ΑΣΚΗΤΙΚΗ

April 29, 2017 | Author: Σπύρος Κολοβός | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Καζαντζάκης Νίκος, Ε&kapp...

Description

[

ι

ΑΣΚΗΤΙΚΉ SALVATORES DEI

ι

1 1

r

Ν. ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ

ΑΣΚΗΤΙΚΉ SALVATORES DEI

& �

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΑΘΗΝΑ \..

C Εκδόσεις Καζαντζάκη

Χλ/ΡΕΤΙΕΜΟΕ ΕΤΟΝ ΠλΝΤΕΛΗ ΠΡΕΒΕΛλΚΗ

ΑΣΚΗΤΙΚΗ •Εpχόμα,tΙΤΒ 4πό μιά t:ΙΚΟτΒΙνή ΙJ.βυσr.ιο· καταλήγοvμs r.ιe μιά t:ΙΚοτΒΙνή IJ.βvr.ιr.ιo· το μs­ τάξι} φωτΒΙνό διάr.ιτημα το λiμs Ζωή. Εfπύς ώς -ysvvηθoiJμs, dpχl{BΙ κι ή έπιr.ιτpο­ φή· ταuτόχpοvα τό ,sκlνημα κι ό -yvpιr.ιμός· κάθι r.ιτryμή πιθαJvουμs. Γι" αfπό πολλοi δια­ λάληr.ιαν: Σκοπός τΙJς {ωf/ς elvar ό θάνατος. Μά κι efπvς ώς γeννηθοvμs, ό.pχi{ε, κι ή πpοr.ιπάθe.ια vά δημιοvpγήr.ιουμs, vά r.ιvvθi­ r.ιovμs, vά κάμουμs τήv vλη {ωή· κάθε r.ιτιγμή γevvιούμα,tΙΤe.. αfπό πολλοί διαλάληr.ιαν: Σκοπός τl/ς Αφήμεpης ζωijς e.lvar ή dθavar.ιia. Στά πpόοκαιpα {ωvταvά r.ιώματα τά δuό τοlhα ρέματα παλεύουν: α) ό dvήφοpος, πpός τή r.ιύνθιr.ιη, πpός τή ζωή, πpός τήv dθavar.ιla· β) δ κατήφορος, πpός τήv 4ποr.ιύvθe.r.ιη, πpός τήν ΙJλη, πpός τό θάνατο. Kai τά δvο piματα πηγάζουν 4πό τά lγκατα τΙJς ό.pχέyονης οiχιlας. Στήv ό.pχή ή ζωή νιάζΒΙ· r.ιάv παράνομη φalveτar, r.ιάν παρά φόr.ιη, r.ιάν Αφήμspη dvτiδpar.ιη r.ιτiς t:ΙΚοtΒΙνeς αlώνιις Π1(1iς· μά βαθ6τιpα vιώθοvμs: ,; Ζωή ιlvar κι ιwπ) δ.ναpχη, dκατάλιmι φόρα τοσ Σύμπαν­

r,·

,a,­

τοv.

'

ΑΣΙC.ΗΤΙΚΗ •Λλλ�ιΖς. ποσθs ή πspανθpώπιvη δόναμ,ι πού μΙ1,ς σφιvτον(ζsι dπό τό δ.yένvητο στό ysννητό καi μΙ1,ς 'fΚαpδιώνιι -φυτά, ζd)α, άνθpώποuς- στόν dyώνα; Kai τά δvό δ.vτ/­ δpομιι. pέμιι.τα ιfναι δ.Ύια. Χρέος � λοιπόν νά συλλό.βουμ τ· δpαμιι. πού χωpάιι κι έvαpμονlζιι τiς δvό τspά.στut1; τοστsς ό.vαpχsς. άκατάλυτsς όpμl.ς· καi μΑ τ• δpαμιι. τοστο νά puθμfσουμ τό στοχαιιμό μιις καi τήν π�η.

10

: Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ 'Ήσυχα, ιcαθαρά, κοιτάζω τόν ιcόσμο ιcαi λέω: 'Όλα τοστα πού θωρίί\, γριιclί), γε6ου­ μαι, όσφραίνουμαι ιcι dγγ{ζω ε{ναι πλάσμα­ τα τοσ νοσ μου. Ό fιλιος dνεβαίνει, ιcατεβαίνει μέσα στό ιcρανίο μου. Στό fνα μελίγγι μου dνα­ τtλνει δ fιλιος, στό άλλο βασιλεύει δ fιλιος. Τ' dστρα λάμπουν μέσα στό μυαλό μου, οι tδtες, οι dνθρlί)ποι ιcαi τά ζlί)α βόσκουν μέσα στό λιγόχρονο ιcεφάλι μου, τραγούδια ιcαi κλάματα γιομώνουν τά στρουφιχτά κοχύλια τlί)ν αότιlί)ν μου ιcαi τρικυμίζουν μιά στιγμή τόν dγtρα· σβήνει τό μυαλό μου, ιcι δλα, ούρανός ιcαi 'Yfiς, dφανίζουνται. «Έγώ μονάχα δπάρχω!» φωνάζει δ νοσς. «Μtσα στά κατώγια μου, οι πέντε μου dνυφάντρες δουλεύουν, δφαίνουν ιcαi ξυ­ φαίνουν τόν ιcαιρό ιcαi τόν τόπο, τή χαρά ιcαi τή θλίψη, τήν δλη ιcαi τό πνtμα. >>"Ολα ρέουν tpογύρα μου σάν ποtαμός, 11

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ

χορεύουν, σιροβιλ{ζουνται, tά πρόσοmα ιcαtραιαιλοσν σάν tό νερό, tό χάος μουγ­ ιcρ{ζει. »Μά tγώ, δ Νοσς, μέ 6πομονή, μέ dν­ tρε{α, νηφάλιος μέσα σιόν Ιλιπο, dνηφο­ ρ{ζαι. Γιά νά μήν tρειcλ{σαι νά γιcρεμισιιb, σιερεώναι dπάναι σιόν tλιπο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, dνο{γαι δρόμους, οlιcο­ δομιb tήν dβυσσο. »·Αργά, μέ dγώνα, σαλεύω dνάμεσα σιά φαινόμενα πού γεννιb, tά ξεχαιρ{ζαι βολικά, tά σμίγω μέ νόμους και tά ζεύω σιiς βα­ ριές πραχtιιcές μου dνάγιcες. »Βάνω tάξη σιήν dναρχ{α, δ{ναι πρόσω­ πο, tό πρόσωπό μου, σιό χάος. »Δέν ξέρω liv π{σαι dπό tά φαινόμενα ζει και σαλεύει μιά μυσιιιcή, dνώtερή μου οοοία. Κι οσtε ραιtιb· δέ μέ νοιάζει. Γεννο­ βολιb tά φαινόμενα, ζαιγραφ{ζαι μέ πλήθια χρώμαtα φανταχtερό, γιγάντιο !να παρα­ πέtασμα μπροσιά dπό tήν dβυσσο. Μή λές: •• ·Αναμέρισε tό παραπέtασμα, νά δc1) την ε(ιcόνα!" Τό παραπέtασμα, αόtό εtναι 1ι εlιcόνα. »Εtναι dνθρώπινο fργο, πρόσκαιρο, παι­ δi δικό μου, tό βασίλειό μου ttoσto. Μά εtναι σιtρεο, dλλο σιtρεο δέν ()πάρχει, και μέσα στην περισχή tου μονάχα μποριb 12

ΑΣΚΗΤΙΚΉ

γόνιμα νά σταθιb, νά χαρll) ιcαi νά δουλέψω. »Εlμαι 6 dργάτης τflς dβυσσος. Εlμαι δ θεατής τflς dβυσσος. Εlμαι ή θεωρία n ή πράξη. Εlμαι 6 νόμος. 'Όξω dπό μένα τίποτα δέν όπάρχει.» Χωρiς μάταιες dνταρσίες νά δεtς ιcαi νά δqτεtς τά σ6νορα τοΟ dνθράmινου νοΟ, ιcαi μέσα στ' αόστηρά τοΟτα σ6νορα dδια­ μαρt6ρητα, dιcατάπαυτα νά δουλεύεις - νά ποιό ε{ναι τό πρll)το σου χρέος. Μέ dντρεία, μέ σκληρότητα στερέωσε dπάνω στό σαλευόμενο χάος τό ιcαταστρόγ­ γυλο, τό καταφώτιστο αλώνι τοσ νοσ, ν' δ.λιονίσεις, νά λιχνίσεις, σά νοιιcοιcύρης, τά σ6μπαντα. Καθαρά νά ξεχωρίσεις n ήριοιιcά νά δεχτεtς τiς πικρές γόνιμες τοΟτες, dνθρώ­ πινες, σάρκα dπό τή σάρκα μας, dλήθειες: α) Ό νοσς τοΟ dνθρώπου φαινόμενα μονά­ χα μπορεt νά συλλάβει, ποτέ τήν οόσία· β) ιcι δχι δλα τά φαινόμενα, παρά μονάχα tά φαινόμενα tflς ϋλης γ) ιcι dιcόμα στενώ­ τερα: δχι ιcάν τά φαινόμενα τοΟτα tflς 6λης, παρά μονάχα τούς μεταξύ τους συν­ ειρμούς- δ) n ο{ συνειρμοi τοΟτοι δέν εlναι πραγματικοί, dνεξάρτητοι dπό τόν dνθριοπο· εlναι n αότοi γεννήματα τοΟ 13

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

άνθρώπου· ε) ιc:αl δέν εtναι ο{ μόνοι δυναtοt άνθρώπινοι· παρά μονάχα ο{ πιό βολιιc:οl γιά τις πραχτιιc:ές ιc:αl νοητικές tου άνάγ­ ιc:ες. Μέσα σtά σύνορα tοΟτα, δ νοσς εtναι δ νόμιμος άπόλυτος μονάρχης. Καμιά 4λλη tξουσία σtό βασίλειό του δέν όπάρχει. •Αναγνωρίζω τά σύνορα τοστα, τά δέχου­ μαι μ' tγιc:αρτέρηση, γενναιότητα ιc:ι άγάπη, ιc:ι dγωνίζουμαι μέσα σtήν περιοχή tους 4νετα σά νά 'μουν έλεύτερος. Ύποτάζω τήν ϋλη, τήν dναγιc:άζω νά γί­ νει καλός dγωγός τοσ μυαλοσ μου. Χαί­ ρουμαι τά φυτά, τά ζibα, τούς dνθρώπους, τούς θεους σάν παιδιά μου. •· Ολο τό Σύμ­ παντο τό νιώθω νά σοφιλιάζει dπάνω μου ιc:αl νά μέ dιc:λουθάει σά σίί)μα. Σέ άξαφνες φοβερές σtιγμές dσtράφτει μέσα μου: «·Όλα τοστα εtναι παιχνίδι σκληρό ιc:αί μάταιο, δίχως dρχή, δίχως τέλος, δίχως νόημα». Μά ξαναζεύουμαι, πάλι, γοργά στόν τροχό τf\ς dνάγιc:ης, ιc:ι δλο τό Σύμπαντο ξαναρχινάει γύρα τρο­ γύρα μου τήν περισ�ροφή του. Πειθαρχία, νά ή dνώτατη dρετή. 'Έτσι μονάχα σοζυγιάζεται ή δύναμη μέ tήν tπιθυμία ιc:αl καρπίζει ή προσπάθεια τοσ dνθρώπου. 14

ΑΣΚΗΠΚΗ

Νά πδ)ς μέ σαφήνεια καi μέ σκληρότητα νά καθορίζεις τήν παντοδυναμία τοσ νοσ μέσα στά φαινόμενα καi τήν dνικανότητα τοσ νοσ πέρα dπό τά φαινόμενα- πρi νά κινήσεις γιά τή λύτρωση. 'Αλλιδ)ς δέν μπορεtς νά λυτρωθεtς. ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ

Δέ δέχουμαι τά σύνορα, δέ μέ χωροσν τά φαινόμενα, πνίγουμαι! Τήν dγωνία τού­ τη βαθιά, α{ματερά νά τή ζήσεις, εtναι τό δεύτερο χρέος. ·ο νοσς βολεύεται, fχει υπομονή, τοσ dρέσει νά παίζει· μά ή καρδιά dγριεύει, δέν καταδέχεται αi>τή νά παίξει, πλαντάει καi χιμάει νά ξεσκίσει τό δίχτυ τfiς dνάγ­ κης. Νά ύποτάξω τή γfiς, τό νερό, τόν dγέρα, νά νικήσω τόν τόπο ιc:αi τόν ιc:αιρό, νά νιώ­ σω μέ ποιούς νόμους άρμολογοσνται κι Ιρχουνται ιc:αi ξανάρχουνται ο{ dντιιc:α­ θρεφτισμοi πού dνεβαίνουν dπό τήν πυρω­ μtνην fρημο τοσ νοσ, τί dξίαν fχει; ·Ένα μονάχα λαχταρίζω: Νά συλλάβω tί κρύβεται πίσω dπό τά φαινόμενα, τί εtναι τό μυστήριο πού μέ γεννάει καi μέ

ιs

ΑΣΚΗΤΙΚΗ σκοτώνει, κι liν χίσιο άπό τήν δρατή άιcα­ τάπαυτη ροή τοσ κόσμου κρύβεται μιά. άδρατη άσάλευτη ΠΩρδΟΟία.. ''Αν δ νο()ς δέν μπορεt, δέν ε{ναι Ιργο του νά. έπιχειρήσει πέρα άπό τά. σύνορα τήν ήριοιιcήν άπελπισμένην !ξοδο, νά 'ταν νά μπορο6σε ή καρδιά μου! Πέρα! Πέρα! Πέρα! Πέρα άπό τόν 4ν· θριοπο ζητlb tό άδρατο μαστ{γι πού τόν βαράει ιcαi τόνε σπρώχνει στόν άγcbνα. Πέρα άπό τά. ζlbα tνεδρεύιο νά. δlb τό πρό­ σωπο τό άρχέγονο πού μάχεται δημιουρ­ γώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις άρ{φνητες μάσκες νά τυπωθεt στό ρεού­ μενο κρέας. Πέρα άπό τά φυτά άγιονίζου­ μαι νά ξεχιορίσιο τά πρ&τα παραπατήματα τοσ •Αόρατου μέσα στή λάσπη. Μιά προσταγή μέσα μου: - Σκάψε! Τί βλέπεις; - 'Ανθρcbπους και πουλιά, νερά και πέτρες! - Σκάψε άιcδμα! Τ{ βλέπεις; - 'Ιδέες κι όνείρατα, άστραπές και φαντάσματα. - Σκάψε άιcόμα! Τί βλέπεις; - Δέ βλέπιο τίποτα! Νύχτα βουβή, �ι:ηχτή σά θάνατος. θά 'ναι δ θάνατος. - Σιcάφε άιcόμα!

16

ΑΣΚΗΊΊΚΗ

- "' Αχ! Δέν μπορ& νά διαπεράσω τό σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικίb και κλάματα, φτερά. γρικίb στόν dλλον δχτο! - Μήν κλαtςt Μήν κλαtς! Δέν εtναι στόν dλλον δχτο! Ο{ φωνές, τά κλάματα καi τά φτερά εtναι ή καρδιά σου! Πέρα άπό τό νοσ, στόν Ιερό γκρεμό τflς καρδιflς, άκροποδiζω τρέμοντας. Τό !να μου πόδι άδράχνεται άπό τό σίγουρο χ&μα, τό dλλο ψάχνει στά. σκοτεινά άπάνω άπό τήν dβυσσο. Ψυχανεμiζουμαι πίσω άπ" δλα τοστα τά φαινόμενα μιά μαχόμενη οόσiα. Θέλω νά σμίξω μαζί της. Ψυχανεμίζουμαι πως κι ή μαχόμενη 06σiα πολεμάει πίσω άπό τά φαινόμενα νά σμίξει μέ τήν καρδιά μου. Μά τό σίbμα στέκεται άνάμεσα και μdς χωρίζει. Ό νοσς στέκεται άνάμεσα και μdς χωρίζει. Ποιό εtναι τό χρέος μου; Νά συντρίψω τό σΦμα. νά χυθίb νά. σμίξω μέ τόν "Αόρα­ το. Νά σωπάσει δ νοσς, ν" άκούσω τόν "Αόρατο νά φωνάζει. Περπατ& στ" άφρόχειλα τflς dβυσσος καi τρέμω. Δυό φωνές μέσα μου παλεύουν. ·ο νοσς: «Γιατί νά χανόμαστε κυνηγών­ τας τό άδύνατο; Μέσα στόν {ερό περίβο­ λο τίbν πέντε αiστήσεων χρέος μας ν· άνα17

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ

-yνmρίσουμε τά σύνορα τοσ clνθρώπου.>> Μά μιά dλλη μέσα μου φωνή, l1ς τήν ποσμε Ιχτη δύναμη, l1ς τήν ποσμε καρδιά, clντιστέκεται καi φωνάζει: «"χι! "Qχι! Ποτέ μήν dναγνωρίσεις τά σύνορα τοσ clνθρώπου! Νά σπaς τά σύνορα! Ν' dρνιέ­ σαι δ,τι θωροσν τά μάτια σου! Νά πεθαίνεις καi νά λές: Θάνατος δέν δπάρχει!» «ο νοσς: «Λαγαρό κι dνέλπιδο εlναι τό μάτι μου καi θεaται τά πάντα. «Η ζωή εtναι Ινα παιχν(δι, μιά παράσταση πού δίνουν ο{ πέντε θεατρίνοι τοσ κορμιοσ μου. >>Κοιτάζω μέ dπληστ{α, μέ dνείπωτη πε­ ριέργεια, καi δέν fχω τήν dφέλεια τοσ χω­ ριάτη νά πιστέψω, καi ν' dνέβαι clπάνω στή σκηνή tπεμβαίνοντας στην α{ματερή κω­ μωδία. ))Εtμαι δ θαματοποιός φακίρης πού clκί­ νητος, καθούμενος στό σταυροδρόμι τlbν αtστήσεων, θεaται νά γεννιέται καi ν' dφα­ ν(ζεται δ κόσμος, θεaται τά πλήθη νά σα­ λεύουν καi νά φωνάζουν στά πολύχρωμα μονοπάτια τf\ς ματαιότητας. ))Καρδιά, dπλοlκη καρδιά, γαλήνεψε κι δποτάξου!» Μά 1ι καρδιά dνατινάζεται καi φωνάζει: «Εtμαι δ χωριάτης καi πηδlb dπάνω στη σκη­ νή κι tπεμβαίνω στήν πορεία τοσ κόσμου!» 18

ΑΣΚΗΠΚΗ

Δέ ζυγιάζω, δέ μετρtb, δέ βολεύουμαι! • Ακολοt>θ& τό βαθύ μου χτυποκάρδι. Ρωτib, ξαναρωτib χτυπώντας τό χάος: Ποιός μdς φυτεύει στή γfiς έτούτη χωρiς νά μaς ζητήσει τήν dδεια; Ποιός μaς ξερι­ ζώνει dπό τή γfiς έτούτη χωρiς νά μaς ζη­ τήσει τήν dδεια; ΕΙμαι !να πλάσμα έφήμερο, dδύναμο, κα­ μωμένο άπό λάσπη κι όνε(ρατα. Μά μέσα μου νογώ νά στροβιλ(ζουνται δλες ot δυ­ νάμες τοσ Σύμπαντου. θέλω μιά στιγμή, προτοσ μέ συντρίψουν, v• άνοίξω τά μάτια μου και νά τις δib. •• Αλ­ λο σκοπό δέ δίνω στή ζωή μου. θέλω νά βρtb μιά δικαιολογία γιά νά ζήσω καi νά βαστάξω τό φοβερό καθημερι­ νό θέαμα τf\ς άρρώστιας, τfiς dσιcήμιας, τflς άδιιcίας και τοσ θανάτου. Ξεκίνησα dπό !να σκοτεινό σημεiο, τή Μήτρα· δδεύω σ· �να dλλο σκοτεινό ση­ μεiο, τό Μνfiμα. Μιά δύναμη μέ σφεντο­ νάει μέσα άπό τό σκοτεινό βάραθρο· μιά dλλη δύναμη μέ συντραβάει άιcατάλυτα στό σκοτεινό βάραθρο. Δέν εtμαι δ κατάδικος πού τόν ποτίσαν κρασi γιά νά θολώσει τό μυαλό του· μέ λαγαρά τά φρένα, νηφάλιος, δρασκελib τό άνάμεσα στούς δυό p.:ρεμούς μονοπάτι. 19

ΑΣΚΗ11ΚΗ

να

Και μάχοuμαι πt.α; γνέψω στους σuν­ τρόφοuς, προτοσ πεθάνω. Νά τούς δώσω τό χέρι μοu, προφτάσω νά σuλλαβ(σω και νά τούς ρίξω Ιναν άιcέραιο λόγο. Νά τούς π6) τί φαντάζοuμαι πώς εΙναι τούτη ή πορεία· ιcαi κατά ποσ ψυχανεμ(ζοuμαι πώς πΔμε. Καi πώς άνάγιcη νά ρυθμίσουμε δλοι μαζi τό περπάτημα καi την καρδιά μας. 'Ένα σύνθημα, σά συνωμότες, Ινα λσyο 6.πλό νά προφτάσω νά π6) στούς σuντρό­ φοuς! Να(, σκοπός τfiς Γfiς δέν ε{ναι ή ζωή, δέν εΙναι δ dνθριοπος. "Έζησε χωρiς αότά, θά ζήσει χωρiς αότά. Εlναι σπίθες tφή­ μερες τfiς βίαιης περιστροφfiς της. '" Ας ένιοθοσμε, liς πιαστοσμε σφιχτά, liς σμίξοuμε τίι; καρδιές μας, iiς δημιουργή­ σουμε tμεtς, δσο βαστάει άιcόμα ή θερμο­ κρασία τούτη τfiς Γfiς, δσο δέν lρχουνται σεισμοί, κατακλυσμοί, πάγοι, κομfiτες νά μΔς tξαφανίσουν, liς δημιουργήσουμε Ιναν tγκέφαλο καi μιάν καρδιά. στή Γf\ι;, liς δώσουμε Ινα νόημα άνθρώπινο στόν όπερ­ ανθρώπινον dγώνα! Τούτη ή dγωνία εtναι τό δεύτερο χρέος.

να

20

ΑΣΚΗΠΚΗ ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ

·ο νοσς βολεύεται. Θέλει νά γιομό)σει μ• Ιργα μεγάλα τη φυλακή του, τό κρανίο. Νά 'Χαράξει στούς τοί'ΧΟι>ς ρητά ήρωικά, νά ζωγραφίσει στiς άλυσίδες του φτερο6γες έλευτερίας. •9 καρδιά δέ βολεύεται. Χέρια 'Χ'tUΠΟΟν άπόξω άπό τή φυλακή της, φωνές έρωτικές άφουκράζεται στόν άγέρα· κι ή καρδιά, γιομάτη έλπίδα, άποιcρίνεται τινάζοντας τiς άλυσίδες· καi σέ μιάν άστραπή τflς φαίνεται πως Ιγιναν ο{ άλυσίδες φτεροΟγες. Μά γρήγορα ή καρδιά πέφτει πάλι α{μα­ τωμένη, Ιχ.ασε πάλι τήν έλπίδα καi τήν ξαναπιάνει δ Μέγας Φόβος. Καλή ή στιγμή, παράτα πίσω σου τό νοΟ καi τήν καρδιά, τράβα μπροστά, κάμε τό τρίτο βflμα. Γλίτωσε άπό τήν άπλοtκή dνεση τοσ νοσ πού βάνει τάξη κι έλπ{ζει νά ύποτάξει τά φαινόμενα. Γλίτωσε dπό τόν τρόμο τflς καρδιΔς πού ζητάει κι έλπίζει νά βρεt τήν ο6σiα. Νίκησε τό στερνό, τόν πιό μεγάλο πει­ ρασμό, τήν έλπίδα. Τοστο εtναι τό τρίτο χρέος. 2.1

ΑΣΚΗΠΚΗ

ΠολεμοΟμε γιατl Ιτσι � άρέσει, τρα­ γουδοΟμε κι liς μήν f>πάρχει α6τi νά μιις άιcούσει. Δουλεύουμε, χι liς μήν 6πάρχει άφέντης, σά βραδιάσει, νά μaς πλερώσει τό μεροιcάματό μας. Δέν ξενοδουλεύουμε· tμεtς εiμαστε οι άφέντες τό άμπέλι τοΟτο τ1'ς Γ1'ς εtναι δικό μας, σάρκα μας κι αtμα μας. Τό σκάβουμε, τό κλαδεύουμε, τό τρυ­ γοΟμε, πατοΟμε τά. σταφύλια του, πίνουμε τό κρασί, τραγουδοΟμε καi κλαtμε, δράμα­ τα χι Ιδέες dνηφορίζουν στήν κεφαλή μας. Σέ ποιά tποχή τοσ άμπελιοσ σοσ n«χε δ κλfίρος νά δουλεύεις; Στά. σκάμματα; Στόν τρύγο; Στά ξεφαντώματα; "Όλα εtναι

Ινα.

Σκάβω καi χαiρουμαι δλον τόν κύιcλο τοΟ σταφυλιοσ, τραγουδ& μέσα στή δίψα καi στό μόχτο μου, μεθυσμένος dπό τό μελλούμενο κρασί. Κρατib τό γιομάτο ποτήρι καi ξαναζib τό μόχτο τοσ παπποσ καi τοΟ πρόπαππου. Κι δ {δρώτας t1'ς δουλειdς τρέχει κρουνός στό dψηλό καταμέθυστο κρανίο. ΕΙμαι Ινα σακi γιομάτο κρέας και κόκα­ λα, αlμα, tδρώτα και δάκρυα, tπιθυμiες καi δράματα. ΚυλιοΟμαι μιά. στιγμή στόν dγέρα, dνα22

ΑΣΚΗΠΚΗ

πνέω, χτυπάει ή καρδιά μου, δ νοΟς μου φέyγει, καi ξαφνικά ή γf\ς dνοίγει και χά­ νουμαι. Μέσα σιό έφήμερο ραχοκόκαλό μου δυό αtώνια ρέματα dνεβοκατεβαίνουν. Μέ­ σα σtά σωθικά μου !νας dντρας καi μιά γυναίκα dγκαλιάζουνται. •Αγαπιοσνται και μισοσνται, παλεύουν. ·ο dντρας πλανταμένος φc:ονάζει: «Εtμαι ή σαγ{τα πού θέλει νά σκίσει τό στημόνι, νά τιναχτεt δξω dπό τόν 4ργαλειό της 4νάγκης. ))Νά ξεπεράσω τό νόμο, νά συντρίφω τά κορμιά, νά νικήσω τό θάνατο. Εtμαι δ Σπόρος!» Κι ή dλλη βαθιά μαυλισιική φc:ονή, ή γυναικίσια, 4ποκρίνεται γαληνεμένη ιc:αt σiγουρη: «Κάθουμαι διπλοπόδι dπάνω σιό χ&μα, dμολ& τiς ρίζες μου βαθιά στα μνή­ ματα· δέχουμαι τό σπόρο dκίνητη καi τόν θρέφc:ο. Εtμαι δλη γάλα κι dνάγκη. »Καi λαχταρ& να γυρίσω πίσω, νά κατε­ βιb σtό ζ&ο, νά κατεβιb πιό χαμηλά, σtό δέντρο, μέσα σιiς ρίζες καi σtά χώμαtα, νά μη σαλεύω. »Κρατ&, σκλαβώνω την πνοή, δέν την 4φήνω νά πετάξει· μισ& τη φλόyα πού dνεβαίνει. Εtμαι ή Μήτρα!» 23

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

•Αφουχράζουμαι τiς δυό φωνές τους· δικές μου εlναι χι ο{ δυό χαi τiς χαίρουμαι χαi καμιά δέν άρνιέμαι. "Ένας χορός τibν πέντε αlστήσεων εlναι ή καρδιά μου. "Ένας dντίχορος τflς άπάρνησηc; τibν πέντε αlστήσεων εlναι ή καρδιά μου. • Αρίφνητες δυνάμει; δρατές χι αόρατες άγάλλουνται καi μέ άχολουθοΟν, δταν μέ άγωνία, ένάντια στό παντοδύναμο ρέμα, dνηφορ{ζω. •Αρίφνητες δυνάμει; δρατές χι άόρατεc; dναχουφίζουνται χαi γαληνεύουν δταν, κα­ τηφορίζοντας, γυρίζω πίσω στά χώματα. Ρέει ή καρδιά μου. Δέ ζητib την άρχή χαi τό τέλος τοΟ κόσμου. •Αχολουθib τό φοβερό ρυθμό του χαi πάω. •Αποχαιρέτα τά πάντα κάθε στιγμή. Στύ­ λωνε τή ματιά σου άργά, παθητικά στό 1('αbετί χαi λέγε: Ποτέ πιά! "Αγνάντευε γύρα σου: "Όλα τοΟτα τά κορμιά πού χοιτdς θά σαπίσουν. Σωτηρία δέν όπ χει. Κοίταξε: 7οι)νε, δουλεύουν, άγαποΟν, tλπίζουν. Κοίταξε πάλι: Τίποτα δέν όπάρ­ χει! "Ανεβαίνουν dπό τά χώματα ο{ γενεές τibν ανθρώπων χαi ξαναπέφτουν πάλι στά χώματα. 24

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

ΣΦριάζεται, πληθαίνει, άνεβαίνει ibς τόν ο6ρανό ή άρετη κι ή προσπάθεια τοσ άν­ θρώπου. Ποσ πiiμε; Μη ρωτllς! "Ανέβαινε, κατέ­ βαινε. Δέν όπάρχεt άρχή. 3έν υπάρχει τέλος. ·Υπάρχει ή τωρινή τούτη σιιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα, και τή χαίρουμαι δλη. Καλη εtναι ή ζωή, καλός δ θάνατος, ίι Γi\ς σιρογγυλή και σιέρεη, σά. στf\θος γυναικός σιiς πολυκάτεχες παλάμες μοu. Δίνουμαι σέ δλα. Άγαπib, πονib, dγω­ νίζουμαι. • Ο κόσμος μοσ φαντάζει πλατύ­ τερος dπό τό νοσ, ή καρδιά μου !να μυστή­ ριο σκοτeινό καi παντοδύναμο. ·Άν μπορεtς, Ψυχή, άνασηιcώσου άπά­ νω άπό τά. πολύβουα κύματα καi πιάσε μ• Ινα κλωθογύρισμα τοσ ματιοσ σου δλη τη θάλασσα. Κράτα καλά. τά. φρένα σου νά. μη σαλέψουν. Κι δλομεμιας βυθίσου πάλι στό πέλαγο καi ξαιcλούθα τόν άγώνα. "Ένα καράβι εtναι τό σibμα μας καi πλέει άπάνω σέ βαθιογάλαζα νερά. Ποιός ε{ναι δ σκοπός μας; Νά. ναυαγήσουμε! Γιατi δ • Ατλαντικός εtναι καταρράχτης, ή Νέα Γi\ς ύπάρχει μονάχα στην καρδιά τοσ dνθρώπου, καi ξαφνικά, σέ στρόβιλο βουβό, θά. βουλιάξεις ατόν καταρράχτη 2S

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

τοσ θανάτου και σύ κι δλη 1' γαλέρα τοσ κόσμου. Χρέος σου, 1'συχα, χωρlς tλπίδα, μέ γενναιότητα, να βάνεις πλώρα κατα τήν dβυσσο. Και να λές: Τίποτα δεν ύπάρχει! Τίποτα δεν ύπάρχει! Μήτε ζωή, μήτε θάνατος. Κοιτάζω τήν ϋλη και τό νοσ σα δυό άνύπαρχτα έρωτικα φαντάσματα νά κυνηγιοσνται, να σμίγουν, να γεννοσν και v· άφανίζουνται, και λέω: «Αυτό θέλω!» Ξέρω τώρα· δεν tλπίζω τίποτα, δε φο­ βοσμαι τίποτα, λυτρώθηκα άπό τό νοσ κι άπό τήν καρδιά, άνέβηκα πιό πάνω, εlμαι λεύτερος. Αότό θέλω. Δε θέλω τίποτα dλ­ λο. Ζητοσσα tλευτερία.

26

. Η ΠΟΡΕΙΑ Μά ξάφνου μιά σπαραχ.τικιά ιcραυγή μέ­ σα μου: «Βοήθεια!>) Ποιός φώναξε; Μάζωξε τή δύναμή σου κι άφουιcράσου· δλη ή ιcαρδιά τοσ άνθρώπου εlναι μιά ιcραυγή. ·Ακούμπησε άπάνω στό στf\θος σου νά τήν άιcοόσεις- ιcάποιος μέσα σου άγωνiζεται ιcαi φωνάζει. Χρέος σου, σέ πάσα στιγμή, μέρα ιcαi νuχτα, σέ χαρά καi σε θλίψη, μέσα άπό την καθημερινήν άνάγιcη, νά ξεχωρίσεις τήν Κραυγη τούτη, νά την ξεχωρίσεις δρμητικά fι συγκρατημένα, δπως βολεt στη φύση σου, γελώντας fι κλαίγοντας, ένερ­ γώντας fι στοχαζόμενος, ιcαi νά μάχεσαι νά νιώσεις ποιός εlναι αύτός ποi> κιντυ­ νεόει ιcαi φωνάζει· ιcαi π&ς μποροσμε έμεtς νά στρατευτοσ­ με, δλοι μαζί, καi νά τόνε λευτερώσουμε. Μέσα στην πιό μεγάλη χαρά μας Ινας μέσα μας φωνάζει: «Πονό"J! Θέλω νά ξε­ φύγω άπό τή χαρά σου! Πλαντό"J!» Μέσα στήν πιό μεγάλη άπελπισία μας Ινας μέσα μας φωνάζει: «Δέν άπελπίζου­ μαι! Παλεύω! Γαντζώνουμαι άπάνω άπό 27

ΑΣΚΗΠΚΗ

tήν κεφαλή σου, ξεθηκαρώνω άπό tό σ&μα σου, ξεθηκαρώνω dπό τη γfίς, δέ χωρ6) σέ μυαλά, σέ όνόματα, σέ πράξες!)) Μέσα dπό την πιό πλατιά άρετή μας !νας άνασηκώνεmι, άπελπισμένος, και φωνά­ ζaι: «Στενη εtναι ή dρετή, δέν μπορ6) ν· άναπνέψω· μικρός, στενός εtναι δ Παρά­ δεισος, δέ μέ χωράει· σάν 4νθρωπος μοD φα{νεται ό Θεός σας, δέν τόν θέλω!)) •Ακούω την dγρια κραυγη κι άνατινά­ ζουμαι. Μέσα μου, ή άγων{α πού άνηφορ{­ ζει συντάζεται, ιyιά πρώτη φορά, σέ άχ:έ­ ραιη dνθρώπινη φωνή, στρέφεται κατά πρόσωπο ιcαi μέ φωνάζει - καθαρά, μέ τ' δνομά μου, μέ τ· δνομα τοΟ γονιοD μου ιcαi τfίς ράτσας μου! Εtναι ή μεγάλη ιcρ{σιμη στιγμή. Εtναι τό σύνθημα τfίς Πορείας. "Άν δέν άιcο6σεις την Κραυγη τούτη νά σΊCίζsι τά σωθι­ κά σου, μην ξεκινήσεις! Ξακλούθα μέ ύπομονή, μέ ύποτcιγη τήν {ερή θητεία σου στόν πρ&το, στό δεύτερο, στόν τρίτο βαθμό τfίς προετοιμασίας. Κι dφουκράζου: Στόν Οπνο, στόν !ρωτα, στή δημιουργία, σέ μιάν άφιλόκερδή σου περήφανη πράξη f\ μέσα σέ βαθιά cbtελπι­ σμένη σιωπή, ξάφνδυ μπορεt v· dκούσεις την Κραυγη καί νά nνήσεις. 28

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

.. Ως τώρα fρεε ή καρδιά μου, άνέβαινε, κατέβαινε μέ τό Σύμπαντο. Μά ιbς 4κου­ σα τήν Κραυγή, τό σπλάχνο μου ιc:αi τό Σύμπαντο χωρίστηκαν σέ δυό στρατό­ πεδα. Κάποιος μέσα μου κιντυνεύει, σήκωσε τά χέρια του και μοσ φωνάζει: «Σοοε με!» Κάποιος μέσα μου άνεβαίνει, παραπατάει και φωνάζει: «Βοήθεια!» Ποιά στράτα άπό τiς δυό αιώνιες νά δια­ λέξω; Ξαφνικά νογfb, άπό τήν άπόφασή μου τούτη κρέμεται δλη μου ή ζωή· κρέ­ μεται δλη ή ζωή τοσ Σύμπαντου. 'Από τiς δυό στράτες, διαλέγω τόν άνή­ φορο. Γιατί; Χωρiς νοητό. tπιχειρήματα, χωρiς καμιά βεβαιότητα· κατέχω πόσο άνήμπορος στήν κρίσιμη τούτη στιγμή εtναι δ νοσς κι δλες οι μικρές βεβαιότητες τοσ άνθρώπου. Διαλέγω τόν άνήφορο, γιατi κατά κεf μέ σπρώχνει ή καρδιά μου. «·Απάνω! 'Απά­ νω! 'Απάνω!» φωνάζει ή καρδιά μου, καi τήν άκολουθfb .μ' tμπιστοσύνη. Νιώθω, αύτό ζητάει άπό μένα ή τρομερή άρχέγονη Κραυγή. Πηδfb στό πλευρό της! Ταυτίζω τή μοίρα μου μαζί της. Κάποιος μέσα μου άγωνίζεται ν' άναση­ ιc:ώσει !να βάρος, ν· άναμερίσει τή σάρκα 29

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

ιcαι τό νοΟ, νικώντας τή συνήθεια, τήν τεμπελιά ιcαi τήν άνάγιcη. Δέν ξέρω άπό ποΟ !ρχεται καi ποΟ πάει. Μέσα στό έφήμερο στfiθος μου άδράχνω τήν πορεία του, άφοuκράζουμαι τό άγιcο­ μαχητό του, άνατριχιάζω άγγίζοντάς τον. Ποιός ε{ναι; Στήνω τό αύτί, θέτω ση· μάδια, όσμίζοuμαι τόν άγέρα. ·Ανηφορίζω, φάχνοντας πρός τ· άπάνω, άγκομαχώντας. •Αρχίζει ή φοβερή, ή μuστιιcή Πορεία. Α' Σ Κ Α Λ Ο Π Α Τ 1: Ε Γ Ω Δέν εtμαι καλός, δέν ε{μαι lιγνός, δέν ε{μαι 1'συχος! •Αβάσταχτη εtναι ή � χία κι ή δυστυχία μου, εtμαι γιομάτος dναρθρες φωνές ιcαi σκοτάδι· κuλιοΟμαι δλο δάκρυα κι αtματα μέσα στή ζεστή τούτη φάτνη τfiς σάρκας μου. Φοβο6μαι νά μιλήσω. Σtολίζουμαι μέ φεirtιιcα φτερά, φωνάζω, τραγουδιb, ιcλαίω, γιά νά συμπνίγω tήν άνήλεη κραυγή τf\ς ιcαρδιllς μου. Δέν ε{μαι τό φii'Jτες τiς γενεές, άπ' δλες τiς δυστυχίες ιcαi τiς χαρές, άπό τους Ιρωτες, άπό τους πολέμους, άπό τiς Ιδέες, άναδίνε­ ται μιά φωνή άγνή καi γαλήνια· άγνή καi 46

ΑΣΚΗΠΚΗ

γαλήνια, γιατi περιέχει δλες τiς άμαρτ{ες ιcαi τiς dνησυχ{ες τοΟ dγωνιζόμενου dν­ θρώπου ιcαi τiς ξεπερνάει ιcι dνεβαίνει. Μέσα dπ' δλο τοΟτο τό dνθρώπινο ύλι­ ιcό fνας dνηφορίζει μέ τά χέρια, μέ τά πό­ δια, πνιμένος στά δάκρυα ιcαί στά αtματα, ιcι dγωνίζεται νά σωθεt. Νά σωθεt dπό ποιόν; • Από τό ιcορμi πού τόν περικλείνει, dπό τό λαό πού τόν dναβαστάει, dπό τη σάρκα, dπό την καρδιά ιcι dπό τά φρένα τοΟ dνθρώπου. - Κύριε, ποιός εlσαι; Σάν Κένταυρος ύψώνεσαι μπροστά μου, μέ τά χέρια στόν οόρανό ταwσμένα, μέ τά πόδια καρφωμέ­ να στη λάσπη. - Εlμαι Έιcεtνος πού αtώνια dνεβαίνει! - Γιατί dνεβαίνεις; Ξενεφρίζεσαι, dγωνιaς, μάχεσαι νά ξεθηιcαρώσεις dπό τό ζlbo. • Από τό ζlί>ο ιcι dπό τόν 4νθρωπο. Μη μέ dφήνεις! - Μάχουμαι, dνεβαίνω, γιά νά μην πνι­ γlί>. • Απλώνω τά χέρια μου, πιάνουμαι dπ' δλα τά ζεστά κορμιά, σηκώνω dπάνω dπό τό μυαλό τό κεφάλι μου γιά ν' dναπνέ­ ψω· δλοΟθε πνίγουμαι, πουθενά δέ χωρlί>! - Κύριε, γιατί τρέμεις; - ΦοβοΟμαι! Ό σιcοτεινός dνήφορος δέν fχει τελειωμό. Μιά φλόγα εlναι ή κεφαλή 47

ΑΣΙC.Η'ΠΚΗ

μου κι αtώνια ξsκορμ{ζει· μα τό πνέμα τflι; νύχτας αιώνια φυσάει να μέ σβήσει. ·ο άγώνας μου δλος πάσα στιγμή κιντυνsύει. Ό άγώνας μου δλος σέ κάθs κορμl ιcινrο­ νsύει. Πατ&, παραπατ& μέσα στις σάρκες, σαν Ινας νυχτωμένος στρατοκόπος, και φωνάζω: Βοήθεια!

Δ' Η ΓΗΣ Δέ φωνάζεις tσύ. Δέ φωνάζει ή ράτσα σου μέσα στό tφήμερο στf1θος σου. Δέ φωνάζουν μονάχα ο{ dσπρες, ο{ κίτρινες, οι μαΟρες γενsές τ&ν άνθρώπων στήν καρ­ διά σου. �Η Γf1ς άλάκερη, μέ τα νsρα και τα δέντρα της, μέ tά ζιbα, μέ τους άνθρώ­ πους καi τους θεούς της μέσα στό στf1θος σου φωνάζει. ·Ανασηκώνεται ή Γf1ς μέσα στα φρένα σου καi θωράει για πρώτη φορα άλάκερο τό σ&μα της. •Ανατριχιάζει· εtναι Ινα ζιbο πού τρώει, γεννάει, σαλεύει, θυμiiται. Πεινάει, τρώει τα παιδιά της -φυτά, ζιbα, άνθρώπους, Ιδέες- τ· άλέθει στά σκοτεινά σαγόνια της, τά ξαναπερνάει άπό τό κορμί της και τα ξαναχύνει στό χ&μ�. 48

ΑΣΚΗ11ΚΗ

θuμΔται, άναμαυλάει τά πάθη της. Μέ­ σα στήν καρδιά μου τό μνημονικό της άνοίγει, ά.πλώνεται, κυριεύει τόν καιρό. Δέν εtναι τούτη ή καρδιά πού πηδάει καi χτυπάει μέσα στό αtμα. Εtναι ή Γfiς άλά­ κερη. Στρέφεται πίσω της καi ξαναζεt τό φοβερό άνηφόρισμά της στό χάος. Θυμοt:Sμαι μιάν άτέλειωτη έρημιά άπό 4ναρχη φλεγόμενη ϋλη. Καίγουμαι! Περ­ νfb τόν dμετρο άνορΎάνωτο καιρό, δλομό­ ναχος, άπελπισμένος, κραυΎάζοντας στήν tρημία. Κι άργά ή φλόγα καταλαγιάζει, ή μήτρα τ,ης Gλης δροσερεύει, ζωντανεόει ή πέτρα, καi θρύβεται· κι άνεβαίνει τρέμοντας στόν άγέρα fνα μικρό, πράσινο φόλλο. Πιάνε­ ται άπό τό χlί\μα, στερεώνεται, σηκώνει τό κεφάλι του καi τά χέρια, άρπάζει τόν άγέρα, τό νερό, τό φ&ς, άρμέγει τό Σύμπαν­ το. •Αρμέγει τό Σόμπαντο καi θέλει νά τό περάσει άπό τό λιγνό σάν τήν κλωστή κορμί του και νά τό κάμει άνθό, καρπό καi σπόρο. Νά τό κάμει άθάνατο. 'Ανατριχιάζει ή θάλασσα, σκίζεται σέ δυό, κι άνεβαίνει dπό τό λασπερό βυθό της Ινα λιμασμένα, dνήσυχο, d όμματο σκουλήκι. 49

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ

Νιιcήθηιcε τό βάρος, dνασηιcώθηιcε 1' πλάκα τοσ θανάτου, προβα{νουν γιομάτα !ρωτα ιcαi πείνα ο( στρατιές τά δέντρα και τά ζ«ια. Κοιτω τή Γflς μέ τό λασπωμένο μυαλό της κι άνατριχιάζω ξαναζώντας τόν κίν­ τυνο. Μποροσσα νά βουλιάξω, νά χαθω μέσα στις ρ{ζες τοσtες πού π{νουν μ• ε6δαι­ μον{α τή λάσπη· μποροσσα νά πλαντάξω μέσα στό χοντρό τοσtο μυριοζάρωτο το­ μάρι· fι νά σπαράζω αlώνια μέσα στό α{μα­ τερό σκοτεινό κα6καλο τοσ παμπάλαιου πρόγονοι>. Μά γλίτωσα. Πέρασα τά παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τά ψάρια, τά πουλιά, τά θε­ ριά, τους πιθήκους. ·Έκαμα τόν 4νθρωπο. *Έκαμα τόν 4νθρωπο, και τώρα μάχου­ μαι νά τόν ξειcάμω! «Δέ χωρ&! Δέ χωρ&! θέλω νά ξεφ6γω!)) ·Η κραυγή το6τη αlώνια ρήμαζε και κάρ­ πιζε τά σωθικά τοσ κόσμου. Πηδοσσε dπό σδ)μα σέ σωμα, άπό γενεά σέ γενεά, άπό εtδος σέ εtδος, δλοένα πιό σαρκοβόρα και πιό δυνατή. ., Ολοι ο( γονιοi φωνάζουν: «θέλω νά γεννήσω γιόν άνώτερό μοu!)) Στiς φοβερές στιγμές πού fι Κραυγή περνάει άπό τό κορμί μας, νιώθουμε μιάν προανθρώπινη δύναμη άνήλεη νά μδ.ς

so

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

σπρώχνει. 'Ένα χε{μαρρο βουερό, λασπε­ ρό dπό π{σω μας, γιομάτο αtμα, δάκρυα, Ιδρώτα, dλαλαγμούς χαρaς, ήδονf\ς και θανάτου. ·Ένας άνεμος έρωτιιcός φυσάει dπάνω στή Γf\ς, tλιγγος κυριεύει δλα τά ζωντανά ιcαi σμίγουν στή θάλασσα, στiς σπηλιές, στόν dγέρα, κάτω dπό τό χωμα, μεταγγ{­ ζοντας dπό ιcορμi σέ ιcορμl μιά μεγάλη dιcατανόητη dγγελία. Καi τώρα ·μονάχα έμεtς, νογώντας πίσω μας τήν fφοδο, θαμπά dρχινοΟμε καi μαν­ τεύουμε γιατί πάλευαν, γεννοΟσαν και πέ­ θαιναν τά ζωα, και π{σω τους τά φυτά, καi πίσω δλη ή άνοργάνωτη έφεδρε{α. 'Έλεος, εύγνωμοσύνη καi σέβας μaς κυριεύει γιά τούς παλιούς μας συντρόφους στή μάχη. Δούλευαν, dγαποΟσαν καi πέ­ θαιναν γιά ν' άνοίξουν τό δρόμο νά περά­ σουμε. •• Ομοια κι tμεtς, μέσα στήν tδια fιδονή, παραφορά κι dγωνiα, δουλεύουμε γιά κά­ ποιον '' Αλλον, ποu σέ κάθε γενναία μας πράξη προχωράει κι Ινα βf\μα. 'Όλος μας δ dγώνας θά "χει πάλι Ινα σκοπό άνώτερό μας, δπου θά χρησιμέφουν ιcαί θ' άγιάσουν ο{ μόχτοι μας, οι dθλιότη­ τες και τά έγιcλήματα. 51

ΑΣΚΗΠΚΗ

Μιά fφοδο εlναι τούτη! Μιά πνοή χι­ μάει, τρικυμίζει, καρποβολάει τήν 6λη, περνάει τά ζό'χι, δημιουργάει τόν dνθρωπο, πιάνεται άπό πάνω του σάν δρνιο άρπα­ χτιιcό ιcαι στρηνιάζει. Εlναι ή σειρά μας! Μaς δουλεύει, κα­ τεργάζεται έντός μας τήν ϋλη και την κάνει πνέμα, πατάει τό μυαλό μας, πηδάει καβά­ λα στό σπέρμα και μάχεται, κλοτσώντας πίσω τό κορμί μας, νά ξεφύγει. Σά νά 'ναι δλη ή ζωη έτούτη τ· δρατό αlώνιο κυνήγι ένός άόρατου Γαμπροσ, ποό κυνηγάει άπό κορμί σέ κορμί την αtω­ νιότητα, τήν άδάμαστη Νύφη. Κι έμεtς, δλο τό ψίιcι τfjς γαμήλιας πομ­ πf\ς, φυτά, ζό'χι, άνθρίόποι, χιμοσμε τρέ­ μοντας πρός τή μυστική παστάδα. Και καθένας κρατάει μέ δέος τά Ιερά σύμβολα τοΟ γάμου - άλλος τό Φαλλό, άλλος τή Μήτρα.

S2

ΤΟ ΟΡΑΜΑ ., Αχουσες την Κραυγή χαί ιdνησες. Πέρασες άπό άγώνα σέ άγώνα δλες τiς πολεμιχές θητεtες τοσ στρατευόμενου άνθρώπου. Πολέμησες μέσα στό μικρό τσαντίρι τοσ χορμιοσ σου, μά νά, στενή σοσ φάντα­ ξa ή παλαίστρα, πνίγουσουν, καi χ,ύθηχες νά ξεφύγεις. Στρατοπέδaψες στή ράτσα σου, γιόμω­ σες χ,έρια χαi χαρδιές, άνάστησες μέ τό αtμα σου τους φοβερους προγόνους καi χίνησες μαζi μέ τους νεχρούς, τους ζων­ τανους χαi τους άγέννητους νά πολεμή­ σεις. Καί μονομιilς δλες ο{ ράτσες ιdνησαν μαζί σου, τό {ερό στράτεμα τοσ άνθρώπου άνασυντάχ,τηκε ξοπίσω σου, δλη ή γf\ς βούισε σά στρατόπεδο. "Ανέβηκες, κι άπό άψηλή κορφή άλά­ χaρο τό σχ,έδιο της μάχης διαχλαδώθηκε μέσα στους γύρους τοσ μυαλοΟ σου κι δλες ο{ dντιμαχ,όμενες tκστρατεtες Ισμιξαν στό μυστικό στρατόπεδο της καρδιdς σου. Κι άπό πίσω συντάχτηκαν τά ζωα χαi τά 53

ΑΣΚΗΠΙC.Η

φuτά, σά μεταγιwyικά στά μαχόμενα μπρο­ στά στρατέματα τοσ άνθρώπου. Τώρα ή Γfiς άλάκερη πιάστηκε άπάνω σου, tyινε κορμί σου, φωνάζει μέσα στό χάος. Π&ς νά πολιορκήσω μέ λόγια τό φοβερό τοστο δραμα; Σκύβω στό χάος κι dφοu­ ιφάζουμαι. ·Ένας dνεβαίνει dγκομαχών­ τας μυστικό, έπικίντυνο dνήφορο. Μοχτάει, dγωνίζεται μέ πεtσμα ν' dνη­ φορίσει. Μά βρίσκει έμπόδιο dντίδρομή τοu δρμή: ·Ένας κατεβαίνει βιαστικά μυ­ στικό, καλόβολο πολυ κατήφορο. Ή Πνοή, μέσα στό ρέμα τό πηχτό που κατεβαίνει, μελίζεται, στροβιλίζεται και μιά στιγμή -δσο βαστάει κάθε ζωή- σο­ ζuγιάζουνται ο{ δυό άντίδρομες έπιθυμίες. Νά πδ:)ς γεννιοΟνται τά κορμιά, νά πδ:)ς δημιουργιέται ό κόσμος κι tσορροποσνε μέσα στά ζωντανά ο{ δυό dντιστρατευό­ μενες δυνάμες. Μιά στιγμή, τόν ·Ένα πού dνηφορίζει τόν περιτυλίγει σφιχτά Ινα σίbμα dγαπη­ μένο, τό σίbμα του, και τοΟ dργοποράει τό dνtβασμα. Μά γρήγορα, μέ τόν Ιρωτα, μέ τό θάνατο, τοΟ ξεφεύγει. Κι έξαιcολουθεt τήν πορεία. S4

ΑΣΚΗ11ΚΗ

Πατάει τό άψυχο, πλάθει τό φυτό και τό γιομώνει. Στρατοπεδεύει lιλάιcερος­ lιλάιcερος, θά πεt: μαζί με τή λαχτάρα και τή δύναμη νά ξεφύγει. 'Ανασηκώνεται λίγο, άναπνέει με κόπο, πνίγεται. Παρατάει στά φυτά δσο βάρος, δση νάρκη κι άκινησία μπορεt, άλαφρώνει ιcαi πηδάει, άλάιcερος πάλι, πιό πέρα και πιό πάνω, δημιουργώντας τά ζlbα, και στραtοπεδεύει lιλάιcερος στά νεφρά τους. •Αλάκερος, πάλι, θα πεi: μαζi με τή λαχtάρα καi τή δύναμη νά ξεφύγει. Τα σώματα άναπνένε, θρέφουνται, τα­ μιεύουν δυνάμες, καi σέ μιά στιγμή έρω­ τική συντρίβουνται, ξοδεύουν τά πάντα κι άδειάζουν, για ν' dφήσουν στό γιό τήν ψυχή τους. Ποιαν ψυχή; Τήν όρμή πρός τ· dπάνω! Λαγαρίζεται dργά, με άγώνα, άνάμεσα dπό τά κορμιά τους, παρατάει πάνω τους δσα πάθη, δση σκλαβιά, dνημποριά και σκοτάδι μπορεt. Κι dνασηκώνεται πάλι, πιό dνάλαφρος, και χιμάει νά ξεφύγει· κι ή δρμή τούτη γιά τήν έλευtερία, παλεύοντας με τήν δλη, dργα δημιουργάει τήν κεφαλή τοσ άνθρώ­ που. Και τώρα, τό νιώθουμε με τρόμο, μάχε-

ss

ΑΣΚΗΠΚΗ

ται πάλι νά ξεφ()'yει dπό πάνω μας, νά μ4c; παραπετάξει μέ τά φυτά καi τά ζibα, νά πηδήξει πιό πέρα. ..Ήρθε -χ.αρά καi πί­ κρα μεγάλη!- ή στιγμή νά παραπεταχτοn. με κι έμεtς, ο{ πρωτοπόροι, στην έφεδρε{α. Πίσω dπό τη ροή τοσ ιcορμιοσ και τοσ μυαλοσ μου, πίσω dπό τή ροη τflς ράτσας μου ιcαi τ&ν dνθρώπων, πίσω άπό τή ροή τ&ν ζώων καi τίbν φυτ&ν, βλέπω τρέμοντας τόν •Αόρατο πού πατάει δλα τά δρατά κι dνεβαίνει. Καi κάτω άπό τη βαριά, α{ματωμένη του πατούσα γρικίb δλα τά ζωντανά νά συντρ{­ βουνται. •Αγέλαστο εtναι τό πρόσωπό του, βουβό, σκοτεινό, πέρα άπό τή χαρά κι άπό τή θλίψη, πέρα άπό την tλπίδα. Τρέμω. Εtσαι συ ό Θεός μου; Τό σ&μα σου εtναι γιομάτο μνήμη. Σάν lνας χρόνια φυλακισμένος ξόμπλιασες μέ dλλόκοτα δέντρα καi μαλλιαρούς δράκους, μ' α{μα­ τερές περιπέτειες, μέ κραυγές καi χρονο­ λογίες τά μπράτσα σου καi τό σιflθος. Κύριε, Κύριε, μουγιcαλιέσαι σά ζό')ο! Τά πόδια σου εtναι γιομάτα αtμα καi λάσπη· τά χέρια σου εtναι γιομάτα αtμα καi λά­ σπη· βαριά σά μυλόπετρα εtναι τά σαγόνια σου κι dλtθουν. S6

ΑΣΚΗΠΚΗ

Πιάνεσαι άπό τά δέντρα, άπό τά ζlbα, πατ&ς τόν 4νθρωπο, φωνάζεις. • Ανηφορί­ ζεις τόν dτέλειωτο μαΟρο γκρεμό τοΟ θα­ νάτου καί τρέμεις. ΠοΟ πdς; Πληθαίνει δ πόνος, πληθαίνsι τό φ6)ς καί τό σκοτάδι. Κλαtς, πιάνsσαι dπάνω μοu, θρέφεσαι μέ τό αtμα μοu, άν­ τρειεύεις καί λαχτίζεις τήν καρδιά μοu. Σέ κρατίb στό στf\θος μοu, σέ φοβοΟμαι καί σέ σπλαχνίζοuμαι. Σά νά θάψαμε Κάποιον πού τόν θαρρού­ σαμε νεκρό καί τώρα τόν dκοΟμε μέσα στή νύχτα νά φωνάζει: Βοήθεια! Κι dναση­ κώνει μέ dγώνα τήν ταφόπετρα, τήν ψuχή ιcαί τό κορμί μας, δλο πιό dψηλά, δλο πιό λεύτερα άναπνέοντας. Κάθε λόγος, κάθε πράξη, κάθs Ιδέα εtναι ή βαριά του ταφόπετρα καί τήν dνα­ σηκώνει. Καί τό κορμί μου κι δλος δ κόσμος πού dγναντεύουμε, οόρανός ιcαί γfiς, stναι ή ταφόπετρα, κι δ Θεός άγωνί­ ζεται νά τήν άνασηιcώσει. Τά δέντρα φωνάζουν, τά ζίbα, τ· 4στρα: Χανόμαστε! Δuό χέρια, μεγάλα ίσαμε τόν οόρανό, πετιοΟνται άπό κάθs ζωντανό και ζητοΟν βοήθεια. Μέ τά γόνατα κλειδωμένα στό πιγο6νι, μέ τά χέρια άπλωμένα κατά τό φiί)ς, μέ τiς

ΑΣΚΗ11ΚΗ

πατοσσες τίον ποδι.ίον σιή ράχη, Ινα κου­ βάρι, σιριγμώνεται δ θεός σιό κάθε μόριο σάρκας. ·Όταν άνο{γω Ινα καρπό, τέτοιος μοΟ ξεσιcεπάζεται μέσα μου δ σπόρος. •• Οtαν μιλίο με τούς άνθρώπους, αότό ξεκρίνω μέσα στό χοντρό, πηχtολάσπωτο μυαλό tους. ·ο θεός μάχεται σιό κάθε πράμα, μέ τά χέρια τανυσμένα πρός τό φίος. Ποιό φίος; •· Οξω κι άπάνω άπό κάθε πράμα! Δέν εΙναι μονάχα δ πόνος ή οόσiα το() θεοΟ μας- μήτε ή έλπ{δα σιή μελλούμενη ζωή εtτε σιήν έπίγεια τούτη· μήτε ή χαρά ιc:ι ή νίκη. Κάθε θρησκεία, ύψώνοντας σέ λατρεία μιά άπό τiς άρχέγονες δψες τοσ­ τες το() Θεοσ, στενεύει τήν καρδιά ιcαi τό νοΟ μας. Ή οόσiα τοΟ ΘεοΟ μας εΙναι δ ΑΓΩ­ ΝΑΣ. Μέσα στόν άγώνα το()τον ξετυλί­ γουνται καi δουλεύουν αlώνια δ πόνος, ή χαρά κι ή έλπίδα. Τό άνηφόρισμα, ό πόλεμος μέ τό άντί­ δρομο ρέμα, γεννάει τόν πόνο. Μά δ πό­ νος δεν εΙναι ό άπόλυτος μονάρχης. ·Η κάθε νίιc:η, ή κάθε προσωρινή Ισορρόπηση σtό άνηφόρισμα γιομώνει χαρά τό κάθε S8

;.

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

ζωντανό, πού άναπνέει, θρέφεται, tρωτεί>­ εται ιcαi γεννάει. Μά μέσα άπό τή χαρά ιcι άπό τόν πόνο άναπηδάει α(ώνια ή tλπίδα νά ξεφόγουμε άπό τόν πόνο, νά πλατύνουμε τή χαρά. Κι άρχ(ζει πάλι τό άνηφόρισμα -δ πόνος- καl ξαναγεννιέται ή χαρά ιcαi ξαναπηδάει ή νέα tλπίδα. Ποtέ δέν κλεί­ νει δ κύκλος. Δέν εtναι κύκλος· εtναι Ινας στρόβιλος πού αtώνια άνεβα(νει, πλαταί­ νοντας, wλίγοντας, ξεwλίΎοvtας, tόν τρι­ συπόστατον άΎώνα. Ποιός εtναι δ σκοπός ton άγώνα τούτου; ·Έτσι ρωτάει δ ιcαιcομο(ρης, συφεροντο­ λόΎος πάντα, νοσς τοΟ άνθρώπου, ξεχνών­ τας πως ή ΜεΎάλη Πνοή δέ δουλεύει μέσα σέ άνθρώπινο καιρό, tόπο κι αitιόtηtα. Ή Μεγάλη Πνοή εtναι άνώtερη dπό τ· dνθρώπινα totJtα ρωτήμαtα. 'Έχει πλού­ σιες, πολυπλάνητες όρμές, πού γιά τό λιγό­ πνοο νοΟ μας φαντάζουν άντίφασες· μά μέσα στήν ουσία tfjς θεόtηtας άδερφώ­ νουνται καi πολεμοΟν δλες μαζί, πιστές ,r;αραστάτισσες. ·u άρχέ-yονη Πνοή διακλαδίζεται, ξεχύ­ νεται, μάχεται, dποwχαίνει, ,r;εwχαίνει, dσκεtται. Εtναι τό Ρόδο τίbν lινέμων! S9

ΑΣΚΗ11ΚΗ

• Αρμενίζουμε χι έμεtς καi ταξιδεύουμε, θέλοντάς το καi μή, ξέροντάς το χι άσύ­ νειδα, μέσα στiς θεtκές άπόπειρες. ·Έχει λοιπόν κι έμιϊς ή πορεία μας στοιχεtα αιώ­ νια, χωρiς άρχή και τέλος, βοηθάει τό θεό, κιντυνεύει μαζί του. Ποιά εΙναι ή δρμή, άπ' δλες τiς δρμές τofi θεοΟ, που δ άνθρωπος μπορεt νά συλ­ λάβει; Τούτη μονάχα: Μιάν κόχχινη γραμμή άπάνω στή γf\ς ξεκρίνουμε, μιάν χόχχινη α{ματερή γραμμή, που μέ άγώνα lινηφορίζει άπό τήν Ολη στά φυτά, άπό τά φυτά στά ζό'>α, άπό τά ζ«>α στόν άνθρωπο. «σ άκατάλυτος τοΟτος προανθρώπινος ρυθμός εΙναι άπάνω στή γf\ς έτούτη ή μόνη δρατή δδοιπορία τofi •Αόρατου. Φυτά, ζδ'r α, dνθρωποι, εΙναι τά σκαλοπάτια που δη­ μιουργάει δ θεός γιά νά πατήσει καi v· άνέβει. Δύσκολος, φοβερός, άτέλειωτος άνήφο­ ρος. Στήν !φοδο τούτη δ θεός θά νική­ σει, θά νικηθεt; eΥπάρχει νίχη; ·Υπάρχει νιχημός; Τό σίομα μας θά σαπίσει, θά ξα­ ναγυρίσει στό χίομα, μά Έκεtνος που μιά στιγμή τό διαπέρασε tί θά γίνει; Μά δλες τοΟτες ο{ !γνοιες εtναι κατώ­ τερες, χι δλες ο{ έλπίδες χι ο{ άπελπισiες έξαφανίζουνται μέσα στό λιμασμένο, χω60

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

νωτό στρόβιλο τοσ Θεοσ. ·ο Θεός γελά­ ει, θρηνάει, σκοτώνει, μaς βάνει φαιτιd. ιcαi μaς άφήνει μεσοστρατίς, άποκαψίδια! Κι έγώ χαίρουμαι νιώθοντας άνάμεσα στα δυό μελίγγια μου, σαν dνοιγοσφάλιγμα ματιοσ, τήν dρχή καi τό τέλος τοn κόσμου. Συμπυκνώνω σέ μιαν άστραπόχαρη στιγ­ μη τη σπορά, τό φύτρωμα, τό dνθισμα, τό κάρπισμα και τήν έξαφάνιση τοσ ιcάθε δέντρου, ζώου, dνθρώπου, άστρου και θεοσ. •Όλη ή Γf\ς !νας σπόρος φυτεμένος μέσα στους γύρους τοσ μυαλοσ μου. 'Ό,τι dρ{φνητα χρόνια πολεμάει μέσα στη σκο­ τεινη μήτρα τf\ς Gλης να ξετυλιχτεt και να ιcαρπίσει, μέσα στό κεφάλι μου ξεσπάει σd. μια μικρή βουβή dστραπή. •• Αχ! τήν άστραπή τούτη ν· dτενίζουμε, να τήν κρατήσουμε μια στιγμή, να την όργανώσουμε σέ άνθρώπινο λόγο! Τή στιγμιαία τούτη αtωνιότητα ποu τα κλείνει δλα, περασμένα ιcαi μελλούμενα, να τη στερεώσουμε, μα δίχως να χαθεt δλο τό γιγάντιο έρωτικό στροβίλισμα σέ λqτιιcήν dκινησία! Σα μια ιcιβωτό ή κάθε λέξη, και χορεύου­ με γύρα της, μέ dνατριχίλα νογώντας τό θεό σά φοβερό της περιεχόμενο. 'Ό,τι ζεtς στήν !κσταση ποτέ δέ θα 61

ΑΣΚΗ11ΚΗ

μπορέσεις νά τό στερεώσεις σέ λόγο. 'Όμως μάχου dιcατάπαυτα νά τό στερεώ­ σεις σέ λόγο. Πολέμα μέ μύθους, μέ παρο­ μο{ιοσες, μέ dλληγορίες, μέ κοινές και σπάνιες λέξες, μέ κραυγές ιcαi. μέ ρίμες νά τοσ δώσεις σάρκα, νά στερεώσει! •Όμοια κάνει ιcι δ Θεός, δ Μέγας 'Εκ­ στατικός. Μιλάει, μάχεται νά μιλήσει, μέ θάλασσες καί μέ φωτιές, μέ φτερά, μέ -χρώ­ ματα, μέ κέρατα, μέ νύχια, μέ dστερισμούς και πεταλοσδες, μέ άνθρώπους, δπως μπο­ ρεt, γιά νά στερεώσει τήν fκστασή του. Εlμαι ιcι έγώ, σάν κάθε πράμα ζωντανό, στό κέντρο τοσ παγκόσμιου στρόβιλου. Εlμαι τό μάτι τίbν τεράστιων ποταμίbν, κι δλα 'γύρα μου χορεύουν, ιcι δ κύκλος στε­ νεύει δλοένα δρμητιιcότερος ιcαl χ,ύνουνται οόρανός και γfις στήν κόιcιcινη καταβόθρα τf\ς καρδιdς μου. Κι δ Θεός μέ άντιιφίζει μέ τρόμο κι dγάπη -άλλη έλπίδα δέν fχ,ει- ιcαi λέει: «Τοστος δ Έιcστατιιcός, πού δλα τά γεν­ νάει, τά χαίρεται ιcαί τά έξαφανίζει, τοnτος δ Έιcστατιιcός εlναι δ Γιός μου!»

62

Η ΠΡΑΞΗ Α' ΣΧΕΣΗ θΕΟΥ ΚΙ ΑΝθΡΩΠΟΥ "Η στερνή, ή ,nό Ιερή μορφή τ1'ς θεm­ ρtας ειναι ή πράξη. '" ()χι νά βλέπεις π&ς πηδάει ή σπtθα dπό τή μιά γενεά στήν 4λλη, παρά νά πη­ δdς, νά καίγεσαι μαζ{ της. "Η ,ιράξη ε{ναι ή πλατύτερη θύρα tf\ς λότρωσης. Αότή μονάχα μπορεt νά δcbσει d,ιόκριση στά ρωτήματα τ1'ς καρδιιiς. Μέ­ σα στiς πολύγυρες περιπλοκές τοσ νοσ, αότή βρίσκει τό συντομώτερο δρόμο. ., ()χι βρίσκει· δημιοuργάει δρόμο, κόβοντας δε­ ξά ζερβά tήν dντίσταση τflς λογιJC1'ς και tf\ς t>λης. Γιατί ό.γωνίστηιcες πίσω dπό τά φαινόμε­ να κuνηγώντας τόν • Αόρατο; Γιατί δλη tτοότη ή πολεμική, ή έρωτιιcή πορεία dνάμεσα ό.πό τή σάρκα σοu, ό.πό τή ράτσα, d,ιό τόν dνθρωπο, dπό τά φuτά κι dπό τά ζlbα; Γιατ{, πέρα dπό tους dθλοuς τοότοuς, δ γάμος δ μuστικός, δ τέλειος tναγιcαλι­ σμός, ή βακχική μαινόμενη tπαφη μέσα στό σκοτάδι και στό φ&ς; 63

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ Γιά νά φτάσεις άπ* δπου κίνησες - σtό έφήμερο, παλλόμενο, μυmηριώδικο ση­ μεtο τftς ύπαρξής σου, μέ νέα μάτια. μέ νέα αότιά, μέ νέα γέφη, δσφρηση κι fιφή, μέ φρένα καινο6ρια. Τό βαθύ, άνθρώπινο χρέος μας εtναι δχι νά ξεδιαλύνουμε καi νά. φωτίσουμε τό ρυθμό τf\ς πορείας τοσ θεοσ, παρά νά προσαρμόσουμε, δσο μποροσμε, μαl;t του τό ρυθμό τf\ς μικρftς, λιγόχρονης ζωf\ς μας. *Έτσι μονάχα κατορθώνουμε νά έχτε­ λοσμε κάτι αlώνιο έμεtς ο{ θνητοί, γιατi συνεργαl;όμαmε μέ κάποιον • Αθάνατο. *Έτσι μονάχα νικοσμε τή λεπτομέρεια, τή θανάσιμη άμαρτία, νικοΟμε τή στενό­ τητα τοΟ μυαλοΟ μας, μετουσιώνουμε τή σκλαβιά τοΟ χωματένιου όλικοσ, πού μaς δόθηκε νά δουλέψουμε, σ· έλευτερ{α. Μέσα σέ δλα τοΟτα, πέρα άπ* δλα τοΟτα, δλοι ο[ dνθρωποι κι ο{ λαοί, δλα τά φυτά καi τά ζιοα, δλοι ο{ θεοi κι ο{ δαιμόνοι, σάν !νας στρατός, δρμοσν πρός τ· άπάνω, συνεπαρμένοι άπό μιάν άκατανόητη, άκα­ ταμάχητη Πνοή. Την Πνοή τούτη μαχόμαστε νά κάμουμε δρατή, νά τf\ς δώσουμε πρόσωπο, νά την τυλ{ξουμε μέσα σέ λέξες, σέ άλληγορίες

64

λΣΚΗ'ΠΚΗ

καi στοχασμούς χαi ξόριcια, νά μή μΔς φύγει. Μά δέ χωράει στά εtιcοσι τέσσερα γράμ­ ματα ποi> dραδιάζουμε· ξέρουμε, δλες το(). τες ο{ λέξες, ο{ dλληγορίες, ο{ στοχασμοi χαi tά ξόρκια εtναι πάλι μιά νέα μάσκα ποi> κρύβει τήν "Αβυσσο. Μά !τσι μονάχα, περιορ{ζοντας τήν dπεραντοσύνη, μποροΟμε, μέσα στά σύνο­ ρα τοσ νεοχαραγμένου dνθρώπινου χύ­ χλου, νά δουλέψουμε. Τί θά πεt νά δουλέψουμε; Νά γιομώσου­ με τόν χύιcλο τοΟτον μέ πεθυμιές, μέ dνη­ συχίες καi μέ πράξες, v· άπλωθοΟμε ιcαi νά φτάσουμε τά σύνορα, νά μη χωροΟμε πιά, νά ραtζουν καi νά γκρεμίζουνται. 'Έτσι, δουλεύοντας τά φαινόμενα, πληθα{νουμε, πλαταίνουμε τήν οόσία. Γι" αότό, δστερα dπό τήν tπαφή μας μέ τήν οόσ{α, δ γυρισμός μας στά φαινόμενα !χει dνυπολόγιστη dξ{α. Εtδαμε τόν dνώτατο χύdο τΘν στροβι­ λιζόμενων δυνάμεων. Τόν χύdο αότόν τόν όνοματ{σαμε θεό. Μπορούσαμε νά τοΟ δώσουμε δ,τι dλλο δνομα θέλαμε: •· Αβυσ­ σο, Μυστήριο, •Απόλυτο Σκοτάδι, • Από­ λυτο Φlbς, •Ύλη, Πνέμα, Τελευταία 'Ελπί­ δα, Τελευταία •Απελπισ{α, Σιωπή. 6S

ΑΣΚΗΠΚΗ

Μά τόν δνοματiσαμε θεό, γιατί τ• δνομα τοστο μονάχα ταράζει βαθιά, άπό προαιcb­ νιες dφορμές, τά σωθικά μας. Κι ή ταρα­ χή τοότη εtναι dπαρα{τητη γιά ν' dγγ{­ ξουμε σ{bμα μέ σωμα, πέρα dπό τή λογική, τή φοβερήν οόσία. Μέσα στό γιγάντιο τοστον κύκλο τf\ς θεότητας, χρέος fχουμε νά ξεχωρiσουμε καί νά συλλάβουμε καθαρά τό μικρό πύ­ ρινο τόξο τf\ς έποχfiς μας. •Απάνω στήν dδιόρατη τοότη φλόγινη καμπόλη, βαθιά, μυστικά νογώντας τήν δρμή dλάκερου τοσ κύκλου, δδεόουμε lιρ­ μονικά μέ τό Σόμπαντο, παίρνουμε φόρα ιcαί πολεμοσμε. 'Έτσι ή έφήμερη πράξη μας, συνειδητά dκλουθώντας τή φόρα τοσ Σόμπαντου, δέν πεθαiνει μαζί μας. Δέ χάνεται σέ μυστική dνεργη ένατένιση dλάκερου τοσ κύκλου· δέν καταφρονάει τήν αγια, ταπεινή καθημερινή dνάγιcη. Μέσα στό στενό α{ματωμένο της αόλάιcι, σκυφτή, δουλεύει στέρεα, dνετα νικώντας, μέσα σ' fνα μικρό σημεtο ιcαιροσ καί τόπου, τόν καιρό καi τόν τόπο - γιατi τό σημεtο αότό dκολουθάει τή θεiιcιάν δρμή dλάιc:ερου τοσ κύκλου. Δέ νοιάζουμαι dλλες έπσχές κι dλλοι λαοί 66

ΑΣΚΗΠΚΗ

τ( πρόσωπο lδωκαν στήν τεράστια dπρό­ σωπην οόσία. Τή γιόμωσαν μέ dνθρώπι­ νες dρετές, μέ dμοιβές ιcαi τιμωρίες, μέ βεβαιότητες. 'Έδωκαν στiς έλπίδες και στους φόβους τους !να πρόσωπο, ύπότα­ ξαν σ' fνα ρυθμό τήν dναρχία τους, βρfjιcαν μιάν dνώτερη δικαιολογία νά ζήσουν καi νά δουλέψουν. 'Έκαμαν τό χρέος τους. Μά έμεtς ξεπεράσαμε σήμερα τiς dνάγ­ κες τοστες, συντρ(ψαμε τή μάσκα τούτη τ flς ''Αβυσσος, δέ χωράει πιά κάτω dπό τό παλιό προσωπεtο δ Θεός μας. Ξεχε(λισε ή καρδιά μας dπό νέες dγω­ νiες, dπό λάμψη καi σιωπή καινούρια. Τό μυστήριο dγρίεψε, πλήθυνε δ Θεός. οι σκοτεινές δυνάμες dνεβα(νουν, πλη­ θα(νουν κι αότές, δλο τό dνθρώπινο νησi σαλεύει. "Ας σκύψουμε στήν καρδιά μας κι liς dντιιcρ(σουμε μέ -rενναιότητα τήν •· Αβυσ­ σο. "Ας έπιχειρήσουμε νά πλάσουμε πάλι τό νέο σύγχρονο πρόσωπο τοσ Θεοσ μας μέ τή σάρκα ιcαi μέ τό αΙμα μας! Γιατi δ Θεός μας δέν εΙναι fνας dφηρη­ μένος στοχασμός, μιά λογική dνάγιcη, !να άρμονικό dψηλό οικοδόμημα dπό οuλ­ λογισμους καi φαντασiες. Δέν εlναι fνα κατακάθαρο, οΜέτερο, 61

ΑΣΚΗΠΚΗ

μήτε άρσενικό μήτε θηλυκό, dοσμο, άπο­ σταγμένο κατασκεύασμα τοσ μυαλοσ μας. Εtναι dντρας καi γυναίκα, θνητός κι άθάνατος, κοπριά καi πνέμα. Γεννάει, γο­ νιμοποιεt καi σκοτώνει, fρωτας μαζi και θάνατος, καi πάλι ξαναγεννάει καi σκο­ τώνει - Δπλόχωρα χορεύοντας πέρα άπό τά σύνορα τf\ς λογικf\ς, που αότή δέν μπορεt νά χωρέσει άντινομίες. Ό Θεός μου δέν εtναι παντοδύναμος. • Αγωνίζεται, κιντυνεύει κάθε στιγμή, τρέ­ μει, παραπατάει σέ κάθε ζωντανό, φωνάζει. • Ακατάπαυτα νικιέται καi πάλι άνασηκώ­ νεται, γιομάτος αtμα καi χώματα, καi ξα­ ναρχίζει τόν άγώνα. Εtναι δλος πληγές, τά μάτια του εtναι γιομάτα φόβο καi πεtσμα, τά σαγόνια καi τά μελίγγια του εtναι συντριμμένα. Μά δέν παραδίνεται, άνεβαίνει· μέ τά πόδια, μέ τά χέρια, δαγκάνοντας τά χείλια, άνε­ βαίνει άνένδοτος. Ό Θεός μου δέν εtναι πανάγαθος. Εtναι γιομάτος σκληρότητα, dγρια δικαιοσύνη, καi ξεδιαλέγει, άνήλεα, τόν καλύτερο. Δέ σπλαχνίζεται, δέ νοιάζεται γιά άνθρώ­ πους καi ζlοο, μήτε γι• άρετές κι Ιδέες. ·Όλα tτοστα τ· άγαπάει μιά στιγμή, τά συντρίβει αιώνια καi διαβαίνει. 68

ΑΣΚΗ11ΚΗ

Εtναι μιά δύναμη πού χωράει τά πάντα, πού γεννάει τά πάντα. Τά γεννάει, τ' dγα­ πάει, καi τ' άφανίζει. Κι liν ποΟμε: δ θεός εtναι lνας dνεμος έρωτιιc:ός πού συντρίβει τά κορμιά γιά νά περάσει, κι dναθυμηθοΟ­ με πώς πάντα μέσα στό αtμα ιc:αi στά δά­ ιφυα, dνήλεα έξαφανίζοντας τ' dτομα, δουλεύει δ fρωτας, τότε λίγο πιότερο προσεπίζουμε τό φοβερό του τό πρόσωπο. Ό θεός μου δέν εtναι πάνσοφος. Τό μυαλό του εtναι lνα κουβάρι dπό φ&ς ιc:αi σκοτάδι ιc:αί πολεμάει νά τό ξετυλίξει μέσα στό λαβύρινθο της σάρκας. Παραπατάει, ψαχουλεύει. • Απίζει δεξι­ ά, γυρίζει πίσω· στρέφεται ζερβά, όσμίζε­ ται. Άγωνιa πάνω στό χάος. Σουρτά, μο­ χτώντας, ψάχνοντας dιc:αταμέτρητους α(&­ νες, νιώθει dργά νά φωτίζουνται ο{ λασπε­ ροi γύροι τοΟ μυαλοΟ του. Μπροστά dπό τό βαρύ ιc:ατασκότεινο κε­ φάλι του, μέ dνείπωτον dγώνα dρχίζει καi δημιουργάει μάτια γιά νά δεt, αότιά γιά ν' dιc:ούσει. Ό θεός μου μάχεται χωρίς καμιά βε­ βαιότητα. θά νικήσει; θά νιιc:ηθεt; Τίπο­ τα δέν εtναι βέβαιο στό Σύμπαντο, ρίχνεται στό dβέβαιο, παίζει, κάθε στιγμή, τή μο{ρα του δλη. 69

ΑΣΚΗ11ΚΗ

Πιάνεται άπό τά ζεστά κορμιά, άλλο μετερίζι δέν !χει. Φωνάζει βοήθεια· ιcη­ ρύχνει σέ δλο τό Σύμπαντο έπιστράτεψη. Χρέος μας, γρικώντας τήν Κραυγή, νά τρέξουμε ιcάτω άπό τiς σημαίες του, νά πολεμήσουμε μαζί του. Ή νά σωθοΟμε, fι νά χαθοΟμε μαζί του. Ό Θεός ιcιντυνεύει. Δέν εtναι παντο­ δύναμος, νά σταυρώνουμε τά χέρια, προσ­ δοκώντας τή σίγουρη νίιcη· δέν εtναι πανά­ γαθος, νά προσδοιcοΟμε μ• έμπιστοσύνη πώς θά μας λυπηθεί ιcαi θά μdς σώσει. Ό Θεός, μέσα στήν περιοχή τf\ς έφή­ μερης σάρκας μας, ιcιντυνεύει άλάιcερος. Δέν μπορεί νά σωθεί, liν έμείς μέ τόν άγώ­ να μας δέν τόν σώσουμε· δέν μποροΟμε νά σωθοΟμε, liν αύτός δέ σωθεί. Εtμαστε fνα. • Από τό τυφλό σιcουλήιcι στό βυθό τοΟ ώιcεανοΟ &ς τήν άπέραντη παλαίστρα τοΟ Γαλαξία, fνας μονάχα άγω­ νίζεται ιcαi ιcιντυνεύει, δ έαυτός μας. Καi στό μικρό, τό χωματένιο στf\θος μας, fνας μονάχα άγωνίζεται ιcαi ιcιντυνεύει, τό Σύμ­ παντο. 0

Καλά πρέπει νά νιώσουμε πώς δέν δδεύ­ ουμε άπό ένότητα Θεοσ στην tδια πάλι ένότητα τοΟ ΘεοΟ. Δέν δδεύουμε άπό Ινα 70

ΑΣΚΗ11ΚΗ

χάος σέ 4λλο χάος. ΟΟτε άπό fνα φ&ς σέ 4λλο φι'bς· f1 άπό fνα σκοτάδι σέ 4λλο σκοτάδι. Τί iιξία θά 'χε τότε ή ζωή μας τούτη; Τί άξία θά 'χε άλάιcερη ή ζωή; Μά κινήσαμε άπό fνα χάος παντοδύνα­ μο, άπό μιάν άξεδιάλυτη, πηχτή, φ&ς καi σκοτάδι άβυσσο. Καi μαχόμαστε δλοι -φυτά, ζ&α, dνθρωποι, Ιδέες- στό λιγό­ στιγμο τοΟτο διάβα της άτομικflς ζωflς, νά ρuθμίσουμε έντός μας τό Χάος, νά λαγα­ ρίσουμε τήν άβυσσο, νά κατεργαστοΟμε μέσα στά κορμιά μας δσο πιότερο σκοτά­ δι μποροΟμε, νά τό κάμουμε φίbς. Δέ μαχόμαστε γιά τό έγώ μας, μήτε γιά τή ράτσα, μήτε γιά τήν άνθρωπότητα. Δέ μαχόμαστε γιά τή Γης, μήτε γιά Ιδέες. ·Όλα τοΟτα ε{ναι πρόσκαιρα καi πολύτιμα σκαλοπάτια τοΟ θεοΟ που άνηφορίζει καi γιφεμίζουνται, εόθυς ώς τά πατήσει δ θεός άνεβαίνοντας. Στή μικρότατη άστραπή τflς ζωi\ς μας, νιώθουμε νά πατάει πάνω μας άλάκερος δ θεός, καi ξαφνικά νογοΟμε: "Αν !ντονα δλοι πεθυμήσουμε, δ.ν όργανώσουμε δλες τiς όρατέc; κι άόρατες δuνάμες τfic; γf\ς καi τiς ρίξοuμε προς τ" άπάνω, liν παντο­ τινά δ.γρuπνοι δλοι μαζi παραστάτες πα­ λέφουμε - τό Σύμπαντο μπορεt νά σωθεt. 71

ΑΣΚΗΠΚΗ

"Οχι δ θεός θά μaς σώσει· έμεtς θά σώσουμε τό θεό, πολεμώντας, δημιουρ­ γώντας, μετουσιώνοντας τήν 6λη σέ πνέμα. Μά μπορεt δλος μας δ dγώνας νά πάει χαμένος. "Αν ιcουραστοσμε, liν λιγοψυχή­ σουμε, liν μliς ιcυριέψει πανικός, δλο τό Σύμπαντο ιcιντυνεύει. ·u ζωή εtναι στρατιωτική θητεία στήν 6πηρεσία τοσ θεοσ. Κινήσαμε σταυροφό­ ροι νά λευτερώσουμε, θέλοντας ιcαi μή, δχι τόν •• Αγιο Τάφο, παρά τό θεό τό θαμμένο μέσα στήν 6λη ιcαi μέσα στήν ψυχή μας. Κάθε κορμί, κάθε ψυχή εtναι •· Αγιος Τάφος. •· Αγιος Τάφος εtναι δ σπόρος τοσ σιταριοσ· liς τόνε λευτερώσουμε! "Αγιος Τάφος εtναι τό μυαλό· μέσα του κείτεται δ θεός ιcαi παλεύει μέ τό θάνατο· liς τρέ­ ξουμε βοήθεια! Ό θεός δίνει τό σύνθημα τf\ς μάχης, ιcι δρμ& ιcι έγώ στήν fφοδο τρέμοντας. Εlτε παραπομείνω λιποτάχτης εlτε πο­ λεμήσω γενναtα, πάντα θά πέσω στή μάχη. Μά τή μιά φορά δ θάνατός μου εtναι στεt­ ρος· μαζi μέ τό κορμί μου χάνεται, σκορπί­ ζεται στόν 4νεμο ιcι ή ψυχή μου. Τήν 4λλη, κατεβαίνω στή γf\ς, σάν τόν καρπό, γιομάτος σπόρο. Κι ή πνοή μου, 72

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

1ιαρατώντας τό κορμί μου νά σα1ιίζει. όργανώνει νέα κορμιά καi συνεχίζει τή μάχη. *Η προσευκή μου δέν εtναι ιcλαψούρι­ σμα ζητιάνου μήτε έρωτικιά έξομολόΎf1ση. Μήτε ταπεινός άπολογισμός έμποράκου: σοn "δωιcα, δci)σε μου. ·Η προσευιcή μου εtναι άναφορά στρα­ τιώτη σέ στρατηγό. Αόtό Ιιcαμα σήμερα, νά π&ς πολέμησα νά σώσω στόν tδιιcό μου τομέα άλάκερη τή μάχη, αότά τά tμπόδια βρfiκα, fτσι στοχάζουμαι αδριο νά πολεμήσω. Καβαλάρηδες δδεύουμε στό λιοπύρι -η κάτω άπό σιγανή βροχή-tγώ ιcι δ θεός μου-- καi κουβεντιάζουμε χλωμοί, πεινα­ σμένοι, άwπόταχτοι. «· Αρχηγέ!» κι έιcεiνος στρέφει κατά μέ τό πρόσωπό του κι άνατριχιάζω άντικρί­ ζοντας τήν άγωνία του. Τραχιά εtναι ή άγάπη μας, καθόμαστε στό {διο τραπέζι, πίνουμε τό Ιδιο κρασί στή χαμηλή τούτη ταβέρνα τfiς Γflς. Κι (bς σκουντροσμε τά ποτήρια μας, άχοσν σπαθιά, τινάζουνται μίση κι Ιρωτες, μεθοσμε, δράματα σφαγflς άνεβα{νουνε στά μάτια μας, πολιτεtες γιcρεμ{ζουνται μέσα στά μυαλά μας, κι εtμαστε κι ο{ δυό λαβω73

ΑΣΚΗΤΙΙC.Η

μένοι καi κουρσεύουμε, ξεφωνώντας iιπό τούς πόνους, fνα μεγάλο Παλάτι.

Β' Σ Χ Ε Σ Η ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ποιά εtναι ή ουσία τοσ ΘεοΟ μας; Ό iιγώνας γιά τήν έλευτερία. Μέσα στό iικα­ τάλυτο σκοτάδι μιά φλογερή γραμμή iινη­ φορίζει και σημαδεύει τήν πορεία τοσ •Αό­ ρατου. Ποιό εΙναι τό χρέος μας; Ν' iινε­ βαίνουμε την α{ματερή τούτη γραμμή μαζί του. Καλό εtναι δ,τι δρμάει πρός τ' iιπάνω και βοηθάει τό Θεό v· iινηφορίσει. Κακό εtναι δ,τι βαραίνει πρός τά κάτω, κι iιμπο­ δάει τό Θεό ν' iινηφορίσει. •· Ολες οι iιρετές κι ο{ κακίες παίρνουν τώρα καινούρια iιξία, λευτερώνουνται iιπό τή στιγμή κι dπό τό χ&μα, ύπάρχουν lιπό­ λυτα μέσα στόν άνθρωπο, πρlν καi μετά τόν άνθρωπο, αlώνιες. Γιατί ή οόσ{α τfiς ήθικfiς μας δέν εΙναι ή σωτηρία τοσ άνθρώπου, που άλλάζει μέσα στόν καιρό και στόν τόπο, παρά ή σωτηρία τοσ Θεοσ, που μέσα άπό λογfiς λογfiς ρεούμενες lινθρώπινες μορφές καi

74

ΑΣΚΗ11ΚΗ

χεριπέτειες εlναι πάντα δ tδιος, δ cίκατά­ λuτος ρυθμός πού μάχεται γιά έλευτερ(α . .. Αθλιοι ε(μαστε ο{ dνθρωποι, dιcαρδοι, μιιcρο(, τιποτένιοι. Μά μέσα μας, μιά ούσf.α cίνώτερή μας μας σπρώχνει cίνήλεα πρός τ· dπάνω. Μέσα ciπό τήν cίνθρώπινη τούτη λάσπη, θεtα τραγούδια lινάβρυσαν, Ιδέες μεγάλες, Ιρωτες σφοδρο(, μιά fφοδο lικο(μητη, μυ­ στηριώδικη, χωρiς άρχή καi τέλος, χωρiς σκοπό, πέρα lιπό κάθε σκοπό. Τέτοιος βό)λος λάσπη εlναι ή cίνθρωπό­ τητα, τέτοιος βό)λος λάσπη εlναι δ καθένας μας. Ποιό εlναι τό χρέος μας; Νά μαχό­ μαστε ν' άνθ(σει lνα μικρό λουλούδι cίπά­ νω στό λ(πασμα τοί>το της σάρκας ιcαi τοσ νοσ μας. Πολέμα άπό τά πράματα, πολέμα ciπό τή σάρκα, άπό τήν πείνα, cίπό τό φόβο, πολέμα άπό τήν άρετή κι άπό τήν άμαρτiα νά δημιουργήσεις Θεό. Π&ς ξεκινάει τό φ&ς άπό fνα dστρο καi ύνεται μέσα στή μαύρη αιωνιότητα κι χ όδοιποράει lιθάνατο; Τό dστρο πεθα(νει, μά τό φ&ς ποτέ του· τέτοια κι ή ιcραυrή tf\ς έλεuτερ(ας. Πολέμα, cίπό τήν πρόσκαιρη συνάντηση τΦν άντ(δρομων δυνάμεων πού άποτελεt 75

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

την δπαρξή σου, νά δημιουργήσεις δ,τι dθάνατο μπορεt ό θνητός dπάνω στόν κόσμο τοΟτον - μιάν Κραυγή. Αbτή, παρατώντας στό χό')μα τό ιcορμι ποu τό γέννησε, δδοιποράει και δουλεύει αιώνια. ·Ένας 'Έρωτας σφοδρός διαπερνάει τό Σύμπαντο. Εtναι σάν τόν αlθέρα: σκληρό­ τερος dπό τό dτσάλι, μαλαιcότερος dπό τόν iιγέρα. •Ανοίγει, διαπερνάει τά πάντα, φεύγει, ξεφεύγει. Δέν dναπαύεται στή θερμή λε­ πτομέρεια, δέ σκλαβώνεται στό dγαπημένο σό')μα. Εtναι 'Έρωτας Στρατεuόμενος. Πί­ σω dπό τούς ό>μοuς τοΟ άγαπημένοu dγναν­ τεύει τούς dνθρώποuς νά σαλεύουν ιcαl νά βογκοΟν σάν ιcύματα, άγναντεύει τά ζό')α ΊCαi τά φυτά νά σμίγουν ιcαl νά πεθαίνουν, dγναντεύει τό θεό νά ιcιντυνεύει και τοσ φωνάζει: «Σό')σε με!» ·ο 'Έρωτας; Πό')ς άλλιό')ς νά όνοματί­ σουμε τήν όρμή πού, ιbς ματιάσει τήν (Sλη, γοητεύεται και θέλει νά τυπώσει dπάνω της τήν δψη της; ·Αντικρίζει τό σό')­ μα ιcαi θέλει νά τό περάσει, νά σμίξει μέ τήν 4λλη κρυμμένη στό σι'bμα τοΟτο tρωτιιcή κραυγή, νά γενοΟν !να, νά χα76

ΑΣΚΗ'Ι1ΚΗ

θοΟν, νά γίνουν dθάνατες μέσα στό γιό. Ζυγώνει τήν ψυχή και θέλει νά σοφιλιά­ σει, νά μήν όπάρχουν έγώ καi σ6· φυσάει dπάνω στή μάζα τούς άνθρώπους και θέλει, συντρίβοντας τις άντίστασες τοΟ νοΟ καi τοΟ κορμιοί>, νά σμίξουν δλες ο( πνοές, νά γίνουν dνεμος σφοδρός, v· dνασηκώσουν τή γf'Ις! Στις πιό κρίσιμες στιγμές, δ •Έρωτας συναρπάζει καi σμίγει μέ βία τούς dνθρώ­ πους, όχτρούς καi φίλους, καλούς καί κα1eο6ς, εlναι μιά πνοή άνώτερή τους, άνε­ ξάρτητη άπό τήν έπιθυμία κι dπό τά lργα τους. Εlναι ή πνοή toO ΘεοΟ, ή άναπνοή του, dπάνω στή γflς! Κατεβαίνει dπάνω στούς dνθρώπους, δ­ πως τοΟ dρέσει. Σά χορός, σάν lρωτας, σάν πείνα, σά θρησκεία, σά σφαγή. Δέ μΔς ρωτάει. Μέσα στή σκάφη τf'Ις γfiς, στiς κρίσιμες τοΟτες ώρες, δ Θεός μοχτάει νά ζυμώσει τiς σάρκες ιcαi τά μυαλά ιcαι νά ρίξει μέσα στόν δ:νήλεο στρόβιλο τfiς περιστροφfiς του δλη τούτη τή ζύμη καi νά τf'Ις δώσει πρόσωπο - tό πρόσωπό του. Δέν πλαντάζει άπό άηδία, δέν dπελπ(­ ζεται μέσα στά χωματένια, μουντά σωθικά τους. Δουλεύει, προχωράει, κατατρώει τή 77

ΑΣΚΗΤΙΚΗ

σάριcα τους, πιάνεται dπό τήν ιcοιλιά, άπό τήν ιcαρδιά, dπό τό φαλλό, dπό τό νοσ τοσ dνθρώπου. Δέν εtναι αότός dγαθός οlιcογενειάρχης, δέ μοιράζει σέ δλα τά παιδιά του [σια τό ψωμi ιcαi τό μυαλό. Ή • Αδικία, ή Σκληρό­ τητα, ή Λαχτάρα, ή Πείνα εΙναι oi τέσσε­ ρεις φοράδες που όδηγοi>ν τό άρμα του άπάνω στην καιcοτράχαλή μας τούτη γflς. •Από τήν ευτυχία, άπό τήν καλοπέραση κι άπό τή δόξα ποτέ δέν πλάθεται δ Θεός, παρά άπό τήν ντροπή, ό.πό τήν πείνα ιcαι τά δάιcρυα. Σε κάθε κρίσιμη στιγμή, μιά παράταξη ό.νθριοποι ριψοιcιντύνευαν μπρο­ στά θεοφόροι και πολεμοσσαν, παίρνοντας dπάνω τους δλη τήν εόθύνη τf\ς μάχης. Μιά φορά κι fναν καιρό οι lερεtς, οι βασιλιάδες, ο{ dρχόντοι, ο{ dστοi - ιcαi δημιουργοΟσαν πολιτισμούς, λευτέρωναν τή θεότητα. Σήμερα ό Θεός εΙναι άργάτης, άγριεμέ­ νος dπό τόν κάματο, άπό τήν όργή κι dπό τήν πείνα. Μυρίζει καπνό, κρασί κι Ιδρώ­ τα. Βλαστημάει, πεινάει, γεννάει παιδιά, δέν μπορεt νά κοιμηθεt, φωνάζει στ' dνώ­ για ιcαί στά κατώγια τfjς γf\ς ιcαi φοβερίζει. ·ο άγέρας άλλαξε, άναπνέμε μιάν άνοιξη βαριά, γιομάτη σπόρους. Φωνές σηκώ78

ΑΣΚΗΠΚΗ

νοuνται. Ποιός φωνάζει; •εμεtς φωνάζου­ με, ο{ άνθρίbποι - ο{ ζωντανο{, ο{ πεθα­ μένοι κι ο{ άγέννητοι. Μά κι εbτύς μaς πλακώνει δ φόβος καi σωπαίνουμε. Ξεχνο\Jμε άπό τεμπελιά, άπό συνήθεια, άπό άναντρία. Μά ξάφνου πάλι Κραυγή ξεσκtζει σάν άιτός τά σωθικά μας. Γιατi δέν εtναι άπόξω, δέν !ρχεται άπό dλάργα γιά νά ξεφiΥyουμε. Μέσα στήν καρδιά μας κάθεται Κραυγή καi φωνάζει. «Κά\jlε τό σπ{τι σου!» φωνάζει δ Θεός. «•Έρχουμαι! ··σποιος !χει σπίτι δέν μπο­ ρεt νά μέ δεχτεt. »Κά\jlε τίς Ιδέες σου, σύντρι\jlε τους συλλογισμούς σου! •·Οποιος !χει βρει τή λύση δέν μπορεt νά μέ βρεt. »Άγαπi.ο τους πεινασμένους, τους dνή­ συχους, τους dλfiτες. Αότοί αiώνια συλ­ λογιο\Jνται τήν πείνα, την άνταρσία, τό δρόμο τόν άτέλειωτο - 'Εμένα! »'Έρχουμαι! Παράτα τη γυνα{κα σου, τά παιδιά σου, τiς Ιδέες σου κι dκλούθα μου. Εtμαι δ μέγας • Αλήτης. »· Ακλούθα! Περπάτα dπάνω dπό τη χα­ ρά ιcι άπό τή θλί\jlη, dπό την εlρήνη, τή δικαιοσύνη, την dρετή! ·εμπρός! Σύντρι\jlε τά εtδωλα το\Jτα, σύντρι\jlέ τα, δέ χωρi.ο! Συντρί\jlου καi σi> Ύιά νά περάσω!»

τι

τι

79

ΑΣΚΗΙ1ΚΗ

Φωτιά! Νά tό μέγα χρέος μας σήμερα. μέσα σέ τόσο dνήθικο κι dνέλπιδο χάος. Πόλεμο στούς dπιστοuς! •· Απιστοι εtναι ol εf>χαριστημtνοι, ο{ χορτασμένοι, ol στεtροι. Τό μίσος μας εtναι χωρiς συβιβασμό, ΎLαti κατέχει πως καλύτερα, βαθύτερα dπό τiς ξέπνοες φιλάνθρωπες dγάπες, δου­ λεύει τόν fρωτα. ΜισοΌμε, δέ βολευόμαστε, εtμαστε dδι­ κοι, σκληροί, γιομάτοι dνησυχία καi πί­ στη, ζητοt)με τό dδύνατο, σάν τούς έρω­ τεμtνοuς. Φωτιά, νά καθαρίσει γflς! Ν" dνοιχτεt 4βυσσο φοβερώτερη dκόμα dνάμεσα καλοΟ καi κακοσ, νά πληθύνει dδικ{α, νά ιcατε­ βεt Πείνα καi νά θερίσει tά σωθικά μας, dλλιtος δέ σωζόμαστε. Μιά κρίσιμη βίαιη στιγμη εtναι Ιστο­ ρικη έποχή μας έτούτη, fνας ιcόσμος γιcρε­ μίζεται, fνας dλλος δέν lχει άκόμα γεν­ νηθεt. Ή έποχή μας δέν εtναι στιγμή Ισορρόπησης, δπόταν εf>γένεια, δ συβι­ βασμός, εtρήνη, dγάπη θά ·τανε γό­ νιμες dρετές. Ζοt;με τη φοβερή Ιφοδο, δρασκελίζουμε τούς όχτρούς, δρασκελίζουμε τούς φίλοuς που παραπομtνουν, κιντυνεύουμε μέσα στό

τι τι

τι

τι

τι

τι

80

τι

ΑΣΚΗΠΚΗ

χάος, ,ινιγόμαστε. Δέ χωροσμε πιά στlς παλιές άρετές ιcι tλπίδες, στiς παλιές θεωρίες ιcαi πράξες. ·ο dνεμος τοΟ όλέθρου φυσάει· αf>τή ε{ναι σήμερα ή πνοη τοΟ Θεοσ μας liς πδ.με μαζί του! • Ο άνεμος τοΟ όλέθρου ε{ναι τό πρilrro χορευτικό συνέπαρμα τf\ς δημιουργιιcf\ς περιστροφf\ς. Φυσάει ,ιάνω άπό τiς κεφαλές κι άπό τiς πολιτεtες, γκρε­ μίζει τiς Ιδέες ιcαi τά σπίτια, περνάει άπό τiς έρημιές, φωνάζει: «Έτοιμαστεtτε! Πό­ λεμος! Πόλεμος!» Τούτη ε{ναι ή tποχή μας, καλη fι κακή, cbραία fι άσκημη, πλούσια fι φτωχή, δέν τή διαλέξαμε. Τούτη ε{ναι ή tποχή μας, δ dγέρας πού άναπνέμε, ή λάσπη πού μaς δόθηκε, τό ψωμί, ή φωτιά, τό πνέμα! •· Ας δεχτοΟμε παλικαρίσια την άνάγιcη. Πολεμικός μaς !λαχε δ ιcλf\ρος, liς ζώσου­ με σφιχτά τη μέση μας, liς dρματώσουμε τό κορμί, τήν ιcαρδιά καi τό μυαλό μας! 'Άς πιάσουμs τή θέση μας στή μάχη! ·ο πόλεμος ε{ναι δ νόμιμος dρχοντας τοσ καιροσ τούτου. Σήμερα, dρτιος, ένά­ ρετος dνθρωπος εtναι μονάχα δ πολεμι­ στής. Γιατi μονάχα αότός, πιστός στή μεγάλη πνοή τοσ ιcαιροσ μας, γκρεμίζον­ τας, μισώντας, tπιθυμώντας, άιcολουθάει 81

ΑΣΚΗ11ΚΗ

τό σiryιρονο πρόσταγμα toO θεοΟ μας. ·Η ταύτισή μας τούτη μέ tό Σύμπαντο γεννάει τiς δυό dνώτατες dρετές τf1ς ήθι­ κf1ς μας: τήν εόθύνη καi tή θυσία. Μέσα μας, μέσα στόν dνθρωπο, μέσα σtά σκοτεινά πλήθη, χρέος fχουμε νά. βοηθήσουμε τό θεό, πού πλαντάει, νά λευτερωθεt. Κάθε στιγμή πρέπει νά 'μασtε lτοιμοι γιά χάρη του νά δώσουμε τή ζωή μας. Για­ ti ή ζωή δέν εtναι σκοπός, εtναι δργανο κι α&tή, δπως δ θάνατος, δπως ή όμορφιά, ή dρετή, ή γνώση. 'Όργανο τίνος; ΤοΟ θε­ οσ πού πολεμάει γιά έλευτερία. •• Ολοι εtμαστε fνα, δλοι εtμαστε μιά κιντυνεύουσα ούσία. Μιά ψυχή στήν dιφα τοΟ ιc:όσμου που ξεπέφτει, συντραβάει στόν ξεπεσμό της ιc:αi τήν ψυχή μας. ·Ένα μυα­ λό στήν dιc:ρα τοσ κόσμου που βυθίζεται στήν ήλιθιότητα, γιομώνει τά μελίγγια μας σκοτάδι. Γιατi fνας στά πέρατα τ' ούρανοΟ ιc:αi τf1ς Ύf1ς dγωνίζεται. ·ο ·Ένας. Κι liv χα­ θεt, έμεiς !χουμε τήν εύθύνη. 'Άν χαθεi, έμεtς χανόμαστε. Νά γιατί ή σωτηρtα τοΟ Σύμπαντου εtναι και δική μας σωτηρία κι ή dλληλεγγύη μέ 82

ΑΣΚΗ'ΠΚΗ

τούς dνθρώποuς δέν εtναι πιά τρυφερό­ ιcαρδη πολυτέλεια παρά βαθιά αότοσυν­ τήρηση ιcι dνά'γ1Cη. • Ανά'γ1Cη, δπως σ· Ινα στρατό πού μάχεται, ή σωτηρία τοn παρα­ στάτη σου. Μά ή ήθική μας άνηφορίζει dκόμα dψη­ λότερα. ., Ολοι εtμαστε Ινας στρατός και μαχόμαστε. Μά δέν ξέρουμε μέ βεβαιότη­ τα liv θά νικήσουμε, δέν ξέρουμε μέ βεβαιό­ τητα liν θά νιιcηθοCΙμε. "Υπάρχει σωτηρία, ύπάρχει Ινας σκο­ πός πού τόν ύπηρετοΟμε κι i>πηρετώντας τον βρίσκουμε τή λύτρωσή μας; "Ή δέν ύπάρχει σωτηρία, δέν f.>πάρχει σκοπός, δλα εlναι μάταια κι ή συνεισφορά μας δέν fχει καμιάν άξία; Μήτε τό Ινα μήτε τό dλλο. Ό θεός μας δέν εtναι παντοδύναμος, δέν εtναι πα­ νάγαθος, δέν εtναι σίγουρος πώς θά νιιcή­ σει, δέν εtναι σίγουρος πώς θά νικηθεt. Ή οόσία τοΟ θεοΟ μας εlναι σκοτεινή, ωριμάζει δλοένα, tσως ή νίκη στερεώνεται μέ κάθε γενναία μας πράξη, tσως κι δλες τοΟτες ο{ dγωνίες γιά λυτρωμό καi νίκη εlναι κατώτερες dπό τή φύση τf\ς θεότη­ τας. "Ό,τι κι liν ε{ναι, tμεtς πολεμοΟμε χωρiς βεβαιότητα, κι ή dρετή μας, μή δντας σί83

ΑΣΚΗΠΚΗ

γουρη γιά τήν άμοιβή, άποχτάει βαθυtατη ε{ryένεια. •, Ολες ο{ tντολές άναστατώνουνται. Δέ βλέπουμε, δέν άκοσμε, δε μισοσμε, δέν άγαποσμε πιά σάν πρίότα. •Ανανεώνεται ή παρθενία της γης. Καινούρια γέψη παίρ. νει τό ψωμί, τό νερό, ή γυναίκα. Καινο6ρια, άwπολόγιστη άξία, ή πράξη. •• Ολα άποχτοσν άπροσδόκητη δ.γιότη­ τα - ή όμορφιά, ή γνώση, ή tλπίδα, δ οικονομικός άγώνας, ο{ καθημερινές, τά­ χατε άσήμαντες, fγνοιες. Παντοσ άνατρι­ χιάζοντας νογο6με την tδια γιγάντια σκλα­ βωμένη Πνοή νά μάχεται γιά έλευτερία. Καθένας !χει τό δρόμο τόν tδικδ του πού τόνε φέρνει στή λύτρωση - δ Ινας τήν άρετή, δ άλλος τήν κακία. "'Αν δ δρόμος πού δδηγάει στη λύτρωσή σου εtναι ή άρρώστια, ή ψευτιά, ή άτιμία, χρέος σου νά βυθιστεtς στήν άρρώστια, στήν ψευτιά, στήν άτιμία, γιά νά τiς νική­ σεις. •Αλλιίi)ς δέ σώζεσαι. "Αν δ δρόμος πού δδηγάει στή λύτρωσή σου εtναι ή άρετή, ή χαρά, ή dλήθεια, χρέ­ ος σου νά βυθιστεtς στήν άρετή, στή χαρά, στήν dλήθεια, γιά νά τiς νικήσεις, νά τiς άφήσεις πίσω σου. •Αλλιίi)ς δε σώζεσαι. 84

ΑΣΚΗΠΚΗ

Δέν κολεμοΟμε τά σιcοτεινά μας πάθη μέ νηφάλια, άναιμικιά, οi>δέτερη, πάνω άπό τά πάθη άρετή. Παρά μέ dλλα σφοδρότερα πάθη. •Αφήνουμε τή θύρα μας άνοιχτή στήν άμαρτία. Δέ βουλώνουμε τ' αύτιά μας νά μήν άκουσουμε τίς Σειρf\νες. Δέ δενόμα­ στε άπό φόβο στό κατάρτι μιaς μεγάλης Ιδέας· μήτε παρατοσμε τό καράβι ιcαί χανόμαστε γρικώντας, φιλώντας τίς Σει­ ρf\νες. Παρά έξακολουθοΟμε τήν πορεία μας, άρπάζουμε και ρίχνουμε τiς Σειρf\νες στό καράβι μας και ταξιδεύουν κι αi>τές μαζί μας. Τούτη ε{ναι, σύντροφοι, ή καινο6ρια •Ασκητική μας! Ό Θεός φωνάζει στην καρδιά μόυ: Σιbσε με! ·ο Θεός φωνάζει στού πεθάνει. •Αλλι({)ς δt σώζεται. Γιατι tδια φυχή του εtναι σκορπισμένη, σκλαβωμένη στά πράματα το&tα γύρα του, στά δέντρα, στά ζιbα, στούς dνθρώπους, στις Ιδέες, ιcι αότή, τήν φυχή του, σώζει τελώντας τούς dθλους. "Αν εtσαι dργάτης, δούλευε τή Ύfις, βόηθα τη νά ιcαρπ{σει. Φωνάζουν ο{ σπό­ ροι μέσα dπό τά χώματα, φωνάζει δ θεός μέσα dπό τούς σπόρους. Λευτέρωσέ τον. ·Ένα χωράφι προσμένει dπό σένα τή λύ­ τρωση, μιά μηχανή προσμένει dπό σένα τήν φυχή της. Πιά δtν μπορεtς νά σωθεtς, &ν δtν τά σώσεις. "Αν εtσαι πολεμιστής, μή λυπιισαι, δtν εtναι στήν περιοχή τοt'> χρέους σου tι συμπόνια. Σκότωνε τόν δχτρό dνήλεα. Μέ­ σα dπό tό σιbμα τοt'> δχτροt'> dιcου τό θεό νά φωνάζει: «Σκότωσε τό σιbμα τοt'>το, μ' έμποδ{ζει· σκότωσέ το νά περάσω!)) ••Αν εtσαι σοφός, πολέμα στό χρανίο,





90

ΑΣΚΗΠΚΗ

σκότωνε τις Ιδέες, δημιο6ργα καινούριες. ·ο θεός κρύβεται μέσα σέ κάθε Ιδέα, δπιος μέσα σέ σάρκα. Σ6ντριψε τήν Ιδέα, λευ­ τέριοσέ τον! Δ&σε τοu μιάν dλλη Ιδέα, πιό άπλόχωρη, νά κατοικήσει. ''Αν εlσαι γuναίιcα, lιγάπα. Διάλεξε, lινά­ μεσα dπ' δλους τους tiντρες, μέ σκληρό­ τητα, τόν πατέρα τlbν παιδιlbν σου. Δέ διαλέγεις έσ6· διαλέγει δ tiναρχος, lικα­ τάλυτος, dνήλεος μέσα σου άρσενιιcός θεός. Τέλεψε δλο σου τό χρέος, τό γιο­ μάτο πίκρα, Ιρωτα κι lιντρεία. Δlbσε δλο σου τό κορμί, τό γιομάτο αlμα ιcαi γάλα. Νά λές: Έτοστος, πού ιcρατlb στόν κόρ­ φο μου και τόν βυζαίνω, θά σώσει τό θεό. ·Άς τοσ δώσω τό αtμα μου δλο και τό γάλα. Βαθιά, άπροσμέτρητη ή 4ξία τοσ ρεο6μενου το6τοu κόσμου: άπό αf>τόν πιάνεται δ θεός κι lινεβαίνει· άπό αf>τόν θρέφεται δ θεός και πληθαίνει. ·Ανοίγει ή καρδιά μου, φιοτ{ζεται δ νοσς, και μονομιdς τό φοβερό τοσtο στρατόπεδο τοΟ κόσμου μοΟ ξεσκεπάζεται έριοτικιά παλαίστρα. Δuό σφοδροi άντ{θετοι dνεμοι, δ Ινας άρσενικός, δ dλλος θηλυκός, σuναντήθη. 91

ΑΣΚΗΠΚΗ

ιcαν ιcαi συγκρούονται σ· fνα σταυροδρό­ μι. Σοζυγιάστηιcαν μιά στιγμή, 1tύκνmσαν, γενf\ιcαν δρατοί. Τό σταυροδρόμι τοΟτο εtναι τό Σύμπαντο. Τό σταυροδρόμι τοΟτο εtναι ή καρδιά μου. 'Από τό πιό σιcοτεινό μόριο 6λης &ς τόν πιό μεγάλο στοχασμό, μεταδίνεται δ χορός τfjς γιγάντιας έραιτιιcιdς σύγιcροu­ σης. Ή ϋλη εtναι ή γυναίκα τοΟ ΘεοΟ μου· ο{ δυό μαζί παλεύουν, γελοσν ιcαί ιcλαtνε, φωνάζουν μέσα στό θάλαμο τflς σάρκας. Γεννοβολοσν, μελίζουνται. Γιομώνουν στεριά καί θάλασσα κι ά.γέρας ά.πό φuτο­ λόι, ζωολόι, ά.νθραιπολόι καί πνέματα, τό ά.ρχέγονο ζευγάρι μέσα στό ιcάθε ζωντανό ά.γκαλιάζεται, διαμελίζεται και πληθα{νει. �· Ολη ή ά.γωνία τοσ Σύμπαντου συμμα­ ζωμένη ξεσπάει στό κάθε ζωντανό ιcαi δ θεός μέσα στή γλύιcα, μέσα στήν πίκρα τfjς σάρκας ιcιντυνεύει. Μά τινάζεται, πηδάει ά.πό τά φρένα ιcι ά.πό τά λαγόνια, χιμάει, πιάνεται ά.πό και­ νούρια λαγόνια καί φρένα, ιcαi ξεσπάει πάλι ά.παρχfjς δ ά.γώνας γιά τήν tλευτερ{α. Για πρώτη φορά, ά.πάνω στή γfίς έτούτη, μέσα ά.πό τό νοΟ κι ά.πό τήν καρδιά μας, κοιτάζει δ θεός τόν ά.γώνα του. 92

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ

Χαρά! Χαρά! Δέν f\ξερα πως δ κόσμος τοστος εtναι τόσο fνα μαζί μου, πως δλοι εtμαστε fνας στρατός, πως ο{ dνεμ&νες ιcαi t' dστρα μάχουνται, δεξά ζερβά μου, ιcαi δέ μέ γνωρίζουν, μά έγώ στρέφουμαι ιcαi τούς γνέφω. θερμό, dγαπημένο, γνώριμο, μυρίζοντας σάν tό κορμί μου, εtναι tό Σύμπαντο. 'Έρωτας μαζi ιcαi πόλεμος, σφοδρή dνη­ συχία, έπιμονή ιcι dβεβαιότητα. •Αβεβαιότητα ιcαi τρόμος. Σέ μιά βίαιη dστραπή ξεχωρίζω: στήν πιό dψηλή κορφή τfiς δύναμης dγιcαλιάζουνται -τό πιό στερνό, τό πιό φοβερό dντρόγυνο­ δ Τρόμος ιcι Σιγή. Κι dνάμεσά τους μιά Φλόγα.

τι

93

Η ΣΙΓΗ Μιά Φλόγα εtναι ή ψυχή τοΟ άνθρά)που· !να πύρινο πουλί, πηδάει άπό dαρi σέ dαρί, άπό κεφάλι σέ κεφάλι, καi φωνάζει: «Δέν μπορ& νά σταθό'>, δέν μπορ& νά χαό'>, κανένας δέν μπορεt νά μέ σβήσει!» Δέντρο φωτια γίνεται δλομεμιδ.ς τό Σύμπαντο. ·Ανάμεσα άπό τούς καπνούς κι άπό τiς φλόγες, άναπαμένος στήν κορυφή τflς πυρκαγιaς, κρατ άμόλευτο, δροσερό, γαλήνιο, τόν καρπό της φωτια.ς, τό Φς. •Από την άψηλή τούτη κορυφή κοιτάζω τήν κόκκινη γραμμή πού άνηφορίζει-τρε­ μάμενο α{ματερό φωσφόρισμα, πού σούρ­ νεται σάν Ιντομο έρωτεμένο μέσα άπό τούς άποβροχάρικους γύρους τοΟ μυαλοσ μου. Έγώ, ράτσα, άνθρΠοι, γf\ς, θεωρία και πράξη, θεός, φαντάσματα άπό χ.&μα καi μυαλό, καλά γιά τις άπλοiκές καρδιές πού φοβοt>νται, καλά γιά τiς άνεμογγάστρωτες ψυχές πού θαρροt>ν πώς γεννοΟνε. •Από ποσ έρχόμαστε; ΠοΟ πηγαίνουμε; Τί νόημα fχει τούτη ή ζωή; φωνάζουν ο{ καρδιές, ρωτοΟν ο{ κεφαλές, χτuπώντας τό χάος. 94

ΑΣΚΗΠΚΗ

Καi μιά φωτιά μέσα μου κίνησε ν' άπαν­ tήσει. θά •ρθει μιά μέρα, σίγουρα, ή φωτιά νά καθαρίσει tή γf\ς. θά 'ρθει μιά μέρα, σίγουρα, ή φωτιά νά έξαφανίσει tή γf\ς. Αόtή εtναι ή Δευτέρα Παρουσία. Μιά γλώσσα πύρινη εtναι ή ψυχή κι άγλε{φει καi μάχεται νά πυρπολήσει tόν κατασκότεινο δγκο το(> κόσμου. Μιά μέρα δλο τό Σύμπαντο θά γίνει πυρκαγιά. �Η φωτιά εtναι ή πρώτη κι ή στερνή προσωπίδα τοσ θεοσ μου. ·Ανάμεσα σέ δυό μεγάλες πυρές χορεύουμε καi κλαtμε. ΛαμποκοποΟν, άντηλαρίζουν ο{ στοχα­ σμοi καi τά κορμιά μας. Γαλήνιος στέ­ κουμαι άνάμεσα στiς δυό πυρές κι εtναι τά φρένα μου άκ{νητα μέσα στόν ιλιγγο καi λέω: Πολύ μικρός εtναι δ καιρός, πολύ στε­ νός εtναι δ τόπος άνάμεσα στiς δυό πυρές, πολύ όιcνός εtναι δ ρυθμός tιοστος tf\ς ζωf\ς - δέν fχω καιρό, δtν fχω τόπο νά χορέψω! Βιάζουμαι! Κι όλομεμιδ.ς δ ρυθμός τf\ς γf\ς γίνεται ιλιγγος, δ χρόνος έξαφανίζεται, ή στιγμή στροβιλίζεται, γiνεται αιωνιότητα, τό κάθε σημεtο -θές fντομο, θές dστρο, θές lδέα­ γίνεται χορός. ΥΗταν φυλακή, κι ή φυλακή συντρtβε9S

ΑΣΚΗΠΚΗ

ται κι ο{ φοβερές δυνάμες μέσα λευτερtb­ νουνται καl τό σημεtο δέν όπάρχει πιά! • Ο άνώτατος αότός βαθμός τf\ς άσκησης λέγεται: Σιγή. 'Όχι γιατl τό περιεχόμενο εtναι ή άκρότατη cϊφραστη άπελπισ{α γιά fι άκρότατη dφραστη χαρά κι έλπίδα. Μήτε γιατl εtναι ή άκρότατη γνώση, ποu δέν καταδέχεται μιλήσει, γιά ή άκρότα­ τη dγνοια, ποu δέν μπορεt. Σιγή θά πεt: Καθένας, άφοΟ τελέφει τή θητεία του σέ δλους τοuς dθλους, φτάνει πιά στην άνώτατη κορφή τf\ς προσπάθειας - πέρα άπό κάθε dθλο, δέν άγωνiζεται, δέ φωνάζει· cbριμάζει άλάκερος σιωπηλά, άιcα­ tάλυtα, αιώνια μέ τό Σύμπαντο. 'Αρμοδέθηιcε πιά, σοφίλιασε μέ τήν "Αβυσσο, δπως δ σπόρος τοΟ lιντρός μέ τό σπλάχνο της γυναίκας. Εtναι πιά ή •• Αβυσσο ή γυναίκα του καi τή δουλεύει, άνοίγει, τρώει τά σωθικά της, μετουσιώνει τό αtμα της, γελάει, κλαίει, άνε­ βαίνει, κατεβαίνει μαζί της, δέν τήνlιφήνει! Πiος μπορεtς νά φτάσεις στό σπλάχνο ti\ς •· Αβυσσος κ:αi τήν καρπίσεις; Αότό δέν μπορεt εlπωθεt, δέν μπορεt νά στρι· 6ποταχτεt σέ νόμους· μωχτεt σέ λόγια, καθένας !χει καί τή λύτρωση τή δική του, lιπόλυτα έλεύτερος.

να

να

να να

96

ΑΣΚΗΠΚΗ

Διδασιcαλtα δέν ύπάρχει, δέν 6πάρχει Λυtpωτής που v· dνο{ξει δρόμο. Δρόμος v· dνοιχτεt δέν 6πάρχει. Καθένας, dνεβαίνοντας dπάνω dπό τη δική τοu κεφαλή, ξεφεύγει ciπό τό μικρό, δλο dπορ{ες μυαλό τοu. Μέσα στή βαθια Σιγή, δρθιος, 4φοβος, πονώντας καi παίζοντας, cίνεβαίνοντας ά­ κατάπαuτα άπό κορυφή σέ κορυφή, ξέ­ ροντας πώς τό 6ψος δέν !χει τελειωμό, τραγούδα, κρεμάμενος στην 4βuσσο, τc μαγικό τοστο περήφανο ξόρκι: ΠΙΣΤΕΥΩ Σ• ΕΝΑ θΕΟ, ΑΚΡΠΑ, ΔΙΓΕΝΗ, ΣΤΡΑΤΕΥΟΜΕΝΟ, ΠΑΣΧΟΝ­ ΤΑ, ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟ, ΟΧΙ ΠΑΝΤΟ­ ΔΥΝΑΜΟ, ΠΟΛΕΜΙΣΤΉ ΣΤ ΑΚΡΟ­ ΤΑΤΑ ΣΥΝΟΡΑ, ΣΤΡΑΤΗΓΟ ΑΥΤΟ­ ΚΡΑΤΟΡΑ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΦΩΤΕΙΝΕΣ ΔΥΝΑΜΕΣ, ΤΙΣ ΟΡΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΟ­ ΡΑΤΕΣ. ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤ ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΑ, ΕΦΉ­ ΜΕΡΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΠΟΥ ΠΗΡΕ Ο θΕΟΣ ΣΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΚΑΙ ΞΕΚΡΙΝΩ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΥΤΗ ΡΟΗ ΤΟΥ ΤΗΝ ΑΚΑΤΑΛΥΤΗ ΕΝΟΤΗΤΑ. ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΑΓΡΥΠΝΟ ΒΑΡΥΝ ΑΓΩΝΑ ΤΟΥ, ΠΟΥ ΔΑΜΑΖΕΙ ΚΑΙ 97

ΑΣΚΗΊ1ΚΗ

ΚΑΡΠΙΖΕΙ ΤΗΝ ΥΛΗ - ΤΗ ΖΩΟΔΟ­ ΧΑ ΠΗΓΗ ΦΥΤΩΝ, ΖΩΩΝ ΚΙ ΑΝ­ θΡΩΠΩΝ. ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΑΝ­ θΡΩΠΟΥ, ΤΟ ΧΩΜΑΤΕΝΙΟ ΑΛΩΝΙ, ΟΠΟΥ ΜΕΡΑ ΚΑΙ ΝΥΧΤΑ ΠΑΛΕΥΕΙ Ο ΑΚΡΙΤΑΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ. «ΒΟΉΘΕΙΑ!» ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ. «ΒΟ­ ΗΘΕΙΑ!»ΚΡΑΖΕΙΣ, ΚΥΡΙΕ, ΚΙ ΑΚΟΥΩ. ΜΕΣΑ ΜΟΥ οι ΠΡΟΓΟΝΟΙ ΚΙ ΑΠΟ­ ΓΟΝΟΙ ΚΙ οι ΡΑΤΣΕΣ ΟΛΕΣ, ΚΙ ΟΛΗ Η ΓΗΣ, ΑΚΟΥΜΕ ΜΕ ΤΡΟΜΟ, ΜΕ ΧΑΡΑ, ΤΗΝ ΚΡΑΥΓΗ ΣΟΥ. ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΑΚΟΥΝ ΚΑΙ ΧΥ­ ΝΟΥΝΤΑΙ ΝΑ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΟΥΝ, ΚΥ­ ΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΜΟΝΑ­ ΧΑ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ.» ΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΣΕ ΛΥΤΡΩΣΑΝ, ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΑΖΙ ΣΟΥ, ΚΥΡΙΕ, ΚΑΙ ΛΕΝ: «ΕΓΩ ΚΑΙ ΣΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΝΑ.>> ΚΑΙ ΤΡΙΣΜΑΚΑΡΙΟΙ ΟΣΟΙ ΚΡΑ­ ΤΟΥΝ, ΚΑΙ ΔΕ ΛΥΓΟΥΝ, ΑΠΑΝΩ ΣΤΟΥΣ ΩΜΟΥΣ ΤΟΥΣ, ΤΟ ΜΕΓΑ, ΕΞΑΙΣΙΟ, ΑΠΟΤΡΟΠΑΙΟ ΜΥΣΠΚΟ: ΚΑΙ ΤΟ ΕΝΑ ΤΟΥΤΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ! 98

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ .............................................

9

Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ .................................... Πpctno χρtος .................................... Δεύtερο χρtος ........• .....• ................• • ..• Τρ(tο χρtος .............................. ........•

11 11 1S 21

Η ΠΟΡΕΙΑ ................................................ 27 Α' Σιc:αλο,ιάπ: Έ-yώ ........................... 30 Β' Ή Ράtσα .. ............................... ...... 34 Γ' Ή Άνθpωπόtηtα ........................... 41 Δ' Ή Γf\ς .......................................... 48

το

ΟΡΑΜΑ ............................................. S3

Η ΠΡΑΞΗ ................................................ Α' Σχέση θεοΟ ιc:ι 6.νθρcb,ιου ............... Β' Σχέση 6.νθρcb,ιου ιc:αι 6.νθρcb,ιου ......... Γ Σχέση 6.νθρcb,ιου ιc:αi φύσης ......... ...

63 63 74 86

Η ΣΙΓΗ ................................................... 94

99

Η

ΑΣΚΒΤΙΚΗ ΤΟΥ

ΝΙΚΟΥ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗ ΞΑΝΑΣΊΌΙΧΕΙΟθΕΤΗθΗΚΕ ΚΑΙ ΤΥΠΩθΗΚΕ ΣΤΑ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΑ ΖΑΒΑΛΛΗ ΛΤΔ ΣΤΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑ ΤΟ 1985 ΜΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΠΑΤΡΟΚΛΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΙΕ' ΕΠΑΝΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ 5.000 ΑΝΤΙΤΥΠΑ ΣΤΙΣ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕΧΝΕΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ Αθ. ΠΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ - ΑθΗΝΑ το ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ ΤΟΥ 2001

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF