Ελύτης_Άπαντα

August 20, 2017 | Author: Anna Kotsika | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download Ελύτης_Άπαντα...

Description

Ένα καράβι Ελύτης

Ο έρωτας ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ (1941)

Το καράβι του Κι η αμεριμνησία των μελτεμιών του

Depart dans l' affection et le bruit neufs RIMBAUD

Κι ο φλόκος της ελπίδας του Στον πιο ελαφρό κυματισμό του ένα νησί λικνίζει Τον ερχομό.

ΠΡΩΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ I Ο έρωτας Το αρχιπέλαγος Κι η πρώρα των αφρών του Κι οι γλάροι των ονείρων του Στο πιο ψηλό κατάρτι του ο ναύτης ανεμίζει Ένα τραγούδι

II

Παιχνίδια τα νερά Στα σκιερά περάσματα Λένε με τα φιλιά τους την αυγή

Ο έρωτας Το τραγούδι του Κι οι ορίζοντες του ταξιδιού του Κι η ηχώ της νοσταλγίας του

Που αρχίζει Ορίζοντας -

Στον πιο βρεμένο βράχο της η αρραβωνιαστικιά προσμένει

1

Και τ' αγριοπερίστερα ήχο Δονούνε στη σπηλιά τους Ξύπνημα γαλανό μες στην πηγή Της μέρας Ήλιος -

Ποιος πήρε την ολόξανθη και την ηλιοκαμένη; Ο μπάτης με το διάφανό του φύσημα Γέρνει πανί του ονείρου Μακριά Έρωτας την υπόσχεσή του μουρμουρίζει - Φλοίσβος.

ΚΛΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ Δίνει ο μαΐστρος το πανί Ι Στη θάλασσα Τα χάδια των μαλλιών Στην ξεγνοιασιά του ονείρου του

Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε Το αμετανόητο χέρι

ΔροσιάΔέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης. Κύμα στο φως Ξαναγεννάει τα μάτια Όπου η Ζωή αρμενίζει προς Τ' αγνάντεμα Ζωή -

II Η ώρα ξεχάστηκε βραδιάζοντας Δίχως θύμηση

III Με το δέντρο της αμίλητο Φλοίσβος φιλί στη χαϊδεμένη του άμμο - Έρωτας Τη γαλανή του ελευθερία ο γλάρος Δίνει στον ορίζοντα Κύματα φεύγουν έρχονται Αφρισμένη απόκριση στ' αυτιά των κοχυλιών

Προς τη θάλασσα Ξεχάστηκε βραδιάζοντας

2

Δίχως φτερούγισμα Με την όψη της ακίνητη

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΥΣΗ

Προς τη θάλασσα

Ι

Βραδιάζοντας

Χαμόγελο! Η πριγκίπισσά του θέλησε

Δίχως έρωτα

Να γεννηθεί κάτω απ' τη δυναστεία των ρόδων!

Με το στόμα της ανένδοτο Προς τη θάλασσα

II

Κι εγώ - μες στη Γαλήνη που σαγήνεψα.

III

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του Γύρω απ' την ολοπράσινη επιτυχία των φύλλων Οι πεταλούδες ζουν μεγάλες περιπέτειες

Απόγευμα

Ενώ η αθωότητα

Κι η αυτοκρατορική του απομόνωση

Ξεντύνεται το τελευταίο της ψέμα

Κι η στοργή των ανέμων του

Γλυκιά περιπέτεια Γλυκιά Η Ζωή.

Κι η ριψοκίνδυνη αίγλη του Τίποτε να μην έρχεται Τίποτε III Να μη φεύγει Επίγραμμα Όλα τα μέτωπα γυμνά Και για συναίσθημα ένα κρύσταλλο.

Πριν απ' τα μάτια μου ήσουν φως Πριν απ' τον Έρωτα έρωτας

3

Κι όταν σε πήρε το φιλί Γυναίκα.

ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ Ι Όνειρα κι όνειρα ήρθανε Στα γενέθλια των γιασεμιών Νύχτες και νύχτες στις λευκές Αϋπνίες των κύκνων Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα Όπως μες στον απέραντο ουρανό Το ξάστερο συναίσθημα.

Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του - εκεί.

III Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα Όλα τα δάχτυλα Σιωπή Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου Σιγά σιγά ξετυλίγεται Η εξομολόγηση Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!

IV II

Ένας ώμος ολόγυμνος Σαν αλήθεια

Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη Ερωμένη

Πληρώνει την ακρίβεια του Στην άκρια τούτη της βραδιάς Που φέγγει ολομόναχη Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο Της νοσταλγίας μου.

Αλλοτινών ήχων γόησσα

V Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του

4

Μαβιές

Ακούσιος καταρρέει

Κόκκινες

Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό

Κίτρινες

Σιωπητήριο.

Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή. ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΠΕΜΠΤΗ ΕΠΟΧΗ VI Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη Βλέφαρο ανύσταχτο Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός Καρτέρι μελλοθάνατο

I Ξέρεις την κόμη που έγραψε τον άνεμο; Τις ματιές που παραλληλίσανε το χρόνο; Τη σιωπή που ένιωσε τον εαυτό της; Αλλά είσαι εσύ μια νυχτερινή επινόηση που αρέσκεται στις βροχερές εκμυστηρεύσεις. Που αρέσκεται στο τριίστιο ξάνοιγμα του πόντου. Είσαι μια περίπτωση ακατόρθωτη που όταν ναυαγήσει βασιλεύει. Μια φανταχτερή καταστροφή είσαι...

Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.

VII Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια Της δράσης Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί

Α! Θέλω να' ρθουν τα στοιχεία που ξέρουν ν' αρπάζουν. Η μέση των συλλογισμών μου θα ευφράνει την καμπύλη τους διάθεση. Όταν ανέβουν μεγαλώνοντας τα δαχτυλίδια ο ξαφνικός ουρανός θα πάρει το χρώμα της προτελευταίας μου αμαρτίας Ενώ η τελευταία θα γοητεύεται ακόμη από τα μοναχικά τούτα λόγια!

II Ένα ποδοβολητό τελειώνει στην άκρη της ακοής. Μια σουρωμένη καταιγίδα χιμάει μες στο νεανικό στήθος που σπαταλάει την ανεξήγητη

5

φεγγοβολή του. Η επιθυμία έχει μια πολύ ψηλή κορμοστασιά και στις παλάμες της καίει η απουσία. Η επιθυμία γεννάει το δρόμο της όπου θέλει να περπατήσει. Φεύγει... Κι ένας λαός από χέρια προς εκείνη ανάβει θαυμασμού παρανάλωμα!

III

Ένα δίχτυ αόρατο συγκρατεί τον ήχο που αποκοίμισε πολλές αλήθειες. Ανάμεσα στα πορτοκάλια του δειλινού της γλιστρά η αμφιβολία. Φυσάει το αμέριμνο στόμα. Η γιορτή του κάνει να λάμπουν οι επιθυμητές επιφάνειες. Μπορεί να πιστέψει κανείς ως και τον εαυτό του. Να νιώσει την παρουσία της ηδονής ως μες στις κόρες των ματιών του. Των ματιών του που ρέουνε από την πλάτη του έρωτα. Και βρίσκουνε την παρθενική τους ασέλγεια μέσα στη διάφανη δροσιά της πιο νυχτερινής χλόης μου.

Τι όμορφη! Έχει πάρει τη μορφή της σκέψης που την αισθάνεται όταν αυτή αισθάνεται πως της είναι αφιερωμένη... VI

IV Στ' αμπέλια που δεν έχουνε ηλικία κρύφτηκαν οι καλοκαιρινές μου εγκαταλείψεις. Ένας κυματισμός ονείρου τραβήχτηκε τ' άφησε κει δε ρώτησε. Στα κουφά δίχτυα τους το βόμβο στριφογύρισαν σμήνη μέλισσες. Τα στόματα μοιάσανε στα χρώματα φύγαν μέσ' από τ' άνθη. Τα νερά πολύ πρωινά σταμάτησαν τη μιλιά τους νυχτερινή κι άθικτη. Είναι για να μην ξέρεις πια τίποτε. Κι όμως πίσω από τ' αγνοημένο αυτό βουναλάκι υπάρχει ένα συναίσθημα. Δεν έχει δάκρυα ούτε συνείδηση. Δε φεύγει δεν επιστρέφει.

V

Ένα ζαρκάδι τρέχει την κορυφογραμμή. Κι εσύ δεν ξέρεις τίποτε γι' αυτό είναι τόσο καθαρό το διάστημα. Κι αν μάθεις ποτέ η βροχή που θα σε κατακλύσει λυπητερή θα είναι. Φεύγα ζαρκάδι! Πόθε κοντά στη λύτρωσή σου φεύγα ζωή σαν κορυφογραμμή.

VII Παραμύθια γαλουχήσανε τη βλάστηση της ηλικίας αυτής που ανεβάζει τις νεραντζιές και τις λεμονιές ως την έκπληξη των ματιών μου. Τι θα ήταν η ευτυχία με το ακατόρθωτο σώμα της αν είχε μπερδευτεί μες στις ερωτοτροπίες των χλωρών αυτών εκμυστηρεύσεων; Δυο χέρια περιμένουνε. Στον αγκώνα τους στηρίζεται ολόκληρη γη. Στην αναμονή τους ολόκληρη ποίηση. Πίσω απ' το λόφο υπάρχει το μονοπάτι που χάραξε η φρέσκια περπατηξιά της διάφανης εκείνης κόρης. Είχε φύγει μέσ' από το πρωί των ματιών μου (καθώς τα βλέφαρα εί-

6

χανε κάνει το χατίρι του ήλιου τους) είχε κρυφτεί πίσω απ' τον ίσκιο της επιθυμίας μου - κι όταν μια θέληση πήγε να την κάνει δική της αυτή χάθηκε φυσημένη από στοργικούς ανέμους που η προστασία τους ήτανε φωτεινή. Το μονοπάτι αγάπησε το λόφο κι αυτός πια ξέρει καλά το μυστικό.

Διάττοντα ψεύδη αφήσανε τα χείλια Η νύχτα ελαφρωμένη Από το θόρυβο και τη φροντίδα Μέσα μας μετασχηματίζεται Κι η καινούρια σιωπή της λάμπει αποκάλυψη

Έλα λοιπόν αλαργινή εξαφάνιση! Τίποτε άλλο δεν ποθούν περισσότερο οι αγκαλιές των κήπων. Στην αφή της παλάμης σου θ' αναγαλλιάσουν οι καρποί που τώρα μετεωρίζονται άσκοποι. Στο διάφανο στήριγμα της κορμοστασιάς σου τα δέντρα θα βρουν τη μακροχρόνια εκπλήρωση των ψιθυρισμένων τους απομονώσεων. Στην πρώτη σου ξεγνοιασιά θ' αυξήσουν τα χορτάρια σαν ελπίδες. Η παρουσία σου θα δροσίσει τη δροσιά.

Βρίσκομε το κεφάλι μας στα χέρια του Θεού.

Τότε θ' ανοίξεις μέσα μου τα ριπίδια των συναισθημάτων. Δάκρυα συνειδήσεων πολύτιμες πέτρες επιστροφές κι απουσίες. Κι ενώ θα τρέχει ο ουρανός κάτω απ' τις γέφυρες των πλεγμένων χεριών μας ενώ οι πιο πολύτιμοι κάλυκες θα ταιριάζουνε στα μάγουλά μας θα δώσουμε το σχήμα του έρωτα που λείπει από τις οράσεις αυτές

β' Μια προσευχή μεταμορφώνει τα ύψη της Αλλάζει κοίτη ο χρόνος Και γυμνούς από έγνοια επίγεια Σ' άλλα νοήματα μας οδηγεί Πού είναι ο σφυγμός του εδάφους Το αίμα στη μνήμη των προσώπων μας

Τότε θα δώσουμε Ο αυτούσιος πηγαιμός; Στη λειτουργία των δυσκολότερων ονείρων μια σίγουρη παλινόρθωση!

γ΄ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ

ΩΡΙΩΝ α' Συμβιβάστηκε με την πικρία ο κόσμος

Των φθαρτών δακρύων απόγονοι Κωπηλάτες των ματαίων λιμνών Αφήσαμε το γήινο δέρμα Και στον ψίθυρο των δέντρων ψαύσαμε Τα λόγια μας Για τελευταία φορά Τώρα στα μέτωπά μας γειτονέψανε άστρα!

7

Θρονιάζεται η Γαλήνη

δ'

Γιατί την απαλλάξαμε από το κορμί μας Γιατί την εξαντλήσαμε από τις ελπίδες μας Γιατί της φέραμε τάμα την Ιδέα μας

Εικόνα ω! αναλλοίωτη Ξαναγεννάει αισθήματα. Φωτοχυσία Ντύνεις κάθε μετέωρη έννοια ς' Που προσεγγίζει την ελπίδα μας Μέσα μας αναλύθηκεν η Σιωπή Ο αρχάγγελός της άγγιξε τα μύχια

Προς την αταραξία Εκεί το ερωτηματικό που μας αποχωρίζεται

Σ' ακατοίκητο χάος κύλησε τη μνήμη Όταν εχαρισθήκαμε σε μιαν απίστευτη όχθη

Είσαι παντού Μοιράζεσαι Τις σκοτεινές μας άρπες Άϋλο περίβλημα. Όχθη των ελαφρών σκιών Ονειρεμένη άλλοτε από δάκρυα ε΄ Τα χρυσά στίγματα μας κοίταξαν Φύγαν τα μάτια μας αλλά προπορεύονταν οι ψυχές μας Στη συνάντησή τους μες στους ουρανούς Έλαμψε καθαρή στιγμή Τρεμούλιασμα εναγώνιο Το πιστό καθρέφτισμα των σωθικών μας

Τόσο που αποσπασθήκαμε απ' το βάρος μας Όπως αποσπασθήκαμε απ' την αμαρτία!

Πιο ψηλά Στην ενωμένη μοναξιά των άστρων της ζ'

8

Με στήθος προς τον άνεμο Που να πηγαίνει ένας άνθρωπος Που δεν είναι άλλο από άνθρωπος Νοητή λάμψη Κυανό διάστημα Κάθαρση της ψυχής! Σαν να 'λειψε ο επίγειος θόρυβος Σαν να σταμάτησε η κακία της μνήμης

Λογαριάζοντας με τις δροσιές τις πράσινες Στιγμές του, με νερά τα οράματα Της ακοής του, με φτερά τις τύψεις του Α, Ζωή Παιδιού που γίνεται άντρας Πάντα κοντά στη θάλασσα όταν ο ήλιος Τον μαθαίνει ν' ανασαίνει κατά κει που σβήνεται Η σκιά ενός γλάρου.

Καθαρό πάλλεται Το καινούριο μας όνειρο Μας τραβάει απ' το χέρι αόρατο χέρι Όπου Γαλήνη γίνεται ο αθώος ουρανός Όπου η Ψυχή ελέγχεται αναλλοίωτη.

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Άσπρο μέτρημα μελανό άθροισμα Λίγα δέντρα και λίγα Βρεμένα χαλίκια Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο Ποιο μέτωπο

ΕΠΕΤΕΙΟΣ ...even the wearist river winds somewhere safe to sea!

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Στο σημάδι ετούτο που παλεύει Πάντα κοντά στη θάλασσα Νιάτα στα βράχια επάνω, στήθος

Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια Κανείς δεν είναι Ν' ακουστεί ένα βήμα ελεύθερο Ν' ανατείλει μια φωνή ξεκούραστη Στο μουράγιο οι πρύμνες να παφλάσουν γράφοντας Όνομα πιο γλαυκό μες στον ορίζοντά τους Λίγα χρόνια λίγα κύματα Κωπηλασία ευαίσθητη Στους όρμους γύρω απ' την αγάπη.

9

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Χαρακιά πικρή στην άμμο που θα σβήσει - Όποιος είδε δυο μάτια ν' αγγίζουν τη σιωπή του Κι έσμιξε τη λιακάδα τους κλείνοντας χίλιους κόσμους Ας θυμίσει το αίμα του στους άλλους ήλιους Πιο κοντά στο φως

Που γυρνάει προς το πέλαγος τα κενά των ματιών της Στηρίζοντας το άπειρο.

ΔΙΟΝΥΣΟΣ Υπάρχει ένα χαμόγελο που πληρώνει τη φλόγα Μα εδώ στο ανήξερο τοπίο που χάνεται Σε μια θάλασσα ανοιχτή κι ανέλεη Μαδά η επιτυχία Στρόβιλοι φτερών Και στιγμών που δέθηκαν στο χώμα Χώμα σκληρό κάτω από τ' ανυπόμονα Πέλματα, χώμα καμωμένο για ίλιγγο Ηφαίστειο νεκρό.

α΄ Με δάδες που ξενύχτησαν μες στις οργιάζουσες πλαγιές των ξανθών ορχηστρίδων Και με γαλάζιους σταλακτίτες που μεγάλωσαν μέσα σε παραμύθια με ύαινες Αντάμα με χλωρές επαύλεις που ανοίγονται στο γέλιο τους και δε βρίσκουν πρωί Μα όλα τα πυροφάνια τις τρελαίνουν στέλνοντας τις οπτασίες τους

Έφερα τη ζωή μου ως εδώ Πέτρα ταμένη στο υγρό στοιχείο Πιο πέρα απ' τα νησιά Πιο χαμηλά απ' το κύμα Γειτονιά στις άγκυρες - Όταν περνάν καρίνες σκίζοντας με πάθος Ένα καινούριο εμπόδιο και το νικάνε Και μ' όλα τα δελφίνια της αυγάζ' η ελπίδα Κέρδος του ήλιου σε μι' ανθρώπινη καρδιά Τα δίχτυα της αμφιβολίας τραβάνε Μια μορφή από αλάτι Λαξεμένη με κόπο Αδιάφορη άσπρη

άθικτες Μαζί με τις υδρίες των όρθρων που συμπερπατούν φωτοσκιασμένες με ήλεκτρο Και με τους πέπλους των ξεχτένιστων ελπίδων που ατενίζουν τον εαυτό τους πέρα στις μεταβλητές θωπείες των οριζόντων Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας Σαν άσπρες ξεγνοιασιές ανεμόμυλων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

10

Με βήμα τελετουργικό σε λυγερή προϋπάντηση Μαρτίων οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας!

Στα μεγάλα τόξα των μεγάλων θριαμβευτών δάσους εφήβου.

β' γ΄ Ποια φωτοστέφανα ειδυλλίων! Ζαρκάδια φύγετε απ' εδώ φύγετε απ' την ευθυμία του καταρράκτη Που σπάζει όλο τον ήχο του τσαγρίζοντας τα μέτωπα των εσπερίων παρθένων

Έλκηθρα δίδυμα σύρετε πυρσούς μέσα στο ανώνυμο τάνυσμα της ατμοσφαίρας

Ουράνια τόξα πλεύσετε μες στους κρυστάλλους και τους ουρανούς που έστειλαν ως εδώ κεχριμπαρένια πλοιάρια

Σκούνες γοργές του πόθου εξιστορήσετε το πέλαγος με ρόχθο και άνεμο

Είναι μια μαγική φωτιά που ανοίγει τα ριπίδια των βουνοπλαγιών μέσα στα εμβρόντητα ταξίδια μας

Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την. Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!

Είναι μια χαίτη που κεντρίζεται απ' την τυχερή κατηφοριά των λαγκαδιών μιας νεότητας

Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται

Γυαλίζοντας τις αιχμηρές ματιές μας όταν αναφλέγονται οι χιτώνες όλοι της εκστάσεως Όταν οι μνήμες εκπυρσοκροτούν και βγαίνουν από τα μικρά παράθυρά τους υάκινθοι Κυανοί και μυοσωτίδες με μικρούς ιβίσκους όλους χάρη όταν προσηλώνονται Στις ρέουσες πεδιάδες που γητεύουν τα σουραύλια μεθυσμένων επιθυμιών

Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα... Ω! σαν μας ντύσουν οι ώρες το δικό τους ρίγος κι υψωθεί απ' τον τέτοιον ύμνο το ενθουσιασμένο παρανάλωμα Των κορμιών που κερδίζουν το αίμα τους σκύβοντας ολονυχτίς στις

11

ρίζες της Χίμαιρας! Σαν οι κόλποι ανοίγουνε κρυφό σφυγμό κι από τον κάθε χτύπο τους ένα κορίτσι βγαίνει τραγουδώντας μύρτα

δ'

Σαν τις φρεσκοχυμένες οπτασίες που στίλβουν την πολύεδρη τύχη των κυνηγητών τους μες στο ξάγναντο Κι αφήνουν τα μαλλιά τους διθυραμβικά να πλέκονται μες στις λατάνιες φεγγερών στοών Σαν φρούτα σπάνια που γιορτάζουνε το χνούδι του πιο χλοερού των θριάμβου

Τραγουδώντας μες στα τούλια των χρωματιστών ανέμων α! υπάρξεις περιούσιες...

ε΄

Πυρρόξανθο μαστίγωμα! Πούπουλα εκτυφλωτικά σαν στροβιλίζονται μέσα στ' αλώνια

Σπινθηροβολώντας στις παλάμες γυναικών που ωράισαν τη διαύγεια

Κι ο άνεμος τα λυμαίνεται με θημωνιές που κρύβονται από τη μονομαχία του ήλιου Όταν αρχίζει στα ξανθά κεφάλια των πρωτόβγαλτων περιπετειών

Σαν μύθοι που έσπασαν τις πύλες των βουβών ανακτόρων τους βοώντας μια καινούρια αλήθεια

Εκρήξεις - όταν οι βηματισμοί των πόθων φλέγονται τραντάζοντας τις θυμωμένες γέφυρες

Οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας

Κι όλος ο κόπος στάζει σε διαμάντια

Μ' ανοιξιάτικα χείλια και χορδές πτηνών που βγαίνουν απ' το σφρίγος τους

Κι όλος ο κόπος πέφτει από τη δόξα ημέρας που εγνώρισε το αχόρταγο ξεδίπλωμα της νεότητας...

Χαράζοντας μια λεία καμπύλη στο κενό οι ώρες έρχονται που αγάπησαν τις ώρες μας...

Αίμα στην πράξη αυτή! Αίμα στις πράξεις μας - στις καυτερές αφές του γήινου κόσμου αίμα!

Κι είν' όλος τους ο αιθέρας ποίημα που πλαταίνει κι ανοίγεται

Γιατί πετάξαμε μιαν αγκαλιά φλοιούς με χαραγμένα ονόματα στην αμμουδιά που ελπίζει πάντα

Σαν η πρώρα του ύπνου μπαίνει στη ζωή που ορέγεται άλλη ζωή

12

Γιατί λασκάραμε όλα μας τα χαλινάρια κατακτώντας τις νωπές κοιλάδες της νοτιάς Γιατί τρεμίσαμε τα βλέφαρα της κάθε μας συγκίνησης μέσα σε πανδαιμόνιο βόμβων και χρωματισμών Πιστέψαμε τα Βήματά μας - ζήσαμε τα Βήματά μας - είπαμε τα Βήματά μας άξια!

των ωρών Που ήβραν τις ώρες μας και πάλεψαν σώμα με σώμα ώσπου να λάμψει ο Έρωτας Ο Έρωτας που μας παίρνει και μας ξαναδίνει σαν παιδιά μες στην ποδιά της Γης!

ζ΄ ς' Μόχθος περιστεριών οι πλάτες της ημέρας γέρνουν στην ευδία του ήλιου τους Σύγκορμα τρέμουν τ' απαράμιλλα πουλιά στα λατρευτά ροδάκινα Είναι το φως που ενστερνισθήκανε και τ' ανυψώνει ως τις καρδιές μιας ύπαρξης που αλλάζει Όλους τους δρόμους των ζέφυρων προς τα εκεί που φλέγονται τα αισθήματα Που όλα τα στήθη σφίγγουν τις εικόνες τους ακατανίκητα έπαθλα μιας καθαρής ζωής Κι είν' η μεγάλη προσμονή σπόρος που σκίζει όλο το χώμα για να βρει

Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα καλπάσουμε προς τις κρυψώνες του ήλιου Με χρυσές μπρατσέρες θα 'βγουμε στον κίνδυνο πιο πέρ' απ' τ' ακρωτήριο της καλής ανταύγειας Προς τις σπαθωτές φιλίες των υποσχέσεων που έστησαν κιόσκια μες στη μέση της χαράς Υψώνοντας τις φλόγες των σαν τ' αλαφριά κορμιά της καλοσύνης Θα ξαφνιάσουμε τις θαρραλέες σφενδόνες του οίστρου μιας ωκεανοπορίας Χτυπώντας τις παλάμες μας ώσπου ν' ακούσ' η Γη κι ανοίξει όλα τα πέταλα των μυστηρίων της

την άνοιξη Άπλωμα δύναμης βαθιά κι ως τ' άστρα που αγναντεύουν! Α τα γυμνά κορμιά στ' αετώματα του χρόνου χαραγμένα - οι κύκλοι

Κι αύριο είναι πρωί - μα εμείς σήμερα θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση Κι ας παν τα τραύματα της λύπης σ' άλλο μούχρωμα - σ' άλλον λι-

13

μναίο καθρέφτη να σωπάσουν Ας κρυφτούν οι κύκνοι των ευαισθησιών μες στη χλωρίδα μιας ψιθυρισμένης οάσεως

τ' άσπρο της ποκάμισο Μα ο άνεμος στέρεψε τη ζέστη, δυο μάτια σκέπτονται Και δεν ξέρουν που να καταλήξουν είναι τόσο πυκνό το μέλλον τους

Τα οργώματα της λεβεντιάς είναι για θούρια πρασινάδας λυγισμένης με άνεμο και λόγο! Μια μέρα θα 'ρθει που ο φελλός θα μιμηθεί την άγκυρα και

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ

θα κλέψει τη γεύση του βυθού Μια μέρα θα 'ρθει που ο διπλός εαυτός τους θα ενωθεί Πιο πάνω ή πιο κάτω από τις κορυφές που εράγισε το αποψινό

Les temps est si clair que je tremble qu'il ne finisse...

τραγούδι Του Έσπερου, δεν έχει σημασία, η σημασία είναι άλλου

ANDRE BRETON Στον Ανδρέα Εμπειρίκο

Ένα κορίτσι, δυο κορίτσια, γέρνουν στα γιασεμιά τους κι αφανίζονται Μένει ένα ρυάκι να τα εξιστορήσει μα έσκυψαν να πιουν εκεί

ΟΙ ΚΛΕΨΥΔΡΕΣ ΤΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ α΄ Θυμώνει ο ήλιος, ο ίσκιος του αλυσοδεμένος κυνηγάει τη θάλασσα Ένα σπιτάκι, δυο σπιτάκια, η φούχτα που άνοιξε από τη δροσιά και μυρώνει τα πάντα Φλόγες και φλόγες τριγυρνούν ξυπνώντας τις κλειστές πόρτες των γέλιων

ακριβώς οι νύχτες Μεγάλα περιστέρια και μεγάλα αισθήματα καλύπτουν τη σιγή τους Φαίνεται πως το τέτοιο πάθος τους είναι ανεπανόρθωτο Και κανείς δεν ξέρει αν έρθει ο πόνος να γδυθεί μαζί τους Σπανίζουνε οι παγίδες, άστρα γνέφουνε στους εραστές τα μάγια τους Όλα σκιρτούνε, συσπειρώνονται - ήρθε φαίνεται πια η αθανασία Που ζητάνε τα χέρια σφίγγοντας τη μοίρα τους που άλλαξε σώμα κι έγινε άνεμος Δυνατός - η αθανασία φαίνεται ήρθε.

Είναι καιρός να γνωριστούνε οι θάλασσες με τους κινδύνους Τι θέλετε ρωτά η αχτίδα, και τι θέλετε ρωτά η ελπίδα κατεβάζοντας

14

β' Υπερήφανα χόρτα, ο φίλος έχασε το φίλο του, όλα εκεί αναπαύονται Μια σκληρή φωνή κατοίκησε σ' αυτή την πεδιάδα Μια βουλιαγμένη σαύρα σύρθηκε στην επιφάνεια Εσείς που ήσαστε όταν κόπηκε ο λαιμός μιας τέτοιας μέρας Που ήσαστε, φύλλα με φύλλα, σιγοπερπατάει ο κόσμος Σκάζουν τα φρούτα στο κατώφλι ενός λυγμού Κανείς δεν αποκρίνεται Ω μεθυσμένο μονοπάτι που έψαξες έψαξες την τρυφερότητα Στα δάχτυλα του κόπου και σε τρόμαξαν οι αυγές που χάραζαν Ριψοκινδυνεύοντας το φως τους τυλιγμένο δάσος κάτω απ' τη σιωπή.

γ΄ Πιο μακριά πολύ μακριά το πράο τραπεζομάντιλο - η συνάντηση Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει μόνο ένα καράβι Ένα μαντίλι μόνο για να διαγνώσουμε το τέλος Γιατί τόσους φακέλους έλαβα γεμάτους σύννεφα και θύελλες Που διψώ ένα στόμα να μου πει: ουρανός, και να πλεύσουμε μαζί στο δέλτα των ελπίδων...

Μήτε ριγμένα ζάρια δεν ξαμώνουν κατά τέτοιο τρόπο την έμπνευση Μήτε στυμμένοι θόρυβοι δεν εξαντλούνε κατά τέτοιο τρόπο την πνοή Πολύχρωμα φουγάρα πέμπουνε την άπιαστη μελαγχολία τους Στις αψίδες που τρέμουν, τρέμουν τα πουλιά επιδίδονται στο μέτρημα των ονείρων τους Ακούγεται η κωπηλασία στην τέφρα που άφησε σημάδια νεότητας Και κανείς δεν ξέρει από που ανοίγει αυτό το στήθος Και κανείς δεν ξέρει από πότε άρχισε να ζει Στις σγουρές αγωνίες τους νιώθουνται οι φωνές αποκεφαλισμένες Που τρυπούνε το έδαφος πύρινα κλαδιά μιας πολιτείας υδάτινης

Έτσι θα βγούμε απ' το μυαλό μας, οι κισσοί μεγάλωσαν τους τοίχους του απογέματος Με άμμο βαφτίστηκαν τα λόγια στις καρίνες βάφτηκαν κατράμι έτοιμα Να σαλπάρουν αν τους πει ο Έρωτας - τα λόγια

Ω ποταμάκι ποταμάκι, καλημέρα του ήλιου απάνθισμα της εξοχής Κατά που θαυμάζεται ο άνεμος πες μου κατά που ξεχύνονται οι κελαηδισμοί

Ω Γαλήνη που λύνεσαι, ρευστή παρουσία στις κόρες των ματιών Στις άρπαγες του ύπνου στα μελίσσια των χωρών της θύμησης!

Ποια όχθη αρέσουν, σήμερα είμαι νέος Είμαι καλός ως τις πηγές του γέλιου μου, εκτοξεύω χίμαιρες Ριπίδια δυσανάγνωστα, τεφτέρια κάτασπρα καμωμένα γι' αγγέλους

15

Κι από κάθε αδιαφορία σέρνεται μια ξεσχισμένη ευχή Που μαζεύω - σήμερα είμαι νέος, αυτό μου αρκεί Αυτό μου δίνει το αίμα μου πιο κόκκινο, ένα χελιδόνι κόκκινο

Κι όμως πρέπει να βρει ένα νόμισμα η ζωή

ένα γράψιμο κόκκινο Θα 'ρθουν πολλές γυναίκες να το μοιραστούν ώσπου να γίνουν

Ο έρωτας ποιος είναι - η ζωή μετριέται με σφυγμούς, η χαρά

Αφού δεν είναι ο έρωτας, αφού δεν είναι ο έρωτας

με απέλπιδες χειρονομίες διάφανες Θα 'ρθουν πολλές ματαιότητες για να τις μοιραστούνε Η εύθυμη φασαρία μοιάζει ατέλειωτη, σπίθες αγγίζουν τα μετέωρα μέτωπα

Μύλοι απάνω στις κορφές άσπρισαν τα ταξίδια τους Η ζωή μετριέται με παλμούς, πάλλεται η λυμένη ζώνη της εσπέρας Φεγγίζουν γοητείες στα μάκρη, μια βαρκούλα χάνεται ευχαριστημένη

Κι όλο το μυστικό αληθεύεται σιγά σιγά, γλυκά γλυκά γίνεται μέρα Σώμα ζωντανό, ύπαρξη, άνθρωπος.

Κανένα κύμα δεν κρατάει στο στήθος του κακία Οι άνθρωποι μοιάζουν, παρομοιάζουνται με τις κραυγές των φάρων Φεύγουνε για να παν αλλού και βγαίνουνε στη θάλασσα Ποια θάλασσα Να 'ναι αυτή που δε θυμάται τις λευκές στιγμές της μα ξαναμασάει

δ' Ποιο μέταλλο να είν' αυτό που κρυώνει τα μάτια ποια χαμένη νεότητα Που μαζεύει το έλεος λίγων στιγμών σε μια κλωστή ασυγκίνητη -

τα λόγια της Λύπες που γίνανε σεντόνια και χτυπούν στον άνεμο για να στεγνώσουν, και ξαναχτυπούν στον άνεμο για να 'ναι οι γλάροι Δίπλα τους, στο πλευρό τους, ποιες να είν' αυτές Ποιος κόπος ήμερος, ποια σπασμένη ενότητα, ποιος θρήνος

ποια να 'ναι Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν Ψάχνουν τα μάνταλα μιας άλλης πύλης μα ποια να 'ναι αυτή Σε ποιο καρδιόχτυπο άραγε να βρίσκεται, κλείνουν οι ελπίδες τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος Ποιος είναι εδώ, κανείς δεν είναι - χώμα ηχολογάει το χώμα

Ω χαρά τραυματισμένη, μιας στιγμής χωρητικότητα που κλονίζει αιώνες!

ε΄ Είναι κοντά η πτυχή του ανέμου που θροεί τον γαλάζιο της

16

περιστερεώνα - η χυμώδης πτυχή Που ζυγίζει στο χνούδι της ερεθισμένες αιώρες Όταν τα γέλια μυτερά σπάνε τα τσόφλια της αυγής αγγέλνοντας

των ναρκίσσων Τιμονιέρηδες κεφάτοι οδηγούν εκεί τα σκάφη των γοητειών Γερμένοι στο 'να τους πλευρό - τ' άλλο τους είναι θαλερός τόπος

το ηλιόβγαλμα Κι όλο το πρόσωπο της γης λάμπει από μαργαρίτες Όχι, δεν είναι σήμερα η στερνή μας λέξη, δεν τελειώνει ο κόσμος Δε λιώνει σήμερα η ελπίδα μου, με χλωρά σπαρτά γεμίζει τις φωλιές των ήχων

ευωχιών Τόσες δα μέλισσες και τόσες δα κλεψύδρες ιστορούνε κι υφαίνουνε το ανθρώπινο είδος

Σ' ένα πελώριο διάστημα χύνεται το φως Εύθυμα στόματα φίλησαν κορίτσια, στα κεράσια κρέμασαν Γεμίζει οράματα γλυπτά κι είδωλα φέγγους την ηδονή Δέντρα μεγάλα στάζουνε ήλιο είναι άκακα και σκέπτονται

Είναι τα μάτια πια που κυριαρχούν - η γη τους είναι απλή και

σαν ίσκιοι που τρέχουνε Για κάτι ωραίο - σήμερα είναι ωραίο το προβαλλόμενο όραμα

κορυφαία Καλοσύνης κοιτάσματα ένα ένα, σαν φλουριά κομμένα μες στον ήλιο

Δροσερό μεσημέρι αφησμένο σαν βάρκα που έπλευσε όλο πάθος Στοιβαγμένη τραγούδια και σινιάλα που τρέμουν σαν βουνοκορφές Μακριά μακριά είναι οι μαρμάρινες επαύλεις των γυμνών γυναικών Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα Η καθεμιά τους είναι τώρα φως Περνούνε το φουστάνι τους όπως περνά η μουσική στους λόφους το στεφάνι της Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς που ζώνουν Μακριά μακριά είναι οι καπνοί των λουλουδιών οι οριζόντιες λίμνες

Μες στα χείλια, μες στα δόντια, ένα ένα τ' αμαρτήματα Της ζωής, αγαθά ξεφλουδισμένα.

ς' Νυχτερινό υφαντούργημα Των κρίνων φλοίσβος που γυμνώνει τ' αυτιά και διασκορπίζεται

17

Νιώθω στους ώμους της ζωής το σκίρτημα που βιάζεται ν' αδράξει

στη φορά του Μέτωπα φέγγουν, δάχτυλα ερευνούν τον ύπνο που πιστεύουνε

το έργο Νιότη που θέλει άλλη μια ευκαιρία αιωνιότητας Και στην εύνοια των ανέμων ρίχνει το κεφάλι της αδιαφορώντας

Μα ποια βουή, ποιο σπήλαιο είναι αυτό που καλεί την αγνότητα Γλάρου στιγμή οριζόντια επάνω από τα πάθη, βάρκα ευτυχισμένη ορμητήριο αναπάντεχο

Υπάρχει ένα στήθος που χωράει τα πάντα, μουσική που κυριεύει

Θα βγω στις άσπρες πύλες του μεσημεριού χτυπώντας με λαλιές

στόμα που ανοίγει Σ' άλλο στόμα - κόκκινο παιγνίδι κλαδεμένο απ' τον ίλιγγο Ακόμα ένα φιλί και θα σου πω για ποιο σκοπό τις σιωπές μου μάτωσα έτσι Ακόμα ένα χιλιόμετρο και θα σου δείξω γιατί βγήκα σ' ένα τέτοιο

τα γαλανά αναστάσιμα Κι όλα τα κρύα νησιά θ' ανάψουν τα μαλλιά τους για να σεργιανίσουν Με αθώες φλόγες και με βότσαλα τα ερωτικά πελάγη Θα μηνύσω στα γυμνά καλοκαίρια την πιο σίγουρη στιγμή της πλώρης Που χαρούμενη σχίζει τις υγρές ελπίδες των απλών καλών

αγνάντεμα ανθρώπων. Όπου παθαίνεται ο λυγμός ζητώντας άλλ' αστέρια Ψάχνοντας με φθαρτές χειρονομίες την άμμο που άφησαν ανασκαμμένη των ερώτων οι σπασμοί ζ΄ Δόθηκαν τα φτερά στα δευτερόλεπτα Φεύγει ο κόσμος, άλλος έρχεται, στην παλάμη του διαβάζει ρόδα

Στην άγνοια ξεκουράζεται ο ουρανός

και γιορτές Φεύγει ο κόσμος, είμαι σ' ένα κύμα του, εμπιστεύομαι όλος

Στην κουπαστή του ύπνου ο άνθρωπος Τυχερός αιχμάλωτος μιας φλόγας που αθωώνεται γράφοντας

18

τ' αρχικά της στο σκοτάδι Απλωμένο σ' άλλον κόσμο των κλειστών βλεφάρων προνομιούχο Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που εξάγνισε τα νύχτια

Πιο κοντά στην κλειδαριά Μεγάλου μυστικού που ανύποπτο σαλεύει προς τη λύτρωση Εφαρμόζει ο πόθος τις εικόνες του, ζωή που υπάρχει σ' άλλη ζωή Αίμα που τρέχει από τα μάτια μου, στις πράξεις των ηρώων του (άστρο εχέμυθο) Και τρέμει ο μόχθος των χεριών μου, υψώνεται ως τα χρώματα του θυρεού της λήθης Βλέπω το γέλιο που έγραψε τη μοίρα του Βλέπω το χέρι που έδωσε το ρίγος του Και τυλίγομαι σύννεφα που εύκολα ξεδιαλύνει μια φτυαριά ουρανού

παρελθόντα Γεύομαι τους καινούριους ήχους, άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δέντρα Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα Σαν καρδιά που μπαίνει πια στη θέση της Σαν γυναίκα που νιώθει πια τα νιάτα της Και χαρίζει ανοίγοντας τους κόσμους των ματιών της ηδονή ανεξάντλητη Μέρα ξανθή, του ήλιου ανταμοιβή και του Έρωτα.

ΣΠΟΡΑΔΕΣ καθάριου.

ΕΛΕΝΗ Έμπιστο φως ξαναγεμίζεις το άλσος μου, έτοιμος είμαι στο προσκάλεσμά σου Είμαστε δυο, και παρακάτω η ακροθαλασσιά πάλι με τις πιο

Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα! Κατά που θ' απλώσουμε τα χέρια μας τώρα που δε μας λογαριάζει πια

γνώριμες κραξιές των γλάρων Όπου κι αν βάλω πλώρη εδώ αράζω, το σκοτάδι με χρωστάει στο φως Η γη στη θάλασσα, ή φουρτούνα στη γαλήνη

ο καιρός Κατά που θ' αφήσουμε τα μάτια μας τώρα που οι μακρινές γραμμές

19

ναυάγησαν στα σύννεφα Το φως στον άσπιλο ουρανό Τώρα που κλείσανε τα βλέφαρά σου απάνω στα τοπία μας Κι είμαστε - σαν να πέρασε μέσα μας η ομίχλη Μόνοι ολομόναχοι τριγυρισμένοι απ' τις νεκρές εικόνες σου.

Κι η μουσική αθέατη μέσα μας ω! μελαγχολική Διαβάτισσα όσων μας κρατάν στον κόσμο ακόμα Είναι ο υγρός αέρας η ώρα του φθινοπώρου ο χωρισμός

Με το μέτωπο στο τζάμι αγρυπνούμε την καινούρια οδύνη Το πικρό στήριγμα του αγκώνα στην ανάμνηση Δεν είναι ο θάνατος που θα μας ρίξει κάτω μια που Εσύ υπάρχεις Που βγαίνει όταν η νύχτα πάει να μας χωρίσει από το φως Μια που υπάρχει άλλου ένας άνεμος για να σε ζήσει ολάκερη Πίσω από το τετράγωνο παράθυρο που βλέπει προς τη θλίψη Να σε ντύσει από κοντά όπως σε ντύνει από μακριά η ελπίδα μας Που δε βλέπει τίποτε Μια που υπάρχει αλλού Γιατί έγινε κιόλας μουσική αθέατη φλόγα στο τζάκι χτύπημα Καταπράσινη πεδιάδα πέρ' από το γέλιο σου ως τον ήλιο Λέγοντάς του εμπιστευτικά πως θα ξανασυναντηθούμε πάλι Όχι δεν είναι ο θάνατος που θ' αντιμετωπίσουμε Παρά μια τόση δα σταγόνα φθινοπωρινής βροχής

του μεγάλου ρολογιού στον τοίχο Γιατί έγινε κιόλας Ποίημα στίχος μ' άλλον στίχο αχός παράλληλος με τη βροχή δάκρυα και λόγια Λόγια όχι σαν τ' αλλά μα κι αυτά μ' ένα μοναδικό τους προορισμόν:

Ένα θολό συναίσθημα Εσένα! Η μυρωδιά του νοτισμένου χώματος μες στις ψυχές μας που όσο παν κι απομακρύνονται

Κι αν δεν είναι το χέρι σου στο χέρι μας Κι αν δεν είναι το αίμα μας στις φλέβες των ονείρων σου

ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ Χαράζεται η φωνή μες στον τρεμάμενο άνεμο, και μες στα κρύφια

20

δέντρα του εσύ αναπνέεις Είναι ξανθή κάθε σελίδα του ύπνου σου κι όπως κινάς τα δάχτυλα σου μια φωτιά σκορπίζεται Μέσα σου με παρμέν' από τον ήλιο αχνάρια! Και ούριος πνέει ο κόσμος των εικόνων Και η αύριο δείχνει ολόγυμνο το στήθος της σημαδεμένο από το αναλλοίωτο άστρο Που νυχτώνει το βλέμμα καθώς όταν πάει να εξαντλήσει ένα στερέωμα Ω μην ανθέξεις πια στα βλέφαρα

Στ' αγάλματα της αγωνίας Στις υγρές σιωπές Υπάρχει ένα πρόσωπο Τόσο πολύ βγαλμένο από τα δάκρυα Τόσο ακατανόητο Τόσο ζεστό στο χέρι που του γνέφει Έν' άλλο πρόσωπο Μια οπτασία με πυρσούς που σχίζει την ερήμωση Καβάλα η νύχτα στις οροσειρές της Με άστρα σαν νοήματα που σφεντονίστηκαν Άλλοτε απ' την παιδική τους ηλικία Και δίνουνε το κατευόδιο της ζωής Επάνω στις ανηφοριές του οίκτου.

Ω μη σαλέψεις πια μέσα στους θάμνους του ύπνου Ξέρεις ποια ικεσία στα δάχτυλα το λάδι ανάβει που φρουρεί

Υπάρχει

τις πύλες της αυγής

Μια τρυφερή καμπύλη που χρωστά στον πόνο

Ποιο δροσερό φανέρωμα θροΐζει μες στην προσδοκία η χορταριασμένη ανάμνηση

Την περιπέτεια της φωτοχυσίας της Ένας φακός που ενώνει τ' αμαρτήματα

Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο άνθρωπος δε θέλει παρά να 'ναι ο άνθρωπος

Σαν ύπτια σπλάχνα που 'ριξεν η τύχη Εκεί

Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!

Ένας καλός απ' τη σκιά που τον μαγεύει τοίχος Κάνει γωνία πριν από το κλάμα

ΕΛΙΓΜΟΣ Στα μαβιά κρόσσια της οδύνης

Ύστερα φτάνουν οι κορμοστασιές του ολέθρου Δέντρα με μόνη επίπλωση τα δάχτυλα τους Με μόνη πίστη την ξεριζωμένη τους λαλιά Είναι καλό να μη μιλάν εκείνοι που έζησαν

21

Οι άλλοι βαστούν στα χέρια οιμωγές Τρέχοντας πέρα σαν αβάφτιστες φτερούγες

Πλυμένο κι απλωμένο στη ματιά που θέλγει

Στη ματιά σου ή στο ύψος του ήλιου της Όλος μου ο βίος γίνεται μια λέξη

Έζησαν Ένα πηγάδι ανοίγει φόβους έπειτ' από κάθ' ελπίδα του Γιατί να τρέμει αυτό το σύρμα Τούτο το πουλί ποιο βλέμμα να τροφοδοτεί Τι θέλουμε

Όλος ο κόσμος χώμα και νερό Κι όλες οι φλόγες των δαχτύλων μου Βιάζουν τα χείλη της ημέρας Κόβουν στα χείλη της ημέρας Το κεφάλι σου

Υπάρχει Αντιμέτωπο στη μοναξιά του ονείρου. Ένα σβησμένο πρόσωπο σε κάθε αυλαία λήθης.

ΑΙΘΡΙΕΣ ΕΥΑ Αφήνεσαι με κύμα στη σιωπή Που ερημώνει την κατοικημένη ελπίδα μου

Τα μυρισμένα χείλη της ημέρας φιλούσι το αναπαυμένον μέτωπον της οικουμένης... ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ Ι

Ένα δασάκι πλάι στη φωτιά Στοίχημα των νυχτερινών ανέμων Ένα βηματισμό σκιάς στην όχθη της Χίμαιρας Ένα δωμάτιο Δωμάτιο των απλών ανθρώπων Ένα μυστικό

Όνομα δροσερό σαν να μεγάλωσε στο πέλαγος Ή να 'ζησε με μια γαλάζιαν άνοιξη στα στήθια Φέρνει σιμά τον κόσμο. Κι είναι η μέρα Που άρχισε από μέσα της η ενδόμυχη Ανατολή που ξέχασε τα δάκρυα

22

Δείχνοντας μες στους χώρους των ματιών Γήινα θρύμματα ευτυχίας.

II Ουρανός καθαρόαιμος Δάχτυλα που τα πήρε ρυάκι Περασμένο απ' τον ύπνο Στα χλωρά δαφνόφυλλα Γυμνή κείτεται η μέρα.

III Η στιλπνή αίσθηση παίρνεται στα μάτια Ύλη ξεσηκωμένη από το χώμα Επίπεδο του επάνω ανέμου Ω ταξίδι ευφρόσυνο Κάθε στιγμή πανί που αλλάζει χρώμα

Χρυσίζει ο κόπος του καλοκαιριού η δίκαιη Του ήλιου υπόσταση. Να στάχυα Πρόσωπα γυμνά Καμένα στο αίσθημα! Κι ο κάμπος κυματίζει ο Έρωτας Κυματίζει ο κρύφιος κόσμος Καθαρός ύμνος του βίου.

V Τα κορίτσια που πάτησαν τα λίγα Λόγια μεγαλωμένα του ήλιου Γέλασαν! Και ποια κίνηση Στις άσπρες πασχαλιές Στις φυλλωσιές που ανίδεες Σκέπασαν τις κακές πράξεις των ίσκιων Τις κρυφές γαμήλιες σταλαγματιές Όνειρα νιόνυφα! Δεν τ' απαρνιέται ο χρόνος Και στο χνούδι του βρίσκουν την εικόνα τους.

Και κανείς Κανείς ίδιος

VI

Στο απαράλλακτο διάστημα.

Λιγοστεύουν στα μάτια οι στέγες των πουλιών Φως πάλι φως η ψυχή που μάχεται Υπερήφανη κλαγγή μακριά του κόσμου Όπλο και σφρίγος

IV

23

Κι η αλήθεια η φούχτα του νερού Καθαρού πριν απ' τη δίψα Στο άπειρο.

Δίνοντας μια σπρωξιά στην αναμφίβολη Ευτυχία

VII Ναι το εαρινό απόσπασμα Το σταφύλι αυτό που δίψασε η ψυχή Γεμισμένη απτόητο άνεμο Η θητεία του καλοκαιριού Στα πεύκα και στα κύματα Ένας έρωτας άσπρος και γλαυκός

Μου αφήνει την καρδιά Μου αφήνει τη γοητεία Να νιώθομαι πάντοτε αλλού ενώ γερνώ εδώ πέρα

Με γυμνές ώρες Που κρατάν στα δάχτυλα την ύπαρξη Κυματιστή Ξεφυλλισμένη Ελεύθερη Σαν φως Στα πλατιά ενδόμυχα δώματα.

VIII Μια ιππασία στα σύννεφα Μια κάμαρη όπου γδύθηκε κορίτσι αγαπημένο Ένα μπουκέτο ημέρες ύστερ' από τη βροχή Ο ήλιος Εγώ

Ω! λυγισμένη ευωδιά Κλωνάρι κρύο παιδί νερού Αγαθό μονοπάτι.

IX Κύκνοι σαλεύουν τα πηγαία ονόματα της ώρας Ώρες κεντούν τα χέρια μου στη χαραυγή Σαν τόξα που σκιρτούν σε κάθε διάβα χίμαιρας Και παίζουν όπως παίζω Και γλιστρούν Οι ελπίδες έρχονται.

Χ Που έσκαψα τόσες νύχτες για να τον ξαφνιάσω

24

Κατάστηθα στο ρεύμα

Αύριο

Ψάρι που ψάχνει διαύγεια σ' άλλο κλίμα

Γέλιο ανάσκελο

Χέρι που δεν πιστεύει τίποτε

Σ' ένα μαντίλι που έχασε τις τέσσερίς του άκρες Σκόρπια μοναξιά.

Δεν είμαι σήμερα όπως χτες Οι ανεμοδείχτες μ' έμαθαν να νιώθω

XII

Λιώνω τις νύχτες τις χαρές γυρίζω απ' την ανάποδη

Στο ρυάκι που λιάζεται

Σκορπάω τη λήθη ανοίγοντας έναν περιστερεώνα

Σαν ημερήσιο επίθετο

Φεύγοντας απ' την πίσω πόρτα τ' ουρανού

Μιλεί ο κορυδαλλός

Χωρίς μιλιά στο βλέμμα

Δεν ξέρει καν πως βρέθηκε

Καθώς παιδί που κρύβει ένα γαρίφαλο

Να ζει σ' ένα σεργιάνι

Μες στα μαλλιά του.

Ατέλειωτο Πως ήπιε τόσες πρωινές στιγμές

XI Χωρίς γυαλί στη δρόσο αυτή που κλαίει Από χαρά χωρίς γαζίες την άνοιξη

Και σχίζει με το φέγγος του Την αιωνιότητα.

Χαδιάρα που εμπιστεύεται τις φυλλωσιές της XIII Σ' όλο τον ίσκιο της αναπνοής μου σήμερα Ακυβέρνητη ζωή

25

Σχεδία με χέρια που διανυχτερεύουν XV Αγγίζοντας τα σύννεφα

Γλάρων που ύψωσαν ως εκεί την παρθενιά τους

Ήβη της μέρας πρώτη κρήνη της χαράς Η αρχαία μυρσίνη τινάζει τη σημαία της Θ' ανοίξει ο κόλπος των κορυδαλλών στο φως Κι ένα τραγούδι θα σταθεί μετέωρο Σπέρνοντας τα χρυσά κριθάρια της φωτιάς Στους πέντε ανέμους

Φέγγοντας τις ελπίδες με μικρές καρδιές ανθρώπων

Λευτερώνοντας τη γήινη ομορφιά.

Σαν πανιά Σαν θαύματα

Ω νεότητα Πληρωμή του ήλιου Αιμάτινη στιγμή Που αχρηστεύει το θάνατο.

ΧVI Ναι οι μηλιές ανθίζουν Με μιαν ανάσα μουσικής μέσα στα φύλλα

XIV Δακρύβρεχτες μορφές καρπών μετεωρίζονται Πουλιά στα χίλια χρώματα Των ενθουσιασμών

Απαλά

Ελαφρά καλοκαίρια

Μέσα στ' αμίλητο νερό της κολυμπήθρας του ήλιου

Στέγες κοντά στον ουρανό μόλις Που αγγίζουνε

Ναι θα στολίσουμε τη γη

Θ' αδειάσουμε τη στάμνα Θα γίνουμε γλαυκοί Δωρητές του πελάγους.

Θα σφίξουμε τη μέρα Θ' αλαλάξουμε

26

Στο στήθος της αληθινής μητέρας.

XIX Η σάρκα της ιτιάς η αρχέγονη φωτιά της νιότης Η ανεκμετάλλευτη μιλιά της ευωδιάς της γης Η ρίζα η σπίθα η αστραπή το σύννεφο

XVII Έτσι μιλεί μικρή γαλαζοαίματη Που βγήκε από κοχύλι με δροσιά στα χείλη Φίλη ξανθή της θάλασσας.

XVIII Μακρινή αφοσίωση μια μέρα ελπίζει Σφίγγει στο στήθος της τα δέντρα τα παιδιά της

Σκάψιμο δίχως τέλος με χαρά και ίδρωτα Μέσα στα μεταλλεία της καρδιάς Μέσα στα ματωμένα σπλάχνα της οδύνης Διάβα μέσ' από τους πορθμούς της θύμησης Πιο μακριά ολοένα πιο μακριά πιο πέρα Εκεί πού σβήνει τη μορφή της η έρημος.

XX Κατασταλαγμένη μουσική Στους βυθούς των μενεξέδων Χώμα νοτισμένο από Αρχαία ρέμβη εφτάχρωμη

Κοιτάζει τη μελλούμενη σοδειά Φύλλα καρπούς ανθούς πολύκλαδα όνειρα

Μόλις ακούγεται μακριά Το καρδιοχτύπι Κι οι αθώοι του καημοί Πίδακες χρυσανθέμων.

Θα 'χει βροχές κι ανέμους για να τ' αναθρέψει Θα 'χει κοιλάδες για να τ' αναπάψει Και για να τα πονέσει - μια βαθιά καρδιά.

XXI Μια τέτοια συντυχία Το ρόδο κι ο κρουνός της μέρας

27

Το έμφυτο πάθος κι η αποθέωση Το κάθε τι προσάναμμα χαράς Το κάθε τι χέρι του χαίρε Μεγάλη ασβεστοχρισμένη αυγή Στην προσθαλάσσωση του πρώτου ονείρου Φλύαρη μαρμαρυγή Έξοδος Στην υπαίθρια λευτεριά των κρίνων.

Η ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΤΩΝ ΓΥΑΚΙΝΘΩΝ

Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις! Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου. Σ' ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν. Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ' ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν; Ποιο έναστρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου; Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν' αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.

Ι Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας αυτής που ονειρεύεται γυμνό το σώμα της. Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δύο χαρτιά της. Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου. Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς. Σε λίγο θα 'ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω, κι όταν πάω ν' ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις. Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ' το σεληνόφωτο

III Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ' αχνάρια του αγνώστου. Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ' τον ήλιο. Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.

IV Πέντε χελιδόνια - πέντε λόγια που έχουν εσένα προορισμό. Κάθε λάμψη κλείνει απάνω σου. Πριν απλοποιηθείς σε χόρτο αφήνεις τη μορφή σου απάνω στο βράχο που πονεί ανεμίζοντας τις φλόγες του προς τα μέσα. Πριν γίνεις γεύση μοναξιάς τυλίγεις τα θυμάρια θύμησες.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

II

28

Κι εγώ, φτάνω πάντοτε ίσια στην απουσία. Ένας ήχος κάνει το ρυάκι, κι ό,τι πω, ό,τι αγαπήσω μένει άθικτο στους ίσκιους του. Αθωότητες και βότσαλα στο βυθό μιας διαύγειας. Αίσθηση κρυστάλλου.

V Περνώντας και παίρνοντας το χνούδι της ηλικίας σου ονομάζεσαι ηγεμονίδα. Φέγγει το νερό σε μια μικρή παλάμη. Όλος ο κόσμος ανακατώνει τις μέρες του και στη μέση της μέθης του φυτεύει ένα μάτσο γυακίνθους. Από αύριο θα' σαι η επίσημη ξένη των αποκρύφων σελίδων μου.

που φυγαδεύει αυτές τις θύμησες, αυτά τα βότσαλα - τις χίμαιρες! Η ώρα είναι ρευστή κι εσύ στυλώνεσαι πάνω της ακάνθινη. Συλλογίζομαι αυτούς που δε δεχτήκανε ποτέ ναυαγοσωστικά. Που αγαπούν το φως κάτω απ' τα βλέφαρα, που σαν μεσουρανήσει ο ύπνος άγρυπνοι μελετούνε τ' ανοιχτά τους χέρια. Και θέλω να κλείσω τους κύκλους που άνοιξαν τα δικά σου δάχτυλα, να εφαρμόσω επάνω τους τον ουρανό για να μην είναι πια ποτέ ο στερνός τους λόγος άλλος. Μίλησε μου· αλλά μίλησε μου για δάκρυα.

VIII

VI Μέσα στα δέντρα τούτα που θα επιζήσουνε το αίθριο πρόσωπό σου. Η αγκαλιά που θα μετατοπίσει έτσι απλά τη δροσιά της. Ο κόσμος που θα μείνει χαραγμένος εκεί. Ω τα κλεισμένα λόγια που έμειναν μες στους φλοιούς των ελπίδων, στους βλαστούς των νιόκοπων κλαριών μιας φιλόδοξης μέρας - τα κλεισμένα λόγια που πικράνανε τ' ομοίωμά τους κι έγιναν οι Υπερηφάνειες.

Στο βυθό της μουσικής τα ίδια πράγματα σ' ακολουθούν μετουσιωμένα. Η ζωή παντού μιμείται τον εαυτό της. Κι εσύ κρατώντας το φώσφορο στην παλάμη σου κυκλοφορείς ασάλευτη μέσα στις ίνες της πελώριας τύχης. Και τα μαλλιά σου ποτισμένα στην Ενάτη καμπυλώνουν τις θύμησες και περνούν τους φθόγγους στο στερνό αέτωμα της αμφιλύκης. Πρόσεξε! Η φωνή που άλλοτε ξεχνούσες ανθίζει τώρα στο στήθος σου. Το κοράλλι αυτό που ανάβει ολομόναχο είναι το τάξιμο που δεν έστερξες ποτές σου. Κι η μεγάλη πυρά που θα σ' αφάνιζε είναι αυτός ο ανάλαφρος ίλιγγος που σε δένει μ' απόχρωση αγωνίας στα λοίσθια των μενεξέδων. Στο βυθό της μουσικής συνταξιδεύουμε...

VII Συγκίνηση. Τα φύλλα τρέμουν ζώντας μαζί και ζώντας χωριστά πάνω στις λεύκες που μοιράζουν άνεμο. Πριν απ' τα μάτια σου είναι αυτός

IX

29

Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο. Σε πήρα όπως εσύ πήρες την αμεταχείριστη φύση και τη λειτούργησες είκοσι τέσσερις φορές στα δάση και τις θάλασσες. Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα. Σε πήρα σύντροφο στην αστραπή, στο δέος, στο ένστιχτο. Γι' αυτό κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την καρδιά μου ως το ναδίρ, εσύ φεύγεις και χάνεσαι νικώντας την παρουσία σου, δημιουργώντας μια μοναξιά Θεού μια πολυτάραχη ανεξήγητη ευτυχία. Εγώ δεν έκανα τίποτε άλλο από κείνο που βρήκα και μιμήθηκα σε Σένα!

Χ Ακόμα μια φορά μέσα στις κερασιές τα δυσεύρετα χείλη σου. Ακόμα μια φορά μέσα στις φυτικές αιώρες τ' αρχαία σου όνειρα. Μια φορά μέσα στ' αρχαία σου όνειρα τα τραγούδια που ανάβουν και χάνονται. Μέσα σ' αυτά που ανάβουν και χάνονται τα ζεστά μυστικά του κόσμου. Τα μυστικά του κόσμου.

Όταν γυρίσει το φύλλο της ημέρας και βρεθείς άξαφνα ξανθή κι ηλιοκαμένη μπρος στο μαρμάρινο αυτό χέρι που θα κηδεμονεύει τους αιώνες θυμήσου τουλάχιστον εκείνο το παιδί που φιλοδοξούσε καταμόναχο μες στην οργή του πόντου να συλλαβίσει την ανυπέρβλητη ομορφιά της ομορφιάς σου. Και ρίξε μια πέτρα στον ομφαλό της θάλασσας, ένα διαμάντι μέσα στη δικαιοσύνη του ήλιου.

XII Πάρε μαζί σου το φως των γυακίνθων και βάφτισέ το στην πηγή της μέρας. Έτσι κοντά στ' όνομά σου θα ριγήσει ο θρύλος, και το χέρι μου νικώντας τον κατακλυσμό θα βγει με τα πρώτα περιστέρια. Ποιος θα προϋπαντήσει αυτό το θρόισμα, ποιος θα τ' αξιωθεί σιμά του, ποιος είναι αυτός που θα σε προφέρει πρώτος όπως προφέρει ο μέγας ήλιος το βλαστάρι! Κύματα καθαρίζουνε τον κόσμο. Καθένας ψάχνει το στόμα του. Που είσαι φωνάζω κι η θάλασσα τα βουνά τα δέντρα δεν υπάρχουν.

XIII XI Ψηλά στο δέντρο των άσπρων ταξιδιών με το εωθινό κορμί σου χορτάτο από μαΐστρο ξεδιπλώνεις τη θάλασσα που γυμνή παίρνει και δίνει τη ζωή της στα γυαλιστερά φύκια. Φέγγει το διάστημα και πολύ μακριά ένας άσπρος ατμός σφίγγεται στην καρδιά του σκορπίζοντας τα χίλια δάκρυα. Είσαι λοιπόν εσύ που ξεχνάς τον Έρωτα μες στα ρηχά νερά, στα ύφαλα μέρη της ελπίδας. Εσύ που ξεχνάς μέσα στα

Πες μου τη νεφελόπαρτη ώρα που σε κυρίεψε όταν η βροντή προηγήθηκε της καρδιάς μου. Πες μου το χέρι που προχώρησε το δικό μου χέρι μέσα στην ξενιτιά της θλίψης σου. Πες μου το διάστημα και το φως και το σκοτάδι - το παρείσαχτο κυμάτισμα ενός τρυφερού ιδιωτικού Σεπτέμβρη. Και σκόρπισε την ίριδα, στεφάνωσε με.

μεσημέρια φλόγες. Εσύ που σε κάθε λέξη πολύχρωμη βιάζεις τα φωνήεντα συλλέγοντας το μέλι τους στην καρποδόχη!

30

XIV Να ξαναγυρίζεις στο νησί της αλαφρόπετρας μ' ένα τροπάριο ξεχασμένο που θα ζωντανεύει τις καμπάνες δίνοντας θόλους ορθρινούς στις πιο ξενιτεμένες θύμησες. Να τινάζεις τα μικρά περβόλια έξω από την καρδιά σου κι υστέρα πάλι να φιλεύεσαι απ' την ίδια τους θλίψη. Να μη νιώθεις τίποτε πάνω απ' τους αυστηρούς βράχους κι όμως η μορφή σου ξαφνικά να μοιάζει με τον ύμνο τους. Να σε παίρνουν τ' ανώμαλα πέτρινα σκαλιά ψηλά ψηλά κι εκεί να καρδιοχτυπάς έξω απ' την πύλη του καινούριου κόσμου. Να μαζεύεις δάφνη και μάρμαρο για την άσπρη αρχιτεκτονική της τύχης σου. Και να 'σαι όπως γεννήθηκες, το κέντρο του κόσμου.

XV Η μαγνητική βελόνα κινδυνεύει. Όπου και να γυρίσει θαμπώνεται από το φλογοβόλο πρόσωπο της εγκάρδιας ανατολής. Πέτα λοιπόν τους γυακίνθους, τρέξε πάνω από τρυγητούς αφρών προς το ευοίωνο εξαφτέρυγο άγγελμα!

πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.

XVII Τίποτε δεν έμαθες απ' αυτά που γεννήθηκαν κι απ' αυτά που πεθάνανε κάτω απ' τους πόθους. Κέρδισες την εμπιστοσύνη της ζωής που δε σ' εδάμασε και συνεχίζεις τ' όνειρο. Τι να πουν τα πράγματα και ποια να σε περιφρονήσουν! Όταν αστράφτεις στον ήλιο που γλιστράει επάνω σου σταγόνες κι αθάνατους γυακίνθους και σιωπές, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν γλιτώνεις το σκοτάδι και ξανάρχεσαι με την ανατολή, πηγή, μπουμπούκι, αχτίδα, εγώ σ' ονομάζω μόνη πραγματικότητα. Όταν αφήνεις αυτούς που αφομοιώνουνται μες στην ανυπαρξία και ξαναπροσφέρεσαι ανθρώπινη, εγώ από την αρχή ξυπνώ μέσα στην αλλαγή σου... Μην παίζεις πια. Ρίξε τον άσο της φωτιάς. Άνοιξε την ανθρώπινη γεωγραφία.

Η ανάσα του μέλλοντος αχνίζει έμψυχα δώρα. XVIII

XVI Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα. Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις και γι' αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των

Μελαχρινή μαρμαρυγή - νανούρισμα των βλεφάρων πάνω απ' τη μυθική απλωσιά του κόσμου. Είναι καιρός που ρίχτηκε η σιωπή κατάστηθα στον άνεμο, είναι καιρός που ο άνεμος ένα ένα ονομάτισε τα σωθικά της. Τώρα η φύση πιάνεται απ' το χέρι τρέχοντας πέρα σαν παιδί, ξαφνιάζοντας τα μάτια της μ' έναν γαλάζιο παραπόταμο μ' ένα φωταγωγημένο φύλλωμα, μ' ένα σύννεφο καινούριο σε μορφή αιθρίας. Κι εγώ -

31

σκαλίζοντας την καρδιά της καρυδιάς, πασπατεύοντας την άμμο της ακρογιαλιάς, βυθομετρώντας το απέραντο διάστημα έχασα τα σημάδια που θα σε γεννούσανε. Πού είσαι λοιπόν όταν στερεύει την ψυχή ο νοτιάς κι η Πούλια νεύει στη νυχτιά να λευτερώσει το άπειρο, πού είσαι!

Έχεις μια γη θανάσιμη που τη φυλλομετράς αδιάκοπα και δεν κοιμάσαι. Τόσους λόφους λες, τόσες θάλασσες, τόσα λουλούδια. Κι η μια καρδιά σου γίνεται πληθυντική εξιδανικεύοντας την πεμπτουσία τους. Κι όπου κι αν προχωρήσεις ανοίγεται το διάστημα, κι όποια λέξη κι αν στείλεις στο άπειρο μ' αγκαλιάζει. Μάντεψε, κοπίασε, νιώσε: Από την άλλη μεριά είμαι ο ίδιος.

XIX Αυτό το μπουμπούκι της φωτιάς θ' ανοίξει όταν εσύ βαφτίσεις αλλιώς την παπαρούνα σου. Από τότε, όπου και να γεννηθείς πάλι, όπου και να καθρεφτιστείς, όπου και να συντρίψεις τ' ομοίωμα σου, το πάθος μου θα βρίσκεται στον Απρίλη του ανοίγοντας με την ίδια οδυνηρή ευκολία τις εφτά συλλογισμένες φλόγες του.

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ Βγήκες από τα σωθικά βροντής XX Ανατριχιάζοντας μες στα μετανιωμένα σύννεφα Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε. Το νερό σφάλισε τους όρμους. Το μονάκριβο δέντρο ιχνογράφησε το διάστημα. Τώρα δε μένει παρά να 'ρθεις εσύ ω! σμιλεμένη από την πείρα των ανέμων και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθεις εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι άλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου. Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.

XXI

Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο Για ν' αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη Ν' ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος

Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη

32

Όρθωσες ένα στήθος βράχου Κατάστιχτου απ' την έμπνευση της όστριας Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα Με φωτιά με λάβα με καπνούς Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο Γέννησες τη φωνή της μέρας

Με φωτιά με λάβα με καπνούς Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους

Έστησες ψηλά Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία Τις καμπάνες που χτυπάει ο ψηλορείτης νους Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών

Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς Η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

Μέσ' από τις ευχαριστίες του ύπνου Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων Ω κόρη κορυφαίου θυμού Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής, Ένιωσες τη χαρά της γέννησης

Γυμνή αναδυομένη Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου

Πήδησες μες στον κόσμο πρώτη Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες

Σε χιλιάδες χρώματα ν' αναβλαστήσει το αίσθημα

Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου

Φτεροκοπώντας ανοιχτά

Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.

Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία

Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο

33

Άστραψε μες στο κήρυγμα του άνεμου

ρα πλάθεται απ' την καλοσύνη των άστρων.

Την καινούρια και παντοτινή ομορφιά Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας. Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ... Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας ...Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χεριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θάλασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και μ' αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση! Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω

Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σαν δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κάθε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοιξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μες στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμήν εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω από την πάγχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από τη συμφορά της πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που με αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ' ουρανού που νυχτόημε-

Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια

-Μα πού γύριζες Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Σου 'λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου. Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

34

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου. Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομά του ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών Έχει ο Θεός Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια. Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ' την ανατολή του ήλιου Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευα Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου το πελαγίσιο του έμβλημα Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα Ήτανε η οδύνη -

35

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο βάρος σου Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος

μούν πόθους ανάλαφρους, ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μες στ' αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δέντρα. Ω έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα 'ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ' την πίκρα παρά η καρδιά που βρέχεται απ' τη γοητεία, δε θα 'ναι παρά η καρδιά που ανήκει στον δικό μας έρημο ουρανό. Έλα στον ώμο μου να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία. Ωραία.

Σ' άφησα τότες Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ' άσπρα σπίτια Τ' άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω Στον ουρανό που φώτιζε μ' ένα μειδίαμα. Τώρα θα 'χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό Θα 'χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ' αντηχεί το Αιγαίο.

ADAGIO Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ' τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα. Γιατί πολύ θα 'χουμε ζήσει από τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ' αγαπούμε τη σωστή γαλήνη. Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ' άσωτα βιολιά ν' αναρριπίζουν τις νυχτιές μ' αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν' αγεροδρο-

ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ Στο άστρο του Α. Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς Μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής του νότου Κύματα για τον ζέφυρο της μουσικής που παίρνει Την παρθενιά της νύχτας μακριά Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες

36

Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων Και πως με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα Και μελωδούν το βάθος τ' ουρανού Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά Και νοσταλγούν τ' αγιάζι της αιθερημίας Η σκόνη από τα όνειρα των κοριτσιών Πάρε μια θέση που ν' αστράφτει στο άπειρο Μια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητου Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου Όλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσια Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό Σπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας.

Που ευώδιασαν βασιλικό και δυόσμο!

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία μάγισσα Καίοντας με ξερό θυμάρι τους άνεμους

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογέματος! Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς! Ο κούκος μες στων δέντρων το μαντίλι Κι η μυστική στιγμή του δείπνου των ψαράδων Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα Το μακρινό μαράζι της γυναίκας Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές Κι οι πασχαλιές ράντισαν με φωτιά τη δύση!

Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε Μ' ένα σταμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι Εύκολα σαν να μπαίναν στον Παράδεισο Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού Για να χορέψουνε στο μεσονύχτιο αλώνι...

Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων Αλλά η νύχτα πως εδώ κελάρυσε τον ύπνο

Ω σημάδια που περνάτε μες στο βάθος Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες

37

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα Θα 'βρει φτωχό ψωμί κάτω από το λυχνάρι

Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη Πριν απ' την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

Αλλά ψυχή στη χόβολη των άστρων Θα 'βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού Χρόνια πετράδια πράσινα Ω πράσινο πετράδι - ποιος θυελλομάντης είδε Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα Η ευχή που λαχτάρησε μέσ' απ' τους κόρφους του βασιλικού Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας! Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης Γυμνή κάτω από τους αστερισμούς των σιωπηλών της δέντρων Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά Και δίχως ήμαρτον κανέν' από την αμαρτία χαράχτηκε

ΒΑΘΟΣ Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος. Ορκισμένη χώρα! Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, πότε κατά τη δύση που χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, πότε κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση... Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια μιας πυρκαγιάς γενναιόφρονης, τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν' αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα 'πρεπε να σφίξουν στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ' αθάνατα Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου

38

Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα Οι άνθρωποι προχωρήσανε Πάνω από τη μετόπη τ' ουρανού Γεμάτοι οδύνη και όνειρο Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρρόξανθα ίχνη Και ποιο το ριζικό της ελεμίνθας Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος

Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός

Τι ξέρεις ν' αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς Μέσα απ' τα ρείκια ή τις αλισφακιές Στο τελικό σημείο του βέλους

Πού είναι οι πύλες με τ' αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν

Σ' αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας

Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών Όταν ο ήλιος έμπαινε σαν θρίαμβος Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς

Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο

Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα

Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης

Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές

Θ' αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα!

Τι γίνηκεν η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ' τ' ανάχτορα

Θ' ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς

Οι ελληνικές γραμμές μες στο νερό της χλόης ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα

39

τα χρώματα πάνω στη γη Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ' έναν κάμπο αθέριστο Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μακριά Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους Η μια βερικοκιά σκύβει στην άλλη και το χώμα πέφτει από την αγκαλιά του ξυπνητού νερού Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός Παίρνει τα πράγματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ τα συγγενεύει μες στον έρωτά μου Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται Ο κορμός όλος φλέγεται του δέντρου του ήλιου της καλής καρδιάς Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας Ν' ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας Τίναζες το κεφάλι σου σαπουνισμένο από την πρωινή ομορφιά Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου

σε στόμα αιόλου Άλλαζες με τα χέρια σου τις εποχές Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες Κι η μέρα χώριζε από το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος Η καμπάνα του χωρίου που ανοίγεται στον άνεμο Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν Έλα λοιπόν απ' την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα Ν' ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ' αναστήσουν το αίσθημα Γενναίο σαν στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου Από την άλλην όψη της κακοτυχιάς Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος.

Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός

40

ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρόμους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμισα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!

Για να σ' ακούω που ζεις και που διαβαίνεις! Ω τι ωραία που είσαι Τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο Μ' ένα μεγάλον ήλιο στα μαλλιά Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

Και να τώρα που είμαστε και οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ' τα χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλωνάρια μας αμάραντα. Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία χρόνια που θα 'ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊάδων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος τ' ουρανού. Από κει θ' αρχίσει κι ο μόχθος, κι η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χωρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράχτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης.

Ω τι ωραία που είσαι Με το καινούριο χώμα που πονείς Από τη ρίζα έως την κορυφή των ίσκιων Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων Με τον μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς Ω τι ωραία που είσαι Καθώς ξυπνάς τον μύλο των ανέμων Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων Ω τι ωραία που είσαι Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή

Γεμάτη απ' τα πρωτάκουστα πουλιά Ω τι ωραία που είσαι Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας

41

Που αρπάει μια χαίτη μ' εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δέντρων! Ποτέ θλιμμένη και ποτέ γρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

Η ΤΡΕΛΗ ΡΟΔΙΑ Πέστε μου, είναι η τρελή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη Πρωινό ερωτηματικό κέφι a perde haleine Σ' αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελή

Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε Σ' αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

ροδιά Που τρίζει τ' άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα; Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου; Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου Είναι η τρελή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου; Στη μέρα που απ' τη ζήλια της στολίζεται μ' εφτά λογιώ φτερά Ζώνοντας τον αιώνιον ήλιο με χιλιάδες πρίσματα

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα Που πέρα ως πέρα την κροκάτη απλώνει τραχηλιά της μέρας Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστου

42

Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει Τινάζοντας απ' τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά;

Εξόν κι αν είναι τ' όνειρο που με ξανακοιτάζει Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα Έσπερε κάτω απ' την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

II ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ (1943)

ΕΤΣΙ ΣΥΧΝΑ ΟΤΑΝ ΜΙΛΩ ΠΑ ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΜΠΕΡΔΕΥΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟ ΚΑΤΑΚΟΚΚΙΝΟ. ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟ ΝΑ ΣΩΠΑΣΩ

Ι Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου Στον μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων. Έσπερε φρουρέ για να λάμπεις πλάι στο ουρανί Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται Ν' αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο Της σωστής μου καρδιάς: Δεν ξέρω πια τη νύχτα. Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ' αρνιέται Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ' άστρα Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ' ουρανού

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά σιγά Και πλάι απ' το νερό που στάζει συλλαβίζοντας Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο! Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ' αυτιά του Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα Σταλμένο απ' τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε: Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς Άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

43

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά Που μελανιάζει στα βαθιά μ' αγριεμένα κύματα Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε

Όμως και πίσω απ' όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

III Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ' έπλασες Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ο ουρανός μου είναι βαθύς κι ανάλλαχτος Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

Ανάμεσ' από των γιαλών τα καλωσόρισες Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο Άπλωσε μια πρασιά στοργής Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του Ν' ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

IV Πίνοντας ήλιο κορινθιακό Διαβάζοντας τα μάρμαρα Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες Σημαδεύοντας με το καμάκι Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται Ν' ανοίγει.

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

44

Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης. Πίνω νερό κόβω καρπό Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου Φεύγω με μια ματιά

VI Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά

Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα Κρύα φωνή νεογέννητη Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων.

V

Ποιο μπουμπούκι ακόμη ανέραστο απειλεί τη μέλισσα Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά Η στεριά σκαμπανεβάζει

Με χάδι από λιοτρόπι δε φοβάται Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου. Υγεία ηχώ φοράδα Πέταλο και φτερό πλαγίας Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο Γλαυκές οργιές ανέμου.

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο πρώτο. Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής Εκεί να γείρουμε το μέτωπο Τ' αστραφτερά μας πράγματα να 'ναι κοντά Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου

Λοξά τ' ανήλικα πουλιά Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου. Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες.

45

VII Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι

VIII Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας. Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε Στάχυα ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

Με χείλια μπρούντζινα κορμιά γυμνά Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες Στο λάδι της κατηφοριάς τ' αλόγατα βουλιάζουν Τ' αλόγατα ονειρεύονται

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον. Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού. Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί Στους λόφους των λιγνών δέντρων που ζεματάν τ' αυτιά τους Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους. Πέρα μες στα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει Απ' τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσκοϊτιά!

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα Στην κορυφήν όπου προβάλλ' η αγάπη σου Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη. Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά. Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

46

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας Μέσ' απ' τα δέντρα πείραζες τις ρίζες Άνοιγες τα χωνάκια του νερού

ΙΧ Ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα. Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι Το χέρι σου έφευγε με το νερό Να στρώσει νυφικό το πέλαγος Το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό.

Άγγελοι μ' έντεκα σπαθιά Πλέανε πλάι στ' όνομά σου Σκίζοντας τ' ανθισμένα κύματα Κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά

Ή πάλι νύχτα μ' άσωτα βιολιά Μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους Κρυφομιλούσες με μια μάγισσα Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη Που ήταν το ίδιο το φεγγάρι. Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα Για το δικό σου το χατίρι Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα Βαθύ γαρίφαλο ακρωτήρι.

Σ' απανωτές σπιλιάδες γραίγου. Χ

Μ' άσπρα τριανταφυλλαγκάθια Έραβες φιόγκους προσμονής Για τα μαλλιά των λόφων της αγάπης σου Έλεγες: Η χτενίστρα του φωτός Είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.

Κλέφτρα σαΐτα σκάνταλο του γέλιου

Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο Κουρεμένο κεφάλι όνειρο ακούρευτο Ποδιά με σταυρωμένες άγκυρες Μπράτσο του πεύκου γλώσσα του ψαριού Αδερφάκι του σύννεφου! Κοντά σου είδες ν' ασπρίζει ένα βρεμένο βότσαλο Άκουσες να σφυρίζει ένα καλάμι Τα πιο γυμνά τοπία που γνώρισες Τα πιο χρωματιστά Βαθιά-βαθιά ο αστείος περίπατος του σπάρου

47

Ψηλά-ψηλά της εκκλησίτσας το καπέλο Και πέρα-πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα.

Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Μια πλώρη έρχεται αφρίζοντας Άγγελοι! Σία τα κουπιά Ν' αράξει εδώ η Ευαγγελίστρια!

Είδες το κύμα των φυτών όπου έπαιρνεν η πάχνη

Κάτω στη γη πως καμαρώνει το αρχοντολόι του περβολιού! Όταν γυρίζει ο αλάδανος το αχτένιστο κεφάλι του Οι χαβούζες ξεχειλίζουνε Κι η Ευαγγελίστρια μπαίνει

Το πρωινό λουτρό της το φύλλο της φραγκοσυκιάς Το γεφυράκι στη στροφή του δρόμου Αλλά και τ' αγριοχαμόγελο Σε μεγάλους χτύπους δέντρων

Γυμνή σταλάζοντας αφρούς με αστερία στο μέτωπο Με αγέρι μοσχοκάρφης στα λυτά μαλλιά Κι ένα καβούρι που τρικλίζει ακόμη στον ηλιοκαμένον ώμο της!

Σε μεγάλα λιοστάσια παντρειάς Εκεί που στάζουν από τα ζουμπούλια δάκρυα Εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού Εκεί που τ' άστρα προμηνούν τη θύελλα. Παιδί με το γρατσουνισμένο γόνατο Χαϊμαλί τρελό σαγόνι πεισματάρικο Παντελονάκι αέρινο Στήθος του βράχου κρίνο του νερού Μορτάκι του άσπρου σύννεφου!

-Νονά των άσπρων μου πουλιών Γοργόνα Ευαγγελίστρα μου! Τι μπάλες θαλασσιά γαρούφαλα ρίχνουν στο μόλο τα κανόνια σου Πόσες αρμάδες κοχυλιών βουλιάζουνε οι φωτιές σου Και πως λυγάς τις φοινικιές όταν τρελαίνεται ο γαρμπής Και σούρνει άμμους και βότσαλα!

XI ΝΑΥΤΑΚΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΟΛΙΟΥ Με όρτσα ψυχή με άρμη στα χείλια Με ναυτικά και με σαντάλια κόκκινα Σκαλώνει μες στα σύννεφα Πατάει τα φύκια τ' ουρανού.

Περνάν οι ελπίδες μες στα μάτια της Με βάρκες από σουπιοκόκαλο Στα τρία δελφίνια που χοροπηδούν Πίσω της φλοκωτές παντιέρες ανεμίζουνε! -Αχ με τι βιόλες με τι πασχαλιές Θα κάρφωνα έλεος μιαν ευχή στα στήθια σου Να όριζες άλλο ριζικό μου εμένα!

48

Λασκάρει τ' άσπρα σύννεφα Δεν την αντέχω τη στεριά Η αυγή σφυρίζει στην κοχύλα της Δε με βαστάνε οι νεραντζιές Μπαρούτι σκάει στα όνειρα Δώσε να πάω για τ' ανοιχτά με μπαλωθιές και σήμαντρα! Λαμπρή στα φύκια τ' ουρανού!

Γρήγορα Παναγιά μου γρήγορα XII Κιόλας ακούω τραχιά φωνή ψηλά πάνω απ' τις ντάπιες Χτυπάει χτυπάει στις χάλκινες αμπάρες Χτυπάει χτυπάει κι αντρειεύεται Στράφτουν σαν ήλιοι τα τσαπράζια της Αχ και προστάζει -δεν ακούς;Αχ και προστάζει: η Μπουμπουλίνα!

Μισοβουλιαγμένες βάρκες Ξύλα που πρήζουνται με απόλαυση Άνεμοι ξυπόλυτοι άνεμοι Στα σοκάκια που κουφάθηκαν Πέτρινοι κατήφοροι Ο μουγκός ο τρελός Η μισοχτισμένη ελπίδα.

Κι η Παναγία χαίρεται η Παναγία χαμογελά Το πέλαγο έτσι που κυλάει βαθιά πόσο της μοιάζει! -Ναι βρε κεφάλι αγύριστο Ναι βρε ναυτάκι του περιβολιού Στον ύπνο σου προσμένουν τρία τρικάταρτα!

Μεγάλα νέα καμπάνες

Τώρα με ψάθα γυριστή και με σαντάλια κόκκινα

Στις παραλίες οι σκελετοί

Μ' ένα σουγιά στο χέρι

Μπογιές κατράμι νέφτι Ετοιμασίες της Παναγίας

Στις αυλές άσπρες μπουγάδες

Πάει το ναυτάκι του περιβολιού Κόβει τα κίτρινα σκοινιά

Που για να γιορτάσει ελπίζει Άσπρα πανιά και γαλανές σημαιούλες.

49

Στον πάτο ζώα κατάξανθα σφουγγάρια Κι εσύ στα πάνω περιβόλια Των βράχων φυσαρμόνικες Κτήνος της αγριαχλαδιάς Πέρκες από τις δαχτυλιές ακόμη του κακού ψαρά Λιγνό άγουρο αγόρι Ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου. Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου Ένα και δυο: τη μοίρα μας δεν θα την πει κανένας Ένα και δυο: τη μοίρα του ήλιου θα την πούμ' εμείς.

Να παίρνει μυρωδιά Κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά Να σιγοκαίγεται απ' τις ορτανσίες.

XIII Αυτός ο αγέρας που χαζεύει μες στις κυδωνιές Το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα Η πέτρα που ο σκορπιός φοράει κατάσαρκα Κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνια Που καμώνουνται τον γίγα σε μωρά παιδιά ξυπόλυτα.

XIV Στα χτήματα βαδίσαμε όλη μέρα Με τις γυναίκες τους ήλιους τα σκυλιά μας Παίξαμε τραγουδήσαμε ήπιαμε νερό Φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες. Το απομεσήμερο για μια στιγμή καθίσαμε Και κοιταχτήκαμε βαθιά μέσα στα μάτια. Μια πεταλούδα πέταξε απ' τα στήθια μας Ήτανε πιο λευκή

Οι ζωγραφιές του ανάστα ο Θεός Στον τοίχο που έξυσαν τα πεύκα με τα δάχτυλα τους Ο ασβέστης που βαστάει στη ράχη του τα μεσημέρια Και τα τζιτζίκια τα τζιτζίκια μες στ' αυτιά των δέντρων. Μεγάλο καλοκαίρι από κιμωλία Μεγάλο καλοκαίρι από φελλό

απ' το μικρό λευκό κλαδί της άκρης των ονείρων μας Ξέραμε πως δεν ήταν να σβηστεί ποτές Πως δε θυμότανε καθόλου τι σκουλήκια έσερνε.

Τα κόκκινα πανιά λοξά στα σαγανάκια

50

Το βράδυ ανάψαμε φωτιά Και τραγουδούσαμε γύρω τριγύρω:

Φωτιά ωραία φωτιά μη λυπηθείς τα κούτσουρα Φωτιά ωραία φωτιά μη φτάσεις ως τη στάχτη Φωτιά ωραία φωτιά καίγε μας λέγε μας τη ζωή.

Εμείς τη λέμε τη ζωή την πιάνουμε απ' τα χέρια Κοιτάζουμε τα μάτια της που μας ξανακοιτάζουν Κι αν είναι αυτό που μας μεθάει μαγνήτης το γνωρίζουμε Κι αν είναι αυτό που μας πονάει κακό το 'χουμε νιώσει Εμείς τη λέμε τη ζωή πηγαίνουμε μπροστά Και χαιρετούμε τα πουλιά της που μισεύουνε Είμαστε από καλή γενιά.

XV

Κι η ζάλη του Μαγιού στης φουσκοθαλασσιάς τα χαμομήλια Σκίζει το χρόνο ανοίγει διάπλατα τα φύλλα των δρυμών Τόσο που η καρδιά του επαίτη σφίγγεται Τα ρόδα του πετούν αγκάθια για τους χορτασμένους Τα ρόδα του μυρίζουν αιωνιότητα Τα ρόδα του κρύβουνε στις ίνες Έντιμο αίμα που ζητάει εκδίκηση. Χύσε φωτιά στο λάδι Λόγχισε το βαρύ έγκυο νέφος Όπου λουφάζει ο μόχτος της βροχής Η αμυγδαλιά πλυμένη ανοίγεται αντιλάμποντας Τα παιδιά ξεχύνουνται στους κάμπους Οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια Είναι πολύχρωμα πανιά όπου κολπώνει ο αετός τη νίκη του.

XVI Με τι πέτρες τι αίμα και τι σίδερο Και τι φωτιά είμαστε καμωμένοι Ενώ φαινόμαστε από σκέτο σύννεφο Και μας λιθοβολούν και μας φωνάζουν Αεροβάτες Το πως περνούμε τις μέρες και τις νύχτες μας Ένας Θεός το ξέρει.

Χύσε φωτιά στο λάδι Και φωτιά στο στήθος Δεν είναι φρόνιμη γωνιά η παλαίστρα της ψυχής Η τύχη παίρνει ένα παράξενο ύφος ηλιομάντισσας Χορεύει για την άνοιξη

Φίλε μου όταν ανάβ' η νύχτα την ηλεχτρική σου οδύνη Βλέπω το δέντρο της καρδιάς που απλώνεται

51

Τα χέρια σου ανοιχτά κάτω από μιαν Ιδέα ολόλευκη Τόποι που με του φεγγαριού το αλησμονάνθι Που όλο παρακαλείς Και με του ήλιου τους χυμούς με θρέψατε Κι όλο δεν κατεβαίνει Σήμερα ονειρεύομαι για σας Χρόνια και χρόνια Μάτια που να σας συντροφέψουν μ' ένα φως καλύτερο. Εκείνη εκεί ψηλά εσύ εδώ πέρα. Κι όμως του πόθου τ' όραμα ξυπνάει μια μέρα σάρκα Κι εκεί όπου πριν δεν άστραφτε παρά γυμνή ερημιά Τώρα γελάει μια πολιτεία ωραία καθώς τη θέλησες Κοντεύεις να τη δεις σε περιμένει Δώσε το χέρι σου να πάμε πριν η Αυγή Την περιλούσει με ιαχές θριάμβου. Δώσε το χέρι σου - πριν συναχτούν πουλιά Στους ώμους των ανθρώπων και το κελαηδήσουνε Πως επιτέλους φάνηκε να 'ρχεται από μακριά Η ποντοθώρητη παρθένα Ελπίδα! Πάμε μαζί κι ας μας λιθοβολούν Κι ας μας φωνάζουν αεροβάτες Φίλε μου όσοι δεν ένιωσαν ποτέ με τι Σίδερο με τι πέτρες τι αίμα τι φωτιά Χτίζουμε ονειρευόμαστε και τραγουδούμε!

Μάτια για έναν περίπατο καλύτερο Οι νυχτιές χαλκεύουνε στα έγκατά σας Ζωγραφιές ηράκλειες. Εκείνος που θα βγει να πει: ορίζω τη ζωή Δίχως ν' αστροπελεκιστεί απ' το θάνατο Εκείνος που σε μια φουχτιά καθάριου αγέρα Θα πει να γεννηθεί γυμνό ένα ρόδο Και θα γεννηθεί Εκείνος θα 'χει μες στα στήθια του εκατό αιώνες Μα θα είναι νέος Νέος ωσάν φωνούλα νιόκοπου νερού Που χύνεται από το πλευρό της μέρας Νέος ωσάν βλαστάρι απείραχτου κλαδιού Νέος χωρίς ρυτίδα γης μήτε ουρανού σκιά Μήτε χαράς αμαρτωλού ευφροσύνη.

XVII Έπαιξα με το χιόνι του Χελμού Μαύρισα μες στης Λέσβος τους ελαιώνες Έριξα βότσαλα λευκά σε μια Μυρτώα θάλασσα Έπλεξα πράσινα μαλλιά στης Αιτωλίας τη ράχη.

XVIII Ψηλά μ' έναν πυρσό από στάχυα η λεβεντιά Προχωρεί μες στα κύματα και τραγουδάει:

52

Ω παιδιά που με νιώθετε - πατριωτάκια του ήλιου ΠΑΡΑΛΛΑΓΕΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΜΙΑΝ ΑΧΤΙΔΑ Με βέργες και παράξενα πουλιά στα χέρια Ι Με χλοερές καρδιές και μάτια καθαρά ΚΟΚΚΙΝΟ Που ακούτε από τις παραλίες την ανατολή να βουίζει Ζεσταίνοντας στην αγκαλιά σας ένα φως απέραντο Από την άκρη τ' ουρανού ως το βάθος της καρδιάς Με πείσμα πορφυρό - πατριωτάκια του ήλιου Που λέτε: ο μόνος δρόμος είναι η ανατολή!

Το στόμα που είναι δαίμονας μιλιά κρατήρας Φαΐ της παπαρούνας αίμα του καημού Που είναι μεγάλο κίμινο της άνοιξης Το στόμα σου μιλάει με τετρακόσια ρόδα Δέρνει τα δέντρα λιγώνει όλη τη γη Χύνει μες στο κορμί την πρώτη ανατριχίλα. Σπουδαία του δάχτυλου ευωδιά το πάθος μου πληθαίνει Το μάτι μου ανοιχτό πονάει στ' αγκάθια Δεν είναι η βρύση που ποθεί των δυο στηθιών τα ορνίθια Όσο το βούισμα της σφήκας στους γυμνούς γοφούς.

Της ελιάς και της συκιάς και του κυπαρισσιού Δώστε μου την ουλή του αμάραντου τα μάγια Των αμπελιών των ξεροπόταμων και των μεγάλων τρούλων Της κλώστρας κοπελιάς Η γη ακουμπάει από τη μια μεριά στην όχθη των ονείρων σας Το «αντίο» το «έρχομαι» το «θα σου δώσω» Ακούστε με είμαι από τους δικούς σας δώστε μου ένα χέρι Σπηλιές υγείας θα το πιούνε στην υγεία του ήλιου Που ν' αγαπάει μεμιάς να κόβει τα ολόκληρα όνειρα Ο κόσμος θα 'ναι ή ο χαμός ή το διπλό ταξίδι Να κολυμπάει ελεύθερα στα νιάτα των νεφών. Εδώ στου ανέμου το σεντόνι εκεί στου απείρου τη θωριά. Η γη μιλάει κι ακούγεται απ' το ρίγος των ματιών.

Βίτσα τουλίπα μάγουλο της έγνοιας

53

Σπλάχνο δροσάτο της φωτιάς

Το κύμα της στεριάς είναι κι αυτό μεγάλο

Θα ρίξω ανάσκελα τον Μάη θα τον σφίξω στα μπράτσα μου

Το άγγιγμα του κορμιού είναι κι αυτό βαθύ

Θα τον δείρω τον Μάη θα τον σπαράξω.

Ο καιρός δεν είναι μάταιος στο γέλιο που σφαδάζει Από την όρεξη να μπει στο πάθος τ' ουρανού.

II ΠΡΑΣ1ΝΟ Μια μαχαιριά στου μήλου τα ψαχνά Μια πίκρα στο βρακί του φρέσκου αμύγδαλου Ένα πήδημα νερού μέσα στα πράσα

Θα μπω απ' την πόρτα που ένα φύλλο σκέτο υπερασπίζεται Θα μιμηθώ του έφηβου αλόγου τη βραχνάδα Θα δοκιμάσω τον σπασμό που σ' ανεβάζει ως τ' άστρα!

Και το κορίτσι που δεν μπήκε ακόμη ολάκερο στον έρωτα Μα κρατάει μες στην ποδιά του ένα στυφό δασάκι φρούτων. III ΚΙΤΡΙΝΟ Κορίτσι μου έχω στην καρδιά μια χλόη ανέγγιχτη Και μια βροχή νιογέννητο τριφύλλι Μα ο καταρράχτης που δεν χίμηξε είναι πιο βαθιά Πιο χαμηλά Και θα χιμήξει σαν θηρίο μέρας στον Απρίλη σου Όταν αγγίξω την πηγή κι όταν σε φάει ο ήλιος.

Νωρίς κοπέλες ροζακιές ρίξαν βεγγαλικές Φωνές και χρώματα ηχερά Στο μακρινό ξωκλήσι του πουνέντε... Χούγια και νταν! Ξεχύθηκεν απ' τις καμπάνες ο άνεμος Κι όλο το πέλαγο μακριά χούγια και νταν! χούγια και νταν!

Χόρτο στρωτό κρεβάτι Βοσκάει με τρελοκαμπανάκια... Σπίνου αυτί μελιού αλοιφή ανάσας καλωσόρισμα

54

Και παν αυτές τώρα γυμνές από τη μέση ως πάνω Με αλάργα ψάθα ρώγα κρεμεζιά νάζι από στάχυ Λοξό με πεταλούδα στο δεξί βυζί το αντάρτικο Τρεις τέσσερις δεκάξι ογδόντα ή εκατό Παν και μαλώνουν τα παιδιά της γης της χορτοαρχόντισσας Παν και φυσούν φούρκες φωτιάς με σάλπιγγες στ' αλώνια Καίνε σανό λιώνουν φλουριά θυμιάζουνε με ανθόσκονη Κρόκων τα στέρνα της στεριάς τόσο που τρέμει πια Μαίνεται από καναρινιές ριπές ο αιθέρας κι όλο αστράφτει Βράζει με θειάφι στο γιαλό με καλαμιές στον κάμπο... Κορίτσια μη! Με τι καρδιά να ορμήσουνε τ' αηδόνια! Μη! Με τι σκίρτημα νερού να βγούνε οι περγκολιές! Πως να χωρέσει ο ουρανός σε μια κοχύλα ρόδινη Κορίτσια πως να μαντευτεί απ' τα μάτια σας το φως!

IV

Σάστισαν πάνω οι άγγελοι και κάτω οι κοπελιές Σάστισαν πάνω οι πελαργοί και κάτω τα παγόνια Κι όλα μαζί συνάχτηκαν κι όλα μαζί την είδαν Κι όλα μαζί τη φώναξαν: Πορτοκαλένια! Μεθάει το κλήμα κι ο σκορπιός μεθάει ο κόσμος όλος Όμως της μέρας η κεντιά τον πόνο δεν αφήνει Τη λέει ο νάνος ερωδιός μέσα στα σκουληκάκια Τη λέει ο χτύπος του νερού μες στις χρυσοστιγμές Τη λέει κι η δρόσο στου καλού βοριά το απανωχείλι: Σήκω μικρή μικρή μικρή Πορτοκαλένια! Όπως σε ξέρει το φιλί κανένας δε σε ξέρει Μήτε σε ξέρει ο γελαστός Θεός Που με το χέρι του ανοιχτό στη φλογερή αντηλιά Γυμνή σε δείχνει στους τριανταδυό του ανέμους!

V Η ΠΟΡΤΟΚΑΛΕΝ1Α Στον Αντρέα Καμπά

Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει

ΑΝΟΙΧΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ Εύκολα που περνώ απ' τα μάτια σου στον ουρανό απ' το μανίκι του νερού στο πρόσωπο της θάλασσας απ' το μικρό σου δάχτυλο στου ζαφειριού το αστέρι Έλπιση φήμη του Φώτος έχταση απέραντη Ό,τι κοιτάω με τη ματιά με θρέφει.

Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια! Ό,τι κρατάω με την αφή με θρέφει Έτσι καθώς γλαυκόλαμψαν οι εφτά ουρανοί Έτσι καθώς άγγιξαν μια φωτιά τα κρύσταλλα Έτσι καθώς αστράψανε χελιδονοουρές

Σώμα του πόντου δροσερό ή αγέρας

55

Γλόμπος του άπιαστου ονείρου η κρύα σαπουνόφουσκα

Που φιλοδόξησαν ένα καμάρι επίγειο Άξαφνα πήρες τη βαφή του απείρου.

Της παρθενιάς σου η γεωγραφία που δε με μέλει Κι ένα μεταξωτό για τσαλαπάτημα Ένα καυκί καμπάνας γυάλινης για τους κουφούς Που ντύνουν με φελλό την πιο βαριά τους κούκλα. Η κούκλα μου είναι η κούκλα σου είναι η γαλαζούλα Ολόγυμνη που διασκεδάζει τρυπημένη με άστρα Και κάνει μπάνια στη νυχτιά και γαργαλάει τους γρύλους. Μα μήτε η στάλα της Αυγής πιωμένη απ' το γλαυκό Μήτε της πονηριάς του αηδονιού η ανάσταση Μήτε της σβούρας ο ίλιγγος μήτε η λιγοθυμιά

Τώρα καθώς πατάω μες στις πλαγιές Στα κουκουνάρια που φυσώντας έστρωσεν Άνεμος γητευτής με χείλια βαθυγάλαζα Καθώς γλιστράω στα τσάμια της κατηφοριάς Κι ανοίγω τα φτερά στο βλέμμα σου το απέραντο Καθώς ταιριάζω στου βοριά το στόμα μια υμνωδία Μου φέγγει ο κόλπος το βαθύ μουρμούρισμα της άμμου Και βλέπω ανθούς να πέφτουνε στα καθαρά νερά Φύκια μελαχρινά στου φλοίσβου το νανούρισμα Κανάτια υπομονετικά στου Αιγαίου τα παραθύρια. Και βλέπω ακόμα ένα και μόνο βαθύχρωμο πουλί Να πίνεται απ' το αίνιγμα της αγκαλιάς σου Όπως η νύχτα πίνεται από την αυγή Όπως η αίγλη από τις μορφές των αγαλμάτων.

Της ώρας που σκορπάει μες στο κενό τα πούπουλα Δεν πίνουν από την πηγή σου από την πηγή που λεν ελευτεριά. VII ΜΕΝΕΞΕΛΙ Σαν φέρετρο που προχωρεί ενώ κρυφά ο νεκρός VI Αφήνει ένα ρυάκι μενεξέδες πίσω του ΒΑΘΥ ΓΑΛΑΖΙΟ Κι η Αττική του σιγοψιθυρίζει καλησπέρα. Σε μάτιασαν οι νύφες του βυθού Οι λευκές του μαΐστρου ερινύες Ανάβοντας τη ζήλια του κορμιού Μα όταν γέλασαν οι ανυφάντρες του ήλιου

Σαν κηπουρός που τυραννιέται σκύβοντας

56

Μέσα στα συρματόσκοινα και τις εβραίισσες πέτρες

Τώρα, σαν από στεναγμό Θεού ένας ίσκιος μεγαλώνει,

Μα δεν ακούει το πάθος της νεραντζανθιάς

Τώρα, η αγωνία σκυφτή με χέρια κοκκαλιάρικα, Πιάνει και σβήνει ένα-ένα τα λουλούδια επάνω της, Μες στις χαράδρες όπου τα νερά σταμάτησαν Από λιμό χαράς κοίτουνται τα τραγούδια Βράχοι καλόγεροι με κρύα μαλλιά Κόβουνε σιωπηλοί της ερημιάς τον άρτο.

Όταν φοράει τον άνεμο και γνέφει με χορτάρια Πέρα στο σέλας των πλωτών βουνών Κι από το αχ του αμπελουργού τρομάζουνε τα σύννεφα...

Χειμώνας μπαίνει ως το μυαλό. Κάτι κακό Θ' ανάψει. Αγριεύει η τρίχα του αλογόβουνου, Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες τ' ουρανού. Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας

2

(1945)

Τώρα μες τα θολά νερά ένας ίσκιος νευριάζει.

1 Εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος, Που με τα μάτια μιας παρθένας άνοιγε ο καιρός, Καθώς εχιόνιζε απ' το σκούντημα της μυγδαλιάς ο αγέρας, Κι άναβαν στις κορφές των χόρτων καβαλάρηδες, Εκεί που χτύπαγεν η οπλή ενός πλάτανου λεβέντικου Και μια σημαία πλατάγιζε ψηλά γη και νερό, Που όπλο ποτέ σε πλάτη δεν εβάραινε Μα όλος ο κόπος τ' ουρανού, Όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα Πρωί στα πόδια του βουνού,

Ο άνεμος αρπαγμένος απ' τις φυλλωσιές Κάνει εμετό στη σκόνη του, Τα φρούτα φτύνουν το κουκκούτσι τους, Η γη κρύβει τις πέτρες της, Ο φόβος σκάβει ένα λαγούμι και τρυπώνει τρέχοντας Την ώρα που μες από τα ουράνια θάμνα Το ούρλιασμα της συννεφολύκαινας Σκορπάει στου κάμπου το πετσί θύελλα ανατριχίλας. Κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητο, Κι ύστερα πάει φρουμάζοντας στις νηστικές κοιλάδες, Κι ύστερα βάζει τους ανθρώπους ν' αντιχαιρετίσουνε: - φωτιά ή μαχαίρι!

Γι' αυτούς που με φωτιά ή μαχαίρι κίνησαν Κακό θ' ανάψει εδώ. Μην απελπίζεται ο σταυρός,

57

Μόνο ας προσευχηθούν μακριά του οι μενεξέδες!

3 Γι' αυτούς η νύχτα ήταν μια μέρα πιο πικρή, Λυώναν το σίδερο, μασούσανε τη γης Ο Θεός τους μύριζε μπαρούτι και μουλαροτόμαρο! Kάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα, Κάθε βροντή ένας άντρας χαμογελώντας αντίκρυ Στο θάνατο - κι η μοίρα ό,τι θέλει ας πει. Ξάφνου η στιγμή ξαστόχησε κι ήβρε το θάρρος Καταμέτωπο πέταξε θρύψαλα μες στον ήλιο, Κιάλια, τηλέμετρα, όλμοι κέρωσαν! Εύκολα σαν χασές που σκίστηκεν ο αγέρας! Εύκολα σαν πλεμόνια που άνοιξαν οι πέτρες! Το κράνος κύλησε από την αριστερή μεριά... Στο χώμα μόνο μια στιγμή κουνήθηκαν οι ρίζες, Ύστερα σκόρπισε ο καπνός κι η μέρα πήε δειλά Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια. Mα η νύχτα ανασηκώθηκε σαν πατημένη οχιά Μόλις σταμάτησε για λίγο μες στα δόντια ο θάνατος, Κι ύστερα χύθηκε μεμιάς ως τα χλωμά του νύχια!

4 Τώρα κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη, Μ' ένα σταματημένο αγέρα στα ήσυχα μαλλιά, Μ' ένα κλαδάκι λησμονιάς στ' αριστερό του αφτί,

Μοιάζει μπαξές που του' φυγαν άξαφνα τα πουλιά, Μοιάζει τραγούδι που το φίμωσαν μέσα στη σκοτεινιά, Μοιάζει ρολόι αγγέλου που εσταμάτησε Μόλις είπαν «γεια παιδιά!» τα ματοτσίνορα Κι η απορία μαρμάρωσε... Κείτεται απάνω στην τσουρουφλισμένη χλαίνη. Αιώνες μαύροι γύρω του Αλυχτούν με σκελετούς σκυλιών τη φοβερή σιωπή Κι οι ώρες που ξανάγιναν πέτρινες περιστέρες Ακούν με προσοχή· Όμως το γέλιο κάηκε, όμως η γη κουφάθηκε, Όμως κανείς δεν άκουσε την πιο στερνή κραυγή Όλος ο κόσμος άδειασε με τη στερνή κραυγή.

Κάτω απ' τα πέντε κέδρα, Χωρίς άλλα κεριά, Κείτεται στην τσουρουφλισμένη χλαίνη... Άδειο το κράνος, λασπωμένο το αίμα, Στο πλάι το μισοτελειωμένο μπράτσο, Κι ανάμεσα απ' τα φρύδια Μικρό πικρό πηγάδι, δακτυλιά της μοίρας, Μικρό πικρό πηγάδι κοκκινόμαυρο, Πηγάδι όπου κρυώνει η θύμηση! Ω! μην κοιτάτε, ω μην κοιτάτε από που τουΑπό που του' φυγε η ζωή. Μην πείτε πως Μην πείτε πως ανέβηκε ψηλά ο καπνός του ονείρου Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, έτσι λοιπόν η μια Έτσι λοιπόν η μια στιγμή, παράτησε την άλλη, Κι ο ήλιος ο παντοτεινός έτσι με μιας τον κόσμο!

5

58

Ήλιε, δεν ήσουν ο παντοτεινός; Πουλί, δεν ήσουν η στιγμή χαράς που δεν καθίζει; Λάμψη, δεν ήσουν η αφοβιά του σύγνεφου; Κι εσύ, περβόλι, ωδείο των λουλουδιών, Κι εσύ, ρίζα σγουρή, φλογέρα της μαγνόλιας! Έτσι καθώς τινάζεται μες στη βροχή το δέντρο Και το κορμί αδειανό μαυρίζει από τη μοίρα Κι ένας τρελός δέρνεται με το χιόνι Και τα δυο μάτια πάνε να δακρύσουν Γιατί, ρωτάει ο αϊτός, πού 'ναι το παλικάρι; Κι όλα τ' αητόπουλα απορούν πού 'ναι το παλικάρι! Γιατί, ρωτάει, στενάζοντας η μάνα, πού 'ναι ο γιος μου; Κι όλες οι μάνες απορούν πού να 'ναι το παιδί! Γιατί; ρωτάει ο σύντροφος, πού να 'ναι ο αδερφός μου; Κι όλοι του οι σύντροφοι απορούν πού να 'ναι ο πιο μικρός! Πιάνουν το χιόνι, καίει ο πυρετός. Πιάνουν το χέρι και παγώνει, Παν να δαγκάσουνε ψωμί, κ' εκείνο στάζει αίμα, Κοιτούν μακριά τον ουρανό κ' εκείνος μελανιάζει Γιατί γιατί γιατί γιατί να μη ζεσταίνει ο θάνατος Γιατί ένα τέτοιο ανόσιο ψωμί Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!..

6 Ήταν ωραίο παιδί. Την πρώτη μέρα που γεννήθηκε Σκύψανε τα βουνά της Θράκης να φανεί Στους ώμους της στεριάς το στάρι που αναγάλλιαζε· Σκύψανε τα βουνά της Θράκης και το φτύσανε Μια στο κεφάλι, μια στον κόρφο, μια μες το κλάμα του·

Βγήκαν Ρωμιοί με μπράτσα φοβερά Και το σηκώσαν στου βοριά τα σπάργανα... Ύστερα οι μέρες τρέξανε, παράβγαν στο λιθάρι, Καβάλα σε φοραδοπούλες χοροπήδηξαν Ύστερα κύλησαν Στρυμόνες πρωινοί Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες Κι ήρθαν από της γης τα πέρατα Οι πελαγίτες οι βοσκοί να παν των φλόκων τα κοπάδια Εκεί που βαθιανάσαινε μια θαλασσοσπηλιά, Εκεί που μια μεγάλη πέτρα εστέναζε! Ήταν γερό παιδί· Τις νύχτες αγκαλιά με τα νεραντζοκόριτσα Λέρωνε τις μεγάλες φορεσιές των άστρων Ήταν τόσος ο έρωτας στα σπλάχνα του Που έπινε μέσα στο κρασί τη γέψη όλης της γης Πιάνοντας ύστερα χορό μ' όλες τις νύφες λεύκες Ώσπου ν' ακούσει και να χύσ' η αυγή το φως μες στα μαλλιά του, Η αυγή που μ' ανοιχτά μπράτσα τον έβρισκε Στη σέλλα δυο μικρών κλαδιών να γρατσουνάει τον ήλιο Να βάφει τα λουλούδια Ή πάλι με στοργή να σιγονανουρίζει Τις μικρές κουκουβάγιες που ξαγρύπνησαν... Α τι θυμάρι δυνατό η ανασαιμιά του Τι χάρτης περηφάνιας το γυμνό του στήθος Όπου ξεσπούσαν λευτεριά και θάλασσα!... Ήταν γενναίο παιδί. Με τα θαμπόχρυσα κουμπιά και το πιστόλι του, Με τον αέρα του άντρα στην περπατηξιά, Και με το κράνος του - γιαλιστερό σημάδι (Φτάσανε τόσο εύκολα μες στο μυαλό που δεν γνώρισε κακό ποτέ του) Με τους στρατιώτες του ζερβά δεξιά Και την εκδίκηση της αδικίας μπροστά του.

59

-Φωτιά στην άνομη, φωτιά! Με το αίμα πάνω από τα φρύδια Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε Ύστερα λυώσαν χιόνι να ξεπλύνουν Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής Και το στώμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο, Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας. Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας Δεν έκλαψαν. Γιατί να κλάψουν; Ήταν γενναίο παιδί!

7 Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει. Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος Τίποτε. Μες στην παγωνιά κουρνιάζουν τα βουνά Γονατισμένα. Κι από τις χαράδρες βουίζοντας Απ' τα κεφάλια των νεκρών η άβυσσο ανεβαίνει... Δεν κλαίει πια ούτ' η Λύπη. Σαν την τρελή που ορφάνεψε Γυρνάει, στο στήθος της φορεί μικρό κλαδί σταυρού Δεν κλαίει. Μονάχ' από τα μελανά ζωσμένη Ακροκεραύνια Πάει ψηλά και στήνει μια πλάκα φεγγαριού Μήπως και δουν τον ίσκιο τους γυρνώντας οι πλανήτες Και κρύψουν τις αχτίδες τους Και σταματήσουν Εκεί στο χάος ασθμαίνοντας εκστατικοί!... Χιμάει, χτυπιέται ο άνεμος, ξαναχτυπιέται ο άνεμος, Σφίγγεται η ερημιά στον μαύρο της μποξά, Σκυφτή πίσω από μήνες - σύννεφα αφουκράζεται Τι να' ναι που αφουκράζεται σύννεφα - μήνες μακριά; Με τα κουρέλια των μαλλιών στους ώμους -αχ αφήστε την -

Μισή κερί μισή φωτιά μια μάνα κλαίει -αφήστε τηνΣτις παγωμένες άδειες κάμαρες όπου γυρνάει -αφήστε την! Γιατί δεν είναι η μοίρα χήρα κανενός Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν Τα περιβόλια για ν' ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι Το αίμα για να ξοδεύεται, ο αφρός για να χτυπά, Κι η λευτεριά για ν' αστραφτογεννιέται αδιάκοπα!

8 Πέστε λοιπόν στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο Τώρα πια που η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη Αν θέλει να μη χάσει από την περηφάνια του· Ή τότε πάλι με χώμα και νερό Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα! Πέστε στον ήλιο να' βρει ένα καινούριο δρόμο Μην καταπροσωπίσει πια ούτε μια μαργαρίτα Στη μαργαρίτα πέστε να' βγει μ' άλλη παρθενιά Μη λερωθεί από δάκτυλα που δεν της πάνε! Χωρίστε από τα δάχτυλα τ' αγριοπεριστέρια Και μην αφήστε ήχο να πει το πάθος του νερού Καθώς γλυκά φυσά ουρανός μες σ' αδειανό κοχύλι Μη στείλτε πουθενά σημάδι απελπισιάς Μόν' φέρτε από τις περιβόλες της παλικαριάς Τις ροδωνιές όπου η ψυχή του ανάδευε Τις ροδωνιές όπου η ανάσα του έπαιζε Μικρή τη νύφη χρυσαλλίδα Που αλλάζει τόσες ντυμασιές όσες ριπές το ατλάζι Στον ήλιο, σαν μεθοκοπούν χρυσόσκον' οι χρυσόμυγες Και παν με βιάση τα πουλιά ν' ακούσουνε απ' τα δέντρα Ποιου σπόρου γέννα στύλωσε το φημισμένο κόσμο!

60

9 Φέρτε καινούρια χέρια τι τώρα ποιος θα πάει Ψηλά να νανουρίσει τα μωρά των άστρων! Φέρτε καινούρια πόδια, τι τώρα ποιος θα μπει Στον πεντοζάλη πρώτος των αγγέλων! Καινούρια μάτια -Θε μου- τι τώρα πού θα παν Να σκύψουν τα κρινάκια της αγαπημένης! Αίμα καινούριο, τι με ποιο χαράς χαίρε θ' ανάψουν Και στόμα, στόμα δροσερόν από χαλκό κι αμάραντο, Τι τώρα ποιος στα σύννεφα θα πει «γεια σας παιδιά!» Mέρα, ποιος θ' αψηφίσει τα ροδακινόφυλλα; Νύχτα, ποιος θα μερέψει τα σπαρτά; Ποιος θα σκορπίσει πράσινα καντίλια μες στους κάμπους Ή θ' αλαλάξει θαρρετά κατάντικρυ απ' τον ήλιο, Για να ντυθεί τις θύελλες καβάλα σ' άστρωτο άλογο Και να γενεί Αχιλλέας των ταρσανάδων; Ποιος θ' ανεβεί στο μυθικό και μαύρο ερημονήσι Για ν' ασπαστεί τα βότσαλα Και ποιος θα κοιμηθεί Για να περάσει από τους Ευβοϊκούς του ονείρου Να βρει καινούρια χέρια, πόδια, μάτια Αίμα και λαλιά Να ξαναστυλωθεί στα μαρμαρένια αλώνια Και να ριχτεί -αχ τούτη τη φοράΚαι να ριχτεί του Χάρου με την αγιοσύνη του!

10 Ήλιος, φωνή χαλκού, κι άγιο μελτέμι Πάνω στα στήθη του όμοναν «Ζωή, να σε χαρώ!» Δύναμη εκεί πιο μαύρη δε χωρούσε

Μόνο με φως χυμένο από δαφνόκλαδο Κι ασήμι από δροσιά μόνον εκεί ο σταυρός Άστραφτε, καθώς χάραζε η μεγαλοσύνη Κι η καλοσύνη με σπαθί στο χέρι πρόβελνε Να πει μες απ' τα μάτια του και τις σημαίες τους «Ζω!» Γεια σου μωρέ ποτάμι οπού' βλεπες χαράματα Παρόμοιο τέκνο Θεού μ' ένα κλωνί ρογδιάς Στα δόντια να ευωδιάζεται από τα νερά σου· Γεια σου και συ χωριατομουσμουλιά που αντρείευες Κάθε που' θελε πάρει Αντρούτσος τα όνειρά του· Και συ βρυσούλα του μεσημεριού που έφτανες ως τα πόδια του Και συ κοπέλα που ήσουνα η Ελένη του Που ήσουνα το πουλί του, η Παναγιά του, η Πούλια του Γιατί και μια μόνο φορά μες στη ζωή αν σημάνει Αγάπη ανθρώπου ανάβοντας Άστρον απ' άστρο τα κρυφά στερεώματα Θα βασιλεύει πάντοτες παντού η θεία ηχώ Για να στολίζει με μικρές καρδιές πουλιών τα δάση Με λύρες από γιασεμιά τα λόγια των ποιητών Kι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει Κι όπου κακό κρυφό να το παιδεύει ανάβοντας!

11 Κείνοι που επράξαν το κακό - γιατί τους είχε πάρει Τα μάτια η θλίψη πήγαιναν τρικλίζοντας Γιατί τους είχε πάρει Τη θλίψη ο τρόμος χάνονταν μέσα στο μαύρο σύγνεφο Πίσω! και πια χωρίς φτερά στο μέτωπο Πίσω! και πια χωρίς καρφιά στα πόδια Χωρίς τέρατα σίδερα και κουτουλιές φωτιάς Eκεί που γδύν' η θάλασσα τ΄ αμπέλια και τα ηφαίστεια

61

Στους κάμπους της πατρίδας πάλι και με το φεγγάρι αλέτρι Στα βράχια της πατρίδας πάλι και με το μαντολίνο Ζάλογγο! Πίσω! Στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα Μυρίζοντας τη σάρκα κι όπου η τρικυμία βαστά Όσο ένα γιασεμί λευκό στο θέρος της γυναίκας! Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο Ζωή δεν είχαν πίσω τους μ' έλατα και με κρύα νερά Μ' αρνί, κρασί και τουφεκιά, βέργα και κληματόσταυρο Παππού δεν είχαν από δρυ κι από οργισμένο άνεμο Στο καραούλι δεκαοχτώ μερόνυχτα Με πικραμένα μάτια· Τους πήρε μαύρο σύγνεφο - δεν είχαν πίσω τους αυτοί Θειο μπουρλοτιέρη, πατέρα γεμιτζή Μάνα που να' χει σφάξει με τα χέρια της Ή μάνα μάνας που με βυζί γυμνό Χορεύοντας να' χει δοθεί στη λευτεριά του Χάρου! Kείνοι που επράξαν το κακό - τους πήρε μαύρο σύγνεφο Μα κείνος που τ' αντίκρυσε στους δρόμους τ' ουρανού Ανεβαίνει τώρα μοναχός και ολόλαμπρος!

Στράφτουν βαθιά οι λοφοσειρές Και πιο βαθιά τ' απρόσιτα όνειρα των βουνών της άνοιξης! Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος Τόσο πιωμένος από φως που φαίνεται η καρδιά του Φαίνεται μες στα σύννεφα ο Όλυμπος ο αληθινός Και στον αέρα ολόγυρα ο αίνος των συντρόφων.. Στους όχτους του μονοπατιού συνάζουνται τα ζώα Γρυλίζουν και κοιτάζουνε σα να μιλούνε Ο κόσμος όλος είναι αληθινά μεγάλος Γίγας που κανακεύει τα παιδιά του Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, λένε: το Πάσχα τ' ουρανού!

13 Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο -

Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Ανεβαίνει μοναχός και ολόλαμπρος...

Λένε γι' αυτόν που κάηκε μες στη ζωή Όπως η μέλισσα μέσα στου θυμαριού το ανάβρυσμα· Για την αυγή που πνίγηκε στα χωματένια στήθια Ενώ μηνούσε μιαν ημέρα πάλλαμπρη· Για τη νιφάδα που άστραψε μες στο μυαλό κι εσβήστη Τότες που ακούστηκε μακριά η σφυριγματιά της σφαίρας Και πέταξε ψηλά θρηνώντας η Αλβανίδα πέρδικα!

Λουλούδια αγοροκόριτσα του κρυφογνέφουνε Και του μιλούν με μια ψηλή φωνή που αχνίζει στον αιθέρα Γέρνουν και κατ' αυτόν τα δέντρα ερωτεμένα Με τις φωλιές χωμένες στη μασχάλη τους Με τα κλαδιά τους βουτηγμένα μες στο λάδι του ήλιου Θαύμα - τι θαύμα χαμηλά στη γη Άσπρες φυλές μ' ένα γαλάζιο υνί χαράζουνε τους κάμπους

Λένε γι' αυτόν που μήτε καν επρόφτασε να κλάψει Για τον βαθύ καημό του έρωτα της ζωής Που είχε όταν δυνάμωνε μακριά ο αγέρας Και κρώζαν τα πουλιά στου χαλασμένου μίλου τα δοκάρια Για τις γυναίκες που έπιναν την άγρια μουσική Στο παραθύρι ορθές σφίγγοντας το μαντίλι τους

12

62

- Κι έπνιγ' η βαρυσυννεφιά τα βουρκωμένα στήθη Για τις γυναίκες που απελπίζαν την απελπισιά Προσμένοντας ένα σημάδι μαύρο στην αρχή του κάμπου

Ύστερα, δυνατά πέταλα έξω απ' το κατώφλι Λένε για το ζεστό και αχάιδευτο κεφάλι του Για τα μεγάλα μάτια του όπου χώρεσε η ζωή Τόσο βαθιά, που πια να μην μπορεί να βγει ποτέ της!

Χαμένοι μες στης αμαρτίας τη μοναξιά· Γειτόνοι της καρδιάς του οι πόθοι φλέγονται· Πουλιά τον χαιρετούν, του φαίνονται αδερφάκια του Άνθρωποι τον φωνάζουν, του φαίνονται συντρόφοι του «Πουλιά, καλά πουλιά μου, εδώ τελειώνει ο θάνατος!» «Σύντροφοι, σύντροφοι καλοί μου, εδώ η ζωή αρχίζει!» Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γιαλίζει στα μαλλιά του

Μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο Αύριο, αύριο, αύριο: το Πάσχα του Θεού! 14 Τώρα χτυπάει πιο γρήγορα τ' όνειρο μες στο αίμα Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει: Ελευθερία. Έλληνες μες στα σκοτεινά δείχνουν τον δρόμο: ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος Η γη συνάζει ολόγυρα τους γαλαξίες των δέντρων της Και μες στη μέση τους γεννάει μια λίμνη με νερά Στεριές ιριδοχτυπημένες πέφτουν στα νερά Καράβια μ' ανοιχτά πανιά πλέουν μες στους λειμώνες Τα πιο αθώα κορίτσια Τρέχουν γυμνά στα μάτια των αντρών Κι η σεμνότη φωνάζει πίσω από το φράχτη Παιδιά! Δεν είναι άλλη γη ωραιότερη...

Η γη ετοιμάζει τα σεντόνια της: Αμάραντους πιο τρυφερούς κι από κουμπάκια αγγέλων Βολβούς πιο πράους στο μέτρημα κι από ίσκιους τ' ουρανού

Του κόσμου η πιο σωστή στιγμή σημαίνει! Λάμπει ψηλά ολομόναχο το ανεμαλώνι Με βήμα πρωινό στη χλόη που μεγαλώνει Ολοένα εκείνος ανεβαίνει· Τώρα λάμπουνε γύρω του οι πόθοι που ήταν μια φορά

Μολόχες ντύνονται και παν στους τάφους για κεριά Σφυρίζει ένα βαπόρι μακρινό που χάνεται.

63

Κι όπως με τρεις κλωστές καπνού λέει τον εσπερινό Ήρεμη στέγη με την καμινάδα της Μια νυχτερίδα πιάνεται μες στα μαλλιά της δύσης!

ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ (1959) Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλό δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες Εκεί μόνος αντίκρισα

τον κόσμο κλαίγοντας γοερά Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα Είδα τότε θυμάμαι τις τρεις Μαύρες Γυναίκες να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν λίγο λίγο σβήνοντας δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μου ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων: «Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη. Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας οι Εφτά Μπαλτάδες καταπώς η Καταιγίδα στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει

64

απαρχής πάλι ένα πουλί καθαρό παλιννοστούσε το αίμα και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου Τόσο εύλογο το Ακατανόητο Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί οστρακόδερμοι γενειοφόροι Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές γραμμές ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές μία μέσα στην άλλη στεριές μεγάλες που ένιωσα να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση

Τόσο ήταν αλήθεια που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες Ύστερα πιο νωχελικά οι λόφοι οι κατωφέρειες άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση τα λαγκάδια οι κάμποι κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί δυνατές πολύ παρορμήσεις Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό: ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος «Κάτι που να σου σταθεί βοηθός και αφού πεθάνεις» είπε Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια Εκεί μόνος απίθωσε κρήνες λευκές μαρμάρινες μύλους ανέμων τρούλους ρόδινους μικρούς και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες Κι επειδή συλλογίστηκεν ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες

65

σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια «Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε φλόμους κρόκους καμπανούλες όλων των ειδών της γης τ' αστέρια τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής και υπεροχή και δύναμη

ΑΥΤΟΣ

Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα και ομοίωσή μου: Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή και γαλήνιοι αμφορείς και λοξές δελφινιών ράχες η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος «Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε «Και πολλά τα λιόδεντρα που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου και πολλά τα τζιτζίκια

ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! που να μην τα νιώθεις όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου αλλά λίγο το νερό για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο μονάχο του ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική που κινούσα σε ξάγναντο να βγω (μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία) πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα Και είδα και θαύμασα

χωρίς κοπάδι για να το κάνεις φίλο σου και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα φτενό στα πόδια σου το χώμα για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα και να τραβάς του βάθους ολοένα και πλατύς επάνου ο ουρανός

66

για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»

Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω «Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση γνωρίζεις και πολλά μέλλει να μάθεις αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις

ΑΥΤΟΣ Θυμήσου: ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! τον αγχέμαχο Ζέφυρο το ερεβοκτόνο ρόδι τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά» Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά

«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να τον βλέπεις και να τον λαβαίνεις» είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά γρηγορότερα τρέχοντας κι από βροχή τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα: Να το σπαράγγι να ο ριθιός να το σγουρό περσέμολο το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι ο στύφνος και το μάραθο

Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια και μικρά και τετράγωνα με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο Κάτω απ' την κληματαριά ώρες εκεί ρέμβασα με μικρά μικρά τιτιβίσματα κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα: Να το πιπίνι να το λελέκι να το γυφτοπούλι ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα ήταν και ο μπόμπιρας εκεί και το αλογάκι που λεν της Παναγίας Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο

67

και πάλι δύο οι θάλασσες και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιέςκαι ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι

Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς Και είδα

αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα

Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες

η τριβίδα η λεία τ' αυτάκια των ανθών κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι

να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα και άλλες γράφοντας με κιμωλία λόγια παράξενα, αινιγματικά: ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων ή άλλα λόγια του Ιουλίου Σημαίνοντας οι έντεκα

ΑΥΤΟΣ πέντε οργιές του βάθους ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! πέρκες γοβιοί σπάροι με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους και σταυρούς θαλάσσης και λιγνές αμίλητες ανεμώνες και πιο ψηλά στα χείλη του νερού πεταλίδες τριανταφυλλιές ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο ψίθυρο των δέντρων

και μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες

68

«Ακριβά λόγια» μου είπε «όρκοι παλαιοί

έστησε τα χωριά των βράχων

που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων» Και σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα

Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σαν χαλαζίας Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει

Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός

ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας νύχτες και νύχτες το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή και ο κλήρος έπεσε στις βροχές κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια έτρεξα σαν τρελός στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα να δαγκάσουνε οι πνοές

«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις το δικό σου νόημα» είπε «Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει Τούτο μόνο να ξέρεις: Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει» Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα

«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου» Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε μέντα λεβάντα λουίζα

69

και μικρές πατημασιές αρνιών ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας

να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε

οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα και που επόθησα Υπαρκτή γυναίκα «Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή» και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο Τρικύμισα

ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

όπως κάβος πάτησα βαθιά που αέρα πήρανε οι σπηλιές Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο ν'ανεβαίνει Αβάδιστος είδα Ο Μέγας Κριός Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό ψιθύρισε όταν ρώτησα: - Τι το καλό; Τι το κακό; -Ένα σημείο Ένα σημείο και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων -Ένα σημείο Ένα σημείο και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε

με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου Δείχτης ήμουν εγώ Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών Μακρινές αστεροπές της Ίριδας «Όλα τούτα καιρός της αθωότητας ο καιρός του σκύμνου και του ροδαμού ο πολύ πριν την Ανάγκη» μου είπε Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο

70

Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε «Για να βλέπεις» είπε «από μέσα στο κορμί σου φλέβες κάλιο, μαγγάνιο και τ' αποτιτανωμένα παλαιά κατάλοιπα του έρωτα» Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως

στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός εξουσία και κλήρος της γενιάς μου. «Αλλά τώρα» είπε «η άλλη σου όψη ανάγκη ν' ανεβεί στο φως» και πολύ πριν με το νου μου βάλω ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει με τα χέρια εμπρός του σκύβοντας

η φωνή του γκιόνη κάποιου που είχε σκοτωθεί το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου μυστικά να διαβαίνουνε φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνει μια φοράν ακόμη Μια φοράν ακόμη

τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη και στο σώμα του ανθρώπου: το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενο το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του Άλλου Και η Νύχτα πανσές παλιάς πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου πήρε μέρος μέσα μου Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη μέσα στους ανθρώπους όπου ήχος άλλος κανείς

71

μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν τότε μόνο ενόησα που η σκέψη του Άλλου διαγώνια σαν ακμή γυαλιού και Ορθόν ως πέρα με χάραζε Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους αμίλητοι δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή εδώ κι αιώνες. «Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι και να μείνει αυτή.

της Τετρακτίδος. Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε «η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις» είπε «Ο καθείς και τα όπλα του» είπε Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό Πέρασε μέσα μου Έγινε αυτός που είμαι Η ώρα τρεις της νύχτας λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα ο πρώτος πετεινός Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία Πήρε όψη ο Ήλιος Ο Αρχάγγελος ο αεί δεξιά μου

ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού

72

Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε! Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

ΤΑ ΠΑΘΗ Α' Ιδού εγώ λοιπόν ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου· ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών και μύστης των φύλλων της ελιάς· ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος. Ιδού εγώ καταντικρύ του μελανού φορέματος των αποφασισμένων και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε, γαστέρας το άγγρισμα! Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά. Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα παρά βρύσες κρύες να τρέχουν Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά. Ο καθείς και τα όπλα του, είπα: Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω

Β' Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική· το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Όμηρου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου. Εκεί σπάροι και πέρκες ανεμόδαρτα ρήματα ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη. Εκεί ρόδια, κυδώνια θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια· και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας λυγαριά και σχίνο σπάρτο και πιπερόριζα

73

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων Τη γραμμή των χειλιών * ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι! Εκεί δάφνες και βάγια θυμιατό και λιβάνισμα τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια. Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα κνίσες, τσουγκρίσματα και Χριστός Ανέστη

Την άρθρωση σου 'δινε * Την αέρινη άσφαλτη *

Κι απ' την ίδια εκείνη * Άγνωστη φυλακή * Στον αιθέρα ερίζοντας *

με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων. Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

Πως για σένα τα αίματα * Στους αιώνες το πάλεμα * Η σαγήνη για σένα και *

Στα πνευστά των δέντρων * Δόρατα και σπαθιά * α' Μυστικά προστάγματα * Με την έκλαμψη πράσινων * Στον πηλό το στόμα * Και πάνω απ' την άβυσσο * Ρόδινο νεογνό * Κι από τότε σου πλάθε *

ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * μου ακόμη και σε ονόμαζε

74

αιωρούμενη γνώρισα στικτή πρώτη δροσιά ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ! βαθιά στα χαράματα και τον καπνό της κόμης και το λάμδα το έψιλον περπατηξιά

στιγμή μέσα μου ανοίγοντας

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΡΩΤΟ

φαιά κι άσπρα πουλιά ανέβηκαν κι ένιωσα

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

για σένα τα δάκρυα

Ξημερώνοντας τ' Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χιμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ' την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.

το φριχτό και το υπέροχο η ομορφιά

Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω και κρούοντας ο πυρρίχιος να λες άκουσα Εσύ και παρθενοβίωτα

που συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα γλυκά τριξίματα της γης, και δειλά συλλαβίζαμε το γάβγισμα του σκύλου ή τον αχό της μακρινής καμπάνας, να που ήταν ανάγκη, λέει, να γυρίσουμε στο μόνο αχολόι που ξέραμε: στο αργό και στο βαρύ των κανονιών, στο ξερό και στο γρήγορο των πολυβόλων.

αστέρων λόγια Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ' τον

75

άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ' ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετο, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ' την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ' αεροπλάνα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το 'χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. Τότες, χωμένοι μες στις ρεματιές, γέρναμε το κεφάλι από το μέρος το βαρύ, όπου δε βγαίνουνε όνειρα. Και τα πουλιά μας θύμωναν, που δε δίναμε τάχα σημασία στα λόγια τους - ίσως και που ασκημίζαμε χωρίς αιτία την πλάση. Άλλης λογής εμείς χωριάτες, μ' άλλω λογιώ ξινάρια και σιδερικά στα χέρια μας, που ξορκισμένα να 'ναι. Δώδεκα μέρες κιόλας, είχαμε μεις πιο πίσω στα χωριά κοιτάξει σε κατρέφτη, ώρες πολλές, το γύρο του προσώπου μας. Κι απάνω που συνήθιζε ξανά το μάτι μας τα γνώριμα παλιά σημάδια, και δειλά συλλαβίζαμε το χείλο το γυμνό ή το χορτάτο από τον ύπνο μάγουλο, να που τη δεύτερη τη νύχτα σάμπως πάλι αλλάζαμε, την τρίτη ακόμη πιο πολύ, την ύστερη, την τέταρτη, πια φανερό, δεν ήμασταν οι ίδιοι. Μόνε σαν να πηγαίναμε μπουλούκι ανάκατο, θαρρούσες, απ' όλες τις γενιές και τις χρονιές, άλλοι των τωρινών καιρών κι άλλοι πολλά παλιών, που 'χαν λευκάνει απ' τα περίσσια γένια. Καπεταναίοι αγέλαστοι με το κεφαλοπάνι, και παπάδες θεριά, λοχίες του '97 ή του '12, μπαλτζήδες βλοσυροί πάνου απ' τον ώμο σειώντας το πελέκι, απελάτες και σκουταροφόροι, με το αίμα επάνω τους ακόμη Βουργάρων και

Τούρκων. Όλοι μαζί, δίχως μιλιά, χρόνους αμέτρητους αγκομαχώντας πλάι πλάι, διαβαίναμε τις ράχες, τα φαράγγια, δίχως να λογαριάζουμε άλλο τίποτε. Γιατί, καθώς όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους τους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι στο Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα - έτσι κι εμείς επροχωρούσαμε ίσια πάνου σ' αυτό που λέγαμε Κατάρα, όπως θα λέγαμε Αντάρα ή Σύγνεφο. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή, το πιο συχνά, ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ' τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα, τόσο που καθαρά στο τέλος να διαβάζουμε το αργό και το βαρύ των κανονιών, το ξερό και το γρήγορο των πολυβόλων. Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν' απαντούμε απ' τ' άλλο μέρος να' ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Οϊ Οϊ, μάνα μου», «οϊ οϊ, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου. Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρομούσανε κρασί τα χνότα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.

76

Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.

Μόνο της θύρας χτύπημα * Μήτε σημάδι καν χεριού * Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ * Στων αδερφών τη μοιρασιά *

β'

Η πετροκόλλητη σαγή * των εκατό χρονώ φωνές

Νέος πολύ και γνώρισα *

στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός

Όχι του δάσους μία στιγμή *

στα βουνά τ' ανδροβάδιστα

Μόνο του σκύλου που αλυχτά *

και κείνων που ψυχορραγούν

Των χαμηλών σπιτιών καπνοί *

του κόσμου του άλλου η ταραχή

Η ανομολόγητη ματιά * των πελαργών μικρές κρωξιές Όχι που αργούν στον άνεμο *

και γρούζουν τα κηπευτικά

Πέφτει η γαλήνη σαν βροχή *

τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα

Μόνο του ζώου που σπαρταρά *

ο μαύρος γύρος των ματιών

Της Παναγίας δύο φορές *

και στην ποδιά των γυναικών

Στην πεδιάδα της ταφής * κι όταν ανοίξεις πια κανείς

77

στη λίγη πάχνη των μαλλιών γαληνεμό δεν έλαβα

Εκοιμήθηκα πάνω στην έγνοια της αυριανής ημέρας όπως ο στρατιώτης επάνω στο τουφέκι του. Και τα ελέη της νύχτας ερεύνησα όπως ο ασκητής το Θεό του.

μου δόθη ο κλήρος ο λειψός και το ζακόνι των φιδιών.

Από τον ιδρώτα μου έδεσαν διαμάντι και στα κρυφά μού αντικαταστήσανε την παρθένα του βλέμματος. Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή

Γ' Τον πλούτο δεν έδωκες ποτέ σ' εμένα τον ολοένα ερημούμενο από τις φυλές των Ηπείρων και απ' αυτές πάλι αλαζονικά, ολοένα, δοξαζόμενο! Έλαβε τον Βότρυ ο Βορράς και τον Στάχυ ο Νότος τη φορά του ανέμου εξαγοράζοντας

και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε και στερνά την πέτρα μου αφήσανε τρομερή ζωγραφιά μου. Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου. Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός τόσο βγαίνει πιο καθαρός ο χρησμός απ' την όψη μου:

και των δέντρων τον κάματο δύο και τρεις φορές ανόσια εξαργυρώνοντας. Άλλο εγώ πάρεξ το θυμάρι στην καρφίδα του ήλιου δεν εγνώρισα

ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ' ΑΓΑΛΜΑΤΑ!

και πάρεξ τη σταγόνα του νερού στ' άκοπα γένια μου δεν ένιωσα μα τραχύ το μάγουλο έθεσα στο τραχύτερο της πέτρας αιώνες κι αιώνες.

Δ'

78

Άλλου μάτια δεν είδα, δεν αντίκρισα παρά δάκρυα μέσα στο Κενό που αγκάλιαζα Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα πουθενά, ποτέ, να μου κρατείς το χέρι στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου! Πήραν άλλοι τη Γνώση και άλλοι την Ισχύ

παρά μπόρες μέσα στη γαλήνη που άντεχα. Τις ημέρες μου άθροισα και δε σε βρήκα και τα όπλα ζώστηκα και μόνος βγήκα στη βοή των γκρεμών και στων άστρων τον κυκεώνα μου!

το σκοτάδι με κόπο χαράζοντας και μικρές προσωπίδες, τη χαρά και τη θλίψη στη φθαρμένη την όψη αρμόζοντας. Μόνος, όχι εγώ, προσωπίδες δεν άρμοσα

γ΄

τη χαρά και τη θλίψη πίσω μου έριξα γενναιόδωρα πίσω μου έριξα Μόνος κυβέρνησα * την Ισχύ και τη Γνώση. Τις ήμερες μου άθροισα κι έμεινα μόνος. Είπαν άλλοι: γιατί; κι αυτός να κατοικήσει το σπίτι με τις γλάστρες και τη λευκή μνηστή.

Μόνος αποίκησα * Μόνος εκόλπωσα * Επάνω στον αγρό *

Άλογα τα πυρρά και τα μαύρα μού άναψαν γινάτι γι' άλλες, πιο λευκές Ελένες! Γι' άλλη, πιο μυστικήν αντρεία λαχτάρησα κι από κει που με μπόδισαν, ο αόρατος, κάλπασα

Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * Επυροβόλησα την ερημιά * Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά *

στους αγρούς τις βροχές να γυρίσω και το αίμα πίσω να πάρω των νεκρών μου των άθαφτων! Είπαν άλλοι: γιατί; κι εκείνος να γνωρίσει κι εκείνος τη ζωή μέσα στα μάτια του άλλου.

Και είπα: δε θα 'ναι το Άδικο * Το χέρι των σεισμών * Το χέρι των έχτρων *

79

Μία και δύο * Μου, εφρένιασαν εχάλασαν * Θεμελίωσα τα σπίτια μου * Μία και δύο * Πήρα και στεφανώθηκα * Προδόθηκα κι απόμεινα * Πάρθηκα και πατήθηκα *

Το στάρι που ευαγγέλισα * τη θλίψη μου

Το μήνυμα που σήκωνα *

τον εγκαταλειμμένο Μάιο τις ευωδιές

Μόνος απέλπισα *

με τις αλκυονίδες

Μόνος εδάγκωσα *

βαυκάλισα τους λόφους

Μόνος εκίνησα *

με κόκκινο!

Ταξίδι σαν της σάλ *

βαθύτερη από την κραυγή

Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση *

τιμιότερο απ' το αίμα!

Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό *

το χέρι των λιμών

Είπα: με μόνο το σπαθί *

το χέρι των δικών

Και είπα: με μόνο το Άσπιλο *

ερήμαξαν αφάνισαν

Στο πείσμα των σεισμών *

και τρεις φορές

Στο πείσμα των εχτρών *

στον κάμπο μόνος

Μου, ανάντισα κρατήθηκα *

σαν κάστρο μόνος

80

τ' άντεξα μόνος! ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΔΕΥΤΕΡΟ το θάνατο μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα

ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ

για το μακρύ

Τις ημέρες εκείνες έφτασαν επιτέλους υστέρα από τρεις σωστές εβδομάδες οι πρώτοι στα μέρη μας ημιονηγοί. Και έλεγαν πολλά για τις πολιτείες που διάβηκαν, Δέλβινο, Άγιοι Σαράντα, Κορυτσά. Και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε. Ότι δεν ήταν συνηθισμένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

πιγγας μες στους αιθέρες! το ατσάλι κι η ατιμία και τ' άρματα του κρύου νερού θα παραβγώ τον νου μου θα χτυπήσω! στο πείσμα των λιμών στο πείσμα των δικών ψυχώθηκα κραταιώθηκα και τρεις φορές στη μνήμη μόνος

Και συνέβηκε τότες ένας απ' αυτούς να 'χει μαζί του κάτι παλιές εφημερίδες. Και διαβάζαμε όλοι απορημένοι, μόλο που το 'χαμε κιόλας ακουστά, πως επανηγύριζαν στην πρωτεύουσα και πως ο κόσμος εσήκωνε, λέει, ψηλά στα χέρια τους φαντάρους που γυρίζανε με άδειες από τα γραφεία της Πρέβεζας και της Άρτας. Και σημαίνανε όλη μέρα οι καμπάνες, και το βράδυ στα θέατρα λέγανε τραγούδια και παριστάνανε στη σκηνή τη ζωή μας για να χειροκροτά ο κοσμάκης. Βαριά σιωπή έπεσε ανάμεσό μας, επειδή κι η ψυχή μας είχε μήνες τώρα μέσα στις ερημιές αγριέψει, και, χωρίς να το λέμε, πολύ λογαριάζαμε τα χρόνια μας. Μάλιστα μια στιγμή δάκρυσε ο λοχίας ο Ζώης κι έκανε πέρα τα χαρτιά με τις είδησες του κόσμου, ανοίγοντας τα πέντε δάχτυλα καταπάνω τους. Και οι άλλοι εμείς δε λέγαμε τίποτε, μονάχα με τα μάτια τού δείχναμε κάτι σαν ευγνωμοσύνη.

την άλω μόνος το 'δρεψα μόνος!

Τότε ο Λευτέρης, που τύλιγε παρέκει τσιγάρο, καρτερικά, σαν να 'χε πάρει απάνω του την ανημπόρια ολάκερης της Οικουμένης, γύρισε και «Λοχία» είπε «τι βαρυγκομάς; Αυτοί που 'ναι ταγμένοι για τη ρέγγα και το χαλβά, σ' αυτά πάντοτε θα ξαναγυρίζουν. Και οι άλλοι

81

στα δεφτέρια τους που δεν έχουνε τελειωμό, και οι άλλοι στα κρεβάτια τους τα μαλακά που τα στρώνουν μα δεν τα ορίζουν. Αλλά κάτεχε ότι μονάχα κείνος που παλεύει το σκοτάδι μέσα του θα 'χει μεθαύριο μερτικό δικό του στον ήλιο». Και ο Ζώης: «Τι λοιπόν, θαρρείς ότι δεν έχω κι εγώ γυναίκα και χωράφια και βάσανα της καρδιάς, που κάθομαι και φυλάγω δωνά στις εξορίες;» Του αποκρίθηκε ο Λευτέρης: «Αυτά που δεν αγαπά κανείς, αυτά, λοχία μου, να φοβάται, τι τα 'χει από τα πριν χαμένα, κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του. Αλλά τα πράγματα της καρδιάς τρόπος δεν είναι να χαθούν, έννοια σου, και γι' αυτά οι εξορίες δουλεύουν. Αργά - γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα 'βρουν, θαν τα 'βρουν». Πάλι ρώτησε ο λοχίας ο Ζώης: «Και ποιος λες τάχα του λόγου σου ότι θαν τα 'βρει;» Τότε ο Λευτέρης, αργά, δείχνοντας με το δάχτυλο: «Εσύ κι εγώ κι ό,τι άλλο δείξει, αδερφέ μου, η ώρα ετούτη που μας ακούει».

δ' Ένα το χελιδόνι * Για να γυρίσει ο ήλιος * Θέλει νεκροί χιλιάδες * Θέλει κι οι ζωντανοί *

Θε μου Πρωτομάστορα *

Και ευθύς ακούστηκε στον αέρα η σκοτεινή σφυριγματιά της οβίδας που έφτανε. Και πέσαμε όλοι καταγής μπρούμυτα, πάνω στις σκάρπες, ότι γνωρίζαμε απόξω πια τα σημάδια του Αόρατου, και με τ' αυτί

Θε μου Πρωτομάστορα *

μας ορίζαμε από πριν το μέρος όπου θα 'σμιγε η φωτιά το χώμα ν' ανοίξει και να χυθεί. Και δεν επείραξε η φωτιά κανέναν. Κάτι μουλάρια μονάχα σηκώθηκαν στα πισινά τους ποδάρια και άλλα ταράχτηκαν και σκόρπισαν. Και μέσα στην κάπνα που κατακάθιζε θωρούσες να τρέχουνε πίσω τους χειρονομώντας οι άνθρωποι που τα 'χανε φέρει με κόπους ίσαμε κει. Και τα πρόσωπα τους χλωμά, και ξεφόρτωναν τη ρέγγα και το χαλβά κοιτάζοντας να ξετελέψουν μια ώρα αρχύτερα και να φύγουνε, ότι δεν ήτανε μαθημένοι και τους ετρόμαζε το βρόντισμα στα βουνά και το μαύρο γένι στη φαγωμένη την όψη μας.

Πάρθηκεν από Μάγους * Το' χουνε θάψει σ' ένα * Σ' ένα βαθύ πηγάδι * Μύρισε το σκότα *

Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *

82

Σάλεψε σαν το σπέρμα *

δι κι όλη η Άβυσσο.

Το φοβερό της μνήμης * Κι όπως δαγκώνει αράχνη *

μέσα στις πασχαλιές και Συ

Έλαμψαν οι γιαλοί *

μύρισες την Ανάσταση!

Θε μου Πρωτομάστορα *

σε μήτρα σκοτεινή

Θε μου Πρωτομάστορα * κι η Άνοιξη ακριβή

έντομο μες στη γη δάγκωσε το φως

θέλει δουλειά πολλή κι όλο το πέλαγος. να 'ναι στους Τροχούς να δίνουν το αίμα τους. μ' έζωσες τις ακρογιαλιές στα βουνά με θεμέλιωσες! μ' έχτισες μέσα στα βουνά μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!

Ε' το σώμα του Μαγιού μνήμα του πελάγου το 'χουνε κλειστό

Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος.

83

ς' Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Ταράζεται ο καιρός κι απ' τα πόδια τις μέρες κρεμάζει αδειάζοντας με πάταγο τα οστά των ταπεινωμένων. Ποιοι, πώς, πότε ανέβηκαν την άβυσσο; Ποιες, ποιών, πόσων οι στρατιές; Τ' ουρανού το πρόσωπο γυρίζει κι οι εχθροί μου έφυγαν μακριά. Μνήμη του λαού μου σε λένε Πίνδο και σε λένε Άθω. Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον άντρα γνωρίζεις Εσύ μόνη απ' την κόψη της πέτρας μιλάς Εσύ την όψη των αγίων οξύνεις κι εσύ στου νερού των αιώνων την άκρη σύρεις πασχαλιάν αναστάσιμη! Αγγίζεις το νου μου και πονεί το βρέφος της Άνοιξης! Τιμωρείς το χέρι μου και στα σκότη λευκαίνεται! Πάντα πάντα περνάς τη φωτιά για να φτάσεις τη λάμψη. Πάντα πάντα τη λάμψη περνάς για να φτάσεις ψηλά τα βουνά τα χιονόδοξα. Όμως τι τα βουνά; Ποιος και τι στα βουνά; Τα θεμέλιά μου στα βουνά και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στον ώμο τους και πάνω τους η μνήμη καίει άκαυτη βάτος!

Ο ποιητής των νεφών και των κυμάτων κοιμάται μέσα μου! Στη θηλή της θύελλας τα σκοτεινά του χείλη και η ψυχή του πάντοτε με της θαλάσσης το λάχτισμα πάνω στα πόδια του όρους! Ξεριζώνει δρυς και δριμύς κατεβαίνει ο θρηίκιος. Μικρά καράβια στου κάβου το γύρισμα ξάφνου μπατάρουν και χάνονται. Και πάλι προβαίνουν ψηλά μες στα νέφη απ' την άλλη μεριά του βυθού. Στις άγκυρες έχουν κολλήσει τα φύκια στα γένια θλιμμένων αγίων. Ωραίες αχτίδες γύρω στην όψη την άλω του πόντου δονούν. Νηστικοί κατά κει τ' άδεια μάτια γυρίζουν οί γέροντες Κι οι γυναίκες τη μαύρη σκιά τους επάνω στον άχραντο ασβέστη φορούν. Μαζί τους εγώ, το χέρι κινώ Ποιητής των νεφών και των κυμάτων! Στον σεμνό τενεκέ με το χρώμα βουτώ τα πινέλα μαζί τους και βάφω: Τα καινούρια σκαριά τα χρυσά και τα μαύρα εικονίσματα!

84

Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας αϊ-Μιαούλη!

στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας. Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

Βοηθός και σκέπη μας άγια-Μαντώ! Ούτε καν ένα χνάρι Θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε· ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει. Ζ' Ήρθαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου το παμπάλαιο χώμα πατώντας. Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους. Έφεραν τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη Βίβλους γραμμάτων και αριθμών

Έφτασαν ντυμένοι «φίλοι» αμέτρητες φορές οι εχθροί μου τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας. Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε παρά μόνο σίδερο και φωτιά. Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά. Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

την πάσα Υποταγή και Δύναμη το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας. Η' Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους. Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι· ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές. Έστησαν και θεμέλιωσαν στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα πύργους κραταιούς κι επαύλεις ξύλα και άλλα πλεούμενα τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα

Ήρθαν με τα χρυσά σιρίτια τα πετεινά του Βορρά και της Ανατολής τα θηρία! Και τη σάρκα μου στα δύο μοιράζοντας και στερνά στο συκώτι μου επάνω ερίζοντας έφυγαν. «Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας

85

και για μας της φήμης ο καπνός

της πνοής σου παίγνιο και το κράτος και τη βασιλεία του!

αμήν.» Και την ηχώ σταλμένη από τα περασμένα όλοι ακούσαμε και γνωρίσαμε. Την ηχώ γνωρίσαμε και ξανά με στεγνή φωνή τραγουδήσαμε: Για μας, για μας το ματωμένο σίδερο

ε' Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων *

κι η τριπλά εργασμένη προδοσία. Για μας η αυγή στο χάλκωμα

Που να βρω την ψυχή μου *

και τα δόντια τα σφιγμένα ως την ώρα την ύστερη ο δόλος και τ' αόρατο γάγγαμο. Λυπημένες μυρσίνες * Για μας το σύρσιμο στη γης ο κρυφός όρκος μες στα σκοτεινά των ματιών η απονιά κι η ποτέ καμιά, καμιά ποτέ Ανταπόδοση. Αδελφοί μας εγέλασαν! «Γι' αυτούς» είπαν «ο καπνός της θυσίας και για μας της φήμης ο καπνός αμήν.»

Μου ράντισαν την όψη * Που να βρω την ψυχή μου *

Οδηγέ των ακτινών * Αγύρτη που γνωρίζεις * Που να βρω την ψυχή μου *

Αλλά συ μες στο χέρι μας το λύχνο του άστρου με το λόγο σου άναψες, του αθώου στόμα θύρα της Παράδεισος! Την ισχύ του καπνού στο μέλλον βλέπουμε

Τα κορίτσια μου πένθος * Τ' αγόρια μου τουφέκια *

86

Που να βρω την ψυχή μου *

το μέλλον μίλησέ μου το τετράφυλλο δάκρυ!

Εκατόγχειρες νύχτες * Τα σπλάχνα μου αναδεύουν *

για τους αιώνες έχουν

Που να βρω την ψυχή μου *

κρατούν και δεν κατέχουν το τετράφυλλο δάκρυ!

Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων *

μες στο στερέωμα όλο

Που να βρω την ψυχή μου * στους ουρανούς εβγήκα

Αυτός ο πόνος καίει το τετράφυλλο δάκρυ!

στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ! στους ουρανούς γυρίζω στη μόνη ακτή του κόσμου ασημωμένες ύπνο το τετράφυλλο δάκρυ! Φυσώ και μόνος πάω το τετράφυλλο δάκρυ! ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΡΙΤΟ και των κοιτώνων Μάγε

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ

87

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που 'λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ' τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να 'ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ' ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ' απ' την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.

ς'

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * μη παρακαλώ σας μη *

Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * και τα σπίτια πιο λευκά *

Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * στον αιθέρα στέκει να *

Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * μόνο πένθος αχ παντού *

Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τους παλιούς φίλους καλώ *

88

Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί *

κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί

και στον έναν ο άλλος μπαί *

νουν εναντίον οι άνεμοι!

Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ *

και μυρσίνη συ δοξαστική

μη παρακαλώ σας μη * και μυρσίνη συ δοξαστική λησμονάτε τη χώρα μου!

λησμονάτε τη χώρα μου!

στα ηφαίστεια κλήματα σειρά στου γλαυκού το γειτόνεμα!

Θ΄ Αυτός είναι ο πάντοτε αφανής δικός μας Ιούδας!

της Ευρώπης λίγο αν ακουμπά και στη θάλασσα μόνη της!

και δικού της μήτε αγάπη μια και το φως ανελέητο!

Θύρες επτά τον καλύπτουνε και στρατιές επτά παχύνονται στη διακονία του. Μηχανές αέρος τον απάγουνε και βαρύν από γούνα και ταρταρούγα στα Ηλύσια μέσα και στους Λευκούς Οίκους τον αποθέτουνε. Και γλώσσα καμιά δεν έχει, επειδή όλες δικές του -

τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό

Και γυναίκα καμιά, επειδή όλες δικές του ο Παντοδύναμος!

με φοβέρες και μ' αίματα!

89

Θαυμάζουν οι αφελείς και σιμά στη λάμψη του κρυστάλλου χαμογελούν οι μαυροφορεμένοι και σκιρτούν των άντρων του Λυκαβηττού οι ημίγυμνες τίγρισσες! Αλλά πόρος κανείς για να περάσει ο ήλιος τη φήμη του στο μέλλον Και ημέρα Κρίσεως καμιά, επειδή εμείς αδελφοί, εμείς η μέρα της Κρίσεως και δικό μας το χέρι που θ' αποθεωθεί -

που εμπιστεύεται μόνον το σώμα του και το μέγα μυστήριο στ' αγκαθόφυλλα μέσα του ήλιου αναζητεί αυτός είναι ο απόβλητος από τις αγορές του αιώνος! Επειδή νου δεν έχει κι από ξένα δάκρυα κέρδος δε βγάνει και στο θάμνο που καίει την αγωνία μας μοναχά καταδέχεται να ουρεί.

καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια! Ο αντίχριστος και ανάλγητος δαιμονιστής του αιώνος! Που όταν όλοι εμείς πενθούμε Ι΄ Καταπρόσωπό μου εχλεύασαν οι νέοι Αλεξανδρείς: ιδέστε, είπαν, ο αφελής περιηγητής του αιώνος! Ο αναίσθητος που όταν όλοι εμείς θρηνούμε αυτός αγαλλιά

αυτός ηλιοφορεί. Και όταν όλοι σαρκάζουμε ιδεοφορεί. Και όταν ειρήνη αγγέλλουμε μαχαιροφορεί. Καταπρόσωπό μου οι νέοι Αλεξανδρείς εχλεύασαν!

και όταν όλοι πάλι αγαλλιούμε αυτός αναίτια σκυθρωπάζει. Στις κραυγές μας μπροστά προσπερνά και αδιαφορεί και τα σ' εμάς αόρατα

ζ΄

με τ' αυτί στην πέτρα σοβαρός και μόνος προσέχει. Αυτός αυτός ο κόσμος * Ο χωρίς φίλον κανένα μήτε οπαδό

Των ήλιων και του κονιορτού *

90

Ο ευρέτης των ζωδιακών * Ο υφαντής των αστερισμών * Στην άκρη της εκλειπτικής * Στη χάση του θυμητικού * Αυτός ο ίδιος κόσμος * Αυτός ο ίδιος κόσμος * Κύμβαλο κύμβαλο *

Βούκινο βούκινο * ο ίδιος κόσμος είναι της τύρβης και του απόδειπνου

Αυτός αυτός ο κόσμος *

ο ασημωτής των βρύων

Ο σκυλεύοντας την ηδονή *

στο έβγα των ονείρων

Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς *

αυτός ο κόσμος είναι

Ο γαμψός, ο κυφός *

και μάταιο γέλιο μακρινό!

Τις νύχτες με τη σύριγγα * Στα σκύρα των πολιτειών *

ο ίδιος κόσμος είναι

Αυτός ο πλατυκέφαλος *

ο βιάζοντας τις κρήνες

Ο εκούσιος *

ο κάτω απ' τους Τυφώνες

Ο υιός Αγγείθ *

ο δασύς, ο πυρρός τις μέρες με τη φόρμιγγα

Αυτός αυτός ο κόσμος *

στους αρτεμώνες των αγρών

Της άμπωτης και του οργασμού *

αυτός ο μακρυκέφαλος

91

ο ακούσιος και ο Σολομών.

ο ίδιος κόσμος είναι των τύψεων και της νέφωσης ο τολμητίας των θόλων κι όσο που φτάνει η Χτίσις αυτός ο κόσμος είναι και μάταιο νέφος μακρινό!

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΤΕΤΑΡΤΟ

νε άνθρωποι με χυμένη την όψη στο μολύβι και τα μαλλιά ολόισα, ίδιο άχερο. Προστάζοντας να συναχτούν οι άντρες όλοι στο οικόπεδο με τις τσουκνίδες. Και ήταν αρματωμένοι από πάνου ως κάτου, με τις μπούκες χαμηλά στραμμένες κατά το μπουλούκι. Και μεγάλος φόβος έπιανε τα παιδιά, επειδή τύχαινε, σχεδόν όλα, να κατέχουνε κάποιο μυστικό στην τσέπη ή στην ψυχή τους. Αλλά τρόπος άλλος δεν ήτανε, και χρέος την ανάγκη κάνοντας, λάβανε θέση στη γραμμή, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη, το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα ξετυλίξανε γύρω τους το συρματόπλεγμα. Και κόψανε στα δύο τα σύγνεφα, όσο που το χιονόνερο άρχισε να πέφτει, και τα σαγόνια με κόπο κρατούσανε τα δόντια στη θέση τους, μήπως τους φύγουν ή σπάσουνε. Τότε, από τ' άλλο μέρος φάνηκε αργά βαδίζοντας να 'ρχεται Αυτός με το Σβησμένο Πρόσωπο, που σήκωνε το δάχτυλο κι οι ώρες ανατρίχιαζαν στο μεγάλο ρολόι των αγγέλων. Και σε οποίον λάχαινε να σταθεί μπροστά, ευθύς οι άλλοι τον αρπάζανε από τα μαλλιά και τον εσούρνανε χάμου πατώντας τον. Ώσπου έφτασε κάποτε η στιγμή να σταθεί και μπροστά στον Λευτέρη. Αλλά κείνος δε σάλεψε. Σήκωσε μόνο αργά τα μάτια του και τα πήγε μεμιάς τόσο μακριά - μακριά μέσα στο μέλλον του - που ο άλλος ένιωσε το σκούντημα κι έγειρε πίσω με κίντυνο να πέσει. Και σκυλιάζοντας, έκανε ν' ανασηκώσει το μαύρο του πανί, ναν του φτύσει κατάμουτρα. Μα πάλι ο Λευτέρης δε σάλεψε.

ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΊΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ

Μιαν από τις ανήλιαγες μέρες εκείνου του χειμώνα, ένα πρωί Σαββάτου, σωρός αυτοκίνητα και μοτοσικλέτες εζώσανε τον μικρό συνοικισμό του Λευτέρη, με τα τρύπια τενεκεδένια παράθυρα και τ' αυλάκια των οχετών στο δρόμο. Και φωνές άγριες βγάνοντας, εκατεβήκα-

Πάνω σ' εκείνη τη στιγμή, ο Μεγάλος Ξένος, αυτός που ακολουθούσε με τα τρία σιρίτια στο γιακά, στηρίζοντας στη μέση τα χέρια του, κάγχασε: ορίστε, είπε, ορίστε οι άνθρωποι που θέλουνε, λέει, ν' αλλάξουνε την πορεία του κόσμου! Και μη γνωρίζοντας ότι έλεγε την αλήθεια ο δυστυχής, καταπρόσωπο τρεις φορές του κατάφερε το μαστίγιο. Αλλά τρίτη φορά ο Λευτέρης δε σάλεψε. Τότε, τυφλός από τη λίγη πέραση που 'χε η δύναμη στα χέρια του, ο άλλος, μη γνωρίζοντας τι πράττει, τράβηξε το περίστροφο και του το βρόντηξε σύρριζα στο δεξί του αυτί.

92

Και πολύ τρομάξανε τα παιδιά, και οι άνθρωποι με το μολύβι στην όψη και το άχερο στα μαλλιά και τα κοντά μαύρα ποδήματα κέρωσαν. Επειδή πήγανε κι ήρθανε γύρω τα χαμόσπιτα, και σε πολλές μεριές το πισσόχαρτο έπεσε και φανήκανε μακριά, πίσω απ' τον ήλιο, οι γυναίκες να κλαίνε γονατιστές, πάνω σ' ένα έρμο οικόπεδο, γεμάτο τσουκνίδες και μαύρα πηχτά αίματα. Ενώ σήμαινε δώδεκα ακριβώς το μεγάλο ρολόι των αγγέλων.

Δάγκωσα τη μέρα * και δεν έσταξε ούτε σταγόνα πράσινο αίμα Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε τη θλίψη των φονιάδων Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας που όλο σκοτεινιάζει

η΄

Γύρισα τα μάτια. * δάκρυα γιομάτα

Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε ο μίτος του Θανάτου!

Ω πικρές γυναίκες * με το μαύρο ρούχο

κατά το παραθύρι παρθένες και μητέρες Και κοιτώντας έξω * καταχιονισμένα τα δέντρα των κοιλάδων Αδελφοί μου, είπα * ως κι αυτά μια μέρα κι αυτά θα τ' ατιμάσουν Προσωπιδοφόροι * μες στον άλλον αιώνα τις θηλιές ετοιμάζουν

Που σιμά στη βρύση * δίνατε να πιούνε στ' αηδόνια των αγγέλων Έλαχε να δώσει * και σ' εσάς ο Χάρος τη φούχτα του γεμάτη Μέσ' απ' τα πηγάδια * τις κραυγές τραβάτε αδικοσκοτωμένων

93

τα σπλάχνα των τεράτων Τόσο δεν αγγίζουν * η φωτιά με το άχτι

Γύρισα τα μάτια * δάκρυα γιομάτα

που πένεται ο λαός μου κατά το παραθύρι Του Θεού το στάρι * στα ψηλά καμιόνια το φόρτωσαν και πάει Μες στην έρμη κι άδεια * πολιτεία μένει το χέρι που μονάχα Με μπογιά θα γράψει * στους μεγάλους τοίχους ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Φώναξα στις πύλες * κι η φωνή μου πήρε τη θλίψη των φονιάδων Μες στης γης το κέντρο * φάνηκε ο πυρήνας που όλο σκοτεινιάζει Κι η αχτίδα του ήλιου * γίνηκε, ιδέστε ο μίτος του Θανάτου!

Φύσηξεν η νύχτα * σβήσανε τα σπίτια κι είναι αργά στην ψυχή μου Δεν ακούει κανένας * όπου κι αν χτυπήσω η μνήμη με σκοτώνει Αδελφοί μου, λέει * μαύρες ώρες φτάνουν ο καιρός θα δείξει Των ανθρώπων έχουν * οι χαρές μιάνει

ΙΑ'

Όπου, φωνάζω, και να βρίσκεστε, αδελφοί όπου και να πατεί το πόδι σας ανοίξετε μια βρύση τη δική σας βρύση του Μαυρογένη. Καλό το νερό

94

και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του. Δροσερός ο κρουνός θ' αγαλλιάσω. Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα μεγαλόφωνα το νου μου ν' απαγγείλει

και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του. Όπου και να πατεί το πόδι σας, φωνάζω ανοίξετε, αδελφοί μια βρύση ανοίξετε τη δική σας βρύση του Μαυρογένη!

ευανάγνωστα να γίνουν τα σωθικά μου. Δεν μπορώ η αγχόνη τα δέντρα μου εξουθένωσε και τα μάτια μαυρίζουν. Δεν αντέχω και τα σταυροδρόμια που ήξερα έγιναν αδιέξοδα. Σελδζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν. Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν. Σκυλοκοίτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον. Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί όπου και να θολώνει ο νους σας μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη. Καλό το νερό

ΙΒ'

Και στα βαθιά μεσάνυχτα, στους ορυζώνες του ύπνου άπνοια που με τυραννά και κακό κουνούπι της Σελήνης! Τα σεντόνια παλεύω και τα μάτια πηχτά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω: Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό σύρετέ μου στα μάτια ένα δελφίνι Στα μάτια ένα δελφίνι σύρετέ μου να 'ναι ταχύ, κι ελληνικό, και να 'ναι η ώρα έντεκα! Να περνά και να σβήνει την πλάκα του βωμού και ν' αλλάζει το νόημα του μαρτυρίου Οι αφροί του λευκοί ν' αναπηδούν επάνω τον Ιέρακα και τον Ιερέα να πνίξουν!

95

Κουστωδίες γεμίσανε τα μάτια μου, πού να κοιτάξω; Να περνά και να λύνει το σχήμα του Σταυρού και στα δέντρα το ξύλο να επιστρέφει Ο βαθύς τριγμός να μου θυμίζει ακόμη ότι αυτός που είμαι, υπάρχω! Η ουρά του η πλατιά να μου αυλακώνει από δρόμο ανεχάραγο τη μνήμη Και στον ήλιο πάλι να με αφήνει σαν αρχαίο χαλίκι των Κυκλάδων! Τα σεντόνια παλεύω και τα χέρια τυφλά στο σκοτάδι μάταια δοκιμάζω: Άνεμοι γέροντες γενειοφόροι των παλαιών μου θαλασσών φρουροί και κλειδοκράτορες εσείς που κατέχετε το μυστικό στην καρδιά την Τρίαινα χτυπήσετέ μου και σταυρώσετέ μου την με το δελφίνι Το σημείο που είμαι αλήθεια ο ίδιος με την πρώτη νεότητα ν' ανεβώ στο γλαυκό τ' ουρανού - κι εκεί να εξουσιάσω!

Γιοι των ανθρώπων, τι να πω; Τα φριχτά σηκώνει η γης κι η ψυχή τα φριχτότερα! Εύγε πρώτη νεότης μου και αδάμαστο χείλι που το βότσαλο δίδαξες της τρικυμίας και στις μπόρες μέσα, της βροντής αντιμίλησες Εύγε πρώτη νεότης μου! Τόσο χώμα στις ρίζες μου έριξες, που κι η σκέψη μου χλόισε! Τόσο φως μες στο αίμα, που κι η αγάπη μου πήρε το κράτος και το νόημα τ' ουρανού. Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη και στα χέρια του Θανάτου άχρηστο σκεύος και στα νύχια των αγροίκων, λεία κακή. Γιοι των ανθρώπων, να φοβούμαι τι; Πάρετέ μου τα σπλάχνα, τραγούδησα! Πάρετέ μου τη θάλασσα με τους άσπρους βοριάδες το πλατύ το παράθυρο γεμάτο λεμονιές τα πολλά κελαηδίσματα, και το κορίτσι το ένα που και μόνον αν άγγιξα η χαρά του μού άρκεσε πάρετέ μου, τραγούδησα! Πάρετέ μου τα όνειρα, πώς να διαβάσετε;

ΙΓ'

Πάρετέ μου τη σκέψη, πού να την πείτε; Καθαρός είμαι απ' άκρη σ' άκρη. Ανομίες εμίαναν τα χέρια μου, πώς να τ' ανοίξω;

96

Με το στόμα φιλώντας εχάρηκα το παρθένο κορμί. Με το στόμα φυσώντας χρωμάτισα τη δορά του πελάγους. Τις ιδέες μου όλες ενησιώτισα. Στη συνείδηση μου έσταξα λεμόνι.

ΙΔ'

Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδίας μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Μαΐστρος με το μυτερό του σάνταλο

Ναοί στο σχήμα τ' ουρανού και κορίτσια ωραία με το σταφύλι στα δόντια που μας πρέπατε! Πουλιά το βάρος της καρδιάς μας ψηλά μηδενίζοντας και πολύ γαλάζιο που αγαπήσαμε! Φύγανε φύγανε ο Ιούλιος με το φωτεινό πουκάμισο και ο Αύγουστος ο πέτρινος με τα μικρά του ανώμαλα σκαλιά.

και ο Γραίγος ο ασυλλόγιστος με τα λοξά του κόκκινα πανιά. Φύγανε και βαθιά κάτω απ' το χώμα συννέφιασε ανεβάζοντας χαλίκι μαύρο και βροντές, η οργή των νεκρών και αργά στον άνεμο τρίζοντας εγυρίσανε πάλι με το στήθος μπροστά φοβερά, των βράχων τ' αγάλματα!

Φύγανε και στα μάτια μέσα των βυθών ανερμήνευτος έμεινε ο αστερίας και στα βάθη μέσα των ματιών ανεπίδοτο έμεινε το ηλιοβασίλεμα! Και των ανθρώπων η φρόνηση έκλεισε τα σύνορα. Τείχισε τις πλευρές του κόσμου και από το μέρος τ' ουρανού σήκωσε τις εννέα επάλξεις και στην πλάκα επάνω του βωμού σφαγίασε το σώμα τους φρουρούς πολλούς έστησε στις εξόδους.

θ'

Τις νεφέλες αφήνοντας * Ταξιδεύουν των βράχων

97

πίσω τους τ' αγάλματα

Αχ η πείνα μας έχει, παιδιά * την ψυχή σκοτεινιάσει!

Με το στήθος μπροστά σαν * Στους άνεμους μέσα τα ν' αμπώχνουνε μέλλοντα

Στων Εθνών τα κρυμμένα * Με το στάρι ετοιμάζουνε

Μην οι γύπες τα πάρουν κι αυτά * μυρωδιά και χιμήξουν!

εργοστάσια μέταλλα Το θεριό που δε θέλουνε * Και το στόμα του να

Η καμπάνα σημαίνοντας * Των χωριών τα κοπάδια

θρέφουνε γιγαντώνεται

θάνατο κατέβηκαν

Ώσπου πια να μη μείνει κανείς * και τα κόκαλα τρίξουν!

Στις πλαγιές που αγναντεύουν * Και φωνή τους ανέμους το πέλαγο ετάραξεν

Αλλά πριν στην κοιλάδα που *

98

Λες και στενών ο Άδης σπατάλησε σείστηκε εβόησε

Στα χαλάσματα κάρφωσε μια * παπαρούνα που λάμπει!

Των σπιτιών οι σκεπές * Και το θαύμα τ' ανέλπιστο ξεκαρφώθηκαν φάνηκαν

Αν ποτέ το γεράκι * Τη φωνή του προβάτου

Οι γυναίκες ν' ακούν σιωπηλά * στων βρεφών τους το κλάμα!

ξανάδινε που σπάραξε Με τ' αυτί στο χορτάρι * Των νεκρών την οργή

Η ζωή που το θάνατο * Σαν τον ήλιο γυμνή

θ' ακούγαμε πως γυμνάζεται

γεύτηκε ξαναγύρισε

Το σκοτάδι ν' αρπάξει μεμιάς * κι απ' την άλλη να δείξει!

Και μην έχοντας αχ άλλο * Η ζωή που τα πάντα τίποτε

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΠΕΜΠΤΟ

99

Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ Είπεν ο λαός μου: το δίκαιο που μου δίδαξαν έπραξα και ιδού αιώνες απόκαμα ν' απαντέχω γυμνός έξω από την κλειστή θύρα της αυλής των προβάτων. Γνώριζε τη φωνή μου το ποίμνιο και στην κάθε σφυριγματιά μου αναπηδούσε και βέλαζε. Άλλοι όμως, και πολλές φορές οι ίδιοι αυτοί που παινεύανε την καρτερία μου, από δέντρα και μάντρες πηδώντας, επατούσανε πρώτοι το πόδι αυτοί μες στη μέση της αυλής των προβάτων. Και ιδού πάντα γυμνός εγώ και χωρίς ποίμνιο κανένα, στέναξεν ο λαός μου. Και στα δόντια του γυάλισεν η αρχαία πείνα, και η ψυχή του έτριξε πάνω στην πίκρα της, καθώς που τρίζει επάνω στο χαλίκι το άρβυλο του απελπισμένου. Τότες αυτοί που κατέχουνε τα πολλά, ν' ακούσουνε τέτοιο τρίξιμο, τρόμαξαν. Επειδή το κάθε σημάδι καταλεπτώς γνωρίζουνε και, συχνά, μίλια μακριά διαβάζουνε στο συμφέρον τους. Παρευθύς λοιπόν τα πέδιλα τ' απατηλά ποδέθηκαν. Και μισοί πιάνοντας τους άλλους μισούς, από το 'να και τ' άλλο μέρος τραβούσανε, τέτοια λόγια λέγοντας: άξια και καλά τα έργα σας, και ορίστε αυτή που βλέπετε η θύρα η κλειστή της αυλής των προβάτων. Ασηκώστε το χέρι και μαζί σας εμείς, και φροντίδα δική μας η φωτιά και το σίδερο. Σπιτικά μη φοβάστε, φαμελιές μη λυπάστε, και ποτέ σε γιου ή πατέρα ή μικρού αδερφού τη φωνή, πίσω μην κάνετε. Ειδέ τύχει κανείς από σας κι ή φοβηθεί κι ή λυπηθεί κι ή κάνει πίσω, να ξέρει: επάνω του το κρίμα και κατά της δικής του κεφαλής η φωτιά που φέραμε και το σίδερο. Και το λόγο τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν' αλλάζει ο καιρός, μακριά στο μαυράδι των νεφών και σιμά στο κοπάδι των ανθρώπων. Σαν να πέρασε αγέρας χαμηλά βογκώντας και ν' απόριξε άδεια τα κορμιά, δίχως μια στάλα θύμηση. Το κεφάλι μπλάβο και άλαλο αψηλά στραμμένο, μα το χέρι βαθιά μέσα στην τσέπη, γραπωμένο από κομμάτι σίδερο, της φωτιάς ή απ' τ' άλλα, πόχουν τη μύτη σουγλερή και την κόψη αθέρα. Και βαδίζανε καταπάνου στον έναν ο άλλος, μη

γνωρίζοντας ο ένας τον άλλο. Και σημάδευε κατά πατέρα ο γιος και κατ' αδερφού μικρού ο μεγάλος. Που πολλά σπιτικά πομείνανε στη μέση, και πολλές γυναίκες απανωτά δυο και τρεις φορές μαυροφορέσανε. Και που αν έκανες να βγεις λιγάκι παραόξω, τίποτε. Μόνο αγέρας βουίζοντας μέσα στα μεσοδόκια, και στα λίγα καμένα λιθάρια μεριές μεριές οι καπνοί βοσκώντας τα κουφάρια των σκοτωμένων. Μήνες τριάντα τρεις και πλέον βάστηξε το Κακό. Που τη θύρα χτυπούσανε ν'ανοίξουνε της αυλής των προβάτων. Και φωνή προβάτου δεν ακούστηκε, παρεχτός επάνω στο μαχαίρι. Και φωνή θύρας ούτε, παρεχτός την ώρα που 'γερνε μες στις φλόγες τις υστέρες να καεί. Επειδή αυτός ο λαός μου η θύρα και αυτός ο λαός μου η αυλή και το ποίμνιο των προβάτων.

ι'

Της αγάπης αίματα * με πορφύρωσαν Και χαρές ανίδωτες * με σκιάσανε Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά * των ανθρώπων Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

100

Θεέ μου συ με θέλησες και να, σ' το ανταποδίδω Τη συγγνώμη δεν έδωσα Στ' ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε

την ικεσία δεν έστερξα την ερημιά την άντεξα σαν το χαλίκι.

Αμαρτία μου να 'χα * κι εγώ * μιαν αγάπη Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Τι, τι, τι άλλο μου μέλλεται; Τα κοπάδια των άστρων οδηγώ στην αγκάλη σου

Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου

κι η Αυγή, πριν προλάβω στα δίχτυα της τα 'χει μακριά παρασύρει

Την παρθένα ζωή μια * στιγμή * να φωτίσουν Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

που συ τη θέλησες! Λόφους με κάστρα και πελάγη με καρποφόρα

Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας «Ο που σ' είδε, στο αίμα * να ζει * και στην πέτρα» Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα Των φονιάδων το αίμα * με φως * ξεπληρώνω Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο.

ΙΕ'

στεριώνω στον άνεμο κι η καμπάνα τα πίνει, αργά, του δειλινού που συ τη θέλησες! Υψώνω χόρτα σαν να φωνάζω μ' όλα τα φρένα μου και να τα πάλι που καταπέφτουν από το κάμα του Ιουλίου που συ το θέλησες! Τι λοιπόν, τι άλλο, τι νέο μου μέλλεται; Ιδού που εσύ μιλείς κι εγώ αληθεύω. Σφεντονάω την πέτρα και βρίσκει επάνω μου. Ορυχεία βαθαίνω και τους ουρανούς εργάζομαι. Τα πουλιά κυνηγώ και στο βάρος τους χάνομαι. Θεέ μου συ με θέλησες και να, στο ανταποδίδω.

101

Τα στοιχεία που είσαι

και τρέμοντας εσήκωσα το θύμα στα χέρια μου

ημέρες και νύχτες ήλιοι κι αστέρες, θύελλες και γαλήνη

και του μίλησα τόσο απαλά που αργά τα μάτια του άνοιξαν και σταλάξανε τη δροσιά

ανατρέπω στην τάξη κι εναντίον τα βάζω του δικού μου θανάτου

στο χώμα που ήμουν ο ένοχος. Έριξα το σκοτάδι στο κρεβάτι του έρωτα

που συ τον θέλησες!

με του κόσμου τα πράγματα στο νου μου γυμνά και το σπέρμα μου τίναξα τόσο μακριά που αργά οι γυναίκες γύρισαν μες στον ήλιο και πόνεσαν και γεννήσανε πάλι τα ορατά.

Ις΄

Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω; Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές Ενωρίς εξύπνησα τις ηδονές ενωρίς τη λεύκα μου άναψα με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα εκεί μόνος την έστησα:

ενωρίς τη λεύκα μου άναψα με το χέρι μπροστά στη θάλασσα προχώρησα εκεί μόνος την έστησα: Φύσηξες και λαχτάρισαν τα σωθικά μου

Φύσηξες και με κύκλωσαν οι τρικυμίες ένα ένα μου πήρες τα πουλιά -

ένα ένα μού γύρισαν τα πουλιά!

Θεέ μου με φώναζες και πως να φύγω; Κοίταξα μες στο μέλλον τους μήνες και τα χρόνια που ξανά θα γυρίσουνε χωρίς εμένα και δαγκώθηκα τόσο βαθιά που αργά το αίμα μου ένιωσα ν' αναβλύζει ψηλά και να στάζει απ' το μέλλον μου. Έσκαψα μες στο χώμα την ώρα που ήμουν ο ένοχος

ια'

Θα καρώ Μοναχός * των θαλερών πραγμάτων Σεμνά θα υπηρετώ * την τάξη των πουλιών Στον όρθρο της Συκιάς * από τις νύχτες θα 'ρχομαι

102

Κατάδροσος * να φέρω στην ποδιά μου Το κυανό * το ρόδινο το μωβ Και τις γενναίες του νερού * ν' ανάβω Σταγόνες * ο γενναιότερος.

Που με τα δίκαια της ψυχής * μου θα 'χω Κηρύξει * ο δικαιότερος.

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ ΕΚΤΟ Εικονίσματα θα * 'χω τ' άχραντα κορίτσια Ντυμένα στου πελά * γους μόνο το λινό Θα δέομαι να πά * ρει της μυρτιάς το ένστικτο Η αγνότη μου * και τους μυώνες θηρίου Το ποταπό * το δύστροπο το αχνό Στα σφριγηλά μου σωθικά * να πνίξω Για πάντα * ο σφριγηλότερος.

Θα περάσουν καιροί * πολλών ανομημάτων Του κέρδους της τιμής * των τύψεων του δαρμού Λυσσώντας θα χιμάει * ο Βουκεφάλας του αίματος Τις άσπρες μου * λαχτάρες να λαχτίσει Την αντρειά * τον ερωτά το φως Και κραταιές όσφραίνοντάς * τις να χλιΜιντρίσει * ο κραταιότερος.

Αλλά τότε στις εξ * των υψωμένων κρίνων Που η κρίση μου θα κά * νει ρήγμα του Καιρού Η ενδέκατη εντολή * θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μου Ή θα 'ναι αυτός * ο κόσμος ή δε θα 'ναι Ο Τοκετός * η Θέωσις το Αεί

ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. -Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. -Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. -Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Αλλά πριν, ιδού, θα γίνουν οι ωραίοι που ναρκισσεύτηκαν στις τριόδους Φίλιπποι και Ροβέρτοι. Θα φορέσουν ανάποδα το δαχτυλίδι τους, και με καρφί θα χτενίσουνε

103

το μαλλί τους, και με νεκροκεφαλές θα στολίσουνε το στήθος τους,

της Αναστάσεως.

για να δελεάσουν τα γύναια. Και τα γύναια θα καταπλαγούν και θα στέρξουν. Για να έβγει αληθινός ο λόγος, ότι σιμά η μέρα όπου το κάλλος θα παραδοθεί στις μύγες της Αγοράς. Και θα αγαναχτήσει το κορμί της πόρνης μην έχοντας άλλο τι να ζηλέψει. Και θα γίνει κατήγορος η πόρνη σοφών και μεγιστάνων, το σπέρμα που υπηρέτησε πιστά, σε μαρτυρία φέρνοντας. Και θα τινάξει πάνουθέ της την κατάρα, κατά την Ανατολή το χέρι τεντώνοντας και φωνάζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα χρώματα του Υμηττού στη βάση την ιερή του Νέου Αστικού μας Κώδικα.

-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.

-Βλέπω τη μικρή Μυρτώ, την πόρνη από τη Σίκινο, στημένη πέτρινο άγαλμα στην πλατεία της Αγοράς με τις Κρήνες και τα ορθά Λεοντάρια. -Βλέπω τους έφηβους και βλέπω τα κορίτσια στην ετήσια Κλήρωση των Ζευγαριών. -Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.

Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ' ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ' ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ' ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι

-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών. -Βλέπω τις κανονιοφόρους του Έρωτα . Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει. Κουρεμένοι κατάδικοι θα χτυπήσουν την καραβάνα τους πάνω στα κάγκελα. Και θα αδειάσουν όλα τα εργοστάσια, και μετά πάλι με την επίταξη θα γεμίσουν, για να βγάλουνε όνειρα συντηρημένα σε κουτιά μυριάδες, και χιλιάδων λογιών εμφιαλωμένη φύση. Και θα 'ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα 'χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα 'ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ' ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν' αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!

ιβ'

104

Ανοίγω το στόμα μου * κι αναγαλλιάζει το πέλαγος Και παίρνει τα λόγια μου * στις σκοτεινές του σπηλιές Και στις φώκιες τις μικρές * τα ψιθυρίζει Τις νύχτες που κλαιν * των ανθρώπων τα βάσανα. Χαράζω τις φλέβες μου * και κοκκινίζουν τα όνειρα Και τσέρκουλα γίνονται * στις γειτονιές των παιδιών Και σεντόνια στις κόπε * λες που αγρυπνούνε Κρυφά για ν' ακούν * των ερώτων τα θαύματα Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * και κατεβαίνω στον κήπο μου Και θάβω τα πτώματα * των μυστικών μου νεκρών Και τον λώρο το χρυσό * των προδομένων Αστέρων τους κό * βω να πέσουν στην άβυσσο.

Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν ανάλαφρα πλάσματα με τους ιριδισμούς του πόλου στα μαλλιά και το πράο στο δέρμα χρυσάφισμα. Μες στα χόρτα προβαίνω, με το γόνατο πλώρη κι η ανάσα μου διώχνει απ' την όψη της γης τις στερνές τολύπες του ύπνου. Και τα δέντρα βαδίζουν στο πλάι μου, εναντίον του ανέμου. Μεγάλα μυστήρια βλέπω και παράδοξα: Κρήνη την κρύπτη της Ελένης. Τρίαινα με δελφίνι το σημάδι του Σταυρού. Πύλη λευκή το ανόσιο συρματόπλεγμα.

Σκουριάζουν τα. σίδερα * και τιμωρώ τον αιώνα τους Εγώ που δοκίμασα * τις μυριάδες αιχμές Κι από γιούλια και ναρκί * σσους το καινούριο Μαχαίρι έτοιμα * ζω που αρμόζει στους Ήρωες.

Γυμνώθω τα στήθη μου * και ξαπολυούνται οι άνεμοι Κι ερείπια σαρώνουνε * και χαλασμένες ψυχές Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * τής καθαρίζουν Τη γη, να φάνουν * τα Λιβάδια τα Πάντερπνα!

ΙΖ'

Όθε με δόξα θα περάσω. Τα λόγια που με πρόδωσαν και τα ραπίσματα έχοντας γίνει μυρτιές και φοινικόκλαρα: Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Ηδονή καρπού βλέπω τη στέρηση. Ελαιώνες λοξούς με γαλάζιο ανάμεσα στα δάχτυλα τους χρόνους της οργής πίσω απ' τα σίδερα. Και γιαλόν απέραντο, από μαγγανεία ωραίων ματιών βρεμένο τον βυθό της Μαρίνας. Όπου αγνός θα περπατήσω. Τα δάκρυα που με πρόδωσαν και οι ταπεινώσεις έχοντας γίνει πνοές και ανέσπερα πουλιά:

105

Ωσαννά σημαίνοντας ο ερχόμενος! Σε χώρα μακρινή και αναμάρτητη τώρα πορεύομαι.

στων ηφαιστείων το στήθος και στο κλήμα των παρθένων. Ιδού ας ακολουθήσουνε τα βήματα μου! Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα το χέρι του Θανάτου

ΙΗ'

αυτό χαρίζει τη Ζωή και ο ύπνος δεν υπάρχει.

Σε χώρα μακρινή και αρυτίδωτη τώρα πορεύομαι. Τώρα μ' ακολουθούν κορίτσια κυανά κι αλογάκια πέτρινα με τον τροχίσκο του ήλιου στο πλατύ μέτωπο.

Χτυπά η καμπάνα του μεσημεριού κι αργά στις πέτρες τις πυρρές χαράζονται τα γράμματα: ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ. Αιέν αιέν και νυν και νυν τα πουλιά κελαηδούν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα.

Γενεές μυρτιάς μ' αναγνωρίζουν από τότε που έτρεμα στο τέμπλο του νερού άγιος, άγιος, φωνάζοντας. Ο νικήσαντος τον Άδη και τον Έρωτα σώσαντας αυτός ο Πρίγκιπας των Κρίνων είναι. Κι από κείνες πάλι τις πνοές της Κρήτης

ΤΟ ΔΟΞΑΣΤΙΚΟΝ

μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το φως και η πρώτη χαραγμένη στην πέτρα ευχή του ανθρώπου

Στον ασβέστη τώρα τους αληθινούς μου Νόμους κλείνω κι εμπιστεύομαι.

η αλκή μες στο ζώο που οδηγεί τον ήλιο το φυτό που κελάηδησε και βγήκε η μέρα

Μακάριοι, λέγω, οι δυνατοί που αποκρυπτογραφούνε το Άσπιλο. Γι' αυτών τα δόντια η ρώγα που μεθά Η στεριά που βουτά και υψώνει αυχένα

106

ένα λίθινο άλογο που ιππεύει ο πόντος

και του μαύρου καπνού το κηρύκειο

οι μικρές κυανές φωνές μυριάδες η μεγάλη λευκή κεφαλή Ποσειδώνος

Ο Μαΐστρος, ο Λεβάντες, ο Γαρμπής ο Πουνέντες, ο Γραίγος, ο Σιρόκος η Τραμουντάνα, η Όστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι της Γοργόνας που κρατά το τρικάταρτο σαν να το σώζει σαν να το κάνει τάμα στους ανέμους σαν να λέει να τ' αφήσει και πάλι όχι

Ο μικρός ερωδιός της εκκλησίας η εννιά το πρωί σαν περγαμόντο ένα βότσαλο άπεφθο μέσα στο βάθος τ' ουρανού του γλαυκού φυτείες και στέγες

ΟΙ ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε που σηκώνουν το πέλαγος σαν Θεοτόκο που φυσούν και ανάβουνε τα πορτοκάλια που σφυρίζουν στα όρη κι έρχονται

Οι αγένειοι δόκιμοι της τρικυμίας οι δρομείς που διάνυσαν τα ουράνια μίλια οι Ερμήδες με το μυτερό σκιάδι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ξύλινο τραπέζι το κρασί το ξανθό με την κηλίδα του ήλιου του νερού τα παιχνίδια στο ταβάνι στη γωνιά το φυλλόδεντρο που εφημερεύει

Οι λιθιές και τα κύματα χέρι με χέρι μια πατούσα που σύναξε σοφία στην άμμο ένας τζίτζικας που έπεισε χιλιάδες άλλους η συνείδηση πάμφωτη σαν καλοκαίρι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κάμα που κλωσάει στο γιοφύρι από κάτω τα ωραία κοτρόνια τα σκατά των παιδιών με την πράσινη μύγα ένα πέλαγος βράζοντας και δίχως τέλος

Οι δεκάξι νομάτοι που τραβούν την τράτα ο ακάθιστος γλάρος ο αργοπλεύστης οι φωνές οι αδέσποτες της ερημίας ενός ίσκιου το πέρασμα μέσα στον τοίχο

107

ΤΑ ΝΗΣΙΑ με το μίνιο και με το φούμο τα νησιά με το σπόνδυλο κάποιανου Δία τα νησιά με τους έρημους ταρσανάδες τα νησιά με τα πόσιμα γαλάζια ηφαίστεια

Στο μελτέμι τα ορτσάροντας με κόντρα-φλόκο Στον γαρμπή τ' αρμενίζοντας πόντζα - λαμπάντα έως όλο το μάκρος τους τ' αφρισμένα με λιτρίδια μαβιά και με ηλιοτρόπια

Του κορμού του αρχαίου του δέντρου η Ήρα ο δαφνώνας ο απέραντος ο φωτοφάγος ένα σπίτι σαν άγκυρα κάτω στο βάθος η Κυρα-Πηνελόπη με την ηλακάτη

Της αντίπερα όχθης των πουλιών ο βόσπορος ένα κίτρο απ' όπου ο ουρανός εχύθηκε η γλαυκή ακοή μισή κάτω απ' το πέλαγος μακροσύσκιοι ψίθυροι νυμφών και σφένταμων

Η Σίφνος, η Αμοργός, η Αλόννησος η Θάσος, η Ιθάκη, η Σαντορίνη η Κως, η Ίος, η Σίκινος

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας τη μνήμη των αγίων Κηρύκου και Ιουλίτης

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο πεζούλι αντικρύ του πελάγους η Μυρτώ να στέκει

ένα θαύμα να καίει στους ουρανούς τ' αλώνια ιερείς και πουλιά να τραγουδούν το χαίρε:

σαν ωραίο οκτώ ή σαν κανάτι με την ψάθα του ήλιου στο ένα χέρι ΧΑΙΡΕ η Καιομένη και χαίρε η Χλωρή Χαίρε η Αμεταμέλητη με το πρωραίο σπαθί Το πορώδες και άσπρο μεσημέρι ένα πούπουλο ύπνου που ανεβαίνει το σβησμένο χρυσάφι μες στους πυλώνες και το κόκκινο άλογο που δραπετεύει

Χαίρε η που πατείς και τα σημάδια σβήνονται Χαίρε η που ξυπνάς και τα θαύματα γίνονται

108

ο σφυγμός ο ταχύς παίκτης του βίου Χαίρε του Παραδείσου των βυθών η Αγρία Χαίρε της ερημιάς των νησιών η Αγία

Χαίρε η Ονειροτόκος χαίρε η Πελαγινή Χαίρε η Αγκυροφόρος και η Πενταστέρινη

Χαίρε με τα λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας τον άνεμο Χαίρε με την ωραία λαλιά η δαμάζοντας τον δαίμονα

Χαίρε που καταρτίζεις τα Μηναία των Κήπων Χαίρε που αρμόζεις τη ζώνη του Οφιούχου

ο αιμάτινος θρόμβος ο σωσίας του ήλιου κι ο κισσός ο άλτης των χειμώνων

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το ρόπτρο - σκαραβαίος το παράτολμο δόντι μες στο ψύχος του ήλιου ο Απρίλης που ένιωσε ν' αλλάζει φύλο της πηγής το μπουμπούκι ότι που ανοίγει

Το χειράμαξο γέρνοντας με το 'να πλάι μια χρυσόμυγα που άναψε φωτιά στο μέλλον του νερού η αόρατη αορτή που πάλλει και γι' αυτό ζωντανή κρατά η γαρδένια

Χαίρε η ακριβοσπάθιστη και σεμνή Χαίρε η προφητικιά και δαιδαλική τα λουλούδια τα οικόσιτα της Νοσταλγίας τα λουλούδια τα νήπια της βροχής που τρέμουν ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χώμα που ανεβάζει μιαν οσμή κεραυνού σαν από θειάφι

τα μικρά και τετράποδα στο μονοπάτι τ' αψηλά στους ήλιους και τα ρεμβοκίνητα

του βουνού ο πυθμένας όπου θάλλουν οι νεκροί άνθη της αύριον Τα σεμνά με την κόκκινη αρρεβώνα τα κομπάζοντας έφιππα μες στους λειμώνες Ο χωρίς δισταγμούς ένστικτος νόμος

τα σε καθαρό ουρανό εργασμένα

109

τα στοχαστικά και τα χιμαιροποίκιλτα

πορφυρίαν περθέμενον χλάμυν

Το Κρίνο, το Τριαντάφυλλο, το Γιασεμί ο Μενεξές, η Πασχαλιά, ο Υάκινθος το Γιούλι, το Ζαμπάκι, το Αστρολούλουδο ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το σύννεφο στη χλόη στον βρεμένο αστράγαλο το φρτ της σαύρας

ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της ουτοπίας τα κορίτσια οι παραπλανημένες Πλειάδες τα κορίτσια τ' Αγγεία των Μυστηρίων τα γεμάτα ως πάνω και τ' απύθμενα

το βαθύ της Μνησαρέτης βλέμμα που δεν είναι αρνιού και άφεση δίνει Τα στυφά στο σκοτάδι και όμως θαύμα τα γραμμένα στο φως και όμως μαυρίλα Της καμπάνας ο άνεμος ο χρυσεγέρτης ο ιππέας που πάει ν' αναληφτεί στη δύση

τα στραμμένα επάνω τους όπως οι φάροι τα ηλιοβόρα και τα σεληνοβάμονα

και ο άλλος ιππέας ο νοητός που πάει της φθοράς τον καιρό ν' ανασκολοπίσει

Η Έρση, η Μυρτώ, η Μαρίνα η Ελένη, η Ρωξάνη, η Φωτεινή η Άννα, η Αλεξάνδρα, η Κύνθια

Μιας νυχτός Ιουνίου η νηνεμία γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι

Των ψιθύρων η επώαση μες στα κοχύλια μια χαμένη σαν όνειρο: η Αριγνώτα

το ζωάκι των άστρων που ανεβαίνει της χαράς η στιγμή λίγο πριν κλάψει

ένα φως μακρινό που λέει: κοιμήσου σαστισμένα φιλιά σαν πλήθος δέντρα

Ένας κόμπος ψυχής κι ούτε πια λέξη σαν παράθυρο άδειο η Αρετούσα

Το λιγάκι πουκάμισο που τρώει ο αέρας το χνουδάκι το χλόινο πάνω στην κνήμη

και ο έρωτας έλθοντ' εξ οράνω

του αιδοίου το μενεξεδένιο αλάτι

110

και το κρύο νερό της Πανσελήνου

Ο Ατρόμητος, η Αλκυών, η Ναυκρατούσα το Μαράκι, το Έχει ο Θεός, η Ευαγγελίστρια

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το μακρινό τραγούδι ο μυχός της Ελένης με το κυματάκι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το κύμα που αγριεύει και σηκώνεται πέντε οργιές επάνω

τα φραγκόσυκα φέγγοντας μες στη μασχάλη ερειπιώνες του μέλλοντος και της αράχνης

τα χυμένα μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει και χτυπιέται στα τζάμια με την καταιγίδα

Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα μέσα στα σπλάχνα το ρολόι το άυπνο που δε φελάει

Η Μαρίνα καθώς προτού να υπάρξει με του σκύλου το καύκαλο και τα δαιμόνια

ένα μαύρο κρεβάτι που όλο πλέει στα τραχιά τα παράλια του Γαλαξία

η Μαρίνα το κέρας της Σελήνης η Μαρίνα ο χαλασμός του κόσμου

ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα όρθια με το μαύρο πόδι τα καράβια οι αίγες των Υπερβορείων

Τα μουράγια ξεσκέπαστα στη σοροκάδα ο παπάς των νεφών που αλλάζει γνώμη

τα καράβια οι πεσσοί του Πολικού και του Ύπνου τα καράβια οι Νικοθόες κι οι Εύαδνες

τα καημένα τα σπίτια που το ένα στο άλλο ακουμπούνε γλυκά και αποκοιμιούνται

Τα γεμάτα βοριάδες και φουντούκι του Όρους τα μυρίζοντας μούργα και χαρούπι αρχαίο

Της μικρής βροχής το λυπημένο πρόσωπο η παρθένα ελιά το λόφο ανηφορίζοντας

τα γραμμένα στη μάσκα τους καθώς οι Αγίοι τα την ίδια στιγμή λοξά και ακίνητα

ούτε μια φωνή στα κουρασμένα σύννεφα της πολίχνης το σαλιγκαράκι που έσπασε

Η Αγγέλικα, ο Πολικός, οι Τρεις Ιεράρχαι

111

Αυτός ο Όφις που με τον Στάχυ ενώνεται ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και ο μόνος ο από πριν χαμένος εσύ να 'σαι Ποιητής που δουλεύει το μαχαίρι στο ανεξίτηλο τρίτο του χέρι:

Αυτός το σκότος και αυτός η όμορφη αφροσύνη Αυτός των όμβρων του φωτός η εαροσύνη

ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και αυτός η Ζωή Αυτός το Απρόβλεπτο και αυτός οι Θεσμοί

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το γύρισμα του λύκου στο ρύγχος του ανθρώπου και αυτό στου αγγέλου τα εννέα σκαλιά που ανέβηκε ο Πλωτίνος το χάσμα του σεισμού που εγιόμισε άνθη

Αυτός η ευθεία του φυτού η το σώμα τέμνοντας Αυτός η εστία του φακού η το πνεύμα καίγοντας Το λιγάκι που αγγίζοντας αφήνει ο γλάρος και φωτίζει τα βότσαλα σαν αθωότης Αυτός η δίψα η μετά την κρήνη Αυτός ο πόλεμος ο μετά την ειρήνη

Αυτός ο θεωρός των κυμάτων ο Ίων Αυτός ο Πυγμαλίων πυρός και τεράτων

Αυτός η θρυαλλίδα που από τα χείλη ανάβει Αυτός η αόρατη σήραγγα που υπερκερά τον Άδη

Αυτός ο Ληστής της ηδονής που δε σταυρώνεται

η γραμμή που χαράζεται μες στην ψυχή σου και το πένθος μηνά του Παραδείσου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πριν της οπτασίας αχερούσιο σάλπισμα και πύρινη ώχρα το καιούμενο ποίημα και ηχείο θανάτου οι δορύαιχμες λέξεις και αυτοκτόνες

Το ενδόμυχο φως που ασπρογαλιάζει κατ' εικόνα και ομοίωση του απείρου

112

τα χωρίς εκμαγείο βουνά που βγάζουν απαράλλαχτες όψεις του αιωνίου

ΤΑ ΒΟΥΝΑ με την οίηση των ερειπίων τα βουνά τα βαρύθυμα τα μαστοφόρα τα βουνά τα σαν ύφαλα μιας οπτασίας τα κλεισμένα ολούθε και τα σαραντάπορα

Τα γεμάτα ψιλόβροχο σαν μοναστήρια τα χωμένα στο πούσι των προβάτων τα ήρεμα πηγαίνοντας καθώς βουκόλοι με το μαύρο ζιμπούνι και με το πανωμάντιλο

ο καπνός ο ατάραχος που πάει των ανθρώπων τα έργα να διαλύσει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το πέρασμα του λύχνου το γεμάτο χαλάσματα και μαύρους ίσκιους η σελίδα που γράφτηκε κάτω απ' το χώμα το τραγούδι που είπε η Λυγερή στον Άδη

Τα ξυλόγλυπτα τέρατα πάνω στο τέμπλο οι αρχαίες οι λεύκες οι ιχθυοφόρες οι εράσμιες Κόρες με το πέτρινο χέρι ο λαιμός της Ελένης ωσάν παραλία

Η Πίνδος, η Ροδόπη, ο Παρνασσός ο Όλυμπος, ο Τυμφρηστός, ο Ταΰγετος η Δίρφυς, ο Άθως, ο Αίνος

Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ δέντρα με την ευδοκία η παρασημαντική ενός άλλου κόσμου

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το διάσελο που ανοίγει αιωνίου γαλάζιου οδό στα νέφη

η παλιά δοξασία ότι πάντα υπάρχει το πολύ σιμά και όμως αόρατο

μια φωνή που παράπεσε μες στην κοιλάδα μια ηχώ που σαν βάλσαμο την ήπιε η μέρα Η σκιά που τα γέρνει με το πλάι στο χώμα ένα κάτι του κίτρινου στη θύμηση τους Των βοδιών η προσπάθεια που σέρνουν τους βαριούς ελαιώνες προς τη δύση

η αρχαία τους όρχηση πάνω απ' τους τάφους η σοφία τους η αδιατίμητη

113

Η Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το χέρι που επιστρέφει από φόνο φριχτόν και τώρα ξέρει

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το αναίτιο δάκρυ ανατέλλοντας αργά στα ωραία μάτια

ποιος αλήθεια ο κόσμος που υπερέχει ποιο το «νυν» και ποιο το «αιέν» του κόσμου:

των παιδιών που κρατιούνται χέρι χέρι των παιδιών που κοιτάζουνται και δε μιλιούνται ΝΥΝ το αγρίμι της μυρτιάς Νυν η κραυγή του Μάη ΑΙΕΝ η άκρα συνείδηση Αιέν η πλησιφάη Των ερώτων το τραύλισμα πάνω στα βράχια ένας φάρος που εκτόνωσεν αιώνων θλίψη το τριζόνι το επίμονο καθώς η τύψη και το μάλλινο έρημο μέσα στ' αγιάζι

Ο στυφός μες στα δόντια επίορκος δυόσμος δύο χείλη που αδύνατο να στέρξουν - και όμως το «αντίο» στα τσίνορα που λίγο λάμπει και μετά ο για πάντοτε θολός κόσμος

Το αργό και βαρύ των καταιγίδων όργανο στην καταστραμμένη του φωνή ο Ηράκλειτος

Νυν νυν η παραίσθηση και του ύπνου η μιμική Αιέν αιέν ο λόγος και η Τρόπις η αστρική

Νυν των λεπιδοπτέρων το νέφος το κινούμενο Αιέν των μυστηρίων το φως το περιιπτάμενο

Νυν το περίβλημα της Γης και η Εξουσία Αιέν η βρώση της Ψυχής και η πεμπτουσία

Νυν της Σελήνης το μελάγχρωμα το ανίατο Αιέν το χρυσοκύανο του Γαλαξία σελάγισμα

των φονιάδων η άλλη πλευρά η αθέατη το μικρό «γιατί» που έμεινε αναπάντητο Νυν των λαών το αμάλγαμα και ο μαύρος Αριθμός

114

Αιέν της Δίκης το άγαλμα και ο μέγας Οφθαλμός Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά της νύχτας κατοικίδια -το φύσημα της δεντρολιβανιάς και την αθάλη του καπνού από τα καμίνιαστης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε Νυν η ταπείνωση των Θεών Νυν η σποδός του Άνθρωπου Νυν Νυν το μηδέν

Αλλιώς ωραία! Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ' ένα θρόισμα, κι άλλα που μοιάζουν των αποθαμένων κι αλαφιάζονται μέσα στα κυπαρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική δορυφορώντας κεφαλή της άναβαν. Και μία

και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας!

Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος μέσα της, το αληθινό τοπίο να φανεί Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι, δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται η ομορφιά Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ. ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960) Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες, εξεχείλιζε την όψη που έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα πελώρια, σαν παλιάς Ιεροδούλου, ζυγωματικά Στην Τζίνα Πολίτη Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου Κυνός και της Παρθένου. Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή της έπαιρνε αντίκρυ απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο που η μέρα ήταν σκληρή και η αύριο άγνωστη. Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε του παπά το χέρι πάνω από το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη

«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας, ονειρεύτηκα στο πλάι της μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα, κι όπου το μόνο φως να 'ναι από την πυρά που κατατρώγει όλα μου τα υπάρχοντα. »Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν' αντέχουμε το βάρος από τα μελλούμενα, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη συμβασιλεία των άστρων

115

»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος, πως είναι κει ακριβώς, μέσα στην άκρα σιγαλιά, που ακούγονται οι πιο αποτρόπαιοι κρότοι »Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε στου αντρός τα στέρνα η μοναξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»

πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα, κατάμονος, με το μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου. Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην ήβη, δείχνουν ότι στ' αλήθεια πήγαινε ώρες πολλές μπροστά, κάθε φορά οπού έσμιγε γυναίκα. Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.

Η ΑΥΤΟΨΙΑ Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει σταλάξει στα φύλλα της καρδίας του. Κι από τις τόσες φορές οπού ξαγρύπνησε, σιμά στο κηροπήγιο, καρτερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη του 'χε αρπάξει τα σωθικά.

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ Μυρίζουν ακόμη λιβανιά, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη. Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Λίγο πιο κάτω από το δέρμα, η κυανωπή γραμμή του ορίζοντα έντονα χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα στο αίμα.

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε να πικράνει τον αέρα του Άδη

Οι φωνές των πουλιών, που 'χε σ' ώρες μεγάλης μοναξιάς αποστηθίσει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο που δεν εστάθη βολετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το μαχαίρι.

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι

Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό

Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη στάση την τρομαχτική του αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι όλο το δάσος να σαλεύει ακόμη πάνω στον ακηλίδωτον αμφιβληστροειδή.

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα.

Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.

Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Και μονάχα στην κόγχη από τ' αριστερό του αυτί, λίγη, λεπτή, ψιλούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα. Οπού σημαίνει ότι

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού

116

να πικράνει τον αέρα του Άδη Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος...

(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με το πλάι Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)

Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη και αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο

Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα

Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου! Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα, μήτε η φωνή του Πόλου κατακόρυφα πέφτοντας, αναιρούσανε τα βήματα τους.

Το παλιό αμνημόνευτο αίμα που αρχινούσε με κόπο να χαράζεται, μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη

Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ' ανοιχτά για πάντα, κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι γύπες να ευφρανθούν τον πηλό των σπλάχνων τους και το αίμα.

Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των αρνιών από το ζωντανό τριφύλλι, όμως πριν καν πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το έρεβος... Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ (Παραλλαγή) Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη καμένη από το πέρασμά τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη. Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο

Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε, απαράλλαχτη κι αναστραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα, με θανατωμένο μέσα τους τον Δήμιο Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου! Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το γένι τους, με το μάτι εγύριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα το αληθινό τους όνομα

Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε

117

Και στο κάθε βρέφος που άνοιγε τα χέρια, ούτε μία ηχώ, μοναχά το μένος της αθωότητας που ολοένα δυνάμωνε τους καταρράχτες...

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό τριζόνι κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα, την είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό αγορίστικο σώμα. ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΟΥ Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει κι εργάζεται σκληρά στα μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν οι άνθρωποι ανεξήγητα μελανουργήσει

ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ

Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί ψηλά στην αγκαλιά του Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του Αντρός.

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι.

Και η άχνα που ανεβαίνει απ' τις κοιλάδες, έχουν να κάνουν πως δεν είναι λέει καπνός, μα η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαραμάδες του ύπνου των Γενναίων.

Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον ωμό της Κόρης του Ευθυδίκου, χάραξε τα πτερύγια των ζεφύρων.

ΛΑΚΩΝΙΚΟΝ Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο. Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια σύνταξη της πέτρας και του αιθέρος Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι. Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο Χειμώνα ελάχιστε

Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε μια στιγμή στο στήθος το μενεξεδί αποτύπωμα, κει που η τύψη μ' άγγιξε κι έτρεχα σαν τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα ο ύπνος μ' αποστέγνωσε, κι έμεινα μόνος. Μόνος. Ζήλεψα τη σταλαγματιά που απαρατήρητη δόξαζε τα σκίνα. Όμοια να 'μουν στο έκπαγλο μάτι που αξιώθηκε να δει το τέλος του Ελέους! Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου, ανάρραγου από την κορφή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά σαγόνια μου. Που σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα. Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την ευφροσύνη που μου 'δωκεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν οι άνθρωποι κι άνοιγα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της· να 'ταν αυτό που γύρευα; η αγνότητα;

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

118

Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα στο νόημα της μυρσίνης όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι. Άκουσα ξανά το μετάξι που έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας. Και η φωνή «χρυσέ μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά, που έκοβα το στερνό πρυμνήσιο των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ' αηδόνι. Τι λαχτάρες αλήθεια και τι χλευασμούς εδέησε να περάσω, με το λίγο του όρκου στα δυο μάτια και τα δάχτυλα έξω απ' τη φθορά. Τέτοιες χρονιές -α ναι- θα 'ταν που εργαζόμουν να γίνει τόσο τρυφερό το απέραντο γαλάζιο! Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο φως ξανά το αντίκριζα να με ατενίζει. Δίχως έλεος.

τρο της γης. Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να κρατήσω το ύφος μου μέσα στην καταφρόνια, θα 'ρθουν -από το δυνατό του ευκαλύπτου οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν στης ασκητείας μου την Κιβωτό. Και το πιο μακρινό και παραγκωνισμένο ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το πενιχρό της πίκρας λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια: ψωμί, καημός, αγάπη...

Κι ήταν αυτό η αγνότητα.

(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο τόξο, κι απ' το ραμφί του σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο, και δεν αφήσατε μήτε μια τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει στη χλόη την αγάπη μου

Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα συλλογισμένη, κάτω απ' τον σημαφόρο του ήλιου, η Κόρη του Ευθυδίκου δάκρυζε

Εγώ, που αδάκρυτος υπόμεινα την ορφάνια της λάμψης, ω Καιροί, δε συγχωρώ.)

Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον κόσμο αυτόν, χωρίς θεούς, αλλά βαρύς απ' ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα του θανάτου.

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη

Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα βλέμματα των νοσταλγών της: Μεσημέρι.

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο

Ο ΑΛΛΟΣ ΝΩΕ

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση

Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη, και με χέρι αργό αλλά σίγουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους του μέλλοντος μου.

Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ' ανοίξουν, ένα ένα στα χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά

Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν' αρχίσει τώρα το ιερατικό της στάδιο, και σε μια Μονή Φωτός ν' ασφαλίσει την υπέροχη στιγμή που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ' ακρότατο δέν-

Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο ουρανικού ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών

119

ημέρα να μυρίσει Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα δάχτυλα, μια για πάντα θα στείλει το πουλί Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει που έσφαλε ο Θεός, να στάξει Τρίλια της Παράδεισος!

ΕΦΤΑ ΜΕΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω: να γίνει αληθινή σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ' αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να τιμωρήσει το πικρότατο μέλλον. ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και νερού στα πόδια μου. Που θα πει πως υπάρχω. Πριν ή μετά το βλέμμα που θα μ' απολιθώσει, το δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο γαλάζιο Στάχυ. Για να ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.

ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα, κεφαλές από γεράνια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί, τρίμματα χοχλιδιών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει αργά τους αιώνες, κι ο καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ' από τα κέρατα. Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται η κόρη του περιβολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια γλάστρα πέφτει και τσακίζεται. Α, να σώσω αυτόν τον ήχο! ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ' ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι. ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου, που το κόβουν άντρες βλοσυροί και αμίλητοι: γι' αρρεβώνα ή θάνατο. Σκάβουν το χώμα γύρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο. Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που απομαγνητίζουν το άπειρο!

ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με το 9 σε μια παραλία πανέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς, μεγάλες ραχοκοκαλιές θηρίων στα βράχια. ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα, χρεμετίζοντας όρθια πάνω από τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θαλάσσης.

(1971)

ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού. Το καμένο χέρι που θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του κόσμου.

120

ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ

που πάω κι είπα για να μη μ' έχει του χεριού της η ερημιά βρω εκκλησάκι να 'χω να μιλήσω.

Πρέπει να 'ταν των Βαΐων τ' ουρανού επειδή και τα πουλιά κατέβαιναν μ' ένα κλαδάκι πράσινο στο ράμφος και στον ύπνο μου Ένα κορίτσι δίχως λόγο είχε σταθεί κούμπωτο

κι άφηνε το μπλουζάκι του ξε-

να

Η βοή απ' το πέλαγος μου 'τρωγε σαν την αίγα μαύρο σωθικό και μου άφηνε άνοιγμα ολοένα πιο καλεστικό στις Ευτυχίες Όμως τιποτα κανείς Μόνο πύρωνε τριγύρω της αγριελιάς η μαντοσύνη

Γυαλί στο φως και μέσα του πλακάκια της κουζίνας όσο το μάτι μου έπαιρνε ανεμίζοντας τούλια μια κορμοστασιά διπλή απ' το σπίτι σε ύψος με τα δάχτυλα στο πόμολο το αόρατο Νταγκ λάμψη αέρας νταγκ λάμψη αέρας ασταμάτητα Όπως ύστερα που κάποιος άγιασε και τα καινούρια φαίνονται κι εκείνα σαν παλαιά Και τα παιδιά που γύριζαν από το πετροκάραβο με τα χταπόδια κι οι γυναίκες απ' το ελαιοτριβείο κι η φωνή του γαϊδάρου ξημερώματα πάνω από τα μποστάνια πόσα χρόνια πόσους αιώνες «Αναντάμ μπαμπαντάμ» έλεγε η μάνα μου και το χέρι της το αρθριτικό σταματούσε σαν φύλλο της μπεγκόνιας Τέλος Κι οι μνήμες παν κι αυτές πίσω απ' τα πράγματα να τα προφτάσουν Όπου τα παλαιά φαίνονται πάλι κι εκείνα σαν καινούρια Θρυλική θα μείνει στους μεταγενέστερους η μέρα που κανείς δεν είπε να βαρυγκομήσει αλλ' οργιές ανοιχτά στα φυλλώματα φέγγανε στιλπνά λεμόνια ηλιίσκοι των αιθέρων.

Η ΚΟΡΗ ΠΟΥ 'ΦΕΡΝΕ Ο ΒΟΡΙΑΣ Σε μεγάλη απόσταση μέσα στην ευωδιά του δυόσμου αναλογίστηκα

Κι όλη στο μάκρος της αφρόσκονης έως ψηλά πάνω από το κεφάλι μου η πλαγιά χρησμολογούσε και σισύριζε με τρεμίσματα μωβ μυριάδες και χερουβικά εντομάκια Ναι ναι συμφωνούσα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Μια μέρα οι θάλασσες αυτές θα εκδικηθούνε Όπου απάνου κει από τον ερειπιώνα της αποσπασμένη φάνηκε να κερδίζει σε ύψος κι όμορφη που δε γίνεται άλλο μ' όλα τα χούγια των πουλιών στο σείσιμό της η κόρη που 'φερνε ο Βοριάς κι εγώ περίμενα Κάθε οργιά πιο μπρος με το που απίθωνε στηθάκι να του αντισταθεί ο αέρας κι από μια τρομοκρατημένη μέσα μου χαρά που ανέβαινε ως το βλέφαρο να πεταρίσει Άι θυμοί κι άι τρέλες της πατρίδας! Σπούσαν πίσω της αφάνες φως κι άφηναν μες στον ουρανό άπιαστα του Παραδείσου σήματα

κάτι σαν

Πρόκανα μια στιγμή να δω μεγαλωμένη τη διχάλα των ποδιών κι όλο το μέσα μέρος με το λίγο ακόμη σάλιο της θαλάσσης Ύστερα μου 'ρθε η μυρωδιά της όλο φρέσκο ψωμί κι άγρια βουνίσια γιάμπολη Έσπρωξα τη μικρή ξύλινη πόρτα και άναψα κερί

Που μια ιδέα μου

121

είχε γίνει αθάνατη.

Έκανε πως δεν έβλεπε Και το πουλί του κοριτσιού πήρ' ένα ψίχουλο θαλάσσης και αναλήφτη.

ΔΗΛΟΣ Όπως βουτώντας άνοιγε τα μάτια κάτω απ' το νερό να φέρει σ' επαφή το δέρμα του μ' εκείνο το λευκό της μνήμης που τον κυνηγούσε (από κάποιο χωρίο του Πλάτωνα) ΤΡΕΙΣ ΦΟΡΕΣ Η ΑΛΗΘΕΙΑ Ολοΐσια μέσα στην καρδιά του ήλιου με την ίδια κίνηση περνούσε κι άκουγε να ορθώνει πέτρινο λαιμό και να βρυχιέται ο αθώος του εαυτός ψηλά πάνω απ' τα κύματα Κι όσο να βγει στην επιφάνεια πάλι του άφηνε καιρό η δροσιά να σύρει κάτι από τα σωθικά του ανίατο στα φύκια και τις άλλες ομορφιές απ' τα ύφαλα Έτσι που να μπορέσει τέλος να γυαλίσει μέσα στο αγαπώ καθώς που γυάλιζε το φως το θεϊκό μέσα στο κλάμα του νεογέννητου Και αυτό θρυλούσε η θάλασσα.

ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ Έφερνα γύρους μες στον ουρανό και φώναζα Με κίνδυνο ν' αγγίξω μια ευτυχία Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά Μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα

Ι Μετατόπιζε το αγριοπούλι πιτ-πιτ πάνω στους βράχους την αλήθεια Μες στις γούβες τ' αρμυρό νερό τλιπ-τλιπ όλο τσιμπολογούσε Κάτι κάτι Κάτι πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει Μα την πίστη μου άγιασα να περιμένω Πέταξα γένι καλογερικό που όλο χάιδευα κι έξυνα Κάτι κάτι Κάτι άλλο να βρεθεί Κάποια φορά το πήρ' απόφαση Τράβηξα έτσι όπως τραβάς μια βάρκα στη στεριά τον άνθρωπο από μέρος που να βλέπεις μέσα του -Ε ποιος είναι αυτός;- Ο φονιάς που πέρασε - Κι ο τόσος σαματάς γιατί;-Το γεράκι το γεράκι φτάνει έφτασε - Καλά και ποιος ορίζει εδώ; - Ούτις Ούτις - Δεν άκουσα ποιος λέει; Αλλά κιόλας λιγόστευαν τα λόγια

Τι να πεις πια

Τέτοια η αλήθεια.

II Τέτοια η αλήθεια Όταν αποτραβήχτηκαν τα λόγια τι να πεις πια φάνηκε περιτριγυρισμένο κυπαρίσσια σαν παλιό υποστατικό το πέλαγος

122

Καθισμένη στα ρηχά μια γυναίκα πέτρινη κει που χτενίζονταν απόμεινε με το χέρι της ψηλά στον αέρα Δυο βαπόρια πέρα ταξιδεύανε όλο καπνούς δίχως να προχωράνε Και παντού στις βρύσες και στα δεντρολίβανα εκμυστηρευμένο ένα πάτερ ημών που ανέβαινε πριχού σπάσει σε δρόσο

Έτσι για κάτι ελάχιστο που μήτε το έλαβα ποτέ Μια λάμψη έστω Κυριολεχτικά πουλήθηκα

Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς εγώ που αγάπησα εγώ που τήρησα το κορίτσι μου σαν όρκο που 'φτασα να πιάνω τον ήλιο απ' τα φτερά σαν πεταλούδα Πάτερ ημών

Μυστικά

Μ' ένα τίποτα έζησα.

Στις διχάλες ενός κοριτσιού το ακήρυχτο ακόμη καλοκαίρι III

«Διέξ το μύρτον» που θα 'λεγε κι ο Αρχίλοχος τα κλοπιμαία του χρόνου

Να περάσω πάσχισα

Το μύδι ενός φιλιού στα χείλη του Ιουλίου

Μ' ένα τίποτα έζησα Μονάχα οι λέξεις δε μου αρκούσανε Σ' ενός περάσματος αέρα ξεγνέθοντας απόκοσμη φωνή τ' αυτιά μου φχιά φχιού φχιού εσκαρφίστηκα τα μύρια όσα Τι γυαλόπετρες φούχτες τι καλάθια φρέσκες μέλισσες και σταμνιά φουσκωτά όπου άκουγες ββββ να σου βροντάει ο αιχμάλωτος αέρας

Εορτάζοντας μιας ναυμαχίας

Κάτι κάτι Κάτι δαιμονικό μα που να πιάνεται σαν σε δίχτυ στο σχήμα του Αρχαγγέλου Παραλαλούσα κι έτρεχα Έφτασα κι αποτύπωνα τα κύματα στην ακοή απ' τη γλώσσα

Για να 'ναι η στιγμή όπου ο Θεός μου απίστησε

-Ε καβάκια μαύρα φώναζα κι εσείς γαλάζια δέντρα τι ξέρετε από μένα;-Θόη θόη θμος - Ε; Τι; - Αρίηω ηθύμως θμος - Δεν άκουσα τι πράγμα; - Θμος θμος άδυσος

Συρμένες έξω

Ώσπου τέλος ένιωσα κι ας πα' να μ' έλεγαν τρελό ποτα γίνεται ο Παράδεισος.

Και πέρα να διαβαίνει το κανηφόρο πέλαγος.

πως από 'να τί-

Την επέτειο

στον πρωραίο ιστό

Τα κόκκινα του μαύρου με τον γαλάζιο ατμό

Ο ήλιος όπου εκτίω ειρκτή

μεσοούρανα

Οι βάρκες των σπιτιών

ΠΕΡΙ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΔΙΕΞ ΤΟ ΜΥΡΤΟΝ Από τέσσερις πέτρες και λίγο θαλασσινό νερό

είχα κάνει Ναό που

123

καθόμουν να τον φυλάγω Πλάκωνε το μεσημέρι και αυτό που λέμε σκέψη μες στη ρώγα του μαύρου χτυπούσε σταφυλιού να σπάσει Κάτι θα 'πρεπε να γίνεται μέσα στον ουρανό που να το πιάνει κανένας με το σώμα σαν ονείρωξη «Αργά στη μεγάλη απ' την αντήχηση αίθουσα σίμωσε το κλουβί ο γενειοφόρος κι άνοιξε το καγκελάκι Τόσος μόχθος αιώνων για μια κίνηση μικρή σαν του κλειδούχου που όλοι την εύχονταν αλλά κανείς δεν την αποτολμούσε Σάλεψαν τα παραπετάσματα και ο ήχος του πουλιού πριν απ' το είδωλό του ακόμη έφτανε ψαύοντας την οροφή Έφεγγε γύρω στα γλυπτά και πάνω από το περιστύλιο ακινητούσε μια στιγμή σαν ίλιγγος που χτυπιόντουσαν τα δέντρα στο βορινό παράθυρο κι έβλεπες να μετατοπίζεται το σέλας ώσπου Να την η γυμνή γυναίκα με την πράσινη άχνη στα μαλλιά και το χρυσό συρμάτινο γιλέκο ήρθε και κάθισε απαλά πάνω στις πλάκες με τα πόδια μισάνοιχτα Που αυτό μες στη συνείδησή μου πήρε το νόημα λουλουδιού όταν του ανοίγει ο κίνδυνος την πρώτη τρυφεράδα Και κατόπιν ακριβώς όπως Μέσα στην Αποκάλυψη περάσανε με τη σειρά τα τέσσερα αλόγα: το μαύρο το ασημί το ένοχο και τ' ονειροπαρμένο δίχως σέλα ή αναβάτη θέλοντας να δείξουν πως η δόξα τους παρήλθε Και πως τα πλήθη πίσω τους που οδεύουν πανστρατιά παν να καταποθούν από τη γέννα του Παραδείσου καθώς ήτανε γραμμένο

Αντικρύ της ο άντρας άνοιξε το ρούχο και τ' ωραίο του ζώο κινήθηκε μπροστά για μια ζωή στη χώρα των δασών και των ήλιων.» Μύρισα μέσα στον αέρα το σώμα της συκιάς φρέσκο ακόμη απ' τις μπογιές της θάλασσας

όπως μου ερχόταν

Που κουνήθηκα πάνω του εωσότου ξύπνησα γλυκά του ένιωσα να μου κολλάει ανάμεσα στα πόδια

και το γάλα

Με μανία συνέχιζα να γράφω «Περί Πολιτείας» μες στην άκρα κατάνυξη του απέραντου γλαυκού Και στα διάφανα μεγάλα φύλλα Μια στιγμή φάνηκαν τα νησιά και ακόμα πιο ψηλά μες στον αιθέρα οι τρόποι όλοι που 'χανε να πετάνε τα πουλιά σκαλί σκαλί ως το άπειρο.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΣΜΑΚΙ Ποιος νικούσε στο πρόσωπο που για να δεις μισόκλεινες τα μάτια Τέτοιο ανέβα θεϊκό από μίλια κοράλλια Στα τρεμάμενα τα σκουλαρίκια κομματάκια θάλασσας Η Κιλικία η μακρινή μελαχρινή χωρίς γιασμάκι Και το χρυσαφένιο φτυάρι που άδειαζε μες στους ουρανούς την άμμο Μια Δευτέρα πρωινή και χτύπησε τ' όστρακο Είδαμε να τινάζονται βέργες ήλιου και η Πεντάτευχος Επάνω στα νερά μα ο έρωτας φάνηκε στα γείσα Είναι αυτός που νικούσε και σε μάγουλο εννύχευε την ώρα που Από τ' αρτεσιανά των υακίνθων μόσχος Ολονύχτιος έφτανε και τη φρέσκια ζέστη με κουβάδες Περιχυόταν η ομορφιά γυμνή σαν ένα μόνο διαμάντι.

124

Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΛΟΓΟ

Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ

Στον τοίχο που ανατρίχιασε κι όλη μου την αφή γύρισε πίσω ιστορημένη σε άλογο κόκκινο άκουγα τον καλπασμό τλακ-τλακ μέσα στον άλλο κόσμο:

Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο

-Ε που πας Γυναίκα με το μυτερό καπέλο και άλλο δεν αντέχω

Πως η μοίρα ξεγίνεται και πως

- Στις τζιτζιφιές τις κόκκινες πηγαίνω και στα κρεμαστά νερά που βαφτισμένον σ' έχω

Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται

Να γυρίσεις τον ήλιο και ν' ακούσεις

Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς -Έφτασαν άνθρωποι κακοί κι από τα χρόνια μου έκλεψαν μια μέρα Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα - Είναι ο αέρας περαστός εκεί και μένουν οι κακοί από πέρα Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ - Δώσε φιλάκι του Χριστού στο πιο μικρό λουλούδι πες να με θυμάται Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα - Πως μίκρυνε θα πω η αυλή και το παιδί που σ' έκοψε κοιμάται Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη - Μαστόροι εσείς και παραγιοί φέρτε μου έναν κουβά με ασβέστη Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή - Κι εγώ πηγαίνω του Θεού να πω

Γεια κι αληθώς Ανέστη. Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε

ΜΙΚΡΗ ΠΡΑΣΙΝΗ ΘΑΛΑΣΣΑ Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Που θα 'θελα να σε υιοθετήσω Για να σε κοιμηθώ παράνομα Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία

125

Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου

νουνε ως τα ύψη πάλι

Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ' ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι ποιος να μαζέψει βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει

Κομμάτια πέτρες τ' αποσπάσματα του Ηράκλειτου.

Έτσι κι αλλιώς Η ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ

στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξιδεύαμε

Πρόσω

Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μες στη θάλασσα έμαθα γραφή και ανάγνωση

Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

Ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο

Πρόσω ήρεμα

Να κοιτάζω

Έπρησεν δ' άνεμος μέσον ιστίον μεγάλ' ίαχε νηός ιούσης

Και μπροστά πάλι το ίδιο:

Το βαθύ σκούρο μπουκάλι πλάι επάνω στον ασβέστη

και η νέα στο μπράτσο Ελένη

Να γεμίζει κρασί της Παναγίας λας στην Ασία την αντικρινή

με το

το μισό το σώμα της φευγάτο κιό-

Και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μες στον ουρανό λωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους.

με τα διχα-

Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες στα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν' ανεβαί-

αμφί δε κύμα στείρη

πορφύρεον

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γύριζαν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ' τους δρόμους τους γνωστούς όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες Δόξα να 'χει ο Θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι και κρασί και παίρναμε σ' αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ' αυτά

126

που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλάκια με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμη και γυναίκες

ο Γιώργης ο ψαράς

κι ο Αντρέας Μπρετόν

Γραμμή Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη από το βλέμμα του Ταξιάρχη που την πήρα σκλάβα μου και ακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή μου παραστέκει Όλο δεξιά Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι να φανούν

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι στα μέλλοντα θέλει ευπιστία

αλλά να μπεις

έτσι

Θέλει να 'χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή που το ρόδι το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί που οι στεριές αργούσαν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες άλλ' οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη μου ο πατέρας

Κάπου εκεί πρέπει να 'τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή

επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που 'χε από το 'να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ' τ' άλλο τ' ασημένια μες στην κλειδαρότρυπα τις είχα

Και τα λόγια του ένα ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα Μ' άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή απ' της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε γνώση απ' τα βουνά) Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγματος χάριν «Το νερό που 'σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα να μην έχω εγώ μονάχα εσένα» Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές φορές μου το 'παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια και άλλα οπωρικά Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντενμπεργκ

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω μια κει κι εγώ το ισορροπούσα Με λαχτάρα να δω πως το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει απ' τ' άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νεράκι μέντας μου έτρεχε στον ουρανίσκο άντρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα 'χα κι εγώ Κράτει Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο: Η άνοιξη

και αυτή

πως η δύναμη μόνο

προϊόν του ανθρώπου είναι

Πόντισον

127

Έσκυβα ν' ακούσω μέσα μου Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σαν να είχα αγαπηθεί Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ' έπιανε από τα ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνότα και το κάτουρο του δέντρου άξαφνα η άλλη όψη

Που τη βρήκα να είναι ο Ύπνος αγκαλιά

Που τη βρήκα σ' ένα ταρατσάκι να την ξηλώνει ο δυνατός αέρας Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά Πάνω από τα χαλάσματα

Ριπιδωτός ιωδόκοσμος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου

με τσαμπιά σταγόνων μες στην

και ο πρώτος Έσπερος.

τα

Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΤΡΟ Ι

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών και τεσσάρων ημερών απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν Αλλ' ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή σύδεντρο αγκυροβολούσε.

και τότε όλο το

Με τραβούσε ο θάνατος όπως η λάμψη η δυνατή όπου δε βλέπεις τίποτε άλλο Και δεν ήθελα να ξέρω δεν ήθελα να μάθω τι τον έκανε η ψυχή τον κόσμο Κάποτε ο γάτος που μου ανέβαινε στον ώμο στύλωνε πέρα τα χρυσά του μάτια κι ήταν τότε που ένιωθα μιαν αντιφεγγιά να μου 'ρχεται απ' αντίκρυ σαν αγιάτρευτη όπως λένε νοσταλγία

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ Του βότσαλου που εκρούστηκε η μπαρούτη νέρι και μιαν ακρογιαλιά

Ζούσε ακόμη μ' ένα λαχούρι σκοτεινό στους ώμους η μητέρα μου όταν πρώτη φορά μου πέρασε απ' το νου να βρω ένα τέλος μες στην ευτυχία

μου ξανάφερε το Λιγο-

Όπου ως φαίνεται είχα πρωτοϊδεί Γυναίκα και τι πάει να πει τα μεσάνυχτα φωτιστικά ροδόδεντρα να βλέπεις ύστερα κατάλαβα

Κι άλλες πάλι φορές που ακούγονταν από την κάτω σάλα το μάθημα του πιάνου με το μέτωπο στο τζάμι κοίταζα μακριά πάνω απ' τους σωρούς τα ξύλα μια ψιχάλα κάτασπρα πουλιά να σπάει στο μόλο και να γίνεται αχνή

Που τη βρήκα να είναι περιστέρι

Άγνωστο πως συζούσε μέσα μου ο αδικημένος

αλλά ίσως

128

σταματούσε να δοκιμαστεί αν θ' αντέξει Να μου 'χε ακούσει σε μια μακρινή πρωτομαγιά ο αέρας το παράπονο επειδή να: μία ή δύο φορές το Τέλειο φάνηκε στα μάτια μου κι υστέρα πάλι τίποτε Ίδια πουλί πριν του προλάβεις τη λαλιά μες στα κόκκινα και βασιλεύει.

Τέλος επροχωρούσε αμείλικτο μέσα στο φως Χριστός κι όλοι οι ερωτευμένοι.

όπως ο Ιησούς

που πάει το πήρε ο ήλιος III

II Κατέβαιναν οι άλλοι όταν ανέβαινα κι άκουσα στ' άδεια δωμάτια το τακούνι μου Έτσι κάπως μες στην εκκλησιά όταν ο Θεός δεν είναι Ειρηνικά γίνονται και τα χείριστα Θα ερχόταν κάποιος όμως Ίσως κι η αγάπη αλλά Στις δύο το μεσημέρι που έσκυβα στο παράθυρό μου να πετύχω κάτι θυμωμένο ή άτυχο ήταν μόνο το φωτόδεντρο

Ανάθεμα που 'χε πραΰνει όλ' η όξω η θάλασσα (και μέσα βάθαινε το σπίτι) κι εμένα στο κρεβάτι μου παρατημένος να με αγγίζουν όλων των λογιώ οι σταυροί Των λουλουδιών και των ανθρώπων που δούλευαν στο σπίτι απ' τον καιρό των πρώτων Χριστιανών Της Θεία-Βατάνας που τρεμόσβηνε όλη νύχτα μες στις άδειες κάμαρες σαν το καντήλι Και της Θεία-Μελισσινής που 'χε μόλις γυρίσει απ' τη Συντέλεια κι έλεγες κάτι από το βυσσινί της Παναγίας έσκεπε ακόμη τ' αραιά της τα μαλλιά

Εκεί στο πίσω μέρος της αυλής μες στις βρομούσες και στα παλιοσίδερα όμως Δίχως ποτέ κανείς να το ποτίσει αλλά Παίζοντας με το σάλιο μου να το ξαμώσω από ψηλά περνούσαμε τις μέρες ώσπου

(Λύπη λύπη μου που δε μιλιέσαι αλλά σκάφος βρεμένο στην πανσέληνο είσαι και αστείρευτη παραμυθία μες στον ύπνο μου να ρυμουλκείς μοσχονήσια με αναμμένο το μισό στερέωμα ένας

Μονομιάς σπούσε η άνοιξη τους τοίχους μου 'φευγε το περβάζι απ' τον αγκώνα κι έμενα μπρούμυτα μες στον αέρα να κοιτώ

Αχ ερωτευμένος είμαι έχω)

Τι λογής είναι η αλήθεια όλο φύλλα στρογγυλά κι από το μέρος του ήλιου κασσιτερωμένα κόκκινα πέντε δέκα εκατοντάδες αρπαγμένα εφ' όρου ζωής απ' το άγνωστο

Έπλεαν κομμάτια ξύλα κι ευτυχίες καμένες απ' το πέρασμα του θυμιατού στης κοντινής Ανατολής τους λόφους χρυσοποίκιλτα σεράγια και σοφία χυμένη στο γυαλί

Ακριβώς όπως εμείς Και ας μαίνονταν οι συμφορές τριγύρω ας πέθαιναν οι άνθρωποι ας έφτανε από τα κατάβαθα του Αρνιού ξανασταλμένος ο απόηχος του πολέμου τίποτε αυτό μια στιγμή

Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ.

και το μόνο που ζητώ αχ

μόνο αυτό δεν

129

όσοι αλλού δε μοιάζουμε IV Τώρα στο μακρινό νησί κανένα σπίτι δεν υπήρχε πια μόνο αν φυσούσε από νοτιά στη θέση του έβλεπες ένα μοναστήρι που ψηλά το συνέχιζαν τα σύννεφα και από κάτω στα ύφαλα γλουπακώντας τα πρασινωπά νερά του 'γλειφαν τα τοιχία με τις βαριές μεγάλες σιδερόπορτες

Καταποντισμένη μέσα μας Θάλασσα δημητριακή με γαίες και αχανή βουστάσια Μόνος απ' όξω απόμεινε ο ηλίανθος

Έφερνα γύρους κι έβγαζα φως κοκκινωπό και από το να 'μαι μόνος

από το να 'χω παιδευτεί

Άσκοποι εντελώς καλόγεροι έψελναν και μελετούσαν κι ούτε που μου άνοιγε κανείς να ξαναδώ σε τι μεριές μεγάλωσα σε τι μεριές με μάλωνε η μητέρα μου που πρωτοφύτρωσε και για ποιανού τη χάρη το φωτόδεντρο εάν υπάρχει ακόμη

Αλλά ποιος είναι αυτός που περπατάει στον ήλιο Μαύρος όσο το φως πιο δυνατό; Θάρρος: ο άνθρωπος αυτός είναι ο Κύων που λένε άλλ' ο παραλίγο Αρχαλκυών

Από κάπου ο καπνός περνούσε από το βλέμμα του αγίου Ισίδωρου ίσως πέμπονταν το μήνυμα ότι Τα δεινά μας καλώς έχουν

Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε

και η τάξη δεν πρόκειται ν' ανατραπεί Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ

Αχ που 'σαι τώρα καημένο μου φωτόδεντρο που 'σαι φωτόδεντρο παραμιλούσα κι έτρεχα τώρα σε θέλω τώρα που έχασα ως και τ' όνομά μου Που πια κανένας δεν πενθεί τ' αηδόνια

κι όλοι γράφουν ποιήματα.

Αλλά τι να 'ναι αυτό που χαμηλά περνάει κι ανατριχιάζει Σαν άλλου κόσμου που έφτασε αεράκι; Θάρρος: ο θάνατος αυτός είναι Στην παπαρούνα την πλατιά και στο λιανό λιανό χαμομηλάκι.

ΠΑΛΙΝΤΡΟΠΟΝ Θάρρος: ο ουρανός αυτός είναι Και τα πουλιά του εμείς

130

Ο ΚΗΠΟΣ ΤΟΥ ΕΥΩΧΕΙΡ

βγάνει ο σκοτωμός

Έτσι κι αλλιώς χαμένος για χαμένος εδώ στην άκρη που μ'απώθησαν του κόσμου ετούτου οι συμφορές θέλησα να επιχειρήσω άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά

το αχ που βγάν' η αγάπη)

Στάζανε πράσινο κουκί τα δέντρα και στα φραγκοστάφυλα έπεφτε η ανταύγεια χρυσή Πάγοι φρούτων έλιωναν και κατέβαζαν από ψηλά παράξενο θυμίαμα Με πονούσε τόση ευδαιμονία όμως γύρευα να ξαναζήσω αντίστροφα όλο μου το πεπρωμένο

Κι όπως με το κεφάλι χαμηλά και ανάποδα τα πόδια στον αέρα πάλευα να βγω απ' το βάρος μου κείνος ο πόθος που με πήγαινε ψηλά μέσα μου τόσο δυνατά γυρίστηκε που εβρέθηκα λοξά και πάλι να σαλεύω σ' έναν κήπο ρεούμενο από βότσαλα λευκά και διαύγεια κυανού της μέντας

Κι όπως άφηνα τη σκέψη πίσω μου σαν χελιδονένιο αέρι που άλλαζε χρώμα στα νερά ψυχρά ή δαχτυλιδένια ή διάφανα με το μέτωπο καταμπροστά χτύπησα στον πυθμένα Όπου αναπήδησε ήλιος

Μ' ευεξία μεγάλη προχωρούσα

Πήρε μια ράβδωση ο αιθέρας

σπούσα τις βέργες του νερού

να

δω που ανεβοκατέβαιναν μ' αναφτό φαναράκι στην κοιλιά τους Μίκα η Ξένια η Μανιώ τ' αστέρια

η

Κολλούσε το μαστίχι των μαλλιών τους και που-δω που-κει τεντώνονταν μισοπλασμένη ακόμη ν'αποχωριστεί μια πεταλούδα υπέροχη Και πάνω στα σημάδια που άφηνε με την πλατιά πατημασιά του ο πλάτανος ξεχώριζες ακόμη τις γραμμές απ' το αίνιγμα του πρώτου ανθρώπου (Νέε που υπόφερες πολλά θυμήσου πως ξεκίνησαν κάποτε οι τριήρεις φορτωμένες λαούς μ' αγριεμένο μάτι Κείνες τις πρωινές αντιφεγγιές επάνω στον χαλκό τους γερόντους που χειρονομούσαν κι έσκουζαν ιαί ιαταταί χτυπώντας ξύλινο ραβδί στις πλάκες Αλλά τι λουλούδι ανέβαζαν οι τρικυμίες! Και τι φορητά βουνά οι μεγάλες νύχτες της Σελήνης! Τ' άλογο που σ' ανάρπασε στην άκρη των ακρώ κι υστέρα το κρυμμένο μες στα δέντρα σπίτι λέω θυμήσου τότε το βάρος της καρδιάς και τ' όμορφο κεφάλι που πήρες να φιλήσεις μέσα στου γιασεμιού τ' ασπράκια Κι έχε στο νου σου

έχε στο νου σου πάντοτε

μ' ακούς;

το αχ που

κι άκουσα να κυλούν κατά τη γης τα

τέσσερα ποτάμια τα ξακουστά με τ' όνομα Φεισών Ευφράτης

Γεών

Τίγρης

Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγίξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι Χάθηκε ο κήπος σαν αμύγδαλο

τον κατάπιε η Άνοιξη με τα σκληρά της δόντια

Και ορθός πάλι απόμεινα μ' ένα καμένο χέρι εδώ στην άκρη που μ' απώθησαν οι συμφορές να πολεμώ το Δεν και το Αδύνατον του κόσμου ετούτου.

ΕΚΕΙΝΟ ΠΟΥ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ Να 'χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ' το παράθυρο έξω! Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται! Κορίτσι που από το γυμνό σου στήθος σαν από σχεδία κάποτε μ' έσωσε ο Θεός

131

Και ψηλά πάνω απ' τα τείχη με την ημισέληνο με πήγε δική μου

μην κι από

Ακριτομύθια φανερωθείς και οι Τύχες σε βάλουν στο σημάδι Όπως κι έγινε Γιατί τέτοια θέλει κι αγαπά η ζωή που εμείς άλλου πιστεύουμε πως είναι

Το καρπούζι μου πάγωνε τα δόντια κι έμενε Η Ελένη μισάνοιχτη όσο διαρκούσε το άστρο «Αυτό που βλέπεις είναι το βάρος του βουνού Βγαλμένο στην εσάρπα με τις έξι Χίμαιρες Αυτός εκεί ο κομήτης Φελσφεβόρ

Κι από τ' άλλο μέρος της αγάπης από τ' άλλο μέρος του θανάτου υπνοβατούμε ώσπου αβάσταχτα περισφιγμένο κείνο που μας έγινε σάρκα της σαρκός σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και ανάψει και ξυπνήσουμε

Χρόνους πολλούς πριν φτάσει και μοιάζει ακόμη του Χριστού Στο πρόσωπο και στη χαρά που κάνει ο άνεμος πριν σβήσει

Ίσια ναι πάει ο χρόνος αλλ' ο έρωτας κάθετα και ή κόβονται στα δύο ή που δεν απαντήθηκαν ποτέ Αλλ' αυτό που μένει σαν

Αυτή με τα μαλλιά σαν κέρας είναι ο πυρετός Που θα γυαλίσει τα παιδιά και ίσως τα πάρει

Άμμος από δυνατόν αέρα στα δωμάτια κατώφλι

Και αυτά οι κλωστές στην άμμο της γαλήνης

και η αράχνη

κι έξω στο

Θα ιδούμε ακόμη και άλλα Ο λύκος με το στρογγυλό το μάτι που ολολύζει πιθανά φαίνονται όλα και προπάντων τα βουνά της Κρήτης που μικρός τα 'χα στο χιόνι και τα ξαναβρήκα δροσερά μα τι σημαίνει

Θα φανεί μια στιγμή ο Ερμής Τρισμέγιστος Κάτω απ' τους τσίγκους με τη συννεφιά και με το φθόριο

Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής κι είναι ολόγυρα σου

πάλι ο ήλιος γέρνει

Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου ακόμη κατεβαίνουνε τα σύννεφα να φάνε χόρτο λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι καίριο να ειπωθεί.

Ή μπορεί ν' ακουστεί και η φυσαρμόνικα Μαύρη στο μαύρο και που δεν εξηγιέται.» Και τ' άστρο διαρκούσε όσο η Ελένη κοίταζε Και το καρπούζι πάγωνε τα δόντια.

και να μην έχει μείνει άλλο τίποτα

ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ ΤΟ ΑΣΤΡΟ

Βράδυ αράχνης

τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία

132

Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος

Φτάσουν όλα στην περίφημη δέκατη τέταρτη ομορφιά και αργότερα στη γέμιση την πλήρη τέλος απ' το 'να πλάι ξεφτίσουν και φανεί το γυμνό δέρμα της γης με την άνοιξη έτοιμη να επιτεθεί και τους κέλητες φεύγοντας

Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμφιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης!

Ουριήλ Γαβριήλ εσείς κρατούσατε τα ηνία όταν άκουσα τον καλπασμό και αλήθεια ήταν

Έφυγαν βαυκαλισμένες όπως βάρκες Ενετών από βιόλα ντ' αμόρε οι μέρες μου στα ύπτια φορτωμένες μυτερά καρφιά και άσπρα γαρίφαλα (ω παιδάκια

Σαν επιφοίτηση να μου ήρθε από ψηλά μια στάλα υδρόγειος που φωτίστηκε όλη των ονείρων η ερημιά ενώ μέσα στα σκοτεινά φυλλώματα

Με το λίγο σουσάμι ακόμη στο πιγούνι βαρύ χρόνο σηκώσατε και αντάμα πήγατε στο φούντο αλλ' ευγένεια πήρε το χαμόγελό σας από του πρασίνου τη μεριά Και από την άλλη πέτρωσε)

Ζωή άλλη τρίτη από δυο ιδέες κοντά κοντά βαλμένες ζει σαν μωρό νεογέννητο άρχισε!

Άθελα έτσι όλα πάνε μες στης Αλησμόνης τα νερά κλωνάρια γιούσουρι και αργά βατίκια στο ταλάντεμα τα λιγνοκάλαμα και η σέπια του βυθού Σαν να μόνο τα ονειρεύεται η Σελήνη εκείνη

μα πραγματικά τα βλέπει

Και την ώρα που κλαίμε ή τα μάτια κλείνουμε να φανταστούμε τι γραμμένο ακόμη απομένει κατακέφαλα μας να βρει αναστεναγμός ακούγεται άλλος κι από κει που πηγάζουνε οι ροδώνες μια δροσιά μυριστική με συνοδεία κιθάρας χύνεται Ποταμός του Αυγούστου μες στις πεδιάδες Που και που επιπλέουν σπίτια και συστάδες ανθρώπων που μισούνται κι ερωτεύονται κάτω απ' τις φιστικιές ανάβουν τα Πάλαι ποτέ φιλιά ξανά και ξανά στις μύτες των ποδιών ο ίδιος όρκος και τα ίδια εναντίον της μοίρας λόγια πικρά εωσότου

να φωνά-

ΤΑ ΔΥΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (Παραλλαγή) Βράδυ αράχνης

τι ωραία μυρίζει γύρω μου η απελπισία

Έχει τη δύναμη σιμά πολύ και αόρατης γαζίας όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στίς περιοχές τις άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος Ουριήλ Γαβριήλ και απόψε τι που ξανάρχομαι και πάω μεταμφιεσμένος σε ευτυχή να ξεγελάσω το δρόμο της Σελήνης! Αλλ' εκείνη ξέρει Και από τον γυναικωνίτη τ' ουρανού χαμογελά θλιμμένη με μια γλάστρα δίπλα της βασιλικό σαν να θέλει να πει ότι κάτι ακόμη αληθινό μας απομένει

133

Ναι η δροσιά και η διαφάνεια ίσως απ' το πέρασμα του Ευαγγελίου Πιθανόν και η περηφάνια η άθραυστη με την τζαμαρία στη θάλασσα το σπάσιμο κι ο αφρός για τους πολλούς που 'ναι ο κανένας Τόσο δύσκολο μα τόσο Δύσκολο να ζήσεις Και στον κόσμο της ψυχής ο πόλος μια περιοχή ακατοίκητη Που να μιλήσεις; Τι να πεις;

Ολόσωμοι πάνω στο φως και μαύροι έως θανάτου Τι τραγούδι μα τι κλάμα με κομμένη ανάσα μην καταλαβαίνοντας πως γυρίζεται και αδειάζει το άδικο γυρίζεται και αδειάζει ο πόνος γυρίζεται και αδειάζει από αιώνες η βοή των αρμάτων ώστε πια

Αλλού σκίζεται η ζωή και αλλού στάζει το αίμα

Ουριήλ Γαβριήλ αντανάκλαση να 'ναι των ψυχών και κάτοπτρο η Σελήνη που διπλό τον κόσμο δείχνει

Σταθερά τα παμπάλαια πράγματα μες στα τωρινά μας επιβιούν Και μαλλάκι νεόνυμφο που του κυνηγήθηκε η γητειά παίζει πάντα το μέρος της θαλάσσης

Εδώ με τις ανάστροφες κλαίουσες πάνω στα νερά τα ζάπλουτα σε λάμψεις διαστήματα όπου αδύνατον χωρίς το στέαρ του ύπνου να περάσεις

Ίσα ιιιι σφυριγματιές απ' την αντίπερα όχθη αργά σαν ποταμόπλοια κομμάτια γης αποσπασμένα πλέουν και πάνε τούφες τούφες τ' αηδόνια μια που ακόμα υπάρχουν όλα

Εκεί με τα σγουρά επιμήκη των αγγέλων πρόσωπα τ' ανέκφραστα κοιτάζοντας και ψάλλοντας με συνοδεία κιθάρας ουαλαλί ουαλαλί κάτω από τ' άνθη τα ξερά στο υπέρθυρο ουαλαλί ουαλαλί

Μες στη δέκατη τέταρτη ομορφιά

Όπως τότε που βάδιζα μ' ένα κορίτσι ανύποπτος μες στις περιοχές τις άγνωστες του Παραδείσου και γεμάτος γαβγίσματα λυπητερά γύριζε μακριά μου ο κόσμος!

Κι εκείνος που του πάρθηκε η φωνή προτού προφτάσει ο άλλος απ' του ναυαγίου το ξύλο να πιαστεί παραμονές που το κακό θα πέσει μια περιδινούμενη παραφροσύνη Πάει κι έρχεται μες στο κυκλαμινί του αιθέρος βίαια τ' αναρριχητικά δρασκελάνε τα ύψη ενώ από κήπους από αυλές σαν να μυρίζονται ότι φτάνει μια έκλειψη ολική μαζί τα ζώα φωνάζουν αλλ'

ΘΕΟΚΤΙΣΤΗ Και να πάρεις θέση στη γη σαν την Κυπριανή στη Σίφνο ή στην Αμοργό τη Χοζοβιώτισσα δύσκολο πολύ

Εμείς ακούμε αυτό που θέλουμε Και από τον κεραυνό μας απολείπεται λίγη γαλήνη παιδιά και πάλι πάλι τίποτα ένα κύμα τίποτα

αντίο αντίο

Βράδυ αράχνης τι πικρά μα τι μεθυστικά που ζήσαμε κάτω από τη συνεχή βροχή του Αυγούστου

Θέλει χάδι το χώμα και ψιθύρισμα παρόμοιο με του καβαλάρη στο αυτί του αλόγου Και το ρήγμα μέσα σου Να μην έχει κιόλας απ' τις πέτρες γίνει αντιληπτό αλλά να περπατάς ξυπόλυτος λίγη χαρά να δώσεις της τσουκνίδας και από το γυμνό κορμί

134

Των δεκαπέντε χρόνων να γνωρίζεις ποιο το μέρος της αθανασίας που χάνεται για να το ξαναφέρεις πίσω εάν

Κοίτα! Ίδιοι μοιάζουν οι άνεμοι που σκουραίνουν τα βράχια και της θάλασσας δίνουν όψη προπατορική όμως πιο μοναχική τότε η καρδιά σου Έσωσε να' ναι από Θεού τα αισθήματα

μία κάποια χρυσάχνη στο επάνω

Ώστε λες δίκαιο θα 'χε ο Υπερίων που μιλούσε «γι' άλλες μνήμες ευγενέστερων καιρών» και προσέθετε «μας υπολείπεται πολλή και ωραία δουλειά όσο ν' αγρεύσομε το Μεγαλείο».

Πεις ελληνικά τη λέξη Θεοκτίστη οπόταν και το χέρι σου θ' ακολουθήσει

Κάτι άλλο αποζητάει ο ήλιος

και μόνον ότι το στοχάστηκες διάζωμα τ' ουρανού διαρκεί

Και

ΔΩΡΟ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΠΟΙΗΜΑ Ξέρω πως είναι τίποτε όλ' αυτά έχει αλφάβητο

και πως η γλώσσα που μιλώ δεν

Σ' ένα του μιας στιγμής σταμάτημα που ο χρόνος ούτε το 'νιωσε πρόφτασε ιερατική του ασβέστη να προσδώσει αίγλη και ομορφιά

Αφού και ο ήλιος και τα κύματα είναι μια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς μονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας

Την των ερωτευμένων που χωρίς να το ξέρουν της θεότητας το σχήμα έχουνε πάρει Έτσι ένα πρωί

Κι η πατρίδα μια τοιχογραφία μ' επιστρώσεις διαδοχικές φράγκικες ή σλαβικές που αν τύχει και βαλθείς για να την αποκαταστήσεις πας αμέσως φυλακή και δίνεις λόγο

Που δε γύρισε πίσω η αθλιότη από μια σταγόνα καθαρή σώμα λαβαίνουν και ανεβαίνουν τα στρουθιά τσίου-τσίου τα νερά εναντιωμένα παίζουν και το σύννεφο έρχεται φορέας ειρήνης

Σ' ένα πλήθος Εξουσίες ξένες

μέσω της δικής σου πάντοτε

Όπως γίνεται για τις συμφορές Από μια σ' άλλη ανθρώπου ανάσα με το νου της η βερβένα τρέχει και το παραπεταμένο απ' όλους μοσχομπίζελο με το θάρρος της αγνοίας χτυπά που πια χωρίς προσπάθεια πας ελεύθερος και πάνω από τις Εξουσίες Τότε ιδρύεται φως Κι ένα χέρι που είναι το δικό σου στο ψημένο επάνω χώμα και στο γαλάζιο το άγριο να χαράζει αρχίζει σαν ιδεόγραμμα τη μικρή δέσποινα Θεοκτίστη Να τι πρώτο χρειάζεται Μένουν βέβαια πολλά βουνά μεγάλα διαφανή και αλλά κινούμενα στο αντίθετο του πεπρωμένου ρεύμα που

Όμως ας φανταστούμε σ' ένα παλαιών καιρών αλώνι που μπορεί να 'ναι και σε πολυκατοικία ότι παίζουνε παιδιά και ότι αυτός που χάνει Πρέπει σύμφωνα με τους κανονισμούς δώσει μιαν αλήθεια

να πει στους άλλους και να

Οπόταν βρίσκονται στο τέλος όλοι να κρατούν στο χέρι τους ένα μικρό

135

Δώρο ασημένιο ποίημα.

ο πετροπαιχνιδιάτορας

από την άκρη των ακρώ κατηφοράει στο Ταίναρο

Ο ΗΛΙΟΣ Ο ΗΛΙΑΤΟΡΑΣ (1971)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ο ΗΛΙΟΣ ΑΝΕΜΟΙ

Φωτιά 'ναι το πηγούνι του χρυσάφι το πιρούνι του.

Ο ΗΛΙΟΣ Ε σεις στεριές και θάλασσες τ' αμπέλια κι οι χρυσές ελιές

ΚΟΡΙΤΣΙ ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΕΣ

ακούτε τα χαμπέρια μου μέσα στα μεσημέρια μου «Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!» Από τη μέση του εγκρεμού στη μέση του άλλου πελάγου

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας

κόκκινα κίτρινα σπαρτά νερά πράσινα κι άπατα

136

«Σ' όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνον ετούτον αγαπώ!»

μα εγώ στο κύμα του γιαλού

Με τα μικρά χαμίνια του καβάλα στα δελφίνια του

θεμέλιωσα το σπιτικό να τ' αποσώσω δεν μπορώ.

με τις κοπέλες τις γυμνές που καίγονται στις αμμουδιές

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ Τέσσερις μήνες χτίζουμε

με τους λοξάτους πετεινούς

και τους οχτώ γκρεμίζουμε

και με τα κουκουρίκου τους! και κάθε γινωμένη ελιά ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

στοιχίζει και μια φαμελιά.

Εμείς ψωμί δεν έχουμε και τέτοια δεν κατέχουμε Χρόνους πολλούς μας πολεμάν κι ανάσα δεν επήραμαν.

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ Όνειρο πόκανα κρυφά για τα παιδιά π' ανάθρεφα

ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ

Ποιος το 'λεγε πως θε να μου τα στείλουνε του σκοτωμού.

Φύγανε τα πουλιά γι' αλλού

137

ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ Άλλος εβγήκε απ' τα βουνά

ΑΝΕΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ Θέλω καράβια σπρώχνω Τα δυο βουνά χωρίζω

θέλω σταματώ και τα περπατώ

κι άλλος απ' τα πλεούμενα Μες στις αγάπες μπαίνω και ζαλίζομαι κι από τα μυστικά τους αντραλίζομαι με το πουκάμισο χακί κατάρα οι ξένοι κι οι εδικοί.

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Τ' άκουσε ο ήλιος κι έφριξε το φως το κόκκινο έριξε

Σ' όλους το παραγγέλνω

σ' όλους το μηνώ

Τρώγεται ο νους του ανθρώπου

μόνο αλίμονο.

ΑΝΕΜΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ Ανάθεμα την ώρα

ποιος ορίζει εδώ

το ανάποδο βαφτίζει

και το λέει σωστό

Πήραν να καίγονται οι κορφές κι όλες οι πάνω γειτονιές. Του αδύναμου το δίκιο Ο ΗΛΙΟΣ

βγαίνει τη νύχτα μέρα

μήτε λέει ποτέ και τ' ορκίζεται

Ωρ' τι 'ναι τούτ' η αποκοτιά βρε συ Βοριά βρε συ Νοτιά Πουνέντε και Λεβάντε μου ένα ραπόρτο κάντε μου.

Όπου μεγάλη πόρτα

πίσω της αυτός

κάνεις να την ανοίξεις γίνεται άφαντος.

138

ΑΝΕΜΟΣ ΤΡΙΤΟΣ Κάμποι της Σαλονίκης κι όρη του Μοριά που 'ν' τα παρμένα κάστρα που 'ναι τα χωριά

Μες στον αέρα κοίτα μισοφέγγαρο κοίτα κορίτσι πράμα που να το χαρώ

Δευτέρα μεγαλώνει Τετάρτη γονατίζει

Τρίτη πολεμά Πέμπτη ξεψυχά.

ΑΝΕΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ Δρόμοι περπατημένοι κι απερπάτητοι

ΑΦΗΓΗΤΗΣ Παράπονα κι αθιβολές γύρισε ο κόσμος τρεις φορές

Γιόμα βράδυ μεσάνυχτα κι όλα τα δώματα ανοιχτά

Στ' αλώνια και στις εμπατές ξυπνούν οι ελαφροΐσκιωτες

σύρνουν ανάβουνε μαλλί στων αστεριών τη χόβολη

Ποιος τους εδιάβη πέρα ποιος δεν τους πατεί Μα ο που τους πήρε κι ήμπε μες στα αίματα Μήτε Θεός μήτ' άλλος δεν τον σταματά

και τους μικρούς αγγέλους σταμ ατάν και παίζουν αμ στραμ νταμ

Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν! Καημέ που πάρα εβάρυνες τον κόσμο δεν εμάρανες

139

Χοπ αν κάνω δεξιά Τα μαύρα λεν και τ' άσπρα σου οι άνεμοι κι όλο τα φυσούν

Κι ένα κορίτσι εννιά χρονώ για λόγου τραγουδά ολονώ.

πέφτω πάνω στη ροδιά

Χοπ αν κάνω αριστερά πάνω στη βατομουριά

ΚΟΡΙΤΣΙ Δύο συ και τρία γω

Το 'να χέρι μου κρατεί μέλισσα θεόρατη

πράσινο πεντόβολο τ' άλλο στον αέρα πιάνει μπαίνω μέσα στον μπαξέ γεια σου κύριε Μενεξέ

πεταλούδα που δαγκάνει.

ΧΟΡΟΣ Σιντριβάνι και νερό Βότσαλο μέσα στα νερά και χαμένο μου όνειρο του κοριτσιού η αποθυμιά

Τζίντζιρας τζιντζίρισε το ροδάνι γύρισε

Κύκλοι και πως ανοίγουνε και με τα σένα σμίγουνε

140

ψηλά στη γλάστρα του βουνού χρυσό γεράνι τ' ουρανού

Καμπαναριά και στέγες μες στη συννεφιά κι όλα μαζί μια λύπη και μιαν ομορφιά.

Ήλιε μου και τρισήλιε μου Ο ΗΛΙΟΣ ένα σου λόγο στείλε μου. Όμορφη και παράξενη πατρίδα Ωσάν αυτή που μου 'λαχε δεν είδα ΑΝΕΜΟΙ Άκου κι εμάς που μόλις εγυρίσαμε νησιά και πολιτείες που γνωρίσαμε

Κρήτη και Μυτιλήνη Σάμο κι Ικαριά Νάξο και Σαντορίνη Ρόδο Κέρκυρα

Ρίχνει να πιάσει ψάρια πιάνει φτερωτά Στήνει στη γη καράβι κήπο στα νερά

Κλαίει φιλεί το χώμα

ξενιτεύεται

Μένει στους πέντε δρόμους

αντρειεύεται

Σπίτια μεγάλα κι άσπρα σπίτια βουερά Κάνει να πάρει πέτρα

τηνε παρατά

πάνω στη μαύρη πέτρα πάνω στα νερά Κάνει να τη σκαλίσει

βγάνει θάματα

Ξάνθη Θεσσαλονίκη Βέροια Καστοριά Γιάννενα Μεσολόγγι Σπάρτη και Μιστρά

Μπαίνει σ' ένα βαρκάκι Ξεσηκωμούς γυρεύει

πιάνει ωκεανούς θέλει τύραννους

141

του τρώνε και το λίγο βίος

Πέντε μεγάλους βγάνει

πάνω τους βαρεί

Να λείψουν απ' τη μέση

τους δοξολογεί.

ΧΟΡΟΣ ΑΝΔΡΩΝ Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος

κι από το στόμα την μπουκιά πάνω στην ώρα τη γλυκιά

του τηνε παίρνουνε κι αυτή Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί!

να 'ν' ήμερος να 'ναι άκακος ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση

Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς δεν έχει «εγώ» κι «εσύ» Χαρά στους που 'ναι οι Δυνατοί γι' αυτούς δεν έχει χόρταση.

κι όπου φωλιάσει και σταθεί κανείς να μην του φτάνει εκεί ΑΦΗΓΗΤΗΣ Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας Μα 'ρθαν αλλιώς τα πράματα τονε ξυπνάν χαράματα

τον παν τον φέρνουν πίσω μπρος

ο πετροπαιχνιδιάτορας

λίγο το στόμα του άνοιξε

142

κι ευθύς εμύρισε άνοιξη

Τα δέντρα κελαηδήσανε τα ζωντανά σουνίσανε

Στα χώματα όπου η ρίζα μ' αφουκράστηκε γύρισε τ' άνθος κι από μένα πιάστηκε

Με το φαρμάκι δένει κόμπο στα κρυφά το γιατρικό που σώζει κι όλ' η ομορφιά

κι οι άνεμοι χρωματιστούς γεμίσανε χαρταετούς.

Το φως όπου σηκώνω και τον έρωτα έννοια σας μήτ' εγώ δεν τα 'χω απλέρωτα

Ο ΗΛΙΟΣ Τι να σας πω γυναίκες τι να μη σας πω παρηγοριά κι αλήθεια που να μην ντραπώ

Μόνο να σας ακούω πότε θλίβομαι

Μέσα μου ρίχνει ο χρόνος ασταμάτητα του κόσμου όλα τα βρόμικα και τ' άπλυτα

Κι όσον καιρό κρεμιέμαι πάνω απ' τα νερά κι όσον περνώ στα μακρινά τα Τάρταρα

πιάνω τα σκοτεινά στα νέφη κρύβομαι Τυραγνίες ζηλοφθονίες φόνους παιδεμούς Πότε μα το Θεό περηφανεύομαι

τ' αλέθω για τους χρόνους τους μελλούμενους

βάζω τα κόκκινα μου και πορεύομαι Τ' αλέθω τα γυρίζω και τα πάω στη γη

143

που 'δωσε το σκοτάδι

φως για να το πιει

Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου Οι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου

Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε

Σ' ευλογημένη μέρα βγάζει το κακό σε δημοσιά πλατιά το στενοσόκακο

Κι είναι στη σκοτεινιά και στην ερήμωση όπου ριζώνει κι ευωδιάζει η θύμηση

Ρίζα πικρή μου ρίζα και κρυφή πηγή δώσε την περηφάνια πάρε την οργή

Σ' όλα τα σπίτια σ' όλα τα παράθυρα

δάφνες και κουμαριές και φοινικόκλαρα

Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι

Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά

Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός

Τι με το «χα» και με το «νο» και με το «νται» όλα του κόσμου τ' άδικα ξε-χά-νο-νται.

ΤΟ ΤΡΕΛΟΒΑΠΟΡΟ Τραγούδι

Βαπόρι στολισμένο βγαίνει στα βουνά

144

κι αρχίζει τις μανούβρες «βίρα μάινα» Κι έχουμε στο κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό

τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!

Την άγκυρα φουντάρει στις κουκουναριές φορτώνει φρέσκο αέρα κι απ' τις δυο μεριές

Είναι από μαύρη πέτρα κι είναι απ' όνειρο κι έχει λοστρόμο αθώο ναύτη πονηρό ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (1971)

Από τα βάθη φτάνει τους παλιούς καιρούς βάσανα ξεφορτώνει κι αναστεναγμούς

Θα πενθώ πάντα -μ' ακούς;- για σένα, μόνος, στον Παράδεισο

Ι Έλα Χριστέ και Κύριε λέω κι απορώ τέτοιο τρελό βαπόρι τρελοβάπορο

Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος

Χρόνους μας ταξιδεύει δε βουλιάξαμε

Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

χίλιους καπεταναίους τους αλλάξαμε Πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

145

III II Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ' άλλα που πέρασαν Εάν είναι αλήθεια Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουσαν γλυκά Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά Τα «πίστεψέ με» και τα «μη» Μια στον αέρα, μια στη μουσική

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω Να μπαίνω σαν Πανσέληνος Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας Που γύρευαν ν' ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί Πάνω απ' τις ξερολιθιές, πίσω απ' τους φράχτες Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου Κι έτρεμε τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από τους καταρράχτες Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό Στον τοίχο, τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε Ακουστά σ' έχουν τα κύματα Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε» Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο Πάντα εμείς το φως κι η σκιά Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος. Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει

146

Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει

Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς

Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ

Μαχαίρι

Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ

Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς

Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς Είμ' εγώ, μ' ακούς

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά

Σ' αγαπώ, μ'ακούς Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ

Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα Τόσο η ελάχιστή σου αναπνοή

Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου Να μιλώ για σένα και για μένα.

IV

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς

Των ανθρώπων

Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς

Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

147

Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς Όπου κάποτε οι φιγούρες Των Αγίων

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς Μες στη μέση της θάλασσας Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς Άκου, άκου Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;

Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω

Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει -ακούς; Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

V Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς

Με σοφές παραμάνες και μ' αντάρτες απόμαχους

Της αγάπης

Από τι να 'ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού

Μια για πάντα το κόψαμε

Την ανταύγεια στο πρόσωπο του νερού του τρεμάμενου

Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς

Και γιατί, λέει, να μέλλει κοντά σου να 'ρθω

Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς

Που δε θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο

Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας

Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

148

Για σένα ούτε η γερόντισσα μ' όλα της τα βοτάνια Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί και η μουσική

Στα μέρη τ' αψηλά της Κρήτης τίποτα

Που διώχνω μέσα μου αλλ' αυτή γυρίζει δυνατότερη

Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ' όλο το γύρο

Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή

Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά

Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση

Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Και να το χώμα, να τα περιστέρια, να η αρχαία μας γη.

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού Μάτια της περηφάνιας και του διάφανου Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής Με τ' άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης Σαν από μια τοιχογραφία καταστραμμένη Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο

VI Έχω δει πολλά και η γη μέσ' απ' το νου μου φαίνεται ωραιότερη Ωραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά της θάλασσας Έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί Να 'χει ο χρόνος όλος αθωωθεί Μες στο αυλάκι που το πέρασμά σου αφήνει Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν' ακολουθεί

149

Και να παίζει με τ' άσπρο και το κυανό η ψυχή μου! Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί Πριν από την αγάπη και μαζί Για τη ρολογιά και για το γκιούλ μπρισίμι

ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (1972)

Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Οι άγγελοι τραγουδάνε. Και οι ερωτευμένοι επίσης. Πίσω από κάθε

Μόνος, και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί νεογέννητο

ανάταση, από κάθε μεράκι, μια κιθάρα περιμένει έτοιμη να πάρει τα

Μόνος, και ας είμ' εγώ η πατρίδα που πενθεί Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο

λόγια και να τα ταξιδέψει από χείλη σε χείλη. Δεν είναι λίγο αυτό. Είναι η χαρά να δίνεις χαρά στους άλλους, είναι αυτό που μας βα-

Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ' ολοστρόγγυλο στάει στη ζωή. Γι΄ αυτό, κοντά στα ποιήματά μου, δοκίμασα να γράΒότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο!

ψω και μερικά τραγούδια, χωρίς να τα υποτιμώ καθόλου. Έτσι ή αλλιώς, μιλά κανείς για τα ίδια πράγματα που αγαπά, και από κει και πέρα το λόγο έχουν αυτοί που θα τ' ακούσουν. Λένε πως το είδος έχει

VII ορισμένους κανόνες. Δεν τους ξέρω και, πάντως, δεν ενδιαφέρθηκα Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

ή δεν μπόρεσα να τους ακολουθήσω. Δουλεύει ο καθένας όπως νοιώθει. Και η θάλασσα είναι απέραντη, τα πουλιά μυριάδες, οι ψυχές όσες και οι συνδυασμοί που μπορούν να γεννήσουν οι ήχοι και τα λόγια, όταν ο έρωτας και το όνειρο συμβασιλεύουν.

150

και κρίνο του καλοκαιριού. ΜΙΚΡΕΣ ΚΥΚΛΑΔΕΣ ΜΑΡΙΝΑ ΤΑ ΕΛΛΗΝΑΚΙΑ Δώσε μου δυόσμο να μυρίσω λουίζα και βασιλικό Μαζί μ' αυτά να σε φιλήσω και τι να πρωτοθυμηθώ

Τον Μάρτη περικάλεσα και τον μικρό Νοέμβρη Τον Αύγουστο τον φεγγερό κακό να μη μας έβρει

Τη βρύση με τα περιστέρια των Αρχαγγέλων το σπαθί Το περιβόλι με τ' αστέρια και το πηγάδι το βαθύ

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά είμαστε δυο Ελληνάκια Μες στα γαλάζια πέλαγα και στ' άσπρα συννεφάκια

Τις νύχτες που σε σεργιανούσα στην άλλη ν άκρη τ' ουρανού Και ν' ανεβαίνεις σε θωρούσα σαν αδελφή του Αυγερινού

Γιατ' είμαστε μικρά παιδιά κι η αγάπη μας μεγάλη Που αν τη χωρέσουμε απ' τη μια περσεύει από την άλλη

Μαρίνα πράσινό μου αστέρι Μαρίνα φως του Αυγερινού Μαρίνα μου άγριο περιστέρι

Κύματα σύρετε ζερβά κι εσείς τα σύννεφα δεξιά

151

Φάληρο με Περαία

θα σου τη φάνε τη σοδειά

μια γαλανή σημαία. -Δώσε μου καν την πιο μικρή Η ΜΑΓΙΑ

τη Μάγια την αστραφτερή

Η Πούλια πόχει εφτά παιδιά μέσ' απ' τους ουρανούς περνά

Λάμπουνε γύρω τα βουνά τα χέρια μου βγάνουν φωτιά

Κάποτε λίγο σταματά

Κι η Πούλια πόχει εφτά παιδιά φεύγει και μ' αποχαιρετά.

στο φτωχικό μου και κοιτά: Γεια σας τι κάνετε; Καλά; -Καλά. Πως είναι τα παιδιά; -Τι να σας πω εκεί ψηλά

ΤΑ 'ΔΑΤΕ ΤΑ ΜΑΘΑΤΕ Ήταν μια θεία θέληση κι ενός αγίου τάμα

τα τρώει τ' αγιάζι κι η ερημιά Εμείς οι δυο να σμίξουμε και να γενεί το θάμα: -Γι' αυτό πικραίνεσαι Κυρά δε μου τα φέρνεις εδωνά;

-Ευχαριστώ μα 'ναι πολλά

Οι βάρκες ν' ανεβαίνουνε ως τα ψηλά μπαλκόνια Κι οι ορτανσίες να πετούν καθώς τα χελιδόνια

152

να 'ναι καλό παιδάκι Μη μου χτυπάει πορτόφυλλα Ν' ανάβουν οι άγιοι κερί και στο παραθυράκι στη χάρη των δυονώ μας Και τα ψαράκια να φυλούν την άκρη των ποδιών μας

Γιατί στο σπίτι που αγρυπνώ η αγάπη μου πεθαίνει Και μες στα δάκρυα την κοιτώ

Όλος ο κόσμος ν' απορεί που μόλις ανασαίνει μωρέ τι να 'ν' και τούτο Με το μπουζούκι να λαλεί και το μικρό λαγούτο: Με πιάνει το παράπονο

-Τα 'δατε τα μάθατε μια αγάπη που εγεννήθη Άνθρωπος δεν την κατελεί κι ο Άδης ενικήθη.

γιατί στον κόσμο αυτόνα Τα καλοκαίρια τα 'χασα κι έφτασα στο χειμώνα

Σαν το καράβι που άνοιξε τ' άρμενα κι αλαργεύει θωρώ να χάνονται οι στεριές ΤΟΥ ΜΙΚΡΟΥ ΒΟΡΙΑ κι ο κόσμος λιγοστεύει

Του μικρού Βοριά παράγγειλα Γεια σας περβόλια γεια σας ρεματιές

153

γεια σας φιλιά και γεια σας αγκαλιές Γεια σας οι κάβοι κι οι ξανθοί γιαλοί γεια σας οι όρκοι οι παντοτινοί.

κι εγώ είμαι δω κοντά σου Για συντροφιά στην έγνοια σου και για παρηγοριά σου

Τρι και τρι τρι και τρι τι πικρή που 'ναι η ζωή Τι γλυκιά και τι πικρή ΤΟ ΤΡΙΖΟΝΙ τρι και τρι και τρι και τρι

Κοιμήθηκα κοιμήθηκα Κοιμήθηκα κοιμήθηκα στου γιασεμιού την ευωδιά στων Αρχαγγέλων τη σκιά Στων φύλλων το μουρμουρητό στων άστρων τον χρυσό γιαλό

Στην ερημιά του φεγγαριού στο κυματάκι του γιαλού

Οι άνθρωποι μ' αρνήθηκαν κανείς δε μου σιμώνει

Τι να 'φταιξα της μοίρας μου κι έτσι με φαρμακώνει

Μόνο μου κάνει συντροφιά της νύχτας το τριζόνι:

Μονάχα μου αποκρίνεται της νύχτας το τριζόνι:

-Έννοια σου λέει έννοια σου

-Είμαι μικρό πολύ μικρό

154

το κορίτσι που αγαπώ μα 'ναι ο Θεός μεγάλος Αυτό ποτέ δε θα σ' το πω μήτε κανένας άλλος Μα 'χει τον ήλιο φορεσιά τα κύματα περπατηξιά η μικρή μου η Παναγιά Τρι και τρι τρι και τρι τι πικρή που 'ναι η ζωή Τι γλυκιά και τι πικρή

Χάιντε νύφη της θαλάσσης τι φαμίλιες θα χαλάσεις

τρι και τρι και τρι και τρι. Νύφη μέσα στα μπουγάζια με τα πέπλα τα γαλάζια ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΥΡΟ ΚΑΙ ΤΖΙΑ Ανάμεσα Σύρο και Τζια Άνεμος να μη σε πιάσει μικρή φυτρώνει νεραντζιά η μικρή μου η κοπελιά

Πόχει τις ρίζες στο βυθό και τα κλαδιά στον ουρανό το κορίτσι που αγαπώ

Πλάσμα δεν είναι ανθρωπινό δεν είναι μήτε ξωτικό

λούλουδο μη σου χαλάσει

Κι αν γενεί ποτέ το θάμα κι αγαπήσεις κάνω τάμα

Να σου στείλω μια μπρατσέρα με τον Πολικόν Αστέρα.

155

Να 'χεις τύχη να 'χεις τύχη κι η χρονιά να σου πετύχει ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ

Κι από τ' ουρανού τα μέρη την αγάπη να σου φέρει Το θαλασσινό τριφύλλι

ΤΟ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΤΡΙΦΥΛΛΙ Μια φορά στα χίλια χρόνια του πελάγου τα τελώνια Μες στα σκοτεινά τα φύκια μες στα πράσινα χαλίκια Το φυτεύουνε και βγαίνει πριν ο ήλιος ανατείλει Το μαγεύουνε και βγαίνει το θαλασσινό τριφύλλι Κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει κι όποιος το 'βρει δεν πεθαίνει

ποιος θα βρει να μου το στείλει Ποιος θα βρει να μου το στείλει το θαλασσινό τριφύλλι.

ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ Η Παναγιά το πέλαγο κρατούσε στην ποδιά της Τη Σίκινο την Αμοργό και τ' άλλα τα παιδιά της

Μια φορά στα χίλια χρόνια Από την άκρη του καιρού κελαηδούν αλλιώς τ' αηδόνια Δε γελάνε μήτε κλαίνε μόνο λένε μόνο λένε: -Μια φορά στα χίλια χρόνια

και πίσω απ' τους χειμώνες Άκουγα σφύριζε η μπουρού κι έβγαιναν οι Γοργόνες

γίνεται η αγάπη αιώνια

156

Το κρατάνε στον αέρα Κι εγώ μέσα στους αχινούς στις γούβες στ' αρμυρίκια Σαν τους παλιούς θαλασσινούς ρωτούσα τα τζιτζίκια:

Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι γεια σας κι η ώρα η καλή

τέσσερα χρυσά πουλιά Δε γνωρίζεις εκεί πέρα ούτε κλέφτη ούτε φονιά ούτε μάνα και πατέρα

Τα λουλούδια μεγαλώνουν κάθε νύχτα τρεις οργιές

Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει; Τις ακρογιαλιές ισκιώνουν κι ' όλ' αποκρίνονταν μαζί: και τα δέντρα στις πλαγιές σαν καβούρια σκαρφαλώνουν -Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει. Μες στης ερημιάς τ' αγέρι όλ' αγιάζουνε μεμιάς Πιάνεις του Θεού το χέρι ΤΟ ΕΡΗΜΟΝΗΣΙ και στα κύματα ακουμπάς Γεια σου Απρίλη γεια σου Μάρτη και πικρή Σαρακοστή Βάζω πλώρη και κατάρτι και γυρεύω ένα νησί που δε βρίσκεται στο χάρτη

σαν αγριοπεριστέρι

Γεια σας έχτρες γεια σας μίση και γινάτι καθενός Άμα βρεις το ερημονήσι

157

Βρε παπά το θυμιατό σου όλα τ' άλλα είναι καπνός Μια φορά να το 'χεις ζήσει.

γύρισέ το κατά δω Και με το βασιλικό σου ράντισε μας το νερό

ΝΤΟΥΚΟΥ ΝΤΟΥΚΟΥ ΜΗΧΑΝΑΚΙ Σκίζει η πλώρη τα νερά κι αντηχάνε τα βουνά Ντούκου ντούκου μηχανάκι ντούκου το παλιό μεράκι

Να 'βγουν και να περπατήσουν σαν κορίτσια οι νεραντζιές Κι όλ' οι άντρες ν' αγαπήσουν μια και δυο και τρεις φορές

Τρίτη Πέμπτη και Σαββάτο Χάιντε χάιντε βρε παιδιά μες στης θάλασσας τον πάτο πάμε στην Αγια-Μαρίνα Ποιος θα ρίξει ποιος θα πάρει τ' ασημένιο το φεγγάρι

Πάμε στην Αγια-Μαρίνα με την όμορφη μπενζίνα.

και Δευτέρα και Τετάρτη ποιος θ' ανέβει στο κατάρτι Κι άχου την Παρασκευή ποιος θα κάτσει στο κουπί

Η ΕΛΕΝΗ Σήκωνε το κλουβί μια δω μια κει

158

κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι

Κάτασπρο γιασεμί και μυ- και μυ-

Μια δω μια κει ο ήλιος κάθε Κυριακή

και μυστικέ μου Αποσπερίτη πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη Και μη και μη

Φώναζε στην αυλή

και μη ρωτάτε το γιατί.

ψι ψι, ψι ψι κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει

Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ Κάθε πρωί όπου ξυπνώ

Ψι ψι, ψι ψι τρέχω στην πόρτα και κοιτώ την αστραπή τους τη χρυσή

Τρίτη Κυριακή Δευτέρα Πήγαινε ν' ανεβεί κι άλλη μια χαμένη μέρα σκαλί σκαλί την αγκαλιά ρούχα γεμάτη κι έλεγαν οι αγγέλοι να τη

Πάνε κι έρχονται ολοένα τα βαπόρια και τα τρένα

Σκαλί σκαλί την πιο μικρή μας αδερφή Ταχυδρόμε ανάθεμα σε μόνο εμένα δε θυμάσαι

159

ΤΟ ΔΕΛΦΙΝΟΚΟΡΙΤΣΟ Πιάνει ο κόσμος περιστέρια κι εγώ μένω μ' άδεια χέρια

Εκεί στης Ύδρας τ' ανοιχτά και των Σπετσώ να σου μπροστά μου ένα δελφινοκόριτσο

-Γράμμα τέτοιο δε λαβαίνεις άδικα μην περιμένεις

Μωρέ του λέω που 'ν' το μεσοφόρι σου έτσι γυμνούλι πας να βρεις τ' αγόρι σου;

Δε σου το 'χουνε γραμμένο -Αγόρι εγώ δεν έχω μου αποκρίνεται κι αν σου το 'χουν πάει άλλου βγήκα μια τσάρκα για να δω τι γίνεται

Άλλος μένει εκεί που μένεις και το δίνουνε αυτουνού

Δίνει βουτιά στα κύματα και χάνεται ξανανεβαίνει κι απ' τη βάρκα πιάνεται

Ίσως να 'ναι και σταλμένο σ' άνθρωπο του φεγγαριού

Θε μου συχώρεσέ μου σκύβω για να δω κι ένα φιλί μου δίνει το παλιόπαιδο

Ή και παραπεταμένο Σαν λεμονιά τα στήθη του μυρίζουνε σε μιαν άκρη τ' ουρανού. κι όλα τα μπλε στα μάτια του γυαλίζουνε

160

Τα μάζεψα ένα ένα και τα κράτησα -Χάιντε μωρό μου ανέβα και κινήσαμε

κι έλεγα που 'ναι που 'ναι η ποδηλάτισσα

πέντε φορές τους ουρανούς γυρίσαμε. Την είδα να περνά πάνω απ' τα κύματα την άλλη μέρα πάνω από τα μνήματα

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ Την τρίτη νύχτωσ' έχασα τ' αχνάρια της Η ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΑ στους ουρανούς άναψαν τα φανάρια της. Το δρόμο πλάι στη θάλασσα περπάτησα που' κανε κάθε μέρα η ποδηλάτισσα Η ΤΕΛΕΤΗ Βρήκα τα φρούτα που 'χε το πανέρι της το δαχτυλίδι που 'πεσε απ' το χέρι της

Σύννεφο σύννεφο που πάς είδα και πέρασε παπάς Δίχως το καλημαύχι του

Βρήκα το κουδουνάκι και το σάλι της τις ρόδες το τιμόνι το πεντάλι της

κι είχε σταυρό στη ράχη του

Τις ξέρω αυτές τις μυρωδιές Βρήκα τη ζώνη της βρήκα σε μιαν άκρη μια πέτρα διάφανη που 'μοιαζε με δάκρυ

τα γιούλια και τις πασχαλιές Τις ρόδες που ακουστήκανε κι οι ξώπορτες κλειστήκανε

161

Συννέφιασε συννέφιασε

Χρόνους και χρόνους κολυμπάω που να 'ν' η αγάπη για να πάω

κι έτσι ο Θεός μας έφιασε Στους έρωτες και στους καιρούς ν' αφήνουμε μικρούς σταυρούς.

Έφαγε η θάλασσα το βράχο κι έμεινε το νησί μονάχο.

ΤΟ ΚΟΧΥΛΙ Έπεσα για να κολυμπήσω κι άφησα την καρδιά μου πίσω

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΑΚΑΤΟΙΚΗΤΟ Από τον πάνω δρόμο πάω και κοιτώ που 'ναι το μαύρο σπίτι το ακατοίκητο

Άφησα την καρδιά μου χάμω σαν το κοχύλι μες στην άμμο

Κι αν είναι η νύχτα σκοτεινή μες στον αέρα πιάνω Μια κοριτσίστικη φωνή

Πέρασαν όλες οι κοπέλες κι ένα σκοπό στο πιάνο με τα μαγιό και τις ομπρέλες

Μαρία και Βασιλική Ύστερα πέρασαν οι φίλοι κανείς δε βρήκε το κοχύλι

χλωμή σαν Παναγίτσα Με την νταντέλα τη λευκή

162

και τη χρυσή καρφίτσα Έγινε κάτι λάθος μες στα ριζικά στους ουρανούς δεν ήξεραν εγγλέζικα Φύσα Νοτιά μου κι άδικα λυπήθηκα σ' άλλους καιρούς μπορεί και ν' αγαπήθηκα. Χτύπησε μια μικρή καμπάνα ντιν ντιν ντιν στην ξύλινη παράγκα και στο Αμπερντήν. ΣΤΗΝ ΞΥΛΙΝΗ ΠΑΡΑΓΚΑ Φθινόπωρο και πάλι μου γυρίζει ο νους στην ξύλινη παράγκα με τους αίλανθους ΣΟΥ ΤΟ 'ΠΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ Σου το 'πα για τα σύννεφα Στον Φίλιπ και στην Άννα και στην Αιρήν σου το 'πα για τα μάτια τα κλαμένα που 'ρχονταν κάθε χρόνο απ' το Αμπερντήν για τα σημάδια που άφησαν τα χέρια μας πάνω στα τραπεζάκια τα βρεμένα Κορίτσι κοριτσάκι που για χάρη του Στα φανερά και στα κρυφά είχε τσακίσει ο ήλιος το κοντάρι του σου το 'πα για τα σύννεφα Για σένα και για μένα Το σήκωσε το πήγε πάνω απ' τα βουνά κρατούσε ένα ματσάκι από κυκλάμινα

Σου το 'πα με τα κύματα σου το 'πα με τη σκοτεινή ρουφήχτρα

163

με το σκυλί και με το κλεφτοφάναρο με τον καφέ και με τη χαρτορίχτρα

έγινε αλήθεια τ' όνειρο Οι πέτρες μεγαλώσανε

Ψιθυριστά και φωναχτά και τα κλαδιά φυτρώσανε σου το 'πα με τα κύματα Σου το 'πα μες στη νύχτα Τα κυπαρίσσια τα κελιά Σου το 'πα τα μεσάνυχτα σου το 'πα τη στιγμή που δε μιλούσες που με το νου μου λίγο μόνο σ' άγγιζα κι άναβε το φουστάνι που φορούσες

σου τα 'κανα παραγγελιά Τις πόρτες τις αμπάρες σου και τις οχτώ καμάρες σου

Από κοντά κι από μακριά σου το 'πα τα μεσάνυχτα Με τ' άστρα που κοιτούσες.

Στο μέρος το πιο δροσερό έστησα το καμπαναριό Και κύματα και κύματα γύρω σου τ' άσπρα μνήματα

Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΩΝ Πέτρες επήρα και κλαδιά Έλα Κυρά και Παναγιά τα φύτεψα στην αμμουδιά με τ' αναμμένα σου κεριά Και μια ψυχή μελέτησα το λόγο δεν αθέτησα

Δώσε το φως το δυνατό στον Ήλιο και στο Θάνατο.

Με τον καιρό με τον καιρό

164

ένα κορίτσι το 'χει Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΚΛΕΙΔΙ

Κι όποιος κι αν το παρακαλεί όχι του λέει όχι

- Εσείς του κόσμου οι σοφοί για δώστε απόκριση σωστή: Ποιος έχει το χρυσό κλειδί όπου ανοίγουν οι ουρανοί;

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι θα μας φάει η άβυσσο άνοιξε μας άνοιξε μας λίγο τον Παράδεισο.

Ο ΓΛΑΡΟΣ -Ένα κορί- ένα κορίένα κορίτσι το 'χει Κι όποιος κι αν το παρακαλεί όχι του λέει όχι

Βρε κορίτσι βρε κορίτσι μια ζωή την έχουμε άνοιξε μας άνοιξε μας άλλο δεν αντέχουμε

Στο κύμα πάει να κοιμηθεί δεν έχει τι να φοβηθεί Μήνας μπαίνει μήνας βγαίνει γλάρος είναι και πηγαίνει

Από πόλεμο δεν ξέρει ούτε τι θα πει μαχαίρι

Μάγισσες ρίχτε τα χαρτιά Ο Θεός του 'δωκε φύκια και μελετήστε τα καλά: και χρωματιστά χαλίκια Ποιος έχει το χρυσό κλειδί όπου ανοίγουν οι ουρανοί; Ένα κορί- ένα κορί-

Αχ αλί κι αλίμονο μας μες στον κόσμο το δικό μας Δε μυρίζουνε τα φύκια

165

δε γυαλίζουν τα χαλίκια

να 'χει Ελλάδες κι εκεί κάτου; Να με πάτε να με πάτε σαν νησάκι που κοιμάται

Χίλιοι δυο παραφυλάνε σε κοιτάν και δε μιλάνε Είσαι σήμερα μονάρχης

Και βουές γεμίζει μόνον στους αιώνες των αιώνων.

κι ώσαμ' αύριο δεν υπάρχεις. Ο ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ ΤΥΧΗ Λάμπει τ' ασημί του σπάρου

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά

μες στο μάρμαρο της Πάρου Στου μεσημεριού το φως το τραγούδι της Σαπφώς

Λάμπει λάμπει κι η χαρά μου

Αύγουστε μήνα και Θεέ σε σένανε ορκιζόμαστε πάλι του χρόνου να μας βρεις στο βράχο να φιλιόμαστε

απ' την Παρθένο στον Σκορπιό χρυσή κλωστή να ράψουμε κι έναν θαλασσινό σταυρό στη χάρη σου ν' ανάψουμε

μες στην άσπρη κάμαρα μου

Ο Αύγουστος ελούζονταν μες στην αστροφεγγιά Κωπηλάτες του θανάτου κι από τα γένια του έσταζαν άστρα και γιασεμιά.

166

το γαριφαλόνερο Να γεμίσουμε τη λύπη ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ ΤΟΥ ΙΣΠΑΧΑΝ από κείνο που μας λείπει Μισοφέγγαρο ασημί βγαίνει μες στο γιασεμί Τα κορίτσια το κοιτάν απ' τους κήπους του Ισπαχάν

Κάνε τη στερνή τη χάρη του γερο - περιβολάρη και του απαρηγόρητου να 'ρθει πια το αγόρι του

Κι ένας άγγελος με γένια στέκει πάνω στα μπεντένια: Τέτοια νύχτα ποιος κοιμάται το Θεό δεν τον φοβάται;

Γέρνει ο κήπος με το πλάι μες στους ουρανούς και πάει Με το φως επανωφόρι στέκει ο άγγελος στην πλώρη:

Άγγελε τι μας το λες φέρε κόκκινες στολές -Κοιμηθείτε κοιμηθείτε Να γίνουμε τα μαμούδια πάνω στα χρυσά λουλούδια

το Θεό παντού θα βρείτε Στο κρεβάτι και στον τάφο σας το γράφω σας το γράφω

Ράντισέ μας όνειρο

167

Μισοφέγγαρο ασημί

Έχει εκκλησιές που τις πηγαίνει όπου του λεν οι πικραμένοι

γέρνει μες στο γιασεμί Τραγουδάνε και το παν Κι ένα λαγωνικό που πιάνει τα κορίτσια του Ισπαχάν. τις έγνοιες πάνω στο ταβάνι

ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ Κανείς δεν ξέρει πως τον λένε Άντρας δεν είναι ούτε γυναίκα μια του γελούνε μια του κλαίνε ούτε μας έρχεται απ' τη Μέκκα

Και πότε ζει πότε πεθαίνει Είναι παιδί μελαχρινό πότε τους άλλους ανασταίνει μας έρχεται απ' τον ουρανό

Τις αλυσίδες όλες σπάει Κι έχει τα πλούτη του εδωπέρα στη γης και στο χρυσόν αέρα

Έχει μια θάλασσα με φάρους που ανάβουν μόνο για τους γλάρους

και μ' ανοιχτές φτερούγες πάει.

Ο ΧΑΜΑΙΛΕΩΝ Το επάγγελμα μου το εξασκώ στο Κάιρο και στη Δαμασκό

168

Χρόνους εννιά και πλέον σαν ένας χαμαιλέων

Κάνω κι έρχονται από πέρα τα ουρί μες στον αέρα

Πρωί πρωί χαράματα Μια στιγμή στο δειλινό κόβω απ' τον ήλιο γράμματα Στη γλώσσα που διαβάζουνε οι αγράμματοι και αγιάζουνε

Κατά τις έντεκα παρά το στήνω μες στην Αγορά Πουλάω φως ουράνιο

ρίχνω χρώμα γαλανό Ύστερα πάνω απ' τα κάστρα πάω να καρφώσω τ' άστρα

Δεν είμαι Μωαμεθανός ούτε και ανήκω κανενός Σ' όσους και να πάω τόπους

στίχους απ' το Κοράνιο ίδιους βρίσκω τους ανθρώπους

Πουλάω τ' όχι και το ναι κι όσα ποτέ δεν είδανε Στη Λεϊλά στη Λεϊλέ πουλάω το ροζ και το βιολέ

Το επάγγελμα μου το εξασκώ στο Κάιρο και στη Δαμασκό Χρόνους εννιά και πλέον σαν ένας χαμαιλέων.

Στο τζαμί την ώρα που 'ναι οι πιστοί και προσκυνούνε

169

ΟΙ ΑΝΟΡΘΟΓΡΑΦΙΕΣ μες στα δυο μου πόδια τη βάζω ΤΑ ΓΑΤΙΑ Χάιντε-χα δυο παλιογατιά Χάιντε-χα τι γλυκιά βραδιά χάιντε-χα πάνε για καβγά χάιντε-χα που 'ν' εδώ ψηλά Χάιντε-χα μ' αγριοκοιτάνε Χάιντε-χα βγήκε το φεγγάρι χάιντε-χα κι όλο με φυσάνε χάιντε-χα κι έχουμε Γενάρη.

Ψουτ τους κάνω και σταματούν την ουρά τους μόνο κουνούν Φουφ τους κάνω και φουφουλιάζω βγάζω νύχι και καμπουριάζω

Η ΤΑΡΑΤΣΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ α' Στα σύρματα μπουγάδες απλωμένες φέγγουν οι τοίχοι φέγγουνε οι αντένες

Χάιντε-χα και σας έφαγα χάιντε-χα ενιαούρισα Χάιντε-χα το τοιχίο πηδάμε χάιντε-χα και τρεχοκοπάμε

Τα στριμώχνω σε μια γωνιά μου πατάνε μια δαγκωνιά

Αύγουστο μήνα μέσα στο φεγγάρι παν οι ταράτσες παν χωρίς βαρκάρη

Κάπου σε μια κουζίνα πλένουν πιάτα μυρίζει ψάρι και αγγουροσαλάτα

Τη μικρή την ξεμοναχιάζω

170

Κι ένας ψηλός αντίκρυ από μια σκάλα με το τσιγάρο του κάνει σινιάλα

μια μυρωδιά κανέλας με λιγώνει

Και κάθε που το χέρι του γυρίζει Ελάτε άγγελοι ώρα σας να βγείτε στο μέρος που σγουραίνει και μαυρίζει με τα δικά σας κιάλια να μας δείτε

Με παίρνει τ' αεράκι και πηγαίνω Να δείτε που φυλάγω καραούλι στου Παραδείσου τα περβόλια μπαίνω. σκαρφαλωμένος πάνω στο πεζούλι. β' ΤΟ «ΤΕΤΡΑΔΙΟΝ ΤΗΣ ΜΑΘΗΤΡΙΑΣ» Όπα και να σου - μέσα στο σκοτάδι ένα παρά - παράθυρο που ανάβει:

Κοιμάμαι κι ονειρεύομαι προβλήματα όλα τα πυθαγόρεια θεωρήματα Τα θαύματα της τριγωνομετρίας

Βλέπω βιβλία βλέπω ένα κομμάτι μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας» απ' τον καθρέφτη βλέπω το κρεβάτι

Απ' την αρχή την Κάθοδο των Αχαιών και στα σεντόνια μισοξαπλωμένο ένα κορίτσι - πως το περιμένω!

τις μάχες των Ελλήνων κατά των Περσών Να μάθω για τον πόλεμο της Τροίας

Κάθε που το 'να γόνατο σηκώνει

μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας»

171

Είπα να παίξω και στα δυο γύρισε κι ήρθε το ζερό Των αγοριών τα κεφαλαία ονόματα και τα γυμνά σχεδιασμένα σώματα Μες στη ζωή μας βρε παιδιά Παλιόλογα και λόγια της λατρείας μέσα στο μπλε «Τετράδιον της Μαθήτριας».

έρχεται πρώτ' η αναποδιά Ένα πιάνεις δέκα χάνεις δέκα ζεις μια θα πεθάνεις.

Η ΡΟΥΛΕΤΑ Βγήκαν τα νιάτα ψεύτικα στα γηρατειά ερωτεύτηκα Μεγάλη πόρτα βρήκα

Η ALFA ROMEO Θαύμασα τον Παρθενώνα και στην κάθε του κολόνα βρήκα τον χρυσό κανόνα

μετάνιωσα - δεν μπήκα είπα τι κι έτσι τι κι αλλιώς Όμως σήμερα το λέω άλλαξε ρούχα ο Μανολιός βρίσκω το καλό κι ωραίο σε μια σπορ Alfa Romeo Στο κόκκινο ποντάρισα πέντε φορές λαχτάρησα Τ' ακούμπησα στο μαύρο ποιος τα 'χασε να τα 'βρω

Καλοκαίρια και χειμώνες να 'ναι γύρω μου ελαιώνες πίσω μου όλ' οι αιώνες

172

Μια μονάχα μες στις δέκα να 'ναι αληθινή γυναίκα Κι όπου μπρος μου ο δρόμος βγάζει και σε πειρασμό με βάζει δώσ' του να πατάω το γκάζι

Και τα τέτοια δεν τα θέλει κύριε Γιώργο κύριε Τέλη Μάθετέ το είναι καιρός ίδια τα 'δωκε ο Θεός

Με τη δύναμη του λιόντα και με του πουλιού τα φόντα πιάνω τα εκατόν ογδόντα

Τι λιγάκι τι πολύ έχει κι ο φτωχός πουλί.

ΟΙ ΔΥΟ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΙ Γεια σας θάλασσες και όρη Δύο είν' οι Παράδεισοι γεια σας κι έχω βάλει πλώρη για της Αστραπής την Κόρη.

ΕΧΕΙ ΚΙ Ο ΦΤΩΧΟΣ ΠΟΥΛΙ

που λέει κι η παράδοση:

Είν' ένας μες στους ουρανούς που μήτε τον χωράει ο νους

Να 'χεις στόλους και βαπόρια και πλεούμενα πελώρια Με το δένε και το λύνε λίγο βέβαια δεν είναι

Κι όπου αδερφέ μου για να πας θα 'ναι από δίπλα του παπάς

Όμως της ζωής το αλάτι βρίσκεται μες στο κρεβάτι

Είν' ένας άλλος έδωνα

173

κι ας μην τον βλέπεις πουθενά στη σκοτεινή βεράντα Και διάλεξα έν' αστέρι Όρη θάλασσες και βράχοι

το κράτησα στο χέρι Σε λίγο του 'πα «φύγε»

μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει το φύσηξα και πήγε Στο αντικρινό μπαλκόνι Έχει βιόλες έχει κρίνα

όπου καθόταν μόνη Μελαχρινή κοπέλα

Σεραφείμ με μαντολίνα με κάτασπρη κορδέλα

Έχει γλύκες έχει τρέλες Το πήρε στην ποδιά της του διαόλου τις κοπέλες το 'βαλε στα μαλλιά της Το φόρεσε βραχιόλι Μοιάζει λίγος κι όλα τα 'χει

και λαμποκόπησε όλη Έπειτα ήρθε ο μπάτης

να βουτάς κι ό,τι σου λάχει. πήρε το κάθισμά της Τη φύσηξε απ' το πλάι μες στη βραδιά του Μάη Κι άξαφνα μες στον ουρανό Τ ' ΑΦΑΝΕΡΩΤΑ κάηκε σαν βεγγαλικά. ΤΟ ΒΕΓΓΑΛΙΚΟ Νυχτώθηκα όπως πάντα

174

ΤΟ ΜΑΓΙΣΣΑΚΙ Από τους χρόνους τους παλιούς να βγω στις πέρα θάλασσες

Τ' άπιαστο σαν αερικό που αν κάνεις να τον μυριστείς

Φα και ρε και μι και ντο το 'χω βαθύ μεράκι να βρω το Μαγισσάκι

στην εμορφιά του Μάης

μες στο μπλε το ξάγναντο

Ανοίξτε πύλες κι εκκλησιές να κάνει θαύμα στα κρυφά

χτύπα χτύπα το ραβδάκι Ντο και ρε και μι και φα μες στα ροζ τα σύννεφα

Ποιος θα μου δώκει δύναμη να βγω στις πέρα θάλασσες Που 'ναι σπηλιά του ο ουρανός κι αφρός το φουστανάκι του

γούρι μου και φυλαχτό

ν' ανάψω ένα κεράκι για με το Μαγισσάκι

αλίμονό σου - εκάης Που να κοιμάμαι ξυπνητός

Έβγα έβγα Μαγισσάκι

Έξι τέσσερα κι οχτώ

Τι ζουμπούλια και τι κρίνα

και να με λεν χωρίς καρδιά

να τρέχω ξαπλωμένος μα να 'μ' ερωτευμένος.

Τι κι ετούτα τι κι εκείνα Ντο και ρε και φα και μι φούχτα μου και δύναμη

κι ένα μακρύ καμάκι

ΤΑ ΟΣΑ Η ΜΟΙΡΑ ΜΟΥ' ΓΡΑΦΕ Τα όσα η μοίρα μου 'γραφε κι άλλος κανείς δεν ξέρει Τα βρήκα μέσα στον καφέ τα διάβασα στο χέρι

να βρω το Μαγισσάκι άγγελος η μαμά του στην άκρια του κυμάτου

Ποτάμι βρήκα σκοτεινό μια σφαλιγμένη πόρτα Κοράκια πάνω στο βουνό και φίδια μες στα χόρτα

Χτύπα χτύπα το ραβδάκι χύνε το νερό στ' αυλάκι

Τα παπιά και τα βαπόρια παν μαζί και πάνε χώρια

175

Μακάρι να 'μουν σαν τα ζα Κι όλο μ' έριχνε κάτου θυμωμένος που βοσκούνε στον κάμπο Εκείνος όπου του ήμουνα ταμένος. Γράμματα να μη γνώριζα μες στα μυστήρια να 'μπω ΟΛΑ ΤΑ ΠΗΡΕ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ Όλα τα πήρε το καλοκαίρι Μυστήρια τέτοια δε συμφένα ψάχνω δε συμφέρει

τ' άγριο μαλλί σου στην τρικυμία το ραντεβού μας η ώρα μία

Φέρτε μου δεύτερο καφέ Όλα τα πήρε το καλοκαίρι κι αλλάξτε μου το χέρι. τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι την εκκλησούλα με το καντήλι Ο ΤΑΜΕΝΟΣ Σηκώθηκε ο Πουνέντες και λυσσά της Παναγίας φτάνει ως τα μισά Στάζουν οι πέπλοι λάμπουν τα χρυσάφια σκαμπανεβάζουν γύρω τα χωράφια Από παιδί σαν να 'σουν εκκλησιά παλιό μου καλοκαίρι σ' έζησα Θυμάμαι που οι άγγελοι τρομαγμένοι ανεβοκατέβαιναν οι καημένοι Κι όλο ζητούσα πως την Ομορφιά να τηνε κατεβάσω απ' τα καρφιά

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι

Όλα τα πήρε το καλοκαίρι με τα μισόλογα τα σβησμένα τα καραβόπανα τα σχισμένα Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια όλα τα πήρε τα πήγε πέρα τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα Όλα τα πήρε το καλοκαίρι

176

κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ

δεν αντέχω τους ανθρώπους άλλο. Χώρια εσέ

Που μιλάς και η νύχτα κλαίει σαν το σκύλο σου προδομένος απομένει - ποιος; Ο φίλος σου

Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω Άλλα είν' εκείνα που αγαπώ γι' αλλού γι' αλλού ξεκίνησα

Στ' αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ' ομολογώ

Αγαμέμνων Αγαμέμνων άμοιρε που σουπου σου 'μελλε να το 'βρεις απ' τη γυναίκα σου

Ασ' τον άνεμο να λέει άσ' τον να λυσσά κάποιος θα 'ναι ο Αγαμέμνων κάποια η φόνισσα

Σαν να 'μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα Κάποτε κι εσύ θα φτάσεις - ποιος; Ο νικητής αλλά βασιλιάς μιας χώρας ακατοίκητης Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν τα κυνηγά Πάντα πάντα θα 'ναι αργά δεύτερη ζωή δεν έχει.

Ο ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ Γρήγορα που σκοτεινιάζει. Φθινοπώριασε

Και το ένα σου Αγαμέμνων και το δέκα σου θα μετράει στα δάχτυλα της η γυναίκα σου.

ΤΑ ΡΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ 1. Αρχή του κόσμου πράσινη

177

κι αγάπη μου θαλασσινή Την κλωστή σου λίγο λίγο τραγουδώ και ξετυλίγω

Θα κλείσω δυο θα κλείσω τρεις την Τύχη κι άμε να τη βρεις

6. Έλα να γίνουμε δυο ζώα 2. Διαβάζω μέσα στο νερό το άλφα το βήτα και το ρω Τα δυο γυμνά σου πόδια

σε μακρινούς να πάμε τόπους Όπου τα πλάσματα τ' αθώα να μας φαντάζονται γι' ανθρώπους

τους κήπους με τα ρόδια

7. Άκουσα μες στον ύπνο σου 3. Σ' έκανα πουκάμισό μου που κολυμπούσε ο κύκνος σου σε φορώ και περπατάω Με το σώμα το μισό μου στο δικό σου που κρατάω

4. Σου 'χτισα μια Σαντορίνη με καμάρες και πορτιά Να γυρνάς σαν το λυθρίνι μες στη δροσερή φωτιά

Τα δύο μας τα ονόματα ν' αλλάζουν χίλια χρώματα

8. Τα χέρια μου τ' αδίσταχτα πιάναν την άνοιξη πριν φτάσει Τα μάτια σου τ' ανύσταχτα της ρίχνανε άνθη να χορτάσει

5. Θα κλείσω μια θα κλείσω δυο 9. Βγήκε απ' το κόκκινο το μαύρο την απαλάμη των χαδιώ

178

και τώρα που να πάει δεν ξέρει Κόκκινα που 'ναι όλα τα μέρη

Μόνο σου πέταξε και δες: ίσα που παίρνει δυο καρδιές

Το 'να που απόμεινε ίσως θα 'βρω

14. Σταμάτα μου την αστραπή 10. Μου 'φυγ' ένα συννεφάκι πάει τη λύπη στα βουνά Ψάχνει να χτίσει ένα σπιτάκι στο πάντα και στο πουθενά

ν' ανάψω ένα τσιγάρο Και πες του σύννεφου να πει πως θα 'ρθω να σε πάρω

15. Την αγάπη μια τη λες 11. Σ' ένα λιμανάκι μωβ ξύπνησα τα χαράματα Όχι να μη γίνω Ιώβ

την ντύνεσαι τη γδύνεσαι Όσο που γίνονται πολλές και πάλι σ' όλες δίνεσαι

μήτε να μάθω γράμματα 16. Περνώντας απ' τις λυγαριές 12. Στήνει καρτέρι ο κεραυνός χώρια να μας πετύχει Μα 'ναι μεγάλος ο ουρανός και τοσοδούλα η Τύχη

κάποιος μου το μουρμούρισε Το 'παν οι σκύλοι στις αυλές κι η γάτα το χουρχούρισε

17. Κάνε με Μωαμεθανό 13. Φύγε από κει μωρέ πουλί και γέρνει η βάρκα μας πολύ

να προσκυνώ στη Μέκκα Και να σε πάρω μια και δυο κι εφτά φορές γυναίκα

179

22. Λένε πως κατιτίς κοιμάται 18. Ο που ξέρει ελληνικά πέντε κι έξι έντεκα Κι ο που ξέρει μόρτικα δύο αλλ' αλλιώτικα

μέσα στης θάλασσας τον πάτο Κάποια που πια δεν το θυμάται μ' έχασε σαν σταυρό εκεί κάτω

23. Σαν κάποιος ν' αναστέναξε 19. Η χαρά μου για να παίξει διάλεξε κοπέλες έξι Καθεμιά κι από μια λέξη

ή να 'κοψ' έναν μενεξέ Ραγίστηκεν ο ουρανός και φάνηκε ο κατάμονος

να τη λέει ώσπου να φέξει

24. Τι να 'γινε το μαξιλάρι 20.Ένα κύμα μέσα σ' όλα έγια λέσα έγια μόλα Πήρε τα κρυφά μας λόγια να τα κάνει κομπολόγια

21. Αυτό που λέμε «σ' αγαπώ» στα δέντρα θα το τρίξω Με τον αέρα να σ' το πω και να σου το φυσήξω

που 'χε απ' τα λόγια μας γεμίσει Στον ουρανό θα το 'χει πάρει άγγελος για ν' αποκοιμίσει κάτι που πια δε θα γυρίσει

25. Μόνο που κοιτάχτηκες μέσα στο πηγάδι Στην ηχώ σου πιάστηκες σαν σε παραγάδι

180

26. Να σου δένω τα μαλλιά

κι είχε μείνει τ' ορφανό δίχως φαΐ δίχως νεράκι

με χρυσόν αστάχυ Και να λένε τα πουλιά: Παιδί παιδάκι της οχιάς ο που τα 'βρε ας τα 'χει παιδί παιδάκι μου καρτέρα

27. Μες στου κήπου το σκοτάδι φέγγεις μόνο με το χάδι Όμως όταν μπεις στο σπίτι σβήνεις τον Αποσπερίτη

κάποτε θα 'ρθει θα 'ρθει η μέρα όπου θα πιεις όπου θα φας όπου θα βρεις άλλη μητέρα.

ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΣΤΡΑΤΗΓΟΙ 28. Να 'χα μια γομολάστιχα να πιάνει στα Γραμμένα Να σβήσω τα τετράστιχα και να κρατήσω εσένα.

Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν για πόλεμο στο μακρινό το Ιράν Μα ο πρώτος από πόλεμο δεν κάτεχε ο δεύτερος στις κακουχίες δεν άντεχε

ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΡΕΧΤ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ

ο τρίτος ήταν υποκείμενο γελοίο κι ο τέταρτος φοβότανε το κρύο Τέσσερις στρατηγοί κινάν και παν αλλά δε φτάνουνε ποτέ στο Ιράν.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσ' ένα παιδί καλό που το πότιζαν φαρμάκι

ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΣΕ ΠΑΡΩ ΕΓΩ

181

Ανάγκη να σε πάρω εγώ που έτσι σ' απαρατήσανε ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ Ο ΛΕΒΕΝΤΗΣ μονάχο κι έρμο κι ορφανό Την ώρα που ο λεβέντης στον πόλεμο κινούσε παιδάκι μου που σ' αγαπώ η αγαπημένη του έκλαιγε και τον παρακαλούσε σε μαύρες μέρες και σκληρές μη μου ζητάς το αδύνατο

Δρόμο σε πήγα δρόμο μακρινό νυχτόημερα βαδίζοντας πείνασα και ματώθηκα κι ήταν το γάλα σου ακριβό

Μακριά στη μάχη σαν βρεθείς καλέ μου έχε το νου σου φυλάξου από τη μάνητα κι απ' το σπαθί του εχτρού σου Μπροστά πολύ μην προχωρείς πίσω μην απομένεις φωτιά μπροστά πίσω φωτιά καταμεσής να μένεις Τι οι πρώτοι πάντα είναι γραφτό θερίζονται και πάνε κι οι πίσω μέσα στο σωρό πέφτουν και ξεψυχάνε Μονάχα ξέρει ο μεσιανός να τρέξει να πηδήσει κι αυτός μονάχα σπίτι του μια μέρα θα γυρίσει.

μα να σ' αφήσω δεν μπορώ παιδάκι μου σε πόνεσα ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ Το ρούχο το μεταξωτό μες στο ποτάμι το 'ριξα φτωχά κουρέλια σου φορώ πλένω σε και βαφτίζω σε

ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΑΙΝΕΜΕΝΗΣ Ντέφι χτυπώντας το φεγγάρι χορεύει κι έρχεται με χάρη μέσ' από δάφνες και μυρτιές κι από το φως ασημωμένη

με το κατάψυχρο νερό μικρή τσιγγάνα η Παινεμένη μην κλαις και μου πικραίνεσαι.

182

Αχού το κύμα πως στενάζει Ως τη θωρεί πετιέται ορθός ο Άνεμος ο ακοίμιστος άντρας ο άτιμος κοιτάει

ο ελιώνας αχού πως χλωμιάζει παίζει των ίσκιων η φλογέρα μέσα στο σκοτεινόν αέρα:

γλείφεται γλώσσες τις εννιά κι απέ γλυκά της τραγουδάει:

-Τρέχα τρέχα Παινεμένη τι όπου να 'ναι σε προφταίνει ο Άνεμος χιμάει να

-Μικρούλα μου άσε να σηκώσω το φουστανάκι σου να ιδώ

γλείφεται γλώσσες τις εννιά

άσε με λίγο να σ' αγγίξω και της κοιλίτσας σου ν' ανοίξω

Βρίσκει ένα σπίτι η Παινεμένη χώνεται μέσα τρομαγμένη

το ρόδο το γαλαζωπό της δίνουνε κάτι να πιει κι εκείνη λέει κι ανιστορεί Πετάει το ντέφι τρομαγμένη και τρέχει τρέχει η Παινεμένη Ενώ απ' τη λύσσα του θηρίο ξοπίσω της ακολουθεί γυρνάει ο Άνεμος στο κρύο Άνεμος άντρας που κρατεί δέρνει το σπίτι και το ζώνει μια σπάθα σπάθα αστραφτερή τα κεραμίδια του δαγκώνει.

183

κεντά η καλόγρια η μικρή Η ΚΑΛΟΓΡΙΑ Η ΤΣΙΓΓΑΝΑ Βουνά και σύγνεφα μακριά σ' όλα τα γύρω σιγαλιά

Μα κάθε τόσο αναστενάζει και κάτι με το νου της βάζει

Κάμποι και δέντρα μες στη ζέστη και τα τοιχία μες στον ασβέστη Σ' ένα αχερόχρωμο πανί κεντά η καλόγρια η μικρή

Άχου τι όμορφα κεντάει

Λίγο το χέρι σταματά μες στον αέρα και κοιτά

Στα μάτια της που ανοιγοκλειούν δυο καβαλάρηδες περνούν

το χεράκι της πως πάει

Κι υστέρα πάλι στο πανί Βάνει πουλιά βάνει δεντρά κεντά η καλόγρια η μικρή βάνει και τ' άστρα τα χρυσά

Τι ποτάμια! Τι χορτάρια! Βάνει στις τέσσερις τις κόχες τέσσερις αγριομολόχες

Τι λιοτρόπια! Τι φεγγάρια! Πλάσματα της αρεσιάς της της ονειροφαντασιάς της.

Σ' ένα αχερόχρωμο πανί

184

Η ΚΥΡΑ Η ΠΑΝΤΕΡΜΗ -Παντέρμη πες ποιος ο καημός σου Σκάβουν το χώμα οι πετεινοί ποιος ο αγιάτρευτος καημός σου; σκάβουν ζητώντας την αυγή την ώρα που απ' τα σκοτεινά η Κυρά η Παντέρμη ροβολά

-Ποιος ο καημός μου; Μαύρη πίσσα 'γίνη η λινή μου η πουκαμίσα και μες στο σπίτι σαν τρελή σούρνω το ξέπλεκο μαλλί

Μαύρη μαυρίλα είν' η ψυχή της κι ωχρό μπακίρι το πετσί της -Παντέρμη λούσε το κορμί σου τα στήθια της ωσάν τ' αμόνια που τα χτυπούν χωρίς συμπόνια

λούσ' το χελιδονονερό κι άσε Κυρά μου την ψυχή σου ασ' τηνε να 'βρει αναπαμό

-Παντέρμη τι ζητάς εδώ Άχου τσιγγάνικες ψυχές μόνη σου δίχως σύντροφο; όλο κρυφές νεροσυρμές πίκρες μαζί και θάματα -Κι αν είναι κάτι να ζητώ

στα μακρινά χαράματα.

πε μου σε γνοιάζει εσένανε; Ζητάω κείνο που ζητώ ΧΑΜΟΣ ΑΠΟ ΑΓΑΠΗ ζητάω την ίδια εμένανε -Τι να 'ναι κείνο που φωτά

185

Μάνα στα δώματα ψηλά;

-Κοιμήσου γιε μου κι είναι αργά σήμανε η ώρα έντεκα

μηνύσετέ το στους ανθρώπους

Κατά Βοριά κατά Νοτιά μαντάτα στείλετε πικρά

-Μάνα στα μάτια μου για δες λάμπουνε τέσσερις φωτιές

-Δεν είναι τίποτα έλα πια είν' τα μπακίρια αστραφτερά

Μέσα στη νύχτα και στη ζέστη φέγγαν οι τοίχοι απ' τον ασβέστη

Οι πόρτες τ' ουρανού χτυπούσαν όλα τα δάση αχολογούσαν

Ψηλά δεν έβλεπες κανένα κι οι φλόγες φούντωναν ολοένα.

ΤΟΥ ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΥ Είκοσι τρεις του Θεριστή στου Πικραμένου την αυλή

Τη φυσαρμόνικα γλυκά

πάνε και λεν παν και του λένε: αν το μπορείς δυστυχισμένε

παίζανε Σεραφείμ μικρά

Στο περιβόλι σου έβγα απόψε -Μάνα μου ευθύς που ξεψυχήσω

186

και τα λουλούδια σου όλα κόψε Κι είκοσι τρεις του Θεριστή μέσα στην έρμη την αυλή Γράψε στη θύρα σου σταυρό

Τα μάτια ανοίγει ο Πικραμένος της μοίρας ο σημαδεμένος

βάλ' από κάτου τ' όνομά σου τι θα φουντώσουν στα πλευρά σου ταχιά τσουκνίδες κι αγριάδες Κι είκοσι τρεις του Αυγούστου γέρνει και τα σφαλεί. Πάρε κεριά πάρε λαμπάδες τα χέρια μάθε να σταυρώνεις

Ο ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΣΕΒΙΛΛΙΑΣ

και πόνου από την ερημιά γέψου της νύχτας τη δροσιά

Κάτου στης ακροποταμιάς το μονοπάτι περπατάει κρατώντας βέργα λυγαριάς

Τι πριν περάσουν μήνες δυο θα κείτεσαι στα σάβανα

ο Αντόνιο Τόρρες ο Χερέντια και στη Σεβίλλια πάει

Στους ουρανούς ψηλά προβαίνει ο Ταξιάρχης και πηγαίνει πόχει το σύννεφο σπαθί

Τα κατσαρά του γυαλιστά πέφτουν στα μάτια του μπροστά στην όψη του είναι μελαψός

στράφτει και πάει και δε μιλεί από του φεγγαριού το φως

187

Κάποτε λίγο σταματά Ωσάν του κάπρου δαγκωνιές κόβει λεμόνια στρογγυλά τα ρίχνει το νερό να στρώσει

έμπηγε στα ποδήματα χίμαγε κι έκανε βουτιές

και να το χρυσαφώσει

και δελφινιού πηδήματα

Εκεί στης ακροποταμιάς

Η τραχηλιά του η κρεμεζιά

το μονοπάτι να: τον φτάνουν

μούσκεψε μες στα αίματα μα οι κάμες ήταν έξι

κάτω απ' τα κλώνια μιας φτελιάς δεν μπόρειε πια ν' αντέξει χωροφυλάκοι και τον πιάνουν

Αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο Αποβραδίς η ώρα οχτώ τον σούρνουν σε κελί μικρό απόξω κάθονται φυλάνε πίνουν ρακί και βλαστημάνε.

φεγγαρομελαψέ μου κι αντρογαρούφαλέ μου αχ Αντονίτο ελ Καμπορίο π' άξιζες μια Βασίλισσα μνημόνεψε την Παναγιά τι τώρα θα σε φάει το κρύο

ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΟΝΙΟ ΤΟΡΡΕΣ ΧΕΡΕΝΤΙΑ τι τώρα θα πεθάνεις πια Ξάφνου στον ποταμό από πέρα φωνές ξέσκισαν τον αέρα

188

κι άναψαν όλα τα τριζόνια Στην άκρη εκεί του ποταμού τρεις γλώσσες βγήκε το αίμα του κι ανάγειρε την κεφαλή

Τα δυο της στήθη τα μικρά μέσα στα μισοσκότεινα

με τα σφιγμένα χείλη τ' άγγιξα και μυρίσανε σαν γυάκινθοι που ανθίσανε Μα τότε πια καμιά φωνή μόνο φωτίστη ο ουρανός Από το γύρο του λαιμού κι άγγελος βεργολυγερός έβγαλα τη γραβάτα μου ήρθε και τ' άναψε καντήλι.

Η ΜΙΚΡΟΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ Πέρα στην ακροποταμιά

Εκείνη όσο που να το πεις έβγαλε το φουστάνι της Εγώ τη ζώνη την πιστόλα εκείνη τα λινά της όλα

την πήγα και την ξάπλωσα ήτανε μικροπαντρεμένη Τέτοιο δέρμα τέτοια χείλη Μα εγώ τη νόμιζα κορίτσι που κάτι άλλο περιμένει

δεν τα βρίσκεις σε κοχύλι τέτοιο θάμπος τέτοια χάρη σε γυαλί και σε φεγγάρι

Μεμιάς σβηστήκαν τα λαμπιόνια

189

Το σώμα της σπαρταριστό σαν ψάρι φρεσκοτράβηχτο

Μες στις άγριες πρασινάδες ανεβαίνουν με το πλάι πάνω σ' αψηλές φοράδες

μισό φωτιά μισό δροσιά μου άφηνε μες στα σωθικά Άγγελοι μαύροι έφερναν

Τι μου 'λεγε δε θα το πω

μέσα στο φως το αγριωπό μαντίλες και χιονόνερο

γεμάτος άμμο και φιλιά την πήρα και τη σήκωσα Ο Χουάν Αντόνιο στην πλαγιά πέφτει με μια λαβωματιά Τον άνεμο από μια μεριά σπάθιζαν τα νερόκρινα. Έχει ανεμώνες στο πλευρό και ρόδι έχει στον κρόταφο ΤΑ ΜΑΧΑΙΡΙΑ Καταμεσής στη ρεματιά λάμπουνε τα μαχαίρια

Κατάκοπο από τις φωνές το απόβραδο μες στις συκιές σωριάζεται λιπόθυμο

Ωσάν ψάρια αστραφτερά που κανείς δεν τα προφταίνει και το αίμα τα ομορφαίνει

Κι οι μαύροι άγγελοι ολοένα

190

με τα μεγάλα τους φτερά πετούσαν μες στο ηλιόγερμα.

Μες στα λιόφυτα περνάνε οι τσιγγάνοι κι όλο πάνε με τα κεφάλια τους στητά

Η ΣΕΛΗΝΗ ΣΤΟ ΣΙΔΕΡΑΔΙΚΟ

τα βλέφαρα μισόκλειστα

Μπήκε στα κλεφτά η Σελήνη με τ' άσπρο της το νυχτικό Αχ τι λέει το νυχτοπούλι μπήκε στο σιδεράδικο τ' αγόρι στο περβάζι

μες στα δέντρα τι μεράκι αψηλά η Σελήνη πάει

κάθεται και κοιτάζει κι απ' το χέρι της κρατάει ένα μελαψό αγοράκι. Στην αχνή που τηνε τυλίγει τα μπράτσα η Σελήνη ανοίγει και το παιδί κοιτάει κοιτάει δυο στήθη από σκληρό καλάι

ΥΠΝΟΒΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Όλα η ψυχή μου τα ζήτα πράσινα να 'ναι πράσινα τον άνεμο τη φυλλωσιά

-Μη Σελήνη φύγε φύγε τι αν έρθουν οι τσιγγάνοι την καρδιά σου θα την κάνουν δαχτυλίδι και γιορντάνι

τ' άλογο πάνω στα βουνά τη βάρκα μες στη θάλασσα

Μες στη σκιά που τηνε ζώνει

191

που 'ναι η πικρή σου θυγατέρα; ρεμβάζει επάνω στο μπαλκόνι πράσινο δέρμα και μαλλί το μάτι κρύο και ασημί

-Χρόνους και χρόνους εκεί μένει και πάντα εκεί θα περιμένει όμορφη μελαψή και μόνη

- Σύντροφε πάρε τ' άλογο μου πάνω στο πράσινο μπαλκόνι κι όλ' η αρματωσιά δικιά σου το σπίτι σου να 'ναι δικό μου να 'ναι δική μου η φαμελιά σου

Όλα η ψυχή μου τα ζήτα πράσινα να 'ναι πράσινα

Σύντροφε καταματωμένος έρχομαι απ' τ' αψηλό φαράγγι αχ έτσι το 'φερε η ανάγκη

τον άνεμο τη φυλλωσιά τ' άλογο πάνω στα βουνά τη βάρκα μες στη θάλασσα.

-Έννοια σου γιε μου κι αν μπορούσα ευθύς το πράγμα θα το κλειούσα μα δεν ορίζω πια δικό μου κάνε μήτε το σπιτικό μου

- Σύντροφε πες μου και πατέρα

ΤΑ ΕΤΕΡΟΘΑΛΗ (1974)

ΠΡΩΤΗ ΣΕΙΡΑ

192

ΨΑΛΜΟΣ ΚΑΙ ΨΗΦΙΔΩΤΟ ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Άνοιξη θρύψαλο μενεξεδί Άνοιξη χνούδι περιστέρας Άνοιξη σκόνη μυριόχρωμη

Άνοιξη μυρμηκιά της μέρας Άνοιξη αίμα του βολβού Άνοιξη οπλοπολυβόλο απύλωτο Στων ωραίων γυναικών τα χέρια Όπου τύχει Ριπές

Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία Θάνατοι Κιόλας φυσούσε χλιαρό αεράκι Εκατομμύρια σπερματοζωάρια Με τσιγγάνες που άρπαζε Στων ωραίων γυναικών τα χέρια Σαν Τα δυνατά λουλούδια με τον ήλιο μέσα τους Χαρταετούς Ψηλά Άνοιξη τσίτι τσιτωμένο Και πουλιά που δοκίμαζαν το νέο τιμόνι τους Άνοιξη σφήκα του χεριού Άνοιξη πίκρισμα του σκίνου Άνοιξη άζωτο της αμασχάλης Άνοιξη σουσάμι αόρατο

Άνοιξη «μη» «θα μας δούνε» «τέρας»

Από σύρμα που άξαφνα έσυρνε φωτιά Στη γωνιά του δρόμου με τις Καρυάτιδες Στρίβοντας Ένα τραμ Εστρίγκλιζε

Και το τέρας που γύριζε σαν τη λαντέρνα Μια παράξενη Άλλη Γειτονιά

Στ' άδεια οικόπεδα η μασιά του ήλιου εσκάλιζε Την τσουκνίδα και το σαλιγκαρόχορτο

Και η χούφτα η βάναυση που ακαρτερούσε: Χάιντε η ριξιά να βρει το ζάρι της

193

Κι η τζαμαρία το θαρραλέο λιθάρι της! Άνοιξη μούρο αδάγκωτο Άνοιξη κρύσταλλο και νίκελ Άνοιξη παραπάτημα των κήπων Άνοιξη «Μήνιν άειδε...»

Άνοιξη βιδωτό φιλί Άνοιξη χάσμα της λιποθυμίας

Θεά! Και τι σγουρά τα σκοτεινά τα μέρη! Και τα χείλη τι ζάχαρη βιολέτας! Το ντουβάρι ορέγονταν κι αλλά καρφιά Και τι κηπάκι Στην ώχρα μέσα η μνήμη του Νοσοκομείου ξυπνούσε Τα λυτά Το τραγούδι που άστραφτε από τις χρυσόμυγες Νωπά Κι έφερνε Μαλλιά Γύρους Στην απαλή κοιλιά η ανάσα τι ταξίδι! Χαμηλά Άνοιξη μισοζαλισμένο ερείπιο Άνοιξη κεφαλή Διός και πέλαγος Άνοιξη Mercury Air Sedan Οι καμπάνες ανοίγανε μακριά

Στην αυλή με το κόκκινο κι άσπρο πλακάκι Άνοιξη βούισμα στους κροτάφους Άνοιξη αμόνι και σφυρί Άνοιξη πρόσθια καταβύθιση

Στο κενό του γλαυκού κάτω απ' τα βλέφαρα Κάποιος απ' τ' ανοιχτό παράθυρο έριχνε Μια ρουφήχτρα Που κατάπινε Άσπρα Πούπουλα Οι ορμόνες της μουριάς κυρίευαν τα ύψη

Λόγια που σπούσαν σαν αμύγδαλα Κάκτος Κάστωρ

194

Κόνδωρ

Τα γυμνά στήθη

Ιέραξ

Τα τρεμάμενα σπάρτα μες στους κάμπους Όπου ευφραίνονται οι ακρίδες

Ενώ στ' αντικρινό το Παρθεναγωγείο Άνοιξη σάλτο της ακρίδας Άνοιξη μήτρα σκοτεινή Άνοιξη πράξη ακατονόμαστη Άνοιξη 37 και 2 Στ' ανοιχτά χαρτιά και στα βιβλία Άνοιξη Lone Amour και Liebe Μια κηλίδα Άνοιξη no nein και non! Μωβ Πήγαιν' Τα κορίτσια δάγκωναν στη γομολάστιχα Ερχότανε Και τινάζανε πίσω το κεφάλι Σαν Να τραβούσαν Έξω Του σφαγμένου πετεινού τα σπλάχνα Τα κομμάτια τα σπλάχνα μες στα δόντια τους Άνοιξη δόντι λυσσαλέο Άνοιξη φούξια του παροξυσμού Άνοιξη αρτεσιανόν ηφαίστειο Κι άλλα κρυμμένα πίσω απ' το φεγγίτη Που πάλευαν τις ρόδινες κορδέλες Μια στιγμούΛα μόνο

Τα χυμένα νερά τα γυμνωμένα μέλη Λάμπανε πίσω απ' το παντζούρι Άνοιξη άνοιξη σαλπάροντας Άνοιξη άνοιξη σημαιοστόλιστη Άνοιξη «αντίο αντίο παιδιά!» 1939

ΔΩΔΕΚΑ ΝΗΣΩΝ ΑΓΓΕΛΟΣ Έρμης και χελιδονοδρόμος ποιος Το πρωί με φοινικιάς Ροδίτισσας

195

Κλωνάρι τον αιθέρα καίοντας χύνεται Πάνω από της Ανατολής την ορασιά Στέγες κατάρτια δώματα καμπαναριά Μ' ιριδόστιχτο πέδιλο μόλις Αγγίζοντας

Για να 'ναι το γλυκό χείλι του μέλλοντος Πάντα στης νέας γερής κοπέλας το βυζί Γάλα νυμφαίο μυθικό στάχυ μαζί

Ποιος - όταν μέσ' από του πόντου τις Αμπελοβραγιές πηδώντας τα δελφινοκόριτσα Βγάζουν κρυγιές φωνές αγριοπερίστερων Πίσω απ' το ψάρι τ' αέρος το ακαμάκιστο Και με την πελαγίδα ή τ' αρσινάκι στοΛίζουνε τα γαλάζια γένια του αϊ-Νικόλα Του θαλασσάχραντου Ραδινά τότε - ποιος της Χάλκης γιος Το κολασμένο του «καμένου σπήλιου» λύνοντας Κράτος ψηλά πηγαίνει τα τιμιότατα Δώρα Θεού που οι χρόνοι δεν κατάλυσαν Πάει πετάει - κι ο νους του αγάλλει σαν Ήλιου αχτιδωσιά στης μνήμης των αρχαίων Το χάλκωμα Πάει πετάει - μα στις ψυχές χτυπά Καμπάνα σηκωμού και αρνάδας λύτρωση Βράχια που του νερού τα ξαναλέει ο αντίλαλος Κοπάδια σπίτια που τα πάει Δάφνις γυμνός Μαϊστραλίζουν οι μανταρινιές της Κάλυμνος Κι ακούν μισάνοιχτα της Κάσος Τα όστρακα

Πάτμος της πράξης και του ονείρου Νίσυρος

Κως Λέρος Σύμη Αστροπαλιά Κάρπαθος Τήλος Καστελόριζο... Ποιος τώρα βουτηχτής αργοσιμώνοντας Τον ουρανό βυθού που ανάβει τα σφουγγάρια του Άξαφνα νιώθεται άγγελος και Πανορμίτης του Μυστικού που ξεχύνεται «χρυσέαις Νιφάδεσσι»

Πάει ψηλά μ' ένα κηρύκειο φως Πάνω από ρημοκλήσια και ανεμόμυλους Μαντάτο ελευθεριάς ν' αντιχτυπήσει Κατά των Αθηναίων το κάστρο που ριγά Ποιος με σπιλιάδας τάχος πάει γοργά

Θύρσου Σταυρού ή Σπαθιού Και ξεδιπλώνει τη σημαία της αφρισμένης Της Καλοσύνης λάμπος και ύμνισμα!

196

Θάλασσας. Λόγια που ό,τι κι αν πουν δε λεν ποτέ τους ψέματα Λόγια που ξεκινούν πουλιά και φτάνουν «πυρ αιθόμενον» Γιατί δεν έχει δυο στοιχεία ο κόσμος - δε μοιράζεται Παύλε Πικασσό - κι η χαρά με τη λύπη στο μέτωπο του ανθρώπου

1946

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΙΚΑΣΣΟ Ι Όπως όταν βάζουν φωτιά σ' ένα φιτίλι τρίχινο Τρέχοντας υστέρα μακριά οι άνθρωποι των λατομείων Και κάνουνε σινιάλα σαν τρελοί

μοιάζουν Juego de luna y arena - σμίγουν εκεί που ο ύπνος Αφήνει να μιλούν τα σώματα - εκεί που ζωγραφίζεις Το Θάνατο ή τον Έρωτα Ίδια γυμνούς και ανυπεράσπιστους κάτω απ' τα τρομερά ρουθούνια του Βοριά Γιατί έτσι μόνο υπάρχεις.

Και μια ριπή του ανέμου άξαφνη σέρνει στις ρεματιές τα ψάθινα καπέλα τους Όπως όταν ένα βιολί ολομόναχο παραμιλάει στα σκοτεινά Μελαγχολικά η καρδιά του ερωτευμένου ανοίγει την Ασία της Οι παπαρούνες μες στη λάμψη της χειροβομβίδας Και τα πέτρινα χέρια μες στις ερημιές που ασάλευτα και τρομερά δείχνουν κατά την ίδια θέση πάντα Φωνάζουν Σημαίνουν Η ζωή δεν είναι ερημητήριο Η ζωή δεν αντέχει στη σιωπή Με θερμοπίδακες και με χιονοστιβάδες πάει ψηλά ή κυλιέται χαμηλά και ψιθυρίζει λόγια αγάπης

Αλήθεια Πικασσό Παύλε υπάρχεις Και μαζί με σένα εμείς υπάρχουμε Ολοένα χτίζουν μαύρες πέτρες γύρω μας - αλλά συ γελάς Μαύρα τείχη γύρω μας - αλλά συ μεμιάς Ανοίγεις πάνω τους μυριάδες πόρτες και παράθυρα Να ξεχυθεί στον ήλιο κείνη αχ η πυρρόξανθη κραυγή Που μ' έρωτα παράφορο μεγαλύνει και διαλαλεί τ' αέρια τα υγρά και τα στερεά του κόσμου ετούτου Έτσι που να μη μάχεται πια κανένα το άλλο Έτσι που να μη μάχεται πια κανείς τον άλλον Να μην υπάρχει εχτρός

197

Και το δεξί το χέρι σου έντομο μυθικό Πλάι πλάι να βαδίζουνε το αρνί με το λεοντάρι Κι η ζωή αδερφέ μου ωσάν τον Γουαδαλκιβίρ των άστρων Να κατρακυλάει με καθαρό νερό και με χρυσάφι Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά της Χιλιάδες λεύγες μες στα όνειρά μας...

Πάει κι έρχεται στ' άσπρα χαρτιά στο φως και στο σκοτάδι Πάει κι έρχεται βουίζοντας Και ξεσηκώνει χρώματα και σχήματα Όχι μόνο απ' αυτά που βάζουν οι νοικοκυρές το Μέγα Σάββατο στα ράφια τους

II

Έτσι μπαίνει το μαχαίρι στη σάρκα - κι η άχνα του ζεστού ψωμιού έτσι ανεβαίνει. Αλλά

Θύμησες φεγγαριού των αρρεβωνιασμένων Όλο πούλιες χρυσές και ρόμβους ρόδινους Αλλά κι απ' τ' άλλα που μπορεί να δει κανείς όταν τον πιάνει ένα βαθύ μεράκι Μέσα στα καροτσάκια των παιδιών

Το τρίξιμο της αψηλής οξιάς Μέσα στις σούστες τις διπλές των ντελμπεντέρηδων Στα βουνά που ο κεραυνός σεβάστηκε - αλλά και Μέσα στ' αυγά της χελώνας Τα πλήθη στις πλατείες που τρικυμίζουν με μαντίλια κόκκινα Μέσα στις όχεντρες που δέρνονται με τη φωτιά Πρωτομαγιά Ή ακόμα μες στα δάση των Ηπείρων τ' απέραντα Τα μεγάλα μαύρα μάτια σου ζεστοβολούν τον κόσμο - Πέφτοντας η νύχτα Μέσα τους λιάζεται η Μεσόγειος και τεντώνουν τον τραχύ λαιμό τους οι αίγαγροι των βράχων Αγερομπασιά Τα πλατιά μαλλιαρά στήθη σου σαν θειαφισμένο αμπέλι

Όταν οι μαύροι σταυροπόδι γύρω απ' τη φωτιά ψάλλουν όλοι μαζί το «αλληλούια» με τις φυσαρμόνικες... Τι 'ναι αυτό λοιπόν που δεν καίγεται - τι 'ναι αυτό που αντέχει Στα μεγάλα υψίπεδα του Έρωτα στα χαμένα μνημεία των Αζτέκων

198

Στο λειψό φεγγάρι στον γεμάτο ακανθοφόρο ήλιο - τι 'ναι αυτό που δε λέγεται

Δείχνουν τετράγωνα παράθυρα κακοφωτισμένα Λείψανα παλιών ανθρώπων με τριγωνικά κεφάλια που στριφογυρίζουν

Όμως κάποτε σε στιγμές περίσσειας θεϊκής φανερώνεται Πικασσό: με το θάμπος που ξεχύνει ο Γαλαξίας στο άπειρο Πικασσό: με το πείσμα που γυρνάει κατά τον Βορρά η μαγνητική

το 'να μάτι τους Κλίμακες μες στις κλίμακες διαδρόμους μες στους διαδρόμους ΚΙΝΔΥΝΟΣ

βελόνα ΑΔΙΕΞΟΔΟΝ Πικασσό: καθώς καίει ο χάλυβας μες στα χυτήρια Πικασσό: καθώς χάνεται στα βάθη ένα θωρηκτό ανοικτής θαλάσσης Πικασσό: μες στο ασύμμετρο της υπερρεαλιστικής χλωρίδας Πικασσό: μες στο ευσύνοπτο της χιλιομετρικής πανίδας Πικασσό: Παλόμα Πικασσό: Ιπποκένταυρε Πικασσό: Guernica

III

ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Ο μισός αλογάνθρωπος ο απαγωγέας καλπάζει - κι η γυναίκα με τη γιγαντιαία πατούσα Στον αέρα τεντώνει τα οριζόντια μπράτσα της Έτη μετά Χριστόν πικρά Παρά λίγη καρδιά θα 'ταν ο κόσμος άλλος θα 'τανε άλλη του κόσμου η εκκλησιά Όμως να! ο καλός Σαμαρείτης κλαίει λησμονημένος και στα πόδια του δένει ρίζα παμπάλαιη δρακοντιά

Νικά η περήφανη καρδιά τα μαύρα σκότη - και τον γόρδιο κόβει

Την ώρα που εσύ θηρίο

δεσμό των πραγμάτων καθώς ξίφος η περήφανη καρδιά Είναι σπουδαίο πράγμα ο άνθρωπος μόνο να το σκέφτεσαι Τα στάχυα όταν λυγίζουνε τον ουρανό

Εσύ Παύλε Πικασσό

Είναι η κοπέλα που κοιτάει μέσα στα μάτια τον αγαπημένο της Είναι η γλυκιά κοπέλα που λέει «σ' αγαπώ» Την ώρα που οι μεγάλες πολιτείες Γυρίζοντας αργά πάνω στον άξονά τους

Χώρεσες όσα δεν μπόρεσε να χωρέσει ο Θεός μέσα σ' εκατομμύρια

Πικασσό Παύλε που μες στ' αμάραντα μάτια σου

στρέμματα φυτεμένης γης Δουλεύεις το πινέλο σου σαν να τραγουδάς

199

Σαν να χαϊδεύεις λύκους ή σαν να καταπίνεις πυρκαγιές Σαν να πλαγιάζεις νύχτα-μέρα με μια γυναίκα νυμφομανή Σαν να πετάς πορτοκαλόφλουδες στη μέση ενός γλεντιού Ενώ εσύ θυελλοχαϊδεμένε

Πως σε λένε Σελάνα και πως εσύ κρατείς Επάνω μας και παίζεις τον καθρέφτη του ύπνου.

Πικασσό Παύλε αρπάζεις το Θάνατο από τους καρπούς των χεριών Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι Παίρνεις περνάς αφήνεις ξαναπιάνεις

Πως ανάσκελα θυμάμαι βγαίνοντας ο Ιούλιος Μέσ' από τις μαγνόλιες του Παραδείσου Σ' έβλεπα να κατεβαίνεις κει που έλαμπε η χαβούζα Και μυγάκια πάνου από τα σαπισμένα φύλλα Μυριάδες φωσφόριζες! Πως μετέωρα όλα! Και βαθύς Ο θόρυβος της ρόδας μες στη νύχτα...

Λουλούδια ζώα φιλιά ευωδιές κοπριές κοτρόνια και διαμάντια Για να τα εξισώσεις όλα μέσα στο άπειρο καθώς η ίδια η κίνηση της

Ή φορές που μου έφερνες την κουκουβάγια Ως μέσα στη μοναχική μου κάμαρα

γης που μας έφερε και που θα μας πάρει Και ζωγραφίζεις για σένα και για μένα Και ζωγραφίζεις για όλους τους συντρόφους μου Και ζωγραφίζεις για όλα τα χρόνια που πέρασαν που περνούν και

Σηκώνοντας σκιές από τα έπιπλα Να με τρομάξεις. Όμως τι θα πει νεκρός δεν ήξερα

που θα περάσουν. Τι θα πει Καιρός τι Οπτασία 1948 Τι το ασήμωμα της Παναγίας επάνω στα νερά Τα μεγάλα ιερογλυφικά στην όψη σου ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ Η Αγάπη κι ο Θάνατος - να πω δεν ήξερα... ΠΑΛΑΙΑ ΚΑΙ ΝΕΑ ΩΔΗ Τόσο μου ομόρφυνες τη δυστυχία - που ξέρω: Μόνο σε Σένα θα το πω παλιά θαλασσινή Σελήνη μου. Ήτανε στο νησί μου κάποτες κει που αν δε γελιέμαι Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά Σ' έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού μας Κρούοντας βότσαλα μες στο νερό ν' ακούσω

Κι ήμουν τόσο θλιμμένος! Μόνο που ήταν νύχτα Μόνο που έσταζαν τα φύλλα μόνο που ανεξήγητα Είχα μες στη Μητέρα κατεβεί Της ηχώς το βάθος το άπατο Και το μαύρο κομμάτι που αποσπούσε

200

Από μέσα μου κι έριχνε μες στο πηγάδι Και το χώμα που έθρυβε κάτω απ' το πέλμα μου Σαν παγόνι φουσκώνοντας το δεντρολίβανο Μόνο που αδημονούσαν μόνο που πίεζαν το στήθος μου Ένιωθα ν' αναβλύζουν δάκρυα...

Το παλιό μου σπίτι ακόμη κατοικώ Και στα ίδια τριξίματα τρομάζω

Μακριά στα σπίτια με την ασημένια στέγη Και τις νύχτες πάλι βγαίνοντας ο Ιούλιος Τ' άλλα παιδιά τ' ανέβαζε η φωνή Τυλιγμένος τη μαύρη πρασινάδα σου παραμιλώ Τ' ανέβαζε η φωνή τους με τη φυσαρμόνικα Μόνος εγώ στα σκαλοπάτια σαν διωγμένος έκλαιγα Και σε παρακαλούσα: πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου

Έφυγαν έφυγαν ένας αέρας οι άνθρωποι Στους βαθείς κρυφούς κυπαρισσώνες Έν' αργό ανατρίχιασμα η συρτή που η Νύχτα Μες στα φύλλα τραβάει όλο σπιθίσματα

Και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα! * Όμως πού το «χάρμα»; Πού η «νέα ζωή»; Όχι που ήμουν άτυχος - θέλω να πω Που τα χρόνια επάνω μου δεν έπιαναν σαν το νερό Και τα λόγια μου μέσα στο φως πηδώντας Όμοια ψάρια να φτάσουν λαχταρίζανε

Αλλά μάρτυς ήμουνα όταν στα τρίτα ύψη Ένα ένα ξυπνούσαν τα λιόφυτα του αέρος Κι ο μισός εμένα έξω απ' τον Καιρό Την κοιλάδα που μόκρυψεν ο Θάνατος

Μες στον άλλο ουρανό - Μα που πια κανείς κανείς Πάλι ν' αντικρίσω. Τον σαπφείρινο γύρω μου Ζωδιακό. Ν' αναγνώσει δε γνώριζε Παράδεισο

Παλιά θαλασσινή Σελήνη μου μόνο σε Σένα θα το πω Γιατί μου ομόρφυνες τη δυστυχία - και ξέρω:

Έτσι μακριά στη γη. Ροές της θάλασσας Και βασκανείες του καπνού των κήπων. Αλλά τι Κόπος ο ποιητής με τ' αδειανά του χείλη

201

Ολοένα πίσω από τη θλίψη του: το Ανείπωτο. Πάρε με πάρε με στην αγκαλιά σου Και παρηγόρησε με που γεννήθηκα.

Μακριά σου πιο κι απ' το Α του Κενταύρου

Ότι τόσο ελαφρύ στα φρύγανα το πάτημα ήταν Τόσο μπλάβα τα λουλούδια. Τόσο η στάλα των ματιών Ωραία μετά που η ευτυχία χάθηκε Μακριά μες στα θαλασσινά χαράματα Το φιλί που εκράτησα όσο το αστέρι μου έσχιζε Την πλαγιά του Αυγούστου τόσο καθαρό Τόσο πικρή στη φούχτα μου η γαλήνη Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί Με το πόδι εμπρός που ολοένα παν Παν κατευθείαν για τον Κωκυτό και τον Πυριφλεγέθοντα!

Μόνος εσύ ο αιρετικός της ύλης αλλ' Ομόθρησκος των αετών το ύστερο άλμα Τόλμησες. Κι οι ποιμένες σ' είδανε της Πρεμετής Μες στης άλλης χαράς το φως να οδοιπορείς πιο νέος

1953

«Ως εν τινι φρουρά εσμέν» Μαργωμένοι μες στο χρόνο Κι από τραγούδι αμάθητοι

Τι κι αν ο κόσμος μάταιος Έχεις μιλήσει ελληνικά Ως «εις τον έπειτα χρόνον» Κι από την ομιλία σου ακόμη Βγάνουν θυμίαμα οι θαλασσινοί κρίνοι Και κάποιες θρυλικές κοπέλες κατά σε Μυστικά στρέφουνε τον καθρέφτη του ήλιου. 1955

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ Θ' ανάψω δάφνες να φλομώσει ο ουρανός Μήπως και μυριστείς πατρίδα και γυρίσεις Μέσ' απ' τα δέντρα που σε γνώριζαν και που γι' αυτό Τη στιγμή του θανάτου σου άξαφνα τινάξανε άνθος Εμάς τους γύφτους άσε μας Τους «οικούντας εν τοις κοίλοις» Τι δε νογάμε από γιορτή Και τα πουλιά δε βάνουμε προσάναμΜα στον ύπνο μας καθώς μας είχες μυήσει Δώθε από τη φθορά πλέκουμε τους κισσούς

ΜΙΚΡΟΝ ΑΝΑΛΟΓΟΝ ΓΙΑ ΤΟΝ Ν. ΧΑΤΖΗΚΥΡ1ΑΚΟ-ΓΚΙΚΑ

Τόσο μόνον Όσο χρειάζεται για να λειάνει ένα χαλίκι ο ρόχθος Ή ν' αποτυπωθεί χαράματα το ψύχος τ' ουρανού

202

Στο δέρμα ενός μενεξεδένιου σύκου Ω γαιώδη άνθρωπε Κι εκεί Μακριά στην πούντα του Καιρού Όπου μαίνεται από τη νοτιά το μαύρο ερημονήσι

Ιδές που ο τοκετός της νύχτας έφερε Κυανό και κιννάβαρι πορφύρα και ώχρα

Τόσο μόνον κι εκεί: ευδοκιμεί το Αόρατο!

Στείλε το βλέμμα σου ψηλά καθώς μια σκέψη οξεία Να διασχίσει το εμπόλεμο στερέωμα Και πες εμείς οι ασύμμετροι πως είμαστε

Αλλ' εμείς το χτίζουμε άλλ' εμείς το κηπεύουμε Αλλ' εμείς νύχτα μέρα το ιστορούμε Τ' αχνάρια που άφησαν -και που ακολούθησεςΗ άγρια μέλισσα κι ο αμνός ο πενθοφόρος. Και συχνά την ώρα που απ' τη λέπρα της ηπείρου 1958 Ξεχωρίζει ανεβαίνοντας Θεομητορική MOZART : ROMANCE ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΝΤΣΕΡΤΟ ΓΙΑ ΠΙΑΝΟ ΑΡ. 20, KV 466 Γη με το φρύδι δριμύ και την άκανθα του ήλιου

Σαν σε όνειρο μέσα πάλι εμείς του προσφέρουμε Ποιος το λίθο ποιος τη δρόσο ποιος το ουράνιο κονίαμα

Όμορφη λυπητερή ζωή Πιάνο μακρινό υποχθόνιο Το κεφάλι μου ακουμπάει στον Πόλο Και τα χόρτα με κυριεύουν Γάγγη κρυφέ της νύχτας πού με παίρνεις;

203

Από μαύρους καπνούς βλέπω δορκάδες Μες στο ασήμι να τρέχουν να τρέχουν Και δε ζω και δεν έχω πεθάνει

μια δω μια κει κι ο ήλιος πήγαινε απ' την άλλη

Ούτε ο έρωτας ούτε κι η δόξα ν' ανάψει τ' όμορφο κεφάλι Ούτε τ' όνειρο ούτε δεν ήταν μια δω μια κει Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι ο ήλιος κάθε Κυριακή) Κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει. Πήραν τους τρεις ανέμους οι βοσκοί κι εσύ τον τέταρτο τραβάς και φέγγεσαι που να θωρώ πίσω απ' το σώμα σου να τρέχουν όρη και νησιά του γραίγου όλα τα ερημόλογα και τα κατσούλια της αυλής όπου μεγάλωσες παραδεισένια

1960

ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Ελένη χώρα του Ήδυπνου Που λέω αλήθεια πόσο πρέπει να υπόφερε ο ουράνιος κηπουρός για να 'βγει τέτοια μέντα η ομορφιά σου

Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟ ΠΛΑΙ Να 'ταν η στενοχώρια να γεννούσε καν ένα πουλί σκισιματιά που θα τραβούσε πάνου ως κάτου μες στου μέσα κόσμου τη μαυρίλα κι αψιθιά με τι δριμύτη απ' τα βουνά της Κρήτης θ' άναβε μες στον Άδη σαν αηδονολαλιά

(Φώναζε στην αυλή ψι-ψι ψι-ψι κι ο γάτος σήκωνε ποδάρι μέσ' απ' τα μάτια της να πάρει ψι-ψι ψι-ψι την αστραπή τους τη χρυσή)

Πόρπη ασημένια Ελένη Βρέξε βασιλικό τα χέρια σου να δροσιστώ σαν να 'χω μες στα χάδια σου διαβάσει τις επιστολές του Παύλου

Κι όπως παντού νυχτώνει κάποτε όμως (ίδια μες στην αγάπη) ένα φωσάκι καταμόναχο φωνάζει «εγώ» «εγώ» κι ούτε τ' ακούει κανένας μόνο μια θύμηση ανεβαίνει σαν λευκή μορφή καταθαλάσσης γυρισμένη έτσι κι εσένα

(Σήκωνε το κλουβί

204

Σελήνη Ελένη αναβρυτή

Το παλιό μου σπίτι αδειάζοντας

Κάποιου το δάκρυ που δεν έδειξες τη σκοτεινή καρδιά θα τιμωρεί και δεν αντέχει κοίτα στο λιγούλι γιασεμί της νύχτας όλο το δαιμονολόγι

Φορτίο της ερημιάς μέσα στη νύχτα·

(Κάτασπρο γιασεμί

Σαστισμένες φωνές κι άλλες που ακόμη

και μυ- και μυ-

Τρέχοντας μες στις φυλλωσιές αστράφτουν σαν

και μυστικέ μου Αποσπερίτη

Μυστικά περάσματα πυγολαμπίδας

πάρτε με πάρτε με στην Κρήτη

Από βάθη ζωής αναστραμμένης

και μη και μη

Μες στο κρύο ασπράδι των ματιών

και μη ρωτάτε το γιατί).

Εκεί που ακινητεί ο Καιρός Κι η Σελήνη με τ' αλλοιωμένο μάγουλο

1962

Ο ΦΥΛΛΟΜΑΝΤΗΣ Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ

Απελπιστικά σιμώνει το δικό μου· Ένα θρόισμα σαν από χαμένης Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν: «Μη». Κι υστέρα πάλι «Μη» «Μωρό μου» «Τι σου 'μελλε» «Μια μέρα θα το θυμηθείς» «Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά» «Εγώ που σ' αγαπώ» «Πες πάντα» «Πάντα».

Ναυαγισμένο στα ρηχά των άστρων Το παλιό μου σπίτι με τα σαμιαμίθια Και το χυμένο το κερί στο κομοδίνο επάνω Πόρτες παράθυρα ανοιχτά

Κι όπως μέσα στην απληστία του μαύρου Που ανοίγεται στα δύο περιβολιού Σβηστό απανθρακωμένο Πάει και καταποντίζεται όλο το έχει σου Ανεβαίνει απ' της ψυχής τ' απόνερα ένα Κύμα θολό που οι φυσαλίδες του είναι Άλλα τόσα παλιά ηλιοβασιλέματα

205

Παράθυρα τρεμάμενα στο φως του εσπερινού Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία Σαν τραγούδι οπού κρύφθηκε μήπως το δεις Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο Απόψε βράδυ Αυγούστου οχτώ Μέσ' απ' τη χλώρη του βυθού και πάλι Το ίδιο εκείνο ατέρμονο ανατρίχιασμα Μονοθροεί και συνθροεί τα φύλλα Μονολογεί στην αραμαϊκή του απόκοσμου: «Παιδί παιδάκι με τα καστανά μαλλιά Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά» «Σου 'μελλε να χαθείς εδώ για να σωθείς μακριά». Κι άξαφνα σαν τα πριν και τα μετά ιδωμένα· Βατές όλες οι θάλασσες με τα λουλούδια Μόνος άλλ' όχι μόνος· όπως πάντα· Όπως τότε νέος που προχωρούσα Με κενή τη θέση στα δεξιά μου Και ψηλά μ' ακολουθούσε ο Βέγας Των ερώτων μου όλων ο Πολιούχος. 1965

ΑΙΩΝΟΣ ΕΙΔΩΛΟΝ

Από τον άλλο κόσμο, μετανοημένοι, πέστε μας Ποιο φύλλο, ποιο πουλί, ποιος κήπος μες στη θάλασσα Σπώντας του Μαΐου τα κύματα, να ισοσταθμίσει γίνεται Τον πόνο Τον σωματικό Που αν ένας μόνον τον υφίσταται, όλοι μας φωνάζουμε: Ως πότε, ως πότε Ατραπούς πήρα και πάλι εμπρός τους βγήκα: Κρέοντες κι Αντιγόνες Ηλέκτρες κι Αίγισθοι Καθείς μ' ένα φεγγάρι στρογγυλό στο χέρι Τη δική του νύχτα. Ζούνε ακόμη, ζούνε, οδεύουν και ολοφύρονται. Ως κι εκείνος ο λησμονημένος τάχατες απ' όλους Βασιλιάς της Ασίνης, ως κι εκείνος ανεβαίνει, να τος Με σφαμένους κι ανέσφαχτους πίσω του Το λόφο, πάγχρυσος Προς τι; Προς τι; Πολιό πέλαγο κι εσείς ακρόπρωρα μελανά στον αέρα Πιο ψηλά, πιο ψηλά Δώσετέ μου τη δύναμη Ν' αφαιρέσω απ' τους μάντεις το δεινό μέλλον Και σαν άχρηστο σπλάχνο στα σκυλιά να το ρίξω. Εγώ, που από τον Ήρωα να γυρίσω πίσω εδέησε Και να κάνω δρόμο μακρύ, αποθαρρημένος Εωσότου τέλος, του καιούμενου από μόνου του Μια κραυγή ζωντανή περισώσω: Φτάνει πια, φτάνει πια

Τι σβηστήρας άραγες να υπάρχει Για τη μέσα μας ασκήμια, τι να μεταΣτοιχειώνει τόσων χρόνων σκλαβιά, Καίσαρες, εσείς

206

Τρέμει τρέμει μακριά, σε απόσταση χιλιάδων μύρων

πους κι έβγανε απ' όλους Έναν που του χαμογελούσε Αληθινόν που ο χάρος δεν τον έπιανε

τον

Το είδωλον του αιώνος Μες στης πίκρας τον άργυρο, λάμπει.

Πρόσεχε να προφέρει καθαρά τη λέξη θάλασσα έτσι που να γυαλίσουν μέσα της όλα τα δελφίνια Κι η ερημιά πολλή που να χωρά ο Θεός κι η κάθε μια σταγόνα σταθερή στον ήλιο ν' ανεβαίνει

Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει, παιδιά Μη γυρίσει κανείς να κοιτάξει . Όστις γαρ Εν πολλοίσιν ως εγώ κακοίς Έζησε, το γνωρίζει: ευθεία, μπροστά, και τραγουδώντας μόνον Άτεγκτοι και στην έξοδο προσηλωμένοι

Νέος ακόμα είχε δει στους ώμους των μεγάλων τα χρυσά να λάμπουν και να φεύγουν Και μια νύχτα θυμάται σ' ώρα μεγάλης τρικυμίας βόγκηξε ο λαιμός του πόντου τόσο που θολώθη μα δεν έστερξε να του σταθεί Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

Θα τη φέρουμε την Ευρυδίκη πάλι Στο φως, στο φως, στο φως.

II

1968

Θεέ μου και τώρα τι Που 'χε με χίλιους να παλέψει χώρια με τη μοναξιά του ποιος αυτός που 'ξερε μ' ένα λόγο του να δώσει ολάκερης της γης να ξεδιψάσει τι ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ Ι

Έτσι καθώς εστέκονταν στη λύπη του

ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες

Μακριά του κόσμου που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου Και σκληρός πιο κι απ' την πέτρα που δεν τον είχανε κοιτάξει τρυφερά ποτέ - κάποτε τα στραβά δόντια του άσπριζαν παράξενα Κι όπως περνούσε με το βλέμμα του λίγο πιο πάνω απ' τους ανθρώ-

Που όλα του τα 'χαν πάρει

Και τα πέδιλά του τα σταυροδετά και το

τρικράνι του το μυτερό και το τοιχίο που καβαλούσε κάθε απομεσήμερο να κρατάει τα γκέμια ενάντια στον καιρό σαν ζόρικο και πηδηχτό βαρκάκι Και μια φούχτα λουίζα που την είχε τρίψει στα μάγουλα ενός κοριτσιού μεσάνυχτα να το φιλήσει (πως κουρναλίζαν τα νερά του φεγγαριού στα πέτρινα τα σκαλοπάτια τρεις γκρεμούς πάνω απ' τη θάλασσα...) Μεσημέρι από νύχτα Και μήτ' ένας πλάι του Μονάχα οι λέξεις του οι πιστές που 'σμιγαν όλα τους τα χρώματα ν' αφήσουν μες στο

207

χέρι του μια λόγχη από άσπρο φως

Πάντοτε με μια λέξη μες στα δόντια του

Και αντίκρυ σ' όλο των τειχών το μάκρος μυρμηκιά οι χυμένες μες στο γύψο κεφαλές όσο έπαιρνε το μάτι του

άσπαστη

κειτάμενος

Αυτός ο τελευταίος Έλληνας!

«Μεσημέρι από νύχτα - όλ' η ζωή μια λάμψη!» φώναξε κι όρμησε μες στο σωρό σύρνοντας πίσω του χρυσή γραμμή ατελεύτητη 1969 Και αμέσως ένιωσε να τον κυριεύει.

ξεκινημένη από μακριά

η στερνή χλωμάδα

VILLA NATACHA III Τώρα καθώς του ήλιου η φτερωτή ολοένα γυρνούσε και πιο γρήγορα οι αυλές βουτούσαν μέσα στο χειμώνα κι έβγαιναν πάλι κατακόκκινες απ' τα γεράνια

Ι Έχω κάτι να πω διάφανο κι ακατάληπτο Σαν κελαηδητό σε ώρα πολέμου. Εδώ, σε μια γωνιά που κάθισα

Κι οι μικροί δροσεροί τρούλοι όμοια μέδουσες γαλάζιες έφταναν κάθε φορά και πιο ψηλά στ' ασήμια που τα ψιλοδούλευε ο αγέρας γι' άλλων καιρών πιο μακρινών το εικόνισμα

Να καπνίσω το πρώτο ελεύθερο τσιγάρο μου Αδέξιος μες στην ευτυχία, τρέμοντας

Κόρες παρθένες φέγγοντας η αγκαλιά τους ένα θερινό ξημέρωμα φρέσκα βαγιόφυλλα και της μυρσίνης της ξεριζωμένης των βυθών σταλάζοντας ιώδιο τα κλωνάρια

Μήπως σπάσω ένα λουλούδι, θίξω κάποιο πουλί Και σε δύσκολη θέση, εξαιτίας μου, βρεθεί ο Θεός

Του 'φερναν Ενώ κάτω απ' τα πόδια του άκουγε στη μεγάλη καταβόθρα να καταποντίζονται πλώρες μαύρων καραβιών τ' αρχαία και καπνισμένα ξύλα όθε με στυλωμένο μάτι ορθές ακόμη Θεομήτορες επιτιμούσανε Αναποδογυρισμένα στις χωματερές αλόγατα σωρός τα χτίσματα μικρά μεγάλα θρουβαλιασμός και σκόνης άναμμα μες στον αέρα

Κι όμως όλα μου υπακούουν Και οι όρθιες καλαμιές και το γερτό καμπαναριό Και του κήπου το στερέωμα όλο Αντικαθρεφτισμένο μες στο νου μου Ένα ένα ονόματα που ηχούν

208

Παράξενα μέσα στην ξένη γλώσσα: Phlox, Aster, Cytise Elgantine, Pervenche, Colchique Alise, Fresia, Pivoine, Myoporone Muguet, Bleuet Saxifrage Iris, Clochette, Myosotis Primevere, Auberine, Tubereuse Paquerette, Ancolie, και τα σχήματα όλα Καθαρογραμμένα μες στα φρούτα: ο κύκλος, το τετράγωνο

Την αντίθετη κατεύθυνση Αρκετά λατρέψαμε τον κίνδυνο κι είναι καιρός να μας το ανταποδώσει. Ονειρεύομαι μιαν επανάσταση από το μέρος του κακού και των πολέμων σαν αυτή που έκανε από το μέρος του σκιόφωτος και των αποχρώσεων ο Matisse. II Όμως εκεί που δύο φίλοι Μιλούν ή και σωπαίνουν - προπαντός τότε Τρίτο τίποτα δε χωρεί

Το τρίγωνο και ο ρόμβος

Κι όπως οι φίλοι, φαίνεται Και οι θάλασσες από μακριά επικοινωνούνε Φτάνει λίγος αέρας, μια σταλιά τριμμένης

Όπως τα βλέπουν τα πουλιά, να γίνει απλός ο κόσμος Ένα σχέδιο Πικασσό

Μες στα δάχτυλα, σκούρας, λυγαριάς και να: Το κύμα; Είναι αυτό;

Με γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρο.

Είναι αυτό που σου μιλάει στον ενικό και λέει «Μη με ξεχνάς» «Μη με ξεχνάς»; Είναι η Ανακτορία; Ή μήπως όχι; Μήπως το νερό μόνον που τρέχει Νύχτα - μέρα στης Αγίας Παρασκευής το εκκλησάκι; Να ξεχάσεις τι; Ποιος; Τίποτα δεν ξέρουμε.

Λέω: κι αυτό θα' ρθει. Και τ' άλλο θα περάσει. Πολύ δε θέλει ο κόσμος. Ένα κάτι Ελάχιστο. Σαν τη στραβοτιμονιά πριν από το δυστύχημα Όμως Ακριβώς Προς

Όπως αποβραδίς που κάτι σου έσπασε Μια φιλία παλαιή, μια θύμηση από φάρφουρο Ξανά πόσο άδικα ήξερες να κρίνεις Βλέπεις τώρα που ξημέρωσε Κι έχεις πικρό, πριν από τον καφέ, το στόμα Χειρονομώντας άσκοπα, μιας άλλης,

209

Ποιος το ξέρει, ζωής, κάνεις ηχώ κι είναι απ' αυτό που (Ή μπορεί κι απ' τη σκέψη Κάποτε τόσο δυνατή, που προεξέχει) Αντικρύ σου, μεμιάς, πάνου ως κάτου ο καθρέφτης ραγίζεται.

Σ' ένα, έστω, λουλούδι αντίκρυ αν ήξερες Να πολιτεύεσαι Σωστά, θα τα 'χες όλα. Επειδή απ' τα λίγα, μερικές φορές

Λέω: τη μια στιγμή, τη μόνη που Κι από το ένα - έτσι ο έρωτας Εάν φτάνει δε γνωρίζεις Γνωρίζουμε τα υπόλοιπα. Μόνο το πλήθος να: Τα Γραμμένα ραγίζονται Και αυτός που δίνει, παίρνει. Επειδή εάν όχι τότε θα

Στο χείλος των πραγμάτων στέκει Όλα τα θέλει και τα παίρνει και δεν του μένει τίποτα.

Πρέπει και ο θάνατος να θανατώνεται και η φθορά Να φθείρεται και το μικρό

Κιόλας έφτασε το απόγεμα

Τριανταφυλλί που κάποτε

Γαλήνιο σαν της Μυτιλήνης ή μιας ζωγραφιάς

Στην παλάμη σου κράτησες, βότσαλο και αυτό

Του Θεοφίλου, ως πέρα το Eze, το Cap - Estel,

Κάπου, χιλιετηρίδες μακριά, ν' ανασυντίθεται.

Κόλποι όπου σιάχνει αγκαλιές ο αέρας

Με σοφία και θάρρος. Picasso και Laurens. Να πατήσουμε πάνω στην Ψυχολογία, στην Πολιτική, στην Κοινωνιολογία, ηλιοκαμένοι μ' ένα σκέτο άσπρο πουκάμισο.

Μία διαφάνεια τόση Που τα βουνά τ' αγγίζεις και τον άνθρωπο εξακολουθείς να βλέπεις Που πέρασε ώρες πριν

III

Αδιάφορος, μα τώρα πρέπει να έφτασε.

Άνθρωπε, άθελά σου Κακέ - παρ' ολίγο η τύχη σου άλλη.

Λέω: ναι, πρέπει να έχουν φτάσει

210

Ο πόλεμος στο τέρμα του, και ο Τύραννος στην πτώση του Και ο φόβος του έρωτα μπρος στη γυμνή γυναίκα. Έχουνε φτάσει, έχουνε φτάσει και μόνο εμείς δε βλέπουμε Παρά ψαύοντας ολοένα πέφτουμε στα φαντάσματα πάνου. Άγγελε συ που κάπου εδώ γύρω πετάς Πολυπαθής και αόρατος, πιάσε μου το χέρι Χρυσωμένες έχουν τις παγίδες οι άνθρωποι Κι είναι ανάγκη να μείνω απ' τους απέξω.

Αλαλησιά του μεσημεριανού πελάγου τίποτα. Μόνον δώσ' του ο άνεμος Δώσ' του με το ράντιστρο. Και δύο ή τρία πουλιά Δυνατά κι ελεύθερα σαν ευτυχίες.

Ήρεμα το σπίτι

Έτσι για να 'χω ζήσει αντίθετα Στα ερχόμενα και να μην έχω Λάβει τίποτα ευτυχώς Παρεχτός από τα χέρια μου όλα Τώρα πάλι ακουγόμουν Καταμόνας όπως ο ασκητής Προτού ανεβεί απ' τα σπλάχνα του μια Νέα Καμένη

Αγκυροβολημένο μες στο ηλιοβασίλεμα

Δεξιά βουτούσε ο βράχος κι από τ' άλλο μέρος υψω-

Βγάνει άγνωστες λάμψεις

Νε κεφάλι να παλέψει ο αγρίμης

Και σαν από έφοδο, μια σκέψη

Μπουρμπούλες νερό στα φαγωμένα πόδια του όλο και τρίφτανε άχνη

Εκεί που για τ' άλλου τραβούσαμε αναπάντεχα μας κυριεύει.

Σπούσε πέτρες ο ήλιος και ψηλά κρώζαν οι άγγελοι

Επειδή και ο Αφανής, παρών αισθάνομαι πως είναι Ο μόνος που τον ονομάζω Πρίγκιπα, όταν

1969 Χιλιετηρίδες υστέρα ΕΛΥΤΟΝΗΣΟΣ ΚΟΙΝΩΣ ΕΛΥΤΟΝΗΣΙ

Που το νερό αναπήδησε Να γίνει κατοικήσιμη ως και η πίκρα Φαίνονται ακόμα κοίτα

Φέγγαν οι αλατόπετρες και στη μεγάλη

Χαμηλά βουνά ξωκλήσια φάροι

211

Περασμένα τωρινά μου Από το μέρος το άγνωστο. Και τώρα; Αλλού. Είναι αλλού Στρίβοντας τ' ακρωτήρι σειρές κατεβατές Που το θαύμα το αέναο γίνεται Τ' αμπέλια μ' ένα γαλαξία πρασίνων του παλιού καιρού. Και πάσπαλη Πάνω από το Μεγάλο Κάστρο Φερμένη απ' τις λευκές Μαρίες των κυμάτων Το χέρι αυτό που θα γυρίσει Διακόσια μέτρα φάρδος ολοένα Παράδεισος Στους καιρούς πίσω τ' άχρηστα Θ' ανοίξει σαν ηλίανθος Πώς να 'ναι τώρα οι άνθρωποι; Άραγες Και δρομείς με την ελληνική λαλιά θα παν το μήνυμα Να φοβούνται ακόμη; Στους αγρούς τους γερτούς Να ελπίζουνε άλλον ουρανό; Κερασιές να υπάρχουνε; Και ποια τώρα να κάνει

Οργιές από του λόφου τα ύψη αχούσαν τα ερημόνησα Μακριά στα βάθη σαν βαρύ θηρίο η Ασία κοιμόταν Ένα κορίτσι μόλις κομμένο απ' τη βερβένα Σάλευε στ' αεράκι και το πόδι του έλαμπε

Το Θεό τον έπιανες μες στον αέρα

Όπως οι λέξεις όταν κάνει αιθρία Μία στην άλλη δίνονται Νιωσμένο φανερώνεται Το κορίτσι που κρατεί ένα κάνιστρο Γεμάτο μ' αχινούς και βιολέτες θαλάσσης Λες: είναι αυτές οι αγάπες σου Μ' ευωδιά και μ' αγκάθι

Μύριζε μέλισσα και χθεσινή βροχή βουνού

Παλεμένο στ' άγρια το πυργί των δώδεκα μηνών γυρνούσε

Μια στιγμή τραγουδώντας από δίπλα σου περνούσε κείνη που είχες δει

Στους καιρούς κόντρα κι άκουγες τα ευ των δέντρων να ευστοχούν

Στον κήπο με τις αυταπάτες και όμως ούτε που άγγιζες

Περαστικός ένας μικρός Ιούλιος μοίραζε

Στον ασβέστη επάνω με τις ζωγραφιές Αγία το θαύμα της;

212

Τους Νόμους: ο καθείς και η λυγαριά του διαλαλούσε Κι η μέρα που απελπίστηκες Επιστρεμμένη σαν ηχώ αλλ' απέραντη Και οι λύπες οι μικρές Με το κρυφό τους κόκκινο λουλούδι Σκιές τρεμάμενες άπιαστα φυλλώματα Των ουρανών επάνω στο νερό Που ο νους μόνον εγγίζει Σήμαιναν οι καμπάνες της Αγίας Παρασκευής ανήμερα Και κομμάτια κομμάτια τα τετράγωνα μεγάλα σπίτια Τα 'παιρνε το μπουγάζι. Τρεις ώρες πιο ψηλά Μ' ανοιχτό πανί τα καΐκια ρυμουλκούσαν τις στέγες Και ας μην ένιωσε ποτέ κανείς Του μέλλοντος αρχαιολόγος Και των επουρανίων Πόσα δάκρυα χύθηκαν. Όμως μάταια όχι. Επειδή τα δάκρυα είναι κι αυτά Πατρίδα που δε χάνεται Κει που γυάλισαν κάποτε ύστερα η αλήθεια ήρθε.

Ξύπνησες Αδάμ και ξαναρχίζει ο κόσμος Φύλλωμα κισσού στον ασβέστη περνάν Τρεμάμενα τα κύματα μυριάδες σκιάσματα Μες στ' Απίστευτο μετρήσου και πες Πόσο πιάνει ο σταυρός

και πόσο η Πλατυτέρα

Της ψυχής σου που ανάφτηκε χρυσός αέρας Αϊτέ Θαλασσών των ουρανών δελφίνι Ζωή μου γλαυκή που σε μιαν αστραπή Τα 'πες όλα και τα 'καψες τα 'πες όλα και τα 'κρυψες Εναντίον μου να μεγαλώνουν είδα Κορυφές του Αραράτ κι ακατάληπτες γλώσσες Όμως μόνος προχώρησα κι ούτ' ένα δάκρυ Δόλωμα κρυφό στη βοή των κυμάτων Ρίχνω κι αγρικώ σαν λεόντων φωνές Τις φορές οπού αδίκησα τις φορές οπού απάτησα Μου κατάφαγαν Το λιγνό μου κορμί

σπείρες μελισσών και τη μιλιά μου πήραν

Θεές κωδωνοκρούοντας

πέλαγα μαύρα

1971 Να πενθώ για τι; Ποιος αυτός που προστάζει; Ποιανού μαχητή χαμένου στο σωρό Άθελά του το ίνδαλμα να ξανάρχεται μέσα μου; ΑΠΟΣΤΙΧΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΠΑ ΕΝΑΝ ΟΡΘΡΟ ΣΤΟ ΑΣΚΗΤΗΡ1Ο ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΟΥ

Τρεις και τέσσερις φορές έγειρε ο νους μου Με λοξά τα φτερά πουλιού της τρικυμίας Κι υστέρα πάλι τίποτα τίποτα πάλι

213

Έχε γεια Βοριά μελαψέ σγουρομάλλη Που κρυφά κρατείς από κάτω της γης Το ένα μου αηδόνισμα τα πολλά μου αμαρτήματα

ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ (1978) ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Εννεάστερο

τέρας φωτεινό Η παρουσία

Ταξιδεύει ψηλά

και στην ψυχή μου ρίχνει

Τόπους τόπους τα γράμματα

κι ούτε μια λέξη

Τίποτα να πω πια δε γίνεται άλλο Μοναχά φυσώ και πέπλα παλαιά Για τους άλλους αόρατα μπρος στα μάτια μου ανοίγονται Ανυπόταχτο σκαρφαλωμένο γίδι Στα ύψη μασά των αιώνων τα φύλλα Όπως πριν που γεννήθηκα κι όπως κατόπιν Εμπρός προσκυνώ σε την Ανθοκρατούσα Μαβιά που κοιτάς και τα πέρα βουνά Ωσάν της Αναλήψεως καταδιάφανα χάνονται Ατελεύτητα

λευκό το κελί

Σαν σταγόνα νερού

1 ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ 1. ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ 2. Η ΝΕΦΕΛΗ 2. Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ 3. ΠΑΤΜΟΣ 3. Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ 4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ 4. Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ 5. THROUGH THE MIRROR 5. Η ΑΙΓΗΙΣ

καθαρού μες στον ήλιο

Με πηγαίνει κι ολόγυμνος το θαύμα λέω. 1972

Η Μαρία Νεφέλη λέει Και ο Αντιφωνητής

6. ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ 6. ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ 7. Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ 7. Η ΕΛΕΝΗ Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης Ο Αντιφωνητής λέει

214

Και η Μαρία Νεφέλη

3. Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ

1. PAX SAN TROPEZANA 1. Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ

4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ 4. ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ

2. ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ 2. ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ

5. ELECTRA BAR 5. Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ

3. Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ 3. Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

6. DJEDA 6. ICE SEHE DICH

4. EAU DE VERVEINE 4. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ

7. Ο ΣΤΑΛΙΝ 7. Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ

5. Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ 5. ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ

Το αιώνιο στοίχημα

6. ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ 6. ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ 7. Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ 7. Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ Το τραγούδι του ποιητή Η Μαρία Νεφέλη λέει Και ο Αντιφωνητής 1. ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ 1. Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

ΑΣΣΙΖΗΣ

Εγώ δε λέγω υμίν μη αντιστήναι τω πονηρώ ΜΑΤΘΑΙΟΣ, ε', 39.1 Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ Μ.Ν. Περπατώ μες στ' αγκάθια μες στα σκοτεινά σ' αυτά που 'ναι να γίνουν και στ' αλλοτινά κι έχω για μόνο μου όπλο μόνη μου άμυνα τα νύχια μου τα μωβ σαν τα κυκλάμινα.

2. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ 2. ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ 3. Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ

Α. Παντού την είδα. Να κρατάει ένα ποτήρι και να κοιτάζει στο

215

κενό. Ν' ακούει δίσκους ξαπλωμένη χάμου. Να περπατάει στο δρόμο με φαρδιά παντελόνια και μια παλιά γκαμπαρντίνα. Μπρος από τις βιτρίνες των παιδιών. Πιο θλιμμένη τότε. Και στις δισκοθήκες, πιο νευρική, να τρώει τα νύχια της. Καπνίζει αμέτρητα τσιγάρα. Είναι χλωμή κι ωραία. Μ' αν της μιλάς ούτε που ακούει καθόλου. Σαν να γίνεται κάτι άλλου - που μόνο αυτή τ' ακούει, και τρομάζει. Κρατάει το χέρι σου σφιχτά, δακρύζει, αλλά δεν είναι εκεί. Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.

Μ.Ν. Έβλεπα τα μάτια του. Έβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.

Α. Έβλεπα μιαν επιτύμβια στήλη. Μια κόρη ανάγλυφη πάνω στην πέτρα. Έμοιαζε λυπημένη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Εμένα κοίταζε, το ξέρω, εμένα κοίταζε. Κοιτάζαμε κι οι δυο την ιδία πέτρα. Κοιταζόμασταν μεσ' απ' την πέτρα. Μ.Ν. Τίποτα δεν κατάλαβε. Όλη την ώρα μου 'λεγε «θυμάσαι;» Τι να θυμηθώ. Μονάχα τα όνειρα θυμάμαι γιατί τα βλέπω νύχτα. Όμως τη μέρα αισθάνομαι άσχημα - πως να το πω: απροετοίμαστη. Βρέθηκα μέσα στη ζωή τόσο άξαφνα - κει που δεν το περίμενα καθόλου. Έλεγα «μπα θα συνηθίσω». Κι όλα γύρω μου έτρεχαν. Πράγματα κι άνθρωποι έτρεχαν, έτρεχαν ώσπου βάλθηκα κι εγώ να τρέχω σαν τρελή. Αλλά, φαίνεται, το παράκανα. Επειδή -δεν ξέρω- κάτι παράξενο έγινε στο τέλος. Πρώτα έβλεπα τον νεκρό κι ύστερα γινόταν ο φόνος. Πρώτα ερχόταν το αίμα κι ύστερα ο χτύπος κι η κραυγή. Και τώρα όταν ακούω να βρέχει δεν ξέρω τι με περιμένει...

Α. «Γιατί δε θάβουν τους ανθρώπους όρθιους σαν μητροπολιτάδες;» -έτσι μου 'λεγε. Και μια φορά, θυμάμαι, καλοκαίρι στο νησί, που γυρίζαμε όλοι από ξενύχτι, ξημερώματα, πηδήσαμε απ' τα κάγκελα στον κήπο του Μουσείου. Χόρευε πάνω στις πέτρες και δεν έβλεπε τίποτα.

Α. Ήταν ήρεμη και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί.

Μ.Ν. Ήτανε καθιστή. Κι ήτανε πεθαμένη.

Α. Ήτανε καθιστή και κρατούσε στη χούφτα της ένα μικρό πουλί. Δε θα κρατήσεις ποτέ σου ένα πουλί εσύ - δεν είσαι αξία!

Μ.Ν. Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ' αφήνανε.

Α. Ποιος να σ' αφήσει;

Μ.Ν. Αυτός που δεν αφήνει τίποτα.

216

Α. Αυτός, αυτός που δεν αφήνει τίποτα κόβεται απ' τη σκιά του κι αλλού περπατά.

Μ.Ν. Είναι τα λόγια του άσπρα κι είναι ανείπωτα κι είναι τα μάτια του βαθιά κι ανύπνωτα...

Α. Μα' χε πάρει όλο το πάνω μέρος απ' την πέτρα. Και μαζί μ' αυτήν και τ' όνομά της.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ... σαν να τα βλέπω ακόμη χαραγμένα τα γράμματα μέσα στο φως... ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ...

Α. Έλειπε. Όλο το πάνω μέρος έλειπε. Γράμματα δεν υπήρχανε καθόλου.

Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ ΕΦΗ ΕΛ... εκεί, πάνω σ' αυτό το ΕΛ, η πέτρα είχε κοπεί και σπάσει. Το θυμάμαι καλά.

Μ.Ν. Στ' όνειρό μου, ναι. Σ' έναν ύπνο μεγάλο που θα 'ρθει κάποτε όλο φως και ζέστη και μικρά πέτρινα σκαλιά., θα περνάνε στο δρόμο αγκαλιασμένα τα παιδιά όπως σε κάτι παλιές ταινίες ιταλιάνικες. Από παντού θ' ακούς τραγούδια και θα βλέπεις πελώριες γυναίκες σε μικρά μπαλκόνια να ποτίζουν τα λουλούδια τους.

Α. Ένα μεγάλο θαλασσί μπαλόνι θα μας πάρει τότε ψηλά, μια δω, μια κει, θα μας χτυπά ο αέρας. Πρώτα θα ξεχωρίσουν οι ασημένιοι τρούλοι, κατόπιν τα καμπαναριά. Θα φάνουν οι δρόμοι πιο στενοί, πιο ίσιοι απ' ό,τι φανταζόμασταν. Οι ταράτσες με τις κάτασπρες αντένες για την τηλεόραση. Και οι λόφοι ένα γύρο κι οι χαρταετοί - ξυστά θα περνάμε από δίπλα τους. Ώσπου κάποια στιγμή θα δούμε όλη τη θάλασσα. Οι ψυχές επάνω της θ' αφήνουν μικρούς λευκούς ατμούς.

Μ.Ν. Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα βουνά τα μαύρα και τα δαιμονικά του κόσμου τούτου. Έχω πει στην αγάπη «γιατί» και την έχω κυλήσει στο πάτωμα. Έγιναν οι πόλεμοι και ξανάγιναν και δεν έμεινε ούτ' ένα κουρέλι να το κρύψουμε βαθιά στα πράγματά μας και να το λησμονήσουμε. Ποιος ακούει; Ποιος άκουσε; Δικαστές, παπάδες, χωροφύλακες, ποια είναι η χώρα σας; Ένα κορμί μου μένει και το δίνω. Σ' αυτό καλλιεργούνε, όσοι ξέρουν, τα Ιερά, όπως οι κηπουροί στην Ολλανδία τις τουλίπες. Και σ' αυτό πνίγονται όσοι δεν έμαθαν ποτέ από θάλασσα κι από κολύμπι...

Α. Στ' όνειρό της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.

217

Ροές της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές παρασταθείτε μου!

σαν τη νέα Σελήνη και σταλάζοντας αίματα.

Α

Έχω σηκώσει χέρι καταπάνου στα δαιμονικά του κόσμου τ' ανεξόρκιστα κι από το μέρος το άρρωστο γυρίστηκα στον ήλιο και στο φως αυτοεξορίστηκα!

Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο μεσημέρι δεν έχει πια κανείς· σβήσε την Αττική κι έλα κοντά μου.

Μ.Ν. Κι απ' τις φουρτούνες τις πολλές γυρίστηκα μες στους ανθρώπους αυτοεξορίστηκα!

Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ και προσωπίδες και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμούς και ουρλιάσματα.

Α' Θα σου δείξω τον άνθρωπο Baobab Η Μαρία Νεφέλη λέει: και τον άνθρωπο Phagus Carnamenti τη γερόντισσα Cimmulius και το σόι της όλο ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ το σαρακοφαγωμένο απ' τα παράσιτα· Ροές της θάλασσας κι εσείς θα σου δείξω τον άντρα Bumbacarao Uncarabo των άστρων μακρινές επιρροές - παρασταθείτε μου! τη γυναίκα του Ibou-Ibou απ' τα νερά της νύχτας τ' ουρανού κοιτάξετε και τα παραμορφωμένα τέκνα τους πως ανεβαίνω τα μανιταρόσκυλα αμφίκυρτη τον Cingua Banga και την Iguana Brescus

218

Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη Μη φοβάσαι κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης θα' ρθει το πλήρωμα των ημερών θα σε οδηγήσω βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου. και θα σου χιμήξω· τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει αν στα βάθη μέσα των ωκεανών Και ο Αντιφωνητής: βυθίζοντας οι μέρες οι ξανθές πήραν μαζί τους ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ μια για πάντα το είδωλο Ό,τι να δεις - καλώς το βλέπεις αρκεί να 'ναι: Αναγγελία. Το ελάχιστο νέφος ουριοδρομώντας η Σελήνη των δέντρων ο αλιγάτορας και η σκυθρωπή των λιμνοθαλασσών γαλήνη με το πατ-πατ το μακρινό της γκαζομηχανής αν ο κόσμος μια για πάντα ειπώθηκε: Αναγγελία.

το Φωτόδεντρο με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχίστες και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών συλλέγοντας μες στην ποδιά τους

Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων. αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός Είναι που οι άνθρωποι δεν το θελήσανε ειδαλλιώς... να περάσω από την άλλην όχθη· οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν. Η Μαρία Νεφέλη λέει:

219

μ' έκαναν κομμάτια, ντράγκου-ντρούγκου μ' έριξαν στα όρνια ντρούγκου-ντρου». η αλήθεια. -έτσι δε λένε;- είναι οδυνηρή

Ο Νόμος που είμαι δεν θα με υποτάξει.

κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, απ' το αίμα σου έχει ανάγκη απ' τις λαβωματιές σου·

Και ο Αντιφωνητής:

απ' αυτές και μόνον θα περάσει -εάν περάσει

Μες στο κενό θησαύριζα και τώρα πάλι μες στους θησαυρούς μένω κενός.

καπότες η ζωή που μάταια έψαχνες με το σφύριγμα του άνεμου και τα ξωτικά

Ω αντίο Παράδεισοι και αζήτητες δωρεές φεύγω πάω κατευθείαν επάνω μου εκεί μακριά που βρίσκομαι.

και τις κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...

Μπρος! Ανοίξου! Φύγε! Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους

Ήρθε η στιγμή. Μαρία Νεφέλη πάρε το χέρι μου - σε ακολουθώ· και το άλλο υψώνω -ιδές- με την παλάμη αναστραμμένη ανοίγοντας τα δάχτυλα ένα ουράνιο άνθος: «Ύβρις» όπως θα λέγαμε ή και «Αστήρ»

να εφεύρεις μια γλώσσα ίσως τσιρίζοντας:

Ύβρις- Αστήρ Ύβρις-Αστήρ ιδού το στίγμα φίλοι πρέπει να κρατήσουμε την επαφή. Μη μου γελάτε την τόση αδεξιότητα κι είναι το ξέρετ' ενάντιος ο καιρός.

ί ι ι ι ι.

Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα

κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου

Τότε που θ' ακούσεις πάλι πάλι να σου τραγουδώ να σου τραγουδώ τις νύχτες πάνω στο ξυλόφωνο: «Μες στο δάσος πήγα ντράγκου-ντρούγκου μ' έφαγαν τα δέντρα ντρούγκου-ντρου

και να: ο Θεός!

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

220

Και ο Αντιφωνητής: Η ΝΕΦΕΛΗ Μέρα τη μέρα ζω - που ξέρεις αύριο τι ξημερώνει. Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει Α τι ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης Βλέπεις χρειάζονται όπλα να μιλάν στα χρόνια μας τα χαώδη και να 'μαστε και σύμφωνοι με τα λεγόμενα «εθνικά ιδεώδη».

να γράφεις σαν τον Όμηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου

Τι με κοιτάς εσύ γραφιά που δεν εντύθηκες ποτέ στρατιώτης

να μη σε νοιάζει αν αρέσεις η όχι

η τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αυτή μία πολεμική ιδιότης

τίποτε

Δεν πα' να ξενυχτάς- να γράφεις χιλιάδες πικρούς στίχους ή να γεμίζεις με συνθήματα επαναστατικά τους τοίχους Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο έτσι· με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις και μόνο εγώ που σ' αγαπώ: στα όνειρά μου μέσα έναν κρατούμενο. νομισματοκοπείο και να το κλείνεις ν' απολύεις όλο το προσωπικό Έτσι που αν στ' αλήθεια ο έρωτας είναι καταπώς λεν «κοινός να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς διαιρέτης» εγώ θα πρέπει να 'μαι η Μαρία Νεφέλη κι εσύ φευ ο Νεφεληγερέτης. Χαράξου κάπου με οποιονδήποτε τρόπο και μετά πάλι σβήσου με γενναιοδωρία.

εντελώς δική σου. Την ώρα που μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα κρεμασμένοι απ' τα τηλέφωνά τους παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι

221

ανεβαίνεις εσύ μέσα στον Έρωτα καταμουντζουρωμένος αλλ' ευκίνητος σαν καπνοδοχοκαθαριστής

Κρίμας κρίμας κόσμε σ' εξουσιάζουν μέλλοντες νεκροί· και κανείς κανείς δεν έλαχε δεν έλαχε ν' ακούσει ακόμη καν φωνήν αγγέλων καν υδάτων πολλών καν εκείνο το «έρχου» που σε νύχτες αϋπνίας μεγάλης ονειρεύτηκα

κατεβαίνεις απ' τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις Εκεί εκεί να πάω σ' ένα νησί πετραδερό μια δική σου λευκή παραλία που ο ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας χωρίς λεφτά κι όλος τρεμάμενος ο πόντος ακούει κι αποκρίνεται. γδύνεσαι όπως γδύνονται όσοι νογούν τ' αστέρια και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα... Είναι διγαμία ν' αγαπάς και να ονειρεύεσαι.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

Πάνοπλη με δεκάξι αποσκευές με sleeping bags και χάρτες πλαστικούς σάκους κοντάμετρα και τηλεοπτικούς φακούς κιβώτια με φιάλες μεταλλικό νερό κίνησα -δεύτερη φορά- και τίποτα. Κιόλας η ώρα εννιά στο μόλο της Μυκόνου έσβηνα μες στα ούζα και στα εγγλέζικα θαμώνας ενός ουρανού ελαφρού όπου όλα τα πράγματα βαραίνουν δυο φορές το βάρος τους

ΠΑΤΜΟΣ Και ο Αντιφωνητής: Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος· από ζώντας με τις δαχτυλιές του επάνω μας ημιάγριοι το μαλλί αναστατωμένο σκύβουμε χειρονομώντας πάνω σ' ακατανόητες άρπες. Αλλ' ο κόσμος φεύγει... Αϊ αϊ δυο φορές τ' ωραίο δε γίνεται δε γίνεται η αγάπη.

Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Στενός ο δρόμος - τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ ανίσως κι ήταν μια φορά μονάχα

222

εξόν κι αν έχεις ώτα ακούειν τότες που σε φυλούσα κι άκουα θάλασσα... μη φoβού α μέλλεις πάσχειν.

Κι είναι από τότες λέω - είναι η ίδια η θάλασσα φτάνοντας μες στον ύπνο μου που 'φαγε τη σκληρή την πέτρα κι άνοιξε τ' αχανή διαστήματα. Λόγια που έμαθα

Εγώ δεν εφοβήθηκα εγώ διόλου ταπεινά όμως υπόμεινα εγώ το θάνατο είδα τρεις φορές εγώ με διώξανε απ' τις πόρτες έξω. Αν έχεις ώτα ακούειν. Εγώ άκουσα βουή σαν από πελαγίσιον κόχυλα

σαν περάσματα ψαριών πράσινα με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα Η Μαρία Νεφέλη λέει: παραμιλητά που ξυπνητός ξεμάθαινα και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα Ιωάννης των ερώτων μπρούμυτα στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου με το γλόμπο γυμνό στην άκρη από το σύρμα

ενώ τεντώνεται από τ' άστρα ο λώρος να κοπεί και χάνεσαι... Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων βάδιζα λέει σε παραλία ερημική όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα. Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο άνοιξα τα πόδια

και τη μαύρη κατσαρίδα σταματημένη πάνω απ' το νιπτήρα. Προς τι προς τι να 'σαι άνθρωπος ο βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωικό βασίλειο

σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου.

τι μπορεί να σημαίνει Ώσπου τα μάζεψα όλα στην ποδιά μου

223

δίχως να βηματίσω προχωρούσα φυσούσε η μουσική και μ' έσπρωχνε κομμάτια θάλασσες εδώ - κομμάτια θάλασσες πιο πέρα. Θε μου που πάει κανείς όταν δεν έχει μοίρα που πάει κανείς όταν δεν έχει αστέρι άδειος ο ουρανός άδειο το σώμα και μόνο η πίκρα στρογγυλή γεμάτη μες στη σελήνη τη μισή σαλεύοντας τ' αγκάθια της ένας ακόμη που δε γίνεται ποτέ να πιάσεις θηλυκός αχινός. Επάνω κει ξύπνησα μες στο ξένο σπίτι· πασπατεύοντας μέσα στα σκοτεινά το χέρι μου πάνω στο ψαλιδάκι των νυχιών έβρισκε την αιχμή. Λύση της συνεχείας του δέρματος

«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι κείνα που 'ναι γραφτό να πάθεις.» Και το χέρι το δεξί τεντώνοντας μου 'δειξε μες στην απαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια: «Τούτες είναι οι θλίψες οι μεγάλες και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπό σου όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι που τις έφερε».

Και ο Αντιφωνητής: και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα τέσσερα μελαψά στην όψη αγόρια οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά όλο όλο εφτά ελαιόδεντρα

Και μεμιάς πίσω απ' το χέρι του είδα - φάνηκε συρφετός πολλών αλαλιασμένων από τρόμο ανθρώπων οπού φώναζαν κι έτρεχαν έτρεχαν κι έσκουζαν «Ιδού έρχεται ο Αβαδδών ιδού έρχεται ο Απολλύων». Ένιωσα ταραχή μεγάλη, και όργητα με κυρίεψε. Αλλ' ο ίδιος συνέχισε: «Κείνος που αδίκησε ας αδικήσει ακόμη. Κι ο βρομιάρης ας βρομίσει περισσότερο. Κι ο δίκαιος πιο δίκαιος ας είναι». Κι επειδή αναστέναξα με γαλήνη απέραντη άπλωσε το χέρι αργά πάνω στο πρόσωπο μου

κι ανάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα.

κι ήταν γλυκύ σαν μέλι αλλά πικράθηκαν τα σωθικά μου. «Δει σε πάλιν προφητεύσαι επί λαοίς και έθνεσι και γλώσσαις και βασιλεύσι πολλοίς» είπε· και βγάζοντας λευκές φωτιές έσμιξε με τον ήλιο.

224

β' ένα σύρμα που οι αναμνήσεις του όλες να 'ναι από ρεύμα ηλεκτρικό Η Μαρία Νεφέλη λέει: και ανύποπτα πουλιά η αιχμή λύση της συνεχείας του κόσμου. Εδώθε ο χαμός - εκείθε η σωτηρία. Εδώθε το mercurochrome το tensoplast εκείθε το θηρίο λυμαίνοντας τις ερημιές ουρλιάζοντας δαγκώνοντας σούρνοντας μέσα στους καπνούς τον ήλιο.

γ' μία κραυγή που να μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει αιώνια επικαιρότητα δ' το παράλογο φαινόμενο της ανοιχτής θαλάσσης. Θα 'χετε καταλάβει βέβαια τι εννοώ.

Όταν ακούς αέρα και ο Αντιφωνητής: είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ Φοβηθείτε αν θέλετε να σας ξυπνηθεί το ένστικτο του Ωραίου·

ή αν όχι τότε μια που ζούμε στον αιώνα της φωτογραφίας ακινητήσετέ το: αυτό που δίπλα μας ολοένα μ' απίθανες χειρονομίες δρα: το Ασύλληπτο!

α' δύο χέρια ωραία γυναίκας (ή και αντρός) που να 'χουν εξοικειωθεί

Τέτοιο το πρώτο μου όνειρο που ακόμη ναν το χωρίσω απ' τις φωνές της θάλασσας και να το σώσω καθαρό δε γίνεται. Δε γίνεται μέσα στα λόγια τ' όνειρο. Το ψέμα μου είναι τόσο αληθινό που ακόμη καιν τα χείλη μου. Αν δεν στηρίξεις το ένα σου πόδι έξω απ' τη Γη ποτέ σου δεν θα μπορέσεις να σταθείς επάνω της.

Η ΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ Καίνε τα χείλη μου και η λύπη λάμπει σταγόνα καθαρού νερού πάνω απ' τα βάραθρα τα σκοτεινά γεμάτα χόρτα· μόνο η ψυχή αναμμένη σαν παλιά εκκλησία δείχνει ότι θα πεθάνουμε άνοιξη....

με τ' αγριοπερίστερα

225

Ντιγκ-ντιγκ το χαμομήλι: κουράστηκα να ελπίζω ντιγκ-ντιγκ το μολοχάνθι: βαρέθηκα ν' ανησυχώ ντιγκ-ντιγκ: τέτοιος ανέκαθεν ο άνθρωπος

λέει Αυτός που εδέησε να διαβεί τα Επάνω Μονοπάτια. Και κάτι πρέπει να ήξερε.

και να μην το γνωρίζω! Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε! Εκείνα τα πατήματα στα ξερά φύλλα μουκανώντας το βόιδι του Καιρού η πελασγική τοιχοποιία σ' όλο το μάκρος της ζωής μου πλάι πλάι να την περπατώ

THROUGH THE MIRROR Ψαρεύοντας έρχεται η θάλασσα κι είναι στη μυρωδιά της μέσα που το ψάρι αστράφτει

Η Μαρία Νεφέλη λέει: μάταια μην ψάχνεις Είμαστε το αρνητικό του ονείρου γι' αυτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι και ζούμε τη φθορά

Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα. Υπερούσιος πας ενώ πάνω από το κεφάλι σου απλώνεται ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.

πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα, Όμως Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη Das Reine Κυρίες και Κύριοι kann sich nur darstellen im Unreinen Και ο Αντιφωνητής: und versuchst Du das Edle zu geben εωσότου η μαύρη θάλασσα φανεί ohne Gemeines κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα! so wird es als das Allerunnaturlichste

226

το Δίκαιο Όλα μία σταγόνα ομορφιάς τρεμάμενη στα τσίνορα· μία λύπη διάφανη σαν Άθως κρεμάμενος από τον ουρανό με απέραντη ορατότητα όπου τα πάντα γίνονται ξεγίνονται γονατίζει ο Χάρος και ξανασηκώνεται πιο δυνατός και πάλι πέφτει ανίσχυρος βυθίζεται στα βάραθρα. Μόνη της η σταγόνα σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα.

διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών

Η Μαρία Νεφέλη λέει: σε μια συνοικία μακρινή με σπίτια δίπατα κλειστά κάτω από την επιφάνεια του νερού όπου γέρνω σαν σε καθρέφτη και κοιτάζομαι ώρες πολλές πως να περάσω μέσα

Στο χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.

Η ΑΙΓΗΙΣ

να περάσω από την άλλην όψη των πραγμάτων με το ελικτικό μαλλί μου ξετυλίγοντας κύκλους διαδοχικά να κατεβώ και τους εφτά ουρανούς εωσότου

Δεν ξέρω που· δεν είναι στ' όνειρο δεν είναι σε καιρούς παλιούς ίσως ούτε στη γης αυτή

η αντανάκλαση

αλλά και αν είναι

των αγγέλων μ' αρπάξει

τρεις κλίμακες πιο πάνω απ' όσα γίνεται να σοφιστεί το μαύρο δάχτυλο του ανθρώπου η χώρα όπου κανένας πλέον δεν κατοικεί εξακολουθεί να υπάρχει.

ο Γιάννης η Άννα ο Νίκος με πελώριες φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά μια ψαλμωδία και ανοίξουν πάλι τα παράθυρα

Εν αγνοία μας εκεί

επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες με τεράστιες ανεμώνες

227

περασμένες στ' αυτιά τους σαν ακουστικά· κενή από σώμα καθώς κύμα ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως σήματα-λέξεις μυστηριώδεις μεταφέροντας το μήνυμα το θείο «Αστεροβαδών» «Ιδιολάθης» «Μίκυον» - οπού σημαίνει την αμβροσίοδμη μουσική έχει συντελεσθεί το θέλημά σας, κι η φωνή της γης επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια. Όπου να 'ναι θα φανεί και αυτή συντελεσμένη στον πλήρη κόσμο τον ολόιδιον της αντιύλης όπως μας λένε οι επιστήμονες-και που είναι το αίσθημα γινόμενο απτό μια συναυλία που εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.

Κι εγώ που 'μουν πλασμένη για να κυνηγάω το θαύμα σ' ένα ύψωμα επιβλητικό σαν το Εσκοριάλ τώρα ν' ανακαλύπτω τι;

σ' όλους των ήχων τους συνδυασμούς από τα κρεμαστά νερά πέφτοντας έως τα ξημερώματα «δυνάμει» όπως θα λέγαμε υπάρχουν εκεί από ίασπι και ορείχαλκο μπλε κοβαλτίου τερακότα και ώχρα τα έργα τέχνης όλα που θα μπορούσε ο άνθρωπος με μόχθο αφάνταστο ν' αποσπάσει από το Πλήρες και Άφθαρτο αλλ' αδύνατον. Τάχα να μην είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί

το μαρτύριο του αγίου Μαυρικίου

Και ο Αντιφωνητής: αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη

κείνα τα σκαλοπάτια του ατελεύτητου καλοκαιριού μιαν αψηλή βουνίσια θάλασσα να μην είχα για χάρη του Βασιλέα Ευήνορα φορέσει το μανδύα τον κυανό να δικάσω τους άλλους και απ' αυτούς να δικαστώ την κάθετη ώρα του μεσονυκτίου...

σπιθοβολώντας από μια σ' άλλη συνείδηση

228

που κρατώ και ανοίγω σαν ομπρέλα παλαιή τη θάλασσα πάνω από το κεφάλι μου λάμπει ο βυθός με τα χρωματιστά του βότσαλα σαν άστρα.

Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου μια για πάντα ιδωμένοι από ψηλά οι αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Mondrian

Παιδιά κι αγγόνια της απάρνησης οι περίβολοι της εκκλησίας με τα κορίτσια ολόγυμνα κρατώντας μύρτα

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

είναι όλα τους μπάσταρδα.

ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ

ο όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα

Τι 'ναι αυτό που μπερδεύεται μες στα μαλλιά μου

πάλι και πάλι χιλιάδες φορές.

σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου·

Οι εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους

άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά

και τα μαύρα τους όργανα

με τραβάει κι αδύνατον να του ξεφύγω·

σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.

πιάνει τη σκέψη μου όπως ακούω πως πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά

Ο συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφα του -πού;-από ποιον;-

σταματώ να σκέφτομαι και μ' αφήνει·

ποιος είναι αυτός-ποια είναι αυτή που τη λέμε ανώτερη

τρέχω στους καθρέφτες και δε βλέπω τίποτε.

δύναμη ελέω Θεού ή ελέω τεθωρακισμένων Ω μουσική ω Κυριακή συννεφιασμένη στον μέσα κόσμο του καθρέφτη εκεί που βηματίζω ψάχνοντας την αληθινή μου μέρα·

Και ο Αντιφωνητής: και το τύμπανο το τύμπανο «ήλιος-νερό» «ήλιος-νερό»

229

καθώς οι νόμοι της βαρύτητας έχοντας ατονήσει πλέον ο νους τραβούσε τα πουλιά κι όλο το δεντροκόμι τ' ουρανού ως τα ύψη.

Αλλού είναι ο θάνατος.

Αυτά.

Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε

Και τώρα μόνον

Κεραυνός οιακίζει.

το χτένι μες στο χέρι σας θ' ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα

ό,τι διασώζεται μες στις προλήψεις ό,τι από το πρωτόγαιο το ασκίαστο ξορκίζουμε τις νύχτες όρθιοι κατάντικρυ της ταραγμένης θάλασσας ξέμπαρκοι ναυτικοί που εχάσαμε το θείο ναυάγιο για πάντα.

κι ο καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια υφή

Φτασμένες οι προλήψεις σε μια καθαρότητα μαθηματική θα μας βοηθούσανε να κατανοήσουμε τη βαθύτερη δομή του κόσμου.

Αλλού είναι ο θάνατος.

των ιστών όπου ο χρόνος όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.

Μη μ' αφήνετε να τρέξω γιατί θα χαθώ. Δεν μου δόθηκε η χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.

ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ Τώρα θα τεντώσω τ' ανοιχτά μου μπράτσα και στα ρεύματα μέσα που θα σχηματίσω δίχως να σιμώσεις θα φανείς Ίρις Μαρία Νεφέλη

Δεν έχω συγγενείς

πράσινη στα μεγάλα καταστήματα των νεωτερισμών μενεξεδιά στα υπόγεια καφενεία κόκκινη στις κηδείες των φτωχών

Γέμισα τον έρωτα σταυρούς.

απ' όλη μου τη ζωή προσπάθησα να φτιάξω μια πετρώδη νεότητα.

Η Λύπη ομορφαίνει επειδή της μοιάζουμε.

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

230

Και ο Αντιφωνητής:

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

και γαλάζια στον ύπνο των νηπίων· Ίρις Μαρία Νεφέλη με το νυχτικό στον άνεμο ιπταμένη και αποκοιμισμένη σαν σε πίνακα της Leonora Finni χρυσαλλίδα του ύπνου μου. Tra un fioro colto e l' altro donato l' imesprimibile nulla. Είσαι ωραία σαν φυσικό φαινόμενο σ' ό,τι μέσα σου οδηγεί στο χέλι και στον αγριόγατο· είσαι η νεροποντή μέσα στις πολυκατοικίες η θεόπεμπτη διακοπή του ρεύματος· η αστρολογία θα προσέξει το κρεβάτι σου και θα στηρίξει τα προγνωστικά της στην απελπισία σου· είσαι ωραία σαν απελπισία σαν τη ζωγραφική που απεχθάνονται οι αστοί και θα την αγοράσουν μεθαύριο με δισεκατομμύρια Ίρις Μαρία Νεφέλη με τη γοητεία του πισινού σου όταν καθίζει ξάφνου ανύποπτα πάνω σ' ένα ξυράφι. Ο τρομοκράτης είναι ο άξεστος των θαυμάτων.

Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ Τουλάχιστον αν ζούσαμε από την ανάποδη να τα βλέπαμε όλα ίσια: Μπα. Η αναποδιά έχει μια μονιμότητα πεισματική· αποτελεί όπως λέμε τον κανόνα. Όπου σημαίνει ότι αν καταφέρνουμε να ζούμε βέβαια ζούμε από τις εξαιρέσεις. Προσποιούμαστε ότι δε συμβαίνει τίποτε ακριβώς για να συμβεί επιτέλους κάτι έξω και πάνω από τη χλεύη. Ένα κεράσι την ώρα που χειμάζονται μέσα του όλες οι αθλιότητες και αυτό στο πείσμα τους καθάριο παντοδύναμο άψογο λάμπει δείχνοντας ποια θα μπορούσε να 'ταν η υπεροχή του ανθρώπου. Η σταγόνα το αίμα κάθε Απρίλιο δωρεάν και για όλους. Δυστυχείς εμπροσθοφυλακές και ανάστροφοι οδηγοί των βαρέων αρμάτων τ' ουρανού ως και τα σύννεφα είναι ναρκοθετημένα το νου σας: από μας η άνοιξη εξαρτάται. Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα. Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ στον άνθρωπο του Νεάντερταλ. Δεν ωφελούν πια

231

οι μυώνες θέλει αγάπη θηριώδη θέλει πήδημα τίγρισσας μες στις ιδέες.

Και ο Αντιφωνητής: Η ΕΛΕΝΗ

Η Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα

Και μόνο με την ύπαρξή της αποτελειώνει τους μισούς ανθρώπους. Η Μαρία Νεφέλη ζει στους αντίποδες της Ηθικής είναι όλο ήθος. Όταν λέει «θα κοιμηθώ μ' αυτόν» εννοεί ότι θα σκοτώσει ακόμη μια φορά την Ιστορία. Πρέπει να δει κανείς τι ενθουσιασμός που πιάνει τότε τα πουλιά. Έξαλλου με τον τρόπο της διαιωνίζει τη φύση της ελιάς. Γίνεται ανάλογα με τη στιγμή πότε ασημένια πότε βαθυκύανη. Γι' αυτό και οι αντίπαλοι ολοένα εκστρατεύουν - κοιτάξετε:

είναι κορίτσι οξύ αληθινή απειλή του μέλλοντος· Η Μαρία Νεφέλη λέει: κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι και μια σταγόνα αίμα επάνω της

Όσο υπάρχουνε Αχαιοί θα υπάρχει μία ωραία Ελένη και ας είναι αλλού το χέρι αλλού ο λαιμός

έχει την ίδια σημασία που είχε άλλοτε

Κάθε καιρός κι ο Τρωικός του πόλεμος.

το Λάμδα της Ιλιάδας.

Μακριά μέσα στ' απώτατα βάθη του Αμνού ο πόλεμος συνεχίζεται.

Η Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά Και ο Αντιφωνητής: λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου. άλλοι με τις κοινωνικές τους θεωρίες

232

πολλοί κραδαίνοντας απλώς λουλούδια Κάθε καιρός κι η Ελένη του.

και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ' τον γκρεμό.

Από τον στοχασμό σου πήζει ο ήλιος μες στο ρόδι κι ευφραίνεται.

Β' Ο Αντιφωνητής λέει: PAX SAN TROPEZANA

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ

Τι βουβάλα που 'χει γίνει τώρα τελευταία η γη!

«Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν Τάχατες για μένα κλαίνε δε μ' απορατάν!

Πορπατάει στα τέσσερα και ρουθουνίζει από χαρά ντέεε οξ! Δόξα να 'χουν οι καθεστωτικοί πατέρες

Μες στα σύννεφα βολτάρω σαν την όμορφη αστραπή κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω γίνεται βροχή. Βρε παιδιά προσέξετέ με κόβω κι απ' τις δυο μεριές· το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

ειρήνη βασιλεύει ζώα μικρά μετά μεγάλων εκεί πλοία διαπορεύονται...

Βυζιά βαμμένα παντελόνια δίχρωμα ψάθες υπερμεγέθεις όλων των ειδών

και το βράδυ οπού κυλιέμαι στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου. Τη χαρά δεν τη γνωρίζω

οικόσημα πλουσίων πριγκίπων υποψηφίων μαζοχιστών συγγραφείς εξ αποστάσεως ηθοποιοί των εικοσιτεσσάρων ωρών

233

ουρούν στη θάλασσα κι εκβάλλουνε μικρές κραυγές Και η Μαρία Νεφέλη: μειξοευρωπαϊστί: Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ ου-ου ου-ου!

Ψηλά στον ουρανό κενά μαύρα χαίνουν και η ώσμωση των ψυχών αφήνει να ξεχύνεται πυκνόρρευστος καπνός. Κάποτε διαφαίνεται το βλέμμα ενός αγίου άγριον όσο ποτέ «δεν έχει σημασία η σημασία είναι αλλού» χρωματιστά πασπατευτά παν πλήθη με μισόκλειστα μάτια μπουσουλώντας ντέεε οξ! Pax Pax San Tropezana ειρήνη βασιλεύει.

Αχ δεν είναι αυτός πλανήτης όλο κότες και πρόβατα και βλακώδεις άλλες κύπτουσες υπάρξεις. Άκρη-άκρη του Σύμπαντος ο αμελητέος με τους τόσους δα ωκεανίσκους του με τα Ιμαλαϊάκια του με τα τέσσερα δις των απτεροδιπόδων του μαχόμενων αέναα υπέρ βωμών και εστιών πετρελαιοπηγών και άλλων πλουτοφόρων περιοχών. Δεν είναι αυτός πλανήτης στουμπωμένος δηλητηριώδη αέρια έκθετος σε βροχές μετεωριτών σε σκέψεις φιλοσόφων σε μακρούς αγώνες για την ελευθερία (τη δική μας πάντοτε -ποτέ των άλλων). Ένα σκάκι για κόρακες εξασκημένους να κερδίζουν πάντοτε και από τις δύο πλευρές «μαύρα πουλιά» που λεν «μαύρα μαντάτα». Όχι όχι δεν είναι αυτός πλανήτης μάλλον είναι μία πλάνη ήτις οδηγεί πολύ μακριά στον Δία στον Χριστό στον Βούδα στον Μωάμεθ που εδέησε κάποτε κι εκείνοι ν' ατονήσουν ώστε όλοι εμείς από μια κεκτημένη απλώς ταχύτητα να μένουμε στη στάση του προσκυνημένου. Η αντίστροφη μέτρηση ως τον τέλειο πλήρη αφανισμό. Το μόνο πράγμα που θα μείνει ανέπαφο

234

Πέσαν στον ύπνο οι βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος Ο Αντιφωνητής λέει: το φεγγάρι μας να ξεμυτίσει. Μίλησε πάλι το βουνό Μειξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται ιερές ακατανόητες έλξεις γίνονται ξεγίνονται από φύλλο σε φύλλο μ' ευκολίες με δόσεις. το ελαφάκι του νερού και η κάππαρη. Καιρός των ανταλλακτικών: Με το πλάι σταματημένα και αποκοιμισμένα σπάει λάστιχο-βάζεις λάστιχο τ' αλόγα πανύψηλα χάνεις Jimmy-βρίσκεις Bob. και κάτου ως πέρα η μισή κοιλάδα στ' άσπρα. C' est tres pratique που 'λεγε κι η Annette Θάρρος. Τώρα. Είναι η στιγμή η ωραία σερβιτόρισσα του Tahiti. Της είχανε υπογράψει δεκαεννέα εραστές τα στήθη της Και η Μαρία Νεφέλη: μαζί με τον τόπο της καταγωγής τους είναι η εκδίκηση. μια μικρή τρυφερή γεωγραφία. Το σίδερο και η πέτρα έχουν τον τρόπο τους Όμως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη. θα μας καταβάλουν Τρώγε την πρόοδο και θα περάσουμε μια νέα λίθινη εποχή και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της. θα τρομοκρατηθούμε ανάμεσα στους εξαγριωμένους

ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ

βροντόσαυρους· τότε ίσως νοσταλγήσουμε

235

την ακρίβεια και την τελειότητα ενός ρολογιού Patek Philippe..

δεν είπε μπάρεμ να χαμογελάσει.

Ο Αντιφωνητής λέει: Ε σεις Κύριοι της Τεχνοκρατίας λίγο πιο δεξιά παρακαλώ: κρατήστε μου μια θέση στο Α του Κενταύρου και πάλι βλέπουμε.

να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια. Σε λουτήρες μέσα με πλακάκια λεία ωραίες γυναίκες γέρνοντας μες στους υδρατμούς

Δυστυχώς και η Γη με δικά μας έξοδα γυρίζει.

σημειώνουν την απόκλιση: ο πλανήτης φεύγει. Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο τρύπες μαύρες και αστραπές και αργά θα γυρίσει ο άνθρωπος από το μέσα μέρος

ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ

εωσότου ολότελα χαθεί.

Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην

Θάρρος. Τώρα.

και το καταλάβεις· έχεις ανακατώσει τόσο τους καιρούς που μήτε ο ίδιος ξέρεις

Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου. Δώσε μου το εγχειρίδιο.

από που το μήνυμα θα λάβεις.

Είναι αγένεια Εσύ 'σαι ο ένας απ' αυτούς που του 'δωσαν χαρτί μεγάλο να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα. για να γράψει και δεν έστερξε την πένα του να πιάσει· που του 'ρθε η τύχη σαν λακκάκι μες στο μάγουλο και που

236

Δίνε δωρεάν το χρόνο αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια. Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ Δεν σκαμπάζω γρυ από προπατορικά αμαρτήματα και άλλα των Δυτικών εφευρήματα. Όμως αλήθεια εκεί μακριά στη δροσιά των πρώτων ημερών πριν από το καλύβι της μητέρας μας τι ωραία που ήταν!

Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ

Τα λευκά των αγγέλων σαν να τα θυμάμαι κλείναν μπροστά μα τ' άφηναν ξεκούμπωτα ίδια κορίτσια με ποδιές απ' αυτά που δουλεύουνε

Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.

στα κομμωτήρια θαύμα -και όλα τα γεράνια

έμενα στο προσκέφαλό μου μπρούμυτα

Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν

τιμωρημένη

Και η Μαρία Νεφέλη: Εσύ 'σαι αυτός που του 'ριξαν το δίχτυ μέσα στο λουτρό να τον σκοτώσουν μα κρατάει μες στο βασίλειό του ακόμη · που σπρώχνει την αγάπη απ' το παράθυρο κι υστέρα κλαίγεται και λέει ότι τον αδικούν οι νόμοι.

ώρες και ώρες. Ένιωθα το δωμάτιό μου ανέβαινε δεν ονειρευόμουν -ανέβαινε φοβόμουνα και μου άρεσε. Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»

Κάθε φεγγάρι ομολογεί κι εσύ κάνεις πως τάχα δεν καταλαβαίνεις. Ξέρεις ότι φορείς τον ήλιο -και ότι πριν εκείνο κατεβεί εσύ ανεβαίνεις.

όλο δέντρα που έφευγαν βουνά που άλλαζαν όψη χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά

237

Ο Αντιφωνητής λέει:

Ήτανε στον καιρό του Φύλλου του Γυαλιστερού όπου βασίλευαν ο Σάθης κι η Μηριόνη.

σ' ένα μακρύ πεζούλι ασβεστωμένο γυρισμένα στον άνεμο έβλεπες ν' αλέθουνε ασταμάτητα τη μαύρη ψίχα του ήλιου.

Τις νύχτες είχα νόημα - το 'δινα σ' όλα τ' αηδόνια κι ήταν ο ύπνος ο γλυκός γιομάτος μισοφέγγαρα ρυάκια σε ντο μείζονα για βιόλα ντ' αμόρε.

Μέρες νωπές στην όμπρα και στη σιένα που 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο ελαφρύ και απιθωμένο μόλις

Ήτανε μαργαρίτες που τις έτρωγες κι άλλες που ανάβανε μες στο σκοτάδι σαν βεγγαλικά· μουγκρίζανε οι αφάνες κι έκαναν τον έρωτα· κάτω απ' τα πόδια σου περνούσανε άστρα σαν κοπάδια ψαριών και το μπουγάζι μπλε βαθύ προχωρούσε στα σπλάχνα σου τι ωραία που ήταν!

πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα. Και η Μαρία Νεφέλη: Το 'να πόδι πάνου στ' άλλο

σαν εφηβαία -φοβόμουνα και μου άρεσε

στην αμμουδιά που ρίγωνε ο αέρας

ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά

όλο σπίθα χρυσή απ' τους φτερνιστήρες

να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...

να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς

Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά

ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο·

και μου χαμογελούσανε·

κι η καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά

κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»

ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.

φοβόμουνα και μου άρεσε. 'Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα

238

δεν ήταν σαν τους «κάτω»·

φοβόμουνα και μου άρεσε

είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·

το δωμάτιο μου ανέβαινε

μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα

ή εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.

και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικάπ. 'Ήταν θυμάμαι «Η Αννέτα με τα σάνταλα»

Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας

«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης» το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει» (ναι θυμάμαι και άλλα) Ο Αντιφωνητής λέει: το ξαναλέω- δεν ονειρευόμουν Οι άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα». συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε: Μου το 'χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης «τι έστιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα. μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για το ποδήλατό του με άκρα προσοχή το Δέντρο απ' όπου μπήκε ο θάνατος στον κόσμο. το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου· Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ο θάνατος; Όχι αυτός- ο άλλος υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα που θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα το άδικο; Η μανία των εθνών; Και ο μόχθος νύχτα-μέρα; κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι που αγαπούνε τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·

239

Στην ευνή των βοτάνων βύζαινα τη λουίζα κι οι Αρχάγγελοι όλοι Μιχαήλ Γαβριήλ Ουριήλ Ραφαήλ

και όμως η εναντίωση αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται

Γαβουδελών Ακήρ Αρφουγιτόνος Βελουχός Ζαβουλεών γελούσανε σαλεύοντας τις χρυσές τους κεφαλές καθώς αραποσίτια· ξέροντας πως ο μόνος θάνατος ο μόνος είναι αυτός που έφτιαξαν με το νου τους οι άνθρωποι

σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες

Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε. με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου χειροκροτούσαν -απιστεύτων χρόνων θραύσματα μετέωρα όλα. Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα. μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό που με πιτσίλιζαν τι ωραία Θεέ μου τι ωραία Και η Μαρία Νεφέλη: χάμου στο χώμα ποδοπατημένη ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου ένας απειροελάχιστος σεισμός ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος. που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια· δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας

240

Κι από την ανάποδη φοριέται η φαντασία και σ' όλα τα μεγέθη της.

Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ Εμείς που ζούμε αναρτημένοι μες στη σκόνη αιώνων

Ο Αντιφωνητής λέει: EAU DE VERVEINE Είπα: καθαρός είμαι πλυμένος με το απόσταγμα βερβένας 90 βαθμών εκ γενετής Έλλην εν μέσω των αγρίων.

σ' ένα μακρύ και ανιαρό Palazzo Pitti άψογοι στην προοπτική και στις αναλογίες με την άσπρη γυαλάδα στο γιακά και την ελιά στο μάγουλο τρώμε κοιμούμαστε κυκλοφορούμε

«Δίχα στεναγμών και φόβου» άψογα σκιοφωτισμένοι Θ' αποσπάσω το λευκό σημάδι μου σχεδόν κάτω απ' τη γη· και θα το κατευθύνω με ταχύτητα ψυχής Και η Μαρία Νεφέλη: προς τον αόρατο κόρυμβο. ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ

Το άπειρο υπάρχει για μας όπως η γλώσσα για τον κωφάλαλο.

Και προσθέτω: η σκιά σας είναι σύμβουλος κακός· βαδίζετε πάντοτε κάτω από τον κατακόρυφο ήλιο.

241

«Άνευ ορίων άνευ όρων»

θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή

Επειδή Κυρίες και Κύριοι κείνο που μας προσάπτουνε τα χελιδόνια -η άνοιξη που δεν φέραμε είναι ακριβώς η αγνότητα μας.

το πέρασμα που θα μας επιτρέψει μέσ' απ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε ως τη δροσιά των τάφων!

Ιδιώτευε μες στο Ανερυθρίαστο. Ω Ταρκυνία οι νεκροί που ευφραίνονται στον ήλιο των αλόγων και στων αυλών τον αέρα θα μας διδάξουν την αδιάσπαστη συνέχεια ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ Αχ και πως να μη φοβάμαι τα έντομα!

εκεί! στα τρίτα ύψη! με τα ηνία της άνοιξης στα δάχτυλα Τρωίλοι και Αχιλλείς αντιμέτωποι -και μυριάδες ανάμεσά τους δύο δαφνόκουκα στικτά λόγια Θεών καταπράσινα.

Που 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε κάτι ανθρώπακλοι ώσαμε κει πάνου μ' ανοιχτά ντουλάπια που μασάνε και τρώνε με πατούσες πελώριες που δε θέλει πολύ για να σ' αποτε-λειώσουνε Δυο-τρεις οργιές κάτω απ' το χώμα

Έτσι κάποτε από μιας παρθένας γέννα πολύ πριν τη Μαρία ξεχύθηκαν οι άνεμοι χρωματιστοί και τα νέα πουλάκια οι πίποι όλων των λογιών έφτασαν απαλά στις τεράστιες γαλάζιες καμπανούλες άφοβα να καθίσουν. Είναι αυτές που τώρα ταλαντεύονται σιμά σε δέντρα με τεράστιους φιόγκους ροζ επάνω στα κλαδιά ενώ περνά γυμνός με το κεραμιδί κορμί του ο Αυλητής το 'να πόδι μπροστά -και ανοίγουνε τα πέπλα οι ψυχές οι φρέσκες πεταλούδες.

Ο Αντιφωνητής λέει: καιρός να ρίξουμε τα τείχη Αλλ' ιδού τι μ' όλ' αυτά εννοώ

242

που εμείς οι ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους ούτε καν ενδιαφέροντες οι ηλίθιοι λησμονούμε:

επειδή κλαίω ακόμη στα κρυφά καταπιάνομαι ακόμη με όνειρα καιρών τ' ουρανού σκοτεινών τόσο που αν πας εκείνη τη στιγμή να μ' αγκαλιάσεις πασαλείβεσαι άστρα

Και η Μαρία Νεφέλη: Σ' έναν λάκκο του χρόνου το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω. Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω για κει που περπατάς ανύποπτα τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε ξάφνου νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε κάθε που το πατούσε ο άγιος Συμεών και μια μυρωδιά παππού και θείου αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο και φωσφόρου ξεχύνεται τις τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο να σ' αρπάξει απ' το λαιμό και να σ' εγκοσμιώσει μια για τον μέσα· την τρίτη για τον άλλον τον αόρατο Ως κι εκεί αναβρύζει ουρανός Σκέψου αλήθεια Ο Αντιφωνητής λέει: δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη Sophie von Kuhn· δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι απ' το βουνό μ' αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ο άνθρωπος οι καρώ μπέρτες τα λουλούδια ως και η φυματίωση εάν υπήρχε ακόμη τρόπος να πεθαίνεις και να σ' ενταφιάζουνε πριγκιπικά στρατεύματα της νύχτας με τη λόγχη εφ' όπλου

λανθασμένες είναι όλες οι αποστάσεις που μας δίνει το μάτι και άδικα πιστεύω

243

καυχησιολογούμε λέγοντας

Η επαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή

«ο κόσμος είναι αυτός».

μεταφερμένη στην Άνω Ταρκυνία. Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.

Ο κόσμος είναι αυτός ο καπνός που κυνηγάει τον σκύλο

Θα πρέπει να δημιουργούμε αντισώματα και για την Ευθύνη.

το φυτό που ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική τα παιδιά που ζωγραφίζουν τοίχους και ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς Και η Μαρία Νεφέλη: ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος των πραγμάτων. Η σύνθεση κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό απ' όλ' αυτά. μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη Μια ζωή πλήρης εντέλει. και πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα μικροσκοπική να τρέχω εγώ Piero della Francesca ύστερε άγγελε της γης αυτής - κρατήσου!

σ' όλο το μήκος απ' τα μαύρα τείχη των εργοστασίων όπου καίει μια υψικάμινος και το άγαλμα

Είναι μες στην ευλάβεια που θα γυμνωθούμε.

του Giorgio de Chirico ανεπαίσθητα μετακινείται Κι εγώ να μην κατέχω

244

τίποτα. Ένα φύσημα όλοι μας και η φύσις μήτε που σαλεύει

εκνευριστική αστραπιαία

Τίποτα! ωραία Το λοιπόν το πήρ' απόφαση: ν' απομονώσω κάποιο σκίρτημα στην τύχη και να το τρισμεγεθύνω από πείσμα κυρίως ή εάν όχι κι από μια διάθεση να δω τι γίνεται άμα πας κόντρα στα λεφτά κόντρα στον άνεμο κόντρα στη σιγουριά κόντρα στην αγωνία· πάντοτε ανάμεσα Κυρία και Κόρη πάντοτε ανάμεσα Ευημερία και Θάνατο. Από φυσικού της η μαυρίλα πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.

Ο Αντιφωνητής λέει:

ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ Τώρα σ' αγαπώ σε δυο διαστάσεις

μ' ένα κύμα Καραϊβικής στο πτυχωτό φουστάνι σου με βαριές γαλάζιες χάντρες της οδού Πανδρόσου γύρω στο λαιμό σου. Πρόσωπο υδάτινο είδωλο φτασμένο σαν το φως άστρου που χάθηκε πριν αιώνες. Τότε ακούω νερά και σε καταλαβαίνω. Ας μην έχεις ιδέαν εσύ (ποτέ ο Σηματωρός δεν έχει γνώση της αποστολής του) και παρακολουθώ πίσω από τη χλωμάδα του μεϊκάπ τον απέραντο δρόμο που ακολούθησα για να σου μιλήσω έτσι Voie Lactee o s?ur lumineuse Τη μόνη μοίρα που δεν θέλησα Θε μου - αυτήν επωμίστηκα.

σαν φιγούρα ετρουσκική Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ο Θεός ζημιώνεται. σαν σημάδι του Klee που υπήρξε ψάρι προχωρείς δωδεκαφωνική

245

Και η Μαρία Νεφέλη: ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ Προσέξετε πολύ την αποσπασματικότητα της καθημερινής μου ζωής και τη φαινομενική της ασυνέπεια. Που αποβλέπει

ανιαρή σαν μυθιστόρημα θνησιγενή σαν έργο του κινηματογράφου αρνητική σαν χιουμοριστικό ανέκδοτο αδιάφορη σαν έργο ζωγραφικής της Αναγεννήσεως επιβλαβή σαν ενέργεια πολιτική και γενικά

και με τι σκοπούς απώτερους πάει ν αναπτυχθεί και ν' αποκτήσει νόημα βαθύτερο. Ζήτα ν' αποθαρρύνει τις έρευνες των επιστημόνων προς όφελος πιστεύω της αυθεντικότητας του ανθρωπίνου δράματος.

δουλοπρεπή και υποταγμένη στη φυσική του κόσμου τάξη και στα -κοινώς λεγόμενα- φιλάνθρωπα αισθήματα. Μια νομοθεσία εντελώς άχρηστη για τις Εξουσίες θα 'τανε αληθινή σωτηρία.

Πάνω σ' αυτό en las purpureas horas δεν δέχομαι καμιάν υποχώρηση.

Ο Αντιφωνητής λέει: Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Μου είναι αδύνατον να δω τον εαυτό μου αλλιώς

Έννοια σου κι απ' αυτά που σου αφαιρεί σου προσθέτει ο πόνος Άνθρωπε Ψυχοσυντήρητε που καυχησιολογείς

παρά σαν σύνθεση αντιαφηγηματική Όσο θες πολέμα χωρίς ιστορική συνείδηση δεν έχει φτέρνες η Τελειότητα χωρίς εμβάθυνση τύπου ψυχολογικού πράγμα που θα' κανε την καθημερινή ζωή μου Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά

246

να γεμίσουμε όλα τα Κενά εάν όχι και ν' αυτοκαταστραφούμε αντλώντας δύναμη από τα περασμένα. Ένας καιρός θα' ρθει να κελαηδήσουμε όρθιοι και στην ομορφιά γενναίοι. Αργά-γρήγορα τα πουλιά θα μας εξημερώσουν Ίτε παίδες...

Τι κρίμας που δε βρέθηκε το Linguaphone της ηδονής ακόμη! Τώρα που η «φύσις» λιγοστεύει και σπανίζει ο άνεμος και οι άνθρωποι σήπονται σε δάση ολότελα φανταστικά θα 'ταν υψίστη σοφία να συμβιβαστούν οι άγιοι με το σώμα τους ν' ακούσουν πάλι των αγγέλων τη λαλιά να πέφτει σαν ψιλή βροχούλα εαρινή την ώρα που η κάθε είδους γνώση φλέγεται...

Η αληθινή γενναιότητα

και να φέρει κάτι απ' το μελτέμι

Μην πείτε: θα βρεθεί ένα δίκιο και για μας. Μην περιμένετε από την πολιτική και από την επιστήμη τίποτε. Ο νεότευκτος είναι και ο πιο παλαιός κόσμος ανάποδος.

στους ογδόους ορόφους των πολυκατοικιών

Μη ματαιοπονείτε.

πρέπει να βαφτιστεί στο πέλαγος

πρέπει ν' αφήσει τα πεδία των μαχών ν' αναπτυχθεί στον έρωτα και στα βιβλία

Με την ομορφιά μου εγώ

να βγει μ' άλλο ομορφότερο όνομα

θα καταργήσω την έννοια του βιβλίου·

κι εκεί να περιμένει θα επινοήσω τα νέα λουλούδια Και η Μαρία Νεφέλη: Ο ΑΓΙΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ

και θα τα δρέψω από τα σπλάχνα μου και θα στέψω βασιλιά στην κόχη των μηρών μου

247

το δημόσιο ρόδο.

Προσπάθησε να οδηγήσεις την τεχνική τελειότητα στη φυσική της κατάσταση.

απ' αυτό θα πνεύσει ο άνεμος ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ της αληθινής αγνότητας όπου λίγοι θα επιζήσουν άνθρωποι

Πρώτη φορά σ' ενός νησιού τα χώματα δύο του Νοεμβρίου ξημερώματα βγήκα να δω τον κόσμο και μετάνιωσα τα «ζόρικα» που λεν αμέσως τα 'νιωσα.

Ο Αντιφωνητής λέει: να της ριχτούν και να τη βλαστημήσουν να τη δέσουν πιστάγκωνα και τη δικάσουν. Κάθε καιρός κι η Ιερή του Εξέταση. Το «κενό» υπάρχει

Μήνες εννέα πριν την πρώτη μέρα μου δούλευα για το σπέρμα του πατέρα μου και πεντακόσιους τρεις κατά συνέχεια μετά - για την ψευτιά και την ανέχεια. Δύσκολο δύσκολο της γης το πέρασμα και να μη βγαίνει καν ένα συμπέρασμα.

όσο δεν πέφτεις μέσα του. Μέσα στον εαυτό μου τόσο κρύφθηκα που μήτε ο ίδιος δεν τον αντελήφθηκα. Και η Μαρία Νεφέλη:

Ώσπου μια μέρα το 'φερε η περίσταση κι αγάπησα χωρίς καμιάν αντίσταση

όμως όλα τα πουλιά τσιμπολογώντας τις ρώγες των μαστών μου.

αλλά και στην προσπάθεια την ελάσσονα πάντοτε βρε παιδιά μου τα θαλάσσωνα πρώτον διότι κυνηγούσα το Άπιαστο και δεύτερον γιατ' ήμουν είδος Άμοιαστο.

Κάθε καιρός κι ο άγιος Φραγκίσκος της Ασσίζης του.

248

Εφ' ω και αφού την τύχη μου σιχτίρισα πίσω στον εαυτό μου ξαναγύρισα.

ν' αποσπάσεις κάτι απ' την ελάχιστη χαρά του χεριού μου στο πόμολο του παραθύρου φέρνεις ανωμαλίες στο νερό του μπάνιου προκαλείς το πρώτο δυσάρεστο τηλεφώνημα είσαι τέρας

Γ΄ Η Μαρία Νεφέλη λέει:

μικροσκοπικός Μινώταυρος που ζητάει τροφή και συντηρείται με το ελάχιστο...

Τρως τρως Μινώταυρε· ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ

είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας έτσι που πας δε θ' απομείνει τίποτε.

Γεια σου θλίψη Καλημέρα θλίψη

Γεια σου θλίψη

έντομο που φωλιάζεις μέσα μου

Καλημέρα θλίψη

κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...

έχεις εγκατασταθεί μονίμως μέσα μας είσαι χειρότερη από τους ιούς και τους βακίλους

Στην αρχή σ' έχω λησμονήσει· κοιτάζω τις γραμμές του ταβανιού άξαφνα πατείς και μπαίνεις στη συνείδηση.

οι φιλόσοφοι σ' εξετάζουν στο φασματοσκόπιο έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία

Και ο Αντιφωνητής: Έρχεσαι να πικράνεις τον πρωινό καφέ

249

Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ

Εις τον καιρόν! Επιμείνατε στον Μπρετόν! Προσχέεε! Μελετήσατε τον Φουριέ!

Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια. Ευθύ το σώμα. Τεντωμένα τα χέρια. Ένα δύο τρία: ζωή μου αγία

Στροφή της κεφαλής αριστερά: όλα είναι σκατά. Στροφή της κεφαλής δεξιά: όλα είναι σκατά.

σμικρύνω την ψυχολογία. Το αυτό. Εν δυο: κατανοώ το πρόσωπό μου Η Μαρία Νεφέλη λέει: οικειοποιούμαι το αντίθετό μου. Σύμπτυξις εν! Ούτε μη ούτε δεν.

τη διαβάζουμε και «βρίσκουμε τον εαυτό μας» πιπιλάμε τη μαύρη καραμέλα μας

Τάσεις και κάμψεις των χειρών

Άτε να χαθούμε

προς όλας τας διευθύνσεις·

παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.

άνω πλαγίως εμπρός κάτω: τα του γάτου στον σκύλο τα του σκύλου στον γάτο. Έκτασις της κεφαλής οπίσω: έεεν-νααα

Όταν η συμφορά συμφέρει λογάριαζέ την για πόρνη.

δεν παραδέχομαι κανόνα κανέεεν-νααα. ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ Βαθεία εισπνοή: κόρη ω κόρη δροσερή. Αρχή μία: έξω η δεξιοτεχνία. Προεισαγωγικόν άλμα εις τέσσαρας ταχείς χρόνους: αντικαταστήσατε τους καθημερινούς φόνους. Εν δύο τρία τέσσερα. Το αυτό: το γενναίο είναι απατηλό.

Τι να σας κάνω μάτια μου κι εσάς τους Ποιητές που χρόνια μου καμώνεστε τις ψυχές τις αήττητες Και χρόνια περιμένετε κείνο που δεν περίμενα όρθιοι στη σειρά σαν αζήτητα αντικείμενα...

250

Δεν πα' να σας φωνάζουν - ούτ' ένας σας δεν απαντά έξω χαλάει ο κόσμος καίγονται τα σύμπαντα Τίποτα· σεις διεκδικείτε -να 'ξερα με τι νουτα δικαιώματά σας επί του κενού! Σε καιρούς λατρείας του πλούτου ω της αμεριμνησίας αποπνέετε το μάταιο της ιδιοκτησίας

Αυτό που πείθει διατείνομαι είναι σαν τη χημική ουσία που αλλοιώνει. Ας είναι ωραίο το μάγουλο ενός κοριτσιού όλοι μας με φαγωμένα μούτρα θα γυρίσουμε κάποτε απ' τ' Αληθοτόπια.

Και ο Αντιφωνητής: Παιδιά πως δεν ξέρω να το εξηγήσω Εις θέσιν - εν! Συμπέρασμα κανένα. Τους ζυγούς λύσατε. Τα κορίτσια φιλήσατε.

αλλά είναι ανάγκη να υποκατασταθούμε στους παλαιούς Ληστές. Να στέλνουμε το χέρι μας και να πηγαίνει

Κάνε άλμα πιο γρήγορο από τη φθορά. Η Μαρία Νεφέλη λέει:

ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: απ' αυτά εξαρτάται

Πάτε κρατώντας τυλιγμένη με φύλλα των Βαγιώ τη δύστυχη και μελανειμονούσα Υδρόγειο Και μες στην μπόχα γίνεστε του ανθρώπινου υδροθείου τα εθελοντικά πειραματόζωα του Θείου.

ο κόσμος. Από τον Θεό τραβιέται ο άνθρωπος Από τις συσχετίσεις που τολμούν και από τις απαράδεκτες παρομοιώσεις όπως όταν ένα βράδυ που μυρίζει ωραία ρίχνουμε τον ξυλοκόπο της Σελήνης χάμου εκείνος μας δωροδοκεί με λίγο γιασεμί κι εμείς συγκατανεύουμε.

όπως ο καρχαρίας από το αίμα.

Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ

251

Γέρασα γύρω στα δεκαοχτώ

εκεί που μια γυναίκα σαν Μηλιά καρτερεί μισή μέσα στα σύννεφα εντελώς αγνοώντας την απόσταση που μας χωρίζει.

θα 'λεγες σ' ένα εικοσιτετράωρο μόλις: Και κάτι ακόμη: όταν κινάει να βρέχει η ώρα οχτώ πήγα σχολείο έμαθα έπαιξα ας γδυνόμαστε και ας λάμπουμε σαν το τριφύλλι... δέκα και δέκα τελειοποιήθηκα στο εξωτερικό Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται. (ιππασίες εγγλέζικα και τέτοια) υστέρα ο πρώτος γάμος το ταξίδι Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ απόγεμα είχα κιόλας βαρεθεί· Πιάσε την αστραπή στο δρόμο σου άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς! πέντε ως έξι λίγες ατιμίες Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου εφτά ξαναπαντρεύτηκα πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί εφτά και πέντε απάτησα να βγάλεις έναν αιώνα· στις οχτώ είχα κιόλας κουραστεί χαρτιά δεξιώσεις και άλλα τέτοια... Μετά το δείπνο κοίταξα μες στον καθρέφτη στο άλλο σπίτι το μεγάλο του τρίτου και πλουσίου συζύγου μου· είδα φως να τρέχει και μέσα του δελφίνια

Και ο Αντιφωνητής:

με θόλο για την ομορφιά και την αντήχηση όπου σου φέρνουν οι άγγελοι μες στο πανέρι τη δρόσο από τους κόπους σου όλο φρούτα στρογγυλά και κόκκινα· τη στενοχώρια σου γεμάτη πλήκτρα που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο και βλέπεις να συνάζονται τα δέντρα σου όλα

252

δάφνες και λεύκες οι μικρές και μεγάλες Μαρίες που κανείς πάρεξ εσύ δεν άγγιξες·

οι νεκροί στον Άδη μηδίζουν.

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ όλα μία στιγμή όλα η μόνη σου Σιγά σιγά μες στον ασβέστη χωνεύεται η Μεγάλη Τρίτη. Καμία ρυτίδα. Ούτ' ένα δάκρυ. Ακούγεται μονάχα η ρόδα του ήλιου όπως το «σώσον» Η Μαρία Νεφέλη λέει: απ' τα μοναστήρια κατατρώγοντας τη φθορά μου φάνηκε ηχώ άλλου κόσμου η φωνή του ποιητή Finland

την ώρα που οι γυναίκες ανεβάζουνε από το πηγάδι τον ήχο εκείνο του κενού που ακούμε λίγο πριν η συμφορά μας πλήξει. Ένα κύρτωμα όπως της παλάμης όπου χωράει το δίκιο μας.

Groeland Και ο Αντιφωνητής: Erosland αστραπή για πάντα. ένιωσα πως δεν είναι πια καιρός. Μεσάνυχτα όπως το καλεί και η ώρα έκανα το απαραίτητο έγκλημα. Τώρα μου μένουν τα τσιγάρα και η φωτιά της νύχτας πλάι στους πεθαμένους.

Η άμμο που έπαιξες όπως με τη ζωή σου η Τύχη και τα στέφανα που άλλαξε με την παντοτινή σου άγνωστη ο καιρός ο ανίσχυρος εχθρός αν έχεις κατορθώσει

Όταν η ζωή μάχεται μια για πάντα ολόισα ν' ατενίσεις το φως

253

είναι η μία στιγμή

πως τσιτώνει το δέρμα στους ώμους στις λαγόνες·

σθεναρή πάνω απ' τα βάραθρα ίδια νεροσταγόνα Η Μαρία Νεφέλη λέει: είναι η Αρετή με τα πουλιά του Σκίρωνα και τα πανιά του Αργέστη.

Έτη φωτός στους ουρανούς έτη Αρετής μες στον άσβεστη.

ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ Αν είσαι απ' τους Ατρείδες άμε σ' άλλα μέρη να ολολύξεις. Πυρά τέτοια τον ήλιο δεν ανάβει εδώ που ανάτειλε η συνείδηση κι έλαβε σώμα Κόρης υπαρχτό με λάμψεις από την απέραντη πεδιάδα -

Τα μαλλιά μου λύνω σ' έναν τοίχο μπροστά και με το πλάι οδύρομαι σκιά της σκιάς μου. Τραγουδώ και ψέλνω τ' Άγραφτα του Άνθρωπου εγώ η δραπέτις τ' ουρανού που είδα και είδα. Λυπούμαι αν η τροπή του λόγου μου δεν είναι αυτή που αρμόζει στις ημέρες μας Κυρίες και Κύριοι. Τίποτα δεν αρμόζει στις ήμερες μας κι επιπλέον συμβαίνει να 'μαι λυπημένη όπως όταν νιώθεις βαθιά στο σώμα σου αισθητό κάτι που ως τότε μόνον είχες κακοβάλει. Ας αφήσουμε λοιπόν τ' αστεία: ένα φίδι κι ας μην έφταιξε - θα το εξοντώσεις. Τέτοια η δικαιοσύνη μας! Έχει τη μέση της και η άκρη-άκρη.

Κοίταξε: πως η μνήμη δένει τα μαλλιά πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα Και ο Αντιφωνητής: τρέμοντας απ' την τόση αλήθεια·

254

κάτι θαμπωτικό και όπου δε γίνεται ποτέ κανείς να 'ναι γενναίος ή δυνατός.

Η Μαρία Νεφέλη λέει: ELECTRA BAR

Να υπάρχει μόνον. Δυο-τρία σκαλοπάτια κάτω απ' την επιφάνεια Όπως το αίμα. Όπως τα σταφύλια. Ο μακρύς δρόμος του ανθρώπου από το δνοφερόν στο αείφωτον ψαύοντας δάχτυλο το δάχτυλο εωσότου ο κόλπος όλος ερευνηθεί και ανοίξει το αίνιγμα που σφιγμένο κρατούν οι ωραίοι μηροί·

της γης - κι ευθύς λυμένα τα προβλήματα όλα! Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ' ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι· μέσ' από τα παγάκια βλέπεις τα νύχια σου χρωματιστά

ο γιαλός ο αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα. πρόσωπα που αόριστα χαμογελάνε· Επειδή δε γίνεται. Ο περίπλους βλέπεις την Τύχη σου (αλλ' αυτή πάντοτε με στραμμένη ράχη) γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό Μέγαιρα που σ' αδίκησε και που δεν εκδικήθηκες ποτέ... τελειώνει εκεί που ξαναρχίζει το άλλο. Σαν τριαντάφυλλο αναποκάλυπτο παρθένας που ξαναγεννιέται ν' απαλείφει το φόνο και να κατασιγάζει τις κραυγές των θυμάτων· απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα ένα σώμα λείο νέο γυμνό: η δικαιοσύνη.

Α τι καλά που 'κανε η Έρικα ιπταμένη συνοδός της Ολυμπιακής περνάει ψηλά πάνω από τις πρωτεύουσες· εγώ πρέπει να τις περνώ από κάτω κάτω απ' τα κήτη - κάτω από τα χοντρά χορτάτα σώματα εάν ποτέ μου αξιωθώ (και πάλι ζήτημα είναι) τη φλέβα εκείνη όπου κυλάει ακόμη το αίμα του Αγαμέμνονα χωρίς άλλη βοήθεια κανέναν άγνωστο αδελφό -

Δεν εγεννήθηκεν ακόμη ο Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου. Δώστε μου ένα gin-fizz ακόμη.

255

Τι να μην είχα πεθάνει από καιρό και να 'χα Ωραία που είναι όταν θολώνει το μυαλό - εκεί σκοτώνουν δει ώσπερ οι ανακύπτοντες εκ της θαλάσσης οι Ήρωες ιχθύες κείνη που ήταν η ως στα ψέματα όπως στον κινηματογράφο απολαμβάνεις αίμα· την ώρα που το αληθινό κουρναλάει από τα σκαλοπάτια το αγγίζεις με το δάχτυλο και σου ξυπνά η κατάρα η Βασίλισσα με τις αράχνες τα μάτια της αχτύπητα κι όλο σκοτάδι βόσκω τους χοίρους κουρεμένη και άσκημη αιώνες τώρα έξω από τα τείχη

Και ο Αντιφωνητής:

Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ

αληθώς γη. Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω την αλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή την λευκή την γύψου και χιόνος λευκοτέραν...

Ανεβάσετέ με στους περιστρεφόμενους ανάμεσα τροχίσκους των αιθέρων στους καταιγισμούς αφήσετέ με των εσπεριδοειδών μήπως κι από 'να σ' άλλο σώμα το βάρος μου αλλαχτεί σε λάμψη εκτυφλωτική τριγύρω αθώων πλασμάτων που εγώ μόνον τα θέλησα και άλλος κανείς.

Σπάρτα σπάρτα κι ασφένταμοι μανιτάρια και σαλίγκαροι άπραγα κοριτσάκια της βροχής πού μ' έχετε συλλάβει; Εκεί; Στα τρίτα ύψη; Απ' ανθόσκονη κήπων των αόρατων; Εγώ τότε είμαι. Το βεβαιώνω. Εγώ. Ναι για κει γεννιόμουν για κει μ' ανάγγελλε το φως που σας έδωκε της αστραπής τούτη τη δύναμη.

Σπάρτα σπάρτα κι ασφένταμοι αενάκια και χελιδρονιές τεμπερόριζες κι αγριομαντιλίδες άπραγα κοριτσάκια της βροχής δεξιά της άνοιξης φυλάξετέ μου

Η Μαρία Νεφέλη λέει:

256

περιμένω το μήνυμα - τον πρώτο πετεινό μέσα στον Άδη κάτι σαν το σαξόφωνο με ανταύγεια ουρανική κοριτσάκια που τρέχουνε καβάλα σε καουτσουκένιους δράκοντες.

Σπίτια μισά αιωρούμενα χαλάσματα πόλεων παλαιών που δεν εγνώρισα ποτέ

Η Γη τώρα μονάχα αποκαλύπτεται πόσο μεγάλη στην

κομμάτια Σάρδεις και Περσέπολις

πραγματικότητα είναι. Βροντάει ο Ζευς μαυρίλα βροντάει ο Ζευς δεν είναι ήττα μήτε νίκη αυτό. Κάτι άλλο ας τολμήσουμε οι ενταφιασμένοι.

Κόρινθος Αλεξάνδρεια·

Και ο Αντιφωνητής:

θέση από τα τώρα εκεί Όποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά στα τρίτα ύψη· μετεωρισμένος έχει ακόμη ανθρώπους μέσα του. πάω - και με τα φουσκωμένα μάγουλα τ' αγόρια οι άντρες σας φυσούν - ολοένα πάω DJENDA με τις οροσειρές στα στέρνα χαραγμένες 90% μια οποιαδήποτε την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί δυστυχία μας περιέχει. τη συρτή στο 'να μου χέρι του πελάγους... Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά μαλλιά μου κιόλας κάπου αλλού

Άλφα: χρόνος ο αγέραστος Βήτα: Ζευς ο αργικέραυνος Γάμμα: ο ακτήμων εγώ.

σ' εποχές άλλες κυματίζουν. Αν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα

257

είναι της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.

τα θυμιάματα κάτω από τα γυμνά στήθη και ο κρότος των χαλκάδων την ώρα του χορού κομμάτια

ICH SEHE DICH Κομμάτια των ωκεανών ich sehe dich Μαρία in tausend Bilern από φως και ιώδιο και LAIT INNOXA και λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο.

παρδαλά μπαλώματα η ψυχή μου απαράλλαχτα οι φούστες οι πλατιές που τώρα τελευταία φορώ μογκολφιέρα των τύψεων και οι φράσεις οι τυχαίες του δρόμου: «Φέρεις τι; - Χρυσίον. - Ευθύμει ».

Είσαι η νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς η θητεία μου στη γη να λήξει .Έννοια σου

Εγώ δεν «φέρω» τίποτα.

κιόλας πεθαίνω από ουρανική ασιτία.

μήτε μου «φέρουν» διδάσκω με το σώμα μου το κόκαλο της θάλασσας

Μυθικά ψάρια βλέπω να περνούν πάνω από το κεφάλι μου ο αέρας καίει

το μπλε κοράλλι με τις διαφάνειες περπατώ κομμένη στο παράθυρο και αντλώ ατελεύτητα ουρανό κάτω απ' τα πόδια μου· ρίχνω τον κουβά

Η Μαρία Νεφέλη λέει: ν' ανεβάσω γιασεμί και πένταστρο· οι αρχαίοι ναοί με το πέτρινο δάπεδο και τα βαριά με λένε ανάλογα με τους καιρούς Τρυφέρα ή Ανεμώνη των ιερέων σάνταλα

258

κάποτε και Djenda λάμπουσα με περιμένει το άτι τι ωραία να περάσω το φράχτη να περάσω το φράχτη δεν καταλαβαίνω τίποτα. του ήχου της αφάνειας εγώ JAGUAR CHEVROLET PEUGEOT Djenda λέξη ανύπαρκτη το ποτήρι στα χείλη σου θα σταματήσει και απαράλλαχτη μάρκα ηλεκτρικών λαμπτήρων JOHNNY WALKER CINZANO PERRIER μισοσανσκριτική μισοκέλτικη Djenda η τρέμουσα

περιττή θα σου γίνει η γήινη οίηση μόνο η ποίηση μόνο η ποίηση μ' αστραπής αμάξι θα σε πάρει

εικόνα μου μεγεθυμένη στα χέρια των λαών SAAB MERCEDES FERRARI Djenda πολιτιστική επανάσταση σκίζοντας τις προσόψεις παλαιών σπιτιών Djenda εγώ πριν εξ χιλιάδες χρόνους NESCAFE LINGUAPHONE Και ο Αντιφωνητής: σαν εξώφυλλα περιοδικών όπου όλες μπήκSWISSAIR BEA TWA

PARKER WATERMAN BIC

Αχ Νεράιδες μου δε θ' αξιωθώ τ' όνομά μου τυπωμένο να δω

μπήκανε κάποτε οι ωραίες μιας μέρας τριανταφυλλένιες όπως το κορίτσι της ELIZABETH ARDEN και της NINA RICCI.

DIE WELT TIMES FIGARO αλλά πίσω απ' το θάνατο με χαίτη KODAK PHILIPS OLIVETTI

Μαρία πούμα των δημοσίων οδών μες στο διάφανο νάιλον ή το ντραλόν

259

η μισή στάχτη που καίει PHILIP MORRIS KENT CRAVEN A κι η μισή εξάτμιση εκνευριστική

Ο ΣΤΑΛΙΝ

MOBILOIL SHELL BP στης ψυχής μας την απέραντη Αριζόνα στέπα του πιο τρομερού χειμώνα

Αναβοσβήνοντας θα γράψω την τροχιά μου πάνω από τους καθεδρικούς ναούς και πάνω από τους πύργους παλαιών εστεμμένων όπως η λάμψη εκείνη

Η Μαρία Νεφέλη λέει: άλλοτε πάνω από τη Βηθλεέμ. δείχνοντας την υπερμεγέθη ανισότητα που θ' απλωθεί να μοιραστεί τον κόσμο

Ναι το χλωμό μου πρόσωπο τα μακριά μαλλιά μου οι μάγοι τα γνωρίζουν. Γι' αυτά μιλούν - γι' αυτήν την ουρανόπεμπτη παρθένα που εν ειρήνη ευδόκησε να πει: το νου σας οι πολλοί παραποιούν τον Ένα.

Djenda εγώ που πρόλαβα να μην αδικήσω Djenda. Εάν εγώ είμαι αυτή δεν έχει σημασία· μία φωνή οφείλει να 'ναι αυτόματη κι επαναληπτική Ένα σώμα γυμνό είναι η μοναδική προέκταση της νοητής γραμμής που μας ενώνει με το μυστήριο.

σαν όπλο με βεληνεκές που πιάνει αιώνες· κι εγώ κινώ από τους Μογγόλους φτάνω σαν τον υπερσιβηρικό

260

Και ο Αντιφωνητής:

(άντε συ χελιδόνι - τσιουτσίουσε αν κοτάς!)

θα σηκώσεις μια φωνή στεντόρεια τη φωνή του ζώου του πληγωμένου ω Μαρία Νεφέλη ωραία ω Νεφέλη Μαρία εραλδική.

εωσότου το Σώμα του Στρατού και το Σώμα του Ανθρώπου γίνουν όπως το θέλησε και η θεωρία -Ένα. Προπαντός η σκοπιμότητα

Κάπου ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να παράπεσε η αληθινή σου μέρα.

Η Μαρία Νεφέλη λέει: μ' ένα φωσάκι ατομικό κι ένα κλαδί μυρτιάς στο χέρι. Το λέω λοιπόν και ας μην έχει αξία μιας που μου το 'φερε η ομοιοκαταληξία.

Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ Προτού προφτάσει ο Ένας και με αλλάξει Ακούσατε τα λόγια της παρθένας: προτού επιβάλει μια. «καινούρια τάξη» τους πολλούς παραποιεί ο Ένας. το ξαναλέω και γεια σας - πάω φυλακή: ένα φεγγάρι ανήκει στην Αμερική Ανάλογα με τους καιρούς ντύνεται τον χιτώνα του Στρατηγού και ανακηρύσσεται «δια βοής» στην Αγορά ο Υπέρτατος

μα μια ψυχή που δεν πουλιέται - στα Μάταλα ή στο Κατμαντού. Κάθε καιρός κι ο Στάλιν του.

Άρχων που περιβάλλεται τη μεγαλοπρεπή πορφύρα με σκήπτρο και με στέμμα ελέω Θεού που ευλογεί με τιάρα και με μίτρα - που εν ονόματι του Κόμματος και του Λαού προχωράει με κάννες και μ' ερπύστριες

Όταν ακούς «τάξη» ανθρωπινό κρέας μυρίζει.

261

αλλά κοίτα να γίνεις ο πρώτος πετεινός μέσα στον Άδη. Και ο Αντιφωνητής: φτάνει κι εκείνη από ψηλά σαν άγγελος του Ρούβλιεφ είναι τέρας·

ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ

ποιο το φως το αληθινόν κανείς δεν ξέρει.

Προσοχή Μαρία Νεφέλη - κατά δω το αυτόματο κι εσείς όσοι οπλισμένοι νάνοι του παραμυθιού μάγισσες και θηρία γυναίκες άντρες με τσαπιά ξινάρια πέτρες απ' το λιθόστρωτο βενζιναντλίες αμάξια επάνω του! (ω Παρθένα μου το 'λεγες Συ)

1 Ότι μια μέρα θα δαγκάσεις μες στο νέο λεμόνι και θ' αποδεσμεύσεις τεράστιες ποσότητες ήλιου από μέσα του. 2 Ότι όλα τα ρεύματα των θαλασσών άξαφνα φωτισμένα θα σε δείξουν ν' ανεβάζεις τη θύελλα στο ηθικό επίπεδο. 3 Ότι και μες στο θάνατό σου πάλι θα 'σαι σαν το νερό στον ήλιο που γίνεται ψυχρό από ένστικτο. 4

Κάθε καιρός κι η Ουγγρική του εξέγερση.

Αν είναι να πεθάνεις πέθανε

Ότι θα κατηχηθείς απ' τα πουλιά κι ένα φύλλωμα λέξεων θα σε ντύσει ελληνικά να μοιάζεις αήττητη. 5

262

Ότι μια σταλαγματιά θ' αποκορυφωθεί ανεπαίσθητα στα τσίνορα σου πέρ' απ' τον πόνο και μετά πολύ το δάκρυ.

αν εξαιρέσουμε τους Αναχωρητές να 'μαι ο τελευταίος παίκτης που ασκεί τα δικαιώματά του

6 οίηση Ότι όλη του κόσμου η απονιά θα γίνει πέτρα ηγεμονικά να καθίσεις μ' ένα πουλί πειθήνιο στην παλάμη σου.

τι πάει να πει κέρδος δεν καταλαβαίνω

7 Ότι μόνη σου τέλος θ' αρμοστείς αργά στο μεγαλείο της ανατολής και του ηλιοβασιλέματος.

ένας Πανσέληνος που ζωγραφίζει ενώ δεν υπάρχει Θεός και αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο

ρεύμα τι νερό κυανό με σπίθες ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΕ ΣΗΜΑΙΑ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ (1982)

πέρ' απ' το φράγμα του ήχου των Σειρήνων να μου κάνει νόημα πηδώντας

Ο ΚΗΠΟΣ ΒΛΕΠΕΙ έλα κάπου 1. Ίσως

263

συντελεσμένη κείται η Τελειότητα κι αφήνει να κυλήσει ώσαμε δω ρυάκι

πάνω στο σώμα το γυμνό την ώρα που το τραβούν μυριάδες νήματα

ο Vivaldi ο Mozart ενώτια παμφανόωντα

ψηλά μαίνονται τα μηνύματα

την ώρα που τ' αντανακλά η στροφή της κεφαλής

τι να το κάνεις δε νογά κανείς

η πραγματικότητα μένουμε σαν ασυρματοφόρα δεν ενδιαφέρεται ποιος νέμεται το μέρος το φθαρτό και ποιος το άλλο

παρατημένα μες στην έρημο και αχρηστευμένα εδώ κι αιώνες απελπιστικά παλεύοντας τα κύματα να βρούνε δέκτη

τα βέλη προς τα κάτω και τα βέλη προς τα επάνω δε συναντήθηκαν ποτέ

ο κήπος βλέπει

δέσμες ήχων μουσικής ηλεκτρονικής που τους λύθηκε η πόρπη και πέφτουν μ' άλλους διάττοντες βαθιά μέσα στη νύχτα κει που μόλις

ακούει τους ήχους απ' τα χρώματα η καμπύλη της γης διακρίνεται. τους ιριδισμούς που ένα χάδι αφήνει

264

2.

Τι θα γίνει λοιπόν όταν κάποτε λήξουν οι κοινωνικοί αγώνες όταν οι εφευρέσεις αυτοαχρηστευθούν τα αιτήματα όλα ικανοποιηθούν

η Κυρία των Αγγέλων με χρυσό αλεξίπτωτο κατέβαινε ως το μαξιλάρι σου

κενό Υιέ μου πλάγιαζε κοντά σου η απέραντη πεδιάδα που μέσα του θα πέσουν (και καλώς να πέσουν) όσοι γυρίζουν τον τροχό για τον Τροχό

φυσημένες δεξιά οι τουλίπες όλες αριστερά ο αέρας χρωμοθέτης αλάνθαστος

θάμβος ο κήπος βλέπει οι άλλοι εμείς θ' αρχινίσουμε να ζούμε μυημένοι στα σανσκριτικά του σώματος ουσιαστικά και μεταφορικά μιλώντας

ανάγκη να μετατρεπόμαστε κάθε στιγμή σε εικόνα Tout la mer et tout le ciel pour un seul victoire d' enfance

όπως θέλω να πω ζωγράφιζεν ο Piero della Francesca ή κατουρούσε o Arthrur Rimbaud πάντοτε με τη συγκατάθεση των ηλιοτροπίων (να μωρέ Ποίηση) αλλά τότε ακόμα υπήρχανε τριανταφυλλιές με σημασία θρησκευτική αλληλούια

μ' αλλά λόγια κάτι ελάχιστο αλλά και σημαντικό τόσο που η μαγεία να κινεί το χέρι μας και να το ερμηνεύει καταπώς οι σκιές αλλάζουν θέση

265

εστηρίχθηκε στο χρώμα λες έχουν πάρει κιόλας το μερίδιο του Θεού η γραφή σταματά

ίδια σ' άλλους καιρούς οι Όσιοι. θέλει να τρως το ψαροκόκαλο και να πετάς το ψάρι

3. Τα πανύψηλα όρη

δύναμη

ας πούμε οι Άνδεις έχουνε το αντίστοιχό τους

εάν ποτέ σου ακινητούσε η φλόγα μες στα δάχτυλα με μια κλίση προς τα επάνω

μέσα μας (όπως το Σύμπαν υποτίθεται θα μας πάρει εκείνος που μετακινεί τους πληθυσμούς κάποιο άλλο από αντιύλη) όπου όταν προχωρούμε προς την κορυφή τους αραιώνει κι εκεί ο αέρας

ο κήπος βλέπει

τόσο που λιποθυμάς στα νερά τα πράσινα της Ατλαντίδος βουτάν Λίβυες τα ανθρώπινα όργανα δεν αντέχουνε τόση καθαρότητα αναδύεται Κόρη Θηρασία ένας Vermeer κάποτε το κατάφερε αλλ' τεντωμένο το χέρι της δείχνει την απόσταση

266

που μας χωρίζει από τον τρόπο να 'μαστε όλοι μας άγγελοι με φύλο.

4.

Εάν είχε δίκιο ή όχι ο Πλωτίνος θα φανεί μια μέρα το μεγάλο μάτι με τη διαφάνεια και μια θάλασσα πίσω του σαν την Ελένη

στα ζευγάρια μέσα υπάρχει μια χρυσόμυγα που επαναλαμβάνει αέναα την Οδύσσεια

η μισή Ναυσικά συνεχίζεται απ' τα κύματα και τους αντικατοπτρισμούς ως πέρα στα παράλια της Μικρασίας κει που κάποτε ο Ηράκλειτος οιάκισε τον Κεραυνό (δεν πρόκειται για λάθος)

δένοντας τον ήλιο μαζί μ' άλλα λουλούδια στα μαλλιά της σ' ένα δεύτερο επίπεδο θα ξαναγίνουν πόλεμοι δίχως να σκοτώνεται κανείς εκατό μύρια σήματα ζήτα ήτα ωμέγα

αποθέματα θανάτου υπάρχουνε αρκετά

ο κήπος βλέπει που εάν και δεν σου αρμόσουν λέξη αύριο θα 'ναι χθες για πάντα

βάνει μπρος την αντίστροφη μέτρηση

μαρασμός μιλώ φιλοσοφία ακμή

267

ξύπνημα

ένα στήθος νέας γυναίκας είναι ήδη άρθρο μελλοντικού Συντάγματος.

στα μισά της ψυχής να μας προφτάσει.

6. Α μονάχα να 'ξερα μιαν ελευθερία πραγματική που να μπορώ να την υμνώ χωρίς να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος

5. Έ τι! Απ' αυτούς που σίγουρα μια μέρα θα υπερισχύσουν έχω δόξα να 'χει ο Θεός απαλλαγεί μη σώσουν και μου απλώσουν χέρι θα υπάρξουν πάντοτε δύο ή τρεις γενναίοι να βλέπουνε τον κόσμο χωρίς σκοπιμότητα

όπως ακριβώς ο αθώος να μπορούσα να δω πίσω απ' τον Τύραννο τον ουρανό με αταραξία να συνεχίζεται ως τ' αντίπερα βουνά τις πίσω θάλασσες μία διαφάνεια που να διαπερνά τη γέννησή μου

γήρας είναι η Ιστορία μητέρα και πατέρα και βλοσυρούς προγόνους και το φρούτο ανάμεσα στα δόντια νεότης ένα μόνο χαμόγελο -εάν είναι από πηγή - νικά οτοτοτοί που 'λεγε κι ο γερο-Αισχύλος και ο κήπος βλέπει ας τρομάξουμε μήπως και ξυπνήσει μέσα μας η γαλήνη κι η ανάγκη της απλώσει κάμπο - σχηματίσει επάνω στα νερά δίνει ώθηση άξαφνη νέα γη

268

πριν ακόμα γίνουν αυτά που αισθάνομαι ν' αφήνουν μιαν ανεπαίσθητη γραμμή ο κήπος βλέπει όπως τις ώρες τούφες τούφες μαργαρίτες

του θανάτου ανάλαφρα τα όρη απαλά τα χόρτα λείχοντας τα γιγαντιαία πόδια μου

εύφλεκτες λευκές ιδέες και πουλιά της θάλασσας η φθορά του χρόνου εντέλει θα στραφεί εναντίον του μία μεγαλόνησος ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση με σειρά τετραπλούς φοίνικες αλλά καμία

είναι από μέντα κι από λόγια του Ιωάννου η ποίηση φυσάει

ταραχή σαν ιστορία όπου τα γεγονότα σβήστηκαν κι έμεινε στα επίπεδα των βασιλέων έτσι το νερό στη φούχτα πίνετε προχωρείτε μόνη μία Κόρη γυαλιστερή σαν όστρακο να κατεβαίνει φέρνοντας τον άνεμο σ' ένα πανέρι.

συναντάτε το άλσος το περίφημο του Κολωνού ακολουθείτε τον Οιδίποδα δροσιά γαλήνη αηδόνια ξάφνου ξημερώματα

7.

Ο κήπος βλέπει ο πετεινός επάνω στους ανεμοδείχτες

269

είσ' εσύ μέσα στην εκκλησία το τέμπλο υπέροχο με τις ροδιές

άκρη άκρη του γιαλού ν' ανασηκώσει το τραπεζομάντιλο της θάλασσας (Dali)

η Κόρη βηματίζοντας στο κύμα ελαφρός πουνέντες φυσάει

και το άλλο πίσω από το τσέρκι του στο μάκρος ενός δρόμου μελαγχολικού (De Chirico)

το χέρι σου αντιγράφει τ' Ασύλληπτα.

ένα τρίτο ανάγερτο στον καναπέ με τα σκέλη ανοιχτά (Balthus)

το αμύγδαλο του κόσμου είναι βαθιά κρυμμένο ΤΟ ΑΜΥΓΔΑΛΟ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

1. Τι γίνεται άμα στράφτει στην πέρα χώρα του μνημονικού και αντανακλά σκηνές που μέλλει να συμβούν σε χρόνο ανύποπτο

και παραμένει αδάγκωτο

μυριάδες δυνατότητες φρικιούν γύρω μας κι ούτε που καθόλου εγγίζουμε οι ηλίθιοι

δεν καταλάβαμε ποτέ πως σκέπτονται τα περιστέρια δυο σπιθαμές πάνω από το κεφάλι μας ένα κοριτσάκι τρέχοντας παίζεται αυτό που χάσαμε ήδη

270

είναι πικρό και δεν γίνεται να το βρεις παρεχτός αν πριν υπάρξει

κοιμηθείς μισός έξω απ' τον ύπνο

το σώμα τούτο που είμαι προηγήθηκε μια θάλασσα γεμάτη από μικρά λευκά κυλιόμενα φωνήεντα που κρούονται: άλφα έψιλον ιώτα

μεγεθύνονται το σπίτια τρομερές γυναίκες απέχοντας απ' το λυτό μαλλί τους όσο η βροντή απ' τη λάμψη της παν μοιράζοντας τις άχνες

θα 'λεγες από τότε ακόμη

δω κι εκεί τ' ουρανού

στη στάση που είχα πριν μες στη Μητέρα κατεβώ φώναζα μ' όλη μου τη δύναμη

οι οπές παραπλανούν το θάνατο

αεί αεί αεί

τις νύχτες μα ποτέ κανείς δε θέλησε να με πιστέψει. που μιλάω σαν ν' ανασκαλεύω αστερισμούς στη θράκα την επάνω μια στιγμή σχηματίζεται 2. Α ναι παρά τη θέληση μου έγινε ο κόσμος έτσι που γράφω σαν να 'χω αποσχιστεί απ' τη μοίρα μου

η όψη που θα μου έδινε ο Θεός εάν ήξερε πόσο η γη στ' αλήθεια μου στοιχίζει σε απόγνωση

το αμύγδαλο του κόσμου σε διάφορα ψιθυρισμένα μες στη νύχτα «επέπρωτο»

271

σε κυπαρίσσια αιωνόβια σαν ποιήματα που ζητώντας να φκιάσω απραγματοποιήθηκα.

πού μα πού λοιπόν δένει μια τέτοια λάμψη τον καρπό της; κάτι το δίχως άλλο πρέπει με τρόπο να 'χει αφαιρεθεί από την υδρόγειο για ν' ασθμαίνει τόσο

3. Έλα τώρα να χλωμιάζει δεν πα' να μην αρέσεις και το πένθος ν' απλώνεται το παν είναι η ρότα σου κόντρα στην κοινωνία τούτη την ανασχετικήν ηλιθιότητα σγουρά μαλλιά που βγάνουνε σπινθήρα τόμου τα χτενίσεις

άδικα των αδίκων το αμύγδαλο του κόσμου πάλλει μες στα φυλλώματα του Παραδείσου ερήμην

θαύμα

έλα μπρος δεύτερε και κρυφέ

πάλλω κι εγώ μέσα στα λόγια που εν αγνοία μου αφαιρώ από κάποιο τέλειο επίτευγμα ώσπου τέλος μου απομένουν δύο ή τρεις ορθές κολόνες και στους τοίχους μια νωπογραφία

μου εαυτέ καιρός θα 'λεγες Κρητομινωική (εάν στο αναμεταξύ να προφέρεις με δέος τα λόγια που αρμόζουν στην περίσταση και δη τα ωραία και τ' απαγορευμένα

ποίηση

δεν μου είχαν απαλείψει τις θάλασσες και τις ωραίες εκείνες γυμνόστηθες γυναίκες) σώζονται ακόμη κάτι κρίνοι ασύλληπτοι από τους συγχρόνους μου όπως άλλωστε και οι στίχοι αυτοί:

272

μία έκλειψη ολική την ώρα που κοιμούνται οι πάντες μες στ' Αστεροσκοπεία.

μοιάζει με δυο ποτήρια σε στιγμή ενθουσιασμού ντινγκ λάμψη θρύψαλα

θυμηθείτε τη Maria Alcaforado 4. Όλα να τα 'χεις και τον Noel Bouton de Chamily πάντα κάτι λείπει τη Jettchen και τον Heinrich von Kleist αρκεί να μη συντελεσθεί το Ακέραιο και η Τύχη νιώθει ευτυχής

τις νύχτες που εμφανίζονται στην ίδια θέση τα μάτια τα εχθρικά σαν άστρα διαγράφονται οι σκιές που κατεβαίνουν μία μία στον Άδη όπως τα μαύρα εκείνα στις πλευρές αρχαίου αγγείου που το παν σκυφτές παρθένες

τον φίλο μας Βλαδίμηρο και την περίφημη Λιλή

που να πάρ' η ευχή βρέθηκε πάντα να ζητάμε ίσα ίσα εκείνο που δε γίνεται

ψηλά σε κάτι ουράνιες Αίτνες κάτι πέλαγα ορεινά σε απόσταση ψυχής ερημικής θάλλει φαίνεται ακόμη

χρειάζεται να 'μαστε μνήμονες του πιο τρομερού αγαθού που εδόθηκε ποτέ από 'να σ' άλλον άνθρωπο

το αμύγδαλο του κόσμου

η αγάπη άμε δάκρυ μου άμε

273

πάρε τους δρόμους τ' ουρανού για σένα η αγρυπνία ετούτη.

αν κάποιος από μας αμάρτησε πρέπει να 'ναι ο Θεός χαλάλι του ψάξαμε ψάξαμε όσο γίνεται

5. (Ακόμα ένα τσιγάρο που να βαστάει ωσότου ξεψυχήσουμε δυο - τρία λεπτά ζωή με στιγμές αλήθεια υπέροχες αυλές όπου ακατανόητα μεγαλώσαμε

να ' μαστε άνθρωποι σωστοί σε μια ταράτσα πάνου από τη θάλασσα κοίταξε: σπαν τ' αστέρια ένα ένα και το ύστερο πάει φωσάκι του τσιγάρου σου κι εκείνο σώνεται

κι εσύ πικρέ που το 'βαλες γινάτι

πάτα το χάμου

να βρεις να κόψεις λέει το αμύγδαλο του κόσμου και σου απόμεινε το χέρι γράφοντας κάτι ποιήματα λευκά στη μαύρη τη σελίδα επάνου

αντίο.)

6. Θεέ μου ποιος ποτέ κατάλαβε αν η αλήθεια γίνεται τα δειλινά που τ' άντεχες μην και δακρύσεις; υπάρχει ένας προδότης μέσα σου που η ώρα του θα 'ρθει να τιμωρηθεί

κάποτε μουσική που τρώει την ύλη πρέπει να 'μαι ψεύτης αλλά πιο πιστευτός απ' όλα τα όντα

ω φίλοι

274

που βομβούν επάνου στον πλανήτη άκου

ψυχρά τριανταφυλλένια μισοκλείνει τα βλέφαρα

ο άνθρωπος είναι σαν να 'ρχεται απ' αλλού γι' αυτό και ηχεί παράτονα μ' ένα θυμητικό κατακερματισμένο άλλ' εφεκτικό στα θαύματα

είναι που η αντανάκλαση όλο κάλλος απόλυτο δείχνει με ποιoν προσώρας είχε άθελά του συνάντηση εμπιστευτική.

ίσως και να 'χω λάθος ίσως και να 'ναι που δεν ξέρω από γραφή και ανάγνωση ολομόναχος κρέμομαι από τους καιρούς του Ηράκλειτου όπως το αμύγδαλο τον κόσμου

7.

Μπρος λοιπόν λησμονήσετέ με αν κοτάτε -

από 'ναν κλώνο του βορείου Αιγαίου οι σαύρες των μνημείων αγνοούν και γλύπτες και αρχιτέκτονες αρχαίος ψαράς με το τρικράνι του που εγνώρισε πολλές φουρτούνες ώσπου να: καπότες η στιγμή φτάνει

τρεις μετά τα μεσάνυχτα είναι σαν να 'χω γεννηθεί χρόνους μετά που οι άνθρωποι διακρίνονταν στην πάλη και στο εμπόριο

τα νερά γύρω του γίνονται αγλαά

αξιωματικά ζω πέραν από το σημείο που βρίσκομαι

275

άλλωστε συνεχίζοντας ίσια τη μητέρα μου θα με συναντήσετε και μετά θάνατον

η ζωή νοείται σαν κάτι το απροσμέτρητο

στέκω και θεωρώ τα κύματα (είναι να μην ασχημονήσεις ειδεμή εμφανίζεται στα σύννεφα - όπως επάνω στο χαρτάκι ουρώντας

ό,τι πιο τέλειο πιο ανεπίδεκτο φθοράς ποτέ του υπήρξε.

το σάκχαρο του διαβητικού ένας μαύρος κέλης με το πόδι εμπρός: η ματαιοδοξία και το μέσα της ανέφικτο) πού; ποιον; πότε;

AD LIBIDUM

ζητήσετε και ευρήσετε 1. Είμαι άλφα χρονών κι Ευρωπαίος έως τη μέση

τη μικρή Κυνηγέτιδα που απάγει το αμύγδαλο του κόσμου ψηλά στα όρη και ίπταται σ' έναν αιώνα ουσιαστικά χρυσόν

των Άλπεων ή των Πυρηναίων το χιόνι μήτε που άγγιξα ποτέ

δεν υπάρχει ούτ' ένας που να μ' εκπροσωπεί πόλεμος και ειρήνη μ' έφαγαν από τις δύο μεριές ό,τι απομένει αντέχει ακόμη αλήθεια

χρήματα εκεί διόλου δεν υπάρχουν

ως πότε φίλοι

276

που του βάλανε φωτιά

θα σηκώνουμε το αφορεσμένο παρελθόν γιομάτο βασιλιάδες και υπηκόους

προσωπικά

βοήθεια

Rintrah roars and shakes his fires in the burden' d air

νιώθω σαν αποπλανημένο κυπαρίσσι

δύστυχο καταμόναχο ένα μου που δεν του 'μεινε καν μια πλάκα τάφου μόνον άδεια οικόπεδα κοτρόνια μάντρες κι ο απαρηγόρητος βοριάς

τι θ' απογίνεις θα σε φάνε από το πλάι πέντε-εξ μηδενικά

χτυπώντας πέρα στα ψηλά τα τείχη των εργοστασίων και πάει τετέλεσται έγκλειστοι όλοι μας εκεί δουλεύουμε όπως άλλοτε μέσα στην Ιστορία

τα Επερχόμενα

να τηνε από τώρα κιόλας

ντύνεται Μοίρα η Εξουσία και σου σφυράει

Ad Libitum. χρόνια χυμένα θα 'λεγες ακάθαρτο πετρέλαιο

277

2. Ξέρω δε θα μου το συγχωρέσει ο χρόνος

σε γλυκό χαμηλόφωνο τόνο ακούς μετά το καμπανάκι «αναχώρησις υπ' αριθμ. 330 πτήσις της Panamerican δια Ριάντ Καράτσι Νέο Δελχί Χογκ-Κογκ»

που τον έβαλα σε δοκιμασία: ή εγώ ή εκείνος αναλογίζεσαι τα όριά σου προτείνω τη ζωή με την κάννη στον κρόταφο και περιμένω

πάντοτε μέσα στο κοπάδι που τ' οδηγεί μια συνοδός εδάφους αδιάφορη εντελώς για την προσωπική σου τύχη

σβήνονται οι μάχες οι μεγάλες της Ισσού της Πραισθλαύας του Αούστερλιτς ευτυχώς δεν έχει μνήμη ο γύρω αέρας

ενώ στο βάθος μια κινούμενη φευγαλέα οροσειρά εξακολουθητικά σου δίνει την εντύπωση ότι ταξιδεύεις

επιμένει να μυρίζει ρόδο και να σε τιμωρεί περνάν μπρος απ' τα μάτια σου την ώρα που πανάθλιος πεθαίνεις του Κάτω Κόσμου τ' αγροκτήματα με τις μαύρες φράουλες και τ' ασύμμετρα ορχεοειδή έτοιμος στη σειρά πίσω απ' τους άλλους για τον έλεγχο των διαβατηρίων μ' έναν σάκο αεροπορικό στον ώμο γέρνεις λίγο απ' το 'να μέρος το μέρος της φθοράς

τους κρωγμούς των ορνέων και την πλήρη απολίθωση

278

Ad Libitum. όπου μέλλει να ενταχθείς

συ ο μικρός 3. Πάει καιρός που δεν έχω πει μια λέξη να τα βάλεις με τα φυσικά φαινόμενα μεγεθυμένος μόνο από τη σκέψη

σαν να μ' αγνόησαν τα γεγονότα ή και το αντίστροφο

(σάμπως θα 'παυε ποτέ της

φαινόμενο φαίνεται στάθηκα

ν' αθροίζει φως μια λεύκα

γι' αυτούς που ακούν τη νύχτα

επειδή από νου σου συ της το αφαιρούσες)

πως μια πένα γρατσουνίζει όμοια γάτος επάνου στην κλειστή πόρτα του Άγνωστου

συ σι έλασσον συ σι έλασσον οι φύλακες

ελάχιστο κομμάτι μουσικής που αντέχει ανάμεσα σε γαλαξίες και νεφελώματα

να δίνει σήμα και να κυματίζει

ανέκαθεν υπήρξανε πρόσωπα αισχρά personae turpes όπως λεν στα Νομικά και η τέχνη sine re

αν έτεινε αποκλειστικά να υποκατασταθεί στο εκάστοτε φυλασσόμενο ιερό πρόσωπο ή κι εξανδραποδισμένο σύνολο

279

είναι που μια ζωήν ολόκληρη έξω απ' τα τείχη κυνηγάω φωνές συγκεκριμένα: μία φωνή

ποιος να συνεχίσει

μέσα σ' επαναστάσεις και πολέμους μεγαλώσαμε όλοι που ελευθερώνεται σαν κόρη ωραία και βάλνεται να τρέχει με τους μικρούς γλουτούς και τα μεγάλα ξέπλεκα μαλλιά νερά του Ιορδάνη

εξού στο μέτωπό μας το σημάδι της σφαίρας που δεν έπεσε ανά πάσα στιγμή εξακολουθεί να προκαλεί το θάνατο

εννοείτε κείνο που εννοώ χυμένα επάνου στον νυχτερινό ουρανό

Ad Libitum.

κάτι συμβαίνει που δεν έσωσε ποτέ να το εντοπίσουμε τις νύχτες τις γλυκές όταν το γιασεμί σ' εξουθενώνει κι από νερά τρεχούμενα κάπου κάποιο αξήγητο ανατρίχιασμα

4.

Έτσι συμβαίνει

να παραστρατίζω κάποτε για το καλό μου

δίνει ώθηση στα χόρτα θα 'λεγες ανεβαίνει από μια κινητή κλίμακα κι ολοένα καταπάνω σου

έτυχε κι έχανα το νήμα

μεγαλώνει να: η θεά Φυτώ με το τεράστιο τούμπανο

της Αριάδνης δεν εξετυλίχθηκε ποτέ ως το τέλος

κι οι ξυπόλυτες δούλες με το μαλλί τους δάδα

280

μπουμ το πόδι αριστερά μπουμ το πόδι δεξιά αγνοώντας πόσο άχρηστο είναι να επαγγέλλεσαι τον σκοτεινό η φιλότης το νείκος η φιλότης το νείκος

η παλιά ευρυθμία

καταμεσής στη Δήλο Απόλλωνα όλονα τον εαυτό σου έχοντας μεταβάλει σε ομοίωμα κέρινο απ' αυτά που βλέπεις στο Μουσείο της Κυρίας Τυσσώ τι σόι πολιτισμένοι θα 'μασταν αν ο νους μας δεν πήγαινε ολοένα στην

σαράντα τόσα μέτρα ψηλά πάνου απ' τη θάλασσα Κιμμερία τη δύσμοιρη το σπίτι με τα τρία του τόξα που κατάντησε στα χρόνια μας κι οι μεγάλοι όρθιοι φοίνικες με τ' άδεια τους ακρόκλωνα σαλεύοντας στον ύπνο μου τον άνεμο τον βόρειο

Ad Libitum.

να θεωρείται λέει κι αξιοζήλευτη

όταν εδώ ένας Όμηρος πάντοτε με την πρέπουσα σε φορέα της ελληνικής αξιοπρέπεια έστεργε απλώς να συμπονεί: Κιμμερίων ανδρών δήμός τε πόλις τε ηέρι και νεφέλη κεκαλυμμένοι

5. Είναι γεγονός έχω μπει για τα καλά μέσα στο ναρκοπέδιο διό και δεν φοβάμαι να μιλήσω να μη λύσω το αίνιγμα που ευχήθηκαν κι οι εχθροί μου κάποτε

ουδέ ποτ' αυτούς Ηέλιος φαέθων καταδέρκεται ακτίνεσσιν... αλλ' επί νυξ ολοή τέταται δειλοίσι βροτοίσι

το λοιπόν

281

Ad Libitum. για φως και για γαλάζια πέλαγα τώρα να μιλάμε; αμέ για ηλιοτρόπια; για Ελένες;

μόλο που από τις τοιχογραφίες της Θήρας κι από τα ψηφιδωτά λάμποντα της Ραβέννας άγγελμα θεϊκό εξακολουθεί να εξαποστέλλεται άμεσα

όπως κείνο το κάτι επιπλέον κι ασύλληπτο που για μια στιγμή ο γηραιός αλιέας

6. Φίλησέ με θάλασσα προτού σε χάσω

απ' τα μάτια μου πέρασε μια χώρα βράχων μ' αψηλά τεράστια μοναστήρια και μικρούς δοκίμους μοναχούς όπως εγώ τακτικά κομίζοντας κλώνους ροδιάς κοριτσιών εσώρουχα διάφανα κι άλλα της τελετουργίας άχραντα

αντιλαμβάνεται άστραψε ύστερα τ' αλησμονάει πάει στην Αγορά κι απ' το πανέρι του άχνα χρυσή εξακολουθεί ν' ανέρχεται

λόγια όπως «βοριάς» ή «θέρος» ή και «αέτωμα» στον όρθρο επάνου είναι που αναλογίζομαι

η ποίηση ανέρχεται

άλλη μια φορά χάνεται από την υπόστασή σου Έλληνα σκληροτράχηλε να εμπνέεσαι άντε

πόσο ελάχιστα είμαστε πραγματικοί και η σφαίρα μας μία μηχανή όπου καμιά βίδα κανείς μοχλός κανένα έμβολο δεν εβρέθηκε στη θέση του εν τοσούτω λειτουργεί και οι μυριάδες

282

βόνασοι κερασφόροι που είμαστε ρυθμικά με ανωτερότητα κουτουλώντας παγαίνουμε όπου λάχει είδα πάντοτε τις πράξεις που έτειναν με τρόπο δόλιο να μ' εξουθενώσουν να φανεί το ευλογημένο χέρι όπως μες στις χρυσές εικόνες τι να πει κανείς

ανεξήγητα μετακινούνται οι θάμνοι πνοή νιώθω να με παίρνει ελαφρά στο νερό

εωσότου γίνουμε άνθρωποι που να μη μας ανιά η υγεία θα ταξιδεύει παραπλανητικά μέσα στο διάστημα κάποια μη χτυπημένη από κανέναν Ομορφιά

υπογράφω και χάνομαι

είδωλο που ακόμη Ad Libitum.

ξέρει να διατηρεί το ύφος του ελαιόδεντρου

7. Και ιδού το τελικό συμπέρασμα: να 'σαι ο αριστοκράτης αλλ' από την ανάποδη

ανάμεσα στους Σκύθες και θα μας επιστραφεί σαν ωραία ηχώ από τη Μεσόγειο μυρίζοντας ακόμη πελαγίσιο γίδι

του λευκού σιδερωμένου σου μανικετιού να «κάνεις συμφωνίες με τον Άγιον» που λέει κι ο Μακρυγιάννης ξέροντας να φέρεσαι όπως η βροχή στους τσίγκους

ο ένας για τον άλλονα Οδυσσέα πάνω σε μια σχεδία αιώνες τώρα

283

φωνάζω ελληνικά κι ούτε που μου αποκρίνεται κανένας

Έλα τώρα χέρι μου δεξί κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το

είναι που πλέον δε νογάει κανένας τι πάει να πει αντανάκλαση μεσημεριού πως κι από που ακουμπάει τ' ωμέγα στο άλφα ποιος εντέλει αποσυνδέει τον Χρόνο

αλλ' από πάνω βάλ' του

Το ασήμωμα της Παναγίας πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά Ad Libitum. του βάλτου ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 ΥΓ. Μόνο που υπάρχει και μια διαφορετική εκδοχή: μη με πιστεύετε Ολοένα τ' άλογα μασούν λευκά σεντόνια κι ολοένα εισχωρούν θριαμβευτικά μέσα στην Απειλή. όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω

η πείρα μου ξέμαθε τον κόσμο.

Δρυς, οξιές, βαλανιδιές, ακούω να σέρνονται στη σκεπή της παλιάς καρότσας όπου ρίχθηκα όπως όπως να φύγω. Ξαναπαίζοντας ένα έργο που γυρίστηκε κάποτε στα κρυφά και πάλιωσε χωρίς να το έχει δει κανένας. Γρήγορα. Προτού ξεθωριάσουν οι εικόνες. Ή σταματήσουνε άξαφνα - κι η ταινία η φθαρμένη κοπεί. ΤΕΤΑΡΤΗ, 1 β

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ (1984)

Κει κατά τα μεσάνυχτα είδα τις πρώτες φωτιές πάνω απ' τ' αεροδρόμιο.

284

Πιο δω το μαύρο κενό. Ύστερα φάνηκε να 'ρχεται η flora mirabilis ορθή πάνω στο άρμα της και αδειάζοντας από 'να πελώριο χωνί λουλούδια.

Έβαλα τα βιβλία μου στα ράφια, και στη γωνιά μια λυπημένη Αγγελική. Το ποσοστό της ομορφιάς που μου αναλογούσε πάει, το ξόδεψα όλο.

Τα θύματα έσκυβαν κι έπαιρναν τη στάση που είχαν πριν χωρίσουν από τη Μητέρα. Στο κοτσάνι της νύχτας η σελήνη σπάραζε.

Έτσι θέλω να μ' έβρει ο ερχόμενος χειμώνας, χωρίς φωτιά, μ' ένα κουρελιασμένο παντελόνι, ν' ανακατεύω άγραφα χαρτιά σαν να οδηγάω την ορχήστρα την εκκωφαντική ενός ανεκλάλητου Παραδείσου.

ΠΕΜΠΤΗ, 2 ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 3 «Αρτίνη»... «Κλεώπα»... «Βαρνάβα»... μα τι γένους είναι λοιπόν ο τόπος αυτός που κηδεύεται; Πρέπει να βγάλω τ' άμφια, να φορέσω πάλι τον χρυσό μου θώρακα και να βγω με τη ρομφαία στο χέρι.

Λοξά, επιμήκη μάτια, χείλη, αρώματα σαν από πρώιμο ουρανό μεγάλης θηλυκής γλυκύτητας και θανάσιμου πότου.

Κάντε πέρα τα παιδιά. Κρεμάστε τα μαύρα στα μπαλκόνια. Κιόλας ακούγεται η στρατιωτική μουσική να πλησιάζει.

Έγειρα με το πλάι - σχεδόν μπατάρισα - μες στους ψαλμούς των Χαιρετισμών και την ψύχρα των ανοιχτών κήπων.

Προσοχή! Παρουσιάστε αρμ!

Έτοιμος για τα χείριστα.

ΠΕΜΠΤΗ. 2 β Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας. Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά. Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο νους όλο πάλι μου τα προσθέτει. Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε. Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη αυγό του Κύκνου. ΠΕΜΠΤΗ, 2 γ

ΣΑΒΒΑΤΟ, 4 Κει που ανέβαινα το στενό, βρεμένο καλντερίμι - πάνε κάπου τρακόσια τόσα χρόνια - ένιωσα ν' αναρπάζομαι «δια χειρός» Ισχυρού Φίλου, και πραγματικά, όσο να συνέλθω, έβλεπα να μ' ανεβάζει με τις δύο γιγάντιες φτερούγες του ο Δομήνικος, ψηλά στους ουρανούς του τη φορά τούτη γιομάτους πορτοκαλιές και νερά μιλητικά της πατρίδας. ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 Ξάφνου, με το που άνοιξα τα ξεχαρβαλωμένα παραθυρόφυλλα, με-

285

γάλωσε η αυλή. Το αλεξίπτωτο που κατέβαινε δεν το 'βλεπε άλλος κανείς. Μόνον κάτι πρόγονοί μου αγριωποί και ταλαιπωρημένοι παρακολουθούσανε τη σκηνή από την άλλη όχθη και κάθε τόσο ρίχνανε μπαλωθιές στον αέρα.

βαίνω αν πέρασε άγγελος. Και συχνά κάθομαι τ' απογέματα έξω στο πεζούλι και κρατιέμαι στις κακοκαιρίες όπως το γεράνι.

Γέμισε ο τόπος λέξεις ελληνικές ανορθόγραφες, από παλιά προικοσύμφωνα και όρκους Φιλικών. Όπου πήρα να δακρύζω έτσι καθώς είχα δει κάποτε τον πατέρα μου, τον Αύγουστο του '22.

Από μακριά την είδα να 'ρχεται καταπάνω μου. Φορούσε παπούτσια πάνινα και προχωρούσε αλαφρή κι ασπρόμαυρη. Ως κι ο σκύλος πίσω της, βουτούσε ως τα μισά μέσα στο μαύρο.

Ύστερα φάνηκαν από μακριά να 'ρχονται ο ενωμοτάρχης με τον τοπογράφο της περιοχής κι ευθύς η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις.

Γέρασα να περιμένω, αλήθεια.

ΚΥΡΙΑΚΗ, 5 β Το τέλος του Αλέξανδρου Δίπλωσε τις τέσσερις εποχές κι απόμεινε σαν δέντρο που του σώθηκε ο αέρας.

ΤΡΙΤΗ. 7 β

Κι είναι τώρα πολύ αργά για να καταλάβω πως όσο εκείνη προχωρούσε τόσο το κενό μεγάλωνε, κι ότι δεν επρόκειτο να συναντηθούμε ποτέ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 Ποιος είναι που βροντάει σε πόρτες και παράθυρα;

Ανακάθισε ύστερα κι έβαλε ήρεμα στο πλάι του τον γκρεμό.

Τι να 'ναι αυτό που λέει και ξαναλέει - τη μια κοντά, την άλλη μακριά - ο αέρας ο εγγαστρίμυθος;

Από τ' άλλο μέρος άπλωσε προσεχτικά ένα κομμάτι θάλασσας, όλο ριπές γαλάζιες.

Τι θέλει αυτή με τα σχιστά μαλλιά και τα γατίσια μάτια που μου ζωγραφίστηκε στο τζάμι;

Ώρες πέρασαν ώσπου, κάποια στιγμή, των γυναικών τα μάτια σκαρδαμύσανε.

Τι είδους μοναξιά να είναι αυτή που παίζει ο μακρινός ο στρατιώτης στην τρομπέτα του;

Τότε μπήκε η Κερά κι αυτός ξεψύχησε.

Ξημερώματα είναι ή σκοτεινιάζει;

ΤΡΙΤΗ. 7 Βρήκα μια μικρή εκκλησία όλο τρεχούμενα νερά και την κρέμασα στον τοίχο. Τα μανουάλια της είναι πήλινα και μοιάζουν με τα δάχτυλά μου όταν γράφω. Από το πως αστράφτουν τα τζάμια καταλα-

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 β Όπως μετά την εκπυρσοκρότηση, σ' ένα παρατεταμένο κενό, άρχισε ν' αναδύεται το παλιό προγονικό τοπίο.

286

Έλειπε απ' τη θέση της η γιαγιά και οι δείχτες από το ρολόι του τοίχου.

μακρινή φωνή στ' αυτιά μου: «μια ζωή ολόκληρη...» «μια ζωή ολόκληρη...»

Στο μέρος όπου είχα πρωτοϊδεί την Παναγία (ή τη Μητέρα μου) μύριζε καμένο πεύκο και συχώρεση.

Στον αντικρινό τοίχο οι σκιές των δέντρων παίζανε κινηματογράφο. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 β

ΤΕΤΑΡΤΗ, 8 γ Κάπου, φαίνεται, θα διασκεδάζουν Μάνα που'σαι να με δεις: όπως γεννήθηκα, έφυγα. Παραήμουνα λίγος - άλλωστε ποιος νογάει; - και πολλά τα σερνόμενα τέρατα με τα πλάγια, λιπαρά πόδια.

μόλο που δεν υπάρχουν διόλου σπίτια ή άνθρωποι ακούω κιθάρες κι άλλα γέλια που δεν είναι σιμά

Έτσι, στο μάκρος μιας ζωής με τόση δυσκολία στημένης δεν έχουνε απομείνει παρά μια μισοκαταστραμμένη πόρτα και πολλές μεγάλες σάπιες ανεμώνες του νερού. Κείθε περνάω και πάω - που ξέρεις;- για μια κοιλιά γλυκύτερη από την πατρίδα. ΠΕΜΠΤΗ, 9 Θα 'ναι κάποιο από κείνα τα σπίτια στον κισσό τα κλειστά κι ακατοίκητα που 'λυσε το λουρί από τ' αποτρόπαια γεγονότα μέσα του Και νιώθεις τώρα ν' αμολιούνται πάνω σου τα ουρλιάσματα κείνες τις πρώτες δαγκωνιές από την εποχή του Αδάμ τις μασέλες του γέροντα που τολμούσε ακόμη ν' αγαπάει και φυσούσε ακούραστος τις μυστικές φιλύρες του κάποια νύχτα ευπαθή του Απρίλη.

Μπορεί και μακριά πολύ μέσα στων ουρανών τ' αποκαΐδια την Ανδρομέδα, την Άρκτο ή την Παρθένο... Άραγες να 'ναι η μοναξιά σ' όλους τους κόσμους η ίδια; ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ. 10 γ Περασμένα μεσάνυχτα μετακινείται το δωμάτιο μου σ' όλη τη γειτονιά και φέγγει σαν σμαράγδι. Κάποιος μέσα του ψάχνει - κι η αλήθεια ολοένα του ξεφεύγει. Που να το φανταστεί ότι αυτή βρίσκεται πιο χαμηλά Πολύ πιο χαμηλά Ότι έχει ο θάνατος την δικιά του Ερυθρά θάλασσα.

Αυτά που πάνε τώρα να σε γονατίσουν πάνε πάλι να σε κυλήσουν στα αίματα. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 10 Ολοένα σφύριζε ο αέρας κι ολοένα σκοτείνιαζε κι ολοένα έφτανε η

ΣΑΒΒΑΤΟ. 11 Βγήκα για νέες πληγές πάνω από τις παλαιές να επιπλέουν σαν νούφαρα

287

(Στην αρχαία εκείνη θάλασσα που εγνώριζα Τώρα θα 'χει βουλιάξει ο κόσμος

Κατέβηκα στον περίβολο με τις τριανταφυλλιές πλάκες, τ' αγριόχορτα και την πυροστιά στη μέση αναμμένη σαν σε θυσία. Εντελώς άξαφνα φάνηκε στον αέρα μια βοϊδοκεφαλή ανθοστόλιστη, που πάλι, μεμιάς, εχάθη.

με τα δύο του λοξά κατάρτια έξω απ' το νερό Θα 'κανε λάθος αιώνα. Κι εγώ, σαν να 'μαι αληθινός, θα γράφω ακόμη). Ύστερα φάνηκε το φορτηγό με τα χρειώδη της Μονής κι ο πάτερ Ισίδωρος κρατώντας το πιατέλο με τα κόλλυβα.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 11 β Σταματημένος όλη νύχτα μες στον ύπνο

ΤΕΤΑΡΤΗ, 15

σαν παλαιό αυτοκίνητο με χαλασμένα φώτα έλαχε μες στα σκοτεινά πάλι να πιάσω κινήσεις των ανθρώπων τόσο ακατανόητες

Προχωρώ μέσ' από πέτρινα κεριά και γυναίκες που κρατάν μισοφέγγαρα, Ο Θεός λείπει. Αυτός ο κήπος δεν έχει τέλος και κανείς δεν ξέρει τι τον περιμένει. Κάθε όνομα φέγγει για λίγο μες στα σκοτεινά κι υστέρα σβήνει και χάνεται.

όσο κι εκείνες που 'βλεπα γύρω μου ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 β χρόνους και χρόνους μιαν ολόκληρη ζωή: Άνοιγε τον αέρα του κήπου κι έβλεπες τα μαλλιά της να φεύγουν αριστερά. Ύστερα μετατοπιζότανε πάνω στο τέμπλο, λυπημένη, κρατώντας στην αγκαλιά της πολλές μικρές άσπρες φλόγες.

«Το μυστήριο της μαυροφόρας» αίφνης ή «Τον βουβό με την κερένια κούκλα» «Τις τελευταίες μέρες της Πομπηίας» εάν όχι

Ήταν μια εποχή γεμάτη επαναστάσεις, ξεσηκωμούς, αίματα. Θα 'λεγες ότι μόνη αυτή συντηρούσε τη διάρκεια των πραγμάτων από μακριά.

και - σε πρώτη προβολή - «Το φιλί του θανάτου». Όμως από κοντά ήταν απλώς μια ωραία γυναίκα που μύριζε κήπο. ΚΥΡΙΑΚΗ, 12 ΤΕΤΑΡΤΗ, 15 γ Μνήμη του Μεμά Ανεβαίνω το μαλακό χώμα της, φτάνω στην κορυφή και δένω τα

288

μαλλιά της πίσω με κλώνους.

Κομμάτια σπίτια που επιπλέουν, μπαλκόνια με μπροστά το κοντάρι τους, ο αέρας.

Ύστερα κάνω το σταυρό μου. Τότε χτυπά η καμπάνα και στα βλέφαρα της εμφανίζεται το πρώτο εφετινό δάκρυ. Θα μπορούσε να 'ναι κάτι υπέροχο. ΠΕΜΠΤΗ, 16 Σ' όλους το ψιλόβροχο κάτι λέει. Σ' εμένα τίποτα. Σφάλισα τα τζάμια κι άρχισα να καλώ αλφαβητικά: τον Άγγελο της Αστυπάλαιας· τη Βρισηίδα· τα Γαυγάμηλα· τον δούλο του Κριναγόρα· τον Ελλήσποντο· τα Ζαγόρια· τον Ηλία τον Προφήτη· τον Θεόδωρο νεομάρτυρα Μυτιλήνης· την Ισσό· τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο· τη Λαΐδα· τον μαστρ'- Αντώνη· τον Νικία· την ξέρα της Αγίας Πελαγίας· τον Όμηρο (μαζί με ολόκληρη την Ιλιάδα του)· τους Πελασγούς· τη Ρωξάννη· τη Σθενελαΐδα· τα Ταταύλα· τον Ίβυκο (ερωτομανέστατο)· τη Φαιστό· τις Χοηφόρες· τα Ψαρά· και τον Ωριγένη. Ξημερώθηκα έχοντας διατρέξει την ιστορία του θανάτου της Ιστορίας ή μάλλον την ιστορία της Ιστορίας του Θανάτου (και αυτό δεν είναι λογοπαίγνιο).

Γεγονός είναι ο θάνατος που επίκειται φορτωμένος κάτι ευτυχίες παλιές κι εκείνη την πολύ γνωστή (που λευκάνθηκε στις άγριες ερημιές) απελπισία. ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 γ Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες ώσπου, τέλος, γίνεται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει απ' όλη την περασμένη μου ζωή. ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 Γαλήνη σαν της Κυριακής που λείπουνε όλοι σ' ένα δωμάτιο που του αφαίρεσα τα αισθήματα. Πλανιέται κάποια πιθανότητα θανάτου υπέροχου με σκαλιστές επάνω στο γυαλί ορχιδέες. Βοή σε απόσταση μηνών ακόμη, αλλά διακρίνονται ήδη τα ρουθούνια κόκκινα που πολύ θέλουν ποτέ πια να μην είσαι.

ΣΑΒΒΑΤΟ, 18 ΚΥΡΙΑΚΗ, 19 β Ακόμη βρέχει. Αιωνίως φαίνεται θα βρέχει. Κι αιωνίως θα κυκλοφορώ με μιαν ομπρέλα ψάχνοντας για μια πολίχνη ροζ γεμάτη ωραία υπαίθρια ζαχαροπλαστεία. ΣΑΒΒΑΤΟ. 18 β Βάρος της τρυφεράδας τ' ουρανού μετά που εβρόντησε και ξεκινά ο σαλίγκαρος.

Φτάνοντας το βαπόρι μεγάλωσε κι έφραξε το λιμάνι. Καμιά κίνηση στα καταστρώματα. Ίσως να μεταφέρει τα καινούρια μεσάνυχτα, συμπαγή και συσκευασμένα. Ίσως και μια μόνο ψυχή, λεπτή σαν καπνό και αναγνωρίσιμη από την οσμή του καμένου. Όπως και να 'ναι, υπάρχουν πολλά ζώα που δεν έσωσε ακόμη να βγουν από την Κιβωτό και δείχνουν αδημονία. Ως και το πλήθος

289

που κατακλύζει το μουράγιο και ρίχνει ανήσυχα βλέμματα, σιγά σιγά συνειδητοποιεί ότι το παν εξαρτάται από μια στιγμή -

Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ' ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.

τη στιγμή ακριβώς που, μόλις πας να την αδράξεις, χάνεται. Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα. ΚΥΡΙΑΚΗ. 19 γ Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω, γιατί λιποθύμησα. Άσπρα σπασμένα τ' ουρανού μέσα στη νύχτα πάω μ' από κοντά τον σκύλο της σελήνης μου. Κάποιος άγνωστος Γαβριήλ μου κάνει νοήματα -Σύμφωνοι, θα πεθάνουμε όλοι μας· άλλα προς τι; Ψηλά κοιτάω σαν άστρο το βορινό παράθυρο που το ξεχάσανε ανοιχτό και μ' αναμμένο φως.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ, 22 Ολοένα οι κάκτοι μεγαλώνουν κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σαν να 'ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός

Οι άλλοι κοιμούνται ή προσωρινά ή αιώνια ύπτιοι, με το πρόσωπο ακάλυπτο στον ουρανό. Και τώρα μαύρος αιώνας. Πάω μ' από κοντά τις μετρημένες μέρες μου -Σύμφωνοι, ναι· αλλ' η ζωή αυτή δεν έχει τέλος... Μ.ΔΕΥΤΕΡΑ, 20 Κατάκοπος από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ. Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 Μέρα τρεμάμενη όμορφη σαν νεκροταφείο με κατεβασιές ψυχρού ουρανού Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη Τα χωματένια πόδια μου

άλλοτε

(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει να ήμουν) Μ. ΤΡΙΤΗ, 21 Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε Μόλις σήμερα βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.

Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

290

ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά Μ. ΠΕΜΠΤΗ, 23 β

κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών

Σωστός θεός. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί εωσότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.

το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Περαστική από τη χθεσινή αϋπνία μου

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25

λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην. η θεούλα με τη μωβ κορδέλα Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 που από παιδάκι μού κυκλοφοράει τα μυστικά Σαν να μονολογώ, σωπαίνω. Ίσως και να 'μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά με τ' αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά να πάει ν' αδειάσει τον κουβά με τ' απορρίμματά μου -της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκιαεκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 24 β και αγέρωχο το πέλαγος. Αντίς για όνειρο Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, 25 β Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Σαν να 'μαι λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ' Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ' Άπιαστα

291

Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα που πήγα να παραβγώ μ' αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους και μου χύθηκε όλη, όξω απ' τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου. ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26

λεάνα»... Ώσπου πια «μου την έδωσε» χθες βράδυ και στάθηκα γυμνός μπρος στον καθρέφτη. Αλήθεια, δεν έμοιαζα καθόλου. Είχα μαλλιά ριχμένα προς τα εμπρός και τα χαρακτηριστικά του προσώπου σκληρά. Στο μεσαίο μου δάχτυλο φορούσα δαχτυλίδι βαρύ, με βούλα. Και στο βάθος του δωματίου μου έστεκαν δύο άλλοι νέοι γενειοφόροι, σοβαροί.

Καθαρή διάφανη μέρα. Φαίνεται ο άνεμος που ακινητεί με τη μορφή βουνού κει κατά τα δυτικά. Κι η θάλασσα με τα φτερά διπλωμένα, πολύ χαμηλά, κάτω από το παράθυρο.

Κατά τα άλλα το τοπίο θύμιζε Κέρκυρα.

Σου 'ρχεται να πετάξεις ψηλά κι από κει να μοιράσεις δωρεάν την

Έτσι αργά βουλιάζαμε όλοι μας όπως η νεότης. Ενώ από το ραδιόφωνο ακουγόταν, ανάμεσα σε άλλα παλιά τραγούδια, στη διαπασών, η «Ραμόνα».

ψυχή σου. Ύστερα να κατεβείς και, θαρραλέα, να καταλάβεις τη θέση στον τάφο που σου ανήκει. ΚΥΡΙΑΚΗ (ΠΑΣΧΑ), 26 β Ασμάτιον Ανεμόεσσα κόρη ενήλικη θάλασσα πάρε το κίτρο που μου 'δωκε ο Κάλβος δικιά σου η χρυσή μυρωδιά Μεθαύριο θα 'ρθουν τ' άλλα πουλιά θα 'ναι πάλι ελαφρές των βουνών οι γραμμές μα βαριά η δική μου

καρδία.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 1 Μ Η Πρωτομαγιά

Πιάνω την άνοιξη με προσοχή και την ανοίγω: Με χτυπάει μια ζέστη αραχνοΰφαντη ένα μπλε που μυρίζει ανάσα πεταλούδας οι αστερισμοί της μαργαρίτας όλοι αλλά και μαζί πολλά σερνόμενα ή πετούμενα ζουζούνια, φίδια, σαύρες, κάμπιες και άλλα τέρατα παρδαλά με κεραίες συρμάτινες λέπια χρυσά λαμέ και πούλιες κόκκινες

ΤΕΤΑΡΤΗ, 29 Θα 'λεγες, έτοιμα όλα τους να παν Είναι κάτι νύχτες τώρα τελευταία, που ακούω πέδιλα στις πλάκες, θροΐσματα υφασμάτων και λέξεις άγνωστες που μοιάζουν πικρές και δυνατές σαν αγριόχορτα: «ύρφη» «σαραγάνδα» «τίντελο» «δε-

στο χορό των μεταμφιεσμένων του Άδη.

292

ΣΑΒΒΑΤΟ, 2 Μ Πέφτοντας η ζωή μου (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα.

Δυο πόντους πάνω από το έδαφος έβλεπες, έστεκε το σπίτι κι έλαμπε σαν διαμαντικό Πιο χαμηλά, μια λίμνη όλο άχνες ροζ

Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ' άσπρα να ίπταται απ' αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα. ΚΥΡΙΑΚΗ, 3 Μ Κάποια καταπακτή θ' άνοιξε. Πάνε κι έρχονται πλήθη αλλοφύλων με καπέλα πολυγωνικά κι αμφιέσεις ποδήρεις.

Ύστερα το Άγνωστο από συμπαγές άκαυστο φώσφορο και πάρα πίσω «η Χώρα» που λεν «των Λωτοφάγων». Έχω κάνει εργάτης εδώ σ' αυτά τα μέρη χρόνους πολλούς κι απόμεινα με καμένα τα δάχτυλα πάνω στην ώρα που ήθελα λιγάκι ακόμη να δω από πέρα πως ανθίζουν τα νερά και πως ανοίγουν, σιγοπερπατώντας, την ουρά οι Παράδεισοι.

Ξάφνου ακούγεται η φωνή μου (αλλ' εγώ δεν μιλώ): ε σεις ωραίες ΔΕΥΤΕΡΑ. 4 Μ β μου Ρωμαίες la luce onde s' infiora vostra sustanza rimara con voi etternalmente si com' ell' e ora?

Απαλοί κόκκινοι λόφοι ακριβώς όπως μες στη ζωή μου.

Κι ύστερ' από κάμποση ώρα, σαν ηχώ, η απόκριση: tu non se' in

Είναι τόση η ομοιότητα, που δεν ξέρω αν είναι αληθινή κείνη η λευκή οπτασία του νέου που περνάει, κρατώντας ένα μικρό καράβι, τους αιθέρες και μόλις αγγίζει τις κορυφές, ή απλώς εγώ έχω τόσο πολύ αποξενωθεί από τις συγκινήσεις, που ξαναβρίσκει ο εξωτερικός κόσμος την ισορροπία του και την ομαλή του διάταξη.

terra, si come tu credi...tu non se' in terra...tu non se' in terra... Οπόταν άρχισαν από πέρα ν' ακούγονται στροφές αλυσίδας, κι οι αιχμές ενός μεγάλου, άγνωστου, περιστρεφόμενου Ζωδιακού να με περισφίγγουν. Τα βουνά, στο βάθος, πήραν σιγά σιγά να διαλύονται και ν' ανεβαίνουν σαν αναμνήσεις.

ΠΕΜΠΤΗ 7 Μ Από το πολύ να μη σκέπτομαι τίποτα και να μη συγκινούμαι από τιποτα, ξεθάρρεψε ο χρόνος και μ' απόλυσε καταμεσής του Κρητικού πελάγους.

ΔΕΥΤΕΡΑ, 4 Μ Έγινα χιλιάδων ετών και ήδη χρησιμοποιώ τη μινωική γραφή με

293

τόση άνεση που ο κόσμος απορεί και πιστεύει στο θαύμα.

ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Τα Στιγμιότυπα] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς δ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧΧΙΙ-ΧΧVΠΙ]

Το ευτύχημα είναι ότι δεν καταφέρνει να με διαβάσει. Έξοδος

-Όλα χάνονται. Του καθενός έρχεται η ώρα. Είσοδος -Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς να δούμε τώρα.

ΚΑΠΟΤΕ ΔΕΝ είναι παρά μια λάμψη πίσω απ' τα βουνά -κει κατά το μέρος του πελάγου. Κάποτε πάλι ένας αέρας δυνατός που άξαφνα σταματάει όξω απ' τα λιμάνια. Κι όσοι νογούν, το μάτι τους βουρκώνει

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ (1985)

Είσοδος Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς α'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VII] · ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7] • ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Ο Ταξιδιωτικός Σάκος] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς β'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [VIΙΙ-ΧΙV] · ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [8-14] · ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ [Αιγαιοδρόμιον] · Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς γ'] · ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ΧV-ΧΧΙ]

Χρυσέ ζωής αέρα γιατί δε φτάνεις ως εμάς; Κανένας δεν ακούει, κανένας. Όλοι τους πάνε κρατώντας ένα εικόνισμα και πάνω του η φωτιά. Κι ούτε μια μέρα, μια στιγμή στον τόπο αυτόν που να μη γίνεται άδικο και φονικό κανένα Γιατί δε φτάνεις ως εμάς; Είπα θα φύγω. Τώρα. Μ' ό,τι να' ναι: το σάκο μου τον ταξιδιωτικό στον ώμο· στην τσέπη μου έναν Οδηγό· τη φωτογραφική μου μηχανή στο χέρι. Βαθιά στο χώμα και βαθιά στο σώμα μου θα πάω να βρω ποιος είμαι. Τι δίνω, τι μου δίνουν, και περισσεύει το άδικο Χρυσέ ζωής αέρα...

• ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21] · ΟΤΤΩ

294

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς α΄] Σκηνή πρώτη: Δικαστήριο υπαίθριο στην αρχαία πόλη των Αθηνών. Φτάνουν οι κατηγορούμενοι και προχωρούν ανάμεσα σε βλαστήμιες και κραυγές: Θάνατος! Θάνατος!

Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο προαύλιο, μεθυσμένοι οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χειρονομίες. Ο αξιωματικός που βγαίνει από κάποιο κελί κάτι λέει στον στρατιωτικό ιατρό. Πίσω τους ακούγονται γδούποι και οιμωγές.

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]

Σκηνή δεύτερη: Φυλακή στην ίδια πόλη, κάτω από την Ακρόπολη. Τοίχοι μισοφαγωμένοι από την υγρασία. Χάμου ένα φτενό, αχυρένιο στρώμα και στη γωνιά ένα σταμνί με νερό. Στον εξωτερικό τοίχο μια σκιά: ο φύλακας. Σκηνή τρίτη: Κωνσταντινούπολη. Στον γυναικωνίτη του Ιερού Παλατιού, κάτω από το φως των κεριών, η Βασίλισσα πετάει ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα στον Αρχιευνούχο, που υποκλίνεται και την κοιτάζει με νόημα. Στο άνοιγμα της πόρτας, οι άνθρωποί του· πανέτοιμοι. Σκηνή τέταρτη: Αρχονταρίκι μεγάλης Μονής. Μακρόστενο τραπέζι και στην κορυφή του ο Ηγούμενος. Ιδρωμένοι μπαινοβγαίνουνε οι καλόγεροι φέρνοντας τα μαντάτα: ένα πλήθος έχει ξεχυθεί στους δρόμους, βάζει φωτιές, καταστρέφει τα πάντα. Σκηνή πέμπτη: Ναύπλιο. Έλληνες και Βαυαροί αξιωματικοί στο Υπασπιστήριο του Βασιλέα συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ένας αγγελιοφόρος παίρνει το μήνυμα και φεύγει κατά τα σκαλιά που οδηγούνε ψηλά στο Παλαμήδι. Σκηνή έκτη: Μπρος από 'να παλιό και άδειο οικόπεδο, στη σύγχρονη Αθήνα, ένα πλήθος ανάκατο με παπάδες και δεσποτάδες συνωστίζεται για να ρίξει μια πέτρα, «τον λίθον του αναθέματος».

Ι Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου μοσχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα γεννηθεί στην τύχη. Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω άνω κάτω, να ψάχνω. Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων. Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέσα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν. Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος μιας ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου. Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο, τότε το παιχνίδι το έχασα. II Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική, όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη έμοιαζε· τόσο άπιαστη. Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-

295

σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια, κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοειδή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος. 'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.

Εγώ τον έχω δει από καταμεσής της θάλασσας. V Θέλω να 'μαι ειλικρινής όσο και το λευκό πουκάμισο που φορώ· και ίσιος, παράλληλος με τις γραμμές πόχουν τα ξοχόσπιτα κι οι περιστεριώνες, που δεν είναι καθόλου ίσιες κι ίσως γι' αυτό στέκουνε τοσο σίγουρα μες στην παλάμη του Θεού.

III Λοιπόν τριγύριζα μέσα στη χώρα μου κι έβρισκα τόσο φυσική τη λιγοσύνη της, που 'λεγα πως, δε γίνεται, θα πρέπει να 'ναι από σκοπού το ξύλινο τούτο τραπέζι με τις ντομάτες και τις ελιές μπρος στο παράθυρο. Για να μπορεί μια τέτοια αίσθηση βγαλμένη απ' το τετράγωνο του σανιδιού με τα λίγα ζωηρά κόκκινα και τα πολλά μαύρα να βγαίνει κατευθείαν στην αγιογραφία. Και αυτή, αποδίδοντας τα ίσα, να προεχτείνεται μ' ένα μακάριο φως πάνω απ' τη θάλασσα εωσότου αποκαλυφθεί της λιγοσύνης το πραγματικό μεγαλείο. Φοβούμαι να μιλάω μ' επιχειρήματα που μόνον η άνοιξη δικαιωματικά διαθέτει: όμως την παρθενία που πρεσβεύω έτσι την αντιλαμβάνομαι και μόνον έτσι τη φαντάζομαι να κρατάει τη μυστική της αρετή: μεταβάλλοντας σε άχρηστα όλα τα μέσα που θα μπορούσαν να επινοήσουν οι άνθρωποι για τη συντήρηση και την ανανέωσή της. IV Την άνοιξη δεν τη βρήκα τόσο στους αγρούς ή, έστω, σ'έναν Botticelli όσο σε μια μικρή Βαϊφόρο κόκκινη. Έτσι και μια μέρα, τη θάλασσα την ένιωσα κοιτάζοντας μια κεφαλή Διός. Όταν ανακαλύψουμε τις μυστικές σχέσεις των εννοιών και τις περπατήσουμε σε βάθος θα βγούμε σ' ένα άλλου είδους ξέφωτο που είναι η Ποίηση. Και η Ποίηση πάντοτε είναι μία, όπως ένας είναι ο ουρανός. Το ζήτημα είναι από που βλέπει κανείς τον ουρανό.

Τείνω μ' όλους μου τους πόρους προς ένα -πώς να το πω;- περιστρεφόμενο, εκθαμβωτικό ευ. Από το πως δαγκώνω μέσα στο φρούτο έως το πως κοιτάζω απ' το παράθυρο αισθάνομαι να σχηματίζεται μια ολόκληρη αλφαβήτα, που πασχίζω να βάλω σ' ενέργεια με την πρόθεση ν' αρμόσω λέξεις ή φράσεις, και την απώτερη φιλοδοξία, ίαμβους και τετράμετρα. Που σημαίνει: να συλλάβω και να πω έναν άλλο, δεύτερο κόσμο, που φτάνει πάντα πρώτος μέσα μου. Μπορώ μάλιστα να φέρω μάρτυρες ένα σωρό ασήμαντα πράγματα: βότσαλα που τα ρίγωσαν οι τρικυμίες, ρυάκια μ' ένα κάτι παρήγορο στο κατρακυλητό τους, μυριστικά χορτάρια, λαγωνικά της αγιοσύνης μας. Μια ολάκερη φιλολογία, οι αρχαίοι Έλληνες και Λατίνοι, οι κατοπινοί χρονογράφοι και υμνωδοί· μια τέχνη, ο Πολύγνωτος, ο Πανσέληνος: όλοι τους βρίσκονται μεταγλωττισμένοι και στενογραφημένοι μέσα εκεί από το λείο, το χλοερό, το δριμύ και το εκστατικό, που η μόνη γνήσια και αυθεντική τους παραπομπή ενυπάρχει στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτή την ψυχή τη λέω αθωότητα. Κι αυτή τη χίμαιρα, δικαίωμά μου. VI Ω ναι, μια σκέψη για να 'ναι πραγματικά υγιής -άσχετο σε τι αναφέρεται- πρέπει ν' αντέχει στο ύπαιθρο. Και όχι μόνον. Πρέπει την ίδια στιγμή στην ευαισθησία μας να 'ναι καλοκαίρι. Λίγο, δυο - τρεις βαθμούς πιο χαμηλά, τετέλεσται: το γιασεμί σωπαί-

296

νει, ο ουρανός γίνεται θόρυβος. VII

Που το πάει αγκαλιά ο Αρχάγγελος και στάζει με τεράστιους Διασκελισμούς διαβαίνοντας την Ελλάδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου.

Χείλι πικρό που σ' έχω δεύτερη ψυχή μου, χαμογέλασε! 2

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [1-7]

Αφόντας μπήκα σ' έρωτα για τούτα τα κορμάκια λίγνεψα, έφεξα. Σ' ύπνο και ξύπνο άλλο στο νου δεν είχα - πως να τα μεγαλώσω, μια μέρα να τα κοιμηθώ. Παραμόνευα πίσω απ' τις θύρες. Έμαθα να τα πιάνω στον αέρα, στο νερό. Αλλά πως να τα πω δεν ξέρω ακόμα.

1 Α - Λευκό ή κυανό, ανάλογα με τις ώρες και τη θέση των άστρων. Έστρεψα καταπάνω μου το θάνατο σαν υπερμέγεθες ηλιοτρόπιο Φάνηκε ο κόλπος ο Αδραμυττηνός με τη σγουρή στρωσιά του μαΐστρου Ακινητοποιημένο ένα πουλί ανάμεσα ουρανού και γης και τα βουνά Ελαφρά βαλμένα, το 'να μέσα στο άλλο. Φάνηκε το παιδί που ανάβει Γράμματα και τρέχει να γυρίσει πίσω το άδικο στο στήθος μου Στο στήθος μου όπου φάνηκε η Ελλάδα η δεύτερη του επάνω

Λ - Πραγματικά βρεμένο. Ίδιο βότσαλο. Γ. - Το πιο ελαφρύ· που η αδυναμία σου να το προφέρεις, δείχνει το βαθμό της βαρβαρότητας σου. Ρ.- Παιδικό και, μάλιστα, σχεδόν πάντοτε θηλυκού γένους. Ε.- Όλο αέρα. Το πιάνει ο μπάτης.

κόσμου. Υ.- Το πιο ελληνικό γράμμα. Μια υδρία. Σ.- Ζιζάνιο. Μα ο Έλληνας πρέπει κάποτε και να σφυρίζει. Αυτά που λέω και γράφω για να μην τα καταλάβει άλλος κανείς Όπως ένα φυτό που αρκείται στο φαρμάκι του εωσότου ο άνεμος Του το γυρίσει σ' ευωδιά ναν τη σκορπίσει και στα τέσσερα σημεία 3 του κόσμου Θα φάνουν αργότερα τα οστά μου φωσφορίζοντας ένα γαλάζιο

297

Είσαι νέος -το ξέρω- και δεν υπάρχει τίποτε.

Φρούτων ξαναφέρνοντας την Ιστορία

Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε. Όμως είσαι. Και την ώρα που

Στην αφετηρία της οπόταν

Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο Ερωτοφωτόσχιστος Περνάς θέλεις δε θέλεις Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει. Πως της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα σου οι μυώνες Ή τα ζώα που πίνουν κι υστέρα κοιτούν Πως σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον κεραυνό Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι.

Πιθανόν και οι Φράγκοι να ελληνέψουν Φτάνοντας ως το ήπαρ της συκιάς Ή να τους υπαγορευθεί καθ' ύπνους η εντέλεια Των κυμάτων κι από μία ρωγμή στη σκέψη τους η αναθυμίαση Κάποιας από τα παιδικά τους χρόνια συναπαντημένης Θαρραλέας λεβάντας τα γεμάτα Θυμούς αστρικά διαστήματα να εξευμενίσει.

5 Όξω από το μνημονικό τρεις ώρες δρόμο βρέθηκα να κυνηγώ στο δάσος των φωνηέντων. Σκοπευτής από ένστικτο (κι αισθηματίας) χτυπώ και ρίχνω:

4 Περιμένω την ώρα που ένα

έμβλημα Μαΐων λήκυθος

Περιβόλι ελεητικό θ' αφομοιώσει Τ' απόβλητα όλων των αιώνων - που ένα

γραμμή θάλασσα κυβερνήτης

Κορίτσι θα κηρύξει στο σώμα του επανάσταση Ωραία με τρεμουλιαστές φωνές και λαμπηδόνες

κηρύλος πορτοκάλια κόσμημα

298

θαλερό παρανάλωμα κρήνη εκθαμβωτικό ψίθυρος θύσανος Σύρτις μονάκριβο γνώμη Μαρίνα μέντα μεταλλικό Μίλητος ρυθμός κατασταλάζω ασημένια

ζώνη καταμεσήμερο νωχέλεια λιόφυτα λαγκάδια Μάρτιος χρησμός πρωινό κύβος μυστικός χλωρίδα αναβλύζω

ξάγναντο

άδυτον ηθελημένο κηρύκειον ολίγο θεομητορικό μοναστήρι μανταρίνι πτυχή Μύρτιλλα Πέργαμος αστερωτό

6 Τι θέλεις τι ζητάς πού 'ναι το νόημα που σου 'πεσε απ' τα χέρια Η μουσική που ακούς μόνος εσύ και τα γυμνά Πόδια που αλλάζουν γη σαν της χορεύτριας Ενώ τινάζεται ο κομήτης των μαλλιών της και μια σπίθα Πέφτει μπροστά σου επάνω στο χαλί Κει που κοιτάς να σε απατά η αλήθεια Πού πας ποια θλίψη ποιο καιούμενο

299

Φόρεμα είναι αυτό που σου αποσπά τη σάρκα ποια Μεταποιημένη αρχαία πηγή για να σε κάνει να χρησμοδοτείς Έτσι φύλλο το φύλλο και βότσαλο το βότσαλο

μια φωνή σαν της Μητέρας Και ξανά ξυπόλυτη να βγει να περπατήσει

Έφηβε γονατιστέ στον διάφανο βυθό

Πάνω στις πλάκες του Μεσολογγιού η Ελευθερία

Που όσο κοιμάμαι και ονειρεύομαι τόσο σε βλέπω ν' ανεβαίνεις Μ' ένα πανέρι πράσινα όστρακα και φύκια δαγκάνοντας σαν νόμισμα τη θάλασσα την ίδια που Σου 'δωκε τη λάμψη αυτή το φως αυτό το νόημα που γυρεύεις.

Έτσι καθώς την εχαιρέτησε για λόγου μας -καλή του η ώραΟ ποιητής και κάναμε από τότε Ανάσταση.

ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ 7 [Ο Ταξιδιωτικός Σάκος]

Τώρα που ο νους απαγορεύεται και οι ώρες δε γυρίζουν Από κήπο σε κήπο η σκέψη μου

Άδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο. «Μόνον τ' απαραίτητα» είπα. Κι ήταν αρκετά γι' αυτή τη ζωή - και για πολλές άλλες ακόμη. Βάλθηκα να τα καταγράφω ένα ένα:

Δειλή σαν τριανταφυλλιά πρωτάρα

ΚΡΗΤΗ

Που αρπάζεται απ' τα κάγκελα

Σφραγιδόλιθος με παράσταση αιγάγρου (Μουσείον Ηρακλείου)

Δοκιμάζει απαρχής ν' αρμόσει πάλι

Ο Πρίγκιπας των Κρίνων (Κνωσός)

Με σταγόνων σφήνες λαμπερών Τα παμπάλαια πράσινα και τα χρυσά κείνα που μέσα μας Έχουν παντοτινές δεκαεφτά Ιουλίου

ΘΗΡΑ Κόρη (Τοιχογραφία)

Ν' ακουστεί και πάλι της Αγίας Μαρίνας το νερό στις πέτρες Ο ύπνος που μυρίζει ζευγάρι αγκαλιασμένο Η φωνή ΑΙΓΥΠΤΟΣ

300

Προσωπογραφία γυναίκας (Τάφος Ouserat, n° 51)

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Νέος με αντιλόπη (Τάφος Menna, n° 69)

πάντες ίσον νέομεν ψευδή προς ακτάν ψυχρά φλογί

ΟΜΗΡΟΣ

ερευνασάτω μεγαλάνορος Ησυχίας το φαιδρόν φάος

δνοφερόν ύδωρ ενώπια παμφανόωντα

ΕΤΡΟΥΡΙΑ

ουρανόθεν δ' άρ' υπερράγη άσπετος αιθήρ

Νέοι άντρες συγκρατώντας άλογο (Ταρκυνία) Αυλητής ανάμεσα σε πουλιά (Τάφος Τρικλινίου)

ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ ΑΘΗΝΑ ψυχάς έχοντες κυμάτων εν άγκάλαις Ευφρονίου: Ο Λέαγρος έφιππος (Μουσείον Αρχαίας Τέχνης Μονάχου) ΣΑΠΦΩ νυξ πολύως

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ ύβριν χρη σβεννύναι μάλλον ή πυρκαϊήν παιδός η βασιληίη

Ομάς Ιππέων από τη ζωφόρο του Παρθενώνος Αγαλματίδιο Αφροδίτης (Μουσείον Βερολίνου) Αφροδίτη με λυγισμένα πόδια (Μουσείον Ρόδου) Θεραπαινίς φυλάσσουσα τον τάφον (Εθνικόν Αρχαιολογικόν Μουσείον) Αμυνόκλεια (Επιτύμβια στήλη)

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

301

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ τηλέπλαγκτοι πλάναι μελανθές ηλιόκτυπον γένος κυμάτων ανήριθμον γέλασμα

συγκαιόμεθα πάντες τοις δάκρυσιν

ΡΩΜΑΝΟΣ ΣΟΦΟΚΛΗΣ χλωράν τέγγει δακρύων άχναν

και το αίμα μου μέλαν, όθεν βάπτω και γράφω το άνθος το γλυκάζον εμοί γέγονεν τιθύμαλλος

ύπν' οδύνας αδαής σε τοι κικλήσκω τον αιένυπνον

ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ εν τη αγήρω νεότητι

ΒΥΖΑΝΤΙΟΝ Νεκρώσιμος Ακολουθία Απόσπασμα από την «Πόλη της Ναζαρέτ» (Καχριέ Τζαμί) Βαϊφόρος από την Καπέλλα Παλατίνα (Παλέρμο)

Ω γλυκύ μου έαρ

Χειρόγραφο Ιακώβου Κοκκινόβαφου: Ο Παράδεισος. Η θύρα του και οι τέσσερις ποταμοί του (Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων) Απόσπασμα από τα «Εισόδια της Θεοτόκου» του Μιχαήλ

DANTE Lo bel pianeta che d' amar conforta

Δαμάσκηνου (Βυζαντινόν Μουσείον Αθηνών) Άγιος Δημήτριος. Λαϊκή εικόνα Μακεδονικής Σχολής (Ιδιωτική συλλογή)

E come giga e arpa, in tempra tesa di molte corde, fa dolce tintinno

PAOLO UCCELLO

302

Η μάχη του Σαν Ρομάνο (National Gallery, Λονδίνο)

Η αποκοιμισμένη (Metropolitan Museum, Νέα Υόρκη)

FRA ANGELICO

VIVALDI

Αριστερό μέρος από τη «Στέψη της Παρθένου» (Μουσείον του Λούβρου, Παρίσι)

Κοντσέρτο σε ντο μείζονα για μικρή φλογέρα με ράμφος, έγχορδα και τσέμπαλο, ΡV 79 Largo από το Κοντσέρτο σε ρε ελάσσονα για βιόλα ντ' αμόρε,

PIERO DELLA FRANCESCA

έγχορδα και κοντίνουο, ΡV 266

La Navita (National Gallery, Λονδίνο) BACH Απόσπασμα από τη «Μαστίγωση» (Galleria Nazionale delle Marche, Urbino)

Σουίτα αρ. 2 για φλάουτο και έγχορδα, ΒWV 1067 Κοντσέρτο σε φα μείζονα για όμποε, έγχορδα και τσέμπαλο, ΒWV 1053

EL GRECO ΗΑΥDΝ Αριστερό μέρος από τον «Ιησού στο Όρος των Ελαιών» (Museum Τρίο σε λα, Η. XV 18 of Art, Toledo, Ohio)

MOZART VERMEER Alegro από το Divertimento σε μι ύφεση μείζονα για βιολί, βιόλα Το Ατελιέ (Βιέννη, Κρατικό Μουσείο) Το μάθημα της μουσικής (Buckingham Palace)

και βιολοντσέλο, ΚV 563 Alegro από το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 15 σε σι

303

dass du es bist ύφεση μείζονα, ΚV 450 Andante από το Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 21 σε ντο μείζονα, ΚV 467

der des zarten Madchens Busen umschwebt und zum Himmel den Schoss macht

BLAKE Jahrtausende zogen abwarts in die Ferne, wie Ungewitter wash the dusk with silver ΚΑΛΒΟΣ ΒΕΕΤΗΟVΕΝ Σονάτα για βιολί και πιάνο αρ. 2 σε λα μείζονα, op. 12

ο ήλιος κυκλοδίωκτος και πλουτίζει το πέλαγος από την μυρωδίαν

Σονάτα γιο βιολοντσέλο και πιάνο αρ. 5 σε ρε μείζονα, op. 102, 1 των χρυσών κίτρων

HOLDERLIN ΣΟΛΩΜΟΣ Ein Ratsel ist Reinentsprungenes.Auch Der Gesang kaum darf es enthullen

για κάτι υπόθεσες ψυχικές

Denn schwer ist zu tragen

Κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος

Das Ungluck, aber schwerer das Gluck

Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας

NERVAL NOVALIS Mon front est rouge encor du baiser de la reine Sie wissen nicht,

304

MALLARME

BAUDELAIRE

Et j' ai cru voir la fee au chapeau de clarte

Nous aurons des lits pleins d' odeurs legeres L' homme y passe a travers des forets de symboles

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ της γηραιάς δρυός, όπου με τα κυμβαλίζοντα πέταλα των φυλλοMATISSE μανούντων κλώνων της διηγείτο τας αναμνήσεις των αιώνων Τότε, δια του ανοικτού παραθύρου είδα εν άστρον να λάμπη εις το

Νεκρή φύση με στρείδια (1940· Kunstmuseum, Bale) Το κλωνάρι της δαμασκηνιάς (Ιδιωτική συλλογή) Χορτοκοπτικό γκρι και μπλε (Editions Verve)

εσωτερικόν της μικράς οικίας

RIMBAUD

KLEE

Je pisse vers les cieux bruns,, tres haut et tres loin,

Το χρυσόψαρο (1925-26· Ιδιωτική συλλογή, Ολλανδία) Αχνάρια υδρόβιου φυτού (Συλλογή Lyonel Feininger)

Avec l' assentiment des grands heliotropes

ΚΑΒΑΦΗΣ

PICASSO

Εν τω μηνί Αθύρ ο Λεύκιος εκοιμήθη μια Κυρία Ειρήνη Ανδρονίκου Ασάν

Άλογο στο τσίρκο. Σχέδιο (The Museum of Modern Art, Νέα Υόρκη) Η γυναίκα με το ριπίδι (Συλλογή Averell Harriman) Γυναίκα, παιδάκι και ιπποκένταυρος. Σχέδιο (Musee d' Antibes)

YEATS the moonless midnight of trees

BRAQUE Νεκρή φύση (1934· Kunstmuseum, Bale)

305

JUAN GRIS

EZRA POUND

Η φιάλη του Banyuls (Συλλογή Hermann Rupf, Βέρνη)

you are violets with wind above them

Νεκρή φύση με τριαντάφυλλα (Ιδιωτική συλλογή, Παρίσι) DALI ARP

Νοσταλγική ηχώ (Ιδιωτική συλλογή)

Δάκρυα του Enak (1917· Ιδιωτική συλλογή) Κορμός με άνθινο κεφάλι (Ιδιωτική συλλογή)

ROTHKO Χωρίς τίτλο (1951· Συλλογή Mr Gifford Philips, Νέα Υόρκη)

ELUARD Une sublime chaleur bleue

ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

D' une ecriture d' algues solaires

Η μυρτιά Στο περιγιάλι το κρυφό

LORKA

Δοξαστικόν από το Άξιον Εστί

Silencio de cal y mirto ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ UNGARETTI

Όρνιθες Μια Παναγιά

Astri Penelopi innumeri

306

διαταγή να εξοντώσουν τον αφοσιωμένο του στρατηγό Παρμενίωνα. MOUSTAKI Σκηνή εβδόμη: Μέσα σε μια γενική οχλαγωγία, ο Φωκίων και οι φίλοι του, χωρίς να μπορέσουν ν' απολογηθούν, καταδικάζονται σε θάνατο.

Ο μέτοικος

G. GUSTIN - M. TEZE Monsieur Cannibale

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ VIII-ΧΙV] VIII

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς β'] Σκηνή πρώτη: Κατάκοιτος, με γάγγραινα στο πόδι, ο Μιλτιάδης έχει μεταφερθεί στο Δικαστήριο, κι εκεί, με κατάπληξη κι έσχατη αποκαρδίωση, ακούει την καταδίκη του. Σκηνή δεύτερη: Μ' εγκαρτέρηση, μετά τον εξοστρακισμό του από τους Αθηναίους, ο Αριστείδης ανεβαίνει στο καράβι που θα τον απομακρύνει από την πατρίδα του. Σκηνή τρίτη: Ο Φειδίας ριγμένος στις φυλακές σαν κακούργος αργοπεθαίνει από γηρατειά και θλίψη. Σκηνή τέταρτη: Τα όργανα που κινητοποιούν οι Τριάκοντα ρίχνονται στη σφαγή και στη λεηλασία. Σκηνή πέμπτη: Στο φτωχό του στρώμα της φυλακής, ο Σωκράτης, μετά την καταδίκη του σε θάνατο, πίνει το κώνειο ήρεμος και ξεψυχάει. Σκηνή έκτη:

Ο Μέγας Αλέξανδρος, έξω από τη σκηνή του, δίνει

Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ' ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου, που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Χάμου, στ' άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Έχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να 'χω τόσα. Δε μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που 'ναι πιο δύσκολο. Κι από το κορίτσι που αγαπάς επίσης φτάνεις, αλλά θέλει να ξέρεις να τ' αγγίξεις οπόταν η φύση σου υπακούει. Κι από τη φύση -αλλά θέλει να ξέρεις να της αφαιρέσεις την αγκίδα της. IX «Εχθές έχωσα κάτω απ' την άμμο το χέρι μου κι έπιασα το δικό της. Όλο το απόγεμα ύστερα τα γεράνια με κοίταζαν απ' τις αυλές με νόημα. Οι βάρκες, οι τραβηγμένες έξω στη στεριά, πήρανε κάτι γνώριμο, οικείο. Και το βράδυ, αργά, την ώρα που της έβγαλα τα σκουλα-

307

ρίκια να τη φιλήσω έτσι όπως θέλω εγώ, με τη ράχη ακουμπισμένη στον μαντρότοιχο της εκκλησιάς, μπουμπούνισε το πέλαγος και οι Άγιοι βγήκανε κρατώντας κεριά να μου φωτίσουνε.» Χωρίς αμφιβολία υπάρχει για τον καθέναν από μας κι από μια ξεχωριστή, αναντικατάστατη αίσθηση που αν δεν τη βρει να την απομονώσει εγκαίρως και να συζήσει αργότερα μαζί της, έτσι που ναν τη γεμίσει πράξεις ορατές, πάει χαμένος. Χ Ότι μπόρεσα ν' αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια μου διαφάνεια, το χρωστώ σ' ένα είδος ειδικού θάρρους που μου 'δωκεν η Ποίηση: να γίνομαι άνεμος για το χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμη και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη «στιγμή» όταν καταφέρει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια. Οπόταν, πραγματικά, και η Θλίψις γίνεται Χάρις και η Χάρις Άγγελος· η Ευτυχία Μοναχή και η Μοναχή Ευτυχία με λευκές, μακριές πτυχές πάνω από το κενό ένα κενό γεμάτο σταγόνες πουλιών, αύρες βασιλικού και συριγμούς υπόκωφου Παραδείσου. XI Οι φανταστικές αλήθειες φθείρονται πολύ πιο δύσκολα. Ο Rimbaud επέζησε της Κομούνας όπως θα επιζήσει το φεγγάρι της Σαπφώς από το φεγγάρι του Armstrong. Χρειάζονται άλλης λογής υπολογισμοί.

Το ρολόι που μας αφορά δεν είναι αυτό που καταμετρά τις ώρες αλλά που κατανέμει το μέρος της φθοράς και της αφθαρσίας των πραγμάτων όπου, έτσι κι αλλιώς, μετέχουμε, όπως μετέχουμε στη νεότητα ή στο γήρας. Ίσως γι' αυτό, εμένα, ο θάνατος με τρόμαζε ανέκαθεν λιγότερο από την αρρώστια· κι ένα τρυφερό σώμα με θάμπωνε περισσότερο από το πιο τρυφερό συναίσθημα. Ο ήλιος σκάει μέσα μας κι εμείς κρατάμε την παλάμη στο στόμα έντρομοι. Ο αέρας σηκώνεται. Το θείο θριαμβεύει. XII Από το βότσαλο στο φύλλο της συκιάς κι από το φύλλο της συκιάς στο ρόδι, όπως από τον Κούρο στον Ηνίοχο κι από τον Ηνίοχο στην Αθηνά. Ονειρεύομαι μιαν Ηθική που η έσχατη αναγωγή της να οδηγεί στην ίδια ομοούσια και αδιαίρετη Τριάδα. XIII Στις ακρογιαλιές του Όμηρου υπήρχε μια μακαριότητα, ένα μεγαλείο, που έφτασαν ως τις ημέρες μας άθιχτα. Η πατούσα μας, που ανασκαλεύει την ιδίαν άμμο, το νιώθει. Περπατάμε χιλιάδες χρόνια, ο άνεμος ολοένα λυγίζει τις καλαμιές κι ολοένα εμείς υψώνουμε το πρόσωπο. Κατά πού; Ως πότε; Ποιοι κυβερνάνε; Μας χρειάζεται μια νομοθεσία που να διαμορφώνεται όπως το δέρμα επάνω μας τον καιρό που μεγαλώνουμε. Κάτι νεανικό και δυνατό συνάμα, σαν το εν δι' ύδατ' αενάοντα ή το θαλερόν κατά δάκρυ χέοντες. Έτσι που να μπορεί κείνο που γεννά ο άνθρωπος να ξεπερνά τον άνθρωπο δίχως να τον καταπιέζει.

308

XIV Τ' ανώτερα μαθηματικά μου τα έκανα στο Σχολείο της θάλασσας. Ιδού και μερικές πράξεις για παράδειγμα:

Όπως και να

στον αιώνα ενός φιλιού

Δεν σε προφταίνω Τύχη σ' έζ

1. Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις.

σφυρά

εν παλινσκίωι

πέτρα παριανή στις φλέβες όπου δείχνει το κατάρτι παντο βεργωμένος ο ουρανός ένα παγόνι

2. Το γινόμενο των μυριστικών χόρτων επί την αθωότητα δίνει πάντοτε το σχήμα κάποιου Ιησού Χρίστου.

Αχτίδες με λευκά τα επάνω σύννεφα

στο λόφο

3. Η ευτυχία είναι η ορθή σχέση ανάμεσα στις πράξεις (σχήματα) και στα αισθήματα (χρώματα). Η ζωή μας κόβεται, και οφείλει να κόβεται, στα μέτρα που έκοψε τα χρωματιστά χαρτιά του ο Matisse.

Εν πράσινο μάλαμα και φυλλωσιά πουλιού που Κοιτάζει το νερό μέσ' από τα καλάμια

4. Όπου υπάρχουν συκιές υπάρχει Ελλάδα. Όπου προεξέχει το βουνό απ' τη λέξη του υπάρχει ποιητής. Η ηδονή δεν είναι αφαιρετέα.

ψυχή ακατοίκητη όθε Χελιδόνι μονό μου 'φερες ένα δάκρυ.

5. Ένα δειλινό στο Αιγαίο περιλαμβάνει τη χαρά και τη λύπη σε τοσο ίσες δόσεις που δε μένει στο τέλος παρά η αλήθεια. 6. Κάθε πρόοδος στο ηθικό επίπεδο δεν μπορεί παρά να είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ικανότητα που έχουν η δύναμη κι ο αριθμός να καθορίζουν τα πεπρωμένα μας.

τώρα πένθος Με νωπ

αργ

Κι έχ

7. Ένας «Αναχωρητής» για τους μισούς είναι, αναγκαστικά, για τους άλλους μισούς, ένας «Ερχόμενος».

δέντρων παλαιών Όνειρα περιχ

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [8-14] 8

σπηλιά που μόλις έσπασε

όπως νησί από κύματα

Άκρη άκρη του γιαλού Αλειμμένοι Σελήνη σαν Αιθίοπες

κι εκεί

ψηλά

των άστρων οικογένειες άστεγες και χάρτες Που ζωγραφίζουν άγγελοι μ' αόρατη δεξιά

309

Ύπ

ρα

σαν πάντοτε. Γάβγισε γάβγισε πίσω από τη σκιά σου Όπως εγώ ζωήν ολόκληρη μέσα στα μεσημέρια. 9

Το 'χεις άραγε συλλογιστεί ποτέ Το σταφύλι την ώρα που σε σχηματίζει ο έρωτας Όπως τον σταλακτίτη ο χρόνος; Και το πορτοκάλι το έχεις Δει να σαλεύει στα όνειρά σου Μια η Μαρία - δυο το νέο φεγγάρι

10 Μιλώ με την υπομονή του δέντρου που ανεβαίνει Μπρος απ' το συνομήλικο παράθυρό του Που του 'χει φάει ο αέρας τα παντζούρια Κι όλο το σπρώχνει στ' ανοιχτά κι όλο το βρέχει Με νερό της Ελένης και με λόγια Χαμένα μες στα λεξικά της Ατλαντίδας Ένας εγώ - και η Γη από τ' άλλο μέρος Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.

Το φύλλωμα όλο ακόμη σκοτεινό Το δέντρο που με ξέρει λέει «κρατήσου» Βαρύ από θάνατο που δεν επρόκανε ν' αραιώσει; Συνάζει σύννεφα και τους κρατάει παρέα Όπως εγώ στ' άσπρο χαρτί και στο μολύβι Τι σημαίνει Τις νύχτες που δεν έχουνε ρολόι να δούνε Να 'σαι από σπίτι όπως από πελέκι πεύκου ο τζίτζικας Πόσο εξίσου ασήμαντος κι έτοιμος για χαμό Κι έτοιμος για διάρκεια μες στον χρυσόκαιρο είσαι; Τι πάει να πει «δεν πρέπει», «δεν αρμόζει».

Παιδί - που θα με πεις εμένα! Παίξε αν κοτάς

Εγώ έχω δει παρθένες κι έχω ανοίξει Το χνουδερό τους όστρακο να βρω το μέσα μέρος Το μέρος της καταστροφής και του θανάτου.

Κάνε μου το φυτό - τυλίγα μου τον άνεμο Έμπα στον ύπνο μιας παρθένας και φέρε μου το ρούχο της Σαν σκύλος μες στα δόντια. Ή αν όχι, τότε

11

310

ΤΥ ΧΗΜΙΣΗΣΚΟΤΩΝΟ Υ Ν Ο Ι Μ Ι Σ Ο ΙΓ ΙΑ ΣΑ ΣΕΛΛΗΝΕΣΕΡΧΕΤ Α Ι Κ Ο Ρ Η Ν Ε ΑΜ ΕΗ ΛΙ ΑΝΘΟΣΤΟΧΕΡΙΠΟ Υ Ζ Η Τ

Α Δ Ι Κ ΑΙ ΟΣ ΥΝ ΗΚΑΙΠΟΤΕΔΕΝΦΑ Ι Ν Ε Τ Α Ι Π Ο ΙΑ ΤΟ ΥΒ ΟΥΝΟΥΓΡΑΜΜΗΣΤ Η Ν Α Ν Ο Ι Χ Τ ΗΠ ΑΛ ΑΜ ΗΣΑΣΟΔΡΟΜΟΣΕΙ

311

Ν Α Ι Μ Α Ε Ρ Α ΣΤ ΑΜ ΑΛ ΛΙΑΚΑΙΛΑΛΙΑΝΕ Ρ Ω Ν Θ Α Λ Α Σ ΣΗ ΣΓ ΕΜ ΙΖΕΙΤΟΚΑΝΙΣΤΡ Ο Π Ο Υ Ξ Ε Ν Ο ΣΔ

ΕΝ ΟΓ ΑΝΑΒΟΗΘΗΣΕΙΜΕ Τ Ο Υ Σ Κ Ε Ρ Α ΥΝ ΟΥ ΣΤ ΟΥΜΟΝΟΣΠΑΝΤΟΤ Ε Ο Α Δ Ι Κ Η Μ ΕΝ ΟΣ ΟΠ ΩΣΗΠΗΓΗΚΑΤΩΑΠ Τ Η Ν Π Ε

312

Τ Ρ Α ΤΩ ΝΠ ΑΤ ΕΡΩΝΩΣΠΟΥΚΑΠΟ Τ Ε Σ Τ Η Ν Ω Ρ ΑΠ ΑΝ ΩΝ ΑΧΥΘΕΙΣΜΕΔΥΝΑ Μ Η Κ Α Θ Α Ρ Ι ΟΦ ΩΣ

12 Λίγο για μια στιγμή να παίξεις πάνω στην κιθάρα σου Τα ονόματα της Παναγίας και θα δεις Ε ε Χρυσομαλλούσα Ε ε Χρυσοσκαλίτισσα Να ξεπετιέται πάλι το βουνό με τ' άσπρο σπίτι στην πλαγιά Τ' άλογο με τα δύο φτερά Και η άγρια φράουλα της θάλασσας

Λάμπουσα και Κανάλα μου και Παραπορτιανή μου

Θα δεις την πράσινη ψαρόβαρκα σκαμπανεβάζοντας να χάνεται μέσα στ' αραποσίτια Τον Μήτσο με τις τρίχες και με τ' αλυσιδάκι στο λαιμό Ε Παναγιά Τα Μάγκανα Ε Παναγιά Τόσο Νερό Να βλαστημάει και ν' ανεβάζει ανίδεος μες στα δίχτυα του Τέσσερα-πέντε αρχαία ελληνικά Το τέλλεσθε και το νηυσί, το μέλεα και το κρίναι σα Καρυστιανή κι Ακλειδιανή

313

Δαφνιώτισσα κι Αργιώτισσα Που μια στιγμή τα παίζεις πάνω στην κιθάρα σου Κι απ' τ' αναμμένο πέλαγο αντικρύ σου ακούς Έι Κρουσταλλένια έι Δροσιανή Έι Παναγιά του Νίκους

Σήματα στον αέρα: ζήτα - ήτα - ωμέγα (Ψηλά την ώρα που σε μέγα βάθος Αφρίζοντας περνά μία Σίκινος) Αέναα να μεταδίδουν ότι Λανθασμένα ηχεί μέσα στο σώμα ο πόνος Και τον κίνδυνο - αρκεί να 'σαι οιακοστρόφος Δεινός ή να 'σαι Ικτίνος

Να σχίζεται στα δύο τ' ουρανού το καταπέτασμα

κι ευθύς τον καθηλώνεις.

Κι ένας παμπάλαιος έφηβος απαράλλαχτος εσύ Να κατεβαίνει - κοίτα:

14 Στην Εμορφιάν την Παναϊάν το δίπολον αστέρι Οπού κρατεί περίστερον και λάμπει της το χέρι!

Στα κύματα μ' ένα καμάκι ορθός και στους αφρούς να πλέει Σπηλιώτισσα και Μερσινιά και Θαλασσίτρα μου έι! ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ 13 [Αιγαιοδρόμιον] Φυλαγμένα μέσα μου για πάντα Στη διάθεση του καθενός: ο βόρειος βράχος Ορμώντας αλλ' ακίνητος Η μοναξιά των ιερών κυμάτων

Όταν άνοιξα τον Οδηγό μου, κατάλαβα. Μήτε σχεδιαγράμματα μήτε τίποτα. Μόνο λέξεις. Αλλά λέξεις που οδηγούσαν μ' ακρίβεια σ' αυτο που γύρευα. Έτσι, σιγά σιγά, φυλλομετρώντας, είδα να σχηματίζεται ο χώρος όπως το δάκρυ από τη συγκίνηση. Κι εγώ μέσα του. αγάπη αγκίστρι

Και ο χθόνιος ύπνος τέσσερις φορές Πιο δυνατός μ' έναν δικό του Δία που κεραυνοβολεί Πάνω σε μιαν αθέατη άσπρη παραλία.

αγιάζι άγκυρα Αγία Μαρίνα αγριοκάτσικο

314

Αγία Παρασκευή αγριοπερίστερο αγιασμός αγωγιάτης Άγιοι Ανάργυροι αερικό Άγιος Μάμας αθερίνα αγιόκλημα ακρίδα ακρωτήρι βασιλικός αλάτι βλίτα αλαφροΐσκιωτος βοριάς αλαφρόπετρα βότσαλο Αλεξάνδρα βραγιές αλογάκι της Παναγίας βράχος αλώνι βρούβες

αμίλητο νερό βρύση αμμουδιά βυθός αμπάρα βύσσινο αμπάρι

αμπέλι γαϊδουράκι αμυγδαλωτό γαρίδα ανεμόμυλος γαρμπής ανεμώνα γεράνι ανθόνερο γέροντας Άννα γεφυράκι αντηλιά γιαγιά αργαλειός

315

γιαλόπετρα

αχινός

αρμπαρόριζα γιασεμί δαμάσκηνο αρμυρήθρα γίδα αρραβωνιαστικιά γκορτσιά ασήμωμα γκρίφια αστακός γλάρος αστερίας γλάστρα αστροφεγγιά γλυκάνισο Αύγουστος γλυσίνα αυλή γραίγος αφάνα γρύλος αφρός γυάκινθος

βάγια δαφνόφυλλο βαρέλι δελφίνι βάρκα δεντρολίβανο δίκταμο κακκαβιά διοσμαρίνι καλαφάτισμα δίχτυα καλντερίμι δόλωμα καλογριά δροσιά καμάκι δυόσμος καμάρα δώμα καμίνια

316

κάστρο καμπάνα

ηχώ κατάρτι

εικόνισμα καμπανούλα κατούνα εκκλησάκι καναρίνι Ελένη κανάτι ελιά καντήλι ερημονήσι καπετάνιος ευκάλυπτος καπίστρι

θάλασσα κατράμι θαλασσοπούλι καφενές θαλασσοσπηλιά κελάιδισμα θρούμπα κερί θυμιατό κέφαλος

κάρδαμο κιλίμι ζέφυρος καρδερίνα ζαργάνα καρένα

καρπούζι

Ιούνιος κίτρο Ιούλιος κισσός ισθμός κλήδονας

ήλιος

317

κληματαριά κάβος κληματόφυλλα καβούρι κλουβί καθετή κοιμητήρι καΐκι κοκκινόχωμα κοκωβιός μάγια κολοκύθια μαγκανοπήγαδο κόντρα φλόκο μαΐστρος κοπανιστή μάνταλο

κουβέρτα μαργαρίτα κουπαστή μαρίδα κουπιά Μαρίνα κοχύλι μάρμαρο κρίνο του γιαλού μαστίχα κυδώνια μέλισσα κυκλάμινο μελιτζάνα κύμα μελτέμι κυπαρίσσι μέντα

κοπέλα μανταρίνι μερμήγκι κοτέτσι μαντίλα κουβάς Μαντώ

λαγήνι μεσημέρι λαγός

318

μεσοφόρι λαγουδέρα μίνιο λατίνια μνήμα λεβάντα μόδι λεβάντες μοιρολόι λεμονιά μόλος λεύκα μοναστήρι λιβάνι μορτάκι λιμάνι μοσκιές λιοτριβειό μοσχάτο λιοτρόπι μουγγός λιτρίδια μουράγιο

λουίζα μούστος λουλάκι μούτσος λυγαριά μπαρμπούνι λυθρίνι μπάτης λύχνος μπαχτσές μπενζινοκάικο Παναγία μπουγάζι πανέρι μπουγάδα παπαρούνα μπουγαρίνι παπάς μπουκαμβίλια παραγάδι μπουνάτσα πεζούλι μπουρού πέλαγος

319

πετροκάραβο μπρατσέρα πεντόβολο πεύκο μύδια πεπόνι μυρτιά πέραμα Μυρτώ περγαμόντο

περιστεριώνας νεράιδα πέρκα νεροκολοκύθα πέταλο νεράντζι πεταλίδα νέφτι πεταλούδα

ξάγναντο πηγάδι ξενιτιά πηγή ξέρα πιθάρι ξερολιθιά πικροδάφνη ξιφιός πικροθαλασσιά ξόδι πίνα ξυλοδεσιά πλάτανος ξωμάχος πλώρη

ντάπια πετονιά πόντζα λαμπάντα ντομάτα πεταχτάρι

όρτσα πορτοκάλι

νύφη

320

ορτύκι Πούλια όστρακο πουνέντες όστρια πούντα ούζο πρίμα οχιά προβιά πρόσφορο σπιλιάδα πυγολαμπίδα σπουργίτης πυροφάνι σταλαχτίτης

στασίδι ραδίκια σταυρός ρεματιά σταφύλι ρετσίνι στέρνα

ρίγανη στύφνος ροδάνι συκιά ροδιά συναγρίδα ροδίτης συρτή ρολογιά σύρτης ροφός σχοινάκι σάβανο τάβλα σαμάρι τάμα σαμιαμίθι Ταξιάρχης σαμντάνι τέντα σαύρα τζάκι Σεπτέμβριος

321

τζίτζικας σερβανί τζίτζιφο σημαία τοιχιό σία τραμουντάνα σιρόκος τράτα σίφουνας τρελός σκαλάκια τριζόνια σκαρμός τρικάταρτο σκίνα τρικυμία σκορπιός τρούλος σκούνα τρυγόνι σκρίνιο τσάμια

σουπιοκόκαλο τσούχτρα σουσάμι

σπάρος ύπνος σπάρτα Ύψιστος φανάρι φτέρη φάντασμα φύκια φαντό φυλαχτό φάρος φυλλόδεντρο φασκόμηλο φώκια φεγγάρι Φωτεινή φελλός

φέτα χαβούζα

322

φίκος Χαιρετισμοί φιλί χαλάσματα φιλιατρό χαλίκι φιστίκι χαμομήλι φλισκούνι χαρά της αυγής φλοίσβος χελιδόνι φλόκος χόβολη

φουρτούνα ψάθα φραγκοστάφυλο ψαλτήρι φραγκοσυκιά ψαράς φράπα Ψυχοσάββατο φράχτης

Φρόσω Ωρίων φρουτάλια ώχρα

φλουριά χορτάρι φούλι χρυσόμυγα φούμο χταπόδι φούντα χτένια φούρνος

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς γ'] Σκηνή πρώτη: Ο πρώτος χριστιανός βασιλεύς Κωνσταντίνος δίνει διαταγή να συλλάβουν και θανατώσουν τον ίδιο του το γιο Κρίσπο. Σκηνή δεύτερη: Άνθρωποι του Ηράκλειου έχουν οδηγήσει στα βασανιστήρια τον ανεψιό του Θεόδωρο και το νόθο γιο του Αδαλάριχο.

323

Τους κόβουν τη μύτη, τα χέρια και το δεξί πόδι. Σκηνή τρίτη: Αφού έχει τυφλώσει τον ανήλικο γιο της Κωνσταντίνο, η Ειρήνη η Αθηναία αναγορεύει Μέγα Λογοθέτη τον ευνούχο Σταυράκιο. Σκηνή τέταρτη: Τον ερωμένο της Ιωάννη Τσιμισκή οδηγεί κρυφά η Θεοφανώ στα συζυγικά δώματα του Παλατιού για να δολοφονήσει τον Νικηφόρο Φωκά.

ται από το νόημα ενός ουράνιου σώματος που το φως του είναι ο αφομοιωμένος μας μόχθος, έτσι καθώς δεν παύει να επαναστρέφεται κάθε μέρα όλος θάμβος για να μας ανταμείψει. Θέλουμε δε θέλουμε, αποτελούμε το υλικό μαζί και το όργανο μιας αέναης ανταλλαγής ανάμεσα σ' αυτό που μας συντηρεί και σ' αυτό που του δίνουμε για να μας συντηρεί: το μαύρο που δίνουμε, για να μας αποδοθεί λευκό· το θνησιμαίο, αείζωο. Και χρωστάμε στη διάρκεια μιας λάμψης την πιθανή ευτυχία μας.

Σκηνή πέμπτη: Μέσα στην εκκλησία, την ώρα που γίνεται μνημόσυνο για τον αυτοκράτορα Θεόδωρο Λάσκαρι, ο Μιχαήλ Παλαιολόγος δολοφονεί τον ανήλικο Ιωάννη Δ' και παίρνει τη θέση του. Σκηνή έκτη: Στον εωθινό των Χριστουγέννων, ο Μιχαήλ Τραυλός, βοηθημένος από άλλους έξι συνωμότες, σκοτώνει τον ευεργέτη του αυτοκράτορα Λέοντα τον Ε'. , Σκηνή εβδόμη: Ο Ανδρόνικος Κομνηνός στραγγαλίζει τον ανεψιό του Αλέξιο και παντρεύεται τη χήρα του, που είναι δεκατριών ετών.

XVI Έχει και η ψυχή τον δικό της κονιορτό που, εάν σηκωθεί μέσα μας αέρας, αλίμονο. Οι ορμές χτυπάνε στα παράθυρα, τα τζάμια θρυμματίζονται. Λίγοι ξέρουν ότι ο υπερθετικός στα αισθήματα σχηματίζεται με το φως, όχι με τη δύναμη. Κι ότι χρειάζεται χάδι εκεί που βάζουν μαχαίρι. Ότι ένας κοιτώνας με τη μυστική συνεννόηση των σωμάτων μας παρακολουθεί παντού και μας παραπέμπει στην αγιότητα χωρίς συγκατάβαση. Α! όταν η στιγμή φτάσει να καθίσουμε κι εμείς πάνω στο πεζούλι κά-

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [ XV-ΧΧΙ] XV Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα καλαμιές. Ξόδεψα πολύν άνεμο για να μεγαλώσω. Μόνον έτσι όμως έμαθα να ξεχωρίζω τους πιο ανεπαίσθητους συριγμούς, ν' ακριβολογώ μες στα μυστήρια. Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά. Με καθαρούς τόνους, θέλω να πω, που -αλίμονο- τους αντιλαμβάνονται ολοένα λιγότερο αυτοί που ολοένα περισσότερο απομακρύνον-

ποιας Αγίας Πρέκλας εν μέσω αγριοσυκών, μορεών με ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν, τότε η μικρή Κουμπώ μ' ένα κερί στο χέρι θα σηκωθεί στις μύτες των ποδιών να φτάσει εκεί ψηλά, μέσα στον αναστεναγμό μας, όλα τα εύφλεκτα: πάθη, πείσματα, φωνές οργής, μυριάδες έντομα χρωματιστούλια, που να λαμπαδιάσει ο τόπος! XVII Και να, καταμεσής της αθλιότητας, από τις ανασκαφές της Σαντορίνης, από την απελπισία πιο πέρα - επιτέλους: μια Κόρη Θηρασία φτάνει τεντώνοντας το χέρι της σαν να λέει «Χαίρε Κεχαριτωμένε».

324

βλακεία, στην ανθεκτικότητά της πανίσχυρη. Δεν είμαι ζωγράφος, Κόρη Θηρασία. Μα θα σε πω με ασβέστη και με θάλασσα. Θα σε προεχτείνω μ' αυτά που γράφω σ' αυτά που πράττω. Θα σου προσφέρω μια ζωή (τη ζωή που δεν αξιώθηκα) χωρίς αστυνόμους, χωρίς φακέλους, χωρίς κελιά. Μόνο μ' ένα λευκό πουλί πάνω από το κεφάλι σου. Θα φυτέψω αμπέλια-λέξεις. Θα κτίσω Ανάκτορα μ' αυτά που μου δίνεις ν' αγαπώ. Από την Ηγησώ θα φτάσω στην αγία Αικατερίνη. Γη και ειρήνη θα φέρω. XVIII Από μικρό παιδί μου γεμίσανε το κεφάλι με την εικόνα ενός θανάτου κουκουλωμένου στα μαύρα, που κρατά τη ζωή σαν φάκα και μας την προτείνει ανοιχτή, με το δόλωμα της ηδονής στη μέση. Αφήστε με να γελάσω. Κάτι άλλο έλεγε κείνος που μασούσε τη δάφνη. Και δεν είναι τυχαίο που γυρίζουμε όλοι μας γύρω απ' τον ήλιο. Το σώμα ξέρει. XIX Ωραίε μου Αρχάγγελε γεια σου, με τις ηδονές καθώς φρούτα στο

XXI Εκφράζομαι όπως ένα περγαμόντο στον πρωινόν αέρα. Η διήθηση που δεν την αντιλαμβάνεται άλλος κανείς, αυτή έχει σημασία. Μέσ' από τους κοινωνικούς αγώνες, τη λαχτάρα για δίκιο και για ελευθερία, το αναπαλλοτρίωτο του ατόμου: μια ευωδία! Ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ τόσο μεγάλος ή τόσο μικρός όσο οι έννοιες που συλλαμβάνει, από τον Άγγελο αρχινώντας ίσαμε τον Δαίμονα. Είναι όσο το μέρος που απομένει όταν οι δύο αυτές αντίπαλες δυνάμεις αυτοεξουδετερωθούνε. Αν μου αρέσει ν' ανάγομαι στην ευγένεια του δέντρου ή να μετατρέπω σε αίνιγμα τις λύσεις, είναι γι' αυτό. Για να υποκαθίσταμαι στο παιδί που ήμουνα και να διαθέτω πάλι, εντελώς δωρεάν, την απέραντη εκείνη ορατότητα, την ισχυρότερη, τη διαρκέστερη από κάθε άλλης λογής Επανάσταση. Κοίταζα το κομμάτι που χωρούσε στο μεγάλο τετράγωνο παράθυρο: λίγες καμένες στεριές και μια λουρίδα κύμα βαθυκύανο. Στον ύπνο μου, αργότερα, η ώρα τρεις το απόγεμα, έβλεπα τον Ερμή να κατεβαίνει από ψηλά, το 'να πόδι λυγισμένο, κρατώντας στην αγκαλιά του ένα κοριτσάκι με το κεφάλι ανάποδα και τα μαλλιά του χυμένα στον αέρα.

πανέρι! XX Ένα βουνάκι αγριολούλουδα, το ίδιο αναλλοίωτα κι αμάραντα όσο μέσα στη σκέψη μας, τρέμει κάθε φορά που καταφέρνουμε να γίνουμε αέρας. Και να σκεφτεί κανένας ότι, με την προϋπόθεση να το θελήσουμε όλοι, μπορούμε. Όπως μπορούμε να επεκταθούμε σε όλα τ' απέραντα τετραγωνικά της ηθικής που απλώνονται πέραν από το ένα και αποτρόπαιο, φευ, όπου μας έχει καθηλώσει μια πανάρχαιη

ΚΑΙ ΜΕ ΦΩΣ ΚΑΙ ΜΕ ΘΑΝΑΤΟΝ [15-21] 15 Αυτό το πέτρινο κεφάλι και οι σπασμένες γλάστρες Βασιλεύοντας ο ήλιος την ώρα που ποτίζουνε Στην Αίγινα ή στη Μυτιλήνη - το χαρμάνι αυτό Από γιασεμί λουίζα και αρμπαρόριζα

325

Που κρατάει τον ουρανό σε απόσταση Εάν είσαι αλήθεια εκείνος που την ίδια Στιγμή περνά ψηλά πάνω απ' τις στέγες Απαράλλαχτο καΐκι μ' ανοιχτά πανιά Τα γεμάτα χώμα κοριτσιών τραγούδια Όπου τα δάκρυα λάμπουν σαν την Άρκτο Και το περισσευούμενο χορτάρι τ' ουρανού που πάτησες Κάποτε μια φορά και μια για πάντα υπάρχει Προσαρτημένο στη δική σου ελληνική επικράτεια Εάν είσαι αυτός που αλήθεια ζει και ζει εναντίον Των περιττών πραγμάτων και ημερών Ο αριστερός Ιησούς ω τότε θα με καταλάβεις. 16

17 Ως εν ουρανίω έαρι ραντισμούς Μύριους ακτίνων εκλικμίζουσα Φαιοπράσινος επεφάνης Κι εις ευόλισθον κλιτύν αστέρων Με ληκύθιον ύπνου προβαίνουσα Τους αργολογούντας χαμαί Πατήσασα ήτμισας. Επέπλωνον τα όρη φρουραί Κρυσταλλοειδών λιβανωτίδων Κι εναμίλλως έθαλλον Της νυκτός μήκωνες έως ου

Πού να τα πω νύχτα μες στον αέρα Στα δέσπολα των άστρων στη μαυρίλα που μυρίζει Θάλασσα πού να τα πω τα ελληνικά της πίκρας Με δέντρα κεφαλαία πού να τα γράψω Οι σοφοί να ξέρουν ν' αποκρυπτογραφήσουν Ανάμεσ' από δεύτερο και τρίτο κύμα Έναν τέτοιον διακαμό βαρύ από πέτρες που δε βούλιαξαν

Των χειλέων σου σκιρτητικοί λόγοι

Άγιε Σώζοντα, συ που εφοράς φουρτούνες Ανέβασέ μου της θάλασσας το μάτι Να κάνω μίλια μέσα του στην πράσινη διαφάνεια Να φτάσω εκεί που σκάβουν τ' ουρανού οι μαστόροι Και να 'βρω πάλι τη στιγμή πριν γεννηθώ Τότες που ευώδιαζαν οι βιόλες άμα δε νογούσα Πως δε νογάει την αστραπή του ο κεραυνός Μόνο σε τεταρτοχτυπά -λάμψη όλος!

Σεσυλημένα πάλαι ποτέ

Μυριοπτέρυγοι όλως Των πελαγιζομένων τα όνειρα

Νυν επανέστρεφον αληθώς. Ως αιπόλου μονύδριον ήναψας Την ψυχήν ημών εν τω βαράθρω Κόρη.

326

18 Και αφού σ' εξοντώσουν θα 'ναι ακόμη ωραίος Ο κόσμος εξαιτίας σου η καρδιά σου - καρδιά Πραγματική στη θέση εκείνης που μας πήρανε Ακόμη θα χτυπά και μία ευγνωμοσύνη Από τα δέντρα που άγγιξες θα μας σκεπάζει

Εξουθενωτικά χτυπώντας μες στη μαύρη πέτρα Των Ψαρών ένα φως λατρεία γιομάτο Φέρνω στη φούχτα μου για σας μέλλουσες μαργαρίτες Γραικές που εβάλατε κουφέτο του Άδη Θαρρετά λέω το λιγοστό χρυσάφι Επάνω στους πυλώνες όπως γνωρίζουν τα πουλιά Ν' αφήνουν μιαν ιδέα χαράς κι ύστερα να πεθαίνουν Γεια σας κι η βρύση μου ανοιχτή στάλα τη στάλα Ξανά γεμίζει τον γαλάζιο χρόνο

Ω λυτή αστραπή και πως σε ξαναδένουν Που είναι αθώος και μετρημό δεν έχει. Που πια δεν έχω αέρα δεν έχω ζώου συντροφιά Ή ξυλοκόπου καν ένα χαμένο αστροπελέκι Ακούω νερά να τρέχουν

20 Έλεγες να φύγω εχθές

η πιο σπαραχτική

ίσως να 'ναι από Θεού Θάλασσα (Κι εγώ να βλασφημώ) ή να 'ναι από το στόμα Κάποιου μοναχικού που σίμωσε της κορυφής τα Μυστικά Κλειδιά Και τ' άνοιξε γι ' αυτό απευθύνομαι σε Σένα Βράδυ Μεγάλης Τρίτης με αντίκρυ μου το πέλαγος Το ανεπανάληπτο - για να του πεις αντίο κι ευχαριστώ. 19 Τριποδίσματα ωραίων αλόγων θα με βοηθήσουν Να πω την προσευχή μου πριν να κοιμηθώ Στην ψάθα -όπως γεννήθηκα- με λίγες πιτσιλάδες Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά Που ξέρει όλον τον Όμηρο γι 'αυτό και αντέχει ακόμη

πήραμε το μανουάλι

Με τις μπλε Μυρτίλλες

Ή κι αν έρθεις

δεκατρείς είμαι όροφος με κάτω

Διαβαστά στο σώμα σου λόγια του Ομήρου Κυματοστραμμένοι αντικατοπτρισμοί Αερένιε Ποσειδώνα όλο γαρίφαλα Σημάτων επειδή δροσινός ήμουν ώσπου. 21 Και το πιο σπουδαίο απ' όλα: θα πεθάνεις. Ο Κεράτιος ο άλλος θα σου ανοίξει

327

Στόμα να περάσεις με το πρόσωπο άσπρο Ενώ και η μουσική θα συνεχίζεται και στα δέντρα επάνω Που ποτέ δε γύρισες να δεις η πάχνη θ' απολύει Ένα ένα τα έργα σου. Ε τι

Προπαντός η ακρίβεια, έλεγα. Κι όλο πρόσεχα να 'ναι στενό το διάφραγμα. Όταν προχώρησα στην εμφάνιση το είδα καθαρά: είχα κερδίσει τύπους από στιγμές ή, αλλιώς, «στιγμιότυπα» που, άπαξ κι υπήρξανε μια φορά, τίποτε, ποτέ πια, δε θα μπορούσε να τα κατελύσει.

σκέψου Από τώρα εάν η αλήθεια βγάνει Σταγόνες εάν ο Γαλαξίας πλατύνεται Πραγματικά τότε βρεμένος φεγγοβόλος με το χέρι επάνω Σε δάφνη ευγενή περισσότερο Έλλην φεύγεις

α΄ ΚΕΡΚΥΡΑ Ανοιξιάτικη νύχτα σε μακρινό εξοχικό νεκροταφείο. Το φωτεινό εκείνο σύννεφο από πυγολαμπίδες που αλλάζει ανάλαφρα θέση από τάφο σε τάφο.

Κι από μένα που σου φύσηξα μες στο μπουγάζι άνεμο πρίμο ΜΥΤΙΛΗΝΗ Σου ετοίμασα μες στις αποσκευές ασβέστη και υδροχρώματα Το εικόνισμα μικρό με τους χρυσούς Ιούλιο και Αύγουστο Ξέροντας εσύ πότε χαμένος όντας

Στα Μυστεγνά, πρωί, ανεβαίνοντας τους ελαιώνες για το εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας. Το βάρος που νιώθεις να σου έχει αφαιρεθεί σαν αμαρτία ή τύψη και χωνεύεται από το χοντρό χώμα, λες και το τραβά η μεγαθυμία των προγόνων.

Οδοιπόρος εγώ θα με φιλοξενήσεις ΣΚΙΑΘΟΣ Απιθώνοντας πάνω στο τραπεζομάντιλο Το ψωμί τις ελιές και τη συνείδηση

Την ώρα που η μικρή βάρκα μπαίνει στη θαλασσοσπηλιά κι από το εκθαμβωτικό φως άξαφνα βρίσκεσαι κλεισμένος μέσα σε μια παγωμένη γαλαζοπράσινη μέντα.

Μέρα πρώτη για μας στην πατρίδα τη δεύτερη του επάνω κόσμου. ΑΝΔΡΟΣ ΟΤΤΩ ΤΙΣ ΕΡΑΤΑΙ

Στραπουργιές. Φεγγαρόφωτο πάνω στους ανθισμένους γκρεμούς κι ως πέρα στο μυριστικό πέλαγος, ατελεύτητα.

[Τα Στιγμιότυπα]

328

ΜΥΚΟΝΟΣ

πάνου το πεύκο, γέρικο, σπασμένο, αδειάζοντας ευωδιές σαν να ξεπληρώνει παλιό χρέος.

Ταρατσάκι. ανάμεσ' από γλάστρες με γεράνια ένας ρόδινος τρούλος, λευκά τόξα, κατάρτια υφαίνοντας τον ουρανό, η Δήλος. ΥΔΡΑ ΠΑΡΟΣ Κτήμα «Έλητας». Δειλινό. Πάπιες και χήνες. Κάποιος, πάνω στ' αλώνι, αποκοιμισμένος, με μια πελώρια ψάθα στο κεφάλι και τα πόδια μισάνοιχτα.

ΚΥΘΝΟΣ

Μεγάλη Παρασκευή. Παπάδες κι αγόρια με ξαφτέρυγα, στις βάρκες. Το πλήθος μ' αναμμένα κεριά. Ω γλυκύ μου έαρ...

ΠΑΤΜΟΣ Ανοιχτόχρωμα τα τρεμάμενα κύματα και σκούρος, βαρύς, αντίκρυ, ο κωνικός βράχος. Ακούγεται το ντουκ ντουκ ενός μπενζινοκάικου που περνάει χωρίς να φαίνεται.

Η ράχη της νησίδας «Πιπέρι» ασύμμετρα τριγωνική, όπως φαίνεται το δειλινό από την Κανάλα. ΡΟΔΟΣ ΣΕΡΙΦΟΣ Παραπλέοντας το νησί μες στο καταμεσήμερο. Καίνε τα γυμνά σου μπράτσα πάνω στην κουπαστή. Κι ολοένα, μία μέσ' απ' την άλλη, ξετυλίγονται οι μικρές αγκαλιές εωσότου τέλος απλώνεται η μεγάλη με το λευκό στέμμα στην κεφαλή.

ΑΙΓΙΝΑ

Στην παλιά ελληνική συνοικία. Ό,τι παίρνει το μάτι σου από τις μισάνοιχτες πόρτες: ξυπόλυτα μωρά και πελώρια μπανανόφυλλα. Στο βάθος, απλωμένες μπουγάδες και μία γάτα.

ΚΥΠΡΟΣ Στο «Σουλτάν Τεκέ» λίγο πιο έξω από τη Λάρνακα. Οι σκιές από τα φύλλα που μετατοπίζονται με τον άνεμο ρυθμικά και μοιάζουν με κρησάρα που δουλεύει ασταμάτητα όπως ακριβώς η συνείδηση.

Η ώρα έντεκα, να φυσά στον ανήφορο της Παλιοχώρας. Ερημία.

ΣΠΕΤΣΕΣ

AIX-EN-PROVENCE

Άγιοι Ανάργυροι. Στα ρηχά ο διάφανος βυθός όλο τρυπίτσες κι από

Άξαφνη άνοιξη. Μέσ' από κάγκελα με γλυσίνες κεφάλι κοριτσιού

329

που κοιτάζει με απορία. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΣ

ST-JEAN-CAP-FERRAT Το παραλιακό μονοπάτι που οδηγεί στην Beaulieu. Αριστερά, κήπος απέραντος μ' απανωτά επίπεδα κι έναν υψηλόσωμο σκύλο που κοιτάζει με υπεροψία. Δεξιά, η θάλασσα, σχεδόν άσπρη. Μυρίζει φρεσκοκομμένο τριφύλλι.

Από το κατάστρωμα του «Φελίξ Ντζερτζίνσκι»: στην προβλήτα ένα πλήθος με αγριωπά πρόσωπα. Μακριά στο βάθος, ανάμεσ' από τις αιχμές των μιναρέδων, η Αγία Σοφία.

ΚΑIΡΟΝ Μέσα στη σκόνη και στο πλήθος μιας λαϊκής συνοικίας. Κηδεία με παπάδες Κόπτες που προχωρούνε ψιθυρίζοντας ακατανόητα λόγια μες στο καταμεσήμερο.

PARERMO β' Εσωτερικό εκκλησίας όπως μου εμφανίσθηκε στον ύπνο μου. Τοιχογραφίες κοκκινωπές και πλακάκια μαύρα και άσπρα στο δάπεδο. Ζέστη.

ΑΙΓΙΝΑ Χαρμάνι από αρμπαρόριζα και γιασεμί, τα μεσάνυχτα.

AMPURIAS

ΣΠΕΤΣΕΣ

Απόγεμα φθινοπωρινό ανάμεσα στα ερείπια. Βλέπεις τη θάλασσα μουντή κάτω από το ψιλόβροχο και συλλογίζεσαι μια χαμένη ελληνική αυτοκρατορία. Για χάρη της γλώσσας, όχι για τίποτε άλλο.

Η πλώρη χτυπώντας, με το σκαμπανέβασμα, πάνω στα κύματα. Κάθε φορά, κι η αφρόσκονη καταπρόσωπο.

ΖΑΚΥΝΘΟΣ CORDOBA Μικροσκοπικό patio σε φτωχογειτονιά. Σιντριβανάκι, καμάρες, ανοίγματα στο βάθος με παραβάν από χάντρες. Δυο αγόρια κουρεμένα που παρατάνε το παιχνίδι τους και παρατηρούνε όλο περιέργεια τον ξένο.

Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγοριά.

ΜΥΤΙΛΗΝΗ

330

Μια κουταλιά γλυκό βύσσινο μετά τον απογεματινόν ύπνο.

Η ΣΠΕΡΑΝΤΖΑ

ΧΙΟΣ

Καθώς το φεγγάρι προχωρεί και την κυριεύει από τα πόδια. Πλέει ανάσκελα μέσα στο φως, κι από τα γυμνά στήθη, που ανεβοκατεβαίνουν, φτάνει μια μυρωδιά περιβολιού και θάλασσας.

Πυργί. Από τη λάβρα έξω, μέσα στην υγρή δροσιά της εκκλησιάς. Σ' όλο το σώμα η αίσθηση του ασβέστη, με τις μισοσβησμένες τοιχογραφίες.

Η ΔΗΜΗΤΡΑ Ψηλά στην καμινάδα της ταράτσας. Ο άνεμος της παίρνει μαλλί, φουστάνι. Λάμπει απ' το ίδιο της το δέρμα και στρέφεται δεξιά κι αριστερά σαν πουλί ανεξήγητα ευτυχισμένο.

ΣΙΦΝΟΣ Δώμα με κυματωσιές. Αρμοσμένο το γυμνό σώμα, σαν από τότε, θα 'λεγες, που γεννήθηκες μες στη λειψανοθήκη του ήλιου.

Η ΜΠΙΛΙΩ ΚΑΛΥΜΝΟΣ Μια συναγρίδα ψητή με πολύ εκλεκτό λάδι και λεμόνι.

Που αφήνει να πέσει το νυχτικό της, το ξανασηκώνει, τέλος το πετά και κάθεται αντικρύ στην μπαλκονόπορτα με λυμένο πίσω της τον στηθόδεσμο.

γ' Η ΙΝΩ Η ΑΝΝΟΥΛΑ Την ώρα που πλένεται, μετά που τέλειωσε την μπουγάδα, στη μεγάλη πέτρινη γούρνα του πλυσταριού. Λευκό φωτεινό σώμα.

Προτού κοιμηθεί το βράδυ. Ποτίζει τις γλάστρες και, στο δυνατό φως της βεράντας, το σώμα της διαγράφεται μέσα από τ' αραχνοΰφαντο νυχτικό. Την μπερδεύεις με τα λουλούδια.

Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ

Η ΠΟΠΗ, Η ΑΓΓΕΛΑ, Η ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ

Που διαβάζει για τις «Εισαγωγικές» ενώ χαϊδεύει αφηρημένα τ'αριστερό της στήθος και, σε κάποια στιγμή, με το μολύβι που κρατάει, κεντά ρυθμικά τη ρώγα του.

Που κοιμούνται βαθιά: η μία με τους γλουτούς κατά δω· η άλλη ανάσκελα με το 'να χέρι στο γυμνό στήθος· η τρίτη με το δεξί πόδι λυγισμένο και τα μπράτσα ψηλά γύρω από το κεφάλι. Ενώ από την μπούκα της πόρτας φτάνει αεράκι από ζουλιγμένο μενεξέ και λεμο-

331

νόδεντρο.

διαφύγει.

Ο ΜΙΚΡΟΣ ΝΑΥΤΙΛΟΣ [Π ρ ο β ο λ έ α ς δ'] Σκηνή πρώτη: Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος δίνει τη διαταγή να συλλάβουν και να εκτελέσουν τους απεσταλμένους του Αρείου Πάγου, Νούτσο και Πανουργιά. Σκηνή δεύτερη: Μια ειδική επιτροπή που επέχει θέση Στρατοδικείου καταδικάζει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ως «επίβουλον και προδότην της πατρίδος». Σκηνή τρίτη: Με καταδίκη σε θάνατο ρίχνεται στις φυλακές ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Σκηνή τέταρτη: Κυριακή πρωί, στο Ναύπλιο, έξω απ' την εκκλησία, ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας πέφτει κάτω απ' τις σφαίρες των Μαυρομιχαλαίων. Σκηνή πέμπτη: Βγαίνοντας από το σταθμό της Λυόν, στο Παρίσι, μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος δέχεται τις σφαίρες δύο Ελλήνων αξιωματικών. Σκηνή έκτη: Κάτω από τη Γερμανική Κατοχή, ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός εξοντώνει τον Συνταγματάρχη Ψαρρό, που αγωνίζεται για τον ίδιο ακριβώς σκοπό επικεφαλής ανεξάρτητης ανταρτικής ομάδας. Σκηνή εβδόμη: Στην Κύπρο, άνθρωποι σταλμένοι από τη δικτατορική κυβέρνηση των Αθηνών, στήνουν -με σκοπό να τον δολοφονήσουν- ενέδρα στον Εθνάρχη Μακάριο, που μόλις καταφέρνει να

ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [XXII-ΧΧVΙΙ] XXII Είναι φορές που βγαίνω στον αέρα λες και διαβάζω την Iλιάδα. Παίρνω το μονοπάτι που τραβάει ψηλά πάνω απ' τα σπίτια, και καθώς -όσο ανεβαίνω- αλλάζουν σχήμα οι αγκαλιές και οι κάβοι, μέσα μου αλλάζουνε θέση και μορφή τα αισθήματα: η ταυτότητα των ηρώων, η άγρια ικανοποίηση να λες όχι, το ευθύ, το λαμπερό, το ποτέ δυο φορές το ίδιο. Ένας μελαψός έφηβος που του κατεβάσανε το βρακάκι και παραμένει ωραίος πλάι σ' όλων των λογιώ τα μπλε και τα μαύρα. Δυσδιάκριτος μέσα στον χριστιανισμό· ανεύρετος μέσα στον μαρξισμό· μικρός Μέγας Αλέξανδρος πάνω από το Αιγαίο που ενσαρκώνει και που το κύμα του δεν τελειώνει ποτέ. XXIII Σίγουρα θα πρέπει να 'ταν μια σταγόνα καθαρού νερού στην παιδική του ηλικία ο ήλιος. Από κει ο τρόπος που λάμπει στα ματοτσίνορα· και το δροσό που κρατά στους τοίχους με τις αγιογραφίες, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Αφήνω τη διαφάνεια. Που έτσι και το φέρει η τύχη ν' αγαπήσεις μια κοπέλα, βλέπεις μέσα της: όπως στα ποιήματα. Εάν υπάρχει ένας τρόπος να πεθάνεις χωρίς ν' αφανίζεσαι - είναι αυτός: μία διαφάνεια όπου τα ύστατα συστατικά σου -δρόσος, φωτιά- όντας ορατά για όλους, έτσι κι αλλιώς, θα υπάρχεις κι εσύ εσαεί.

332

Και να τη σιμώνεις όπως ένα πλοίο τη Σέριφο ή τη Μήλο. Που τα XXIV Για όποιον η θάλασσα στον ήλιο είναι «τοπίο» - η ζωή μοιάζει εύκολη και ο θάνατος επίσης. Αλλά για τον άλλον είναι κάτοπτρο αθανασίας, είναι «διάρκεια». Μια διάρκεια που μόνον το ίδιο της το εκθαμβωτικό φως δε σ' αφήνει να τη συλλάβεις. Εάν υπήρχε τρόπος να βρίσκεται κανείς, την ίδια στιγμή, μπρος και πίσω απ' τα πράγματα, θα καταλάβαινε πόσο το άνοιγμα του χρόνου, που καταβροχθίζει απλώς γεγονότα, χάνει τη σημασία του· όπως, ακριβώς, μέσα σ' ένα ποίημα. Και τότε -αφού είναι μια ανάπτυξη του ακαριαίου ή, αντίστροφα, μια σύμπτυξη του ατέρμονος το ποίημα- να κερδίσει την ελευθερία του χωρίς να καταφύγει σε κανενός είδους πυρίτιδα. Μόνον ένα πράγμα να μπορούσε να συνειδητοποιήσει: ότι δεν τα κρατάνε όλα οι ζωντανοί. XXV Μια μεταγλώττιση του ήχου που κάνουν παφλάζοντας τα μικρά κύματα, τη στιγμή που η σελήνη απομακρύνεται και το σπίτι σιμώνει στην ακροθαλασσιά, θα μπορούσε πολλά να μας αποκαλύψει. Για τις κορυφές των αισθήσεων πριν απ' όλα. Όπου η ευγένεια υποσκελίζοντας τη δύναμη φτάνει πάντοτε πρώτη: ένα γαλάζιο φιστικί που λάμπει, το βότσαλο αναμμένο, μοναχικά πατήματα του ανέμου στα φύλλα. Ή αλλιώς: μια μετόπη, ένας τρούλος, που κάνουν τη φύση γραμμή, όπως ο φλοίσβος οικουμενική την ελληνική γλώσσα. Μάθε να προφέρεις σωστά την πραγματικότητα. XXVI

βουνά ξετυλίγονται το ένα μέσ' απ' το άλλο εωσότου φανεί ο υπέροχος κώνος με τα λευκά σπίτια· το ένα νησί χωρίζεται σε δύο ή τρία· κι ο κάθετος βράχος δείχνει, από κοντά, να κρατάει την πιο παρθένα λευκή αγκαλιά. Διείσδυση σε μεγάλο βάθος μέσα στις αισθήσεις και συνάμα διαρκής ανατροπή κάθε χρηστικής αντίληψης για τη φύση του υλικού κόσμου. Πουθενά αλλού δεν ένιωσα τη ζωή μου τόσο δικαιωμένη όσο πάνω στη γέφυρα ενός πλοίου. Στη θέση τους τη σωστή, τα πάντα: οι βίδες, οι λαμαρίνες, οι σωλήνες, τα συρματόσχοινα, οι αεραγωγοί, τα όργανα πλεύσεως· και ο ίδιος εγώ που εγγράφω την αέναη μεταβολή παραμένοντας στο ίδιο σημείο. Ένας πλήρης, αυτάρκης και συγκροτημένος κόσμος που μου ανταποκρίνεται και του ανταποκρίνομαι και εισχωρούμε μαζί σαν ένα σώμα στον κίνδυνο και στο θαύμα. Πλοίο διαρκείας η χώρα μου. XXVII Άργησα πολύ να καταλάβω τι σημαίνει ταπεινοσύνη και φταίνε αυτοί που μου μάθανε να την τοποθετώ στον άλλο πόλο της υπερηφάνειας. Πρέπει να εξημερώσεις την ιδέα της ύπαρξης μέσα σου για να την καταλάβεις. Μια μέρα που ένιωθα να μ' έχουν εγκαταλείψει όλα και μια μεγάλη θλίψη να πέφτει αργά στην ψυχή μου, τράβηξα, κει που περπατούσα μες στα χωράφια χωρίς σωτηρία, ένα κλωνάρι άγνωστου θάμνου. Το 'κοψα και το 'φερα στο απάνω χείλι μου. Ευθύς αμέσως κατάλαβα ότι ο άνθρωπος είναι αθώος. Το διάβασα σ' αυτή τη στυφή από αλήθεια ευωδιά τόσο έντονα που πήρα να προχωρώ το δρόμο της μ' ελαφρύ βήμα και καρδιά ιεραποστόλου. Ώσπου, σε μεγάλο βάθος, μου έγινε συνείδηση πια ότι όλες οι θρησκείες λέγανε ψέματα.

Να προφέρεις την πραγματικότητα όπως ο σπουργίτης το χάραμα.

333

Ναι, ο Παράδεισος δεν ήταν μια νοσταλγία. Ούτε, πολύ περισσότερο, μια ανταμοιβή. Ήταν ένα δικαίωμα. XXVIII

ανίσχυρους. Τυλίγομαι το αρχαίο ρούχο και τα πέτρινα πάλι κατεβαίνω σκαλοπάτια καλώντας και ξορκίζοντας Έρμα 'ν' τα μάτια, που καλείς

Χιλιάδες χρόνους περπατάμε. Λέμε τον ουρανό «ουρανό» και τη θάλασσα «θάλασσα». Θ' αλλάξουν όλα μια μέρα κι εμείς μαζί τους θ' αλλάξουμε, αλλά η φύση μας ανεπανόρθωτα θα 'ναι χαραγμένη πάνω στη γεωμετρία που καταφρονέσαμε στον Πλάτωνα. Και μέσ' απ' αυτήν, όταν σκύβουμε όπως σκύβουμε καμιά φορά πάνω στα νερά του νησιού μας, θα βρίσκουμε τους ίδιους καστανούς λόφους, όρμους και κάβους, τους ίδιους ανεμόμυλους και τις ίδιες ερημοκλησιές, τα σπιτάκια που ακουμπάνε το 'να στ' άλλο, και τ' αμπέλια που κοιμούνται σαν μικρά παιδιά, τους τρούλους και τους περιστεριώνες. Δε θέλω να πω αυτά τα ίδια. Θέλω να πω τις ίδιες φυσικές και αυθόρμητες κινήσεις της ψυχής που γεννούν και διατάσσουν προς ορισμένη κατεύθυνση την ύλη· τις ίδιες αναπάλσεις, τις ίδιες ανατάσεις προς το βαθύτερο νόημα ενός ταπεινού Παραδείσου, που είναι ο αληθινός μας εαυτός, το δίκιο μας, η ελευθερία μας, ο δεύτερος και πραγματικός ηθικός μας ήλιος.

Αιώνες τώρα πάνω από τα γαλάζια ηφαίστεια. Μακριά στο σώμα και μακριά στο χώμα που πατώ πήγα να βρω ποιος είμαι. Τις μικρές ευτυχίες και τ' αδόκητα συναπαντήματα θησαύρισα, και να με: ανήμπορος να μάθω τι δίνω, τι μου δίνουν και περισσεύει το άδικο Χρυσέ ζωής αέρα...

ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ (1991)

ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ Έξοδος Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει ΑΛΛ' ΑΚΑΤΑΝΟΗΤΑ ΔΕΝ Εγώ αποβλέπω· σ' έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό ακούει κανένας. Πάει ψηλά Με Κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα 'ναι νύχτα και ολοένα καιούμενο του Παραδείσου το πουλί. Κι όλες οι Παναγίες οι ασημένιες, τίποτε. Αλλού γυρίστηκε η φωνή και αθαυματούργητα έμειναν τα μάτια. Έρμα 'ν' τα μάτια

Αύγουστος Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ' τη γραμμή του

Ένας κι εγώ στους χιλιάδες ανάμεσα φονιάδες πάω τους αθώους κι

334

ορίζοντα Φρύγισσες ή Λυδές με στεφάνι ασημί και με πρασινωπά πτερύγια Οσμές εδώ ή εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς Που από ψηλά κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει

γύρω μου άδοντας θα συναχτούν Τότε που και του καθενός τα βάσανα θα εξαργυρώνονται Χρώματα βότσαλου πικρού: τόσα Με περόνες πόνου όλες σου οι αγάπες: τόσα Του βράχου η τύρφη και του άφραχτου ύπνου σου η φρικαλέα

Αχ ομορφιά κι αν δεν μου παραδόθηκες ολόκληρη ποτέ ραγισματιά: δυο φορές τόσα Κάτι κατάφερα να σου υποκλέψω. Λέω: κείνο το πράσινο κόρης οφθαλμού που πρωτοΕισέρχεται στον έρωτα και τ' άλλο το χρυσό, που όπου κι αν το τοποθετείς ιουλίζει. Τραβάτε τα κουπιά οι στα σκληρά εθισμένοι. Να με πάτε κει που οι άλλοι παν Δε γίνεται. Δεν εγεννήθηκα ν' ανήκω πουθενά Τιμαριώτης τ' ουρανού κει πάλι ζητώ ν' αποκατασταθώ Στα δίκαιά μου. Το λέει κι ο αέρας Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Αχ ομορφιά συ θα με παραδώσεις καθώς ο Ιούδας Θα 'ναι νύχτα και Αύγουστος. Πελώριες άρπες που και που θ' ακούγονται και Με το λίγο της ψυχής μου κυανό η Όξω Πέτρα μέσ' από τη μαυρίλα Θ' αρχίσει ν' αναδύεται. Μικρές θεές, προαιώνια νέες

Ώσπου κάποτε, ο βυθός μ' όλο του το πλαγκτόν κατάφωτο Θ' αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου. Κι άλλα ως τότε ανεκμυστήρευτα Σαν μέσ' από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν Ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη Ενώ μακριά στο βάθος θα γυρίζει ακόμα η γη με μια βάρκα μαύρη κι άδεια χαμένη στα πελάγη της.

ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ Ίδιος ο βράχος κι όλο ευσέβεια Περιπατούν τα κύματα στα σκοτεινά. Οι ασφόδελοι Και οι νάρκισσοι κι εκείνοι αποκυήματα Της φαντασίας των νεκρών παν κατά νέφη και ύπνους

335

Προχωρώ από ένστικτο μην ξέροντας ποια μέρα Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια Κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα· τόσο γρήγορα Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμιδιά μέσα στα λεμονόδεντρα

Μπορεί και απλώς μια θέση μες στα Ερχόμενα Που είναι το ίδιο· ένδυμα καμωμένο από φωτιά ψυχρή Πράσινα του χαλκού και βυσσινιά βαθιά της Παναγίας Στέκω με το δεξί μου χέρι στην καρδιά Πίσω μου δύο ή τρία κηροπήγια Το μικρό τετράγωνο παράθυρο πάνω στην καταιγίδα Τα Πέραν και τα Μέλλοντα.

Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες Πού ν' άγγιξε άγγελος; Τι να 'μεινε; Ποιος τώρα; Μισοσβησμένος φτάνω από της πολιτείας τα μέρη Όπως από της εκκλησιάς την πυρκαγιά το εικόνισμα Κόκκινα της φωτιάς και μαύρα του δαιμόνου Που μες στη δρόσο του πρωινού σιγά σιγά διαλύονται

Ξέφτιος κι όλο χαρακιές, με τη λέξη ακόμη σ' αγαπώ ευδιάκριτη επάνω του

«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ» Άγρια μαύρη θάλασσα χτυπιέται πάνω μου Η ζωή των άλλων. Οτιδήποτε μέσα στη νύχτα ισχυρίζεσαι Ο Θεός το μεταβάλλει. Ελαφρά πάνε τα σπίτια Μερικά φτάνουν κι ως την προκυμαία μ' αναμμένα φώτα Η ψυχή πηγαίνει (λένε) των αποθαμένων Α τι να 'σαι που σε λεν «ψυχή» αλλά που μήτε αέρας Έσωσε ύλη να σου δώσει μήτε χνούδι ποτέ Στο πέρασμα να σου αποσπάσει Τι βάλσαμο ή τι δηλητήριο χύνεις έτσι που

Ο τοίχος! Και της κλίμακας η κουπαστή κι εκείνη Άβαφη κι από τις πολλές απαλές που πέρασαν παλάμες λεία! Φορτωμένος γηρατειά και νεότητες πάλι ανεβαίνω Ξέροντας που το παλιό σανίδωμα θα τρίξει, πότε Θα με κοιτάξει από το κάδρο της η θεία Μελισσινή Και αν αύριο θα βρέξει

Σε καιρούς παλιούς η ευγενική Διοτίμα Νοερά τραγουδώντας έφτασε να μεταβάλει Το νου του ανθρώπου και τον ρου στης Σουαβίας τα ύδατα* Ώστε κείνοι που αγαπιούνται να 'ναι κι εδώ κι εκεί

Ίσως κάτι που μου ανήκει ανέκαθεν να διεκδικώ

Ανύποπτη μοιάζει να είναι αν και δεν είναι

Των δύο αστέρων και του ενός μονάχα πεπρωμένου

336

Η γη. Χορτάτη από διαμάντια και άνθρακες Όμως ξέρει να ομιλεί κι από κει που η αλήθεια εκβάλλει Με κρουστά υποχθόνια ή πηγές μεγάλης καθαρότητας Έρχεται να στο επιβεβαιώσει. Ποιο; Τι;

Sofchen μου σένα εννοώ Σαν να σε βλέπω ακόμη να περιδιαβάζεις κάτω απ' τις δεντροστοιχίες Ή και καμιά φορά στο φως με προσοχή να υψώνεις

Το μόνο που ισχυρίζεσαι κι ο θεός δεν μεταβάλλει

Θραύσμα γαλαζωπό από πέτρωμα που φαίνονται οι ραβδώσεις του

Κείνο το κάτι ανεξακρίβωτο που υπάρχει

οπόταν Όλες ιριδωμένες οι ώρες του έτους αρχινούν με βόμβο

Παρ' όλα αυτά μέσα στο Μάταιο και στο Τίποτα. * Επειδή από τέκνο του Διός εκείνος Μες στης Άρπυιας τις αρπάγες πάλευε Κι ευλαβέστατα υπογραφόταν: Scardanelli

Να στροβιλίζονται γύρω απ' το κεφάλι σου (Τα μάτια μου Ασταμάτητα προσηλωμένα στο φωτεινό σημείο του κέντρου) Έτσι που πάλι σήμερα να γίνεται και να 'ναι Δεκαεννιά Μαρτίου του χίλια επτακόσια ενενήντα επτά

ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRUNINGEN

Τόλμημα πρώτο αυτό. Και δεύτερο: να σ' αποκαθηλώσω από τους αριθμούς της νύχτας

Μνήμη Friedrich von Hardenberg 9: έφιππος φτάνει εκείνος που θα κοιμίσει τον άγγελο στο

Δάση της Ρηνανίας πριν καιρό πολύ σταματημένα μέσα μου Και ξανά τώρα σαν από κέρας κυνηγετικό ερχόμενα Οικόσημα και δέντρα γενεαλογικά που δωδεκαετής άθελά μου ανακάλυπτα

στήθος σου 10: με χωνάκια λιλά μυριάδες το αναρριχητικό κατακαλύπτει πόρτες και παράθυρα 11: βαρύς, πεσμένος ο ουρανός πιο κάτω κι απ' τις καπνοδόχους 12: γέρνει από το 'να μέρος το κρεβάτι σου 13: κάνει κύμα τρίτο η ειμαρμένη

Es war der erste einzige Traum 14: και χωρίς εσένα, υποχθόνια η άνοιξη προωθεί τα καρποφόρα της

337

15: πως κυνηγιούνται τα νερά κάτω από τα χορτάρια! 16: άκου, άκου ομορφιά! Δες, δες ακόμα κάτι! 17: μέσ' από της ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος 18: όπου να 'ναι φτάνει ο πιο μαύρος δυνατός αέρας των μαλλιών της Ίσιδας 19: τόσο μεγάλος ο ουρανός και τόσο η γης μικρή για δύο ανθρώπους μόνον

Μικρά χρυσά πετούμενα μωράκια της αναπνοής σου ακόμη Πάνε κι έρχονται πάνω στην πέτρα και τις νύχτες παίζουνε φεγγάρι Αλλ' εκείνος που σαν γλύπτης ήχων μουσική από μακρινούς

Και πως εκείνος την κοιτάζει! Πως, υστέρα που επάλεψε να βγει Μέσ' από τους ανθώνες ένα θάμβος μωβ τους αναρπάζει λίγο ψηλότερα απ' το έδαφος Καταμεσής Μαΐου αυτά θελήσανε οι θεοί Κι άλλα που αγνοώ. Αλλ' αν ατυχής υπήρξε η φορά των πραγμάτων Έκτοτε, μέγιστον ήταν το μάθημα. Επειδή Αφότου δωδεκαετής μόλις σας εγνώρισα για μένα γίνατε Δάση της Ρηνανίας ποταμοί των κοιλάδων άμαξες ιππείς αυλές με κρήνες κι αετώματα

Η καθημερινή πρώτη σελίδα του μετα-θανάτου.

αστερισμούς συνθέτει Νύχτα-μέρα εργάζεται. Και τι ντο φαιά τι σολ ιώδη ανεβαίνουν Στον αέρα. Που κι οι βράχοι πιο ιερείς τέτοιο κλάμα το ευλαβούνται Και τα δέντρα πιο πουλιά συλλαβές ομορφιάς ανερμήνευτης Ομολογούνε. Ότι ο έρωτας δεν είναι αυτό που ξέρουμε μήτε αυτό που οι μάγοι διατείνονται Αλλά ζωή δεύτερη ατραυμάτιστη στον αιώνα

ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ Μισόβγαινε απ' τον ύπνο η πολιτεία. Των καμπαναριών αιχμές Κοντοί σημαιών και κάτι πρώτα πρώτα τριανταφυλλιά Στου μικρού παραθύρου σου -που ακόμη φώταγε- το μαρμαράκι Α κει μονάχα να 'ταν

Έαρ έλα. Συνένοχος αφού είσαι. Κοίτα: Τι βαθύ πράσινο τώρα τους ώμους της καλύπτει

Ένα κλωνάρι με δαφνόκουκα να σου άφηνα για καλημέρα Που τέτοιας νύχτας την αγρύπνια πέρασες. Και τη γνωρίζω Πάνω σ' άσπρα χαρτιά πιο δύσβατα κι απ' του Μεσολογγιού

338

τις πλάκες

Κείνα που σκυφτός επάνω στο γραφείο μου ζητούσα να διασώσω αλλ' Αδύνατον. Πώς αλλιώς. Που και μόνο η σκέψη σου γινομένη από

Ναι. Γιατί σ' είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός καιρό ουρανός

Και τι μυστήριο να μιλάς κι οι φούχτες σου ν' ανοίγονται Που κι η πέτρα να ποθεί ναού νέου να 'ναι το αγκωνάρι Και το κοράλλι θάμνους λείους να βγάνει για ν' απομιμηθεί το στέρνο σου

Όμορφο πρόσωπο! Καμένο στης λαλιάς που πρωτάκουσες την αντηλιά και ανεξήγητα τώρα

Και μόνο η σκέψη σου μου 'καψε όλα τα χειρόγραφα Και μια χαρά που η δεύτερη ψυχή μου Πήρε σκοτώνοντας την πρώτη κίνησε με τα κύματα να φεύγει Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω Φοβερά μαλώνοντας οι άνεμοι Ενώ του ήλιου η λόγχη πάνω στο σφουγγαρισμένο πάτωμα όπου Σφάδαζα μ'αποτελείωνε.

Γινωμένο μέσα μου δεύτερη ψυχή. Τη στιγμή που η πρώτη Σε μια γη μπλε της βιολέτας μ' άγριες χαίτες τρικυμίας Όστρακα κι άλλα του ήλιου ευρήματα να γυαλίζει καταγίνονταν Ωσάν τα εκμαγεία του νου σου να μην είχαν κιόλας

LA PALLIDA MORTE Άοσμος κι όμως πιάνεται

Φύση βγάνει περασμένη απ' όλες του θυμού των θεών τις αστραψιές Ή για λίγο να μην είχε από δική σου χάρη μέσα μου

Όπως άνθος από τα ρουθούνια

Μισανοιχτό μείνει το Ακοίταχτο!

Ο θάνατος. Μεσολαβούνε κτίρια σιωπηλά, τετράγωνα

Αλλ' ο λέων περνάει σαν ήλιος. Οι άνθρωποι μόνο ιππεύουν

Με απέραντους διαδρόμους αλλ' επίμονα

Κι άλλοι πεζοί πάνε· ώσπου μέσα στις νύχτες χάνονται. Παρόμοια

Η οσμή περνά πτυχές από λευκά σεντόνια ή βυσσινιά Παραπετάσματα σ' όλο του δωματίου το μάκρος

339

Κάποτε μία ξαφνική αντανάκλαση φωτός Ύστερα πάλι μόνον οι τροχοί από τ' αμαξίδια

Στους αιθέρες ν' ανοιχτούν κι ας ανοιγοκλειούν οι θύρες άδικα Στα ουράνια κατοικητήρια

Κι η παλιά λιθογραφία με την εικόνα Του Ευαγγελισμού όπως φαίνεται μέσ' απ' τον καθρέφτη

Ξέρει ο Άγγελος. Και δειλά το δάχτυλο αποσύρει Που ξανά κυανό το χρυσό γίνεται και μια ευωδιά

Οπόταν, με το χέρι απλωμένο Εκείνος Που όπως αγγέλλει σιωπά, όπως μοιράζει παίρνει Χλωμός και με ύφος ένοχο (σαν να μην ήθελε αλλά πρέπει) Πιάνει και σβήνει ένα ένα τα ερυθρά Αιμοσφαίρια μέσα μου. Ίδια ο νεωκόρος τα κεριά την ώρα Που έχοντας πάρει τέλος οι δεήσεις όλες Υπέρ ευκρασίας αέρος και του σύμπαντος κόσμου ή Προπαντός, υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει Το εκκλησίασμα διαλύεται

Σμύρνας καιούμενης ανεβαίνει ως τον ρόδινο θόλο Μονομιάς ανάβουν τα κεριά σ' όλα τα μανουάλια Ύστερα όλοι ακολουθούν. Πατημασιές επάνω στα βρεμένα φύλλα Επειδή και οι άνθρωποι αγαπούν τους τάφους και με ευλάβεια σωρεύουν όμορφα λουλούδια εκεί Όμως απ' αυτούς, ο θάνατος, κανένας δεν γνωρίζει τίποτε να πει Μόνον ο ποιητής. Ο Ιησούς του ήλιου. Ο μετά κάθε Σάββατο ανατέλλοντας

Ω και αν έχω! Αλλά πως με τι

Αυτός. Ο Είναι, ο Ήταν και ο Ερχόμενος.

Γίνεται τρόπο να φανερωθεί το «μη λεγόμενον» Που ενώ με τις ίριδες και με τ' ανεμοκλείτια ευλαλούν οι Μάιοι Και με χλόες παν κατεβατές έως τη θάλασσα Τη στιγμή που κι εκείνη ψιθυριστά κάτι απ' τ' αρχαία της μυστικά Ολοένα εκμυστηρεύεται, άφωνος μένει ο άνθρωπος Η ψυχή μόνον. Αυτή Σαν μητέρα νεοσσών όπου κίνδυνος κάνει φτερούγα Και από τις καταιγίδες μέσα λίγα ψίχουλα Γαλήνης υπομονετικά συνάζει· ώστε αύριο, μεθαύριο Κείνα που κατά διάνοιαν έχεις με καινούριο στιλπνό πτίλωμα

ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

340

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ

μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μωβ. Αλήθεια θα 'ναι φαίνεται ότι Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω

Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ' ασημένιο πρόσωπο· άγιοι Που άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι Και ύστερα; Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν' αρμοστούν

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο 'να τους πλευρό, τ' άλλο τους Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα Κύματα η ζωή και να 'ναι τεντωμένο το χέρι σου Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.

αγωνίζονται ώστε Η λέξη της ζωής σου η μία εάν...

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ Περασμένα μεσάνυχτα σ' όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιαν από τις πυρκαγιές Κανείς δεν ξέρει. Σ' ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέχουν μόνον Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι Κοντά να ξημερώσει

Τι, παλαιότερο απ' το χρόνο σαν χρυσού κοίτασμα Μες στην ιλύ του νου σου πιθανόν έλαμψε ώστε Άσταλτα κι άπιαστα ορατά γίνονται τώρα Και χωρίς έτος να έχουν χρώματα ή οσμές Η ζωή σου λες αρχίζει, να: Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Μα γαλάζιο το πιο συγκινητικό, Τετάρτη Πέμπτη

341

Φτάνει ο ήχος απ' τα ζώα που πίνουν προχωρεμένα μέσα

Όμικρον άλφα κι έψιλον απ' τα Παντοτεινά.

στο χρυσάφι Κει βάλλει Μυκηναίος Θεός ΑΣΗΜΟΝ Μια πυρκαγιά ομορφιάς λευκής ύστερα που οι Ήρωες έφυγαν Και οι φθόγγοι άτεγκτοι φθάνουν Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη Έντεκα του Αυγούστου απόκρημνες κι άνθρωπος κανείς Μήτε και σπίτι. Μόνο βοές, βοές και μία Θάλασσα πεινασμένη που ορμάει να φάει μαράζι απ' τα παλιά Χλώρης της ουρανίας Μέδουσα και Γη Σαν άτρακτος από άνθη μες στα κύματα Των μουσικών φωνών η αγάπη τρέμει Το ένα ή δύο που χάνονται κι άπρακτος μένει ο αέρας Πριν σε κάμινο ύσγινη ακουσθεί Σάββατο Κυριακή Δευτέρα Τρίτη

Πλην οι χρησμοί, Τετάρτη Πέμπτη, δρουν με ασήμι της Μαρίας και όστρακα Τις νύχτες που έχουν το ελεύθερο οι αισθήσεις Ίδιες νόμοι του σύμπαντος πιστεύεις είναι

ορυχεία σου Κείνα των κίτρινων καιρών με τον μεγάλο μαύρο σκύλο Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Μαρία και η Προσκύνησις των Μάγων γαβ όλα σου τα υπάρχοντα Γεννηθείς; Εν; Έτος; Θρήσκευμα; Κενό. Ενώ Κάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα Κάθετα τείχη όπου δυο-τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται Περνάν οι Ούγοι με τις Αουγκουστίνες τους και με τα κυνηγετικά τους κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια Στον πλαγίαυλο. Και στρατός πολύς ύστερα, μαύρος Σειρήνες. Το νοσοκομειακό. Και δεξιά στο βάθος ένα Μέγα πετρελαιοφόρο με δάσος γερανούς Που πλέει κατά τα δυτικά και απομακρύνεται

Δω ή εκεί το μεγάλο κεφάλι του Ιερέα και υστέρα Η καμπάνα της σελήνης πάνω απ' τα κιγκλιδώματα

342

Κάπως έτσι κι εμείς. Κι άλλοι επιστρέφουν. Αλλ' Ούτ' ενός το άηχο σώμα με τ' αγγίγματα όσα Γνώρισε να συνωθούνται μέσα του δεν φανερώνεται Μονομιάς να πέσει

Δεν ακούγεται πια τίποτε. Κείνο που 'θελε ο Θεός Η ψυχή μου, η προς στιγμήν αιώνια, το 'νιωσε Και ξανά βρήκε το νόημα της υλακής του ο σκύλος

όπως πέφτει το κακό Να 'τες τώρα που σιγά σιγά η αλήθεια Επιστρέφουν οι στεριές. Υπόσταση λαβαίνουν οι άνθρωποι Στην παλιά του θέση ξαναρχινάει ν' αναβοσβήνει ο φάρος Όμως φαίνεται ότι σαν αποσπασμένες Από κοίλα παλαιών νεκρών ακόμη και όταν

Και το σπίτι το κόκκινο αργοπορεμένο

Φως φέρνουν, σκοτεινές είναι οι θεότητες

Στ' ανοιχτά του κάβου στέκει αρόδο μ' αναμμένα φώτα

Και ποτέ κανενός (όπως των ερωτευμένων κάποτε που εγγίζονται τα ματοτσίνορα

Μασουλάνε χόρτο σκοτεινό τα περιβόλια Και θολή θωρείς μες στους αιθέρες να

Μια στιγμή τους εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου) Κατεβαίνει μ' ένα δίσκο φρέζιες τρέμουσες Δεν εδόθηκε κάτι να διακρίνει Όμορφο κι όλο ερείπια όπως ο πρώτος έρωτας

Η γυναίκα που τη λεν Γαλήνη.

Α τι να πεις που κι έναν μόνον Αναστεναγμό ν' ανοίξεις θα σε ρίξει χάμου ο άνεμος

Γαβ η αγάπη· γαβ ο Ιούδας με το φυγαδευμένο βλέμμα του

Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ

Αλλάζοντας πλευρό μέσα στον ύπνο μου ήχησαν Άξαφνα μου εφάνηκε, παράφωνες

Γαβ του κόσμου όλου οι αποστάσεις και οι μακρύτατοι καιροί

343

Καιρών άλλων σάλπιγγες όπως μέσα στα έργα Αλλά χρόνους πολλούς μετά που οι άνθρωποι συνοίκησαν Κάποτε του κινηματογράφου που καλπάζοντας Ακολουθούν ιππείς άλλοι με δόρατα

Είμαστε ακόμη στα δεσμά. Λοξές περνάν οι αχτίδες

Κι άλλοι κραδαίνοντας τριγωνικά σημαιάκια

Από τα ματόκλαδα κι ίριδα πάνω στ' αρμυρό Το δάκρυ βγάνουν. Από κει το φως των Μάγων0

Μες στις ακαθαρσίες Του καλοκαιριού τη λάβρα και τις καβαλίνες Άγγελοι προ Χριστού απιθώνανε πουλιά στοές και φοινικόδεντρα Πάνω στην άμμο· ξέροντας πως αυτά όλα ένα όνειρο είναι Που θα το δω μια μέρα κουρασμένος και σε άκρα απόγνωση

Κι η πορεία για κει όπου η Προσκύνησις άλλο νόημα Ν' αποκτήσει γίνεται

Άλλοι ας ψάχνουνε για λείψανα κι ας δοκιμάζουνε Φτυαριές μέσα στης Ιστορίας τα χώματα. Η πραγματικότητα Ωφελεί εάν έπεται. Όμως το πριν, το είδωλο, μόνον αυτό Σημαίνει· που ο χρόνος πάνω του δεν πιάνει

Όμως δεν είναι πάντα σε όνειρο που όλοι μας γυρεύουμε Από μια σ' άλλη γενεά κείνο το ήλεκτρο Που έκανε των ανθρώπων πράους τους δεσμούς Την άγνωστη φαιά ουσία που ήξερε

Α γυναίκες γλιστερές όπως το ψάρι και ασημένιες εάν Σας αγαπάν. Έφηβοι με τα ξανθωπά μπουκλάκια που Δικαιωματικά τον άλλον χαροποιείτε. Δωμάτια σκιερά Στη θέση όπου υπήρχανε παρθένα δάση

Νόμους διαφανείς να διατυπώνει· ώστε ο ένας του άλλου Πέτρες και άλλα υλικά Τις κοιλάδες τις μέσα του, είτε με νέφη Καλυμμένες είτε σε ήλιο εκτεθειμένες, ασκεπής ν' ατενίζει

Η ψυχή γίνεται, ωσάν άλλος Ευπαλίνος, μιαν Επικράτεια μικρή πέραν του πόνου να εδραιώσει Μικρή όσο κι η παλαιά Κομμαγηνή. Χαμένη όσο κι εκείνη Και απλησίαστη

Ναι, κανείς δεν ξέρει. Μια υπόθεση όλα και συγνώμην

344

Προηγούνται οι Μονήρεις και μαζί τους, πίσω τους Αιώνες τώρα για το Μη Εφικτό εξορμούν έθνη φυλές Μ' αντανάκλαση μετάλλου στο τυραγνισμένο μέτωπο Που ο ήλιος την τρισμεγεθύνει. Ασταμάτητα τρέχουν Τρέχουν και κατευθείαν στο θάνατο εισβάλλουν

Στερνές πουλιών περιπολίες ελέγχουν τα περάσματα Φωτεινά φραγκοστάφυλα και σκοτεινές φυκιότρυπες Όπου μόλις άγγιχτος περνώ αποβάλλοντας έρματα ένα ένα

Οι ανυπεράσπιστοι Ξέροντας ότι θα χαθούν αλλά ότι κάπου -

Κι είναι τόσο η μουσική αθέατη Κατασταλαγμένη ευδαιμονία μέσα μου ώστε

Τότε ακούστηκαν ιππείς. Ύστερα σάλπιγγες

Μήτε λύπη καν είτε χαρά να δοκιμάζω δεν υπάρχει αλλ'

Κι όλες μαζί σε μέγα βάθος ήχησαν ήησαν σαν ααν αν αν.

Ευλογημένος από τα φιλιά που ακόμη επάνω μου έμειναν Κι ελαφρύς πιότερο ανεβαίνω Περιχυμένος κυανό χρυσάφι από τον Fra Angelico

ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ (ΕΝΥΠΝΙΟΝ)

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά Ολοένα οι αχτές απομακρύνονται Βουνά μεγάλα με βουνά μικρά στην αγκαλιά τους Και μια παλάμη λιβαδάκι μια παλάμη θάλασσα

Κι όπως μέσα στα σκοτεινά του αμίλητου νερού Περνάει μορφή να τη συλλάβουν μόνον Οι παρθένες που μέλλει ν' αγαπήσουν Έτσι από μια σ' άλλην εικόνα γης μεταμορφωμένης Να φανεί γίνεται Βαθιά μέσα στο πράσινο του αιθέρος Πως από το πολύ της πίκρας έσωσε να βγάλω ένα χαμόγελο Κι απ' τον ιαγουάρο του ήλιου ένα πουλάκι Που σαν διάκος άγνωστων θαλασσινών τόπων

345

Λατρείας νυχτόημερα να κελαηδεί

Στο ράμφος τους στρειδόφλουντζα οι άγριοι γλάροι

Ολοένα πιο σιμά ολοένα πιο ψηλά

Στην κορυφή του λόφου ο Άγιος Συμεών Λίγο πιο πάνω οι βάρκες των νεφών

Πέρ' απ' τα πάθη πέρ' απ' τα λάθη των ανθρώπων Λίγο ακόμη λίγο ακόμη

Και ακόμη πιο ψηλά ο Αρχάγγελος με το βαθύ του βλέμμα όλο συχώρεση.

Μ' όλους τους ήχους των ερώτων έτοιμους ν' ανακρουστούν Το ουράνιο αρχιπέλαγος: ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ Να η Κιμμώνη! Να το Λιγινό! Το Τριαινάκι! Ο Aντύπνος! Ο Aλογάρης!

Μετρημένο τόπο έχουν οι άνθρωποι

Η Ευβλωπούσα! Η Μάισσα!

Και στα πουλιά δοσμένος είναι ο ίδιος άλλ'

Θάμβος! Που ακούω μωβ και γίνονται όλα

Απέραντος!

Ρόδινα με κατάσαρκα του αιθέρος το ύφασμα Θροώντας

Απέραντος ο κήπος όπου μόλις αποΧωρισμένος απ' τον (πριν και πάλι μεταμφιεσμένος μου αγγιχτεί) Θάνατο, έπαιζα και μου έφταναν εύκολα όλα έως την απαλάμη

κλαίω· που ξανά μου δίνεται Να πατήσω χώμα υπέροχο καστανό τριγυρισμένο θάλασσα Όπως των ελαιώνων της μητέρας μου καθώς Το βράδυ πέφτει και μια μυρωδιά Χόρτου που καίγεται ανεβαίνει αλλά Φεύγουν κρώζοντας με λίγη

Ο ιππόκαμπος κείνος! Και της φυσαλίδας τσιουπ το σπάσιμο! Του βατόμουρου το βαποράκι μες στα βαθιά των φυλλωμάτων Ρεύματα! Κι ο πρωραίος ιστός όλο σημαίες!

346

εκδικείται Τι τώρα μου ήρθαν. Αλλά σαν χθες υπήρξα

Όπως σε μιαν αγριότητα ιερή σαν του Λέοντα ή του Αναχωρητή Το δικό σου λουλούδι φυτρώνει

Κι ύστερα η μακριά μακριά ζωή των αγνώστων η άγνωστη που το λένε Σκέψη Έστω. Και μόνο να τα λες ωραία ξοδεύεσαι· όπως του νερού η ροή Που ψυχή την ψυχή δένει τις αποστάσεις Κι από 'να σ' άλλον Γαλαξία βρίσκεσαι να σχοινοβατείς

(Άλλο αν, και μελετώντας, πάλι βγήκα εκεί Που το κολύμπι μ' έβγαζε απ' ανέκαθεν)

Ενώ κάτω απ' τα πόδια σου βοούν τα βάραθρα. Κι ή φτάνεις ή όχι

Αχ αχνά σχεδιασμένες πάνω στα σεντόνια μου πρώτες ορμές. Θήλεις άγγελοι Που από ψηλά μου ενεύατε άφοβα να προχωρώ μες στα όλα Μιας που κι από το παράθυρο να πέσω, η θάλασσα Πάλι θα μου κάνει το άλογο Το πελώριο καρπούζι όπου κάποτε ανίδεος εκατοίκησα Κι οι μικρές εκείνες παρακόρες, το μαλλί τους λυτό που Με τη νοημοσύνη ανέμου γνώριζε να ξετυλίγεται πάνω από

Μετρημένο τόπο έχουν οι σοφοί Και στα παιδιά δοσμένος είναι ο ίδιος αλλ' Απέραντος! Απέραντος ο θάνατος δίχως μήνες κι αιώνες Τρόπος κι εκεί να ενηλικιωθείς κανένας· ώστε Στις ίδιες κάμαρες ξανά στους ίδιους κήπους θα γυρνάς Κρατώντας το τζιτζίκι που είναι ο Δίας και πάει από 'να Σ' άλλον Γαλαξία τα καλοκαίρια του.

τις καμινάδες! Τέτοια του κίτρινου στα μπλε αρμοσιά που αλήθεια να σαστίζεις Και γραφές πουλιών που ο άνεμος τις μπάζει απ' το παράθυρο Την ώρα που κοιμάσαι και παρακολουθείς τα μέλλοντα Ξέρει ο ήλιος. Κατεβαίνει μέσα σου να δει. Επειδή τ' απέξω Είναι καθρέφτης. Μες στο σώμα η φύση κατοικεί κι από κει

ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ

Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου του Κρυπτού ώστε Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ' αγνοούν. Δυσδιάκριτος Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα

347

Που χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ' ορφανό πάνω απ' τα κύματα

Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα Υπεισέρχεσαι σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και πεθαμένους να κατατρομάξεις

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια· τίποτε. Α Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά

Εδώ βαρεία μουσική ας ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη ας Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:

καιρούς Μέσ' απ' το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες

Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους

καταρκυθμεύω

κήπους Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι· «αγάπη» δεν «αιώνιο» δεν. Δεν Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να μεγεθύνω τα όμικρον Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι· όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του Ένα ρήμα σε -άγω ή -άλλω ή -εύω Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ' ελάχιστα φωνήεντα όμως Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάπα ή θήτα ή ταυ Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη

σκοτωμού Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ' αιθερίου θηράματα Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε -φευ- νωρίς. Αχ Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι Η γη· τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν' αντισταθμίζει Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας Που η σκιά του νου μας αποκρύπτει. Ας είναι

348

Νέφος ή συντροφιά του ανθρώπου έστω Κάτι πένθιμο, λιποθυμιστικό, ύστερα που η μέρα των Παθών Φίλε συ που ακούς, ακούς της ευωδιάς των κίτρων Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνιές του κήπου όπου Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις Μη γνωρίζοντας πια Ερινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω Που οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες ανοίγονται Στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη

Πήρε να γέρνει με το πλάι αργά και να βυθίζεται

Ποια ψυχή να φεύγει και μυρίζει Τόσο δυνατά ο αέρας κι άλλο δεν αντέχω

να φανερωθεί Έχει συνέχεια. Δε θα την πω. Κανείς δεν παίρνει τα δωρεάν Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Σσσς... μέσα στα σκοτεινά κανείς δεν ξέρει· παρεχτός Καταπάνου στις κροκάλες, άκου, γδούποι απόκοσμοι όπως των ψαράδων ή Σωμάτων που εισχωρούν το ένα στο άλλο ενώ τρέμει όλος ψυχή Ο αιθέρας

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ' άλλες. Αλλ' Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.

κι ένα αστέρι αδόκητα βρίσκει το θάρρος με το μέτωπό σου ν'αγγιχτεί

ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ

Όλος λάθη φεύγω· φιλιά που επάνω μου έμειναν Και τι ωραία στο ύψωμα τα κυπαρίσσια

Σσσς... πια τίποτε· τίποτε άσπρο ή λείο πια τίποτε

Τι ωραία και πάλι ν' αποχτούν αρχίζουν υπόσταση άλλη

Μεθυστικό, μελωδικό, τίποτε· κανένα φωτισμένο από το πίσω μέρος

Τα ουράνια γεγονότα. Των άστρων τα διατσέντα, οι λύπες, οι ευωδιές

349

Κι οι άλλες που απώλεσες παλαιές αισθήσεις επάνω στ' ουρανού ΔΥΤΙΚΑ ΤΗΣ ΛΥΠΗΣ (1995) την ύλη Να 'τες τώρα που διαγράφονται: ο λίθος και το μνήμα κι ο στρατιώτης

Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη Οπωροφόρων τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά Μαζί μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα

Οι λευκές των γυναικών καλύπτρες κι η μακρά Συνοδεία των αδικοχαμένων

Καιροί που πριν πολύ από τους γονιούς μου Μ' ορφανέψατε κι αποκούμπι αλλού δε βρήκα

Σσσς... μα κανείς, κανείς δεν ξέρει. Μήτε αέρας καν Αν είναι αυτός που όταν στοχάζεσαι, τρελαίνει. Πιστευτός γίνεσαι

Δυτικά της λύπης

ΤΗΣ ΕΦΕΣΟΥ Ελεύθερα στο πλάι μου τρέχουν τ' αμπέλια κι αχαλίνωτος Μένει ο ουρανός. Πυρκαγιές ανταλλάσσουνε τα κουκουνάρια κι ένας Όνος φευγάτος πάει ψηλά τον ανήφορο για λίγο σύννεφο

από μόνου σου Επειδή τα χέρια σου ήταν μαθημένα σε δεντρόκηπους όπου Η θάλασσα εισχωρεί και τραβιέται γεμίζοντας μικρά λουλούδια Φυσάει, φυσάει και λιγοστεύει ο κόσμος. Φυσάει Φυσάει και μεγαλώνει ο άλλος· ο θάνατος ο πόντος ο γλαυκός κι ατελεύτητος Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.

Κάτι πρέπει να γίνεται του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα Που μήτε οι ρίνες διαγιγνώσκουν Είναι οι ζαβολιές του ανυπόδητου ανέμου που αρπάζεται απ' την άκρη Του νυχτικού της μοίρας και πάει να μας αφήσει στων αιγάγρων το ύπαιθρο έκθετους Στα κρυφά φεύγω με όλα τα κλοπιμαία στο νου μου Για μιαν απ' την αρχή ζωή απροσκύνητη. Χωρίς κεριά χωρίς πολυελαίους

350

Με μόνο μια στη θέση αδάμαντος βέρα χρυσή ανεμώνη Πασπατευτά πού πάει; Και ζητώντας τι; Ο μισός της σελήνης μας

κι απ' την ουρά της πάλι Η ιστορία θα πιάνεται. Μόνο τ' αμπέλια να καλπάζουν κι αχαλίνωτος

ίσκιος να 'ναι Ανάγκη πάσα να καθησυχάζεις είναι ως και τα μνήματα Εάν ομοεθνών ή όχι αδιάφορον. Το παν είναι Η και από τα λαγωνικά χαμένη οσμή της γης με ρείκια σφένταμα και κρόμμυα Στην ιδιωματική ν' αποκαθίσταται γλώσσα της Ε τι! Μια λέξη αρκεί να σε χωρέσει χωρικέ του πράσινου της νύχτας Έφεσος! Του πάππου του θείου και του φωσφόρου δέκατη τέταρτη γενεά Μέσα σε περιβόλια του πορτοκαλιού χρυσά και της σμίλης όμορα λόγια Τέντες προτού απλωθούν κι άλλες μετέωρες απολεσθέντων πόλων Αιφνιδίως οι τροχασμοί. Κηρύγματα των απ' αντικρύ κόλπων θαλάσσης Δαπέδων δρέπανα διπλά για ναό ή για θέατρο Νερά χλωρά λιβαδίσια κι άλλα σγουρά του γαρ και του άρα Ρεούμενα. Εάν ποτέ κύκλους από τριφύλλι και άγρωστιν Η σοφία σχεδίαζε άλλο θα γινόταν όπως πριν Της άκρης του δαχτύλου σου το εναποτύπωμα

Γράμματα θα υπάρχουν. Θα διαβάζουν οι άνθρωποι

Ο ουρανός όπως τον θέλουν τα παιδιά Με κοκόρους και με κουκουνάρια και με κυανούς χαρταετούς σημαίες Του αγίου Ηρακλείτου ανήμερα παιδός η βασιληίη.

ΡΟΔΑΜΩΝ ΚΑΙ ΗΒΗΣ Έτοιμη ν'αυτοκτονήσει λέει ο Balthus η ανθΡωπότητα· και ν' ακούσει Mozart πρόθυμος κανείς Ανεβαίνουν και με βήμα σημειωτόν αναπτύσσονται σε πυκνές Φάλαγγες οι παλαιές και εντελώς άχρηστες ένοπλες δυνάμεις Ας κοπούν δάφνες όσες θέλεις το στεφάνι δε γίνεται Ποτέ. Καιρός είναι της σφαγής ν' αλαλάξει ο κόκορας πριν το μαχαίρι Κι ομαδόν πουλάρια στην πέτρα τη γυμνή να χτυπήσουνε Πέταλο. Ποιος των πολλών ο ένας και του ενός ο κλήρος τι;

Κάτι ξέρει αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία Είναι της όσφρησής μας τον σκύλο που εκγυμνάζει ο Μάιος Και στηθάκια μόλις δεκατριών ετών που έχει το μέλλον. Όμως Θέλει μανίκι το νερό για να σου το φορέσουν Κι Ελλήσποντο να διαπλέεις ως υπνοβάτης ή ως Αμφίων (Άλλοι τ' απρόσιτα κι άλλοι σε κολπίσκων βραχερά επιδίδονται

351

Χώρια εκείνοι που σε μέγα μήκος την ταχύτητα μόνον επιδιώκουν Όμως αυτός που είμαι κι εγώ σε υψωμάτων απαλών τα εφηβαία Συχνάζει και την άκρη της άκρας ακοής με του Mozart δένει τα σκιρτήματα Έτσι με κάτι μωβ ή κάτι κυπαρίσσινο τα ερχόμενα Γίνεται να φθάσουν όπου μήτε ο Βορράς του αγγελικού εντελώς ευημερεί Ούτε κι ο Νότος. Με κινύρας ροές και κρουστών βότσαλα Γίνεται μεσημέρι Ώρα της κρίσεως: Ή του πλην ο βρόχος ή Κλαράκι πίπου κλίμακα του πρασίνου ανεβαίνοντας Δύο και τρεις περιστερεωμένες ρίχνει προπομπός του θέρους πνοές

ΓΙΑ ΜΙΑ VILLE D' AVRAY Κακέκτυπον αν και εξαργυρώσιμον Ως νόμισμα είναι. Που παρηχητικά μέσα στην ξένη γλώσσα Μιαν αύριο δηλώνει εάν όχι ταύρου ισχυρά μουκανήματα Ευρείς λεωφόρους διασχίζουν φευγαλέα οι ποδηλάτισσες και Πολλές το μάθημά τους παν να επαναλάβουν σ' ένα μικρό και για λαίμαργα Χείλη ωδείον. Περαστικές ευδίες έχει όπως ο νους και η μισοκαλυμμένη κνήμη Πριν τη μετάληψη των εσωρούχων του άκρου θρου έμνοστη πιο Γίνεται η σάρκα και γλιστρούν τα χτενάκια διαγώνια πάνω

Ο Ερμίσκος κι από αυτά που πριν ήδη κειμήλια θεωρείς στ' ανέγγιχτα Ήχος φθάνει του μάκρους του συριστικού όπως όταν Σ' έναν χρόνο μικρού αγοριού συμποσούνται δύο ή τρεις αιώνες

Ως την τελευταία στιγμή σεντόνια. Μια πλάνη που την πήρε ο ύπνος Δια παντός και πλέον δεν ν' αυτοκατανοηθεί γίνεται

Σωστά μίλησε λοιπόν αυτός που κατοικεί Ροδαμών και Ήβης γωνία Στρίβει κάποτε και των εθνών όπως και των ιδιωτών η μοίρα Σ' ενός άλλου γράφεται πενταγράμμου μ' αστραπές μιλάει το άωρο Και μ' αγράμπελη προ των φιλιών το επάνω χείλι

Ακολουθεί ο ζωγράφος μια γλυπτή ανεμώνη της θαλάσσης και πλήθος τέττιγες.

Φίλες εσείς του πιο μικρού παρεκκλησίου την επίσκεψη πουλιών Γνωρίσατε; Είναι ροζ κι έχουν φούλια στικτά κάτω απ' τα πούπουλα Διαβαστό χνούδι και αχνών ακμή που με το πέρασμά του παρασύρει Του ανοιχτού δωματίου το ρεύμα. Ω γλυκείς μικροί ψιθυρισμοί Κραυγές άξαφνες και πάλι γαληνεμένοι αναστεναγμοί γόοι Της μιας φοράς και των πολλών σφυγμών «αχ» κερασένια που Καταπίνει ο άνεμος. Κάτι σαν σκίρτημα που πριν το νιώσεις Έχει κιόλας στα δάχτυλα μοιράσει ρίγος ίδιο χίλιες φορές κι ας μην

352

ποτέ τις μέτρησες

Όπως ένα κλωστήριο μια πόλις λειτουργεί που οι κάτοικοί της Με τα δόντια στην κατάλληλη στιγμή κόβουν το νήμα Σε μετάξι περιπατά η αφή και σε λευκής μασχάλης κορδελίτσα ο ίασμος Και σαν από μικρό του θέρους ποτιστήρι βρέχει ανεπαίσθητ' αγγίγματα Μια σύντομη των δέκα μενεξέδων διακοπή που ισχύει για πάντοτε Όπως ισχύει σαν κλειδί της ηδονής και γίνεται όρος απαράβατος: Είναι στα γόνατα που θέλει ο σκύλος τον αφέντη του και Τον μελισσοκόμο της η κορασίς κηφήνα Εάν η ευλάβεια μ' άλλο επίθετο είχε βαπτισθεί και των ναών οι κώδωνες τίναζαν περιστέρες Θα 'χαν απαιχμαλωτισθεί κι απ' τον κλήρο τ' αέρος οι δέσμιοι απαχθεί Σ' απαλών θωπειών δώματα

Στη δική σας έχω πόλη ζήσει κι εγώ

Ζαλιστικά γλιστρούν και στροβιλίζονται πάνω στο όγδοο χρώμα Τα ένστικτα όμοια φύλλα που τους απαγορεύτηκε το κίτρινο και Σε μια ψιλή βροχή αλητεύουν ώσπου στα σγουρά κι αρμυρά Χλωροφύλλη μυστική χύνουν από σπουργίτη έως κρινολανθό Έτσι της αύριον η αύρα πνέει Το μικρό έαρ του έαρος δεν έχει τελειωμό.

ΠΡΟΣ ΤΡΟΙΑΝ Δυνατός Κίσσαβος φυσάει και γεμίζει ωραιοζύνη ο τόπος Θέση παίρνουν ο ένας του άλλου οι λόφοι αλλ' ο της θαλάσσης Ο ισχυρός αξεγνέθιστο νεφελάκι αφήνει πάνω απ' της Μύρινας τα ύψη Να μαθαίνουν οι περαστικοί ποιων η μοίρα σε χρυσό χαράζεται Και ποιων σε ορείχαλκο. Επειδή τα δύο δύο δεν είναι

Να τι ζητούσε ο Ιωάννης ο νεότερος μέσα στου τετραγώνου του Τον κύκλο. Να εισέρχονται και με κοθόρνους κτυπώντας το δάπεδο Οι ως Αίαντες ή ως Επίσκοποι μιας μυστικής χαράς την ιδιαιτερότητα διεκδικώντας

Είναι του πόσα το εν κι είναι το ποια του άλλου Άπεφθο χιόνι ζητούν οι κορυφές και ρυάκι που Έχασε το μονοπάτι ο Κένταυρος Ζωήν ολόκληρη χωράει από νους του ο νους

Θύσανοι του ασημί πράο του σκοτεινού της χλόης στήθη του κι ένα ατίναχτο ακόμη αστροπελέκι εύδερμου

353

Να 'ναι που φύτεψε ο νοτιάς αλλού τις καταιγίδες του; Ή που του σίτου του πλωτού πήραν το κύμα οι πεδιάδες;

Πεινάσανε για νήσο οι Θεσσαλοί βαρύθυμοι όπως πάντοτε. Κείθε Κινήσανε κατά της Τροίας τα μέρη· και των ιππέων του νερού οι σκοποί ευοδώθηκαν Έδωσαν αρραβώνα η πρώτη ελιά στη δεύτερη κι ανάψανε

Στον αέρα πιάνεται με το πατρώνυμό του το λυθρίνι εάν όχι Με τα λίγα γένια του ο βυθός Γέρνουν όπως βάρκες από μια μπάντα Με τις αυλές και τις ντουλάπες τους τα σπίτια και μια καταγωγική δύναμις Απαλείφει αργά τ' αποτυπώματα της οσμής που αφήσανε Στα προπατορικά ελαιοτριβεία των σκληρών της Γέρας χεριών δάχτυλα

τα χτήματα σαν στην ανάσταση Πράα πρανή κι ύστερα των υδάτων ύψη και πάλι

Μιλώ για την αλήθεια που κατεβάζει της Μύρινας ο αέρας ως Της Κρατήγου τα νερά. Κοσκινιστά δισύλλαβα που ή τα διαβάζεις ή Που εκείνα φωναχτά σ' αποστηθίζουν

Παίδες των εκκλησιών λιθόκτιστοι που ακόμη συνεχίζουν το παιχνίδι Φιλη σεμε θαλασ σαπρο τουσε χασω Σε μια γωνίτσα λησμονώντας κάποιο μονύδριο αθέατο Ένα κλειδί γυρίζει κι απ' τις δύο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος Ή που σ' όλους ανοίγεσαι. Μ' ανοιχτά παράθυρα πανιά Βρέφος το σε βυζί βάζουν οι Γενοβέζες. Και με βαρύ Κόκκινο πάνω σε ουρανί περιλαίμιο προχωρούν Μ' άσπρα σαλβάρια οι ουλεμάδες Χρόνια που μοιάζουν ατελεύτητα Κι αν μόλις χθες γεννήθηκες Τόσο πολύ διαρκεί ο δούλος όσο πιο σύντομος ο αφέντης του Ωστόσο απ' έναν σ' άλλον κύλικα το αμβροσίοδμο ύδωρ ρέει Κι από ένα φως μοναχικό στους ουρανούς καλογεράκι Θόλος ανοίγεται πλατύς για να χωρέσει το πολύαστρόν της Η άμπελος. Καλά το 'πανε λοιπόν της μιας φοράς οι μάντεις: Μύρτον μετέωρον του πελάγους δεύτερον κι εσύ της Αμφιτρίτης Τέταρτον μ' αδαμάντινα δόντια δαγκάσετε!

Προς Τροίαν.

ΣΕ ΜΠΛΕ ΙΟΥΛΙΤΑΣ Και σε θραύσμα Βρισηίδας βρίσκεται και σε κοχύλι Ευρίπου Εκείνο που εννοώ. Θέλει να 'χε άγριες πείνες άπνοιας ο Αύγουστος Για να ζητάει μελτέμι· ώστε στο φρύδι ν' αφήνει λίγο αλάτι και Στον ουρανό ένα μπλε που τ' όνομά του μέσα στα πολλά τ' ακούς

354

ευώνυμο Στο βάθος όμως είναι μπλε Ιουλίτας Λες κι έχει ανάσας βρέφους πέρασμα προπορευτεί Που βλέπεις τόσο καθαρά να πλησιάζουν απ' αντίκρυ τα όρη Και μια φωνή παλαιού περιστεριού να σχίζει κύμα και να χάνεται

Σε τι μπλε Ιυυλίτας γίνεται το αραχνοΰφαντο του πεπρωμένου να διαβάζεις Αχ! Δύσεις έχω δει πολλές κι αρχαίων διαβεί θεάτρων τα Διαζώματα. Όμως δεν ποτέ ομορφιά μου εδανείσθηκεν ο χρόνος Και κατά του μελανού νίκη να επιτύχει και αγάπης έκταση να επιμηκύνει ώστε

Αν είναι άγιον το του αγαθού πάλι απ' τον αέρα Τού επιστρέφεται. Τόσο απ' τα ίδια της παιδιά η ΕυΜορφία πληθαίνει και μεγαλώνει ο άνθρωπος πριν δυο και τρεις φορές Τον παραστήσει ο ύπνος Στον καθρέφτη του. Δρέποντας μανταρίνια ή φιλοσόφων ρύακες αν όχι και Κινούμενη πολίχνη μελισσών πάνω στην ήβη. Ας είναι Μαύρον ήλιο κάνουν τα σταφύλια και λευκό πιο το δέρμα Ποιος πλην του θανάτου μας διεκδικεί; Ποιος επ' αμοιβή πράττει

Πιο ευφυής πιο εύφωνος να κελαηδάει ο μέσα μας κορυδαλλός Απ' τον δικό του άμβωνα Σύννεφο συνοφρυωμένο που τ' ανεβάζει πούπουλο ένα σκέτο «μη» Κι υστέρα πάλι πέφτει και χορταίνεις χορταίνεις χορταίνεις βροχή Ομήλικος γίνεσαι του ανέγγιχτου χωρίς να το γνωρίζεις και Συνεχίζεις στου κήπου τ' άπατα να γαργαλιέσαι με τις εξαδέλφες σου Αύριο θα μας ραντίσει νυχτολούλουδα περαστικός οργανοπαίχτης Και θα μείνουμε παρ' όλα αυτά λιγάκι μη ευτυχείς όπως συνήθως στην αγάπη Όμως απ' τη μαστίχα του πηλού της γης μια γεύση αιρετική ανεβαίνει Μισή από μίσος κι όνειρο μισή από νοσταλγία

το άδικο; Μια συγχορδία η ζωή όπου ένας τρίτος ήχος παρεμβάλλεται Και είναι αυτός που λέει στ' αλήθεια τι πετά ο φτωχός Και τι μαζεύει ο πλούσιος: χαδούλια γάτας εύπλεκτα της λυγαριάς Αψιθιές με κάππαρη λέξεις εξελικτικές με βραχύ το ένα φωνήεν Ασπασμούς απ' τα Κύθηρα. Έτσι με κάτι τέτοια πιάνεται Ο κισσός και μεγαλώνει το φεγγάρι να βλέπουν οι ερωτευμένοι

Εάν εξακολουθούμε να 'μαστε αντιληπτοί ως άνθρωποι που Διαβιούμε κάτω από θόλους κατάστικτους με σμαραγδίσκων τρίτωνες τότε Η ώρα θα 'ναι μισό δεύτερον λεπτού μετά τη μεσημβρία Και η τελειότης η άκρα

355

συντελεσμένη σ' έναν κήπο με υάκινθους Οπού τους αφαιρέθηκεν ο μαρασμός για πάντα. Κάτι φαιό Που μια σταξιά μονάχα λεμονιού αιθριάζει οπόταν Βλέπεις κείνο που απ' την αρχή εννοούσα με στοιχεία καθαρά Να χαράζεται πάνω σε μπλε Ιουλίτας.

ΤΟ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟ ΤΡΑΠΕΖΙ All around οι τέσσερις ύστερα Οι τρεις οι δύο κι ο ένας l' unique le solitaire Le marie a vie a sa cigarette μπροστά σ' έναν εξώστη επάνω στη Μεσόγειο

ξεκινήσει ο Πλάνης Με νέφη πλόιμα υπερυψωμένα εύφλεκτα πάνω στον άκαυστο ουρανό Ταράσσεται ο των ήχων εύσκιος φυγάς και ας Εξαναγκάζεται ο Μεσημβρινός να του υπακούει Τολύπες ρόδινες ο γαλανός καπνός εξαπολύει Και συγχέονται μνήμη και αγαθό στο ίδιο ύψος Α σεις πετεινάρια της αφύπνισής μου και των άσπρων αιφνιδιασμών Αγριοπερίστερα. Όχι εγώ αλλ' εκείνα που αγαπώ με προχωράνε από Βενετία Κόρδοβα σε Αμμόχωστο Αλεξάνδρεια Κάιρον All over the world Με ρήματα του πόντου αλιευμένα το καταμεσήμερο

Και με μια κούπα έννοιες δύσκολες κι εύγευστες come i fichi la mattina Μετρά κείνο που μένει. Το ίδιο που δεν βρίσκεται ποτέ μέσα στο άθροισμα Μπορεί μ' ευθείες να χαράζεται ο Μεσημβρινός αλλ' Η αλήθεια πάντοτε με τεθλασμένες. Λιγότερο από νου και περισσότερο από Χουν είναι η δεύτερη και η τρίτη μέσα μας υπόσταση

Όλα περνάνε μείον το βάρος της ψυχής. Που και με τι τρόπο Τόπο να του αλλάξεις γίνεται. Κι όπως τον τρυφερό τους τράχηλο Ελαφρά μόλις δαγκάνοντας τα νεογνά της ευκίνητη γαλή Από ένα σ' άλλο σπίτι απάγει· έτσι κι εγώ με τα μωρουδιακά της λύπης μου σε Τόπων άγνωστα μικρά ή μεγάλα καταφύγια προστρέχω Κι αυτοκυνηγιέμαι από φοβερές κραυγές φονευομένων κλαγγές

Φώτα χαρμόσυνα της Νέας Ορλεάνης όλο κρουστά

οπλών Αθέατων απ' τους θνητούς σιγανά κλάματα κόρης που ο κλήρος

Και ποικιλόχρωμες φωνές· άλλα της Οδησσού πριν ή μετά που

356

δεν της έλαχε ο επιθυμητός Σ' όλες τις γλώσσες το αδύνατον διαρκεί

Το μαρμάρινο τραπέζι αναρπαγεί plein de mots lances au hasard και Συνεννοηθούν καλύτερα μέσω του ασχέτου οι τέσσερις οι τρεις οι δύο ο ένας.

West of sorrow αδιάκοπα ολοκληρώνεται όλων των νοημάτων Το πλεκτό· χωρίς ούτε καν ενός ονειροκρίτη τα γραφόμενα Ένας να δύναται ποτέ ν' αποκρυπτογραφήσει Ακόμη και στο φως ακόμη και στη μέση γη με ή χωρίς Βλέφαρο νέφους δύο ή τρία της τρικυμίας κύματα να εξουσιάσει

ΩΣ ΕΝΔΥΜΙΩΝ Απαλές κοιλάδες έχει ο ύπνος ακριβώς όπως Και η επάνω ζωή. Μ' εκκλησάκια που βόσκουν σε χορτάρι εμπρός

Άξαφνα ρυτιδώνεται η ψυχή όπως όταν σηκώνεται πουνέντες Si piega il tavolo di marmo da una parte. Θα 'ρθουν και συννεφιές Περαστικότερες κι από τις λύπες ή που με πανσελήνου ύελο Γίνεται να κοπούν και διαλύονται Σταματημένος νιώθεις αλλά σε τρέχει ο δρόμος σου και προτρέχει του ωροδείχτη ο χτύπος της καρδιάς σου. Έτσι Φτάνεις Avignion και Nice και Cap-Ferrat Menton Lausanne. Ότι πιο δυνατόν Για χάρη σου ν' αφαιρεί αλλ' ο χρόνος άθικτος να μένει Το ρολόι ο κηπουρός το δρέπανο η τσουγκράνα το Ποτιστήρι τ' άροτρα. Θέλω να πω τα μυστικά μιας πολυεθνικής απόχης Φτάνουμε σαν ατμομηχανή ολοένα επιβραδύνοντας την ορμή

αέρα Που ολοένα μηρυκάζουν ώσπου να γίνουν ζωγραφιές Η μια την άλλη σβήνοντας σε πλάγιον ήχο. Κάποτε Περιοδεύουν δύο ή τρία φεγγάρια. Γρήγορα όμως χάνονται Η ομορφιά κει που ακινήτησε διαρκεί σαν άλλο ουράνιο σώμα Η ύλη ηλικία δεν έχει. Μόνον ν' αλλάζει ξέρει. Θες πάρ' την από την αρχή Θες απ' το τέλος. Ήρεμα κυλάει εμπρός η επιστροφή κι εσύ την παρακολουθείς δήθεν αδιάφορος Τραβάς ωστόσο το σχοινί σ' όρμο Μυρτώον έρμο Δίχως ούτ' ένα ελαιόδεντρο να σου απουσιάσει Αχ Θάλασσα πάνω που ξυπνάς πως ξανακαινουριώνονται όλα! Μικροί πως χαϊδευτήκαμε και παίξαμε πεντόβολο τα γονικά μας! Για δες τι σηκωμό σηκώνει μες στ' ατάραχα ο Σιρόκος ο ύπνιος· και πως στα δύο τα χωρίζει! Από τη μια μεριά ξυπνώ και κλαίω για τα που μου επάρθηκαν

εωσότου αθύρματα

357

Και από την άλλη κοιμούμαι

Και στα γραφτά μου τρεις και τέσσερις ανέμους ανορθόγραφους Να ζαλιστούν τα πέλαγα όμως

Τη στιγμή που ο Ελευθέριος φεύγει και η Ιωνία χάνεται Μόλις που διακρίνεται λοφίσκος μ' απαλά κοίλα γεμάτος σγουρά

Γεμάτο νου και γνώση ν' ακολουθεί το δρόμο του κάθε πλεούμενο Ταλαντεύονται τα γεγονότα και στο τέλος πέφτουν πριν κι από τους

χλοΐσματα

ανθρώπους

Κι αντικρύ αντερείσματα σκληρά

Αλλά φανό θυέλλης δεν έχει το σκοτάδι

Που να φυλάγεσαι απ' όλα τα ενδεχόμενα· ενώ πρόσφυγες μέλισσες Κατά σμήνη βομβούν και μια γιαγιά μες στ' αλιεύματα της

Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού Η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς; Στους χίλιους ύπνους ένας βγαίνει ο ξυπνητός αλλά για πάντοτε.

δυστυχίας βρίσκει Να βγάλει από τα λίγα της χρυσαφικά παιδιά κι εγγόνια

Ξεφόρτωτον κι απ' το ένα πλάι σε κυλάει ο κίνδυνος και σ' αγνοεί Που συ ο ίδιος κάποτε θέλησες να τον αγνοήσεις Αυτά βέβαια στα ψέματα του ρούχου που φοράς δίχως τη φόδρα του

Άρτεμις Άρτεμις κράτα μου τον σκύλο της σελήνης Δαγκώνει κυπαρίσσι και ανησυχούν οι Αιώνιοι Κοιμάται πιο βαθιά κείνος που έχει περιβραχεί απ' την Ιστορία Μπρος μ' ένα σπίρτο ας την ανάψεις σαν οινόπνευμα Ποίηση μόνον είναι Κείνο που απομένει. Ποίηση. Δίκαιη και ουσιαστική κι ευθεία

ν' αναποδογυρίσεις Κει που αγγιχτήκανε οι μουτζούρες με τα χρυσά νομίσματα Όπως τα βδελυρά με τ' άγια

Όπως μπορεί και να τη φαντασθήκαν οι πρωτόπλαστοι Δίκαιη στα στυφά του κήπου και στο ρολόι αλάθητη.

Παράξενο είναι Πόσο ακατανόητα ζούμε αλλ' απ' αυτό κρεμόμαστε Χλωρό περιστεράκι του βασιλικού φιλί που σου 'δωσα επάνω

ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ (1998)

στο κρεβάτι μου

358

ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΟΝ Αλλά χωρίς να χάνεις ποτέ την εικόνα του συνόλου. Και η πιο απλή παράγκα θέλει το ρήμα της, τα ουσιαστικά και τα επίθετά της, όπως κάθε πρόχειρη γραφή τον Πικιώνη της. Η αφέλεια δεν δίδεται δωρεάν· σκηνοθετείται και παίζεται· εάν είσαι ο ένας από τα ελάχιστα εκατομμύρια που δικαιώνουν την ανθρωπότητα.

Του μύρμηγκα η μυστηριώδης διαδρομή και της μελίσσης το βόμβισμα Ε, τι! Συμπληγάδες όλοι μας περνούμε Άλλες του κίτρινου στενές κι όλες του κόκκινου κατάμαυρες Στηθήτω μία Παρθένος κατάστικτη φιλιών η αμώμητος. *

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΑΝΕΜΟΚΥΚΛΙΣΤΟΣ ΜΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗΣ οι ουράνιες δυνάμεις ανεβαίνουν Συλλαμβάνεις εδώ ή εκεί ψίχα βασιλικού ή πυρκαγιάς το απόσπιθο Που μέλλει ν' αποκαλυφθεί χρόνους πολλούς μετά το πρώτο σου άγγιγμα Καίει από τη μία όψη το ψευδές αλλά απ' την άλλη Του καθρέφτη γίνεται ύδωρ

Εγώ στη θέση της Παρθένου θα 'βαζα κληματόφυλλα! Και μιαν ιδέα ελαίας. Κλωνάρια λέξεων αδημονούν για Μάιο. Καθώς δραπέτες φωτοστέφανων του Angelico μια θέση αγίου διεκδικούν μέσα στο ίδιο ποίημα. Διαβάζοντας Αθηνά αισθάνεσαι πόσο απέραντο χώρο καταλαμβάνει το άσκοπο στη ζωή σου και πόσο μια διαφορετική μέτρηση θα κατάφερνε να προσδώσει στα γεγονότα του βίου σου τη συντομία ονείρου. ερευνασάτω

Ξέρει ο εύθεος. Βγάνει απ' τον κορυδαλλό κλώνους δεκάφυλλους Κι από τις λίμνες των σκιών όλων μυριάδες μινυρίσματα Κάποιος πέφτει σαν λαχνός νάρκισσος Αλλ' ακόμη κι αν λανθασμένος πρέπει να είναι Δεν η θέση του κενή μένει. Σαν παρατεταμένο Παράπονο ήχος άναξ από ρικνή βάρβιτο Της μνήμης τ' ατημέλητα διευθετεί. Και ιδού! Μήνις παλαιών άθλων εκ νέου ξεσπά και ο νους ημίβροτος αγωνίζεται Ή δώθε το άδικο εις χρυσόν ή κείθε το χαμένο αλλ' όχι Ευτύχημα. Συνεχίζεται και από την αντίθετη φορά των υδάτων ο ρους Μ' ευρήματα σελήνης και μικρής Υακίνθης παρειών θραύσματα Τα πάντα εντέλει ανάγνωση επιδέχονται

μεγαλάνορος Ησυχίας το φαιδρόν φάος Φτάσε να συλλαμβάνεις αισθήσεις όσες και τα μουστάκια της γάτας σου. Μεγάλα πιθάρια όπως τα ξέρουμε, βαριές ξυλοδεσιές γυαλισμένες με βερνίκι ελιάς και παλαιού καθρέφτη ξανθάδα. Μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αλήθεια. Οι πιο μεγάλες στιγμές στην ιστορία των εικαστικών τεχνών σημειώθηκαν διττώς και κατ' αντινομίαν:

359

- Τη στιγμή που η καμπύλη γραμμή πήρε την απόφαση να μεταβληθεί σε ορθή γωνία και τετραγωνίστηκε ο υλικός κόσμος. - Πολύ πριν το δισταγμό που προκαλεί η άνισος αναλογία των πραγμάτων μια συνοικία ολόκληρη τοποθετήθηκε σ' ένα προαύλιο σπιτιού μαζί με το κεφάλι της Θεοτόκου.

Θαυμάσια που τρέχει ο ουρανός, αν κρίνεις απ' τα σύννεφα.

-Η πιο δροσερή και γεμάτη ζωντάνια παρουσία του φυτικού κόσμου αναδύθηκε απ' τους τάφους των Αιγυπτίων και των Ετρούσκων. -Από την άκρα σοφία του Henri Matisse ως την άκρα αφέλεια του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ απέκτησε το πρώτο της μπλε η Μεσογειακή θάλασσα.

Από παιδιά και μόνον φτιάχνεις Ιεροσόλυμα.

Όπως ο στάχυς μεταβάλλει τη σοφία του σε άρτο, έτσι κι ο ποιητής την αφροσύνη του σε πικρόν υδράργυρον, αλλ' αγάπης.

Σε απόσταση παραμένουν στα κλεφτά υπνάκου το καταμεσήμερο οι πέτρες της Ολυμπίας· με λίγο χρυσομώβ στις τελειώσεις τους τείνουν να πάρουν κάτι από την καλύπτρα της Μεγαλόχαρης.

Πέριξ, δεξιά κι αριστερά περιστεριών κι άλλων ψυχών ψεκάδων. Αλλ' εμπρός μια χαμηλή εκκλησία μ' έναν Θεό πανύψηλο. Με την προϋπόθεση ότι και οι έννοιες έχουν τη δική τους ύλη θα 'ταν επίτευγμα μέγα να φτάσει κανείς ως το Αγαθόν και να επιτύχει τη διάσπαση του ατόμου του. Ο αέρας απ' την έκρηξη θα αρκούσε να σαρώσει και φυλακές και νοσοκομεία.

Κι ένα δωμάτιο μ' επένδυση θωπείας που επαναλαμβάνεται. Κοιμήσου καραμέλα μου για να σε πιπιλήσω.

Αν αντέξεις να φανείς αντί Ιώβ θ' ακυρώσεις αν όχι όλους τουλάχιστον τους αυτόχειρες των περιστάσεων. Για ν' αλλάξει το βάρος στο ζύγι της τυχαιότητας.

Κείνες οι ξαφνικές λιακάδες μες στο καταχείμωνο δεν είναι παρά οι προσπάθειες που κάνει ένα παραπλανημένο περσινό τζιτζίκι να ξαναβρεί τον προσεχή του Ιούλιο.

Κάποτε πρέπει και να παίρνει ανάσα ο άνεμος.

Αλλ' ο ήλιος τυγχάνει και αργυραμοιβός. Οπόταν, ευκαιρία να προβείς σε ανταλλαγές: - Ένα ψιλόβροχο στην Αίγινα μ' ένα πέρασμα στα σκοτεινά της Git-le-C?ur - Της Τζοκόντας το χαμόγελο με μια σκέτη καρέκλα του Braque - Ένα μεγάλο ναυτικό φανάρι με την Aube του Rimbaud - Ένα κομμάτι ακατέργαστης υπομονής με οποιοδήποτε ρυάκι βασιλικού κήπου.

Μην ανησυχείς. Υπάρχει πάντα μια δεύτερη τύχη που ακολουθεί πίσω απ' την πρώτη. Αρκεί να ξέρεις να περιμένεις παρά έναν ή δύο αιώνες, ενίοτε. Φθόγγοι Πομπηίας υποχθόνιοι μαζί με κατά καιρούς καταρρέουσες λέξεις από τον Δάντη έως τον Ungaretti σ' ένα εικοσιτετραώρου διαρκείας ηλιοβασίλεμα, παρισταμένης πάντοτε και της σελήνης, γίνονται τα προσκόμματα στην απόφαση της ανθρωπότητας να θέσει τέρμα στην ιστορία της. Μες στον βαθύ ουρανό Κάθε βουνό κι η υπογραφή του.

360

Προπαντός αν περπατείς γυμνόπους. Το νερό της ομοιότητας δεν άλλαξε, ούτε το δέρμα της ηλικίας. Ο Ξενοφών τυγχάνει εξάδελφός μου και η μικρή Ασία ομοεθνής. Κατά τ' άλλα, πραγματικά τρώω περγαμόντο για να ξημερώσει και γράφω ποιήματα ώστε να ερωτεύομαι σωστά. Να χαράζεσαι στη ζωή τόσο προσεκτικά, που να μη ματώνει ποτέ η ευλάβεια. Στις σαρανταεννέα ημέρες του χρόνου οι βερβένες του κήπου μου έχουν πανσέληνο. Σβήνουν τα πάντα κι απομένουν αναμμένα μονάχα τα ερημοκλήσια. Είναι φορές που παρουσιάζονται άξαφνα, και για λίγο μόνον, ρολόγια πανσέδων και κάμποσοι χαρτοπόλεμοι χαμομηλιών. Όλα τους ώσπου να εμφανιστεί στον αέρα το πρώτο κλεφτοφάναρο. Τότε είναι η στιγμή να προσμετρήσει κανείς πραγματικότητα. Γενού φυτό τριών γενεών και συνάμα παρθένος. Γρατζουνάει το πρώτο σου φιλί, όπως το πρώτο σου ποίημα. Κι είναι οι δυο αυτές αγριμάδες που, αν συμπέσουν και κάνουν καινούριο φεγγάρι, μπορεί να ξαναγραφτεί απαρχής η ιστορία του κόσμου.

Κι όσα η άμυαλη γραφή σου που υφαρπάζει Από μια, σε αποδρομή, μεγάλη στενοχώρια· που Του μικρού σου Νοέμβρη το καλύβι άπονα έπληξε. Κείνο το εν είδει ρόδου δώρο που δεν έκανα. Πεύκα. Η λαμαρίνα η ασημιά Το «μη» του ενός δακτύλου. Αργά τα μαλλιά Κολυμπητά στον ήλιο. Και κατασυντριμμένη Της οργής των αρχαίων καιρών η μαύρη σφήκα. Στη βρύση του ύπνου κάνει ουρά με τον τενεκέ του στο χέρι το τελευταίο μου όνειρο. ΤΗΣ ΛΕΠΡΑΣ ΠΡΩΤΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑ ΤΟ ΧΡΗΜΑ. ΣΩΡΕΥΕΙ Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ ΚΑΙ ΧΑΙΡΕΤΑΙ ΛΥΠΗΡΑ ΤΑ εγκόσμια. Και τα εκτός επίσης Έλλειψη έχει ως φαίνεται από ζωντανούς ο Θεός και σ' ένα μοναστήρι μικρό

Μια δεύτερη μέρα μέσα στην πρώτη διπλωμένη σε φάκελο φεύγει συνεχώς για να τοποθετεί εν αγνοία σου μικρούς φλόκους στα γύρω υψώματα και χρυσά συννεφάκια στην άκουα μαρίνα της μονίμου κατοικίας σου. Α! να 'χα ένα δικό μου αμπέλι πάνω σε ακρωτήριο, που η κάθε του ρώγα να τρίζει στο κύμα και ο οίνος του να 'ναι Μυρτώος ή και Καρπάθιος. Τι εύκρατη που γίνεται η σκέψη όταν τα μπλε σου βγαίνουν περίπατο! Ν' ακούς αγάλματα πέτρινα και ρυάκι Εμπεδοκλέους είναι μαγεία.

Σαν σε ορνιθώνα μας έχει κλείσει μην και του φύγουμε. Αλλ' Εμείς φεύγουμε. Λίγη τύρφη φθοράς καταλείποντας Οι με τις εικασίες εξακολουθητικά διαιτώμενοι και ποτέ ναι Λέγοντες άνθρωποι του ενός αιωνίου παρ' ολίγον Ποιας εντούτοις παραδείσιας χρυσαλλίδας τα ίχνη στα χειρόγραφά μας άλλο νόημα δίνει Και στ' αμάργαρο ύδωρ μπλουμ ζουμπούλι στάζει Παρόμοια κάτω απ' τους τουφεκισμούς ο εκτελεσμένος ή Πίσω απ' τα φύλλα η θάλασσα

361

Περαστικές ραγδαίες φυλλίδες μετατοπίζουν το άγνωστο Πιο κοντός απ' τη λύπη του ο άνθρωπος. Κυανότερο το κυανό γίνεται και μια τελεία γλάρου μένει επάνω του Ράκη φαντασίας ο αιώνιος δήθεν. Κι ας αρκέσει ο μέσα μας ανθώνων

Όμορφα δειλινά με κομμάτια Μυκήνες ως τον ουρανό και λαμπερά υποσύννεφα.

Άθως Όπου πηγή λαλεί και ο ελεύθερος που δεν μεταΓλωττίζεται. Ρείκια σφένταμα λουίζες πολυσύλλαβα της συντροφιάς μου

Στις Κυκλάδες οι μικρές εκκλησίες αφθονούν και λάμπουν όπως τα βότσαλα. Αλλού πουθενά χριστιανοί δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο ειδωλολάτρες. Και είναι με το μέρος τους ο Θεός. Το πινέλο του ζοφερού δεν πιάνει ποτέ στο μαύρο Χρειάζονται αλήθειες, ακόμη και για να πεις ψέματα.

Αέρας μου χρειάζεται για να νυχθημερόν νυμφεύομαι. Παρά λίγα σκαλοπάτια οι κουτοί των αισθήσεων θα μπορούσαν να γεννήσουν σαν μικρό αγοράκι μιαν ολόκληρη άνοιξη. * Φανού πρίγκιπας πριν την ώρα σου Αλλιώς θα 'ναι αργά ως και για τον διωγμό σου. Τα ορθογραφικά λάθη στη γεύση τα διορθώνεις με λίγο πετραδάκι άμπωτης και πολύ νερό της λουίζας.

Μην ακούτε τον Armstrong. Η μυρωδιά του φεγγαριού θα πρέπει να είναι κάτι ανάμεσα παλαιό φιλί και αιθέριο έλαιο κυπαρισσώνων. Οι ιδέες είναι σαν τα φαντάσματα, περνάς ανάμεσά τους κι αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν. Τις κλοτσάς, κι εκείνες δεν σαλεύουν! Εάν δεν τους λείψεις εσύ, δεν πρόκειται να λείψουν ποτέ. Η ελευθερία έχει δύο κοφτερές όψεις, όπως τα παλιά ξυραφάκια.

Καθ' οδόν βρίσκεις τον Οδυσσέα σου, και πάλι ζήτημα είναι. Θέλει να κοιμάσαι μ' ανοιχτά πανιά και μ' ανεβασμένη την άγκυρά σου. Εξαποθρησκευμένος ο χώρος όπου ακεραιώνεται η τελειότητα, θα μπορούσε να ονομασθεί Παράδεισος. Με την ίδια έννοια που η μεταξύ τιμονιέρη και Ικτίνου ακριβής στιγμή θα μπορούσε να ονομασθεί δικαιοσύνη. Για να τις φθάσει να λάμπουν ο χρυσοχόος τις λέξεις του, προηγουμένως τις βουτά στο φαρμάκι. Γι' αυτό καθετί πικρό γοητεύει. Όπως η άγουρη ελιά και του Εμπεδοκλέους το ήτορ.

OIL SARDINEN! Όπως και να το κάνεις, και από απόσταση πιάνεται η αλήθεια και σε καιρούς πολέμου, προπαντός τότε, όπου τραβάς το σπίρτο σου στην Basel και το βλέπεις ν' ανάβει στη Φραγκφούρτη. Πού να 'σαι τώρα, φροϋλάιν Keller, που θα σ' έβλεπα σαν Αρχίλοχο αν είχα να συναντηθώ με αιγύπτιο ιερέα. Όλα πρέπει να τ' ακούει κανείς, άσχετα αν ολίγα μόνον φτάνουν στο ους του Beethoven. Και ο πόλεμος, πόλε-

362

μος. Ίδια ηλιθιότητα θεωρώντας την ειρήνη τη δική τους μια ομάδα επαναστατημένων, εάν όχι για τον ίδιο λόγο, για κάποιον παραπλήσιο -την ασφυξία μπροστά σε μια σταματημένη εποχή-, νέων όπως ο Hugo Ball, ο Richard Hulsenbeck, ο Hans Arp και ο Tristan Tzara οργανώνουν στο Cabaret Voltaire της Ζυρίχης μερικές ταραχώδεις και εξωφρενικές βραδιές και διατυπώνουν αποφθέγματα όπως το περίφημο εκείνο: τον αέρα να τον διπλώνετε και να τον τοποθετείτε στην ντουλάπα σας, απαγγέλλοντας Όμηρο από την ανάποδη. Λίγο δεν είναι. Και ν' αθανατίζει και να θανατώνει γίνεται η νεότητα. Είτε την έχουν σε στρατώνες είτε σε καλλιμάρμαρα μέγαρα. Όπως καληώρα στο μεγάλο Kaiserhof με τους πυργίσκους, τις μαρμάρινες στοές και τα ενδιάμεσα παρτέρια όλο γλυσίνες. Να δρέψω ένα χαμόγελο από τη Lotte Begel, που λέει ότι μ' αγαπάει κι ας είμαι δώδεκα χρονών! Γιατί όχι; Το μάθημα το 'χα μάθει: Ich bin nicht mehr klein. Σωστός σίφουνας οι δεκάξι έλληνες σπουδαστές που δεν είχαν προφτάσει την επιστράτευση και τώρα δεν ξέρουν τι να την κάνουν τη ζωτική τους ορμή, αλλά δημιουργούν έναν αδικαιολόγητο θόρυβο ανεβοκατεβαίνοντας συνεχώς τις πλατιές μαρμάρινες γυριστές σκάλες, βάζοντάς με πρώτο στη γραμμή και χειρονομώντας, προς μεγάλην έκπληξη των ολίγων συγκεντρωμένων στο ίδιο ξενοδοχείο Αμερικανών. Αδιάκοπα γυρνώντας και αδιάκοπα φωνάζοντας το σύνθημα Oil Sardinen! Ανήκουστο! Oil Sardinen! Μία επιγραφή, ή αλλιώς ένα κλειδάκι που μπορεί ν' ανοίξει τις σαρδέλες αλλά και τις πραγματικότητες ενός καινούριου κόσμου που γεννιέται. Τόσο που νιώθεις το καπάκι των γεγονότων έτοιμο να εκραγεί. Ρωτιέμαι κι εγώ ο ίδιος! Δεν το έχω πληροφορηθεί ακόμη, εγώ με τα κοντά παντελόνια μου, αλλά όπου να 'ναι θα το μάθω, πως είναι αυτό το '23 που εγγράφει στο Παρίσι όλα τα 23. Donner a voir! Όλες τις επιταγές θα τις εξαργυρώσει η επόμενη εικοσιπενταετία! Τα μανιφέστα του Breton, τα ποιήματα του Paul Eluard και του Rene Char, τους πίνακες του Yves Tanguy και του Max Ernst, τις φωτογραφίες του Man Ray, και πάει λέγοντας. Ίσως βρω το δωματιάκι όπου θα ζήσω με τις αγάπες μου και θα περάσω μια ζωήν ολόκληρη διατυπώνοντας, αναλύον-

τας και ερμηνεύοντας το δήθεν Oil Sardinen. Ναι, αυτό είναι που ανακάλυψε η νεότητα εκείνη, κι ας μην το διάβασε ποτέ της σωστά, παρεχτός κι αν ήταν στον έρωτα κατά τύχην, και που μήτε, δυστυχώς ή ευτυχώς, συνειδητοποίησε ποτέ της. Oil Sardinen λοιπόν! Επειδή το κόκκινο δεν είναι πάντοτε η προτεραία του μαύρου. Επειδή ως και η ευλάβεια σε ρευστή κατάσταση μπορεί να προκαλέσει ανίατα εγκαύματα. Oil Sardinen ως απαραίτητη καθημερινή προσθήκη στο πιπέρι, στο θυμό, στον έρωτα, προπαντός εκεί, στις υλακές, στ' αποχωρητήρια. Oil Sardinen επειδή δεν το ανέχεται κανείς να 'ναι απλώς κείνο που είναι. Επειδή απ' τα είκοσι στα τριάντα σου ο δρόμος είναι πολύ πιο μακρύς απ' ό,τι απ' τα τριάντα σου στα ενενήντα σου. Επειδή το μωβ περιλαμβάνει όλα τα χρώματα πλην ενός, που καλείσαι να το βρεις και δεν το βρίσκεις ποτέ σου. Oil Sardinen επειδή στο εξοχικό του καθενός μας ενδημεί ένας εύρωστος αίγαγρος, που συντηρείται με τα όσπρια των ρεμβασμών μου. Να διπλώνετε καλά τον αέρα στο ντουλάπι σας. * Εάν υποθέσουμε για μια στιγμή ότι όλα τα ευγενή μέταλλα και οι πολύτιμοι λίθοι μεταβληθούν σε απλό μόλυβδο, πού και σε ποια βάση θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί η έκδοση χαρτονομίσματος; Στις ηθικές αξίες ή μήπως στα ειλικρινή αισθήματα; Τι θα μπορούσες να προμηθευτείς με δύο κιλά Heidegger; Με λίγη καλοσύνη πόσα κεράσια; Στο θέμα της αντιπαροχής δεν ευτύχησε η ανθρωπότητα. Εκείνο που μας χρειάζεται είναι ένας μινωικής ή και θηραϊκής περιόδου Mallarme δακτυλιολίθων. Μες στους πολλούς γάμους των αρωμάτων οι αιμομιξίες αφθονούν. Δεν σημειώνεται όμως ποτέ διαζύγιο Έχει κι ο νους Λιτόχωρο

363

Με διαβαστές πλαγιές κι εύφορα μπλε θαλάσσης. Κάποτε νιώθω να 'μαι ανάμεσα σ' αυτούς που δε γνώρισα ποτέ. Από τ' αποτυπώματα του ανέμου πάνω σου καταλαβαίνεις αν πέρασε Κόρη με δυνατούς γλουτούς και συνείδηση διάφανη. αίνιγμα παρθένον εξ αγριάν γνάθων

λάσσης. Η παρουσία στη γειτονιά μιας αίγας θα ήταν ευκταία. Μερικές νύχτες τ' αφήνετε κάτω από τρία τέταρτα σελήνης και τριζόνια μυριάδες. Με τα πρώτα του όρθρου και λίγη αδημονία πριν το δάγκωμα δοκιμάζετε αν διαστέλλονται τα ρουθούνια σας, και αφήνετε να διαρρεύσει κάτι μενεξεδί με υγρόν ώχρας εωσότου νιώσετε το γάλα της νέας ημέρας. Τότε απλώνετε το χέρι σας. ΑΜΑΘΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ ΤΟΥ ΝΕΣΤΟΥ Ο ΠΑΡΑ ΠΟΤΑΜΟΣ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΚΙ ΑΡΓΕΙ ΝΑ ΦΤΑΣΕΙ

Με λίγα σπουργίτια, μία βρύση και κανέναν άνθρωπο, μ' αυτά μόνον, γίνεται να φτιάξεις το μοναστήρι πασών των θεοτήτων.

ΣΤΟΝ ΑΚΑΛΥΠΤΟ ΧΩΡΟ ΜΑΣ στάσιμα τα νερά

Για να φτάσεις στον οργασμό δεν σου χρειάζεται Shakespeare.

Λιμνάζουν. Ωμές τρώνε τις αλήθειες οι άνθρωποι

Κάθε τόσο μου στέλνουν ένα μπουκετάκι με μισοσπασμένες λέξεις δυο μακρινές ξαδέλφες μου από την εποχή της Σαπφώς. Τη μια τη λένε Αστρινή και την άλλη Λεμονέσσα..

Και κουκιά βγαίνουν τα θεοΰφαντα. Μείνε κοντά μου μύρτον

Και καλό και κακό γίνεται να 'ναι το απροσδόκητο. Και το πριν μετά σαν γίνει. Ας γίνει. Τα πάντα προσπαθώ προς χάριν του ένα. Ποδήλατο για τρεις. Ή τρεις για τον Βορρά του ανέγγιχτου.

Είσαι της γης ο γόης και της Αίθρας ο κότινος Αυτά που γράφω δεν «γίνονται» ούτε «παίζονται». Αλλά Υπάρχουν στο ους του Διός εάν όχι στ' αζήτητα Πένες χθεσινές πτέρυγες κυκλαμινίσκοι του αφελούς βιολέ Στάχυς θα υπάρχει ακόμη σιτίζοντας τους πληθυσμούς. Αλλ' ο Ένας όσο κι αν από μαΐστρο έμπλεος είναι στον ενεστώτα του καιρού

Στα ερείπια συχνάζουν οι μέλισσες και οι πρώην ιδέες.

του Αρχιλόχου

Ύστερα και τα πιο μικρά πουλάρια της λαγνείας μου θ' αναπηδήσουν. λιμώττει Ελεατών ελληνικά και Μακεδόνων διττά Δία! Αναφέρονται στιχομυθίες, ψαύσεις ακρομηροφιλείς, ενεστώτες του ρήματος της δίψας.

Παίζουν οι ευωδιές τυφλόμυγα και σαστίζει της νύχτας τ' αλογάκι Μπρος, ας διαγράφουν οι Αντιγόνες και ας Αντικατασταθούν δικαίως οι Κρέοντες όλοι Αδιάκοπα να ευδοκιμεί ο ηδύοσμος ως νους μονογενής. Και

ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΥΝΤΑΓΗ ΓΙΑ ΣΥΚΙΑ ΣΤΗ ΣΚΥΡΟ Ή ΣΤΗ ΣΙΚΙΝΟ οι λοιποί ερρέτωσαν. Επιλέγετε μία θέση πλάι σ' έναν χαλασμένο μαντρότοιχο που το άνοιγμα του μπάζει αεράκι γιομάτο μνήμες του '21 και ψεκάδες θα-

ΥΓ. Ας σημειωθεί ότι ακόμη και όσοι πέτυχαν απ' την

364

Κακοτυχία να επιστρέψουν δεν χαμογέλασαν ποτέ. Όπως Δεν χαμογελούν ποτέ τους τα έντομα. * Όπως και να το κάνεις, ένα κομμάτι «πάντοτε» στον άνθρωπο θα υπάρχει. Ελθεδέτε Κύνθια πρόσμερο και αθιβαδίτες του έννερον υφαλίσκου άλλωστε και τα ένδενδρα καιρός να περιβραχίσουνε και ας φιλεί το κύμα και ας ευνοοιωνοεί ο αν άνεμος. Επειδή και της βροχής είναι σκέψη ο νους κι ελάσσονος χρυσού το πολύ πολύτιμο. Καιρός του μάνια και του λεβαντείν. Κάθε τόσο μου ξανάρχεται μία σύνθεση από γης ηλιοκαμένη για δύο μπλε κολπίσκων κι ένα του μάκρους ώχρας ακρωτήριο. Τράβα μόνος σου ο ίδιος κι όσο πιο δυνατά μπορείς το σχοινί που ανεβάζει το καλαθάκι σου στα πιο εμπιστευτικά σου Μετέωρα. Ως κι ο καημός εάν τον ταξιδεύεις χρειάζονται όκια. Κι ένα τέταρτο μητέρας αρκεί για δέκα ζωές, και πάλι κάτι θα περισσέψει. Που να το ανακράξεις σε στιγμή μεγάλου κινδύνου.

τος πεθαίνουν όλοι, αλλά στα ψέματα. Ο καλύτερος αγωγός θερμότητας είναι η λύπη. Γι' αυτό βλέπεις να καίνε κάθε μέρα οι καμινάδες, χωρίς να φαίνεται πουθενά καμιά φωτιά. Των καλογέρων ελάχιστες ελιές κι η αγρυπνία. Και δύο βυζαντινής τεχνοτροπίας εικόνες που δεν έπρεπε να παραλειφθούν: 1. Κοίμησις του Γεωργίου Νόελ Γόρδον Μπάυρον, των ευζώνων Αγγέλων προσκυνούντων, εν Μεσολογγίω τη 19η Απριλίου 1824. 2. Βαϊφόρος με την είσοδο του πρώτου Κυβερνήτου της Ελλάδος κόμητος Ιωάννου Καποδιστρίου, των κωδώνων χαρμοσύνως ηχούντων και κροτουσών των ελλιμενισμένων ναυαρχίδων, εν Ναυπλίω τη 8η Ιανουαρίου 1828. Ο τρόπος να μετράς σύνολα αστερισμών είναι απαράλλαχτος με τον τρόπο που μετράς σύνολα λέξεων συν ένα. Αυτό το συν αποτελεί, όσο μικρούτσικο και αν είναι, ακόμη και δισύλλαβο, τη μόνη μας υπεροχή απέναντι στον απέραντο όγκο του υλικού κόσμου. Οι κακοί ποιητές τρέφονται από τα γεγονότα, οι μέτριοι από τα αισθήματα, και οι καλοί από τη μετατροπή του τίποτε σε κάτι. Το εκ του μη όντος ον λογαριάζει. Να πετύχεις μονόλογο σε όλες τις διαλέκτους του τρεχούμενου νερού. Σαν ποταμός εξ αίματος εξάδελφος του Ευξείνου.

Ω δύσβατη, δύσβατη ζωή, από ποιο σοκάκι γίνεται κανείς να σε περάσει!

Θα μπορούσε και ο ευγενούς καταγωγής Juan Gris να κυκλοφορεί πότε πότε μ' ένα φευγάτο του Max Ernst φεγγάρι.

Επειδή και η φύσις δίγλωσση μοιάζει να είναι, και με τη λέξη θάνα-

365

Αν έφτανε ο άνθρωπος να μεταστοιχειώσει την ορθή δίκη σε βερίκοκο ακμής, θ' αρκούσε για να κατεβεί μερικά σκαλοπάτια ο θάνατος.

*

Κάτι κόκκινο πριν απ' το αίμα

Να ταΐζεις την άνοιξη με απόσταγμα κυτίσου και βαθύ μπλε Veronese.

Μόλις φτασμένο απ' το παρ' ολίγον μέλλον.

Αν είσαι γεννημένος για τα τέτοια, φύλαχ' τα. Δεν ήρθε η ώρα ακόμη. Κάτι σαν βρυχηθμών βροχή διατρέχει το διάστημα τελευτώντος του εικοστού αιώνος.

τότε βάλλεται, τότ' επ' αμβρόταν χθόν' εραταί ιών φόβαι, ρόδα τε κόμαισι μείγνυται

Και διαμάντι στα δύο φτάνει να κόψει ένα μαχαίρι, αρκεί να 'ναι από συμφέρον. ΣΤΑ ΕΠΕΙΤΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΟΣ Από τα στιγμιότυπα που πρόφτασε να πάρει ο χρόνος και να εμφανίσει σε κατοπινούς αιώνες, επέτυχα να συγκεντρώσω μερικές μαθήτριες του Γυμνασίου της Σαπφώς:

Για τα κακά σημάδια υπάρχουν τα καλά λημέρια. Να πιάνεις κάθε ορτύκι από τη σκιά του ή στην ανάγκη να ζουπάς τα σκάγια στην παλάμη σου όπως κουκούτσια. Σ' ένα τέτοιο κυνήγι ο σκύλος σου να 'ναι από ευγενές μέταλλο. Πήρε τα φύλλα κίτρινα ο αέρας βροχερές κιθάρες.

-Εξακολουθεί να μετατοπίζεται σαν σκιά στο σεληνόφως της Λυδίας η Ατθίς, με ανασηκωμένο από το αριστερό πόδι το χιτώνα της.

Μάργαρον ύδωρ.

- Με μια καρότσα φτάνει καλεσμένη απ' τη δούκισσα του Κεντ η Γυριννώ να πιει το τσάι της, ανυποψίαστη για το τι τεκταίνεται στη Μικρά Ασία.

Αν ο ύπνος σου είναι κατά το ένα τέταρτο Vermeer μη σε νοιάζει·

- Ναυτόπαις η Γογγύλα δουλεύει σε κορβέτα αγκυροβολημένη στα νερά των βραχονησίδων της Νύμου και άγαμος.

Της ευτυχίας ισχύουν όλα τα κρατούμενα μείον Που είναι αδύνατον να τα προσθαφαιρέσεις.

-Η τύχη της Ανακτορίας αγνοείται. Τα ως τώρα δεδομένα συγκλίνουν με την άποψη ότι έχει απολεσθεί από αβλεψία του τυπογράφου.

Και η τελειότητα ένας είναι Παράδεισος που δεν εγνωρίσαμε ποτέ. Μόνο που την ιχνηλατούμε. Με κάτι αγριμόνια μικροσκοπικά ή χαδάκια γάτας κι αλλά πολλά ωραιούλια επιστρέφουμε και την ακινητούμε.

-Όσο για την Αριγνώτα υπάρχουν διαφωνίες. Σύμφωνα με μιαν άποψη διέφυγε στην Αίγυπτο τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατ' άλλους επιβιοί και στις μέρες μας με το ψευδώνυμο Κυρά Παναγιά ή Μαρία.

μετά μία ή δύο χιλιετίες θα σου φανερωθεί ολόκληρος.

Κρίνα, γιούλια και μαγνόλιες σωρεύει ο θερίζων Και ποτέ προσκομίζων πλούτη Κύριος.

366

Μωβ ανθύλλια όλα στραμμένα Στα καταστήματα των νεοτερισμών τα έτοιμα ποιήματα στοιχίζουν τρεις ή δέκα λέξεις φθηνότερα, όσες ακριβώς θα χρειαζόντουσαν για να γίνει το ναι ίσως και το ίσως πάντα· χώρια εάν είσαι αγοραστής Μαΐου σ' εκείνες τις κατά την περίσταση ομοβροντίες πάνω σε τάπητα χλόης, όπως φρέσκες παπαρούνες. Κι ένα άστρο που σου κρύβεται, μην τύχει κι είσαι ο ιδιοκτήτης του.

Δυτικά της Λύπης Ντανγκ ίσως και να σημαίνει εγώ ίσως εσύ. Στο ένα πόδι Ξεκινήσαμε όλοι μας αλλά για δυο περπατηξιές. Μια του απάτητου όρθρου

Σύκα της ωρίμανσης στο βυθό του Αυγούστου και πουλιά μη μου άπτου, σταλτά χωρίς καμιάν διεύθυνση.

Και μια του δίχως τέλους δειλινού της Οίας. Όπου σημαίνει Μέσα μας συμπυκνωμένα ημερονύχτια δρουν τα πιο πολλά

Αν θες να ωτακουσθείς του ίδιου σου του εαυτού, φρόντισε να 'χεις περάσει μια πλήρη ζωή μικρού Βοτανικού Κήπου.

εν αγνοία μας Και τι πράο το χόρτο τι τραχιά η σπασμένη άδικα πέτρα

Για κάτι πιθανόν καλύτερο, που εάν δεν έσωσε να βγει Πάλι ο κόπος μαρτυριέται

Έτσι ο κόσμος ο Ελευθέριος ο Μάρτης ο Ιωσήφ η Άρτεμις ο Κήρυκος Η Μελισσινή και τ' άγουρο εγγόνι της Βατάνας

οποσακισούν. Η ακή του χρόνου φτάνει έως τον Ήφαιστο. Στο αγώνισμα των πέντε δυσκολιών έχασες τη μία για πάντα. ΒΑΡΥ ΤΟ ΧΩΜΑ ΚΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΠΟΥ ΜΕΤΑΤΟΠΙΖΕΤΑΙ ΤΟ ΚΩΔΩΝΟΣΤΑΣΙΟ

Σαν την απωλεσμένη καθ' οδόν μέλισσα που θυσιάζεται. Πλησιάζει ο χρόνος και την τρώει με βουλιμία.

ΧΕΡΙ ΚΑΙ ΠΕΤΡΑ τόσο πλάι παραπλανούν το θάνατο Οι μπεγκόνιες του Αγίου Μαρτίνου των Αγρών στενάζουν Λίγο ακόμα και θα παίξουμε Παρασκευή για όργανο

Το κατά λάθος λάθος μπορεί να σε οδηγήσει και σε αλλά επόμενα, δεν σε επαναφέρει όμως στο σωστό ποτέ. Η τρέχουσα ευφυΐα είναι μια ισορροπία ανάμεσα στο χείριστο και το βέλτιστο.

Πλησίον μια μικρή βροχή μ' όλους των άκοπων ακόμη οπωροφόρων Τους στενούς συγγενείς και τα παιδιά μαζί

Η καταιγίδα που κατά καιρούς ξεσπά μ' αστραπόβροντα και μουγκρητά προς στιγμήν σε απόσταση από τη Βρετανία είναι η φύσις που για λογαριασμό της ανθρωπότητας επίμονα ζητά να της επιστραφεί

367

το κεφάλι της Μαρίας Στιούαρτ. Κοίτα να κόβεις κάθε τόσο τα νύχια της Ιστορίας, επειδή έτσι και μεγαλώσουν θα πνίξουν κι εσένα και την αλήθεια. Κάπου θα συνεχίζεται το είδωλο που έβλεπε στις διόπτρες του ο Ναύαρχος Νέλσων. Μένει ωστόσο ακόμη απ' έξω μια κραυγή που ξέφυγε απ' την ακατέργαστη ανθρωπότητα. Κανείς δεν μπορεί να φαντασθεί τι άσμα περιέχει ο θόρυβος προτού μεταφραστεί σε κατάλευκο ατίθασο άτι. Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί ένα καρπούζι τον Αύγουστο είναι κατά πολύ ανώτερες απ' τις άλλες που συντρέχουν για να συντελεσθεί ένα κακούργημα σε οποιαδήποτε στιγμή του χρόνου. Κουράγιο χρειάζεται. Ανάμεσα στον δείκτη του χεριού σου και την άκρη του τετραδίου σου απλώνεται τεραστίου μήκους έκταση που έχεις να διανύσεις. Αποτελώ ένα εύδρομον που συγκρούεται συνεχώς με το κοινό αίσθημα των μελετητών. Ποιος υποβαθμίζει τον άλλον θα φανεί κάποτε. Για την ώρα χάνω πάντα από την έλλειψη στις μέρες μας καταλλήλων οργάνων ναυσιπλοΐας. Στον Εύξεινο των δημητριακών άμε να ζέψεις θύελλες.

ΔΡΩΜΕΝΑ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΤΡΙΤΗΣ Αέτειος τύχη φυσάει κι ολοένα πιο φθοροποιά παρουσιάζονται τα ερείπια. Εγώ τα βλέπω καινούρια με στολή αετού, μεγεθυμένα μες στο μέλλον. Μια γυναίκα ξετυλίγει τον ήχο και τον στρώνει στο δά-

πεδο. Τα δύο πόδια που φαίνεται να προχωρούν προς τα πίσω εξακολουθούν να έρχονται καταπάνω μου. Ξάφνου ανάβουν τα φώτα και βλέπεις την ηρωίδα του έργου με τα καθημερινά της. Μυρίζει κλεισούρα εδώ μέσα. Φαίνεται πως ο μικρός του εικοσιεννέα είναι που σκηνοθέτησε την κλοπή. Στην αίθουσα του δικαστηρίου οι δύο γυναίκες από την πολλή προσπάθεια έγιναν τρεις. Ο αγκώνας της μιας είναι συνάμα και κρύπτη. Στο βάθος υπάρχει κι ένας ανδριάς αορίστου εποχής έφιππος. Βουίζει κι ακούς τα γεγονότα να τρέχουν. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Μα δεν παρουσιάστηκε κανείς. Κείνοι που κάναν την παρέλαση θα 'χουν κιόλας τώρα φτάσει στην εκκλησία. Μια κυρία με σταματά και μου ζητάει λίγο νερό. Μια άλλη με κοιτάζει απ' απέναντι. Φορά μια πλατιά κι ανάλαφρη ψάθα, προσπαθώντας να χωρέσει μέσα της όλον τον ήλιο. Δίπλα της μια μισάνοιχτη πόρτα. Κι η θάλασσα. Μια ελαφριά τρικυμία όπου κυριαρχούν εναλλάξ τ' αρώματα της μπανάνας και της βιολέτας. Κλυδωνίζομαι κι επιμένω. Έχουνε δίκιο. Το μεγάλο μας όφελος είναι από τις πολλές μικρές καταστροφές. Έτσι εξηγείται πως οι τοίχοι όλοι καινε και βγάζουν καπνούς, χωρίς να φαίνεται πουθενά φλόγα. Που σημαίνει ότι ο ήλιος ταξιδεύει, και όχι πάντοτε. Ούτε ξέρει κανείς πως βρέθηκε εδώ. Διαθέτει μια πελώρια κινηματογραφική μηχανή και ίπταται. Με κάθε κλικ εκτινάσσει μικρά καθημερινά αντικείμενα, σφυρίχτρες, χτενάκια, μολύβια, βούρτσες. Μου μπαίνει ο πειρασμός και πλησιάζω. Βάζω με το νου μου ένα παλιό εγγλέζικο τραγούδι για την άνοιξη και περιμένω με δυσπιστία. Πρώτα αισθάνομαι να πέφτει χωρίς λόγο μια λεπτή βροχούλα, και σε λίγο βλέπω από ψηλά λουλούδια πολλά, σκόρπια, σε μπουκέτα, και σε ολόκληρα στεφάνια. Σωστός κατακλυσμός. Την ίδια στιγμή που μήτε ακούς μήτε οσφραίνεσαι τίποτε· αλήθεια θα 'ναι, φαίνεται, και το ύψος του Κρόνου και το βάθος του Τάμεση.

368

Αν δεν σου λείψει ένα κομμάτι ζωής, όνειρα μην περιμένεις. Του χαμού πάντοτε είναι ιδιοκτήτης ο καιρός, κι εμείς σχεδόν σοφοί αλλ' ως γέροντες, που ο ύπνος μας μαθαίνει ολόκληρους απέξω. Μας αποστηθίζει. Το εικοσιτετράωρό μας είναι μια συνεχής ανάκριση. Είναι χρόνια τώρα που περιμένω μιαν απόφαση. Στην πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει τίποτε. Κάθε καθρέφτης έχει κι από 'να δικό του είδωλο που, μόλις πάω να κοιταχτώ, με αλλοιώνει. Κατά λάθος μαθαίνει κανείς και μυστικά που περνούν γι' αλήθεια. Μολονότι τόσο εκτεθειμένη στο φως δεν ξεβάφει. Η παρέλαση ακόμη συνεχίζεται. Μπρος πάνε οι σαλπιγκτές και πίσω τους οι βαθμοφόροι με τα διακριτικά τους. Από το πλάι στη διαδρομή προφταίνουν να ιδρυθούν ζαχαροπλαστεία και ζυθοποιεία. Σκέφτεσαι τι σπουδαίο θα ήταν να μπορούσε όλος ο τελευταίος πόλεμος να χωρούσε σ' αυτό το τετραγωνάκι. Τώρα οι πρώτοι θα έχουν φτάσει κιόλας στη στροφή του δρόμου και θα πλησιάζουν στο λιμάνι. Με το που αρχίζει να σκοτεινιάζει, ο καφετζής της γωνιάς σκαρφαλώνει σ' ένα τραπέζι για να κρεμάσει ένα φαναράκι. Μόλο που δεν έχει δεύτερη παράσταση απόψε. Ετοιμάζομαι να τρομάξω. Ακούγεται μια βοή. Θα 'ναι τα γεγονότα που ολοένα τρέχουν. Μερικά παραχαραγμένα σαν χαρτονομίσματα. Ζητώ ν' αγοράσω αξιοπρέπεια σαν αυτή των ελεφάντων που απομακρύνονται για να πεθάνουν. Είναι μέρες τώρα που ανεβοκατεβαίνω σκαλιά χωρίς να βρίσκω το σπίτι μου. Θα πρέπει να γραφτεί και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορίας για να δω αν ανήκω στη φυλή σας. Δε μου αρέσει. Όλα τελειώνουν κάποτε. Ένας κλητήρας απλώνει τον τάπητα της δικαιοσύνης. * Και μετά που δάκρυσα είδα τα βουνά Γινωμένα ιερά να βασιλεύουν Πίσω από τον ήλιο.

Το θαύμα είναι πάντοτε μονογενές. Η παραμικρή προσθήκη ευφυΐας Μαγιού το μεταβάλλει σε γεωμετρημένο λαχανόκηπο. Οι πενταροδεκάρες της ατιμίας που μήτε τις παίρνεις είδηση αποτελούν εντούτοις, όπως το αντίστροφο ενός εράνου, την απώλεια του μισού κεφαλαίου σου. Φορβάδες θέλει το κριθάρι κι αναιδείς αναβάτες οι φορβάδες. Αν καταφέρεις να βγάλεις Blake απ' τον Shelley και Shelley απ' τον Blake έχεις ήδη γίνει η αρχή ενός νέου Vasco da Gama. Αιολεύς έβαινε Δωρίαν κέλευθον ύμνων Από τις παράνομες σχέσεις ανάμεσα στα άλογα του Paolo Uccello και τα νούφαρα του Claude Monet πρέπει να γεννήθηκαν τα πιο καθαρόαιμα μονόχρωμα του Rothko, ή αλλιώς η απόλυτος ζωγραφική. Άπαξ και φτάσει να θεωρείται αλάνθαστο ένα χρώμα, δεν υπόκειται πλέον στην εξέλιξη, ακριβώς όπως ένας τέλειος στίχος. Μάθε ν' αγοράζεις πάντοτε από την ίδια -όσο μεγάλη κι αν είναι- ποσότητα του ελαχίστου. Κι αυτό που θα το λέω «αείπηγον», εννοώντας κάτι μικρά πατήματα βρυσούλας κει που διάβηκε Όλυμπος. Αν δεν έχεις κάνει έρωτα ποτέ σου με τα μαθηματικά, δε θα μπορέσεις ν' αποδείξεις ότι τα γραφτά σου τους μοιάζουν. Είναι τόσο σχετικά τα μεγέθη, που αυτοκαταργούνται. Ένα ικανό μυρμήγκι βαρύνει -σε απόλυτο αξία- περισσότερο από έναν μέτριο πρωθυπουργό. Άσπρα κομματάκια σύννεφο έδειχναν

369

Τι λογής φυσάει στον κόσμο εκείνον. εορτολόγια. Επειδή Ο βήχας του Ιουστινιανού δεν έχει μεταφραστεί ακόμη. Εξού και η δυσκολία να κατανοηθεί ως τις μέρες μας η δημιουργία του Βυζαντίου. Και ως γη και ως ώρα, η μεσημβρία σημαίνει την ίδια σου την καμπάνα. Τόσο το θέρος, τόσα τα πουλιά, και σε μέγα βάθος Η πάντων και πασών Ελληνίς θάλασσα.

Τρώγοντας από σένα τον ίδιο επιβιώνεις Και η κάθε στιγμή την άλλη ωσάν να εκδικείται υπάρχει Αργότερα θ' αρχίσουν των Παναθηναίων οι θεωρίες Με ροδίτες βότρεις κάνιστρα κι ακριβά του Ζήνωνος ρήματα Ευοί ο διάττων άνθρωπος ευάν ο νιόνυμφος της Μοίρας Λίγο ακόμη και θα συνουσιαστούν ανδρεία και κάλλος. Την άνοιξη αν δεν τη βρεις τη φτιάχνεις. Και ή πάς να παίξεις τρικυμία ή πνίγεσαι. Με δυο κεράσια ιππαστί στ' αυτιά

ΟΣΟ ΠΙΟ ΤΑΧΥΝΕΤΑΙ Η ΠΕΡΙΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΓΗΣ ΜΙΚΡΑΙΝΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙΟΥΣΙΟ ΣΥΝΟΛΟ

Τελάλης του έαρος να συνεγείρω τ' αντανακλαστικά

ΜΙΚΡΗ ΤΗ ΛΕΝ παρόλον που μ' αφειδείς πόταμους και βουνά

Του ποτέ παλαιού La Bruyere

Ημιάγρια πυρός έμπλεα μοιάζει να είναι

Μετέωρου του πελάγους προβαίνω.

Για μας τους άλλους η γαλάζια υδρόγειος. Χαϊδεμένο το άδικο

Και στον ενεστώτα του αρέσει να ξενοπλαγιάζει ο έρωτας και στον παρακείμενο. Με λίγο παραπάνω πιπέρι κατά την περίσταση.

Αενάως ασχημονεί και οι πέτρες από ένστικτο Προς κάτι τ' ορθογώνιο κατατείνουν. Ας δείξει πυγμή το οποιοδήποτε τριαντάφυλλο Δεν είναι ποτέ του έξω απ' το παιχνίδι Θα περάσουν χρόνοι πολλοί και ακόμη θα λυπάται που δεν Του 'τυχε να γεννηθεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος Όσο για μένα με τον ρου του πόταμου πηγαίνω και σε ξανθές ή Μαύρες όχθες μήπως μ' αποθέσει. Κοιμάται μέσα μου Μια μέρα που η μισή της δεν έσωσε να πήξει ακόμη Τρίτη θα γίνει και Τετάρτη επίσης με πουλιών και βοτάνων

Μια εξίσωση από κολοκύθια που βράζουν χωρίς κανέναν προορισμό είναι η ζωή. Αμέτε να μετρηθείτε, αχθοφόροι του ονόματός σας. Η σκέψη ξεβάφει, ο νους ποτέ. Σ' ένα τετράγωνο αιγιαλού βότσαλο ροζ-βιολετί κίτρινα του κηρού και άγριου πρασίνου τοποθετημένα με τάξη μαθηματική εξορκίζουν την αταξία των νοημάτων, επαυξάνοντας το επιπλέον τρωτόν του τρωτού.

370

ΜΠΟΛΕΝΑ Ι ΜΠΟΛΕΝΑ II 1. Τόσον ωραία που δεν την έχει δει κανείς ποτέ του. Άλλωστε με το πρώτο φως γίνεται άγαλμα με λευκά μάτια και μένει ανεπηρέαστη απ' τις εκρήξεις σε βαθύ φαράγγι πλάι σ' έναν σταματημένο υδρόμυλο.

4. Μπολένα, Μπολένα, είσαι του κατά λάθος θανάτου το θύμα και τ' αυριανό νεογέννητο. Σε τρέφει το γάλα των στρατιωτών και το δάκρυ των μαρτύρων.

2. Μαθημένη στην ένδεια η πέτρα δεν ζήτα ούτε να φέρει πίσω τη μέρα ούτε να την ωθήσει μπροστά.

5. Η νεότητα μπορεί να εκτελεί των άλλων διαταγές, για δικό της όμως λογαριασμό ένα και μόνον κράτος αναγνωρίζει.

3. Σχεδόν είναι ίδιοι, φοράνε μεταλλικά κουμπιά και κράνη. Προχωρούν μες στο σκοτάδι, σπρώχνονται ανάκατα να μπουν: ο Φορλεόνι, ο Γκίζι, ο Καράγιωργας, ο Πρανπολίνο, ο Παππάς, ο Χαρώνης, ο Περτίνι, ο Ζώης, ο Μπουρνάζι. Για μισή ώρα τα παιδιά των αγγέλων κρατώντας της αγαπημένης τους το χαμόγελο. Από την τρέχουσα πραγματικότητα στην απώτατη προφταίνω να καταλάβω ποιος είμαι. Η ίδρυση της προσωπικής σου πρεσβείας πλησίον των αλλοεθνών πουλιών θα συντελούσε στη διεθνή συνεννόηση. Όχι τόσο μέσω των κρωγμών όσο μέσω των σκιρτημάτων, που η έλλειψή τους στις ημέρες μας δημιουργεί τον κίνδυνο αληθινού λιμού. Έχω πει τόσες πολλές αλήθειες, που μοιάζει με ψέματα.

6. Τρέμει στην παγωνιά με χείλη μπλάβα και δεμένα τα χέρια στον κορμό μιας ανύποπτης βελανιδιάς ο χθεσινός λοχίας. Τόσο πληρώνεται στη γης αυτή η εκ γενετής πραγματικότητα. 7. Κι έναν πόντο πιο ψηλά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός. Θέλει τουφέκι ο χρόνος, αν επιθυμεί να γίνεις μια σκέτη ανάμνηση. Από το πορτοκαλί στο κόκκινο και από τον ίασμο στο γιασεμί το πως προφέρεις δείχνει το πόσο αρέσκεσαι στην ύλη. Ένα ρω που τρως και σου εμφανίζεται άγιος. Άδικο κι ανεπίτρεπτο είναι οι Ταξίαρχοι της Μουσικής ή της Ζωγραφικής να περνούν τα σύνορα με τον ίδιο βαθμό, και οι ποιητές υποβιβασμένοι στο βαθμό του λοχία. Εκτός κι αν η τέχνη του λόγου σκοπίμως κρύπτεται από τις δυνάμεις της αντικατασκοπίας.

έμοι δ' ολίγον δέδοται θάμνος δρυός· ου πενθέων δ' έλαχαν, ου στασίων ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΓΝΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΥΣ Περιβρέχει με χόρτα τη μισοκαμένη γης που αφήσανε όσα δεν έσωσε ποτέ αδαμαντερά λόγια να γίνουν.

Όσο κι αν μειώνω αυτά που σημειώνω

371

πάντα κρατώ τον όνο Που θα με φέρει πίσω σ' όσα δεν έσωσε να λύσω.

Η ασχήμια δεν άφορα την δράση, όσο τη συμπεριφορά. Ένα βάναυσο σκούντημα τοποθετείται στον αντίποδα της Femme-Fleur του Picasso.

Κάλλιο να δίνει της γαλήνης προσάναμμα κανείς μ' ένα σκέτο ελαιόδεντρο.

Η απόσταση ανάμεσα στο τίποτε και το ελάχιστο είναι κατά πολύ μεγαλύτερη απ' ό,τι ανάμεσα στο ελάχιστο και το πολύ.

Το διαμάντι δεν είναι παρά το προϊόν της μακρόχρονης και πεισματικής προσπάθειας ορισμένων ανθρώπων ν' απαλείψουν το μαύρο μέρος της μοίρας τους. Eξού και είναι τόσο σπάνιο.

Φαντασία ψυγείου δεν μας χρειάζεται ούτε διαλογισμός καπνιστός. Χρειάζεται να 'ναι η σκέψη σου πέστροφα και να μη φτάνει ποτέ της ως τη φωτιά.

Τα ποτήρια του Mozart και του Haydn εγγίζονται τόσο πολύ που κινδυνεύουν να σπάσουν.

Σε όλα τα δέντρα θα πρέπει να υπάρχει το όνομα κείνο που σε ένα μόνον άπαξ εχάραξες.

Όσο πιο κακός καμαρώνεις ότι γίνεσαι τόσο περισσότερα κιλά χάνεις από το βάρος της δοσμένης ευφυίας σου. Κουτή μέλισσα που με το κεντρί σου χάνεσαι.

Γιατί και ο έρως μια θαυματουργία είναι.

Υπερεκχείλιση στη στεναχώρια πάει να πει αμολήστε τα σκυλιά. Κάπου στον κόσμο των κλειδιών θα υπάρχει κάποια παρατεταμένη λύση. Σε μιαν άλλη διάσταση την ώρα που εγώ κοιμούμαι ακούω από τον κάτω όροφο τον εξάδελφο του νου μου ν' αφηγείται το πως τη βασιλεία των Περσών παρέλαβεν ο Δαρείος Υστάσπου. Πραγματικά, όπου να 'ναι θα μπει ο υπηρέτης του, εκτός κι αν εγώ ξυπνήσω.

Τον κορυδαλλό τον ακούς μόνον όταν δεν τον βλέπεις, όπως την έμπνευση τη βρίσκεις μόνον όταν δεν την κυνηγάς. Της Κρήτης είναι και της Αττικής τα γονικά μου: -Εάν τρως του παραθαλασσίου σου αμπελώνα ροδίτη κι είναι η ίδια η Αφροδίτη που σε συντροφεύει, καταντά καθαρή αιμομειξία. -Εάν το σταφύλι σου είναι μαύρο, σκόρπισε μικρές και μεγάλες άρκτους στον ουρανό ή στη συνείδηση σου.

Και το ένα σ' άλλο απανωτά κοπάδια του ύπνου ροζ Ή γκρι με βούλα. Τα για σφάξιμο.

-Ένα πανέρι με καθαρή κέρινη σουλτανίνα θα βοηθούσε στον καιρό του να βγει διαφορετική απόφαση για τον Σωκράτη.

Σε μεσιανό δάχτυλο ο ευφυής διακρίνεται και ο άτυχος.

-Η φράουλα είναι της Τετάρτης με λιγάκι συννεφιά.

Και συνήθως πλέον εύδρομος ο ενάντιος είναι.

-Όσο για τα ροζακιά, είναι φρεγάτες για πορθμούς ευρύστερνους.

372

Λείχοντας λέξεις κι άλλες των κλώνων συλλαβές διέφυγα Το πλην του ενός με αγγίζει.

Κι από την Εσθονία ως το Ιράκ επήγα κι από το Ισραήλ έως Που θα 'λεγε τινάς τις Πυθαγόρειος.

Την Κολομβία. Μόνος. Κι ως προς τα της χρείας ανένδυτος

Και ζηλεύει σμαράγδι το πιο σπάνιο των παιδικών μου χρόνων δάκρυ.

Βρήκα βροχές κρυφές και νύχτες από γιούσουρι

Λιόφυτα λιωτά σε Ιούλιο και στριγκή μάγγανου ήχησις Λάχεσιν έχει το νόημα του φωτός εκνοεμβρίσει.

Και νήμα δωρεάν του εάν και του όχι Πού λοιπόν σε ποιου μαντείου τα μείον δωροδοκείται ακόμη

Η απόδοση ενός πατρογονικού ελαιόδεντρου δεν είναι το λάδι του αλλά το καθαρό νερό της σοφίας. Εύφορες που 'ναι οι πεδιάδες και από δυνατό στάρι οπλισμένες, κάποτε μάλιστα πάνω στην ώρα που με ροζ και βιολετί ένα δεύτερο νόημα το πρώτο παίρνει.

ΣΤΡΙΦΤΑ ΜΥΤΕΡΑ ΚΕΡΑΤΑ Η ΕΥΝΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΟΒΟΥ ΛΑΧΝΟΥΣ ΚΙ ΕΧΕ ΝΟΥ ΜΟΝΟΝ ΓΙ' ΑΓΑΠΗ ΠΕΡΙΣΣΕΥΜΑ ΕΙΧΕ Η ΤΥΧΗ ως φαίνεται

τ' άγνωστο Ποιας τρυγόνας άλμα ελευθερώνει κι ασημένιο ρίχνει Μες στη νύχτα ιχθύν να σαλέψουν της θαλάσσης τα θήλεα Καιρός να εικονιστούν τα είδωλα και στον ύπνο και πάνω μας Είναι από τ' αποτυπώματά μας που θα υπάρξουν του έαρος οι επίγονοι Κανείς άλλος δεν εξέρχεται σώος από τέτοιων αιώνων το άθροισμα. Πολύεδρα του αδάμαντος εστέ η ζωή μας. Ακόμη και στα βάθη ενός τρομακτικού θορύβου, ένας Ήφαιστος εξακολουθεί να κοιμάται πιστεύοντας ότι με την αύριο αυτός είναι που θα γεννήσει τον αληθινό θόρυβο.

Και με χέρι μακρύτατο μεσοχείμωνα φτάνει ο Αύγουστος

Σ' ένα μεγάλης διαρκείας εναντίον έζησα μες στην ευμάρεια

Όπως η γεύση με τη μετατόπισή της από τον ουρανίσκο στην άκανθα του βλέμματος μεταβάλλει μια φράουλα, και δη con limone e zucchero, σε κόρη δεκαοχτώ ετών και εικοσιδύο καρατίων, έτσι και η σκέψη από απλός ερεθισμός κάποιου κέντρου του εγκεφάλου μεταβάλλεται σε θάλασσα ηδονικών αισθήσεων, που να ξετρελαθούνε οι Θαλήδες όλοι του κόσμου.

Κυκλάδων χρυσοκύανων και πνοών Αιολίδας

Δεν είναι το φως που σε βοηθεί να διαβάσεις αλλά της πηγής του η

Να μας αγγίζει. Αλλ' εμείς αλλού αποβλέπουμε Κάνει πλώρη κι ας δαρτεί στην τρικυμία η πρώτη ζωή

373

σεξουαλική δύναμις. Η ομορφιά μπορεί να πουλιέται. Στις τράπεζες όμως δεν κατατίθεται ποτέ. Ο τόκος θα ήτανε μια φθορά επιπλέον στο υποτιθέμενο κεφάλαιο. Στο μυαλό του καθενός περιμένει μια κότα. κείνον, ος Ζεφύρου τε σιγάζει πνοάς αιψηράς -οπόταν τε χειμώνος σθένει φρίσσων Βαρέας επισπέρχη, πόντον τ' ωκύαλον ριπαίσι ταράξη

σας σ' εκείνα τα δειλινά που φτάνουν να μυρίσουν καρπούζι, κάπου δυτικά της Αιολίδας. Από κάτι τέτοια είναι που πλάθονται οι αληθινές πατρίδες. Από τις μαγνητικές ιδιότητες που ακτινοβολεί ωσάν ήλεκτρον η αγάπη κι επιλέγει κομμάτια ύλης που είναι στερεοποιημένες αισθήσεις για να ζήσει: αν όχι με το δοσμένο απλώς αλλά με το φωτάκι που ανάβει στην άκρη των δαχτύλων μας κάθε φορά που χτυπάμε πλήκτρα για να 'ρθουμε σε επαφή με τη γνωριμία ενός βαθύτερου κόσμου. Η επιστροφή από την εξορία ορισμένων αγαπητών πραγμάτων και η επανεμβάπτιση μέσα στον φυσικό τους χώρο συντάσσουν και τον καταστατικό χάρτη ενός ετερογενούς κράτους. Ο απόηχος του ναϋδρίου που ξαναβρήκε το δρόμο του μέσα στα σύσκια δάση, ο αιφνιδιασμός πορτοκαλεώνων πέραν οιασδήποτε Λακωνίας ή Κρήτης με όλα τους τα επακόλουθα και η ανακυάνωση του πελάγους κατά μήκος Λέσβου, ευθύς που ξύπνησε κι αρχίνησε ν' αγριεύει, δανείζουν το ένα στο άλλο ιδιότητες που ασκήθηκα να γυμνάζω και να προπονώ σ' όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Πορτοκαλί να 'ναι το μπλε και ελαιώδες το πράσινο. Για να τραγουδάει τα βραδάκια η Ελπινίκη και να πλέκει αιωνίως καταπιστευμένη στην τύχη της η μικρή Θέκλα. Όλα να είναι άγουρα, όλα στην προπαραμονή τους. Ο παπάς στον

ΤΡΙΝAΚΡΙΑ Με λίγη ακόμη αφή και πολλήν όραση ο χάρτης ολοκληρώνεται. Κι άξαφνα ντανγκ! Ο ήχος της καμπάνας που βουτάει ολόισια, διψασμένος θα 'λεγες για γνώριμα κι από καιρό χαμένα ύφαλα κει που λευκάζουν ίσως ακόμη τα καμπύλα και γλιστερά μιας Αφροδίτης, ν' ανεβάσει και να σκορπίσει στον αέρα πραγματικότητες παντοτινές, ει δυνατόν σ' ένα είδος μετάφρασης των Εβδομήκοντα· όπως ως τώρα γινόταν με τον χρυσό του χαλκού που φύλαγαν για μας οι κώδωνες των ορθοδόξων, αν όχι και με την οξύτητα στη γεύση των καρπών της μεσημβρίας, ή με τις απόπνοιες της σταματημένης θάλασ-

βασιλικό του, ο ξένος στο σπιτάκι του κηπουρού, και τ' απειράριθμα μικροσκοπικά πουλάκια στη διαρκή έναρξη μιας καινούριας ημέρας. Τι μικροψιλοψελλίσματα είναι αυτά, που λες και κάτω απ' τα δοκάρια με την ίδρυση κάθε νέας ημέρας επαληθεύεται το ελληνικό αλφάβητο. Επειδή εδώ, σ' αυτά τα μέρη, το παν ομιλεί, ο κισσός, η βρύση, το αγροκήπιο, και οι άκρες των τριών ακρωτηρίων, έτσι που οπως και να το κοιτάξεις καταλαβαίνεις ότι ce jardin donnait sur la mer. Ένας κήπος όπου μου έπεσε ο λαχνός να μπω κι εγώ σπώντας βέργες ανεμώδεις, όπως μπήκε ο Matisse με τα χρωματιστά χαρτιά, ο Βενιζέλος με τα αντιτορπιλικά του, και ο Μακάριος με την ευστροφία του. Μιλώ για ένα επ' ακρωτηρίου ακρωτήριο, μοναδικό απ' όσο γνωρίζω σε όλον τον κόσμο, και που ορίζει χωρίς καν ποτέ σου να το

374

έχεις παραδεχτεί μιαν εξουσία υπερπλήρη, που κάτω από άλλες συνθήκες θα 'χε η άνευ ανταμοιβής αγάπη απορρίψει.

μπρος τον άνεμό σου προτού χάσεις και τα προστάγματα της αυτοκρατορικής μοναξιάς σου.

Ναι, θα πεθάνουμε από μιαν άποψη όλοι μας. Αλλά όμως θα εξακολουθούμε να 'μαστε της ίδιας μας της ύλης ο συνεχής κι ατέρμονος όρθρος.

Α, δώστε μου να φάω νεότητα σαν κρέας ωμό και ευρύστερνα τριαντάφυλλα για να θωπεύω. Μεγάλα δέντρα της γενιάς του Εμπεδοκλέους.

* Ολίγου νου η βαθύοργη βροντή. Κι ένα κουρέλι οσμής παλαιού σανού στο ράμφος πελεκάνου ανέμου. Η εξ απροσεξίας ανορθογραφία στα νοήματα μπορεί κάποτε να βγάζει σε Martin Heidegger, όπως και στη μουσική σε Carl Maria von Weber. Η εκ προμελέτης όμως μόνον στον Picasso και εναντίον εκείνου του «όχι πάντοτε» που είπε κάποτε ο ίδιος. Το πείσμα είναι υγεία. Είναι μια πρωινή γυμναστική που πρέπει να την κάνουμε κάθε μέρα εάν θέλουμε να κρατήσουμε την επαφή μας με το ζωντανό μέρος των πραγμάτων. Στον αγώνα της μικρής ευτυχίας ευδοκιμούν κατεξοχήν οι μεταξεταστέοι. Με κανέλα και ζάχαρη ως και οι πτωχότεροι τη γνώσει επιβιώνουν κηφήνες. Έχε το νου σου μην και χαθεί το δοχείο της φαντασίας σου. Δε θα σου μείνει μήτε Αϊνστάιν μήτε άγιος Χαράλαμπος. Σταγόνα τη σταγόνα ο χρόνος. Βρύση ποτέ Υποχθόνιοι ψίθυροι όμως κατά καιρούς προΠορεύονται των ημερών, κι ένας Φεψάλυξ πυρ δίδει στων εγκόσμιων τ' άπτερα. Από κίτρινο σε κίτρινο το μπλε σου ξεφεύγει σαν χαρταετός. Βάλε

Ψελλιστί παίρνεται ο υπνάκος μέσα σ' ένα στεντόρειο μεσημέρι, γεμάτο από τζιτζίκια που μαίνονται. Ιούλιος. Α, να 'ρθει η ώρα που θα δαγκώνεις το περγαμόντο και που ύστερα θα πίνεις πίνεις πίνεις δροσερό νερό, καφέδες, και τσιγάρο ατελεύτητο σαν την Ελλάδα. Αν είσαι άμοιρος της λατινικής σου χρειάζεται μια κούρα συνεχών sine qua non, όπως αν είσαι κουφός των γεύσεων σου χρειάζεται δίαιτα με μουσική πικρής σοκολάτας. Η φθήνια φτάνει κάποτε να στοιχίζει τόσο ακριβά, που ανάγκη πάσα να γίνεις μέγας επιφυλλιδογράφος. Από πραγματικότητα φτιάχνεσαι κατά λάθος και κανείς πλέον δεν μπορεί να σου αλλάξει όνομα. Αυτό έχει σημασία. Επειδή τ' άλλα σβήνουν και χάνονται σαν μέτρια ποιήματα. Σε δύο μόνον πράγματα χρησιμεύουν οι λεγόμενοι συγγενείς: να πίνουν το λικέρ της γιορτής σου και τον καφέ της κηδείας σου. Τρέφομαι απ' αυτά που οι άλλοι νηστεύουν για να σώσουν την ψυχή τους. Χρειάζεται κάποτε να γίνεται παρά ένα φωνήεν αισθηματικό το στομάχι μας. Να φωτογραφίζεις αν γίνεται τη στεναχώρια σου την ώρα που περνάει το τρένο κι αστραποβολούν τα παραθυράκια της. Ενόσω δεν φτάνει να γίνει στενογραφία η ζωγραφική θα παραμείνει

375

απλώς μία δημοσιογραφία της εικόνας. νεότητα Χρειάζεται και να ντρέπονται μερικές συμπτώσεις. Θάμαρις ερημονίας η ομβρία και άτυπτος που ενδεώς τα πάντα βρώσεται. Διακομιστί παν το ευ και το ουν επιδαψίλως προς με ύσγισε τα ευσήμαντα. Πάλιον το βιείν. Έλα πολυγλυκιλιά μου, σεντόνισε τη θλίψη σου, και τι χαρμός ν' ανθώνεις γύρω σου όλα τα! Ύδωρ Κολονίας υπάρχει και εκ του φυσικού, αλλά για μας τους αδαείς της ευδαιμονίας απαιτούνται τρία πράγματα: παντελής απουσία ψυχολογικών προβλημάτων, οξύ κίτρου 90° και αθωότητα νηπίου αιγάγρου. Προσοχή, το βάρος πέφτει όχι τόσο στη λέξη όσο στη χημεία και τα παράγωγα της. ισοδένδρου τέκμαρ αιώνος λαχοίσα

Πρίγκιπες των κυμάτων για χάρη ενός κακότυχου Αναπηδήσατε. Θ' ακολουθήσουν γαίες με γιαλού γιασεμιά και Γι' αλλού τρίτροχα. Ναι Κάπου και για μας θα υπάρχει ένα ωραίο παράνομο Σοφία σοφία του κόσμου τι μονόπτυχος είσαι ή με ναι Ή με όχι τα λες όλα και τριγύρω σου συντηρείς τρικυμία Περνάω αγρίμης και στα χείλη μου μόλις αγγίζουν Διάττοντες μιας γεύσης μακρινής πίκρας και ταξιδιού ανέφικτου Υπάρχουν ως και στο κενό γαζίες για τους αλιείς και τους φιλέρημους. Ένας προς έναν όλοι μας περνούμε Και από την καταστροφή και από της σωτηρίας το στέγαστρο Κοίτα να συντομεύεσαι σαν χρυσαλλίδα επτάπτερος ω φίλε! Οπόταν συναινούν και η γη και το ύδωρ μέσα σου.

Αν είναι κάλιον χρυσού ή περιστεριού πετάρισμα που καθορίζει τους δείχτες του ωρολογίου σου, εξαρτάται από τας οφρύς του Διός. Μια χορεύτρια που διετέλεσε χορτάρι στο έβγα του φεγγαριού με μνημονεύει. Μου 'χει μείνει κάτι από την κίνηση των φυτών την ώρα του θανάτου.

ΤΩΝ ΘΕΣΠΕΣΙΩΝ ΟΜΗΡΟΣ ΚΙ ΑΣ ΠΕΝΟΜΑΙ ΓΛΥΚΙΑ Η ΖΩΗ ΚΑΙ ΠΑΤΡΟΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

ΟΣΟ Γ1Α ΤΕΛΟΣ ΝΑΙ ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΠΑΙΡΟΝΤΑΙ ΚΑΙ Η ΠΕΤΡΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΟΛΑ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ και οι τρύπες από το σφουγγάρι Που υπήρξε τοίχωμα σπηλαίου και τώρα εκ των πλαγίων Με πλησιάζει. Όμως το μάτι του βυθού καιρών άλλων στιγμιότυπα με τα σημερινά συνΔυάζει. Έτσι που να μαθαίνεις μέλλον από πριν και δίχως γήρας

Και να! Μια ημικατεστραμμένη Θήρα που ως Νίσυρος επανακτίστηκε με γεράνια τεράστια και νερά κυλιόμενα παλαιάς Ιλιάδας κελαρύσματα. Όπου σημαίνει του βαρβάρου δεύτερη άνοιξη, νόμος δεν γράφει, και πάσα του ηλίου ακταιωρός δεκτή, το άλκιμον ήμαρ και το εξ όλων των χρωμάτων εν και πάλλευκον, το αχνάρι της μέλισσας κει που δεν ετελειώσαμε ποτέ. Φιλιά που δόθηκαν κι άλλα που δεν. Χαρέτωσαν.

376

Ανθ' ημών η αγάπη.

377

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF