμαν εναντίον μας». Η Κάρι κοίταξε συνοφρυωμένη την οθόνη. «Μου είπες ψέματα! Αν ήξερες ότι δεν ήταν νεκρός...» «Τίποτε από αυτά δεν έχει σημασία», την έκοψε ο Φροστ. «Το μόνο που μετράει είναι πως απέτυχαν. Έχουμε ακόμα τις καλλιέργειες του ιού στον τομέα ανάσχεσης διαρροών και ο Σενκ κινητοποιεί ομάδες της ασφάλειάς μας για να είμαστε σίγουροι ότι δε θα καταφέρουν να περάσουν τη γέφυρα και να επιτεθούν στο αεροπλάνο σας. Νόμιζα ότι ο Τσέιζ και ο Στάρκμαν ήταν ήδη νεκροί - αλλά χωρίς αμφιβολία θα είναι σε λίγο». «Φίνα αμάξια», έκανε εντυπωσιασμένος ο Στάρκμαν. Βρίσκονταν μαζί με τον Τσέιζ στο γκαράζ κάτω από το σπίτι, μπροστά στη συλλογή αυτοκινήτων και μηχανών της Κάρι. «Ποιο είναι το ταχύτερο; Η Λαμποργκίνι; Η Μακ Λάρεν;» Ο Τσέιζ άνοιξε απότομα το ντουλάπι που περιείχε τα κλειδιά των αυτοκινήτων. «Όχι, χρειαζόμαστε ένα κονβέρτιμπλ - τη Φεράρι». Έδειξε την αστραφτερή βαθυκόκκινη F430 Σπάιντερ, διαπιστώνοντας ότι η αγωνιστική μηχανή της Κάρι δεν υπήρχε πια στη γειτονική θέση παρκαρίσματος, και ύστερα έψαξε να βρει το σωστό κλειδί. Ήταν εύκολο να το βρει: μπορούσε να αναγνωρίσει το σήμα με το κιτρινόμαυρο άλογο που στεκόταν στα πίσω πόδια ήδη από την εποχή των παιδικών του φαντασιώσεων. «Ένα κονβέρτιμπλ; Γιατί ανοιχτό;» «Επειδή θα χρειαστεί να πυροβολώ από κει μέσα. Θα βρούμε κι άλλους φρουρούς στο δρόμο και δεν πρόκειται βέβαια να μας αφήσουν να κατευθυνθούμε έτσι απλά προς τη γέφυρα!» Πέταξε τα κλειδιά στον Στάρκμαν. «Έλα πάμε! Εσύ οδηγείς!» «Τι στην ευχή σχεδιάζεις;» ρώτησε ο Στάρκμαν, καθώς ο Τσέιζ πηδούσε στη θέση του συνοδηγού. «Δεν ξέρω, θα το σκεφτώ καθ’ οδόν!» «Ο γνωστός εξυπνάκιας, έτσι;». Ο Στάρκμαν κάθισε στη θέση του οδηγού και έβαλε το κλειδί στη μηχανή. Η οποία ζωντάνεψε με ένα σχεδόν ζωώδη βρυχηθμό. «Νομίζεις όχι μπορείς να κατεβάσεις το αεροπλάνο μόνο με ένα αυτόματο όπλο;» «Δε θέλω να το καταρρίψω. Η Νίνα βρίσκεται ακόμα εκεί μέσα! Εντάξει, πάμε!» Η Φεράρι απομακρύνθηκε από το χώρο στάθμευσης με ένα στρίγκλισμα των τροχών καθώς ο Στάρκμαν μάρσαρε τη μηχανή. «Ουάου! Μικρή μου ευέξαπτη!» Χαλάρωσε και έστριψε προς την κεντρική πόρτα, που άρχισε να ανοίγει

αυτόματα μόλις πλησίασαν. «Θα επιχειρήσεις να τη σώσεις; Τι θα κάνεις; Θα πηδήξεις στο αεροπλάνο ενώ απογειώνεται;» «Αν χρειαστεί θα το κάνω!» Ο Τσέιζ κοίταξε την αρπάγη στην πλάτη του Στάρκμαν. «Δώσε μου το όπλο με το γάντζο». «Το γαμημένο μυαλό σου έχει τρελαθεί εντελώς!» διαμαρτυρήθηκε ο Στάρκμαν. Του το έδωσε όμως το μαραφέτι. Η πόρτα σηκώθηκε όσο χρειαζόταν για να χωρέσει να περάσει από κάτω η χαμηλή Φεράρι. Ο Στάρκμαν πάτησε με δύναμη το γκάζι και η μηχανή μούγκρισε. Το αμάξι τινάχτηκε μπροστά σαν σφαίρα. «Χριστούλη μου!» «Ανέκαθεν ήθελα ένα τέτοιο!» είπε ο Τσέιζ και έλεγξε το γεμιστήρα στο αυτόματο όπλο του. Ύστερα κοίταξε μπροστά. Το δρομάκι από το σπίτι κατηφόριζε με ζιγκ ζαγκ το λόφο για να ενωθεί με το δρόμο που οδηγούσε στη γέφυρα. Εκεί όπου περίμεναν δυο Γκραν Τσερόκι τοποθετημένα σαν οδόφραγμα. Πιο πέρα, στα μισά της γέφυρας, βρισκόταν μια ασημί BMW Χ5. Ο Στάρκμαν έδειξε προς το μέρος τους. Κι άλλες δυνάμεις ασφαλείας του Φροστ ήταν κρυμμένες πίσω από τα τζιπ. «Σιχαίνομαι που σου το λέω αλλά οι Φεράρι δεν είναι αλεξίσφαιρες!» «Ούτε και τα τζιπ! Έτοιμος;» Η F430 όρμησε στην τελευταία καμπή του δρόμου. «Όπως πάντα!» Ο Στάρκμαν σήκωσε το αυτόματο UMP του με το αριστερό χέρι, κρατώντας το τιμόνι με το δεξί. Η Φεράρι ευθυγραμμίστηκε τραβώντας κατευθείαν πάνω στο αυτοσχέδιο οδόφραγμα... «Πυρ!» Ο Τσέιζ άνοιξε πυρ καθώς επιτάχυνε η Φεράρι, στέλνοντας τις βολές στο ύψος του παραθύρου του τζιπ που είχε στο δεξί του χέρι. Ο Στάρκμαν τέντωσε το χέρι του στο πλάι του αμαξιού και έριξε στο άλλο τζιπ, ενώ οι κάλυκες από τις χρησιμοποιημένες σφαίρες κουδούνιζαν πέφτοντας πάνω στο παρμπρίζ. Τα τζιπ ταρακουνήθηκαν από τη σφοδρή επίθεση. Τζάμια τινάζονταν και μεταλλικά εξαρτήματα βούλιαζαν καθώς οι σφαίρες τα διαπερνούσαν. Ο Τσέιζ είδε κάποιον να πέφτει. Δεν περίμενε βέβαια να εξολοθρεύσει όλους τους φρουρούς. Το μόνο που ήθελε ήταν να τους κρατήσει σκυμμένους κάτω, μέχρι να καταφέρει να περάσει σαν σίφουνας η Φεράρι. «Ανέβα στο πεζοδρόμιο!» ούρλιαξε. «Τι;» «Στο πεζοδρόμιο, στο πεζοδρόμιο!» Τα τζιπ είχαν μπλοκάρει και τις δύο λωρίδες του δρόμου, αλλά υπήρχε ένα πεζοδρόμιο στα δεξιά. «Δε θα χωρέσουμε!» «Ναι, θα χωρέσουμε!» Όχι ότι είχαν κι άλλη επιλογή - σε μια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα ελαφρύ ιταλικό σπορ αμάξι και ένα αμερικάνικο τζιπ δύο τόνων,

δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για το ποιος θα έβγαινε ζημιωμένος. Ο Στάρκμαν έστριψε απότομα τη Φεράρι προς τα δεξιά, ενώ οι δύο άντρες συνέχιζαν να πυροβολούν τα τζιπ. Το όπλο του Τσέιζ ακούστηκε άδειο. Σφαίρες κουδούνιζαν στο πλάι της F430, καθώς οι άντρες της ασφάλειας ανταπέδιδαν τα πυρά. «Σκατά!» φώναξε ο Στάρκμαν. «Δεν πρόκειται να χωρέσουμε!» «Απλώς προχώρα!» ούρλιαξε ο Τσέιζ, ατσαλώνοντας τον εαυτό του, καθώς η F430 χτυπούσε στο κράσπεδο. Η μπροστινή αεροτομή θρυμματίστηκε με την πρόσκρουση. Στη συνέχεια, οι χαμηλοί τροχοί χτύπησαν απότομα πάνω στο ανελέητο τσιμέντο με ένα τράνταγμα που κοπάνησε τη σπονδυλική του στήλη σαν σφυριά. Το αμάξι έπεσε στριγκλίζοντας πάνω στο κιγκλίδωμα της γέφυρας από τη μεριά του Τσέιζ, ενώ το μπροστινό φτερό από τη μεριά του Στάρκμαν χτύπησε δυνατά το πίσω μέρος του τζιπ και τσαλακώθηκε σαν αλουμινόχαρτο. Οι καθρέφτες και στα δύο φτερά κόπηκαν σύρριζα, ραντίζοντας τους δυο άντρες με γυαλιά. «Σκύψε», ούρλιαξε ο Τσέιζ καθώς ο Στάρκμαν ξανάφερνε τη Φεράρι στο δρόμο. Κι άλλες σφαίρες χτύπησαν το αμάξι καθώς χώνονταν και οι δύο βαθιά μέσα στα καθίσματά τους. Μια μάλιστα χτύπησε πάνω στην μπάρα του αμαξιού, λίγα μόλις εκατοστά από το κεφάλι του Τσέιζ. Ο Στάρκμαν επιτάχυνε και πάλι. Ο Τσέιζ έστριψε πάνω στο κάθισμά του καθώς η Φεράρι απομακρυνόταν σαν σφαίρα από τα τζιπ. Εντυπωσιασμένος, άφησε άθελά του ένα ξεφωνητό. «Σκέτη κόλαση!» «Ωραία επιλογή αμαξιού!» φώναξε ο Στάρκμαν, προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από τον άνεμο. «Εντάξει. Και λοιπόν;» Το παρμπρίζ θρυμματίστηκε. Ο Στάρκμαν μόρφασε καθώς αίμα πετάχτηκε από ένα τραύμα στο στήθος του. Μια ακανόνιστη τρύπα είχε ανοίξει μέσα από το αλεξίσφαιρο του. Ο θόρυβος της μηχανής μειώθηκε απότομα καθώς το πόδι του γλίστρησε από το γκάζι. Η Φεράρι κατηφόριζε ελεύθερα, με την ταχύτητα να ελαττώνεται γρήγορα. «Χριστούλη μου!» φώναξε ο Τσέιζ. Άρπαξε το τιμόνι, προσπαθώντας να εμποδίσει την F430 να χτυπήσει τη σταθμευμένη μπροστά τους BMW. Δίπλα της, με ένα αστραφτερό πιστόλι στα χέρια, στεκόταν κάποιος που ο Τσέιζ αναγνώρισε στη στιγμή. Ο Σενκ. Αναγνώρισε όμως και το όπλο. Ο επικεφαλής της ασφάλειας του Φροστ είχε μόλις πυροβολήσει τον Στάρκμαν με ένα Γουάιλντι. Το δικό του Γουάιλντι.

Ο Τσέιζ σήκωσε το αυτόματό του, αλλά ήταν πολύ αργά όταν θυμήθηκε ότι έπρεπε να αλλάξει δεσμίδα. Ο Σενκ τον σημάδευε με τη μακριά ασημένια κάννη... Άφησε το τιμόνι και πετάχτηκε ολόκληρος πάνω από την πόρτα του αμαξιού. Ο χαρακτηριστικός ήχος του Γουάιλντι έφτασε σ’ αυτόν καθώς ένα βλήμα μάγκνουμ άνοιγε μια τρύπα σαν γροθιά στο πίσω μέρος του καθίσματος του. Έπεσε στο έδαφος με δύναμη και κύλησε κουλουριασμένος. Κι άλλο μπαμ. Ένα μεγάλο κομμάτι από άσφαλτο πετάχτηκε στον αέρα λίγα εκατοστά μακρύτερα από τα πόδια του. Ξανακύλησε, και το παράξενο σχήμα του όπλου με το συρματόσκοινο χώθηκε στην πλάτη του. Ακούστηκε ένας μεταλλικός θόρυβος καθώς η Φεράρι, που μείωνε διαρκώς ταχύτητα, έπεσε στα πλάγια του τζιπ και σταμάτησε. Η μηχανή μπούκωσε. Ο Σενκ οπισθοχώρησε με ένα πήδημα και καλύφθηκε πίσω από το όχημά του. Ο Τσέιζ με ένα πήδημα το έσκασε και έτρεξε προς την BMW. Ο Σενκ τον είδε και του ξανάριξε, αλλά ο Τσέιζ βούτηξε πίσω από την Χ5 ψαχουλεύοντας για καινούριο γεμιστήρα. Σκατά! Η αφή και μόνο του έδωσε να καταλάβει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Η ανοιχτή άκρη της δεσμίδας είχε στραβώσει και το σχήμα της είχε αλλοιωθεί. Την είχε σπάσει με το βάρος του όταν κατρακυλούσε στο δρόμο. Δεν μπορούσε τώρα να ταιριάξει στην υποδοχή του UMP του. Πέταξε τον άχρηστο γεμιστήρα, κράτησε ανάποδα το UMP και το τέντωσε στο ύψος του αστραγάλου του, καθώς ο Σενκ ορμούσε από το πλάι της Χ5, με το Γουάιλντι έτοιμο να ρίξει στο χέρι... Η σφαίρα του Γερμανού αστόχησε καθώς ο Τσέιζ του έπιασε το ένα πόδι με τον υποκόπανο του UMP του. Ο Σενκ βόγκηξε χάνοντας την ισορροπία του, και παραπάτησε με τα χέρια ανοιχτά. Ο Τσέιζ του έκανε τάκλιν όπως στο ράγκμπι, τραβώντας τον πίσω ώσπου χτύπησε πάνω στο κιγκλίδωμα, θέλοντας να τον κάνει να πέσει. Ο Σενκ όμως ήταν πολύ γεροδεμένος -μια γερή στρώση από μύες- για να τον νικήσει ακόμα και η κτηνώδης δύναμη του Τσέιζ. Αντιλήφθηκε τον κίνδυνο στον οποίο βρισκόταν και έπεσε στα γόνατα, ρίχνοντας το κέντρο βάρους του κάτω από το τελείωμα του κιγκλιδώματος της γέφυρας. Το χέρι του ταλαντεύτηκε και η λαβή του Γουάιλντι χτύπησε με δύναμη το λαιμό του Τσέιζ, κάνοντάς τον να πέσει με έναν οξύ πόνο. Η μπότα του Σενκ έσκασε στο πλάι του κρανίου του. Ο Τσέιζ κύλησε στο πλάι. Με το κεφάλι του ζαλισμένο κοίταξε προς τα πάνω. Το Γουάιλντι σημάδευε κατευθείαν το πρόσωπό του. Πιο πέρα, το βλέμμα του εστίασε στον Σενκ. Ο Γερμανός κάγχαζε... Μπαμ! Ο Τσέιζ μόρφασε. Δεν ήταν όμως το Γουάιλντι που είχε πυροβολήσει.

Ήταν το αυτόματο του Στάρκμαν. Η τελευταία σφαίρα του γεμιστήρα είχε ανοίξει μια ματωμένη τρύπα στο δεξιό ώμο του Σενκ. Το Γουάιλντι έπεσε από τα χέρια του Γερμανού, καθώς οπισθοχωρούσε τρεκλίζοντας προς το κιγκλίδωμα. Ο Τσέιζ έπιασε το όπλο του και το στριφογύρισε. «Νομίζω ότι αυτό είναι δικό μου». Πυροβόλησε. Η σφαίρα χτύπησε τον Σενκ στο αριστερό μάτι. Ο βολβός του ματιού τινάχτηκε μαζί με έναν αηδιαστικό πολτό, ενώ η σφαίρα συνέχιζε την πορεία της μέσα στον εγκέφαλό του για να βγει από την κορυφή του κρανίου του. Το κεφάλι του άνοιξε απότομα και ο Σενκ γκρεμίστηκε από το κιγκλίδωμα, πέφτοντας στα παγωμένα νερά από εκατοντάδες μέτρα ύψος. Κρατώντας σφιχτά το πονεμένο του κεφάλι, ο Τσέιζ έφτασε τρεκλίζοντας στη Φεράρι. Ο Στάρκμαν ήταν σωριασμένος πάνω στην πόρτα και από το στόμα του έβγαιναν αιμάτινες φυσαλίδες. Για μια στιγμή, ο Τσέιζ πίστεψε ότι ήταν πεθαμένος, αλλά τότε το ένα και μοναδικό μάτι του πετάρισε και τον κοίταξε. «Βάζω στοίχημα ότι τώρα χαίρεσαι που δε με σκότωσες, ε;» είπε ο Στάρκμαν αδύναμα. Σηκώθηκε με κόπο όρθιος και μετά σωριάστηκε στη θέση του. «Έλα, πρέπει να προλάβεις κι ένα αεροπλάνο...» Ο Τσέιζ άνοιξε την πόρτα για να τον μεταφέρει στη θέση του συνοδηγού, αλλά ο Στάρκμαν κούνησε το κεφάλι του. «Άσε με... είμαι χάλια, και έρχεται παρέα». Κοίταξε προς την κατεύθυνση από την οποία είχαν έρθει. Ένα από τα τζιπ του οδοφράγματος τους κυνηγούσε ήδη, ενώ έρχονταν ολοταχώς και άλλα οχήματα από το δρόμο των γραφείων της εταιρείας. «Θα τους σταματήσω...» «Με τι;» Ο Στάρκμαν κατάφερε, άγνωστο πώς, να μισοχαμογελάσει και σήκωσε ψηλά ένα πακέτο με CL-20, με το χρονόμετρο ήδη να τρέχει. «Μόνο να κανονίσεις να βρίσκεσαι πέρα από τη γέφυρα σε είκοσι δευτερόλεπτα», είπε βαριανασαίνοντας και ανάγκασε τον εαυτό του να βγει από τη Φεράρι με τα τελευταία αποθέματα δύναμης που διέθετε και να ξαπλώσει στο δρόμο στα πόδια του Τσέιζ. «Μάχη μέχρις εσχάτων, Έντι...» «Μάχη μέχρις εσχάτων», επανέλαβε ο Τσέιζ καθώς πηδούσε στη Φεράρι και ξανάβαζε μπροστά τη μηχανή. Κάρφωσε την όπισθεν και απομακρύνθηκε από την BMW, κι ύστερα έβαλε πρώτη και ξεχύθηκε με όλη του τη δύναμη. Το ταξίδι στη θέση του συνοδηγού δε συγκρινόταν με την εμπειρία να ελέγχεις 483 άλογα. Η επιτάχυνση ήταν τόσο βίαιη, που ένιωθες σαν να απογειώνεσαι με τζετ. Τη στιγμή που θυμήθηκε να αλλάξει ταχύτητα είχε ήδη ξεπεράσει τα εξήντα μίλια την ώρα, κι η μηχανή ούρλιαζε πίσω του σαν ξωτικό του θανάτου. Τρίτη ταχύτητα, είχε ήδη πιάσει τα ογδόντα, περνώντας το λεβιέ ταχυτήτων μέσα από τη γυαλιστερή πύλη από χρώμιο... Είδε στον καθρέφτη ότι το τζιπ είχε φτάσει σχεδόν τον Στάρκμαν, ενώ τα άλλα οχήματα ξεχύνονταν στη γέφυρα. Το άλλο άκρο της γέφυρας πλησίαζε πολύ γρήγορα, αλλά μόνο να μαντέψει

μπορούσε πόσος χρόνος απέμενε μέχρι να πυροδοτηθούν τα εκρηκτικά. Μερικές στιγμές μόνο. Με χίλια μίλια την ώρα και συνεχή επιτάχυνση, κι όμως εξακολουθούσε να απέχει από το στέρεο έδαφος κάμποσα δευτερόλεπτα. Η εικόνα στον καθρέφτη εξαφανίστηκε μέσα σε μια λάμψη φωτιάς. Μια στιγμή αργότερα ακούστηκε ένας τεράστιος κρότος σαν κεραυνός, που τον ακολούθησε αμέσως ένας χαμηλότερος, πιο δυσοίωνος υπόκωφος θόρυβος. Το επίπεδο της γέφυρας έγειρε ξαφνικά... Κατέρρεε! Η βόμβα του Στάρκμαν είχε ανατινάξει το μεσαίο κομμάτι της κεντρικής αψίδας και τα δύο μισά της κατασκευής χάνονταν τώρα στο ποτάμι από κάτω. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Τσέιζ ήταν να κρατήσει το δεξί του πόδι κολλημένο στο δάπεδο και να ελπίσει ότι η Φεράρι θα έφτανε στην άκρη της γέφυρας προτού λυγίσει ολόκληρη παρασύροντάς τον κάτω! Οδηγούσε τώρα σε ανηφόρα, με την ταχύτητα να πέφτει ανησυχητικά καθώς η επιφάνεια του δρόμου άρχισε να παρουσιάζει απανωτά σκασίματα. «Οχ! Που να πάρει...» Όλα έγειραν και ο δρόμος άρχισε να υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια του... Η Φεράρι διέσχισε σαν σφαίρα το τελευταίο τμήμα της γέφυρας που κατέρρεε και σωριαζόταν μέσα στο φιόρδ, και χτύπησε με δύναμη πάνω σε στέρεο έδαφος. Οι εξαντλημένοι σωλήνες της διαλύθηκαν καθώς το κάτω μέρος του αμαξιού χτυπούσε πάνω στο δρόμο και ο θόρυβος της μηχανής της έγινε μια άτονη στραπατσαρισμένη στριγκλιά. Ο Τσέιζ πάλεψε να διατηρήσει τον έλεγχο του αμαξιού που γύριζε γύρω γύρω. Πάτησε το φρένο. Η Φεράρι τραντάχτηκε καθώς το σύστημα αυτόματου φρεναρίσματος ενεργοποιήθηκε, αλλά το αμάξι ντεραπάρισε και τα λάστιχα πιέστηκαν τόσο που υπήρχε κίνδυνος να σκάσουν. Τράβηξε το τιμόνι. Το αμάξι σπινάρισε προς τα πίσω, πηγαίνοντας κατευθείαν πάνω σε έναν τοίχο. Έβγαλε το πόδι από το φρένο και πάτησε το γκάζι... Με ένα στρίγκλισμα των ταλαιπωρημένων τροχών η Φεράρι σταμάτησε απότομα, μέσα σε ένα σύννεφο καυστικού καπνού ελαστικών τριάντα μόλις εκατοστά από τον εξωτερικό τοίχο του αεροδρομίου. Ο Τσέιζ έβηξε καθώς τον έπνιξε η θολούρα. Μέσα από το σπασμένο παρμπρίζ είδε κάποιο άλλο σύννεφο, μια απόκοσμη γραμμή σκόνης που σηματοδοτούσε το σημείο στο οποίο βρισκόταν προηγουμένως η γέφυρα. Οι δυνάμεις ασφαλείας που τον καταδίωκαν είχαν χαθεί, έχοντας πέσει στο ποτάμι μαζί με τον επικεφαλής τους. Και τον Στάρκμαν. Ο Τσέιζ σταμάτησε για να στείλει στον πεθαμένο συναγωνιστή του ένα

σιωπηλό ευχαριστώ. Κατόπιν στράφηκε και κοίταξε στο βάθος του αεροδιαδρόμου. Είδε το χοντροφτιαγμένο λευκό σχήμα ενός Α380, πέρα μακριά, με φόντο τους σκοτεινούς γύρω λόφους, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να πάρει στροφή. Που ετοιμαζόταν να απογειωθεί. Έβαλε μπροστά τη Φεράρι, κι έφυγε με ένα στρίγκλισμα των τροχών.

29

ΤΟ A380 επιβράδυνε την κίνησή του, καθώς πλησίαζε στο τέρμα του διαδρόμου, και ετοιμάστηκε να πάρει την ανοιχτή μισή στροφή που θα το έβαζε στην ευθεία του μήκους δυο χιλιομέτρων αεροδιαδρόμου. Ο Τσέιζ είχε καρφωμένα τα μάτια του στο αεροσκάφος που επιτάχυνε, αλλάζοντας απότομα τις ταχύτητες της Φεράρι. Ο δυνατός άνεμος τον ανάγκαζε να μισοκλείνει τα γεμάτα δάκρυα μάτια του, αλλά το μόνο που έπρεπε να κάνει ήταν να συνεχίσει να πηγαίνει ευθεία μπροστά. Δεν είχε βρεθεί ποτέ μέσα σε ένα Α380 και δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τον εσωτερικό σχεδίασμά του. Μόνο ότι διέθετε δύο επίπεδα. Αυτή όμως ήταν η διαρρύθμιση για το επιβατηγό. Εδώ είχε να κάνει με φορτηγό, κι αυτό σήμαινε ότι αγνοούσε ακόμα περισσότερα πράγματα. Άσε που θα έπρεπε να το πιλοτάρει όταν ανέβαινε πάνω. Αλλά για να το πιλοτάρει, θα έπρεπε πρώτα να επιβιβαστεί. Το να επιχειρήσει να εμποδίσει την απογείωση ενός αεροσκάφους με μια Φεράρι ήταν σαν να προσπαθούσε να σταματήσει ένα τανκ με ένα χαρτοκιβώτιο. Το τεράστιο σκάφος θα παραμέριζε το σπορ αμάξι σαν να μην υπήρχε καν. Και δεν μπορούσε βέβαια να σταματήσει το αεροπλάνο πυροβολώντας το, γιατί θα ήταν πολύ μεγάλος ο κίνδυνος να σκοτώσει τη Νίνα αν έπιανε φωτιά ή ανατιναζόταν. Αν όμως ήθελε πόση θυσία να εμποδίσει την αποδέσμευση του ιού, τότε έπρεπε να είναι έτοιμος για τις αναγκαίες θυσίες - και του εαυτού του συμπεριλαμβανομένου... Έτρεχε με ταχύτητα πάνω από εκατόν σαράντα, παρόλο που με δυσκολία έβλεπε μέσα από τα δακρυσμένα μάτια του. To Α380 έμοιαζε με λευκή θολούρα μπροστά του καθώς έπαιρνε στροφή. Ό,τι κι αν επρόκειτο να κάνει, έπρεπε να το σκεφτεί γρήγορα... «Δεσποινίς Φροστ!» Η φωνή του πιλότου ακούστηκε από το σύστημα ενδοεπικοινωνίας. «Ένα αυτοκίνητο κινείται στον αεροδιάδρομο!» Η Κάρι πήγε στην πλαϊνή πόρτα της καμπίνας και κοίταξε έξω. «Τι;» είπε με κομμένη την ανάσα. Η Νίνα κοίταξε προσεκτικά λίγο πιο πέρα από την Κάρι. Είδε

τον αεροδιάδρομο να απλώνεται στο βάθος καθώς το αεροσκάφος έστριβε - κι εκεί κάτω είδε να τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μια κατακόκκινη Φεράρι κονβέρτιμπλ. Το αμάξι ερχόταν με απίστευτη ταχύτητα προς το μέρος τους, με το μοναχικό επιβάτη του να παίρνει σιγά σιγά μορφή. Ακόμα και από απόσταση, ξεχώρισε το κεφάλι με τα αραιά μαλλιά πίσω από το τιμόνι από την πρώτη στιγμή που το είδε. «Θεέ μου! Ο Έντι είναι!» Η Κάρι αντέδρασε σοκαρισμένη. Ύστερα πήγε στην ενδοεπικοινωνία. «Κάρι Φροστ εδώ. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εμποδιστεί η απογείωση. Ό,τι κι αν κάνει, το αεροπλάνο πρέπει να πετάξει. Είναι διαταγή». Επέστρεψε στο παράθυρο. «Τι στο διάολο κάνει;» «Προσπαθεί να σε σταματήσει», είπε η Νίνα. Η Κάρι πρότεινε το σαγόνι της. Η έκφρασή της σκλήρυνε. «Δεν πρόκειται να τα καταφέρει». Προχώρησε προς την κορυφή της σκάλας και φώναξε στους φρουρούς κάτω: «Πάρτε τα όπλα σας και ανοίξτε την μπουκαπόρτα! Κάποιος προσπαθεί να σταματήσει την απογείωση...» Η Νίνα συνειδητοποίησε ότι η Κάρι της είχε γυρίσει την πλάτη και ότι μόλις που κρατιόταν από το κιγκλίδωμα. Δεν είχε καν το χρόνο να εξετάσει λογικά τη σκέψη της. Απεναντίας, έδρασε καθαρά ενστικτωδώς, όταν όρμησε στην Κάρι με τα χέρια τεντωμένα μπροστά σαν πολιορκητικούς κριούς και την έσπρωξε κάτω από τη σκάλα. Η Κάρι, που πιάστηκε εντελώς απροετοίμαστη, δεν είχε καμιά ελπίδα να γλιτώσει την πτώση. Ούρλιαξε καθώς κατρακυλούσε στα σιδερένια σκαλοπάτια, χτυπώντας πάνω στις σκληρές κόχες τα λεπτεπίλεπτα άκρα τηςβρέθηκε με ένα γδούπο στο δάπεδο, ζαλισμένη και αιμορραγώντας. Η Νίνα κοίταξε προς τα κάτω σχεδόν σοκαρισμένη από αυτό που είχε κάνει, προτού την ξαναπιάσει το ένστικτό της. Μάχη ή πτήση... Πτήση! Έτρεξε στην πόρτα στο πίσω μέρος της καμπίνας, ελπίζοντας ότι δε θα ήταν κλειδωμένη. Δεν ήταν. Τη διέσχισε και βρέθηκε μέσα στην αποθήκη του ανώτερου επιπέδου. Μια θολωτή σήραγγα από μεταλλικά υποστηρίγματα που συγκρατούσαν μια σειρά από φορτηγά κοντέινερς, τα οποία κουδούνιζαν χτυπώντας στα ενδιάμεσα προστατευτικά. Σειρές από λευκούς ηλεκτρικούς φανούς υψώνονταν μέχρι την οροφή, δημιουργώντας έναν απόκοσμο φωτισμό. Δεν υπήρχε κλειδαριά στην πόρτα. Κοίταξε βιαστικά γύρω της μήπως και βρει κάποιο τρόπο να ασφαλίσει το χώρο. Το πλησιέστερο κοντέινερ απείχε μόλις λίγα μέτρα, στερεωμένο με φαρδιούς ιμάντες που συνδέονταν με θηλιές στο δάπεδο. Τράβηξε απότομα το μοχλό που έλπιζε ότι θα τον έλυνε. Με ένα δυνατό τρίξιμο ο ιμάντας λύθηκε. Τον πέρασε σαν θηλιά πίσω από ένα δοκάρι στον τοίχο προτού τον δέσει γύρω από το

χερούλι της πόρτας, τραβώντας τον σφιχτά. Δε θα εμπόδιζε την πόρτα να ανοίξει, αλλά θα ανάγκαζε κάποιον να στριμωχτεί πολύ για να περάσει μέσα από το στενό πέρασμα. Έκανε ένα βήμα πίσω και κοίταξε την αποθήκη. Ο ιός... Για να αποδεσμευτεί ο ιός κατά την πτήση, όποιο κοντέινερ κι αν τον περιείχε, έπρεπε με κάποιο τρόπο να σωληνωθεί στο περίβλημα του Αίρμπας. Αν κατάφερνε να βρει το κοντέινερ, μπορεί να υπήρχε τρόπος να το σαμποτάρει. Βαριά βήματα από την καμπίνα: κάποιος ανέβαινε ορμητικά τις σκάλες. Η Νίνα έφτασε τρέχοντας στο τέρμα της αποθήκης. To Α380 ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει τη στροφή του και ο Τσέιζ βρισκόταν σχεδόν στο τέρμα του διαδρόμου. Σκούπισε τα μάτια του, προσπαθώντας να δει καθαρά το αεροσκάφος. Κάτω από την άτρακτο υπήρχαν πέντε τροχοί προσγείωσης. Ένας στο ρόγχος και οι άλλοι τέσσερις διεσπαρμένοι σε όλο το μήκος του αεροσκάφους, όσο το δυνατόν πιο μακριά ο ένας από τον άλλο. Όταν το σύστημα προσγείωσης θα μαζευόταν στην κοιλιά του αεροσκάφους, θα υπήρχαν κάποια προσπελάσιμα ανοίγματα τα οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εισέλθει στην άτρακτο, αρκεί να πιανόταν σε κάποιον από τους τροχούς προσγείωσης. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι ίσως θα υπήρχαν προσπελάσιμα ανοίγματα. Έπρεπε να το ρισκάρει. Ή τώρα ή ποτέ. Οι τέσσερις ανοιχτές μηχανές του Α380 γύριζαν. Τα λάστιχα της Φεράρι ξαναστρίγκλισαν καθώς λοξοδρόμησε απότομα στη μια πλευρά του αεροδιαδρόμου, όχι για να βγει από την πορεία του αεροσκάφους, αλλά για να πάρει μια όσο το δυνατόν πιο κλειστή στροφή, χωρίς να μειώσει δραματικά την ταχύτητα, αφού έλπιζε να βρεθεί κάτω από το αεροσκάφος. To όπλο με την αρπάγη ήταν έτοιμο στη θέση του συνοδηγού δίπλα του. Θα έπρεπε να ρίξει κυριολεκτικά μόνο μία βολή. Αν αστοχούσε, είχε πολύ μεγάλη πιθανότητα να πεθάνει όταν η Φεράρι θα δεχόταν το εκρηκτικό κύμα των μηχανών του αεροσκάφους. Αν επιζούσε από αυτό, θα πέθαινε λίγο αργότερα, ή μάλλον θα τον σκότωναν είτε οι άντρες του Φροστ είτε ο ιός του. Ακόμα κι αν πετύχαινε, θα πέθαινε έτσι κι αλλιώς. Έπρεπε όμως να προσπαθήσει. Η ζέστη τον χτύπησε στο πρόσωπο καθώς περνούσε κάτω από τις μηχανές του αριστερού φτερού. Η Φεράρι λίγο έλειψε να ντεραπάρει, και γι’ αυτό άφησε ελαφρά το γκάζι. Αν έκανε κάποιο λάθος τώρα, δεν υπήρχε περίπτωση να προλάβει. Η πόρτα στο κάτω μέρος του ρύγχους του αεροπλάνου άνοιξε. Κάποιος έσκυψε προς τα έξω με ένα όπλο στο χέρι - ένας από τους άντρες του Φροστ που

έψαχνε να τον βρει. Τα παραζορισμένα λάστιχα τεντώθηκαν για να κρατηθούν... Ο Τσέιζ ίσιωσε το αμάξι, ακριβώς πίσω από την άτρακτο τώρα, στοχεύοντας ανάμεσα στα δύο ζευγάρια τροχών προσγείωσης, στην κοιλιά του Α380. Ο θόρυβος της μηχανής δυνάμωσε σε ουρλιαχτό και το αεροπλάνο άρχισε να επιταχύνει. Παρά το κολοσσιαίο μέγεθος του, το Αίρμπας ήταν τρομακτικά γρήγορο στην εκκίνηση. Καυτός αέρας χτύπησε τον Τσέιζ σαν τυφώνας την ώρα που η Φεράρι βρέθηκε κάτω από την ουρά του αεροσκάφους. Η γιγάντια άτρακτος κάλυψε την όρασή του, ένα τεράστιο σφυρί έτοιμο να τον συνθλίψει από στιγμή σε στιγμή. Βρισκόταν ανάμεσα στους πίσω τροχούς, που εξακολουθούσαν να κινούν γρηγορότερα το αεροσκάφος, αλλά όχι για πολύ ακόμα. Έριξε το άγκιστρο. Τώρα βρισκόταν στο ίδιο επίπεδο με τους μπροστινούς τροχούς. Είχε το πόδι του στο δάπεδο για να συμβαδίσει με το Αίρμπας που έτρεχε ορμητικά. Ένα ελάχιστο στρίψιμο του τιμονιού τον έφερε πιο κοντά στον αριστερό τροχό, ενώ τα τέσσερα γιγάντια ελαστικά δεν ήταν παρά μια θολούρα που στριφογύριζε. Ένας πυροβολισμός. Οι τροχοί απείχαν λιγότερο από τριάντα εκατοστά από το πλάι της Φεράρι. Καθώς το αεροσκάφος απομακρυνόταν, ο Τσέιζ σημάδεψε μέσα στο χώρο του συστήματος προσγείωσης. Μόνο μία ευκαιρία... Πυροδότηση! Η αρπάγη τινάχτηκε ενώ το σκοινί υψωνόταν πίσω της. Πετάχτηκε μέσα στο χώρο του τροχού και χτύπησε πάνω στο εσωτερικό τοίχωμα. Αν έπεφτε πάλι έξω, όλα θα είχαν τελειώσει... Κρατήθηκε! Η αρπάγη είχε τρυπήσει το μεταλλικό διάφραγμα. Το μόνο που ήθελε ήταν να κρατήσει λίγα δευτερόλεπτα. Αφού πίεσε το διακόπτη για να ξαναμαζέψει το καλώδιο, έσπρωξε το όπλο στο κέντρο του τιμονιού, δένοντας γύρω του με θηλιά το σκοινί. Κατόπιν άφησε το τιμόνι και έδωσε ώθηση στο σώμα του, παρά το ρεύμα του έλικα που έφτανε τα εκατό μίλια την ώρα, κι έπιασε το καλώδιο που με ένα τίναγμα τεντώθηκε... Η Φεράρι λοξοδρόμησε πίσω από το σύστημα των τροχών προσγείωσης. Πήδηξε πάνω από την πόρτα και άρχισε να σκαρφαλώνει στο σκοινί. Σκόνη και αμμοχάλικο πετάχτηκαν από τους τροχούς του αεροπλάνου και τον χτύπησαν στο πρόσωπο. Έπρεπε να διασχίσει απλώς λίγα μέτρα, αλλά το σκοινί ήταν ήδη τεντωμένο. Τα πόδια του γδάρθηκαν στον αεροδιάδρομο. Σχεδόν σκίστηκαν. Αίμα έσταξε

ανάμεσα στα δάχτυλα καθώς το καλώδιο του έκοβε τη σάρκα. Ο τροχός απείχε τριάντα εκατοστά - ένα τράβηγμα του χεριού του και θα κατάφερνε να μπει μέσα στο σύστημα προσγείωσης του αεροπλάνου... Το καλώδιο τραντάχτηκε. Η Φεράρι είχε ντεραπάρει και σερνόταν πίσω από το αεροπλάνο σαν παιχνιδάκι. Ο Τσέιζ ένιωσε το σκοινί του τιμονιού να τραμπαλίζεται. Η αρπάγη υποχωρούσε... Κινήθηκε ορμητικά προς τα εμπρός για να πιάσει τον τροχό. Τα αιματοβαμμένα δάχτυλά του έσφιξαν το μέταλλο τη στιγμή που το καλώδιο έσπαγε. Η Φεράρι απομακρύνθηκε, στριφογυρίζοντας ανεξέλεγκτη πίσω του. Το καλώδιο πέρασε σαν σφαίρα δίπλα του, το ίδιο και η αρπάγη σαν θανατηφόρα ακίδα δίπλα από το πρόσωπό του. Ασυναίσθητα κοίταξε πίσω, παρακολουθώντας την, και πρόλαβε να δει το Αίρμπας να περνάει πάνω από το σπορ αμάξι, ισοπεδώνοντάς το στη στιγμή. Διαλυμένα συντρίμμια πετάχτηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η σύγκρουση ταρακούνησε ακόμα και το τεράστιο αεροσκάφος. Ο Τσέιζ πάσχισε να κρατηθεί κλοτσώντας, σε μια έξαλλη προσπάθεια να βρει κάπου να πατήσει το πόδι του προτού έχει την τύχη της F430. Η μπότα του βρήκε κάποιο στερεό μέταλλο. Τραβήχτηκε προς τα πάνω. Αν ο συλλογισμός του ήταν λαθεμένος, αν δεν υπήρχε κάποια πόρτα πρόσβασης, θα συνθλιβόταν όταν το σύστημα προσγείωσης θα μαζευόταν στην κοιλιά του αεροσκάφους. Κοίταξε προς τα πάνω, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο εκτός από μεταλλικά τοιχώματα, καλώδια και υδραυλικά συστήματα. Σκατά... Καθώς το Αίρμπας έφευγε από τον αεροδιάδρομο με ένα σχεδόν εκκωφαντικό στρίγκλισμα των μηχανών, ο βραχίονας προσγείωσης άρχισε να μαζεύεται και να διπλώνεται προς τα μέσα στο στενό χώρο της κοιλότητας του τροχού. Ο Τσέιζ στριφογύρισε απεγνωσμένα, καθώς πιεζόταν προς την οροφή, ενώ οι μεταλλικές ράβδοι της ατράκτου ετοιμάζονταν σαν λεπίδες να τον κάνουν κομματάκια... Ένα πορτάκι! Ένας χώρος πρόσβασης, πλάτους εξήντα σχεδόν εκατοστών, με ένα βαθουλωμένο χερούλι σε σχήμα δαχτυλιδιού στη βάση του. Άρπαξε το χερούλι. Δεν κουνήθηκε. Ή ήταν σφιχτό επειδή ήταν καινούριο ή ήταν κλειδωμένη η πόρτα. Στοιχημάτισε στο πρώτο, στρίβοντας πιο δυνατά και η πόρτα άνοιξε με κρότο. Τραβήχτηκε μέσα από το στενό άνοιγμα και προσγειώθηκε με ένα γδούπο, τη στιγμή που το σύστημα προσγείωσης μπήκε στη θέση του πίσω του με ένα κουδούνισμα. Το κενό ανάμεσα στη γάμπα του και το πάνω μέρος της κοιλότητας του τροχού μετά βίας έφτανε τα τρία εκατοστά.

Το φως μειώθηκε απότομα καθώς οι εξωτερικές πόρτες έκλεισαν με δύναμη και ο θόρυβος της μηχανής περιορίστηκε σε ένα μονότονο μουγκρητό. Ο Τσέιζ κοίταξε προσεκτικά γύρω του. Βρισκόταν μέσα σε ένα χώρο χαμηλότερο από ένα μέτρο και είκοσι, που φωτιζόταν από μικρές αλλά δυνατές ομάδες ηλεκτρικών φώτων. Στους τοίχους διακλαδώνονταν και άλλα καλώδια, που κατευθύνονταν προς το κέντρο του αεροσκάφους. Έκλεισε το πορτάκι και τα ακολούθησε, αναζητώντας έναν τρόπο για να μπει στις αποθήκες. Η Νίνα άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Μετακινήθηκε ακόμα πιο γρήγορα στο βάθος της αποθήκης. Δεν είχε ιδέα τι υπήρχε μέσα στα κοντέινερ. Ήξερε μόνο ότι κανένα από αυτά δεν ήταν συνδεδεμένο με το εξωτερικό περίβλημα του σκάφους. Κρατώντας τους ιμάντες ασφαλείας για να σταθεί όρθια καθώς το Α380 ανέβαινε κάθετα στον ουρανό, κατευθύνθηκε στην πίσω μεριά του αεροσκάφους. Το χτύπημα στην πόρτα έγινε πιο έντονο. Δεν είχε πολύ χρόνο και υπήρχαν άλλα δύο επίπεδα ακόμα να ψάξει... Ο Τσέιζ άνοιξε ακόμα ένα πορτάκι, βγήκε από το στενό χώρο και βρέθηκε στην μπροστινή αποθήκη του χαμηλότερου επιπέδου του Α380, η οποία χωριζόταν στη μέση από το σύστημα προσγείωσης- επέλεξε να κατευθυνθεί προς τα εμπρός, με τη σκέψη ότι μπορεί να κατάφερνε να φτάσει στο πιλοτήριο και να απειλήσει τους πιλότους. Αν ο ιός βρισκόταν στην αποθήκη του ουραίου τμήματος, την είχε πατήσει... Η αποθήκη ήταν γεμάτη και δεν υπήρχε καμιά περίπτωση να στριμωχτεί ανάμεσα στα αλουμινένια κοντέινερ. Αλλά και το κενό ανάμεσα στην οροφή και τα κοντέινερ μόλις που έφτανε τα τριάντα εκατοστά. Σκαρφάλωσε στο κοντινότερο και σύρθηκε προς τα εμπρός με την κοιλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Η Κάρι στριμώχτηκε για να περάσει από την πόρτα. Έσκυψε κάτω από το δεμένο στο χερούλι ιμάντα, ύστερα επόπτευσε την αποθήκη, πιάνοντας μια φευγαλέα κίνηση απέναντι στο βάθος. Σκούπισε τα αίματα από το κάτω χείλος της, κοιτάζοντας για μια στιγμή την πορφυρή κηλίδα πάνω στο δέρμα της. «Αχ, Νίνα, μακάρι να μην το είχες κάνει αυτό...» Ύστερα σήκωσε το όπλο της και άρχισε να την κυνηγάει. Υπήρχε μια πόρτα στο μπροστινό μέρος της αποθήκης. Ο Τσέιζ την άνοιξε και βρήκε στα δεξιά του έναν ανελκυστήρα για φορτία, αρκετά μεγάλο ώστε να

χωράει ένα ανυψωτικό, και δίπλα του μια ανεμόσκαλα που οδηγούσε επάνω. Την ανέβηκε και βγήκε σε μια αίθουσα υπηρεσίας, ένα μέρος στενόχωρο, πλαισιωμένο από ντουλάπια. Έριξε μια ματιά στις κολλημένες πάνω τους ετικέτες -εξοπλισμός έκτακτης ανάγκης κάθε είδους- κι ύστερα έβγαλε το όπλο του και άνοιξε την πόρτα, ίσα ίσα μια χαραμάδα, για να κοιτάξει με προσοχή έξω. Δε φαινόταν κανείς. Βρισκόταν κοντά στο μπροστινό τμήμα του αεροσκάφους. Ο χώρος έμοιαζε με αίθουσα για το πλήρωμα: μια σειρά καρέκλες στον πίσω τοίχο δίπλα σε μια ανοιχτή πόρτα, από την οποία μπορούσε να δει την κεντρική αποθήκη του αεροπλάνου. Μια άλλη πόρτα οδηγούσε προς τα εμπρός. Εκεί θα έπρεπε να βρίσκεται το πιλοτήριο. Ο Τσέιζ βγήκε από την αίθουσα υπηρεσίας, με το όπλο του έτοιμο να ρίξει. Στα αριστερά του υπήρχε μια σκάλα που οδηγούσε επάνω, στο τελευταίο επίπεδο. Κοίταξε προς τα πάνω, αλλά δεν υπήρχε κανένας εκεί. Τι έπρεπε να κάνει; Έπρεπε να βρει τη Νίνα. Αλλά ο Φροστ είπε πως ο ιός θα διοχετευόταν όταν το αεροσκάφος θα σταθεροποιούνταν, και αφού το Α380 εξακολουθούσε την ανοδική του πορεία, δε θα αργούσε να έρθει αυτή η ώρα. Ο Τσέιζ πήρε την απόφασή του. Βάδισε προς την πόρτα του πιλοτηρίου και την άνοιξε απότομα. Ο συγκυβερνήτης στράφηκε κι έριξε μια ματιά, περιμένοντας προφανώς να δει κάποιο από τα υπόλοιπα μέλη του πληρώματος... και ύστερα ούρλιαξε μια προειδοποίηση στα νορβηγικά στον κυβερνήτη. Ο κυβερνήτης έστριψε στο κάθισμά του, σκύβοντας παράλληλα για να πιάσει κάτι. Ο Τσέιζ είδε το όπλο και αντέδρασε όπως ακριβώς του υπαγόρευε η εκπαίδευσή του και όπως ακριβώς τον είχε διδάξει η εμπειρία. Στον περιορισμένο χώρο του πιλοτηρίου, το Γουάιλντι ακούστηκε σαν κανόνι. Η σφαίρα άνοιξε μια τρύπα στη ράχη ακριβώς του καθίσματος του κυβερνήτη και ο ίδιος σφηνώθηκε σε μια από τις οθόνες των μόνιτορ. Τα μηχανήματα πιτσιλίστηκαν με αίμα. Ο κυβερνήτης έπεσε απότομα προς τα εμπρός, νεκρός, και το χέρι του γλίστρησε από το χειριστήριο ελέγχου. Το αεροσκάφος έγειρε απότομα στη μια μεριά, πετώντας τον Τσέιζ πάνω στον τοίχο του πιλοτηρίου. Ξαναβρήκε την ισορροπία του και κοίταξε προς τα πάνω. Ο συγκυβερνήτης, αντί να επιχειρήσει να διατηρήσει τον έλεγχο, είχε σηκωθεί αναζητώντας το δικό του όπλο... Το Γουάλντι ξαναβρόντηξε. Οι δυο άντρες της ασφάλειας άκουσαν τον πρώτο πυροβολισμό την ώρα που κατευθύνονταν προς την κεντρική αποθήκη για να απομονώσουν τη Νίνα - και η στιγμιαία απότομη κλίση του Α380 τους επιβεβαίωσε ότι κάτι σοβαρό

συνέβαινε. Όταν έφτασε σ’ αυτούς ο θόρυβος του δεύτερου πυροβολισμού, ήδη γύριζαν τρέχοντας στο πιλοτήριο. Η Νίνα στρίγκλισε πέφτοντας με δύναμη πάνω σε ένα από τα κοντέινερ. Άρπαξε έναν ιμάντα για να στηριχτεί και τραβήχτηκε πίσω. Ήταν σίγουρη ότι είχε ακούσει έναν πυροβολισμό ακριβώς πριν πάρει κλίση το αεροπλάνο. Έναν πολύ συγκεκριμένο πυροβολισμό. «Ο Έντι...» ψιθύρισε, μην τολμώντας να πιστέψει αυτή την πιθανότητα. Είχε καταφέρει με κάποιο τρόπο να επιβιβαστεί; Το αεροπλάνο ταρακουνήθηκε και πάλι. Αν ήταν πάνα στο αεροπλάνο, τότε προκαλούσε όπως πάντα μεγάλη φασαρία... Ο Τσέιζ αγωνιζόταν να στριμωχτεί ανάμεσα στα καθίσματα των δύο νεκρών. Τα υπερσύγχρονα συστήματα του Α380 είχαν αντικαταστήσει το παραδοσιακά βαρύ πηδάλιο ενός επιβατηγού αεροσκάφους με ένα μικρό μοχλό. Αυτό βέβαια ήταν λιγότερο επίπονο για τον κυβερνήτη, δυσκόλευε όμως τον Τσέιζ. «Γιατί, που να πάρει, έπρεπε να το κάνεις αυτό, παλιόβλακα;» γρύλισε χωρίς να περιμένει απάντηση από τον κυβερνήτη. Κατάφερε να αρπάξει το μοχλό και τον έσπρωξε ελαφρά στο πλάι. Με τεράστια ανακούφιση διαπίστωσε ότι το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει σταθερή κλίση. Τότε μόνο σκέφτηκε ότι δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει στη συνέχεια. Δεν ήξερε να πιλοτάρει κανένα τύπο αεροπλάνου, και πολύ λιγότερο ένα τέρας πεντακοσίων τόνων. «Σκατά!» Κοίταξε απελπισμένος τα όργανα ελέγχου. Το μόνο πράγμα που κατάφερε να αναγνωρίσει με την πρώτη ματιά ήταν ο τεχνητός ορίζοντας, ο οποίος έδειχνε ότι το αεροπλάνο συνέχιζε την άνοδό του και ότι έγερνε πολύ περισσότερο απ’ όσο θα ήθελε. Πού στο διάολο ήταν ο αυτόματος πιλότος; Να, εκεί! «Αυτόματος Πιλότος Κατειλημμένος», κοντά στην κορυφή του πίνακα ελέγχου. Πάτησε το διακόπτη που προεξείχε, αφήνοντας διατακτικά το μοχλό ελέγχου. Μια μηχανική γυναικεία φωνή ανακοίνωσε ότι ο αυτόματος πιλότος ενεργοποιήθηκε, ενώ το αεροπλάνο επανερχόταν απαλά στην ευθεία θέση. Έψαξε να βρει τα όργανα μέτρησης ύψους. To Α380 βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα δώδεκα χιλιάδες πόδια, αρκετά πιο κάτω από το επιθυμητό ύψος. Έλπισε ότι όποιο σύστημα κι αν επρόκειτο να χρησιμοποιήσουν για να διοχετεύσουν τον ιό δεν ήταν ενεργοποιημένο με κάποιο χρονόμετρο.

Η Κάρι στάθηκε όρθια μόλις σταθεροποιήθηκε το Α380. Οι δύο πυροβολισμοί από τη μεριά του πιλοτηρίου υπονοούσαν ότι και οι δύο κυβερνήτες ήταν νεκροί - και υπεύθυνος γι’ αυτό ήταν ο Τσέιζ. Ο Τσέιζ! Πώς στην ευχή κατάφερε να επιβιβαστεί; Όχι ότι είχε καμιά σημασία. Βρισκόταν εδώ και αποτελούσε απειλή. Περισσότερο απ’ όσο η Νίνα. Ζύγισε τους κινδύνους. Οι μεταλλικοί κύλινδροι με τον ιό βρίσκονταν μέσα σε ένα κοντέινερ, πίσω πίσω στο μεσαίο πάτωμα, συνδεδεμένο με σωλήνες οι οποίοι θα διοχέτευαν το θανατηφόρο διάλυμα στο αέριο ρεύμα από την ουρά του Α380. Αν η Νίνα κατάφερνε να ανοίξει το κοντέινερ, ίσως μπορούσε να παρέμβει στο μηχανισμό διοχέτευσης. Αλλά έπρεπε πρώτα να βρει το κοντέινερ και μετά να το παραβιάσει. Ο Τσέιζ, από την άλλη, βρισκόταν στο πιλοτήριο. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος κίνδυνος. Κι έτσι η Κάρι, αφού έριξε μια τελευταία ματιά για την κρυμμένη Νίνα, γύρισε πίσω. Η Νίνα έφτασε στο πίσω μέρος της πάνω αποθήκης. Κανένα από τα κοντέινερ δεν είχε κάποια ένδειξη ότι ήταν συνδεδεμένο με το εξωτερικό περίβλημα του αεροπλάνου. Αυτό σήμαινε ότι ο ιός βρισκόταν σε κάποιο από τα άλλα πατώματα. Φοβήθηκε μήπως έπρεπε να γυρίσει στο μπροστινό μέρος της αποθήκης και με κάποιο τρόπο να προσπεράσει τους διώκτες της, αλλά μετά εντόπισε μια πόρτα στο πίσω διάφραγμα. Έβγαζε σε ένα μικρό διαμέρισμα. Έβαλε το κεφάλι της μέσα στο χαμηλοτάβανο χώρο. Ήταν ένας χώρος πρόσβασης, με μεγάλους ηλεκτρικούς πίνακες συνδεδεμένους με χοντρά καλώδια πάνω στους τοίχους. Ένα ακόμα πορτάκι υπήρχε στο πάτωμα, μια καταπακτή. Αναρριχήθηκε μέσα στην καμπίνα, έστριψε τα μάνταλα στο πορτάκι, και το άνοιξε τραβώντας το. Από κάτω είδε κι άλλο μεταλλικό κοντέινερ, και μπροστά του ένα βάθρο πάνω στο οποίο ήταν δεμένη μια μεγάλου κυβισμού γυαλιστερή μπλε-ασημί μηχανή. Αναγνώρισε τη μηχανή της Κάρι. Η αγωνιστική μηχανή για την οποία ήταν τόσο περήφανη. Πήδηξε στη μεσαία αποθήκη. Το αεροπλάνο ταξίδευε τώρα με τον αυτόματο· έτσι ο Τσέιζ απομακρύνθηκε από τους πίνακες ελέγχου. Έλπιζε ότι θα κέρδιζε κάποιο χρόνο. Τώρα το πώς ακριβώς θα προσγειωνόταν με τους δύο πιλότους νεκρούς, αυτό ήταν άλλο θέμα... Τρεχαλητά ακούστηκαν πίσω του και ρίχτηκε πάνω στο αριστερό τοίχωμα του αεροπλάνου, καθώς οι σφαίρες περνούσαν δίπλα του κροταλίζοντας και

χτυπούσαν πάνω στα όργανα ελέγχου. Από την πόρτα του πιλοτηρίου είδε κάποιον κουλουριασμένο πίσω από το διάφραγμα να περιμένει το συνάδελφό του για να τον καλύψει και να μπορέσει έτσι να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση και να πυροβολήσει. Ο Τσέιζ έριξε πρώτος. Μία και μοναδική σφαίρα μάγκνουμ από το Γουάιλντι άνοιξε μια τρύπα στο διάφραγμα, αλλά και σ’ αυτόν που στεκόταν από πίσω. Όλη η καμπίνα πιτσιλίστηκε με αίμα, και ο φρουρός σωριάστηκε με τη μούρη στο πάτωμα. Ένας κάτω, αλλά υπήρχε ακόμα ένας απέξω. Κι άλλα βλήματα έπεσαν με κρότο στο πιλοτήριο. Ίνες από πλαστικό και φίμπερ αιωρούνταν παντού. Ο άλλος φρουρός χρησιμοποίησε το ίδιο κόλπο και πυροβόλησε μέσα από το διάφραγμα. Ο Τσέιζ ρίχτηκε στο πάτωμα, ενώ οι σφαίρες εξοστρακίζονταν στον τοίχο του πιλοτηρίου και τα πλαϊνά όργανα από πάνω του. Έβλεπε το πιστόλι του νεκρού στο δάπεδο της καμπίνας, ένα SIG- Sauer Ρ226. Κατά συνέπεια, ο άλλος φρουρός είχε το ίδιο όπλο, κι αυτό σήμαινε ότι είχε δεκαπέντε σφαίρες στη δεσμίδα με τα φυσίγγια, δεκατρείς από τις οποίες τις είχε ήδη ρίξει, δεκατέσσερις... Δεκαπέντε! Αν είχε υπολογίσει λάθος, θα τον σκότωνε. Ο Τσέιζ κατρακύλησε με τα χέρια τεντωμένα μπροστά και ρίχτηκε στην ανοιχτή πόρτα του πιλοτηρίου. Είδε τον δεύτερο από τους φρουρούς του Φροστ να βάζει με μανία μια νέα δεσμίδα στο πιστόλι του... To όπλο του αντήχησε. Ο φρουρός τρέκλισε και σωριάστηκε στην πίσω μεριά του διαμερίσματος. Ο Τσέιζ πετάχτηκε πάνω και βιάστηκε να πάει μπροστά, απομακρύνοντας με κλοτσιές τα όπλα από τους δυο άντρες, μήπως και δεν ήταν νεκροί. Μια στιγμιαία εξέταση τον βεβαίωσε ότι ήταν. Η μόνη που είχε απομείνει στο αεροσκάφος, εκτός κι αν υπήρχαν και άλλα μέλη του πληρώματος που δεν είχε υπολογίσει, ήταν η Κάρι, και φυσικά η Νίνα. Η Νίνα άκουσε τους πυροβολισμούς και κούρνιασε δίπλα στη μηχανή, σε περίπτωση που κάποιοι από αυτούς έφταναν στην αποθήκη του αεροπλάνου. Ο τελευταίος πυροβολισμός ήταν από το Γουάιλντι του Τσέιζ. Κι αυτό σήμαινε, σκέφτηκε γεμάτη ελπίδα, ότι ήταν ο τελευταίος που είχε μείνει... «Έντι;» φώναξε. «Έντι!» Ο Τσέιζ άκουσε τη γυναικεία φωνή που ερχόταν από την αποθήκη. Ήταν η Νίνα ή η Κάρι; Ήταν δύσκολο να καταλάβει με το βουητό των

μηχανών. Πήγε στην πόρτα, αλλά δεν είδε τίποτε άλλο παρά μεταλλικά κοντέινερ κάτω από τον ψυχρό φωτισμό. «Νίνα! Είσαι εσύ;» Ένα κεφάλι ξεπρόβαλε απ’ το πίσω μέρος της αποθήκης. Ο Τσέιζ αναγνώρισε τα καστανά μαλλιά στη στιγμή. «Νίνα!» φώναξε και μπήκε τρέχοντας στην αποθήκη. Η Κάρι άκουσε τον Τσέιζ να φωνάζει από κάτω την ώρα που επέστρεφε στην καμπίνα πλοήγησης. Σταμάτησε για λίγο, κοιτάζοντας προσεκτικά τις σκάλες προκειμένου να βεβαιωθεί ότι δεν της είχε στήσει ενέδρα κι ύστερα κατέβηκε σιωπηλά. Με το όπλο έτοιμο να ρίξει, μπήκε στην καμπίνα του πληρώματος. Κανένα ίχνος του Τσέιζ, οι δύο άντρες της όμως κείτονταν νεκροί στο δάπεδο. Η πόρτα του πιλοτηρίου ήταν ανοιχτή. Με μια ματιά διαπίστωσε ότι ήταν νεκροί και οι δύο κυβερνήτες. Μπορούσε να κλειδωθεί εκεί μέσα και να ανακτήσει τον έλεγχο του αεροπλάνου. Οι τρύπες όμως στο χώρισμα την έκαναν να συνειδητοποιήσει ότι θα ήταν μια ριψοκίνδυνη επιλογή. Ο Τσέιζ μπορούσε κάλλιστα να την πυροβολήσει πίσω από την πόρτα. Κι αν κλειδωνόταν στην καμπίνα των πιλότων, ο Τσέιζ και η Νίνα θα ήταν ελεύθεροι να εντοπίσουν και να προκαλέσουν σαμποτάζ στα κιβώτια με τον ιό... Έτρεξε, παρ’ όλα αυτά, στο πιλοτήριο για να ελέγξει την κατάσταση του αεροπλάνου. Διάφορα όργανα είχαν πάθει ζημιά από τις σφαίρες, αλλά ήταν σε θέση να βρει τις πληροφορίες που χρειαζόταν σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης. Ο αυτόματος πιλότος είχε τεθεί σε λειτουργία, και το Α380 πετούσε στα δώδεκα χιλιάδες πόδια και έτρεχε με τριακόσιους είκοσι κόμβους. Το γεγονός ότι βρισκόταν εκτός πορείας και ότι δεν είχε φτάσει το μέσο ύψος του, σε συνδυασμό με την έλλειψη επικοινωνίας, θα είχαν ήδη υποψιάσει τον πύργο ελέγχου ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Αν το αεροπλάνο δεν κατάφερνε να απαντήσει μέσα σε πέντε λεπτά, η στρατιωτική αεροπορία θα έφτανε για να το αναχαιτίσει. Που να πάρει! Το αεροσκάφος έπρεπε να ξανακατεβεί στο έδαφος προτού εμπλακούν οι στρατιωτικοί. Αν επέστρεφε στο Ρανσφιόρντ, σε ιδιωτικό αεροδρόμιο, τότε όσα διαδραματίστηκαν μέσα στο αεροπλάνο θα συγκαλύπτονταν και θα αποδίδονταν σε ανθρώπινο λάθος. Μια δεύτερη προσπάθεια εξαπόλυσης του ιού Τρίαινα θα μπορούσε να γίνει με κάποια μικρή καθυστέρηση. Εξέτασε τα όργανα του αυτόματου πιλότου, τα οποία ευτυχώς δεν είχαν πάθει ζημιά. Τα κομπιούτερ του Α380 ήταν πολύ προηγμένα τεχνολογικά και ο διάδρομος προσγείωσης στο Ρανσφιόρντ είχε εξοπλιστεί με τα τελευταία όργανα πλοήγησης. Σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, το αεροσκάφος μπορούσε να εκτελέσει κυριολεκτικά μόνο του ασφαλή προσγείωση, χωρίς καμιά ανθρώπινη επέμβαση.

Κι αυτό ήταν ευτύχημα, επειδή δεν υπήρχε πια κανένας ικανός να πιλοτάρει το τεράστιο αυτό αεροσκάφος. Ιδρώνοντας ξαφνικά, η Κάρι ενεργοποίησε το μηχανισμό αναγκαστικής προσγείωσης. Ο Τσέιζ πιέστηκε για να περάσει ανάμεσα στα διάφορα κοντέινερ και να φτάσει στη Νίνα, που τον περίμενε δίπλα στη μηχανή της Κάρι. Την αγκάλιασε. «Χριστέ μου, είσαι καλά!» «Νόμισα ότι πέθανες!» φώναξε η Νίνα. «Όχι εγώ, αγαπούλα. Εγώ είμαι άτρωτος». Τον φίλησε. «Μπα; Από πού ήρθε αυτό;» «Είναι που χαίρομαι που σε βλέπω!» Το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της. «Έντι, άκου, κάπου στο αεροπλάνο υπάρχει...» «Ένας ιός. Το ξέρω. Έχεις ιδέα σε ποιο μέρος;» «Όχι, αλλά θα πρέπει να είναι συνδεδεμένος με το εξωτερικό περίβλημα του αεροσκάφους. Δεν υπάρχει τίποτα στην πάνω αποθήκη». «Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο πιο μπροστά», είπε ο Τσέιζ, «και δεν είδα τίποτα στην από κάτω αποθήκη». «Επομένως, δεν έμειναν και πολλά μέρη να ελέγξουμε! Πάμε!» Η Νίνα τον τράβηξε προς το πίσω μέρος της αποθήκης. «Εσύ θα ελέγξεις όσα είναι στην αριστερή πλευρά, κι εγώ θα πάω στη δεξιά». Στη μεριά του Τσέιζ υπήρχαν λιγότερα κοντέινερ, και ήταν όλα κανονικά. Έφτασε στην τεράστια πόρτα για τα εμπορεύματα, στο πίσω μέρος του αεροσκάφους, και σταμάτησε για να ελέγξει τους πίνακες. Ίσως αν άνοιγε την πόρτα -ή έστω αν την ανατίναζε, καθώς μια προσεκτικότερη επιθεώρηση αποκάλυψε ένα προειδοποιητικό σημείωμα και οδηγίες για την πυροδότηση των εκρηκτικών κλειδαριών- θα μπορούσε να αναγκάσει το αεροπλάνο να κατεβεί... «Έντι!» Κοίταξε γύρω του και ξέχασε αμέσως την πόρτα όταν είδε τη Νίνα να κουνάει έξαλλα το χέρι της από το πίσω μέρος του αεροσκάφους. «Εδώ, το βρήκα!» Ο Τσέιζ έτρεξε στην πίσω πλευρά της αποθήκης. Η Νίνα στεκόταν δίπλα σε ένα ζευγάρι σιδερένιους σωλήνες που ξεκινούσαν από το τελευταίο κοντέινερ και κατέληγαν σε κάποια εξαρτήματα στο πρυμναίο χώρισμα. «Εδώ!» είπε. «Έχεις καμιά ιδέα για το πώς θα εμποδίσουμε τον ιό να διασκορπιστεί;» Κούνησε το κεφάλι του. «Κανονικά, όποτε έρχομαι αντιμέτωπος με όπλα μαζικής καταστροφής, απλά ανατινάζω όλο το γαμημένο κτίριο!» Στο μπροστινό μέρος του κοντέινερ υπήρχε ένα λουκέτο, αλλά δύο κονταριές με τον υποκόπανο του Γουάιλντι ήταν αρκετές. «Ω Θεέ μου!» φώναξε η Νίνα κοιτάζοντας μέσα. Αυτά που της είχε δείξει ο

Φροστ στο εργαστήριο την έκαναν να περιμένει μικρά δοχεία γεμάτα με τον ιό. Τα τρία κοντέινερ που είδε έμοιαζαν περισσότερο με δοχεία λαδιού. «Και τώρα τι κάνουμε;» «Αποσύνδεσε το αυτό», είπε ο Τσέιζ, δείχνοντας μια ηλεκτρική αντλία στη βάση ενός από τα δοχεία. Δίπλα της υπήρχε ένας απλός πίνακας ελέγχου. Ένα κουμπί άνοιγε τις βαλβίδες και το άλλο αντλούσε τον ιό, διοχετεύοντάς τον μέσα από τους σωλήνες στον αέρα. «Κι αν είναι παγιδευμένο;» «Και γιατί να είναι; Δεν περίμεναν να επιβιβαστεί κανείς άλλος!» Σημάδεψε το σύστημα ελέγχου. «Ε, περίμενε!» ούρλιαξε η Νίνα. «Δεν μπορείς να το πυροβολήσεις έτσι απλά! Κι αν προκαλέσει κάποιο βραχυκύκλωμα, αχρηστεύοντας τα πάντα εδώ μέσα;» Ο Τσέιζ της έριξε μια ματιά. «Θα μπορούσα να το αποσυνδέσω, αλλά δεν έχουμε χρόνο!» Ξανασημάδεψε... Το A380 έγειρε, κάνοντας και τους δύο να χάσουν την ισορροπία τους. «Σκατά!» είπε ο Τσέιζ. «Τι ήταν αυτό;» Η Νίνα κοίταξε προς την μπροστινή πόρτα της αποθήκης. «Η Κάρι. Πρέπει να είναι στο πιλοτήριο! Τι κάνει άραγε;» «Μας γυρίζει πίσω», είπε σοβαρά ο Τσέιζ. «Μας πηγαίνει πίσω στο Ρανσφιόρντ για να βρεθούμε περικυκλωμένοι από πενήντα μπράβους τους». «Μα... δεν ξέρει να το οδηγήσει αυτό το πράγμα!» «Δε χρειάζεται. Θα τα κάνει όλα το κομπιούτερ στη θέση της. Να εδώ», είπε και έβγαλε τον ελβετικό σουγιά του και της τον έβαλε στο χέρι, «υπάρχει ένα κατσαβίδι και μερικά ψαλίδια. Βγάλε έξω το μπροστινό σύστημα ελέγχου και μετά κόψε ό,τι καλώδιο βρεις». «Αρχαιολόγος είμαι, όχι ηλεκτρολόγος! Τι πας να κάνεις;» «Να αναλάβω την Κάρι». Βούτηξε το Γουάιλντι και, αφού έσπρωξε τη Νίνα για να περάσει, κατευθύνθηκε προς τα εμπρός. Η Νίνα ψηλάφισε αδέξια το σουγιά, προσπαθώντας να ανοίξει τις δύσκαμπτες λεπίδες. Το μόνο που κατάφερε ήταν να σπάσει το νύχι του αντίχειρά της. «Σκατά!» Ξαναπροσπάθησε χωρίς περισσότερη τύχη. «Έντι, περίμενε!» Εκείνος όμως δεν την άκουσε. Απογοητευμένη, έτρεξε πίσω του. Ο Τσέιζ έφτασε στην αίθουσα του πληρώματος, κοιτώντας επιφυλακτικά μέσα. Η πόρτα του πιλοτηρίου ήταν ακόμα ανοιχτή. Ούτε ίχνος, όμως, της Κάρι. Σήκωσε το όπλο του και μπήκε στην αίθουσα. Τα δύο σώματα κείτονταν ακόμα εκεί που είχαν πέσει. Πού ήταν τελικά; Δεν μπορεί να τον είχε προσπεράσει στην αποθήκη, επομένως βρισκόταν ακόμα στον μπροστινό τομέα. Αυτό σήμαινε ότι είχε ανεβεί τα σκαλοπάτια για

το επάνω πάτωμα και κρυβόταν στο πιλοτήριο ή βρισκόταν στο χώρο υπηρεσίας του αεροπλάνου. Κοιτώντας την πόρτα του πιλοτηρίου, προχώρησε στο χοίρο υπηρεσίας, έκανε μια στάση και υστέρα άνοιξε με δύναμη την πόρτα και μπήκε μέσα σημαδεύοντας με το Γουάιλντι. Άδειος ο χώρος. Έκλεισε την πόρτα και την πίεσε με την πλάτη του, έτοιμος να στρίψει γρήγορα στη γωνία και να σημαδέψει τις σκάλες. Πάμε τώρα! Κανείς κι εκεί. Χαλάρωσε... και η Κάρι ταλαντεύτηκε εκεί που ήταν κρυμμένη, ακριβώς από πάνω του και τον χτύπησε και με τα δυο της πόδια στο πρόσωπο.

30

Ο ΤΣΕΪΖ ΟΠΙΣΘΟΧΩΡΗΣΕ τρεκλίζοντας, με τα μάτια του να δακρύζουν από τον αναζωπυρωμένο πόνο της σπασμένης του μύτης. Το Α380 εξακολουθούσε να γέρνει, με αποτέλεσμα να πρέπει να δώσει μάχη για να κρατήσει την ισορροπία του. Μια ακόμα κλοτσιά τον πέτυχε καθώς η Κάρι, ακροβατώντας στο ένα πόδι, έκανε μια περιστροφική κίνηση. Η φτέρνα της μπότας της προσγειώθηκε στο στήθος του, κι έμοιαζε με χτύπημα από σκεπάρνι στην καρδιά του. Του κόπηκε η ανάσα. Το πόδι της ξανατινάχτηκε και χτύπησε το χέρι που κρατούσε το όπλο. Τον έπιασε αγωνία γιατί έσπασε το μικρό του δάχτυλο. Το Γουάιλντι πετάχτηκε μακριά και χτύπησε το πίσω διάφραγμα. Της επιτέθηκε με την αριστερή του γροθιά, και το κεφάλι της Κάρι τινάχτηκε πίσω με ορμή καθώς το χτύπημα τη βρήκε στο μάγουλο. Ούρλιαζε περισσότερο από έκπληξη παρά από πόνο, κι έκανε ένα βήμα πίσω με μια δηλητηριώδη έκφραση ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. Ο Τσέιζ κατάλαβε ότι είχε κάποιο όπλο χωμένο στη ζώνη του δερμάτινου παντελονιού της. Η Κάρι τον είδε που έριξε μια φευγαλέα ματιά στο όπλο. Μόλις το άρπαξε, έπεσε πάνω της με τον ώμο, συνθλίβοντάς την πάνω στην πόρτα της υπηρεσίας και κόβοντάς της την ανάσα... Το όπλο εκπυρσοκρότησε. Ένα κάψιμο απλώθηκε στον αριστερό μηρό του Τσέιζ. Το πόδι του τον εγκατέλειψε αμέσως, αναγκάζοντας τον να γείρει στο πλάι. Κράτησε σφιχτά το τραύμα. Η σφαίρα είχε χωθεί μέσα ακριβώς στο μηρό. Δεν είχε πειράξει το κόκαλο, αλλά τα ρούχα του είχαν μουσκέψει από το αίμα. To Α380 σταθεροποιήθηκε. Ο αυτόματος πιλότος είχε πάρει πια το δρόμο για το Ρανσφιόρντ. Η Κάρι πάσχιζε να πάρει ανάσα. «Που να σε πάρει, Έντι», είπε μισοπνιγμένη. Το όπλο που ακόμα κάπνιζε ξαναφάνηκε, σημαδεύοντάς τον κατευθείαν στο πρόσωπο... Και έμεινε έτσι. Πέρασε ένα δευτερόλεπτο, δύο, και το δάχτυλο της Κάρι εξακολουθούσε να

πιέζει τη σκανδάλη... «Κάρι!» Η Νίνα στεκόταν στην πόρτα που έβγαζε στην αποθήκη, κρατώντας και με τα δυο της χέρια το Γουάιλντι του Τσέιζ. Σημαδεύοντας την Κάρι. «Πέτα το», είπε η Νίνα. «Νίνα;» Η Κάρι την κοίταξε έκπληκτη, αλλά δεν απομάκρυνε το πιστόλι από τον Τσέιζ. «Κάρι, άσε κάτω το όπλο. Άσε το κάτω!» «Νίνα, υπάρχει ακόμα χρόνος να αλλάξεις γνώμη». Ο τόνος της Κάρι είχε γίνει σχεδόν ικετευτικός. «Μπορείς ακόμα να έρθεις με το μέρος μου!» Η Νίνα ανασήκωσε το πιγούνι της. «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να σκοτώσεις τον Έντι». «Δεν μπορώ να τον αφήσω να θέσει σε κίνδυνο το σχέδιο». Η Κάρι ξανακοίταξε τον Τσέιζ. Με μάτια μισόκλειστα από τον πόνο, κρατούσε σφιχτά το τραυματισμένο πόδι του, ανήμπορος να απαντήσει. Έστρεψε το κεφάλι του προς τη Νίνα, θέλοντας έτσι να την προτρέψει να ρίξει. Μόνο οι ερασιτέχνες μιλούν, ήθελε να της πει, αλλά οι λέξεις δεν έλεγαν να βγουν. «Το σχέδιο είναι παρανοϊκό!» αντέτεινε η Νίνα. «Ο πατέρας σου είναι παρανοϊκός!» Το πρόσωπο της Κάρι συσπάστηκε από μια λάμψη οργής. «Μην το λες αυτό!» «Κι όμως το ξέρεις ότι είναι, Κάρι! Ξέρεις πως αυτό που κάνει δεν είναι σωστό! Για όνομα του Θεού, εσύ δούλεψες τόσα χρόνια για να σώσεις ζωές σε όλο τον πλανήτη! Σκέψου όλους αυτούς τους ανθρώπους που βοήθησες! Κανείς από αυτούς δε σημαίνει τίποτα για σένα;» «Πρέπει να το κάνω», είπε η Κάρι, παρόλο που η έκφρασή της μαρτυρούσε την πάλη που γινόταν μέσα της. «Δεν μπορώ να παρακούσω τον πατέρα μου». «Μα το έχεις ήδη κάνει!» της θύμισε η Νίνα. «Όταν δεν τον άφησες να με σκοτώσει! Και σε βλέπω τώρα κι εδώ: θα μπορούσες να έχεις σκοτώσει τον Έντι, αλλά δεν το έκανες. Επειδή νοιάζεσαι κι εσύ γι’ αυτόν! Σου έσωσε τη ζωή!» «Δεν είναι όμως ένας από εμάς...» «Κάρι, δεν υπάρχουν “εμείς” και “αυτοί”», επέμεινε η Νίνα. «Είμαστε όλοι άνθρωποι, ανθρώπινα όντα. Μπορεί ο κόσμος να έχει κάποια προβλήματα - σιγά το πράγμα. Πάντα είχε!» Η Κάρι την ξανακοίταξε, με αβεβαιότητα αυτή τη φορά. «Μπορούμε όμως να τα λύσουμε...» «Σκοτώνοντας δισεκατομμύρια ανθρώπους! Έτσι λύνεις εσύ τα προβλήματα;» Με το βαρύ όπλο να σημαδεύει ακόμα την Κάρι, η Νίνα πλησίασε ένα βήμα πιο κοντά. «Κάρι, σε ξέρω καλά. Δεν είσαι Χίτλερ ή Στάλιν, ούτε κάτι αντίστοιχο. Και μπορείς να εμποδίσεις τον πατέρα σου να γίνει ένας από αυτούς. Άσε μόνο κάτω αυτό το όπλο».

Το όπλο της Κάρι δε μετακινήθηκε. «Δεν... δεν μπορώ». «Δε θα σε αφήσω να τον σκοτώσεις. Ή οποιονδήποτε άλλον». Το όπλο μετακινήθηκε τώρα. Η Κάρι σημάδευε τη Νίνα. «Δε θέλω να σε σκοτώσω», είπε η Κάρι. «Σε παρακαλώ, μη μου το κάνεις αυτό». «Νίνα, πυροβόλησέ την», κατάφερε να μουγκρίσει ο Τσέιζ. «Ούτε κι εγώ θέλω να σε σκοτώσω, αλλά θα το κάνω αν χρειαστεί», ανταπάντησε η Νίνα. Το τεράστιο όπλο ταλαντεύτηκε στα τρεμάμενα χέρια της. «Θα μετρήσω ως το τρία, Νίνα. Σε παρακαλώ, πέτα το». Η Κάρι σχεδόν την ικέτευε. «Ένα...» «Πυροβόλησε την!» στρίγκλισε ο Τσέιζ. «Δύο...» «Κάρι, άσ’ το κάτω!» «Τρία!» Η Κάρι πυροβόλησε. Από τόσο κοντινή απόσταση θα ήταν αδύνατο να αστοχήσει, αλλά αυτό έγινε αφού την τελευταία στιγμή έστριψε τον καρπό της ακριβώς για να αστοχήσει. Η σφαίρα πέρασε ξυστά από τη Νίνα για να καρφωθεί στον πίσω τοίχο της καμπίνας. Η Νίνα μόρφασε ενστικτωδώς. Και πυροβόλησε. Το Γουάιλντι κλότσησε στα χέρια της με τόση δύναμη, που η ανάκρουση έκανε το όπλο να φύγει από τα χέρια της. Η Κάρι τινάχτηκε πάνω στην πόρτα. Ένα έντονο αιμάτινο κόκκινο απλώθηκε στο μέταλλο πίσω της, καθώς το βλήμα των 45 χιλιοστών διαπέρασε το σώμα της. Γλίστρησε σιγά σιγά στην πόρτα και σωριάστηκε στο δάπεδο δίπλα στον Τσέιζ. Η Νίνα στύλωσε τα γεμάτα τρόμο μάτια της πάνω της. Το όπλο έπεσε στο πάτωμα. «Αχ, Θεέ μου...» είπε ξέπνοα, αδυνατώντας να αποδεχτεί αυτό που μόλις είχε κάνει. «Νίνα...» ψιθύρισε η Κάρι, ενώ ένα δάκρυ κυλούσε στο μάγουλό της. Ύστερα έκλεισε τα μάτια της. «Θεέ μου!» επανέλαβε η Νίνα. «Δεν το ήθελα...» «Εκείνη προσπάθησε να μας σκοτώσει», μούγκρισε ο Τσέιζ, κρατώντας σφιχτά το πληγωμένο του πόδι και προσπαθώντας να ανακαθίσει. «Έλα εδώ, χρειάζομαι τη βοήθειά σου». Ύστερα από μια στιγμή δισταγμού, ανήμπορη να τραβήξει τα μάτια της από την Κάρι, η Νίνα τον σήκωσε καθιστό. «Ευχαριστώ». Η Νίνα εξέτασε το πόδι του, βλέποντας ότι το παντελόνι του είχε μουσκέψει απ’ το αίμα. «Χριστέ μου! Πρέπει να βρούμε επιδέσμους...» «Δεν έχουμε χρόνο. Πήγαινέ με στο πιλοτήριο. Πρέπει να απενεργοποιήσω τον

αυτόματο πιλότο». Η Νίνα τον τράβηξε για να σταθεί όρθιος. Ένα μουγκρητό ξέφυγε από τα χείλη του Τσέιζ καθώς ένας καινούριος πόνος διαπέρασε το πόδι του. «Και ύστερα τι θα γίνει;» τον ρώτησε. «Πρέπει να εμποδίσουμε την αποδέσμευση του ιού, κατόπιν να έρθουμε σε επαφή με τις Αρχές και να τις ειδοποιήσουμε για τις ενέργειες του Φροστ». «Τι θα γίνει όμως με τον ιό που βρίσκεται στο εργαστήριο;» τον ρώτησε καθώς τον βοηθούσε να πάει κουτσαίνοντας στο πιλοτήριο. «Γιατί την ώρα που εσύ θα πασχίζεις να τους πείσεις ότι προσπαθεί να σκοτώσει δισεκατομμύρια ανθρώπους, αυτός θα έχει ήδη απογειώσει άλλο αεροπλάνο!» Ο Τσέιζ σταμάτησε το βήμα του. «Το βιοεργαστήριο...» «Τι θα γίνει μ’ αυτό;» «Ανατίναξα τα κτίρια, αλλά ο τομέας της πυρηνικής ανάσχεσης εξακολουθεί να παραμένει άθικτος. Πρέπει να τον καταστρέψουμε». «Πώς;» Ο Τσέιζ κοίταξε πιο πέρα από αυτήν το αεροσκάφος γύρω τους. «Αχ, όχι...» Θυμήθηκε τον τρόμο της 9ης Σεπτεμβρίου πολύ ζωντανά. Το Σημείο Μηδέν απείχε λιγότερο από δύο μίλια από το διαμέρισμά της. «Πεντακόσιοι τόνοι το αεροπλάνο και ένα πλήρες φορτίο με καύσιμα θα ανατινάξουν το μέρος ολοκληρωτικά και θα αποτεφρώσουν τα πάντα στο εσωτερικό του», είπε αποφασιστικά ο Τσέιζ. «Μα θα πεθάνουμε κι εμείς! Εκτός κι αν... μήπως υπάρχουν στο σκάφος τίποτε αλεξίπτωτα;» Κούνησε το κεφάλι του. «Δεν υπάρχει τρόπος να ξεφύγουμε. Εκτός κι αν...» Η έκφρασή του άλλαξε και στράφηκε να κοιτάξει πίσω του. «Ξέχνα το πιλοτήριο... βοήθησε με να πάω στην αποθήκη, γρήγορα!» Ο Φροστ στεκόταν στο παράθυρο του γραφείου του, παρατηρώντας τα ερείπια του εργαστηρίου που κάπνιζαν ακόμα από κάτω. Πιο πέρα, εκτεινόταν το φιόρδ και τα συντρίμμια της γέφυρας. Ο Τσέιζ και οι σύντροφοί του είχαν προκαλέσει τεράστια καταστροφή στην περιουσία του. Είχε ήδη δεχτεί τηλεφωνήματα από τις τοπικές Αρχές, που απαιτούσαν να μάθουν τι είχε συμβεί. Τίποτα όμως από αυτά δεν είχε σημασία. Ο τομέας ανάσχεσης διαρροών παρέμενε άθικτος και, παρόλο που ο Τσέιζ είχε κατά περίεργο τρόπο καταφέρει να επιβιβαστεί στο Α380 την ώρα που απογειωνόταν, είχε αποτύχει να το καταστρέφει. «Κύριε, ο πύργος ελέγχου μόλις μας πληροφόρησε ότι το αεροσκάφος επιστρέφει πίσω με τον αυτόματο πιλότο», είπε κάποιος από τους άντρες του στο ακουστικό. «Κάποιο μήνυμα από την κόρη μου;» «Όχι ακόμα. Κύριε, ο εναέριος έλεγχος ζητά να μάθει τι συμβαίνει».

«Πείτε τους απλώς ότι παρατηρήθηκε μια ασήμαντη δυσλειτουργία και το Αίρμπας επιστρέφει για προληπτικούς λόγους». Ο Φροστ κοίταξε κατά το αεροδρόμιο πέρα από το φιόρδ. «Πότε θα προσγειωθεί;» «Σε περίπου έξι λεπτά». «Κράτα με ενήμερο». Έκλεισε τη γραμμή, κοιτάζοντας πέρα μακριά για το πρώτο σημάδι του τεράστιου φορτηγού αεροσκάφους. Η έλλειψη επικοινωνίας ήταν ανησυχητική, όπως και η χρήση των αυτόματων συστημάτων έκτακτης ανάγκης - αλλά το γεγονός ότι το AS80 επέστρεφε στη βάση του σήμαινε ότι οι δικοί του άνθρωποι διατηρούσαν ακόμα τον έλεγχο. Ο Τσέιζ θα είχε προσπαθήσει να το οδηγήσει κάπου αλλού και θα είχε ειδοποιήσει τις νορβηγικές ΑρχέςΜόλις προσγειωνόταν, η κατάσταση θα μπορούσε να ελεγχθεί. Το σχέδιό του εξακολουθούσε να παραμένει βιώσιμο. «Λύσε όλους τους ιμάντες που κρατούν κάτω αυτά τα τρία», διέταξε ο Τσέιζ, δείχνοντας τα τελευταία κοντέινερ στην πλαϊνή πόρτα της κεντρικής αποθήκης. «Μα τότε θα μετατοπίζονται ελεύθερα καθώς θα κινείται το αεροπλάνο», είπε η Νίνα σαστισμένη. «Θα κάνουν περισσότερα από αυτό. Κάνε γρήγορα». Καθώς η Νίνα τραβούσε τους μοχλούς που τα αποδέσμευαν από τους ιμάντες ασφαλείας, ο Τσέιζ πήγε κούτσα κούτσα στους πίνακες που έλεγχαν την πόρτα εμπορευμάτων. «Τι κάνεις;» «Θα ανατινάξω την πόρτα». Η Νίνα πάγωσε. «Τι θα κάνεις;» «Πρέπει να βγάλουμε από τη μέση αυτά τα κοντέινερ. Βλέπεις αυτή τη μηχανή;» Η Νίνα κοίταξε τη μηχανή στην πλατφόρμα. «Ναι». Ξαφνικά της ήρθε στο μυαλό αυτό που σκεφτόταν να κάνει ο Τσέιζ. «Όχι! Σε καμία περίπτωση. Είσαι τρελός!» «Είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε! Αν πηδήξουμε απλώς, θα συνεχίσουμε να τρέχουμε με πάνω από εκατό μίλια την ώρα - και δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να επιζήσουμε από τη σύγκρουση!» «Ενώ, αντίθετα, τι θα συμβεί αν φύγουμε πάνω σε μια μηχανή από την πίσω μεριά ενός αεροπλάνου εν πτήσει;» «Εντάξει, δεν είναι το τέλειο σχέδιο! Είναι όμως καλύτερο από το να σε πυροβολήσουν μόλις πατήσεις στη γη!» «Νομίζω πως το αίμα που έχασες έφυγε κατευθείαν από τον εγκέφαλό σου», παραπονέθηκε η Νίνα στενοχωρημένη· παρ’ όλα αυτά, συνέχισε να αποδεσμεύει τα κοντέινερ από τις θηλιές στο δάπεδο. Ο Τσέιζ διάβασε την προειδοποιητική ένδειξη. «Εντάξει», ούρλιαξε όταν η Νίνα

έλυσε και τον τελευταίο ιμάντα, «γύρνα στη μηχανή και κράτα τη γερά!» Έσπευσε να πάει στην αποθήκη, ενώ ο Τσέιζ άφησε το πληγωμένο του πόδι για να αρπάξει με το ένα χέρι έναν πάσσαλο της ατράκτου. Με το άλλο έστριψε τον πρώτο από τους δυο βαμμένους κόκκινους μοχλούς που πυροδοτούσαν τα μπουλόνια των εκρηκτικών. Ύστερα το δεύτερο... Τα τριξίματα καθώς πυροδοτούνταν τα μπουλόνια, αποκόβοντας τους βαρείς μεντεσέδες της πόρτας των εμπορευμάτων, δεν ήταν τίποτα σε σύγκριση με τον τρομερό βρυχηθμό του ανέμου και το θόρυβο της μηχανής όταν άνοιξε η πόρτα. Ένας θυελλώδης άνεμος με τη δύναμη κυκλώνα όρμησε ουρλιάζοντας στην αποθήκη. To Α380 κατέβαινε, κι έτσι το αεροσκάφος δεν αποσυμπιέστηκε, αντίθετα εξακολούθησε να ταξιδεύει με πάνω από τριακόσιους κόμβους. Το αεροπλάνο πήρε απότομα κλίση. Τα κομπιούτερ προσπαθούσαν ήδη να εξουδετερώσουν την απροσδόκητη κίνηση, αλλά το πρώτο κοντέινερ μετατοπίστηκε και κινήθηκε προς τα πίσω, πάνω από τους κυλίνδρους ολίσθησης στο δάπεδο, με ένα θρηνητικό στρίγκλισμα καθώς το ένα μέταλλο ακουμπούσε στο άλλο. Πήγε κι έπεσε πάνω στο κοντέινερ που περιείχε τον ιό, ύστερα χώθηκε στο κενό της μπουκαπόρτας που έχασκε, για να απομακρυνθεί τελικά παρασυρμένο από το ρεύμα του έλικα. Ο Τσέιζ παρατηρούσε την πτώση του. Πετούσαν ακόμα πάνω από τη θάλασσα, αλλά τους χώριζαν λίγα μόνο λεπτά από την προσγείωση. To Α380 ταλαντεύτηκε και πάλι, καθώς ο αυτόματος πιλότος αντιστάθμιζε τη μεταβολή στην ισορροπία που οφειλόταν στην απώλεια του κοντέινερ. Κι άλλο μεταλλικό κιβώτιο στρίγκλισε πάνω στους κυλίνδρους ολίσθησης, ντεραπάρισε και κύλησε γραμμή πάνω του! Δεν είχε πού να πάει και κανένα τρόπο για να ξεφύγει από το κοντέινερ... Άφησε τον πάσσαλο και πετάχτηκε προς τα πίσω. Τον άρπαξε το κύμα του αέρα και τον σήκωσε, κάνοντάς τον να χάσει την ισορροπία του. Το πλαίσιο της πόρτας για τα φορτία έκοψε στη μέση το οπτικό του πεδίο σαν λεπίδα μαχαιριού. Στο αριστερό μέρος υπήρχε ένα στενό κενό ανάμεσα στο πλάι του κοντέινερ με τον ιό και τον τοίχο της αποθήκης. Στο δεξί ανοιχτός ουρανός και βέβαιος θάνατος. Χτύπησε στο πλαίσιο, καρφωμένος για μια στιγμή από τον αέρα... Και παρασύρθηκε προς τα αριστερά. Άρπαξε έναν ιμάντα και πιάστηκε σφιχτά, καθώς το λυμένο κοντέινερ τραντάχτηκε πάνω στους κυλίνδρους του και βρέθηκε έξω από την πόρτα. Το τρίτο κοντέινερ βρισκόταν ακριβώς πίσω του σαν φορτηγό βαγόνι τρένου, και ο ξαφνικός προς τα πάνω κλυδωνισμός του Α380 καθώς ξεφορτώθηκε κι άλλο βάρος το έστειλε να πέσει ορμητικά πάνω του. Χτύπησε πάνω στο κοντέινερ που είχε τον ιό και σταμάτησε απότομα σε απόσταση ενός εκατοστού από το

πρόσωπο του Τσέιζ. Στη συνέχεια, ο αέρας που σφυροκοπούσε την επίπεδη πρόσοψή του το πέταξε έξω από την αποθήκη στο κενό. Η παγωμένη θύελλα τον ξαναχτύπησε. Κρατώντας αναγκαστικά τα μάτια του σχεδόν κλειστά, προσπάθησε να κοιτάξει προς την αποθήκη. Η Νίνα ήταν κολλημένη στο κοντέινερ δίπλα στη μηχανή. Από την πόρτα μπορούσε να βλέπει μια σκούρα γραμμή στον ορίζοντα μπροστά στους. Οι νορβηγικές ακτές. Τραβήχτηκε μακριά από τη χτυπημένη γωνία του κοντέινερ με τον ιό. Κάθε βήμα που έκανε με το πληγωμένο πόδι ήταν σαν να του έμπηγαν ένα καρφί μέσα στη σάρκα. Συνέχισε να προχωρεί προς τα εμπρός, χρησιμοποιώντας τους ιμάντες στη δεξιά πλευρά της σειράς των κοντέινερ για να συρθεί μέχρι τη Νίνα. Μόλις πέρασε την πόρτα, ο αέρας κόπασε ελάχιστα. Έφτασε στη Νίνα και τη μηχανή Σουζούκι, ουρλιάζοντας για να ακουστεί πάνω από το βρόντο. «Λύσε τη μηχανή και βάλ’ την μπροστά!» «Κι αν δεν έχει βενζίνη;» του φώναξε εκείνη. «Τότε την πατήσαμε! Ετοιμάσου. Πρέπει να πάω πίσω στο πιλοτήριο!» «Για ποιο λόγο;» «Για να απενεργοποιήσω τον αυτόματο πιλότο!» Χρησιμοποιώντας τα κοντέινερ για στήριγμα, ο Τσέιζ διέσχισε κουτσαίνοντας την αποθήκη και βγήκε στο χώρο του πληρώματος. Τα κορμιά των δύο φρουρών είχαν κυλήσει στο πλάι της καμπίνας από τις μανούβρες του αεροπλάνου και η Κάρι κειτόταν τώρα μπρούμυτα στο κάτω μέρος της σκάλας. Εντόπισε το όπλο του και επιχείρησε να σκύψει για να το σηκώσει, αλλά ο καυτερός πόνος στο πόδι τον εμπόδισε. Το παίρνω στην επιστροφή, αποφάσισε. Μπήκε στο πιλοτήριο και έλεγξε τη συσκευή του αυτόματου πιλότου. Όπως το είχε φανταστεί, η Κάρι είχε θέσει σε λειτουργία όλα τα αυτόματα συστήματα έκτακτης ανάγκης του αεροπλάνου. To Α380 ακολουθούσε πορεία επιστροφής στον κεντρικό αεροδιάδρομο του Ρανσφιόρντ, χρησιμοποιώντας ενδείξεις από το έδαφος για να το καθοδηγούν κατά την προσγείωση. Ακόμα και από αρκετά μίλια μακριά, μπορούσε να διακρίνει μέσα από τα παράθυρα του πιλοτηρίου τα φώτα του αεροδιαδρόμου. Το Αίρμπας πετούσε ακόμα πάνω από τη Βόρεια Θάλασσα, αλλά η ακτή απείχε μόλις λίγα μίλια και το αεροδρόμιο τρία μίλια στην ενδοχώρα. Έλεγξε και τους άλλους δείκτες. Το αεροπλάνο παρουσίαζε απώλεια ταχύτητας. Οι μηχανές επιβράδυναν καθώς τα κομπιούτερ το οδηγούσαν σε μια επιφανειακή κάθοδο, προσπαθώντας να κάνουν την προσγείωση όσο το δυνατόν πιο απλή. Ο Τσέιζ ξανακοίταξε από τα παράθυρα. Μπορούσε να δει και το φιόρδ, μια σκοτεινή εσοχή στην παράκτια ζώνη. Μια γραμμή μαύρου καπνού σηματοδοτούσε τη θέση του βιοεργαστηρίου... Του στόχου του. Ο κεντρικός στύλος του παρμπρίζ χρησίμευσε σαν οδηγός του για την πορεία

του Α380. Τώρα κατευθυνόταν γραμμή στα φώτα του αεροδιαδρόμου. Έπρεπε να φέρει το αεροπλάνο λίγες μοίρες προς τα δεξιά... Έλεγξε το υψόμετρο. Οχτώ χιλιάδες πόδια και κατέβαινε. Χρειαζόταν να χαμηλώσει κι άλλο. Πολύ περισσότερο. Έσκυψε πάνω από το νεκρό πιλότο, πονώντας αφόρητα, και έπιασε το χειριστήριο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο. Μια σειρήνα έβγαλε ένα διαπεραστικό, προειδοποιητικό ήχο, αλλά την αγνόησε. Αντίθετα έγειρε το μοχλό στα δεξιά, δίνοντας κλίση στο αεροπλάνο. Τα φώτα του αεροδιαδρόμου μεταφέρθηκαν αργά στα αριστερά του στύλου. Κράτησε το μοχλό σταθερό, ώσπου η στήλη καπνού βρέθηκε ακριβώς μπροστά του. Ύστερα τον πίεσε προς τα πάνω. To Α380 ταλαντεύτηκε απότομα προτού σταθεροποιηθεί. Όσο πιο αργά τόσο το καλύτερο. Τώρα όσον αφορά το τέχνασμα... Πίεσε το μοχλό προς τα εμπρός. Το ρύγχος έκανε βουτιά, κι η αντίστροφη μέτρηση για το υψόμετρο άρχισε ξαφνικά να μετράει πολύ γρήγορα. Έπρεπε να κρίνει τα πάντα με το μάτι: Αν ήταν πολύ ψηλά το Α380, θα πετούσε ακριβώς πάνω από το στόχο. Αν ήταν πολύ χαμηλά, θα σερνόταν πάνω στη βραχώδη πλευρά του φιόρδ... Το αεροπλάνο έπεσε στα τέσσερις χιλιάδες πόδια. Η παράκτια ζώνη ξεπρόβαλε μπροστά του. Δεν είχε καθόλου χρόνο. Πίεσε το μοχλό ακόμα πιο μπροστά, κάνοντας πιο απότομη την κάθοδο. Κι άλλος συναγερμός ακούστηκε. «Ξέρω, ξέρω», μούγκρισε προς το ταμπλό των οργάνων. Τρεις χιλιάδες πόδια. Έλεγξε το δείκτη της ταχύτητας του αέρα. Λιγότερο από εκατό κόμβους. Πολύ γρήγορα, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’ αυτό τώρα. Αν ελάττωνε υπερβολικά την ταχύτητα του αεροπλάνου, θα ακινητοποιούνταν. Δύο χιλιάδες πόδια. Η παράκτια γραμμή ερχόταν προς το μέρος του γρήγορα. Το αεροπλάνο εξακολουθούσε να στοχεύει ακριβώς πάνω στα ερείπια του βιοεργαστηρίου που κάπνιζαν. Άπλωσε το χέρι στο ταμπλό του αυτόματου πιλότου και χτύπησε δυνατά και επανειλημμένα το κουμπί με την ένδειξη «Ακύρωση», ελπίζοντας να σβήσει όλες τις εντολές που είχε εισαγάγει η Κάρι. Αν το αεροπλάνο επιχειρούσε να ακολουθήσει τον προηγούμενο προγραμματισμό του και έκανε αναγκαστική προσγείωση στο Ρανσφιόρντ, όλα θα είχαν τελειώσει. Χίλια πόδια. Μια σειρήνα σαν κλάξον αντήχησε στο πιλοτήριο. Μια τεχνητή γυναικεία φωνή ακούστηκε από κάτω. «Προσοχή. Εγγύτητα εδάφους ανησυχητική. Προσοχή. Εγγύτητα εδάφους...» «Ξέρω!» εξακόσια πόδια, πεντακόσια... Διατήρησε σταθερό το επίπεδο. Ο τεχνητός ορίζοντας ξαναγύρισε με

δυσκολία πίσω στην κεντρική θέση. Τετρακόσια, τριακόσια εβδομήντα... Τριακόσια πενήντα. Σταθερό. Το γήπεδο στη νότια πλευρά του φιόρδ βρισκόταν περίπου τριακόσια πόδια πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Κοίταξε μπροστά. Αν το Α380 διατηρούσε την πορεία και το ύψος του, θα περνούσε ακριβώς πάνω από το φιόρδ και θα πετούσε ακριβώς πάνω από τα απομεινάρια του εργαστηρίου για να καρφωθεί στη βουνοπλαγιά πίσω του. Αν είχε υπολογίσει σωστά το ύψος. Αν όχι... Ενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο, με το χέρι μετέωρο πάνω από το κοντρόλ σε περίπτωση που τα κομπιούτερ επιχειρούσαν να ανεβάσουν το αεροσκάφος ή να το γυρίσουν πίσω προς το διάδρομο προσγείωσης. Δεν το έκαναν όμως. Όλες οι άλλες οδηγίες είχαν ακυρωθεί και ο αυτόματος κράτησε το Αίρμπας σε σταθερή πορεία και ταχύτητα. Έκανε στροφή και έσφιξε το χέρι του γύρω από το πόδι του αγνοώντας τον πόνο. Ένιωθε ήδη την αίσθηση απώλειας του αίματος να απειλεί τη συνείδησή του και μια ζαλάδα να τον γυροφέρνει λόγω αδυναμίας, σαν αγέλη τσακαλιών που περιμένουν για να χτυπήσουν. Δεν υπήρχε πολύς χρόνος. Κουτσαίνοντας πέρασε τις σκάλες από το πιλοτήριο για την αίθουσα του πληρώματος... Και σταμάτησε έντρομος. Η Κάρι είχε εξαφανιστεί! Μια γραμμή από κηλίδες αίματος οδηγούσαν στην πόρτα της αποθήκης. Πονώντας άρπαξε το όπλο του και έφτασε παραπατώντας στην πόρτα. «Νίνα!» Το Σουζούκι είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά του και στηριζόταν μόνο στο βάθρο του. Τα κλειδιά βρίσκονταν σε μια πλαστική σακούλα κολλημένη στο ντεπόζιτο των καυσίμων. Η Νίνα την άνοιξε και τα πήρε από μέσα, ενώ τα χαρτιά που τα συνόδευαν σκορπίστηκαν αμέσως από τον ορμητικό αέρα. Είχε περιορισμένη εμπειρία από μοτοσικλέτες, αλλά κατάφερε να κάνει το Σουζούκι να τρέξει χωρίς μεγάλο πρόβλημα. Ο δείκτης της βενζίνης βρισκόταν καρφωμένος σχεδόν στο «άδειο», καθώς ακόμα και τα τελευταία ίχνη είχαν ξοδευτεί για τη μεταφορά. Κοίταξε τριγύρω για να δει αν ο Τσέιζ είχε τελειώσει στο πιλοτήριο... Και είδε την Κάρι να πηδάει καταπάνω της! Έριξε τη Νίνα με μια τρικλοποδιά από τη μηχανή. Και οι δύο προσγειώθηκαν βαριά. Η Νίνα επιχείρησε να σπρώξει από πάνω της την Κάρι - αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τη χτυπήσει με τον αγκώνα στο πλάι του κεφαλιού της. Σαστισμένη κοίταξε προς τα πάνω. Τα χέρια της Κάρι της έσφιγγαν το λαιμό. Η νορβηγική φάτσα της, αλλοιωμένη από τον πόνο και τη μανία, πλαισιωνόταν από μια ξανθή χαίτη που είχε αναστατωθεί από τον άνεμο. «Σκύλα!» τσίριξε, με τα δόντια καταματωμένα.

«Σου έδωσα τα πάντα κι εσύ με πρόδωσες!» Η Νίνα δεν μπορούσε να αναπνεύσει. Έσπρωξε τα χέρια της Κάρι, αλλά ήταν βαριά σαν σίδερα, αμετακίνητα. Τα δάχτυλά της σφίγγονταν και οι αντίχειρες πίεζαν βαθιά την καρωτίδα της Νίνα. Όλα μαύρισαν κι ένας υπόκωφος θόρυβος σαν σφύριγμα κατέκλυσε τα αφτιά της Νίνα, υπερκαλύπτοντας ακόμα και τη βροντερή βουή του αέρα. Λίγο πιο πέρα από την αποθήκη, ο Τσέιζ είδε την Κάρι να προσπαθεί να στραγγαλίσει τη Νίνα, πεσμένη από πάνω της. Οι δυο γυναίκες όμως ήταν τόσο κοντά, που δεν μπορούσε να ριψοκινδυνέψει να πυροβολήσει... Ο κίνδυνος απώλειας των αισθήσεων ήταν ορατός, κι από κοντά ακολουθούσε ο θάνατος. Το μόνο που μπορούσε να δει τώρα η Νίνα ήταν το οργισμένο πρόσωπο της Κάρι από πάνω της. Έκανε μια τελευταία αδύναμη προσπάθεια να σπρώξει τα χέρια της από το λαιμό της... Τα δάχτυλά της άγγιξαν τυχαία κάτι σκληρό και κρύο. Κάτι αιχμηρό. To μενταγιόν της... Με όση δύναμη της είχε απομείνει γράπωσε το κομμάτι από ορείχαλκο και το έσυρε στην εσωτερική πλευρά του δεξιού καρπού της Κάρι. Αυτή ούρλιαξε και πετάχτηκε πίσω. Αίμα ανάβλυζε από το κόψιμο, κι έτσι αναγκάστηκε να αφήσει τη Νίνα. Την κοίταξε σοκαρισμένη, χωρίς να μπορεί να το πιστέψει... Η Νίνα της έδωσε μια γροθιά κατάμουτρα. Η Κάρι έπεσε πίσω και κύλησε μακριά, για να καταρρεύσει ζαλισμένη πάνω στο δάπεδο. «Ωραίο χτύπημα!» φώναξε ο Τσέιζ, καθώς πλησίαζε παραπατώντας τη Νίνα. «Σκέφτηκα να δοκιμάσω τις δικές σου μεθόδους», είπε ξεψυχισμένα. «Ανέβα στη μηχανή!» Μέσα από την πόρτα των εμπορευμάτων είδε την παράκτια ζώνη να απομακρύνεται στο βάθος πίσω τους. Το αεροπλάνο απείχε τώρα λιγότερο από δύο μίλια από το βιοεργαστήριο και το Α380 μπορούσε να καλύψει αυτή την απόσταση σε λιγότερο από ένα λεπτό. Ανέβηκε στο Σουζούκι, αλλά ο πόνος από το τραύμα του έκοψε την ανάσα. Η Νίνα ανέβηκε πίσω του. Ο παραλογισμός αυτού που ετοιμάζονταν να κάνουν ήταν ολοφάνερος. Δεν είχαν σχεδόν καμιά ελπίδα να επιζήσουν... Αλλά ακόμα και η παραμικρή ευκαιρία ήταν καλύτερη από το τίποτα. Τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Πάμε!» Η Κάρι ανακάθισε και είδε τι ετοιμάζονταν να κάνουν. Ο Τσέιζ γύρισε τη βαλβίδα ασφαλείας. Ο πίσω τροχός άρχισε να γυρίζει. Ο θόρυβος της υψηλών επιδόσεων μηχανής μετατράπηκε σε ένα βουερό

στρίγκλισμα, καθώς η μοτοσικλέτα εκσφενδονίστηκε από τη βάση της και διέσχισε τρέχοντας την αποθήκη με κατεύθυνση την ανοιχτή πόρτα. Η Κάρι άρπαξε τη Νίνα, αλλά ήταν πολύ αργά. Τη στιγμή που το Σουζούκι έφτασε στην πόρτα των εμπορευμάτων είχε ήδη πιάσει τα εβδομήντα μίλια και εξακολουθούσε να επιταχύνει. Ο Τσέιζ έστριψε το τιμόνι και η μηχανή απογειώθηκε στο διάστημα. Η έξοδος από το πίσω μέρος του αεροπλάνου είχε μειώσει αισθητά την αεροδυναμική ταχύτητα που τους ωθούσε μπροστά, αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Και τώρα βρίσκονταν πάνω από στέρεο έδαφος και έπεφταν πολύ γρήγορα! Δεν είχε υπολογίσει σωστά και τώρα θα πέθαιναν. «Κλείσε τα μάτια σου!» ούρλιαξε στη Νίνα... Ακριβώς από κάτω τους πέρασε σαν βολίδα η κορυφή του γκρεμού στη βόρεια πλευρά του Ρανσφιόρντ και τώρα... Έπεφταν στο φιόρδ! Ο Τσέιζ κοίταξε κάτω. Το νερό ερχόταν προς το μέρος τους με τρομακτική ταχύτητα... «Πήδα!» Η Κάρι γύρισε παραπατώντας στο πιλοτήριο, με το αίμα να τρέχει από τις πληγές της. Αν κατάφερνε να επανενεργοποιήσει τον αυτόματο πιλότο, τα κομπιούτερ μπορεί να επανέφεραν το Α380 στην αναγκαστική προσγείωση. Μόλις όμως μπήκε, κατάλαβε ότι ήταν πολύ αργά. Το σπίτι της πέρασε σαν αστραπή στα δεξιά. Σε λίγο θα έφταναν πάνω από τα ερείπια του βιοεργαστηρίου, ενώ κατευθείαν μπροστά ήταν η πλαγιά του βουνού και τα μεγάλα παράθυρα του γραφείου του πατέρα της... Απλώς ούρλιαξε. Ο Φροστ παρέλυσε από το σοκ όταν είδε το αεροσκάφος να πετάει πάνω από το φιόρδ και να ορμάει κατευθείαν πάνω του. Ξαναβρήκε όμως την κινητικότητά του. Η πρωταρχική του παρόρμηση να το σκάσει υπερκάλυψε κάθε άλλη σκέψη, αλλά δεν είχε που να πάει, ούτε και χρόνο... Ο Τσέιζ κλότσησε με το γερό του πόδι και πετάχτηκε από τη μηχανή που κατρακυλούσε. Η Νίνα έκανε το ίδιο. Βούτηξαν και οι δυο μαζί στο νερό... Το Αίρμπας καρφώθηκε στην πλαγιά του βουνού με ταχύτητα πάνω από εκατό μίλια. Πέντε τόνοι σίδερο, διάφορα άλλα πρόσθετα, καθώς και τα καύσιμα του αεροπλάνου ήταν δύναμη μεγαλύτερη από αυτή που μπορούσε να αντέξει ακόμα και ο ενισχυμένος με μπετόν τομέας ανάσχεσης διαρροών. Οι τέσσερις

γιγάντιες μηχανές αποσπάστηκαν με τη σύγκρουση και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τους τοίχους από τσιμέντο και ατσάλι. Πίσω τους, έπαιρναν φωτιά τα καύσιμα καθώς τα φτερά κατακερματίζονταν. Ένα κύμα υγρής φωτιάς σάρωσε όλο το συγκρότημα και εξαέρωσε τα πάντα στο άγγιγμά της. Η κόλαση φωτιάς έφτασε σε κάθε γωνιά του τομέα ανάσχεσης διαρροών. Το εργαστήριο μέσα στο οποίο είχαν καλλιεργήσει και αποθηκεύσει τον ιό ανατινάχτηκε, και οι φλόγες καταβρόχθισαν όλα όσα βρίσκονταν εκεί, δίνοντας τέλος και στη μαρτυρική ζωή του Τζόναθαν Φίλμπι. Αλλά και το ίδιο το βουνό κατέρρευσε στη συνέχεια, ανακτώντας το χώρο που του είχαν κατασκάψει και σφραγίζοντας τον ιό για πάντα κάτω από εκατομμύρια τόνους πέτρας. Ο Τσέιζ ήξερε πως, πέφτοντας από πολύ ψηλά στην επιφάνεια της θάλασσας, το νερό θα ήταν σκληρό σαν τσιμέντο. Εκτός κι αν έπεφτε κάτι άλλο πρώτο και έσπαγε την επιφάνεια του νερού. Η βαριά μηχανή χτύπησε στο νερό, σηκώνοντας ένα τεράστιο σιντριβάνι. Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα βούτηξαν πίσω του ο Τσέιζ και η Νίνα. Διασπασμένη ή όχι η επιφάνεια του νερού, εκείνος ένιωσε σαν να έπεφτε από κάποιο κτίριο. Αγωνία τον κατέλαβε καθώς το πληγωμένο πόδι του λύγισε. Και το νερό ήταν κρύο, σχεδόν παγωμένο. Κι άλλος πόνος καθώς χτυπούσε πάνω σε κάτι άλλο, όχι νερό, αλλά κάτι στερεό. Η μηχανή... Είχε προσθαλασσωθεί με το πλάι και η αντίσταση του νερού επιβράδυνε το βούλιαγμά της. Έτσι τώρα είχε πέσει με ορμή στο πάνω μέρος της! Κι άλλος πόνος, τόσο έντονος που σχεδόν έχασε τις αισθήσεις του. Σχεδόν. Μέσα στην αγωνία του, τα κατάφερε να επικεντρωθεί στο στόχο του - να παραμείνει ζωντανός. Βρισκόταν κάτω από το νερό. Έπρεπε να κολυμπήσει, να βγει στην επιφάνεια και να αναπνεύσει. Κι άλλος πόνος από το πληγωμένο του πόδι, εντελώς άχρηστο τώρα... Αλλά και το άλλο του πόδι, το γερό, είχε εγκλωβιστεί στη μοτοσικλέτα. Τα ρούχα του είχαν πιαστεί σε ένα μέρος της μηχανής. Άρχισε να κλοτσάει, προσπαθώντας να απελευθερωθεί, σκίζοντάς τα. Κανένα αποτέλεσμα. Δεν μπορούσε να δημιουργήσει αρκετή αντίσταση. Η μηχανή βούλιαζε, σαν μια άγκυρα που τον παρέσυρε στον πυθμένα του φιόρδ. Παρά την εκπαίδευσή του, τον κατέλαβε πανικός. Κουνούσε τα πόδια του σε έξαλλη κατάσταση, αγνοώντας τον πόνο, αλλά και πάλι δεν κατάφερε να αποδεσμευτεί. Θα πνιγόταν! Ύστερα απ’ όλα όσα είχε περάσει, απ’ όλα όσα είχε υπομείνει, αυτό ήταν το

τέλ... Κάποιος τον άρπαξε. Η Νίνα! Ο Τσέιζ ένιωσε τα χέρια της πάνω στο πόδι του να τραβάνε το ύφασμα του τζιν του. Σκίστηκε. Η μηχανή χάθηκε στα παγωμένα σκοτάδια από κάτω, ενώ η Νίνα κολυμπούσε με όλη της τη δύναμη τραβώντας τον προς τα πάνω. Βγήκε στην επιφάνεια του νερού και πήρε μια μακριά και αγωνιώδη ανάσα ψυχρού αέρα. «Αχ, Θεέ μου!» είπε ξέπνοα. «Νόμισα ότι είχα ήδη πεθάνει εκεί κάτω!» «Σου ανταπέδωσα απλώς μια χάρη», είπε η Νίνα. Τον έπιασε απ’ τις μασχάλες κι άρχισε να κολυμπάει προς την κοντινότερη ακτή του φιόρδ. «Χριστέ μου, δεν μπορώ να το πιστέψω ότι τα καταφέραμε!» «Είσαι καλά;» «Πονάω διαολεμένα παντού, αλλά δε νομίζω ότι έχω σπάσει τίποτα. Τι έγινε το αεροπλάνο;» Ο Τσέιζ επιχείρησε να σηκώσει το χέρι του για να δείξει, αλλά ήταν υπερβολικά αδύναμος. Αντίθετα, έστριψε το κεφάλι του προς τα ανατολικά του φιόρδ. Μια παχιά λιπαρή στήλη μαύρου καπνού θόλωνε τον ουρανό. «Δύσκολη προσγείωση!» «Ο ιός;» «Κάηκε. Μαζί με όλα τα υπόλοιπα». Η Νίνα κοίταξε θλιμμένη το μαύρο σύννεφο. «Η Κάρι...» Πλησίασαν τη γεμάτη βράχια ακτή. Η Νίνα τράβηξε έξω από το νερό τον Τσέιζ. «Θεέ μου», φώναξε μόλις είδε το πόδι του. Πίεσε το χέρι της πάνω στο τραύμα, προσπαθώντας να σταματήσει την αιμορραγία. «Πρέπει να σε πάω σε κάποιο γιατρό». «Σωστά», είπε ο Τσέιζ, σφίγγοντας τα δόντια. «Υπάρχει μια κλινική στην κορυφή του γκρεμού, στα κεντρικά της εταιρείας. Είναι κρίμα όμως που ανήκει στον τύπο που μόλις ανατινάξαμε. Δε νομίζω ότι θα χαρούν και πολύ να μας δουν...» Σχεδόν σε απάντησή του, ένας βράχος δίπλα στον Τσέιζ θρυμματίστηκε ξαφνικά. Ο ήχος από ένα αυτόματο αντήχησε σε όλο το φιόρδ. «Δεν αστειεύονται!» ούρλιαξε η Νίνα. Έψαξε να βρει τον ελεύθερο σκοπευτή. Είδε να διαγράφονται στην απέναντι όχθη, κόντρα στον ουρανό, οι σιλουέτες μερικών άντρων, που έδειχναν προς το μέρος τους. Μια ακόμα σφαίρα καρφώθηκε στο χώμα πολύ κοντά τους, ενώ κομματάκια από το βράχο τινάζονταν στα πρόσωπά τους. «Καλύψου!» έδωσε εντολή ο Τσέιζ. «Δε θα σε εγκαταλείψω!» διαμαρτυρήθηκε η Νίνα. Έσκυψε κάτω τραβώντας τον μαζί της. «Μη, Νίνα, όχι!»

«Δε σε εγκαταλείπω!» επανέλαβε, κρατώντας τον απ’ τις μασχάλες και τραβώντας τον πάνω στα βράχια. Κάτι πέρασε δίπλα της σαν βολίδα, σαρώνοντας τα μαλλιά της. Κι άλλη πέτρα πετάχτηκε ακριβώς πίσω της. «Μας έχουν σταμπάρει!» μούγκρισε ο Τσέιζ. Κοίταξαν προς τα πάνω, στην κορυφή του γκρεμού, τις φιγούρες και διέκριναν μια λάμψη που άστραψε από ένα τηλεσκοπικό φακό όπλου. Η Νίνα κουλουριάστηκε σφίγγοντας πιο σφιχτά τον Τσέιζ και πιέζοντας το μάγουλό της στο πρόσωπό του. «Έντι...» Κι άλλα πυρά, αλλά όχι από τα αυτόματα όπλα στην απέναντι πλευρά του φιόρδ. Πυρά από οπλοπολυβόλα, κάπου από πάνω τους. Σκόνη και λάσπη τινάχτηκαν από την κορυφή του μακρινού φαραγγιού. Ένας από τους άντρες γκρεμίστηκε από την άκρη του γκρεμού, ουρλιάζοντας μέχρι να φτάσει κάτω, όπου τσακίστηκε οικτρά πάνω σε κάποια προεξοχή του βράχου. «Τι στην ευχή συμβαίνει;» αναρωτήθηκε με απορία ο Τσέιζ. Η απάντηση έφτασε μια στιγμή αργότερα, καθώς τρία ελικόπτερα με τα χρώματα του νορβηγικού στρατού έκαναν κύκλους πάνω από την κορυφή του φαραγγιού, με οπλίτες που φαίνονταν μέσα στις καμπίνες τους. Δύο από τα μεγάλα ελικόπτερα συνέχισαν προς το φιόρδ για να κυκλώσουν τους πιστολάδες, ενώ το τρίτο χαμήλωσε προς το νερό κι ύστερα έστριψε για να βρεθεί απέναντι στη Νίνα και τον Τσέιζ. «Από πού ήρθαν αυτοί;» είπε με κομμένη την ανάσα η Νίνα. «Κάποιος πρέπει να κάλεσε την πυροσβεστική. Οι Νορβηγοί πιθανότατα θέλησαν να μάθουν γιατί έγινε στάχτη τόσο μεγάλο μέρος της περιουσίας του Κρίστιαν Φροστ». Μια φωνή ακούστηκε βροντερή από τα μεγάφωνα του ελικοπτέρου. «Μιλάς νορβηγικά;» τη ρώτησε ο Τσέιζ. «Ούτε λέξη». «Ούτε εγώ». Ο Τσέιζ, παρά τον πόνο του, σήκωσε τα χέρια όσο πιο ψηλά μπορούσε. «Καλύτερα να τα σηκώσεις κι εσύ. Δε θέλεις σίγουρα μετά απ’ όλα όσα πέρασες να βρεθείς πυροβολημένη από κάποιον πολεμοχαρή Νορβηγό». «Σίγουρα όχι». Σήκωσε το ένα χέρι, ενώ με το άλλο συνέχισε να τον υποβαστάζει. Τα μάγουλά τους ήταν ακόμα το ένα κολλητά στο άλλο. «Α, και Έντι;» «Τι;» Τον φίλησε. «Σ’ ευχαριστώ που μου έσωσες τη ζωή. Ξανά». Της ανταπέδωσε το φιλί. «Κι εγώ σ’ ευχαριστώ που έσωσες τη δική μου. Ακόμα κι αν...» γέλασε πλατιά μ’ εκείνο το γέλιο που αποκάλυπτε τα αραιά δόντια του, «δεν έχουμε ακόμα πατσίσει σε αυτό το στοίχημα που λέγεται “σώζω ζωές”». Η Νίνα χαμογέλασε. «Ποπό! Αυτή η καταραμένη ευγνωμοσύνη για σένα». Ξαναφιλήθηκαν καθώς το ελικόπτερο έκανε κύκλους, κατεβάζοντας κάποιους κάτω με σκοινιά.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ Η ΝΙΝΑ ΑΝΟΙΞΕ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ του διαμερίσματος της και προχώρησε μέσα βαριεστημένα. Τα πάντα ήταν όπως τα είχε αφήσει αρκετές εβδομάδες νωρίτερα. Πέταξε ένα πάκο με αλληλογραφία στον πάγκο της κουζίνας και γέμισε το βραστήρα. Θα έπρεπε να πιει σκέτο τον καφέ της. Δεν τολμούσε ούτε να φανταστεί σε τι κατάσταση θα βρισκόταν το περιεχόμενο του ψυγείου της μετά από τόσο μεγάλο διάστημα. Ίσως ήταν ασφαλέστερο να το πετάξει ολόκληρο, χωρίς να τολμήσει να το ανοίξει, και να αγοράσει καινούριο. Όσο ο βραστήρας θερμαινόταν, εκείνη σωριάστηκε στον καναπέ της και κοίταξε γύρω της. Το διαμέρισμά της ήταν για κείνη ταυτόχρονα εξαιρετικά αγαπημένο και σχεδόν άγνωστο. Μια ξεχασμένη ανάμνηση που είχε ξαναζωντανέψει. Δε θα κατάφερνε εύκολα να συμβιβαστεί με τη σκληρή πραγματικότητα ότι είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι της. Μετά απ’ όλα όσα είχε ζήσει, βρισκόταν ξανά στη Νέα Υόρκη, ξανά πίσω στο σπίτι της, λες και δεν είχε συμβεί τίποτα. Με μόνη εξαίρεση ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Είχε ανακαλύψει την Ατλαντίδα, μόνο και μόνο για να την ξαναχάσει μετά. Είχε ξαναγράψει την ανθρώπινη ιστορία, αλλά δεν είχε τίποτα να δείξει. Άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το φυλαχτό της, διορθώνοντας τον εαυτό της. Δεν είχε τίποτα να δείξει για όλα αυτά... εκτός από τη γνώση και την ικανοποίηση ότι η ανθρώπινη ιστορία θα συνεχιζόταν. Τα παρανοϊκά σχέδια του Φροστ είχαν ανατραπεί και όλη η έρευνα για τον ιό είχε καταστραφεί. Γύρισε το κεφάλι της και κοίταξε έξω από το παράθυρο τα φώτα του Μανχάταν. Αναρωτήθηκε αν τα εκατομμύρια, τα δισεκατομμύρια ανθρώπων που είχε σχεδιάσει να καταδικάσει σε θάνατο θα μάθαιναν ποτέ πόσο κοντά στην εξόντωση είχαν φτάσει. Προφανώς όχι. Όταν πρώτη η νορβηγική κυβέρνηση, και κατόπιν οι σύμμαχοί της στο ΝΑΤΟ πληροφορήθηκαν τα γεγονότα, η Νίνα κατάλαβε πολύ καλά πως ο πραγματικός σκοπός του Ιδρύματος Φροστ θα παρέμενε εφτασφράγιστο μυστικό. Η Νίνα έμεινε ξαπλωμένη στον καναπέ ώσπου έβρασε το νερό, κι ύστερα πήγε αλαφροπατώντας μέχρι την κουζίνα. Έβγαλε μια κούπα και μετά έψαξε

ανάμεσα στα φλιτζάνια για το κουτί του καφέ. Πού το είχε αφήσει; Κάτι έπεσε βαριά πάνω στον πάγκο δίπλα από την κούπα, κάνοντάς τη να αναπηδήσει. Γύρισε απότομα. Ο Τσέιζ στεκόταν στην πόρτα, φορώντας το ακόμα πιο φθαρμένο από ποτέ δερμάτινο τζάκετ του. Κι ο ίδιος όμως έδειχνε ταλαιπωρημένος, αλλά ωραίος, με το δικό του τρόπο. Γελούσε πλατιά. «Για δοκίμασε το», είπε, δείχνοντας ένα φακελάκι τσάι που μόλις είχε πετάξει στον πάγκο. «Καλύτερο για σένα από τον καφέ». «Έντι!» φώναξε η Νίνα, με φωνή που πρόδιδε έκπληξη και συνάμα ευχαρίστηση. Έριξε μια φευγαλέα ματιά στην πόρτα του διαμερίσματος. Όλες οι κλειδαριές άθικτες. «Πώς κατάφερες και μπήκες μέσα;» «Έχω τους τρόπους και τα μέσα μου», είπε χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά. «Για πλησίασε, ντοκτορέσσα... Νίνα», διόρθωσε γρήγορα κάτω από το παιχνιδιάρικο βλέμμα της. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν. «Τι κάνεις εδώ;» ρώτησε τελικά η Νίνα. «Νόμιζα ότι θα επέστρεφες στην Αγγλία». «Πήγα, αλλά μου πρόσφεραν μια καινούρια δουλειά. Στην πραγματικότητα, γι’ αυτό ακριβώς βρίσκομαι εδώ». Η Νίνα ανασήκωσε το φρύδι της. «Α, ναι; Δεν ήρθες δηλαδή επειδή ήθελες απλώς να με ξαναδείς;» ρώτησε μισοαστεία μισοσοβαρά. «Όχι, αλλά είναι ένα γαμημένα καλό δώρο! Αστειεύομαι», πρόσθεσε, αγκαλιάζοντάς την και πάλι. «Ήρθα πράγματι για να σε δω. Το θέμα είναι πως η νέα μου δουλειά... αν δηλαδή την αναλάβω, εξαρτάται κατά κάποιο τρόπο από σένα». «Τι εννοείς;» «Να, τώρα που οι γαλονάδες ξέρουν ότι η Ατλαντίδα υπήρχε πραγματικά, σκέφτηκαν ότι ίσως υπάρχουν κι άλλοι αρχαίοι μύθοι που μπορεί τελικά να αποδειχτούν εξίσου αληθινοί. Έτσι, θέλουν να τους ανακαλύψουν και να τους προστατέψουν, εξασφαλίζοντας ότι κανείς σαν τον Φροστ δε θα επιχειρήσει να τους βάλει στο χέρι. Τα Ηνωμένα Έθνη λοιπόν πρόκειται να οργανώσουν ένα είδος διεθνούς υπηρεσίας συντήρησης αρχαιοτήτων, ακριβώς για να τα προσέχει. Και το πρόσωπο που θέλουν να την αναλάβει... είσαι εσύ». «Εγώ;» φώναξε έκπληκτη η Νίνα. «Και γιατί εγώ;» «Επειδή είσαι το μόνο πρόσωπο στον κόσμο που γνωρίζει τα περισσότερα για την Ατλαντίδα. Ξέρεις τι πρέπει να ψάξεις να βρεις. Λοιπόν», είπε, ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια του, «είσαι;» «Και ποιος θα είναι ο δικός σου ρόλος σε όλο αυτό;» «Εμένα; Ε, να, ελπίζω να αναλάβω να προσέχω αυτό το πραγματικά καυτό αμερικάνικο μωρό, που μου έσωσε κάποτε τη ζωή...» «Να γίνεις δηλαδή σωματοφύλακας της;» είπε χαμογελώντας η Νίνα.

«Τελικά, έλπιζα ότι θα έκανα περισσότερα για το κορμί της από το να το φυλάω μόνο!» «Νομίζω ότι αυτό μπορεί να κανονιστεί...» Ο Τσέιζ γέλασε πλατιά. «Θα την αναλάβεις λοιπόν τη δουλειά;» Η Νίνα χαμογέλασε κι ύστερα τον έπιασε από το χέρι και τον οδήγησε στην κρεβατοκάμαρά της. «Ας αποφασίσουμε αύριο. Η Ατλαντίδα περίμενε έντεκα χιλιάδες χρόνια. Ας περιμένει ακόμα μία μέρα».

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF