Abigail Gibbs (2012) - Σκοτεινη Ηρωιδα
December 24, 2017 | Author: MariaDimitriadou | Category: N/A
Short Description
Σκοτεινη Ηρωιδα...
Description
ΚΕΦAΛΑΙΟ 1
Βιολέτα ΠΟΛΥ ΦΟΒΑΜΑΙ ΠΩΣ η πλατεία Τραφάλγκαρ δεν είναι το καλύτερο μέρος να βρίσκεται κανείς στη μία η ώρα τη νύχτα. Για να πω την αλήθεια, μάλλον δεν είναι γενικά το καλύτερο μέρος να βρίσκεσαι μόνος, οποιαδήποτε ώρα της νύχτας. Παρ’ όλα αυτά, είχα καταφέρει να στέκομαι ολομόναχη στη μέση της πλατείας, τουρτουρίζοντας κάτω από την επιβλητική σκιά της Στήλης του Νέλσον, που δέσποζε στον μουντό λονδρέζικο ουρανό. Καθώς ο ψυχρός αέρας εκείνης της νύχτας του Ιουλίου ορμούσε καταπάνω μου σε κύματα, ανάμεσα από τα κτίρια που περικύκλωναν την πλατεία, ανατρίχιασα και τύλιξα το παλτό μου όσο πιο σφιχτά μπορούσα γύρω μου, αρχίζοντας να μετανιώνω στα σοβαρά για το σούπερ κοντό φόρεμα που είχα επιλέξει να φορέσω. Αλλά τι να κάνεις; Η ομορφιά θέλει θυσίες. Ένα περιστέρι που φτερούγισε δίπλα μου μου έκοψε την ανάσα. Άρχισα να κοιτάζω με αγωνία τους γύρω δρόμους με την ελπίδα πως θα δω επιτέλους τις φίλες μου να ’ρχονται. Μ’ αρέσει που μου είπαν ότι θα πήγαιναν απλώς να «τσιμπήσουν» κάτι. Το σούσι μπαρ ωστόσο ήταν δυο λεπτά δρόμος, και είχαν περάσει ήδη είκοσι. Ήμουν σίγουρη πως ήταν με τα παιδιά που είχαμε γνωρίσει νωρίτερα και απλώς καλοπερνούσαν. Και πολύ καλά έκαναν. Ποιος ο λόγος άλλωστε να ανησυχούν για την κακομοίρα τη Βιολέτα Λι; Προχώρησα ως τα παγκάκια στο βάθος της πλατείας και κάθισα κάτω από μια σκοτεινή συστάδα δέντρων. Αναστέναξα και άρχισα να τρίβω τα παγωμένα χέρια μου στα γόνατα για να τα ζεστάνω, μετανιώνοντας οικτρά που είχα αποφασίσει να μην πάω μαζί τους. Ρίχνοντας μια τελευταία ματιά γύρω γύρω στην πλατεία, έβγαλα το κινητό μου και πάτησα το πλήκτρο της ταχείας κλήσης. Άρχισε να χτυπάει, μέχρι που βγήκε ο τηλεφωνητής: «Γεια, εδώ Ρούμπι. Δεν μπορώ ν’ απαντήσω αυτή τη στιγμή, γι’ αυτό αφήστε το μήνυμά σας μετά το μπιπ. Φιλάκια!».
5
Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. «Πού στον διάολο είστε, ρε Ρούμπι; Αν είσαι με κανέναν γκόμενο, σου τ’ ορκίζομαι πως θα σε σκοτώσω! Έχω ψοφήσει απ’ το κρύο τόση ώρα. Τέλος πάντων, πάρε με μόλις ακούσεις το μήνυμα». Έκλεισα το τηλέφωνο και το έχωσα στην εσωτερική τσέπη του παλτού μου. Ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δε θα άκουγε το μήνυμα. Τουλάχιστον όχι άμεσα. Μάζεψα τα γόνατά μου στο στήθος σε μια προσπάθεια να ζεσταθώ και άρχισα να σκέφτομαι μήπως θα έπρεπε απλά να πάρω ένα ταξί και να γυρίσω σπίτι. Αλλά αν τελικά ερχόταν η Ρούμπι και δε μ’ έβρισκε, θα με τρέλαινε στην γκρίνια για κανένα μήνα. Ηττημένη, αποφάσισα πως μάλλον θα έπρεπε απλά να την περιμένω. Ακούμπησα το κεφάλι στα γόνατά μου και έμεινα να κοιτάζω την πορτοκαλί ομίχλη που σκέπαζε τον ουρανό του Λονδίνου. Τα γέλια μιας μεθυσμένης παρέας στο βάθος του δρόμου τράβηξαν την προσοχή μου, και τους ακολούθησα για λίγο με το βλέμμα μου, μέχρι που χάθηκαν παραπατώντας σ’ ένα σκοτεινό σοκάκι. Λίγα λεπτά αργότερα ένα διώροφο κόκκινο λεωφορείο, με μια τεράστια επιγραφή στο πλάι που προέτρεπε ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ, πέρασε αργά πίσω από το ίδιο το αξιοθέατο που διαφήμιζε. Έκανε τον γύρο της πλατείας, προτού εξαφανιστεί μέσα στον λαβύρινθο από βικτωριανά κτίρια που κυριαρχούσαν στο κέντρο της πόλης. Φεύγοντας, ήταν σαν να πήρε μαζί του και το βουητό της πόλης, βυθίζοντας την πλατεία στη σιωπή. Αναρωτήθηκα με ποιο από τα δύο αγόρια που είχαμε γνωρίσει λίγες ώρες πριν είχε μπλέξει η Ρούμπι. Για άλλη μια φορά ευχόμουν να μπορούσα να είμαι το ίδιο ανέμελη, ή για να το θέσω πιο σωστά: το ίδιο χαλαρή με τη Ρούμπι. Αλλά δε μου έβγαινε. Όχι μετά τον Τζόελ. Η ανησυχία μου μεγάλωνε κάθε λεπτό που περνούσε. Επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Τι στο καλό; Δεν είχε βγει ο κόσμος έξω; Έριξα μια ματιά γύρω μου μήπως και δω να περνάει κανένα ταξί, αλλά οι δρόμοι ήταν άδειοι και η πλατεία έρημη. Η μόνη υποψία κίνησης προερχόταν από το νερό των σιντριβανιών γύρω απ’ τη Στήλη του Νέλσον, που στραφτάλιζε κάτω απ’ το κιτρινωπό φως της λάμπας. Έβγαλα ξανά το κινητό απ’ την τσέπη, σκοπεύοντας να πάρω τον πατέρα μου για να έρθει να με μαζέψει, όταν έπιασα κάτι να τρεμοπαίζει με την άκρη του ματιού μου. Πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο, αρπάζοντας το κινητό στον αέρα, και με την καρδιά στο στόμα κοίταξα γύρω μου για κάποια, οποιαδήποτε κίνηση. Τίποτα. Κούνησα το κεφάλι προσπαθώντας να ελέγξω τον πανικό που θέριευε μέσα μου. Θα ’ταν πάλι κανένα περιστέρι, καθησύχασα τον 6
εαυτό μου. Σιγά σιγά άρχισα να ηρεμώ. Με τα δάχτυλά μου μουδιασμένα απ’ το κρύο, άρχισα να πληκτρολογώ το τηλέφωνο του σπιτιού μου, ρίχνοντας ταυτόχρονα κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά. Κι όμως, κάτι είχε κινηθεί. Μια σκιά είχε περάσει φευγαλέα μπροστά από ένα από τα τεράστια σιντριβάνια, υπερβολικά γρήγορα για να διακρίνω κάποια φιγούρα. Η πλατεία, κατά τ’ άλλα, έδειχνε έρημη, εκτός από μερικά περιστέρια που υψώνονταν φτεροκοπώντας πανικόβλητα προς τον ουρανό. Πήρα βαθιά ανάσα και προσπάθησα να συγκεντρωθώ. Το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει, αλλά η σύνδεση ήταν πολύ κακή. Με το ζόρι μπορούσα ν’ ακούσω το κουδούνισμα μέσα από τις διακοπές που έκανε το κινητό. Άρχισα να κουνάω το πόδι μου νευρικά. Η υπομονή μου είχε αρχίσει να εξαντλείται. «Μη μου κάνεις τέτοια τώρα…» μουρμούρισα. Έριξα μια γρήγορη ματιά στην οθόνη. Το σήμα έδειχνε μια χαρά. Έφερα ένα γύρο την πλατεία με το βλέμμα μου, σταματώντας πάνω στη Στήλη του Νέλσον, που υψωνόταν επιβλητική εκατοντάδες μέτρα ψηλά. Οι λαμπεροί προβολείς που φώτιζαν την κορυφή του αγάλματος τρεμόπαιξαν σαν φλόγα που τη φυσάει το αεράκι. Μετά από λίγο σταθεροποιήθηκαν, το ίδιο έντονοι και λαμπεροί με πριν. Ανατρίχιασα, αλλά αυτή τη φορά δεν ήταν απ’ το κρύο. Ευχήθηκα με όλο μου το είναι να απαντούσε κάποιος στο τηλέφωνο, αλλά μετά από ένα τελευταίο αδύναμο κουδούνισμα η σύνδεση διακόπηκε οριστικά. Έμεινα να κοιτάζω το τηλέφωνό μου με γουρλωμένα μάτια. Η αδρεναλίνη μου είχε χτυπήσει κόκκινο. Βάλθηκα να λύνω τα πέδιλά μου, καρφώνοντας το βλέμμα μου με δυσπιστία στην κορφή της Στήλης. Η σκιά που είχα δει λίγη ώρα πριν να περνάει μπροστά απ’ το άγαλμα εξαφανιζόταν τώρα, με την ίδια ταχύτητα που είχε εμφανιστεί. Έλυσα ψηλαφιστά και το τελευταίο λουράκι των πέδιλών μου, τα πήρα στα χέρια και άρχισα να περπατάω κρατώντας τα σφιχτά στην αγκαλιά μου. Δεν είχα κάνει καλά καλά δυο βήματα, όταν πέτρωσα, ανίκανη να προχωρήσω έστω κι ένα εκατοστό παραπέρα. Μια παρέα αντρών, ντυμένοι με καφέ καμπαρντίνες, κατέβαιναν τα σκαλιά της πλατείας, κρατώντας στα χέρια ραβδιά με ακονισμένες άκρες. Τα πρόσωπά τους ήταν σκοτεινά και σκαμμένα, γεμάτα ουλές. Το βλέμμα τους βλοσυρό και αποφασιστικό. Οι βαριές τους πατημασιές ηχούσαν εκκωφαντικά στ’ αυτιά μου καθώς πλησίαζαν όλο και πιο πολύ προς το κέντρο της πλατείας. Σηκώθηκα απ’ το παγκάκι τρέμοντας, και με αργές κινήσεις πήγα και κουλουριάστηκα πίσω του. Χώθηκα όσο πιο βαθιά μπορούσα στη σκιά της φυλλωσιάς ενός δέντρου. 7
Ένας απ’ τους άντρες, μάλλον ο αρχηγός της παρέας, φώναξε κάτι και οι υπόλοιποι απλώθηκαν, σχηματίζοντας μια σειρά περιμετρικά της πλατείας, καλύπτοντας όλη την περιοχή, απ’ το ένα σιντριβάνι ως το άλλο. Ήταν καμιά τριανταριά πάνω κάτω. Στη συνέχεια, σαν ένα σώμα, σταμάτησαν ακριβώς μπροστά από τη Στήλη, με τις καμπαρντίνες τους να ανεμίζουν καθώς ο αέρας περνούσε σαν κύμα ανάμεσά τους. Η σιωπή στην πλατεία ήταν εκκωφαντική. Τα βλέμματά τους ήταν προσηλωμένα στο κέντρο του κύκλου που είχαν σχηματίσει. Περίμεναν απλώς ακίνητοι. Σήκωσα ξανά το βλέμμα μου προς την κορφή της Στήλης. Το άγαλμα ήταν λουσμένο στο φως ως συνήθως. Οι μόνες σκιές ήταν αυτές που σχηματίζονταν από τους άντρες και τα δέντρα κάτω απ’ τα οποία είχα βρει καταφύγιο. Κάποια φύλλα έπεσαν αργά στο έδαφος, δίπλα στο παγκάκι όπου βρισκόμουν. Και τότε, συνέβη. Η πλατεία ξύπνησε μέσα σ’ έναν παροξυσμό κίνησης, καθώς κάτι πετάχτηκε απ’ το πουθενά πίσω από τα δέντρα και, περνώντας ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι μου, προσγειώθηκε χωρίς ούτε καν ένα τρίκλισμα στο σκληρό έδαφος τρία περίπου μέτρα μακριά. Έτριψα τα μάτια μου, ανίκανη να πιστέψω ότι εκείνο που μόλις είχα δει ήταν άνθρωπος, αλλά προτού καταφέρω να ρίξω άλλη μια ματιά, ό,τι κι αν ήταν είχε ήδη εξαφανιστεί. Οι άντρες, που φαίνονταν το ίδιο αιφνιδιασμένοι μ’ εμένα, έκαναν λίγα βήματα προς τα πίσω παραπατώντας από τον πανικό. Κάποιοι άρχισαν να μαζεύονται προς το κέντρο του κύκλου, αλλά η τάξη επανήλθε σχεδόν αμέσως όταν ο άντρας που υπέθετα πως ήταν αρχηγός τους ύψωσε το χέρι του, τραβώντας ταυτόχρονα ένα ασημένιο ραβδί με αιχμηρή μύτη μέσα απ’ το παλτό του, το οποίο έγινε διπλό μ’ ένα γρήγορο τίναγμα του καρπού του. Στριφογύρισε το ραβδί του μια δυο φορές, σαν να θαύμαζε τη λάμψη του καθώς έπεφτε το φως πάνω του. Τα χείλη του σχημάτισαν ένα χαμόγελο ικανοποίησης, και στάθηκε ακίνητος σαν να περίμενε πάλι κάτι. Ο αρχηγός ήταν ψηλόλιγνος και αρκετά νέος – κατά τη γνώμη μου, δεν πρέπει να ήταν πάνω από είκοσι. Το πρόσωπό του δεν ήταν σκαμμένο και ταλαιπωρημένο όπως των άλλων γύρω του. Τα μαλλιά του ήταν κοντά και τόσο ξανοιγμένα, που φαίνονταν σχεδόν λευκά, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το ηλιοκαμένο δέρμα του και τη δερμάτινη καφέ καμπαρντίνα του. Χαμογέλασε πλατιά καθώς τα μάτια του έπεσαν πάνω στη φιγούρα που είχε προσγειωθεί τόσο κοντά μου. Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα, σίγουρη πως από λεπτό σε λεπτό θα με εντόπιζε, αλλά 8
η προσοχή του στράφηκε σχεδόν αστραπιαία προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε έναν άντρα που έκανε την εμφάνισή του πίσω από τα σιντριβάνια. Μάλλον όχι άντρα, αγόρι, σίγουρα όχι πολύ μεγαλύτερο από μένα. Το βλέμμα του ήταν γλαρό, τα μάγουλά του βαθουλωμένα και το δέρμα του χλωμό, σταχτί – σχεδόν διάφανο. Ήταν εξίσου ψηλός με τον τύπο με την καμπαρντίνα, αλλά από τους μυς που διαγράφονταν κάτω από το στενό του πουκάμισο ήταν ολοφάνερο πως ήταν πολύ πιο γυμνασμένος. Τα μπράτσα του είχαν την ίδια σταχτί απόχρωση με το πρόσωπό του, μόνο που ήταν καλυμμένα με κόκκινες πανάδες, σαν να ’χε πάθει εγκαύματα απ’ τον ήλιο. Τα χείλη του είχαν το λαμπερό κόκκινο χρώμα του αίματος, όπως και τα μαλλιά του, που ήταν κουρεμένα καρφάκια. Ανοιγόκλεισα για μια στιγμή τα μάτια και… είχε χαθεί. Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντάς τον με το βλέμμα μου. Με έκπληξη είδα πως είχαν εμφανιστεί κι άλλοι σαν κι εκείνον, με τα ίδια γλαρά μάτια, το ίδιο χλωμό δέρμα. Περικύκλωσαν την ομάδα που βρισκόταν στη μέση της πλατείας, κοιτώντας τους με μια έκφραση αηδίας, αλλά και εύθυμη ταυτόχρονα. Είχαν εμφανιστεί απ’ το πουθενά, πετώντας σαν σαΐτες απ’ τη μια πλευρά στην άλλη με αφύσικη ταχύτητα, αλλάζοντας θέσεις μέσα σε δευτερόλεπτα. Έτριψα τα μάτια μου, απόλυτα βέβαιη πως τα μάτια μου μου έπαιζαν περίεργα παιχνίδια απ’ την κούραση. Δεν ήταν δυνατόν να κινούνται τόσο γρήγορα. Το αγόρι με τα πορφυρά μαλλιά εμφανίστηκε ξανά. Είχε γείρει νωχελικά πάνω σε ένα από τα σιντριβάνια, σαν να καθόταν σε κάποιο μπαρ. Δίπλα του στεκόταν ένας άλλος νέος άντρας με σαντρέ μαλλιά· μου φάνηκε πως ήταν εκείνος που είχε πετάξει πριν από λίγα λεπτά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ήταν πέντε στο σύνολο. Άρχισαν να κινούνται χαλαρά γύρω από την ομάδα των αντρών με τις καφέ καμπαρντίνες, αναγκάζοντάς τους να μαζευτούν στο κέντρο του κύκλου σαν να ’ταν πρόβατα στη στάνη. Οι άντρες τούς κοιτούσαν με μια έκφραση φόβου και απέχθειας, καθώς έσπαγαν τη σειρά που είχαν σχηματίσει οπισθοχωρώντας ταραγμένοι και με τα ραβδιά τους κατεβασμένα. Μόνο ο αρχηγός τους έμεινε στη θέση του, και χαμογελώντας αυτάρεσκα έσφιξε τη λαβή του ραβδιού του υψώνοντας περήφανα το κεφάλι. Ξαφνικά, ένας άλλος άντρας βούτηξε από την κορφή της Στήλης, διανύοντας και τα είκοσι ένα μέτρα της σε ελεύθερη πτώση. Τον παρακολούθησα με κομμένη την ανάσα να πέφτει όλο και πιο γρήγορα, προς 9
τον βέβαιο θάνατο. Μόνο που αντί να πεθάνει, προσγειώθηκε με την επιδεξιότητα αράχνης στο έδαφος μπροστά από τον αρχηγό. Η πλατεία πάγωσε, και για πρώτη φορά ο αρχηγός φάνηκε να αγχώνεται. «Κάσπαρ Βαρν, χαίρομαι πολύ που σε ξαναβλέπω» είπε. Κάτι στην προφορά του υποδήλωνε πως ήταν ξένος, αλλά δεν κατάλαβα από πού μπορεί να ήταν. Ο Κάσπαρ ίσιωσε το κορμί του και κάρφωσε το ανέκφραστο ψυχρό βλέμμα του πάνω του. Είχε το ίδιο ύψος με τον αρχηγό, μόνο που το ρωμαλέο και καλογυμνασμένο σώμα του έκανε τον άλλον άντρα να μοιάζει πολύ πιο μικρόσωμος. «Η χαρά είναι όλη δική μου, Κλοντ» απάντησε παγερά, σαρώνοντας με το βλέμμα του την πλατεία, ώσπου η ματιά του συνάντησε το αγόρι με τα σαντρέ μαλλιά που στεκόταν λίγα μέτρα πιο μπροστά από μένα. Του έγνεψε με νόημα, και εκείνη ακριβώς τη στιγμή κατάφερα να τον δω λίγο καλύτερα. Είχε κι εκείνος, όπως κι οι υπόλοιποι, χλωμό, σχεδόν ξεπλυμένο δέρμα χωρίς ίχνος κοκκινάδας στα μάγουλά του. Τα σκούρα, σχεδόν μαύρα μαλλιά του έκαναν καφετί ανταύγειες κι έπεφταν χαλαρά στο μέτωπό του σαν φράντζα. Αν διέφερε σε κάτι, ήταν στο ότι έδειχνε πιο αποστεωμένος απ’ τους άλλους. Το πρόσωπό του ήταν σκοτεινό, σαν να μην είχε κοιμηθεί για μέρες. Ίσως και να μην κοιμάται, σκέφτηκα. Τη στιγμή ακριβώς που πέρασε η σκέψη απ’ το μυαλό μου, έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ’ το αγόρι με τα σαντρέ μαλλιά, σηκώνοντας μια ιδέα το φρύδι του. Κράτησα την ανάσα μου, συνειδητοποιώντας πως κοίταζε καρφί προς το μέρος όπου ήμουν κρυμμένη. Ωστόσο, ακόμα κι αν με είχε δει, επέλεξε να μη μου δώσει σημασία και γύρισε προς τον αρχηγό, παίρνοντας ξανά την παγωμένη του έκφραση. «Τι θέλεις, Κλοντ; Δε μου περισσεύει χρόνος ν’ ασχοληθώ ούτε μ’ εσένα ούτε με την υπόλοιπη φατρία των Πιερ» είπε ο άντρας με τα σκούρα μαλλιά στον αρχηγό της άλλης ομάδας. Ο Κλοντ χαμογέλασε πλατιά, χαϊδεύοντας την αιχμηρή άκρη του ραβδιού του. «Παρ’ όλ’ αυτά, ήρθες». Ο Κάσπαρ ανέμισε το χέρι του με περιφρόνηση. «Είχαμε βγει για κυνήγι ούτως ή άλλως. Εδώ γύρω ήμασταν». Ένιωσα να με διαπερνάει ηλεκτρικό ρεύμα. Τι εννοούσε «κυνήγι»; Τι μπορεί να κυνηγήσει κανείς στην πόλη; Ο Κλοντ κάγχασε απειλητικά. «Το ίδιο κι εμείς». Και με μια αστραπιαία κίνηση έφερε το ραβδί στο στήθος του άλλου. Μόνο που δε βρήκε ποτέ τον στόχο του. Ο Κάσπαρ άπλωσε το χέρι 10
του και, χωρίς φαινομενικά να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια, έσπρωξε το ραβδί μακριά του σαν να ’ταν κάποιο ενοχλητικό έντομο, χωρίς ν’ αλλάξει καν έκφραση, ενώ ο Κλοντ έχασε την ισορροπία του και τινάχτηκε προς τα πίσω σαν να τον είχε χτυπήσει φορτηγό. Το ραβδί του έπεσε στο έδαφος, σκίζοντας τη σιωπή με τον μεταλλικό του ήχο. Ο Κλοντ έκανε ένα δυο αδέξια βήματα, ώσπου να ξαναβρεί την ισορροπία και την αυτοπεποίθησή του μπροστά στον Κάσπαρ. Το βλέμμα του μετακινήθηκε από το ραβδί του στον άντρα που στεκόταν μπροστά του. Χαμογέλασε ειρωνικά. «Πες μου, Κάσπαρ, τι κάνει η μητερούλα σου;» Με μια αστραπιαία κίνηση ο Κάσπαρ τίναξε το χέρι του μπροστά και άρπαξε τον Κλοντ απ’ τον λαιμό. Κατατρομοκρατημένη, είδα τα μάτια του Κλοντ να πετάγονται έξω και τα πόδια του να υψώνονται πάνω απ’ το έδαφος. Κάτωχρος, άρχισε να βήχει, προσπαθώντας να ψελλίσει κάτι, κλοτσώντας ταυτόχρονα τον αέρα. Άρπαξε τον Κάσπαρ απ’ τους καρπούς, αλλά σύντομα τα παράτησε, καθώς το πρόσωπό του άρχισε αργά αργά –βασανιστικά αργά– να παίρνει μια μαβί απόχρωση. Ώσπου κάποια στιγμή, χωρίς καμία προειδοποίηση, ο χλωμός άντρας τον άφησε. Ο Κλοντ σωριάστηκε στο έδαφος, αγκομαχώντας, κι άρχισε να τρίβει με αγωνία τον λαιμό του. Αναστέναξα ανακουφισμένη, αλλά δεν έκανε το ίδιο και ο άντρας που συνέχιζε να είναι πεσμένος στο έδαφος. Οι λυγμοί του μετατράπηκαν σύντομα σε ικεσίες, ενώ στο πρόσωπό του άρχισε να σχηματίζεται κάποιου είδους συνειδητότητα καθώς κάρφωσε το βλέμμα του στο τρελαμένο πρόσωπο του Κάσπαρ. Σύρθηκε προς τα πίσω συγχυσμένος, ψάχνοντας κάτι να κρατηθεί. Άρπαξε την άκρη της καμπαρντίνας ενός άντρα απ’ την ομάδα του. Ο άντρας δεν αντέδρασε. Η ανάσα του Κάσπαρ γινόταν όλο και πιο βαριά, ενώ ταυτόχρονα μια αρρωστημένη, παρανοϊκή έκφραση άρχισε ν’ απλώνεται στο πρόσωπό του. Χαμήλωσε το χέρι του και έσφιξε τη γροθιά του. «Έχεις κάποια τελευταία λόγια, Κλοντ Πιερ;» γρύλισε, χωρίς να μπει στον κόπο να κρύψει τον απειλητικό τόνο στη φωνή του. Ο αρχηγός, τρέμοντας, πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Σκούπισε τα δάκρυα και τον ιδρώτα απ’ το πρόσωπό του με το μανίκι, προσπαθώντας να βρει την αυτοκυριαρχία του. «Εύχομαι εσύ και το παλιό βασίλειό σου να καείτε στην κόλαση». Ο Κάσπαρ χαμογέλασε ειρωνικά. «Ευσεβείς πόθοι…» Και μ’ αυτό, χύμηξε πάνω του, βυθίζοντας το πρόσωπό του στον λαιμό του. Ένας φρικιαστικός ήχος, σαν κάτι να ράγισε, έσκισε τη σιωπή της νύχτας. 11
Έκλεισα το στόμα μου με τα χέρια προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εμετό που μου ανέβαινε στον λαιμό. Άρχισα να φοβάμαι πολύ. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, αλλά προσπάθησα να ηρεμήσω, γιατί ήξερα πως, αν έκανα θόρυβο και με άκουγε, θα ήμουν η επόμενη. Ένα ισχυρό ένστικτο επιβίωσης με συνεπήρε καθώς το άψυχο σώμα του Κλοντ έπεσε βαρύ στο έδαφος. Ήμουν αυτόπτης μάρτυρας μιας δολοφονίας, και είχα δει πολλά δελτία ειδήσεων για να ξέρω τι παθαίνουν οι αυτόπτες μάρτυρες που παραμένουν στον τόπο του εγκλήματος. Πρέπει να φύγω αποδώ, σκέφτηκα. Πρέπει να μιλήσω σε κάποιον. Αν καταφέρεις ποτέ να φύγεις, άκουσα τον εαυτό μου να ψελλίζει. Όσο κι αν δεν ήθελα να το παραδεχτώ, η αλήθεια ήταν αυτή. Οι τύποι με το χλωμό δέρμα όρμησαν στους άντρες της ομάδας του Κλοντ, με αποτέλεσμα να ξεσπάσει μια αιματηρή μάχη, αν μπορούσε να το πει κανείς μάχη αυτό. Οι άντρες με τις καφέ καμπαρντίνες δεν είχαν καν τον χρόνο να χρησιμοποιήσουν τα ραβδιά τους για να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Τα κατακρεουργημένα κορμιά τους έπεφταν στο έδαφος το ένα μετά το άλλο σαν να ’ταν πρόβατα που είχαν πάει για σφαγή. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα η πλατεία είχε μετατραπεί σε λουτρό αίματος. Ένιωθα σαν να ’χα φάει γροθιά στο στομάχι. Συνέχιζα να κρατάω το στόμα μου κλειστό προσπαθώντας να καταπολεμήσω τη ναυτία που μου προκαλούσε το θέαμα. Ανίκανη ωστόσο να τραβήξω το βλέμμα μου απ’ τη σφαγή, έμεινα να κοιτάζω τον Κάσπαρ που τραβούσε ακόμα έναν άντρα προς το μέρος του. Η λογική έλεγε πως θα ’πρεπε να έχει κάποιο όπλο. Τα μάτια μου όμως δεν έβλεπαν κανένα. Αντίθετα, αυτό που έβλεπα ξεκάθαρα ήταν πως βύθιζε τα δόντια του στη σάρκα ακριβώς πάνω απ’ τον λαιμό των θυμάτων του και έσκιζε ένα κομμάτι της. Κάποιος έσκουζε πιο κει σαν σφαχτάρι – μια μάζα από νεύρα και μυς πεταμένα όπως όπως στο έδαφος. Ο δολοφόνος ακολούθησε τον άτυχο άντρα, γονάτισε μπροστά του, τον πήρε στα χέρια του σαν να ’ταν κάνα μωρό και κόλλησε τα χείλη του πάνω στην πληγή του. Σταγόνες αίματος έπεφταν ρυθμικά απ’ την πληγή, σχηματίζοντας ένα ρυάκι που ταξίδευε αργά ανάμεσα στις πλάκες της πλατείας. Το ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που ενώθηκε με ένα ακόμα ρυάκι που είχε σχηματιστεί από το αίμα κάποιου άλλου άντρα, και ακόμα ένα, μέχρι που ανασήκωσα τα μάτια μου και έντρομη πήρα για πρώτη φορά μια γενική εικόνα του μακελειού. Όσοι δεν ήταν ήδη νεκροί αργοπέθαιναν πεσμένοι στο έδαφος. Άλλοι είχαν σπασμένο λαιμό, άλλοι αιμορραγούσαν, άλλοι ήταν πεταμένοι 12
στον πάτο του σιντριβανιού, δίνοντας στο νερό μια μακάβρια κόκκινη απόχρωση. Έξι έφηβοι είχαν μόλις σφάξει τριάντα άντρες. Κουλουριάστηκα όσο πιο πολύ μπορούσα πίσω απ’ το παγκάκι, όσο πιο βαθιά γινόταν μέσα στις σκιές, κι άρχισα να κλαψουρίζω, κάνοντας έκκληση σε όποια θεότητα υπήρχε πάνω στη γη να με λυπηθεί και να με προστατέψει. «Κάσπαρ, θα καθαρίσουμε ή θα τ’ αφήσουμε όπως είναι;» είπε το αγόρι δίπλα στο σιντριβάνι, βυθίζοντας νωχελικά τα δάχτυλά του μέσα στο πορφυρό νερό, μπρος στο οποίο τα κόκκινα μαλλιά του ωχριούσαν. «Όπως είναι. Θα είναι το μήνυμά μας προς όλους τους άλλους εκτελεστές που νομίζουν πως μπορούν να βρεθούν στο διάβα μας» απάντησε ο Κάσπαρ. «Σκουπίδι!» πρόσθεσε, φτύνοντας το κοντινότερο νεκρό σώμα. Η φωνή του είχε χάσει το χαλαρό στιλ της και είχε αποκτήσει μια χροιά βαθιάς περιφρόνησης, κάνοντας να φουντώσει μέσα μου τέτοιος θυμός, που έφτασε να υπερνικήσει ακόμα και τον φόβο μου. Στύλωσα το οργισμένο βλέμμα μου πάνω του, καθώς άρχιζε ν’ απομακρύνεται κλοτσώντας όποιο πτώμα τού έφραζε τον δρόμο. «Μαλάκα» ψιθύρισα. Κοκάλωσε. Το ίδιο κι εγώ. Κράτησα την αναπνοή μου. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Δεν είναι δυνατόν να με άκουσε απ’ την άλλη πλευρά της πλατείας, σκέφτηκα. Απλά δεν είναι δυνατόν. Κι όμως, αργά, σαν να βαριόταν, γύρισε προς το μέρος μου. «Τι έχουμε δω;» τον άκουσα να λέει απειλητικά μέσα απ’ τα δόντια του. Ένα ειρωνικό χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό του. Το ένστικτό μου λειτούργησε για μια ακόμα φορά πιο γρήγορα απ’ τη λογική μου και, προτού καν καταλάβω τι κάνω, σηκώθηκα κι αφήνοντας τα παπούτσια μου πίσω άρχισα να τρέχω μ’ όλη μου τη δύναμη προς την αντίθετη πλευρά της πλατείας. Τα πόδια μου έπεφταν βαριά πάνω στο παγωμένο έδαφος, καθώς έτρεχα κυριολεκτικά για τη ζωή μου. Θυμήθηκα πως υπήρχε κάποιο αστυνομικό τμήμα εκεί κοντά, και ήμουν σίγουρη πως ήξερα το Λονδίνο καλύτερα από κείνους. «Για πού το ’βαλες, Κοριτσάκι;» Ένιωσα το αίμα μου να κόβεται καθώς έπεσα πάνω σε κάτι σκληρό και παγωμένο, τόσο παγωμένο που τινάχτηκα στο δευτερόλεπτο μακριά του. Το αγόρι με τα σκουρόχρωμα μαλλιά στεκόταν μπροστά μου σε απόσταση αναπνοής. Παραπατώντας, έστρεψα το βλέμμα μου στο σημείο όπου βρισκόταν κάποια δευτερόλεπτα πριν, και στη συνέχεια στο σημείο 13
όπου στεκόταν τώρα. Απλά δεν ήταν δυνατόν να κινείται τόσο γρήγορα. Έκανα λίγα βήματα πίσω τρομοκρατημένη. Αντίθετα από μένα, εκείνος στεκόταν ατάραχος στην ίδια θέση. «Π… πουθενά. Απλά π… πήγαινα νααα... ε…» κατάφερα να τραυλίσω, κοιτώντας τριγύρω μια τα πτώματα, μια το αγόρι, μια τον δρόμο: τη μόνη δίοδο διαφυγής μου. «Να μας καταγγείλεις;» ρώτησε. Φυσικά, ήξερε ήδη την απάντηση. Τα μάτια μου είχαν ήδη ομολογήσει τους σκοπούς μου, προτού καταφέρω να μιλήσω. Έκανε ακόμα ένα βήμα και σκύβοντας έφερε τα μάτια του, που είχαν την πιο ζωηρή απόχρωση του σμαραγδιού που είχα δει ποτέ μου, στην ίδια ευθεία με τα δικά μου. Η φωνή του έγινε ψίθυρος. «Πολύ φοβάμαι πως δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». Έτσι όπως με κοιτούσε από τόσο κοντά μες στα μάτια, για κάποια στιγμή χάθηκα στο βλέμμα του κι άρχισα απλά να σκέφτομαι πόσο συγκλονιστικά όμορφος ήταν. Θες που έκανα εκείνη τη σκέψη, θες που κάτι αναδεύτηκε στο στομάχι μου, έκανα πάντως πίσω αηδιασμένη. «Εννοείται πως μπορώ!» φώναξα, και σκύβοντας πέρασα ανάμεσά τους και άρχισα πάλι να τρέχω. Χωρίς να ελαττώσω ταχύτητα, γύρισα για να δω αν με ακολουθούν. Έκπληκτη, δεν είδα κανέναν να έρχεται ξοπίσω μου. Συνέχισα να τρέχω, καθώς μια σπίθα ελπίδας άρχισε να φουντώνει σιγά σιγά μέσα μου. Με χώριζαν λίγα μόλις μέτρα απ’ τον δρόμο, όταν είπα να ρίξω άλλη μια ματιά πίσω μου. Τον είδα να στέκεται εκεί όπου τον είχα αφήσει. Έδειχνε εκνευρισμένος, αλλά δεν κάθισα να κοιτάξω άλλο. Δεν είχα την πολυτέλεια να καθυστερώ. Ήμουν ένα βήμα απ’ τον δρόμο, όταν ένα χέρι με τράβηξε απότομα απ’ τον γιακά του παλτού μου. Ταλαντεύτηκα για λίγο, προσπαθώντας απ’ τη μια να κρατήσω την ισορροπία μου κι απ’ την άλλη ν’ απαγκιστρωθώ απ’ το χέρι που με είχε βουτήξει. Πάλεψα με όλο μου το είναι να του ξεφύγω, ουρλιάζοντας και κλοτσώντας, αλλά χωρίς αποτέλεσμα – ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Γύρισα προς το μέρος του, κάρφωσα το βλέμμα μου στο δικό του και μ’ έναν τσαμπουκά που εξέπληξε κι εμένα την ίδια στρίγκλισα γεμάτη οργή μες στα μούτρα του: «Έχεις δέκα δευτερόλεπτα να μ’ αφήσεις κάτω, ανωμαλάρα, αλλιώς σου ορκίζομαι πως θα σου δώσω τέτοια κλοτσιά στ’ αρχίδια, που θα εύχεσαι να μην είχες γεννηθεί ποτέ!». Χαμογέλασε για μια ακόμα φορά αυτάρεσκα. «Είσαι ζωηρούλα, ε;» Και ξέσπασε σε γέλια, δίνοντάς μου την ευκαιρία να δω για πρώτη φορά τους ολόλευκους κυνόδοντές του. Τους ολόλευκους και αφύσικα μυτερούς κυνόδοντές του. 14
Κυνήγι. Κυνηγοί. Κάτι στο μυαλό μου αποφάσισε να καταγράψει για πρώτη φορά πως όλο εκείνο δεν ήταν φυσιολογικό. Για να είμαι ειλικρινής, δεν ήταν καν στα όρια του φυσιολογικού, αλλά με το που έκανα τη σκέψη η λογική μου ανέλαβε άμεσα τα ηνία, απωθώντας αστραπιαία το συμπέρασμα που πήγαινε να αποκρυσταλλωθεί στο μυαλό μου. Άρχισα να παλεύω ξανά, προσπαθώντας μάταια να τον πλησιάσω για να τον κλοτσήσω. Το μόνο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να σφίξει τη λαβή του πιο δυνατά και να με κρατήσει σαν να ’μουν καμιά άψυχη κούκλα στην απόσταση που ήθελε. «Τα είδες όλα». Οι λέξεις που βγήκαν απ’ το στόμα του ήταν ψυχρές σαν λεπίδες. «Τι μας λες;» ανταπέδωσα, βάζοντας στον τόνο της φωνής μου όσο περισσότερο σαρκασμό μπορούσα να συγκεντρώσω εκείνη τη στιγμή. «Σου λέω πως θα πρέπει να έρθεις μαζί μας» γρύλισε. Και βουτώντας με απ’ το μπράτσο, άρχισε να με σέρνει μακριά. Άνοιξα το στόμα μου για να φωνάξω, αλλά αποδείχτηκε πολύ πιο γρήγορος από μένα. Με μια κίνηση μου έκλεισε το στόμα με το χέρι του. «Ένα κιχ και σ’ έφαγα». Κι έτσι, χτυπώντας, κλοτσώντας και δαγκώνοντας, σύρθηκα μακριά από το ανατριχιαστικό λουτρό αίματος που είχαν προκαλέσει εκείνα τα χλωμά τέρατα μέσα σε λίγα λεπτά.
15
ΚΕΦAΛΑΙΟ 2
Βιολέτα ΞΕΧΥΘΗΚΑΜΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ του Λονδίνου, τρέχοντας με υπερβολική ταχύτητα. Υπήρχαν στιγμές που ένιωθα να μην πατάω καν στο έδαφος. Ο Κάσπαρ με είχε αρπάξει απ’ το μπράτσο και μ’ έσερνε πίσω του μέσα σε στενά, σκοτεινά σοκάκια, σαν να ’μουν καμιά άψυχη κούκλα, μπήγοντας τα νύχια του όλο και πιο βαθιά μέσα στη σάρκα μου. Η πληγή που μου ’χε ανοίξει με έτσουζε τρομερά, αλλά δεν έβγαλα άχνα. Δε θα του ’δινα αυτή την ικανοποίηση. Περνούσαμε από γειτονιές που δεν είχα δει ποτέ ξανά στη ζωή μου. Οι στριγκές σειρήνες των περιπολικών έσπαγαν τη σιωπή της νύχτας. Οι γύρω δρόμοι ήταν λουσμένοι στο μπλε φως που έχυναν οι φάροι των περιπολικών. «Κωλόμπατσοι» γρύλισε ο Κάσπαρ. «Περίμενε εδώ» μου είπε με επιτακτική φωνή, πετώντας με σαν να ’μουν κανένα σακί πάνω σ’ έναν απ’ τους άντρες του. «Φάμπιαν, πρόσεχε για λίγο το Κοριτσάκι μας». Το σώμα του Φάμπιαν ήταν άκαμπτο και παγωμένο σαν ταφόπλακα. Έκανα πίσω σαν να με είχε τσιμπήσει σφήκα, με αποτέλεσμα να σκοντάψω στο χαντάκι του δρόμου και να χάσω την ισορροπία μου. Με μια αστραπιαία κίνηση ένα χέρι σχεδόν όσο χλωμό και το δικό μου με άρπαξε απ’ τον καρπό, λίγα εκατοστά προτού βρεθώ φαρδιά πλατιά στον δρόμο. «Μη μου πέσεις» μου είπε με ζεστή, σχεδόν τρυφερή φωνή. Σήκωσα το κεφάλι μου σαστισμένη, και έμεινα να κοιτάζω το χαμογελαστό πρόσωπο του αγοριού που είχε πηδήξει νωρίτερα πάνω απ’ το κεφάλι μου στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Ένιωσα να χάνομαι μες στα βαθυγάλανα μάτια του, και ανίκανη να πάρω το βλέμμα από πάνω του αφέθηκα να χαζεύω τα ξανθά ατίθασα μαλλιά του και τα καλογυμνασμένα μπράτσα του, μέχρι που το βλέμμα μου σταμάτησε στις λεκιασμένες από αίμα παλάμες του και τραβήχτηκα μακριά, σοκαρισμένη με τον ίδιο μου τον εαυτό. «Φάμπιαν» είπε ατάραχος, απλώνοντας ταυτόχρονα το χέρι του για να συστηθεί. 16
Έκανα πίσω τρίβοντας αηδιασμένη τις παλάμες στο παλτό μου. Έμεινε να με κοιτάζει κατσουφιασμένος με το χέρι του μετέωρο. «Να ξέρεις πως δε θα σε πειράξουμε». Οι υπόλοιποι τέσσερις άντρες της ομάδας με κοίταζαν με υπερένταση, περιμένοντας να δουν αν θα επιχειρούσα πάλι να το σκάσω. Εγώ βέβαια είχα καταλάβει από ώρα πως δε θα κατάφερνα ποτέ να τους ξεφύγω τρέχοντας. Δεν ήμουν αρκετά γρήγορη. Η μόνη μου ελπίδα πια ήταν να μας εντοπίσει κάποιο περιπολικό προτού επιστρέψει ο Κάσπαρ. «Αυτό που είδες πριν από λίγο» είπε ο Φάμπιαν, δείχνοντας αόριστα προς τον δρόμο, «ήταν απαραίτητο. Το ξέρω πως σου φάνηκε κάπως, αλλά πρέπει να με πιστέψεις ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά». «Απαραίτητο;» τσίριξα. «Αυτό που κάνατε ήταν λάθος, όχι απαραίτητο! Ξέρω τι είδα. Δεν είμαι κανένα μωρό για να μου λέτε βλακείες». Οι λέξεις είχαν βγει απ’ το στόμα μου προτού αναλογιστώ τις πιθανές συνέπειες. Το μόνο που μπορούσα να σκεφτώ ήταν πως έπρεπε πάση θυσία να κερδίσω χρόνο μέχρι να μας εντοπίσει η αστυνομία. Με κοίταξαν σοκαρισμένοι, σαν να μην μπορούσαν να πιστέψουν πως τους αντιμιλούσα. Ο Φάμπιαν έριξε αγχωμένος μια δυο κλεφτές ματιές πίσω απ’ τον ώμο μου. «Και πόσων χρονών είσαι και γνωρίζεις τόσο καλά τι είναι σωστό και τι λάθος;» ρώτησε ο Φάμπιαν γέρνοντας παιχνιδιάρικα το κεφάλι του. Ένιωσα να διστάζω. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να τους δώσω πληροφορίες για τον εαυτό μου, αλλά ταυτόχρονα ένιωθα ανακουφισμένη που είχαν αποφασίσει να αδιαφορήσουν για το ξέσπασμά μου. «Λοιπόν;» «Δεκαεφτά» μουρμούρισα, δαγκώνοντας τα χείλη μου. «Δεν ήξερα πως τα δεκαεφτάχρονα φορούν τόσο κοντά φορεματάκια στις μέρες μας». Αναπήδησα στο άκουσμα της γεμάτης έπαρση φωνής που ήρθε τότε από πίσω μου. Γύρισα επιτόπου και, παραμερίζοντας τις αφέλειές μου που είχαν πέσει βαριές μπροστά στα μάτια μου, είδα τον Κάσπαρ. Ήταν ακουμπισμένος στον στύλο μιας λάμπας με τα χέρια στις τσέπες και με κοίταζε χαμογελώντας με το κλασικό αλαζονικό υφάκι του. Το βλέμμα του ταξίδεψε αργά πάνω μου, και κοκκινίζοντας από αμηχανία τύλιξα το παλτό μου όσο πιο σφιχτά μπορούσα γύρω μου, καλύπτοντας τα γυμνά μου πόδια. Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά. «Τα κόκκινα μαγουλάκια δεν πάνε με τα βιολετί ματάκια σου, Κοριτσάκι». Άντε πάλι με τα μάτια μου. Η Βιολέτα με τα βιολετί μάτια. Είχα φάει τόσο δούλεμα από μικρό παιδί μια για το ότι ήμουν χορτοφάγος, μια για το χρώμα των ματιών και το ασορτί όνομά μου, που είχα πια 17
μάθει να μη δίνω σημασία σε τέτοιου είδους πειράγματα. Πήγα να του πω κάτι, αλλά το μετάνιωσα. Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά του, και σχεδόν ταυτόχρονα το χαμόγελό του εξαφανίστηκε. «Τρέξτε!» φώναξε. Η παρέα εξαφανίστηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου. Ήταν σαν να τους είχε καταπιεί το σκοτάδι. Προτού καταλάβω τι είχε συμβεί, κάποιος με έσπρωξε με δύναμη στο πλάι, και προσγειώθηκα κακήν κακώς πίσω από κάτι σκουπιδοτενεκέδες. Κοίταξα γύρω μου παραζαλισμένη. Το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν το φως ενός ύποπτου μπαρ στο βάθος του στενού, το οποίο ήταν χωμένο ανάμεσα σε μια σιδερένια εξωτερική σκάλα και έναν ξεχειλισμένο κάδο. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να ξαναβρώ την κανονική αναπνοή μου. Έκανα να σταθώ στα πόδια μου, αλλά κάποιος μου έκλεισε το στόμα, μου γράπωσε το χέρι και, σηκώνοντάς με στον αέρα σαν να ’μουν καμιά μαριονέτα, άρχισε να με τραβολογάει –πότε σέρνοντάς με, πότε κουβαλώντας με– ξοπίσω του. Τα πόδια μου σέρνονταν στο κράσπεδο, μαζεύοντας όλη τη βρόμα του δρόμου. Η ξέφρενη πορεία μας ανακόπηκε όσο απότομα ξεκίνησε με το που στρίψαμε στο τέλος του στενού. Οι γύρω δρόμοι ήταν λουσμένοι στα μπλε φώτα των περιπολικών. Ένας μεθύστακας, κουλουριασμένος δίπλα σε έναν σκουπιδοτενεκέ, βογκούσε και εκτόξευε βρισιές τόσο πρόστυχες, που μ’ έκαναν να κοκκινίσω, αλλά οι φωνές του δεν ήταν αρκετές για να καλύψουν τα ουρλιαχτά των σειρήνων που δυνάμωναν λεπτό με το λεπτό. «Πρέπει να τρέξεις πιο γρήγορα» μου είπε ο Κάσπαρ. Η φωνή του ήταν ήρεμη και σταθερή, αλλά η ένταση με την οποία με κοίταζε τον πρόδιδε. Ήταν πανικόβλητος. Έκανα πίσω κοιτώντας τον αηδιασμένη. «Είσαι τελείως τρελός; Να τρέξω πιο γρήγορα για ποιον; Για έναν δολοφόνο;» Οι λέξεις ξεχύθηκαν απ’ το στόμα μου χωρίς σκέψη. Η αδρεναλίνη είχε χτυπήσει πάλι κόκκινο, εξαφανίζοντας κάθε φόβο που θα μπορούσα να νιώθω. Τα μάτια του σκοτείνιασαν, και για μια στιγμή μου φάνηκε πως έχασαν τη σμαραγδένια λάμψη τους. «Δεν είμαστε δολοφόνοι» είπε ήρεμα και, παρ’ όλο που δεν ύψωσε καν τον τόνο της φωνής του, ανατρίχιασα σαν να με είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Και τι είστε; Γιατί σκοτώσατε εκείνους τους άντρες;» Η ερώτησή μου έμεινε να αιωρείται στον αέρα. Δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αντιθέτως, μου έδωσε μια σπρωξιά και συνέχισε να με τραβολογάει από σοκάκι σε σοκάκι, αλλάζοντας διαρκώς κατεύθυνση καθώς η αστυνομία έσφιγγε όλο και περισσότερο τον κλοιό γύρω μας. 18
Το Λονδίνο είχε αρχίσει να ξυπνάει. Το μπλε από τους φάρους των περιπολικών αντανακλούσε σε κάθε παράθυρο, καθώς οι αστυνομικοί απέκλειαν μια όλο και μεγαλύτερη περιοχή γύρω απ’ το κέντρο της πόλης. «Έλα!» είπε με έναν συριγμό ο Κάσπαρ, τραβώντας με απ’ το μανίκι. «Δεν μπορώ!» τσίριξα. Και, πραγματικά, δεν μπορούσα. Μια σουβλιά στα πλευρά μού είχε κόψει την ανάσα. «Πολύ σκληρό καρύδι είσαι» είπε ψυχρά. «Δεν μπ… μπορώ να αν… αναπνεύσω» είπα αγκομαχώντας, ψάχνοντας για λίγο αέρα. Σκούπισα βιαστικά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν στα μάγουλά μου. «Να ξέρεις πως είμαι έτοιμη να λ… λιποθυμήσω. Νιώθω πως θα π… πεθάνω!» «Αυτό κι αν θα ’ταν απώλεια» είπε ψυχρά μέσα απ’ τα δόντια, παίρνοντας το βλέμμα του από πάνω μου. «Να σου θυμίσω πως δεν είμαι εδώ με τη θέλησή μου!» απάντησα μορφάζοντας απ’ τον πόνο. Τα πόδια μου δε με κρατούσαν πια. Έπεσα στα γόνατα. Αναρωτήθηκα για ποιο λόγο με είχε αφήσει ζωντανή, απ’ τη στιγμή που δεν τον ένοιαζε αν θα πέθαινα. «Το ξέρω. Αλλά αυτό δεν αλλάζει τίποτα. Και για να σου πω και πώς το βλέπω εγώ, Κοριτσάκι» συνέχισε, σηκώνοντάς με απότομα απ’ τον γιακά, «δεν έχεις και πολλές επιλογές. Και τώρα πάμε». Δεν έκανα βήμα. «Και με λένε Βιολέτα! Όχι κοριτσάκι!» φώναξα, τρίβοντας τα πλευρά μου εκεί που ένιωθα τις σουβλιές για να απαλύνω τον πόνο. Πετάχτηκε μπροστά σαν σαΐτα και με κόλλησε στον τοίχο, τυλίγοντας το χέρι του σαν μέγγενη γύρω απ’ τον λαιμό μου. Άρχισε να χαϊδεύει αργά μια φλέβα στον λαιμό μου με τον δείκτη του. «Κι εγώ είμαι πρίγκιπας» γρύλισε. Τον κοίταξα έντρομη και προσπάθησα να του ξεφύγω, αλλά με κρατούσε πολύ σφιχτά. Έκλεισα τα μάτια για να μην τον βλέπω, αηδιασμένη από την μπόχα του αίματος που ανέδιδε η ανάσα του. Πίσω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα κυριαρχούσε μία και μόνο εικόνα: το άψυχο, κατακρεουργημένο σώμα του Κλοντ Πιερ, να κείτεται αιμόφυρτο πάνω στην ψυχρή πέτρα. «Έχε υπόψη σου πως θα μπορούσα να σπάσω το όμορφο λαιμουδάκι σου σε δυο δευτερόλεπτα, καταβάλλοντας πολύ λιγότερη προσπάθεια απ’ όση θα χρειαζόσουν εσύ για να βγάλεις έστω κι ένα κιχ» ψιθύρισε στ’ αυτί μου. «Γι’ αυτό θα σου πρότεινα να κάνεις ακριβώς ό,τι σου 19
λέω, γιατί ούτε εσύ μπορείς να μας ξεφύγεις ούτε η αστυνομία να μας σταματήσει». Δεν ήξερα αν σοβαρολογούσε ή τι στο καλό εννοούσε όταν έλεγε πως ήταν «πρίγκιπας», αλλά ήξερα πως σοβαρολογούσε για όλα τα υπόλοιπα. Η ειλικρίνεια, όπως και η κακία στον τόνο της φωνής του, δε μου άφηναν περιθώρια να αμφισβητήσω τα λεγόμενά του. Έσκυψα το κεφάλι ηττημένη. «Έτσι μπράβο» μουρμούρισε. Με άρπαξε απ’ το χέρι και με τράβηξε. Καθώς γύρισα για να τον ακολουθήσω, είδα έναν άντρα να έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας απ’ το βάθος του δρόμου. Φορούσε ένα μπεζ παλιομοδίτικο κουστούμι και έδειχνε ξένο σώμα σ’ εκείνο το γεμάτο καταγώγια βρομερό σοκάκι. Με το που μας είδε, άρχισε να επιβραδύνει, μέχρι που σταμάτησε εντελώς. Μας κάρφωσε με το βλέμμα του και σήκωσε αργά τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι του, σαν να παραδινόταν. Πήρα μια κοφτή ανάσα. Τον ήξερα. Δούλευε με τον πατέρα μου. Ή πιο σωστά, δούλευε για τον πατέρα μου. Έκανε ένα δυο διστακτικά βήματα προς το μέρος μας, κοιτώντας με. Για μια στιγμή, οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, αλλά πήρε σχεδόν αμέσως το βλέμμα του από πάνω μου, αρχίζοντας να οπισθοχωρεί. Με το ένα χέρι του έκανε σήμα σε κάτι αστυνομικούς που έμπαιναν εκείνη τη στιγμή στο σοκάκι όπου βρισκόμασταν. Με το που μας είδαν, ελάττωσαν ταχύτητα, μέχρι που σταμάτησαν εντελώς. Τα μάτια τους γυάλιζαν από φόβο, και έμειναν να μας κοιτάζουν κοκαλωμένοι καθώς το βλέμμα του Κάσπαρ περιπλανιόταν πάνω τους, σαν να τους προκαλούσε. Ανέπνευσε βαθιά και ορθώνοντας το ανάστημά του με τράβηξε στην αγκαλιά του. Προσπάθησα να του αντισταθώ φωνάζοντας για βοήθεια, αλλά με ακινητοποίησε γυρνώντας το χέρι μου πίσω απ’ την πλάτη μου. Έβγαλα μια κραυγή και διπλώθηκα στα δύο απ’ τον πόνο. Τύλιξε τότε το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου και έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, σέρνοντάς με μαζί του. Έσκυψε στο αυτί μου και γρύλισε: «Είναι πολύ αργοί για μένα». Χωρίς να πει λέξη παραπάνω, με πήρε στα χέρια και με πέταξε σαν σακί πάνω στον ώμο του. Συνέχισα να διαμαρτύρομαι χτυπώντας τον με τις γροθιές μου στην πλάτη, αλλά δε φάνηκε να πτοείται. Σύντομα κουράστηκα να παλεύω και σήκωσα το κεφάλι μου κοιτώντας γύρω μου. Τα πάντα ήταν θολά. Τα κτίρια περνούσαν από μπροστά μας σαν αστραπές, και δεν έβλεπα πια αστυνομικούς. Συνειδητοποίησα πως δεν ήμασταν καν στον ίδιο δρόμο. Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει στην απελπισία. Είχε δίκιο. Δε μας είχαν κυνηγήσει. Γιατί δεν 20
είχαν προσπαθήσει να μας σταματήσουν; Μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε αφήσει το χάος πίσω μας. Δεν ήξερα με τι ταχύτητα τρέχαμε, μου έφτανε που ήξερα ότι τρέχαμε τόσο γρήγορα, που ένιωθα την καρδιά μου να σπάει μέσα μου. Έκλεισα τα μάτια και προσπάθησα να ηρεμήσω. Ζαλιζόμουν φοβερά, και είχα απίστευτη ταχυκαρδία. Δεν πρέπει να είχε περάσει ούτε ένα λεπτό, όταν αισθάνθηκα επιτέλους έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μου. Ένιωσα να χάνω την ισορροπία μου και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο πεζοδρόμιο, μπροστά στα πόδια του Κάσπαρ, δίπλα σε δύο εμφανώς πανάκριβα αυτοκίνητα. Ανοιγόκλεισα τα μάτια, σίγουρη πως τα ’βλεπα διπλά. Κι όμως, έβλεπα καλά. Ήταν δύο ολόιδια μαύρα, ολοκαίνουρια αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια. Μέχρι και οι πινακίδες τους ήταν σχεδόν ίδιες. Το μόνο που άλλαζε ήταν ένα γράμμα. Ποιοι ήταν τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι; Είχαν πλούτη, ομορφιά και ένα θανάσιμο ελάττωμα. Ήταν δολοφόνοι. Είχαν, με λίγα λόγια, όλα τα χαρακτηριστικά ενός τύπου που ήταν μπλεγμένος στο οργανωμένο έγκλημα στο Λονδίνο. Ξεροκατάπια τρομοκρατημένη. Κι όμως, η αστυνομία δε μας σταμάτησε. Οι σειρήνες των περιπολικών έσπασαν ξανά τη σιωπή, και κάποιος με άρπαξε απ’ τους ώμους και μ’ έχωσε κακήν κακώς στο πίσω κάθισμα του πλησιέστερου αυτοκινήτου. Έκλεισε την πόρτα πίσω μου με θόρυβο και, κάνοντας τον κύκλο του αυτοκινήτου, ήρθε και κάθισε δίπλα μου. Ήταν το αγόρι που είχε το ίδιο σμαραγδί χρώμα στα μάτια με τον Κάσπαρ. Ο Κάσπαρ κι ο Φάμπιαν βολεύτηκαν στα μπροστινά καθίσματα, με τον Κάσπαρ στη θέση του οδηγού. «Βάλε ζώνη» με διέταξε ο τύπος δίπλα μου. Τον αγνόησα. Δίπλωσα τα χέρια πεισματικά στο στήθος μου και δεν κουνήθηκα ούτε χιλιοστό. Αναστέναξε απηυδισμένος, έσκυψε πάνω μου και άρπαξε τη ζώνη μου. «Βρομιάρη» μουρμούρισα. Το αγόρι χασκογέλασε. «Με λένε Κάιν, κι όχι βρομιάρη. Είμαι ο μικρός του αδερφός» με πληροφόρησε, γνέφοντας προς τον Κάσπαρ. Να, λοιπόν, γιατί έμοιαζαν τόσο πολύ. «Μου θυμίζεις τ’ όνομά σου ξανά;» «Βιολέτα. Βιολέτα Λι» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου, προτού βυθιστώ στη σιωπή. Κάρφωσα το βλέμμα μου έξω απ’ το παράθυρο. Τα περιπολικά συνέχιζαν να χτενίζουν την περιοχή. Κάποιος αστυνομικός από ένα διερχόμενο περιπολικό με κοίταξε κατάματα, και ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει, αλλά σχεδόν αμέσως έστρεψε το βλέμμα του αλλού, λες κι ήμουν αόρατη. Αφήναμε πια το πολύβουο κέντρο της πόλης πίσω μας. Με το που βγήκαμε σε ανοιχτό δρόμο, ένιωσα το αυτοκίνητο να 21
επιταχύνει. Έριξα μια κλεφτή ματιά στο κοντέρ. Είχε χτυπήσει τα εκατό χιλιόμετρα την ώρα. Το στομάχι μου σφίχτηκε από ένα γνώριμο αίσθημα συγκίνησης, μόνο που για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν ήταν ευπρόσδεκτο. Τα μηνίγγια μου κόντευαν να σπάσουν. Πίεσα τα πλευρά μου εκεί που πονούσα, καταπραΰνοντας για λίγο τον πόνο, αλλά οι σουβλιές δεν έλεγαν να μ’ αφήσουν τελείως. Κουλουριάστηκα στο κάθισμα, αγκάλιασα τα γόνατά μου κι ακούμπησα το κεφάλι στο δροσερό παράθυρο. Τα βλέφαρά μου έκλειναν βαριά και το σώμα μου διψούσε για λίγη ξεκούραση, αλλά δεν ήθελα ούτε να σκεφτώ τι θα μπορούσε να μου συμβεί αν επέτρεπα στον εαυτό μου ν’ αποκοιμηθεί. Συγκρατώντας τα δάκρυα που ένιωθα να ανεβαίνουν στα μάτια μου, άρχισα να αναλύω μηχανικά την κατάσταση, επιστρατεύοντας όση ψυχραιμία μού είχε απομείνει. Είχα μόλις γίνει μάρτυρας της δολοφονίας τριάντα ανθρώπων στο κέντρο του Λονδίνου. Είχα πέσει θύμα απαγωγής έξι γρήγορων, δυνατών τύπων, οι οποίοι δεν έδειχναν να θέλουν να με σκοτώσουν. Τουλάχιστον, όχι ακόμη. Δεν ήξερα πού στον διάολο με πήγαιναν, ποιοι στον διάολο ήταν, τι στον διάολο επρόκειτο να συμβεί ή πόσος καιρός θα περνούσε μέχρι να καταλάβει κάποιος ότι αγνοούμαι. Άρχισα να φλερτάρω με τη σκέψη να ανοίξω την πόρτα και να πηδήξω απ’ το αυτοκίνητο, αλλά πάνω που σχεδίαζα πώς θα το έκανα ακούστηκε ένα κλικ και ενεργοποιήθηκε το κεντρικό κλείδωμα. Ένας λυγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη μου. Πιάσαμε εθνική, μπαίνοντας στην έρημη Μ25 και αφήνοντας την πόλη που τόσο αγαπούσα πίσω μας. Το τοπίο σταδιακά άλλαζε, από αστικό σε προαστιακό, μέχρι που αρχίσαμε να προσπερνάμε μεγάλες εκτάσεις με χωράφια και πού και πού κάποια μικρή πόλη ή κάποιο χωριουδάκι. Οι πινακίδες που συναντούσαμε έγραφαν Κεντ, και αναρωτιόμουν εάν κατευθυνόμασταν προς το λιμάνι του Ντόβερ για να περάσουμε στη Γαλλία. Μια σπίθα ελπίδας άρχισε να φουντώνει μέσα μου. Δεν υπάρχει περίπτωση να καταφέρουν να περάσουν από τον έλεγχο στο λιμάνι απαρατήρητοι. Μα η ελπίδα μου έσβησε γρήγορα, καθώς αρχίσαμε να κατευθυνόμαστε όχι νότια αλλά βόρεια, προς το Ρότσεστερ. Μου ξέφυγε ακόμα ένας λυγμός, και είδα τον Κάσπαρ να με αγριοκοιτάζει απ’ το καθρεφτάκι. Ο αδερφός του, ο Κάιν, πέρασε το χέρι γύρω απ’ τους ώμους του. Τον κοίταξα έκπληκτη. Δεν έμοιαζε με δολοφόνο αλλά με παιδί. Χαμογέλασε. Στ’ αυτιά μου ήχησε το στριγκό κλαψούρισμα ενός άντρα. Μαζεύτηκα στη γωνιά μου και κρύφτηκα πίσω απ’ τα μαλλιά μου. 22
Ακούμπησα το μέτωπό μου στο παράθυρο και άφησα επιτέλους τα δάκρυά μου να τρέξουν ελεύθερα στο πρόσωπό μου. Το τζάμι είχε θαμπώσει από τ’ αναφιλητά μου. Τύλιξα τα χέρια γύρω απ’ τους ώμους μου και χάθηκα στις σκέψεις μου. Ήξερα καλά τι είχα αφήσει πίσω μου. Το ζήτημα ήταν πως δεν είχα ιδέα τι με περίμενε.
23
KEΦΑΛΑΙΟ 3
Βιολέτα ΤΟ ΝΑ ΒΡΙΣΚΟΜΑΙ ΜΙΑ ώρα κλεισμένη σ’ ένα αυτοκίνητο με τρεις ανισόρροπους φονιάδες δεν ήταν σε καμία περίπτωση διασκεδαστικό. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ, από φόβο για το τι θα ήταν δυνατόν να μου συμβεί. Δεν μπορούσα να μιλήσω, επειδή ο κύριος Γοητεία Προσωποποιημένη δεν έχανε ευκαιρία να μου υπενθυμίζει πως ήμουν στο έλεός του και γι’ αυτό καλά θα έκανα να κρατάω το στόμα μου κλειστό. Δεν μπορούσα καν να χαζέψω έξω απ’ το παράθυρο, επειδή ήταν πολύ σκοτεινά, κι έτσι ήμουν αναγκασμένη να τους ακούω να μιλούν ζωηρά για τα στήθη κάποιας Άμπερ φον Χέφνερ. Τέλεια. Έξω είχε αρχίσει να χαράζει. Έριξα μια ματιά στο ρολόι μου – πρώιμο δώρο του πατέρα μου για τα γενέθλιά μου. Ο πατέρας μου. Άραγε τι θα έκαναν αυτός και η μητέρα μου όταν μάθαιναν τι μου είχε συμβεί; Και η αδερφή μου η Λίλι; Ήταν μόλις δεκατριών. Πολύ μικρή για να αντιμετωπίσει μια τέτοια κατάσταση. Ωστόσο, υπήρχαν πολύ πιο κρίσιμα ερωτήματα που με βασάνιζαν: Τι σκόπευαν να κάνουν εκείνοι οι παράξενοι δολοφόνοι; Θα με κρατούσαν όμηρο ζητώντας λύτρα απ’ τους γονείς μου; Θα μου έκλειναν μια για πάντα το στόμα; Η σκέψη αυτή ήταν απλά αφόρητη. Κοίταξα άλλη μια φορά το ρολόι μου και είδα πως ήταν τεσσερισήμισι. Το πρώτο φέγγισμα της αυγής αυλάκωνε τον ουρανό. Αφήναμε πίσω μας τα χωράφια. Γύρω μας υπήρχαν πια πυκνά δάση. Όσο ανεβαίναμε τον γεμάτο στροφές δρόμο, τόσο λιγόστευαν τα άλλα αυτοκίνητα. Συνεχίσαμε την ανάβαση, ώσπου πήραμε μια απότομη στροφή προς τα αριστερά περνώντας από τις πύλες ενός μεγάλου φρουραρχείου. Τεράστιες, περίτεχνες πύλες άνοιγαν η μία μετά την άλλη στο διάβα μας. Τα τερατόμορφα στόμια των υδρορροών τους έμοιαζαν άγρυπνοι φρουροί πάνω στα αψιδωτά παράθυρά τους. Ενώ τις προσπερνούσαμε, θα ’παιρνα όρκο ότι είδα κάποια πρόσωπα να μας κοιτούν ερευνητικά από τα παράθυρα, αλλά προτού καταφέρω να ρίξω δεύτερη ματιά μας κατάπιε για μια ακόμα φορά το δάσος. 24
Καθώς συνεχίζαμε την πορεία μας στον στριφογυριστό δρόμο, τα δέντρα άρχισαν να αραιώνουν, επιτρέποντας στις αχτίδες του ήλιου να τρυπώνουν σποραδικά ανάμεσα από τα κλαριά των πεύκων. Σιγά σιγά τα δέντρα εξαφανίστηκαν, παραχωρώντας τη θέση τους σε ολάνθιστους θάμνους, και άξαφνα ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται, ανίκανη να κρύψω την κατάπληξή μου. Μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου, περικυκλωμένος από μια τεράστια έκταση γκαζόν, ορθωνόταν ένας μεγαλοπρεπής πύργος τόσο μεγάλος, που το αχανές δάσος έμοιαζε να ωχριά μπροστά του. Ήταν ένα περίεργο αρχιτεκτονικό πάντρεμα: ψηλοί οβελίσκοι γοτθικού ρυθμού ορθώνονταν προς τον ουρανό σαν φυσική συνέχεια της ανοιχτόχρωμης πέτρας, εκατοντάδες αψιδωτά παράθυρα πλαισίωναν τους τρεις ορόφους, ενώ ένα κομψό μπαλκόνι εξείχε στο κέντρο του κτίσματος, στηριγμένο σε τέσσερις κίονες πάνω από την κεντρική είσοδο. Στο βάθος μπορούσα να διακρίνω σειρές από γκαράζ και στάβλους. Το πρωινό φως στραφτάλιζε πάνω στα νούφαρα που επέπλεαν σε μια λίμνη στο βάθος. Δέντρα κάθε πιθανού μεγέθους και είδους περιέφρασσαν την περιοχή, μέχρι το σημείο όπου άρχιζε το πυκνό δάσος. Ένας απότομος, γεμάτος πεύκα λόφος αγκάλιαζε το πίσω μέρος του πύργου. Διασχίσαμε κυκλικά τον χωμάτινο δρόμο, περνώντας περιμετρικά από ένα σιντριβάνι, ώσπου τελικά σταματήσαμε μπροστά από την επιβλητική είσοδο. «Τώρα θ’ ανοίξει η κρεμαστή γέφυρα;» ψιθύρισα χωρίς να ακούγομαι. Αλλά αντί για κρεμαστή γέφυρα, είδα πλατιά σκαλοπάτια που οδηγούσαν σε μια διπλή μαρμάρινη πόρτα ακριβώς κάτω από το πέτρινο μπαλκόνι. Η πόρτα μου άνοιξε διάπλατα και κάποιος με άρπαξε απ’ τους ώμους τραβώντας με βίαια έξω απ’ το αυτοκίνητο. «Μη μ’ αγγίζεις!» φώναξα. Συνέχισε να με τραβολογάει, αλλά κατάφερα να ξεγλιστρήσω και να βγω μόνη μου, αδιαφορώντας για το χαλίκι που πλήγωνε τα γυμνά μου πόδια. Σήκωσε αδιάφορα τους ώμους του και απομακρύνθηκε. Ο Κάσπαρ πέταξε τα κλειδιά του αυτοκινήτου σ’ ένα αγόρι που είχε πάνω κάτω την ηλικία μου και φορούσε μαύρο κουστούμι με σμαραγδί φόδρα. Τον ακολούθησα με το βλέμμα μου καθώς έμπαινε σε ένα από τα αυτοκίνητα, που το έβαλε μπρος και κατευθύνθηκε προς τα γκαράζ. Δεν κατάφερα να δω κάτι άλλο, καθώς ο Κάσπαρ με άρπαξε απ’ το χέρι και με τράβηξε προς τα σκαλιά, ακολουθούμενος απ’ τους υπόλοιπους πέντε. Οι μαρμάρινες πόρτες άνοιξαν διάπλατα προς τα μέσα, και έμεινα να κοιτάζω το εσωτερικό του πύργου με ανοιχτό το στόμα. 25
Μια μεγάλη στριφογυριστή σκάλα, φτιαγμένη εξ ολοκλήρου από λευκό μάρμαρο, οδηγούσε σε ένα φαρδύ μπαλκόνι και έναν διάδρομο. Λάμπες σε σχήμα δαδιών, τοποθετημένες στον τοίχο, τόνιζαν τη μεγαλοπρέπειά της. Απέναντι ακριβώς από εκεί όπου στεκόμασταν υπήρχαν δύο πόρτες όμοιες με αυτές που είχαμε μόλις διαβεί, μόνο που εμείς κατευθυνθήκαμε προς μια μικρότερη στα αριστερά μας. Περάσαμε μπροστά από έναν μπάτλερ, ο οποίος υποκλίθηκε. «Υψηλότατε. Εξοχότατοι. Κύριε... κυρία» πρόσθεσε, εμφανώς έκπληκτος από την παρουσία μου. Τον κοίταξα, αβέβαιη για το αν είχα ακούσει καλά τους τίτλους με τους οποίους είχε προσφωνήσει τους απαγωγείς μου. Ξαναβρίσκοντας αμέσως την αυτοκυριαρχία του, γύρισε προς τον Κάσπαρ. «Η κυρία είναι φιλοξενούμενη, Υψηλότατε;» Ο Κάσπαρ κάγχασε απειλητικά. «Όχι. Απλώς για διασκέδαση». «Πολύ καλά, υψηλότατε». Υψηλότατε; Ο Κάσπαρ είχε αναφέρει νωρίτερα ότι ήταν πρίγκιπας. Αλλά η Βρετανία είχε ήδη βασιλική οικογένεια. Ίσως να ήταν μακρινός συγγενής της βασίλισσας. Αλλά αν ήταν έτσι, δε θα το ήξερα; Δε νομίζω ότι ένας τέτοιος συγγενής θα μπορούσε ποτέ να περάσει απαρατήρητος. Ο Κάσπαρ έβγαλε έναν αόριστο ήχο που υποδήλωνε μάλλον αυταρέσκεια και υπομειδίασε. Στη συνέχεια, εντελώς απροειδοποίητα, με έσπρωξε βίαια προς μια μικρότερη πόρτα και βρέθηκα σκοντάφτοντας σε ένα πολυτελέστατα διακοσμημένο σαλόνι. Οι τοίχοι ήταν επενδυμένοι με ξύλο, ενώ το πάτωμα ήταν καλυμμένο απ’ άκρη σ’ άκρη με ένα παλιό βαθυκόκκινο χαλί. Λάμπες του ίδιου στιλ με αυτές της εισόδου κρέμονταν από στηρίγματα στους τοίχους, ανάμεσα σε τεράστια πορτρέτα που πλαισιώνονταν από βαριές ασημένιες κορνίζες. Αλλά το δωμάτιο δεν υστερούσε και σε μαραφέτια τελευταίας τεχνολογίας: μια τηλεόραση πλάσμα δέσποζε στον έναν τοίχο, ενώ από κάτω της υπήρχαν παραταγμένες ένα σωρό κονσόλες από ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το αγόρι με τα σκούρα μαλλιά και τα γυαλιά πέταξε το μπουφάν του πάνω στο γυάλινο τραπεζάκι, που ήταν γεμάτο χειριστήρια, και μ’ ένα σάλτο βυθίστηκε σε έναν από τους δερμάτινους καναπέδες. Βαριές κουρτίνες κάλυπταν τα παράθυρα, από το ταβάνι ως το πλατύ περβάζι μπροστά από τα παραθυρόφυλλα. Ο Κάσπαρ προχώρησε ως εκεί και τράβηξε με μια απότομη κίνηση τις κουρτίνες, κλείνοντας το φως έξω. Μια μικρή δέσμη ακτίνων, που περνούσε από ένα μικρό άνοιγμα, χώριζε το δωμάτιο στα δύο. «Θέλεις να πάρω το παλτό σου;» άκουσα κάποιον να ρωτάει πίσω 26
μου. Γύρισα ξαφνιασμένη και είδα τον Φάμπιαν να με κοιτάζει. Έγνεψα αρνητικά με το κεφάλι μου. «Είσαι σίγουρη;» επέμεινε χαμογελώντας. Ακόμα και στο ελάχιστο φως που τρύπωνε στο δωμάτιο τα βαθουλωμένα μάτια του έλαμπαν σαν δυο καρφίτσες εκτυφλωτικού μπλε μέσα στις σκιές. Μαζεύτηκα κάνοντας δυο βήματα προς τα πίσω, αλλά έβγαλα δειλά το παλτό μου και του το έδωσα. Στο πρόσωπό του διαγράφηκε ένα αμυδρό ζεστό χαμόγελο. Μου έδειξε με μια νωχελική κίνηση τους καναπέδες, σαν να με καλούσε να καθίσω. Έκανα ένα δυο διστακτικά βήματα προς τα κει, αλλά δεν κάθισα. Αντίθετα, κοντοστάθηκα παρατηρώντας το δωμάτιο και τους ενοίκους του. Ήταν έξι συνολικά – ο Κάσπαρ και ο μικρότερος αδερφός του ο Κάιν, το αγόρι με τα μπλε μάτια, ο Φάμπιαν και τρεις άλλοι: εκείνος με τα πορφυρά μαλλιά, ένας άλλος που φορούσε γυαλιά και ο ψηλός, ξανθός που είχε επιχειρήσει να με βγάλει νωρίτερα απ’ το αυτοκίνητο τραβώντας με. Εντελώς αναπάντεχα, ο Κάσπαρ τινάχτηκε με ένα άλμα προς τα μπρος, πλησίασε τον Φάμπιαν και έχωσε το χέρι του σε μία από τις τσέπες του παλτού μου. Όταν το τράβηξε έξω, είδα πως κρατούσε το κινητό μου. «Αυτό θα το κρατήσω εγώ» είπε υπομειδιώντας. Το ξεκλείδωσε κι άρχισε να το ψάχνει. «Μη!» είπα, βουτώντας στην κυριολεξία για να του το αρπάξω απ’ τα χέρια. Με μια αστραπιαία κίνηση έκανε στην άκρη, και παραπατώντας βρέθηκα λίγα βήματα πιο πέρα. «Τι τρέχει; Έχεις κάτι να κρύψεις;» ρώτησε, χαμογελώντας ειρωνικά. Τα δάχτυλά του διέτρεξαν με ταχύτητα το καντράν. «Μήπως τίποτα πονηρά μηνυματάκια απ’ το αγόρι σου;» «Όχι!» Χύμηξα ξανά προς το μέρος του, επιχειρώντας για δεύτερη φορά να του το αποσπάσω. Αλλά το κρατούσε πολύ ψηλά για να μπορέσω να το πιάσω. Άρχισα να πηδάω φωνάζοντας, προσπαθώντας μάταια να του το πάρω. Χαμογέλασε σαρκαστικά και σήκωσε το χέρι του ψηλότερα. «Και τότε, ποιος είναι ο Τζόελ;» Έκανα να του αρπάξω το χέρι, αλλά αποδείχτηκε για μια ακόμα φορά πολύ πιο γρήγορος από μένα. Μου έπιασε τον καρπό και τον έστριψε τόσο δυνατά, που στρίγκλισα. Με άφησε. Ηττημένη, έκανα πίσω τρίβοντας τον πονεμένο καρπό μου. Χαζογελώντας, άρχισε να διαβάζει με ψιλή φωνή, κοροϊδεύοντάς με. «“Πώς πάει; Έλεγα μήπως θα ήθελες να τα λέγαμε κάποια στιγμή. Εγώ κι εσύ, μόνοι μας. 27
Πρέπει να μιλήσουμε γι’ αυτό που έκανα. Μου λείπεις, μωρό μου. Στείλε μήνυμα. Τζόελ”». Σταμάτησε και σούφρωσε θεατρινίστικα τα χείλη του. «Αχ, κοίτα τον γλυκούλη, έχει στείλει και φιλάκι στο τέλος». Ήταν εμφανές πως το διασκέδαζε. Τον κοίταξα βλοσυρά. «Τι έγινε; Άγγιξα κάποιο αδύνατο σημείο ή μου φαίνεται;» «Άντε γαμήσου» μουρμούρισα μέσα απ’ τα δόντια μου, χωρίς να θέλω να ακουστώ. «Πολύ ευχαρίστως, Κοριτσάκι, πολύ ευχαρίστως». «Κάσπαρ» είπε σφυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του ο Φάμπιαν, αγριοκοιτάζοντάς τον. Τα μάτια του ήταν σαν να πετούσαν κεραυνούς. Για ένα ολόκληρο λεπτό επικράτησε απόλυτη ησυχία, μέχρι που ο Κάσπαρ πέταξε το κινητό στον Φάμπιαν, ο οποίος το έπιασε στον αέρα και το έχωσε στην τσέπη του. Ο Κάσπαρ ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους και έγειρε στον καναπέ. Έπιασε να χτυπάει ρυθμικά τα δάχτυλά του στην πλάτη του καναπέ, καρφώνοντας προκλητικά το βλέμμα του πάνω μου με μια έκφραση που δήλωνε ευθαρσώς πόσο πολύ το διασκέδαζε. «Είδες πάρα πολλά, κι αυτό είναι τεράστιο πρόβλημα για μας. Επομένως, έχεις δύο επιλογές, Κοριτσάκι. Ή θα γίνεις μία από μας ή θα μείνεις εδώ για πάντα». Δε χρειάστηκε ούτε δευτερόλεπτο για ν’ αποφασίσω ποια απ’ τις δύο προτάσεις θα επέλεγα. «Δεν είμαι δολοφόνος, κι ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ». Ο Κάσπαρ ανασήκωσε για μια ακόμα φορά αδιάφορα τους ώμους. «Τότε θα πρέπει να μείνεις εδώ, μέχρι να αποφασίσεις ν’ αλλάξεις. Και μην τρέφεις ελπίδες ότι θα έρθουν να σε σώσουν. Δεν υπάρχει θνητός που να μπορεί να μπει εδώ μέσα χωρίς να το αντιληφθούμε». «Θνητός;» ρώτησα, σμίγοντας σαστισμένη τα φρύδια μου. «Ναι. Θνητός». Έστρεψε το βλέμμα του προς τους άλλους χαμογελώντας αυτάρεσκα. «Δε βρίσκετε ότι είναι πολύ πιο διασκεδαστικό όταν δεν έχουν ιδέα;» Η ερώτησή του χαιρετίστηκε με ένα γενικευμένο μουρμουρητό επιδοκιμασίας. Ο μόνος που δεν αντέδρασε ήταν ο Φάμπιαν. «Όταν δεν έχουν ιδέα για ποιο πράγμα;» ρώτησα επιφυλακτικά, κοιτώντας τους έναν έναν. «Πόσων χρονών νομίζεις ότι είμαι;» ρώτησε ο Κάσπαρ. Η ερώτηση μου φάνηκε άσχετη, αλλά απάντησα. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να τον κάνω να θυμώσει. «Δεκαεννιά;» 28
Κοιτάχτηκαν και, κρυφογελώντας, έδειξαν να συμφωνούν σιωπηλά σε κάτι. «Λάθος. Είμαι εκατόν ενενήντα εφτά». Σήκωσα δύσπιστη τα φρύδια μου. «Κανείς δε ζει τόσο πολύ–». «Το είδος μου ζει τόσο πολύ, κι ακόμα περισσότερο» είπε ο Κάσπαρ, διακόπτοντάς με. «Και για να μη σε κρατάω άλλο σε αγωνία, Κοριτσάκι, όταν λέω το είδος μου, εννοώ τους βρικόλακες». Κούνησα το κεφάλι τρελαμένη, ανίκανη να δεχτώ εκείνο που άκουγα. Ένα ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη, αναγκάζοντας τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκωθούν. Είναι τρελοί. Έκανα δυο βήματα πίσω και γέλασα νευρικά λόγω της γελοιότητας της δήλωσής του, αν και ταυτόχρονα αναρωτιόμουν τι είδους παιχνίδι έπαιζαν, και ποια απάντηση θα με κρατούσε στη ζωή για μεγαλύτερο διάστημα. «Τι είναι πάλι αυτό; Κάποιο άρρωστο αστείο;» Το αυτάρεσκο χαμόγελο του Κάσπαρ εξαφανίστηκε. «Με βλέπεις να γελάω;» απάντησε, ανοίγοντας τα χείλη του με τρόπο που να φαίνονται τα ούλα του. Εκεί, πάνω απ’ το σαρκώδες κάτω χείλος του, φαίνονταν δύο κοφτερά δόντια. Ακόμα κι αν δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλα, δε χωρούσε αμφιβολία πως ήταν κυνόδοντες. «Ψεύτικοι σίγουρα» είπα, καρφώνοντας το βλέμμα πάνω τους. Ακούστηκα πολύ πιο τολμηρή απ’ ό,τι αισθανόμουν. «Θέλεις να τους ελέγξεις;» απάντησε ο Κάσπαρ. «Δεν υπάρχουν βρικόλακες» ψέλλισα, κουνώντας δύσπιστη το κεφάλι μου. «Είστε απλώς τρελοί». Προτού προλάβω να προσθέσω το παραμικρό, βρέθηκα κολλημένη στον τοίχο, με τα χείλη του Κάσπαρ ν’ αγγίζουν ανεπαίσθητα τον λαιμό μου. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε ρυθμικά. Ένιωθα σε όλο μου το είναι τη δύναμή του, την εξουσία του, την πείνα του. Η ανάσα του δε ζέσταινε το δέρμα μου, όπως θα έκανε η ανάσα οποιουδήποτε ανθρώπινου όντος, αλλά το πάγωνε, στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε τόσο άρρυθμα και δυνατά, που οι φλέβες στους καρπούς μου άρχισαν να φουσκώνουν σαν να ’θελαν να δραπετεύσουν, σκορπίζοντας κατακόκκινες πανάδες στο δέρμα μου. Σφάλισα τα μάτια μου και ένιωσα μια ανεπαίσθητη πίεση κατά μήκος του λαιμού, καθώς τα κοφτερά σαν λεπίδες δόντια του ταξίδευαν αργά πάνω στη γραμμή της καρωτίδας μου, προτού σκαλώσουν στο δέρμα μου και αρχίσουν να εισχωρούν όλο και πιο βαθιά σκίζοντας το ένα στρώμα δέρματος μετά το άλλο, σκάβοντας για τη φλέβα μου. Μου ξέφυγε μια κραυγή. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Τα χέρια μου έκλεισαν σε σφιχτές γροθιές. Έμπηξα τα νύχια στο 29
εσωτερικό των χεριών μου κι έσφιξα τα δόντια. Ήμουν στο έλεός του. Ήταν έτοιμος να σκοτώσει. Αλλά εγώ δεν ήμουν έτοιμη να πεθάνω. Αποτραβήχτηκε, αλλά συνέχισε να με κρατάει παγιδευμένη με το σώμα του, εμποδίζοντας τη φυγή μου. Με κοίταξε ίσια στα μάτια και ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται. Τα μάτια του από σμαραγδί είχαν γίνει κόκκινα. «Άκου προσεκτικά, Κοριτσάκι. Δεν είμαι ένας οποιοσδήποτε βρικόλακας. Ανήκω σε βασιλική οικογένεια, και θα κάνεις ό,τι σου λέω. Κοίτα, λοιπόν, να προσέχεις τα λόγια σου, επειδή δεν μπορείς ποτέ να ξέρεις πότε θα πεινάσω». Έκανε λίγα βήματα προς τα πίσω και απομακρύνθηκε για τα καλά. «Μεταμορφώσου ή μείνε για πάντα εδώ. Η επιλογή είναι δική σου». Δεν κάθισα ν’ ακούσω τι άλλο είχε να πει. Ψαχουλεύοντας στα τυφλά, χωρίς να πάρω το βλέμμα από πάνω του, βρήκα το πόμολο της πόρτας· την άνοιξα και βγήκα κακήν κακώς απ’ το δωμάτιο. Έκλεισα με δύναμη την πόρτα πίσω μου και έγειρα αποκαμωμένη στον μαρμάρινο τοίχο της εισόδου. Διπλώθηκα στα δύο και αγκάλιασα τα γόνατά μου. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες επιχειρώντας να χαλιναγωγήσω την αναπνοή μου και τις παρανοϊκές σκέψεις που είχαν κατακλύσει το μυαλό μου. Κάτι ζεστό κύλησε στον λαιμό μου. Σήκωσα το χέρι μου και πέρασα διστακτικά τα δάχτυλά μου πάνω απ’ το δέρμα μου. Τα έφερα μπροστά στα μάτια μου και έμεινα να κοιτάζω πανικόβλητη το ίδιο μου το αίμα. Δεν ήταν απλώς δολοφόνοι. Ήταν αρπακτικά. Και ξαφνικά συνειδητοποίησα πού είχα μπλέξει. Ένιωσα την αδρεναλίνη να πλημμυρίζει με ορμή τις φλέβες μου και να κυλάει απ’ τον λαιμό μου σ’ όλο μου το είναι. Έτρεξα προς την πόρτα, ευχαριστώντας τον Θεό που ο μπάτλερ είχε φύγει. Έπρεπε να τρέξω, έπρεπε να τρέξω αμέσως. Τα βάτα τυλίγονταν σαν φίδια γύρω μου, και τα γυμνά μου πόδια πονούσαν από τ’ αγκάθια και τις ξερές πευκοβελόνες που χώνονταν βαθιά μες στις πατούσες μου. Αλλά συνέχιζα πεισματικά την πορεία μου. Ήξερα πως δε θ’ αργούσαν ν’ αντιληφθούν την απουσία μου, και αν ήταν όντως εκείνο που έλεγαν πως ήταν –βρικόλακες– τότε θα γνώριζαν πως είχα αναζητήσει καταφύγιο στο δάσος. Είκοσι τέσσερις ώρες πριν, αν κάποιος μου έλεγε πως υπήρχαν βρικόλακες, θα γελούσα και θα τον περνούσα για τρελό. Οι βρικόλακες ήταν πλάσματα που ανήκαν στη σφαίρα του φανταστικού, επινοημένοι για να τρομάζουν τα παιδάκια. Ήταν μυθικά πλάσματα που συντρόφευαν τις ερωτικές φαντασιώσεις έφηβων κοριτσιών. Αλλά σε καμία περίπτωση 30
δεν ήταν αληθινοί. Καθώς προχωρούσα, τα πεύκα πύκνωναν ολοένα γύρω μου, αφήνοντας όλο και μικρότερα περάσματα ανάμεσά τους. Το φως που κατάφερνε να τρυπώνει ήταν αχνό και θαμπό από την πάχνη, κάτι που σήμαινε πως κάθε φορά που σταματούσα για να κοιτάξω πίσω μου, το μόνο που μπορούσα να διακρίνω ήταν το πυκνό τους φύλλωμα· ούτε λόγος για το μονοπάτι που νόμιζα πως ακολουθούσα από ώρα. Πώς είναι δυνατόν να μη γνωρίζουμε την ύπαρξή τους; Πώς είναι δυνατόν έξι βρικόλακες να κυκλοφορούν ελεύθεροι στους δρόμους του Λονδίνου και να πίνουν το αίμα τριάντα ανθρώπων; Ο λαιμός μου με έκαιγε φοβερά. Το τσούξιμο απ’ το αίμα που κυλούσε αργά στις γδαρμένες γάμπες μου ήταν τόσο ανυπόφορο, που το μούδιασμα που ένιωθα στα δάχτυλα των ποδιών έμοιαζε σχεδόν ευπρόσδεκτο. Η φράντζα μου είχε κολλήσει στο μέτωπο – ένα μείγμα σκόνης και ιδρώτα. Το φόρεμά μου είχε σηκωθεί ως τους γοφούς, και μία απ’ τις τιράντες μου είχε χαλαρώσει τόσο, που ήμουν σίγουρη πως από στιγμή σε στιγμή θα έσπαγε. Άκου βρικόλακες. Βλακείες. Ωστόσο... Σήκωσα το χέρι και άγγιξα το σημείο όπου με είχε δαγκώσει ο Κάσπαρ. Η αιμορραγία είχε σταματήσει. Καθάρισα το λιγοστό ξεραμένο αίμα που είχε μείνει ξύνοντάς το με το νύχι. Το δέρμα μου, πέρα από μια μικρή γρατζουνιά, ήταν λείο. Ψηλάφισα τον λαιμό μου γύρω απ’ το τραύμα, αλλά δεν κατάφερα να βρω πληγή. Έσμιξα τα φρύδια μου προβληματισμένη. Γιατί δεν είχα πληγή; Άκουσα τότε ένα κλαράκι να σπάει. Γύρισα απότομα ψάχνοντας την πηγή του θορύβου. Κανείς. Προσπάθησα να πάρω βαθιά ανάσα, αλλά συνειδητοποίησα πως μου ήταν αδύνατον να ελέγξω ακόμα και την αναπνοή μου. Το στήθος μου έτρεμε σε κάθε μου ανάσα. Ένα ρεύμα αέρα σάρωσε το δέρμα μου και άρχισα να παίζω νευρικά μ’ ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά μου, καρφώνοντας το βλέμμα στη σκοτεινιά που έκλεινε ερμητικά γύρω μου. Τρέξε, ψιθύρισε μια φωνή μέσα μου. Ή μήπως ήταν ο άνεμος που έπαιζε παιχνίδια με τη φαντασία μου; Τρέξε, επανέλαβε. Μόνο που δεν έκανα βήμα. Έμεινα κοκαλωμένη να κοιτάζω ερευνητικά ανάμεσα απ’ τους κορμούς των δέντρων. Η σιωπή έσπασε τη στιγμή που άκουσα κάτι να θροΐζει στα χαμόκλαδα. Σκοτεινές φιγούρες έκαναν την εμφάνισή τους μέσα απ’ την ομίχλη, και η φωνή μέσα μου ξέσπασε σε κραυγές. Τρέξε! 31
Δε χρειάστηκε να μου το πει άλλη φορά. Τράπηκα σε φυγή, ενώ κάθε τόσο έριχνα κλεφτές ματιές πίσω μου, πεπεισμένη πως από στιγμή σε στιγμή οι διώκτες μου θα με άρπαζαν. Μπορεί να μην τους έβλεπα, αλλά τους άκουγα μέσα απ’ το θρόισμα των φύλλων και το σπάσιμο των κλαριών. Η ομίχλη στροβιλιζόταν γύρω μου σαν σε δίνη… σαν κάποιος να κινούνταν με μεγάλη ταχύτητα μέσα της. Τα πόδια μου με οδηγούσαν όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος, αλλά ήξερα πως δε θα άντεχα να συνεχίσω για πολύ ακόμη. Ανέπνεα λαίμαργα τον αέρα γύρω μου, αλλά τα πνευμόνια μου ήταν άδεια, και οι σουβλιές συνέχιζαν να κεντούν τα πλευρά μου. Θα με έπιαναν, και κάτι μου έλεγε πως αυτή τη φορά δε θα έδειχναν κανένα έλεος. Ξαφνικά άρχισα ν’ αφήνω τα δάση πίσω μου, και βγήκα σ’ ένα ξέφωτο. Έβαλα τα χέρια μου μπροστά και ταλαντεύτηκα για λίγο στις άκρες των ποδιών, σαν να ισορροπούσα στο χείλος ενός γκρεμού. Ένιωσα τη γη να φεύγει κάτω απ’ τα πόδια μου. Έκανα διστακτικά πίσω και, σηκώνοντας το βλέμμα μου, κοίταξα γύρω μου προσπαθώντας να καταλάβω πού βρισκόμουν. Σαστισμένη, είδα πως στεκόμουν στις όχθες μιας μικρής λίμνης. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου χάιδευαν νωχελικά τα σκοτεινά της νερά, ενώ η χαμηλή ομίχλη αγκάλιαζε την απέναντι όχθη. Μια απόκοσμη σιωπή είχε καλύψει τα πάντα. Δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε κλαριά να σπάνε ούτε βήματα, τίποτα. Κοίταξα πίσω μου, ψάχνοντας για ένα οποιοδήποτε σημάδι των δολοφόνων που ήμουν σίγουρη πως με καταδίωκαν. Η σιωπή ήταν ακόμα πιο ανησυχητική από τον θόρυβο. Ξεκίνησα να κάνω τον γύρο της λίμνης, στην αρχή αργά και στη συνέχεια τρέχοντας σαν αστραπή, κυριευμένη από τέτοιο πανικό, που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκωθούν όρθιες. Με την τρεχάλα μου, επέστρεψαν και οι θόρυβοι. Άκουγα πια ξεκάθαρα βήματα να με ακολουθούν. Επιτάχυναν όταν επιτάχυνα, και όταν τελικά έφτασα στην αντίπερα όχθη, συνειδητοποίησα ότι με είχαν περικυκλώσει. Δεν είχα πια δρόμο διαφυγής. Οπισθοχώρησα μέχρι εκεί που τολμούσα, περιμένοντας σαν πρόβατο τη σφαγή. Χωρίς καμία προειδοποίηση, έξι φιγούρες πετάχτηκαν μέσα απ’ τα δέντρα· κατατρομαγμένη, έκανα μερικά διστακτικά βήματα προς τα πίσω, ξεχνώντας ότι βρισκόμουν στην άκρη της λίμνης, με αποτέλεσμα να βρεθώ –αφήνοντας μια στριγκλιά– μέσα στο παγωμένο νερό. Προτού καν αγγίξω την επιφάνειά του, είχα γίνει μπλε απ’ το κρύο. Πέφτοντας στη λίμνη σήκωσα ένα κύμα νερού που μπήκε ορμητικά στο στόμα μου, το οποίο έχασκε ακόμη ορθάνοιχτο με τις στριγκλιές μου. 32
Άρχισα να βήχω και να ψελλίζω «βοήθεια», καταπίνοντας όλο και μεγαλύτερη ποσότητα νερού. Κοπανούσα πέρα δώθε τα πόδια μου σαν χταπόδι, ψάχνοντας για τον πάτο. Ευτυχώς κατάφερα να βγω στην επιφάνεια για να πάρω ανάσα, αλλά προτού προλάβω να ουρλιάξω για βοήθεια ένιωσα κάτι σαν φύκι να τυλίγεται γύρω απ’ τον αστράγαλό μου και να με τραβάει απότομα στον βυθό. Άνοιξα τα μάτια και είδα πως εκείνο που είχε τυλιχτεί γύρω απ’ τη γάμπα μου ήταν ένα πλοκάμι, έτσι βρέθηκα ξαφνικά πρόσωπο με πρόσωπο με κάτι που έμοιαζε με τεράστιο καλαμάρι. Μούγκρισα εξοργισμένη μέσα μου. Γιατί δεν μπορούσε η ζωή μου να είναι φυσιολογική; Πανικόβλητη, έπιασα το πλοκάμι κι άρχισα να το τραβάω για να το ξεκολλήσω από πάνω μου, αλλά δεν κατάφερνα τίποτα. Με τραβούσε όλο και πιο βαθιά στον βυθό. Τα πνευμόνια μου άρχισαν να καίνε εκλιπαρώντας για αέρα. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε τίποτε να κάνω, πέρα απ’ το να τα παρατήσω και να παραδοθώ στη μοίρα μου. Το μυαλό μου άρχισε να θολώνει, και σχεδόν ταυτόχρονα έπιασα με την άκρη του ματιού μου κάτι άσπρο ν’ αστράφτει ακριβώς κάτω από την επιφάνεια της λίμνης. Ένα λευκό φως. Πόσο πρωτότυπο. Αντιλήφθηκα κάπως αόριστα ότι κινούνταν και ότι το θολό του περίγραμμα έμοιαζε με σώμα, προτού τα βλέφαρά μου τρεμοπαίξουν και στη συνέχεια κλείσουν. Με απήγαγαν βρικόλακες και με σκότωσε ένα καλαμάρι. Τι τραγικό.
33
KEΦΑΛΑΙΟ 4
Κάσπαρ «ΒΙΟΛΕΤΑ! ΞΥΠΝΑ, ΓΑΜΩΤΟ μου!» ούρλιαξε ο Φάμπιαν. Ήταν σκυμμένος πάνω απ’ το φαινομενικά άψυχο σώμα και τη χαστούκιζε για να τη συνεφέρει. Πάνω που ετοιμαζόταν να την ξαναχτυπήσει, άνοιξε τα μάτια της διάπλατα και άρχισε να ξερνάει νερό. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω στον σαρκώδη ουρανίσκο και στα στρογγυλεμένα δόντια της. Ο Φάμπιαν έκανε πίσω, μαζεύοντας βιαστικά το χέρι του. Προχώρησα προς το μέρος της και ολοκλήρωσα αυτό που μόλις είχε ξεκινήσει εκείνος. Αμέσως ένας πολύ ικανοποιητικός ήχος αντήχησε στη σιωπή καθώς το χέρι μου ήρθε σε επαφή με το δέρμα της. Το μάγουλό της έγινε κατακόκκινο. Ο Φάμπιαν γύρισε προς το μέρος μου. Τα μάτια του είχαν γίνει μαύρα. Κάσπαρ, τον άκουσα να γρυλίζει στο μυαλό μου. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους, σπρώχνοντας τα βρεγμένα τσουλούφια μου απ’ το μέτωπο. «Ήθελα να είμαι σίγουρος ότι ξύπνησε» απάντησα φωναχτά. Το φόρεμά της είχε κολλήσει στη σάρκα της, και κοιτάζοντας το κορμί της λαίμαργα αναρωτήθηκα τι είχα κάνει για να βρεθεί ένα τόσο καλό κομμάτι στον δρόμο μου. Ο Φάμπιαν έβγαλε το σακάκι του και το τύλιξε γύρω απ’ τους ώμους της καθώς εκείνη σηκωνόταν για να καθίσει, χωρίς ωστόσο ν’ απομακρύνει τη σκέψη του απ’ τη δική μου. Το γεμάτο θαυμασμό βλέμμα μου δεν της ξέφυγε. «Ω Κάσπαρ, ήρωά μου, σ’ ευχαριστώ» είπε όσο πιο ειρωνικά μπορούσε, αγκομαχώντας ταυτόχρονα καθώς αναζητούσε λίγο αέρα. «Είμαι πάντα στην υπηρεσία των αδύναμων κορασίδων» απάντησα, εξίσου ειρωνικά, βγάζοντας τη βρεγμένη μου μπλούζα. «Μιας και είναι το μόνο ευχαριστώ που θ’ ακούσεις από μένα, προτείνω να το δεχτείς» μουρμούρισε με κομμένη την ανάσα. Είμαι σίγουρος ότι πίστευε πως δε θα έπιανα το βλέμμα της να ταξιδεύει πάνω στο γυμνό μου στέρνο. Την αγνόησα, και φώναξα στον Κάιν και στους άλλους ότι επι-
34
στρέφαμε στο σπίτι. Λογικά δύο από μας θα μπορούσαμε να την κουβαλήσουμε, ακόμα κι αν ήταν λίγο ζωηρούλα. Ο Φάμπιαν τής πρόσφερε το χέρι του και τη βοήθησε να σηκωθεί, αλλά με το που στάθηκε όρθια τα πόδια της λύγισαν και τρίκλισε αδύναμη. Τα μάτια της –πόσο ασυνήθιστο χρώμα για άνθρωπο– έχασαν την εστίασή τους. Ο Φάμπιαν έσπευσε να την πιάσει. Αποδεχόμενος την κατάσταση, έκανα ένα βήμα προς το μέρος της και ετοιμάστηκα να την κουβαλήσω. Με κοίταξε για λίγο, αλλά σχεδόν αμέσως το βλέμμα της ξανάγινε απλανές. Μάζεψε το σώμα της δυσανασχετώντας και χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στην αγκαλιά του Φάμπιαν. «Κουβάλα την εσύ» του είπα, συνειδητοποιώντας πως έτσι υπήρχαν λιγότερες πιθανότητες να κάνει φασαρία. Ψιθύρισε κάτι στο αυτί της και την πήρε στα χέρια του. Κι ακριβώς όπως είχα προβλέψει, ησύχασε. Τον κοίταξα σηκώνοντας το φρύδι μου, και μου ’κλεισε το μάτι, τυλίγοντας το χέρι του κάτω απ’ τα γυμνά της πόδια. Τους γύρισα την πλάτη και χώθηκα στο σκιερό δάσος. Λίγα βήματα πιο πίσω την άκουσα να τον ρωτάει για το καλαμάρι. Η απάντησή του ήταν αόριστη, αποκρύπτοντας περίτεχνα τις λεπτομέρειες, από πού είχε έρθει και ποιος μας το είχε δώσει. Γύρω μας η ομίχλη διαλυόταν και άρχιζε πια να διαφαίνεται καθαρά ο κύριος περίβολος του σπιτιού. Άφησα τη σκέψη μου να περιπλανηθεί και άγγιξα τη δική της. Χτυπήθηκα άμεσα από αλλεπάλληλα συναισθήματα: το πρώτο ήταν φόβος, το δεύτερο θυμός. Οι εικόνες που είχε συγκρατήσει από το νερό και η φοβία της για το κολύμπι συγχέονταν με εκείνες από την πλατεία Τραφάλγκαρ, που έσκαγαν ξανά και ξανά σαν κύματα στην πρώτη γραμμή της σκέψης της, σαν να ’χε κολλήσει η βελόνα στο ίδιο σημείο. Ανά διαστήματα έκαναν την εμφάνισή τους και στιγμιότυπα με φίλους και πρόσωπα της οικογένειάς της, αλλά εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου ήταν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, ενός άντρα γύρω στα πενήντα. Συγκεντρώθηκα σ’ αυτό και έκανα αμέσως πίσω, σαν να με είχε χτυπήσει κεραυνός. Κοντοστάθηκα και γύρισα απότομα προς το μέρος της. «Κοριτσάκι, ποιο είναι το επίθετό σου;» «Λι» είπε. «Σ’ το έχω ήδη πει–» «Ποιος είναι ο πατέρας σου;» συνέχισα επιτακτικά. «Είναι ένας πολύ ισχυρός άντρας» μου απάντησε στο ίδιο ύφος. «Κόφ’ το με τις εξυπνάδες. Πίστεψέ με, δε θα σου βγουν σε καλό» γρύλισα απειλητικά. «Άσε που στοιχηματίζω πως ο πατέρας μου είναι πολύ πιο ισχυρός απ’ τον δικό σου. Λοιπόν, λέγε τώρα. Πώς τον λένε; Τι δουλειά κάνει;» Σήκωσε το πιγούνι της περήφανα και μ’ ένα θριαμβευτικό ύφος 35
είπε εκείνο που φοβόμουν. «Το όνομά του είναι Μάικλ Λι, και είναι ο υπουργός Εθνικής Άμυνας». Αντάλλαξα μια ματιά με τον Φάμπιαν, και για μια στιγμή νόμισα πως θα του έπεφτε απ’ τα χέρια. «Σκατά» είπα. «Αυτή τη φορά την πάτησες για τα καλά, Κάσπαρ» γρύλισε ο Φάμπιαν, και τα μάτια του, όπως και τα δικά μου, έχασαν μονομιάς το χρώμα τους προδίδοντας την ανησυχία του. Το κορίτσι είχε καρφώσει τα μάτια απροκάλυπτα πάνω μου, αλλά με το που την κοίταξα απέστρεψε μονομιάς το βλέμμα της. Συνειδητοποίησα ικανοποιημένος πως, παρά το θράσος της, διατηρούσα ακόμη κάποιον έλεγχο πάνω της. «Ο βασιλιάς δε θα χαρεί καθόλου μ’ όλα αυτά» πρόσθεσε ο Φάμπιαν. Εννοείται πως δε θα χαιρόταν. Ούτε αυτός ούτε το συμβούλιο. Χωρίς να πω τίποτα, ξεχύθηκα όλο νεύρα προς τον πύργο. Ο Φάμπιαν ακολουθούσε σε κάποια απόσταση, προσαρμόζοντας κάθε τόσο τον τρόπο που την κρατούσε για να μην την πονάει. Η διαδρομή ως τον πύργο βοήθησε πολύ στο να καταλαγιάσει ο πανικός μου από την αποκάλυψη της ταυτότητας του κοριτσιού. Είχα ήδη προβλήματα με το συμβούλιο, και το ενδεχόμενο μιας πρότασης δυσπιστίας όσον αφορά τη θέση μου ως διαδόχου του θρόνου ήταν μονίμως ένα πταίσμα μακριά. Το να φέρω επομένως την κόρη ενός ανθρώπου με τόσο υψηλό κρατικό αξίωμα στον κόσμο μας παραβίαζε πολλές συνθήκες, και ενέπιπτε στην κατηγορία των αμαρτημάτων. Γιατί δεν τη σκότωσα απλώς; Όταν ο Φάμπιαν με έφτασε, την άρπαξα αμέσως απ’ τον καρπό και τραβώντας την από την αγκαλιά του την έσυρα προς τα σκαλιά. Έκανε ένα δυο μικρά βήματα μορφάζοντας. Έριξα μια ματιά στα πληγωμένα πόδια της. Πήρα μια βαθιά ανάσα και την τράβηξα ακόμα πιο δυνατά. «Τι κάνεις;» είπε σε έντονο τόνο, καρφώνοντας τα πόδια της στο έδαφος, αδιαφορώντας για τον πόνο που προφανώς ένιωθε. «Προσπαθώ να ξεμπλέξω απ’ αυτό τον χαμό» απάντησα, ανακουφισμένος στη θέα της αδερφής μου της Λάιλα που περίμενε στην κορφή της σκάλας, στο εσωτερικό του σπιτιού. «Και δε γίνεται να το κάνεις χωρίς να μου ξεριζώσεις τον καρπό;» Επιβράδυνα και κοντοστάθηκα για λίγο, χτυπημένος από ένα κύμα έντονου θαυμασμού για την άνεση με την οποία αποδεχόταν την ύπαρξή μας, αλλά απ’ την άλλη εκνευρισμένος με την τόλμη της. Αυτό το κορίτσι απλά δεν το βάζει κάτω. Η Λάιλα –πιο εκνευρισμένη από όσο θα μπορούσε ποτέ να είναι 36
οποιοδήποτε μουσκεμένο θνητό κοριτσάκι– πήρε το πιο βλοσυρό της ύφος, κάτι πολύ αποτελεσματικό, και άρπαξε τη Βιολέτα απ’ το χέρι χωρίς να της απευθύνει λέξη. Γύρισε και με κοίταξε κατάματα. «Πραγματικά, τα έκανες μαντάρα αυτή τη φορά, αδερφούλη» γρύλισε. Η Βιολέτα κάρφωσε το βλέμμα της στην αδερφή μου, που την περνούσε τουλάχιστον ένα κεφάλι και ήταν αρκετά πιο αδύνατη, με δέος. Η Λάιλα την αγνόησε. Ήξερε καλά την επίδραση που είχε και στα δύο φύλα. Καλή διασκέδαση με τον γαμημένο πόλεμο που άνοιξες με τους ανθρώπους, ολοκλήρωσε τη φράση της μες στο μυαλό μου, ανεβαίνοντας σαν σίφουνας στον πάνω όροφο και σέρνοντας ξοπίσω της την κόρη του Μάικλ Λι. Το τελευταίο πράγμα που με απασχολούσε ήταν ένας πιθανός πόλεμος, αφού κατά πάσα πιθανότητα δε θα ζούσα για να τον δω: ο βασιλιάς ερχόταν εξοργισμένος προς το μέρος μου. Ο Φάμπιαν έπεσε στο ένα γόνατο κάνοντας βαθιά υπόκλιση, σφαλίζοντας ταυτόχρονα τα μάτια του. Σταυρώνοντας τα δάχτυλά του πίσω απ’ την πλάτη, ψιθύρισε: «Μεγαλειότατε». Όρθωσα το ανάστημά μου και, τυλίγοντας τα χέρια πίσω απ’ την πλάτη μου, κοίταξα τα γκρι βαθουλωμένα μάτια που με ατένιζαν διαπεραστικά. Το να δηλώσω άγνοια ως προς την ταυτότητά της δε θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα, έτσι αποφάσισα να υποδεχτώ την επερχόμενη καταιγίδα με όσο περισσότερο χιούμορ μπορούσα. «Καλημέρα, πατέρα. Έφερα πρωινό».
37
EΦΑΛΑΙΟ 5
Βιολέτα «ΝΑ ΜΑΣΤΕ» ΕΙΠΕ το κορίτσι που μου συστήθηκε ως Λάιλα. Χαμογέλασε και σταμάτησε μπροστά από μια ανοιχτή πόρτα στα μισά του διαδρόμου. Μπήκε στο δωμάτιο. Δίστασα, αλλά έπειτα από ένα λεπτό την ακολούθησα. Ήταν τεράστιο. Το ξύλινο πάτωμα έλαμπε, τουλάχιστον στα σημεία που έμεναν ακάλυπτα από το μεγάλο μαύρο χαλί που σκέπαζε το μεγαλύτερο μέρος του. Ένα μεγάλο κρεβάτι από μαόνι με ουρανό δέσποζε στο δωμάτιο, ενώ οι μακριές λουλακί κουρτίνες του έπεφταν βαριά πάνω στο χαλί. Μοβ και μαύρα τούλια κρέμονταν πάνω από τις τζαμόπορτες, κρεμασμένα από σιδερένιες κουρτινόβεργες. Δίπλα τους υπήρχαν αρκετά αψιδωτά παράθυρα με περβάζια τόσο φαρδιά, που μπορούσες άνετα να καθίσεις πάνω. Έμεινα να κοιτάζω γύρω μου μαγεμένη, απορροφώντας κάθε λεπτομέρεια, όσο η Λάιλα πήγαινε πέρα δώθε φουριόζα, επισημαίνοντάς μου διάφορα πράγματα, απ’ τα οποία η αλήθεια είναι πως άκουγα τα μισά. «Εδώ είναι η ντουλάπα. Όπως βλέπεις, είναι ολόκληρο δωμάτιο. Σκοπεύουμε να σου αγοράσουμε κάποια πράγματα, αλλά ως τότε μπορείς να βολευτείς με τα δικά μου ρούχα. Δεν πιστεύω να έχουμε και τόσο μεγάλη διαφορά πια στο μέγεθος. Το μπάνιο βρίσκεται απέναντί σου· με το που βγαίνεις στον διάδρομο». Έσμιξε τα φρύδια της προβληματισμένη. «Σκεφτήκαμε ότι θα ’ταν καλύτερα να μην έχεις μπάνιο στο δωμάτιό σου, ωστόσο υπάρχει ένας νιπτήρας μέσα στην ντουλάπα» πρόσθεσε ξαναβρίσκοντας το κέφι της. Χαμογέλασε, αλλά το χαμόγελο έσβησε γρήγορα από το πρόσωπό της με το που γύρισε και με κοίταξε. «Καλά, με έχεις τρελάνει με την πολυλογία σου». Την κοίταξα κατάματα. Αν νομίζει πως θα πιάσω ψιλή κουβέντα μαζί της, πλανάται οικτρά. Το στομάχι μου είχε σφιχτεί σαν κόμπος και ένιωθα αδιάθετη. Προφανώς δεν είχα βγάλει όλο το νερό που είχα καταπιεί πριν από λίγο στη λίμνη. 38
«Λοιπόν. Μάλλον θα πρέπει ν’ αλλάξεις, οπότε λέω να σ’ αφήσω». Κίνησε για την πόρτα, όταν ξαφνικά σταμάτησε. «Θα πω στο προσωπικό να σου φέρει και κάτι να φας. Είσαι χορτοφάγος, έτσι δεν είναι;» Την κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. Πώς στο καλό το ήξερε; Δεν της απάντησα, και αφού περίμενε για λίγο, τελικά άνοιξε την πόρτα για να φύγει. Άνοιξα το στόμα μου λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της. «Δε μοιάζεις με δολοφόνο» της ξεφούρνισα. Γέλασε, όπως γελούν οι ενήλικες με τις χαριτωμένες ερωτήσεις των μικρών παιδιών. «Μάλλον επειδή δεν είμαι». Και μ’ αυτό βγήκε απ’ το δωμάτιο κλείνοντας την πόρτα πίσω της. Με το που έφυγε, έτρεξα προς την ντουλάπα και βρήκα τον νιπτήρα σε έναν μικρό χώρο ανάμεσα στα ρούχα· συνειδητοποιούσα πως ήταν μεγαλύτερη απ’ το υπνοδωμάτιό μου στο σπίτι. Πιάστηκα απ’ τον νιπτήρα και έσκυψα αναζητώντας ανακούφιση από τον κόμπο που έσφιγγε το στομάχι μου. Αφού έβγαλα ό,τι είχα και δεν είχα μέσα μου, έριξα άφθονο νερό στο πρόσωπό μου και ήπια μια δυο γουλιές χρησιμοποιώντας τις χούφτες μου για ποτήρι. Όλη εκείνη την ώρα είχα καρφωμένο το βλέμμα στον καθρέφτη, μόνο που δεν έβλεπα την αντανάκλασή μου αλλά τον Κλοντ Πιερ να πέφτει ξανά και ξανά νεκρός στο πεζοδρόμιο. Μην αποσπάσαι με αυτές τις σκέψεις, είπε η φωνή μέσα μου. Επικεντρώσου στη δική σου επιβίωση. Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά απ’ τον καθρέφτη και πήγα προς την γκαρνταρόμπα. Μια αλλαξιά ρούχα ήταν τοποθετημένα σε ένα ράφι για μένα. Έσπευσα να τα φορέσω, ευχαριστημένη που επιτέλους θα έβγαζα από πάνω μου το μουσκεμένο, κατασκισμένο φόρεμά μου. Το τζιν μού ήταν λίγο στενό τους γοφούς, και χρειάστηκε αρκετή προσπάθεια να κατεβάσω το μπλουζάκι πάνω απ’ το στήθος μου. Αλλά τα νέα μου ρούχα ήταν στεγνά, κι αυτό ήταν αρκετό. Μπαίνοντας στο δωμάτιο, είδα πως κάποιος μου είχε αφήσει έναν δίσκο με φαγητό στο κομοδίνο. Υπήρχε ένα πιάτο γεμάτο σάντουιτς κομμένα σε τρίγωνα, ένα κομμάτι χαρτί διπλωμένο στα δύο και ένα ποτήρι νερό, το οποίο ήπια μονορούφι. Έπιασα το χαρτί, αφήνοντας στην άκρη τα σάντουιτς. Το ξεδίπλωσα. Ήταν ένα σημείωμα με δυσανάγνωστα γράμματα, απλωμένα όπως όπως πάνω στη σελίδα. Βιολέτα Είσαι ελεύθερη να τριγυρίσεις στο σπίτι, αλλά μη βγεις έξω. Αν 39
συναντήσεις τον πατέρα μου, υποκλίσου και αποκάλεσέ τον «Μεγαλειότατο». Είμαι στη διάθεσή σου για ό,τι χρειαστείς – ζήτα απλώς από τους υπηρέτες να με ειδοποιήσουν. Α.Υ. Λάιλα Υ.Γ.: Οι δολοφόνοι σκοτώνουν για διασκέδαση. Οι βρικόλακες σκοτώνουν για να επιβιώσουν. Το διάβασα δύο φορές, προτού το τσαλακώσω και το πετάξω σε μια γωνιά του δωματίου. «Άντε γαμήσου» μουρμούρισα, πηγαίνοντας προς την τζαμόπορτα. Προσπάθησα να την ανοίξω, παλεύοντας για λίγο με το χερούλι. Ήταν κλειδωμένη. Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν αφήνουν τίποτα στην τύχη. Όχι ότι θα κατάφερνα και πολλά αν έπεφτα απ’ τον πρώτο. Ακούμπησα το κεφάλι μου απογοητευμένη στο δροσερό παράθυρο κι άρχισα να χτυπάω το τζάμι με όλη μου τη δύναμη. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα τις άμυνές μου να μ’ εγκαταλείπουν. Ήξερα πως δε θα τα κατάφερνα να μείνω δυνατή για πολύ ακόμη. Τα μάτια μου άρχισαν να τσούζουν, καθώς καυτά δάκρυα μούσκευαν τα βλέφαρά μου. Οι ελπίδες μου είχαν εξανεμιστεί, και τη θέση τους είχε πάρει μια έντονη αίσθηση διάψευσης, μιας και συνειδητοποιούσα πως δεν είχα κανέναν έλεγχο της κατάστασης. Προχώρησα με βαριά βήματα ως το κρεβάτι, έπιασα την τεράστια μεταξωτή κουβέρτα που σκέπαζε το κρεβάτι και την τύλιξα γύρω μου. Κουλουριάστηκα ύστερα στο περβάζι ενός παραθύρου και χάθηκα στον ήχο που έκαναν οι στάλες της βροχής καθώς χτυπούσαν ρυθμικά στο τζάμι. Ξαφνικά ένιωσα τις δυνάμεις μου να μ’ εγκαταλείπουν, και όλη η κούραση που είχα μαζέψει τόσες ώρες ήρθε κι έπεσε σαν βράχος πάνω μου, συνθλίβοντάς με. Οι λιγοστές ψιχάλες έγιναν γρήγορα δυνατή βροχή που έπεφτε σαν κουρτίνα και χτυπώντας ανελέητα στον περίβολο του αρχοντικού. Η φύση, που κάτω από τις αχτίδες του ήλιου μού είχε φανεί τόσο επιβλητική και όμορφη, τώρα φάνταζε ζοφερή και εχθρική. Ίσως και να ’χε να κάνει με το ότι ήξερα πια τι παραμόνευε σ’ εκείνα τα δάση. Έσφιξα τα δόντια μου και κάρφωσα αποφασιστικά το βλέμμα στον ορίζοντα. Δεν πρόκειται να ξοδέψω τα δάκρυά μου για ένα μάτσο παρανοϊκούς δολοφόνους. Ούτε τώρα ούτε ποτέ.
40
KEΦΑΛΑΙΟ 6
Βιολέτα Η ΒΡΟΧΗ ΣΥΝΕΧΙΖΕ να σφυροκοπά το τζάμι όταν ξύπνησα. Έξω είχε πια σκοτεινιάσει, και η κουβέρτα είχε γλιστρήσει απ’ τους ώμους μου στο πάτωμα. Σκούπισα την υγρασία από το μάγουλό μου και άγγιξα αφηρημένα τον λαιμό μου. Βρικόλακες. Ήταν εντελώς τρελό. Κι όμως, δεν μπορείς να αρνηθείς την ύπαρξή τους, είπε η φωνή, και κούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να σκεφτώ κάτι άλλο. Συγκέντρωσα την προσοχή μου στις στάλες που έπεφταν κατακόρυφα έξω απ’ το παράθυρο. Ανοιγόκλεισα τα μάτια. Πλιτς, πλιτς, πλιτς. Πίσω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα ερχόταν ξανά και ξανά η ίδια εικόνα: το πνιγμένο στο αίμα σώμα ενός άντρα να κείτεται άψυχο στο πεζοδρόμιο. Όχι, δεν μπορώ να αρνηθώ την ύπαρξή τους. Δε θέλω να το κάνω. Γιατί αν το κάνω, θα σημαίνει πως αυτή η φρικαλεότητα έγινε από άνθρωπο σε άνθρωπο. Οι βρικόλακες είναι τέρατα. Τα τέρατα κάνουν απαίσια πράγματα. Οι άνθρωποι όχι. Το ρολόι δίπλα μου έδειχνε πέντε η ώρα το πρωί. Έτριψα τα μάτια μου, συνειδητοποιώντας πως δεν είχα ξυπνήσει ποτέ ξανά τόσο πρωί στη ζωή μου. Ξημέρωνε 1η Αυγούστου. Είχε περάσει μία ολόκληρη μέρα αιχμαλωσίας. Μία μέρα που θα έπρεπε να είναι αρκετή για την αστυνομία ώστε να βρει μάρτυρες, να οργανώσει μια ομάδα έρευνας και να ξεκινήσει για να με σώσει. Υπήρχαν πλήθος αποδείξεις. Οι φίλες με τις οποίες είχα βγει. Τα σανδάλια που είχα αφήσει πίσω. Χώρια που με είχε δει εκείνος ο άνθρωπος που δούλευε για τον πατέρα μου. Ωστόσο, δεν είχε κάνει τίποτα. Ένα άσχημο προαίσθημα ήρθε και θρονιάστηκε στο στήθος μου. Είναι δυνατόν να γνώριζε ότι υπάρχουν βρικόλακες; Μήπως έμεινε αμέτοχος επειδή ήξερε πως κινδύνευε η ζωή του; Δεν ήταν και τόσο τραβηγ-
41
μένο να υποθέσει κανείς ότι ορισμένοι στην κυβέρνηση ήξεραν πως υπάρχουν βρικόλακες – κάποιος θα πρέπει να ξέρει γι’ αυτούς. Αν όμως εκείνος ο τύπος ήξερε και δεν έκανε τίποτα; Μήπως αυτό σημαίνει πως δε θα έψαχναν να με βρουν; Κούνησα το κεφάλι μου για να διώξω τις φριχτές σκέψεις απ’ το μυαλό μου. Δε θα σκεφτόμουν έτσι. Ο πατέρας μου θα ερχόταν να με σώσει. Ο πατέρας μου δε θα μ’ εγκατέλειπε ποτέ, δε θα με άφηνε ποτέ στο έλεός τους. Ή μήπως θα το ’κανε; ρώτησε η φωνή μέσα μου. Έριξα μια ματιά στο σημείωμα της Λάιλα που ήταν ακόμη πεταμένο στο πάτωμα. Σηκώθηκα και το ’πιασα. Το διάβασα άλλη μια φορά. Ανέφερε πως ήμουν ελεύθερη να τριγυρίσω στο σπίτι, και η αλήθεια ήταν πως δεν άντεχα άλλο αυτή τη βρομιά πάνω μου. Παράτησα το σημείωμα και έτρεξα προς την πόρτα, χώνοντας ταυτόχρονα ένα σάντουιτς στο στόμα μου, το οποίο ήταν πια ξερό και μπαγιάτικο. Κόλλησα το αυτί στην πόρτα και αφουγκράστηκα. Δεν ακουγόταν τίποτα, αλλά μάλλον αυτό δε σήμαινε και πολλά, μιας και ήταν φτιαγμένη από πολύ χοντρό ξύλο. Πήρα βαθιά ανάσα και την άνοιξα. Ο διάδρομος ήταν έρημος. Λίγο πιο κάτω, στον απέναντι τοίχο, υπήρχε μια άλλη, μικρή πόρτα, η οποία λογικά οδηγούσε στο μπάνιο που είχε αναφέρει νωρίτερα η Λάιλα. Απέναντι από κείνη, στην ίδια πλευρά με το δωμάτιό «μου», υπήρχε μια διπλή πόρτα. Ήταν επενδυμένη με ξύλο και δε θα ξεχώριζε απ’ τον τοίχο αν δεν ήταν κάπως χωμένη σε μια εσοχή. Δύο λάμπες πετρελαίου, μία σε κάθε τμήμα της, κρέμονταν από μεταλλικές γωνίες, αλλά ήταν σβηστές, αφήνοντας τον διάδρομο να φωτίζεται από το πρώτο πρωινό φως που είχε αρχίσει ήδη να τρυπώνει μέσα απ’ τα παράθυρα στην άλλη άκρη του διαδρόμου. Ξεκίνησα για το μπάνιο, με τεταμένη την προσοχή και έτοιμη να τρέξω ξανά στο δωμάτιό μου αν χρειαζόταν. Δεν εμφανίστηκε κανείς, και έτσι άρχισα να χαλαρώνω. Ακούμπησα δειλά το χέρι στο ένα από τα πόμολα. Ήταν απαλό και ζεστό στην αφή, παρ’ όλο που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από μάρμαρο. Άπλωσα το άλλο μου χέρι στο δεύτερο πόμολο και τα γύρισα και τα δύο. Το αριστερό άνοιξε με μεγάλη ευκολία, αλλά δε συνέβη το ίδιο και με το δεξί, που όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να το γυρίσω. Η αριστερή πόρτα άνοιξε μια ιδέα. Έμεινα να κοιτάζω το άνοιγμα, αναποφάσιστη για το αν θα έπρεπε να μπω μέσα. Ο πειρασμός ήταν πολύ μεγάλος, αλλά φοβόμουν πως η περιέργειά μου θα μ’ έβαζε σε μπελάδες. Ετοιμαζόμουν να κλείσω την πόρτα και να φύγω, όταν άκουσα βήματα από τις σκάλες. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά και, δίνοντας μια σπρωξιά, μπήκα με φόρα στο δωμάτιο. Έκλεισα την πόρτα πίσω 42
μου, κρατώντας το πόμολο για να μην ακουστεί στον διάδρομο. Περίμενα ακίνητη, και με το που επικράτησε και πάλι ησυχία στράφηκα και κοίταξα γύρω μου. Ήταν τεράστιο – πολύ πιο μεγάλο από κείνο που μου είχαν παραχωρήσει. Οι τοίχοι ήταν όλοι επενδυμένοι με ξύλο. Ένα πελώριο σφυρήλατο κρεβάτι από σκούρο μέταλλο με ουρανό δέσποζε στον έναν τοίχο, και ένα τεράστιο τζάκι στον άλλον. Πάνω απ’ το μάρμαρο του τζακιού, που ήταν γεμάτο περιοδικά, κρεμόταν ένας πίνακας που εικόνιζε έναν άντρα και μια γυναίκα. Ο άντρας έμοιαζε με τον Κάσπαρ, αν και φαινόταν μεγαλύτερός του. Υπέθεσα πως θα ’ταν ο πατέρας του σε νεότερη ηλικία. Η γυναίκα δίπλα του, κρίνοντας από τον τρόπο που είχε ακουμπισμένο το χέρι στους ώμους του, θα πρέπει να ’ταν η σύζυγος, η μητέρα του Κάσπαρ. Καθόταν σε ένα σκαμπό, και το σμαραγδί φόρεμά της έπεφτε πλούσιο ως το πάτωμα. Τα σκούρα καστανά μαλλιά πλαισίωναν τους ώμους της σχηματίζοντας μπούκλες, φτάνοντας κυματιστά ως τη μέση της, η οποία ήταν τόσο λεπτή, που υπέθεσα πως φορούσε κορσέ. Τα μάτια της ήταν μεγάλα και λαμπερά και είχαν το ίδιο σμαραγδί χρώμα με το φόρεμά της. Αλλά εκείνο που τράβηξε την προσοχή μου ήταν το δέρμα της. Σε αντίθεση με του άντρα της που ήταν άσπρο σαν πανί, το δικό της ήταν μια ιδέα σταρένιο, αν και οι βαθουλωτές κόγχες των ματιών της, οι οποίες περιβάλλονταν από μπλάβους κύκλους, υποδείκνυαν πως ήταν αναμφίβολα βρικόλακας. Έκανα διστακτικά τον γύρο του κρεβατιού, σκοντάφτοντας πάνω σε μια κιθάρα που προεξείχε από κάτω. Ένιωσα ένα ρεύμα αέρα να μου χαϊδεύει τα πόδια, και καθώς πλησίαζα το τζάκι οι μαύρες κουρτίνες που κρέμονταν μπροστά από την τζαμόπορτα κινήθηκαν. Κοίταξα γύρω μου ανήσυχη. Κανείς δεν αφήνει τις μπαλκονόπορτές του ανοιχτές αν δεν πρόκειται να επιστρέψει σύντομα. Παρατήρησα για πρώτη φορά πως οι λάμπες στους τοίχους του δωματίου ήταν αναμμένες, παρ’ όλο που το πρώτο φως της μέρας είχε αρχίσει να τρυπώνει δειλά μέσα από τα δέντρα στον περίβολο. Πιέζοντας τον εαυτό μου να ηρεμήσει, προχώρησα στις μύτες των ποδιών προς το τζάκι και πέρασα το χέρι μου πάνω απ’ τον καμβά, σηκώνοντας άθελά μου ένα σύννεφο σκόνης που μύριζε έντονα μόσχο, σαν να μην έφτανε η βαριά μυρωδιά κάποιας ακριβής κολόνιας που ήταν διάχυτη στο δωμάτιο. Βήχοντας, άρχισα να κουνάω τα χέρια μου πέρα δώθε, προσπαθώντας να διώξω τη σκόνη απ’ το πρόσωπό μου. Τώρα καταλαβαίνω – ή μάλλον μυρίζομαι τον λόγο που άφησαν τις τζαμόπορτες ανοιχτές. Άρπαξα ένα περιοδικό και άρχισα να κάνω αέρα, αλλά όταν είδα με την άκρη του ματιού το εξώφυλλό του το πέταξα στο πάτωμα, συνειδητοποιώντας σε ποιον ανήκε το δωμάτιο. 43
«Σκατά» ψέλλισα, κι οπισθοχωρώντας έφτασα ως την πόρτα. Την άνοιξα και, χωρίς να μπω στον κόπο να ελέγξω αν υπήρχε κανείς στον διάδρομο, έτρεξα και χώθηκα στο μπάνιο. Έκλεισα την πόρτα με δύναμη πίσω μου, και είδα με ανακούφιση πως είχε σύρτη, τον οποίο και έβαλα αμέσως. Γυρνώντας, βρέθηκα για μια ακόμα φορά να κοιτάζω μαγεμένη γύρω μου. Το μπάνιο ήταν σχεδόν όλο φτιαγμένο από κόκκινο μάρμαρο. Η ντουζιέρα ακολουθούσε κι εκείνη τη λογική του τα-πάντα-είναι-μεγαλύτερα-απ’ ό,τι-χρειάζεται και χωρούσε άνετα τρία άτομα, αφήνοντας και περιθώριο για να κινηθείς. Ήταν πεντακάθαρο. Όπου κι αν κοιτούσα, δεν υπήρχε πουθενά ούτε μια παλιά οδοντόβουρτσα, ούτε ένα στραπατσαρισμένο σωληνάριο οδοντόκρεμας. Μου πήρε κάποιο χρόνο να καταλάβω πώς λειτουργούσαν οι βρύσες του ντους, μέχρι που κάποια στιγμή τα κατάφερα και το νερό άρχισε να τρέχει. Άρχισα να γδύνομαι, όταν έπιασα με την άκρη του ματιού μου το είδωλό μου στον καθρέφτη και σταμάτησα, σοκαρισμένη από το θέαμα. Τα μαλλιά μου ήταν σαν να με είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. Άπλωσα το χέρι μου και έβγαλα ένα δυο κλαράκια από τις τζίβες που είχα για τούφες. Ο λαιμός μου ήταν βρόμικος και καταγδαρμένος. Το πρόσωπό μου πασαλειμμένο με λάσπη και υπολείμματα από το προχτεσινοβραδινό μου μακιγιάζ. Αλλά και το υπόλοιπο σώμα μου δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Τα χέρια μου ήταν καλυμμένα με ξεραμένο αίμα και τα πόδια μου μαύρα απ’ τη βρόμα και τη λάσπη. Συνειδητοποίησα ότι θα ’πρεπε να ζέχνω. Αλλά το πιο αξιοθρήνητο θέαμα ήταν τα μάτια μου. Έδειχναν γερασμένα και αποκαμωμένα, σαν να ’χαν γίνει μάρτυρες εκατοντάδων χρόνων πόνου και όχι δύο ημερών. Κούνησα το κεφάλι για ν’ αποδιώξω τις φριχτές αναμνήσεις. Ένιωθα αηδιασμένη και οργισμένη. Έβγαλα και το τελευταίο ρούχο από πάνω μου, χώθηκα κάτω απ’ το ντους και άφησα το ζεστό νερό να τρέξει πάνω στους πονεμένους μου μυς. Βγήκα όταν το νερό άρχισε να κρυώνει. Άρπαξα μια πετσέτα, σκουπίστηκα και ντύθηκα, ξαναβάζοντας το τζιν και το μπλουζάκι. Στέγνωσα τα μαλλιά μου όσο μπορούσα με την πετσέτα και επέστρεψα τρέχοντας στο δωμάτιό μου. Πάγωσα, καθώς είδα πως κάποιος είχε μπει και είχε συγυρίσει. Είχαν στρώσει το κρεβάτι και, δυστυχώς, είχαν μαζέψει και το πιάτο. Το στομάχι μου γουργούριζε, αλλά αποφάσισα να το αγνοήσω. Ξάπλωσα προσπαθώντας να ξεχάσω την πείνα μου, αλλά ήταν μάταιο. Σύντομα αποδέχτηκα το ότι θα έπρεπε να βρω τη Λάιλα και να της ζη44
τήσω να μου δώσει κάτι για φαγητό. Δεν έδειχνε κακιά, αλλά η προοπτική της επαφής μαζί της εξακολουθούσε να μη μου αρέσει. Στον διάδρομο επικρατούσε ακόμη ησυχία, αλλά κάτι μου έλεγε πως δεν οφειλόταν στο ότι κοιμόνταν. Πέρασα μπροστά από τη διπλή πόρτα κι ένιωσα να παραλύω στη σκέψη πως το δωμάτιο θα πρέπει να ανήκε στον Κάσπαρ. Όταν έφτασα στο πλατύσκαλο, έσκυψα και κοίταξα τριγύρω ψάχνοντας κάποιον μπάτλερ για να μου πει πού θα μπορούσα να βρω τη Λάιλα. Ξαφνικά είδα να εμφανίζεται ο Φάμπιαν από τον κάτω διάδρομο. Αναπήδησα και, κατατρομαγμένη, οπισθοχώρησα και προσπάθησα να κρυφτώ στη σκιά, αλλά ήταν μάταιο. Με είδε αμέσως. Χαμογέλασε. «Καλημέρα» είπε κεφάτα, σταματώντας. Δεν απάντησα, αλλά προχώρησα κάπως πιο χαλαρή προς την κουπαστή της σκάλας, κοιτώντας τον επιφυλακτικά. «Πεινάς;» ρώτησε. Και μόνο στην αναφορά του φαγητού το στομάχι μου γουργούρισε ξανά, και γέλασε. «Έτσι μου φαίνεται. Έλα. Πάμε να σου βρω κάτι να φας». Μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω και προχώρησε προς το σαλόνι. Όταν είδε πως δεν τον ακολουθούσα, σταμάτησε, χαμογελώντας ξανά. «Δεν πρόκειται να σε πειράξω. Σ’ το υπόσχομαι». Έδειχνε αρκετά ειλικρινής. Άρχισα να κατεβαίνω διστακτικά σκαλί σκαλί, μέχρι που έφτασα κοντά του. Άνοιξε την πόρτα και με οδήγησε μέσω του σαλονιού σε μια άλλη πόρτα. Ήταν σαν να ταξίδευα στον χρόνο. Ενώ οι κύριοι χώροι του σπιτιού έδειχναν να μην έχουν αλλάξει για εκατοντάδες χρόνια, το πέρασμα το οποίο διασχίζαμε εκείνη τη στιγμή ήταν εντελώς μοντέρνο. Αλλά η μεγάλη έκπληξη με περίμενε μπαίνοντας στην κουζίνα. Ενώ το πάτωμά της ήταν καλυμμένο από το ίδιο μάρμαρο με την είσοδο, η υπόλοιπη ήταν υπερσύγχρονη, εξοπλισμένη με κάθε λογής μοντέρνες ηλεκτρικές συσκευές από ανοξείδωτο ατσάλι. Ντουλάπια από ξανθό ξύλο κάλυπταν τους τοίχους, τα οποία κατέληγαν σε πολυτελείς γυάλινους πάγκους. Ο Φάμπιαν προχώρησε ως τον κεντρικό πάγκο και άρχισε να ψάχνει τα ντουλάπια. «Θα ήθελες ένα τοστ;» ρώτησε πίσω απ’ τον πάγκο. Έγνεψα καταφατικά, καθώς βολευόμουν σ’ ένα σκαμπό. «Αμέσως» είπε βάζοντας δυο φέτες ψωμί με τυρί σε μια τοστιέρα. Τον παρακολούθησα να κινείται όλο χάρη στον χώρο. Με κοίταξε. «Το ξέρω πως είμαι απίστευτα ωραίος, αλλά δε χρειάζεται και να με καρφώνεις έτσι». Χαμογέλασε πλατιά, κλείνοντάς μου το μάτι. Κοκκίνισα σαν ντομάτα και πήρα το βλέμμα από πάνω του, για να το ξανασηκώσω σχεδόν αμέσως. «Δε σε κάρφωνα». Σήκωσε τα χέρια του σαν να παραδινόταν. «Φυσικά και όχι» είπε 45
γελώντας. «Ωστόσο, χαίρομαι που σ’ ακούω να μιλάς. Δε δίνεις την εντύπωση της ντροπαλής». Έχει απόλυτο δίκιο, σκέφτηκα. Συνήθως δεν είμαι ντροπαλή, αλλά η κατάσταση ήταν ιδιάζουσα. Δε μου συνέβαινε συχνά να με κρατούν αιχμάλωτη βρικόλακες. Συνέχισα να τον παρακολουθώ. Καθώς άνοιξε το ψυγείο για να βγάλει το βούτυρο, έπιασα με την άκρη του ματιού μου διάφορα γυάλινα μπουκάλια γεμάτα με κόκκινο υγρό, που ήμουν σχεδόν σίγουρη πως δεν ήταν κρασί. Ανατρίχιασα. «Λυπάμαι που δεν μπορώ να σου προσφέρω κάτι περισσότερο από τοστ, αλλά εδώ μέσα κρατάμε μόνο τα σνακ» συνέχισε στο ίδιο άνετο στιλ, απλώνοντας ταυτόχρονα το βούτυρο στο ψωμί το οποίο είχε καψαλιστεί στις άκρες. «Οι υπηρέτες μαγειρεύουν στο κάτω πάτωμα, όταν θελήσουμε φαγητό και όχι αίμα». Έσπρωξε το πιάτο προς το μέρος μου, με κοίταξε και μίλησε ξανά: «Λοιπόν, σίγουρα θα έχεις απορίες». Έγνεψα καταφατικά δαγκώνοντας αμήχανα το κάτω χείλος μου. «Μπορώ να κάνω οποιαδήποτε ερώτηση;» Μια υποψία αμφιβολίας πέρασε φευγαλέα από το πρόσωπό του, αλλά γρήγορα εξαφανίστηκε. «Φυσικά» απάντησε. Έμεινα για λίγο σιωπηλή, προβάροντας μες στο μυαλό μου τι ακριβώς θα τον ρωτούσα. Χωρίς να πει κάτι, έβαλε λίγο χυμό σε ένα ποτήρι και μου το πρόσφερε. «Όλ’ αυτά είναι αληθινά, έτσι δεν είναι;» Ακούμπησε τους αγκώνες του πάνω στον πάγκο, στηρίζοντας το πιγούνι στις παλάμες του και κοιτώντας με το ίδιο γοητευμένος μ’ εμένα πριν από λίγο. «Ναι, γιατί;» «Δε θέλω να πιστέψω τίποτε απ’ όλα αυτά, αλλά η αλήθεια είναι πως τα πιστεύω. Έχω δει πάρα πολλά για να το αμφισβητήσω όλο αυτό». Έπιασα να τυλίγω ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά μου γύρω απ’ το δάχτυλό μου, κοιτώντας τα νερά που έκανε το μάρμαρο στο πάτωμα. «Πόσους έχεις σκοτώσει;» «Δεν είμαι σίγουρος αν θα ’πρεπε να σου πω» μουρμούρισε. «Πόσους;» επανέλαβα. «Εκατοντάδες, χιλιάδες, ίσως... έχω χάσει τον λογαριασμό» είπε. Ένιωσα τα μάτια μου να γουρλώνουν και έκανα αυθόρμητα πίσω. Τόσους πολλούς; Κούνησε το κεφάλι απολογητικά. «Μη με κοιτάζεις έτσι. Δεν είναι και τρομερός αριθμός αν λάβεις υπόψη ότι είμαι διακοσίων χρονών». Το ήρεμο μπλε των ματιών του έγινε μαύρο. 46
«Και οι άλλοι;» κατάφερα να ψελλίσω. Ο λαιμός μου είχε κλείσει απ’ τον τρόμο. «Ο Κάσπαρ χιλιάδες, και ο Κάιν περίπου τριάντα, μόνο και μόνο επειδή δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένος βρικόλακας. Όσο για τους υπόλοιπους, δεν μπορώ να σου πω με σιγουριά». Είχα πιαστεί από τις άκρες του ατσάλινου πάγκου, προσπαθώντας να κρατηθώ όρθια. «Δε θα μπορούσατε να πίνετε το αίμα δωρητών;» «Θα μπορούσαμε». «Αλλά αντ’ αυτού επιλέγετε να σκοτώνετε ανθρώπους». «Όχι» είπε σφυρίζοντας σχεδόν μέσα απ’ τα δόντια του. Ξαφνιάστηκα από την αλλαγή στον τόνο της φωνής του. «Προτιμάμε να πίνουμε από ανθρώπους. Δεν ξεχυνόμαστε έξω με σκοπό να σκοτώσουμε». «Α, τώρα κατάλαβα» ψιθύρισα. «Έτσι έγινε και στην πλατεία Τραφάλγκαρ, όταν σκοτώσατε όλους εκείνους τους ανθρώπους; Επειδή εμένα δε μου φάνηκε πως περάσατε απλώς για να πιείτε κάτι». Έσμιξε τα φρύδια του. «Αυτό ήταν διαφορετικό». «Αλήθεια;» Δεν απάντησε. Επέστρεψα στο φαγητό μου. Έχοντας επίγνωση πως με παρακολουθούσε, χαμήλωσα το κεφάλι και κρύφτηκα πίσω απ’ τα νωπά ακόμη μαλλιά μου. Το γεγονός ότι μπορούσε να μιλάει για κείνους που είχε σκοτώσει σαν να ’ταν απλώς αριθμοί και όχι άνθρωποι με οικογένειες που τους αγαπούσαν, που είχαν όνειρα και ελπίδες, με πάγωνε απ’ την κορφή ως τα νύχια. Πόσο μάλλον που ήθελε να τον αποδεχτώ. «Το ξέρω πως πιστεύεις ότι είμαστε δολοφόνοι, Βιολέτα. Όπως και ότι θα έκανες τα πάντα αυτή τη στιγμή για να φύγεις από εδώ μέσα, αλλά ίσως, και το λέω για σένα, ήταν καλύτερα να μη μας κρίνεις μέχρι να μας γνωρίσεις περισσότερο». Δεν πήρα το βλέμμα απ’ το πιάτο μου, γιατί δεν ήθελα να δει ότι είχα σηκώσει τα φρύδια μου με δυσπιστία. Δεν πρόκειται να σας γνωρίσω καλύτερα, σκέφτηκα. Επειδή δεν σκοπεύω να μείνω τόσον καιρό εδώ. Μην είσαι και τόσο σίγουρη, είπε γελώντας σαρκαστικά η φωνή στο μυαλό μου. Καταλάβαινα πως δε φανταζόμουν κάποιον να γελάει, ήταν ένα αληθινό γέλιο που ηχούσε μες στο κεφάλι μου. Φοβόμουν πως είχα αρχίσει να τρελαίνομαι. Άκουσα τον Φάμπιαν να λέει κάτι. Ανοιγόκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να συνέλθω. «Τι εννοείς όταν λες πως ο Κάιν δεν είναι ακόμη ολοκληρωμένος βρικόλακας;» Έκανε τον γύρο του πάγκου και, παίρνοντας ένα σκαμπό, ήρθε και 47
κάθισε απέναντί μου. Μετακίνησα το δικό μου μακριά του. «Αλλάζουμε θέμα, έτσι;» Τα μάτια του είχαν ξαναπάρει την μπλε απόχρωσή τους, ενώ τα κάλυπτε μια υγρή γυαλάδα κάνοντάς τα να λαμπυρίζουν στο πρώτο φως της μέρας που έμπαινε απ’ τα μικρά παράθυρα ψηλά στον τοίχο. «Όταν λέμε ολοκληρωμένος βρικόλακας, εννοούμε τον ενήλικο». Βλέποντάς με να τον κοιτάζω μπερδεμένη, χαμογέλασε. «Είναι αυτός που έχει γεννηθεί βρικόλακας – και για να σε προλάβω, οι περισσότεροι βρικόλακες γεννιούνται, δε γίνονται» πρόσθεσε. «Ο εκ γενετής βρικόλακας κανονικά γερνάει μέχρι να κλείσει τα δεκαοχτώ του. Κάθε χρόνο που περνάει δείχνει και μεγαλύτερος. Μέχρι να φτάσουν, λοιπόν, στα δεκαοχτώ, δεν έχουν ενηλικιωθεί, επομένως είναι ελαφρώς αδύναμοι και όχι τόσο διψασμένοι όσο οι υπόλοιποι. Ο Κάιν είναι δεκαέξι, άρα θέλει άλλα δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί. Έγινα κατανοητός;» Έσπρωξα ανόρεχτα ένα ψίχουλο με την άκρη του δαχτύλου μου στην άλλη άκρη του πιάτου. «Κατά κάποιον τρόπο. Και τι γίνεται όταν ένας βρικόλακας κλείσει τα δεκαοχτώ;» Πήγα να σπρώξω άλλο ένα ψίχουλο, αλλά το πιάτο αναποδογύρισε και έπεσε απ’ τον πάγκο. Ζάρωσα στη θέση μου και μισόκλεισα τα μάτια περιμένοντας να το ακούσω να σπάει. Αλλά ο κρότος δεν έφτασε ποτέ στ’ αυτιά μου – ο Φάμπιαν είχε ήδη απλώσει το χέρι του και το είχε πιάσει στον αέρα. Ατάραχος, το τοποθέτησε ξανά στον πάγκο. Καθάρισε τον πάγκο από τα ψίχουλα σπρώχνοντάς τα με την παλάμη στο πάτωμα. «Γινόμαστε πιο γρήγοροι και πιο δυνατοί» είπε χαμηλώνοντας τη φωνή, κοιτώντας με καθώς τον παρακολουθούσα με το στόμα ανοιχτό. Πώς είχε καταφέρει να κινηθεί τόσο γρήγορα χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια; «Γερνάμε, αλλά πολύ αργά. Μπορεί να περάσουν αιώνες και να είναι σαν να μην πέρασε ούτε χρόνος από πάνω μας». «Δηλαδή, οι βρικόλακες είναι αθάνατοι;» ρώτησα, αρχίζοντας να δείχνω ένα κάποιο ενδιαφέρον για το θέμα. «Κυριολεκτικά όχι. Αλλά η διαδικασία είναι τόσο αργή, που στην ουσία είμαστε αθάνατοι. Ο γηραιότερος βρικόλακας στο βασίλειο έχει ζήσει εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, αλλά συνεχίζει να γίνεται όλο και πιο δυνατός». «Ουάου» είπα με κομμένη την ανάσα. Δεν μπορούσα καν να συλλάβω τι σημαίνει να είναι κανείς τόσο μεγάλος. Χιλιάδες ερωτήσεις έσκαγαν σαν πυροτεχνήματα στο μυαλό μου, διώχνοντας για τα καλά την 48
αρχική μου αποστροφή. «Και μπορείτε να βγαίνετε στον ήλιο;» «Ναι, αλλά κινδυνεύουμε να πάθουμε πολύ σοβαρά εγκαύματα. Επομένως, δε θα με σκοτώσεις αν με σπρώξεις προς το φως, αν αυτό σκέφτεσαι» είπε, κι άρχισε να τραβάει τα μάγουλά του κάνοντας ένα σωρό αστείες γκριμάτσες, σαν να έλιωνε το πρόσωπό του. «Και αν γενικά σκέφτεσαι να με ξεφορτωθείς, να σε γλιτώσω απ’ τον κόπο ενημερώνοντάς σε ότι αν με ταΐσεις σκορδόψωμο, απλώς η αναπνοή μου θα μυρίζει άσχημα· αν μου αγοράσεις σταυρό, απλώς θα μοιάζω θρήσκος· και αν με περιλούσεις με αγιασμό, θα μυρίζω ευχάριστα». Ξεφύσηξα ειρωνικά με τον εμπαιγμό του, και ήπια μια γουλιά απ’ τον χυμό μου. «Και πώς μπορείς να σκοτώσεις έναν βρικόλακα;» «Μπορείς να μπήξεις ένα παλούκι στην καρδιά του ή να του σπάσεις τον αυχένα ή να τον δαγκώσεις στον λαιμό και να του ρουφήξεις το αίμα» εξήγησε, κοιτώντας με πονηρά στα μάτια. «Ό,τι απομείνει συνήθως το καίνε, αν και δεν είναι απαραίτητο». «Πολύ άγριο. Μπορείτε να μεταμορφωθείτε σε νυχτερίδες;» Έσφιξε τα χείλη του, και ήμουν σίγουρη ότι προσπαθούσε να συγκρατήσει το γέλιο του. «Όχι». «Μπορείτε να διασχίσετε νερό που τρέχει;» «Ναι». «Μπορείτε να μπείτε σε σπίτι απρόσκλητοι;» «Όχι». «Γιατί;» «Επειδή θα ήταν αγένεια. Και για να σε προλάβω, ο μόνος τρόπος να γίνει κάποιος άνθρωπος βρικόλακας είναι να του πιει κάποιος βρικόλακας το αίμα, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να πίνει κι εκείνος απ’ τον βρικόλακα· και ναι, τα μάτια μας αλλάζουν χρώμα ανάλογα με τη διάθεσή μας». Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω απ’ το στήθος και έκανα λίγο πίσω. «Πώς ήξερες τι θα σε ρωτούσα;» Χτύπησε ρυθμικά το μέτωπό του με τον δείκτη και χαμογέλασε πλατιά. «Είμαι μάντης». Τον κοίταξα σηκώνοντας το φρύδι μου. «Σοβαρολογείς;» «Ναι. Επίσης επικοινωνούμε τηλεπαθητικά, αλλά όχι με τους ανθρώπους» δήλωσε κατηγορηματικά. «Και θα σου πω κι ένα μυστικό. Πρέπει να κλειδώσεις για όσον καιρό μείνεις εδώ οποιαδήποτε προσωπική σκέψη μέσα σε κουτάκια στο μυαλό σου και να συγκεντρωθείς απλώς σε ένα πράγμα αν κάποιος προσπαθήσει να εισχωρήσει στη σκέψη σου. Το ξέρω ότι ακούγεται τρελό, αλλά, πίστεψέ με, θα σου κοπούν τα 49
χαμόγελα όταν συνειδητοποιήσεις ότι υπάρχουν κάποιοι που δε θα σεβαστούν τον προσωπικό σου χώρο». Σοβάρεψα. «Ο Κάσπαρ, για παράδειγμα;» «Ίσως». Ανασήκωσε τους ώμους του και, γυρνώντας επιτόπου στο σκαμπό του, κοίταξε πίσω απ’ τον ώμο του. «Κατά φωνή…» Ο Κάσπαρ έκανε την εμφάνισή του δίπλα απ’ το ψυγείο, και στο δευτερόλεπτο που χρειάστηκα για ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου το αγόρι με τα σκούρα μαλλιά και τα γυαλιά καθόταν ήδη στο σκαμπό δίπλα μου, έχοντας απλώσει μια εφημερίδα στον πάγκο. Άρχισε να διαβάζει απορροφημένος πάνω απ’ τα γυαλιά του. Δεν πέρασε πολλή ώρα και εμφανίστηκαν κι άλλοι βρικόλακες. Η άνεση που είχα αρχίσει να νιώθω με τον Φάμπιαν εξαφανίστηκε γρήγορα, παίρνοντας μαζί της και τη ζεστασιά του δωματίου. «Μέρα... Είδες που σου έκαναν τελικά τα ρούχα μου;» είπε κεφάτα η Λάιλα κοιτώντας προς το μέρος μου. «Επίσης, άκουσα πως αυτή εδώ η αγενής παρεΐτσα δε σου έχει συστηθεί ακόμη» συνέχισε το ίδιο κεφάτα. «Αποδώ ο Τσάρλι» είπε κι έγνεψε προς το αγόρι με τα ξανθά μαλλιά, που έγνεψε με τη σειρά του προς το μέρος μου. «Εκείνος εκεί είναι ο Φίλιξ». Το αγόρι με τα πορφυρά μαλλιά κούνησε το χέρι του. «Και αυτός εδώ ο Ντέκλαν». Το αγόρι με τα γυαλιά σήκωσε το βλέμμα του απ’ την εφημερίδα. «Είμαι σίγουρος πως χαίρεσαι για τη γνωριμία» είπε με τόσο βαριά ιρλανδική προφορά, που με δυσκολία κατάλαβα τι έλεγε. «Φυσικά, γνωρίζεις τους χαζούληδες τους αδερφούς μου» συνέχισε εκείνη τσιμπώντας τα μάγουλα του Κάιν. Την έσπρωξε απαλά μακριά του, γρυλίζοντας αμήχανος. «Και φυσικά, ο Φάμπιαν». Χαμογέλασε ανεπαίσθητα και κάθισε απέναντί του. Ένα από τα μπουκάλια με το κόκκινο υγρό έκανε μετά την εμφάνισή του στο τραπέζι και άρχισαν να μοιράζουν ποτήρια. «Κάσπαρ» μουρμούρισε ο Ντέκλαν με έναν σκοτεινό τόνο στη φωνή, γυρίζοντας σελίδα στην εφημερίδα του. «Για κοίτα εδώ». Ο Κάσπαρ βρέθηκε δίπλα του σε κλάσματα δευτερολέπτου. Αμίλητος, ο Ντέκλαν έσπρωξε την εφημερίδα προς το μέρος του. Αναδεύτηκα νευρικά στο σκαμπό μου και κάνοντας λίγα εκατοστά προς τα μπρος κρυφοκοίταξα πάνω απ’ τον ώμο του. Τα μάτια μου πετάχτηκαν έξω απ’ την έκπληξη. Η αεροφωτογραφία της πλατείας Τραφάλγκαρ κάλυπτε ένα ολόκληρο δισέλιδο. Αστυνομικοί είχαν αποκλείσει την πλατεία με κίτρινες ταινίες, ενώ είχαν στήσει λευκές σκηνές σε μια προσπάθεια να προστατέψουν την περιοχή από τα βλέμματα των περαστικών. Η εικόνα ήταν 50
ασπρόμαυρη, αλλά σε κάποια σημεία στο πεζοδρόμιο σχηματίζονταν λιμνούλες σε πιο σκούρο χρώμα, από το αίμα. Πάνω ακριβώς απ’ τη φωτογραφία, με έντονα μεγάλα γράμματα, δέσποζε ο τίτλος ΜΑΚΕΛΕΙΟ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ: ΜΑΖΙΚΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΤΡΑΦΑΛΓΚΑΡ. Συνειδητοποίησα ότι είχα σηκωθεί όρθια και είχα γραπώσει με τα δάχτυλά μου τις άκρες του πάγκου, καταβάλλοντας τεράστια προσπάθεια να μη σωριαστώ στο πάτωμα. Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες χθες, το Λονδίνο ξύπνησε αντικρίζοντας τη χειρότερη μαζική δολοφονία της ιστορίας του, καθώς τριάντα άνθρωποι, όλοι άντρες, βρέθηκαν νεκροί στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Η Μητροπολιτική Αστυνομία σφράγισε τον τόπο του εγκλήματος γύρω στις 3 π.μ. της 31ης Ιουλίου. Ο θάνατος των θυμάτων ανακοινώθηκε με την άφιξη της Αστυνομίας. Οι αγνώστου ταυτότητος μέχρι αυτή τη στιγμή άντρες βρέθηκαν με σπασμένους αυχένες και άλλα σοβαρά τραύματα, επίσης στην περιοχή του αυχένα. Μάλιστα, εννέα από αυτούς βρέθηκαν χωρίς ούτε μια σταγόνα αίματος στο σώμα τους, γεγονός το οποίο εγείρει πολλά ερωτηματικά. Ο Τζον Τσαρλς, αρχηγός της Αστυνομίας, δήλωσε: «Είμαστε βαθιά σοκαρισμένοι από το φρικιαστικό γεγονός, αλλά είμαστε αποφασισμένοι να φέρουμε αυτούς τους ανήθικους και επικίνδυνους εγκληματίες ενώπιον της δικαιοσύνης. Άνθρωποι της Σήμανσης καθώς και ιατροδικαστές εργάζονται εδώ και αρκετές ώρες στον τόπο του εγκλήματος συλλέγοντας πολύτιμα στοιχεία, ωστόσο κάνουμε έκκληση και σε όλους όσους βρίσκονταν στην περιοχή από τα μεσάνυχτα έως και τις 2 π.μ. της 31ης Ιουλίου να παρουσιαστούν στα αστυνομικά τμήματα της περιοχής τους». Η κυρία Ρούμπι Τζόουνς, η οποία ανακάλυψε το συμβάν, δεν ήταν σε θέση να κάνει κάποιο σχόλιο διότι νοσηλεύεται σε κατάσταση σοκ στο νοσοκομείο Τσέλσι εντ Γουέστμινστερ. Στην πλατεία βρέθηκε και ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα πέδιλα, τα οποία έχουν περισυλλεχθεί από τους άντρες της Σήμανσης ως αποδεικτικά στοιχεία, ενώ εικάζεται πως ανήκουν πιθανόν σε κάποια νεαρή γυναίκα η οποία βρισκόταν στον τόπο του εγκλήματος την ώρα εκείνη. Υπάρχουν φόβοι πως μπορεί να έχει απαχθεί από τον δολοφόνο ή τους δολοφόνους, αν και αυτό παραμένει έως και τούτη τη στιγμή ανεξακρίβωτο. Η μακάβρια δολοφονία παραλληλίζεται με την περιβόητη υπόθεση του «Αιμοδιψή του Κεντ», όταν τρεις νεαρές γυναίκες είχαν εντοπιστεί νεκρές κοντά στο Τάνμπριτζ Γουέλς δυόμισι χρόνια πριν. Και οι τρεις 51
είχαν βρεθεί με σπασμένους αυχένες και χωρίς σταγόνα αίμα στο σώμα τους. Η Αστυνομία κάνει έκκληση σε όσους γνωρίζουν κάτι να επισκεφθούν κάποιο τοπικό αστυνομικό τμήμα ή να καλέσουν χωρίς χρέωση στον αριθμό 05603 826111. Η ταυτότητα των μαρτύρων θα κρατηθεί μυστική. Για περισσότερες εικόνες από τον τόπο του εγκλήματος γυρίστε στη σελίδα 9. Για απόψεις γυρίστε στη σελίδα 23. Φίλιπ Μπάσφορντ Ανασήκωσα τη γωνία της σελίδας για να δω και τις άλλες εικόνες, αλλά ο Ντέκλαν έβαλε το χέρι του πάνω στην εφημερίδα κρατώντας την τόσο σταθερά, που στην προσπάθειά μου να τη σηκώσω την έσκισα στα δύο. Τράβηξα το χέρι μου, και τη δίπλωσε με τέτοιο τρόπο που να φαίνεται το ένθετο των αθλητικών. Ένιωσα κάτι αλμυρό στα χείλη μου, και συνειδητοποίησα ότι έκλαιγα. Μόνο που –για πρώτη φορά– δεν έκλαιγα για τα όσα είχαν συμβεί αλλά για το ότι ήταν η Ρούμπι εκείνη που ανακάλυψε τα πτώματα. Δεν ήταν τόσο δυνατή όσο εγώ. Σήκωσα το βλέμμα και είδα τον Κάσπαρ να στέκεται πίσω μου με ένα ποτήρι αίμα. Τον πλησίασα. «Γιατί το κάνατε;» Συνοφρυώθηκε και με κοίταξε εξεταστικά, μισοκλείνοντας τα μάτια του. Μικρές ρυτίδες σχηματίστηκαν γύρω τους. «Και να σου έλεγα, δε θα καταλάβαινες» μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του. «Είσαι σίγουρος;» του είπα προκλητικά, κάνοντας ακόμα ένα βήμα προς το μέρος του. «Ναι». Άνοιξε τα χείλη του σαν να ’θελε να προσθέσει κάτι, αλλά επέλεξε να μην το κάνει. Στο δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βαριά, ακανόνιστη ανάσα μου. «Εκείνοι οι άνθρωποι είχαν οικογένειες!» «Κι εμείς το ίδιο» είπε σιγανά. Κούνησα το κεφάλι έξαλλη. «Είστε άρρωστοι» του πέταξα οργισμένη, και ακουμπώντας τα χέρια μου στο στήθος του τον έσπρωξα, με όλο μου τον θυμό και με μία και μόνη επιθυμία: να του κάνω κακό. Προς μεγάλη μου έκπληξη, έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν παραπάτησε. Δεν είχα βάλει τόση δύναμη. Με είχε αφήσει απλά να τον σπρώξω χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια ν’ αντισταθεί. «Άρρωστοι» επανέλαβα. Τον προσπέρασα σπρώχνοντάς τον και έφυγα βιαστικά απ’ την 52
κουζίνα, αφήνοντας τα δάκρυα να τρέξουν ελεύθερα στο πρόσωπό μου. Η εικόνα εκείνων των αντρών να κείτονται μέσα στο ίδιο τους το αίμα ορμούσε κατά κύματα μες στο μυαλό μου, φέρνοντάς μου αναγούλα. Έτρεξα στο μπάνιο κι έβγαλα από μέσα μου όλη την αηδία που αισθανόμουν.
53
KEΦΑΛΑΙΟ 7
Κάσπαρ «ΖΩΗΡΟΥΛΑ ΜΑΣ ΒΓΗΚΕ» μουρμούρισε ο Φίλιξ. Μήπως θα ’ταν πιο εύκολο αν την είχαμε σκοτώσει; σκέφτηκε από μέσα του. Όχι, δε θα ήταν πιο εύκολο. Άφησα αυτή τη σκέψη να γεμίσει το κεφάλι μου, προτού υψώσω τοίχους γύρω απ’ το μυαλό μου. Δεν ήθελα κανέναν τους μες στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή. Έπρεπε να σκεφτώ μόνος μου. Κάτι στο βλέμμα του κοριτσιού με είχε ενοχλήσει, αναγκάζοντάς με να κάνω πίσω όταν με έσπρωξε. Ήταν ένα γνωστό συναίσθημα, όπως νόμιζα, αλλά δεν μπορούσα να εντοπίσω ποιο. «Εννοεί πως θα ’ταν καλύτερα για κείνη αν δεν είχε μπλέξει μ’ εμάς» εξήγησε ο Ντέκλαν. Τον ένιωσα να σπρώχνει το διανοητικό μου φράγμα, και έτσι αποφάσισα να το χαμηλώσω μια ιδέα. Οι λόγοι για τους οποίους την έφερες εδώ, Κάσπαρ, ήταν εγωιστικοί, παρά τα όσα μπορείς να πεις στον βασιλιά. Και ποιο είναι το πρόβλημα αν είναι έτσι; Το πρόβλημα είναι ότι ο εγωισμός σου έχει βάλει σε μπελάδες το βασίλειο. Ξανάνοιξε την εφημερίδα του σε ένα άρθρο σχετικά με τις αυξανόμενες δαπάνες για την άμυνα. Κλείνοντας τη σκέψη του σε όλους εκτός από μένα, μου έδειξε το άρθρο: ΜΑΪΚΛ ΛΙ: ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΣ ΣΚΛΗΡΑ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΜΥΝΑ. Θα θελήσει την κόρη του πίσω. Και ξέρεις καλά ότι ψάχνει απλώς μια δικαιολογία για να μας διώξει από τότε που κέρδισαν τις εκλογές. Μόλις του δώσαμε, λοιπόν, το όπλο που χρειάζεται για να το πετύχει. Δε θα τολμούσε να κάνει το παραμικρό. Φοβάται πολύ για να κάνει κάτι. Ήπια το υπόλοιπο αίμα, απολαμβάνοντας τη ζεστασιά και τη φρεσκάδα του. Ένιωθα τον εκνευρισμό του Ντέκλαν να φτάνει κατά κύματα, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο για το θέμα. Μάλλον σκέφτηκε πως η κατσάδα του πατέρα μου θα ήταν υπεραρκετή για την ώρα. «Μίλησα νωρίτερα μαζί της. Είναι φοβισμένη και θυμωμένη, αλλά 54
έχει και περιέργεια» είπε ο Φάμπιαν, έχοντας ανοίξει μια συζήτηση που δεν παρακολουθούσα. «Απάντησες στις ερωτήσεις της;» είπε η Λάιλα χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τον θυμό απ’ τη φωνή της. Ο Φάμπιαν έγνεψε καταφατικά. Ο Ντέκλαν σήκωσε για μια ακόμα φορά τα μάτια απ’ την εφημερίδα. «Δεν είναι περίεργη, απλώς έχει ακόμη την ελπίδα ότι θα καταφέρει να φύγει. Μόλις καταλάβει ότι έχει κολλήσει εδώ για τα καλά, θα σταματήσει και τις ερωτήσεις». Επέστρεψε στην ανάγνωσή του, εμφανώς ικανοποιημένος με τη ζοφερή του πρόβλεψη. «Και όταν θ’ αποδειχτεί ότι είχα δίκιο, θα χαρώ πολύ να σας το τρίψω στη μούρη» πρόσθεσε, ξεφυλλίζοντας την εφημερίδα του. Ο Κάιν μού έριξε μια κλεφτή ματιά, και ήξερα πως τα μάτια μου θα πρέπει να είχαν γίνει μαύρα. Εντάξει, δεν τη σκότωσα! ούρλιαξα από μέσα μου αντικρίζοντας την έκφραση απογοήτευσης στα πρόσωπά τους. Αλλά δεν ήταν επειδή την ήθελα για παιχνίδι, παρά τα όσα πίστευαν σίγουρα. Η αλήθεια ήταν ότι δεν ήξερα γιατί την είχα πάρει. Δεν ήξερα γιατί την είχα σώσει – ούτε γιατί το είχα κάνει εγώ προσωπικά και δεν είχα βάλει τον Φάμπιαν, το καλό παιδί, να κάνει τον σωτήρα. Όχι. Δε θα ήταν καλύτερα αν την είχα σκοτώσει, σκέφτηκα, απαντώντας στην προηγούμενη δήλωση του Φίλιξ. Επειδή υποψιάζομαι ότι, αν το είχα κάνει στο συγκεκριμένο ανθρώπινο ον, θα το είχα βάρος στη συνείδησή μου.
55
KEΦΑΛΑΙΟ 8
Βιολέτα ΔΕΝ ΕΙΧΑ ΙΔΕΑ ΠΟΥ με πήγαιναν τα πόδια μου. Είχα χαθεί μέσα σε έναν λαβύρινθο από διαδρόμους. Το δέος μου μεγάλωνε σε κάθε στροφή που έπαιρνα. Μπορεί να μην ήταν ζεστό το σπίτι –τα παράθυρα ήταν λιγοστά και το περισσότερο φως προερχόταν από λάμπες υγραερίου διαμορφωμένες έτσι ώστε να μοιάζουν με δάδες ή πιο σπάνια από κλασικά σποτάκια, τα οποία φώτιζαν κάποια εσοχή ή κάποιον πίνακα ή βάζο–, αλλά σίγουρα ήταν μεγαλοπρεπές. Τα πάντα ήταν επενδυμένα με ξύλο, και το πάτωμα ήταν τόσο καθαρό, που μπορούσα να δω το περίγραμμά μου πάνω στο κερωμένο βερνίκι. Ήταν ωστόσο παγωμένο σε βαθμό που, αν στεκόμουν λίγο παραπάνω ακίνητη σ’ ένα σημείο, ένιωθα σαν να πατούσα ξυπόλυτη στο χιόνι. Προσπάθησα παλεύοντας με τα πόμολα ν’ ανοίξω κάποιο από τα λιγοστά παράθυρα, αλλά ήταν σχεδόν όλα κλειδωμένα, ή πολύ βαριά για να τα σηκώσω. Το ένα και μοναδικό που κατάφερα ν’ ανοίξω βρισκόταν αρκετούς ορόφους πάνω και ήταν σε έναν εντελώς λείο τοίχο, τόσο ψηλό που απέκλειε κάθε σκέψη διαφυγής. Κάποια στιγμή βρέθηκα μπροστά σε ακόμα μία σκάλα. Αποφάσισα να την ανέβω. Οι πάνω όροφοι έμοιαζαν εγκαταλελειμμένοι, εντείνοντας την ήδη απόκοσμη αίσθηση που ήταν διάχυτη σε όλο το αρχοντικό. Προσπερνούσα το ένα άδειο δωμάτιο μετά το άλλο· απ’ όσο μπορούσα να δω, τα παράθυρα ήταν ακόμα λιγότερα από ό,τι στους χαμηλότερους ορόφους – μόνο που από αυτά μπορούσα να δω πάνω απ’ τα δέντρα μέχρι τη θάλασσα, που δεν ήταν παρά μια λεπτή μπλε λωρίδα στριμωγμένη ανάμεσα στο πράσινο των δέντρων και το ασημί του ορίζοντα. Κάποια στιγμή, εντελώς απροσδόκητα, η ξύλινη επένδυση τελείωσε και βρέθηκα σε έναν κατάλευκο διάδρομο, που φωτιζόταν από ένα λαμπερό τεχνητό φως. Ήταν σαν να είχα μπει ξαφνικά σε άλλο σπίτι. «Συγγνώμη, δεσποινίς, είστε καλά;» Γύρισα το κεφάλι μου ξαφνιασμένη. «Με συγχωρείτε, δεσποινίς, δεν ήθελα να σας τρομάξω» είπε 56
η φωνή με βαριά λαϊκή προφορά. Ήταν ένα νεαρό κορίτσι, ίσως λίγο μεγαλύτερο από μένα, κρίνοντας απ’ την εμφάνισή της. Φορούσε ένα λιτό μαύρο φόρεμα και καπελάκι καμαριέρας. Το πρόσωπό της ήταν στρογγυλό και παχουλό. Τα σαντρέ μαλλιά πλαισίωναν τα κόκκινα μάγουλά της. Θα μπορούσε να είναι πολύ όμορφη, αν το πρόσωπό της δεν ήταν τόσο ταλαιπωρημένο απ’ τη σκληρή δουλειά. «Μην ανησυχείς, καλά είμαι» απάντησα, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να χαμογελάσω. «Θα πρέπει να είσαι η κοπέλα που έφεραν οι Βαρν απ’ το Λονδίνο. Η Βιολέτα, έτσι δεν είναι;» Έγνεψα καταφατικά. «Εγώ είμαι η Άννυ» είπε χαμογελώντας, αποκαλύπτοντας δύο μικρούς κυνόδοντες. Τους κοίταξα για λίγο καχύποπτα και το βλέμμα μου γλίστρησε προς το φόρεμά της. «Εργάζεσαι εδώ;» «Ναι. Δουλεύω ως υπηρέτρια» απάντησε. «Είσαι σίγουρα καλά;» πρόσθεσε. Ανασήκωσα τους ώμους μου. «Μάλλον έχω χαθεί». «Μπορώ να σε βοηθήσω αν θες». Χαμογέλασε πιάνοντας τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα που βρίσκονταν δίπλα της. «Πήγαινε στις σκάλες του υπηρετικού προσωπικού. Είναι στο τέλος αυτού του διαδρόμου». Μου έδειξε προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκεί απ’ όπου είχα έρθει. «Κατέβα τρεις ορόφους και ακολούθησε τον κεντρικό διάδρομο. Θα σε βγάλει στην κύρια είσοδο». Με ένα μικρό χαμόγελο έφυγε φουριόζα, προτού προλάβω να τη χαιρετήσω. Όπως ακριβώς μου είχε περιγράψει, στο τέλος του διαδρόμου υπήρχε μια ελικοειδής σκάλα με στενά σκαλιά τα οποία γύριζαν γύρω από μια κολόνα, για να σε βγάλουν κάποια στιγμή σε έναν φαρδύ διάδρομο απ’ όπου ξεκινούσαν μικρότερα περάσματα προς διάφορες κατευθύνσεις. Σταμάτησα και κοίταξα το μήκος του. Το μέρος ήταν τόσο έρημο, που ξαφνικά ένιωσα φοβερά μόνη και απίστευτα εκτεθειμένη. Αισθάνθηκα να παγώνω καθώς συνειδητοποιούσα για μια ακόμα φορά τη σοβαρότητα της κατάστασης στην οποία βρισκόμουν. Μια ανεπαίσθητη κίνηση τράβηξε την προσοχή μου. Βαδίζοντας προσεκτικά προς το τέλος του διαδρόμου, μου φάνηκε πως είδα έναν άντρα να σέρνεται στο πάτωμα κρατώντας τον λαιμό του. Αλλά μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, είχε χαθεί. Ήταν σαν να τον είχε καταπιεί το σκοτάδι. Κούνησα το κεφάλι μου απελπισμένη και έδωσα μια γροθιά στον ξύλινο τοίχο. 57
«Σκατά» ψιθύρισα, συνειδητοποιώντας πως είχα γδαρθεί. Σκούπισα το αίμα βιαστικά στα ρούχα μου. Το τελευταίο πράγμα που ήθελα ήταν να προσελκύσω την προσοχή κάποιου ανεπιθύμητου. «Ο πατέρας λέει πως δεν πρέπει να βρίζουμε. Δεν αρμόζει σε κυρίες» είπε σιγανά μια παιδική φωνή. Έσκυψα και είδα ένα μικρό κοριτσάκι με τα πιο μεγάλα, τα πιο λαμπερά σμαραγδί μάτια που είχα αντικρίσει ποτέ στη ζωή μου, και μια μυτούλα σαν κερασάκι στη μέση του προσώπου. Τα μακριά ξανθά μαλλιά της έπεφταν σε μπούκλες γύρω απ’ το πρόσωπό της. Τα χαρακτηριστικά της άγγιζαν την τελειότητα. Δεν πρέπει να ήταν πάνω από τεσσάρων χρονών. «Ποια είσαι συ;» ρώτησα, κάνοντας λίγα βήματα πίσω. «Είμαι η πριγκίπισσα Θάιμ» είπε τραγουδιστά, κάνοντας έναν κύκλο γύρω απ’ τον εαυτό της. Το περίτεχνα κεντημένο ροζ φόρεμά της ανέμισε ανάλαφρα ακολουθώντας την κίνηση του σώματός της. Χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δύο κυνόδοντες στο μέγεθος καρφίτσας. Ένα παιδί βρικόλακας. «Κι εσύ είσαι η Βιολέτα, και ο Κάσπαρ σε έφερε απ’ το Λονδίνο» μου δήλωσε. Δεν είπα τίποτα, κατάπληκτη από τη σιγουριά που είχε ο τόνος της φωνής της. Πέρασε λίγη ώρα προτού καταφέρω να ξαναβρώ τη φωνή μου. «Είσαι η μικρή αδερφή του Κάσπαρ;» ρώτησα, σκύβοντας στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνη. «Και του Κάιν και της Λάιλα και του Τζαγκ και του Σκάι» είπε τραγουδιστά κάνοντας ακόμα μια πιρουέτα. «Ποιοι είναι ο Τζαγκ κι ο Σκάι;» «Είναι οι μεγάλοι μου αδερφοί. Είναι γέροι» δήλωσε όλο περηφάνια. «Μου αρέσουν περισσότερο απ’ τους άλλους, επειδή έχουν πολλή πλάκα και έρχονται και μας επισκέπτονται από τη Ρουμανία». Κατσούφιασε, ρίχνοντας το βλέμμα της στο πάτωμα. «Όλοι οι άλλοι είναι κακοί. Δεν παίζουν ποτέ μαζί μου». Το κάτω χείλος της άρχισε να τρέμει, και πανικοβλήθηκα από την ξαφνική αλλαγή στη διάθεσή της. «Ε, μη στενοχωριέσαι». Με κοίταξε, και τα μάτια της είχαν γεμίσει ελπίδα. «Θα παίξεις μαζί μου;» με ρώτησε σφίγγοντας το χέρι μου. «Θα με κουβαλήσεις;» Χωρίς να περιμένει απάντηση, έκανε μερικά βήματα πίσω· πήρε φόρα, έτρεξε καταπάνω μου και δίνοντας ένα σάλτο βρέθηκε στην αγκαλιά μου. Ίσα που πρόλαβα να την πιάσω. Καταλαβαίνοντας ότι δεν είχα και πολλές επιλογές, συμμορφώθηκα με την επιθυμία της και προχώρησα προς την κατεύθυνση που μου υπέδειξε. 58
«Έχεις αδερφή;» ρώτησε η Θάιμ, παίζοντας με τα μαλλιά μου. «Ναι. Έχω μια αδερφή, πιο μικρή από μένα» απάντησα. «Είναι δεκατριών». «Πώς τη λένε;» ρώτησε κάπως αφηρημένα, συνεχίζοντας να παίζει με τα μαλλιά μου. «Λίλι» απάντησα. «Ωραίο όνομα. Έχεις αδερφό;» συνέχισε. «Είχα. Αλλά έχει πεθάνει» ψέλλισα. «Κρίμα». «Ναι» είπα αναστενάζοντας. «Έχεις μαμά και μπαμπά;» Γύρισα το κεφάλι μου και είδα πως το χαριτωμένο μουτράκι της είχε πάρει μια παράξενη έκφραση. Μόρφασα καθώς μου τράβηξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά. «Ναι, έχω». Σταμάτησα, καθώς αναρωτήθηκα για ποιο λόγο έδινα τόσες πληροφορίες, τόσο πρόθυμα σ’ εκείνο το κοριτσάκι. Τα μάτια μου θόλωσαν, κι ένα δυσάρεστο συναίσθημα ανέβηκε και έγινε κόμπος στον λαιμό μου. Νοσταλγούσα το σπίτι μου. «Εσύ; Έχεις μαμά;» «Η μαμά δεν μπορεί να είναι εδώ προς το παρόν» είπε με έναν απότομο και ψυχρό τόνο στη φωνή που δεν ταίριαζε με την ηλικία της. «Ο μπαμπάς μου είναι πάντα πολύ απασχολημένος για να παίξει μαζί μου. Έχει πάντα κακή διάθεση». Μείναμε για λίγο σιωπηλές. Έπιασε να παίζει πάλι με τα μαλλιά μου, τυλίγοντας μια τούφα γύρω απ’ το δάχτυλό της. «Είσαι πολύ όμορφη». «Ευχαριστώ» είπα, χωρίς να είμαι σίγουρη για το πώς θα ’πρεπε να εκλάβω το κομπλιμέντο. «Κι εσύ είσαι πολύ γλυκιά» πρόσθεσα. «Το ξέρω». Άφησε έναν ελαφρύ αναστεναγμό. «Μακάρι να ’χα μια αδερφή σαν εσένα. Είσαι πολύ πιο καλή από τη Λάιλα και πολύ καλύτερη από αυτά τα απαίσια κορίτσια που φέρνει συνέχεια στο σπίτι ο Κάσπαρ» μουρμούρισε άκεφα, και για μια ακόμα φορά σκέφτηκα πως ακουγόταν πολύ μεγαλύτερη από την ηλικία της. «Κορίτσια; Τι κορίτσια;» ρώτησα, προσπαθώντας ν’ ακουστώ όσο πιο αδιάφορη γινόταν. «Τις φίλες του. Μένουν πάντα μόνο για μια νύχτα και είναι πολύ κακές μαζί μου» συνέχισε να φλυαρεί. Δε χρειαζόταν και μεγάλη εξυπνάδα για να καταλάβω τι είδους φίλες ήταν εκείνα τα κορίτσια, και για ποιο λόγο έρχονταν. Ξανάρχισε να παίζει με τα μαλλιά μου, μέχρι που ένιωσα ένα κρύο 59
αεράκι να χαϊδεύει τον αυχένα μου. Τινάχτηκα και παραλίγο να μου πέσει. «Τι στο καλό κάνεις εκεί;» στρίγκλισα ενώ διέτρεχε τον λαιμό μου με τα δόντια της. Τραβήχτηκε, χαμογελώντας μου πλατιά. «Δεν πρόκειται να σε δαγκώσω, χαζούλα!» είπε ξεκαρδισμένη στα γέλια. «Απλά σε μυρίζω». «Ε λοιπόν, μην το κάνεις. Δεν είναι ευγενικό» απάντησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, χωρίς ωστόσο να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Περιπλανηθήκαμε στους διαδρόμους, μέχρι που κάποια στιγμή μου έδειξε μια πόρτα, η οποία, όπως μου εξήγησε, ήταν το δωμάτιο με τα παιχνίδια της. Με το που μπήκαμε μέσα, έτρεξε να τακτοποιήσει τις κούκλες της γύρω από ένα τραπέζι, ετοιμάζοντάς τες για να πάρουν το τσάι τους. Με κράτησε αιχμάλωτη για μία ώρα περίπου, που μου φάνηκε μια αιωνιότητα. «Θάιμ, νομίζω πως θα πρέπει να επιστρέψω σιγά σιγά» της ανακοίνωσα, αφήνοντας στην άκρη το υποτιθέμενο κέικ και το τσάι μου. Με κοίταξε στα μάτια όλο παράπονο, αλλά υποχώρησε όταν κατάλαβε πως δε σκόπευα ν’ αλλάξω γνώμη. «Καλά» είπε μελαγχολικά. Μ’ έπιασε απ’ το χέρι και βγήκαμε απ’ το δωμάτιο. Πήγαινε μπροστά, μιας κι εγώ δεν είχα ιδέα για το πού βρισκόμασταν, μέχρι που ξαφνικά βγήκαμε στο φως της κεντρικής εισόδου. Τη διασχίσαμε, και τη στιγμή που προσπερνούσαμε τις σκάλες ο Κάσπαρ πετάχτηκε μπροστά μας βγαίνοντας πίσω απ’ την κουπαστή. «Θάιμ! Γιατί δεν είσαι με την νταντά σου;» της φώναξε με φοβερά απότομο τρόπο. Πάγωσα. Η Θάιμ άφησε το χέρι μου και τρέχοντας κρύφτηκε πίσω μου, κοιτάζοντας στα κλεφτά καθώς καλυπτόταν απ’ το πόδι μου. «Άσ’ την ήσυχη. Δεν έκανε τίποτα. Είχα χαθεί και με βοήθησε» εξήγησα, προσπαθώντας να την ξεκολλήσω απ’ το πόδι μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου η έκφρασή του άλλαξε. Είχε περάσει απ’ την απόλυτη αδιαφορία στην απόλυτη οργή, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει για μια ακόμα φορά μαύρα. «Θάιμ, πήγαινε στο δωμάτιό σου. Έχω να συζητήσω κάτι με τη φίλη σου εδώ». Η φωνή του ήχησε βροντερή σε όλο το χολ, και η Θάιμ εξαφανίστηκε εν ριπή οφθαλμού. Ενώ η φωνή του παρέμενε σταθερή, υπήρχε κάτι το παγερό στον τόνο του που μ’ έκανε να μετανιώσω που είχα ανοίξει το στόμα μου. Το ’ξερα πως την είχα πατήσει καθώς με άρπαζε απ’ το μπράτσο και με έσερνε μέσα σε μία από τις πόρτες που ήταν απέναντι από την κύρια είσοδο. 60
Ουάου, αυτή κι αν είναι αίθουσα χορού, σκέφτηκα, ξεχνώντας για μια στιγμή τον πανικό μου. Η πόρτα που μόλις είχαμε διαβεί έβγαζε σε ένα υπερυψωμένο μπαλκόνι, το οποίο είχε θέα σε ένα τεράστιο δωμάτιο, όσο αρκετά γήπεδα τένις μαζί. Οι τοίχοι ήταν ντυμένοι με λευκό μάρμαρο διάστικτο με χρυσαφί βούλες, ενώ οι τεράστιες κολόνες που πλαισίωναν το δωμάτιο ήταν καλυμμένες εξ ολοκλήρου από φύλλα χρυσού. Το πάτωμα ήταν ξύλινο και τόσο καλά κερωμένο, που έμοιαζε με παγωμένη λίμνη. Ακριβώς απέναντί μας, στις δύο πλευρές του δωματίου, υπήρχαν από δύο αψιδωτά παράθυρα όπως αυτά των καθεδρικών ναών, και στα αριστερά μια πλατφόρμα που πάνω της ήταν ένας θρόνος. Αλλά εκείνο που πραγματικά με καθήλωσε ήταν ο μεγαλοπρεπής πολυέλαιος που αιωρούνταν επισφαλώς από το ταβάνι. Ήταν κρεμασμένος σε έναν κεντρικό γάντζο, ενώ μικροσκοπικά καπελάκια από γυαλί αγκάλιαζαν χιλιάδες μαύρα κεράκια, όλα σβηστά. Καθώς ο Κάσπαρ έκλεισε την πόρτα πίσω μας, ένα ρεύμα αέρα σάρωσε απ’ άκρη σ’ άκρη το δωμάτιο. Ο πολυέλαιος ταλαντεύτηκε επικίνδυνα πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Τα καπελάκια χτύπησαν το ένα το άλλο· ήταν τόσο ντελικάτα, που φοβήθηκα πως θα έσπαγαν. Αλλά αντί να σπάσουν, άρχισαν να κουδουνίζουν μελωδικά. Ο ήχος συνέχισε να ταξιδεύει στον χώρο ακόμα κι όταν τα καπελάκια σταμάτησαν να κουνιούνται, παγιδευμένος στο κύμα αέρα που είχε σηκώσει η πόρτα που είχε κλείσει ορμητικά πίσω μου. «Πώς τολμάς να μου υποδεικνύεις πώς θα μιλάω στην αδερφή μου;» Η φωνή του, αν και ψιθυριστή, αντηχούσε στο άδειο δωμάτιο. «Δε γνωρίζεις τίποτα για την οικογένειά μου! Τίποτα!» είπε σφυρίζοντας σαν φίδι μέσα απ’ τα δόντια του και σφίγγοντας με υπερένταση τις γροθιές του. «Γνωρίζω αρκετά». Γούρλωσε τα μάτια του, και οι μαύροι κύκλοι γύρω τους έγιναν ακόμα πιο έντονοι, μέχρι που σκοτείνιασε όλο του το πρόσωπο. Κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου κι άρχισα να νιώθω ότι κάτι μετατοπιζόταν στο μυαλό μου. Προσπαθώντας να εντοπίσω τι συνέβαινε, εντελώς αναπάντεχα απέκτησα απίστευτη νευρικότητα. Για μια στιγμή νόμισα πως ετοιμαζόταν να πει κάτι, αλλά συνέχισε να με κοιτάζει απλώς έντονα. Καθώς εκείνη η δυσάρεστη αίσθηση γινόταν όλο και πιο έντονη, κατάλαβα. Είναι μέσα στο μυαλό μου. Αντιλήφθηκα ότι μπορούσε να δει κάθε μου ανάμνηση, και πάλεψα να συγκεντρωθώ σ’ ένα μόνο πράγμα. Οι σκέψεις μου έμοιαζαν να ρέουν σαν νερό μέσα απ’ το μυαλό μου, και όσο κι αν προσπαθούσα δεν μπορούσα να τις συγκρατήσω. Παραδομένη, επικεντρώθηκα σε μία μόνο 61
λέξη – μαλάκα! Το φώναξα τόσο δυνατά μες στο μυαλό μου, που σύντομα τον ένιωσα να υποχωρεί. «Μαλάκας, ε; Υποθέτω πως ο Φάμπιαν σού είπε πώς να οχυρώνεις τη σκέψη σου. Κρίμα». Ακούμπησε το ένα χέρι στον τοίχο δίπλα στο κεφάλι μου· ενώ έκανα να πάω πιο κει, αποδείχτηκε για άλλη μια φορά πιο γρήγορος και τοποθετώντας και το άλλο χέρι του στον τοίχο με παγίδευσε. «Δεν ξέρεις τίποτα για την οικογένειά μου». Είχε κολλήσει το σώμα του στο δικό μου. Ζάρωσα τη μύτη μου αηδιασμένη και μαζεύτηκα όσο πιο πολύ μπορούσα πάνω στον τοίχο. Έσκυψε και ψιθύρισε στ’ αυτί μου: «Με φοβάσαι, Βιολέτα Λι; Ξέρεις τι θα μπορούσα να σου κάνω;». Η ανάσα του μύριζε αίμα, χαλκό και σίδερο, αναμεμειγμένα με το βαρύ άρωμα που ήταν διάχυτο στο δωμάτιο με τον πίνακα. «Ξέρω τι μπορείς να κάνεις». Περνώντας την άκρη της γλώσσας πάνω απ’ τα χείλη μου, γεύτηκα κάτι αλμυρό. «Αλλά δε σε φοβάμαι». Σιγομουρμούρισε μια μελωδία περιπαικτικά στ’ αυτί μου, κι ένιωσα τον βαθύ ήχο που έβγαινε απ’ το στήθος του να με διαπερνά σαν ηλεκτρικό ρεύμα. «Με ποθείς, Βιολέτα;» Δεν ήμουν σίγουρη πως είχα ακούσει καλά, μιας και είχε μιλήσει πολύ χαμηλόφωνα. Πέρασε τα χείλη του αργά πάνω απ’ το αυτί μου στέλνοντας ρίγη σε όλο μου το κορμί, και χαμογελώντας αυτάρεσκα έφερε το πρόσωπό του μπροστά στο δικό μου για να μπορέσει να απολαύσει την έκφρασή μου. Κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. «Όχι». «Τότε γιατί η καρδιά σου χτυπάει τόσο δυνατά;» Δάγκωσα τα χείλη μου, συνειδητοποιώντας ότι είχε δίκιο. Δεν είχα νιώσει ποτέ ξανά την καρδιά μου να χτυπάει τόσο δυνατά. «Και γιατί έχεις αναψοκοκκινίσει;» Τα μάγουλά μου ήταν καυτά, σαν να ’χα καθίσει με τις ώρες στον ήλιο. «Και γιατί» συνέχισε, αρπάζοντας βίαια τον έναν μου καρπό και φέρνοντάς τον στο ύψος των ματιών μου, «είναι ιδρωμένες οι παλάμες σου;» Δεν ήθελα να κοιτάξω, αλλά δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ και έριξα μια ματιά. Και πάλι είχε δίκιο. Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά. Σιγομουρμούρισε ξανά, αυτή τη φορά με ικανοποίηση. «Άνθρωποι. Είστε τόσο προβλέψιμοι». Τον παρακολούθησα με την άκρη του ματιού μου ν’ αφήνει τον καρπό μου και να περνάει το χέρι του ανάμεσα στα μαλλιά του, τινάζοντας προς τα πίσω τη φράντζα του, η οποία στάθηκε με τη μία εκεί ακριβώς που έπρεπε. «Μην ντρέπεσαι, Κοριτσάκι. Έχω βασιλικό αίμα, είμαι πλούσιος και απίστευτα όμορφος. Είμαι σχεδιασμένος ώστε να είμαι ελκυστικός στο ανθρώπινο είδος. Αλλά εσύ μου αντιστέκεσαι». Μισόκλεισε τα μάτια του κοιτώντας με ερευνητικά. «Αναρωτιέμαι γιατί». 62
Μάλιστα, από πού ν’ αρχίσω, λοιπόν; «Επειδή πίνεις το αίμα των ανθρώπων, επειδή είσαι δολοφόνος και μαλάκας. Και η λίστα συνεχίζεται αν έχεις όρεξη ν’ ακούσεις κι άλλα». Το σώμα μου μπορεί να με πρόδιδε, αλλά ήξερα πως δε με έλκυε στην πραγματικότητα. Αντίθετα, με απωθούσε. Τίναξε αγέρωχα το κεφάλι του. Τα μάτια του, που είχαν πια μια σκοτεινή απόχρωση γύρω απ’ τις τεράστιες κόρες τους, συνάντησαν τα δικά μου. «Σοβαρά; Λοιπόν, να είσαι σίγουρη πως θα σου αλλάξω μυαλά, Βιολέτα Λι». Πρόφερε το όνομά μου αργά και μακρόσυρτα. «Θα μου παραδοθείς. Σ’ το εγγυώμαι». «Κι εγώ σου λέω πως δε θα τα καταφέρεις». Έκανα ακόμα μια προσπάθεια να του ξεφύγω, αλλά ξανάβαλε τα χέρια του γύρω απ’ το κεφάλι μου και άρχισε να σέρνει τα νύχια του στο ξύλο, παράγοντας έναν φριχτά ανατριχιαστικό ήχο, σαν κιμωλία σε πίνακα. Με το που έφτασε στο ύψος της μέσης μου, τύλιξε τα χέρια του σαν τανάλιες γύρω απ’ την πλάτη μου και με τράβηξε κοντά του, σφίγγοντάς με όλο και περισσότερο. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω μου! Έχεις τις πουτάνες σου γι’ αυτές τις δουλειές!» τσίριξα. Με κοίταξε για ένα δευτερόλεπτο, και κατάλαβα πως είχα αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή. Οι ίριδές του έγιναν στη στιγμή μαύρες. Είχαν χάσει κάθε απόχρωση, κάθε σκιά – ήταν πιο μαύρες κι απ’ το πιο βαθύ σκοτάδι. «Αυτό θα μου το πληρώσεις, Κοριτσάκι» είπε με φωνή που έτρεμε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου έκανε τα μαλλιά μου πίσω και έσπρωξε το κεφάλι μου απ’ τη μια πλευρά ακινητοποιώντας με. Με την άκρη του ματιού μου τον έβλεπα να πλησιάζει προς τον λαιμό μου. Επιχείρησα να σκύψω για να του ξεφύγω. Άρπαξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου και τραβώντας τη με σήκωσε όρθια. Έβγαλα μια κραυγή και είδα τους γυμνούς κυνόδοντές του να με πλησιάζουν, ενώ συνέχιζε να με τραβάει απ’ τα μαλλιά, μέχρι που βρέθηκα να πατάω στις άκρες των δαχτύλων. «Μη!» τον ικέτευσα, ζαρώνοντας για να τον αποφύγω. «Θα σου μάθω να με φοβάσαι» γρύλισε, αδιαφορώντας για τις εκκλήσεις μου να με λυπηθεί. «Και θα σε κάνω να βλαστημήσεις την ώρα και τη στιγμή που αποφάσισες να πατήσεις το πόδι σου στην πλατεία Τραφάλγκαρ». Και μ’ εκείνα τα λόγια ένιωσα έναν ανείπωτο πόνο να διαπερνά το κορμί μου καθώς οι κυνόδοντές του τρυπούσαν το δέρμα μου. Εισχωρούσαν βαθιά στη σάρκα μου, σκίζοντας το ένα στρώμα του δέρματος μετά το άλλο. 63
Ούρλιαξα, ανίκανη να συγκρατήσω τις βρισιές που έβγαιναν ανεξέλεγκτα απ’ το στόμα μου. Αλλά κάθε φορά που σχηματιζόταν μια λέξη στο στόμα μου, το σαγόνι μου κουνιόταν και το δέρμα του λαιμού μου τεντωνόταν πάνω στους κυνόδοντές του, απελευθερώνοντας ένα πηχτό καυτό ρυάκι που κυλούσε ως τον στρογγυλό γιακά της μπλούζας μου. Το βλέμμα μου άρχιζε να θολώνει. Απομάκρυνε τους κυνόδοντες απ’ τον λαιμό μου και πέρασε τη γλώσσα του πάνω απ’ το αίμα μου. Συνέχισε να πιπιλάει αχόρταγα την πληγή μου καθώς τα χείλη του σχημάτιζαν λέξεις πάνω απ’ το δέρμα μου. «Τι γλύκα» νομίζω πως είπε. Έτριψε τον αντίχειρα στον γιακά μου και έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Με κοίταξε κατάματα, αλλά η προσοχή μου στράφηκε αυτόματα στα χείλη του, που ήταν καλυμμένα με αίμα. Το δικό μου αίμα. Ένιωσα αδύναμη. Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να τρέμουν. Το μόνο πράγμα που με βαστούσε όρθια ήταν το βάρος απ’ το σώμα του που ήταν κολλημένο ακόμη πάνω μου. «Οι πρίγκιπες αυτού του βασιλείου παίρνουν πάντοτε αυτό που θέλουν» είπε ξεφυσώντας κι απομακρύνθηκε, αφήνοντάς με σωριασμένη στο πάτωμα, να τρέμω χλωμή και αηδιασμένη. Στάθηκε από πάνω μου και κάρφωσε το βλέμμα στο ταλαιπωρημένο μου σώμα. Ανίκανη ν’ αντέξω το αυτάρεσκο χαμόγελο που είχε σχηματιστεί στα χείλη του, έχωσα το κεφάλι στα χέρια μου και, τραβώντας τα γόνατά μου στο στήθος, κουλουριάστηκα στο πάτωμα. «Συνέχισε να μ’ αρνιέσαι, και ο χρόνος σου εδώ θα περνάει όλο και πιο δυσάρεστα. Και πίστεψέ με, Βιολέτα Λι, θα είναι πολύς». Λέγοντας αυτό έκλεισε με θόρυβο την πόρτα πίσω του, αφήνοντάς με να κλαψουρίζω στο πάτωμα, μαθαίνοντάς με με πολύ συνοπτικές και βάναυσες διαδικασίες πως θα έπρεπε να τον φοβάμαι.
64
KEΦΑΛΑΙΟ 9
Βιολέτα «ΤΙ ΛΕΣ ΓΙ’ ΑΥΤΟ;» συνέχισε να φλυαρεί η Λάιλα. Ήταν χωμένη στην τεράστια ντουλάπα της και έβγαζε ρούχα απ’ τις κρεμάστρες, πετώντας τα στην αγκαλιά της υπηρέτριας –της Άννυ–, που περίμενε υπομονετικά απ’ έξω. «Φαίνεται να είναι του στιλ σου». Κρατούσε μια μαύρη φούστα μπροστά στο στομάχι της, η οποία έμοιαζε περισσότερο με ζώνη, παριστάνοντας το μοντέλο. Η φούστα ήταν πραγματικά κοντή. «Νομίζω πως το νούμερό μου είναι το ένα». Σιγομουρμούρισε δύσπιστη και πρόσθεσε τη φούστα στη στοίβα με τα ρούχα που όλο και μεγάλωνε στα χέρια της Άννυ. Είχα αρχίσει να νιώθω άβολα. Πήγα και έγειρα πάνω σε έναν απ’ τους καθρέφτες. «Κοίτα, Λάιλα, πραγματικά δε χρειάζεται να μου δανείσεις τόσα πράγματα. Εγώ–» Δε με άφησε να ολοκληρώσω. «Βιολέτα, μπορεί να πιστεύεις πως είμαστε όλοι δολοφόνοι, αλλά δεν είμαστε και βρομιάρηδες. Ακολουθούμε τους βασικούς κανόνες υγιεινής εδώ μέσα, γι’ αυτό και αλλάζουμε τακτικά τα εσώρουχά μας. Όσο, λοιπόν, είσαι εδώ μέσα, θα πρέπει να ακολουθείς τους κανόνες μας». Μου έριξε μια προειδοποιητική ματιά και αποφάσισα να κλείσω το στόμα μου. Δεν υπήρχε άλλωστε και κάτι άλλο να πω. Χάθηκα στις σκέψεις μου, όσο η Λάιλα συνέχιζε να διαλέγει ρούχα για μένα, επιμένοντας πως ήταν πράγματα που δεν είχε φορέσει ούτως ή άλλως ποτέ. Η σκέψη των όσων είχαν γίνει την προηγούμενη μέρα ανάμεσα σ’ εμένα και τον Κάσπαρ εξακολουθούσε να με βασανίζει. Ήταν λες και το μυαλό μου είχε κολλήσει και έπαιζε ξανά και ξανά την ίδια σκηνή. Δεν είχα μιλήσει σε κανέναν γι’ αυτό, και ούτε σκόπευα να το κάνω. Όχι για να τον προστατέψω αλλά επειδή ήθελα να αποφύγω τον περαιτέρω εξευτελισμό. Το γεγονός ήταν κάτι πολύ προσωπικό, και δεν ήθελα να εκτεθώ άλλο. 65
«Γη καλεί Βιολέτα» άκουσα να μου φωνάζει εκνευρισμένη. «Είπα δοκίμασέ τα. Είσαι πιο γεμάτη από μένα και θέλω να δω αν σου κάνουν». Με έσπρωξε στο μπάνιο, και η Άννυ άρχισε να μου δίνει ένα ένα τα ρούχα. Όταν τελικά βγήκα αποκεί μέσα, η Λάιλα έπινε την τελευταία γουλιά ενός κόκκινου υγρού που μύριζε αμυδρά αλκοόλ. «Όλα καλά;» με ρώτησε, στρέφοντας το βλέμμα της πάνω μου. Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. «Βότκα και αίμα» εξήγησε, παρατηρώντας πως κοίταζα το ποτό της. «Δυο τρία τέτοια και κοιμάσαι σαν πουλάκι – ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για έναν βρικόλακα». Πίνοντας και τις τελευταίες σταγόνες, έδωσε το ποτήρι στην Άννυ. «Φέρε μου άλλο ένα. Έχω απίστευτο πονοκέφαλο». Η Άννυ υποκλίθηκε κάπως ενοχλημένη, αλλά η Λάιλα δε φάνηκε ν’ αντιλαμβάνεται την αγένεια με την οποία της είχε μιλήσει. Ξεκίνησα να μαζεύω τα ρούχα, όταν άρχισε πάλι να φλυαρεί. «Αν θες τη γνώμη μου, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να σου αγοράσουμε καινούρια ρούχα –θέλω να πω, ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να φύγεις σύντομα–, αλλά ο Κάσπαρ πιστεύει πως δεν αξίζει να μπούμε σε τέτοιον κόπο για σένα». Έσφιξα τις γροθιές μου κάτω απ’ τα ρούχα που κουβαλούσα. «Χωρίς παρεξήγηση, φυσικά» πρόσθεσε κοιτώντας με διερευνητικά. Αυτό που με πείραξε δεν ήταν η περιφρόνηση του Κάσπαρ –αν και θα προτιμούσα να αποφύγω το θέμα του– αλλά η δήλωσή της πως θα έμενα εκεί για καιρό. Έγνεψα και προσπάθησα να κρύψω τη δυσαρέσκειά μου. «Υποφέρουν και οι βρικόλακες από πονοκεφάλους; Δεν έχετε ανοσία σ’ όλα αυτά;» Γέλασε. «Εννοείται πως όχι. Και πονοκέφαλοι μας πιάνουν και στομαχόπονοι και πονόλαιμοι. Μόνο που δεν είναι ποτέ κάτι σοβαρό. Ευτυχώς για κάτι τύπους σαν τον αδερφό μου, έχουμε ανοσία και στις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες. Ωστόσο, είμαστε πάντα προσεκτικοί. Χρησιμοποιούμε προφυλακτικά και τα σχετικά». Κοκκίνισα με την αναφορά της στο σεξ και προσπάθησα να μην το πολυσκεφτώ. Βγήκαμε απ’ την ντουλάπα και, με τα ρούχα στα χέρια, πήγα να φύγω απ’ το δωμάτιό της. «Έι! Γιατί τόση βιασύνη;» ρώτησε χαμογελώντας. «Ξέρεις πόσο βαρετό είναι να περιτριγυρίζομαι συνέχεια από άντρες. Δε θα μου έκανε κακό και λίγη γυναικεία συντροφιά». Χτύπησε ελαφρά το χέρι της στον κρεμ καναπέ που βρισκόταν σε 66
μια γωνιά του δωματίου, και αφού δίστασα για λίγο πήγα και κάθισα δίπλα της, κρατώντας ακόμη τα ρούχα στην αγκαλιά μου. Μετά από ένα λεπτό αμήχανης σιωπής, μίλησα. «Ζούνε και οι υπόλοιποι εδώ;» «Αν εννοείς τον Φάμπιαν, τον Φίλιξ και τους υπόλοιπους, ναι. Αυτό εδώ είναι το δεύτερο σπίτι τους» απάντησε. «Γιατί;» ρώτησα, συνεχίζοντας την ανάκριση. «Να, τους αρέσει να πηγαίνουν παρέα για κυνήγι, να βάζουν στη θέση τους όσους θέλουν το κακό μας, τέτοια πράγματα. Να περνάει η ώρα». «Μάλιστα» είπα, παριστάνοντας πως η απάντησή της μου φαινόταν φυσιολογική. Υπήρχαν κι άλλες ερωτήσεις που μου τριβέλιζαν το μυαλό, αλλά ήμουν αρκετά έξυπνη ώστε να ξέρω πότε να σταματήσω. Έπρεπε να είμαι προσεκτική με τις ερωτήσεις αν ήθελα να παραμείνω ζωντανή. Επιστρέφοντας στη σχετική ησυχία του δωματίου που μου είχαν παραχωρήσει, πήγα και κουλουριάστηκα στο περβάζι του παραθύρου. Έβρεχε ξανά – ο λιγοστός ήλιος που μας αναλογούσε όλη τη χρονιά είχε έρθει και είχε ήδη φύγει απ’ τον Ιούνιο. Ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν, και έτσι πήγα στο κρεβάτι. Δεν είχα τη δύναμη ν’ αλλάξω. Έβγαλα απλώς τα παπούτσια και χώθηκα όπως ήμουν με τα ρούχα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Δεν είχα καν προλάβει να κλείσω τα μάτια, όταν άκουσα έναν δυνατό γδούπο, ο οποίος έμοιαζε να έρχεται μέσα απ’ τους τοίχους. Ακολούθησε αμέσως και δεύτερος. Τινάχτηκα όρθια. Κοίταξα το σκοτεινό δωμάτιο τρομοκρατημένη. Ήμουν σίγουρη ότι ερχόταν από τον απέναντι τοίχο, από την ντουλάπα δηλαδή. Έπιασα τα σκεπάσματα και τα έφερα μέχρι το πιγούνι μου. Αφουγκράστηκα για λίγο, και καθώς δεν ακούστηκε τίποτα επιστράτευσα όλο το θάρρος που είχα μέσα μου και σηκώθηκα για να ερευνήσω τον χώρο. Παίρνοντας βαθιά ανάσα, άνοιξα την πόρτα της ντουλάπας και με κλειστά μάτια ψηλάφισα τον τοίχο για να βρω τον διακόπτη που άναβε το φως. Άνοιξα τα μάτια όταν πια το είχα ανάψει. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα. Ησύχασα κάπως και οι παλμοί μου άρχισαν επιτέλους να πέφτουν. Ευγνώμων για τη μοκέτα που κάλυπτε το πάτωμα και τα βήματά μου, έσκυψα προς τα μπρος και τότε... γκντουπ! Αναπήδησα προς τα πίσω και ξαφνιασμένη συνειδητοποίησα πως οι θόρυβοι που είχα ακούσει δεν έρχονταν μέσα απ’ τους τοίχους αλλά απ’ το δωμάτιο που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στο δικό μου – το υπνοδωμάτιο του Κάσπαρ. Ήταν σαν κάποιος να μετακινούσε βαριά έπιπλα ή σαν να ’χε κλείσει με 67
δύναμη κάποια πόρτα. Έστησα αυτί για ν’ ακούσω καλύτερα. Ξαφνικά κοκκίνισα ως τ’ αυτιά. «Ω Κάσπαρ» άκουσα να λέει κάποιος χαζογελώντας. Η φωνή ήταν γυναικεία. «Είσαι τόσο πρόστυχος». Οπισθοχώρησα και βγήκα απ’ την ντουλάπα, προσπαθώντας να απομακρυνθώ όσο πιο πολύ γινόταν από τους αναστεναγμούς και τα βογκητά του διπλανού δωματίου. Χώθηκα ξανά κάτω απ’ τα σκεπάσματα και προσπάθησα να πνίξω τους ήχους θάβοντας το κεφάλι μου κάτω απ’ το μαξιλάρι. Δεν έπιασε. Ανίκανη να κοιμηθώ, έμεινα ξαπλωμένη να κοιτάζω απελπισμένη το ταβάνι, καθώς αναγκαζόμουν να τους ακούω να το κάνουν και να το ξανακάνουν όλη τη νύχτα χωρίς σταματημό.
68
KEΦΑΛΑΙΟ 10
Βιολέτα «ΑΝΝΥ!» ΤΣΙΡΙΞΑ, ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ σαν τρελή στον διάδρομο του κάτω ορόφου. «Άννυ!» επανέλαβα σταματώντας μπροστά στη στριφογυριστή σκάλα του υπηρετικού προσωπικού, που κατέβαινε μέχρι τα έγκατα του αρχοντικού και οδηγούσε σ’ ένα τεράστιο δίκτυο κουζινών, στις οποίες ετοιμαζόταν το φαγητό της βασιλικής οικογένειας σε επίσημες περιστάσεις. Κάτω από τις κουζίνες υπήρχαν τα πλυντήρια και τα μικρά σκοτεινά δωμάτια στα οποία κοιμόνταν οι υπηρέτες. Εκεί περνούσα τον περισσότερο χρόνο μου, μακριά από τον Κάσπαρ, τον Φάμπιαν και τους άλλους. Κανείς δε μου έδινε σημασία εκεί κάτω, κανείς δε λαχταρούσε να μου πιει το αίμα, επειδή οι περισσότεροι, ακριβώς όπως κι εγώ, αηδίαζαν και μόνο στην ιδέα του αίματος. Όπως με είχε πληροφορήσει η Άννυ, στο Βάρνλεϊ κατέφευγαν αυτοί που δεν είχαν γεννηθεί βρικόλακες αλλά είχαν γίνει παρά τη θέλησή τους. Συνέχισα να περπατάω τοίχο τοίχο, προσπερνώντας τις σκοτεινές κουζίνες. Τα βήματά μου αντηχούσαν στους πέτρινους τοίχους και στο χαμηλό κυρτό ταβάνι. Ήξερα ότι η Άννυ μπορούσε να με ακούσει από δυο χιλιόμετρα μακριά, και πράγματι μετά από λίγο την είδα να στέκεται με τα χέρια διπλωμένα κάτω απ’ το στήθος της στην άλλη άκρη του διαδρόμου, κοιτώντας με εκνευρισμένη. «Το ξέρεις πως δεν πρέπει να βρίσκεσαι εδώ κάτω τόσο αργά». «Θέλω να σου ζητήσω μια χάρη» είπα αγνοώντας το σχόλιό της. Κούνησε το κεφάλι της και οι ξανθές μπούκλες που προσπαθούσε τόσο σκληρά να διατηρήσει –ενθύμιο της εφηβείας της από τη δεκαετία του ’40, όπως έλεγε– έπεφταν άνευρα γύρω από τ’ αυτιά της. «Εσύ δεν καθαρίζεις τα δωμάτια;» ρώτησα δαγκώνοντας το κάτω χείλος μου, αγχωμένη για την αντίδρασή της. Έγνεψε ξανά καταφατικά με το κεφάλι. «Θα μπορούσα να σε βοηθήσω;» Με κοίταξε μπερδεμένη. «Γιατί;» «Έχω μια μικρή έκπληξη για τον Κάσπαρ» είπα αδιάφορα. 69
Με κοίταξε δύσπιστη, και σιγά σιγά ένα πλατύ χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό της. «Τι σχεδιάζεις να κάνεις;» Δεν είχα κλείσει μάτι τρεις νύχτες. Κάθε βράδυ ο ύπνος μου διακοπτόταν από βογκητά και αναστεναγμούς. Κάθε πρωί έφευγε και από ένα κορίτσι. Τις προάλλες ήμουν σχεδόν σίγουρη πως είχα δει δύο. Στο τέλος αποφάσισα πως έπρεπε να κάνω κάτι. Δεν ήμουν σίγουρη πως η Άννυ θα με βοηθούσε, αλλά ήξερα πως σιχαινόταν τον πρίγκιπα: της φερόταν σαν να ’ταν γλίτσα που είχε κολλήσει κάτω απ’ το παπούτσι του και ακόμα χειρότερα. Όταν φτάσαμε στο δωμάτιό του, ένιωσα την αποφασιστικότητά μου να χάνεται. Η Άννυ χτύπησε μια φορά και φώναξε ντροπαλά πίσω απ’ την πόρτα: «Υψηλότατε;». Δεν πήραμε απάντηση. Χτύπησε ξανά. Αυτή τη φορά πιο δυνατά. Περιμέναμε για λίγο, αλλά τίποτα. Μισάνοιξε την πόρτα και έχωσε το κεφάλι της μέσα. «Το πεδίο είναι ελεύθερο» ψιθύρισε, και μπαίνοντας έπιασε αμέσως να σκουπίζει. «Πού είπες πως τα βάζει;» ψιθύρισα, αγχωμένη στην ιδέα πως μπορεί να εμφανιζόταν ξαφνικά. «Κοίτα στα συρτάρια του κομοδίνου, κάτω απ’ το κρεβάτι, πίσω απ’ το ρολόι και στο ντουλαπάκι του μπάνιου». Αναρωτιόμουν τι στο καλό έκανα, αφού ήξερα ότι, αν το παρατραβούσα με τον Κάσπαρ, αυτό θα οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στον τραυματισμό ή, ακόμα χειρότερα, στον θάνατό μου. Αλλά η ιδέα τού να πάρω κάποιου είδους εκδίκηση για όσα μου είχε κάνει ήταν πολύ δελεαστική. Άλλωστε, αν ήθελαν να μου κάνουν κακό, θα το ’χαν κάνει ήδη, έτσι δεν είναι; είπα, ντύνοντας για πρώτη φορά με λόγια τη σκέψη που μέρα με τη μέρα γινόταν πεποίθηση. Ξεχύθηκα στο δωμάτιο κι άρχισα ν’ ανοίγω συρτάρια και να κοιτάζω κάτω απ’ τα χαλιά. Τελικά, βρήκα ένα κουτί στο ντουλαπάκι του μπάνιου, τρία πίσω απ’ το ρολόι και δύο μέσα στο κομοδίνο. Έσκυψα και σύρθηκα κάτω απ’ το κρεβάτι. Κάτι κινήθηκε γρήγορα στη σκιά, προτού χαθεί μέσα στο σοβατεπί. Έπνιξα την κραυγή που ανέβηκε στα χείλη μου, και χαμογελώντας κοίταξα γύρω. Είχα χτυπήσει φλέβα χρυσού. Υπήρχαν ένα σωρό κουτιά διάσπαρτα σε όλο το πάτωμα, όλα κλειστά. Τα μάζεψα και τα στοίβαξα μαζί με τα άλλα πάνω στο φρεσκοστρωμένο κρεβάτι. Έριξα ύστερα μια τελευταία ματιά στο δωμάτιο, ελέγχοντας μήπως μου είχε ξεφύγει κάτι. Δε μου είχε ξεφύγει τίποτα. 70
Επέστρεψα στο κρεβάτι κι άρχισα να τα ανοίγω, αδειά-ζοντας το περιεχόμενό τους. Τα γύρισα ένα ένα ανάποδα για να σιγουρευτώ ότι ήταν άδεια και πατικώνοντάς τα τα πέταξα σε μια σακούλα σκουπιδιών που είχε ανοίξει η Άννυ. Στο τέλος έχωσα το περιεχόμενό τους βαθιά στις τσέπες μου. «Σ’ ένα λεπτό είμαι πίσω» ψιθύρισα. Βγήκα αθόρυβα απ’ το δωμάτιο, ελέγχοντας το πεδίο. Δεν υπήρχε ψυχή. Προσπάθησα να περπατήσω όσο πιο χαλαρά μπορούσα ως την κουζίνα, κοιτώντας δεξιά κι αριστερά αγχωμένη, σίγουρη πως από λεπτό σε λεπτό θα εμφανιζόταν κάποιος μέσα απ’ τις σκιές. Όταν τελικά έφτασα στην κουζίνα, πήγα κατευθείαν στο ψυγείο· πήρα ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι με αίμα από το ράφι και έχυσα το πηχτό «ρόφημα» στον νεροχύτη. Ανέδιδε κάτι γλυκό, αν και ακόμα κι εκείνο καλυπτόταν από την έντονη, μεταλλική δυσωδία του παγωμένου αίματος. Πώς το πίνουν αυτό το πράγμα; Αηδία. Άφησα λίγο αίμα μέσα στο μπουκάλι και βγάζοντας τα προφυλακτικά από την τσέπη μου τα έχωσα σπρώχνοντάς τα μέσα. Έσφιξα καλά το πώμα και το κούνησα, καλύπτοντας τα προφυλακτικά με το κολλώδες υγρό. Το ξανάβαλα στο πίσω μέρος του ψυγείου και πήρα τον δρόμο για τον πάνω όροφο. Νομίζω πως ξέρω κάποιον που δε θα πηδήξει απόψε, άκουσα τη φωνή μου να λέει μέσα στο κεφάλι μου, διακόπτοντας τις σκέψεις μου. Ήχησε επίπεδη, χωρίς χρώμα, αλλά η φράση δεν ήταν δική μου σκέψη. Έτσι, για να μην τρελαθώ, υπέθεσα τελικά πως η φωνή που άκουγα ανά τακτά διαστήματα από την πρώτη μέρα που είχα πατήσει το πόδι μου στον πύργο ήταν απλώς το υποσυνείδητό μου που μου ’παιζε παιχνίδια. Κατεβαίνοντας τα σκαλιά δυο δυο, μπήκα σαν αστραπή στο δωμάτιο του Κάσπαρ και βρήκα την Άννυ να μαζεύει και να δένει τη σακούλα των σκουπιδιών που περιείχε τα άδεια κουτιά. «Είσαι σίγουρη πως θα πιάσει το κόλπο;» ρώτησα. «Εκατό τοις εκατό. Δε θα κάνει τίποτα, γιατί αν κάτι πάει στραβά, θα μπλέξει άσχημα». Έγνεψα και έγραψα ένα πρόχειρο σημείωμα σ’ ένα κομμάτι χαρτί που βρήκα πάνω στο μάρμαρο του τζακιού. Μην ξεχνάς να χρησιμοποιείς πάντα προφυλακτικό, κορόι-δο! Το τοποθέτησα μέσα στο ένα και μοναδικό κουτάκι προφυλακτικών που είχα κρατήσει και το έβαλα ξανά στο συρτάρι του κομοδίνου του. Άνοιξα την πόρτα, έτρεξα ξανά στο δωμάτιό μου και περίμενα. Γύρω στα μεσάνυχτα άκουσα τα πρώτα γελάκια. Άνοιξα μια ι71
δέα την πόρτα του δωματίου μου και έριξα μια κλεφτή ματιά στον διάδρομο. Ήταν η ίδια ψηλή ξανθιά που είχε έρθει κι άλλες φορές. Νομίζω πως την έλεγαν Τσάριτι.1 Όνομα και πράγμα. Πέρασαν περίπου δεκαπέντε λεπτά σε απόλυτη σιωπή, όταν ξαφνικά άκουσα κίνηση και επιφωνήματα απογοήτευσης. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ακολούθησε μια κραυγή που έμοιαζε με βρυχηθμό, και η πόρτα μου άνοιξε διάπλατα. Ο Κάσπαρ όρμησε στο δωμάτιο, με άρπαξε απ’ τον καρπό και με αγριοκοίταξε. Τα μάτια του ήταν μαύρα σαν την άβυσσο. «Τι είν’ αυτό εδώ;» είπε ανασαίνοντας βαριά, κρατώντας το κουτί των προφυλακτικών με το σημείωμά μου τσαλακωμένο στο χέρι του. Έγνεψα ότι το αναγνώριζα με το κεφάλι μου, επικεντρώνοντας τη σκέψη μου σ’ εκείνο που συνέβαινε και όχι στα μάτια του ή –ακόμα χειρότερα– στην Άννυ, σε περίπτωση που προσπαθούσε να μπει στο μυαλό μου για να διαβάσει τη σκέψη μου. Η Τσάριτι εμφανίστηκε αναμαλλιασμένη ξοπίσω του. Τα ρούχα της ήταν τσαλακωμένα και φαινόταν σαν να τα ’χε ρίξει όπως όπως πάνω της. Τα ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά της πετάγονταν δεξιά αριστερά και τα χείλη της ήταν μουτζουρωμένα με το χτυπητό ροζ κραγιόν της. Με αγριοκοίταξε. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου;» είπε τσιριχτά, σαν κακομαθημένο παιδάκι που του ’χαν πάρει το παιχνίδι. «Πρόβλημα; Δεν έχω κανένα πρόβλημα. Γιατί, έχεις εσύ;» είπα φορώντας το πιο αθώο μου χαμόγελο. Ξαφνικά ο Κάσπαρ χύμηξε καταπάνω μου, με άρπαξε απ’ τη μέση και κρατώντας με κολλημένη στο σώμα του έδωσε ένα σάλτο και εκτοξεύτηκε προς την άλλη άκρη του δωματίου. Με πέταξε στο κρεβάτι, κι αφού κύλησα δυο τρεις φορές κατέληξα να χτυπήσω δυνατά το κεφάλι μου στο κομοδίνο. Έβγαλα μια κραυγή, καθώς τον ένιωσα να προσγειώνεται πάνω μου, ακινητοποιώντας με στο κρεβάτι. Η γωνία του κομοδίνου χώθηκε στη σπονδυλική μου στήλη. Μόρφασα απ’ τον πόνο κι έσφιξα τα δόντια. «Φύγε από πάνω μου, ξαναμμένε μπάσταρδε!» στρίγκλισα κλοτσώντας, στοχεύοντας την ευαίσθητη περιοχή του. «Γιατί; Δεν είσαι άνετα; Ίσως θα πρέπει να χρησιμοποιήσω εσένα για να ικανοποιήσω τις ορέξεις μου!» γρύλισε, κι ένα τρομακτικό χαμόγελο παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Το βλέμμα του ήταν κενό – δεν αστειευόταν. Μου έπιασε τα χέρια και τα κράτησε σταθερά πάνω απ’ το κεφάλι μου. Με μια γρήγορη κίνηση με καβαλίκεψε και με πίεσε στο στρώμα. Άρχισε να μου ανεβάζει την μπλούζα. Η Τσάριτι τσίριζε από ζήλια, ενώ εγώ πάλευα με νύχια και με δόντια να του ξεφύγω. 72
Ώσπου ξαφνικά με άφησε. Σήκωσα διστακτικά το κεφάλι μου και είδα τον Φάμπιαν και τον Τσάρλι να παλεύουν να τον συγκρατήσουν. Πήρα βαθιά ανάσα και σηκώθηκα με κόπο όρθια. Κατέβασα την μπλούζα μου, νιώθοντας την οργή να φουντώνει μέσα μου. «Τι στον διάολο συμβαίνει εδώ;» ούρλιαξε ο Φάμπιαν. Κοίταξε τον Κάσπαρ και την Τσάριτι στα μάτια, μην αφήνοντάς τους πολλά περιθώρια να πουν ψέματα. «Είσαι καλά;» πρόσθεσε ρίχνοντας μια ματιά προς το μέρος μου. Έγνεψα καθησυχαστικά τυλίγοντας τα χέρια μου γύρω απ’ τη μέση. «Αυτό είναι το θέμα μας; Αν είναι καλά; Ξέρεις τι έκανε; Έκλεψε τα προφυλακτικά του Κάσπαρ!» τσίριξε η Τσάριτι δείχνοντάς με. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπήκε στο δωμάτιο η Λάιλα γελώντας. «Τραγικό» μουρμούρισε, όχι τόσο σιγανά ώστε να μην ακουστεί. Ο Κάσπαρ τής έριξε μια δολοφονική ματιά και τινάζοντας τους ώμους του ελευθερώθηκε απ’ τη λαβή του Φάμπιαν. «Βιολέτα, λέει αλήθεια;» με ρώτησε ο Φάμπιαν, αναλαμβάνοντας προφανώς τον ρόλο του διαμεσολαβητή. Υποθέτω πως η ενοχή στο βλέμμα μου με πρόδιδε, γιατί συνέχισε τις ερωτήσεις χωρίς να περιμένει απάντησή μου. «Πού είναι;» Έκανα μια κίνηση άγνοιας και έσφιξα με πείσμα τα χείλη μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου πολύ ισχυρά, πολύ επιβλητικά μυαλά εισχώρησαν στο δικό μου ψάχνοντας τις σκέψεις μου, δημιουργώντας το απόλυτο χάος μες στο κεφάλι μου. Πάλεψα σκληρά να κρύψω τα πάντα, αλλά με κάποιον τρόπο οι λεπτομέρειες του σχεδίου μου ξεγλίστρησαν απ’ το μυαλό μου. Το μόνο που μπορούσα ήταν να ελπίζω πως δε θα ανακάλυπταν ότι με είχε βοηθήσει μια από τις υπηρέτριες. «Στην κουζίνα» γρύλισε ο Φάμπιαν. Δε χρειάστηκε δεύτερη κουβέντα. Ο Κάσπαρ και η Τσάριτι έφυγαν τρέχοντας απ’ το δωμάτιο. Δε σχεδίαζα να τους ακολουθήσω, αλλά το όλο αγανάκτηση βλέμμα του Φάμπιαν με έκανε να καταλάβω πως δεν είχα και πολλές επιλογές. «Μα είσαι ηλίθια;» με κατσάδιασε. «Δεν μπορούσες να κάτσεις στ’ αυγά σου; Μ’ αυτό που έκανες η ζωή σου θα γίνει κόλαση εδώ μέσα». Τον προσπέρασα σπρώχνοντάς τον και βγήκα απ’ την πόρτα που κρατούσε ανοιχτή για μένα. «Δε θέλω να έχω ζωή εδώ» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου. Χωρίς να περιμένω να δω αν είχε κάτι να απαντήσει, κατέβηκα τη σκάλα και συνέχισα προς την κουζίνα. Ίσως να έχει δίκιο. Ίσως να το είχα παρατραβήξει. Μπήκα στην κουζίνα τη στιγμή που έβγαζαν το μπουκάλι απ’ το ψυγείο. Ο Κάσπαρ το γύρισε ανάποδα. Μερικές σταγόνες αίμα έσταξαν 73
στον νεροχύτη. Τα προφυλακτικά είχαν μαζευτεί γύρω απ’ το στόμιο, κατεστραμμένα. Η Τσάριτι με κοίταξε, και η έκφρασή της εκεί που πριν έδειχνε κατάπληξη έδειχνε τώρα απογοήτευση, για να καταλήξει δολοφονική. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχα μπλέξει πολύ άσχημα. Γύρισα και έκανα να τρέξω, αλλά είχε ήδη βγάλει έξω τα μυτερά ροζ νύχια της και πέταγε προς το μέρος μου. Αρπάζοντάς με απ’ την μπλούζα μου, με τράβηξε προς τα πίσω και με χαστούκισε. Ένιωσα τα νύχια της να σκάβουν το δέρμα μου και ουρλιάζοντας ετοιμάστηκε να μου ρίξει άλλη μια, αλλά την τελευταία στιγμή συνήλθα και της έδωσα μια γερή σπρωξιά με όλη μου τη δύναμη. Δεν κατάφερα και πολλά, αλλά έδωσα τον απαραίτητο χρόνο στη Λάιλα και στον Τσάρλι να την αρπάξουν. «Παλιοχοντρή! Βρομοζηλιάρα!» μου πέταξε οργισμένη, σκουπίζοντας τα μάτια της. Είχε πασαλειφτεί με το μακιγιάζ και η όψη της ήταν απλώς αξιοθρήνητη. «Παρακαλώ;» έκανα σφυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια μου. «Είπα, είσαι μια παλιοχοντρή, μια βρομοζηλιάρα!» «Άκουσα τι είπες» της αντιγύρισα μιμούμενη τον τόνο της φωνής της. Ελευθερώθηκε από τα χέρια της Λάιλα, που την κρατούσε όλη εκείνη την ώρα σφιχτά, και ίσιωσε τη φούστα της. «Τέλος πάντων. Απλώς να μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρνουν, εντάξει; Έλα, Κάσπαρ». «Ουάου. Δεν ήξερα ότι οι σκύλες και οι πουτάνες έρχονται και σε συσκευασία του ενός» ψιθύρισα, τη στιγμή που ήταν έτοιμη να βγει απ’ την πόρτα, με τον Κάσπαρ να την ακολουθεί σαν πιστό σκυλάκι. Πάγωσε. «Πάρ’ το πίσω» γρύλισε και τα μάτια της από μπλε έγιναν μαύρα. «Όχι» είπα χαλαρά. Άφησε μια κραυγή και ρίχτηκε πάνω μου με τα μάτια καρφωμένα στον λαιμό μου. Ούρλιαξα, προσπαθώντας να τη διώξω. Με γρατζούνισε ξανά, αλλά πριν προλάβει να μου κάνει κάτι άλλο μας χώρισαν. Ο Φάμπιαν άρπαξε εμένα τυλίγοντας τα δυνατά του χέρια γύρω απ’ το στομάχι μου, ενώ ο Κάσπαρ ανέλαβε την Τσάριτι. Δεν πάλεψε να του ξεφύγει, αλλά άρχισε να εκτοξεύει τη μία προσβολή μετά την άλλη, ώσπου χτύπησε ακριβώς εκεί που πονούσα. «Θα ’πρεπε να την είχες σκοτώσει όταν είχες την ευκαιρία, Κάσπαρ. Ξέρω πως είναι τα θνητά κοριτσάκια σαν του λόγου της. Την πέφτουν σε ό,τι κινείται». Έκανα να της χυμήξω, αλλά ο Φάμπιαν με κράτησε σφιχτά. «Μην ανησυχείς, που να με σκότωναν, δε θα άγγιζα κάποιον απ’ το είδος σου» 74
της είπα. «Ναι, καλά» απάντησε αμήχανα, χαϊδεύοντας το μάγουλο του Κάσπαρ. Ο Κάσπαρ δεν ανταποκρίθηκε με την ίδια τρυφερότητα, απλώς την τράβηξε μηχανικά πιο κοντά του. Η Τσάριτι δε φάνηκε να το προσέχει. «Έλα, μωρό μου, πάμε να κυνηγήσουμε ανθρώπους. Έχω σκυλοβαρεθεί να πίνω αίμα ζώων». Μου έριξε μια λοξή ματιά, ξέροντας καλά την επίδραση που θα είχαν τα λόγια της πάνω μου. «Είστε άρρωστοι». Είχα αρχίσει να βραχνιάζω απ’ τις φωνές. «Παράσιτα!» Η Τσάριτι δε μου έδωσε σημασία. Είχε καρφώσει το βλέμμα της στην πόρτα, και στον βασιλιά που μόλις έμπαινε. Οι βρικόλακες χαμήλωσαν το βλέμμα και υποκλίθηκαν. Μόνο ο Φάμπιαν έμεινε όρθιος. Τον ένιωσα να ζορίζεται που δεν μπορούσε να υποκλιθεί, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή. Με κρατούσε ακόμη σφιχτά για να μη φύγω. Έμεινα ακίνητη, αποστρέφοντας το βλέμμα μου από τον βασιλιά. Γιατί θα έπρεπε να υποκλιθώ; Γύρισε προς την Τσάριτι, η οποία έφυγε απ’ την αγκαλιά του Κάσπαρ και έσκυψε το κεφάλι της, καταφέρνοντας να μου ρίξει ταυτόχρονα δυο ματιές που έσταζαν δηλητήριο. «Να σας υπενθυμίσω, δεσποινίς Φόντερ, πως η θέση του πατέρα σας στο συμβούλιο, όπως και στο δικαστήριο, κρίνεται όχι μόνο από τις πράξεις του ιδίου, αλλά και της οικογενείας του». Μπορεί η βαθιά φωνή του να μην εμπεριείχε ίχνος θυμού, ωστόσο η απειλή που κρυβόταν στα λόγια του ήταν ξεκάθαρη. «Πηγαίνετε» την πρόσταξε, και εκείνη εξαφανίστηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. Στη συνέχεια στράφηκε σ’ εμένα. Μαζεύτηκα. Κάρφωσε τα γκρίζα μάτια του πάνω μου. Ένιωσα να παγώνω. Ρίγη διαπέρασαν τη ραχοκοκαλιά μου και αισθάνθηκα να με χτυπάει ηλεκτρικό ρεύμα. Ο Φάμπιαν πήρε τα χέρια του από πάνω μου, ξέροντας πως δε θα προσπαθούσα να κάνω κάτι. «Παίζετε πολύ επικίνδυνο παιχνίδι, δεσποινίς Λι. Μπορεί να βρεθείτε πληγωμένη, ή και κάτι χειρότερο, αν δεν προσέξετε τις πράξεις σας». «Καλύτερα νεκρή παρά μία από σας» του αντιγύρισα. Έκανα να φύγω, αλλά ο Φάμπιαν μού έπιασε το μπράτσο και με σταμάτησε. Προφανώς ο βασιλιάς δεν είχε τελειώσει ακόμη. «Οι απόψεις σας θ’ αλλάξουν μόλις εξοικειωθείτε με τον τρόπο ζωής μας. Απλώς θα πάρει χρόνο. Και να είστε σίγουρη πως θα έχετε όσο χρόνο χρειαστείτε, δεσποινίς Λι, επειδή ο πατέρας σας δεν είναι ανόητος. Γνωρίζει τη δύναμή μας και θα περάσει πολύς καιρός προτού επιχειρήσει να σας ελευθερώσει. Και μέχρι να γίνει αυτό, θα είναι πια 75
πολύ αργά». Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Να εννοεί αυτό που νομίζω πως εννοεί; «Ο πατέρας μου δε γνωρίζει την ύπαρξή σας». Πίσω απ’ τον βασιλιά, ο Κάσπαρ γέλασε. Ήταν ένα κρύο, κενό γέλιο, όλο κοροϊδία. «Ο πατέρας σου είναι υπουργός Άμυνας αυτής της χώρας. Εννοείται πως γνωρίζει την ύπαρξή μας. Γνωρίζει επίσης ότι εμείς ήμασταν που σκοτώσαμε τους εκτελεστές στην πλατεία Τραφάλγκαρ, όπως και ότι σε κρατάμε εδώ». Ο Κάσπαρ σταμάτησε, καθώς ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του. Οι φουσκωμένες φλέβες στον λαιμό του ήταν το μόνο πράγμα πάνω του που μαρτυρούσε την οργή του. «Κανείς δεν πρόκειται να ασκήσει δίωξη εναντίον μας, δεσποινίς Λι. Με το που θα καταλαγιάσει ο θόρυβος στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, η αστυνομία θα κλείσει την υπόθεση ήσυχα κι ωραία. Οι εικασίες ότι η εξαφάνισή σας συνδέεται με την παρουσία σας στην πλατεία Τραφάλγκαρ τη νύχτα του φόνου θα καταρριφθούν απ’ τον πατέρα σας, σύμφωνα με τις οδηγίες που έχει λάβει από τους αντιπροσώπους μας. Στην περίπτωση που ενεργήσει απερίσκεπτα, για παράδειγμα εάν αποκαλύψει την ύπαρξή μας στο ευρύ κοινό, τότε θα υποφέρετε. Θα παραμείνετε εδώ ώστε να μην μπορείτε να αποκαλύψετε την ύπαρξή μας, εκτός κι αν αποφασίσετε να γίνετε μία από μας. Εάν ωστόσο γίνετε βρικόλακας και επιλέξετε ούτως ή άλλως να αποκαλύψετε την ύπαρξή μας, τότε θα υποφέρετε κι εσείς μαζί μας». Έμεινα να τον κοιτάζω με ανοιχτό το στόμα. Ένιωσα στην κυριολεξία την καρδιά μου να βυθίζεται στην απελπισία. Έχουν σκεφτεί τα πάντα, συνειδητοποίησα. «Δεν μπορείτε να το κάνετε αυτό. Απλά δε γίνεται». «Είμαστε υπεράνω του νόμου, και είμαι σίγουρος πως θα έχετε καταλάβει ήδη, δεσποινίς Λι, πως η θέση σας είναι ιδιαιτέρως δυσμενής» είπε ο βασιλιάς και γύρισε προς τον Κάσπαρ. «Η δεσποινίς Φόντερ είναι ευπρόσδεκτη, να καθίσει όσο θέλει. Όσο όμως παραμένει αυτή εδώ, η δεσποινίς Λι θα μένει κλεισμένη στο δωμάτιό της». Άρχισα να διαμαρτύρομαι, αλλά ο βασιλιάς με αγνόησε και έφυγε απ’ το δωμάτιο, αφήνοντας πίσω του έναν Κάσπαρ που χαμογελούσε σαρδόνια, λάμποντας από ικανοποίηση. «Είναι γλυκιά η εκδίκηση, ε Κοριτσάκι;» Τον αγριοκοίταξα, και εκείνος γελώντας έφυγε απ’ το δωμάτιο. Ο Φάμπιαν με κοίταξε όλο κατανόηση με τα λαμπερά του μάτια και με οδήγησε στο δωμάτιό μου. 76
Εκείνο το βράδυ οι αναστεναγμοί και τα βογκητά από το δίπλα δωμάτιο ήταν πιο δυνατά από ποτέ.
77
KEΦΑΛΑΙΟ 11
Βιολέτα ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΡΩΙ της 7ης Αυγούστου όταν ο Φάμπιαν μπήκε στο δωμάτιό μου. Είχε περάσει μία εβδομάδα, και η ελπίδα να διαφύγω είχε αρχίσει να σβήνει. Τα καλά νέα ήταν πως εκείνη η πόρνη, η Τσάριτι, είχε φύγει. «Κάτι λένε στις ειδήσεις για την οικογένειά σου. Θέλεις να έρθεις να δεις;» μου είπε, εξηγώντας μου παράλληλα πως η τιμωρία μου είχε λήξει. Τον ακολούθησα, και μια σπίθα ελπίδας άναψε μέσα μου, καθώς μπαίνοντας στο σαλόνι είδα μια φωτογραφία μου –για κάποιον ανεξήγητο λόγο σχολική– να απλώνεται από τη μία άκρη της οθόνης στην άλλη. Από πάνω της υπήρχε η λέξη ΑΓΝΟΕΙΤΑΙ. Οι υπόλοιποι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω απ’ τους καναπέδες κοιτώντας την οθόνη, καθώς το σήμα του δελτίου αντηχούσε σε όλο το δωμάτιο και εικόνες από τις διάφορες ειδήσεις άρχιζαν να περνούν η μία μετά την άλλη. Η μουσική τελείωσε και η παρουσιάστρια που καθόταν στα αριστερά σήκωσε το βλέμμα από τον υπολογιστή της. «Η Βιολέτα Λι, κόρη του υπουργού Άμυνας Μάικλ Λι, δηλώθηκε και επίσημα ως αγνοούμενη σήμερα το πρωί». Το πρόσωπό μου έκανε την εμφάνισή του ξανά στην οθόνη. «Η δεσποινίς Λι εθεάθη για τελευταία φορά στην περιοχή γύρω από την πλατεία Τραφάλγκαρ στη μία το πρωί της 31ης Ιουλίου. Εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να έγινε μάρτυρας της δολοφονίας των τριάντα αντρών, επονομαζόμενης και ως Το Μακελειό του Λονδίνου, και στη συνέχεια να απήχθη από τους δράστες. Ωστόσο, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έχει επαληθευθεί από την αστυνομία, η οποία έχει πλέον διευρύνει την έρευνά της και στα προάστια του Λονδίνου». Στην οθόνη εμφανίστηκαν πλάνα αστυνομικών με σκυλιά που ερευνούσαν την ευρύτερη περιοχή του Λονδίνου. Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν και πιάστηκα απ’ την πλάτη του καναπέ για να μη σωριαστώ στο πάτωμα. 78
«Έχει επιβεβαιωθεί ότι το πέδιλο που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος ανήκε πράγματι στη δεσποινίδα Λι, ωστόσο το ενδεχόμενο της συνέργειας στη δολοφονία έχει αποκλειστεί από την αστυνομία». Μια φωτογραφία του παπουτσιού μου εμφανίστηκε σε μια μικρότερη οθόνη πίσω από το κεφάλι του άντρα παρουσιαστή. «Το ερώτημα που εγείρεται είναι γιατί η εξαφάνιση της δεσποινίδας Λι δε δηλώθηκε νωρίτερα· επιπλέον, μόλις σήμερα προέβη σε δήλωση ο υπουργός Άμυνας, υποκύπτοντας στις πιέσεις της κοινής γνώμης». Στην οθόνη εμφανίστηκε ο πατέρας μου και δίπλα του, κρατώντας του σφιχτά το χέρι, η μητέρα μου. Κάθονταν πίσω από ένα τραπέζι, ενώ ένα πλήθος δημοσιογράφων ήταν συγκεντρωμένο άναρχα τραβώντας φωτογραφίες ή κρατώντας ψηλά τα κασετοφωνάκια τους. Πίσω τους μια γιγαντοοθόνη πρόβαλλε μια φωτογραφία μου, καθώς και τον αριθμό μιας τηλεφωνικής γραμμής. Με το που τους είδα, αισθάνθηκα έναν κόμπο να ανεβαίνει στον λαιμό μου, και όταν πρόσεξα τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάγουλα της μητέρας μου ένιωσα να πνίγομαι. Η έκφραση του πατέρα μου ήταν ήρεμη και συγκρατημένη. «Είμαστε σε άμεση συνεργασία με την αστυνομία και θέλουμε να την ευχαριστήσουμε για τις προσπάθειες εύρεσης της κόρης μας και την υποστήριξή της» είπε στο μικρόφωνο, απόλυτα ψύχραιμος. Κάποιος δημοσιογράφος πήρε κατόπιν τον λόγο, φωνάζοντας για ν’ ακουστεί μέσα απ’ την οχλοβοή. «Πιστεύετε ότι η απαγωγή της κόρης σας μπορεί να σχετίζεται με τις ακτιβιστικές ομάδες που αντιτίθενται στην απόφασή σας να στείλετε περισσότερα στρατεύματα στη Μέση Ανατολή;» Ο πατέρας μου κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δε θα ήθελα να κάνω πολιτικά σχόλια. Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος, και σίγουρα ούτε η κατάλληλη στιγμή. Απλώς θέλουμε την κόρη μας πίσω. Μας λείπει». Η μητέρα μου ξέσπασε σε λυγμούς. Μπορούσα να την ακούσω να ικετεύει, μέσα απ’ τα αναφιλητά της, να με αφήσουν να επιστρέψω σπίτι. Ένιωσα τα μάτια μου να καίνε, καθώς δάκρυα άρχισαν να σχηματίζονται στις άκρες τους. Ήθελα ν’ απλώσω το χέρι και να την αγγίξω. Ήθελα να την παρηγορήσω, να της πω ότι ήμουν καλά, ακόμα κι αν δεν ήμουν, ακόμα κι αν δεν κατάφερνα να βγω από κείνο τον λαβύρινθο διατηρώντας την ανθρώπινή μου υπόσταση. Τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα στα μάγουλά μου. Είχα κοκαλώσει. Ήθελα να πάρω τα μάτια μου απ’ την οθόνη, να σταματήσω να τους βλέπω, αλλά μου ήταν αδύνατον. Ο Φάμπιαν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου. Τον έσπρωξα μακριά. 79
«Από την περίοδο που ο Μάικλ Λι διατελούσε σκιώδης υπουργός Άμυνας, για να αναλάβει στη συνέχεια επίσημα τη θέση αυτή με την άνοδο του κόμματός του στην εξουσία τρία χρόνια πριν, η οικογένειά του έχει βιώσει πολλά δεινά. Τέσσερα χρόνια πριν ο γιος του πέθανε, σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών, από υπερβολική δόση ηρωίνης. Τον Οκτώβριο του περασμένου έτους η Λίλιαν Λι διεγνώσθη με λευχαιμία, και επί του παρόντος ακολουθεί θεραπεία». Ο ρεπόρτερ ολοκλήρωσε. Ένιωσα να χάνω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Είχα αρχίσει ν’ ασφυκτιώ. Κατάλαβα ότι είχα σταματήσει να αναπνέω. «Και τώρα ένα μήνυμα από τη Λίλιαν». Η Λίλι –η πανέμορφη αδερφή μου, η Λίλι– εμφανίστηκε μετά στην οθόνη. Ήταν ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, συνδεδεμένη με καλώδια με ένα σωρό μηχανήματα. Ήταν πιο χλωμή κι απ’ τα σκουλήκια που βρίσκονταν δίπλα μου, και τα χέρια της είχαν μια αχνή πράσινη απόχρωση. Τα μάτια της φαίνονταν βαθουλωμένα και κατακόκκινα, και έδειχνε εξασθενημένη και φοβερά αδυνατισμένη, μ’ εξαίρεση τα μάγουλά της που ήταν προφανώς πρησμένα από τα στεροειδή. Της είχαν πέσει και τα μαλλιά, αλλά δεν είχε σημασία. Με καρκίνο ή όχι, για μένα ήταν πάντα η όμορφη μικρή αδερφή μου. Έδειχνε πολύ άρρωστη, αλλά ήξερα πως ήταν αποτέλεσμα της θεραπείας. Της είχαν τοποθετήσει ένα μικρόφωνο κάτω απ’ το στόμα, και άρχισε να μιλάει με μεγάλο κόπο. «Β… Βιολέτα. Ξ… ξέρω ότι βρίσκεσαι κάπου εκεί έξω. Είμαι σίγουρη πως αργά ή γρήγορα θα σ’ αφήσουν ελεύθερη και θα γυρίσεις σπίτι». Έκλεισε τα μάτια της. Μια γαλήνια έκφραση απλώθηκε στα χαρακτηριστικά της. Οι κάμερες επέστρεψαν στο στούντιο των ειδήσεων και οι παρουσιαστές, κάπως αμήχανοι, άρχισαν να εξηγούν πώς μπορούσε κανείς να επικοινωνήσει με την αστυνομία. Ώρες αργότερα ένιωθα ακόμη μουδιασμένη. Μουδιασμένη και παγωμένη. Ήμουν ανίκανη να αισθανθώ το παραμικρό: ούτε πόνο ούτε ελπίδα ούτε χαρά ούτε φόβο. Τίποτα. Ο Φάμπιαν είχε περάσει το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους μου. Άφησα αποκαμωμένη το κεφάλι μου ν’ ακουμπήσει στον ώμο του. Πέρασε το χέρι του διακριτικά γύρω απ’ τη μέση μου και τραβώντας με απαλά με έκρυψε στην αγκαλιά του. Τα μάτια μου είχαν πια στερέψει. Σίγουρα θα χαιρόταν γι’ αυτό, μιας και είχα μουσκέψει ήδη την μπλούζα του. Το καλαθάκι δίπλα μου ήταν γεμάτο χαρτομάντιλα, η μύτη μου πονούσε και τα μάτια μου ήταν πρησμένα και κόκκινα. «Τέρμα τα κλάματα, εντάξει; Δε θα σ’ αφήσω να κλάψεις άλλο. Η 80
οικογένειά σου θα ήθελε να είσαι δυνατή, έτσι δεν είναι;» Με κοίταζε με ενδιαφέρον, ενώ το όμορφο, όλο γωνίες πρόσωπό του είχε συσπαστεί από την ανησυχία του για μένα. Συγκατένευσα και έτριψα τη μύτη μου. Φάνηκε να χαλαρώνει. Ανοιγόκλεισα τα μάτια και παρατήρησα πως οι υπόλοιποι είχαν αρχίσει να με πλησιάζουν. Ο βασιλιάς, η Λάιλα, ο Κάσπαρ, ο Κάιν, η Θάιμ, ο Τσάρλι, ο Φίλιξ, ο Ντέκλαν, και άλλοι δύο άντρες τους οποίους δε γνώριζα. Τους δύο άγνωστους άντρες συνόδευαν δύο όμορφες γυναίκες. Η μία τους είχε ένα μωρό στην αγκαλιά και με το άλλο χέρι κρατούσε σφιχτά ένα μεγαλύτερο παιδάκι. Οι άντρες, αλλά και τα παιδιά, είχαν τα ίδια σμαραγδί υποβλητικά μάτια με τους υπόλοιπους Βαρν. Ο Σκάι και ο Τζαγκ, σκέφτηκα. Ποιοι άλλοι θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα μάτια; Ο άντρας με την οικογένεια φαινόταν πιο μεγάλος, κι έτσι υπέθεσα πως θα ’ταν ο Σκάι – η Θάιμ μού είχε αναφέρει πως ήταν ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Οι όμορφες γυναίκες δίπλα τους θα πρέπει να ήταν οι σύντροφοί τους. Δεν έδειχναν ούτε μια μέρα πάνω από τα είκοσι πέντε. Αφού τους παρατήρησα για κάποια ώρα, έσκυψα το κεφάλι και κάρφωσα το βλέμμα στα πόδια μου, νιώθοντας σαν ψάρι έξω από τη γυάλα. Ο Κάσπαρ καθάρισε τον λαιμό του, και σηκώνοντας το βλέμμα μου τον είδα να κρατάει ένα κινητό. Άπλωσε το χέρι του. «Έχεις δύο λεπτά. Ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω». Τον κοίταξα δύσπιστη. «Άντε! Είναι όλο δικό σου» μουρμούρισε ο Φάμπιαν. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. «Το χρειάζεσαι». Κοίταξα το κινητό αβέβαιη για το αν ήθελα να τηλεφωνήσω. Κι αν πληγωνόμουν χειρότερα; Ναι, αλλά θες να το κάνεις, έτσι δεν είναι; ήχησε χλευαστικά η φωνή μου μες στο μυαλό μου, και ήξερα πως είχε δίκιο. Άρπαξα το τηλέφωνο απ’ το χέρι του και βγήκα απ’ το δωμάτιο, κρατώντας το τρυφερά στην αγκαλιά μου σαν να ’ταν βρέφος. «Μην ξεχνάς ότι μπορούμε ν’ ακούμε κάθε σου λέξη» φώναξε ο Κάσπαρ τη στιγμή που έκλεινα την πόρτα του σαλονιού πίσω μου. Κάθισα στα σκαλιά. Σχημάτισα τον αριθμό του σπιτιού μου. Στο πρώτο κουδούνισμα μου κόπηκε κι η ανάσα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει, καθώς το τηλέφωνο χτύπησε μία φορά, και μετά δύο, τρεις, τέσσερις. Ένιωθα απίστευτη νευρικότητα, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. «Παρακαλώ;» 81
Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει στο στήθος. Μου ξέφυγε ένας λυγμός και οι πρώτες λέξεις βγήκαν πνιχτά από μέσα μου. «Μπαμπά;» «Βιολέτα;» απάντησε κατάπληκτη η τόσο γνώριμη φωνή του. «Ναι» ψιθύρισα αδύναμα. Δεν είχα λόγια να εκφράσω τα όσα ένιωθα. Ακούστηκε ένας ήχος, σαν να κάλυπτε το ακουστικό με το χέρι του, και μου φάνηκε πως διέκρινα φωνές να συζητουν κάτι ζωηρά δίπλα του. Ακούστηκε ακόμα ένας θόρυβος, και ο πατέρας μου επέστρεψε, μιλώντας με μεγάλη αγωνία. «Υποθέτω ότι μας ακούνε, επομένως δεν μπορώ να πω πολλά. Ξέρω πως σε πήραν οι Βαρν, και ξέρω και τι είναι. Πρέπει να έχεις σοκαριστεί με όσα έχεις ανακαλύψει, αν ήταν στο χέρι μου δε θα είχες μάθει ποτέ τίποτα. Το ξέρω πως τα πράγματα δείχνουν δύσκολα, όπως με πληροφορούν και οι αντιπρόσωποι αυτών των αιμοβόρων τεράτων». Η τελευταία πρόταση βγήκε από μέσα του με τέτοιο μένος, που ήταν σαν να ’φτυνε δηλητήριο. Μέχρι κι εγώ, που κι αν τον είχα ακούσει θυμωμένο στο παρελθόν, σοκαρίστηκα. «Αλλά είναι πολύ σημαντικό να μην τα παρατήσεις. Μη γίνεις μία απ’ αυτούς, ό,τι κι αν κάνουν ή πουν. Καταλαβαίνεις, Βι;» Έμεινα σιωπηλή, προσπαθώντας να αφομοιώσω όλα όσα άκουγα. Βλέποντας ότι δεν απαντούσα, με ξαναρώτησε πιο επιτακτικά: «Καταλαβαίνεις; Υποσχέσου μου ότι δε θα γίνεις μία απ’ αυτούς». Είχα καρφώσει το βλέμμα μου στο πάτωμα. Καταλαβαίνω; «Σ’ το υπόσχομαι» μουρμούρισα. Άκουσα την πόρτα απέναντί μου ν’ ανοίγει και σηκώνοντας το βλέμμα είδα τον Κάσπαρ να βγαίνει απ’ το σαλόνι. Έγειρε στον τοίχο, σταύρωσε τα χέρια του και με κοίταξε. Τα δύο μου λεπτά τελείωναν. Στο μεταξύ, ο πατέρας μου συνέχιζε. «Θα σε πάρουμε από εκεί μέσα, Βιολέτα, αλλά θα χρειαστεί χρόνος. Θα πρέπει να μου πεις κάτι. Σε έχουν δαγκώσει, σου έχουν πάρει αίμα με οποιοδήποτε τρόπο;» Τα μάτια του Κάσπαρ πετάρισαν και συνάντησαν τα δικά μου. Δίστασα. Καρφώσαμε ο ένας το βλέμμα του στον άλλον. «Όχι» είπα στο τέλος. Σήκωσε το φρύδι του έκπληκτος. Γιατί είχα πει ψέματα; «Ωραία» είπε ο πατέρας μου. «Πρόσεξε μην προσπαθήσουν να σου δώσουν δικό τους αίμα όσο πίνουν το δικό σου. Αυτό θα σε μεταμορφώσει, καταλαβαίνεις;» Κούνησα το κεφάλι μου συγχυσμένη, καθώς τα μάτια μου γέμιζαν πάλι δάκρυα. Τα σκούπισα βιαστικά με την παλάμη μου, ξέροντας πως ο Κάσπαρ παρακολουθούσε συνοφρυωμένος την κάθε μου κίνηση. «Δε 82
γίνεται να μ’ αφήσεις εδώ, μπαμπά. Δε γίνεται» ψιθύρισα, καθώς μου ξέφευγε ένας λυγμός. «Είναι δολοφόνοι!» Τον άκουσα ν’ αναστενάζει – δεν ήταν κάτι το φοβερό, αλλά κρεμάστηκα σ’ εκείνο τον αναστεναγμό, απολαμβάνοντας τον ήχο. «Δεν έχω άλλη επιλογή, Βι, προς το παρόν τουλάχιστον. Αλλά δε θα τα παρατήσουμε. Έχω γνωστούς και–» Βλέποντας τον Κάσπαρ να πλησιάζει, τον διέκοψα. Έπιασα το τηλέφωνο σφιχτά με τα δυο μου χέρια, λες κι αυτό θα τον εμπόδιζε να μου το πάρει, και έκανα την ερώτηση που μ’ έκαιγε πιο πολύ απ’ όλες, συνειδητοποιώντας πως θα ήταν και η τελευταία μου. «Πώς είναι η Λίλι; Γρήγορα» πρόσθεσα, προσπαθώντας να τον κάνω να καταλάβει ότι δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου. Νιώθοντας το άγχος μου, δε δίστασε λεπτό να απαντήσει. «Αδύναμη, αλλά οι γιατροί μάς λένε ότι τα πάει καλά και ότι θα συνέλθει σε– » Ο Κάσπαρ μού τράβηξε το κινητό απ’ το αυτί και το κόλλησε στο δικό του. Τον ακολούθησα, χωρίς να αφήσω το κινητό απ’ το χέρι μου, μέχρι που βρέθηκα να πιάνω αέρα: Είχε πετάξει πίσω στο σαλόνι, επιστρέφοντας στην οικογένειά του. Μου έκλεισαν την πόρτα κατάμουτρα, πριν προφτάσω να μπω μέσα· όταν επιχείρησα να την ανοίξω, αντιλήφθηκα πως ήταν κλειδωμένη. Κόλλησα το αυτί μου στην πόρτα, προσπαθώντας μάταια ν’ ακούσω κάτι. Δεν είχα καν την ευκαιρία να πω αντίο.
83
KEΦΑΛΑΙΟ 12
Κάσπαρ «ΝΟΜΙΖΩ ΟΤΙ ΜΙΛΗΣΑΤΕ αρκετά, δε συμφωνείς, Λι;» του πέταξα κλείνοντας την πόρτα του σαλονιού πίσω μου, αφήνοντας τη Βιολέτα απ’ έξω. «Δώσ’ της ξανά το τηλέφωνο, Βαρν». Προσπάθησα να συγκρατήσω τα γέλια μου. Το βλέμμα του πατέρα μου ήταν καρφωμένο πάνω μου. Ήξερα καλά πως παρακολουθούσε την κάθε μου κίνηση, την κάθε μου λέξη. «Δε θα μπορέσω. Άλλωστε έχουμε να συζητήσουμε για δουλειές». Δεν ακουγόταν πια η ανάσα του, και συμπέρανα ότι απομάκρυνε το ακουστικό. Κάπου στο βάθος τον άκουγα να συνεννοείται για το τι θα έλεγε, πιθανόν με κάποιο από τα τσιράκια του, που ήταν αποφασισμένοι να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. «Αρνούμαι να μιλήσω απευθείας με οποιονδήποτε άλλο πέρα από τους αντιπροσώπους του βασιλιά» απάντησε τελικά ο Λι με ψυχρό ύφος. «Λυπάμαι, αλλά μάλλον ατύχησες, Λι. Είμαι ο διάδοχος, και οι υποθέσεις του πατέρα μου με αφορούν προσωπικά. Αν έχεις πρόβλημα μ’ αυτό, θα πρέπει να το συζητήσεις με τους συμβούλους του. Ουπς, για περίμενε, ένας απ’ αυτούς είμαι κι εγώ». Άκουγα τα γρανάζια του εγκεφάλου του να γυρίζουν. Η σύζυγος του Σκάι, η Αραμπέλα, πήρε και τα δύο παιδιά της –δυο χρονών το μεγαλύτερο– αγκαλιά και βγήκε απ’ το δωμάτιο, μουρμουρίζοντας κάτι για την πολιτική που τη σιχαινόταν. Η θέση της στο ζήτημα της Βιολέτας ήταν ξεκάθαρη: αποδοκίμαζε τόσο έντονα όσα γίνονταν, που αρχικά δεν ήθελε καν να έρθει με τον Σκάι από τη Ρουμανία. «Τότε, ας μιλήσουμε μαζί» είπε σαρκαστικά. Μιλάει σαν το κορίτσι. «Να υποθέσω ότι γνωρίζεις τον Τζον Πιερ;» Τον Τζον Πιερ; Εννοείται πως τον γνωρίζω. «Φυσικά». «Να υποθέσω επίσης ότι γνωρίζεις πως αυτός που σκότωσες στην πλατεία Τραφάλγκαρ ήταν γιος του;» 84
«Προφανώς». «Τότε είμαι σίγουρος πως δε θα εκπλαγείς αν σου πω ότι δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένος». Τι μου λες, για κοίτα τον Σέρλοκ! «Πράγματι, καμία έκπληξη». «Οι άνθρωποι που οι πράξεις τους έχουν ως κίνητρο την εκδίκηση είναι και οι πιο επικίνδυνοι. Φυλάξου, Βαρν» γρύλισε ο Λι. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα πάνω μου, με εκείνο του πατέρα μου να δεσπόζει, περιμένοντας την αντίδρασή μου. «Δε μου ακούγεται και τόσο σοβαρή η απειλή, Λι. Γνωρίζεις, βέβαια, πως το βασίλειό μας θα μπορούσε να μειώσει τον πληθυσμό αυτής της χώρας σε μία μέρα, έτσι δεν είναι;» Το ανθρώπινο μυαλό του ακουγόταν σαν χτύπος ρολογιού: τικ τακ, τικ τακ. «Μπορεί να είσαι παράσιτο, Βαρν, αλλά για κάποιο λόγο δεν πιστεύω πως είσαι ικανός για γενοκτονία». «Ίσως όχι, αλλά θα έκανα ευχαρίστως την αρχή με την κόρη σου». Δεν πρόλαβα καλά καλά να ολοκληρώσω, όταν ο Σκάι μού έκανε νόημα να του δώσω το τηλέφωνο, θεωρώντας προφανώς ότι είχα κάνει αρκετή ζημιά. Του το έδωσα με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Η προσοχή του πατέρα μου στράφηκε αυτόματα σ’ εκείνον. Ο Τζαγκ σηκώθηκε απ’ τον καναπέ και μου έδωσε μια με τον αγκώνα του στα πλευρά. «Για κοίτα που ο αδερφούλης μου ασχολείται με την πολιτική. Αν δε σε ήξερα καλύτερα, θα ’λεγα ότι σου έκαναν γενική μετασκευή». Χαμήλωσε τον τόνο της φωνής του και γύρισε με τρόπο ώστε να μην τον βλέπει η κοπέλα του, η Μέρι. «Δεν είναι κι άσχημη για άνθρωπος». Μου έκλεισε το μάτι και, γυρίζοντας προς τη Μέρι, την έλουσε στα κομπλιμέντα. Δεν έχει αλλάξει, λοιπόν, καθόλου από τότε που έφυγε. Βγήκα αθόρυβα απ’ το δωμάτιο. Η συζήτηση με είχε εξαντλήσει. Το κορίτσι καθόταν κουλουριασμένο στο τελευταίο σκαλί, με το κεφάλι θαμμένο μέσα στα χέρια. Δεν άκουγα λυγμούς, αν και όταν σήκωσε το βλέμμα τα μάτια της ήταν ακόμη κόκκινα. Μια σπίθα ελπίδας έλαμψε στα μάτια της, αλλά έσβησε αμέσως όταν συνειδητοποίησε πως δεν κρατούσα πια το τηλέφωνο στο χέρι μου. Έστρεψε το βλέμμα της όλο περιφρόνηση μακριά μου και σηκώθηκε με κόπο. Κόλλησε με την πλάτη της στην κουπαστή, κάνοντάς μου χώρο να περάσω. Με ακολούθησε με το βλέμμα της καθώς ανέβαινα τα σκαλιά και νομίζω πως την άκουσα να μουρμουράει ότι ήμουν μαλάκας.
85
ΚΕΦAΛΑΙΟ 13
Βιολέτα ΟΙ ΩΡΕΣ ΕΓΙΝΑΝ μέρες. Ο χρόνος κυλούσε αδιάφορα μέσα σε μια θολούρα. Κάθε μέρα ήταν ίδια κι απαράλλαχτη με την προηγούμενη. Περνούσα σχεδόν όλο μου τον χρόνο κλεισμένη στο δωμάτιό μου. Είχε περάσει ήδη μία εβδομάδα από εκείνο το σύντομο τηλεφώνημα, αλλά συνέχιζε να βασανίζει το μυαλό μου. Για κάποιες μέρες έλπιζα πως θα μου επέτρεπαν να ξαναμιλήσω με την οικογένειά μου, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι δε θα συνέβαινε. Όσο για την επικοινωνία μου με τους υπόλοιπους, περιοριζόταν στα απολύτως απαραίτητα. Αν δεν υπήρχε ανάγκη, απλώς δε μου μιλούσαν. Πλησίαζαν τα γενέθλιά μου. Σε δεκατρείς μέρες θα έκλεινα τα δεκαοχτώ, αιχμάλωτη σε ένα σπίτι γεμάτο βρικόλακες. Το στομάχι μου έγινε κόμπος. Ο λαιμός μου έκλεισε και έσφιξα τις γροθιές προσπαθώντας να καταπολεμήσω το γνώριμο συναίσθημα της απελπισίας που φούντωνε για μια ακόμα φορά μέσα μου. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν από ένα ζωηρό χτύπημα στην πόρτα. Σκούπισα βιαστικά τα μάτια μου, που ήταν πια μόνιμα δακρυσμένα. Όποιος κι αν είχε χτυπήσει, δεν περίμενε απάντηση. Η πόρτα άνοιξε, και προς μεγάλη μου έκπληξη είδα πως δεν ήταν ο Φάμπιαν, ο οποίος φαινόταν να είναι ο μόνος που ενδιαφερόταν για μένα, αλλά ο Σκάι. Καθάρισε τον λαιμό του, εμφανώς αμήχανος. Τον κοίταξα και άρχισα να παίζω νευρικά τα χέρια μου. «Σε θέλουν κάτω. Τώρα». «Γιατί;» Καθώς έφευγε, το βλέμμα του ταξίδεψε αργά στο σώμα μου, κοιτώντας με αποδοκιμασία τις πολυκαιρινές πιτζάμες που μου είχε δώσει η Λάιλα. «Έχεις δύο λεπτά». Ένιωσα να μου κόβονται τα πόδια. Χωρίς να αφεθώ στον πανικό που ένιωσα να με κυριεύει, πήγα γρήγορα στην ντουλάπα και φόρεσα κάτι πιο κατάλληλο για την περίσταση. Βγήκα απ’ το δωμάτιο, χωρίς να μπορώ να καταλάβω τι ήταν εκείνο το τόσο επείγον για το οποίο έπρεπε να κατέβω αμέσως κάτω. Ήταν η πρώτη φορά που ζητούσαν να με δουν στις δεκαπέντε μέρες που 86
βρισκόμουν εκεί, όπως ήταν και η πρώτη φορά που ο Σκάι μού απηύθυνε τον λόγο. Ο πρωτότοκος των Βαρν έμοιαζε πολύ μεγαλύτερος από τους υπόλοιπους πέντε: ο Φάμπιαν μού είχε πει πως ήταν χιλίων χρονών, μόνο που δεν ήταν εκείνος ο διάδοχος του θρόνου αλλά ο Κάσπαρ. Ο Σκάι ήταν παντρεμένος με την Αραμπέλα, λίγα χρόνια νεότερή του, και είχαν δύο κόρες. Ζούσαν κυρίως στη Ρουμανία, όπως και ο Τζαγκ με τη Μέρι. Υποψιαζόμουν ότι η άφιξή τους είχε άμεση σχέση με τη δική μου άφιξη στο αρχοντικό. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, σταμάτησα και κοίταξα έκπληκτη κάτω. Στο χολ της κύριας εισόδου επικρατούσε πανδαιμόνιο. Απ’ όσο μπορούσα να δω, ήταν συγκεντρωμένη σύσσωμη η οικογένεια. Φορούσαν όλοι, συμπεριλαμβανομένης και της μικρής Θάιμ, μαύρους κυματιστούς μανδύες. Υπηρέτες έτρεχαν δεξιά κι αριστερά, περνώντας διάφορα αντικείμενα από χέρι σε χέρι, προτού υποκλιθούν στα γρήγορα και φύγουν για την επόμενη δουλειά τους. Εντόπισα την Άννυ, η οποία μου χάρισε ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο και έφυγε τρέχοντας προς τις κουζίνες. «Είναι σαν να προσπαθείς να κινήσεις έναν ολόκληρο στρατό» είπε ο Φάμπιαν, καθώς ερχόταν να με υποδεχτεί. Έριξε μια ματιά προς τα κάτω στ’ αδέρφια, που καβγάδιζαν για κάτι. Αντίθετα με τους άλλους, ο Φάμπιαν φορούσε κανονικά ρούχα. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα ρίχνοντας μια ματιά από την κουπαστή. Με κοίταξε σηκώνοντας ξανά το φρύδι του. «Πηγαίνουν για κυνήγι». Δάγκωσα τα χείλη συγκρατώντας την έκπληξή μου, καταλαβαίνοντας ταυτόχρονα τον λόγο για τον οποίο ο Σκάι είχε αποφύγει ν’ απαντήσει στην ερώτησή μου λίγο πριν. «Τι θα κυνηγήσουν;» Μου έριξε ένα βλέμμα σαν να μου έλεγε «δεν ξέρεις τώρα;». Έκλεισα τα μάτια. «Και τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό;» «Θα λείψουν όλο το Σαββατοκύριακο. Εγώ θα μείνω πίσω για να σε προσέχω». Ο Κάσπαρ και ο Κάιν συνέχισαν να καβγαδίζουν σαν να μην έτρεχε τίποτα. «Δε χρειάζομαι νταντά. Κι άλλωστε, τι θα μπορούσα να κάνω κλεισμένη εδώ μέσα; Δεν μπορώ να πάω πουθενά». Ανασήκωσε τους ώμους του και άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Μην τα λες σ’ εμένα. Θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Να μείνει ο Κάσπαρ». Με κοίταξε με νόημα. Αυτό είν’ αλήθεια. Θα ήμουν ηλίθια αν εμπιστευόμουν τον Φάμπιαν, αλλά όφειλα να ομολογήσω πως σε σύγκριση με τον Κάσπαρ ήταν αγγελούδι. 87
Ο βασιλιάς προχώρησε μεγαλόπρεπα προς την έξοδο. Οι μπάτλερ ήταν ήδη εκεί, κρατώντας τις πόρτες ανοιχτές για να περάσει. Με το που βγήκε, ακολούθησαν ένας ένας και οι υπόλοιποι. Ο Κάσπαρ, παρ’ όλα αυτά, έμεινε πίσω και περίμενε τον Φάμπιαν στη βάση της σκάλας. Κατέβηκα μαζί του. «Μην την αφήσεις λεπτό απ’ τα μάτια σου» είπε σαν να μην ήμουν καν εκεί. Έριξα το βλέμμα στο πάτωμα. «Είμαι αρκετά ικανός να φροντίσω ένα ανθρώπινο ον, Κάσπαρ» απάντησε πειραγμένος ο Φάμπιαν. «Μπορεί». Έκανε να φύγει, αλλά βουτώντας στην κυριολεξία προς τα μπρος τον άρπαξα απ’ τον καρπό, ωθούμενη από μια πρωτόφαντη ενέργεια που διαπέρασε το σώμα μου, κάνοντας την καρδιά μου να σκιρτήσει. Το πάτωμα έτριξε κάτω από τις μπότες του όπως γύρισε επιτόπου προς το μέρος μου. Ο μακρύς του μανδύας άνοιξε κυματίζοντας, αποκαλύπτοντας ένα οικόσημο κεντημένο στο φαρδύ λινό πουκάμισο που φορούσε από κάτω – ένα μαύρο ρόδο που κατέληγε σε μια σταγόνα αίματος, η οποία σχημάτιζε από κάτω ένα μεγάλο Β. «Σε παρακαλώ, μη σκοτώσεις κανέναν» ψιθύρισα. Μου φάνηκε πως για μια στιγμή είδα το βλέμμα του να μαλακώνει. Ελευθερώθηκε από τη λαβή μου τραβώντας το χέρι του σαν να ήμουν κανένα ενοχλητικό παιδάκι. Συνειδητοποίησα τότε για πρώτη φορά πως αυτό ακριβώς ήμουν για κείνον. Ένα παιδάκι. Ένα ενοχλητικό παιδάκι. Βγήκε απ’ την πόρτα, ακολουθώντας τους υπόλοιπους, οι οποίοι βρίσκονταν ήδη στα μισά του περιβόλου· φτάνοντας στο γρασίδι, σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος μου. Στάθηκα στην πόρτα και τον κοίταζα να ξεμακραίνει, αναπνέοντας με λαιμαργία τον καθαρό αέρα μετά από εβδομάδες εγκλεισμού στο σπίτι. Σε μια στιγμή στράφηκε ξανά προς το μέρος μου. Ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Καρφώνοντας το βλέμμα του πάνω μου, τράβηξε με μια κίνηση την κουκούλα του μανδύα του στο κεφάλι, ρίχνοντας μια σκιά ολόγυρά του. Το μόνο πράγμα που φαινόταν πια από κείνον στο ημίφως ήταν τα λαμπερά σμαραγδί μάτια του. Η σκοτεινή του φιγούρα κοντοστάθηκε για λίγο ακόμη, μέχρι που με μια μεγαλόπρεπη στροφή βούτηξε στο ηλιοβασίλεμα που είχε βάψει τα πάντα χρυσαφί. Με το που έφτασε τους υπόλοιπους επιτάχυνε μαζί τους, μέχρι που έγιναν ένα σκοτεινό σύννεφο στο βάθος του ορίζοντα, τρέχοντας προς τον ήλιο που βασίλευε και τα θηράματά τους, ακριβώς όπως και την πρώτη φορά που αντίκρισα έντρομη το είδος τους. 88
Το φεγγάρι σύντομα πήρε τη θέση του ήλιου, και ο ουρανός γέμισε αστέρια. Από κάπου ακούστηκε ο χτύπος ενός ρολογιού, που με πληροφορούσε πως πλησίαζαν μεσάνυχτα. «Υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα σε αυτό τον κόσμο απ’ όσα γνωρίζουμε εμείς οι άνθρωποι, έτσι δεν είναι;» ρώτησα γυρίζοντας προς τον Φάμπιαν. Οι πορτοκαλί φλόγες που λυσσομανούσαν μες στο τζάκι πλαισίωναν το χλωμό του πρόσωπο, φωτίζοντάς τον με μια απόκοσμη λάμψη. Ήταν σαν να προσπαθούσαν να τυλιχτούν γύρω του και να καταπιούν εκείνο το αφύσικο πλάσμα που στεκόταν μπροστά τους. «Πολύ περισσότερα. Αυτή εδώ είναι μόνο μία από τις πολυάριθμες βασιλικές οικογένειες που υπάρχουν στον κόσμο» συνέχισε. «Αλλά, πίστεψέ με, δε θα ’θελες να μάθεις περισσότερα. Η άγνοια είναι ευλογία. Απόλαυσέ την». Συγκατένευσα. Είχε δίκιο. Ξεδίπλωσα τα πόδια μου και, κατεβαίνοντας απ’ το περβάζι, τον πλησίασα και κάθισα σε μία από τις πολυθρόνες δίπλα στο τζάκι. Με κοίταξε σαν να ήξερε ότι θα άρχιζα πάλι την ανάκριση. «Τι συνέβη στη βασίλισσα;» Πριν καν ολοκληρώσω την ερώτησή μου, είχα ήδη μετανιώσει που την έκανα. Ήταν εμφανές ότι ανέσυρα κάποιο βαθιά κρυμμένο μέσα του σκοτεινό συναίσθημα. Βυθίστηκε στην πολυθρόνα, ενώ τα μάτια του έγιναν από μπλε μαύρα, και στη συνέχεια γκρι. Το βλέμμα του είχε σκληρύνει, έμοιαζε άψυχο. Αν ήταν εφικτό, νομίζω πως θα είχε χλωμιάσει κι άλλο. «Μμ… με συγχωρείς, δεν έπρεπε να έχω κάνει αυτή την ερώτηση» τραύλισα. Τα μάτια του γυάλιζαν σαν να καιγόταν στον πυρετό. Δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του. «Φάμπιαν;» Σήκωσε απότομα το κεφάλι σαν να ’βγαινε από όνειρο, και σιγά σιγά τα μάτια του άρχισαν να παίρνουν πάλι τη συνηθισμένη γαλάζια απόχρωσή τους. Το σώμα του χαλάρωσε. Έτριψε προβληματισμένος τον αυχένα του. «Εμένα με συγχωρείς, αλλά όταν γνωρίζεις κάποιον τόσον πολύ καιρό… σε…» Δεν ολοκλήρωσε. «Θα σου πω τι έγινε, υπό τον όρο πως δε θα μιλήσεις ξανά γι’ αυτό το θέμα με κανέναν άλλο πέρα από μένα». Δε δίστασα λεπτό. «Έχεις τον λόγο μου». «Ας τα πάρουμε απ’ την αρχή. Είναι μεγάλη ιστορία». Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου απ’ το λυπημένο πρόσωπό του, μετακινήθηκα λίγο στην πολυθρόνα προσπαθώντας να βολευτώ όσο το δυνατόν καλύτερα. 89
«Οι βρικόλακες βρίσκονται σ’ αυτό τον κόσμο εκατομμύρια χρόνια. Ζούσαμε ειρηνικά δίπλα στη φύση και πίναμε το αίμα οποιουδήποτε ζώου έπεφτε στα χέρια μας. Αν η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ισχύει, με την εμφάνιση του ανθρώπου στη γη οι βρικόλακες γνώρισαν το ταίρι τους. Μόνο που θεωρήσαμε ότι ήταν σαν οποιοδήποτε άλλο ζώο και αρχίσαμε να τους κυνηγάμε· σύντομα όμως συνηθίσαμε το αίμα τους, σε σημείο που να το προτιμούμε από εκείνο των ζώων». «Και πώς τα γνωρίζεις όλ’ αυτά, αν έγιναν τόσο παλιά όσο λες;» ρώτησα. «Σου έχω ήδη πει πως ο πιο ηλικιωμένος βρικόλακας είναι, τέλος πάντων, μεγάλος πια» απάντησε. «Όπως λοιπόν έλεγα, οι πρώτοι άνθρωποι έμαθαν τελικά να μας πολεμούν, και οι βρικόλακες συνειδητοποίησαν το λάθος τους. Η πιο ισχυρή οικογένεια βρικολάκων, οι Βαρν, έδωσε σε όλους εντολή να κρύβονται. Θα έπρεπε να προσπαθούν να μη σκοτώνουν τους ανθρώπους από τους οποίους τρέφονται και να κυνηγούν μόνο τη νύχτα, όταν αυτό ήταν εφικτό. Ήταν μια δραστική κίνηση για να αποφευχθεί η καταστροφή και των δύο ειδών». Έγνεψα πως καταλάβαινα. «Μόνο που δε βλέπω τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με τη βασίλισσα». «Κάνε λίγη υπομονή και θα καταλάβεις. Η ανθρωπότητα μεγάλωνε γρήγορα. Λόγω του αδιάκοπου πολέμου που είχαν κηρύξει οι άνθρωποι εναντίον των βρικολάκων, οι Βαρν και μερικές εκατοντάδες άλλοι το έσκασαν στη Ρουμανία, επωφελούμενοι από την άγνοια των λαών της ανατολικής Ευρώπης, οι οποίοι δεν είχαν ιδέα για την απειλή που κρυβόταν στα μέρη τους. Την ίδια περίπου εποχή ανακαλύφθηκε ότι οι άνθρωποι μπορούσαν να γίνουν βρικόλακες, και έτσι οι πρόγονοι του Κάσπαρ διέταξαν μια μαζική επίθεση με σκοπό τη μετατροπή όσο περισσότερων ανθρώπων γινόταν. Μέσα σε μια νύχτα χιλιάδες άνθρωποι έγιναν βρικόλακες. Πιο δυνατοί έτσι από ποτέ, και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, επεκτάθηκαν». Έκανε παύση για να πάρει μια ανάσα, και συνειδητοποίησα πως όλη εκείνη την ώρα δεν ανέπνεε. «Αλλά οι παλιοί κανόνες της απόκρυψης ίσχυαν ακόμη, και οι βρικόλακες με τον καιρό ξεχάστηκαν. Οι ιστορίες που διηγούνταν οι πατέρες στα παιδιά τους σύντομα έγιναν μύθοι και θρύλοι. Υπήρξαν όμως άνθρωποι που δεν ξέχασαν ποτέ. Αυτοί ορκίστηκαν να προστατεύουν το ανθρώπινο γένος και έγιναν κυνηγοί και εκτελεστές. Κατά κάποιον τρόπο, πέτυχαν τον σκοπό τους με την εκδίωξη των Βαρν από την Τρανσυλβανία τριακόσια χρόνια πριν. 90
Ο Βλαντίμιρ, ο τωρινός βασιλιάς μας, κυβερνάει ήδη εδώ και χιλιετίες. Όταν όμως ήταν απλώς πρίγκιπας, γνώρισε κάποια από το είδος μας που ζούσε στα εδάφη που τώρα ονομάζουμε Ισπανία. Το όνομά της ήταν Κάρμεν Έζτλι. Με τον καιρό ερωτεύτηκαν και έναν αιώνα αργότερα παντρεύτηκαν. Ήταν απίστευτα ταιριαστοί. Κυβέρνησαν μαζί για περίπου δέκα χιλιάδες χρόνια και έκαναν έξι παιδιά». Ακούμπησε το πιγούνι στα χέρια του. «Εκείνη ήταν το αντίδοτο στην απαισιοδοξία και στην οξυθυμία του βασιλιά, ενώ αυτός κατάφερε να δαμάσει το ιδιαίτερα έντονο ταμπεραμέντο της. Δύσκολα συναντάς έρωτα σαν τον δικό τους στις μέρες μας». Μου έκανε εντύπωση που χρησιμοποιούσε αόριστο όση ώρα μιλούσε για εκείνη, αλλά αποφάσισα να μην κάνω ερωτήσεις, μιας και φανταζόμουν πως θα μου το διευκρίνιζε σύντομα. «Μόλις τρία χρόνια πριν ανέλαβε μια νέα ανθρώπινη κυβέρνηση. Με μια πρώτη ματιά, φαίνονταν να έχουν μεγαλύτερη κατανόηση όσον αφορούσε τις υποθέσεις μας, έτσι η βασίλισσα άδραξε την ευκαιρία και επιχείρησε να περάσει μια νέα συνθήκη που θα επικαιροποιούσε όσα είχαν υπογραφεί παλιότερα. Η κυβέρνηση συμφώνησε, με την προϋπόθεση ότι θα συνυπέγραφαν και οι εκτελεστές σύμμαχοί της, η φατρία των Πιερ». Όσο συνέχιζε τη διήγηση, η φωνή του γινόταν ψίθυρος. Έσκυψα πάνω απ’ το τραπεζάκι που βρισκόταν ανάμεσά μας για να τον ακούω καλύτερα. Ήταν τόσο χαμένος στις αναμνήσεις του, που δε φάνηκε να το αντιλαμβάνεται. «Η βασίλισσα επισκέφτηκε τη Ρουμανία για διαβουλεύσεις σχετικά με τη συνθήκη. Πήγε στο προγονικό σπίτι των Πιερ και, προτού καν προλάβει να... έπεσαν πάνω της…» Πνιγόταν από τ’ αναφιλητά, αλλά τα μάτια του δεν έβγαζαν δάκρυα. «Έπεσαν πάνω της και κάρφωσαν ένα παλούκι στην καρδιά της!» Τινάχτηκα και σφάλισα το στόμα με τα χέρια μου. Πήρα βαθιά ανάσα. «Τη σκότωσαν;» Δεν ξέρω τι περίμενα ν’ ακούσω, αλλά σίγουρα δεν ήταν εκείνο. Ένιωσα κάτι να υγραίνει τα γόνατά μου, και κατάπληκτη συνειδητοποίησα ότι έκλαιγα. Γλίστρησα αθόρυβα κοντά του και ταλαντεύτηκα για λίγο, χωρίς να ξέρω τι ακριβώς έπρεπε να κάνω. «Λυπάμαι πολύ» ψιθύρισα. «Δεν έπρεπε να φέρω στην επιφάνεια αυτό το θέμα». Γυρίζοντας απότομα προς το μέρος μου, τύλιξε τα χέρια του γύρω απ’ τη μέση μου και ακούμπησε το κεφάλι στην κοιλιά μου. Κοκάλωσα απ’ την τόσο άμεση επαφή, αλλά εκείνος δεν έδειχνε να αντιλαμβάνεται πόσο άβολα με έκανε να νιώθω. «Δεν πειράζει» είπε σιγανά. «Πώς θα μπορούσες να ξέρεις; Συνέβη 91
δυόμισι χρόνια πριν, αλλά για μας είναι σαν χτες. Μας διέλυσε. Δεν έχεις ιδέα πόσο αγαπητή ήταν. Η κηδεία της είχε χιλιάδες κόσμου». Κάθε λέξη έβγαινε από μέσα του με τεράστιο κόπο. Ο πόνος που του έφερναν οι αναμνήσεις ήταν σαρωτικός. «Ήταν η χειρότερη μέρα της ζωής μου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσοι έκλαιγαν, και οι βρικόλακες –να ξέρεις, Βιολέτα– δεν ξοδεύουν εύκολα τα δάκρυά τους. Αλλά για κείνη έκλαψαν. Ήταν απαίσια περίοδος. Έχω συνηθίσει τον θάνατο, αλλά αυτό... αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν σαν να ’χα χάσει κομμάτι του εαυτού μου, σαν να ’χε πεθάνει η καρδιά μου». Κούνησα το κεφάλι, καταλαβαίνοντας απολύτως τι εννοούσε. «Μετά απ’ αυτό τα πάντα άλλαξαν. Κανένας δεν ήταν πια ίδιος. Ο βασιλιάς εγκατέλειψε το δωμάτιό του, παραχωρώντας το στον Κάσπαρ. Ο βασιλιάς Βλαντίμιρ πέθανε εκείνη τη μέρα μαζί της». Τα μάτια του γέμισαν με περισσότερο πόνο, περισσότερες τύψεις, περισσότερη μετάνοια. «Εκείνη την περίοδο έγιναν πολλές μαζικές δολοφονίες. Το είχες προσέξει;» Τον κοίταξα κατάπληκτη. Το άρθρο στην εφημερίδα συνέκρινε το μακελειό στην πλατεία Τραφάλγκαρ με τη σφαγή του Κεντ, η οποία, τώρα που το έλεγε, είχε συμβεί εκείνη την περίοδο περίπου. «Και ο Κάσπαρ;» τον ρώτησα παροτρύνοντάς τον να συνεχίσει. «Το πήρε πολύ βαριά. Πολύ πιο βαριά απ’ όλους μας. Ήταν πολύ δεμένος με τη μητέρα του. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Μόνο το τέταρτο και το έβδομο παιδί μπορεί να κληρονομήσει τον θρόνο. Ο θάνατός της σημαίνει πως δε θα υπάρξει έβδομο παιδί, επομένως είναι ο μοναδικός που μπορεί να διαδεχτεί τον πατέρα του στον θρόνο». Τα μάτια του έλαμψαν και πήραν για μία ακόμα φορά μια μαύρηγκρι απόχρωση, ενώ ταυτόχρονα η λαβή του γύρω απ’ τη μέση μου έγινε αφόρητα σφιχτή. Πίστευα πως από λεπτό σε λεπτό θα άκουγα κάποιο πλευρό μου να σπάει. Ανίκανη να συγκρατηθώ, μούγκρισα από τον πόνο. Χαλάρωσε λίγο τα χέρια του, αλλά δε με άφησε απ’ την αγκαλιά του. «Ο πόνος τον άλλαξε. Δεν είναι ο Κάσπαρ που κάποτε θεωρούσα αδερφό μου». Γέλασε άνευρα. «Σίγουρα ήταν και τότε μεγάλος γυναικάς, αλλά καμία σύγκριση μ’ αυτό που είναι τώρα. Τώρα χρησιμοποιεί και καταχράται την εξουσία του για να ρίχνει στο κρεβάτι ό,τι κινείται, και σκοτώνει όποιον βρεθεί στο διάβα του χωρίς δεύτερη σκέψη…» Τα λόγια του έσβησαν. Φαινόταν πολύ καταπονημένος για να συνεχίσει. Ναι, τον ήξερα καλά αυτό τον Κάσπαρ. Αλλά για κάποιον ανεξή92
γητο λόγο, μ’ όλα όσα μου είχε κάνει, ένιωθα συμπόνια. Ήξερα πώς αισθανόταν. Ήξερα με ποιον τρόπο το πένθος διαμόρφωνε και επαναπροσδιόριζε τη ζωή σου. Ήξερα πως σε έκανε να μισείς εκείνους που αγαπούσες πριν με πάθος. Ήξερα ότι θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα για να ανακουφίσεις τον πόνο έστω και για ένα λεπτό. «Μακάρι να μπορούσες να μας δεις προτού συμβούν όλα αυτά, Βιολέτα. Η άποψή σου για μας θα ήταν διαφορετική τότε». Δεν είπα τίποτα. Δεν μπορούσα να συμφωνήσω. Το μίσος μου για τους βρικόλακες ήταν πολύ βαθιά ριζωμένο μέσα μου, έχοντας περάσει από γενιά σε γενιά, φτάνοντας ως εκείνους τους πρώτους ανθρώπους οι οποίοι είχαν μάθει να φοβούνται αυτά τα πανίσχυρα όντα. «Μαζί της πέθανε και όποια ελπίδα υπήρχε για ειρήνη με τους ανθρώπους και τους εκτελεστές. Τώρα ο πόλεμος γίνεται απλά όλο και χειρότερος». Με έσφιξε στην αγκαλιά του, σαν να μην ήμουν στο αντίπαλο στρατόπεδο αυτής της διαμάχης. «Θα μας καταστρέψει όλους, εκτός αν είσαι απ’ αυτούς που πιστεύουν στην Προφητεία». Ξέφυγα απ’ την αγκαλιά του και κάθισα στο μπράτσο της πολυθρόνας. «Στην Προφητεία;» «Η Προφητεία των Ηρωίδων. Κάποιος εκκεντρικός τύπος τον δέκατο όγδοο αιώνα προέβλεψε πως, αν εννέα “εκλεκτές ηρωίδες” έβρισκαν η μία την άλλη και μάθαιναν να εργάζονται μαζί, θα μπορούσαν να φέρουν αιώνια ειρήνη ανάμεσα σ’ εμάς και στο ανθρώπινο είδος. Αλλά πώς είναι δυνατόν ν’ αφήσεις κάτι τόσο σημαντικό στην τύχη; Όλοι πίστευαν πως η βασίλισσα θα έφερνε την πολυπόθητη ειρήνη... αλλά τώρα πια θα πρέπει να περιμένουμε για το ακατόρθωτο» ολοκλήρωσε χαμηλόφωνα. «Και ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο, Βιολέτα;» ρώτησε μετά από μεγάλη παύση, ξεμουδιάζοντας τα χέρια του. «Ήταν όλα προμελετημένα. Κάποιος μας ενημέρωσε ανώνυμα πως η εντολή για τη δολοφονία της βασίλισσας είχε δοθεί μέσα απ’ την κυβέρνηση. Δεν ξέρουμε από ποιον. Αλλά σου τ’ ορκίζομαι πως, αν ποτέ το μάθω, θα πιω και την τελευταία σταγόνα αίματος κάποιου αγαπημένου του προσώπου, μόνο και μόνο για να νιώσει πώς είναι να χάνεις κάποιον. Μόνο και μόνο για να βιώσει κι ο ίδιος αυτό τον πόνο». Γρύλισε και, μαζεύοντας τα χείλη του, αποκάλυψε τους κυνόδοντές του. Τα μάτια του είχαν γίνει κατακόκκινα, και κάθε τόσο ξαναγίνονταν μαύρα, και μετά πάλι κόκκινα. Έκανα πίσω τρομαγμένη στη θέα εκείνης της πτυχής του Φάμπιαν, που ήξερα πως υπήρχε, αλλά δεν την είχα δει ποτέ. Έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Τα ολόξανθα μαλλιά του έπε93
φταν άναρχα πάνω απ’ τα γκριζογάλανα μάτια του. Η έκφρασή του μαλάκωσε αμέσως, και τα μάτια του ξαναπήραν την αιθέρια γαλάζια απόχρωσή τους. «Συγγνώμη, Βιολέτα. Αυτό το τελευταίο δε χρειαζόταν να το μάθεις» ψιθύρισε απαλά. Με τράβηξε ξανά κοντά του και βυθίστηκα στην πολυθρόνα, προσπαθώντας ν’ αφομοιώσω τον καταιγισμό πληροφοριών που είχε εισβάλει στο κεφάλι μου και γέμιζε σιγά σιγά τα κενά σε όσα ήξερα μέχρι τότε. Όλα αποκτούσαν πλέον νόημα. «Πρέπει να κοιμηθείς» ήχησε στ’ αυτιά μου η μελωδική φωνή του Φάμπιαν. Συγκατένευσα. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει ήδη να κλείνουν. Ένιωσα να με σηκώνει στα χέρια του, και μέσα σε δευτερόλεπτα μ’ έβαζε κάτω απ’ τα μαλακά σκεπάσματα. Με τα μάτια μου ήδη μισόκλειστα, τον είδα να σκύβει από πάνω μου. Για μια στιγμή κυριεύτηκα από πανικό, αλλά έσβησε γρήγορα καθώς τα χείλη του, παγωμένα σαν χειμωνιάτικο πρωί, άγγιξαν απαλά το μάγουλό μου. «Όνειρα γλυκά, Βιολέτα». Άκουσα ένα κλικ και τα φώτα έσβησαν. Στη στιγμή διάφορες εικόνες άρχισαν να περνούν νωχελικά από το μυαλό μου, σχηματίζοντας την αρχή κάποιου ονείρου. Ο πατέρας μου μπήκε στην κυβέρνηση μόλις πριν από τρία χρόνια. Δεν του άρεσαν οι βρικόλακες. Τα μάτια μου άνοιξαν και πετάχτηκα όρθια. Δε θα μπορούσε να έχει κάνει κάτι τέτοιο, έτσι δεν είναι; Σύμπτωση, είπα από μέσα μου κατηγορηματικά. Σύμπτωση. Οποιοσδήποτε θα μπορούσε να έχει διατάξει τη θανάτωσή της. Απελπισμένη, έκλεισα όλες εκείνες τις σκέψεις σ’ ένα κουτάκι στο μυαλό μου, το κλείδωσα και πέταξα το κλειδί. Δε θα τις ανέσυρα πότε ξανά.
94
KEΦΑΛΑΙΟ 14
Βιολέτα ΟΙ ΩΡΕΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΝ βουτηγμένες στη μονοτονία. Ήταν στιγμές που ένιωθα ότι, αν προσπαθούσα λίγο, θα μπορούσα ν’ ακούσω τον χρόνο να κυλάει κόκκο τον κόκκο μακριά μου. Χωρίς να το καταλάβω, άλλη μια μέρα τέλειωνε στο κτήμα των Βαρν, στο Βάρνλεϊ, και το φεγγάρι θα είχε ήδη κάνει την εμφάνισή του στον ουρανό αν δεν κρυβόταν πίσω από τα βαριά, απειλητικά σύννεφα που απλώνονταν μέχρι και πέρα απ’ τους πευκόφυτους λόφους, προμηνύοντας μια καταιγίδα που δεν έλεγε να έρθει. Ψιχάλιζε από ώρα, όπως και το πρώτο μου βράδυ εκεί. Δεν μπορούσα παρά να παραδεχτώ την επιμονή του καιρού – είχε πιάσει από νωρίς το απόγευμα και συνέχιζε να βρέχει ενώ έξω είχε νυχτώσει για τα καλά. Καθώς ετοιμαζόμουν να ξαπλώσω, οι πρώτες αστραπές φώτισαν το σκοτεινό μου δωμάτιο, ρίχνοντας τεράστιες σκιές στους τοίχους. Έμεινα να παρακολουθώ με δέος τους κεραυνούς ν’ αυλακώνουν τον ουρανό και να πέφτουν κατακόρυφα στο έδαφος. Δευτερόλεπτα μετά οι πρώτες βροντές αντήχησαν πάνω απ’ την κοιλάδα. Τα τούλια που κάλυπταν τις μπαλκονόπορτες κυμάτισαν ελαφρά, καθώς ο αέρας που λυσσομανούσε έξω κατάφερε να τρυπώσει μέσα από τις μικροσκοπικές χαραμάδες. Χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα, κάνοντας τον παιδικό μου φόβο για τις καταιγίδες στην άκρη, και τραβώντας την κουβέρτα ως τους ώμους τυλίχτηκα όσο πιο σφιχτά μπορούσα για να κατανικήσω το κρύο. Έκλεισα τα μάτια και περίμενα, μέχρι που αποκοιμήθηκα, έχοντας έναν πολύ ανήσυχο ύπνο. Μια ανδρική σιλουέτα με μανδύα κινήθηκε με ταχύτητα βαθιά μέσα στο δάσος, εκεί που κυβερνούσαν τα καθάρματα του υποκόσμου. Καθάρματα σαν κι εκείνον. Ήταν αθόρυβος – η κίνησή του αιθέρια, είχε τη χάρη του κορυδαλλού, την επιδεξιότητα του αετού και τη γρηγοράδα του γερακιού. Τον 95
είχαν συγκρίνει με όλα αυτά τα ζώα, και το απολάμβανε. Ο άντρας με τον μανδύα γνώριζε τόσο καλά το μονοπάτι, που δε χρειαζόταν να κοιτάζει κάτω. Είχε καρφωμένο το βλέμμα στο κτίριο που πλησίαζε όλο και πιο πολύ: στον προορισμό του. Ήταν ένα περίκομψο κτίσμα, γεγονός άνευ σημασίας αν λάμβανε κανείς υπόψη τι έκρυβε μέσα του. Δεν ήταν μεγάλο και ήταν χτισμένο εξ ολοκλήρου από γκρι πέτρα – γρανίτη ίσως. Ο άντρας δεν το γνώριζε και ούτε τον ενδιέφερε να μάθει. Ένα αεράκι φύσηξε απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα, και ανυπομονώντας να τελειώσει μ’ εκείνο που είχε έρθει να κάνει, ο άντρας με τον μανδύα πήρε να κατεβαίνει τρία τρία τα σκαλιά που οδηγούσαν στο εσωτερικό του κτιρίου. Φτάνοντας στο υπόγειο, αν ήταν άνθρωπος, θα αισθανόταν τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τον ψυχρό αέρα. Έσκυψε το κεφάλι, όχι από σεβασμό αλλά για ν’ αποφύγει να χτυπήσει στο χαμηλό ταβάνι, και προχώρησε γρήγορα στον διάδρομο προσπερνώντας τον χώρο με τα καμένα πτώματα των –από καιρό πεθαμένων– βρικολάκων. Τα ανάλαφρα βήματά του ήταν ο μόνος ήχος που ακουγόταν στο σκοτάδι, και ακόμα κι ο ίδιος παραδεχόταν ότι δυσκολευόταν να τα ακούσει. Χαμογέλασε. Ούτε οι αρουραίοι δεν τολμούσαν να κυκλοφορήσουν εκεί κάτω. Φούσκωσε από περηφάνια, ξέροντας πως ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος να εξερευνήσει τα βάθη των κατακομβών. Μπήκε σ’ ένα δωμάτιο και έριξε μια ματιά γύρω, μέχρι που το βλέμμα του σταμάτησε σε μια νεαρή κοπέλα δεμένη στα πόδια του πέτρινου θρόνου που «επέβλεπε» τους τύμβους. Το κεφάλι της κρεμόταν και το πρόσωπό της ήταν κάτωχρο. Ο λαιμός της, μια ανοιχτή πληγή που έσταζε αίμα. Τα ρούχα της, σκισμένα σε χίλια κομμάτια, άφηναν το σώμα της σχεδόν γυμνό. Το βλέμμα του ταξίδεψε πάνω στα νεανικά, απαλά κάποτε στήθη της, που ήταν πια γεμάτα μικρές γρατζουνιές, ως το στομάχι της, κόκκινο και πρησμένο σαν να την είχαν γρονθοκοπήσει. Το ξεφτισμένο σκοινί που την κρατούσε δεμένη απ’ τους καρπούς τής είχε σκάψει το δέρμα, ενώ ένα κόκαλο προεξείχε απ’ το δέρμα της στο σημείο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ο αστράγαλός της. Αηδιασμένος, πήρε το βλέμμα του από πάνω της. Τα καθάρματα θα μπορούσαν να του έχουν φέρει τουλάχιστον κάτι που να ανοίγει την όρεξη. Θα την περνούσε για πεθαμένη, αν δεν έβλεπε το αξιοθρήνητο ανεβοκατέβασμα του στήθους της. Έκανε μερικά βήματα προς το μέρος της. Τα βήματά του αντήχησαν στη σιωπή, και τότε το κορίτσι σήκωσε ξαφνιασμένο το κεφάλι του. Τα μάτια της έψαχναν στο ημίφως προσπαθώντας να εστιάσουν. 96
«Π… ποιος είσαι;» ρώτησε βραχνά. «Αυτό που πρέπει να ρωτάς δεν είναι ποιος είμαι αλλά τι είμαι» απάντησε ειρωνικά, ανοίγοντας τα χείλη και αποκαλύπτοντας τους κοφτερούς κυνόδοντές του. Γούρλωσε τα γεμάτα φόβο μάτια της και προσπάθησε να κάνει πίσω, αλλά το σκοινί στο οποίο ήταν δεμένη δεν της επέτρεπε να πάει μακριά. «Σε παρακαλώ–» Τη διέκοψε. «Πώς σε λένε;» «Σ… Σάρα». Χαμογέλασε ξανά, δείχνοντας πάλι τους αστραφτερούς του κυνόδοντες. «Λοιπόν, Σάρα. Έχω μια πρόταση για σένα». Έσκυψε τότε από πάνω της. «Εσύ κι εγώ μπορούμε να το γλεντήσουμε και να γίνεις σαν κι εμένα – αφού βέβαια θα σ’ έχω χορτάσει. Ή μπορείς να γίνεις απλώς το δείπνο μου χάνοντας τη δυνατότητα να ζήσεις. Η απόφαση είναι δική σου». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και τα δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της. «Απλώς σκότωσέ με. Σε ικετεύω» την άκουσε να ψελλίζει μέσα απ’ τ’ αναφιλητά της – αν ήταν αναφιλητά εκείνα που άκουγε. Η αλήθεια ήταν πως του θύμιζαν περισσότερο κλαψούρισμα σκυλιού. Το χαμόγελο εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπό του. Δεν ήθελε τέτοια. Η νεκρή του καρδιά διψούσε για αίμα και για απόλαυση, αλλά έπρεπε να γίνουν όλα με τον δικό του τρόπο. Σκούπισε τα δάκρυά της με τον αντίχειρά του, αηδιάζοντας καθώς είδε πόσο βρόμικη ήταν. Χάιδεψε το μάγουλό της, διαγράφοντας μικρούς κύκλους με το δάχτυλό του, προσπαθώντας με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Είσαι σίγουρη, Σάρα; Θα μπορούσαμε να περάσουμε τόσο καλά» ψιθύρισε. «Πονάω τόσο πολύ! Λύτρωσέ με» κλαψούρισε. Το κεφάλι της έπεσε ξανά βαρύ στους ώμους της. Ήξερε πως σύντομα θα έχανε τις αισθήσεις της για να προστατευτεί απ’ τον πόνο. Δε θα την άφηνε να γλιτώσει τόσο εύκολα. Έπιασε τον λαιμό της με τα δυο του χέρια, ελευθερώνοντάς την ταυτόχρονα απ’ τα δεσμά της. «Είσαι τυχερή που είμαι φιλεύσπλαχνος». Και μ’ αυτό της τσάκισε τον ντελικάτο λαιμό στα δύο. Το κρακ αντήχησε στη σιγή καθώς την ένιωθε να παραλύει. Διψασμένος, τράβηξε τον λαιμό της προς τους κυνόδοντές του και άρχισε να πίνει. Το αίμα της ήταν πικρό και ούτε κατά διάνοια χορταστικό, αλλά δεν είχε και πολλές επιλογές. 97
Πήρε στα χέρια το κατακρεουργημένο σώμα της, βγήκε έξω και το πέταξε σαν σκουπίδι στο σκοτεινό δάσος. Ένα μικρό ρυάκι αίματος κύλησε απ’ τα χείλη ως το σαγόνι του. Το σκούπισε χαμογελώντας, λαχταρώντας ήδη κι άλλο. Τινάχτηκα στο κρεβάτι και ούρλιαξα· ο φριχτός ήχος αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. Κρύος ιδρώτας έτρεχε στο μέτωπό μου. Έτρεμα και αγκομαχούσα αναζητώντας λίγο αέρα. «Βιολέτα!» Η πόρτα άνοιξε χτυπώντας στον τοίχο. Ο Φάμπιαν μπήκε πανικόβλητος στο δωμάτιο. «Βιολέτα, είσαι καλά;» Έτρεξε προς το μέρος μου, ελευθερώνοντάς με από τα σκεπάσματα στα οποία είχα μπλεχτεί όσο κοιμόμουν. Ανεξέλεγκτα αναφιλητά ανέβαιναν στον λαιμό μου. Η ανάσα μου έβγαινε ρηχή και κοφτή. Πάλευα να πάρω βαθιά αναπνοή, αλλά μου ήταν αδύνατον. Δεν μπορούσα καν να του γνέψω πως ήμουν καλά. «Τι τρέχει; Τι έγινε;» με ρώτησε, βάζοντας το χέρι του γύρω απ’ τους ώμους μου. «Κοιμόμουν…» ξεκίνησα να λέω σαστισμένη, κοιτώντας ανήσυχα γύρω μου, γυρεύοντας μες στο σκοτάδι κάποια απάντηση. «Τι ήταν; Όνειρο;» με ρώτησε τρυφερά, κάνοντας λίγο πίσω, κοιτώντας με από κάποια απόσταση με τα καταπραϋντικά γαλάζια μάτια του. Του έγνεψα καταφατικά. «Τι είδες; Ήταν τόσο άσχημο;» ρώτησε. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες, αβέβαιη για το αν έπρεπε να του πω. Δε θα καταλάβαινε. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Δεν κοιμόταν ποτέ. Δεν έβλεπε όνειρα. Δεν υπέφερε από εφιάλτες. «Ήταν ένας άντρας. Κι ένα κορίτσι. Τ… τη σκότωσε» κλαψούρισα. Το στομάχι μου γύρισε, κι ένιωσα να μου ’ρχεται αναγούλα καθώς τη θυμήθηκα να τον ικετεύει να τη σκοτώσει. Στραβοκατάπια και προσπάθησα να συγκρατήσω τον εμετό που ανέβαινε στον λάρυγγά μου. «Ήταν τόσο αληθινό». «Ήταν απλώς ένας εφιάλτης, Βιολέτα» ψιθύρισε ο Φάμπιαν αυστηρά, προσπαθώντας ν’ ακουστεί πειστικός. «Αλλά αν ξανασυμβεί, θέλω να μου το πεις, εντάξει;» «Μόνο αν μου υποσχεθείς πως δε θα πεις σε κανέναν ότι έχω εφιάλτες». Καταλάβαινα πως εκείνο που ζητούσα ήταν παράξενο, αλλά δεν ήθελα να το μάθει κανένας, και κυρίως ο Κάσπαρ. «Έχεις τον λόγο μου» με καθησύχασε ο Φάμπιαν και σηκώθηκε να φύγει. «Είσ’ εντάξει τώρα;» 98
Χαμογέλασα και του έκανα νόημα πως ήμουν καλά. Έφυγε από κοντά μου απρόθυμα. Μόνο που δεν ήμουν καλά. Ακόμα κι όταν τα μάτια μου έκλεισαν και πήγαινα ν’ αποκοιμηθώ, πέρασε απ’ το μυαλό μου μια ακόμα πιο ανησυχητική σκέψη. Αν το όνειρο περιείχε κάτι το αληθινό, τότε ένα αθώο κορίτσι είχε μόλις πεθάνει, και ένα αληθινό τέρας καραδοκούσε στο σκοτάδι, κάπου στο γειτονικό δάσος.
99
KEΦΑΛΑΙΟ 15
Βιολέτα Το επομενο πρωί ξύπνησα προβληματισμένη ακόμη με το όνειρό μου. Ήμουν ζαβλακωμένη και κουρασμένη, αλλά δεν είχα χρόνο για ύπνο. Ήθελα να είμαι ξύπνια όταν θα επέστρεφαν οι Βαρν. Ο ήλιος διαπερνούσε τα λευκά αφράτα σύννεφα και η μέρα επιτέλους θύμιζε λίγο καλοκαίρι. Ετοιμάστηκα και ξεκίνησα για κάτω, όμως σταμάτησα εμβρόντητη στο κεφαλόσκαλο. Οι Βαρν είχαν ήδη επιστρέψει. Μόνο που δεν ήταν μόνοι τους. Έτρεξα πίσω και κόλλησα στον τοίχο για να μη με δουν. Πρέπει να γυρίσω στο δωμάτιο ν'αλλάξω. «Σε είδα, Κοριτσάκι» φώναξε όλο χλευασμό ο Κάσπαρ. Όλη η συμπόνια μου για κείνον μετά τις αποκαλύψεις για τη μητέρα του εξανεμίστηκε με το που άκουσα τον τόνο της φωνής του. «Μην είσαι αγενής. Έλα κάτω». Πήγα απρόθυμα ως την άκρη της σκάλας και κοντοστάθηκα στο κεφαλόσκαλο, διπλώνοντας τα χέρια κάτω απ' το στήθος. Ο πρώτος που κοίταξε προς τα πάνω ήταν ο Φάμπιαν. Μου χαμογέλασε. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είκοσι ακόμα βρικόλακες έστρεψαν το βλέμμα τους πάνω μου. Ήταν κυρίως άντρες, αλλά υπήρχαν και κάποιες γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες και η Τσάριτι, η οποία με κοίταζε σαν να 'θελε να με σκοτώσει. Ήταν διαφόρων ηλικιών. Κάποιοι έδειχναν να είναι στην ηλικία του Κάσπαρ, ενώ άλλοι θα 'λεγες πως έπρεπε να βρίσκονται ήδη στο φέρετρο. Κάποιος απ' όλους σφύριξε, και κοίταξα προς τα κάτω να δω ποιος ήταν. Στο τελευταίο σκαλί, γερμένος στην κουπαστή, βρισκόταν ένας τύπος με μια αλλόκοτη πορτοκαλί απόχρωση στο δέρμα, κοντά ατημέλητα μαλλιά και γένια τριών ημερών. Με κοίταξε μ' ένα πολύ χαλαρό υφάκι και κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του στο στήθος μου. «Λοιπόν, τι είν' αυτό εδώ, Κάσπαρ;» Είχε αμερικάνικη προφορά,
100
που ερχόταν σε αντίθεση με τα αγγλικά της ανώτερης τάξης που μιλούσαν οι Βαρν. «Ποιο είν' αυτό το παράσιτο;» είπα μέσα απ' τα δόντια μου για να μην ακουστώ. Εννοείται, βέβαια, πως με άκουσαν. «Η κοπέλα που λέγαμε;» ρώτησε εύθυμα ο άντρας. Ο Κάσπαρ έγνεψε καταφατικά. «Έλα κάτω, λοιπόν. Είμαι σίγουρος πως ο Κάσπαρ δε θα 'χει πρόβλημα να σε μοιραστεί». Δεν είχα σκοπό να κάνω βήμα, αλλά η άγρια ματιά που μου έριξε ο Κάσπαρ δε μου άφηνε και πολλά περιθώρια. Άρχισα να κατεβαίνω, όταν τον είδα να γουρλώνει τα μάτια. Το βλέμμα του Κάσπαρ, που πετούσε πλέον σπίθες, είχε καρφωθεί στο μπλουζάκι που μου είχε δώσει η Λάιλα, και συγκεκριμένα σε αυτό που ήταν γραμμένο πάνω του: συγγνώμη, δε βγαζω σπίθες, αλλα θα ΚΑΤΑΤΡΟΠΩΝΑ ΤΟΝ ΒΑΝ ΧΕΛΣΙΓΚ ΣΤΟ ΛΕΠΤΟ! «Στην κουζίνα! Τώρα» γρύλισε. Μου έκανε νόημα να προχωρήσω και με ακολούθησε. Με το που μπήκαμε, με στρίμωξε στον πάγκο. «Τι στον διάολο είν' αυτό;» είπε δείχνοντας το μπλουζάκι μου. «Της Λάιλα είναι!» διαμαρτυρήθηκα. Έγειρε στον πάγκο και έτριψε το μέτωπό του. «Εκεί έξω είναι μαζεμένο το μισό συμβούλιο, κι εσύ αποφάσισες να φορέσεις ειδικά σήμερα αυτό το μπλουζάκι! Σε πόσους μπελάδες θα μας βάλεις ακόμα;» «Έχουν και συμβούλια οι βρικόλακες;» «Σαφέστατα, μόλις πριν από λίγο τους κοίταζες» απάντησε ο Κάσπαρ. «Φύγε, απλά φύγε. Μόνο κοίτα να κατέβεις για το δείπνο αργότερα. Και φόρα κάτι καλύτερο» είπε δείχνοντας περιφρονητικά τα ρούχα μου, ενώ ταυτόχρονα άρχισε να με σπρώχνει προς την πόρτα. Ξεφύσηξα σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους και ξεκίνησα για το δωμάτιό μου. Είχα φτάσει στη σκάλα, όταν ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος που έκανε τις τρίχες στον σβέρκο μου ν' ανασηκωθούν. Γύρισα επιφυλακτικά κι έριξα μια ματιά πίσω μου. Κάποιος με παρακολουθούσε. Πράγματι, στο τέλος του διαδρόμου έστεκε ένας νεαρός άντρας ο οποίος με κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω, χωρίς να παίρνει δευτερόλεπτο το βλέμμα του. Είχε μακριά ανοιχτόχρωμα -σχεδόν ασημί- μαλλιά, τα οποία ήταν πιασμένα πίσω, και ένα πρόσωπο γεμάτο αυστηρές γωνίες, με έντονα ζυγωματικά. Δεν περνούσε αδιάφορος, αντιθέτως, θα μπορούσες να τον πεις και όμορφο. Ωστόσο, υπήρχε κάτι πάνω του που τον έκανε αποκρουστικό. Ίσως να 'ταν η στάση του σώματός του, ίσως ο τρόπος που με κοίταζε με τα στενά -σαν σχισμές- μάτια του, ίσως πάλι η παγερή έκφραση του προσώπου του. Ή μπορεί να ήταν ο πορφυρός σαν αίμα μανδύας του. Γύρισα και έφυγα ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά. 101
Έπεσα στο κρεβάτι και άρχισα να χτυπάω το στρώμα με τις γροθιές μου. Δείπνο με έναν βρικόλακα. Τι άλλο θέλω; Η ώρα κόντευε έξι και σηκώθηκα απρόθυμα απ' το κρεβάτι, παραζαλισμένη ακόμη απ' τον μεσημεριανό ύπνο. Δεν είχα πρόθεση να κοιμηθώ, αλλά είχα ξυπνήσει απ' τα χαράματα και ήμουν πτώμα. Η Λάιλα μού είχε ήδη διαλέξει ένα κοντό καφέ φόρεμα και το είχε απλώσει σε μια πολυθρόνα. Το φόρεσα κοιτώντας εκνευρισμένη την πολύ βαθιά δαντελένια λαιμόκοψη. Δεν είχε περάσει πολλή ώρα, όταν άκουσα κάποιον να χτυπάει την πόρτα. Υποθέτοντας πως ήταν ο Φάμπιαν, σηκώθηκα και πήγα ν' ανοίξω. Μου πήρε λίγη ώρα να συνέλθω από την έκπληξη όταν, αντί για τον Φάμπιαν, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον βρικόλακα που είχα δει κάποιες ώρες πριν στον διάδρομο της εισόδου. Τα σκούρα μπλε μάτια του ήταν πιο ανοιχτά από πριν, πιο ζεστά. Με κοίταζε χαμογελώντας. Φορούσε μαύρο κουστούμι και κόκκινη γραβάτα, ενώ τα μακριά μαλλιά του έπεφταν λυτά στους ώμους. «Με συγχωρείτε, δεσποινίς Λι, αλλά μου είπαν να έρθω να σας συνοδεύσω στο δείπνο» είπε με απαλή φωνή. Κοκκίνισα. «Εντάξει». Έγνεψα σαστισμένη, έχοντας χάσει τα λόγια μου. «Εεε, δώστε μου δυο λεπτά. Είμαι σχεδόν έτοιμη» είπα, και πήγα και χώθηκα τρέχοντας στην ντουλάπα. «Κανένα πρόβλημα» φώναξε. Άρχισα να ψάχνω απεγνωσμένα για ένα ζευγάρι παπούτσια. «Λοιπόν; Δε μου είπες ποιος είσαι» φώναξα από μέσα. «Είμαι ο αξιότιμος Ίλτα Κρίμσον, δεύτερος γιος του λόρδου Βαλέριαν Κρίμσον, κόμη της Βλαχίας». Τινάχτηκα ως το ταβάνι απ' την τρομάρα μου. Βρισκόταν πίσω μου. «Μη φοβάστε, δεσποινίς Λι. Δε θα σας κάνω κακό». Άπλωσε τα χέρια του και πήρε τις παλάμες μου μέσα στις δικές του. «Απλώς μου εξάπτει την περιέργεια το συναρπαστικό μέλλον σας». Μου χαμογέλασε, κάπως υπερβολικά καλοσυνάτα, αποκαλύπτοντας τους κοφτερούς κυνόδοντές του, που έπαιρνα όρκο πως ήταν πολύ πιο μεγάλοι και μυτεροί από των Βαρν ή των φίλων τους. Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στην πόρτα ο Φάμπιαν. Η αρχική του έκπληξη μετατράπηκε αστραπιαία σε θυμό. «Τι κάνεις εσύ εδώ;» απαίτησε να μάθει απευθυνόμενος στον Ίλτα. Κοίταξα ασυναίσθητα τα χέρια μου, που ήταν ακόμη μες στα δικά του, και τα τράβηξα μακριά. 102
«Βρίσκομαι εδώ επειδή ο βασιλιάς με έστειλε να συνοδεύσω τη δεσποινίδα Λι στο δείπνο» είπε ο Ίλτα. Ο Φάμπιαν σήκωσε το φρύδι του. «Λοιπόν, και ο Κάσπαρ έστειλε εμένα. Είσαι καλά;» με ρώτησε κοιτώντας με ανήσυχα, σαν να περίμενε πως θα ήμουν ταραγμένη. Έγνεψα πως ήμουν εντάξει. «Μετά από σένα» είπε, κάνοντας χώρο στον Ίλτα να περάσει.
103
KEΦΑΛΑΙΟ 16
Βιολέτα ΜΠΗΚΑ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΑΡΙΑ ακολουθώντας τον Ίλτα. Ο Φάμπιαν ερχόταν ξοπίσω μας. Μεγάλα κηροπήγια τοίχου πλαισίωναν το δωμάτιο, ενώ το φως των κεριών τους έλουζε γλυκά τον χώρο. Βαριές κόκκινες κουρτίνες κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη τα παράθυρα, και στο κέντρο της τραπεζαρίας δέσποζαν ένα υπερβολικά μακρύ τραπέζι, στρωμένο μ’ ένα βαθυκόκκινο τραπεζομάντιλο, και περίτεχνα σερβίτσια – κάθε πορσελάνινο πιάτο θα πρέπει να είχε στοιχίσει μια μικρή περιουσία. Ο Ίλτα με οδήγησε στο μέσο του τραπεζιού και τράβηξε μια καρέκλα για μένα. Κάθισα, και πριν προλάβω ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου είχε ήδη πάρει θέση απέναντί μου. Σιγά σιγά το τραπέζι άρχισε να γεμίζει με βρικόλακες. Στ’ αριστερά μου είχα τον Αμερικανό και δεξιά μου τον Φάμπιαν. Λίγα λεπτά μετά, και αφού είχαν καθίσει όλοι στις θέσεις τους, άρχισαν να κουβεντιάζουν, και ένα μονότονο βουητό διαχύθηκε στην ατμόσφαιρα. Γύρισα προς τον Φάμπιαν. «Γιατί βρίσκομαι εδώ;» ψιθύρισα, όσο πιο σιγανά γινόταν. «Κοίτα, δεδομένου ότι τα μέλη του συμβουλίου πρόκειται να συζητήσουν τι θα κάνουν μ’ εσένα το πρωί, έκριναν πως έπρεπε να σε γνωρίσουν». «Τι εννοείς “τι θα κάνουν μ’ εμένα”;» τον ρώτησα ανήσυχη. «Υπήρξαν κάποιες... εξελίξεις». Έπιασε ένα απ’ τα πολλά μαχαίρια που απλώνονταν μπροστά μας και άρχισε να το παίζει νευρικά στα χέρια του, μέχρι που, πιάνοντας με την άκρη του ματιού του την πανικόβλητη έκφραση στο πρόσωπό μου, το ακούμπησε ξανά στο τραπέζι «Μη δείχνεις τόσο αγχωμένη. Δεν πρόκειται να χάσεις την υπέροχη παρέα μου τόσο εύκολα». Δεν ανησυχούσα γι’ αυτό αλλά για τις «εξελίξεις». «Τι είδους εξελίξεις;» «Αυτή η πληροφορία αξίζει περισσότερο από την κληρονομιά μου 104
για να σου την αποκαλύψω. Τέλος πάντων–» Έριξε μια φευγαλέα ματιά προς την πόρτα και, πιάνοντάς με απ’ τον αγκώνα, με σήκωσε όρθια. «Το σόου αρχίζει». Η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο βασιλιάς. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Οι άλλοι βρικόλακες στάθηκαν όρθιοι, περιμένοντας με κάποια νευρικότητα να πάρει τη θέση του στο τραπέζι. Στην άλλη άκρη τού είχαν τραβήξει μια ιδέα την καρέκλα στην κεφαλή του τραπεζιού, και με το που κάθισε ο βασιλιάς την ξανάσπρωξε απαλά στη θέση της. Μόνο τότε κάθισαν οι υπόλοιποι – συμπεριλαμβανομένων και των παιδιών των Βαρν– στις καρέκλες τους. Έγειρα προς τα μπρος και τον κοίταξα, ρουφώντας την παρουσία του. Δεν μπορούσα να μην παρατηρήσω πως εκείνος και ο Κάσπαρ φορούσαν το ίδιο κουστούμι, πάνω στο οποίο ήταν κεντημένο το οικόσημο των Βαρν. Η μόνη ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στον γιο και στον πατέρα ήταν το υπεροπτικό χαμόγελο που φόρεσε ο Κάσπαρ καθώς έκλεινε το μάτι στην Τσάριτι, που χαχάνισε στρίβοντας ένα τσουλούφι γύρω απ’ το δάχτυλό της, ανταποδίδοντάς του το χαμόγελο. Καθώς τον κοίταζα, το βλέμμα του στάθηκε πάνω μου. Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά –με μια έκφραση γεμάτη ειρωνεία–, αλλά η προσοχή του στράφηκε αλλού καθώς τη στιγμή εκείνη ένας σερβιτόρος τού γέμισε το ποτήρι με αίμα. Ένας άλλος σερβιτόρος ήρθε δίπλα μου να με ρωτήσει αν ήθελα λίγο κρασί. Απάντησα θετικά, και σε λίγα δευτερόλεπτα επέστρεψε με το ποτό μου. Δυο λεπτά αργότερα, και αφού είχαν γεμίσει όλα τα ποτήρια, οι σερβιτόροι επέστρεψαν κουβαλώντας μεγάλες πιατέλες φαγητού, που περιείχαν μόνο μικρά καναπεδάκια και μικροσκοπικά μπολ με σούπα. Πήρα ένα απ’ το καθένα και εξέτασα την ποικιλία των μαχαιροπίρουνων και των κουταλιών που απλώνονταν μπροστά μου, αβέβαιη για το ποια έπρεπε να χρησιμοποιήσω. Έριξα μια ματιά στα δεξιά μου για βοήθεια, αλλά ο Φάμπιαν και ο Ίλτα είχαν ανοίξει ήδη συζήτηση με τους διπλανούς τους και δεν ήθελα να τους διακόψω. «Ξεκίνα από έξω προς τα μέσα» άκουσα να ψιθυρίζει κάποιος στ’ αριστερά μου με αμερικάνικη προφορά. Σήκωσα το βλέμμα και έμεινα να κοιτάζω ξαφνιασμένη τον άγνωστο βρικόλακα που είχα συναντήσει το πρωί στο χολ. «Ευχαριστώ» ψιθύρισα κι εγώ, παίρνοντας το πρώτο κουτάλι της σειράς. Εκείνος βύθισε το δικό του στη σούπα που είχε μπροστά του και πήρε μια μικρή κουταλιά κρατώντας το σε κάποια απόσταση. Αντιγράφοντας επακριβώς τις κινήσεις του, δοκίμασα την πρώτη κουταλιά. Έκανα αμέσως έναν μορφασμό αηδίας: Σπαράγγια. Μπλιαχ. Χαμογέλασε διακριτικά. Φαινόταν να το διασκεδάζει. «Άλεξ» μου 105
συστήθηκε. «Βιολέτα» απάντησα, ανταποδίδοντας το χαμόγελο. «Το ξέρω» είπε, πνίγοντας το γέλιο του. Σήκωσα τα φρύδια, απίστευτα εκνευρισμένη που ήξεραν όλοι τ’ όνομά μου. Γέλασε ξανά. «Λοιπόν, για πες μου, Βιολέτα, ποια είναι η γνώμη σου για τη βασιλική οικογένεια;» ρώτησε. «Με ειλικρίνεια παρακαλώ» πρόσθεσε. Σοβάρεψα. «Δεν είναι κακοί. Δε μου ’χουν κάνει κάτι, αλλά ο Κάσπαρ είναι…» Δεν ολοκλήρωσα τη φράση μου. Έδειξε να ξαφνιάζεται. «Τι;» τον ρώτησα. «Ο Κάσπαρ κι εγώ είμαστε φίλοι». Ουπς. «Α!» είπα ξεψυχισμένα, νιώθοντας φοβερή αμηχανία. «Να, θα ’λεγα πως είναι κάπως–» «Μην ανησυχείς, δε θα γίνει τίποτα. Έχεις το δικαίωμα της γνώμης» είπε και μου χαμογέλασε κάπως βεβιασμένα. Δεν αλλάξαμε άλλη κουβέντα για λίγο, κι έτσι ο Άλεξ άρχισε να μιλάει ζωηρά με τον Φάμπιαν. Μάλλον είναι και μ’ αυτόν φίλοι. Ο κόσμος είναι μικρός. Έμεινα να τους παρατηρώ σιωπηλή. Κάποια στιγμή άρχισαν να σερβίρουν το κυρίως πιάτο. Οι μπριζόλες που είχαν ετοιμάσει για τους βρικόλακες ήταν πνιγμένες στο αίμα. Προς μεγάλη μου έκπληξη ο σερβιτόρος ακούμπησε μπροστά μου ένα πιάτο το οποίο έδειχνε ν’ αποτελείται αποκλειστικά από λαχανικά. Το ανακάτεψα λίγο με το πιρούνι μου για να σιγουρευτώ πως δεν περιείχε κρέας. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή, καθώς όλοι άρχισαν να τρώνε. Όφειλα να ομολογήσω πως ήταν πολύ περίεργο να βλέπω βρικόλακες να τρώνε ανθρώπινο φαγητό με μαχαιροπίρουνα. Δείχνουν τόσο πολιτισμένοι. «Λοιπόν, Βιολέτα, άκουσα πως έγινες δεκτή στο πανεπιστήμιο. Πες μας, τι σκόπευες να σπουδάσεις;» ρώτησε ο Ίλτα. Η επιτηδευμένη φωνή του είχε σπάσει τη σιωπή. «Εεε» τραύλισα νευρικά. Οι περισσότεροι βρικόλακες είχαν στρέψει το βλέμμα τους πάνω μου περιμένοντας την απάντησή μου με ενδιαφέρον. «Σκεφτόμουν να σπουδάσω πολιτικές επιστήμες, οικονομικά και φιλοσοφία» είπα με μια ανάσα, ξέροντας ότι η πληροφορία θα τους δυσκόλευε την πέψη, μιας και η επιλογή μου μαρτυρούσε ότι σκόπευα ν’ ακολουθήσω τα βήματα του πατέρα μου. Ένα καμπανάκι ήχησε κάπου στα βάθη του μυαλού μου, και το μαύρο κουτί στο οποίο είχα κλειδώσει τις υποψίες που είχα για τις πράξεις του πατέρα μου έκανε ν’ ανοίξει, αλλά κουνώντας το κεφάλι το έκανα αμέσως στην άκρη. 106
«Μάλιστα» απάντησε ο Ίλτα. Έσκυψα και αμήχανη κάρφωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα. «Θα πρέπει να είσαι πολύ καλή μαθήτρια» επενέβη ο Φάμπιαν. «Υποθέτω πως…» «Δουλευόμαστε; Ο οποιοσδήποτε μπορεί να μπει στο πανεπιστήμιο στις μέρες μας!» πετάχτηκε η Τσάριτι. Τα λόγια της έσταζαν περιφρόνηση. Ο Κάσπαρ σήκωσε το ποτήρι του, και είμαι σίγουρη πως τον άκουσα να μουρμουράει «Ο οποιοσδήποτε ίσως, αλλά όχι εσύ, Τσάριτι». «Η αλήθεια είναι πως η εκπαίδευση δεν αποτελεί πλέον προνόμιο της ελίτ» είπε ένας ηλικιωμένος άντρας με μακριά γενειάδα και ολόλευκα αραιά μαλλιά, που τα είχε πιασμένα σε μακριά αλογοουρά. Απευθυνόταν στην Τσάριτι, αλλά είχε το διερευνητικό βλέμμα του καρφωμένο σ’ εμένα. Ο Φάμπιαν παρατήρησε τον τρόπο που με κοίταζε και κουνήθηκε νευρικά στην καρέκλα του. «Βιολέτα, να σου συστήσω τον Ίγκλεν. Είναι ο βρικόλακας για τον οποίο σου μίλησα τις προάλλες. Ο ηλικιωμένος» με πληροφόρησε κουνώντας μόνο τα χείλη του για να μην ακουστεί. Ο Ίγκλεν χαμογέλασε. «Ναι, ο ηλικιωμένος» επανέλαβε, και κοιτώντας μας πονηρά άδειασε το ποτήρι του. Ένας σερβιτόρος έσπευσε να του το ξαναγεμίσει. Γέλασε και έστρεψε την προσοχή του αλλού, εμφανώς ικανοποιημένος. Κοίταξα τον Φάμπιαν, ο οποίος φαινόταν το ίδιο απορημένος μ’ εμένα. «Κάποιες φορές είναι παράξενος» μου ψιθύρισε. Τα ποτήρια εξακολούθησαν να γεμίζουν υπό τις διαταγές του βασιλιά· αλλά καθώς οι σερβιτόροι έφυγαν, και τα μπουκάλια άδειασαν, η προσοχή των βρικολάκων άρχισε να στρέφεται σ’ εμένα. Ένιωσα τον χρόνο να παγώνει. Οι καλεσμένοι κάρφωσαν το βλέμμα τους πάνω μου – στην πλησιέστερη πηγή αίματος στο δωμάτιο πια. Είδα τον Άλεξ και τον Κάσπαρ ν’ ανταλλάσσουν ανήσυχες ματιές. Ο Φάμπιαν, το ίδιο ανήσυχος, έσυρε την καρέκλα του πιο κοντά μου. Το δωμάτιο βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή. «Βιολέτα, φύγε» είπε ο Ίλτα, την ίδια στιγμή που ο Φάμπιαν έσπρωχνε την καρέκλα μου προς τα πίσω. «Γρήγορα». Δε χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Σηκώθηκα κακήν κακώς απ’ την καρέκλα μου, κόλλησα την πλάτη στον τοίχο και κινήθηκα προς την πόρτα ψηλαφιστά, χωρίς να πάρω δευτερόλεπτο το βλέμμα μου από πάνω τους. Τα διψασμένα για αίμα μάτια τους με ακολούθησαν μέχρι που έφτασα στην πόρτα, τράβηξα τρέμοντας το χερούλι και βγήκα σκοντάφτοντας στον διάδρομο, κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω 107
μου.
Έγειρα στον τοίχο. Η ανάσα μου έβγαινε βαριά και κοφτή. Ένιωσα να κυλούν δάκρυα στο πρόσωπό μου και ευχήθηκα να βρισκόμουν με κάποιον μαγικό τρόπο στο κρεβάτι μου, στην ασφάλεια του σπιτιού μου. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος από τη νοσταλγία. Εκείνη τη στιγμή άνοιξε η πόρτα και βγήκε αθόρυβα ο Κάσπαρ. Σκούπισα βιαστικά τα δάκρυά μου, πριν προλάβει να δει πως έκλαιγα. «Είσαι καλά;» ρώτησε αυστηρά. Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους μου προσπαθώντας να δείξω όσο πιο χαλαρή γινόταν. «Δε θα σου επιτεθούν, ξέρεις» είπε. Τον κοίταξα δύσπιστη. «Αν σε σκοτώσουν, θα ξεσπάσει πόλεμος. Είτε θες να το πιστέψεις είτε όχι, δεν το θέλουμε αυτό» συνέχισε σκυθρωπός. «Είμαι ή δεν είμαι εγώ ο λόγος που συγκεντρώθηκε το συμβούλιο;» είπα το ίδιο σκυθρωπή. Έγνεψε καταφατικά χωρίς να πει κουβέντα. «Γιατί τώρα;» Έγειρε στον τοίχο δίπλα μου αναστενάζοντας. «Επειδή κάποιος μας πληροφόρησε πως οι εκτελεστές έκαναν ανακωχή με ορισμένους βρικόλακες του υποκόσμου και σχεδιάζουν να μας επιτεθούν, να σε πάρουν και ποιος ξέρει τι άλλο». «Μα εγώ–» «Μην ανησυχείς, κανένας εκτελεστής δεν πρόκειται να πατήσει το πόδι του εδώ μέσα» με διέκοψε ο Κάσπαρ. Βυθισμένος στις σκέψεις του, κάρφωσε το βλέμμα ανέκφραστος στον απέναντι τοίχο. «Η ζωή είναι πολύ ανάποδη μερικές φορές» μουρμούρισα μέσα απ’ τα δόντια μου. «Εμένα μου λες;» τον άκουσα να ψιθυρίζει. Γύρισα και τον κοίταξα έκπληκτη. Ένιωσε το βλέμμα μου πάνω του και γύρισε κι εκείνος. «Δε θα είμαι πια ασφαλής εδώ, έτσι δεν είναι;» Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρισκόταν μπροστά μου, μυρίζοντας τον αέρα γύρω μου. Η καρδιά μου άρχισε να σφυροκοπάει στο στήθος μου. Οι αναπνοές μας συντονίστηκαν. Το στήθος του ανεβοκατέβαινε στον ίδιο ρυθμό με το δικό μου. «Ποτέ δεν ήσουν ασφαλής εδώ μέσα, Βιολέτα Λι». Έσφιξε το κεφάλι του στον λαιμό μου. Τα χέρια του ακούμπησαν τους γοφούς μου. Κόλλησα όσο πιο πολύ μπορούσα στον τοίχο, αλλά πίεσε ακόμα περισσότερο το κορμί του πάνω μου. Έτρεμα. Είχα σφίξει τις γροθιές. Το σώμα μου βρισκόταν σε υπερδιέγερση, καθώς περίμενα την επίθεση και τον πόνο. Τον έσπρωξα με όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν κουνήθηκε χιλιοστό – πολύ αμφιβάλλω αν το αντιλήφθηκε καν. Ένιωσα τους κυνόδοντές του να γδέρνουν το δέρμα 108
μου. Κλαψούρισα και γύρισα το κεφάλι απ’ την άλλη. Πήρε βαθιά ανάσα ρουφώντας τη μυρωδιά μου. Άνοιξε ακόμα πιο πολύ το στόμα του κι ετοιμάστηκα για κείνο που ήξερα πως θα ακολουθούσε. «Μη. Σε παρακαλώ». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό μου καθώς άρχισα να τον ικετεύω. «Κάσπαρ» ψιθύρισα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, έκανε πίσω και με κοίταξε. Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Άπλωσε το χέρι του και σκούπισε ένα ακόμα δάκρυ που ξέφυγε απ’ τα μάτια μου. «Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν το δέχεσαι». Το χέρι του διέτρεξε τον λαιμό μου, ύστερα τον ώμο μου, μέχρι που σταμάτησε για μια ακόμα φορά στον γοφό μου. «Ποθούμε κι εσένα και το αίμα σου και το κορμί σου. Το θέλεις κι εσύ. Το βλέπω στα μάτια σου. Το νιώθω στους παλμούς της καρδιάς σου». Προσπάθησα να στρέψω το βλέμμα μου μακριά του, αλλά όπου κι αν γύριζα τον έβλεπα μπροστά μου. «Σαν να μην καταλαβαίνεις ότι αυτή τη στιγμή θα μπορούσα να σε τσακίσω στα δύο και να πιω και την τελευταία σου σταγόνα. Σαν να μην καταλαβαίνεις ότι για μας είσαι τροφή, και δυσκολευόμαστε να σε δούμε σαν ζωντανό οργανισμό. Σαν ισότιμη μ’ εμάς. Ξέρεις γιατί δεν μπορούμε; Επειδή δεν είσαι». «Κι εσύ δεν καταλαβαίνεις ότι είμαι άνθρωπος και έχω συναισθήματα» είπα ξεψυχισμένα. Έκανε πίσω, παίρνοντας τα χέρια του από πάνω μου. Έψαξε το πρόσωπό μου με το βλέμμα του. «Όχι, δεν το καταλαβαίνω» ψιθύρισε. «Δε θα είσαι ποτέ ασφαλής εδώ, Βιολέτα Λι. Να το θυμάσαι. Ποτέ». Μου γύρισε την πλάτη. Τον άκουγα ν’ αναπνέει βαριά. Έσφιγγε τις γροθιές του προσπαθώντας να καταπολεμήσει την παρόρμηση να με δαγκώσει. Γύρισε ξαφνικά προς το μέρος μου και μ’ έκλεισε ανάμεσα στα δυο του χέρια. «Μείνε μακριά από τον Ίλτα Κρίμσον» είπε απειλητικά. Τα μάτια του έκαιγαν από την ένταση. «Γιατί;» ρώτησα ξαφνιασμένη από την απότομη αλλαγή στον τόνο της φωνής του. «Επειδή δεν τον εμπιστεύομαι» γρύλισε. «Δεν τον εμπιστεύεσαι;» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου κατάπληκτη. «Σε περίπτωση που δεν το πρόσεξες, δεν ήταν αυτός που προσπάθησε να χώσει τα δόντια του στη σάρκα μου πριν από λίγο αλλά εσύ. Θα ’λεγα, λοιπόν, πως είναι ο τελευταίος απ’ τον οποίο θα έπρεπε να φυλάγομαι». «Γαμώτο, Κοριτσάκι! Γιατί δε μ’ ακούς; Δεν μπορείς απλώς να μ’ εμπιστευτείς;» φώναξε. Η φωνή του είχε χάσει κι εκείνο το ελάχιστο ί109
χνος τρυφερότητας που είχε, ξαφνιάζοντάς με σε τέτοιο βαθμό, που τινάχτηκα προς τα πίσω χτυπώντας το κεφάλι μου στον τοίχο. «Να σ’ εμπιστευτώ;» τσίριξα ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία μου. «Γιατί να σ’ εμπιστευτώ; Με απήγαγες! Σε κάθε ευκαιρία προσπαθείς να πιεις το αίμα μου! Εννοείται πως, αν πρόκειται να εμπιστευτώ κάποιον, αυτός θα είναι ο Ίλτα κι όχι εσύ!» «Δεν τον ξέρεις! Δεν έχεις ιδέα τι είναι ικανός να κάνει!» ούρλιαξε, και αρπάζοντας τους ώμους μου άρχισε να με ταρακουνάει σαν να ’μουν καμιά κούκλα. «Έχεις δίκιο. Δεν τον ξέρω» απάντησα, πιο ήρεμα τώρα, παίρνοντας βαθιά ανάσα. Τράβηξε τα χέρια του από πάνω μου πολύ απότομα, λες και ήμουν καλυμμένη με καυτά κάρβουνα. Έκανα ένα βήμα στο πλάι και απομακρύνθηκα. «Αλλά σκέφτομαι να πάρω τα ρίσκα μου» του έφτυσα κατάμουτρα. Τα μάτια του πέταξαν σπίθες απ’ την οργή και έγιναν αυτομάτως μαύρα. Του γύρισα την πλάτη και έφυγα έξαλλη. «Πού στον διάολο πηγαίνεις;» τον άκουσα να ουρλιάζει. «Στο δωμάτιό μου!» ούρλιαξα κι εγώ, γυρνώντας προς το μέρος του. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Τον κοίταζα εξαγριωμένη, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω του για ένα ολόκληρο λεπτό. «Ας γίνει το δικό σου, Κοριτσάκι. Μην πεις μόνο πως δε σε προειδοποίησα» γρύλισε. Έκανα στροφή επιτόπου και όρμησα προς τις σκάλες. Αλλά λίγο πριν φτάσω στο τελευταίο σκαλί, δεν μπόρεσα ν’ αντισταθώ στην επιθυμία να πω την τελευταία λέξη. Είχε το βλέμμα του καρφωμένο πάνω μου, εμφανώς θυμωμένος ακόμη μαζί μου. «Ξέρεις κάτι, Κάσπαρ; Μακάρι να με είχες σκοτώσει τότε στο Λονδίνο! Να τελείωνε εκεί. Να μην αναγκαζόμουν να το υπομείνω όλο αυτό. Γιατί δεν το ’κανες, μου λες; Γιατί;» τσίριξα. Κοντοστάθηκα και γύρισα για μια τελευταία ματιά. Δε χρειαζόταν ν’ απαντήσει. Η έκφραση στο πρόσωπό του τα έλεγε όλα. Απλά δεν είχε ιδέα για ποιο λόγο δε με είχε ξεκάνει.
110
KEΦΑΛΑΙΟ 17
Κάσπαρ ΤΡΟΜΕΡΑ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΤΙΚΕΣ ΟΙ συσκέψεις του συμβουλίου, σκέφτηκα απογοητευμένος κοιτώντας έξω απ’ το παράθυρο, προς την ελευθερία. Καθόμουν στην άκρη του τραπεζιού, από όπου μόλις και μετά βίας άκουγα τον πατέρα μου απέναντι να συζητάει έντονα με τον Ίλτα Κρίμσον για διάφορα. Εκείνος και η οικογένειά του ήταν όλοι τους καθάρματα. Αμετανόητοι υπερόπτες, πίστευαν πως ο κόσμος περιστρεφόταν γύρω τους, αλλά ο Ίλτα ήταν ο χειρότερος. Ήρεμος, ατάραχος και συγκρατημένος, ήταν ανέκαθεν ο γόης της οικογένειας. Δεν απορούσα που το Κοριτσάκι ξεγελάστηκε. Σαν το φίδι, γλιστρούσε κοντά στο θύμα του, σύριζε γλυκά στ’ αυτί του μέχρι να το νανουρίσει και, όταν πια το είχε μαγνητίσει, ορθωνόταν και το δάγκωνε. Ειδικά αν το θύμα ήταν κάποιο νεαρό κορίτσι. Άφησα τις σκέψεις μου στην άκρη και προσπάθησα να συγκεντρωθώ στη σύσκεψη. Η μόνη μου παρηγοριά ήταν το σταθερό άγγιγμα της Τσάριτι στο πόδι, η οποία καθόταν δίπλα μου. Με κοίταζε στα μάτια με λατρεία, παίζοντας τα βλέφαρά της σαγηνευτικά, ενώ πού και πού μου έκλεινε παιχνιδιάρικα το μάτι. Άρχισε να χαϊδεύει αργά το εσωτερικό του ποδιού μου, και ανατρίχιασα απ’ τον πόθο που ένιωθα να διατρέχει όλο μου το σώμα. Τινάχτηκα από ηδονή καθώς το χέρι της έφτασε στο φερμουάρ του παντελονιού μου. «Τι έγινε; Φάντασμα είδες, Κάσπαρ, και τινάχτηκες έτσι;» κάγχασε ο Ίλτα από την άλλη άκρη του δωματίου. Η φωνή του έσταζε προσποιητό ενδιαφέρον. Γελούσαν μέχρι και τα μάτια του. Ξύπνησα τότε αμέσως από τον ερωτικό λήθαργο όπου με είχαν ρίξει τα χάδια της Τσάριτι. «Γιατί το λες αυτό, Ίλτα; Μια χαρά είμαι» απάντησα. Ο πατέρας μου γύρισε και μ’ αγριοκοίταξε. Κούνησε ελαφρά το κεφάλι όλο αποδοκιμασία, ξέροντας καλά τι έκανε η Τσάριτι. Το ένα μου 111
χέρι γλίστρησε διακριτικά κάτω απ’ το τραπέζι και πιάνοντας το δικό της το κατέβασε ξανά στο γόνατό μου. Με κοίταξε για λίγο και σούφρωσε τα χείλη παριστάνοντας την πληγωμένη. Ήξερα καλά πως προσποιούνταν. Ήταν κάτι που έκανε πολύ συχνά άλλωστε. «Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος ότι ο Λι σκοπεύει να μας επιτεθεί με τη βοήθεια των εκτελεστών; Αρνούμαι ακόμα και να συζητήσω κάποιο σχέδιο δράσης μέχρι να διευκρινιστεί το πώς το έμαθες» δήλωσε ο Λαμέρ, ακουμπώντας αποφασιστικά τα χέρια στο τραπέζι. Αναστέναξα. Τα είχαμε πει ήδη τα σχετικά. «Αγαπητέ μου Λαμέρ, όπως είπα και νωρίτερα, η πληροφορία προέρχεται από αξιόπιστη πηγή» απάντησε ο πατέρας μου. Η δήλωσή του έδωσε ακόμα μια φορά τροφή για συζητήσεις. Τα μουρμουρητά τους γέμισαν το δωμάτιο και βρήκα ευκαιρία να χαζέψω λίγο γύρω μου, ψάχνοντας απεγνωσμένα κάτι να με διασκεδάσει. Κάρφωσα το βλέμμα στη βιβλιοθήκη του πατέρα μου. Πόσον καιρό χρειάζεται άραγε κανείς να διαβάσει όλ’ αυτά τα βιβλία; Αρκετούτσικος, απάντησε η φωνή μου. Έσφιξα τα δόντια. Δε θυμάμαι να σε ρώτησε κανείς εσένα. Κι όμως, συνεχίζεις να μου απευθύνεσαι, ήχησε περιπαικτικά η φωνή μου. Πόσο θύμωνα όταν μου μιλούσε σ’ εκείνο τον τόνο. Οι φωνές δεν είναι για να σε περιγελούν. Τι να κάνεις; Το συνηθίζεις μετά από δεκαοχτώ χρόνια περίπου, κατέληξα, κι εκείνη σιώπησε. Ως συνήθως, δεν είχε κάτι να πει σχετικά. «Αν είναι έτσι, εγώ λέω απλά να τη σκοτώσουμε. Να τελειώνουν τα προβλήματά μας». «Δεν είναι τόσο απλό, Λαμέρ. Κάτι τέτοιο θα μας δημιουργήσει τεράστια προβλήματα με την κυβέρνηση. Πρέπει να φερθούμε με διπλωματία». «Ναι, αλλά–» Ένας βρικόλακας του οποίου το όνομα μου διέφευγε πήρε τον λόγο διακόπτοντάς τον. «Με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί θέτουμε σε κίνδυνο το βασίλειο για χάρη ενός ανθρώπου. Δε νομίζω πως αξίζει τον κόπο ν’ αρχίσουμε νέο πόλεμο με τους εκτελεστές γι’ αυτό το κορίτσι και να προκαλέσουμε μια πιθανή ρήξη με την κυβέρνηση των ανθρώπων, κάνω λάθος;» Κάποιοι φώναξαν επιδοκιμαστικά υψώνοντας τα ποτήρια τους. Παρατήρησα πως ο Ίγκλεν ήταν περιέργως σιωπηλός. Χάιδευε σκεφτικός το πιγούνι του κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο στο τραπέζι. Αντιλήφθηκε σχεδόν αμέσως ότι τον παρακολουθούσα και, στρέφοντας το βλέμμα του πάνω μου, με ανάγκασε να κοιτάξω αλλού. 112
«Μην ξεχνάτε πως το κορίτσι για το οποίο μιλάμε είναι η κόρη ενός από τους μεγαλύτερους εχθρούς που έχει ποτέ αντιμετωπίσει το είδος μας. Δεν πρέπει να δράσουμε βιαστικά, μόνο και μόνο από φόβο μην τυχόν και ξεκινήσουμε κάτι για το οποίο θα μετανιώνουμε για πολλά χρόνια» εξήγησε ο πατέρας μου. Το πιο σημαντικό ζήτημα –ποια ήταν, ή μάλλον ποιος ήταν ο πατέρας της– δεν έλεγε να χωρέσει ακόμη στο ξερό τους το κεφάλι. Ο πατέρας μου στράφηκε στον Ίγκλεν. «Πολύ πρόσφατα είχες την εμπειρία της συμμετοχής στην ομάδα των αντιπροσώπων μας κατά τις επαφές με την κυβέρνηση. Ποια είναι η γνώμη σου επί του θέματος;» Ο Ίγκλεν αναστέναξε. «Η κυβέρνηση, και πιο συγκεκριμένα ο πρωθυπουργός, έχουν υιοθετήσει μια μη παρεμβατική πολιτική – με άλλα λόγια, επέλεξαν να εθελοτυφλούν σε ό,τι μας αφορά. Ο πρωθυπουργός αρνήθηκε να συναντηθεί με τον Άστον ή μ’ εμένα κατά τη διάρκεια της διαμονής μας στο Γουέστμινστερ. Ωστόσο, δεν παρέλειψε να δώσει τη διαβεβαίωσή του ότι η έρευνα για το Μακελειό του Λονδίνου θα κλείσει διακριτικά, τονίζοντας ταυτόχρονα πως δε θα κρατούσε την ίδια ανεκτική στάση σε περίπτωση που επαναλαμβανόταν ένα παρόμοιο επεισόδιο». Ολοκλήρωσε κοιτώντας με με νόημα. «Αλλά το πρόβλημά μας δεν είναι αυτός αλλά ο Λι». Ακούμπησε τα χέρια στο τραπέζι στέλνοντας μ’ ένα απαλό τίναγμα τα μαλλιά του πίσω απ’ τους ώμους. «Ο Λι δεν μπορεί να κάνει ακόμη κίνηση. Έχει πάρει ρητή εντολή από τον πρωθυπουργό να μην κάνει τίποτα το οποίο θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική ασφάλεια – φοβάται πως οποιαδήποτε απόπειρα εναντίον μας θα οδηγήσει σε αντίποινα, με αποτέλεσμα να χαθούν αθώες ζωές». Ο Κάιν, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε να βαριέται όσο κι εγώ, τινάχτηκε όρθιος σαν να τον τσίμπησε σφήκα. «Ναι, αλλά δεν είναι αλήθεια, έτσι δεν είναι;» είπε φοβερά αναστατωμένος. Ο πατέρας κούνησε το κεφάλι καθησυχάζοντάς τον. Ο Ίγκλεν συνέχισε, στρέφοντας τώρα το βλέμμα προς τον Κάιν. «Ωστόσο, είναι προς όφελός μας να τους αφήσουμε να το πιστεύουν, επειδή όσο φοβούνται πιθανά αντίποινα από μας, ο Λι δε θα κάνει τίποτα. Η παρέκκλιση από τη γραμμή της κυβέρνησης θα σήμαινε αυτόματα και το τέλος της καριέρας του». «Και, συνεπώς, και της εξουσίας του» πετάχτηκα, ακολουθώντας τον συλλογισμό του. «Ακριβώς, νεαρέ μου πρίγκιπα!» αναφώνησε, στρέφοντας τον γαμψό αριστερό δείκτη του σ’ εμένα. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως ο Λι δε θέλει απλώς την κόρη του πίσω. Θέλει να επιφέρει την πτώση μας». 113
Αυτό δεν ήταν μυστικό. Από τότε που το κόμμα του ανέλαβε την εξουσία, τρία χρόνια πριν, ο Λι είχε ξεκαθαρίσει τη θέση του απέναντί μας. «Αλλά γνωρίζει πολύ καλά ότι δε θα μπορέσει να το καταφέρει με όπλα και σφαίρες. Γι’ αυτό χρειάζεται τους εκτελεστές και τον υπόκοσμο. Και οι εκτελεστές δεν πρόκειται να συστρατευτούν μαζί του εάν δεν έχει εξουσία, επιρροή και χρήματα». Ή πρόσβαση στο δημόσιο χρήμα, σκέφτηκα. «Η εντολή του πρωθυπουργού είναι να μην επέμβει, εκτός αν τους απειλήσουμε ή καταφύγουμε σε βιαιότητες. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι σαφές πως ο Λι θα είναι έτοιμος να μας αντιμετωπίσει». Ένα πέπλο σιωπής έπεσε στο δωμάτιο και απλώθηκε βαριά πάνω απ’ το τραπέζι. «Πρέπει πάση θυσία να αποφύγουμε οποιαδήποτε σύγκρουση. Δεν μπορούμε να σκοτώσουμε το κορίτσι ή να το εξαναγκάσουμε να γίνει μία από μας, όπως δεν μπορούμε να απειλήσουμε και τον Λι ή την κυβέρνησή του· και απ’ ό,τι φαίνεται, ούτε τους εκτελεστές». «Πώς θα ενεργήσουμε, λοιπόν;» ρώτησε ο Λαμέρ, μια ερώτηση που όλοι όσοι ήμασταν στο δωμάτιο καιγόμασταν να κάνουμε, αλλά δεν τολμούσαμε. «Δε θα κάνουμε τίποτα μέχρι το κορίτσι ν’ αποφασίσει από μόνο του να μεταμορφωθεί» απάντησε ο πατέρας. Δεν υπήρξε ούτε ένας στο τραπέζι που να μην εξεπλάγη. Το να μην κάνουμε τίποτα δεν είχε περάσει σε καμία περίπτωση, ούτε για μια στιγμή, απ’ το μυαλό τους. Μόνο που εγώ κοίταζα κατάπληκτος τον πατέρα μου για άλλο λόγο. Ήταν πολύ γελασμένος αν νόμιζε ότι το Κοριτσάκι σκόπευε να γίνει μία από μας σύντομα. «Συμφωνώ» είπε ο Ίγκλεν. «Συνεχίζουμε κανονικά, αποφεύγοντας να τους δώσουμε αφορμή να μας επιτεθούν ή να υποπτευτούν ότι γνωρίζουμε τα σχέδιά τους. Στο μεταξύ, προτείνω να κρατήσουμε τη δεσποινίδα Λι όσο πιο προστατευμένη από επιδράσεις γίνεται – δεν υπάρχει λόγος να μάθει για τις άλλες διαστάσεις, ειδικά τώρα που κυκλοφορούν όλες αυτές οι φήμες για την Προφητεία στους κόλπους των Σοφών. Το τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε θα ήταν να μάθει κάποιος άνθρωπος για τους μάντεις μας και τη δύναμή τους, ή για την Προφητεία των Σκοτεινών Ηρωίδων. Είμαι σίγουρος πως τα μέλη του συμβουλίου των διαστάσεων θα συμφωνήσουν μ’ αυτό». Κούνησε το χέρι του απορριπτικά. «Θα ήθελα επίσης να προτείνω, Μεγαλειότατε, να πάρετε αυτό το κορίτσι υπό την προστασία σας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι δε θα απειληθεί το αίμα ή η ζωή του». Ο πατέρας συγκατένευσε. «Η πρότασή σου με βρίσκει σύμφωνο, 114
και θα εφαρμοστεί άμεσα». «Νομίζω πως θα ήταν φρόνιμο ίσως να μη μάθει τίποτα σχετικά μ’ αυτό, όπως και για ό,τι έχει να κάνει με τον πατέρα της» πρόσθεσε ο Σκάι. «Μου δίνει την εντύπωση ανθρώπου που θα ενεργούσε απερίσκεπτα αν μάθαινε τα όσα λέγονται σήμερα εδώ μέσα. Επίσης, δεν πρέπει να έχει την παραμικρή ελπίδα ότι θα φύγει κάποτε απ’ το Βάρνλεϊ. Αλλιώς, να είστε σίγουροι πως δεν πρόκειται ποτέ να πάρει την απόφαση να μεταμορφωθεί». Επιτέλους, κάποιος που μιλάει λογικά! Ο πατέρας μου ξερόβηξε. «Συμφωνούμε, λοιπόν, πως ό,τι είπαμε σήμερα εδώ μέσα θα μείνει κλεισμένο σε αυτούς τους τοίχους. Η σύσκεψη διακόπτεται μέχρι νεωτέρας». Ξεφύσηξα οργισμένος. Ένας ένας σηκώνονταν και, αφού υποκλίνονταν στον πατέρα μου, έφευγαν απ’ το δωμάτιο. Η Τσάριτι σηκώθηκε και τους ακολούθησε σχεδόν τρέχοντας, αναφωνώντας ενθουσιασμένη ότι θα πήγαινε ν’ αγοράσει φόρεμα για τη γιορτή της Φθινοπωρινής Ισημερίας. «Προσπάθησε να είσαι πιο συγκεντρωμένος την επόμενη φορά, Κάσπαρ» με κατσάδιασε ο πατέρας μου από την άλλη άκρη του δωματίου, περιμένοντας να πάω κοντά του. Προχώρησα διστακτικά προς το μέρος του, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το κήρυγμα που αναμφίβολα με περίμενε. «Πέντε ολόκληρες ώρες, πατέρα! Πέντε ώρες και το μόνο για το οποίο κατάφεραν να συμφωνήσουν ήταν πως θα πρέπει ν’ αφήσουμε τη Βιολέτα να επιλέξει η ίδια να μεταμορφωθεί. Το ξέρεις ότι δεν πρόκειται να συμβεί, έτσι δεν είναι;» «Κάπου εδώ μπαίνεις εσύ στο πλάνο, νεαρέ μου πρίγκιπα» επισήμανε χασκογελώντας ο Ίγκλεν, καθώς μας πλησίαζε κουτσαίνοντας. Τον κοίταξα απορημένος. Δεν κούτσαινε συνήθως. Μπορεί να ήταν ηλικιωμένος, αλλά δεν ήταν αδύναμος. Ωστόσο, είχε γεράσει πολύ μες στο καλοκαίρι. Τα μαλλιά του ήταν πιο λευκά, και οι λεπτές ρυτίδες γύρω απ’ τα μάτια του δεν εξαφανίζονταν με το που σταματούσε να γελάει. «Όπως κι εσύ, νεαρέ μου κόμη» πρόσθεσε απευθυνόμενος στον Φάμπιαν, που περιφερόταν άσκοπα στο δωμάτιο περιμένοντάς με. Εκείνος ήρθε προς το μέρος μας. «Αν δεν κάνω λάθος, εσείς οι δύο έχετε άμεση επαφή μαζί της σε καθημερινή βάση, σωστά;» ρώτησε ο πατέρας μου. Γνέψαμε καταφατικά. «Επομένως, είστε αυτό που βλέπει από το είδος μας. Κάντε τη να πιστέψει πως δεν είμαστε δολοφόνοι, κάτι που αναμφίβολα πιστεύει. 115
Βρείτε τρόπους να την πείσετε πως ο τρόπος ζωής μας θα μπορούσε να της ταιριάζει» είπε ο Ίγκλεν παίρνοντας τα ηνία απ’ τον πατέρα μου. Ο Φάμπιαν συγκατένευσε, σχεδόν ενθουσιασμένος, αλλά εγώ τους κοίταζα συνοφρυωμένος, διατηρώντας πολλές αμφιβολίες για το σχέδιό τους. «Θα χρειαστούν πολλά περισσότερα για να την πείσουμε να γίνει μία από μας». Ο Ίγκλεν χαμογέλασε. «Όταν θα έχει χάσει κάθε ελπίδα να γυρίσει σπίτι της, τότε θα είναι πολύ πιο εύκολο απ’ ό,τι νομίζεις». «Δεν πρόκειται να το κάνω». Τα μάτια του πατέρα μου έγιναν αυτομάτως μαύρα. «Κι όμως, θα το κάνεις. Έφτασε η στιγμή να αναλάβεις την ευθύνη–» «Και να δεχτώ τις συνέπειες των πράξεών μου. Ναι, τα έχω ξανακούσει αυτά. Έχουν αρχίσει να παλιώνουν» ξέσπασα. Γύρισα επιτόπου και βγήκα απ’ το δωμάτιο κλείνοντας ικανοποιημένος με θόρυβο την πόρτα πίσω μου. Αλλά πριν προλάβω να κάνω δυο βήματα, η πόρτα ξανάνοιξε, και γυρίζοντας είδα τον Ίγκλεν να με πλησιάζει κουτσαίνοντας. «Κάνε μια προσπάθεια» μου είπε, χτυπώντας με φιλικά στον ώμο. «Μπορεί ν’ ανακαλύψεις ότι εσείς οι δύο έχετε περισσότερα κοινά απ’ ό,τι νομίζεις». Σήκωσα το φρύδι μου, αλλά δεν είπα τίποτα. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα προτού θυμώσω πραγματικά πολύ. Ωστόσο, δεν κατάφερα ν’ αντισταθώ και γύρισα ρίχνοντας μια τελευταία ματιά στον ηλικιωμένο, αλλά σε καμία περίπτωση ξεμωραμένο άντρα, ο οποίος είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω μου χαμογελώντας αυτάρεσκα, σαν να ’ξερε κάτι που μου διέφευγε. Τι παιχνίδι παίζεις, Ίγκλεν; σκέφτηκα. Τι ξέρεις αυτή τη φορά;
116
KEΦΑΛΑΙΟ 18
Βιολέτα Η 28η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ξημέρωνε φέρνοντας μαζί της τα δέκατα όγδοα γενέθλιά μου, αλλά χωρίς κανένα λόγο να το γιορτάσω. Από τη μέρα που είχα κάνει τη σύνδεση μεταξύ του θανάτου της βασίλισσας και του πατέρα μου, κρατούσα το μυαλό μου τόσο καλά κλειδωμένο, που κανείς τους δεν είχε καταφέρει να μάθει πως είχα γενέθλια. Κανονικά θα έπρεπε να είμαι κάπου έξω και να το γλεντάω πίνοντας το πρώτο νόμιμο ποτό της ενήλικης ζωής μου. Αντ’ αυτού, ήμουν φυλακισμένη σ’ ένα σαλόνι γεμάτο βρικόλακες, επειδή η άλλη επιλογή μου θα ήταν να κοιμηθώ και να δω πάλι εφιάλτες. Δεν υπήρχε ούτε ένα βράδυ που να μη δω κάποιον εφιάλτη, κι όσο κι αν ο Φάμπιαν προσπαθούσε να με πείσει για το αντίθετο, ήμουν σίγουρη πως όσα έβλεπα ήταν αληθινά. Μου το επιβεβαίωνε το ρίγος που ένιωθα κάθε πρωί που ξυπνούσα. Οι φλόγες χόρευαν νωθρά στο τζάκι. Η ζέστη μού έκαιγε τα πόδια. Οι μακριές κόκκινες κουρτίνες ήταν τραβηγμένες κι ένας απαλός μελωδικός ψίθυρος ακουγόταν απ’ έξω, καθώς ο αέρας χάιδευε τις φυλλωσιές των δέντρων. Το φεγγάρι, που ήταν μισογεμάτο, φώτιζε απαλά τη λιμνούλα και τις άκρες του περιβόλου. Αποφάσισα ν’ απομακρυνθώ από το παράθυρο, όπου είχα περάσει πολλή ώρα παρακολουθώντας τα σύννεφα που συνέχιζαν να πυκνώνουν στον ουρανό. Δεν είχα δει ξανά τόσο βαρύ Αύγουστο από άποψη καιρού. Η μία καταιγίδα διαδεχόταν την άλλη, διώχνοντας το καλοκαίρι, και η παραμικρή ελπίδα για μια ζεστή μέρα είχε σβήσει οριστικά. Όχι ότι οι βρικόλακες ενοχλούνταν. Έπεσα βαριά στα αφράτα μαξιλάρια της πολυθρόνας δίπλα απ’ το τζάκι, συνειδητοποιώντας πως ήμουν το μόνο άτομο εκεί μέσα που αντιλαμβανόταν τη θέρμη της φωτιάς. Άκουγα τον Κάιν, τον Τσάρλι, τον Φίλιξ και τον Ντέκλαν να παίζουν πόκερ σε μια γωνιά, αναφωνώντας κάθε τόσο «Κλέφτη!», σπάζοντας έτσι τη σιωπή του δωματίου. Η Λάιλα ήταν ξαπλωμένη στον καναπέ 117
με το κινητό της κι έστελνε χαμογελαστή μηνύματα σε κάποιον. Ο Κάσπαρ καθόταν στην πιο σκοτεινή γωνιά γρατζουνώντας μια κιθάρα, και δε σήκωνε το βλέμμα του παρά μόνο αν κάποιος του απηύθυνε τον λόγο. Έστρεψα ξανά το βλέμμα μου στη φωτιά, ψάχνοντας παρηγοριά στις πύρινες γλώσσες που χόρευαν. Χάθηκα σαν υπνωτισμένη για λίγο μέσα στη λάμψη τους, μέχρι που αντιλήφθηκα πως κάποιος με κοίταζε έντονα. Από την απέναντι πολυθρόνα, ο Φάμπιαν είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω μου επίμονα, σαν να προσπαθούσε ν’ αποκρυπτογραφήσει κάτι. «Δεν είναι και τα καλύτερα γενέθλιά σου, ε;» ρώτησε, όσο πιο σιγανά γινόταν. «Πώς το ξέρεις;» Δεν είχα οχυρώσει το μυαλό μου αρκετά; Χαμογέλασε πονηρά. «Το έψαξα στο Ίντερνετ». Ξαναβυθίστηκα στην κοιλότητα που είχε αφήσει το σώμα μου στην πολυθρόνα. «Μιας και ρωτάς, όχι, δεν είναι τα καλύτερα γενέθλιά μου». Χωρίς να χάσει το χαμόγελό του, συνέχισε. «Νομίζω πως ξέρω τι θα σου φτιάξει το κέφι». Τον κοίταξα σηκώνοντας το φρύδι μου ειρωνικά. «Μη μου πεις μόνο ότι θα με πας για φαγητό». Γέλασε. «Όχι, όχι. Καμία σχέση. Σε μερικές εβδομάδες γίνεται ένας βασιλικός χορός, στον οποίο μπορούν να παρευρεθούν και άνθρωποι αν είναι καλεσμένοι» είπε με μια ανάσα. Τον κοίταξα επιφυλακτικά, αρχίζοντας να υποψιάζομαι πού το πήγαινε. «Δεν είναι άσχημα. Έχει μουσική και χορό, και είμαι σίγουρος πως θα διασκεδάσεις. Ίσως και να σε βοηθήσει να δεις το βασίλειό μας από άλλη οπτική. Τέλος πάντων, αναρωτιόμουν αν θα ’θελες να έρθεις. Τι λες; Υπάρχει πιθανότητα να δεχτείς;» Ξανασήκωσα το φρύδι μου. «Να δεχτώ τι; Να έρθω μαζί σου;» ρώτησα. «Εεε... ναι». Τον κοίταξα σμίγοντας τα φρύδια μου. «Λοιπόν, επειδή το πρόγραμμά μου είναι ιδιαίτερα φορτωμένο, με όλους αυτούς που θέλουν να μου πιουν το αίμα, θα το δω και θα σου πω. Το μόνο που μπορώ να σου υποσχεθώ αυτή τη στιγμή είναι πως θα το σημειώσω». Το πρόσωπό του φωτίστηκε και, χαμογελώντας ως τ’ αυτιά, σηκώθηκε απ’ την πολυθρόνα, έπιασε τα χέρια μου και με τράβηξε απαλά, σηκώνοντάς με όρθια. Τα τέσσερα αγόρια σταμάτησαν να παίζουν χαρτιά για να μη χάσουν το θέαμα, ενώ η Λάιλα έριξε μια ματιά πάνω απ’ το κινητό της ανοίγοντας ελαφρά το στόμα απ’ την έκπληξη. Μέχρι κι ο 118
Κάσπαρ σήκωσε το βλέμμα του, κοιτώντας μας ερευνητικά. «Θα ήθελα να... θα ήθελα...» Κάνοντας βαθιά υπόκλιση, γονάτισε και, πιάνοντας ευγενικά το χέρι μου, άφησε ένα απαλό φιλί στο πάνω μέρος της παλάμης. Ένιωσα τα μάτια μου να γουρλώνουν απ’ την αμηχανία. «Δεσποινίς Βιολέτα Λι, θα ήθελα να κάνετε σ’ εμένα, τον λόρδο Φάμπιαν Μαρλ Αριάνι, κόμη της Αριανής, την τιμή να με συνοδεύσετε στον χορό. Με γυάλινα γοβάκια και τα συναφή». Έμεινα για λίγο σιωπηλή, προσπαθώντας να χωνέψω την υπερβολή του όλου πράγματος. «Εάν το κρίνετε απαραίτητο» απάντησα, στρέφοντας δραματικά τα μάτια μου στο ταβάνι. Χαμογέλασε ακόμα πιο πλατιά, και μ’ ένα σάλτο σηκώθηκε όρθιος. Έριξα μια ματιά στους υπόλοιπους, οι οποίοι χαμογελούσαν, με μόνη εξαίρεση τη Λάιλα και τον Κάσπαρ, οι οποίοι μας κοίταζαν ανέκφραστοι. Για ένα μόνο λεπτό ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει από φόβο και δυσπιστία, μαζί με μια σταλιά ενθουσιασμό. «Υπάρχει μόνο ένα μικρό πρόβλημα» πρόσθεσα. «Ποιο;» ρώτησε ο Φάμπιαν. «Δεν ξέρω να χορεύω». Ο Φάμπιαν χαμογέλασε. Με κοίταξε για μια ακόμα φορά παιχνιδιάρικα. «Αυτό είναι κάτι που διορθώνεται εύκολα».
119
KEΦΑΛΑΙΟ 19
Βιολέτα «ΤΙ ΕΝΝΟΕΙΣ ΛΕΓΟΝΤΑΣ ότι θα μου κάνετε μαθήματα χορού;» τσίριξα, γυρίζοντας νευρικά το βλέμμα μου απ’ τον έναν βρικόλακα στον άλλο. «Ακριβώς αυτό. Μαθήματα χορού. Μήπως θες να σ’ το συλλαβίσω κιόλας;» είπε ο Κάσπαρ αγριοκοιτάζοντάς με. «Σ’ ευχαριστώ πάρα πολύ, αλλά δε χρειάζεται, ξέρω κι εγώ να συλλαβίζω. Άλλωστε είμαι σίγουρα πολύ πιο έξυπνη από σένα» απάντησα. «Μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, Κοριτσάκι» μου αντιγύρισε χαμογελώντας λοξά. «Μην ξεχνάς πως σε περνάω κάτι χρόνια. Λοιπόν, έλα, έχουμε κι άλλες δουλειές να κάνουμε». Με άρπαξε απ’ τον αγκώνα και με έσυρε στον διάδρομο. Έριξα μια ματιά πίσω μου, αναζητώντας βοήθεια από τον Φάμπιαν και τον Ντέκλαν, αλλά απλώς με κοίταξαν και, ανασηκώνοντας τους ώμους, μας ακολούθησαν. Φτάσαμε έξω από το δωμάτιο μουσικής. Μπαίνοντας μέσα είδα τη Λάιλα, τον Σκάι και τον Τζαγκ να στέκονται ήδη δίπλα σ’ ένα μαύρο πιάνο με ουρά, τοποθετημένο σε μια γωνιά πάνω στο καλογυαλισμένο πάτωμα. «Ορίστε. Φόρεσε αυτά εδώ» είπε η Λάιλα, πετώντας προς το μέρος μου ένα ζευγάρι υπερβολικά ψηλές κατακόκκινες γόβες στιλέτο με λουριά. Έκανα πίσω ξαφνιασμένη και τις άφησα απλά να πέσουν στο πάτωμα. Κοίταζα αναποφάσιστη μία τις ψηλοτάκουνες γόβες και μία τις μπαλαρίνες μου. Σήκωσα ύστερα τα μάτια και, βλέποντας τον τρόπο που με αγριοκοίταζε η Λάιλα, κατάλαβα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το να κάνω ακριβώς εκείνο που μου είχε ζητήσει. Τις φόρεσα. Τα λεπτά τους λουριά ήταν σαν να ’σκαβαν το δέρμα μου. Σηκώθηκα, ίσιωσα το κορμί μου και βρέθηκα να κοιτάζω το πάτωμα, από πολύ μεγαλύτερη απόσταση απ’ ό,τι συνήθως. Ο Σκάι βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στο πιάνο, ενώ ο Φάμπιαν με άρπαξε
120
απ’ το χέρι και με τράβηξε στη μέση του δωματίου. Τρίκλισα και αρπάχτηκα από πάνω του προσπαθώντας να βρω την ισορροπία μου. Κοκκίνισα σαν παντζάρι κοιτώντας τον απολογητικά. «Βιολέτα, έχεις χορέψει ποτέ πριν απ’ αυτήν εδώ τη βασική εκπαίδευση;» φώναξε ο Σκάι απ’ το πιάνο, συνεχίζοντας να ανεβοκατεβαίνει αλάνθαστα κλίμακες χωρίς να κοιτάζει καν τα πλήκτρα. «Χορός λέγεται» πεταχτήκαμε να τον διορθώσουμε με μια φωνή ο Κάσπαρ, ο Φάμπιαν κι εγώ. «Τέλος πάντων. Όπως κι αν λέγεται, δεν παρέχει παρά μια καλή δικαιολογία για σαλιαρίσματα σε κοινή θέα. Οι νέοι στις μέρες μας…» Η φωνή του έσβησε μες στην περιφρόνηση. Μου ξέφυγε ένα πνιχτό γελάκι, και ρίχνοντας μια φευγαλέα ματιά στον Φάμπιαν είδα πως κι εκείνος χαμογελούσε. «Θα το εκλάβω ως απάντηση και θα υποθέσω πως δεν έχεις ξαναχορέψει. Λοιπόν, Βιολέτα, άκου προσεκτικά. Δεν έχω πολλή υπομονή ως δάσκαλος. Δε θα σπαταλήσω πολύ απ’ τον χρόνο μου βλέποντάς σε να σκοντάφτεις». Ξεφορτώθηκα το χαμόγελό μου και συγκεντρώθηκα. «Θα ξεκινήσουμε με τα βασικά βήματα του βαλς. Λοιπόν. Ίσιωσε το σώμα σου και φαντάσου πως υπάρχει ένα κουτί στο πάτωμα. Ξεκινάς από την κάτω αριστερή γωνία. Στο πρώτο χτύπημα, κάνε ένα βήμα προς την πάνω αριστερή γωνία... ναι, έτσι» είπε καθώς έκανα το πρώτο μου βήμα προς τα μπρος. «Στο δεύτερο χτύπημα, κάνε άλλο ένα βήμα με το δεξί πόδι προς την πάνω δεξιά γωνία· στο τρίτο χτύπημα ακολουθεί το αριστερό». Ακολουθούσα πιστά τις οδηγίες του. «Και τώρα όλο μαζί! Ωραία! Τώρα κάνε πίσω με το δεξί σου πόδι και μετακίνησε το αριστερό πίσω στην αρχική του θέση, κάνεις το ίδιο και με το δεξί, και με αυτό τον τρόπο έχεις ολοκληρώσει τα βασικά βήματα. Ωραία, ας προσπαθήσουμε ξανά...» Ούτε κι εγώ ξέρω πόσες φορές χρειάστηκε να επαναλάβω τα ίδια βήματα, κάτω από τις αυστηρές οδηγίες του Σκάι, ενώ οι υπόλοιποι παρακολουθούσαν από τη γωνία διορθώνοντας πού και πού κάποιο βήμα μου. Μετά άρχισε να μου δίνει πιο περίπλοκες οδηγίες, ζητώντας μου μια να γέρνω πίσω, μια να σηκώνομαι, και μια να στροβιλίζομαι, πράγμα που με έκανε να μπερδέψω πολλές φορές τα πόδια μου, αλλά με το που μου φώναξε μερικές φορές «Το κουτί, θυμήσου το κουτί!» τα πόδια μου ως διά μαγείας λύθηκαν και βρέθηκα να στροβιλίζομαι όλο χάρη κατά μήκος του δωματίου. Ξαφνικά σταμάτησε. «Νομίζω πως είναι ώρα να προσπαθήσεις να χορέψεις και με παρτενέρ, τι λες; Έλα, Φάμπιαν». Πάγωσα. Εκείνο ήταν το σημείο που φοβόμουν. Ο Φάμπιαν έκανε 121
ένα βήμα εμπρός και άπλωσε το αριστερό του χέρι χαμογελώντας αμυδρά. Του έδωσα το δεξί μου χέρι, όπως μου είχε υποδείξει ο Σκάι. Τοποθέτησε το άλλο μου χέρι στον ώμο του και μ’ αγκάλιασε από τη μέση, ακουμπώντας ελαφρά το ελεύθερο χέρι του λίγο πάνω απ’ τους γοφούς μου. Κάθε μυς στο σώμα μου σφίχτηκε με το που με άγγιξε. Προσπάθησα να ηρεμήσω, αλλά ήταν πολύ δύσκολο. Η τόσο στενή επαφή με τρόμαζε. «Χαλάρωσε» μου είπε ψιθυρίζοντας. Το βλέμμα του ήταν γεμάτο ζεστασιά. Ανέπνευσε βαθιά. Ο παγωμένος αέρας της αναπνοής του ανακάτεψε ελαφρά τα μαλλιά μου. Κοκκίνισα συνειδητοποιώντας το πόσο κοντά ήμασταν. «Τώρα κάνε απλώς αυτά που προβάραμε πριν, μόνο που θα πρέπει να αφεθείς να σε οδηγήσει ο Φάμπιαν» φώναξε ο Σκάι, επιστρέφοντας στο πιάνο. Η μουσική άρχισε να παίζει. Μείναμε για λίγο παγωμένοι στη θέση μας, προτού νιώσω τον Φάμπιαν να με σπρώχνει ελαφρά ένα βήμα προς τα πίσω. Τα πόδια του πήραν ν’ ακολουθούν τα δικά μου και αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε σε όλο το δωμάτιο. «Είδες που δεν είχες λόγο ν’ ανησυχείς;» είπε ο Φάμπιαν χαμογελώντας. «Είναι σαν να χορεύεις από παιδί, όπως όλοι οι υπόλοιποι εδώ μέσα». Τον κοίταξα υψώνοντας δύσπιστη το φρύδι μου. «Ναι, καλά. Έτσι το λες για να με χαλαρώσεις». «Κι όμως, σου λέω αλήθεια» επέμεινε, λάμποντας από χαρά. «Νομίζω πως μπορούμε να αφήσουμε το βαλς για λίγο, υπάρχουν πολλοί άλλοι χοροί που είναι δυνατόν να μάθεις. Γνωρίζεις καθόλου από χορούς του δεκάτου ογδόου αιώνα;» ρώτησε Σκάι. Σταματήσαμε τόσο απότομα, που έχασα την ισορροπία μου. Ταλαντεύτηκα για λίγο, αλλά το σταθερό χέρι του Φάμπιαν με κράτησε όρθια. Κοίταξα τον Σκάι μαγεμένη. Μια νοσταλγική, μελαγχολική μελωδία γέμισε το δωμάτιο. «Α, το μενουέτο. Το φόρτε μου» είπε ο Τζαγκ και ήρθε προς το μέρος μου. Τρεις ώρες αργότερα είχα μάθει χορούς που δεν ήξερα καν ότι υπήρχαν, και από τόσες διαφορετικές εποχές που ένιωθα σαν να είχα κάνει μάθημα ιστορίας μάλλον παρά χορού. «Να θυμάσαι πως αυτός εδώ λέγεται σοτέζ. Και τώρα θα πρέπει να προχωρήσουμε στους κανόνες καλής συμπεριφοράς» είπε ο Σκάι. Χαλάρωσα, ανακουφισμένη στην προοπτική λίγης ξεκούρασης: προσπάθησα να τεντώσω τα χέρια και μόρφασα απ’ τον πόνο. Οι κλειδώσεις στους αγκώνες μου ήταν λες κι είχαν πάθει αγκύλωση ύστερα από τόσες ώρες 122
στην ίδια στάση. «Κανόνες καλής συμπεριφοράς;» «Ναι. Κανόνες καλής συμπεριφοράς. Είναι το ίδιο σημαντικοί με τους χορούς. Και σταματήστε επιτέλους να δείχνετε τόσο... αποσβολωμένη. Δεν είναι κάτι το δύσκολο» είπε ξερά ο Σκάι, εμφανώς δυσαρεστημένος από την κουρασμένη μου έκφραση. «Πρώτος κανόνας: μια κυρία δεν επιτρέπεται ποτέ να ζητήσει έναν κύριο σε χορό. Πρέπει να περιμένει να της ζητηθεί. Και δε χωρούν εξαιρέσεις». «Εντελώς σεξιστικό» μουρμούρισα, εκνευρισμένη και απελπισμένη καθώς προσπαθούσα να ελευθερώσω τα πονεμένα πόδια μου από κείνα τα απαίσια παπούτσια. «Ναι. Είναι σεξιστικό» συμφώνησε ο Σκάι. «Δεύτερος κανόνας: εάν επιθυμείτε να αρνηθείτε έναν χορό, μπορείτε να το κάνετε, αρκεί να είστε ευγενική και συνεσταλμένη. Ναι, αυτό που ακούσατε, δεσποινίς Λι. Συνεσταλμένη. Αρετή που, απ’ όσα έχω καταλάβει, σας είναι παντελώς άγνωστη». Άνοιξα το στόμα να το αμφισβητήσω, αλλά ήξερα πως είχε δίκιο κι έτσι έμεινα σιωπηλή. Ο Κάσπαρ δεν έχασε την ευκαιρία να γελάσει χλευαστικά από την άλλη άκρη του δωματίου. «Και τώρα το πιο σημαντικό: η υπόκλιση. Είναι πολύ απλό. Δεδομένου ότι είστε άνθρωπος, θα πρέπει να υποκλίνεστε σε κάθε παρτενέρ σας, και πριν και μετά τον χορό. Όσοι ανήκουν στην αριστοκρατία θα σας ανταποδώσουν την υπόκλιση, τα μέλη της βασιλικής οικογένειας όμως όχι». Τον λοξοκοίταξα. Όλοι εκείνοι οι κανόνες καλής συμπεριφοράς και οι υποκλίσεις μού φαίνονταν απλώς άλλη μια ταπεινωτική και υποτιμητική άσκηση, που είχε ως στόχο να μου υπενθυμίσει το γεγονός ότι ήμουν άνθρωπος κι όχι βρικόλακας. Αλλά τη στιγμή που ήμουν έτοιμη να μοιραστώ τη σκέψη μου με τους υπόλοιπους, είδα το χαμόγελο στο πρόσωπο του Φάμπιαν και μου δέθηκε η γλώσσα κόμπος. Δεν μπορώ να του το χαλάσω, σκέφτηκα. Ακόμα κι αν είναι βρικόλακας. «Κάτι άλλο επίσης σημαντικό είναι πως, αν κάποιο μέλος της βασιλικής οικογένειας σας πλησιάσει, θα πρέπει να υποκλιθείτε. Κατανοητό;» Έγνεψα σαν να συμφωνούσα. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, θα περάσω τελικά όλο μου το βράδυ σκυμμένη. «Και πώς θα ξέρω αν κάποιος ανήκει στη βασιλική οικογένεια; Και τι θα κάνω αν χορέψω με άλλον άνθρωπο; Θα πρέπει να υποκλιθώ και τότε;» «Θα προσέχετε τα οικόσημα. Όσο για την άλλη σου ερώτηση, αμφιβάλλω αν θα συναντήσεις ανθρώπους. Το είδος σας έχει την τάση να 123
συναναστρέφεται μόνο οικείους του». Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει. Ένας από τους λόγους που είχα δεχτεί να πάω στον χορό ήταν για να μιλήσω, ή τουλάχιστον να δω κάποιον άνθρωπο. Να δω έστω και για μια στιγμή κάποιον με φυσιολογικά δόντια. «Και για να ολοκληρώσω, θα πρέπει να προσέξετε να μη μείνετε ποτέ μόνη σας. Η όλη κατάσταση είναι ήδη αρκετά ιδιόρρυθμη. Το τελευταίο πράγμα που θα θέλαμε είναι να εκτεθείτε σε επιπλέον κινδύνους». Κάρφωσα το βλέμμα στο πάτωμα κι άρχισα να σέρνω προβληματισμένη τη σόλα του παπουτσιού μου στο παρκέ. Ήξερα ότι το όλο εγχείρημα ήταν ριψοκίνδυνο, αλλά ένιωθα πως θα ήμουν πολύ πιο ασφαλής στον χορό παρά κλεισμένη ολομόναχη στο δωμάτιό μου. Ο Σκάι, εμφανώς ικανοποιημένος, πήρε και πάλι τη θέση του στο πιάνο. «Λοιπόν, δεδομένου ότι έχουμε ακόμη λίγο χρόνο στη διάθεσή μας, θα έλεγα να ξαναδούμε άλλη μια φορά τους χορούς. Φάμπιαν...» Επαναλάβαμε όλους τους χορούς άλλη μια φορά. Οι υπόλοιποι βρικόλακες είχαν τα μάτια τους καρφωμένα πάνω μου, διορθώνοντας και το παραμικρό λάθος, και την παραμικρή κίνηση, ώσπου κάποια στιγμή φάνηκαν ικανοποιημένοι από το αποτέλεσμα. «Και τώρα το βαλς. Κάσπαρ, νομίζω πως είσαι ο ειδικός σ’ αυτό τον χορό. Θα οδηγήσεις τη δεσποινίδα Λι;» Ο Κάσπαρ έκανε ένα βήμα προς τα μπρος, αλλά εγώ οπισθοχώρησα, κοιτώντας τον επιφυλακτικά. «Γιατί να χορέψω μαζί του;» ρώτησα, παρατηρώντας κάθε του κίνηση καθώς ερχόταν κορδωμένος προς το μέρος μου. «Επειδή θέλουμε να είμαστε σίγουροι πως είσαι αρκετά καλή για να χορέψεις στη βασιλική αυλή, Κοριτσάκι. Βασιλική, καταλαβαίνεις τη σπουδαιότητα της λέξης βα-σι-λι-κή, Κοριτσάκι;» είπε αργόσυρτα ο Κάσπαρ, τονίζοντας την κάθε συλλαβή με την όλο και πιο πατερναλιστική φωνή του. «Ο Κάσπαρ αποδώ είναι εξαιρετικός χορευτής, σχεδόν όσο και ο πατέρας μας» εξήγησε ο Σκάι όλο περηφάνια. Ο Κάσπαρ πλησίασε ακόμα πιο πολύ, και απρόθυμα έκανα ένα βήμα προς το μέρος του, χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια μου από πάνω του. Ένα διαβολικό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του, καθώς μου άρπαζε το χέρι κλείνοντάς το μέσα στο δικό του. Πέρασε το ελεύθερο χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου και μ’ έσφιξε δυνατά πάνω του. «Εξαιρετικός, ε;» είπα σιγανά, μιμούμενη τον Σκάι. «Αν είσαι τόσο εξαιρετικός, γιατί δε μ’ έμαθες εσύ να χορεύω;» «Είχα πολύ καλύτερη θέα από τη θέση του παρατηρητή». Το 124
βλέμμα του γλίστρησε στο στήθος μου. Χαμογέλασε σαρδόνια. «Ωραίο φόρεμα». Ξεφύσηξα αηδιασμένη. Καθώς η μουσική άρχισε να παίζει, ένιωσα να με διαπερνά ένα ρίγος. Αρχίσαμε να στροβιλιζόμαστε, αλλά το κομμάτι ήταν πολύ πιο αργό και σκοτεινό από τα βαλς που είχα χορέψει μέχρι εκείνη τη στιγμή, γεγονός που με δυσκόλευε πολύ να ακολουθήσω τα βήματα. Κάποια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, χωριστήκαμε, και μ’ ένα απαλό τίναγμα του χεριού του βρεθήκαμε ο ένας αντίκρυ στον άλλον. Τον κοίταξα ανήσυχη. «Στρίψε!» μου είπε κοφτά. Έκανα μια στροφή περνώντας κάτω απ’ το χέρι του, και με το που ολοκλήρωσα τη φιγούρα με τράβηξε ξανά κοντά του, μέχρι που βρεθήκαμε στήθος με στήθος, με το ένα μου χέρι να αιωρείται ψηλά στον αέρα και το άλλο τυλιγμένο γύρω απ’ τη μέση του. «Αυτό δεν είναι βαλς!» είπα, και οι λέξεις βγήκαν σφυρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια μου. «Όχι, δεν είναι» απάντησε, κοιτώντας με διαπεραστικά με τα σκοτεινά του μάτια. «Μου αρέσει η ποικιλία. Καλύτερα ν’ αρχίσεις να το συνηθίζεις». Στροβιλίζοντάς με, πήραμε ξανά την αρχική μας στάση συνεχίζοντας τον χορό μας. «Νομίζω πως αυτό που έκανες παραβιάζει τους κανόνες καλής συμπεριφοράς που τόσο πολύ σας αρέσουν». Προς μεγάλη μου έκπληξη τον είδα να χαμογελάει, και ίσως ήταν η πρώτη φορά που το χαμόγελό του φαινόταν ειλικρινές. «Πράγματι. Αλλά για κακή σου τύχη... δεν είμαστε στον χορό». Η μουσική άρχισε να σβήνει και απομακρυνθήκαμε ο ένας απ’ τον άλλον. Υποκλίθηκα, και ο Κάσπαρ επέστρεψε στη θέση του. «Λοιπόν;» ακούστηκε μια σιγανή μακρόσυρτη φωνή πίσω μου. Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει στο στήθος. Ήταν ο βασιλιάς. Δεν είχα ιδέα από πού είχε εμφανιστεί ή πόση ώρα στεκόταν στην άκρη του δωματίου κρυμμένος στις σκιές. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φάμπιαν και του Κάσπαρ, υποκλίθηκα. «Θα τα καταφέρει» απάντησε ο Κάσπαρ. Ο βασιλιάς κούνησε το κεφάλι σκεφτικός, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του από πάνω μου. Νιώθοντας απίστευτη αμηχανία, γύρισα και κοίταξα τους άλλους που αποχωρούσαν ένας ένας απ’ το δωμάτιο, εξακολουθώντας ωστόσο να νιώθω το βλέμμα του βασιλιά καρφωμένο στην πλάτη μου. Η Λάιλα κοντοστάθηκε για λίγο δίπλα μου, και χωρίς να μου πει κάτι έβγαλα τις γόβες και της τις έδωσα. Με το που βγήκε ο βασιλιάς απ’ το δωμάτιο, 125
πήγα κουτσαίνοντας ως το πιάνο, κάθισα στο σκαμπό και μορφάζοντας απ’ τον πόνο ξανάβαλα τις μπαλαρίνες μου. Τι μου συμβαίνει; Γιατί επιτρέπω στον εαυτό μου να έρθει κοντά τους; Μέρα με τη μέρα η εικόνα των δολοφονημένων εκτελεστών γινόταν όλο και πιο αχνή στη μνήμη μου, και έπρεπε να καταβάλλω υπέρμετρη προσπάθεια για να μην ξεχνάω ότι εκείνοι που τους είχαν κατακρεουργήσει ήταν αυτοί εδώ οι βρικόλακες… με τους οποίους μόλις πριν χόρευα. Ανατρίχιασα. Ένιωθα παγωμένη ως το κόκαλο. Το χλωμό, τρομαγμένο είδωλό μου έμοιαζε να με κοροϊδεύει μέσα απ’ την αντανάκλαση του λουστραρισμένου ξύλου του πιάνου. Τα μάτια μου έδειχναν ακόμα πιο κουρασμένα εκείνες τις μέρες, κι αναστέναξα. Παραδεχόμουν για πρώτη φορά πως δεν ήταν μόνο η ανάμνηση των άψυχων κορμιών των εκτελεστών που έσβηνε μέσα μου, αλλά και η ελπίδα να φύγω κάποτε από το Βάρνλεϊ. Θα σε πάρουμε από εκεί μέσα, Βιολέτα, αλλά θα χρειαστεί χρόνος... Εκείνα τα τελευταία λόγια του πατέρα μου είχαν στοιχειώσει μέσα μου. Θα χρειαζόταν χρόνος, ναι. Αλλά πόσο θα μπορούσα ν’ αντέξω ακόμη;
126
KEΦΑΛΑΙΟ 20
Βιολέτα «ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΚΟΙΤΑΞΩ τώρα;» ρώτησα, κρατώντας τα μάτια μου ερμητικά κλειστά καθώς η Λάιλα με οδηγούσε προς τον καθρέφτη. «Όχι ακόμη». Μου τράβηξε άλλο ένα τσουλούφι, το τύλιξε γύρω απ’ το δάχτυλό της και το στερέωσε όπως και τα υπόλοιπα μ’ ένα τσιμπιδάκι. «Ωραία. Τώρα μπορείς να κοιτάξεις» είπε χαρούμενη. Με το που άνοιξα τα μάτια μου, έμεινα άφωνη. Δεν μπορούσα να πιστέψω πως η κοπέλα που με κοίταζε μέσα απ’ τον καθρέφτη, με τα μεγάλα βιολετί της μάτια ορθάνοιχτα από την έκπληξη, ήμουν εγώ. «Εγώ είμ’ αυτή;» ψιθύρισα. Η Λάιλα έγνεψε χαμογελώντας, ικανοποιημένη με το δημιούργημά της. Έκανε νόημα σε δύο από τις υπηρέτριες να φύγουν, ενώ εγώ συνέχιζα να κοιτάζω την κοπέλα μέσα στον καθρέφτη, ανίκανη ακόμη να πιστέψω τη μεταμόρφωσή μου. Τα σκούρα, μαύρα μου μαλλιά ήταν χτενισμένα σε χαλαρές μπούκλες, οι οποίες έπεφταν κομψά μέχρι κάτω απ’ τους ώμους, ενώ οι αφέλειές μου και κάποια πλαϊνά τσουλούφια ήταν πιασμένα λοξά πάνω απ’ το μέτωπο με ένα μικροσκοπικό τσιμπιδάκι που κατέληγε σε τριαντάφυλλο. Το δέρμα μου ήταν κατάλευκο, σχεδόν διάφανο. Δεν ήμουν παρά ελάχιστα μακιγιαρισμένη. Φορούσα μόνο μάσκαρα, αϊλάινερ και μια στρώση μαύρης σκιάς. Ένα μαύρο δαντελένιο τσόκερ –με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στην άκρη– αγκάλιαζε τον λαιμό μου. Μπορούσα να νιώσω τους παλμούς μου μέσα από το αραχνοΰφαντο υλικό. Αλλά η πραγματική αποκάλυψη ήταν το φόρεμα. Ήταν μια μακριά στράπλες τουαλέτα, σε βιολετί χρώμα – προφανώς η επιλογή του χρώματος δεν ήταν τυχαία. Το ντεκολτέ ήταν σε σχήμα καρδιάς, ενώ ένας εφαρμοστός κορσές αγκάλιαζε σφιχτά το σώμα μου ως τη μέση. Χιλιάδες μικροσκοπικές γυάλινες χάντρες σχημάτιζαν ένα S, ξεκινώντας από το μπούστο για να καταλήξουν χαμηλά στο ύψος της μέσης 127
μου. Η τουαλέτα άνοιγε εντυπωσιακά από τη μέση και κάτω, κάνοντας σούρες και πιέτες στολισμένες με ακόμα περισσότερες χάντρες, μέχρι που έπεφτε βαριά στο πάτωμα. Θα σκότωνα για ένα τέτοιο φόρεμα. Κυριολεκτικά. Έριξα ακόμα μια ματιά στο χλωμό μου δέρμα. Δε φορούσα ούτε μια σταλιά ρουζ –προφανώς απαγορευόταν αυστηρά στον κόσμο των βρικολάκων–, επομένως έδειχνα λίγο άρρωστη, αλλά για κάποιο λόγο δε φαινόταν άσχημο. «Πάρε κι αυτά, θα τα χρειαστείς» είπε η Λάιλα, δίνοντάς μου ένα ζευγάρι ολόλευκα γάντια. Τα φόρεσα. Μου έφταναν ως τους αγκώνες. «Θα πρέπει να τα φοράς σε όλη τη διάρκεια της χοροεσπερίδας» με συμβούλεψε. Συγκατένευσα και, παίρνοντας το βλέμμα μου απ’ τον καθρέφτη, την κοίταξα. Είχε ξεφορτωθεί το κόκκινο χρώμα απ’ τα μαλλιά της, αντικαθιστώντας το με ένα βαθύ καστανό, ενώ τα είχε μαζέψει κότσο, αφήνοντας μόνο μερικά τσουλούφια να πέφτουν χαλαρά γύρω απ’ το πρόσωπο. Φορούσε σμαραγδί εξώπλατη τουαλέτα με βαθύ κόψιμο, που σταματούσε ακριβώς εκεί όπου άρχιζαν οι γλουτοί της. Το υπόλοιπο φόρεμα έπεφτε αέρινα στο πάτωμα και κατέληγε σε μια μικρή ουρά. Το μακιγιάζ της ήταν πολύ διακριτικό· κατά τη γνώμη μου ήταν τόσο όμορφη, που θα μπορούσε και να μη βαφτεί καθόλου. Στο τέλος φόρεσε μια σμαραγδί ταινία κεντημένη με ασημί κλωστή με το οικόσημο των Βαρν, διαγώνια στην τουαλέτα της. Η υπηρέτρια που είχε μείνει πίσω μάς πλησίασε και της φόρεσε μια λεπτοδουλεμένη και σίγουρα πανάκριβη διαμαντένια τιάρα στο κεφάλι, ενώ της έδωσε και ένα ζευγάρι γάντια σχεδόν όμοια με τα δικά μου. «Λοιπόν. Νομίζω πως είμαστε πανέτοιμες. Πρέπει να πω πως είσαι το πιο εντυπωσιακό μου επίτευγμα» είπε περιχαρής. «Ευχαριστώ» μουρμούρισα ειρωνικά. «Μέχρι και για βρικόλακας θα μπορούσες να περάσεις» συνέχισε, όσο η υπηρέτρια της περνούσε ένα ασημένιο κολιέ γύρω απ’ τον λαιμό. Γύρισα προς τον καθρέφτη. Ήμουν πράγματι τόσο διαφορετική; Υπήρχε πιθανότητα να με περάσουν για βρικόλακα; Η απάντηση ήταν πως όχι. Η φλέβα στον λαιμό μου παλλόταν ακόμη, τα μάγουλά μου είχαν φυσικό κόκκινο χρώμα και η καρδιά μου χτυπούσε ρυθμικά στο στήθος. Δεν είχα ούτε τη χάρη ούτε την κομψότητα των βρικολάκων, ενώ απεχθανόμουν οτιδήποτε είχε να κάνει μ’ εκείνους. Και, φυσικά, ήξερα πως η μυρωδιά μου –όπως και οποιουδήποτε άλλου ανθρώπου– εξακολουθούσε να έχει την ίδια επιρροή πάνω τους. 128
Η καρδιά μου έχασε έναν χτύπο και ένας αδιόρατος φόβος με κατέβαλε, καθώς ακούστηκαν οι πρώτες νότες της ορχήστρας στον κάτω όροφο και τα βιαστικά βήματα των μπάτλερ που έσπευδαν να υποδεχτούν τους πρώτους καλεσμένους. Έριξα μια ματιά απ’ το παράθυρο. Έξω επικρατούσε πανδαιμόνιο. Μπάτλερ και βαλέδες έτρεχαν προς τους καλεσμένους, που έφταναν πια κατά δεκάδες. Όσο δυνάμωνε το βουητό από τις συζητήσεις στην κύρια είσοδο, τόσο αγχωνόμουν. Οι δείκτες του ρολογιού κυλούσαν βασανιστικά αργά και η αγωνία μου είχε κορυφωθεί, ένιωθα να λυγίζουν τα γόνατά μου. «Ποιος είπαμε πως θα σε συνοδεύσει στον χορό;» ρώτησα, για να ξεχαστώ λίγο. «Ένας δεύτερος ξάδερφός μου. Εννοείται πως δεν ήταν δική μου επιλογή. Έκανα χάρη στη θεία μου» μου εξήγησε η Λάιλα, εμφανώς ενοχλημένη με την επιλογή που έκαναν οι άλλοι για κείνη. «Είναι άσχημος;» Σήκωσε το τέλεια σχηματισμένο φρύδι της. «Έχεις γνωρίσει ποτέ βρικόλακα που ήταν άσχημος;» Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε. «Έτσι. Και ξέρεις γιατί; Επειδή δεν υπάρχουν. Απλώς είναι εξοργιστικά εγωπαθής. Θα με χορέψει το πολύ δύο χορούς και ύστερα θα εξαφανιστεί. Και άντε να τον βρεις μετά». Κατσούφιασε και ψιθύρισε κάτι ακατανόητο μέσα απ’ τα δόντια της. «Να υποθέσω πως ήθελες να πας με κάποιον άλλον, έτσι;» ρώτησα αδιάφορα. «Ακριβώς. Κι όχι απλά με κάποιον άλλον αλλά με κάποιον πολύ συγκεκριμένο» τόνισε. Το βλέμμα της χάθηκε για μια στιγμή, αλλά ίσως και να οφειλόταν σε κάποιο παιχνίδισμα του φωτός, επειδή αμέσως μετά ίσιωσε το κορμί και χαμογέλασε. «Έτοιμη;» Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν να ’χε κάνει κάποιο κρυφό σινιάλο, ακούστηκε ένα ζωηρό χτύπημα στην πόρτα, και η υπηρέτρια έτρεξε ν’ ανοίξει. Ο Φάμπιαν μπήκε στο δωμάτιο φορώντας ένα μαύρο σμόκιν. Το λευκό του πουκάμισο εφάρμοζε άψογα στον κορμό του, μέχρι που χανόταν κάτω από ένα μπλε ζωνάρι. Τα ξανθά του μαλλιά ήταν πιο στιλπνά και καλοχτενισμένα από ποτέ. Ένα τριγωνάκι λευκού υφάσματος εξείχε από την τσέπη του σακακιού του στο ύψος του στήθους, ενώ φορούσε, ακριβώς όπως κι εμείς, λευκά γάντια. «Ουάου» ψιθύρισε κοιτώντας με. «Λάιλα, έκανες θαύματα!» Κοκκίνισα, χωρίς να μπορώ ν’ αποφασίσω αν έπρεπε να εκλάβω το σχόλιό του ως κομπλιμέντο ή ως προσβολή. Τα μάτια της πήραν μια αχνή απόχρωση του ροζ και έστρεψε το 129
βλέμμα αμήχανα στο πάτωμα. «Μα δεν έκανα κάτι το ιδιαίτερο». Πρόσεξα πως ούτε εκείνη ούτε ο Φάμπιαν είχαν διάθεση να ευχαριστήσουν τις υπηρέτριες, οι οποίες είχαν κάνει την περισσότερη δουλειά. Η Λάιλα προχώρησε προς το μέρος μου, μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο και μου ψιθύρισε στο αυτί «Να τον προσέχεις». Ο ένας της κυνόδοντας ακουμπούσε ανεπαίσθητα το κάτω χείλος της, το οποίο τρεμούλιασε. Την ακολούθησα με το βλέμμα, μέχρι που χάθηκε στη μεγάλη της ντουλάπα. Ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό μου. Πώς μπορούσα να είμαι τόσο χαζή; Ο άντρας που ήθελε να τη συνοδεύσει στον χορό ήταν ο Φάμπιαν. Έτσι εξηγούνταν η έκφρασή της όταν εκείνος μου ζήτησε να τον συνοδεύσω στον χορό. Να το ήξερε άραγε ο Φάμπιαν; «Ήρθε η ώρα να κατέβουμε» είπε, και χαμογελώντας με πήρε αγκαζέ και με οδήγησε έξω απ’ το δωμάτιο χωρίς να μου δώσει τον χρόνο να σκεφτώ περισσότερο για το αν ήξερε για τα συναισθήματα της Λάιλα. Κατεβήκαμε τις σκάλες και ακολουθήσαμε το πλήθος που κατευθυνόταν προς την αίθουσα χορού. Αρκετά κεφάλια γύρισαν προς το μέρος μας, κάποιοι κοίταζαν εμένα, ενώ μερικοί άλλοι –ευγενούς καταγωγής βρικόλακες– έγνεφαν στον Φάμπιαν. Ένιωσα τα μάγουλά μου να καίγονται από την έξαψη. Κάθε μυς στο κορμί μου είχε τεντωθεί από την υπερένταση. «Χαλάρωσε» μουρμούρισε ο Φάμπιαν. «Σου υπόσχομαι πως μαζί μου θα είσαι ασφαλής». Συγκατένευσα αβέβαιη, χωρίς να έχω το κουράγιο να του ομολογήσω ότι το άγγιγμά του είχε ακριβώς την ίδια αρνητική επίδραση πάνω μου με κείνη που είχαν τα βλέμματα των υπόλοιπων βρικολάκων. Σιγά σιγά φτάσαμε στη διπλή πόρτα απ’ όπου έμπαινες στην αίθουσα χορού, όπου επικρατούσε απίστευτος συνωστισμός. Άκουσα αμυδρά τον Φάμπιαν να γκρινιάζει ότι ο κόσμος δε θα ’πρεπε να χασομεράει μπροστά απ’ την είσοδο, αλλά δεν τον παρακολουθούσα. Κρατούσα τα μάτια πεισματικά καρφωμένα μπροστά, πάνω σε ένα ξανθό κεφάλι με μπούκλες που ήταν πιασμένες πίσω και πλαισιώνονταν από ένα στεφάνι με τριαντάφυλλα. Κάναμε ακόμα ένα βήμα. Φοβόμουν πως, αν συνεχίζαμε με τόσο αργούς ρυθμούς, τα πόδια μου θα κοκάλωναν στη θέση τους και θα αρνούνταν να προχωρήσουν ή –ακόμα χειρότερα– ότι τα γόνατά μου θα λύγιζαν και θα σωριαζόμουν στο πάτωμα. Και ήμουν σίγουρη πως, αν έπεφτα, δε θα ξανασηκωνόμουν – ο κορσές του φορέματος ήταν τόσο σφιχτά δεμένος, που έπρεπε να κρατάω την πλάτη μου ολόισια, αλλιώς διέτρεχα τον κίνδυνο να βρεθώ καρφωμένη στα πλευρά με κάποια απ’ τις μπανέλες. 130
Σηκώθηκα ελαφρά στις μύτες των ποδιών. Χιλιάδες μαύρα κεριά στον κεντρικό πολυέλαιο φώτιζαν μυσταγωγικά την αίθουσα. Ένα μεθυστικό βουητό από ομιλίες, βιολιά και τους ήχους μιας χορωδίας σηκωνόταν σαν απαλό αεράκι μέσα απ’ την αίθουσα για να μπερδευτεί σαν νανούρισμα με το βουητό των υπόλοιπων προσκεκλημένων που περίμεναν στην είσοδο. Το πλήθος μετακινήθηκε σαν κύμα, και όσοι ήταν μπροστά μας όρμησαν μέσα απ’ τις πόρτες και βγήκαν στον πλατύ εξώστη, εκεί όπου είχα έρθει αντιμέτωπη λίγο καιρό πριν με την οργή του Κάσπαρ με αφορμή τη Θάιμ. Ο Φάμπιαν, εκλαμβάνοντας πιθανώς την υπερέντασή μου ως φόβο, με τράβηξε ακόμα πιο κοντά του. Περάσαμε με τη σειρά μας το κατώφλι και μπήκαμε στην αίθουσα. Η γυναίκα με τις ξανθές μπούκλες και ο συνοδός της κατευθύνθηκαν προς τ’ αριστερά και κατέβηκαν τα δύο σκαλιά που χώριζαν τον εξώστη απ’ την πίστα, ελευθερώνοντας το οπτικό μου πεδίο: η εικόνα μού έκοψε κυριολεκτικά την ανάσα. Εκατοντάδες ζευγάρια είχαν κατακλύσει την αστραφτερή αίθουσα, οι κυρίες με κομψές τουαλέτες και οι κύριοι με σμόκιν. Η μόνη πηγή φωτός προερχόταν από τα χιλιάδες κεριά του πολυελαίου που φώτιζαν την πίστα, δίνοντάς της μιαν απόκοσμη λάμψη. Σερβιτόροι ντυμένοι στα λευκά περνούσαν με χάρη ανάμεσα απ’ τους προσκεκλημένους, κουβαλώντας ψηλά ποτήρια σαμπάνιας, που περιείχαν ένα κόκκινο υγρό που ήμουν σίγουρη πως δεν ήταν κρασί. Με το που μπήκαμε στην αίθουσα, κάποιοι έστρεψαν με περιέργεια το βλέμμα τους πάνω μας. «Αυτή είναι;» «Δε μοιάζει με άνθρωπο…» Σιγά σιγά το απαλό μουρμουρητό μετατράπηκε σε έντονο βουητό, καθώς όλο και περισσότεροι βρικόλακες αντιλαμβάνονταν την παρουσία μου και έριχναν το βλέμμα πάνω μου. Αλλά δε μ’ ένοιαζε. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει με σκουρόχρωμα αέρινα φορέματα, σε κάθε πιθανή απόχρωση του βαθύ μπλε, του μαύρου, του καφέ και του κόκκινου. Πιάστηκα από την κουπαστή του εξώστη μεθυσμένη απ’ το θέαμα που απλωνόταν μπροστά μου και με ταξίδευε πίσω στις παιδικές μου φαντασιώσεις με μεγαλοπρεπείς χορούς ξωτικών, που εντελώς αναπάντεχα γίνονταν τώρα πραγματικότητα μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου. Κάθε άτομο στην αίθουσα έμοιαζε πολύ σκοτεινό, πολύ επιβλητικό έτσι όπως το απαλό φως έριχνε τη λάμψη του πάνω στα στοιχειωμένα, σκελετωμένα πρόσωπά τους. Δεν ήταν τέλειοι, όπως τους παρουσίαζαν στα παραμύθια: δεν ήταν αρκετά ηθικοί για να είναι τέλειοι. Αλλά 131
αντιπροσώπευαν ό,τι πιο κοντινό στην τελειότητα είχε να επιδείξει η φύση. «Βιολέτα;» Γύρισα και είδα τον Φάμπιαν να με κοιτάζει λάμποντας. Είχε νιώσει την αναστάτωσή μου. Μου χάιδεψε απαλά το χέρι. «Είναι τόσο όμορφα» ψιθύρισα. «Όπως κι εσύ» ψιθύρισε με τη σειρά του. Το χαμόγελό μου πάγωσε στα χείλη μου. Ανοιγόκλεισα τα μάτια από αμηχανία, πασχίζοντας να βρω το θάρρος να τον κοιτάξω κατάματα. «Εγώ–» είπα κομπιάζοντας. «Έλα» μ’ έκοψε τραβώντας με απ’ το χέρι προς τα σκαλιά που βρίσκονταν στ’ αριστερά μας. Τα κατεβήκαμε και αρχίσαμε να προχωράμε ανάμεσα στο πλήθος. Κάποιοι μας άνοιγαν δρόμο κοιτώντας μας με σεβασμό, άλλοι πάλι απέστρεφαν το βλέμμα με αηδία. Ο Φάμπιαν με οδηγούσε ρίχνοντας ματιές τριγύρω σαν να ’ψαχνε κάτι. Κάποια στιγμή κατσούφιασε και μουρμούρισε κάτι που δεν κατάφερα ν’ ακούσω, αλλά ξαφνικά η έκφρασή του καθάρισε και πάλι. Με άρπαξε απ’ το χέρι κι άρχισε να με τραβάει προς την αντίθετη κατεύθυνση, ανοίγοντας αποφασιστικά δρόμο ανάμεσα στον κόσμο και στο βουητό. «Φάμπιαν; Πού ακριβώς πηγαίνουμε;» ρώτησα, καταλαβαίνοντας ότι με οδηγούσε κάπου συγκεκριμένα. «Στους γονείς μου». «Ορίστε;» αναφώνησα. Θα πρέπει να έδειχνα πανικόβλητη, επειδή γύρισε και μου έριξε μια λοξή ματιά σαν να μου ’λεγε «σοβαρέψου». Σταμάτησα επιτόπου κι άρχισα να διαμαρτύρομαι, μέχρι που κατάφερα να τον κάνω να σταματήσει να με τραβολογάει. «Εντάξει. Θα το αφήσουμε γι’ αργότερα» με προειδοποίησε υψώνοντας τη φωνή του πάνω απ’ τον ήχο της ορχήστρας και του επιβλητικού πιάνου. Ξαφνικά η απαλή, καταπραϋντική μουσική έσβησε. Τα βιολιά πήραν τα ηνία και με τρεις αργόσυρτες, στριγκές, ανατριχιαστικές νότες εκτόξευσαν στην ατμόσφαιρα το πιο αγωνιώδες σάλπισμα που είχα ακούσει στη ζωή μου. Ένα τεράστιο τύμπανο άρχισε να χτυπάει σε στρατιωτικό ρυθμό. Ακολούθησαν τα βιολιά, ξερνώντας κοφτές, αδυσώπητες νότες, ενώ ο βαθύς, βροντερός ήχος των πνευστών αντήχησε σε όλη την αίθουσα. Το πλήθος άνοιξε, δημιουργώντας ένα ελικοειδές μονοπάτι το οποίο οδηγούσε από τη μεγαλόπρεπη πόρτα ως τον θρόνο στην άλλη άκρη της αίθουσας. Οι τρίχες των μαλλιών στον σβέρκο μου σηκώθηκαν όρθιες καθώς οι φωνές μιας χορωδίας ενώνονταν με τα έγχορδα. 132
Ένιωσα το αίμα μου να παγώνει. «Τι συμβαίνει;» μουρμούρισα μέσα απ’ τα δόντια μου στον Φάμπιαν, όσο πιο σιγανά μπορούσα για να μη μ’ ακούσουν οι βρικόλακες απέναντί μας που είχαν καρφώσει το βλέμμα πάνω μας. Ό,τι κι αν συνέβαινε, δε μου άρεσε καθόλου πάντως. Ένιωθα να έχω καταληφθεί από κάποιο ανεπιθύμητο πνεύμα που διείσδυε όλο και πιο βαθιά στη σάρκα μου, αναγκάζοντάς τη να ριγεί, σφίγγοντας σαν μέγγενη το στομάχι μου και κάνοντας τα πόδια μου να παραλύουν. «Φτάνουν οι Βαρν» ήταν η απάντηση που πήρα. Ο χρόνος έδειξε να σταματάει. Η ατμόσφαιρα ήταν ηλεκτρισμένη απ’ την προσμονή. Μπορούσα να νιώσω την υπερδιέγερση του πλήθους να υψώνεται σαν χείμαρρος και να ξεσπάει σε κύματα ενθουσιασμού κατά μήκος της αίθουσας, η οποία παλλόταν στον ίδιο ρυθμό. Την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι απ’ τους βρικόλακες που είχαν συγκεντρωθεί εκεί μάλλον δεν είχαν συχνά την ευκαιρία να βλέπουν από κοντά τους ηγεμόνες τους, παρά μόνο σε τέτοιες έκτακτες περιστάσεις. Ενώ εγώ έχω την ευκαιρία να εκτοξεύω και από μια κατάρα στον πρίγκιπά τους σε καθημερινή βάση. Μιλάμε για φοβερή τύχη. Ένα παγωμένο ρεύμα σάρωσε απ’ άκρη σ’ άκρη το δωμάτιο. Ρίγησα. Τα κεριά του πολυέλαιου πάνω απ’ τα κεφάλια μας τρεμόπαιξαν μερικές φορές, προτού σβήσουν και βυθίσουν την αίθουσα στο σκοτάδι, για να ξανανάψουν σχεδόν αμέσως απλώνοντας το απαλό φως τους πάνω μας. Τρέξε! άκουσα ξαφνικά να ουρλιάζει η φωνή μου μες στο μυαλό μου. Ένιωσα τον φάρυγγά μου να κλείνει. Όλο μου το είναι μούδιασε, καθώς μια πνιγηρή προσμονή με κατέβαλλε κι άρχιζε να μου τρώει τα σωθικά. Δεν είχα πια ούτε τη δύναμη ούτε τη θέληση να υπερνικήσω εκείνη την παράλογη επιθυμία, τον παράλογο πόθο να ρίξω το βλέμμα μου πάνω τους – πάνω σ’ εκείνα τα αρπακτικά που είχαν βαλθεί να καταστρέψουν το είδος μου. Τρέξε μακριά απ’ το ρόδο! Η αναπνοή μου έβγαινε ρηχή και κοφτή. Το οξυγόνο λιγόστευε στα πνευμόνια μου και ήμουν ανίκανη να πάρω βαθιά ανάσα. Ένιωσα ένα ανεπαίσθητο γαργαλητό στο χέρι και κάτι παγωμένο διαπέρασε το γάντι μου. Κοίταξα απορημένη την παλάμη μου και είδα το χέρι του Φάμπιαν να με κρατάει σφιχτά – σαν να φοβόταν ότι από στιγμή σε στιγμή θα μ’ έπαιρναν μακριά του. 133
«Συνέχισε να αναπνέεις. Σ’ ένα λεπτό θα έχει περάσει» είπε ψιθυριστά. Συγκατένευσα τρέμοντας. Η όρασή μου είχε αρχίσει να θολώνει. Ανοιγόκλεισα τα μάτια για να εστιάσω. Τρέξε προτού να είναι πολύ αργά! Τρέξε! Τώρα! Η μουσική σηκωνόταν άγρια στον αέρα και ορμούσε ανελέητα μες στ’ αυτιά μου, πλησιάζοντας ολοένα σε ένα κρεσέντο που έκανε την καρδιά μου να χτυπάει σε πρωτόγνωρους ρυθμούς στο στήθος μου. Τρέξε ή παρακολούθησε την άνοδο του βασιλιά στον θρόνο! Τα κεριά έσβησαν. Ένα σφοδρό κύμα αέρα σηκώθηκε και διαπέρασε λυσσομανώντας την αίθουσα, αναγκάζοντας τις πόρτες ν’ ανοίξουν διάπλατα. Οι Βαρν. Ο βασιλιάς κατέβηκε μεγαλόπρεπα τα σκαλοπάτια, τυλιγμένος στο απόλυτο σκοτάδι. Χτύπησε τα δάχτυλά του και μια απόκοσμη λάμψη φώτισε την αίθουσα. Ένα εκπληκτικό στέμμα φτιαγμένο από κάποιο είδος μετάλλου που έμοιαζε ρευστό παλλόταν νωχελικά πάνω στα σκουρόχρωμα μαλλιά του, ακολουθώντας την κάθε κίνηση του κεφαλιού του. Ήταν στολισμένο με σκούρα σμαραγδί κοσμήματα με ασημένιο δέσιμο, και ακριβώς από πάνω, κλεισμένο από τις τέσσερις μεριές με γυαλί, έρεε ένα κατακόκκινο υγρό. Τρέξε ή γίνε ένα με το αίμα τους. Μου κόπηκε η ανάσα. Προσπάθησα να καταπιώ, αλλά πνίγηκα. Ένας τεράστιος κόμπος έφραζε τον λαιμό μου. Τα μάτια μου θόλωσαν και το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει. Ένιωσα να χάνω τις αισθήσεις μου. Έπιασα το στήθος μου. Ένας ισχυρός πόνος με συγκλόνισε. Αισθάνθηκα τα πλευρά μου να συγκλίνουν και να πιέζουν την καρδιά, η οποία κόντευε να σπάσει. Πήρα μια κοφτή ανάσα και ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα. Η όρασή μου είχε επανέλθει. Η αίθουσα είχε σταματήσει να γυρίζει. Οι υπόλοιποι Βαρν μπήκαν πίσω απ’ τον βασιλιά. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα συγκεντρωμένη ολόκληρη τη βασιλική οικογένεια. Ήταν τριάντα, ίσως και περισσότεροι, πέρα από κείνες κι εκείνους που τους συνόδευαν βαδίζοντας νωχελικά δίπλα τους. Ήταν ντυμένοι όλοι στα μαύρα και στα σμαραγδί, ενώ λωρίδες μεταξωτού υφάσματος με το οικόσημό τους στόλιζαν τα ρούχα τους. Ο Κάσπαρ ακολουθούσε ακριβώς πίσω απ’ τον πατέρα του, με την Τσάριτι κολλημένη σαν βδέλλα πάνω του. Σαν κύμα, οι προσκεκλημένοι άρχισαν να υποκλίνονται ο ένας μετά τον άλλον. Όταν ο βασιλιάς έφτασε στο σημείο όπου στεκόμουν, υποκλίθηκα με τη σειρά μου με ένα βαθύ κάθισμα, χωρίς ωστόσο ν’ αφήσω το χέρι του Φάμπιαν. Αλλά καθώς έκανα να σηκωθώ, ένιωσα τα πόδια μου να υποχωρούν και κάτι δυσοίωνο, κάτι έξω απ’ τη σκέψη μου, 134
εξερράγη μέσα στο μυαλό μου με κρότο. Ρίξου κάτω, ανάξιο, θνητό παιδί. Πέθανε προτού σε αρπάξει η μοίρα. Πέθανε, παιδί. Πέθανε προτού να είναι αργά. Τα βλέφαρά μου έπεσαν, τα γόνατά μου υποχώρησαν και σωριάστηκα στο πάτωμα, έτοιμη να παραδοθώ. Τρέξε μακριά από την αμαρτία! Τα βλέφαρά μου άνοιξαν απότομα. Ένα παρηγορητικό χέρι με είχε πιάσει και με σήκωνε όρθια. Έστρεψα αργά το κεφάλι κι έμεινα να κοιτάζω ένα ζευγάρι καταγάλανα μάτια να με θωρούν όλο αγωνία. «Βιολέτα;» Σήκωσα το ελεύθερο χέρι και γράπωσα το στήθος μου. Άρχισα να το σκάβω με τα νύχια μου, προσπαθώντας απελπισμένα να διώξω μακριά το ζοφερό σκοτάδι που είχε εισχωρήσει μέσα μου και δεν έλεγε να μ’ αφήσει. Έστρεψα το βλέμμα μου αδύναμα και είδα τον Κάσπαρ να περνάει. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή ρίχνοντάς μου μια φευγαλέα ματιά. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει. Η οικογένεια έφτασε στο βάθρο και σχημάτισε μια σειρά, στρέφοντας το βλέμμα στους υπηκόους. Ο βασιλιάς συνέχισε, μέχρι που έφτασε στον θρόνο του και με μιαν απότομη στροφή γύρισε κι εκείνος προς το μέρος μας. Κάποιο ρολόι από τα βάθη του αρχοντικού χτύπησε μεσάνυχτα. Δώδεκα χτύποι αντήχησαν ο ένας μετά τον άλλον, παγώνοντάς μου κάθε φορά το αίμα. Ο χρόνος στερεύει, Βιολέτα Λι. Τα περιθώριά σου στενεύουν. «Κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στον χορό της Φθινοπωρινής Ισημερίας». Τρέξε!
135
KEΦΑΛΑΙΟ 21
Βιολέτα ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΤΟΥ βασιλιά στάθηκε με ένταση πάνω μου. Μια υποψία αμφιβολίας πέρασε απ’ το πρόσωπό του, που χάθηκε ωστόσο γρήγορα δίνοντας τη θέση της στο σύνηθες στοχαστικό και βλοσυρό ύφος του. Έστρεψε ξανά το βλέμμα στους υπηκόους του και τους ατένισε σαν να ’ταν πιόνια σε παρτίδα σκάκι. Ικανοποιημένος, κάθισε στον θρόνο και κούνησε τεμπέλικα το χέρι του προς τους σερβιτόρους, οι οποίοι αποτραβήχτηκαν στο βάθος της αίθουσας. «Βιολέτα! Πάρε ανάσα!» Εμβρόντητη, συνειδητοποίησα πως δεν είχε μείνει αέρας στα πνευμόνια μου. Με κατέλαβε πανικός. Το στήθος μου έκαιγε, ικετεύοντας για λίγο οξυγόνο. «Δεν μπορώ» ψέλλισα. «Μπορείς» επέμεινε ο Φάμπιαν, αρπάζοντάς με απ’ τους ώμους. «Συγκεντρώσου». Σφάλισα τα μάτια, εστιάζοντας όλη μου την προσοχή στο ανεβοκατέβασμα των πλευρών μου, ώσπου το σφίξιμο γύρω απ’ τον λαιμό μου χαλάρωσε και πήρα τρέμοντας ανάσα. Το σκοτάδι εξαφανίστηκε και η σκέψη μου ξαναβρήκε τη συνοχή της. Η όρασή μου καθάρισε, επιτρέποντάς μου να δω την αίθουσα στις πραγματικές της αποχρώσεις. Έμεινα για λίγο ακίνητη αγκομαχώντας, μέχρι που άρχισα σιγά σιγά ν’ ανακτώ τις δυνάμεις μου. «Τι στο καλό συνέβη;» ρώτησα λαχανιασμένη. «Μην ανησυχείς. Δεν ήταν τίποτα» μουρμούρισε ο Φάμπιαν, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια. «Μαλακίες, δεν ήταν τίποτα!» «Μη φωνάζεις» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. Κατάπια τον θυμό μου και χαμήλωσα τον τόνο της φωνής. «Έχω δικαίωμα να μάθω την αλήθεια, Φάμπιαν! Και είμαι σχεδόν σίγουρη πως
136
ήξερες ότι θα μου συνέβαινε όλο αυτό. Μου λες, λοιπόν, γιατί με προσκάλεσες;» έφτυσα μία μία τις λέξεις μέσα απ’ τα δόντια μου, πλησιάζοντας ακόμα πιο κοντά του για να μην ακουστώ στους υπόλοιπους. Αναστέναξε. «Σε προσκάλεσα επειδή ήθελα τη συντροφιά σου, και για να διασκεδάσεις λίγο. Δε σου μίλησα γι’ αυτό που έγινε νωρίτερα μη σε τρομάξω και αρνηθείς». «Και τι ήταν αυτό που έγινε νωρίτερα;» τον ρώτησα πιο ήπια. Άκου ήθελε να διασκεδάσω. «Ήταν το στέμμα του βασιλιά». Έδειξε με τον αντίχειρά του τον θρόνο. «Περιέχει καταραμένο αίμα. Και έχει την ίδια επίδραση σε όλους τους ανθρώπους. Δεν είσαι η πρώτη που αντιδράς έτσι μπροστά του. Χρησιμοποιούνταν πολύ στο παρελθόν, τον καιρό που γίνονταν ακόμη ανθρωποθυσίες. Εννοείται, βέβαια, πως όλα αυτά είναι συμβολικά τώρα πια» πρόσθεσε βιαστικά, βλέποντας πως είχα κοκαλώσει στην αναφορά των ανθρωποθυσιών. Μπορεί οι φωνές και η σκοτεινή δύναμη να είχαν υποχωρήσει, ωστόσο το μήνυμά τους παρέμενε πολύ ξεκάθαρο στη σκέψη μου. Αυτό το στέμμα μ’ έκανε να θέλω να πεθάνω. «Θα με επηρεάσει ξανά απόψε;» «Όχι. Συμβαίνει μόνο μια φορά». Το πλήθος άνοιξε, σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο. Το στέμμα είχε εξαφανιστεί, ο βασιλιάς πλησίαζε μεγαλόπρεπα προς το κέντρο του κύκλου και το κέφι επέστρεφε στην αίθουσα, καθώς τα κεριά άρχιζαν να λάμπουν όλο και πιο ζωηρά στον πολυέλαιο. Τα βιολιά ακούστηκαν ξανά, και μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου οι Βαρν είχαν συγκεντρωθεί ήδη με όλη τους τη βασιλική μεγαλοπρέπεια στο κέντρο του κύκλου, έτοιμοι να ανοίξουν τον χορό. Έκαναν βαθιά υπόκλιση και έπιασαν τους συνοδούς τους. «Μην κουνηθείς μέχρι να σε πάρω να χορέψουμε» με συμβούλεψε ο Φάμπιαν χαμηλόφωνα. Οι Βαρν γλιστρούσαν αιθέρια στο πάτωμα σαν να ’ταν ένα με τη μουσική. Τα βήματά τους αψεγάδιαστα χάρη στα χιλιάδες χρόνια εξάσκησης. Έμεινα να κοιτάζω με δέος τον Κάσπαρ και την Τσάριτι, που είχαν γίνει ένα. Το εκπληκτικά κομψό φόρεμά της κυμάτιζε ανάλαφρα γύρω απ’ τους αστραγάλους του Κάσπαρ, καθώς στροβιλιζόταν όλο χάρη γύρω του. Το μόνο στοιχείο στο μοβ φόρεμά της που πρόδιδε τον πραγματικό της χαρακτήρα ήταν το βαθύ κόψιμο στο πλάι, που έφτανε ως το μέσο του γοφού. Χαμογέλασα μια ιδέα, όταν περνώντας από δίπλα μας είδα τον Κάσπαρ να κοιτάζει στο κενό εμφανώς βαριεστημένος. Φορούσε εκείνο που 137
υπέθεσα πως ήταν η βασιλική στολή: εφαρμοστό μαύρο σακάκι σε στρατιωτικό στιλ με μια περίτεχνα διακοσμημένη ασημένια ζώνη γύρω απ’ τη μέση. Μερικά μετάλλια κρέμονταν από το πέτο του, ακριβώς κάτω από ένα μαντίλι σμαραγδί χρώματος που εξείχε από τη σχισμή της τσέπης. Φορούσε κι εκείνος τη σμαραγδί φάσα με το οικόσημο της οικογένειας, δείγμα της καθαρότητας του αίματός του. Η μουσική δυνάμωσε, κι έμεινα να κοιτάζω κατάπληκτη τους Βαρν να διαγράφουν σαν ένα σώμα μια περιστροφή και να αλλάζουν εντελώς κατεύθυνση. Η χορωδία άρχισε να τραγουδά. Οι ουράνιες φωνές τους υψώθηκαν και αντήχησαν σ’ όλη την αίθουσα. Τα κεριά τρεμόσβησαν ξανά, φωτίζοντας απαλά τις φιγούρες των χορευτών. Κάθε φόβος μου, κάθε μου αγωνία έσβησε μονομιάς μπροστά στο επιβλητικό θέαμα. Ένα πολύ πλατύ χαμόγελο απλώθηκε τότε στο πρόσωπό μου. Εκείνο που βίωνα ήταν απλώς ένα από τα ανεκπλήρωτα όνειρα κάθε κοριτσιού. «Έλα». Η μουσική χαμήλωσε και ο Φάμπιαν με κοίταξε και προέταξε το χέρι του, χαμογελώντας το ίδιο πλατιά μ’ εμένα. Πέρασα το χέρι στο μπράτσο του και ξεκινήσαμε για την πίστα. Περάσαμε ανάμεσα από άλλα ζευγάρια, καθώς εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες βρικόλακες συγκεντρώνονταν και έμπαιναν στον χορό αποφεύγοντας διακριτικά τους Βαρν, οι οποίοι στέκονταν πια ακίνητοι. Με κάποιον τρόπο καταφέραμε να φτάσουμε ως τη μέση της πίστας. Κοίταξα γύρω μου ψάχνοντας κάποιον γνωστό – ο Κάιν στεκόταν εντελώς ακίνητος δίπλα στη νεαρή του συνοδό, ο Άλεξ με ένα κορίτσι που δε γνώριζα και λίγο παραπέρα ο Ίγκλεν με μια μεγαλύτερη κυρία. «Υποκλίσου» μου ψιθύρισε ο Φάμπιαν, και όλη η αίθουσα έσκυψε σαν ένα. Πήραμε θέση, η μουσική ξεκίνησε απαλά στην αρχή, κι ανεβαίνοντας σιγά σιγά γέμισε την ατμόσφαιρα με μεθυστική μελωδία. Αρχίσαμε να χορεύουμε και να στροβιλιζόμαστε σ’ όλη την αίθουσα με τα υπόλοιπα ζευγάρια, καθώς οι τουαλέτες κυμάτιζαν –μια θάλασσα από μετάξι και μουσελίνα– στον ρυθμό της μουσικής, που γινόταν όλο και πιο έντονος. Έκλεισα τα μάτια φυλακίζοντας για πάντα στη μνήμη μου κάθε λεπτομέρεια εκείνης της μαγικής στιγμής. Αλλά το χαμόγελο πάγωσε γρήγορα στα χείλη μου, καθώς εισέβαλαν απρόσκλητα στη σκέψη μου τα λόγια που μου είχε πει ο βασιλιάς πριν από μερικές εβδομάδες. Οι απόψεις σας θα αλλάξουν μόλις εξοικειωθείτε με τον τρόπο ζωής μας. Απλώς θα πάρει χρόνο. Και να είστε σίγουρη πως θα έχετε όσο χρόνο χρειαστείτε, δεσποινίς Λι... 138
Άνοιξα αργά τα μάτια μου και είδα τον Φάμπιαν να με κοιτάζει χαμογελώντας στραβά. Τα μάτια του είχαν το πιο καθαρό μπλε που είχα δει ποτέ, τόσο καθαρό, που έκανε τον ουρανό να σκύβει ντροπιασμένος και τα κύματα της θάλασσας να παραδέχονται εξαντλημένα την ήττα τους μπροστά σ’ ένα τόσο τέλειο χρώμα. Πόσο κιτς, άκουσα τη φωνή μου να ψιθυρίζει ειρωνικά. «Τι σκέφτεσαι;» «Το πόσο απίθανο είναι όλ’ αυτό» είπα, αποφασίζοντας πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να του αποκαλύψω τις αληθινές μου σκέψεις. «Αυτός ο χορός. Είναι απλά απίστευτο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι... Νιώθω σαν τη Σταχτοπούτα». Γέλασα. Δεν ήξερα τι άλλο να πω. Προς μεγάλη μου ανακούφιση, γέλασε κι εκείνος σιγανά. «Και αυτό δεν είναι τίποτα. Πού να δεις τι χοροί θ’ ακολουθήσουν μες στη χρονιά» μουρμούρισε μελιστάλαχτα. Σταματήσαμε να στροβιλιζόμαστε καθώς η μουσική έγινε πιο γλυκιά και μελαγχολική. Μέσα σε δευτερόλεπτα χορεύαμε ξανά, μόνο που αυτή τη φορά ο ρυθμός ήταν πιο αργός, και χρειάστηκε να συγκεντρωθώ για μερικά λεπτά στα βήματά μου. Με το που βρήκα τον ρυθμό μου, άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στον χώρο. Η Λάιλα πέρασε όλο χάρη από μπροστά μας, χορεύοντας με έναν εξαιρετικά όμορφο βρικόλακα με εφηβική εμφάνιση, ο οποίος είχε καρφώσει απροκάλυπτα το βλέμμα στο στήθος της. Έδειχνε ν’ απολαμβάνει το θέαμα. Η ματιά μου διασταυρώθηκε για μια στιγμή με της Λάιλα, κι έσκυψα το κεφάλι κοκκινίζοντας. Μου άρεσε ο Φάμπιαν –ήταν ο πιο συμπαθητικός απ’ όλους τους βρικόλακες–, αλλά όχι με τον τρόπο που άρεσε στη Λάιλα. Και ήταν τόσο καλή μαζί μου όλο το διάστημα που βρισκόμουν εκεί, που δεν ήθελα να θέσω σε κίνδυνο τη σχέση μας. Ο βασιλιάς χόρευε στο κέντρο με μια υπερβολικά όμορφη ντάμα. Είχε μακριά ανοιχτόχρωμα μαλλιά που έφταναν ως τη μέση της και μια φοβερά συγκρατημένη, απόμακρη έκφραση στο πρόσωπο. Έδειχνε να μην την αφορά τίποτα γύρω της – συμπεριλαμβανομένου και του βασιλιά. Προφανώς και ο βασιλιάς ήταν το ίδιο αδιάφορος για κείνη, μιας και δεν της έριξε ούτε μια ματιά όσο χόρευαν. Η ματιά μου ταξίδεψε ξανά στον χώρο. Σταμάτησε πάνω στον Σκάι και στην Αραμπέλα. Κοιτάζονταν βαθιά στα μάτια σαν να μην υπήρχε κανείς άλλος γύρω τους. Πήρα αμήχανη το βλέμμα από πάνω τους. Αισθάνθηκα πως δεν είχα το δικαίωμα να εισβάλω στη στιγμή τους. 139
Έτσι θα ήταν και ο Φάμπιαν με τη Λάιλα, σκέφτηκα. Αρνήθηκα έναν τρίτο χορό στον Φάμπιαν με την πρόφαση ότι διψούσα. Έφτασα παραπατώντας –ζαλισμένη απ’ τον χορό– στον μπουφέ και άρπαξα ένα ποτήρι νερό. Το ήπια με τη μία, απολαμβάνοντας κάθε σταγόνα δροσιάς. Δε χόρεψα πολύ από εκεί και έπειτα. Προτίμησα να καθίσω σε μια γωνιά με το ποτό μου, προσπαθώντας να μη δίνω σημασία στα αδιάκριτα, λάγνα βλέμματα που σάρωναν περιστασιακά το κορμί μου. Με κάθε ευκαιρία μιλούσα και τσούγκριζα το ποτήρι μου με γνωστούς που τύχαινε να περάσουν από μπροστά μου – μέχρι να έρθει κάποιος να τους παρασύρει και πάλι στον χορό. Ο Φάμπιαν είχε εξαφανιστεί από ώρα, χορεύοντας με κάθε νεαρή προσκεκλημένη, αν και ήταν σαφές πως δε με είχε ξεχάσει εντελώς καθώς ανά διαστήματα τον έβλεπα να ψάχνει το δωμάτιο με το βλέμμα του, ώσπου με εντόπιζε και χαμογελούσε ανακουφισμένος που ήμουν καλά. Συχνά έπιανα και τον Κάσπαρ με τον Σκάι να κοιτάζουν προς το μέρος μου, ελέγχοντας προφανώς αν ήμουν ακόμη εκεί· αν ήμουν ακόμη ζωντανή. Όσο για τον Ίγκλεν, φαινόταν απορροφημένος στη συζήτηση που είχε με την Αραμπέλα, αλλά ήμουν σίγουρη πως είχε κι εκείνος τον νου του σ’ εμένα. Όποτε με πλησίαζε κάποιος άγνωστος βρικόλακας, οι Βαρν εμφανίζονταν ως διά μαγείας δίπλα μου και, ξεκινώντας κάποια συζήτηση, τον παρέσυραν μακριά μου. Εμφανίστηκαν ύστερα κάποια από τα αγόρια της χορωδίας και άρχισαν να τραγουδούν, γεμίζοντας τον χώρο για μια ακόμα φορά με τις θεσπέσιες φωνές τους. Το βλέμμα μου έμεινε για λίγο πάνω τους. Δεν πρέπει να ’ταν πάνω από δέκα χρονών. Τα γλυκά τους πρόσωπα ήταν όλο αθωότητα και ανεμελιά. Οι φωνές τους αγγελικές. Κι ό-μως, μπορούσα να διακρίνω τους μικροσκοπικούς τους κυνόδοντες μέσα απ’ τα μισάνοιχτα αθώα χείλη τους. Πώς είναι δυνατόν κάτι τόσο αγγελικό να είναι τόσο επικίνδυνο; Εκείνα τα παιδιά μια μέρα θα μεγάλωναν και θα γίνονταν τέρατα που θα σκότωναν αθώους ανθρώπους. «Δεν είναι πολύ όμορφα, δεσποινίς Λι;» Τινάχτηκα ξαφνιασμένη και γυρνώντας βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν νεαρό βρικόλακα με καταγάλανα μάτια και εκτυφλωτικό χαμόγελο. «Ίλτα, με τρόμαξες» είπα ξέπνοα, νιώθοντας ένα κύμα αδρεναλίνης να διαπερνά το σώμα μου. «Σας ζητώ ταπεινά συγγνώμη. Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου». 140
«Μη στενοχωριέσαι, ούτως ή άλλως θα έπρεπε να ήμουν πιο συγκεντρωμένη». Κούνησα το κεφάλι και ξαναβρίσκοντας την αυτοκυριαρχία μου γύρισα και τον κοίταξα. Το χαμόγελό του τρεμόπαιξε στα χείλη του. «Δεν έπρεπε να έρθετε εδώ, δεσποινίς Λι. Δε θα είστε ποτέ ασφαλής ανάμεσα σε βρικόλακες. Νομίζω πως είστε αρκετά έξυπνη ώστε να το αντιλαμβάνεστε αυτό, έτσι δεν είναι; Ωστόσο, βλέπω πως υποτιμάτε τους κινδύνους που κρύβει η νύχτα». Οι αγγελικές φωνές των αγοριών μεταμορφώνονταν νότα με τη νότα σε απόκοσμα ουρλιαχτά γεμίζοντας ασφυκτικά κάθε καμάρα, κάθε γωνία, κάθε κόγχη της αίθουσας. Έγνεψα καταφατικά, μην ξέροντας τι να πω. «Το να βρίσκεστε εδώ, δεσποινίς Λι, ανάμεσα σε τόσους διψασμένους βρικόλακες, πολλοί απ’ τους οποίους δεν έχουν τραφεί εδώ και μέρες λόγω του ταξιδιού που έκαναν για να παραστούν στον χορό, μόνο ως απερισκεψία μπορεί να χαρακτηριστεί. Πίστευα πως ο βασιλιάς θα ήταν πολύ πιο λογικός. Όπως και να ’χει, μπορείτε τουλάχιστον να νιώθετε ασφαλής με κάποιους. Και τίποτα δε θα μου έδινε μεγαλύτερη χαρά από το να θεωρήσετε κι εμένα έναν από αυτούς». Χαμογέλασε με τον γνωστό γοητευτικό τρόπο του, και δεν μπόρεσα παρά να νιώσω κολακευμένη. Η καρδιά μου φτερούγισε στο στήθος. Ο Κάσπαρ θα ’πρεπε να πάρει μαθήματα καλών τρόπων από τον Ίλτα. «Θα μου κάνετε την τιμή να μου χαρίσετε αυτό τον χορό, δεσποινίς Λι; Και ίσως και τον επόμενο;» συνέχισε, και με μια κυκλική κίνηση προέταξε το χέρι του, κάνοντας ταυτόχρονα βαθιά υπόκλιση. «Με μεγάλη μου χαρά». Με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε στον μεγάλο χώρο στη μέση της αίθουσας, όπου τα ζευγάρια χόρευαν σε έναν υπερβολικά αργό, ανατολίτικο ρυθμό. Τον θυμόμουν αμυδρά εκείνο τον χορό απ’ τα μαθήματα, και έτσι άρχισα να περιστρέφομαι επιτόπου, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στις υπόλοιπες κοπέλες για να βεβαιωθώ πως χόρευα σωστά. Με το που επέστρεψα στην αγκαλιά του, τοποθέτησε το παγωμένο του χέρι στο μάγουλό μου και μ’ ένα απαλό χάδι μού γύρισε το κεφάλι, μέχρι που η ματιά μου συνάντησε τη δική του. Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν και πήρα το βλέμμα μου από πάνω του, ανίκανη ν’ αντέξω την επίμονη ματιά του. Κατέβασα το βλέμμα και για πρώτη φορά παρατήρησα πως πάνω στο βαθυκόκκινο πουκάμισό του είχε περασμένη μια περίτεχνη αλυσίδα απ’ την οποία κρεμόταν ένα μπουκαλάκι γεμάτο με κάτι 141
που έμοιαζε τρομερά με αίμα. «Δεν υπάρχει λόγος να αισθάνεστε ντροπή, δεσποινίς Λι. Ξέρω πως βρίσκετε τη σαγήνη μας ακαταμάχητη, παρά την απέχθεια που σας προκαλεί. Ωστόσο, δεν είναι κάτι που θα ’πρεπε να απεχθάνεστε αλλά κάτι που θα ’πρεπε να δεχτείτε ως έναν απ’ τους ολέθριους και δόλιους νόμους της φύσης». Έγνεψα θλιμμένα, νιώθοντας την ντροπή να με κυριεύει, καθώς συνειδητοποιούσα πως πιθανόν να είχε δίκιο. «Όπως και να ’χει, δεν ήθελα να σας στενοχωρήσω. Ας αλλάξουμε θέμα. Έχω ακούσει πολλά για εσάς, αγαπητή Βιολέτα, αλλά δεν ξέρω πόσα γνωρίζετε εσείς για μένα. Δεν υπάρχει κάτι που να επιθυμείτε να με ρωτήσετε;» Το σκέφτηκα για λίγο. «Από πού κατάγεσαι; Η οικογένειά σου εννοώ». «Η οικογένειά μου». Γέλασε. «Τώρα ανοίξατε μεγάλο θέμα. Κατάγομαι από τη Ρουμανία, αν και έχω συγγενείς σε όλο τον κόσμο, όπως άλλωστε και οι περισσότερες ισχυρές οικογένειες». Ένα αυτάρεσκο χαμόγελο πέρασε τότε για μια στιγμή απ’ τα χείλη του. «Ήμασταν απ’ τους ελάχιστους που δεν το σκάσαμε όταν κατέλαβαν τη Ρουμανία οι εκτελεστές, πριν από μερικούς αιώνες». Ήταν φοβερά περήφανος για όλα κείνα, αν και προσωπικά δεν έβρισκα και τόσο εντυπωσιακό το όλο επίτευγμα. Σκέφτηκα πως και ο Τζαγκ και ο Σκάι στο ίδιο μέρος ζούσαν. Ξαφνικά ο Ίλτα με άφησε και γύρισε σαν στρόβιλος απ’ την άλλη. Μάζεψε απειλητικά τα χείλη του, αποκαλύπτοντας τους τεράστιους κυνόδοντές του. «Ω Υψηλότατε, με συγχωρείτε, σας πέρασα για κάποιον άλλον» είπε κάνοντας βαθιά υπόκλιση. Οι ευγένειες και οι υποκλίσεις δεν μπορούσαν να κρύψουν τον φθόνο στον τόνο της φωνής του, που ήταν κάτι παραπάνω από έκδηλος. «Θα ήθελα να έχω αυτό τον χορό με τη Βιολέτα» δήλωσε απειλητικά ο Κάσπαρ. Ο Ίλτα παραχώρησε απρόθυμα τη θέση του. «Φυσικά, Υψηλότατε». Υποκλίθηκε ανόρεχτα, έστριψε και χάθηκε σαν αστραπή μέσα στο πλήθος που συνέχιζε να στροβιλίζεται στους ρυθμούς της μουσικής. «Τι ήταν πάλι αυτό;» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου, κοιτώντας τον έξαλλη. Είχε καρφώσει το βλέμμα στο σημείο όπου είχε χαθεί ο Ίλτα. Έκανα ένα βήμα μπροστά. Έκανε ένα βήμα πίσω. «Υποκλίσου» γρύλισε. Λύγισα όσο λιγότερο γινόταν τα γόνατά μου, χωρίς να πάρω λεπτό τα μάτια από πάνω του. Έκανα μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό μου, χωρίς να μπω στον κόπο να του πιάσω το χέρι. 142
«Σου είπα να μείνεις μακριά του!» με κατσάδιασε σαν να ’μουν νήπιο. «Ξέρω πολύ καλά τι μου είπες. Αλλά δεν είμαι ούτε παιδί ούτε βρικόλακας, επομένως δεν έχεις ούτε το δικαίωμα ούτε την εξουσία να μου πεις τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω. Και θ’ αποφασίζω μόνη μου ποιους θα συναναστρέφομαι αν δε σε πειράζει». Έκανα να φύγω, αλλά με άρπαξε απ’ τον καρπό. Έχωσε τα νύχια του στο δέρμα μου, όπως και τη νύχτα που τον είχα γνωρίσει. «Μη διανοηθείς να φύγεις. Κανείς δεν μπορεί ν’ απαρνηθεί τον διάδοχο αυτού του βασιλείου». Με κοίταξε βλοσυρά εκπέμποντας κατά κύματα τη δύναμη που σαφώς ήξερε πως κατείχε. Γύρω μας γυναίκες κάθε ηλικίας τον κοίταζαν λιώνοντας από επιθυμία και θαυμασμό, καθώς στροβιλίζονταν με χάρη στον ρυθμό ενός βαλς. «Εγώ μπορώ» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου, αφήνοντας κι εκείνον και την πίστα πίσω μου.
143
KEΦΑΛΑΙΟ 22
Κάσπαρ «ΑΚΟΥ “ΕΓΩ ΜΠΟΡΩ”» μονολόγησα, καθώς την έβλεπα να ξεμακραίνει, μέχρι που χάθηκε μέσα στο πλήθος. «Που να πάρει ο διάολος» μουρμούρισα. Έχωσα τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού μου. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ στη ζωή μου τόσο εκνευριστική γυναίκα, πόσο μάλλον θνητή. Αλλά είχα αρκετή εμπειρία από ευέξαπτα θηλυκά για να ξέρω ότι προς το παρόν έπρεπε να την αφήσω να νομίζει πως τη γλίτωσε. Την έδιωξα απ’ το μυαλό μου και περιπλανήθηκα στο πλήθος, απολαμβάνοντας την προσοχή που μου χάριζε απλόχερα ο τίτλος και η εμφάνισή μου, μέχρι που ένιωσα τη μυρωδιά κάποιας λακ να γαργαλάει τον λαιμό μου. Γύρισα και είδα απογοητευμένος τα ξεπλυμένα ξανθά μαλλιά της Τσάριτι. Το να κοιμάμαι μαζί της ήταν μια χαρά. Το να χορεύω μαζί της ήταν υποφερτό, όταν δε με ξενύχιαζε τουλάχιστον... Αλλά το να περνάω χρόνο μαζί της όταν δεν ήταν απαραίτητο ήταν απλά δυσβάσταχτο. Έκανα αναστροφή και κατευθύνθηκα προς το πηγαδάκι που είχαν ανοίξει ο Φάμπιαν και οι άλλοι, και με μεγάλη ικανοποίηση διαπίστωσα ότι ανάμεσά τους βρισκόταν μια γυναίκα με σκούρο μαλλί. Η αρχική μου ικανοποίηση μετατράπηκε αμέσως σε έκπληξη όταν συνειδητοποίησα πως η γυναίκα που μονοπωλούσε το ενδιαφέρον τους δεν ήταν άλλη απ’ τη Βιολέτα. «Εγώ άλλο θέλω να μάθω. Τι κάνουν για να ζωντανέψουν τους χορούς τους οι βρικόλακες;» ρώτησε, ανταπαντώντας προφανώς στον Φάμπιαν. Χωρίς να διστάσω λεπτό, άρπαξα την ευκαιρία. «Αν μου χαρίσεις τον επόμενο χορό, θα σου δείξω». Έσκυψα και φίλησα το χέρι της. Με κοίταξε σαστισμένη. Γεμάτος ικανοποίηση, την είδα να ριγεί στο άγγιγμά μου, αντιδρώντας επιτέλους με τον τρόπο που θα αντιδρούσε κάθε άλλη κοπέλα στη θέση της. 144
Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της αμέσως. «Πολύ καλά» είπε τινάζοντας τα μαλλιά της. «Αλλά αν τολμήσεις να μου αρχίσεις πάλι τα κηρύγματα, να ξέρεις πως θα σε παρατήσω χωρίς δεύτερη κουβέντα στην πίστα». Με κοίταξε σταθερά όπως κάποιος που εννοεί τα λόγια του, και ήξερα πως το εννοούσε. Δεν το συνέχισα, αλλά δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αλλάξω γνώμη για τον Ίλτα Κρίμσον. Δεν ήταν φίλος της οικογένειάς μου, και ήμουν απόλυτα σίγουρος πως είχε μυστικές επαφές με αρκετές φατρίες εκτελεστών. Για να μην αναφέρω ότι ήταν γνωστός βρομοσάτυρος. Ωστόσο, μόνο και μόνο για να την κάνω να ενδώσει και να πάψει να είναι τόσο ξεροκέφαλη, ήμουν έτοιμος να παραδεχτώ μέχρι και ότι ο ουρανός ήταν πράσινος. «Σύμφωνοι» απάντησα, το ίδιο κοφτά. Έκανα να της πιάσω το χέρι, αλλά το τράβηξε επιδεικτικά. Ο Φάμπιαν με κοίταζε σκοτεινιασμένος. Ξεφύσηξα απηυδισμένος, γεγονός που δεν της ξέφυγε. «Λάιλα!» Άρπαξε την αδερφή μου που περνούσε από μπροστά μας απ’ το χέρι με την ίδια αποφασιστικότητα που της είχα ζητήσει εγώ να χορέψουμε πριν από λίγο. «Χόρεψε με τον Φάμπιαν». Τους ένωσε τα χέρια κι έφυγε πριν μπορέσουν να διαμαρτυρηθούν. Έτρεξα ξοπίσω της. «Κοριτσάκι, μικρή μου προξενήτρα εσύ!» «Το ξέρεις;» «Αδερφή μου δεν είναι;» Έδειξε κάπως απογοητευμένη που δεν ήταν η μόνη που γνώριζε για το πρόσφατο ξελόγιασμα της αδερφής μου με τον Φάμπιαν – το οποίο κατά τη γνώμη μου άγγιζε τα όρια της εμμονής. Υποκλίθηκε αμίλητη, χωρίς να χρειαστεί να της το ζητήσω, και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω απ’ τον ώμο μου. Χαμογέλασε πλατιά, και γυρίζοντας είδα πως η πηγή της ευτυχίας της ήταν η θέα της Λάιλα στην αγκαλιά του Φάμπιαν. Δεν ήθελα να της το χαλάσω, αλλά γνώριζα τον Φάμπιαν από παιδί, και μπορούσα να καταλάβω πως ο τρόπος που χόρευε την αδερφή μου ήταν απρόσωπος και μηχανικός. «Προσοχή! Αυτή η φιγούρα δεν είναι για ηλικιωμένους!» την προειδοποίησα και απομακρύνθηκα από κοντά της, γυρνώντας την ταυτόχρονα δυο κύκλους γύρω απ’ τον εαυτό της. Η συγκεκριμένη φιγούρα δεν ήταν μέρος του κλασικού βαλς, αλλά είχαμε χάσει ήδη την αρχή, οπότε δεν πείραζε. Παρ’ όλο που πίστευα πως η αγάπη της αδερφής μου για τα ρούχα ήταν το ίδιο τυφλή με τα αισθήματα που έτρεφε για τον Φάμπιαν, όφειλα να ομολογήσω πως είχε κάνει πολύ καλή δουλειά μ’ αυτό το κακόμοιρο. Με κοίταξε δύσπιστη, τεντώνοντας το κεφάλι της όσο πιο πίσω 145
μπορούσε. «Με συγχωρείς για τον τρόπ–» Την έκοψα προτού ολοκληρώσει. «Εγώ σου ζητώ συγγνώμη για τη διάλεξη και τις μαλακίες». Σήκωσε τα φρύδια, τα μάτια της στρογγύλεψαν· συνειδητοποίησα ότι είχαμε την ίδια απολογητική έκφραση. Πήρα τα μάτια μου από πάνω της προτού αντιληφθεί την έκπληξή μου. Όπου κι αν γύριζα το βλέμμα αντίκριζα χαρούμενα πρόσωπα, γέλια και τους νεότερους βρικόλακες να χορεύουν πολύ πιο κοντά από «το πρέπον», όπως θα έλεγε ο Σκάι. Σε έναν εξωτερικό παρατηρητή η εικόνα μπορεί να φαινόταν αθώα, αλλά εγώ ήξερα τι κρυβόταν πίσω από κείνα τα άγρια χάδια. Και ήμουν έτοιμος να το δείξω και στη Βιολέτα. «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησα χαμογελώντας της πλατιά, και έσφιξα με πάθος τα χέρια μου γύρω απ’ τη μέση της. «Για ποιο πράγμα;» είπε κοιτώντας με αγχωμένη. «Γι’ αυτό». Η μουσική σταμάτησε και τη σήκωσα ψηλά στον αέρα. Τσίριξε και άπλωσε ενστικτωδώς τα χέρια της αναζητώντας τους ώμους μου. Στην αρχή ήταν η μυρωδιά του αρώματος της Λάιλα στους καρπούς της που με χτύπησε στα ρουθούνια, αλλά σηκώνοντάς την πιο ψηλά χάθηκα συγκλονισμένος μέσα σ’ ένα άλλο άρωμα που έκανε τον λαιμό μου να πάρει φωτιά. Μπορεί να την είχαν κάνει να μοιάζει με βρικόλακα για τον χορό, εξακολουθούσε όμως να μυρίζει σαν δείπνο. Την κατέβασα προτού χάσω τα λογικά μου και κάνω καμιά απερισκεψία. Αλλά πριν ακουμπήσει καλά καλά τα πόδια στο πάτωμα, άρχισε να με κατσαδιάζει. «Δε θα ’ταν άσχημα αν με προειδοποιούσες την επόμενη φορά!» Και μ’ αυτό έκανε επίτηδες ένα βήμα προς τα μπρος και με πάτησε δυνατά με το τακούνι της. Σήκωσα το φρύδι μου. «Υποθέτω ότι αντιλαμβάνεσαι πως δε με πόνεσες καθόλου». «Υποθέτω ότι αντιλαμβάνεσαι πως είσαι εντελώς ανυπόφορος». «Σε αυτή την περίπτωση τα αισθήματα είναι αμοιβαία». Τη σήκωσα άλλες δυο φορές, και θα το έκανα και τρίτη αν δεν είχε αρχίσει να βρίζει και να καταριέται σαν τρελή τους βρικόλακες, προκαλώντας απίστευτη σκηνή. «Δεν πήρες ακόμη το μάθημά σου, έτσι; Πρέπει να είσαι ευγενική μαζί μου. Είμαι πρίγκιπας. Πρίγκιπας. Σου λέει κάτι;» Υποκλίθηκε και δίπλωσε τα χέρια της κάτω απ’ το στήθος. «Όχι. Και ο πρίγκιπας θα εισπράξει τον σεβασμό που του αξίζει όταν δείξει κι ο ίδιος λίγο σεβασμό». 146
Χαμογέλασα. «Στα όνειρά σου, Κοριτσάκι. Στα όνειρά σου». Βλέποντάς τη να μου γυρίζει την πλάτη για να φύγει, το χαμόγελό μου έγινε ακόμα πιο πλατύ. «Όχι. Δε θα γλιτώσεις τόσο εύκολα. Θα χορέψουμε ακόμα έναν χορό μαζί». Κοίταξε το χέρι μου σαν να ’ταν χειροπέδη, και το τίναξε περήφανα μακριά της. «Πρέπει να φύγω» μουρμούρισε σκυθρωπή. «Αλλά είμαι σίγουρη πως η Τσάριτι δε θα ’λεγε όχι σε έναν χορό μαζί σου». Ξαφνικά βρέθηκα με την Τσάριτι. Η Βιολέτα είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να μου ξεγλιστρήσει. Δεν μπορούσα πια να διακρίνω το βιολετί φόρεμά της πουθενά. Έχωσα ξανά τα χέρια στις τσέπες. Θα πρέπει πραγματικά να κάνω κάτι γι’ αυτό.
147
KEΦΑΛΑΙΟ 23
Βιολέτα Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΕΙΝΑΙ πως εκείνος ο χορός παραήταν εύκολος. Παραήταν άνετος. Δε θα ’πρεπε να τον έχω απολαύσει. Ιδιαίτερα μ’ εκείνον. Εκείνος σ’ έφερε εδώ. Μην το ξεχνάς, Βιολέτα. Με το ζόρι όμως, πρόσθεσε η φωνή μου, κι αυτό δεν μπορούσα να τ’ αρνηθώ. Έμεινα για λίγο εκεί, ευχαριστημένη που είχα κάποιο χρόνο για να συγκεντρώσω τις σκέψεις μου. Ωστόσο, η ηρεμία δεν κράτησε πολύ, καθώς με πλησίασε ο Φάμπιαν. Έδειχνε απίστευτα θλιμμένος. «Πού είναι ο Κάσπαρ;» «Πού είναι η Λάιλα;» είπαμε με μια φωνή, και ξεσπάσαμε σε γέλια. «Ο Κάσπαρ χορεύει» εξήγησα. «Και η Λάιλα είπε πως θα πήγαινε να πιει ένα ποτό» εξήγησε με τη σειρά του. Σήκωσα το φρύδι μου. Πήγε να πιει ένα ποτό. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω για τι ποτό μιλούσε. «Λοιπόν, μόνο έναν χορό χορέψατε τελικά;» ρώτησα. «Ναι. Δεν ξέρω γιατί, αλλά συμπεριφερόταν κάπως παράξενα» είπε, ειλικρινά απορημένος. Άντρες! «Πραγματικά, δεν έχεις ιδέα, έτσι;» Ανασήκωσε τους ώμους του. Δεν μπορούσα να κρατηθώ άλλο. Έπρεπε να του το πω. Έπρεπε να ξέρει. «Φάμπιαν, της αρέσεις». Περίμενα να δω το πρόσωπό του να φωτίζεται. Περίμενα να τον δω να χαμογελάει, ή τουλάχιστον να δείξει ότι καταλάβαινε τι εννοούσα. Αλλά τίποτα. Καμία αντίδραση. Σαν να μην είχε ακούσει καν τι του είχα πει. Τα λεπτά περνούσαν κι εκείνος στεκόταν απλώς απέναντί μου χαμένος στις σκέψεις του. «Φάμπιαν;» «Αυτό τα περιπλέκει πολύ τα πράγματα» είπε τελικά αναστενάζοντας, και απομακρύνθηκε λίγο από κοντά μου. 148
«Μα γιατί;» Αναστέναξε ξανά, και είδα πως τα μάτια του έγιναν για μια στιγμή μαύρα. «Επειδή δε νιώθω το ίδιο για τη Λάιλα, αν αυτό πιστεύεις». Έριξε μια ματιά στην αίθουσα, και όταν τελικά ξαναγύρισε το βλέμμα του σ’ εμένα είδα πως τα μάτια του είχαν ξαναπάρει τη φυσική τους απόχρωση, μόνο που ήταν πιο λαμπερά, πιο ζωντανά. Πιο εκθαμβωτικά. «Είσαι τόσο νέα, τόσο αθώα. Δε σε κατηγορώ που δεν το έχεις καταλάβει ως τώρα. Αλλά ξέρω πως δε νιώθεις το ίδιο· επομένως, σε παρακαλώ, μην το αφήσεις ν’ αλλάξει αυτό που είμαστε, εντάξει;» Έμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό, καθώς συνειδητοποίησα τι μου έλεγε. Δεν του αρέσει η Λάιλα αλλά εγώ. Έγνεψα μην ξέροντας τι να πω ή τι να σκεφτώ. Το μόνο που ήξερα ήταν πως ήθελα να φύγω μακριά του. «Ίσως κάποια μέρα αισθανθείς διαφορετικά. Ίσως όταν γίνεις μία από μας να–» «Όχι» ψιθύρισα. «Όχι, όχι, όχι». «Βιολέτα! Σε παρακαλώ, άκουσέ με!» «Όχι» είπα ξέπνοα. Δε θα συνέβαινε ποτέ. Δεν μπορούσα. «Ε… είμαι, είμαι κ… κουρασμένη. Νομίζω πως θα π… πάω για ύπνο» τραύλισα, και κάνοντας στροφή έφυγα βιαστικά απ’ την αίθουσα. «Βιολέτα!» τον άκουσα να φωνάζει, αλλά ήταν πολύ αργά. Ήμουν ήδη στην κεντρική είσοδο. Προχώρησα ως τις μαρμάρινες πόρτες και πήρα βαθιά ανάσα, ρουφώντας λαίμαργα τον καθαρό αέρα. Κοίταξα το γρασίδι που απλωνόταν μπροστά μου μέχρι τις παρυφές του δάσους, έχοντας πλήρη επίγνωση του πόσο εύκολο θα ήταν ν’ αρχίσω απλά να τρέχω εκείνη τη στιγμή. Μόνο που δε θα το ’κανα. Πήρα ακόμα μια βαθιά ανάσα. Πόσο ηλίθια ήμουν τόσον καιρό! Ήταν τόσο εμφανές! Τόσο, μα τόσο εμφανές! Για ποιον άλλο λόγο θα με καλούσε άλλωστε στον χορό; Και γιατί μερικές εβδομάδες πριν αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει τους υπόλοιπους στο κυνήγι για να μείνει μαζί μου; Και οι υπόλοιποι; Να το ξέρουν άραγε και οι υπόλοιποι; Ο Κάσπαρ το ξέρει σίγουρα. Αλλά η Λάιλα; Να το ξέρει κι εκείνη; Δεν του αρέσω. Δεν είναι δυνατόν να του αρέσω. Απλώς έτσι νομίζει. Δεν ξέρει ποια είμαι. Ποια πραγματικά είμαι, καθησύχασα τον εαυτό μου. Και ήταν αλήθεια. Όντως, δεν ήξερε ποια ήμουν. Εκείνο που έβλεπε ήταν η μάσκα που είχα φορέσει για να προστατευτώ, για να επιβιώσω, για να μην τρελαθώ εκεί μέσα. Τα μάτια μου άρχισαν να κλείνουν. Αποφάσισα να πάω για ύπνο. 149
Καθώς ανέβαινα βαριά τα σκαλιά προς το δωμάτιό μου, μπορούσα να νιώσω τα βλέμματα των βρικολάκων που αποχωρούσαν από την κύρια είσοδο καρφωμένα στην πλάτη μου, αλλά δε μ’ ένοιαζε. Απλά δεν είχα την απαραίτητη ενέργεια για ν’ ασχοληθώ. Έφτασα στην κορυφή της σκάλας και έριξα μια τελευταία ματιά κάτω. Θυμήθηκα με θλίψη την πρώτη φορά που είχα περάσει το κατώφλι του σπιτιού, και αναρωτήθηκα αν θα κατάφερνα ποτέ να κάνω το ταξίδι της επιστροφής, ως άνθρωπος. Πόσο αφελής ήμουν! Για μια στιγμή αναρωτήθηκα πώς θα ήταν αν ήμουν βρικόλακας. Πώς θα ήταν αν άφηνα οριστικά την ανθρωπότητα πίσω μου. Πώς θα ήταν αν εκείνα ήταν τα τελευταία μου λεπτά πραγματικής, ανθρώπινης ζωής. Θα μπορούσα να τ’ αφήσω όλα πίσω μου; Έκλεισα για λίγο τα μάτια, και όταν τα άνοιξα κατάλαβα πως μία από τις λάμπες γκαζιού στα δεξιά μου είχε σβήσει. Δεν έδωσα σημασία. Νυσταγμένη, συνέχισα να σέρνω τα βήματά μου προς το δωμάτιο. Ένα και μοναδικό δάκρυ κύλησε τότε στο μάγουλό μου. Πού είναι τώρα η μάσκα σου, Βιολέτα; Έγειρα αποκαμωμένη στον τοίχο δίπλα στην πόρτα του δωματίου μου. Έσφιξα τα δόντια και προσπάθησα να συγκρατήσω τα δάκρυα που ξεχείλιζαν από τα μάτια μου. Πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε με κάποιον τρόπο να γίνω πιο δυνατή. Δε γινόταν να καταρρεύσω. Όχι ακόμη. Στηρίχτηκα με τις παλάμες μου κόντρα στον τοίχο και ακούμπησα το κεφάλι στο δροσερό ντουβάρι. Σιγά σιγά η αναπνοή μου επέστρεφε και πάλι στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Ξαφνικά τινάχτηκα σαν να με είχε διαπεράσει ηλεκτρικό ρεύμα. Κάτι παγωμένο είχε περάσει ξυστά απ’ τον σβέρκο μου, κάνοντας τις τρίχες της ραχοκοκαλιάς μου να σηκωθούν όρθιες. Έμοιαζε με ρεύμα αέρα, μόνο που ο αέρας δε γρυλίζει. Γύρισα επιφυλακτικά. Η καρδιά μου χτυπούσε σε ξέφρενο ρυθμό. Κόλλησα στον τοίχο. Τρέμοντας, ψηλάφισα το ντουβάρι για να βρω το πόμολο. Μια σιλουέτα εμφανίστηκε τότε μέσα απ’ τις σκιές. Το λιγοστό χλωμό φως από τις λάμπες της εισόδου έπεφτε πάνω στο περίγραμμα μιας ψηλής αντρικής φιγούρας. Κάτι σαν υγρό ασήμι κυλούσε στη μια πλευρά του προσώπου του, ενώ ένα μικρό κόκκινο μπουκαλάκι έλαμπε γύρω απ’ τον λαιμό του. Πήρα βαθιά ανάσα, ανακουφισμένη. «Ίλτα! Εσύ είσαι; Δόξα τω Θεώ!»
150
KEΦΑΛΑΙΟ 24
Κάσπαρ ΕΨΑΞΑ ΤΡΙΓΥΡΩ ΧΩΡΙΣ αποτέλεσμα. Το κορίτσι με τα βιολετί δεν ήταν ανάμεσα στο πλήθος. Πού είναι, γαμώτο; Εντόπισα τον Φάμπιαν και τον Άλεξ. Στέκονταν σε μια σκοτεινή γωνιά κοντά στην πόρτα και συζητούσαν κάτι απόλυτα απορροφημένοι. Πέταξα κοντά τους. Η αγωνία μου μεγάλωνε λεπτό με το λεπτό. Και μαζί και η ένταση της οικογένειάς μου, που προφανώς μοιραζόταν την ίδια αγωνία μ’ εμένα. «Φάμπιαν». Γύρισαν και με κοίταξαν. «Πού είναι η Βιολέτα;» ρώτησα επιτακτικά. «Πήγε για ύπνο. Εδώ και δέκα λεπτά περίπου» είπε, αποφεύγοντας το βλέμμα μου. Της το είπε, λοιπόν. «Τι; Κι εσύ τι κάνεις εδώ; Δεν πήγες μαζί της;» φώναξα. Η αγωνία μου είχε μετατραπεί σε πανικό. Ίσως να μη συνέβαινε τίποτε. Ίσως να ήταν απλή σύμπτωση. «Κάσπαρ, τι συμβ–» «Λείπει κι ο Ίλτα Κρίμσον». Κοιτάχτηκαν και στράφηκαν σ’ εμένα με γουρλωμένα μάτια. «Ω Θεέ μου» είπε ξεψυχισμένα ο Φάμπιαν. Και μ’ αυτό ξεχύθηκαν σαν σαΐτες σε αντίθετες κατευθύνσεις. Έριξα μια τελευταία ματιά στην αίθουσα και όρμησα κι εγώ στην απεγνωσμένη αναζήτηση. Μέσα σε δευτερόλεπτα, κάθε Βαρν και κάθε φίλος της οικογένειάς μου άρχισε να ψάχνει να τη βρει. Τα λόγια που της είχα πει κάποιες μέρες πριν αντήχησαν στο μυαλό μου, πνίγοντάς με στις ενοχές: «Ας γίνει το δικό σου, Κοριτσάκι. Μην πεις μόνο πως δε σε προειδοποίησα».
151
KEΦΑΛΑΙΟ 25
Βιολέτα «ΙΛΤΑ, ΤΙ ΚΑΝΕΙΣ ΕΔΩ;» Τον κοίταξα απορημένη. Στεκόταν ακίνητος δυο βήματα μακριά μου, αλλά δε φαινόταν ν’ αντιλαμβάνεται την παρουσία μου. «Ίλτα;» είπα απαλά ακόμα μια φορά. Συνέχισε να με κοιτάζει ανέκφραστα. Κούνησα το χέρι μου μπροστά απ’ το πρόσωπό του. Έδειχνε να βρίσκεται σε κατάσταση ύπνωσης. Τα μάτια του κοίταζαν πέρα από μένα, χωρίς ουσιαστικά να βλέπουν. «Ίλτα!» είπα πιο απότομα αυτή τη φορά. Ξαφνικά το κεφάλι του συσπάστηκε μ’ έναν εντελώς αφύσικο τρόπο. Αναπήδησα τρομοκρατημένη προς τα πίσω, αφήνοντας μια πνιχτή κραυγή. Το κορμί του αναδεύτηκε, και προτού καταλάβω τι συνέβαινε τίναξε το χέρι του μπροστά και μ’ άρπαξε απ’ τον καρπό. Ένα ξαφνικό ρίγος σύρθηκε στο δέρμα μου σαν φίδι, απ’ τον καρπό μου ως τον ώμο, και από εκεί στην καρδιά μου, που χτυπούσε πάλι σε ξέφρενο ρυθμό. Επιχείρησα να ξεφύγω απ’ τη δυνατή λαβή του στρίβοντας τον καρπό μου, που φλεγόταν κάτω απ’ το παγωμένο του χέρι, αλλά ήταν ανώφελο. Δεν είχα την απαραίτητη δύναμη. «Ίλτα!» Συγκεντρώνοντας όση δύναμη μου είχε απομείνει, έκανα μια ύστατη προσπάθεια να ελευθερωθώ, αλλά δυνάμωσε τη λαβή του σε σημείο που ένιωσα το χέρι μου να παραλύει. «Με συγχωρείς, αγαπητή μου Βιολέτα, αν χάθηκα πριν από λίγο. Ας πούμε πως παρασύρθηκα από τις αισθήσεις μου» γουργούρισε με προσποιητή δουλοπρέπεια. Έγλειψε τα χείλη του, μουσκεύοντάς τα με μια παχιά στρώση σάλιου. Ρούφηξα τη μύτη μου. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Θα έδινα τα πάντα να την κάνω να ηρεμήσει λίγο. Έκανε μια παύση και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. Σαν να ’χαν δική τους βούληση, τα μάτια μου γύρισαν και συνάντησαν τα δικά του. Από σκούρα γαλάζια, είχαν γίνει κόκκινα. Μου κόπηκε η αναπνοή. Γούρλωσα τα μάτια και έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, μακριά από το γλοιώδες, απειλητικό του πρόσωπο. Με τράβηξε απ’ τον καρπό. 152
«Όχι, γλυκό μου. Δε θα πας πουθενά». Έπεσα με δύναμη πάνω στο στήθος του. Με μια αστραπιαία κίνηση πέρασε το χέρι του πίσω απ’ τα γόνατά μου και μου ’δωσε μια γερή σπρωξιά. Τα γόνατά μου λύγισαν, και προτού καταλάβω τι είχε συμβεί κατέρρευσα στην αγκαλιά του. Ένα δευτερόλεπτο μετά ένιωσα τον κρύο αέρα να μαστιγώνει το πρόσωπό μου, και ήξερα πως αφήναμε το Βάρνλεϊ πίσω μας, χωρίς να γνωρίζω πού πηγαίναμε. Έκλεισα τα μάτια όσο πιο σφιχτά μπορούσα, προσπαθώντας να σταματήσω τα δάκρυα που έτρεχαν ανεξέλεγκτα. Μόνο τότε μου πέρασε απ’ το μυαλό να ουρλιάξω. Και το ’κανα. Άνοιξα το στόμα και άφησα να ξεχυθεί από μέσα μου ένα τρομακτικό, ανατριχιαστικό ουρλιαχτό. Αλλά ήταν μάταιο. Κανείς δεν άκουσε. Κανείς δεν ήρθε. Κάτι αιχμηρό καρφώθηκε στο μάγουλό μου κι ένιωσα το δέρμα μου να ξεκολλάει. Άνοιξα τα μάτια διάπλατα μορφάζοντας από τον πόνο. Τα αγκάθια μιας βατομουριάς είχαν χωθεί στο δέρμα μου. Προσπάθησα να την κάνω πέρα για να σκουπίσω το αίμα που έτρεχε απ’ την πληγή, αλλά συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να σηκώσω το χέρι. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα πως ήταν παγιδευμένο ανάμεσα στον γλουτό μου και το στήθος του Ίλτα, που με κρατούσε ακόμη στην αγκαλιά του. Προσπάθησα να λυγίσω τα δάχτυλά μου, αλλά δεν είχα καμία αίσθηση του χεριού μου. «Δεν επιθυμείς να παλέψεις, γλυκό μου; Δεν επιθυμείς να το σκάσεις;» είπε απαλά, σκύβοντας πάνω απ’ το κεφάλι μου. Άνοιξε μια σταλιά το στόμα του και είδα τους αιχμηρούς του κυνόδοντες, κυρτούς, θανατηφόρους, να καρφώνουν το κάτω χείλος του. Ανοίγοντας το στόμα του ακόμα περισσότερο, ένιωσα την ανάσα του που βρομούσε κάτι ανάμεσα σε σάπια σάρκα και ξεραμένο αίμα. Ζάρωσα τη μύτη και έκανα το κεφάλι μου πίσω. «Και τι νόημα θα ’χε; Είσαι πιο δυνατός από μένα. Και καλό θα ήταν να χρησιμοποιούσες πού και πού και κανένα στοματικό διάλυμα» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου, αποφασίζοντας πως αφού δεν μπορούσα να τον πολεμήσω αλλιώς θα προσπαθούσα να το κάνω τουλάχιστον με τα λόγια. «Θα δούμε αν θα νιώθεις το ίδιο και σε λίγο» μου είπε όλο περιφρόνηση. Έσκυψε ακόμα πιο κοντά στο πρόσωπό μου και, τινάζοντας τη γλώσσα του σαν φίδι, έγλειψε το αίμα απ’ την πληγή μου. Ρούφηξε και την τελευταία σταγόνα. Έκλεισα τα μάτια αηδιασμένη καθώς τα χείλη του ταξίδευαν ηδονικά απ’ το σαγόνι μου ως τον λαιμό. Πήρε μια βαθιά εισπνοή. Το σώμα του συσπάστηκε βίαια. Άγγιξε τα χείλη του, και στη 153
συνέχεια έσυρε αργά τα δάχτυλά του από τη βάση του λαιμού μου μέχρι τα στήθη μου, διατρέχοντάς τα με τις άκρες των δαχτύλων. Πήρε άλλη μια βαθιά εισπνοή και ξεφύσηξε στο πρόσωπό μου τρέμοντας. «Δε γαμιέται! Δεν μπορώ να κρατηθώ άλλο» είπε μ’ έναν συριγμό. Χωρίς περαιτέρω προειδοποίηση, με πέταξε στο σκληρό έδαφος. Άκουσα ένα ανατριχιαστικό κρακ, και ανακτώντας ακαριαία την αίσθηση του χεριού μου συνειδητοποίησα πως είχα προσγειωθεί με όλο μου το βάρος πάνω του. Στρίγκλισα από τον ανυπόφορο πόνο. Ίσα που πρόλαβα ν’ αντιληφθώ πως εκείνο το πυκνό μέρος του δάσους, και ιδιαίτερα το καλυμμένο με κισσό πέτρινο κτίριο στο βάθος, μου θύμιζε αμυδρά κάτι, προτού ο Ίλτα σκύψει ξανά από πάνω μου. «Δε νομίζεις πως έφτασε η ώρα να διασκεδάσουμε λιγάκι;» Με άρπαξε απ’ τον κορσέ, με σήκωσε και με πέταξε βίαια πάνω σ’ ένα κοντινό δέντρο. Η πλάτη μου σύρθηκε στον τραχύ φλοιό. Μόρφασα απ’ τον πόνο. «Μη μ’ αγγίζεις, τέρας!» τσίριξα, επιστρατεύοντας όλο το θάρρος που μου είχε απομείνει για ν’ αρθρώσω εκείνες τις τέσσερις λέξεις. «Και γιατί όχι; Είναι καθήκον μου να διασφαλίσω ότι θα πεθάνεις προτού εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου». Γέλασε και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας με τρόπο θεατρικό προς το δάσος. «Κοίτα γύρω σου, Βιολέτα. Τι βλέπεις; Δεν υπάρχει τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτά τα δέντρα. Λογικεύσου, αγάπη μου. Μπορείς να φωνάξεις όσο θες, αλλά η αλήθεια είναι πως είσαι χιλιόμετρα μακριά. Δε θα σ’ ακούσει κανείς. Μπορείς ακόμα και να τρέξεις, αλλά ξέρεις πως αργά ή γρήγορα θα σε πιάσω. Ή μπορείς απλά να παραδοθείς στη δύναμή μου και να αποδεχτείς το ότι η μίζερη ζωή σου φτάνει στο τέλος της». Έγειρε ακόμα πιο κοντά μου. «Σκέψου, Βιολέτα. Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να δεχτείς την πραγματικότητα; Τι έχεις να περιμένεις τώρα πια; Δε γίνεται να επιστρέψεις στη θνητή ζωή σου. Το μέλλον σού επιφυλάσσει μόνο θυσίες και προδοσία. Είναι μονόδρομος, Βιολέτα Λι. Τι σου έχει απομείνει; Τι; Απάντησέ μου!» Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι στα μάγουλά μου. Πίεσα πεισματικά τα χείλη μου, ψάχνοντας απελπισμένα για μιαν απάντηση. Έστρεψα το βλέμμα στο υγρό έδαφος. Τα δάκρυά μου έβρεχαν σαν ασημένιες σταγόνες τα πεσμένα φύλλα και το παχύ στρώμα από πευκοβελόνες. Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια, και όταν τα ξανάνοιξα ήξερα την απάντηση. Ύψωσα το κεφάλι μου. «Ελπίδα. Αυτό μου έχει απομείνει. Ελπίδα». 154
Με κοίταξε, και τα σχιστά, διψασμένα για αίμα μάτια του μισόκλεισαν. «Όχι, δεν υπάρχει ελπίδα! Πρέπει να πεθάνεις προτού έρθει η ώρα σου, μικρή μου, και σκοπεύω να το γλεντήσω δεόντως όσο θα κάνω αυτή την τόσο μεγάλη εξυπηρέτηση σε τούτη εδώ τη διάσταση». Άρπαξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου γυρίζοντας το κεφάλι μου βίαια στο πλάι. Κόλλησε το σώμα του πάνω μου, πιέζοντάς με στο δέντρο. «Φύγε από πάνω μου!» τσίριξα. Πάλεψα απεγνωσμένα να του ξεφύγω συστρέφοντας το σώμα μου, αλλά ήταν μάταιο. Μου άρπαξε το μπράτσο με το ελεύθερο χέρι του και το έκανε στην άκρη, μπήγοντας τα μακριά, γαμψά του νύχια βαθιά στη σάρκα μου. Ένιωσα κάτι υγρό και ζεστό να κυλάει απ’ τους καρπούς μου, και γυρίζοντας το βλέμμα είδα να αναβλύζει αίμα στο σημείο όπου είχε μπήξει τα νύχια του. Το κορμί μου συσπάστηκε απ’ την αηδία. Έκλεισα το στόμα προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναγούλα που μου προκαλούσε το αποκρουστικό θέαμα. «Όχι! Σ… σε παρακαλώ, όχι! Όχι!» ικέτευσα. «Πόσον καιρό το περίμενα αυτό» ψιθύρισε, κι έμπηξε τα κοφτερά δόντια του στον τρυφερό λαιμό μου. Τσίριξα, κι ένα πανικόβλητο ουρλιαχτό ξέφυγε απ’ τα χείλη μου καθώς ο αφόρητος πόνος ξεχύθηκε σαν άγριο κύμα απ’ τον λαιμό μου, σταματώντας την καρδιά μου, παγώνοντας το αίμα μου, νεκρώνοντας το μυαλό μου. Άρχισε να ρουφάει. Χωρίς βιασύνη, απολαμβάνοντας κάθε γουλιά, στράγγιζε σταγόνα τη σταγόνα το αίμα απ’ το αδύναμο σώμα μου. Η όρασή μου θόλωνε. Το δάσος έκλεινε γύρω μου. Βυθιζόμουν στο σκοτάδι. Προσπάθησα να μιλήσω, αλλά η φωνή μου αρνούνταν να βγει απ’ το στόμα μου. Τα πνευμόνια μου έκαιγαν, διψώντας για οξυγόνο. Η καρδιά μου σπαρταρούσε, καθώς πάσχιζε να διοχετεύσει το ολοένα και λιγότερο αίμα στα ζωτικά μου όργανα. Σταμάτησε όσο απότομα είχε ξεκινήσει. Τα γόνατά μου λύγισαν, κι αν δεν ήταν το σώμα του να με κρατάει ακινητοποιημένη πάνω στο δέντρο θα είχα σωριαστεί στο έδαφος. Αναστέναξα με ανακούφιση. Ήταν ο πιο ανεπαίσθητος, ο πιο αδύναμος στεναγμός που θα μπορούσε ποτέ να βγει από χείλη ανθρώπου, κι όμως ο Ίλτα τον άκουσε. «Όχι, γλυκό μου. Μη σου περάσει στιγμή απ’ το μυαλό πως τελείωσα μαζί σου. Έχουμε δρόμο μπροστά μας. Και σε θέλω ζωντανή και ξύπνια γι’ αυτό». Έγλειψε τα χείλη του και χαμογελώντας μάλαξε το στήθος μου. Σέρνοντας τα δάχτυλά του αργά προς τα πάνω, έφτασε στο μπούστο μου και έβαλε το παγωμένο χέρι του μέσα απ’ το ύφασμα. Οι προθέσεις του ήταν ξεκάθαρες. 155
«Όχι» ικέτευσα, και βάλθηκα να τινάζω το σώμα μου πέρα δώθε για να ελευθερωθώ. «Όχι! Σε ικετεύω!» «Βλέπεις, Βιολέτα, δεν έχει τόση πλάκα αν δεν είσαι ζωντανή για να νιώσεις την ντροπή και τον εξευτελισμό του βιασμού, ελπίζω να με καταλαβαίνεις...» Έσκυψε το κεφάλι του και κλείνοντας τον λοβό του αυτιού μου ανάμεσα στους κυνόδοντες και το κάτω χείλος του μου ’δωσε μια μικρή δαγκωματιά. «Αλλά μην ανησυχείς, δε θα σταματήσω ακόμα κι όταν θα είσαι πια νεκρή». «Είσαι άρρωστος» ψέλλισα ξέπνοα. «Το ξέρω» απάντησε, και γέλασε σαν να ’χε ακούσει κάποιο καλό αστείο. Έσυρε το νύχι του πάνω στο ύφασμα και με μια απότομη κίνηση έσκισε το φόρεμα και το σουτιέν μου. Τσίριξα ξανά καθώς τα νύχια του έσκαβαν τη σάρκα μου. «Δεν ξέρεις τι χαρά μού δίνεις· αντιλαμβάνεσαι πόσο άρρωστος είμαι, Βιολέτα. Είναι τόσο βαρετό να σου λένε πως είσαι καλός». Ακούμπησε τα χέρια του στις κλειδώσεις του λαιμού μου και βγάζοντας τα νύχια του τα έσυρε αργά κατά μήκος του κορμού μου, σκίζοντας το φόρεμα και το δέρμα μου. Δέκα βαθιές πληγές αυλάκωσαν τα στήθη μου, αφήνοντας πίσω τους ρυάκια αίματος. Έσφιξα τα δόντια συγκρατώντας τον πόνο. Δε θα του επέτρεπα να δει ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό μου. Άπλωσε το χέρι και πίεσε τον αντίχειρά του σε ένα απ’ τα στήθη μου. Με κυκλικές, αργές κινήσεις άρχισε να το χαϊδεύει πρώτα απαλά και στη συνέχεια με όλο και μεγαλύτερη πίεση, ώσπου οι πληγές μου άρχισαν να αναβλύζουν αίμα. Πέρασε μετά τη γλώσσα πάνω απ’ το πληγωμένο μου δέρμα. Μάζεψα τους ώμους και προσπάθησα να κάνω πίσω, αλλά με τράβηξε κοντά του και, περνώντας το χέρι του πίσω απ’ την πλάτη μου, μου έσκισε τη δαντέλα του κορσέ. «Το αίμα σου έχει πολύ γλυκιά γεύση. Σ’ το έχουν ξαναπεί;» είπε χαμογελώντας περιπαικτικά. Παρέμεινα σιωπηλή. Ξαφνικά, έκανε πίσω. Χωρίς να το θέλω, βρέθηκα να κρατάω την ανάσα μου, περιμένοντας πανικόβλητη την επόμενη κίνησή του. Άπλωσε το χέρι, άρπαξε το κάτω μέρος του φορέματός μου και με μια απότομη κίνηση το τράβηξε σκίζοντάς το. Κόλλησε ξανά το σώμα του πάνω μου. Ένιωσα κάτι σκληρό να πιέζει την κοιλιά μου. Τραβώντας με μ’ ανάγκασε να σταθώ στα πόδια μου. Σταμάτησε και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Το βλέμμα του φλεγόταν από πόθο. Άπλωσε το χέρι και άγγιξε το εσωτερικό του γλουτού μου. Άρχισε να το κουνάει τρέμοντας πάνω κάτω, μέχρι που ψηλαφίζοντας έφτασε στο λάστιχο του εσώρουχού μου. 156
Το παραμέρισε αργά, ενώ με το άλλο του χέρι έκανε να φτάσει το φερμουάρ του. «Φύγε από πάνω της!» Αποτραβήχτηκε απότομα. Τα πόδια μου λύγισαν και σωριάστηκα στο έδαφος. «Θα το πληρώσεις ακριβά αυτό, Ίλτα Κρίμσον! Θα πεθάνεις στην πυρά, μπάσταρδε!» «Με ποια κατηγορία, Κάσπαρ;» τον χλεύασε ο Ίλτα. «Με συγχωρείς που σε διορθώνω, αλλά νομίζω πως ξεχνάς ότι είναι άνθρωπος! Είναι απόλυτο δικαίωμά μου να κάνω ό,τι θέλω μαζί της!» Κάσπαρ; «Μάλλον εσύ ξεχνάς κάτι. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι υπό την προστασία του βασιλιά και του Στέμματος. Και λόγω αυτού του γεγονότος, το να πιεις το αίμα της χωρίς την έγκριση του βασιλιά τιμωρείται με εκτέλεση. Μάλλον δεν είσαι αρκετά διαβασμένος, Κρίμσον». «Λες ψέματα» είπε μέσα απ’ τα δόντια του ο Ίλτα. Επιχείρησα ν’ ανοίξω τα μάτια μου για να τους δω, αλλά στάθηκε αδύνατον. Όσο κι αν προσπάθησα, τα βλέφαρά μου έμοιαζαν κολλημένα μεταξύ τους. Η καρδιά μου σφίχτηκε απ’ την προσπάθεια, μέχρι που για μια στιγμή αισθάνθηκα ότι σταμάτησε να χτυπάει. «Με αμφισβητείς;» άκουσα ν’ απαντάει ο Κάσπαρ. Και μετά απ’ αυτό έπεσε σιωπή. Αισθάνθηκα κάποιον ν’ ανασαίνει κοντά στο πρόσωπό μου και να πιέζει με τα δάχτυλά του τη φλέβα στον καρπό μου. Ο σφυγμός μου ήταν πολύ αδύναμος. «Έχεις χάσει πολύ αίμα» μουρμούρισε. Καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια κατάφερα ν’ ανοίξω μια ιδέα τα βλέφαρά μου. Ένα ζευγάρι μάτια, που ισορροπούσαν ανάμεσα στο πράσινο και σε μια διαφανή ουδέτερη απόχρωση, διέτρεχαν το σχεδόν γυμνό κορμί μου, εξετάζοντας σχολαστικά την πληγωμένη σάρκα μου. Έβγαλε το σακάκι του και το τύλιξε γύρω μου, προτού με σηκώσει απαλά από το έδαφος. Ένα βραχνό μουγκρητό βγήκε από μέσα μου, και σφάλισα τα μάτια συγκλονισμένη από το κύμα πόνου που διέτρεξε με ορμή το σώμα μου. Ρίγησα και άρχισα να τρέμω απ’ το κρύο, κι απ’ τον αφόρητο πόνο στο χέρι μου. Ένιωσα μια πίεση στο χέρι μου. «Κουράγιο, Βιολέτα. Μην τα παρατάς». Ο πανικός ήταν διάχυτος στη φωνή του. Μια ριπή κρύου αέρα με χτύπησε ανελέητα καθώς ανέπτυξε ταχύτητα, αλλά μέσα σε λίγα λεπτά είχαμε πάλι σταματήσει. Ακόμα και με τα μάτια ερμητικά κλειστά, μπορούσα να νιώσω πού βρισκόμασταν. Μια αχτίδα φωτός διαπέρασε τα σφαλιστά μου βλέφαρα και γλυκιά θέρμη 157
αγκάλιασε παρηγορητικά το πονεμένο μου σώμα. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν στην απόλυτη σιωπή ήταν τα βήματα του άντρα που με κουβαλούσε, καθώς ανέβαινε τα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Το φως έγινε ακόμα πιο έντονο. Πέθανε, παιδί. Πέθανε προτού να είναι αργά. Σαν ηχώ, τα λόγια που είχα ακούσει νωρίτερα στο μυαλό μου επέστρεψαν κυριεύοντας τον νου και την καρδιά μου. Ένα σφίξιμο στο στήθος μού έκοψε την ανάσα· σκέφτηκα ότι έπρεπε ν’ αναπνεύσω, αλλά δεν είχα τη δύναμη. «Μην τολμήσεις να τα παρατήσεις, Κοριτσάκι. Όχι τώρα. Μείνε μαζί μου, Βιολέτα...» Ο βρόντος της πόρτας που άνοιξε έκανε την καρδιά μου να σφιχτεί πάλι. Έκανα μια αξιοθρήνητη τελευταία προσπάθεια να πάρω ανάσα. Ήταν μάταιο. Δε μου είχε μείνει στάλα δύναμης. «Άνοιξε τα μάτια σου, Κοριτσάκι! Σου μιλάει ο πρίγκιπας, γαμώτο! Σε διατάζω να μην τα παρατήσεις! Ακούς;» Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν, και είδα χιλιάδες μάτια βρικολάκων να με κοιτάζουν επίμονα καθώς έσβηνα στην αγκαλιά του Κάσπαρ. Ένιωσα να χάνω τις αισθήσεις μου, αλλά προτού με τυλίξει οριστικά το σκοτάδι μία μόνο λέξη, ένας απελπισμένος βρυχηθμός ήχησε εκκωφαντικά στο αρχοντικό, ειπωμένη από τον άντρα που με κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά του. «Πατέρα!»
158
KEΦΑΛΑΙΟ 26
Κάσπαρ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΒΡΙΚΟΛΑΚΕΣ ΕΙΧΑΝ καρφώσει το βλέμμα στη Βιολέτα, που κειτόταν σαν άψυχη κούκλα στην αγκαλιά μου. Η ψηλή σκοτεινή φιγούρα του πατέρα μου αναδύθηκε μέσα απ’ το πλήθος των προσκεκλημένων μας που κοίταζαν βουβά την κακοποιημένη Βιολέτα. «Φέρ’ τη μέσα» διέταξε με το που την είδε. Έσπευσα κοντά του. Το πλήθος άνοιξε, και είδα τότε τον Γκέιλεν, τον γιατρό της οικογένειας, να μου γνέφει να την ακουμπήσω στο πάτωμα. Τύλιξε το σακάκι του και το τοποθέτησε κάτω απ’ το κεφάλι της. Η οικογένειά μου αντίκρισε με τρόμο το θέαμα του κατασπαραγμένου, καλυμμένου με αίμα σώματός της. Ένας λυγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη της Λάιλα. Τα κεχριμπαρένια μάτια του Γκέιλεν στράφηκαν όλο αυστηρότητα πάνω μου, σαν να πίστευε πως ήμουν υπαίτιος για την κατάστασή της. «Τι συνέβη;» ρώτησε κοφτά. «Της επιτέθηκαν» μουρμούρισα. Το πλήθος αναδεύτηκε. Τα θυμωμένα γρυλίσματά τους σηκώθηκαν σαν σύννεφο στον χώρο, καθώς τα μάτια τους γίνονταν το ένα μετά το άλλο κατάμαυρα. «Ποιοι;» ρώτησε μέσα απ’ τα δόντια ο Άστον, ένας αδυσώπητος βρικόλακας γνωστός για τις εξαιρετικές ερευνητικές ικανότητές του. Έλυσε το ζωνάρι του και, βγάζοντας το σακάκι του, με κοίταξε με ένταση. «Ο Ίλτα Κρίμσον. Ετοιμαζόταν να τη βιάσει». Φωνές αποδοκιμασίας και αποστροφής ακούστηκαν τότε από παντού. Κάποιοι αποχώρησαν μεμιάς απ’ το δωμάτιο, ενώ άλλοι οργάνωναν ήδη μια ομάδα ιχνηλατών και, με επικεφαλής τον Άστον, ξεχύνονταν σαν σαΐτες στον περίβολο. «Για όνομα του Θεού, κάποιος να εκκενώσει το δωμάτιο. Αρκετά δεν επλήγη η αξιοπρέπεια αυτής της κοπέλας;» είπε επιτακτικά ο Γκέιλεν, και αφού πήρε τους σφυγμούς της συνέχισε την εξέταση ελέγχοντας τις πληγές στον λαιμό της. Δε χρειάστηκε να επαναλάβει την εντολή του. Ο Τζαγκ κι ο Σκάι ανέλαβαν δράση και δίνοντας οδηγίες στο υπηρετικό 159
προσωπικό άρχισαν να διώχνουν τον κόσμο απ’ το δωμάτιο. Η υπόλοιπη οικογένεια πλαισίωσε τη Βιολέτα, σχηματίζοντας έναν προστατευτικό κλοιό γύρω της. «Κάταγμα στον δεξή καρπό και σημαντική απώλεια αίματος, καταφανώς απ’ τον λαιμό της». «Για πόσο αίμα μιλάμε;» «Περισσότερο απ’ όσο θα θέλαμε. Ο οργανισμός της βυθίζεται σε κατάσταση σοκ. Εάν δεν της χορηγηθεί άμεσα αίμα, τα ζωτικά της όργανα θα νεκρωθούν». Δε χρειάστηκε να πει κάτι άλλο. «Ας προχωρήσουμε τότε σε μετάγγιση». «Δεν είναι τόσο απλό. Το αίμα που έχετε αποθηκευμένο εδώ δεν έχει ελεγχθεί, γεγονός που το καθιστά ακατάλληλο για μετάγγιση. Ωστόσο, δεν έχουμε τον απαραίτητο χρόνο για να απευθυνθούμε σε κάποια τράπεζα ανθρώπινου αίματος». «Τότε ας την κάνουμε βρικόλακα!» Ο Γκέιλεν κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος. Ακούμπησε το χέρι της στο πάτωμα και, γυρίζοντας προς το μέρος μας, σηκώθηκε όρθιος. «Είναι πολύ αργά γι’ αυτό. Το σώμα της δε θα καταφέρει να αντεπεξέλθει στην αλλαγή. Λυπάμαι». Πήγα να πω κάτι, αλλά δεν έβρισκα τα λόγια. Γύρισα προς τη Βιολέτα κι άρχισα να χαϊδεύω το χέρι της, κατάπληκτος από το γεγονός ότι ήταν πιο παγωμένη κι από μένα τον ίδιο. Άκουσα κάποιον να προτείνει να την πάμε στους Σοφούς, αλλά η πρότασή του απορρίφθηκε αμέσως από κάποιον άλλο. «Δε θα μπορούσαμε να της δώσουμε μια μικρή ποσότητα από το αίμα μας;» ξεκίνησα να λέω, καθώς μια ιδέα άρχισε να σχηματίζεται στο μυαλό μου. «Όσο χρειάζεται, δηλαδή, για να παραμείνει ζωντανή και να γιατρευτεί το σώμα της, αλλά όχι αρκετό για να τη μεταμορφώσει». Ο Γκέιλεν με κοίταξε επιφυλακτικά. «Αυτό όμως θα την έκανε ημιβρικόλακα». «Και λοιπόν; Θα της έσωζε τη ζωή! Πατέρα;» Στράφηκα προς τον πατέρα μου, αναζητώντας απελπισμένος την έγκρισή του. Δεν είπε τίποτα. Αντιθέτως, έκανε νόημα στον Γκέιλεν και στον Ίγκλεν να τον ακολουθήσουν κάπου παράμερα. Άθελά μου έπιασα κάποια τμήματα της συζήτησής τους, μέχρι που η προσοχή μου αποσπάστηκε από τον Φάμπιαν ο οποίος άνοιξε διάπλατα τις πόρτες και ήρθε σαν αστραπή κοντά μου. Έκλαιγε. Δε χρειάστηκε να του πω τίποτα. Το βλέμμα μου τα έλεγε όλα. «Σβήνει» μουρμούρισα, κι έμεινα να κοιτάζω τον πιο παλιό, τον 160
πιο αγαπημένο φίλο μου να καταρρέει στο πάτωμα και να ξεσπάει σε λυγμούς. Συνέχισα να τον κοιτάζω μην ξέροντας τι να κάνω, αρνούμενος να κλάψω. Όχι, δε θα κλάψω για άνθρωπο. Δε γίνεται να το κάνω αυτό για άνθρωπο. Η αναπνοή της γινόταν όλο και πιο γρήγορη, αλλά οι σφυγμοί της έπεφταν. Σταγόνες κρύου ιδρώτα κυλούσαν απ’ τον λαιμό της κατά μήκος των πληγών που είχε ανοίξει ο Ίλτα στα στήθη της. Το δέρμα της πάγωνε όλο και πιο πολύ. «Τι θα γίνει επιτέλους;» ψέλλισα, καρφώνοντας τα μάτια μου όλο αγωνία στους άντρες που ήταν συγκεντρωμένοι δίπλα στις πόρτες. Έπιασα τον πατέρα μου να ρίχνει μια κλεφτή ματιά προς το μέρος μας. Δεν έχεις να πεις τίποτα, Κάσπαρ; Η ζωή της είναι στα χέρια σου, πατέρα. Τι σημασία έχει το τι θα πω εγώ; Τον είδα ν’ αναστενάζει και να γυρίζει προς τον Ίγκλεν. Μίλησε υψώνοντας λίγο τον τόνο της φωνής του. «Η απόφαση που καλούμαστε να πάρουμε θα επηρεάσει σοβαρά τη μοίρα του βασιλείου, έτσι δεν είναι;» «Με πολύ περισσότερους τρόπους απ’ όσους μπορείτε να φανταστείτε, Μεγαλειότατε» τόνισε ο Ίγκλεν χαμογελώντας. Γνωρίζει πράγματα που εμείς οι υπόλοιποι δεν μπορούμε καν να τα διανοηθούμε. «Αραμπέλα;» είπε ο πατέρας μου στρέφοντας το βλέμμα πάνω της. Έγνεψε σαν να επιβεβαίωνε από τη μια την ορθότητα των λόγων του πατέρα της, του Ίγκλεν, και να συμμεριζόταν από την άλλη την άποψη του πεθερού της. Αν την αφήσω να πεθάνει, υπάρχει κίνδυνος να εξοργίσουμε τον Λι και την κυβέρνηση, δίνοντάς τους έτσι αφορμή να περάσουν στην επίθεση. Αλλά ακόμα κι αν την αφήσω να ζήσει, θα γίνει ημι-βρικόλακας, και το ρίσκο θα είναι το ίδιο. Επίσης, θα πρέπει να σκεφτώ και την ίδια. Κανείς δε μας εγγυάται πως θα ζήσει, ακόμα κι αν της χορηγήσουμε μια μικρή ποσότητα απ’ το αίμα μας. Και, φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε το μίσος που τρέφει για μας. Θα ήθελε ποτέ να συνδεθεί έστω και ελάχιστα με τη σκοτεινή ύπαρξή μας; Τα τελευταία του λόγια με επηρέασαν, και το κατάλαβε αμέσως. Όχι, δε θα το ήθελε. Αλλά ούτε και να τα παρατήσει τόσο εύκολα θα ’θελε. Ήταν μαχητής. Ο Λι, πρώτα απ’ όλα, δε θα μάθει ποτέ ότι η κόρη του έγινε ημιβρικόλακας. Αλλά ακόμα και αν το μάθαινε, δε θα μπορούσε να την κατηγορήσει. Η επιλογή δεν ήταν δική της. Δεν έπρεπε καν να βρίσκεται τώρα στον κόσμο μας. Θα δώσω εγώ το δικό μου αίμα. Της το χρωστάω. 161
Δεν ξέρω αν ήταν από τα λόγια μου, αλλά ξαφνικά έγινε κάτι πρωτοφανές: τα μάτια του πατέρα μου έγιναν για μια στιγμή μπλε. «Κάν’ το». Ο Γκέιλεν έσπευσε να βοηθήσει. Ανασηκώνοντάς την, την πήρε απαλά στα χέρια του, κάνοντας ταυτόχρονα νόημα στους υπηρέτες ν’ ανάψουν το τζάκι του δωματίου της. Για μια στιγμή ένιωσα να παγώνω στη θέση μου, αλλά σύντομα ξαναβρήκα την αυτοκυριαρχία μου και, αρπάζοντας τον Φάμπιαν απ’ το χέρι, οδηγήσαμε τον Γκέιλεν στο δωμάτιό της.
162
KEΦΑΛΑΙΟ 27
Βιολέτα «ΒΙΟΛΕΤΑ, ΕΛΑ, ΞΥΠΝΑ» τιτίβισε μια μελωδική φωνή δίπλα μου. Ένιωθα ένα μικρό χεράκι να μου σκουντάει διστακτικά το πόδι. Άνοιξα με κόπο τα βλέφαρα και έμεινα να κοιτάζω, σαν μέσα από τούνελ, ένα κοριτσάκι με μεγάλα σμαραγδί μάτια πλαισιωμένα από ξανθές μπούκλες να μου χαμογελάει. Η Θάιμ. «Μην κοιμάσαι άλλο, Βιολέτα!» Καθώς η όρασή μου άρχισε να καθαρίζει, είδα πως βρισκόμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου. Αφράτα μαξιλάρια στήριζαν την πονεμένη μου πλάτη. Πρόσεξα πως ο ένας μου καρπός είχε επίδεσμο. Ο Κάσπαρ, ο Φάμπιαν και η Λάιλα στέκονταν κοντά στο παράθυρο, με τις πλάτες γυρισμένες στο κρεβάτι. «Η Βιολέτα ξύπνησε! Η Βιολέτα ξύπνησε!» Το κοριτσάκι όρμησε πάνω μου τσιρίζοντας, με καβάλησε και τύλιξε τα χεράκια του γύρω απ’ τον λαιμό μου. Ένας αφόρητος πόνος διαπέρασε σαν λεπίδα το κορμί μου. Βόγκηξα κι έσφιξα τα δόντια. Άρχισε να μου δίνει πεταχτά φιλιά στον λαιμό, και αγκαλιάζοντάς με ακόμα πιο σφιχτά συνέχισε αφήνοντας φιλιά πάνω σε κάθε πληγή στο σώμα μου. Ήθελα να ουρλιάξω, τρελαμένη απ’ τον πόνο, αλλά όσο κι αν προσπάθησα το ουρλιαχτό δεν έλεγε να βγει απ’ το στόμα μου. Οι τρεις βρικόλακες γύρισαν μεμιάς, και η Λάιλα έσπευσε να πάρει τη Θάιμ από πάνω μου. «Μα καλά, δε βλέπεις ότι την πονάς;» Πήρα βαθιά ανάσα. Ο πόνος άρχισε να υποχωρεί. Η Θάιμ κοίταξε την αδερφή της με παράπονο. Το κάτω χείλος της άρχισε να τρέμει, και σουφρώνοντας το στόμα της έφυγε τρέχοντας απ’ το δωμάτιο, ξεσπώντας σε λυγμούς. Την ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που χάθηκε. Έσφιξα τα δόντια και, μορφάζοντας απ’ τον πόνο στο χέρι, ανασήκωσα ελάχιστα την πλάτη μου. Ο Κάσπαρ με παρατηρούσε από απόσταση. Έδειχνε να διστάζει να πλησιάσει. Με το που αντιλήφθηκε πως τον κοίταζα, έστρεψε το παγωμένο βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο. Ο Φάμπιαν με πλησίασε κι άρχισε να 163
τακτοποιεί τα μαξιλάρια στην πλάτη μου. Έκανα πίσω, καθώς πέρασαν σαν αστραπή απ’ τη σκέψη μου τα τελευταία μου λεπτά στον χορό. Δεν έδειξε να το αντιλαμβάνεται. «Έλα, πιες το» είπε, προσφέροντάς μου ένα ποτήρι νερό. Ο λαιμός μου ήταν τόσο ξερός, που το ήπια με τη μία. Έπιασε την κανάτα απ’ το κομοδίνο και μου γέμισε ξανά το ποτήρι. «Βιολέτα, λυπάμαι τόσο πολύ γι’ αυτά που πέρασες». Επιχείρησα να μιλήσω, αλλά το μόνο που βγήκε από μέσα μου ήταν ένας πνιχτός ήχος. Έκανα να κουνήσω το κεφάλι, αλλά στάθηκε αδύνατον. Ήταν σαν να ’χα πάθει αγκύλωση. Μια αμήχανη σιωπή έπεσε στο δωμάτιο. «Πάω να φέρω τον Γκέιλεν» μουρμούρισε τελικά η Λάιλα, και βγήκε απ’ το δωμάτιο. Ξανάπεσε βαριά σιωπή. Άπλωσα το χέρι προς τον Φάμπιαν, που έσπευσε να με βοηθήσει να βολευτώ σε καθιστή στάση. Εκείνη τη στιγμή άνοιξαν ξανά οι πόρτες και μπήκε στο δωμάτιο ο βασιλιάς μαζί με έναν ψηλό άντρα, ο οποίος υπέθεσα πως ήταν ο Γκέιλεν, ενώ ξοπίσω τους ερχόταν κι ο Ίγκλεν. «Δε θα ’πρεπε να είμαι ζωντανή» κατόρθωσα να ψελλίσω. Ο Φάμπιαν κι ο Κάσπαρ αντάλλαξαν ματιές, ενώ ο Γκέιλεν με πλησίασε και, πιάνοντας το χέρι μου, πίεσε δύο του δάχτυλα στον καρπό μου για να μου πάρει τον σφυγμό. Έκανα να το τραβήξω, αλλά μου έριξε μια βλοσυρή ματιά που δε μου άφηνε πολλά περιθώρια αντίδρασης. Ο Φάμπιαν μού χαμογέλασε καθησυχαστικά, και έτσι αποφάσισα πως δεν είχα άλλη επιλογή από το ν’ αφήσω τον Γκέιλεν να μ’ εξετάσει. Μ’ έβαλε να σφίξω και να ξεσφίξω μερικές φορές το χέρι που δεν ήταν τραυματισμένο. Συνειδητοποίησα έκπληκτη ότι δε με πονούσε. «Πώς νιώθεις;» ρώτησε. Ντροπιασμένη. Ανίσχυρη. Αηδιασμένη. «Μουδιασμένη» απάντησα. «Είναι λογικό. Θα περάσει. Ήσουν αναίσθητη τρεις μέρες». Τον κοίταξα με ανοιχτό το στόμα. Τρεις μέρες; Τόσο πολύ; «Επίσης, να σας ενημερώσω πως για λίγο καιρό θα πονάει» είπε απευθυνόμενος στον βασιλιά και στον Ίγκλεν. «Και το χέρι της θα πρέπει να μείνει δεμένο για δύο εβδομάδες. Οι πληγές ίσως πάρουν λίγο περισσότερο για να κλείσουν, αλλά σε γενικές γραμμές η ανάρρωσή της προχωράει πολύ καλά». Έφυγε απ’ το προσκεφάλι μου και πλησίασε τον βασιλιά. Άρχισε να του λέει κάτι χαμηλόφωνα, νομίζοντας προφανώς πως δε θα μπορούσα ν’ ακούσω, ωστόσο εγώ άκουγα τα πάντα. «Η επίδραση, βέβαια, της όλης εμπειρίας στον 164
ψυχισμό της θα πάρει περισσότερο για να περάσει. Και, αν μου επιτρέπετε, θα ήθελα να τονίσω ότι είναι πολύ πιθανόν να επηρεάσει την απόφασή της για το αν θα γίνει μία από μας». Ξερόβηξα για να καθαρίσω τον λαιμό μου. «Πώς γίνεται και είμ’ ακόμη ζωντανή;» Αντάλλαξαν πάλι ματιές, αλλά κανείς δε φαινόταν πρόθυμος να δώσει απάντηση στην ερώτησή μου. «Έχασες το ένα τρίτο του αίματός σου, με αποτέλεσμα να πάθεις υπογλυκαιμικό σοκ» είπε τελικά ο Γκέιλεν με το απόμακρο, σοβαρό ύφος που παίρνει κάθε γιατρός όταν ετοιμάζεται να δώσει άσχημα νέα στον ασθενή του. Ήταν το ύφος που είχαν οι γιατροί όταν μας ανακοίνωναν ότι ο Γκρεγκ δεν τα είχε καταφέρει, και ότι η Λίλι είχε καρκίνο. «Χρειάστηκε να σου κάνουμε μετάγγιση αίματος. Δυστυχώς, η κατάστασή σου ήταν τόσο κρίσιμη, που δεν είχαμε τον χρόνο να προμηθευτούμε ανθρώπινο». Τον κοίταξα με γουρλωμένα μάτια. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Με κομμένη την ανάσα περίμεναν την αντίδρασή μου. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το υπόκωφο τσιτσίρισμα των ξύλων που έκαιγαν στο τζάκι, και η ανάσα μου που γινόταν λεπτό με το λεπτό όλο και πιο ρηχή και γρήγορη. «Για να μεταμορφωθεί ένας άνθρωπος σε βρικόλακα, απαιτείται να αντικατασταθεί η μισή και πλέον ποσότητα του αίματός του με δικό μας. Στη δική σου περίπτωση, αντικαταστήσαμε το ένα τέταρτο, γεγονός το οποίο σε καθιστά αυτό που ονομάζουμε ημι-βρικόλακα». Δεν πρόσεχα ιδιαίτερα εκείνα που μου έλεγε. Κοίταξα πανικόβλητη την παλάμη μου για να δω αν το δέρμα μου ήταν πιο χλωμό απ’ ό,τι το θυμόμουν. Δεν ήταν. Ακούμπησα τρέμοντας το χέρι μου στο στήθος. Η καρδιά μου συνέχιζε να χτυπάει δυνατά. «Μου λέτε ψέματα» γρύλισα. «Όχι, δεσποινίς Λι, δε σας λέμε ψέματα» μου ανταπάντησε ο Γκέιλεν. «Η καρδιά μου χτυπάει ακόμη! Μου λέτε ψέματα!» ούρλιαξα, κοιτάζοντάς τους τρελή από αγωνία. Ο Φάμπιαν έκανε να μου χαϊδέψει τον ώμο, αλλά του έδωσα μια και του πέταξα το χέρι μακριά. Το πρόσωπό μου συσπάστηκε απ’ τον πόνο. «Δεν έχω καμία σχέση μ’ εσάς! Καμία, με ακούτε; Είμαι άνθρωπος!» Η οργή που ένιωσα να φουντώνει μέσα μου ήταν τόσο δυνατή, τόσο σφοδρή, που έφτασα στο σημείο να νιώσω ναυτία. Έπιασα το στομάχι μου και διπλώθηκα στα δύο. Ανοίγοντας τα μάτια μου, βρέθηκα να κοιτάζω σε απόσταση αναπνοής τον Κάσπαρ. Μ’ έπιασε υστερία και άρχισα να τινάζομαι δεξιά κι 165
αριστερά για να του ξεφύγω. Πέρασε το πόδι του από πάνω μου και κολλώντας τα χέρια μου στο κεφαλάρι του κρεβατιού με ακινητοποίησε. Καταλάβαινα ότι ήταν θυμωμένος. Τα μάτια του άστραφταν, μεταβάλλονταν από σμαραγδί σε μαύρα και αντίστροφα, αλλά υπήρχε και κάτι άλλο στο βλέμμα του, πέρα απ’ τον θυμό – κάτι που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. Οίκτος; «Βιολέτα!» Άρχισα πάλι να τινάζομαι κλοτσώντας και σπρώχνοντας – προσπαθώντας να ελευθερωθώ με κάθε δυνατό τρόπο. «Φύγε από πάνω μου!» τσίριξα με όλη μου τη δύναμη. «Βιολέτα, κοίταξέ με!» Γύρισα το κεφάλι, αρνούμενη πεισματικά να κάνω εκείνο που μου έλεγε. «Είπα, κοίταξέ με!» φώναξε. Δε στράφηκα. Μου άρπαξε το πιγούνι και μου γύρισε βίαια το κεφάλι για να τον δω. Ένιωσα ένα τσούξιμο, εκεί που ήξερα πως είχα πληγές. Κάρφωσα το βλέμμα στα σκεπάσματα. «Για όνομα του Θεού, κοίτα με! Πες μου. Τι έχει αλλάξει;» Σαστισμένη υποχώρησα και σήκωσα απρόθυμα τα μάτια μου, μέχρι που συνάντησα τα δικά του. Το βλέμμα μου ταξίδεψε για λίγο στο πρόσωπό του. Κάτι είχε αλλάξει. Τα χρώματα, για παράδειγμα. Το σμαραγδί των ματιών του ήταν πιο λαμπερό. Ξεχώριζε περισσότερο μέσα στο λευκό. «Μα–» «Άκου. Μύρισε. Όλα είναι καλύτερα, έτσι δεν είναι;» Ναι. «Όχι» ψέλλισα. «Όχι!» φώναξα συστρέφοντας το σώμα μου απελπισμένη για να του ξεφύγω. Άρχισα να ουρλιάζω χωρίς σταματημό, χωρίς λογική. Ξαφνικά ένα χέρι προσγειώθηκε με δύναμη στο υγρό μου μάγουλο και, βγάζοντας μια τελευταία στριγκλιά, σταμάτησα και βυθίστηκα σαστισμένη στη σιωπή. Γούρλωσα τα μάτια και κοίταξα τον Κάσπαρ. Ανέπνεε βαριά και φαινόταν το ίδιο σοκαρισμένος μ’ εμένα μ’ εκείνο που είχε κάνει. Πήρε αργά τα χέρια του από πάνω μου, και κατεβαίνοντας απ’ το κρεβάτι πήγε και στάθηκε στην άλλη άκρη του δωματίου. Έπιασα το μάγουλό μου. Παρά τον πόνο και το τσούξιμο, είχε καταφέρει να με συνεφέρει. «Ο Φάμπιαν μού έχει πει πως οι βρικόλακες πρέπει να προσπαθήσουν πολύ για να κλάψουν. Δ… δε θα ξανακλάψω;» «Δεν είναι ακριβώς έτσι» μου απάντησε ο Ίγκλεν. «Αν μας άφηνες να σου εξηγήσουμε, ίσως και να μην τα έβλεπες τόσο μαύρα τα πράγματα». 166
Ο Γκέιλεν έβαλε ακόμα ένα κούτσουρο στη φωτιά και με πλησίασε. «Πρέπει να καταλάβεις πως δεν είχαμε πολλές επιλογές. Έχασες τόσο αίμα, που μοιραία τα ζωτικά σου όργανα θα έπαυαν να λειτουργούν το ένα μετά το άλλο από το σοκ. Χωρίς τη μετάγγιση, οι πιθανότητες επιβίωσής σου ήταν μηδενικές. Το ανθρώπινο αίμα που κρατάμε αποθηκευμένο εδώ είναι κατάλληλο μόνο για κατανάλωση, δεδομένου ότι δεν έχει περάσει τους απαραίτητους ελέγχους ώστε να χρησιμοποιηθεί σε άνθρωπο. Το δικό μας αίμα ήταν η μόνη λύση. Επιπλέον, έχει την ιδιότητα να επιταχύνει εξαιρετικά τη διαδικασία ίασης. Είσαι πολύ τυχερή που η Υψηλότητά του προσφέρθηκε να σου δωρίσει λίγο απ’ το δικό του αίμα» κατέληξε κοιτώντας τον Κάσπαρ. Έστρεψα κατάπληκτη το βλέμμα μου στον Κάσπαρ, αλλά μόλις οι ματιές μας διασταυρώθηκαν γύρισε και κοίταξε πάλι έξω απ’ το παράθυρο. Του χρωστάω τη ζωή μου. Ξανά. «Και γιατί η καρδιά μου συνεχίζει να χτυπάει αν, όπως ισχυρίζεστε, είμαι ημι-βρικόλακας;» «Επειδή είσαι περισσότερο άνθρωπος παρά βρικόλακας. Θα συνεχίσεις να ζεις και να τρέφεσαι όπως πριν. Δε θα νιώσεις ποτέ λαχτάρα για αίμα. Από νομικής απόψεως, θα εξακολουθήσεις να υπακούς και να τηρείς τους νόμους των ανθρώπων και όχι τους δικούς μας. Οι μόνες διαφορές που θα παρατηρήσεις, όπως προανέφερε και ο πρίγκιπας, θα είναι στις αισθήσεις και στις ικανότητές σου. Για παράδειγμα, στην όραση και στην αντοχή σου. Μπορεί επίσης να ζήσεις περισσότερα χρόνια απ’ ό,τι ένας φυσιολογικός άνθρωπος». Ο βασιλιάς έγνεψε βάζοντας τέλος στη συζήτηση. «Ευχαριστούμε, Γκέιλεν. Μπορείς να αποχωρήσεις». «Μη διστάσετε να με καλέσετε αν τυχόν προκύψουν προβλήματα» ψιθύρισε ο Γκέιλεν, καταλαβαίνοντας πλέον γιατί μπορούσα να τους ακούσω ακόμα και όταν στέκονταν στην άλλη άκρη του δωματίου. Έκανε βαθιά υπόκλιση και αποχώρησε μαζί με τον Ίγκλεν. «Φάμπιαν, Λάιλα, δώστε μας ένα λεπτό. Όχι εσύ, Κάσπαρ» είπε ο βασιλιάς στον γιο του, που ετοιμαζόταν ν’ ακολουθήσει τους άλλους δύο. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω τους, συνέχισε. «Δεσποινίς Λι, θα ήθελα να σας πληροφορήσω πως βρίσκεστε υπό την προστασία του βασιλιά και του Στέμματος, κάτι το οποίο σημαίνει πως, αν κάποιος επιχειρήσει να σας βλάψει με οποιοδήποτε τρόπο, θα τιμωρηθεί με θάνατο. Μπορεί ο Ίλτα Κρίμσον να διέφυγε, ωστόσο σας υπόσχομαι πως θα καταβάλουμε τεράστια προσπάθεια για να τον βρούμε. Όταν συμβεί αυτό, θα περάσει από δίκη. Δεδομένου ότι αυτός 167
που σας βρήκε ήταν ο Κάσπαρ, έχει κληθεί ήδη ως μάρτυρας. Έχετε κάποια αντίρρηση ως προς αυτό;» «Όχι» απάντησα, νιώθοντας τα χείλη μου να τρεμουλιάζουν. Έμπηξα τα νύχια στο δέρμα της παλάμης μου ψάχνοντας τη δύναμη να συγκρατήσω τα δάκρυα που ένιωθα να ξεχειλίζουν απ’ τα μάτια μου. «Ωραία. Να σας αφήσουμε να ξεκουραστείτε τότε. Μη διστάσετε να ζητήσετε βοήθεια αν χρειαστείτε κάτι. Θα βρίσκεται πάντα κάποιος εδώ κοντά να καλύψει κάθε σας ανάγκη». Τους παρακολούθησα να φεύγουν απ’ το δωμάτιο. Ένιωσα τη σιωπή να κλείνει απειλητικά γύρω μου. Ο Κάσπαρ κοντοστάθηκε για μια στιγμή. Ένα γνώριμο αίσθημα μου πλάκωσε την καρδιά. Φόβος. Κάρφωσα τα μάτια στο κενό. Δε γινόταν, δεν μπορούσα να μείνω μόνη μου. Ήξερα πως θα επέστρεφε ν’ αποτελειώσει ό,τι είχε ξεκινήσει. «Κάσπαρ» ψιθύρισα. Γύρισε. «Μείνε σε παρακαλώ». «Τι;» απάντησε παγερά. «Σε παρακαλώ, μη φύγεις. Δ… δεν μπορώ, δ… δε θέλω να μείνω μόνη». Έσκυψα το κεφάλι απελπισμένη. Το δωμάτιο τυλίχτηκε ξανά στη σιωπή. Άκουσα την πόρτα να κλείνει και σφάλισα τα μάτια, σίγουρη πως είχε φύγει. Ο φόβος επέστρεψε πιο άγριος από πριν. Δε γινόταν να μείνω μόνη. Το πάτωμα έτριξε. Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ακούστηκαν τα πνιχτά βήματα κάποιου πάνω στην παχιά μοκέτα. Και ύστερα ξανά σιωπή. Άνοιξα διστακτικά το ένα μου μάτι. Είχε μείνει. Ήταν εκεί. Ακουμπούσε με το γνωστό χαλαρό ύφος του στον στύλο του κρεβατιού και με κοίταζε μέσα απ’ τα σκούρα, σχεδόν μαύρα μαλλιά του, που έπεφταν ατημέλητα στο πρόσωπό του. Οι ανοιχτόχρωμες ανταύγειες είχαν αρχίσει να ξεθωριάζουν, καθώς το καλοκαίρι είχε πια φύγει δίνοντας τα ηνία στο φθινόπωρο. Ίσως το γεγονός ότι οι ηλιόλουστες μέρες είχαν περάσει ανεπιστρεπτί έδινε μια ακόμα πιο χλωμή απόχρωση στο δέρμα του, ή ίσως να ήταν πάντα έτσι και απλώς τα δικά μου μάτια έβλεπαν τώρα πιο καθαρά. «Έμεινες». Τα μάτια μου πέταξαν και συνάντησαν φευγαλέα τα δικά του. Έγνεψε καταφατικά. «Δεν είμαι τόσο άκαρδος όσο νομίζεις». Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. «Μου έσωσες τη ζωή. Ξανά». Έστρεψε το βλέμμα στο πάτωμα. Έστρεψα το δικό μου στα σκεπάσματα. «Ναι, υποθέτω πως ναι. Αλλά αν πέθαινες... ο πατέρας σου... επομένως…» 168
Του έγνεψα πως καταλάβαινα. Δε χρειαζόταν να πει κάτι άλλο. Έσφιξα τα χείλη και κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. Τον άκουσα να σέρνει αμήχανα τα πόδια στο πάτωμα. «Όπως και να ’χει... σ’ ευχαριστώ. Αν δεν είχες έρθει, δεν ξέρω τι άλλο θα μου είχε κάνει». Κούνησε το χέρι του σταματώντας με. «Θυμάσαι τα πάντα;» Έδειχνε σοκαρισμένος. Έγνεψα μελαγχολικά. «Τα πάντα. Μέχρι που λιποθύμησα». Κάρφωσα το βλέμμα μου στο κενό. Ρίγησα από αηδία καθώς τα λόγια του Ίλτα αντήχησαν στο μυαλό μου. «Βλέπεις, Βιολέτα, δεν έχει τόση πλάκα αν δεν είσαι ζωντανή για να νιώσεις την ντροπή και τον εξευτελισμό του βιασμού...» Ο Κάσπαρ με είχε γλιτώσει απ’ αυτή τη μοίρα την τελευταία στιγμή. Με είχε προειδοποιήσει απ’ την αρχή να μείνω μακριά του. Πόσο ηλίθια ήμουν που τον εμπιστεύτηκα. Που τον άφησα να με πλησιάσει τόσο πολύ. Ο Κάσπαρ είχε δίκιο. Έπρεπε να έχω μείνει μακριά του. Όμως όχι μόνο δεν έμεινα μακριά του, αλλά χόρεψα και μαζί του. Γιατί έφυγα απ’ τον χορό μόνη μου; Απ’ όπου κι αν το έπιανα, το σφάλμα ήταν όλο δικό μου. Έκρυψα το πρόσωπό μου στις παλάμες. Ντρεπόμουν τόσο πολύ. Δεν ήθελα να με δει ο Κάσπαρ να καταρρέω. Θα ’πρεπε να είμαι πιο δυνατή. Θα ’πρεπε απλά ν’ αποδεχτώ εκείνο που μου συνέβη και να συνεχίσω. «Μην κλαις» ψιθύρισε. Τον κοίταξα έκπληκτη. Τα μάτια του ήταν κατάμαυρα και έσφιγγε με δύναμη τις γροθιές. Είχε τυλίξει το χέρι του γύρω απ’ τον στύλο του κρεβατιού σαν να προσπαθούσε να ισορροπήσει. Έτρεμε. Μπορεί να είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου, αλλά δε μ’ έβλεπε. «Θα πεθάνει γι’ αυτό που σου ’κανε. Θα υποστεί βασανιστήρια που θα ξεπερνούν και τους χειρότερους εφιάλτες του. Θα συρθεί γδαρμένος και διαμελισμένος στην πυρά, ικετεύοντας μάταια για έλεος». «Σε παρακαλώ, μη μιλάς έτσι» ψέλλισα. Απ’ το μυαλό μου περνούσαν φριχτές εικόνες. Έκλεισα το στόμα με το χέρι μου, προσπαθώντας να μπλοκάρω τον εμετό που ανέβαινε στον λαιμό μου. Τινάχτηκε· και σαν να βγήκε ξαφνικά από κάποιο είδος έκστασης, τα μάτια του πήραν πάλι τη σμαραγδί τους απόχρωση. «Γιατί; Δε θέλεις να πάρεις εκδίκηση;» Σήκωσα τους ώμους αδύναμα. Τα λόγια του μου ξανάφεραν δάκρυα στα μάτια. Προσπαθώντας να βρω την αυτοκυριαρχία μου, έσφιξα τις γροθιές 169
κάτω απ’ τα σκεπάσματα και πίεσα τον εαυτό μου να συγκεντρωθεί σε κάτι άλλο. Ξέσφιξα τις παλάμες και χάιδεψα τα σεντόνια, παρατηρώντας με έκπληξη πως πρώτη φορά στο διάστημα που ήμουν εκεί το δωμάτιο ήταν τόσο ζεστό, σε σημείο να νιώθω κάπως ιδρωμένη. Πέρασα το χέρι πάνω απ’ το δέρμα μου. Πρέπει κάποιος να με είχε καθαρίσει απ’ το αίμα και τη λάσπη, αλλά συνέχιζα να νιώθω βρόμικη· φοβόμουν πως δε θα μπορούσα εύκολα να ξεπλύνω όλο εκείνο από πάνω μου. Ωστόσο, θα ’θελα να προσπαθήσω. «Υπάρχει δυνατότητα να κάνω ένα ντους;» «Ναι, φυσικά. Μπορείς να κάνεις και μπάνιο αν το προτιμάς». Τα μάτια του πήραν μια ανοιχτή ροζ απόχρωση. Έγνεψα καταφατικά. «Θα πω σε μία από τις υπηρέτριες να σου γεμίσει την μπανιέρα τότε». «Μη φύγεις». Χαμογέλασε λοξά. «Δεν πάω πουθενά, μην ανησυχείς». Τον κοίταξα, και ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα να χαμογελούν τα μάτια του. «Κάποιος ετοιμάζει ήδη το μπάνιο σου απέναντι» μου είπε, γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι προς την πόρτα. «Ευχαριστώ». Πέταξα τα σκεπάσματα από πάνω μου κι έριξα μια ματιά στα ρούχα που φορούσα, τα οποία περιορίζονταν σε μια μακριά φαρδιά μπλούζα. «Δυο λεπτά να σου φέρω ρούχα» είπε και χάθηκε μέσα στην ντουλάπα. Ένα λεπτό αργότερα ερχόταν προς το μέρος μου κρατώντας ένα κολάν, ένα μακρύ μάλλινο πουλόβερ και καθαρά εσώρουχα. «Δεν πρέπει να κρυώσεις» εξήγησε, και έστρεψε αμήχανα το βλέμμα του προς την μπαλκονόπορτα. Πήρα τα ρούχα, τα έβαλα κάτω απ’ τη μασχάλη και, πιάνοντας τον στύλο του κρεβατιού για να μην πέσω, έκανα δειλά το πρώτο μου βήμα. Νιώθοντας σαν μωρό που μόλις μαθαίνει να περπατάει, κατευθύνθηκα προς το μπάνιο. Ο Κάσπαρ ήταν διαρκώς δίπλα μου. Με το που μπήκαμε στο μπάνιο, άρχισε να περπατάει πάνω κάτω και να κάνει ένα σωρό ερωτήσεις, παίζοντας νευρικά με τα χέρια του. «Θα είσαι εντάξει; Εννοώ… εδώ μέσα μόνη σου... Θα είμαι στο δωμάτιο, ε… αν χρειαστείς, ξέρεις, οτιδήποτε…» Τον κοίταξα απορημένη. Η αμηχανία του μ’ έκανε να κοκκινίσω. Χαμήλωσα το κεφάλι και έγνεψα πως ήμουν εντάξει. Το μπάνιο ήταν γεμάτο υδρατμούς και μοσχοβολούσε λεβάντα. Με το που έμεινα μόνη, άφησα τα καθαρά μου ρούχα σε μια κρεμάστρα και πήγα να κλείσω την πόρτα. Πρόσεξα πως το κλειδί έλειπε απ’ την κλειδαριά. Δεν έδωσα σημασία. 170
Άρπαξα μια πετσέτα απ’ την κρεμάστρα, έβγαλα την μπλούζα μου όσο πιο γρήγορα μπορούσα και τύλιξα το ίδιο γρήγορα την πετσέτα γύρω μου, αποφεύγοντας να κοιτάξω προς τον καθρέφτη. Δεν είχα ακόμη το κουράγιο να δω το σώμα μου. Πάλεψα για λίγη ώρα να ελευθερώσω το χέρι μου απ’ τον ιμάντα που το στήριζε, και όταν τελικά τα κατάφερα γύρισα αργά προς τον καθρέφτη. Πήρα ένα κομμάτι χαρτί και τον σκούπισα απ’ τους ατμούς. Βαθιά ανάσα. Παρ’ όλο που δεν το ’θελα, ήταν κάτι που έπρεπε να γίνει. Έπρεπε να δω σε τι κατάσταση ήταν το σώμα μου. Άφησα την πετσέτα να πέσει από πάνω μου και κράτησα την αναπνοή μου. Τα περισσότερα από τα πιο μικρά κοψίματα και τις γρατζουνιές είχαν ήδη εξαφανιστεί. Το ίδιο και οι πιο βαθιές πληγές στη δεξιά πλευρά του κορμιού μου. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και με τον υπόλοιπο κορμό μου. Πέντε κατακόκκινες χαρακιές ξεκινούσαν απ’ τα στήθη μου και κατέληγαν σκάβοντας το δέρμα μου ως το στομάχι. Πέρασα επιφυλακτικά τα δάχτυλά μου από πάνω τους. Ανατρίχιασα απ’ το τσούξιμο. Έσφιξα τα χείλη και συνέχισα να παρατηρώ το σώμα μου. Οι ουλές στον λαιμό μου, που μέχρι πρόσφατα ήταν σαν κεφάλια από καρφίτσες, έχασκαν μπροστά μου μεγάλες όσο ένας αντίχειρας. Βυθίστηκα στην μπανιέρα και έκλεισα τα μάτια. Το διεστραμμένο πρόσωπό του, το γέλιο του, η γλοιώδης φωνή του όρμησαν πίσω απ’ τα σφαλιστά μου βλέφαρα και κυρίεψαν τις αισθήσεις μου. Ένιωθα ξανά το σιχαμερό άγγιγμά του. Άκουγα τη λαχανιασμένη του ανάσα στον λαιμό μου. Μύριζα την μπόχα του αίματος που ανέδιδε το στόμα του. «Είναι καθήκον μου να διασφαλίσω ότι θα πεθάνεις προτού εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου». Και θα επιστρέψει, είμαι σίγουρη. Θα επιστρέψει ν’ αποτελειώσει εκείνο που άρχισε. Το ξέρω. Πώς να συνεχίσω να ζω έτσι; Τα μάτια μου έπιασαν κάτι να γυαλίζει στην άκρη της μπανιέρας. Έστρεψα το βλέμμα μου. Ένα ξυραφάκι. «Σκέψου, Βιολέτα. Τι έχεις να περιμένεις τώρα πια; Δε γίνεται να επιστρέψεις στη θνητή ζωή σου. Τι σου έχει απομείνει;» Το είχα ξανακάνει μια φορά. Θυμόμουν ακόμη το αίμα. Ήταν τόσο πολύ... Πόσο πολύτιμο έμοιαζε τώρα. Ούτως ή άλλως, αργά ή γρήγορα κάποιος θα μ’ αποτέλειωνε στραγγίζοντας και την τελευταία μου σταγόνα. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε και ο Κάσπαρ όρμησε στο μπάνιο. Πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα μου. Ανασηκώθηκα όσο πιο γρήγορα μου 171
επέτρεπε ο πόνος στα πλευρά και στα μουδιασμένα πόδια μου και τύλιξα σφιχτά την πετσέτα γύρω απ’ το κορμί μου. «Μην τολμήσεις». Μου άρπαξε το ξυραφάκι απ’ τα χέρια. «Ούτε τώρα ούτε ποτέ». Μου γύρισε την πλάτη και μάζεψε ακόμα ένα ξυραφάκι απ’ το ράφι. «Σκέψου». Άνοιξε μετά το ντουλαπάκι του μπάνιου και πήρε ό,τι αιχμηρό βρήκε. «Καλά». Έδωσε ύστερα μια και το έκλεισε. «Τι πας να κάνεις». Γύρισε επιτόπου και με κοίταξε. Τα μάτια του εξέπεμπαν χιλιάδες διαφορετικά συναισθήματα. Κοιταχτήκαμε χωρίς να μπορούμε να κρύψουμε τα νεύρα μας και οι δυο. «Δεν είχα σκοπό να το κάνω» του αντιγύρισα. Έκανα δυο βήματα πίσω και, παίρνοντας αμυντική στάση, ύψωσα εμπόδια στη σκέψη μου για να μην μπορέσει να τη διαβάσει. Με κοίταξε σηκώνοντας ειρωνικά το φρύδι του. «Τέλος πάντων. Τελείωνε με το μπάνιο σου. Και γρήγορα. Να ξέρεις πως δε θα ξαναπάρω τα μάτια μου από πάνω σου». Έφυγε κλείνοντας με δύναμη την πόρτα πίσω του. «Εντάξει!» φώναξα. Ξεφύσηξα, πέταξα την πετσέτα στην άκρη και ξαναμπήκα στην μπανιέρα. Ένιωσα τα μάτια μου να κλείνουν και αφέθηκα στη χαλαρωτική επίδραση που είχε το καυτό νερό πάνω μου. Είναι γελασμένος αν νομίζει πως θ’ αφήσω εκείνο το ηλίθιο τέρας με το όνομα Ίλτα Κρίμσον να με επηρεάσει. Αυτό τουλάχιστον θα λέω στον εαυτό μου μέχρι να τον πείσω. Έστυψα τα μαλλιά μου. Μετά από δύο λουσίματα και τρία μπάνια, αποφάσισα να βγω απ’ την μπανιέρα. Τα πόδια μου έτριζαν πάνω στα πεντακάθαρα πλακάκια καθώς διέσχιζα το μπάνιο, αλλά εγώ συνέχιζα να νιώθω βρόμικη. Φτάνοντας έξω απ’ το δωμάτιό μου, κοντοστάθηκα για λίγο. Κάποιος έπαιζε κιθάρα. Άνοιξα την πόρτα επιφυλακτικά και είδα τον Κάσπαρ να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μου. Ακούμπησε την κιθάρα δίπλα του και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου. Πήγα προς την ντουλάπα για να βρω ένα ζευγάρι κάλτσες. «Το εννοούσα όταν σου είπα πως δε θα ξαναπάρω τα μάτια μου από πάνω σου» τον άκουσα να φωνάζει απ’ το δωμάτιο. Βγήκα απ’ την ντουλάπα και, ξεδιπλώνοντας τις κάλτσες μου, κάθισα βαριά στο κρεβάτι. Πετάχτηκε όρθιος κι έκανε δυο βήματα προς τα πίσω. «Γιατί σηκώθηκες;» τον ρώτησα. «Δε δαγκώνω ξέρεις» συνέχισα. Γέλασε αμήχανα και πήγε και κάθισε στην άλλη άκρη του κρεβατιού. «Το ξέρω. Αλλά δαγκώνω εγώ. Ωραίες κάλτσες παρεμπιπτόντως» 172
είπε, και σηκώνοντας το φρύδι κοίταξε με νόημα τις χνουδωτές, φωσφοριζέ κίτρινες κάλτσες μου. Ξανάπιασε την κιθάρα του και άρχισε να παίζει αφηρημένα κάποιον σκοπό. «Δείχνεις πιο κεφάτη. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν διαλυθεί αν βρίσκονταν στη θέση σου». «Δεν είμαι όπως οι περισσότεροι άνθρωποι. Γιατί να το αφήσω να με επηρεάσει κι άλλο; Ό,τι έγινε έγινε, και δεν μπορώ να κάνω κάτι γι’ αυτό...» Τα λόγια μου έσβησαν καθώς άρχισα ν’ αναρωτιέμαι γιατί έμπαινα στον κόπο να του τα πω όλ’ αυτά. Συνέχισε να γρατζουνάει τις χορδές της κιθάρας του. «Το να κρύβεις τα συναισθήματά σου δεν είναι πάντα η καλύτερη επιλογή» είπε. «Δεν κρύβω τίποτα». Με κοίταξε αμίλητος. «Τι να κρύψω, δηλαδή; Θα έπρεπε να σ’ έχω ακούσει. Θα έπρεπε να έχω καταλάβει πως ήταν επικίνδυνος, αλλά δεν το ’κανα. Το λάθος είναι αποκλειστικά δικό μου». Άφησε την κιθάρα στην άκρη και με κοίταξε στα μάτια. Προσπάθησα ν’ αποστρέψω το βλέμμα μου, αλλά δεν τα κατάφερα. «Μη μιλάς έτσι. Δεν είν’ αλήθεια και το ξέρεις». «Κι όμως, αυτή είν’ η αλήθεια. Και εν πάση περιπτώσει, τι σε νοιάζει εσένα;» «Ώστε δε θες να με νοιάζει; Τότε, σε αυτή την περίπτωση, καλύτερα να πηγαίνω». Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Δεν εννοούσα αυτό. Σε παρακαλώ, μη φύγεις!» Σταμάτησε. Γύρισε και με κοίταξε. «Θα μείνω μόνο αν μου πεις γιατί φοβάσαι τόσο πολύ να καθίσεις μόνη σου». Αναστέναξα κι έπιασα να τραβάω νευρικά τα χνουδάκια που εξείχαν απ’ τις κάλτσες μου, ενώ ευχόμουν να έσβηνε κάποιος τη φωτιά επειδή είχα αρχίσει πάλι να ιδρώνω. «Λοιπόν;» «Επειδή θα ξανάρθει» μουρμούρισα. Τα μάγουλά μου έκαιγαν, κι αυτή τη φορά δεν έφταιγε η ζέστη απ’ το τζάκι. «Θα ’πρεπε να είναι ηλίθιος για να κάνει κάτι τέτοιο» είπε γελώντας σαρκαστικά. «Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που θα ’πρεπε να σε ανησυχεί. Ούτε το κατώφλι δε θα πρόφταινε να περάσει. Πίστεψέ με» πρόσθεσε, καταλαβαίνοντας προφανώς από τον τρόπο που τον κοίταζα πως δε με έπειθε. Δεν άκουσες τι μου είπε, σκέφτηκα. Δεν άκουσες τον τρόπο που το είπε. Το εννοούσε. Με θέλει νεκρή. «Σταμάτα να γελάς». Άρπαξα ένα μαξιλάρι και του το πέταξα στο κεφάλι. Εννοείται πως το έπιασε στον αέρα. Μου το έριξε πίσω. Με 173
βρήκε στο στήθος. Μόρφασα απ’ τον πόνο, καθώς έπεσε πάνω στις πληγές μου. «Θα κλείσουν σύντομα». «Θα ’θελα απλώς να εξαφανιστούν τώρα». Κατσούφιασε και ξανάπιασε την κιθάρα. «Δε δείχνουν τόσο χάλια πάντως». Σήκωσα το φρύδι μου. «Δείχνουν». «Όχι». «Ναι!» «Όχι!» «Μην κάθεσαι με τα παπούτσια σου στο κρεβάτι μου!» Συνεχίσαμε έτσι για ώρες, μέχρι που ο ήλιος άρχισε να δύει, ανταλλάσσοντας αδιάκοπα άσκοπα πειράγματα όλο πνεύμα, μέχρι που στερέψαμε από εξυπνάδες και αποστομωτικές απαντήσεις. Είχαμε απλώσει στην ουσία ένα πέπλο πάνω από κείνο που μας έκαιγε πραγματικά. Μόνο όταν ο Κάσπαρ σηκώθηκε και έσβησε τη λάμπα του κομοδίνου μου συνειδητοποίησα πόσο αργά ήταν. «Πιστεύεις πως θα μπορέσεις να κοιμηθείς;» με ρώτησε. Χασμουρήθηκα. «Σου κάνει αυτό για απάντηση;» Κούνησε αργά το κεφάλι. Ένας ήχος σαν βουητό μέλισσας έσπασε τη σιωπή. Ο Κάσπαρ πετάχτηκε όρθιος σαν να τον είχε τσιμπήσει μύγα κι έβγαλε το κινητό απ’ την τσέπη του παντελονιού του. Τα μάτια του σάρωσαν για μια στιγμή την οθόνη και πέταξε μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια του. «Τι;» «Κοίτα, θα πρέπει να φύγω για λίγο. Είναι κάτι που πρέπει να τακτοποιήσω». Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και ξανάχωσε το κινητό στην τσέπη. «Μη μ’ αφήσεις! Δε νομίζω πως θα καταφέρω να κοιμηθώ αν φύγεις» τον παρακάλεσα, συγκρατώντας τα δάκρυά μου. Ένιωθα το σκοτάδι να με καταπίνει. Κάθε γωνιά του δωματίου, κάθε σκιά έμοιαζε απειλητική. Έξω ο αέρας μαστίγωνε τα δέντρα, σηκώνοντας ένα σπαραχτικό ουρλιαχτό που μου πάγωνε το αίμα. Ήξερα πως κάπου εκεί πέρα, μέσα στις πυκνές φυλλωσιές, καραδοκούσε κάποια αόρατη απειλή. Με κοίταξε με ένταση στα μάτια. «Είναι κάτι που πραγματικά δεν μπορεί να περιμένει. Θα γυρίσω όσο πιο γρήγορα μπορώ, εντάξει;» Έφυγε βιαστικά απ’ το δωμάτιο. Με κυρίεψε πανικός. Έτρεξα στον νιπτήρα κι άρχισα να ρίχνω παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου για να συνέλθω. 174
KEΦΑΛΑΙΟ 28
Κάσπαρ «ΚΑΣΠΑΡ!» «Τσάριτι». Αναστέναξα. Ήταν ακουμπισμένη όλο ηδυπάθεια στον τοίχο έξω απ’ το δωμάτιό μου. Φορούσε ένα μαύρο κοντό βραδινό φόρεμα που έμοιαζε εντελώς ακατάλληλο για την περίσταση. «Πού ήσουν, αγάπη μου; Η σκέψη σου ήταν εντελώς μπλοκαρισμένη!» γκρίνιαξε, και περπατώντας με πολύ νάζι ήρθε και μ’ αγκάλιασε. Ένιωσα να φουντώνω από τον πόθο. Τα μάτια μου έγιναν αμέσως κατακόκκινα. Σύνελθε, γαμώτο. Πέρασε τα χέρια της γύρω απ’ τον λαιμό μου και χάιδεψε το αυτί μου με τα χείλη της. «Έχω κάτι πολύ ξεχωριστό για μας τους δυο στο μυαλό μου». Τα χέρια της ταξίδεψαν στο στήθος μου, σταματώντας στους κοιλιακούς μου. «Κάτι πολύ ξεχωριστό...» «Σαν τι, δηλαδή;» γρύλισα, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρατήσω τη φωνή μου σταθερή. Έσυρε νωχελικά τα δάχτυλά της κατά μήκος της ζώνης μου κι άρχισε να με πειράζει καθώς γινόμουν όλο και πιο σκληρός. Τουλάχιστον προσπάθησε να συνέλθεις. Μ’ έπιασε απ’ τη ζώνη και με τράβηξε στο δωμάτιο. «Θα σου πω μόνο αφού μάθω πού ήσουν» επέμεινε. Την άρπαξα απ’ τη μέση και την τράβηξα κοντά μου. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στα πλούσια στήθη της που ξεχείλιζαν απ’ το φόρεμα. «Εγώ λέω να περάσουμε κατευθείαν σ’ αυτό που είχες στο μυαλό σου» απάντησα γελώντας σιγανά. Και η Βιολέτα; ρώτησε η φωνή μου μες στη σκέψη μου, αλλά όπως τόσες άλλες φορές επέλεξα απλά να την αγνοήσω. Την πέταξα στο κρεβάτι, κι εκείνη με έναν αδέξιο ελιγμό κατάφερε να μου βγάλει το πουκάμισο. Άπλωσε τα χέρια της και χάιδεψε τους κοιλιακούς μου. Άρπαξα το φόρεμά της και επιχείρησα να της το βγάλω, αλλά με σταμάτησε. Έκανε πίσω. «Όχι προτού μου πεις πού ήσουν». 175
Την πλησίασα και έχωσα το πρόσωπό μου στον λαιμό της αναστενάζοντας, παραδομένος στο πάθος μου. Γεμίζοντας μικρές δαγκωματιές το αυτί της, της ψιθύρισα: «Με τη Βιολέτα». Κινήθηκα προς το μπούστο της, αγνοώντας την ξινή, δυσάρεστη μυρωδιά του αίματός της – η οποία μάλλον αντανακλούσε τη γενικότερη συμπεριφορά της. Τινάχτηκε απότομα προς τα πίσω. «Ορίστε; Τολμάς να μου λες ότι ήσουν μ’ αυτό το ανθρώπινο σκουπίδι;» Ανασήκωσα αδιάφορα τους ώμους. «Δεν είναι άνθρωπος, είναι ημι-βρικόλακας». Την ξανατράβηξα κοντά μου, αλλά μ’ έσπρωξε μακριά. «Και γιατί ήσουν μαζί της; Πώς μπόρεσες να μου το κάνεις αυτό;» τσίριξε, φεύγοντας από κοντά μου. Μου έριξε ένα δολοφονικό βλέμμα, σαν να μου έλεγε πως είχα μπλέξει άσχημα. «Και τι έπρεπε να κάνω μετά απ’ όσα πέρασε σήμερα, μου λες; Να τη στείλω στον αγύριστο;» απάντησα, σαστισμένος από την αντίδρασή της. «Επομένως, για να καταλάβω, προτίμησες να περάσεις τη μέρα σου μ’ αυτή κι όχι με την κοπέλα σου! Αυτό μου λες;» «Κοπέλα μου;» μουρμούρισα, κάνοντας με τη σειρά μου πίσω. «Ναι, κοπέλα σου! Έτσι δε λένε αυτή με την οποία έχεις σχέση;» «Σχέση;» είπα κοιτώντας γύρω μου εντελώς μπερδεμένος, λες και τα ντουβάρια θα μπορούσαν να μου δώσουν μια λογική εξήγηση για τους παραλογισμούς που άκουγα. «Απ’ όσο θυμάμαι, εμείς οι δύο δεν έχουμε σχέση». Πέταξε μια στριγκλιά και τράβηξε με μανία μια τούφα απ’ τα μαλλιά της, με αποτέλεσμα να της μείνει το εξτένσιον στο χέρι. «Κάσπαρ, έχεις μπει στον κόπο να τσεκάρεις το Facebook;» «Έχεις Facebook;» Γούρλωσε τα μάτια της και με κοίταξε σαν να ’ταν έτοιμη να ορμήσει να με φάει. Το οποίο δε θα ’ταν και τόσο άσχημο. «Ναι, σου έχω στείλει αίτημα φιλίας! Πράγμα που θα γνώριζες αν τσέκαρες καμιά φορά το προφίλ σου!» Ποιο προφίλ μου; «Και σταμάτα να προσπαθείς να αρνηθείς το γεγονός ότι με κεράτωσες μ’ αυτή την ψεύτρα, αυτή την τσούλα που και καλά δέχτηκε επίθεση. Κι αν δέχτηκε επίθεση, όπως λέει, καλά να πάθει. Προφανώς της άξιζε. Σε μισώ!» Ήταν σαν να ’χα μεταφερθεί ξαφνικά σε κάποιο παράλληλο σύμπαν. Την κοίταξα για λίγο σαν χαμένος – πρώτον επειδή υποτίθεται πως δεν έπρεπε να χρησιμοποιούμε κοινωνικά δίκτυα, λόγω του ότι ήταν πολύ προσωπικά, και δεύτερον επειδή δεν μπορούσα να χωνέψω εκείνο 176
που είχε μόλις ξεστομίσει. Και ξαφνικά ξύπνησα. Ένιωσα να ξεχειλίζω από οργή. «Πάρ’ το πίσω τώρα!» γρύλισα, πλησιάζοντάς την απειλητικά. «Ποιο απ’ όλα; Το ότι “το άξιζε η τσούλα” ή το “σε μισώ”;» «Το πρώτο. Δε δίνω δεκάρα αν με μισείς ή όχι!» Τίναξε με ύφος τα μαλλιά της. «Τελειώσαμε, Κάσπαρ! Ακούς; Τελειώσαμε!» Ίσιωσε το φόρεμά της και όρμησε έξω απ’ το δωμάτιο. «Δεν είχαμε αρχίσει και ποτέ!» φώναξα. Δεν απάντησε. Έμεινα για λίγο ακίνητος, προσπαθώντας να καταλάβω τι είχε συμβεί. Είχα μόλις χωρίσει με κάποια που δεν ήταν καν κοπέλα μου. Δεν ξέρω αν υπήρχε κάποιο βραβείο γι’ αυτό, αλλά αν υπήρχε, θα απονεμόταν δικαιωματικά σ’ εμένα. Κούνησα το κεφάλι για να ξεκολλήσω και άρπαξα το πουκάμισό μου απ’ το πάτωμα. Αυτό με ξεβόλευε κάπως. Θα έπρεπε να βρω σύντομα κάποια άλλη πηγή διασκέδασης. Επέστρεψα στο δωμάτιο της Βιολέτας και είδα πως την είχε πάρει ο ύπνος. Χαμογέλασα ευχαριστημένος και βολεύτηκα στην πολυθρόνα δίπλα της. Ήταν ιδρωμένη. Έσμιξα τα φρύδια προβληματισμένος. Θυμήθηκα απ’ το σχολείο πως, όταν οι άνθρωποι ήταν ιδρωμένοι, μπορούσαν ν’ αρπάξουν πιο εύκολα κρυολόγημα. Έπιασα το σεντόνι και έκανα να τη σκεπάσω. Κουνήθηκε. Το πρόσωπό της είχε πάρει μια έκφραση αγωνίας. Ήξερα πως σκεφτόταν εκείνον. Δε γαμιέται, ας με μισήσει γι’ αυτό. Σκαρφάλωσα στο κρεβάτι και χώθηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα, προσέχοντας να μην την ξυπνήσω. Στη στιγμή, το πρόσωπό της χαλάρωσε, και τα πόδια της πλέχτηκαν γύρω απ’ τα δικά μου. Η αναπνοή της επέστρεψε στους φυσιολογικούς της ρυθμούς. Τα χαρακτηριστικά της γαλήνεψαν. Έγειρα και τη φίλησα απαλά στο μέτωπο. «Όνειρα γλυκά, Βιολέτα».
177
KEΦΑΛΑΙΟ 29
Βιολέτα «ΕΧΕΙΣ ΤΡΙΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ να πάρεις το χέρι σου από πάνω μου και ν’ απομακρυνθείς από κοντά μου». Γύρισα απ’ την άλλη μορφάζοντας από το πρωινό φως του ήλιου που περνούσε μέσα απ’ τις αξιοθρήνητες κουρτίνες και με τύφλωνε. «Καλημέρα και σ’ εσένα». Ο Κάσπαρ γέλασε και σηκώθηκε με το πάσο του απ’ το κρεβάτι. Ήμουν ακόμη πιασμένη και, ακριβώς όπως είχε προβλέψει ο Γκέιλεν, πονούσα παντού. Ο Κάσπαρ με γύρισε ανάσκελα. Βόγκηξα απ’ τον πόνο. «Έλα, ο γιατρός είπε πως πρέπει να φας». «Δεν έχω όρεξη». Ξαναγύρισα μπρούμυτα κι έχωσα το πρόσωπό μου στο μαξιλάρι. Δε θέλω να σηκωθώ ποτέ ξανά απ’ αυτό το κρεβάτι, σκέφτηκα. «Δε γίνεται να μη φας» μου αντιγύρισε, σκουντώντας το μαξιλάρι μου. «Ναι, καλά. Και για να ’χουμε καλό ρώτημα, πότε σου έδωσα την άδεια να κοιμηθείς στο κρεβάτι μου;» Αυτή τη φορά σκούντηξε εμένα. «Δεν είσαι πρωινός τύπος, έτσι; Λοιπόν, αν θες να μείνεις μόνη σου, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Όμως εγώ προσωπικά θα πάω στην κουζίνα να πιω κάτι». «Δε θέλω να φάω» επανέλαβα. «Αυτό το είπες ήδη» τον άκουσα να φωνάζει καθώς έκλεινε την πόρτα με θόρυβο πίσω του. Δίπλωσα πεισματικά τα χέρια μου κάτω απ’ το στήθος και κάρφωσα το βλέμμα στο παράθυρο. Δε σκόπευα να πάω πουθενά. Αλλά η σιωπή που έπεσε ξαφνικά στο δωμάτιο σε συνδυασμό με το ουρλιαχτό του αέρα έξω έκαμψαν γρήγορα την ψυχραιμία μου. Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι σαν τρελή και έτρεξα στο δωματιάκι με τον νιπτήρα. Έπλυνα το πρόσωπό μου κι άρχισα να βουρτσίζω τα δόντια, ρίχνοντας ταυτόχρονα στοματικό διάλυμα στο 178
καπάκι για να κερδίσω χρόνο. Το καπάκι γλίστρησε απ’ το χέρι μου κι έπεσε στο πάτωμα. Παρακολουθώντας την πτώση του σε αργή κίνηση, έσκυψα και το ’πιασα στον αέρα, χωρίς να μου χυθεί ούτε μια γουλιά. Ανασήκωσα το φρύδι μου. Αυτό δε θα το έκανα με τίποτα πριν. Φτάνοντας κάτω, βρήκα το χολ της κύριας εισόδου άδειο και τις πόρτες κλειδαμπαρωμένες. Κοντοστάθηκα για μια στιγμή κοιτώντας γύρω μου πανικόβλητη, κι αμέσως ξεχύθηκα στον διάδρομο τρέχοντας σαν παιδάκι που φοβάται πως κάποιος το παρακολουθεί. Μπήκα στην κουζίνα και βρήκα τον Κάσπαρ και τον Φάμπιαν να συζητούν κάτι εντελώς απορροφημένοι. Με το που με είδαν, σταμάτησαν. «Καλημέρα» είπε ο Φάμπιαν. Δεν απάντησα. Έκανα τον γύρο του πάγκου και πήγα και κάθισα στην άλλη άκρη, αποφεύγοντας να τον κοιτάξω. Ο Κάσπαρ μού έστειλε ένα μήλο τσουλώντας το πάνω στον πάγκο και στη συνέχεια μου ετοίμασε ένα φλιτζάνι τσάι. Πήρα διστακτικά την κούπα στα χέρια μου και, πίνοντας την πρώτη ζεστή γουλιά, θυμήθηκα την πρώτη φορά που έφαγα πρωινό στην κουζίνα των Βαρν. Μόνο που εκείνος που φρόντιζε να ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες μου τότε δεν ήταν ο Κάσπαρ αλλά ο Φάμπιαν. Άρχισα να τρώω, νιώθοντας το βλέμμα του Φάμπιαν καρφωμένο διαρκώς πάνω μου. Ο Κάσπαρ είχε ορμήσει στο ψυγείο κι έχωνε ένα τεράστιο κομμάτι ζαμπόν στο στόμα, κατεβάζοντάς το με ένα μπουκάλι αίμα. «Πώς είσαι; Είσαι καλά;» ρώτησε ο Φάμπιαν. Κούνησα το κεφάλι σκυθρωπή σφίγγοντας τα χείλη μου. «Μπορούμε να μιλήσουμε;» «Για ποιο πράγμα; Υπάρχουν πάρα πολλά θέματα. Μπορούμε να μιλήσουμε… για τυριά, ας πούμε. Ή για σοκολάτες. Ή για το γεγονός ότι δέχτηκα επίθεση. Ή για το γεγονός ότι κρατούμαι όμηρος. Ή για το γεγονός ότι όλη αυτή η κατάσταση είναι απλώς… σκατά. Ορίστε. Διάλεξε» απάντησα, απορώντας κι εγώ η ίδια με τον τόνο της φωνής μου. «Να μιλήσουμε για το πώς αισθάνομαι». «Τέλεια! Πώς αισθάνεσαι, λοιπόν, σήμερα, Φάμπιαν; Είσαι χαρούμενος; Στενοχωρημένος; Στοίχημα ότι νιώθεις καλύτερα από μένα». «Σοβαρολογώ, Βιολέτα». Ο Κάσπαρ μάς έριξε μια ματιά σηκώνοντας τα φρύδια, αλλά δεν είπε τίποτα. Πήρα βαθιά ανάσα. «Κοίτα, Φάμπιαν. Τα αισθήματά μας δεν είναι αμοιβαία. Απλά δε γίνεται να είναι, από τη στιγμή που ξέρω πώς νιώθει 179
η Λάιλα· και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό, επειδή –για βρικόλακας ειδικά– είσαι καταπληκτικό παιδί. Αλλά πραγματικά δεν πρέπει να χάνεις τον χρόνο σου μαζί μου. Βρες κάποια κοπέλα του είδους σου να ταιριάξεις. Τη Λάιλα, για παράδειγμα. Αλλά γενικά, ακόμα κι αν δεν ήταν η Λάιλα στη μέση, δε θα γινόταν τίποτα μ’ εμάς τους δύο. Επειδή απλά δεν ανήκω στον κόσμο σας, και ούτε θ’ ανήκω ποτέ». Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και να είμαι όσο πιο διαλλακτική γινόταν, αλλά ήθελα να ουρλιάξω κι αναρωτιόμουν για ποιον λόγο τα σκάλιζε όλα αυτά τώρα. Δεν μπορούσε να περιμένει τουλάχιστον λίγες μέρες; «Δε νομίζεις πως έφτασε η ώρα ν’ αντιμετωπίσεις την αλήθεια, Βι; Δεν πρόκειται να βγεις από εδώ μέσα άνθρωπος. Πιστεύεις πραγματικά ότι ο πατέρας σου μπορεί να σε σώσει; Ή μήπως πιστεύεις ότι θ’ ανοίξεις απλά την πόρτα και θα φύγεις; Άσε που έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως ίσως και να μη θέλεις καν να φύγεις! Θέλεις να φύγεις, Βι;» Σταμάτησε να μιλάει και μ’ αγριοκοίταξε. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό. «Ίσως να μην είναι η κατάλληλη στιγμή γι’ αυτή τη συζήτηση» παρενέβη ο Κάσπαρ, ακουμπώντας στον πάγκο. «Άντε γαμήσου, Κάσπαρ» είπε όλο νεύρα ο Φάμπιαν. Ο Κάσπαρ σήκωσε τα χέρια ψηλά, σφυρίζοντας αποδοκιμαστικά. «Μην πυροβολείτε τον πιανίστα». «Εσύ θα είσαι αυτή η βρικόλακας, Βι, και όχι η Λάιλα. Ίσως να μη γίνει σύντομα, αλλά θα γίνει. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσεις για πάντα έτσι. Δεν το πιάνεις; Είναι παιχνίδι αναμονής. Περιμένουμε απλώς να σπάσεις. Κι εγώ θα περιμένω, είτε το θες είτε όχι!» φώναξε ο Φάμπιαν λαχανιασμένος. Ήταν σαν να ’χα φάει χαστούκι. Ο Κάσπαρ έτριβε το μέτωπό του. Κοίταζε μια τον έναν, μια τον άλλο σφίγγοντας νευρικά τα σαγόνια του. «Τ’ όνομά μου είναι Βιολέτα, όχι Βι!» Αφήνοντας το τσάι μου στον πάγκο, έφυγα όλο νεύρα απ’ την κουζίνα. Δεν το χρειάζομαι όλο αυτό. Δε θα καθίσω να το ανεχτώ άλλο. Αλλά δεν ήταν στο χέρι μου. Ο Φάμπιαν όρμησε ξοπίσω μου και, με το που πάτησα το πόδι στη μοκέτα του σαλονιού, με άρπαξε απ’ το χέρι και με γύρισε βίαια προς το μέρος του. «Πες μου μόνο ένα πράγμα. Θα αρνιόσουν και τον Κάσπαρ όπως αρνείσαι εμένα;» απαίτησε να μάθει, σ’ έναν τόνο που δεν είχε ξαναχρησιμοποιήσει ποτέ πριν σ’ εμένα. Περιφρόνηση. «Παραδέξου το, δε θα τον αρνιόσουν, έτσι δεν είναι;» Ένιωσα όλη την οργή που είχα μέσα μου να συγκεντρώνεται στο βλέμμα μου. «Δε θα το έκανα, το έχω ήδη κάνει!» 180
δεις».
«Δεν το πιστεύω» μουρμούρισε ο Φάμπιαν. «Θα σε περιμένω. Θα
Δεν κάθισα ν’ ακούσω τη συνέχεια. Έφυγα σχεδόν τρέχοντας απ’ το σαλόνι. Ανέβηκα δυο δυο τα σκαλιά έξαλλη, αλλά φτάνοντας έξω απ’ το δωμάτιό μου ένιωσα να διστάζω. Στηρίχτηκα με τις παλάμες στην πόρτα και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, την άνοιξα διάπλατα. Μπήκα στο δωμάτιο, επαναλαμβάνοντας από μέσα μου ότι ήμουν ασφαλής. Ότι δεν υπήρχε τρόπος να μπει από τα σφαλιστά παράθυρα. Βρήκα ένα ζευγάρι καθαρές κάλτσες, τις φόρεσα, βούτηξα στο κρεβάτι κι έχωσα το πρόσωπό μου στα καθαρά σεντόνια. Έκλεισα τα μάτια μου, απολαμβάνοντας για μια στιγμή τη γαλήνη που μου χάριζε το σκοτάδι, νιώθοντας πως ήταν απλώς θέμα χρόνου να ξεσπάσω πάλι σε κλάματα. Θα μπορούσε να περιμένει. Θα μπορούσε να μου μιλήσει αργότερα για όλ’ αυτά. Δεν ήξερε ότι είχα ήδη πολλά προβλήματα στο κεφάλι μου; Δεν αρκούσε ο Ίλτα; Και μόνο στη σκέψη του, αισθάνθηκα βρόμικη, μολυσμένη. Το δέρμα μου έκαιγε στα σημεία όπου με είχαν αγγίξει τα χέρια και οι κυνόδοντές του. Ήταν σαν να ’χα εσωτερικά εγκαύματα που μου ρουφούσαν όλη την ενέργεια, οδηγώντας με στην κατάρρευση. Δε γίνεται να καταρρεύσεις, άκουσα να λέει η φωνή μέσα μου. Είσαι πολύ δυνατή για να καταρρεύσεις. «Κάνε πιο κει, Κοριτσάκι. Έχεις πιάσει όλο το κρεβάτι». Τινάχτηκα αιφνιδιασμένη, αλλά χαλάρωσα αμέσως και ξάπλωσα ξανά όταν συνειδητοποίησα πως η φωνή που είχα ακούσει ήταν του Κάσπαρ. Έμεινα ακίνητη. Το κρεβάτι έτριξε. Τον ένιωσα να ξαπλώνει δίπλα μου. «Έχει σκυλιάσει επειδή είναι η πρώτη φορά που τον απορρίπτει άνθρωπος». «Ναι, όμως εγώ δεν είμαι άνθρωπος αλλά ημι-βρικόλακας, το ξέχασες;» απάντησα κάτω απ’ τα σκεπάσματα. «Τι Γιάννης, τι Γιαννάκης». Γύρισα ανάσκελα και ανασηκώθηκα. Ακούμπησα στα μαξιλάρια. Δεν πρόκειται να καταρρεύσω. Ας περιμένουν όσο θέλουν. Απέφευγα να τον κοιτάξω. Ίσως επειδή φοβόμουν ότι η αποφασιστική έκφραση στο πρόσωπό μου θα πρόδιδε όσα σκεφτόμουν. Ίσως πάλι φοβόμουν ότι θα έχανα την εύνοιά του – εύνοια που εκείνη τη στιγμή την είχα απόλυτη ανάγκη. Αναστέναξα. «Υπάρχουν πολλοί άλλοι σαν κι εμένα;» 181
Έγνεψε καταφατικά. «Καμιά χιλιάδα. Μηδαμινό ποσοστό αν το συγκρίνεις με το σύνολο των βρικολάκων. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι είτε κυνηγοί είτε εκτελεστές». «Ποια η διαφορά;» «Η διαφορά είναι στη διαβάθμιση. Οι εκτελεστές έχουν περισσότερες ικανότητες από τους κυνηγούς, αλλά είναι όλοι τους σάπιοι, μπάσταρδοι. Αλλά μη φανταστείς πως κάνω και διακρίσεις». Τα μάτια του έγιναν στη στιγμή μαύρα. Ακούμπησα το κεφάλι στα γόνατά μου και χάθηκα στις σκέψεις μου, προσπαθώντας ν’ αποδιώξω τις εικόνες από το μακελειό στην πλατεία Τραφάλγκαρ που ξεχύθηκαν ξαφνικά από τα κατάβαθα της μνήμης μου και πλημμύρισαν το μυαλό μου. Ξέρω καλά πως δεν κάνεις διακρίσεις.
182
KEΦΑΛΑΙΟ 30
Βιολέτα Ο ΚΑΣΠΑΡ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΕ για την υπόλοιπη μέρα, και υπέθεσα πως είχε πάει για κυνήγι. Ο Φάμπιαν, όπως και οι υπόλοιποι, με άφησαν απλά στην ησυχία μου. Ωστόσο, το γεγονός ότι είχα χάσει τον μόνο βρικόλακα που θα μπορούσα κάποια στιγμή να αποκαλέσω μέχρι και φίλο μου με ζόριζε πολύ. Το δωμάτιό μου δε φαινόταν τόσο απειλητικό στο φως της μέρας, και υπήρχαν στιγμές που ένιωθα πραγματικά να χαλαρώνω και ν’ απολαμβάνω τη μοναξιά μου και τον ήλιο που τρύπωνε γλυκά μέσα απ’ τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα. Αλλά την επόμενη στιγμή με κατέβαλλε η αγωνία και, κουλουριασμένη στο περβάζι του παραθύρου, κάρφωνα το βλέμμα στην άκρη του δάσους, περιμένοντας την απειλητική του φιγούρα να ξεμυτίσει μέσα απ’ τις φυλλωσιές. Πώς είχε πάρει αυτή την τροπή η ζωή μου; Θα ’πρεπε να ξεκινάω τώρα το πανεπιστήμιο κι όχι να είμαι κολλημένη σ’ ένα σπίτι όπου με περιτριγυρίζουν πλάσματα που δε θα ’πρεπε καν να υπάρχουν! Έπειτα, ήταν κι ο Ίλτα. Πώς το είχε πει; Ότι έπρεπε να πεθάνω; Ότι μου έκανε χάρη; Ότι με έσωζε; Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, τα λόγια του Φάμπιαν τριβέλιζαν το μυαλό μου ζητώντας επιτακτικά απάντηση. «Ή μήπως πιστεύεις ότι θ’ ανοίξεις απλά την πόρτα και θα φύγεις; Άσε που έχω αρχίσει να υποψιάζομαι πως ίσως και να μη θέλεις καν να φύγεις! Θέλεις να φύγεις, Βι;» Θα έπρεπε να ξέρω την απάντηση, θα έπρεπε να την έχω ήδη έτοιμη στο στόμα, αλλά δεν την είχα. Αυτό ήταν που μ’ ενοχλούσε. Αυτό ήταν που δε μ’ άφηνε σε ησυχία. Δεν ξέρω, σκέφτηκα. Πίεσα τα μάτια μου να κλείσουν αποζητώντας λίγη γαλήνη στον ύπνο. Πραγματικά δεν ξέρω. Κοιμόμουν. Το καταλάβαινα πως κοιμόμουν. Κι όμως, είχα πλήρη 183
επίγνωση του περιβάλλοντος χώρου. Μπορούσα να νιώσω τον κρύο αέρα να χαϊδεύει το πρόσωπό μου. Μπορούσα ν’ ακούσω το σφύριγμα του ανέμου πάνω στο τζάμι. Το ελαφρύ τρίξιμο στο ξύλινο πάτωμα. Τον ήχο που κάνει το μέταλλο όταν χτυπάει πάνω σε μέταλλο. Ακόμα και στον ύπνο μου, ένιωσα τα δόντια μου να σφίγγουν απ’ τον φόβο. Οι κουρτίνες θρόισαν, όπως θροΐζουν όταν περνάει από μέσα τους το απαλό αεράκι – το απαλό αεράκι που μπαίνει από κάποιο ανοιχτό παράθυρο. Άκουγα το τικ τακ του ρολογιού, άκουγα τη σκόνη να πέφτει απαλά στα έπιπλα. Μέσα απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα ένιωσα το δωμάτιο να σκοτεινιάζει μια ιδέα παραπάνω, σαν κάποιος να τράβηξε τις κουρτίνες γύρω απ’ την κοιμισμένη μου φιγούρα. Ένιωσα το στρώμα να βαθουλώνει, αλλά συνέχισα να κρατάω τα μάτια μου κλειστά. Ένιωσα το κρύο δέρμα του να περνάει σαν ανάσα πάνω απ’ το δικό μου, αλλά δεν κουνήθηκα. Δε σκέφτηκα καν να ουρλιάξω. Ένιωσα το βάρος του πάνω μου, άκουσα την παγωμένη του ανάσα, αισθάνθηκα το φλογισμένο βλέμμα του να διατρέχει όλο μου το σώμα. Ένιωσα κάθε εκατοστό του σμιλεμένου, αψεγάδιαστου κορμιού του να κολλάει επιτακτικά πάνω μου. Ένιωσα πόθο, επιθυμία, ανάγκη, ή μάλλον όχι, τίποτε απ’ όλ’ αυτά – ήταν η δίψα που έκανε τις φλέβες του να πάλλονται ρυθμικά κάτω από το δέρμα του. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισα όταν τελικά άνοιξα τα μάτια ήταν το πανύψηλο παράθυρο απέναντι απ’ το κρεβάτι μου που, ενώ σε φυσιολογικές συνθήκες ήταν κλειδαμπαρωμένο, έχασκε ορθάνοιχτο, επιτρέποντας στον παγωμένο αέρα να εισβάλλει ορμητικά στο δωμάτιο. Μόνο τότε μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Μόνο τότε μου πέρασε απ’ το μυαλό ν’ ανοίξω το στόμα για να ουρλιάξω. Γρύλισε και μου ’κλεισε βιαστικά το στόμα με το χέρι του. Επιχείρησα να τον δαγκώσω, αλλά ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα και σύντομα με ακινητοποίησε. «Έλα τώρα, άσε τα παιχνιδάκια» μου είπε ειρωνικά, πιέζοντας τον σκληρό του καβάλο στην κοιλιά μου. Το βλέμμα μου έπιασε την ανισόρροπη, λάγνα λάμψη των κατακόκκινων ματιών του. Γούρλωσα τα μάτια και σώπασα τρελαμένη απ’ τον φόβο. «Έλα, Κοριτσάκι, μια γουλίτσα θα πιω. Πεθαίνω της πείνας. Θα δεις που θα σ’ αρέσει». Τον αγριοκοίταξα και άρχισα να τινάζομαι με όλη μου τη δύναμη δεξιά κι αριστερά. «Κάσπαρ, φύγε από πάνω μου!» του είπα μέσα απ’ τα δόντια, με 184
το που έβγαλε την παλάμη απ’ το στόμα μου. Με κοίταξε με μάτια τρελά από τον πόθο για αίμα. Σχεδόν μπορούσα να μυρίσω τη φλόγα που του έκαιγε τα σωθικά, αναγκάζοντάς τον να ψάχνει μισότρελος τρόπο να σβήσει τη δίψα του. «Ένα κιχ να βγάλεις και σου ορκίζομαι ότι θα σε σκοτώσω» ψιθύρισε τονίζοντας κάθε του συλλαβή, χωρίς να πάρει τα μάτια του απ’ τα δικά μου. Τον κοίταξα βλοσυρά. «Και η προστασία του βασιλιά και του Στέμματος; Δεν ισχύει για σένα;» Για μια στιγμή φάνηκε να κλονίζεται. Τα μάτια του μισόκλεισαν. «Δώσ’ μου τη συγκατάθεσή σου». Τον κοίταξα χωρίς να ξέρω αν έπρεπε να απορήσω ή να εκπλαγώ. Το σίγουρο ήταν πως η φωνή του έκρυβε μια ιδέα μετάνοιας. «Γιατί δεν πίνεις απ’ το αίμα των δωρητών;» Ήταν η σειρά του να με κοιτάξει απορημένος. «Δεν έχει τόσο ωραία γεύση όσο το δικό σου» δήλωσε αργά, λες και ήταν κάτι το προφανές. Τα μάτια του άρχισαν ν’ αλλάζουν γρήγορα χρώμα και από μαύρα γίνονταν σταδιακά σμαραγδί. Ωστόσο, η δίψα του ήταν ακόμη εκεί. Την αισθανόμουν στο πετσί μου. «Σε παρακαλώ» είπε ξέπνοα. Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο ικετευτικός, τόσο απελπισμένος, που έμοιαζε με το παραπονεμένο κλαψούρισμα ενός μικρού πεινασμένου παιδιού. Έκλεισα τα μάτια και άκουσα να βγαίνει απ’ το στόμα μου μια λέξη που δε θα ’πρεπε καν να έχω σκεφτεί. «Εντάξει». Τα μάτια του ξανάγιναν μεμιάς κατακόκκινα κι ένιωσα κάθε μυ στο σώμα μου να τεντώνει. Γέλασε, αλλά δεν ήταν το απάνθρωπο γέλιο που είχα συνηθίσει ν’ ακούω να βγαίνει απ’ τα χείλη του. Γέλασε σαν να χαιρόταν πραγματικά. Τα μάτια του ταξίδεψαν απ’ το μπουστάκι ως το σορτς που είχα φορέσει νωρίτερα για να κοιμηθώ. Χαμογέλασε πονηρά. «Άσε με να σε βοηθήσω να το απολαύσεις». Αργά, πολύ αργά άφησε όλο το βάρος του σώματός του να πέσει πάνω μου. Βόγκηξα. Ένιωσα το στήθος μου να συνθλίβεται. Γέλασε ακόμα μια φορά και απομακρύνθηκε ένα εκατοστό. Το χέρι του έψαξε το δικό μου. Ξεκινώντας απ’ τα δάχτυλά μου, άρχισε να με χαϊδεύει απαλά σε κάθε εκατοστό του μπράτσου μου μέχρι τον ώμο μου. Ανατρίχιασα. Δε θα ’πρεπε να το απολαμβάνω. Μόλις λίγες μέρες πριν κάποιος 185
επιχείρησε να με σκοτώσει πίνοντας σχεδόν όλο μου το αίμα. Θα ’πρεπε να δειλιάσω. Θα ’πρεπε να φύγω μακριά του. Θα ’πρεπε να φοβάμαι. Αλλά δε φοβόμουν. Δεν έφυγα. Με έσωσε. Ίσως είχε έρθει η στιγμή να τον σώσω κι εγώ. Πέρασε απαλά το χέρι του πάνω απ’ τις ουλές μου. Έκανα πίσω προσπαθώντας να του ξεφύγω. Μ’ έπιασε απ’ τη μέση και με τράβηξε ξανά κοντά του. Μ’ έσφιξε πάνω του. Μόρφασα απ’ τον πόνο, αλλά δεν έδωσε σημασία. Είχε καρφώσει λαίμαργα τα μάτια στο χέρι του που ταξίδευε πάνω στη φλέβα του λαιμού μου. Η αναπνοή του είχε συγχρονιστεί με τον παλμό της. Χαμήλωσε το κεφάλι. Πάγωσα. Έσφιξα τα δόντια για ν’ αντέξω τον πόνο. Μόνο που, αντί για πόνο, ένιωσα τα απαλά του χείλη να γεμίζουν φιλιά τον λαιμό μου. «Τ… τι κάνεις;» ψέλλισα. «Χαλάρωσε κι απόλαυσέ το» μουρμούρισε χωρίς να πάρει τα χείλη του απ’ τον λαιμό μου. Το δέρμα μου είχε μουδιάσει απ’ την ηδονή. Δάγκωσα τα χείλη προσπαθώντας να πνίξω τα βογκητά που ζητούσαν απελπισμένα να βγουν από μέσα μου. «Θ’ αρνιόσουν και τον Κάσπαρ όπως αρνιέσαι εμένα; Παραδέξου το, δε θα τον αρνιόσουν!» Αναστέναξα και αφέθηκα άνευ όρων στη γλυκιά ανατριχίλα που συντάραζε το κορμί μου. Προχώρησε προς το ντεκολτέ μου κεντώντας το δέρμα μου με τρυφερά φιλιά. Φτάνοντας στις ουλές του στήθους μου, σταμάτησε. Ανάσανε βαθιά και πέρασε ηδονικά τη γλώσσα του μέσα απ’ τις αυλακιές που διέσχιζαν τον κορμό μου. Τινάχτηκα. Γέλασε κι ανέβηκε αργά προς το σαγόνι μου. Τα σκούρα του μαλλιά πέρασαν ξυστά απ’ τα χείλη μου. Σούφρωσα τη μύτη και φύσηξα τα μαλλιά του απ’ το πρόσωπό μου. Με μια απότομη κίνηση, επέστρεψε στον λαιμό μου. Πάγωσα, σίγουρη πως δε θ’ απομακρυνόταν χωρίς να με δαγκώσει. Αλλά συνέχισε να με φιλάει, μόνο που αυτή τη φορά τα φιλιά του ήταν πιο βαθιά, πιο έντονα, πιο επιτακτικά. Το κορμί μου τραντάχτηκε απ’ τον πόθο. «Ξέρω ότι θες να βογκήξεις, Κοριτσάκι» γουργούρισε με το γνωστό αυτάρεσκο υφάκι του. Ένιωσα τα χείλη του να σχηματίζουν χαμόγελο στον λαιμό μου. «Έλα… Τι περιμένεις;» Τα χέρια του χάιδευαν λαίμαργα το κορμί μου. Τα χείλη του έψαχναν ξέφρενα –σχεδόν απελπισμένα– τον λαιμό μου. Δάγκωσα τα χείλη μου. Κλαψούρισα κι έκανα να του ξεφύγω. 186
Ήταν μάταιο. «Παραδώσου» ψιθύρισε, ακουμπώντας ανεπαίσθητα τα χείλη του στ’ αυτί μου. Ένας μικρός στεναγμός ξέφυγε απ’ τα χείλη μου και βρέθηκα να μην ορίζω πια το σώμα μου. Τεντώθηκα σχηματίζοντας καμπύλη και συνάντησα το κορμί του, σπρώχνοντας απεγνωσμένα κάθε εκατοστό της σάρκας μου πάνω στη δική του. Πιέζοντας τους γοφούς του στους δικούς μου, με κόλλησε στο στρώμα. Άκουσα ακόμα ένα βογκητό να βγαίνει απ’ τα χείλη μου. Χαμογέλασε, και ξαφνικά με σήκωσε όρθια και με κόλλησε στον τοίχο, όπως εκείνο το πρωινό που είχε πιει για πρώτη φορά απ’ το αίμα μου. «Δε θα αιμορραγήσεις πολύ αν είσαι όρθια» μου εξήγησε. «Απλώς χαλάρωσε» ψιθύρισε, αλλά μου ήταν αδύνατον. Στη θέα και μόνο των κυνοδόντων του, το σώμα μου σφίχτηκε και έγινε άκαμπτο σαν πέτρα. Αναστέναξε εκνευρισμένος. «Θα πονέσεις λιγότερο αν χαλαρώσεις». Τύλιξε το ένα του χέρι πίσω απ’ την πλάτη μου και, τοποθετώντας την παλάμη του στη μέση μου, με τράβηξε κοντά του. Με το άλλο του χέρι έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου, ξεγυμνώνοντας τη σάρκα μου. Έκανα τρέμοντας ένα βήμα προς τα μπρος. Έπιασε τότε το μέτωπό μου και έγειρε το κεφάλι μου απ’ τη μια πλευρά, πλησιάζοντας με μισόκλειστα μάτια τη φλέβα μου. Ζάρωσα και κόλλησα όσο πιο πολύ μπορούσα στον τοίχο, καθώς τα χείλη του άνοιγαν αποκαλύπτοντας τους κυνόδοντές του. Τα χείλη του κόλλησαν στον λαιμό μου. Πήρε βαθιά ανάσα ρουφώντας λαίμαργα τη μυρωδιά μου. Η γλώσσα του τινάχτηκε σαν βέλος κι έγλειψε το σημείο που σκόπευε να δαγκώσει. Τα χείλη του άνοιξαν λίγο ακόμα και φίλησε απαλά το δέρμα μου. Ένιωσα να καίγομαι από ηδονή. Αισθάνθηκα τη λογική μου να μ’ εγκαταλείπει· το κορμί μου υποτάχτηκε και παραδόθηκε άνευ όρων στις προσταγές του. Με το που ένιωσε το κορμί μου να χαλαρώνει, έχωσε τους κυνόδοντες βαθιά στη σάρκα μου. Το αίμα μου ανάβλυσε και κύλησε σαν ρυάκι κατά μήκος του λαιμού μου. Άνοιξα το στόμα για να ουρλιάξω, αλλά το μόνο που βγήκε ήταν μια αξιοθρήνητη πνιχτή κραυγή. Σφάλισε τα χείλη μου με την παλάμη του και συνέχισε να πίνει αχόρταγα, αναπνέοντας βαριά. Κάθε γουλιά και μια κοφτή αναπνοή. Τα μάτια του έλαμπαν κατακόκκινα στο σκοτάδι. Ένα ρυάκι αίματος κύλησε στο πιγούνι του. Έκανα όσο πιο πίσω μπορούσα σκάβοντας τον τοίχο με τα νύχια μου, προσπαθώντας να βρω απελπισμένα τρόπο να του ξεφύγω. «Μην ουρλιάξεις» με διέταξε, χαμηλώνοντας για μια ακόμα φορά 187
το κεφάλι του. Ζάρωσα μαζεύοντας τους ώμους μου, αλλά με ξανατράβηξε κοντά του. «Πονάει» κατάφερα να ψελλίσω τρέμοντας. Πίεσε ακόμα πιο δυνατά την παλάμη του στα χείλη μου. Έκπληκτη, είδα το βλέμμα του να μαλακώνει, αλλά δε με άφησε. Έσκυψε κι έμπηξε ξανά τους κυνόδοντες στον λαιμό μου. Συνέχισε να ρουφάει. Έσφιγγα τα σαγόνια μου, προσπαθώντας ν’ αγνοήσω την τρομακτική αίσθηση του ν’ αποστραγγίζομαι απ’ το αίμα μου. Ήταν σαν εξέταση αίματος που είχε πάει πολύ, πολύ στραβά. Η σκέψη τού τι πραγματικά μου συνέβαινε έκανε την όρασή μου να θολώσει και, όπως ήταν φυσικό, λίγα δευτερόλεπτα μετά λιποθύμησα πέφτοντας βαριά στον ώμο του. Έκανε αμέσως πίσω και μ’ έπιασε απ’ τους ώμους, προτού πέσω στο πάτωμα. Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν. «Ουάου, τι έγινε;» είπε ξέπνοα, προσπαθώντας να με ισορροπήσει. Ένιωσα να με σηκώνει και να με στηρίζει ανάμεσα στον τοίχο και το παγωμένο κορμί του. «Είσαι καλά;» ρώτησε, με ειλικρινή ανησυχία στον τόνο της φωνής του. Έγνεψα καταφατικά, τρέμοντας. «Νομίζω ότι χόρτασα» είπε γελώντας αμήχανα, επιχειρώντας να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Έγνεψα ξανά και πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Η όρασή μου καθάριζε σιγά σιγά. Ο βόμβος στ’ αυτιά μου υποχωρούσε. Ένιωθα ένα παράξενο γαργαλητό στον λαιμό, στο σημείο ακριβώς που είχα τις πληγές. Άπλωσα το χέρι να τις αγγίξω. Μόνο που, αντί για ουλές, τα δάχτυλά μου ψηλάφισαν μικρές εκδορές, οι οποίες έκλειναν όλο και πιο γρήγορα, λες και κάποια αόρατη κλωστή τις έραβε μεταξύ τους. «Π… πώς είναι δ… δυνατόν; Τι συμβαίνει;» τραύλισα σαστισμένη, κάνοντας τη μία ερώτηση μετά την άλλη. Έσκυψε και ψιθύρισε στ’ αυτί μου. «Καλώς ήρθες στον φανταστικό κόσμο των βρικολάκων, Κοριτσάκι. Εκεί που όλα είναι δυνατά». «Μα–» «Αυτό συμβαίνει κάθε φορά που παίρνουμε αίμα. Διαφορετικά θα πέθαινες από αιμορραγία. Πρώτη φορά το προσέχεις;» Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά κοιτώντας τον με μάτια ορθάνοιχτα. «Ναι, αλλά γιατί όταν με δάγκωσε εκείνος έχασα τόσο αίμα;» «Γιατί το ήπιε όλο» απάντησε χωρίς περιστροφές, παίρνοντας το βλέμμα του από πάνω μου. Χαμήλωσα τα μάτια μου στο πάτωμα. Ίχνη ξεραμένου αίματος απλώνονταν κατά μήκος του λαιμού μέχρι 188
το στήθος μου. Έκανα να καθαριστώ, αλλά ο Κάσπαρ μού έπιασε το χέρι. «Επίτρεψέ μου». Έσκυψε πάνω απ’ το στήθος μου. Άγγιξε τη γραμμή του ντεκολτέ μου με τη γλώσσα του και, ανεβαίνοντας σιγά σιγά προς τον λαιμό μου, έγλειψε το ξεραμένο αίμα μου, απολαμβάνοντάς το. Το χέρι του είχε αρχίσει να χαϊδεύει ξανά τους γοφούς μου. «Γαμώτο, είσαι τόσο καλός» ψιθύρισα, χωρίς να έχω την πρόθεση ν’ ακουστώ. «Το ξέρω». Κρυφογέλασε και τα χείλη του άρχισαν να κατεβαίνουν πάλι προς το στήθος μου. Πέρασε τα χέρια του κάτω απ’ το μπουστάκι μου και χαϊδεύοντάς με αργά έκανε να μου το βγάλει. Πάγωσα. «Κάσπαρ». Με αγνόησε. «Κάσπαρ!» Τον έσπρωξα μακριά, έτοιμη να κλάψω. Με κοίταξε απορημένος. «Τι;» «Απλά σταμάτα» μουρμούρισα, νιώθοντας έναν κόμπο στον λαιμό. «Γιατί;» Δεν ξέρω πώς έγινε, αλλά εκείνο το «γιατί;» πυροδότησε κάτι μέσα μου που μ’ έκανε να ξεσπάσω σε κλάματα. Παραδομένη στους λυγμούς που μου συντάραζαν το είναι, του έδειξα τις ουλές μου. Έτρεμα από θυμό και θλίψη. «Δεν έχει περάσει ούτε εβδομάδα από τη μέρα που παραλίγο να με βιάσουν, και με ρωτάς γιατί;» τσίριξα. «Μα ήσουν μια χαρά πριν» είπε κατσουφιάζοντας. Κούνησα το κεφάλι ανίκανη να πιστέψω στ’ αυτιά μου. «Κόντεψα να πεθάνω! Και ξέρω ότι το λάθος ήταν δικό μου, και ότι θα ’πρεπε να σ’ είχα ακούσει και, ναι, ήμουν εντελώς ηλίθια, αλλά όλ’ αυτά είναι υπερβολικά οδυνηρά για μένα! Και τώρα έχει φρικάρει κι ο Φάμπιαν και φέρεται σαν τρελός, και δεν ξέρω τι να κάνω. Φοβάμαι, καταλαβαίνεις; Φοβάμαι για μένα, για την οικογένειά μου, για την ανθρωπότητα, για σένα, για την οικογένειά σου! Δε θέλω ο πατέρας μου να κάνει κακό σε κανέναν. Δε θέλω να ξεκινήσει πόλεμο εξαιτίας μου!» Ξέσπασα σε λυγμούς, ανίκανη να συνεχίσω. Με κοίταζε αποσβολωμένος, σαν να ’μουν κανένα επικίνδυνο ον που έχρηζε ιδιαίτερης μεταχείρισης. «Κι εσύ στέκεις απέναντί μου σαν χαζός και δε λες κουβέντα» συνέχισα ανάμεσα στ’ αναφιλητά μου. «Ηλίθιε, υπερόπτη, ψωνισμένε πρίγκιπα των βρικολάκων!» Όρμησα καταπάνω του κι άρχισα να γρονθοκοπώ άγρια το στήθος του, προσπαθώντας να τον πονέσω, αλλά φυσικά απέτυχα παταγωδώς. Δοκίμασα να τον σπρώξω μακριά μου, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να με τραβήξει απλώς στην αγκαλιά του, σφίγγοντάς με τόσο δυνατά, που νόμιζα πως θα μου έσπαγε τα πλευρά. 189
«Λυπάμαι πάρα πολύ» μουρμούρισε. «Πάρα πολύ». Με τύλιξε στην αγκαλιά του με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο άρχισε να μου χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά. Ακούμπησα το κεφάλι στο στήθος του και ξέσπασα ξανά σε αναφιλητά. Μου φάνηκε πως πέρασε ένας αιώνας προτού καταφέρω να ηρεμήσω. Τραβήχτηκα απ’ την αγκαλιά του. Τα μάτια μου είχαν πια στερέψει. «Συγγνώμη» μουρμούρισα, καρφώνοντας αμήχανα το βλέμμα στο πάτωμα. Ένιωθα εκτεθειμένη, και δε μου άρεσε αυτό καθόλου – κυρίως όταν ήμουν μπροστά στον Κάσπαρ. Θα ’πρεπε να σταματήσω να καταρρέω μπροστά του το γρηγορότερο, προτού μου γίνει συνήθεια. Σήκωσε τους ώμους του σαν να έλεγε πως δεν τρέχει τίποτα, σαν να παραδεχόταν πως τα κορίτσια έκλαιγαν στην αγκαλιά του σε καθημερινή βάση. «Μην ανησυχείς. Ο Άστον θα βρει τον Ίλτα πιο σύντομα απ’ ό,τι νομίζεις, και δε θα σε ξαναφοβίσει ποτέ. Τώρα όσο για τα υπόλοιπα, θα πρέπει να βρεις τρόπο να τα λύσεις μόνη σου». «Ευχαριστώ πολύ για τη βοήθεια» είπα ειρωνικά μέσα απ’ τα δόντια μου. Με πλησίασε γελώντας αυτάρεσκα. «Ωστόσο, θα πρέπει να παραδεχτείς ότι είχες φτιαχτεί πριν από λίγο». Έγειρε το μέτωπό του στο δικό μου, κοιτώντας με όλο γοητεία. «Δεν έχω να παραδεχτώ τίποτα» απάντησα, δίνοντάς του μια στο στομάχι. Δεν έδειξε να πτοείται. Ψεύτρα, άκουσα τη φωνή μου να ψιθυρίζει δυσοίωνα μες στο κεφάλι μου. Εντελώς ξαφνικά απομακρύνθηκε απ’ την αγκαλιά μου. Με κοίταξε, και το απίστευτα όμορφο πρόσωπό του φωτίστηκε από ένα αυτάρεσκο χαμόγελο, αποκαλύπτοντας τους λαμπερούς κυνόδοντές του. «Μία απ’ αυτές τις μέρες θα υποκύψεις στη σαγήνη μου, Βιολέτα Λι» ψιθύρισε. Ένας ανεπαίσθητος στεναγμός δραπέτευσε απ’ τα χείλη του. Έκλεισα τα μάτια και γέλασα. «Συνέχισε να ονειρεύεσαι, πριγκιπάκο». «Ξεχνάς τι σου είπα πριν από λίγο, Βιολέτα; Οι βρικόλακες ανήκουν σ’ έναν κόσμο φανταστικό. Και η φαντασία με το όνειρο είναι ένα». Άνοιξα αργά τα βλέφαρά μου κι έμεινα να τον κοιτάζω κατάματα· τα χείλη του μόλις λίγα εκατοστά απ’ τα δικά μου. Χαμένοι ο ένας στο 190
βλέμμα του άλλου, αναπνέαμε με έναν ρυθμό, με το στήθος του κολλημένο στο δικό μου, ενώ τα χέρια του ήταν ένας κυριαρχικός κλοιός γύρω μου. Ξαφνικά με άφησε, στρέφοντας απότομα το κεφάλι προς την πόρτα. «Κάποιος έρχεται». Γύρισε ξανά το βλέμμα του σ’ εμένα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει. Με κοίταξε φευγαλέα, για κλάσματα δευτερολέπτου, ωστόσο ήταν αρκετό για να διακρίνω μέσα στην ανησυχία του και ένα ψήγμα απογοήτευσης. Με άρπαξε απ’ τη μέση και με πέταξε στο κρεβάτι. Όλως περιέργως, προσγειώθηκα απίστευτα ομαλά στα απαλά σκεπάσματα. Κοντοστάθηκε και μου έριξε μια τελευταία ματιά. Τον ήξερα πια αρκετά καλά για να καταλάβω τι σήμαινε εκείνο το βλέμμα: μην πεις ποτέ σε κανέναν τι έγινε. Δεν πρόλαβα καλά καλά ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια, και είχε φύγει. Άκουσα βήματα έξω από την πόρτα μου. Ένιωσα να με κυριεύει πανικός. Έριξα μια ματιά στο ανοιχτό παράθυρο. Οι κουρτίνες κουνήθηκαν. Η πόρτα ύστερα άνοιξε. Ήταν ο Φάμπιαν. Κοίταξα ξανά προς το παράθυρο. Ήταν κλειστό. Έμεινα να το κοιτάζω για λίγο σαστισμένη, αλλά άλλαξα αμέσως έκφραση με το που ένιωσα τον Φάμπιαν να κάθεται στην άκρη του κρεβατιού μου. «Είσαι καλά; Άκουσα θόρυβο». «Μια χαρά είμαι. Τι θόρυβο;» «Δεν ξέρω... ομιλίες. Παρακαλετά μάλλον. Είδες όνειρο πάλι; Γιατί δεν έχεις ξαπλώσει ακόμη;» «Να ξαπλώσω; Ναι, σωστά. Μάλλον αποκοιμήθηκα χωρίς να το καταλάβω και είδα εφιάλτη» είπα βιαστικά, ελπίζοντας να με πιστέψει και να σταματήσει τις ερωτήσεις. «Τι είδες; Πάλι εκείνον;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Βιολέτα, γιατί μου λες ψέματα; Το βλέπω πως δεν είσαι καλά. Το ξέρεις πως είσαι αναψοκοκκινισμένη;» «Σ… σοβαρά;» τραύλισα, ψηλαφίζοντας ασυναίσθητα το πρόσωπό μου. Τα μάγουλά μου ήταν ζεστά. Οι παλάμες μου είχαν ιδρώσει. «Καλά είμαι, αλήθεια» απάντησα, πιο επιθετικά απ’ όσο σκόπευα. Με κοίταξε δύσπιστος, αλλά δεν έδωσε συνέχεια. Μείναμε για λίγο σιωπηλοί. Από μέσα μου ευχόμουν να φύγει προτού καταλάβει ποια ήταν η αιτία των «παρακαλετών» μου νωρίτερα. 191
Ο Φάμπιαν έσπασε τη σιωπή. «Κοίτα, Βιολέτα, θέλω να σου ζητήσω συγγνώμη για όσα είπα πριν. Ήταν πολύ σκληρό εκ μέρους μου. Το ξέρω ότι πρέπει να περνάς μια κόλαση, και δε θέλω να σε στενοχωρώ περισσότερο. Ήταν πολύ εγωιστικό εκ μέρους μου». Κούνησε το κεφάλι του απογοητευμένος, και τότε ένιωσα την καρδιά μου να λιώνει καθώς έβλεπα ξεκάθαρα ότι είχε μετανιώσει πραγματικά. «Και ξέρω πως θ’ αρνιόσουν τον Κάσπαρ αν ποτέ ήθελε κάτι από σένα, είτε ήταν σεξ είτε το να πιει απ’ το αίμα σου. Ξέρω ότι είσαι αρκετά δυνατή ώστε να μην τον αφήσεις να σε σαγηνεύσει. Επομένως, να με συγχωρείς και γι’ αυτό». Άνοιξα τα χείλη να πω κάτι, αλλά η φωνή μου δεν έβγαινε. Κοίταξα έξω απ’ το παράθυρο. «Βιολέτα;» Του έριξα μια φευγαλέα ματιά, προτού στρέψω γεμάτη ενοχή το βλέμμα μου στα σεντόνια. Δεν μπορώ να τον αφήσω να μου ζητάει συγγνώμη για κάτι στο οποίο είχε δίκιο. Για το οποίο είχε αποδειχτεί μόλις πριν από λίγο πως είχε δίκιο. Και τι είσαι, οσιομάρτυρας; άκουσα τη φωνή μου να με επιπλήττει. «Δε χρειάζεται να μου ζητάς συγγνώμη, Φάμπιαν. Ήσουν θυμωμένος. Όλοι μας έχουμε πει και έχουμε κάνει βλακείες πάνω στον θυμό μας». Εγώ τουλάχιστον το είχα κάνει σίγουρα περισσότερες φορές απ’ όσες θα παραδεχόμουν. «Ναι, αλλά αυτό ακριβώς είναι το θέμα. Σου θύμωσα επειδή δεν τρέφεις τα αισθήματα που τρέφω εγώ για σένα. Αυτό ήταν λάθος. Σε παρακαλώ, μπορούμε να παραμείνουμε φίλοι;» Δάγκωσα τα χείλη μου, αβέβαιη για το τι έπρεπε ν’ απαντήσω. Τελικά, του έγνεψα καταφατικά. Τα λόγια μου βγήκαν βεβιασμένα απ’ τα χείλη: «Ν… ναι, φ… φυσικά». Έτρεξε κυριολεκτικά κοντά μου και τύλιξε τα καλογυμνασμένα μπράτσα του γύρω μου, σφίγγοντάς με στην αγκαλιά του. Γιατί να μην μπορεί να νιώσει έτσι για τη Λάιλα; σκέφτηκα απελπισμένα. Γιατί το άφησε να συμβεί; Επειδή κανένας άντρας δεν είναι ικανός ν’ αντισταθεί στα πάθη του, απάντησε όλο κακεντρέχεια η φωνή μου μες στο μυαλό μου. Σκάσε, σκέφτηκα. Φύγε απ’ το μυαλό μου! Άσε με ήσυχη! ούρλιαξα από μέσα μου κι έκλεισα τα μάτια σφιχτά, για να μην ξανακλάψω. Δε θα φύγω ποτέ, Βιολέτα. Δε θα σ’ αφήσω ποτέ. Είμαι κομμάτι του εαυτού σου. Ο Φάμπιαν έκανε πίσω, κοιτώντας με ερευνητικά. Γύρισα απ’ την άλλη. 192
«Με συγχωρείς, Φάμπιαν» ψιθύρισα. «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε έκπληκτος. «Τι να σου πω...» Κούνησα το κεφάλι, ξέροντας ότι πιθανώς ετοιμαζόμουν να κάνω το μεγαλύτερο λάθος της ζωής μου. Άπλωσε το χέρι και αγκάλιασε τρυφερά το μάγουλό μου, κοιτώντας με σταθερά στα μάτια. Παραμέρισα διστακτικά μερικές τούφες απ’ τα μαλλιά μου, ξεγυμνώνοντας το σημείο όπου με είχε δαγκώσει ο Κάσπαρ. «Βιολέτα...» Γούρλωσα τα μάτια, και με κομμένη την ανάσα παρακολούθησα τα μάτια του ν’ αλλάζουν χρώμα με τρομερή ταχύτητα, περνώντας από κάθε πιθανή απόχρωση. «Βιολέτα, με συγχωρείς, αλλά δεν μπορώ να το καταπιέσω άλλο. Πνίγομαι. Ίσως κάποτε να καταλάβεις... όταν θα έχεις γίνει μία από μας... αλλά τώρα, σε παρακαλώ, συγχώρεσέ με». «Για ποιο πράγμα να σε συγχωρήσω;» Έγειρε ακόμα πιο κοντά μου. Με χάιδεψε στο μάγουλο. «Γι’ αυτό». Τα χείλη του κόλλησαν στα δικά μου. Ένιωσα την καρδιά μου κυριολεκτικά να σταματάει. Για μια στιγμή πάγωσα. Δεν ήξερα τι να κάνω. Πίεσε τρυφερά τα χείλη του στα δικά μου, τα χείλη του που ικέτευαν για ανταπόκριση. Και ανταποκρίθηκα, καθώς ένα σωρό μπερδεμένα, παράλογα συναισθήματα ξεχύθηκαν μέσα μου σαν χείμαρρος σταματώντας την καρδιά και το μυαλό μου. Το αίμα κάλπαζε στις φλέβες μου, οδηγώντας όλο μου το είναι σε παραλήρημα. Είχα φιλήσει πολλά αγόρια, πολλούς άντρες στη ζωή μου. Αλλά τίποτα δε συγκρινόταν μ’ αυτό. Ούτε ο πιο τρελός έρωτας ούτε η πιο βαθιά αγάπη δεν μπορούσε να προκαλέσει όσα αισθανόμουν εκείνη τη στιγμή. Δεν υπήρχε ωκεανός αρκετά βαθύς για να χωρέσει την απελπισία με την οποία βυθιζόμουν στο πρωτόγνωρο συναίσθημα. Δεν ήταν χαρά. Όχι. Η χαρά είχε χρώματα, είχε ζωντάνια· εγώ πραγματοποιούσα ελεύθερη πτώση στην άβυσσο. Η στενοχώρια επισκιαζόταν από τις ενοχές που ανάβλυζαν από κάθε πόρο του κορμιού μου. Κι όμως, το πιο τρομακτικό απ’ όλα ήταν πως ήθελα κι άλλο. Η γλώσσα του έψαξε τα χείλη μου, ζητώντας την άδεια να εισχωρήσει στο στόμα μου. Την παραχώρησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Όρμησε στο στόμα μου και σάρωσε παθιασμένα κάθε καμπύλη του, προτού αποτραβηχτεί και μ’ αφήσει μετέωρη ν’ απαιτώ με τη σειρά μου απελπισμένα είσοδο στο στόμα του, πιέζοντας τη γλώσσα μου στους κοφτερούς 193
του κυνόδοντες, γδέρνοντας τα χείλη μου, οδηγημένη από ένα πάθος που έκανε τον κόσμο γύρω μου να στροβιλίζεται με απίθανες ταχύτητες. Κοιτώντας με με μάτια γυάλινα απ’ τον πόθο, με κόλλησε στο κεφαλάρι, χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου και, πλέκοντας τα δάχτυλά του στα δικά μου, σήκωσε τα χέρια μου πάνω απ’ το κεφάλι μου. Λίγα λεπτά αργότερα χωριστήκαμε αγκομαχώντας, αναζητώντας απελπισμένα μια ανάσα. Ένιωθα σαν να ’χα μόλις τρέξει σε μαραθώνιο. Έκλεισα τα μάτια περιμένοντας να καταλαγιάσει η θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα μου και είχε αναστατώσει με τέτοιο σαρωτικό τρόπο την καρδιά και τη λογική μου. Μόνο όταν τελικά ηρέμησα συνειδητοποίησα τι είχα κάνει. Πήρε το χέρι του απ’ το μάγουλό μου κι έκανε να πιάσει διστακτικά το δικό μου. Τραβήχτηκα μακριά του και τον κοίταξα σαστισμένη, γουρλώνοντας τα μάτια μου. «Βιολέτα;» «Νομίζω πως πρέπει να φύγεις» απάντησα ψυχρά και εχθρικά, αφαιρώντας οποιοδήποτε άλλο συναίσθημα απ’ τη φωνή μου. Το πρόσωπό του, που μέχρι πριν από λίγο έλαμπε από τρελή ελπίδα, σκοτείνιασε, και τα μάτια του έγιναν γκρι σαν ατσάλι. «Βι, εγώ–» «Φύγε». Κούνησε το κεφάλι και χωρίς να πει λέξη τραβήχτηκε και σηκώθηκε από πάνω μου. Ωστόσο, προτού φύγει, γύρισε και μου ’ριξε μια ματιά. Μια τελευταία αξιοθρήνητη, απελπισμένη ματιά, πριν κλείσει σιωπηλά την πόρτα πίσω του. Το στήθος μου σφίχτηκε και τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα. Λεπτό το λεπτό η αναπνοή μου γινόταν όλο και πιο ρηχή και γρήγορη, καθώς ένιωθα να φουντώνει μέσα μου ένας απερίγραπτος θυμός κι ένα δυσβάσταχτο αίσθημα ντροπής. Έσκυψα το κεφάλι παραδομένη στην απελπισία που προκαλούσε η συνειδητοποίηση του τι μου είχε μόλις συμβεί. Το λάθος είναι όλο δικό μου. Καιγόμουν απ’ την επιθυμία να ξεσπάσω την οργή μου στον Φάμπιαν και στον Κάσπαρ, που μ’ είχαν εκμεταλλευτεί με τέτοιον τρόπο, που μ’ είχαν χρησιμοποιήσει σαν να μην είχα καμία αξία – ή μάλλον όχι! Αυτό που πραγματικά ήθελα ήταν να γυρίσω τον χρόνο πίσω, να σταματήσω τον εαυτό μου προτού παραδοθεί στις ορέξεις τους. Έτρεξα στο μπάνιο κι έριξα παγωμένο νερό στα φλογισμένα μου μάγουλα. Όμως η αλήθεια ήταν πως δε με είχαν χρησιμοποιήσει. Τίποτα δεν έγινε χωρίς τη θέλησή μου. Τα ήθελα και έγιναν. Και συνέχιζα να τα 194
θέλω παρά τα όσα μου είχαν συμβεί. Αλλά τι –ή μάλλον ποιον– ήθελα περισσότερο;
195
KEΦΑΛΑΙΟ 31
Κάσπαρ ΕΙΧΑ ΓΕΙΡΕΙ ΣΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ του δωματίου μου και κοίταζα τον ορίζοντα βυθισμένος στις σκέψεις μου. Φυσούσε ένα γλυκό αεράκι ανακατεύοντας τα μαλλιά μου, αλλά δεν είχα την απαραίτητη διάθεση να το απολαύσω. Εκείνο που είχα κάνει ήταν λάθος. Ηλίθιο… χαζό... απερίσκεπτο. Χαμογέλασα αχνά, καθώς συνειδητοποιούσα με κάποια έκπληξη πως ακουγόμουν σαν τον πατέρα μου. Αλλά η παραδοχή ότι ήμουν ηλίθιος δεν ήταν αρκετή για να με κάνει να το μετανιώσω. Κατσούφιασα κι αναστέναξα. Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα πιο εύκολα αν την είχα σκοτώσει εκείνη τη νύχτα στην πλατεία Τραφάλγκαρ, αλλά για κάποιον λόγο μού ήταν αδύνατον να μετανιώσω για κείνη μου την απόφαση. Ακόμη δεν μπορούσα να καταλάβω τι με είχε ωθήσει να της χαρίσω τη ζωή εκείνη τη νύχτα. Αν είχα ενεργήσει βάσει πρωτοκόλλου, θα ’πρεπε να την είχα σκοτώσει, να της είχα πιει το αίμα και να την είχα παρατήσει σε κάποιο μέρος που δε θα κινούσε υποψίες. Το ίδιο ίσχυε και για τους εκτελεστές εκείνη τη νύχτα. Δε θα ’πρεπε να είχαμε αφήσει ίχνη πίσω μας, κι όμως το κάναμε. Εγώ το έκανα. Αναστέναξα, θυμωμένος με τον εαυτό μου. Ο πατέρας μου είχε εξοργιστεί, για να το πω ήπια, όταν το ανακάλυψε. Μας είχε μαντρώσει και τους έξι στο Βάρνλεϊ, θεωρητικά για δύο μήνες. Φυσικά είχα παραβιάσει την απαγόρευση χίλιες φορές από τότε, αλλά δε θα το μάθαινε. Γιατί την είχα αφήσει να ζήσει εκείνη τη νύχτα; Ίσως να ήταν το χλωμό δέρμα της, τόσο όμοιο με το δικό μας κάτω απ’ τα φώτα της πόλης. Ίσως το μεθυστικό της άρωμα που ταξίδεψε στον νυχτερινό αέρα μέχρι να με συναντήσει, αναγκάζοντάς με να μείνω να την κοιτάζω αποσβολωμένος, εισπνέοντας λαίμαργα την ευωδιά του κορμιού της. Ίσως πάλι να το έκανα για τα βιολετί της μάτια, χρώμα πολύ σπάνιο για άνθρωπο, εκείνα τα μάτια που άνοιξαν διάπλατα στη θέα του μακελειού που είχαμε προκαλέσει. Ίσως και να ήταν η προσωπικότητά της· ακόμα 196
και μπροστά στον θάνατο, είχε καταφέρει με κάποιον τρόπο να διατηρήσει ζωντανό το πνεύμα της. Ή ίσως, τέλος, να έφταιγε απλώς η επιθυμία μου να έχω έναν άνθρωπο τριγύρω – ένα παιχνίδι, μια ανεξάντλητη πηγή τροφής. Μέχρι κι εγώ είχα φτάσει να θαυμάζω τη δύναμή της. Με όλα αυτά που της είχαν συμβεί, είχε κατορθώσει να παραμείνει διαυγής. Ακόμα και μετά τον Ίλτα, συνέχιζε να είναι αυθάδης εκεί που χρειαζόταν, μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τον Φάμπιαν και κάθε Φάμπιαν χωρίς να διστάσει στιγμή, και κατάφερνε ακόμα να κάνει το δικό της. Αλλά εκείνο που είχα μόλις βιώσει με είχε ταρακουνήσει, αφήνοντάς με μπερδεμένο. Ένιωθα σαν να ’χα ρίξει μια κλεφτή ματιά σε κάτι βαθύτερο μέσα της, κάτι όχι και τόσο δυνατό. Χτύπησα ρυθμικά τα δάχτυλά μου πάνω στην πέτρα και κοίταξα απογοητευμένος τα σύννεφα που άρχιζαν να μαζεύονται γύρω απ’ το φεγγάρι. Οι πρώτες στάλες της βροχής έπεσαν στις παλάμες μου. Γρήγορα πύκνωσαν κι άρχισε να βρέχει κανονικά. Ξεφυσώντας αγανακτισμένος, αποφάσισα πως μάλλον είχε έρθει η στιγμή να μπω μέσα. Έριξα μια ματιά στο σκοτεινό παράθυρο της Βιολέτας. Ήξερα πως ο Φάμπιαν ήταν μαζί της. Μπήκα στο δωμάτιό μου, έκλεισα την μπαλκονόπορτα πίσω μου και τράβηξα τις κουρτίνες. Άρπαξα το γράμμα για μια ακόμα φορά απ’ το κομοδίνο και ξάπλωσα στο κρεβάτι μου. Τα αντικείμενα δεν είχαν ποτέ ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα, αλλά εκείνο το λεκιασμένο από δάκρυα, βαρύ κομμάτι περγαμηνής που κρατούσα στα χέρια είχε μεγαλύτερη σημασία για μένα και από την ίδια την αιωνιότητα. Ανακάθισα και κοίταξα το πορτρέτο των γονιών μου που κυριαρχούσε στον τοίχο πάνω απ’ το τζάκι, μια διαρκής βασανιστική υπενθύμιση αλλοτινών, ευτυχισμένων ημερών που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Κάτω από τα άγρυπνα σμαραγδί μάτια της μητέρας μου και τα γκρι σαν ατσάλι του πατέρα μου, άρχισα να διαβάζω σιωπηλά την πρώτη γραμμή. «Πολυαγαπημένε μου γιε Κάσπαρ…» Δε γύρισα τη σελίδα. Δεν άντεχα να τη γυρίσω.
197
KEΦΑΛΑΙΟ 32
Βιολέτα Οι βρικόλακες δεν είναι ευγενικά, στοργικά πλάσματα. Δεν είναι στη φύση τους ν’ αλλάζουν, ή να προσαρμόζονται, για ν’ αποδεχτούν τους γύρω τους. Η αγάπη τους δεν έχει σχέση με αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι αγάπη, και η λαγνεία τούς καταβροχθίζει σε βαθμό αδιανόητο για μας. Δε γερνούν όπως εμείς αλλά όπως γερνάει η πέτρα: η φθορά έρχεται σταδιακά και τόσο αργά, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά τελικά, όπως και η πέτρα, δεν πεθαίνουν ποτέ. Είχα βρει το απόσπασμα σ’ έναν τόμο στη βιβλιοθήκη. Ήταν ένα εγχειρίδιο αυτοβοήθειας για ανθρώπους που είχαν εγκλωβιστεί στον κόσμο των βρικολάκων. Η ύπαρξή του και μόνο ήταν αρκετή για να με κάνει να γελάσω για πρώτη φορά μετά το συμβάν με τον Ίλτα. Δε θα μπορούσα ποτέ να γίνω έτσι. Ήμουν ημι-βρικόλακας, μια αντανάκλαση μόνο του τι ήταν ικανοί να κάνουν, και έλπιζα να μη χρειαστεί ν’ αλλάξει ποτέ αυτό. Τι τρέχει; Μη μου πεις ότι έγινες και ποιήτρια τώρα, είπε ειρωνικά η φωνή μου, τραντάζοντας το μυαλό μου με το χαιρέκακο γέλιο της. Την αγνόησα. Είχαν περάσει πενήντα τέσσερις μέρες από τότε που μ’ έφεραν στο Βάρνλεϊ. Κοντά δύο μήνες. Περπατούσα προς την κουζίνα χαμένη στις σκέψεις μου, όταν αισθάνθηκα ξαφνικά ένα ρίγος, σαν να ’κανε ρεύμα. Έτριψα τους ώμους για να ζεσταθώ και συνέχισα. Έπιασε για τα καλά κρύο, σκέφτηκα. Ένα ανεπαίσθητο θρόισμα μ’ ανάγκασε όμως να σταματήσω. Κοντοστάθηκα, προσπαθώντας να καταλάβω από πού ερχόταν. «Θα πρέπει να προστατεύεις τη σκέψη σου καλύτερα, Βιολέτα». Η φωνή ήταν απαλή και ευγενική, αλλά κάπου στο βάθος υπήρχε κάτι το απειλητικό. Ήταν γυναικεία;
198
Κοίταξα γύρω μου τρελή από αγωνία, υψώνοντας ταυτόχρονα τεράστιους τοίχους γύρω απ’ το μυαλό μου. Συγκέντρωσα όλη μου τη σκέψη στο κρύο και μόνο. «Πίσω σου, Βιολέτα». Τινάχτηκα σαν ελατήριο. Γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Τίποτα. «Ποιος είσαι, διάολε;» τσίριξα. Η αναπνοή μου είχε γίνει ακανόνιστη και ρηχή. «Ξέρω τι έκανες με τον Φάμπιαν, παλιοτσούλα!» Προτού συνειδητοποιήσω τι μου είχε συμβεί, βρέθηκα να χτυπάω με το κεφάλι στον τοίχο. Έπιασα το μέτωπό μου μορφάζοντας απ’ τον πόνο. Θόλωσα κι ένιωσα να χάνω την ισορροπία μου. Στηρίχτηκα με την πλάτη στον τοίχο κι ανοιγόκλεισα τα μάτια μου. Η σκιά που έβλεπα μπροστά μου άρχισε να παίρνει σιγά σιγά μορφή. «Τι στον διάολο;» ψέλλισα. «Λάιλα;» Με κόλλησε στον τοίχο και κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου. Τα μάτια της άλλαζαν σαν τρελά χρώμα, από σμαραγδί γίνονταν πορφυρά και μετά μαύρα, και πάλι απ’ την αρχή, μέχρι που για μια στιγμή νόμισα πως θα σκάσουν μπροστά μου σαν πυροτεχνήματα. «Πήγες και τον φίλησες, σκύλα! Κι ας ήξερες ότι μου αρέσει. Ποιο είναι το πρόβλημά σου, διάολε;» Έμεινα να την κοιτάζω για λίγο εμβρόντητη, προτού νιώσω τον θυμό να με χτυπάει σαν ηλεκτρικό ρεύμα. «Μη με ξαναπείς σκύλα, ακούς; Και όσο για το πρόβλημά μου, εσύ είσαι αυτή που κάνει σαν τρελή!» Μ’ έσφιξε ακόμα πιο πολύ, μπήγοντας τα νύχια της στα μπράτσα μου. «Δεν μπαίνεις καν στον κόπο να το αρνηθείς, έτσι; Γιατί το έκανες, μου λες;» Έσμιξε τα φρύδια και με κοίταξε βλοσυρά. «Μου έρχεται το κοριτσάκι εδώ μέσα, αρχίζει να μυξοκλαίει κι αμέσως έχει ό,τι και όποιον θελήσει!» Μιμούμενη το ύφος της, έσμιξα κι εγώ τα φρύδια και την κοίταξα βλοσυρά, χωρίς να πάρω δευτερόλεπτο τα μάτια μου απ’ τα δικά της. «Αυτό νομίζεις πως έγινε; Για να ξεκαθαρίσουμε λίγο τα πράγματα, έχω να σου πω πως δε θα άγγιζα ποτέ κανέναν απ’ το σινάφι σου. Το καλύτερο, λοιπόν, που έχεις να κάνεις είναι να πας να ρωτήσεις τον ίδιο τον Φάμπιαν ποιος το ξεκίνησε!» Της χαμογέλασα και επιχείρησα ν’ αποτινάξω τα χέρια της από πάνω μου. Για μια στιγμή απόρησα με το θάρρος μου, αλλά η αλήθεια ήταν πως δε μου είχε περάσει στιγμή απ’ το μυαλό πως μπορεί να ήταν τόσο θυμωμένη, ώστε να μου κάνει κακό. 199
«Λες ψέματα! Δεν ξέρω ποιος το ξεκίνησε, αλλά ξέρω ότι το απόλαυσες. Είναι γραμμένο στη σκέψη σου. Πες μου, έτσι δεν είναι; Το απόλαυσες, έτσι δεν είναι; Ίσως και να ’ταν το καλύτερο φιλί που έχεις δώσει ποτέ στη ζωή σου. Να ξέρεις μόνο πως ήταν και το τελευταίο. Μείνε μακριά απ’ τον Φάμπιαν, αλλιώς...» Σήκωσα το φρύδι μου. «Αλλιώς τι;» Άγγιξε το μάγουλό μου με το δάχτυλό της. Τα μακριά κατακόκκινα νύχια της ήταν κοφτερά και σκληρά σαν λεπίδες. Χαμογελώντας αμυδρά, κάρφωσε ένα νύχι της στο μάγουλό μου και σέρνοντάς το αργά έφτασε ως το στόμα μου. Ένιωσα το αίμα να κυλάει. Χωρίς να σταματήσει να χαμογελάει, έβαλε το δάχτυλο στο στόμα της και το πιπίλισε. «Μμ, γλύκα είναι. Δεν ξέρω, ίσως να πω σε όλους ότι ο αδερφούλης μου πέρασε – πώς να το θέσω... α ναι, ότι πέρασε λίγο ποιοτικό χρόνο μαζί σου χτες το βράδυ. Είμαι σίγουρη πως θα χαρούν πολύ μαθαίνοντας πως η κακομοιρούλα η Βιολέτα έχει συνέλθει πια από την επίθεση και είναι μια χαρά». Έμεινα να την κοιτάζω μ’ ανοιχτό το στόμα. «Δε θα το έκανες αυτό!» Ανασήκωσε τους ώμους της αδιάφορα. «Θα το κάνω μια χαρά, αν δε μείνεις μακριά απ’ τον Φάμπιαν. Καλή σου μέρα, δεσποινίς τσούλα». Χαμογέλασε όλο γλύκα και, γυρίζοντας το κεφάλι όλο ύφος, έκανε επιτόπου στροφή και εξαφανίστηκε, αφήνοντάς με σύξυλη. Με εκβιάζει! Ήξερα καλά τι μπορούσε να κάνει η ζήλια. Αλλά δε μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι η Λάιλα ήταν τέτοιος τύπος. Δεν έχω άλλη επιλογή. Σκούπισα το αίμα απ’ το μάγουλό μου και πήρα μερικές βαθιές ανάσες για να ηρεμήσω. Το κλειδί ήταν να καταφέρω να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. Ξαναπήρα αργά τον δρόμο για την κουζίνα, χωρίς να σταματήσω ν’ ανασαίνω βαθιά. Το μόνο που παρακαλούσα από μέσα μου ήταν να μη μου έχει αφήσει μεγάλο σημάδι. Ανακάτεψα τα μαλλιά μου κι έριξα μια τούφα πάνω απ’ την πληγή. Κανείς δε σχολίασε τίποτα στην κουζίνα, αλλά ο Κάσπαρ δεν πήρε λεπτό το βλέμμα απ’ το μάγουλό μου όση ώρα έτρωγα. «Σε παρακαλώ, έλα να παίξουμε!» με ικέτευσε η Θάιμ, τυλίγοντας τα χεράκια της γύρω απ’ τα γόνατά μου. Την έκανα αφηρημένη στην άκρη, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου απ’ την πόρτα. «Έλα, Βιολέτα» συνέχισε να κλαψουρίζει. «Σε παρακαλώ πολύ πολύ πολύ... παίξε». 200
«Θάιμ» άρχισα να της λέω, προσπαθώντας ανεπιτυχώς να κρύψω τον εκνευρισμό μου. Καθόμασταν δίπλα δίπλα στα σκαλιά της κεντρικής εισόδου και είχε κρεμαστεί από πάνω μου κοιτώντας με όλο προσμονή. «Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι δεν έχω όρεξη;» Τράβηξα το χέρι μου για να ελευθερωθώ απ’ την αγκαλιά της, έκπληκτη από το πόσο δυνατή ήταν για την ηλικία της. Με κοίταξε, και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Αλλά για κάποιο λόγο δεν μπορούσα να τη λυπηθώ όπως άλλες φορές. Είχα τόσα πολλά στο μυαλό μου, που μου ήταν αδύνατον ν’ ασχοληθώ και μαζί της. Η Θάιμ με είχε επιστρατεύσει για να τη βοηθήσω να βρει τις νταντάδες της, που έλειπαν όλη τη μέρα –τις οποίες δεν είχαμε βρει τελικά– , και έτσι βρέθηκα παρά τη θέλησή μου να την προσέχω εγώ, όσο οι υπόλοιποι ήταν κλεισμένοι πάλι σε κάποια σύσκεψη. Η είσοδος ήταν άδεια. Ακόμα και οι μπάτλερ που συνήθως τη φρουρούσαν είχαν πάει στη σύσκεψη για να βοηθήσουν στο σερβίρισμα. Αλλά αυτό ελάχιστα μ’ απασχολούσε. Η μεγάλη μου ανησυχία ήταν η Λάιλα και εκείνα που ήξερε. Αν γνώριζε για τον Φάμπιαν, ποιος μου έλεγε πως δε γνώριζε και για τον πατέρα μου; «Αν δεν παίξεις, θα τσιρίξω, Βιολέτα». «Μάλιστα. Λοιπόν. Αν σε κάνω μια βόλτα στην πλάτη μου, μου υπόσχεσαι να σταματήσεις την γκρίνια;» Κούνησε το κεφάλι πάνω κάτω ενθουσιασμένη και έσκουξε απ’ τη χαρά της. Την άρπαξα απ’ τη μέση, την ανέβασα στους ώμους μου κι άρχισα να τρέχω και να περιστρέφομαι σε όλο το χολ. Συνέχισε να φωνάζει τρισευτυχισμένη, κρατώντας με τόσο σφιχτά απ’ τον λαιμό, που κόντευα να πνιγώ. Ένιωσα να ζαλίζομαι και σταμάτησα. Κοίταξα γύρω μου απορημένη. Για κάποιο λόγο η θερμοκρασία είχε πέσει ξαφνικά αισθητά, και αναρωτήθηκα αν είχαν τελειώσει με το συμβούλιο, αλλά δεν είδα κανέναν. Είχα αρχίσει να συνέρχομαι απ’ τη ζαλάδα, όταν ένα σιγανό γέλιο έφτασε στ’ αυτιά μου. Ένα γέλιο που θ’ αναγνώριζα ακόμα και αν ερχόταν από την άλλη άκρη του κόσμου: ειρωνικό, γλοιώδες, ανατριχιαστικό. Γύρισα αργά, ακουμπώντας απαλά τη Θάιμ στο πάτωμα. Οι διπλές πόρτες της εισόδου ήταν ορθάνοιχτες. Τρεις φιγούρες αναδύθηκαν μέσα απ’ το γλυκό φως της δύσης. Ένας κρατούσε στα χέρια του το κατακρεουργημένο, άψυχο σώμα κάποιου άτυχου ανθρώπου. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στον άντρα που στεκόταν στη μέση. Ο σκούρος βυσσινί μανδύας του ανέμιζε δυσοίωνα κόντρα στο ημίφως. Το 201
παρανοϊκό γέλιο του αντήχησε σε όλο το δωμάτιο. Η Θάιμ έτρεξε και κρύφτηκε πίσω μου. «Απλά δε λες να πεθάνεις· έτσι, Βιολέτα Λι;» Άνοιξα το στόμα και ούρλιαξα.
202
KEΦΑΛΑΙΟ 33
Κάσπαρ «ΩΣΤΟΣΟ, ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΑΤΕ, δε μας είπατε τι σκοπεύετε να κάνετε με την υπόλοιπη οικογένεια των Κρίμσον. Οπωσδήποτε δεν μπορούν να συνεχίσουν να παρίστανται στις συσκέψεις του συμβουλίου μετά την πράξη με την οποία τους ατίμασε ο γιος τους». «Ο Βαλέριαν Κρίμσον έχει ήδη αποκηρύξει τον γιο του, συνεπώς αναμένεται να επιστρέψει σύντομα στο συμβούλιο». Έσφιξα τις γροθιές μου κάτω απ’ το τραπέζι. «Δε νομίζω πως είναι πολύ καλή ιδέα. Η Βιολέτα είναι απολύτως βέβαιη πως ο Ίλτα Κρίμσον θα επιστρέψει γι’ αυτήν. Είναι τρομοκρατημένη. Με το ζόρι μένει έστω και για λίγη ώρα μόνη της». Η δήλωσή μου σήκωσε θύελλα αντιδράσεων από τα μέλη του συμβουλίου, και προσπάθησα να μείνω ψύχραιμος ακούγοντας κάποιους να επιμένουν πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να επιστρέψει ο Ίλτα. Μόνο που αυτοί δεν είχαν δει το Κοριτσάκι. Δεν είχαν αντικρίσει τον τρόμο στα μάτια της. Ό,τι κι αν της είχε πει, ήταν σίγουρο πως το εννοούσε. Ο Άστον καθάρισε τον λαιμό του, σηκώθηκε και απευθύνθηκε στα μέλη του συμβουλίου που είχαν έρθει εκτάκτως για τη σύσκεψη – ήταν πολλοί εκείνοι που απουσίαζαν λόγω των προετοιμασιών για το Ως την Αιωνιότητα, την ετήσια γιορτή των σκοτεινών όντων. Μία απ’ αυτούς ήταν και η Τσάριτι, γεγονός που μόνο ικανοποίηση μου έδινε. «Το κορίτσι δεν έχει λόγο να φοβάται. Έψαξα προσωπικά όλο το Κεντ, πολύ πέρα απ’ τα σύνορα του Βάρνλεϊ. Και δεν είμαι ο μόνος. Υπάρχουν βρικόλακες που ελέγχουν μέχρι και τα σύνορα της Τρανσυλβανίας, σε περίπτωση που θελήσει να επιστρέψει στη Ρουμανία. Μπορώ να πω με κάθε βεβαιότητα πως ο Ίλτα Κρίμσον δε βρίσκεται πια στη χώρα». Υποκλίθηκε και ξαναπήρε τη θέση του. Πήρα τον λόγο. «Δε διαφωνώ μαζί σου, Άστον, αλλά σκέψου το μήνυμα που θα δίναμε στη Βιολέτα αν επιτρέπαμε στον πατέρα αυτού που την κακοποίησε να καθίσει στην έδρα με τους υπόλοιπους δικαστές. 203
Από τη μια λέτε πως θέλετε να γίνει μία από μας με τη θέλησή της και από την άλλη ενεργείτε με τρόπο που απλώς δυσκολεύει πάρα πολύ το ούτως ή άλλως επίπονο έργο που έχουμε αναλάβει προκειμένου να την πείσουμε». Οι αντιδράσεις ήταν και πάλι πολλές, αλλά αυτή τη φορά υπήρξαν και αρκετοί που συμφώνησαν μαζί μου, κυρίως οι νεότεροι βρικόλακες που ήξερα εξαρχής πως θα ήταν πιο κοντά στον τρόπο σκέψης της Βιολέτας απ’ ό,τι το υπόλοιπο συμβούλιο. Ο πατέρας μού έριξε μία από τις κλασικές δολοφονικές ματιές του. Είναι καλύτερο να έχουμε τους εχθρούς μας από κοντά, είπε μπαίνοντας στη σκέψη μου. Συμμερίζομαι τους φόβους της δεσποινίδας Λι. Πιστεύω πως υπάρχει κάποιο βαθύτερο κίνητρο πίσω από τις πράξεις του Ίλτα. «Η απόφαση έχει ήδη ληφθεί. Άλλωστε δε βλέπω τον λόγο να έρθει το κορίτσι σε επαφή μαζί του» ανακοίνωσε φωναχτά. Δε χρειάστηκε να πει κάτι άλλο για να καταλάβουμε όλοι πως το θέμα θεωρούνταν λήξαν. «Να προσθέσω ότι τίποτε από αυτά που έγιναν στον χορό της Φθινοπωρινής Ισημερίας δεν πρέπει να φτάσει ποτέ στ’ αυτιά του Μάικλ Λι. Δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο πρωθυπουργός θα έδινε χωρίς δεύτερη σκέψη την άδεια στον κύριο Λι να προχωρήσει με τα σχέδιά του αν γίνονταν γνωστά τα όσα εκτυλίχθηκαν εδώ εκείνο το βράδυ. Κυκλοφορούν ήδη αρκετές φήμες παρά την εντολή μας προς τους δημοσιογράφους για απόλυτη εχεμύθεια, οπότε σας συμβουλεύω να προσέχετε τα λόγια σας, ιδιαίτερα όταν βρίσκεστε ανάμεσα σε άτομα φιλικά προσκείμενα προς τους εκτελεστές». «Εν πάση περιπτώσει, τι γίνεται με τη δεσποινίδα Λι; Έχουμε καθόλου σημάδια ως προς το αν είναι έτοιμη να υποκύψει ή όχι;» απαίτησε να μάθει ο Λαμέρ με τον γνωστό, κοφτό του τρόπο. Σφάλισα τα χείλη και ζάρωσα στην καρέκλα μου κάνοντας όσο πιο πίσω μπορούσα, νιώθοντας δικαιωμένος για την απόφασή μου να καθίσω σε μία απ’ τις γωνίες του τραπεζιού και όχι στο κέντρο. Με άφησε να πιω απ’ το αίμα της χτες το βράδυ. Έχει αρχίσει ν αμφιταλαντεύεται. Μόνο που αναρωτιέμαι: ήταν ο εαυτός της χτες το βράδυ; Μπορεί να είναι ξανά ο εαυτός της μετά απ’ όσα της έκανε ο Ίλτα; «Κάσπαρ, είσαι ιδιαίτερα λιγομίλητος. Δεν έχεις να πεις τίποτα επί του θέματος;» ρώτησε με έμφαση ο Ίγκλεν, στρέφοντας το βλέμμα του πάνω μου. Το αφύσικα ευγενικό χαμόγελό του μου έλεγε πως κάτι ετοίμαζε πάλι. Ένας Θεός ξέρει τι. Το θέμα είναι γιατί πρέπει να μπλέκει και μένα κάθε φορά. «Δεν έχω κάτι να πω». 204
«Είσαι απόλυτα βέβαιος; Βλέπεις, είσαι πολύ πιο κοντά στη δεσποινίδα Λι απ’ ό,τι οποιοσδήποτε άλλος εδώ μέσα». Έδειξε ένα γύρο το δωμάτιο. Ακολούθησα με το βλέμμα μου το χέρι του, μέχρι που έπιασα την έκφραση του Φάμπιαν, ο οποίος καθόταν στην άλλη άκρη του τραπεζιού, εμφανώς θυμωμένος με την ανακριβή παρατήρηση του Ίγκλεν. Αναστέναξα, σίγουρος πως δε σκόπευε να μ’ αφήσει ήσυχο προτού ακούσει τι είχα να πω. «Δεν πιστεύω πως μισεί εμάς, όπως ισχυρίζεται, αλλά το γεγονός ότι έχει αρχίσει να μας εμπιστεύεται». Σταύρωσα τα πόδια και έγειρα στην καρέκλα μου. «Καλώς. Αλλά πιστεύεις ότι θα θελήσει ποτέ να γίνει μία από μας;» Μισόκλεισα τα μάτια μου. «Αυτό δεν μπορώ να σου το πω, Ίγκλεν. Δεν έχω το χάρισμα της ενόρασης» γρύλισα μαζεύοντας τα χείλη μου προς τα πίσω από την ένταση, μέχρι που μια ανατριχιαστική κραυγή έκανε πέρα τον θυμό μου. Η Βιολέτα. Για μια στιγμή ήταν σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Πήρα βαθιά ανάσα και τινάχτηκα όρθιος πετώντας την καρέκλα μου στην άκρη. Σε ένα δευτερόλεπτο πετούσα έξω απ’ το δωμάτιο, με τον Φάμπιαν να με ακολουθεί από κοντά, αφήνοντας πίσω μας τα σοκαρισμένα μέλη του συμβουλίου. Φριχτές σκέψεις όρμησαν βίαια στο μυαλό μου. Η Βιολέτα ήταν ολομόναχη. Ήταν δυνατόν να είχε συμβεί εκείνο που φοβόμουν;
205
KEΦΑΛΑΙΟ 34
Βιολέτα ΟΙ ΜΑΤΙΕΣ ΜΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΘΗΚΑΝ για μία μόνο στιγμή, αλλά ήταν αρκετή για να μου κόψει την ανάσα. Η κραυγή μου πνίγηκε στα χείλη μου. Ξεροκατάπια κι έστρεψα τρέμοντας το βλέμμα μου στον συνεργό του, ο οποίος κοίταζε τη Θάιμ – με το πρόσωπό του παραμορφωμένο απ’ το άρρωστο χαμόγελο που πλαισίωνε τους κόκκινους κυνόδοντές του. Κοίταξα την άτυχη γυναίκα που κειτόταν νεκρή στα χέρια του. Τα ρούχα της ήταν λεκιασμένα, αλλά ακόμα και κάτω από το αίμα δεν ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς την ασπρόμαυρη στολή με την ποδιά και τις δαντελένιες μανσέτες. «Νταντά Ιβ!» στρίγκλισε η Θάιμ, γουρλώνοντας τα σμαραγδί της μάτια που είχαν πλημμυρίσει από δάκρυα. «Θεέ μου» ψιθύρισα, κοιτώντας το πρόσωπο της γυναίκας. Ο λαιμός της ήταν κατατρυπημένος – το αίμα λέκιαζε τον πορσελάνινο λαιμό και τα λευκά της ρούχα. Το χέρι της κρεμόταν άψυχα στο πλάι – σταγόνες αίματος έπεφταν ρυθμικά στο πάτωμα. Ξεροκατάπια προσπαθώντας να μην ξεράσω. Άνοιξα τα χέρια μου σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προστατέψω τη Θάιμ απ’ το αποτρόπαιο θέαμα. «Κτήνη» είπα όλο περιφρόνηση στα τέρατα που στέκονταν μπροστά μου. Γέλασε. «Αυτό πες το στο ομορφόπαιδο τον σωτήρα σου εκεί πίσω». Μου έκανε νόημα να κοιτάξω πίσω απ’ την πλάτη μου. Έριξα μια κλεφτή ματιά πάνω απ’ τον ώμο μου, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη χάσω απ’ τα μάτια μου τον Ίλτα. Και εκεί, σε μια γωνιά του δωματίου, στεκόταν ο Κάσπαρ – σφιγμένες γροθιές, μάτια κατάμαυρα και καρφωμένα στον Ίλτα. Ακόμα κι από κείνη την απόσταση που μας χώριζε μπορούσα να διακρίνω πως έτρεμε. Σε δευτερόλεπτα η είσοδος κατακλύστηκε από βρικόλακες. Ο Κάσπαρ έκανε να κουνηθεί, αλλά ο Άστον όρ-
206
μησε μπροστά και τον σταμάτησε γραπώνοντάς τον απ’ τον ώμο. Κάποιος άλλος βρικόλακας, τον οποίο δεν αναγνώριζα, έσπευσε να βοηθήσει. «Ίλτα Τσεχ Βαλέριαν Κρίμσον, δεύτερε γιε του λόρδου Βαλέριαν Κρίμσον, κόμη της Βλαχίας, σου ανακοινώνω ότι κατηγορείσαι για επίθεση και απόπειρα βιασμού ανθρώπου που χαίρει της προστασίας του βασιλιά και του Στέμματος, και ως εκ τούτου θα περάσεις από δίκη με αίτημα τη θανατική ποινή. Εφεξής σου αφαιρούνται όλα τα θεσπισμένα δικαιώματα που απολαμβάνει ένας βρικόλακας, βάσει των νόμων και των συνθηκών των σκοτεινών όντων. Επιπλέον, διατηρώ το δικαίωμα να αποκλείσω την οικογένειά σου από το βασιλικό συμβούλιο» ανακοίνωσε ο βασιλιάς με όλη του την απειλητική μεγαλοπρέπεια, και κινήθηκε αργά προς εμένα και τη Θάιμ. Τον ακολούθησαν έξι βρικόλακες, κοιτάζοντας επιφυλακτικά τις τρεις φιγούρες που στέκονταν μπροστά τους. Ο Ίλτα έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. «Βλαντίμιρ. Νομίζω πως μπορώ να σε αποκαλώ με το μικρό σου όνομα τώρα που δεν έχω πια δικαιώματα. Αν μη τι άλλο, μου φαίνεται δίκαιο». Χαμογέλασε υπεροπτικά. «Ελπίζω να μην περιμένεις να μείνω σιωπηλός. Δε θα το έκανα ακόμα κι αν αυτή εδώ ήταν η τελευταία μου ανάσα». Τα μάτια του διέτρεξαν το σώμα μου, σταματώντας σκόπιμα στις ουλές που με τόση ευχαρίστηση είχε ανοίξει πάνω μου. Αναστέναξε. «Τι κρίμα που ένα τόσο χαριτωμένο πραγματάκι – ενδεχομένως υπέροχο κάποτε– καταστράφηκε, δε βρίσκεις;» Καταστράφηκε. «Θα πεθάνεις για όσα της έκανες» γρύλισε ο Κάσπαρ πίσω μου. «Το ξέρω, Κάσπαρ. Γι’ αυτό και είπα τελικά πως, αν είναι να πεθάνω για ένα τόσο αξιοθρήνητο πλάσμα, ας έχω τουλάχιστον πετύχει πριν τον αρχικό σκοπό μου». Δεν είχα καν τον χρόνο να φωνάξω, όταν τον είδα να χυμάει καταπάνω μου με το στόμα του ορθάνοιχτο και τα μάτια του καρφωμένα στον λαιμό μου. Ένιωσα κάποιον ν’ αρπάζει τη Θάιμ από πίσω μου. Έκλεισα τα μάτια μου, περιμένοντας τον πόνο που δεν ήρθε ποτέ. Δυο θολές φιγούρες, ο Ίλτα και ο Κάσπαρ, κυλιόνταν στο χώμα στον δρόμο μπροστά απ’ το σπίτι, σηκώνοντας σύννεφα σκόνης· βουτούσαν στην κυριολεξία ο ένας πάνω στον άλλο πασχίζοντας ο καθένας να δώσει την πρώτη δαγκωματιά, να πάρει τον έλεγχο. Λίγο πιο πέρα οι δύο βρικόλακες που συνόδευαν τον Ίλτα σέρνονταν στο χώμα αγκομαχώντας, έχοντας χάσει ήδη τη μάχη με τους πολύ νεότερούς τους Φάμπιαν και Κάιν, που είχαν αποδειχτεί πολύ πιο γρήγοροι. Το πτώμα της 207
νταντάς είχε πεταχτεί στην άκρη, ξεχασμένο, να στάζει ακόμη αίμα. Οι συνεργοί του Ίλτα κείτονταν πια στο χώμα με τις καρδιές τους να αναβλύζουν αίμα και τον φόβο χαραγμένο για πάντα στα πρόσωπά τους. Απέστρεψα το βλέμμα και αντίκρισα γύρω στους είκοσι διψασμένους βρικόλακες να έχουν καρφωμένα τα κατακόκκινα μάτια τους στα πτώματα, γλείφοντας ηδονικά τα χείλη στη θέα του αίματος. Γρύλιζαν και έφτυναν τρελαμένοι από ανυπομονησία, καθώς η αηδιαστική μυρωδιά έκαιγε τα ρουθούνια τους. Ωστόσο, δεν έκαναν βήμα. Τουλάχιστον όχι μέχρι τη στιγμή που ο Κάσπαρ κάρφωσε τους κυνόδοντές του στον λαιμό του Ίλτα, σκίζοντάς τον στα δύο. Ένας πίδακας αίματος εκτοξεύτηκε στον αέρα, αφήνοντας τένοντες και μυς σε κοινή θέα. Ούρλιαξα καθώς κοίταζα έντρομη το ένα τέρας μετά το άλλο να χυμάει στο πτώμα και να διαμελίζει τις σάρκες του. Τα νύχια κάποιου καρφώθηκαν στο στομάχι του, ανοίγοντάς το στα δύο, και οι βρικόλακες όρμησαν κι άρχισαν να πίνουν το αίμα από τα όργανά του, σκίζοντας τα εντόσθιά του. Το στομάχι μου σφίχτηκε και παραδόθηκε σε σπασμούς. Έκλεισα το στόμα με το χέρι μου, προσπαθώντας να συγκρατήσω τον εμετό στον λαιμό μου, και διπλώθηκα στα δύο. Η Θάιμ ξεχύθηκε για να συναντήσει τους υπόλοιπους, αλλά πρόλαβα και την άρπαξα απ’ το χέρι, κάνοντάς της νόημα με το κεφάλι να μην πάει πουθενά. Γύρισε και, κοιτώντας με παραπονιάρικα, άνοιξε μια ιδέα το στόμα της φανερώνοντας τους μικροσκοπικούς ροζ κυνόδοντές της. Οσμίστηκε τον αέρα και τεντώθηκε προσπαθώντας να πλησιάσει όσο πιο κοντά μπορούσε στο μακελειό που εξελισσόταν μπροστά μας. Ξαφνικά επέστρεψε κοντά μου και, προτού καταλάβω τι ετοιμαζόταν να κάνει, βύθισε τους κυνόδοντές της στην παλάμη μου. Τσίριξα και τραβώντας το χέρι μου άρχισα να εξετάζω τις τομές που είχε κάνει στο δέρμα μου. Δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη: δίνοντας μια πετάχτηκε σαν σαΐτα έξω, με το μακρύ της φόρεμα ν’ ανεμίζει γύρω απ’ τους αστραγάλους της. Σταμάτησε απότομα δίπλα στην νταντά της. Έμεινε για μια στιγμή ακίνητη, καρφώνοντας το βλέμμα πάνω στο άψυχο σώμα. Άπλωσε το μικροσκοπικό της χέρι και πιάνοντας δειλά εκείνο της νταντάς της το έφερε στα χείλη, σαν να ’θελε να της δώσει ένα τελευταίο φιλί. Αλλά, αντί για τελευταίο φιλί, τρύπησε τη σάρκα της κι άρχισε να ρουφάει το αίμα απ’ τον καρπό της, κατεβάζοντάς το αχόρταγα σαν μωρό που τρέφεται απ’ το στήθος της μητέρας του. Αυτή τη φορά δεν κατάφερα να συγκρατηθώ και πέφτοντας στα γόνατα άφησα τον εμετό να βγει απ’ τα σωθικά μου, κλαίγοντας απελπισμένα. 208
Ήθελα να πεθάνει ο Ίλτα, αλλά όχι έτσι. Το στομάχι μου συσπάστηκε μια τελευταία φορά, αλλά δεν είχα πια τίποτε άλλο να βγάλω. Σκούπισα το στόμα μου και σήκωσα αργά το κεφάλι εξαντλημένη. Κομμάτια σάρκας, κόκαλα και ανεπιθύμητα όργανα, πεταμένα ένα κουβάρι σε μια λίμνη από αίμα και σκόνη, συνέθεταν τα τραγικά απομεινάρια εκείνου που υπήρξε κάποτε ο Ίλτα Κρίμσον. Λίγο πιο κει κείτονταν τα κατακρεουργημένα κουφάρια των συνεργών του, και σε μια γωνιά ένα λεφούσι βρικολάκων λεηλατούσε το πτώμα της νταντάς σκίζοντας τις σάρκες της, αναζητώντας μέσα στα όργανά της τις τελευταίες σταγόνες του πολύτιμου υγρού που λάτρευαν περισσότερο κι από θεό. «Δεν άξιζες ποτέ να ονομάζεσαι βρικόλακας, Ίλτα Κρίμσον» αναφώνησε ο Κάσπαρ, πετώντας όλο περιφρόνηση μερικά κόκαλα στον σωρό. Ένα ανατριχιαστικό κροτάλισμα ακούστηκε μες στη σιωπή καθώς τα κόκαλα του Ίλτα έπεφταν στο λεκιασμένο με αίμα χαλίκι του μικρού δρόμου που οδηγούσε στο αρχοντικό. Ακινητοποιημένη απ’ τον τρόμο, συνέχισα να κοιτάζω μέσα απ’ τις πόρτες του αρχοντικού που ονομαζόταν Βάρνλεϊ, με τα μάτια μου καρφωμένα στον Κάσπαρ, που έστεκε αγέρωχος με το πουκάμισό του σκισμένο και βαμμένο από το αίμα εκείνων που μόλις είχε κηρύξει ανάξιους να ονομάζονται βρικόλακες. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν. Έκανε στην άκρη μια τούφα απ’ τα ποτισμένα με αίμα μαλλιά του και κάρφωσε τα μάτια στα δικά μου, αναπνέοντας γοργά. Λεπτές τουλίπες μαύρου καπνού σηκώθηκαν χορεύοντας στον αέρα. Τις ακολούθησα με το βλέμμα μου, μέχρι που η ματιά μου έπεσε στη φωτιά που είχαν ανάψει οι βρικόλακες για να κάψουν τ’ απομεινάρια των τεσσάρων πτωμάτων. Μια σταγόνα αίματος κύλησε αργά απ’ τους κυνόδοντες του Κάσπαρ μέχρι τα χείλη του, και τότε, σαν να ξύπνησα από λήθαργο, ένιωσα ίσως για πρώτη φορά μέχρι τα κατάβαθα της ψυχής μου την πραγματική κτηνωδία των πλασμάτων που ονομάζονταν βρικόλακες. Τρίκλισα και άπλωσα ασυναίσθητα το χέρι για να κρατηθώ από κάπου. Το τελευταίο πράγμα που είδα προτού σωριαστώ στον ίδιο μου τον εμετό ήταν ο Κάσπαρ να με κοιτάζει γεμάτος ανησυχία. «Μη! Μη!» «Οι βρικόλακες δεν είναι ευγενικά, στοργικά πλάσματα. Δεν είναι στη φύση τους ν’ αλλάζουν, ή να προσαρμόζονται, για ν’ αποδεχτούν τους γύρω τους. Η αγάπη τους δεν έχει σχέση με αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι αγάπη, και η λαγνεία τούς καταβροχθίζει σε βαθμό αδιανόητο 209
για μας. Δε γερνούν όπως εμείς αλλά όπως γερνάει η πέτρα: η φθορά έρχεται σταδιακά και τόσο αργά, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά τελικά, όπως και η πέτρα, δεν πεθαίνουν ποτέ». «Μη με πλησιάζετε!» Τα λόγια μου τρύπησαν τη σιωπή. Ένιωσα τα βλέμματά τους να με ακολουθούν καθώς πήγα κι έγειρα στο περβάζι του παραθύρου. Ήταν σαν να περνούσα από ανάκριση – βέβαια, το ότι δεν ήμουν εγώ εκείνη που είχε διαπράξει έγκλημα μάλλον δεν τους αφορούσε. «Γιατί κάνεις έτσι;» Ξεφύσηξα δυνατά χωρίς να ξέρω αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. «Άκου γιατί κάνω έτσι! Γιατί όλο αυτό ήταν απίστευτα σοκαριστικό για μένα! Γι’ αυτό κάνω έτσι! Και χωρίς παρεξήγηση, μου ξύπνησε αναμνήσεις από την πλατεία Τραφάλγκαρ... Απλώς δε θα μπορούσα ποτέ να διανοηθώ πως θα ήσασταν ικανοί να κάνετε κάτι τέτοιο σε κάποιον δικό σας. Κι όχι μόνο κάνατε ό,τι κάνατε, αλλά κάθεστε τώρα χαλαροί σαν να μην τρέχει τίποτα… Είναι... είναι... τουλάχιστον αφύσικο!» «Μα είναι γνωστό ότι πίνουμε ο ένας το αίμα του άλλου. Κοίτα, Βιολέτα, ο Ίλτα πήρε ακριβώς αυτό που του άξιζε. Ωστόσο, παραδέχομαι ότι ξεφύγαμε. Δεν ξέρω τι ακριβώς έγινε εκεί έξω». Ο Φάμπιαν έριξε μια κλεφτή ματιά στα αδέρφια Βαρν που στέκονταν πίσω του, με τα χέρια διπλωμένα και τα μάτια τους καρφωμένα διερευνητικά πάνω μου. Έκανε ένα διστακτικό βήμα προς το μέρος μου, αλλά τα μάτια μου έπεσαν πάνω στο παγερό βλέμμα της Λάιλα. Μου κόπηκε η ανάσα. Ο Κάσπαρ στεκόταν δίπλα της, και κοίταζε και τους τρεις μας ήρεμος μέσα στην άγνοιά του. Ο Φάμπιαν ετοιμάστηκε να κάνει άλλο ένα βήμα. Έκλεισα τα μάτια και γύρισα το κεφάλι μου απότομα απ’ την άλλη, συγκρατώντας όπως τόσες άλλες φορές τα δάκρυά μου. «Σου είπα μη με πλησιάζεις, Φάμπιαν!» Θα πρέπει να σταμάτησε, επειδή ο αέρας γύρω μου παρέμεινε ζεστός. Πήρα βαθιά ανάσα. «Μείνε μακριά μου, καταλαβαίνεις;» «Τι; Γιατί;» «Κάνε απλώς αυτό που σου λέω». Έκρυψα το πρόσωπό μου στις παλάμες, αρνούμενη να τον κοιτάξω. Άκουσα κίνηση και μετά τίποτα – σιωπή. Σήκωσα επιφυλακτικά το κεφάλι, κοιτώντας γύρω μου μέσα απ’ τα μαλλιά μου. Η Λάιλα είχε ακουμπήσει παρηγορητικά το χέρι της στον ώμο του Φάμπιαν και του 210
ψιθύριζε κάτι στ’ αυτί. Είχε φορέσει τη μάσκα της καλοσύνης και με λοξοκοίταζε κουνώντας το κεφάλι της αποδοκιμαστικά καθώς τον έπαιρνε και έφευγαν απ’ το δωμάτιο. Ωστόσο, περνώντας μπροστά απ’ το κρεβάτι μου, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί και γύρισε και μου έριξε ένα τόσο δα αυτάρεσκο χαμόγελο, ενώ τα μάτια της έλαμπαν από ικανοποίηση. Χαμήλωσα αμέσως το βλέμμα μου. Δεν ήθελα να με δει να την κοιτάζω. Η πόρτα έκλεισε με δύναμη πίσω τους, και η ασπίδα της αδιαφορίας πίσω απ’ την οποία κρυβόμουν από τη στιγμή που συνήλθα από τη λιποθυμία έπεσε μονομιάς, αφήνοντάς με αδύναμη και εκτεθειμένη. Ακούμπησα το κεφάλι στα γόνατά μου και κουλουριάστηκα στο παγωμένο περβάζι. «Γιατί;» ψιθύρισα. «Τι γιατί; Για λέγε τι συμβαίνει». Τινάχτηκα όρθια και κοίταξα γύρω μου αιφνιδιασμένη. Ο Κάσπαρ στεκόταν απέναντί μου γερμένος χαλαρά στον τοίχο, με τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ’ το στήθος του. Αν και προσπαθούσε να το παίξει άνετος, εγώ μπορούσα να διακρίνω ότι κάτω απ’ το χαλαρό υφάκι του ήταν θυμωμένος. «Δε φοβήθηκες καθόλου απ’ αυτά που μας είδες να κάνουμε πριν στον Ίλτα, έτσι δεν είναι;» Έκανα έναν μορφασμό και κούνησα πέρα δώθε το κεφάλι μου. «Απλώς αηδίασες» συνέχισε. Έγνεψα καταφατικά. «Και αυτή η αηδία είναι ο ένας μόνο απ’ τους λόγους που δεν άφησες τον Φάμπιαν να σε πλησιάσει, σωστά;» Πάγωσα, καθώς ένιωσα πως η συζήτηση οδηγούνταν σ’ επικίνδυνα μονοπάτια. «Λάθος». Αναστέναξε. «Γιατί επιμένεις να μου λες ψέματα, Βιολέτα; Σου δίνει κάποια ιδιαίτερη ευχαρίστηση;» Με τα χέρια του ακόμη σταυρωμένα κάτω απ’ το στήθος, τίναξε το κεφάλι του διώχνοντας τα μαλλιά απ’ το πρόσωπό του. Μου πήρε ένα λεπτό μέχρι να καταλάβω ότι περίμενε απάντηση. Επιστρατεύοντας όση περιφρόνηση μπορούσα, του ανταπάντησα: «Δε λέω ψέματα». Μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια μου, είχε έρθει κοντά μου. Άπλωσε το χέρι του κι έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου. Επιχείρησα να του γυρίσω την πλάτη, αλλά μ’ έπιασε απ’ τον σβέρκο ακινητοποιώντας με. Πέρασε το χέρι του πάνω απ’ τη γρατζουνιά στο μάγουλό μου, που είχε ήδη αρχίσει να κλείνει. «Τότε, τι έχεις να μου πεις γι’ αυτό εδώ;» 211
«Δεν ξέρω τι θες να σου πω. Είναι απλώς μια γρατζουνιά». Έσμιξε τα φρύδια. Μια ρυτίδα αυλάκωσε το μέτωπό του. Γύρισε ανεπαίσθητα το κεφάλι του και τράβηξε με δύναμη το δικό μου προς τα πίσω, μέχρι που ακούστηκε ένα κλικ. «Τώρα θα μου πεις πώς το ’παθες ή θα πρέπει να χρησιμοποιήσω άλλα μέσα για να πάρω την πληροφορία που θέλω;» Έκλεισα πεισματικά τα χείλη και κάρφωσα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Δε μου άρεσε ο τρόπος που είχε προφέρει εκείνο το «άλλα μέσα», αλλά δε σκόπευα να του πω ούτε για το φιλί του Φάμπιαν ούτε για την απειλή της Λάιλα. Άγγιξε απαλά τα χείλη μου με τα δάχτυλά του. Αναπήδησα ξαφνιασμένη απ’ το παγερό και συνάμα ασυνήθιστα τρυφερό άγγιγμά του. «Λοιπόν, να υποθέσω πως θα πρέπει να χρησιμοποιήσω εκείνα τα άλλα μέσα που λέγαμε;» «Και γιατί είναι τόσο σημαντικό για σένα τέλος πάντων;» φώναξα κολλώντας πάνω στο παγωμένο παράθυρο, όσο πιο μακριά του γινόταν. Σήκωσε τα μάτια του προς το ταβάνι. «Για να δούμε. Ίσως επειδή δεν μπορώ να καταλάβω για ποιο λόγο η αδερφή μου, ο καλύτερός μου φίλος και η όμηρός μου συμπεριφέρονται τόσο περίεργα». Με πλησίασε και, τοποθετώντας δύο δάχτυλά του στο μέτωπό μου, άρχισε να με πιέζει, στην αρχή απαλά και μετά όλο και πιο δυνατά. Έκλεισε τα μάτια του, τη στιγμή που εγώ τα γούρλωνα, συνειδητοποιώντας τι σκόπευε να κάνει. Σήκωσα βιαστικά όσο πιο ψηλούς τοίχους μπορούσα γύρω απ’ τη σκέψη μου, κρύβοντας όσο περισσότερα πράγματα γινόταν και επικεντρώνοντας όλη μου την προσοχή στην ψύχρα του παραθύρου· και μετά στη σταθερή του αναπνοή καθώς επέμενε να λυγίσει την αντίστασή μου, στην καταπονημένη έκφρασή του, στο ρυτιδιασμένο από την προσπάθεια μέτωπό του, στο μαύρο πουκάμισό του, και τέλος στο απαλό του στήθος που φαινόταν μέσα απ’ το ξεκούμπωτο πουκάμισο. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Οι σκέψεις μου διακόπτονταν από έναν αφόρητο πόνο, χίλιες φορές πιο δυνατό κι απ’ τη χειρότερη ημικρανία μου. Ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν. Έπιασα το κεφάλι και το έσφιξα απελπισμένη, μέχρι που ένιωσα επιτέλους τον πόνο να υποχωρεί. Ο Κάσπαρ πήρε τα δάχτυλά του απ’ το μέτωπό μου και με κοίταξε με περιφρόνηση. «Το δικαίωμα στην προσωπική σκέψη είναι κάτι που σου παραχωρώ εγώ, Κοριτσάκι, και όχι κάτι που μπορείς να ορίζεις εσύ. Και ξέρω ότι είμαι ωραίος. Μη με καρφώνεις έτσι». Τον αγριοκοίταξα. «Ναι, αλλά δεν μπορείς να μπεις στο μυαλό 212
μου, μπορείς;» Έσκυψε φέρνοντας τα μάτια του στο ίδιο επίπεδο με τα δικά μου. «Μα φυσικά και μπορώ». Αυτή τη φορά δε χρειάστηκε να μ’ αγγίξει ή να κλείσει τα μάτια του. Ο πόνος με χτύπησε ξανά, αλλά υποχώρησε γρήγορα· πάγωσα, ανίκανη να κουνηθώ, και βάζοντας τα δυνατά μου επικεντρώθηκα σε έναν και μόνο στόχο: να κρατήσω πάση θυσία κλειστά τα κουτάκια στο μυαλό μου που έκρυβαν τα όνειρα τα οποία έβλεπα τελευταία κι εκείνο που ήξερα πως είχε κάνει ο πατέρας μου. Τα υπόλοιπα τα θυσίασα. Εικόνες, κυρίως από τις προηγούμενες εβδομάδες, άρχισαν να περνούν σαν αστραπή μπροστά απ’ τα μάτια μου: τα μαθήματα χορού, ο χορός, ο Ίλτα, ο Κάσπαρ να πίνει το αίμα μου, ο Φάμπιαν... «Φιληθήκατε». Κάρφωσα το βλέμμα στο χαλί, αρνούμενη να συναντήσω το δικό του. Το χέρι του άγγιξε το πιγούνι μου και μου σήκωσε απαλά το κεφάλι, μέχρι που ήταν πια αδύνατον ν’ αποφύγω τα μάτια του. «Φιληθήκατε» επανέλαβε. Η γεμάτη ενοχή έκφρασή μου επιβεβαίωνε την εικόνα που είχε δει στο μυαλό μου· με άφησε κοιτώντας με αηδιασμένος. «Ηλίθιο κορίτσι». Εκεί που είχαμε φτάσει, ένιωθα τόσο εξευτελισμένη, που δεν επιχείρησα καν να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Συνέχισα απλώς να κάθομαι εκεί με σκυμμένο κεφάλι. «Και τώρα η Λάιλα ζηλεύει και απειλεί να σε ξεσκεπάσει, έτσι;» Έσφιξα τα χείλη και κούνησα πάνω κάτω το κεφάλι μου. «Αν το μάθει ο πατέρας μου...» μουρμούρισε, βαδίζοντας πάνω κάτω στο δωμάτιο. Τελικά έκανε μεταβολή και στράφηκε προς την πόρτα. «Πού πηγαίνεις;» Σταμάτησε και γύρισε επιτόπου προς το μέρος μου, κοιτώντας με έξαλλος. «Να ξεκαθαρίσω τα πράγματα! Θα μιλήσω στη Λάιλα, αλλά τον Φάμπιαν θα τον αναλάβεις εσύ». Και έτσι έφυγε απ’ το δωμάτιο, αφήνοντάς με στο περβάζι να προσπαθώ να κατανοήσω τι είχε μόλις συμβεί.
213
KEΦΑΛΑΙΟ 35
Κάσπαρ ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ πίσω μου με θόρυβο, αφήνοντας το ηλίθιο παιδί πίσω μου. Έγειρα για λίγο στον τοίχο και πήρα μερικές βαθιές ανάσες. Φίλησε τον Φάμπιαν. Ένιωσα τα μάτια μου να γίνονται μαύρα και αναρωτήθηκα γιατί. Ήταν αλήθεια τόσο κακό, πέρα απ’ το ό,τι περιέπλεκε πιο πολύ τα πράγματα; Γιατί είμαι θυμωμένος; Κούνησα το κεφάλι μου διώχνοντας μακριά εκείνες τις σκέψεις. Υπήρχαν πιο σημαντικά θέματα που έπρεπε να επιλύσω. Καθώς πλησίαζα στο δωμάτιο της Λάιλα, άκουσα συνομιλίες πίσω απ’ την κλειστή της πόρτα και αναγνώρισα τη φωνή μιας φίλης της. Ήμουν έτοιμος να χτυπήσω, όταν διέκρινα τη φωνή της Λάιλα. Κοντοστάθηκα κι έστησα αυτί. «Το μόνο που θέλω να μάθω είναι τι έχει αυτή που δεν το ’χω εγώ!» την άκουσα να λέει. Ο τόνος της φωνής της έδειχνε θυμό κι απογοήτευση. «Δεν μπορώ να καταλάβω. Είμαι όμορφη, είμαι πλούσια και έχω και το κοινωνικό υπόβαθρο. Συν τοις άλλοις, πώς γίνεται ν’ αλλάξει κάποιος έτσι απλά γούστα; Εδώ και είκοσι χρόνια είναι τρελός και παλαβός μαζί μου. Και ξαφνικά μου εμφανίζεται από το πουθενά η δεσποινίς Θνητή, η δεσποινίς Εύθραυστη, με την καρδιά της να πάλλεται ακόμη μες στο στήθος, και αμέσως ο κύριος αρχίζει τα “Αχ, Βιολέτα, άσε με να σ’ αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, επίτρεψέ μου να σε συνοδεύσω στον χορό!”» είπε κοροϊδευτικά, όλο περιφρόνηση. Η φίλη της αναστέναξε. «Είμαι σίγουρη πως, αν δεν είχες ήδη δεσμευτεί να πας στον χορό με κάποιον άλλο, θα σου είχε ζητήσει να σε συνοδεύσει». «Άσε μας, βρε Κάθι. Από την αρχή αυτή ήταν η επιλογή του. Τον άκουσα να το συζητάει με τον Ντέκλαν». 214
Σιωπή. Μπορούσα ν’ ακούσω τα γρανάζια στο μυαλό της καημένης της φίλης της να γυρίζουν σαν τρελά καθώς αναζητούσε κάτι παρήγορο να πει· αλλά εγώ την ήξερα καλά τη Λάιλα. Όταν αποφάσιζε κάτι, δεν της άλλαζες μυαλά με τίποτα. «Απλώς λέω πως τίποτα δεν είναι σίγουρο. Εγώ είμαι βέβαιη πως του αρέσεις πολύ. Και τέλος πάντων, τι έχει αυτή που δεν έχεις εσύ;» «Από πού θες ν’ αρχίσω; Απ’ τα ροζ της μάγουλα; Απ’ το ακαταμάχητο αίμα της; Απ’ το γεγονός ότι είναι τόσο μα τόσο ευάλωτη; Ή απ’ το γεγονός ότι είναι απλώς άνθρωπος;» απάντησε, ενώ η φωνή της έπιανε πολύ υψηλές συχνότητες. Ακολούθησε ένας υπερβολικά βαθύς αναστεναγμός, και ένας θόρυβος λες και είχε χτυπήσει με το χέρι της το τραπέζι. «Τι χρώμα λες να βάψω τα νύχια μου για τη γιορτή του Ως την Αιωνιότητα; Να τα κάνω κόκκινα ή μαύρα;» συνέχισε η Κάθι, χωρίς να συνειδητοποιεί προφανώς το μέγεθος της απελπισίας της αδερφής μου. «Δεν καταλαβαίνω τι στον διάολο βλέπουν όλοι τους πάνω της. Είμαι σαφώς πολύ πιο όμορφη και ξέρω και πώς να φερθώ εκεί έξω!» «Δεν ξέρω, ίσως πρέπει να κάνω απλώς ένα κλασικό γαλλικό. Τι λες;» Ακολούθησε μια παύση. «Να τα βάψεις μαύρα. Και ο Κάσπαρ είναι τόσο μαλάκας. Πραγματικά, δεν καταλαβαίνω γιατί να είναι αυτός διάδοχος του θρόνου. Εγώ θα έκανα σίγουρα πολύ καλύτερη δουλειά». Αυτό θα ήθελα να το δω, σκέφτηκα. «Επειδή, σύμφωνα με την παράδοση, μόνο το τέταρτο και το έβδομο παιδί της οικογένειας μπορούν να γίνουν διάδοχοι» εξήγησε η Κάθι. «Εσύ είσαι το τρίτο παιδί. Μέχρι κι εγώ που κόπηκα στις σχετικές εξετάσεις το ξέρω αυτό». Η Λάιλα αναστέναξε. «Δεν κυριολεκτούσα, βρε Καθ, εννοείται πως ξέρω τον λόγο. Εγώ γιατί θυμάμαι ότι στο τέλος το πέρασες το μάθημα;» «Το πέρασα. Ο μπαμπάς δωροδόκησε τον διευθυντή. Σιγά μην το περνούσα αλλιώς» είπε χαζογελώντας. Προφανώς έβρισκε τη χαζομάρα της ξεκαρδιστική. «Εσύ ξέρεις. Τέλος πάντων, στο θέμα μας τώρα. Δεν πιστεύεις πως ο Κάσπαρ το έχει παρακάνει πηγαίνοντας με όποια βρει μπροστά του;» Η φίλη της έμεινε για λίγο σιωπηλή. «Εγώ το βρίσκω πολύ σέξι». Κρατήθηκα για να μην ξεσπάσω σε γέλια. «Μπλιαχ! Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεσαι, αλλά μιλάμε για τον μικρό μου αδερφό!» «Τέλος πάντων. Να σου πω; Σκεφτόμουν να φορέσω ένα μαύρο 215
μίνι φόρεμα στον χορό. Τι λες;» «Βρε Κάθι! Πόσες φορές θα πρέπει να σ’ το πω; Ξέχνα τα κοντά φορέματα. Σου τονίζουν τους γοφούς. Βάλε κάτι μάξι. Την προηγούμενη φορά που μ’ άκουσες και φόρεσες εκείνη τη μακριά τουαλέτα, ο Φίλιξ έμεινε να σε κοιτάζει σαν χαζός». «Λάιλα. Δε με κοίταζε σαν χαζός επειδή του άρεσα αλλά επειδή ήταν λιώμα. Άσε που υποψιάζομαι ότι δεν είχε πιει μόνο αλκοόλ». «Εγώ νομίζω ότι του αρέσεις». Κι εγώ νομίζω πως θα πρέπει να μιλήσω στον Φίλιξ. Δεν άντεχα ν’ ακούω άλλα. Χωρίς να κάνω τον κόπο να χτυπήσω, άνοιξα την πόρτα και μπήκα στο δωμάτιο. Τα κορίτσια γύρισαν με τη μία και η Κάθι υποκλίθηκε. «Γεια σου, Κάσπαρ» είπε, και στριφογύρισε τη γλώσσα της μ’ έναν τρόπο που υποψιαζόμουν πως θα έπρεπε να τον εκλάβω ως σαγηνευτικό. Τη χαιρέτησα με μια κίνηση του κεφαλιού. «Γεια, Κάθριν». «Τι έγινε μ’ εκείνο τον κανόνα που λέει ότι χτυπάμε πάντα την πόρτα, Κάσπαρ; Πού ήξερες ότι δεν ήμουν γυμνή;» μου πέταξε όλο ύφος η Λάιλα, με τα χέρια στη μέση. «Αδερφή μου είσαι. Δε θα ’ταν η πρώτη φορά που θα σε έβλεπα γυμνή. Μέχρι να γίνεις διακοσίων χρονών, δεν έβαζες ρούχο πάνω σου» απάντησα, διασκεδάζοντας με την αμηχανία της που είχε βάψει τα μάτια της ροζ. «Δεν ξέρεις τι λες! Τέλος πάντων, τι ήρθες να κάνεις εδώ; Αντίθετα από σένα, έχω ένα σωρό δουλειές να κάνω!» «Εννοείς πέρα απ’ το να κουτσομπολεύεις;» ανταπάντησα υψώνοντας το φρύδι μου ειρωνικά. «Γιατί, τι κακό έχει το κουτσομπολιό; Εγώ βρίσκω ότι είναι μια χαρά τρόπος για να περνάει η ώρα». Δεδομένου ότι δεν ήμουν εκεί για να μιλήσω για τον χαρακτήρα της, αποφάσισα να μπω στο ψητό. «Λάιλα, είναι κάτι που θέλω να συζητήσουμε. Οι δυο μας». Έστρεψα σκόπιμα το βλέμμα προς την Κάθι, η οποία μάζεψε κακήν κακώς τα πράγματά της κι έφυγε, αφού φυσικά πέρασε πρώτα από δίπλα μου αγγίζοντάς με φευγαλέα όλο νόημα. «Γεια σου, Κάσπαρ». Πήρα το σοβαρό μου ύφος. «Γεια σου, Κάθριν». Έκλεισε την πόρτα. «Λοιπόν, λέγε! Δε θα φάω όλη τη μέρα μου». «Ωραία λοιπόν, να σ’ τα πω. Θα πρέπει με κάποιον τρόπο να συνέλθεις και να σταματήσεις να φέρεσαι σαν καμιά κτητική, ζηλιάρα αγελάδα. Ξεκόλλα με τον Φάμπιαν και τις εμμονές σου και μην μπλέκεις 216
ούτ’ εμένα ούτε τη Βιολέτα σε όλ’ αυτό». Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια της έσταζαν δηλητήριο. «Τι είπες μόλις τώρα;» «Σ’ το κάνω και πιο λιανά, αφού δεν καταλαβαίνεις. Σταμάτα να φέρεσαι σαν σκύλα». «Κατάλαβα μια χαρά τι είπες, βλάκα. Απλώς θέλω να μάθω γιατί το είπες!» φώναξε εξοργισμένη. Συνοφρυώθηκα. Ώστε μου κάνει την ανήξερη. «Απείλησες ή δεν απείλησες τη Βιολέτα πως αν ξαναπλησιάσει τον Φάμπιαν θ’ αποκαλύψεις ότι ήπια απ’ το αίμα της, εξευτελίζοντας κι εμένα και–» «Ότι ήπιες απ’ το αίμα της με τη συγκατάθεσή της, για να λέμε όλη την αλήθεια». «Επομένως, το παραδέχεσαι». «Όχι». «Για πες μου και κάτι άλλο που δεν καταλαβαίνω. Πώς ξέρεις εσύ ότι μου έδωσε τη συγκατάθεσή της; Δεν το γνώριζε κανείς άλλος πέρα από μένα και τη Βιολέτα. Δε σου το ανέφερα εγώ, κι είμαι απόλυτα σίγουρος πως ούτε εκείνη θα το έκανε. Για πες μου, λοιπόν, σοφή αδερφή μου, από πού πήρες τις πληροφορίες σου;» Δεν μπήκε στον κόπο να μου απαντήσει. Αντιθέτως, μπήκε στην ντουλάπα της κι άρχισε να τακτοποιεί τα ρούχα της. «Διάβασες το μυαλό της» είπα, ακολουθώντας την. «Προφανώς κάποια στιγμή που τη βρήκες αδύναμη. Έτσι έμαθες και για το φιλί και γι’ αυτό που έγινε μεταξύ μας, και σκέφτηκες να κρατήσεις τον Φάμπιαν για τον εαυτό σου εκβιάζοντάς μας, παρ’ όλο που είναι ξεκάθαρο ότι δεν τρέφει τα ίδια συναισθήματα για σένα. Για να μην αναφέρω και το γεγονός ότι την τραυμάτισες». Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό. Έκανα μια παύση για να πάρω ανάσα, και τότε άρχισε να μιλάει. «Εντάξει, το έκανα. Και λοιπόν; Ακόμα κι εσύ ξέρεις ότι είναι για το καλό του Φάμπιαν. Δε γίνεται να δεθεί κι άλλο μαζί της. Είναι εντελώς διαφορετικοί. Δε γίνεται να μπλέξει ποτέ βρικόλακας με άνθρωπο». «Ωραία, θα συμφωνήσω, είναι διαφορετικοί. Αλλά αυτό δε σημαίνει ότι μια σχέση ανάμεσα σε βρικόλακα και άνθρωπο είναι κάτι το αδύνατον. Πάρε παράδειγμα τη Μαρί-Κλερ και τον Τζον» ανταπάντησα γέρνοντας στον στύλο του κρεβατιού της, ενώ εκείνη καταπιάστηκε με την τακτοποίηση του γραφείου της – κάτι που υπό φυσιολογικές συνθήκες δε θα έκανε ποτέ. 217
«Ξεχνάς ότι ο Τζον αποφάσισε να γίνει βρικόλακας; Σε λίγες εβδομάδες δε θα είναι πια άνθρωπος... Επομένως...» Γύρισε και μου έριξε ένα βλέμμα όλο περιφρόνηση, ανασηκώνοντας ταυτόχρονα τους ώμους της. «Ναι, αλλά όλο αυτό τον καιρό που είναι μαζί –πόσα χρόνια πάνε, τέσσερα;– είναι άνθρωπος. Κάτι θα πρέπει να σου λέει αυτό». «Κάσπαρ, βούλωσέ το. Όλος ο κόσμος ξέρει πως δε θα πετύχαινε ποτέ με τον Φάμπιαν και τη Βιολέτα. Κι όταν τελικά ξυπνήσει και καταλάβει με ποια έχανε τον χρόνο του τόσον καιρό–» Δεν την άφησα να συνεχίσει. «Θα είσαι αυτή στην οποία θα τρέξει. Για παρηγοριά». «Ακριβώς. Θα το συνειδητοποιήσει πολύ πιο γρήγορα αν η Βιολέτα συνεχίσει να τον αγνοεί, και θα έρθει τρέχοντας στην αγκαλιά μου». Κι όμως, αυτή εδώ μπροστά μου είναι αδερφή μου. «Και θα το κάνεις ακόμα και αν έχει ως τίμημα την ψυχική υγεία της Βιολέτας;» τη ρώτησα βλοσυρά. «Μη γίνεσαι τόσο μελοδραματικός. Δε θα πάθει και τίποτα» είπε ξεφυσώντας, και συνέχισε να τακτοποιεί κατά μέγεθος τα μπουκαλάκια με τα αρώματά της. «Λάιλα, η Βιολέτα έχει ανάγκη την παρουσία του Φάμπιαν όπως έχει ανάγκη τον αέρα που αναπνέει. Είναι ο μόνος που τη βοηθάει ώστε να μη χάσει τα λογικά της εδώ μέσα. Δεν έχω καμία αντίρρηση να κάνεις ό,τι θέλεις με τον Φάμπιαν, αλλά δε γίνεται να τον απομακρύνεις από κοντά της. Μου λες ποιος θα την πείσει μετά να γίνει βρικόλακας; Να θυμάσαι απλώς πως, αν συνεχίσεις αυτή την ιστορία, θα θέσεις σε κίνδυνο ολόκληρο το βασίλειο». Για μια στιγμή πάγωσε, αλλά σύντομα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της και ισιώνοντας το κορμί της γύρισε να μ’ αντικρίσει. «Μιλάς κι εσύ, Κάσπαρ Τζέιμς Βλαντίμιρ Έζτλι Βαρν;» Την αγριοκοίταξα στο άκουσμα ολόκληρου του ονόματός μου. «Τι έχεις να πεις γι’ αυτά που κάνεις εσύ; Δε διακινδυνεύεις εσύ τα πάντα; Είσαι ο διάδοχος, και παρ’ όλα αυτά την κουβάλησες εδώ μέσα. Εσύ δεν είσαι που την εξαναγκάζεις να κάνει πράγματα πέρα απ’ τη θέλησή της; Όσο για τον καλοσυνάτο Φάμπιαν, αν δεν την είχε καλέσει στον χορό, δε θα είχε κινδυνέψει αυτή ποτέ. Εσείς οι δύο είστε που την εκθέτετε διαρκώς σε κινδύνους, κι ας γνωρίζετε καλά τι είναι ικανός να κάνει ο Μάικλ Λι αν της συμβεί οτιδήποτε». Με μια κίνηση του χεριού της με προειδοποίησε πως θα χάναμε τα κεφάλια μας. Την κοίταξα λοξά, σχολιάζοντας έτσι το δικό της μελόδραμα. «Ναι. Λες και θα έχει ποτέ αρκετούς άντρες για να τα βάλει μαζί μας». 218
Μου γύρισε την πλάτη και ήπιε την τελευταία γουλιά του αγαπημένου της ποτού: βότκα με αίμα. «Δεν ξέρω. Έχει τους κυνηγούς κι όλο τον υπόκοσμο των βρικολάκων με το μέρος του». Κούνησα το χέρι μου αδιάφορα. «Δεν είν’ αυτό το θέμα μας. Το θέμα είναι πως δε θα σου επιτρέψω να εξευτελίσεις ούτε εμένα ούτε τη Βιολέτα λέγοντας σε όλο τον κόσμο ότι ήπια απ’ το αίμα της. Και επίσης δε θα σου επιτρέψω να κρατήσεις τον Φάμπιαν μακριά της». «Σοβαρά;» με ρώτησε προκλητικά. Σταύρωσα τα χέρια κάτω απ’ το στήθος μου. «Ξέρω πως, αν θέλεις, μπορείς να το κάνεις. Αλλά αν γίνει αυτό, θα πω στον πατέρα ότι έχασες την παρθενιά σου στα δεκατέσσερά σου από ένα κτήνος του υποκόσμου. Πώς σου φαίνεται αυτό;» τη ρώτησα. Της κόπηκε η ανάσα. Με κοίταξε με το στόμα ανοιχτό, ενώ τα μάτια της έγιναν ροζ. «Πώς το ξέρεις εσύ;» «Τον γνώρισα κάπου. Συνεννοηθήκαμε τώρα, αγαπημένη μου αδερφούλα; Έλα. Ας δώσουμε τα χέρια, τι λες;» Μου ’δωσε απρόθυμα το χέρι της. Τα μάτια της πετούσαν σπίθες απ’ τον θυμό καθώς μου έσφιγγε το χέρι μ’ όλη της τη δύναμη. Έφυγα απ’ το δωμάτιό της αναλογιζόμενος πόσο υποκριτής ήμουν. Επειδή η αλήθεια ήταν πως ήμουν θυμωμένος όσο κι η Λάιλα που ο Φάμπιαν κι η Βιολέτα είχαν φιληθεί. Τουλάχιστον η αδερφή μου έχει τα κότσια να το παραδεχτεί.
219
KEΦΑΛΑΙΟ 36
Βιολέτα Η ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ ΕΙΧΕ πέσει αισθητά τον μήνα μετά τον θάνατο του Ίλτα. Και θα μπορούσα να πω πως τα πράγματα ήταν σχετικά καλά, μ’ εξαίρεση το γεγονός ότι εξακολουθούσα να κρατούμαι όμηρος από βρικόλακες. Η Λάιλα μού ζήτησε συγγνώμη – δεν ξέρω τι της είχε πει ο Κάσπαρ, αλλά φάνηκε να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα αφού απέσυρε και τις απειλές της. Ο Φάμπιαν χαλάρωσε και δεν επιχείρησε να κάνει ξανά κάποια κίνηση, ωστόσο εγώ συνέχιζα να νιώθω περίεργα κοντά του καθώς προσπαθούσα ακόμη να καταλάβω τι ήταν εκείνο που είχα νιώσει όταν τον φίλησα. Όσο για τον Κάσπαρ, κρατούσε αποστάσεις. Έβαλα ένα πουλόβερ κι ένα παντελόνι, αφού τα σκεπάσματα δεν είχαν αποδειχτεί αρκετά ζεστά τις προηγούμενες νύχτες, και ετοιμάστηκα να ξαπλώσω. Τεντώθηκα και τράβηξα τις κουρτίνες, κλείνοντας έξω την κακοκαιρία που όλο και επιδεινωνόταν. Το αρχοντικό μύριζε μούχλα και υγρασία, και ήμουν σίγουρη πως σύντομα θα έβρεχε. Ξανά. Δε θυμάμαι άλλη χρονιά που να έκανε τόσο κακό καιρό, σκέφτηκα. Δεν είχα δει ούτε μια ζεστή μέρα, και έχει μπει πια ουσιαστικά ο χειμώνας. Κουλουριάστηκα κάτω απ’ τα σκεπάσματα μένοντας ακίνητη όσο μπορούσα, μήπως και καταφέρω να ζεσταθώ. Γιατί δεν ανάβουν τα τζάκια; Ή τέλος πάντων γιατί δε βάζουν καλοριφέρ; Αυτό που δεν ήξερα ήταν πως το κρύο θα ήταν το λιγότερο που θα ’χα να αντιμετωπίσω εκείνο το βράδυ. Καθώς έκλεινα τα μάτια, ένα ακόμα τρομακτικό όνειρο ερχόταν να στοιχειώσει τον ύπνο μου. Η δυσωδία του θανάτου έπεσε σαν πέπλο πάνω απ’ την κοιλάδα, κρύβοντας ακόμα κι εκείνη τη χαρακτηριστική μπόχα της μούχλας που αναδυόταν από τα έλη. Τα πόδια του βυθίστηκαν στο υγρό έδαφος μουσκεύοντας το στρίφωμα του μανδύα του. Όχι ότι τον ένοιαζε. Είχε πολύ 220
πιο επείγοντα ζητήματα να επιλύσει, όπως το ότι η υγρασία σκέπαζε κάθε μυρωδιά. Δεν μπορούσαν να έχουν διαλέξει οι κυνηγοί μια πιο ξηρή βραδιά; Ήταν ένα πραγματικό ον του υποκόσμου. Ένα άγριο χαμόγελο εμφανίστηκε καθώς έμεινε για λίγο στο μυαλό του εκείνη η σκέψη. Ήταν τόσο απελευθερωτικό. Αποδεσμευμένος από νόμους, ηθική και περιορισμούς, ελεύθερος να κυνηγάει όποτε ήθελε, να συναναστρέφεται όποιον του έκανε κέφι, όποτε του έκανε κέφι, να μπαίνει στο Βάρνλεϊ και στη Ρουμανία – τα οφέλη του να αφήνεις πίσω σου τις ευγένειες και να εισέρχεσαι στον υπόκοσμο ήταν πραγματικά πολλά. Ωστόσο, πάντα κάτι τον συγκρατούσε. Το να χάσεις τους καλούς τρόπους σου σήμαινε αυτόματα να στερηθείς και την αξιοπρέπειά σου. Πολλά από τα άτομα του υποκόσμου που είχαν παραμείνει στη χώρα συνήθιζαν να τριγυρίζουν στο δάσος του Βάρνλεϊ, απολαμβάνοντας τη μοναξιά και την απομόνωση που πρόσφερε απλόχερα, ενώ είχε και το προφανές πλεονέκτημα ότι βρισκόταν μόλις μία ώρα μακριά απ’ το πολύβουο Λονδίνο – το ιδανικό μέρος για κυνήγι. Ωστόσο, το να ζει κανείς ανάμεσα στα ζώα σαν ζώο ήταν τουλάχιστον... ριζοσπαστικό. Σταμάτησε, καθώς το μάτι του έπιασε κάτι στον ορίζοντα. Η όρασή του ήταν καθαρή σαν κρύσταλλο εκείνο το βράδυ χάρη στο φρέσκο ανθρώπινο αίμα που κυλούσε ακόμη στις φλέβες του. Στα τριακόσια μέτρα μπροστά του υπήρχε μια σκοτεινή φιγούρα, ή μάλλον τρεις, που περιφέρονταν στις παρυφές του κτήματος. Σκέπασε το βρεγμένο κεφάλι του με την κουκούλα του μανδύα του και προχώρησε προσεκτικά προς το μέρος τους. Καθώς πλησίαζε, τους άκουσε να συζητούν τόσο χαμηλόφωνα, που με το ζόρι καταλάβαινε τα μισά απ’ όσα έλεγαν. «Τζάιλς, μην ξεχνάς ότι χρειαζόμαστε τον υπόκοσμο... Αν θες ν’ απλώσεις τα κουλά σου πάνω σ’ αυτή την τσούλα τη Λι, τότε θα σκάσεις και θα μ’ ακούσεις!» Σούφρωσε τα χείλη πάνω απ’ τους κυνόδοντες, αηδιασμένος με την αγένειά τους, και χωρίς να ξεχάσει τον στόχο του κατέβασε ακόμα πιο χαμηλά την κουκούλα για να διασφαλίσει ότι δε θα τον αναγνώριζαν· βάζοντας μετά το χέρι του στην τσέπη, έπιασε τον σφραγισμένο με το βουλοκέρι του υποκόσμου φάκελο. «Καλησπέρα, φίλοι μου». Οι τρεις εκτελεστές γύρισαν αιφνιδιασμένοι προς το μέρος του, κι έτσι όπως έχωσαν τα χέρια στα παλτά τους κατάφερε να διακρίνει κάτι ατσάλινο που γυάλιζε στις παλάμες τους. Τους κοίταξε σαν να βαριόταν. «Αφήστε τα παλούκια σας στην άκρη. 221
Δεν είμαι εχθρός σας». «Τότε δήλωσε τ’ όνομά σου και τον λόγο που είσ’ εδώ, βρικόλακα» απαίτησε να μάθει ο άντρας που στεκόταν στη μέση, κάνοντας ένα βήμα προς τα μπρος χωρίς να βγάλει το χέρι του απ’ το παλτό. «Το όνομά μου δεν έχει σημασία. Όσο για τον λόγο που είμαι εδώ, είναι αυτός για τον οποίο είστε κι εσείς. Μ’ έστειλαν στη θέση του Φίνιαν και του Αλέιξ, που είχαν άλλα ζητήματα να τακτοποιήσουν». Ναι, τους είχε τακτοποιήσει μια χαρά την προηγούμενη μέρα, μαθαίνοντας για τη συνάντηση που είχαν κανονίσει. Έκανε ένα βήμα, κρατώντας το κεφάλι χαμηλωμένο για να μην του γλιστρήσει η κουκούλα, και παρέδωσε τον φάκελο στον εκτελεστή. Εκείνος τον άνοιξε, διάβασε γρήγορα το περιεχόμενό του και ικανοποιημένος τον έχωσε στην τσέπη του. Εμφανώς χαλαρωμένος, έβγαλε το χέρι του απ’ το μακρύ παλτό. «Ποιος είν’ ο λόγος που ζητήσατε αυτή τη συνάντηση; Δεν έχουμε κάτι σημαντικό να μοιραστούμε». Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και ακούμπησε σ’ ένα δέντρο κρατώντας αποστάσεις. Ήξερε πως δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας, καθώς δε θα μπορούσαν ποτέ να τον νικήσουν, ωστόσο δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα της μάχης. «Είσαι σίγουρος, εκτελεστή;» «Φυσικά και είμαστε σίγουροι!» Ο δεύτερος άντρας έκανε κι εκείνος ένα βήμα προς τα μπρος. Η προφορά του ήταν πολύ πιο βαριά από του πρώτου. «Δε θα κάναμε ποτέ ένα τόσο μεγάλο ταξίδι αν δεν ήμασταν πρόθυμοι να βοηθήσουμε. Η Ρουμανία δεν είναι δίπλα, όπως ξέρεις. Ωστόσο, μετά απ’ όλο αυτό το ταξίδι, εσείς μας ζητάτε πληροφορίες που δεν έχουμε τελικά». Δε μίλησε αμέσως. Απόλαυσε για λίγο την αγωνία τους καθώς σκεφτόταν τι θα τους έλεγε, διαλέγοντας προσεκτικά την κάθε λέξη. «Ελπίζω να μη νιώθετε πως κάνατε αυτό το ταξίδι άδικα, φίλοι μου. Αν μη τι άλλο, αλλάξατε τον αέρα σας. Και ο καιρός στην Αγγλία είναι τόσο απολαυστικός». Προσέχοντας να μη φύγει η κουκούλα απ’ τη θέση της, σήκωσε το βλέμμα προς τον ουρανό που άρχιζε να μαζεύει ξανά βαριά σύννεφα. Ήξερε πως έπρεπε απλώς να κάνει υπομονή. Οι άνθρωποι ήταν πολύ ανυπόμονα όντα – τους ήταν αδύνατο να κρατήσουν μυστικό. «Ξέρεις καλά, όπως κι εγώ, πως ο Λι περιμένει ένα λάθος απ’ τους Βαρν. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια δικαιολογία για να εξασφαλίσει τη στήριξη της βρετανικής κυβέρνησης». Ο βρικόλακας κούνησε υπεροπτικά το χέρι του. «Μπορεί να περιμένει όσο θέλει. Οι Βαρν δεν κάνουν λάθη». 222
«Ίσως να μη χρειάζεται να κάνουν». Έσφιξε τις γροθιές του. «Μιλάς με γρίφους, εκτελεστή. Μόλις πριν από λίγο δήλωσες πως ο Λι περιμένει κάποιο λάθος απ’ τη μεριά των Βαρν, και τώρα μου λες πως δεν είναι απαραίτητο; Τι εννοείς;» Οι εκτελεστές άρχισαν να οπισθοχωρούν, και ο βρικόλακας ένιωσε τα μάτια του να γίνονται μαύρα. «Δε θα μάθεις τίποτ’ άλλο απόψε, κάθαρμα. Θα στείλουμε οδηγίες όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή». «Φυσικά» απάντησε, προσπαθώντας σκληρά να συγκρατήσει τον θυμό στον τόνο της φωνής του· ετοιμαζόταν να χυμήξει καταπάνω τους. Κάνοντας μια ελαφρά υπόκλιση, οι τρεις άντρες τού γύρισαν την πλάτη κι άρχισαν ν’ απομακρύνονται. Ο βρικόλακας πήρε μερικές βαθιές ανάσες. Είναι τρεις, υπενθύμισε στον εαυτό του. Δεν τον έπαιρνε να κάνει λάθος. Έκανε τον γύρο του δέντρου και κρύφτηκε πίσω του. Μέτρησε μέχρι το τριάντα, προτού ξεκινήσει την καταδίωξή του. Ο αιφνιδιασμός ήταν το παν. Κινήθηκε σαν σκιά πίσω απ’ τον πιο μεγαλόσωμο απ’ τους τρεις εκτελεστές και τοποθετώντας τα χέρια του τρυφερά, σχεδόν ερωτικά, γύρω απ’ τον λαιμό του τον τσάκισε με μία κίνηση· τόσο γρήγορα, που δεν ακούστηκε ούτε στεναγμός απ’ τα χείλη του, πριν καταλήξει νεκρός με το πρόσωπο στη λάσπη. Πολύ αμφέβαλλε αν είχε καν τον χρόνο να καταχωρίσει στο μυαλό του τι είχε γίνει. Οι σύντροφοί του είχαν κάνει ήδη δυο τρία βήματα μέχρι ν’ αντιληφθούν τι είχε συμβεί. Με το που κατάλαβαν ότι δέχονταν επίθεση, έβγαλαν τα παλούκια απ’ τα παλτά τους. Ο ένας τους έκανε στροφή γύρω απ’ τον εαυτό του και γύρισε ν’ αντιμετωπίσει τον βρικόλακα κουνώντας το παλούκι του σαν ξίφος, στοχεύοντας το στήθος του. Αλλά ο βρικόλακας αποδείχτηκε πολύ πιο γρήγορος. Έχοντας προβλέψει την κίνηση του άντρα –οι εκτελεστές ήταν φοβερά προβλέψιμοι– είχε κάνει στην άκρη, αφήνοντας το όπλο να χτυπήσει τον αέρα. Χωρίς να χάσει την ευκαιρία, του άρπαξε το παλούκι απ’ το χέρι, και τότε ο εκτελεστής έχασε την ισορροπία του και σωριάστηκε πάνω στο πτώμα του συντρόφου του. Ο τρίτος της παρέας δεν ήταν τόσο απερίσκεπτος. Οπισθοχώρησε κρατώντας το παλούκι του κοντά στο στήθος. Η αγωνία ήταν διάχυτη στο πρόσωπό του. Κοίταζε μια τον βρικόλακα που στεκόταν μπροστά του και μια τους δύο άντρες που κείτονταν στο έδαφος. Βαθιά στα καστανοπράσινα μάτια τους ο βρικόλακας έβλεπε τον αγώνα του ενός εκτελεστή να σταθεί ξανά στα πόδια του, αλλά και την εσωτερική μάχη του τρίτου – θα έμενε να πολεμήσει ή θα το έσκαγε; Ο βρικόλακας δεν είχε ούτε τον χρόνο ούτε την υπομονή ώστε να 223
τον περιμένει ν’ αποφασίσει. Σηκώνοντας βαριεστημένα το παλούκι, το εκτόξευσε στοχεύοντας την καρδιά του. Δε χρειάστηκε να ελέγξει αν είχε πεθάνει ή όχι. Απ’ τη μυρωδιά του αίματος που αναδύθηκε από το πτώμα, καλύπτοντας σαν πέπλο ακόμα και τον λιγοστό αέρα που περνούσε μέσα απ’ τα πυκνά δέντρα, ήξερε πως δεν είχε αστοχήσει. Γύρισε την πλάτη του και χαμογελώντας στράφηκε προς τον ζωντανό ακόμη εκτελεστή. Σταμάτησε δύο βήματα μακριά. Με ένα σαρδόνιο χαμόγελο στα χείλη του, παρακολουθούσε τον άντρα να πασχίζει να σταθεί στα πόδια του. Το θέαμα ήταν αξιοθρήνητο. Σκούπισε τα αίματα απ’ τη μύτη του και με μια τελευταία προσπάθεια ο εκτελεστής σηκώθηκε. Και τότε ο βρικόλακας χύμηξε καταπάνω του και τον κόλλησε στον κορμό ενός δέντρου, περνώντας το χέρι σαν μέγγενη γύρω απ’ τον λαιμό του. «Τι εννοείς “ίσως να μη χρειάζεται να κάνουν λάθος”;» ρώτησε αφήνοντας έναν συριγμό σαν του φιδιού στο αυτί του τρομοκρατημένου άντρα. Αντί για απάντηση, ο εκτελεστής έφτυσε περιφρονητικά στο έδαφος. Ο βρικόλακας ζάρωσε τη μύτη του από αηδία. Τι σιχαμερή συνήθεια. Και μόνο η σκέψη ότι θα έχωνε τα δόντια του σ’ ένα τόσο σιχαμερό και βρομερό πλάσμα τού προκαλούσε αποστροφή, και για μια στιγμή φλέρταρε με την ιδέα να χρησιμοποιήσει ένα από τα παλούκια τους, αλλά την εγκατέλειψε αμέσως – χρειαζόταν απαντήσεις. Πήρε μια ανάσα και βύθισε τους κυνόδοντές του τόσο βαθιά, που τα χείλη του κόλλησαν στην κοιλότητα του λαιμού του εκτελεστή. Όταν είχε πια σβήσει την έντονη δίψα του, απομακρύνθηκε λίγο και βούλωσε τις τρύπες με τα δάχτυλά του για ν’ αποτρέψει την επούλωση των πληγών. Άρχισε να στρίβει τα δάχτυλά του σαν τιρμπουσόν περνώντας από αρτηρίες και μυς, αναγκάζοντας τον εκτελεστή να βγάλει ουρλιαχτά πόνου. «Το ξέρεις πως θα πεθάνεις, αλλά το πόσο θα υποφέρεις προτού συμβεί αυτό είναι δική σου απόφαση» γρύλισε ο βρικόλακας, βυθίζοντας τα δάχτυλά του ακόμα πιο βαθιά. «Ποιος είσαι; Για ποιον δουλεύεις; Δε βρομάς όπως τ’ άλλα κατακάθια του υποκόσμου» μούγκρισε ο άντρας με αξιοθαύμαστη περιφρόνηση, δεδομένης της τραγικής κατάστασης στην οποία βρισκόταν. «Δε δουλεύω για κανέναν. Στο θέμα μας τώρα. Γιατί δε χρειάζεται να κάνουν λάθος;» Ο βρικόλακας σήκωσε το πόδι του και πίεσε το γόνατό του στον καβάλο του εκτελεστή. Τον παρακολουθούσε όλο ικανοποίηση να γουρλώνει τα μάτια. Όταν είδε πως δεν του έδινε απάντηση, απομάκρυνε λίγο το γόνατό του και παίρνοντας φόρα τού κατάφερε ένα δυνατό χτύπημα ανάμεσα στα πόδια, επιφέροντας το επιθυμητό αποτέλεσμα. 224
«Φ… φήμες» είπε ο εκτελεστής και πνίγηκε στον βήχα. Με τα δάκρυα να τρέχουν στα μάγουλά του, πίεσε τον καβάλο του με τα χέρια, προσπαθώντας να μειώσει τον πόνο. Ένιωσε την καρδιά να του ανεβαίνει στο στόμα. Φήμες; Για την επίθεση που δέχτηκε η Βιολέτα Λι; Υπήρχε πιθανότητα να ξέρουν γι’ αυτό οι εκτελεστές; «Τι είδους φήμες;» Ο βρικόλακας δεν περίμενε πάνω από ένα δευτερόλεπτο και του έδωσε άλλη μια γονατιά στον καβάλο. «Οι Σ… Σοφοί». Ο εκτελεστής έχανε τις αισθήσεις του. Τον ταρακούνησε άγρια. «Οι Σοφοί, τι;» Τα μάτια του άντρα πετάρισαν και, προτού καταρρεύσει αναίσθητος στον ώμο του βρικόλακα, κατάφερε να αρθρώσει μία τελευταία λέξη. «Προφητεία». Εξοργισμένος, ο βρικόλακας κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να προσπαθήσει να τον συνεφέρει, και σίγουρα δεν είχε σκοπό ν’ αφήσει μάρτυρες πίσω. Άπλωσε το χέρι και τραβώντας το παλούκι απ’ το στήθος του νεκρού εκτελεστή κάρφωσε τον αναίσθητο άντρα στην καρδιά, αφήνοντάς τον να κρέμεται στο δέντρο σαν μύγα. Χωρίς ν’ ασχοληθεί άλλο με τα πτώματα –κάποια απ’ τα κατακάθια που τριγυρνούσαν στο δάσος θα ’καναν γιορτή το βράδυ–, ξεκίνησε προς τα δυτικά, νιώθοντας πως δεν είχε καταφέρει τίποτα. Προφητεία; Τι εννοούσε μ’ αυτό; Στην Αθενία υπήρχαν εκατοντάδες βιβλία με προφητείες, ολόκληρα αρχεία, και οι φήμες γι’ αυτές δεν έπαψαν ποτέ. Πώς συνδεόταν μια προφητεία με το λάθος που περίμενε ο Μάικλ Λι; Και πώς θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως δικαιολογία; Όπως και να ’χε, ήξερε πως δεν ήταν ο καταλληλότερος για να βγάλει κάποιο νόημα απ’ όλα εκείνα, και χωρίς περαιτέρω καθυστέρηση έφυγε βιαστικά για το Βάρνλεϊ. Τα βλέφαρά μου ξεκόλλησαν με κόπο. Ανοιγόκλεισα μερικές φορές τα μάτια προσπαθώντας να προσαρμοστώ στο λαμπερό φως της μέρας που με τύφλωνε. Μόρφασα κι έκανα να πιάσω τη μέση μου, που για κάποιο λόγο με πονούσε λες και μ’ είχαν κόψει στα δύο. Δε μου πήρε πολύ ν’ αντιληφθώ ότι ήμουν η μισή πάνω στο κρεβάτι και η άλλη μισή στο πάτωμα. Βογκώντας, έτριψα τον σβέρκο μου και βάζοντας για στήριγμα τα χέρια μου στο πάτωμα σύρθηκα με κόπο πάνω στο κρεβάτι. Ξάπλωσα και προσπάθησα να χαλαρώσω, αλλά κάτι βρομούσε σαν αποδυτήρια γυμναστηρίου. Κοίταξα γύρω μυρίζοντας τον αέρα. Δεν άρ225
γησα ν’ αντιληφθώ πως η πηγή της δυσοσμίας ήμουν εγώ η ίδια. Ψηλάφισα απορημένη τα ρούχα μου: ήμουν λουσμένη στον ιδρώτα. Και ξαφνικά θυμήθηκα. Το όνειρο. Δεκάδες εικόνες πέρασαν σαν φλας απ’ το μυαλό μου, η μία πιο τρομερή απ’ την άλλη. Αλλά υπήρχε μία που ξεχώριζε. Ήταν η εικόνα εκείνου που ερχόταν στο Βάρνλεϊ. Οι αναμνήσεις συνέχισαν να κατακλύζουν τη σκέψη μου σαν κινηματογραφικά καρέ, και θυμήθηκα τον εκτελεστή να λέει τι ήθελαν να μου κάνουν. Ανατριχιάζοντας, αποφάσισα πως, αν ποτέ έρχονταν να με πάρουν αποκεί μέσα, δε θα εμπιστευόμουν κανέναν άλλο από τον πατέρα μου. Μπορεί οι εκτελεστές να ήταν σύμμαχοι της κυβέρνησης, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση απ’ τους καλούς της ιστορίας. Πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι κι έτρεξα ως την ντουλάπα για να ντυθώ. Κάποιοι –προφανώς αυτοί οι Σοφοί, όποιοι κι αν είναι– είχαν κάνει ένα λάθος, ακριβώς αυτό που χρειάζεται ο πατέρας μου. Κοντοστάθηκα και κάρφωσα το βλέμμα στο ξύλινο πάτωμα του διαδρόμου, επιτρέποντας για μια στιγμή σ’ εκείνη την απειροελάχιστη ελπίδα που είχα θαμμένη μέσα μου να θεριέψει και να με πλημμυρίσει, καθώς για πρώτη φορά τον τελευταίο καιρό μού περνούσε απ’ το μυαλό πως ίσως έφευγα σύντομα αποκεί μέσα. Κι εκείνος έρχεται εδώ, στο Βάρνλεϊ, να πει στον βασιλιά αυτό που ήδη ξέρω. Στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν, πέρα απ’ την αναπνοή μου –που γινόταν όλο και πιο γρήγορη–, ήταν ο χτύπος του ρολογιού. Ξαφνικά ένιωσα το θάρρος μου να μ’ εγκαταλείπει. Στάθηκα στο κεφαλόσκαλο, αβέβαιη για το τι έπρεπε να κάνω. Ο βρικόλακας με τον μανδύα σκοτώνει ανθρώπους, υπενθύμισα στον εαυτό μου ανατριχιάζοντας. Και το κάνει χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Προσπάθησα να θυμηθώ πόσους τον είχα δει να σκοτώνει στον ύπνο μου, αλλά γρήγορα συνειδητοποίησα πως είχα χάσει τον λογαριασμό Έπρεπε να μιλήσω σε κάποιον, αλλά τι θα έλεγα; Δεν ήθελα να τους πω για τα όνειρά μου, ήθελα να τα φυλάξω για τον εαυτό μου: εκτός από τρόμο, μου έδιναν και πληροφορίες που δε θα ’παιρνα ποτέ απ’ τους Βαρν. Σημαντικές πληροφορίες, όπως ότι ο πατέρας μου προσπαθούσε ακόμη να βρει τρόπο να έρθει κοντά μου. Ο θόρυβος μιας πόρτας που έκλεινε με απέσπασε απότομα από τις σκέψεις μου. Ο Κάσπαρ είχε βγει απ’ το γραφείο του πατέρα του. Μου χαμογέλασε αυτάρεσκα. Ένιωσα την ελπίδα μέσα μου να συρρικνώνεται. Με είχε ήδη προσπεράσει, όταν γύρισε να μου απευθύνει τον λόγο. «Κοριτσάκι, παραλίγο να το ξεχάσω. Ο πατέρας θέλει να σε δει. 226
Μου είπε να περιμένεις ένα λεπτό στο γραφείο και θα έρθει να σε βρει». Τον κοίταξα με απορία. «Να με δει; Για ποιο λόγο;» Ανασήκωσε τους ώμους και άπλωσε τα χέρια του στο πλάι, μ’ έναν πολύ υπερβολικό τρόπο. «Ό,τι ξέρεις ξέρω». Και λέγοντας αυτό μου γύρισε την πλάτη, έχωσε τα χέρια στις τσέπες και συνέχισε τον δρόμο του. Τον κοίταξα καθώς έφευγε. Ένιωσα ξαφνικά ναυτία. Οι κατάλευκες πόρτες του γραφείου του βασιλιά πίσω μου φάνταζαν απειλητικές στα μάτια μου. Να με δει; Ο βασιλιάς δεν είχε ζητήσει ποτέ ξανά να μου μιλήσει – συνήθως συναντιόμασταν τυχαία, τις περισσότερες φορές μάλιστα όταν δεν είχα καμία διάθεση. Το στομάχι μου δέθηκε κόμπος. Δεν μπορούσα να διώξω τη σκέψη πως η συνάντηση είχε να κάνει με τον βρικόλακα που έβλεπα στα όνειρά μου, και για μια στιγμή μπήκα στον πειρασμό να το σκάσω και να πάω να κρυφτώ στις κουζίνες του υπογείου. Αλλά δεν ήμουν δειλή, και συν τοις άλλοις ήμουν περίεργη ν’ ακούσω τι είχε να πει ο βασιλιάς. Πήρα βαθιά ανάσα κι άνοιξα τις πόρτες. Με υποδέχτηκε ένας υπηρέτης με υπόκλιση. «Παρακαλώ, δεσποινίς Λι. Καθίστε». Μου έδειξε μια ξύλινη καρέκλα με ψηλή πλάτη, τοποθετημένη μπροστά απ’ το μεγάλο γραφείο του βασιλιά που ήταν γεμάτο χαρτιά και φακέλους. Είχα ακούσει ότι διέθετε ολόκληρη στρατιά από γραμματείς και υπαλλήλους που τον βοηθούσαν με τη γραφική δουλειά, αλλά ακόμα κι έτσι ο όγκος της δουλειάς θα μπορούσε να πτοήσει και την πιο έμπειρη γραμματέα. «Η Αυτού Μεγαλειότητα είναι επί του παρόντος σε κάποια συνάντηση, ωστόσο θα ενημερώσω πάραυτα για την άφιξή σας. Παρακαλώ, σερβιριστείτε ό,τι θέλετε». Μου έδειξε ένα τραπεζάκι στο οποίο υπήρχαν δύο κανάτες –η μία με αίμα, η άλλη με νερό–, καθώς και μια πιατέλα με κουλουράκια. Υποκλίθηκε ξανά και εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα χωμένη ανάμεσα σε δύο τεράστιες βιβλιοθήκες που κάλυπταν απ’ άκρη σ’ άκρη σχεδόν τον τοίχο. Έριξα μια ματιά γύρω και σηκώθηκα να δοκιμάσω ένα από τα λαχταριστά –κρίνοντας τουλάχιστον απ’ την εμφάνιση– φρεσκοψημένα κουλουράκια που μοσχοβολούσαν σε όλο τον χώρο. Το γραφείο ήταν ιδιαίτερα ευχάριστο. Οι κουρτίνες ήταν ορθάνοιχτες και έτσι λουζόταν με το φως της μέρας, ενώ κάπου κάπου τρύπωνε και καμιά αχτίδα ήλιου μέσα απ’ τα σύννεφα αλλά όχι αρκετά δυνατή ώστε να σε καίει. Σε συνάντηση. Η σκέψη και μόνο ότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή θα μπορούσε να μιλάει με τον βρικόλακα που στοίχειωνε τα όνειρά μου γέμισε την καρδιά μου με πρωτόγνωρο ενθουσιασμό. 227
Αλλά αυτό θα σήμαινε ότι θα γνώριζαν ήδη και για την επικείμενη άφιξη του πατέρα μου (τη λέξη επίθεση δεν μπορούσα ούτε να την αρθρώσω). Και αν ήταν προετοιμασμένοι για κάτι τέτοιο, δεν άντεχα καν να αναλογιστώ τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για τον πατέρα μου. Δάγκωσα λίγο απ’ το κουλουράκι· ήταν τόσο πικρό, που αν δε βρισκόμουν στο γραφείο του βασιλιά θα το έφτυνα. Σαν να ’τρωγα κουλουράκι πικραμύγδαλου με γκρέιπφρουτ και λεμόνι. Το μάσησα απρόθυμα και κοίταξα γύρω για κάποιο καλαθάκι όπου θα μπορούσα να πετάξω το υπόλοιπο. Αντί για καλαθάκι, το βλέμμα μου έπεσε σ’ ένα μισοδιπλωμένο γράμμα χωμένο κάτω απ’ την εφημερίδα της ίδιας μέρας. Αλλά δεν ήταν το γράμμα αυτό καθαυτό που τράβηξε την προσοχή μου αλλά η υπογραφή στο τέλος της σελίδας. Α.Μ. Βασίλισσα Κάρμεν. Η καρδιά μου έχασε έναν παλμό. Άφησα το κουλουράκι στο πιάτο –αδιαφορώντας για το αν ήταν ευγενικό ή όχι– και ρίχνοντας μια ματιά προς την πόρτα σήκωσα μία από τις γωνίες του χαρτιού, έκπληκτη από το πόσο πυκνή ήταν η υφή του. Ήξερα πως δεν έπρεπε να το διαβάσω και ότι ο βασιλιάς μπορεί να ερχόταν από λεπτό σε λεπτό, αλλά δεν κατάφερνα να πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Πολυαγαπημένη μου Μπέριλ Αρχικά θα ήθελα να μάθω τι κάνετε εσύ κι ο Τζόζεφ. Έχει περάσει πραγματικά πολύς καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε. Αν δεν κάνω λάθος, η τελευταία φορά που απόλαυσα τη συντροφιά σας ήταν την Πρωτοχρονιά, και έχουν περάσει μήνες από τότε. Επομένως, πρέπει οπωσδήποτε να μας επισκεφθείτε σύντομα! Είμαι βέβαιη πως τα παιδιά θα χαρούν πολύ να ξαναδούν τη Μαρί-Κλερ και τη Ρόουζ, και ξέρω πως την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε ο Τζαγκ απόλαυσε ιδιαίτερα τη συντροφιά του Τζον. Γνωρίζοντας, αγαπημένη μου φίλη, πως είμαι κάπως αδιάκριτο πλάσμα, δε θα εκπλαγείς αν ρωτήσω πώς τα πάνε η ΜαρίΚλερ και ο Τζον. Απ’ ό,τι μου λένε ο Κάσπαρ και ο Τζαγκ, είναι μαζί εδώ και ενάμιση χρόνο. Θα ήθελα να συγχαρώ και τους ίδιους και εσένα γι’ αυτή την ένωση. Δεν ενσωματώνεται συχνά ένας άνθρωπος στο βασίλειό μας με τόσο αρμονικό τρόπο. Αλλά αρκετά με τις ερωτήσεις. Μάλλον θα ανακουφιστείς αν φλυαρήσω και λίγο για το Βάρνλεϊ. Πέρα από τα συνηθισμένα, δε νομίζω πως έχω και πολλά κουτσομπολιά για να σου φτιάξω τη μέρα. Ίσως τα 228
μόνα αξιοσημείωτα νέα να είναι η όλο και πιο συχνή παρουσία της Τσάριτι Φόντερ τις πιο ακατάλληλες ώρες στο σπίτι. Ενώ είμαι ευχαριστημένη που ο Κάσπαρ λογικεύτηκε και παράτησε τις πρόστυχες αδερφές Χέφνερ, δεν μπορώ να πω ότι αυτή η Τσάριτι είναι η κατάλληλη γυναικεία συντροφιά για κείνον. Ξέρω πως δεν μπορώ να τον εμποδίσω να τη συναναστρέφεται, δεδομένου ότι δεν είναι πια παιδί, αλλά οι επιπόλαιες επιλογές του όσον αφορά το αντίθετο φύλλο δεν προδίδουν την ωριμότητα που ξέρω πως έχει μέσα του. Ξέρω πως έχεις αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα με τη Ρόουζ. Είναι φορές που αναρωτιέμαι μήπως τελικά ο τρόπος που μεγαλώσαμε εμείς ήταν πολύ πιο σωστός. Αλλά απ’ την άλλη, τι μπορείς να κάνεις σε αυτή την εποχή που τα πάντα αλλάζουν τόσο γρήγορα; Τι άλλο; Σκεφτόμουν ότι ίσως θα ήταν καλή ιδέα να οργανώσω ένα ταξίδι στην Ισπανία για να δείξω στα παιδιά τον τόπο όπου μεγάλωσα. Επίσης έλεγα να αναθέσω ακόμα ένα οικογενειακό πορτρέτο στον Φλόορ. Το πιο πρόσφατο είναι από τότε που ο Κάσπαρ ήταν μικρός, και θα ήθελα πολύ ένα που να περιλαμβάνει και τον Κάιν με τη Θάιμ. Ίσως τώρα που έκλεισε τα δύο να είναι πιο εύκολο να μείνει για κάποια ώρα ακίνητη. Αλλά αυτό, όπως και τα υπόλοιπα σχέδιά μου, θα πρέπει να περιμένει μέχρι να επιστρέψω από τη Ρουμανία. Η αναχώρησή μου είναι προγραμματισμένη σε δύο ημέρες, και οι προετοιμασίες δε λένε να τελειώσουν. Ο Βλαντίμιρ μού έχει προτείνει πάνω από μία φορά να πάρω μαζί μου τον Κάσπαρ, αλλά εγώ αρνούμαι ακόμα και να το συζητήσω. Το εγχείρημα είναι πολύ μεγάλο και ο Κάσπαρ, όπως κι ο πατέρας του, είναι ιδιαίτερα οξύθυμος, γεγονός που δε θ’ αρέσει στους Πιερ. Και για να λέμε την αλήθεια, δε θέλω να εκθέσω τον γιο μου και διάδοχο του θρόνου στις επικίνδυνες καταστάσεις που είμαι σίγουρη πως θα δημιουργηθούν. Νομίζω πως δε χρειάζεται να σου πω πως έχω παραλείψει να μοιραστώ αυτή μου την αγωνία με τον σύζυγό μου. Γράψε μου κι εσύ τα νέα σου και θα σου απαντήσω αμέσως μόλις επιστρέψω. (Ίσως πρέπει να ακολουθήσω τη συμβουλή της Λάιλα και να αρχίσω να χρησιμοποιώ e-mail.) Πρέπει να σε αφήσω, μιας και έχω ακόμη κάποιες οδηγίες να αφήσω στον Κάσπαρ όσο θα είμαι μακριά (είμαι σίγουρη πως φαντάζεσαι σε ποιο θέμα αναφέρομαι). Στέλνω όλη μου την αγάπη και τους θερμούς μου χαιρετισμούς σ’ εσένα και στην οικογένειά σου. Η φίλη σου, Α.Μ. Βασίλισσα Κάρμεν Έμεινα να κοιτάζω το γράμμα με το στόμα ανοιχτό. Τα χέρια μου 229
έτρεμαν καθώς συνειδητοποιούσα πως κρατούσα μια επιστολή -που δε στάλθηκε ποτέ- γραμμένη και διπλωμένη από την ίδια τη βασίλισσα, για την οποία είχα ακούσει τόσα πολλά, τη βασίλισσα που ο θάνατός της είχε διαλύσει την οικογένεια των Βαρν. Κάπου μακριά το παλαιικό ρολόι που άκουγα πάντα, αλλά ποτέ δεν είχα βρει, χτύπησε εννιά, και σαν να ξύπνησα από λήθαργο σκέφτηκα πως από λεπτό σε λεπτό μπορούσε να εμφανιστεί ο βασιλιάς. Δίπλωσα προσεκτικά το γράμμα προσπαθώντας να μην κάνω καινούριες τσακίσεις και το έβαλα κάτω απ' την εφημερίδα, ελπίζοντας πως δε θα καταλάβαινε ότι κάποιος το είχε μετακινήσει. Έγειρα ξανά πίσω στην καρέκλα μου κι άρχισα να τρίβω τα χέρια μου προσπαθώντας μάταια να τα κάνω να σταματήσουν να τρέμουν. «Καλή σας μέρα, δεσποινίς Λι». Στο άκουσμα της φωνής του βασιλιά πίσω μου, πετάχτηκα όρθια σαν ελατήριο. Ένιωσα ένα κάψιμο να ξεκινάει απ' το στομάχι μου και ν' ανεβαίνει μέχρι τα μάγουλά μου, και κοκκίνισα από ενοχή. «Μεγαλειότατε». Έκανε έναν κύκλο γύρω απ' το γραφείο του και κάθισε, γνέφοντάς μου να κάνω το ίδιο. Κάθισα χωρίς να πάρω στιγμή τα μάτια από πάνω του. «Δεσποινίς Λι, σε λίγες ημέρες συμπληρώνονται τρεις μήνες από τη στιγμή του εγκλεισμού σας στο Βάρνλεϊ. Μέσα σε αυτό το διάστημα έχετε ζήσει από πολύ κοντά αρκετές ιδιωτικές στιγμές της οικογένειάς μου, καθώς και όλων όσων διαμένουν στο Βάρνλεϊ, και ελπίζω να έχετε σχηματίσει μια άποψη ως προς το τι σημαίνει να είναι κανείς μέλος αυτού του βασιλείου. Θα συμφωνούσατε μαζί μου;» Συγκατένευσα. Τακτοποίησε κάποια έγγραφα στο γραφείο, κάνοντας στην άκρη την εφημερίδα. Όσο για το γράμμα, το έβαλε σ' ένα από τα συρτάρια δίπλα στην καρέκλα του. «Εκτιμώ ότι η διαμονή σας εδώ ήταν δύσκολη και μερικές φορές ιδιαίτερα στενάχωρη, και καταλαβαίνω ότι η επιλογή που σας έχει δοθεί δεν είναι η ιδανικότερη, ωστόσο θα πρέπει να σας παροτρύνω να πάρετε μια απόφαση». Έκανε παύση και κοίταξε τα χέρια μου. Ακολούθησα το βλέμμα του, και συνειδητοποίησα τότε πως όλη εκείνη την ώρα έσφιγγα τόσο δυνατά τα μπράτσα της πολυθρόνας, που είχαν ασπρίσει οι αρθρώσεις μου. «Μη βιαστείτε, δεσποινίς Λι. Δεν εννοώ πως πρέπει να γίνει αμέσως. Αλλά κρίνω απαραίτητο να σας πληροφορήσω ότι βρίσκεστε στο 230
επίκεντρο πολύ κρίσιμων πολιτικών διαβουλεύσεων που ξεπερνούν τα όρια του βασιλείου μας και της Αγγλίας, σε διεθνές επίπεδο, και ο μόνος τρόπος να ηρεμήσουν τα πνεύματα είναι να γίνετε με δική σας βούληση μία από μας». Καμία πίεση, δηλαδή. «Κρίνω επίσης σκόπιμο να καταστήσω σαφές ότι δε θα πρέπει να τρέφετε απατηλές ελπίδες ότι ο πατέρας σας ή η βρετανική κυβέρνηση θα διαπραγματευτούν ή θα πολεμήσουν για την απελευθέρωσή σας. Σας διαβεβαιώνω πως η διατήρηση της ανθρώπινης ταυτότητάς σας δεν είναι τόσο σημαντική μπροστά στις ζωές των αθώων ανθρώπων που θα χαθούν σε περίπτωση πολέμου». Σηκώθηκα τόσο απότομα, που ένιωσα να ζαλίζομαι. Χρειάστηκε να συγκεντρώσω όση θέληση είχα και δεν είχα για να μην ουρλιάξω μες στα μούτρα του ότι ήξερα πως έλεγε ψέματα. Ο πατέρας μου έρχεται. Το μόνο που χρειάζεται είναι μια δικαιολογία. Και απ' ό,τι καταλαβαίνω, την έχει ήδη. «Δεσποινίς Λι;» «Σας ευχαριστώ για την ενημέρωση, Μεγαλειότατε. Θα σκεφτώ τα όσα μου είπατε» απάντησα μέσ' από τα δόντια μου. Υποκλίθηκα και βγήκα όλο νεύρα απ' το δωμάτιο. Πήγα να βροντήξω την πόρτα πίσω μου, αλλά ο υπηρέτης την άρπαξε, κοιτώντας με όλο νόημα, και την έκλεισε απαλά. Με το που βγήκα, έδωσα μια στον τοίχο και αποκαμωμένη έγειρα πάνω του αναπνέοντας βαριά. Τον ψεύτη! Αν νομίζει πως θα καταφέρει να με πείσε/ να γίνω βρικόλακας για πολιτικούς λόγους, μπορεί να χώσει την επλογή του στον... Πιπέρι, με μάλωσε η εσωτερική μου φωνή, διακόπτοντάς με πριν προλάβω να ολοκληρώσω τη σκέψη μου. Στάθηκα για λίγο εκεί που ήμουν περιμένοντας την αναπνοή μου να επιστρέψει σε φυσιολογικά επίπεδα, και τη σκέψη μου να ξεθολώσει, ικανοποιημένη που τα όνειρά μου μου είχαν δώσει το πάνω χέρι. Ήταν πλέον ένα παιχνίδι αναμονής.
231
KEΦΑΛΑΙΟ 37
Βιολέτα ΕΤΡΙΨΑ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΜΟΥ με την πετσέτα κι ύστερα έπιασα να σιγοτραγουδάω ένα κομμάτι του Έλβις κουνώντας τους γοφούς μου πέρα δώθε. Η συζήτηση με τον βασιλιά ήταν ήδη παρελθόν, και είχα ξυπνήσει με ιδιαίτερα καλή διάθεση. Δεν είχα δει καθόλου όνειρα, και επιπλέον η ελπίδα των πρώτων εβδομάδων ομηρίας μου είχε αναζωπυρωθεί μέσα μου. «Τι στο καλό κάνεις εκεί, Κοριτσάκι;» Τινάχτηκα ως απάνω τσιρίζοντας κι έτρεξα να βρω κάτι να καλύψω τη γύμνια μου, μιας και δε φορούσα τίποτε πέρα απ’ τα εσώρουχά μου. Γιατί δεν είχα ντυθεί; γκρίνιαξα από μέσα μου. Γέλασε και άφησε το βλέμμα του να διατρέξει το σχεδόν γυμνό μου σώμα. «Κοριτσάκι, θα ’θελα να σε πληροφορήσω πως οι κουρτίνες που έχεις τυλίξει γύρω σου είναι διαφανείς». Ζάρωσα κι έστρεψα το βλέμμα προς τα κάτω. Σαν να μην έφτανε η αμηχανία που ένιωθα ήδη, αντιλήφθηκα ότι όχι μόνο φορούσα παράταιρα εσώρουχα, αλλά και το σλιπάκι μου θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μία απ’ τις κιλότες της γιαγιάς μου. «Θα έπρεπε να κυκλοφορείς πιο συχνά με τα εσώρουχα». Μου γύρισε την πλάτη και φεύγοντας μου φώναξε, χωρίς να με κοιτάξει: «Αλλά αν είναι να έρθεις μαζί μας, καλό θα ήταν να ρίξεις κάτι πάνω σου. Θα είναι πολύ κρύος ο καιρός έξω για σένα». Άφησα τις κουρτίνες να πέσουν. «Έξω;» «Ναι, έξω, Κοριτσάκι. Μήπως θα πρέπει να σ’ το συλλαβίσω;» μου είπε, γυρίζοντας χαμογελαστός προς το μέρος μου. «Έξω» ψιθύρισα. Είχα να προφέρω τόσον καιρό εκείνη τη λέξη, που μου φαινόταν αλλόκοτη. «Έξω, έξω, έξω» επανέλαβα ρυθμικά απολαμβάνοντας τον τρόπο
232
που η γλώσσα μου κολλούσε στον ουρανίσκο κάθε φορά που την πρόφερα. «Έξω, όπως λέμε βόλτα». Τον κοίταξα σαστισμένη. «Βόλτα πού;» «Στο Λονδίνο. Έλα τώρα. Βιάσου. Δε θα φάμε όλη μας τη μέρα εδώ μέσα». Γύρισε κι έφυγε, χτυπώντας κεφάτα την πόρτα πίσω του. Έμεινα καθηλωμένη στη θέση μου για ένα ολόκληρο λεπτό. Λονδίνο; Γιατί με έπαιρναν μαζί τους στο Λονδίνο; Δεν ήταν κάπως ριψοκίνδυνο; Προφανώς όχι, απάντησε η φωνή μου. Μα θα μπορούσα ακόμα και να το σκάσω. Άκουσα τη φωνή μου να γελάει. Αν μπορούσε να μου βγάλει κοροϊδευτικά τη γλώσσα, δε θα έβρισκε πιο κατάλληλη στιγμή να το κάνει. Πιστεύεις ειλικρινά ότι θα μπορούσες να το σκάσεις μ’ ένα σωρό βρικόλακες γύρω σου; Δε νομίζω! «Μπορώ όμως να προσπαθήσω» μουρμούρισα καθώς ντυνόμουν. Προσπάθησα να στρώσω κάπως τα μαλλιά μου με τα χέρια. «Κι αν κάποιος με αναγνωρίσει; Μ’ έδειξαν και στο BBC, αν θυμάσαι!» Η σκέψη εκείνης της φριχτής μέρας που αναγκάστηκα να δω την οικογένειά μου να υποφέρει μ’ έκανε να παγώσω. Το θεωρώ πολύ απίθανο. Μιλάμε για το Λονδίνο. Κανείς δε θα σκεφτεί ότι είσαι εκείνη, η Βιολέτα Λι. Άσε που δε θα επιχειρήσεις τίποτα. «Τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» Είναι πολύ αργά πια για σένα, έτσι δεν είναι, Βιολέτα; Δε θα το ’σκαγες ακόμα κι αν μπορούσες. Η φωνή μου έσβησε, αφήνοντάς με εκεί σαστισμένη και φοβισμένη από κείνα που μόλις είχε πει. Είναι όντως αργά για μένα; Θα έφευγα αν μου παρουσιαζόταν η ευκαιρία; Και μόνο που το σκέφτηκα, αποκαρδιώθηκα. Άλλο να περιμένω να έρθει να με σώσει ο πατέρας μου κι άλλο να πάρω την απόφαση μόνη μου. Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα απ’ τα μαλλιά και σκέφτηκα πως είχα καιρό να τα νιώσω τόσο απαλά. Έβαλα λίγη μάσκαρα και λίγο μολύβι και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη. Δεν ήμουν κι άσχημη. Κατεβαίνοντας τις σκάλες είδα συγκεντρωμένη την ίδια παρέα που είχα συναντήσει στο Λονδίνο εκείνο το πρώτο βράδυ, μόνο που αυτή τη φορά ήταν μαζί και η Λάιλα, καθώς κι ένα κορίτσι μ’ ανοιχτά καστανά μαλλιά που τα ’χε δεμένα κότσο. Δίπλα στην ψηλόλιγνη Λάιλα έδειχνε 233
πιο κοντή και χοντρή απ’ ό,τι ήταν, αν και ήμουν σίγουρη πως η πριγκίπισσα θα σκότωνε για το μπούστο της. Ο Φάμπιαν μού έδωσε ένα γνώριμο μαύρο παλτό. Άπλωσα τρέμοντας το χέρι, και με το που άγγιξα το τραχύ βελούδο ένα σωρό αναμνήσεις άρχισαν να σκάνε σαν πυροτεχνήματα μες στο μυαλό μου, με πιο πρόσφατη εκείνη τη νύχτα στο Λονδίνο. Το έβαλα γύρω απ’ τους ώμους και χαμογέλασα ευχαριστημένη με τη ζεστασιά που τύλιξε το κορμί μου. Η λεπτή μου ζακέτα δε θα με προστάτευε ιδιαίτερα απ’ το τσουχτερό κρύο. Ξαφνικά, σαν να δόθηκε κάποιο κρυφό σύνθημα, σκορπίστηκαν στον χώρο κι άρχισαν ν’ αρπάζουν διάφορα – άλλος κινητό, άλλος πιστωτική κάρτα, άλλος πορτοφόλι, άλλος τσάντα. Ο Κάσπαρ με πλησίασε χώνοντας ένα πορτοφόλι στην πίσω τσέπη του παντελονιού του. «Σε προειδοποιώ, Κοριτσάκι. Να ξέρεις πως δε σκοπεύω να σ’ αφήσω λεπτό απ’ τα μάτια μου, γι’ αυτό μην αρχίσεις τα κόλπα, συνεννοηθήκαμε;» Κούνησα το κεφάλι κοιτώντας τον μπαφιασμένη. Μην ανησυχείς κι έχω κάνει ήδη αυτή τη συζήτηση με τη φωνή μου. Διέγραψε έναν κύκλο γύρω μου και μ’ έσπρωξε απαλά στην πλάτη αναγκάζοντάς με να προχωρήσω, όταν ξαφνικά πάγωσα. Ένιωσα να μου κόβεται το αίμα κι έκανα ένα βήμα πίσω. Μια σκοτεινή φιγούρα τυλιγμένη με μαύρο μανδύα εμφανίστηκε στον διάδρομο. Είχε την κουκούλα ριγμένη μπροστά στο πρόσωπό του, κρύβοντας τα χαρακτηριστικά του. Ακριβώς πίσω του ξεπρόβαλε κι ο βασιλιάς, εμφανώς ταραγμένος. Ξαφνικά οι πάντες, συμπεριλαμβανομένου και του άντρα με τον μανδύα, ακινητοποιήθηκαν, σαν να έκαναν κάποιου είδους παύση. Ήταν ψηλός και στητός, κι η εμφάνισή του είχε προκαλέσει σημαντική πτώση της θερμοκρασίας του δωματίου. Ο Κάσπαρ μ’ άρπαξε απ’ τη μέση και με τράβηξε κοντά του οδηγώντας με προς την πόρτα. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα απ’ την υπερένταση. Ο φόβος πάλευε μέσα μου με την περιέργεια και αντιστάθηκα λίγο, διψώντας να μάθω ποιος ήταν εκείνος ο μυστηριώδης πληροφοριοδότης. Μας είχε γυρισμένη την πλάτη. Και τότε τον είδα να γέρνει ανεπαίσθητα το κεφάλι και να γυρίζει ξαφνικά προς το μέρος μου, με ταχύτητα που βάσει των νόμων της φύσης θα έπρεπε να είναι αδύνατη. Η κουκούλα του βύθισε όλο του το πρόσωπο στη σκιά, εκτός απ’ τα βαθυγάλαζα μάτια του, τα οποία γίνονταν ταχύτατα κόκκινα της φωτιάς. «Πάρ’ την αποδώ!» αλύχτησε ο βασιλιάς, καθώς οι μπάτλερ έ234
σπευσαν να μπουν σαν ασπίδα ανάμεσα σ’ εμάς και την απειλητική φιγούρα που γρύλιζε απόκοσμα μπροστά μας. Δε χρειάστηκε να το επαναλάβει. Ο Κάσπαρ έσφιξε ακόμα πιο δυνατά το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου και αρπάζοντας τον καρπό μου μ’ έσυρε προς την εξώπορτα. Το τελευταίο πράγμα που είδα στα κλεφτά ήταν τον Φάμπιαν να δίνει ένα σάλτο και να προσγειώνεται μπροστά στη φιγούρα σαν γάτα. «Μην επιστρέψετε πριν από τα μεσάνυχτα, Κάσπαρ» άκουσα να φωνάζει ο βασιλιάς μέσα στη γενικότερη σύγχυση, στις φωνές και στον χαρακτηριστικό ήχο του χαλικιού κάτω απ’ τα πόδια μας, καθώς ξεχυνόμασταν προς το δάσος. Ξαφνικά ο Κάσπαρ κοκάλωσε. Μέσα απ’ τη σκοτεινιά του δάσους στο βάθος άρχισαν να διαγράφονται οι φιγούρες κάποιων, που πλησίαζαν αργά το αρχοντικό. Ο Κάσπαρ δεν περίμενε να δει ποιοι ήταν. Τραβώντας με απότομα απ’ το χέρι, με γύρισε προς το αρχοντικό και αρχίσαμε να τρέχουμε προς τ’ απομακρυσμένα γκαράζ. Το χέρι του είχε αρχίσει να κοκκινίζει κάτω απ’ τον ήλιο. Έκανα να κοιτάξω πίσω, αλλά ο Κάσπαρ με τράβηξε ξανά κοντά του. «Τι συμβαίνει;» ρώτησα, πασχίζοντας να γυρίσω το κεφάλι μου πάνω απ’ τον ώμο μου, περίεργη να δω τι γινόταν. Άφησε τον καρπό μου κι έπιασε το πιγούνι μου αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω. «Κάσπαρ, πες μου!» Έσμιξε τα φρύδια προβληματισμένος. «Κοριτσάκι, θα πρέπει απλώς να μ’ εμπιστευτείς. Ό,τι κι αν ακούσεις, ό,τι κι αν γίνει, μην κοιτάξεις για κανέναν λόγο πίσω. Κράτα το βλέμμα σου μπροστά. Προς τα γκαράζ». «Γιατί;» «Κάνε αυτό που σου λέω, χωρίς ερωτήσεις. Σε παρακαλώ. Μου το υπόσχεσαι;» Υπήρχε τέτοια απελπισία στη φωνή του, έδειχνε τόσο ευάλωτος, που απλά δεν μπορούσα να του το αρνηθώ. Έγνεψα καταφατικά. «Σ’ το υπόσχομαι». «Ευχαριστώ» ψιθύρισε. «Θα σου εξηγήσω όσα περισσότερα μπορώ όταν θα έχουμε φύγει αποδώ». Έριξε μετά μια αγχωμένη ματιά πίσω, κοιτώντας ένας Θεός ξέρει τι, κάπου προς τα δεξιά μας. «Έλα». Μ’ άρπαξε για μια ακόμα φορά απ’ το χέρι κι αρχίσαμε ξανά να τρέχουμε. Πλησιάζοντας στα γκαράζ, οι πόρτες άνοιξαν κι έμεινα να κοιτάζω αποσβολωμένη ένα πλήθος ακριβά αυτοκίνητα. Σταματήσαμε απότομα κι ο Κάσπαρ έβγαλε ένα κλειδί απ’ την τσέπη. Οι υπόλοιποι μας είχαν ήδη φτάσει, και για λίγο δημιουργήθηκε 235
πανικός καθώς αποφάσιζαν με ποιον θα πάει ο καθένας και με ποιο αυτοκίνητο. «Με ποιον είμ’ εγώ;» ρώτησα. «Μ’ εμένα φυσικά. Στην Άστον. Τώρα» μου είπε χαμογελώντας μου αυτάρεσκα, κι αποκαρδιώθηκα λιγάκι βλέποντας τον παλιό Κάσπαρ να ξανακάνει την εμφάνισή του. Ξαφνικά κάθε ίχνος αυταρέσκειας εξαφανίστηκε απ’ το πρόσωπό του. Κάποιος ερχόταν. «Μη γυρίσεις» μουρμούρισε, έχοντας καρφωμένα τα μάτια του σε κάτι ή κάποιον πίσω μου. Ο Φάμπιαν με προσπέρασε, κάνοντας μερικά διστακτικά βήματα προς την έξοδο. «Τι κάνεις εδώ, Φάλον;» «Πρίγκιπας Φάλον της Αθενία για σένα, Φάμπιαν. Απλώς είμαι περίεργος». Προς μεγάλη μου έκπληξη ο άντρας είχε αμερικάνικη προφορά –ίσως και καναδική–, αλλά ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη μου προκάλεσε ο τίτλος του· πάλεψα σκληρά για να μη γυρίσω να τον κοιτάξω. «Αυτή, λοιπόν, είναι η κοπέλα για την οποία γίνεται όλη η φασαρία;» Τον άκουσα ύστερα να κάνει ένα βήμα προς τα μπρος. «Η κοπέλα έχει όνομα». «Το ξέρω ότι έχετε όνομα, δεσποινίς Βιολέτα Λι». Από τον ήχο του χαλικιού κατάλαβα ότι είχε κάνει ακόμα ένα βήμα. Ένιωσα τον Κάσπαρ δίπλα μου να τεντώνει από την υπερένταση, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν ακίνητοι κοιτώντας ανήσυχα πίσω απ’ την πλάτη μου. «Άσ’ την ήσυχη, Φάλον». Αναστέναξε. Η χλιαρή του ανάσα πέρασε σαν χάδι πάνω απ’ τον σβέρκο μου. Έκλεισα τα μάτια και αφέθηκα για μια στιγμή σ’ ένα αναπάντεχο κύμα ζεστασιάς που απλώθηκε στην πλάτη μου και με τύλιξε σαν καλοκαιρινός ήλιος. Καμία ανάσα δεν μπορούσε να εκπέμψει τέτοια θέρμη, και το καλοκαίρι είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Ήταν Οκτώβριος κι έκανε παγωνιά. Δεν ήξερα τι πλάσμα ήταν εκείνος ο πρίγκιπας, αλλά μπορούσα να πω με σιγουριά πως δεν ήταν βρικόλακας. Έσμιξα τα φρύδια αιφνιδιασμένη απ’ την ίδια μου τη σκέψη. Αλλά πάλι, αν σ’ εκείνο τον κόσμο υπήρχαν βρικόλακες, γιατί να μην υπήρχαν κι άλλα όντα; «Πόσον καιρό θα την προστατεύεις, Κάσπαρ;» «Όσον καιρό εξακολουθεί να το κρίνει σκόπιμο το συμβούλιο των διαστάσεων. Το συμβούλιο στο οποίο προεδρεύει ο πατέρας σου, αν το θυμάσαι». «Μόνο που εγώ δεν είμαι ο πατέρας μου. Μοιραία θ’ αναγκαστεί 236
να μάθει για την ύπαρξή μας αν γίνει ποτέ βρικόλακας, όπως τόσοι πολλοί επιθυμούν». Πήρα βαθιά ανάσα και επιστράτευσα όλο μου το θάρρος για να μιλήσω. «Δε με νοιάζει ποιος θέλει και ποιος δε θέλει να γίνω βρικόλακας. Η επιλογή είναι δική μου και μόνο». Ένιωσα ένα χέρι να μ’ ακουμπάει στον ώμο, αλλά δεν κοίταξα. Δεν είχα το κουράγιο. «Μακάρι να μπορούσα να συμφωνήσω μαζί σου». Ένιωσα το απίστευτα ζεστό χέρι να κάνει στην άκρη τα μαλλιά μου. Πίεσε με το δάχτυλό του τις μικροσκοπικές ουλές που μου είχε αφήσει ο Κάσπαρ, όταν εβδομάδες πριν είχε πιει απ’ το αίμα μου με τη δική μου συγκατάθεση, και αναστέναξε τόσο σιγά, που αν δεν ήμουν ημιβρικόλακας δε θα τον είχα ακούσει. «Ο χρόνος στερεύει, Κάσπαρ». Πήρε το χέρι του απ’ τον λαιμό μου και τον άκουσα να ξεμακραίνει. Χαλάρωσα, αλλά ο Κάσπαρ παρέμεινε στην τσίτα. «Για ποιο πράγμα στερεύει ο χρόνος;» φώναξε προς τον άλλον άντρα. «Η Προφητεία δε θα περιμένει για πάντα, ξέρεις». Με κομμένη την ανάσα από την έκπληξη, γύρισα επιτόπου για να τον δω. Είχε φύγει. Ο Κάσπαρ δεν έδειχνε πια προβληματισμένος αλλά εξοργισμένος. Είχε σφίξει τις γροθιές σε σημείο που να πετάγονται οι φλέβες του, ενώ τα μάτια του είχαν γίνει κατάμαυρα. Έκανα ένα βήμα μακριά του. Δε μου άρεσε καθόλου η έκφραση που είχε στο πρόσωπό του. Ήταν η τρίτη φορά, μετά τον Φάμπιαν και τη φιγούρα στο όνειρό μου, που άκουγα κάποιον ν αναφέρει την Προφητεία. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς μάγος για να καταλάβει ότι όλα εκείνα συνδέονταν με κάποιον τρόπο. Κάποιος με έπιασε απ’ τον αγκώνα και με ανάγκασε να γυρίσω. «Ώρα να φεύγουμε» είπε ο Κάσπαρ. Τον αγριοκοίταξα χωρίς να πτοηθώ απ’ τα ψυχρά, άσπλαχνα μαύρα μάτια του. «Θέλω απαντήσεις». Με άρπαξε απ’ τον καρπό κι άρχισε να με τραβάει. «Θέλε ό,τι να ’ναι, Κοριτσάκι». Έμεινα να τον κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό. Με έσυρε προς το αυτοκίνητο χωρίς να καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια, παρά την αντίσταση που πρόβαλα. «Έχω δικαίωμα να μάθω! Όλες αυτές οι μαλακίες έχουν να κάνουν μ’ εμένα! Δεν μπορείς να με κρατάς στο σκοτάδι!» 237
Άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου και με σκούντησε για να μπω μέσα. Την έκλεισε με δύναμη και σε κλάσματα του δευτερολέπτου βρισκόταν στη θέση του οδηγού κι έδενε τη ζώνη του. Οι άλλοι είχαν ήδη ξεπαρκάρει κι απομακρύνονταν. Κόλλησε το πόδι του στο γκάζι και τους ακολούθησε, επιταχύνοντας όλο και πιο πολύ, αφήνοντας πίσω το μέρος που είχε γίνει η φυλακή μου. Κρατούσα το βλέμμα καρφωμένο πεισματικά μπροστά. Καταλάβαινα πως ήταν εξοργισμένος, αλλά δε μ’ ένοιαζε. Ήμουν το ίδιο εξοργισμένη, και δεν είχα καμία πρόθεση να υποχωρήσω. Με το που βγήκαμε από τα όρια του Βάρνλεϊ, ο Κάσπαρ μίλησε. «Ορίστε. Ακούω» είπε ξεφυσώντας. «Τι συμβαίνει; Ανέφερες ένα συμβούλιο. Συνεδριάζει αυτή τη στιγμή, έτσι δεν είναι; Με τι έχει να κάνει;» Με το που είδα την έκφρασή του, σταμάτησα. Έδειχνε απίστευτα θλιμμένος. Αναστέναξε σαν να ’ταν ξεθεωμένος στην κούραση. «Το συμβούλιο συγκλήθηκε για σένα». Ξαφνιάστηκα από το πόσο εξαντλημένος ακούστηκε – ο άντρας που βρισκόταν μπροστά μου δεν είχε καμία σχέση με τον νεαρό, πνευματώδη, υπερόπτη άντρα που γνώριζα. «Ναι, αλλά γιατί τώρα;» Μπορούσα να υποθέσω την απάντηση, γνωρίζοντας για την εμφάνιση του άντρα με τον μανδύα στο αρχοντικό, αλλά απ’ τη μία δε σκόπευα να του αποκαλύψω τα όσα γνώριζα κι απ’ την άλλη ήθελα να μάθω περισσότερα. Αναστέναξε για μια ακόμα φορά. «Έχουν αρχίσει ν’ ανησυχούν. Πιστεύουν πως ο πατέρας σου δε θ’ αφήσει να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση για καιρό. Κι αν κάνει κάποια κίνηση, θ’ αναγκαστούμε να περάσουμε στην αντεπίθεση· και πολύ πιθανόν να έχουμε πόλεμο. Αν συμβεί αυτό, μοιραία θα παρασύρουμε και τις υπόλοιπες διαστάσεις προς αυτή την κατεύθυνση». «Διαστάσεις; Ποιες διαστάσεις;» «Υπήρχε λόγος που σου ζήτησα να μη γυρίσεις πριν». Στράφηκε και μου έριξε μια ματιά. Έμεινα σιωπηλή. Κοιτούσα επίμονα το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου. Συνέχισε: «Δεν μπορούμε να σε κάνουμε βρικόλακα χωρίς τη θέλησή σου, επειδή είσαι πολιτική κρατούμενη. Αν το κάναμε, θα αθετούσαμε αυτόματα συνθήκες που έχουν υπογραφεί τόσο με τους ανθρώπους, όσο και με τις άλλες διαστάσεις. Ωστόσο, δεν μπορούμε να περιμένουμε πολύ ακόμη, δεδομένου ότι έχουμε λόγο να πιστεύουμε πως ο πατέρας σου είναι έτοιμος να κάνει την κίνηση για την οποία σου μίλησα πριν από λίγο». 238
«Ποιος είν’ αυτός ο λόγος;» ρώτησα, ανίκανη να κρύψω την αγωνία και την ένταση στη φωνή μου. Ήταν άραγε η Προφητεία; Αλλά τι σήμαινε αυτό; Δεν απάντησε, και έτσι αποφάσισα ν’ αλλάξω τακτική, ξέροντας καλά πως έπρεπε πάση θυσία να εκμεταλλευτώ το αναπάντεχο άνοιγμά του. «Και γιατί να μην περιμένω μέχρι να έρθει ο πατέρας μου; Σ’ αυτή την περίπτωση, δε θα χρειαστεί να γίνω βρικόλακας». Ρουθούνισε κι έπνιξε ένα γέλιο που δε βγήκε ποτέ απ’ τα χείλη του. «Μη σου περάσει καν απ’ το μυαλό να φλερτάρεις με την ιδέα, Κοριτσάκι. Πολύ αμφιβάλλω αν θα κατάφερνε ποτέ ο πατέρας σου να συγκεντρώσει τόσους πολλούς και τόσο απερίσκεπτους ανθρώπους που θα δέχονταν να έρθουν αντιμέτωποι μ’ εμάς. Αλλά ακόμα κι αν τα κατάφερνε, θα μετακινούμασταν στην Αθενία και θα παίρναμε κι εσένα μαζί μας». Ήταν σαν να πήρε μια καρφίτσα και να τρύπησε τη φούσκα μέσα στην οποία ζούσα ευτυχισμένη τόσες μέρες. Αναστέναξα κι έμεινα για λίγο σιωπηλή. Κάρφωσα το βλέμμα έξω απ’ το παράθυρο κι άρχισα να χαζεύω τα δέντρα που περνούσαν από μπρος μου. Αφήναμε τον επαρχιακό δρόμο. Το δάσος αραίωνε και ο δρόμος πλάταινε, σχηματίζοντας πια δύο λωρίδες. «Τι είναι η Αθενία;» ρώτησα μετά από λίγο. Δεν απάντησε. «Αυτός ο Φάλον είναι αποκεί, έτσι;» Κούνησε καταφατικά το κεφάλι μένοντας σιωπηλός. Καταλαβαίνοντας πως μαζεύεται πάλι, βιάστηκα να του κάνω άλλη μία ερώτηση. «Ποιος είν’ εκείνος με τον μανδύα;» Δάγκωσε τα χείλη του. «Ένας πολύ δυσάρεστος άντρας». Ζάρωσα στη θέση μου και κόλλησα όσο πιο πολύ γινόταν στο παράθυρο, καθώς ένιωσα να με κατακλύζει το άγχος με τη δύναμη Δάγκωσε τα χείλη του. «Ένας πολύ δυσάρεστος άντρας». Ζάρωσα στη θέση μου και κόλλησα όσο πιο πολύ γινόταν στο παράθυρο, καθώς ένιωσα να με κατακλύζει το άγχος με τη δύναμη που έβαζε για ν' αλλάξει ταχύτητες. «Δεν πρόκειται να σου πω τ' όνομά του, αν αυτό περιμένεις» πρόσθεσε, ρίχνοντάς μου μια φευγαλέα ματιά. Αποκαρδιωμένη κι απογοητευμένη, βυθίστηκα στο κάθισμά μου. Ήταν μάταιο. Κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον ίσως να ξεσπούσε πόλεμος, και θα ήταν δικό μου λάθος. Αλλά ακόμα κι αν το ήξερα, δεν μπορούσα να γίνω βρικόλακας. Όχι ακόμη. Χρειάζομαι απλά χρόνο, σκέφτηκα απελπισμένη. Και είναι το μόνο που δεν έχω. Κοίταξα τον Κάσπαρ με δάκρυα στα μάτια. Έδειχνε αφηρημένος, χαμένος στις δικές του σκέψεις. «Θα πρέπει να υπάρχει κάποια λύση σε όλ' αυτό. Δε γίνεται να μην υπάρχει!» είπα φωναχτά μήπως και πείσω τον εαυτό μου. Με την άκρη του ματιού μου έπιασα τον Κάσπαρ ν' απομακρύνεται μια σταλιά από 239
κοντά μου. Τον κοίταξα και μου φάνηκε πως διέκρινα ένα ίχνος ενοχής στο πρόσωπό του. «Υπάρχει. Αν γίνεις βρικόλακας με τη θέλησή σου, ο πατέρας σου θα υποχωρήσει. Δε θα μπορούσε να κάνει πια κάτι αν ήταν δική σου επιλογή. Το πρόβλημα θα λυνόταν». Το είπε χρωματίζοντας τη φωνή του με μια κάποια ελπίδα, αλλά ο τόνος του μου έλεγε ξεκάθαρα πως δεν πίστευε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Ρουθούνισα ειρωνικά. «Τότε είμαστε καταδικασμένοι. Δεν ξέρεις τον πατέρα μου. Δεν έχεις ιδέα πόσο ξεροκέφαλος είναι. Ακόμα κι αν ήταν επιλογή μου, θα έβρισκε τρόπο να ρίξει το φταίξιμο πάνω σας». «Μην το λες αυτό» μουρμούρισε ο Κάσπαρ. «Δεν υπάρχει πατέρας που να μη θέλει την ευτυχία του παιδιού του. Κι αν εσύ έβρισκες την ευτυχία στο βασίλειο των βρικολάκων, να είσαι σίγουρη πως θα το σεβόταν». Κούνησα το κεφάλι μου σαν να του έλεγα πως δεν καταλάβαινε. «Ακόμα κι έτσι, πώς θα μπορούσα να είμαι ευτυχισμένη ως βρικόλακας; Δεν υπάρχει περίπτωση να βρω ποτέ την ιδέα τού να μείνω για πάντα εδώ ελκυστική. Είναι μάταιο!» Ο Κάσπαρ έριξε μια ματιά στο καθρεφτά^. Μίλησε τρυφερά, σαν να νοιαζόταν. «Δεν το ξέρεις αυτό, Κοριτσάκι. Ίσως μια μέρα να βρεις κάτι για το οποίο ν' αξίζει να ζήσεις μια αιωνιότητα». Πήρα μια βαθιά, αργή ανάσα. «Εσύ δεν το 'χεις βρει. Και είσαι το ίδιο πληγωμένος μ' εμένα. Γιατί να θέλω να υπομείνω τον πόνο για μια ζωή;» ψιθύρισα. Έκοψε λίγο ταχύτητα, καθώς πλησιάζαμε στην ακτή. «Έχεις δίκιο. Δεν το 'χω βρει ακόμη, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δε θα το βρω κάποια στιγμή. Και το ίδιο ισχύει και για σένα. Ποιος μας λέει πως αυτό το κάτι δε βρίσκεται ήδη μπροστά μας;» Ακούμπησα το κεφάλι στο νοτισμένο παράθυρο κι έμεινα να κοιτάζω το τζάμι που θάμπωνε απ' την ανάσα μου. «Ναι, αλλά δεν μπορείς να μου υποσχεθείς πως όλα θα πάνε καλά, έτσι δεν είναι;» «Όχι» είπε κομπιάζοντας. «Δεν μπορώ». Περάσαμε αρκετή ώρα χωρίς να μιλάμε, μέχρι που με ανάγκασε εμμέσως να κάνω την αρχή. «Τι κάνεις; Είσαι με τα καλά σου; Δε φτάνει που τρέχεις μ' ενενήντα, περνάς και με κόκκινο!» τσίριξα, κοιτώντας με γουρλωμένα μάτια το κοντέρ. «Μάλιστα» απάντησε σαν να μην έτρεχε τίποτα. Πήρα το βλέμμα μου απ' το κοντέρ, καθώς ο δείκτης πλησίαζε επικίνδυνα τα εκατό, και γύρισα και τον κοίταξα μ' ανοιχτό το στόμα. 240
«Αυτό ήταν. Έμπλεξες. Το ξέρεις πως είχε κάμερα στο φανάρι; Αποχαιρέτα τρεις πόντους απ' το δίπλωμά σου τώρα». Νομίζω πως τον είδα να στρέφει το βλέμμα του ψηλά. «Μπορείς να χαλαρώσεις, Κοριτσάκι; Έχω απόλυτο έλεγχο της κατάστασης. Οδηγώ αυτοκίνητο απ' τον καιρό που εφευρέθηκε. Άλλωστε οι πινακίδες μου είναι πλαστές. Λέω, λοιπόν, να κρατήσω τους τρεις πόντους μου». «Τι;» «Μα καλά, είσαι εντελώς ανίδεη; Μπορώ να οδηγώ όσο γρήγορα μου κάνει κέφι, επειδή οι πινακίδες μου απλά δεν υπάρχουν. Αν η αστυνομία τις καταγράψει και τις ψάξει στη βάση δεδομένων της, το σύστημα θα της πει ένα ωραίο “άντε γαμήσου”. Είναι ένα από τα καλά της βασιλικής οικογένειας» είπε χαμογελώντας αυτάρεσκα. Κούνησα απηυδισμένη το κεφάλι και κοίταξα έξω. «Να με συγχωρείτε, αλλά δεν μπορούμε να είμαστε όλοι τόσο κασπαρικοί» είπα, και ξαπλώθηκα στο κάθισμά μου σταυρώνοντας τα χέρια. «Παρακαλώ;» ρουθούνισε, αφήνοντας κάτι ανάμεσα σε γέλιο και σε γρύλισμα. «Τι γελάς; Εσύ δε βγάζεις λέξεις απ’ το μυαλό σου;» Με κοίταξε λοξά και, παίρνοντας για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια απ’ τον δρόμο, μου χαμογέλασε κάπως ανήσυχος. «Και τι σημαίνει αυτή η συγκεκριμένη λέξη;» «Κασπαρικός: κάποιος τόσο τέλειος και αψεγάδιαστος, τόσο κουλ και χαλαρός, που αφήνει τους πάντες άφωνους και σαστισμένους». Οι ώμοι του τραντάχτηκαν απ’ τα γέλια. «Σε αφήνω κι εσένα άφωνη και σαστισμένη, Κοριτσάκι, έτσι δεν είναι;» «Θα ’θελες». Σιγομουρμούρισε κάτι αμφιβάλλοντας για τα λεγόμενά μου και έστρεψε την προσοχή του ξανά στον δρόμο. Τον κοίταξα στα κλεφτά, προσπαθώντας να καταλάβω τη διάθεσή του. Χαμογελούσε ακόμη, αλλά σύντομα το χαμόγελο άρχισε να σβήνει απ’ τα χείλη του, και απογοητευμένη κατάλαβα πως ο Κάσπαρ που μ’ έκανε να γελάω, που με πείραζε, που απολάμβανε τους αστεϊσμούς μου –ο Κάσπαρ που μ’ είχε σώσει τόσες φορές, και που περιστασιακά έδειχνε να έχει ακόμη μια σπίθα ευαισθησίας μέσα του– εξαφανιζόταν ταχύτατα. Κούνησα το κεφάλι αποδιώχνοντας εκείνες τις σκέψεις. Οδηγούσε βλοσυρός. Τα πανέμορφα χαρακτηριστικά του είχαν σκληρύνει, κι αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν να έχω δημιουργήσει σε τόσο σύντομο διάστημα μια ακόμα φούσκα, που τώρα έσκαγε με πάταγο μπροστά στα μάτια μου με πολύ επώδυνο τρόπο. 241
KEΦΑΛΑΙΟ 38
Κάσπαρ ΤΗΣ ΕΙΠΕΣ ΠΑΡΑ ΠΟΛΛΑ, Κάσπαρ, μου επισήμανε μέσα στο μυαλό μου ο Φάμπιαν, εμφανώς δυσαρεστημένος. Σαν ν'ακούω τονπατέραμου, απάντησα. Όσα περισσότερα της λες, τόσο πιο πολύ την πληγώνεις. Κι είμαι σίγουρος πως κανένας απ τους δυο μας δεν το θέλει αυτό. Δεν ξέρω τι θέλω, Φάμπιαν. Μου έκανε απλώς μια ερώτηση και της απάντησα. Δεν της μίλησα καν για τουςΣοφούς. Της ανέφερα απλώς την Αθενία. Ο Φάμπιαν αναστέναξε μες στη σκέψη μου. Απλώςμην τηνπληγώσεις. Είναι πολύ ευάλωτη. Και δε μιλάω μόνο για τον οργανισμό της. Ένιωσα την οργή να μου καίει τις φλέβες. Νομίζεις πως δεν το ξέρω; Νομίζεις πως θα την πλήγωνα; Μέσω της εσωτερικής μας επικοινωνίας τον ένιωσα να ζυγίζει τι θα έλεγε στη συνέχεια. Όταν τελικά μίλησε, ακούστηκε θλιμμένος. Σε άλλες εποχές δε θα μου περνούσε καν απ' το μυαλό, αλλά εδώ και κάποιαχρόνια δεν είμαι τόσο σίγουρος. Ένιωσα να πνίγομαι στον πόνο. Συλλογίστηκα τη μητέρα μου. Το χαρωπό γέλιο της αντήχησε στ' αυτιά μου. Μη φέρνεις τον θάνατο της μητέρας μου σ'αυτή τη συζήτηση. Και όπως και να 'χει, δεν έχεις δικαίωμα να μιλάς. Την έχεις πληγώσει αρκετά τη Βιολέτα με το να τρέχεις ξοπίσω της! Ναι. Είδαμε και σένα, είπε χλευάζοντάς με. Είσαι όσο ένοχος είμαι κι εγώ. Όχι, απάντησα σαστισμένος. Τότε ίσως πρέπει να επανεξετάσεις τα συναισθήματά σου, μου πέταξε κοφτά ο Φάμπιαν. Μη νομίζεις πως δεν έχω δει τον τρόπο που την
242
κοιτάζεις, το πώς τη φλερτάρεις, το πώς την ξελογιάζεις και περνάς περισσότερο χρόνο μαζί της απ' ό,τι μ' όλους τους υπόλοιπους, ούρλιαξε μες στο μυαλό μου αγανακτισμένος. Λες ό,τι σου κατέβει στο κεφάλι!διαμαρτυρήθηκα. Δεν έχω ιδέα πού το πας, γι' αυτό ξεκουμπίσου αυτή τη στιγμή απ' το μυαλό μου! Το μικροσκοπικό ντελικάτο κορμί της γύρισε μια ιδέα προς το μέρος μου. Το βλέμμα της, το ίδιο σκοτεινιασμένο με το δικό μου, στάθηκε στα χέρια μου που έσφιγγαν όλο και πιο πολύ το τιμόνι. Δεν ξέρω πού τα έβλεπε όλ' αυτά ο Φάμπιαν. Δεν ένιωθα όπως εκείνος για τη Βιολέτα. Αλλά υπήρχε κάτι για το οποίο ήμουν σίγουρος: δεν την έβλεπα με το μάτι που την έβλεπα πριν από τρεις μήνες. Της είπες πάρα πολλά, Κάσπαρ. Προσέχοντας το σκοτεινιασμένο βλέμμα μου, με κοίταξε -όπως τόσες φορές στο παρελθόν- όλο ενδιαφέρον κι ανησυχία. Ο Φάμπιαν είχε καταφέρει να με κάνει να αμφιβάλλω για την ορθότητα των πράξεών μου. Απορημένος, σκέφτηκα πως κανείς άλλος πέρα απ' τον πατέρα μου δε με είχε κάνει ξανά ν' αμφιβάλλω για τον εαυτό μου. Απάντησα απλώς στις ερωτήσεις της. Αναστέναξα, καταλαβαίνοντας για ποιο λόγο είχε αμφισβητήσει τα λεγόμενά μου. Δεν απάντησες απλώς στις ερωτήσεις της, νεαρέ, άκουσα να λέει μέσα μου μια τρίτη φωνή, την οποία και αναγνώρισα αμέσως: ήταν του Λίριαντ Άλια Αθενία, βασιλιά της Αθε^α. Τέλεια. Απλά τέλεια. Οι υποψίες ότι ο πατέρας μου επέτρεπε σε τρίτους να κρυφακούν τις συζητήσεις μας είχαν μόλις επιβεβαιωθεί, και, αν και απρόθυμα, του απηύθυνα τον λόγο προσφωνώντας τον με τον τίτλο του. Μεγαλειότατε. Πρίγκιπα Κάσπαρ, συνέχισε στον ίδιο συγκαταβατικό τόνο. Μπορώ να ρωτήσω αν γνωρίζετε τις επιπτώσεις των πράξεών σας; Αναστέναξα εκνευρισμένος κι αναρωτήθηκα πώς ήταν δυνατόν ο Φάλον να έχει τόσο ριζικά διαφορετική άποψη απ' τον πατέρα του για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να μάθει η Βιολέτα. Φυσικά. Μια ακόμα φωνή, την οποία ωστόσο δεν αναγνώριζα, παρενέβη στη συζήτηση, κι άρχισα να πιστεύω πως δεν υπήρχε άνθρωπος στη σύσκεψη που να μη με ακούει εκείνη τη στιγμή. Σχεδόν ενστικτωδώς, η σκέψη
243
μου άρχισε να κλείνει, κλειδώνοντας κάθε μυστικό βαθιά στο υποσυνείδητό μου. Εφόσον τις γνωρίζατε, Υψηλότατε, ίσως θα μπορούσατε να με διαφωτίσετε ως προς τους λόγους που της αποκαλύψατε όσα της αποκαλύψατε. Ένιωσα να κοκκινίζω από θυμό. Δεν της αποκάλυψα τίποτα σχετικά με τις διαστάσεις. Αλλά αν μπορούσα, θα το έκανα. Έχει δικαίωμα να μάθει. Ένα διαφορετικό, ισχυρό πνεύμα μπήκε τότε μες στο μυαλό μου, και αντιλήφθηκα την παρουσία του πατέρα μου. Κάσπαρ, γρύλισε. Χαμογελώντας, συνέχισα. Δεν τους άντεχα ούτε εκείνους ούτε τα τιποτένια πολιτικά τους παιχνίδια. Δεν μπορείς να την κρατήσεις στο σκοτάδι επ' άπειρον. Ούτε ν' αλλάξεις τον χαρακτήρα της. Είναι περίεργη από τη φύση της, κι αν της αρνηθείς την αλήθεια, το μόνο που θα καταφέρεις θα είναι να μας μισήσει. Κι εμείς τη θέλουμε μαζί μας, όχι εναντίον μας. Ιδιαίτερα αν η Προφητεία βγει αληθινή, που σημαίνει πως ο Λι θα έχει τη δικαιολογία που χρειάζεται. Ένιωσα τον πατέρα μου να βράζει. Κάσπαρ, πώς τολμάς; Ζήτα συγγνώμη. Όχι. Δε θα ζητήσω συγγνώμη επειδή λέω την αλήθεια. Δε θα ζητούσα ποτέ συγγνώμη που εναντιώθηκα στο βολικό καθεστώς που μας είχε επιβάλει το συμβούλιο των διαστάσεων. Πάρ'το πίσω, αλλιώς..., είπε σφυρίζοντας σαν φίδι. Ήξερα καλά πως παρατραβούσα ένα σκοινί που ήταν ήδη αρκετά τεντωμένο, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Αλλιώς τι; Το ξέρεις πως έχω δίκιο. Απλώς δεν το παραδέχεσαι. Η μητέρα θα ντρεπόταν για σένα. Ο πατέρας μου έβγαλε έναν τέτοιο βρυχηθμό από μέσα του, που ήμουν σίγουρος πως δε θα μπορούσε να περιοριστεί στο δικό του μυαλό και στο δικό μου αλλά θα είχε ακουστεί σε κάθε μυαλό στο Βάρνλεϊ, φτάνοντας μάλιστα πολλά χιλιόμετρα πέρα απ' τα σύνορα της γης μας. Μέχρι που κάποια στιγμή έκλεισε τη σκέψη του κι απευθύνθηκε μόνο σ' εμένα. Από αύριο το απόγευμα δε θα ξαναγγίξεις το κορίτσι γι'αυτό που ξεστόμισες, Κάσπαρ. Ούτε με τους κυνόδοντές σου ούτε με τίποτα. Δε θ' απλώσεις ξανά πάνω της ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι. Άνοιξα το μυαλό μου για ν' ακουστώ σε όλο το συμβούλιο. Άντε γαμήσου! 244
Το σοκ στο συμβούλιο ήταν τόσο ισχυρό, που διαπέρασε τα όρια του Βάρνλεϊ επηρεάζοντας μέχρι και τη Βιολέτα, τόσο ανθρώπινη κι ανίσχυρη, σε σημείο να τιναχτεί στο κάθισμά της και ν' αρχίσει να κοιτάει γύρω με μάτια ορθάνοιχτα από ανησυχία, ανίκανη να καταλάβει τι της συνέβαινε. Φτάσαμε στο σπίτι του Τσάρλι, όπου είχαμε συμφωνήσει να συναντηθούμε. Έσβησα τη μηχανή, γύρισα προς τη Βιολέτα και πιάνοντάς την απ' το χέρι την τράβηξα κοντά μου και την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Καλώς ήρθες στο Λονδίνο, Βιολέτα».
245
KEΦΑΛΑΙΟ 39
Βιολέτα Τα κρυα χέρια του Κάσπαρ τυλίχτηκαν γύρω απ' τη μέση μου, και πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ βρέθηκα καθισμένη στα πόδια του, με το τιμόνι να μου πιέζει τα πλευρά. Με κράτησε αγκαλιά για λίγο, σφίγγοντάς με στο στήθος του. Ένιωθα μια φλέβα να χτυπάει στον λαιμό του, αλλά όσο κι αν αφουγκράστηκα δε βρήκα να χτυπάει πουθενά η καρδιά του, που κόντευε να σπάσει στο δικό μου στήθος. «Τι στον διάολο κάνεις εκεί;» είπα πνιχτά μέσα απ' την αγκαλιά του. Μ' έσπρωξε μακριά και, βάζοντας το δάχτυλό του στα χείλη του, μου έκανε νόημα να μη μιλήσω άλλο. «Μπορείς, γιαμίαφορά στη ζωή σου, να μην πεις τίποτα, Κοριτσάκι;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά, αλλά δεν ήμουν καθόλου πειστική. Τα απίστευτα γοητευτικά μάτια του καρφώθηκαν τότε στα δικά μου. Σήκωσε το φρύδι του και κοιτώντας με λυπημένος πήρε το χέρι μου μέσα στο δικό του κι άρχισε να το χαϊδεύει απαλά, ακολουθώντας τις φλέβες. «Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως όλα θα πάνε καλά, επειδή ξέρω πως δεν είναι εφικτό. Δεν μπορώ να σου υποσχεθώ πως θα βγεις απ' όλη αυτή την κατάσταση άνθρωπος, επειδή κατά πάσα πιθανότητα δε θα τα καταφέρεις. Δεν έχεις πολύ χρόνο, σύντομα θα πρέπει ν' αποφασίσεις. Πρέπει να επιλέξεις». «Μα έχω επιλογή;» μουρμούρισα, χαμένη ακόμη μέσα στη διαπεραστική ματιά του. Σήκωσε τους ώμους με μισή καρδιά. «Ίσως και να 'χεις». Έκλεισα τα μάτια μου και του έγνεψα. Ένιωσα να με πλησιάζει. Η ψυχρή του ανάσα γαργάλησε το αυτί μου. Τα μάγουλά μου έκαιγαν, έτσι αναστέναξα με ανακούφιση στο παγερό άγγιγμά του καθώς πήρε τρυφερά το πρόσωπό μου μες στις παλάμες του. Μου γύρισε αργά το κεφάλι 246
για να τον αντικρίσω και γέρνοντας ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου. Καθίσαμε για λίγο εκεί, βυθισμένοι στην απόλυτη σιωπή, προστατευμένοι απ' τον αέρα που σφύριζε απόκοσμα έξω κι έκανε τα σύννεφα του αγγλικού ουρανού να τρέχουν βιαστικά προς τον βορρά, ρίχνοντας τις σκιές τους πάνω μας. «Κοpιτσάκι, Βιολέτα» ψιθύρισε πνιχτά ο Κάσπαρ. «Θα έπρεπε να σ' έχω σκοτώσει στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Αλλά δεν το 'κανα. Και τώρα καλείσαι να υποστείς τις συνέπειες και - θέλω να ξέρεις πως λυπάμαι. λυπάμαι πάρα πολύ». Αναστέναξα, κι ενστικτωδώς έγειρα στο χέρι που χάιδευε το μάγουλό μου. «Δηλαδή, εύχεσαι να είχα πεθάνει; Γιατί εγώ δεν το εύχομαι». «Όχι, δε λέω αυτό». Ξεφύσηξα απηυδισμένη, κάνοντας στην άκρη το χέρι του. Έσφιξα τα χείλη προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. «Γιατί είσαι έτσι; Πώς γίνεται τη μια στιγμή να με μισείς και την άλλη να δείχνεις ότι νοιάζεσαι; Πες μου γιατί;» Με κοίταξε γεμάτος ένταση, μπήγοντας τον κυνόδοντά του στα χείλη του. Η βαριά, αλμυρή μυρωδιά του αίματος που ανάβλυσε απ' την πληγή εισχώρησε βίαια στα ρουθούνια μου. Η περιέργειά μου νίκησε την αηδία που ένιωθα, κι αφέθηκα να με κατακλύσει. Τα χείλη του βάφτηκαν ένα γυαλιστερό κόκκινο. Ένιωσα το κορμί μου να γέρνει προς το μέρος του. Ακούμπησα τα χέρια μου στο στήθος του και τα οδήγησα αργά προς τον λαιμό του, χαϊδεύοντάς τον. Έμπλεξα τα δάχτυλά μου στα μαύρα του μαλλιά κι έγλειψα τα χείλη μου, μουδιασμένη απ' τη γλυκιά προσμονή για την απαγορευμένη πράξη. Άκουσα τη φωνή μου να ουρλιάζει στο μυαλό μου, καθώς ένα σωρό αντικρουόμενα συναισθήματα όρμησαν άγρια μέσα μου παλεύοντας για κυριαρχία. Μην το κάνεις! Σταμάτα! Δεν είσαι ακόμη βρικόλακας! Αλλά δε σταμάτησα. Δε μου είχε απομείνει τίποτε πέρα απ' την επιθυμία να έχω κάποιον να με νοιάζεται, να με θέλει, να με ποθεί, και για μια στιγμή -για μια τόση δα στιγμή- το είχα βρει αυτό στον Κάσπαρ. Ήμασταν σε απόσταση αναπνοής όταν σταμάτησα. Με την καρδιά να σφυροκοπάει στο στήθος μου, σήκωσα το βλέμμα και κοίταξα τα μάτια του, που για μία μόνο στιγμή έγιναν κόκκινα, προτού ξαναπάρουν τη σμαραγδί απόχρωσή τους. 247
Τύλιξε τα χέρια του γύρω απ' τη μέση μου και ψιθύρισε, καθώς τα χείλη του συναντούσαν τα δικά μου. «Είμαι έτσι επειδή είμαι πληγωμένος όσο κι εσύ». Και λέγοντας αυτό απομακρύνθηκε, αφήνοντας το αίμα του στα χείλη μου. Ένα τσουχτερό κύμα αέρα με χτύπησε στο πρόσωπο, κι ανοίγοντας τα μάτια μου συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν πια μέσα στο αυτοκίνητο. Ακούμπησα αποκαμωμένη στην πόρτα του αυτοκινήτου και, με τον αέρα να λυσσομανάει γύρω μου, πήρα βαθιά ανάσα. Πέρασα ασυναίσθητα τα δάχτυλα πάνω απ' το πιγούνι μου, ψηλαφίζοντας την κρούστα απ' το αίμα του Κάσπαρ. Ξεροκαταπίνοντας από αηδία, ένιωσα να λυγίζω από το βάρος των φριχτών συναισθημάτων που κατέκλυσαν την καρδιά μου. Τι ήταν εκείνο που μόλις είχε συμβεί; Δεν μπορούσα να το χωνέψω ότι μόλις είχα επιχειρήσει να τον φιλήσω. Να τονφιλήσω! Επιπλέον, βρισκόμουν ολομόναχη στη μέση του πουθενά, στο πιο καλοδιατηρημένο εξωτερικό πάρκιγκ που είχα δει ποτέ στη ζωή μου, το οποίο περιστοιχιζόταν από έναν χαμηλό φράχτη με θάμνους. Δεν είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω πολλά περισσότερα, καθώς η προσοχή μου αποσπάστηκε από την άφιξη των υπόλοιπων αυτοκινήτων της παρέας. Ο Φάμπιαν βγήκε μ' ένα σάλτο απ' το Άουντι που οδηγούσε και τρέχοντας προς το μέρος μου μ' έσφιξε στην αγκαλιά του. Ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του κι αφέθηκα στη θαλπωρή του αγγίγματός του. Με τράβηξε ακόμα πιο κοντά του και σκύβοντας μου ψιθύρισε στ' αυτί. «Ησύχασε. Δεν έπρεπε να σ' έχει αφήσει.» Συγκατένευσα υπάκουα, αποφασίζοντας πως θα ήταν καλύτερα να μην του αναφέρω τον πραγματικό λόγο για τον οποίο ήμουν αναστατωμένη. «Πού πήγε;» μουρμούρισα σηκώνοντας το βλέμμα μου. Τα μάτια του έγιναν μεμιάς κόκκινα. «Εσύ αιμορραγείς!» αναφώνησε. Γούρλωσα τα μάτια μου, συνειδητοποιώντας πως τα χείλη μου θα πρέπει να ήταν ακόμη μουτζουρωμένα απ' το αίμα του. Σήκωσα το χέρι για να σκουπιστώ, αλλά μου το άρπαξε στον αέρα και, γέρνοντας προς το μέρος μου, άρχισε να με μυρίζει. «Δ. δεν είναι το δικό σου αίμα, έτσι;» 248
Έστρεψα το γεμάτο ενοχή βλέμμα μου στο οδόστρωμα, ανίκανη να κρύψω την αλήθεια, πόσο μάλλον να τον κοιτάξω στα μάτια. «Βιολέτα;» Κούνησα απελπισμένη το κεφάλι μου. «Συγγνώμη». Άκουσα τα πόδια του να σέρνονται νευρικά στο τσιμέντο, τον αέρα να βουίζει στ' αυτιά μου και τέσσερις λέξεις που μου ράγισαν την καρδιά. «Μην μπαίνεις στον κόπο». Σήκωσα με κόπο το κεφάλι μου. Τα χείλη του είχαν κρεμάσει απ' τη θλίψη και τα μάτια του είχαν γίνει γκρι. Κούνησε το κεφάλι ηττημένος, επειδή ήξερε προτού καν το αντιληφθώ η ίδια πως για μια ακόμα φορά είχα κάνει την επιλογή μου. Είχα επιλέξει τον Κάσπαρ. Κι αυτό δεν μπορούσε να το αλλάξει κανείς. Ούτε καν το συντετριμμένο από την προδοσία πρόσωπο του Φάμπιαν. Δεν είχα την παραμικρή ιδέα πού θα με οδηγούσε εκείνη μου η επιλογή, αλλά έπρεπε να γίνει. Με το που έκανα αυτή τη σκέψη, μου γύρισε την πλάτη και με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς τη Λάιλα.
249
KEΦΑΛΑΙΟ 40
Βιολέτα «ΚΑΛΑ ΣΟΒΑΡΟΛΟΓΕΙΤΕ; ΠΑΙΡΝΟΥΝ μετρό οι βρικόλακες;» «Μη φωνάζεις» είπε μέσα απ' τα δόντια του ο Κάιν, τραβώντας με προς τον γκισέ των εισιτηρίων. Προσπάθησα να του εξηγήσω πως μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα αυτόματα πωλητήρια, αλλά ήταν αμετάπειστος. Φτάνοντας στον γκισέ, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το βλοσυρό βλέμμα της υπαλλήλου που σίγουρα αναρωτιόταν γιατί δεν είχαμε απλά χρησιμοποιήσει τα μηχανήματα. «Γεια». Ο Κάιν γύρισε προς την παρέα κι άρχισε να μετράει κεφάλια. «Θα μπορούσαμε να έχουμε εφτά ημερήσια εισιτήρια ενηλίκων κι ένα παιδικό, παρακαλώ;» Η γυναίκα μάς εξέτασε δύσπιστη πίσω απ' το τζάμι. «Για ποιον είναι το παιδικό;» Ο Κάιν την κοίταξε απορημένος. «Για μένα». Τον λοξοκοίταξα. Ήταν δεκαέξι και θα 'πρεπε να πληρώσει εισιτήριο ενηλίκων. Δεν το πιστεύω. Εκατομμυριούχος πρίγκιπας και κοιτάζει πώς θα εξοικονομήσει μερικά σεντς στο μετρό; «Ταυτότητα, παρακαλώ» μουρμούρισε μονότονα, σαν να βαριόταν ν' ασχοληθεί μαζί μας. Κοίταξα τον Κάιν σμίγοντας τα φρύδια μου. Ήξερα από προσωπική εμπειρία πως δεν υπήρχαν και πολλά δεκαεξάχρονα που κουβαλούσαν ταυτότητες πάνω τους. Ωστόσο, ο Κάιν έβγαλε το πορτοφόλι του απ' το τζιν, το άνοιξε κι εμφάνισε μια ταυτότητα με ψευδή ημερομηνία γέννησης. Η υπάλληλος αρκέστηκε σ' αυτό, πήρε το χαρτονόμισμα που της έδωσε και μας τύπωσε τα εισιτήρια. «Κοpοϊδάpα». Ο Κάιν χασκογέλασε και πέρασε το εισιτήριό του απ' το μηχάνημα. Προσπερνώντας έναν βιαστικό επιχειρηματία, τον ακολούθησα.
250
«Έχετε πλαστές ταυτότητες που σας δείχνουν μικρότερους;» ρώτησα, ελαφρώς σοκαρισμένη, στο ασανσέρ, κάνοντας στα δεξιά για να μην εμποδίζω τους επιβάτες που μπαινόβγαιναν βιαστικά. Χαμογελώντας μου αυτάρεσκα, έβγαλε ξανά την ταυτότητα απ' το μπουφάν του. «Όχι μόνο» πρόσθεσε, ανεμίζοντας την ταυτότητα μπροστά στα μάτια μου. Γυρίζοντάς την απ' την άλλη, είδα έκπληκτη πως έγραφε δεκαοχτώ χρονών. Κούνησα το κεφάλι μου, κατάπληκτη με το τι μπορούσες ν' αγοράσεις αν είχες τα λεφτά. Ένα γνώριμο κύμα αέρα ήρθε απ' το βάθος της σήραγγας και, όπως πάντα, ένα δευτερόλεπτο αργότερα ξεπρόβαλε το τρένο. Έσπρωξα έναν κύριο που βρέθηκε στη μέση και τραβώντας τον Κάιν μπήκαμε στο βαγόνι, ελπίζοντας πως οι υπόλοιποι μας είχαν ακολουθήσει. Μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα το βαγόνι είχε γεμίσει ασφυκτικά. Οι πόρτες έκλεισαν, και μ' έναν συριστικό ήχο το τρένο ξεκίνησε. «Μιλάμε νιώθω σαν να 'χω μπει σε πανάκριβο εστιατόριο». Το πρόσωπο του Κάιν συσπάστηκε από λαιμαργία. Δάγκωσε τα χείλη με τον ίδιο τρόπο που τα 'χε δαγκώσει κάποια ώρα πριν ο Κάσπαρ προσπαθώντας ν' αντισταθεί στον πειρασμό. Κατσουφιάζοντας, αποφάσισα να πάω πιο κοντά του για να τον ελέγχω. Το τρένο επιτάχυνε, και ξεμαθημένη μετά από τόσο καιρό που είχα να το χρησιμοποιήσω παραπάτησα και παραλίγο να πέσω πάνω στην Κάθι, τη φίλη τής Λάιλα. «Υπομονή» μουρμούρισα. «Τρεις στάσεις ακόμα και φτάσαμε στο Όξφορντ Σέρκους». «Μάλιστα, υπομονή» απάντησε ο Κάιν, προσπαθώντας εμφανώς να συγκρατηθεί. Δεν είπε κάτι άλλο, μέχρι που μ' ένα απότομο τράνταγμα φύγαμε απ' τον σταθμό της Γουόρεν Στριτ Ένα λεπτό αργότερα το τρένο σταμάτησε ξανά, κι αρπάζοντας τον Κάιν απ' τον καρπό τον τράβηξα στην πλατφόρμα του Όξφορντ Σέρκους. Στριμωγμένοι ανάμεσα σε εκατοντάδες ανθρώπους που μας έσπρωχναν και μας σκουντούσαν, κατευθυνθήκαμε προς τις κυλιόμενες σκάλες. Συνέχισα να τον τραβάω και περάσαμε απ' τον έλεγχο χωρίς να σταματήσουμε για να δείξουμε τα εισιτήρια. Ο υπεύθυνος ασφαλείας μ' αγριοκοίταξε, αλλά δεν πτοήθηκα και συνέχισα ακάθεκτη την πορεία μου, μέχρι που βλέποντας μια απόμερη γωνιά έκανα στροφή αποφασίζοντας πως έπρεπε να σταματήσουμε για λίγο. «Νιώθεις την ανάγκη να κυνηγήσεις, έτσι δεν είναι;» 251
Έγνεψε αδύναμα. «Δεν έχω ξαναβρεθεί ποτέ μέσα σε τόσο μεγάλο πλήθος». Κοίταξα αγχωμένη γύρω μου και εντοπίζοντας τον Φάμπιαν και τους άλλους, που έρχονταν να μας συναντήσουν, μου ήρθε μια ιδέα. Άρπαξα τον Φάμπιαν απ' το χέρι. «Υπάρχει κάποιο μέρος εδώ γύρω που να μπορείτε να πάτε να, ξέρεις, να.» Ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον Κάιν, ψιθύρισα: «.Να κυνηγήσετε;». Ο Φάμπιαν έγνεψε καταφατικά, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Ένιωσα την καρδιά μου να βουλιάζει απ' την απογοήτευση. Δεν μπορούσε ούτε καν να με κοιτάξει πια. «Ωραία. Τότε τ' αγόρια πηγαίνετε εκεί, κι εγώ με τα κορίτσια θα πάμε για ψώνια». Μιλάμε για φοβερή θυσία, σκέφτηκα κάνοντας μια γκριμάτσα. Ο Φάμπιαν συμφώνησε και ξεκίνησε να φύγει, αλλά ο Κάιν έμεινε πίσω βγάζοντας κάτι απ' το πορτοφόλι του. «Ορίστε, νομίζω πως θα τη χρειαστείς». Κοίταξα το πλαστικό παραλληλόγραμμο κομμάτι στην παλάμη μου. Σήκωσα το φρύδι μου κοιτώντας τον δύσπιστη. «Δικιά σου είν' αυτή;» Χαμογέλασε παιχνιδιάρικα. «Όχι. Τη δανείστηκα από κάποιον πριν από λίγο» μου είπε όλο νόημα. «Και μπορώ να τη φτάσω στο όριο;» ρώτησα με τη σειρά μου με νόημα, καταλαβαίνοντας πως αναφερόταν στον Κάσπαρ. «Μπορείς σίγουρα να προσπαθήσεις. Αν και ο λογαριασμός του μάλλον δεν έχει όριο» εξήγησε ο Κάιν. Με πλησίασε και μου ψιθύρισε το PIN στο αυτί. «Καλή διασκέδαση». Μου 'κλεισε το μάτι κι έφυγε για να συναντήσει τους άλλους. Ακολούθησα τη Λάιλα και την Κάθι έξω απ' τον σταθμό, χαμογελώντας στην προοπτική μιας ολόκληρης μέρας χωρίς τον Κάσπαρ: μια μέρα χωρίς τα παιχνιδάκια που έπαιζε με το μυαλό μου, χωρίς την αναπόφευκτη έλξη μου γι' αυτόν. Πήρα βαθιά ανάσα και αφέθηκα ν' απολαύσω το απίστευτα απελευθερωτικό συναίσθημα που ένιωθα μακριά του. Μετά από πολύ καιρό ήμουν κεφάτη. Δεν ήξερα τι ήταν εκείνο που μ' έκανε να νιώθω ούτε το πώς το έκανε, αλλά ήξερα ότι δε μου άρεσε, όσο δύσκολο κι αν ήταν ν' αντισταθώ. Με το που πατήσαμε το πόδι στους πολύβουους δρόμους του Λονδίνου, πήρα βαθιά ανάσα και εισέπνευσα λαίμαργα την τόσο χαρακτηριστική μυρωδιά καυσαερίου και εξωτικών φαγητών από κάθε πιθανή 252
χώρα που κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Οι ομιλίες γύρω μου -τόσες διαφορετικές προφορές, τόσες διαφορετικές γλώσσες- ακούγονταν σαν μουσική στ' αυτιά μου. Ήταν πολύς καιρός που περιτριγυριζόμουν από τις δύσκαμπτες, κυριλέ προφορές της υψηλής κοινωνίας. Ήταν σαν κάποιος να είχε πάρει ένα βάρος από πάνω μου. Ανάλαφρη, σαν να περπατούσα σε σύννεφα, χαμογέλασα πλατιά. Είμαι σπίτι. Ο Κάιν κι ο Ντέκλαν ήρθαν και μας συνάντησαν έξω απ' το Χάροντς, όπου η Λάιλα και η Κάθι είχαν περάσει ατέλειωτες ώρες ψωνίζοντας, κι εγώ ατέλειωτες ώρες χρεώνοντας την πιστωτική του Κάσπαρ με δωρεές σε κάθε φιλανθρωπική εταιρεία που είχε περίπτερο στο πολυκατάστημα. Στην αρχή η όλη διαδικασία με γέμισε χαρά, αλλά η έξαψη από την εκδίκηση έσβησε γρήγορα κι άρχισα να νιώθω άσχημα. Το στομάχι μου γουργούρισε δυνατά, έτσι τ' αγόρια δε θα χρειαζόταν να δουν καθεμία από τις αγορές που είχε κάνει η Λάιλα. «Τι στην ευχή ήταν πάλι αυτό;» Κοκκίνισα. «Το στομάχι μου. Πεινάω». Ο Κάιν με κοίταξε παραξενεμένος. «Βγάζετε θορύβους απ' το στομάχι σας όταν πεινάτε; Ουάου! Να και κάτι που δε μας έμαθαν στο σχολείο. Λοιπόν, τι θα 'θελες να φας; Γιατί εμείς είμαστε κάπως φουσκωμένοι, αν καταλαβαίνεις τι εννοώ». Μου 'κλεισε πονηρά το μάτι. Το σκέφτηκα για λίγο και χαμογέλασα πλατιά. «Θα πέθαινα για φις εντ τσιπς». Λίγα λεπτά αργότερα ξεδίπλωνα τη λαδόκολλά μου, και τα ρουθούνια μου πλημμύριζαν με την πλούσια μυρωδιά του αλατιού και του ξιδιού. Βγαίνοντας απ' το μαγαζί, μπορούσα ακόμη να μυρίσω πάνω μου την μπόχα του καμένου λίπους και του καλυμμένου με χυλό ψαριού. Άνοιξα αργά το στόμα και δάγκωσα την πρώτη χοντρή, τραγανή και φοβερά καυτή πατάτα μου. Είναι σίγουρα καλύτερο απ' τα σάντουιτς με τυρί που τρώω τόσον καιρό. Κινδυνεύοντας να πάθω έγκαυμα, μάσησα την πρώτη μου πατάτα και κατάπια μορφάζοντας, αδιαφορώντας για το κάψιμο στον ουρανίσκο μου. Ο Κάιν βγήκε απ' το μαγαζί μαζί με τον Φάμπιαν, κρατώντας κι οι δύο από μια μεγάλη μερίδα. «Εσείς δεν ήσασταν φουσκωμένοι;» είπα χαμογελώντας, καθώς είδα και τα υπόλοιπα αγόρια να βγαίνουν στον καθαρό αέρα κρατώντας με τη σειρά τους απίστευτα μεγάλες ποσότητες φαγητού στα χέρια τους. 253
Αντίθετα, η Λάιλα και η Κάθι μάλλον μποϊκοτάριζαν τα λίπη, μιας και το μόνο που αγόρασαν ήταν μια κόκα κόλα διαίτης η καθεμιά. «Λοιπόν; Πού λέτε να πάμε να καθίσουμε; Προσωπικά δεν μπορώ να τρώω στα όρθια» είπα. Ο Κάιν σήκωσε τους ώμους. «Πάμε στο ποτάμι;» Κούνησα το κεφάλι συμφωνώντας. Ακολουθούσα τον Κάιν αφηρημένη, όταν με πλησίασε ο Φάμπιαν. «Μπορούμε να μιλήσουμε; Μόνοι μας;» πρόσθεσε, βλέποντας τον Κάιν να γυρίζει και να κοιτάει μια τον έναν μια τον άλλον. «Εεε, ναι» απάντησα διστακτικά, κάνοντας απεγνωσμένα νοήματα στον Κάιν με τα μάτια μου να με σώσει. Με κοίταξε σφίγγοντας απολογητικά τα χείλη και απομακρύνθηκε, παρέα με τους υπόλοιπους. Προσπερνώντας μας, η Λάιλα γύρισε και μ' αγριοκοίταξε, κρατώντας τα χέρια της σταυρωμένα σε θέση άμυνας κάτω απ' το στήθος. Κάρφωσα το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, σαν να 'ταν το πιο ενδιαφέρον θέαμα στον κόσμο, και κρύφτηκα πίσω απ' τα μαλλιά μου, παρακαλώντας από μέσα μου να μην προσέξει τα κατακόκκινα μάγουλά μου. Άρχισα να τρίβω νευρικά μια ρωγμή στο πεζοδρόμιο με τη μύτη του παπουτσιού μου. «Τι έγινε νωρίτερα;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν αφύσικα μαλακή και ψύχραιμη. «Νωρίτερα;» «Με τον Κάσπαρ». Αναστέναξα. Θα έπρεπε να το ξέρω. Φυσικά και θα ήθελε να μάθει τι έγινε και κατέληξα με το αίμα του Κάσπαρ στα χείλη μου, και γιατί είχε εκείνος εξαφανιστεί, κάτι για το οποίο δεν είχα ούτ' εγώ απάντηση. Μισεί το μετρό και μαλακίες. «Δεν έγινε τίποτα» ξεφύσηξα, γνωρίζοντας εκ των προτέρων πως δε θα μπορούσα να το κρατήσω για καιρό μυστικό. Ήρθε ακόμα πιο κοντά κι έγειρε από πάνω μου. Ξαφνικά ένιωσα υπερβολικά μικρή, υπερβολικά ασήμαντη μέσα σ' εκείνη την πόλη με τον αφιλόξενο γκρι ουρανό, το ατέρμονο βουητό των αυτοκινήτων και τα πανύψηλα κτίρια που με περιέκλειαν από παντού. «Απλώς πες μου, Βιολέτα». «Παρκάραμε σ' εκείνο το σπίτι κι ο Κάσπαρ έδειχνε αφηρημένος, και ξαφνικά με τράβηξε κοντά του κ. και μιλήσαμε, και μετά.» «Συνέχισε». 254
«Έκοψε τα χείλη του, κι εγώ, δεν ξέρω πώς, ε. να - φιληθήκαμε» είπα, έκπληκτη από το πόση ανάγκη είχα τελικά να το μοιραστώ με κάποιον, όποιος κι αν ήταν αυτός. Έστρεψα ξανά το βλέμμα στο πεζοδρόμιο, επειδή ήξερα καλά πως δε θ' άντεχα να δω την έκφρασή του εκείνη τη στιγμή. «Κράτησε μόνο ένα δευτεpόλεπτο και μετά αυτός εξαφανίστηκε». Η φωνή του βγήκε βεβιασμένα απ' το στόμα του. Σαν να είχε βραχνιάσει ξαφνικά, σαν να μην είχε δύναμη να μιλήσει. «Γιατί;» «Δ… δεν ξέρω. το αίμα του μ' έκανε μ' έκανε να νιώσω, δεν ξέρω^ δε σκεφτόμουν λογικά. Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ». Σήκωσα αργά το βλέμμα και τον κοίταξα στα κλεφτά. Είχε κι εκείνος καρφωμένα τα μάτια στο πεζοδρόμιο. «Τι μου συνέβη, Φάμπιαν; Δ. δεν το ήθελα!» Παραμύθια, ψιθύρισε η φωνή μου. «Δεν ξέρω. Αλλά. πες μου την αλήθεια. Νιώθεις τίποτα όταν κάνω αυτό;» «Ποιο αυτό;» Έκανε ακόμα ένα βήμα προς το μέρος μου κι έπιασε το πιγούνι μου, αναγκάζοντάς με να τον κοιτάξω στα μάτια. «Αυτό». Με το που ακούμπησε τα χείλη του στα δικά μου, καθετί απαγορευμένο, λάθος και ανήθικο πλημμύρισε όλο μου το είναι. Κι εκείνη τη στιγμή ευχήθηκα να ήταν τα χείλη του Κάσπαρ, κι όχι του Φάμπιαν, πάνω στα δικά μου. Τα χείλη μου, σαν να 'χαν δική τους βούληση, συντονίστηκαν με τα δικά του κι άρχισαν να κινούνται στον ίδιο ρυθμό, καθώς ένα κύμα αγάπης, πόθου, ανάγκης και πάνω απ' όλα ευτυχίας ξεχύθηκε μέσα μου πλημμυρίζοντας τα πάντα. Ωστόσο, κάτι έλειπε, απλά δεν ήταν το ίδιο. Ήξερα πως δε θα κρατούσε. Ήξερα πως με το που θα χωριζόμασταν θα τελείωνε κι εκείνο που ένιωθα και θα τον ξανάβλεπα αυτόματα σαν φίλο και τίποτε παραπάνω. Και πως το μόνο που κατάφερνα με το να του επιτρέπω να με φιλάει ήταν να τον πληγώνω. Παρ' όλα αυτά, με τα χέρια μου πλεγμένα ακόμη γύρω απ' τον λαιμό του, κρατώντας σφιχτά τη μικρή σακουλίτσα με το φαγητό μου, τον τράβηξα ακόμα πιο κοντά. Μέχρι που εντελώς ξαφνικά απομακρύνθηκε, και κρατώντας με απ' τους ώμους με κοίταξε όλο ελπίδα. «Λοιπόν; Ένιωσες κάτι;»
255
«Ναι. Αλλά» Άκουσα την ανάσα του να γίνεται όλο και πιο γρήγορη. «Συγγνώμη, αλλά μου συμβαίνει μόνο όταν σε φιλάω. Δεν μποpώ δεν είναι συγγνώμη, Φάμπιαν, αλλά δε σ' έχω δει ποτέ ως κάτι περισσότερο από φίλο, κι ούτε πρόκειται να συμβεί ποτέ· και δεν έχω ιδέα γιατί, ενώ είσαι τόσο καλός και μου φέρεσαι τόσο όμοpφα» Αντίθεταμε τονΚάσπαρ, προσφέρθηκε να συμπληρώσει η φωνή μου. «Απλά δεν είμ' ερωτευμένη μαζί σου. Συγγνώμη^ αλλά δεν ξέρω τι συμβαίνει όταν σε φιλάω». Έκλεισε τα μάτια του. «Απλά βιώνεις ό,τι και κάθε άλλος άνθρωπος όταν τον φιλάει βρικόλακας. Είναι ο τρόπος με τον οποίο σαγηνεύουμε τη λεία μας μερικές φορές. Όχι, δεν είναι σε καμία περίπτωση έρωτας» είπε. Χωρίς πάθος. Χωρίς συναίσθημα. Αλλά κάτω απ' τη φαινομενική αδιαφορία του μπορούσα να διακρίνω στον τόνο της φωνής του πόσο καταπονημένος αισθανόταν, πόσο πολύ πονούσε. «Και σίγουρα δεν είναι κάτι στο οποίο μπορεί να στηριχτεί μια σχέση, έτσι δεν είναι;» Μετάνιωσα αμέσως που μίλησα, καθώς μέσα σε δευτερόλεπτα η έκφραση του Φάμπιαν μετατράπηκε από αδιάφορη σε οργισμένη. «Ενώ αυτό που έχετε εσύ κι ο Κάσπαρ είναι σχέση, ε; Πάνω σε τι θα 'πρεπε να στηρίζεται μια σχέση κατά τη γνώμη σου, Βιολέτα; Στη λαγνεία, στο αίμα και στον πόθο; Αυτό θέλεις, Βιολέτα;» βροντοφώναξε πλησιάζοντάς με. «Ποιος μίλησε για σχέση;» «Κανείς! Ο τρόπος που φέρεσαι μόνο!» «Δε θέλω σχέση, καταλαβαίνεις; Ούτε με βρικόλακα ούτε με κανέναν! Αρκετά πια με τους άντρες. Σας βαρέθηκα! Την τελευταία φορά που ήμουν με κάποιον με κεράτωσε, θυμάσαι;» τσίριξα, αναπνέοντας βαριά. Κουνούσα σαν τρελή τα χέρια με τις γροθιές μου σφιγμένες, σκορπίζοντας δεξιά κι αριστερά πατάτες. «Μη μου λες ψέματα εμένα! Τον θέλεις και το ξέρεις. Αλλά άκου και κάτι άλλο, Βιολέτα» συνέχισε κοιτώντας με οργισμένος. Τα μάτια του είχαν γίνει δυο σχισμές. «Όταν σου ραγίσει την καρδιά, μην έρθεις κλαίγοντας σ' εμένα, γιατί δε θα 'χω πια τίποτα να σου δώσω. Αυτό να το θυμάσαι». Και λέγοντας αυτό γύρισε κι έφυγε σαν σίφουνας, αφήνοντας πίσω του ένα παγερό κύμα αέρα. 256
«Κανείς δε θα μου ραγίσει την καρδιά, βλάκα» μουρμούρισα. Ακούμπησα στα κάγκελα ενός σπιτιού μέχρι να ηρεμήσω. Με μερικές βαθιές ανάσες ο πανικός είχε καταλαγιάσει. Γατί προτιμώ τον Κάσπαρ απ' τη στιγμή που ξέρω πως είναι επιεικώς μαλάκας; Και τι να τις κάνω τιςλίγες καλές στιγμές του, όταν επί της ουσίας είναι τόσο σκληρός; Τον προτιμάς επειδή, όπως παραδέχτηκες κι εσύ η ίδια, τον φίλησες με τη θέλησή σου κι όχι γιατίσεσαγήνευσε, έτσι δενείναι, Βιολέτα; ρώτησε η φωνή μου με το γνωστό ειρωνικό υφάκι της. Απλώς ακολούθησε την καρδιά σου. Ποιο είναι το πρώτο όνομα που σου 'ρχεται στο μυαλό; Αναστέναξα. «Κάσπαρ». Η φωνή μου γέλασε. Τότε έχεις πάρει τη σωστή απόφαση. Έκλεισα τα μάτια μου, νιώθοντας πως ήμουν χαζή που ζητούσα επιβεβαίωση απ' τη φωνή μου. Ωστόσο, ήξερα πως είχε δίκιο. Σίγουρα ένιωθα κάτι για κείνον, άσχετα μ' αυτό που ήταν, παρά τα όσα είχα υποστεί είτε έμμεσα είτε άμεσα απ' τον ίδιο. Αυτό, βέβαια, δεν έλεγε και πολλά, και σκέφτηκα πως όλη μου η ζωή είχε μετατραπεί απ' το πουθενά σ' ένα απίστευτο κλισέ, αφού η κοπέλα δεν έλκεται απ' το καλό παιδί αλλά από έναν μαλάκα πρίγκιπα των βρικολάκων. Ο οποίος, σαν να μην έφταναν όλα τ' άλλα, την είχε απαγάγει. Σηκώθηκα από τα κάγκελα και ξεκίνησα ανόρεχτα να βρω τους υπόλοιπους. Είχα αράξει στο παγκάκι, με τα λιγδιασμένα απ' τις πατάτες χέρια μου βαθιά χωμένα στις τσέπες, και περίμενα με ανυπομονησία να τελειώσουν κι οι υπόλοιποι το φαγητό τους. Ο Κάιν καθόταν από ώρα σιωπηλός δίπλα μου, κι έτσι, μην έχοντας με ποιον να μιλήσω, άρχισα να χαζεύω τους καλλιτέχνες του δρόμου που ήταν παραταγμένοι κατά μήκος της όχθης. Κάποια στιγμή έπιασα με την άκρη του ματιού μου τρεις τύπους με φούτερ με κουκούλες και φαρδιά παντελόνια, κατεβασμένα μέχρι τα μισά των γλουτών τους, να πλησιάζουν μ' ένα σούπερ κουλ υφά^. Το όλο στιλ συμπληρωνόταν από σκουφιά φορεμένα προσεκτικά για να μην κρύβουν τις φράντζες και στενά πουκάμισα με σηκωμένους γιακάδες. Έμεινα να τους χαζεύω κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι καθώς είχαν σταματήσει μπροστά σ' έναν μίμο και γελούσαν δυνατά, εκτοξεύοντάς του ένα σωρό βρισιές και προσβολές. Αφού χόρτασαν, ξαναπήραν 257
τον δρόμο περπατώντας κορδωτά σαν να 'χαν κάνει μόλις κάποιο μεγάλο κατόρθωμα. Μόνο όταν ο ένας τους έστρεψε το βλέμμα του στη Λάιλα κατάφερα να τους αναγνωρίσω. Ο Τζόελ κι οι φίλοι του. «Σκατά!» ψιθύρισα πανικόβλητη. Ο Κάιν με κοίταξε με απορία κι ακολούθησε το βλέμμα μου. Η ματιά του έπεσε στα τρία αγόρια που πλησίαζαν όλο και πιο πολύ. Είχαν κι οι τρεις στραμμένο το βλέμμα τους πάνω μου, αλλά ξέροντας πόσο ηλίθιοι ήταν δεν ήμουν και σίγουρη πως θα μ' αναγνώριζαν. «Τι;» με ρώτησε ο Κάιν, παρατηρώντας σαστισμένος μια εκείνους, μια εμένα. Τον κοίταξα με μάτια γουρλωμένα απ' το άγχος. «Τους ξέρω!» Ήταν η σειρά του Κάιν να γουρλώσει τα μάτια. Είχε χλωμ^ει. «Γαμώτο». Είχα τρελαθεί από την αγωνία. Ένα μεγάλο γκρουπ τουριστών μπήκε μπροστά τους, και αρπάζοντας την ευκαιρία σηκώθηκα και πήγα να φύγω. Αλλά πριν προλάβω να κάνω ένα βήμα, ο Κάιν με τράβηξε απ' το παλτό και μ' ανάγκασε να ξανακαθίσω στο παγωμένο παγκάκι. «Πού νομίζεις πως πηγαίνεις!» είπε μ' έναν απόκοσμο συριγμό, θυμίζοντάς μου έντονα τον αδερφό του. «Φεύγω! Θα μ' αναγνωρίσουν!» «Αποκλείεται να φύγεις!» «Σοβαρά;» «Τότε θα έρθω μαζί σου» δήλωσε, και πετάχτηκε όρθιος για να με σταματήσει. Τον έπιασα απ' τους ώμους και τον ανάγκασα να ξανακαθίσει στο παγκάκι. «Όχι! Και μην ανησυχείς, δε θα το σκάσω». Έριξα μια φευγαλέα ματιά προς τα τρία αγόρια. Συνέχιζαν να έχουν καρφωμένο το βλέμμα τους πάνω μου. Πλησίαζαν όλο και πιο πολύ μέσα απ' το πλήθος, και ήξερα πως αν έφταναν σε κοντινή απόσταση και μ' έβλεπαν καθαρά θα μ' αναγνώριζαν αμέσως. Ο Κάιν δεν είχε πάρει τα μάτια του από πάνω τους. Τους παρακολουθούσε όπως το γεράκι τη λεία του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε προς το μέρος μου. «Εντάξει, αλλά σε παρακαλώ μην το σκάσεις. Θα με σκοτώσει ο Κάσπαρ. Θ' ασχοληθούμε εμείς μ' αυτούς αν χρειαστεί, εσύ φύγε!»
258
Δε χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Ξεχύθηκα στους δρόμους και χώθηκα στο πρώτο στενό που βρήκα μπροστά μου. Μπλέχτηκα μες στο πλήθος κι άρχισα να τρέχω, σκουπίζοντας τα δάκρυα που θόλωναν την όρασή μου. Δεν ήξερα ούτε πού ήμουν ούτε πού πήγαινα. Το μόνο που ήξερα ήταν πως έπρεπε να συνεχίσω να τρέχω. Άκουσα κάποιον να βρίζει δυνατά πίσω μου, και γυρίζοντας είδα έναν καλοντυμένο άντρα να κουνάει τη γροθιά κοιτώντας με αγριεμένος. Ήταν σκυμμένος πάνω απ' την τσάντα του και πάσχιζε να μαζέψει κάτι χαρτιά που είχαν σκορπιστεί σ' όλο το πεζοδρόμιο. Προφανώς τον είχα σκουντήσει περνώντας, αλλά δεν είχα χρόνο να ζητήσω συγγνώμη. Ένιωσα έναν κόμπο στον λαιμό, κι ένα νέο κύμα από δάκρυα πλημμύρισε τα μάτια μου. Απ όλους τους ανθρώπους στο Λονδίνο, στον Τζόελ βρήκα να πέσω! Πραγματικά, το μόνο που μου λειπε. Σταμάτησα για ένα λεπτό λαχανιασμένη και συνειδητοποίησα πως τα πόδια μου μ' είχαν οδηγήσει στο μόνο μέρος που μου 'δινε σε όλες τις δύσκολες στιγμές παρηγοριά: στο Χάμλεϊς. Σ' ένα πολυκατάστημα με παιχνίδια, αν ήταν ποτέ δυνατόν. Όσο αξιολύπητη κι αν ήμουν, η αλήθεια ήταν αυτή. Τα ατέλειωτα ράφια με τα παιχνίδια με ξαναγύριζαν στην παιδική μου ηλικία και μου 'φερναν στον νου αναμνήσεις από περασμένες ευτυχισμένες εποχές, τις οποίες τώρα τις χρειαζόμουν περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Τρέχοντας προς τις κυλιόμενες σκάλες, τα γέλια κι οι φωνές των παιδιών, που έσερναν ξετρελαμένα τους γονείς τους προς τα ράφια με τα λαμπερά παιχνίδια, με γέμιζαν αγαλλίαση. Ανεβαίνοντας τη μία κυλιόμενη σκάλα μετά την άλλη, βρέθηκα στον τελευταίο όροφο, σ' έναν χώρο γεμάτο σιδηρόδρομους και τρένα. Κρύφτηκα πίσω από ένα ράφι κι έγειρα πάνω σε μια στοίβα πακέτων που φαινόταν να μπορεί να με κρατήσει. Πήρα μερικές βαθιές αναπνοές. Η εμφάνιση του Τζόελ μ' είχε βρει εντελώς απροετοίμαστη. Αυτό ήταν το μόνο σίγουρο. Και προφανώς ήταν κι ο λόγος που από κείνη την ώρα είχα μια μέγγενη στο στομάχι που μ' έσφιγγε, κάνοντας την ανάσα μου να βγαίνει βαριά. Δεν μπορούσε να είναι κάτι άλλο, επειδή τον είχα ξεπεράσει, έτσι δεν είναι; Τονέχω ξεπεράσει. Αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθα τόσο άδεια, σαν κάποιος να 'χε ρουφήξει μεμιάς όλη την ενέργεια απ' το σώμα μου. Ξαφνικά ένιωσα κάτι κρύο ν' ακουμπάει την πλάτη μου. «Θα σου πιω το αίμα» άκουσα μια γνώριμη φωνή να ψιθυρίζει στον λαιμό μου. 259
Τινάχτηκα. «Άσε τις βλακείες!» αναφώνησα. Είχε τυλίξει τα χέρια γύρω απ' τους ώμους μου, καλύπτοντάς τους μ' ένα μαύρο ύφασμα, και πίεζε κάτι πλαστικούς κυνόδοντες στον λαιμό μου. «Κάσπαρ! Φύγε από πάνω μου!» «Όχι!» απάντησε, πιέζοντας το στήθος του στην πλάτη μου. «Μια χαρά είμαι δω». Μάζεψα τους ώμους μου και πάλεψα για λίγο να τον διώξω από πάνω μου. «Τουλάχιστον ξεκόλλα τα χείλη σου απ' τον λαιμό μου γιατί μ' έχεις γεμίσει σάλια, και σε παρακαλώ βγάλε αυτά τα γελοία μαραφέτια απ' το στόμα σου. Δόξα τω Θεώ, έχεις αληθινούς κυνόδοντες!» «Μη φωνάζεις. Θα μας ακούσουν» ψιθύρισε, κοιτώντας γύρω του ανήσυχος. Έβγαλε τους ψεύτικους κυνόδοντες και τους έβαλε στη χούφτα του. Τους περιεργάστηκε πιέζοντας το δάχτυλό του στους στρογγυλεμένους και υπερβολικά μυτερούς κοπτήρες - χωρίς να μ' αφήσει απ' την αγκαλιά του. «Πόσο ηλίθιοι είναι οι άνθρωποι. Με τόσο μεγάλους κυνόδοντες δε θα μπορούσαμε ούτε να φάμε». «Απλά ζηλεύεις, επειδή οι δικοί σου είναι τόσοι δα». Έβαλε τους ψεύτικους κυνόδοντες στην τσέπη και με γαργάλησε, αναγκάζοντάς με να μαζευτώ πιο κοντά στην αγκαλιά του. «Τι έγινε; Κάνουμε και αστειάκια τώρα, Κοριτσάκι;» είπε χαμογελώντας. Μ' έσπρωξε μια ιδέα μακριά του. Κοκκίνισα. «Μα-» «Και ο λόγος που έχουμε μικρούς κυνόδοντες είναι για να μην τους βλέπει κανείς». Ο τόνος της φωνής του άλλαξε, και με τράβηξε πάλι κοντά του. Έσκυψε πάνω μου κοιτώντας με έντονα στα μάτια. Τα μαλλιά του γαργάλησαν τα μάγουλά μου. Πέρασε αργά τα χείλη του πάνω απ' το αυτί μου. Ανατρίχιασα, θέλοντας να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου σ' εκείνους που είχαν κάνει τα ψηλά ράφια με τα κουτιά που μας έκρυβαν. Ήμουν σίγουρη πως δεν αποτελούσαμε κατάλληλο θέαμα για κατάστημα παιχνιδιών. «Θα μου πεις τι συμβαίνει, Κοριτσάκι, ή θα πρέπει να το μάθω ως συνήθως με το ζόρι;» Αναστέναξα βαθιά. «Δε συμβαίνει τίποτα». «Μη μου λες ψέματα, Βιολέτα». «Δε σου-» 260
Έκανε πίσω σηκώνοντας τα παγωμένα χέρια του από πινω μου. Με πήρε απ' το χέρι και με τράβηξε πιο βαθιά μέσα στο πολυκατάστημα. Τον ακολούθησα, κόκκινη σαν παντζάρι απ' τις γεμάτες αποδοκιμασία ματιές που μας έριχναν οι μαμάδες, οι οποίες προφανώς θεωρούσαν πως ήμασταν υπέρ το δέον εκδηλωτικοί μπροστά στα παιδιά τους. Παραδέξου ότι το λατρεύεις όλο αυτό που γίνεται. Τρομερά, απάντησα στη φωνή μου. Σταματήσαμε σε μια απόμερη γωνιά δίπλα σε μια σειρά από ράφια γεμάτα συναρμολογούμενα αεροπλανάκια. Ο Κάσπαρ γύρισε και με κόλλησε στον τοίχο, τοποθετώντας το ένα του χέρι δίπλα στον ώμο μου, ενώ με το άλλο άρχισε να μου χαϊδεύει αργά το μάγουλο. «Βλέπω πως έκλαιγες, Κοριτσάκι. Έλα, λέγε. Τι τρέχει, λοιπόν;» Ένιωσα το στομάχι μου να σφίγγεται πάλι, αλλά αυτή τη φορά δεν ήμουν άδεια, ούτε αδύναμη. Το άγγιγμα του Κάσπαρ ήταν καθησυχαστικό, παρηγορητικό. Σκούπισε ένα αδέσποτο δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό μου. Έστρεψα το βλέμμα μου στο πάτωμα. «Είδα τον Τζ. Τζόελ» είπα ξέπνοα. Σήκωσα αργά το κεφάλι, συγκρατώντας τα δάκρυά μου. Τα μάτια του είχαν γίνει κατάμαυρα. «Α» ψιθύρισε. Κούνησα το κεφάλι δαγκώνοντας δυνατά τα χείλη μου. «Ήταν στην όχθη, στο ποτάμι οι υπόλοιποι είν' ακόμη εκεί. Νόμιζα ότι τον είχα ξεπεράσει, Κάσπαρ, αλλά προφανώς έκανα λάθος». Με κοίταζε διαπεραστικά. Τα μάτια του είχαν γίνει πάλι σμαραγδί, μόνο που ήταν λιγότερο φωτεινά απ' ό,τι συνήθως. Μ' άρπαξε από τους ώμους. «Σε είδε; Βιολέτα, πες μου, σε είδε;» ρώτησε επιτακτικά, ταρακουνώντας με. Κοίταζε ανήσυχα μια εμένα μια τις κυλιόμενες σκάλες. «Δ. δεν ξέρω». «Πώς είναι εμφανισιακά;» Τον κοίταξα συνοφρυωμένη. Αυτό βρήκε να ρωτήσει; Αυτό ήταν το θέμα μας; Για κάποια δευτερόλεπτα φλέρταρα με την ιδέα να μην μπω καν στον κόπο να του απαντήσω, αλλά η αγωνία με την οποία με κοίταζε μ' έκανε να υποχωρήσω. «Έχει σκούρα ξανθά μαλλιά, καστανά μάτια και είναι περίπου 1,80». «Τότε σκύψε». Προτού καταλάβω τι συνέβαινε, με τράβηξε απ' τον ώμο και βρέθηκα φαρδιά πλατιά πάνω στην παχιά μοκέτα. 261
«Μα τι κάνεις;» ψιθύρισα μέσα απ' τα δόντια μου. Ήρθε κοντά μου μπουσουλώντας και μου 'κλεισε το στόμα με την παλάμη του. Μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. «Είν' εδώ» πρόφερε. Τον κοίταξα πανικόβλητη. Έκανα ν' ανοίξω το στόμα μου, αλλά κούνησε το κεφάλι του αποτρέποντις με, και κινοντις μου νόημα με πήρε απ' το χέρι κι άρχισε να με σέρνει προς τις κυλιόμενες. Προχωρούσαμε σκυφτοί, προσπαθώντας να μένουμε όσο το δυνατόν κρυμμένοι πίσω απ' τα ψηλά ράφια. Όσο κι αν απεχθανόμουν τον Τζόελ για κείνο που μου 'χε κάνει, που με είχε πληγώσει τόσο, μου ήταν απίστευτα δύσκολο να συγκρατηθώ και να μη γυρίζω κάθε τόσο προς τα πίσω προσπαθώντας να δω για μια ακόμα φορά το αγόρι που αγαπούσα για δύο ολόκληρα χρόνια, μόνο και μόνο για να βεβαιωθώ ότι ήταν αληθινός ότι ήταν όντως εκεί. Κι ας ήξερα καλά πως διακινδύνευα έτσι τα πάντα αν μ' έβλεπε. Κι ας ήξερα πως δεν υπήρχε χώρος για εκείνον πια στη ζωή μου. Ο Κάσπαρ σταμάτησε κι αφουγκράστηκε. Το ότι μπορούσε ν' ακούσει το οτιδήποτε μέσα στη φασαρία από τις τσιρίδες των παιδιών και τα κακόγουστα τραγούδια που έβγαιναν εκκωφαντικά απ' τα μεγάφωνα ήταν κάτι που μου προκαλούσε ακόμη τεράστια έκπληξη. Μου έκανε νόημα να κοιτάξω πίσω, ανάμεσα από δυο ψηλές ραφιέρες, μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. «Τι;» ρώτησα, κάνοντάς του νόημα με το κεφάλι. «Είναι εκεί!» μουρμούρισε ξανά, λίγο πιο δυνατά. «Πού εκεί;» «Εκεί, εκεί!» «Τι θα-» Προτού καταφέρω να τελειώσω τη φράση μου, ο Κάσπαρ είχε χυμήξει πάνω μου, μου είχε κλείσει το στόμα και με είχε πετάξει για μια ακόμα φορά στο δάπεδο. Υπολογίζοντας προφανώς λανθασμένα την απόσταση, βούτηξε με τη σειρά του, αλλά αντί να προσγειωθεί δίπλα μου προσγειώθηκε πάνω μου, συνθλίβοντάς με. Μούγκρισα απ' τον πόνο κι άρχισα να κουνιέμαι πέρα δώθε για να ελευθερωθώ. Παλέψαμε για λίγο σιωπηλά, εγώ προσπαθώντας να τον διώξω από πάνω μου κι εκείνος προσπαθώντας να με κάνει να το βουλώσω. «Σσσσς, σσσσς!» Και ξαφνικά κοκάλωσε. «Κάσπαρ! Τι κ…» 262
«Βιολέτα;» Ήταν η σειρά μου να κοκαλώσω. Τέντωσα τον λαιμό μου και κοίταξα διστακτικά πάνω απ' τον ώμο του Κάσπαρ, για να έρθω πρόσωπο με πρόσωπο με το μόνο άτομο που δεν ήθελα να με δει σ' εκείνη τη στάση, σ' ένα κατάστημα παιχνιδιών μ' έναν βρικόλακα. «Τζόελ;» Ο Τζόελ στεκόταν μαρμαρωμένος μπροστά μου, με το στόμα ανοιχτό, με τα μάτια καρφωμένα πάνω μου - ή μάλλον με τα μάτια του καρφωμένα στον Κάσπαρ, που ήταν πεσμένος πάνω μου. «Εεε, εγώ, αυτό δεν είναι αυτό που νομίζεις!» «Αυτοί εκεί είναι! Εκεί! Στο δάπεδο!» «Και τι ακριβώς είναι, δεσποινίς;» ρώτησε μια άγνωστη φωνή. Ο Κάσπαρ με κοίταξε μ' ένα ύφος που έλεγε «την πατήσαμε για τα καλά», ακριβώς το ίδιο δηλαδή που ήμουν σίγουρη πως είχα κι εγώ. Κοιτώντας καταντροπιασμένη πάνω απ' τον ώμο του, είδα έναν τύπο που φορούσε πουκάμισο με το λογότυπο του Χάμλεϊς, και μια γυαλιστερή ταμπέλα πάνω απ' το πέτο που έγραφε ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΟΣ. Δίπλα του στεκόταν μια μαμά με τα χέρια σταυρωμένα κάτω απ' το στήθος και μια έκφραση απίστευτης ικανοποίησης στο πρόσωπό της. «Είναι αυτή συμπεριφορά; Και μάλιστα μπροστά σε τόσα παιδιά; Είναι εξωφρενικό! Απαιτώ να τους πετάξετε αμέσως έξω!» Δάγκωσα τα χείλη μου. Ούτε το βλέμμα μου δεν είχα το κουράγιο να σηκώσω από την αμηχανία. Σαν να μην έφτανε ο Τζόελ, είχαμε και μπλεξίματα με τον υπεύθυνο του καταστήματος τώρα. Τέλεια. Απλά τέλεια. «Μάλιστα, μάλιστα, έχετε απόλυτο δίκιο, κ... κυpία» τραύλισε ο υπεύθυνος. «Τσαρλς-Πόμφρεϊ» είπε εκείνη σαν να είχε μυρίσει μόλις ξινισμένο γάλα. «Μάλιστα. Λοιπόν, έξω! Αμέσως! Και μην ξαναπατήσετε το πόδι σας εδώ μέσα! Το ίδιο ισχύει και για σένα, νεαρέ» είπε γυρίζοντας προς τον Τζόελ. «Η σημερινή νεο-λαία, κυρία μου. Ειλικρινά δεν έχω ξαναδεί κάτι παρόμοιο τόσα χρόνια που εργάζομαι εδώ». Ο Κάσπαρ έκλεισε τα μάτια κι έγειρε για λίγο πάνω μου σαν να προσπαθούσε να ηρεμήσει. Μουρμούρισε κάτι που δεν κατάφερα να ερμηνεύσω και, σαν να χρειαζόταν να καταβάλει τεράστια προσπάθεια για 263
να σταθεί στα πόδια του, σηκώθηκε αργά, προτείνοντάς μου το χέρι του. Το έπιασα, ευγνωμονώντας τον ειλικρινά, και σηκώθηκα. Άνοιξα το στόμα να διαμαρτυρηθώ στον υπεύθυνο, αλλά ο Κάσπαρ μ' άρπαξε απ' τον αγκώνα και βγήκαμε έξω απ' το κατάστημα. Ο Τζόελ μάς ακολούθησε αναψοκοκκινισμένος, με μια απίστευτα σαστισμένη έκφραση στο πρόσωπό του. Περνώντας μπροστά απ' τον υπεύθυνο, νομίζω πως άκουσα τον Κάσπαρ να ψελλίζει κάτι σαν συγγνώμη, δίνοντάς του με τρόπο ένα κομμάτι χαρτί που έμοιαζε με χαρτονόμισμα των πενήντα λιρών. Έξω φυσούσε παγωμένος αέρας. Ανατρίχιασα και τύλιξα το παλτό μου όσο πιο σφιχτά μπορούσα γύρω μου. Ο ουρανός είχε καθαρίσει κι ο ήλιος, αν και είχε αρχίσει ήδη να δύει, συνέχιζε να λούζει τους δρόμους με το γλυκό του φως. Ζαλισμένη απ' την αναπάντεχη ηλιοφάνεια, δεν πρόσεξα πως ο Τζόελ είχε βγει και στεκόταν μπροστά μας. Τον είχε προσέξει όμως ο Κάσπαρ. Τύλιξε το χέρι γύρω απ' τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του, γρυλίζοντας σιγανά. «Τι στον διάολο θέλεις εσύ;» «Και ποιος είσαι συ και με ρωτάς; Με την ευκαιρία, μπορώ να ρωτήσω τι δουλειά έχεις με το μωρό μου;» Τον κοίταξα οργισμένη. «Δεν είμαι το μωρό σου!» Ο Τζόελ με κοίταξε για μια στιγμή τρεμοπαίζοντας τα βλέφαρά του, προτού στραφεί και πάλι προς τον Κάσπαρ, που κρατώντας αμυντική στάση μ' έσπρωξε ελαφρά και μπήκε μπροστά μου. «Έλα τώρα, μωρό μου. Αφού ξέρεις ότι το 'χω μετανιώσει. Το ξέρεις πως ήμουν σίγουρος απ' την πρώτη στιγμή πως δεν είχες πέσει θύμα απαγωγής αλλά το 'χες σκάσει επειδή σε κεράτωσα; Αλλά όλ' αυτά είναι πλέον παρελθόν». Με κοίταξε νοσταλγικά και μου άπλωσε το χέρι. Πριν προλάβω ν' αντιδράσω, ο Κάσπαρ μ' άρπαξε απ' το μπράτσο τόσο σφιχτά, που ένιωσα να μου κόβεται η κυκλοφορία του αίματος. Δε χρειαζόταν να μπει στον κόπο. Νόμιζε πως το είχα σκάσει επειδή με κεράτωνε! Δεν πίστευα στ' αυτιά μου. Ήξερα πόσο εγωκεντρικός ήταν, αλλά αυτό εδώ ξεπερνούσε κάθε όριο. Παρά τον θυμό μου, κάτι στα μάτια του συνέχιζε να κάνει την καρδιά μου να σφίγγεται γεμίζοντάς τη μ' ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου την ψυχραιμία για να μην του φωνάξω μες στα μούτρα την αλήθεια για την απαγωγή μου και τους βρικόλακες. «Είσαι τρελός. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά μαζί σου! Και για 264
τελευταία φορά, δεν είμαι το μωρό σου!» ούρλιαξα σαν τρελή. Ξαφνικά ήταν σαν να είχε παγώσει ο χρόνος. Κάποιοι περαστικοί σταμάτησαν και με κοίταξαν χωρίς να μπορούν να κρύψουν την έκπληξή τους για το ξέσπασμά μου. Οι φωνές του Τζόελ έσπασαν τη σιωπή. «Τι εννοείς δεν πρόκειται να έρθεις μαζί μου; Και τι θα κάνεις; Θα μείνεις μ' αυτόν;» είπε δείχνοντας με τον αντίχειρά του τον Κάσπαρ. Τα μάτια του χαμήλωσαν κι έμεινε να παρατηρεί για λίγο το χέρι του Κάσπαρ που ήταν τυλιγμένο γύρω απ' τη μέση μου, κρατώντας με σφιχτά πάνω του. Ύστερα με κοίταξε σαν να είχαν ξαφνικά ξεκαθαρίσει τα πάντα μες στο μυαλό του. «Μη μου πεις πως είστε μ. μαζί;» Γούρλωσα τα μάτια και, σοκαρισμένη, αποτραβήχτηκα απ' την αγκαλιά του Κάσπαρ. «Όχι! Φυσικά και δεν είμαστε μαζί! Ποιος; Εγώ κι αυτός; Όχι!» Κοκκίνισα σαν ντομάτα απ' την αμηχανία κι άρχισα να χαζογελάω σαν κοριτσάκι. Ο Κάσπαρ πέρασε το χέρι του γύρω απ' τους ώμους μου, κοιτώντας με διερευνητικά. «Φυσικά και είμαστε μαζί!» είπε. Τον κοίταξα με το στόμα ανοιχτό και ξέσπασα σε κάτι που έμοιαζε με γέλιο και πνίξιμο μαζί. «Τι είν' αυτά που λες; Δεν είμαστε μαζί!» Έκανα πέρα το χέρι του και τον αγpιοκοίταξα. Με ξανατράβηξε κοντά του. «Είμαστε!» Τίναξα τους ώμους πετώντας τα χέρια του από πάνω μου. «Δεν είμαστε. Και δεν έχω να πω τίποτ' άλλο». Μου φάνηκε πως άκουσα τον Κάσπαρ να ψιθυρίζει τη λέξη «ανόητη» μέσα απ' τα δόντια του, κι έστρεψα το βλέμμα στον Τζόελ, που τόση ώρα κοίταζε με σηκωμένο το φρύδι του μια τον έναν μια τον άλλον σαν να παρακολουθούσε αγώνα τένις. «Αν, όπως λες, δεν τα 'χετε, τότε έλα μαζί μου». Μ' άρπαξε απ' το χέρι και με τράβηξε βίαια κοντά του. Ξαφνιασμένη, παραπάτησα κι έχασα την ισορροπία μου. Έκλεισα τα μάτια περιμένοντας την αναπόφευκτη σύγκρουση με το πεζοδρόμιο, όταν ένιωσα ένα κύμα αέρα να στροβιλίζεται κι ένα χέρι να τυλίγεται προστατευτικά γύρω απ' το στομάχι μου και να με σηκώνει όρθια. Άνοιξα τα μάτια και βρέθηκα να κοιτάζω τον Κάσπαρ. Δεν είχα χρόνο να πω κάτι, καθώς με το που βεβαιώθηκε πως ήμουν καλά γύρισε προς τον Τζόελ, ο οποίος
265
έχανε με απίστευτη ταχύτητα το χρώμα απ' το πρόσωπό του. Δε χρειαζόταν να κοιτάξω για να καταλάβω πως τα μάτια του Κάσπαρ είχαν σκοτεινιάσει. Ήξερα πως ήταν εξοργισμένος, από τον τρόπο που γρύλισε. «Θα πρέπει κάποιος να σου δώσει ένα μάθημα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεσαι στα "μωρά" σου, Τζόελ. Ειδικά όταν πρόκειται για κορίτσια με την αξιοπρέπεια της Βιολέτας. Τώρα που το σκέφτομαι, μου φαίνεται πως θα σου το δώσω εγώ αυτό το μάθημα». Ο Τζόελ, αν και εμφανώς τρομοκρατημένος, επιχείρησε να πουλήσει λίγο ακόμα νταηλίκι. «Σοβαρά; Για έλα, λοιπόν. Είμαι πανέτοιμος». Έσφιξε τη γροθιά του και την κούνησε μπροστά στον Κάσπαρ, έτοιμος να τον χτυπήσει. Ο Κάσπαρ έκανε ένα βήμα μπροστά, απαντώντας στην πρόκληση. «Εδώ είμαι! Για να σε δω!» Ο ένας μετά τον άλλον, οι περαστικοί άρχισαν να σταματούν για να παρακολουθήσουν τον καβγά που από στιγμή σε στιγμή θα ξεσπούσε, καθώς ο Τζόελ ετοιμαζόταν να ρίξει την πρώτη του μπουνιά. Ξέροντας πως δεν είχε καμία πιθανότητα να νικήσει τον Κάσπαρ, αποφάσισα να επέμβω και μπήκα ανάμεσά τους. Βρέθηκα ακαριαία να κοιτάζω τη γροθιά του Τζόελ να έρχεται καταπάνω μου. Άπλωσα το χέρι και την μπλόκαρα στον αέρα, διώχνοντας ταυτόχρονα το χέρι του μακριά. Στη συνέχεια του άρπαξα τον καρπό και του τον έστριψα, μέχρι που τον ακινητοποίησα. Μόρφασε απ' τον πόνο. «Αυτό ήταν για την πρώτη φορά που με κεράτωσες!» Σήκωσα μετά τη γροθιά μου και τον χτύπησα στη μύτη, χωρίς ωστόσο να τη σπάσω. Άρχισε να αιμορραγεί. «Κι αυτή για τη δεύτερη!» Έγειρε το κεφάλι του πίσω και μούγκρισε, αφήνοντας εκτεθειμένη, κάτι ομολογουμένως ιδιαίτερα βολικό, την ευαίσθητη περιοχή του. «Και αυτή» είπα, σηκώνοντας το γόνατό μου, «είναι επειδή πήγες να επιτεθείς στον Κάσπαρ!» Χωρίς ίχνος δισταγμού, του έδωσα μια γονατιά στο επίμαχο σημείο. Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο. Διπλώθηκε στα δύο και πιάνοντας τον καβάλο του έπεσε στα γόνατα ουρλιάζοντας. Οι περισσότεροι περαστικοί με κοίταξαν άλλος περισσότερο άλλος λιγότερο αποδοκιμαστικά, κάποιοι άλλοι χαμογέλασαν διακριτικά, ενώ δεν έλειψαν κι εκείνοι που ζητωκραύγασαν.
266
Χαμογελώντας αυτάρεσκα, άρπαξα το χέρι του Κάσπαρ και τινάζοντας θριαμβευτικά τα μαλλιά μου γύρισα να του πω την τελευταία μου ατάκα πριν φύγω. Έστρεψα το βλέμμα μου γεμάτη ικανοποίηση πάνω στο αξιολύπητο αγοράκι που σερνόταν στα πόδια μου αγκομαχώντας, έσκυψα στο επίπεδό του και χαμογέλασα επιδεικτικά. «Ξέρεις κάτι, Τζόελ; Είσαι τόσο, μα τόσο παρελθόν για μένα». Και μ' αυτό φύγαμε. Κρατώντας τον Κάσπαρ απ' το χέρι, χωθήκαμε μέσα στα στενά αποφεύγοντας συνειδητά τους κεντρικούς δρόμους, φοβούμενοι μήπως ο Τζόελ αποφάσιζε να καλέσει την αστυνομία. Αλλά ακόμα κι έτσι, πρώτον ήμουν βέβαιη πως δε θα πίστευαν ποτέ τον Τζόελ και, δεύτερον, κι αν μας καταδίωκαν, δε θα μπορούσαν ποτέ να μας πιάσουν. «Δεν το πιστεύω αυτό που κάναμε!» αναφώνησα όταν είχαμε πια απομακρυνθεί αρκετά. Ο Κάσπαρ χαμογελούσε μ' εκείνο τον ολόδικό του τρόπο -κάτι ανάμεσα σε χαρά και αυταρέσκεια- που απλά με ξετρέλαινε, και αφέθηκε να τον σύρω στους δρόμους του Λονδίνου χασκογελώντας σαν κανένα χαζοκόριτσο. «Πρέπει να είμαι πολύ προσεκτικός μη σε θυμώσω. Θα 'θελα να κάνω παιδιά κάποτε, ξέρεις». Τα γέλια μου μετατράπηκαν σε διαβολικό χαμόγελο. «Το καλό που σου θέλω τότε να προσέχεις» τον προειδοποίησα, κλείνοντάς του το μάτι. «Πού τα έμαθες εσύ αυτά; Δε φαίνεσαι ο τύπος γυναίκας που θα έβγαζε νοκ άουτ έναν άντρα». Με κοίταξε απ' την κορφή ως τα νύχια μ' έναν τρόπο που με έκανε να κοκκινίσω σαν παντζάρι. «Μου έδειξε απλώς κάποιες κινήσεις ο μπαμπάς μου. εντελώς άχρηστες αν έρθω αντιμέτωπη με βρικόλακα, αλλά αρκετά αποτελεσματικές για ανθρώπους». Στο άκουσμα του πατέρα μου το πρόσωπό του συννέφιασε και τα μάτια του σκοτείνιασαν. «Α!» Προσπαθώντας να σπάσω την αμήχανη σιωπή που είχε πέσει ξαφνικά ανάμεσά μας, συνέχισα με τον ίδιο ενθουσιασμό. «Δεν ξέρεις πώς το χάρηκα. Πρώτη φορά που κάνω κάτι τέτοιο στη ζωή μου! Μας έδιωξαν ακόμα κι απ' το Χάμλεϊς!» Χασκογέλασε, μουρμουρίζοντας κάτι του τύπου «Ατακτούλα μου, εσύ!». «Έι!» έκανα και τον τσίμπησα στο μπράτσο. Σήκωσε τους ώμους 267
παιχνιδιάρικα. «Είν' η πρώτη φορά που με διώχνουν από κάπου. Με εξαίρεση μια πιτσαρία, επειδή μιλούσα πολύ δυνατά». Χαμογέλασα καθώς ήρθε στη μνήμη μου εκείνη η βραδιά, όταν δεκατριών χρονών καταβροχθίσαμε με μια παρέα τέσσερις μεγάλες πίτσες εξαντλώντας παράλληλα όλο το απόθεμα του μαγαζιού σε λεμονάδες, φτάνοντας σε απίστευτη υπερδιέγερση λόγω της μεγάλης ποσότητας ζάχαρης που περιείχαν τ' αναψυκτικό Κάσπαρ μού έσφιξε το χέρι προσπαθώντας να κατευνάσει λίγο την υπερδιέγερσή μου. «Τότε μάλλον θα πρέπει να το συνηθίσεις αυτό αν σκοπεύεις να μείνεις μαζί μας. Δε έχουμε τη φήμη ήσυχων παιδιών». Τον κοίταξα σηκώνοντας το φρύδι μου. «Και ποιος σου είπε εσένα ότι είμαι καλό κορίτσι; Επιπλέον, δεν ισχυρίστηκα ποτέ ότι σκοπεύω να μείνω μαζί σας». Του έριξα μια κλεφτή ματιά. Κούνησε αργά το κεφάλι. Φαινόταν σκεφτικός. Του άφησα το χέρι και τραβήχτηκα λίγο μακριά του. «Κάσπαρ, γιατί είπες πως είμαστε, ξέρεις, μαζί;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Για να τον αναστατώσω. Πέτυχε, δεν πέτυχε;» «Υποθέτω πως ναι» μουρμούρισα. «Λες να πει στην αστυνομία ότι βρίσκομαι στο Λονδίνο;» Με κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια. «Ακούγεσαι σαν να ανησυχείς. Όπως και να 'χει, ακόμα κι αν το κάνει, δε θα καταφέρουν να μας πιάσουν εύκολα. Δε θ' ανησυχούσα στη θέση σου». Αυτό τώρα είναι κάπως περίεργο. Δεν ανησυχώ... απλώς ήταν κάτι που έπρεπε να ρωτήσω. «Πώς και δε χύμηξες στον Τζόελ όταν άρχισε να αιμορραγεί;» Ξεφύσηξε περιφρονητικά. «Δε θα 'πινα το αίμα αυτού του μπάσταρδου ακόμα κι αν ήταν ο τελευταίος άνθρωπος πάνω στη Γη. Αηδία». Δεν μπόρεσα να κρατηθώ και ξέσπασα σε γέλια. Η διάθεσή μας είχε γίνει πάλι ανάλαφρη. Το χαμόγελο επέστρεψε στα χείλη του, κι ήρθε λίγο πιο κοντά μου. Του έδωσα μία στο στήθος κοιτώντας τον παιχνιδιάρικα. «Ήσουν έτοιμος να χτυπήσεις κάποιον για μένα. Κάποιοι θα το θεωρούσαν μέχρι και γλυκό εκ μέρους σου. Συν ότι είπες πως είμαι πολύ αξιοπρεπές κορίτσι». «Το είπα, ε;» αναρωτήθηκε στοχαστικά, κοιτώντας ψηλά σαν να ζύγιζε εκείνο που είχε κάνει. Σχεδόν αμέσως γέλασε, κουνώντας το κεφάλι 268
του σαν να απορούσε με τον ίδιο του τον εαυτό, και πέρασε το χέρι του γύρω απ' τους ώμους μου. «Έλα» είπε. «Είναι η πρώτη σου φυσιολογική μέρα εδώ και καιρό, δε θέλω να σ' τη στερήσω». Αυτή τη φορά δε διαμαρτυρήθηκα όταν με άφησε στον Κάιν, στον Ντέκλαν και στους υπόλοιπους. «Πρέπει να πάω κάπου για λίγο». «Πάντα έτσι είναι;» ρώτησα. Ο Κάιν ανασήκωσε τους ώμους. «Ένα πράγμα που πρέπει να μάθεις για τον Κάσπαρ είναι πως, όταν δεν τον θες μες στα πόδια σου, θα σου γίνει στενός κορσές μέχρι ν' αλλάξεις γνώμη. Αντίθετα, όταν θα τον θες κοντά σου, θα φεύγει. Κι αυτό είναι κάτι που δεν μπορείς ν' αλλάξεις». «Αλλαγή σχεδίων» είπε ο Τσάρλι. «Τα κορίτσια θέλουν να πάνε στο πανηγύρι». Ετοιμαζόμασταν να μπούμε στο μετρό για να επιστρέψουμε στο Ίσλιγκτον, αλλά αλλάξαμε γραμμή για να κατευθυνθούμε στο Χάιντ Παρκ. Φτάνοντας βρεθήκαμε σ' ένα πανηγύρι για το Χάλοουιν. Το βαρύ άρωμα της καμένης ζάχαρης απ' το μαλλί της γριάς κάλυπτε κάθε άλλη μυρωδιά στην ατμόσφαιρα. Ο Κάιν μ' έπιασε απ' τον καρπό και χωθήκαμε στο πλήθος. Με τραβούσε χαρούμενος σαν μικρό παιδί. Δε χρειάστηκε να προσπαθήσει για να μου μεταδώσει τον ενθουσιασμό του. Οι σειρήνες των παιχνιδιών στρίγκλιζαν, τα φώτα νέον αναβόσβηναν ρυθμικά και οι υπάλληλοι φώναζαν δυνατά διάφορα, όπως «Για περάστε! Για περάστε! Μία λίρα η διαδρομή στα συγκρουόμενα! Περάστε, κυρίες και κύριοι!». Ένα σωρό αγόρια πάνω κάτω στην ηλικία μου μάζευαν σιωπηλά τα χρήματα κι έδεναν τους επισκέπτες στις θέσεις τους, με βαριεστημένη έκφραση, ασυγκίνητα ως και στα χαμόγελα των όμορφων κοριτσιών που ανά διαστήματα ξεπρόβαλλαν απ' τις σκιές κατά ομάδες. Έκανε πολύ κρύο, αλλά τα χιλιάδες φωτάκια ζέσταιναν γλυκά την ατμόσφαιρα. «Αχ, κοιτάξτε, ένα σπίτι με παραμορφωτικούς καθρέφτες! Πρέπει να μπούμε, ελάτε» φώναξε ενθουσιασμένη η Λάιλα, και αρπάζοντας με το ένα χέρι την Κάθι και με τ' άλλο τον Φάμπιαν -ο οποίος την ακολούθησε χωρίς αντίσταση- τους έσυρε μέχρι την είσοδο. Ο Κάιν πήρε μια βαριεστημένη έκφραση, αλλά πήγε κι εκείνος μαζί τους. Το ίδιο και τα υπόλοιπα τρία αγόρια. Σταθήκαμε στην ουρά για το ταμείο, όπου η Λάιλα έβγαλε ένα σωρό ψιλά πληρώνοντας για όλους.
269
Σύντομα εξαφανίστηκαν πίσω απ' τον μουσαμά. Ο Ντέκλαν μουρμούρισε ότι δεν είχε καμία όρεξη να καθίσει να το δει όλο αυτό, ενώ ο Τσάρλι έτρεχε ήδη αναψοκοκκινισμένος απ' τον ενθουσιασμό πίσω απ' τον Φίλιξ. Πιέστηκα να μείνω ανέκφραστη μπροστά σε όλη εκείνη την παιδική έξαψη, ώσπου μπήκα ξοπίσω τους. Έκανα μερικά βήματα κι έμεινα να κοιτάζω το κοντόχοντρο είδωλό μου μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη δίπλα μου. Ο Κάιν δε φαινόταν πουθενά. Έριξα μια ματιά προς την είσοδο πίσω μου, αλλά δεν ήταν ούτε εκεί. Σκέφτηκα πως μάλλον είχε υιοθετήσει τη στάση του Ντέκλαν και ήταν κάπου έξω. Δεν είχα δει την αντανάκλαση κανενός άλλου απ' τους υπόλοιπους τέσσερις, μέχρι που φτάνοντας κοντά σε μια σκάλα, η οποία μέσα απ' τον καθρέφτη έμοιαζε ρευστή, εντόπισα τη Λάιλα. Κοκάλωσα. Είχε τη γλώσσα της χωμένη βαθιά στο λαρύγγι του Φίλιξ, ενώ ο Φάμπιαν ήταν γονατισμένος μπροστά της, σκορπίζοντας φιλιά και δαγκωματιές στη γυμνή της κοιλιά. Λίγο πιο κει ο Τσάρλι είχε μπήξει τους κυνόδοντές του στον λαιμό της Κάθι και ρουφούσε ηδονικά το αίμα της, ενώ εκείνη του χάιδευε τα μαλλιά με τα καταλεκιασμένα απ' το ίδιο της το αίμα χέρια. Βογκούσε απαλά καθώς το αίμα της κυλούσε αργά απ' τον λαιμό της, λεκιάζοντας τη σάρκα και τα ρούχα της. Αηδιασμένη κι αμήχανη, έκανα πίσω στις μύτες των ποδιών παρακαλώντας μέσα μου να μη με πάρουν είδηση. Με μια απότομη κίνηση ο Φίλιξ γύρισε το κεφάλι καρφώνοντας τα κατακόκκινα μάτια του πάνω μου. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του, αποκαλύπτοντας τους ροζ κυνόδοντές του. «Θα έρθεις;» Κούνησα το κεφάλι μου πέρα δώθε κοιτώντας τον έντρομη. «Όχι, ευχαριστώ». Χωρίς να πάρω το βλέμμα μου από πάνω τους, άρχισα να οπισθοχωρώ, όταν χτύπησα πάνω σε κάτι σκληρό. Υποθέτοντας πως ήταν καθρέφτης, έκανα ένα γρήγορο βήμα προς τα εμπρός και σχεδόν αμέσως έμεινα να χαμογελάω, καθώς ακούστηκε πίσω μου η γνώριμη, υπεροπτική φωνή κάποιου συγκεκριμένου βρικόλακα. «Εννοείται πως δε θέλει να πάρει μέρος στο οργιάκι σας, ηλίθιε». «Χαλάρωσε, μεγάλε, απλώς ρώτησα» ανταπάντησε ο Φίλιξ, τυλίγοντας το μπράτσο του γύρω απ' τον λαιμό της Λάιλα, η οποία ξέσπασε σε γέλια. Την αγριοκοίταξα, προτού στρέψω το βλέμμα μου στον Φάμπιαν, ο οποίος έδειχνε να μην έχει αντιληφθεί καν την παρουσία μου. 270
«Γάμα το, σιγά μη μάθεις εσύ ποτέ να μοιράζεσαι» ψέλλισε ο Φίλιξ, χωμένος βαθιά στον λαιμό της Λάιλα. Αηδιασμένος, ο Κάσπαρ τούς γύρισε την πλάτη και τραβώντας με φύγαμε, αφήνοντας τη Λάιλα να κλαψουρίζει από ηδονή κάτω απ' τους δύο άντρες. Παρά το γεμάτο απορία βλέμμα μου, ο Κάσπαρ δε μου είπε κουβέντα καθώς βγαίναμε απ' το σπιτάκι με τους παραμορφωτικούς καθρέφτες. Έκανε στην άκρη τον μουσαμά και βγήκαμε στο κρύο. Αντίθετα από μένα, δε φάνηκε να πτοείται απ' τον τσουχτερό αέρα κι ας φορούσε μόνο ένα πουκάμισο. «Καταλαβαίνω ότι καίγεσαι να πεις κάτι, επομένως ρίχ' το, Κοριτσάκι. Ακούω». Τον κοίταξα σκυθρωπή. «Πού ήσουν;» Με λοξοκοίταξε. Τα χείλη του ήταν ανοιχτά κι ανασηκωμένα, τα φρύδια του χαμηλωμένα - ήταν ξεκάθαρο πως ήταν θυμωμένος. «Κάπου, Κοριτσάκι, αλλά δεν πρόκειται να σου πω πού, επειδή έχω τη δική μου ζωή και δεν οφείλω να δίνω λογαριασμό σε παιδάκια». Σταμάτησα και τον κοίταξα θιγμένη. Τα φώτα έλουζαν το αλαβάστρινο δέρμα του, τα μάτια του έλαμπαν κόντρα στη φωτισμένη από τα νέον ατμόσφαιρα. Το βλέμμα μου ταξίδεψε στους κυρτούς ώμους του, στα μιτια του που ήταν κρυμμένα πίσω απ' τα μαλλιά του, στα χέρια του που τα κρατούσε χωμένα βαθιά στις τσέπες. «Τι τρέχει μ' εσένα; Νωρίτερα μου πέρασε απ' το μυαλό πως μπορεί και να είσαι καλός κατά βάθος». Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους του, μ' έναν τρόπο που με έκανε ν' αμφιβάλλω αν είχε ακούσει καν εκείνο που του 'χα πει. Αναστενάζοντας οργισμένη, τον σκούντησα και του ξανάκανα την ερώτηση. Σταμάτησε και με κοίταξε διαπεραστικά στα μάτια. «Άσε τις ερωτήσεις, γιατί είμαι στο τσακ να θυμώσω και να σε δαγκώσω». Τα χείλη του έγιναν μια λεπτή γραμμή. Τον κοίταξα για λίγο, και ξαφνικά μ' έπιασαν τα γέλια. «Φοβάμαι τόσο πολύ! Κοίτα με πώς τρέμω!» «Σοβαρολογώ». «Εννοείται πως σοβαρολογείς, Κάσπαρ». Του έδωσα μια γροθιά στο μπράτσο και κλείνοντάς του το μάτι με νόημα έτρεξα προς τα παιχνίδια. Έριξα μια ματιά πίσω μου και του φώναξα: «Έλα, τι περιμένεις; Θέλω ν' ανέβω στην μπαλαρίνα!».
271
KEΦΑΛΑΙΟ 41
Κάσπαρ Βουτηξε κυριολεκτικά στην μπαλαρίνα και βυθίστηκε ευχαριστημένη στο φτηνό δερμάτινο κάθισμα. Κάθισα διστακτικά δίπλα της κι έγειρα διακριτικά στη ζεστασιά που εξέπεμπε το δέρμα της κάτω απ' το παλτό. Ανοιγόκλεισα μια δυο φορές τα μάτια μου προσπαθώντας να περιορίσω το τσούξιμο που μου προκαλούσε η λάμψη από τα χιλιάδες φωτάκια που αναβόσβηναν σαν τρελά και που οι άνθρωποι έδειχναν ν' απολαμβάνουν τόσο πολύ. Φυσικά και κάτι έτρεχε μ' εμένα. Ήξερα πως μου απέμεναν ελάχιστες μόνο ώρες που θα μπορούσα να την αγγίζω, να νιώθω την αίσθηση του λείου δέρματός της πάνω στο δικό μου, εκείνη την αίσθηση που έπιανα τον εαυτό μου να λαχταρά όλο και πιο έντονα κάθε λεπτό που πεpνούσε. Έπιασε να παλεύει με το παλτό της προσπαθώντας να το ξεκουμπώσει. Την κοίταξα με την άκρη του ματιού μου. Μια σταγόνα ιδρώτα που είχε εγκλωβιστεί στη λακκούβα του λαιμού της στραφτάλιζε στο απαλό της δέρμα. Άπλωσα το χέρι μου και ξεκούμπωσα τα δύο πρώτα κουμπιά της, περνώντας ανεπαίσθητα -και σε καμία περίπτωση τυχαία- την παλάμη μου πάνω απ' το μπούστο της. Την ένιωσα να ριγεί, παρ' όλο που το δέρμα της ήταν τόσο καυτό, που νόμιζα ότι είχα αγγίξει φούρνο. Αισθάνθηκα το αίμα της να κοχλάζει στις φλέβες και να ορμάει στα μάγουλά της, βάφοντάς τα κόκκινα. Ψέλλισε ένα απλό «ευχαριστώ». Οι σειρήνες στρίγκλισαν, και τότε το πάτωμα τραντάχτηκε κι άρχισε να κινείται. Το βαγόνι άρχισε να περιστρέφεται. Η προστατευτική μπάρα μπροστά απ' τα καθίσματά μας ταρακουνήθηκε βίαια. Άπλωσα ενστικτωδώς το χέρι μου κι αγκάλιασα σφιχτά τους λεπτεπίλεπτους ώμους της. Για μια στιγμή μου πέρασε απ' το μυαλό ότι θα πρόβαλλε αντίσταση, αλλά εκείνη όχι μόνο αφέθηκε στο αγκάλιασμά μου, αλλά ήρθε ακόμα πιο κοντά μου κι αφήνοντας την μπάρα έγειρε χωρίς ενδοιασμούς 272
το κεφάλι στο στέρνο μου. Η θέρμη του κορμιού της, που γινόταν κάθε μέρα όλο και πιο οικεία, απλώθηκε σ' όλο μου το σώμα σαν χάδι. Ήταν πολύ διαφορετική από κείνη των ανθρώπων που είχαν πέσει κατά καιρούς θύματά μου: η θέρμη τους έσβηνε σταδιακά στα χέρια μου και το δέρμα τους έπαιρνε μια μπλε απόχρωση. Αντίθετα, η δική της γινόταν όλο και πιο έντονη κάτω από το άγγιγμά μου, κάνοντας τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. Είχα αποφασίσει από μήνες πως θα την έκανα δική μου, θα την έπαιρνα, θα την ευχαριστούσα και θα τη χρησιμοποιούσα με όποιον τρόπο μού έκανε κέφι. Και το αίμα της! Ήταν γλυκό -ίσως όχι τόσο γλυκό όσο εκείνο που σερβίριζαν στους χορούς-, αλλά δεν το έπινα για τη γεύση του. Το έπινα επειδή ποθούσα να δω την αντίδρασή της. Ήθελα ν' ακούω το σιγανό κλαψούρισμά της όταν την είχα από κάτω μου και της τρυπούσα τον λαιμό και τις φλέβες. Ήθελα να βλέπω το αίμα της να κυλάει στους λεπτούς ώμους της και να στάζει ανάμεσα στα στήθη της, βάφοντας τις ουλές που της είχε ανοίξει με τη βία ο Ίλτα - τις ουλές που ακόμη πάσχιζαν να κλείσουν. Έπινα το αίμα της επειδή, αντίθετα με κάθε άλλο πλάσμα που είχα πληγώσει, εκείνη δε φώναξε ποτέ, δεν ούρλιαξε, ακόμα κι όταν έκανα να την πονέσω κακοπροαίρετα. Ήταν το πείσμα της που μου εξήπτε την περιέργεια, η σταθερή και ακλόνητη πίστη της σ' ό,τι ήταν για κείνη ηθικό και ενάρετο. Σκέφτηκα τον πατέρα μου. Δενμπορεί να μ'αναγκάσει να σταματήσω να τηναγγίζω. Πώς θα μπορούσε να με σταματήσει; Τι θα έκανε; Θα μας τραβούσε για να μας χωρίσει; Ένα χαμόγελο απλώθηκε στα χείλη της, το οποίο σύντομα μετατράπηκε σε δυνατό γέλιο. Τύλιξε σφιχτά τα χέρια της γύρω απ’ τη μέση μου, τσιρίζοντας και γελώντας, κι αφέθηκε στον ίλιγγο του στροβιλίσματος. Η έξαψη που ένιωθε ήταν μάλλον μεταδοτική, καθώς σύντομα άρχισα να χαμογελάω παρά την απέχθειά μου για την εκκωφαντική, μπιτάτη μουσική και τα φωτορυθμικά. Δε θα μπορούσα να έχω προβλέψει ποτέ εκείνο που ακολούθησε. Προσπαθώντας να τη φέρω πιο κοντά μου, μάλλον τη γαργάλησα, κι έτσι όπως αναπήδησε έπεσε βαριά πάνω στον ώμο μου, τινάζοντας το κεφάλι της προς τα πίσω. Το βλέμμα μου καρφώθηκε στη σάρκα του λαιμού της και σε μια κόκκινη φλέβα που έμοιαζε να πάλλεται στον ρυθμό της μουσικής. Τα μάτια μου έγιναν μεμιάς κόκκινα, το στόμα μου άνοιξε και γρύ273
λισα σιγανά, ξεγυμνώνοντας τους κυνόδοντές μου. Το άρωμά της εισχώρησε βίαια στα ρουθούνια μου κι ένιωσα το μυαλό μου να στροβιλίζεται σ’ έναν άγριο χορό. Και τι δε θα ’δινα να γευτώ έστω και μία σταγόνα απ’ το αθώο αίμα της... Έσκυψα προς τον εκτεθειμένο λαιμό της. Στη σκέψη και μόνο του δροσερού της αίματος το κάψιμο στον λαιμό μου άρχισε να υποχωρεί. Δε με χώριζε ούτε εκατοστό από τον στόχο μου, όταν η φωνή μου, όπως τόσες άλλες φορές το τελευταίο διάστημα, μ’ έκοψε. Σταμάτα. Στον επόμενο χτύπο της καρδιάς της, είχα ήδη φύγει.
274
KEΦΑΛΑΙΟ 42
Βιολέτα ΕΦΥΓΕ. ΠΑΛΙ. Από τη μια στιγμή στην άλλη είχα βρεθεί απ’ την αγκαλιά του πεσμένη με το πρόσωπο στο κάθισμα. Στηρίχτηκα στους αγκώνες μου και σηκώθηκα με κόπο σε όρθια στάση. Με πονούσε αυχένας μου κι ήμουν απίστευτα ζαλισμένη. Ξεροκατάπια για να διώξω την αναγούλα, λαχταρώντας ένα παγωμένο αναψυκτικό. Αγκάλιασα την προστατευτική μπάρα και κλείνοντας τα μάτια έγειρα προς τα μπρος, μετανιώνοντας οικτρά που είχα αποφασίσει να μπω στην μπαλαρίνα. Ακούμπησα το κεφάλι πάνω στα χέρια μου, περιμένοντας καρτερικά να σταματήσει επιτέλους το στροβίλισμα. Κάποια στιγμή το μαρτύριο έλαβε τέλος και, παίρνοντας βαθιά ανάσα, σηκώθηκα και βγήκα τρικλίζοντας απ’ το βαγόνι μου. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει, και για μια στιγμή ένιωσα πως θα λιποθυμούσα. Τουρτουρίζοντας απ’ το κρύο, κούμπωσα βιαστικά το παλτό μου μέχρι πάνω καλύπτοντας το σχεδόν γυμνό μου μπούστο. Έψαξα με το βλέμμα μήπως και τον βρω, αλλά οι μόνοι άνθρωποι τριγύρω ήταν οι συνεπιβάτες μου που έβγαιναν παραπατώντας απ’ τα βαγόνια τους. Πιστεύοντας πως δεν υπήρχε περίπτωση να έχει πάει μακριά, ξεκίνησα να τον ψάχνω. Τριγύρισα για λίγο στον χώρο του λούνα παρκ, αλλά η αναζήτησή μου αποδείχτηκε μάταιη, έτσι αποφάσισα να κοιτάξω και παραέξω προς τα τροχόσπιτα του προσωπικού. Κάποια στιγμή μου φάνηκε πως άκουσα κάτι σαν πνιχτό κλαψούρισμα, κι ακολουθώντας τον ήχο έκανα τον κύκλο ενός τροχόσπιτου αποφασισμένη ν’ ανακαλύψω τι συνέβαινε. Τα εξασθενημένα βογκητά, μαζί μ’ έναν ήχο που έμοιαζε με πλατάγισμα χειλιών, μου έλεγαν πως ήμουν στον σωστό δρόμο. Επιβράδυνα και, πατώντας στις μύτες των ποδιών μου, προχώρησα διστακτικά λίγα μέτρα, ώσπου διέκρινα μια φιγούρα ανάμεσα σε δύο τροχόσπιτα κρυμμένα πίσω από κάτι ψηλές στοίβες από άδεια χαρτόκουτα. Τα μάτια μου άρχισαν να συνηθίζουν σιγά 275
σιγά το σκοτάδι, και απλώνοντας το χέρι μου έκανα τρέμοντας στην άκρη μια κούτα. Κοκάλωσα κι έπιασα το στόμα μου για να μην ουρλιάξω, μορφάζοντας απ’ την ξινίλα που ανέβαινε απ’ το στομάχι μου στον λάρυγγα και απ’ το αποτρόπαιο θέαμα που αποκαλυπτόταν με τόσο βίαιο τρόπο μπροστά μου. Εκεί, σε μια γωνιά, κλεισμένη στην αγκαλιά του Κάσπαρ, βρισκόταν μια κοπέλα με τα ρούχα σκισμένα και το κορμί της καταπληγωμένο. Το χρώμα είχε αρχίσει να εγκαταλείπει το δέρμα της, που έπαιρνε λεπτό με το λεπτό μια άρρωστη γκρίζα απόχρωση – η λάμψη εγκατέλειπε γοργά τα μάτια της. Το μόνο σημείο πάνω της που εξακολουθούσε να διατηρεί κάποιο χρώμα ήταν ο λαιμός της, που έλαμπε κατακόκκινος απ’ το αίμα το οποίο ανάβλυζε απ’ την πληγή που της είχαν ανοίξει οι κυνόδοντες του Κάσπαρ. Ήταν νεκρή. Στάθηκε όρθιος και άφησε το κορμί της να κυλήσει απ’ την αγκαλιά του πάνω στο ανομοιόμορφο, λασπωμένο κράσπεδο. Γύρισε το κεφάλι του αργά προς το μέρος μου. Στάλες αίματος έτρεχαν στο πιγούνι και στον λαιμό του, ενώ τα μάγουλά του ήταν μουτζουρωμένα μ’ ένα ροδακινί κραγιόν – ένδειξη για το πώς είχε καταφέρει να πιάσει το κορίτσι. Ξεροκατάπια προσπαθώντας να κατανικήσω τη ναυτία. Πίεσα τον εαυτό μου να συνεχίσει ν' αναπνέει «Γ... γιατί;» κατάφερα να ψελλίσω. Ένιωθα τα πόδια μου καρφωμένα στο έδαφος. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε μπρος ούτε πίσω. Τα μάτια του άρχισαν να ξανοίγουν κι από κόκκινα έγιναν ροζ, όμως δεν πήραν τη σμαραγδί απόχρωσή τους αλλά μια σταχτί, όμοια με εκείνη του δέρματος του άτυχου κοριτσιού. Της έριξε μια ματιά δαγκώνοντας τα λεκιασμένα με αίμα χείλη του. «Την έλεγαν Τζοάν». «Ήξερες τ' όνομά της;» ψιθύρισα, ανίκανη να πάρω τα μάτια μου απ' το παραμορφωμένο σώμα που κειτόταν μπρούμυτα στο κράσπεδο. Έγνεψε καταφατικά. Το αίμα της είχε κάνει κρούστα γύρω απ' το στόμα του. «Και σε τι βοηθάει να ξέρεις τ' όνομά της;» «Απλά βοηθάει». Έσκυψε και γύρισε το άψυχο κορμί της ανάσκελα, σαν να 'ταν κάνα κομμάτι κρέας. Τράβηξε το φόρεμά της καλύπτοντας τους γοφούς της, και τοποθετώντας από ένα δάχτυλο στα βλέφαρά της
276
της έκλεισε τα μάτια, στα οποία θα έμενε για πάντα χαραγμένος ο τρόμος. «Μήπως είναι καλύτερα έτσι;» Σώπασα και απέστρεψα το βλέμμα μου αηδιασμένη. Η κρούστα γύρω απ' το στόμα του είχε πάρει μια αποκρουστική καφέ απόχρωση. «Δε γίνεται να τριγυρνάς εδώ κι εκεί σκοτώνοντας κόσμο». Άκουσα ένα μουγκρητό πίσω απ' την πλάτη μου. «Είμαι βρικόλακας, Κοριτσάκι. Πρέπει να σκοτώσω για να τραφώ, κι αποφάσισα να είναι εκείνη που θα πεθάνει κι όχι εσύ». Πήρα βαθιά ανάσα και γύρισα επιτόπου σαν να μ' είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα. «Τι;» Πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα στη σιωπή. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η βαριά του ανάσα. «Παραλίγο να σου επιτεθώ στην μπαλαρίνα. Αν το είχα κάνει, τώρα θα ήσουν εσύ στη θέση της». Τον κοίταξα ανίκανη να πιστέψω εκείνα που άκουγα. «Τότε, έπρεπε να έχεις σκοτώσει εμένα!» Έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. Έκανα πίσω. Ένιωσα την καρδιά να χοροπηδάει στο στήθος καθώς όλες μου οι αισθήσεις μού έλεγαν πως έπρεπε να φύγω μακριά του. Γρύλισε απόκοσμα. Τα μάτια του έγιναν μαύρα. «Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις, Κοριτσάκι! Η ζωή σου είναι το μόνο πράγμα που αποτρέπει το ξέσπασμα του πολέμου! Η μία και μοναδική ευκαιρία να σε σκοτώσω ήταν εκείνο το βράδυ στην Τραφάλγκαρ». Με έκανε στην άκρη σπρώχνοντάς με και πήγε να φύγει. Τρίκλισα κι έκανα ένα δυο βήματα προς τα πίσω. Αλλά βρήκα αμέσως την ισορροπία μου και γυρνώντας έξαλλη τον γράπωσα απ' το μπράτσο κι έμπηξα τα νύχια μου βαθιά στη σάρκα του, βάζοντας όλη μου τη δύναμη για να τον εμποδίσω να φύγει. «Και γιατί δεν το 'κανες;» Σκούπισε με το μανίκι το ξεραμένο αίμα στα χείλη του. Κοντοστάθηκε, χωρίς να μπει στον κόπο να με κοιτάξει. «Πρέπει να πάμε να βρούμε τους υπόλοιπους προτού καταλάβουν την απουσία της. Έλα». Έσφιξα ακόμα πιο δυνατά το χέρι του κι επανέλαβα την ερώτησή μου. «Πες μου. Γιατί;» Αντί να μου απαντήσει, τίναξε το χέρι μου από πάνω του κι έφυγε. Τον ακολούθησα λίγο με το βλέμμα, μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Έριξα μια τελευταία ματιά στο κορίτσι που κειτόταν άψυχο μέσα σε μια λίμνη απ' το ίδιο της το αίμα κι έτρεξα να τον προφτάσω. Ήμουν 277
αηδιασμένη, όχι τόσο με το ίδιο το συμβάν όσο με το γεγονός ότι, παρ' όλη την προσπάθεια, δεν ένιωθα τη φρίκη που έπρεπε να νιώθω. «Εγώ δε θα πω τίποτα αν δεν πεις ούτ' εσύ». «Μα αυτό που πας να κάνεις είναι πολύ χοντρό!» «Και τι σε νοιάζει; Αφού δεν τα πάτε καλά πια». «Δε θα καταστραφεί το αυτοκίνητό του όμως;» «Όχι» είπε ο Κάσπαρ γελώντας. «Απλώς θα τον καθυστερήσουμε λιγάκι». Σύνδεσε τα καλώδια κι έκλεισε το καπό. Έκανε τον γύρο του R8 του Φάμπιαν και συνέχισε για το αυτοκίνητο του Τσάρλι. Παρ' όλο που ήξερα πως εκείνο που έκανε ήταν έγκλημα, ταυτόχρονα γνώριζα πως δεν υπήρχαν και πολλοί τρόποι για να τον σταματήσω. «Μη μου πεις πως θα το κάνεις σε όλους;» Χαμογέλασε χαιρέκακα και μετά ξέσπασε πάλι σε γέλια. «Εννοείται πως θα το κάνω. Θα 'ναι η πρώτη φορά που θα έχω το Βάρνλεϊ όλο δικό μου. Ειδικά τώρα που λείπει κι ο πατέρας μου, θα έχουμε λίγη ησυχία επιτέλους. Άλλωστε κάποια στιγμή θα επιστpέψουν ίσως αύριο το πρωί». Τον κοίταξα βλοσυρά. «Να δω αν κατάλαβα καλά. Εννοείς πως θα μείνουμε εγώ κι εσύ μόνοι μας στο Βάρν-λεϊ;» «Ναι». Τράβηξε ακόμα δύο καλώδια κι έκλεισε το καπό. «Τυχερούλα!» «Τυχερούλα» είπα μέσα απ' τα δόντια μου μιμούμενη τον τόνο της φωνής του. «Και ποιος σου λέει ότι δε θα μπορέσουν να τα φτιάξουν μόνοι τους;» Έκλεισε το καπό του αυτοκινήτου της αδερφής του με τέτοια δύναμη, που φοβήθηκα πως θα το έσπαγε. Με κοίταξε με το γνωστό αυτάρεσκο χαμόγελό του. «Τα πλουσιόπαιδα δεν ξέρουν να φτιάχνουν αυτοκίνητα». Τον κοίταξα ανασηκώνοντας το φρύδι παιχνιδιάρικα. «Επομένως, παραδέχεσαι ότι είσαι ένα ψωνισμένο, κακομαθημένο και αλαζονικό πλουσιόπαιδο!» «Δε θυμάμαι να το έχω αρνηθεί ποτέ». Σιγομουρμούρισα κοιτώντας τον μ' αμφιβολία. Έκανα τον γύρο του αυτοκινήτου κι άρπαξα τα κλειδιά που είχε μόλις βγάλει απ' την τσέπη του. «Θα οδηγήσω εγώ». 278
Χύμηξε καταπάνω μου με το χέρι του απλωμένο, αλλά πήδηξα προς τα δεξιά και του ξέφυγα. Κρατώντας τα κλειδιά γερά στη χούφτα, έβαλα τα χέρια μου πίσω απ' την πλάτη και, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από πάνω του, ξεκίνησα για τη θέση του οδηγού. «Έχεις τουλάχιστον δίπλωμα;» γρύλισε κι όρμησε ξοπίσω μου. «Φυσικά». Ήταν η σειρά του να με κοιτάξει δύσπιστος. Συνέχισε να με ακολουθεί γύρω απ' το αυτοκίνητο, παίζοντας το παιχνίδι μου. Αν ήθελε, θα μπορούσε να με έχει ήδη πιάσει. Αφού διαμαρτυρήθηκα για λίγη ώρα, λέγοντάς του ότι ήμουν ικανότατη οδηγός (προφανώς ανησυχούσε μην και χτυπήσω το «μωρό» του), παρέδωσε απρόθυμα τα όπλα και αλλάζοντας πορεία πήγε προς τη θέση του συνοδηγού. «Να ξέρεις ότι δε σ' έχω συγχωρήσει ακόμη» του είπα. Σταμάτησε και με κοίταξε. Ήταν εμφανές πως το διασκέδαζε. «Δεν περίμενα τίποτα διαφορετικό από σένα. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω πόσο πεισματάρα είσαι». Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Τον ακολούθησα. «Και τι ακριβώς θες να πεις μ' αυτό;» ρώτησα επιτακτικά. «Θέλεις ειλικρινά να μάθεις;» «Ναι» απάντησα επίμονα. «Δε δίνεις δεκάρα για κείνο το κορίτσι που σκότωσα. Δε θα 'δινες δεκάρα ακόμα κι αν σκότωνα άλλα εκατό. Ο μόνος λόγος για τον οποίο σε νοιάζει είναι επειδή το συμβάν ανατρέπει την άψογη άποψή σου ότι δεν είμαστε ή, καλύτερα, δενείμαι από τη φύση μου αρπακτικό». Με κοίταξε διερευνητικά, περιμένοντας την αντίδρασή μου. «Ξέρω ότι είσαι δολοφόνος, δεν είμαι ηλίθια» είπα αναστενάζοντας, παλεύοντας μες στην ταραχή μου να βάλω τα κλειδιά στη μίζα. «Πίνεις το αίμα του κόσμου! Λες να μην το ’χω καταλάβει;» Το ξέρω πως είναι αρπακτικό. Δε θα το ξεχάσω ποτέ, ό,τι κι αν λέει. Είχα τις πληγές και τις ουλές μου να μου το θυμίζουν. Είχα δει αναρίθμητες εικόνες, είχα βιώσει αναρίθμητες εμπειρίες που μου υπενθύμιζαν τι ήταν ικανοί –εκείνος και οι όμοιοί του– να κάνουν. Ήξερα από πρώτο χέρι μέχρι πού θα έφτανε ένας βρικόλακας για να πάρει αυτό που ήθελε. Αλλά έχει δίκιο για ένα πράγμα. Δε με ενοχλεί πραγματικά που σκότωσε εκείνο το κορίτσι. Φυσικά κι ένιωσα άσχημα. Είχε πεθάνει στη θέση μου, και ήξερα πως θα ’πρεπε να ζήσω με την ενοχή καθώς και άλλοι άνθρωποι θα θυσιάζονταν για να παραμείνω εγώ ζωντανή. Αλλά τους είχα δει να διαμελίζουν και να καταβροχθίζουν τόσο πολλούς ανθρώπους αλλά και βρικόλακες, που σχεδόν παρέλυα πλέον σκεφτόμενη 279
το γεγονός. «Το έχεις όντως καταλάβει, Βιολέτα;» ρώτησε, παρακολουθώντας με ανήσυχος ν’ αλλάζω ταχύτητα, σχεδόν καρφώνοντάς τη. «Ναι! Έχω και τα γαμημένα τα σημάδια που το αποδεικνύουν!» Τράβηξα τον γιακά και του έδειξα τον λαιμό μου. Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να κρυφοκοιτάζει τον λαιμό μου. «Δε με πείθεις. Πιστεύω πως νομίζεις ακόμη ότι μπορείς ν’ αλλάξεις αυτό που είμαστε, αλλά δεν μπορείς. Απλά δεν μπορείς…» Η φωνή του έσβησε. Κάρφωσε το βλέμμα του έξω απ’ το παράθυρο. «Δεν προσπαθώ να σε αλλάξω. Απλώς δε θέλω να σκοτώνεις για να φας. Μην ξεχνάς άλλωστε πως είμαι χορτοφάγος». «Τέλος πάντων. Αριστερά εδώ» μουρμούρισε, καθώς έβγαινα στον κύριο δρόμο. Κατάλαβα πως η συζήτηση είχε λάβει τέλος, κι έτσι έμεινα σιωπηλή. Κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο στον δρόμο, χαμογέλασα στην ιδέα ότι οδηγούσα ένα τόσο ακριβό και γρήγορο αυτοκίνητο. Είχε περάσει πολύς καιρός από την τελευταία φορά που είχα οδηγήσει, και μιλάμε απλά για το αυτοκίνητο της μητέρας μου στους σχεδόν μόνιμα μπλοκαρισμένους δρόμους του Τσέλσι. Καμία σύγκριση με την υπέροχη παραθαλάσσια διαδρομή που έκανα εκείνη την ώρα. Ξαφνικά η συνειδητοποίηση του πώς θα αντιδρούσε ίσως ο Κάσπαρ αν έκανα έστω και μια γρατζουνιά στο πολύτιμο μωρό του με χτύπησε σαν ηλεκτρικό ρεύμα. Μπορεί να με είχε δαγκώσει πολλές φορές, ωστόσο η ιδέα συνέχιζε να με τρομοκρατεί, κι έκανε την ανάσα μου να κόβεται κάθε φορά που το θυμόμουν. Κάναμε μια παράκαμψη και περάσαμε από τους έρημους –λόγω της ώρας– δρόμους μιας κωμόπολης· ακολουθώντας ύστερα τα σήματα ξαναβγήκαμε στον παραθαλάσσιο δρόμο. Οι σκέψεις μου χάθηκαν και ξεχάστηκα για λίγο χαζεύοντας μια προκυμαία που απλωνόταν πάνω από μια λασπώδη παραλία, για να φτάσει μέχρι τα θολά νερά των Εκβολών του Τάμεση. «Πού πηγ–» «Συνέχισε όλο ευθεία για Άιλ οφ Γκρέιν, αλλά στρίψε στην ταμπέλα που λέει προς Ολ Χάλοους. Αποκεί θα προχωρήσεις προς το Λόου Μάρσις». «Εντάξει» μουρμούρισα, αιφνιδιασμένη από τον απότομο τρόπο του και την ξαφνική αλλαγή στον τόνο της φωνής του. Του έριξα μια γρήγορη ματιά. Κοίταζε σκυθρωπός έξω απ’ το παράθυρο. Τα χείλη του είχαν γίνει μια στενή γραμμή. Έσμιξα τα φρύδια μου προβληματισμένη. Γύρισε απότομα το κεφάλι του. «Τι;» Έστρεψα αμέσως το βλέμμα μου στον δρόμο, κοκκινίζοντας απ’ 280
την αμηχανία. Η νύχτα άπλωνε το πέπλο της πάνω απ’ τη θάλασσα καταβροχθίζοντας το λαμπερό πορτοκαλί φως που η πόλη λάτρευε με πάθος. Εκεί ο ουρανός ήταν πιο καθαρός και χιλιάδες αστέρια έλαμπαν στο στερέωμα. Ήταν σαν κάποιος να είχε σκορπίσει χρυσόσκονη πάνω σ’ ένα μαύρο πανί, με τη μόνη διαφορά πως πού και πού κάποιο σύννεφο έμπαινε μοιραία μπροστά απ’ τ’ αστέρια μετριάζοντας για λίγο τη λάμψη τους. Οι δρόμοι ήταν άδειοι. Είχαμε αφήσει από ώρα την κεντρική αρτηρία, κι ο δρόμος είχε αρχίσει να στενεύει. Εντόπισα την πινακίδα για Λόου Μάρσις και ακολουθώντας το βέλος αρχίσαμε ν’ ανεβαίνουμε τους λόφους του Βάρνλεϊ, αφήνοντας οριστικά τη θάλασσα πίσω μας. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, λαχταρούσα να επιστρέψω στους χοντρούς πέτρινους τοίχους του πύργου, να χωθώ στα παγωμένα μου σεντόνια, να εισπνεύσω ξανά τη μυρωδιά της μούχλας. Με κάποιον τρόπο μ’ έκανε να νιώθω ασφαλής –παρ’ όλο που είχε αποδειχτεί περίτρανα ότι η ασφάλεια ήταν το τελευταίο αίσθημα που θα ’πρεπε να μου προκαλεί– , κι αναρωτήθηκα αν είχα αρχίσει να εξομοιώνω τον εγκλεισμό με την ασφάλεια. Στο Βάρνλεϊ δεν έπαιρνα αποφάσεις. Στο Βάρνλεϊ έκανα απλώς εκείνο που μου έλεγαν. Μόνο που όταν θα επέστρεφα, όσο κι αν ποθούσα να τελειώσει εκείνη η μέρα, ήξερα πως υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να μου ανακοινωθεί μία ακόμα απόφαση που θα είχε ληφθεί ερήμην μου – που θ’ αφορούσε την υπόστασή μου ως ανθρώπου. Μια απόφαση που θα είχε ληφθεί από το λεγόμενο «συμβούλιο των διαστάσεων». Κι εκείνη ήταν ίσως η μόνη απόφαση που θα έπρεπε να έχει αφεθεί σ’ εμένα. Κι έπειτα ήταν και η ανάμνηση του φιλιού με τον Κάσπαρ που στοίχειωνε τη σκέψη μου. Ένα έντονο φως στον καθρέφτη μ’ έβγαλε απ’ τις σκέψεις μου. Ακριβώς πίσω μας υπήρχε ένα αυτοκίνητο με τους προβολείς στραμμένους σταθερά πάνω μας. Αγχωμένη, καθώς έβλεπα πόσο κοντά μας ήταν, επιτάχυνα. Ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου επιβράδυνε, συνειδητοποιώντας προφανώς ότι προτιμούσα να κρατήσω αποστάσεις. Ο Κάσπαρ ακούμπησε πάλι το μέτωπό του στο παράθυρο κι άρχισε να κάνει μαλάξεις στους κροτάφους του. Κάποια στιγμή, εντελώς απροειδοποίητα, πετάχτηκε πάνω. «Εκτελεστές» είπε μ’ έναν συριγμό. Πήρε αμέσως τα ηνία. «Κάνε στην άκρη! Βγες έξω!» ούρλιαξε. Είχα ακινητοποιηθεί απ’ τον πανικό. Σαν να μην καταλάβαινα καν τι έλεγε. «Έξω, Βιολέτα! Κουνήσου!» Έκανα μηχανικά στην άκρη, αλλά δεν μπορούσα να μετακινηθώ. Εκτελεστές. «Θα 281
οδηγήσω εγώ!» Εκτελεστές. «Βιολέτα!» «Εκτελεστές» μουρμούρισα. «Ορίστε…» Οι εκτελεστές που είχα δει στ’ όνειρό μου. Εκείνοι πρέπει να ’ταν. Βγήκε απ’ το αυτοκίνητο, ήρθε δίπλα μου και χτύπησε τα χέρια του με δύναμη πάνω στην οροφή. «Ακριβώς! Εκτελεστές! Και είναι δω για σένα. Τώρα θα κάνεις στην άκρη ή όχι;» Είχα στραμμένο το βλέμμα πάνω του, αλλά το μόνο που έβλεπα ήταν τα απειλητικά μαύρα σύννεφα που έτρεχαν μ’ απίστευτη ταχύτητα καταπίνοντας αμετάκλητα τον ουρανό στο πέρασμά τους. Είχα επικεντρώσει όλη μου την προσοχή πάνω του, αλλά το μόνο που άκουγα ήταν το ουρλιαχτό του αέρα που λυσσομανούσε σηκώνοντας σκόνη και φύλλα στο πέρασμά του. Τον έβλεπα ν’ ανοιγοκλείνει το στόμα του, αλλά το μόνο που μπορούσα ν’ ακούσω ήταν η δική μου συνεσταλμένη φωνή, κόντρα στις βροντές που έσκιζαν τη σιωπή της νύχτας. Βγήκα διστακτικά απ’ το αμάξι. «Είναι δω για μένα. Θα μπορούσα να πάω σπίτι...» Μία μόνο λέξη, ένας και μοναδικός υπόκωφος βρυχηθμός δραπέτευσε απ’ τα χείλη του: «Όχι». «Θα μπορούσα να γυρίσω σπίτι, να δω τους φίλους μου, να πάω στο πανεπιστήμιο...» «Όχι». «Να δω την οικογένειά μου». «Όχι...» «Να δω τη Λίλι…» Η παγωμένη του ανάσα μαστίγωσε το πρόσωπό μου καθώς κόλλησε το μέτωπό του στο δικό μου. Τα δάχτυλά του πλέχτηκαν με τα δικά μου. Μπορούσα να νιώσω τον υγρό αέρα να περνάει ανάμεσά τους. «Δεν μπορώ να σ’ το αρνηθώ αυτό, Βιολέτα. Κοριτσάκι! Πήγαινε σπίτι». Τραβήχτηκα μακριά του. «Τ… τι;» «Πήγαινε σπίτι. Δραπέτευσε απ’ αυτή τη ζωή που τόσο σε απωθεί». Οι λέξεις του ακούστηκαν σαν ψίθυρος, βεβιασμένες και αβέβαιες. «Μα–» «Μείνε άνθρωπος». Έσφιξε απελπισμένα το χέρι μου και το ’φερε τρέμοντας στα χείλη του, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί πάνω στις κλειδώσεις μου. Σφίγγοντάς το μια τελευταία φορά, το άφησε απαλά στο πόδι μου κι έκανε πίσω. «Φρόντισε τη Λίλι. Μην την αφήσεις να φύγει». Τα μάτια του γυάλιζαν όπως μια αχτίδα του σεληνόφωτος στα ήρεμα νερά μιας λίμνης, και για μία μόνο στιγμή αναρωτήθηκα αν ήταν 282
δάκρυα εκείνα που έλαμπαν στα μάτια του – αλλά αυτός ήταν ο Κάσπαρ. Δε θα ξόδευε ποτέ έτσι απλά τα δάκρυά του. «Απλώς φύγε! Φύγε προτού αλλάξω γνώμη! Φύγε!» φώναξε. Τα μάτια του έκαιγαν, στάχτη και μετά φωτιά. Μια αστραπή έριξε το φως της πάνω στο παιχνιδιάρικο λιπόσαρκο πρόσωπό του, προτού χαθεί στον ορίζοντα σκίζοντας την ομίχλη που λικνιζόταν πάνω απ’ τη θάλασσα στα δύο. Πριν περάσει ένα δευτερόλεπτο, ήρθε η σειρά της βροντής να κόψει στα δύο τη σιωπή που έπεφτε βαριά ανάμεσά μας. Μια δεύτερη αστραπή, σαν την οβίδα που βρίσκει τον στόχο της, έπεσε σ’ ένα δέντρο καίγοντάς το συθέμελα. Οι βροντές χτυπούσαν σαν τύμπανα πολέμου γύρω μας. Έκανα πίσω παραπατώντας, χωρίς να πάρω λεπτό τα μάτια μου απ’ τα δικά του, καθώς τον κοίταζα να πασχίζει ν’ ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου. Ήξερα πως κανένας απ’ τους δυο μας δεν έπρεπε να χρονοτριβεί. Ο τρόμος έσφιξε σαν μέγγενη την καρδιά μου καθώς σκέφτηκα για πρώτη φορά τι θα του έκαναν οι εκτελεστές στην περίπτωση που τον έπιαναν. Συνειδητοποίησα πως μπροστά μου ανοίγονταν δύο δρόμοι. Θα μπορούσα να πάω με τους εκτελεστές, αφού ήταν ούτως ή άλλως εκεί για μένα, ή απλά να φύγω μόνη μου. Θυμήθηκα τα λόγια του εκτελεστή στο όνειρό μου, και αποφάσισα αμέσως ποιο δρόμο θ’ ακολουθούσα. Χίλιες φορές σ’ ένα δάσος γεμάτο βρικόλακες παρά μ’ εκείνους. Φρενήρης η φωνή μου, ούρλιαζε μες στο μυαλό μου τρέξε, τρέξε, τόσο επιτακτικά, που δεν μπορούσα να την αγνοήσω. Κάρφωσα το βλέμμα μου στους κορμούς των δέντρων κι ετοιμάστηκα να βουτήξω ανάμεσά τους, αλλά όχι πριν ρίξω μια τελευταία ματιά στον Κάσπαρ. Στεκόταν κοκαλωμένος και με κοίταζε με μια έκφραση που δεν είχα δει ποτέ στο πρόσωπό του. Μόλις οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, μου γύρισε την πλάτη κι έκανε να μπει στο αυτοκίνητο. Ο αέρας ούρλιαζε, σφύριζε, μεταφέροντας στ’ αυτιά μου δύο μόνο λέξεις: Αντίο, Βιολέτα. Κάπου έπεσε ένας κεραυνός. Τα μάτια μου γέμισαν ξαφνικά δάκρυα. Η μάσκαρα άρχισε να κυλάει στα μάγουλά μου κι έτριψα τα μάτια με λύσσα προσπαθώντας να διώξω μακριά τη θλίψη. Δύο αυτοκίνητα πήραν σπινάροντας τη στροφή με τα λάστιχά τους να στριγκλίζουν απειλητικά στο οδόστρωμα. Η καρδιά μου αναπήδησε. Τυφλωμένη απ’ το φως των προβολέων τους, τα παρακολούθησα να σφίγγουν τον κλοιό τους γύρω μου. Δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. 283
Γύρισα επιτόπου κι έτρεξα προς το αυτοκίνητο του Κάσπαρ· άνοιξα τρέμοντας την πόρτα του συνοδηγού και βούτηξα στην κυριολεξία στο κάθισμα, ακριβώς τη στιγμή που έβαζε μπρος. Έκλεισα την πόρτα με δύναμη κι έριξα μια ματιά στον Κάσπαρ. «Τι διάολο;» μου φώναξε θυμωμένος. «Δεν μπορώ να φύγω. Απλά δεν μπορώ!» είπα με κομμένη την ανάσα. Κοίταξα γρήγορα πίσω μου. Τα αυτοκίνητα ήταν στα πενήντα μέτρα. «Αχ, Θεέ μου, θα μας πιάσουν!» «Εντάξει, ηρέμησε τώρα και βάλε τη ζώνη σου» μου είπε αποφασιστικά βάζοντας πρώτη. Δε χρειάστηκε να μου το πει δεύτερη φορά. Δέθηκα και βρέθηκα κολλημένη στην πλάτη του καθίσματος καθώς ο Κάσπαρ πατούσε τέρμα το γκάζι. Κοπάνησα το κεφάλι μου πίσω και γράπωσα το κάθισμα με όλη μου τη δύναμη, καρφώνοντας το βλέμμα μου μπροστά, βέβαιη πως δε θα έβγαινα ζωντανή από κείνη τη διαδρομή. Σταμάτα να παραπονιέσαι! Αν ήθελες να μείνεις ζωντανή, θα ’πρεπε να γυρίσεις σπίτι σου, στην αγκαλιά του μπαμπάκα σου! τσίριξε η φωνή μου μες στο μυαλό μου, σε τόσο υψηλή συχνότητα, που κατάλαβα ότι ήταν το ίδιο πανικόβλητη μ’ εμένα. Ο Κάσπαρ κοίταζε τρελαμένος μια τους καθρέφτες, μια τον δρόμο, μια εμένα, καθώς η ανησυχία κι ο θυμός εναλλάσσονταν στα μάτια του. Έκανα να σκουπίσω τα δάκρυά μου, αλλά εγκατέλειψα γρήγορα την προσπάθεια καθώς πήραμε μια απότομη στροφή και βρέθηκα να κρατιέμαι και πάλι απ’ το κάθισμα. «Πρέπει να καταφέρουμε να φτάσουμε στα σύνορα του Βάρνλεϊ. Δεν είμαστε μακριά. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα και θα ’μαστε ασφαλείς» μουρμούρισε, περισσότερο για να τ’ ακούσει ο ίδιος. Κούνησα το κεφάλι, ανίκανη ν’ αρθρώσω λέξη. Τα λάστιχά μας στρίγκλιζαν καθώς η βελόνα του κοντέρ πλησίαζε τα εκατόν εξήντα – ταχύτητα που ακόμα και σε στρωτό δρόμο θα ήταν υπερβολική για οποιονδήποτε άνθρωπο, πόσο μάλλον σε έναν τόσο στενό, ανηφορικό, κλεισμένο μέσα σε τεράστιους κορμούς δέντρων δρόμο. «Μπορείς να διακρίνεις τι αυτοκίνητα οδηγούν;» με ρώτησε αγχωμένος, καθώς πλησιάζαμε μια απότομη στροφή σαν φουρκέτα. Έκοψε το τιμόνι όλο δεξιά και προς στιγμή φάνηκε να χάνει τον έλεγχο. Ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη, καθώς περάσαμε ξυστά απ’ τον κορμό ενός δέντρου. «Λέγε! Τι αμάξια οδηγούν;» επανέλαβε, ισιώνοντας το τιμόνι τόσο απότομα, που με πέταξε πάνω στην πόρτα. «Δεν ξέρω! Πού να δω;» τσίριξα, ρίχνοντας άλλη μια φευγαλέα 284
ματιά στον καθρέφτη. «Είναι σκοτάδι πίσσα έξω! Τι σημασία έχει άλλωστε; Απλώς συγκεντρώσου στον δρόμο». «Θέλω να ξέρω αν μπορούμε να τους ξεφύγουμε» μου εξήγησε ιδιαιτέρως ήρεμα, δεδομένης της κατάστασης. «Δε θέλω να ζορίσω το μωρό μου αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο». «Κατάλαβα, λοιπόν...» Παλεύοντας με τη ζώνη μου κατάφερα να ρίξω μια ματιά προς τα πίσω. «Είναι... μαύρα;» «Άσ’ το» γρύλισε. «Προσπάθησε απλώς να μην πανικοβληθείς». Προτού καν προλάβω να επεξεργαστώ εκείνο που μου είπε, είχε γυρίσει προς τα πίσω και κοίταζε τα αυτοκίνητα που μας ακολουθούσαν, οδηγώντας στην ουσία στα τυφλά. «Γαμώ το–» Η υπόλοιπη πρόταση δε βγήκε ποτέ απ’ τα χείλη μου. Η μηχανή βρυχήθηκε απελπισμένα και το αυτοκίνητο άρχισε να στριφογυρίζει ανεξέλεγκτα. Τρελή από αγωνία, κάρφωσα το βλέμμα στον κορμό ενός δέντρου που ερχόταν καταπάνω μας με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Ο Κάσπαρ έκοψε το τιμόνι προς την αντίθετη κατεύθυνση, και κατεβάζοντας ταχύτητα το έφερε στην ευθεία στέλνοντάς με ξανά με δύναμη πάνω στην πόρτα. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει απ’ τον πόνο. Τ’ αυτιά μου βούιζαν από την πρόσκρουση, αλλά δεν τολμούσα να πάρω τα χέρια απ’ το κάθισμα. «Άλφα Ρομέο. Και τα δύο» μούγκρισε μέσα απ’ τα δόντια του ο Κάσπαρ, διώχνοντας μ’ ένα τίναγμα τα μαλλιά από το πρόσωπό του. «Κι είναι κακό αυτό;» «Είναι κακό». «Πόσο κακό;» «Πολύ. Δεν μπορούμε να τους ξεφύγουμε. Θα μπορούσαμε, βέβαια, να συνεχίσουμε να οδηγούμε ελπίζοντας να τους καεί η μηχανή» αστειεύτηκε κάπως βεβιασμένα. Δεν είχε καλά καλά προλάβει να τελειώσει την πρότασή του, όταν ένα τρομερό μουγκρητό μ’ έκανε ν’ αναπηδήσω στη θέση μου. Κοιτώντας απ’ τον πλαϊνό καθρέφτη συνειδητοποίησα πως ένα απ’ τα αυτοκίνητα που μας καταδίωκαν κέρδιζε γρήγορα έδαφος. Ο Κάσπαρ πάτησε το γκάζι τέρμα και ξεχυθήκαμε προς τα μπρος, αλλά χωρίς να χάσει χρόνο ο οδηγός του πίσω αυτοκινήτου επιτάχυνε, μειώνοντας δραματικά την απόσταση μεταξύ μας. «Πρέπει να φτάσουμε στα σύνορα» επανέλαβε ο Κάσπαρ, επιβραδύνοντας ανεπαίσθητα για να πάρει μια κλειστή στροφή πριν συνεχίσει ν’ ανεβαίνει τον λόφο. Μόνο που εκείνη τη φορά ο οδηγός του άλλου αυτοκινήτου δεν τον μιμήθηκε και, αντί να επιβραδύνει, επιτάχυνε, κι έτσι σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε βρεθεί δίπλα μας. Δεν τολμούσα 285
να γυρίσω να κοιτάξω. Δεν τολμούσα ν’ αντικρίσω το χαμόγελο εκείνου που ένιωθα πως θα ήταν ο εκτελεστής Τζάιλς. «Όχι! Δε θα σου δώσω την ευχαρίστηση. Κανείς δε θα κάνει ούτε μια γρατζουνιά στο μωρό μου!» φώναξε ο Κάσπαρ, βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό βρυχηθμό από μέσα του καθώς ο εκτελεστής προσπαθούσε να μας χτυπήσει απ’ το πλάι. Η ταχύτητα με την οποία τρέχαμε ως εκείνη τη στιγμή δεν ήταν τίποτα μπροστά στην ταχύτητα που ανέπτυσσε πλέον ο Κάσπαρ, κάνοντας τη μηχανή να μουγκρίζει σαν άγριο θηρίο. Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να προσεύχομαι σε όποιον θεό ήξερα να μας βοηθήσει να φτάσουμε με ασφάλεια στο σπίτι. Καθώς ανεβαίναμε προς την κορφή του λόφου, η μηχανή άρχισε να κάνει διακοπές. Έσφιξα τα σαγόνια και, κρατώντας την αναπνοή μου, ένιωσα το αυτοκίνητο να αιωρείται για κάποια δευτερόλεπτα, προτού προσγειωθεί με πάταγο στο οδόστρωμα κι αρχίσει να κατεβαίνει τον λόφο. «Πλησιάζουμε... Από λεπτό σε λεπτό φτάνουμε» μουρμούριζε αποφασιστικά μέσα απ’ τα δόντια του ο Κάσπαρ, καθώς πατούσε για μια ακόμα φορά το γκάζι τέρμα, παίρνοντας μια κλειστή αριστερή στροφή. «Θα πεθάνω, το ξέρω, θα πεθάνω» κλαψούρισα, κρατώντας τα μάτια μου κλειστά. «Όχι, δε θα πεθάνεις!» γρύλισε ο Κάσπαρ, και τον άκουσα να κατεβάζει ταχύτητα. «Θα πεθάνω, δε θέλω να πεθάνω!» «Και να μαστε στο…» «Θα πεθάνω… Δε θέλω να πεθάνω... Είμαι πολύ νέα για να πεθάνω... Ούτε στην Ντίσνεϊλαντ δεν έχω πάει ακόμη!» φώναζα κλαίγοντας σαν υστερική, χωρίς να έχω αντιληφθεί καν ότι το αυτοκίνητο είχε επιβραδύνει σημαντικά. «Βι–» «Θα πεθάνω!» «Κοριτσάκι! Για τελευταία φορά, δε θα πεθάνεις! Φτάσαμε! Γλιτώσαμε! Δεν μπορούν να μας ακολουθήσουν! Δεν μπορούν να περάσουν τα σύνορα!» ούρλιαξε πάνω απ’ τα αναφιλητά μου. Έσβησε τη μηχανή και χτύπησε τα χέρια του με ικανοποίηση πάνω στο τιμόνι. «Ε;» άνοιξα επιφυλακτικά τα μάτια, παίρνοντας ταυτόχρονα τα χέρια μου απ’ το κάθισμα. Ήμασταν όντως σπίτι: τα φώτα του γκαράζ έπεφταν παιχνιδιάρικα πάνω στα αστραφτερά αυτοκίνητα, το παρήγορο ουρλιαχτό του αέρα ανάμεσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές των δέντρων αντιλαλούσε μέχρι τους μακρινούς λόφους του Βάρνλεϊ, γεμίζοντας γαλήνη την ψυχή μου. 286
«Έφυγαν. Τελείωσε» ψιθύρισε ο Κάσπαρ, μ’ έναν τόνο που ήμουν σίγουρη πως έλπιζε να είναι κατευναστικός. «Ω Θεέ μου!» μουρμούρισα. Έκρυψα το πρόσωπό μου στα χέρια κι άρχισα να παίρνω βαθιές ανάσες, προσπαθώντας να κατεβάσω τους παλμούς της καρδιάς μου. «Ω Θεέ μου, νομίζω πως χρειάζομαι ένα φλιτζάνι τσάι».
287
KEΦΑΛΑΙΟ 43
Βιολέτα Η ΤΣΑΓΙΕΡΑ ΣΦΥΡΙΞΕ και κάθισα αποκαμωμένη στο σκαμπό. Δίπλωσα τα χέρια μου στον πάγκο κι έγειρα το κεφάλι πάνω τους. Ένιωθα απίστευτα καταβεβλημένη – διαλυμένη. Το στριγκό σφύριγμα της τσαγιέρας μαζί με το ανεπαίσθητο κουδούνισμα των κατσαρολικών, που ήταν κρεμασμένα στον τοίχο, ηχούσαν εκκωφαντικά μέσα στο κεφάλι μου. Ανατρίχιασα στη θύμηση των όσων είχαν συμβεί. Το σφύριγμα έσβησε, κι ένιωσα τον ατμό απ’ το βρασμένο νερό να μου γαργαλάει τη μύτη. Ανασηκώθηκα και στηρίχτηκα στους αγκώνες μου. Ο Κάσπαρ ήταν πεσμένος στα γόνατα πίσω απ’ τον πάγκο και κάτι ψαχούλευε σ’ ένα ντουλάπι βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Ψέλλισε ότι θα επέστρεφε σε λίγο κι εξαφανίστηκε. Έπεσα ξανά βαριά πάνω στα χέρια μου, επικεντρώνοντας όλη μου την προσοχή στην ανάσα μου, αγνοώντας κάθε άλλο θόρυβο μέσα στην κουζίνα ο οποίος θα μπορούσε να ταράξει τη γαλήνη που μου χάριζε η σιωπή. Ο ήχος μιας άλλης ανάσας με ανάγκασε να υψώσω για μια στιγμή το βλέμμα μου και κοιτώντας μέσα απ’ τα μαλλιά μου, που έπεφταν στο πρόσωπό μου, είδα πως είχε επιστρέψει ο Κάσπαρ κουβαλώντας σχεδόν τρυφερά στα χέρια του ένα μπουκάλι. «Αυτό εδώ είναι το τελευταίο μπουκάλι ενός καταπληκτικού σκοτσέζικου ουίσκι του 1993, απ’ το κελάρι του πατέρα μου. Θα σε παρακαλούσα να μην του πεις τίποτα. Έχει ψύχωση με τα ποτά του». Κι εγώ που νόμιζα πως το κελάρι χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος για τα φέρετρά τους. Με μια αέρινη κίνηση το άνοιξε, και με μια μόνο γουλιά κατέβασε απίστευτη ποσότητα ποτού, που θα μπορούσε να κάνει έναν άνθρωπο να σωριαστεί σε δευτερόλεπτα στο πάτωμα, αλλά προφανώς δεν ίσχυε το 288
ίδιο για τους βρικόλακες. «Τσάι είπα πως ήθελα να πιω, όχι ουίσκι» απάντησα, παρατηρώντας με κάποια έκπληξη το πόσο κουρασμένη ακουγόμουν. Άφησε μ’ έναν γδούπο το μπουκάλι στον πάγκο, χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα από πάνω μου. Μου ετοίμασε το τσάι, χωρίς να μπει στον κόπο να με ρωτήσει αν ήθελα γάλα ή ζάχαρη, κι έσπρωξε απ’ την απέναντι μεριά του πάγκου την αχνιστή κούπα προς το μέρος μου. Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρισκόταν δίπλα μου, με το ουίσκι στο χέρι. Μου πήρε την κούπα μέσα απ’ τα χέρια. «Πίστεψέ με, με τη μέρα που είχες ένα σφηνάκι απ’ αυτό εδώ θα κάνει θαύματα» είπε, κι έριξε μια γενναία δόση αλκοόλ στο τσάι μου. Δεν είχα τη δύναμη ν’ αντιδράσω. Σταύρωσα απλώς τα χέρια μου και τον κοίταξα με δυσπιστία. «Μοιάζεις σαν να βλέπεις φάντασμα. Άσε που έχει υπέροχη γεύση. Και ξεφορτώσου αυτή την έκφραση αηδίας απ’ το πρόσωπό σου» είπε. Πήρα διστακτικά την κούπα στα χέρια μου. Ήπια μια μεγάλη γουλιά και παραλίγο να τη φτύσω. Το ουίσκι είχε από μόνο του έντονα καπνιστή γεύση, και σε συνδυασμό με τη γεύση του τσαγιού ήταν απλά σκέτη αηδία. Το στόμα μου στέγνωσε. Πίεσα τον εαυτό μου να καταπιεί. Κάθε σταγόνα που έπεφτε στον λάρυγγά μου ήταν σαν ένας μικρός σβόλος από φωτιά που μου έκαιγε τα σωθικά. Οι τοίχοι της κουζίνας όρμησαν ξαφνικά καταπάνω μου και μέσα σε δευτερόλεπτα έκαναν πάλι πίσω. Κρατήθηκα απ’ τον πάγκο και εστίασα την προσοχή μου στον Κάσπαρ, που κατέβασε άλλη μια γερή γουλιά κατευθείαν απ’ το μπουκάλι και κάθισε στο σκαμπό δίπλα μου, κοιτώντας με με αμυδρό ενδιαφέρον. Άφησα τη σχεδόν γεμάτη κούπα στον πάγκο, νιώθοντας ακόμη τον κόσμο να στροβιλίζεται γύρω μου. «Νομίζω πως ήταν αρκετό για μένα». Γύρισα να τον κοιτάξω, προσπαθώντας να διατηρήσω την ισορροπία μου, κι άρχισα τότε να συνειδητοποιώ τον λόγο για τον οποίο μου είχε δώσει να πιω. Οι αντιστάσεις μου είχαν μεμιάς εξαφανιστεί. Ένιωσα τα μάτια μου να πλημμυρίζουν δάκρυα. Ακούμπησα το πιγούνι μου στις παλάμες κι έκλεισα τα μάτια σφιχτά καταβάλλοντας υπέρμετρη προσπάθεια να μην κλάψω, καθώς για πρώτη φορά αντιλαμβανόμουν τι είχα κάνει. «Θεέ μου!» Είχα πάρει την απόφασή μου, και αισθανόμουν απαίσια. Είχα μόλις εγκαταλείψει τη μικρή, ευάλωτη, άρρωστη αδερφή μου καθώς και τους φίλους και την οικογένειά μου, για να μην αναφέρω τις σπουδές και την ελπίδα για μια φυσιολογική, ξένοιαστη ζωή. Και τι είχα επιλέξει στη θέση τους; Ένα βασίλειο γεμάτο άρρωστα, 289
διεστραμμένα, εκμεταλλευτικά πλάσματα τα οποία τρέφονταν με ανθρώπους, και το όμορφο, εγωκεντρικό, τέταρτο παιδί των Βαρν, τον πυρήνα γύρω απ’ τον οποίο θα στρέφεται κάποτε εκείνος ο μυστικός κόσμος. Θα πρέπει απλά να έχω τρελαθεί. Ωστόσο, και μόνο η σκέψη ότι θα μπορούσα να έχω αφήσει πίσω μου και το βασίλειο και τον Κάσπαρ έκανε την καρδιά μου να σφίγγεται – χωρίς όμως να κατανοώ αν ήταν από χαρά επειδή έμεινα ή από θλίψη επειδή δεν είχα φύγει. Αναστέναξα και κατέρρευσα στον πάγκο, έχοντας ωστόσο πλήρη αίσθηση των εκπληκτικών ματιών του που ήταν καρφωμένα πάνω μου, του γέλιου που έπνιξε στα χείλη του βλέποντάς με να πέφτω και της αναπνοής του που έκανε το στήθος του ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά. Τι στο καλό μού συμβαίνει; Έχουμε εδώ ένα κλασικό παράδειγμα του συνδρόμου της Στοκχόλμης2, προσφέρθηκε να με διαφωτίσει η φωνή μου αυτάρεσκα, έχοντας όπως πάντα απάντηση σε κάθε μου ερώτηση. Έχεις υποστεί πλύση εγκεφάλου. Συγχαρητήρια. Δεν έχω υποστεί τίποτα. Δεν έχω χάσει εντελώς τη λογική μου, ανταπάντησα έξαλλη και σκέφτηκα πως, αν η φωνή μου είχε ώμους, τη στιγμή εκείνη θα τους ανασήκωνε αδιάφορα. Όχι ακόμη. «Τι έκανα;» ρώτησα, μάλλον ρητορικά, αφού δεν προσδοκούσα απάντηση απ’ τον Κάσπαρ. «Εγκατέλειψα τη Λίλι. Και για ποιο λόγο την εγκατέλειψα–» «Ακριβώς. Για ποιο λόγο;» με διέκοψε απότομα. Σήκωσα το βλέμμα μου και τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν ξαναγίνει γκρι. «Γιατί δεν έφυγες, λοιπόν; Είχες την ευκαιρία να ελευθερωθείς, αλλά επέλεξες να γυρίσεις πίσω!» Ο τόνος της φωνής του μ’ αιφνιδίασε. Η σύγχυση που είχα ως εκείνη τη στιγμή εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση της σ’ ένα δυσοίωνο, σκοτεινό συναίσθημα που τρύπωσε στο στομάχι μου κι άρχισε να σέρνεται σαν ερπετό μαζεύοντας στο πέρασμά του όλη την οργή, όλη την απογοήτευση που είχα μέσα μου, μέχρι που έφτασε στον λαιμό μου και μ’ έπνιξε. «Είσαι θυμωμένος» ψιθύρισα, χωρίς κανένα συναίσθημα στον τόνο της φωνής μου. Σηκώθηκα απ’ το σκαμπό και τον πλησίασα αργά. Σηκώθηκε τότε με τη σειρά του και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος του σαν ασπίδα απέναντί μου, προσπαθώντας να διατηρήσει μια κάποια απόσταση ανάμεσά μας. «Για ποιο λόγο είσαι θυμωμένος, Κάσπαρ; Πήρες αυτό που ήθελες, έτσι δεν είναι; Ένα ανθρώπινο παιχνιδάκι για να περνάς την ώρα σου. 290
Κάποιον να βασανίζεις και να παίζεις μαζί του, να τον διαλύεις και να τον βοηθάς να ξανασταθεί στα πόδια του –μόνο και μόνο για να τον διαλύσεις ξανά–, και όλ’ αυτά επειδή δεν αντέχεις το γεγονός ότι είσαι κι ο ίδιος πληγωμένος βαθιά. Ακριβώς όπως κι ο πατέρας σου». Άκουγα τον εαυτό μου να μιλάει, ανίκανη να πιστέψω ότι ήμουν εγώ που ξεστόμιζα εκείνες τις λέξεις, αλλά πάλι μου ήταν αδύνατον να σταματήσω. Πώς τολμάει να είναι θυμωμένος; Τι λόγο έχει επιτέλους αυτός να είναι θυμωμένος; Τίποτα πάνω του δε μαρτυρούσε το πώς ένιωθε. Τίποτα πέρα απ’ τα μάτια του, που –προς μεγάλη μου απογοήτευση– διατηρούσαν το σμαραγδί τους χρώμα, αδιάσειστη απόδειξη ότι τα λόγια μου δεν τον είχαν αγγίξει καθόλου. Με ακολούθησε με το βλέμμα του, μέχρι που τον πλησίασα σε απόσταση αναπνοής. Σήκωσα το κεφάλι, για να δω πως με κοίταζε με το ύφος που θα κοίταζε κάποιος ένα άτακτο παιδάκι λίγο πριν το κατσαδιάσει. Μίλησε αργά και συγκρατημένα, όπως ακριβώς είχα υποθέσει πως θα έκανε, σαν να είχε πράγματι απέναντί του ένα κακομαθημένο στο οποίο θα ’πρεπε να εξηγήσει τους λόγους του θυμού του μ’ έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο για να γίνει κατανοητός. «Είμαι θυμωμένος επειδή σου την έδωσα την ευκαιρία, Βιολέτα. Σου έδωσα αυτό που λαχταράς τόσον καιρό. Αλλά δεν την άρπαξες. Και τώρα είσαι κολλημένη εδώ, και θα έρθει κάποια στιγμή που θα το μετανιώσεις…» «Δεν πρόκειται…» «Έτσι θα γίνει. Αλλά τώρα είν’ αργά. Το ξέρεις κι εσύ, έτσι δεν είναι; Ο σκοπός σου ήταν να παραμείνεις άνθρωπος, κάνω λάθος; Αλλά αυτό είναι πια παρελθόν. Τώρα πια δε μιλάμε για το αν θα γίνεις βρικόλακας αλλά για το πότε». Κούνησε το κεφάλι απογοητευμένος. «Απλά δεν ξέρω τι να υποθέσω πια για σένα». Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών για να φτάσω στο ίδιο επίπεδο μ’ εκείνον, αποφασισμένη να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να φοβηθεί απ’ το χρώμα των ματιών του, που είχαν πάρει μια κατακόκκινη απόχρωση. «Σοβαρολογείς; Εγώ τουλάχιστον δεν είμαι τόσο άκαρδη όσο εσύ. Εγώ δεν ήξερα ποτέ τι να υποθέσω για σένα. Τη μια στιγμή νοιάζεσαι και την άλλη δείχνεις να με μισείς. Θα μπορούσες τουλάχιστον ν’ αποφασίσεις τι στον διάολο θέλεις, όπως έκανα κι εγώ!» Του γύρισα την πλάτη κι έκανα να φύγω, αλλά μ’ άρπαξε απ’ τους ώμους αναγκάζοντάς με να γυρίσω απ’ την άλλη και να τον κοιτάξω στα μάτια. «Τουλάχιστον εγώ –αντίθετα μ’ εσένα– έχω λόγο που είμαι όπως 291
είμαι. Εσύ δεν έχεις. Γιατί επέλεξες να μείνεις;» Τον κοίταξα μισοκλείνοντας τα μάτια μου, έξαλλη από θυμό. «Και τι σε νοιάζει εσένα;» «Γιατί να μη με νοιάζει;» «Καλώς. Δεν ξέρω γιατί έμεινα. Έπρεπε ν’ αποφασίσω για το μέλλον μου μέσα σ’ ένα λεπτό, κι αισθάνθηκα πως δεν μπορούσα να εμπιστευτώ αυτούς τους... εκτελεστές» φώναξα. Κάρφωσα τα μάτια στο πάτωμα προσπαθώντας ν’ αγνοήσω το κάψιμο στο στομάχι που μου προκαλούσε το βλέμμα του· ήμουν έξαλλη με την καρδιά μου που φτερούγισε στο στήθος μου μόνο και μόνο επειδή είχε υπαινιχθεί ότι νοιαζόταν για την ευτυχία μου. «Κάτι μου κρύβεις, κάνω λάθος;» Έκλεισα τα μάτια, ξέροντας πως δε θα μπορούσα να συνεχίσω να λέω ψέματα για κείνο το θέμα. Αναστέναξε, και τραβώντας με κοντά του μ’ έκλεισε στην αγκαλιά του. Τα μάτια του είχαν ξαναγίνει σμαραγδί. «Από τι προσπαθείς να ξεφύγεις, Κοριτσάκι;» είπε τυλίγοντας τα κρύα χέρια του γύρω απ’ τη μέση μου. «Δεν έχει τόση σημασία το από τι προσπαθώ να ξεφύγω, όσο το προς τα πού τρέχω» ψέλλισα μέσα απ’ την αγκαλιά του. Τον ένιωσα να παγώνει. «Τι;» «Δεν είναι και τόσο άσχημα εδώ. Υποθέτω πως έχω αρχίσει να δένομαι με το σπίτι». Γνωρίζοντας ότι είχε την ικανότητα να διαβάζει τη σκέψη μου και, επομένως, ν’ ανακαλύπτει την αλήθεια, οχύρωσα τη συνείδησή μου κρύβοντας όλα όσα δε θα ’πρεπε και δεν επιτρεπόταν να μάθει. Γέλασε απαλά με το αναστατωμένο και ελαφρώς ενοχλημένο ύφος μου, κι αναστέναξα ανακουφισμένη. «Θα σου πω εγώ τότε μιαν αλήθεια». Μ’ έσφιξε ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά του, και ξαφνικά μου φάνηκε χαζό που τσακωνόμασταν λίγα δευτερόλεπτα πριν. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ξεχάσω πως με τον Κάσπαρ ήταν απλώς θέμα χρόνου να ξεκινήσει ο επόμενος καβγάς. «Χαίρομαι που έμεινες, Βιολέτα. Μην ξεχνάς πως χρειάζομαι κάποιον για να τον βασανίζω». «Ευχαριστώ πολύ. Ο σαδισμός σου είναι ευπρόσδεκτος». Γέλασε σιγανά κι έγειρε το κεφάλι του στο δικό μου. Άρχισε να παίζει με τα μαλλιά μου, και δεν ξέρω για πόση ώρα καθίσαμε έτσι αμίλητοι ν’ απολαμβάνουμε ο ένας την αγκαλιά του άλλου, ανακουφισμένοι που ο εφιάλτης του Λονδίνου είχε περάσει. Κάποια στιγμή ένιωσα να μην αντέχω άλλο την τόση οικειότητα – άλλωστε δεν ήταν κάτι στο οποίο με είχε συνηθίσει ο Κάσπαρ– και επέστρεψα στο σκαμπό μου. Τα μάγουλά μου έκαιγαν απ’ την ένταση της 292
στιγμής. «Λες να θυμώσουν μ’ αυτό που έκανες στα αυτοκίνητά τους;» «Δε νομίζω. Όλο και κάτι θα βρουν να κάνουν για να διασκεδάσουν». Το σχόλιό του έκανε τις τρίχες στον σβέρκο μου να σηκωθούν. «Θα δεις. Θα επιστρέψουν αύριο το πρωί χαρούμενοι και γελαστοί». Γέλασε κάπως ειρωνικά. Αιφνιδιάστηκα απ’ την απότομη αλλαγή στον τόνο της φωνής του, αλλά δε με εξέπληξε. «Κι εσύ έχεις κολλήσει εδώ μαζί μου». Περίμενα ν’ ανταποκριθεί με μία απ’ τις συνήθεις πνευματώδεις ατάκες του, ή τουλάχιστον με κάποιο ειρωνικό σχόλιο, αλλά όχι μόνο δεν αντέδρασε καθόλου παρά είχε καρφώσει το βλέμμα στο κενό σαν να μην αντιλαμβανόταν καν την παρουσία μου. «Κάσπαρ;» Δεν απάντησε. Έκρινα πως δεν είχε νόημα να περιμένω απάντησή του και κάθισα απλώς εκεί αφήνοντας τα λεπτά να κυλήσουν. Έπιασα την κούπα μου κι άρχισα να πίνω με μικρές γουλιές ό,τι είχε απομείνει απ’ το φονικό ρόφημα που μου είχε σερβίρει. «Βιολέτα, υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω». Η καρδιά μου σταμάτησε να χτυπάει. Ήξερα πολύ καλά τον τόνο που είχε χρησιμοποιήσει. Ήταν ο ίδιος που είχε η γιατρός όταν κάλεσε τη Λίλι και τους γονείς μου στο απρόσωπο γραφείο της για να τους ανακοινώσει τη διάγνωσή της. Ήταν ο τόνος που είχε χρησιμοποιήσει αστυνόμος που, όταν άνοιξα την πόρτα του σπιτιού μας, ζήτησε να μιλήσει στους γονείς μου σχετικά με τον Γκρεγκ. «Λυπούμαστε ειλικρινά» είχαν πει, λες και το γεγονός ότι λυπόνταν θα άλλαζε ποτέ εκείνο που είχε ήδη γίνει. Σήκωσα τα μάτια και τον κοίταξα. Ο φόβος όρμησε μέσα μου σαν θύελλα κι ανέβηκε μέχρι το στήθος μου κόβοντάς μου την ανάσα. Ήξερα πως, ό,τι κι αν ήταν εκείνο που ετοιμαζόταν να μου πει, σίγουρα δεν ήταν καλό. Τα μάτια του έγιναν μεμιάς γκρι. «Έκανα κάτι πολύ ηλίθιο». Έστρεψε το βλέμμα στο πάτωμα και αργά, πολύ αργά, έκανε πίσω. «Το συμβούλιο των διαστάσεων άκουσε τα όσα σου είπα στον δρόμο για το Λονδίνο. Με κατσάδιασαν λέγοντάς μου πως σου είχα αποκαλύψει πάρα πολλά, κι εγώ θύμωσα και τους είπα να πάνε να γαμηθούν». Ένιωσα τα μάτια μου να γουρλώνουν. Μου κόπηκε η ανάσα. Συνέχισε, ανίκανος να με κοιτάξει στα μάτια. Σηκώθηκα αργά απ’ το σκαμπό μου και τον πλησίασα με δειλά βήματα. «Ντρόπιασα το βασίλειό μας και τώρα θα πληρώσεις εσύ το τίμημα για τις πράξεις μου». 293
Πάγωσα. Η καρδιά μου σπάραξε στο στήθος μου. «Τι εννοείς;» «Από αύριο το μεσημέρι δε θα μπορώ πια να σ’ αγγίξω» ψέλλισε με το βλέμμα του στραμμένο στο πάτωμα. Ένιωσα σαν να ’πεσαν δυο τόνοι ατσάλι στους ώμους μου. Η καρδιά μου χτυπούσε ξέφρενα. Η όρασή μου θόλωσε. Τα γόνατά μου λύγισαν και, τρέμοντας, πιάστηκα απ’ τον πάγκο για να μη σωριαστώ. «Ο πατέρας μου ξέρει πόσο πολύ σε ποθώ. Έτσι, αποφάσισε να με τιμωρήσει με το να μου απαγορέψει οποιαδήποτε σωματική επαφή μαζί σου. Είμαστε τα μόνα λογικά άτομα εδώ μέσα, κι αποφάσισε να μας χωρίσει. Δεν έχεις ιδέα πόσο λυπάμαι, Βιολέτα. Ειλικρινά. Επειδή τώρα θα κάνει τη ζωή σου κόλαση, και φταίω εγώ γι’ αυτό. Λυπάμαι πολύ...» «Αύριο το μεσημέρι;» ψέλλισα με κόπο. Εικόνες από το τι θα μπορούσε να μου κάνει ο βασιλιάς περνούσαν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου, προκαλώντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. «Δε θα τον αφήσω ποτέ να σου κάνει κακό, ποτέ, καταλαβαίνεις;» γρύλισε ο Κάσπαρ. Ένιωσα ένα ρεύμα παγωμένου αέρα πίσω μου. Κόλλησε το σώμα του στο δικό μου και μ’ έσπρωξε πάνω στον ατσάλινο πάγκο. Ανέπνεα βαριά, καθώς προσπαθούσα να βγάλω νόημα από κείνο που μου είχε μόλις πει. Ήταν μέσα στη σκέψη μου... «Αύριο το μεσημέρι...» ψιθύρισα, κι έριξα μια ματιά στο ρολόι του τοίχου. Ήταν πολύ πιο αργά απ’ ό,τι πίστευα. Οι δείκτες μετακινούνταν νωθρά, πασχίζοντας ν’ αγγίξουν ο ένας τον άλλον και να ενωθούν πάνω στο δώδεκα. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω απ’ τη μέση μου. Η παγωμένη του ανάσα στον σβέρκο μου έστειλε ρίγη ηδονής στη ραχοκοκαλιά μου. «Δε θα επιτρέψω ποτέ σε κανέναν να σε πληγώσει». Πήρα βαθιά ανάσα, και μιας και δεν εμπιστευόμουν την ίδια μου τη σκέψη αποφάσισα ν’ αφεθώ στο ένστικτό μου, που με πρόσταζε να αποδεχτώ εκείνο που ένιωθα. Η βελούδινη ανατριχίλα σε όλο μου το κορμί απλά δε γινόταν να είναι λάθος. Μίλησα προσπαθώντας να κρύψω την ταραχή στη φωνή μου. «Μα εσύ είσαι αυτός που με πληγώνει». Απομακρύνθηκε λίγο, χωρίς να πάρει τα χέρια του από πάνω μου. Ένιωθα τον πόνο του να τρυπώνει μέσα μου και να με κατακλύζει. Γύρισα για να τον κοιτάξω, ξέροντας πως ήταν η τελευταία μου ευκαιρία προτού αλλάξουν οριστικά τα πάντα. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα ερχόταν αυτή η στιγμή, άκουσα να λέει 294
η φωνή μου ξέπνοα, και ήταν σαν να βίωνε την έξαψη που ένιωθα κι εγώ τη στιγμή που σήκωνα δειλά τα μάτια μου για να συναντήσω τα δικά του. Ούτε κι εγώ, απάντησα. «Κοριτσάκι;» «Παραδίνομαι». «Τι;» Πήρα βαθιά ανάσα. «Παραδίνομαι σ’ εσένα».
295
KEΦΑΛΑΙΟ 44
Βιολέτα ΔΕΝ ΕIΠΕ ΤΙΠΟΤΑ. Για ένα οδυνηρό λεπτό μείναμε παγωμένοι, ακινητοποιημένοι. Για ένα οδυνηρό λεπτό η μόνη κίνηση στον χώρο προερχόταν απ’ το στήθος του Κάσπαρ που ανεβοκατέβαινε βαριά. Για ένα οδυνηρό λεπτό ο μόνος ήχος στο δωμάτιο ήταν το τικ τακ του ρολογιού, καθώς πλησίαζαν μεσάνυχτα. Τικ τακ. Για ένα οδυνηρό λεπτό νόμιζα πως θα έλεγε όχι. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσε να κρύψει τον πόθο του, τον πρόδιδε η μάχη που έδινε για να ελέγξει την αναπνοή του και ο τρόπος που τα μάτια του πάλευαν ανάμεσα στο σμαραγδί και στο κόκκινο. «Κάσπαρ, σε θέλω. Εδώ. Τώρα. Και την επόμενη φορά δε θα το ζητήσω τόσο ευγενικά». Δεν απάντησε. Με κοίταξε και, παίρνοντας το πρόσωπό μου μέσα στα χέρια του, κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου βίαια, ανυπόμονα, τόσο επιτακτικά, που δεν άφηνε περιθώρια για αντίδραση. Με πέταξε στον πάγκο και πίεσε τον καβάλο του άγρια ανάμεσα στα πόδια μου. Έχασα την ισορροπία μου κι απλώνοντας τα χέρια γράπωσα το μάρμαρο του πάγκου, ακούγοντας ένα ανησυχητικό κρακ προερχόμενο απ’ τον καρπό μου. Έριξε όλο του το βάρος πάνω μου, σπρώχνοντάς με όλο και πιο δυνατά στο μάρμαρο. Μόρφασα απ’ τον πόνο. Ακολουθώντας τον άγριο ρυθμό του, πίεσα με τη σειρά μου το σώμα μου πάνω του, απαντώντας με την ίδια λύσσα στα φιλιά του, μέχρι που κάποια στιγμή ένιωσα να συνθλίβομαι απ’ την ένταση του κορμιού του. «Θα με λιώσεις» ψέλλισα, κι επιχείρησα να ελευθερώσω το χέρι μου. Έκανε πίσω και μουρμούρισε ένα αμήχανο «συγγνώμη», δίνοντάς μου τον απαραίτητο χώρο ν’ αναπνεύσω. Έτριψα τον καρπό μου αναστενάζοντας. Γέλασα νευρικά. Η απόσταση μεταξύ μας έκανε το πάθος μου
296
να καταλαγιάσει, και για μια στιγμή ένιωσα να τρυπώνει μέσα μου η αμφιβολία. Άπλωσε το χέρι και με ασυνήθιστη τρυφερότητα παραμέρισε ένα τσουλούφι απ’ το πρόσωπό μου και το έβαλε πίσω απ’ τ’ αυτί μου, σκορπώντας ρίγη σε όλο μου το σώμα. Χρειάστηκε ένα μόνο χάδι του για να εξανεμιστεί η όποια αμφιβολία είχα δευτερόλεπτα πριν. Αυτό θέλω. Κι ετούτη εδώ είναι η τελευταία μου ευκαιρία να το αποκτήσω. Μόλις φτάσει μεσημέρι... τελείωσαν όλα. «Συγγνώμη, ξέχασα ότι δεν είσαι... φτιαγμένη... για... τόση πίεση...» Γέλασα αμήχανα. «Δε νομίζω πως υπάρχει κανείς που θ’ άντεχε όλη αυτή την πίεση πάνω σ’ ένα τόσο σκληρό υλικό». Έσκασε ένα χαμόγελο. «Τότε θα κοιτάξω» είπε ακουμπώντας τα χέρια του στους γοφούς μου «να μην ξαναβρεθείς μπροστά σε κάποιο τόσο σκληρό υλικό». Με σήκωσε απ’ τη μέση και με κάθισε πάνω στον πάγκο. Κόλλησε ξανά το στόμα του στο δικό μου. Κάπου στο βάθος του μυαλού μου κατέγραψα ότι τα χείλη του διατηρούσαν ακόμη μια αμυδρή γεύση αίματος. Χάιδεψε τα χείλη μου με τη γλώσσα του, ικετεύοντας ν’ αφεθώ στο φιλί του. Και αφέθηκα. Η γλώσσα μου ταξίδεψε πάνω στις –ελαφρώς καμπύλες σαν αγκάθια ρόδου, αλλά κοφτερές σαν λεπίδες– άκρες των κυνοδόντων του. Γρύλισε βραχνά παραδομένος στα ένστικτα της σάρκας όπως του επέβαλλε ο πόθος του για μένα. Χαμογελώντας αυτάρεσκα, έπαιξε για λίγο μαζί μου τη μια χυμώντας πάνω μου και γεμίζοντας με ηδονικές μικρές δαγκωματιές τον λαιμό και τους ώμους μου και την άλλη φεύγοντας μακριά μου, αφήνοντάς με να σπαρταράω κάτω απ’ την επιβλητική ματιά του. Με ξάπλωσε πάνω στον πάγκο πιέζοντας το κορμί του στο δικό μου, και δίνοντας ένα σάλτο με καβάλησε σφίγγοντας τα πόδια γύρω μου. Λαχταρούσα να βάλω τα χέρια μου κάτω απ’ το πουκάμισό του και να χαϊδέψω τους δυνατούς του μυς, που διαγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια ακόμα και κάτω απ’ το ύφασμα, αλλά δεν τολμούσα να πάρω τον έλεγχο. Έσκυψε από πάνω μου και μισάνοιξα τα χείλη έτοιμη να παραδοθώ ξανά και ξανά στο φιλί του. Σταμάτησε. Ένιωσα την καρδιά μου να χάνει έναν χτύπο. Η λαχτάρα, ο πόθος, η ανάγκη είχαν καταπιεστεί πολύ καιρό μέσα μου, ωστόσο συνειδητοποίησα ξαφνιασμένη πως το κυρίαρχο συναίσθημά μου ήταν άλλο. Κάθε ίχνος του κορμιού και της καρδιάς μου είχε καταληφθεί από εκείνο το γαργαλιστικό, μεθυστικό συναίσθημα που νιώθει κάθε κοπέλα μπροστά στον πρώτο της έρωτα. Αλλά συνδυαζόταν με βαθιά ικανοποίηση: φιλούσα τον Κάσπαρ, αν και δεν υπήρχε ίχνος 297
από κείνη την απατηλή μέθη, εκείνα τα εκρηκτικά, έντονα συναισθήματα που είχα βιώσει φιλώντας τον Φάμπιαν... Όχι, αυτό... αυτό είναι κάτι παραπάνω. Εκείνη η αίσθηση ήταν για να προσελκύει θηράματα και να υποτάσσει τη λογική. Αυτό που ζούσα εκείνη την ώρα ήταν συνειδητό. Το θέλω. Χάθηκα μέσα στα διάστικτα από κόκκινες πιτσιλιές σμαραγδί μάτια του – ένδειξη ότι συνέχιζε να πολεμάει με τον πόθο του. Κοίταξε με τη σειρά του βαθιά στα δικά μου βιολετί μάτια, που παρέμεναν αμετάβλητα. Έσκυψε ξανά, και νόμιζα για μια ακόμα φορά πως θα με φιλούσε, αλλά τα χείλη του άγγιξαν ανεπαίσθητα το αυτί μου και ψιθύρισε: «Μ’ εμπιστεύεσαι;». Χαμογέλασα σηκώνοντας το φρύδι μου. «Ούτε κατά διάνοια». «Τότε αυτό...» άρχισε να λέει, κι ένιωσα το βάρος του να μετατοπίζεται. Έπεσε ολόκληρος πάνω μου και, παρ’ όλο που δεν ήμουν ούτε μικρόσωμη ούτε αδύναμη, με πόνεσε. Ωστόσο, συνέχισα να χαμογελάω. Ο καβάλος του εξακολουθούσε να είναι σκληρός, ενώ η αναπνοή του γινόταν όλο και πιο κοφτή. «...Θα μπορούσε να είναι πρόβλημα» κατέληξε γουργουρίζοντας, κυριολεκτικά γουργουρίζοντας, σαν γάτα που ενδίδει στα χάδια του νέου της αφεντικού. Με μια ταχύτητα που μου επέτρεψε να αισθανθώ μόνο κι όχι να δω, βρέθηκα με τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι μου και τους δυο καρπούς μου παγιδευμένους σε μία απ’ τις παλάμες του. Χαμογέλασε σαν παιδάκι που μόλις του είχαν δώσει ένα καινούριο παιχνίδι (στην πραγματικότητα, φοβόμουν πως μάλλον έτσι μ’ έβλεπε), και με το άλλο του χέρι άρχισε να με χαϊδεύει περνώντας αργά τα δάχτυλά του απ’ τα πλευρά μου. Τα χείλη μου τρεμούλιασαν. Ένας σπασμός συντάραξε το κορμί μου. Μάζεψα αντανακλαστικά τους ώμους μου. «Βλέπεις, ακριβώς επειδή μου αντιστάθηκες τόσο σθεναρά, για τόσον πολύ καιρό, θα ’θελα να σου κάνω τώρα ό,τι μ’ αρέσει. Αλλά οι δώδεκα ώρες δεν αρκούν για να σου τα κάνω όλ’ αυτά... δεν αρκούν σίγουρα για να σου δείξω τι χάνεις τόσον καιρό». Τα δάχτυλά του διέτρεξαν τη μια πλευρά του κορμιού μου, απ’ την καμπύλη της μέσης ως την καμπύλη του στήθους μου. Δάγκωσα τα χείλη. «Τέτοια υπεροψία;» Σήκωσε τότε το φρύδι του. Το κορμί του γλίστρησε πάνω μου πιέζοντάς με. Η μπλούζα μου ανασηκώθηκε και το δέρμα μου ακούμπησε το κρύο μάρμαρο του πάγκου. Πάγωσα. Τα χέρια του διέτρεξαν απαλά το γυμνό μου δέρμα. Το χαμόγελο έσβηνε απ’ τα χείλη του. 298
Διαγράφοντας κύκλους, τα χέρια του ανέβαιναν αργά σκορπώντας παιχνιδιάρικα χάδια σε κάθε πόντο του κορμιού μου. Η ανάσα έβγαινε κοφτή απ’ τα χείλη μου. Δεν ήμουν σίγουρη αν ανέπνεα καν – εκείνος πάντως όχι. Τα παγωμένα χέρια του σήκωσαν την μπλούζα μου και χώθηκαν αργά κάτω απ’ το ύφασμα, τόσο κοντά στο στήθος μου που έκαναν τα μάγουλά μου να κοκκινίσουν. Απότομα και χωρίς καμία προειδοποίηση, ανασήκωσε το σουτιέν μου. Κράτησα την ανάσα μου τρελή απ’ την προσμονή. Ένα διαβολικό χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του, χαμόγελο που εμπιστευόμουν πολύ λιγότερο από τους κυνόδοντές του. Τον κοίταξα ανήσυχη, πασχίζοντας μάταια να πάρω ανάσα. Κατέβασε αργά τα χέρια του προς τον αφαλό μου και ξαφνικά άρχισε να με γαργαλάει. Στρίγκλισα και ξέσπασα σε γέλια. Άρχισα να χτυπιέμαι δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας ν’ αποφύγω την επίθεση των χεριών του καθώς συνέχιζε να με γαργαλάει, παλεύοντας ταυτόχρονα να με κρατήσει σταθερή σ’ ένα σημείο. Έστριβα και τιναζόμουν τσιρίζοντας, μέχρι που μ’ έναν γδούπο βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Λαχανιασμένη, πήρα μερικές βαθιές ανάσες και αφού συνήλθα κάπως έτρεξα τρικλίζοντας προς την πόρτα. Σταμάτησα προτού περάσω το κατώφλι και γύρισα επιφυλακτικά να τον κοιτάξω. Ήταν γερμένος χαλαρά στον πάγκο και με παρατηρούσε διερευνητικά, ακριβώς όπως τη βραδιά που διασταυρώθηκαν για πρώτη φορά οι ματιές μας στην πλατεία Τραφάλγκαρ. Εκείνη τη βραδιά που θα έπρεπε να έχω νιώσει φόβο κι όχι πόθο κοιτώντας τον. Η καρδιά μου, όπως και τότε, χτυπούσε για δύο. Έκανα να κουνηθώ, αλλά το σώμα μου δεν ακολούθησε. Είχα κοκαλώσει. Ήμουν γητεμένη. Παγιδευμένη. Ένα απλό θήραμα στα μάτια του. Άρπαξα το πόμολο της πόρτας, τη μόνη μου διέξοδο προς τη ζωή, αλλά τα πόδια μου με πρόδωσαν ξανά. Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όσα κι αν ήξερα για κείνον –από τις μικρές ουλές πίσω απ’ το αυτί του μέχρι τις αλλαγές στο χρώμα των ματιών που μαρτυρούσαν τη διάθεσή του– δεν αρκούσαν για να πω ότι τον γνώριζα. Γνώριζα πράγματα γι’ αυτόν, αλλά όχι τον ίδιο. Δεν είχα μάθει τίποτα για κείνον από την πρώτη βραδιά που γνωριστήκαμε. Ήξερα τι ήταν, αλλά δεν ήξερα ποιος ήταν. Όσα κι αν είχα δει, όσα κι αν είχα βιώσει, όση γνώση κι αν είχα αποκτήσει, συνειδητοποιούσα πως αφορούσαν το είδος του κι όχι εκείνον. Αλλά πλέον ποθούσα να τον γνωρίσω… γι’ αυτό και έμεινα. Από το πρώτο βλέμμα ήμουν αιχμάλωτη εκείνου του πλάσματος, που με κοίταζε με μάτια αρπακτικού απ’ την άλλη άκρη του 299
δωματίου. Είμαι δική του πια. Κι είμαι έτοιμη να του προσφέρω όλο μου το είναι. Μου ξέφυγε ένα γέλιο καθώς μια παράλογη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου. Τι θα σκεφτόταν άραγε για μένα εκείνη τη στιγμή η καθηγήτρια (και ορκισμένη φεμινίστρια) κοινωνιολογίας της τάξης μου; Κούνησε το κεφάλι του σαστισμένος και χαμογέλασε βεβιασμένα παρακολουθώντας το εκτός τόπου και χρόνου ξέσπασμά μου. «Τι;» «Απλώς... μόλις συνειδητοποίησα πως όταν σου είπα πως παραδίνομαι σ’ εσένα, στην ουσία εννοούσα ότι παραδίνομαι στις επιθυμίες μου». Συγκατένευσε σκεφτικός, σαν να προσπαθούσε να αποκωδικοποιήσει τα λόγια μου. Το ξέρεις πως αυτό σημαίνει πως παραδίνεσαι στην αμαρτία. Πιστεύεις ακόμη ότι έκανες την καλύτερη επιλογή; ρώτησε η φωνή μου μες στο μυαλό μου, με τον απειλητικό και δυσοίωνο τόνο που υιοθετούσε όταν ήξερε πως μπορούσε να σπείρει αμφιβολίες μέσα μου. Ξαφνικά τα φώτα τρεμόπαιξαν κι η φωνή αποσύρθηκε ξανά στις σκιές του μυαλού μου. Πήρα τα μάτια απ’ τον Κάσπαρ για μία μόνο στιγμή, και ήταν αρκετή για να συνειδητοποιήσω μετά πως το μόνο που μπορούσα να διακρίνω μες στο σκοτάδι ήταν δύο λαμπερές πυρακτωμένες σφαίρες να αιωρούνται απέναντί μου. Τα πόδια μου επιτέλους ξαναβρήκαν τη λειτουργία τους και με οδήγησαν σχεδόν πετώντας στον διάδρομο. Οι λάμπες που φώτιζαν εκείνο το τμήμα του αρχοντικού άρχισαν να σβήνουν η μία μετά την άλλη στο πέρασμά μου, και ήξερα πως ο Κάσπαρ δεν ήταν μακριά. Όρμησα στο σαλόνι και πέρασα τρέχοντας αλαφιασμένη ανάμεσα απ’ τους πολυτελείς λευκούς καναπέδες, μέχρι που έφτασα στην κύρια είσοδο. Σταμάτησα απότομα ισορροπώντας στις μύτες των ποδιών, αιφνιδιασμένη από την εκκωφαντική σιωπή. Ο πύργος ήταν πάντα πολύ ήσυχος, σε σημείο που ακούγονταν από τα βάθη του τα ρολόγια να σημαίνουν τις ώρες, αλλά εκείνη η σιωπή είχε κάτι το απόκοσμο μέσα της. Μπορεί οι Βαρν να έλειπαν, αλλά έμοιαζε να απουσιάζει και το υπηρετικό προσωπικό. Το μόνο άτομο που συνάντησα ήταν ένας απ’ τους μπάτλερ, ο οποίος μόλις με είδε έκανε ξαφνιασμένος μια βαθιά υπόκλιση και χάθηκε σ’ έναν από τους αμέτρητους διαδρόμους του αρχοντικού. Προφανώς ήξεραν τι συνέβαινε κι είχαν διακριτικά περιοριστεί στο υπόγειο. Γύρισα επιτόπου και συνέχισα επιφυλακτικά. Κάθε μου βήμα αντι300
λαλούσε δυσοίωνα στην αφόρητη σιωπή. Κοίταξα γύρω μου – τα γυάλινα λουλούδια στα ντελικάτα κρυστάλλινα βάζα, τον μικρό πορσελάνινο θεό Έρωτα κουρνιασμένο κοντά σε μια γυάλινη μπάλα με χιόνι, και λίγο πιο πέρα ένα ασημένιο πιάτο με μια επιγραφή χαραγμένη στα λατινικά στο κέντρο του. Όλα εκείνα μου ήταν οικεία, ωστόσο μου φαινόταν ότι τα ’βλεπα για πρώτη φορά. Τη βραδιά εκείνη ήταν όλα καινούρια, πρωτόγνωρα. Χαμογέλασα κι αφέθηκα ν’ απολαύσω την υπέροχη έξαψη που έκανε την καρδιά μου να φτερουγίζει και το στομάχι μου να σφίγγεται γλυκά απ’ την προσμονή. Προσγειώθηκα απότομα τη στιγμή που είδα ένα περιοδικό πεταμένο σε κάποιο από τα μαρμάρινα τραπεζάκια, ανοιχτό σε μια σελίδα μ’ έναν πίνακα της Τζόρτζια Ο’ Κιφ. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Σε φυσιολογικές συνθήκες κάποια υπηρέτρια θα είχε περάσει ήδη και θα το είχε μαζέψει. Όχι όμως απόψε. Δεν έχασα περισσότερο χρόνο με το περιοδικό· συνέχισα να κοιτάζω γύρω μου, ώσπου το βλέμμα μου έπεσε πάνω στην αντανάκλασή μου στην ασημένια επιφάνεια ενός πιάτου. Ήμουν αναψοκοκκινισμένη και το στήθος μου ανεβοκατέβαινε γοργά, ακολουθώντας τον ρυθμό της αναπνοής μου. Τα μάτια μου, πιο λαμπερά απ’ ό,τι συνήθως, γυάλιζαν υγρά, γεμάτα ζωή, αλλά το μολύβι με το οποίο τα είχα βάψει είχε αρχίσει να τρέχει τονίζοντας τους μαύρους κύκλους μου, κάνοντάς με να μοιάζω με... Τα έτριψα βιαστικά μ’ όλη μου τη δύναμη. Η μακριά φαρδιά μπλούζα που φορούσα είχε γλιστρήσει από τους ώμους μου, αποκαλύπτοντας το αραχνοΰφαντο σουτιέν μου. Έκανα να τραβήξω την μπλούζα για να το καλύψω, αλλά σταμάτησα καθώς η φωνή του, τραχιά και απότομη, έσπασε τη σιωπή προστάζοντάς με ν’ αφήσω την μπλούζα μου όπως ήταν. Τον ήξερα αρκετά καλά ώστε να διακρίνω πως εκείνο που είχε ακουστεί σαν προσταγή ήταν στην ουσία το δικό του –ίσως κάπως ακατέργαστο– ερωτικό κάλεσμα. «Άσ’ το». Γύρισα το κεφάλι απότομα και τον είδα να στέκει γερμένος στην πόρτα (την οποία δεν είχα ακούσει να κλείνει), κοιτώντας με επίμονα μ’ εκείνα τα μάτια που κάθε φορά που έπεφταν πάνω μου μ’ έκαναν να κοκκινίζω. Με τα χέρια του σταυρωμένα στο στήθος, ανάσαινε βαριά. Ακόμα κι από κείνη την απόσταση μπορούσα να διακρίνω τα ρουθούνια του ν’ ανοιγοκλείνουν, όπως όταν ήταν θυμωμένος. Ή ερεθισμένος. «Πώς το κάνεις;» με ρώτησε ψυχρά. Απομακρύνθηκα, και βαδίζοντας αργά προσπέρασα τη σκάλα και αφηρημένη έμεινα να χαζεύω τις μαύρες φλέβες του μάρμαρου που κάλυπτε τους τοίχους. Ο μόνος ήχος που έσπαγε τη σιωπή ήταν η ανάσα 301
μου και το χτύπημα των τακουνιών μου στο πάτωμα. «Πώς κάνω τι;» Δεν απάντησε αμέσως, αλλά αισθανόμουν πως είχε το βλέμμα καρφωμένο στην πλάτη μου. «Πώς μας μαγεύεις...; Δεν υπάρχει κάποιος που να μη σε ποθεί. Εγώ, ο Φάμπιαν–» «Ο Ίλτα» πρόσθεσα σιγανά, κοιτώντας πάνω απ’ τον ώμο μου για να δω την αντίδρασή του. Συγκατένευσε σκοτεινιασμένος. «Είσαι θνητή, ημι-βρικόλακας. Αυτός ο πόθος, αυτή η επιθυμία δε θα ’πρεπε να είναι τόσο ισχυρή. Ο Φάμπιαν δε θα ’πρεπε να σ’ έχει ερωτευτεί κι ο Ίλτα...» Η φωνή του έσβησε προτού ολοκληρώσει τη φράση του, κάτι το οποίο με ανακούφισε. Αλλά μετά, σιγανά, τόσο σιγανά που υπέθεσα πως μάλλον δεν ήθελε να τον ακούσω, πρόσθεσε: «Δε θα ’πρεπε να με οδηγεί σ’ αυτό το σημείο». Ένιωσα να κοκκινίζω ακόμα πιο πολύ. Συνέχισα, παριστάνοντας πως δεν τον είχα ακούσει. Πέρασα τα δάχτυλά μου αργά πάνω από το τραπέζι με το βάζο. Δεν υπήρχε ούτε ένας κόκκος σκόνης. «Ί… ίσως συμβαίνει επειδή δεν είμαι σαν τις κοπέλες βρικόλακες που έχεις γνωρίσει ως τώρα. Ο πλούτος και η κοινωνική σου θέση δε σημαίνουν τίποτα για μένα». Χάιδεψα τις μαύρες φλέβες του μάρμαρου που κάλυπτε τους τοίχους. «Δε σε βλέπω σαν πρίγκιπα, ούτε τον Φάμπιαν σαν λόρδο. Δε σου φέρομαι διαφορετικά επειδή έχεις κάποιον τίτλο. Ούτε καν προσπαθώ να το κάνω, όπως αυτές οι τσούλες που συναναστρέφεσαι». Μου ήρθε στο μυαλό η Τσάριτι. Του έριξα μια κλεφτή ματιά. Προφανώς σκέφτηκε κι εκείνος την Τσάριτι, μιας και γύρισε το κεφάλι αμήχανα απ’ την άλλη. «Αντίθετα μ’ όλες τις άλλες κοπέλες σε αυτό το βασίλειο, δε θέλω τίποτε άλλο από σένα πέρα απ’ τον σεβασμό σου». Γύρισα επιτόπου για να τον κοιτάξω στα μάτια. «Αλλά ξέρω επίσης ότι δε μοιάζω με καμία άλλη θνητή απ’ όσες έχεις γνωρίσει. Δεν υποκύπτω στις γητειές σου, εκτός κι αν το επιλέξω, και μπορώ –το έχω αποδείξει κιόλας– να σου πω όχι». Έβαλα όλη μου τη δύναμη να κρατήσω το βλέμμα μου σταθερό, για να μην προδοθώ. Έλεγα ψέματα. Δεν είχα αντισταθεί. Ούτε όταν ο Ίλτα με είχε γοητεύσει ούτε όταν ο Φάμπιαν με είχε φιλήσει ούτε νωρίτερα στ’ αυτοκίνητο με τον Κάσπαρ. «Και κάθε άντρας σ’ αυτό τον πλανήτη, είτε είναι άνθρωπος είτε βρικόλακας είτε δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, θα θέλει πάντα εκείνο που δεν μπορεί ν’ αποκτήσει». Μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα μάτια, ίσως και πιο γρήγορα, βρισκόταν μπροστά μου. Μ’ έκλεισε ανάμεσα στα χέρια του κολλώντας τις παλάμες 302
του στον τοίχο – τις παλάμες που ήξερα από εμπειρία ότι ήταν αρκετά μεγάλες για να τυλιχτούν γύρω απ’ τον λαιμό μου κι αρκετά δυνατές για να με πνίξουν στο δευτερόλεπτο. Μου κόπηκε η ανάσα, αλλά δεν επιχείρησα να το κρύψω. Και μόνο στη σκέψη ότι είχα γνωρίσει ένα τέτοιο πλάσμα... ότι ήξερα ένα τέτοιο πλάσμα... Θεέ μου, πόσο ελκυστικός είναι! Πόσο σκοτεινός, πόσο διεστραμμένος…! Κάπου στα βάθη του μυαλού μου ένα κομμάτι μου συνέχιζε ν’ αντιστέκεται. Μου έλεγε πως ό,τι ένιωθα δεν ήταν σωστό, πως ο τρόπος που τον έβλεπα ήταν λάθος. Εκείνος με κοίταξε με μισόκλειστα μάτια, σαν να διάβαζε τις σκέψεις μου. Σαν να με προκαλούσε να τον σκεφτώ διαφορετικά. Πήρα άλλη μια βαθιά ανάσα για να βρω τη δύναμη και να μη λυγίσω απέναντι στο βλέμμα του. Μέσα μου φούντωνε ο πόθος. Μέσα μου στέναζα απ’ τη γλυκιά προσμονή, αλλά δεν είχα ανάσα για ν’ αναστενάξω. Μου την είχε κλέψει μαζί με την καρδιά και το δικαίωμα στην επιλογή. Έγειρε ακόμα πιο κοντά μου, ρίχνοντας όλο το βάρος του στα στιβαρά μυώδη μπράτσα του. Έκλεισα τα μάτια. Τα χείλη μου μισάνοιξαν για να υποδεχτούν τα δικά του. Το καυτό σώμα μου ρούφηξε λαίμαργα το ψύχος του δικού του καθώς κόλλησε το στέρνο του πάνω μου. Η ανάσα μου ήταν γρήγορη και κοφτή, σε πλήρη αντίθεση με τη δική του σταθερή και αργή ανάσα, κάτι που βύθισε την καρδιά μου στην απογοήτευση. Άξαφνα, με μια γρήγορη κίνηση άρπαξε και τους δυο καρπούς μου στη μία του παλάμη και τους έφερε πάνω απ’ το κεφάλι μου. Ένα αδύναμο κλαψούρισμα έκανε να βγει απ’ τα χείλη μου, αλλά έσπευσε να το πνίξει γεμίζοντας το στόμα μου πεταχτά, παιχνιδιάρικα φιλιά, κι ήμουν σίγουρη πως αν ήθελε θα μπορούσε να με κάνει να λιώσω για να με ξαναπλάσει μέσα στην αγκαλιά του. Συνέχισε σκορπώντας φιλιά στα μάγουλά μου και στο πιγούνι μου, μέχρι που οι κυνόδοντές του συνάντησαν το αυτί μου, που το γέμισε γλυκές δαγκωματιές. «Μα εγώ σ’ έχω ήδη» μουρμούρισε. Μου πέρασε απ’ το μυαλό να γνέψω με το κεφάλι, αλλά ούτε εκείνο ήταν σωστό. Με γράπωσε απ’ τη ζώνη του τζιν μου και με τράβηξε βίαια κοντά του. Άνοιξα τα μάτια ξαφνιασμένη. Μ’ έσυρε ακόμα πιο κοντά, και μισοκλείνοντας τα μάτια μου ευχήθηκα να είχα το θάρρος να γείρω το κεφάλι μου και να κουρνιάσω στο μπράτσο του, αλλά τα μάτια του με κοίταζαν μ’ ένα ύφος που έλεγε μία κίνηση κι όλο αυτό τελείωσε. Χωρίς να πάρει το βλέμμα του, άρπαξε την μπλούζα μου και την τράβηξε προς τα πάνω, γδύνοντάς με. 303
Ήξερα πως δε θ’ άντεχα για πολύ ακόμη, αλλά το βλέμμα του δε μου άφηνε πολλά περιθώρια. Είχε τον έλεγχο και δε σκόπευε να τον χάσει. Χωρίς να με αφήσει, άρπαξε το στήθος μου και το ’κλεισε στην παλάμη του χαϊδεύοντάς το άγρια. Έβρισα μέσα απ’ τα δόντια μου και συνειδητοποίησα ότι κρατούσα την αναπνοή μου. Επιχείρησα να πάρω ανάσα, αλλά ήταν μάταιο και παράτησα την προσπάθεια. Επιχείρησα να του πω να μ’ αγγίζει πιο απαλά, αλλά το μόνο που βγήκε απ’ τα χείλη μου ήταν ένας στεναγμός πόνου καθώς έκανε στην άκρη το σουτιέν μου, γρατζουνώντας τη θηλή μου. Είχε τα μάτια καρφωμένα στα δικά μου, που παρέμεναν πεισματικά ανοιχτά. Με κοίταζε χαμογελώντας αυτάρεσκα, απολαμβάνοντας προφανώς τη μάχη που μαινόταν μέσα μου ανάμεσα στην αμφιβολία και την επιθυμία. Μια μάχη που ήξερα καλά ότι απεικονιζόταν με κάθε λεπτομέρεια στο πρόσωπό μου. «Ω, εε, συγγνώμη... Παρακαλώ συγχωρήστε την παρουσία μου, Υψηλότατε!» Τινάχτηκα σαν να με χτύπησε ρεύμα. Λίγα μέτρα πιο κει, στη μικροσκοπική είσοδο ενός διαδρόμου κάτω απ’ τη σκάλα, στεκόταν εμβρόντητη η Άννυ η υπηρέτρια. Είχε τα μάτια της καρφωμένα πάνω μου. Ήμουν ακόμη κολλημένη στον τοίχο, με το χέρι του Κάσπαρ σταθερά στο στήθος μου. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Έκανε να πάρει το χέρι του από πάνω μου, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει, τη διέταξε να φύγει μέσα απ’ τα δόντια του. Υποκλίθηκε βιαστικά χωρίς να πάρει το βλέμμα της από πάνω μας. «Υψηλότατε. Δεσποινίς Λι». «Για όνομα του Θεού, απλώς φύγε!» φώναξε χάνοντας την ψυχραιμία του. Έσφιξε τα δόντια του παίρνοντας μια έκφραση ανυπομονησίας. Την παρακολουθούσα να φεύγει, προσπαθώντας ν’ απολογηθώ με το βλέμμα μου, αλλά συνέχισε να με κοιτάζει με απύθμενη αηδία. «Έχει καταντήσει γελοίο. Δεν μπορώ να βρω πουθενά ησυχία εδώ μέσα;» μούγκρισε, και μ’ ένα τίναγμα του καρπού του μ’ έπιασε απ’ το χέρι· άρχισα να τον ακολουθώ προς τις σκάλες. Έκανε στην άκρη και μ’ άφησε να μπω πρώτη στο δωμάτιό του. Περιπλανήθηκα για λίγο στον χώρο κοιτώντας γύρω μου. Κοντοστάθηκα δίπλα απ’ το κρεβάτι του, που κυριαρχούσε σκούρο κι επιβλητικό στη μέση του δωματίου, κι ένιωσα την επιθυμία να το σκάσω, αλλά αντ’ αυτού απλώς συνέχισα προς τα παράθυρα. Τα βήματά μου πνίγονταν πάνω στο –κάποτε ακριβό– παχύ χαλί, που τώρα πια ήταν ξεφτισμένο και ξεθωριασμένο. Η διαφορά θερμοκρασίας με το που πάτησα το πόδι μου 304
στο ξύλινο πάτωμα με αιφνιδίασε, και τουρτουρίζοντας άρχισα να τρίβω τους ώμους για να ζεσταθώ. Ήταν σαν να είχα βγει από μια μπανιέρα με καυτό νερό και είχα πατήσει απευθείας σε παγωμένα πλακάκια. Το κρύο με χτύπησε απότομα, διαπερνώντας το σώμα μου απ’ τα δάχτυλα των ποδιών ως το κεφάλι, και μου ήρθε να βάλω τα γέλια καθώς πέρασε απ’ το μυαλό μου η ασυνάρτητη σκέψη ότι με κείνη την παγωνιά ίσως σε λίγο να γινόμουν μπλε. Κούνησα το κεφάλι μου για να συνέλθω και μαζεύτηκα τυλίγοντας τα χέρια ακόμα πιο σφιχτά γύρω απ’ τους ώμους μου, τρέμοντας λίγο απ’ την παγωνιά, λίγο απ’ τον φόβο. Το φεγγάρι φώτιζε αχνά το δωμάτιο, τρυπώνοντας γλυκά μέσα απ’ τις ορθάνοιχτες μπαλκονόπορτες. Προχώρησα μαγεμένη προς το φως – σαν τη νυχτοπεταλούδα που έλκεται απ’ το φως της λάμπας–, παρατηρώντας τη σκιά μου να μεγαλώνει βήμα βήμα στο ορθογώνιο που σχημάτιζε στο πάτωμα η λάμψη του. Ένα απαλό αεράκι πέρασε μέσα απ’ τις μισάνοιχτες κουρτίνες κι ανέπνευσα βαθιά απολαμβάνοντάς το – η ατμόσφαιρα στο δωμάτιο ήταν αποπνικτική, κι η βαριά μυρωδιά των ακριβών αρωμάτων σε συνδυασμό μ’ εκείνη του παλιού ξύλου μού έκαιγε τα ρουθούνια. Ανατρίχιασα εκστασιασμένη απ’ τη μαγευτική θέα των δέντρων και των καταπράσινων παρτεριών που απλώνονταν σε όλο το υποστατικό, αλλά ο ήχος της πόρτας που κλείδωνε κατέστρεψε τη γαλήνη που είχα αρχίσει να νιώθω, επαναφέροντάς με βίαια στην πραγματικότητα. Γύρισα αιφνιδιασμένη προς το δωμάτιο. Τον είδα να στέκει με την πλάτη στην πόρτα. Στο ένα χέρι είχε ένα μικρό ασημένιο κλειδί. Το κράτησε επιδεικτικά κοντά στο πρόσωπό του και στριφογυρίζοντάς το το έκρυψε στην παλάμη του. «Δε σκοπεύω να σου επιτρέψω να πεις όχι αυτή τη φορά, Κοριτσάκι». Και λέγοντας αυτό έδωσε μια και το εκσφενδόνισε έξω απ’ το παράθυρο. Το κλειδί πέρασε από μπροστά μου κάνοντας την καρδιά μου ν’ αναπηδήσει στο στήθος μου, κι ακούγοντάς το να πέφτει στο χαλίκι κάτω απ’ το μπαλκόνι αναρωτήθηκα ποιο τέρας είχα μόλις απελευθερώσει. Με ποιο τέρας ήμουν κλειδαμπαρωμένη σ’ ένα δωμάτιο. Με ποιο τέρας, αν ήθελα να είμαι ειλικρινής, ετοιμαζόμουν να βγάλω τα μάτια μου. Έστρεψα τα ορθάνοιχτα, από το σοκ, μάτια μου πάνω του νιώθοντας μιαν αλλόκοτη, πρωτόγνωρη έξαψη. Γέλασε σαρκαστικά. Τα μάτια του γυάλιζαν στο ημίφως, και το χρώμα τους γινόταν από σμαραγδί κόκκινο. Βάδισε αργά προς το μέρος μου. Ήμουν ανίκανη να κουνηθώ. Μ’ έπιασε απ’ τους καρπούς κι έκανε στην άκρη τα χέρια σαν να ’ταν κάτι περιττό. Ξεροκατάπια και πήγα να γλείψω τα χείλη μου. Δε μου έδωσε την ευκαιρία. Άρπαξε την μπλούζα μου και την έσκισε με μια κίνηση. 305
Κόλλησε μετά τα χείλη του στα δικά μου. Ένιωσα να χάνομαι στο βαθύ, παρατεταμένο φιλί του. Έκανε πίσω απότομα κι έμεινα να τον κοιτάζω λαίμαργα, άπληστα – όλο μου το σώμα ούρλιαζε ζητώντας το άγγιγμά του. Το βλέμμα του ταξίδεψε στα στήθη μου και στη γυμνή μου κοιλιά, μέχρι που σταμάτησε πάνω στον επόμενο στόχο του. Μουρμούρισε κάτι για το πόσο άβολα ήταν τα γυναικεία ρούχα κι έπιασε να ξεκουμπώνει το τζιν μου. Αδημονώντας για κείνο που θα ακολουθούσε, κλότσησα τα μποτάκια μου μακριά. Άπλωσα τα χέρια για να του ξεκουμπώσω το πουκάμισο, αλλά τα έκανε στην άκρη και συνέχισε να με ξεντύνει με αμείωτο πόθο, σαν να ’μουν καμιά άψυχη κούκλα. Μ’ έγδυνε γρήγορα, άτσαλα, με τη δίψα ενός παιδιού που ξετυλίγει το δώρο των Χριστουγέννων. «Γαμώτο, πόσο όμορφο είσαι, Κοριτσάκι!» Έκανε πίσω και ζάρωσα στη θέση μου, ξαφνιασμένη απ’ το αναπάντεχο κομπλιμέντο. Έστρεψα το βλέμμα μου στο πάτωμα. Κάθε μυς του σώματός μου τέντωσε απ’ την αμηχανία. Δάγκωσα τα χείλη μου νευρικά, εντελώς εκτεθειμένη στο έλεος του βλέμματός του, έξαλλη με τον εαυτό μου καθώς είχα επιλέξει εκείνη ακριβώς τη μέρα για να φορέσω παράταιρα εσώρουχα. Ανατρίχιασα και σχεδόν μηχανικά τύλιξα το χέρι γύρω απ’ τον λαιμό μου προσπαθώντας να καλύψω τις αποκρουστικές ουλές που είχε αφήσει ο Ίλτα στο κορμί μου καιρό πριν. Αν ο βασιλιάς δε σας απαγόρευε να αγγιχτείτε από αύριο, δε θα το ήθελες τώρα αυτό, το ξέρεις, έτσι δεν είναι; είπε συρίζοντας η φωνή μου μέσα μου σαν φίδι. Αλλά ανυπομονείς να νιώσεις το πραγματικό του άγγιγμα, έτσι δεν είναι, Βιολέτα; Την αγνόησα. Με πλησίασε ξανά. Έκανε στην άκρη το χέρι μου κι άρχισε να πιπιλάει τρυφερά τον λαιμό μου, χωρίς να με δαγκώσει. Τύλιξα τα χέρια γύρω απ’ τον λαιμό του και τον τράβηξα ακόμα πιο κοντά μου, αναζητώντας όλο και πιο άπληστα το άγγιγμά του. Αφέθηκε βάζοντας το ένα του χέρι κάτω απ’ το σουτιέν μου. Έσυρε μετά τους κυνόδοντές του στο δέρμα μου κι άρπαξε το στήθος μου, στέλνοντας κύματα ηδονής σε όλο μου το σώμα. Παραδόθηκα στο άγγιγμά του, πίεσα απελπισμένα το στήθος μου πάνω του και τεντώνοντας τον λαιμό μου σε τέλειο τόξο τού πρόσφερα τη φλέβα μου... Δέχτηκε την προσφορά μου κι έμπηξε τους κυνόδοντές του στο δέρμα μου, τσιμπώντας δυνατά τη ρώγα μου. Τρελαμένη από πόνο και ηδονή, έκανα να φωνάξω, αλλά η φωνή δε βγήκε ποτέ απ’ τα χείλη μου. 306
Δεν ήπιε απ’ το αίμα μου. Συνέχισε να σκάβει το δέρμα μου με τους κυνόδοντες, τσιμπώντας όλο και πιο δυνατά τη ρώγα... ξανά και ξανά, μέχρι που έχασα την αίσθηση του εαυτού μου, μέχρι που όλο μου το είναι έγινε ένα βογκητό ηδονής. Ρούφηξε μια σταγόνα αίματος που έτρεξε απ’ τις πληγές που ήδη έκλειναν και, χαμογελώντας θριαμβευτικά, με τράβηξε αναγκάζοντάς με να σταθώ στα πόδια μου. «Δεν έχω καν αρχίσει μαζί σου, Κοριτσάκι» μουρμούρισε. Έκανα να του λύσω τη γραβάτα, αλλά δεν μπορούσα να ελέγξω τα χέρια μου που έτρεμαν απ’ το κρύο και την ηδονή. Δεν έκανε κάποια κίνηση να με βοηθήσει. Αντιθέτως, με πήρε στην αγκαλιά του και με πέταξε στο κρεβάτι. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή που μου φάνηκε αιωνιότητα, αναπνέοντας όλο και πιο γοργά, όλο και πιο βαριά – οι ανάσες μας πλέκονταν με τον μονότονο χτύπο του ρολογιού, σπάζοντας σε χίλια κομμάτια την αβάσταχτη σιωπή του δωματίου. Έλυσε τη γραβάτα του και ξεκούμπωσε –χωρίς να πάρει λεπτό τα μάτια του απ’ τα δικά μου– το πουκάμισό του, αποκαλύπτοντας το χλωμό του στέρνο. Κάθισε δίπλα μου και με μια κίνηση που πρόδιδε εμπειρία έβγαλε το σουτιέν μου. Το έκανε στην άκρη και, χαμογελώντας με τον γνωστό αυτάρεσκο τρόπο του, κάρφωσε τα μάτια του στο κατακόκκινο από ντροπή πρόσωπό μου, πιάνοντας με το ένα του χέρι το μάγουλό μου και με το άλλο το στήθος μου. Τέντωσα τον λαιμό μου και τον φίλησα. Τα χέρια μου ταξίδεψαν πάνω στα γυμνασμένα μπράτσα του. Θαύμασα τη δύναμή τους, έχοντας πλήρη επίγνωση πως δεν ήταν σωστό. Εκείνα τα μπράτσα είχαν σκοτώσει ανθρώπους. Το εγώ του έδειχνε ν’ απολαμβάνει πολύ το άγγιγμά μου. Χωρίς να πάρει τα χείλη του απ’ τα δικά μου, χαμογέλασε πονηρά και χαϊδεύοντας το στομάχι μου έσυρε το χέρι του προς τα κάτω και πέρασε τα δάχτυλα μέσα απ’ το λάστιχο του εσωρούχου μου. Ξαφνικά σηκώθηκε, μ’ έκλεισε ανάμεσα στα πόδια του και κάρφωσε το βλέμμα πάνω μου εξετάζοντας προσεκτικά κάθε πόντο του κορμιού μου, σαν να έψαχνε να βρει ψεγάδια. Τα βλέφαρά μου πετάρισαν κάτω απ’ την ένταση του βλέμματός του – ο πόθος είχε βάψει κόκκινα τα μάτια του. Συστρέφοντας αμήχανα το σώμα μου, προσπάθησα να καλύψω τις φριχτές ουλές που είχε αφήσει ο Ίλτα στο κορμί μου, αλλά προτού συνειδητοποιήσω τι είχε συμβεί βρέθηκα για μια ακόμα φορά με τα χέρια ακινητοποιημένα πάνω απ’ το κεφάλι μου. «Μη». Τα μάτια του με μάλωσαν, σαν να μου είχε θυμώσει που ντρεπόμουν. Η ντροπή προφανώς δεν είχε θέση στο ρεπερτόριό του. Ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι κυρίαρχη στο δικό μου. Το σώμα 307
μου ήταν δύσκαμπτο. Τα πόδια μου παρέμεναν κολλημένα σφιχτά μεταξύ τους. Ανέπνεα ρηχά, καθώς το χέρι του χάιδευε το στομάχι μου διαγράφοντας βασανιστικούς κύκλους· σταμάτησε εκατοστά πριν αγγίξει τη φλόγα που ένιωθα να καίει ανάμεσα στα πόδια μου και ζητούσε επιτακτικά λύτρωση. Συνέχισε να οργώνει το σώμα μου με τα δάχτυλά του πάνω κάτω αργά, βασανιστικά. «Χαλάρωσε» ψέλλισε εκνευρισμένος. Τα λόγια του ήταν προσταγή κι όχι παράκληση. Ένιωσα ένα τσίμπημα στο στομάχι απ’ την αναισθησία του και λίγο έλειψε να τον σπρώξω μακριά μου και να φύγω. Να χαλαρώσω; Δεν καταλαβαίνει πόσο δύσκολο μου είναι; Με φίλησε ξανά. Υποψιάστηκα πως ήξερε καλά πως ήταν ο μόνος τρόπος να διώξει τις αμφιβολίες μου μακριά. Άφησα τα χέρια μου να περιπλανηθούν για λίγο στην πλάτη του. Πέρασα τα δάχτυλά μου μέσα στα ατημέλητα μαλλιά του και, χαϊδεύοντας για λίγο το στήθος του, συνέχισα αποφασιστικά προς τον καβάλο του. Έκανα να ξεκουμπώσω το παντελόνι του. Κοκάλωσε. Αρπάζοντας το χέρι μου, το πέταξε στην άκρη, ρίχνοντάς μου για δεύτερη φορά μέσα στο ίδιο βράδυ ένα δολοφονικό βλέμμα που μ’ έκανε να μαζέψω στα γρήγορα τα χέρια μου. Τον κοίταξα παρακλητικά, αλλά συνέχισε να με φιλάει χωρίς να δώσει την παραμικρή σημασία. Έχωσε το πρόσωπό του ανάμεσα στα στήθη μου και πήρε βαθιά ανάσα, σκορπώντας φιλιά και δαγκωματιές στις κοιλότητες και στις καμπύλες του. Πήρα μια κοφτή ανάσα καθώς πέρασε άγρια τη γλώσσα του απ’ τη ρώγα μου. Δαγκώνοντας και πιπιλώντας συνέχισε την επιδρομή του στο στήθος μου, μέχρι που άκουσα τον εαυτό μου να βογκάει ανεξέλεγκτα. Σταμάτησε στις ουλές μου και φίλησε τα σημάδια μου. Μαζεύτηκα, αλλά δε μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ ή να παγώσω. Πέρασε τη γλώσσα του πάνω απ’ τα πλευρά μου, συνεχίζοντας κάτω προς την κοιλιά. Ζάρωσα κι έκλεισα το στόμα μου πνίγοντας τα νευρικά γέλια που ανέβαιναν στα χείλη μου. Ξαφνικά τον ένιωσα να χαλαρώνει. Με το πρόσωπό του χωμένο στο εσωτερικό των μηρών μου, ανέπνευσε απαλά στέλνοντας βίαια κύματα ηδονής σ’ όλο μου το κορμί. Με φίλησε τρυφερά. Ένιωσα κάθε μυ στο σώμα μου να κοκαλώνει. Παραμέρισε τον έναν μηρό μου κι έσκυψε αργά το κεφάλι του ανάμεσα στα πόδια μου. Κράτησα την αναπνοή μου περιμένοντας την ηδονή να με συνταράξει, αλλά αντί για ηδονή ένιωσα να κόβομαι στα δύο από έναν εξωφρενικό πόνο. Είχε μπήξει τους κυνόδοντές του στη σάρκα μου, σκίζοντάς μου το δέρμα. 308
Έσφιξα τα δόντια μου και μούγκρισα απ’ την οδύνη. Τα μάτια μου πλημμύρισαν δάκρυα. Σαστισμένη, συνειδητοποίησα πως είχε κολλήσει το στόμα του στην πληγή και ρουφούσε το αίμα μου. Αφήνοντας τους μηρούς μου, σύρθηκε προς τα πάνω και με κοίταξε χαμογελώντας. Τα κόκκινα μάτια του έλαμπαν θριαμβευτικά. Τα χείλη του γυάλιζαν απ’ το αίμα μου. Έσκυψε και με φίλησε. Έγλειψα τα χείλη του. Ένα τρανταχτό γέλιο ακούστηκε μέσα απ’ το στήθος του. «Θα γινόσουν καλός βρικόλακας. Φαίνεσαι ιδιαίτερα πρόθυμη να γευτείς κάθε λογής υγρό». Αντί για απάντηση, χαμογέλασα ένοχα. Δεν είχα τίποτα να πω. Οι λέξεις έμοιαζαν να χάνουν το νόημά τους. Έσυρα διστακτικά τα χέρια μου προς το παντελόνι του και το ξεκούμπωσα χωρίς να προβάλει αντίσταση. Πίεσε το σώμα του πάνω μου. Είναι επιλογή μου... Ένιωσα να φεύγει απότομα από πάνω μου. Σήκωσα τα μάτια μου και τον είδα να στέκει ολόγυμνος μπροστά μου –πιο σέξι από ποτέ–, κρατώντας ένα κουτί με προφυλακτικά στο οποίο ήταν κολλημένο ένα κομματάκι χαρτί. Στάθηκε απέναντί μου και, χαμογελώντας μου πονηρά, κούνησε πέρα δώθε το κουτί. «Αν δεν κάνω λάθος, αυτό εδώ είναι δικό σου» γρύλισε παριστάνοντας τον θυμωμένο. Του το άρπαξα και διάβασα δυνατά: «Μην ξεχνάς να χρησιμοποιείς πάντα προφυλακτικό, κορόιδο!». Γέλασα καθώς θυμήθηκα τη μέρα που είχα κλέψει και στη συνέχεια καταστρέψει όλα του τα προφυλακτικά, καιρό πριν. Ακόμα και τη στιγμή εκείνη μου ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψω πως είχα βρει το θάρρος να κάνω κάτι τέτοιο. Σήκωσε τα φρύδια του κι άνοιξε ένα καινούριο πακέτο. «Να φορέσω το προφυλακτικό ή είσαι υπέρ των… προκαταρκτικών;» Έσμιξα τα φρύδια μου παριστάνοντας τη θιγμένη. «Σου ’χει πει ποτέ κανείς ότι είσαι κάπως ωμός;» Γέλασε, και σκύβοντας με φίλησε πεταχτά στα χείλη. «Δε θα μου κακιώσεις επειδή ρώτησα, ε;» Έχασα τα λόγια μου, αιφνιδιασμένη απ’ την αναπάντεχη οικειότητά του. «Εγώ... ε, εντάξει... ίσως αργότερα τότε». Τα μάτια του ξαναβρήκαν αμέσως την κόκκινη λάμψη τους. «Αυτό θα το θυμάμαι». Ένιωσα ξανά το γνώριμο βάρος του κορμιού του πάνω μου. Με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Η ένταση ανάμεσά μας μεγάλωνε λεπτό με το 309
λεπτό. Χαμογέλασα, αλλά το χαμόγελό μου δεν ήταν παρά ένα προσωπείο. Μέσα μου ήμουν ράκος. Τα χείλη του συνάντησαν τα δικά μου σ’ ένα άγριο φιλί. Γλίστρησε μέσα μου. Σταγόνες ιδρώτα κυλούσαν αργά στην πλάτη μου μουσκεύοντας τα σεντόνια. Οι αναστεναγμοί και τα βογκητά μου μπλέκονταν με τους βρυχηθμούς του. Ο πόνος και η ηδονή είχαν σμίξει με τέτοια σφοδρότητα μέσα μου, που μου ήταν αδύνατον να καταλάβω ποιο συναίσθημα κυριαρχούσε. Μια κραυγή δραπέτευσε απ’ τα χείλη μου και χάθηκε στον αγωνιώδη πόθο που αναδυόταν με λύσσα από μέσα του. Πέρασε το χέρι του κάτω απ’ τη μέση μου και γυρίζοντας ανάσκελα με τράβηξε και μ’ έφερε πάνω του, χωρίς να πάρει δευτερόλεπτο τα μάτια του απ’ τα δικά μου. Ανακτώντας κάπως την αυτοπεποίθησή μου, πέρασα τα πόδια μου γύρω του βλέποντας πως μου είχε επιτέλους παραχωρήσει τον τόσο σημαντικό για εκείνον έλεγχο. Για μια στιγμή αναρωτήθηκα αν είχε επιτρέψει ποτέ το ίδιο και στην Τσάριτι, νιώθοντας την καρδιά μου να βουλιάζει στην ανάμνησή της. Πήρα βαθιά ανάσα και την έδιωξα απ’ το μυαλό μου, ελπίζοντας ότι ήμουν κάτι περισσότερο για κείνον από μια οποιαδήποτε τσούλα, από μια τυχαία περιπέτεια. Οι σκέψεις μου διακόπηκαν απότομα, καθώς τα δάχτυλά του άρχισαν να ταξιδεύουν αισθησιακά ανάμεσα στους μηρούς μου. Απλώνοντας το άλλο χέρι του έκλεισε το στήθος μου στη χούφτα του, κι έγειρα προς τα πίσω υποταγμένη άνευ όρων στην ηδονή που μου πρόσφεραν τόσο απλόχερα τα χάδια του. Έσκυψα και πέρασα τα χείλη πάνω απ’ τον λαιμό του, γεμίζοντάς τον φιλιά και δαγκωματιές, έχοντας πλήρη επίγνωση του πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα αν μπορούσα να πιω απ’ το αίμα του. Οι στεναγμοί μου μετατράπηκαν σε βογκητά. Σηκώθηκα και πίεσα τη λεκάνη μου πάνω του, παρακολουθώντας με ικανοποίηση τα βλέφαρά του να τρεμοπαίζουν εκστατικά. Ένας γλυκός σπασμός συντάραξε τα σωθικά μου. Έσφιξα τα πόδια μου γύρω του. Το σώμα μου τσιτώθηκε απ’ την προσμονή εκείνου που ήξερα πως ερχόταν. Τα βογκητά μας συντονίστηκαν, καθώς τα κορμιά μας κινούνταν άγρια στον ίδιο ρυθμό. Έσφιξα τα δόντια και μ’ ένα τελευταίο βογκητό κατέρρευσα στο στήθος του. Τα πάντα γύρω μου θόλωσαν καθώς ένας οξύς πόνος γύρω απ’ τον λαιμό μού ’κοψε την ανάσα. Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι πριν σκοτεινιάσει ήταν το κεφάλι μου να πέφτει βαρύ μέσα στα χέρια του που είχαν τυλιχτεί γύρω απ’ τον λαιμό μου και μ’ έπνιγαν. 310
Μερικά λεπτά, ή ίσως ώρες, αργότερα ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου. Κοίταξα γύρω μου θολωμένη. Ένιωθα πιασμένη. Κατάφερα να πάρω μια ανάσα και γύρισα στο πλάι. Ο Κάσπαρ ήταν ξαπλωμένος δίπλα μου κι έπαιζε με μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου, κοιτώντας με διερευνητικά. «Το ξέρω πως ήμουν καλός, αλλά είν’ η πρώτη φορά που λιποθυμάει κάποια στην αγκαλιά μου» είπε χαμογελώντας, περνώντας αργά τη γλώσσα πάνω απ’ τους κυνόδοντές του. «Κι αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, δε νομίζω να μ’ έχουν δαγκώσει ξανά ενώ φτάνω σε οργασμό» ανταπάντησα, τρίβοντας το μέτωπό μου. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Ανοιγόκλεισα τα μάτια προσπαθώντας να προσαρμοστώ στο φως του φεγγαριού. «Σου το ’χα πει πως θα περάσεις καλά μαζί μου» είπε χαμογελώντας θριαμβευτικά. Δεν απάντησα τίποτα. Δεν είχα την απαραίτητη ενέργεια για να διαφωνήσω μαζί του. Ας πίστευε ό,τι ήθελε. Εγώ ήξερα πως λιποθύμησα επειδή με δάγκωσε. Χαμογέλασα κι εγώ. Ξάπλωσα ανάσκελα και κάρφωσα το βλέμμα στο ταβάνι, επιτρέποντας στον εαυτό μου –για πρώτη φορά μετά από τόσους μήνες– να χαλαρώσει πραγματικά. Είχα να αισθανθώ τόσο καλά από τότε που η μόνη μου έγνοια ήταν να βγω με τις φίλες μου στα κλαμπ του Λονδίνου για να γνωρίσουμε αγόρια. Ωστόσο, τίποτα... μα τίποτα... δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον Κάσπαρ... και σε λίγες ώρες όλα θα είχαν τελειώσει. Σε λίγες ώρες ο βασιλιάς θα επέστρεφε και δε θα μας επιτρεπόταν πια ν’ αγγίξουμε ο ένας τον άλλον. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρα συγκρατώντας τα δάκρυα, δευτερόλεπτα προτού αρχίσουν να κυλούν στα μάγουλά μου, ελπίζοντας ότι δεν το πρόσεχε. «Θα της άρεσες, ξέρεις». Γύρισα και τον κοίταξα σαστισμένη. Κοιτούσε ευθεία μπροστά, στον πίνακα πάνω απ’ το τζάκι. Τα μάτια του είχαν πάρει μια απόχρωση ανάμεσα στο γκρι και το σμαραγδί. «Είναι οι γονείς σου, σωστά;» Έγνεψε καταφατικά. «Αυτό εδώ ήταν το δωμάτιό τους, μέχρι που πέθανε». Στην τελευταία λέξη η φωνή του έσπασε, και χωρίς να το σκεφτώ του έπιασα το χέρι και κούρνιασα στο στέρνο του, αδιαφορώντας για την ψυχρότητα του δέρματός του. Η αναφορά στη μητέρα του με είχε αιφνιδιάσει, μιας και δε μου είχε ξαναμιλήσει ποτέ με τέτοιον τρόπο για 311
κείνη στο παρελθόν. «Θα ήταν περήφανη για σένα». Γύρισε και με κοίταξε. Έκανε να γελάσει, αλλά το χαμόγελό του έμεινε στη μέση. Τα μάτια του πρόδιδαν το πώς αισθανόταν στην πραγματικότητα. Ήταν γκρι. «Περήφανη για ποιο πράγμα; Είμαι διάδοχος ενός θρόνου που ποτέ μου δε θέλησα. Μισώ τις ευθύνες, και μέχρι τώρα έχω αποτύχει παταγωδώς στο να εναρμονιστώ με την εικόνα που θα ’πρεπε να ’χει ένας πρίγκιπας. Το μόνο πριγκιπικό πάνω μου είναι η ομορφιά μου. Για ποιο πράγμα, λοιπόν, θα ήταν περήφανη;» Είχε μπήξει τα νύχια του στο δέρμα μου, αλλά δε νομίζω πως το αντιλαμβανόταν. Δάγκωσα τα χείλη μορφάζοντας, προσπαθώντας να κρύψω τον πόνο. «Είσαι καλός. Σκέψου μόνο πόσες φορές μ’ έχεις σώσει. Δε θα ’ναι τέσσερις μέχρι τώρα; Κι ήσουν έτοιμος να μου παραχωρήσεις την ελευθερία μου παρ’ όλο που ήξερες ότι στη συνέχεια θα αντιμετώπιζες την οργή του συμβουλίου και του πατέρα σου. Δεν μπορεί να μην αξίζει τίποτε αυτό!» «Κι όμως, δεν αξίζει τίποτα! Λύσε μου μια απορία, πώς και βγήκαν από μέσα σου όλα αυτά τα λόγια συγχώρεσης; Είμαι σίγουρος πως μέχρι χτες πίστευες ότι δεν είμαι παρά ένα άρρωστο, σατανικό πλάσμα». Πήρα το βλέμμα μου απ’ τον πίνακα. «Απλά άλλαξαν κάποια πράγματα» μουρμούρισα. Με κοίταξε, και μπορούσα να δω πως ήταν μπερδεμένος. Νόμιζα πως θα επιμείνει στο θέμα, αλλά προς μεγάλη μου ανακούφιση δεν το ’κανε. Βυθιστήκαμε ξανά στη σιωπή. Έπιασε πάλι να παίζει με μια τούφα απ’ τα μαλλιά μου. Κανείς μας δε φαινόταν να ενοχλείται απ’ τη σιωπή. Μας έφτανε που ήμασταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Αυτό, λοιπόν, κρύβεται πίσω απ’ τη μάσκα που φοράει; Ο φόβος ότι δεν είναι αρκετά καλός; «Γιατί ο πατέρας σου μετακόμισε σε άλλο δωμάτιο; Θέλω να πω – καταλαβαίνω ότι θα ήταν ιδιαίτερα–» Με διέκοψε. «Κόντευε να τρελαθεί εδώ μέσα. Δεν το άντεχε. Ξέρω πως πιστεύεις ότι είναι σκληρός και άκαρδος, αλλά δεν ήταν πάντα έτσι. Η μητέρα μου τον συμπλήρωνε. Έβγαζε το καλό από μέσα του. Δεν είναι απίθανο, ξέρεις. Όσο κακός κι αν είναι κάποιος, μπορεί πάντα ν’ αλλάξει. Όταν η μητέρα μου... διαλυθήκαμε... Εκείνη τη νύχτα στην Τραφάλγκαρ δεν υπήρχε ανάγκη να τους επιτεθούμε, καταλαβαίνεις, Κοριτσάκι; Αλλά ήταν ο γιος του –ο γιος του Πιερ, Κλοντ, δηλαδή– κι έπρεπε να τον σκοτώσω. Έπρεπε να του στερήσω τον γιο, όπως είχε στερήσει τη σύζυγο απ’ τον πατέρα μου. Τον μπάσταρδο!» Έκλεισα τα μάτια μου προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυά μου. Ήξερα πως είχα ξεπεράσει τα όρια. 312
Μετάνιωνα που είχα φέρει το θέμα στην επιφάνεια προκαλώντας του τέτοια οδύνη. Και μισούσα τον ίδιο επειδή μου θύμισε εκείνο το βράδυ. Τύλιξα τα χέρια γύρω απ’ το στήθος του και τον έσφιξα ακόμα πιο δυνατά, καθώς συνέχιζε να μιλάει. «Ο πατέρας μου πέθανε μαζί της εκείνη τη μέρα. Ο Τζον Πιερ μάς έστειλε μήνυμα που στην ουσία μάς πληροφορούσε ότι είχε ενεργήσει με εντολή κάποιου. Κάποιος τον είχε πληρώσει να το κάνει. Όλοι πιστεύουν πως δε θα μάθουμε ποτέ ποιος έδωσε την εντολή. Αλλά εγώ θα τον βρω, θα τον κυνηγήσω μέχρι το τέλος του κόσμου· πρώτα θα σκοτώσω τη γυναίκα του, μετά θα πιω και την τελευταία σταγόνα αίματος απ’ τα παιδιά του, θα βιάσω τις κόρες του και θα κάνω τον γαμημένο άσπλαχνο δαίμονα να υποφέρει όπως δεν έχει υποφέρει ποτέ κανείς. Επειδή αυτό που νιώθω για κείνον, Βιολέτα, ξεπερνάει το μίσος. Μου στέρησε τη μητέρα μου, καταλαβαίνεις;» Βυθίστηκε ξανά στη σιωπή. Το στόμα μου είχε στεγνώσει. Είχα παραλύσει. Μια από κείνες τις κόρες ήμουν εγώ. Ύψωσα βιαστικά τεράστια τείχη γύρω απ’ τη σκέψη μου, προσπαθώντας να χωνέψω τα όσα είχε πει. Ήθελα απελπισμένα να του πω να μη μιλάει έτσι –να πάρει όσα είχε πει πίσω, επειδή δεν τα εννοούσε, δε γινόταν να τα εννοεί–, αλλά ήξερα πως ήταν υπερβολικά επικίνδυνο να επιμείνω στο θέμα. «Τίποτε απ’ αυτά δεν έχει σημασία. Θα γίνεις όσο υπέροχος ήταν κι ο πατέρας σου πριν απ’ όλα αυτά, άσχετα με το τι λες. Το ξέρω» ψιθύρισα μες στο σκοτάδι. Δεν απάντησε, παρά έπιασε το κεφάλι μου και το ’φερε στο στήθος του, εκεί που θα ’πρεπε να είναι η καρδιά του. Σύντομα αποκοιμήθηκα.
313
KEΦΑΛΑΙΟ 45
Βιολέτα ΤΙΚ, ΤΑΚ... «Ξέρουν». «Τι;» «Ξέρουν πως κοιμηθήκαμε μαζί. Τους το είπαν οι υπηρέτες». «Μα–» «Ο πατέρας μου. Ξέρει». Μου κόπηκε η ανάσα. Ο φόβος έσφιξε τις δαγκάνες του γύρω απ’ τον λαιμό μου. «Μας πρόδωσε. Η Άννυ μάς πρόδωσε». Συγκατένευσε με σοβαρότητα, τραβώντας με στην αγκαλιά του. «Και τι θα κάνει;» «Δεν ξέρω». Δε θέλεις να ξέρεις, πρόσθεσε η φωνή μου. Συμφώνησα σιωπηλά. Το φως του ήλιου που έμπαινε απ’ τα ψηλά παράθυρα της εισόδου έστειλε μια αντανάκλαση στο ρολόι που φορούσε στον καρπό του. 11.59... Ο αέρας γύρω μας ήταν παγωμένος. Τα μέλη του υπηρετικού προσωπικού ήταν συγκεντρωμένα πίσω μας, παραταγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο στην ίδια ευθεία, και περίμεναν να καλωσορίσουν τους Βαρν και τα υπόλοιπα μέλη του συμβουλίου, που όλοι τους ήξεραν. Ο Φάμπιαν ήξερε. Ο Κάιν ήξερε. Ο βασιλιάς ήξερε. Ένιωθα τα γεμάτα μίσος και περιφρόνηση μάτια κάθε μέλους του προσωπικού καρφωμένα στην πλάτη μου. Είχαν χάσει και το τελευταίο ψήγμα σεβασμού στο πρόσωπό μου. Στα μάτια τους ήμουν πλέον μία από κείνους. Μια πόρνη. Ήμουν όμηρός του. Κανονικά δεν έπρεπε να ξέρω τον πρίγκιπα με τον τρόπο που τον ήξερα πια. Και ειδικά εκείνη την ώρα. Τικ, τακ... «Απ’ αυτή την Αθενία έρχονται, έτσι; Μ… μήπως θα ’ταν καλύτερα να μη μ’ έχεις αγκαλιά;»
314
Με άφησε, αλλά συνέχισε να μου κρατάει το χέρι. «Κοίτα, Βιολέτα. Κοριτσάκι. Συγγνώμη για χτες το βράδυ. Δε θα ’πρεπε ποτέ να..» «Κι εγώ σου ζητώ συγγνώμη». Έδειξε να αιφνιδιάζεται. Κούνησα το κεφάλι αποφεύγοντας να τον κοιτάξω στα μάτια. Δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτ’ άλλο. Τράβηξα το χέρι μου μέσα απ’ το δικό του. Η καρδιά μου σφίχτηκε απ’ τη στενοχώρια. «Αυτό που ήθελα να...» Τινάχτηκε σαν να τον διαπέρασε ηλεκτρικό ρεύμα. Σήκωσε το κεφάλι του. Τα μάτια του έλαμπαν κατακόκκινα. Η ανάσα του βάρυνε. «Είναι όλοι εδώ». Μου άρπαξε ξανά το χέρι και με το άλλο ανασήκωσε το πιγούνι μου και μου ’δωσε ένα απαλό φιλί στα χείλη. Με άφησε. Ένιωσα να λύνονται τα γόνατά μου. Έσφιξα τις παλάμες μου προσπαθώντας μάταια να χαλαρώσω το τσιτωμένο μου σώμα. Τον ένιωσα να με πλησιάζει, και ξαφνικά εκσφενδονίστηκα στην άλλη άκρη του δωματίου. Κρατώντας την αναπνοή μου, κάρφωσα το βλέμμα στην είσοδο. Τικ, τακ... Ένας δυνατός χτύπος ακούστηκε απ’ τα βάθη του αρχοντικού – ο πρώτος χτύπος του μεγάλου ρολογιού. Ανίκανη να τον κάνω να παύσει, άρχισα να μετράω από μέσα μου τα χτυπήματα. Δώδεκα... Ανατρίχιασα. Ο χτύπος αντήχησε στα σωθικά μου, κάνοντας το στομάχι μου να σφιχτεί από αγωνία. Ήθελα να κλάψω, αλλά αρνιόμουν να λυγίσω μπροστά στα βλέμματα του προσωπικού. Έντεκα... Οι μπάτλερ πήραν τις θέσεις τους δίπλα στις πόρτες πιάνοντας από ένα χερούλι με τα πεντακάθαρα γάντια τους, έτοιμοι να τις ανοίξουν από στιγμή σε στιγμή. Δέκα... Ο τρόμος και η αγωνία για το τι είδους τιμωρία μού επιφύλασσε ο βασιλιάς για την ανυπακοή μου φούντωναν μέσα μου, κάνοντάς με ν’ ασφυκτιώ. Τα πράγματα δε θα είχαν πάρει ποτέ τέτοια τροπή αν είχαμε κοιμηθεί μαζί κάτω από διαφορετικές συνθήκες, αλλά ο Κάσπαρ είχε ντροπιάσει τόσο πολύ τον πατέρα του, που όλα ήταν δυνατά. Εννιά... Τι χειρότερο θα μπορούσε να μας κάνει απ’ το να μας απαγορέψει να αγγιζόμαστε; Οχτώ... Δεν μπορούσε να μ’ εξαναγκάσει να γίνω βρικόλακας χωρίς να δώσει στον πατέρα μου την αφορμή που ζητούσε για να εξαπολύσει ενα315
ντίον τους τους εκτελεστές και τον υπόκοσμο. Συν ότι το να γίνω βρικόλακας δε μου φαινόταν και τόσο φριχτό πια. Εφτά… Γιατί έχασα τόσο χρόνο μισώντας τον; Έξι, πέντε, τέσσερα... «Κάσπαρ, τι είναι η Αθενία;» Τρία... Δεν απάντησε. Δύο... «Κάσπαρ, τι όντα ζουν στην Αθενία;» Ένα. Οι πόρτες άνοιξαν διάπλατα. Ο μεσημεριανός ήλιος κρύφτηκε πίσω από βαριά σύννεφα. Μια ομάδα από περίπου τριάντα φιγούρες με μανδύες ανέβηκαν με μεγάλες δρασκελιές τα σκαλιά, ρίχνοντας τις κουκούλες τους πίσω. Το δέρμα τους είχε κοκκινίσει απ’ τις δυνατές αχτίδες του ήλιου. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο εμφανώς εξοργισμένος βασιλιάς. Έριξα μια ματιά στον Κάσπαρ. Η μέγγενη στην καρδιά μου έσφιγγε όλο και πιο πολύ. Κοίταζε ευθεία μπροστά, πέρα απ’ το πλήθος που πλησίαζε ολοένα αγριοκοιτάζοντάς μας, με το βλέμμα του προσηλωμένο στο κενό. Η έκφρασή του απαθής. Ένιωσα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου κι έστρεψα για δευτερόλεπτα το βλέμμα στο πάτωμα. Όταν ξανασήκωσα τα μάτια, οι φιγούρες είχαν εξαφανιστεί. Κοίταξα ανήσυχα γύρω μου και ξαφνικά πάγωσα. Ο βασιλιάς ερχόταν προς το μέρος μου, κοιτώντας με με μάτια που έβγαζαν φλόγες απ’ την οργή. Ένα πνιχτό κλαψούρισμα ξέφυγε τότε απ’ τα χείλη μου. Σταμάτησε μπροστά μου. Ήθελα να τρέξω μακριά. Αντ’ αυτού, υποκλίθηκα. Έστρεψε το κεφάλι του προς τον Κάσπαρ, ο οποίος συνέχιζε να κοιτάζει ευθεία μπροστά, μόνο που δεν έδειχνε πια απαθής. Η αγωνία είχε αυλακώσει το μέτωπό του. «Κάσπαρ!» είπε συρίζοντας. «Πήγαινε στο Σημείο των Βαρν. Θα τα πούμε εκεί εμείς». Έπειτα έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. «Μην ξαναγγίξετε τον γιο μου, δεσποινίς Λι. Σε αντίθετη περίπτωση, σας εγγυώμαι πως δε θ’ ξανακούσετε την καρδιά σας να χτυπάει στο στήθος. Έγινα σαφής;» Δεν είχα φωνή ν’ απαντήσω. «Απαντήστε μου!» ούρλιαξε. Έγνεψα καταφατικά με το κεφάλι, συγκρατώντας τα δάκρυά μου. «Δεν είστε χαζή. Γνωρίζατε ότι δεν έπρεπε να μπλέξετε ποτέ με 316
κάποιο απ’ τα παιδιά μου. Το γνωρίζατε». Τα χείλη του είχαν γίνει μια σκληρή γραμμή. «Αυτό εδώ είναι το τέλος της ελευθερίας σας, δεσποινίς Λι. Το τέλος. Και ως εκ τούτου, νομίζω πως θα είστε η τέλεια θυσία για τη γιορτή του Ως την Αιωνιότητα. Τι λέτε;» Ο Κάσπαρ γρύλισε. Σήκωσα το κεφάλι μου. Σώπαινε, αλλά δεν πήρε το βλέμμα του από πάνω μου. Η ένταση με την οποία με κοίταζε μου έκοβε την αναπνοή. Κι έπειτα έφυγε. Για μια ακόμα φορά. «Τσούλα» άκουσα κάποιον να σφυρίζει σαν φίδι. Η Λάιλα στεκόταν μπροστά μου χέρι χέρι με τον Φάμπιαν, χαμογελώντας ειρωνικά. Κρεμόταν από πάνω του. Εκείνος δε με κοίταζε, αλλά καθώς τον αγκάλιασε ακόμα πιο σφιχτά τον άκουσα να ψελλίζει μία μόνο λέξη. «Σκύλα». Με μισούσαν όλοι τους πια.
317
KEΦΑΛΑΙΟ 46
Βιολέτα ΚΟΥΝΗΣΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ έξαλλη με τον εαυτό μου. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι εκείνη τη μέρα. Θυμόμουν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια. Κάθε αίσθηση, κάθε ατάκα, κάθε κίνηση αναλυόταν ξανά και ξανά μες στο μυαλό μου. Κόντευα να τρελαθώ. Έχουν περάσει ήδη δύο εβδομάδες, πρέπει να το ξεπεράσεις, με συμβούλευε η φωνή μου, και δεν μπορούσα παρά να συμφωνήσω μαζί της. Αλλά όσο κι αν προσπαθούσα, μου ήταν απλά αδύνατον. Ο Κάσπαρ λείπει δύο εβδομάδες τώρα. Προσπάθησε να το ξεπεράσεις. Έσφιξα τις παλάμες μου και κάρφωσα το βλέμμα στο ταβάνι, ανακαλώντας εκείνες τις λέξεις που έδειχναν να έχουν χαραχτεί για πάντα στη μνήμη μου. «Οι βρικόλακες δεν είναι ευγενικά, στοργικά πλάσματα. Δεν είναι στη φύση τους ν’ αλλάζουν, ή να προσαρμόζονται, για ν’ αποδεχτούν τους γύρω τους. Η αγάπη τους δεν έχει σχέση με αυτό που αποκαλούν οι άνθρωποι αγάπη, και η λαγνεία τούς καταβροχθίζει σε βαθμό αδιανόητο για μας. Δε γερνούν όπως εμείς αλλά όπως γερνάει η πέτρα: η φθορά έρχεται σταδιακά και τόσο αργά, που περνάει σχεδόν απαρατήρητη. Αλλά τελικά, όπως και η πέτρα, δεν πεθαίνουν ποτέ». Ο Κάσπαρ είχε εγκατασταθεί για τα καλά στην καρδιά μου. Πίστευα πως ο βασιλιάς δε θα μας επέβαλλε άλλη τιμωρία πέρα από την απαγόρευση της σωματικής επαφής, αλλά είχα σφάλει. Ο Οκτώβριος είχε δώσει τη θέση του στον Νοέμβριο. Τα δέντρα γύρω απ’ το σπίτι ήταν πια γυμνά, και το δάσος γύρω απ’ το υποστατικό πιο σκοτεινό από ποτέ. Το σήμερα ήταν ζοφερό και το αύριο έμελλε να φέρει μαζί του περισσότερα βάσανα: η επόμενη ήταν η δωδέκατη μέρα του Νοεμβρίου, και αυτό σήμαινε πως είχαν φτάσει οι εορτασμοί που αποκαλούσαν Ως την Αιωνιότητα. 318
Ήμουν η θυσία. Είχα μάθει τα βήματα. Μου είχαν πάρει τα μέτρα. Το φόρεμά μου ήταν έτοιμο. Είχα γνωρίσει τον Τζον, το άλλο άτομο που θα προσφερόταν για θυσία. Ήταν ένας ήσυχος τύπος, ο οποίος σκόπευε να γίνει βρικόλακας το βράδυ των Χριστουγέννων για να μείνει αιώνια με την αγαπημένη του Μαρί-Κλερ. Ήταν ένα απ’ τα περίεργα της θυσίας: μπορούσε να γίνει είτε στον βωμό του έρωτα είτε στον βωμό του μίσους. Πήγα με τα νερά τους σε ό,τι είχε σχέση με τη θυσία, μαθαίνοντας τον ρόλο μου σαν καλό θνητό κοριτσάκι, αλλά το έκανα για έναν και μόνο λόγο: ήταν ο μόνος τρόπος να παρευρεθώ στον χορό, κι ήμουν σίγουρη πως ο Κάσπαρ θα επέστρεφε – τουλάχιστον για κείνο το βράδυ. Θα επέστρεφε απ’ όπου κι αν είχε πάει. Σκούπισα τα μάτια κι ανασηκώθηκα, τραβώντας τα σκεπάσματα μέχρι τον λαιμό μου. Έπιασα μια χτένα απ’ το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι κι άρχισα να χτενίζω μηχανικά τα μαλλιά μου, που ήταν γεμάτα κόμπους απ’ τις τόσες μέρες που είχα περάσει κλεισμένη στο δωμάτιο, χωρίς να μπω στιγμή στον κόπο να περιποιηθώ τον εαυτό μου. Ήταν δική μου απόφαση να μην κυκλοφορώ στο υπόλοιπο σπίτι αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος. Ήταν απλώς ο μόνος τρόπος να μην έρχομαι σ’ επαφή με τους υπόλοιπους. Όχι πως τους ένοιαζε. Άλλωστε ο μόνος που έμπαινε στη διαδικασία να μου απευθύνει τον λόγο ήταν ο Κάιν, ο οποίος ωστόσο είχε την κακή συνήθεια να ρωτάει ένα σωρό πράγματα για την οικογένειά μου – και ιδιαίτερα για τη Λίλι. Πράγμα που απλά δεν άντεχα. Επομένως, είχα μείνει μόνη με τη φωνή μου. Άκουσα το στομάχι μου να γουργουρίζει. Για λίγη ώρα αμφιταλαντεύτηκα ανάμεσα στην πείνα μου και την περιφρόνηση που ήξερα πως θ’ αντιμετώπιζα σε περίπτωση που συναντούσα κάποιον, ωστόσο η περιέργειά μου ξύπνησε όταν άκουσα κάποιους να φωνάζουν δυνατά στο κάτω πάτωμα. Έπιασα ένα ζευγάρι κάλτσες απ’ την ντουλάπα και βγήκα επιφυλακτικά απ’ το δωμάτιο. Κατευθύνθηκα προς τις σκάλες, περπατώντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσα. Κοντοστάθηκα έξω απ’ το δωμάτιο του Κάσπαρ, ξεροκαταπίνοντας. Δεν είχα πλησιάσει ξανά από κείνο το βράδυ. Είχαν περάσει μόνο δύο εβδομάδες, ωστόσο ήμουν περίεργη – είχα την αίσθηση πως το δωμάτιο δε θα μπορούσε να παραμείνει το ίδιο χωρίς τον ένοικό του. Το ήξερα πως η σκέψη μου ήταν χαζή, αλλά δεν μπορούσα πλέον να κάνω πίσω. Αντίθετα, το πίσω μέρος του μυαλού μου κατακλυζόταν από άλλες σκέψεις, εντελώς διαφορετικής φύσεως. Εικόνες από τη βραδιά που είχαμε περάσει μαζί χύμηξαν μες στο μυαλό μου κυριεύοντας τη λογική 319
μου. Όσο κι αν προσπαθούσα, δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι το γυμνό κορμί του Κάσπαρ να κολλάει στο δικό μου, ούτε τον τρόπο που μ’ άγγιζε, το πόσο επιτακτικά μ’ έκανε δική του ή την επιθυμία του να έχει πάντα τον έλεγχο, που ενδόμυχα μου άρεσε – αν και δε θα το παραδεχόμουν ποτέ μπροστά του. Μπορούσα να ξανανιώσω τη διεστραμμένη έξαψη που είχε συγκλονίσει το σύστημά μου όταν είχε εκσφενδονίσει το κλειδί έξω απ’ τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες, κρατώντας με φυλακισμένη στο δωμάτιό του. Έσπρωχνα ήδη την πόρτα του, όταν επέστρεψε η λογική μου. Για κάποιον λόγο σκέφτηκα πως ίσως η απαγόρευση του βασιλιά να ίσχυε και για τον χώρο του, αλλά ακόμα κι αν ήταν έτσι δεν μπορούσα να κάνω πίσω. Έπρεπε να ρίξω μια ματιά. Έπρεπε να δω αν είχε αλλάξει κάτι. Η πόρτα έκλεισε σιγανά πίσω μου, και πήρα μια βαθιά ανάσα προτού βρω το κουράγιο να σηκώσω το βλέμμα. Το δωμάτιο ήταν ασυνήθιστα φωτεινό. Οι σκούρες κουρτίνες ήταν τραβηγμένες κι η χειμωνιάτικη λιακάδα έμπαινε ανενόχλητη απ’ τα παράθυρα. Το κρεβάτι του ήταν στρωμένο στην εντέλεια. Η βαριά μυρωδιά του αρώματος είχε εξανεμιστεί κι ο αέρας μύριζε φρεσκάδα. Τα περισσότερα έπιπλα ήταν καλυμμένα μ’ άσπρα απαλά σεντόνια. Ήταν σαν να ’χε χιονίσει. Ζάρωσα στη θέση μου. Ένιωθα σαν να ’χα φάει μπουνιά στο στομάχι. Με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, οπισθοχώρησα αναζητώντας τη ζεστασιά και την ασφάλεια του δωματίου μου. Αλλά λίγο πριν φτάσω στην πόρτα, είδα κάτι να λαμποκοπάει με την άκρη του ματιού μου. Κοντοστάθηκα και σκούπισα τα μάτια. Εκεί, πάνω στο μάρμαρο του τζακιού, κάτω απ’ τον πίνακα με τους γονείς του Κάσπαρ, ήταν ακουμπισμένο ένα περιδέραιο. Έριξα αγχωμένη μια ματιά προς την πόρτα, για να σιγουρευτώ πως δεν ερχόταν κανείς. Επικρατούσε ησυχία. Μέχρι κι οι φωνές απ’ το κάτω πάτωμα είχαν σωπάσει. Πλησίασα διστακτικά προς το τζάκι. Απέφευγα να κοιτάξω τον πίνακα. Ειδικά την ώρα εκείνη δε θα μπορούσα ν’ αντέξω την ένταση που εξέπεμπαν τα βλέμματά τους. Πάτησα επιφυλακτικά πάνω στην παγωμένη πέτρα στη βάση του τζακιού και σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών για να φτάσω το μάρμαρο. Το μενταγιόν ήταν καλυμμένο από μια λεπτή στρώση σκόνης. Ήταν ακουμπισμένο σ’ ένα χοντρό κομμάτι χαρτιού, στο οποίο δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Το πήρα προσεκτικά στα χέρια και το ’φερα στο ύψος των ματιών μου. Μικρά σμαράγδια στόλιζαν τη λεπτή αλυσίδα, που κατέληγε σ’ ένα 320
ρόδο που έσταζε αίμα, με ένα μικρό Β στη βάση του: το οικόσημο των Βαρν. Το ακούμπησα στην παλάμη μου χαζεύοντας την ομορφιά του. Μπορεί να μην ήμουν ειδική, αλλά κάτι τόσο καλοδουλεμένο κι εντυπωσιακό θα πρέπει να κόστιζε πολλές χιλιάδες λίρες. Έκανα να το τοποθετήσω ξανά στη θέση του, όταν το ρόδο άνοιξε, φανερώνοντας οχτώ μικροσκοπικές μινιατούρες, κλεισμένες μέσα σε οχτώ κορνίζες. Ένα μενταγιόν. Αναγνώρισα αυτοστιγμεί τα πρόσωπα. Ήταν ο βασιλιάς, η βασίλισσα κι ανάμεσά τους τα παιδιά τους, απ’ το μεγαλύτερο προς το μικρότερο, κλεισμένοι όλοι μέσα στο ρόδο. Γύρισα μία μία τις μικροσκοπικές κορνίζες που αιωρούνταν πιασμένες η μία στην άλλη με κρικάκια, σαν αιχμαλωτισμένες σε ιστό αράχνης. Το σήκωσα ψηλά και το κοίταξα κόντρα στο φως σαν υπνωτισμένη. Πίσω του, σ’ ένα δεύτερο επίπεδο, διακρινόταν το πορτρέτο του βασιλικού ζεύγους, του πατέρα και της μητέρας του Κάσπαρ, που με κοιτούσαν με τρόπο ανατριχιαστικά ρεαλιστικό. Έκανα να πάρω το βλέμμα από πάνω τους, αλλά κάτι μου τράβηξε την προσοχή. Κρεμασμένο γύρω απ’ τον λαιμό της βασίλισσας υπήρχε ένα μενταγιόν ολόιδιο μ’ εκείνο που κρατούσα στα χέρια μου. Έκπληκτη, συνειδητοποίησα πως αυτό που κρατούσα ανήκε στη βασίλισσα. Το άφησα για λίγο στη θέση του κι έπιασα το χαρτί στο οποίο ήταν ακουμπισμένο λίγη ώρα πριν. Το ξεδίπλωσα εξετάζοντας για λίγο το σπασμένο βασιλικό βουλοκέρι. Ήταν ένα γράμμα. Η γραφή ήταν κομψή, γυναικεία. Διάβασα στα γρήγορα τις πρώτες γραμμές. Πολυαγαπημένη μου Μπέριλ, Αρχικά θα ήθελα να μάθω τι κάνετε εσύ κι ο Τζόζεφ. Έχει περάσει πραγματικά πολύς καιρός από την τελευταία φορά που συναντηθήκαμε... Δε χρειάστηκε να διαβάσω παρακάτω. Ήξερα ήδη το περιεχόμενό του. Το είχα διαβάσει παλιότερα στο γραφείο του βασιλιά. Ήταν το τελευταίο γράμμα της βασίλισσας πριν πεθάνει. Μόνο που πλέον βρισκόταν εκεί, στο δωμάτιο του Κάσπαρ, τοποθετημένο κάτω απ’ το μενταγιόν της. Προτού φύγω απ’ το δωμάτιο, πήρα για μια τελευταία φορά το μενταγιόν στα χέρια μου. Το κράτησα ψηλά κι άρχισα να το περιστρέφω μαγεμένη απ’ το παιχνίδισμα του ήλιου πάνω στα μικροσκοπικά σμαράγδια του. Το όνειρο ξεκίνησε διαφορετικά εκείνο το βράδυ. Συνήθως άρχιζε γαλήνια, λες και κάθε μου συνάντηση με τον άντρα με τον μανδύα ήταν 321
και μια απόδραση για μένα. Και πιθανόν να ήταν έτσι, δεδομένου ότι όλες του οι σκέψεις έδειχναν να επικεντρώνονται σε έννοιες που ήταν απόλυτα συνυφασμένες με την ελευθερία και την απελευθέρωσή του από τα όποια δεσμά ένιωθε πως τον κρατούσαν αιχμάλωτο. Ωστόσο, εκείνη τη νύχτα οι πρώτες εικόνες ήταν μαρτυρικές. Ο Κάσπαρ και το μενταγιόν που είχα αφήσει στο δωμάτιό του νωρίτερα στριφογύριζαν βασανιστικά στο μυαλό μου, χωρίς όμως να σχηματίζουν κάποια σαφή εικόνα. Ήταν περισσότερο φωνές, ήχοι και πρόσωπα – στιγμιότυπα κι όχι ολοκληρωμένες εικόνες– που τριγύριζαν στο μυαλό μου. Και κάπου στο βάθος, ξανά και ξανά, ο ήχος ενός ρολογιού που σήμαινε τις ώρες αντίστροφα... δώδεκα, δέκα, εννιά... Σύντομα –αν και όχι όσο σύντομα θα ήθελα– οι αόριστες εικόνες έσβησαν κι οι σκέψεις του πληροφοριοδότη του βασιλιά όρμησαν στο υποσυνείδητό μου. Βρισκόμασταν για μια ακόμα φορά στο γνώριμο πλέον δάσος. Χρειαζόταν να καταβάλει υπέρμετρη προσπάθεια ακόμα και για να σκεφτεί, και λαχταρούσε όσο τίποτ’ άλλο να βυθιστεί στην καταληψία, που ήταν ό,τι πιο κοντινό στον ύπνο για τους βρικόλακες, αλλά δεν είχε τον χρόνο. Έπρεπε να επιστρέψει για τον χορό του Ως την Αιωνιότητα. Δε γινόταν να λείπει. Ο μανδύας του ανέμισε πίσω του. Το στρίφωμά του σύρθηκε στο υγρό έδαφος. Ο Νοέμβριος με την υγρασία του είχαν έρθει γρήγορα, κι ήξερε πως οι άνθρωποι είχαν ήδη νιώσει τη διαφορά στη θερμοκρασία, που είχε πέσει απότομα. Ο χειμώνας πλησιάζει. Κοντοστάθηκε κι οσμίστηκε τον αέρα. Ακόμα και μέσα απ’ το βαρύ πέπλο που είχε ρίξει η υγρασία πάνω απ’ τα δέντρα, ήξερε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι κάπου κοντά τριγυρνούσαν εκτελεστές. Σε κλάσματα δευτερολέπτου είχε ξεχυθεί στο δάσος. Πηδώντας σαν αράχνη από κλαρί σε κλαρί, με οδηγό την αποκρουστική μυρωδιά που γινόταν όλο και πιο έντονη, τους εντόπισε· επιβράδυνε για να μην τον αντιληφθούν. Άκουγε φωνές. «Δε θ’ ανεχτούμε άλλες δικαιολογίες, εκτελεστή. Μπορείς να πεις στον αγαπητό σου Λι ότι, αν δεν αποφασίσει να επιτεθεί σύντομα, δε θέλουμε να έχουμε καμία σχέση μαζί του. Η υπομονή μας έχει αρχίσει να εξαντλείται». Εκείνη κι αν ήταν ενδιαφέρουσα συνάντηση. «Ο Λι χρειάζεται μια αφορμή για να επιτεθεί, διαφορετικά δε θα μπορέσει να πάρει την έγκριση του πρωθυπουργού. Και μέχρι στιγμής, δεν του έχει δοθεί καμία αφορμή». «Ίσως αλλάξεις γνώμη όταν μας ακούσεις, εκτελεστή». Ο εκτελεστής, ο οποίος κρίνοντας απ’ το ντύσιμό του και τα όπλα 322
που είχε περασμένα γύρω απ’ τη ζώνη πρέπει να είχε υψηλό αξίωμα στους ομοίους του, έσκυψε προς τα μπρος. Το πρόσωπό του φωτίστηκε απ’ τη λάμψη του φεγγαριού. «Πολύ αμφιβάλλω γι’ αυτό». Οι βρικόλακες του υποκόσμου, έξι στο σύνολο, μετακινήθηκαν εκνευρισμένοι. Ο ένας τους, ο οποίος φαινόταν να είναι ο εκπρόσωπός τους, έκανε δυο βήματα μπρος και ρώτησε: «Έχεις ακουστά την Προφητεία των Ηρωίδων;». Ο εκτελεστής έδειξε να χαλαρώνει. «Φυσικά». «Να υποθέσω ότι γνωρίζεις και την πρώτη στροφή;» Αυτή τη φορά ο εκτελεστής έγνεψε απλώς καταφατικά. Εκείνος με τον μανδύα κοκάλωσε πάνω στη φυλλωσιά. «Την πιστεύεις;» Ο εκτελεστής γρύλισε, αφήνοντας έναν αναστεναγμό. «Είναι ένα σωρό βλακείες για το πεπρωμένο τις οποίες επινόησε η Αθενία. Δε νομίζω ότι αξίζει να χάνουμε τον χρόνο μας μ’ αυτά». Ο βρικόλακας χαμογέλασε. «Τότε ίσως ήρθε η στιγμή ν’ αναθεωρήσεις και αυτή σου την πεποίθηση». Ο εκτελεστής γέλασε ειρωνικά. «Και γιατί να το κάνω; Δεν πιστεύω στο πεπρωμένο. Κι επίσης δε βλέπω τι σχέση έχουν όλ’ αυτά με τον Λι». Ο βρικόλακας ανασηκώθηκε. «Μεγάλη, επειδή οι Βαρν δεν ξέρουν ακόμη τίποτα». Απομακρύνθηκε γδέρνοντας νωχελικά τον φλοιό του δέντρου με τα νύχια του. Οι βρικόλακες γύρω του μετακινήθηκαν για μια ακόμα φορά και σηκώθηκαν αμήχανοι, σαν να ετοιμάζονταν να φύγουν. «Τι να ξέρουν, δηλαδή;» «Νόμιζα πως όλ’ αυτά δεν άξιζαν τον χρόνο σου· έτσι δεν είναι, εκτελεστή;» Το πρόσωπο του εκτελεστή συσπάστηκε από την περιέργεια. Ανασηκώθηκε απ’ τον κορμό όπου καθόταν. «Μίλα, βρικόλακα, αν δε θες να βρεθείς μ’ ένα παλούκι στην καρδιά!» Ο βρικόλακας γέλασε δυσοίωνα, και μπήγοντας τα νύχια του βαθιά στον κορμό του δέντρου αφαίρεσε ένα μεγάλο κομμάτι φλοιού. Το πέταξε στο έδαφος. «Έχουν βρει το κορίτσι Σοφίστρια της πρώτης στροφής. Η Προφητεία είν’ αληθινή». Οι βρικόλακες είχαν αρχίσει ήδη ν’ απομακρύνονται, βουτώντας στο πηχτό σκοτάδι. Εκτός απ’ τον αρχηγό τους. «Τι;» Ο βρικόλακας κοντοστάθηκε. Γύρισε αργά προς τον εκτελεστή. Το 323
μισοφέγγαρο έριξε τις αχτίδες του πάνω στο χλωμό δέρμα του. «Έχουν βρει την πρώτη Σκοτεινή Ηρωίδα. Αλλά γιατί να μπαίνεις στον κόπο, αφού δεν πιστεύεις σ’ αυτές τις βλακείες; Θα ενημερώσουμε τον Λι πριν τελειώσει το Ως την Αιωνιότητα». Χαμογέλασε, σαν να το διασκέδαζε φοβερά, και γυρνώντας την πλάτη στον εκτελεστή έφυγε σαν αστραπή. Η δήλωση του βρικόλακα έπεσε σαν βόμβα στο δάσος, βυθίζοντας τα πάντα στη σιωπή. Ο χρόνος πάγωσε. Μέχρι και τα πουλιά στα δέντρα σταμάτησαν να κρώζουν. Επομένως, είν’ αλήθεια. Η Αθενία είχε εξαρχής δίκιο. Η φιγούρα με τον μανδύα πήδηξε σαν σκιά απ’ το δέντρο κι έπεσε ανάλαφρα στο έδαφος. Έπρεπε να πάει στο Βάρνλεϊ, αλλά πρώτα έπρεπε να τραφεί. Ο εκτελεστής δεν είχε τον χρόνο να τραβήξει καν το παλούκι του. Ο βρικόλακας χύμηξε καταπάνω του και τον έριξε στο έδαφος. Οι κυνόδοντες καρφώθηκαν βαθιά στη σάρκα του λαιμού του. Για μια στιγμή τα χαρακτηριστικά του συσπάστηκαν απ’ την αγωνία, προτού χάσουν για πάντα την έκφρασή τους. Με το αίμα να στάζει ακόμη απ’ τα χείλη του στο υγρό χώμα, ο βρικόλακας πέταξε το πτώμα στη λάσπη κι έφυγε τρέχοντας. Ήξερε πως, αν επιτάχυνε, θα μπορούσε να φτάσει στα σύνορα ακόμα και πριν απ’ την ανατολή. Ο βασιλιάς έπρεπε να γνωρίζει. Η Προφητεία των Σκοτεινών Ηρωίδων ήταν αληθινή. Η δεύτερη στροφή της αντήχησε μέσα του – καθώς ήταν βαθιά χαραγμένη στο μυαλό κάθε πλάσματος, εξαιρουμένων των ανθρώπων, εκείνης της διάστασης. Η Πρώτη Ηρωίδα είχε βρεθεί. Θ’ ακολουθούσαν οι βρικόλακες.
324
KEΦΑΛΑΙΟ 47
Βιολέτα HΤΑΝ Η ΒΡΑΔΙΑ ΤΟΥ ΩΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ. Η βραδιά που θα γινόμουν θυσία. Τύλιξα τα χέρια γύρω μου. Είχε φτάσει η ώρα. Ο Τζον στεκόταν δίπλα μου, με τα χέρια διπλωμένα πίσω απ’ την πλάτη του. Περιμέναμε ακουμπισμένοι στον τοίχο. Οι πόρτες της κύριας εισόδου έχασκαν ορθάνοιχτες. Οι μπάτλερ στέκονταν σιωπηλοί δίπλα στους υπηρέτες, οι οποίοι ήταν όλοι ντυμένοι με τις πιο κομψές μαύρες και ασημί στολές τους, ενώ την ενδυμασία τους συμπλήρωναν πουδραρισμένες λευκές περούκες. Τα πόδια μου ήταν γυμνά. Το ίδιο και τα χέρια κι οι ώμοι μου. Το κουρελιασμένο, ξεφτισμένο λευκό φόρεμα που μου ’χαν δώσει δε μου πρόσφερε καμία ζεστασιά. Έφτανε λίγο πιο πάνω απ’ τα γόνατά μου και ήταν φτιαγμένο από στρώσεις από τραχύ υλικό και άγρια δαντέλα. Κρεμόταν άχαρα πάνω μου, με δύο λεπτές τιράντες. Λευκές κορδέλες αγκάλιαζαν σφιχτά τους αστραγάλους μου, ενώ οι μπαλαρίνες που φορούσα έκαναν τις τεράστιες πατούσες μου να φαίνονται μικροσκοπικές. Τα μαλλιά μου έπεφταν ανάκατα στους ώμους. Τα είχα αφήσει να στεγνώσουν φυσικά, ακολουθώντας τις οδηγίες της κάρτας που είχαν αφήσει το πρωί στο δωμάτιό μου, και τα έβλεπα ήδη να σγουραίνουν ατίθασα σε κάποια σημεία. Δε φορούσα κοσμήματα ή κάποιο άρωμα και ήμουν εντελώς αμακιγιάριστη. «Απεχθάνομαι την αναμονή» είπε ο Τζον. Ήταν μια απλή δήλωση, κι όμως έκοψε στα δύο τον αέρα σαν μαχαίρι. «Εγώ πάλι απεχθάνομαι όλη αυτή την κατάσταση» μουρμούρισα, απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. Παρ’ όλ’ αυτά, με είχε ακούσει. «Κι εγώ το ίδιο, και δε με δαγκώνουν όπως εσένα». Ήταν ξεκάθαρο πως εκείνος ο άντρας, σχεδόν είκοσι χρόνια μεγαλύτερος από μένα, ήταν τρομοκρατημένος, και θα έβαζα στοίχημα ότι το πρόσωπο που του 325
είχε εμφυσήσει τέτοιο φόβο για την οικογένεια των Βαρν δεν ήταν άλλο απ’ την ίδια την αγαπημένη του. Ήταν αναψοκοκκινισμένος, και το φαρδύ λινό πουκάμισό του κολλούσε ήδη πάνω του απ’ τον ιδρώτα. Σκούπισε το μέτωπό του με την παλάμη. «Τουλάχιστον εγώ έχω λόγο που βρίσκομαι δω. Ενώ για σένα–» «…Είναι κάποιου είδους τιμωρία; Ναι, ξέρω». Γέλασα αμήχανα. «Αν μη τι άλλο, θα έχω την ευκαιρία να δω αν υπάρχει κανείς εκεί μέσα που να μην πιστεύει πως είμαι απόβρασμα» είπα ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους, καρφώνοντας τα μάτια στην πόρτα που σύντομα θα άνοιγε. «Λυπάμαι». Δεν το περίμενα. Ίσιωσα τους ώμους μου. «Για ποιο πράγμα;» Δεν απάντησε αμέσως. Ακούστηκαν βήματα απ’ τον διάδρομο που οδηγούσε στα βάθη του αρχοντικού, και μείναμε σιωπηλοί, μέχρι που καταλάβαμε πως δεν ερχόταν κανείς. «Που σου φέρονται έτσι». Έσφιξα τις παλάμες μου. «Είμαι συνηθισμένη». «Δε θα ’πρεπε». Δεν ήξερα τι θα μπορούσα ν’ απαντήσω. Ξαφνικά οι πόρτες της αίθουσας χορού άρχισαν ν’ ανοίγουν. Το στομάχι μου σφίχτηκε απ’ την αγωνία. Ανοιγόκλεισα νευρικά τα μάτια. Χιλιάδες κεριά φώτιζαν μυστηριακά την τεράστια αίθουσα – άλλα χύνοντας μπλε φως κι άλλα πορτοκαλί. Μαύρες κουρτίνες πλαισίωναν τα τεράστια παράθυρα, ενώ έξω επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι. Οι λευκοί, διάστικτοι με χρυσές φλούδες μαρμάρινοι τοίχοι ήταν βουτηγμένοι στη σκιά. Το υποβλητικό φως έπεφτε στις ψηλές κολόνες που έμοιαζαν να εκτείνονται ως το άπειρο, ρίχνοντας τη σκιά τους πάνω από τους χιλιάδες βρικόλακες που έστεκαν ακίνητοι στην κατάμεστη αίθουσα. Απόλυτα, απόκοσμα ακίνητοι. Ήταν σαν κάποιος να ’χε πατήσει παύση στον χώρο. Μερικοί είχαν παγώσει σε χορευτική φιγούρα, κάποιοι με τα ποτήρια τους υψωμένα και άλλοι κατεβαίνοντας τη σκάλα του εξώστη, την οποία έμελλε να κατεβούμε σύντομα κι εμείς. Ήταν όλοι ντυμένοι με τις στολές και τα χρώματα των οικογενειών τους – κυρίως σκούρα. Ήταν αψεγάδιαστα μακιγιαρισμένοι, οι γυναίκες όλες με έντονες σκοτεινές σκιές. Φτερά, πούλιες και κρινάκια ήταν μπλεγμένα στα μαλλιά των γυναικών, ενώ σπαθιά κρέμονταν απ’ τα ζωνάρια των αντρών. Οι υπηρέτες, ακίνητοι κι εκείνοι, βαστούσαν δίσκους με κολονάτα ποτήρια γεμάτα μ’ ένα κόκκινο υγρό που δε θα μπορούσε να είναι τίποτ’ 326
άλλο από αίμα, καθώς και πιατέλες με μικρά τετράγωνα κομματάκια ωμού, ζουμερού κρέατος. Όπως και οι μπάτλερ, φορούσαν πουδραρισμένες περούκες, που τους έκαναν να ξεχωρίζουν στη σκοτεινιά της αίθουσας. Αλλά το πιο εκθαμβωτικό στον χώρο ήταν τα λουλούδια. Τα κατάμαυρα ρόδα με λευκά φύλλα κυριαρχούσαν στην αίθουσα. Κάποια έπεφταν από αλυσίδες στερεωμένες με κρίκους απ’ τα ψηλά δοκάρια της οροφής κι αιωρούνταν πάνω απ’ τα κεφάλια του παγωμένου πλήθους. Άλλα ήταν πλεγμένα γύρω απ’ τις κολόνες, ενώ μερικά ήταν τυλιγμένα μέχρι και γύρω απ’ τον μαύρο θρόνο του βασιλιά. Σειρές από ρόδα στόλιζαν τα τραπέζια, στα οποία υπήρχαν μεγάλα μπολ με πoντς, μπουκάλια με κρασί και πιατέλες με φαγητό. Άλλα κρέμονταν απ’ τον πολυέλαιο, ενώ κάποια ήταν δεμένα γύρω από τ’ αναλόγια της ορχήστρας, η οποία ήταν τόσο μεγάλη, που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της άλλης άκρης της αίθουσας. Τα μέλη της ήταν τα μόνα άτομα στην αίθουσα που κινούνταν. Η μελωδία απ’ τα όργανά τους ταξίδευε στον αέρα. Μια γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα, όμορφη πέρα από κάθε λογική, στεκόταν στην κορυφή της ορχήστρας, εντελώς ακίνητη. «Βιολέτα» είπε ο Τζον, χωρίς να πάρει στιγμή τα μάτια του απ’ το θέαμα μπροστά μας. «Αν είναι να γίνεις βρικόλακας, κάν’ το για τους σωστούς λόγους. Μην παρασυρθείς από κανέναν». Η μουσική φούσκωσε σαν άγριο κύμα, παρασέρνοντας στο πέρασμά της ό,τι άλλο είχε να πει. Δεν είχα τι ν’ απαντήσω σε μια τόσο αλλόκοτα έντιμη δήλωση. Προχώρησα απόλυτα συγκεντρωμένη σε κάθε βήμα μου, προσπαθώντας να μην τρέμω. Προσπαθώντας να μη φανούν ο φόβος κι η πίεση που ένιωθα. Γράπωσα την κουπαστή του εξώστη σαν να ’ταν σανίδα σωτηρίας και κοίταξα το πλήθος, που απλωνόταν σαν μαύρη θάλασσα από κάτω μου. Ήταν όλοι τους ακίνητοι σαν αγάλματα, αψεγάδιαστοι και νωχελικά κομψοί. Αλλά τα κορμιά τους ήταν άκαμπτα, κάθε μυς του σώματός τους τεντωμένος. Έμοιαζαν με κυνηγούς που περίμεναν το σήμα για να χυμήξουν στο θήραμά τους. Το βλέμμα μου περιπλανήθηκε στον χώρο, αναζητώντας εναγωνίως μια πολύ συγκεκριμένη, διαπεραστική σμαραγδί ματιά ή ένα αυτάρεσκο χαμόγελο. Η καρδιά μου προσδοκούσε να ξαναρχίσει να χτυπά, αλλά μάταια. Δεν ήταν εκεί. Κάτι στο μυαλό μου είπε στην καρδιά μου να ετοιμαστεί για την απογοήτευση που θα βίωνε. Ένιωσα να βουλιάζω στην απελπισία. Ξαφνικά ένα ζευγάρι κινήθηκε κι άρχισε να στροβιλίζεται στον 327
ρυθμό ενός αργού βαλς. Το στρίφωμα της κοπέλας χάιδεψε το τελευταίο σκαλοπάτι της σκάλας που πολύ σύντομα θα κατέβαινα. Κάποιοι άλλοι έκαναν έναν κύκλο γύρω απ’ το ζευγάρι δίπλα τους, κι άρχισαν να χορεύουν με τη σειρά τους κάνοντας κύκλο γύρω από ένα άλλο ζευγάρι, κι έτσι, με κυκλωτικές αέρινες κινήσεις, το ένα ζευγάρι έθετε σε κίνηση το διπλανό του, ώσπου δεν υπήρχε κανείς σχεδόν που να μη στροβιλίζεται στην πίστα. Σάρωσαν σαν κύμα την αίθουσα, στριφογυρίζοντας αιθέρια όλο και πιο ορμητικά στον ρυθμό του βαλς. Η αίσθηση που έδιναν ήταν μιας καλοδουλεμένης μηχανής, τα γρανάζια της οποίας γύριζαν όλο και πιο γρήγορα με μόνο τους «οδηγό» τη μουσική. Δε σταμάτησαν. Απλώνονταν όλο και πιο μακριά, ανοίγοντας προς κάθε κατεύθυνση. Ένα έντονο χρώμα μού τράβηξε την προσοχή και γύρισα προς την ορχήστρα. Η γυναίκα, ψηλή, κομψή, χυμώδης –τέλεια–, έκανε ένα βήμα προς τα μπρος. Το κόκκινο, ζωηρό σαν ρουμπίνι χρώμα του φορέματός της την έκανε να ξεχωρίζει σε όλο τον χώρο. Η ανεπαίσθητη κίνηση του κορμιού της έδωσε σήμα και στους υπόλοιπους βρικόλακες –εκείνους που δε χόρευαν– να κινηθούν αιθέρια σαν ένα σώμα, οριοθετώντας έναν μεγάλο, αδιέξοδο χώρο οβάλ σχήματος. Οι μόνοι που συνέχιζαν να μένουν ακίνητοι ήταν όσοι στέκονταν κοντά στον βασιλικό θρόνο. Το κύμα πλησίαζε όλο και πιο γρήγορα προς τον θρόνο. Ο χορός γινόταν σταδιακά πιο περίτεχνος, πιο περίπλοκος, πιο όμορφος. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε στον λαιμό μου. Στην άλλη άκρη του δωματίου, ντυμένοι στα μαύρα και με μία σμαραγδί κορδέλα περασμένη χιαστί στο μπούστο τους, στέκονταν οι Βαρν. Έσφιξα την κουπαστή. Ήταν περίπου πενήντα, ίσως και περισσότεροι, ελάχιστοι πάντως σε σχέση με τους βρικόλακες που είχαν κατακλύσει την αίθουσα. Αρχικά εντόπισα τη Λάιλα. Στεκόταν βαριεστημένα δίπλα στον βρικόλακα για τον οποίο είχε διαμαρτυρηθεί με τον πιο έντονο τρόπο στον προηγούμενο χορό. Ακαριαία ένιωσα να φουντώνει ένας παράλογος θυμός μέσα μου. Μετά από τόση φασαρία που είχε κάνει για να κερδίσει τον Φάμπιαν, θα μπορούσε τουλάχιστον να συνοδεύεται από κείνον. Δεν άργησα να εντοπίσω και τον Φάμπιαν, ο οποίος στεκόταν λίγο πιο κει, ντυμένος στα σκούρα μπλε. Το ήξερα πως δεν είχε καμία σημασία, αλλά όλο εκείνο μου φαινόταν πολύ λάθος. Πιο βαθιά μέσα στο πλήθος στεκόταν ο βασιλιάς, συνοδευόμενος απ’ τη γυναίκα με την οποία τον είχα δει και στον προηγούμενο χορό. Έμεναν ακίνητοι ο ένας δίπλα στον άλλον, ανέκφραστοι. Ήταν περιστοιχισμένος από την υπόλοιπη οικογένειά του. Το βλέμμα μου σάρωσε τον 328
χώρο ψάχνοντας απεγνωσμένα για τον Κάσπαρ. Οι βρικόλακες συνέχιζαν να στροβιλίζονται, και θα ’παιρνα όρκο πως είδα την Τσάριτι και μια άλλη από τις πρώην του Κάσπαρ, κάποια Σάρλοτ. Ο Τζαγκ έστεκε ακίνητος, κρατώντας μια κοπέλα που δεν ήταν η Μέρι, ενώ ο Σκάι κρατούσε την Αραμπέλα σφιχτά στην αγκαλιά του. Δεν έλειπε ούτε ο Κάιν απ’ τη συντροφιά. Συνοδευόταν από ένα κορίτσι που νομίζω πως ήταν ξαδέρφη του – άλλωστε, όχι πολύ καιρό πριν, είχε αστειευτεί λέγοντάς μου πως οι χοροί ήταν οικογενειακή υπόθεση. Μέχρι και η Θάιμ ήταν παρούσα· παρ’ όλο που δε θα χόρευε, περίμενε στην άκρη του κύκλου χαμογελώντας, με τους ροζ κυνόδοντες να ξεπροβάλλουν μέσα απ’ τα μισάνοιχτα χείλη της. Ο μόνος που δεν έβλεπα ήταν ο Κάσπαρ. Η μουσική χαμήλωσε. Το δωμάτιο βυθίστηκε στη σιωπή. Ο ένας μετά τον άλλον οι βρικόλακες στράφηκαν προς τον εξώστη. Τα κεριά στον πολυέλαιο τρεμόπαιξαν καθώς ένα κύμα παγωμένου αέρα όρμησε απ’ την πόρτα και διαπέρασε την αίθουσα, αναδεύοντας τα μαλλιά του Τζον. Το φόρεμά μου κυμάτισε γύρω απ’ τα γυμνά μου πόδια. Ήξερα πως οι πόρτες της κύριας εισόδου ήταν ανοιχτές, αλλά κανένα ρεύμα δε θα μπορούσε να είναι τόσο κρύο. Ήθελα να γυρίσω να δω την πηγή εκείνου του ρεύματος, αλλά δεν είχα την ευκαιρία. Ένα χέρι τυλίχτηκε σαν λάσο γύρω απ’ τη μέση μου και κάποιος έπεσε μ’ όλη του τη δύναμη πάνω μου, κολλώντας με στην κουπαστή του εξώστη. Μόρφασα απ’ τον πόνο καθώς ένιωσα τα πλευρά μου να συνθλίβονται στο μάρμαρο. Μου κόπηκε η αναπνοή και διπλώθηκα στα δύο. Έκλεισα τα μάτια πασχίζοντας να συνέλθω. Ωστόσο, σχεδόν αμέσως κατάλαβα πως είχα μεγαλύτερα προβλήματα ν’ αντιμετωπίσω απ’ τον πόνο μου. Ένα δεύτερο χέρι μ’ είχε αρπάξει απ’ τον καρπό και ένιωσα τα πόδια μου ν’ αφήνουν το πάτωμα. Άνοιξα ενστικτωδώς τα μάτια κι άρχισα να τινάζομαι δεξιά αριστερά, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να ξεφύγω απ’ τον αόρατο εχθρό. Η μουσική άρχισε ν’ ανεβαίνει, και σαν να ήταν ένα οι Βαρν ξύπνησαν. Οι βρικόλακες στροβιλίστηκαν όλοι μαζί, μια μαύρη θάλασσα που φούσκωνε και γαλήνευε ακολουθώντας τις ανατριχιαστικές νότες. Ο χορός τους άρχισε να γίνεται όλο και πιο άγριος. Δεν πήρα ούτε δευτερόλεπτο τα μάτια από πάνω τους, καθώς τραβώντας με και κουβαλώντας με μ’ ανάγκαζαν να κατεβαίνω κακήν κακώς τις σκάλες. Ίσως και να ούρλιαζα, αλλά δεν μπορούσα ν’ ακούσω τη φωνή μου καθώς η μουσική έφτανε σ’ ένα βασανιστικό κρεσέντο. Φτάνοντας στο τέλος της σκάλας, 329
έχασα την ισορροπία μου και, ανίκανη να κρατηθώ, πραγματοποίησα ελεύθερη πτώση προς το πάτωμα. Το ίδιο χέρι που με τραβολογούσε μ’ άρπαξε τότε και με βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου. Όπως με γράπωσε, είχα την ευκαιρία να δω για μια στιγμή το μανίκι του. Ήταν ένας απ’ τους μπάτλερ. Ο Τζον εμφανίστηκε απ’ το πουθενά δίπλα μου, παγιδευμένος στη γερή λαβή ενός άλλου μπάτλερ. Πάσχιζε κι εκείνος να ξεφύγει. Στα μάτια του ζωγραφιζόταν πραγματικός τρόμος. Ξέραμε κι οι δύο τι μας περίμενε, αλλά τίποτα δε θα μπορούσε να μ’ έχει προετοιμάσει για τα όσα έμελλε ν’ ακολουθήσουν. Το πιο κοντινό σ’ εμάς ζευγάρι χωρίστηκε, αχνογελώντας. Ο άντρας, αρκετά νέος για τα δεδομένα των βρικολάκων, χαμογέλασε πλατιά, φανερώνοντας δύο άψογα σμιλεμένους κυνόδοντες, αδιάσειστη απόδειξη πως εκείνος ήταν ο κυνηγός κι εμείς τα θηράματα. Με ένα του νεύμα, μας πέταξαν στη θάλασσα. Ένας διαπεραστικός, απόκοσμος, στριγκός ήχος, που προερχόταν απ’ τα χείλη της γυναίκας που νωρίτερα είχα θεωρήσει όμορφη, γέμισε την ατμόσφαιρα. Βρέθηκα να πετάω στον αέρα προς τον νεαρό βρικόλακα, ο οποίος άπλωσε τα χέρια περιμένοντάς με. Κοπανήθηκα με δύναμη πάνω στο στήθος του. Δεν είχα τον χρόνο ούτε ν’ αναπνεύσω, καθώς με μια κίνηση με γύρισε ανάσκελα και, κρατώντας τον σβέρκο μου με το ένα του χέρι, χαμήλωσε το κεφάλι του προς τον λαιμό μου, ανοίγοντας το στόμα του. Έκανε στην άκρη τα μαλλιά μου. Η ανάσα του βρομούσε αίμα και κρασί. Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν και σαν αστραπή είδα τον Τζον να περνάει δίπλα μου, κλεισμένος στα χέρια της νεαρής γυναίκας. Έκλεισα τα μάτια και αηδιασμένη ένιωσα τα χέρια του να γλιστρούν προς το στρίφωμα του φορέματός μου... Ακολούθησε ένα ακόμα εκκωφαντικό κρεσέντο, και ξαφνικά βρέθηκα πάλι όρθια. Ένιωσα το αίμα να φεύγει απ’ το κεφάλι μου και ταλαντεύτηκα για λίγο ζαλισμένη. Κάποιος μ’ έσπρωξε προς τα μπρος, στην αγκαλιά ενός άλλου βρικόλακα, ο οποίος με πέταξε με τη σειρά του προς τα πίσω, μέχρι που βρέθηκα να κοιτάζω ένα ζευγάρι κόκκινα μάτια που πλησίαζαν απειλητικά τον λαιμό μου. Πήρα βαθιά ανάσα, κι ευχόμουν απελπισμένα να μπορούσα με κάποιον τρόπο να βουλώσω τ’ αυτιά μου, ώστε να μην ακούω τις όλο και πιο δυνατές στριγκλιές της γυναίκας, αλλά δεν ήταν δυνατό. Με τα χέρια κολλημένα στα πλευρά μου, η ζαλάδα επέστρεψε πιο ισχυρή από πριν. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ήμουν ξανά όρθια. Το κόκκινο χρώμα έφευγε οριστικά απ’ το πρόσωπό μου. Ένα χέρι μ’ έπιασε απ’ τη μέση και μ’ έσπρωξε στον επόμενο. Ένας πυκνός στρόβιλος από μετάξι και 330
σατέν καταβρόχθισε τον Τζον και τον παρέσυρε μακριά. Πήρα βαθιά ανάσα καθώς εκτοξευόμουν πάλι στα χέρια κάποιου άλλου βρικόλακα... Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. Δεν ήθελα να γίνω μάρτυρας εκείνου που μου συνέβαινε. Ένιωθα τις δαντέλες και τις μουσελίνες τους να γδέρνουν το γυμνό μου δέρμα. Περνούσα απ’ τον έναν βρικόλακα στον άλλο, σκοντάφτοντας και παραπατώντας, πέφτοντας κάθε φορά σε νέα χέρια που με κρατούσαν όρθια και χαμήλωναν τους κυνόδοντές τους στον σβέρκο μου, στον λαιμό μου, στους ώμους μου... Αλλά δε με δάγκωναν. Το ’ξερα πως δε θα με δάγκωναν. Ωστόσο, αυτό δε μετρίαζε την αίσθηση ότι ήμουν δόλωμα ανάμεσα σε καρχαρίες, οι οποίοι με ξέσκιζαν αργά και βάναυσα. Κάποια στιγμή όλα σταμάτησαν. Το δωμάτιο πάγωσε κι η μουσική έδωσε τη θέση της στη σιωπή. Τα ζευγάρια κοκάλωσαν στα μισά του χορού. Οι παγερές αναπνοές τους, που έπεφταν βαριές πάνω στον λαιμό μου, ήταν η μόνη ένδειξη πως ήταν ζωντανοί οργανισμοί κι όχι αγάλματα. Εγώ είχα ξεμείνει στα χέρια κάποιου βρικόλακα με την πλάτη μου λυγισμένη σε καμάρα και τα μαλλιά ν’ αγγίζουν το πάτωμα. Λαχανιασμένη, με το στήθος μου να φουσκώνει και να βουλιάζει γοργά, έκλεισα τα μάτια όσο πιο σφιχτά μπορούσα. Πνιγμένη απ’ την αδικία, ήθελα να ουρλιάξω μ’ όλη μου τη δύναμη. Ένα τύμπανο χτύπησε ρυθμικά, κι η μουσική κατέκλυσε για μια ακόμα φορά την αίθουσα. Ένας άγριος, φρενήρης ρυθμός ξεχύθηκε από την ορχήστρα – ένας ρυθμός που όρμησε μέσα στα στήθη μου κι άρχισε να σφυροκοπάει ανελέητα τα σωθικά μου. Ήταν σαν να κάλπαζαν μέσα μου χιλιάδες αφηνιασμένα άλογα που ποδοπατούσαν τα πνευμόνια και τα πλευρά μου. Με το κοφτό χτύπημα ενός τυμπάνου, ξαναβρέθηκα όρθια. Ξεροκατάπια συγκρατώντας την πικρή χολή που ανέβαινε στον λάρυγγά μου. Ο βρικόλακας που με κρατούσε ξεφύσηξε δυνατά. Έκανα να στραφώ για να τον κοιτάξω, αλλά με γράπωσε απ’ τους ώμους αναγκάζοντάς με να παραμείνω με την πλάτη γυρισμένη. Δεν είχα τον χρόνο ν’ αντιδράσω. Δίνοντάς μου μια σπρωξιά με εκσφενδόνισε αρκετά μέτρα μακριά. Το πλήθος έκλεισε γύρω του. Καθώς βρέθηκα κλεισμένη στα επόμενα χέρια, αισθάνθηκα τη θερμοκρασία μου να εκτοξεύεται στα ύψη και το δέρμα μου να φλέγεται. Ίσως να έφταιγε το πορφυρό χρώμα στο μανίκι του άντρα που είχε τυλίξει το χέρι του γύρω απ’ τη μέση μου. Ίσως να έφταιγε το γεγονός πως είχα αναγνωρίσει το έμβλημα που ήταν χαραγμένο στα μανικετόκουμπά του. Ή ίσως απλώς το ότι μπορούσα να νιώσω το σχήμα ενός μικρού φιαλιδίου στην πλάτη μου. «Επιτέλους συναντιόμαστε, Βιολέτα Λι». Ξεροκατάπια, έχοντας πλήρη επίγνωση με ποιον είχα να κάνω. 331
«Είστε ο πατέρας του Ίλτα». «Κόμης της Βλαχίας για σένα, βρομοθήλυκο» είπε σφυρίζοντας στ’ αυτί μου, ρίχνοντάς με προς τα πίσω, όπως και τόσοι άλλοι πριν από κείνον· μόνο που το έκανε με τόση δύναμη, που άκουσα τις κλειδώσεις μου να κροταλίζουν. Το χέρι μου αιωρήθηκε μόλις λίγα εκατοστά απ’ το πάτωμα. Το κρύο του παγωμένου μαρμάρου διαπέρασε το κορμί μου. Κάρφωσα το βλέμμα μου στα μπλε του μάτια. Σούφρωσε αηδιασμένος τα χείλη, και για μια στιγμή φοβήθηκα πως θα μ’ άφηνε να πέσω στο πάτωμα. Δε θα με πείραζε ακόμα κι αν το έκανε: το άγγιγμά του ήταν τόσο αηδιαστικό, τόσο βρόμικο, που ένιωθα να μου αφήνει εγκαύματα. «Δεν είμαι βρομοθήλυκο, Κρίμσον. Ο γιος σου ήταν απόβρασμα». Γρύλισε. Τα χείλη του πλησίασαν στ’ αυτί μου. «Ο γιος μου έκανε χάρη στο βασίλειο με την απόπειρά του να ξεφορτωθεί εσένα και ό,τι ρυπαρό αντιπροσωπεύεις. Ο μικρός σου πρίγκιπας θα έπρεπε να τον ανταμείψει εκείνη την ημέρα και όχι να τον σκοτώσει». Άνοιξε τα χείλη του λίγο περισσότερο και πίεσε έναν του κυνόδοντα στον λαιμό μου. Ανατρίχιασα. Η ανάσα του άφησε ένα βρομερό σημάδι στο δέρμα μου – σημάδι που ήξερα πως θα ήταν πολύ δύσκολο να το σβήσω από πάνω μου. «Τι δουλειά έχεις εδώ; Νόμιζα πως σ’ είχαν διώξει απ’ το συμβούλιο». Γέλασε. Ήταν το γέλιο κάποιου που ήξερε πως είχε το πάνω χέρι. «Ο βασιλιάς ανακάλεσε σχεδόν αμέσως την απόφασή του. Φαίνεται ότι, όπως κι ο γιος μου, ξέρω πολλά για να με ρίξουν έτσι απλά στη λήθη. Με έχουν μεγάλη ανάγκη, βλέπεις». «Πώς;» «Για να το θέσω απλά, μικρούλα, γνωρίζω πάρα πολλά για τις Σκοτεινές Ηρωίδες και για το δικό σου μέλλον». Με σήκωσε άτσαλα όρθια, αλλά προτού προφτάσει να με πετάξει μακριά τον άρπαξα απ’ το μπράτσο. «Τι γνωρίζεις;» Μισόκλεισε τα μάτια του. «Ότι δεν αξίζεις να βαδίσεις το μονοπάτι που έχει χαράξει η μοίρα για σένα». «Μονοπάτι; Τι μονοπάτι; Και τι είναι οι Σκοτεινές–» Πριν καταφέρω να ολοκληρώσω, είχε απελευθερώσει το χέρι του και με είχε πετάξει μακριά. Όση αηδία και σύγχυση κι αν ένιωθα, δεν μπορούσαν να συγκριθούν με την περιέργεια που μου είχαν εξάψει τα λόγια του. Κι εκείνο από μόνο του ήταν αποτρόπαιο. Θα ’πρεπε να θέλω να φύγω όσο πιο μακριά γίνεται από κείνο τον άντρα κι όχι να ζητώ να επιστρέψω διψασμένη για περισσότερες απαντήσεις. 332
Ο ένας βρικόλακας μετά τον άλλο μ’ έπιαναν στα χέρια τους. Καθώς πετούσα από αγκαλιά σε αγκαλιά, όλο και πιο κοντά προς τον θρόνο, άρχισα ν’ αναγνωρίζω όλο και περισσότερα πρόσωπα. Ο Τσάρλι, ο Ντέκλαν κι ο Φίλιξ είχαν ο ένας μετά τον άλλον την ευκαιρία να με κακομεταχειριστούν. Ο Ντέκλαν φαινόταν στενοχωρημένος και δεν πήρε λεπτό τα μάτια του από ένα κορίτσι που στεκόταν συνεσταλμένο εκεί κοντά. Ο Άλεξ μού είχε κλείσει το μάτι χαμογελώντας μου φιλικά, ενώ ο νεότερος αδερφός του, ο Λανς, ήταν λίγο περισσότερο φιλικός απ’ το επιτρεπτό. Οι πατέρες, οι γιοι κι οι αδερφοί των βρικολάκων που είχα γνωρίσει με πλησίασαν και προσποιήθηκαν πως με δάγκωναν ένας ένας με τη σειρά. Ο Ισαάκ Λόγκαν ήταν με διαφορά ο πιο ευγενικός, ενώ ο Φάμπιαν, ψυχρός κι απόμακρος, απέστρεψε το βλέμμα από πάνω μου και έφτασε να μπήξει τα νύχια στα πλευρά μου τόσο βαθιά, που φοβήθηκα πως θα με μάτωνε. Δικό σου ήταν το λάθος, Φάμπιαν, σκέφτηκα. Εσύ μ’ έβαλες να επιλέξω ανάμεσα σ’ εσένα και τον Κάσπαρ. Εσύ μ’ έδιωξες μακριά σου. Ήμουν σε απόσταση αναπνοής απ’ τους Βαρν, και σκέφτηκα πως η δοκιμασία μου μάλλον έπαιρνε τέλος δεδομένου ότι είχα φτάσει στους βρικόλακες με το υψηλότερο αξίωμα μέσα στην αίθουσα. Το μόνο άτομο που στεκόταν ανάμεσα σ’ εμένα και τη βασιλική οικογένεια ήταν Ίγκλεν, ο οποίος με άρπαξε με δύναμη πολύ νεότερου βρικόλακα. Για μια ακόμα φορά η αίθουσα ακινητοποιήθηκε. Το κεφάλι μου κρεμόταν εκατοστά απ’ το πάτωμα μ’ έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Κοίταξα προς τα πάνω κι είδα έκπληκτη πως τα ζευγάρια που μέχρι πριν από λίγο γέμιζαν ασφυκτικά την αίθουσα είχαν εξαφανιστεί. Ένιωσα να ζαλίζομαι. Ταρακούνησα το κεφάλι μου για να συνέλθω, κρατώντας το βλέμμα καρφωμένο στο πανύψηλο παράθυρο που αντανακλούσε το απόκοσμο θέαμα στο οποίο πρωταγωνιστούσα ως θύμα. Κρίνοντας από κείνο που καθρεφτιζόταν στο τζάμι, η αίθουσα ήταν απολύτως άδεια, πέρα από δύο χλωμές, τρομαγμένες φιγούρες ντυμένες στα λευκά. Ο ένας είχε τα χέρια παγιδευμένα πίσω απ’ την πλάτη του και στεκόταν εντελώς ακίνητος, εκτός απ’ το κεφάλι του που ήταν γερμένο σε μια περίεργη και σίγουρα οδυνηρή στάση. Η άλλη αιωρούνταν στον αέρα με την πλάτη να γέρνει προς τα πίσω, διαγράφοντας μια μεγάλη καμάρα, ενώ τα πόδια της μόλις και μετά βίας άγγιζαν το πάτωμα. Έκλεισα για ένα λεπτό τα μάτια μου, κατάπληκτη μ’ εκείνο που έβλεπα. Όταν ξανακοίταξα το τζάμι, είδα την πραγματικότητα – μια κατάμεστη αίθουσα. Δε θα βιαζόμουν στη θέση σου, θνητό παιδί, επειδή σύντομα η απόφαση που καλείσαι να πάρεις θα ληφθεί από άλλους. Πάγωσα. Ήταν 333
η φωνή του Ίγκλεν στο κεφάλι μου, στο μυαλό μου, που υποτίθεται πως μπορούσα να το κρατώ οχυρωμένο, όπως είχα κάνει τόσο αποτελεσματικά πολλές φορές στο παρελθόν. Φύγε απ’ το... ξεκίνησα να λέω, αλλά δεν κατάφερα να ολοκληρώσω. Είχα αρχίσει να βλέπω αστεράκια πίσω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα. Έπρεπε να καθίσω ή τουλάχιστον να σταθώ όρθια – και τα δύο θα ήταν προτιμότερα απ’ το να κρέμομαι ανάποδα. Η μουσική ούρλιαξε, και τότε δεν άντεξα κι άρχισα να ουρλιάζω κι εγώ. Κάποιος με τράβηξε και βρέθηκα όρθια. Ταλαντεύτηκα προσπαθώντας να βρω την ισορροπία μου. Τα πόδια μου ήταν γδαρμένα και το αίμα που αργοκυλούσε ως τις πατούσες μου μ’ έκανε να μορφάζω απ’ το τσούξιμο. Γύρω μου τα πάντα είχαν βαφτεί μαύρα και σμαραγδί. Επιθυμούσα να κλείσω τα βλέφαρά μου, αλλά δεν τολμούσα να τους χάσω απ’ τα μάτια μου. Όπου κι αν γύριζα αντίκριζα βαθουλωμένα μάτια που με θωρούσαν με περιφρόνηση. Όπου κι αν γύριζα έπεφτα σε τραχιά χέρια που με άγγιζαν χωρίς συμπόνια, χωρίς έλεος. Εκείνα τα μάτια, εκείνα τα χέρια μού επιφύλασσαν μόνο μίσος – μίσος που τόλμησα να κοιμηθώ με τον πρίγκιπα και διάδοχο του θρόνου τους. Οικεία και καινούρια πρόσωπα στροβιλίζονταν όλο και πιο γρήγορα στον χώρο προσπερνώντας με. Η μουσική ξεχυνόταν ολοένα και πιο ορμητικά απ’ τα όργανα, ενώ οι στριγκλιές της γυναίκας στη χορωδία έμοιαζαν να συναγωνίζονται σε ένταση τα ουρλιαχτά μου. Το μυαλό μου έτρεχε με χίλιες στροφές παραβγαίνοντας στην ταχύτητα το κορμί μου, που πετιόταν σαν να μην είχε καμία αξία από τη μιαν αγκαλιά στην άλλη. Λαχταρούσα το χαριστικό δάγκωμα, μόνο και μόνο επειδή θα έβαζε τέλος στη δοκιμασία μου. Είδα τον Κάιν, και φευγαλέα την Αραμπέλα, η οποία κοίταζε παραπονεμένη να της παίρνουν τον Τζον μακριά για να μην τον δαγκώσει. Ο Τζαγκ έδειχνε ανήσυχος, αλλά δεν κοίταζε εμένα. Ο Σκάι πάλευε να με κρατήσει ακίνητη. Είχα στρέψει πεισματικά το βλέμμα στο πάτωμα, και ενώ ήξερα πως η θυσία έφτανε στο τέλος της ήξερα επίσης και την ιεραρχία. Δεν είχε τελειώσει ακόμη. Υπήρχε ένας που δεν είχε παίξει το άρρωστο εκείνο παιχνίδι μαζί μου ακόμη. Κάποια στιγμή σήκωσα το βλέμμα μου. Γύρω μου σχηματιζόταν ένας κύκλος από ζευγάρια που περιστρέφονταν και στροβιλίζονταν στον ρυθμό της μουσικής. Στο κέντρο του έστεκε ο βασιλιάς. Είχε εγκαταλείψει για χάρη μου τη συνοδό του, η οποία έστεκε κάπου στην άκρη του κύκλου, όχι πολύ μακριά από εμάς. Είχε καρφώσει το βλέμμα της πάνω μου. Η άλλοτε ήρεμη έκφραση του προσώπου της είχε εξαφανιστεί, δίνοντας τη θέση της σε μια γκριμάτσα άγριου πόθου για το αίμα μου. 334
Ένας άντρας και μια γυναίκα βγήκαν απ’ τον κύκλο και στάθηκαν έχοντας στραμμένη την πλάτη τους προς εμένα. Ήταν κι οι δύο ντυμένοι στα μαύρα, ενώ μια σμαραγδί κορδέλα στόλιζε κατά μήκος τον κορμό τους. Η γυναίκα φορούσε μια μακριά εξώπλατη τουαλέτα. Η δαντέλα έπεφτε αέρινα μέχρι τους αστραγάλους της. Τα μαλλιά της ήταν πιασμένα κότσο, μ’ ένα μαύρο ρόδο σαν εκείνα που κυριαρχούσαν στην αίθουσα περασμένο μέσα από μια τούφα στο κέντρο του. Ο άντρας φορούσε μακριά ρεντικότα, κάτω απ’ την οποία εξείχε η μύτη ενός σπαθιού. Τα μαύρα του μαλλιά ήταν ανακατεμένα. Ήξερα ποιοι ήταν. Γύρισαν, και το βλέμμα μου διασταυρώθηκε μ’ ένα ζευγάρι σμαραγδί μάτια. Ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο σχηματίστηκε στις άκρες των χειλιών μου. Ασυναίσθητα έμεινα ακίνητη. Η καρδιά μου φτερούγισε. Την αισθάνθηκα να φουσκώνει από προσδοκία. Η λογική μου ανέλαβε άμεσα τα ηνία επαναφέροντάς με στην πραγματικότητα. Στεκόταν τόσο κοντά μου, κι όμως ήξερα πως δεν μπορούσα να τον αγγίξω. Απέστρεψα το βλέμμα μου και κοίταξα τον άντρα που στεκόταν ακριβώς πίσω του. Τα γκρι μάτια πετούσαν από μένα στον γιο του κι αντίστροφα. Ο Κάσπαρ, βλέποντας την έκφραση στο πρόσωπό μου, γύρισε επιτόπου προς τον πατέρα του. Το βλέμμα του βασιλιά ήταν καρφωμένο πάνω μου. Τα μάτια του άλλαζαν γρήγορα χρώμα κι από γκρι γίνονταν μαύρα, ώσπου πιτσιλιά πιτσιλιά πήραν μια κόκκινη απόχρωση – μια βαθιά, λάγνα, διεστραμμένη κόκκινη απόχρωση. Ο Κάσπαρ έχασε την ψυχραιμία του. Συρίζοντας σαν φίδι έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω πλησιάζοντάς με, χωρίς να πάρει λεπτό το βλέμμα απ’ τον πατέρα του. Ισορροπώντας στις μύτες των ποδιών μου, προσπάθησα να τον πλησιάσω… Χωρίς προειδοποίηση ο Σκάι με άφησε κι έπεσα τρικλίζοντας προς τον Κάσπαρ, ο οποίος γυρίζοντας επιτόπου σαν αστραπή βούτηξε να με πιάσει. Ο πατέρας του δεν έχασε χρόνο και βουτώντας με τη σειρά του πέταξε προς το μέρος μου γρυλίζοντας. Άνοιξα το στόμα να ουρλιάξω, πασχίζοντας να ξαναβρώ την ισορροπία μου. Παραπάτησα κι έπεσα με τα γόνατα στο πάτωμα. Ανασηκώθηκα κακήν κακώς και σκουντουφλώντας επιχείρησα μάταια ν’ απομακρυνθώ απ’ τα δύο αρπακτικά, που ήταν εκατό φορές πιο δυνατά και γρήγορα από μένα. Τα δάκρυα έτρεχαν ανεξέλεγκτα απ’ τα μάτια μου μουσκεύοντας το φόρεμα, καθώς οπισθοχωρούσα προσπαθώντας να μη σηκώσω το βλέμμα προς τον Κάσπαρ και τον πατέρα του. Με πλησίαζαν τόσο γρήγορα, που το μόνο που διέκριναν τα θνητά μου μάτια ήταν δυο αόριστες 335
σκιές, ώσπου ο βασιλιάς –χιλιοστά μόλις από μένα– άπλωσε το χέρι και πιάνοντας τον Κάσπαρ απ’ το πέτο τον πέταξε μακριά. Ο βασιλιάς αποφάσισε να μιλήσει ενώ άπλωνε το άλλο του χέρι τραβώντας με βίαια απ’ το πάτωμα. Η φωνή του, καθώς απευθυνόταν στον άλλο του γιο, τον Σκάι, κόπασε τη γενική αναταραχή που είχε δημιουργήσει το περιστατικό: «Δε θα την αγγίξει ούτε γι’ αυτό!». Τα βλέμματα όλων στράφηκαν πάνω μας, και σταμάτησα να παλεύω να ξεφύγω. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. Πέταξα μια βρισιά μέσα απ’ τα δόντια μου, μιας και ήξερα πως το ακούσιο κοκκίνισμά μου μ’ έκανε ακόμα πιο σαγηνευτική για κείνους. Ο βασιλιάς, που στεκόταν πίσω μου, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία κι αρπάζοντας και τους δύο καρπούς μου με το ένα χέρι μού έφερε τα χέρια πάνω απ’ το κεφάλι. Με το άλλο έκανε τα μαλλιά μου πίσω. Ένα σιγανό γρύλισμα δραπέτευσε τότε απ’ τα χείλη του. Η παγωμένη του ανάσα μου έκαιγε το δέρμα. Η φλέβα στον λαιμό μου παλλόταν ανεξέλεγκτα. Ήταν σαν να πάλευε να βρει τρόπο να δραπετεύσει. Λίγα δάκρυα κύλησαν απ’ τις άκρες των ματιών μου, που τα έκλεισα σφιχτά για να μη με δουν να κλαίω. «Άνοιξε τα μάτια σου» διέταξε συρίζοντας μες στ’ αυτί μου. Απρόθυμα, υπάκουσα στην εντολή του. Ήθελα να ρωτήσω γιατί έπρεπε να τους παρακολουθώ που μ’ έκαναν να υποφέρω. Πολύ σύντομα κατάλαβα τον λόγο. Ακούστηκε φασαρία, και το πλήθος σπρώχνοντας και δυσανασχετώντας έκανε χώρο απ’ τη μια πλευρά. Ο Σκάι έτρεξε προς τα κει όπου είχε προκληθεί η αναστάτωση, κι είδα τον Κάιν να παλεύει να συγκρατήσει τον Κάσπαρ, ο οποίος είχε ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του την έκφραση ενός άντρα που ήξερε εκ των προτέρων ότι η μάχη που καλούνταν να δώσει ήταν ήδη χαμένη. Με τις παλάμες του σφιγμένες σε γροθιές και τα φρύδια του σμιγμένα απ’ την οργή, ταλαντεύτηκε απελπισμένος. Ο Σκάι άρπαξε τον αδερφό του απ’ το μπράτσο. Ο Κάιν έσπευσε να βοηθήσει αρπάζοντας με τη σειρά του το άλλο του μπράτσο. Προφανώς φοβόνταν ότι μπορεί να χυμούσε στον πατέρα τους. Ήξερα πως δε θα το ’κανε. Ήταν πια πολύ αργά. Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν, και κατόρθωσα να σχηματίσω ένα τόσο δα χαμόγελο στα χείλη μου. Ο βασιλιάς μ’ άρπαξε απ’ τη μέση έτοιμος να με ρίξει προς τα πίσω. Έτοιμος να δαγκώσει. Τα βλέφαρά μου τρεμόπαιξαν και τα μάτια μου έκλεισαν. Βρέθηκα να βουλιάζω στο πάτωμα. Οι κυνόδοντές του βυθίστηκαν στον λαιμό μου. Το δωμάτιο, μεγάλο και ψηλοτάβανο σαν καθεδρικός ναός, γέμισε με την ηχώ μιας κραυγής που δεν ήταν προσποιητή, όπως εκείνη που μας είχαν συμβουλεύσει ν’ αφήσουμε, 336
αλλά αληθινή. Πολύ αληθινή.
337
KEΦΑΛΑΙΟ 48
Βιολέτα «ΕΙΣΑΙ ΚΑΛΑ;» ρώτησε ο Κάιν. Έβγαλε ένα μαντίλι απ’ την τσέπη του και σκούπισε ταμποναριστά την πληγή, που ήξερα πως ήδη είχε αρχίσει να κλείνει. Ήμασταν έξω. Το απαλό αεράκι δρόσιζε κατευναστικά το ιδρωμένο μου κορμί. «Έτσι νομίζω». Η απάντηση βγήκε σαν ψέλλισμα απ’ τα χείλη μου και σίγουρα δεν έπειθε, αλλά ήταν ό,τι μπορούσα να πω. Τα λίγα λεπτά που είχαν περάσει –αν και σύμφωνα με το ρολόι είχε περάσει ήδη μισή ώρα– με είχαν ταράξει περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ κι είχαν επαναφέρει μέσα μου τον φόβο για κείνα τα πλάσματα – αν και η επιλογή της λέξης «επαναφέρει» δεν είναι σωστή, επειδή δεν είχα νιώσει ποτέ πριν πραγματικό φόβο για κείνους. «Ωραία» είπε, χώνοντας το μαντίλι στην τσέπη του. Έδειχνε να έχει και κάτι άλλο να πει, αλλά δεν του έδωσα την ευκαιρία. «Πού είναι ο Κάσπαρ;» Ο Κάιν με κοίταξε αποκαμωμένος. «Μιλάει με τον βασιλιά. Θα πίστευε κανείς πως μετά από δύο εβδομάδες στη Ρουμανία θα είχε μάθει το μάθημά του». Ένιωσα τ’ αυτιά μου ν’ ανοίγουν διάπλατα. Ρουμανία; «Καλά, μη νιώθεις κι άσχημα» είπε ο Κάιν. «Μια χαρά πέρασε. Τα έπινε στον θερινό πύργο του Σκάι παρέα με τους κολλητούς του απ’ το σχολείο». Να πού ήταν, λοιπόν, εξορισμένος ο Κάσπαρ τις δύο προηγούμενες εβδομάδες. Αυτό το «κολλητοί» μού προξενούσε μεγάλη ανησυχία – κάτι μου έλεγε πως οι κολλητοί δεν ήταν μόνο του ενός φύλου. Η καρδιά μου σπάραξε. Δεν είχε χάσει τον χρόνο του. Κι εγώ πίσω να σέρνομαι άσκοπα όλη τη μέρα δεξιά κι αριστερά, πνιγμένη στη θλίψη καθώς περίμενα τον πρίγκιπά μου να γυρίσει. Ήμουν αξιοθρήνητη. Και τι περίμενα; Προφανώς δεν είμαι τίποτα περισσότερο από μια ακόμα κατάκτηση στο 338
καρνέ του. Όπως είπε κι ο Κρίμσον, είμαι απλώς ένα βρομοθήλυκο μ’ ένα μέλλον που προφανώς δε μου αξίζει. Ωστόσο, δεν μπορούσα να ξεχάσω τον τρόπο που μου είχε υποσχεθεί πως δε θ’ άφηνε κανέναν να με πληγώσει – τον τρόπο που με είχε πάρει αγκαλιά στο αυτοκίνητο στον δρόμο για το Λονδίνο. Έδειχνε να νοιάζεται εκείνες τις στιγμές, αλλά υπήρχαν πάντα κι οι άλλες στιγμές, όπου φερόταν ξανά σαν μαλάκας. Ήταν η επιτομή του δόκτορος Τζέκιλ και του κυρίου Χάιντ. «Θέλεις να πάμε μέσα;» «Όχι, πήγαινε συ. Εγώ θα μείνω ακόμα λίγο έξω». «Όπως θες. Βάλε μια φωνή αν χρειαστείς κάτι». Έκανα τον γύρο της κολόνας και γλίστρησα σε μια εσοχή δίπλα στις πόρτες, που σχημάτιζε ένα μικρό μπαλκονάκι πανομοιότυπο με το μεγάλο μπαλκόνι πάνω απ’ την κύρια είσοδο, το οποίο είδα ότι ήταν φωτισμένο με φανάρια κι όχι με τους συνηθισμένους πυρσούς. Ήξερα πως έπρεπε ν’ ανησυχώ που ήμουν μόνη, αλλά χρειαζόμουν χρόνο να σκεφτώ χωρίς να βομβαρδίζομαι από ένα σωρό καινούριες πληροφορίες. Για παράδειγμα, δεν είχα καταφέρει να επεξεργαστώ καθόλου το όνειρο της προηγούμενης νύχτας. Κι έπρεπε να το κάνω, γιατί ό,τι κι αν ήταν εκείνη η Προφητεία θα μπορούσε να παρέχει κατά τα φαινόμενα την αφορμή που ζητούσε ο πατέρας μου για να θέσει σ’ εφαρμογή το σχέδιο απελευθέρωσής μου. Ο Βαλέριαν Κρίμσον είχε μιλήσει κι εκείνος για την Προφητεία των Σκοτεινών Ηρωίδων. Ήξερα επίσης πώς θα ’πρεπε να αισθάνομαι για το γεγονός: Ανακουφισμένη. Αισιόδοξη. Χαρούμενη. Αλλά δεν μπορούσα να συμβιβάσω καθόλου εκείνα τα συναισθήματα –ακόμα κι αν εν μέρει τα βίωνα– με το όλο και μεγαλύτερο δέσιμο που ένιωθα πως αποκτούσα με το Βάρνλεϊ, το οποίο και είχα γνωστοποιήσει έμμεσα στον Κάσπαρ με την απόφασή μου να μη φύγω. Τι είναι όμως αυτό που δικαιολογεί την παρουσία μου εδώ; Από τότε που κοιμήθηκα με τον Κάσπαρ, οι περισσότεροι με περιφρονούν, ακόμα κι αν δεν μπορώ πια να τον αγγίξω, γεγονός που σύμφωνα με τον Κάιν δεν τον απασχόλησε και πολύ στη Ρουμανία. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, υπήρχε μια φωνή που μιλούσε μες στο κεφάλι μου, κι εφιάλτες οι οποίοι έμοιαζαν με αληθινά γεγονότα. Αυτό το μέρος σιγά σιγά με τρελαίνει. Έδιωξα τις σκέψεις απ’ το μυαλό μου, επικεντρώνοντας την προ339
σοχή μου στο νερό που ανάβλυζε απ’ το σιντριβάνι. Κάτι, κάποιος άρχισε να σπρώχνει τα τείχη του μυαλού μου, προσπαθώντας να εισχωρήσει στη σκέψη μου. Επέμεινε για ένα λεπτό, προτού τα παρατήσει. «Δίνω ό,τι θες για μια σου σκέψη, Κοριτσάκι». Πήρα βαθιά ανάσα. Οι ανησυχίες μου ως διά μαγείας εξαφανίστηκαν. «Οι σκέψεις μου είναι δικές μου, Υψηλότατε, και αξίζουν περισσότερο απ’ όσα μπορείτε να προσφέρετε». Γέλασε. «Πάλι τα ίδια. Για ακόμα μια φορά αρνείσαι τον πρίγκιπα και το βασίλειό του. Θα πρέπει να μάθεις να μην το κάνεις αυτό». «Κι όμως, υπήρξε μια στιγμή που δεν τον αρνήθηκα» είπα γυρίζοντας για ν’ αντικρίσω επιτέλους τον Κάσπαρ, μετά από δεκατέσσερις ατέλειωτες, βασανιστικές μέρες. «Μόνο που ο πρίγκιπας του βασιλείου κατέληξε στη Ρουμανία για δύο εβδομάδες, γεγονός που, απ’ ό,τι έμαθα, δεν τον χάλασε και πολύ». «Κι όμως». Έκανε έναν κύκλο γύρω μου κι έγειρε πάνω στην πέτρινη κουπαστή. «Δεν ξετρελάθηκα. Μπορεί να βρίσκω τη Ρουμανία ιδιαίτερα όμορφη, αλλά τυχαίνει να υπάρχει κάτι πολύ πιο όμορφο εδώ, αν και λίγο ενοχλητικό και πολύ θρασύ». Κοκκίνισα. Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει απ’ το κομπλιμέντο. «Κι εγώ χαίρομαι που σε βλέπω, Κάσπαρ». Σηκώθηκα και πήγα δίπλα του, προσέχοντας ώστε να κρατήσω απόσταση ασφαλείας, μην τυχόν και τον αγγίξω κατά λάθος. «Δε θυμάμαι να σου είπα ότι χαίρομαι που σε βλέπω. Αν και οφείλω να ομολογήσω πως είσαι εκθαμβωτική ντυμένη στα λευκά» μου είπε προσπαθώντας ν’ ακουστεί σοβαρός, αν και το παιχνιδιάρικο ύφος στο βλέμμα του τον πρόδωσε. Προσποιήθηκα τη θιγμένη. «Αυτό κι αν είναι αγένεια! Επίσης το λευκό δεν ήταν ποτέ το χρώμα μου. Με χλωμιάζει». «Ακριβώς. Σε κάνει να δείχνεις σαν βρικόλακας». Πρόλαβα να δω τα μάτια του να παίρνουν μια ροζ απόχρωση, προτού στρέψει το βλέμμα μακριά. Για μια ακόμα φορά ήξερα πως το σχόλιό του θα ’πρεπε να με ταράξει, αλλά δεν μπορούσα παρά να νιώσω κολακευμένη. «Σοβαρά τώρα, χαίρομαι που σε βλέπω. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι κάνεις τη ζωή μου πιο χαρούμενη» είπε γελώντας. «Ευχαριστώ. Νομίζω πως κι εμένα μου έλειψες» μουρμούρισα, ελπίζοντας πως το φως από τα φανάρια δε θα ’ταν αρκετό για να δει το κοκκίνισμά μου, που έδειχνε να εξελίσσεται πια σε μόνιμη κατάσταση. «Τι;» Η καρδιά μου σφίχτηκε. «Μου έλειψες» επανέλαβα. 340
Γέλασε. «Σε άκουσα, Κοριτσάκι. Απλώς αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να το έχω και γραπτώς». Συνοφρυώθηκα. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι δεν περίμενα ποτέ ότι θα έφτανε η μέρα που θα σ’ άκουγα να λες κάτι τέτοιο». Γύρισε και με κοίταξε κατάματα. Χαμογέλασα με μισή καρδιά. Έπιασα τον εαυτό μου να χαζεύει ασυναίσθητα το κορμί του, που δε μου επιτρεπόταν πια να το αγγίξω. Θεέ μου, τον έχω δει γυμνό. «Βιολέτα;» Ταρακούνησα το κεφάλι μου και χαμογέλασα αμήχανα. Έστρεψα το βλέμμα μου στο έδαφος. «Πώς ήταν η Ρουμανία;» Είδα το χαμόγελό του να εξαφανίζεται με την άκρη του ματιού μου. «Όμορφη, όπως σου είπα και πριν. Μακάρι να μπορούσα να σε πάω εκεί, να σου δείξω την πατρίδα μου. Επίσης, θα ’ταν καλό να είχα κάποιον μαζί μου που θα μοιραζόταν το πάθος μου για το αλκοόλ». Ανασήκωσα απορημένη το φρύδι μου. «Έπινες πολύ;» Αναστέναξε, και τα μάτια του πήραν μια θαμπή πράσινη απόχρωση. «Είναι δύσκολο να εκτιμήσεις πόσο έχεις πιει όταν πίνεις μόνος σου». Η καρδιά μου φτερούγισε. Το ίδιο κι οι ελπίδες μου. Δεν πήγε με άλλες, λοιπόν; «Μόνος;» Έστρεψε το βλέμμα του στο έδαφος, ρίχνοντάς μου κλεφτές γρήγορες ματιές, σαν να μην μπορούσε ν’ αποφασίσει προς τα πού θα ’πρεπε να κοιτάζει. «Φαίνεται να εκπλήσσεσαι». «Απλώς… υπέθεσα…» Δε με πίεσε να ολοκληρώσω τη φράση μου, που έμεινε μετέωρη στα χείλη μου. Βυθιστήκαμε στη σιωπή, ωστόσο δεν ήταν κάτι που μας έφερνε σ’ αμηχανία. Αντίθετα, το γεγονός ότι μπορούσαμε να νιώθουμε άνετα μέσα στη σιωπή μάλλον μας ανακούφιζε. Έκλεισα για λίγο τα μάτια κι αφέθηκα να χαλαρώσω με το κελάιδισμα κάποιου πουλιού και το διαρκές κελάρυσμα του σιντριβανιού. «Κρυώνεις» ψιθύρισε. Άνοιξα τα μάτια μου, κάνοντας στην άκρη ένα τσουλούφι απ’ τα μαλλιά μου. «Λιγάκι». Με κοίταξε σαν να με μάλωνε. «Τι λιγάκι; Εσύ τρέμεις». Έβγαλε την κορδέλα με το οικόσημο, ξεκούμπωσε τη ρεντικότα του και μου την έδωσε. Την πήρα γεμάτη ευγνωμοσύνη, προσέχοντας να μην αγγίξω το 341
χέρι του. Αναστέναξα ευχαριστημένη. Η ζεστασιά απλώθηκε γρήγορα σ’ όλο μου το σώμα. Τέντωσα τα χέρια μου. «Είναι κάπως μεγάλη». Τα μανίκια κρέμονταν αρκετά εκατοστά πέρα απ’ τις παλάμες μου και το στρίφωμα μου έφτανε σχεδόν ως τα γόνατα. «Ευχαριστώ». Έγνεψε ότι δεν έκανε τίποτα. «Θες να περπατήσουμε λίγο;» Με προσπέρασε κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια. Οι ελάχιστοι βρικόλακες που τριγυρνούσαν στον κήπο μάς κοίταξαν σαστισμένοι. Το ότι συν τοις άλλοις φορούσα το σακάκι του ήταν κάτι που σίγουρα προκαλούσε. «Γαμώτο. Μου μπήκε ένα χαλίκι στο παπούτσι». Σταμάτησα και σκύβοντας ξέδεσα την κορδέλα γύρω απ’ τον αστράγαλό μου. Έβγαλα το παπούτσι μου και πηδώντας στο ένα πόδι το τίναξα για να ξεφορτωθώ το πετραδάκι. Ο Κάσπαρ είχε γείρει το κεφάλι του και με κοιτούσε σαν ν’ απορούσε και να το διασκέδαζε ταυτόχρονα. «Κοριτσάκι, σου ’χουν πει πως είσαι ο ορισμός της χάρης;» Γέλασα κοροϊδευτικά και παραλίγο να χάσω την ισορροπία μου και να βρεθώ φαρδιά πλατιά στο χώμα, καθώς προσπαθούσα να ξαναδέσω την κορδέλα γύρω απ’ το πόδι μου. «Θα σε βοηθούσα» συνέχισε «αλλά δε μου επιτρέπεται να σ’ αγγίξω. Κι απ’ την άλλη, οφείλω να ομολογήσω πως απολαμβάνω ιδιαίτερα το θέαμα». Ήμουν βέβαιη πως δεν κοίταζε το πόδι αλλά το ντεκολτέ μου. Το αραχνοΰφαντο φόρεμά μου δε συγκρατούσε και πολλά πράγματα έτσι όπως έσκυβα προς τα μπρος. Τελικά κατάφερα να ξαναβάλω το παπούτσι μου, εγκαταλείποντας την προσπάθεια να δέσω ομοιόμορφα τις κορδέλες. Σηκώθηκα και τον προσπέρασα αγέρωχη, περπατώντας γρήγορα προς τη λιμνούλα στην άλλη άκρη του υποστατικού. Αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, λίγη ώρα πριν κι εσύ δεν κοίταζες τα ωραία του μάτια αλλά το κορμί του, μου υπενθύμισε η φωνή μου. Και πολύ σωστά παρατήρησες, κυρία φωνή. Σύντομα με πρόφτασε και, ανοίγοντας το βήμα του για να συντονιστεί με το δικό μου, περπάτησε δίπλα μου χαμογελώντας ως συνήθως αυτάρεσκα. Δεν είπε κουβέντα μέχρι να φτάσουμε στη λίμνη. Προφανώς διασκέδαζε απίστευτα αφήνοντάς με να βράζω στο ζουμί μου. Φτάνοντας στη λιμνούλα κοντοστάθηκα μπρος στο ονειρικό θέαμα. Ένα λαμπερό σύννεφο από χιλιάδες πυγολαμπίδες πετούσαν εδώ κι εκεί στραφταλίζοντας στο ημίφως. Βουτούσαν βουίζοντας σαν πέπλο φτιαγμένο από χρυσόσκονη πάνω στην επιφάνεια της λίμνης, για να ξανασηκωθούν σκορπίζοντας το φως τους απλόχερα στον γύρω χώρο. 342
«Δεν είναι πολύ όμορφες;» είπε ο Κάσπαρ, δείχνοντας προς τις πυγολαμπίδες. «Έρχονται μόνο μία φορά τον χρόνο, την ίδια πάντα μέρα. Μπορεί να είναι ανόητο, αλλά λένε ότι τρέφονται απ’ τη χαρά τού Ως την Αιωνιότητα». «Ουάου» μουρμούρισα, έχοντας στραμμένη την προσοχή μου περισσότερο στον Κάσπαρ παρά στα έντομα. «Η μητέρα μου τις λάτρευε». Έπεσε ξανά σιωπή. Σηκώθηκα κι ακολούθησα την όχθη της λιμνούλας, χαζεύοντας τις γιρλάντες με τα μαύρα ρόδα που κρέμονταν απ’ τα δέντρα. Ήταν ολόιδια μ’ εκείνα που είχαν στην αίθουσα του χορού. Τα πέταλά τους κατάμαυρα και τα φύλλα τους ολόασπρα. Άπλωσα το χέρι μου για ν’ αγγίξω τα βελούδινα πέταλά τους. «Δε θα το έκανα αν ήμουν στη θέση σου». Τράβηξα το χέρι μου κοιτώντας τον δύσπιστη. Ο Κάσπαρ βρισκόταν δίπλα μου. «Γιατί;» Ξαφνικά το πρόσωπό του είχε πάρει μια πολύ σοβαρή έκφραση. «Αυτά τα τριαντάφυλλα ονομάζονται Άγγιγμα του Θανάτου. Είναι θανατηφόρα για τους ανθρώπους ή τους ημι- βρικόλακες». Οπισθοχώρησα γρήγορα. «Με δουλεύεις!» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Κι όμως, σοβαρολογώ. Αν τα είχες αγγίξει, τώρα θα ήσουν νεκρή». Γούρλωσα τα μάτια κι έκανα επιφυλακτικά ακόμα λίγα βήματα προς τα πίσω. Γέλασε, και γυρνώντας μου την πλάτη έκοψε ένα τριαντάφυλλο και το κράτησε στο χέρι του. Ίσιωσε τα εξωτερικά του πέταλα, που είχαν ανοίξει, σπρώχνοντάς τα απαλά προς τα μέσα και το κοίταξε με θαυμασμό. «Ορίστε. Μύρισε». Έκλεισε το τριαντάφυλλο στην παλάμη του και το έφερε κοντά στο πρόσωπό μου. «Με τίποτα!» «Έχε μου εμπιστοσύνη, Βιολέτα» είπε αναστενάζοντας. Κοιτώντας τον με δυσπιστία, έσκυψα προς το ρόδο. Δε χρειάστηκε να πλησιάσω πολύ για να νιώσω τη μυρωδιά. «Τι σου μυρίζει;» με ρώτησε. Σούφρωσα τη μύτη. «Σαν σάπια λαχανικά». Έγνεψε σαν να ήξερε εκ των προτέρων την απάντησή μου. «Για εμένα» είπε κι έφερε το τριαντάφυλλο στη μύτη του «μυρίζουν σχεδόν τόσο γλυκά όσο κι εσύ». Ξεφύσηξα. «Τι ήταν πάλι αυτό; Κάποιο κακόγουστο κλισέ που χρησιμοποιείτε εσείς οι βρικόλακες για να ρίχνετε τα κορίτσια;» 343
Προσποιήθηκε τον έκπληκτο. «Γαμώτο! Τόσο εμφανές είναι;» Έριξε το λουλούδι στη λίμνη και σκούπισε την παλάμη στο λευκό πουκάμισό του, αφήνοντας έναν μαύρο λεκέ. Συνεχίσαμε να περπατάμε. «Αν είναι τόσο επικίνδυνα για τους ανθρώπους και τους ημι- βρικόλακες, γιατί έχετε όλο το σπίτι στολισμένο μ’ αυτά;» Αναστέναξε αργά, σαν να βαριόταν να μου εξηγήσει το προφανές. «Πέρα από εσένα και τον Τζον, δεν υπήρχαν άλλοι άνθρωποι απόψε εδώ. Και δε σας αφήσαμε λεπτό απ’ τα μάτια μας. Γιατί όχι, λοιπόν; Εκτός των άλλων, το μαύρο ρόδο είναι το βασιλικό λουλούδι. Να, βλέπεις;» Μου έδειξε το οικόσημο που ήταν κεντημένο στη ρεντικότα που φορούσα. «Αντιπροσωπεύουν όλα όσα είμαστε. Είναι θανατηφόρα για τους ανθρώπους, αλλά για εμάς είναι σύμβολο ομορφιάς και αξίας. Μέχρι και αρώματα παρασκευάζουν απ’ το απόσταγμά τους, που έχουν αυτήν ακριβώς τη μυρωδιά, που είμαι σίγουρος πως δε θα είναι καθόλου ευχάριστη για οποιονδήποτε άνθρωπο». Έγνεψα με το κεφάλι για να του δείξω πως καταλάβαινα. «Αυτό σημαίνει πως έχουν συμβολική αξία για τους βρικόλακες;» «Όχι. Για όλα τα σκοτεινά όντα». Έσφιξα τα δόντια προσπαθώντας να μην εξοργιστώ με την απάντησή του. Δεδομένου ότι δεν είχα ιδέα τι ήταν τα σκοτεινά όντα, εκείνο που μου είπε δε σήμαινε απολύτως τίποτα για μένα. Είχαμε φτάσει στο σιντριβάνι, κι ο Κάσπαρ κάθισε στην άκρη του. Χτύπησε το μάρμαρο κάνοντάς μου νόημα να πάω στο πλάι του. Κάθισα, αποφασισμένη να πάρω κάποιες απαντήσεις. «Ποιες είναι οι Σκοτεινές Ηρωίδες;» Τινάχτηκε σαν να τον είχε τσιμπήσει σφήκα. Γύρισε και με κοίταξε μ’ ανοιχτό το στόμα. Τα μάτια του για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου έγιναν μαύρα. «Ποιος σου μίλησε γι’ αυτές;» με ρώτησε επιτακτικά. Το μυαλό μου άρχισε να τρέχει με χίλια, ψάχνοντας να βρει μια πιστευτή απάντηση. Δεν μπορούσα να του πω για τα όνειρά μου. Υπήρχε κίνδυνος να το μάθει ο πατέρας του. «Κανείς. Άκουσα κάποιους στον χορό να λένε ότι η Αθενία είχε βρει το πρώτο κορίτσι Σοφι-… κάτι τέτοιο». Δε θυμόμουν πώς ακριβώς το είχε πει ο βρικόλακας στ’ όνειρό μου. Οι ώμοι του χαλάρωσαν, αλλά το βλέμμα του παρέμεινε ανήσυχο και διερευνητικό. «Το πρώτο κορίτσι Σοφίστρια. Έτσι είναι το σωστό. Σο-φί-στρι-α» επανέλαβε σπάζοντας τη λέξη σε συλλαβές. Προσπάθησα να το επαναλάβω κι εγώ, αλλά το έχανα κάπου. 344
Οι άκρες των χειλιών του ανασηκώθηκαν αμυδρά. «Τους ξέρεις εκείνους που το συζητούσαν; Σε ρωτάω επειδή υποτίθεται πως αυτό το γνωρίζουν μόνο τα μέλη του συμβουλίου. Αν ήταν άσχετοι, τότε έχουμε πρόβλημα». Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Δεν τους ξέρω. Δε μου θύμισαν κάποιον». Μουρμούρισα. «Μάλιστα». Αναστέναξα κι άφησα τον θυμό να ξεχυθεί από μέσα μου. «Δε σκοπεύεις να μου πεις τι είν’ αυτές οι Σκοτεινές Ηρωίδες, έτσι; Ή τι είναι η Προφητεία των Ηρωίδων. Ή γιατί οι βρικόλακες έχουν αιφνιδιαστεί τόσο. Ή γιατί οι βρικόλακες είναι οι επόμενοι». Συνοφρυώθηκε. «Όλ’ αυτά τα άκουσες απόψε;» «Σε παρακαλώ, πες μου. Πού είναι το κακό; Δεν πρόκειται ν’ αναφέρω τίποτα σε κανέναν». Κούνησε το κεφάλι του. «Πιστεύω ότι ξέρεις πως συμφωνήθηκε και στο συμβούλιο των βρικολάκων και σ’ εκείνο των διαστάσεων να μη μάθεις τίποτα για τις υπόλοιπες διαστάσεις μέχρι να γίνεις κι εσύ βρικόλακας, έτσι δεν είναι;» «Γι’ αυτό έγινε εκείνη η σύσκεψη όταν πήγαμε στο Λονδίνο; Κι εκείνος ο Φάλον; Τι ήταν, Σοφιστής; Γνώριζε για την Προφητεία, έτσι δεν είναι; Πόσον καιρό ξέρετε ότι το κορίτσι έχει βρεθεί; Δεν έχω ξανακούσει να το αναφέρει κανείς. Είναι κάτι πρόσφατο;» Οι τελευταίες ερωτήσεις ήταν για να ελέγξω αν μου έλεγε αλήθεια. Ήξερα ήδη την απάντηση απ’ τον άντρα με τον μανδύα στα όνειρά μου. «Πιο σιγά! Θα σου πω, εντάξει;» Έριξε μια ματιά στα γρήγορα τριγύρω και πέρασε τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά του, εμφανώς αγχωμένος. Η καρδιά μου είχε σταματήσει. Κρατούσα την αναπνοή μου και τον κοιτούσα όλο προσδοκία, λαχταρώντας να πάρω επιτέλους κάποια απάντηση. «Λοιπόν. Από πού να ξεκινήσω;» Πήρε βαθιά ανάσα κι άρχισε να μιλάει. «Υπάρχουν εννιά διαστάσεις, απόλυτα παράλληλες μεταξύ τους. Η καθεμία κατοικείται από ανθρώπους και από έναν μικρότερο αριθμό σκοτεινών όντων, και δεν πρόκειται να σου εξηγήσω τίποτ’ άλλο γι’ αυτό». Έκανα να διαμαρτυρηθώ, αλλά με έκοψε. «Αυτές οι πληροφορίες αξίζουν περισσότερο κι απ’ την ίδια μου τη ζωή, επομένως μην επιμένεις». Και συνέχισε. «Οι άνθρωποι κάθε διάστασης δεν τα πήγαιναν ποτέ καλά με τα σκοτεινά όντα, εκτός απ’ αυτήν εδώ τη διάσταση, όπου με εξαίρεση τους κυβερνητικούς αξιωματούχους δεν έχετε ιδέα για την ύπαρξή μας. Ωστόσο, περίπου πέντε χιλιάδες χρόνια πριν ένας Σοφιστής, 345
λόγιος και προφήτης, “Σο-φι-στής”» είπε κοιτάζοντάς με για να δει αν είχα μάθει τη λέξη «ισχυρίστηκε ότι γνώριζε πράγματα που θα συνέβαιναν σε μια μελλοντική εποχή. Έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του, κάθισε κι έγραψε τα όσα είχε οραματιστεί σε παπύρους». Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε ξανά. Τα μάτια του είχαν πάρει μια γκρι απόχρωση στις άκρες. «Γνώριζε για τους παγκόσμιους πολέμους και για την κλιματική αλλαγή, όπως και για την εφεύρεση της ατομικής βόμβας. Πρόβλεψε πως οι συνθήκες ανάμεσα στους ανθρώπους και τα σκοτεινά όντα έμελλαν να καταπατηθούν και ότι το ξέσπασμα ενός πολέμου δεν ήταν μακριά. Γνώριζε για τον κόσμο μας, Βιολέτα. Γνώριζε πού θα κάναμε λάθος». Απόλυτα συνεπαρμένη, παρέμεινα σιωπηλή. Το εξέλαβε ως σήμα ότι έπρεπε να κάνει παύση. «Είσαι σίγουρη πως θες να συνεχίσω;» Έγνεψα καταφατικά. Εκείνος γέλασε τότε πικρά. «Αλλά δε μας άφησε χωρίς ελπίδα. Την ίδια περίοδο που έκανε αυτές τις προβλέψεις, έγραψε και για την Προφητεία των Σκοτεινών Ηρωίδων, η οποία λέει πως κατά τη διάρκεια εκείνης της ζοφερής εποχής θα κάνουν την εμφάνισή τους εννιά γυναίκες και θα γίνουν κάτι σαν... θεότητες, υποθέτω. Θα είναι πάνω από κάθε βασιλιά, και υποτίθεται πως θ’ αποκαταστήσουν τις σχέσεις μας με την ανθρωπότητα». Μπορούσα να το δω εκείνο που μου περιέγραφε. Ήταν σαν παραμύθι, το ηρωικό έπος κάποιου, κι όμως ήταν αληθινό. Είναι αληθινό. Η φωνή μου ακούστηκε σιγανή καθώς μίλησα, μαγεμένη ακόμη απ’ την ιστορία που είχε εξάψει τόσο πολύ το ενδιαφέρον μου, την ιστορία του κόσμου μου: «Αλλά εσύ δεν πίστευες στην Προφητεία. Μέχρι σήμερα τουλάχιστον». Κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεν ήμουν ο μόνος. Πέρα απ’ τους Σοφιστές και την Αθενία –που είναι το όνομα της βασιλικής οικογένειας των Σοφιστών, αλλά και ενός πραγματικού τόπου– δεν υπήρχαν και πολλοί που να πιστεύουν στην Προφητεία. Την περιφρονούσαν επειδή έδινε στις γυναίκες θέση ισχύος». Τον πλησίασα κοιτώντας τον περίεργα και κάπως δύσπιστη. Ψιθύρισα σαν να φοβόμουν για την απάντησή του. «Αλλά τώρα βγαίνει αληθινή, έτσι;» «Ναι. Μολονότι δε θέλω να το πιστέψω, τι άλλο μπορώ να κάνω;» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση. Είναι αλήθεια. Είναι πραγματικότητα. Δεν είχα καμία αμφιβολία. Το χθεσινοβραδινό μου όνειρο το επιβεβαίωνε. 346
«Οι Σοφοί της Αθενία βρήκαν το κορίτσι τους» συνέχισε. Αναστέναξα και χάθηκα στις σκέψεις μου. Ο πατέρας μου με είχε μάθει να είμαι λογική, ορθολογίστρια, αλλά η εμπειρία μου στο Βάρνλεϊ με είχε αλλάξει. Ήμουν έτοιμη να πιστέψω στην Προφητεία, όσο τρελό κι αν φαινόταν. «Ξέρεις ποια είναι;» Κούνησε το κεφάλι του. «Η Πρώτη Ηρωίδα; Δεν έχω ιδέα. Κανείς δεν ξέρει. Οι Σοφοί έκλεισαν τα σύνορά τους και δεν υπάρχει πια τρόπος να μπεις ή να βγεις απ’ τη διάστασή τους. Δεν μπορούμε να στείλουμε μηνύματα, κι εννοείται πως εκείνοι δε μας λένε τίποτα. Ως συνήθως, θα πρέπει να περιμένουμε μέχρι ν’ αποφασίσουν να μας μιλήσουν». Κατσούφιασα. «Και πόσον καιρό μπορεί να πάρει αυτό;» «Ποιος ξέρει;» απάντησε. «Μπορεί μέρες, μπορεί εβδομάδες, μπορεί και μήνες. Θα χρειαστούν χρόνο· κι όταν θα είναι έτοιμοι, θα έρθει. Δεν μπορεί να καθυστερήσει, επειδή γεννήθηκε με προορισμό ν’ αφυπνίσει τις υπόλοιπες Ηρωίδες». Στάθηκα στην άκρη του σιντριβανιού· οι κρύες σταγόνες με πάγωσαν, ενώ πιτσίλισαν τη ρεντικότα του Κάσπαρ. «Τι εννοείς;» Έκλεισε τα μάτια αναστενάζοντας. «Οι στίχοι της Προφητείας τις αναφέρουν με τη σειρά. Η πρώτη θα είναι απ’ τους Σοφιστές, η δεύτερη θα προέρχεται αποδώ, η τρίτη απ’ τους Καταραμένους και πάει λέγοντας. Η πρώτη στροφή λέει πως η Πρώτη Ηρωίδα θα πρέπει να ψάξει για τις υπόλοιπες. Υποτίθεται πως η Δεύτερη Ηρωίδα θα είναι βρικόλακας, επομένως μοιραία θα πρέπει να έρθει εδώ για να τη βρει, και μετά…» Δεν ολοκλήρωσε τη φράση του. Κούνησε το κεφάλι προβληματισμένος. «Ποια είν’ η πρώτη στροφή; Την ξέρεις;» ρώτησα, αμφιβάλλοντας αν θα έπαιρνα απάντηση. «Φυσικά. Δεν υπάρχει κάποιος που να μην την ξέρει σε τούτη τη διάσταση πέρα από σας τα κακόμοιρα ανθρωπάκια». Τον αγριοκοίταξα, θυμωμένη για τον τρόπο που είχε αναφερθεί στο είδος μου. «Είναι πολύ πιο όμορφο να την ακούς στο πρωτότυπο, στη γλώσσα των Σοφιστών. Μεταφράζοντάς τη η γλώσσα χάνει τον ρυθμό της, αλλά πιστεύω πως θα πάρεις μια ιδέα». Έγειρε πίσω στους αγκώνες του. Κάρφωσε το βλέμμα στον έναστρο ουρανό, αφήνοντας τις λέξεις να βγουν αβίαστα από τα χείλη του, σαν να είχε απαγγείλει χιλιάδες φορές εκείνους τους στίχους. Η μοίρα της σκαλισμένη στην πέτρα, προορισμένη να καθίσει 347
στον πρώτο θρόνο. Τελευταία στην ακολουθία και σύμβολο των εκλεκτών, είναι η τελευταία της πτώσης· θεότητα ανάμεσα σ’ όλους. Δική της η διδαχή, δική της η αγάπη, δικό της το ψέμα, μόνη, ο πρώτος αθώος θα πρέπει να πεθάνει, για το κορίτσι που γεννήθηκε για ν’ αφυπνίσει τις εννιά. Ολοκλήρωσε. Τα χείλη του έκλεισαν. Το βλέμμα του κατέβηκε απ’ τ’ αστέρια. «Μόνη, ο πρώτος αθώος θα πρέπει να πεθάνει;» παρέθεσα τον προτελευταίο στίχο, νιώθοντας ένα ρίγος να διαπερνά το κορμί μου. «Σε στοιχειώνει, έτσι δεν είναι;» μουρμούρισε. «Σαράντα πέντε άτομα θα πεθάνουν σε περίπτωση που βγει αληθινή ολόκληρη η Προφητεία». Ανατρίχιασα. Το ενδιαφέρον μου για το θέμα σύντομα μετατράπηκε σε τρέμουλο πανικού. «Δε θα ’θελα καθόλου να είμαι στη θέση αυτής της Ηρωίδας». Έγνεψε καταφατικά. «Ούτε κι εγώ. Είναι κάτι που δε θα ευχόμουν ποτέ σε κανέναν». «Τι θα ’κανες αν ήταν κάποια γνωστή σου;» Σηκώθηκε απότομα. Μου γύρισε την πλάτη. Ο όγκος του κορμιού του μπήκε ανάμεσα σ’ εμένα και το φως του φεγγαριού, ρίχνοντας μια μακριά σκιά κατά μήκος του υποστατικού. «Τότε είθε η μοίρα να δείξει έλεος στην καρδιά της». Ένα δεύτερο ρίγος με διαπέρασε όταν έστρεψε ξανά το βλέμμα του πάνω μου. Το αυτάρεσκο χαμόγελο και το παιχνιδιάρικο ύφος του είχαν χαθεί. Με κοίταζε σαν να πονούσε και μόνο που το βλέμμα του συναντούσε το δικό μου. «Ίσως να ήταν καλή ιδέα να επιστρέψουμε στο σπίτι» μουρμούρισα, και σηκώθηκα με τη σειρά μου. Αρκετές απαντήσεις πήρα για μια νύχτα. «Έχεις δίκιο. Έλα». Ξεκινήσαμε μαζί προς το σπίτι, αγνοώντας τα επίμονα βλέμματα γύρω μας. Μόλις είχαμε αφήσει πίσω μας τη γωνιά κάτω απ’ το μπαλκόνι όπου είχαμε συναντηθεί νωρίτερα, όταν ξαφνικά σταμάτησε. «Βιολέτα, περίμενε». Σταμάτησα επιτόπου και γύρισα. Τον είδα να τρυπώνει στην εσοχή κάτω απ’ το μπαλκόνι. Ξαφνιάστηκα, αλλά σύντομα θυμήθηκα ότι φορούσα ακόμη τη ρεντικότα του. «Τη ρεντικότα. Ορίστε» είπα, βγάζοντάς τη βιαστικά. «Όχι, δε σε σταμάτησα γι’ αυτό, αν και γενικά τη χρειάζομαι» είπε 348
γελώντας. Την πήρε απ’ τα χέρια μου κι έψαξε στην εσωτερική τσέπη. «Έχω κάτι για σένα». Δε χρειαζόταν να κοιταχτώ σε καθρέφτη για να καταλάβω πως τα μάγουλά μου είχαν αρχίσει πάλι να κοκκινίζουν. «Τι; Δε χρειαζόταν!» Χαμογέλασε. «Κι όμως χρειαζόταν. Πάρ’ το ως συγγνώμη που διέλυσα τη ζωή σου». «Δεν πίστευα ποτέ ότι θα είχες τύψεις». «Δεν έχω. Αν είχα μετανιώσει για την επιλογή που έκανα στην Τραφάλγκαρ, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να σου δώσω τώρα αυτό» μου ξεκαθάρισε, τραβώντας απ’ την τσέπη μια μακριά αλυσίδα, ένα περιδέραιο, μ’ ένα μενταγιόν στην άκρη. «Θεέ μου» είπα με κομμένη την ανάσα, ανίκανη να πιστέψω εκείνο που έβλεπα. Τα μάτια μου κόλλησαν πάνω στο μικροσκοπικό, σφαλιστό άλμπουμ. Το σμαράγδι έκανε κύκλους όπως κρεμόταν απ’ την αλυσίδα. «Ήταν της μητέρας μου. Μέσα υπάρχουν φωτογραφίες σε μινιατούρες όλης μου της οικογένειας. Μου το έδωσε μία εβδομάδα προτού πεθάνει, λέγοντάς μου να το χαρίσω στη γυναίκα που πίστευα πως θα κρατούσε αυτή την οικογένεια ενωμένη. Και... σκέφτηκα πως ήσουν εσύ». «Δ… δεν... δεν μπορείς!» «Μπορώ» απάντησε. Είχε έρθει ήδη πίσω μου. Ξεκούμπωσε το κούμπωμα. «Αλλά–» «Δεν έχει αλλά». Το έφερε πάνω απ’ το κεφάλι μου και πέρασε την αλυσίδα γύρω απ’ τον λαιμό μου. Έμεινα εντελώς ακίνητη από φόβο μη με αγγίξει κατά λάθος. Αφού το παίδεψε λίγο, κατάφερε να το κουμπώσει. Ένιωσα το μενταγιόν να ακουμπά στο δέρμα μου. Ήταν αφύσικα κρύο κι έδειχνε να μην απορροφά τη θέρμη του κορμιού μου. «Έτοιμη» ψιθύρισε, κι ήρθε και στάθηκε αντίκρυ μου. «Πρόσεχέ το». Πέρασε αργά τα δάχτυλά του πάνω απ’ το σμαράγδι κι έκλεισε στη χούφτα του το μενταγιόν. Κράτησα την αναπνοή μου καθώς έφερε το μενταγιόν στα χείλη και το φίλησε. «Πρόσεχέ το» επανέλαβε, και το άφησε να πέσει απαλά στο δέρμα μου. Πήρα μια κοφτή ανάσα. Τα δάχτυλά του, κρύα όσο και το μενταγιόν, για ένα δευτερόλεπτο, μόνο για ένα δευτερόλεπτο, άγγιξαν το δέρμα μου. Αλλά ήταν αρκετό. Ο Κάσπαρ με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Ο φόβος που ένιωσα να φουσκώνει στο στήθος μου καθρεφτίστηκε εκεί. 349
Έστρεψε αργά το βλέμμα πίσω απ’ τον ώμο μου, προς τις πόρτες της κύριας εισόδου. Ακολούθησα επιφυλακτικά τη ματιά του, ξέροντας τι θ’ αντίκριζα. Δίπλα στις πόρτες, με τα μάτια του πιο σκούρα κι από τη νύχτα που είχε καταπιεί τα πάντα, στεκόταν ο βασιλιάς.
350
KEΦΑΛΑΙΟ 49
Βιολέτα ΕΚΑΝΑ ΕΝΑ ΒΗΜΑ μακριά απ’ τον Κάσπαρ. Είχα γραπώσει το μενταγιόν και το έσφιγγα προστατευτικά στην παλάμη μου. Είχα κυριευτεί από φόβο, μόνο που δε φοβόμουν τόσο τον ίδιο τον βασιλιά, όσο το ότι θα μπορούσε να μου πάρει το μενταγιόν. «Δεν καταλαβαίνεις, γιε μου, έτσι;» Μιλούσε ήρεμα. Με απόλυτη ψυχραιμία. Κι όμως, τα λόγια του έκρυβαν απειλή. «Να καταλάβω τι, πατέρα;» απάντησε ο Κάσπαρ στον ίδιο τόνο. Ο βασιλιάς έκανε μερικά βήματα προς τα εμπρός και κρύφτηκε στη σκιά που έριχνε το μεγάλο μπαλκόνι από πάνω του. Σταύρωσε τα χέρια κάτω απ’ το στήθος του και κάρφωσε τα κατάμαυρα μάτια του στον γιο του – τα μάτια του που ήταν το μόνο πράγμα που πρόδιδε την οργή του. «Την έννοια του “κοιτάω, αλλά δεν αγγίζω”». Ένα απαλό αεράκι πέρασε ανάμεσα απ’ τα φανάρια. Το φως τους έδιωξε τις σκιές μακριά κι έπεσε πάνω στον βασιλιά και τον γιο του. Ήταν η πρώτη φορά που παρατηρούσα πόσο πολύ έμοιαζαν –απ’ την υπεροπτική στάση του κορμιού τους μέχρι το αυτάρεσκο χαμόγελο, ακόμα και τα φρύδια τους ακολουθούσαν την ίδια γραμμή–, ήταν ολόιδιοι. Ο Κάσπαρ γέλασε βεβιασμένα. «Μην ανησυχείς και σε καταλαβαίνω μια χαρά. Μου ’κανες κήρυγμα πριν από λίγο γι’ αυτό. Αλλά κάτι μου λέει ότι εδώ μιλάμε για κάτι περισσότερο, έτσι δεν είναι;» «Ακριβώς» απάντησε ο βασιλιάς. «Έχω πολλούς λόγους γι’ αυτό που κάνω, κι ένας απ’ αυτούς είναι ότι πρέπει επιτέλους να μάθεις ότι κάθε σου πράξη έχει και συνέπειες». «Το ξέρω καλά» απάντησε ο Κάσπαρ χάνοντας την ψυχραιμία του. «Πολύ καλά θα έλεγα». Ένα μικρό πλήθος είχε αρχίσει να συγκεντρώνεται στις σκάλες, παρακολουθώντας μ’ ενδιαφέρον όσα εκτυλίσσονταν ανάμεσα στον βασιλιά και τον γιο του. «Κι όμως, δεν το ξέρεις. Διαφορετικά θα καταλάβαινες ότι πρέπει 351
να μείνεις μακριά απ’ αυτήν». Άκουσα τον εαυτό μου να μιλάει χωρίς να μπορώ να τον συγκρατήσω. «Αυτή έχει όνομα». Το βλέμμα του στράφηκε απότομα πάνω μου, σαν να μην είχε προσέξει μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι ήμουν κι εγώ παρούσα στη συζήτηση. Τα μάτια του στάθηκαν στο μενταγιόν. Τύλιξα τα δάχτυλά μου ακόμα πιο σφιχτά γύρω του, αβέβαιη για την αντίδρασή του. Το έσφιγγα με τέτοια δύναμη, που φοβήθηκα μη σπάσω την αλυσίδα. Το μενταγιόν συνέχιζε να είναι παγωμένο, ακόμα και μετά από τόση ώρα που ήταν σ’ επαφή με το ζεστό μου δέρμα. Άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Κάθε μυς στο σώμα μου κοκάλωσε. Τον κοίταξα έντρομη, έτοιμη να το σκάσω. Αλλά αντί για τα γρυλίσματα και τους βρυχηθμούς που περίμενα να βγουν απ’ τα χείλη του, ο βασιλιάς μίλησε ήρεμα, σχεδόν τρυφερά. Τον κοίταξα απορημένη. Μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμουν σίγουρη πως ήταν απλώς ανίκανος να μιλήσει τόσο γλυκά. «Δεσποινίς Λι, θα μπορούσα να έχω τον επόμενο χορό;» «Όχι» είπε ο Κάσπαρ. Τον αγριοκοίταξα, έξαλλη που δημιουργούσε κι άλλη σκηνή μπροστά στο όλο και μεγαλύτερο πλήθος που συγκεντρωνόταν στην είσοδο του αρχοντικού. «Δεν έχω άλλη επιλογή» του είπα σιωπηλά σχηματίζοντας τις λέξεις με τα χείλη μου. Γύρισα και υποκλίθηκα στον βασιλιά. Ο Κάσπαρ έσφιξε τα χείλη του κι έκανε στην άκρη. Ο βασιλιάς είχε ανέβει ήδη τα μισά σκαλιά, όταν βρήκα το θάρρος να κάνω το πρώτο βήμα. Προχώρησα όσο πιο ήρεμα μπορούσα, προσπαθώντας ν’ αγνοήσω τα βλέμματα που ήταν καρφωμένα πάνω μου. Ο βασιλιάς βάδισε κατευθείαν προς το κέντρο της αίθουσας. Τον ακολούθησα. Η μουσική σταμάτησε και όσοι χόρευαν πάγωσαν στις θέσεις τους. Σαν να τους δόθηκε κάποιο σήμα, άνοιξαν σχηματίζοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω από μένα και τον βασιλιά. Επομένως, θα χορέψουμε μόνοι μας. Τέλεια. Τα μέλη της ορχήστρας κοίταξαν προς τον βασιλιά, που έδωσε εντολή να παίξουν έναν απλό χορό τον οποίο είχα μάθει στα μαθήματα που είχα κάνει με τον Σκάι. Το καλύτερο ήταν πως δε χρειαζόταν ν’ αγγιζόμαστε. Είχα χαλαρώσει κάπως, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που τα μάτια μου έπεσαν πάνω στον Κάσπαρ, που είχε περάσει μέσα απ’ το πλήθος και στεκόταν στην πρώτη σειρά. Έδειχνε ανήσυχος. Ο κύκλος έκλεισε γύρω μας, παγιδεύοντάς με στο κέντρο του. Οι βιολονίστες χτύπησαν τα δοξάρια τους κι η αίθουσα βυθίστηκε στη 352
σιωπή. Έκανα μια βαθιά υπόκλιση στον βασιλιά, που στεκόταν αγέρωχος μπροστά μου. Η μουσική ξεκίνησε. Έκανα μερικά βήματα προς τα εμπρός, το ίδιο κι εκείνος, μέχρι που συναντηθήκαμε στα μισά, λίγα εκατοστά μόλις ο ένας απ’ τον άλλον. «Δεσποινίς Λι». «Μεγαλειότατε». Κάναμε λίγα βήματα πίσω και στη συνέχεια, διαγράφοντας κύκλο ο ένας γύρω απ’ τον άλλο, ξαναπήραμε τις αρχικές μας θέσεις. «Σκοπεύετε να χορέψετε στη σιωπή, δεσποινίς Λι;» Πήρε το αριστερό μου χέρι με το δεξί του και κάναμε ακόμα έναν κύκλο, κρατώντας αρκετή απόσταση μεταξύ μας. «Να με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, αλλά δε συνηθίζω να συνομιλώ με άτομα που με απεχθάνονται». Πιάνοντας και το άλλο μου χέρι, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. Τον ακολούθησα, μέχρι που βήμα βήμα βρεθήκαμε ξανά κοντά. «Δεσποινίς Λι, τι σας κάνει να πιστεύετε με τόσο σθένος ότι σας απεχθάνομαι;» Χωριστήκαμε και διαγράψαμε ακόμα έναν κύκλο. Στρεφόμασταν ο ένας γύρω απ’ τον άλλον, αλλά και γύρω απ’ τα σημεία που θα ’πρεπε κανονικά να βρίσκονται τα υπόλοιπα ζευγάρια. Μου ήρθε να βάλω τα γέλια με την ερώτησή του, αλλά σκέφτηκα πως μάλλον θα ήταν καλύτερα να κρατηθώ. Στροβιλίστηκα, περιμένοντας να ξαναβρεθούμε κοντά προτού μιλήσω. «Το ότι δε μου επιτρέπετε να πλησιάσω τον γιο σας». Πήρε ξανά τα χέρια μου στα δικά του, με άφησε και διέγραψε έναν ακόμα κύκλο γύρω μου. «Έχω τους λόγους μου γι’ αυτό. Και σίγουρα δεν είναι επειδή σας απεχθάνομαι. Υποθέτετε πως είναι έτσι, αλλά σας διαβεβαιώνω πως κάνετε λάθος». Συνοφρυώθηκα και τον κοίταξα προβληματισμένη. «Ναι, μα κοιμήθηκα με τον διάδοχο του θρόνου. Τον διάδοχό σας». Κάναμε μαζί ένα βήμα προς τα πίσω και μετά άλλο ένα προς τα εμπρός. Γέλασε. «Μην αυταπατάστε, δεσποινίς Λι. Ο γιος μου έχει κοιμηθεί με πολλά κορίτσια – πολλά θνητά κορίτσια. Η δική σας ιστορία δεν είναι κάτι το ξεχωριστό. Αλλά το ότι αγνοήσατε τη ρητή εντολή μου να μείνετε ο ένας μακριά απ’ τον άλλο χειροτέρεψε την κατάσταση. Και απόψε με αγνοήσατε ξανά. Πρόκειται για μια απλή οδηγία, δεσποινίς Λι. Ακολουθήστε την και δε θα σας κάνω κακό». Πέρασε ξυστά από δίπλα μου, κάνοντας έναν μεγάλο κύκλο γύρω μου. Το επίμονο βλέμμα του μου έκαιγε την πλάτη. «Είναι για το δικό σας καλό». 353
Επέστρεψε στην αρχική του θέση. Ήταν η δική μου σειρά να στροβιλιστώ γύρω του. «Θα θέλατε να γίνετε πιο σαφής;» Τα γκρι μάτια του –πιο μουντά κι από λονδρέζικο πρωινό– μ’ ακολουθούσαν τσουρουφλίζοντας το δέρμα μου παρά το γεγονός ότι στερούνταν λάμψης, ότι στερούνταν ζωής. «Πολύ ωραίο το δώρο που σας έκανε ο γιος μου». Το χέρι μου ακολούθησε το βλέμμα του και ψηλάφισα το μενταγιόν μου, συνειδητοποιώντας πως δε σκόπευε να μου δώσει απάντηση. Αντιθέτως, είχε αποφασίσει ν’ αλλάξει θέμα. «Ναι, είναι». Το άφησα και συνεχίσαμε να χορεύουμε. «Ανήκε στη σύζυγό μου». «Το γνωρίζω». Συνεχίζοντας στο ίδιο μοτίβο, ξανάπιασε τα χέρια μου –μόνο που αυτή τη φορά τα έσφιξε ιδιαίτερα δυνατά– και ξαναγυρίσαμε μαζί στο ίδιο σημείο. «Το γνωρίζετε, λοιπόν; Επομένως, θα ξέρετε και πώς περιήλθε στην κατοχή του Κάσπαρ». Του το έδωσε μία εβδομάδα προτού σκοτωθεί. «Επειδή ήξερε πως πήγαινε προς τον θάν–» Σταμάτησε. Τα χέρια του μ’ έσφιξαν σαν να προσπαθούσε να κρατηθεί από κάπου για να μη διαλυθεί. «Λυπάμαι» ψέλλισα σφίγγοντας παρηγορητικά το χέρι του, αβέβαιη για το τι έπρεπε να κάνω. «Δεν μπορείτε να καταλάβετε» είπε θυμωμένος, ανακτώντας την ψυχραιμία του. Άφησε τα χέρια μου, πετώντας τα μακριά. Απομακρύνθηκε και με κύκλωσε σαν να ’ταν κυνηγός κι εγώ το θήραμα. Δεν πήρα τα μάτια μου από πάνω του. Αισθάνθηκα τα μάγουλά μου να υγραίνονται, και συνειδητοποίησα πως έκλαιγα. Όταν γύρισε προς το μέρος μου και ξαναπήρε τα χέρια μου στα δικά του, απάντησα: «Έχω χάσει τον αδερφό μου. Καταλαβαίνω». Σήκωσε απότομα το κεφάλι του και με κοίταξε. Τα μάτια του είχαν ξαναγίνει μαύρα. «Όχι. Δεν καταλαβαίνετε. Δεν μπορείτε καν ν’ αρχίσετε να καταλαβαίνετε. Δεν έχετε ιδέα τι σημαίνει να πρέπει να συγκρατείς τα δάκρυά σου για να μην τα ξοδέψεις, όπως τόσο εύκολα και απλά κάνετε εσείς!» Παγώσαμε. Τράβηξα το χέρι μου απ’ το δικό του βάζοντας όλη μου τη δύναμη για να τα καταφέρω. Τα δάχτυλά του είχαν αφήσει σημάδι στο δέρμα μου. 354
«Ορίστε;» κατόρθωσα να ψελλίσω, σκουπίζοντας με λύσσα τα δάκρυά μου. Έκανα πίσω, μεγαλώνοντας την απόσταση ανάμεσά μας. «Θεωρείτε αυτά τα δάκρυα δεδομένα, μικρή μου. Τα αφήνετε να κυλούν τόσο απερίσκεπτα, τόσο ανεξέλεγκτα, αλλά κοιτάξτε λίγο γύρω σας. Οι άντρες και οι γυναίκες εδώ δεν μπορούν να σπαταλήσουν παρά μόνο λίγα δάκρυα σε όλη τους τη ζωή. Θα έπρεπε να τα φυλάτε σαν θησαυρό, δεσποινίς Λι, προτού είναι πολύ αργά». Μισόκλεισα τα μάτια, αδιαφορώντας για τον Κάσπαρ που μας κοίταζε όλο αγωνία καθώς εγκαταλείπαμε κι οι δύο τον χορό. «Ποτέ δε θα είναι πολύ αργά. Ποτέ δε θα γίνω υπήκοος του διεστραμμένου βασιλείου σας!» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου, φτύνοντας τις λέξεις μία μία πριν προφτάσω ν’ αναλογιστώ τι έλεγα. Το πλήθος μετακινήθηκε αμήχανα. Ο Κάσπαρ με κοίταζε σιωπηλός. Ο βασιλιάς έκανε μερικά συγκρατημένα βήματα προς το μέρος μου, μικραίνοντας ξανά την απόσταση μεταξύ μας και επισκιάζοντάς με. «Μη με προσβάλλετε, δεσποινίς Λι, γιατί θα το μετανιώσετε». Έκανα ένα βήμα μηδενίζοντας την απόσταση μεταξύ μας. Ενώ ήμουν λίγα εκατοστά μόλις μακριά του, στάθηκα στις μύτες των ποδιών μου κι έφερα τα μάτια μου στην ίδια ευθεία με τα δικά του. «Δε σας φοβάμαι». Το ξάφνιασμα των παρισταμένων διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα όλη την αίθουσα. Σαν να ξύπνησαν από λήθαργο, άρχισαν να ψιθυρίζουν έντονα, γεμίζοντας ζωή την αίθουσα. Ωστόσο, ο βασιλιάς αρκέστηκε στο να γελάσει ειρωνικά. Έσκυψε μετά και ψιθύρισε στ’ αυτί μου: «Μπορεί να μη φοβάστε εμένα, αλλά σίγουρα φοβάστε τα αισθήματα που τρέφετε για τον γιο μου». Ήταν σαν να είχε ανοίξει η γη να με καταπιεί. Η αίθουσα σιώπησε ξανά. Ξέρει. Ξέρει και σκοπεύει να κάνει τα πάντα για να διασφαλίσει ότι ο γιος και διάδοχός του δε θα αισθανθεί ποτέ το ίδιο για μένα. Ξέρει. «Όλες μας οι πράξεις, δεσποινίς Λι, έχουν και συνέπειες». Έκανα τρέμοντας προς τα πίσω, καρφώνοντας το βλέμμα μου στο πάτωμα καθώς η μουσική έσβηνε και τα βιολιά έπαιζαν την τελευταία τους νότα. Πρέπει να φύγω αποδώ μέσα. Κι έτσι, υποκλίθηκα και έφυγα. Μακριά απ’ την αίθουσα. Μακριά απ’ τον χορό. Μακριά απ’ τον βασιλιά. Μακριά απ’ τον Κάσπαρ.
355
KEΦΑΛΑΙΟ 50
Κάσπαρ ΕΦΥΓΕ. ΔΕ ΣΗΚΩΣΕ καν το βλέμμα της να με κοιτάξει καθώς με προσπερνούσε. Για κάποια δευτερόλεπτα ήταν τόσο κοντά μου, που θα μπορούσα ν’ απλώσω το χέρι και να την αγγίξω. Δεν το έκανα. Διέσχισε με μεγάλες δρασκελιές το δωμάτιο, βαστώντας το κεφάλι της ψηλά, αποφεύγοντας τα βλέμματα όσων την κοίταζαν να φεύγει. Καθώς χάθηκε μέσα στο πλήθος των πουδραρισμένων άτονων καλεσμένων μας, κατάφερα να τη δω ν’ ανεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες με το πρόσωπό της χωμένο στις παλάμες. Έκλαιγε. «Ίσως να νομίζεις πως είμαι άκαρδος, γιε μου». Τινάχτηκα αιφνιδιασμένος στο άκουσμα της φωνής του πατέρα μου. Οι καλεσμένοι άρχισαν να χορεύουν στους ήχους ενός βαλς που πλημμύριζαν την αίθουσα. «Αλλά το μόνο που θέλω είναι να προστατέψω εσένα και, το πιο σημαντικό, εκείνη». Συγκατένευσα και παρέμεινα σιωπηλός, αναγνωρίζοντας στο βλέμμα του μια έκφραση που φύλαγε μόνο για στιγμές όπου επιθυμούσε να δώσει έμφαση στα λόγια του. «Τα αισθήματα που τρέφει για σένα δε θα της προσφέρουν παρά μόνο πόνο». Και λέγοντας αυτό απομακρύνθηκε από κοντά μου. Μαλακίες. Όλα ήταν μαλακίες και μόνο. Και το καθήκον και η υπευθυνότητα και οι συνέπειες. Η ελεύθερη βούληση δεν είχε καμία αξία; «Αισθήματα». Ήξερα καλά για τι πράγμα μιλούσε. Όπως ήξερα και πόσο ωραίο ήταν να έχεις αισθήματα για κάποιον. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα εκπλαγεί και τόσο. Ήταν καιρός που υποψιαζόμουν ότι ένιωθε μια κάποια έλξη για μένα. Το αντίθετο θα μου έκανε εντύπωση. Ήξερα επίσης πως είχε θυσιάσει τη φιλία της με τον Φάμπιαν για μένα. Δε χρειαζόταν, επομένως, και μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβω ότι αισθανόταν κάτι για μένα. 356
Αλλά αυτό δεν το περίμενα. Δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να τρέφει αισθήματα για μένα, ειδικά απ’ τη στιγμή που της είχα φερθεί με τόσο άσχημο τρόπο για τόσον πολύ καιρό... Θα ήμουν ψεύτης αν δεν παραδεχόμουν πως ενδόμυχα ένιωθα ευχαρίστηση. Ίσως να ένιωθα και κολακευμένος, ναι... κολακευμένος κι ευχαριστημένος. Ή μάλλον κάτι περισσότερο από ευχαριστημένος. Εκστασιασμένος, θα έλεγα... «Πρέπει να της το πω» αναφώνησα, σαν να ’θελα να επικυρώσω την απόφασή μου. Όμως, δεν ήταν τόσο εύκολο. Δε θες να της ραγίσεις την καρδιά, σωστά; Το αποφεύγεις πολύ καιρό τώρα, έτσι δεν είναι, Κάσπαρ; Σου αρέσει. Πάντα σου άρεσε. Και πάντα θα σου αρέσει. Παρά την Προφητεία, τη θέλεις. Η φωνή μου είχε δίκιο. Φυσικά κι έχει δίκιο. Αλλά ήμουν προορισμένος από το καθήκον για κάποια άλλη. Ποτέ για κείνη. Έτσι ήταν πάντα. Απλώς εγώ δεν το ήξερα. Κοίταξα τα χέρια μου που κόντευαν να σπάσουν την πορσελάνη του νιπτήρα μου. Εισπνέοντας βαθιά, του έδωσα μια σπρωξιά και στάθηκα όρθιος νιώθοντας μια πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα να θεριεύει μέσα μου. «Αλλά να μη με λένε Κάσπαρ αν δεν την κάνω δική μου» είπα στη φωνή μου. Απλά έλπιζα ν’ αργήσει να εμφανιστεί η Πρώτη Ηρωίδα. Άνοιξα την πόρτα σιγανά, προσέχοντας να μην κάνω θόρυβο και την ξυπνήσω καθώς την έκλεινα πίσω μου. Ήταν ξαπλωμένη πάνω απ’ τα σκεπάσματα, φορώντας ακόμη το λευκό φόρεμα απ’ την προηγούμενη βραδιά. Είχε ανασηκωθεί αποκαλύπτοντας τους γοφούς της. Αλλά παραδόξως το βλέμμα μου δεν επικεντρώθηκε εκεί. Αντίθετα, καρφώθηκε στο μενταγιόν που αναπαυόταν στο στήθος της και ανεβοκατέβαινε ρυθμικά σε κάθε της ανάσα.
357
KEΦΑΛΑΙΟ 51
Βιολέτα ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΟΙΓΕ ΤΙΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ. Ο ήχος των κρίκων πάνω στη ράγα ακούστηκε στ’ αυτιά μου σαν τρένο που φρενάρει για να σταματήσει σε κάποιον σταθμό. Γύρισα πλευρό μορφάζοντας. Το χλωμό κίτρινο φως της αυγής πλημμύρισε το δωμάτιο, χρωματίζοντας το σκοτάδι πίσω απ’ τα κλειστά μου βλέφαρα. Κάλυψα τα μάτια με το μπράτσο μου, προσπαθώντας ν’ αφήσω το φως έξω. Άνοιξα το στόμα μου να μιλήσω, αλλά το μόνο που βγήκε απ’ τα χείλη μου ήταν ένα ασυνάρτητο μουρμουρητό. Είχα ξυπνήσει πολύ απότομα για να μπορώ ν’ αρθρώσω έστω και μία λέξη σωστά. «Καλημέρα και σ’ εσένα, Κοριτσάκι». Βόγκηξα. Ο τρόπος που μ’ είχε ξυπνήσει παραήταν απότομος για μένα. «Τι κάνεις εδώ; Δεν έχει ξημερώσει καλά καλά ακόμη». Χαμογέλασε και πήγε προς την ντουλάπα. Πήρα το μαξιλάρι μου και το τύλιξα σφιχτά γύρω απ’ τ’ αυτιά μου. Γιατί δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ; «Σε ξυπνάω απλώς. Έχεις δίκιο. Δεν έχει ξημερώσει ακόμη. Γι’ αυτό και θα πρέπει να σηκωθείς στα γρήγορα απ’ το κρεβάτι». Σήκωσα μια ιδέα το μαξιλάρι. Είχε πετάξει κάτι ρούχα στο κρεβάτι δίπλα στα πόδια μου. Γύρισα το βλέμμα μου αργά κι έριξα μια ματιά στο ρολόι πάνω στο κομοδίνο μου. Δεν είχα κοιμηθεί ούτε έξι ώρες. «Όχι. Ούτε να το σκέφτεσαι». Γύρισα μπρούμυτα κι έχωσα το πρόσωπό μου στα σκεπάσματα. «Έλα, Κοριτσάκι!» Μου τράβηξε το πάπλωμα κάτω απ’ το σώμα με τέτοια δύναμη, που παραλίγο να πάρει κι εμένα μαζί του. Γύρισα ανάσκελα και κάθισα. «Τι;» Έπιασε τα ρούχα και τα πέταξε στην αγκαλιά μου. «Δεν είμαστε
358
πρωινοί τύποι, ε; Έλα, αφού βλέπεις ότι σ’ το ζητάω ευγενικά. Σε παρακαλώ, σήκω και ντύσου. Δεν έχουμε πάνω από δεκαπέντε λεπτά στη διάθεσή μας». Τον κοίταξα καχύποπτη. «Για να κάνουμε τι;» Έκανε μερικά διστακτικά βήματα προς τα πίσω. Σταύρωσα τότε τα πόδια μου και τον κοίταξα αποχαυνωμένη. «Δεν ξέρω αν θα σου αρέσει» ξεκίνησε να λέει. Γέλασα. «Μπες στο ψητό, Κάσπαρ». Ξαφνικά σοβάρεψε. «Όπως θες. Θα πάμε για κυνήγι. Και θα έρθεις μαζί μας». Μ’ έπιασαν τα γέλια. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις, Κάσπαρ, ότι ένας χορτοφάγος σαν κι εμένα θα μπορούσε να ενδιαφερθεί ποτέ για το κυνήγι;» Άφησα το σώμα μου ελεύθερο να πέσει βαρύ στο κρεβάτι. Σε κλάσματα δευτερολέπτου ήταν από πάνω μου. Περνώντας προσεκτικά τα πόδια του γύρω μου για να μη μ’ αγγίξει, στηρίχτηκε στα χέρια του κι έσκυψε στο πρόσωπό μου. Ήταν τόσο κοντά μου, που μπορούσα να νιώσω την ψυχρή του ανάσα να μαστιγώνει τα όλο και πιο κόκκινα μάγουλά μου. Χάθηκα μέσα στο επίμονο βλέμμα του, ανίκανη να πάρω τα μάτια απ’ τα δικά του. Η καρδιά μου βροντοχτυπούσε στο στήθος, και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να εύχομαι να μην την ακούσει. «Ξύπνα, Βιολέτα Λι! Πριν τελειώσει αυτή η χρονιά, η καρδιά σου δε θα χτυπάει πια και το αίμα σου θα ’ναι κρύο. Θα γίνεις βρικόλακας. Θα πρέπει να κυνηγάς ανθρώπους και ζώα. Θα πρέπει να μάθεις να τρέφεσαι. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχες! Κανείς δεν είναι κύριος της μοίρας του μόλις μπλεχτεί στον κόσμο των σκοτεινών όντων. Κανείς!» Έκανε παύση αναπνέοντας βαριά, κι έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του. Όταν τα ξανάνοιξε, είχαν μέσα τους την ίδια οργή. Την ίδια φλόγα. «Ξύπνα, Κοριτσάκι, ή συνέχισε να ονειρεύεσαι και πέθανε! Απλώς εύχομαι μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ξυπνήσεις, επειδή δεν μπορώ να σε χ–» Σταμάτησε. Είχε μείνει με το στόμα ανοιχτό, όπως άλλωστε κι εγώ. Δεν κουνήθηκε. Ούτε κι εγώ. Για ένα ολόκληρο λεπτό ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν ο χτύπος του ρολογιού που μετρούσε τα δευτερόλεπτα. Εξήντα τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα πέρασαν, προτού πεταχτεί σαν ελατήριο πάνω. Κάθισα και, γυρνώντας διστακτικά το κεφάλι, τον είδα να στέκει μπροστά στο παράθυρο σκυφτός, με τις παλάμες στο περβάζι και το βλέμμα καρφωμένο κάπου έξω. Δε γύρισε να με κοιτάξει όταν μίλησε. «Πήγαινε να κάνεις ντους. Θα πω στους άλλους να περιμένουν». Αυτή τη φορά δεν έφερα αντίρρηση. Σηκώθηκα βιαστικά και 359
βγήκα τρέχοντας απ’ το δωμάτιο. Δεν κοίταξα πίσω μου. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήμουν κάτω απ’ το ντους. Έκλεισα τα μάτια κι άφησα τις χιλιάδες παγωμένες σταγόνες να τρέξουν σαν καταρράκτης στο κορμί μου. Δεν ήξερα τι να αισθανθώ. Ν’ άφηνα την καρδιά μου να φτερουγίσει από χαρά επειδή είχε ξεκινήσει εκείνη τη φράση ή να βυθιζόμουν στην απελπισία επειδή δεν την είχε τελειώσει ποτέ; Πριν περάσουν δέκα λεπτά, είχα βγει απ’ το μπάνιο. Ένα μαύρο μπλουζάκι, ένα μάλλινο ζιβάγκο κι ένα κολλητό μαύρο τζιν, όπως επίσης ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και κάτι πολυκαιρινά All Star, με περίμεναν πάνω στο κρεβάτι. Δίπλα τους ένα μακρύ κασκόλ και το μαύρο παλτό που φορούσα το βράδυ του μακελειού. Ντύθηκα και συνάντησα τον Κάσπαρ στην είσοδο. «Πώς θα καταφέρω να σας ακολουθήσω; Είμαι πολύ αργή για σας». «Θα πάμε πιο αργά. Είναι μια καλή ευκαιρία να σου δείξουμε ποιοι πραγματικά είμαστε». Ξεφύσηξα ειρωνικά. «Ίσως και να μη θέλω να το δω αυτό». «Και ίσως» συνέχισε καθώς βγαίναμε απ’ το σπίτι «να είναι μια καλή ευκαιρία να δεις πως δε χρειάζεται να σκοτώνεις κάθε φορά που κυνηγάς». Σταμάτησα. «Υπάρχει αυτή η δυνατότητα;» ρώτησα ξέπνοα, απευθυνόμενη περισσότερο στον εαυτό μου παρά σ’ εκείνον. Έκοψε ταχύτητα για να μου δώσει χρόνο να τον προλάβω. Με κοίταξε σαν να με μάλωνε, αλλά τα μάτια του έλαμπαν κι ένιωσα την ένταση ν’ αφήνει επιτέλους τους ώμους μου, συνειδητοποιώντας πως δεν ήταν τόσο θυμωμένος μαζί μου. «Φυσικά και υπάρχει. Εσύ πέθανες όσες φορές τράφηκα απ’ το αίμα σου;» «Εεε, όχι–» «Ο πόνος που νιώθεις όταν σε δαγκώνω είναι μήπως φριχτός και δυσβάσταχτος;» «Ε, τι να σου πω... πονάει λιγάκι–» «Ναι, αλλά πέρα από μια μικρή ουλή κι έναν αμυδρό πόνο στον λαιμό σου, νιώθεις κάτι άλλο;» «Ό… όχι–» «Ακριβώς» συνέχισε. «Επομένως, υπάρχει οπωσδήποτε αυτή η δυνατότητα». Έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες και σούφρωσα τα χείλη. Μπορεί να είχα ακόμη τις αμφιβολίες μου, αλλά είχε αρχίσει να φουντώνει μέσα μου μια σπίθα ελπίδας. «Γιατί δε μου είχες μιλήσει ως τώρα γι’ αυτό;» 360
Με την άκρη του ματιού μου τον είδα να με κοιτάζει σαν να προσπαθούσε ν’ αποκωδικοποιήσει την έκφραση του προσώπου μου. «Επειδή δεν ήθελα να πιστέψεις πως δε θα χρειαζόταν να σκοτώσεις ποτέ σου ζώο, ή ότι δε θα ερχόταν κάποια στιγμή που θα ’νιωθες την ανάγκη να κυνηγήσεις μέχρι και ανθρώπους». Αυτό δε θα συμβεί ποτέ, σκέφτηκα, αλλά δεν είπα κάτι μιας και ήξερα πως απλώς θα διαφωνούσαμε. Έκανε καλά που μου ’δωσε να φορέσω τόσο βαριά ρούχα. Είχε πραγματικά πολύ κρύο. Ακόμα και με την ταχύτητα που προχωρούσαμε, συνέχιζα να νιώθω τον παγωμένο αέρα να μαστιγώνει κατά κύματα το πρόσωπό μου, και τον παγετό να τρίζει κάτω απ’ τα παπούτσια μου. Άκουσα τρεχαλητά πίσω μου. Είχαν φτάσει κι οι υπόλοιποι. Ξεχυθήκαμε όλοι μαζί προς το δάσος. Είχαν κρατήσει τον λόγο τους. Δεν έτρεχαν πιο γρήγορα απ’ ό,τι ένας καλογυμνασμένος άνθρωπος. Δε μας πήρε πολύ χρόνο να φτάσουμε στο δάσος· λίγο αφότου είχαμε χωθεί στην πυκνή βλάστηση, παλεύοντας με τα βάτα και πηδώντας πάνω από κορμούς δέντρων, ο Κάσπαρ σταμάτησε απότομα. Αιφνιδιασμένη, πιάστηκα από ένα δέντρο για να κόψω φόρα, αλλά έχασα την ισορροπία μου κι έπεσα κουτρουβαλώντας πάνω του. Αναπόφευκτα τον άγγιξα. Τσίριξα, κι απλώνοντας το χέρι για να στηριχτώ κάπου βρέθηκα να κρατάω μια χούφτα βρύα που είχαν φυτρώσει σ’ έναν κορμό. Τίναξα αηδιασμένη το χέρι μου. «Μα τι χάρη είν’ αυτή που έχεις!» είπε ο Κάσπαρ μ’ έναν υποτίθεται ρομαντικό τόνο στη φωνή του. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβω πως με κορόιδευε κι ήμουν έτοιμη να του ανταπαντήσω, όταν οι υπόλοιποι σταμάτησαν το ίδιο απότομα πίσω μας. «Λοιπόν; Πού λέτε να κατασκηνώσουμε απόψε;» ρώτησε ο Κάιν δείχνοντας αόριστα προς τα δέντρα γύρω μας. «Πάμε στο ξέφωτο κοντά στις κατακόμβες;» «Δε νομίζω ότι είναι και τόσο καλή ιδέα» είπε ο Κάσπαρ κουνώντας το κεφάλι με νόημα προς την κατεύθυνση που στεκόμουν εγώ. Έκανα πως δεν το είχα δει. Σχημάτισαν αργά έναν κύκλο γύρω του. Άρχισαν να ψιθυρίζουν ρίχνοντάς μου λοξές ματιές, μέχρι που μ’ ένα τελευταίο νεύμα γύρισαν προς το μέρος μου. Τα μπουκάλια μέσα στις τσάντες που κουβαλούσαν στους ώμους κουδούνισαν μελωδικά. Έμεινα επίτηδες λίγο πίσω, ακολουθώντας το στριφογυριστό μονοπάτι που έμπαινε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Το έδαφος ήταν υγρό και σκεπασμένο με φύλλα –τα τελευταία απομεινάρια του φθινοπώρου–, που ανακατεμένα με τη λάσπη 361
είχαν μετατραπεί σε μια γλιστερή κόκκινη επιφάνεια η οποία κάλυπτε σχεδόν όλο το δάσος. Είχα καρφωμένο το βλέμμα στα πόδια μου. Είχα ήδη γλιστρήσει αρκετές φορές ώστε να ξέρω πως δε θα ήταν καθόλου δύσκολο να βρεθώ απ’ τη μια στιγμή στην άλλη μέσα στη λάσπη. Οι υπόλοιποι δεν έδειχναν να πτοούνται και συνέχιζαν να περπατούν με αμείωτη ταχύτητα. Πίσω μας οι γκρι τοίχοι του πύργου χάνονταν σταθερά, βαθιά στον ορίζοντα, καθώς τα δέντρα έκλειναν όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο πυκνά γύρω μας. Όταν πια αρχίσαμε να κατηφορίζουμε, χάθηκαν απ’ τα μάτια μου ακόμα και οι πιο ψηλοί πυργίσκοι. Καθώς αφήναμε οριστικά πίσω μας το καλοδιατηρημένο από τους κηπουρούς κομμάτι του δάσους, η ήπια βλάστηση έδινε τη θέση της σ’ ένα πιο άγριο τοπίο, όλο πεύκα και βατομουριές γεμάτες αγκάθια. Είχα καταγδαρθεί κι οι παλάμες μου είχαν βαφτεί με το χρώμα των σάπιων βατόμουρων που μοιραία έπιανα στην προσπάθειά μου να διώξω τα βάτα απ’ τον δρόμο μου. Ο Κάσπαρ επιβράδυνε κι άρχισε να περπατάει δίπλα μου. Ο Άλεξ, με την κιθάρα κρεμασμένη απ’ τον έναν του ώμο, περπατούσε εμφανώς κεφάτος λίγο πιο μπροστά από μας. Μπαίναμε όλο και πιο βαθιά μέσα στο δάσος. Δεν είχα ιδέα πόσο μεγάλο ήταν το κτήμα ή το δάσος, αλλά δε θα με εξέπληττε αν μάθαινα πως συνεχιζόταν για χιλιόμετρα. Τα δέντρα έφταναν σε ύψος μέχρι και τρεις φορές πάνω απ’ το δικό μου, ωστόσο τα περισσότερα ήταν γυμνά τουλάχιστον μέχρι τη μέση των κορμών τους, επιτρέποντας να περνάει αρκετό φως ανάμεσά τους. Σκέφτηκα πως το συγκεκριμένο δάσος δεν έμοιαζε μ’ εκείνο στο οποίο είχα κρυφτεί το πρώτο μου πρωινό στο Βάρνλεϊ αναζητώντας τρόπο διαφυγής, αλλά ούτε και μ’ εκείνο των ονείρων μου. Ξαφνικά βγήκαμε σ’ ένα ξέφωτο. Ο χειμωνιάτικος ήλιος έριχνε τις λαμπερές αχτίδες του πάνω μας, κι αμέσως ανακάλεσα τις προηγούμενες σκέψεις μου. «Σου θυμίζει τίποτα;» ρώτησε ο Κάσπαρ χαμογελώντας πονηρά. Εννοείται. Πώς μπορούσα να το ξεχάσω; Δεν ήταν η πρώτη φορά που αντίκριζα τη γυαλιστερή σαν λάδι επιφάνεια της λίμνης. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα ν’ αντικατοπτρίζονται πάνω της όλα τα χρώματα της ίριδας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα την υγρασία της γύρω απ’ τα δάχτυλά μου. Και σίγουρα δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα το αδύνατο, γλοιώδες πλοκάμι ν’ ακουμπάει νωχελικά την όχθη της. Χλώμιασα, αλλά μετά γέλασα. «Ξέρεις ότι δε μου ’χεις πει ποτέ τι δουλειά έχει ένα τεράστιο χταπόδι στη λίμνη σας;» Ο Άλεξ γύρισε και με κοίταξε σαστισμένος. «Τον έχεις ξαναδεί τον 362
Ίνκι;» «Έχει και όνομα;» Έγνεψε καταφατικά με σοβαρότητα. Ο Κάσπαρ χαμογέλασε πλατιά. «Η Βιολέτα είχε τη φαεινή ιδέα να το σκάσει το πρώτο πρωινό που ξύπνησε εδώ, κι έπεσε μέσα στη λίμνη. Αναγκάστηκα να θυσιάσω ένα πολύ ωραίο παντελόνι βουτώντας για να τη σώσω» μουρμούρισε αποδοκιμαστικά, στρέφοντας τα μάτια προς τον ουρανό. «Δεν ήσουν υποχρεωμένος να το κάνεις» είπα μέσα απ’ τα δόντια μου. «Τι; Να σε σώσω; Φυσικά και ήμουν. Δεν ξέρεις να κολυμπάς, έτσι δεν είναι;» Πήρα μια κοφτή ανάσα έξαλλη και τον αγριοκοίταξα. Είχα ανοίξει το στόμα, αλλά δεν έβρισκα τι να πω. Ήθελα ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί. Ο Άλεξ γέλασε. «Πώς το ξέρεις εσύ αυτό;» «Ας πούμε ότι έχω απλώς βάσιμες υποψίες. Και ο Ίνκι είναι δώρο, μιας και ρωτάς». «Από;» Κάρφωσε τα μάτια κάπου πίσω απ’ τον ώμο μου και μουρμούρισε αφηρημένα: «Από κάποιον πολύ ηλίθιο αρχηγό μιας διάστασης για την οποία δεν μπορώ να σου μιλήσω». Ο Άλεξ ξερόβηξε και κοίταξε με νόημα τον Κάσπαρ. «Πάω να μαζέψω τους άλλους. Θα πρέπει να πηγαίνουμε σιγά σιγά». Έμειναν για λίγο ακίνητοι, μέχρι που ο Άλεξ έφυγε για να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους. Κοίταξα απορημένη τον εμφανώς προβληματισμένο Κάσπαρ, ο οποίος χωρίς να μου δώσει σημασία έχωσε τα χέρια του στις τσέπες κι άρχισε να βαδίζει αργά προς τον Άλεξ και τους άλλους. Υπέθεσα πως κάτι είχαν συζητήσει νοερά, κι ανοίγοντας το βήμα μου έσπευσα να τους προφτάσω. «Θα μου εξηγήσεις τι ήταν αυτό που έγινε μόλις τώρα;» ρώτησα τον Κάσπαρ, που περπατούσε σκυφτός δίπλα μου. Δεν απάντησε. Έδειχνε φοβερά απορροφημένος στις σκέψεις του, έτσι αποφάσισα να μην τον ενοχλήσω. Οι υπόλοιποι είχαν συγκεντρωθεί στο ξέφωτο και κατευθύνονταν ήδη ξανά προς το δάσος. Πρόσεξα πως η Λάιλα κρατούσε σφιχτά τον Φάμπιαν απ’ το χέρι. Άξαφνα ο Κάσπαρ αναστέναξε αργά και βαθιά. «Η μοίρα είναι πολύ σκληρό πράγμα, Κοριτσάκι. Χωρίζει τον κόσμο και ραγίζει καρδιές. Πληγώνει τους πιο αθώους. Το ίδιο κι ο χρόνος. Ξεσκίζει με τρόπο ανελέητο, κομμάτι κομμάτι, μέχρι που γίνεσαι υπερβολικά αδύναμος για 363
να παραμείνεις όρθιος, για να ζήσεις. Αυτό που σου λέω θα το εκτιμήσεις περισσότερο απ’ ό,τι εγώ». Τον κοίταξα με απορία. «Αλήθεια;» Γέλασε, αλλά το γέλιο του ήταν άψυχο, άνευρο. Έσφιξα τις παλάμες μέσα στις τσέπες του παλτού μου. Η σοβαρότητα στη φωνή του μ’ είχε παραλύσει. «Πριν αναγκαστούμε να σου μεταγγίσουμε απ’ το αίμα μας, ήσουν απόλυτα θνητή. Με λίγη τύχη ίσως και να ζούσες μέχρι τα ενενήντα σου. Όμως τώρα που είσαι ημι-βρικόλακας, θα ζήσεις περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο άνθρωπο. Πριν απ’ όλα αυτά, ο θάνατος ήταν πραγματικότητα για σένα. Αλλά τώρα ξέρεις πως, αν γίνεις βρικόλακας, σε περιμένουν ακόμη χιλιετίες ολόκληρες». Ανασήκωσα τους ώμους, αβέβαιη για το πού το πήγαινε. «Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, δεν είχα σκεφτεί ποτέ μου τον θάνατο. Ακόμα κι όταν πέθανε ο Γκρεγκ, ακόμα κι όταν αρρώστησε η Λίλι, συνέχιζα να πιστεύω ότι θα ζούσα για πάντα. Υποθέτω πως έχει να κάνει με την εφηβεία». Χάθηκα για λίγο στις σκέψεις μου. «Την πρώτη φορά που σκέφτηκα πραγματικά τον θάνατο ήταν όταν έφτασα εδώ, όταν χρειάστηκε να επιλέξω αν θα ζήσω μια ζωή φυλακισμένη ή θα γίνω βρικόλακας. Και οι δύο επιλογές μύριζαν θάνατο για μένα». Σταμάτησε απότομα. «Πιστεύεις πως το να γίνεις βρικόλακας ισοδυναμεί με το να πεθάνεις;» Γύρισα επιτόπου κι άρχισα να περπατώ ανάποδα για να τον βλέπω. Τα μάτια του είχαν σκοτεινιάσει απ’ τη στενοχώρια. «Το πίστευα, ναι. Αλλά όχι πια». Συνέχισε να με κοιτάζει θλιμμένος, αλλά κατάφερε να χαμογελάσει. «Πολύ ξαφνική αλλαγή. Ελπίζω να μην έχει να κάνει με το ξέσπασμά μου νωρίτερα». Ανασήκωσα τους ώμους. «Είχες δίκιο. Πρέπει κάποια στιγμή ν’ αποδεχτώ το αναπόφευκτο. Ποτέ δεν είχα δυνατότητα επιλογής. Το να παραμείνω άνθρωπος θα είναι τελικά αυτό που θα με σκοτώσει, όχι το να σταματήσω την καρδιά μου για να γίνω βρικόλακας». Πίσω του το χταπόδι μάζεψε το πλοκάμι του απ’ την όχθη και το τράβηξε μες στο νερό, παρασύροντας μαζί του ένα τεράστιο κομμάτι λασπωμένου γρασιδιού. Πάνω απ’ τα κεφάλια μας ένα σκιουράκι έπαιρνε φόρα για να πηδήξει απ’ το ένα κλαρί στο άλλο. «Και μου ξεκαθάρισες και κάτι άλλο πριν από λίγο». «Τι πράγμα;» Πήρα βαθιά ανάσα, ξέροντας πως στο μέλλον, όταν θα ξανάφερνα μοιραία στο μυαλό μου εκείνη τη στιγμή και τα λόγια που ετοιμαζόμουν 364
να ξεστομίσω, θα το έκανα είτε μετανιωμένη και πικραμένη είτε ευχαριστημένη και χαμογελαστή. Κοίταξα γύρω μου μαγεμένη. Τα πουλιά φτεροκοπούσαν από κλαρί σε κλαρί, τιτιβίζοντας χαρούμενα στο πρώτο πρωινό φως. Τα φύλλα στα δέντρα χόρευαν στον άγριο ρυθμό του αέρα που περνούσε λυσσασμένος ανάμεσά τους. Το σκιουράκι, αψηφώντας τον αέρα, κατάφερε να πηδήξει στο επόμενο κλαρί. Το τικ τακ του ρολογιού του Κάσπαρ συνέχιζε να μετράει ακούραστο τα δευτερόλεπτα. Η ένταση και η εσωτερική διαμάχη που με ταλάνιζαν αδιάλειπτα από κείνη την ημέρα του Αυγούστου που είχα βρεθεί στο Βάρνλεϊ έμοιαζαν να μην έχουν καμία επίδραση σε ό,τι υπήρχε γύρω μου. «Ξέρω τώρα πια πως δε χρειάζεται να σκοτώσω για να τραφώ. Κι αυτό για μένα αλλάζει τα πάντα». Του πήρε κάποια δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς του έλεγα. Όταν το συνειδητοποίησε, το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση έκπληξης, αλλά και σύγχυσης και δυσπιστίας. Ήταν μια έκφραση που ήξερα πως θα έμενε χαραγμένη για πάντα στη μνήμη μου, είτε το μετάνιωνα είτε όχι. «Ένα λεπτό... μου λες... ότι θέλεις να γίνεις βρικόλακας;» Έπεσε βαρύς πάνω στον κορμό ενός δέντρου. Για μια στιγμή νόμιζα πως θα λιποθυμούσε απ’ το σοκ. «Ναι». «Γαμώτο» είπε ξέπνοα. Κούνησα το κεφάλι. Μπορεί όντως να μην είχα ποτέ τη δυνατότητα επιλογής, αλλά η αλήθεια είναι πως το κάνω γι’ αυτόν. Δεν μπορούσα παρά να ελπίζω πως, αν γινόμουν βρικόλακας, ίσως ο βασιλιάς να μας επέτρεπε ν’ αγγίξουμε ξανά ο ένας τον άλλον. Δεν ήξερα αν θα καταλήγαμε ποτέ να έχουμε σχέση. Δεν ήξερα καν αν επιτρεπόταν. Αλλά ήταν ζωτικής σημασίας για μένα να πιστεύω ότι όλα θα λύνονταν σαν σε παραμύθι αν –ή μάλλον, όταν– γινόμουν βρικόλακας. Έπρεπε να το πιστεύω. Ήταν το μόνο πράγμα που μ’ έκανε να νιώθω πως είχα τον έλεγχο της ανθρώπινης υπόστασής μου. «Γαμώτο» επανέλαβε, κάνοντας στην άκρη τα μαλλιά του. «Είναι το τελευταίο πράγμα που περίμενα ν’ ακούσω ποτέ απ’ τα χείλη σου. Η Βιολέτα Λι βρικόλακας. Είσαι αλήθεια σίγουρη; Το αποφάσισες πολύ γρήγορα». Άρχισα να προχωρώ αποφασιστικά προς τους άλλους. «Ναι. Το σκέφτομαι πολύ τις τελευταίες μέρες» είπα χωρίς να τον κοιτάξω και καταλάβει το ψέμα μου. Ούτε που μου είχε περάσει απ’ το μυαλό, μέχρι το πρωί που ο Κάσπαρ είχε προφέρει απελπισμένα, μόλις λίγα εκατοστά μακριά μου, εκείνη τη μισοτελειωμένη φράση. Η αλήθεια ήταν πως είχα 365
πάρει την απόφαση με την ελπίδα πως η φράση του θα τελείωνε με τη λέξη «χάσω». Η δυνατότητα να τρέφομαι χωρίς να χρειάζεται να σκοτώσω ήταν ένα εξαιρετικά ευπρόσδεκτο μπόνους. Συνέχισα: «Ωστόσο, αναρωτιόμουν… υπάρχουν κανόνες; Εννοώ για να κάνεις κάποιον βρικόλακα». Μπήκαμε στο δάσος περπατώντας δίπλα δίπλα, αρκετά πιο πίσω απ’ τους άλλους. «Όχι. Δεν υπάρχουν αυστηροί κανόνες. Ωστόσο, ο βρικόλακας πρέπει να δώσει τα φώτα του στον άνθρωπο που θα εντάξει στο είδος του. Στο δημιούργημά του. Λοιπόν» συνέχισε, βλέποντας μάλλον πως χρειαζόμουν περισσότερες πληροφορίες, «δες το σαν ένα τελετουργικό. Σαν μια διαβατήρια τελετή κατά την οποία ο βρικόλακας καλείται να βοηθήσει και να διδάξει τους νόμους μας στον άνθρωπο που θα μετατρέψει σ’ έναν από μας. Τέτοια πράγματα». Ένιωθα έναν κόμπο στον λαιμό μου. Ο τόνος της φωνής του ήταν απόμακρος και βαρύς. Δε διέκρινα ούτε χαρά ούτε έκπληξη στον τρόπο που μιλούσε. Ονειρευόμουν μια διαφορετική αντίδραση, αλλά ξαφνικά ένιωθα ήδη μετανιωμένη για την απόφασή μου. «Τι είδους τελετουργικό;» κατάφερα να ψελλίσω. «Θεέ μου, υπάρχουν τόσα που πρέπει να μάθεις» είπε αναστενάζοντας. «Για παράδειγμα, δεν υπάρχει φτωχός βρικόλακας, Κοριτσάκι. Το βασίλειο αποτελείται από πλούσιες οικογένειες και τα δημιουργήματά τους. Μια αξιοπρεπής οικογένεια θα φερθεί στο δημιούργημά της καλά. Θα του δώσει πρόσβαση στα πλούτη της και θα το εντάξει στους κύκλους της. Όπως ίσως καταλαβαίνεις, δεν έχουν όλοι την ίδια τύχη. Γι’ αυτό και κάποιοι καταλήγουν υπηρέτες ή αναγκάζονται να προσχωρήσουν στον υπόκοσμο. Κατάλαβες; Παρ’ όλα αυτά, εξακολουθώ να πιστεύω πως δεν είσαι σίγουρη για την απόφασή σου. Και γιατί κοκκινίζεις;» Με ρώτησε ψυχρά, κι ένιωσα το κόκκινο χρώμα στα μάγουλά μου να γίνεται ακόμα πιο βαθύ. Πήρα βαθιά ανάσα. «Θα το κάνεις εσύ; Δε θέλω να με δαγκώσει κάποιος άλλος· εσύ το ’χεις κάνει ήδη τόσες φορές, και τέλος πάντων μου φαίνεται απλά πιο… δεν ξέρω». Οι λέξεις βγήκαν άτσαλα απ’ το στόμα μου. Περίμενα λίγα δευτερόλεπτα, προτού στρέψω διστακτικά το βλέμμα μου πάνω του. Στην αρχή φάνηκε να εκπλήσσεται, αλλά σύντομα τα μάτια του τον πρόδωσαν καθώς η έκφρασή τους γινόταν όλο και πιο σκοτεινή. «Δε χρειάζεται αν δεν το θες» ψέλλισα. Αχ, για τον Θεό, πες πως θα το κάνεις. Πες πως θα το κάνεις και πάρε αυτό το βάρος απ’ το στήθος μου. 366
«Θα πρέπει να μιλήσω στον πατέρα γι’ αυτό, δεδομένου ότι απαγορεύεται ν’ αγγιζόμαστε. Εκείνος με τη σειρά του θα το μεταφέρει στο συμβούλιο, που θ’ αποφασίσει αν είναι... ας πούμε πρέπον να γίνεις δημιούργημά μου ή όχι. Δεν είναι στο χέρι μου, λυπάμαι». Μου έριξε μια φευγαλέα ματιά. Ήξερα πως έδειχνα συντετριμμένη. «Όπως σου ’χω ξαναπεί, δεν υπάρχει και πολύς χώρος για ελεύθερη βούληση εδώ». Ένιωσα την καρδιά μου να κομματιάζεται, αλλά δεν μπορούσα παρά ν’ αποδεχτώ εκείνο που μου έλεγε. Τουλάχιστον, ήξερα πως ήταν ειλικρινής. «Κάσπαρ; Εσύ πώς νιώθεις για όλ’ αυτό; Δε φαίνεσαι και τόσο ευχαριστημένος». Κοντοστάθηκε. «Μα τι λες; Φυσικά και είμαι ευχαριστημένος. Έχεις πολλή πλάκα τελικά, Κοριτσάκι». Κοίταξε αμήχανα προς τα πίσω και σήκωσε τον γιακά του παλτού του. Ακολούθησα τη ματιά του μέχρι πέρα στο ξέφωτο και στη λίμνη, που διακρινόταν πια με δυσκολία. Ο αέρας, που μέχρι πριν από λίγο λυσσομανούσε τινάζοντας τα κλαριά των δέντρων με δύναμη δεξιά κι αριστερά, είχε κοπάσει. Η φύση είχε γαληνέψει, αλλά ο ήλιος –ο τόσο ευπρόσδεκτος χειμωνιάτικος ήλιος– είχε εξαφανιστεί πίσω από βαριά σύννεφα που μαζεύονταν πλέον απειλητικά, καταπίνοντας το μπλε του ουρανού. Κάτι άλλαζε στην ατμόσφαιρα. Συνέχισα να ρίχνω κλεφτές ματιές προς τα πίσω, κοιτώντας εμβρόντητη τα νερά της λίμνης ν’ αναδεύονται και να φουσκώνουν σηκώνοντας όλο και πιο ψηλά κύματα –κύματα που στα μάτια μου φάνταζαν σαν σκαλοπάτια που ανέβαιναν απ’ την κόλαση–, καταπίνοντας γρασίδι και χώμα και δημιουργώντας μια ενιαία άμορφη μάζα. Εκείνο που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου δεν ήταν φυσιολογικό. Όπως και η απόφαση που είχα μόλις πάρει στο ξέφωτο. Κάτι περίεργο συνέβαινε – κάτι που δε μου άρεσε καθόλου.
367
KEΦΑΛΑΙΟ 52
Κάσπαρ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΤΗΣ ΠΕΙΣ– Γιατί δεν της είπες την αλήθεια; Δυο φωνές ήχησαν ταυτόχρονα στο κεφάλι μου: η μία ήταν η δική μου, η άλλη του Άλεξ. Ο Άλεξ ήξερε. Του είχα μιλήσει όταν επέστρεψα απ’ τη Ρουμανία. Ήταν εκείνος που με είχε συμβουλέψει – και ο μόνος απ’ όσους γνώριζα στον οποίο μπορούσα να μιλήσω ελεύθερα. Προφανώς είχε ακούσει τη συζήτηση που είχα με τη Βιολέτα. Δεν μπόρεσα να το κάνω, Άλεξ. Δεν μπορώ να την πληγώσω. Θέλει να γίνει βρικόλακας, και ξέρω ότι το κάνει για μένα. Μέχρι που μου ζήτησε να είμ’ εγώ αυτός που θα τη μετατρέψει σε βρικόλακα, αν έχεις τον θεό σου! Έσφιξα τις γροθιές και τις έχωσα βιαστικά στις τσέπες μου, για να μην το παρατηρήσει. Όσο περισσότερο το αφήνεις, Κάσπαρ, τόσο περισσότερο θα την πληγώσεις τελικά. Το ίδιο και τον εαυτό σου. Το ξέρω, μούγκρισα από μέσα μου. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα νιώσει τόσο βαθιά απογοητευμένος, τόσο ανίσχυρος. Πώς είχαν αλλάξει τόσο γρήγορα τα πάντα; Λίγες εβδομάδες πριν δεν ήταν παρά μόνο ένα παιχνίδι για να περνάω την ώρα μου. Τώρα, χωρίς καν να καταλάβω πώς, την είχα μέσα στην καρδιά μου, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που είχε περάσει απ’ τη ζωή μου. Σκέψου μόνο αυτό: αν δεν της μιλήσεις σύντομα, θα γίνει βρικόλακας και δε θα ’χει πια πού να πάει. Θα μείνει για πάντα παγιδευμένη στο Βάρνλεϊ. Δεν είμαι ειδικός σ’ αυτά τα ζητήματα, αλλά πιστεύεις πραγματικά ότι θα μπορέσει να συνεχίσει να ζει κάτω απ’ την ίδια στέγη μ εσένα αφού θα την έχεις προδώσει με τέτοιον τρόπο; Δε θα σε συγχωρήσει ποτέ. Θ’ απαιτήσει να μάθει γιατί την άφησες να σ’ ερωτευτεί, γιατί κοιμήθηκες μαζί της, γιατί την έσωσες και γιατί της έδειξες τόση τρυφερότητα ενώ γνώριζες απ’ την πρώτη στιγμή πως δε θα μπορούσατε ποτέ να είστε μαζί. 368
Η σιωπή μου ήταν η απάντηση στον συλλογισμό του. Δεν μπορούσα πια να επικαλεστώ άγνοια για να δικαιολογήσω τις πράξεις μου. Όχι μετά το ταξίδι μου στη Ρουμανία. Ήξερα πλέον. Αν γνώριζα πως θα ήταν ποτέ δυνατόν να με γοητεύσει τόσο γρήγορα μια θνητή αλλά και τόσο θαρραλέα έφηβη, θα είχα προφυλάξει τον εαυτό μου περισσότερο. Αλλά δεν το ’ξερα, και έτσι καλούμασταν κι οι δύο να πληρώσουμε το τίμημα. Αξίζει πιο πολλά απ’ την προδοσία σου, Κάσπαρ, συνέχισε ο Άλεξ. Το ξέρω. Αναστέναξα βαριά. Ένιωθα την απόγνωση να με καταβροχθίζει. Ό,τι κι αν έκανα, είτε της το έλεγα είτε όχι, ήταν μοιραίο να πληγωθεί. Κι όμως, γνώριζα ποιο ήταν το σωστό. Δεν έπρεπε να παρατείνω άλλο την αγωνία της. Αλλά ο εγωισμός μου έλεγε να περιμένω λίγο ακόμη. Τουλάχιστον μέχρι το τέλος του κυνηγιού. Ήθελα να έχω τη δυνατότητα να την πλησιάσω για μια ακόμα φορά, όπως είχα κάνει στο δωμάτιό της, όταν παραλίγο να της εξομολογηθώ πως δεν μπορούσα να τη χάσω. Απόψε... αφού κατασκηνώσουμε. Δε θα την αγγίξω. Θέλω απλώς να έρθω κοντά της. Μόνο για μία φορά ακόμα. Μια φορά ακόμα δεν πειράζει, πρόσθεσε η φωνή μου ενθαρρυντικά. Μόνο απόψε. Ο Άλεξ αναστέναξε ηττημένος. Σε γνωρίζω από τότε που πηγαίναμε σχολείο, Κάσπαρ. Και ξέρω από τότε πως είσαι ένας σπουδαίος άντρας. Αλλά αν δεν ξεκαθαρίσεις αυτή την υπόθεση, δε θα είσαι σωστός. Μ’ εκείνη τη φράση διέκοψε την πνευματική μας επικοινωνία, αφήνοντας πίσω του ένα πυρακτωμένο ίχνος θυμού κι απογοήτευσης, το οποίο κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια ν’ αγνοήσω. Είχα αρκετά στο μυαλό μου για να επιτρέψω στην απογοήτευσή του να μ’ απασχολήσει περισσότερο. Έκλεισα για μια στιγμή τα μάτια κι άφησα τις αισθήσεις μου να μ’ οδηγήσουν καθώς κατεβαίναμε προς την εκβολή του ποταμού. Η μοίρα είναι εχθρός, αλλά ο πραγματικός κίνδυνος είν’ ο χρόνος.
369
KEΦΑΛΑΙΟ 53
Βιολέτα ΑΝ ΜΕΧΡΙ ΤΟΤΕ ΠΙΣΤΕΥΑ πως οι βρικόλακες ήταν αρπακτικά, η εμπειρία μου απ’ τη συμμετοχή μου στο κυνήγι μ’ έπεισε πως ήταν σωστές φονικές μηχανές. «Κοιτάξτε δω, ίχνη» ψιθύρισε ο Κάσπαρ, δείχνοντας στο έδαφος, όπου υπήρχαν ίχνη από οπλές. «Τι πιστεύεις πως άφησε αυτά τα ίχνη;» Σούφρωσα τα χείλη και σκέφτηκα για λίγο. «Πόδια;» Μούγκρισε, εμφανώς αποκαρδιωμένος απ’ τη βλακεία μου. Ήταν καμιά ώρα που οι βρικόλακες ακολουθούσαν τα ίχνη του θηράματός τους. Ο Κάσπαρ είχε επιχειρήσει να με μάθει κάποια πράγματα, αλλά δεν ενδιαφερόμουν να μάθω τίποτα. Μου φαινόταν πολύ υποκριτικό που, αφού με πληροφόρησε ότι έχει τη δυνατότητα να τρέφεται χωρίς να σκοτώσει, ετοιμαζόταν να σκοτώσει. «Τι ζώο, Κοριτσάκι, τι ζώο;» Έστρεψα το βλέμμα στον ουρανό, χωρίς να προσπαθήσω να κρύψω την ενόχλησή μου, και προσπάθησα να μαντέψω: «Ελάφι;». «Επιτέλους» μουρμούρισε. «Και πόσων χρονών θα έλεγες ότι είν’ αυτό το ελάφι;» «Θα έλεγα πως μόλις έκλεισε τα είκοσι ένα, γιορτάζοντάς το μ’ ένα ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας». Έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες και μούγκρισε ακόμα πιο δυνατά: «Θεέ μου, δώσε μου δύναμη!». Σήκωσα αγέρωχα το κεφάλι μου. «Με συγχωρείς, αλλά είμαι χορτοφάγος. Δε μ’ ενθουσιάζει η ιδέα να δω ένα ελάφι νεκρό. Δεν μπορείς απλώς να μου δείξεις χωρίς να σκοτώσεις το καημένο το ζώο;» Απομάκρυνε αργά τα χέρια απ’ το πρόσωπό του, σέρνοντάς τα δραματικά πάνω στα μάγουλά του. «Εντάξει. Αλλά αν το κάνω, θα προσποιηθείς τουλάχιστον ότι ενδιαφέρεσαι;» Πήρα την πιο εμβριθή έκφραση που θα μπορούσα να πάρω και τον κοίταξα όλο ενδιαφέρον. 370
Γέλασε. «Άσ’ το. Καλύτερα να ξαναπάρεις τη βαριεστημένη σου έκφραση. Λοιπόν, πέρα απ’ την πλάκα, είναι ελαφίνα – ενήλικας» πρόσθεσε. «Πώς ξέρεις την ηλικία του;» Μου ’δειξε ξανά το ίχνος πάνω στο μαλακό χώμα και στις πευκοβελόνες. «Απ’ το μέγεθος του ίχνους. Είναι πολύ μεγάλο για ν’ ανήκει σε μικρό ελάφι, κι είναι σίγουρα θηλυκό λόγω αυτών των σημαδιών εδώ πέρα». Έκανα ένα βήμα προς τα εμπρός και κοίταξα προσεκτικά ένα μικροσκοπικό αποτύπωμα μέσα στη σκοτεινιά που άρχιζε να πέφτει όλο και πιο γρήγορα καθώς πλησίαζε το σούρουπο. «Τι είναι; Ελαφάκι;» Έγνεψε καταφατικά. «Είναι και πολύ φρέσκα. Μπορώ ακόμη να μυρίσω την αγέλη. Δεν είμαστε πολύ μακριά». Η φωνή του είχε γίνει ψίθυρος. «Κοριτσάκι, δεν πρόκειται να σκοτώσω, επειδή μου το ζήτησες εσύ. Ωστόσο, δεν μπορείς να περιμένεις το ίδιο κι απ’ τους άλλους, εντάξει; Επομένως, μη φρικάρεις». Και συνέχισε ακόμα πιο σιγά: «Κι αν πραγματικά σκέφτεσαι να γίνεις βρικόλακας, θα πρέπει να ’χεις στο μυαλό σου ότι κάποια στιγμή θα χρειαστεί και να σκοτώσεις το θήραμά σου. Σε μερικές περιπτώσεις είναι καλύτερο γι’ αυτό απ’ το να το αφήσεις να υποφέρει, εντάξει;» δικαιολογήθηκε προτού καταφέρω ν’ ανοίξω το στόμα μου και να του πω πως κάτι τέτοιο δε θα γινόταν ποτέ. Χωρίς να περιμένει απάντηση, άρχισε να προχωράει προσεκτικά προς τη λεία του. Σκουντούφλησα στη ρίζα ενός δέντρου. Κάθε φορά που πατούσα κάποιο κλαράκι, ζάρωνε στη θέση του και μου έγνεφε να κάνω ησυχία. «Σκάσε!» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. Κοκάλωσα πίσω του. «Δεν είπα τίποτα!» διαμαρτυρήθηκα, κουνώντας μόνο τα χείλη χωρίς να βγάλω ήχο. «Σκέφτεσαι όμως. Και μου αποσπάς την προσοχή!» Διπλοτσέκαρα τα τείχη γύρω απ’ τη σκέψη μου αγριοκοιτάζοντάς τον. Φυσικά, δε μου ’δωσε καμία σημασία. Αντιθέτως, μου έκανε νόημα δείχνοντάς μου ένα μικρό κομμάτι γρασιδιού περίπου τρία μέτρα αποκεί που στεκόμασταν. Μια αγέλη από εννιά με δέκα ελάφια έβοσκαν εντελώς ανυποψίαστα για την παρουσία μας. Απέναντί μας, ο Κάιν, ο Άλεξ, ο Ντέκλαν, η Λάιλα κι ο Φάμπιαν πλησίαζαν απειλητικά σφίγγοντας ολοένα τον πολιορκητικό τους κλοιό γύρω απ’ την αγέλη. Ο Φίλιξ κι ο Τσάρλι κρύβονταν πίσω από κάτι δέντρα. Κοίταζα γύρω μου τόσο απορροφημένη, που όταν ο Κάσπαρ με πλησίασε τινάχτηκα ως απάνω, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να μη φωνάξω. «Ήρθ’ η ώρα να τους χυμήξουμε. 371
Θα πιάσω το θηλυκό και θα σου δείξω πώς τρεφόμαστε, εντάξει; Έλα πιο μπροστά όταν θα ’σαι έτοιμη». Και λέγοντας αυτό έφυγε. Σε μια στιγμή, οχτώ φιγούρες πετάχτηκαν μέσα απ’ τις σκιές σκορπώντας τον πανικό στα ελάφια, που έτρεχαν δεξιά κι αριστερά αναζητώντας τρόπο διαφυγής. Αλλά ήταν μάταιο. Όπου κι αν στρέφονταν, υπήρχε κι ένας βρικόλακας που τους έκλεινε τον δρόμο. Σε ένα δευτερόλεπτο, το πολύ δύο, η μισή αγέλη κειτόταν στο έδαφος. Το αίμα απ’ τους τσακισμένους λαιμούς και τις φρέσκες πληγές είχε βάψει το χορτάρι κόκκινο. Ήταν χειρότερο απ’ ό,τι είχα φανταστεί. Είχα δει τον άντρα με τον μανδύα να τρέφεται στα όνειρά μου, αλλά δεν ήμουν προετοιμασμένη για τη μυρωδιά – για την αποπνικτική μεταλλική μυρωδιά του αίματος, σαν εκείνη που μύρισα την πρώτη φορά που οι γονείς μου με πήραν μαζί τους στο κρεοπωλείο, σε ηλικία πέντε χρονών. Ήταν η εμπειρία, μαζί με μια σχολική εκδρομή σε μια φάρμα με πρόβατα, που με οδήγησε στην απόφαση να γίνω χορτοφάγος. Και επιλέγω να ζήσω αυτή τη ζωή; Πέφτοντας βαριά με την πλάτη πάνω σ’ ένα δέντρο, πήρα μερικές βαθιές ανάσες, ξέροντας πως όσο πιο γρήγορα τελείωνα, τόσο πιο γρήγορα θα γλίτωνα την ελαφίνα απ’ τον πόνο. Ξεκίνησα να βαδίζω διστακτικά προς το μέρος όπου κειτόταν σφαδάζοντας. Κουνούσε τα πόδια της βγάζοντας ταυτόχρονα έναν κάπως στριγκό ήχο απ’ το στόμα της, που σκορπούσε πανικό και τρόμο μέσα μου. Το ελαφάκι της βέλαζε παρατημένο απ’ τους υπόλοιπους στην άκρη του ξέφωτου. Ο Κάσπαρ κράτησε την ελαφίνα με το ένα χέρι απ’ την πλάτη και με το άλλο άρχισε να της χαϊδεύει τον λαιμό με αργές κυκλικές κινήσεις, μέχρι που σταδιακά ηρέμησε. «Είναι αρκετά ήμερα» μουρμούρισε χωρίς να πάρει το βλέμμα από πάνω της. «Όταν τους φέρεσαι με αγάπη». Πήρε το χέρι του απ’ την πλάτη της και μου ’κανε νόημα να καθίσω δίπλα του. Γονάτισα χωρίς να κοιτάξω στιγμή γύρω μου, από φόβο μήπως δω τους άλλους να τρώνε. Μου ζήτησε να συνεχίσω να τη χαϊδεύω, και ακολουθώντας το παράδειγμά του τοποθέτησα το χέρι μου απαλά πάνω της. Τα πλευρά της ανεβοκατέβαιναν ρυθμικά καθώς ανέπνεε όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο ήρεμα, αν και η καρδιά της βροντοχτυπούσε στο στήθος της. «Πρόσεχε τα πόδια της, μπορεί να κλοτσήσει» με προειδοποίησε κι έσκυψε το κεφάλι του. Μ’ ένα επιδέξιο δάγκωμα άνοιξε δυο μικρές τρύπες στον λαιμό της. Ανίκανη να πάρω το βλέμμα μου μακριά του, τον παρακολούθησα μ’ ορθάνοιχτα μάτια να πίνει το αίμα του ζωντανού ελαφιού, το οποίο κειτόταν ευχαριστημένο από κάτω του. Μετά από ένα 372
λεπτό περίπου απομακρύνθηκε. «Φτάνει. Δε θέλω να την αποδυναμώσω». Με το που πήρε το στόμα απ’ τον λαιμό της, οι πληγές έκλεισαν με τρομερή ταχύτητα χωρίς να χυθεί σταγόνα αίμα. «Γιατί δεν είσαι τόσο προσεκτικός όταν πίνεις και το δικό μου αίμα;» ρώτησα χαμογελώντας με δέος. Η ελαφίνα ξανασηκώθηκε στα πόδια της, ταραγμένη αλλά ζωντανή, κι έφυγε γρήγορα για να πάει στο μικρό της. «Μου αρέσει να τα κάνω άνω κάτω μ’ εσένα… Κι όπως σου είπα, γίνεται να τραφείς χωρίς να–» «Κάσπαρ!» Σήκωσε τα μάτια του ξαφνιασμένος. Η νύχτα είχε πέσει πια για τα καλά. Ενώ μέχρι πριν μπορούσα να δω τους άλλους, εκείνη την ώρα δεν μπορούσα να διακρίνω παρά μόνο τις σιλουέτες τους. Ο Άλεξ εμφανίστηκε δίπλα στον Κάσπαρ απ’ το πουθενά. Έμοιαζε σαν να ’χε δει φάντασμα. Τα μάτια του είχαν γίνει ολόλευκα. Τραύλιζε, κι ήταν η πρώτη φορά από τότε που είχα έρθει στο Βάρνλεϊ που διέκρινα φόβο στη φωνή κάποιου βρικόλακα. «Οι Σοφοί». Ο Κάιν μ’ άρπαξε με τα αιματοβαμμένα χέρια του και με οδήγησε πίσω απ’ τον Κάσπαρ, ο οποίος έκανε δυο επιφυλακτικά βήματα προς τα μπρος. Ο Άλεξ ήρθε παραπατώντας στα δεξιά μου, ενώ οι υπόλοιποι, εμφανώς ταραγμένοι, συγκεντρώθηκαν ένας ένας με τη σειρά γύρω μου, σχηματίζοντας έναν χαλαρό αλλά αρκετά ευδιάκριτο προστατευτικό κλοιό, με τον Κάσπαρ επικεφαλής. Τα δέντρα από πάνω μας κουνούσαν τα κλαριά τους μουγκρίζοντας, σαν γίγαντες που ξυπνούσαν από λήθαργο για ν’ απολαύσουν το φως του φεγγαριού. Ο άνεμος, που όλη τη μέρα ήταν μάλλον μέτριος, σηκώθηκε ξαφνικά άγριος μαστιγώνοντας τα δέντρα κι αναγκάζοντας το χώμα στο ξέφωτο να υψωθεί προς τον ουρανό σε στροβίλους. Ο αέρας ήταν παγωμένος, κι όμως... εγώ καιγόμουν... Κοίταξα σαστισμένη τα πόδια μου καθώς ένιωθα ένα κάψιμο να σκαρφαλώνει απ’ τα δάχτυλα στον κορμό μου, να τρυπώνει στις φλέβες μου, κι αποκεί να ξεχύνεται στην καρδιά μου αναγκάζοντάς τη να σταματήσει. Κάποια στιγμή το κάψιμο υποχώρησε κι η καρδιά μου άρχισε να χτυπά ξέφρενα. Μόνο που δευτερόλεπτα μετά, ένα δεύτερο καυτό κύμα με συντάραξε – ένα κύμα ακόμα πιο σφοδρό απ’ το προηγούμενο, για να υποχωρήσει με τη σειρά του, μέχρι να έρθει το επόμενο, κι ύστερα άλλο ένα, κι ακόμα ένα, κι ακόμα ένα... «Π… πώς γίνεται να είναι δω οι Σοφοί;» τραύλισε ο Κάσπαρ. Η σύγχυση κι ο τρόμος στη φωνή του ήταν αδύνατον να κρυφτούν. «Τα 373
σύνορά τους είναι κλειστά!» Ένιωσα κάθε μυ στο σώμα μου να τσιτώνεται. Το κάψιμο είχε αρχίσει να γίνεται δυσάρεστο, μέχρι και επώδυνο, καθώς εισχωρούσε όλο και πιο βαθιά μέσα μου σκάβοντας το δέρμα μου. Το μυαλό μου, που συνήθως κατάφερνα να το προφυλάσσω τόσο καλά, κατέρρεε, καθώς το ένα τείχος μετά το άλλο γκρεμίζονταν και κάθε κλειδαριά άνοιγε, η μία μετά την άλλη... «Τι ακριβώς είναι αυτοί οι Σοφοί;» φώναξα, σκοντάφτοντας πάνω στα ίδια μου τα πόδια καθώς προσπαθούσα να ξεφύγω. «Τι μπορούν να κάνουν;» Ο αέρας λυσσομανούσε χτυπώντας ανελέητα τα δέντρα. Μέχρι και οι ρίζες τους έτριζαν σαν να ’θελαν να βγουν απ’ το έδαφος. Και ξαφνικά ο θόρυβος και το κάψιμο υποχώρησαν, κι ο άνεμος σταμάτησε όσο απότομα είχε σηκωθεί. «Πολλά μάλλον, δεσποινίς Βιολέτα Λι» είπε μια φωνή πίσω μου.
374
KEΦΑΛΑΙΟ 54
Βιολέτα ΜΙΑ ΦΩΝΗ ΜΕ ΚΑΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΦΟΡΑ. Μια φωνή που είχα ξανακούσει. «Φάλον;» είπε ο Κάσπαρ δύσπιστος, αλλά και με μια δόση ανακούφισης στη φωνή. «Λαίδη μου» πρόσθεσε γρήγορα. Δύο φιγούρες έκαναν ένα βήμα μέσα απ’ το σκοτάδι. Η μία ανήκε σε άντρα, η άλλη σ’ ένα νεαρό κορίτσι γύρω στα δεκάξι. Ο Κάσπαρ ήταν ο πρώτος που έσπασε τη σιωπή. «Βιολέτα, αποδώ η Αυτού Υψηλότης πρίγκιπας Φάλον, του Βασιλείου της Αθενία» με σύστησε ταραγμένος. «Να με συγχωρείτε, λαίδη μου, αλλά δε γνωρίζω το όνομά σας». Το κορίτσι έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός και υποκλίθηκε. Το φεγγαρόφωτο έπεσε πάνω της, επιτρέποντάς μου να δω το πρόσωπό της. «Ότομν Ρόουζ, του οίκου Ολ-Σάμερς, Υψηλότατε». Στο ξέφωτο έπεσε σιγή. Το κορίτσι, αν ήταν όντως κορίτσι κι όχι ενήλικη, στάθηκε μπροστά μας. Η κουκούλα του μανδύα της ήταν ριγμένη στους ώμους. Οι μακριές ξανθές μπούκλες της μπλέκονταν με τις ζεστές μελί και καστανοκόκκινες ανταύγειες, κι έπεφταν πλούσιες στην πλάτη της. Το δέρμα της ήταν χλωμό. Λίγες μικρές ξεθωριασμένες φακίδες στόλιζαν τ’ αριστερό της μάγουλο, ενώ ολόκληρη η δεξιά πλευρά του προσώπου της ήταν καλυμμένη μ’ ένα περίπλοκο, δαιδαλώδες σχέδιο από ουλές που ακολουθούσαν τη γραμμή του προσώπου της απ’ τη βάση του λαιμού ως το μέτωπο, σχηματίζοντας έναν ιστό από σπείρες, περικοκλάδες και κουλούρες. Κίτρινες, πορτοκαλί, ώχρα και κόκκινες ανάγλυφες φλέβες διέσχιζαν το πρόσωπό της –πιο σκούρες στη βάση του λαιμού κι όλο και πιο ανοιχτόχρωμες όσο ανέβαιναν κι αγκάλιαζαν τα χαρακτηριστικά της– και κατέληγαν χρυσαφί καθώς έφταναν στο μέτωπό της, για να σβήσουν χωρίς ν’ αφήσουν ίχνη στην αριστερή της πλευρά. Ο σύντροφός της, ο Φάλον, έκανε ένα βήμα προς τα ε-μπρός. Τα 375
μάτια της –δύο λίμνες από υγρό κεχριμπάρι– έπεσαν για μια στιγμή πάνω του σαν ν’ αναζητούσαν συμπαράσταση. Σχεδόν αμέσως τα πήρε από πάνω του και τ’ άφησε να περιπλανηθούν στο ξέφωτο, σε πλήρη επαγρύπνηση. «Ότομν;» ψέλλισε ο Κάσπαρ σαστισμένος. «Ουάου, δε σε αναγνώρισα. Έχεις μεγαλώσει. Και δεν είσαι λαίδη αλλά δούκ–» «Να με συγχωρείτε, Υψηλότατε» τον διέκοψε. Η φωνή της ήταν μελωδική και γλυκιά, και απίστευτα ευχάριστη στο άκουσμα. Ήταν σαν μουσική, μαγευτική. Ωστόσο, η αριστοκρατική βρετανική προφορά της ήταν κάτι παραπάνω από ευδιάκριτη. «Δεν είχα τη χαρά ν’ απολαύσω τη συντροφιά σας για περίπου τρία χρόνια. Ναι, έχω μεγαλώσει αρκετά σε αυτό το διάστημα. Θα σας ήμουν υπόχρεη ωστόσο εάν δε χρησιμοποιούσατε πια αυτό τον τίτλο όταν μου απευθύνετε τον λόγο». Μπορεί να ήταν η ιδέα μου, αλλά μου φάνηκε πως ο τόνος της φωνής της έκρυβε μια υποψία ειρωνείας· όμως ήταν τόσο δυσδιάκριτη, που ίσως και να το φαντάστηκα. Παρ’ όλα αυτά, το σίγουρο ήταν πως για κάποιον λόγο έδειχνε νευρική. Όση ώρα μιλούσε έσφιγγε και χαλάρωνε τις παλάμες της, ενώ ταυτόχρονα δάγκωνε αμήχανα τα ροζ σαρκώδη χείλη της σαν να αισθανόταν εκνευρισμό, σαν να προσπαθούσε να κρύψει κάτι. Ακόμα και η γενικότερη στάση του σώματός της μαρτυρούσε πως ένιωθε άβολα. Τα μάγουλά της ήταν ελαφρώς κόκκινα, κι είχε πιάσει τον μανδύα της, που είχε ανοίξει λίγο, προσπαθώντας να τον τυλίξει όσο πιο σφιχτά μπορούσε γύρω απ’ τη μέση της. Το σώμα της ήταν χυμώδες. Οι γοφοί της διαγράφονταν κάτω απ’ τις πλούσιες πτυχές του μανδύα ολοστρόγγυλοι, ενώ η μέση της ήταν λεπτή σαν δαχτυλίδι και το στήθος της... κάτι περισσότερο από πλούσιο. Φορούσε μαύρο καλσόν με οριζόντια σκισίματα σε όλο του το μήκος, κι από πάνω ένα χαλαρό σορτς και μαύρο μπουστάκι. Οι μπότες της, που έδεναν με κορδόνια κι έφταναν μέχρι τα γόνατά της, ήταν μες στη λάσπη. Κάρφωσα το βλέμμα μου απροκάλυπτα στα παράξενα σημάδια στο πρόσωπό της· κι ένιωσα μια τσιμπιά στην καρδιά καθώς παρατήρησα τον Κάσπαρ να την κοιτάζει κι εκείνος μ’ ανοιχτό το στόμα. Ξαφνικά οι ματιές μας διασταυρώθηκαν. Με κοίταξε διερευνητικά, προτού στρέψει τα αμυγδαλωτά, ελαφρώς σχιστά μάτια της στο έδαφος. Για εκείνο μόνο το δευτερόλεπτο είχε δείξει την ίδια περιέργεια που έδειχνα κι εγώ. «Λοιπόν, ποτέ δεν ήσουν ιδιαίτερα καλός στις συστάσεις, Κάσπαρ» είπε ο Φάλον, και κάνοντας μπροστά τού άρπαξε το χέρι και του το έσφιξε εγκάρδια. Ο Κάσπαρ τού ανταπέδωσε τη χειραψία μειλίχια, 376
σοκαρισμένος ακόμη και συγχυσμένος απ’ την παρουσία τους, αν ερμήνευα σωστά την έκφρασή του. Για πρώτη φορά έστρεψα το βλέμμα μου στον Φάλον. Ο Κάσπαρ τον είχε προσφωνήσει Υψηλότατο, κι ήταν ξεκάθαρο πως ο τίτλος του ήταν ισότιμος με τον δικό του επειδή δεν υποκλίθηκε. Ήταν σίγουρα όμορφος, παρά τα παράξενα σημάδια που είχε κι εκείνος στο πρόσωπό του. Ήταν επίσης ηλιοκαμένος, κάτι που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους. Οι ουλές του είχαν ένα βαθυκόκκινο, σχεδόν ρουμπινί χρώμα και τα μάτια του... τα μάτια του είχαν την πιο ζωηρή απόχρωση του γαλάζιου που είχα δει ποτέ μου, πιο λαμπερά ακόμα κι απ’ του Φάμπιαν. Τα μαλλιά του, ξανθά σαν το στάχυ, έπεφταν ατημέλητα κι ακατάστατα στο μέτωπό του. Στον λαιμό του κρεμόταν ένα δόντι καρχαρία περασμένο σε δερμάτινο κορδόνι. Φορούσε σκούρο γκρι πουκάμισο και μαύρο πουλόβερ με V, και φυσικά μανδύα. Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα δει κάτι παρόμοιο. Ήταν αιθέριοι. Και οι δύο εξέπεμπαν μια ζεστασιά, που εμένα τουλάχιστον μου προκαλούσε μυρμήγκιασμα στο σώμα. Τους περιέβαλλε μια θέρμη που τρεμόφεγγε και πάλλονταν εκπέμποντας έντονη ενέργεια· τόσο υποβλητική, που κατανοούσα πια πλήρως τον λόγο για τον οποίο οι βρικόλακες φοβόνταν εκείνα τα παράξενα πλάσματα. Οι Σοφοί. Το βλέμμα του γλίστρησε πάνω μου, κι έμεινε σταθερό καθώς με πλησίαζε αργά. Ο Κάιν έκανε στην άκρη για να τον αφήσει να περάσει, κοιτώντας τον επιφυλακτικά. Ο σφιχτός κλοιός στον οποίο ήμουν κλεισμένη άνοιξε, κι ο Φάλον ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. «Αν δεν απατώμαι, έχουμε ξανασυναντηθεί, δεσποινίς Βιολέτα Λι» είπε κι έσκυψε να πιάσει το χέρι μου, αλλά το τράβηξα μακριά. Δεν ήθελα να τον αγγίξω, και ειδικά το σημαδεμένο χέρι του. Θυμόμουν με κάθε λεπτομέρεια εκείνη την πρώτη συνάντησή μας δύο εβδομάδες πριν. Ήταν προτού φύγουμε για το Λονδίνο – τη μέρα που συγκλήθηκε το συμβούλιο για ν’ αποφασίσει, μεταξύ άλλων, για τη μοίρα μου. Φάνηκε να ξαφνιάζεται απ’ την αντίδρασή μου και γύρισε προς τον Κάσπαρ κοιτώντας τον μ’ απορία. «Να υποθέσω ότι ακολούθησες τελικά τις οδηγίες του συμβουλίου;» Ο Κάσπαρ συγκατένευσε με σοβαρότητα. «Δεν της είπαμε τίποτα». Τα μάτια του έψαξαν τα δικά μου, κι όλες οι αμφιβολίες, όλη η ζήλια που είχα νιώσει λίγο πριν εξαφανίστηκαν ως διά μαγείας. Εκεί που ένα λεπτό πριν ήταν λευκά, είχαν ξαναβρεί το ζωηρό σμαραγδί χρώμα τους, γεγονός που με γέμισε θάρρος. 377
Έτεινα το χέρι μου αργά προς τον Φάλον και υποκλίθηκα. Προς μεγάλη μου έκπληξη, αντί να μου το σφίξει, το πήρε και το φίλησε απαλά. Μια σπίθα άναψε εκεί που ακούμπησε τα χείλη του, κι ένιωσα την ίδια θέρμη να τρυπώνει μέσα μου προκαλώντας ρίγη στη ραχοκοκαλιά μου. Βυθισμένη στην παράξενη αίσθηση που είχα για μια ακόμα φορά, αντιλήφθηκα πως ένα ένα τα τείχη του μυαλού μου άρχιζαν να γκρεμίζονται ξανά καθώς μια ξένη συνείδηση εισέβαλλε σαν θύελλα μέσα στη δική μου. Προσπάθησα βιαστικά να υψώσω φράγματα γύρω της, αλλά ήταν μάταιο. Έτσι, επικέντρωσα όλη μου την προσοχή στο να διαφυλάξω το κουτάκι όπου είχα κρύψει το μυστικό του πατέρα μου. Η σκέψη εκείνου του πλάσματος ήταν μέσα στη δική μου, πετώντας τυχαία από τη μια ανάμνησή μου στην άλλη σαν να ξεφύλλιζε φωτογραφικό άλμπουμ, σταματώντας σ’ εκείνες που αφορούσαν τους βρικόλακες. Μέχρι που, κάποια στιγμή, αποχώρησε όσο γρήγορα είχε εισβάλει. Προσπαθώντας να ξαναβρώ την αυτοκυριαρχία μου, σήκωσα το βλέμμα κι είδα τον Φάλον να με κοιτάζει με μάτια που έλαμπαν από περιέργεια. «Ωστόσο, της μίλησες για την Προφητεία των Σκοτεινών Ηρωίδων» είπε γυρίζοντας προς τον Κάσπαρ, χωρίς ν’ αφήσει το χέρι μου. Ήταν δήλωση κι όχι ερώτηση. Ο Κάσπαρ, σαστισμένος, κοίταζε μια εμένα και μια τον Φάλον που χαμογελούσε. «Ήσουν στη σκέψη της!» ψέλλισε ο Κάσπαρ, κοιτώντας τον οργισμένος. Ο Φάλον γέλασε σαρκαστικά. «Απλή περιέργεια, Κάσπαρ. Απλή περιέργεια». Ο Κάσπαρ, σοκαρισμένος, έκανε ένα βήμα προς τον Φάλον και το κορίτσι, την Ότομν Ρόουζ. Ακόμα και μες στο σκοτάδι μπορούσα να δω πως τα μάτια του ήταν κατάμαυρα. «Δεν έχεις το δικαίωμα να έρχεσαι απλά εδώ και να μπαίνεις με το έτσι θέλω στις σκέψεις μας, Φάλον. Κανονικά, όπως έχουν τα πράγματα, θα ’πρεπε να βάλω να σε συλλάβουν και να σε οδηγήσουν στο συμβούλιο για τον τρόπο που εισέβαλες στη σκέψη της Βιολέτας. Αλλά έχεις τον τίτλο σου που σε προστατεύει». Ο Φάλον κούνησε το κεφάλι σαν να ’χε να κάνει με μικρό παιδί. «Ακριβώς, Κάσπαρ. Είμαι πρίγκιπας, κι ένα από τα προνόμια που μου παρέχει ο τίτλος μου είναι η ελευθερία να εισβάλλω στη σκέψη όποιου θέλω, όταν θέλω. Και κανονικά, όπως έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε να είμαστε ενωμένοι και να διευκολύνουμε ο ένας τον άλλον, δε νομίζεις;» «Και πώς θα είμαστε ενωμένοι» είπε όλο περιφρόνηση ο Κάσπαρ «όταν το βασίλειό σας δε μας αποκαλύπτει την ταυτότητα της Πρώτης 378
Ηρωίδας ή το σχέδιο δράσης που θ’ ακολουθηθεί για να βρεθεί η δεύτερη; Και πώς θα διευκολύνουμε ο ένας τον άλλον όταν κλείνετε τα σύνορά σας;» Ο Φάλον γέλασε ξερά για λίγα δευτερόλεπτα. Ξαφνικά σταμάτησε. Τα χείλη του είχαν γίνει μια αυστηρή γραμμή. «Δεν έχεις παρά να μας ρωτήσεις, φίλε μου». Η Ότομν κοίταζε μία τον έναν και μία τον άλλον, ελαφρώς ανήσυχη. Ξαφνικά έστρεψε το βλέμμα της σ’ εμένα και η έκφρασή της έγινε και πάλι ουδέτερη. «Καλώς. Λοιπόν, ποια είναι η Ηρωίδα; Έχει ευγενή καταγωγή ή όχι;» «Δεν ξέρω». Ο Κάσπαρ έδωσε μια γροθιά σ’ ένα αθώο δέντρο δίπλα του βρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του. Ο φλοιός άνοιξε στα δύο κι έπεσε στο μουχλιασμένο χώμα. «Δεν ξέρεις ούτε τ’ όνομά της;» επενέβη ο Κάιν, ρίχνοντας μια ματιά στον αδερφό του. «Όχι. Δε μου το έχει πει ο πατέρας μου. Το μόνο που ξέρω είναι πως το συμβούλιό μας δεν έχει κανέναν έλεγχο πάνω της. Είναι πέρα από την επιρροή μας. Αυτός είναι και ο λόγος που το συμβούλιο αποφάσισε να κλείσει τα σύνορα. Για να την εμποδίσει να φύγει απ’ τη διάστασή μας. Για να την αναγκάσουν να τους επισκεφθεί». «Αλλά τα ανοίξατε πάλι;» ρώτησα. Ο Φάλον πήρε βαθιά ανάσα κι έριξε μια φευγαλέα ματιά στην Ότομν. «Όχι». Δε χρειάστηκε πολύ για ν’ αντιληφθώ πως ήμουν η μόνη που δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε, και πως το «όχι» του Φάλον είχε προκαλέσει σε όλους μεγάλο σοκ. Η μόνη που συνέχιζε να κρατάει το βλέμμα καρφωμένο στο έδαφος ήταν η Ότομν. Αν και κάθε τόσο, ίσως όταν πίστευε πως δεν την κοιτούσε κανείς, σήκωνε τα μάτια ρίχνοντας επιφυλακτικά κλεφτές ματιές γύρω της. Κάποια στιγμή το βλέμμα της έπεσε πάνω μου, αλλά πριν προλάβω να την κοιτάξω κι εγώ το είχε ξαναστρέψει στο έδαφος, σαν να γνώριζε πως την παρακολουθούσα. «Εννοείς πως...;» ξεκίνησε να λέει ο Κάιν. Ο Φάλον έγνεψε καταφατικά, σοβαρός. Η Λάιλα γέλασε νευρικά και πλησίασε τον Φάλον. «Μα… αυτό δεν είναι δυνατόν. Απλά δε γίνεται». Κοίταζα εντελώς χαμένη μια τον έναν και μια τον άλλον. «Τι δεν είναι δυνατόν;» Ο Κάσπαρ, που είχε γείρει σ’ ένα δέντρο, άνοιξε τα μάτια του, μετά 379
από ένα ολόκληρο λεπτό, κι εμφανώς πιο ήρεμος με κοίταξε χωρίς να πει τίποτα. Ο Φάλον αναστέναξε κι έστρεψε την προσοχή του σ’ εμένα. «Το κορίτσι –η Ηρωίδα– άνοιξε τα σύνορα. Μόνη της». Κούνησα το κεφάλι απορημένη. «Και;» Εκείνος συνέχισε: «Τα σύνορα, όπως ίσως έχεις καταλάβει, είναι αυτό που χωρίζει τις διαστάσεις. Τα σκοτεινά όντα μπορούν να κυκλοφορούν ελεύθερα απ’ τη μια διάσταση στην άλλη υπό την προϋπόθεση ότι αυτά τα σύνορα θα είναι ανοιχτά. Για να το κάνω πιο ξεκάθαρο, δεν είναι φτιαγμένα από κάποιο υλικό αλλά από ενέργεια. Κάτι το οποίο σημαίνει πως χρειάζεται τεράστια πνευματική δύναμη για να τα ανοίξεις και να τα κλείσεις. Ας πούμε, τη δύναμη εκατοντάδων σκοτεινών όντων. Σκέψου ένα γεμάτο γήπεδο τένις». Έκανε παύση. «Παρ’ όλ’ αυτά, το συγκεκριμένο κορίτσι –ακόμα κι αν είχε βοήθεια– πρέπει να είναι τόσο ισχυρό, που κατάφερε να συγκεντρώσει την απαραίτητη δύναμη για ν’ ανοίξει τα σύνορα». Τον κοίταξα σκεφτική. «Ναι, αλλά τι δύναμη είν’ αυτή; Και πώς τη συγκεντρώνει;» Η Ότομν σήκωσε τα μάτια της. «Ωωω!» γουργούρισε ο Φάλον σαν να ’χε μπροστά του κανένα μωρό. «Πραγματικά, δεν ξέρεις τίποτα». Σταύρωσα τα χέρια μου κάτω απ’ το στήθος. «Τότε πείτε μου εσείς». Άπλωσε το σημαδεμένο χέρι του. «Καλύτερα να σου δείξω». Ο Κάσπαρ έκανε απειλητικά ένα βήμα προς τα μπρος, αλλά ο Φάλον τον σταμάτησε κουνώντας το χέρι του. «Ξέρεις ήδη τι είναι, δεσποινίς Λι. Είναι αυτό που κάνει το αίμα να κυλάει στις φλέβες των βρικολάκων, παρ’ όλο που η καρδιά τους δε χτυπάει. Είναι αυτό που δίνει τη δυνατότητα σε όλα τα σκοτεινά όντα να επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω της σκέψης τους. Είναι αυτό που προκάλεσε την άνθιση του Αγγίγματος του Θανάτου. Υπάρχει παντού γύρω μας· είναι αυτό που νιώθεις τώρα». Η καυτή αίσθηση επέστρεψε. Ένα παράξενο μυρμήγκιασμα απλώθηκε στ’ ακροδάχτυλά μου. Τα δέντρα λικνίστηκαν ξανά, κι οι αχτίδες του φεγγαριού που έλουζαν το δάσος έσβησαν, σαν τη φλόγα του κεριού όταν τη φυσάει ο άνεμος. Ο Φάλον χαμογέλασε. «Όλα τα σκοτεινά όντα γεννιούνται μ’ αυτή» είπε, δείχνοντας με το χέρι την ομήγυρη. Κάποιοι έγνεψαν σαν να ’θελαν να επιβεβαιώσουν τα λεγόμενά του. Ο Κάσπαρ, ηττημένος, κρα380
τούσε πεισματικά το βλέμμα του στο χώμα. «Και οι Σοφοί έχουν τη δύναμη να την κατευθύνουν». Έκανε μια παύση και, προτάσσοντας το χέρι του, χαμογέλασε. «Φωτιά» ψιθύρισε. Τα χείλη του ίσα που άνοιξαν, αλλά απ’ τον αέρα που εξέπνευσε ξεπήδησαν μικροσκοπικές σπίθες που χόρεψαν για λίγο στραφταλίζοντας σαν φυσαλίδες σαμπάνιας, προτού πέσουν στο έδαφος ελαφριές σαν πούπουλα. Άρχισαν να στροβιλίζονται στην παλάμη του όλο και περισσότερες σπίθες, που σχημάτιζαν έναν πορτοκαλί μικροσκοπικό ανεμοστρόβιλο, μέχρι που ξαφνικά εξαφανίστηκαν. Συνέχισε να κρατάει την παλάμη του ανοιχτή, ώσπου εμφανίστηκε μια μπάλα από φωτιά κι άρχισε να αιωρείται λίγα εκατοστά πάνω απ’ το δέρμα του, παίρνοντας τελικά το σχήμα της φλόγας. «Η ενέργεια στην πιο ακατέργαστη μορφή της, δεσποινίς Λι, γνωστή και ως μαγεία». Γούρλωσα τα μάτια μου. Κούνησε απαλά την παλάμη του κι η φωτιά ακολούθησε την κίνησή του, μέχρι που μετατράπηκε σε πύρινη γλώσσα. Έπαιξε για λίγο μαζί της με τα δάχτυλά του και κλείνοντας λίγο την παλάμη τής ξανάδωσε το σχήμα μπάλας. Έκλεισε το χέρι του, κι η φωτιά εξαφανίστηκε. Μαγεία. Πίστευα τα πάντα πια, ολοκληρωτικά και απόλυτα. Η συλλογιστική μου ήταν απλή: απ’ τη στιγμή που υπήρχαν βρικόλακες, υπήρχε κι εκείνο που μόλις είχε δημιουργήσει απ’ το τίποτα μπροστά στα μάτια μου. Ο Φάλον έμεινε να κοιτάζει για μια στιγμή με απλανές βλέμμα το χέρι του. Ξαφνικά, σαν να ξύπνησε από λήθαργο, πήρε τα μάτια απ’ την παλάμη του και συνέχισε. «Τα σύνορα είναι φτιαγμένα από σύνθετη, επικίνδυνη μαγεία. Δε θα μπορούσε κανονικά να κατέχει τέτοια δύναμη ένα νεαρό κορίτσι, ακόμα κι αν ανήκε στους Σοφούς. Κι όμως, την κατέχει. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με κάτι εντελώς καινούριο. Κάτι ισχυρό και επικίνδυνο κλεισμένο μέσα σ’ ένα κορίτσι. Άνοιξε τα σύνορα, κι ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται ή τι σχεδιάζει να κάνει». Ο Κάσπαρ κουνήθηκε σαν να ένιωθε άβολα. Η μελαγχολική έκφραση στο πρόσωπό του, τα θλιμμένα μάτια, τα λυγισμένα χέρια – όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του μου έδιναν πλέον να καταλάβω πως κάτι τον απασχολούσε. «Μήπως ψάχνει να βρει τη Δεύτερη Ηρωίδα;» Ο Φάλον ανασήκωσε τους ώμους του. «Ίσως. Αλλά αυτό δε μας λέει κάτι. Το δεύτερο κορίτσι μπορεί να είναι οποιαδήποτε γυναίκα, οπουδήποτε. Μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος της διάστασής 381
σας. Και άλλωστε, ποιος μας εγγυάται ότι θ’ αποδεχτεί η πρώτη τη μοίρα της; Είναι νέα. Ίσως να αγνοήσει το καθήκον της». Ο Άλεξ ακούμπησε τη θήκη της κιθάρας του στο έδαφος και την άνοιξε. Τα δάχτυλά του γρατζούνισαν νωχελικά τις χορδές. Μετακινήθηκα αμήχανα στη θέση μου κι ευχήθηκα να σταματούσε. «Δεν μπορώ να το πιστέψω αυτό. Είμαι σίγουρος πως η Πρώτη Ηρωίδα θα πάει όπου κι αν βρίσκεται η Δεύτερη Ηρωίδα. Κανένα λογικό άτομο δε θα ’θελε να είναι για πολύ μόνο του με τέτοιο πεπρωμένο στις πλάτες του». Ο Κάσπαρ έριξε μια ματιά στον Άλεξ, και ήταν ξεκάθαρο πως σκεφτόταν ακριβώς το ίδιο μ’ εμένα. Ο Άλεξ κατάλαβε και ψέλλισε κάτι απολογητικά. Κοίταξα το χέρι του Φάλον. Κάποιες σπίθες στροβιλίζονταν ακόμη στα δάχτυλά του, κόκκινες αυτή τη φορά. «Και τότε γιατί είσαι δω; Δε βρίσκεις πως είναι κάπως περίεργη η συγκυρία;» ρώτησε ο Κάσπαρ με έκδηλη δυσπιστία και περιέργεια. «Επιθυμούμε να επισκεφθούμε τον Ίγκλεν και, με την άδειά σου φυσικά, θα θέλαμε να προχωρήσουμε και να κατασκηνώσουμε μαζί σας απόψε» είπε ο Φάλον κάπως πιο ευγενικά από πριν. Ο Κάσπαρ τον κοίταξε μισοκλείνοντας τα μάτια του. «Τον Ίγκλεν; Σε μια τέτοια στιγμή;» «Μα αυτό ακριβώς είναι το Ως την Αιωνιότητα. Μια ευκαιρία να επισκεφθεί κανείς φίλους και οικογένεια». Τα μάτια του Κάσπαρ άστραψαν κι έγιναν μαύρα. «Ο Ίγκλεν δεν είναι ούτε φίλος ούτε συγγενής σου». Ζάρωσα στη θέση μου, ξαφνιασμένη απ’ τη σφοδρότητα και την ένταση που είχε η δήλωσή του. Η σιωπή έπεσε βαριά στο ξέφωτο, και για πρώτη φορά η Ότομν Ρόουζ έκανε ένα βήμα μπρος και μπήκε στον κύκλο. Χωρίς να σηκώσει τα μάτια απ’ το έδαφος, μίλησε συνεσταλμένα και σιγανά. Ωστόσο, η φωνή της ήχησε σαν μελωδία μέσα στη σιγή. Τόσο ρυθμική, που ήταν σχεδόν σαν τραγούδι. «Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω εγώ, Υψηλότατε». Έκανε μια παύση, σαν να προσπαθούσε να πάρει κουράγιο. «Ο Ίγκλεν υπήρξε στενός φίλος της γιαγιάς μου πολλά χρόνια πριν. Θα επιθυμούσα να περάσω λίγο χρόνο με κάποιον που την ήξερε καλά. Δεν υπάρχει κάποιος άλλος». Σήκωσε τα μάτια της δειλά, κοιτώντας τον κουμπωμένη. Ο Κάσπαρ φάνηκε να αιφνιδιάζεται. Η έκφρασή του μαλάκωσε. «Σας ζητώ να με συγχωρήσετε, λαίδη. Δεν το ήξερα». Υποκλίθηκε σοβαρός. Η Ότομν έγνεψε και φάνηκε ν’ αποκτά κάποια αυτοπεποίθηση. «Με την ευκαιρία, θα ήθελα επίσης να σας ζητήσω να δεχτείτε τη 382
συγγνώμη μου που δεν κατάφερα να παρευρεθώ στην κηδεία της γιαγιάς σας. Η χρονική στιγμή ήταν ιδιαίτερα ατυχής» συνέχισε ο Κάσπαρ. Υποκλίθηκε. «Μια κηδεία είναι πάντα κάτι σκληρό για μια καρδιά που ήδη πενθεί. Δεν έχει σημασία, Υψηλότατε». Παρακολουθούσα τη συζήτηση μ’ ενδιαφέρον. Απ’ ό,τι φαινόταν, δεν είχε οικογένεια, γεγονός που μ’ έκανε να αρχίσω να νιώθω μια κάποια συμπάθεια για κείνη. Ωστόσο, η ευγένεια κι ο σεβασμός με τον οποίο της μιλούσε ο Κάσπαρ έστειλαν ακόμα μια τσιμπιά ζήλιας στην καρδιά μου. Η ζήλια δεν είναι το στοιχείο σου, Κοριτσάκι, μου είπε χλευαστικά η φωνή μου. «Επομένως, είμαστε εντάξει, Κάσπαρ;» συνέχισε ο Φάλον. Ο Κάσπαρ κούνησε καταφατικά το κεφάλι. «Ναι». «Τότε ίσως να ήταν καλύτερα να ξεκινήσουμε, αν δεν έχετε αντίρρηση. Κάνει πολύ κρύο, και δε βοηθάει και πολύ να στεκόμαστε ακίνητοι. Πιστεύω πως η Βιολέτα θα συμφωνήσει μαζί μου». Συγκατένευσα ζωηρά με τα χέρια μου ήδη χωμένα βαθιά στις τσέπες. Ο Άλεξ φόρτωσε ξανά την κιθάρα στους ώμους, και με τον Φάλον επικεφαλής ξαναμπήκαμε στο δάσος, αφήνοντας πίσω μας τα άτυχα ελάφια. Καθώς το απόγευμα έδινε τη θέση του στη νύχτα, ο κρύος αέρας, που γινόταν όλο και πιο δυνατός καθώς μπαίναμε πιο βαθιά στο δάσος του Βάρνλεϊ, άρχισε να παίρνει τα σύννεφα μακριά. Τ’ αστέρια λαμπύριζαν ψηλά στον ουρανό, και περιστασιακά, όταν ανεβαίναμε σε πιο ψηλά σημεία, μπορούσα να διακρίνω το αχνό τρεμοφέγγισμα των φώτων του Λονδίνου. Τα τριζόνια τερέτιζαν χαρωπά στη χαμηλή βλάστηση, ενώ εγώ προσπαθούσα μ’ ένα σωρό ελιγμούς να προχωρήσω χωρίς να πιαστώ σε κάποια ρίζα ή περικοκλάδα εκείνου του τόσο ύπουλου εδάφους, νιώθοντας ταυτόχρονα απίστευτη ντροπή για την αδεξιότητά μου. Μπροστά μου, οι δύο Σοφοί πηδούσαν όλο χάρη από ρίζα σε ρίζα χωρίς ν’ αγγίζουν καλά καλά το έδαφος. Ήταν λες και το δάσος κινούνταν μαζί τους, ρευστό και γοργό όσο και τα αιθέρια βήματά τους. Οι βρικόλακες βάδιζαν ανάμεσά μας όλοι μαζί – τα βήματά τους έδειχναν όλο σθένος και δύναμη. Ο Κάσπαρ είχε μείνει πίσω μαζί μου, αλλά μου απεύθυνε τον λόγο μόνο προκειμένου να με προειδοποιήσει για να μη σκοντάψω ή να μην απομακρυνθώ από κοντά του. «Πού είπες πως πηγαίνουμε;» ρώτησα για χιλιοστή φορά, ελπίζοντας πως θα μου έδινε επιτέλους κάποια επιπλέον πληροφορία. 383
«Στο ποτάμι» απάντησε αόριστα. Αναστέναξα και με βαριά καρδιά αποφάσισα ν’ αποδεχτώ το γεγονός ότι δεν ήθελε να βγει απ’ τις σκέψεις του. Παρ’ όλο που η απάντησή του δε βοήθησε, αισθάνθηκα πως η περιοχή δεν έκρυβε ιδιαίτερους κινδύνους. Το τοπίο είχε αρχίσει πάλι ν’ αλλάζει. Πυκνοί κισσοί κρέμονταν βαριά σαν κουρτίνες απ’ τις τεράστιες βελανιδιές που κυριαρχούσαν σε κείνο το κομμάτι του δάσους. Πέρα από κάποιον μεμονωμένο θάμνο και τις ρίζες των αναρριχητικών φυτών που σέρνονταν κατά μήκος του μονοπατιού, σαν καλοστημένες παγίδες για τα αδέξια πόδια μου, το έδαφος ήταν γυμνό από κάθε άλλου είδους βλάστηση. Συνεχίζοντας την πορεία μας, και δεδομένου ότι ο Κάσπαρ δε μου έδινε καμία σημασία, επικέντρωσα όλη μου την προσοχή στην Ότομν Ρόουζ. Δεν είχε πραγματικά καμία σχέση με ό,τι είχα δει ως εκείνο το βράδυ στη ζωή μου. Το χλωμό της δέρμα, τα μεγάλα αθώα μάτια της, τα περίπλοκα χρυσοκόκκινα σημάδια που στόλιζαν το πρόσωπό της και τα πυρρόξανθα μαλλιά της ήταν τόσο εξωτικά, τόσο παράξενα, τόσο εξωπραγματικά! Έπειτα ήταν κι εκείνη η δύναμη που κατείχε. Η δύναμη που μπορούσε να εξουσιάζει, να διαμορφώνει και να εξασκεί όποτε ήθελε. Οι δυνατότητες φάνταζαν απεριόριστες, σχεδόν τρομακτικές. «Είναι ορφανή;» ρώτησα διερευνητικά, ενώ ταυτόχρονα σκεφτόμουν μήπως η ερώτησή μου ξεπερνούσε τα όρια. Ο Κάσπαρ αναστέναξε. «Πιο ορφανή δε γίνεται». Και συνέχισε αφού αναστέναξε ξανά: «Η γιαγιά της πέθανε πριν από δεκαοχτώ μήνες περίπου, μερικούς μήνες μετά τη μητέρα μου. Οι γονείς της δεν είναι Σοφιστές, ούτε και κάποιος συγγενής της. Από τότε την κρατούν μακριά απ’ την Αθενία – μακριά απ’ τον κοινωνικό κύκλο των Σοφιστών». Σταμάτησε και με κοίταξε έντονα. «Βιολέτα, ήταν δολοφονία». Ένιωσα αμέσως άσχημα που είχα ρωτήσει. Έριξα μια ματιά προς την Ότομν κι έσκυψα το κεφάλι. «Και το καλό που σου θέλω, μην το αναφέρεις πουθενά» πρόσθεσε και συνέχισε: «Ορισμένα πράγματα είναι καλύτερο να μένουν θαμμένα για πάντα». Έκλεισα τα μάτια, εκπνέοντας αργά. Τα σκοτεινά όντα έθαβαν τα πάντα, ποτέ όμως ιδιαίτερα βαθιά. Καταπίνοντας τη θιγμένη μου περηφάνια, τον ακολούθησα, πηδώντας πάνω από μία ακόμα μεγάλη ρίζα του σκοτεινού δάσους. Θα πρέπει να είχαμε περπατήσει περίπου μία ώρα, όταν το τοπίο άρχισε πάλι ν’ αλλάζει. Τα δέντρα αραίωναν κι οι βελανιδιές έδιναν τη 384
θέση τους σε μεγάλες λωρίδες πορτοκαλί και κόκκινου χορταριού. Ολόλευκες τούφες από κρινάκια ξεφύτρωναν μέσα απ’ το σκληρό έδαφος, ανάμεσα σε μεγάλα κομμάτια από γρασίδι. Το κελάρυσμα από τρεχούμενα νερά, που είχε αρχίσει ν’ ακούγεται αμυδρά στη σιγαλιά της νύχτας, μ’ έκανε να καταλάβω πως πλησιάζαμε στο ποτάμι. Ξαφνικά ο Φίλιξ χτύπησε παλαμάκια. «Λοιπόν. Ξύλα για φωτιά. Έχουμε εθελοντές;» Είχαμε σταματήσει σ’ ένα μικρό ξέφωτο, περικυκλωμένο από κορμούς δέντρων. Στο κέντρο του υπήρχε μια μικρή εστία φωτιάς φτιαγμένη από πέτρες, και μέσα της ένα βουναλάκι στάχτης. Η ομάδα συγκεντρώθηκε γύρω απ’ την εστία, και πετώντας τα σακίδιά τους στο έδαφος άρχισαν να τακτοποιούν τα πράγματά τους. Ακούστηκαν να γκρινιάζουν· κανένας δεν έδειχνε πρόθυμος να πάει με τον Φίλιξ για ξύλα. Κοίταξα γύρω μου σκεφτική. «Δε θα ’ταν πιο εύκολο αν χρησιμοποιούσατε τη μαγεία;» Έστρεψα το βλέμμα μου στον Φάλον, που απ’ το βλέμμα του φαινόταν να το διασκεδάζει. Ο Κάιν γέλασε μουρμουρίζοντας: «Κλασικό κορίτσι της πόλης». «Η φωτιά δε θα ήταν ούτε το ίδιο λαμπερή ούτε το ίδιο ζεστή». «Γι’ αυτό και χρειαζόμαστε ξύλα» συμπλήρωσε ο Φίλιξ. «Εγώ είμαι πρόθυμος να πάω αν έρθει και κάποιος άλλος μαζί μου». Η Ότομν χαμογέλασε αχνά και σήκωσε το χέρι της. «Άλλος;» συνέχισε. «Εγώ» είπα κάνοντας ένα βήμα εμπρός. Η Ότομν φάνηκε να εκπλήσσεται, κι ο Κάσπαρ έδειξε έτοιμος να διαμαρτυρηθεί. Αλλά πριν προλάβει να πει κάτι, ο Φίλιξ είχε ήδη ξεκινήσει βαδίζοντας με μεγάλες δρασκελιές προς την αντίθετη κατεύθυνση από κείνη από την οποία είχαμε έρθει. Η Ότομν ξαναπήρε το ανέκφραστο ύφος της και τον ακολούθησε. Έτρεξα με τη σειρά μου ξοπίσω τους. Δεν ήξερα γιατί ακριβώς είχα προσφερθεί να βοηθήσω, αλλά κάτι σ’ εκείνο το κορίτσι με γοήτευε κάνοντάς με να θέλω να είμαι κοντά της. Όπως με γοήτευαν οι Σοφοί και η μαγεία. Φτάσαμε στο ποτάμι. Ένα μικρό ρυάκι κυλούσε γάργαρο πάνω απ’ τις γεμάτες βρύα πέτρες και τα απίστευτα λεία κι αστραφτερά πετραδάκια. Οι καταπράσινες όχθες του ήταν πνιγμένες στα ολόλευκα κρινάκια που ακολουθούσαν το ρυάκι ως τις Εκβολές του Τάμεση. Ο Φίλιξ έδωσε ένα σάλτο και πέρασε στην άλλη όχθη. Εξαφανίστηκε γρήγορα ανάμεσα στα δέντρα, φωνάζοντας να βιαστούμε. Η Ότομν ακολούθησε διασχίζοντας το ποτάμι ανάλαφρα σαν πούπουλο. Εγώ, από την άλλη, έψαξα να βρω κάποιο σημείο με σταθερές πέτρες για 385
να καταφέρω να περάσω. Σίγουρα δεν υπήρχαν ξύλα κατάλληλα για φωτιά εκεί. Τα κλαδιά ήταν πολύ ψηλά, και τα ελάχιστα ξύλα που ήταν ριγμένα στο έδαφος ήταν υγρά και καλυμμένα με σάπια φύλλα. Παρ’ όλ’ αυτά, σε λίγη ώρα είχαμε βρεθεί και πάλι σ’ ένα σημείο του δάσους γεμάτο βελανιδιές και ξερά ξύλα. Άρχισα να τα μαζεύω με τις χούφτες. «Κρύο έχει απόψε» ξεκίνησα να λέω απευθυνόμενη στην Ότομν, ελπίζοντας ν’ ανοίξουμε κουβέντα. Δεν πήρα απάντηση, αλλά δεν πτοήθηκα. «Λοιπόν; Πόσων χρονών είσαι;» Έσκυψα και μάζεψα μερικά κλαράκια. Μου απάντησε έχοντας την πλάτη της γυρισμένη. «Δεκαέξι». «Φαίνεσαι μεγαλύτερη» είπα στα ψέματα. Γύρισε και με παρατήρησε για λίγο, και στη συνέχεια έγνεψε ευγενικά – μ’ ευγνωμοσύνη, υπέθεσα. Συνέχισε να μαζεύει σιωπηλή ξύλα. Η αγκαλιά της είχε σχεδόν γεμίσει. «Και από πού είσαι; Τα μέρη είναι τα ίδια σ’ όλες τις διαστάσεις, σωστά;» Έγνεψε καταφατικά. «Μεγάλωσα στο Λονδίνο, αλλά κατάγομαι από το Ντέβον». Αναθαρρώντας από την απάντησή της, συνέχισα. «Κι εγώ στο Λονδίνο μεγάλωσα». Αυτή τη φορά της πήρε περισσότερο χρόνο για ν’ απαντήσει· στρέφοντας το βλέμμα της στο έδαφος, μου γύρισε την πλάτη και, βαδίζοντας αργά, μπήκε πιο βαθιά μέσα στο δάσος. «Ξέρω. Γεννήθηκες στο Τσέλσι». Σταμάτησα, μένοντας έκπληκτη. «Πώς το ξέρεις;» Σταμάτησε με τη σειρά της και γύρισε προς το μέρος μου. «Δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην το ξέρει». Έβαλε τα ξύλα κάτω απ’ τη μασχάλη της και, χώνοντας το άλλο της χέρι στον μανδύα, έβγαλε ένα περιοδικό και μου το έδωσε. Κοίταξα το εξώφυλλο. Ήταν «Τα Αξιοπερίεργα», το τεύχος Νοεμβρίου. Τίτλοι άρθρων με μεγάλα γράμματα φιγουράριζαν σε όλο το πλάτος του εξωφύλλου: ΠΩΣ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΤΕ ΤΟ ΩΣ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ; ΟΙ ΚΟΡΥΦΑΙΟΙ ΚΟΣΜΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΗΝΑ ΟΚΤΩΒΡΙΟ και ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΥΤΟ, ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΟΔΑ. Κάτω απ’ τους τίτλους υπήρχαν μονταρισμένες φωτογραφίες χαμογελαστών νεαρών Σοφών, βρικολάκων και άλλων άγνωστων σ’ εμένα πλασμάτων, που είχαν το βλέμμα τους καρφωμένο πάνω μου, όλοι τους ντυμένοι με κουστούμια και τουαλέτες. Αλλά εκείνο που τράβηξε πραγματικά την προσοχή μου ήταν ένας 386
τίτλος με κόκκινα γράμματα στο κάτω μέρος της σελίδας. ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΛΕΤΑΣ ΛΙ – γυρίστε στη σελ. 5. Άνοιξα το περιοδικό τόσο απότομα, που παραλίγο να το σκίσω. Φτάνοντας στη σελίδα που μ’ ενδιέφερε, άρχισα να διαβάζω. «Βιολέτα Λι: θύμα απαγωγής και όμηρος εδώ και μήνες· η ιστορία της, γνωστή σε εκατομμύρια σκοτεινών όντων και ανθρώπων, έχει αγγίξει τις καρδιές του κοινού. Θα εξετάσουμε τι σημαίνει αυτό για τη δεύτερη διάσταση και θα εκτιμήσουμε αν η ιστορία θα έχει αίσιο τέλος – η ιστορία, δηλαδή, με την Αυτού Υψηλότητα Κάσπαρ Βαρν». Δεν μπορούσα να διαβάσω παρακάτω. Τα μάγουλά μου έκαιγαν απ’ την αμηχανία. Κάτω απ’ το κείμενο υπήρχε φωτογραφία μου απ’ τον χορό της Φθινοπωρινής Ισημερίας στην οποία ήμουν περιτριγυρισμένη από βρικόλακες. Ένιωθα να ζαρώνω απ’ την ντροπή. Έκλεισα το περιοδικό και της το έδωσα. «Όχι, κράτα το. Μπορεί να βρεις να διαβάσεις κάτι ενδιαφέρον» είπε ανέκφραστη και συνέχισε να μαζεύει ξύλα. Την ακολούθησα, αβέβαιη για το τι έπρεπε να νιώθω. Κάπου μέσα μου ένιωθα κολακευμένη. Ένα περιοδικό –που κυκλοφορούσε μάλιστα σε όλες τις διαστάσεις– παρακολουθούσε τη ζωή μου, όπως έκανε και μεγάλο μέρος του κοινού, απ’ ό,τι φαινόταν. Εντούτοις, το κυρίαρχο συναίσθημά μου ήταν εκείνο της ταπείνωσης. Δε χρειαζόταν να συνεχίσω να διαβάζω για να μάθω τι έγραφε πιο κάτω. Μιλούσε για τη ζωή μου, αλλά η ζωή μου ήταν δική μου και θα ’πρεπε να αφορά μόνο εμένα και τον Κάσπαρ. Σαν να μην αρκούσε που όλο το συμβούλιο ήξερε τα πάντα για μας. Αναστέναξα. Η λογική μου μου έλεγε πως θα ’πρεπε να το περιμένω ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Δεν ήταν συνηθισμένες οι απαγωγές ανθρώπων από βρικόλακες. Συνεχίσαμε σιωπηλοί, κι αναρωτιόμουν πότε θα επιστρέφαμε στην κατασκήνωση. Το σώμα μου ήταν βαρύ σαν μολύβι και τα πόδια μου είχαν αρχίσει να πονούν. Το μονοπάτι μάς οδηγούσε σ’ ένα άγονο τοπίο γεμάτο αγκαθωτούς θάμνους. Το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια μας ήταν υγρό, στρωμένο με σάπια φύλλα. Κοίταξα γύρω μου κι ανατρίχιασα, μόνο που δεν ήταν πλέον απ’ το κρύο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν εκεί. Νιώθοντας το στομάχι μου να σφίγγεται, συνειδητοποίησα πως ήξερα καλά πού πηγαίναμε. Αφήνοντας πίσω μας το άγριο τοπίο, βρεθήκαμε μπροστά σ’ ένα πέτρινο οικοδόμημα. Πυκνοί κισσοί σέρνονταν πάνω στην πέτρα του εισχωρώντας ανελέητα σε κάθε εσοχή της, ανοίγοντας μεγάλες ρωγμές. 387
Τα ραγισμένα σκαλοπάτια οδηγούσαν σ’ ένα πλίνθινο πλάτωμα, όπου δυο πέτρινες κολόνες ορθώνονταν σαν άγρυπνοι φρουροί αριστερά και δεξιά μιας τεράστιας ανοιχτής πόρτας. Από μέσα της αναδυόταν η βαριά, αποπνικτική μυρωδιά σάρκας που ήταν σε στάδιο αποσύνθεσης. Γύρω μας αιωρούνταν ένα βαρύ σύννεφο σκόνης. Πάγωσα. Ήταν το μέρος όπου η φιγούρα με τον μανδύα κατασπάραξε σ’ ένα όνειρό μου εκείνο το νέο κορίτσι. Τη Σάρα. Δε θα ξεχνούσα ποτέ το όνομά της. Σάρα. Ήμουν σίγουρη πως εκεί είχε θαφτεί η βασίλισσα, κάτω απ’ τη γη στην οποία στεκόμουν. Η Κάρμεν. Και εκεί γύρω μου είχε επιτεθεί ο Ίλτα. Ένιωσα να με καταπίνει το σκοτάδι. Τρίκλισα, βέβαιη πως από λεπτό σε λεπτό θα λιποθυμούσα. «Μπ… μπορούμε ν… να γυρίσουμε π… πίσω;» τραύλισα, πασχίζοντας να εστιάσω το βλέμμα μου. «Κρυώνω» είπα, χωρίς να το εννοώ. Ο Φίλιξ, ανυποψίαστος για ό,τι μου συνέβαινε, συνέχισε να προχωρά. «Μα δεν είμαστε μακριά. Δυο βήματα πιο κάτω υπάρχουν πάρα πολλά ξερά ξύλα». Τα πόδια μου λύγισαν. Τα χέρια μου παρέλυσαν και κάποια απ’ τα κλαριά που είχα μαζέψει έπεσαν στο έδαφος. Η Ότομν γύρισε επιτόπου. Το βλέμμα της πέταξε απ’ τα πεσμένα κλαριά σ’ εμένα. Κάτι ζεστό και αλλόκοτο πέρασε φευγαλέα απ’ το μυαλό μου, προτού ακούσω μια φωνή να λέει: «Κι εγώ κρυώνω». Άκουσα τον Φίλιξ να ξεφυσάει. «Εντάξει, εντάξει… το ’πιασα... Φύγαμε…» Έκλεισα τα μάτια μου για λίγα λεπτά και πήρα ανακουφισμένη μερικές βαθιές ανάσες. Όταν τα άνοιξα ξανά, οι άλλοι δύο βρίσκονταν ήδη στο μονοπάτι. Τα κλαριά που μου είχαν πέσει νωρίτερα είχαν εξαφανιστεί. Με το που πάτησα το πόδι μου στο ξέφωτο, ο Κάσπαρ, που πριν καθόταν ήσυχος και σκάλιζε αδιάφορα ένα ξύλο με τον σουγιά, σήκωσε το βλέμμα απότομα. Με κοίταξε για λίγο διερευνητικά κι επέστρεψε σ’ εκείνο που έκανε. Άφησα τα ξύλα που κουβαλούσα δίπλα στη φωτιά και κάθισα βαριά δίπλα του, γέρνοντας πάνω στον κορμό του δέντρου. «Τι ώρα είναι;» «Η ώρα που βγαίνουν οι λύκοι». Χαμογέλασε αμυδρά με το κοινότοπο αστείο του, αλλά το βλέμμα του μου έλεγε πως δεν το διασκέδαζε. Η όλη ιστορία με τη Σκοτεινή Ηρωίδα είχε διώξει την εύθυμη διάθεση απ’ το πρόσωπό του. «Κοντεύουν μεσάνυχτα» πρόσθεσε, χωρίς να πάρει 388
το βλέμμα απ’ το ξύλο του. Το σκάλιζε με ένταση, αποφασιστικά, καθώς λεπτές φλούδες έπεφταν η μία μετά την άλλη στο έδαφος, μέχρι που έμεινε μόνο ένα κομμάτι άχρηστης φλούδας. Την πέταξε στο χώμα και δίπλωσε τον σουγιά του. Έστρεψε το βλέμμα του προς τον Κάιν και τον Φίλιξ που έφτιαχναν μια πυραμίδα από ξύλα μέσα στην πέτρινη εστία. Ο Φάλον γονάτισε δίπλα τους κι άρχισε να ψιθυρίζει στο προσάναμμα. Η Ότομν πλησίασε τον σύντροφό της, σαν να δίσταζε να έρθει πιο κοντά στους άλλους. Τελικά, πήγε κι έγειρε σ’ ένα δέντρο λίγο πιο μακριά απ’ τον κύκλο που είχαμε σχηματίσει οι υπόλοιποι. Τα μάτια της κοίταζαν μαγεμένα τη φωτιά που άναβε, και δεν τα πήρε από πάνω της ούτε όταν φούντωσε για τα καλά, ούτε όταν οι άλλοι άφηναν επιφωνήματα θαυμασμού. Ήξερα πως γινόμουν αδιάκριτη, αλλά μου ήταν αδύνατον να πάρω το βλέμμα μου από πάνω της. Συνέχιζε να κρατάει απόμακρη στάση απέναντί μου, παρά το τόσο καλοσυνάτο και διακριτικό φέρσιμό της νωρίτερα. Οι φλόγες αντανακλούσαν στα κεχριμπαρένια μάτια της προσδίδοντάς τους ακόμα μεγαλύτερο βάθος. Το βλέμμα της είχε τόση γνώση, τόση σοφία κρυμμένη μέσα του, που ήταν σαν να μην ανήκε σε δεκαεξάχρονο κορίτσι. Ήταν το βλέμμα ενήλικα, και μάλιστα κάποιου που είχε υπομείνει βάσανα και πόνους, που κατανοούσε σε βάθος τον κόσμο και ήξερε ποιον δρόμο έπρεπε ν’ ακολουθήσει στη ζωή. Το είχα ξαναδεί εκείνο το βλέμμα. Στα μάτια του πατέρα μου, του βασιλιά, του Ίγκλεν, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ήταν στα μάτια μιας νεαρής Σοφίστριας. Τα πάντα γύρω μας ησύχασαν καθώς τακτοποιηθήκαμε, άλλος πιο κοντά άλλος πιο μακριά, γύρω απ’ τη φωτιά που έκαιγε ζωηρά, σκορπώντας τη ζεστασιά της απλόχερα. Η θέρμη της έφτασε στα δάχτυλα των ποδιών μου και μετά στις γάμπες μου, κι όπως συνέχισε ν’ ανεβαίνει γλυκά έφτασε στο πρόσωπό μου, που φωτίστηκε κι άρχισε να καίει. Ο Φάλον, ικανοποιημένος με το έργο του, άπλωσε τα χέρια του πάνω απ’ τη φωτιά για να τα ζεστάνει. Η Ότομν σηκώθηκε και πήγε να καθίσει δίπλα του. Αμέσως η φωτιά έγειρε στην κυριολεξία προς το μέρος τους, αποκτώντας ταυτόχρονα μια έντονη πορτοκαλί λάμψη. Έσμιξε τα χείλη της σαν να ετοιμαζόταν να σφυρίξει και φύσηξε απαλά, αναγκάζοντας τη φωτιά να κάνει πίσω σαν να ’ταν κάποιο κακομαθημένο παιδί. Ο Φάλον γέλασε καθώς η φωτιά στρεφόταν πάλι μπρος, δοκιμάζοντας εκ νέου την τύχη της. Η σύντροφός του, σοβαρή, δεν έκανε τίποτε για να την επαναφέρει στην τάξη, αλλά συνέχισε να κοιτάζει τις φλόγες. Οι βρικόλακες, απ’ την άλλη, είχαν απομακρυνθεί απ’ την εστία. 389
Ο Κάσπαρ δίστασε για μερικά λεπτά μένοντας μαζί μου, αλλά ύστερα από λίγη ώρα είχε νικηθεί κι εκείνος από τη ζέστη και είχε αποσυρθεί στις σκιές. Για λίγο έπεσε σιωπή, που έσπαγε κάθε τόσο απ’ τα χαχανητά της Λάιλα. Δε χρειαζόταν μεγάλη φαντασία για να καταλάβω τι έκανε με τον Φάμπιαν πίσω απ’ τα δέντρα. Ο Φίλιξ κι ο Τσάρλι αντάλλασσαν κάπου κάπου καμιά κουβέντα, ενώ ο Άλεξ έβγαλε ξανά την κιθάρα του απ’ τη θήκη κι αφού κάθισε σε ακόμα μεγαλύτερη απόσταση απ’ τη φωτιά άρχισε να παίζει ανόρεχτα κάποιον σκοπό. Ο Κάιν, πάλι, άφηνε μερικά επιφωνήματα πού και πού. Φαίνονταν όλοι χαμένοι στις σκέψεις τους, όπως κι εγώ. Η ιδέα ότι τα πρόσωπα γύρω μου βρίσκονταν στο επίκεντρο εξελίξεων που αφορούσαν όλες τις διαστάσεις, σε μια τόσο σημαντική στιγμή, φάνταζε πολύ παράξενη. Ένα απ’ αυτά τα πρόσωπα είσαι κι εσύ, είπε η φωνή μου. Ξεφύσηξα από μέσα μου. Ούτε κατά διάνοια. Εγώ δεν καταλαβαίνω καλά καλά την Προφητεία. Τότε ίσως θα ’πρεπε να ρωτήσεις. Σκέφτηκα για λίγο τη συμβουλή της, αλλά κατέληξα πως δεν είχα το απαιτούμενο θάρρος – ένιωθα πολύ χαζή με τους Σοφούς γύρω μου. Στράφηκα προς τον Κάσπαρ. Με το που με είδε να τον κοιτάζω, σηκώθηκε. Έκανε τον γύρο της φωτιάς, άρπαξε ένα σακίδιο κι έβγαλε από μέσα κάτι σοκολάτες. Μου πέταξε μερικές κι έδωσε τις υπόλοιπες στους Σοφούς. Η Ότομν έσκισε το χαρτί της σοκολάτας της και την καταβρόχθισε λαίμαργα, κίνηση που στα μάτια μου την έκανε να μοιάζει πιο ανθρώπινη. Βλέποντάς την, ο Φάλον τής έδωσε και τη δική του, και με μια κίνηση του χεριού του εμφάνισε απ’ το πουθενά ένα μήλο. Ο Κάσπαρ μοίρασε στην ομήγυρη τις μπίρες που είχαν φέρει μαζί τους οι βρικόλακες. Η Ότομν αρνήθηκε ευγενικά τη δική της, κι ο Κάσπαρ ήρθε ξανά πίσω μου. Ταλαιπωρημένη απ’ τη φωτιά, πήγα και κάθισα δίπλα του. Άνοιξα μια μπίρα και ήπια μια γουλιά. «Πώς το κάνεις αυτό;» «Ποιο;» ρώτησε ο Φάλον, δαγκώνοντας το μήλο του. «Πώς παράγεις φαγητό απ’ το τίποτα;» «Σου είπα. Μαγεία». «Ναι, αλλά πώς είναι δυνατόν;» «Να που είναι» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους του. Για λίγη ώρα δε λέγαμε τίποτα. «Τότε δε θα υπάρχει πείνα». Ο Φάλον με κοίταξε θλιμμένος. «Εμείς ταΐζουμε τους δικούς μας». 390
«Τι εννοείς;» ρώτησα, ξέροντας καλά τι υπονοούσε. «Μπορούμε να παράγουμε φαγητό με τον τρόπο που είδες πριν, αλλά μόνο απ’ αυτά που προσφέρει η φύση, και η φύση δεν προσφέρει αρκετά για να τραφεί κάθε πληθυσμός, κάθε διάστασης, σε όλο τον κόσμο». Κατάλαβα τι συνέβαινε, ωστόσο η δήλωσή του μ’ είχε αφήσει εμβρόντητη. «Επομένως, εκατομμύρια άνθρωποι –εκατομμύρια αθώα παιδιά– πεθαίνουν από πείνα, ενώ τα σκοτεινά όντα απολαμβάνουν ανενόχλητα τα πλούτη τους;» «Δε θα χρησιμοποιούσα τη λέξη “πλούτη”» με αντέκρουσε ο Φάλον. Στράφηκα προς τον Κάσπαρ για υποστήριξη. «Εσύ μου είπες πως τα σκοτεινά όντα δε γνωρίζουν τι σημαίνει φτώχεια». Συγκατένευσε σοβαρός. «Δεν είναι μόνο αυτό. Είναι και θέμα πολιτικής. Υπάρχουν πολλά θέματα που χωρίζουν τα σκοτεινά όντα απ’ τους ανθρώπους». Ανασηκώθηκα. «Προφανώς» είπα απότομα, έχοντας στο μυαλό τη δική μου περίπτωση που αντανακλούσε τέλεια τη συγκεκριμένη κατάσταση. «Ο Κάσπαρ έχει δίκιο» είπε ο Κάιν. «Η συνεργασία είναι σχεδόν αδύνατη. Κι η μητέρα μας είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Δεν υπάρχει εμπιστοσύνη». Έστρεψα το βλέμμα μου γεμάτη ενοχή στο έδαφος. Το κουτάκι στο μυαλό μου κουνήθηκε. «Ε, τότε ίσως να ήρθε η στιγμή ν’ αλλάξει αυτό» κατέληξα ηττημένη. «Συμφωνώ με τη Βιολέτα». Τα μάτια όλων στράφηκαν στην Ότομν, καθώς το βλέμμα της διασταυρώθηκε για λίγο με το δικό μου. Έσπευσε να εξηγήσει τι εννοούσε: «Ο πλούτος θα μπορούσε να κατανεμηθεί πιο ισότιμα». «Μα, δεσποινίς Λι» είπε ο Φάλον. «Και ποιος πιστεύετε ότι θα μπορούσε να επιφέρει μια τέτοια αλλαγή;» Αναψοκοκκίνισα. «Μήπως οι Σκοτεινές Ηρωίδες; Αυτό δε θα κάνουν σύμφωνα με την Προφητεία;» Έπεσε σιωπή. Ο Φάλον καθάρισε τον λαιμό του κι έριξε μια λοξή ματιά στην Ότομν. «Θα σου πούμε την πρώτη και τη δεύτερη στροφή της Προφητείας, αλλά τίποτε παραπάνω. Δε γνωρίζεις αρκετά για τις άλλες διαστάσεις ώστε να την καταλάβεις». 391
Η δήλωσή του με πλήγωσε, αλλά κρίνοντας απ’ την αυστηρότητα με την οποία με κοίταζε ο Φάλον δε μ’ έπαιρνε να διαφωνήσω. «Την έχω ξανακούσει την πρώτη στροφή» είπα. Ειδικά ο προτελευταίος στίχος μάλλον θα με στοίχειωνε για πάντα. «Από τον Κάσπαρ να υποθέσω;» Ο Κάσπαρ έγνεψε καταφατικά και κάθισε κάτω, γέρνοντας το κεφάλι στον κορμό ενός δέντρου, παραιτημένος. Άφησε τα χέρια να πέσουν βαριά δίπλα του στο έδαφος κι απ’ την υπερένταση έχωσε τα νύχια του βαθιά στη γη. Τον κοίταξα αποκαρδιωμένη, ανίκανη να καταλάβω γιατί είχε αποτραβηχτεί έτσι ξαφνικά, και σχεδόν ασυναίσθητα πλησίασα το χέρι μου όσο πιο κοντά μπορούσα στο δικό του. Ίσως να ένιωσε τη ζεστασιά μου, γιατί σιγά σιγά έδειξε να χαλαρώνει. «Καλώς. Μόνο τη δεύτερη στροφή τότε». Ο Φάλον ανασήκωσε τους ώμους του κι ήπιε μια μεγάλη γουλιά απ’ την μπίρα του. Μετά ζούληξε το κουτάκι με την παλάμη του. Όταν την ξανάνοιξε, το κουτάκι είχε γίνει σκόνη, την οποία σκόρπισε πάνω στη φωτιά. Η Ότομν τον κοίταξε κι άρχισε ν’ απαγγέλλει στη μητρική της γλώσσα, ενώ ο Φάλον ανέλαβε τη μετάφραση. Η μοίρα της σκαλισμένη στην πέτρα, γεννημένη για να καθίσει στον δεύτερο θρόνο. Προορισμένη να προδώσει τον δικό της, άρρηκτα δεμένη με την παλιά του αμαρτία, λουσμένη στο αίμα του μαύρου ρόδου. Ούτε γέννα ούτε χρόνος ούτε επιλογή, έτσι δύο αθώοι, ως μάρτυρες, πρέπει να πεθάνουν για το κορίτσι που γεννήθηκε για να εμψυχώσει τις εννιά. Οι τελευταίες της λέξεις ειπώθηκαν με τέτοια σοβαρότητα και σφοδρότητα, που και η ίδια φάνηκε να εκπλήσσεται με τον εαυτό της. Ο Φάλον δεν έδειξε ν’ απορεί με τη συμπεριφορά της· μάλιστα δεν κουνήθηκε καν απ’ τη θέση του, συνέχισε απλώς να κοιτάζει τον σκοτεινό ουρανό σαν να μετρούσε τ’ αστέρια. Με το τέλος της απαγγελίας της έπεσε σιωπή. Ο μόνος ήχος που ακουγόταν ήταν το τσιτσίρισμα της φωτιάς, που πάλεψε για λίγο με μια πνοή ανέμου η οποία χύμηξε πάνω της με ορμή χωρίζοντάς τη στα δύο, για να χαθεί μέσα στο πυκνό δάσος αφήνοντας πίσω της μόνο ένα σφύριγμα. Κούρνιασα δίπλα στον Κάσπαρ αγκαλιάζοντας τα γόνατά μου και κοίταξα με τη σειρά μου τον ουρανό· αναρωτήθηκα αν εκείνη η παράξενη, αέρινη, αλλά και τόσο γήινη γλώσσα, καθώς και τα αλλόκοτα πλάσματα που τη μιλούσαν, ήταν πιο οικεία στ’ αστέρια απ’ ό,τι εμείς οι 392
άνθρωποι. Ο Φάλον αναστέναξε κι ανασηκώθηκε στηρίζοντας το σώμα στους αγκώνες του. «Αυτή η στροφή αποτελεί πραγματική κήρυξη πολέμου». «Μα έχουμε ειρήνη αυτή την περίοδο, έτσι δεν είναι;» ρώτησα μπερδεμένη. «Όχι, δεσποινίς Λι» είπε ο Φάλον σαν να μιλούσε ξανά σε μικρό παιδί. «Αν είχαμε ειρήνη, δε θα βρισκόσασταν τώρα εδώ. Ούτε θα ήσασταν πολιτική κρατούμενη. Και το πιο σημαντικό, δε θα καλούσασταν να πάρετε μια απόφαση για ένα ζήτημα που μέχρι πρόσφατα δε σας περνούσε καν απ’ το μυαλό ότι υπάρχει». Χαμήλωσα το βλέμμα μου. «Αν ήμασταν σε καιρό ειρήνης, κανένα παιδί δε θα λιμοκτονούσε, ούτε απ’ τον δικό μου κόσμο ούτε απ’ τον δικό σας». Ένωσα τα χέρια μου και τα έσφιξα το ένα με το άλλο. «Πάνε χιλιετίες από τότε που είχαμε τελευταία φορά ειρήνη. Και πολύ αμφιβάλλω αν θα έχουμε ποτέ ξανά στο μέλλον. Η κατάσταση επιδεινώνεται. Δεν μπορείτε να το δείτε ακόμη, δεσποινίς Λι». Ήταν η σειρά της Ότομν να χαμηλώσει το βλέμμα της. «Κι ελπίζετε πως οι Ηρωίδες θα καταφέρουν να σώσουν την κατάσταση;» είπα ξεφυσώντας με δυσπιστία. «Καλή τύχη!» Έγειρα ξανά στο δέντρο γελώντας σαρκαστικά. Ο Κάσπαρ δίπλα μου γέλασε κι εκείνος πνιχτά, αλλά μαζεύτηκε αμέσως με το που έπεσε πάνω του το όλο αποδοκιμασία βλέμμα του Φάλον. «Μήπως θα έπρεπε να εκλάβω το γέλιο σας ως κάποια κακόβουλη προσβολή, δεσποινίς Λι;» Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου κοιτώντας τον όλο αθωότητα, ίσως μάλιστα να το παράκανα γυρίζοντας και κλείνοντας το μάτι στον Κάσπαρ, που δαγκώθηκε για να μη λυθεί στα γέλια. «Δεν καταλαβαίνω πού είναι το αστείο». «Π… πουθενά» είπα, προσπαθώντας να πνίξω το νευρικό γέλιο που ανέβαινε στα χείλη μου. Πραγματικά, δεν έβρισκα την όλη κατάσταση αστεία, αλλά χαιρόμουν τόσο που έβλεπα τον Κάσπαρ να χαμογελάει ξανά, ώστε δε μ’ ένοιαζε τίποτ’ άλλο. «Σοβαρά τώρα. Αν ξέρω κάτι για τους ανθρώπους που έχουν εξουσία στα χέρια τους, είναι ότι θα προτιμήσουν να πεθάνουν παρά να δεχτούν κάποια αλλαγή». Ξαφνικά η Ότομν σηκώθηκε και ψιθύρισε κάτι που ακούστηκε σαν «κουράστηκα» στον Φάλον, ο οποίος απάντησε στη γλώσσα τους. Του έγνεψε κι άρχισε ν’ απομακρύνεται. Με μια αέρινη κίνηση ο Φάλον βρέθηκε όρθιος. Μου κόπηκε το γέλιο στη στιγμή. 393
Ο Φάλον τη φώναξε, κι εκείνη σταμάτησε επιτόπου, χωρίς ωστόσο να γυρίσει. «Ξεχάστηκες, Ότομν. Υπάρχουν μέλη της βασιλικής οικογένειας ανάμεσά μας». Οι ώμοι της ανασηκώθηκαν λίγο και ξανάπεσαν σαν ν’ αναστέναξε. Στράφηκε αργά και είτε για να δείξει τους καλούς της τρόπους είτε για να χλευάσει, δεν ήμουν σίγουρη τι απ’ τα δύο ίσχυε, έκανε την πιο βαθιά υπόκλιση που είχα δει ποτέ μου. «Υψηλότατε. Λόρδοι μου. Κύριοι». Τα μάτια της πέρασαν αργά πάνω απ’ τον καθένα, μέχρι που σταμάτησαν και σ’ εμένα. «Κυρία μου». Έστρεψε το βλέμμα της προς τον Φάλον και, κοιτώντας τον επικριτικά, κοντοστάθηκε σαν να έψαχνε στα μάτια του την αποδοχή. Αλλά δεν περίμενε πολύ. Γύρισε απότομα τινάζοντας τα μαλλιά της και μ’ ένα σάλτο εξαφανίστηκε μέσα στο πυκνό δάσος. Η σιωπή που έπεσε στο ξέφωτο μετά την αποχώρησή της ήταν εκκωφαντική. Μια πικρή, στενάχωρη αίσθηση μου πλάκωσε την καρδιά. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ώρες από τότε που είχα γνωρίσει εκείνο το κορίτσι, κι αισθανόμουν σαν να είχα προσβάλει μια καλή μου φίλη. Η ζήλια που είχα αισθανθεί νωρίτερα, όταν ο Κάσπαρ τής είχε φερθεί ευγενικά, έμοιαζε ασήμαντη, η επιπολαιότητά μου παιδική. Ο Φάλον κάρφωσε για λίγο το βλέμμα του στο δάσος, προτού γυρίσει αργά προς τον Κάσπαρ και τον κοιτάξει απολογητικά. Αντάλλαξαν αβρότητες και, αφού ο Φάλον ζήτησε συγγνώμη για τη συμπεριφορά της, «πολύ ανάρμοστη» είπε, έφυγε για να τη βρει, ξέροντας πως οι βρικόλακες θα έμεναν πίσω άγρυπνοι φρουροί. Το τελευταίο πράγμα που είδα πριν αποκοιμηθώ ήταν οι χαρακτηριστικές ουλές του Φάλον μέσα απ’ τις φλόγες της φωτιάς, η οποία συνέχιζε να καίει δυνατή, καθώς και το χέρι του Κάσπαρ που σερνόταν διστακτικά κοντά στο δικό μου, με την παλάμη να κοιτάζει τ’ αστέρια.
394
KEΦΑΛΑΙΟ 55
Κάσπαρ ΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΟΥ ΡΟΛΟΓΙΟΥ ΜΟΥ κινούνταν βασανιστικά αργά καθώς η νύχτα σερνόταν προς το τέλος της. Ένιωθα κουρασμένος, συγχυσμένος. Δίπλα μου η Βιολέτα ανέπνεε ήρεμα και βαθιά. Ωστόσο, αραιά και πού τιναζόταν σαν κάτι να τάραζε τα όνειρά της. Σε μια στιγμή αναστέναξε και γύρισε στο πλάι. Τράβηξα βιαστικά το χέρι μου. Το χέρι που για μισή ώρα δεν το είχα πάρει από κοντά της. Μπορεί να μας χώριζαν πολλά χιλιόμετρα απ’ τον πατέρα μου, αλλά δεν μπορούσα να διακινδυνεύσω ένα άγγιγμα. Αλλά ακόμα κι αν ο βασιλιάς δεν το μάθαινε ποτέ, πάλι δε θα την άγγιζα. Είχε δίκιο ο βασιλιάς. Είχα καθήκον απέναντι σε κάποια άλλη. Όχι στη Βιολέτα. Πάντα έτσι ήταν. Έτσι πρόσταζε η Προφητεία. Και η Βιολέτα ήταν εκεί, δίπλα μου, έτοιμη να θυσιάσει την ανθρώπινη υπόστασή της για μένα, και τι θα της ανταπέδιδα εγώ; Ήμουν ανόητος που της επέτρεψα να έρθει τόσο κοντά. Ανόητος που δε στάθηκα ούτε στιγμή ν’ αναλογιστώ τις πράξεις μου. Ανόητος που χρειάστηκε να μας χωρίσουν για δύο εβδομάδες για ν’ αντιληφθώ τι αισθανόμουν πραγματικά για κείνη. Είναι τρελό, είναι λάθος, και θα την πληγώσει. Κι όμως, σ’ έφερε πίσω, Κάσπαρ. Έφερε πίσω εκείνο το κομμάτι σου που γνώριζε η μητέρα σου, μου υπενθύμισε η φωνή μου. Και ποιο κομμάτι είν’ αυτό; Δεν απάντησε. Κοίταξα την ντελικάτη φιγούρα της Βιολέτας. Η ενοχή διαπέρασε το στήθος μου σαν σουβλιά. Την είχα αδικήσει και, το κυριότερο, δεν μπορούσα να βρω το θάρρος να της πω το γιατί. Και ήξερα πως δε θα το ’βρισκα και ποτέ. Θα μάθαινε την αλήθεια με τον δύσκολο τρόπο όταν θα έπαιρνε τα ηνία η μοίρα. Κι εκείνη η ώρα πλησίαζε πολύ γρήγορα. Η Αθενία είχε βρει την
395
Πρώτη Ηρωίδα, όποια κι αν ήταν, και σύντομα θα βρισκόταν κι η Δεύτερη. Αναστέναξα, κι έβγαλα απ’ την τσέπη μου ένα ταλαιπωρημένο, τσαλακωμένο κομμάτι χαρτί. Το άνοιξα αγγίζοντας μελαγχολικά τα πιο σκούρα σημεία – εκείνα στα οποία είχαν πέσει τα δάκρυά μου. Το γράμμα της μητέρας. Το ένα απ’ τα δύο. Πολυαγαπημένη μου Μπέριλ Δε χρειάστηκε να διαβάσω παρακάτω για να θυμηθώ τι έλεγε. Το ’χα διαβάσει τόσες φορές, που το χαρτί είχε αρχίσει να φθείρεται από το δίπλωμα και το ξεδίπλωμα. Άλλο ήταν το γράμμα που έψαχνα. Το βρήκα μέσα στην τσέπη μου τσαλακωμένο. Το ξεδίπλωσα και το ίσιωσα στα γόνατά μου. Πολυαγαπημένε μου γιε Κάσπαρ Σου εφιστώ την προσοχή, γλυκό μου παιδί: αναχωρώ για τη Ρουμανία σε μία εβδομάδα, αλλά δε θα φύγω πριν σου εμπιστευτώ όσα γνωρίζω. Ωστόσο, θα σε συμβούλευα να μη διαβάσεις το υπόλοιπο γράμμα μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα κρίνεις ότι είναι απαραίτητο. Αν είσαι ευτυχής και ήρεμος, γιε μου, μη γυρίσεις σελίδα. Ξέρω πως είσαι αρκετά συνετός για να μην παρακούσεις τα λόγια μου. Το είχα στην κατοχή μου απ’ την ημέρα που πέθανε. Την πρώτη φορά που ξεδίπλωσα το φύλλο ήταν όταν ο πατέρας μου μου έδωσε το γράμμα που είχε γράψει η μητέρα στην Μπέριλ που το φυλάγαμε όλοι σαν να ήταν θησαυρός. Αυτό το γράμμα είναι το πρώτο. Υπάρχει ακόμα ένα, μου είχε αναφέρει, ακουμπώντας στην πέτρα πάνω στο Σημείο των Βαρν, το πρώτο πρωινό αφότου κοιμήθηκα με τη Βιολέτα. Ήρθε η στιγμή να διαβάσεις και το δεύτερο. Και τότε μου τα είπε. Τα πάντα. Τον λόγο για τον οποίο δεν μπορούσαμε ν’ αγγιζόμαστε. Τον λόγο για τον οποίο μ’ έστελνε στη Ρουμανία. Γύρισα πίσω τρέχοντας. Ανέβηκα τα σκαλιά δυο δυο. Όρμησα στο δωμάτιο τη στιγμή που οι υπηρέτριες κάλυπταν τα έπιπλα με σεντόνια. Υποκλίθηκαν κι αφήνοντας τα πάντα ως είχαν τράπηκαν σε φυγή, τρομοκρατημένες απ’ τα μουγκρητά και τους βρυχηθμούς μου καθώς άνοιγα συρτάρια και ντουλάπες εκσφενδονίζοντας τα περιεχόμενά τους εδώ κι εκεί, μέχρι που βρήκα το πολυπόθητο γράμμα. Κάθισα στο κρεβάτι, στα 396
ίδια σεντόνια που το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί η Βιολέτα, κρατώντας το σφιχτά στο χέρι μου. Το διάβασα ακούγοντας την καρδιά της να χτυπάει ακανόνιστα στο διπλανό δωμάτιο, καθώς είχε βυθιστεί σ’ έναν ταραγμένο ύπνο. Είχε αλλάξει τα πάντα. Ακόμα κι αν είχα συνειδητοποιήσει πως η Βιολέτα δεν ήταν πια απλώς ένα βραβείο που κέρδισα και το πέταξα στην άκρη, ούτε άλλη μια κατάκτηση στο κρεβάτι μου, αλλά ένα πλάσμα που άξιζε όλη μου την εκτίμηση και τον σεβασμό – ακόμα κι έτσι, εκείνο το γράμμα είχε αλλάξει τα πάντα. Πήρα το δεύτερο γράμμα μαζί μου στη Ρουμανία. Έπινα μόνος μέσα σε παραλήρημα, προσπαθώντας απελπισμένα να πνίξω τη στενοχώρια μου στο ποτό. Πέρασα μέρες ολόκληρες ελπίζοντας εγωιστικά μέσα μου ν’ ανταποκριθεί στα αισθήματά μου, αν και ήξερα ότι θα ήταν πολύ καλύτερο για κείνη αν δεν το έκανε. Επέστρεψα θέλοντας να τη δω απεγνωσμένα πριν απ’ τον χορό, αλλά με πρόλαβαν τα γεγονότα. Τα νέα που θα καθόριζαν τη μοίρα τόσο πολλών ατόμων είχαν πέσει σαν κεραυνός στ’ απροετοίμαστα αυτιά μας. Είχε βρεθεί. Το πρώτο κορίτσι. Η Σοφίστρια Ηρωίδα. Η Αθενία έκλεισε τα σύνορά της κι αρνήθηκε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες. Αλλά ο χορός έγινε κανονικά. Δε θα ξεχνούσα ποτέ όσο ζούσα το πρόσωπό της τη στιγμή που ο πατέρας μου έμπηγε τους κυνόδοντές του στον λαιμό της. Ποτέ. Το μενταγιόν θα ’πρεπε να είναι αποχαιρετιστήριο δώρο. Θα ’πρεπε να την έχω αφήσει ήσυχη, αλλά δεν μπόρεσα. Δεν μπορούσα αφότου ο πατέρας μου μου αποκάλυψε τα συναισθήματά της για μένα. Δεν μπορώ να την αφήσω, αλλά δεν μπορώ και να της ραγίσω την καρδιά. Σύντομα αισθάνθηκα να πνίγομαι. Δεν άντεχα ν’ ακούω την ανάσα της τόσο κοντά μου. Έτσι, σηκώθηκα, και τσαλακώνοντας και τα δύο γράμματα τα έχωσα στην τσέπη μου. Έφυγα χωρίς να μπω στη διαδικασία ν’ απαντήσω στις ερωτήσεις των υπολοίπων που φώναζαν στο κατόπι μου.
397
KEΦΑΛΑΙΟ 56
Βιολέτα ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΞΕΧΕΙΛΙΖΕΙ ΑΠΟ ΖΩΗ ΑΠΟΨΕ, σκέφτηκε εκείνος. Αν και η επιλογή της λέξης «ζωή» μάλλον δεν ήταν η πιο κατάλληλη. Οι φρουροί του Βάρνλεϊ είχαν διώξει τους βρικόλακες του υποκόσμου και τους εκτελεστές απ’ το δάσος λόγω των εορτασμών του Ως την Αιωνιότητα. Το συμβούλιο, τουλάχιστον για λίγες μέρες, είχε ξεχάσει το σχέδιο του Μάικλ Λι για τη διάσωση της κόρης του. Τη θέση του είχε πάρει η παράδοση κι ο θρύλος: η Προφητεία. Αναστέναξε. Η διπλή ζωή που ζούσε τόσον καιρό τον είχε εξαντλήσει. Το να τριγυρίζει ελεύθερος, όντας απλώς ο εαυτός του κι όχι η φιγούρα με τον μανδύα που το δάσος είχε μάθει να φοβάται, τον γέμιζε ανακούφιση. Εκείνο που υπήρξε στα νιάτα του είχε χαθεί για πάντα. Είχε ακολουθήσει αυτό το μοναχικό μονοπάτι συνειδητά, κάνοντας τα πάντα για να μεταμορφωθεί σ’ έναν αλήτη, έναν αχρείο – ίσως και σ’ έναν επαναστάτη που θα γύριζε την πλάτη στην εξουσία, εισχωρώντας στον υπόκοσμο. Αλλά το σχέδιο είχε ναυαγήσει. Η ειρωνεία ήταν πως είχε γίνει εκείνο ακριβώς απ’ το οποίο προσπαθούσε τόσο καιρό να ξεφύγει: δεν ήταν πια παιδί, ήταν άντρας, ένας άντρας έτοιμος να φορτωθεί στις πλάτες του την εξουσία απ’ την οποία επιχειρούσε ν’ απαλλαγεί. Ένα κουνέλι πέρασε χοροπηδώντας ανάμεσα απ’ τα πόδια του, αλλά το αγνόησε, δε διψούσε πια αφού είχε πιει απ’ το ελάφι νωρίτερα. Ορκίστηκε σιωπηλά στον εαυτό του πως οι μέρες που τριγυρνούσε στις κατακόμβες και στα έλη είχαν παρέλθει οριστικά. Είχε πάρει την εκδίκησή του. Είχε σκοτώσει αρκετούς κυνηγούς, αρκετούς εκτελεστές στο δάσος. Το μυαλό του έτρεχε με χίλια. Ήταν σίγουρος πως ο Μάικλ Λι δε θα καθυστερούσε άλλο να έρθει για την κόρη του. Είχαν περάσει μήνες,
398
και ήταν άνθρωπος που λειτουργούσε βάσει στρατηγικής. Δε θα μπορούσε να του δοθεί καλύτερη ευκαιρία να επιτεθεί, καθώς το βασίλειο είχε στρέψει όλη του την προσοχή στις Ηρωίδες. Δε θα την ξεχνούσε, κι ας τους είχε ξεχάσει η ίδια. Το καλύτερο για κείνη θα ήταν να επιστρέψει στο σπίτι της. Αλλά πώς θα μπορούσε να συνεχίσει; Πώς θα μπορούσε να ξεχάσει; Είχε γνωρίσει έναν ολόκληρο καινούριο κόσμο που ζούσε παράλληλα με τον δικό της. Έναν κόσμο που παραλίγο να γίνει και δικός της. Αλλά το Βάρνλεϊ δεν είναι για κείνη. Το τοπίο άλλαξε, κι η φιγούρα –χωρίς τον μανδύα πια– επιβράδυνε καθώς πλησίαζε στο ξέφωτο. Ξέροντας πως θα τον ακούσει, μίλησε μέσα στο μυαλό της. Η φωνή του ήταν κάτι παραπάνω από οικεία για κείνη. Συγχώρεσέ με, Κοριτσάκι, σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Συγχώρεσέ με, Κοριτσάκι, σε παρακαλώ συγχώρεσέ με. Πετάχτηκα σαν ελατήριο, αγκομαχώντας. Ξαφνικά ένιωθα άδεια μέσα μου. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, επιτρέποντας στο λιγοστό φως να εισχωρήσει μέσα τους και να σκιαγραφήσει μια σιλουέτα που στεκόταν απέναντί μου. Ο Κάσπαρ. Είναι ο Κάσπαρ. Δέκα ζευγάρια ανήσυχα μάτια στράφηκαν πάνω μου, αλλά εγώ δεν μπορούσα να δω παρά μόνο ένα. Τα σμαραγδί μάτια μιας φιγούρας που πλησίαζε αργά τη φωτιά. Δε γίνεται να είν’ αυτός. Πώς είναι δυνατόν; Ο Κάσπαρ, χωρίς μανδύα, με τα χέρια του χωμένα βαθιά στις τσέπες και τον γιακά του μπουφάν του σηκωμένο, πέρασε σαν σκιά μπροστά απ’ τη φωτιά, χωρίς να του δώσει κανείς σημασία – κανείς πέρα από μένα. Είχαν όλοι στραμμένη την προσοχή τους αλλού. Κάποιοι μάζευαν τα άδεια κουτάκια μπίρας απ’ το έδαφος, άλλοι έσβηναν τη φωτιά, άλλοι έκλειναν τα σακίδια. Όλοι ασχολούνταν με κάτι, εκτός απ’ την Ότομν, που είχε καρφωμένα τα μάτια της πάνω μου. Δεν μπορεί να είν’ ο Κάσπαρ ο βρικόλακας στα όνειρά μου. Απλά δε γίνεται. Το μυαλό μου έτρεχε, αλλά η καρδιά μου σερνόταν απ’ την απογοήτευση. Την ήξερα τη φωνή που είχα ακούσει δευτερόλεπτα πριν. Μ’ είχε αποκαλέσει «Κοριτσάκι». Κανείς άλλος δε με αποκαλεί έτσι. Τελικά, υπερίσχυσε η λογική μου. Τα μάτια μου δεν μπορούσαν να με γελάσουν. Και τα μάτια μου είχαν δει τον Κάσπαρ και τον βρικόλακα 399
με τον μανδύα στο ίδιο δωμάτιο λίγο προτού φύγουμε για Λονδίνο, κάποιες εβδομάδες πριν. Δεν έβγαινε νόημα. Το βλέμμα μου έπεσε πάνω του. Μάζευε τις στάχτες απ’ τη φωτιά. Σηκώθηκα όρθια με κόπο. «Δε σου έχουν πει πως δεν είν’ ευγενικό να καρφώνεις τον κόσμο έτσι, Κοριτσάκι;» Το ’ξερα πως τον κοίταζα επικριτικά, αλλά δεν μπορούσα να συγκρατηθώ. Έψαχνα απελπισμένα για κάποια ένδειξη στο πρόσωπό του που θα φανέρωνε πως καταλάβαινε το γιατί. Κάποια ένδειξη πως η φωνή που μου είχε ζητήσει συγχώρεση πριν από λίγο ήταν όντως η δική του. Αλλά δεν υπήρχε τίποτα στην έκφρασή του που να επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Πέρασε το σακίδιό του στον ώμο κι έφυγε ακολουθώντας τον Άλεξ και τον Τσάρλι, που είχαν ήδη πάρει το μονοπάτι της επιστροφής. Τον παρακολούθησα ν’ απομακρύνεται. Συντροφιά του, το περίγραμμα κάποιου καλυμμένου από μαύρο μανδύα. Τον ακολουθούσε προς τον λόφο κουβαλώντας στα χέρια του το αδύναμο σώμα ενός μισόγυμνου κοριτσιού. Στο πέρασμά τους το έδαφος βαφόταν κόκκινο απ’ το αίμα που έσταζε απ’ τις πληγές στον λαιμό του άτυχου κοριτσιού. Μια χρυσαφένια λάμψη πέρασε τότε με ταχύτητα μπροστά απ’ τα μάτια μου, και ταρακούνησα το κεφάλι μου προσπαθώντας να διώξω την προηγούμενη εικόνα απ’ το μυαλό μου. Επικεντρώθηκα στην Ότομν Ρόουζ, η οποία με μια αιθέρια κίνηση πέρασε τον μανδύα της γύρω απ’ τους ώμους και έσπευσε να προφτάσει τους υπόλοιπους. Πήρα βαθιά ανάσα και, διώχνοντας το όνομα του νεκρού κοριτσιού απ’ τη σκέψη μου, τους ακολούθησα. Σε παρακαλώ, Θεέ μου, κάνε να μην είναι ο Κάσπαρ. Περπατώντας με βαριά καρδιά, βγήκα απ’ το δάσος στο ξέφωτο που ονόμαζαν Σημείο των Βαρν. Το έδαφος ήταν καλυμμένο με αγριόχορτα κι είχε ανηφορική κλίση, σχηματίζοντας χωμάτινο λοφίσκο στην κορυφή του οποίου δέσποζε ένας τεράστιος ογκόλιθος. Το χώμα ήταν υγρό απ’ τον πρωινό παγετό, που έλιωνε σιγά σιγά κάτω απ’ τα πόδια μας καθώς έπεφταν πάνω του οι πρώτες αχτίδες του ήλιου. Μια τεράστια σκιά διαγραφόταν στα χόρτα καθώς το φως γλιστρούσε πάνω στον ογκόλιθο. Η πέτρα του ήταν σκαμμένη στη μια πλευρά σχηματίζοντας αυλάκια στο μέγεθος παλάμης ή μικρής πατημασιάς. Ο Κάσπαρ έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω και παίρνοντας φόρα όρμησε μετά προς τα μπρος. Χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια, έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε στην κορυφή του ογκόλιθου. Κοίταξε 400
τους υπόλοιπους αυτάρεσκα, σαν να τους προκαλούσε ν’ ακολουθήσουν. Ο Άλεξ γέλασε και πηδώντας όσο τέσσερις φορές το μπόι του βρέθηκε σε κλάσματα δευτερολέπτου δίπλα στον Κάσπαρ. Ο ένας μετά τον άλλον έκαναν το ίδιο. Όλοι εκτός απ’ τον Κάιν, που κοιτώντας επιφυλακτικά τον ογκόλιθο προτίμησε να σκαρφαλώσει. Μου ’κανε νόημα να τον ακολουθήσω. Τον πλησίασα διστακτικά. Δε φοβόμουν τα ύψη ή την πτώση αλλά μη γίνω ρεζίλι. Ξεκούμπωσα το παλτό μου και το άφησα να πέσει στο έδαφος δίπλα στα σακίδια. Ήξερα πως πιθανόν να πάγωνα μόνο με την μπλούζα μου, αλλά ο όγκος του παλτού θα με δυσκόλευε στην ανάβαση. Έχωσα το πόδι μου σε μια σχισμή. Ο Κάιν μού χαμογέλασε ενθαρρυντικά κι άρχισε ν’ ανεβαίνει, υποδεικνύοντάς μου ταυτόχρονα τα καλύτερα πατήματα. Όταν έφτασε στην κορυφή, άπλωσε το χέρι του, το οποίο και έπιασα ευγνωμονώντας τον. Μ’ ένα απλό τράβηγμα βρέθηκα δίπλα του. Η θέα από εκεί ψηλά ήταν το λιγότερο εκπληκτική. Ο ήλιος, σαν μια τεράστια μπάλα φωτιάς, είχε αρχίσει ν’ ανεβαίνει μακριά, πάνω απ’ τη Βόρεια Θάλασσα. Το νερό ήταν σκούρο μπλε, σχεδόν μαύρο, κι ο ουρανός πεντακάθαρος, πέρα από μια πορτοκαλί λωρίδα που τον έσκιζε στη μέση και εκτεινόταν μέχρι εκεί που έφτανε η ματιά μου. Σε πρώτο πλάνο, ο Τάμεσης διέσχιζε στριφογυρίζοντας την ενδοχώρα. Τα έλη στις παρυφές του έδιναν σταδιακά τη θέση τους στα πεύκα, που ανέβαιναν πυκνά καταπίνοντας στο διάβα τους τους λόφους, για να χαθούν απότομα καθώς έπαιρναν τα ηνία οι γυμνές αριστοκρατικές βελανιδιές. Μέχρι που στο βάθος, πολύ μακριά από εκεί όπου βρισκόμασταν, αχνοφαινόταν μια μεγάλη έκταση ανοιχτού πράσινου και άσπρου: το Βάρνλεϊ. Πάνω απ’ τα δέντρα μπορούσα να διακρίνω ως και κάποιους απ’ τους πυργίσκους του. «Όμορφο δεν είναι;» είπε μια φωνή πίσω μου. Δε χρειάστηκε να γυρίσω για να δω πως ήταν ο Κάσπαρ. Στεκόταν αφύσικα κοντά μου... τόσο που δεν τολμούσα να κουνηθώ από φόβο μην τον αγγίξω. «Κάτι δεν πάει καλά, έτσι δεν είναι, Κάσπαρ;» μουρμούρισα κοιτώντας αφηρημένα τη λάμψη από τις αχτίδες του ήλιου στην επιφάνεια της λίμνης. Τον ένιωσα να κάνει λίγο πίσω. «Όχι, τι σε κάνει να το πιστεύεις αυτό;» «Μη μου λες ψέματα» είπα γελώντας άνευρα. «Είναι απ’ τα πράγματα στα οποία δεν είσαι καθόλου καλός». 401
Δεν απάντησε αμέσως. Ένιωσα την πλάτη μου να παγώνει. Έσκυψε στ’ αυτί μου. «Έχεις ακούσει τον πατέρα μου να μιλάει για καθήκον». Δεν ήταν ερώτηση – γνωρίζαμε κι οι δύο πως τον είχα ακούσει. «Και ξέρεις πως το καθήκον μου είναι η προάσπιση του βασιλείου και μόνον αυτού». Ξεροκατάπια. «Δε θέλω να το κυβερνήσω μόνος μου αυτό το βασίλειο, Βιολέτα». Η καρδιά μου σκίρτησε. Θύμωσα μαζί της. Δεν ήθελα να την ακούσει. Δεν ήθελα να ξέρει την επίδραση που είχε πάνω της. «Θέλω κάποια δίπλα μου που θα ξέρει πότε λέω ψέματα, που θα ’χει το θάρρος να μου φέρνει αντιρρήσεις όταν χρειάζεται... Κάποια που θα μ’ έχει δει στις χειρότερες στιγμές μου. Αλλά αυτό που θέλω δεν ταυτίζεται απαραίτητα με το καθήκον μου, και–» Γύρισα το κεφάλι μου απότομα για να τον κοιτάξω. «Ποιες είν’ αυτές οι στιγμές;» «Ξέρεις καλά για τι μιλάω, Κοριτσάκι. Τις έχεις δει». «Όχι» είπα ξεψυχισμένα. Δε γίνεται να είν’ αυτός. Απλά δε γίνεται. «Έχω καταλάβει πως εδώ και καιρό κάποιος μπαίνει κρυφά στο μυαλό μου. Όταν ο Φάμπιαν μού είπε για τα όνειρά σου, ξεκαθάρισαν όλα» συνέχισε. Η φωνή του ήταν μονότονη, σαν να μιλούσε για κάτι απλό. «Δεν μπορεί να είναι σύμπτωση, αν λάβουμε υπόψη ότι έχεις το αίμα μου· είναι ασυνήθιστο, αλλά όχι και αδύνατο για έναν ημι-βρικόλακα να μπαίνει στο μυαλό κάποιου». Η εξήγησή του δε σήμαινε τίποτε για μένα. Ήταν σαν να μην τον άκουγα. Δεν μπορούσα καν να τον διορθώσω σχετικά με το πότε είχαν αρχίσει εκείνα τα όνειρα. Σίγουρα πριν γίνω ημι- βρικόλακας. Αυτός ο άντρας, που είχα μάθει να τον εμπιστεύομαι... αυτός ο άντρας, που είχα αρχίσει να τον ερωτεύομαι, αυτός για τον οποίο ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω την ανθρώπινη υπόστασή μου, δεν μπορεί να είναι ο βάρβαρος που περιφέρεται στο δάσος μαζί με τ’ άλλα αποβράσματα. Εκείνο το τέρας δεν μπορεί να είναι ο πρίγκιπας του βασιλείου, ο διάδοχος του θρόνου. Όμως την ώρα που έκανα εκείνες τις σκέψεις, ήρθε στο μυαλό μου η εικόνα του κοριτσιού που είχε σκοτώσει στο πανηγύρι στο Λονδίνο, που δε διέφερε και πολύ από το άλλο στις κατακόμβες. «Όχι» επανέλαβα. «Δε θες να το πιστέψεις, έτσι δεν είναι, Κοριτσάκι;» Κούνησα το κεφάλι μου κι έκανα ένα βήμα πίσω. Χαμήλωσε το βλέμμα του. «Μακάρι να μπορούσες να με δεχτείς 402
σαν βρικόλακα και ν’ απαλλαγείς απ’ την ψευδαίσθηση ότι είμαι κάτι διαφορετικό». Έκανα ακόμα ένα βήμα πίσω. «Μην παίζεις με το μυαλό μου, Κάσπαρ». Μην παίζεις με την καρδιά μου. «Δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου». Ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα, προτού χάσω τη γη κάτω απ’ τα πόδια μου. Ουρλιάζοντας, ένιωσα ένα χέρι να με αρπάζει απ’ τον καρπό, ένα χέρι πολύχρωμο και σημαδεμένο, κι ένα ζευγάρι μάτια στο χρώμα του κεχριμπαριού να με κοιτάζουν, προτού πέσω στο κενό παρασύροντας και την Ότομν Ρόουζ. Έκλεισα τα μάτια περιμένοντας την αναπόφευκτη πρόσκρουση στο έδαφος, η οποία δεν ήρθε ποτέ. Αντίθετα, προσγειώθηκα απαλά σαν πούπουλο με την πλάτη στα υγρά χόρτα. Η Ότομν ήταν ήδη όρθια, χωρίς ούτε μία γρατζουνιά πάνω της. Ανασηκώθηκα διστακτικά στους αγκώνες μου κι ένιωσα έναν πόνο να διαπερνάει το χέρι μου, σαν κάποιος να το είχε σκίσει με μαχαίρι απ’ το εσωτερικό του αγκώνα ως τον καρπό. Στηρίχτηκα στο άλλο μου χέρι κι ανάγκασα τον εαυτό μου να κοιτάξει. Το χέρι μου ήταν σκισμένο ως τον καρπό. Η πληγή ήταν καλυμμένη με χώμα κι έτσουζε σαν να μου είχαν ρίξει ξίδι. Σηκώθηκα κακήν κακώς, αλλά πριν προλάβω να κάνω βήμα η Ότομν με άρπαξε απ’ τον άλλο αγκώνα και με οδήγησε λίγο πιο πέρα, περπατώντας τόσο γρήγορα, που τα πόδια μου μετά βίας πατούσαν στη γη. Αν δεν είχα ήδη σωριαστεί στο χώμα, ήταν επειδή με στήριζε η Ότομν, που έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται καν το βάρος μου. Φώναξε κάτι στον Φάλον στη γλώσσα τους. Γύρισα τότε κι έριξα μια ματιά προς τα πίσω, καθώς στρίβαμε στον βράχο. Οι βρικόλακες φαίνονταν ανεπηρέαστοι από όσα συνέβαιναν. Ήταν συγκεντρωμένοι κοντά στις παρυφές του δάσους και δεν κοίταζαν καν προς το μέρος μας. Προς τι, λοιπόν, όλος αυτός ο πανικός; Συνέχισε να με τραβάει από πίσω της, και δε μου απεύθυνε τον λόγο μέχρι που σταματήσαμε δίπλα στον σωρό με τα παλτά μας. «Πίεσε εδώ» μου είπε, δείχνοντάς μου το εσωτερικό του αγκώνα μου. Ακολούθησα την εντολή της κι άρχισε να σέρνει το δάχτυλό της πάνω στην πληγή, προκαλώντας μου ακόμα μεγαλύτερο τσούξιμο. Μουρμούρισε κάτι και ξαφνικά άρχισε ν’ αναβλύζει νερό μέσα απ’ τη χούφτα της. Το έχυσε πάνω στο χέρι μου. Μόρφασα κι έσφιξα τα δόντια μου στην επαφή του κρύου νερού με την πληγή μου. Έκλεισα τα μάτια κι άρχισα να σφίγγω και να ξεσφίγγω την παλάμη μου επιχειρώντας ν’ απαλύνω κάπως το τσούξιμο. 403
«Εσύ το έκανες; Εσύ σταμάτησες την πτώση μας πριν;» ρώτησα, προσπαθώντας ν’ αγνοήσω την αίσθηση πως με τρυπούσαν με καρφίτσες ανάμεσα στα δάχτυλά μου. «Ναι» είπε, καθώς ένας σουβλερός πόνος διαπέρασε το χέρι μου. Ψέλλισα ένα «ευχαριστώ» κι αναρωτήθηκα από μέσα μου πώς είχε καταφέρει ν’ αντιδράσει τόσο γρήγορα. Το μόνο συμπέρασμα στο οποίο μπορούσα να καταλήξω ήταν πως προφανώς καθόταν κάπου κοντά μου. Να είχε ακούσει άραγε και τη συζήτησή μου με τον Κάσπαρ; Για κάποιον λόγο μ’ ενοχλούσε η ιδέα ότι ίσως γνώριζε πως εγώ κι ο Κάσπαρ ήμασταν – τέλος πάντων, αυτό που ήμασταν, γιατί δεν ήμουν σίγουρη για το τι ήμασταν αν όντως ταυτιζόταν με τη φιγούρα με τον μανδύα στα όνειρά μου. Μα πώς μπορούσε να είν’ εκείνος; Στεκόταν στο ίδιο δωμάτιο με τον άντρα με τον μανδύα πριν φύγουμε για Λονδίνο. Η αμφιβολία είχε αρχίσει να τρυπώνει μέσα μου. Τι λόγο είχε να ισχυριστεί πως αυτός ήταν η φιγούρα αν δεν ήταν όντως; Άλλωστε, εκείνη η φιγούρα στην είσοδο θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε. Είχε περάσει ήδη ένα λεπτό, κι η δυσάρεστη αίσθηση στα δάχτυλά μου, αντί να μειώνεται, αυξανόταν. Τουλάχιστον μειωνόταν η αιμορραγία. Θα μπορούσα ποτέ να τον συγχωρήσω; Είχε σκοτώσει πάρα πολλούς στις νυχτερινές του περιπλανήσεις. Κι ενώ οι βρικόλακες του υποκόσμου και οι κυνηγοί είχαν εξοντωθεί στο όνομα του βασιλείου, δεν υπήρχε δικαιολογία για τον θάνατο της κοπέλας, της Σάρας, στις κατακόμβες, η εικόνα της οποίας δεν έλεγε να βγει απ’ το μυαλό μου. Παρ’ όλα αυτά, ήξερα την απάντηση στην ερώτηση που μ’ έκαιγε τόσο. Όσο κι αν με αρρώσταινε, η καρδιά μου τον είχε ήδη συγχωρήσει χωρίς να συμβουλευτεί λεπτό τη λογική μου. Τι λέει αυτό για μένα; Εκείνο που της έκανε είναι χειρότερο απ’ όσα μου έκανε εμένα ο Ίλτα. Της πήρε τη ζωή. «Βλέπεις έναν άντρα με μανδύα στα όνειρά σου, έτσι δεν είναι, Βιολέτα Λι; Και ακούς μια φωνή στο μυαλό σου, αληθεύει;» Ο ήχος της φωνής της μ’ εξέπληξε σε τέτοιο βαθμό, που τράβηξα το χέρι μου απ’ το δικό της. Όταν συνειδητοποίησα τι με είχε ρωτήσει, έκανα πίσω, καταλήγοντας να χτυπήσω πάνω στον βράχο. «Πώς τα ξέρεις εσύ αυτά;» Χαμογέλασε. Το χαμόγελό της δεν ήταν καθησυχαστικό, είχε κάτι το δυσοίωνο, σαν να γνώριζε πράγματα καθοριστικής σημασίας για μένα. Τα μάτια της, σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη έκφραση του 404
προσώπου της, ήταν γεμάτα φόβο· τον ίδιο φόβο ίσως που ήταν ζωγραφισμένος και στα δικά μου. Άξαφνα χύμηξε προς τα μπρος κι αρπάζοντας το πληγωμένο χέρι μου το έσφιξε μέσα στα δικά της. Κοίταξα προς τα κάτω εμβρόντητη. Η πληγή είχε εξαφανιστεί χωρίς ν’ αφήσει το παραμικρό σημάδι. Το δέρμα μου ήταν λείο – σαν να μην είχα πέσει ποτέ. Σήκωσα επιφυλακτικά το κεφάλι και την κοίταξα. «Πες μου, αληθινά, δεν έχεις την παραμικρή ιδέα;» ρώτησε. Το ήρεμο, ανέκφραστο πριν πρόσωπό της είχε συσπαστεί καθώς ένας καταιγισμός συναισθημάτων –ένα πάντρεμα φόβου, απελπισίας κι αδημονίας– είχε κυριέψει τα γεμάτα αγωνία μάτια της και τα μισάνοιχτα χείλη της. «Για ποιο πράγμα;» Τα χέρια της γύρω απ’ τον καρπό μου χαλάρωσαν. Έκανε ένα βήμα προς τα πίσω. «Πριν από δεκαοχτώ χρόνια γεννήθηκε το δεύτερο παιδί ενός πολλά υποσχόμενου βουλευτή και της συζύγου του, στο Τσέλσι του Λονδίνου. Το ίδιο βράδυ μια ομάδα βρικολάκων είχε βγει για κυνήγι στο Γουέστμινστερ. Ανάμεσά τους ήταν κι ο Κάσπαρ Βαρν, που εκείνη τη νύχτα πρωτάκουσε μια φωνή μες στο μυαλό του η οποία θα τον ταλάνιζε για τα επόμενα χρόνια της ζωής του». Σταμάτησε κι έκανε ακόμα ένα βήμα πίσω. Δεν είπα τίποτα. Τι θα μπορούσα να πω; «Σχεδόν από την πρώτη στιγμή που τον είδες, άρχισες κι εσύ ν’ ακούς μια φωνή μες στο μυαλό σου. Άρχισες επίσης να βασανίζεσαι σχεδόν κάθε βράδυ από κάποιους πολύ παραστατικούς εφιάλτες». «Σταμάτα» ψέλλισα. Κόλλησα στον βράχο σαν να έλπιζα ν’ ανοίξει και να με καταπιεί. «Εκείνο το παιδί ήσουν εσύ, Βιολέτα Λι, κι ο Κάσπαρ είναι η φιγούρα στα όνειρά σου, αλλά και η φωνή στο μυαλό σου, όπως είσαι κι εσύ η φωνή στο δικό του». Με χαμηλωμένο βλέμμα, ζύγισε την αντίδρασή μου όπως είχε κάνει μία μέρα πριν με τον Κάσπαρ. Το φως μάς πλησίαζε σιγά σιγά καθώς ο ήλιος συνέχιζε την ανοδική πορεία του στον ουρανό, ξεμυτίζοντας πίσω απ’ τον τεράστιο ογκόλιθο. «Λες ψέματα». «Δε λέω ψέματα, Βιολέτα Λι». Ψηλαφίζοντας, έχωσα τα χέρια μου στις εσοχές που έκανε ο βράχος προσπαθώντας να πιαστώ από κάπου για να μη σωριαστώ. Μπορούσα να δεχτώ πως ο Κάσπαρ ήταν ο άντρας με τον μανδύα στα όνειρά μου. Αλ-λά να είμαι φωνή στο μυαλό του χωρίς να το ξέρω; Για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια; Όλη μου τη ζωή; «Λες ψέματα. Και ξέρεις γιατί; Θα το ήξερα αν ήμουν η φωνή 405
του».
Αναστέναξε. «Η φωνή σου είναι υποσυνείδητη. Δε γνωρίζεις ότι το μυαλό σου είναι δεμένο με το δικό του, ούτε κι εκείνος γνωρίζει πως το δικό του είναι δεμένο με το δικό σου. Μακάρι να ήταν ψέματα, Βιολέτα». Η φωνή της Ότομν έσβησε γεμάτη συμπόνια. Αλλά η συμπόνια της πέρασε από πάνω μου χωρίς ν’ αφήσει κανένα απολύτως ίχνος. Ήμουν διαλυμένη, κι αυτό δεν μπορούσε ν’ αλλάξει. Έχωσα τότε ηττημένη το κεφάλι μου στις παλάμες. «Γιατί μου τα λες όλ’ αυτά;» «Επειδή δεν έχουμε χρόνο». «Για ποιο πράγμα δεν έχουμε χρόνο;» Σήκωσα αργά το κεφάλι μου και κοίταξα τα χρυσαφί, γεμάτα κατανόηση μάτια της. «Για να επιλέξεις». «Τι εννοείς;» ψέλλισα. Για άλλη μια φορά αυτή η λέξη. Να επιλέξω. Χαμήλωσε το βλέμμα της στο έδαφος, και δεν το σήκωσε δευτερόλεπτο καθώς μιλούσε με φωνή που εμπεριείχε κάτι σαν ενοχή. «Η Πρώτη Ηρωίδα έχει πράγματι ευγενή καταγωγή, Βιολέτα. Και δεν αληθεύει πως δεν είναι υπό τον έλεγχο του συμβουλίου της Αθενία, αν και ως Ηρωίδα είναι ανώτερη και από τους πιο μεγάλους βασιλείς». Χτες το βράδυ δεν είχε λόγο να υποκλιθεί... «Ξεχάστηκες, Ότομν. Υπάρχουν μέλη της βασιλικής οικογένειας ανάμεσά μας». «Η γιαγιά της πέθανε για να μπορέσει εκείνη ν’ αφυπνίσει τις εννιά. Μετά απ’ αυτό ήταν πια η τελευταία Σοφή της οικογένειας». Ένας αθώος πρέπει να πεθάνει... «Εν τάχει, Βιολέτα, είναι η τελευταία της πτώσης». Μπροστά μου δεν είχα ένα κορίτσι λουσμένο στο φως του ήλιου. Στο μυαλό μου ήρθε η εικόνα του κοριτσιού που είχα γνωρίσει λίγο πριν, τυλιγμένου με έναν μανδύα, που υποκλίθηκε χαμογελώντας ανεπαίσθητα μέσα στην καταχνιά της νύχτας. «Ότομν Ρόουζ, του οίκου Ολ-Σάμερς, Υψηλότατε». «Εσύ» ψιθύρισα. «Εσύ είσαι η Πρώτη Ηρωίδα». Έγνεψε καταφατικά χωρίς να σηκώσει το βλέμμα. Για ένα λεπτό έμεινα να την κοιτάζω, ανίκανη να κάνω ή να πω οτιδήποτε. Πόσο χαζή ήμουν, σκέφτηκα κλείνοντας τα μάτια μου. Ήταν τόσο ξεκάθαρο. Ήταν μπροστά στα μάτια μας, κι όμως δε βλέπαμε τίποτα. «Μ… μα… γιατί δεν ανέφερες κάτι νωρίτερα; Γιατί είπες ψέματα;» 406
«Επειδή… επειδή…» Κόμπιασε, τρίβοντας νευρικά τα χέρια της. «Επειδή είμαι καταδικασμένη να πάρω κι άλλον μαζί μου σ’ αυτό το μονοπάτι. Και πρέπει να γίνει τώρα. Εδώ». «Είναι καθήκον μου να διασφαλίσω ότι θα πεθάνεις προτού εκπληρώσεις το πεπρωμένο σου... Δε θα έχεις επιλογή, Βιολέτα Λι». Καθώς τα λόγια του Ίλτα αντήχησαν στη σκέψη μου, κυριεύτηκα από γαλήνη και επιθυμία αποδοχής. Άφησα το κεφάλι μου ν’ ακουμπήσει αργά πάνω στον βράχο και πέρασα τα δάχτυλα μέσα απ’ τα μαλλιά μου. «Ξέρεις για ποιο λόγο βρίσκομαι εδώ» είπε απαλά. «Η Πρώτη Ηρωίδα θα πάει όπου κι αν βρίσκεται η Δεύτερη Ηρωίδα. Κανένα λογικό άτομο δε θα ’θελε να είναι για πολύ μόνο του με τέτοιο πεπρωμένο στις πλάτες του». «Μα το μόνο άτομο που ξέρω και το οποίο έχει πεθάνει είναι ο Γκρεγκ· αυτό μας κάνει έναν αθώο, όχι δύο» είπα ψάχνοντας εναγωνίως να βρω σφάλματα που θα ακύρωναν εκείνο που ήξερα πως ετοιμαζόταν να μου ανακοινώσει. «Ο αδερφός σου ήταν ο πρώτος. Η βασίλισσα Κάρμεν η δεύτερη». «Δεν είμαι όμως βρικόλακας» μουρμούρισα κλείνοντας τα μάτια μου. «Ούτε γέννα ούτε χρόνος ούτε επιλογή, Βιολέτα. Η Δεύτερη Ηρωίδα δεν ήταν γραφτό να γεννηθεί βρικόλακας. Αλλά πρέπει να γίνεις για να εκπληρώσεις την Προφητεία και να είσαι η Δεύτερη. Και πρέπει να συμβεί σύντομα». Η πρωινή πάχνη έλιωνε γρήγορα, κι ο ήλιος σύντομα κρύφτηκε πίσω από βαριά σύννεφα που ήταν βέβαιο πως θα ’φερναν βροχή. Κάρφωσα το βλέμμα μου στον ουρανό, πασχίζοντας να παραμείνω ήρεμη. «Δεν το θέλω. Δεν μπορώ να είμαι μέρος όλου αυτού του πράγματος. Δεν ξέρω το παραμικρό για τα σκοτεινά όντα, Ότομν». Η φωνή μου ακούστηκε αφύσικα ήρεμη, κρύβοντας τη θύελλα που είχε ξεσπάσει μέσα μου. «Τέσσερις μήνες πριν δεν είχα καν ιδέα ότι ετούτος ο κόσμος υπήρχε. Δε θα σας επιτρέψω να με παρασύρετε σ’ αυτό». «Δεν έχεις άλλη επιλογή». «Δεν έχεις άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχες! Κανείς δεν είναι κύριος της μοίρας του μόλις μπλεχτεί στον κόσμο των σκοτεινών όντων. Κανείς! Ξύπνα, Κοριτσάκι, ή συνέχισε να ονειρεύεσαι και πέθανε!» Έδιωξε μερικές μπούκλες απ’ το μέτωπό της και γύρισε την πλάτη. «Αν αγνοήσεις την Προφητεία, Βιολέτα, οι δύο κόσμοι σου θα αλληλοεξοντωθούν, παρασύροντας μαζί τους το μεγαλύτερο κομμάτι αυτής της διάστασης». Κούνησε το κεφάλι σαν να προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει 407
τις σκέψεις της. «Η αμαρτία του πατέρα σου έρχεται σιγά σιγά στην επιφάνεια, κι αν δεν τον προδώσεις όπως προστάζει η Προφητεία, αν δεν υποσχεθείς πίστη και αφοσίωση στους βρικόλακες, η οικογένειά σου θα πεθάνει από τα χέρια του άντρα με τον οποίο είσαι ερωτευμένη». «Θα τον κυνηγήσω ανελέητα. Πρώτα θα σκοτώσω την αγαπημένη του... θα πιω το αίμα των παιδιών του... θα βιάσω τις κόρες του, θα κάνω τον άκαρδο μπάσταρδο να υποφέρει». Το μαύρο κουτί στο μυαλό μου κροτάλισε. Η κλειδαριά του είχε αρχίσει να σπάει στις άκρες. «Δεν έχω άλλη επιλογή» ψέλλισα. Τα γόνατά μου λύγισαν. «Αν μπορούσα να σου δώσω χρόνο, θα το έκανα, Βιολέτα, πίστεψέ με. Αλλά δεν μπορώ, και λυπάμαι πολύ γι’ αυτό...» Μίλησε κοιτώντας πέρα από μένα, πέρα απ’ τον βράχο και τα δέντρα του Βάρνλεϊ. Ακολούθησα το βλέμμα της. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα σε μια πορτοκαλί κουκκίδα που τρεμόπαιζε στον μακρινό ορίζοντα. Σύντομα εμφανίστηκε ακόμα μία κουκκίδα στ’ αριστερά – πιο κοντά μας αυτή, πιο μεγάλη. «Ανάβουν τους πυρσούς» μουρμούρισε, κάνοντας διστακτικά μερικά βήματα γύρω απ’ τον βράχο. Τους κοιτούσε σαν μαγεμένη. «Πρέπει να φύγω. Ξέρουν πως είμαι εδώ». Έκανε μερικά βήματα πίσω και ξαφνικά η έκφρασή της μαλάκωσε κι έτρεξε πάλι προς το μέρος μου· μου άρπαξε το χέρι και μου το έσφιξε με αφύσικη δύναμη. «Μην του πεις τι είσαι μέχρι να σε ειδοποιήσω. Αλλά δεν μπορώ να κερδίσω περισσότερο χρόνο για σένα. Δεν έχεις παρά λίγες ώρες φυσιολογικής ζωής ακόμη». «Λίγες ώρες φυσιολογικής ζωής για να κάνω τι;» Στράφηκε και μου έριξε μια αγωνιώδη ματιά πάνω απ’ τον ώμο της, προτού έρθει πάλι κοντά μου κι αρπάξει και τα δυο μου χέρια. «Για ν’ ακολουθήσεις την καρδιά σου». «Τι θα ’κανες αν ήταν κάποια γνωστή σου;» «Τότε είθε η μοίρα να δείξει έλεος στην καρδιά της». Λέγοντας αυτό γύρισε επιτόπου κι έφυγε προς το δάσος, προχωρώντας αποφασιστικά προς τον Φάλον. Ο Κάσπαρ τούς ακολούθησε, κοιτώντας πότε τον έναν Σοφό και πότε τον άλλον, ώσπου έστρεψε το βλέμμα του πέρα απ’ τα δέντρα, εκεί όπου άναβε ένας τρίτος πυρσός. Έτσι θα μ’ αφήσει η Ηρωίδα; Δε θα μου πει τίποτ’ άλλο; Πλησίασε την υπόλοιπη ομάδα κι έριξε την κουκούλα στους ώμους της. Σαστισμένη, έπιασα το παλτό μου. Κάτι έπεσε απ’ την εσωτερική 408
τσέπη, και κοιτώντας κάτω συνειδητοποίησα πως ήταν το περιοδικό που μου είχε δώσει την προηγούμενη νύχτα. Το κοίταξα για λίγο, μέχρι που στο τέλος έσκυψα, το άρπαξα και το έχωσα ξανά στην τσέπη μου. Η Ότομν και ο Φάλον συναντήθηκαν στα μισά της απόστασης που τους χώριζε πριν, κι αφού αντάλλαξαν μερικές κουβέντες ο Σοφιστής πρίγκιπας στράφηκε προς τον Κάσπαρ, ο οποίος έδειχνε να διαμαρτύρεται για κάτι. Μ’ ένα λίκνισμα του χεριού, ο Φάλον τον σταμάτησε. Πριν προλάβει οποιοσδήποτε να πει έστω και μια λέξη, η Ότομν υποκλίθηκε –για τελευταία πια φορά– και φορώντας την κουκούλα της εξαφανίστηκε μαζί με τον Φάλον μέσα σ’ έναν μαύρο στρόβιλο. Επικράτησε απόλυτη ησυχία. Στα πρόσωπα όλων ήταν χαραγμένη η ίδια έκφραση. Δυσπιστία. Μόνο που εγώ δισπιστούσα για άλλους λόγους. Σκοτεινή Ηρωίδα; Δεν είχα χρόνο ν’ ασχοληθώ άλλο με τις αμφιβολίες μου. Ένιωσα την αδρεναλίνη να κυλάει στο αίμα μου και ξαφνικά κατακλύστηκα από πρωτόγνωρη αποφασιστικότητα. Δε θα επιτρέψω σε καμία μοίρα να καταστρέψει όλους όσους αγαπώ. Το βλέμμα του Κάσπαρ πέταξε απ’ τους πυρσούς στο σημείο όπου μέχρι πριν από λίγα δευτερόλεπτα στέκονταν οι Σοφοί. Τα μάτια του άλλαζαν γρήγορα χρώμα, παίρνοντας μια λευκή απόχρωση. Ήταν ολοφάνερο πως προσπαθούσε να βάλει τα πράγματα σε μια σειρά. Επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά ψιθυριστά τη λέξη «πυρσοί», τα μάτια του διέτρεξαν τα αραιά χόρτα σαν να έψαχναν εκεί για τις κρυμμένες απαντήσεις. Ξαφνικά η έκφρασή του γαλήνεψε. Αλλά καθώς άρχισε να συνειδητοποιεί τι συνέβαινε, η αγωνία κυρίεψε και πάλι το πρόσωπό του. Πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα στα μαλλιά και γυρίζοντας απότομα απ’ την άλλη ψέλλισε για μια τελευταία φορά τη λέξη «πυρσοί». «Ήταν εδώ. Μπροστά στα μάτια μας» είπε πνιχτά, χωρίς να πιστεύει κι ο ίδιος εκείνο που ξεστόμιζε. «Μας ξεγέλασαν. Και το συμβούλιο θα το έχει ήδη μάθει. Αλλά γιατί επέλεξε να έρθει τώρα;» «Για τη Δεύτερη Ηρωίδα» απάντησε ο Άλεξ ανυπόμονα, αγριοκοιτάζοντας τον Κάσπαρ και στη συνέχεια –προς μεγάλη μου έκπληξη– εμένα. «Έχει ένα καθήκον, Κάσπαρ, ακριβώς όπως κι εσύ». Ο Κάσπαρ έδειξε να μην τον ακούει, κι απλώς του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει, λέγοντας ταυτόχρονα στους υπόλοιπους να επιστρέψουν στον πύργο. Μου ’ριξε μια ματιά. «Κάιν, με τη Βιολέτα. Δε θα καθυστερήσετε πολύ. Και πρόσεχέ την». Ήμουν έτοιμη να διαμαρτυρηθώ λέγοντας πως δε χρειαζόμουν προστασία, αλλά ο Κάιν με πρόλαβε. «Τι; Επιστρέφουμε; Κιόλας; Μα 409
μόλις ξημέρωσε. Γιατί τόση βιασύνη; Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι. Θα το χειριστεί ο πατέρας». Ο Κάσπαρ αναστέναξε. Οι ίριδές του είχαν γίνει άσπρες – μια απόχρωση απόκοσμη, πολύ χειρότερη απ’ το κόκκινο ή το μαύρο. «Είσαι μικρός και δε θυμάσαι την τελευταία φορά που άναψαν οι πυρσοί, Κάιν. Επειδή δεν ανάβουν παρά μόνο αν τα πράγματα είναι πολύ άσχημα. Είναι πρόσκληση σε συμβούλιο. Σε λίγες ώρες σύσσωμο το βασίλειο θα βρίσκεται στο Βάρνλεϊ απαιτώντας απαντήσεις για την Προφητεία. Απαντήσεις που δεν έχουμε. Επομένως, ναι. Επιστρέφουμε τώρα». Τα μάτια του Κάιν τρεμόπαιξαν κόντρα στις πορτοκαλί φλόγες του ορίζοντα κι έκλεισε το στόμα του, κουνώντας το κεφάλι υποταγμένος. Ο Κάσπαρ, από την άλλη, άνοιξε το στόμα του σαν να ’θελε να πει κάτι. Ένιωσα την καρδιά μου να σταματάει, εν μέρει από τρόμο, εν μέρει από προσμονή. Αλλά το έκλεισε ξανά χωρίς να πει τίποτα κι έστρεψε την προσοχή του μακριά από μένα, στον Κάιν. «Απλώς, πρόσεχέ την» επανέλαβε. Και λέγοντάς το εξαφανίστηκε μαζί με τον Άλεξ στο δάσος. Η καρδιά μου άδειασε. Θα μπορούσα να στέκομαι εκεί για ώρες με το βλέμμα καρφωμένο στο δάσος που τον κατάπιε, προσπαθώντας απελπισμένα να βάλω σε μια σειρά τα όσα είχαν συμβεί τα τελευταία δεκαπέντε λεπτά, αλλά δε μου επιτρεπόταν. Οι υπόλοιποι είχαν εξαφανιστεί. Ο Κάιν πέρασε την κιθάρα του Άλεξ στον ώμο του και με κοίταξε. «Σε πειράζει αν τρέξουμε; Δεν είναι ούτε δυο χιλιόμετρα, και μάλιστα κατηφόρα. Κάτι μου λέει πως δε θα ’θελε κανείς μας να το χάσει αυτό». Ανασήκωσα τους ώμους και κούμπωσα το παλτό μου. Ο Κάιν έκανε ένα δυο βήματα και ξεχύθηκε προς το δάσος, τρέχοντας όλο και πιο γρήγορα ανάμεσα στα δέντρα. Σκέφτηκα τότε ότι πιθανώς να μετάνιωνα που είχα δεχτεί να τρέξουμε μέχρι το σπίτι, αλλά δεν είχα ούτε το κουράγιο ούτε τον χρόνο να νοιαστώ γι’ αυτό. Το μυαλό μου δούλευε υπερωρίες. Ήμουν μια Σκοτεινή Ηρωίδα, και αν και αρνιόμουν να το πιστέψω, ήξερα πως διακυβεύονταν πολλά ώστε να το αγνοήσω απλώς. Ώρες. Είχα κάποιες ώρες στη διάθεσή μου. Που δεν ήξερα καν τι να τις κάνω. Ήμουν ολοκληρωτικά στο έλεος των Σοφών και της Ότομν Ρόουζ. Δε γνώριζα τίποτα για τον κόσμο τους, για τις διαστάσεις, για την πολιτική των βρικολάκων. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν μπορώ ν’ αφήσω τους κόσμους μου να καταστρέψουν ο ένας τον άλλον. Επιπλέον, σε λίγες ώρες όλο το βασίλειο των βρικολάκων θα συνέρρεε στο Βάρνλεϊ ακολουθώντας τις φλόγες των πυρσών, καθώς τα 410
νέα για την Πρώτη Ηρωίδα θα διαδίδονταν, και οι σκέψεις όλων θα στρέφονταν στη Δεύτερη Ηρωίδα. Σ’ εμένα. Ξεπροβάλαμε μέσα απ’ τα δέντρα, που είχαν χάσει πλέον το πυκνό φύλλωμα των προηγούμενων μηνών. Τα άλλοτε πλούσια, ολοζώντανα φύλλα ήταν πια σωριασμένα σε στοίβες στην άκρη του υποστατικού, μακριά απ’ την κύρια είσοδο, σαν να μην είχαν προσφέρει ποτέ χρώμα κι ευχαρίστηση στους ενοίκους. Σκούπισα τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό μου κι έμεινα για λίγο να κοιτάζω το πιο περίεργο θέαμα. Μπροστά απ’ το σπίτι συνωστίζονταν οι υπηρέτες, φορώντας τις κομψές, επίσημες στολές τους οι οποίες έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με τη γενικότερη αποδιοργάνωση έξω. Με έκπληξη παρατήρησα πως ανάμεσά τους βρίσκονταν μέχρι και οι απόλυτα πειθαρχημένοι μπάτλερ. Τα ολόλευκα γάντια τους δημιουργούσαν χτυπητή αντίθεση με το δέρμα τους, που είχε πάρει ήδη μια βαθιά κόκκινη απόχρωση απ’ τον ήλιο που τους έκαιγε. Ο Κάιν πήγε κοντά τους και προσπάθησε να τους συνετίσει και να τους οδηγήσει μέσα, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να κάνουν μερικές αμήχανες υποκλίσεις. Είχαν σχεδόν όλοι το βλέμμα τους στραμμένο πέρα απ’ τις κορφές των δέντρων, ενώ κάποιοι συζητούσαν σε πηγαδάκια. Πλησιάζοντας, κατάφερα ν’ ακούσω μερικές σκόρπιες κουβέντες από μια παρέα τριών υπηρετριών: «Βρήκαν την Πρώτη Ηρωίδα... Βάρνλεϊ... Πίσω στην Αθενία…». Ξαφνικά η μία τους με είδε που κοίταζα και σκούντησε τις διπλανές της, που σταμάτησαν να μιλούν. Ήταν η Άννυ. Ίσιωσε το κορμί της και μ’ αγριοκοίταξε όλο περιφρόνηση. Ανίκανη ν’ αντέξω το βλέμμα της, της γύρισα την πλάτη και κατευθύνθηκα προς τον Κάιν. «Παρακολουθούν τους πυρσούς» μου εξήγησε. «Δεν πρόκειται να μπουν μέσα, έλα». Άφησε τους υπηρέτες πίσω και μπήκε στο σπίτι. Ακούμπησε την κιθάρα του Άλεξ δίπλα στη σκάλα και στράφηκε σ’ εμένα. «Θα προσπαθήσω να βρω κάποιον που να ξέρει τι στον διάολο γίνεται δω. Εσύ καλύτερα να μείνεις στο δωμάτιό σου». Συγκατένευσα, αν και δεν είχα σκοπό ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή του. Μόλις χάθηκε στον διάδρομο, ξεχύθηκα στη σκάλα, κι ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά μπήκα σαν σίφουνας στο δωμάτιο του Κάσπαρ. Ήταν άδειο. Ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται. Έκανα μερικά διστακτικά βήματα. Η πόρτα πίσω μου έκλεισε με δύναμη, και τινάχτηκα πιάνοντας την καρδιά μου. Εκείνο το δωμάτιο με γέμιζε πάντα άγχος, χωρίς να ξέρω πού ακριβώς οφειλόταν. Σίγουρα τα 411
διαπεραστικά βλέμματα του βασιλιά και της βασίλισσας που παρακολουθούσαν κάθε μου κίνηση απ’ το πορτρέτο τους πάνω απ’ το τζάκι δε βοηθούσαν να το ξεπεράσω. Ανατρίχιασα. Ναι. Εκείνο το δωμάτιο δεν ήταν φιλόξενο. Αν μπορούσαν τα ξύλα να είναι καταραμένα, τότε η ξύλινη επένδυση των τοίχων ήταν σίγουρα καταραμένη. Τα περισσότερα έπιπλα, εκτός απ’ το κρεβάτι, ήταν ακόμη καλυμμένα μ’ άσπρα σεντόνια, γεγονός που προσέδιδε μυστήριο στην ήδη απόκοσμη ατμόσφαιρα. Έκανε ρεύμα, και κοιτώντας γύρω μου είδα πως οι μπαλκονόπορτες ήταν ορθάνοιχτες, ενώ οι σκούρες κουρτίνες χόρευαν στο αεράκι φιλτράροντας γλυκά το φως του ήλιου που έμπαινε στο δωμάτιο. Προχώρησα γεμάτη ελπίδα προς το μπαλκόνι. Έκανα τις κουρτίνες στην άκρη, και με το που πάτησα το πόδι μου έξω ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται για μια ακόμα φορά απ’ τη στενοχώρια. Δεν ήταν ούτε κει. Γύρισα ξανά μέσα, καθώς ένα σωρό ερωτήσεις και συναισθήματα ξεχείλιζαν μέσα μου πνίγοντάς με, με κυρίαρχο εκείνο του πανικού. Τι περιμένουν να κάνω; Είμαι απλώς άνθρωπος. Τον πανικό ακολούθησε η πικρία. Γιατί μ’ εγκατέλειψε η Ότομν; Δεν καταλαβαίνει; Δεν έχω κανέναν. Κανέναν πέρα απ’ τον Κάσπαρ. Και πού διάολο είναι κι αυτός τώρα που τον χρειάζομαι περισσότερο από ποτέ; Εδώ είμαι, είπε μια φωνή. Γύρισα τόσο γρήγορα, που παραπάτησα κι αναγκάστηκα να πιαστώ απ’ τις κουρτίνες για να μην πέσω. Αυτή η φωνή ακούγεται ακριβώς σαν– Πάντα σ’ ετοιμότητα, Κοριτσάκι, είπε η ίδια φωνή... δυο λεπτά, η δικιά μου φωνή το είπε. «Θεέ μου!» μουρμούρισα. Αναρωτήθηκες πού ήμουν, συνέχισε η φωνή ή εκείνος. Επομένως, αναφέρεσαι στον εαυτό σου ως Κάσπαρ τώρα; ρώτησα επιφυλακτικά μέσα στο μυαλό μου. Γέλασε. Μα, Κοριτσάκι, είμαι ο Κάσπαρ. Πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι. Έκανε μια παύση και διόρθωσε εκείνο που είχε πει. Στην πραγματικότητα, είμαι μια εκδοχή της προσωπικότητάς του που είναι ενσωματωμένη μέσα σου από τότε που γεννήθηκες, αλλά ας μην το περιπλέξουμε καλύτερα. «Το ξέρεις από τότε;» της πέταξα, συνειδητοποιώντας πως συζητούσα με την ίδια μου τη σκέψη – σκέψη που είχε όλη την αυθάδεια του Κάσπαρ. Τέλεια. Όχι, απάντησε. Είμαι ακόμη η σκέψη σου, και μπορώ να μάθω μόνο όσα ξέρεις εσύ. 412
«Λοιπόν, αγαπητή εκδοχή του Κάσπαρ, θα σε πείραζε πολύ αν ξεκουμπιζόσουν τώρα απ’ το μυαλό μου;» ρώτησα δυνατά στο άδειο δωμάτιο και σωριάστηκα στο κρεβάτι. Τα πόδια μου κρέμονταν έξω απ’ το στρώμα, κι άρχισα να τα κουνάω χτυπώντας με τα τακούνια μου το στρώμα ξανά και ξανά, σαν να προσπαθούσα να εκτονώσω πάνω του όλη μου την αγωνία. Την προηγούμενη φορά που βρέθηκα ξαπλωμένη σ’ εκείνο το κρεβάτι ήμουν ολόγυμνη στην αγκαλιά του Κάσπαρ. Χαμογέλασα, αλλά σύντομα σοβάρεψα. Η ανάγκη μου να μιλήσω σε κάποιον για τα όσα μου είχαν αποκαλυφθεί νωρίτερα με τόσο ωμό τρόπο σύντομα άρχισε να γίνεται πανικός. Και τι θα κερδίσω αν πανικοβληθώ; Έβγαλα τα παπούτσια και τις κάλτσες μου κι έκλεισα τα μάτια απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι που έμπαινε απ’ τις μπαλκονόπορτες. Έγειρα το κεφάλι μου στο πλάι κι αναρωτήθηκα αν θα ’πρεπε να πάω να τον ψάξω, όταν είδα με την άκρη του ματιού μου κάτι που έμοιαζε με χαρτί να εξέχει κάτω απ’ το μαξιλάρι. Κοίταξα γύρω κι απλώνοντας διστακτικά το χέρι μου το έπιασα και το τράβηξα προσεκτικά. Βρέθηκα να κρατάω μια μπάλα σκληρού, κιτρινισμένου σχεδόν χαρτιού. Από τα κομψά γράμματα που αχνοφαίνονταν στο νοτισμένο απ’ τα δάκρυα χαρτί συνειδητοποίησα πως ήταν κάποια επιστολή. Το ξεδίπλωσα ανυπόμονα και το ίσιωσα όλο ανυπομονησία πάνω στο κρεβάτι. Ξαφνιασμένη, αντιλήφθηκα πως δεν ήταν ένα αλλά δύο φύλλα, και τα δύο με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, την ίδια υπογραφή και το οικόσημο των Βαρν στο κάτω μέρος. Σήκωσα το πρώτο φύλλο. Το χαρτί ήταν τόσο φθαρμένο, που δεν ήταν εύκολο να διακρίνω τα γράμματα. Όμως μόλις κατάφερα να διαβάσω τις πρώτες λέξεις, παραλίγο να μου πέσει απ’ τα χέρια. Πολυαγαπημένη μου Μπέριλ Δε χρειαζόταν να δω την υπογραφή της βασίλισσας Κάρμεν δίπλα στο οικόσημο της οικογένειας για να διαπιστώσω ότι κρατούσα για τρίτη φορά στα χέρια μου το τελευταίο γράμμα της. Το άφησα στο κρεβάτι και πήρα το δεύτερο φύλλο. Όπως και το άλλο, είχε διπλωθεί και ξεδιπλωθεί πολλές φορές, αλλά δεν ήταν τόσο κιτρινισμένο. Ήταν πιο χοντρό κι είχε μια αμυδρή μυρωδιά μούχλας, σαν να ’χε μείνει κλεισμένο κάπου για καιρό. Το περιεργάστηκα για λίγο κι είδα πως ήταν γραμμένο και απ’ τις δύο πλευρές. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν αναμφισβήτητα ο ίδιος με 413
της άλλης επιστολής. Ξαφνιασμένη, ανακάλυψα πως είχαν συνταχτεί την ίδια ακριβώς μέρα. Ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά μου καθώς είδα ότι απευθυνόταν στον Κάσπαρ. Πήρα βαθιά ανάσα κι ανακάθισα. Το κράτησα για λίγο, περνώντας τα δάχτυλά μου πάνω απ’ τα γράμματα σαν να ’ταν θησαυρός. Πολυαγαπημένε μου γιε Κάσπαρ Σου εφιστώ την προσοχή, γλυκό μου παιδί: αναχωρώ για τη Ρουμανία σε μία εβδομάδα, αλλά δε θα φύγω πριν σου εμπιστευτώ όσα γνωρίζω. Ωστόσο, θα σε συμβούλευα να μη διαβάσεις το υπόλοιπο γράμμα μέχρι να φτάσει η στιγμή που θα κρίνεις ότι είναι απαραίτητο. Αν είσαι ευτυχής και ήρεμος, γιε μου, μη γυρίσεις σελίδα. Ξέρω πως είσαι αρκετά συνετός για να μην παρακούσεις τα λόγια μου. Ένα δεύτερο ρίγος με διαπέρασε κι αναρωτήθηκα αν θα ’πρεπε να γυρίσω σελίδα ή όχι. Ο Κάσπαρ το είχε κάνει ήδη –το γράμμα είχε ανοιχτεί–, και δεν μπορούσα να καταπνίξω τη λαχτάρα μου να μάθω τι τον είχε αναγκάσει να αψηφήσει την επιθυμία της μητέρας του. Απλά κάν’ το, με προέτρεψε ανυπόμονη η φωνή μου. Γύρισα σελίδα κι άρχισα ξανά να διαβάζω. Υποθέτω, Κάσπαρ, πως εφόσον αυτό το γράμμα έχει περιέλθει στην κατοχή σου, εγώ έχω φύγει πια από τούτο τον κόσμο και δεν μπορώ να σου μεταφέρω τη γνώση μου κρατώντας σε στην αγκαλιά μου – γεγονός για το οποίο λυπάμαι βαθιά. Είναι από δικό μου σφάλμα που αναγκάζομαι τώρα να σου γράψω αυτό το γράμμα, αναγνωρίζοντας ότι θα έπρεπε να ήμουν ειλικρινής από την αρχή. Μόνο που δεν μπορούσα να καταστρέψω την ευτυχία σου, γιε μου, και γι’ αυτό σου ζητώ πρώτα απ’ όλα να με συγχωρήσεις για την αδυναμία μου. Θα ήθελα επίσης να σου ζητήσω να μη θυμώσεις με τον πατέρα σου, κάτι που αναμφίβολα θα συμβεί. Ξέρω πως αυτά που θα σου πει θα σου φανούν παράλογα, ίσως και να τα εκλάβεις ως άλλο ένα καπρίτσιο του, αλλά πρέπει να ξέρεις πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό σου. Θέλω να έχεις κατά νου ότι ενεργεί σύμφωνα με τις δικές μου οδηγίες· επίσης του ζήτησα να σε παρακινήσει να διαβάσεις τούτο το γράμμα όταν προκύψει προφανής ανάγκη. Το πώς θα το κάνει θα το αφήσω πάνω του, αλλά ακόμα κι αν το κάνει άγαρμπα, μην του θυμώσεις. Είναι πατέρας σου, και οι πράξεις του έχουν ως μόνο οδηγό την αγάπη του για σένα. Προτού σου εξηγήσω τον λόγο για τον οποίο σου τα γράφω όλ’ αυτά, 414
θα ήθελα να ξέρεις πως μπορείς να εμπιστεύεσαι τυφλά και να συμβουλεύεσαι την Αραμπέλα και τον Ίγκλεν για όλα όσα πρόκειται να σου αποκαλύψω στη συνέχεια. Εννοείται πως το ίδιο ισχύει και για τον πατέρα σου. Έπειτα από δική μου παράκληση θα είναι και οι τρεις διακριτικοί, αλλά και πρόθυμοι ν’ απαντήσουν σε οποιαδήποτε ερώτησή σου. Για να εκτιμήσεις πλήρως τα όσα έχω να σου πω, θα πρέπει να σε γυρίσω πίσω πολλές χιλιετίες, σε μια περίοδο που δεν είχατε ακόμη γεννηθεί εσύ ή κάποιο από τ’ αδέρφια σου. Κατά τη διάρκεια ενός ιδιαίτερα ζεστού καλοκαιριού στη Ρουμανία, ο πατέρας σου κι εγώ επισκεφθήκαμε την Αθενία, όπου μας υποδέχτηκαν ο νεαρός τότε βασιλιάς Λίριαντ Άλια Αθενία και η σύζυγός του, έγκυος τότε στο πρώτο τους παιδί. Η αυλή της Αθενία έσφυζε από ζωή, καθώς συγκέντρωνε τους πιο επιφανείς φιλοσόφους, ακαδημαϊκούς και αστρονόμους· ήταν το εργαστήρι όλων των καινοτόμων ιδεών και των εννέα διαστάσεων. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους επιφανείς λογίους ήταν και κάποιος Νάμπιαλ Κοντανάλ, ανερχόμενος τότε λόγω της βασιλικής εύνοιας στην Προφητεία των Ηρωίδων, την οποία ξέρω πως γνωρίζεις καλά. Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας μας εντυπωσιάστηκα από τη βαθιά του πεποίθηση πως η γυναίκα και ο άντρας θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας – πεποίθηση σχεδόν αδιανόητη για πολλούς από εμάς εκείνες τις εποχές–, και κατέληξα να παρακολουθώ με μεγάλη αφοσίωση κάθε του ομιλία στη διάρκεια των πολυάριθμων δείπνων και χορών που έλαβαν χώρα κατά τη διαμονή μας στην Αθενία εκείνη την περίοδο. Όπως σου προανέφερα, το καλοκαίρι ήταν ιδιαίτερα θερμό, και ένα απόγευμα που έκανα περίπατο μόνη μου ομολογώ πως νικήθηκα από την υγρασία. Ο Κοντανάλ, που έτυχε να περνάει από το μέρος που είχα σταθεί για να ξαποστάσω, είδε την κατάσταση στην οποία βρισκόμουν και μου πρότεινε να τον ακολουθήσω στα σκιερά και δροσερά διαμερίσματά του που βρίσκονταν εκεί κοντά, για να ξεκουραστώ. Αν και ήξερα πως δεν ήταν πρέπον, αποδέχτηκα την προσφορά του, παρ’ όλο που μέχρι σήμερα δεν ξέρω τι με ώθησε να το κάνω. Εκεί, λοιπόν, μισοζαλισμένη, παρακολούθησα μια εξαιρετική ομιλία. Ο Κοντανάλ, βαδίζοντας ανάμεσα στα ακατάστατα ράφια του, ξεκίνησε να μου αφηγείται ιδιαίτερα ταραγμένος ότι τα οράματά του σχετικά με τις Ηρωίδες δεν περιέχονταν όλα στις δώδεκα προηγούμενες στροφές. Είχε αρχίσει να δουλεύει ένα δεύτερο έργο, το οποίο ξεκινούσε με τη Δεύτερη Ηρωίδα, την καρδιά της οποίας έβρισκε πιο συναρπαστική από οποιασδήποτε άλλης.
415
Για πρώτη φορά από τότε που η Ότομν κι εγώ μιλήσαμε στο Σημείο των Βαρν, ένιωσα να καταβάλλομαι από ανησυχία. Ήταν όλα αλήθεια. Ήμουν πράγματι μία από κείνες τις Ηρωίδες για τις οποίες είχε γράψει τόσες χιλιετίες πριν ο προφήτης Κοντανάλ. Συνέχισε την αφήγησή του αναφέροντας λεπτομέρειες για γεγονότα που συνέβησαν έτσι ακριβώς χρόνια μετά, τα οποία δε θα μπορούσα να έχω προβλέψει ή να έχω ονειρευτεί εκείνη τη στιγμή. Μου είπε πως θα έκανα έξι παιδιά –τέσσερις γιους και δύο κόρες–, πριν συνεχίσει λέγοντάς μου τα ονόματα που θα σας έδινε ο παππούς σας και τις ακριβείς ημερομηνίες γέννησής σας. Αλλά γρήγορα έγινε ξεκάθαρο πως αυτό το οποίο τον απασχολούσε ήταν το τέταρτο από τα μελλοντικά παιδιά μου, ο ένας απ’ τους γιους μου. Γνωρίζω τη δύναμη της μοίρας, αλλά αυτά για τα οποία μου μίλησε στη συνέχεια ήταν πέρα από κάθε φαντασία. Δεν προσποιούμαι πως κατανοώ τους τρόπους των Σοφών ή το πώς αφυπνίζουν τη μαγεία που κυλάει στις φλέβες τους, ωστόσο η δική του οπτική ήταν αφύσικη. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, σκέφτηκα πως οι ιδέες του ήταν ιδιαίτερα εκκεντρικές, αλλά βαθιά μέσα μου ήξερα πως έλεγε αλήθεια. Μου αφηγήθηκε πως όταν μεγάλωνε το τέταρτο παιδί μου, θα έμπαινε στη ζωή του ένα κορίτσι – ένα κορίτσι που θα έφερε τον τίτλο, ή αν θέλεις την κατάρα, της Δεύτερης Ηρωίδας. Η ζωή αυτού του κοριτσιού θα δενόταν άρρηκτα με το βασίλειο και το τέταρτο παιδί μου και διάδοχο του θρόνου. Μ’ εσένα, Κάσπαρ. Μου εξήγησε πως δε θα είχε νόημα ν’ αντισταθείς, επειδή η υπόσταση του κοριτσιού θα σας έφερνε σε στενή επαφή από την αρχή. Με λίγα λόγια, εσένα και τη Δεύτερη Ηρωίδα σάς έχει δέσει η μοίρα για πάντα. Το γράμμα μού έπεσε στο πάτωμα. Έσφιξα τις παλάμες μου. Αυτός, λοιπόν, είναι ο λόγος. Έτσι εξηγούνταν όλα: το γιατί ο βασιλιάς δεν άφηνε τον Κάσπαρ κι εμένα ν’ αγγιχτούμε· το γιατί μιλούσε για καθήκον – ο Κάσπαρ είχε καθήκον να δεθεί με την Ηρωίδα του βασιλείου του· το γιατί ο Κάσπαρ είχε γίνει τόσο απόμακρος από τότε που επέστρεψε απ’ τη Ρουμανία: ο βασιλιάς θα πρέπει να του είπε να διαβάσει το γράμμα. Ακόμα κι η φωνή μου, τα όνειρά μου – ακόμα κι εκείνα ήταν ο Κάσπαρ. Μας έχει δέσει η μοίρα. Απλώς δε γνώριζε ακόμη πως ήμουν εγώ. Ένα παράξενο συνονθύλευμα συναισθημάτων με πλημμύρισε, και δεν ήξερα αν έπρεπε να αισθανθώ αγαλλίαση ή φρίκη. Για μια ακόμα φορά δεν είχα δυνατότητα επιλογής, και η ιδέα ότι ήμουν δεμένη με κάποιον που μου ήταν σχεδόν άγνωστος και που λίγες εβδομάδες πριν τον μισούσα φαινόταν τουλάχιστον τρομακτική. Ωστόσο... 416
Έσκυψα και σήκωσα μηχανικά το γράμμα απ’ το πάτωμα. Ίσως να μη σου φανεί δίκαιο. Ίσως μάλιστα να σου φανεί και μεγάλη αδικία. Μπορεί να μην αγαπάς αυτό το κορίτσι, μπορεί και να μην την ξέρεις, αλλά πρέπει ν’ αποδεχτείς τη μοίρα σου, για το καλό του βασιλείου, είτε σε αγαπάει είτε όχι. Θα έχει την ανάγκη σου. Ως Ηρωίδα θα ακολουθήσει μια πολύ μοναχική πορεία, και θα χρειάζεται κάποιον που να μπορεί να εμπιστεύεται. Είναι καθήκον και υποχρέωσή σου. Θα τον χρειαζόμουν. Ήδη τον χρειαζόμουν. Αλλά δεν έχουν χαθεί όλα, γλυκό μου παιδί. Ακόμα κι αν δύο άνθρωποι έχουν σμίξει από καθήκον κι όχι από έρωτα, με τον χρόνο θα μάθουν και ν’ αγαπιούνται, και η συγκεκριμένη κοπέλα θα έχει πολλές από τις αρετές που θαυμάζεις – αν δεν τις έχει, δε θα είναι Ηρωίδα. Από μία άποψη, ίσως να είναι κι ευλογία για σένα: αν επιλέξεις να την παντρευτείς και να την κάνεις βασίλισσά σου, θα ανέλθεις σε μια εξαιρετικά ισχυρή θέση πολιτικά. Ό,τι κι αν επιλέξεις, αυτό το κορίτσι θα παραμείνει στη ζωή σου. Ωστόσο, πρέπει να κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς. Θυμήσου το καθήκον που έχεις απέναντί της και όλα θα πάνε καλά. Ο Κοντανάλ πέθανε πριν προλάβει να δημοσιεύσει τη δεύτερη προφητεία σχετικά με τις Σκοτεινές Ηρωίδες, και τα γραπτά του κάηκαν ή βρίσκονται βαθιά κρυμμένα κάπου στην Αθενία. Πολλοί λένε ότι δολοφονήθηκε από τους Εξολοθρευτές για να διασφαλιστεί πως η Προφητεία δε θα εκπληρωνόταν ποτέ – φημολογία που τείνω να πιστέψω: ο Κοντανάλ δεν ήταν μεγάλος, και οι Σοφοί σπανίως νοσούν. Επομένως, ό,τι κι αν ήταν εκείνο που προέβλεψε για τις Ηρωίδες (πέρα από την κύρια Προφητεία) έχει ήδη ξεχαστεί, εκτός από όσα έχουν φτάσει από διηγήσεις άλλων στ’ αυτιά μας. Γι’ αυτό τον λόγο, δεν ξέρω αν θα είσαι μόνος σου σε τούτη τη δοκιμασία, να δεθείς με κάποια με τα δεσμά της μοίρας· ακόμα και οι πιο σοφοί προφήτες δε γνωρίζουν ποια είναι η αλήθεια σχετικά με την Προφητεία του Κοντανάλ. Και δε θα τη μάθουμε ποτέ, μέχρι να έρθει η ώρα των Εννέα Ηρωίδων. Έχω φτάσει στο συμπέρασμα ότι δε θα ζήσω αρκετά για να δω τον ερχομό τους. Αν η μοίρα το ’θελε να ζήσω περισσότερο, λογικά θα μου χάριζε και έβδομο παιδί· και καθώς πλησιάζει η στιγμή να επισκεφθώ τη φατρία των Πιερ, μια επίσκεψη που ενέχει κινδύνους, αποφάσισα να σου γράψω αυτό το γράμμα. Αλλά εσύ θα ζήσεις για να δεις τον ερχομό τους, Κάσπαρ. Γι’ αυτό μη θρηνείς για μένα ή για το παρελθόν, για γνωστούς που 417
χάθηκαν και για τους καιρούς που άλλαξαν, επειδή όλα πρέπει να θυσιαστούν έτσι ώστε να υπάρξει ένα καλύτερο μέλλον. Η μοίρα παίζει περίεργα παιχνίδια, αλλά κράτα στο μυαλό σου πως το τέλος είναι οριστικό μόνο αν έχουν πάει όλα καλά. Είσαι άξιος γιος, Κάσπαρ, και σπουδαίος άντρας, και θα γίνεις ο μεγαλύτερος απ’ όλους τους βασιλείς. Μη φοβάσαι το μέλλον. Σ’ αγαπώ, γλυκό μου παιδί. Στη ζωή και στον θάνατο, Η μητέρα σου Α.Μ. Βασίλισσα Κάρμεν Άφησα το γράμμα να πέσει στην αγκαλιά μου. Ήξερε απ’ την αρχή ότι πήγαινε να συναντήσει τον θάνατο. Όταν έγραψε εκείνο το γράμμα στην Μπέριλ, ήξερε πως δε θα ζούσε για να διαβάσει την απάντησή της. Γνώριζε πως δε θα μάθαινε ποτέ νέα για τον Τζον, όπως γνώριζε και ότι δε θα ανέθετε ποτέ στον ζωγράφο των Βαρν ένα καινούριο πορτρέτο που θα συμπεριλάμβανε ολόκληρη την οικογένειά της. Πού βρήκε τη δύναμη να γράψει αυτό το γράμμα στον Κάσπαρ; Πώς μπόρεσε να πει αντίο; Ήταν αδιανόητο. Ένα νέο κύμα θαυμασμού για το θάρρος της με πλημμύρισε, και κοίταξα μ’ εντελώς διαφορετικό μάτι τον πίνακα πάνω απ’ το τζάκι, εκεί όπου στεκόταν ατάραχη η βασίλισσα μπροστά απ’ τον άντρα της. Ένα ανεπαίσθητο αξιοπρεπές χαμόγελο στόλιζε τα χείλη της καθώς κοιτούσε ευθεία μπροστά –με βλέμμα ανήσυχο–, εκεί που προφανώς στεκόταν ο ζωγράφος, στο σημείο που βρισκόταν πια το κρεβάτι. Είχε τα χέρια ακουμπισμένα στα γόνατά της, χωμένα κάτω απ’ τις πλούσιες πτυχές του σμαραγδί φορέματός της, ενώ γύρω απ’ τον λαιμό της ήταν περασμένο το μενταγιόν που είχε περάσει πλέον στη δική μου κατοχή. Ψηλάφισα τον λαιμό μου, μέχρι που τα δάχτυλά μου βρήκαν την αλυσίδα. Την τράβηξα απαλά μέσα απ’ την μπλούζα μου και την έσφιξα στην παλάμη μου. «Ήξερες ότι πήγαινες στη Ρουμανία για να πεθάνεις, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισα μες στη σιωπή, στρέφοντας το βλέμμα μου απ’ το μενταγιόν που κρατούσα στα χέρια σ’ εκείνο που εικονιζόταν στον πίνακα. «Γι’ αυτό έδωσες το μενταγιόν στον Κάσπαρ μία εβδομάδα προτού φύγεις αποδώ. Ήξερες ότι θα το δώσει σ’ εμένα, στη Δεύτερη Ηρωίδα». Πήρα μετά το άλλο γράμμα στα χέρια μου, εκείνο που απευθυνόταν στην Μπέριλ, κι έψαξα για μία συγκεκριμένη φράση. Τη βρήκα κάπου προς το τέλος. Δε θέλω να εκθέσω τον γιο μου και διάδοχο του θρόνου στις επικίνδυνες καταστάσεις που είμαι σίγουρη πως θα δημιουργηθούν... 418
«Γι’ αυτό δεν άφησες τον Κάσπαρ να ’ρθει μαζί σου. Ήξερες πως το γράμμα δεν έμελλε να σταλθεί ποτέ. Ο μόνος λόγος για τον οποίο το έγραψες ήταν για να μην υποψιαστεί κανείς ότι κάτι πήγαινε στραβά, έτσι δεν είναι; Για να μη σκεφτεί κανείς πως ήξερες ότι δε θα επέστρεφες ποτέ απ’ τη Ρουμανία». Ένιωσα να ζαλίζομαι απ’ τον καταιγισμό των αποκαλύψεων, κι έστρεψα την προσοχή μου στην παγωμένη μορφή της βασίλισσας σαν να προσδοκούσα να μου πει πως είχα δίκιο. Αλλά, φυσικά, δε μου απάντησε τίποτα. Πώς θα μπορούσε να μιλήσει ένας πίνακας; Ξαφνικά μια άλλη σκέψη πέρασε απ’ το μυαλό μου: το γράμμα είχε βέβαια ανοιχτεί και διαβαστεί, αλλά πόσον καιρό πριν; Πόσον καιρό ξέρει πως είναι δεσμευμένος, και πότε σκόπευε να μου το πει; Δεν του είχα κρύψει το πώς ένιωθα για κείνον τις τελευταίες μέρες. Τι θα ’κανε; Θα μ’ άφηνε να το ανακαλύψω μόνη μου; Θα μ’ έκανε να υποφέρω με τόσο σκληρό τρόπο; Ένιωσα τον θυμό να με πνίγει. Πόσον καιρό θ’ άφηνε να περάσει προτού μου μιλήσει; Γιατί παραπονιέσαι; Είσ’ ερωτευμένη και δεσμευμένη μ’ αυτόν. Δε σου αρέσει πάλι; ρώτησε η φωνή μου. Και να σου ’λεγα, δε θα καταλάβαινες. Απλώς χρειάζεται κάποιος χρόνος για να συνειδητοποιήσεις τη δέσμευση, αυτό είναι όλο, είπε καθησυχαστικά η φωνή μου, λες και ήταν κάτι απλό. Άξαφνα άκουσα θόρυβο απ’ το μπαλκόνι και πετάχτηκα πάνω. Έχωσα βιαστικά τα γράμματα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Μια σκιά είχε περάσει πίσω απ’ τις κουρτίνες. Έριξα ξανά μια ματιά στον πίνακα. «Μια μέρα ίσως βρεις κάποιον για τον οποίο ν’ αξίζει να ζήσεις μια αιωνιότητα». Κοίταξα το μενταγιόν που κρεμόταν στο στήθος μου. Είτε μου άρεσε είτε όχι, ο Κάσπαρ θα ’πρεπε να το αξίζει. Σηκώθηκα κι άνοιξα τις κουρτίνες χωρίς να βγω έξω. «Ποιος ήταν ο άντρας με τον μανδύα στο χολ της εισόδου όταν φεύγαμε για Λονδίνο;» Ο Κάσπαρ ήταν γερμένος στο πέτρινο περβάζι του μπαλκονιού. Από κάτω όλο και περισσότερες φιγούρες διέσχιζαν βιαστικά το υποστατικό κρατώντας τα κεφάλια σκυφτά για ν’ αποφύγουν τον ήλιο. Αναστέναξε. «Ο Βαλέριαν Κρίμσον». Έγειρα στον τοίχο με τα χέρια μου πίσω απ’ την πλάτη. Μου φαινόταν λογικό να είναι ο Βαλέριαν Κρίμσον εκείνος με τον οποίο διασταυρώθηκε ο δρόμος μας εκείνη τη μέρα. Ήμουν βέβαιη πως καμία άλλη οικογένεια βρικολάκων δε θα μπορούσε να έχει τόσο δαιμονική 419
όψη μπροστά στο αίμα. Ήταν αφελές από μέρους μου να πιστέψω πως η φιγούρα στην είσοδο ήταν το ίδιο πρόσωπο με τον άντρα στα όνειρά μου. Χάιδεψα την πέτρα του τοίχου και ρούφηξα τη ζεστασιά του ήλιου – που έκαιγε το εκτεθειμένο δέρμα των χεριών και του προσώπου του Κάσπαρ. Πόσα θέλω να του πω, αλλά δεν έχω τον τρόπο να το κάνω! «Τα όνειρα θα σταματήσουν μόλις γίνεις βρικόλακας» είπε ήσυχα ο Κάσπαρ, χωρίς να πάρει το βλέμμα απ’ το υποστατικό. «Δε θα ξανακοιμηθείς ποτέ αρκετά βαθιά ώστε να δεις όνειρα». Δεν μπορούσα να πω πως μ’ ενοχλούσε κάτι τέτοιο. Δεν είχα καμία διάθεση να δω περισσότερα για τη σκοτεινή πλευρά του Κάσπαρ την οποία τα όνειρα έφερναν στο προσκήνιο μες στο μυαλό μου. Πήγα κοντά του. Κάτω ακριβώς απ’ το μπαλκόνι όλο και περισσότερος κόσμος, κυρίως άντρες, ανέβαινε τα σκαλοπάτια της μαρμάρινης κύριας εισόδου. Έρχονταν κατά ζεύγη ή ομάδες, ντυμένοι με τα χρώματα και τα διακριτικά της οικογένειάς τους. Περιστασιακά έκανε την εμφάνισή του και κάποιο ιδιαίτερα ακριβό αυτοκίνητο με φιμέ τζάμια, και τότε οι μπάτλερ κι οι βαλέδες έτρεχαν ν’ ανοίξουν τις πόρτες στους επιφανείς ξένους. Ακολούθησα το βλέμμα του Κάσπαρ. Κοίταζε προς τα δυτικά, όπου δύο απ’ τους πυρσούς τρεμόφεγγαν σαν αστέρια στον νυχτερινό ουρανό. Μόνο που το φως τους δε σηματοδοτούσε την αρχή της νύχτας, ήταν δυσοίωνο. Πρόσκληση σε σύσκεψη. Σε λίγες μέρες τα μέλη του συμβουλίου κι εκείνα του δικαστηρίου θα είχαν συγκεντρωθεί όλα στο Βάρνλεϊ. Κι εγώ δεν είχα παρά μόνο λίγες ώρες στη διάθεσή μου. Πες του ότι είσαι η Δεύτερη Ηρωίδα, με παρακίνησε η φωνή μου. Πες του το τώρα. «Με συγχωρείς;» ρώτησε ο Κάσπαρ χαμογελώντας α-χνά. Η φωνή του μ’ έβγαλε απότομα απ’ τις σκέψεις μου. «Δε θα το ’λεγα». Σιγομουρμούρισε έναν ρυθμό σαν να ήθελε να πει πως δεν εκπλησσόταν. Για πρώτη φορά πρόσεξα πως είχε αλλάξει ρούχα, καθώς φορούσε ένα καλό πουκάμισο και υφασμάτινο παντελόνι. Πες του, Κοριτσάκι! Όχι. Έχω να ξεκαθαρίσω άλλα πράγματα πρώτα. Τότε το κρίμα στον λαιμό σου. «Εκείνο το κορίτσι στις κατακόμβες, τη Σάρα. Δεν τη σκότωσες για 420
να τραφείς, τη σκότωσες για την πλάκα σου. Αυτό είναι λάθος, Κάσπαρ». Γύρισε και με κοίταξε. Τα μάτια του ήταν τόσο σμαραγδί και διεισδυτικά όσο και τη νύχτα που τον είχα γνωρίσει. «Το ξέρω» είπε. «Τότε γιατί να το κάνεις;» «Δεν ξέρω... Ήμουν τσαντισμένος». Γεμάτος ένταση, πέρασε τα δάχτυλά του ανάμεσα απ' τα μαλλιά του, αποφεύγοντας να μου δώσει μια πιο ολοκληρωμένη απάντηση. «Δε γίνεται να σκοτώνεις ανθρώπους απλώς επειδή είσαι τσαντισμένος». Έσκυψε το κεφάλι χτυπώντας τα χέρια του πάνω στην πέτρινη κουπαστή. Φαινόταν έτοιμος να βάλει τις φωνές, αλλά βλέποντας τι κόσμος περνούσε ακριβώς από κάτω μας συγκρατήθηκε και είπε με χαμηλή φωνή: «Το καταλαβαίνω!». Ίσιωσα το κορμί μου και δίπλωσα τα χέρια. «Δεν είμαι και τόσο σίγουρη, Κάσπαρ». Με λοξοκοίταξε με τα χαμηλωμένα μάτια του κι έγειρε πάνω στην κουπαστή, θάβοντας το πρόσωπό του στις παλάμες. «Τι θες να κάνω, Κοριτσάκι; Δεν μπορώ να γίνω άνθρωπος για σένα. Δε γίνεται να πάψω να διψώ για αίμα. Δε γίνεται να σταματήσω να σκοτώνω. Τι θες, λοιπόν, να κάνω; Πες μου!» Τα μάτια του διέτρεξαν γεμάτα απελπισία και θυμό το πρόσωπό μου, σαν να 'ψαχναν κάποια κρυμμένη απάντηση. Απέστρεψα το βλέμμα μου, ανίκανη ν' αντέξω την ένταση και την απόγνωση με την οποία με κοίταζε. «Θα μπορούσες, για αρχή, να είσαι ειλικρινής». Γιατί, είσαι εσύ ειλικρινής; Και τι έγινε που επέλεξε να σου αποκρύψει το γεγονός ότι είναι δεσμευμένος; Πες του. Πες του τώρα την αλήθεια, Κοριτσάκι. «Ξέρεις κάτι, Κάσπαρ; Είσαι απλά φοβερά εγωιστής κι εγωκεντρικός. Τι νομίζεις, πως είσαι ο μόνος σ' αυτό τον πλανήτη που έχει υποφέρει στη ζωή του; Ρίξε μια ματιά γύρω σου. Δες πόσο ευνοημένος είσαι!» Άπλωσα το χέρι μου και του έδειξα το υποστατικό. Δεν κοίταξε. Αντίθετα, έστρεψε το βλέμμα πάνω μου και με κοίταξε κάπως ιδιαίτερα, όπως εκείνη τη βραδιά που είχα βρεθεί φυλακισμένη στην αγκαλιά του πατέρα του στον χορό του Ως την Αιωνιότητα - ήταν το βλέμμα ενός άντρα που έδωσε τη μάχη του κι έχασε. Συνέχισε να με παρατηρεί για 421
λίγο χωρίς να πει τίποτα, έτσι έκλεισα κι εγώ το στόμα μου, αφήνοντας για μια στιγμή στην άκρη τα βαθυστόχαστα προσβλητικά μου σχόλια. Έστρεψα την προσοχή μου πάλι στο υποστατικό. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω τον εαυτό μου. Ήταν σαν να ξαναζούσα τις πρώτες μου μέρες στο Βάρνλεϊ - τότε που άνοιγα το στόμα μου κι έλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τι μου ερχόταν. «Ξέρεις τι είσαι; Είσαι αλαζονικός, ηλίθιος και μαλάκας. Ένας ψωνισμένος πρίγκιπας μ' ένα τεράστιο εγώ που κανονικά θα 'πρεπε να πάει να το βάλει στον-» Δεν έμελλε να ολοκληρώσω ποτέ την πρότασή μου. Μ' άρπαξε απ' τους ώμους και στριγκλίζοντας βρέθηκα να τον κοιτάζω κατάματα. «Γάμα τη τη μοίρα!» γρύλισε, και κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Σοκαρίστηκα τόσο απ' το άγγιγμά του, που για μια στιγμή πάγωσα, ανίκανη ν' αντιδράσω στο φιλί του. Ώσπου, σαν να ξυπνούσα από λήθαργο, τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ' τον λαιμό του κι ανταπέδωσα απελπισμένα το φιλί. Τον ένιωσα να χαμογελάει μέσα στα χείλη μου, προτού αποτραβηχτεί. Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου ζητώντας όλο λαχτάρα να συναντήσω ξανά το στόμα του, αλλά με κράτησε σε απόσταση. «Σου 'λειψε το άγγιγμά μου, Κοριτσάκι;» Πέρασε νωχελικά τον αντίχειρά του απ' τις άκρες των χειλιών μου και συνέχισε να με χαϊδεύει στο πιγούνι, μέχρι που έφτασε στη φλέβα του λαιμού μου που παλλόταν γρήγορα, και εκεί σταμάτησε. «Τεράστιο εγώ» μουρμούρισα. Τον άκουσα να γελάει, προτού με τραβήξει ξανά πάνω του. Κλείνοντας το πρόσωπό μου στις παλάμες του, έσκυψε και γέμισε πεταχτά φιλιά τις άκρες των χειλιών μου. Έκανα το ίδιο, και υποχωρώντας μ' άφησε να ρουφήξω πεινασμένα κι άπληστα τα χείλη του. Με μια πρωτόγνωρη ορμή, η γλώσσα του εισχώρησε στο στόμα μου κι αφέθηκα πλήρως υποταγμένη στο φιλί του. Πέρασα τότε τη γλώσσα μου πάνω απ' τους κυνόδοντές του. Είχαν γεύση αίματος. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά δυνατά. Γέλασε αυτάρεσκα και δάγκωσε τα χείλη μου. Τα χέρια του ταξίδεψαν αργά στην πλάτη μου. Χωρίς να καταβάλει καμία προσπάθεια, με σήκωσε και με κάθισε στην κουπαστή σαν να 'μουν κούκλα. Έκανε ένα βήμα πίσω. Το βλέμμα του σάρωνε το σώμα μου τόσο έντονα, που νόμιζα πως από στιγμή σε 422
στιγμή το δέρμα μου θα 'παιρνε φωτιά. Κάπου στο βάθος του μυαλού μου υπήρχε η πληροφορία πως η απόσταση απ' την κουπαστή ως το έδαφος από κιτω ήταν γύρω στα πέντε μέτρα, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που μ' ένοιαζε. Με πλησίασε ξανά. Τύλιξα τα χέρια μου γύρω του. Μ' αγκάλιασε με τη σειρά του κι έγειρα το κεφάλι στον ώμο του. Έτριψα το πρόσωπό μου στο απαλό του δέρμα. «Ο πατέρας σου θα μας σκοτώσει» είπα αχνογελώντας. «Θα πρέπει να βρει έναν τρόπο να το διαχειριστεί». Ανασήκωσε τους ώμους του κι αναστέναξε, περνώντας τα δάχτυλά του ανάμεσα απ' τα μαλλιά μου. «Βιολέτα, υποσχέσου πως δε θα μ' αφήσεις ποτέ. Ό,τι κι αν συμβεί, όσο άσχημα κι αν εξελιχθούν τα πράγματα, μη φύγεις. Σε παρακαλώ». Έκανα πίσω και τον κοίταξα. Ήξερα ήδη σε τι αναφερόταν. «Κάσπαρ, πρέπει να σου πω κάτι». Με κοίταξε σκεφτικός και κούνησε το κεφάλι του. «Ό,τι κι αν είναι, μπορεί να περιμένει. Απλώς απόλαυσε το τώρα». Άνοιξα το στόμα για να διαμαρτυρηθώ, αλλά μου το έκλεισε μ' ένα φιλί. «Τύλιξε τα πόδια σου γύρω απ' τη μέση μου» μου ψιθύρισε στ' αυτί. Έκανα ό,τι μου είπε, και πνίγοντας μια κραυγή μου βρέθηκα στην αγκαλιά του. Χωθήκαμε σφιχταγκαλιασμένοι στο δωμάτιο και φιληθήκαμε με πάθος σαν να 'ταν η τελευταία μας φορά. Με οδήγησε στο κρεβάτι, αλλά ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε στην πόρτα. Πάγωσα. Προσπάθησα να του ξεφύγω χωρίς να πάρω λεπτό το βλέμμα μου απ' την επιβλητική φιγούρα στο κατώφλι του δωματίου. Ο βασιλιάς στεκόταν στην πόρτα. Τα μάτια του, το πρόσωπό του, κάθε εκατοστό του κορμιού του εξέπεμπε οργή. Χωρίς ίχνος δισταγμού, συνέχισε να με κοιτάζει, ενώ ένα σιγανό γρύλισμα δραπέτευσε απ' τα χείλη του. Δίπλα του στέκονταν δύο βρικόλακες. Ο ένας ήταν ο Άστον. Ο άλλος μού ήταν άγνωστος. Είχαν κι εκείνοι καρφωμένα τα μάτια τους πάνω μου, μάτια που παρέπαιαν ανάμεσα στο κόκκινο και το μαύρο. Ο Κάσπαρ με τράβηξε δίπλα του αγκαλιάζοντάς με ακόμα πιο σφιχτά, αλλά μόλις και μετά βίας το αντιλήφθηκα. Όλη μου η προσοχή ήταν στραμμένη στον βασιλιά. Για μια ακόμα φορά τα μάγουλά μου μούσκεψαν απ' τα δάκρυα που άρχισαν να κυλούν ανεξέλεγκτα. «Όχι πάλι τα ίδια!» γρύλισε ο Κάσπαρ. «Ξέχνα το καθήκον μου! Είναι επιλογή μου το τι θα κάνω μαζί της!» 423
Αλλά ο βασιλιάς δεν τον άκουσε, ή απλά δεν ήθελε να του δώσει κάποια απάντηση. Έκανε νόημα στον βρικόλακα που δε γνώριζα να πλησιάσει. «Πάρ’ την έξω» είπε χωρίς κανένα συναίσθημα. Ο Κάσπαρ μπήκε αμέσως μπροστά μου, ενώ εγώ άρχισα να οπισθοχωρώ. «Τι στον διάολο;» έβρισε, αλλά πριν προλάβει ν’ αντιδράσει, ο Άστον είχε χυμήξει ήδη πάνω του και με μια γρήγορη λαβή τον είχε ακινητοποιήσει, στρίβοντας τα χέρια του πίσω απ’ την πλάτη του. Ο Κάσπαρ όμως αποδείχτηκε πιο δυνατός και κατάφερε να ελευθερωθεί, δίνοντάς του μιαν αγκωνιά στο στήθος. Τρομοκρατημένη, έκανα ακόμα μερικά βήματα προς τα πίσω ψηλαφίζοντας απελπισμένα το κενό, μέχρι που έπεσα πάνω σε κάτι σκληρό. Ο άλλος βρικόλακας χαμογέλασε και συνέχισε να βαδίζει αργά προς το μέρος μου, αλλά ξαφνικά ακούστηκε ένα μουγκρητό. Σταμάτησε κι έριξε μια ματιά στον Άστον, που βρισκόταν κολλημένος στον τοίχο με τα χέρια του Κάσπαρ να του σφίγγουν απειλητικά τον λαιμό. Αρπάζοντας την ευκαιρία, άρχισα να βαδίζω πλάγια προς τις μπαλκονόπορτες με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Έκανα να τρέξω, αλλά κάτι με κρατούσε. Έριξα μια ματιά πίσω μου και πανικόβλητη συνειδητοποίησα πως το πουκάμισό μου είχε πιαστεί σ’ ένα ξύλο που εξείχε απ’ τον τοίχο. Ήξερα πως όλα είχαν τελειώσει, πολύ πριν δω τον βρικόλακα να χυμάει πάνω μου. Έριξα μια τελευταία γρήγορη ματιά στο πορτρέτο της βασίλισσας και του άντρα της. Τα μάτια της ήταν το ίδιο νεκρά και άδεια μ’ εκείνα του ολοζώντανου βασιλιά που στεκόταν μπροστά μου. Κοίταξα το μενταγιόν στο πορτρέτο και ψηλαφίζοντας τον λαιμό μου το πήρα στην παλάμη και το ’σφιξα δυνατά, προετοιμάζοντας τον εαυτό μου για το αναπόφευκτο. Οι ώρες μου τελείωναν. Ο βρικόλακας έπεσε μ’ όλο του το βάρος πάνω μου. Άνοιξα το στόμα για να τσιρίξω, αλλά δε βγήκε ήχος. Πάλεψα μ’ όλη μου τη δύναμη, αλλά δεν ήταν αρκετή για να τον πετάξω πέρα. Μ’ έσπρωξε πάνω στον τοίχο κι άρχισε να μυρίζει λαίμαργα τον λαιμό μου σαν να ’ψαχνε κάτι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το μόνο που μπορούσα να δω αρχικά ήταν μαύρες κηλίδες. Μόλις τελικά κατάφερα να εστιάσω, είδα τον βασιλιά να λέει κάτι στον Κάσπαρ, ο οποίος, αφού απομακρύνθηκε τρικλίζοντας απ’ τον Άστον, γύρισε και με κοίταξε μ’ ένα βλέμμα πλήρους παραίτησης. 424
Μ’ ένα νεύμα του βασιλιά μ’ έσυραν έξω απ’ το δωμάτιο, με τον Κάσπαρ να παρακολουθεί σιωπηλός. Κάτι κρύο, σαν λάμα από μαχαίρι, πίεζε το δέρμα μου ακριβώς κάτω απ’ το πιγούνι. Αφέθηκα στην παγερή αίσθηση, εισπνέοντας για μια ακόμα φορά το βαρύ άρωμα του δωματίου που άφηνα πίσω μου. Περνώντας μπροστά απ’ τον βασιλιά, κάρφωσα το βλέμμα μου στα ασυγκίνητα, αναίσθητα μάτια του κι άφησα τα δάκρυά μου να τρέξουν αβίαστα στο πρόσωπό μου. Μ’ ακολούθησε με το βλέμμα του στον διάδρομο, που αντηχούσε απ’ τα παρακαλετά και τα ουρλιαχτά μου. «Δεσποινίς Λι, τι σας κάνει να πιστεύετε με τόσο σθένος ότι σας απεχθάνομαι;» Προσπάθησα να ελευθερωθώ απ’ τη λαβή του βρικόλακα που μ’ έσερνε στις σκάλες, αλλά σύντομα ένιωσα κι άλλα χέρια να με κρατούν απ’ τη μέση καθώς το μαχαίρι πίεζε ακόμα πιο δυνατά τον λαιμό μου. Μέσα στη γενική σύγχυση, πέρασαν από μπροστά μου σαν σε όνειρο τα πρόσωπα του Κάιν, του Φάμπιαν, του Άλεξ, του Κάσπαρ, του Τζαγκ, ακόμα και της Λάιλα, αλλά μόνος ήχος που έφτανε στ’ αυτιά μου πέρα απ’ τον ξέφρενο χτύπο της καρδιάς μου ήταν εκείνος του ρολογιού και τα χαχανητά ενός μικρού παιδιού... του μόνου προσώπου που κατάφερνα να διακρίνω καθαρά μέσα στη θάλασσα των μανδυών και των μαύρων ματιών που είχαν γεμίσει ασφυκτικά την είσοδο – της Θάιμ. Προσπαθούσε να περάσει ανάμεσα απ’ τα πόδια των βρικολάκων που είχαν μαζευτεί για ν’ απολαύσουν το θέαμα. Το μαύρο της φόρεμα, στολισμένο με λευκές κι ασημένιες κορδέλες, ήταν μια παραφωνία μέσα στην ομοιομορφία των σκούρων, μονότονων ρούχων. Σταμάτησε στη βάση της σκάλας και γαντζώθηκε απ' την κουπαστή. Κάρφωσε το βλέμμα της πάνω μου. Με κοίταζε μ' ορθάνοιχτα από την έκπληξη μάτια και μισάνοιχτο στόμα, αλλά γρήγορα τα χείλη της άνοιξαν περισσότερο σχηματίζοντας ένα πλατύ χαμόγελο. «Μην κοιτάς την πριγκίπισσα στα μάτια, βρόμα!» είπε μια κρύα φωνή, και ο άντρας πίεσε το μαχαίρι -το οποίο, ρίχνοντας μια ματιά προς τα κάτω, είδα πως έμοιαζε περισσότερο με στιλέτο- ακόμα πιο δυνατά στον λαιμό μου. Έστρεψα το βλέμμα μου μακριά καθώς ο θόρυβος πλημμύριζε ξανά τ' αυτιά μου. Κατάφερα ν' ακούσω τις απελπισμένες διαμαρτυρίες του Κάσπαρ και του Κάιν, αλλά και του Τζαγκ και του Σκάι, που προσπαθούσαν να λογικέψουν τον βασιλιά, καθώς όποιος κι αν ήταν αυτός που με κρατούσε με πετούσε πλέον έξω απ' το σπίτι, για να με αρπάξει 425
στη συνέχεια τραβώντας με απ' τα μαλλιά. Επιχείρησα να φωνάξω, αλλά το μαχαίρι στην καρωτίδα μου ήταν κάτι παραπάνω από αρκετό ώστε να με κάνει να σιωπήσω. Καθώς με γύρισαν για ν' αντικρίσω τα σκαλιά, είδα τη Λάιλα κρεμασμένη στο μπράτσο του πατέρα της και τον Φάμπιαν ακίνητο στο πλατύσκαλο, παγωμένο απ' το αποτρόπαιο θέαμα, ενώ όλο και περισσότεροι βρικόλακες χυμούσαν έξω εκτοπίζοντας τη φιγούρα του. Η Μέρι απέστρεψε το βλέμμα της και χώθηκε στην αγκαλιά του Τζαγκ, ο οποίος έλεγε κάτι που δεν έφτανε στ' αυτιά μου. Η Θάιμ κατάφερε να περάσει ανάμεσα απ' το πλήθος, που γινόταν όλο και πιο πυκνό, καθώς όλο και περισσότεροι βρικόλακες έβγαιναν έξω για να παραστούν στον εξευτελισμό μου: η οικογένεια, οι φίλοι της οικογένειας, οι υπηρέτες, το συμβούλιο... Ο ήλιος είχε κρυφτεί από ώρα πίσω απ' τα βαριά σύννεφα βάφοντάς τα πορτοκαλί, ενώ τα πρόστυχα λόγια κι οι κατάρες για του λόγου μου γίνονταν ένα με τον μαύρο καπνό των πυρσών, γεμίζοντας τον φθινοπωρινό αέρα. Ξαφνικά δύο χέρια μ' έπιασαν απ' τους ώμους κι άλλα δύο απ' τους καρπούς, και πιέζοντις με προς τα κάτω μ' ανάγκασαν να πέσω στα γόνατα. Έπεσα, αλλά δε σταμάτησαν εκεί. Πιάνοντας ο καθένας από έναν καρπό μου, μου τους γύρισαν πίσω απ' την πλάτη, μέχρι που τσίριξα και τους ικέτευσα να σταματήσουν. Δεν το έκαναν. Σφίγγοντας τα δόντια μου, σήκωσα τα μάτια κι εντόπισα τον Κάσπαρ. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένα χιλιάδες συναισθήματα - με κυρίαρχο εκείνο του τρόμου. «Είπα μην κοιτάς!» διέταξε η ίδια κρύα φωνή, και σηκώνοντας το χέρι του μου 'δωσε ένα ηχηρό χαστούκι. Μόρφασα, αλλά δεν έβγαλα άχνα. Μια γνώριμη γεύση κύλησε μαζί με τα δάκρυά μου ως τα χείλη μου. Αίμα, σκέφτηκα και ζάρωσα στη θέση μου. Καθώς το χέρι του βρικόλακα σηκώθηκε ξανά, ο Κάσπαρ πετάχτηκε μέσα απ' το πλήθος κι όρμησε προς τα μπρος. Αλλά δεν πρόλαβε να πάει μακριά. Ο Άστον και τα μεγαλύτερα αδέρφια του τον έπιασαν και τον έσυραν ξανά στη θέση του. Οι κραυγές και τα μουγκρητά τους συναγωνίζονταν σε ένταση το ένα το άλλο καθώς εκείνοι πάλευαν να τον κρατήσουν κι ο Κάσπαρ να ξεφύγει. «Δεν είναι υπέροχο να ξέρεις πως θα πεθάνεις στα χέρια ενός ά-
426
ντρα που παλεύει με τέτοια επιμονή να σε σώσει; Τι λες, Λαίδη Ηρωίδα;» ακούστηκε σαν συριγμός μια φωνή δίπλα στ' αυτί μου. Ανατρίχιασα. Γύρισα το κεφάλι μου και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον Βαλέριαν Κρίμσον. Ήταν γονατισμένος πίσω μου και με το ένα χέρι έσφιγγε τον καρπό μου, ενώ με το άλλο κρατούσε το στιλέτο στον λαιμό μου. Από την άλλη πλευρά, κρατώντας τον άλλο μου καρπό, βρισκόταν ο άγνωστος βρικόλακας. «Το 'ξερες» είπα μέσα απ' τα δόντια μου. Το έδαφος στα πόδια μου είχε βαφτεί κόκκινο απ' το αίμα που έσταζε απ' το πρόσωπό μου. Γέλασε σαρδόνια. «Εννοείται πως ήξερα απ’ την πρώτη στιγμή ότι ήσουν Ηρωίδα. Βλέπεις, ο αγαπημένος μου γιος, ο Ίλτα, ήταν προικισμένος με το δώρο της ενόρασης, όπως κι ο Ίγκλεν. Αλλά αντί να φλυαρεί σαν κανένας ανόητος, πήρε την κατάσταση στα χέρια του». Έσφιξε τη λαβή του γύρω απ’ τον καρπό μου, ενώ ο Κάσπαρ συνέχιζε να παλεύει για να ξεφύγει. «Βλέπεις, ο τίτλος της Ηρωίδας δεν πρέπει να δίνεται σε άνθρωπο. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα σ’ αυτόν. Δυστυχώς τα σχέδια του γιου μου ανατράπηκαν απ’ τον ίδιο του τον πόθο για σένα, και από τον γοητευτικό πρίγκιπα αποκεί. Να όμως τώρα που θα τελειώσει αυτός τη δουλειά που άρχισε ο γιος μου. Είναι ο πλέον κατάλληλος, δε βρίσκεις;» Τον αγριοκοίταξα. «Είσαι άρρωστος» μουρμούρισα. «Έλα τώρα, ησύχασε» είπε τραγουδιστά με προσποιητή ευγένεια. «Κι εγώ που ήμουν έτοιμος να σε συγχαρώ για το πόσο καλά φύλαγες τόσον καιρό τη σκέψη σου... Πρέπει να χρησιμοποίησες κάποιο πολύ έξυπνο τέχνασμα για να μην έχουμε ανακαλύψει τόσον καιρό το μικρό μυστικό του πατέρα σου». Χαμήλωσε τη φωνή του. Μπορούσα να τον δω να χαμογελάει με την άκρη του ματιού μου. «Αλλά προδόθηκες. Κάποιος μας έστειλε ένα σημείωμα». Έγειρε το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του βασιλιά, που σήκωσε το χέρι του επιβάλλοντας σιγά σιγά σιωπή. Ανάμεσα στα δάχτυλά του ήταν ένα κομμάτι χαρτί. Ο Βαλέριαν γέλασε. «Μια λέξη ότι είσαι Ηρωίδα, και πάει ο λαιμός σου. Καταλαβαίνεις, λαίδη μου;» Και σαν να ήθελε να τονίσει τα λόγια του, πίεσε τη λεπίδα ακόμα πιο δυνατά στη σάρκα μου. Μαζεύτηκα, γνωρίζοντας πως δεν είχε καμία αναστολή. Έπεσε απόλυτη σιωπή, κι έστρεψα τα μάτια στο έδαφος. Δεν είχα το θάρρος να κοιτάξω τον Κάσπαρ κατάματα, μιας και ήξερα καλά τι θα έλεγε στη συνέχεια ο βασιλιάς. 427
Άνοιξε το στόμα του. Η φωνή του ένας άγριος ψίθυρος. «Μας εξαπάτησε. Ο πατέρας της ήταν που διέταξε τη δολοφονία της συζύγου μου. Και αυτή εδώ το ήξερε. Το ήξερε απ’ την αρχή».
428
KEΦΑΛΑΙΟ 57
Βιολέτα ΟΙ ΚΗΛΙΔΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΑIΜΑ ΜΟΥ ήταν ακόμη εμφανείς πάνω στο χαλίκι. Έκλεισα τα μάτια κι άφησα το κεφάλι μου να πέσει βαρύ προς τα κάτω. Ο πόνος στα χέρια μου υποχωρούσε, μόνο και μόνο επειδή είχαν αρχίσει να μουδιάζουν. Το μαχαίρι στον λαιμό μου είχε αρχίσει να ζεσταίνεται. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε κατά μήκος της λεπίδας και την παρακολούθησα συνεπαρμένη, ξεχνώντας για λίγο τα πάντα. Την είδα να σταματάει για μια στιγμή μόνο στην άκρη της λεπίδας σχηματίζοντας κάτι σαν δάκρυ, σαν τη βροχή στην άκρη ενός φύλλου προτού πέσει στο έδαφος. Με το που έπεσε στη λιμνούλα που είχε σχηματιστεί στο χώμα απ’ το αίμα μου, ήξερα πως δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο το βλέμμα μου χαμηλωμένο. Ήξερα πως δεν μπορούσα ν’ αποφύγω το δικό του βλέμμα. Αλλά ήμουν πολύ τρομοκρατημένη για να κοιτάξω. Ήμουν πολύ τρομοκρατημένη για να μπορέσω ν’ αντικρίσω το πρόσωπο του Κάσπαρ. «Το αρνείσαι;» γάβγισε ο βασιλιάς πάνω απ’ τις βρισιές και τις κατάρες που εκτόξευαν προς το μέρος μου ομαδικά τα μέλη του συμβουλίου και το υπηρετικό προσωπικό· όχι όμως κι η οικογένεια. Η οικογένεια παρέμενε σιωπηλή. Απ’ τη μια η λεπίδα στον λαιμό μου κι απ’ την άλλη η ενοχή, που όσο κι αν προσπαθούσα να κρύψω ήταν αδύνατον να κρυφτεί, μ’ ανάγκασαν να σηκώσω το βλέμμα και να κουνήσω αρνητικά το κεφάλι μου. «Όχι;» έκρωξε ο βασιλιάς. «Όχι; Δεν αρνείσαι ότι λες ψέματα σ’ εμένα και στο βασίλειό μου εδώ και τόσον καιρό;» Δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία σε όσα έλεγε. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη σ’ ένα μόνο πρόσωπο: του Κάσπαρ. Στα μάτια του. Στα μάτια του που δεν ήταν απλώς μαύρα αλλά γυάλιζαν. Γυάλιζαν απ’ τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό του. Κλαίει. 429
Άνοιξα τα χείλη και τα ξανάκλεισα ξεροκαταπίνοντας, προφέροντας ξανά και ξανά μία μόνο λέξη: «Συγγνώμη. Συγγνώμη. Συγγνώμη». Ο αέρας ανακάτεψε τα μαλλιά του, κι η περηφάνια τελικά νίκησε. Ύψωσε το κεφάλι του. Οι φλέβες στον λαιμό του ήταν πρησμένες από την ένταση. Τα μάτια του είχαν καρφωθεί στον ουρανό. Ακολούθησα το βλέμμα του, βλέποντας δυο κοράκια που έκαναν κύκλους, βουτώντας το ένα γύρω απ’ το άλλο κι ανοίγοντας τα ράμφη τους μ’ ένα στρίγκλισμα. Έστρεψα το βλέμμα μου πάνω του, αλλά μέχρι ν’ ανοιγοκλείσω τα βλέφαρά μου κοίταζε ήδη αλλού. Δεν έκανε καμία προσπάθεια να σκουπίσει τα δάκρυά του, που κυλούσαν απ’ το πρόσωπό του κι έπεφταν βαριά στα πέτρινα σκαλοπάτια. Σιγά σιγά τα μάτια του στέγνωσαν και βυθίστηκαν στο τίποτα. Δε γύρισε στιγμή να με κοιτάξει. Αντιθέτως, μου έστρεψε την πλάτη. Άφησα τότε κι εγώ τα δάκρυά μου να κυλήσουν ανεξέλεγκτα. Δεν έκλαιγα για την πράξη του πατέρα μου, δεν έκλαιγα για τον εαυτό μου· έκλαιγα για κείνον. «Μην κοιτάς τον γιο μου» μουρμούρισε ο βασιλιάς, και το μουρμουρητό του ακούστηκε εκκωφαντικό μέσα στην απόλυτη σιωπή, καθώς όλοι είχαν παγώσει. «Μην τον κοιτάς». Έφτυσα άθελά μου αίμα, καθώς ο Κρίμσον μ' έσπρωξε δυνατά προς τα μπρος αναγκάζοντάς με να στρέψω το βλέμμα μου στο έδαφος. Μαζί με το μουρμουρητό των θεατών, που δυνάμωνε λεπτό με το λεπτό και μετατρεπόταν σε δυσβάσταχτο βουητό, μεγάλωνε κι ο φόβος μου. Αλλά ακόμα κι εκείνο δε συγκρινόταν με τον κρότο που έκανε η καρδιά μου καθώς θρυμματιζόταν σε χίλια κομμάτια. Με όσο κουράγιο κατάφερα να βρω, άνοιξα τελικά το στόμα μου και μίλησα. «Και ποιον θα θέλατε να κοιτάζω;» Φυσικά, δεν πήρα ποτέ απάντηση. Αντίθετα, ο Κρίμσον μ' άρπαξε απ' τα μαλλιά και τράβηξε το κεφάλι μου προς τα πίσω. Τινάχτηκα για να ξεφύγω απ' τη δυνατή λαβή του, και συνέχισα να παλεύω καθώς άπλωσε το χέρι και τράβηξε το μενταγιόν της νεκρής βασίλισσας κάτω απ' το πουκιμισό μου, κρατώντας με ακίνητη για ν' ανοίξει το κούμπωμα. Το μενταγιόν έπεσε, και ήταν σαν να 'παιρνε κι ένα κομμάτι μου μαζί του. Αισθανόμουν γυμνή χωρίς το παγωμένο μέταλλο πάνω στη σάρκα μου. Συνέχισα να παλεύω για λίγο, αλλά σύντομα συνειδητοποίησα ότι ήταν μάταιο και παραδόθηκα. Ο Κρίμσον ήταν χιλιάδες φορές πιο δυνατός από μένα, και συν τοις άλλοις βρισκόμουν αντιμέτωπη μ' ένα συμβούλιο που διψούσε για αίμα κι ένα μαχαίρι που, αν επιχειρούσα να μιλήσω, θα μου 'κοβε απ' άκρη σ' άκρη την καρωτίδα. 430
Πώς γίνεται ν'αποδεχτείς τον θάνατο ένα τόσο όμορφο φθινοπωρινό απόγευμα; Η επιβίωση, απ' την άλλη, δε φαινόταν να είναι και τόσο πιθανό σενάριο. Ήμουν δεμένη για πάντα με τα δεσμά της μοίρας μ' έναν άντρα που δεν μπορούσε καν να είναι δίπλα μου στον θάνατό μου, ούτε ως απλός θεατής. Μ' ένανάντρα που ήταν έτοιμος να μ'αφήσει να πεθάνω. Κοίταξα για μια στιγμή την πλάτη του, προτού στρέψω το βλέμμα στον ουρανό. Λίγο πριν κλείσω τα μάτια μου, είδα αχνά το περίγραμμα των δύο κορακιών που συνέχιζαν να πετούν το ένα γύρω απ' το άλλο. «Δε θα σου κάνουμε κακό, ξέρεις». Ήξερα πως η δίψα τους για εκδίκηση δε θα έσβηνε μ' εμένα. Θα σκότωναν τον πατέρα μου, τους συνεργάτες του κι όσους σχετίζονταν μ' εκείνον· δεν ήθελα καν να σκεφτώ τι θα έκαναν στη μητέρα μου και στη Λίλι. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να τους βοηθήσω. Δεν είχα τρόπο να τους προειδοποιήσω. Άρχισα να προσεύχομαι από μέσα μου σε οποιονδήποτε και σε οτιδήποτε θα μπορούσε να τους προστατέψει. «Δε χρειάζεται να το κάνεις αυτό, Βλαντίμιρ. Το κορίτσι δεν έχει βλάψει κανέναν». Γούρλωσα τα μάτια μου και κοίταξα τον Ίγκλεν. Το πλήθος έκανε πίσω. Το ίδιο κι εγώ. Αδυνατούσα να πιστέψω τα λόγια που μόλις είχαν βγει απ' το στόμα εκείνου του γέροντα με τα μακριά λευκά μαλλιά. Ο βασιλιάς σφύριξε σαν φίδι μέσα απ' τα δόντια του. Προφανώς ο Ίγκλεν βρήκε την αντίδρασή του λογική, γιατί κρυφογέλασε σαν να το διασκέδαζε. «Όχι, δε χρειάζεται. Σε έχει τυφλώσει σε τέτοιο βαθμό ο θυμός, που σε εμποδίζει να δεις το παράλογο των πράξεών σου». Ο βασιλιάς άνοιξε χώρο μέσα απ' το πλήθος. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του ήταν τραβηγμένα απ' την οργή. «Κάνε στην άκρη, Ίγκλεν» είπε όλο περιφρόνηση, ξεγυμνώνοντας τους κυνόδοντές του. Κάρφωσα ανήσυχη το βλέμμα στον σοφό, αλλά αδύναμο γέροντα. Το τελευταίο πράγμα που χρειαζόμουν ήταν να δω να πεθαίνει κι άλλος εξαιτίας των πράξεων του πατέρα μου. Πόσο μάλλον κάποιος που, χωρίς να ξέρω τον λόγο, είχε αποφασίσει να με υπερασπιστεί. «Όχι». Ο βασιλιάς έδειξε να ξαφνιάζεται. Ένα βουητό ξεχύθηκε απ' το έκπληκτο πλήθος. «Δε χρειάζεται να πεθάνεις για ένα τέτοιο τιποτένιο πλάσμα» είπε μέσα απ' τα δόντια του. 431
Ο Ίγκλεν γέλασε ξανά και σήκωσε τον μανδύα γύρω απ' τους ώμους του, ανεπηρέαστος απ' το τρομερό βλέμμα του βασιλιά. «Είμαι πολύ γέρος, Βλαντίμιρ, για να φοβηθώ τον θάνατο. Σκότωσέ με και κάνε με μάρτυρα». Ο χλευασμός στον τόνο της φωνής του ήταν έκδηλος, αλλά το μόνο που πετύχαινε ήταν να θυμώσει ακόμα περισσότερο τον βασιλιά. Με μια χειρονομία του, ο Άστον κι ο άλλος βρικόλακας μετακινήθηκαν προς τα εμπρός. Κοντοστάθηκαν για λίγο πίσω απ' τον βασιλιά, εμφανώς απρόθυμοι να πλησιάσουν περισσότερο τον Ίγκλεν. «Σε προστάζω ως βασιλιάς και σε εκλιπαρώ ως φίλος να κάνεις στην άκρη». Η έκφραση του βασιλιά μαλάκωσε, αλλά σύντομα σκλήρυνε ξανά καθώς ο Ίγκλεν έκλεισε τα μάτια, αναστέναξε απαλά κι έσκυψε το κεφάλι του. «Θέλω να πιστεύω πως ήμουν ένας πιστός και αφοσιωμένος υπήκοος και μέντορας καθενός από εσάς για πάρα πολλά χρόνια, αλλά σήμερα δεν μπορώ να είμαι». Ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι και, δείχνοντας πρώτα τον Ίγκλεν και στη συνέχεια εμένα, έγνεψε κοφτά στον Κρίμσον. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, και συνειδητοποιώντας πως είχε φτάσει η στιγμή που έτρεμα άρχισα ξανά να παλεύω, κατορθώνοντας να ξεφύγω απ' τη λαβή του και να σταθώ στα πόδια μου. Πέταξε μια βρισιά και τύλιξε σφιχτά το ένα χέρι του γύρω απ' τη μέση μου. Χωρίς να χάσει χρόνο, σήκωσε το άλλο και βαστώντας γερά το μαχαίρι προσπάθησε να φτάσει τον λαιμό μου. Άρπαξα τον καρπό του βάζοντας όλη μου τη δύναμη για ν' απομακρύνω την παγωμένη λεπίδα απ' τη σάρκα μου. Στην προσπάθειά μου κόπηκα βαθιά απ' το μαχαίρι, αλλά δε μ' ένοιαζε. Δεν είχα σκοπό να παραδοθώ χωρίς να δώσω τη μάχη μου. Αλλά όσο κι αν πάσχιζα, ήταν μάταιο. Ο άλλος βρικόλακας έσπευσε να βοηθήσει, και έτσι μαζί με τον Άστον κατάφεραν να μ' ακινητοποιήσουν. Ο Βαλέριαν με τράβηξε ξανά πάνω στο στήθος του και πίεσε το μαχαίρι ακριβώς κάτω απ' το σαγόνι μου. Απελπισμένη, έσκυψα το κεφάλι στο πλάι και του δάγκωσα μ' όλη μου τη δύναμη τον καρπό. «Πόρνη!» φώναξε. Το μαχαίρι τού έπεσε απ' τα χέρια, αλλά αντί να σκύψει να το πάρει τύλιξε και το άλλο του χέρι γύρω απ' τη μέση μου, ενώ ο Άστον έκανε τα μαλλιά μου στην άκρη. Το αίμα άρχισε να κυλάει μαζί με τα δάκρυά μου στον λαιμό μου, και αηδιασμένη προσπάθησα ν' απομακρυνθώ απ' τον Βαλέριαν, που είχε σκύψει και πιπιλούσε λαίμαργα κάθε σταγόνα, διψώντας να φτάσει στο ποτάμι που ήξερε πως υπήρχε πιο βαθιά κάτω απ' το δέρμα μου. 432
Άκουσα αμυδρά τον Ίγκλεν να φωνάζει ικετεύοντάς τον, εγκαταλείποντας οριστικά την ήρεμη μέχρι τότε στάση του. «Η Κάρμεν έδωσε τη ζωή της γι 'αυτήν, Βλαντίμιρ! Η σύζυγός σου πέθανε έτσι ώστε μια μέρα ο γιος σου να γνωρίσει τη Βιολέτα Λι. Αν σκοτώσεις το κορίτσι, η γυναίκα σου θα έχει πεθάνει μάταια. Σε εκλιπαρώ, λογικέψου!» Αλλά ο βασιλιάς δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στις παρακλήσεις του. Αντίθετα, μ' ένα του νεύμα κάποιοι πλησίασαν και αρπάζοντάς τον τον ακινητοποίησαν. Ο βασιλιάς γύρισε σ' εμένα. «Έχεις κάτι τελευταίο να πεις, Βιολέτα Λι;» Δεν μπορούσα να δω μέσα απ' τα δάκρυά μου, κι απ' τον φόβο μου δεν κατάφερνα καλά καλά να καταπιώ. Το να μιλήσω μάλιστα με τους κυνόδοντες του Βαλέριαν καρφωμένους στον λαιμό μου μου φαινόταν απλά αδιανόητο. Παρ' όλα αυτά, επιστράτευσα όλη μου τη δύναμη και κάρφωσα το βλέμμα στον Κάσπαρ, μέχρι που γύρισε και με κοίταξε. «Γαμώ τη μέρα που σε γνώρισα. Να πας να γαμηθείς κι εσύ μ' όλα όσα μου 'χεις κάνει. Σε μισώ-» Δεν κατάφερα να ολοκληρώσω τη φράση μου. Η φωνή μου πνίγηκε μέσα στους λυγμούς και στις ικεσίες μου για οίκτο. Περίμενα πως ο τρόμος μου θα καταλάγιαζε μόλις ξεσπούσα, αλλά απλώς μεγάλωσε. Πλέον πέρα από φόβο είχα πνιγεί και στις τύψεις – τύψεις επειδή θα πέθαινα χωρίς να έχω πει στον Κάσπαρ ότι δεν είχα μετανιώσει για τους τέσσερις εκείνους μήνες. Ούτε για μια στιγμή. Δε μετανιώνω. Ούτε κι εγώ, μουρμούρισε η φωνή μου. Σήκωσα τα μάτια κι επιχείρησα να φωνάξω την αλήθεια μέσα απ’ τους λυγμούς μου, αλλά είδα τον Κάσπαρ να χάνεται στο πλήθος γυρίζοντας οριστικά την πλάτη του σ’ εμένα, σ’ εμάς. Έκλεισα το στόμα μου και πάγωσα στη θέση μου, καθώς ο Ίγκλεν άρχιζε πάλι να διαμαρτύρεται. «Για το καλό του βασιλείου, Βλαντίμιρ, άκου με! Είναι η Σκοτεινή…» Σταμάτησε. Δεν ήξερα τι έβλεπε πίσω απ’ την πλάτη μου, αλλά ό,τι κι αν ήταν τον έκανε να παγώσει. Κατάφερα να εστιάσω το βλέμμα μου αρκετά ώστε να δω πως μια έκφραση ανακούφισης απάλυνε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Άξαφνα –πριν μπορέσω να καταλάβω τι ακριβώς συνέβαινε– κάποιος μ’ είχε αρπάξει απ’ τα χέρια του Βαλέριαν, του Άστον και του άλλου βρικόλακα και χωρίς να πατάω καν στη γη βρέθηκα στα χέρια ενός άλλου. Άρχισα να ουρλιάζω, καθώς εκείνος που μ’ είχε αρπάξει μ’ έσερνε μακριά απ’ τον βασιλιά. 433
Μόλις φτάσαμε στο γρασίδι, με άφησε κάτω το ίδιο απότομα. Όποιος κι αν ήταν εκείνος που με κρατούσε, με τράβηξε προς τα πάνω, μέχρι που στάθηκα στα πόδια μου. Γύρισα επιτόπου, έτοιμη να παλέψω ή να τρέξω, αλλά δε χρειάστηκε να κάνω τίποτε απ’ τα δύο. Προς μεγάλη μου έκπληξη, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με την Αραμπέλα. Έδειχνε το ίδιο σοκαρισμένη μ’ εμένα. Το βλέμμα της πέταξε για μια στιγμή απ’ τον Σκάι στον πατέρα της, και τέλος στον βασιλιά, προτού στραφεί στις πληγές μου. «Πονάς; Υπάρχει κάποια πληγή που να είναι σοβαρή;» ήταν τα πρώτα λόγια που μου είπε, εξετάζοντας γεμάτη ανησυχία το σώμα μου. Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. Ακόμα κι αν είχα κάποια σοβαρή πληγή, δε θα μπορούσα να το καταλάβω, μιας και όλη μου η προσοχή ήταν επικεντρωμένη στον βασιλιά, που στεκόταν εμβρόντητος μ’ ένα σπαθί στραμμένο κατευθείαν στον λαιμό του. «Βασιλιά Βλαντίμιρ Βαρν, μου ανατέθηκε να σας ενημερώσω πως, βάσει του εφαρμοστικού νόμου των Συνθηκών της Γης του 1812, οποιαδήποτε πράξη θα μπορούσε να βλάψει τη σωματική ακεραιότητα της δεσποινίδος Βιολέτας Λι, γνωστής εφεξής ως Λαίδης Ηρωίδος, εκλαμβάνεται ως αδίκημα τιμωρητέο άμεσα με θάνατο, χωρίς δίκη». Μια άναρθρη κραυγή, δυνατή όσο και το ουρλιαχτό του αέρα που είχε σηκωθεί από ώρα στο υποστατικό, απλώθηκε ανάμεσα στο πλήθος· πολλοί έπεσαν στα γόνατα, καθώς παρουσιάστηκαν απ’ το πουθενά οι Σοφοί, με τη δεξιά πλευρά του προσώπου τους καλυμμένη με έντονες ουλές, κάποιοι κρατώντας σπαθιά στα χέρια και άλλοι με μαγική ενέργεια. Άρπαξαν τους φρουρούς κι ελευθέρωσαν τον Ίγκλεν, ο οποίος έσπευσε σ’ εμένα και στην Αραμπέλα. Οι Βαρν βρέθηκαν ακινητοποιημένοι με στιλέτα στον λαιμό τους, ενώ ο Κάσπαρ οδηγήθηκε στην οικογένειά του. Έσυραν τον Βαλέριαν στην άκρη και τον ανάγκασαν να πέσει στα γόνατα, ενώ ένα κορίτσι τον ακινητοποίησε με κάποιο μαγικό, τοποθετώντας ταυτόχρονα ένα σπαθί στο στήθος του. Φαινόταν μόλις λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου, και οι ουλές της, που είχαν ένα βαθυκόκκινο χρώμα, έμοια-ζαν απίστευτα μ’ εκείνες του Φάλον. Σήκωσε το βλέμμα της, έχοντας πλήρη επίγνωση πως την κοίταζα, και μου έγνεψε. Ο άντρας που είχε μιλήσει -ο οποίος κρίνοντας απ' την προφορά του πρέπει να ήταν Καναδός- συνέχισε να κρατάει το σπαθί στον λαιμό του βασιλιά, περιμένοντας σιωπηλά την απάντησή του. Ο βασιλιάς ωστόσο, κατάπληκτος όπως και οι υπόλοιποι, κοίταζε μια εμένα, μια τον 434
άντρα μπροστά του, ανίκανος να μιλήσει. «Αυτή;» ήταν το μόνο που κατόρθωσε να πει. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. Μ' ένα τίναγμα του χεριού του εμφανίστηκε απ' το πουθενά μια περγαμηνή, σφραγισμένη με βουλοκέρι και τυλιγμένη με πορφυρή κορδέλα. «Επικύρωση της απομάκρυνσης της Λαίδης Ηρωίδος από την προστασία του βασιλιά και του Στέμματος στη δεύτερη διάσταση, καθώς τίθεται υπό την προστασία του βασιλιά Λίριαντ Άλια Αθενία». Έδωσε το έγγραφο στον βασιλιά, που το άρπαξε απ' τα χέρια του και το άνοιξε ανυπόμονος. Τα μάτια του σάρωσαν την περγαμηνή. «Δεν τρέφει πια κανέναν σεβασμό ο πατέρας σου στην εξουσία μου εντός των ορίων του βασιλείου μου, Χένρι;» Ο άντρας πήρε την περγαμηνή πίσω και χαμήλωσε το σπαθί του. «Πιστεύω πως θα εξέφραζα το σύνολο των Σοφιστών αν έλεγα πως δεν τρέφω κανέναν σεβασμό για έναν άντρα που ήταν έτοιμος να δολοφονήσει ένα αθώο κορίτσι για εγκλήματα που διέπραξε ο πατέρας της». Ο βασιλιάς δεν είπε τίποτα, κι ο άντρας -ο Χένρι- τοποθέτησε το σπαθί στη θήκη του. «Αποδέχεσαι τους όρους;» Ο βασιλιάς σήκωσε περήφανα το κεφάλι του, αλλά τα λόγια του δε δήλωναν περηφάνια αλλά υποταγή. «Δεν έχω άλλη επιλογή». Ο Χένρι συγκατένευσε ικανοποιημένος, και μ' ένα του νεύμα το κορίτσι χαμήλωσε το σπαθί που είχε στο στήθος του Βαλέριαν κι έλυσε τα μάγια που κρατούσαν τα χέρια του φυλακισμένα. Εκείνος της έριξε μια ματιά όλο μίσος και περιφρόνηση, αλλά χωρίς να πει τίποτα αποσύρθηκε στα γρήγορα, ώσπου χάθηκε μέσα στο πλήθος. «Προτείνω να περιμένουμε να φτάσουν όλα τα μέλη του συμβουλίου πριν συγκαλέσουμε σύσκεψη. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητηθούν» είπε ο Χένρι και γύρισε σ' εμάς. Το κορίτσι τον ακολούθησε, ενώ οι υπόλοιποι Σοφοί έκαναν πίσω, αλλά χωρίς ν' απομακρυνθούν πολύ απ' τους βρικόλακες. Ούτε ένας βρικόλακας δεν κουνήθηκε. Έμεινα κι εγώ στη θέση μου, χωρίς να είμαι σίγουρη πώς έπρεπε να εκλάβω τα όσα είχαν μόλις εκτυλιχθεί μπρος στα μάτια μου. Μόλις ο Χένρι και το κορίτσι έφτασαν μπροστά μου, έκαναν βαθιά υπόκλιση. «Λαίδη μου» είπαν με μια φωνή, κι έμεινα να τους κοιτάζω κατάπληκτη, καθώς σηκώθηκαν και ήρθαν ακόμα πιο κοντά. Ο άντρας είχε ουλές παρόμοιου χρώματος με του κοριτσιού - πορφυρές και καφετιές-, ενώ και τα μάτια τους είχαν το ίδιο λαμπερό μπλε. 435
«Μπορείτε να με λέτε απλά Β... Βιολέτα» είπα πνιχτά. Τα μάγουλά μου έκαιγαν, κι ήμουν σίγουρη πως είχα κοκκινίσει. Αβέβαιη για το πώς έπρεπε ν' αντιδράσω, έριξα μερικές κλεφτές ματιές προς τους Βαρν. Ο άντρας έγνεψε καταφατικά. «Είμαι ο Χένρι» είπε. «Ο μεγάλος αδερφός του Φάλον. Κι αποδώ η αδερφή μου, η Τζοάνα». Έδειξε το κορίτσι, και συμπέρανα πως μπροστά μου στέκονταν μάλλον ένας πρίγκιπας και μια πριγκίπισσα απ' την Αθενία. Αλλά δεν έδωσα περισσότερη προσοχή. Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν στον χώρο, μέχρι που διασταυρώθηκαν με του Κάσπαρ. Κοιταχτήκαμε για λίγο, μέχρι που μου γύρισε την πλάτη και χάθηκε μέσα στο σπίτι. Τα πάντα θόλωσαν γύρω μου· προτού χάσω τις αισθήσεις μου και σωριαστώ στο υγρό έδαφος, πρόλαβα να δω τον Χένρι να τρέχει ανήσυχος προς το μέρος μου. Μπορούσα να νιώσω την υγρασία να διαπερνά το πουκάμισό μου, αλλά δεν είχα τη δύναμη ν' ανοίξω τα μάτια μου. Το τελευταίο που θυμάμαι ότι άκουσα προτού με καταπιεί ολοκληρωτικά το σκοτάδι ήταν κάποιον να λέει: «Μη, Χένρι, άσ' την. Είναι λογικό με τόσα που έμαθε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Άσ' την». Δεν ήξερα πού βρισκόμουν, αλλά για έναν περίεργο λόγο αισθανόμουν οικεία. Αναγνώριζα την αίσθηση του πολυτελούς, αλλά πολυκαιρινού χαλιού κάτω απ' τα πόδια μου. Αναγνώριζα την ξύλινη επένδυση των τοίχων. Τη μυρωδιά. Τον τρόπο που το φως τρύπωνε μέσα απ' τις ψηλές μπαλκονόπορτες. Κάθισα στο κρεβάτι του Κάσπαρ και ξάπλωσα ανάσκελα, απόλυτα πεπεισμένη ότι ονειρευόμουν - ένιωθα πολύ ήρεμη για να είμαι ξύπνια. Ήταν όλα τόσο ξεκάθαρα πια. Τα μπερδεμένα κομμάτια του παζλ που συνέθεταν τη ζωή μου μέχρι τότε είχαν μπει στη σωστή θέση, σχηματίζοντας μια ολοκληρωμένη εικόνα. Βρισκόμουν πια στο ξεκίνημα της νέας μου ζωής ως Δεύτερης Ηρωίδας. Ο Γκρεγκ, ένας αθώος, πέθανε, κι εγώ βρήκα παρηγοριά στον Τζόελ. Ο Τζόελ με απάτησε, κι άρχισα έτσι να γυρνάω κάθε Σαββατοκύριακο στα κλαμπ του Λονδίνου μέχρι πρωίας, κάτι που με είχε οδηγήσει στον Κάσπαρ. Η βασίλισσα πέθανε, κι εκείνος σκότωσε τον Κλοντ Πιερ. Εκείνη τη νύχτα το τελευταίο κομμάτι του παζλ μπήκε στη θέση του και δεθήκαμε για πάντα. «Και τώρα με μισεί» ψιθύρισα στη σιωπή. 436
«Ο γιος μου δε σε μισεί. Αμφιβάλλω αν είναι ικανός για κάτι τέτοιο» είπε τότε μια λεπτή φωνή, αναμφισβήτητα γυναικεία. Τινάχτηκα σαν να με τσίμπησε μέλισσα και πετάχτηκα απ' το κρεβάτι. Βαδίζοντας επιφυλακτικά, κόλλησα με την πλάτη μου στον τοίχο. Κάρφωσα το βλέμμα μου στις τραβηγμένες κουρτίνες. Οι μπαλκονόπορτες ήταν ορθάνοιχτες. Μπροστά στο μάρμαρο του τζακιού στεκόταν μια γυναίκα μ' ένα μακρύ σμαραγδί φόρεμα, εφαρμοστό στη μέση στα σημεία που ενωνόταν με τον κορσέ. Τα μακριά σπαστά, καστανά μαλλιά της έπεφταν ως τους γοφούς της, αγκαλιάζοντας τις καμπύλες του λαιμού και του στήθους της. Μου χαμογέλασε αποκαλύπτοντας τις μύτες δύο μικρών κυνοδόντων. Αν και είχε περάσει το κατώφλι της μέσης ηλικίας, ήταν πολύ όμορφη. Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό του προσώπου της ήταν τα λαμπερά σμαραγδί μάτια της. «Μεγαλειοτάτη» τραύλισα, κάνοντας βαθιά υπόκλιση. Οι άκρες των χειλιών της ανασηκώθηκαν μια ιδέα, σχηματίζοντας ένα χαμόγελο αυτάρεσκο - όμοιο μ' εκείνο που είχα δει τόσες φορές στο πρόσωπο του γιου της. Έγειρε ελαφρά το κεφάλι και μαζεύοντας τις άκρες του φορέματός της υποκλίθηκε κι εκείνη. «Δε χρειάζεται να υποκλίνεστε σ' εμένα, Λαίδη Ηρωίδα». Είχα χάσει τα λόγια μου. Μόλις ίσιωσε ξανά το σώμα της, με κοίταξε συνεχίζοντας να χαμογελάει, μ' ένα χαμόγελο που δεν είχα δει ποτέ ξανά σε κανέναν απ' τους πίνακες που στόλιζαν το αρχοντικό. Αυτό κι αν είναι όνειρο. «Ε. εγώ. πώς... τι εννοείτε όταν λέτε πως ο Κάσπαρ δε με μισεί; Πώς γίνεται να μη με μισεί; Ο πατέρας μου διέταξε τη θανάτωσή σας». Τα λόγια μου ακούστηκαν στ' αυτιά μου εξωπραγματικά κι ανόητα τη στιγμή εκείνη. Έγειρε αμυδρά το κεφάλι της, κάθισε όλο χάρη στην άκρη του κρεβατιού του Κάσπαρ -στο δικό της κρεβάτι- κι απλώνοντας το χέρι με παρότρυνε να τη μιμηθώ. «Ο Κάσπαρ, όσο κι αν δείχνει συχνά άκαρδος και αγενής, κατά βάθος είναι καλός. Η καρδιά του δεν κρύβει δόλο, κι είμαι σίγουρη πως ανήκει σ' εσένα. Είναι θυμωμένος, αυτό δεν μπορώ να το αρνηθώ, αλλά η πληγή του θα κλείσει με τον καιρό». «Εννοείτε πως θα με συγχωρήσει;» ψέλλισα σφίγγοντας τα χέρια μου από αμηχανία. Κούνησε το κεφάλι της καθησυχαστικά. «Δεν υπάρχει κάτι για το 437
οποίο να χρειάζεται να σε συγχωρήσει». «Μα-» «Σσς» ψιθύρισε κι έκλεισε τα χέρια μου στα δικά της. Το δέρμα της ήταν ζεστό. «Ορίστε» πρόσθεσε, τοποθετώντας κάτι κρύο στην παλάμη μου. Κοίταξα προς τα κάτω. Μέσα στη μισάνοιχτη παλάμη μου βρισκόταν το μενταγιόν της βασίλισσας - το δικό της. «Ο γιος μου επέλεξε σωστά δίνοντάς το σ' εσένα. Ο Βαλέριαν Κρίμσον δεν είχε κανένα δικαίωμα να σου το πάρει». Έκλεισα τα δάχτυλά μου γύρω του, νιώθοντας το μονίμως παγωμένο μέταλλο να καίει το δέρμα μου. «Ονειρεύομαι ή όχι;» ρώτησα, απόλυτα πεπεισμένη πως όλα ήταν πιθανά πια. Ακόμα και το να σηκωθούν οι νεκροί και να μιλήσουν. Η βασίλισσα δεν απάντησε αμέσως. Φάνηκε να το σκέφτεται. «Αυτό θα πρέπει να το αποφασίσεις εσύ. Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας». «Δε θέλω να ξυπνήσω» ψιθύρισα. Η βασίλισσα κούνησε με συγκατάβαση το κεφάλι της. «Πρέπει, Βιολέτα, πρέπει. Αν θέλεις να προστατέψεις την οικογένειά σου». Έσφιξα το μενταγιόν στην παλάμη μου και κάρφωσα το βλέμμα στο πάτωμα. «Και πώς θα το κάνω αυτό; Θα πρέπει να τους προδώσω για να εκπληρωθεί η Προφητεία, κι έχω αποφασίσει να γίνω βρικόλακας αν αυτό είναι αναγκαίο, αλλά κάτι μου λέει πως δε θα 'ναι αρκετό». Δεν πήρα απάντηση. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την μπαλκονόπορτα. Πετάχτηκα όρθια και την ακολούθησα. Ο ήλιος είχε κάνει για μια ακόμα φορά την εμφάνισή του ανάμεσα απ' τα βαριά γκρι σύννεφα, κι έφτανε γοργά το μεσημέρι. Βγήκε γρήγορα στο μπαλκόνι, έγειρε στην κουπαστή και κοίταξε κάτω. Έσπευσα κοντά της. Κάτω ακριβώς απ' το μπαλκόνι είδα κατάπληκτη το λιπόθυμο σώμα μου να μεταφέρεται μέσα στο σπίτι από έναν απ' τους Σοφούς. Αυτό ξεκαθαρίζει κάπως το ζήτημα αν αυτό που ζω είναι όνειρο ή πραγματικότητα. Οπισθοχώρησα, ενώ η βασίλισσα έσκυψε ακόμα πιο πολύ. Το πρόσωπό της είχε κρυφτεί στα μακριά κυματιστά μαλλιά της. Πλησίασα διστακτικά την κουπαστή και σκύβοντας κι εγώ άκουσα τον Ίγκλεν και τον πρίγκιπα Χένρι να συνομιλούν χαμηλόφωνα. «Καταλαβαίνω, Χένρι, αλλά ο πατέρας του κοριτσιού αναμένεται να φτάσει αύριο μαζί με τη φατρία των Πιερ και ίσως τους Εξολοθρευτές. 438
Σας χρειαζόμαστε όσο τίποτε άλλο εσένα και τους άντρες σου, για να προστατέψουμε τους Βαρν» τον εκλιπαρούσε ο Ίγκλεν. Έκανε μια μικρή παύση, μέχρι να περάσουν δύο απ' τους Σοφιστές που είχαν φτάσει στο Βάρνλεϊ. Το πλήθος των βρικολάκων είχε διαλυθεί. «Να προστατέψουμε το κορίτσι». Ο πρίγκιπας κούνησε το κεφάλι του προβληματισμένος. «Δεν μπορούν οι βρικόλακες να δώσουν μόνοι τους τις μάχες τους; Έχω εντολές, Ίγκλεν, και αυτές λένε ν' απομακρύνω τη Λαίδη Ηρωίδα από τη δεύτερη διάσταση και να τη μεταφέρω στη δική μας. Μ' αυτό τον τρόπο θα εγκαταλείψει την ανθρώπινη οικογένειά της και η Προφητεία θα εκπληρωθεί». Ο Ίγκλεν χτύπησε αγανακτισμένος την πέτρινη κολόνα δίπλα του. «Και πιστεύεις πως είναι αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος να μυήσουμε τούτο το θνητό κορίτσι στην καινούρια του ζωή; Ο θάνατος και η απομάκρυνσή της από τον άντρα με τον οποίο είναι δεμένη;» Η αντιπαράθεση συνεχίστηκε, αλλά η βασίλισσα έκανε πίσω και με κοίταξε ανήσυχη, προτού μπει και πάλι μέσα. Στάθηκα στην μπαλκονόπορτα, απ' όπου την είδα να γράφει κάτι σ' ένα κομμάτι χαρτί που έμοιαζε πολύ με κάποιο απ' τα προηγούμενα γριμματι της. Άφησε το γράμμα πάνω στο κρεβάτι, έβαλε βιαστικά το στιλό ξανά στο συρτάρι του κομοδίνου κι έτρεξε κοντά μου. Με άρπαξε και σπρώχνοντάς με πάλι έξω στο μπαλκόνι με τράβηξε προς τον τοίχο. Μου 'κλεισε το στόμα με το χέρι της ακριβώς τη στιγμή που άκουσα την πόρτα του δωματίου ν' ανοίγει και τον ήχο απ' τα βήματα του Κάσπαρ, ο οποίος εκτόξευσε μερικές βρισιές κι έκλεισε με τέτοια δύναμη την πόρτα πίσω του, που τα τζάμια της μπαλκονόπορτας έτριξαν. Τα βήματά του χάθηκαν στον διάδρομο. Η βασίλισσα αναστέναξε ανακουφισμένη. «Δεν μπορούν να με δουν, αλλά εσένα μπορούν» μου ψιθύρισε στ' αυτί κι έσκυψε για μια ακόμα φορά πάνω απ' την κουπαστή. Έγνεψα με το κεφάλι, χωρίς να καταλαβαίνω ακριβώς τι είχε συμβεί. «Ίγκλεν, η Λαίδη Ηρωίδα θα έρθει στην Αθενία, και αυτό δεν είναι κάτι που σκοπεύω να διαπραγματευτώ-» Ξαφνικά ο πρίγκιπας των Σοφιστών σταμάτησε να μιλάει, καθώς μπήκε στη συζήτηση μια τρίτη φωνή. «Η Βιολέτα δεν πρόκειται να πάει πουθενά αν δεν είμαι κι εγώ μαζί της, και η θέση του διαδόχου του θρόνου είναι εδώ». 439
Χαμογέλασα καθώς αναγνώρισα τη φωνή του Κάσπαρ. Έκανα λίγο εμπρός και κοίταξα ανάμεσα απ' τα ανοίγματα που άφηναν τα πέτρινα κάγκελα. Στεκόταν δίπλα στον Ίγκλεν, που φαινόταν να διασκεδάζει ιδιαίτερα με την παρέμβαση του Κάσπαρ. «Λοιπόν, νομίζω πως έτσι μπαίνουν τα πράγματα στη θέση τους, τι λες κι εσύ, Χένρι;» είπε ο Ίγκλεν γελώντας. Ο πρίγκιπας των Σοφιστών εμφανίστηκε τότε κάτω απ' το μπαλκόνι, κατέβηκε τα σκαλιά και κατευθύνθηκε προς έναν νεαρό Σοφιστή που απείχε απ' τη συζήτηση. «Αγγελιοφόρος δεν είσαι;» Το αγόρι, που δεν πρέπει να ήταν πάνω από δώδεκα χρονών, αιφνιδιάστηκε κι έβγαλε μια τσιρίδα απ' την τρομάρα του. Ο πρίγκιπας του μετέφερε κοφτά το μήνυμα: «Θα πας ευθύς αμέσως στον βασιλιά Λίριαντ και θα τον ενημερώσεις ότι σκοπεύουμε να παραμείνουμε στο Βάρνλεϊ μέχρι νεωτέρας». Ο Χένρι στράφηκε στον Κάσπαρ και στον Ίγκλεν. «Και ότι η Λαίδη Βιολέτα Λι θα παραμείνει και αυτή στο Βάρνλεϊ. Καταλαβαίνεις τι σου ζητάω να κάνεις; Βιάσου, και μη μεταφέρεις το μήνυμα σε κανέναν άλλον πέρα από τον βασιλιά ή τη λαίδη Ότομν Ρόουζ». Το αγόρι έφυγε τρέχοντας, κι ο Χένρι πήγε ξανά κάτω απ' το μπαλκόνι. Ο Κάσπαρ κι ο Ίγκλεν τον ακολούθησαν· αλλά προτού ανεβούν τα σκαλιά, ο Ίγκλεν γύρισε και κοίταξε προς το μπαλκόνι, εκεί όπου στεκόταν η βασίλισσα. Απ' τα χείλη του πέρασε ένα φευγαλέο χαμόγελο, προτού εξαφανιστεί κι εκείνος πίσω απ' τις μεγάλες πόρτες της εισόδου. Η βασίλισσα γύρισε σ' εμένα φαινομενικά ανεπηρέαστη. «Υπάρχουν τρόποι, νεαρή Ηρωίδα, να εκπληρώσεις την Προφητεία προστατεύοντας ταυτόχρονα όσους αγαπάς». Άπλωσε το χέρι της και σηκώνοντάς με μ' οδήγησε ξανά στο δωμάτιο. «Να τι πρέπει να κάνεις.» Ανέκτησα τις αισθήσεις μου γρήγορα. Ένιωθα κάτι κρύο στο μέτωπό μου και τα μάγουλά μου με γαργαλούσαν. Κάποιος είχε τοποθετήσει ένα μαλακό μαξιλάρι κάτω απ' το κεφάλι μου. Γύρω μου ακούγονταν φωνές. Προσπαθώντας να μείνω ακίνητη, καταλάβαινα τα όσα έλεγαν κρατώντας τα μάτια μου κλειστά. «Είσαι, λοιπόν, τόσο ανόητος, Βλαντίμιρ; Είσαι τόσο αφελής, ώστε να πιστεύεις ότι ο ερχομός αυτού του κοριτσιού εδώ ήταν απλώς σύμπτωση;» Μια άλλη φωνή, που ανήκε αναμφίβολα στον βασιλιά, απάντησε χαμηλόφωνα: «Δεν αμφισβητώ τη μοίρα, Ίγκλεν, αλλά την επιλογή της. 440
Μιλάμε για ένα κορίτσι, και μάλιστα θνητό, το οποίο δεν ανατράφηκε σε κάποια αυλή, ούτε καν στο βασίλειό μας. Και αυτό το κορίτσι θα πρέπει να ενεργήσει προς όφελος ενός λαού που μέχρι χτες μισούσε. Για να μην αναφέρω την προδοσία του πατέρα της. Πώς είναι δυνατόν ν' αντεπεξέλθει και ν' ανταποκριθεί στις προσδοκίες μας;». Κάποιος, που υπέθεσα πως ήταν ο Ίγκλεν, απάντησε τότε: «Είναι νέα και θα κυλήσει καινούριο αίμα μέσα της μόλις γίνει βρικόλακας, γιατί πρέπει να γίνει βρικόλακας. Δεν ξέρω, αλλά εγώ βλέπω μέσα της τη νεανική ορμή που είχε και η σύζυγός σου, και μαζί μ' αυτή θα έρθει και η πίστη στο βασίλειο. Θα προσαρμοστεί στον τρόπο ζωής μας, θα δεις. Και όσο για τον πατέρα της, όταν αυτός έρθει, θα τον προδώσει, ακριβώς όπως ορίζει η Προφητεία». Δε μίλησε κανείς για λίγο. Το γαργαλητό στα μάγουλά μου σταμάτησε και μια ζεστή ανάσα χάιδεψε το πρόσωπό μου. Κάποιος ψιθύρισε κάτι σε μια γλώσσα που υπέθεσα πως ήταν εκείνη των Σοφιστών. «Δεν μπορώ να επιτρέψω σε αυτό τον άντρα να μπει στο βασίλειό μου. Απλά δεν μπορώ». «Πρέπει». «Τότε θα το κάνω απρόθυμα και χωρίς ίχνος ευγένειας». Ο Ίγκλεν γέλασε. «Κάν' το όπως θες, Βλαντίμιρ. Αμφιβάλλω αν θα δώσει σημασία ούτως ή άλλως». Κάποιος αναστέναξε. «Και ο Κάσπαρ;» «Θα συνέλθει. Απλώς χρειάζεται χρόνο». «Δεν έχει χρόνο. Κανείς δεν έχει». Η καρδιά μου σφίχτηκε, κι αποφάσισα πως δεν ήθελα ν' ακούσω άλλο. Άρχισα να κουνιέμαι, και τότε κάποιος έγειρε πάνω μου κι είπε στους υπόλοιπους να σωπάσουν. Άνοιξα αργά τα μάτια μου, για να τα ξανακλείσω τυφλωμένη απ' το ξαφνικό φως. Τα ανοιγόκλεισα μερικές φορές ακόμα και κοίταξα γύρω μου, παριστάνοντας τη ζαλισμένη. Είδα πως βρισκόμουν ξαπλωμένη στον καναπέ. Ανασηκώθηκα στηρίζοντας το βάρος του κορμιού μου στ' αφράτα μαξιλάρια πίσω απ' την πλάτη μου. Το άτομο που ήταν γερμένο πάνω μου ήταν η πριγκίπισσα των Σοφιστών Τζοάνα, η οποία με το που είδε ν' ανοίγω τα μάτια μού χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. Κοίταξα γύρω μου και κατάλαβα πως βρισκόμουν στο γραφείο του βασιλιά. Τεράστιες βιβλιοθήκες κάλυπταν απ' άκρη σ' άκρη τους τοίχους, ενώ κάτω απ' το κεντρικό παράθυρο βρισκόταν ένα ογκώδες γραφείο από μαόνι. Οι κουρτίνες ήταν μισάνοιχτες 441
εμποδίζοντας το φως να μπει στο δωμάτιο. Πίσω απ' το γραφείο, με το χέρι του ακουμπισμένο πάνω στη δερμάτινη πολυθρόνα, στεκόταν ο βασιλιάς, και δίπλα του ο Ίγκλεν. Ο Χένρι ήταν λίγο παραπέρα και χάζευε ένα βιβλίο που είχε πάρει απ' τη βιβλιοθήκη. Το βλέμμα μου διασταυρώθηκε με του βασιλιά. Προσποιήθηκα την έκπληκτη, για να μην καταλάβει ότι είχα ακούσει όλα όσα είχαν πει. Στράφηκε προς το μέρος μου, και ξαφνικά ένιωσα την αδρεναλίνη μου να χτυπάει κόκκινο. Ανασηκώθηκα και κόλλησα στα μαξιλάρια, αλλά η Τζοάνα μ' έσπρωξε απαλά πίσω. «Ησύχασε, Λαίδη Ηρωίδα. Δε θα σε πειράξει». Της έριξα μια δύσπιστη ματιά και ξαναγύρισα προς τον βασιλιά, ο οποίος είχε απομακρυνθεί απ' το γραφείο του κι ερχόταν αργά προς το μέρος μου. Ανασηκώθηκα και πάλι κοιτώντας τον επιφυλακτικά. Γράπωσα τα μαξιλάρια όλο ένταση, όταν ένιωσα κάτι κρύο και στρογγυλό να τσιμπάει το εσωτερικό της παλάμης μου. Κοίταξα απορημένη το χέρι μου. Ανάμεσα στα δάχτυλά μου βρισκόταν το μενταγιόν της βασίλισσας. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα. Όσα είδα, λοιπόν, στο όνειρο έγιναν στ'αλήθεια. Πανικοβλημένη, έκλεισα ακόμα πιο σφιχτά την παλάμη μου, κρύβοντας το μενταγιόν απ' τα βλέμματά τους. Ο βασιλιάς συνέχισε να κατευθύνεται αργά προς το μέρος μου. Σε κάθε του βήμα η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Αλλά δεν κουνήθηκα. Ο Χένρι έκλεισε το βιβλίο του και κάρφωσε το όλο ένταση βλέμμα του πάνω μου. Η Τζοάνα δεν έφυγε απ' το πλευρό μου ούτε όταν ο βασιλιάς στάθηκε μπροστά μου. Έσκυψε και, κλείνοντας τα μάτια του, άρχισε να λέει κομπιάζοντας: «Δεν μπορώ να συγχωρήσω τον πατέρα σου. Επειδή ο πόνος που προκάλεσε σε αυτό το βασίλειο, καθώς και σε άλλα, είναι πάρα πολύ μεγάλος. Αλλά θα τον ανεχτώ γιατί πρέπει, και σε διαβεβαιώνω πως για χάρη σου η οικογένειά σου δε θα πάθει κακό. Ωστόσο, δεν μπορώ να τον συγχωρήσω». Κούνησε το κεφάλι του συντετριμμένος. Ο Ίγκλεν τον πλησίασε κι έβαλε το χέρι του στον ώμο του νεότερου άντρα. Συνέχισα να τον κοιτάζω σιωπηλή, προσπαθώντας να εκτιμήσω τη σπουδαιότητα όσων είχε μόλις πει. Λεπτό το λεπτό το μενταγιόν γινόταν όλο και πιο κρύο, απλώνοντας ένα αλλόκοτο κάψιμο στο εσωτερικό της παλάμης μου, με αποτέλεσμα να καταβάλλω τεράστια προσπάθεια να το κρατήσω. Έσκυψα το κεφάλι μου. Δεν είχα τι να πω. Δεν έβρισκα τις σωστές 442
λέξεις. Και πώς θα μπορούσα να τις βρω; Εδώ δεν μπορούσα καλά καλά να καταλήξω στο πώς ένιωθα. Από τη μια ήθελα να μισήσω εκείνο τον άντρα που επιχείρησε να με δολοφονήσει κι από την άλλη δεν μπορούσα να μη νιώσω συμπόνια μπροστά σε τόση θλίψη. «Ωραία, λοιπόν. Τακτοποιήθηκε κι αυτό, νεαρή Ηρωίδα» είπε ο Ίγκλεν χαμογελώντας. «Υπάρχουν πολλά που πρέπει να συζητηθούν στη σύσκεψη του συμβουλίου απόψε». Ο Χένρι μουρμούρισε πως συμφωνούσε. «Αλλά τώρα καλό θα ήταν να-» Δεν τελείωσε τη φράση του. Η πόρτα άνοιξε κι ένας απ' τους υπηρέτες του βασιλιά μπήκε στο δωμάτιο και υποκλίθηκε. «Ο πρίγκιπας Κάσπαρ, Μεγαλειότατε». Πριν προλάβει ο υπηρέτης να ολοκληρώσει καλά καλά τη φράση του, ο βασιλιάς είχε ήδη σηκωθεί. Ένιωσα την καρδιά μου να φτερουγίζει. Την ικέτευσα να χαλαρώσει, αλλά δεν είχα καμία αμφιβολία πως οι βρικόλακες μπορούσαν να την ακούν. Ο Ίγκλεν μού έριξε μια λοξή ματιά. «Εμείς να σας αφήνουμε σιγά σιγά, Λαίδη Ηρωίδα». Υποκλίθηκε. Ακολούθησαν οι δύο Σοφοί. Ο βασιλιάς κοντοστάθηκε για λίγο, ώσπου τελικά υποκλίθηκε με τη σειρά του και αποχώρησε απ' το δωμάτιο. Άκουσα την πόρτα να κλείνει. Πήρα βαθιά ανάσα. Γύρισα αργά προς το κέντρο του δωματίου, ακριβώς πίσω απ' τον καναπέ που καθόμουν - εκεί που ήξερα πως στεκόταν ο Κάσπαρ. Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, έβαλε το χέρι πίσω απ' την πλάτη του. «Μην το κάνεις» είπα, αλλά είχε ήδη υποκλιθεί. «Λαίδη μου». Έστρεψα το βλέμμα μακριά του, αμήχανη και πληγωμένη απ' την τυπικότητά του. Άρχισα να παίζω με την αλυσίδα του μενταγιόν στα χέρια μου, περιμένοντας να μιλήσει πρώτος. Αλλά παρέμεινε σιωπηλός, κι από μια κλεφτή ματιά που του έριξα είδα πως δεν είχε κουνηθεί χιλιοστό απ' τη θέση του. «Πες κάτι» ξέσπασα, κι η φωνή μου βγήκε πολύ πιο απότομη απ' ό,τι ήθελα. Χαμήλωσε το κεφάλι. «Τι θα θέλατε να πω, λαίδη μου;» «Οτιδήποτε άλλο εκτός απ' αυτό το "λαίδη"» μουρμούρισα, ξέροντας πως με είχε ακούσει. «Και πώς θα θέλατε να σας προσφωνώ; Μήπως ως Λαίδη Ηρωίδα;» 443
Κατσούφιασα. Άκου «Λαίδη Ηρωίδα». Λες κι αυτό ήταν καλύτερο απ' το σκέτο «λαίδη». Έσφιξα τα χείλη μου και συνέχισα να παίζω με την αλυσίδα του μενταγιόν μου, κυλώντας την ανάμεσα στα δάχτυλά μου. «Δεν μπορείς, δηλαδή, να με αποκαλείς όπως με αποκαλούσες πάντα; Βιολέτα ή Κοριτσάκι;» Γρύλισε και μετατόπισε εκνευρισμένος το βάρος του απ' το ένα του πόδι στο άλλο. «Τι θα 'θελες, λοιπόν, να πω, Κοριτσάκι;» Αναστέναξα κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο μπράτσο του καναπέ. «Ότι δε με μισείς». «Δε σε μισώ». Ανασηκώθηκα και τον κοίταξα συνοφρυωμένη. Σταύρωσε τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη και συνέχισε. «Αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να σε μισήσω, ακόμα κι αν προσπαθούσα. Δεν μπορώ να σε δω όπως πριν, αλλά δε σε μισώ, και δε θα σε μισήσω ποτέ». Σηκώθηκα σιγά σιγά απ' τον καναπέ, πατώντας πρώτα το ένα πόδι στο πάτωμα και μετά το άλλο. Ζαλιζόμουν. Στηρίχτηκα απ' το μπράτσο του καναπέ μέχρι να βρω την ισορροπία μου. «Ίσως όμως με τον καιρό να…» Δεν κατάφερα να ολοκληρώσω τη φράση μου. «Κάθισε κάτω. Χρειάζεσαι ξεκούραση» είπε πλησιάζοντάς με. «Ναι, αλλά θα καταφέρεις ποτέ να με ξαναδείς όπως πριν;» επέμεινα. «Ξέρουμε κι οι δυο πως είμαστε δεμένοι με τα δεσμά της μοίρας. Σε παρακαλώ, λοιπόν. Για το καλό και των δυο μας, πες πως θα μπορέσεις». Έγνεψε με το κεφάλι. «Νομίζω πως ήρθε η στιγμή να πούμε και μερικές αλήθειες. Μπορεί, όπως λες, να είμαστε δεμένοι με τα δεσμά της μοίρας, αλλά δεν έχει καμία σημασία. Επειδή, όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, νιώθω πως σε επέλεξα». Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια του, και μετά συνέχισε. «Βιολέτα, δεν μπορώ να καταπιέσω αυτό που αισθάνομαι για σένα, αλλά ταυτόχρονα δε σου κρύβω πως νιώθω και εξαπατημένος». Ακούμπησα τα πόδια μου στο παγωμένο δάπεδο και τον πλησίασα διστακτικά. «Συγγνώμη» ψέλλισα. Μισούσα τον τρόπο που μου μιλούσε. Ήταν τόσο τυπικός, τόσο προσεκτικός στην επιλογή των λέξεων που χρησιμοποιούσε. Θα 'δινα τα πάντα για ν' αρχίσει να με πειράζει όπως έκανε μέχρι πρότινος - να ελαφρύνει λίγο την κατάσταση. 444
«Πόσον καιρό» μουρμούρισε, κι ήξερα ακριβώς σε τι αναφερόταν. «Από τότε που εσύ κι η οικογένειά σου πήγατε για κυνήγι κι έμεινα μόνη με τον Φάμπιαν. Μου είπε πώς πέθανε η μητέρα σου, και είδα ότι οι ημερομηνίες ταίριαζαν. Δεν ήμουν σίγουρη, Κάσπαρ, και φοβόμουν. Ύστερα απ' όσα είχατε πει ύστερα απ' όσα είχες πει πίστευα πως...» Δεν ολοκλήρωσα τη σκέψη μου. Δεν ήθελα να αναφέρω τι πίστευα πως θα μου έκαναν, κάτι που άλλωστε παραλίγο να συμβεί. Έκανα δυο βήματα πίσω. Το υποσυνείδητό μου με πρόσταζε να προφυλαχθώ. Με πλησίασε, το ίδιο αργά κι αποφασιστικά με τον πατέρα του νωρίτερα. «Απλώς δώσ' μου λίγο χρόνο να το χωνέψω» μουρμούρισε. Κούνησα το κεφάλι απελπισμένη. Τα μάτια μου έτσουζαν απ' τα δάκρυα που πλημμύριζαν για μια ακόμα φορά τα μάτια μου. «Δε νομίζω πως έχουμε χρόνο». «Έλα τώρα, μην κλαις» ψιθύρισε γλυκά, σκουπίζοντας τα δάκρυα απ' το πρόσωπό μου. Χαμογέλασα με μισή καρδιά. «Εδώ έκλαψες εσύ. Νομίζω πως δικαιούμαι μερικά δάκρυα». Το πρόσωπό του μαλάκωσε. Χαμογέλασε μ' εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο που είχα δει να χαμογελάει κι η μητέρα του. Τα μάτια του γυάλιζαν γεμάτα ξερά δάκρυα που δε θα έτρεχαν ποτέ. «Γάμα τη τη μοίρα, θυμάσαι; Ε, λοιπόν, γάμα και τον χρόνο». Γέλασα. Έπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά μου και γύρισε την παλάμη μου, αποκαλύπτοντας το μενταγιόν που κρατούσα όλη εκείνη την ώρα σφιχτά κλεισμένο μέσα της. Δε με ρώτησε πώς το πήρα απ' τον Βαλέριαν, αλλά το κράτησε στα χέρια του κι έπαιξε για λίγο με την αλυσίδα. Μ' έπιασε απ' τον ώμο και με γύρισε τρυφερά απ' την άλλη. Πέρασε τα χέρια του πάνω απ' το κεφάλι μου κι έφερε την αλυσίδα γύρω απ' τον λαιμό μου. Ακόμα και πάνω απ' την μπλούζα μου μπορούσα να νιώσω την ψυχρότητα του μενταγιόν. Ακούμπησε τα χέρια του γύρω απ' τον λαιμό μου. Ανατρίχιασα απ' το πολυπόθητο άγγιγμα. Τα χέρια του ταξίδεψαν αργά ως τους ώμους, μέχρι που τυλίγοντάς τα γύρω απ' τα δικά μου με τράβηξε στην αγκαλιά του. Αυτό δεν είναι μοίρα. Σε διάλεξα. Σε επέλεξα. Γύρισα αργά μέσα στην αγκαλιά του κι ακούμπησα το κεφάλι μου στο στήθος του. Σιγά σιγά άρχισε να χαλαρώνει. Ανέπνευσε βαθιά μες στα μαλλιά μου κι ακούμπησε το κεφάλι του στο δικό μου. 445
Ένα λεπτό αργότερα αποτραβήχτηκα απ' την αγκαλιά του και πήρα τα χέρια του στα δικά μου. Εκείνη τη στιγμή τίποτ' άλλο δεν είχε σημασία. Ένιωθα την καρδιά μου να φουσκώνει από ευτυχία στο στήθος μου, και χρειάστηκε να καταβάλω υπεράνθρωπη προσπάθεια για να μην αρχίσω να πηδάω πάνω κάτω απ' τη χαρά μου τσιρίζοντας, φιλώντας τον, σφίγγοντάς τον μ' όλη μου τη δύναμη στην αγκαλιά μου. Ήξερα πως δεν ήταν έτοιμος ακόμη. Παρ' όλα αυτά, δεν μπόρεσα να εμποδίσω ένα αυτάρεσκο χαμόγελο ν' απλωθεί απ' άκρη σ' άκρη στο πρόσωπό μου. Στον διάολο κι η Ηρωίδα και τα πάντα. Είμαι δεμένη μ'αυτό τον απίστευτα όμορφο τύπο, που 'χει τα πιο λαμπερά σμαραγδίμάτια στον κόσμο! Δεμένη για πάντα! «Σταμάτα να δείχνεις τόσο σίγουρη για τον εαυτό σου» μουρμούρισε, χαμογελώντας αμυδρά. Το μόνο που κατάφεραν τα λόγια του ήταν να με κάνουν να χαμογελάσω ακόμα πιο πλατιά και ν' αναπηδήσω πινω στα τακούνια μου σαν κοριτσάκι. «Δεν αστειεύομαι» συνέχισε, πλέκοντας τα δάχτυλά του στα δικά μου. «Είναι μόνο η αρχή». Συγκατένευσα σοβαρεύοντας. Αυτό το ξέρω. Αλλά ήξερα και τι έπρεπε να κάνω, και το σημαντικότερο ίσως: πώς έπρεπε να το κάνω. Ωστόσο, υπήρχε κάτι που έπρεπε να μάθω πρώτα. «Μπορώ να σε ρωτήσω κάτι;» «Μόλις το έκανες» απάντησε ψυχρά. Τον κοίταξα αποδοκιμαστικά. «Μιλάω σοβαρά». Έκανα μια παύση, προσπαθώντας να βρω τον σωστό τρόπο να εκφράσω εκείνο που είχα στο μυαλό μου. «Εκεί έξω... πριν από λίγο. Ήσουν - θέλω να πω, απλώς στεκόσουν εκεί χωρίς να... Θα καθόσουν απλώς να δεις να με σκοτώνουν;» Ξεφύσηξε. «Δεν…» Πήρε τα μάτια του από πάνω μου και κάρφωσε το βλέμμα σε μια απ' τις βιβλιοθήκες. Η σιωπή του ήταν αρκετή. Πήρα τα χέρια μου απ' τα δικά του. «Πώς μπορούσες;» ρώτησα, οπισθοχωρώντας αηδιασμένη. «Σου είπα πως χρειάζομαι χρόνο» ψιθύρισε, χωρίς να με κοιτάζει. Ξεφύσηξα ειρωνικά και προσπάθησα να πνίξω τον θυμό που ανάβλυζε από κάθε πόρο του δέρματός μου. «Χρόνο; Εγώ δεν είχα χρόνο εκεί έξω». Έδειξα οργισμένη προς το παράθυρο. «Αν δεν είχαν έρθει οι Σοφοί, θα είχα γίνει το δείπνο σου, για όνομα του Θεού! Το δείπνο σου, καταλαβαίνεις; Έχεις ιδέα τι πέρασε απ' το μυαλό μου τη στιγμή που 446
νόμιζα πως θα πέθαινα;» «Εσύ έχεις ιδέα πώς είναι να σου στερούν ένα μέλος της οικογένειάς σου;» Έγειρα το κεφάλι και τον κοίταξα, κατάπληκτη απ' την αναισθησία του και την ψυχρότητα με την οποία μίλησε. «Η αλήθεια είναι πως έχω. Έχω χάσει τον Γκρεγκ, αν θυμάσαι». «Και τι έπρεπε να κάνω; Δεν υπήρχε περίπτωση να μ' αφήσουν να έρθω κοντά σου, κι ό,τι κι αν έλεγα δε θα είχε καμία σημασία». «Ο Ίγκλεν έκανε κάτι!» ανταπάντησα έξαλλη από θυμό. «Ο Ίγκλεν ήξερε τι είσαι» γρύλισε. Ένιωσα να σφίγγεται η καρδιά μου. «Αυτό ακριβώς είναι το θέμα! Δε θα 'πρεπε να έχει σημασία ποια είμαι ή τι είμαι!» Μου γύρισε την πλάτη κι όρμησε έξω. Τον ακολούθησα μέχρι το δωμάτιό του, φωνάζοντας μια εγώ, μια εκείνος για τους τίτλους μας και για το πόση σημασία είχαν. «Μπορεί να είσαι Ηρωίδα, αλλά μη νομίζεις πως θα 'χεις και πολλές επιλογές αποδώ και πέρα. Θα σε φάνε ζωντανή» είπε. Τον ακολούθησα στο μπαλκόνι. Τον κοίταξα απορημένη, χωρίς να έχω την παραμικρή ιδέα σε ποιους αναφερόταν. Πήρε βαθιά ανάσα και ατένισε τον ορίζοντα - εκεί που είχε αρχίσει να δύει ο ήλιος. «Η εντολή των Σοφών ήταν να μεταφερθείς στην Αθενία για τη δική σου προστασία». Φυσικά, το ήξερα ήδη, αφού είχα κρυφακούσει νωρίτερα όσο συζητούσαν ο Ίγκλεν κι ο Χένρι, αλλά έβαλα τα δυνατά μου να προσποιηθώ την έκπληκτη. «Πότε;» «Άμεσα. Η Αθενία θα ήταν το καλύτερο μέρος για σένα αυτή τη στιγμή». Γέλασα νευρικά. ΗΑθενία δεν είναι σε καμία περίπτωση το καλύτερο μέρος για μένα αυτή τη στιγμή, σκέφτηκα. «Και τότε γιατί βρίσκομαι ακόμη εδώ;» Φυσικά, ήξερα την απάντηση και σ' εκείνη την ερώτηση, αλλά ήθελα να δω τι θα μου έλεγε. «Για πρακτικούς λόγους. Δεν είσαι βρικόλακας, και το πέρασμα των συνόρων είναι δύσκολο για τους ανθρώπους. Επίσης, χρειάζεσαι την υποστήριξη του συμβουλίου. Και.» «Και;» Μου 'ριξε μια κλεφτή ματιά, αλλά ήταν αρκετή για να δω πως τα μάτια του είχαν πάρει μια αμυδρή ροζ απόχρωση. «Όσο ήσουν αναίσθητη, πήγα και είπα στον Χένρι ότι δε θα σ' άφηνα να φύγεις». Οι άκρες 447
των χειλιών του ανασηκώθηκαν μια ιδέα. «Νόμιζα πως ήσουν θυμωμένος. Κάνω λάθος;» Έγνεψε καταφατικά. «Ήμουν. Και συνεχίζω να είμαι». «Τότε γιατί είπες-» Ξαφνικά έμεινα να μιλάω στον αέρα. Γύρισα επιτόπου και τον είδα ν' αρπάζει ένα χαρτί κιτω απ' το μαξιλάρι του. Τον πλησίασα διστακτικά. Ήξερα πως εκείνο που κρατούσε ήταν μάλλον ένα απ' τα γράμματα της βασίλισσας, αλλά όταν γύρισε σελίδα πρόσεξα πως υπήρχε μια σειρά με διαφορετικό μελάνι απ' τις υπόλοιπες. Ωστόσο, ο γραφικός χαρακτήρας ήταν πέρα από κάθε αμφιβολία ο ίδιος. Μη χάσεις την πίστη σου σ' εκείνη. Μου κόπηκε η ανάσα. Αυτό, λοιπόν, είχε γράψει η βασίλισσα. Ο Κάσπαρ ανοιγόκλεισε αποσβολωμένος μερικές φορές το στόμα του, χωρίς όμως να καταφέρει ν' αρθρώσει ούτε μια λέξη. Το δάχτυλό του είχε μείνει μετέωρο πάνω στη συγκεκριμένη σειρά. «Είναι ένα γράμμα που μου άφησε η μητέρα μου στο οποίο έλεγε για το δέσιμό μου με την Ηρωίδα». Το γύρισε απ' την άλλη. «Αλλά αυτή η πρόταση δεν υπήρχε εκεί πριν». Προφέροντας τη λέξη μητέρα, η φωνή του είχε σπάσει. Τον πλησίασα κι έβαλα το χέρι μου πάνω απ' το δικό του, διπλώνοντας το γράμμα στα δύο. «Το ξέρω» μουρμούρισα. Ανασήκωσε το φρύδι του έκπληκτος. «Πώς;» «Όταν επιστρέψαμε απ' το Σημείο των Βαρν, ήρθα εδώ γιατί ήθελα να σου μιλήσω, και το βρήκα. Η Ότομν μού είχε μόλις πει πως ήμουν η Δεύτερη Ηρωίδα, έτσι δεν μπόρεσα να κρατηθώ και το διάβασα. Πώς πιστεύεις ότι ανακάλυψα ότι είμαστε δεμένοι;» Κούνησε το κεφάλι σαστισμένος. «Πίστευα πως σου το αποκάλυψε ο Ίγκλεν. Γιατί όμως δε μου το 'πες; Αν μου το 'χες πει, δε θα είχε συμβεί τίποτε απ' όλα αυτά». «Προσπάθησα, αλλά δε με άκουγες». Με κοίταξε σκεφτικός. «Και γιατί δεν το φώναξες απλώς εκεί έξω; Γιατί περίμενες να επέμβει ο Ίγκλεν;» Έκλεισα τα μάτια μου. «Ο Βαλέριαν Κρίμσον ήξερε ότι ήμουν Ηρωίδα απ' την αρχή. Θα με μαχαίρωνε αν τολμούσα να πω οτιδήποτε». Έτριψα τον λαιμό μου, νιώθοντας ακόμη την παγωμένη λάμα του μαχαιριού του Βαλέριαν. Βγήκα στο μπαλκόνι. Ο Κάσπαρ μ' ακολούθησε και αρπάζοντάς με απ' τον καρπό με έφερε στην αγκαλιά του. Ένιωσα τα 448
πόδια μου να λυγίζουν. Σήκωσε το πιγούνι μου και κοίταξε διερευνητικά το πρόσωπό μου. Τα μάτια του είχαν πάρει ξανά τη σμαραγδί απόχρωσή τους. «Πώς γίνεται να μη βράζεις από θυμό; Εγώ σου είμαι θυμωμένος για κάτι που δεν έκανες καν εσύ αλλά ο πατέρας σου». «Προσπαθώ» απάντησα ξερά. «Γιατί, θέλεις να 'μαι θυμωμένη μαζί σου;» Έσμιξε τα χείλη του και με κοίταξε παιχνιδιάρικα. «Κοίτα, η αλήθεια είναι πως είσαι ιδιαίτερα σέξι θυμωμένη». Τον αγριοκοίταξα και στριφογύρισα μέσα στην αγκαλιά του, μέχρι που αναγκάστηκε να μ' αφήσει. «Τι έγινε; Βρήκες το σχόλιό μου ανάρμοστο;» με ρώτησε, χαμογελώντας μου όλο αθωότητα. «Ελαφρώς» απάντησα γελώντας, παραμερίζοντας ένα τσουλούφι απ' το μέτωπό μου. «Χριστέ μου, πόσα θέματα έχουμε να λύσουμε!» «Πολλά και σοβαρά» απάντησε. Ξαφνικά ακούστηκε ένας θόρυβος σαν να έσπαγε κάτι, και στη συνέχεια ένας βρυχηθμός. Τρέξαμε στην κουπαστή και, κοιτώντας προς την πηγή του θορύβου, είδαμε μια τουλίπα καπνού ν' ανεβαίνει στον ουρανό από τον λόφο πίσω απ' το σπίτι. Απ' το Σημείο των Βαρν ξεχύνονταν στον ουρανό ψηλές φλόγες. «Ο πυρσός» ψέλλισε ο Κάσπαρ σοβαρεύοντας. Ένα κακό προαίσθημα ανέβηκε απ' το στομάχι μου και μου 'κοψε την ανάσα. Ξαφνικά συνειδητοποιούσα τη σημασία εκείνης της πρόσκλησης: σε λίγο όλο το συμβούλιο θα συγκεντρωνόταν στο Βάρνλεϊ, και θα ήμουν κι εγώ εκεί. Ήξερα τι έπρεπε να κάνω σ' εκείνη τη σύσκεψη -μου είχε πει η βασίλισσα-, αλλά όσο πλησίαζε η στιγμή, μου φαινόταν όλο και πιο δύσκολο. «Συγγνώμη» είπε ο Κάσπαρ. «Για όλα». Είχε στραμμένο το βλέμμα του στη φωτιά που φούντωνε λεπτό με το λεπτό. Ο καπνός γινόταν όλο και πιο πυκνός και μαύρος. Η μυρωδιά του καμένου έκανε την ατμόσφαιρα αποπνικτική. «Κι εγώ» μουρμούρισα, χωρίς να πάρω το βλέμμα μου απ' τη φωτιά. Έβαλα το χέρι μου πάνω στο δικό του και πέρασα τα δάχτυλα ανάμεσα στα δικά του. Μείναμε σιωπηλοί, μέχρι που ακούσαμε την πόρτα του δωματίου ν' ανοίγει· γυρίζοντας είδαμε μια υπηρέτρια -την Άννυ- να στέκει στο κατώφλι. Μόνο που δε φορούσε την κλασική άσπρη ποδιά της αλλά μια μαύρη, με το οικόσημο των Βαρν κεντημένο πάνω της. Προχώρησε και βγήκε στο μπαλκόνι, κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. 449
«Λαίδη Ηρωίδα· Υψηλότατε. Παρακαλείστε όπως παρουσιαστείτε άμεσα στη σύσκεψη του συμβουλίου». Η καρδιά μου φτερούγισε, κι ο Κάσπαρ έσφιξε τα δάχτυλά του ακόμα πιο δυνατά γύρω απ' τα δικά μου.
450
KEΦΑΛΑΙΟ 58
Κάσπαρ ΜΠΉΚΑ ΣΤΗ ΣΥΣΚΕΨΗ μόνος. Ο Ίγκλεν είχε πάρει τη Βιολέτα παράμερα για να της μιλήσει - ήλπιζα πως θα κατάστρωναν οι δυο τους κάποιο σχέδιο, αλλιώς θα την έτρωγαν ζωντανή. Στην κυριολεξία. Κοίταξα γύρω μου τους τριάντα και παραπάνω άντρες και γυναίκες που κάθονταν γύρω απ' το τραπέζι, επιχειρώντας να διασταυρώσω το βλέμμα μου με των πιο επιφανών μελών του συμβουλίου. Υπήρχαν δύο αξιοσημείωτες απουσίες: του Άστον και του Βαλέριαν Κρίμσον. Οι θέσεις τους ήταν κατειλημμένες από τον Χένρι και την Τζοάνα, αντίστοιχα. Όσο για την κενή θέση του Ίλτα στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού, εκείνη ανήκε πλέον στη Βιολέτα. Άλλες δύο κενές θέσεις περίμεναν τον Ίγκλεν και την Αραμπέλα. Ό,τι κι ανέχει κατά νου ο Ίγκλεν, ελπίζω να είναι καλό, σκέφτηκα. Είχα μια αίσθηση για το τι θα πρότεινε, αλλά δεν είχα ιδέα αν θα γινόταν αποδεκτό ή όχι. «Μαζί με τους άντρες των Σοφών, έχουμε αρκετούς για να προστατέψουμε τα σύνορά μας. Κανένας βρικόλακας του υποκόσμου ή εκτελεστής δε θα μπορούσε να περάσει» δήλωσε ο Λαμέρ με το γνωστό, επιθετικό του ύφος. «Όσο για την ανθρώπινη κυβέρνηση, νομίζω πως μπορεί να μας απασχολήσει σε δεύτερο χρόνο. Οι καιροί απαιτούν άμυνα και όχι διπλωματία!» Ακούστηκαν διάφορες φωνές υποστήριξης, αλλά ο πατέρας μου δε συμφώνησε παρά εν μέρει. «Λαμέρ, η υπεράσπιση του Βάρνλεϊ είναι η κύρια προτεραιότητά μου, αλλά σε εκλιπαρώ να θυμάσαι πάντα ότι ο πατέρας του κοριτσιού είναι μέλος της ανθρώπινης κυβέρνησης. Και μολονότι έχουμε να κάνουμε με έναν ιδιαίτερα παράτολμο και απερίσκεπτο άντρα, δεν μπορούμε να διακινδυνεύσουμε να πληγωθεί η κόρη του. Ας μην ξεχνούμε 451
ότι είναι μία από τις Ηρωίδες». Ο Λαμέρ ξαφνιάστηκε. «Με συγχωρείτε, Μεγαλειότατε, αλλά, αν κατάλαβα καλά, υπονοείτε ότι θα αφήσουμε τον άντρα που διέταξε τη δολοφονία της συζύγου σας να γλιτώσει χωρίς τιμωρία;» Έπεσε απόλυτη σιγή. Όλο το τραπέζι στράφηκε προς τον πατέρα μου, περιμένοντας την αντίδρασή του με κομμένη την ανάσα. Κανείς, μα κανείς δεν ανέφερε ποτέ τη λέξη Μητέρα. Ο πατέρας μου έτριψε τον σβέρκο του και κάρφωσε με συντριβή το βλέμμα του στο ταβάνι. «Όχι» είπε τελικά αναστενάζοντας. «Η Βιολέτα δε θα χαρεί μ' αυτό» μουρμούρισα, γέρνοντας στην καρέκλα μου. Ο Φόντερ, ο πατέρας της Τσάριτι, ξεφύσηξε χλευαστικά, ενώ η κόρη του μ' αγριοκοίταξε. Δεν ήταν μυστικό πως ο κύριος στόχος της ζωής του ήταν να παντρέψει τις κόρες του με όσα περισσότερα μέλη της βασιλικής οικογένειας μπορούσε, και σίγουρα οι εξελίξεις ανέτρεπαν τα σχέδιά του. Μακάρι να το είχα αντιληφθεί νωρίτερα. «Να με συγχωρείτε, πρίγκιπά μου, αλλά νομίζω πως η κρίση σας δεν είναι αμερόληπτη, δεδομένου ότι είναι γνωστό τοις πάσι πως είστε, πώς να το θέσω.;» Έκανε μια παύση και γυρίζοντας προς τον Λαμέρ χαμογέλασε, δηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς πως συντασσόταν μ' εκείνον. «.Συναισθηματικά μπλεγμένος με το κορίτσι». Ανασηκώθηκα κι έσφιξα το ποτήρι μου στα χέρια, προσπαθώντας να συγκρατήσω την οργή μου. «Δεν είσαι καλά πληροφορημένος, Φόντερ. Είμαι δεμένος μ' αυτό το κορίτσι». «Ναι, κάτι μας ανέφερε ο Ίγκλεν σχετικά. Αυτός είναι ο λόγος που κοιμηθήκατε μαζί της; Σε αυτή την περίπτωση, επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ για την προνοητικότητά σας, Υψηλότατε, γιατί προφανώς γνωρίζατε πολύ πριν από μας ότι ήταν Ηρωίδα». Έκανα να σηκωθώ, αλλά ο πατέρας μου με γράπωσε απ' το μανίκι και μ' ανάγκασε να καθίσω κάτω. Μην πέφτεις στην παγίδα, γρύλισε στη σκέψη μου. Τράβηξα το μανίκι μου κι έγειρα ξανά στην καρέκλα, παρακολουθώντας με αηδία τα γεμάτα ικανοποίηση χαμόγελα της οικογένειας Φόντερ. Ο Χένρι, ο οποίος είχε μείνει αμέτοχος ως εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε και πήρε τον λόγο. «Σας υποσχόμαστε πως θα θέσουμε στη διάθεσή σας τους καλύτερους φρουρούς μας, οι οποίοι είναι κάτι περισσότερο από ικανοί ν' αντιμετωπίσουν τυχόν επίθεση από μέλη του υποκόσμου 452
και κυνηγούς. Όσο για τον Μάικλ Λι, πιστεύω πως το καλύτερο θα ήταν να τον φέρουμε εδώ και να τον ανακρίνουμε-» «Να τον φέρουμε εδώ;» τσίριξε ο Λαμέρ. «Στην καρδιά του βασιλείου; Τι ανόητο!» Ο πατέρας μου χτύπησε το χέρι του στο ξύλινο τραπέζι κι έστρεψε τα μάτια του -που λίγο ακόμα και θα 'βγαζαν αστραπές- πάνω του, κάνοντας τον Λαμέρ ν' αναπηδήσει στην καρέκλα του. «Πρόσεξε πώς απευθύνεσαι στους ανωτέρους σου, Λαμέρ». Και μετά μου λέει εμένα να μην πέφτω στην παγίδα, σκέφτηκα. Εκείνη τη στιγμή η πόρτα άνοιξε και μπήκε στην αίθουσα ο Ίγκλεν, ακολουθούμενος απ' την Αραμπέλα και πιο πίσω τη Βιολέτα. Ο ήχος που έκαναν οι καρέκλες στο ξύλινο πάτωμα γέμισε τον χώρο καθώς όλοι σηκώνονταν βιαστικά όρθιοι. Γυναίκες και άντρες υποκλίθηκαν, και δεν κουνήθηκαν μέχρι που το τρίο έκανε τον γύρο του τραπεζιού. Μόλις πλησίασαν, σήκωσα μια ιδέα το κεφάλι μου για να τη δω. Το πρόσωπό της ήταν κόκκινο σαν παντζάρι, ενώ το βλέμμα της πετούσε από πρόσωπο σε πρόσωπο σαν να προσπαθούσε ν' αποτυπώσει στη μνήμη της όσα περισσότερα μπορούσε. Δεν είχε αλλάξει ρούχα -ήταν ακόμη με το τζιν της-, αλλά το ίδιο ίσχυε και για μένα. Κανείς δε θα το σχολίαζε αρνητικά. Κανείς δε θα τολμούσε να το κάνει. Το Κοριτσάκι, μία απ'τις Ηρωίδες. Δεν το είχα χωνέψει ακόμη. Το δυναμικό κορίτσι που είχα κλέψει απ' το Λονδίνο, η γυναίκα την οποία είχα μάθει να νοιάζομαι, που ως ημι-βρικόλακας είχε περάσει τόσα πολλά, τώρα ήταν Ηρωίδα, κι έμελλε να έρθει αντιμέτωπη με ακόμα περισσότερες δυσκολίες. Οι πιθανότητες φάνταζαν μηδαμινές, αλλά ποιος μπορούσε ν' αμφισβητήσει τη μοίρα; Οι ματιές μας διασταυρώθηκαν και της χαμογέλασα. Επιχείρησε να μου ανταποδώσει το χαμόγελο, αλλά ήταν πολύ τρομοκρατημένη για να το καταφέρει. Τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα. Οι κόρες της ήταν σε τέτοιο βαθμό διεσταλμένες, που μόλις και μετά βίας διακρινόταν το βιολετί των ματιών της. Κοίταξε επιφυλακτικά γύρω της και κάθισε στη θέση της απέναντί μου. Οι υπόλοιποι ακολούθησαν. Κάθε βλέμμα στην αίθουσα στράφηκε πάνω της, αλλά η ίδια κρατούσε το κεφάλι της σκυφτό. Μ' ένα νεύμα του Ίγκλεν ο πατέρας μου ξαναπήρε τον λόγο. «Χένρι, συνέχισε». Ο πρίγκιπας των Σοφιστών συνέχισε καρφώνοντας το βλέμμα του 453
στον Λαμέρ. «Όπως έλεγα, δε θα είναι δύσκολο για εμάς να αναχαιτίσουμε τους βρικόλακες του υποκόσμου και τους κυνηγούς, και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αν δεν το κάνουν αυτοί δύσκολο. Οι βρικόλακες του υποκόσμου θα δικαστούν από σας ή από μας· όσο για τους κυνηγούς, δεν μπορούν να γίνουν και πολλά, όπως καλά γνωρίζετε. Αναφορικώς με τον Λι, δεδομένου ότι είναι άνθρωπος και ανήκει στο πολιτικό προσωπικό, αυτός είναι άλλη ιστορία». Στο άκουσμα του ονόματος του πατέρα της, η Βιολέτα σήκωσε το κεφάλι κοιτώντας όλο ελπίδα κι αγωνία τον Χένρι. «Δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε, δεδομένου ότι για κάτι τέτοιο θα έπρεπε να παραβιάσουμε τις Συνθήκες της Γης, και αυτό, όπως γνωρίζετε, είναι αδύνατον· εκτός, βέβαια, αν χρησιμοποιήσει βία ή επιχειρήσει να περάσει τα σύνορά μας». Το πρόσωπο της Βιολέτας έλαμψε, καθώς το δωμάτιο σείστηκε απ' τα έντονα σχόλια και τις διαφωνίες. Φυσικά και δεν ήθελε να πάθει κακό ο πατέρας της. Ωστόσο, θα 'πρεπε να τον προδώσει· και επιπλέον, ο πατέρας της θα 'πρεπε να τιμωρηθεί. «Μπορεί εσείς να μην επιτρέπεται να τον αγγίξετε, αλλά εμάς οι Συνθήκες της Γης μάς το επιτρέπουν» ξεκίνησε να λέει ο Ίγκλεν, πίνοντας μια γερή γουλιά απ' το ποτήρι μπροστά του. Έκανε μετά νόημα σ' έναν απ' τους υπηρέτες να του το ξαναγεμίσει: ένα μέρος ουίσκι, δύο αίμα. «Έχω μια πρόταση». Ο πατέρας τού έγνεψε να συνεχίσει. «Δεδομένου ότι οι Σοφοί μπορούν να κρατήσουν μακριά τούς συνεργούς του, δε θα είναι δύσκολο για μας να τον φέρουμε εδώ. Μόλις συμβεί αυτό, θα θέσουμε τόσο τον ίδιο, όσο και την οικογένειά του υπό την προστασία του βασιλιά και του Στέμματος». Οι διαμαρτυρίες σηκώθηκαν σαν κύμα στην αίθουσα. Τον κοίταξα προβληματισμένος, χωρίς να είμαι σίγουρος πού το πήγαινε. Η ελπίδα έσβησε απ' το πρόσωπο της Βιολέτας, κι έσκυψε πάλι το κεφάλι της ηττημένη. Έκανα όσο πιο μπροστά μπορούσα στην καρέκλα κι άπλωσα το πόδι μου, μέχρι που βρήκα το δικό της. Της το χάιδεψα. Σήκωσε το κεφάλι αιφνιδιασμένη. «Είσαι καλά;» είπα, σχηματίζοντας τις λέξεις με τα χείλη μου. Έγνεψε καταφατικά και χαμογέλασε, αν και όχι ιδιαίτερα πειστικά. «Αλήθεια;» Στο βλέμμα της σχηματίστηκε ένα ηχηρό όχι. Γάντζωσα το πόδι μου πίσω απ' το γόνατό της και το τράβηξα προς το μέρος μου. Μου 'δωσε μια γερή κλοτσιά κι ανασηκώθηκε στην καρέκλα της. «Συγγνώμη»
454
πρόσθεσα, ελπίζοντας να καταλάβει πως απολογούμουν για πολύ περισσότερα πράγματα. Πώς μπόρεσα να την εγκαταλείψω; Τι θα 'κανα αν την είχαν... «Επιτρέψτε μου να σας εξηγήσω» φώναξε ο Ίγκλεν για ν' ακουστεί. Πριν συνεχίσει, ήπιε ακόμα μια γουλιά απ' το ποτό του, δείχνοντας ωστόσο απόλυτα νηφάλιος. «Η οικογένεια του Λι χρειάζεται προστασία. Μόλις η πράξη του γίνει ευρέως γνωστή, οι ζωές τους θα μπουν αυτομάτως σε μεγάλο κίνδυνο. Ενώ αν τους θέσουμε υπό την προστασία μας, η ενέργειά μας θα λειτουργήσει ως αποτρεπτικό μέτρο για όποιον θα 'θελε να επιχειρήσει να πάρει εκδίκηση». Ο γιος τού Φόντερ, ο Άνταμ, πήρε τότε τον λόγο. «Και τι μας νοιάζει αν πεθάνουν; Είναι προδότες, και εκπληρώνεται έτσι και η Προφητεία. Κάνω λάθος;» Η Βιολέτα έσφιξε τις γροθιές της. Τα μάτια της γυάλιζαν απ' την οργή. Έγειρε προς τα εμπρός και τον αγριοκοίταξε. «Δεν ξέρω αν το αντιλαμβάνεσαι, αλλά μιλάς για την οικογένειά μου» γρύλισε με τέτοιο μένος στη φωνή της, που άνετα θα μπορούσε να περάσει για βρικόλακας. Κάποιοι την κοίταξαν ειρωνικά, αλλά ο Άνταμ δεν είπε τίποτα. «Κανένας, πέρα απ' τους αθώους που χάθηκαν, δε χρειάζεται να πεθάνει. Η Βιολέτα θα εκπληρώσει την Προφητεία με το να γίνει βρικόλακας, πράξη με την οποία θα απαρνηθεί το αίμα της οικογένειάς της» συνέχισε ο Ίγκλεν. «Καλά όλ' αυτά» είπε ο Χένρι. «Αλλά προσωπικά δε θα μου άρεσε να παραμείνει στην κυβέρνηση ο Λι. Είναι επικίνδυνος για όλους μας». «Μα θα έφτανα και σ' αυτό, νεαρέ μου» είπε ο Ίγκλεν, γελώντας κάτω απ' τα μουστάκια του. «Θα παροτρύνουμε τον Λι να παραιτηθεί από τη θέση του υπουργού Άμυνας. Αν δεν το κάνει, θα άρουμε την προστασία μας και η οικογένειά του... πώς να το θέσω; Θα γίνει δείπνο». Γέλασα περισσότερο απ' το σοκ που μου προκάλεσαν τα λόγια του παρά από ευχαρίστηση. «Ναι, αλλά αυτό είναι στυγνός εκβιασμός. Σε βρίσκει σύμφωνη εσένα αυτό;» ρώτησα απευθυνόμενος στη Βιολέτα. Ο Ίγκλεν παρενέβη, προτού βρει την ευκαιρία να μου απαντήσει εκείνη. «Η ιδέα ήταν της Βιολέτας». Έμεινα μ' ανοιχτό το στόμα, όπως και όλοι οι υπόλοιποι. «Λέει αλήθεια;» Υπήρχε κάτι στον τρόπο που με κοίταξε γνέφοντάς μου καταφατικά - κάτι που δεν μπορούσα να ερμηνεύσω. «Θα δεχτεί» είπε εκείνη 455
προκλητικά. Την κοίταξα προβληματισμένος, ωστόσο έπρεπε να παραδεχτώ πως, αν μη τι άλλο, είχε θάρρος. «Μπορεί να είναι οικογένειά μου, αλλά είναι κάτι που πρέπει να κάνουμε. Δεν μπορεί να παραμείνει στην κυβέρνηση. Αυτό το γνωρίζω». Μπορεί να μιλούσε σε όλους, αλλά ήξερα πως απευθυνόταν αποκλειστικά σ' εμένα. Ο πατέρας έγειρε στην καρέκλα του αναστενάζοντας. Ήταν από τις σπάνιες φορές που τον έβλεπα κατάπληκτο. «Μπορεί αυτή η πρόταση να έχει κενά, αλλά δε βλέπω να έχουμε άλλη επιλογή». Η συζήτηση στράφηκε στην οργάνωση του σχεδίου - με την πλειοψηφία να θεωρεί ότι ο Λι είχε συμφωνήσει με τους βρικόλακες του υποκόσμου να βρίσκονται στα σύνορα στη μία το απόγευμα της επομένης. Κανείς ωστόσο δεν ήξερε αν γνώριζε την αλήθεια για το ποια ήταν η κόρη του. Χρειάστηκε να περάσει μία ώρα, προτού συμφωνήσουμε σε κάποιο οριστικό σχέδιο. Η Βιολέτα -παρά τις διαμαρτυρίες της- θα παρέμενε μέσα στον πύργο. Το ίδιο και τα περισσότερα μέλη της οικογένειας, με εξαίρεση την Αραμπέλα, που θα συνόδευε την πριγκίπισσα των Σοφιστών Τζοάνα και τον Ίγκλεν, μαζί με κάποια από τα πιο έμπιστα μέλη του συμβουλίου, οι οποίοι είχαν ως αποστολή να φέρουν τον Λι στο αρχοντικό. Θεωρητικά, το σχέδιο δε χώλαινε πουθενά. Στην πραγματικότητα, υπήρχαν πολλά που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Τα σχέδια του Λι μάς ήταν παντελώς άγνωστα. Δεν είχαμε ιδέα πώς θ' αντιδρούσε, ή πώς θ' αντιδρούσε η Βιολέτα. Δεν έπρεπε να λυγίσει μπροστά στον πατέρα της. Άρχισα να νιώθω ανησυχία. Είχαν γίνει όλα πολύ εύκολα, και δε μου άρεσε. «Υπάρχει και κάτι άλλο» είπε η Τζοάνα, καθώς η σύσκεψη έφτανε στο τέλος της. Σηκώθηκε όρθια. «Δεδομένου ότι η Λαίδη Ηρωίδα αρνήθηκε την προστασία του βασιλιά μας, η λαίδη Ότομν Ρόουζ ζήτησε να παρουσιαστεί η λαίδη Βιολέτα καθώς και τα μέλη του συμβουλίου στην αυλή της Αθενία, το συντομότερο δυνατόν. Αντιλαμβάνομαι πως αυτό δημιουργεί κάποια αναστάτωση, αλλά έχουμε τη δυνατότητα να φιλοξενήσουμε όσους χρει-» Ο πατέρας τη διέκοψε με μια κίνηση του χεριού και σηκώθηκε όρθιος. «Τα μέλη του συμβουλίου και η αυλή θα περάσουν τον χειμώνα στην Αθενία». Πλήθος αντιδράσεων σηκώθηκε σαν κύμα στην αίθουσα. Το συμβούλιο είχε να βγει απ' τα σύνορα του Βάρνλεϊ απ' τη δεκαετία του 1940, και ακόμα και τότε έλειψαν για λίγες μόνο εβδομάδες. Κοίταξα 456
τον πατέρα μου εμβρόντητος. «Προτείνω να επικοινωνήσετε με τις οικογένειές σας ώστε να τους ενημερώσετε ν' αρχίσουν τις προετοιμασίες. Αναχωρούμε σε δύο εβδομάδες. Είστε ελεύθεροι». Η έκπληξη των περισσότερων ήταν τέτοια, που αποχώρησαν απ' την αίθουσα χωρίς δεύτερη κουβέντα. Εγώ παρέμεινα καρφωμένος στη θέση μου, μέχρι που ένας απ' τους υπηρέτες πλησίασε τον πατέρα μου, ο οποίος άρχισε να του δίνει οδηγίες για την επικείμενη αναχώρησή μας για την Αθενία. Έχοντας στραμμένη την προσοχή μου εκεί, καθώς και στον Χένρι που ανέπτυσσε ένα λεπτομερές σχέδιο για την επόμενη μέρα, δεν πρόσεξα τη Βιολέτα που σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Δε διέφυγε όμως και της προσοχής του πατέρα μου. «Βιολέτα» φώναξε, χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα του απ' τις σημειώσεις που έγραφε. Εκείνη πάγωσε, χωρίς να πάρει το χέρι της απ' το πόμολο. «Δεν μπορείς να φύγεις απ' αυτή τη διάσταση και να εισέλθεις στην Αθενία θνητή». Άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. Δε χρειάζονταν περαιτέρω εξηγήσεις. Έπρεπε να γίνει βρικόλακας, και μάλιστα σύντομα.
457
KEΦΑΛΑΙΟ 59
Βιολέτα ΝΟΜΙΖΩ ΌΤΙ Ο ΚΆΣΠΑΡ ΔΙΈΚΡΙΝΕ τον φόβο στα μάτια μου, όταν μου είπε ότι θα πήγαινε για κυνήγι. Πιστεύω ότι ήξερε πως, όταν επέστρεφε, πιθανόν να μ' έβρισκε να κάθομαι ακόμη με τα χέρια πίσω απ' τα γόνατά μου κουλουριασμένη όσο πιο άβολα μπορούσα στο κρεβάτι, για να μη με πάρει ο ύπνος. Δεν ήθελα να τον ακολουθήσω πάλι στα όνειρά μου, κάτι το οποίο ήταν απλά παράλογο. Ήξερα πως σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα θ' αναγκαζόμουν να κυνηγήσω κι εγώ. Έπρεπε να μεταμορφωθώ. Δεν είχα πια άλλη επιλογή. Το αν το ήθελα ή όχι -ευτυχώς, Θεέ μου, το ήθελα- δεν είχε απλά καμία σημασία. Όμως υπήρχε και κάτι άλλο που μ' έκανε ν' αποφεύγω να τον ακολουθήσω στο κυνήγι του. Δεν ήθελα να μάθω τις σκέψεις του. Δεν ήθελα να μάθω τι σκόπευε να κάνει στον πατέρα μου, και σίγουρα δεν ήθελα να μάθω τι σκεφτόταν όταν μ' άφησε να πεθάνω. Ισως γι' αυτό, ενώ ήταν έτοιμος να φύγει, κοντοστάθηκε και πιινοντις μου το χέρι, μου ζήτησε συγγνώμη. Υπήρχαν τόσα που έπρεπε να σκεφτεί, κι όμως σκεφτόταν μόνο εκείνη. Όχι ότι τον βασάνιζε. Ήταν προτιμότερο απ' την εμμονή με τον Λι, ο οποίος σε λιγότερο από δώδεκα ώρες θα βρισκόταν σε απόσταση αναπνοής απ' τα σύνορα του Βάρ^εί. Ήταν ένα σενάριο που δε θα του περνούσε καν απ' το μυαλό τον προηγούμενο Ιούλιο. Ένιωσε τον τόσο γνώριμο θυμό να φουντώνει μέσα του, αλλά δεν έκανε καμία προσπάθεια να τον κατευνάσει. Δεν υπήρχε λόγος να τον κρύψει από κείνη. Ο Λι ήταν ο άνθρωπος που είχε υπογράψει τη θανατική καταδίκη της μητέρας του. Είχε κάθε δικαίωμα να είναι θυμωμένος. Εδώ δυσκολευόταν να συγκρατηθεί μπροστά σε κόσμο· δε θα το έκανε και κατ' ιδίαν. Διψούσε, αλλά τα περισσότερα ελάφια είχαν τραπεί σε φυγή κι είχαν πάει κοντά στο σημείο όπου είχαν κατασκηνώσει οι Σοφοί, γητεμένα 458
απ' τις τραγουδιστές, διαπεραστικές φωνές και τα γέλια τους. Στη σκέψη τους και μόνο, ένα ρίγος διαπέρασε τη ραχοκοκαλιά της φιγούρας. Μπορεί οι Σοφοί να ζούσαν σε πλήρη αρμονία με τη φύση, αλλά δεν ήταν πλάσματα αυτής της Γης - κανένα πλάσμα που είχε την ικανότητα να σκοτώσει κάποιον με μία μόνο λέξη δεν μπορούσε να είναι απ' αυτή τη Γη. Η φιγούρα με τον μανδύα αναστέναξε. Δεν ήταν δύσκολο ν' αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο η Αθενία ήταν το πιο ισχυρό βασίλειο. Κανείς δεν τολμούσε ν' αμφισβητήσει την εξουσία τους. Όπως και να 'χε, ένιωθε τυχερός που δεν ήταν εκτελεστής και έτσι δε θα χρειαζόταν να τους αντιμετωπίσει σε μερικές ώρες. Εκείνο που πραγματικά είχε ανάγκη ήταν ανθρώπινο αίμα. Είχε ανάγκη την πόλη. Ένα αμυδρό χαμόγελο διαγράφηκε στο πρόσωπό του. Εκεί θα την πήγαινε όταν καταλάγιαζε η ένταση. Στη Βικτόρια, στη νότια ακτή του Βανκούβερ Άιλαντ, ή στην πόλη του Βανκούβερ, που ήταν ακόμα μεγαλύτερη. Δεν ήταν και τόσο μακριά απ' την Αθενία. Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε πόλη της πρώτης διάστασης θα εξυπηρετούσε τον σκοπό του, επειδή οι θνητοί γνώριζαν για την ύπαρξη των βρικολάκων. Κάποιοι ήταν πρόθυμοι μέχρι και να τους αφήσουν να τραφούν· οι περισσότεροι όμως πανικοβάλλονταν ακόμα και στη σκέψη πως υπήρχαν βρικόλακες τριγύρω. Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο από λίγο πανικό και υστερία σ' ένα κυνήγι. Σταμάτησε, συνειδητοποιώντας πως οι σκέψεις του έπαιρναν μονοπάτια που δε θα 'πρεπε να πάρουν. Αν εκείνη είχε αποκοιμηθεί, ήταν σίγουρο πως τον παρακολουθούσε. Κοίταξε λαίμαργα μια ουρά ανάμεσα στα δέντρα. Ήταν μόνο ένα κουνέλι, αλλά ήταν καλύτερο απ' το τίποτα. Έγλειψε τα χείλη του. Χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο, πλησίασε προσεκτικά το ανυποψίαστο θήραμά του - ανυποψίαστο μέχρι τη στιγμή που μια μεγάλη σκοτεινή σκιά έκρυψε το φως του φεγγαριού. Αιφνιδιασμένο, έδωσε μια κλοτσιά στη γη με τα πίσω πόδια κι έκανε να τρέξει. Δεν έμελλε να τα καταφέρει. Ο άντρας με τον μανδύα χύμηξε σαν αστραπή καταπάνω του και με μια γρήγορη κίνηση το άρπαξε απ' τη γούνα του λαιμού του. Του έσπασε ακαριαία τον σβέρκο. Ήταν τουλάχιστονεύσπλαχνος. Ξύπνησα λουσμένη στον ιδρώτα. Μισόγυμνη πάνω απ' τα σκεπάσματα, ψηλάφισα το κομοδίνο για να βρω τη λάμπα. Θα συνήθιζα άραγε ποτέ το κυνήγι; αναρωτήθηκα, πασχίζοντας να 459
διαγράψω το όνειρο απ' τη μνήμη μου. Πολύ αμφέβαλλα. Ήξερα πως ήταν αδύνατον να τραφώ χωρίς να χρειαστεί κάποια στιγμή να σκοτώσω, αλλά ένιωθα πως αθετούσα την υπόσχεση που είχα δώσει στον εαυτό μου να γίνω χορτοφάγος. Και αν επρόκειτο για άνθpωπο εκείνο το θεωρούσα απλώς κανιβαλισμό. Μπορούσε να με πάει σε όποια πόλη του κόσμου ήθελε, αλλά δε θα σκότωνα ποτέ άνθρωπο. Ωστόσο, ανησυχείς για το αν θα καταφέρεις να συγκρατηθείς, πρόσθεσε η φωνή μου. Και δεν έχεις καμία αναστολή όσον αφορά το αίμα δωρητών. Ποια η διαφορά ανάμεσα σ'αυτό και στο να πιεις κατευθείαν από άνθρωπο; Δεν απάντησα. Τι θα μπορούσα να πω; Είχε δίκιο, και το ήξερα. Όλα εκείνα τα ερωτήματα θα έβρισκαν απάντηση όταν θα μεταμορφωνόμουν σε βρικόλακα. Σηκώθηκα απ' το κρεβάτι κι έτρεξα στην ντουλάπα για να βρω κάλτσες. Τα πατώματα ήταν πάντα πολύ κρύα. Κρύα σαν πάγος. Θα τα νιώθω ζεστά όταν μεταμορφωθώ. Το ίδιο και τον Κάσπαρ. Άραγε, θα μου λείψει αυτή η αίσθηση; Ξέροντας πως δεν υπήρχε πλέον πιθανότητα να κοιμηθώ, άρχισα να βηματίζω πάνω κάτω στο σκοτεινό δωμάτιο, μέχρι που τα πόδια μου μπλέχτηκαν σε κάτι και παραλίγο να πέσω. Ήταν το παλτό μου, το οποίο είχα παρατήσει στο πάτωμα το προηγούμενο πρωί, όταν είχα μπει τρέχοντας στο δωμάτιο. Το έπιασα και το πέταξα στο κρεβάτι. Όπως άνοιξε, έπεσε απ' την εσωτερική τσέπη το περιοδικό που μου 'χε δώσει η Ότομν. Οι διασημότητες του κόσμου του Κάσπαρ με κοίταζαν απαστράπτουσες απ' το εξώφυλλο. Το πήρα με περιέργεια στα χέρια μου κι άρχισα να το ξεφυλλίζω, παρατηρώντας τις φωτογραφίες. Δεν ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω τους βρικόλακες απ' τους Σοφούς. Αλλά υπήρχαν κι άλλοι. Με την πρώτη ματιά, θα 'λεγε κανείς πως ήταν θνητοί, αλλά υπήρχε κάτι το διαφορετικό πάνω τους. Μπορεί να ήταν τα μάτια τους που έδειχναν υπερβολικά χρωματιστά ή υπερβολικά μεγάλα· μπορεί να ήταν τα ζυγωματικά τους που προεξείχαν αφύσικα, ή τα μαλλιά τους που ήταν πολύ ανοιχτόχρωμα. Υπήρχε κάτι το δυσοίωνο στη μαύρη κορδέλα του μπράτσου ενός κοριτσιού, ενώ το βλέμμα κάποιας άλλης ήταν μάλλον τρελό και άγριο. Το μόνο κοινό στοιχείο πάνω τους ήταν το μαύρο ρόδο που είχαν στα μαλλιά τους - το Άγγιγμα του Θανάτου. Ρίγησα, κι αποφάσισα να συνεχίσω να το διαβάζω κάτω. Έσβησα 460
τη λάμπα και ψηλαφίζοντας τους τοίχους άνοιξα την πόρτα, καταφέρνοντας να μη σκοντάψω πουθενά. Φτάνοντας στην κύρια είσοδο, κάθισα σ' ένα απ' τα σκαλοπάτια στο τέλος της σκάλας και γέρνοντας στην κουπαστή συνέχισα να ξεφυλλίζω το περιοδικό. Σοφοί, βρικόλακες, Καταραμένοι, λύκοι, πλάσματα που άλλαζαν όψη κατά το δοκούν... κι άλλα με λατινικά ονόματα που δεν μπορούσα καν να προφέρω· όλοι τους έφεραν μεγαλοπρεπείς τίτλους, όπως δούκισσες, πρίγκιπες, λόρδοι ή πρεσβύτεροι· όλοι τους ντυμένοι με κουστούμια με μεταξωτά ζωνάρια και γραβάτες, με βραδινά φορέματα με μακριές ουρές. Κάτω από κάθε φωτογραφία υπήρχε το όνομά τους, ενώ αναφερόταν σε ποιο κοσμικό γεγονός είχαν παρευρεθεί, πότε κι ένα σωρό άλλες λεπτομέρειες, με το στήσιμο να παραπέμπει σε παραμύθι σε μορφή στηλών, με κουτσομπολιά ή συμβουλές και με κείμενα για τις τελευταίες τάσεις της μόδας στα βραδινά ενδύματα. Αν δεν ήμουν τόσο αγχωμένη για το μέλλον που με περίμενε, θα είχα ξεκαρδιστεί στα γέλια. Οι σκέψεις μου περιπλανήθηκαν στους θνητούς των άλλων διαστάσεων. Ποια να είναι η γνώμη τους για τους βρικόλακες; Τους αποδέχονται; Τι θα συνέβαινε αν οι θνητοί της δικής μαςδιάστασηςμάθαιναν για τηνύπαρξή τους; Ήταν αρπακτικά, και οι άνθρωποι της δικής μας διάστασης δε θα μπορούσαν να μάθουν ποτέ ότι υπάρχουν. Αρκετό πανικό είχαν σκορπίσει ήδη στις άλλες διαστάσεις, και δε ζούσαν καν εκείτο βάρος στους ώμους μου γινόταν όλο και πιο δυσβάσταχτο. Ήμουν Ηρωίδα, αλλά δεν ήξερα καλά καλά τι συνεπαγόταν αυτό, και, πάνω απ' όλα, δε γνώριζα σχεδόν τίποτα για τις άλλες διαστάσεις· παρ' όλα αυτά, έπρεπε να γίνω μέρος εκείνου του άγνωστου σ' εμένα κόσμου. Το θετικό είναι, τιτίβισε η φωνή μου τόσο χαρωπά, που θα ήθελα να τη χαστουκίσω αν ήταν δυνατόν, ότι θα έχεις σύντομα την ευκαιρία να δεις τον πατέρα σου. Προσωπικά, δεν έβλεπα τίποτα το θετικό σ' αυτό. Το μόνο που μου προκαλούσε ήταν τρόμο κι αγωνία. Είχαν περάσει τρεισήμισι μήνες απ' την τελευταία φορά που τον είδα. Κι είχα αλλάξει πολύ μέσα σ' εκείνο το διάστημα. Θα εγκρίνει τον νέο μου εαυτό; αναρωτήθηκα. Φυσικά και δε θα τον ενέκρινε. Ο ήχος της πόρτας που άνοιγε με απέσπασε απ' τις σκέψεις μου. Ένας από τους μπάτλερ στάθηκε δίπλα απ' τις πόρτες κάνοντας χώρο να περάσει ο Κάσπαρ. Με τον μανδύα του στα χέρια έγνεψε στον μπάτλερ, ο οποίος μου έριξε μια φευγαλέα ματιά και χάθηκε στον διάδρομο που οδηγούσε στα δωμάτια του υπηρετικού προσωπικού. 461
Ο Κάσπαρ τον ακολούθησε με το βλέμμα, μέχρι που εξαφανίστηκε, και γύρισε απορημένος σ' εμένα. «Τι κάνεις όρθια τέτοια ώρα;» «Δεν μπορούσα να κοιμηθώ» παραδέχτηκα. Δάγκωσε τα χείλη του. «Προσπάθησα να μη σκεφτώ τον πατέρα σου κι όλα τα υπόλοιπα, αλλά δεν τα κατάφερα». Κούνησα το κεφάλι μου δείχνοντας κατανόηση κι ανασήκωσα εξαντλημένη τους ώμους. «Μην ανησυχείς». Χτύπησα το σκαλοπάτι δίπλα μου προσκαλώντας τον να έρθει κοντά μου. Κρέμασε τον μανδύα του απ' την κουπαστή και κάθισε. «Έτσι θα είναι όταν γίνω βρικόλακας; Θα 'μαστέ συνέχεια ο ένας στο μυαλό του άλλου;» Χαμογέλασε. «Όχι ακριβώς. Μπορούμε να κρατάμε τις σκέψεις μας για τον εαυτό μας». Έπιασε το περιοδικό κι άρχισε να το ξεφυλλίζει. «Δε θα 'πρεπε να τα διαβάζεις αυτά τα πράγματα. Δεν είναι παρά κουτσομπολιά και αηδίες». Του το πήρα απ' τα χέρια ενοχλημένη. «Απλώς ήμουν περίεργη να μάθω για τις άλλες διαστάσεις. Η Ότομν μού το έδωσε». Αναστέναξε. «Θα δεις από κοντά πώς είναι οι άλλες διαστάσεις όταν φτάσουμε στην Αθενία». «Απλώς θα ήθελα να έχω κάποια ιδέα αυτού που πολύ σύντομα θα γίνει ο κόσμος μου, δεν το καταλαβαίνεις;» μουρμούρισα. Χασκογέλασε. Τον κοίταξα σφίγγοντας τα χείλη μου. Έπιασε ξανά το περιοδικό και πήγε στην τελευταία σελίδα, στη στήλη των συμβουλών. Σήκωσε το φρύδι του, φέρνοντας το περιοδικό μπροστά μου. «Και σκοπεύεις να μάθεις για τον καινούριο σου κόσμο απ' τη θεία Άγκαθα;» Ανασήκωσα τους ώμους, σαν να του 'λεγα «γιατί όχι;». «Σκεφτόμουν» μουρμούρισα. Τύλιξε το χέρι του γύρω απ' τη μέση μου και με τράβηξε κοντά του, μέχρι που τα κορμιά μας ενώθηκαν. «Ναιαιαι;» ρώτησε χαμογελώντας, λες και η ιδέα και μόνο πως σκεφτόμουν τον διασκέδαζε φοβερά. Πήρα βαθιά ανάσα. «Αυτό που είπε ο πατέρας σου νωρίτερα. Σχετικά με την αλλαγή μου». Πάγωσε. «Α.» ψέλλισε. «Θα το κάνεις εσύ, έτσι; Δε νομίζω πως θα καταφέρω να το αντιμετωπίσω αν δεν το κάνεις εσύ». Έπλεξα τα δάχτυλά μου στα δικά του και τον κοίταξα παρακλητικά. Τα μάτια μου είχαν γεμίσει δάκρυα. Όταν είδα πως δεν απαντούσε, χαμήλωσα το βλέμμα στο πάτωμα. «Είναι τόσο 462
τρελό όλ' αυτό που μου συμβαίνει. Νιώθω πως προδίδω όλο μου το είναι. Την ανθρώπινη υπόστασή μου, την οικογένειά μου, τη χορτοφαγία μου...» Μάλλον επειδή αυτό ακριβώς κάνεις, με χλεύασε η φωνή μου τόσο άκαρδα, που ένιωσα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό μου. Ο Κάσπαρ άπλωσε το χέρι του και σκούπισε τα δάκρυα απ' τα μάγουλά μου. «Πες ποια μέρα θες να γίνει, Κοριτσάκι» ψιθύρισε. Πήρα το χέρι μου απ' το δικό του κι έσφιξα το μενταγιόν της βασίλισσας στη χούφτα μου. Και μόνο που το κρατούσα, μπορούσα να νιώσω το φορτίο της κληρονομιάς. Είχε πεθάνει για να μπορώ εγώ πια να είμαι στην αγκαλιά του γιου της. Το ίδιο είχε κάνει κι ο Γκρεγκ. Όλη μου η ζωή κατέληγε σ' εκείνη τη στιγμή. Έκλεισα τα μάτια κι άφησα το μενταγιόν να ξαναπέσει βαρύ στο στήθος μου. Είχα υποσχεθεί στον πατέρα μου ότι δε θα γινόμουν μία από κείνους. Αλλά δεν είχα άλλη επιλογή. Ποτέ δεν είχα. «Σε δύο νύχτες» μουρμούρισα ριγώντας. Η ημερομηνία παγίωνε με τρόπο αμετάκλητο την απόφασή μου. Γινόταν πραγματικότητα. «Δε χρειάζεται να είναι τόσο σύντομα» ψιθύρισε. Πήρε και πάλι το χέρι μου στο δικό του κι άρχισε να με χαϊδεύει. «Έχεις ακόμη δύο εβδομάδες στη διάθεσή σου προτού φύγουμε για την Αθενία». Πίεσα τα χείλη μου με την ανάστροφη της παλάμης για να κρύψω το τρέμουλο απ' την προσπάθειά μου να συγκρατήσω τα δάκρυα που ανέβαιναν κατά κύματα στα μάτια μου. «Το ξέρω. Αλλά ξέρω επίσης πως αν δεν το κάνω σύντομα θα χάσω την ψυχραιμία μου, και συν τοις άλλοις θέλω να ελέγχω τη δίψα μου προτού πάμε στην Αθενία». «Θα την ελέγχεις» με καθησύχασε, τυλίγοντας ξανά το χέρι του γύρω απ' τη μέση μου. «Σου υπόσχομαι πως δε θα 'ναι τόσο δύσκολο. Από την άλλη, ίσως και να μην είναι τόσο καλή ιδέα ν' αλλάξεις αμέσως σχεδόν μετά την αιχμαλω-» Σταμάτησε στα μισά της πρότασής του. «Εννοώ, μετά την άφιξη του πατέρα σου.» Έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του, εκτιμώντας βαθιά το ότι διόρθωσε τη φράση του. «Δεν ξέρω. Δεν μπορεί να κάνει και τίποτα, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει απλώς να το αντιμετωπίσει». Αναστέναξα κι έκανα την ερώτηση που τριβέλιζε το μυαλό μου όλο το απόγευμα. «Είναι δικαιολογημένο να νιώθω υπερένταση που θα δω τον πατέρα μου;» «Σοβαρολογείς;» Τον είδα με την άκρη του ματιού μου να με κοιτάζει σαστισμένος. 463
«Φαίνεται να εκπλήσσεσαι». «Απλώς πίστευα πως θα 'σουν χαρούμενη. Αυτό δεν ήθελες τόσον καιρό; Να τον δεις;» Κατσούφιασα. «Στην αρχή, ναι. Ήμουν τρομαγμένη, μου έλειπε το σπίτι μου, και σας μισούσα. Χωρίς παρεξήγηση» πρόσθεσα, πιάνοντας τη θιγμένη έκφραση στο βλέμμα του. «Μην ξεχνάς πως σας είχα δει να δολοφονείτε τριάντα ανθρώπους εν ψυχρώ. Αλλά κάποια στιγμή αυτό άλλαξε. Δεν ξέρω πότε. Απλώς έπαψε να μου λείπει η οικογένειά μου, έπαψα να θεωρώ εκείνο που έγινε στην Τραφάλγκαρ δολοφονία και σταμάτησα να...» Δεν ολοκλήρωσα τη φράση μου. Έσκυψε προς το μέρος μου και γέρνοντας το κεφάλι έφερε τα χείλη του λίγα μόλις χιλιοστά απ' τα δικά μου. «Σταμάτησες να...;» ρώτησε τόσο χαμηλόφωνα, που μόλις που τον άκουσα. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται. «Σταμάτησα να σε μισώ» απάντησα, και χωρίς να διστάσει στιγμή κόλλησε τα χείλη του στα δικά μου. Κράτησε μόνο μια στιγμή. Ήταν σαν να φιλούσα παγωμένο μέταλλο. Τα χείλη του είχαν ακόμη την αψάδα του αίματος του κουνελιού που είχε σκοτώσει νωρίτερα, κι έκανα πίσω σοκαρισμένη απ' το γεγονός ότι μου άρεσε. Εκείνος χαμήλωσε το βλέμμα του. Σήκωσα το πιγούνι του με τα δάχτυλά μου και συνάντησα τα μάτια του, απίστευτα λαμπερά και ζωηρά, πιο ακριβά από οποιονδήποτε πολύτιμο λίθο. «Δεκαοχτώ χρόνια πριν, στις 28 Αυγούστου, πρωτάκουσες τη φωνή σου στη σκέψη σου, έτσι δεν είναι;» Πήρε μια κοφτή ανάσα, κοιτώντας με αποσβολωμένος. «Πώς στο καλό το ξέρεις αυτό;» Επιχείρησα να χαμογελάσω, αλλά κατέληξα να κάνω απλώς μια γκριμάτσα. «Μου το είπε η Ότομν. Έχω κι εγώ φωνή. Μόνο που εγώ την άκουσα για πρώτη φορά το βράδυ εκείνο στην Τραφάλγκαρ». «Δεν το πιστεύω...» είπε ξέπνοα, περνώντας τα δάχτυλα ανάμεσα στα ήδη ανακατεμένα μαλλιά του. Έγνεψα επιβεβαιωτικά με το κεφάλι. «Τη νύχτα που γεννήθηκα άκουσες την εσωτερική σου φωνή. Τη νύχτα που σε συνάντησα άκουσα τη δική μου. Σ' ακολουθώ στα όνειρά μου απ' το πρώτο βράδυ που έφτασα εδώ. Αν η μητέρα σου δεν είχε πεθάνει, δε θα 'χες σκοτώσει τους εκτελεστές στην Τραφάλγκαρ, κι εγώ δε θα 'χα καταλήξει ποτέ εδώ. Κανονικά θα 'πρεπε να μ' έχεις σκοτώσει εκείνο το βράδυ. Αλλά επέλεξες 464
να μην το κάνεις. Από τότε μου έχεις σώσει τη ζωή ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσες φορές. Αυτός είν' ο λόγος που είμαστε δεμένοι; Και τι σημαίνει αυτό το "είμαστε δεμένοι"; Δεν το καταλαβαίνω. Δεν καταλαβαίνω πια τίποτα». Έπεσα βαριά στην αγκαλιά του. Ένιωθα απογοητευμένη κι απίστευτα κουρασμένη. Ακόμα κι αν είχα εκφράσει κάθε μου φόβο, κάθε μου αμφιβολία, τα ερωτήματα παρέμεναν αναπάντητα. Γιατί να συμβείσ'εμένα; Τι πρέπει να κάνω; Μ' άκουγε με προσοχή, αλλά δε με κοίταζε. Ήταν απόμακρος. Ακολούθησα το βλέμμα του πέρα απ' τις κλειστές πόρτες της αίθουσας χορού. «Είναι σαν να 'μαστέ πιόνια σε μια σκακιέρα» μουρμούρισε. «Δεν έχουμε τον έλεγχο. Είμαστε απλά πιόνια». Η φωνή του τρεμούλιασε. Ρίγησα απ' τη δήλωσή του, σαν να 'χα δει φάντασμα. «Και τότε ποιος έχει τον έλεγχο;» «Η μοίρα. Ο χρόνος. Πράγματα για τα οποία δε γνωρίζουμε τίποτα» ψιθύρισε. «Και δεν είμαστε προορισμένοι να τα μάθουμε. Επομένως, μην προσπαθείς να βγάλεις νόημα, απλώς αφέσου». «Μιλάς λες και η μοίρα και ο χρόνος είναι υπαρκτά πρόσωπα». Ανασήκωσε τους ώμους του, και περνώντας τα πόδια του κάτω απ' τα δικά μου με τράβηξε, μέχρι που βρέθηκα να κάθομαι πάνω του. Τύλιξε τα χέρια του χαμηλά κάτω απ' τη μέση μου, ανασήκωσε λίγο την μπλούζα μου κι άρχισε να με χαϊδεύει αργά. Ένιωσα τα μάγουλά μου να κοκκινίζουν. Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. «Ξέρεις, σκεφτόμουν κι εγώ κάποια πράγματα» είπε, περνώντας ηδονικά τη γλώσσα πινω απ' τους κυνόδοντές του, ενώ τα χέρια του κατέβαιναν όλο και πιο χαμηλά. «Η αυλή της Αθενία έχει πολύ πιο αυστηρούς κανόνες απ' ό,τι η δική μας. Ως προς την ηθική, εννοώ». Τον κοίταξα όλο απορία, χωρίς να καταλαβαίνω πού το πήγαινε. «Έχουν άλλον ηθικό κώδικα. Πολλά από τα πράγματα που εδώ θεωρούμε φυσιολογικά γι' αυτούς μπορεί να είναι σκανδαλώδη». «Για παράδειγμα;» «Για παpάδειγμα ένα ζευγάρι δεν μπορεί να είναι διαχυτικό δημοσίως ή να κοιμάται μαζί αν δεν έχει ανακοινώσει επίσημα τη σχέση του στην αυλή. Επομένως, δεδομένης αυτής της συνθήκης, σκέφτηκα πως ίσως, αφού φυσικά θα έχουν ηρεμήσει κάπως τα πράγματα -επειδή θα βρεθούμε στο επίκεντρο της προσοχής του Τύπου απ' τη στιγμή που θα 465
είμαστε μαζί, να ξέρεις-, τότε ίσως μόνο αν το θέλεις κι εσύ φυσικά-» Δεν τον άφησα να συνεχίσει. Οι ίριδες των ματιών του είχαν πάρει ένα απαλό ροζ χρώμα, και τον κοίταξα χαμογελώντας αυτάρεσκα. Μισόκλεισε τα μάτια και κάρφωσε το βλέμμα του πάνω μου. «Αν συνεχίσεις να χαμογελάς έτσι, θα γίνεις σαν κι εμένα». «Δεν μπορώ να συγκρατηθώ» ψιθύρισα, και χαμογέλασα ακόμα πιο πλατιά. «Κάσπαρ Βαρν, μου ζητάς να βγούμε ραντεβού;» Σήκωσε το φρύδι του αποδοκιμαστικά, ενώ τα μάτια του πήραν μια πιο βαθιά απόχρωση του ροζ. «Νομίζω πως έχουμε ξεπεράσει προ πολλού αυτό το στάδιο. Σκεφτόμουν να σου ζητήσω να γίνεις το κορίτσι μου. Αλλά δε χρειάζεται να βιαστούμε να το ανακοινώσουμε κι επίσημα, ίσως να το κάναμε γύρω στα Χριστούγεννα-» Δεν τον άφησα να ολοκληρώσει. Του έκλεισα το στόμα με την παλάμη μου και ρίχνοντας το βάρος μου στο κορμί του τον έσπρωξα, μέχρι που ξάπλωσε στα σκαλιά. Έπεσα πάνω του και χαμογέλασα. «Μάλιστα. Θες να τα φτιάξεις με την κόρη του άντρα που διέταξε τη δολοφονία της μητέρας σου. Πολύ αμφιλεγόμενη ενέργεια». «Θέλω να τα φτιάξω με το κορίτσι που είμαι δεμένος. Εγώ το βρίσκω πολύ λογικό. Μάλιστα, θα έλεγα ότι αυτή μου η πράξη είναι μια πράξη υπευθυνότητας» απάντησε γελώντας. Μ' έπιασαν με τη σειρά μου τα γέλια, αλλά σύντομα τα γέλια μου μετατράπηκαν σε πνιχτές τσιρίδες, καθώς βρέθηκα να γυρίζω ανάσκελα. Τοποθέτησε το ένα χέρι του κάτω απ' την πλάτη μου σαν μαξιλάρι, ενώ με το άλλο έκανε τρυφερά στην άκρη ένα τσουλούφι απ' το μέτωπό μου. «Θέλω να τα φτιάξω με το κορίτσι που παραλίγο να χάσω χτες απ' την ανοησία και τον εγωισμό μου. Θέλω να τα φτιάξω με το κορίτσι που έφερε ζωή εδώ μέσα. Με το κορίτσι που μ' έκανε να αισθανθώ ξανά. Τι πιο φυσικό;» Ένας χείμαρρος συναισθημάτων όρμησε μέσα μου παρασύροντας στο διάβα του τις ανασφάλειες και τις αμφιβολίες μου· τον φόβο και τον θυμό μου. Η καρδιά μου σκίρτησε και τα μάτια μου πλημμύρισαν από δάκρυα χαράς. Ήταν ένα αμάλγαμα συναισθημάτων που αναγνώριζα, μόνο που τη στιγμή εκείνη τα ένιωθα πολύ πιο ισχυρά. Μπορούσα να τα γευτώ. Το αμάλγαμα είχε τη μεταλλική γεύση του αίματος καθώς τα χείλη του έψαχναν απεγνωσμένα τα δικά μου. Ήταν κρύο, όπως το σώμα του που 'πεφτε βαρύ πάνω στο δικό μου· κι όταν ένιωσα το χέρι του να γλιστράει κάτω απ' το μπλουζάκι μου, ήταν μια έκρηξη λαχτάρας. Τραβήχτηκε. Έκλεισε το πρόσωπό μου στις παλάμες του και με 466
κοίταξε σοβαρός. «Κοριτσάκι, θέλω να σου πω πως-» «Συγγνώμη, μήπως διακόπτω;» Τινάχτηκα όρθια πετώντας τον Κάσπαρ από πάνω μου. Κοίταξα τον Χένρι κόκκινη σαν το παντζάρι καθώς οι πόρτες έκλειναν πίσω του. Συνειδητοποίησα με κάποια απορία ότι ήταν το ίδιο κόκκινος μ' εμένα. «Όχι, όχι. σε καμία περίπτωση» είπε ο Κάσπαρ μ' έναν ασυνήθιστα ήπιο τόνο στη φωνή του, προσπαθώντας όσο πιο διακριτικά μπορούσε να καλύψει με την μπλούζα μου τον γυμνό γοφό μου. Ο Χένρι έγνεψε με το κεφάλι, αλλά συνέχισε να μας κοιτάζει σκεφτικός. «Θα ήταν καλό να ξεκουραστείς λίγο» είπε απευθυνόμενος σ' εμένα. «Η αυριανή μέρα θα είναι δύσκολη». Έγνεψα κι εγώ καταφατικά με τη σειρά μου και σοβάρεψα. Ξαφνικά η πραγματικότητα έπεσε στους ώμους μου βαριά σαν κοτρόνα. Ο Κάσπαρ μ' έπιασε απ' το χέρι και τραβώντας με κοντά του μου έδωσε ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. «Προσπάθησε να μην αγχώνεσαι» μουρμούρισε, και μου έδωσε μια ελαφριά σπρωξιά προς τις σκάλες. Φτάνοντας στο πλατύσκαλο, γύρισα και τον είδα ν' απομακρύνεται συζητώντας χαμηλόφωνα με τον Χένρι. Να ξεκουραστώ; Πώς διάολο θα το καταφέρω αυτό; σκέφτηκα. Κι όμως, με το που ακούμπησα το μαξιλάρι, τα μάτια μου βάρυναν και βυθίστηκα μέσα σε δευτερόλεπτα σ' έναν ταραγμένο ύπνο, όπου εναλλάσσονταν ο Κάσπαρ και διεστραμμένα όνειρα για όλα όσα θα μπορούσαν να πάνε στραβά την επομένη.
467
KEΦΑΛΑΙΟ 60
Βιολέτα Το ΆΛΛΟ ΠΡΩΙ ξύπνησα κάτω από έναν γκρίζο ουρανό. Είχε σηκωθεί δυνατός αέρας, κι όπως είχα μαζευτεί αργότερα στο τελευταίο σκαλοπάτι, αναπηδώντας νευρικά και στον παραμικρό ήχο, το κρύο ρεύμα έμπαινε ορμητικά απ' τις ανοιχτές πόρτες. Έτριψα τα μπράτσα μου για να ζεσταθώ. Είχα λουστεί πριν κατέβω, μέχρι και να βαφτώ είχα επιχειρήσει, αλλά τα χέρια μου έτρεμανόσο απ' την ταραχή μου, που σύντομα τα παράτησα. Φορούσα ένα μαύρο πουκάμισο κι ένα τζιν παντελόνι που άνοιγε σ' ελαφριά καμπάνα. Κάποιος τα είχε επιλέξει για μένα και μου τα είχε αφήσει πάνω στο κρεβάτι ενώ κοιμόμουν. Έχω να βάλω καμπάνα χρόνια, σκέφτηκα. Αν έχω βάλει και ποτέ μου. Είχα φορέσει και παπούτσια, αλλά ο Ίγκλεν με παρότρυνε να τα βγάλω επειδή δεν ήθελε να δίνω την εντύπωση πως επρόκειτο να φύγω. Φυσικά, ήξερα καλά ποιον είχε κατά νου. Οφείλω να ομολογήσω πως η γενική εικόνα μου ήταν αρκετά καλή - σίγουρα καλύτερη από κείνη των τελευταίων εβδομάδων. Ήμουν σχεδόν βέβαιη ότι αυτό συνέβαινε επειδή δεν ήθελαν να θεωρήσει κανείς πως με κακομεταχειρίζονταν. Για μένα, φυσικά, δεν είχε καμία σημασία το πώς έδειχνα αλλά το πώς ένιωθα. Κι ένιωθα άρρωστη. Η αναμονή μ' είχε διαλύσει. Τίποτα δε συγκρινόταν με την αγωνία μου εκείνη τη στιγμή. Έριξα μια ματιά στο ρολόι του Κάσπαρ. 12.40. Οι Σοφοί, τριάντα όλοι κι όλοι, θα είχαν ήδη αναχαιτίσει τους εκτελεστές και τους βρικόλακες του υποκόσμου στη νότια πλευρά του υποστατικού. Είχα ακούσει τον Χένρι νωρίτερα το πρωί να λέει στον Ίγκλεν, που έφευγε για τη βόρεια πλευρά, ότι πολύ φοβόταν πως δε θ' αρκούσε απλώς να τους «σταματήσουν». Θα χυνόταν αίμα. 468
«Είσαι καλά;» ρώτησε ο Κάσπαρ και κάθισε δίπλα μου, στο σκαλοπάτι που καθόταν και το προηγούμενο βράδυ. Φορούσε, όπως πιντα, μαύρο πουκάμισο, μόνο που το είχε μέσα απ' το παντελόνι, κουμπωμένο ως απάνω. Μέχρι και τα μαλλιά του είχε χτενίσει. Έχοντας μείνει σιωπηλή για κάμποσες ώρες, αρκέστηκα να του γνέψω. «Δε θα περιμένουμε πολύ ακόμη» είπε τεντώνοντας τα πόδια του. Ένιωθα κι εγώ πιασμένη, αλλά δεν είχα τη δύναμη να κουνηθώ. Οι υπόλοιποι Βαρν είχαν αποσυρθεί στο γραφείο του βασιλιά, αφήνοντας τον Κάσπαρ, εμένα, δύο μπάτλερ και καμιά δεκαριά απ' τους φρουρούς του Βάρνλεϊ στην κύρια είσοδο. Κάθε τόσο οι φρουροί κοκάλωναν και ψιθύριζαν με ένταση ο ένας στον άλλον ένας Θεός ξέρει τι, στα ρουμάνικα, για να χαλαρώσουν μετά και πάλι. Μια δυο φορές απευθύνθηκαν στον Κάσπαρ. Ακόμα κι αν δεν καταλάβαινα λέξη απ' όσα του έλεγαν, η υπερένταση στο πρόσωπό του κι η κόκκινη απόχρωση που έπαιρναν τα μάτια του ήταν αρκετά για να καταλάβω πως κάτι σοβαρό συνέβαινε. Μετά από λίγο έφτασα στο συμπέρασμα πως αναστατώνονταν κάθε φορά που κάποιος εκτελεστής κατάφερνε να περάσει απ' τους Σοφούς και να παραβιάσει τα σύνορα. Αλλά προφανώς δεν πήγαινε μακριά. Καταλάβαινα πως ο φόρος αίματος αυξανόταν όσο περνούσε η ώρα. 12.50. Οι Σοφοί θα πρέπει να κατευθύνονται προς τα βόρεια για να συναντήσουν τον Ίγκλεν, στο χωριό Λόου Μάρσις όπου περίμενε ο πατέρας μου. Κι ανδενείναι κει; Ανέχει καταλάβει τι ετοιμάζουμε; Όσο κι αν αγχωνόμουν, ήξερα πως ήταν απίθανο να έχει μάθει κάτι, δεδομένου ότι μέχρι και την προηγούμενη μέρα δεν είχε οριστικοποιηθεί το σχέδιο δράσης μας. Ακόμα κι έτσι όμως, δεν μπορούσα να μην αγωνιώ. Υπήρχαν τόσα πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Μπορεί οι βρικόλακες που έπαιρναν μέρος στην αποστολή ν' αποφάσιζαν να μη σεβαστούν την προστασία που του παρείχε ο βασιλιάς και το Στέμμα και να τον σκότωναν. Αλλά η λογική μου μου έλεγε πως κάτι τέτοιο δεν ήταν πιθανό. Το μόνο που μου απέμενε ήταν να εμπιστευτώ τυφλά τον Ίγκλεν. Εκείνος δε θα τον σκότωνε ποτέ. Δεν ήταν του χαρακτήρα του. Ποιους να έχει μαζί του; Σωματοφύλακες; Συμβούλους; Υπουργούς; Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει απ' τις συνεχείς ερωτήσεις στις οποίες προσπαθούσε να δώσει απάντηση. 12.55. Ένα ιδιαίτερα δυνατό ρεύμα αέρα πέρασε ανάμεσα απ' τις πόρτες. Οι μανδύες των φρουρών ανέμισαν κόντρα στο πράσινο τοπίο, 469
μέχρι που ο άνεμος κόπασε, οπότε τυλίχτηκαν ξανά γύρω απ' το χλωμό, σχεδόν διάφανο δέρμα τους. Δάγκωσα τα χείλη μου. Πόσα να γνωρίζει άραγε για τιςΗρωίδες; Υπέθεσα πως θα ήξερε αρκετά. Υπέθεσα πως μάλλον εκείνος ήταν και ο λόγος που επέλεξε να έρθει τη συγκεκριμένη στιγμή - τη στιγμή που τα σκοτεινά όντα ήταν απασχολημένα με κάτι άλλο. Τουλάχιστοναυτό θαπρέπει ναπίστευε. 12.58. Ο μικρός δείκτης του ρολογιού του Κάσπαρ κυλούσε βασανιστικά αργά. Κάθε δευτερόλεπτο ήταν και μια γροθιά στην καρδιά μου. 12.59. Ξαφνικά οι φρουροί στάθηκαν προσοχή κι έστρεψαν τα μονίμως κόκκινα μάτια τους όχι προς τον Κάσπαρ αλλά προς το μέρος μου. Μου κόπηκε η ανάσα. Σηκώθηκα αμέσως όρθια. Το στομάχι μου είχε δεθεί κόμπος. «Τον κρατούν» φώναξε κάποιος, και γυρίζοντας είδα τον βασιλιά να μπαίνει συνοδευόμενος απ' όλη του την οικογένεια, καθώς και τον Φάμπιαν, τον Ντέκλαν και τους υπόλοιπους· ξοπίσω τους αρκετά μέλη του συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου και του Βαλέριαν Κρίμσον. Δε θα τονξεφορτωθώ ποτέαυτόν, σκέφτηκα, νιώθοντας σαν να 'χα φάει γροθιά στο στομάχι. Κάποιος μου έπιασε το χέρι. «Απλώς συγκεντρώσου σ' αυτό που πρέπει να κάνεις» μουρμούρισε ο Κάσπαρ. Άπλωσε το χέρι του και τακτοποίησε τρυφερά τα μαλλιά μου πίσω απ' το αυτί μου. Κούνησα το κεφάλι, χωρίς να πω τίποτα. Θα 'πρεπε να τα έχω ισιώσει, σκέφτηκα. Πάντα τα ίσιωνα στο σπίτι μου. Πίεσα τον εαυτό μου να πάρει μερικές βαθιές ανάσες. Το ρολόι χτύπησε μία φορά· τα λεπτά περνούσαν σαν αιώνες. Η σιωπή στην είσοδο πνιγηρή. Ο αέρας ήταν τόσο βαρύς από την ένταση, που θα μπορούσες να τον κόψεις με μαχαίρι. Οι φρουροί είχαν σχηματίσει δύο σειρές κι έστεκαν ακίνητοι σαν αγάλματα κατά μήκος των εξωτερικών σκαλιών, ενώ οι μπάτλερ έσφιγγαν τα πόμολα στις πόρτες της κεντρικής εισόδου, έτοιμοι να τις κλείσουν φυλακίζοντας τον πατέρα μου μέσα στον πύργο. Και ξαφνικά, η σιωπή έσπασε. Στην αρχή ήταν το ανεπαίσθητο τρίξιμο του χαλικιού όταν πατάει κάποιος πάνω του. Δεν υπήρχε ένδειξη βιασύνης ή πάλης - ακούγονταν μόνο αργά, σταθερά βήματα, όλο και πιο καθαρά. Έσφιξα τις γροθιές μου, συγκρατώντας την επιθυμία μου να πεταχτώ έξω για να τον δω. Επέλεξα να στρέψω το βλέμμα μου στους Βαρν. Τα πρόσωπά τους ήταν κενά από συναίσθημα κι έδειχναν απόλυτα 470
ψύχραιμοι. Ο βασιλιάς έπιασε το βλέμμα μου κι ήρθε και στάθηκε δίπλα μου. Δεν ξέρω αν το έκανε για συμπαράσταση ή επειδή φοβόταν μήπως το σκάσω. Η αλήθεια ήταν πως εκείνη τη στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που μ' απασχολούσε. Το τρίξιμο σταμάτησε, κι αντικαταστάθηκε από τον ξερό ήχο των βημάτων πάνω στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Άφησα το χέρι του Κάσπαρ. Είδα τον Ίγκλεν να μπαίνει, για ν' ακολουθήσουν ο Χένρι κι η Τζοάνα. Λίγα βήματα πιο πίσω ερχόταν ο πατέρας μου. Τον συνόδευαν δύο φρουροί που τον κρατούσαν σφιχτά απ' τα μπράτσα, πράγμα αχρείαστο κατά τη γνώμη μου. Ήταν ξεκάθαρο πως δε σκόπευε να προβάλει αντίσταση. Βαδίζοντας ήρεμα, σαν να επέστρεφε σπίτι του μετά τη δουλειά, ανέβηκε τα σκαλοπάτια κρατώντας ψηλά το κεφάλι. Σάρωσε τον χώρο γύρω του, χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει την απέχθεια και την αηδία που ένιωθε για τους ενοίκους του σπιτιού. Με το που διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, ένα συναίσθημα ισχυρό σαν έκρηξη μου έκοψε την ανάσα. Παραμέρισα τον Κάσπαρ και τον βασιλιά και, αφήνοντας στην άκρη το καθήκον, ξεχύθηκα προς την αγκαλιά του. Τινάζοντας τα χέρια του, ελευθερώθηκε απ' τους φρουρούς και μ' έσφιξε δυνατά. Έπεσα πάνω του με τέτοια δύναμη, που έκανε μερικά βήματα πίσω, προτού ξαναβρεί την ισορροπία του. «Βιολέτα» ψιθύριζε ξανά και ξανά μέσα στα μαλλιά μου, γεμίζοντας τραχιά φιλιά το μέτωπό μου. Ήταν κάποιες μέρες αξύριστος, και παρατήρησα στενοχωρημένη πως τα γένια του είχαν ασπρίσει κι άλλο απ' την τελευταία φορά που τον είχα δει. Έχωσα το πρόσωπό μου στο στήθος του και τον έσφιξα ακόμα πιο δυνατά στην αγκαλιά μου. Με την άκρη του ματιού μου είδα τον βασιλιά να σταματάει τον Κάσπαρ βάζοντας την παλάμη του στο στήθος του, ενώ ταυτόχρονα του ψιθύρισε κάτι που δεν έφτασε ποτέ στ' αυτιά μου. Έκλεισα τα μάτια μου, αφήνοντας απέξω τους υπόλοιπους, και ανάσανα βαθιά ρουφώντας λαίμαργα τη μυρωδιά που ανέδιδε ο πατέρας μου. Μύριζε σπίτι: φρεσκοσιδερωμένα ρούχα, ψημένο ψωμί και άρωμα λεβάντας, που φορούσε πάντα η μητέρα μου. «Μπορεί να είμαι ικανή να περπατήσω μόνη μου, αλλά αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να με ρίξεις στο πάτωμα σαν να 'μαι κανένα σακί, παλιο-βδέλλα!» Αποτραβήχτηκα απ' την αγκαλιά του γουρλώνοντας τα μάτια. Την ήξερα εκείνη τη φωνή: ήταν σχεδόν ίδια με τη δική μου, λίγο πιο τσιριχτή 471
μόνο. Βάδισα αργά γύρω απ' τον πατέρα μου. «Τι στο καλό κάνει αυτή εδώ;» στρίγκλισα, και χαμήλωσα τα μάτια μου ως το πάτωμα, εκεί όπου ένα κορίτσι με βιολετί μάτια πάσχιζε να σταθεί στα πόδια του. Το δέρμα της ήταν χλωμό και το πρόσωπό της αποστεωμένο όπως ενός βρικόλακα, ενώ μπλάβοι κύκλοι πλαισίωναν τα άλλοτε λαμπερά μάτια της. Ένα πολύχρωμο μαντίλι κάλυπτε όλο της το κεφάλι και κατέληγε σ' έναν κόμπο στο πλάι, ενώ τα φρύδια της ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, ξεπλυμένα. «Λίλι! Εσύ είσαι;» Σηκώθηκε όρθια, υποβοηθούμενη απ' τον βρικόλακα που την είχε κουβαλήσει, και γύρισε με εξαιρετικά δραματικό τρόπο τα μάτια της προς τα πάνω. «Όχι, Βιολέτα, είμαι η βασίλισσα της Αγγλίας. Φυσικά και είμ' εγώ». Έκανα μερικά διστακτικά βήματα προς τα εμπρός, κι αρπάζοντάς την απ' τους ώμους την έσφιξα στην αγκαλιά μου. «Χαζούλα» είπα μ' έναν στεναγμό. «Χαζοκόριτσο, δεν έπρεπε να έρθεις. Απ' τη στιγμή που είσαι άρρωστη!» Έκανε πίσω, καθώς οι φρουροί έφερναν σέρνοντας ακόμα δύο άντρες, που χτυπιούνταν σαν χταπόδια προσπαθώντας μάταια να ξεφύγουν. Οι πόρτες έκλεισαν με πάταγο πίσω τους. «Δεν είμαι. Όχι πια. Έχω καθαρίσει εδώ και δύο μήνες». Συγκλονίστηκα από γέλια χαράς, ανίκανη ν' αρθρώσω έστω και μία λογική πρόταση απ' τη συγκίνηση. «Φυσικά, δε θα μπορούσες να το ξέρεις αυτό». Γύρισε προς τον βασιλιά και τον αγριοκοίταξε, χωρίς ίχνος φόβου στην έκφρασή της. «Αλήτες» μουρμούρισε ο πατέρας μου, κοιτάζοντας απροκάλυπτα τους Βαρν, καθώς οι φρουροί άφηναν τους δύο άντρες δίπλα του. Αναγνώρισα τον έναν απ' τους δύο· ήταν ένας απ' τους μόνιμους γραμματείς του πατέρα μου. Πάγωσα. «Μη μιλάς έτσι» είπα ξέπνοα. Κούνησε το κεφάλι του απορημένος, και τότε συνειδητοποίησα πως μιλούσα πολύ χαμηλόφωνα για κείνον. Μάλλον αυτό συμβαίνει επειδή συναναστρέφεσαι τόσονκαιρό βρικόλακες. «Μη μιλάς έτσι» επανέλαβα πιο δυνατά. Θυμήσου τι πρέπει να κάνεις, Κοριτσάκι. Μην ξεχνάς ότι είσαι Ηρωίδα. Άγγιξα το μενταγιόν στον λαιμό μου.
472
Το βλέμμα του πατέρα μου ταξίδεψε απ' τα μάτια μου στο μενταγιόν που κρατούσα σφιχτά στην παλάμη. Οι γραμμές στο μέτωπό του βάθυναν. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει, αλλά τον πρόλαβα. «Μη!» Άφησα το μενταγιόν να πέσει στο στήθος μου κι άρχισα να οπισθοχωρώ, μέχρι που τους γύρισα την πλάτη και προχώρησα προς τον Κάσπαρ. Το πρόσωπό του φωτίστηκε, καθώς ένα αχνό θριαμβευτικό, ίσως και περήφανο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του. Μπορεί και να το φαντάστηκα, άλλα μου φάνηκε πως χαμογέλασε μέχρι κι ο βασιλιάς. Πήγα και στάθηκα ανάμεσά τους. Άφησα τον Κάσπαρ να τυλίξει το χέρι του γύρω απ' τη μέση μου, και χωρίς κανέναν ενδοιασμό κόλλησα πάνω του. Η αδερφή μου έφερε το χέρι της στο στόμα προσπαθώντας να πνίξει την έκπληξή της, ενώ ο πατέρας μου απόμεινε να κοιτάζει μια εμένα, μια τον Κάσπαρ τραυλίζοντας, ανίκανος να δεχτεί εκείνο που έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια. Μέχρι που με μια άναρθρη κραυγή χύμηξε προς το μέρος μας, αλλά δεν κατάφερε να μας πλησιάσει. Δυο βρικόλακες είχαν ήδη ορμήσει μπροστά του ακινητοποιώντας τον. «Μου έδωσες την υπόσχεσή σου!» φώναξε. Το στήθος του φούσκωσε από οργή, ενώ το πρόσωπό του είχε γίνει τόσο κόκκινο, που νόμιζα πως θα πάθει κάτι. Οι βρικόλακες τον τράβηξαν ξανά στη θέση του. Με τα χέρια του δεμένα πίσω απ' την πλάτη, ο θυμός του άρχισε να καταλαγιάζει, μέχρι που οι κραυγές του έγιναν ικεσίες. Ο Κάσπαρ μού άρπαξε το χέρι και μ' έσφιξε δυνατά, σαν να φοβόταν πως από στιγμή σε στιγμή θα του έφευγα. Αλλά δε σκόπευα να πάω πουθενά. Ο Ίγκλεν κι ο Χένρι αντάλλαξαν ματιές στην άλλη άκρη του δωματίου. «Μου το υποσχέθηκες ή όχι, Βιολέτα; Τι στον διάολο σου έκαναν;» Δεν απάντησα. Τι θα μπορούσα να πω; Κάνοντας μερικά βήματα προς τα εμπρός, ο βασιλιάς σταμάτησε σε απόσταση αναπνοής απ' τον πατέρα μου, βγάζοντάς με απ' τη δύσκολη θέση. Ο πατέρας μου σήκωσε το πιγούνι του περήφανα και κάρφωσε το βλέμμα πάνω του. «Τι έκανες στην κόρη μου;» ρώτησε επιτακτικά. «Τι της έκανε το βρομοβασίλειό σας; Πες μου!» Ο βασιλιάς αναστέναξε, και μια ψύχρα διαπέρασε τότε τον χώρο σαν άνεμος. Ανατρίχιασα· το ίδιο κι η Λίλι. «Δεν μπορείς να φανταστείς, Μάικλ Λι» είπε μέσα απ' τα δόντια του. Ο ψίθυρός του ακούστηκε καθαρά σαν καμπάνα μες στη σιωπή, που αιωρούνταν βαριά πάνω απ' τα 473
κεφάλια μας. Γύρισε και με κοίταξε. Το πρόσωπό του συσπάστηκε, αλλά το βλέμμα του παρέμενε άδειο από ζωή. «Ξέρει τι έκανες» συνέχισε στρέφοντας ξανά την προσοχή του στον πατέρα μου. «Όλοι μας ξέρουμε» πρόσθεσε, δείχνοντας αόριστα προς το δωμάτιο. Ο πατέρας μου πάγωσε απ' την έκπληξη. Για πρώτη φορά η Λίλι έδειξε να φοβάται. «Κι αυτός είναι ο τρόπος που επέλεξες για να μ' εκδικηθείς, Μεγαλειότατε; Δηλητηριάζοντας την κόρη μου;» «Σίγουρα δεν ήταν ο προτιμότερος τρόπος» είπε ο Ίγκλεν ανέκφραστος, αν και η αποστροφή ήταν έκδηλη στον τόνο της φωνής του. Πλησίασε. «Υποθέτω πως γνωρίζεις τι σημαίνει "υπό την προστασία του βασιλιά και του Στέμματος"». «Φυσικά». «Εσύ και η οικογένειά σου είστε υπό την προστασία τους». Κούνησε περιφρονητικά το χέρι του σταματώντας τον πατέρα μου, που ετοιμαζόταν να απαντήσει κάτι κατάπληκτος. «Ό,τι κι αν θες να πεις, μπορεί να περιμένει. Προτείνω να συνεχίσουμε αυτή τη συζήτηση κάπου αλλού με λίγη περισσότερη άνεση και ίσως και λίγη περισσότερη λογική, αν μη τι άλλο για το καλό των παιδιών σας». Κανείς από τους δυο δεν έφερε αντίρρηση, και μ' ένα νεύμα του βασιλιά ο πατέρας μου απομακρύνθηκε απ' την είσοδο -συνοδεία δύο βρικολάκων- αποφεύγοντας με τρόπο περιφρονητικό να συναντήσει το βλέμμα μου. Πίσω του ακολούθησαν οι δύο συνεργάτες του, ενώ ο βρικόλακας που 'χε φέρει τη Λίλι έκανε να της πιάσει το χέρι. Η Λίλι τινάχτηκε σαν ελατήριο και με μια επιδέξια μανούβρα απέφυγε το άγγιγμά του. Με μια δρασκελιά τού ξέφυγε κι ήρθε και στάθηκε μπροστά μου. Με κοίταξε αναψοκοκκινισμένη. Βαθιές χαρακιές αυλάκωναν το μέτωπό της. Πήρε σχεδόν αμέσως το βλέμμα της από πάνω μου και το έστρεψε στον Κάσπαρ, και στη συνέχεια στους υπόλοιπους Βαρν, που είχαν ήδη αρχίσει να σκορπίζουν ακολουθώντας τον πατέρα μου και τον βασιλιά. «Γιατί;» ήταν η μόνη λέξη που βγήκε απ' τα χείλη της, καρφώνοντας ξανά τα μάτια της πάνω μου. Με κοίταζε σαστισμένη και, όπως διέκρινα προς μεγάλη μου απογοήτευση, με ανείπωτο θυμό. «Είναι περίπλοκο» ψέλλισα κι αποτραβήχτηκα απ' την αγκαλιά του Κάσπαρ κοκκινίζοντας. «Σοβαρά;» είπε ξερά. «Σοβαρά» απάντησε ο Κάσπαρ ψυχρά, όπως τις πρώτες μέρες της 474
άφιξής μου στον πύργο. Η έντασή του ήταν τέτοια, που μπορούσα να τη νιώσω ακόμα και από απόσταση. Για μια στιγμή η Λίλι φάνηκε να κλονίζεται απ' την αμεσότητα του Κάσπαρ, αλλά σύντομα ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της. «Δε μίλησα σ' εσένα, βδέλλα». «Δεν το πιστεύω· κοίτα που υπάρχει κι άλλη Βιολέτα!» είπε ο Κάιν, χασκογελώντας λες και βρισκόμασταν σε κάποια χαρούμενη οικογενειακή συγκέντρωση. «Έχουν μέχρι και τα ίδια μάτια» πρόσθεσε, ενώ ταυτόχρονα έγειρε προς τη Λίλι κι άρχισε να περιεργάζεται το πρόσωπό της. Εκείνη δεν έκανε πίσω, αλλά κοκκίνισε. Δεν ξέρω αν πρόσεξε τον τρόπο που ο Κάιν κάρφωσε το βλέμμα του στα σχεδόν γκρι τσουλούφια που εξείχαν απ' το μαντίλι της, αλλά ακόμα κι αν το πρόσεξε επέλεξε ν' αδιαφορήσει. «Η εριστικότητα πρέπει να είναι κληρονομική στην οικογένεια» είπε ο Κάσπαρ. Ανοίξαμε ταυτόχρονα το στόμα μας για ν' απαντήσουμε, αλλά μας διέκοψε ο Βαλέριαν Κρίμσον. «Νομίζω πως είναι απαραίτητη η παρουσία σας μέσα, δεσποινίς Λι». Άρπαξε το μπράτσο της Λίλι κι έκανε να την τραβήξει με το ζόρι, αλλά επενέβη ο Κάιν και του την πήρε μέσα απ' τα χέρια. «Μην αγγίζεις την αδερφή μου, Κρίμσον» γρύλισα προσπαθώντας να συγκρατήσω την οργή μου. Δεν έδειξε να πτοείται· αντίθετα, λυγίζοντας ελαφρώς τη μέση του, έκανε μια μικρή υπόκλιση. «Φυσικά, λαίδη μου» είπε, χρωματίζοντας τη φωνή του με την ψεύτικη ευγένεια με την οποία συνήθιζε να μιλάει. Η Λίλι έμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένη μια το χέρι του Κάιν που την κρατούσε ακόμη, μια τον Κρίμσον που αποχωρούσε, χωρίς να κάνει ωστόσο κάποιο σχόλιο για τον τίτλο με τον οποίο με είχε προσφωνήσει ο Κρίμσον. Κρίνοντας ωστόσο απ' τη σαστισμένη της έκφραση, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία πως είχε ακούσει. Το προτιμούσα έτσι. Ούτως ή άλλως, δεν ήξερα από πού ν' αρχίσω να εξηγώ όσα είχαν συμβεί· και επιπλέον δεν είχα χρόνο για εξηγήσεις, καθώς ανυπομονούσα να πάω να βρω τον βασιλιά και τον πατέρα μου. Γύρισα προς τον Κάσπαρ, που έπιασε αμέσως την αγωνία μου. «Είναι στο γραφείο. Σε λίγο θα έρθουμε κι εμείς». Ο Κάιν άφησε με ιδιαίτερα απότομο τρόπο τη Λίλι, σαν να μη θυμόταν καν ότι την κρατούσε. Της έκανα νόημα να έρθει μαζί μου. Κρατώντας τα χείλη της πεισματικά κλειστά, μ' ακολούθησε χωρίς να φέρει 475
αντιρρήσεις. Ήξερα πως δε θα μιλούσε αν δεν άνοιγα εγώ πρώτη κουβέντα. Έχωσα τα χέρια μου στις τσέπες, παγωμένη λόγω της απόστασης που κρατούσε. «Δείχνεις πολύ καλύτερα» είπα αμήχανα. Η αλήθεια ήταν πως είχε πάρει αρκετό βάρος απ' την τελευταία φορά που την είχα δει. Μπορούσα να διακρίνω τις καμπύλες της ακόμα και κάτω απ' το φαρδύ μάλλινο σομόν φόρεμά της, ενώ και τα μάγουλά της ήταν πια ροζ και πολύ λιγότερο πρησμένα απ' ό,τι θυμόμουν. Ωστόσο, τα σημάδια της χημειοθεραπείας ήταν ακόμη έκδηλα στο πρόσωπό της. Τα φρύδια της δεν ήταν ξεπλυμένα, όπως είχα νομίσει αρχικά - δεν υπήρχαν καν. Τη θέση τους είχε πάρει μια λεπτή, αχνή καφετιά γραμμή, την οποία είχε προφανώς σχηματίσει χρησιμοποιώντας αϊλάινερ. Και τα μάτια της ήταν ακόμη βαθουλωμένα απ' τους τόσους μήνες θεραπείας. Ανασήκωσε τους ώμους, κρατώντας πεισματικά το βλέμμα της χαμηλωμένο, αν και ήταν εμφανές πως διψούσε να ρίξει μια ματιά στη μεγαλοπρέπεια και στην πολυτέλεια που ήταν διάχυτες παντού στον πύργο των Βαρν. «Τελείωσα τις χημειοθεραπείες τον Σεπτέμβριο. Στο τέλος του μήνα επιστρέφω στο σχολείο». «Αυτά είναι τέλεια νέα. Ανησυχούσα πολύ για σένα» παραδέχτηκα. Σήκωσε ξανά τους ώμους της αδιάφορα. «Εσύ δείχνεις πολύ χειρότερα από μένα. Πολύ πιο κουρασμένη. Εγώ τουλάχιστον έχω ως δικαιολογία τη χημειοθεραπεία». «Εγώ-» «Πηδιόσουν με βρικόλακες» είπε απαξιωτικά. Τινάχτηκα σαν να μ' είχε χτυπήσει κεραυνός. Δεν ήξερα με τι ήμουν πιο σοκαρισμένη - με το γεγονός ότι άκουγα την αδερφή μου να βρίζει ή μ' εκείνο που έλεγε. «Δεν ξέρεις τι λες!» Σταμάτησε και σταυρώνοντας τα χέρια της ήρθε και στάθηκε μπροστά μου, εμποδίζοντάς με να περάσω. «Ο μπαμπάς είπε πως ήταν πολύ πιθανό να συμβεί αυτό. Μου είπε πως το λένε σύνδρομο της Στοκχόλμης. Δεν τον πίστεψα, επειδή μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα έπεφτες ποτέ στο ίδιο κρεβάτι μ' έναν δολοφόνο. Αλλά τώρα βλέπω πως είχα άδικο». Ξεφύσηξε και γυρνώντας την πλάτη έφυγε. Έτρεξα ξοπίσω της και πιάνοντάς την απ' το μπράτσο την ανάγκασα να στραφεί και να με κοιτάξει. «Δεν έχεις ιδέα τι έχει συμβεί, έτσι; Ιδέα». 476
«Για δοκίμασέ με» μου είπε προκλητικά. Πήρα βαθιά ανάσα. «Ο μπαμπάς διέταξε τη δολοφονία της βασίλισσας. Της μητέρας τους» συμπλήρωσα δείχνοντας αόριστα προς την είσοδο, προσπαθώντας ταυτόχρονα να παραμείνω ήρεμη για να μπορέσω να την κάνω να καταλάβει. «Το ξέρω. Ο μπαμπάς μού είπε τα πάντα με το που τελείωσα τη χημειοθεραπεία». «Και δε σ' ενοχλεί καθόλου;» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Θα έπρεπε; Δεν την ήξερα, έτσι δεν είναι; Άλλωστε μιλάμε για βρικόλακες. Για δολοφόνους. Και δεν ξέρω τι σου έχουν κάνει, αλλά ακούγεσαι σαν να τους υπερασπίζεσαι». «Δε λέω πως είναι σωστό να σκοτώνεις, αλλά αν τους γνωρίσεις καλύτερα θα-» «Δεν πρόκειται να τους γνωρίσω καλύτερα, Βιολέτα». Έφυγε ξανά μπροστά, προσπερνώντας την είσοδο του γραφείου. Στάθηκα δίπλα στην πόρτα περιμένοντας να δω πότε θα συνειδητοποιούσε πως δεν την ακολουθούσα. Πράγματι, κάποια στιγμή κοντοστάθηκε και ρίχνοντας μια ματιά πάνω απ' τον ώμο της ήρθε σχεδόν τρέχοντας κοντά μου. Χτύπησα την πόρτα. Με το που μας άνοιξαν, είδα τον βασιλιά πίσω απ' το γραφείο του και τον πατέρα μου να κάθεται στην ξύλινη καρέκλα με την ψηλή πλάτη απέναντί του. Οι δύο άντρες που τον συνόδευαν κάθονταν στον καναπέ λίγο πιο πέρα. Οι βρικόλακες που τους είχαν φέρει είχαν αποτραβηχτεί σε μια γωνιά του γραφείου, ενώ ο Ίγκλεν στεκόταν μπροστά σε μία απ' τις βιβλιοθήκες κρατώντας στο χέρι έναν τόμο ντυμένο με κόκκινο δέρμα. Οι υπηρέτες έσπευσαν να φέρουν καρέκλες σ' εμένα και στη Λίλι. Η Λίλι κάθισε δίπλα στον πατέρα μας, αλλά εγώ προτίμησα να σταθώ όρθια. Ήμουν ιδιαίτερα νευρική για να μπορέσω να καθίσω σε μια θέση. Ο Ίγκλεν πλησίασε, και τοποθετώντας το βιβλίο στο γραφείο μπροστά απ' τον πατέρα μου το άνοιξε· ξεφυλλίζοντάς το, σταμάτησε σε μια σελίδα περίπου στη μέση. «Να υποθέσω πως γνωρίζετε για την Προφητεία των Ηρωίδων;» ρώτησε δείχνοντας τη σελίδα στην οποία ήταν ανοιχτό το βιβλίο. Ο πατέρας μου δεν κοίταξε παρά συνέχισε να έχει πεισματικά καρφωμένο το βλέμμα στις βαριές βελούδινες κουρτίνες που έφταναν ως το πάτωμα. «Φυσικά».
477
«Να υποθέσω επίσης ότι γνωρίζετε πως έχει βρεθεί η Πρώτη Ηρωίδα; Πιστεύω μάλιστα πως αυτό ακριβώς το γεγονός ήταν που σας ώθησε να επιχειρήσετε να πάρετε πίσω την κόρη σας. Ωστόσο, αναρωτιέμαι, έχει λάβει γνώση ο πρωθυπουργός αυτής σας της πράξης;» Ο πατέρας μου δεν είπε τίποτα. «Τέλος πάντων. Αυτό που σας αφορά εσάς είναι ότι έχει βρεθεί και η Δεύτερη Ηρωίδα». Έχεις τρεις ευκαιρίες για να μαντέψεις ποια είναι, σκέφτηκα ξερά. Μόνο που ο πατέρας μου δεν τις χρειαζόταν. Γύρισε και κοίταξε κατευθείαν εμένα. «Μα είναι άνθρωπος». «Αν θέλουμε να ακριβολογούμε, είναι ημι-βρικόλακας. Αλλά, όπως λέει και η Προφητεία, δεν υπάρχει "γέννα" για τη Δεύτερη Ηρωίδα, κάτι το οποίο αφήνει να εννοηθεί πως-» «Ημι-βρικόλακας; Τι εννοείς ημι-βρικόλακας;» Έπεσε σιωπή. Ο Ίγκλεν έκλεισε το βιβλίο. Ο γραμματέας του πατέρα μου έριξε μια λοξή ματιά στον άντρα δίπλα του. «Μισός άνθρωπος, μισός βρικόλακας» είπε ο Ίγκλεν αργά, σαν να ήθελε να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στα λόγια του. «Ξέρω τι σημαίνει η λέξη» γρύλισε ο πατέρας μου. Έσπρωξε την καρέκλα του προς τα πίσω και με πλησίασε. «Έχεις μέσα σου αίμα βρικόλακα; Αυτό λέει;» Δεν του έδωσα απάντηση. Δεν ήξερε πώς είχα καταλήξει να γίνω ημι-βρικόλακας. Κι ούτε ήθελα να μάθει. Κοίταξα τον Ίγκλεν και τον ικέτευσα με το βλέμμα να μη με προδώσει, αλλά αποδείχτηκε πως αλλού έπρεπε να στρέψω τις ικεσίες μου. Ήταν ο βασιλιάς κι όχι ο Ίγκλεν που πήρε τον λόγο. «Η Λαίδη Ηρωίδα δεν είχε την ευχέρεια να επιλέξει, δεδομένου ότι η κατάσταση ήταν... ιδιάζουσα και απρόβλεπτη. Μπορούμε να επανέλθουμε σε αυτά τα ζητήματα, κάποια στιγμή που δε θα μας πιέζει τόσο ο χρόνος». Η πόρτα άνοιξε ξανά και μπήκαν ο Κάσπαρ με τον Κάιν. Ο Κάσπαρ, σαν να έπιασε αμέσως την ένταση στην ατμόσφαιρα, κοκάλωσε και κοίταξε τριγύρω, σταματώντας στο ανήσυχο βλέμμα του Ίγκλεν. «Τι στο-» «Αυτός ήταν; Αυτός σ' ανάγκασε να το πιεις; Αυτός ευθύνεται που έγινες ημι-βρικόλακας;» απαίτησε να μάθει ο πατέρας μου, αγριοκοιτάζοντας τον Κάσπαρ. Κούνησα το κεφάλι μου απεγνωσμένα, ελπίζοντας 478
να πεταχτεί κάποιος και ν' αλλάξει θέμα, ενώ ταυτόχρονα άρπαξα τον πατέρα μου απ' το χέρι προσπαθώντας να τον κάνω να σταματήσει να δείχνει σαν τρελός μια τον Κάσπαρ και μια εμένα. «Δεν έγινε τίποτα τέτοιο. Κοιτάξτε, δεν έχει και τόση σημασία. Ας το ξεχάσουμε». «Ας το ξεχάσουμε; Πώς μπορώ να ξεχάσω ότι κυλάει αίμα δολοφόνων στις φλέβες της κόρης μου;» Απέστρεψε το βλέμμα του από πάνω μου κι έθαψε το πρόσωπό του στις παλάμες. «Δε γίνεται η δικιά μου κόρη να έκανε κάτι τέτοιο. Ποια είσαι; Ποια; Πες μου». Ο Κάιν χύμηξε μπροστά, αλλά ο Κάσπαρ έδωσε ένα σάλτο και τον κράτησε. «Σταμάτα! Δεν ήταν δικό της λάθος! Για τίποτε απ' όσα έχουν συμβεί δε φταίει αυτή! Κάποιος της επιτέθηκε, κι ο μόνος λόγος για τον οποίο της δώσαμε απ' το αίμα μας ήταν για να ζήσει. Μόλις έχει μάθει ότι είναι Ηρωίδα, και το μόνο που έχεις να της πεις είναι ότι επέτρεψε στον εαυτό της να δηλητηριαστεί απ' το αίμα δολοφόνων, ή όπως αλλιώς θέλετε να μας αποκαλείτε. Τι είδους πατέρας είσαι συ;» Έπεσε νεκρική σιγή. Όλοι στο δωμάτιο είχαν σοκαριστεί απ' το ξέσπασμα του Κάιν. Περίμενα την απάντηση του πατέρα μου με μια αγωνία που νόμιζα πως είχα πια αφήσει πίσω μου. «Τι εννοείτε κάποιος τηςεπιτέθηκε» ψέλλισε ο πατέρας μου. «Πότε; Ποιος;» Δεν απάντησα. Κανένας μας δεν απάντησε. «Δεν έχει σημασία. Ας μην το κάνουμε θέμα. Ήταν πολύ καιρό πριν». Δεν μπορούσα να του πω ποιος. Θα προσπαθούσε να σκοτώσει τον Βαλέριαν Κρίμσον για κείνο που είχε κάνει ο γιος του, και ήξερα καλά πως ο πατέρας μου δε θα 'βγαινε νικητής. «Τι εννοείς δεν έχει σημασία; Φυσικά και έχει σημασία!» «Όλα είναι καλά· ας μην το συζητήσουμε άλλο, εντάξει;» ψιθύρισα προσπαθώντας να κατευνάσω τα πνεύματα. «Όχι, τώρα θα το συζητήσουμε-» «Είπα όχι» συνέχισα, πιάνοντας με την άκρη του ματιού μου τον Ίγκλεν να σχηματίζει με τα χείλη του τη λέξη «φύγε». Δε χρειαζόμουν δεύτερη κουβέντα. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς την πόρτα, αφήνοντας τους υπόλοιπους βυθισμένους σε μια αμήχανη σιωπή. Ο Κάσπαρ έκανε να με πιάσει, αλλά τραβήχτηκα, ακριβώς όπως είχε κάνει και η αδερφή μου νωρίτερα. «Είμαι καλά!» φώναξα, κι έφυγα απ' το γραφείο καθώς ο ένας μετά 479
τον άλλον σηκώνονταν μουρμουρίζοντας «λαίδη μου». Έτρεξα πάνω και κλειδώθηκα στο μπάνιο. Άνοιξα τη βρύση κι άρχισα να ρίχνω παγωμένο νερό στο πρόσωπό μου, μέχρι που το ένιωσα να μουδιάζει και να κοκκινίζει. Πήγα στο δωμάτιο του Κάσπαρ και βγήκα στο μπαλκόνι. Έσκυψα στην κουπαστή κι άρχισα να χαζεύω τον κόσμο που περνούσε από κάτω. Τα δέντρα στο υποστατικό ήταν πια γυμνά. Τα φθινοπωρινά φύλλα τους είχαν πέσει κι έμοιαζαν με λεκέδες πάνω στο καταπράσινο χορτάρι. Μαζεύτηκα σε μια γωνιά του μπαλκονιού και τυλίχτηκα με μια κουβέρτα που είχα βρει στο δωμάτιο του Κάσπαρ για να προστατευτώ απ' τον άνεμο που συνέχιζε να λυσσομανάει πάνω απ' το Βάρνλεϊ. Έτριψα τα χέρια μου και κατέβασα τα μανίκια όσο πιο χαμηλά γινόταν για να καλύψω τις παλάμες μου, που με έτσουζαν απ' το κρύο. Μια δυνατή ριπή ανέμου έκανε τις τρίχες μου να σηκωθούν όρθιες. Τα φύλλα που ήταν στοιβαγμένα σε διάφορα σημεία του υποστατικού σχημάτισαν μικρούς στροβίλους και σκόρπισαν ελεύθερα στον άνεμο. «Προσπαθείς να πεθάνεις απ' το κρύο;» Τύλιξα την κουβέρτα ακόμα πιο σφιχτά γύρω απ' τους ώμους μου. «Όχι». «Σκληρό καρύδι ο πατέρας σου» είπε ο Κάσπαρ, καθώς ήρθε και κάθισε δίπλα μου. «Κάποιον μου θυμίζει». Μου χαμογέλασε με νόημα, αλλά δεν του έδωσα την ικανοποίηση ν' απαντήσω. Αντίθετα, κάρφωσα το βλέμμα στην κουβέρτα που ήταν τυλιγμένη γύρω απ' τα γόνατά μου. «Δέχτηκε επιτέλους το γεγονός ότι είμαι Ηρωίδα;» «Ναι, αλλά για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, περισσότερο τον ενόχλησε το ξέρεις.» Άφησε την πρόταση μετέωρη. Μάζεψα τα γόνατά μου πιο κοντά στο στήθος κι έγειρα το κεφάλι πάνω στην κουβέρτα, η οποία είχε αρχίσει ήδη να υγραίνεται απ' τις ψιχάλες της βροχής που έπεφταν ρυθμικά. Είναι απλώς προστατευτικός, είπα από μέσα μου. Αν και ο τόνος του, τα πράγματα που είχε πει, ο τρόπος που είχε προφέρει εκείνο το «ποιος;» συνέχιζαν να με πονούν. Μα τι περίμενε; ρώτησε η φωνή μου. Είχα προετοιμάσει τον εαυτό μου για τη θυμωμένη του αντίδραση για μένα και τον Κάσπαρ, για την απόφασή μου να μεταμορφωθώ σε βρικόλακα, αλλά δεν περίμενα σε καμία περίπτωση να έρθει στην κουβέντα μας το θέμα του Ίλτα. Δεν είχα ετοιμαστεί για κάτι τέτοιο. 480
«Θα έρθει μαζί μας στην Αθενία;» μουρμούρισα. «Ποιος; Ο πατέρας σου; Πιθανόν» απάντησε ο Κάσπαρ. «Είναι ίσως ο μόνος τρόπος να τον ελέγχουμε». Έγνεψα αρνητικά. Για τον πατέρα μου το ήξερα· ήταν λογικό. «Εννοούσα τον Βαλέριαν Κρίμσον». Η σιωπή του αρκούσε για να καταλάβω ποια ήταν η απάντηση. Έσκυψα ηττημένη το βλέμμα μου. «Η Αθενία είναι τεράστια. Δε θα καταλάβεις καν ότι είν' αυτός εκεί» συνέχισε ο Κάσπαρ μ' έναν πιο αισιόδοξο τόνο στη φωνή του. «Και δε θα τολμούσε ποτέ να σ' αγγίξει, τώρα μάλιστα που είσαι κάτω από την προστασία των Σοφών». Δεν αμφέβαλλα. Αλλά και μόνο η παρουσία του ήταν οδυνηρή για μένα. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξεχάσω τα πάντα, αλλά κάθε φορά που εμφανιζόταν μπροστά μου ένιωθα σαν σκουπίδι. Έχωσα το πρόσωπό μου στην κουβέρτα κι άφησα τα δάκρυα να κυλήσουν στο πρόσωπό μου. «Ο Ίλτα προσπάθησε να με σκοτώσει. Ήξερε ότι είμαι Ηρωίδα και ήθελε να μ' αποτελειώσει. Το ότι δεν τα κατάφερε είναι απλώς θέμα τύχης». Ο Κάσπαρ αναστέναξε. «Μην το λες αυτό. Δεν είχε κανένα δικαίωμα να σου κάνει όσα σου έκανε, είτε γνώριζε ότι είσαι Ηρωίδα είτε όχι». «Θα υπάρξουν κι άλλοι σαν κι αυτόν, ξέρεις» ψέλλισα. «Όχι, δε θα υπάρξουν άλλοι. Όλα θα πάνε καλά, θα δεις, Κοριτσάκι. Στο τέλος, όλα θα πάνε καλά». Δεν απάντησα. Τόσες φορές που το 'χα ακούσει, είχα χάσει τον λογαριασμό. Η βροχή δυνάμωνε. Μερικές σταγόνες κύλησαν μέσα απ' την μπλούζα μου. Αποφάσισα να μπω μέσα. Σηκώθηκα κι έδωσα την κουβέρτα στον Κάσπαρ. Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, μιας και δεν είχε ανάψει κανείς ακόμη τις λάμπες. «Ο πατέρας σου θέλει να σε δει. Είπε πως θα σ' ακούσει» φώναξε ο Κάσπαρ, μπαίνοντας κι εκείνος. «Αξίζει να προσπαθήσεις να τον κάνεις να καταλάβει. Κι είσαι η μόνη που μπορείς να το καταφέρεις». «Δε χρειάζεται να καταλάβει. Το μόνο που χρειάζεται είναι να δεχτεί να υποβάλει την παραίτησή του» του τόνισα, κι έφυγα για το δωμάτιό μου. Έτρεμα· έπρεπε ν' αλλάξω τα βρεγμένα μου ρούχα αν δεν ήθελα ν' αρρωστήσω. Ήμουν στην ντουλάπα κι έψαχνα ένα καθαρό πουκάμισο, όταν άκουσα κάτι να κινείται πίσω μου. Γύρισα και βρήκα τον Κάσπαρ 481
γερμένο στο κούφωμα της πόρτας με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος. «Ναι, αλλά ξέρεις πως δε θα συμφωνήσει, κι αυτός είναι ο λόγος που σε χρειαζόμαστε». Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ακούστηκε ένας κοφτός χτύπος στην πόρτα. Τινάχτηκα αιφνιδιασμένη. Ο Κάσπαρ πήγε ν' ανοίξει. «Α, εσύ είσαι». «Τι κάνεις εδώ μέσα;» άκουσα μια δεύτερη φωνή να ρωτάει - εκείνη του πατέρα μου. Έλυσα τα μαλλιά μου και ξεφύσηξα απηυδισμένη. Βλέποντας πως ο Κάσπαρ παρέμενε σιωπηλός, ο πατέρας μου συνέχισε. Ο τόνος της φωνής του γινόταν όλο και πιο εριστικός: «Πού είναι η Βιολέτα;». Πήρα βαθιά ανάσα και βγήκα απ' την ντουλάπα, προσέχοντας αμέσως την απόσταση ανάμεσα στον Κάσπαρ και τον πατέρα μου, αλλά και τις άγριες ματιές που εκτόξευαν ο ένας στον άλλον. Ο Κάσπαρ έκανε να φύγει, αλλά σηκώνοντας το χέρι μου του ζήτησα να μείνει. Η ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του πατέρα μου έγινε ακόμα πιο βαθιά. «Γιατί δε δέχεσαι να παραιτηθείς;» τον ρώτησα, σταυρώνοντας τα χέρια μου κάτω απ' το στήθος. Ο Κάσπαρ αποσύρθηκε διακριτικά στο περβάζι του παραθύρου, κοιτώντας μια εμένα, μια τον πατέρα μου. «Βάζεις τη ζωή της μαμάς και της Λίλι σε κίνδυνο. Δεν είναι δίκαιο». «Δεν καταλαβαίνω γιατί θα πρέπει να παραιτηθώ» απάντησε, σταυρώνοντας με τη σειρά του τα χέρια. Έκλεισα τα μάτια μου, έχοντας πραγματικά κάθε καλή διάθεση να κάνω υπομονή. Ήξερα πως αργά ή γρήγορα θα συμφωνούσε. Απλώς ήλπιζα να γίνει όσο το δυνατόν πιο σύντομα. «Επειδή αυτό που έκανες ήταν λάθος, κι είσαι ιδιαίτερα επικίνδυνος-» «Γιατί; Επειδή έβαλα το καλό των ανθρώπων αυτής της χώρας πάνω απ' τη ζωή μιας γυναίκας; Είναι πράγματι τόσο κακό αυτό;» Άνοιξα το στόμα μου για ν' απαντήσω, αλλά δεν πρόλαβα. Άκουσα το κρεβάτι να τρίζει και τον πατέρα μου να βγάζει μια πνιχτή κραυγή καθώς προσπαθούσε να ελευθερωθεί απ' το χέρι που είχε τυλιχτεί γύρω απ' τον λαιμό του. «Κάσπαρ, φύγε από πάνω του!» ούρλιαξα, κι έτρεξα προς το κρεβάτι. Του άρπαξα το χέρι, αλλά δε φάνηκε να πτοείται. Τα μάτια του είχαν γίνει κατάμαυρα σαν πίσσα. Συνέχισε να ταρακουνάει τον πατέρα μου, στο δέρμα του οποίου άρχιζαν να διαγράφονται κόκκινες κηλίδες 482
καθώς πάσχιζε να πάρει ανάσα. Τα μάτια του περιπλανήθηκαν στο δωμάτιο σαν να μην μπορούσε να εστιάσει. Γύρισε το κεφάλι ηττημένος και με κοίταξε με βλέμμα απλανές. «Κάσπαρ, άφησέ τον!» Έκπληκτη, είδα πως επιτέλους μ' είχε ακούσει. Έτρεξα να βοηθήσω τον πατέρα μου, που έκανε να σηκωθεί βήχοντας. «Αν της είχα επιτρέψει να υπογράψει εκείνη τη συνθήκη, το είδος σου θα ήταν πια ανεξέλεγκτο» κατάφερε να ψελλίσει μέσ' απ' τα σφιγμένα δόντια του. «Θα πέθαιναν άνθρωποι. Γι' αυτό το έκανα». Ο Κάσπαρ όρμησε ξανά προς τον πατέρα μου, μόνο που ήμουν πια προετοιμασμένη. Όρμησα με τη σειρά μου και μπήκα ανάμεσά τους. «Αρκετά! Μπαμπά, σκάσε· κι εσύ, Κάσπαρ, έξω! Τώρα!» Έφυγε χωρίς να πει τίποτα, αφήνοντάς με μόνη με τον πατέρα μου. Απομακρύνθηκα από κοντά του και κάρφωσα το βλέμμα μου έξω απ' το παράθυρο. «Η Λίλι θα πρέπει να επιστρέψει στο σπίτι, αν έρθεις μαζί μας στην Αθενία. Δεν πρέπει να κουράζεται» είπα αναστενάζοντας, αναγκάζοντας τον εαυτό μου να πάρει βαθιές ανάσες. «Και μια και μιλάμε για τη Λίλι, για ποιο λόγο την έφερες μαζί σου; Είναι επικίνδυνα για κείνη εδώ». «Δεν περιμέναμε ότι τα πράγματα θα εξελίσσονταν έτσι». «Αυτό ήταν αφελές από μέρους σου» είπα οργισμένη. Δεν απάντησε. Τον κοίταξα με την άκρη του ματιού μου. Στεκόταν εντελώς ακίνητος. Το πρόσωπό του ήταν ακόμη ελαφρώς κόκκινο. Το πουκάμισό του τσαλακωμένο, και τα γκρίζα του μαλλιά ανακατεμένα. Μου ήταν πολύ δύσκολο να τον αποδεχτώ έτσι - ήταν πάντα τόσο ευπαρουσίαστος, σχεδόν ατσαλάκωτος. «Απλώς παραιτήσου. Δεν απειλούν να σκοτώσουν μόνον εσένα αν άρουν την προστασία τους. Αλλά και τη μαμά και τη Λίλι. Σε μισούν, το καταλαβαίνεις; Δυσκολεύομαι να πιστέψω το πόσο πολιτισμένα έχουν φερθεί ως τώρα· κι αν θες να ξέρεις, πιστεύω πως δεν το αξίζεις». «Συνειδητοποιείς τι λες;» γρύλισε σχεδόν αηδιασμένος. «Πώς κατάντησες έτσι; Ξεχνάς αυτό που είδες στην Τραφάλγκαρ;» Γύρισα απότομα ξανά προς το παράθυρο. Φυσικά και θυμόμουν. Δε θα ξεχάσω ποτέ. «Κορμιά ανθρώπων πεταμένα σαν σκουπίδια στο οδόστρωμα. Διαμελισμένα χειρότερα κι από ζώα. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν. Βιάζουν γυναίκες -γυναίκες σαν κι εσένα- και σκοτώνουν παιδιά. Οι άνθρωποι δεν είναι απλώς τροφή γι' αυτούς. Είναι παιχνίδια. Και μου λες ότι 483
θες να γίνεις σαν κι αυτούς, Βιολέτα;» «Το τι θέλω είναι άσχετο. Είμαι Ηρωίδα και δεν έχω άλλη επιλογή. Αλλά μιας και το αναφέρεις, όχι, δε με πειράζει να γίνω μία απ' αυτούς». «Θα 'λεγες το ίδιο αν δεν υπήρχε ο πρίγκιπας;» Δεν απάντησα. Η βροχή όλο και δυνάμωνε. Άφησα το βλέμμα μου να περιπλανηθεί στο δάσος που απλωνόταν μπροστά μου, σμαραγδί όπως τα μάτια του Κάσπαρ. Άφησα τη σιωπή μου ν' απαντήσει στην ερώτησή του. «Και τι θα κάνεις όταν σε παρατήσει; Όταν θα τσακωθείτε; Όταν τα πράγματα θα πάνε στραβά; Ποιος θα σε θέλει τότε;» Κάθε του ερώτηση ήταν και μια μαχαιριά στην καρδιά μου, που μ' άφηνε να αγκομαχώ και να πνίγομαι. Τις είχα κάνει κι εγώ εκείνες τις ερωτήσεις στον εαυτό μου, φυσικά και τις είχα κάνει· αλλά ακούγοντάς τες να βγαίνουν απ' τα χείλη κάποιου άλλου με τέτοια περιφρόνηση, θριαμβευτικά, ερχόταν στην επιφάνεια κάθε μου αμφιβολία, κάθε μου αβεβαιότητα με τέτοια ορμή, που ανίκανη να κρατηθώ γύρισα κι άρχισα να ουρλιάζω στον πατέρα μου. «Είμαστε δεμένοι! Δεν μπορούμε απλά να παρατήσουμε ο ένας τον άλλον! Η μοίρα δε λειτουργεί έτσι» κατέληξα αποφασιστικά. «Τα πιστεύεις αυτά τα πράγματα;» Μαζεύτηκα. «Εσύ;» «Δεν είμαι σίγουρος τι πιστεύω πια. Αλλά ξέρω ότι θέλω το καλύτερο για σένα, και σίγουρα δεν είν' αυτό εδώ». Κάθισα απογοητευμένη στο περβάζι και στύλωσα το βλέμμα μου στη βροχή που έπεφτε όλο και πιο δυνατά, απλώνοντας μια βαριά κουρτίνα από χοντρές σταγόνες στο υποστατικό. «Είσαι κόρη μου και σ' αγαπώ. Το μόνο που θέλω είναι να ξαναγίνουμε οικογένεια. Είναι υπερβολικό αυτό που ζητάω;» Δεν απάντησα. «Έλα σπίτι, Βιολέτα. Η Λίλι θα μπορούσε να πάρει μερικούς ακόμα μήνες άδεια απ' το σχολείο, κι αν ανέβαλλες κι εσύ την εγγραφή σου στο πανεπιστήμιο θα μπορούσαμε να περάσουμε την άνοιξη ταξιδεύοντας. Ίσως να πηγαίναμε κάπου που θα είχε ζέστη. Στην Αυστραλία, για παράδειγμα. Πες μου πού θέλεις να πάμε και φύγαμε, σ' το υπόσχομαι-» «Σταμάτα». «Κ. και θα μπορούσαμε να βρούμε και κάποιον να μιλήσεις για... για όλ' αυτά που σου συνέβησαν. Δε χρειάζεται καν να τον ξέρω αν δε θέλεις, αλλά…» 484
«Σταμάτα». Χιλιάδες σταγόνες βροχής μαστίγωναν τη φουσκωμένη επιφάνεια της λίμνης και διαλύονταν σκάζοντας πάνω στα βραχάκια που την πλαισίωναν. Το γρασίδι βαφόταν άσπρο καθώς η βροχή μετατρεπόταν γοργά σε χαλάζι, σκεπάζοντας τα πάντα σαν γλάσο πάνω σε γλυκό. Μ' έναν άγριο κρότο ο ουρανός σκίστηκε στα δύο, και δευτερόλεπτα μετά μια αστραπή έριξε το φως της σαν προβολέας πάνω απ' το Βάρνλεϊ. «Θα σου πω εγώ τι θα γίνει. Αύριο το βράδυ θα μεταμορφωθώ σε βρικόλακα. Στη συνέχεια, μετά από δύο εβδομάδες περίπου, θ' αναχωρήσω για την Αθενία και θα έρθεις μαζί μου. Αλλά πριν απ' αυτό, η Λίλι και οι δύο άντρες που ήρθαν μαζί σας θα φύγουν, κι εσύ θα παραιτηθείς απ' το κόμμα και την κυβέρνηση. Θα σε συνοδεύσει ο Ίγκλεν, για να είμαστε σίγουροι πως όλα θα γίνουν όπως πρέπει. Αναχωρείς αύριο το πρωί». Έφυγα απ' το παράθυρο και πέρασα μπροστά απ' τον πατέρα μου, που κοίταζε το κενό εμβρόντητος. Γύρισε οργισμένος προς το μέρος μου. «Θες να μου πεις ότι καλούμαι, έπειτα απ' τον χαμό του γιου μου και παραλίγο και της μικρής μου κόρης, να χάσω κι εσένα; Αυτό μου λες;» Κοντοστάθηκα στο κατώφλι και γράπωσα την πόρτα επιστρατεύοντας όλο μου το κουράγιο για να μπορέσω να συνεχίσω. «Δε γνωρίζεις την Προφητεία; Προορισμένη να προδώσει τον δικό της. Έτσι έχουν τα πράγματα και δεν μπορούμε ν' αλλάξουμε τίποτα». Μέχρι κι εγώ ένιωσα έκπληξη με τον απόμακρο τόνο της φωνής μου. «Και τώρα νομίζω πως πρέπει να πας να συντάξεις εκείνη την παραίτηση που λέγαμε». Δεν κάθισα να δω την αντίδρασή του. Μπορεί ν' ακουγόμουν σκληρή κι άκαρδη, αλλά ήξερα πως δεν είχα περιθώρια. Έπρεπε να υπογράψει. Δεν μπορούσα ν' ανησυχώ και για την ασφάλεια της οικογένειάς μου μαζί μ' όλα τ' άλλα. Όταν θα μεταμορφωνόμουν σε βρικόλακα, ήθελα να βρίσκονται μακριά. Όσο πιο μακριά γινόταν. «Τελικά, η μοίρα διαλέγει σωστά». Σήκωσα αιφνιδιασμένη τα μάτια μου απ' το πάτωμα κι έμεινα να κοιτάζω τον Ίγκλεν. Στεκόταν στον διάδρομο. Τα μάτια του, σε πλήρη αντίθεση με την ισχνή, γέρικη κορμοστασιά του, έλαμπαν από ζωή. Έριξα μια ματιά στην πόρτα του δωματίου μου που είχα κλείσει πίσω μου, χωρίζοντάς με οριστικά απ' τον πατέρα μου.
485
«Μας άκουσες;» Έγνεψε καταφατικά. «Θα το κάνεις; Θα τον συνοδεύσεις;» Γέλασε τρυφερά. «Είναι καθήκον μου να κάνω ό,τι μου ζητήσετε, νεαρή μου Ηρωίδα. Ακόμα κι αν ήταν να πέσω στον γκρεμό». Δάγκωσα τα χείλη μου. Σωστά. «Ωραία, λοιπόν. Κι όταν λέω ωραία, δεν αναφέρομαι στον γκρεμό. Αυτό δε μου αρέσει. Μην το κάνεις». Ξαναγέλασε χαϊδεύοντας το μούσι του, κοιτώντας με με το παιχνιδιάρικο ύφος κάποιου που μοιράζεται σχεδόν συνωμοτικά κάποιο τολμηρό αστείο. «Υποψιάζομαι πως στην Αθενία θα σας βρουν ιδιαίτεpα ενδιαφέρουσα. Όπως και να 'χει, σας υπόσχομαι ότι όλα θα γίνουν όπως επιθυμείτε σχετικά με τον πατέρα σας. Καλό απόγευμα, λαίδη μου». Υποκλίθηκε και, αβέβαιη για το πώς έπρεπε ν' αντιδράσω, στάθηκα για λίγα δευτερόλεπτα πριν συνεχίσω τον δρόμο μου, ξέροντας πως θα μου 'παιρνε αρκετό χρόνο να εξοικειωθώ μ' όλες εκείνες τις υποκλίσεις. Προτού φτάσω στο πλατύσκαλο, κοντοστάθηκα προβληματισμένη. «Ίγκλεν, μια τελευταία ερώτηση. Το ήξερες απ' την αρχή; Ότι είμαι Ηρωίδα, εννοώ». «Ναι, λαίδη μου». Αναμφίβολαπροτιμούσα το «δεσποινίςΛι» απ'το «λαίδη μου». «Άρχισα να το υποψιάζομαι απ' το βράδυ που ο νεαρός πρίγκιπας σας έφερε εδώ. Όταν σας γνώρισα στο δείπνο για τα μέλη του συμβουλίου, οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν». Η σκέψη μου πέταξε σ' εκείνο το βράδυ. Θυμόμουν ακόμη τη διαπεραστική ματιά που μου έριξε μόλις μας σύστησαν. «Πώς το ήξερες;» Σιωπή. Περίμενα, αλλά δεν έδειχνε πρόθυμος ν' απαντήσει. Έσφιξα τις γροθιές, απίστευτα απογοητευμένη απ' το ότι για μια ακόμα φορά αρνούνταν να μου δώσουν απαντήσεις. «Τέλος πάντων. Γιατί δεν είπες κάτι; Τίποτε απ' όλα αυτά δε θα 'χε συμβεί αν είχες μιλήσει». «Σε κάθε παρτίδα σκάκι, λαίδη μου, πρέπει να γίνονται οι σωστές κινήσεις τη σωστή στιγμή προκειμένου να κερδίσει κανείς». Ήταν απάντηση τώρ'αυτή; Τους τελευταίους μήνες με είχαν αιχμαλωτίσει, παραλίγο να με βιάσουν, να με δαγκώσουν, κινδύνεψα μέχρι και να με σκοτώσουν, και μου μιλούσε για παρτίδες σκάκι; «Πες μου τουλάχιστον αυτό, τι πρόκειται να συμβεί μετά απ' αυτές τις δύο εβδομάδες;» «Λοιπόν, λαίδη μου, θ' αναχωρήσετε με την αυλή για την Αθενία, 486
όπου και θα παρθούν οι περαιτέρω αποφάσεις» απάντησε μ' έναν επίπεδο, απαθή τρόπο. Γύρισα προς το μέρος του, χωρίς να κάνω καμία προσπάθεια να κρύψω τον θυμό απ' τη φωνή μου. «Ξέρεις τι εννοώ» είπα μέσα απ' τα δόντια μου. «Το μόνο που ζητάω είναι απαντήσεις· χωρίς περιστροφές. Γιατί μου τις αρνείσαι;» Ίσιωσε τους ώμους και τη συνήθως σκυφτή πλάτη του και όρθωσε όλο του το ανάστημα απέναντί μου. Ένιωσα το στόμα μου ν' ανοίγει, καθώς για πρώτη φορά συνειδητοποιούσα το πραγματικό του ύψος. «Και όπως συμβαίνει πάντοτε σε μια παρτίδα σκάκι, λαίδη μου, κανείς δεν ξέρει ποτέ την επόμενη κίνηση. Και τώρα θα με συγχωρήσετε, θα πρέπει να πάω στον πατέρα σας, κι εσείς στον Μεγαλειότατο. Ξέρω πως επιθυμεί να σας μιλήσει». Σηκώνοντας το κοκαλιάρικο δάχτυλό του, μου έδειξε τη σκάλα· και αφού υποκλίθηκε, άνοιξε την πόρτα του δωματίου μου και χάθηκε απ' τα μάτια μου. Έμεινα να κοιτάζω συνοφρυωμένη το σημείο όπου στεκόταν πριν, μέχρι που άκουσα κάποιον να ξεροβήχει πίσω μου. «Μεγαλειότατε!» είπα και υποκλίθηκα βαθιά μόλις τον είδα, ξεχνώντας πως δεν ήταν απαραίτητο να το κάνω πια· και καθώς σήκωνα τον κορμό μου είδα πως είχε υποκλιθεί κι ο ίδιος. «Λαίδη Ηρωίδα, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για λίγο;» Έγνεψα καταφατικά, και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω στο δωμάτιο του Κάσπαρ. Τον ακολούθησα διστακτικά. Έκλεισε την πόρτα πίσω μου και το βλέμμα του περιπλανήθηκε για λίγο στον χώρο, ξεκινώντας απ' το μαντεμένιο κρεβάτι που δεν είχε χρησιμοποιηθεί για εβδομάδες, για να συνεχίσει προς τις κλειστές μπαλκονόπορτες και τις βαριές κουρτίνες που έκλειναν τον ήλιο έξω απ' το δωμάτιο· τέλος, σταμάτησε στο πορτρέτο του ίδιου και της όμορφης, καλόκαρδης συζύγου του, που είχε στυλωμένο το βλέμμα της στο κρεβάτι στο οποίο δεν έμελλε να κοιμηθεί ποτέ πια. Πόσος καιρός να έχει περάσει απ' την τελευταία φορά που είχε μπει εδώ μέσα; αναρωτήθηκα. Τα μάτια του δεν έφευγαν απ' το πορτρέτο. Είχε μείνει στην πόρτα κρατώντας σφιχτά το πόμολο, εμφανώς ταραγμένος. «Μεγαλειότατε;» είπα διστακτικά, καταλαβαίνοντας πως ίσως εκείνο να μην ήταν το καταλληλότερο μέρος για να μιλήσουμε.
487
Γύρισε προς το μέρος μου σαν να 'χε μόλις αντιληφθεί την παρουσία μου. «Με συγχωρείς. Θα πηγαίναμε στο γραφείο μου, αλλά επί του παρόντος είναι κατειλημμένο από τους Σοφούς». Άφησε το χερούλι και ξαναπήρε τη γνωστή στάση του. Στάθηκε στο κέντρο του δωματίου και με μια απότομη κίνηση πήρε το βλέμμα του απ' το πορτρέτο. «Σκέφτηκα πως ήρθε η στιγμή να σου δώσω μια εξήγηση για τη συμπεριφορά μου αυτούς τους τελευταίους μήνες». Και πολύ άργησες. «Αλλά πριν απ' αυτό, ο Κάσπαρ μού είπε πως επιθυμείς να μεταμορφωθείς αύριο το βράδυ». Έγνεψα καταφατικά. «Μου ζήτησε επίσης την άδεια να το κάνει εκείνος. Αυτή είναι η επιθυμία σου, σωστά;» Έγνεψα ξανά. Κούνησε αργά το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε ν' αφομοιώσει την πληροφορία. «Κρίνω πως θα είναι καλύτερο να μην ενημερώσουμε τους υπόλοιπους για την επιλογή της ημερομηνίας. Και ίσως, για να διασφαλίσουμε ότι δε θα ενοχληθείτε από κανέναν, να πρέπει να καταφύγετε εδώ αύριο βράδυ». Κούνησε ξανά το κεφάλι του και πρόσθεσε. «Συμφωνείς μ' αυτό, λαίδη μου;» Για μια ακόμα φορά επέλεξα απλώς να κάνω νόημα, χωρίς να πω κάτι. Είχα τόση υπερένταση, που δεν ήξερα τι θα 'λεγα αν άνοιγα το στόμα μου. «Ωραία, λοιπόν. Το λύσαμε κι αυτό». Έκανε ένα βήμα προς τα εμπρός. «Επίσης μου ζήτησε την άδεια να γίνετε ζευγάρι». Πάγωσα και κράτησα την αναπνοή μου, περιμένοντας την επόμενη πρότασή του. Ήξερα πως, αν ο βασιλιάς έλεγε όχι, θα ήταν όχι, είτε ήμουν Ηρωίδα είτε δεν ήμουν. «Ο γιος μου είναι πολύ αφοσιωμένος σ' εσένα, λαίδη μου, κι αυτό είναι ένα γεγονός που γνωρίζω αρκετές εβδομάδες τώρα. Δεν ντρέπομαι να παραδεχτώ ότι ήταν μεγάλο σφάλμα από μέρους μου να προσπαθήσω να αποτρέψω αυτή την ένωση». Χαλάρωσα μια σταλιά, αν και όλο μου το είναι ούρλιαζε απλώς για ένα ναι ή ένα όχι - τα υπόλοιπα θα μπορούσαν να περιμένουν γι' αργότερα. Εκείνος, απ' την άλλη, δεν έδειχνε πρόθυμος να μου δώσει άμεση απάντηση αλλά προτιμούσε να εξηγήσει πρώτα τις πράξεις του. Έσφιξε τα χέρια του πίσω απ' την πλάτη κι άρχισε να βηματίζει πάνω κάτω, απ' το κρεβάτι ως την πόρτα. «Οι φήμες για τις Ηρωίδες είχαν κυκλοφορήσει μήνες πριν - πολύ πριν έρθεις εδώ. Όλοι εμείς που πιστεύαμε στην Προφητεία γνωρίζαμε ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία 488
θα έκανε την εμφάνισή της η Πρώτη Ηρωίδα. Οφείλω να ομολογήσω πως δεν περίμενα να εμφανιστεί τόσο γρήγορα» είπε σιγανά, σαν να μιλούσε περισσότερο στον εαυτό του παρά σ' εμένα. «Καιρό πριν, όταν ακόμη γραφόταν η προφητεία, η σύζυγός μου είχε βιώσει μια εξαιρετική εμπειρία-» «Το ξέρω» τον διέκοψα. «Γνώρισε τον Κοντανάλ». Πάγωσε. Με κοίταξε αποσβολωμένος. «Διάβασα το γράμμα της γυναίκας σας προς τον Κάσπαρ. Δεν το έκανα επίτηδες. Έτσι ανακάλυψα και ότι είμαστε δεμένοι» παραδέχτηκα συνεσταλμένα, προσπαθώντας να φανώ όσο πιο μετανιωμένη γινόταν. «Το ξέρεις, λοιπόν!» «Τα ξέρω όλα. Ξέρω πως πιστεύατε ότι η Προφητεία θα έβγαινε αληθινή και ότι ενεργήσατε με γνώμονα την αγάπη για την οικογένειά σας. Όπως γνωρίζω επίσης ότι η μόνη σας έννοια ήταν η προστασία του βασιλείου, αλλά και η δική μου. Είναι όλα πολύ ξεκάθαρα για μένα τώρα πια». Το βλέμμα του περιπλανήθηκε στον χώρο, προσπαθώντας προφανώς ν' αφομοιώσει όλες εκείνες τις πληροφορίες. Ώσπου κάποια στιγμή το βλέμμα του κατέληξε πάνω μου και, έκπληκτη, τον είδα να μου δίνει το χέρι. «Έχασα πολλές φορές την ψυχραιμία μου, λαίδη μου. Τιμώρησα εσένα και τον Κάσπαρ για πράγματα που ήταν πέρα απ' τον έλεγχό σας. Γι' αυτό και μόνο σου ζητώ ειλικρινά συγγνώμη». Η αποφασιστικότητα με την οποία συνέχιζε να κρατάει το χέρι μου ήταν αρκετή για να πειστώ πως ήταν ειλικρινής, αλλά και ότι δεν είχε σκοπό να μ' αφήσει μέχρι να δεχτώ τη συγγνώμη του. Το ήξερα, ήταν ακριβώς ο ίδιος τρόπος μ' εκείνον που θ' αντιδρούσε κι ο Κάσπαρ σε μια ανάλογη περίπτωση. Έτσι, κάνοντας ένα βήμα προς το μέρος του, τον συγχώρεσα. Τα παραθυρόφυλλα έτριξαν, κι η μία μπαλκονόπορτα άνοιξε διάπλατα καθώς ο δυνατός αέρας σάρωσε το δωμάτιο. Τινάχτηκα προς τα πίσω τρομοκρατημένη, αφήνοντας το χέρι του βασιλιά. Προχώρησε προς την μπαλκονόπορτα ήρεμα κι έκλεισε τα τζάμια. Αναστέναξε, και επέστρεψε κοντά μου συνεχίζοντας από εκεί όπου είχε σταματήσει. «Μέχρι που, εντελώς αναπάντεχα, ειδοποιηθήκαμε χτες το πρωί πως τα σύνορα της διάστασής μας με την πρώτη διάσταση
489
είχαν ανοίξει ξανά. Η Αθενία έσπευσε να αρνηθεί οποιαδήποτε ανάμειξη, ισχυριζόμενη πως υπεύθυνη γι' αυτό ήταν η Πρώτη Ηρωίδα. Ωστόσο, λίγες ώρες αργότερα οι φρουροί μάς ειδοποίησαν πως δύο Σοφοί είχαν περάσει τα σύνορα και κατευθύνονταν προς το Σημείο των Βαρν. Διέταξα άμεσα το άναμμα των πυρσών για να συγκαλέσω συμβούλιο, αλλά συνέβη κάτι απροσδόκητο. Λίγα λεπτά μετά το άναμμα των πυρσών, έλαβα ένα σημείωμα». Έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτί απ' την εσωτερική τσέπη του σακακιού του και μου το έδωσε. Επιχείρησα όπως όπως να το ισιώσω. «Αναγνωρίζεις τον γραφικό χαρακτήρα;» Τον παρακολούθησα να πηγαίνει μέχρι το κρεβάτι, όπου έγειρε πάνω στον στύλο του. Η ομοιότητα με τον γιο του ήταν πρωτοφανής. Κοκκίνισα μ' εκείνες τις σκέψεις κι έστρεψα βιαστικά την προσοχή μου στο σημείωμα. Κατά μήκος του τσαλακωμένου χαρτιού υπήρχε ένα σύντομο, αλλά πολύ περιεκτικό σημείωμα: Ο Μάικλ Λι είχε συνάψει συμφωνία με τους εκτελεστές για τη δολοφονία της Κάρμεν. Η κόρη τού Λι γνωρίζει. Οι Πιερ θα το επιβεβαιώσουν. Δεν υπήρχε υπογραφή, ούτε και αναγνώριζα τον γραφικό χαρακτήρα. Το μόνο σίγουρο ήταν πως έδειχνε προχειρογραμμένο, σαν να 'χε συνταχτεί βιαστικά. Το γεγονός ότι κρατούσα στα χέρια μου το χαρτί που είχε κρατήσει κι εκείνος που με πρόδωσε με γέμιζε τρόμο. Και ακόμα πιο τρομακτικό ήταν το ότι έκαναν ιδιαίτερη αναφορά στο ότι εγώ γνώριζα. Όποιος κι αν το είχε γράψει θα πρέπει να είχε προβλέψει τι θα μου συνέβαινε μόλις γινόταν γνωστή η συγκεκριμένη πληροφορία. Κάτι το οποίο σήμαινε πως κάποιος με ήθελε νεκρή. Ξεροκατάπια. «Όχι» απάντησα, δίνοντας πίσω το σημείωμα. «Δυστυχώς, δεν είσαι η μόνη» είπε αναστενάζοντας. «Όταν το έλαβα, μου πέρασε απ' το μυαλό πως ήταν ένα κακόγουστο αστείο. Αλλά οι ημερομηνίες της ανόδου του κόμματος του πατέρα σου στην εξουσία και της επίσκεψης της γυναίκας μου στη Ρουμανία συνέπιπταν. Ο Πιερ, χωρίς χρονοτριβή, μου το επιβεβαίωσε, και νομίζω πως τα υπόλοιπα δε θα ήθελε κανείς μας να τα θυμάται». Ακόμα και στο ημίφως μπορούσα να διακρίνω πως τα μάτια του είχαν πάρει μια αχνή ροζ απόχρωση. Με το που με κοίταξε, έστρεψα το βλέμμα μου αμέσως μακριά. «Αλλά τώρα πια ξέρουμε πως είσαι Ηρωίδα και δεν ωφελεί να σκαλίζουμε παλιές ιστορίες. Είπα στον Κάσπαρ πως δεν έχω καμία αντίρρηση να σε φλερτάρει, αν και του συνέστησα να είστε διακριτικοί, 490
τουλάχιστον μέχρι τον Δεκέμβριο. Γνωρίζω πως έχεις δώσει οδηγίες στον Ίγκλεν όσον αφορά τον πατέρα σου, και σου είμαι ευγνώμων που ζήτησες την αποχώρησή του από την κυβέρνηση πριν ν' αναχωρήσουμε για την Αθενία». Υποκλίθηκε, αλλά μόλις έφτασε στην πόρτα κοντοστάθηκε και γύρισε· τον είδα για πρώτη φορά τότε να χαμογελάει. «Καλώς όρισες, στο βασίλειό μου, Λαίδη Ηρωίδα». Είκοσι τέσσερις μόλις ώρες προτού μεταμορφωθώ σε βρικόλακα.
491
KEΦΑΛΑΙΟ 61
Βιολέτα ΤΟ ΚΡΥΟ ΤΥΛΊΧΤΗΚΕ γύρω μου σαν μανδύας. Για μια ακόμα φορά είχα βρει καταφύγιο στο κοίλωμα κάτω απ' το μεγάλο μπαλκόνι της κύριας εισόδου. Οι σταγόνες της βροχής, που εξακολουθούσε αμείωτη για εφτά ώρες, έσκαγαν στο πέτρινο τοιχίο μπροστά μου σαν θραύσματα από οβίδες κι αναπηδούσαν προς κάθε κατεύθυνση - κάποιες έφταναν στο πουκάμισό μου αφήνοντας μεγάλα υγρά σημάδια. Άπλωσα το χέρι και τις άφησα να κυλήσουν ανάμεσα στα δάχτυλά μου, παρακολουθώντας σαν υπνωτισμένη την αργή πορεία τους προς το έδαφος και τις μεγάλες λακκούβες που είχαν αρχίσει να σχηματίζονται στο γρασίδι. «Θέλω να τα φτιάξω με το κορίτσι που παραλίγο να χάσω χτες απ' την ανοησία και τον εγωισμό μου. Θέλω να τα φτιάξω με το κορίτσι που έφερε ζωή εδώ μέσα. Με το κορίτσι που μ έκανε να αισθανθώ ξανά. Τι πιο φυσικό;» Τύλιξα τα χέρια μου γύρω απ' τη μέση και φαντάστηκα ότι ήταν τα δικά του χέρια, το δικό του άγγιγμα, η δική του ανάσα Είχα ξεπαγιάσει, αλλά δε μ' ένοιαζε. Αντίθετα, απολάμβανα την αίσθηση. Ήθελα να αποθησαυρίσω όσες περισσότερες αναμνήσεις μπορούσα απ' την επίδραση που είχε το κρύο πάνω μου. Ήθελα να θυμάμαι την ανατριχίλα απ' τον παγωμένο αέρα στα μάγουλά μου και την αίσθηση του καψίματος που κάθε παγωμένη σταγόνα άφηνε στο δέρμα μου. «Δικιά μου» ψιθύρισε μια φωνή στ' αυτί μου. «Όλη δικιά μου» επανέλαβε, ενώ δυο χέρια κιτω από μαύρο πουκάμισο τυλίχτηκαν πινω απ' τα δικά μου, σφίγγοντας τη μέση μου. Έχωσε το πρόσωπό του στην καμπύλη του λαιμού μου. Τα χείλη του βρήκαν τη φλέβα μου και φιλώντας την κατέβηκαν προς τους ώμους. Τα χέρια του ανέβηκαν χωρίς δισταγμό στα στήθη μου κι αγκαλιάζοντάς τα με τράβηξαν ακόμα πιο κοντά του. Έπιασα τα χέρια του και χώθηκα πιο βαθιά στην αγκαλιά του. 492
«Σου αρέσει, Κοριτσάκι;» γουργούρισε, κλείνοντας λίγο πιο πολύ τις παλάμες του γύρω απ' τα στήθη μου. Απάντησα μ' έναν αναστεναγμό. Γέλασε, και αφήνοντας να πέσουν τα χέρια του προς τα κάτω τράβηξε το πουκάμισό μου· προτού καταλάβω τι είχε συμβεί, βρέθηκα μόνο με το σουτιέν και το τζιν μου. «Τι κάνεις;» Έβαλα τα χέρια μου γύρω απ' το στήθος, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι οι πόρτες της κύριας εισόδου ήταν ορθάνοιχτες και θα μπορούσε να μας δει ο οποιοσδήποτε. Δεν απάντησε. Αντίθετα, μ' άρπαξε απ' το χέρι και με οδήγησε προς την κύρια είσοδο μέσα απ' το φωτεινό μονοπάτι που σχημάτιζαν οι λάμπες της εισόδου. «Είσαι τρελός; Θα μας δουν!» «Και λοιπόν; Άσ' τους να δουν» απάντησε και συνέχισε να με τραβάει. Προσπάθησα ν' αντισταθώ, αλλά αποδείχτηκε μάταιο - ήταν πολύ πιο δυνατός από μένα. Κοντοστάθηκε, έκανε τα μαλλιά μου πίσω και κοιτώντας με βαθιά στα μάτια ψιθύρισε: «Άσ' τους να δουν πόσο όμορφη είσαι». Άπλωσα το χέρι μου κι έκανα στην άκρη ένα βρεγμένο τσουλούφι απ' τα μαλλιά του, πνίγοντας ένα γελάκι. «Αντιλαμβάνεσαι ότι βρέχει; Κι ότι κάνει παγωνιά;» Το τζιν είχε κολλήσει στα πόδια μου. Χοντρές σταγόνες έπεφταν απ' τις άκρες των μαλλιών μου στο στήθος. Έστρεψε το βλέμμα του στον νυχτερινό ουρανό και χαμογέλασε. «Βρέχει; Δε θα μου περνούσε ποτέ απ' το μυαλό». Σήκωσε το χέρι και σκούπισε το πρόσωπό του. «Δεν κινει όμως και κρύο. Υποφέρεται». «Σοβαρά;» Έτριψα τους ώμους μου κι ανατρίχιασα. «Εντάξει, λοιπόν, δεν κάνει κρύο. Μάλιστα κάνει τόση ζέστη, που κοντεύω να σκάσω». «Γι' αυτό είσαι τόσο καυτή;» ψιθύρισε. Του έδωσα μια σπρωξιά, και μου 'κανε τη χάρη να παραπατήσει, μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να τον μετακινήσω ούτε χιλιοστό αν δεν ήθελε. Έσκυψα και μάζεψα λίγο νερό με τις χούφτες μου απ' το σιντριβάνι, και μετά το πέταξα ψηλά βρέχοντας ακόμα περισσότερο το ήδη μουσκεμένο πουκάμισό του. Έσκυψε αργά, κι ανασηκώνοντας το φρύδι του κοίταξε το πουκάμισό του. «Σοβαρά το έκανες, Κοριτσάκι;» Δε χρειάστηκαν παρά κλάσματα δευτερολέπτου για να μαζέψει νερό στις χούφτες του και να με καταβρέξει, και για να αισθανθώ την αναπνοή μου να κόβεται απ' το κρύο. Τύλιξα τα χέρια γύρω απ' τον 493
κορμό μου κι ένιωσα να ελκύομαι απ' τα λαμπερά φώτα και τη σχετική ζέστη του χολ της εισόδου. Έσκυψε για να πιάσει κι άλλο νερό, αλλά κατάφερα να του ξεφύγω. Τρέχοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα, βρέθηκα να τον κοιτάζω απ' την άλλη άκρη του σιντριβανιού. Έκανε τον κύκλο, και τότε έτρεξα προς την αντίθετη κατεύθυνση, αλλά δεν είχε νόημα - μ' ένα σάλτο βρέθηκε ξανά μπροστά μου. Μ' άρπαξε απ' τη μέση. «Κάσπαρ, μη! Θ' αρρωστήσω!» Αυτό θα 'πρεπε να το σκεφτείς νωρίτερα, σχολίασε η φωνή μου. «Δε νομίζω, αλλά ακόμα κι αν συμβεί, αύριο το βράδυ θα είσαι βρικόλακας και δε θ' ασχοληθείς ποτέ ξανά με αρρώστιες». Τον κοίταξα προβληματισμένη κι αφέθηκα στην αγκαλιά του. Αρχίσαμε να περπατάμε προς το σπίτι. «Κι αν κάτι πάει στραβά; Εδώ που τα λέμε, δεν ξέρω καν τι θα συμβεί αύριο το βράδυ. Τι γίνεται όταν ένας άνθρωπος μεταμορφώνεται σε βρικόλακα;» «Θα πιω λίγο απ' το αίμα σου και θα πιεις κι εσύ λίγο απ' το δικό μου. Είναι απλό. Τίποτα δε θα πάει στραβά». «Ναι, αλλά αν-» Πίεσε το δάχτυλό του στα χείλη μου. «Αν ήσουν πολύ μεγάλη ή πολύ μικρή, ή αν είχες κάποια σοβαρή ασθένεια, τότε ναι, πιθανόν κάτι να πήγαινε στραβά. Αλλά δεν ισχύει τίποτε απ' όλα αυτά. Μάλιστα, δεδομένου ότι είσαι ημι-βρικόλακας, η πιθανότητα να συμβεί κάτι είν' ακόμα πιο μικρή. Επομένως, σταμάτα ν' ανησυχείς». Ξεφύσηξα. «Και τι γίνεται μετά; Πόση ώρα παίρνει για να συμβεί ό,τι είναι να συμβεί;» «Θα πάρει μερικές μέρες μέχρι οι κυνόδοντές σου να γίνουν αρκετά αιχμηροί, και θα χρειαστείς λίγο καιρό για ν' αναπτύξεις κυνηγετικές ικανότητες, όμως όλα τ' άλλα θ' αλλάξουν μέσα σε λίγες ώρες. Είναι καταπληκτικό να παρακολουθείς κάποιον να χλωμιάζει». «Το 'χεις ξανακάνει; Έχεις αλλάξει ξανά κάποιον;» Έγνεψε καταφατικά. Απ' τη μία ήταν ανακουφιστικό να γνωρίζω πως ήξερε τι έκανε, αλλά απ' την άλλη άρχισε να με κυριεύει ένα διαφορετικό συναίσθημα: ζήλια. «Ποιον;» Κούνησε το κεφάλι του, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί. «Μία απ' τις υπηρέτριες εδώ. Λίγο καιρό μετά τον πόλεμο. Νομίζω πως την έλεγαν Αν».
494
Ένιωσα το στομάχι μου ν' αναδεύεται. «Μήπως εννοείς Άννυ;» Έγνεψε καταφατικά ξανά. Τα μάτια του πήραν μια ροζ απόχρωση, και κατάλαβα αμέσως τι είχε συμβεί. Αυτό εξηγεί πολλά. Το στομάχι μου σφίχτηκε ξανά απ' τη ζήλια, μόνο που αυτή τη φορά συνοδευόταν κι από ενοχή. «Εντάξει. Αλλά αν υποθέσουμε πως κάτι πάει στραβά, θα…» «Ο πατέρας μου θα βρίσκεται εδώ γύρω, και γνωρίζει τα πάντα σχετικά με το θέμα». Για άλλη μια φορά δεν ήξερα αν έπρεπε να εφησυχάσω ή ν' ανησυχήσω. «Μπορώ να σου πω κάτι;» ρώτησε μ' ενθουσιασμό. Ήταν ολοφάνερο πως καιγόταν ν' αλλάξει θέμα. Έπλεξε τα δάχτυλά του στα δικά μου. Δεν περίμενε απάντηση. Ακούμπησε την παλάμη του στο στήθος μου, εκεί που χτυπούσε η καρδιά μου. «Δε βλέπω την ώρα να σταματήσει να χτυπάει η καρδιά σου». Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα. Εγώ, απ'τηνάλλη, δενανυπομονούσα και τόσο, αλλά αν είχα ένανλόγο για να μεταμορφωθώ ήταν για να μπορώ να ζω περισσότερες στιγμέςσανκι εκείνη. Έγειρα το κεφάλι μου στον ώμο του κι αντίκρισα μπρος μου τον πύργο, που για τρεις και πλέον μήνες ήταν το σπίτι μου. Τον κοιτούσα κι αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν ένα τόσο μεγάλο, άδειο και ψυχρό κτίριο να φαντάζει τόσο σωστό στα μάτια μου, ακόμα και μετά απ' όσα είχαν συμβεί. Κάπου απ' τον πάνω όροφο, ένα πρόσωπο κάρφωσε τότε το βλέμμα του πάνω μας. Ο βασιλιάς. Η έκφρασή του δεν ήταν ούτε ήρεμη ούτε ενοχλημένη, απλώς κενή, όσο κενή πίστευα τόσον καιρό πως ήταν κι η καρδιά του. Μόνο που πλέον συνειδητοποιούσα πως είχε υποφέρει στη ζωή του περισσότερο απ' όλους μας. Ένα πάτωμα πιο κάτω, ένας άλλος άντρας είχε κι εκείνος στραμμένο το βλέμμα του πάνω μας. Ο πατέρας μου. Δε χρειαζόταν να εξερευνήσω την έκφρασή του για να καταλάβω πόσο πληγωμένος αισθανόταν. Κόλλησα τη γυμνή μου μέση πάνω στον Κάσπαρ, ελπίζοντας πως η νύχτα θα έκρυβε τα κατακόκκινα από ντροπή μάγουλά μου. Δεν πρόκειται ν'αφήσω ποτέ τη βεντέτα τους να μπει ανάμεσα σ'εμένα και τον Κάσπαρ. Δεν μπορώ και δε θα το κάνω.
495
KEΦΑΛΑΙΟ 62
Βιολέτα Το ΆΛΛΟ ΠΡΩΊ δεν υπήρχε τίποτα που να μαρτυρεί την καταιγίδα της προηγούμενης μέρας. Ο ήλιος έμπαινε λαμπερός απ' τα παράθυρα, σκορπίζοντας τις αχτίδες του γενναιόδωρα σ' όλο το δωμάτιο. Ο Κάσπαρ είχε τραβήξει τις κουρτίνες το προηγούμενο βράδυ, προτού φύγει για κυνήγι. Ήθελε να είναι χορτάτος όταν θα με μεταμόρφωνε. Έφτασε η μέρα. Σήμερα θα γίνω βρικόλακας. Σήμερα βάζω τέλος στην προηγούμενη ζωή μου. Ανατρίχιασα. Ο ήλιος που έπεφτε στα σκεπάσματα είχε αρχίσει επιτέλους να ζεσταίνει το μέχρι πρότινος παγωμένο σώμα μου. Αυτό ήταν. Το ρολόι στο κομοδίνο δίπλα μου έδειχνε λίγο μετά τις εννιά. Όταν οι δείκτες έφταναν στο «και μισή», ο πατέρας μου και η Λίλι θ' αναχωρούσαν από το Βάρνλεϊ συνοδεία του Ίγκλεν. Δεν υπάρχει επιστροφή για μένα. Θα μπορούσαν να περάσουν μήνες μέχρι να ξαναδώ τη Λίλι. Και δεν είχα δει καν τη μητέρα μου. Απόψε θ'αλλάξουν τα πάντα. Ξεσκεπάστηκα και κατέβηκα απ' το κρεβάτι· έβρισα καθώς αισθάνθηκα το παγωμένο πάτωμα. Τύλιξα ένα σεντόνι γύρω μου για να κρύψω τη γύμνια μου, αλλά το πέταξα κάτω σχεδόν αμέσως καθώς συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε κανείς τριγύρω για να με δει. Προσπέρασα τα ρούχα μου, που ήταν απλωμένα όπως όπως στο πάτωμα, και κατευθύνθηκα προς την ντουλάπα. Αλλά προτού μπω μέσα, στάθηκα για λίγο μπροστά στον καθρέφτη και κοίταξα το είδωλό μου: τα χαρακτηριστικά μου ήταν τραβηγμένα και τα μάγουλά μου βαθουλωμένα και κατακόκκινα απ' το κρύο. 496
Σύντομα αυτό θα άλλαζε, σκέφτηκα. Φαίνονταν τα πλευρά μου, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ, ενώ και τα κόκαλα στους γοφούς και στα γόνατά μου εξείχαν περισσότερο απ' όσο θα μου άρεσε. Ήμουν αδύνατη. Υπερβολικά αδύνατη, εγώ που κάποτε ήμουν γεμάτη καμπύλες και πιασίματα. Το δέρμα μου ήταν γδαρμένο, γεμάτο μελανιές απ' τα άγρια χάδια του Κάσπαρ. Τα μάτια μου γεμάτα αγωνία για το τι θα μπορούσε ν' ακολουθήσει. «Αυτό θέλεις, Βιολέτα;» ψιθύρισα στο είδωλό μου, αγγίζοντας τον καθρέφτη. «Αλήθεια, αυτό θέλεις;» Δεν πήρα απάντηση. Το είδωλό μου συνέχιζε να με κοιτάζει ανοίγοντας μια ιδέα τα χείλη του καθώς αναστέναξα. Η αλήθεια είναι πως το «θέλω» ήταν εξαρχής μια πολυτέλεια για σένα, είπε η φωνή μου μέσα στο μυαλό μου, τόσο καθαρά, που θα νόμιζες ότι βρίσκεται δίπλα μου με σάρκα και οστά. «Το ξέρω» απάντησα. Γύρισα την πλάτη στο είδωλό μου και πήρα ένα πουκάμισο απ' την κρεμάστρα. Ντύθηκα κι επιχείρησα να χτενίσω τα νωπά μπερδεμένα μαλλιά μου, αλλά σύντομα τα παράτησα, μιας και το μόνο που κατάφερνα ήταν να κατσαρώσουν ακόμα πιο πολύ. Όταν έφτασα στην είσοδο, επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Οι μπάτλερ, που στέκονταν σαν αγάλματα μπροστά απ' τις πόρτες, υποκλίθηκαν για μια στιγμή, προτού ξαναπάρουν την άκαμπτη στάση τους. Μια υπηρέτρια αντικατέστησε τα μαύρα ρόδα με φρέσκα λευκά κρινάκια στα κρυστάλλινα βάζα, τοποθετώντας τα μαραμένα πέταλά τους ανάμεσα στις σελίδες ενός χοντρού βιβλίου, το οποίο και άφησε στο τραπέζι. Δεν είχε αλλάξει τίποτα στην καθημερινότητα του σπιτιού. Ούτε και θα άλλαζε. Το μόνο που έμελλε ν' αλλάξει ήμουν εγώ. Κατέβηκα στην κουζίνα. Ο Κάιν με χαιρέτησε χαμογελώντας πλατιά κι άρχισε να μου κάνει γκριμάτσες πίσω από ένα ποτήρι γεμάτο κόκκινο υγρό. Με ρώτησε πού ήταν η αδερφή μου με μάτια που έλαμπαν παιχνιδιάρικα, μόνο που η λάμψη τους χάθηκε αστραπιαία όταν τον πληροφόρησα πως από λεπτό σε λεπτό θ' αναχωρούσε απ' το Βάρνλεϊ. Έπιασα ένα μήλο -κόκκινο σαν το αίμα που έπινε- και καθώς το δάγκωνα αναρωτήθηκα αν η αίσθηση του να χώνεις τα δόντια σ' ένα μήλο ήταν ίδια μ' εκείνη του να χώνεις τους κυνόδοντες στη σάρκα. Κατέληξα πως θα διέφερε, μιας και η σάρκα ενός ζώου δε θα ήταν ποτέ τόσο σκληρή. Κατάπια μια μπουκιά, ζουμερή και γλυκιά, χωρίς καλά
497
καλά να τη μασήσω. Το ρολόι της κουζίνας έδειχνε 9.26 π.μ. Μου πέρασε απ' το μυαλό να επιστρέψω στην είσοδο. Θα 'πρεπε να τους αποχαιρετήσω. Αλλά πώς να πεις αντίο όταν δεν έχει περάσει παρά μόνο μία μέρα απ' το καλώς όρισες; Η Λάιλα μπήκε τότε στην κουζίνα λάμποντας από χαρά, ενώ ξοπίσω της ακολουθούσε τρέχοντας ο Φάμπιαν. Την έπιασε και, φέρνοντάς την κοντά του, κόλλησε τα χείλη του στα δικά της. Ακολούθησαν ο Φίλιξ κι ο Τσάρλι, οι οποίοι με το που με είδαν υποκλίθηκαν. Χρειάστηκαν κάποια δευτερόλεπτα για να συνειδητοποιήσω πως η υπόκλισή τους πήγαινε σ' εμένα. Λίγο αργότερα έφτασε κι ο Ντέκλαν, που προχώρησε με το πάσο του μέχρι τον πάγκο κι απλώνοντας την εφημερίδα του άρχισε να διαβάζει. Τους κοίταξα μέσα σε μια θολούρα. Ήταν σαν να ξαναζούσα το πρώτο μου πρωινό στον πύργο. Σηκώθηκα και βαδίζοντας μηχανικά βγήκα απ' την κουζίνα. «Αλλά αντ'αυτού επιλέγετε να σκοτώνετε ανθρώπους». Η μεταλλική οσμή του αίματος κάλυπτε τα πάντα γύρω μου σαν βαριά ομίχλη. Εισχωρούσε βίαια στα ρουθούνια μου, έκαιγε τον λαιμό μου, στέγνωνε το σάλιο μου, μου 'φερνε αναγούλα. Ακούμπησα αποκαμωμένη στην πλάτη του καναπέ κι αρπάζοντας τον λαιμό μου άρχισα να βήχω αηδιασμένη. Λίγες ώρες ακόμη, και θα το λαχταρώ κι εγώ αυτό το πράγμα. Όταν τελικά η αναπνοή μου ησύχασε, ήμουν τόσο εξαντλημένη, που ένιωσα να πέφτω σε λήθαργο. Χωρίς να ξέρω αν είμαι ξύπνια ή αν κοιμάμαι, στάθηκα έξω απ' την πόρτα του σαλονιού κι έγειρα πάνω της. Έπιασα το πόμολο, αλλά δεν είχα τη δύναμη να το γυρίσω. Το μόνο που επιθυμούσα ήταν να τους αφήσω να φύγουν. Χωρίς να χρειαστεί να πω το τόσο δύσκολο αντίο. Ήξερα πως το βράδυ εκείνο θα τους πρόδιδα, ειδικά τον πατέρα μου, οριστικά και αμετάκλητα. Κι όμως, το αντίο δε θα 'ταν παντοτινό. Θα 'ταν ένα αντίο απ' τη Βιολέτα που γνώριζαν, που έτρωγε κανονικά, που αρρώσταινε. Απ' τη Βιολέτα που θα πέθαινε προτού να δει το γύρισμα του αιώνα. Απ' τη Βιολέτα που για δεκαοχτώ χρόνια είχαν αγαπήσει, είχαν φροντίσει, είχαν ταΐσει και της είχαν διδάξει ένα σωρό πράγματα. Αυτό είν'όλο. Πήρα βαθιά ανάσα και γύρισα το πόμολο ανοίγοντας την πόρτα. Ο πρώτος που είδα μπαίνοντας ήταν ο Ίγκλεν, και μετά αντίκρισα τον πατέρα μου και τους άλλους δύο άντρες απ' το υπουργείο, αιχμάλωτους στα χέρια των φρουρών. Η Λίλι στεκόταν λίγα μέτρα πιο κει. Ήταν η 498
πρώτη που με αντιλήφθηκε. Το πρόσωπό της ήταν βυθισμένο στη θλίψη και στην απογοήτευση. Αλλά εκείνος που κατάφερε να με πληγώσει περισσότερο ήταν ο πατέρας μου, που απέστρεψε το βλέμμα από πάνω μου, αρνούμενος να με κοιτάξει. «Μπαμπά;» ψέλλισα. Ανοιγόκλεισα τα βλέφαρά μου προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυα στις άκρες των ματιών μου. Δεν αντέδρασε. Αλλά δεν κράτησε την ίδια στάση κι η Λίλι. Ξέφυγε απ' τους υπόλοιπους, αποφεύγοντας έναν φρουρό που έτρεξε να τη σταματήσει. «Θέλω να μιλήσουμε πριν φύγουμε» είπε φτάνοντας κοντά μου. «Οι δυο μας» πρόσθεσε, ρίχνοντας μια ματιά στον Ίγκλεν. Έκανα νόημα στον Ίγκλεν, και στη συνέχεια στους φρουρούς. «Δώστε μας δυο λεπτά». Εκείνη βγήκε απ' το σαλόνι, και περνώντας μπροστά απ' τους μπάτλερ της κύριας εισόδου πήγε και στάθηκε στο κοίλωμα στο οποίο είχα καταφύγει την προηγούμενη νύχτα. Κοκκινίζοντας ελαφρά, αντιλήφθηκα πως το βρεγμένο μου πουκάμισο ήταν ακόμη κρεμασμένο στην κουπαστή, εκεί όπου το 'χε αφήσει ο Κάσπαρ. Το έπιασα και, αφού το έστυψα, το άπλωσα στην πέτρα για να στεγνώσει. «Δικό σου είναι;» ρώτησε η Λίλι. Έγνεψα καταφατικά. «Πώς βρέθηκε δω;» Στύλωσα το βλέμμα μου στο έδαφος. Δεν μπορούσα να της πω. «Μου φαινόταν αδιανόητο ότι θα έπεφτες ποτέ στο ίδιο κρεβάτι μ' έναν δολοφόνο. Αλλά τώρα βλέπω πως είχα άδικο». «Μάλλον ήρθε η στιγμή να πούμε αντίο» ψιθύρισα. «Ναι». «Λυπάμαι που δεν μπόρεσα να σε δω περισσότερο». «Κι εγώ». «Αλλά θα ήταν επικίνδυνο να έρθεις στην Αθενία. Εσύ κι η μαμά θα είστε ασφαλείς στο σπίτι. Το καταλαβαίνεις, έτσι;» «Ναι». Έπεσε ξανά σιωπή. Όσο δύσκολο κι αν μου ήταν, κάρφωσα το βλέμμα πάνω στη μικρή μου αδερφή ρουφώντας την εικόνα της, αποτυπώνοντας κάθε λεπτομέρεια του προσώπου της στη μνήμη μου, ακριβώς όπως είχα κάνει με τη βροχή το προηγούμενο βράδυ. Ποθούσα να κρατήσω για πάντα στη μνήμη μου τα ροδαλά, γεμάτα υγεία πια μάγουλά της, που είχαν χάσει τη λάμψη τους για πάνω από έναν χρόνο, και τη σπίθα στα βιολετί της μάτια. 499
«Βιολέτα;» «Ναι;» «Θυμάσαι τότε που έδινες εξετάσεις και μου είχες πει πως θα μου διάβαζες Σαίξπηρ όταν θα τελείωνες τη μελέτη σου;» Τα χείλη μου συσπάστηκαν απ' τη συγκίνηση. Ήταν τον προηγούμενο Μάιο, ενώ ετοιμαζόταν για ακόμα έναν κύκλο χημειοθεραπείας. «Εννοείς εκείνη τη φορά που τριγύριζα στο σπίτι μιλώντας συνεχώς στη σαιξπηρική γλώσσα και κόντευα να σε τρελάνω;» «Ναι, τότε. Μόνο που δε μου διάβασες ποτέ τίποτα, και μια μέρα που βαριόμουν πολύ στο νοσοκομείο αποφάσισα να διαβάσω το Ρωμαίος και Ιουλιέτα θέλοντας να σ' εντυπωσιάσω όταν θα επέστρεφες στο σπίτι, αλλά και για να προετοιμαστώ για την επόμενη σχολική χρονιά». Προσπάθησα να χαμογελάσω. «Σου άρεσε;» Έσμιξε τα φρύδια της. «Όχι. Τους βρήκα πολύ αφελείς και τυφλούς απ' τον πόθο». «Α». «Για να 'μαι ειλικρινής, το μίσησα, και το 'χα ξεχάσει εντελώς από τότε. Μέχρι που, χτες το βράδυ, εκείνος ο Κάιν μού επέτρεψε να μπω στη βιβλιοθήκη και χαζεύοντας βρήκα έν' αντίγραφο του ΡωμαίοςκαιΙουλιέτα. Ξεφυλλίζοντάς το θυμήθηκα κάτι που είχε πει η Ιουλιέτα· πιστεύω πως θα 'πρεπε να το ακούσεις». «Σοβαρά; Ποιο κομμάτι ήταν;» ρώτησα ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά προς την είσοδο, βέβαιη πως ο Ίγκλεν ανυπομονούσε να φύγουν. Ίσως ν'ανυπομονούσα κι εγώ. «Είναι πολύ γνωστό. Είμαι βέβαιη πως το ξέρεις». Περίμενε μέχρι να στρέψω και πάλι το βλέμμα μου πάνω της. «Αρνήσου τον πατέρα σου! Άλλαξε τ' όνομά σου! Κι αν δεν μπορείς, ορκίσου μου πολύ πως μ' αγαπάς, κι εγώ δε θα 'μαι άλλο πια κόρη του Καπουλέτου». Τα λόγια της με χτύπησαν σαν γροθιά στο στομάχι. Έκανα πίσω. Μια πνιχτή κραυγή δραπέτευσε απ' τα χείλη μου κι ένιωσα τα μάγουλά μου να υγραίνονται απ' τα δάκρυα που έτρεχαν απ' τα μάτια μου. «Λίλι!» «Λυπάμαι για όσα σου έχουν συμβεί. Ξέρω πως πολλά δεν ήταν από δικό σου λάθος, αλλά η επιλογή ήταν δική σου· δεν μπορώ να πιστέψω πως έμπλεξες σ' όλ' αυτά χωρίς να έχεις τη δυνατότητα να κάνεις πίσω». Άρχισε να οπισθοχωρεί κι εκείνη με δάκρυα στα μάτια της. «Ετοιμάζεσαι ν' απαρνηθείς την ανθρώπινη υπόστασή σου γι' αυτό τον πρίγκιπα. Ας μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν, Βιολέτα. Είσαι περισσότερο 500
Βαρν παρά Λι πια». Πίσω της εμφανίστηκαν ο Ίγκλεν κι ο πατέρας μου. Δύο αυτοκίνητα με φιμέ τζάμια σταμάτησαν μπροστά στο σπίτι. «Λαίδη μου» φώναξε ο Ίγκλεν, και με μια υπόκλιση μπήκε στην μπροστινή θέση του ενός αυτοκινήτου. Η Λίλι έκανε τον γύρο του και στάθηκε για λίγο δίπλα απ' την ανοιχτή πίσω πόρτα. Με κοίταξε για μια στιγμή, με τα δάκρυα να τρέχουν ανεξέλεγκτα στο πρόσωπό της, και πέρασε μέσα. Χωρίς καν να σηκώσει το βλέμμα του, ο πατέρας μου μπήκε και κάθισε δίπλα στη Λίλι, ενώ οι φρουροί έσπρωξαν τους άντρες που τον συνόδευαν στο δεύτερο αυτοκίνητο. Έριξα μια τελευταία ματιά στον πατέρα μου, ξέροντας πως ήταν η τελευταία φορά που τον κοίταζα με τα μάτια μιας θνητής. Με τα μάτια της κόρης που ήμουν μέχρι τότε για κείνον. Έκλεισε αποφασιστικά την πόρτα του και το αυτοκίνητο έφυγε. Ήμουν η μόνη που είχε έρθει να τους ξεπροβοδίσει. Παρακολούθησα τ' αυτοκίνητα να στρίβουν στο χαλικόστρωτο δρομάκι, προσπερνώντας τους κηπουρούς που μάζευαν τα πεσμένα φύλλα σε σωρούς, μέχρι που έφτασαν στις παρυφές του δάσους κι εξαφανίστηκαν μέσα στο πυκνό φύλλωμα των δέντρων. Έγειρα βαριά πάνω στο πέτρινο τοιχίο. Κάπου πέρα απ' τον λόφο το τρίξιμο μιας φωτιάς τράβηξε την προσοχή μου. Ο πυρσός στο Σημείο των Βαρν άναβε για μια ακόμα φορά, σκορπίζοντας στον αέρα την πνιγηρή μυρωδιά του καπνού.
501
KEΦΑΛΑΙΟ 63
Βιολέτα Ο ΉΛΙΟΣ ΕΊΧΕ ΑΡΧΊΣΕΙ ΝΑ ΔΥΕΙ όταν επέστρεψε ο Κάσπαρ. Οι τελευταίες αχτίδες του έριχναν το φως τους στα νερά των Εκβολών του Τάμεση, απλώνοντας πάνω τους ένα πορτοκαλί αστραφτερό σεντόνι. Μια σειρά αφράτα βιολετί σύννεφα έσυραν τη γραμμή του ορίζοντα ανάμεσα στη θάλασσα και τον ουρανό. Ήξερα πως το ν' αναπολώ το παρελθόν έκανε απλώς το μέλλον να φαντάζει πιο ζοφερό. Ωστόσο, δεν μπορούσα να διώξω απ' το μυαλό μου τη σκέψη πως υπήρχε κάποτε μια εποχή που δε θα μου περνούσε καν απ' το μυαλό ότι θα στεκόμουν εκεί κοιτώντας τον ήλιο να χάνεται λεπτό με το λεπτό, παρασέρνοντας στη δύση του τα τελευταία λεπτά ανθρώπινης ζωής που μου αναλογούσαν. Η σκέψη και μόνο με αρρώσταινε. Είχα ήδη καταφύγει δυο φορές στο μπάνιο για ν' ανακουφίσω το σφίξιμο που ένιωθα στο στομάχι μου· και παρ' όλο που είχα φάει μόνο ένα μήλο, η αίσθηση της αναγούλας επέστρεφε, κάνοντας επιτακτική την ανάγκη μου να βγάλω κι εκείνο το λίγο που είχε απομείνει στο στομάχι μου. «Σε προτιμώ κάτω απ' τη βροχή» ψιθύρισε ο Κάσπαρ στ' αυτί μου, τρίβοντας τους ώμους μου με απαλές κυκλικές κινήσεις. Όλο μου το κορμί είχε γίνει ένας κόμπος· ακόμα κι αν το μασάζ που μου 'κανε χαλάρωνε κάπως τους μυς στην πλάτη μου, το υπόλοιπο σώμα μου αρνιόταν να χαλαρώσει. Κρατιόμουν απ' την πέτρινη κουπαστή του μπαλκονιού στο δωμάτιο του Κάσπαρ σαν να 'ταν η μόνη σανίδα σωτηρίας μου. «Μην ανησυχείς» συνέχισε. «Ούτε που θα καταλάβεις πότε θα τελειώσει». 502
Έγνεψα με το κεφάλι, κρατώντας πεισματικά κλειστό το στόμα μου από φόβο μη με προδώσει ξανά το στομάχι μου. «Βιολέτα, σε λίγο νυχτώνει». Έκανα και πάλι νόημα, αλλά δε μετακινήθηκα χιλιοστό απ' τη θέση μου. Προσπάθησε να με τραβήξει ελαφρά απ' το μπράτσο, αλλά τα πόδια μου δεν ακολουθούσαν ώστε να κάνω το πρώτο βήμα. Αγκάλιασε τα δάχτυλά μου με τα δικά του και ξεκολλώντας τα απ' την κουπαστή σχεδόν με κουβάλησε ως το δωμάτιό του. Μη θέλοντας να πάρω το βλέμμα μου λεπτό από πάνω του, τον είδα να πηγαίνει στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι του, να πιάνει ένα κομμάτι κόκκινου βελούδου και να το φέρνει προς το μέρος μου. Το τοποθέτησε στην ανοιχτή του παλάμη και ξεδίπλωσε τις γωνίες του, αποκαλύπτοντας ένα μικρό, περίτεχνα διακοσμημένο στιλέτο με σμαράγδια κατά μήκος της λαβής. Η λεπίδα του ήταν λεπτή σαν χαρτί και φαινόταν τρομερά αιχμηρή. Μου χαμογέλασε καθησυχαστικά, σαν να διαισθάνθηκε τον πανικό που φούντωνε μέσα μου. «Η λεπίδα έχει κοπεί με διαμάντι. Είναι για ν' ανοίξω μια πληγή στον καρπό μου». Το χαμόγελο χάθηκε απ' τα χείλη του και με κοίταξε συνοφρυωμένος. «Θα είναι πιο εύκολο για σένα να πιεις αν το κόψιμο είναι καθαρό». «Κατάλαβα» είπα ξέπνοα, νιώθοντας ένα νέο κύμα αναγούλας να σφίγγει τα σωθικά μου. Δάγκωσε τα χείλη του κοιτώντας με διερευνητικά. «Το ξέρεις πως δεν είσαι υποχρεωμένη να το κάνεις. Απλώς πες το μου και το ξεχνάμε». «Όχι. Θα το κάνω». Παρά την προσπάθειά μου ν' ακουστώ αποφασιστική, η φωνή μου βγήκε αδύναμη και στριγκή. Προβληματισμένος, άφησε το στιλέτο στην άκρη και πήρε τα χέρια μου μέσα στα δικά του. «Βιολέτα, θέλω να ξέρεις κάτι. Μπορεί το αίμα μου να σου χαρίσει την αιωνιότητα, αλλά δεν μπορώ να σε προστατέψω απ' τον πόνο που φέρνει μαζί της. Αν θες τη γνώμη μου, πιστεύω ότι αξίζεις να ζήσεις χιλιετίες, αλλά όταν οι άνθρωποι γύρω σου αρχίσουν να φεύγουν ή να πεθαίνουν η αιωνιότητα μπορεί να είναι το ίδιο φριχτή με τον θάνατο. Καταλαβαίνεις τι λέω;» 503
Έγνεψα με το κεφάλι. Ο τρόμος στο στήθος μου συνέχιζε να μεγαλώνει, εμποδίζοντας τον αέρα να φτάσει στα πνευμόνια μου. Χαμήλωσε το βλέμμα του, και πιάνοντας ξανά το στιλέτο το καθάρισε με το βελούδινο πανί. «Δε χρειάζεται ν' ανησυχείς από τώρα γι' αυτά. Δεν πρόκειται να σ' απασχολήσουν για πολύ καιρό ακόμη». Έσφιξε το χέρι του, κι ακουμπώντας το στιλέτο στο εσωτερικό του καρπού του τράβηξε μια νοητή γραμμή ακολουθώντας τη φλέβα. Χωρίς τον παραμικρό μορφασμό, πίεσε τη λεπίδα και την έσυρε στο δέρμα του, ανοίγοντας μια μεγάλη, βαθιά πληγή. Το αίμα άρχισε να ρέει απ' την πληγή, και ήξερα πως έπρεπε να ενεργήσουμε γρήγορα, μιας και σύντομα θα έκλεινε. Γνώριζα επίσης πως, αν δεν το έκανα σύντομα, θα έχανα το κουράγιο μου. Τέντωσα το χέρι μου προς το μέρος του. Χωρίς δισταγμό, το άρπαξε και το 'φερε στα χείλη του. Εισέπνευσε βαθιά τη μυρωδιά του αίματός μου, που κυλούσε ακόμη ζεστό κάτω απ' το δέρμα μου, και σκορπίζοντας φιλιά στα σφιγμένα σε γροθιά δάχτυλά μου τα άνοιξε ένα ένα. Ανίκανη να κοιτάξω, απέστρεψα το βλέμμα μου που περιπλανήθηκε στον χώρο, μέχρι που σταμάτησε στο πορτρέτο της βασίλισσας, η οποία ήμουν σίγουρη πως μας παρακολουθούσε με το πνεύμα της καθώς ο Κάσπαρ έχωνε τους κυνόδοντές του στη φλέβα μου. Πήρα κοφτή ανάσα κι έσφιξα τα δόντια προσπαθώντας να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Δεν ήταν τόσο επώδυνο όσο τις προηγούμενες φορές, αλλά το γεγονός δεν εμπόδισε το ρίγος να διαπεράσει το κορμί μου, αναγκάζοντάς το ν' αντιδράσει με σπασμούς. Το ένιωσε και σταμάτησε. Έγλειψε μετά το αίμα απ' τα χείλη του. «Βιολέτα, είσαι απόλυτα σίγουρη γι' αυτό;» Έγνεψα πάλι καταφατικά. «Δεν έχω άλλη επιλογή». Σήκωσε ξανά τον καρπό μου στο ύψος των χειλιών του, ενώ εγώ έπαιρνα τον δικό του στα χέρια μου. Τον έφερα τρέμοντας στα χείλη μου κι ήπια την πρώτη μου γουλιά, ενώ ένα ανεπαίσθητο κλαψούρισμα δραπέτευε απ' το μισάνοιχτο στόμα μου. Μόνο που προτού αρχίσει να πίνει, σταμάτησε και χαμογέλασε μ' εκείνο τον δικό του, μοναδικό τρόπο. «Σ' αγαπώ, Κοριτσάκι» είπε. 504
«Κι εγώ σ' αγαπώ, βδέλλα» απάντησα.
505
Ευχαριστίες ΜΑΚΆΡΙ ΕΙΛΙΚΡΙΝΆ ΝΑ ΜΠΟΡΟΎΣΑ να ευχαριστήσω κάθε φίλο του ηλεκτρονικού βιβλιοπωλείου Wattpad και του βιβλίου μου Σκοτεινή Ηρωίδα (The Dark Heroine), αλλά τα 16 εκατομμύρια αναγνώστες είναι μεγάλος αριθμός. Επομένως, θα πρέπει να πω απλώς πως είστε όλοι γοητευτικοί όσο κι ο Κάσπαρ. Εκτοξεύσατε αυτή την ιστορία στο επίκεντρο του αχανούς Διαδικτύου, ακονίσατε τη γραμματική μου, με κάνατε να γελάσω με τα τρελά σας σχόλια και, παρά τον έναν χρόνο απουσίας μου, μείνατε πιστοί και αποδείξατε πως είστε το πιο αφοσιωμένο κοινό που θα μπορούσε να έχει ένα κορίτσι. Απεριόριστη αγάπη κι ευγνωμοσύνη, Cansel2. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στην Τζόαν (blazing_dreams4) για πάρα πολλούς λόγους: που λειτούργησες ως άτυπη προσωπική μου βοηθός, που διάβασες εκατοντάδες χιλιάδες λέξεις, που δημιούργησες μερικά πολύ όμορφα έργα τέχνης με τα οποία ζωντάνεψες τον κόσμο μου· και φυσικά, που με μύησες σε καινούρια, απίθανα γκρουπάκια. Ο Έντμουντ είναι αιώνια δικός σου. Θα ήταν μεγάλη παράλειψη εδώ αν δεν ευχαριστούσα την οικογένεια και τους φίλους που μ' ανέχτηκαν τόσον καιρό: τους γονείς μου που (επιτέλους) αναγνώρισαν πως το να μένω ξύπνια όλο το βράδυ για να γράψω και το να μεταμορφώνομαι σ' έναν μικρό σατανά την επομένη είναι αναμενόμενο από έναν καλλιτέχνη· τους αγαπημένους μου φίλους Στέφαν και Μπέκι, που αναγκάστηκαν ν' ακούσουν με τις ώρες τις αγωνίες μιας συγγραφέα, αλλά αντιστάθηκαν σθεναρά στην πλύση εγκεφάλου για τους βρικόλακες· και τον Κρις, που ήταν πάντα εκεί να μ' ανακουφίζει τις στιγμές που ένιωθα να καταβάλλομαι από απογοήτευση, άγχος κι αγωνία. Ευχαριστώ την επιμελήτριά μου Έιμι, που ήρθε ως το Ντέβον για να με βοηθήσει να περιορίσω ένα ογκώδες χειρόγραφο σ' ένα λιγότερο ογκώδες χειρόγραφο, δημιουργώντας τελικά ένα καλύτερο μυθιστόρημα. Επίσης, για το ότι μου έμαθε να πίνω καφέ με βανίλια και να κοιτάζω με 506
μια εντελώς καινούρια ματιά τα στίκερ με τις διορθώσεις στα βιβλία. Τέλος, ένα τεράστιο ευχαριστώ στον ατζέντη μου Σκοτ, επειδή ήταν αρκετά τρελός για ν' αναλάβει ένα βιβλίο με βρικόλακες, καθώς και για τις απίστευτες διαπραγματευτικές του ικανότητες.
507
Η ABIGAIL GIBBS ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ στα βάθη του σκοτεινού Ντέβον. Επί του παρόντος, σπουδάζει αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και θεωρεί τον εαυτό της επαγγελματία φοιτήτρια, καθώς ο πραγματικός κόσμος δεν την έχει κερδίσει ακόμη. Ο μεγαλύτερός της φόβος είναι η θέα του αίματος, και είναι υπέρμαχος της χορτοφαγίας· αυτό ήταν προφανώς που την ώθησε στη συγγραφή του πρώτου της βιβλίου, Σκοτεινή Ηρωίδα. Σε ηλικία δεκαπέντε χρόνων άρχισε να ανεβάζει το βιβλίο της σε συνέχειες στο Διαδίκτυο με το ψευδώνυμο Cansel2, και μετά από τρία χρόνια θριάμβου στο Διαδίκτυο άνοιξε πανιά για να κατακτήσει τον κόσμο.
508
View more...
Comments