16. Κωνσταντίνος Καραμανλής, πολιτική βιογραφία και αποτίμηση (β)

August 29, 2017 | Author: kats61 | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Ελλήνων Ιστορικά (εφ. Ελεύθερος Τύπος)...

Description

16

ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ

#

16

SET 978-960-285-113-5 ISBN 978-960-285-138-8

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ: Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

#

Ο

2Ο ΒΙΒΛΙ1967 1998

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΑΔΑΣ Λ ΕΛ Σ Η ΙΚ ΕΜ Λ Ο Π Α ΕΤ Μ Σ Η Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗΣ Τ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

ΙΟ

2Ο ΒΙΒΛ 19671998

ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ

ΛΑΔΑΣ ΕΛ Σ Η ΙΚ ΕΜ Λ Ο Π Α ΕΤ Μ Σ Η Τ Σ Ο ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

περιεχομενα 8-45 Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1963-1974. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει να απεμπλακεί από την ενεργό πολιτική το 1963 μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της θεσμικής υπεροχής του στέμματος έναντι της κυβέρνησης και της δράσης ενός στρατιωτικού μηχανισμού που ήδη απεργάζεται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Ο θάνατος του βασιλιά Παύλου, η άνοδος και η πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου. Η πορεία προς την κήρυξη δικτατορίας. Η καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος από το Παρίσι. Η χουντική λογοκρισία των αντιδικτατορικών μηνυμάτων του Καραμανλή προς τις ελληνικές εφημερίδες. ΤΟΥ Αργύρη Υφαντόπουλοy

46-79 Οι μεταπολιτευτικές πρωθυπουργίες του Καραμανλή (1974-1980): Αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών - ένταξη στην Ευρώπη H πανηγυρική επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα και ο σχηματισμός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας σηματοδοτούν την έναρξη της Μεταπολίτευσης. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η τιμωρία των πραξικοπηματιών. Η βασιλεία καταργείται με δημοψήφισμα και ψηφίζεται νέο Σύνταγμα. Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 1974 και του 1977 φέρνουν τη Ν.Δ. με τον Καραμανλή πρωθυπουργό στην εξουσία. Η έμφαση στις διεθνείς σχέσεις, οι συζητήσεις για το Κυπριακό και η ενταξιακή πορεία προς την ΕΟΚ. Η μετάβαση στην Προεδρία της Δημοκρατίας. τoy Πανoy ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟy 4

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

περιεχομενα 80-115 Από την Ιδεολογία στην Πράξη: Η οικονομική και Η κοινωνική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεταπολίτευση (1974-1981) Την περίοδο 1958 - 1973 ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν διπλάσιος των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, ενώ μεταπολιτευτικά ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου των κρατών της ΕΟΚ. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή υιοθέτησαν την πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού, συμπληρώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ αναπτύχθηκε εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Εφαρμόστηκε μια πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την κεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187%. ΤΟΥ Χρήστοy Αναστασίου

116-145 Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης H χώρα σε πρωτοφανή απομόνωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΟΚ, Συμβούλιο της Ευρώπης) και αντιμέτωπη με την προέλαση του «Αττίλα ΙΙ». Διαπιστώνοντας την απροθυμία των ΗΠΑ να παρέμβουν, ανακοινώνει την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παραμένει αταλάντευτα φιλοδυτικός και για λόγους γεωπολιτικού ρεαλισμού. Υπέρμαχος του Χάρτη του ΟΗΕ, υπογράφει την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και εγκαινιάζει άνοιγμα στα Βαλκάνια και τον αραβικό κόσμο. Οι επισκέψεις σε Μόσχα και Πεκίνο. Εμφαση στην ίδρυση εγχώριων πολεμικών βιομηχανιών. Η αποφασιστική ελληνική στάση υποχρεώνει την Αγκυρα σε αναδίπλωση και αποχώρηση του «Σισμίκ Ι» από την υφαλοκρηπίδα. ΤΟΥ Αντώνη Κλάψη

146-159 Ο Κ. Καραμανλής και η πολιτιστική του προσφορά Η ιδιαίτερη μέριμνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διάσωση και τη συντήρηση των μνημείων του Ιερού Βράχου και οι πρωτοβουλίες για την αναμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Τα προγράμματα αναστήλωσης και συντήρησης αρχαιολογικών χώρων ανά την Ελλάδα και οι ανασκαφές στο Δίον. Η σύλληψη της ιδέας ανάδειξης των Δελφών σε διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο και το όραμα για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους. ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

5

Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Εκδότες Δημήτρης Μπενέκος, Αλέξης Σκαναβής Διευθυντής Πάνος Αμυράς Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Αργύρης Υφαντόπουλος Πάνος Σταθόπουλος Χρήστος Αναστασίου Αντώνης Κλάψης Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης Art director Σοφία Λιβιεράτου Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη Εμπορική διεύθυνση Ελσα Σοϊμοίρη Διεύθυνση διαφήμισης Λουκάς Παπανικολάου Υπεύθυνος κυκλοφορίας Κώστας Μπαλής Διανέμεται με τον Τύπο της Κυριακής

6

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

προλογοσ Αν η πρώτη περίοδος της πρωθυπουργίας Καραμανλή 1955-1963 επηρεάζεται αναπόφευκτα από το σκληρό μετεμφυλιακό κλίμα, η δεύτερη περίοδος 1974-1980 χαρακτηρίζεται από έναν Καραμανλή απελευθερωμένο από το έρμα του παρελθόντος και αφοσιωμένο στην παραγωγική ανασυγκρότηση, αλλά και την οικοδόμηση στέρεων δημοκρατικών θεσμών. Η κήρυξη της δικτατορίας βρίσκει τον Καραμανλή αυτοεξόριστο στο Παρίσι, αρνούμενο να συμβιβαστεί «με μια κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτησιν». Παρά την απόφασή του για αποχή, δεν διστάζει να καταγγείλει τη δικτατορία και να ταχθεί υπέρ του κινήματος του Ναυτικού. Κάθε δήλωσή του στο λογοκριμένο Τύπο των Αθηνών δημιουργεί ελπίδες στο λαό και αναταράξεις στο καθεστώς. Η άφρων κίνηση των δικτατόρων να ανατρέψουν τον Μακάριο δίνει στην Τουρκία το πρόσχημα που περίμενε για να εισβάλει στην Κύπρο. Μέσα στο κλίμα γενικευμένης διάλυσης της Ελλάδας, η οποία αναζητά τον ηγέτη που θα τη βγάλει από την κρίση, τα βλέμματα στρέφονται στον Καραμανλή. Δεν αρνείται να αναλάβει τις ευθύνες του. Το ξημέρωμα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974 - πριν 39 χρόνια - προσγειώνεται στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Εχει μπροστά του ένα τιτάνιο έργο: Να τιθασεύσει τη χούντα. Να αποκρούσει διπλωματικά τον «Αττίλα ΙΙ». Να βγάλει τη χώρα από τη διεθνή απομόνωση. Να λύσει το πολιτειακό. Να δώσει στη χώρα ένα σύγχρονο Σύνταγμα χωρίς αποκλεισμούς. Να καλύψει την οικονομική απόσταση από την Ευρώπη. Εκ των υστέρων κρίνοντας μπορούμε να πούμε πως τα κατόρθωσε όλα. Απερχόμενος από την πρωθυπουργία, το 1980, παρέδιδε μια Ελλάδα που είχε σημειώσει ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ υπερδιπλάσιο του αντίστοιχου των κρατών της ΕΟΚ. Ο Καραμανλής είχε εφαρμόσει μια πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την κεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη με κρατικό παρεμβατισμό. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα είχε αυξηθεί, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187%. Παρότι αταλάντευτα φιλοδυτικός, πραγματοποιεί ανοίγματα στα Βαλκάνια, στις ανατολικές χώρες και τον αραβικό κόσμο. Αντιτάσσεται σθεναρά στην τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο και ιδρύει εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Με την αποφασιστική ελληνική στάση υποχρεώνει την Αγκυρα σε αποχώρηση του «Σισμίκ Ι» από την υφαλοκρηπίδα. Στον τόμο που κρατάτε φωτίζεται και μια σχετικώς αγνοημένη πλευρά της δραστηριότητάς του: η συμβολή στα πολιτιστικά πράγματα. Η ιδιαίτερη μέριμνά του για τη διάσωση και συντήρηση των μνημείων της Ακρόπολης. Τα προγράμματα αναστήλωσης αρχαιολογικών χώρων και οι ανασκαφές στο Δίον. Η σύλληψη της ιδέας ανάδειξης των Δελφών σε διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο και το όραμα για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

7

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Δάσος της Βουλώνης στο Παρίσι (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

8

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αργύρης Υφαντόπουλος Διδάκτορας του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου

Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1963-1974. ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΕΞΟΡΙΑ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΙΚΗ Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει να απεμπλακεί από την ενεργό πολιτική το 1963 μέσα στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο της θεσμικής υπεροχής του στέμματος έναντι της κυβέρνησης και της δράσης ενός στρατιωτικού μηχανισμού που ήδη απεργάζεται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Ο θάνατος του βασιλιά Παύλου, η άνοδος και η πτώση του Γεωργίου Παπανδρέου. Η πορεία προς την κήρυξη δικτατορίας. Η καταγγελία του δικτατορικού καθεστώτος από το Παρίσι. Η χουντική λογοκρισία των αντιδικτατορικών μηνυμάτων του Καραμανλή προς τις ελληνικές εφημερίδες.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στο Παρίσι. Η αποχώρηση από την ενεργό πολιτική «[…] Οταν ένας πολιτικός γνωρίζει τι πρέπει να γίνει εις την χώραν του και δεν δύναται να το πραγΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ματοποιήσει διότι του αρνούνται τας αναγκαίας προϋποθέσεις, οφείλει, αντί να συμβιβάζεται με την συνείδησίν του, να αποχωρεί. Αλλως, η παραμονή του εις την ενεργόν πολιτικήν όχι μόνον καθίσταται αμφιβόλου χρησιμότητος, αλλά είναι δυνατόν εις ορισμένας περιπτώσεις να αποβαίνει και επιβλαβής. Οταν θα δύναμαι αζημίως διά την χώραν να εξηγήσω τας ανωτέρω απόψεις μου, είμαι βέβαιος ότι θα δικαιολογήσετε την απόφασίν μου». Με τον τρόπο αυτό ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αιτιολόγησε προς την Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΕΡΕ, τον Δεκέμβριο του 1963, την απόφασή του να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική και να αναχωρήσει για το Παρίσι. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι από τα τέλη Δεκεμβρίου 1963 εγκαθίσταται στη γαλλική πρωτεύουσα και επιστρέφει στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 προκειμένου να ηγηθεί της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που θα διαδεχθεί τη δικτατορία, δεν παύει, σε όλη τη διάρκεια αυτής της δεκαετίας, να παρακολουθεί πολύ στενά τις ελληνικές πολιτικές εξελίξεις και αρκετά συχνά να παρεμβαίνει στα ελληνικά πολιτικά δρώμενα. Ολη αυτή την περίοδο αλληλογραφεί συχνά με τους συνεργάτες του, ενημερώνεται, ανταλλάσσει απόψεις ή δίνει κατευθύνσεις, προσπαθώντας να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της ΕΡΕ ή στην εκτόνωση των πολιτικών παθών μέσω των παραινέσεων που απευθύνει προς τα αντιπολιτευόμενα στελέχη του κόμματός του. Είναι γεγονός, κάτι που δεν διαφεύγει από την αντίληψη του Καραμανλή, ότι οι εκτιμήσεις του για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα και οι πολιτικές προοπτικές που διαγράφονται στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις εκτιμήσεις και το πολιτικό αισθητήριο των ανθρώπων που αλληλογραφούν μαζί του. Ποιες όμως είναι αυτές οι αναγκαίες προϋποθέσεις που ο Καραμανλής θεωρεί ότι στερείται προκείμενου να εκπληρώσει το έργο του; Για να απαντήσει κανείς σε αυτό το ερώτημα θα πρέπει να λάβει υπόψη του τα κοινωνικο-πολιτικά τεκταινόμενα αυτής της περιόδου. 9

Κατ’ αρχάς, η πολιτική συγκυρία του έτους 1963, χρονιά κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει να απεμπλακεί από την ενεργό πολιτική, εκ των πραγμάτων εντάσσεται στην ευρύτερη κοινωνικο-πολιτική πραγματικότητα του μετεμφυλιακού κράτους, που, πέραν των άλλων, χαρακτηρίζεται από τη θεσμική ανισορροπία των κέντρων εξουσίας, δηλαδή της κυβέρνησης, του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού. Σε αυτό το πλέγμα των εξουσιαστικών μηχανισμών η εκτελεστική εξουσία, δηλαδή η κυβέρνηση, εμφανίζεται αποδυναμωμένη τόσο έναντι του στέμματος όσο και του στρατιωτικού μηχανισμού, στελέχη του οποίου με διάφορους τρόπους ήδη απεργάζονται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα. Είναι χαρακτηριστική της πολιτικής πραγματικότητας αυτής της περιόδου η δήλωση του Καραμανλή, την οποία φέρεται να διατύπωσε αμέσως μετά την αναγγελία της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, «ποιος επιτέλους κυβερνά αυτόν τον τόπο;».

Σε πραγματολογικό επίπεδο και στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει, η θεσμική υπεροχή του στέμματος έναντι της κυβέρνησης εκφράστηκε με τη ρήξη των σχέσεων του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τον βασιλέα Παύλο, σύγκρουση που χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη του 1962. Το 1963, όμως, με αφορμή το επικείμενο βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο οδήγησε στην πλήρη σύγκρουση βασιλέα – πρωθυπουργού και στην παραίτηση του τελευταίου. Συγκεκριμένα, η επιθυμία του βασιλικού ζεύγους να επισκεφθεί το Λονδίνο, ύστερα από επίσημη πρόσκληση της βασίλισσας Ελισάβετ, συνάντησε την κατηγορηματική άρνηση του πρωθυπουργού εξαιτίας των πληροφοριών που υπήρχαν ότι αναμένονταν συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας εναντίον τους, κάτι το οποίο θα μπορούσε να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για την κυβέρνηση και να συμβάλει στην επιδείνωση του πολιτικού κλίματος. Ο Καραμανλής προσπάθησε να διαπραγματευτεί, μέσω τριών συναντήσεων

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατά την περίοδο της αυτοεξορίας του στο Παρίσι με τους αδελφούς του: (από αριστερά) Γραμμένο, Αχιλλέα και Αλέκο, πατέρα του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 10

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

που είχε με τον Παύλο στο Τατόι, την αντίθεσή του στην πρόθεση του βασιλέα να πραγματοποιήσει το ταξίδι στο Λονδίνο, αλλά ο Παύλος αποδείχθηκε ανένδοτος. Στην τελευταία συνάντηση των δύο ανδρών, τον Ιούνιο του 1963, ο Καραμανλής υπέβαλε την παραίτησή του. Στην πραγματικότητα, η ουσία της αντιπαράθεσης εντοπιζόταν στην επικείμενη προσπάθεια του Καραμανλή για συνταγματική μεταρρύθμιση που θα είχε ως στόχο τη θεσμική ενδυνάμωση της κυβέρνησης και, ως εκ τούτου, την παράλληλη αποδυνάμωση του στέμματος στο επίπεδο των εξουσιαστικών μηχανισμών. Ακόμη, πιθανότατα εντοπιζόταν και στην αλλαγή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής μέσω της σημαντικής βελτίωσης των ελληνο-γαλλικών σχέσεων που προωθούσε ο Καραμανλής. Πέραν των διαφωνιών με το παλάτι, υπήρχε ένα ακόμα πολύ σημαντικό ζήτημα, το οποίο σχετιζόταν με τη σταδιακή επικράτηση των παρακρατικών μηχανισμών, γεγονός για το οποίο σε ένα βαθμό ευθυνόταν και η κυβέρνηση Καραμανλή, αλλά από ένα σημείο και έπειτα δεν μπορούσε να το ελέγξει. Υπήρξαν, μάλιστα, τουλάχιστον δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες η δράση του παρακράτους ξέφυγε από κάθε έλεγχο, με αποτέλεσμα τη διόγκωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και την πολιτική αστάθεια, δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Η πρώτη περίπτωση αφορά τις εθνικές εκλογές του ΟκτωβρίΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ου 1961, τις οποίες κέρδισε η ΕΡΕ με απόλυτη πλειοψηφία (50,8% και 176 έδρες). Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής», που είχε συνταχθεί από την ΚΥΠ με στόχο την εκλογική μείωση των δυνάμεων της ΕΔΑ και αφορούσε την άσκηση συστηματικής βίας κατά των οπαδών της, δυναμίτισε το πολιτικό σκηνικό και επηρέασε τις εξελίξεις που ακολούθησαν. Τότε, το κόμμα της ΕΡΕ και ο Καραμανλής αρνήθηκαν τη συσχέτιση του σχεδίου «Περικλής» με τις εκλογές του 1961. Αργότερα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποδέχθηκε ότι υπήρξαν σκέψεις για την εφαρμογή του σχεδίου εν όψει των εκλογών από τις μυστικές υπηρεσίες, εν αγνοία όμως του ίδιου και της κυβέρνησής του. Η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής» στις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, όπως χαρακτηρίστηκαν από τους αντιπάλους της ΕΡΕ, είχε και ένα ακόμα ενδιαφέρον αποτέλεσμα για την εξέλιξη των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων. Η εφαρμογή του σχεδίου συμπεριέλαβε εκτός των αριστερών ψηφοφόρων και εκείνους της νεοσυσταθείσας Ενωσης Κέντρου, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην αντικατάσταση των μέχρι τότε υφιστάμενων πολιτικών διαιρέσεων (εθνικόφρονες – μη εθνικόφρονες) με νέες (Δεξιά – Αντιδεξιά). Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν η οξύτατη καταδίκη των εκλογών του Η εναντίωση του Κωνσταντίνου 1961 από τον Γεώργιο ΠαπανΚαραμανλή στο ταξίδι του δρέου που εκφράστηκε επισήμως βασιλικού ζεύγους στο Λονδίνο από τη δήλωση του Σ. Βενιζέλου αποτέλεσε την αιτία της τελικής σύγκρουσής του με τα Ανάκτορα. Στη ότι «δι’ ημάς η Βουλή της 29ης φωτογραφία η Μπέτυ Αμπατιέλου Οκτωβρίου θα είναι πάντοτε νόδιαδηλώνει με αίτημα προς τη θος και η πλειοψηφία και η κυΦρειδερίκη την απελευθέρωση του βέρνησις της ΕΡΕ παράνομη». Η συζύγου της Τώνη Αμπατιέλου, αντιπαλότητα που εκδηλώθηκε στελέχους του ΚΚΕ. 11

Η εφαρμογή του σχεδίου «Περικλής» αλλοίωσε το αποτέλεσμα των εκλογών του Οκτωβρίου 1961. Η πρώτη σελίδα του «Βήματος» της 17ης Νοεμβρίου 1961 με καταγγελίες της Ενώσεως Κέντρου για «εκλογικάς παραβάσεις».

με αφορμή αυτό το ζήτημα μεταξύ της ΕΡΕ, της Ενωσης Κέντρου και της ΕΔΑ προσέλαβε διαρκή χαρακτήρα και απετέλεσε τη μόνιμη αντιπολιτευτική στρατηγική των δύο τελευταίων κομμάτων («ανένδοτος αγώνας»). Η δεύτερη περίπτωση αναφέρεται στη δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς στη Θεσσαλονίκη, τον Μάιο του 1963. Ο απόηχος της ενέργειας αυτής πυροδότησε εκ νέου την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα και έφερε σε εξαιρετικά δύσκολη θέση τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεδομένου ότι η 12

δολοφονία του Λαμπράκη συσχετίστηκε με τη δράση των παρακρατικών στοιχείων, που, κατά την άποψη των πολιτικών αντιπάλων της ΕΡΕ, υποθάλπονταν από αυτήν. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την παρεμπόδιση των πολιτικών πρωτοβουλιών του Καραμανλή από τα Ανάκτορα αλλά και την ήττα του κόμματός του από την Ενωση Κέντρου στις εκλογές του Νοεμβρίου 1963, οδήγησαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή στην παραίτησή του από την αρχηγία της ΕΡΕ (9/12/1963) και στην απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική και να εγκατασταθεί στο Παρίσι. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Από την άνοδο της Ενωσης Κέντρου στην εξουσία ως την κήρυξη της δικτατορίας Οι εκλογές του Νοεμβρίου 1963 που ανέδειξαν την Ενωση Κέντρου πρώτη πολιτική δύναμη δεν έδωσαν ουσιαστική λύση στο πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Κατ’ αρχάς, μετά τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, το πολιτικό κλίμα παρέμενε ιδιαίτερα τεταμένο. Οι καταγγελίες για τις εκλογές του 1961, οι παρεμβάσεις του στέμματος στην πολιτική ζωή, η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και η σύγκρουση του Κωνσταντίνου Καραμανλή με τα Ανάκτορα και η αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική είχαν διαμορφώσει μία εκρηκτική πολιτική κατάσταση, τα αποτελέσματα της οποίας δεν περιορίζονταν στους έντονους διαξιφισμούς των πολιτικών παραγόντων εντός και εκτός του Κοινοβουλίου, αλλά είχαν διαχυθεί και στην κοινωνία. Ηδη, από την άνοιξη του 1962 οι λαϊκές κινητοποιήσεις και οι συγκρούσεις των διαδηλωτών με την Αστυνομία στο πλαίσιο του «ανένδοτου αγώνα» προσλάμβαναν όλο και μεγαλύτερη έκταση, ενώ από το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς προστέθηκαν οι αγροτικές κινητοποιήσεις και οι φοιτητικές διεκδικήσεις που αφορούσαν την αύξηση του Κρατικού Προϋπολογισμού, σε ποσοστό 15%, για την Παιδεία. Παράλληλα, το αποτέλεσμα των εκλογών του 1963 έδωσε στην Ενωση Κέντρου 138 έδρες στο νέο Κοινοβούλιο (έναντι 132 της ΕΡΕ, 28 της ΕΔΑ και 2 του κόμματος των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη) και κατά συνέπεια στερούσε από τον Γεώργιο Παπανδρέου τη δυνατότητα σχηματισμού αυτοδύναμης κυβέρνησης. Ο βασιλιάς Παύλος ανέθεσε στον Γεώργιο Παπανδρέου το σχηματισμό κυβέρνησης, αλλά η απροθυμία του τελευταίου να δεχθεί την προσφερόμενη από την ΕΔΑ στήριξη στην κυβέρνησή του τον οδήγησε, στο τέλος του Δεκεμβρίου 1963, να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη νέων εκλογών. Στο μεταξύ, μετά την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την πολιτική, την ηγεσία της ΕΡΕ ανέλαβε ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Οι νέες εκλογές στις 16 Φεβρουαρίου 1964, οι τελευταίες της προδικτατορικής περιόδου, απετέλεσαν εκλογικό θρίαμβο για την Ενωση Κέντρου. Το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου έλαβε το 52,7% των ψήφων και 171 έδρες, έναντι 107 εδρών της ΕΡΕ και του κόμματος των Προοδευτικών που κατήλθαν από κοινού στις εκλογές και 22 εδρών της ΕΔΑ, η οποία εμμέσως στήριξε την Ενωση Κέντρου με την απόφαση της ηγεσίας της να μη συγκροτήσει ψηφοδέλτια στις εκλογικές περιφέρειες που δεν είχε τη δυνατότητα να αναδείξει βουλευτές. Λίγο μετά τις εκλογές, τον Μάρτιο του 1964, θα πεθάνει ο βασιλιάς Παύλος και θα τον διαδεχθεί ο Κωνσταντίνος, γεγονός που αρχικά θα δημιουργήσει θετικές προσδοκίες σχετικά με το ρόλο των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή, κάτι όμως που δεν επαληθεύτηκε από τις μετέπειτα εξελίξεις. Η ζωή της κυβέρνησης του Γεωργίου Παπανδρέου είχε διάρκεια ως το καλοκαίρι του 1965. Στο διάστημα αυτό αντιμετώπισε σοβαρότατα προβλήματα, μερικά από αυτά αναφέρονταν στο εσωτερικό της πεδίο και σχετίζονταν με τις λεπτές ισορροπίες, στη βάση των οποίων συγκροτήθηκε το κόμμα της Ενωσης Κέντρου. Παράλληλα, υιοθέτησε μία σειρά προοδευτικών κοινωνικών μέτρων συμβάλλοντας στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής. Πιο συγκεκριμένα, η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου ακολούθησε μία πολιτική προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης και της υπέρβασης των εμφυλιοπολεμικών διαιρέσεων. Υιοθέτησε μία πιο ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, που θα υπερέβαινε, ως ένα βαθμό, την αμερικανική επιρροή και κατέβαλε προσπάθειες που κατέτειναν προς τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας και την ενθάρρυνση των επενδύσεων στον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα. Επιπλέον, επιχείρησε σημαντικές αλλαγές στον τομέα της Παιδείας, όπως ήταν η προσπάθεια για καθιέρωση της δωρεάν Παιδείας, ο εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης, η ανάπτυξη της τεχνικής και επαγγελματικής Παιδείας, η εισαγωγή της 9ετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης και η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας. Παράλληλα, έλαβε 13

Ο βασιλιάς Παύλος εκφωνεί «το λόγο του θρόνου» ενώπιον του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, νικητή των εκλογών του Νοεμβρίου 1963. Δεξιά του ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Η Βουλή, ωστόσο, διαλύθηκε ένα μήνα αργότερα.

μέτρα στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής με στόχο την ανακούφιση των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων. Την ίδια, όμως, στιγμή η προσπάθεια του πρωθυπουργού να ελέγξει το στράτευμα πυροδότησε εντάσεις ακόμα και στο εσωτερικό της Ενωσης Κέντρου. Παρόμοιες εντάσεις, που πήραν τη μορφή εσωτερικής κρίσης, δημιουργήθηκαν τον Νοέμβριο του 1964 εξαιτίας της αναρρίχησης του Ανδρέα Παπανδρέου στην κομματική ιεραρχία της Ενωσης Κέντρου. Ανάλογες δυσχέρειες αντιμετώπισε η κυβέρνηση και στο επίπεδο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, όταν το καλοκαίρι του 1964 αυτές οξύνθηκαν με αφορμή την κυπριακή κρίση. Τα πρώτα εμφανή σημάδια κλυδωνισμού της 14

εκλογικής επιρροής της Ενωσης Κέντρου εμφανίστηκαν τον Ιούνιο του 1964, όταν στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές το κόμμα του Γεωργίου Παπανδρέου, σε αντίθεση με την ΕΔΑ και την ΕΡΕ, υπέστη σημαντικές απώλειες μέσα από την αδυναμία εκλογής των υποψηφίων του. Από τις πρώτες μέρες του 1965, με αφορμή την αναψηλάφηση από την κυβέρνηση των καταγγελιών για το σχέδιο «Περικλής», επικρατεί πολιτική ένταση που από την άνοιξη του ίδιου χρόνου, με τη λεγόμενη υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ», θα προσλάβει εκρηκτικές διαστάσεις. Το ζήτημα αυτό αφορούσε μία αμφιλεγόμενη συνωμοτική κίνηση αντιδεξιών αξιωματικών στους κόλπους του στρατεύματος, στην οποία, σύμφωνα με δημοσιεύματα μιας μερίδας του Τύπου, εμπλεκόταν ο Ανδρέας Παπανδρέου. Για το ζήτημα αυτό ακολούθησε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

έρευνα στο πλαίσιο της στρατιωτικής δικαιοσύνης, το πόρισμα της οποίας, παρότι επιβεβαίωνε την ύπαρξη της οργάνωσης, θεώρησε την όλη υπόθεση όχι ιδιαίτερα σοβαρή. Ομως οι πολιτικές προεκτάσεις της απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος, φορτίζοντας ακόμα περισσότερο την ήδη τεταμένη πολιτική ατμόσφαιρα. Στα τέλη του Ιουνίου 1965 ο Γεώργιος Παπανδρέου συγκρούεται με τον υπουργό Αμυνας της κυβέρνησής του Πέτρο Γαρουφαλιά, ευνοούμενο των Ανακτόρων, που είχε πρωτοστατήσει στις κατηγορίες κατά του Ανδρέα Παπανδρέου στο πλαίσιο της υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ». Αιτία της σύγκρουσης ήταν η απόφαση του πρωθυπουργού να αναλάβει ο ίδιος το υπουργείο Εθνικής Αμυνας και η πρωτοφανής και κατηγορηματική άρνηση του υπουργού να υποβάλει την παραίτησή του, έχοντας την κάλυψη του βασιλιά. Ως απάντηση στη στάση αυτή του Πέτρου Γαρουφαλιά, ο Γεώργιος Παπανδρέου αποφάσισε την απομάκρυνση του υπουργού από την κυβέρνηση, αλλά συνάντησε την ανυποχώρητη άρνηση του Κωνσταντίνου να συνυπογράψει την απόφασή του. Επειτα από μία σειρά επιστολών που αντάλλαξαν βασιλιάς και πρωθυπουργός για το ζήτημα αυτό, οι οποίες επιβεβαίωναν την αταλάντευτη επιθυμία και των δύο να μην υποχωρήσουν από τις αρχικές τους θέσεις, επήλθε οριστική ρήξη μεταξύ των δύο κορυφαίων πολιτειακών παραγόντων που οδήγησε, το απόγευμα της 15ης Ιουλίου 1965, ύστερα από συνάντηση των δύο ανδρών, στην παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου από το πρωθυπουργικό αξίωμα. Μία μόλις ώρα από την αποχώρηση του Γεωργίου Παπανδρέου από τη συνάντησή του με τον Κωνσταντίνο, ο τελευταίος όρκισε εσπευσμένα νέο πρωθυπουργό τον Γ. Αθανασιάδη – Νόβα. Πίσω από αυτή την κίνηση του βασιλιά ο Παπανδρέου διέβλεψε μία προσχεδιασμένη ενέργεια, που κατά δήλωσή του συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του πολιτεύματος από την πλευρά του στέμματος και για το λόγο αυτό καλούσε το λαό σε ένα νέο «ανένδοτο αγώνα». Ο νέος πρωθυπουργός και οι υπουργοί που ορκίστηκαν προέρχονταν από την ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η γοργή αναρρίχηση του Ανδρέα Παπανδρέου στην κομματική ιεραρχία της Ενώσεως Κέντρου πυροδότησε εντάσεις στο εσωτερικό του κόμματος. Στη φωτογραφία ο γιος του αρχηγού της ΕΚ με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη.

Ενωση Κέντρου, γεγονός που τους προσέδωσε το χαρακτηρισμό των «αποστατών». Οι λαϊκές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν, γνωστές ως «Ιουλιανά», ήταν άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη ελληνική Πολιτική Ιστορία. Ηδη την επομένη της παραίτησης του Γεωργίου Παπανδρέου πλήθος διαδηλωτών κατέκλυσε τους δρόμους της Αθήνας, ενώ στις συγκρούσεις που ακολούθησαν με την Αστυνομία τραυματίστηκαν συνολικά περίπου 100 διαδηλωτές και αστυνομικοί, πολλοί από τους οποίους σοβαρά. Τις επόμενες ημέρες η κατάσταση επιδεινώθηκε και οι διαδηλώσεις, οι πορείες και οι συγκρούσεις διαδηλωτών και αστυνομικών αποτελούσαν καθημερινό φαινόμενο. Σε μία από αυτές η δολοφονία του αριστερού φοιτητή Σωτήρη Πέτρουλα όξυνε ακόμη περισσότερο τη λαϊκή οργή, επιτείνοντας τις κινητοποιήσεις. 15

Στο μεταξύ, η κυβέρνηση που είχε ορκίσει ο Κωνσταντίνος παρουσιάστηκε στη Βουλή στις αρχές Αυγούστου, αλλά καταψηφίστηκε, παρά το γεγονός ότι είχε την υποστήριξη των βουλευτών της ΕΡΕ. Ο Γεώργιος Παπανδρέου προσπάθησε να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του τους εναπομείναντες πιστούς σε αυτόν βουλευτές, αλλά αντιμετώπισε νέες διαρροές. Δύο από τους νέους αποσχισθέντες βουλευτές ήταν και οι Η. Τσιριμώκος και Σ. Στεφανόπουλος, στους οποίους ο Κωνσταντίνος ανέθεσε διαδοχικά την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μετά την αποτυχία του Γ. Αθανασιάδη – Νόβα να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Τελικά, η περίπτωση Τσιριμώκου δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού η κυβέρνησή του καταψηφίστηκε από 159 βουλευτές. Αντιθέτως, οι νέες διαρροές που σημειώθηκαν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ενωσης Κέντρου έδωσαν την ευκαιρία στον Σ. Στεφανόπουλο και την κυβέρνησή του, στις 24 Σεπτεμβρίου 1965, να λάβουν ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή με οριακή πλειοψηφία (152 ψήφους). Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέλιξη αυτή ουσιαστικά αλλοίωνε τη λαϊκή εντολή των εκλογών του Φεβρουαρίου 1964, με την οποία οι πολίτες

έδιναν απόλυτη πλειοψηφία στην Ενωση Κέντρου, αφού η δυνατότητα άσκησης κυβερνητικού έργου από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου στηριζόταν στην ψήφο εμπιστοσύνης των βουλευτών της ΕΡΕ, η οποία με τον τρόπο αυτό αποτελούσε στο εξής, και παρά τη λαϊκή βούληση, έναν ισχυρό πόλο της συμπολίτευσης. Οι εξελίξεις που σημειώθηκαν αυτή την περίοδο δημιούργησαν ανακατατάξεις στο εσωτερικό της Ενωσης Κέντρου. Πιο συγκεκριμένα, οι αποχωρήσαντες από την Ενωση Κέντρου βουλευτές συγκρότησαν ένα νέο πολιτικό σχήμα, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κέντρο (ΦΙΔΗΚ), το οποίο όμως δεν κατάφερε να προσελκύσει τους οπαδούς της Ενωσης Κέντρου και να μαζικοποιηθεί. Ταυτόχρονα, η πολιτική κρίση του 1965 ανέδειξε τον Ανδρέα Παπανδρέου σε σημαντικό πολιτικό παράγοντα και ηγετική φυσιογνωμία του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον της παρατεταμένης πολιτικής κρίσης διήνυσε τη θητεία της η κυβέρνηση Στεφανόπουλου, η οποία διήρκεσε

Η στήριξη του βασιλιά Κωνσταντίνου προς τον υπουργό Αμυνας της ΕΚ Πέτρο Γαρουφαλιά αποτέλεσε το σημείο τριβής και ρήξης των Ανακτόρων με τον πρωθυπουργό Γεώργιο Παπανδρέου. 16

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η κυβέρνηση Ηλία Τσιριμώκου δεν έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης, πράγμα που πέτυχε η επόμενη κυβέρνηση Στέφανου Στεφανόπουλου.

Η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση «Ασπίδα» όξυνε εκ νέου το πολιτικό κλίμα και οδήγησε τον Μάρτιο 1967 στην παραίτηση της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Στιγμιότυπο από τη δίκη. Ο αρχηγός ΓΕΣ στρατηγός Ιωάννης Γεννηματάς απαντά σε ερώτηση του κατηγορούμενου συνταγματάρχη Δημητρίου Χονδροκούκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

17

μέχρι και τα τέλη του 1966. Οι εξελίξεις από το χρονικό αυτό σημείο μέχρι και την εκδήλωση του στρατιωτικού πραξικοπήματος του Απριλίου 1967 υπήρξαν ραγδαίες. Τον Δεκέμβριο του 1966 ο αρχηγός της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος, παρά τη διαφορετική άποψη πολλών στελεχών της ΕΡΕ, αποφάσισε να άρει την εμπιστοσύνη του κόμματός του από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, γεγονός που οδήγησε στην ανατροπή της.

Η συνεργασία της ΕΡΕ με τους Προοδευτικούς του Μαρκεζίνη έγινε καθ’ υπόδειξη του Κ. Καραμανλή. Ωστόσο ο Κωνσταντίνος Τσάτσος τον προειδοποιούσε για το επικείμενο δυσμενές εκλογικό αποτέλεσμα.

Ο Κ. Καραμανλής παραπονιόταν για «την υποτονική αντιπολιτευτική τακτική της ΕΡΕ». Σε επιστολή του προς τον Παναγιώτη Πιπινέλη στις 6 Οκτωβρίου 1964 έγραφε: «Η... ανοχή του κόμματος εγγίζει τα όρια της παρεξηγήσεως». 18

Επειτα από συνεννοήσεις και διαβουλεύσεις των πολιτικών αρχηγών με το βασιλιά, στις 22 Δεκεμβρίου ορκίστηκε υπηρεσιακή κυβέρνηση υπό τον Ιωάννη Παρασκευόπουλο με σκοπό τη διεξαγωγή εθνικών εκλογών τον Μάιο του 1967. Η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν μία συμβιβαστική προσπάθεια, μετά την επιλογή του Παναγιώτη Κανελλόπουλου να ανατρέψει την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, προκειμένου να αρθεί το πολιτικό αδιέξοδο και η χώρα να οδηγηθεί σε νέες εκλογές. Βεβαίως η σύνθεσή της προκάλεσε αντιδράσεις, διότι οι συμμετέχοντες σε αυτήν ήταν πρόσωπα φιλικά προς το βασιλιά. Παρά το γεγονός ότι ο Γεώργιος Παπανδρέου συναίνεσε στο σχηματισμό της, δεν συνέβη το ίδιο με τον Ανδρέα Παπανδρέου και την ήδη σχηματοποιημένη κεντροαριστερή πτέρυγα της Ενωσης Κέντρου, που αντέδρασε έντονα σε αυτή την επιλογή. Παρ’ όλα αυτά, ο Γεώργιος Παπανδρέου κατάφερε να επιβάλει την απόφασή του να στηρίξει την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου και στις 13 Ιανουαρίου 1967 η κυβέρνηση έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη Βουλή. Και ενώ σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο, και παρά τις αντιδράσεις, η κυβέρνηση Παρασκευόπουλου ήταν γεγονός, ενάμιση περίπου μήνα αργότερα η ποινική δίωξη που ασκήθηκε στον Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ» όξυνε εκ νέου το πολιτικό κλίμα και οδήγησε, τον Μάρτιο του 1967, στην παραίτηση της κυβέρνησης. Η βασιλική πρωτοβουλία που ακολούθησε, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος ανέθεσε την πρωθυπουργία στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τη διακυβέρνηση της χώρας σε μία μονοκομματική κυβέρνηση της ΕΡΕ με σκοπό τη διεξαγωγή εκλογών στις 28 Μαΐου 1967, προκάλεσε μεγάλη πολιτική ένταση και αντιπαράθεση, αφού για μία ακόμα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

φορά οι πρωτοβουλίες του στέμματος έρχονταν σε κατάφωρη αντίθεση με τις επιλογές του εκλογικού σώματος, όπως αυτές εκφράστηκαν στις εκλογές του 1964. Hταν βέβαιο ότι υπό αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, που σχηματίστηκε στις 3 Απριλίου 1967, δεν θα απολάμβανε την εμπιστοσύνη της Βουλής και για το λόγο αυτό ο πρόεδρος της ΕΡΕ διέλυσε τη Βουλή στις 14 Απριλίου 1967, με σκοπό τη διεξαγωγή νέων εθνικών εκλογών στις 28 Μαΐου του ίδιου έτους.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στα χρόνια της αυτοεξορίας. Η αλληλογραφία της περιόδου 1963-1967 Σε αυτή την πρώτη περίοδο της διαμονής του στο Παρίσι, ο Καραμανλής, στις επιστολές που συντάσσει προς τους συνεργάτες του, συζητά ακόμη τους λόγους που τον ώθησαν στην πολιτική του αυτοεξορία. Σε μία από αυτές αναφέρει: «[…] Η ανάγκη να τακτοποιηθώ ο ίδιος με τη συνείδησή μου, και όχι σκοπιμότητες πολιτικές, υπαγόρευσαν την απόφασή μου εκείνην. Η χώρα δικαιούται να μου ζητήση υπηρεσίας, δικαιούται να μου ζητήση θυσίας, δικαιούται να ζητήση και την ζωήν μου ακόμα. Δεν δικαιούται όμως να μου ζητήση να κάμω ευτελείς συμβιβασμούς με μία κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτηση». Μερικοί από τους συνεργάτες του, προσπαθώντας με ειλικρίνεια να μεταφέρουν στον Καραμανλή τον απόηχο της απόφασής του να εγκαταλείψει την πολιτική, γράφουν στις επιστολές τους ότι η απόφασή του αυτή δημιούργησε ένα αρνητικό κλίμα, μέσα από το οποίο, παρά το γεγονός ότι αυξήθηκε η συμπάθεια προς το πρόσωπό του, εν τούτοις μειώθηκε η εμπιστοσύνη πολλών προς τον πολιτικό Καραμανλή. Αντιθέτως, άλλοι του αναφέρουν ότι η απουσία του γίνεται ημέρα με την ημέρα όλο και πιο αισθητή, κάνοντας ταυτόχρονα έναν υπαινιγμό για τα πολιτικά τεκταινόΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μενα στη χώρα. Πέραν αυτών, οι συνεργάτες του στην Ελλάδα φροντίζουν να τον ενημερώνουν για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, αλλά και για τις εξελίξεις στο κόμμα της ΕΡΕ. Για παράδειγμα, στις αρχές του 1964, ένα μήνα πριν από τις επικείμενες εθνικές εκλογές, ενημερώνεται αναλυτικά για την προσπάθεια συνεργασίας της ΕΡΕ με το κόμμα των προοδευτικών του Σπύρου Μαρκεζίνη και την από κοινού κάθοδό τους στην εκλογική αναμέτρηση του Φεβρουαρίου. Μάλιστα, όπως προκύπτει από τις πηγές, η προσπάθεια συνεργασίας του κόμματος των Προοδευτικών και της ΕΡΕ επιχειρήθηκε καθ’ υπόδειξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για τις εκλογές αυτές κάποιοι εκ των συνεργατών του, όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, έχοντας επίγνωση της αρνητικής έκβασής τους για την ΕΡΕ, μεταφέρουν τις προβλέψεις τους στον Καραμανλή. Μάλιστα, ο Κ. Τσάτσος θεωρεί δεδομένη την εκλογική νίκη της Eνωσης Κέντρου, επισημαίνοντας ότι «[…] Μόνο η επιδείνωση της καταστάσεως σε σημείο επικίνδυνο θα μεταβάλει την ισορροπία των δυνάμεων». Στην ίδια επιστολή ο Κ. Τσάτσος δεν παραλείπει να μεταφέρει το γενικό κλίμα της προεκλογικής περιόδου, το οποίο χαρακτηρίζει «άθλιο», αλλά και το αποτέλεσμα της αποχώρησης του Καραμανλή από την ηγεσία της ΕΡΕ, που, όπως επισημαίνει, επέδρασε αρνητικά στην ψυχική ενότητα του κόμματος με τους οπαδούς του. Σε μία άλλη επιστολή του, σχεδόν αμέσως μετά τις εκλογές της 16ης Φεβρουαρίου 1964, ο Κ. Τσάτσος, απευθυνόμενος στον Καραμανλή και κάνοντας μία πρώτη εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος, αναφέρει ότι η κατά κράτος επικράτηση της Eνωσης Κέντρου δεν είχε προεκλογικά προβλεφθεί από τα στελέχη της ΕΡΕ, τα οποία ανέμεναν μία σχετικά άνετη επικράτηση του Γεωργίου Παπανδρέου, όχι όμως στις διαστάσεις που κατέγραψε το εκλογικό αποτέλεσμα. Επίσης, επαναλαμβάνει στον Καραμανλή ότι οι οπαδοί της ΕΡΕ αναμένουν την επιστροφή του, θεωρώντας τον ως τον αδιαφιλονίκητο ηγέτη της παράταξης και ως τον μόνο που μπορεί να δώσει λύση στα προβλήματα της χώρας. 19

Αξίζει να αναφερθεί ότι, όπως προκύπτει από την αλληλογραφία του Κ. Καραμανλή, οι σχέσεις του με το νέο αρχηγό της ΕΡΕ Π. Κανελλόπουλο δεν είναι ιδιαίτερα θερμές, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είχε επέλθει ρήξη μεταξύ τους. Ωστόσο, ο ίδιος ο Καραμανλής παραπονείται σε συνεργάτη του στην Ελλάδα ότι στους πρώτους τέσσερις περίπου μήνες της απουσίας του έλαβε μία μόνο επιστολή από τον Π. Κανελλόπουλο. Ο τελευταίος θα επικοινωνήσει τελικά μαζί του στις 20 Μαΐου 1964, ενημερώνοντάς τον για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, η επαφή μεταξύ των δύο ανδρών παραμένει ελάχιστη. Για το θέμα αυτό, ένας εκ των στενών συνεργατών του Καραμανλή, ο Δ. Βέρρος, σε επιστολή του στον πρώτο στο Παρίσι, αναφέρει ότι η αποστασιοποίηση του Π. Κανελλόπουλου, σε ό,τι αφορά την απροθυμία του να διατηρήσει μία τακτική επαφή με τον Καρα-

μανλή, οφείλεται, πέραν των άλλων, στο γεγονός ότι «[…] Θέλει να εμφανίζεται ως χαράσσων την ιδικήν του καθαρώς πολιτικήν μη δεσμευόμενος ή μη καθοδηγούμενος». Οι πρώτοι μήνες του 1964, μετά τις εκλογές του Φεβρουαρίου, χαρακτηρίστηκαν από νέα πολιτική ένταση, η οποία οφειλόταν στις κατηγορίες που απευθύνθηκαν κατά του Κ. Καραμανλή και της κυβέρνησής του για οικονομικές ατασθαλίες κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της χώρας από την ΕΡΕ. Για το ζήτημα αυτό ο Κ. Καραμανλής ανταλλάσσει επιστολές με τους συνεργάτες του, αρνούμενος κάθε ανάμιξη του ίδιου και των στελεχών των κυβερνήσεών του σε αυτά τα ζητήματα. Τελικά στις 16 Ιουνίου 1964, κατόπιν ονομαστικής ψηφοφορίας στη Βουλή, η πρόταση που είχε υποβληθεί από την ΕΔΑ για σύσταση

Τον Δεκέμβριο 1966 οι Γεώργιος Παπανδρέου και Παναγιώτης Κανελλόπουλος συμφώνησαν στις επικείμενες εκλογές να μη στηριχθούν στις ψήφους της ΕΔΑ. Ωστόσο η κυβέρνηση της ΕΡΕ παραιτήθηκε στις 14 Απριλίου 1967 προκηρύσσοντας εκλογές για τις 28 Μαΐου. 20

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Εξεταστικής των πραγμάτων Επιτροπής για το θέμα αυτό απορρίφθηκε. Κατά τα άλλα, στις περισσότερες επιστολές των συνεργατών του Καραμανλή μεταφέρεται στον τελευταίο ένα κλίμα πολιτικής ρευστότητας και αποσύνθεσης του δημόσιου βίου, ενώ, συχνά, επαναλαμβάνονται οι εκκλήσεις των συνεργατών του να επιστρέψει στη χώρα και την πολιτική ζωή. Ο Καραμανλής ενστερνίζεται τις συγκεκριμένες απόψεις, επισημαίνοντας ότι η πολιτική κατάσταση, κατά την άποψή του, θα επιδεινωθεί περαιτέρω και η επιδείνωση αυτή θα είναι δύσκολο να ανακοπεί. Αρνείται όμως να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της τρέχουσας πολιτικής συγκυρίας. Παράλληλα, σε πολλές επιστολές προς τους συνεργάτες του παραπονείται για την ασυντόνιστη και υποτονική αντιπολιτευτική τακτική που θεωρεί ότι ακολουθεί η ΕΡΕ. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε επιστολή του προς τον Π. Πιπινέλη στις 6 Οκτωβρίου 1964 «[…] Η… ανοχή του κόμματος εγγίζει τα όρια της παρεξηγήσεως». Πέραν αυτού, όπως προαναφέρθηκε, δεν παύει να δίνει οδηγίες στους συνεργάτες του με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αντιμετώπιση των προβλημάτων αυτής της περιόδου. Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, εμφανίζεται ιδιαίτερα λεπτομερής, όπως σε επιστολή του προς τον Δ. Βέρρο, όπου αναφέρει : «[…] Είναι δυσάρεστον βέβαια ότι τα στελέχη του κόμματος δεν δείχνουν μεγάλην προθυμίαν για αγώνα. Eχω όμως την ελπίδα ότι υπό την πίεσιν της κοινής γνώμης και διά λόγους προβολής θα κινητοποιηθούν προϊόντος του χρόνου. Φθάνει να γίνει αυτό κατά τρόπον μεθοδικόν και συντονισμένον. Αυτό δε ακριβώς θα πρέπει να επιδιώξει ο Κανελλόπουλος. Να μοιράσητε το έργο σε 5 ή 6 τομείς (οικονομικά, εξωτερικά, κοινωνικόεργατικά, γεωργικά, στρατιωτικά) και να καλύψητε τον κάθε τομέα με δύο πρώην υπουργούς οι οποίοι θα είναι υπεύθυνοι και διά την Βουλήν και διά τον Τύπον». Ωστόσο, από τις πηγές δεν προκύπτει ότι ο ΚαραΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μανλής εμπλέκεται άμεσα στα εσωτερικά της ΕΡΕ και, βέβαια, πολύ περισσότερο, ότι «ηγείται» της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το Παρίσι. Στην ψυχολογία όμως των ανθρώπων που αλληλογραφεί, οι περισσότεροι εκ των οποίων αποτελούν ενεργά στελέχη της ΕΡΕ, είναι και παραμένει ο φυσικός ηγέτης της παράταξης και, κατά συνέπεια, ο πολιτικός του λόγος και οι παραινέσεις που απευθύνει στα στελέχη του κόμματός του επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύονται. Αλλωστε, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι σχέσεις του Κ. Καραμανλή με το νέο αρχηγό της παράταξης Π. Κανελλόπουλο δεν είναι άριστες, γεγονός που δεν θα επέτρεπε την άμεση εμπλοκή του Καραμανλή στα εσωτερικά της ΕΡΕ. Η πολιτική κρίση που δημιουργήθηκε τον Δεκέμβριο του 1966, μετά την ξαφνική απόφαση του Π. Κανελλόπουλου να αποσύρει την υποστήριξη της ΕΡΕ από την κυβέρνηση Στεφανόπουλου, με αποτέλεσμα την ανατροπή της, προκάλεσε σύγχυση και αιφνιδιασμό μεταξύ των στελεχών της κόμματος. Ο Π. Παπαληγούρας με επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 21 Δεκεμβρίου 1966, μεταφέρει με γλαφυρό τρόπο τις πολιτικές εξελίξεις και την ανησυχία που αυτές δημιουργούν για τη χώρα, κάνοντας έκκληση για άλλη μία φορά στον Καραμανλή να διακόψει την αυτοεξορία του και να επιστρέψει στην Ελλάδα αναλαμβάνοντας δράση. Η πιθανότητα επιστροφής του Καραμανλή στην Ελλάδα και η ανάληψη εκ μέρους του της ηγεσίας της ΕΡΕ, όπως προκύπτει από επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή με ημερομηνία 24/2/1967, φαίνεται πως συζητήθηκε εκτενώς μεταξύ του βασιλιά, του Κ. Τσάτσου, του Ε. Αβέρωφ και του υπασπιστή του Κωνσταντίνου, ταγματάρχη Αρναούτη σε συνάντησή τους στα Ιωάννινα τον Φεβρουάριο του 1967. Ο Κ. Τσάτσος σε αυτή την επιστολή αναφέρει ότι τόσο ο Κωνσταντίνος όσο και ο Αρναούτης υπήρξαν απόλυτα σύμφωνοι σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Παρ’ όλα αυτά, ο Καραμανλής παραμένει αποφασισμένος να μην υποκύψει στις πιέσεις των συνεργατών του και να συνεχίσει την αποχή του από την ενεργό πο21

λιτική δράση. Οπως αναφέρει στον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τον Μάρτιο του 1967, «[…] Οπως σου είπα και άλλοτε, ειλικρινής είναι η επιθυμία μου να μην επανέλθω εις την πολιτικήν. Τους λόγους τους γνωρίζεις και δεν έχω ανάγκην να τους εκθέσω εδώ…». Παρόμοια σύγχυση προκάλεσε η περίοδος της κυβέρνησης Παρασκευόπουλου. Οι συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή τού μεταφέρουν το κλίμα αυτών των κρίσιμων ημερών, εκφράζοντας τις ανησυχίες τους για την έκβαση των επικείμενων εκλογών της 28ης Μαΐου. Μερικοί από αυτούς θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της εκλογικής μάχης θα εξαρτηθεί από τη στάση που θα τηρήσει η ΕΔΑ με την πιθανή έμμεση πριμοδότηση της Ενωσης Κέντρου, ενώ δεν παραλείπουν να διατυπώνουν στον Καραμανλή τις ανησυχίες τους για την κατάσταση που επικρατεί στους κόλπους της ΕΡΕ, θέτοντας ευθέως θέμα ηγεσίας. Αλλοι,

όπως ο Κ. Τσάτσος, σκέφτονται ότι το ενδεχόμενο της αναβολής των εκλογών θα μπορούσε να αποβεί ωφέλιμο για το κόμμα της ΕΡΕ. Προς τούτο ζητούν τη συγκατάθεση του Καραμανλή προκειμένου να πιέσουν τον Π. Κανελλόπουλο προς αυτή την κατεύθυνση. Τελικά, την κυβέρνηση Παρασκευόπουλου θα τη διαδεχθεί η κυβέρνηση Κανελλόπουλου, η ζωή της οποίας διήρκεσε μόλις 12 ημέρες. Στις 14 Απριλίου 1967 η κυβέρνηση της ΕΡΕ θα παραιτηθεί και η χώρα θα οδηγηθεί προς τις εκλογές της 28ης Μαΐου, οι οποίες όμως δεν έγιναν ποτέ.

Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Οι πολιτικές εξελίξεις της περιόδου 1967-1974 Η πολιτική αστάθεια που είχε προκληθεί κατά τη διάρκεια της προηγούμενης περιόδου ως ένα

Η συνωμοτική ομάδα των αξιωματικών Παπαδόπουλου, Παττακού, Μακαρέζου κατέβασε τα τανκς στους δρόμους της Αθήνας καταλύοντας τους δημοκρατικούς θεσμούς και επιβάλλοντας δικτατορία. 22

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

βαθμό είχε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις της αμφισβήτησης και αποσταθεροποίησης των εξουσιαστικών δομών του μετεμφυλιακού κράτους, που, όπως προαναφέρθηκε, στηριζόταν στον ανισοβαρή συσχετισμό δύναμης και επιρροής μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας (κυβέρνησης), του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού. Στο πλαίσιο αυτού του πλέγματος εξουσιών, ο ρόλος της κυβέρνησης εμφανιζόταν αποδυναμωμένος τόσο έναντι του στέμματος, που με τη διαρκή και εν πολλοίς αυθαίρετη βασιλική εμπλοκή στα πολιτικά δρώμενα εδραίωνε την κυριαρχία του, όσο και έναντι του στρατιωτικού μηχανισμού, στο πλαίσιο του οποίου συνωμοτικές ομάδες (με κυρίαρχο τον ΙΔΕΑ) υπονόμευαν τη δημοκρατική ομαλότητα και εμφανίζονταν ως οι ύστατοι εγγυητές των μετεμφυλιακών πολιτικών δομών.

ενεργοποίησαν και ριζοσπαστικοποίησαν πολιτικά ένα μεγάλο μέρος των κυριαρχούμενων τάξεων με αποκορύφωμα τις ογκώδεις κινητοποιήσεις των λαϊκών μαζών κατά την περίοδο του Ιουλίου 1965.

Την ίδια στιγμή, στο επίπεδο της κοινωνίας, οι πολιτικές εξελίξεις της προηγούμενης περιόδου

Χαρακτηριστική του πολιτικού χαρακτήρα που είχε προσλάβει η δράση του στρατιωτικού μη-

Ολοι οι προαναφερθέντες παράγοντες, σε συνδυασμό με τις συντεχνιακές διεκδικήσεις των μεσαίων και κατώτερων αξιωματικών του στρατού, έδωσαν ώθηση στη συγκρότηση και ενεργοποίηση μιας συνωμοτικής ομάδας αξιωματικών υπό την καθοδήγηση των συνταγματαρχών Γ. Παπαδόπουλου, Ν. Μακαρέζου και του ταξίαρχου Στ. Παττακού, που, στη βάση ενός καλά οργανωμένου σχεδίου, την 21η Απριλίου 1967 κατέλυσε τους δημοκρατικούς θεσμούς και επέβαλε τη δικτατορία.

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος όρκισε την κυβέρνηση των πραξικοπηματιών υπό τον Κωνσταντίνο Κόλλια (ο οποίος διακρίνεται αριστερά ανάμεσα στους Γρ. Σπαντιδάκη και Γ. Ζωιτάκη). Δεξιά οι Στυλ. Παττακός και Γ. Παπαδόπουλος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

23

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν η πρώτη μεγάλη σύγκρουση του δικτατορικού καθεστώτος με την κοινωνία.

χανισμού κατά τη διάρκεια της μετεμφυλιακής περιόδου είναι η ταυτόχρονη δραστηριοποίηση στους κόλπους του μιας άλλης ομάδας συνωμοτών, αποτελούμενη αυτή τη φορά από ανώτερους αξιωματικούς, οι οποίοι, πιθανότατα έχοντας τη βασιλική εύνοια και παρότρυνση, δεν πρόλαβαν να επιβάλουν τη δική τους χούντα λόγω της δράσης των συνταγματαρχών. Είναι γεγονός ότι τα σχέδια των συνωμοτών δεν βρήκαν σοβαρά εμπόδια στην εφαρμογή τους και το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου επιβλήθηκε εύκολα. Αυτό οφειλόταν κυρίως στην αδυναμία του πολιτικού κόσμου της προδικτατορικής περιό24

δου, συμπεριλαμβανομένης και της Αριστεράς, να προβλέψει τις επερχόμενες εξελίξεις και να δημιουργήσει τις απαραίτητες προϋποθέσεις αντίστασης. Αλλωστε οι δικτάτορες, από την πρώτη στιγμή της επιβολής του πραξικοπήματος, προχώρησαν σε εκτεταμένες συλλήψεις πολιτικών προσωπικοτήτων, αλλά και πολιτών, στην προσπάθειά τους να ελαχιστοποιήσουν την πιθανότητα αντίστασης εναντίον τους. Την πρώτη δικτατορική κυβέρνηση, της οποίας τυπικά πρωθυπουργός τοποθετήθηκε ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Κ. Κόλλιας, όρκισε ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρά το γεγονός ότι οι πραξικοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πηματίες δεν ελέγχονταν από το θρόνο. Λίγους μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, προσπάθησε να τους ανατρέψει, αλλά η προσπάθειά του απέτυχε, αφού τα ερείσματά του στο στρατιωτικό μηχανισμό ελέγχονταν από τους συνταγματάρχες. Μετά την αποτυχία της βασιλικής κίνησης, ο ίδιος και η οικογένειά του κατέφυγαν στη Ρώμη. Από την τριανδρία των πραξικοπηματιών (Παπαδόπουλος, Μακαρέζος, Παττακός) αρκετά σύντομα ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αναδείχθηκε σε ηγετικό παράγοντα του καθεστώτος, γεγονός που, σε μεγάλο βαθμό, οφειλόταν στην ικανότητά του να διαχειρίζεται επωφελώς για τον ίδιο τις αντιθέσεις και συγκρούσεις που ανέκυπταν στον ηγετικό πυρήνα της χούντας. Μετά την αποτυχημένη απόπειρα του Κωνσταντίνου να ανατρέψει τους δικτάτορες και την εξουδετέρωσή της, ο Παπαδόπουλος θα εδραιώσει και θα σταθεροποιήσει αυτή του τη θέση για μεγάλο χρονικό διάστημα, μέχρι την ανατροπή του από τον ταξίαρχο Ιωαννίδη μετά την αιματηρή καταστολή του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, τον Νοέμβριο του 1973. Σχεδόν αμέσως μετά την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας και παρά την έντονη κατασταλτική πολιτική που ακολούθησαν οι φορείς της, άρχισαν σταδιακά να εμφανίζονται οι πρώτες αντιστασιακές ομάδες. Επρόκειτο για ολιγομελείς αντιστασιακούς πυρήνες που προέρχονταν από όλο το πολιτικό φάσμα (κυρίως όμως από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά), η λειτουργία των οποίων διέπετο από αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες και η δράση τους αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά την εκδήλωση βομβιστικών ενεργειών κατά επιλεγμένων στόχων. Μία από τις σημαντικότερες αυτών των οργανώσεων ήταν η «Δημοκρατική Αμυνα», μέλη της οποίας ήταν πανεπιστημιακοί, όπως ο Σάκης Καράγιωργας και ο Βασίλης Φίλιας. Επίσης, ο «Ρήγας Φεραίος» της πρώτης περιόδου που έδρασε κυρίως στους πανεπιστημιακούς χώρους. Η δράση του δεν χαρακτηριζόταν από δυναμικές ενέργειες, αλλά από τη διακίνηση παράνομων αντιδικτατορικών εντύπων και την ανάπτυξη πρωτότυπων δράσεων που ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

συσπείρωναν μέρος του φοιτητικού πληθυσμού κατά της δικτατορίας. Παράλληλα με αυτές τις οργανώσεις σχηματίστηκαν και έδρασαν ευρύτερα αντιστασιακά δίκτυα, όπως το ΠΑΜ και το ΠΑΚ, που είχαν ως κύριο μέλημά τους τη μαζικοποίηση και το συντονισμό της αντιστασιακής δράσης. Ταυτόχρονα με αυτές τις αντιστασιακές κινήσεις στο εσωτερικό της χώρας, αντιστασιακή δράση αναπτύχθηκε και στο εξωτερικό από Ελληνες που ζούσαν κυρίως στη Βορειοδυτική Ευρώπη. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται και σημαντικές προσωπικότητες της πολιτικής, της καλλιτεχνικής και της πνευματικής ζωής, όπως ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο Ανδρέας Παπανδρέου, η Μελίνα Μερκούρη, ο Μίκης Θεοδωράκης κ.ά. Οι αντιστασιακές οργανώσεις ενόχλησαν τη χούντα, ευαισθητοποίησαν την κοινή γνώμη και έκαναν γνωστό, μέσα από τις δίκες και απολογίες των στελεχών τους, το ελληνικό πρόβλημα στο εξωτερικό, δεν κατόρθωσαν όμως να την ανατρέψουν. Αλλωστε, η Ασφάλεια προχώρησε σύντομα και με σχετική ευκολία στην εξάρθρωσή τους. Μέχρι και το τέλος του 1970 – αρχές 1971 είχε εξαρθρωθεί σχεδόν το σύνολο των αντιστασιακών ομάδων. Η επόμενη φάση της σύγκρουσης του καθεστώτος με την κοινωνία θα λάβει χώρα κυρίως κατά τη διάρκεια του έτους 1973 στο πλαίσιο της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης, με αποκορύφωμα την κατάληψη και εξέγερση του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Οπως προαναφέρθηκε, στα δύο πρώτα χρόνια της δικτατορίας, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις που χαρακτήριζαν το εσωτερικό της πεδίο, η σύγκρουση μεταξύ των διαφόρων κλικών απετράπη χάρη στον εξισορροπητικό ρόλο του Παπαδόπουλου και στην ικανότητά του να κυριαρχεί πάνω στις διάφορες τάσεις που αναπτύσσονταν. Σε γενικές γραμμές, σε αυτή την πρώτη περίοδο της δικτατορικής διακυβέρνησης, η σύγκρουση στο εσωτερικό του καθεστώτος επικεντρωνόταν στην προσπάθεια επιβολής δύο διαφορετικών τάσεων. Μίας αδιάλλακτης, που επιθυμούσε την εγκαθίδρυση και διαιώνιση μιας άτεγκτης στρατοκρατίας, και μιας 25

μετριοπαθούς που υιοθετούσε κινήσεις πολιτικής τακτικής και απέβλεπε στην πολιτικοποίηση και σχετική νομιμοποίηση του καθεστώτος. Προοδευτικά, αυτή η δεύτερη τάση επικράτησε και με διάφορες παλινωδίες οδήγησε λίγο αργότερα στο πείραμα της λεγόμενης «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, αλλά και στον προσωποπαγή χαρακτήρα της δικτατορικής διακυβέρνησης, φορέας του οποίου υπήρξε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Το φθινόπωρο του 1967 οι λανθασμένοι χειρισμοί της δικτατορικής κυβέρνησης στο πεδίο των ελληνοτουρκικών σχέσεων, σε συνδυασμό με τη δράση του Γ. Γρίβα κατά των Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο, παραλίγο να οδηγήσουν στην ένοπλη σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Οι χειρισμοί αυτοί αφορούσαν λανθασμένες κινήσεις και επιλογές των συνταγματαρχών στη συνάντηση αντιπροσωπίας των δύο χωρών στον Εβρο σχετικά με την έκβαση του κυπριακού προβλήματος και την πιθανότητα της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, έναντι ανταλλαγμάτων που θα χορηγούσε η Ελλάδα στην τουρκική πλευρά.

Τον Σεπτέμβριο του 1968 η χούντα διενήργησε δημοψήφισμα προκειμένου να εγκριθεί το νέο σχέδιο Συντάγματος που είχε επεξεργαστεί. Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, προφανώς νόθο, έδινε με ποσοστό 92% τη λαϊκή έγκριση στην εφαρμογή του νέου καταστατικού χάρτη, οι διατάξεις του οποίου, πέραν των άλλων, αναγόρευαν το στρατιωτικό μηχανισμό σε ανεξάρτητο και υπέρτατο ρυθμιστή της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Το πρώτο εκκωφαντικό χτύπημα κατά του καθεστώτος ήρθε κατά τη διάρκεια του 1969 από το εξωτερικό, όταν λόγω της κατάστασης που επικρατούσε στη χώρα οι συνταγματάρχες, προκειμένου να αποφύγουν μία διαδικασία αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, αναγκάστηκαν να προβούν σε οικειοθελή αποχώρηση στα τέλη αυτού του έτους. Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο του 1969, ο Καραμανλής από το Παρίσι σε συνέντευξή του καταγγέλλει τη δικτατορία και καλεί τις Ενοπλες Δυνάμεις να την ανατρέψουν.

Το Συμβούλιο της Ευρώπης ψηφίζει την αποπομπή του ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος από τους κόλπους του. 26

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η προσπάθεια του Παπαδόπουλου να επιβάλει ένα προσωποπαγές καθεστώς φέρνει το 1970 για πρώτη φορά στην επιφάνεια τις ενδοχουντικές αντιπαραθέσεις. Το μέλος της «επαναστατικής» επιτροπής Δ. Σταματελόπουλος, αρθρογραφώντας στην εφημερίδα «Βραδυνή», ασκεί αντιπολίτευση κατά του Παπαδόπουλου και τον επικρίνει για υπέρβαση των αρμοδιοτήτων του, υπενθυμίζοντάς του το συλλογικό χαρακτήρα της «επαναστατικής» εξουσίας. Στη νέα αυτή ενδοχουντική αντιπαράθεση ο Παπαδόπουλος απάντησε με μία σειρά μέτρων ελαστικοποίησης της μέχρι τότε ασκούμενης κατασταλτικής πολιτικής, όπως ήταν η θεσμοθέτηση της λεγόμενης «μικρής Βουλής», η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης και οι επαφές με πολιτικά πρόσωπα, η άρση του στρατιωτικού νόμου σχεδόν σε όλη την επικράτεια κ.λπ., που οδήγησαν κυρίως κατά το έτος 1972 στη σχετική φιλελευθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος με στόχο την πολιτικοποίηση και νομιμοποίησή του. Παράλληλα, επέτρεψαν στον Παπαδόπουλο να εδραιώσει την κυριαρχία του στο εσωτερικό

της χούντας, αποδυναμώνοντας τους αντιπάλους του και συγκεντρώνοντας προοδευτικά στο πρόσωπό του ένα πλήθος εξουσιών. Oμως, η επιλογή του αυτή άνοιξε τον ασκό του Αιόλου κατά της δικτατορίας, δεδομένου ότι έδωσε τη δυνατότητα της ανάπτυξης μέσα στην κοινωνία ανοιχτής αντιστασιακής δράσης που, κατά τη διάρκεια του 1973, απείλησε το δικτατορικό καθεστώς. Το 1973 ήταν χρονιά ραγδαίων εξελίξεων. Η πολιτική «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, σε συνδυασμό με τη διαρκή επιδείνωση των οικονομικών δεικτών και τη μεγάλη αύξηση του τιμαρίθμου, αποτέλεσμα εν πολλοίς της παγκόσμιας πετρελαϊκής κρίσης που εκδηλώθηκε αυτή την περίοδο, έδωσε ώθηση στους λαϊκούς διεκδικητικούς αγώνες. Σημαντικότερη, όμως, υπήρξε η εντατικοποίηση της δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος που, πέραν των άλλων, περιελάμβανε ανοιχτές και μαζικές κινητοποιήσεις, διαρκείς πορείες στους δρόμους της Αθήνας και καταλήψεις σχολών, όπως οι δύο καταλήψεις της Νομικής Σχολής της Αθήνας τον Φεβρουάριο και

Από τη συνάντηση τον Σεπτέμβριο 1967 της ελληνικής και τουρκικής αντιπροσωπίας στον Εβρο σχετικά με την Κύπρο και διμερή θέματα. Διακρίνονται δεξιά μεταξύ άλλων Παπαδόπουλος και Κόλλιας και αριστερά Ντεμιρέλ και Τσαγλαγιαγκίλ. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

27

Η αναγγελία κατάργησης της βασιλείας με δημοψήφισμα εντός δύο μηνών στην πρώτη σελίδα της «Απογευματινής» της 1ης Ιουνίου 1973.

τον Μάρτιο του 1973 και, βεβαίως, η κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους. Η τελευταία είχε ως αποτέλεσμα την απότομη διακοπή της πολιτικής φιλελευθεροποίησης του καθεστώτος και της προσπάθειας των φορέων του να διαιωνίσουν με πολιτικό μανδύα τη δικτατορία. Σημαντική, επίσης, εξέλιξη υπήρξε η εκδήλωση, τον Μάιο του 1973, του κινήματος του Ναυτικού, όταν ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών, έχοντας τη συγκατάθεση του βασιλιά και πολιτικών προσώπων, όπως ήταν ο Π. Γαρουφαλιάς και ο Ε. Αβέρωφ, κινήθηκε κατά του καθεστώτος. Αντιθέτως, στο κίνημα του Ναυτικού ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στάθηκε επιφυλακτικός, θεωρώντας ότι το όλο εγχείρημα δεν είχε σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας. Λίγο όμως πριν από την εκδήλω28

ση του κινήματος, τα σχέδια των μυημένων σε αυτό αξιωματικών διέρρευσαν και η στρατιωτική χούντα κατέστειλε τη δράση τους, συλλαμβάνοντας τους πρωταιτίους, πλην του κυβερνήτη του αντιτορπιλικού «Βέλος» Νίκου Παππά, που με το πλήρωμά του διέφυγε στην Ιταλία ζητώντας πολιτικό άσυλο. Η καταστολή του κινήματος του Ναυτικού και η σχετιζόμενη με αυτό βασιλική εμπλοκή πρόσφερε στον Παπαδόπουλο την ευκαιρία να προχωρήσει σε εντυπωσιακές ενέργειες συγκεντρώνοντας ακόμα περισσότερες εξουσίες στο πρόσωπό του. Ετσι, την 1η Ιουνίου, αφού κατήγγειλε τον Κωνσταντίνο ως τον «εγκέφαλο» του παρ’ ολίγον πραξικοπήματος του Ναυτικού, εξήγγειλε την κατάργηση της μοναρχίας και την εγκαθίδρυση της Αβασίλευτης Δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας επεφύλασσε για τον εαυτό του το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας. Προς ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τούτο ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος, προκειμένου ο λαός να εγκρίνει την πράξη αυτή, όπως επίσης και ένα νέο Σύνταγμα που θα ίσχυε από το έτος 1974, χρονιά, που κατά δέσμευσή του, θα διεξάγονταν ελεύθερες βουλευτικές εκλογές. Στο δημοψήφισμα που διεξήχθη στις 29 Ιουλίου 1973 το ΝΑΙ, δηλαδή η έγκριση των παραπάνω πράξεων, έλαβε ποσοστό, προφανώς νόθο, 78%. Τη διενέργεια του δημοψηφίσματος ακολούθησαν συχνές διαβουλεύσεις με εκπροσώπους του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου και, τελικά, ανατέθηκε στον Σπ. Μαρκεζίνη η πρωθυπουργία. Τον Αύγουστο του 1973 ο Παπαδόπουλος «εκλέχθηκε» επισήμως Πρόεδρος της Δημοκρατίας και προχώρησε στην εφαρμογή μέτρων που έδιναν την εντύπωση επιστροφής στην πολιτική ομαλότητα. Ετσι, ήρε πλήρως το στρατιωτικό νόμο και αμνήστευσε τα πολιτικά αδικήματα. Η κυβέρνηση που σχημάτισε ο Μαρκεζίνης, στις 8 Οκτωβρίου 1973, είχε ως έργο της τη δημιουργία των προϋποθέσεων και την ευθύνη μετάβασης στην ομαλή κοινοβουλευτική πολιτική ζωή, χωρίς όμως να διαθέτει και την ανάλογη ελευθερία κινήσεων γι’ αυτόν το σκοπό. Παρά τις τυπικές παραχωρήσεις του Παπαδόπουλου στο νέο πρωθυπουργό, ο πρώτος παρέμενε ο ουσιαστικός ρυθμιστής των εξελίξεων. Ο ίδιος ο Μαρκεζίνης, σε συνεντεύξεις που παραχώρησε την ίδια περίοδο σε έντυπα του εξωτερικού, τόνιζε εμμέσως αυτή του την αδυναμία. Χαρακτηριστική είναι η δήλωσή του, που υπογράμμιζε εύγλωττα το δοτό χαρακτήρα των εξουσιών του, ότι εάν εξηρτάτο από τον ίδιο θα είχε αμέσως νομιμοποιήσει το Κομμουνιστικό Κόμμα. Οι παρασχεθείσες ελευθερίες σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, απαραίτητες προκειμένου να δοθεί η εντύπωση της επιστροφής στην ομαλότητα, έδωσαν τη δυνατότητα λαϊκών κινητοποιήσεων που κορυφώθηκαν με την εξέγερση του Νοεμβρίου. Παράλληλα, έθεσαν σε κίνηση διαδικασίες στο εσωτερικό του στρατεύματος, φορείς των οποίων υπήρξαν οι αντίπαλες του Παπαδόπουλου κλίκες της χούντας που συσπειρώθηκαν υπό την καθοδήγηση του ταξίαρχου Ιωαννίδη. Η αναζωπύρωση της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Το δημοψήφισμα για κατάργηση της βασιλείας τον Ιούλιο 1973 απέδωσε 78% ναί.

δράσης του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, που εκδηλώθηκε με αφορμή τη διένεξη του κινήματος με το καθεστώς σχετικά με το χρόνο διεξαγωγής των φοιτητικών εκλογών, προσέλαβε εκρηκτικές διαστάσεις τον Νοέμβριο του 1973. Η συνακόλουθη κατάληψη του Πολυτεχνείου και η λαϊκή εξέγερση που εκδηλώθηκε στο πλαίσιό της ανάγκασαν τον Παπαδόπουλο να τερματίσει με βίαιο τρόπο τη διαδικασία «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος και τον οδήγησαν στην απόφαση της στρατιωτικής εισβολής στο κέντρο της πρωτεύουσας, στις 17 Νοεμβρίου 1973, προκειμένου να καταστείλει την εξέγερση. Το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και η δράση του, συμπεριλαμβανομένης και της αιματηρής καταστολής του, μπορεί να μην οδήγησαν στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος, οπωσδήποτε όμως κόστισαν ανεπανόρθωτα στη χούντα και, βεβαίως, απέτρε29

Σημαντικό γεγονός για την αποσταθεροποίηση του δικτατορικού καθεστώτος υπήρξε η εκδήλωση του κινήματος του Ναυτικού τον Μάιο 1973. Ο πλοίαρχος του «Βέλους» Νίκος Παππάς αποβιβάζεται στο λιμάνι του Φιουμιτσίνο κοντά στη Ρώμη μπροστά στους έκπληκτους Ιταλούς αξιωματικούς.

ψαν τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα οδηγούσαν στην παράταση του βίου της και στη συνακόλουθη επ’ αόριστον στρατικοποίηση της πολιτικής και της κοινωνικής ζωής του τόπου. Μία εβδομάδα μετά την καταστολή της εξέγερσης του Νοεμβρίου, στις 25/11/1973, η κλίκα των κατώτερων και μέσων υπερεθνικιστών αξιωματικών, που, όπως προαναφέρθηκε, είχαν συσπειρωθεί υπό τον ταξίαρχο Δ. Ιωαννίδη, ανέτρεψε εύκολα τον Παπαδόπουλο και έδωσε οριστικό τέλος στην προσπάθεια πολιτικοποίησης του καθεστώτος. Η νέα χούντα των «λοχαγών», φορείς της οποίας ήταν οι, αγροτικής μικροαστικής προέλευσης, υπερεθνικιστές μέσοι και κατώτεροι αξιωματικοί, προσέδωσε στη δικτατορία τα αρχικά της χαρακτηριστικά, επιβάλλοντας μία άγρια κατασταλτική πολιτική που στρέφονταν εναντίον κάθε αντιπάλου. Οι ίδιοι, και κυρίως ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, φρόντιζαν να παραμένουν αφανείς. Απόδειξη αυτού του γεγονότος ήταν και το κυβερνητικό σχήμα που συγκρότησαν. Με εξαίρεση 30

το διοικητή της 1ης Στρατιάς Λάρισας Φαίδωνα Γκιζίκη, που όρκισαν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κανένα από τα μέλη της κυβέρνησης δεν ήταν στρατιωτικός. Την πρωθυπουργία ανέθεσαν σε έναν παλαιό υπουργό των κυβερνήσεων του Παπαδόπουλου, τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, και το υπουργείο Προεδρίας στον Κ. Ράλλη, υπουργό στην προδικτατορική κυβέρνηση Κανελλόπουλου του έτους 1967. Το νέο καθεστώς που προπαγάνδιζε την επιστροφή στα αρχικά «ιδανικά» της 21ης Απριλίου αντιμετώπισε με σκληρότητα, με κύριο μοχλό τη στρατιωτική αστυνομία, κάθε πιθανό αντίπαλο. Πέραν της αγριότητας που επέδειξε προς την Αριστερά, αποφάσισε να διακόψει κάθε δίαυλο επικοινωνίας και με τους πολιτικούς φορείς της προδικτατορικής Δεξιάς. Επί παραδείγματι, στον ιδιοκτήτη τής υπό απαγόρευση εφημερίδας «Βραδυνή» προτάθηκε η δυνατότητα επανακυκλοφορίας της υπό τον όρο οι αρθρογράφοι της να καταφέρονται συστηματικά κατά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

με τις κατά καιρούς δηλώσεις του, είχε ενοχλήσει το καθεστώς. Παράλληλα, ο Ιωαννίδης απέρριψε κάθε πιθανότητα επιστροφής του βασιλιά Κωνσταντίνου, ακόμα κι αν είχε τη δέσμευσή του ότι δεν θα αντιτασσόταν στο καθεστώς. Παρ’ όλα αυτά, όπως αποδείχθηκε, η πλέον επικίνδυνη έκφανση της χούντας του Ιωαννίδη δεν ήταν η επαναφορά της δικτατορίας στα επίπεδα των πρώτων χρόνων του πραξικοπήματος, αλλά εκφράστηκε κυρίως στο ζήτημα του κυπριακού προβλήματος. Ο υπερεθνικισμός των ακραίων στοιχείων του καθεστώτος, σε συνδυασμό με την πολιτική αφέλειά τους, οδήγησαν στην απόφαση επιβολής πραξικοπήματος κατά του Μακαρίου, τον Ιούλιο του 1974. Βεβαίως, η Τουρκία δεν έμεινε αμέτοχη των εξελίξεων και η στρατιωτική εισβολή που ακολούθησε οδήγησε στην τουρκική κατοχή μεγάλου μέρους της Κύπρου. Εκ των υστέρων, ο Ιωαννίδης ισχυρίστηκε ότι προέβη στην πραξικοπηματική επέμβαση κατά του Μακαρίου, έχοντας τη διαβεβαίωση του Αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Σίσκο ότι η Τουρκία θα παρέμενε αμέτοχη. Η διαμορφωθείσα, μετά την τουρκική στρατιωτική επέμβαση, πραγματικότητα ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες των δικτατόρων. Ακολούθησαν η αποτυχημένη προσπάθεια γενικής επιστράτευσης και οι παράλληλες δυσχέρειες που αντιμετώπιζε η χώρα στο επίπεδο των διπλωματικών χειρισμών. Ολα αυτά επέβαλαν την απομάκρυνση των στρατιωτικών από την κυβέρνηση και την ανάθεση της πολιτικής εξουσίας σε πολιτικά πρόσωπα. Ωστόσο, η αλλαγή αυτή, παρά το αδιέξοδο της χούντας, δεν υπήρξε εύκολη. Χρειάστηκαν πολλές και δραματικές διαβουλεύσεις προκειμένου ο ισχυρός άνδρας του καθεστώτος, ο ταξίαρχος Ιωαννίδης, να πειστεί να αποσυρθεί στο παρασκήνιο, επιτρέποντας το σχηματισμό μιας κυβέρνησης πολιτικών προσωπικοτήτων. Κατόπιν τούτου, ο στρατηγός Γκιζίκης, στις 23 Ιουλίου 1974, συγκάλεσε σε σύσκεψη προσωπικότητες του προδικτατορικού πολιτικού κόσμου με σκοπό το σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας, που θα είχε τη δυνατότητα να διαχειριστεί την κυπριακή κρίση και να αποτρέψει ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος «εκλεκτός» για την πρωθυπουργία του καθεστώτος Ιωαννίδη ο οποίος είχε ανατρέψει τον Παπαδόπουλο.

τα χειρότερα με το μικρότερο δυνατό κόστος για τη χώρα. Κατά τη διάρκεια αυτών των συσκέψεων, αρχικά προτάθηκε να σχηματιστεί κυβέρνηση υπό τον Π. Κανελλόπουλο, τελευταίο αρχηγό της ΕΡΕ πριν από την επιβολή της δικτατορίας, αλλά κατά την εξέλιξή τους, μετά την επίμονη παρέμβαση του Ε. Αβέρωφ, κυριάρχησε η άποψη να κληθεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής από το Παρίσι προκειμένου να αναλάβει την πρωθυπουργία. Eτσι, τις πρώτες πρωινές ώρες της 24ης Ιουλίου 1974 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφθασε στην Αθήνα με το προσωπικό αεροπλάνο του Γάλλου προέδρου Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και το ίδιο βράδυ, στις 4.15 π.μ. ορκίστηκε πρωθυπουργός. 31

Τα πιο ακραία στοιχεία του δικτατορικού καθεστώτος αποφάσισαν και εκτέλεσαν το καταστροφικό πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου τον Ιούλιο 1974. Το Προεδρικό Μέγαρο βομβαρδισμένο.

Την 24η Ιουλίου ορκίστηκε το πρώτο κλιμάκιο της νέας κυβέρνησης και στις 26 Ιουλίου η κυβέρνηση εθνικής ενότητας συμπληρώθηκε με την ορκωμοσία και των τελευταίων υπουργών. Ας σημειωθεί ότι χαρακτηριστικό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπως άλλωστε και των διαβουλεύσεων που προηγήθηκαν του σχηματισμού της, ήταν ότι τα πολιτικά πρόσωπα που συμμετείχαν προέρχονταν αποκλειστικά από τα δύο μεγάλα προδικτατορικά κόμματα, δηλαδή την ΕΡΕ και την Ενωση Κέντρου. Και στις δύο περιπτώσεις απουσίαζαν προσωπικότητες της Αριστεράς, η οποία, παρά τις αντινομίες και συγκρούσεις στο εσωτερικό της, σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος του 32

αντιδικτατορικού αγώνα. Βεβαίως, αυτή η έλλειψη αντιπροσωπευτικότητας της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και η συνακόλουθη υπουργοποίηση προσωπικοτήτων που προέρχονταν αποκλειστικά από τον αστικό προδικτατορικό πολιτικό κόσμο ως ένα μεγάλο βαθμό οφείλονταν στο φόβο των αντιδράσεων που πιθανώς θα συναντούσε στο εσωτερικό του στρατεύματος η συμμετοχή στην κυβέρνηση προσωπικοτήτων της Αριστεράς. Λέγεται ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθυμούσε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Ηλία Ηλιού, αλλά συνάντησε την κάθετη αντίθεση του Ε. Αβέρωφ. Η νέα κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μία σειΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Εικόνες από την αποτυχημένη επιστράτευση που διέταξε το δικτατορικό καθεστώς τον Ιούλιο 1974 λίγο πριν από την πτώση του. Φωτογραφία στο Σταθμό Λαρίσης.

ρά επειγόντων και δύσκολων προβλημάτων. Εκ των πραγμάτων, πρώτο και σημαντικότερο ήταν η διαχείριση της κυπριακής κρίσης. Εξίσου όμως σημαντικό και επείγον ήταν το πρόβλημα της αποκατάστασης της δημοκρατικής ομαλότητας, που προϋπέθετε τον επαρκή πολιτικό έλεγχο του στρατεύματος, στις τάξεις του οποίου λειτουργούσαν χουντικοί πυρήνες σε νευραλγικά πόστα. Επίσης, η προετοιμασία για τη διενέργεια των πρώτων, έπειτα από επτά χρόνια, ελεύθερων εθνικών εκλογών και η δημιουργία και σχετική εμπέδωση ενός κλίματος εθνικής ομοψυχίας. Η κυβέρνηση προχώρησε χωρίς καθυστέρηση στην υιοθέτηση μιας σειράς μέτρων προς αυτή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

την κατεύθυνση. Στο εσωτερικό μέτωπο απέλυσε όλους τους πολιτικούς κρατουμένους και αμνήστευσε όλα τα πολιτικά αδικήματα. Επίσης, επανέφερε το Σύνταγμα του 1952 πλην των διατάξεων που αφορούσαν τη μορφή του πολιτεύματος, το οποίο θα επιλυόταν μέσω δημοψηφίσματος, και προχώρησε ταχύτατα στη νομιμοποίηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Επίσης, στην προσπάθειά της να ανακτήσει τον έλεγχο του κρατικού μηχανισμού απέλυσε, με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, τους διορισμένους από τη χούντα νομάρχες και γενικούς γραμματείς των υπουργείων, καθώς και τις διορισμένες από τη δικτατορία διοικήσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ακόμη ανέθεσε τη διοίκηση των Ενόπλων Δυνά33

Οι Αθηναίοι πληροφορούνται από τις εφημερίδες της 15ης Αυγούστου 1974 την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ την οποία αποφάσισε ο Κ. Καραμανλής λόγω της στάσης της συμμαχίας στην κυπριακή τραγωδία.

μεων στην κυβέρνηση, θέτοντας σε διαθεσιμότητα τον Δ. Ιωαννίδη. Τέλος, οι αρχηγοί των Τριών Οπλων στο εξής ορίζονταν έπειτα από πρόταση του αρμόδιου υπουργού.

επικεφαλής των επιτελείων την απομάκρυνση αυτών των μονάδων από την Αττική, απειλώντας τους πως σε διαφορετική περίπτωση θα καλούσε το λαό στην πλατεία Συντάγματος.

Οι χουντικοί πυρήνες στο στράτευμα δεν δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα αυτές τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Ετσι, κατά το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου 1974 απετράπη απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος από στρατιωτικές μονάδες που πρόσκεινταν στον Ιωαννίδη. Αμέσως μετά το επεισόδιο ο Καραμανλής απαίτησε από τους

Σε ό,τι αφορά το φλέγον κυπριακό ζήτημα και τη διαχείριση της κρίσης που είχε προκαλέσει η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η κυβέρνηση και ο ίδιος ο Κ. Καραμανλής ανέλαβαν άμεση δράση. Η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί δεν επέτρεπε την ολιγωρία, αν και η πρωτοβουλία κινήσεων του πρωθυπουργού και των συνεργα-

34

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τών του ήταν περιορισμένη, εξαιτίας κυρίως της τραγικής κατάστασης στην οποία βρίσκονταν οι Ενοπλες Δυνάμεις, της συνακόλουθης τουρκικής υπεροπλίας, της δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων στην Κύπρο, αλλά και της ουσιαστικής απροθυμίας των εταίρων της Ελλάδας στην ατλαντική συμμαχία να αποτρέψουν την τουρκική επιθετικότητα. Παρά το γεγονός ότι στην τριμερή διάσκεψη των υπουργών Εξωτερικών Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας που είχε συγκληθεί στη Γενεύη αποφασίστηκε (30 Ιουλίου 1974) η κατάπαυση του πυρός στην Κύπρο, οι τουρκικές δυνάμεις παραβίασαν τη συμφωνία συνεχίζοντας να προωθούνται στο κυπριακό έδαφος. Οι διαβουλεύσεις ξανάρχισαν στις αρχές Αυγούστου, αλλά οι αναφορές του Ελληνα υπουργού Εξωτερικών Γ. Μαύρου δεν ήταν ενθαρρυντικές. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, στις 12 Αυγούστου στην Αθήνα, εξετάστηκε σε σύσκεψη υπό την ηγεσία του Κ. Καραμανλή και με τη συμμετοχή των αρχηγών των Τριών Οπλων η πιθανότητα στρατιωτικών ενεργειών κατά της Τουρκίας, στην περίπτωση που ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος θα ήταν αναπόφευκτος. Η κατάσταση όμως στην οποία βρίσκονταν οι ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις και η καταφανέστατη τουρκική υπεροχή δεν επέτρεπαν την υλοποίηση τέτοιων ενεργειών. Στις 14 Αυγούστου οι τουρκικές δυνάμεις επιτίθενται εκ νέου στην Κύπρο (Αττίλας 2) και εντός δύο περίπου ημερών έχουν καταφέρει να ελέγξουν περισσότερο από το 37% του κυπριακού εδάφους. Κατόπιν αυτών των ραγδαίων εξελίξεων, τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου συγκλήθηκε σύσκεψη στο Πεντάγωνο με τη συμμετοχή του πρωθυπουργού και της στρατιωτικής ηγεσίας. Στη σύσκεψη αυτή ο Καραμανλής πρότεινε την αποστολή στην Κύπρο ελληνικών υποβρυχίων και μαχητικών αεροσκαφών προκειμένου να προσβάλουν τις εχθρικές θέσεις, αλλά του υποδείχθηκε ότι μία τέτοια ενέργεια θα είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή αυτών των δυνάμεων και, κατά συνέπεια, την περαιτέρω ενίσχυση της τουρκικής στρατιωτικής υπεροχής. Κατόπιν αντιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πρότεινε την αποστολή μίας ελληνικής μεραρχίας στο νησί, αλλά η απάντηση της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν αποτρεπτική μιας τέτοιας ενέργειας, αφού, όπως του υπεδείχθη, θα χρειαζόταν περίπου μία εβδομάδα προκειμένου να αποσταλεί και οι πιθανότατες να μην καταστραφεί από την τουρκική Αεροπορία ήταν ελάχιστες. Ετσι, οι ελληνικές ενέργειες προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τους διεθνείς οργανισμούς και τους διπλωματικούς χειρισμούς. Αμέσως μετά τη σύσκεψη της 14ης Αυγούστου, ο Καραμανλής κατήγγειλε τις τουρκικές ενέργειες και Ελλάδα και Κύπρος προσέφυγαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Παράλληλα, αποφασίστηκε η αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, ενέργεια η οποία εθεωρείτο ότι θα λειτουργούσε ως μοχλός πίεσης προς τους ισχυρούς συμμάχους του ΝΑΤΟ προκειμένου να αναχαιτιστεί η τουρκική επιθετικότητα. Στην πραγματικότητα, αυτή η κίνηση του Καραμανλή απέδωσε μεσοπρόθεσμα, αφού μπορεί να μη δραστηριοποίησε τους δυτικούς συμμάχους κατά της Τουρκίας, συνέβαλε όμως στην αποκατάσταση της στρατιωτικής ισορροπίας στο Αιγαίο τα αμέσως επόμενα χρόνια, δεδομένου ότι επέδρασε στην απόφαση των ΗΠΑ για διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία.

Η στάση του Κ. Καραμανλή έναντι της δικτατορίας. Οι δηλώσεις, οι παρεμβάσεις και η αλληλογραφία της περιόδου 1967-1974 Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, δύο μόλις μέρες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, στις 23 Απριλίου 1967, σε δηλώσεις του από το Παρίσι αναφέρθηκε στην κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στη χώρα, επιρρίπτοντας ευθύνες στον Γεώργιο Παπανδρέου και στον τρόπο που είχε πολιτευτεί κατά την προηγούμενη περίοδο. Ταυτόχρονα, τόνισε την ανάγκη η Ελλάδα να επιστρέψει σύντομα στη δημοκρατική ομαλότητα. Οι επόμενες παρεμβάσεις του, σε αυτά τα πρώτα χρόνια της 35

δικτατορίας, πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1967. Πιο συγκεκριμένα, τον Ιούνιο 1967, με επιστολή του στον πρώτο πρωθυπουργό της χούντας Κ. Κόλλια, επεσήμαινε τους κινδύνους που ελλόχευαν για τη χώρα εξαιτίας της διαφαινόμενης τάσης των συνταγματαρχών να προσδώσουν μονιμότερο χαρακτήρα στην εκτροπή της 21ης Απριλίου. Επιστολή με ανάλογο περιεχόμενο απέστειλε και στο βασιλιά Κωνσταντίνο, τον Νοέμβριο του 1967, λίγες εβδομάδες πριν από την εκδήλωση της αποτυχημένης βασιλικής κίνησης κατά των δικτατόρων.

σε θεραπεία για την αποκατάσταση της ακοής του. Κατά την εκεί παραμονή του τον επισκέφθηκε Αμερικανός αξιωματούχος προκειμένου να πληροφορηθεί πώς έκρινε την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Ελλάδα και αν έκρινε σκόπιμο οι ΗΠΑ να διακόψουν τη στρατιωτική βοήθεια προς τη χώρα. Ο Καραμανλής απάντησε ότι υπάρχει κίνδυνος μονιμοποίησης της κατάστασης και ότι η μελλοντική διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης κατά των συνταγματαρχών για να εγκαταλείψουν την εξουσία.

Την ανησυχία του για τη μονιμοποίηση του δικτατορικού καθεστώτος ο Καραμανλής την εξέφρασε, όπως προκύπτει από σημείωμά του, και λίγο μετά την επιστροφή του από τις ΗΠΑ, τον Μάιο του 1967, όπου κατέφυγε προκειμένου να υποβληθεί

Οι συνταγματάρχες, από την πλευρά τους, προσπάθησαν κατά καιρούς να διερευνήσουν τις προθέσεις του Καραμανλή σχετικά με το εγχείρημά τους. Στο πλαίσιο αυτό, τον Οκτώβριο του 1967, ο Καραμανλής δέχθηκε στο Παρίσι την επίσκεψη

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με ομάδα Ελλήνων φοιτητών στην είσοδο της κατοικίας του στο Παρίσι το 1966 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 36

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

του στρατηγού Β. Καρδαμάκη, ο οποίος συνδεόταν στενά με την ηγετική ομάδα των πραξικοπηματιών. Οπως αναφέρει ο Καραμανλής, ο Καρδαμάκης τού δήλωσε ότι οι προθέσεις των συνταγματαρχών σχετικά με το ζήτημα της μονιμοποίησης της εκτροπής δεν ήταν ακόμα ξεκάθαρες και τον ρώτησε τι θα έπραττε εάν καλείτο στην Ελλάδα προκειμένου να αναλάβει την εξουσία. Σε ό,τι αφορά το πρώτο ζήτημα, ο Καραμανλής εξέφρασε για άλλη μία φορά τις ανησυχίες του, τονίζοντας στο στρατηγό ότι σε περίπτωση που μονιμοποιηθεί η δικτατορία ο ίδιος θα αναγκαστεί να καταγγείλει δημοσίως τους πραξικοπηματίες. Σχετικά με το δεύτερο, απάντησε αρνητικά με κατηγορηματικό τρόπο. Στα τέλη Νοεμβρίου 1967 ο Καραμανλής παραχώρησε συνέντευξη στη γαλλική εφημερίδα «Le Monde», όπου μεταξύ των άλλων ανέφερε ότι η κατάσταση στην Ελλάδα ήταν ιδιαιτέρως ανησυχητική και επικίνδυνη, διότι δεν ετίθετο μόνο το φλέγον ζήτημα της απομάκρυνσης των συνταγματαρχών από την εξουσία, αλλά και εκείνο που σχετιζόταν με την αναίμακτη και ομαλή επιστροφή στη Δημοκρατία. Οι συνταγματάρχες μετά τη συνέντευξη του Καραμανλή εξέδωσαν κυβερνητική ανακοίνωση, μέσω της οποίας τον κατηγόρησαν ευθέως ότι διακατέχεται από πνεύμα εθνικής ανευθυνότητας, αφού οι δηλώσεις του συνέπιπταν με την όξυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων που παρατηρούνταν τη συγκεκριμένη περίοδο. Η αντίδραση του Καραμανλή στο κυβερνητικό ανακοινωθέν υπήρξε οργισμένη. Την επομένη της έκδοσής του κάλεσε τους ξένους δημοσιογράφους στο σπίτι του στο Παρίσι, αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι οι πραξικοπηματίες παραποίησαν τις δηλώσεις του έχοντας το θράσος να ταυτίζουν τον εαυτό τους με το Εθνος, ότι με τις πράξεις τους όξυναν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και πως η καλύτερη υπηρεσία που έχουν να προσφέρουν στον τόπο είναι η απαγκίστρωσή τους από την εξουσία. Επειτα από μακρά περίοδο σιωπής, στις 30 ΣεΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πτεμβρίου 1969 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής προβαίνει σε δηλώσεις κατά του στρατιωτικού καθεστώτος, οι οποίες δημοσιεύθηκαν διεθνώς. Σε αυτές χαρακτηρίζει το καθεστώς των συνταγματαρχών τυραννικό, το οποίο, όπως αναφέρει, αποσύνθεσε τις Ενοπλες Δυνάμεις, υπονόμευσε την οικονομία, απομόνωσε τη χώρα διεθνώς και μονιμοποίησε την εκτροπή εκ του πολιτεύματος. Υπογραμμίζει, επίσης, ότι δύο τρόποι υπάρχουν για την επιστροφή στην ομαλότητα. Ή η οικειοθελής απαγκίστρωση των κρατούντων από την εξουσία ή η βίαιη ανατροπή τους. Τονίζει, ακόμα, ότι εάν οι πραξικοπηματίες δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον τους απέναντι στον τόπο, αυτό οφείλουν να τους το υποδείξουν οι έχοντες καλές προθέσεις αξιωματικοί των Ενόπλων Δυνάμεων. Καταλήγει δε αναφέροντας: «[…] Οφείλω, δε, με την ευκαιρίαν αυτή να βεβαιώσω τους ανησυχούντας διά το μέλλον ότι δεν θα έλυα τη σιωπή μου, εάν δεν επίστευα ότι η χώρα δύναται ακινδύνως να επανέλθει εις την ομαλότητα και εάν δεν ήμουν διατεθειμένος να συμβάλλω, εν ανάγκη, εις τούτο και προσωπικώς». Αξίζει να σημειωθεί ότι είναι η πρώτη φορά από την αποχώρηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή από την ενεργό πολιτική το 1963 που δημοσίως δηλώνει ότι, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, είναι αποφασισμένος να τερματίσει την περίοδο της «αυτοεξορίας» του στο Παρίσι και να αναμιχθεί πάλι με την πολιτική. Ενα χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1970, ο Γεώργιος Ράλλης συναντήθηκε με τον Κ. Καραμανλή στο Παρίσι, προτείνοντάς του ως λύση στο αδιέξοδο της χώρας την επιστροφή του στην Ελλάδα και αιτιολογώντας αυτή του τη θέση με την άποψη ότι μόνο εκείνος μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ομοψυχία και να επηρεάσει τους αξιωματικούς του στρατού προς την κατεύθυνση της απαλλαγής της χώρας από τους συνταγματάρχες. Εκείνος θα αρνηθεί, ισχυριζόμενος πως, σε μία τέτοια περίπτωση, είναι βέβαιο ότι το καθεστώς θα τον θέσει υπό περιορισμό. Επίσης, παρατήρησε ότι δεν θα δεχόταν να τεθεί επικεφαλής μίας μεταβατικής κυβέρνησης. Θα ήταν όμως διατεθειμένος να 37

ηγηθεί, σε περίπτωση που προκηρυχθούν εκλογές, μίας ευρείας παράταξης. Σχεδόν τρεισήμισι χρόνια μετά τις τελευταίες δημόσιες τοποθετήσεις του, στις 23 Απριλίου 1973, οι εφημερίδες «Βραδυνή» και «Θεσσαλονίκη» θα δημοσιεύσουν με περιπετειώδη τρόπο δηλώσεις του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στις δηλώσεις του αυτές ο Καραμανλής αναφέρει ότι είναι σαφές πλέον πως οι δικτάτορες δεν έχουν την πρόθεση να αποκαταστήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες, κατηγορώντας τους για ανειλικρινή τακτική και εμπαιγμό εις βάρος του ελληνικού λαού. Στη συνέχεια, αναφέρεται στα προβλήματα που μέχρι

τη στιγμή εκείνη έχει δημιουργήσει στη χώρα το δικτατορικό καθεστώς και στην αδιέξοδη, τόσο για τους δικτάτορες όσο και για τη χώρα, πολιτική του προοπτική. Καταλήγει, δε, προτείνοντας ως λύση η δικτατορική κυβέρνηση να καλέσει το βασιλέα και να παραχωρήσει τη θέση της σε μία έμπειρη κυβέρνηση, η οποία ασκώντας για ένα εύλογο χρονικό διάστημα έκτακτες εξουσίες θα δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις προκειμένου η χώρα να οδηγηθεί σε ελεύθερες εκλογές. Οι δηλώσεις του Καραμανλή προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση και ανταπόκριση στο εσωτερικό και το εξωτερικό, πλην των συνταγματαρχών, οι οποίοι μετά τη δημοσίευσή τους έσπευσαν να κατάσχουν

«Η ανάγκη να τακτοποιηθώ ο ίδιος με τη συνείδησή μου, και όχι σκοπιμότητες πολιτικές, υπαγόρευσαν την απόφασή μου εκείνην. Η χώρα δικαιούται να μου ζητήση υπηρεσίας, δικαιούται να μου ζητήση θυσίας, δικαιούται να ζητήση και την ζωήν μου ακόμα. Δεν δικαιούται όμως να μου ζητήση να κάμω ευτελείς συμβιβασμούς με μία κατάσταση, η οποία προκαλεί όχι απλώς αηδία, αλλά επαναστατικήν αγανάκτηση». (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 38

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μετά τη συνέντευξη Καραμανλή στην εφημερίδα «Le Monde» με την οποία επέκρινε τη δικτατορία, το καθεστώς των Αθηνών τον κατηγόρησε ότι διακατέχεται «από πνεύμα εθνικής ανευθυνότητας» (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

39

τα εναπομείναντα φύλλα των εφημερίδων που τις φιλοξενούσαν, διώκοντας τους υπευθύνους της εφημερίδας «Βραδυνή». Ενδιαφέρον, επίσης, παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν οι δύο εφημερίδες να δημοσιεύσουν αυτές τις δηλώσεις. Η «Βραδυνή», π.χ., τυπώθηκε αρχικά με τη συνηθισμένη ύλη προκειμένου να αποφύγει τους λογοκριτές του καθεστώτος και όταν αυτοί έδωσαν την τελική έγκριση ξανατυπώθηκε, στις 3 τα ξημερώματα, η πρώτη σελίδα που φιλοξενούσε τις δηλώσεις. Τελικά, η κατάσχεση των φύλλων της εφημερίδας δεν εμπόδισε την ευρεία δημοσιοποίηση των θέσεων του Καραμανλή, δεδομένου ότι οι άνθρωποι του καθεστώτος κατάφεραν να κατασχέσουν λίγα φύλλα σε σχέση με αυτά που τυπώθηκαν. Αλλωστε, πολλοί αγόρασαν περισσότερα του ενός φύλλα, ενώ, σε αρκετές περιπτώσεις, φωτοτυπούνταν η σελίδα της εφημερίδας που

περιελάμβανε τις δηλώσεις Καραμανλή και διανέμονταν χέρι χέρι. Λίγους μήνες αργότερα, την 1η Δεκεμβρίου 1973, η χούντα του Ιωαννίδη θα διακόψει απότομα και αυθαίρετα την έκδοση της «Βραδυνής», χωρίς ουσιαστικά να αιτιολογήσει αυτή της την πράξη. Συγκεκριμένα, την ημέρα αυτή άνθρωποι του καθεστώτος, χωρίς καμία έγγραφη εξουσιοδότηση και κατόπιν εντολής του δικτάτορα, εισήλθαν στα γραφεία της εφημερίδας, τα εκκένωσαν, διέκοψαν την έκδοσή της και σφράγισαν τις θύρες εισόδου. Η επίσημη έγγραφη απόφαση του στρατιωτικού διοικητή Αθηνών για εξάμηνη παύση της έκδοσης της εφημερίδας ανακοινώθηκε 40 ημέρες μετά το σφράγισμα των γραφείων της, χωρίς και πάλι να αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους το καθεστώς προχώρησε σε αυτή την ενέργεια.

Ενα από τα φύλλα της «Βραδυνής» της 23ης Απριλίου 1973 τα οποία διέφυγαν τον έλεγχο της λογοκρισίας και δημοσίευσαν τις δηλώσεις Καραμανλή με τις οποίες κατηγορούσε τους δικτάτορες ότι δεν είχαν πρόθεση να αποκαταστήσουν τις δημοκρατικές ελευθερίες. 40

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ωστόσο, ο Κ. Παπακωνσταντίνου σε επιστολή του προς τον Καραμανλή, στις 19 Ιανουαρίου 1974, θεωρεί ότι οι πραγματικοί λόγοι του κλεισίματος της «Βραδυνής» από το καθεστώς θα πρέπει να αναζητηθούν στη συχνή δημοσιοποίηση των θέσεων και δηλώσεων του τελευταίου και στην πιθανή επίδραση που ασκούσαν σε αξιωματικούς του στρατού. Το καλοκαίρι του 1973, όταν ο Παπαδόπουλος θα προκηρύξει το δημοψήφισμα για την αλλαγή της μορφής του πολιτεύματος, ο Κ. Καραμανλής, με δήλωσή του στις 19 Ιουνίου στο ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και στο BBC, θα προτρέψει τους Ελληνες να καταψηφίσουν τις προωθούμενες από το δικτάτορα αλλαγές. Για το ίδιο θέμα, στις 16 Ιουλίου 1973, ο Κ. Καραμανλής έδωσε στη δημοσιότητα μακροσκελή δήλωσή του, στην οποία

αποδοκίμαζε το καθεστώς και το επιχειρούμενο δημοψήφισμα, αναφέροντας ότι οι δικτάτορες εμπαίζουν το λαό και προβαίνουν στη διενέργεια του δημοψηφίσματος και όχι σε μία ωμή επιβολή των σχεδίων τους προκειμένου να εφοδιάσουν με προσχήματα όσους τους στηρίζουν. Τέλος, καλούσε τους Ελληνες πολίτες να απορρίψουν το δημοψήφισμα και να προστατεύσουν την ελευθερία τους και τη χώρα από τις ενέργειες των πραξικοπηματιών. Μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας και με ήδη γνωστές τις προθέσεις του για ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Σ. Μαρκεζίνη και την προκήρυξη εκλογών, τα περισσότερα παλαιά στελέχη της ΕΡΕ προβληματίζονται για τη στάση που θα πρέπει να τηρήσουν εν όψει αυτών των εξελίξεων. Ενδει-

Οδυσσέας Αγγελής, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και Σπύρος Μαρκεζίνης κατά την ορκωμοσία της κυβέρνησης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

41

κτική αυτού του κλίματος είναι η επιστολή του Κ. Τσάτσου στον Κ. Καραμανλή, τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία του Παπαδόπουλου. Ο Κ. Τσάτσος αναφέρει στον Καραμανλή ότι, παρά το γεγονός πως μερικά από τα νεότερα στελέχη του κόμματος ενδέχεται να πολιτευτούν, τα περισσότερα από τα παλαιά στελέχη της ΕΡΕ, συμπεριλαμβανομένου του ίδιου και του Π. Κανελλόπουλου, προσανατολίζονται προς τη λύση της αποχής από τις εκλογές της χούντας. Δεν υπάρχουν επαρκή πραγματολογικά δεδομένα στη βάση των οποίων θα μπορούσε να διευκρινιστεί η ακριβής στάση του Καραμανλή σχετικά με το συγκεκριμένο θέμα. Αλλωστε, ο ίδιος τηρούσε μία στάση σιγής αυτή την περίοδο έναντι των πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, στενοί συνεργάτες του υποστήριξαν ότι ο Καραμανλής ίσως προέκρινε τη συμμετοχή των στελεχών της ΕΡΕ στις εκλογές υπό την προϋπόθεση της κοινής καθόδου σε

αυτές των δυνάμεων που είχαν εναντιωθεί στο δημοψήφισμα της 29ης Ιουλίου. Παρόμοια στάση σιωπής ο Κ. Καραμανλής τήρησε τόσο κατά τη διάρκεια όσο και αμέσως μετά τα αιματηρά γεγονότα του Πολυτεχνείου. Η έλλειψη άμεσης και σαφούς αντίληψης για τη φοιτητική εξέγερση, αλλά και ο αριστερός πολιτικο-ιδεολογικός χαρακτήρας της αντιδικτατορικής φοιτητικής δράσης πιθανότατα ήταν οι παράγοντες που του επέβαλαν τη σιωπή.

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, εμβληματική φυσιογνωμία της σύγχρονης ελληνικής Πολιτικής Ιστορίας, πρωταγωνίστησε επί σειρά δεκαετιών στον πολιτικό στίβο και έτυχε της αναγνώρισης, κάτι που με λίγους πολιτικούς άνδρες συμβαί-

Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος με τον πρώτο πρωθυπουργό της χούντας Κωνσταντίνο Κόλλια, τους πραξικοπηματίες Γρηγόριο Σπαντιδάκη και Γεώργιο Ζωιτάκη. Δεξιά του η Αννα-Μαρία. 42

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

νει, φίλων και πολιτικών αντιπάλων. Ηγέτης με γνήσιο και ξεχωριστό πολιτικό χάρισμα, με τις αποφάσεις και τη δράση του στις δεκαετίες ’50 και ’60 συνέβαλε καθοριστικά στον κοινωνικοοικονομικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και υπήρξε αναμφίβολα ο πρωτεργάτης της θεμελίωσης της τρίτης ελληνικής Δημοκρατίας και της εισόδου της χώρας στη χορεία των δυτικοευρωπαϊκών κοινωνιών μετά την πτώση της δικτατορίας. Οπωσδήποτε, η συμβολή του στον πολιτικό εκσυγχρονισμό στο πλαίσιο της προδικτατορικής περιόδου δεν έχει ούτε το βάθος ούτε το χαρακτήρα που έχει η συνεισφορά του στο ίδιο ζήτημα κατά τη μεταδικτατορική περίοδο. Είναι, όμως, γνωστοί οι περιορισμοί που επέβαλαν στο θέμα αυτό οι θεσμικού τύπου ανισορροπίες του μετεμφυλιακού κράτους, οι οποίοι κυρίως εκφράστηκαν με την

υποβάθμιση του ρόλου της εκτελεστικής εξουσίας έναντι του στέμματος και του στρατιωτικού μηχανισμού. Ο ίδιος, γεγονός που αντανακλάται στις πράξεις του, αλλά διαφαίνεται και στην προσωπική του αλληλογραφία τα χρόνια της παραμονής του στο Παρίσι, έχει πλήρη επίγνωση του ιστορικού του ρόλου και των ευθυνών του απέναντι στη χώρα. Είτε λανθάνει στις πολιτικές του επιλογές, κάτι που ο ίδιος μοιάζει να μην αποδέχεται, είτε όχι, ενστερνίζεται το ρόλο του εθνικού ηγέτη που του αποδίδεται από τους συνεργάτες του και πράττει σύμφωνα με αυτόν. Σε κάθε περίπτωση, η παρουσία και δράση του στα πολιτικά πράγματα επηρέασε βαθύτατα τις πολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και έθεσε τα θεμέλια της μετεξέλιξης του πολιτικού μας συστήματος προς μία σύγχρονη Δημοκρατία δυτικού τύπου.

ΑΝΑΦΕΡΟΜΕΝΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ■ Επιστολή του Κ. Καραμανλή προς τον Π. Κανελλόπουλο και την κοινοβουλευτική ομάδα της ΕΡΕ, 9/12/1963 ■ Επιστολή του Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 10/12/1963 ■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Π. Καζακόπουλο, 29/12/1963

29/02/1964 ■ Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 12/01/1964 ■ Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 20/02/1964 ■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Δ. Βέρρο, 15/4/1964

■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Δ. Βέρρο, 6/6/1964 ■ Επιστολή Π. Παπαληγούρα προς Κ. Καραμανλή, 21/12/1966 ■ Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 24/02/1967 ■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Π. Κανελλόπουλο, 14/3/1967

■ Επιστολή Ε. Αβέρωφ προς Κ. Καραμανλή, 22/12/1963

■ Επιστολή Π. Κανελλόπουλου προς Κ. Καραμανλή, 20/05/1964

■ Επιστολή Π. Πιπινέλη προς Κ. Καραμανλή, 27/12/1963

■ Επιστολή Δ. Βέρρου προς Κ. Καραμανλή, 9/9/1964

■ Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 20/03/1967

■ Επιστολή Δ. Μακρή προς Κ. Καραμανλή, 12/01/1964

■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Δ. Βέρρο, 5/9/1964

■ Επιστολή Κ. Παπακωνσταντίνου προς Κ. Καραμανλή, 19/1/1974

■ Επιστολή Π. Παπαληγούρα προς Κ. Καραμανλή,

■ Επιστολή Κ. Καραμανλή προς Π. Πιπινέλη, 6/10/1964

■ Επιστολή Κ. Τσάτσου προς Κ. Καραμανλή, 22/8/1974

■ Επιστολή Π. Πιπινέλη προς Κ. Καραμανλή, 15/03/1967

(Πηγή: Σβολόπουλος Κ., (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα, τόμ. 6 και 7, Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

43

Βιβλιογραφια Αθανασάτου Γ., Ρήγος Α., Σεφεριάδης Σ., (επιμ.), Η Δικτατορία 1967–1974: πολιτικές πρακτικές, ιδεολογικός λόγος, αντίσταση, Καστανιώτης, Αθήνα 1999. Αλεξανδρής Α., Αργυρίου Α., Βερέμης Θ. κ.ά., Ιστορία του Ελληνικού Εθνους. Σύγχρονος Ελληνισμός. Από το 1941 έως το τέλος του αιώνα, τόμ. ΙΣΤ, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 2000. Αλιβιζάτος Ν., Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση 1922-1974, Οψεις της ελληνικής εμπειρίας, Θεμέλιο, Αθήνα3 1995. Βερναρδάκης Χ., Μαυρής Γ., Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα: οι προϋποθέσεις της Μεταπολίτευσης, Εξάντας, Αθήνα3 1991. Βουρνάς Τ., Ιστορία της Νεώτερης και Σύγχρονης Ελλάδας, τόμ. Ε’, Πατάκης, Αθήνα 1999. Γρηγοριάδης Σ., Ιστορία της δικτατορίας, 3. τ, Καπόπουλος, Αθήνα 1975. Δαφέρμος Ο., Το Αντιδικτατορικό Φοιτητικό Κίνημα 1972-1973, Θεμέλιο, Αθήνα 1992. Διγκαβές Κ., Οι εκλογές στην Ελλάδα 18441985, Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1986. Ιδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Η ελληνική κοινωνία κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο (1945–1967), Αθήνα 1994, 4ο Επιστημονικό Συνέδριο [του ιδρύματος Σάκη Καράγιωργα], Πάντειο Πανεπιστήμιο, 24-27 Νοεμβρίου 1993. Καζάκος Π., Ανάμεσα σε Κράτος και Αγορά: οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 19442000, Πατάκης, Αθήνα4 2003. Καράγιωργας Γ., Από τον ΙΔΕΑ στη 44

ΧΟΥΝΤΑ ή πώς φτάσαμε στην 21η Απριλίου, Παπαζήσης, Αθήνα 1975. Καριεντίδης Χ., Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας, Πατάκης, Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», Αθήνα 2000. Κοντογιώργης Γ., Το αυταρχικό φαινόμενο: «4η Αυγούστου»-«21η Απριλίου»: ερμηνευτικές προσεγγίσεις», Παπαζήσης, Αθήνα 2003. Κοντογιώργης Γ. (επιμ.), Κοινωνικές και Πολιτικές Δυνάμεις στην Ελλάδα, Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης, Εξάντας, Αθήνα 1977. Κρανιδιώτης Ν., Ανοχύρωτη πολιτεία: Κύπρος 1960–1974, Εστία, Αθήνα 1985. Λάδης Φ., Ιουλιανά 1965: 100 μέρες που συγκλόνισαν την Ελλάδα, Καστανιώτης, Αθήνα 1985. Λαμπρίας Τ., Καραμανλής ο φίλος, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα 2010. Λεντάκης Α., Παρακρατικές οργανώσεις και 21η Απριλίου, Καστανιώτης, Αθήνα 1975. Μακρυδημήτρης Α., Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ενα παράδειγμα πολιτικής ηγεσίας, Ποταμός, Αθήνα 2007. Μελετόπουλος Μ., Η δικτατορία των συνταγματαρχών: Κοινωνία, Ιδεολογία, Οικονομία, Παπαζήσης, Αθήνα 1996. Μπαλωτή Δ. Ξ., Κωνσταντίνος Καραμανλής, Σαββάλας, Αθήνα 2004. Μπότσιου Κ. (επιμ.), Ο πολιτικός λόγος του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ινστιτούτο Δημοκρατίας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αθήνα 2004 Νικολινάκος Μ., Αντίσταση και Αντιπολίτευση, 1967-74, μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη, Ολκός, Αθήνα 1975. Παπαδημητρίου Ν., Από την Ενωση Κέντρου στην αποστασία, Ροές, Αθήνα 1986. Παπακωνσταντίνου Μ., Η ταραγμένη εξαετία,1961-1967, Προσκήνιο, Αθήνα 1998. Παπαναγιώτου Δ., Ανάμεσα σε δύο προέδρους, Εφεσος, Αθήνα 2005. Παρασκευόπουλος Π., Μαρτυρία 1963-1967. Πώς φτάσαμε στη δικτατορία, Διάλογος, Αθήνα 1974. Σακελλαρόπουλος Σ., Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος 1949–1967. Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, πρόλογος Κώστας Βεργόπουλος, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1998. Σακελλαρόπουλος Τ., Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εποχή του, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2007. Σακκάς Δ., Κωνσταντίνος Καραμανλής και το κράτος της περιόδου 19551963, Gutenberg, Αθήνα 2010. Σβολόπουλος Κ., Καραμανλής 19071998, Ικαρος, Αθήνα 2012. Σβολόπουλος Κ., (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο. Γεγονότα και Κείμενα, τόμ. 6 και 7, Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1994. Στάμος Δ., Η πολιτική γραμμή του «Βήματος» κατά την επταετία 1967-1974: πολιτική μελέτη, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 1980. Στεφανάκης Κ. κ.ά., 24 Ιουλίου 1974: η ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

επιστροφή στη δημοκρατία και τα προβλήματά της, επιμ. Τίτος Αθανασιάδης, Εστία, Αθήνα 1975. Στράτος Κ., Αντίθεση και διαφωνία: Η στάση των εφημερίδων στη δικτατορία 1967–74, Καστανιώτης, Αθήνα 1996. Τζερμιάς Π., Ο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ι. Σιδέρης, Αθήνα 2007. Τζερμιάς Π., Ο Καραμανλής του αντιδικτατορικού αγώνα: ιστορική αποτίμηση μιας δύσκολης εποχής, 1964-1974, Ροές, Αθήνα 1984. Τσάτσος Κ., Ο άγνωστος Καραμανλής: Μία προσωπογραφία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984. Τσουκαλάς Κ., Κράτος, κοινωνία, εργασία στη μεταπολεμική Ελλάδα, Θεμέλιο, Αθήνα2 1987. Τσουκαλάς Κ., Η ελληνική τραγωδία: Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, μτφρ. Κ. Ιορδανίδης, επιμ. Μ. Κοτσανάρου, Νέα Σύνορα, Αθήνα 1981. Υφαντόπουλος Α., Η κομμουνιστική ανανέωση και το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα (19721973). Η διαχείριση της μνήμης, Διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Αθήνα 2010. Χαραλάμπης Δ., Στρατός και πολιτική εξουσία. Η δομή της εξουσίας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, Εξάντας, Αθήνα 1985. Χατζησωκράτης Δ., Πολυτεχνείο ’73: Αναστοχασμός μιας πραγματικότητας, Πόλις, Αθήνα 2004. Ψυρούκης Ν., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας (1967-1974): Το καθεστώς της 21ης Απριλίου, τ. 4, Επικαιρότητα, Αθήνα 1983. Ψυχάρης Σ., Τα παρασκήνια της αλλαγής, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα 2010. 45

Η ιστορική στιγμή στις 2 τα ξημερώματα της 23ης προς την 24η Ιουλίου 1974, κατά την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατέρχεται από το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Ελληνικού (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 46

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πανοσ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Δρ Πολιτικής Επιστήμης

Οι μεταπολιτευτικές πρωθυπουργίες του Καραμανλή (19741980): Αποκατάσταση δημοκρατικών θεσμών - ένταξη στην Ευρώπη

H πανηγυρική επιστροφή του Καραμανλή στην Ελλάδα και ο σχηματισμός της κυβέρνησης εθνικής ενότητας σηματοδοτούν την έναρξη της Μεταπολίτευσης. Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ και η τιμωρία των πραξικοπηματιών. Η βασιλεία καταργείται με δημοψήφισμα και ψηφίζεται νέο Σύνταγμα. Οι εκλογικές αναμετρήσεις του 1974 και του 1977 φέρνουν τη Ν.Δ. με τον Καραμανλή πρωθυπουργό στην εξουσία. Η έμφαση στις διεθνείς σχέσεις, οι συζητήσεις για το Κυπριακό και η ενταξιακή πορεία προς την ΕΟΚ. Η μετάβαση στην Προεδρία της Δημοκρατίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μ

ε τη Μεταπολίτευση του 1974 αποκαταστάθηκε στην Ελλάδα η πιο ομαλή και κατά τεκμήριο σταθερή δημοκρατική της περίοδος. Η λεγόμενη και «Γ’ Ελληνική Δημοκρατία», που θεμελιώθηκε τότε, έφτασε μέχρι τις μέρες μας βαδίζοντας πάνω στις ρίζες που θεμελίωσε ο Κων/νος Καραμανλής σφραγίζοντας με την παρουσία του τα πρώτα και καθοριστικά χρόνια της νεότερης αυτής περιόδου στην ελληνική πολιτική Ιστορία. Η περιγραφή όσων έγιναν τότε από το διεθνή Τύπο ως «ελληνικό θαύμα» ή και «πολιτικό αριστούργημα» δεν είναι ίσως υπερβολική όταν ληφθούν υπόψη οι αντίξοες συνθήκες που έπρεπε να υπερκεραστούν. Σπάνια στην Ιστορία ένας πολιτικός ηγέτης παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας πολιτικής μεταβολής που σταθεροποιείται και παγιώνεται με την προσωπική του παρουσία σε συνθήκες δημοκρατικής ομαλότητας. Οπως θα έλεγε, άλλωστε, ο ίδιος ο Καραμανλής δίνοντας το μέτρο των ιστορικών αναλογιών: «Στην Ελλάδα έχομε παρεξηγήσει και συχνά κακοποιήσει τη δημοκρατία. Οι περίοδοι δημοκρατικής ομαλότητος υπήρξαν ελάχιστες και βραχύτατες στον τόπο μας. Θα ημπορούσε να πει κανείς ότι υπήρξαν φωτεινά διαλείμματα μέσα σε μια σκοτεινή αλληλουχία πραξικοπημάτων, επαναστάσεων, δικτατοριών, εμφυλίων πολέμων και αναρίθμητων άλλων πολιτικών και συνταγματικών κρίσεων. Και αυτά τα φωτεινά διαλείμματα υπήρξαν κυρίως η πρώτη τετραετία του Βενιζέλου και η πρώτη τριετία του Τρικούπη. Αλλά και σ’ αυτούς, μετά τον Καποδίστρια, επιφυλάξαμε εις ανταμοιβήν οδυνηρό τέλος...» (2/4/77, ομιλία στο προσυνέδριο της Ν.Δ.).

Α. Κυβέρνηση εθνικής ενότητας Οι πρώτες 40 ημέρες Τη νύχτα της 23ης προς 24η Ιουλίου 1974 το νέο είχε διαδοθεί αστραπιαία. Πλήθος κόσμου κατέκλυσε με ενθουσιασμό τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και το αεροδρόμιο του Ελληνικού, 47

όπου στις 2 τα ξημερώματα κατέφθανε το γαλλικό προεδρικό αεροπλάνο που μετέφερε από το Παρίσι τον Κων/νο Καραμανλή. Η αυθόρμητη αυτή σημαντική παρουσία του κόσμου θα αποτυπωθεί, μάλιστα, και στην πρώτη συντακτική πράξη της νέας κυβέρνησης με την αναφορά στην «καθολική και ομόφωνο συμπαράσταση του ελληνικού λαού». Η επτάχρονη δικτατορία είχε καταρρεύσει. Με την παρουσία του θεωρούμενου ως αρχηγού του κράτους, του Προέδρου της Δημοκρατίας της δικτατορίας Φ. Γκιζίκη που «επισημοποιούσε» την πολιτική μετάβαση, στις 4.15 ο Καραμανλής θα ορκιστεί πρωθυπουργός. Πρώτο καθήκον ήταν ο σχηματισμός κυβέρνησης, ο οποίος έγινε σε δύο στάδια. Το πρώτο κλιμάκιο ορκίστηκε την ίδια ημέρα (στις 16.30) και συνήλθε ως Υπουργικό Συμβούλιο για να αποφασίσει την απόλυση των πολιτικών κρα-

τουμένων, την αμνήστευση των πολιτικών αδικημάτων, την απόδοση της ιθαγένειας σε όσους την είχαν στερηθεί από τις συντακτικές πράξεις της δικτατορίας και την ακύρωση κάθε απόφασης στερήσεως διαβατηρίου που ήταν αντίθετη στο νόμο «περί διαβατηρίων» του 1953. Η σύνθεση της κυβερνήσεως συμπληρώθηκε στις 26 Ιουλίου με την ορκωμοσία 2ου κλιμακίου και ενώ ο υπουργός Εξωτερικών Γ. Μαύρος και ο Δ. Μπίτσιος (που δεν πρόλαβε να ορκιστεί υφυπουργός) είχαν ήδη αναχωρήσει την προηγουμένη για τη Γενεύη προκειμένου να μετέχουν σε τριμερείς συνομιλίες των εγγυητριών δυνάμεων (με τη Μ. Βρετανία και την Τουρκία) για τη διευθέτηση της κυπριακής κρίσης. Σημειώνεται ότι η Μ. Βρετανία είχε ήδη καλέσει τις κυβερνήσεις της Ελλάδας και της Τουρκίας σε διάσκεψη από τις 17 Ιουλίου, η Ελλάδα όμως δεν είχε παραστεί.

Πανηγυρισμοί για την πτώση της δικτατορίας και την επάνοδο Καραμανλή, 23 Ιουλίου 1974. 48

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ηταν μια κυβέρνηση που είχε έως ένα σημείο αναμφίβολα χαρακτηριστικά «εθνικής ενότητας» και έτσι καταγράφηκε ιστορικά, λόγω της συμμετοχής ως αντιπροέδρου και υπουργού Εξωτερικών του προβεβλημένου στελέχους της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου Γ. Μαύρου, καθώς και άλλων πρώην υπουργών ή στελεχών του ίδιου πολιτικού χώρου (Α. Κοκκέβης, Αθ. Κανελλόπουλος, Γ. Μυλωνάς, Γ. Παπαγιαβής, Ι. Πεσμαζόγλου ,αλλά και ο Δ. Παπασπύρου με συμμετοχή όμως στη λεγόμενη αποστασία το 1965). Επίσης, πέρα από πρόσωπα με ευρύτερο κύρος όπως ο Ξ. Ζολώτας και ο Ν. Λούρος, τουλάχιστον οι Χ. Πρωτοπαππάς, Γ. Μαγκάκης, Δ. Τσάτσος και Κ. Αλαβάνος δεν ήταν γνωστοί ως «πολιτικοί φίλοι» του Καραμανλή, ενώ σε κάθε περίπτωση, ακόμα και στο χώρο των συνεργατών του πρωθυπουργού που αποτελούσαν το σκελετό της κυβέρνησης, πλειοψηφούσαν πρόσωπα που ήταν γνωστά για την αντιδικτατορική τους στάση (όπως, εκτός των άλλων, οι λιγότερο γνωστοί Ι. Μηνιαίος και ο Κ. Αποσκίτης που είχαν πρωτοστατήσει στο κίνημα του Ναυτικού το 1973). Δεν μετείχε, βέβαια, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος, χωρίς άλλωστε να επιθυμεί τη συμμετοχή του, επέστρεψε στην Ελλάδα σχεδόν ένα μήνα αργότερα (στις 16 Αυγούστου), ούτε κάποιο γνωστό στέλεχος της Αριστεράς που βρισκόταν ακόμα υπό το καθεστώς παρανομίας που ίσχυε από το 1947, αν και ειδικά το λεγόμενο ΚΚΕ Εσωτερικού, που είχε προέλθει από τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, φαινόταν να παρέχει την υποστήριξή του. Ο ίδιος ο Καραμανλής, άλλωστε, με επίσημη δήλωσή του στις 29 Ιουλίου, γνωστοποίησε ότι αποδέχθηκε την έκκληση να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας μόνο όταν έγιναν αποδεκτοί οι δύο όροι που είχε θέσει: α) οι Ενοπλες Δυνάμεις να μην έχουν καμία ανάμιξη στην πολιτική της κυβέρνησης και β) οι πολιτικές δυνάμεις να του συμπαρασταθούν. Παράλληλα, στο διάγγελμα που απηύθυνε στον ελληνικό λαό το βράδυ της 25ης Ιουλίου είχε επισημάνει ότι σκοπός του ήταν η θεμελίωση δημοκρατίας, στο πλαίσιο της οποίας θα έχουν θέση όλοι οι Ελληνες, εννοώντας προφανώς, κυρίως, την άρση της παρανομίας για το Κομμουνιστικό Κόμμα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Και στο διάγγελμα του πρωθυπουργού, η Κύπρος αποτελούσε το πρώτο μέλημα. Η Διάσκεψη της Γενεύης όμως κατέληγε στις 30 Ιουλίου με κοινή διακήρυξη των υπουργών Εξωτερικών στην οποία αρκετά σημεία παρέμεναν αόριστα και οι διαπραγματεύσεις θα επαναλαμβάνονταν στις 8 Αυγούστου, αλλά τουλάχιστον ήταν σαφές ότι σταματούν οι εχθροπραξίες. Από την άλλη, στο εσωτερικό μέτωπο, σε συσκέψεις με τη στρατιωτική ηγεσία είχαν διαφανεί πολύ σοβαρές ελλείψεις στην προπαρασκευή για ενδεχόμενη εξωτερική απειλή, ενώ η ουσιαστική κατάκτηση του ελέγχου στις Ενοπλες Δυνάμεις φαινόταν ότι θα απαιτούσε χρόνο, δεδομένου ότι οι στρατιωτικοί προσπαθούσαν με διάφορα προσχήματα να διατηρήσουν την ανεξαρτησία τους από την πολιτική ηγεσία. Το Υπουργικό Συμβούλιο, πάντως, αποφάσιζε την απόλυση όλων των γενικών γραμματέων των υπουργείων και των νομαρχών και την επαναφορά των αιρετών δημάρχων και δημοτικών/κοινοτικών συμβούλων που είχαν εκλεγεί στις τελευταίες ελεύθερες εκλογές (το 1964), ενώ την 1η Αυγούστου δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως συντακτική πράξη με την οποία επαναφέρεται το Σύνταγμα του 1952, εκτός από τα άρθρα που καθόριζαν τη μορφή του πολιτεύματος. Την ίδια εποχή, ένα στοιχείο που δεν πρέπει να αγνοείται είναι η αποσταθεροποίηση του προέδρου των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον λόγω του σκανδάλου Watergate, ο οποίος τελικά παραιτείται στις 9 Αυγούστου. Η κορύφωση δηλαδή των διεργασιών για το κυπριακό θέμα συμπίπτει με την κορύφωση της σοβαρής πολιτικής κρίσης στις ΗΠΑ. Καθήκοντα προέδρου αναλαμβάνει ο αντιπρόεδρος Τζέραλντ Φορντ, στο υπουργείο Εξωτερικών όμως παραμένει ο Χένρυ Κίσινγκερ, που δρούσε επιφυλακτικά στην κυπριακή κρίση λόγω και της δυσπιστίας του προς τον Μακάριο (φαινόταν να αποδέχεται το χαρακτηρισμό που του αποδιδόταν ως «Φιντέλ Κάστρο της Μεσογείου»). Την ίδια ώρα στην Ελλάδα συμβαίνει ένα από τα χαρακτηριστικά περιστατικά της γενικότερης κατάστασης που επικρατεί. Ο Καραμανλής είχε καλέσει σε σύσκεψη στις 11 Αυγούστου τους αρχηγούς των Επιτελείων, αλλά λίγο νωρίτερα πληροφορείται ότι το βράδυ 49

της ίδιας ημέρας επρόκειτο να εκδηλωθεί πραξικόπημα από μονάδες του Στρατού που σταθμεύουν στο λεκανοπέδιο Αττικής και ελέγχονται από τον Ιωαννίδη. Εισερχόμενος στη σύσκεψη, ο Καραμανλής θέτει αμέσως το θέμα. Ο Φ. Γκιζίκης, που παρίστατο επίσης, βεβαιώνει ότι είχε και εκείνος τις ίδιες πληροφορίες, αλλά δεν γνώριζε περισσότερα, οι αρχηγοί όμως δηλώνουν ότι δεν είχαν καμία σχετική ένδειξη. Ο Καραμανλής απαιτεί από τους αρχηγούς να του δηλώσουν κατηγορηματικά αν ελέγχουν τις Ενοπλες Δυνάμεις και διαβεβαιώνεται μόνο από τους αρχηγούς του Ναυτικού και της Αεροπορίας. Ο αρχηγός Στρατού και ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων απαντούν ότι ελέγχουν μεν, αλλά υπάρχει σημαντικός αριθμός αξιωματικών οι οποίοι «διατηρούν την παλαιά νοοτροπία». Κατόπιν αυτών, ο Καραμανλής ζητά από τους αρχηγούς να εξουδετερώσουν άμεσα τα καρκινώματα ή να παραιτηθούν, θέτοντας προθεσμία τριών ωρών (μέχρι τις 2 μ.μ.) και αποχωρεί. Λίγο πριν εκπνεύσει η προθεσμία, στη 1.50, λαμ-

βάνει απάντηση ότι οι μονάδες μετακινούνται εκτός Λεκανοπεδίου εντός της ημέρας. Εν τω μεταξύ, από τις 8 Αυγούστου επαναλαμβάνονται οι διαπραγματεύσεις στη Γενεύη, οι οποίες έπειτα από πέντε ημέρες καταλήγουν σε αδιέξοδο, δεδομένου ότι η Τουρκία απαιτούσε την άμεση δημιουργία τουρκοκυπριακής περιοχής στη βόρεια ακτή, η οποία θα περιελάμβανε το 34% του συνολικού εδάφους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου ο αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγός Μπονάνος, ειδοποιεί τον Καραμανλή ότι εξαπολύθηκε μεγάλης εκτάσεως νέα τουρκική επίθεση στην Κύπρο (καταλαμβάνεται πλέον το 40%). Αμέσως συγκαλείται Πολεμικό Συμβούλιο στο Πεντάγωνο στο οποίο οι αρχηγοί εμφανίζονται αμήχανοι, διατυπώνοντας αμφιβολίες ή και ανυπέρβλητα εμπόδια ως προς τη δυνατότητα αποτελεσματικών επιχειρήσεων. Με δεδομένη, επομένως, την επιλογή να μην επέμβει η Ελλάδα στρατιωτικά

Η ορκωμοσία του Κ. Καραμανλή κατά την επάνοδό του στην Ελλάδα στις 24 Ιουλίου 1974 ενώπιον του Aρχιεπισκόπου Σεραφείμ και παρουσία του Φαίδωνα Γκιζίκη ((Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 50

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

στην Κύπρο, δεν απέμενε παρά η πολιτική οδός. Σε δήλωσή του ο Καραμανλής αναρωτιέται «…κατά πόσον ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών έχει λόγον υπάρξεως και ημπορεί να εκπληρώσει τον σκοπόν διά τον οποίον συνεστήθη…», ενώ αμέσως μετά ακολουθεί σύντομη κυβερνητική ανακοίνωση με την οποία η Ελλάδα δηλώνει ότι αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ: «Κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας να αναχαιτίσει την Τουρκίαν από του να δημιουργήσει κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συμμάχων, ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί Ενοπλοι Δυνάμεις αποσυρθούν από τη Συμμαχίαν του ΝΑΤΟ. Η Ελλάς θέλει παραμείνει μέλος της Συμμαχίας μόνο ως προς το πολιτικόν μέρος αυτής». Οι ημέρες είναι δραματικές και χαρακτηρίζονται από συνεχείς διαβουλεύσεις, συνεννοήσεις με τον προεδρεύοντα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Γλ. Κληρίδη, και έντονη διπλωματική δραστηριότητα. Εκτός από τους άμεσα εμπλεκομένους, τον Χένρυ Κίσινγκερ και τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Χάρολντ Ουίλσον, ο πρωθυπουργός επικοινωνεί με τον πρόεδρο της Γαλλίας και προσωπικό του φίλο, Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν, ο οποίος δηλώνει ότι ο ελληνικός λαός μπορεί να υπολογίζει στην ενεργό υποστήριξη και φιλία της Γαλλίας, ενώ επισκέπτονται την Ελλάδα ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, Κουρτ Βαλντχάιμ, ο υπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας, Μαξ Βαν ντερ Στουλ, και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Κορνέλιους Μπερκχάουερ. Παράλληλα, ο Καραμανλής δέχεται τον Μίλος Μίνιτς, αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας, που μεταφέρει μήνυμα του στρατάρχη Τίτο, η σοβιετική κυβέρνηση ζητά τη σύγκληση διεθνούς διασκέψεως στο πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών με τη συμμετοχή της Κύπρου, της Ελλάδας, της Τουρκίας και των χωρών-μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ ο πρωθυπουργός του Πακιστάν, Αλή Μπούτο, εκφράζει την επιθυμία να μεσολαβήσει (λόγω των καλών σχέσεων που έχει με την Τουρκία) προκειμένου να διευκολυνθεί η επικοινωνία Ελλάδας και Τουρκίας. Στο κλίμα αυτό, που εκτιμάται ως ευνοϊκό για την Ελλάδα, η κυβέρνηση ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Κατά την πρώτη συνεδρίασή του το Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας υπό τον Κ. Καραμανλή αποφάσισε την απόλυση όλων των πολιτικών κρατουμένων. Στιγμιότυπο από την υποδοχή των εξόριστων της Γυάρου στο λιμάνι της Ραφήνας.

στις 22 Αυγούστου ζητάει επίσημα με υπόμνημα προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων την άμεση επαναδραστηριοποίηση της Συμφωνίας Συνδέσεως που είχε παγώσει για περισσότερο από επτά χρόνια. Παράλληλα, στις 28 Αυγούστου ο Καραμανλής απευθύνει ταυτόσημες επιστολές προς τους πρωθυπουργούς όλων των κρατών-μελών του ΝΑΤΟ στις οποίες εξηγεί τους λόγους που υπαγόρευσαν την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας. Στις 31 Αυγούστου ο Καραμανλής απομακρύνεται για πρώτη φορά από την Αθήνα προκειμένου να 51

Ορκωμοσία των νέων υπουργών της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 26 Ιουλίου 1974. Διακρίνονται από αριστερά οι Ε. Κεφαλογιάννης, Αθ. Κανελλόπουλος, Γ. Μυλωνάς, Ι. Πεσμαζόγλου, Δ. Παπασπύρου, Γ.Α. Μαγκάκης και Δ. Τσάτσος (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Το πρώτο Υπουργικό Συμβούλιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας στις 26 Ιουλίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 52

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη και να εγκαινιάσει την 39η Διεθνή Εκθεση, προβαίνοντας μάλιστα και σε δημόσια ομιλία έναντι ενθουσιώδους πλήθους που είχε συρρεύσει στο χώρο γύρω από το ξενοδοχείο «Μακεδονία Παλλάς». Την επομένη ο Δημήτρης Ψαθάς θα γράψει στο χρονογράφημά του στα «Νέα»: «Ηταν συνταρακτικό το τρικυμισμένο ξέσπασμα του λαού μας στη Θεσσαλονίκη -ένα ξέσπασμα χαράς, ενθουσιασμού, οργής και πίστης- που όμοιό του δεν θα μπορούσε να βρει κανείς παρά μονάχα στην πρώτη μέρα της απελευθέρωσής μας από τη χιτλερική κατοχή. Τέτοια ήταν η αλλοφροσύνη της φουρτουνιασμένης εκείνης ανθρωποθάλασσας ώστε με δυσκολία μπόρεσε ο κ. Καραμανλής -διακοπτόμενος σε κάθε λέξη του από ιαχές- να πει τα όσα σωστά, μετρημένα, αντρίκεια και ελπιδοφόρα είπε στον λόγο του…». Παρ’ όλα αυτά και ενώ ο Καραμανλής είχε επισημάνει ότι «…έχομεν βέβαια απαλλαγεί από τη δικτατορία, τούτο όμως δεν σημαίνει ότι έχομεν ήδη θεμελιώσει κατά τρόπον ασφαλή και μόνιμον τη δημοκρατίαν», το ίδιο βράδυ υπήρξαν πληροφορίες ότι είχε σχεδιασθεί απόπειρα εναντίον του κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη συμπρωτεύουσα, με ταυτόχρονη εκδήλωση πραξικοπήματος στην Αθήνα. Απόπειρα που αποκαλύφθηκε και ακυρώθηκε.

Εκκαθαρίσεις με το παρελθόν, νομιμοποίηση του ΚΚΕ, προετοιμασία εκλογών Κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα σε ποιο βαθμό ευσταθούσαν οι «πληροφορίες» για εκδήλωση νέου πραξικοπήματος. Παρόμοιες φήμες, άλλωστε, διεκινούντο σχεδόν καθημερινά και πάντως ήταν βέβαιο ότι μέρος του Στρατού δεν ήταν διατεθειμένο να υποχωρήσει στους πολιτικούς, ενώ τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ο πρωθυπουργός ήταν ελάχιστα μπροστά σε μια στρατιωτική δομή εξουσίας, η οποία για περισσότερο από επτά χρόνια λειτουργούσε χωρίς ουσιαστικό περιορισμό ή αμφισβήτηση. Ο Καραμανλής έπρεπε να προχωρήσει με προσεκτικές, αλλά και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αποφασιστικές κινήσεις. Ετσι, στις 19 Αυγούστου συνήλθε το Ανώτατο Συμβούλιο Εθνικής Αμυνας (ΑΣΕΑ) και αποστράτευσε τους αρχηγούς Ενόπλων Δυνάμεων και Στρατού, Γρ. Μπονάνο και Ανδρ. Γαλατσάνο. Στη θέση τους τοποθετήθηκαν ο Δ. Αρμπούζης (επανήλθε στην ενέργεια) ως αρχηγός Ενόπλων Δυνάμεων και στην ηγεσία του Στρατού ο Ι. Ντάβος. Με νέα συνεδρίαση του ΑΣΕΑ στις 24 Αυγούστου αποστρατεύεται και ο «αόρατος» επικεφαλής της δεύτερης χούντας ταξίαρχος Δ. Ιωαννίδης, ο οποίος βρισκόταν ήδη σε διαθεσιμότητα από τις 2 Αυγούστου. Στις 3 Σεπτεμβρίου εκδίδεται Συντακτική Πράξη «περί αποκαταστάσεως της νομιμότητας εις τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» και έπειτα από δύο ημέρες άλλη αντίστοιχη για τον τομέα της Δικαιοσύνης, ενώ στις 12 Σεπτεμβρίου απολύονται οι διορισμένοι από τη χούντα δήμαρχοι και κοινοτάρχες και το ίδιο συμβαίνει με τις διοικήσεις των Γεωργικών Συνεταιρισμών στις 24 Σεπτεμβρίου. Την ίδια ημέρα (24/9) και ενώ ο Γ. Μαύρος επισκέπτεται επίσημα τις ΗΠΑ, η αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων με ψήφους 307 έναντι 90 αποφασίζει τη διακοπή της στρατιωτικής βοήθειας προς την Τουρκία μέχρις ότου σημειωθεί θετική πρόοδος στην κατεύθυνση του ειρηνικού διακανονισμού του κυπριακού θέματος. Την προηγουμένη όμως (23/9) είχε έρθει η ώρα να πραγματοποιηθεί η υπόσχεση του Καραμανλή, με την έκδοση νομοθετικού διατάγματος με το οποίο διασφαλιζόταν η νομιμοποίηση του ΚΚΕ. «…Η κυβέρνησις έκρινεν ότι δεν συντρέχουν πλέον οι λόγοι, ένεκεν των οποίων ετέθησαν εκτός νόμου ορισμένα κόμματα…», θα δηλώσει, μεταξύ άλλων, ο πρωθυπουργός αμέσως μετά την έκδοση του ν.δ. 59 «περί συστάσεως και επαναλειτουργίας πολιτικών κομμάτων», σύμφωνα με το οποίο επιτρεπόταν «η σύσταση πολιτικών κομμάτων ως και η επαναλειτουργία τοιούτων διαλυθέντων κατά το παρελθόν…», καταργώντας έτσι έπειτα από 27 χρόνια ένα από τα λεγόμενα «έκτακτα μέτρα» του Εμφυλίου, τον α.ν. 509/27.12.1947, ο οποίος όριζε: «Το Κομμουνιστικόν Κόμμα Ελλάδος, το Εθνικόν Απελευθερωτικόν Μέτωπον (ΕΑΜ) και η Εθνική Αλληλεγγύη, προπαρασκευάσαντα και ενεργούντα 53

Στις 31 Αυγούστου 1974 ο Καραμανλής απομακρύνθηκε για πρώτη φορά από την Αθήνα για να εγκαινιάσει την 39η Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

την κατά της ακεραιότητος της χώρας προδοτικήν ανταρσίαν, διαλύονται…». Ολα είναι έτοιμα πλέον για να προχωρήσουν κανονικά οι διαδικασίες προετοιμασίας ελεύθερων και δημοκρατικών βουλευτικών εκλογών, αλλά και του δημοψηφίσματος για τη μορφή του πολιτεύματος. Με δεδομένο ότι το Υπουργικό Συμβούλιο είχε ήδη ψηφίσει ομόφωνα από τις 19 Σεπτεμβρίου τον εκλογικό νόμο (ενισχυμένη αναλογική χωρίς +1, βλ. αναλυτικά στην επόμενη ενότητα) από τις 3 μέχρι και τις 9 Οκτωβρίου ετοιμάζεται όλο το απαραίτητο πλαίσιο, που όμως δεν αφορά μόνο στα των εκλογών. Προετοιμάζεται επίσης και το πλαίσιο δίωξης των «πρωταιτίων» του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967. Ετσι, στις 3/10 εξαγγέλλεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 17 Νοεμβρίου προκειμένου να αναδειχθεί αναθεωρητική Βουλή και την ίδια ημέρα δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως 54

Συντακτική Πράξη με την οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών η εκδίκαση πολιτικών εγκλημάτων αναφερομένων στην εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 21ης Απριλίου 1967. Την επομένη (4/10), εκτός από το Π.Δ. «περί ενέργειας γενικών βουλευτικών εκλογών…», δημοσιεύεται και Συντακτική Πράξη με την οποία ορίζεται η διαδικασία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για τον καθορισμό της μορφής του δημοκρατικού πολιτεύματος της χώρας. Στις 8/10 συνεδριάζει για τελευταία φορά η κυβέρνηση εθνικής ενότητας και στις 9/10 σχηματίζεται υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών με αλλαγή όλου του Υπουργικού Συμβουλίου, εκτός από τους Γ. Μαύρο και Ε. Αβέρωφ προκειμένου να μην υπάρξει κενό στη διαχείριση των πιο κρίσιμων τομέων. Ενώ τρέχει όμως πλέον η προεκλογική περίοδος, στις 23/10 συλλαμβάνονται και εκτοπίζονται ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

στην Κέα οι πρωτεργάτες του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967, Γ. Παπαδόπουλος, Στ. Παττακός, Ν. Μακαρέζος, Ι. Λαδάς και Μ. Ρουφογάλης. Ο ίδιος ο Καραμανλής θα γράψει αργότερα σε ιδιόχειρο σημείωμά του, που περιέλαβε στο «Αρχείο» του, ότι οι παραπάνω «…συνωμοτούσαν να ματαιώσουν τις εκλογές προκαλώντας επεισόδια στον Εβρο και την Αθήνα», αποκαλύπτοντας παράλληλα ένα ακόμα περιστατικό που δεν είχε γίνει γνωστό: «…Στις 2 Οκτωβρίου απετράπη με ειδικά μέτρα και με τη βοήθεια του στρατηγού Γκιζίκη η σύλληψή μου που εσχεδίαζαν 30 χουντικοί αξιωματικοί». Ολα αυτά τα περιστατικά όμως έδιναν τελικά μια «μοναδικότητα» στο χαρακτήρα της ελληνικής «μετάβασης», σε αντίθεση με άλλες χώρες που εξήλθαν επίσης από πολύχρονες δικτατορίες, συμπεριλαμβανομένων και των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» 15 χρόνια αργότερα, όπως επισημαίνει πρόσφατα ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, τονίζοντας ότι, σε αντίθεση με άλλες χώρες, «η δημοκρατική Ελλάδα τόλμησε να “αναμετρηθεί” με το αυταρχικό παρελθόν της».

H επάνοδος του Ανδρέα Παπανδρέου στις 17 Αυγούστου 1974.

Το περιστατικό, μάλιστα, της 11ης Αυγούστου, που αναφέρθηκε νωρίτερα και προκάλεσε τη διένεξη του πρωθυπουργού με τους Μπονάνο και Γαλατσάνο, δεν ήταν μόνο χαρακτηριστικό των δύσκολων σχέσεων μεταξύ παλαιού και νέου καθεστώτος, αλλά και εκείνο από το οποίο προήλθε το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς» που έμεινε στην Ιστορία και χωρίς αμφιβολία έδωσε τον τόνο των επικείμενων εκλογών. Οπως αναφέρει ο Στ. Ψυχάρης από το ρεπορτάζ εκείνων των ημερών και παρατίθεται σε ειδική ιστορική έκδοση της εφημερίδας «Το Βήμα», «Οσο μιλούσε ο στρατηγός Μπονάνος τόσο “άναβε ” ο Κ. Καραμανλής. Και όταν τελείωσε ο τότε αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων, ο πρωθυπουργός οργισμένος -και είναι γνωστό πώς οργίζεται ο Κ. Καραμανλής…- είπε με φωνή που ακούσθηκε και στο πλαϊνό γραφείο: “Αυτό που σας είπα (να εκκενωθεί αμέσως το Λεκανοπέδιο από όλες τις μονάδες και τα τανκς) αποτελεί διαταγήν! Και εννοώ να εκτελεσθεί αμέσως. Τα τελευταία τμήματα πρέπει να έχουν φύγει από την Αττική μέχρι αύριο το πρωί, το αργότε-

Στις 23 Σεπτεμβρίου 1974, με νομοθετικό διάταγμα νομιμοποιήθηκε το ΚΚΕ ύστερα από 27 χρόνια. Η επιστροφή του Χαρίλαου Φλωράκη είχε πραγματοποιηθεί από τις 24 Αυγούστου.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

55

Προεκλογική ομιλία του Κ. Καραμανλή στην πλατεία Συντάγματος τις 15 Νοεμβρίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

56

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ρον!”... Υστερα από αυτή την έκρηξη Καραμανλή, ο στρατηγός Μπονάνος (και οι άλλοι στρατηγοί παρακολουθούσαν χωρίς να μιλούν) είπε ότι η μεταφορά όλων των μονάδων κρούσεως εκτός Αττικής παρουσίαζε πολλές και διάφορες δυσκολίες. Και άφησε να εννοηθεί ότι δεν μπορούσε να προβλέψει και να ελέγξει τις ενδεχόμενες αντιδράσεις μερικών “θερμόαιμων” μικρών αξιωματικών… Ή τα τανκς ή εγώ!...”, είπε ο Κ. Καραμανλής, του οποίου η οργή ήταν φανερό ότι συνεχώς μεγάλωνε…».

Εκλογές: 17.11.74 Ο Καραμανλής εξήγγειλε επίσημα την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας στις 29 Σεπτεμβρίου, με τη χαρακτηριστική δήλωση ότι η νέα παράταξη «… συγκροτείται από έμπειρες και υγιείς, αλλά και από νέες προοδευτικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις, συντονισμένες στον ίδιο σκοπό: να κάμουν στην Ελλάδα πράξη την επωνυμία της παρατάξεως, να δώσουν δηλαδή στη χώρα μια νέα δημοκρατία…». Είχε προηγηθεί η ίδρυση του ΠΑΣΟΚ με το κείμενο διακήρυξης της «3ης Σεπτέμβρη» που ανακοίνωσε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Το νέο κόμμα στελεχώνεται τόσο από μέλη του αντιστασιακού ΠΑΚ όσο και άλλων αντίστοιχων οργανώσεων που είχαν δράσει επί δικτατορίας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ενώ στις 10 Οκτωβρίου ανακοινώνεται η ενοποίηση του ΠΑΣΟΚ και με την αντιστασιακή Δημοκρατική Αμυνα, που εκπροσωπεί στη σχετική εκδήλωση ο Σ. Καράγιωργας. Με δεδομένο ότι ο Α. Παπανδρέου αποφάσισε να μην ακολουθήσει την πεπατημένη της προδικτατορικής Ενωσης Κέντρου στην οποία είχε ηγηθεί ο (πατέρας του) Γ. Παπανδρέου, σε συνέλευση όπου παρευρίσκονται 84 πρώην βουλευτές της στις 20 Σεπτεμβρίου αποφασίζεται η κάθοδος στις εκλογές και εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος ο Γ. Μαύρος. Μία εβδομάδα αργότερα (27/9) δημοσιεύεται η διακήρυξη των Νέων Πολιτικών Δυνάμεων, πολιτικού σχήματος που συγκροτείΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ται από πρόσωπα γνωστά για την αντιστασιακή τους δράση, αρκετά από τα οποία μετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας (Ι. Πεσμαζόγλου, Γ. Α. Μαγκάκης, Κ. Αλαβάνος, Δ. Τσάτσος, Χ. Πρωτοπαππάς, Β. Τσουδερού, Α. Πεπονής, Γ. Κουμάντος κ.ά.) και στις 7 Οκτωβρίου αποφασίζεται σε κοινή σύσκεψη με την Ενωση Κέντρου η συγκρότηση ενιαίου κομματικού σχήματος με την επωνυμία Ενωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις, του οποίου θα ηγείται ο Γ. Μαύρος. Την επόμενη ημέρα (8/10) αναγγέλλεται και η κάθοδος στις εκλογές της Ενωμένης Αριστεράς, που προέρχεται από τη συνεργασία του ΚΚΕ, του ΚΚΕ Εσωτερικού και της ΕΔΑ. Η εκλογική αυτή συμπαράταξη διευθύνεται από δεκαμελή διοικούσα επιτροπή στην οποία συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, ο Ηλίας Ηλιού (επικεφαλής του σχήματος και εκπρόσωπος της ΕΔΑ), ο Χαρίλαος Φλωράκης (του ΚΚΕ) και ο Λεωνίδας Κύρκος (του ΚΚΕ Εσωτ.). Είναι, πάντως, αξιοσημείωτο ότι η ΕΔΑ παίζει στην ουσία ρόλου συνδετικού κρίκου, δεδομένου ότι το ΚΚΕ δεν συμμάχησε επίσημα με το ΚΚΕ Εσωτ., αλλά μόνο με την ΕΔΑ, η οποία όμως είχε συμπράξει με το ΚΚΕ Εσωτ. Στον κατάλογο, τέλος, των κομμάτων που μετείχαν στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, θα πρέπει να προστεθεί και η Εθνική Δημοκρατική Ενωσις, η οποία εκπροσώπησε ουσιαστικά το προηγούμενο καθεστώς, με επικεφαλής όμως τον αμφιλεγόμενο Π. Γαρουφαλιά, που είχε αποτελέσει τον Ιούλιο του 1965 την αφορμή της σοβαρής διένεξης του τότε πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου με το Παλάτι. Ο εκλογικός νόμος που θα εφαρμοζόταν συζητήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο της 19ης Σεπτεμβρίου και, όπως ήταν λογικό, η βασική επιλογή που υπήρχε ήταν η επαναφορά του β.δ. 592/1963 με το οποίο είχαν διεξαχθεί οι τελευταίες εκλογές του 1963 και του 1964. Πράγματι, αυτό αποφασίζεται, με δύο όμως αλλαγές και μία καινοτομία. Οι αλλαγές ήταν: α) η χρήση του καθαρού εκλογικού μέτρου (χωρίς τη ρήτρα +1), όπως ίσχυε στις πρώτες εφαρμογές της «ενισχυμένης αναλογικής» το 1951 και το 1958 57

και β) η αναβίβαση από το 15% στο 17% του ορίου συμμετοχής των αυτοτελών κομμάτων στη β’ κατανομή (το όριο για συνασπισμούς δύο κομμάτων παρέμενε στο 25% και περισσότερων από δύο κόμματα στο 30%). Η καινοτομία ήταν η πρόβλεψη για χωριστή εκλογή 12 βουλευτών από τους 300 με λίστες που θα κατέθεταν τα κόμματα χωρίς να χρειάζεται σταυρός προτίμησης. Πρόκειται, φυσικά, για την εισαγωγή του θεσμού των «βουλευτών Επικρατείας», ο οποίος τηρείται έκτοτε απαρέγκλιτα.

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η ουσιώδης διαφορά της «απλής αναλογικής» από την «ενισχυμένη αναλογική» στην ελληνική εκλογική παράδοση βρίσκεται στις ψήφους που καταμετρώνται μετά την α’ κατανομή. Στην «απλή αναλογική» μεταβιβάζονται στις δευτεροβάθμιες περιφέρειες (τότε ήταν 9) τα υπόλοιπα των ψήφων, ενώ στην «ενισχυμένη» εκδοχή υπολογίζονται όλες οι ψήφοι και αυτοί που είχαν ήδη αποδώσει έδρες στην α’ κατανομή, με αποτέλεσμα να πριμοδοτούνται τα ισχυρότερα κόμματα, αλλά

Ο Κ. Καραμανλής ψηφίζει στις εκλογές της 17ης Νοεμβρίου 1974, οι οποίες ανέδειξαν νικήτρια τη Ν.Δ. με 54,37% (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 58

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

και να καθίστανται σχεδόν περιττοί οι φραγμοί εισόδου στη β’ κατανομή. Η αρχική, πάντως, α’ κατανομή διεξάγεται σε κάθε περίπτωση στις εκλογικές περιφέρειες της χώρας με σκοπό να κατανεμηθούν έδρες σύμφωνα με την κάλυψη του εκλογικού μέτρου. Επομένως, η ρήτρα +1 παίζει δύο διαφορετικούς ρόλους, ανάλογα με το εκλογικό σύστημα. Στην απλή αναλογική, καθώς μειώνεται το εκλογικό μέτρο, βοηθά τα ισχυρότερα κόμματα. Στην «ενισχυμένη», όμως, με το +1 τα μικρότερα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να εκλέξουν παραπάνω βουλευτές στο πρωτοβάθμιο επίπεδο, το μόνο ουσιαστικά στο οποίο θα κερδίσουν τις έδρες τους. Σημειώνεται ότι οι πρωτοβάθμιες εκλογικές περιφέρειες της χώρας είναι πλέον 56 (από 55 στις τελευταίες εκλογές του 1964) λόγω της απόσπασης της επαρχίας Γρεβενών από το Νομό Κοζάνης και

της δημιουργίας χωριστού νομού. Παράλληλα, σύμφωνα με τα νεότερα στοιχεία του πληθυσμού, υπάρχουν πλέον τρεις μονοεδρικές περιφέρειες (Ζάκυνθος, Καστοριά και Λευκάδα, που ήταν μόνη μονοεδρική από το 1958). Ετσι, η απουσία της ρήτρας +1, με το 54,37% που συγκέντρωσε στις εκλογές η Νέα Δημοκρατία (το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία των ελληνικών εκλογών που έχουν διεξαχθεί χωρίς αποχή κάποιων κομμάτων) εξασφάλιζε μια υπερπριμοδότηση 220 βουλευτών. Αν είχε διατηρηθεί η ρήτρα, θα είχε και πάλι πολύ υψηλό αριθμό 209 βουλευτών όπως παρουσιάζεται στον Πίνακα 1, στην υποθετική κατανομή εδρών που θα υπήρχε αν είχαν εφαρμοστεί οι εκλογικοί νόμοι που ακολούθησαν το 1977 και αργότερα (επί ΠΑΣΟΚ) το 1985.

Εκλογές 1974 Εγγεγραμμένοι: 6.240.466, ψήφισαν: 4.963.558, έγκυρα: 4.908.974 Ψήφοι

%

Με εκλογικό νόμο του 1974

Με εκλογικό νόμο του 1977

Με εκλογικό νόμο του 1985

Με εκλογικό νόμο του 2008

Με εκλογικό νόμο του 1932

Νέα Δημοκρατία

2.669.133

54,37

220

209

209

189

185

Ε.Κ.-Ν.Δ.

1.002.559

20,42

60

56

51

52

60

ΠΑΣΟΚ

666.413

13,58

12

20

23

35

36

Ενωμένη Αριστερά

464.787

9,47

8

15

17

24

19

ΕΔΕ

52.768

1,09

-

-

-

-

-

Λοιπά

53.314

1,07

-

-

-

-

-

Σημ.: Οι κατανομές αυτές, όπως και του εκλογικού νόμου του 1932 που αντιπροσωπεύει ενδεικτικά την ελληνικού τύπου «αναλογική» που έχει εφαρμοστεί σε εκλογές, υπάρχουν στο: Αντώνη Μ. Παντελή, 1988. Ολα αυτά, τέλος, συγκρίνονται και με τον τρέχοντα εκλογικό νόμο (εν. 2008) προκειμένου να έχει κανείς μια σφαιρικότερη εικόνα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

59

Β. 2η κυβέρνηση Καραμανλή: 21.11.74 - 28.11.77 Δημοψήφισμα και προετοιμασία Συντάγματος Στις 21 Νοεμβρίου ορκίζεται η πρώτη «αμιγής» κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με 33 πρόσωπα, 17 υπουργοί και 16 υφυπουργοί, από τα οποία 13 μετείχαν και στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Οι Γ. Ράλλης, Ευ. Αβέρωφ, Σ. Γκίκας, Κ. Λάσκαρης διατήρησαν τα υπουργεία τους και ο Χρ. Στράτος ανέλαβε το υπουργείο Δημοσίων Εργων, ενώ τέσσερις υφυπουργοί αναβιβάζονται σε υπουργούς: ο Δ. Μπίτσιος παραμένοντας στο Εξωτερικών, ο Κ. Στεφανόπουλος Εσωτερικών, ο Ευ. Δεβλέτογλου Οικονομικών και ο Ι. Μπούτος Εμπορίου. Ο Ι. Βαρβιτσιώτης μετατέθηκε ως υφυπουργός από το Εσωτερικών στο υπουργείο

Εξωτερικών, ενώ οι Π. Λαμπρίας, Γ. Λιανόπουλος, Ι. Κατσαδήμας διατήρησαν τις θέσεις που κατείχαν ως υφυπουργοί. Ο Π. Ζέππος επίσης, που είχε τοποθετηθεί υπουργός Εσωτερικών στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών, ανέλαβε υπουργός Παιδείας, ενώ νέα πρόσωπα στην κυβέρνηση σε θέση υπουργού είναι οι: Παναγιώτης Παπαληγούρας (Συντονισμού και Προγραμματισμού), Κωνσταντίνος Τρυπάνης (Πολιτισμού και Επιστημών), Ιπποκράτης Ιορδάνογλου (Γεωργίας), Κωνσταντίνος Κονοφάγος (Βιομηχανίας), Γεώργιος Βογιατζής (Μεταφορών και Επικοινωνιών), Αλέξανδρος Παπαδόγγονας (Εμπορικής Ναυτιλίας), Κωνσταντίνος Στεφανάκης (Δικαιοσύνης), Βασίλειος Δερδεμέζης (Κοινωνικών Υπηρεσιών) και Νικόλαος Μάρτης (Βορείου Ελλάδος). Την επόμενη ημέρα συνέρχεται το Υπουργικό Συμβούλιο, όπου ο Καραμανλής θέτει τα τέσσερα βασικά προβλήματα που η κυβέρνηση καλείται να αντιμετωπίσει: α) εκσυγχρονισμός

Η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης Καραμανλή στις 29 Νοεμβρίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 60

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

των θεσμών της χώρας και δημιουργία δημοκρατικού κλίματος, β) αντιμετώπιση του Κυπριακού και γενικότερα της τουρκικής επιθετικότητας, γ) ανάπτυξη της οικονομίας, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα καταρρεύσεως και δ) εκσυγχρονισμός των Ενόπλων Δυνάμεων. Την επόμενη εβδομάδα (στις 28 Νοεμβρίου) η Ελλάδα επανέρχεται στο Συμβούλιο της Ευρώπης έπειτα από πενταετή απουσία και στην ίδια διάσκεψη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος γίνεται δεκτός ως μόνος εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας, με αποτέλεσμα να απουσιάσει από τη συνεδρίαση ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών. Ο Μακάριος θα επιστρέψει στην Κύπρο αναλαμβάνοντας και πάλι τα καθήκοντά του στις 6 Δεκεμβρίου, ενώ στις 2 Δεκεμβρίου είχε συνέλθει για πρώτη φορά μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και το Συμβούλιο Συνδέσεως Ελλάδος-ΕΟΚ. Παράλληλα, εν αναμονή του δημοψηφίσματος που

έχει οριστεί για τις 8 Δεκεμβρίου καθορίζονται οι διαδικασίες διεξαγωγής του προεκλογικού αγώνα ανάμεσα στους εκπροσώπους της φιλοβασιλικής παρατάξεως και τους οπαδούς της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος εμφανίζεται δύο φορές στην τηλεόραση, στην έναρξη και το τέλος της εκστρατείας (στις 26/11 και τις 6/12), χωρίς όμως να έχει καμία επίσημη πολιτική υποστήριξη, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία δεν παίρνει επίσημη θέση, ενώ τα κόμματα της αντιπολίτευσης τοποθετούνται κατά της βασιλείας. Τα έγκυρα ψηφοδέλτια του δημοψηφίσματος ήταν 4.690.986 (περίπου 218 χιλιάδες λιγότερα από τις βουλευτικές εκλογές), εκ των οποίων 3.245.111 (69,2%) δόθηκαν υπέρ της Αβασίλευτης Δημοκρατίας και 1.445.875 (30,8%) υπέρ της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Τα ποσοστά δηλαδή ήταν σχεδόν ταυτόσημα με αυτά του δημοψηφίσματος της 13ης Απριλίου 1924 (69,9% προς 30,1%), αλλά

Ο Κ. Καραμανλής ψηφίζει στο δημοψήφισμα για το πολίτευμα το οποίο ανέτρεψε τη βασιλεία στις 8 Δεκεμβρίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

61

και περίπου ακριβώς αντίθετα από εκείνα του τελευταίου δημοψηφίσματος της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 (68,4% είχαν ψηφίσει υπέρ του Γεωργίου Β’ και 31,6% κατά). Το ίδιο βράδυ ο Καραμανλής θα δηλώσει: «Το Πολιτειακό υπήρξε κατά το παρελθόν αντικείμενον οξυτάτων κομματικών ανταγωνισμών, που έβλαψαν τα συμφέροντα του έθνους. Αι δε πολιτειακαί μεταβολαί εγένοντο συνήθως πραξικοπηματικώς και πάντοτε υπό υλικήν ή ψυχολογικήν βίαν. Και δι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους το πρόβλημα αυτό παρέμεινεν άλυτο επί 60 χρόνια και συνεδέθη με τις πιο δραματικές εθνικές κρίσεις του τόπου μας… Ηδη το δημοψήφισμα διεξήχθη. Και διεξήχθη κατά τρόπον άψογον. Ο λαός απεφάνθη για πρώτη φορά ελεύθερος και ανεπηρέαστος επί του κρισίμου αυτού θέματος.

Η απόφασίς του πρέπει να γίνει ανεπιφυλάκτως σεβαστή από όλους τους Ελληνας. Και πρέπει να αναγνωρίσουν όλοι ότι ετερματίσθη οριστικώς η εκκρεμότης του Πολιτειακού». Την επομένη του δημοψηφίσματος κηρύσσεται η έναρξη των εργασιών της Ε’ Αναθεωρητικής Βουλής με Πρόεδρο τον Κ. Παπακωνσταντίνου (υπουργό Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας) και στις προγραμματικές δηλώσεις (11/12) ο Καραμανλής θέτει ως επόμενο μεγάλο στόχο την αναθεώρηση του Συντάγματος, συνδέοντας μάλιστα το θέμα και με την προσωπική του διαδρομή λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ο ομιλών υπεστήριξε από 15ετίας την ανάγκην αναθεωρήσεως του αναχρονιστικού μας Συντάγματος. Και

Η ορκωμοσία του Μιχαήλ Στασινόπουλου ως Προέδρου της Δημοκρατίας στις 17 Δεκεμβρίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 62

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αν οι προσπάθειές του δεν είχαν προσκόψει σε πείσμονας αντιδράσεις, θα είχεν, ίσως, αποτραπεί η κατάρρευσις της δημοκρατίας». Στην ίδια συνεδρίαση της Βουλής, τονίζοντας ότι η πολιτική της Ελλάδας ως προς τον έξω κόσμο προσδιορίζεται από τη γεωπολιτική της θέση, ο Καραμανλής θα αναφέρει ότι «γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν». Ο Α. Παπανδρέου θα απαντήσει κατά τη δική του αγόρευση λέγοντας ότι «η Ελλάδα ανήκει στους Ελληνες». Πρόκειται για έναν έμμεσο «διάλογο» που έμεινε στην Ιστορία, αποτυπώνοντας από την πρώτη κιόλας συνεδρίαση της Βουλής την αντιπαράθεση Καραμανλή-Παπανδρέου που θα χαρακτηρίσει όλη την περίοδο μέχρι το 1980. Επόμενο βήμα είναι η εκλογή προσωρινού Προέδρου της Δημοκρατίας μέχρι την ψήφιση του Συντάγματος. Μετά την άρνηση του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, ο Καραμανλής προτείνει τον Μ. Στασινόπουλο, που είχε τοποθετηθεί επικεφαλής του ψηφοδελτίου Επικρατείας της Ν.Δ. και ήταν πρώην πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας διωχθείς από τη δικτατορία. Η Βουλή επικυρώνει στις 17 Δεκεμβρίου με 206 ψήφους έναντι 291 που ψήφισαν. Αμέσως μετά έρχεται η ώρα της προετοιμασίας για την κατάρτιση του Συντάγματος. Στις 23 Δεκεμβρίου παρουσιάζεται σχέδιο Συντάγματος στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εγκρίνεται και κατατίθεται στη Βουλή. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης όμως αντιδρούν έντονα, κυρίως λόγω των «υπερβολικών εξουσιών» που παραχωρούνται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας όπως σχολίασε η Ε.Κ.-Ν.Δ., ενώ ο Α. Παπανδρέου μιλάει για δημιουργία απολυταρχικού πολιτεύματος με κοινοβουλευτικό μανδύα. Ετσι, με την είσοδο του νέου χρόνου, στις 7 Ιανουαρίου 1975 κατατίθεται στη Βουλή τροποποιημένο σχέδιο Συντάγματος που λάμβανε υπόψη ορισμένες παρατηρήσεις της αντιπολίτευσης που άπτονταν όμως άλλων θεμάτων και όχι των «υπερεξουσιών» του Προέδρου της Δημοκρατίας. Το νέο σχέδιο μπαίνει στο πρόγραμμα των συζητήσεων, ενώ, αμέσως μετά, ιδιαίτερα σημαντική είναι η απόφαση που λαμβάνεται στις 14 Ιανουαρίου 1975, όταν με ψήφισμα της Βουλής χαρακτηρίζεται ως ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

«πραξικόπημα» η κατάλυση της δημοκρατίας στις 21 Απριλίου 1967 ανοίγοντας οριστικά το δρόμο για την ποινική δίωξη των πρωταιτίων και στελεχών της δικτατορίας. Την ίδια εποχή, στο περιβάλλον «παγκόσμιας οικονομικής κρίσης» που έχει αρχίσει να γενικεύεται (με απαρχή την ενεργειακή κρίση του 1973), οι «New York Times» δημοσιεύουν στις 27 Ιανουαρίου τις απόψεις 50 αρχηγών κρατών ή πρωθυπουργών, μεταξύ των οποίων και του Καραμανλή, ο οποίος τονίζει ότι, παρά την απειλούμενη κατάρρευση του διεθνούς νομισματικού συστήματος, ο ίδιος δεν ήταν απαισιόδοξος, με το επιχείρημα ότι: «Οι εθνικοί ηγέτες, σχεδόν παντού, έχουν βαθειά συνείδηση της αλληλεξαρτήσεως της αναπτύξεως σε διάφορες χώρες. Είναι, πράγματι, πολύ ενθαρρυντικό ότι όλες οι χώρες απέφευγαν να πάρουν μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν αρνητικούς αντικτύπους σε άλλα μέλη της διεθνούς κοινότητος». Την ίδια ημέρα και θα έλεγε κανείς στο ίδιο πνεύμα «απαιτούμενης συνεργασίας», ο πρεσβευτής της Ελλάδας στην Αγκυρα, Δ. Κοσμαδόπουλος, επιδίδει ρηματική διακοίνωση με την οποία η Αθήνα προτείνει την υπογραφή συνυποσχετικού παραπομπής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το θέμα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου. Η Τουρκία, όμως, που ταλανίζεται εν τω μεταξύ από κυβερνητική αστάθεια, απορρίπτει την πρόταση με την προκλητική δήλωση του πρωθυπουργού εκείνης της εποχής, Σ. Ιρμάκ, ότι θα αποδεχόταν την ελληνική πρόταση, αν και η Ελλάδα αποδεχόταν ότι η υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου ήταν προέκταση της Ανατολίας. Παρ’ όλα αυτά, η ελληνοκυπριακή πλευρά διατυπώνει στις 9 Φεβρουαρίου επίσημη πρόταση και για το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ως δικοινοτικού, πολυπεριφερειακού ομοσπονδιακού κράτους με κεντρική κυβέρνηση που θα έχει ουσιαστικές εξουσίες. Προβλέπεται επίσης ότι θα διοικούνται από Τουρκοκυπρίους τόσο η περιοχή στον Βορρά που εκτείνεται στις δύο πλευρές του άξονα Λευκωσία-Κυρήνεια προς τη θάλασσα όσο και άλλες περιοχές όπου είναι συγκεντρωμένα τουρκοκυπριακά χωριά, με τον περιορισμό όμως 63

Ο Κ. Καραμανλής κατά την τελετή υπογραφής του νέου Συντάγματος στις 9 Ιουνίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Η δίκη των πρωταιτίων του πραξικοπήματος το καλοκαίρι του 1975. 64

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ότι η συνολική έκταση της τουρκοκυπριακής διοίκησης θα ανταποκρίνεται κατά προσέγγιση στην υφιστάμενη αναλογία του ελληνικού και του τουρκικού πληθυσμού στο νησί. Η «απάντηση» της Τουρκίας εκδηλώνεται στις 13 Φεβρουαρίου με την ανακήρυξη της κατεχόμενης περιοχής της Κύπρου ως ομόσπονδου τουρκοκυπριακού κράτους. Ετσι, ενώ ο Φεβρουάριος του 1975 προχωρά με οξυμμένα τα οικονομικά ζητήματα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, στις 24/2 εξαρθρώνεται συνωμοτική κίνηση στελεχών του Στρατού που έμεινε γνωστή ως «πραξικόπημα της πιτζάμας». Συλλαμβάνονται συνολικά 37 αξιωματικοί, εν ενεργεία, σε διαθεσιμότητα ή απόστρατοι, και ο Καραμανλής ενημερώνει επίσημα τους πολίτες στις 25/2 λέγοντας επιγραμματικά: «Αφρονες κινήσεις εις τον Στρατόν μερικών νοσταλγών της τυραννίας επεσημάνθησαν χθες εγκαίρως. Και επατάχθησαν αμέσως με την επιβαλλομένην αυστηρότητα. Αι διεξαγόμεναι ανακρίσεις θα αποκαλύψουν όλας τα πτυχάς του ανοήτου εγχειρήματος…». Η εκκαθάριση με το χουντικό παρελθόν θα ολοκληρωθεί μέσα στην ίδια χρονιά (η λεγόμενη δίκη των πρωταιτίων στις 23 Αυγούστου και όλες οι άλλες σχετικές δίκες μέχρι 31 Δεκεμβρίου), όπως φυσικά και η ψήφιση του Συντάγματος. Τα οικονομικά θέματα, όμως, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και γενικότερα η εξωτερική πολιτική της χώρας θα αποτελέσουν τα βασικά θέματα της πρώτης εκλεγμένης μεταδιδακτορικής κυβέρνησης σε όλη την επόμενη περίοδό της.

Δημοτικές εκλογές Σημαντικός σταθμός, ωστόσο, είναι και η διεξαγωγή των δημοτικών εκλογών στις 30 Μαρτίου και μετά μία εβδομάδα, στις 6 Απριλίου, ο δεύτερος γύρος όπου χρειάζεται. Ο Καραμανλής δείχνει μάλλον διάθεση αποστασιοποίησης από την πολιτική διάσταση των εκλογών αυτών. Οχι μόνο δεν υποδεικνύει επίσημα υποψηφίους που στηρίζει η κυβέρνηση, αλλά και με τον εκλογικού νόμο που επιλέγει (και έχει ψηφίσει η Βουλή από τις 13 ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Φεβρουαρίου) δίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνασπιστούν εναντίον των άτυπων κυβερνητικών υποψηφίων. Χωρίς να πρωτοτυπήσει, επαναφέρει ουσιαστικά το νόμο του 1954 (με ορισμένες τροποποιήσεις), που επιτρέπει μόνο σε δύο συνδυασμούς να εκπροσωπηθούν στα δημοτικά και τα κοινοτικά συμβούλια. Με κριτήριο την απλή σχετική πλειοψηφία στους πληθυσμούς κάτω των 5 χιλιάδων κατοίκων και την απόλυτη πλειοψηφία του 50% (με δεύτερο γύρο εφόσον χρειάζεται) στους μεγαλύτερους πληθυσμούς, αναδεικνύεται ο «επιτυχών» συνδυασμός που καταλαμβάνει τα 2/3 των εδρών, ενώ ο δεύτερος σε ψήφους συνδυασμός καταλαμβάνει το 1/3. Οι βασικές διαφορές με το 1954 είναι ότι τότε: α) κριτήριο για τη διεξαγωγή δεύτερου γύρου ήταν το 40% και β) η αναλογία με την οποία μοιράζονταν οι έδρες ανάμεσα στον «επιτυχόντα» και τον «επιλαχόντα» συνδυασμό ήταν 3/4 προς 1/4. Ανεξάρτητα όμως από αυτές τις διαφορές, η κεντρική λογική των συγκεκριμένων διατάξεων ουσιαστικά δίνει κίνητρο στα κόμματα της αντιπολίτευσης να συνεργαστούν, όπως πράγματι έγινε κατά περίπτωση, και τελικά να επικρατήσουν στους περισσότερους δήμους, όπως και στους τρεις μεγαλύτερους. Στην Αθήνα εκλέγεται ο Γ. Παπαθεοδώρου από τον πρώτο γύρο με 53,4% έναντι 37,7% που συγκέντρωσε ο Γ. Πλυτάς (δήμαρχος της Αθήνας ως υποψήφιος της ΕΡΕ πριν από τη δικτατορία), στη Θεσσαλονίκη επιτυγχάνει στο δεύτερο γύρο ο Μ. Παπαδόπουλος, που είχε υποστηριχθεί από τα δύο κομμουνιστικά κόμματα, ενώ στον Πειραιά ο θεωρούμενος ως υποψήφιος της Ν.Δ. δεν μπαίνει καν στο δεύτερο γύρο στον οποίο επικρατεί ο Τ. Βουλοδήμος με 71,7% έχοντας υποστήριξη από την Ε.Κ.-Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Ο Καραμανλής γνώριζε, βέβαια, ότι αντίστοιχα αποτελέσματα είχαν υπάρξει και στην πρώτη εφαρμογή του νόμου του 1954 (με τη σαφή επικράτηση των τότε υποψηφίων της αντιπολίτευσης απέναντι στη θεωρητικά πανίσχυρη κυβέρνηση Παπάγου), όπως γνώριζε φυσικά και το «αντίδοτο της αναλογικής» χωρίς δεύτερο γύρο, που ο ίδιος είχε εφαρμόσει στις δημοτικές 65

εκλογές του 1959 και είχε βοηθήσει τους υποψηφίους της ΕΡΕ να επικρατήσουν σε μεγάλο βαθμό. Ενδεχομένως όμως είχε υποτιμήσει τη δυνατότητα συνεργασίας της αντιπολίτευσης στη συγκυρία του 1975, αλλά, σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι προτιμούσε το συγκεκριμένο εκλογικό σύστημα που απέδιδε δημάρχους με ισχυρή πλειοψηφία και εκτελεστική άνεση. Δεν πρέπει να αγνοείται, άλλωστε, ότι η λογική του «ισχυρού δημάρχου» έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα στους νεότερους σχετικούς εκλογικούς νόμους που απλώς έχουν επιφέρει ορισμένα πιο αναλογικά χαρακτηριστικά στη βασική λογική όμως του νόμου που ψηφίστηκε το 1975.

Το Σύνταγμα Η εκτεταμένη συνεργασία των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις δημοτικές εκλογές οφειλόταν προφανώς και στην επίκαιρη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος που έβρισκε καθολικά αντίθετη την αντιπολίτευση στο προτεινόμενο σχέδιο. Οι τροποποιήσεις, άλλωστε, που κατατέθηκαν στις 7 Ιανουαρίου αφορούσαν, κυρίως, στην απόσυρση της πρόβλεψης πενταετούς βουλευτικής θητείας (παρέμενε η τετραετία), στην ηλικία άσκησης του εκλογικού δικαιώματος (που έμενε ανοιχτή στη συζήτηση για επέκταση στις ηλικίες 18-21 ετών) και την ενίσχυση της αυτο-

Στο περιθώριο της Συνόδου του ΝΑΤΟ ο Κ. Καραμανλής συναντήθηκε με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ για να συμφωνηθεί η παραπομπή των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θέση από την οποία η Τουρκία αργότερα υπαναχώρησε (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 66

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

τέλειας των ΑΕΙ. Παρά την ικανοποίηση όμως της αντιπολίτευσης για τις μεταβολές αυτές, παρέμενε η σημαντική διαφωνία για τις εξουσίες του Προέδρου της Δημοκρατίας. Την παραμονή, μάλιστα, του πρώτου γύρου των δημοτικών εκλογών (28/3) στην ειδική συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών που διεξάγεται στη Βουλή ο Γ. Μαύρος υπαινίσσεται ότι οι προτεινόμενες εξουσίες του Προέδρου σε συνδυασμό με την πολύ υψηλή απαιτούμενη πλειοψηφία για την εκλογή (2/3), που υπήρχε όμως στην τρέχουσα Βουλή, «φωτογράφιζαν» ουσιαστικά τον ίδιο τον Καραμανλή. Αλλά και ο Α. Παπανδρέου ανέφερε ότι οι εξουσίες του Προέδρου νοθεύουν τη λαϊκή κυριαρχία, τονίζοντας ότι η ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας που επικαλείται ο πρωθυπουργός είναι μεν φαινόμενο γενικότερο σε όλη την Ευρώπη, αποτελεί όμως μηχανισμό όχι περιορισμού αλλά επέκτασης των μεγάλων μονοπωλιακών συγκροτημάτων. Η «λελογισμένη ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας», όπως συνήθως το διατύπωνε ο Καραμανλής, πράγματι ήταν, κατά τη γνώμη του, βασική και απαραίτητη κατεύθυνση του νέου Συντάγματος, αναφέροντας όμως ως επιχείρημα ότι οι εξουσίες του Προέδρου όχι μόνο δεν είναι υπερβολικές αλλά, αντίθετα, είναι περιορισμένες σε σχέση με τις εξουσίες του βασιλέως στο Σύνταγμα του 1952. Πάντως και από την πλευρά της Αριστεράς, ο Η. Ηλιού καταφέρθηκε κατά των εξουσιών του προέδρου χαρακτηρίζοντας το σχέδιο αυταρχικό, σημειώνοντας όμως ότι υπήρχαν και θετικά στοιχεία. Πράγματι, όταν στις 21 Μαΐου οι εργασίες τις Βουλής μπαίνουν στο τελικό στάδιο ψήφισης του Συντάγματος και η αντιπολίτευση αποφασίζει να αποχωρήσει σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την «αδιαλλαξία της πλειοψηφίας» στο θέμα των εξουσιών του Προέδρου, η κυβέρνηση απαντά ότι στα περισσότερα από τα υπόλοιπα θέματα δέχτηκε πολλές τροποποιήσεις που κατέθεσε η αντιπολίτευση και σε σύνολο 112 άρθρων περισσότερα από 100 ψηφίστηκαν με εποικοδομητικό διάλογο, αλλά και ότι, ακόμα και στα επίμαχα άρθρα του προεδρικού αξιώματος, δέχτηκε τροποποιήσεις, όπως τον περιορισμό σε 3/5 (αντί των 2/3) ως ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κ. Καραμανλής επισκέπτεται τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εσταίν στο Παρίσι τον Απρίλιο 1975. Αριστερά ο υπουργός Εξωτερικών Δ. Μπίτσιος (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

απαιτούμενη πλειοψηφία για την τελική εκλογή του προέδρου. Ομολογουμένως, οι ακραίοι χαρακτηρισμοί και η ένταση αδικούσαν το επίπεδο των συζητήσεων που είχαν διεξαχθεί, αλλά και το γεγονός ότι η κυβέρνηση, παρά την ασυνήθιστα μεγάλη πλειοψηφία που διέθετε, συζήτησε 67

δημιουργικά με την αντιπολίτευση, υιοθέτησε προτάσεις της και ουσιαστικά, όπως σημειώνει ο Ν. Αλιβιζάτος, υπήρξε σε μεγάλο βαθμό συναίνεση που ποτέ όμως δεν ομολογήθηκε, αναφέροντας χαρακτηριστικά τα άρθρα (4-25) για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που εγκρίθηκαν περίπου ομόφωνα, την απάλειψη της αρμοδιότητας του Συνταγματικού Δικαστηρίου να απαγορεύει τα «ανατρεπτικά» πολιτικά κόμματα, την ψήφιση του άρθρου 106 που προβλέπει τον προγραμματισμό και το συντονισμό της οικονομίας από το κράτος, όπως και την υπό όρους «εθνικοποίηση» επιχειρήσεων που υπαγόρευαν ουσιαστικά ένα «κοινωνικοοικονομικά “ανοιχτό” Σύνταγμα». Ακόμα και το άρθρο 16, που εκφράζει δυσπιστία για την ιδιωτική εκπαίδευση με «ανελεύθερες διατάξεις», όπως προσθέτει ο ίδιος, χωρίς όμως να υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα σε κάθε περίπτωση έκανε το 1975 τη «συνταγματική επανάσταση» που οι άλλες χώρες της Ευρώπης είχαν κάνει 30 χρόνια

νωρίτερα και εύλογα, επομένως, υπήρχε ουσιαστικά ευρεία συναίνεση, εκτός φυσικά από τις διατάξεις του προεδρικού αξιώματος. Οι διατάξεις αυτές ψηφίστηκαν τελικά μαζί με το υπόλοιπο Σύνταγμα στις 7 Ιουνίου από 208 παρόντες βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας (η αντιπολίτευση απείχε από τη διαδικασία) αλλά, χωρίς να εφαρμοστούν ποτέ, καταργήθηκαν τελικά έπειτα από 11 χρόνια στην αναθεώρηση του Συντάγματος του 1986. Στις 20 Ιουνίου 1975, πάντως, ο «εμπνευστής» του Συντάγματος και πρόεδρος της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής, Κων/νος Τσάτσος, ορκίζεται επίσημα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, έχοντας λάβει 210 ψήφους από 295 παρόντες βουλευτές (με αντίπαλη υποψηφιότητα, μάλιστα, του Π. Κανελλόπουλου, που ψηφίστηκε από την Ε.Κ.-Ν.Δ., την ΕΔΑ και το ΚΚΕ Εσωτ.). Ετσι, όταν στις 24 Ιουλίου θα εορταστεί στο χώρο της Πνύκας η πρώτη επέτειος

Από τη συνάντηση του Προέδρου της Κύπρου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, του γ.γ. του ΟΗΕ Κουρτ Βαλντχάιμ και του Τουρκοκύπριου ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς στις 12 Φεβρουαρίου 1977 (Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών της Κυπριακής Δημοκρατίας). 68

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

της «αποκαταστάσεως της δημοκρατίας», όπως συνηθίστηκε να λέγεται, πράγματι είχε μόλις ολοκληρωθεί η αποκατάσταση, σε λειτουργία, δημοκρατικών θεσμών, αν και απέμενε ένα ακόμα θέμα, που ρυθμίζεται τελικά στις 13 Νοεμβρίου 1975. Η επίσημη κατάργηση του λεγόμενου «παρασυντάγματος», των πράξεων δηλαδή που είχαν υιοθετηθεί στην περίοδο του Εμφυλίου και με ψήφισμα της 29ης Απριλίου 1952 διατηρούσαν την ισχύ τους παράλληλα με το Σύνταγμα.

Με έμφαση στις διεθνείς σχέσεις Η οικονομική κρίση, με κύριο χαρακτηριστικό τις πληθωριστικές πιέσεις και τη διεθνή οικονομική ύφεση, αποτελεί το κύριο θέμα της τρέχουσας οικονομικής πολιτικής και είναι χαρακτηριστική η απόφαση που λαμβάνεται τον Μάρτιο 1975 για αποδέσμευση της δραχμής από το δολάριο ύστερα από τριάντα χρόνια μονομερούς προσδέσεως. Ετσι, οι αυξήσεις που ανακοινώθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου, κατά 10% των μισθών και των συντάξεων του Δημοσίου και 15% κατά μέσο όρο των συντάξεων του ΙΚΑ, ουσιαστικά δεν καλύπτουν τον πληθωρισμό, ενώ προβλέπεται παράλληλα και σημαντική αύξηση της φορολογίας στα ανώτερα εισοδήματα. Ο Καραμανλής θα δηλώσει χαρακτηριστικά: «…Το 1975 δεν επιτρέπεται να είναι έτος παροχών. Θα είναι έτος λιτότητος και, για τους ευπορωτέρους, έτος θυσιών. Δεν είμαι διατεθειμένος να ενδώσω εις την πολιτικήν των ακαλύπτων παροχών και να υπονομεύσω, διά του πληθωρισμού που πλήττει τας λαϊκάς κυρίως τάξεις, το οικονομικό μέλλον της χώρας». Κύριο βάρος όμως της δραστηριότητας της κυβέρνησης πέφτει και στις διεθνείς σχέσεις της χώρας ξεκινώντας από τον Μάρτιο με την επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Δ. Μπίτσιου στην Αίγυπτο και τον Λίβανο εγκαινιάζοντας άνοιγμα της Ελλάδας στον αραβικό κόσμο, ενώ ο Καραμανλής, αφού επισκέπτεται τον Απρίλιο τη Γαλλία και τη Γερμανία, τους επόμενους δύο μήνες πραγματοποιεί διαδοχικές επισκέψεις στη Ρουμανία, στη Γιουγκοσλαβία και τη Βουλγαρία, κάνοντας άνοιγμα και στις γειτονικές βαλκανιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

κές χώρες. Στα τέλη Μαΐου μετέχει στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, όπου συναντάται με τον πρόεδρο των ΗΠΑ και το νέο πρωθυπουργό της Τουρκίας, Σ. Ντεμιρέλ, επιτυγχάνοντας μάλιστα να συμπεριληφθεί στο σχετικό ανακοινωθέν σαφής αναφορά στην επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαπραγματεύσεων και για το θέμα της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (τελικά, βεβαίως, ύστερα από λίγο η τουρκική κυβέρνηση με διάφορα προσχήματα υπαναχωρεί). Στα τέλη Ιουλίου ο πρωθυπουργός μετέχει στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που συγκαλείται στο Ελσίνκι με τη συμμετοχή 35 ηγετών από τη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, όπου υπογράφεται απ’ όλους η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, που επιβεβαιώνει: την κυρίαρχη ισότητα των κρατών, την αποφυγή χρήσης ή απειλής βίας, το απαραβίαστο των συνόρων και την προστασία των μειονοτήτων. Σε «δυναμική» ομιλία που εκφωνεί στις 30/7 ο Καραμανλής θέτει το θέμα της Κύπρου και τονίζει ότι οι αρχές που καθιερώνει η Τελική Πράξη ικανοποιούν μεν την επιθυμία για ειρήνη και συνεργασία, αλλά θα την ικανοποιούσαν περισσότερο αν παράλληλα είχαν προβλεφθεί και οι δέουσες κυρώσεις για την περίπτωση παραβιάσεώς τους. Τον Αύγουστο, μετά το καλό κλίμα που υπήρξε στις επισκέψεις στις τρεις βαλκανικές χώρες, ο Καραμανλής υποβάλλει πρόταση σύγκλησης διαβαλκανικής διάσκεψης στην Αθήνα, η οποία προγραμματίζεται πράγματι για τις αρχές του επόμενου χρόνου, μαζί με διαδοχικές επισκέψεις των τριών ηγετών, Τσαουσέσκου, Ζίφκωφ και Τίτο, που θα ακολουθήσουν. Τον Σεπτέμβριο επισκέπτεται την Αθήνα ο Ζισκάρ ντ’ Εσταίν και τον ίδιο μήνα ο πρωθυπουργός επισκέπτεται την Ιταλία, ενώ τον Οκτώβριο μεταβαίνει για επίσημη επίσκεψη στη Μ. Βρετανία. Τον Οκτώβριο, όμως, η αύξηση κατά 10% της διεθνούς τιμής του αργού πετρελαίου θα προκαλέσει γενικευμένες ανατιμήσεις των καυσίμων 69

αίσθηση η απόφαση αφαίρεσης από τον Στρατή Ανδρεάδη της διοίκησης των Τραπεζών Εμπορικής, Ιονικής-Λαϊκής και Επενδύσεων, λόγω παραβάσεων που διαπίστωσε η Νομισματική Επιτροπή στην περίοδο 1972-73. Το τέλος όμως του 1975 θα σημαδευτεί από τη δολοφονία του αρχηγού του κλιμακίου της CIA στην Αθήνα, Ρ. Ουέλς, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα (22/12), με την ευθύνη να αναλαμβάνεται από την πρωτοεμφανιζόμενη τρομοκρατική οργάνωση «17 Νοέμβρη».

Ο Κ. Καραμανλής ψηφίζει στις εκλογές της 20ής Νοεμβρίου 1977, κατά τις οποίες το κόμμα του αναδείχθηκε πρώτο με 41,84% (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

επιδεινώνοντας τη δυνατότητα ισοσκέλισης του Προϋπολογισμού για το νέο έτος, δεδομένου ότι οι αμυντικές δαπάνες αναμενόταν να φτάσουν στα 34,3 δισ. δρχ. έναντι 21,8 το 1974 και 13,5 το 1973. Ετσι, τον Νοέμβριο αποφασίζεται έκτακτη εισφορά 10 δισ. δρχ., η οποία θα βαρύνει τις μεγάλες ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις. Αποφασίζεται παράλληλα η σύσταση της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας, ενώ τον επόμενο μήνα κάνει 70

Το 1976 ξεκινά με την παραίτηση, στις 5 Ιανουαρίου, των υπουργών Δημοσίας Τάξεως, Σ. Γκίκα, και Παιδείας, Π. Ζέππου. Τον πρώτο αντικαθιστά ο α’ αντιπρόεδρος της Βουλής, Γ. Σταμάτης, και τον δεύτερο ο Γ. Ράλλης, που διατηρεί και τα καθήκοντα του υπουργού Προεδρίας (όπως είχε μετονομαστεί από 1.1.75 η ονομασία «παρά τω πρωθυπουργώ», μετά την απόφαση σύστασης υπουργείου Προεδρίας Κυβερνήσεως). Τα θέματα του υπουργείου Παιδείας, μάλιστα, θα πρωτοστατήσουν το μήνα αυτό με τις συσκέψεις που καλεί ο Καραμανλής με αντικείμενο τη ριζική αναμόρφωση της Παιδείας στις οποίες μετέχουν, εκτός από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου, ο βουλευτής Επικρατείας της Ε.Κ.-Ν.Δ. Ε. Παπανούτσος (που ήταν εμπνευστής της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964), ο ακαδημαϊκός Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο Α. Δημαράς, οι πρυτάνεις των Πανεπιστημίων Αθηνών, Θεσσαλονίκης και ΕΜΠ, όπως και οι πρόεδροι των ΟΛΜΕ, ΔΟΕ. Αμεσα, στις 27 Ιανουαρίου αποφασίζονται: η καθιέρωση της δημοτικής ως επισήμου οργάνου διδασκαλίας, η εισαγωγή υποχρεωτικής εννεαετούς στοιχειώδους εκπαιδεύσεως, η αναμόρφωση του συστήματος εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση και η σημαντική αύξηση των πιστώσεων για την ανέγερση διδακτηρίων (κυρίως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, για την αποπεράτωση της Πανεπιστημιούπολης Αθηνών, τη λειτουργία Πανεπιστημίου και Πολυτεχνείου στην Κρήτη, τα εκτελούμενα έργα στα Πανεπιστήμια Πατρών, Ιωαννίνων, Θράκης κ.λπ.). Την επόμενη ημέρα (28/1) η αρμόδια επιτροπή της ΕΟΚ εξετάζει το αίτημα της Ελλάδας για επίΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

σπευση των διαδικασιών ένταξής της, η οποία εγκρίνεται μεν κατά πλειοψηφία, όμως με αναφορές στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά και τις σοβαρές αδυναμίες της οικονομίας και της διοίκησης που έπρεπε να αναδιαρθρωθούν ριζικά, καταλήγοντας ότι χρειαζόταν κάποιο στάδιο προσαρμογής. Η απόφαση αυτή θορυβεί τον πρωθυπουργό, ο οποίος από τις επαφές του με τους ηγέτες των χωρών είχε άλλη εικόνα, ιδίως μετά την επίσκεψη του καγκελάριου της Γερμανίας, Χ. Σμιτ, μόλις πριν από ένα μήνα που συνδύασε επίσημη επίσκεψη με ολιγοήμερες διακοπές στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας όμως ότι η τελική απόφαση θα ληφθεί στο Συμβούλιο των Υπουργών, επικεντρώνει αμέσως εκεί τις προσπάθειές του μαζί με το μηχανισμό του υπουργείου Εξωτερικών και την ελληνική αντιπροσωπία στη μικτή κοινοβουλευτική επιτροπή Συνδέσεως Ελλάδας-ΕΟΚ με επικεφαλής το βουλευτή της Ε.Κ.-Ν.Δ., Ι. Πεσμαζόγλου. Τελικά, το Συμβούλιο των Υπουργών ανατρέπει την απόφαση περί «προενταξιακής» περιόδου στις 9 Φεβρουαρίου και αποφασίζει την άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων για την εισδοχή της Ελλάδας στην ΕΟΚ, χωρίς πολιτικούς όρους. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στον Τύπο, την ευνοϊκή απόφαση για την Ελλάδα υποστήριξε κυρίως η Γαλλία, με την Ιταλία και την Ολλανδία, αλλά και την τελική συστράτευση της Γερμανίας. Οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Ελλάδας στις Κοινότητες ξεκινούν επίσημα στις 27 Ιουλίου, αλλά την ίδια ημέρα εξέρχεται στο Αιγαίο τουρκικό σκάφος («Σισμίκ Ι») προκειμένου να διεξαγάγει σεισμικές έρευνες, με τη φημολογία ότι θα κινηθεί και σε ύδατα επί της ελληνικής υφαλοκρηπίδας, όπως πράγματι γίνεται στο διάστημα 6-8 Αυγούστου. Η Ελλάδα, που παρακολουθεί τις κινήσεις του σκάφους, αντιδρά με συνεχείς διακοινώσεις προς την τουρκική κυβέρνηση, η οποία απαντά ότι οι έρευνες γίνονται εκτός ελληνικών χωρικών υδάτων σε σημεία όπου η υφαλοκρηπίδα δεν έχει ακόμα οριοθετηθεί. Υστερα από αυτό, η Ελλάδα προσφεύγει στο Συμβούλιο Ασφαλείας και μονομερώς στη Χάγη. Παράλληλα, δημιουργείται σοβαρό εσωτερικό πολιτικό θέμα όταν ο Α. Παπανδρέου, ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μετά την ενημέρωσή του από τον πρωθυπουργό και παρότι είχε συμφωνηθεί να μη γίνουν δηλώσεις (σύμφωνα με εκ των υστέρων ανακοίνωση της κυβέρνησης), δηλώνει ότι η απάντηση της Ελλάδας έπρεπε να είναι δυναμική-στρατιωτική. Στις 12 Αυγούστου, πάντως, η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας ζητούσε να αποφευχθεί οποιαδήποτε ενέργεια που οδηγεί σε επιδείνωση της κατάστασης και αναφερόταν στην αρμοδιότητα του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την εξέταση του θέματος. Επειτα όμως από αναδίπλωση της Τουρκίας, οι δύο χώρες υπογράφουν τελικά πρακτικό μεταξύ τους διαπραγματεύσεων για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Τον Σεπτέμβριο ανακοινώνεται ευρύς ανασχηματισμός της κυβέρνησης σε επίπεδο υφυπουργών και προχωρούν διάφορες διαδικασίες για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας με την κοινοτική, την εναρμόνιση της γεωργικής πολιτικής, αλλά και τη σχετική οργάνωση των διοικητικών υπηρεσιών. Ανακοινώνονται παράλληλα ευνοϊκοί οικονομικοί δείκτες (1% ανεργία και 6% ρυθμός ανάπτυξης). Τον Νοέμβριο, εκλέγεται στις ΗΠΑ πρόεδρος ο Τζ. Κάρτερ, ενώ ο Καραμανλής επισκέπτεται επίσημα το Βέλγιο και την Αυστρία και ανεπίσημα τη Γαλλία. Τον επόμενο μήνα ο πρωθυπουργός θα επισκεφθεί επίσημα και το Πακιστάν και στην Ελλάδα ανακοινώνεται ότι έπειτα από συμφωνία με τον Ομιλο Νιάρχου μεταβιβάζονται στο κράτος τα 2/3 των μετοχών του διυλιστηρίου πετρελαίου Ασπροπύργου έναντι 12,4 εκατ. δολ. Ομως, όπως ακριβώς και πέρυσι πριν από το τέλος του χρόνου, η οργάνωση «17 Νοέμβρη» εμφανίζεται ξανά αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη δολοφονία του απότακτου αστυνόμου Ε. Μάλλιου στις 14 Δεκεμβρίου. Με την είσοδο του νέου χρόνου αναζωπυρώνεται το θέμα του πληθωρισμού, καθώς η Τράπεζα της Ελλάδος ανακοινώνει ότι, παρά τη μείωση του ρυθμού αύξησης που σημειώθηκε το 1976 στο 11,7% έναντι 15,2% το 1975, για το 1977 αναμένεται άνοδος κατά 12,8%, ενώ η Πορτογαλία υποβάλλει την αναμενόμενη αίτηση για την προσχώρησή της στην ΕΟΚ στις 28 Μαρτίου. Αίτημα 71

θα υποβάλει και η Ισπανία στις 28 Ιουλίου, αλλά ο Ελληνας πρωθυπουργός, ακολουθώντας την προσφιλή του μέθοδο των ταυτόσημων επιστολών, θα εξηγήσει στους ηγέτες των κυβερνήσεων των μελών της ΕΟΚ τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα δεν θα πρέπει να συνδεθεί με άλλες υποψηφιότητες ήδη από τις 26 Απριλίου και, τελικά, η Υπουργική Σύνοδος της ΕΟΚ στις 22-23 Μαΐου επιβεβαιώνει την αυτοτελή διαπραγμάτευση με την Ελλάδα. Λίγο νωρίτερα, στις 8 Μαΐου, ο Καραμανλής μετείχε στη Διάσκεψη Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Λονδίνο, όπου συναντήθηκε με τον πρόεδρο Κάρτερ, χωρίς όμως το αποτέλεσμα των συνομιλιών να θεωρηθεί ιδιαίτερα ικανοποιητικό, όπως προκύπτει και από τη δήλωσή του «…σε γενικές γραμμές οι εκτιμήσεις δεν διαφέρουν πολύ». Αντίθετα, όταν στις 25 Μαΐου αναχωρεί από την

επίσκεψή του στην Αθήνα ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζ. Αντρεότι, οι δηλώσεις και των δύο ανδρών αναφέρουν σαφώς ότι «δεν υπάρχουν διαφορές στα θέματα που συζητήσαμε». Την εποχή εκείνη, ενώ πληθαίνουν οι συζητήσεις σχετικά με τον εκλογικό νόμο και ενδεχόμενη διεξαγωγή εκλογών, ο Καραμανλής δηλώνει αιφνιδιαστικά στις 4 Ιουνίου ότι η κυβέρνηση εξετάζει τη δυνατότητα τροποποιήσεως του εκλογικού νόμου. Μέσα σε 10 ημέρες εισάγεται και ψηφίζεται νομοσχέδιο που επιφέρει δύο μεταβολές σε σχέση με τον προηγούμενο νόμο: α) το εκλογικό μέτρο της πρώτης κατανομής υπολογίζεται με τη ρήτρα +1 και β) επεκτείνεται το δικαίωμα της ψήφου στην ηλικία των 20 ετών. Πρόκειται για δύο ρυθμίσεις που θεωρούνται «παραχωρήσεις» προς την αντι-

Εκλογές 1977 Εγγεγραμμένοι: 6.403.738, ψήφισαν: 5.193.891, έγκυρα: 5.129.771 Ψήφοι

%

Με εκλογικό νόμο του 1974

Με εκλογικό νόμο του 1977

Με εκλογικό νόμο του 1985

Με εκλογικό νόμο του 2008

Με εκλογικό νόμο του 1932

Νέα Δημοκρατία

2.146.365

41,84

182

171

176

160

147

ΠΑΣΟΚ

1.300.025

25,34

95

93

78

67

84

11,95

8

16

20

31

34

ΕΔΗΚ

612.786

ΚΚΕ

480.272

9,36

9

11

15

24

19

Εθνική Παράταξις

349.988

6,82

3

5

7

18

11

Συμμαχία

139.356

2,72

2

2

2

-

3

1,08

1

2

2

-

2

0,89

-

-

-

-

-

Κόμμα Νεοφιλελευθέρων Λοιπά

72

55.494

45.485

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πολίτευση. Την επόμενη εβδομάδα επισκέπτεται για μία ακόμα φορά την Αθήνα ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και εξετάζει τις τελευταίες πτυχές του Κυπριακού με τον πρωθυπουργό. Θα είναι όμως η τελευταία, καθώς στις 3 Αυγούστου ο Πρόεδρος της Κύπρου πεθαίνει ξαφνικά από έμφραγμα. Στη θέση του αναλαμβάνει ο Πρόεδρος της Βουλής, Σπ. Κυπριανού, μέχρι να λήξει η κανονική θητεία του Μακαρίου στις 27 Φεβρουαρίου 1978. Η Ελλάδα εν τω μεταξύ έχει εισέλθει σε άτυπη προεκλογική περίοδο και ο Καραμανλής καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων σε διερευνητικές συναντήσεις και τελικά στις 20 Σεπτεμβρίου ανακοινώνεται η διεξαγωγή εκλογών για τις 20 Νοεμβρίου 1977, ενώ στις 21 Οκτωβρίου αντικαθίστανται οι υπουργοί Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Βορείου Ελλάδος από υπηρεσιακά πρόσωπα και παραιτούνται 19 από τους 21 υφυπουργούς.

Εκλογές: 20/11/77 Εν όψει των εκλογών, το κομματικό φάσμα παρουσιάζει διαφοροποιήσεις σε σχέση με τις εκλογές του 1974. Η Ε.Κ.-Ν.Δ., έχοντας μετονομαστεί σε ΕΔΗΚ (Ενωση Δημοκρατικού Κέντρου), ήδη από τις 3 Φεβρουαρίου 1976, αντιμετώπισε στη συνέχεια σοβαρή εσωκομματική κρίση που κλιμακώθηκε με την απομάκρυνση τεσσάρων βουλευτών (Δ. Τσάτσος, Γ.Α. Μαγκάκης, Χ. Πρωτοπαππάς, Α. Μήνης) και πολιτευτών (Α. Πεπονής κ.ά.). Στην Αριστερά επίσης το ΚΚΕ κατέρχεται μόνο του, ενώ το ΚΚΕ Εσωτ. και η ΕΔΑ συνεργάζονται με τη Σοσιαλιστική Πορεία (που αποτελείται κυρίως από στελέχη που απομακρύνθηκαν από το ΠΑΣΟΚ), τη Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία και τη Χριστιανική Δημοκρατία, σε συνασπισμό που ονομάζεται Συμμαχία Προοδευτικών και Αριστε-

Σύγκληση του πρώτου Υπουργικού Συμβουλίου της νέας κυβέρνησης στις 29 Νοεμβρίου 1977 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

73

ρών Δυνάμεων με επικεφαλής τον Η. Ηλιού. Την είσοδό του στη Βουλή διεκδικεί αυτόνομα και ο Κων/νος Μητσοτάκης, ο οποίος δεν πολιτεύτηκε το 1974, ιδρύοντας, με επίκεντρο την Κρήτη, το Κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, ενώ ένας ακόμα έμπειρος πολιτικός, ο Στέφανος Στεφανόπουλος (πρωθυπουργός στην περίοδο 17.9.67-20.12.66, «αντίπαλος» του Καραμανλή από την εποχή που εκείνος διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Παπάγο ενώ αυτός ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης), ίδρυσε την Εθνική Παράταξη μαζί με τον Σπ. Θεοτόκη (που είχε αποχωρήσει από τη Νέα Δημοκρατία λόγω της ουδέτερης στάσης που κράτησε στο δημοψήφισμα) στην οποία στεγάστηκαν, κατά την επίσημη σχεδόν ορολογία της εποχής, τα λεγόμενα «βασιλοχουντικά» στοιχεία. Βεβαίως, κανείς δεν αμφισβητούσε ότι η Νέα Δημοκρατία θα κέρδιζε και πάλι τις εκλογές. Η

«τραυματισμένη» ΕΔΗΚ όχι μόνο δεν μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο από την προηγούμενη επίδοσή της αλλά κινδύνευε να χάσει και τη δεύτερη θέση από το «ανερχόμενο» ΠΑΣΟΚ. Αυτό ήταν, άλλωστε, στην ουσία το διακύβευμα των εκλογών, όπως φυσικά και το ποσοστό της δύναμης που θα αποσπούσε τελικά η Νέα Δημοκρατία, δεδομένου ότι το δίλημμα «Καραμανλής ή τανκς» έμοιαζε πλέον αρκετά παρωχημένο μπροστά στο νέο και ανερχόμενο αίτημα της «αλλαγής». Ο ίδιος ο Καραμανλής, πάντως, δείχνει να αποστασιοποιείται από τον «πυρετό» του εκλογικού αγώνα δηλώνοντας σε κομματική συνεδρίαση στις 15 Οκτωβρίου: «…Αφήνω σ’ εσάς την οργάνωση του αγώνος αυτού. Γιατί, ως πρωθυπουργός, θα είμαι βασικά απορροφημένος από την εκπλήρωση των καθηκόντων μου στη διακυβέρνηση της χώρας».

Ο Σοβιετικός πρωθυπουργός Αλεξέι Κοσίγκιν υποδέχεται τον Κ. Καραμανλή στη Μόσχα την 1η Οκτωβρίου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 74

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Γ. 3η κυβέρνηση Καραμανλή: 28.11.77 - 10.5.80 Ενταξη στην Ευρώπη Στις 28 Νοεμβρίου 1977 ορκίζεται η νέα κυβέρνηση στην οποία ο Πρόεδρος της προηγούμενης Βουλής, Κ. Παπακωνσταντίνου, ορίζεται αντιπρόεδρος και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, ενώ ο συνολικός αριθμός των υπουργών αυξάνεται στους 21 και άλλοι τόσοι είναι οι υφυπουργοί, με χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά μετέχει σε αρχικό σχήμα μία γυναίκα, η Αννα Συνοδινού, που τοποθετήθηκε υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (στον τελευταίο ανασχηματισμό της προηγούμενης περιόδου στις 10/9/76 είχε τοποθετηθεί και η Λίνα Κουτήφαρη, υφυπουργός Παιδείας, ενώ στην υπηρεσιακή κυβέρνηση για τη διεξαγωγή των εκλογών του 1974 η Νίκη Γουλαν-

δρή ήταν υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών). Αξιοσημείωτη είναι και η απουσία του Π. Λαμπρία για πρώτη φορά από το πλευρό του Καραμανλή (δεν εξελέγη βουλευτής και τοποθετήθηκε γ.γ. του ΕΟΤ). Στη θέση του, ως υφυπουργός Προεδρίας τοποθετείται ο Αθ. Τσαλδάρης (μαζί με τον Αχ. Καραμανλή που παρέμενε σε θέση υφυπουργού στο ίδιο υπουργείο), ενώ υπουργός Προεδρίας ανέλαβε ο Κ. Στεφανόπουλος, δεδομένου ότι ο Γ. Ράλλης τοποθετήθηκε υπουργός Συντονισμού. Ο Π. Παπαληγούρας ανέλαβε το Εξωτερικών, ο Ευ. Αβέρωφ παρέμεινε στο Εθνικής Αμύνης, όπως ο Κ. Λάσκαρης στο Εργασίας και ο Ν. Μάρτης Βορείου Ελλάδος, ενώ οι μετακινούμενοι Χρ. Στράτος (Εσωτερικών), Αλ. Παπαδόγγονας (Συγκοινωνιών), Ι. Μπούτος (Οικονομικών), Ι. Βαρβιτσιώτης (Παιδείας) και Γ. Σταμάτης (Δικαιοσύνης) συμπλήρωναν το βασικό κύκλο των «σταθερών» συνεργατών του Καραμανλή. Στον κύκλο αυτό θα μπορούσε

Ομιλία του Κ. Καραμανλή στη Βουλή εν όψει της ένταξης στην ΕΟΚ στις 16 Ιανουαρίου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

75

πλέον να συμπεριληφθεί και ο Γ. Παναγιωτόπουλος, που αναβιβαζόταν από υφυπουργός σε υπουργό Εμπορίου, όπως και ο Γ. Κοντογιώργης, που αναλάμβανε ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου (από υφυπουργός Συντονισμού) τα θέματα της σύνδεσης με την ΕΟΚ. Διατελέσαντες (για μικρό όμως διάστημα) υφυπουργοί που προάγονταν σε υπουργικές θέσεις ήταν επίσης ο Μ. Εβερτ (Βιομηχανίας-Ενέργειας), ο Αθ. Ταλιαδούρος (Γεωργίας), αλλά και ο Εμμ. Κεφαλογιάννης (Εμπορικής Ναυτιλίας), ενώ τα νέα πρόσωπα που συμπλήρωναν τη λίστα των υπουργών ήταν οι Γ. Πλυτάς (Πολιτισμού και Επιστημών), Σπ. Δοξιάδης (Κοινωνικών Υπηρεσιών), Ν. Ζαρντινίδης (Δημοσίων Εργων) και Αν. Μπάλκος (Δημοσίας Τάξεως). Στους υφυπουργούς, τέλος, η ομάδα όσων είχαν διατελέσει σε θέση υφυπουργού και στην προηγούμενη περίοδο (Ζαΐμης, Κατσαδήμας, Ανδριανόπουλος, Κοντογιαννόπουλος, Ταταρίδης) συμπληρωνόταν από μια ευρύτερη ομάδα νέων προσώπων (Σουφλιάς, Μάνος, Δήμας, Παλαιοκρασσάς, Παπαρρηγόπουλος κ.ά.). Την ίδια ημέρα, η παραίτηση από την ηγεσία της ΕΔΗΚ που υποβάλλει ο Γ. Μαύρος γίνεται δεκτή από την ολιγομελή πλέον Κοινοβουλευτική Ομάδα της με ψήφους 8-5 και αναλαμβάνει προσωρινή τριμελής επιτροπή με πρόεδρο τον Ι.

Ζίγδη, ενώ αποδιοργανωμένη εμφανίζεται και η Εθνική Παράταξη, γιατί ο αρχηγός της Στ. Στεφανόπουλος δεν εξελέγη στην Ηλεία όπου είχε θέσει υποψηφιότητα. Πρόεδρος της Βουλής εκλέγεται ο Δ. Παπασπύρου με μόνο όμως 157 ψήφους επί 290 παρόντων. Στις προγραμματικές δηλώσεις που ακολουθούν ο πρωθυπουργός ιεραρχεί τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής, της εντάξεως στην ΕΟΚ και της οικονομίας, εξαγγέλλοντας την εφαρμογή ενιαίου μισθολογίου των δημοσίων υπαλλήλων. Τον Ιανουάριο 1978 ο Καραμανλής πραγματοποιεί πολυήμερο ταξίδι στην Ευρώπη με σταθμούς στο Λονδίνο, στις Βρυξέλλες, στο Παρίσι και τη Βόννη, από το οποίο προκύπτει ότι η Ελλάδα μπορεί να ελπίζει βάσιμα την ένταξή της στην ΕΟΚ μέσα στο 1979, ενώ κατά την παραμονή του στη Βόννη δέχεται επιστολή από το δήμαρχο του Ααχεν που του γνωστοποιεί ότι έχει επιλεγεί να του απονεμηθεί το Βραβείο Καρλομάγνου. Ενα βραβείο που δίνεται σε προσωπικότητες οι οποίες έχουν συμβάλει στην προώθηση της ευρωπαϊκής ιδέας και είχε μέχρι τότε απονεμηθεί μόνο 7 φορές σε 29 χρόνια λειτουργίας του θεσμού. Στις 10-11 Μαρτίου πραγματοποιείται στο Μοντραί της Ελβετίας διήμερη συνάντηση με τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, Μπ. Ετσεβίτ, με

Ομιλία του Κ. Καραμανλή στο Α’ Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στις 5 Μαΐου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 76

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

σκοπό να συζητήσουν ελεύθερα και με άνεση τις διαφορές των δύο χωρών χωρίς την πίεση να ληφθούν αποφάσεις, η οποία διεξάγεται σε καλό κλίμα. Αμέσως μετά ο πρωθυπουργός αναχωρεί για νέο πολυήμερο ταξίδι με προορισμό τη Δανία, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία και την Ιταλία, έχοντας έτσι επισκεφτεί μέσα σε δύο μήνες όλες τις πρωτεύουσες των χωρών της ΕΟΚ εκτός από το Δουβλίνο (θα το επισκεφτεί τον Οκτώβριο). Τον Απρίλιο όμως γνωστοποιείται η πρόθεση της αμερικανικής κυβέρνησης να άρει το εμπάργκο προς την Τουρκία. Ο Τζ. Κάρτερ στέλνει επιστολή στον Καραμανλή που εξηγεί τους λόγους (ενίσχυση της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ), την οποία διαβιβάζει ο πρέσβης Μακ Κλόσκυ. Ο Καραμανλής απαντά ότι «πολλές φορές στην Ιστορία διαπράττονται σφάλματα, είτε από κακή πρόθεση είτε από κακή εκτίμηση… η Τουρκία αντί να λογικευθεί θα αποθρασυνθεί, εφόσον θα πιστέψει ότι η πολιτική του εκβιασμού αποδίδει». Η άρση του εμπάργκο θα ψηφιστεί τελικά από το Κογκρέσο στις 25 Ιουλίου με οριακή διαφορά 208 έναντι 205 ψήφων. Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα εισέρχονται στην κυβέρνηση ο Κ. Μητσοτάκης και ο βουλευτής της ΕΔΗΚ, πρώην υπουργός, Αθ. Κανελλόπουλος, αναλαμβάνοντας στις 10 Μαΐου τα υπουργεία Συντονισμού και Οικονομικών αντίστοιχα. Ο Γ. Ράλλης αναλαμβάνει το υπουργείο Εξωτερικών και ο Ι. Μπούτος το υπουργείο Γεωργίας (τίθενται εκτός κυβέρνησης οι Π. Παπαληγούρας και Αθ. Ταλιαδούρος), ενώ ο πρωθυπουργός αναχωρεί στις 27 Μαΐου για τις ΗΠΑ, όπου συνέρχεται η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ. Συναντάται με τον Τζ. Κάρτερ στον Λευκό Οίκο και με τον Μπ. Ετσεβίτ με τον οποίο αποφασίζουν να ξεκινήσουν τακτικές συναντήσεις σε επίπεδο γενικών γραμματέων των υπουργείων Εξωτερικών, με την πρώτη συνάντηση να ορίζεται στις 4 Ιουνίου στην Αγκυρα. Παράλληλα, στις 4 Σεπτεμβρίου ο Γ. Ράλλης αναχωρεί για πολυήμερη επίσημη επίσκεψη στη Σοβιετική Ενωση, την πρώτη που πραγματοποιεί Ελληνας υπουργός Εξωτερικών, ενώ ο πρωθυπουργός, στα εγκαίνια της 43ης ΔΕΘ στις 9 Σεπτεμβρίου, ορίζει ως γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής τη μείωση της φορολογίας, σε συνδυασμό όμως ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κ. Καραμανλής με τον Κ. Τσάτσο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, 15 Μαΐου 1980 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

με την περιστολή της φοροδιαφυγής που αποκτά ως στόχος προτεραιότητα. Πράγματι, στις 29 Σεπτεμβρίου ψηφίζεται από τη Βουλή σχετικός νόμος που εισάγει τα λεγόμενα «τεκμήρια». Τον Οκτώβριο ο Καραμανλής ξεκινά νέες επισκέψεις στη Ρώμη, στο Παρίσι και το Δουβλίνο με κύριο σκοπό να υπερκεραστούν οι τελευταίες διαπραγματευτικές δυσχέρειες για την προσχώρηση στην ΕΟΚ που εντοπίζονται ιδιαίτερα στο γεωργικό τομέα. Στο πνεύμα αυτό αποστέλλει στις 12 Δεκεμβρίου ταυτόσημες επιστολές προς τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας, τους πρωθυπουργούς των άλλων οκτώ κρατών-μελών της ΕΟΚ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, Ρόυ Τζένκινς. Τελικά, στις 21 Δεκεμβρίου έπειτα από μαραθώνιες συζητήσεις η ελληνική αντιπροσωπία, με 77

επικεφαλής τον Γ. Ράλλη, καταλήγει σε συμφωνία με τους εκπροσώπους των εννέα άλλων χωρών για τους όρους της ελληνικής ένταξης. Οπως συνέβη και με τις περιπτώσεις της Αγγλίας, της Δανίας και της Ιρλανδίας που εντάχθηκαν στην ΕΟΚ το 1973, προβλέπεται κατά περίπτωση μεταβατική περίοδος προσαρμογής με ανώτατο όριο τα πέντε χρόνια. Οι διαπραγματεύσεις θα ολοκληρωθούν οριστικά με την εξέταση των τελευταίων λεπτομερειών στη διυπουργική σύνοδο της 3ης Απριλίου, ενώ ως επίσημη ημέρα υπογραφής της συνθήκης προσχωρήσεως ορίζεται η 28η Μαΐου 1979. Η τελετή γίνεται στο Μέγαρο του Ζαππείου της Αθήνας. Παρίστανται όλοι σχεδόν οι αρχηγοί κρατών ή και υπουργοί Εξωτερικών των χωρών-μελών της ΕΟΚ, αλλά από τα ελληνικά κόμματα απουσιά-

ζουν εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ που αντιτίθεται στην ένταξη. Ολοι μιλούν ότι εκείνη η ημέρα είναι η ημέρα του Καραμανλή. Ο πρόεδρος της τελετής, υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας Φρανσουά Ποσέ, τονίζει: «…αν οι διαπραγματεύσεις, που άρχισαν το 1976, έφθασαν σε αίσιο πέρας στις 3 Απριλίου στο Λουξεμβούργο, αυτό το οφείλουμε σε έναν άνδρα, ο οποίος έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε όλη αυτή τη διαδικασία… το θάρρος του κ. Καραμανλή και η αποφασιστικότητά του πρέπει να αναγνωρισθούν από όλους μας σήμερα εδώ». Ο ίδιος ο Καραμανλής, φανερά συγκινημένος, θα επισημάνει: «Από πείρα, αλλά και από χαρακτήρα, δεν χρησιμοποιώ αφορισμούς. Και δυσπιστώ προς τις θεωρητικές

Ορκωμοσία του Κ. Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας στις 15 Μαΐου 1980. Δεξιά οι Γ. Ράλλης και Δ. Παπασπύρου (Ίδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 78

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

κατασκευές, που ερμηνεύουν τους νόμους της ιστορικής εξελίξεως και δίνουν στους ανθρώπους έτοιμες συνταγές για τη λύση των προβλημάτων τους. Βασίζομαι πάντοτε στη μελέτη πραγματικών δεδομένων και στα διδάγματα της ιστορικής πείρας. Αυτά με έπεισαν ότι το μέλλον της Ευρώπης βρίσκεται στην ενοποίησή της. Και το μέλλον της Ελλάδος βρίσκεται στην Ενωμένη Ευρώπη. Και με την πεποίθηση αυτή αγωνίστηκα, επί μία εικοσαετία περίπου, να εντάξω τη χώρα μου στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα». Η συνθήκη προσχώρησης στην ΕΟΚ θα συζητηθεί προκειμένου να επικυρωθεί στην ελληνική Βουλή ένα μήνα μετά, με το ΠΑΣΟΚ όμως και το ΚΚΕ να επικαλούνται διαδικαστικούς λόγους και να αποχωρούν από τις συνεδριάσεις. Κανείς όμως από τους υπολοίπους δεν καταψηφίζει. Με απαιτούμενο όριο τις 180 ψήφους και 104 απόντες βουλευτές, 193 εγκρίνουν τη συνθήκη και 3 δηλώνουν «παρών» (οι βουλευτές της ΕΔΗΚ, Ι. Ζίγδης, Ν. Βενιζέλος και Ν. Μπαντουβάς). Ηδη όμως έχει αρχίσει να κυριαρχεί στην επικαιρότητα η μεγάλη αύξηση από τον ΟΠΕΚ της τιμής του πετρελαίου (50%) που οδηγεί σε νέες μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις. Ο Καραμανλής, μιλώντας στο πλαίσιο της 44ης ΔΕΘ στις 7 Σεπτεμβρίου, τονίζει ότι η τρέχουσα ενεργειακή κρίση είναι η μεγαλύτερη οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει ο κόσμος από το 1930. Ετσι, η καλή πορεία της ελληνικής οικονομίας, που εν πολλοίς επέτρεψε την ένταξη στην ΕΟΚ, θα επιβραδυνθεί με αναμενόμενο ρυθμό ανάπτυξης κοντά στο 4% έναντι 5,9% τον προηγούμενο χρόνο, ενώ ο πληθωρισμός αναμένεται να κυμανθεί κοντά στο 18,5% και να υπερβεί το 20% τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η μεγάλη πρόοδος που έχει σημειωθεί αντικατοπτρίζεται στο κατά κεφαλήν εισόδημα που έφτασε τα 3.430 δολάρια το 1978 από 2.165 το 1974, με την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ιδίως στα ιδιωτικά αυτοκίνητα, να υπερβαίνει κατά πολύ το 100%. Αυτό όμως στην εποχή της κρίσης έχει και τις αρνητικές του διαστάσεις. Εχουμε φτάσει να δαπανούμε, σημειώνει χαρακτηριστικά ο Καραμανλής, «400 εκατομμύρια δολλάρια το χρόνο για ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αυτοκίνητα και άλλα 300 εκατομμύρια δολλάρια για είδη πολυτελείας, τη στιγμή που η ενεργειακή κρίση μάς υποχρεώνει να εξοικονομούμε και το τελευταίο ακόμα δολλάριο. Η συμπεριφορά μας κατά τις κρίσιμες αυτές στιγμές θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για τη σωφροσύνη του έθνους…». Η δραματική αυτή ΔΕΘ θα είναι η τελευταία του Κωνσταντίνου Καραμανλή ως πρωθυπουργού. Στο επόμενο διάστημα θα πραγματοποιήσει τα ταξίδια που δεν είχε προλάβει να κάνει (Σοβιετική Ενωση, Κίνα, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Ιράκ) κλείνοντας οικονομικές συμφωνίες και προωθώντας τις ελληνικές θέσεις, χωρίς να παραλείπει τη διαρκή επαφή του με το Παρίσι, τη Βόννη, το Λονδίνο και τη Ρώμη. Από τις αρχές του 1980 θα επιβλέψει για τελευταία φορά την εισοδηματική πολιτική και την εκτέλεση του Προϋπολογισμού και στις 5 Μαΐου θα εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας με 183 ψήφους σε σύνολο 298 παρόντων βουλευτών. Θα ορκιστεί επίσημα στις 15 Μαΐου, ενώ ενδιάμεσα, στις 10 Μαΐου 1980, θα παραιτηθεί από πρωθυπουργός.

ΒιβλιογραφιA Εκτός από το «Κων/νος Σβολόπουλος (γενική επιμέλεια), Κωνσταντίνος Καραμανλής, Αρχείο: Γεγονότα και Κείμενα, τόμοι 8-11, Ιδρυμα “Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής” – Εκδοτική Αθηνών, 1996», η παρούσα εργασία βοηθήθηκε και από «Το ΒΗΜΑ 90 χρόνια, τόμος στ’ 1972-1981», όπως και το «Richard Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, 2η έκδοση, κάτοπτρο, Αθήνα 2003». Σχόλια του Ν. Αλιβιζάτου, όπως και άλλες αναφορές, υπάρχουν στο «Νίκος Κ. Αλιβιζάτος, Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800-2010, Πόλις, Αθήνα 2011». Για τα στοιχεία στους Πίνακες 1 και 2 βλ. «Αντώνη Μ. Παντελή, με την τεχνική συνεργασία του Μιχάλη Σ. Τριανταφύλλου, Τα Ελληνικά Εκλογικά Συστήματα και οι Εκλογές (1926-1985) στον Ηλεκτρονικό Υπολογιστή, Νέα Σύνορα Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1988». 79

Βασικό δόγμα του Καραμανλή ήταν: «Η οικονομική ανάπτυξις δεν αποτελεί αυτοσκοπόν. Αποτελεί προϋπόθεσιν και μέσον της κοινωνικής προόδου». Φωτογραφία από τα εγκαίνια των νέων πετρελαϊκών εγκαταστάσεων στη Νέα Καρβάλη Καβάλας στις 24 Μαΐου 1981 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

80

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Χρήστος Αναστασίου Διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Υπεύθυνος Ιστορικού Αρχείου στο Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής»

Από την Ιδεολογία στην Πράξη: Η οικονομική και Η κοινωνική πολιτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή στη Μεταπολίτευση (1974-1981)

Την περίοδο 1958 - 1973 ο μέσος όρος ανάπτυξης ήταν διπλάσιος των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ, ενώ μεταπολιτευτικά ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου των κρατών της ΕΟΚ. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή υιοθέτησαν την πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού, συμπληρώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ αναπτύχθηκε εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Εφαρμόστηκε μια πολιτική προσηλωμένη στη μικτή οικονομία και την κεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187%. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η ιδεολογική τοποθέτηση του Καραμανλή: φιλελευθερισμός και κοινωνική δικαιοσύνη Ο ρόλος της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής στη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας ήταν αναπόφευκτα κρίσιμος, καθώς η πρώτη μεταπολιτευτική περίοδος χαρακτηρίστηκε από ιδεολογική ρευστότητα και συγκερασμό έντονων πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών αιτημάτων εν μέσω κρίσιμων εθνικών συγκυριών (Κυπριακό, τουρκική επιθετικότητα στο Αιγαίο, έξοδος της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ). Στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’70, η διεθνής τάση ριζοσπαστικοποίησης των πολιτών έλαβε εντονότερη μορφή, ως αντίδραση στη δικτατορία. Οι προσδοκίες αυτών των στρωμάτων δεν είχαν να κάνουν με επιδείνωση των όρων διαβίωσής τους, αλλά έρχονταν ως συνέπεια ενός ευρύτερου μετασχηματισμού, καθώς η ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός της προδικτατορικής περιόδου είχαν αλλάξει ριζικά την εικόνα της χώρας. Αστικοποίηση, κοινωνική κινητικότητα, βιομηχανική ανάπτυξη, διεύρυνση του δημόσιου τομέα, νέα καταναλωτικά πρότυπα, ανακατανομή πληθυσμού και απασχόλησης ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά αυτού του κοινωνικού μετασχηματισμού, σε μια περίοδο που ο μέσος όρος ανάπτυξης κατά την περίοδο 1958-1973 ήταν διπλάσιος του μέσου όρου των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ και υπολειπόταν μόνον εκείνου της Ιαπωνίας1. Στο πλαίσιο αυτό, η άσκηση οικονομικής πολιτικής και η μέριμνα για τις ασθενείς κοινωνικές τάξεις αποτέλεσαν βασική προϋπόθεση για την ταχεία οικοδόμηση του δημοκρατικού καθεστώτος. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρέσβευε ότι η σύγχρονη Δημοκρατία οφείλει να στηρίζεται στην πολιτική ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, που σημαίνει ότι το κράτος εξασφαλίζει στο σύνολο των πολιτών του αποδεκτές συνθήκες διαβίωσης και τη δυνατότητα ίσων ευκαιριών. Μάλιστα, το πρόβλημα της προόδου στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης ήταν πιο σύνθετο 81

από εκείνο της αποκατάστασης των πολιτικών ελευθεριών, καθώς απαιτούσε την επίτευξη ενός ικανοποιητικού βαθμού οικονομικής ανάπτυξης και μακρά περίοδο πολιτικής και κοινωνικής ηρεμίας. Γι’ αυτό, ο Καραμανλής διακήρυξε εξ αρχής ότι «η οικονομική ανάπτυξις δεν αποτελεί αυτοσκοπόν. Αποτελεί προϋπόθεσιν και μέσον της κοινωνικής προόδου. Και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη καλή οικονομική πολιτική, αν δεν συνδυάζεται με την προσπάθεια της πραγματοποιήσεως του ιδανικού της κοινωνικής δικαιοσύνης»2. Ηταν, όμως, το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη απλά μία πολιτική – οικονομική αναγκαιότητα της Μεταπολίτευσης, στην οποία η νέα κυβέρνηση όφειλε να ανταποκριθεί ή στηριζόταν και σε ιδεολογικές βάσεις και παγιωμένες πεποιθήσεις του

Κωνσταντίνου Καραμανλή; Ηδη από τη θητεία του ως υπουργού Κοινωνικής Πρόνοιας, από τον Νοέμβριο του 1948 έως τον Ιανουάριο του 19503, αλλά, κυρίως, από την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του (1955-1963), διαφάνηκε έντονα το ενδιαφέρον του για την αποκατάσταση του δικαίου και την υπερκέραση των μετακατοχικών και κυρίως μετεμφυλιακών δυσχερειών. Η πολιτική του, εστιασμένη στην οικονομική ανόρθωση της χώρας, χαρακτηρίζεται από πραγματισμό και δραστικές επιλογές. Ξεχωριστής σημασίας ήταν η μέριμνά του για τη βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο και τη νοσοκομειακή, ιατροφαρμακευτική και ασφαλιστική κάλυψη των αγροτών. Η ίδρυση του Οργανισμού Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΟΓΑ) και η παροχή των

Κατά την άποψη του Κ. Καραμανλή η μέριμνα για τις ασθενείς κοινωνικές τάξεις αποτελούσε προϋπόθεση για την οικοδόμηση του δημοκρατικού καθεστώτος. Φωτογραφία από την πρώτη προεκλογική εκστρατεία ως πρωθυπουργός και αρχηγός της ΕΡΕ τον Φεβρουάριο του 1956. 82

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πρώτων συντάξεων το 1962 αποτέλεσαν το επιστέγασμα της μέριμνας για την αγροτική τάξη4, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραμελήθηκαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων της οικονομίας, και οι αστικοί πληθυσμοί5.

να πραγματοποιήσει την ειρηνική εκείνη επανάσταση, η οποία θα διέλυε την πικρία και την απογοήτευση που είχε συσσωρευτεί στην ψυχή του λαού, ικανή να δημιουργήσει το κλίμα της «αληθούς Δημοκρατίας»6.

Η πολιτική αυτή συμφωνούσε απόλυτα με τις αρχές και τους σκοπούς που ο ίδιος εξήγγειλε κατά την ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης, στις 4 Ιανουαρίου 1956. Τότε, μεταξύ άλλων, ο Καραμανλής ανέφερε ότι «η αύξησις του εθνικού μας εισοδήματος, η ανακούφισις των λαϊκών τάξεων διά της επιβολής κοινωνικής δικαιοσύνης, η αναγκαία ηθική εξυγίανσις και τόσα άλλα αποτελούν συνάρτησιν του πρωταρχικού τούτου προβλήματος, του πολιτικού». Και τόνισε ότι η νέα πολιτική δύναμη ήταν ικανή και αποφασισμένη

Δύο έννοιες κάνουν αίσθηση στη διακήρυξη αυτή: η κοινωνική δικαιοσύνη και η πολιτική-ειρηνική επανάσταση. Η πρώτη συνιστούσε αναπόσπαστη πτυχή της δεύτερης, της πολιτικής επανάστασης που από χρόνια επιζητούσε ο λαός7. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο στόχος του διπλασιασμού του εθνικού εισοδήματος και της αναμόρφωσης της οικονομίας εντός μίας δεκαετίας ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος με την επιδίωξη για δίκαιη κατανομή του αυξημένου αυτού εισοδήματος, με την επιβολή της κοινωνικής δικαιοσύνης. «Υπάρχουν εις την

Οικονομικός στόχος του Καραμανλή ήταν η ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας. Στη φωτογραφία ανταλλάσσει χειραψία με τον Σταύρο Νιάρχο λίγο μετά την υπογραφή της σύμβασης για την ίδρυση εργοστασίου αλουμινίου. Αθήνα, 29 Αυγούστου 1960 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

83

Ο πρωθυπουργός Καραμανλής θεμελιώνει το εργοστάσιο λιπασμάτων της ΑΕΒΑΛ το 1960. Στόχος του ήταν ο διπλασιασμός του ΑΕΠ και η αναμόρφωση της οικονομίας μέσα σε μία δεκαετία.

χώραν μας νησίδες ευνοουμένων ατόμων και τάξεων. Αι νησίδαι αυταί θα καταργηθούν. Διότι η αδικία, περισσότερον από την φτώχειαν, οδηγεί τον Ελληνα εις την επανάστασιν»8. Γενικότερα, ο Καραμανλής θεωρούσε ως βασική αρχή της κοινωνικής πολιτικής τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος «τόσον διά της μεγαλυτέρας δυνατής συμμετοχής εις αυτό της εργασίας, όσον και διά της πραγματοποιήσεως των μεγαλυτέρων δυνατών μεταβιβάσεων εισοδήματος υπέρ των οικονομικώς ασθενεστέρων». Στο πλαίσιο αυτό, οι ειδικότερες επιδιώξεις της κυβερνητικής πολιτικής στον κοινωνικό τομέα ήταν η αύξηση της απασχόλησης, η ορθολογικότερη χρησιμοποίηση των διατιθέμενων για κοινωνικούς σκοπούς κεφαλαίων, η καλύτερη οργάνωση της κοινωνικής ασφάλισης και η ριζική εξέταση του προβλήματος της λαϊκής στέγης9. Οι κυβερνήσεις της ΕΡΕ ουσιαστικά υιοθέτησαν τη διεθνή τάση για τη «νέα συναίνεση». Ιδιαίτερα εμφανείς ήταν οι επιρροές της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς που εφαρμόστηκε στη Δυτική Γερμανία των Konrad Adenauer και Ludwig Wilhelm Erhard, με το θεωρητικό της υπόβαθρο 84

να ανάγεται σε θεωρητικούς του Μεσοπολέμου, όπως ο Alexander Rüstow, που έκαναν λόγο για την ανάγκη ενός κοινωνικού φιλελευθερισμού. Με τον όρο της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς, θέλησαν στη Δ. Γερμανία των δεκαετιών του 1950 και του 1960 να επισημάνουν ότι η οικονομία οφείλει να υπηρετεί την κοινωνία και το κράτος να δημιουργεί ένα κατάλληλο θεσμικό περιβάλλον που ενθαρρύνει τον υγιή ανταγωνισμό, αποτρέποντας την εμφάνιση ακραίων οικονομικών ανισορροπιών και ηθικά απαράδεκτων κοινωνικών ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, το κράτος απέχει από την καθοδήγηση ή την παρέμβαση στις καθημερινές οικονομικές πρακτικές, όπως συμβαίνει σε μία κεντρικά σχεδιαζόμενη οικονομία. Παρέχει, ωστόσο, με τη θεσμική του παρουσία τα εχέγγυα για την άσκηση μίας κοινωνικής πολιτικής, που ενθαρρύνει τη διασπορά της ιδιοκτησίας του κεφαλαίου, διανοίγοντας τη δυνατότητα της ευημερίας σε όλους τους πολίτες10. Βασικός δέκτης αυτών των επιρροών υπήρξε ο Παναγής Παπαληγούρας, ο οποίος διαδραμάτισε κομβικό ρόλο και στις δύο περιόδους διακυβέρνησης του Καραμανλή. Ο Παπαληγούρας ήταν θιασώτης του ρεαλιστικού φιλελευθερισμού, μίας ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

οριοθετημένης και σταθερής κατά την άσκησή της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία με στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας, την καταπολέμηση των μονοπωλιακών φαινομένων και την άσκηση κοινωνικής πολιτικής11.

περί κοινωνικής Δημοκρατίας, ελάχιστοι όμως αντιλαμβάνονται ότι η μετάβασις εις αυτήν προϋποθέτει ηυξημένον εθνικόν εισόδημα και προπαντός κράτος ισχυρόν και ικανόν να την επιβάλη προς πάσαν κατεύθυνσιν»14.

Υπ’ αυτές τις αντιλήψεις, οι κυβερνήσεις Καραμανλή υιοθέτησαν την πολιτική του κρατικού παρεμβατισμού εμπλουτισμένου με νέους θεσμούς, που στόχευαν στην ανάπτυξη, με το κράτος να αναλαμβάνει ρόλο – κλειδί στην αναπτυξιακή διαδικασία, συμπληρώνοντας την ιδιωτική πρωτοβουλία12. Το κράτος επωμιζόταν την ευθύνη για τη δικαιότερη συμμετοχή όλων των κατηγοριών του πληθυσμού στο εθνικό εισόδημα. Σεβόμενο το καθεστώς των ατομικών δικαιωμάτων και πρωτοβουλιών στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, αναλάμβανε να εναρμονίσει τα συμφέροντα και τις τάσεις των διαφόρων κοινωνικών ομάδων. Αυτή η αποστολή του σύγχρονου κράτους, να υποβοηθά την κοινωνική ευημερία και τη δικαιότερη διανομή του εθνικού εισοδήματος μέσω της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής, συνιστούσε, κατά τον Καραμανλή, κατάκτηση της Δημοκρατίας. Ωστόσο, η ικανοποίηση των κοινωνικών αιτημάτων δεν μπορούσε να γίνει εις βάρος της οικονομικής ανάπτυξης, παρά μόνο εφόσον το επέτρεπε η αύξηση του εθνικού εισοδήματος13. Γι’ αυτό και τα περιθώρια άσκησης κοινωνικής πολιτικής κατά την πρώτη αυτή περίοδο ήταν εκ των πραγμάτων περιορισμένα.

Πράγματι, στις δηλώσεις του για την ίδρυση του νέου του κόμματος στις 29 Σεπτεμβρίου 1974, ο Καραμανλής ανέφερε ότι η Νέα Δημοκρατία ήταν η πολιτική παράταξη που ταύτιζε την πολιτική ελευθερία με την έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη. Το κόμμα του πίστευε στην οικονομία της ελεύθερης αγοράς, όμως αυτή δεν μπορούσε να αποκλείσει τη διεύρυνση του οικονομικού τομέα που ήλεγχε το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, «η ιδιωτική πρωτοβουλία δεν ημπορεί να βρη την δικαίωσίν της χωρίς παράλληλη συμμετοχή των ευρυτέρων λαϊκών τάξεων στην κατανομή του εθνικού προϊόντος… Κάθε πολίτης της χώρας αυτής πρέπει να γίνη εργάτης μαζί και νομεύς της οικονομικής ευημερίας και να αισθάνεται ότι είναι ήσυχος για το μέλλον του και για το μέλλον των παιδιών του»15.

Η κρίση του 1963, η επταετής δικτατορία και, συνολικά, η ενδεκαετής παραμονή του στο Παρίσι ωρίμασαν πολιτικά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η επιστροφή του στην Ελλάδα τον Ιούλιο του 1974 του παρείχε την ευκαιρία να υλοποιήσει την αληθή Δημοκρατία που οραματιζόταν, καθώς και την εφαρμογή ενός Συντάγματος προσαρμοσμένου στις ειδικές συνθήκες της ελληνικής Πολιτείας. Οπως σημείωνε στη βαρυσήμαντη επιστολή του προς τον Κωνσταντίνο Τσάτσο στις 10 Μαΐου 1966, το Σύνταγμα αυτό όφειλε «να διευκολύνη την σταδιακήν πραγματοποίησιν της κοινωνικής Δημοκρατίας, που αποτελεί το ιδανικόν της εποχής μας. Γιατί εις τον τόπον μας πολλοί ομιλούν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ηταν φανερό πως η φιλοσοφία του δεν διέφερε από εκείνη που είχε διαμορφωθεί πριν από 20 χρόνια και αποτελούσε τον πυρήνα μίας «συναίνεσης» στην οικονομική πολιτική. Για να την εκφράσει, ο Καραμανλής χρησιμοποίησε τον όρο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», ο οποίος υποδήλωνε τη συνέχεια στην πολιτική του ιστορία, αφού η έννοια του ριζοσπαστισμού ενυπήρχε και στο πρώτο του κόμμα, την Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση16. Είναι πραγματικά αξιομνημόνευτο το γεγονός ότι ένας άνθρωπος που απεχθανόταν τις ετικέτες στην πολιτική (Δεξιά – Κέντρο – Αριστερά) και απέφευγε τους δογματικούς χαρακτηρισμούς και τους κάθε λογής -ισμούς αυτοχαρακτηρίστηκε ως φιλελεύθερος ριζοσπάστης17 και χρησιμοποίησε τον όρο «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός» για πρώτη φορά στο Πρώτο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας στις 5 Μαΐου 1979, με σκοπό να εκφράσει τον ιδεολογικό προσανατολισμό που επιθυμούσε να προσδώσει στο κόμμα του: «Την 85

Ο Κ. Καραμανλής με το στενό του συνεργάτη Παναγή Παπαληγούρα ο οποίος διαδραμάτισε κομβικό ρόλο και στις δύο περιόδους διακυβέρνησης του πρώτου. Ανάμεσά τους ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 86

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

θέσιν των κομμάτων στην πολιτική ζωή μιας χώρας δεν την καθορίζουν οι αντίπαλοί τους. Την προσδιορίζουν οι αρχές τους, οι πράξεις τους και η σύνθεσή τους. Και με τα κριτήρια αυτά, η Νέα Δημοκρατία θα μπορούσε να χαρακτηρισθή σαν ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός, που ευρίσκεται μεταξύ του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού»18. Μένοντας πιστός στις έννοιες της πολιτικής ελευθερίας, της τάξης και της κοινωνικής δικαιοσύνης, ως αρχές απαραίτητες για την ύπαρξη της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής με τη διακήρυξή του αυτή απέδειξε ότι προσέδιδε προτεραιότητα στην πολιτική έναντι της οικονομικής έννοιας του φιλελευθερισμού19. Οπως άλλωστε είχε επισημάνει στις προγραμματικές του δηλώσεις στις 11 Δεκεμβρίου 1974, «η σύγχρονη ελευθέρα οικονομία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τη λεγομένη “φιλελεύθερη” οικονομική πολιτική των ιστορικά ξεπερασμένων συστημάτων που ίσχυσαν μέχρι και των αρχών του αιώνος. Αυτό σημαίνει ότι θα ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα κατά των μονοπωλίων και ολιγοπωλίων που νοθεύουν το οικονομικό καθεστώς και υπονομεύουν την κοινωνική συνοχή της χώρας»20. Βασικός του στόχος ήταν η επίτευξη ενός ιδανικού συνδυασμού: προστασία της ελευθερίας και αποφυγή μετατροπής της σε ασυδοσία, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Διότι πίστευε ότι «η ασυδοσία στον ελεύθερο συναγωνισμό κλονίζει τις βάσεις όχι μόνο της οικονομικής, αλλά και της κοινωνικής ζωής μίας χώρας», ενώ, όσον αφορά τον ίδιο τον άνθρωπο, αυτός «δεν γίνεται ευτυχέστερος με τη συνεχή συσσώρευση υλικών αγαθών. Αντίθετα, ο υλικός ευδαιμονισμός, από τη φύση του ακόρεστος, είναι ένα από τα νοσηρά συμπτώματα της εποχής μας και αιτία της πολύμορφης κρίσεως που επικρατεί κυρίως στις ανεπτυγμένες χώρες. Και αν δεν αντισταθμισθή από άλλες υψηλότερες πνευματικές επιδιώξεις, οι σύγχρονες κοινωνίες θα καταστήσουν αγχώδη τη ζωή τους. Γιατί η ευτυχία του ανθρώπου εξαρτάται περισσότερο από την ποιότητα της ζωής του, παρά από τον πλούτο που διαθέτει. Αυτό βέβαια δεν σηΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μαίνει ότι πρέπει να χαλαρωθή η προσπάθεια για την ανύψωση του βιοτικού επιπέδου του λαού μας και ιδίως των ασθενεστέρων τάξεων. Θα πρέπει όμως η προσπάθεια αυτή να μην παραμελή και το ποιοτικό στοιχείο»21. Ο μετριασμός του οικονομικού φιλελευθερισμού υπήρξε πάντα στη σκέψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή συνυφασμένος με το σταθεροποιητικό ρόλο της κοινωνικής δικαιοσύνης εντός μίας ευνομούμενης Δημοκρατίας22. Ακριβώς στο πλαίσιο αυτό, και για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο η Δημοκρατία, διατύπωσε τις βασικές αρχές του σχετικά με την κοινωνική δικαιοσύνη: ισότητα όλων όχι μόνο απέναντι στο νόμο, αλλά και μπροστά στις ευκαιρίες που διανοίγουν ο πολιτικός, ο οικονομικός και ο κοινωνικός βίος. Συμμετοχή κάθε πολίτη στην κατανομή του εθνικού προϊόντος κατά το μέτρο της συμβολής του στη δημιουργία του. Εργασιακή εξασφάλιση και δίκαιη αμοιβή. Απαλλαγή από την αβεβαιότητα για το μέλλον. Πλήρης ασφάλιση για το μέλλον του ιδίου και των παιδιών του23. Οι ιδεολογικές αυτές αρχές κατοχυρώθηκαν με τη συμπερίληψή τους στο Σύνταγμα, το οποίο, προσαρμοσμένο στις ειδικές συνθήκες της χώρας, όπως ήταν η επιδίωξη του Καραμανλή ήδη από την πρόταση της Συνταγματικής Αναθεώρησης του 196324, θα δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση ενός σύγχρονου δημοκρατικού καθεστώτος με βασική του συνισταμένη την κοινωνική δικαιοσύνη. Ετσι, στο άρθρο 21 του Συντάγματος του Ιουνίου 1975 κατοχυρώθηκε θεσμικά η κρατική προστασία σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και θεσμούς, όπως η οικογένεια, ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία. Ακόμα, προβλέφθηκαν η μέριμνα για την υγεία των πολιτών, η λήψη ειδικών μέτρων για την προστασία των νέων, των ηλικιωμένων, των αναπήρων, την περίθαλψη των απόρων και τη φροντίδα για την απόκτηση στέγης από τους στερούμενους αυτής ή τους ανεπαρκώς στεγαζόμενους. Παράλληλα, στο άρθρο 22 διασφαλιζόταν το δικαίωμα στην εργασία και την κοινωνική ασφάλιση. Οι διατάξεις αυτές συνετέλεσαν στην κατοχύρωση των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατ’ επέκταση του 87

κοινωνικού κράτους, ως εμβάθυνση τόσο της αρχής της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και της δημοκρατικής αρχής25. Κατά συνέπεια, ο ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός εξέφραζε την ανάγκη διατύπωσης και εφαρμογής ενός πολιτικού φιλελευθερισμού που συνδυαζόταν με έναν αναπτυξιακό και κοινωνικό καπιταλισμό, με το κράτος να διαδραματίζει κρίσιμο ρυθμιστικό ρόλο, αποβλέποντας στην καλύτερη και δικαιότερη λειτουργία της οικονομίας.

Η υλοποίηση της οικονομικής – πολιτικής του φιλοσοφίας στη μεταπολιτευτική Ελλάδα Πόσο εφικτή, όμως, ήταν η πραγμάτωση των ιδεολογικών και των προγραμματικών εξαγγελιών του, καθώς και των συνταγματικών δεσμεύσεων, υπό συνθήκες οικονομικής δυσχέρειας, εξαιτίας της ενδογενούς αλλά και διεθνούς κρίσης, καθώς και της ανάγκης για υψηλές αμυντικές δαπάνες, μετά την εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας στην Κύπρο και το Αιγαίο26 ; Με την επάνοδό του στην Ελλάδα, ο Καραμανλής επεδίωξε τη θεμελίωση της Δημοκρατίας σε στέρεες βάσεις και την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, δύο στόχους αλληλένδετους, καθώς χωρίς την επίτευξη της πρώτης δεν θα ήταν δυνατή η προώθηση της δεύτερης27. Το θεμέλιο, όμως, για την υλοποίηση αυτών των στόχων ήταν η σταθεροποίηση και, εν συνεχεία, η πρόοδος της οικονομίας. Η οικονομική συγκυρία τον Ιούλιο του 1974 ήταν πραγματικά τραγική εξαιτίας των επιλογών της χούντας, που είχαν προκαλέσει τη διολίσθηση της δραχμής έναντι των άλλων ευρωπαϊκών νομισμάτων και την ενίσχυση των πληθωριστικών πιέσεων. Η εκδήλωση της πετρελαϊκής κρίσης το 1973 και οι ραγδαίες πολιτικοοικονομικές εξελίξεις επιβράδυναν την οικονομική δραστηριότητα και συνέβαλαν στην εκτίναξη του πληθωρισμού στο 26,9%, στην εκτό88

ξευση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στα 1.145 εκατ. δολάρια, στην πτώση της παραγωγής και στην άνοδο του δημοσίου χρέους, φαινόμενα που έπληξαν τότε, περισσότερο ή λιγότερο, τη διεθνή οικονομία28, αλλά που στην Ελλάδα αναδείχθηκαν περισσότερο εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών της οικονομίας29. Υπ’ αυτές τις δυσμενείς συνθήκες, η αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών έπρεπε να συμβαδίσει με τη λήψη μίας σειράς μακροπρόθεσμων μεταρρυθμίσεων, που θα καθιστούσαν δυνατή την επιστροφή στην ανάπτυξη και, ταυτόχρονα, θα αποκαθιστούσαν τη νομισματική σταθερότητα και τη δημοσιονομική ισορροπία, προσδίδοντας στον πολίτη την αίσθηση της οικονομικής ασφάλειας30. Η σοβαρότερη δυσκολία που αντιμετώπισε η κυβέρνηση ήταν η ανάγκη σοβαρής ενίσχυσης της αμυντικής ικανότητας της χώρας. Σύμφωνα με τον υπουργό Συντονισμού Παναγή Παπαληγούρα, οι τρεις στόχοι της νομισματικής σταθερότητας, της ανάπτυξης και της αμυντικής ικανότητας της χώρας ήταν «κατά ζεύγη αντιφατικοί»31. Πράγματι, οι δαπάνες για την άμυνα εκτοξεύθηκαν εξαιτίας των δυσμενών εξελίξεων στα εθνικά θέματα: από 31,8 δισ. δραχμές το 1974 σε 100,5 δισ. το 1980, αυξήθηκαν δηλαδή κατά 216%. Ειδικά οι δαπάνες για εξοπλισμούς και κατασκευές ανήλθαν στα 47,2 δισ. από 13,8. Αυτό σημαίνει ότι αυξήθηκαν στο 7,7% του ΑΕΠ από 3,9% που ήταν το 1973. Ωστόσο, και υπό συνθήκες σοβαρής συναλλαγματικής στενότητας, που περιόριζε τις δυνατότητες για ταχεία αύξηση του εθνικού προϊόντος και των πραγματικών εισοδημάτων, εγκαινιάστηκε μία πιο χαλαρή σε σύγκριση με το παρελθόν μακροοικονομική πολιτική. Εξάλλου, τα περιθώρια για την άσκηση μίας επεκτατικής δημοσιονομικής, πιστωτικής και νομισματικής πολιτικής ήταν ευρύτερα, καθώς το δημόσιο χρέος κυμαινόταν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα32. Στην κυβέρνηση γνώριζαν ασφαλώς ότι μία πολιτική αύξησης και αναδιανομής του εισοδήματος σε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Οι ιδεολογικές αρχές συμπεριλήφθηκαν στο νέο Σύνταγμα. Ο Καραμανλής κατά την τελετή υπογραφής στις 9 Ιουνίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

περίοδο ύφεσης θα μείωνε τη δυνατότητα συμπίεσης του πληθωρισμού. Ομως, η επιθυμία για κοινωνική γαλήνη εν μέσω πολιτικής αβεβαιότητας και εθνικής κρίσης και η προοπτική βελτίωσης του κλίματος με την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και ομαλοποίησης της αγοράς έπεισαν τον Καραμανλή να θέσει ως πρώτιστη προτεραιότητα την αποκατάσταση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των συνταξιούχων, αποβλέποντας με αυτήν την κίνηση στην αναθέρμανση της οικονομικής δραστηριότητας. Ετσι, εφαρμόστηκε μία πολιτική προσηλωμένη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

στη μικτή οικονομία και την κεϋνσιανού τύπου ανάπτυξη, που έδινε έμφαση στον παρεμβατικό ρόλο του κράτους και στη διαμόρφωση ενός κλίματος κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης, πολιτική ευρύτατα διαδεδομένη την εποχή αυτή στο δυτικό κόσμο, αλλά και σύμφωνη με την πολιτική φυσιογνωμία της Νέας Δημοκρατίας και του ιδρυτή της. Εντασσόταν, εξάλλου, στην προσπάθεια της κυβέρνησης να ανταποκριθεί στις νέες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες, οι οποίες μαρτυρούσαν την άνοδο της Κεντροαριστεράς, ενισχυμένης ιδεολογικά μετά την επταετή δικτατορία33. 89

το 1976 και 6,8 δισ. το 1981), τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρέμεναν σχετικά χαμηλά (μόλις 956 εκατ. το 1978 και 2,4 δισ. δολάρια το 1981) χάρη στη συνεχή άνοδο των άδηλων πόρων, δηλαδή αυτών που προέρχονταν από τον τουρισμό, τη ναυτιλία και τα μεταναστευτικά εμβάσματα. Ετσι, για παράδειγμα, μέχρι το 1978 οι εισαγωγές μπορεί να είχαν αυξηθεί κατά 56,4%, αλλά οι εξαγωγές και το πλεόνασμα του ισοζυγίου των άδηλων πόρων κατά 66,3% και 91% αντίστοιχα. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας, ο όγκος των εξαγωγών μεγεθυνόταν ταχύτερα από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ και έτσι οι εξαγωγές κάλυπταν το 50% σχεδόν των εισαγωγών έναντι πολύ μικρότερου ποσοστού στις αρχές της δεκαετίας (41%). Συνολικά την περίοδο αυτή η καθαρή εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων υπερκάλυψε το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών (6,1 έναντι 5,8 δισ. δολαρίων). Χάρη σε αυτές τις εξελίξεις, ο δανεισμός του δημοσίου τομέα διατηρήθηκε σε ανεκτά επίπεδα, ενώ το εξωτερικό δημόσιο χρέος σημείωσε μικρή μόνο άνοδο34.

Το διυλιστήριο της Eso-Pappas στη Θεσσαλονίκη (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Πράγματι, με τη λελογισμένη αναδιανομή εισοδήματος και την αύξηση των δημοσίων δαπανών, ήδη από το 1975 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,1%, η βιομηχανική παραγωγή κατά 4,4%, ενώ ο πληθωρισμός έπεσε στο 13,4% και το έλλειμμα ισοζυγίου πληρωμών στα 964 εκατ. δολάρια. Η δε αποκατάσταση της ομαλότητας απέφερε τόση αύξηση στην εισροή ιδιωτικών κεφαλαίων (1.380 εκατ.), ώστε υπερκαλύφθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και ενισχύθηκαν τα συναλλαγματικά αποθέματα. Παρά το συνεχώς αυξανόμενο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου (3 δισ. δολάρια 90

Ο συνδυασμός της λήψης και εφαρμογής ορθών οικονομικών μέτρων και της εμπιστοσύνης που επέδειξε ο ελληνικός λαός σε ένα δοκιμασμένο ηγέτη βελτίωσε το ψυχολογικό κλίμα, κάτι που συνέβαλε στη μείωση του πληθωρισμού και την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, οι οποίες αυξήθηκαν από 180 δισ. δραχμές το 1974 σε 724 δισ. το 1980, δηλαδή κατά 320%, ενώ ο αριθμός των βιβλιαρίων καταθέσεων ταμιευτηρίου και προθεσμίας ανήλθε στα 8,6 εκατ. το 1980 από 5,33 εκατ. το 1974. Το μέγεθος αυτό καταδεικνύει περισσότερο όλων τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου και την ανοδική πορεία της οικονομίας. Εξάλλου, βασική επιδίωξη του Καραμανλή ήταν η μείωση της διαφοράς του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων από τους εργαζομένους των κρατών της ΕΟΚ. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ένας παράγοντας αποτρεπτικός για τη μετανάστευση35. Για να έχει πραγματικό αντίκρισμα η αναδιανομή του εισοδήματος έπρεπε να αυξηθεί το εθνικό προϊόν, γιατί, διαφορετικά, η στασιμότητα της παραγωΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

γής θα προκαλούσε αύξηση του πληθωρισμού και της ανεργίας. Πράγματι, παρά την επιβράδυνσή του υπό την επίδραση της διεθνούς κρίσης λόγω των ανατιμήσεων στις αγορές πρώτων υλών και της νομισματικής αστάθειας, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ ήταν υπερδιπλάσιος του αντίστοιχου ρυθμού των κρατών – μελών της ΕΟΚ, φθάνοντας από 323.307 εκατ. δρχ. το 1974 στα 417.007 εκατ. το 1980. Παράλληλα, η μέση ανεργία καθηλώθηκε τα επόμενα χρόνια γύρω στο 2%, παρά το γεγονός ότι το μεταναστευτικό ισοζύγιο μετά το 1975 ήταν πλέον αρνητικό36. Αλλωστε, η αύξηση της απασχόλησης έφθασε την περίοδο αυτή στο 10,9%, ενώ στην ΕΟΚ μειώθηκε κατά 1%. Η εξέλιξη αυτή, σε συνδυασμό με τη βελτίωση των αμοιβών, που ξεπέρασε στον τομέα της βιομηχανίας τις 4,5 φορές σε σύγκριση με την αντίστοιχη αύξηση στην ΕΟΚ,

και τη μείωση των ωρών εργασίας στις 43 από 48 εβδομαδιαίως, επέφεραν την επιθυμητή κοινωνική γαλήνη, δεδομένου ότι και ο πληθωρισμός κυμάνθηκε στο εξής στο 12-13%. Ετσι, με συνολικό πληθωρισμό κατά την περίοδο 1975-1979 στο 93%, οι αποδοχές των εργαζομένων αυξήθηκαν κατά 174,5%, δηλαδή σε πραγματικές τιμές κατά 42%37. Το προσωπικό ενδιαφέρον του Καραμανλή για την εισοδηματική πολιτική καταδεικνύει η παρουσία και προσυπογραφή του στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση του 197738. Αν ληφθεί, επιπρόσθετα, υπόψη η εκτεταμένη μεταφορά πόρων από τον αστικό στον αγροτικό τομέα με τη μορφή ενισχύσεων και επιδοτήσεων, η οποία ξεπέρασε κατά την εξεταζόμενη περίοδο τα 250 δισ. δραχμές, έχουμε τη γενική εικόνα της

Το 1978 οι εξαγωγές μεγεθύνονταν ταχύτερα από το μέσο όρο των κρατών του ΟΟΣΑ. Ομιλία του Καραμανλή στο Α’ Πανελλήνιο Εξαγωγικό Συνέδριο στο Χίλτον, 17 Μαΐου 1976 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

91

υλοποίησης μίας πολιτικής, που πρώτη της προτεραιότητα έθεσε την ενίσχυση των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων. Ως επακόλουθο, η πολιτική αυτή έδωσε ώθηση στην εξέλιξη ορισμένων παραγόντων της οικονομίας, οι οποίοι αποδείχθηκαν καθοριστικοί για την επίτευξη των στόχων της, όπως η κατανάλωση, η οποία από 301.746 εκατ. δρχ. το 1974 ανήλθε στα 385.823 εκατ. το 1980, οι εξαγωγές, αλλά και οι επενδύσεις, κυρίως σε ακίνητα. Οι μεν εξαγωγές αυξάνονταν με ετήσιο ρυθμό 15%, ενώ οι ρυθμοί αύξησης των πραγματικών επενδύσεων (περίπου 23% για όλη την υπό εξέταση περίοδο) ήταν εκπληκτικοί, αν ληφθεί υπόψη η καταβαράθρωσή τους τη δεκαετία του 198039. Σε αυτήν την εξέλιξη λειτούργησαν βοηθητικά οι δημόσιες βραχυπρόθεσμες πιστώσεις με τη μορφή πριμ εξαγωγών και φθηνών πιστώσεων, που αναθέρμαναν πολύ σύντομα την αγορά40. Η πολιτική αυτή ενσάρκωνε τους στόχους του Πενταετούς Προγράμματος για το 1976-1980, το οποίο, με τη σειρά του, αποτύπωνε την πολιτική – οικονομική φιλοσοφία του Καραμανλή και του περιβάλλοντός του. Οι στόχοι του περιστρέφονταν γύρω από τη συντήρηση ενός υψηλού ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και από την αύξηση της απασχόλησης στους μη γεωργικούς τομείς της οικονομίας, μέσα από τη βελτίωση της οργάνωσης της παραγωγής και των επενδύσεων, με έμφαση στη βιομηχανική ανάπτυξη και την αύξηση των εξαγωγών. Βασικό στοιχείο του Πενταετούς, σε εφαρμογή των δεδηλωμένων πεποιθήσεων του Καραμανλή, ήταν η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του κράτους να λειτουργεί ως εταίρος σε μία μικτή οικονομία, δηλαδή μία ελεύθερη, αλλά όχι ανεξέλεγκτη οικονομία, με το κράτος να διαμορφώνει το πλαίσιο των αναπτυξιακών προϋποθέσεων μέσω της ενθάρρυνσης των επενδύσεων και της γόνιμης συνεργασίας με την ιδιωτική πρωτοβουλία. Εξάλλου, τόνιζε το Πρόγραμμα ότι η υπέρμετρη συγκέντρωση της εξουσίας αποτελούσε κίνδυνο για τη Δημοκρατία. Το κράτος, με τη δική του επενδυτική πρωτοβουλία, 92

θα συμπλήρωνε την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα, όταν εκείνη δεν εκδήλωνε ενδιαφέρον για τομείς που κρίνονταν στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη. Γι’ αυτό, άλλωστε, ανέλαβε τη δημιουργία βασικών αναπτυξιακών μονάδων είτε απευθείας μέσω ειδικών φορέων είτε από κοινού με ιδιώτες. Η περαιτέρω δραστηριοποίηση της ΕΤΒΑ, π.χ., αποτελούσε κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση. Επίσης, το κράτος θα παρενέβαινε για τη διόρθωση διαρθρωτικών αδυναμιών, που εμπόδιζαν την ορθή κατανομή των πόρων, και για την εξάλειψη μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών φαινομένων41. Η διεύρυνση του δημόσιου τομέα και, κατ’ επέκταση, των δημοσίων δαπανών ήταν ένα φαινόμενο διεθνές την εποχή εκείνη. Μάλιστα, η επέκτασή του στην Ελλάδα ήταν μικρότερης έκτασης από το μέσο όρο των κρατών – μελών του ΟΟΣΑ, και στο τέλος της δεκαετίας του 1970 κατείχε μικρότερο μερίδιο στην οικονομία, αν μετρηθεί ως ποσοστό του ΑΕΠ, κάτι, όμως, που οφείλεται και στους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσής του. Εξάλλου, η ανάπτυξη της οικονομίας γεννούσε ακόμα μεγαλύτερες προσδοκίες των πολιτών προς το Δημόσιο, ενώ οι συμπεριφορές πολιτικών φορέων, οργανωμένων συμφερόντων και ομάδων πίεσης ήταν πολύ δύσκολο να ελεγχθούν, με συνέπεια, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης κοπάσουν, να δημιουργηθεί σημαντικό πρόβλημα με την έκρηξη των κρατικών δαπανών. Η προσπάθεια να μην επιβαρυνθεί η κατανάλωση με τις αυξήσεις των πρώτων υλών και του πετρελαίου, οι ενισχύσεις του αγροτικού εισοδήματος για την όσο το δυνατόν ευρύτερη αναπλήρωσή του λόγω της στασιμότητας της παραγωγής και η χρήση δημοσίων δαπανών για τη διατήρηση της οικονομικής δραστηριότητας σε αξιόλογα επίπεδα, η ικανοποίηση των κοινωνικών αξιώσεων για τη βελτίωση του εισοδήματος και των υπηρεσιών Υγείας και Ασφάλισης, η αύξηση των δαπανών για την Παιδεία, καθώς και η κάλυψη των αυξημένων αναγκών της εθνικής άμυνας αποτέλεσαν κρίσιμους παράγοντες για την άνοδο των δημοσίων δαπανών σε επίπεδα υψηλότερα από το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Επιπλέον, η αύξηση της απασχόλησης στο Δημόσιο (5% σε ετήσια βάση), σε συνάρτηση με την αύξηση των μισθών, μεγέθυνε τις κρατικές δαπάνες σε σύγκριση με τα έσοδα. Η αύξηση των δημοσίων δαπανών και των πάσης φύσεως μεταβιβάσεων έφθασε στο 24,6% του ΑΕΠ το 1981, για να παραμείνει έκτοτε σταθερά πάνω από το 30%. Το πρόβλημα, όμως, δεν ήταν τόσο το μέγεθός τους όσο ο επιλεκτικός τους χαρακτήρας, οι μισθολογικές διαφοροποιήσεις εντός του Δημοσίου, η έλλειψη αντιστοιχίας παραγωγικότητας και μισθού (21,5% έναντι 42% για την περίοδο 1975-1979) κ.ά.42. Αποτέλεσμα δε της πολιτικής αυτής ήταν η σταδιακή άνοδος των δανειακών αναγκών της χώρας, η οποία ανήλθε από το 4,7% του ΑΕΠ το 1975 στο 12,3% το 198143. Ρόλο, ασφαλώς, έπαιζε και η δυσκολία καταπολέ-

μησης της φοροδιαφυγής, παρά τις επιτυχίες που σημείωσε η σχετική προσπάθεια της κυβέρνησης44. Το φαινόμενο αυτό, εξάλλου, οφείλεται και σε ένα δομικό στοιχείο της ελληνικής οικονομίας: το μεγάλο ποσοστό των μικρομεσαίων αυτοαπασχολούμενων. Το πρόβλημα της φοροδιαφυγής, όμως, δεν αντανακλάται μόνο στην έλλειψη εσόδων, αλλά και στην ενίσχυση της κατανάλωσης και των εισαγωγών εις βάρος της εγχώριας παραγωγής και στην αίσθηση μίας επίπλαστης ευημερίας, την οποία κατήγγειλε από τότε, όπως είδαμε ανωτέρω, ο Καραμανλής και η οποία έλαβε τεράστιες διαστάσεις με το πέρασμα των χρόνων45. Η τάση διεύρυνσης του δημόσιου τομέα εκδηλώθηκε και με την κρατικοποίηση τραπεζών και άλλων επιχειρήσεων, καθώς είχε εδραιωθεί η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες ορθής λειτουργίας της

Το προσωπικό ενδιαφέρον του Καραμανλή για μια αναδιανεμητική εισοδηματική πολιτική καταδείχθηκε από την προσωπική του παρουσία και προσυπογραφή στην Εθνική Συλλογική Σύμβαση στις 26 Ιανουαρίου 1977 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

93

οικονομίας με την παρέμβαση του κράτους, σε συνάρτηση και με μία επιφύλαξη για το ρόλο του επιχειρηματικού κόσμου. Η κρατική επιχειρηματικότητα δεν ήταν ασφαλώς κάτι καινούργιο, αλλά επιταχύνθηκε αυτήν την περίοδο, οπότε και αποκτήθηκε ο έλεγχος σε μία σειρά πιστωτικών ιδρυμάτων, όπως η Εμπορική Τράπεζα, η Ιονική – Λαϊκή και η Επενδύσεων, και στις βιομηχανίες που αυτές ήλεγχαν. Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει η περίπτωση του Ομίλου της Εμπορικής του εφοπλιστή Στρατή Ανδρεάδη, η κρατικοποίηση του οποίου τον Δεκέμβριο του 1975 υπήρξε και επιλογή με προσωπικά χαρακτηριστικά, εξαιτίας της συνεργασίας του εφοπλιστή με τη δικτατορία46. Οπως και να ’χει, με την κίνηση αυτή, το κράτος

έφθασε να ελέγχει το 60% του τραπεζικού συστήματος και να προσδιορίζει τη διάθεση των περισσότερων τραπεζικών πόρων στην οικονομία. Αλλες σημαντικές επιχειρήσεις που πέρασαν υπό κρατικό έλεγχο ήταν η Ολυμπιακή Αεροπορία, η ΕΚΟ, οι δημόσιες συγκοινωνίες κ.ά. Επίσης, ιδρύθηκαν νέες δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμοί, με κυριότερες την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία (ΕΑΒ), η οποία θα εξυπηρετούσε τις εκτεταμένες εξοπλιστικές ανάγκες της χώρας, την Ελληνική Βιομηχανία Οπλων (ΕΒΟ), τη Δημόσια Επιχείρηση Πολεοδόμησης, Οικισμού και Στέγασης (ΔΕΠΟΣ) για τη βελτίωση της χωροταξικής – οικιστικής πολιτικής της χώρας κ.λπ. Η πολιτική

Ο Κ. Καραμανλής απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας. Στη φωτογραφία προσέρχεται μαζί με τον Ευάγγελο Αβέρωφ στην τελετή εγκαινίων του εργοστασίου της ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία). Τανάγρα, 18 Δεκεμβρίου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 94

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

των κρατικοποιήσεων προκάλεσε την οξύτατη κριτική του επιχειρηματικού κόσμου, που έκανε λόγο για την περίφημη «σοσιαλμανία» του Καραμανλή, αλλά στην πραγματικότητα εντασσόταν, έστω και με κάποια υστέρηση, στο διεθνές κλίμα της εποχής47. Ο Καραμανλής θεωρούσε σφάλμα τη συνέχιση μίας τόσο ευρείας επεκτατικής πολιτικής, κυρίως στον τομέα των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου, αλλά οι αποφάσεις του δεν εφαρμόζονταν στο βαθμό που όφειλαν για να αντέξει η οικονομία στον κλονισμό της δεύτερης και μεγαλύτερης σε έκταση και διάρκεια ενεργειακής κρίσης που ξέσπασε το 1979, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την εκροή συναλλάγματος 2,2 δισ. δολαρίων στη διετία 1979-1980, φθάνοντας να απορροφά το 6,2% του ΑΕΠ. Οι μακροοικονομικές εξελίξεις μέχρι τότε ήταν γενικά ικανοποιητικές, καθώς η δυναμική της ανάπτυξης φαινόταν να έχει αποκατασταθεί και η απόσταση που χώριζε την Ελλάδα από την ΕΟΚ μειωνόταν με ικανοποιητικούς ρυθμούς (το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε ανέλθει από το 33% του μέσου κοινοτικού όρου το 1960 στο 51% το 1977 με τάσεις συνεχούς βελτίωσης), στηρίζοντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης για ταχεία ένταξη στην Κοινότητα. Δεν φαινόταν στον ορίζοντα κάποια ανασταλτική δύναμη που θα ανέκοπτε αυτήν την πορεία48. Ηταν φανερό, όμως, ότι τα περιθώρια για περαιτέρω στήριξη της ανόδου του ΑΕΠ μέσω επεκτατικής πολιτικής ήταν περιορισμένα, καθώς, μάλιστα, ο πληθωρισμός άρχισε να επανέρχεται σε υψηλά επίπεδα και να αναδεικνύονται οι διαρθρωτικές αδυναμίες μίας ταχέως αναπτυσσόμενης οικονομίας49. Ηδη, η αύξηση των ετήσιων δανειακών αναγκών του Δημοσίου και η εξέλιξη δαπανών και εσόδων, η οποία απέκλινε από τους στόχους του Προϋπολογισμού, αποτελούσαν μία δυσάρεστη αντανάκλαση του επεκτατισμού της δημοσιονομικής πολιτικής. Αλλά και η εισοδηματική πολιτική είχε οδηγήσει σε αύξηση του κόστους εργασίας με σοβαρές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μετά την απόφαση Καραμανλή να εθνικοποιήσει την Εμπορική Τράπεζα του Στρατή Ανδρεάδη, ο έλεγχος του κράτους στον τραπεζικό τομέα ανήλθε στο 60%.

τη βιωσιμότητα τομέων της βιομηχανίας, δεδομένου του σκληρότερου ανταγωνισμού που ήδη αντιμετώπιζαν εν όψει της ένταξης στην ΕΟΚ50. Ετσι, η αύξηση της τιμής των καυσίμων, σε συνδυασμό με τη συνέχιση της υψηλής εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής, επιτάχυναν τον πληθωρισμό, που ανήλθε το 1981 στο 24,5%, διεύρυναν το έλλειμμα των τρεχουσών συναλλαγών στα 1.882 εκατ. και το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο 6,7% επί του ΑΕΠ. Η εξέλιξη αυτή οφειλόταν εν πολλοίς στο γεγονός ότι οι αυξήσεις στις τιμές των πρώτων υλών και του πετρελαίου δεν μεταφέρθηκαν στην κατανάλωση για να μην αυξηθεί το κόστος ζωής, αλλά επιβάρυναν τη δημοσιονομική 95

διαχείριση51. Η έλευση της νέας κρίσης του 1979 και οι διεθνείς οικονομικές αναταράξεις δημιούργησαν μία τέτοια δυναμική, που έφερε στην επιφάνεια τις διαρθρωτικές αδυναμίες όχι μόνο της ελληνικής, αλλά και της διεθνούς οικονομίας. Γι’ αυτό, άλλωστε, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 παρατηρήθηκε πλήρης μεταστροφή της οικονομικής πολιτικής από το μοντέλο του κεϋνσιανισμού σε εκείνο του φιλελευθερισμού, με πρότυπο τα reaganomics στις ΗΠΑ και το θατσερισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Επιδιώκοντας τη συγκράτηση του πληθωρισμού και του ελλείμματος, η κυβέρνηση Καραμανλή ακολούθησε περιοριστική νομισματική, δημοσιονομική και εισοδηματική πολιτική52. Το αναθεωρημένο Πρόγραμμα 1978-1982 έθεσε, όμως, αντιφατικούς στόχους, δύσκολα επιτεύξιμους: από τη μία να διατηρήσει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε καιρό ύφεσης και από την άλλη να στηρίξει το κοινωνικό υπόβαθρο της νομιμοποίησης της νεοσύστατης Δημοκρατίας και ένα υπέρογκο εξοπλιστικό πρόγραμμα53.

Ο Κ. Καραμανλής προσέρχεται στο χώρο της ΔΕΘ συνοδευόμενος από τους Γ. Ράλλη και Στ. Δήμα στις 6 Σεπτεμβρίου 1980 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 96

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πάντως, ο ρυθμός αύξησης της χρηματοδότησης της οικονομίας περιορίστηκε σε χαμηλά επίπεδα, ενώ ο ρυθμός των καταναλωτικών δαπανών του Δημοσίου μειώθηκε από 25,4% σε 22%. Συνεχίστηκε, όμως, η διαφύλαξη της αγοραστικής δύναμης μισθωτών και συνταξιούχων, όπως φαίνεται από τη διατήρηση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα του μη γεωργικού τομέα στο 56,6% για το 1980, με αυξήσεις οριακά πάνω από τις αυξήσεις του τιμαρίθμου. Στον τομέα αυτόν ήταν θετική η συναίνεση των εργαζομένων να περιορίσουν τις απαιτήσεις τους, μετά τη διαβεβαίωση της κυβέρνησης ότι οι παροχές θα δίνονταν με πνεύμα κοινωνικής δικαιοσύνης, στα όρια που επέτρεπαν οι δυνατότητες της οικονομίας (1% πάνω από τον τιμάριθμο)54. Κατόπιν τούτου, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ περιορίστηκε στο 3,7% το 1979 και στο 1,9% το 1980, σίγουρα πτωτικός σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, ικανοποιητικός, όμως, σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ρυθμούς της ΕΟΚ. Η επιτυχία αυτή μεγεθύνεται από το γεγονός ότι η ανεργία διατηρήθηκε σταθερά χαμηλή. Επίσης, σε ανεκτά επίπεδα διατηρήθηκε το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που έφθασε το 1980 στα 2.222,4 εκατ. δολάρια, αύξηση του οφειλόταν αποκλειστικά στην άνοδο τιμής του αργού πετρελαίου και στην προσπάθεια αύξησης των αποθεμάτων της χώρας σε καύσιμα, δεδομένης της ανασφάλειας για το εγγύς μέλλον55. Ο οικονομικός σύμβουλος του Γεωργίου Ράλλη, Γεώργιος Οικονόμου, προέβλεπε ότι η μείωση του εθνικού προϊόντος με τις επακόλουθες συνέπειες –αύξηση πληθωρισμού, μείωση επενδύσεων, διεύρυνση δημοσίων ελλειμμάτων– θα διαρκούσε έως το 1983 μόνο αν λαμβάνονταν τα προσήκοντα μέτρα. Κάτι, όμως, που δεν συνέβη. Τα αποτελέσματα των προσπαθειών ήταν πενιχρά, αφού το 1981, εκλογικό έτος γαρ, φάνηκε να χάνεται ο έλεγχος, καθώς έκανε την εμφάνισή του το φαινόμενο του στασιμοπληθωρισμού: μειούμενο ΑΕΠ (-1,6%) και επιταχυνόμενος πληθωρισμός (24,5%). Οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούσαν, η ανταγωνιστικότητα κλονιζόταν, ενώ τα δημοσιοΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

νομικά ελλείμματα διευρύνονταν. Το οικονομικό κλίμα επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τη διάχυτη αίσθηση για την επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή, βάζοντας ακόμα περισσότερο νερό στο μύλο του θριάμβου του ΠΑΣΟΚ στις 18 Οκτωβρίου 198156.

Η υλοποίηση της πολιτικής Καραμανλή στο σύνολο της οικονομίας Οικονομία δεν είναι μόνο τα δημοσιονομικά μεγέθη. Γι’ αυτόν το λόγο είναι σκόπιμο να παρουσιαστεί η πολιτική των κυβερνήσεων της περιόδου σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, για να καταδειχθεί και η συνολική οπτική τους βάσει των συγκεκριμένων αντιλήψεων που διέπνεαν την πολιτική σκέψη του Καραμανλή. Α. Οι κυβερνήσεις Καραμανλή αναγνώριζαν τα διαρθρωτικά προβλήματα στον πρωτογενή αγροτικό τομέα και την ανάγκη προσαρμογής του στις μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς (μεγέθυνση εκμεταλλεύσεων, δραστηριοποίηση συνεταιρισμών κ.ά.). Εδωσαν, όμως, προτεραιότητα στη στήριξη τιμών και εισοδημάτων, για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες του αγροτικού κόσμου. Δεδομένης της ανάγκης για διασφάλιση της σταθερότητας του δημοκρατικού πολιτεύματος και για νομιμοποίησή του, λίγους μόλις μήνες μετά την πτώση της δικτατορίας, ήταν απόλυτα λογικό να δοθεί προτεραιότητα στη λήψη μέτρων κοινωνικού χαρακτήρα και άμεσης ανταπόδοσης παρά σε διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες θα προκαλούσαν αντιδράσεις και τα οφέλη τους δεν θα γίνονταν άμεσα αντιληπτά από την κοινή γνώμη. Αυτή η πολιτική είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των ενισχύσεων και επιδοτήσεων προς τον αγροτικό τομέα από 4,5 δισ. δραχμές το 1974 σε 31 δισ. το 1981. Συνολικά, υπήρξε μία ογκώδης μεταφορά πόρων από τον αστικό στον αγροτικό τομέα της οικονομίας, ύψους 251 δισ. δραχμών, με τη μορφή ενισχύσεων και επιδοτήσεων. Ξεχωριστή περίπτωση διεθνώς συνιστούσαν η ευρεία ασφα97

λιστική κάλυψη της γεωργικής παραγωγής και η προστασία της από ακραία καιρικά φαινόμενα με την αξιοποίηση εξελιγμένων τεχνολογικών μεθόδων. Παράλληλα, δόθηκαν σημαντικές αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων για να προσεγγίσουν τις κοινοτικές, ενώ ελήφθησαν σημαντικά μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγής, τη μεγέθυνση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, την ενίσχυση των συνεταιρισμών, τη μείωση του κόστους παραγωγής, την αξιοποίηση των δασικών πόρων, παράλληλα με το πρόγραμμα επενδύσεων για αναδασώσεις, προστασία δασών κ.λπ. Χάρη σε αυτές τις προσπάθειες η επιβράδυνση του ρυθμού ανάπτυξης της αγροτικής παραγωγής (2,4%) δεν ήταν τόσο έντονη όσο του ΑΕΠ. Γενικά, όμως, οι

διαρθρωτικοί στόχοι τέθηκαν σε δεύτερη μοίρα, πολιτική η οποία θα ενταθεί στο μέγιστο βαθμό την επόμενη δεκαετία, θυσιάζοντας τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στο βωμό του πολιτικού – κομματικού συμφέροντος57. Β. Την ίδια περίοδο επιτεύχθηκαν η διεύρυνση της βάσης του δευτερογενούς τομέα, η αύξηση του όγκου παραγωγής και η ουσιαστική ανάπτυξη των βιομηχανικών εξαγωγών. Η κρατική στήριξη εκδηλώθηκε με τη χρηματοδότηση και θέσπιση κινήτρων για την ανάληψη επενδύσεων και την ενίσχυση της υποδομής σε μεγάλα έργα. Βασικό ρόλο στη χρηματοδότηση των επενδύσεων έπαιξαν η ΕΤΒΑ και άλλες επενδυτικές τράπεζες. Η πολιτική

Αεροφωτογραφία για την ολοκλήρωση των έργων στη Λίμνη του Μέγδοβα το 1977 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 98

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση ενός ικανοποιητικού για τα διεθνή δεδομένα ρυθμού ανάπτυξης του δευτερογενούς τομέα (3,3% ετησίως). Ωστόσο, η γενικότερη στασιμότητα που επήλθε μετά το 1979 επηρέασε σοβαρά τον ιδιωτικό τομέα. Οι δυσχέρειες συγκαλύφθηκαν αρχικά μέσω της πιστωτικής πολιτικής και ενός παρεμβατισμού, με αρνητικά αποτελέσματα σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως εκείνη της Ιζόλα. Η ελληνική βιομηχανία έπασχε από σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες, που αναδύθηκαν με την εμφάνιση της διεθνούς κρίσης. Δυστυχώς, ούτε οι κυβερνήσεις ήταν σε θέση να υλοποιήσουν τις αναγκαίες αναδιαρθρώσεις, δεδομένων των αντιλήψεων που υπαγόρευαν τον ενισχυμένο ρόλο του κράτους58. Σημαντική ήταν, επίσης, η μέριμνα για την ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας, όπως αναφέρθηκε ήδη με την ίδρυση της ΕΑΒ, ώστε να προχωρήσει η ανεξαρτητοποίηση από τις αγορές του εξωτερικού και να ωφεληθεί η οικονομία από την εξοικονόμηση συναλλάγματος. Στο πλαίσιο αυτό άρχισε η λειτουργία της μονάδας παραγωγής όπλων, ολοκληρώθηκε η φάση συντήρησης αεροσκαφών και ξεκίνησε η λειτουργία της μονάδας κατασκευής και μετασκευής αρμάτων μάχης.

Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (ΙΓΜΕ), αυξάνοντας και τη χρηματοδότησή του. Η ενεργειακή του πολιτική αποτελείτο από τρεις κατευθυντήριες γραμμές: εντατικοποίηση και αξιοποίηση των εγχώριων ενεργειακών πόρων, εκτεταμένη έρευνα για τον εντοπισμό νέων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων και προσφυγή σε νέες μορφές ενέργειας. Πρωταρχικό του μέλημα ήταν η εκκαθάριση των εκκρεμοτήτων και η αναθεώρηση των συμβάσεων του δικτατορικού καθεστώτος για τις έρευνες πετρελαίου στο κοίτασμα του Πρίνου στη Θάσο, ώστε να βελτιωθούν οι όροι υπέρ του Δημοσίου. Πράγματι, τον Ιούνιο του 1975 υπογράφηκε νέα σύμβαση με τον όμιλο Oceanic59 Μάλιστα, τον Μάιο του 1981 εγκαινίασε και τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης πετρελαίου στη Νέα Καρβάλη Καβάλας60. Ακόμα, τον Δεκέμβριο του 1976 εξαγόρασε από τον όμιλο Νιάρχου το σύνολο των μετοχών των Ελληνικών Διυλιστηρίων Ασπροπύργου, γεγονός που συνέβαλε ουσιαστικά στον ομαλό εφοδιασμό της χώρας με προϊόντα πετρελαίου61.

Γ. Στον τομέα της ενέργειας, κεντρικός άξονας της πολιτικής του Καραμανλή ήταν η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας, διότι αντιλαμβανόταν ότι αποτελούσε καίριο προωθητικό παράγοντα για την ταχύρρυθμη οικονομική και περιφερειακή ανάπτυξη. Επιδίωξή του ήταν όχι μόνο η εξόρυξη ορυκτών, αλλά και η ουσιαστική ανάπτυξη εγχώριων βιομηχανικών μονάδων για τον εμπλουτισμό και επεξεργασία των πρώτων υλών, ώστε να αξιοποιηθεί το ειδικευμένο εργατικό δυναμικό και να επιτευχθεί σημαντικό συναλλαγματικό όφελος.

Η πολιτική του Καραμανλή κινήθηκε ταχύτατα προς την κατεύθυνση του περιορισμού της εξάρτησης της χώρας από το πετρέλαιο, υλοποιώντας τη στροφή προς το λιγνίτη. Ετσι, σχετικά σύντομα ο λιγνίτης υποκατέστησε το πετρέλαιο ως το κύριο καύσιμο για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Η ετήσια παραγωγή ξεπέρασε τους 20 εκατ. τόνους το 1980 έναντι 7 εκατ. το 1970, με συνέπεια η συμβολή του λιγνίτη στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας να ανέλθει στο 46% το 1980 από 38% το 1974. Επίσης, τέθηκαν σε ισχύ 6 υδροηλεκτρικοί σταθμοί συνολικής ισχύος 660 ΜW. Ιδρύθηκε η Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίων, για τις έρευνες της οποίας διατέθηκαν 2,6 δισ. δραχμές, ενώ αυξήθηκαν οι πιστώσεις για την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας που ερευνούσε, σε συνεργασία με το ΙΓΜΕ, για τον εντοπισμό ραδιενεργών μεταλλευμάτων. Τέλος, το συνολικό μήκος των γεωτρήσεων έφθασε το 1980 τα 64 χιλιόμετρα έναντι 7,3 το 1974.

Στο πλαίσιο αυτό, αναδιοργάνωσε το Ινστιτούτο

Δ. Στον τομέα της περιφερειακής πολιτικής και

Στον τομέα της βιοτεχνίας συστάθηκε με το Ν. 707/1977 ο ΕΟΜΜΕΧ, με σκοπό την υποβοήθηση της ανάπτυξης των μικρομεσαίων μεταποιητικών επιχειρήσεων και της χειροτεχνίας.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

99

ανάπτυξης, η κυβέρνηση είχε διαπιστώσει ότι δομικό πρόβλημα της οικονομίας ήταν η ασύμμετρη ανάπτυξη των περιφερειών. Ο Καραμανλής είχε συνειδητοποιήσει ήδη από την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του τη σημασία του περιφερειακού προβλήματος για την υγιή ανάπτυξη και την ενδυνάμωση της εθνικής συνοχής και προχώρησε στη χάραξη μίας περιφερειακής πολιτικής για την καλύτερη χωροταξική κατανομή των οικονομικών και των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, προχώρησε σε ευρεία θεσμική αναδιοργάνωση και αποκέντρωση, με άξονα την ίδρυση του υπουργείου Χωροταξίας, Οικισμού και Περιβάλλοντος και του Εθνικού Συμβουλίου Χωροταξίας και Περιβάλλοντος, καθώς και ειδικών φορέων οικιστικής πολιτικής, όπως η ΔΕΠΟΣ. Με τους Νόμους 286/1976 και 849/1978 θεσπίστηκαν ενισχυμένα κίνητρα για την ενθάρρυνση και την προώθηση ιδιωτικών επενδύσεων στην

περιφέρεια, ειδικά στις ακριτικές περιοχές της Θράκης. Εξάλλου, μέσω του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων διατέθηκαν σημαντικά ποσά για την εκτέλεση νομαρχιακών έργων και άλλων έργων υποδομής με σκοπό την αποκέντρωση και τη συγκράτηση του πληθυσμού στην περιφέρεια. Ε. Στον τομέα της υποδομής και της ανάπτυξης των μεταφορών καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες για τη βελτίωση του συστήματος εθνικών μεταφορών. Ο Καραμανλής επεδίωξε όχι μόνο την άμεση εκτέλεση, αλλά και τον έγκαιρο προγραμματισμό και σχεδιασμό στρατηγικής σημασίας έργων, όπως το μετρό της Αθήνας, το αεροδρόμιο των Σπάτων, την ηλεκτροδότηση και το διπλασιασμό της γραμμής του σιδηροδρομικού άξονα Αθηνών – Θεσσαλονίκης κ.ά. Διατέθηκαν ακόμα 30 δισ. δραχμές για έργα οδοποιίας, με συνέπεια να διανοιχτούν 80 χλμ.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με κράνος πάνω στην εξέδρα ενημερώνεται για την πρόοδο των γεωτρήσεων στο κοίτασμα του Πρίνου στις 22 Νοεμβρίου 1975. Κεντρικός άξονας της πολιτικής του είναι η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου της χώρας (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 100

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εθνικών οδών και 600 χλμ. επαρχιακών. Ασφαλτοστρώθηκαν 660 χλμ. εθνικών οδών και 4.150 επαρχιακών και βελτιώθηκαν 900 χλμ. εθνικών οδών και 2.000 επαρχιακών. Στον τομέα των αεροδρομίων προωθήθηκε η κατασκευή και βελτίωση διαδρόμων και έργων υποδομής στην περιφέρεια, ιδιαίτερα τη νησιωτική, ενώ στις θαλάσσιες συγκοινωνίες έγιναν συνολικά 98 λιμενικά έργα και βελτιώθηκαν οι εγκαταστάσεις φόρτωσης εμπορευματοκιβωτίων στον Πειραιά. Ιδιαίτερη ήταν η μέριμνα του Καραμανλή για την αντιμετώπιση των συγκοινωνιακών προβλημάτων της Αθήνας. Γι’ αυτό προχώρησε σε διοικητική αναδιάρθρωση των υπεύθυνων φορέων, δημιουργώντας τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών (ΟΑΣ) και τους επιμέρους ειδικούς ΕΑΣ, ΗΛΠΑΠ και ΗΣΑΠ. Ακόμα, έγιναν μεγάλα έργα σε κεντρικές λεωφόρους του Λεκανοπεδίου (Βουλιαγμένης,

Κηφισίας, Αθηνών, Συγγρού, Ιεράς Οδού κ.ά.), ενώ με προσωπική του μέριμνα καταρτίστηκε το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο για την πρωτεύουσα. Σημειωτέον ότι η κατάσταση στην Αθήνα είχε επιδεινωθεί αφότου το πρώτο Ρυθμιστικό, το οποίο είχε επιμεληθεί το 1963, είχε τεθεί στο περιθώριο63. Τέλος, χάρη στην προσωπική μέριμνα του Καραμανλή, ολοκληρώθηκαν τα υδρευτικά έργα του Μόρνου τον Νοέμβριο του 197964. Ετσι, ολοκλήρωσε την 25ετή του εργασία για την επαρκή υδροδότηση της πρωτεύουσας μετά την κατασκευή του αγωγού της Υλίκης κατά την πρώτη περίοδο της πρωθυπουργίας του. ΣΤ. Τα ευνοϊκά για τη χρηματοδότηση της ναυτιλίας κυβερνητικά μέτρα της περιόδου είχαν ως αποτέλεσμα να αυξηθούν κατά 25% τα πλοία υπό ελληνική σημαία, κατά 71,2% η χωρητικότητά τους και κατά 109,4% οι εισπράξεις σε συνάλλαγμα (από 867,1 εκατ. δολάρια το 1974 σε 1.815,9

Στόχος του Καραμανλή ήταν η απεξάρτηση της ΔΕΗ από το πετρέλαιο. Στα εγκαίνια του υδροηλεκτρικού εργοστασίου στο Πουρνάρι Αρτας, 28 Μαρτίου 1981 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

101

εκατ. το 1980). Η εξέλιξη αυτή είχε ως συνέπεια ο ελληνικός στόλος να αποτελεί το 35,5% μεταξύ των χωρών της ΕΟΚ σε χωρητικότητα και το 26,3% σε αριθμό πλοίων. Είναι χαρακτηριστικό ακόμα ότι από το 1982 και μετά ακολουθεί μία καθοδική πορεία ως προς τα πλοία υπό ελληνική σημαία, η οποία ξεπέρασε το 100% (42.488 το 1981 – 20.898 το 1989). Ζ. Στον τομέα του τουρισμού βασικοί στόχοι ήταν η δημιουργία εκσυγχρονισμένων και βιώσιμων τουριστικών μονάδων και η αποκέντρωση, σε συνέχεια της εκτεταμένης και στρατηγικά σχεδιασμένης τουριστικής πολιτικής της πρώτης πρωθυπουργικής περιόδου. Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν σαφή: οι τουριστικές μονάδες αυξήθηκαν στη διάρκεια της εξαετίας κατά 61,9%,

ο αριθμός των κλινών κατά 59,4%, ο αριθμός των τουριστών κατά 163,8%, ξεπερνώντας τα 5 εκατ., ενώ το τουριστικό συνάλλαγμα αυξήθηκε κατά 286,8%, ξεπερνώντας τα 1.730 εκατ. δολάρια, παρά τις συνέπειες της διεθνούς ύφεσης. H. Στον τομέα της Υγείας, το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στράφηκε στην αποκέντρωση και τη βελτίωση των υπηρεσιών στην περιφέρεια. Στο πλαίσιο αυτό ενισχύθηκαν τα αγροτικά ιατρεία, προωθήθηκε η διασπορά των νοσηλευτικών ιδρυμάτων σε όλη τη χώρα και δημιουργήθηκαν πανεπιστημιακές σχολές Ιατρικής σε απομακρυσμένες περιοχές. Παράλληλα, ανεγέρθησαν 7 νέα νοσοκομεία και προστέθηκαν 5 νέες πτέρυγες σε υπάρχοντα. Ετσι, δημιουργήθηκαν 2.200 νέες κλίνες στο νοσοκομειακό δυναμικό της χώρας,

Ο Κ. Καραμανλής επιθεωρεί τα έργα της παραλιακής Λεωφόρου Φαλήρου στις 2 Απριλίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 102

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ενώ δόθηκαν πιστώσεις για τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού των περισσότερων νοσοκομείων. Δυστυχώς, όμως, το σπουδαίο μεταρρυθμιστικό νομοσχέδιο του υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών Σπύρου Δοξιάδη για τα Μέτρα Προστασίας της Υγείας δεν προωθήθηκε μετά τη μετάβαση του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, αφού συνάντησε ισχυρές αντιδράσεις ακόμα και εντός της Νέας Δημοκρατίας65. Στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας λήφθηκαν σοβαρά μέτρα για την προστασία των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Ιδρύθηκαν πολυάριθμοι παιδικοί σταθμοί με δυνατότητα φιλοξενίας 8.500 παιδιών προσχολικής ηλικίας. Αυξήθηκαν σημαντικά τα επιδόματα για τα απροστάτευτα παιδιά και για τους πολυτέκνους, ενώ εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πρόγραμμα προστασίας ηλικιωμένων με τη δημιουργία ειδικών κέντρων που προσφέρουν ιατρική φροντίδα, ψυχαγωγία και εργασιοθεραπεία66.

Η πολιτική Καραμανλή στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης: Μία ατελής μεταρρύθμιση Ως επακόλουθο της αποκατάστασης των δημοκρατικών θεσμών, επιχειρήθηκε η συγκρότηση ενός κοινωνικού κράτους προσανατολισμένου στο πρότυπο των βιομηχανικών κρατών της Β. και Δ. Ευρώπης. Το δυστύχημα ήταν ότι το εγχείρημα αυτό συνέπεσε ουσιαστικά με την έναρξη της κρίσης και αμφισβήτησης του προτύπου αυτού και της κεϋνσιανής πολιτικής στον ανεπτυγμένο κόσμο, καθώς και με την αρνητική μεταστροφή όλων των δεικτών κεφαλαιακής συσσώρευσης στην Ελλάδα. Παρ’ όλα αυτά, σημειώθηκαν αξιόλογες μεταβολές και μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στους τομείς της Κοινωνικής Ασφάλισης, της Υγείας και της Πρόνοιας, με το σκεπτικό ότι η οικονομική ανάπτυξη δημιουργεί τις υλικές προϋποθέσεις για τη βελτίωση της κοινωνικής ευημερίας, η οποία δεν αφορά μόνο στην υλική, αλλά και στην πνευματική και την ηθική ζωή και υγεία. Αυτό που είχε σημασία δεν ήταν μόνο το ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Στόχος των κυβερνήσεων Καραμανλή ήταν η ίδρυση σύγχρονων και βιώσιμων τουριστικών μονάδων. Στα εγκαίνια του χιονοδρομικού κέντρου Παρνασσού, 22 Φεβρουαρίου 1976. Δεξιά, ο αδελφός του Αχιλλέας Καραμανλής και ο Δημ. Παπασπύρου (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

μέγεθος του εθνικού εισοδήματος, αλλά και ο τρόπος κατανομής του μεταξύ των πολιτών. Αν αυτή επαφιόταν στις δυνάμεις της αγοράς, το εισόδημα που θα απέμενε στους εργαζομένους θα ήταν μικρότερο απ’ ό,τι όφειλε να είναι. Αυτή ακριβώς η κοινωνικού χαρακτήρα κρατική παρέμβαση επεδίωκε να θεραπεύσει τις ατέλειες του μηχανισμού της αγοράς μέσω της δικαιότερης κατανομής του εθνικού εισοδήματος, σύμφωνα με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Οι δύο αυτές αρχές διαμορφώνουν τις ηθικές προϋποθέσεις για την πρόοδο και την κοινωνική ανάπτυξη. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το ασφαλιστικό σύστημα ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί πρωταρχικά ως εργαλείο της επεκτατικής κυβερνητικής πολιτικής. Παρότι καταβλήθηκαν σημαντικές προσπάθειες και για τον εκσυγχρονισμό του, γενικά δόθηκε έμφαση σε 103

μεσοπρόθεσμα ζητήματα εις βάρος μίας ευρύτερης, μακροπρόθεσμης πολιτικής, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν οι κυβερνήσεις Καραμανλή – Ράλλη να μεταβάλουν τη ροή των πραγμάτων στον ασφαλιστικό τομέα, πολύ περισσότερο που η πολιτική τους δεν βρήκε συνεχιστές67. Σε ένα πρώτο επίπεδο, όπως ήδη επισημάνθηκε, η αποκατάσταση του εισοδήματος των ασθενέστερων στρωμάτων αποτέλεσε πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα. Σε αυτό το πλαίσιο, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών, όπως και στις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης, ήταν ιδιαίτερα σημαντική: από 11,5% του ΑΕΠ το 1974 στο 14% το 1978. Μάλιστα, κινήθηκε με ρυθμούς ταχύτερους από την αύξηση του ΑΕΠ, καθώς για την περίοδο 1974-1980 έφθασε στο 244%, σε μία προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι ανάγκες για βελτίωση και διεύρυνση των κοινωνικών υπηρεσιών και παροχών68.

Η αύξηση των κοινωνικών δαπανών δεν έγινε άκριτα, αλλά με σκοπό την ορθολογική οργάνωση και εξυγίανση των ασφαλιστικών οργανισμών. Η επανεκτίμηση της σχέσης εισφορών – παροχών μέσω της αναλογικής εξέλιξής τους, η προώθηση της ενοποίησης και συγχώνευσης ομοειδών Ταμείων, ώστε οι 278 φορείς που βρίσκονταν υπό την εποπτεία του υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών να μειωθούν σταδιακά σε 60, αποτέλεσαν τις βασικές συνιστώσες προς την επίτευξη του πρωταρχικού αυτού στόχου. Πράγματι, η δυναμική συσχέτιση και η τιμαριθμική αναπροσαρμογή εισφορών και παροχών οδήγησαν άμεσα σε σημαντικές συνταξιοδοτικές αυξήσεις και στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των Ταμείων, ειδικά μετά το 1977, οπότε δόθηκε ακόμα μεγαλύτερη έμφαση στην οικονομική ενίσχυση και τη θεσμική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος:

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΩΤΑΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ 1977 - 1981 ΑΝΩΤΑΤΗ

(σε χιλιάδες δραχμές)

ΚΑΤΩΤΑΤΗ

1977

1981

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΥΞΗΣΗΣ

1977

1981

ΠΟΣΟΣΤΟ ΑΥΞΗΣΗΣ

ΙΚΑ

16.958

44.117

160%

3.800

9.000

137%

ΤΣΑΥ

11.520

29.850

159%

6.768

15.711

132%

ΤΣΜΕΔΕ

12.670

24.932

96%

3.463

7.793

125%

ΟΓΑ

1.500

4.500

200%

1.000

3.000

200%

ΤΕΒΕ

6.000

18.700

211%

2.062

6.000

190%

ΤΑΕ

14.000

31.150

122%

3.000

7.100

136%

ΤΑΝΠΥ

22.600

47.600

110%

3.800

9.000

136%

ΤΣΑ

4.831

16.270

226%

3.800

7.848

106%

ΤΑΚΕ

18.288

33.878

85%

3.165

7.500

137%

ΝΟΜΙΚΩΝ

13.477

27.576

105%

3.359

9.376

179%

ΤΑΜΕΙΟ

104

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ενδεικτικότερη περίπτωση οι πραγματικές συντάξεις του ΟΓΑ (μετά την αφαίρεση του πληθωρισμού), οι οποίες αυξήθηκαν κατά 107,5% (οι συνολικές δαπάνες του Οργανισμού ανήλθαν από 5,1 δισ. δραχμές το 1974 σε 23,1 δισ. το 1980). Δεν ήταν απλά η αύξηση των συντάξεων. Η κυβέρνηση θέσπισε ανώτατο όριο στη σύνταξη που λάμβαναν προνομιούχοι ασφαλισμένοι, θέλοντας να καταπολεμήσει αδικίες και διαφοροποιήσεις παροχών, οι οποίες οφείλονταν αφενός στην έλλειψη ενιαίας ασφαλιστικής ρύθμισης εξαιτίας της ύπαρξης πολλών και διάσπαρτων Ταμείων και αφετέρου στα κεκτημένα δικαιώματα, που απολάμβαναν διάφορες κατηγορίες εργαζομένων, ανάλογα με την ισχύ που διέθεταν. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, εισήχθη μία σειρά μεταρρυθμίσεων για την ποιοτική βελτίωση του συστή-

ματος. Η ίδρυση του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΤΕΑΜ), το οποίο εξασφάλιζε μία δεύτερη σύνταξη σε όλους τους εργαζομένους, και η θεσμική κατοχύρωση του ΙΚΑ ως πόλου έλξης όσων Ταμείων αδυνατούσαν να προσφέρουν το ελάχιστο όριο των δικών του παροχών συνέβαλαν καθοριστικά στη θεσμοθέτηση μίας σταθερής βάσης για το μέλλον των ασφαλισμένων. Ωστόσο, η κυβέρνηση δεν κατόρθωσε να προωθήσει την ενοποίηση του συστήματος όσο θα επιθυμούσε, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τα Ταμεία των τραπεζών. Με σκοπό την εξυγίανση των Ταμείων, η κυβέρνηση επιδίωξε ακόμα να εισαγάγει καίριες μεταρρυθμίσεις, όπως η αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των αποθεματικών τους, μέσω της ορθολογικής επένδυσής τους στη χρηματιστηριακή αγορά, και να λάβει αυστηρά μέτρα, όπως η

Ο υφυπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών Γεράσιμος Αποστολάτος παραδίδει τις πρώτες συντάξεις σε ανασφάλιστους τον Αύγουστο του 1981 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

105

αποφυγή διευκολύνσεων σε οφειλέτες. Παράλληλα, επέμεινε στην αυστηρή τήρηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, με σκοπό την αποφυγή υπερβολικής χρήσης της δυνατότητας για πρόωρη συνταξιοδότηση. Σημαντικές ήταν, επίσης, οι προσπάθειες της ηγεσίας του υπουργείου, με αρμόδιο τον υφυπουργό Κοινωνικών Υπηρεσιών Γεράσιμο Αποστολάτο, για την προώθηση της μηχανοργάνωσης των Ταμείων ήδη από τα μέσα του 1978, με σκοπό την εξάλειψη διαχρονικών προβλημάτων, που είχαν σοβαρές επιπτώσεις στα έσοδα. Απώτερος στόχος ήταν η δημιουργία Εθνικού Ασφαλιστικού Μητρώου για όλους τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους.

Αλλα μέτρα τα οποία αποσκοπούσαν στην εξυγίανση του συστήματος ήταν: α) η αναθεώρηση των προϋποθέσεων για την ένταξη επαγγελματικών ομάδων στην κατηγορία των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, β) η επανεξέταση των περιπτώσεων χορήγησης αναπηρικών συντάξεων, που έφθαναν στο 49% του συνόλου των συντάξεων, τη στιγμή που ο μέσος όρος στην ΕΟΚ ήταν 7-8% και γ) η κατάργηση προκλητικών διατάξεων, όπως η εξαπάτηση των Ταμείων μέσω εικονικά υψηλών μισθών κατά την τελευταία πριν από τη συνταξιοδότηση διετία, ώστε να κατοχυρώνεται υψηλότερη σύνταξη, ή οι μετακινήσεις ασφαλισμένων από κάποιον αδύνατο σε ισχυρό φορέα, χάρη στην οποία θα απολάμβαναν υψηλότερη σύνταξη.

Ο πρωθυπουργός στην τελετή εγκαινίων του υδροηλεκτρικού φράγματος στον Μόρνο, 8 Νοεμβρίου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 106

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Τα μέτρα, όμως, που μετέβαλαν ουσιαστικά το τοπίο στην Κοινωνική Ασφάλιση ήταν η διοικητική και οικονομική αναμόρφωση των μεγάλων Ταμείων, η επέκταση του ΙΚΑ σε όλη τη χώρα, η παροχή φαρμακευτικής και νοσηλευτικής προστασίας σε νέες ομάδες ασφαλισμένων και συνταξιούχων (συνολικά 1,6 εκατ. νέοι δικαιούχοι) και η ασφαλιστική κάλυψη όλου του ενεργού πληθυσμού, με συνέπεια την κάλυψη του 99% των εργαζομένων. Ακόμα, αξίζει να σημειωθεί η θεσμική κατοχύρωση ορισμένων ζητημάτων, απαραίτητη εν όψει της ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αυτά ήταν η επέκταση της 35ετίας και στον ιδιωτικό τομέα, η αυτόματη αναπροσαρμογή των συντάξεων του ΙΚΑ ανάλογα με την εξέλιξη της οικονομίας και σε αντιστοιχία με την αύξηση του ημερομισθίου του ανειδίκευτου εργάτη και η ευθυγράμμιση του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα μέσω της θέσπισης της διαδοχικής ασφάλισης από τον πρώτο στο δεύτερο. Δεδομένου, όμως, ότι η εφαρμογή της αντιστοιχίας εισφορών - παροχών θα είχε ως συνέπεια την ουσιαστική κατάργηση των κατώτατων ορίων συντάξεων και την ανατροπή της ασφαλιστικής ισορροπίας, η κυβέρνηση προώθησε την ενίσχυση των κατώτατων ορίων συντάξεων και την κάλυψη όλων των έως τότε ανασφάλιστων πολιτών με την παροχή μίας ελάχιστης σύνταξης και δωρεάν ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Το μέτρο αυτό σχεδιάστηκε επί κυβερνήσεων Καραμανλή και υλοποιήθηκε επί Ράλλη, αποτελώντας την κορωνίδα της κοινωνικής πολιτικής των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας.69

Η οικονομική πτυχή της ένταξης στην ΕΟΚ Η προσχώρηση στην ΕΟΚ αποτελούσε εξέλιξη αλληλένδετη με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Ο Καραμανλής προσέβλεψε πρωταρχικά στα πολιτικά οφέλη της χώρας από την ένταξη σε έναν ισχυρό συνασπισμό κρατών με προοπτικές ενοποίησης σε ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πολιτικό επίπεδο, ενώ τα οικονομικά οφέλη έπαιζαν μάλλον συμπληρωματικό ρόλο. Οπως το έθεσε και ο ίδιος, επεδίωκε την ένταξη «προπάντων για λόγους πολιτικούς, που αναφέρονται εις την σταθεροποίησιν της Δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους… Διότι είναι πλέον σαφές ότι η Ελλάς εντασσόμενη στην Ευρώπη θα επιτύχη και την ενίσχυσιν της εξωτερικής ασφάλειας και την κατοχύρωσιν του δημοκρατικού της πολιτεύματος»70. Θεωρώντας, λοιπόν, την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως τον καλύτερο τρόπο για τη σταθεροποίηση της Δημοκρατίας και τη διασφάλιση των μακροπρόθεσμων συμφερόντων ασφάλειάς της, ο Καραμανλής υπέβαλε τον Ιούνιο του 1975 αίτημα για πλήρη προσχώρηση της χώρας του στην Κοινότητα, χωρίς να περιμένει την πλήρη εφαρμογή της Συμφωνίας Σύνδεσης, της οποίας οι μεταβατικές διατάξεις επεκτείνονταν έως το 1984, δεδομένου, μάλιστα, ότι οι σχέσεις με την Ευρώπη γενικότερα είχαν «παγώσει» μετά την επιβολή της δικτατορίας. Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωνε τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, που περιόριζαν τη δυνατότητά της να εναρμονιστεί με τις οικονομίες των κρατών – μελών. Επεσήμαινε δε το μέγεθος του αγροτικού πληθυσμού και τη δομή της αγροτικής οικονομίας, καθώς και τη σχετικά ασθενή βιομηχανική βάση, φοβούμενη ότι μία ένταξη της Ελλάδας πριν από την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών θα επιβάρυνε υπέρμετρα την Κοινότητα. Ομως, η εισαγωγή των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, ακόμα και με τη στήριξη της Επιτροπής, θα συνιστούσε ένα περίπλοκο και χρονοβόρο εγχείρημα. Η Επιτροπή πρότεινε μία προπαρασκευαστική περίοδο ορισμένων ετών πριν αναληφθούν οι υποχρεώσεις της ένταξης. Η αντίδραση του Καραμανλή ήταν δυναμική και η πίεσή του σε πολιτικό επίπεδο αποτελεσματική, καθώς το συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών απέρριψε στις 9 Φεβρουαρίου την αρνητική γνωμοδότηση της Επιτροπής, ανοίγοντας το δρόμο, έπειτα από επίπονες διαπραγματεύσεις, για την υπογραφή της Πράξης Προσχώρησης στις 28 Μαΐου του 1979 στο Ζάππειο Μέγαρο71. 107

Ο Καραμανλής και η κυβέρνησή του επιδίωκαν την ταχύτερη δυνατή ένταξη για μία σειρά από λόγους: η συναίνεση των Ευρωπαίων για τη διεύρυνση προς Νότο, αλλά και της ελληνικής κοινής γνώμης για την ένταξή της στα «αχαρτογράφητα νερά» της Ευρώπης, υπό την επίδραση, μάλιστα, μίας «θορυβώδους» αντιπολίτευσης, δεν ήταν καθόλου δεδομένη. Η επιδίωξη αυτή του Καραμανλή στέφθηκε από επιτυχία, καθώς υπερκέρασε τόσο τις αντιρρήσεις εκείνων που στρέφονταν εναντίον της διεύρυνσης και επιθυμούσαν τουλάχιστον την ταύτιση του χρονοδιαγράμματος της ελληνικής ένταξης με εκείνη της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, όσο και εκείνων που αντι-

κειμενικά διέβλεπαν τις δυσκολίες προσαρμογής μίας ανέτοιμης ακόμα ελληνικής οικονομίας. Η κριτική αντιμετώπιση των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε η ελληνική κυβέρνηση, με υπεύθυνο τον Γεώργιο Κοντογεώργη και ένα εξαιρετικό επιτελείο τεχνοκρατών, δεν ευσταθεί, αφού και οι μεταγενέστερες προσχωρήσεις δεν επιτεύχθηκαν με ουσιωδώς διαφορετικές προβλέψεις. Το περίφημο «κοινοτικό κεκτημένο» δεν άφηνε πολλά διαπραγματευτικά περιθώρια πέρα από μεταβατικές ρυθμίσεις για ορισμένα αγροτικά προϊόντα ή και κάποια έκτακτη προενταξιακή βοήθεια.

Ο Κ. Καραμανλής ανάμεσα στους Γ. Ράλλη και Γ. Κοντογεώργη υπογράφει τη Συνθήκη Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 28 Μαΐου 1979. 108

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Συνεπώς, αυτό που πρέπει να υπογραμμίζεται είναι ότι η επιτυχία της κυβέρνησης να γίνει το αίτημα ένταξής της αποδεκτό σε τόσο σύντομο διάστημα μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας δεν ήταν καθόλου αυτονόητη. Η ταχεία και ομαλή αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και η επίλυση του πολιτειακού ζητήματος, ειδικά αν συγκριθεί με τις αντίστοιχες διαδικασίες στα κράτη της Ιβηρικής ή της Λατινικής Αμερικής, κατέστησαν δυνατή την ευόδωση του ελληνικού αιτήματος και την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων μέχρι τα τέλη του 197872. Το μειονέκτημα μίας τόσο ταχείας διαδικασίας ήταν η ελλιπής προετοιμασία της οικονομίας και της κοινωνίας εν όψει της ένταξης. Η κυβέρνηση αναγνώριζε ότι έπρεπε να υπάρξει έγκαιρη προσαρμογή στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον που συνιστούσε η ΕΟΚ. Πράγματι, τόσο η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γεωργίου Ράλλη όσο και οι διατάξεις του νέου Συντάγματος εντάσσονται σε μία ευρύτερη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, όπως και άλλες πρωτοβουλίες σε θεσμούς, κρατική διοίκηση κ.λπ., όχι, όμως, στην κλίμακα που ήταν απαραίτητο, αφού ο κρατικός μηχανισμός αποδείχθηκε μάλλον ανασχετικός παράγοντας τόσο πριν όσο και μετά την ένταξη. Εξάλλου, την προσπάθεια διαμόρφωσης κάποιας εναλλακτικής στρατηγικής προσαρμογής υπονόμευε και η αξιωματική αντιπολίτευση μετά το 1977, που πρέσβευε μία πολιτική αποσύνδεσης από το διεθνή και τον ευρωπαϊκό περίγυρο73. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι αυτονόητη δεν ήταν ούτε η επιλογή της στρατηγικής κατεύθυνσης της χώρας προς τη Δύση και ειδικά προς την ευρωπαϊκή κοινότητα. Σε μία εποχή έντονης αντιπαλότητας για το κατάλληλο οικονομικοκοινωνικό καθεστώς, η ένταξη στην ΕΟΚ ταυτίστηκε με την επιλογή εσωτερικού οικονομικού μοντέλου, καθώς συνεπαγόταν την αποδοχή συγκεκριμένων θεσμών και προτύπων στο πλαίσιο της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Το κυρίαρχο πρότυπο της μικτής οικονομίας ή του ρυθμιζόμενου καπιταλισμού καθόριζε και τις επιλογές της οικονομικής πολιτικής, οι οποίες ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εκλάμβαναν αυτήν την περίοδο μορφή καθεστωτικού ζητήματος λόγω της ριζοσπαστικοποίησης του πολιτικού σκηνικού και της κοινωνίας ευρύτερα. Στο πλαίσιο αυτό, εκδηλώθηκε οξεία η αντιπαράθεση ανάμεσα στους θεματοφύλακες ενός φιλελεύθερου καθεστώτος, προστατευμένου, ωστόσο, χάρη στην παρέμβαση του κράτους, και στους θιασώτες μίας σοσιαλιστικής οικονομίας διαφόρων αποχρώσεων – από τριτοκοσμικές έως ορθόδοξες σοσιαλιστικές λύσεις. Το πρόβλημα αυτής της αντιπαράθεσης ήταν ότι διεξήχθη με ιδεολογικούς όρους, ανάμεσα στην υιοθέτηση καπιταλισμού ή σοσιαλισμού, και δεν αφορούσε ουσιαστικά ζητήματα, όπως οι συνέπειες της ένταξης για τη γεωργία, το εξωτερικό εμπόριο κ.λπ. Μόνο το ΚΚΕ Εσωτερικού και η ΕΔΑ τάσσονταν εκείνη την περίοδο υπέρ της ένταξης, έστω και κριτικά, θεωρώντας ότι με την προϋπόθεση ορισμένων διαρθρωτικών αλλαγών θα μπορούσε η εξέλιξη αυτή να ενισχύσει τις διαδικασίες εκσυγχρονισμού και εκδημοκρατισμού της χώρας. Ο Καραμανλής και ο ευρύτερος φιλελεύθερος χώρος συσχέτιζαν ξεκάθαρα την επικείμενη ένταξη με την υιοθέτηση συγκεκριμένου πολιτικού και οικονομικού μοντέλου και δικαιώθηκαν όχι μόνο από τις εσωτερικές, αλλά και από τις διεθνείς εξελίξεις. Η Ελλάδα με την ένταξή της διασφάλισε τόσο τη θέση της στο δυτικό σύστημα, και μάλιστα σε μία εποχή που οι σχέσεις της με τη Βορειοατλαντική Συμμαχία ήταν ιδιαίτερα προβληματικές, αλλά και ένα καθεστώς ομαλής Δημοκρατίας και μικτής οικονομίας74. Αν η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ είχε αναβληθεί, τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα είχε χάσει και το επόμενο κύμα διεύρυνσης του 1985 που έφερε την Ισπανία και την Πορτογαλία στους κόλπους της Κοινότητας, καθώς οι επιλογές του Παπανδρέου πιθανόν να προκαλούσαν έντονη δυσφορία στα κράτη – μέλη. Το χειρότερο θα ήταν ότι η στρατηγική αυτή επιλογή θα είχε αποδυναμωθεί σε καθοριστικό βαθμό στους κόλπους της κοινής γνώμης και δεν θα υπήρχε η ανάλογη δυναμική 109

για τη διεκδίκηση της ένταξης μετά τις ρητορικές εξάρσεις και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Οπως και να ’χει, η παράταση αυτής της κατάστασης θα επέφερε πολιτική αστάθεια, οικονομική κρίση και πιθανή εμπλοκή της χώρας στον κυκεώνα των βαλκανικών εθνικισμών, που μία δεκαετία αργότερα αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια. Σε αυτό το πλαίσιο, εξάλλου, είναι χρήσιμο να εξεταστεί και η μετάβαση του Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, σε μία προσπάθειά του να προστατεύσει τη συνέχιση του δόγματος που με τόσο δυναμισμό υπερασπιζόταν: «Ανήκομεν εις την Δύσιν»75.

Απολογισμός Ουσιαστικά, η υπό εξέταση περίοδος διακυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας (1974-1981) αποτελεί έναν κύκλο της ελληνικής οικονομίας: Από την κρίση του 1974 στη σταθεροποίηση και ανάπτυξη και μετά πάλι στη στασιμότητα και τον πληθωρισμό. Στη διαμόρφωση αυτού του κύκλου συνέτειναν εξωτερικοί (διεθνείς πετρελαϊκές κρίσεις, Κυπριακό, Ελληνοτουρκικά) και εσωτερικοί παράγοντες (η κυβερνητική οικονομική πολιτική, ιδεολογικές αντιλήψεις, αριστερόστροφη πορεία της κοινωνίας, κομματισμός, χαλαρή δημόσια ηθική κ.λπ.).

Από την ιστορική κοινοβουλευτική αντιπαράθεση Κ. Καραμανλή και Α. Παπανδρέου σχετικά με το «ανήκομεν εις τη Δύσιν» στις 13 Δεκεμβρίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 110

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Υπό την επήρεια της διεθνούς κρίσης, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας σημείωσαν επιβράδυνση. Ομως, είναι αναντίρρητο ότι βελτιώθηκε θεαματικά το επίπεδο ευημερίας του ελληνικού λαού: το κατά κεφαλήν εισόδημα αυξήθηκε, σε τρέχουσες τιμές, από 65.000 δραχμές το 1974 σε 186.500 το 1980, δηλαδή κατά 187%. Αυτό σημαίνει ότι σε σταθερές τιμές η αύξηση ανερχόταν στο 23%, από τους υψηλότερους ρυθμούς που επιτεύχθηκαν διεθνώς. Σύμφωνα με την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η ανάπτυξη της περιόδου 1974-1981, παρά τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά τα τέλη της, πέτυχε να βελτιώσει τη διανομή του εισοδήματος, όπως ήταν ο πρώτιστος στόχος του Καραμανλή, σε αντίθεση με ό,τι καταγράφεται για τη δεκαετία του 1980, οπότε ακολουθήθηκε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική βασισμένη αποκλειστικά στον εξωτερικό δανεισμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ανερχόταν το 1981 στο 77,7% του μέσου όρου των κρατών – μελών της ΕΟΚ, για να υποχωρήσει το 1990 στο 65,5% και να επανέλθει στο 75,5% μόλις το 200476. Από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος επωφελήθηκαν κατά κύριο λόγο οι μισθωτοί: οι εβδομαδιαίες αποδοχές των βιομηχανικών εργατών αυξήθηκαν κατά 241% και οι μηνιαίες αποδοχές των υπαλλήλων κατά 205,4%, δηλαδή με ρυθμούς ανώτερους της αύξησης του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου φαινόταν ενδεικτικά, πέρα από την αύξηση των ιδιωτικών καταθέσεων, από την αύξηση των αυτοκινήτων Ι.Χ., που έφθασαν το 1980 στις 852.800 από 355.500 το 1974, σημειώνοντας, μάλιστα, μεγαλύτερη αύξηση στην περιφέρεια από ό,τι στα αστικά κέντρα. Δεν επρόκειτο, όμως, απλά για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, αλλά για τη μείωση των ανισοτήτων χάρη στην εντυπωσιακή αναδιανομή εισοδήματος που συντελέστηκε την περίοδο αυτή και συνεχίστηκε μέχρι το 1982. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής συνδέεται με τη μείωση καταρχάς του ποσοστού σχετικής φτώχειας στην Ελλάδα (σχετικά φτωχή είναι η οικογένεια που διΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αθέτει ισοδύναμο εισόδημα ή επίπεδο κατανάλωσης μικρότερο από το μισό του μέσου ισοδύναμου εισοδήματος και όχι μόνο του χρηματικού) κατά το διάστημα 1974-81 από 23,5% σε 16%, για να μείνει έκτοτε σταθερό και με ανοδικές τάσεις (16,6% το 1988). Αντίστοιχα, το ποσοστό της απόλυτης φτώχειας (ορίζεται σε συνάρτηση με ένα ελάχιστο επίπεδο αγοραστικής δύναμης που θεωρείται ότι εξασφαλίζει τα στοιχειώδη) μειώθηκε από 23,5% το 1974 σε 8,8% το 1981-82, για να φθάσει ακόμα και στο 9,4% το 198877. Στο επίπεδο του αποτελέσματος ασφαλώς οι προθέσεις της κυβέρνησης υπερέβαιναν τις δυνατότητές της, δεδομένων των εγχώριων και των διεθνών οικονομικών περιορισμών. Ακόμα και ο Αποστολάτος παραδέχθηκε στα μέσα του 1981 ότι τα βήματα που έγιναν ήταν σημαντικά, αλλά το σύστημα δεν είχε καθαρίσει από τις παραλείψεις και τα σφάλματα του παρελθόντος ούτε είχε αποκατασταθεί η κοινωνική δικαιοσύνη78. Η αναποτελεσματικότητα μίας επεκτατικής πολιτικής, η οποία δεν λαμβάνει υπόψη της τους εξωτερικούς περιορισμούς μίας μικρής ανοιχτής οικονομίας, όπως η ελληνική, είναι ασφαλώς ένα ζήτημα προς εξέταση. Διαφέρει, όμως, από το βασικό πρόβλημα, το οποίο εντοπίζεται στο γεγονός ότι τα επιτεύγματα της περιόδου αυτής, χάρη στην υλοποίηση ενός φιλελεύθερου ιδεολογικά προγράμματος με κοινωνική κατεύθυνση, δεν είχαν συνέχεια, αλλά χάθηκαν στα απόνερα του πολιτικού καιροσκοπισμού, της επίπλαστης ευδαιμονίας και του ατομικισμού, των εντελώς αντίθετων, δηλαδή, αξιών από εκείνες που πρέσβευε ως πολιτικός και ως άνθρωπος ο Κωνσταντίνος Καραμανλής.

Πρωτογενείς πηγές Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή, Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» Αρχείο Γεράσιμου Αποστολάτου, Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» 111

Bιβλιογραφία Αρβανιτόπουλος Κωνσταντίνος, Κοινωνικός φιλελευθερισμός. Για την Ελλάδα της ελευθερίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης (Αθήνα: Ποιότητα, 2012)

Παπακωνσταντίνου Απόστολος, Κοινωνική Δημοκρατία και Κοινωνικό Κράτος Δικαίου κατά το Σύνταγμα του 1975/1986/2001 (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2006)

Βενιέρης Δ. – Παπαθεοδώρου Χρ. (επιμ.), Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα. Προκλήσεις και προοπτικές (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003)

Προβόπουλος Γεώργιος, Κοινωνική Ασφάλιση. Μακροοικονομικές όψεις του χρηματοδοτικού προβλήματος (Αθήνα: ΙΟΒΕ, 1987),

Βούλγαρης Γιάννης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974-1990: Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία (Αθήνα: Θεμέλιο, 2002)

Σβολόπουλος Κωνσταντίνος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο, Γεγονότα, Κείμενα (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1997), τόμοι 8-11

Εβερτ Μιλτιάδης, Καραμανλής – Ο Αναμορφωτής (Αθήνα: 1983)

Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Μπότσιου Κωνσταντίνα Ε., Χατζηβασιλείου Ευάνθης (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Εικοστό Αιώνα. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, Ζάππειο Μέγαρο, 5-9 Ιουνίου 2007 (Αθήνα: Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 2008), τόμος Γ΄.

Ιορδάνογλου Χρυσάφης Ι., Η ελληνική οικονομία στη «μακρά διάρκεια», 19542005 (Αθήνα: Πόλις, 2008) Καζάκος Πάνος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά: Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 19442000 (Αθήνα: Πατάκης, 2001) Κατρούγκαλος Γιώργος, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής. Θεσμοί παροχικής διοίκησης και κοινωνικά δικαιώματα στο σύγχρονο κόσμο (Αθήνα - Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1998) Κωστής Κώστας, «“Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας”. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18oς – 20ός αιώνας (Αθήνα: Πόλις, 2013) Μασσίπ Ροζέ, Καραμανλής, ο Ελληνας που ξεχώρισε (Αθήνα: 1982) Πανταζίδης Στέλιος, Μακροοικονομικές εξελίξεις και οικονομική πολιτική στην Ελλάδα: από τη Μεταπολίτευση μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ (1975-2000) (Αθήνα: Κριτική, 2002) 112

Σβολόπουλος Κωνσταντίνος, Καραμανλής, 1907-1998. Μία πολιτική βιογραφία (Αθήνα: Ικαρος, 2011) Τζερμιάς Παύλος Ν., Ο «Ριζοσπαστικός Φιλελευθερισμός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μια διαλεκτική διερεύνηση με πυξίδα την Κοινωνική Δικαιοσύνη (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007) Υφαντόπουλος Γιάννης, Μπαλούρδος Διονύσης, Νικολόπουλος Κώστας, Οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις του κράτους πρόνοιας (Αθήνα: Gutenberg, 2009) Χατζηβασιλείου Ευάνθης, Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979 (Αθήνα: Πατάκης, 2010) Ψαλιδόπουλος Μιχάλης, Οικονομολόγοι και οικονομική πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα, (Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2010)

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Υποσημειωσεισ 1. Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974-1990: Σταθερή Δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία (Αθήνα: Θεμέλιο, 2002), σσ. 120128. 2. Προεκλογική ομιλία Κ. Καραμανλή στην Πάτρα στις 10 Νοεμβρίου 1974, βλ. Σβολόπουλος Κωνσταντίνος (επιμ.), Κωνσταντίνος Καραμανλής. Αρχείο, Γεγονότα, Κείμενα (στο εξής: Καραμανλής: Αρχείο) (Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών, 1997), τόμος 8, σ. 207. 3. Ο Καραμανλής επικέντρωσε τη δράση του στην περίθαλψη, στον επαναπατρισμό και την παραγωγική επαναδραστηριοποίηση πολλών χιλιάδων προσφύγων, κυρίως αγροτών. Βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 1, σσ. 71-117. 4. Για την ίδρυση του ΟΓΑ και τη συνταξιοδότηση των αγροτών, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 4, σσ. 444-447 και τόμος 5, σσ. 71-72. Οπως επεσήμανε ο Καραμανλής στην ομιλία του κατά την παράδοση των πρώτων βιβλιαρίων συνταξιοδότησης στο Ζάππειο στις 9 Ιουνίου 1962, «και εγώ είμαι από χωριό και έχω άμεσον προσωπικήν αντίληψιν του τι σημαίνει να ημπορή ο πτωχός αγρότης να εξασφαλίζη την ιατρικήν περίθαλψιν, καθώς και ένα φάρμακο που πολλές φορές η έλλειψίς του συνεπάγεται θάνατον». Βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 5, σ. 395. 5. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 2, σ. 357, και τόμος 4, σσ. 393-394. Για τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών του ΙΚΑ, βλ. τα αριθμητικά στοιχεία που παρατίθενται στο ίδιο, τ. 5, σ. 491. 6. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 1, σ. 338. 7. Προεκλογική ομιλία στην Αθήνα, 17 Φεβρουαρίου 1956, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 1, σ. 373. 8. Προεκλογική ομιλία στην Πάτρα, 5 Φεβρουαρίου 1956, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 1, σ. 364. 9. Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, 5 Δεκεμβρίου 1961, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 5, σσ. 253-255. 10. Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος, Κοινωνικός φιλελευθερισμός. Για την Ελλάδα της ελευθερίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης (Αθήνα: Ποιότητα, 2012), σσ. 93-103. 11. Για τις αντιλήψεις του Παπαληγούρα, βλ. αναλυτικά Μιχάλης Ψαλιδόπουλος (εισαγ. – επιμ.), Παναγή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Παπαληγούρα. Ομιλίες, άρθρα (Αθήνα: Αίολος, 1996). 12. Στο πλαίσιο αυτού του φιλελεύθερου εκλεκτικισμού, εκφραστές του οποίου σε πολιτικό επίπεδο ήταν ο Μαρκεζίνης και ο Καραμανλής, δόθηκε μεγάλο βάρος στην εκβιομηχάνιση, στη δημιουργία θεσμών και την ανάπτυξη πρωτοβουλιών, ως έκφραση της θέλησης για επέκταση της αναδιανεμητικής λειτουργίας του συστήματος. Βλ. Πάνος Καζάκος, Ανάμεσα σε κράτος και αγορά: Οικονομία και οικονομική πολιτική στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-2000 (Αθήνα: Πατάκης, 2001), σσ. 171-172. 13. Γεώργιος Μέργος, «Οικονομική ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη στη μεταπολεμική Ελλάδα», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον Εικοστό Αιώνα. Διεθνές επιστημονικό συνέδριο, Ζάππειο Μέγαρο, 5-9 Ιουνίου 2007 (Αθήνα: Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 2008), τόμος Γ΄, σσ. 169-175. 14. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 6, σσ. 212-219. 15. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σσ. 172-173. 16. Για μία συνολική και εμπεριστατωμένη ανάλυση του ριζοσπαστικού ρεύματος στην Ελλάδα και πώς αυτό εκφράστηκε μέσα από την πολιτική του Καραμανλή, βλ. Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Ελληνικός φιλελευθερισμός. Το ριζοσπαστικό ρεύμα, 1932-1979 (Αθήνα: Πατάκης, 2010), κυρίως σσ. 313-541. 17. Ροζέ Μασσίπ, Καραμανλής, ο Ελληνας που ξεχώρισε (Αθήνα: 1982), σ. 162. Βλ. ακόμα Παύλος Ν. Τζερμιάς, Ο «Ριζοσπαστικός Φιλελευθερισμός» του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μια διαλεκτική διερεύνηση με πυξίδα την Κοινωνική Δικαιοσύνη (Αθήνα: Ι. Σιδέρης, 2007), σσ. 104, 119. 18. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σ. 124. Ο Τζερμιάς θεωρεί ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε και ως οριοθέτηση έναντι του ΠΑΣΟΚ, ως προσπάθεια προβολής μιας πιο προοδευτικής φρασεολογίας έναντι αυτού, σε μία περίοδο έντονης αντιπαράθεσης. Βλ. Τζερμιάς, ό.π., σ. 105. 19. Τζερμιάς, ό.π., σ. 123. 20. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σ. 260. 21. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σ. 122. 22. Τζερμιάς, ό.π., σ. 125. 23. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σ. 122. 24. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 5, σσ. 552-560. 25. Ενδελεχής και λεπτομερής εξέταση της συνταγματικής 113

κατοχύρωσης των κοινωνικών δικαιωμάτων και της εξέτασης του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα, στο Απόστολος Παπακωνσταντίνου, Κοινωνική Δημοκρατία και Κοινωνικό Κράτος Δικαίου κατά το Σύνταγμα του 1975/1986/2001 (Αθήνα: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2006), σσ. 412-594. Ακόμα βλ. Γιώργος Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής. Θεσμοί παροχικής διοίκησης και κοινωνικά δικαιώματα στο σύγχρονο κόσμο (Αθήνα - Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 1998), κυρίως σσ. 539-544, και Ξενοφών Κοντιάδης, Συνταγματικές εγγυήσεις και θεσμική οργάνωση του συστήματος Κοινωνικής Ασφάλειας (Αθήνα – Κομοτηνή: Αντ. Ν. Σάκκουλας, 2004). 26. Βλ. ενδεικτικά τις προγραμματικές δηλώσεις του Καραμανλή στη Βουλή στις 11 Δεκεμβρίου 1974, Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σσ. 259-262. 27. Βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σ. 447. Πρβλ. Καζάκος, ό.π., σ. 328. 28. Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, Οικονομολόγοι και οικονομική πολιτική στη σύγχρονη Ελλάδα, (Αθήνα: Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, 2010), σσ. 284-285. 29. Περισσότερες πληροφορίες για τις οικονομικές επιλογές της δικτατορίας στο Καζάκος, ό.π., σσ. 294-296. 30. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 521. 31. Καζάκος, ό.π., σ. 296. 32. Κώστας Κωστής, «“Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας”. Η διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους, 18ος – 20ός αιώνας (Αθήνα: Πόλις, 2013), σσ. 807-8. 33. Βούλγαρης, ό.π., σσ. 132-138. Ανδρέας Δαβαλάς, Η συγκρότηση της δεξιάς ιδεολογίας στη μεταπολεμική Ελλάδα, 1944-1981: Μία θεσμική προσέγγιση (Αθήνα: Νήσος, 2008). 34. Καζάκος, ό.π., σ. 316. 35. Στόχος του Καραμανλή, όπως τον διατύπωσε στο μήνυμά του προς τους νέους στις 8 Νοεμβρίου 1974, ήταν με την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη και την επιτυχή μεταρρύθμιση της επαγγελματικής μόρφωσης των νέων, η Ελλάδα να σταματήσει «να εξάγη στο εξωτερικό εγκεφάλους ή περιπλανωμένους καλλιτέχνας και να γίνη πόλος έλξεως των προικισμένων και των ταλαντούχων», βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σ. 207. 36. Για τη σταδιακή ανατροπή του ισοζυγίου μετανάστευσης και τα αίτιά της, βλ. Καζάκος, ό.π., σσ. 320324. 37. Εκθεση για την οικονομική πολιτική των κυβερνήσεων Καραμανλή 1974-1980, Αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή/ 114

Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» (στο εξής: ΑΚΚ/ ΙΚΚ), φάκελος 355. Ακόμα, βλ. Στέλιος Ν. Πανταζίδης, Μακροοικονομικές εξελίξεις και οικονομική πολιτική στην Ελλάδα: από τη Μεταπολίτευση μέχρι την ένταξη στην ΟΝΕ (1975-2000) (Αθήνα: Κριτική, 2002), σσ. 51-59. Μιλτιάδης Εβερτ, Καραμανλής – Ο Αναμορφωτής (Αθήνα: 1983) σ. 139. Αγγελος Μπρατάκος, Η Ιστορία της Νέας Δημοκρατίας (Αθήνα: Λιβάνης, 2002), σ. 224. 38. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 9, σσ. 380-381. 39. Πανταζίδης, ό.π., σσ. 30-32. 40. Ψαλιδόπουλος, ό.π., σ. 298. 41. Καζάκος, ό.π., σσ. 298-300. Για το Πενταετές Πρόγραμμα, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 9, σσ. 460461, τόμος 10, σσ. 59-62. 42. Καζάκος, ό.π., σσ. 309-311. 43. Πανταζίδης, ό.π. σσ. 42-49. Βούλγαρης, ό.π., σ. 131. Εβερτ, ό.π., σσ. 144-146. 44. Ομιλία Καραμανλή στη Διεθνή Εκθεση Θεσσαλονίκης στις 8 Σεπτεμβρίου 1979, Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σ. 208. 45. Καζάκος, ό.π., σ. 313. 46. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 9, σσ. 101-102. 47. Καζάκος, ό.π., σσ. 314-315, Κωστής, ό.π., σσ. 808-809. 48. Καζάκος,ό.π., σ. 319. 49. Χρήστος Βλ. Γκόρτσος, «Η χάραξη και εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής στην Ελλάδα κατά την περίοδο 1974-1980», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου, Ευάνθης Χατζηβασιλείου, ό.π., σσ. 143-149. 50. Καζάκος, ό.π., σσ. 300-301. 51. Εβερτ, ό.π., σ. 142. 52. Ενδεικτική της κρίσιμης συγκυρίας ήταν η σύσκεψη που συγκλήθηκε στις 2 Αυγούστου 1979 για την επισκόπηση της οικονομικής κατάστασης, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σσ. 197-199. 53. Χατζηβασιλείου, ό.π., σ. 525. 54. Δημήτριος Β. Σκιαδάς, «Κωνσταντίνος Καραμανλής και απασχόληση: πολιτική σκέψη και κυβερνητικό έργο» στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου, ό.π., τόμος Γ΄, σ. 138. 55. Εκθεση για την οικονομία 1974-1980, ό.π., ΑΚΚ/ΙΚΚ. 56. Γκόρτσος, ό.π., σσ. 150-158. Καζάκος, ό.π., σσ. 307, 333-334. 57. Καζάκος, ό.π., σ. 317-319. 58. Καζάκος, ό.π., σ. 306. 59. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σσ. 450-451. Για τη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

μέριμνα του Καραμανλή αναφορικά με το κοίτασμα του Πρίνου, βλ. τόμος 9, σσ. 84-95. 60. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 12, σ. 100. 61. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 9, σσ. 352-353. 62. Για την ενεργειακή πολιτική του Καραμανλή, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σσ. 215-217. 63. Για το Ρυθμιστικό Σχέδιο Αθηνών, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 5, σ. 118, τόμος 10, σσ. 354-357, 389-392, και τόμος 11, σσ. 80-84, 204-207. 64. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σσ. 284-285. 65. Για τα ζητήματα στον τομέα της Υγείας και τη δημιουργία νοσοκομειακών υποδομών, βλ. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 9, σσ. 386-387, 404-405, 501-502, και τόμος 11, σσ. 222, 432, όπου και η αναφορά στο νομοσχέδιο Δοξιάδη. 66. Για το έργο του Καραμανλή στους διάφορους τομείς της οικονομίας, βασιστήκαμε στην έκθεση για την οικονομία 1974-1980, φάκελος 355, και στο έργο του Εβερτ, που παρατίθεται και στο Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 11, σσ. 483-492. 67. Χαρακτηριστικές μελέτες για το ζήτημα αυτό, Θ. Μαλούτας – Δ. Οικονόμου (επιμ.), Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα (Αθήνα: Εξάντας, 1988). Γεώργιος Προβόπουλος, Κοινωνική Ασφάλιση. Μακροοικονομικές όψεις του χρηματοδοτικού προβλήματος (Αθήνα: ΙΟΒΕ, 1987). Γιάννης Υφαντόπουλος, Διονύσης Μπαλούρδος, Κώστας Νικολόπουλος, Οικονομικές και κοινωνικές διαστάσεις του κράτους πρόνοιας (Αθήνα: Gutenberg, 2009). Πλάτων Τήνιος, Ασφαλιστικό: Μία μέθοδος ανάγνωσης (Αθήνα: Κριτική, 2010). Δημήτρης Σωτηρόπουλος, «Οψις Βαβυλωνίας»: Ερμηνείες της μεταπολεμικής ανάπτυξης του κράτους Πρόνοιας στην Ελλάδα» στο Δ. Βενιέρης – Χρ. Παπαθεοδώρου (επιμ.), Η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα. Προκλήσεις και προοπτικές (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2003), σσ. 89-126. 68. Γιάννης Ν. Υφαντόπουλος, «Κοινωνική πολιτική και κοινωνική πρόνοια, 1967-1980», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου, ό.π., σσ. 213-215. 69. Χρήστος Αναστασίου, «Ιδεολογία και πραγματισμός στην κοινωνική πολιτική του Κ. Καραμανλή. Η περίπτωση της μεταρρύθμισης στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, 1974-1981», στο Σβολόπουλος, Μπότσιου, Χατζηβασιλείου (επιμ.), ό.π., σσ. 230-247. 70. Καραμανλής: Αρχείο, τόμος 8, σ. 447. 71. Για τις διαπραγματεύσεις ένταξης στην ΕΟΚ βλ. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Πορτρέτο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Καραμανλής: Αρχείο, τόμοι 8-11. 72. Καζάκος, ό.π., σ. 327-8. 73. Καζάκος, ό.π. σσ. 302-304.. 74. Καζάκος, ό.π., σσ. 537-538. 75. Καζάκος, σσ. 331-333. 76. Μέργος, ό.π., σσ. 173-174. 77. Χρυσάφης Ι. Ιορδάνογλου, Η ελληνική οικονομία στη «μακρά διάρκεια», 1954-2005 (Αθήνα: Πόλις, 2008), σσ. 75-84. 78. Πρακτικά Συζητήσεων της Βουλής, Περίοδος Β΄, Σύνοδος Δ΄, Συνεδρίαση ΡΙΒ΄, 7 Απριλίου 1981, τ. Ε΄, σσ. 5.355-5.359. 115

Η άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο αεροδρόμιο του Ελληνικού στις 24 Ιουλίου 1974 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 116

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αντώνης Κλάψης Διδάκτορας Διπλωματικής Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η εξωτερική πολιτική της Μεταπολίτευσης

ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποβιβάστηκε στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, όπου έγινε δεκτός μέσα σε φρενήρη ενθουσιασμό από χιλιάδες λαού. Λίγο αργότερα, ορκίστηκε πρωθυπουργός και σχημάτισε την κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Επειτα από την επταετή δοκιμασία της δικτατορίας, η Δημοκρατία είχε αποκατασταθεί στην Ελλάδα. Πέρα από τις κοσμογονικές αλλαγές που η μεταβολή αυτή επέφερε στο εσωτερικό της χώρας, έμελλε, όπως ήταν φυσικό, να ασκήσει ταυτόχρονα καθοριστική επίδραση στη χάραξη και την άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής1.

Από τη δικτατορία στη Δημοκρατία: Οι προσδιοριστικές παράμετροι της νέας εξωτερικής πολιτικής

Παραμένοντας αδιάλειπτα στην πρωθυπουργία από τον Ιούλιο του 1974 έως τον Μάιο του 1980, οπότε μεταπήδησε στην Προεδρία της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής διαμόρφωσε όσο κανείς άλλος τους διπλωματικούς προσανατολισμούς της Ελλάδας. Η προσπάθεια αυτή, ωστόσο, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν. Στο πεδίο των εξωτερικών σχέσεων, η κληρονομιά που είχε αφήσει το δικτατορικό καθεστώς ήταν απογοητευτική. Το διεθνές κύρος της Αθήνας είχε καταρρακωθεί και η χώρα είχε βρεθεί σε πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα απομόνωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο: η αναστολή εφαρμογής της Συμφωνίας Σύνδεσης με την ΕΟΚ και η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης (1969) υπήρξαν τα κορυφαία και πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα. Ακόμα χειρότερα, παρωθούμενοι από εθνικιστικές παρορμήσεις και παραγνωρίζοντας τους στοιχειώδεις κανόνες της λογικής, οι ιθύνοντες της δικτατορίας είχαν, με μια σειρά από ερασιτεχνικούς χειρισμούς, προκαλέσει διαδοχικές κρίσεις στο Κυπριακό, οι οποίες όχι μόνο επιδείνωσαν την ελληνική θέση, αλλά επιπλέον συνέβαλαν στη δημιουργία χάσματος ανάμεσα στην Αθήνα και τη Λευκωσία. Το εγκληματικό πραξικόπημα εναντίον του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ’ αποτέλεσε τον τραγικό επίλογο, ανοίγοντας το δρόμο για την τουρκική εισβολή και την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Μεγαλονήσου.

Τα ξημερώματα της 24ης Ιουλίου 1974, έπειτα από σχεδόν 11 χρόνια αυτοεξορίας στο Παρίσι,

Με αυτά τα δεδομένα, η επάνοδος στην οδό της σύνεσης και του ρεαλισμού, που τόσο εί-

H χώρα σε πρωτοφανή απομόνωση σε ευρωπαϊκό επίπεδο (ΕΟΚ, Συμβούλιο της Ευρώπης) και αντιμέτωπη με την προέλαση του «Αττίλα ΙΙ». Διαπιστώνοντας την απροθυμία των ΗΠΑ να παρέμβουν, ανακοινώνει την αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Παραμένει αταλάντευτα φιλοδυτικός και για λόγους γεωπολιτικού ρεαλισμού. Υπέρμαχος του Χάρτη του ΟΗΕ, υπογράφει την Τελική Πράξη του Ελσίνκι και εγκαινιάζει άνοιγμα στα Βαλκάνια και τον αραβικό κόσμο. Οι επισκέψεις σε Μόσχα και Πεκίνο. Εμφαση στην ίδρυση εγχώριων πολεμικών βιομηχανιών. Η αποφασιστική ελληνική στάση υποχρεώνει την Αγκυρα σε αναδίπλωση και αποχώρηση του «Σισμίκ Ι» από την ελληνική υφαλοκρηπίδα.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

117

χαν λείψει κατά την διάρκεια της δικτατορίας, αποτελούσε τη απαραίτητη προϋπόθεση για την αποτελεσματική προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Κορυφαίοι στόχοι της νέας εξωτερικής πολιτικής, την οποία θεμελίωσε ο Καραμανλής, δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από την προάσπιση της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας και την κατοχύρωση της ελληνικής ασφάλειας2. Αντιμετωπίζοντας απειλές στα σύνορά της, πρωτίστως από την πλευρά της Τουρκίας, η Ελλάδα ήταν φυσικό να ενδιαφέρεται για την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενίσχυση της αμυντικής της ετοιμότητας. Ταυτόχρονα, ο Καραμανλής ήταν πεπεισμένος ότι η επίτευξη των στόχων που ο ίδιος είχε δημόσια θέσει θα διευκολυνόταν αποφασιστικά μέσα από την πολύπλευρη δραστηριοποίηση της ελληνικής διπλωματίας, με σκοπό την εξασφάλιση όσο το δυνατόν σημαντικότερων διεθνών ερεισμάτων για την Αθήνα. Συναφείς προς τις δύο προηγούμενες επιδιώξεις ήταν και εκείνες της προσήλωσης στα ιδεώδη της ειρήνης και της προώθησης της ιδέας της διεθνούς συνεργασίας3. Παρά την πικρία και την απογοήτευση που είχε δημιουργήσει η αδυναμία του ΟΗΕ να παρέμβει αποφασιστικά και να ανατρέψει τα τετελεσμένα που με βίαιο τρόπο είχε επιβάλει η Τουρκία στην Κύπρο, η Ελλάδα παρέμενε σταθερά υπέρμαχη των αρχών του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών4, αντιμετωπίζοντας μάλιστα θετικά την προοπτική ενίσχυσης του ρόλου του Οργανισμού στο διεθνές γίγνεσθαι5. Παράλληλα, η Αθήνα τασσόταν ανεπιφύλακτα υπέρ αφενός της ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών και αφετέρου πρωτοβουλιών, όπως εκείνης του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό6, οι οποίες κατέτειναν στη μείωση των διακρατικών εντάσεων και στην εμπέδωση του αισθήματος ασφάλειας σε τοπικό, περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο. Αποτελώντας δύναμη που κατεξοχήν ενδιαφερόταν για τη διαφύλαξη και όχι για την ανατροπή του status quo, η Ελλάδα ήταν φυσικό να αποβλέπει με συμπάθεια και να υποστηρίζει κάθε ενέργεια που εξυπηρετούσε αυτό το σκοπό. Κατά 118

συνέπεια, η συμμετοχή της χώρας στις εργασίες της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ήταν αυτονόητη επιλογή, από τη στιγμή μάλιστα που η υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι τον Αύγουστο του 1975 συγκεφαλαίωνε, υπό τη μορφή δεκαλόγου, όλες τις θεμελιώδεις αρχές που διέπνεαν την ελληνική εξωτερική πολιτική: κυριαρχική ισότητα των κρατών, αποχή από τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας, απαραβίαστο των συνόρων, εδαφική ακεραιότητα, ειρηνική διευθέτηση των διεθνών διαφορών, αποφυγή ανάμιξης στις εσωτερικές υποθέσεις των κρατών, σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αυτοδιάθεση των λαών, διακρατική συνεργασία, τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο. Ταυτόχρονα, όμως, ο Καραμανλής δεν δίστασε να διατυπώσει ευθέως ενώπιον όλων των υπόλοιπων μελών της Διάσκεψης τον έντονο προβληματισμό της Αθήνας σχετικά με την πρακτική σημασία των συμφωνηθέντων, τα οποία είχαν προκαταβολικά παραβιαστεί από την Τουρκία στην περίπτωση της Κύπρου. «Η αξία βέβαια των δέκα αρχών -όπως και κάθε διεθνούς συμφωνίας- δεν ευρίσκεται στα κείμενα, αλλά στην ειλικρίνεια των συμβαλλομένων˙ και στην πεποίθησή τους για την αναγκαιότητα της εφαρμογής τους», υπογράμμιζε ο Ελληνας πρωθυπουργός, ο οποίος, ωστόσο, παρέμενε προσηλωμένος προς τα ιδανικά που η Τελική Πράξη του Ελσίνκι είχε κωδικοποιήσει. «Θέλω να ελπίζω», κατέληγε στην ομιλία του στη φινλανδική πρωτεύουσα, «ότι η Τελική Πράξη θα συμβάλη στην επικράτηση του δικαίου και των ειρηνικών διαδικασιών, στον αποκλεισμό της βίας και στον σεβασμό της ανεξαρτησίας των λαών. Θέλω όμως να πιστεύω επίσης ότι το έργο της Διασκέψεως θα συντελέση στην δημιουργία μιας νέας νοοτροπίας, που όχι μόνον θα προωθήση την εφαρμογή των βασικών αρχών μας, αλλά και θα επιτρέψη την επανόρθωση τραγικών αδικιών εις βάρος μικρών λαών. Αλλως η Διάσκεψη Ασφάλειας και Συνεργασίας στην Ευρώπη δεν θα μπορή να ισχυρισθή ότι επέτυχε πραγματικά»7. Ακρογωνιαίος λίθος της εξωτερικής πολιτικής που εισηγήθηκε και εφάρμοσε ο Καραμανλής ήταν ο ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αταλάντευτα φιλοδυτικός προσανατολισμός της Ελλάδας. Ως ένας από τους κατεξοχήν ρεαλιστές ηγέτες, ο Μακεδόνας πολιτικός δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τα δεδομένα της αδήριτης γεωπολιτικής πραγματικότητας, τα οποία, για λόγους όχι μόνο ιδεολογικούς, αλλά πρωτίστως προάσπισης των εθνικών συμφερόντων, επέβαλαν τη συμπαράταξη της Αθήνας με τις δυνάμεις του δυτικού κόσμου. «Την ειδικώτερη όμως πολιτική της Ελλάδος προς τον έξω κόσμο», τόνιζε μιλώντας στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1974, «την προσδιορίζει η γεωπολιτική της θέσις και τα πάγια συμφέροντα του έθνους. Γεωγραφικώς, πολιτικώς και ιδεολογικώς η Ελλάς ανήκει εις την Δύσιν. Και στη συνεργασία με την Δύση αποβλέπει κυρίως η Ελλάς για να κατοχυρώση την ασφάλειά της

και να προωθήση την υλική ευημερία και την πολιτιστική της ανάπτυξη»8. Η τελευταία φράση καταδείκνυε μια επιπλέον σημαντική πτυχή του τρόπου με τον οποίο ο Καραμανλής αντιλαμβανόταν τη χάραξη και την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και τη σχέση της με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας. Για τον Καραμανλή, η εξωτερική και η εσωτερική πολιτική δεν αποτελούσαν δύο στεγανά τμήματα, δύο κόσμους που δεν επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Αντίθετα, τις αντιμετώπιζε ως απολύτως διασυνδεδεμένα στοιχεία του ίδιου ανατροφοδοτούμενου συστήματος. Η βελτίωση, με άλλα λόγια, της διεθνούς θέσης της Ελλάδας θα τόνωνε το αίσθημα ασφάλειας και κατά συνέπεια αποτε-

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υποδέχεται τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο στο Ελληνικό στις 30 Νοεμβρίου 1974. (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

119

Ομιλία Κ. Καραμανλή στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, στο Ελσίνκι, στις 30 Ιουλίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

λούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την ευημερία του ελληνικού λαού. Αλλά και αντίστροφα, η οικονομική πρόοδος ήταν όρος αναγκαίος για την ενίσχυση τόσο της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας σε διεθνές επίπεδο όσο και της αμυντικής της ικανότητας έναντι απειλών, όπως πρωτίστως εκείνης της Τουρκίας.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις Στην περίοδο που ακολούθησε την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το ελληνικό πρόβλημα ασφάλειας προερχόταν αναμφίβολα από την κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Η εισβολή και η στρατιωτική κατοχή, κατά παράβαση κάθε έννοιας του Διεθνούς Δικαίου, του βόρειου τμήματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αρκούσαν για να οδηγήσουν σε οριακό σημείο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η πίεση της Αγκυρας εις βάρος της Αθήνας, ωστόσο, 120

δεν περιορίστηκε στο Κυπριακό, αλλά έλαβε πολύ ευρύτερες διαστάσεις, μεταφερόμενη και στο χώρο του Αιγαίου, με αποτέλεσμα την περαιτέρω επίταση της ελληνικής ανασφάλειας. Δίνοντας με σαφήνεια το στίγμα των κάθε άλλο παρά φιλικών διαθέσεών της, η τουρκική πλευρά επέλεξε να θέσει επί τάπητος μια σειρά από ζητήματα, τα οποία αθροιζόμενα δημιουργούσαν μια αλυσίδα διεκδικήσεων που κατέληγε να αμφισβητεί στην πράξη θεμελιώδη κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο χώρο του Αρχιπελάγους. Η άρνηση ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου διέθεταν υφαλοκρηπίδα, η επιμονή υπέρ της διατήρησης της αποστρατικοποίησής τους, η αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εναέριου χώρου πέραν των 6 ναυτικών μιλίων καθώς και των ορίων της Περιοχής Πληροφοριών Πτήσεων (FIR) Αθηνών, αλλά και η ταυτόχρονη αμφισβήτηση του δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα συνέθεταν την εικόνα της τουρκικής κακοπιστίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κ. Καραμανλής με τον Τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ στην πρώτη ελληνοτουρκική συνάντηση μετά τον «Αττίλα» στις Βρυξέλλες κατά τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 31 Μαΐου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

Με σκοπό την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη αναχαίτιση της τουρκικής απειλής, ο Καραμανλής έδωσε προτεραιότητα στην αναδιοργάνωση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το κύρος και η μαχητική ικανότητα των οποίων είχαν υποστεί σοβαρό πλήγμα κατά τη διάρκεια της επταετούς δικτατορίας. Η απογοητευτική επιστράτευση του Ιουλίου του 1974 και η πρακτική αδυναμία ανάληψης οποιασδήποτε στρατιωτικής πρωτοβουλίας από την πλευρά της Ελλάδας την ίδια περίοδο εξαιτίας της πλημμελούς προετοιμασίας και της έλλειψης των απαραίτητων μέσων9 ώθησαν τον Καραμανλή στην απόφαση οι αλλαγές σε επιχειρησιακό επίπεδο να συνοδευτούν και από πρωτοβουλίες που θα βελτίωναν αισθητά την υλικοτεχνική υποδομή και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων. Ετσι, η προμήθεια σύγχρονου πολεμικού υλικού, ικανού να θωρακίσει την άμυνα της χώρας έναντι της τουρκικής απειλής και να ενισχύσει με αυτό τον τρόπο την αποτρεΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

πτική ικανότητα της Αθήνας10, υπήρξε θεμελιώδης στόχος κατά την εξαετία 1974-198011. Με σκοπό, εξάλλου, τη μείωση της εξάρτησης της Ελλάδας από τις ξένες αγορές, έμφαση δόθηκε ταυτόχρονα στην ίδρυση εγχώριων πολεμικών βιομηχανιών12, οι οποίες θα διασφάλιζαν την ελληνική αυτάρκεια σε κρίσιμα υλικά σε περίπτωση που οι συνθήκες το απαιτούσαν. Πέρα από την -κρίσιμης σημασίας για την αποτελεσματική προάσπιση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας- προσπάθεια ενίσχυσης της αμυντικής ισχύος της χώρας με σκοπό την αποκατάσταση της ισορροπίας των στρατιωτικών δυνάμεων στο Αιγαίο, ο Καραμανλής επιχείρησε εξίσου να αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα νομικά μέσα προκειμένου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις -στοιχειώδους έστω- χαλάρωσης της έντασης στις σχέσεις Αθήνας-Αγκυρας. Σε αυτό το πλαίσιο, τον Ιανουάριο του 1975 η ελληνική κυβέρνηση πρότει121

νε στην Τουρκία την παραπομπή του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης13. Αντίστοιχα, ο Καραμανλής αναζήτησε το έδαφος για την απευθείας ελληνοτουρκική συνεννόηση σε πολιτικό επίπεδο. Πράγματι, στις 31 Μαΐου 1975, στο περιθώριο των εργασιών της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ο Ελληνας πρωθυπουργός συναντήθηκε με τον Τούρκο ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ. Κατά τη διάρκεια της πρώτης ελληνοτουρκικής Συνάντησης Κορυφής μετά την εισβολή στην Κύπρο, επιβεβαιώθηκε η διάσταση απόψεων των δύο πλευρών για σχεδόν όλα τα ζητήματα που είχαν στο παρελθόν δημιουργήσει τριβές στις σχέσεις Αθήνας-Αγκυρας14. Ετσι, ακόμα και η συμφωνία για την ειρηνική επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων μέσω διαπραγματεύσεων και ειδικά του ζητήματος της υφαλοκρηπίδας μέσω του Διεθνούς Δικαστηρίου15 αποδείχθηκε περιορισμένης σημασίας, καθώς, επικαλούμενη την ύπαρξη διάφορων διαδικαστικής φύσης εμποδίων,

η Αγκυρα απέφυγε συστηματικά τη νομική οδό της διευθέτησης της διαφοράς. Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας έμελλε να προκαλέσει την πρώτη μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μετά το 1974. Το καλοκαίρι του 1976 η έξοδος του τουρκικού σκάφους «ΜΤΑ Σισμίκ Ι» (πρώην «Χόρα») στο Αιγαίο με σκοπό τη διεξαγωγή σεισμικών ερευνών σε περιοχές που ανήκαν στην ελληνική υφαλοκρηπίδα έφερε τις δύο γειτονικές χώρες στα πρόθυρα του πολέμου. Αντιδρώντας άμεσα, η Αθήνα προσέφυγε στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ και μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο. Ταυτόχρονα, η ελληνική κυβέρνηση διατράνωσε την πρόθεσή της να υπερασπιστεί με κάθε μέσο τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο, προχωρώντας για αυτό το λόγο στην άμεση κινητοποίηση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ σε προσωπικό του μήνυμα προς τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ ο Καραμανλής σημείωνε με νόημα: «Αν η Τουρκία

Το τουρκικό σκάφος «Σισμίκ Ι», το οποίο με την έξοδό του για έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα το καλοκαίρι 1976 προκάλεσε μείζονα κρίση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. 122

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

επιμείνη στην αυθαιρεσίαν η Ελλάς δεν ημπορεί να μην αναζητήση τρόπους αντιδράσεως που θα είναι για όλους μας δυσάρεστοι και εν τη εξελίξει θα καταστούν επικίνδυνοι»16. Η αποφασιστική ελληνική στάση υποχρέωσε τελικά την Αγκυρα σε αναδίπλωση, η οποία έλαβε τη μορφή της αποχώρησης του «Σισμίκ» από την ελληνική υφαλοκρηπίδα. Η επιστροφή της Τουρκίας στην οδό των διαπραγματεύσεων επέτρεψε τον Νοέμβριο του 1976 τη σύναψη του Πρακτικού της Βέρνης, σύμφωνα με το οποίο οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να απέχουν από κάθε ενέργεια στην υφαλοκρηπίδα του Αιγαίου που θα μπορούσε να δημιουργήσει νέες περιπλοκές στις μεταξύ τους σχέσεις17. Η ευφορία, ωστόσο, που δημιουργήθηκε από την υπογραφή του Πρακτικού, η οποία ενισχυόταν από το γεγονός ότι η Τουρκία αποδέχτηκε την προοπτική επίλυσης της διαφοράς για την υφαλοκρηπίδα από το Διεθνές Δικαστήριο ή άλλο δικαστικό όργανο, πολύ γρήγορα θα εξανεμιζόταν κάτω από το βάρος της υπαναχώρησης της Αγκυρας από την αρχική συμφωνία και της συνέχισης των προκλητικών ενεργειών της στο Αιγαίο. Η άρνηση, εξάλλου, της Τουρκίας να συναινέσει στην από κοινού προσφυγή στη Χάγη είχε ως αποτέλεσμα τον Οκτώβριο του 1978 την απόρριψη από το Διεθνές Δικαστήριο της μονομερούς ελληνικής προσφυγής, καθώς η σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκόμενων μερών αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την εκδίκαση της υπόθεσης.

τερικών, οι οποίες όμως εν τέλει δεν προσέφεραν κάτι ουσιαστικότερο.

Εξαντλώντας κάθε περιθώριο φιλικής συνεννόησης με την Αγκυρα, ο Καραμανλής, παρά την αρχική του επιφυλακτικότητα, αποδέχθηκε πρόταση του Τούρκου ομολόγου του Μπουλέντ Ετσεβίτ για μεταξύ τους συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά τον Μάρτιο του 1978 στο Μοντραί. Κατά τη διάρκεια των διήμερων συνομιλιών, τέθηκαν επί τάπητος όλα τα θέματα που απασχολούσαν τις δύο πλευρές, με εξαίρεση το Κυπριακό18. Στην πράξη, η συνάντηση του Μοντραί δεν κατέληξε σε κάποιο απτό αποτέλεσμα, πέραν της απόφασης των δύο πρωθυπουργών για τη συνέχιση των διμερών επαφών σε επίπεδο γενικών γραμματέων των εκατέρωθεν υπουργείων Εξω-

Η μη συμπερίληψη του ζητήματος της Κύπρου στην ατζέντα των ελληνοτουρκικών συζητήσεων κορυφής του Μοντραί εντασσόταν στη γενικότερη στρατηγική του Καραμανλή για την επίλυση του Κυπριακού μετά το 1974. Ο Μακεδόνας πολιτικός ήταν πεπεισμένος ότι προσφορότερο πεδίο διευθέτησης του Κυπριακού ήταν εκείνο του διακοινοτικού διαλόγου μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ο οποίος διεξαγόταν υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Αντίθετα, εκτιμούσε ότι η εμπλοκή της Ελλάδας και της Τουρκίας μόνο προσκόμματα θα μπορούσε να δημιουργήσει στη διαδικασία, καθώς μοιραία θα καθιστούσε το κυπριακό θέμα διμερούς ελληνοτουρκικής διαφοράς. Σε αυτό το

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κ. Καραμανλής προειδοποίησε τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρυ Κίσινγκερ πως «Αν η Τουρκία επιμείνη στην αυθαιρεσίαν η Ελλάς δεν ημπορεί να μην αναζητήση τρόπους αντιδράσεως που θα είναι για όλους μας δυσάρεστοι και εν τη εξελίξει θα καταστούν επικίνδυνοι».

123

Ενώ εκτυλισσόταν ο «Αττίλας ΙΙ», ο Καραμανλής προειδοποιούσε τον Αμερικανό πρεσβευτή Χένρυ Τάσκα πως «[…] όχι μόνον γνωρίζει η αμερικανική Κυβέρνησις ποία πλευρά έχει το άδικον, αλλά έχει και τα μέσα να επιβάλη το δίκαιον».

πλαίσιο, ο Καραμανλής εξηγούσε ότι η Αθήνα θα εξακολουθούσε να συμπαρίσταται ολόψυχα στη Λευκωσία, όμως ήταν ευθύνη της τελευταίας να επιλέξει το δρόμο που θα ακολουθούσε για τη διευθέτηση του Κυπριακού19. Σε κάθε περίπτωση, στα χρόνια που ακολούθησαν την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε για αυτό το σκοπό η Αθήνα, καμία ουσιαστική πρόοδος δεν σημειώθηκε ούτε στο Κυπριακό ούτε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Εδραιωμένη στην αρχή της ειρηνικής διευθέτησης των διεθνών διαφορών, η πολιτική του Καραμανλή έναντι της Τουρκίας την περίοδο 1974-1980 αποσκοπούσε στη δημιουργία των 124

προϋποθέσεων βελτίωσης του κλίματος μετά την τραυματική εμπειρία του «Αττίλα» και την αύξηση της τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. «Υπάρχουν τρεις τρόποι για την επίλυση των διεθνών διαφορών», τόνιζε ο Ελληνας πρωθυπουργός τον Μάρτιο του 1978. «Ο διάλογος, η διαιτησία, ο πόλεμος. Οι ώριμοι λαοί, για να αποκλείσουν το τελευταίο, υιοθετούν να χρησιμοποιούν εξαντλητικά τον ειρηνικό διάλογο. Αυτό είναι αποφασισμένη να πράξη και η Κυβέρνησίς μου, επιδιώκουσα την ειρηνική διευθέτηση των διαφορών μας με την Τουρκία, χωρίς να παραλείψη να προστατεύση αποτελεσματικά τα συμφέροντα της χώρας»20. Η διαπίστωση, ωστόσο, της απροθυμίας της Αγκυρας αφενός να υπαναχωρήσει από τα εδαφικά τετελεσμένα που παράνομα είχε επιβάλει στην Κύπρο και αφετέρου να αποστασιοποιηθεί από την επιθετική της πολιτική έναντι της Ελλάδας δεν ευνοούσε τη δημιουργία κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Με αυτά τα δεδομένα, επομένως, όσο εδραία κι αν ήταν η προσήλωση του Καραμανλή στην οδό του διαλόγου με την Τουρκία ως της μόνης ενδεδειγμένης μεθόδου για την επίλυση των διμερών διαφορών, δεν αρκούσε για να αντιστρέψει το βαρύ κλίμα που είχε δημιουργηθεί.

ΗΠΑ και ΝΑΤΟ Αν στο επίπεδο των σχέσεων Αθήνας-Αγκυρας η τουρκική εισβολή στην Κύπρο οδήγησε στα πρόθυρα γενικευμένου Ελληνοτουρκικού Πολέμου, στο επίπεδο εκείνων της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ προκάλεσε εκτεταμένες ζημιές21. Τα αντιαμερικανικά (και κατ’ επέκταση αντινατοϊκά) συναισθήματα της ελληνικής κοινής γνώμης22, τα οποία είχαν οξυνθεί κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, κορυφώθηκαν λόγω της στάσης της Ουάσιγκτον στο Κυπριακό το καλοκαίρι του 1974. Δίνοντας προτεραιότητα στη διατήρηση της συνοχής της βορειοατλαντικής συμμαχίας, οι ΗΠΑ απεύχονταν το ενδεχόμενο ένοπλης ελληνοτουρκικής ρήξης. Ωστόσο, οι αμερικανικές παραινέσεις για ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, οι οποίες απευθύνονταν προς την ελληνική κυβέρνηση την ώρα που η Τουρκία είχε ήδη καταλάβει τμήμα ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

της επικράτειας της Κυπριακής Δημοκρατίας και ετοιμαζόταν να προωθήσει περαιτέρω τις θέσεις της μέσω του «Αττίλα ΙΙ», δημιουργούσαν στην ελληνική πλευρά έντονη απογοήτευση, καθώς η πολιτική των ίσων αποστάσεων που είχε υιοθετηθεί από την Ουάσιγκτον ερμηνευόταν από την Αθήνα ως απολύτως ευνοϊκή έναντι της Αγκυρας. Μην αφήνοντας κανένα περιθώριο παρερμηνείας, την παραμονή της εκδήλωσης του δεύτερου κύματος της τουρκικής εισβολής, ο Καραμανλής τόνιζε ενώπιον του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Χένρυ Τάσκα: «[…] όχι μόνον γνωρίζει η αμερικανική Κυβέρνησις ποία πλευρά έχει το άδικον, αλλά έχει και τα μέσα να επιβάλη το δίκαιον. Αν δεν το πράξη εγκαίρως θα είναι υπεύθυνη διά την καταστροφήν η οποία διαγράφεται»23. Η αυστηρή προειδοποίηση του Καραμανλή δεν στάθηκε ικανή για να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο οι ΗΠΑ αντιμετώπιζαν τις δραματικές εξελίξεις στην Κύπρο. Η εκδήλωση του «Αττίλα ΙΙ» τις πρώτες πρωινές ώρες της 14ης Αυγούστου 1974 επιβεβαίωσε την απροθυμία της Ουάσιγκτον να

παρέμβει αποφασιστικά με στόχο την αποκατάσταση της νομιμότητας. Εκδηλα απογοητευμένος, ο Ελληνας πρωθυπουργός ανακοίνωσε αυθημερόν την απόφαση για την άμεση αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, απέρριψε ως απροκάλυπτα προσχηματικό το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε από την πλευρά της Ουάσιγκτον αμέσως μετά την έναρξη της δεύτερης φάσης της τουρκικής εισβολής, τονίζοντας στον Τάσκα ότι το ενδιαφέρον αυτό ήταν όψιμο και ερχόταν κατόπιν εορτής, την ώρα που η ελληνική κυβέρνηση και ο ελληνικός λαός ένιωθαν ότι είχαν προδοθεί24. Η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ήταν μια άσκηση ισορροπίας. Αποτελούσε τη μόνη ενέργεια στην οποία μπορούσε να προχωρήσει ο Καραμανλής με στόχο την άσκηση πίεσης προς τις ΗΠΑ και τα υπόλοιπα μέλη της συμμαχίας ώστε να εγκαταλείψουν την πολιτική των ίσων αποστάσεων ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ ταυτόχρονα ικανοποιούσε την ελληνική κοινή γνώμη. Παραμένοντας, επομένως, εντός του πολι-

Ο Κ. Καραμανλής με τον Αμερικανό πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ στο Ελσίνκι στις 30 Ιουλίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

125

Η προσπάθεια του Καραμανλή να αξιοποιήσει στο έπακρο τον αμερικανικό παράγοντα με σκοπό την κάμψη της τουρκικής αδιαλλαξίας θα επιβεβαιωνόταν κατά τη διάρκεια διαδοχικών συναντήσεων που είχε με τους προέδρους των ΗΠΑ Τζέραλντ Φορντ (1975) και Τζίμυ Κάρτερ (1977 και 1978). Ο Ελληνας πρωθυπουργός δεν παρέλειπε σε κάθε ευκαιρία να τονίζει στους Αμερικανούς συνομιλητές του ότι η πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων επηρεαζόταν αναπόφευκτα από τη στάση που τηρούσε η Ουάσιγκτον στην ελληνοτουρκική διένεξη26, φθάνοντας ακόμα και μέχρι του σημείου να προειδοποιήσει την αμερικανική κυβέρνηση ότι σε έσχατη ανάγκη θα ήταν διατεθειμένος να εξετάσει το συνολικό αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, απομακρύνοντας την Ελλάδα από το δυτικό κόσμο και επιδιώκοντας την προσέγγιση με τη Σοβιετική Ενωση27. Παρά τις επίμονες προσπάθειες, η αμερικανική πλευρά δεν ανταποκρίθηκε όσο θετικά θα επιθυμούσε ο Καραμανλής στις εκκλήσεις του για ενεργότερη μεσολάβηση της Ουάσιγκτον στη δίκαιη διευθέτηση του Κυπριακού και την αποκλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο.

Ο Κ. Καραμανλής τόνισε και στον Τζίμυ Κάρτερ πως η πορεία των ελληνοαμερικανικών σχέσεων επηρεάζεται αναπόφευκτα από τη στάση τους στην ελληνοτουρκική διένεξη. Ουάσιγκτον 31 Μαΐου 1978 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

τικού πλαισίου του ΝΑΤΟ, το οποίο μπορούσε να εγγυηθεί την ελληνική ασφάλεια έναντι των μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας, η Ελλάδα διατηρούσε ανέπαφο το φιλοδυτικό της προσανατολισμό, ελπίζοντας να κατορθώσει σταδιακά να πείσει την Ουάσιγκτον να ασκήσει πίεση στην Αγκυρα προκειμένου να υιοθετήσει πιο μετριοπαθείς θέσεις στο Κυπριακό και τα διμερή ελληνοτουρκικά ζητήματα (υφαλοκρηπίδα, εναέριος χώρος κ.λπ.)25. 126

Αντίθετα, πιο πρακτικά αποτελέσματα είχε η προσπάθεια της Αθήνας να κατοχυρώσει την ισόρροπη κατανομή αμερικανικού στρατιωτικού υλικού ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Πράγματι, τον Απρίλιο του 1976 Αθήνα και Ουάσιγκτον κατέληξαν στη σύναψη διμερούς αμυντικής συμφωνίας, βάσει της οποίας καθιερωνόταν η αρχή της αναλογίας 7:10 στη χορήγηση αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα και την Τουρκία, αντίστοιχα28. Με αυτόν τον τρόπο, η ελληνική κυβέρνηση εξασφάλισε την κρίσιμη για τα εθνικά συμφέροντα διατήρηση της ισορροπίας των δυνάμεων στο Αιγαίο. Ταυτόχρονα, η αμερικανική κυβέρνηση, μέσω επιστολής που απηύθυνε ο Κίσινγκερ στον Ελληνα ομόλογό του Δημήτρη Μπίτσιο, δεσμευόταν να αντιταχθεί σθεναρά σε οποιαδήποτε ενέργεια θα κατέτεινε στη διατάραξη της ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία29. Το ίδιο χρονικό διάστημα, ο Καραμανλής είχε ήδη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

αρχίσει να εξετάζει το ενδεχόμενο επιστροφής της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, καθώς η αποχώρηση από αυτό κατέτεινε στην ενίσχυση της στρατηγικής σημασίας της Τουρκίας, η οποία αποτελούσε πλέον το μόνο πλήρες μέλος της συμμαχίας στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου. Ακόμα χειρότερα για την ελληνική πλευρά, η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ είχε δώσει τη δυνατότητα στην Αγκυρα να εξασφαλίσει τον επιχειρησιακό έλεγχο του Αιγαίου. Πράγματι, οι συζητήσεις για την επάνοδο της Ελλάδας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ξεκίνησαν και συνεχίστηκαν με ταχύ ρυθμό. Παρ’ όλα αυτά, εξαιτίας των προσκομμάτων που σταθερά παρενέβαλε η Τουρκία, οι διαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε οριστική συμφωνία παρά μόνο τον Οκτώβριο του 1980, όταν πλέον την πρωθυπουργία στην Ελλάδα είχε αναλάβει ο Γεώργιος Ράλλης και αφού στο μεταξύ είχε επικρατήσει στην Τουρκία το -πιο ευεπίφορο σε αμερικανικές πιέσεις- στρατιωτικό καθεστώς υπό το στρατηγό Κενάν Εβρέν. Τέλος, ένα από τα σημαντικότερα θέματα που ανέκυψαν ως αποτέλεσμα της αποχώρησης της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ ήταν εκείνο του καθεστώτος των αμερικανικών βάσεων που βρίσκονταν σε ελληνικό έδαφος. Οι διαπραγματεύσεις για την αναθεώρηση αυτού του καθεστώτος ξεκίνησαν τον Φεβρουάριο του 1975 και μέσα σε διάστημα δύο μηνών κατέληξαν σε προκαταρκτική συμφωνία, η οποία περιόριζε σημαντικά τις διευκολύνσεις και τα προνόμια που μέχρι τότε απολάμβαναν οι αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα. Ωστόσο, η οριστική συμφωνία δεν κατέστη δυνατόν να συναφθεί παρά μόνο το 1983.

Συνεργασία στα Βαλκάνια Συστατικό στοιχείο της νέας εξωτερικής πολιτικής που εγκαινιάστηκε από τον Καραμανλή το καλοκαίρι του 1974 αποτελούσε η ανάπτυξη όσο το δυνατόν στενότερων δεσμών φιλίας της Ελλάδας με τους βαλκανικούς της γείτονες. Την προσπάΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

θεια αυτή διευκόλυνε το κλίμα ύφεσης που επικρατούσε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης. Η ιδιαίτερη σημασία που απέδιδε ο Καραμανλής στη βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τα σοσιαλιστικά κράτη της χερσονήσου του Αίμου θα αποδεικνυόταν από τις συχνές επαφές που διατήρησε με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας, οι οποίες έλαβαν τη μορφή ανταλλαγής επίσημων επισκέψεων. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμβάθυνση των φιλικών δεσμών αποτυπώθηκε κατ' αρχάς στο πεδίο της οικονομικής, τεχνικής και πολιτιστικής συνεργασίας. Ταυτόχρονα, για την Αθήνα η εμπέδωση των ερεισμάτων της στο Βελιγράδι, στο Βουκουρέστι και τη Σόφια αποτελούσε ενισχυτικό παράγοντα στην εργώδη προσπάθεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής. Επιχειρώντας, εξάλλου, να δώσει ευρύτερο περιεχόμενο στις διπλωματικές του πρωτοβουλίες, ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε ευθύς εξαρχής διευκρινίσει ότι η βαλκανική του πολιτική απέβλεπε στην προώθηση της συνεννόησης μεταξύ των βαλκανικών κρατών τόσο σε διμερές όσο και σε πολυμερές επίπεδο, ανεξάρτητα από τις διαφορές των κοινωνικοπολιτικών τους συστημάτων30. Το διπλωματικό άνοιγμα του Καραμανλή προς τα Βαλκάνια εγκαινιάστηκε στα μέσα του 1975, όταν σε διάστημα δυόμισι μηνών επισκέφτηκε διαδοχικά το Βουκουρέστι31, το Βελιγράδι32 και τη Σόφια33. Οι συζητήσεις που είχε στις τρεις πρωτεύουσες άνοιξαν το δρόμο για την αποκατάσταση αγαθών σχέσεων με τα αντίστοιχα κράτη. Παράλληλα, πέραν της διμερούς, η ελληνική πλευρά προωθούσε και την ιδέα της πολυμερούς συνεννόησης μεταξύ των βαλκανικών χωρών. Ετσι, επιχειρώντας αφενός να κεφαλαιοποιήσει άμεσα τα κέρδη από την επιτυχημένη περιοδεία του στις τρεις πρωτεύουσες και αφετέρου να εκμεταλλευθεί την ευνοϊκή συγκυρία που προέκυπτε από την υπογραφή της Τελικής Πράξης του Ελσίνκι, ο Καραμανλής απηύθυνε τον Αύγουστο του ίδιου έτους πρόσκληση προς τους ηγέτες όχι μόνο της Ρουμανίας, της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας, αλλά και προς εκείνους της Αλβανίας 127

και της Τουρκίας, προτείνοντας τη σύγκληση Διαβαλκανικής Διάσκεψης στην Αθήνα σε επίπεδο υφυπουργών Συντονισμού, με κύριο αντικείμενο την προώθηση της πολυμερούς συνεργασίας σε τεχνικά και οικονομικά ζητήματα. Σε εφαρμογή αυτής της πρότασης, εκπρόσωποι των κυβερνήσεων όλων βαλκανικών κρατών, πλην της αλβανικής, συναντήθηκαν στην ελληνική πρωτεύουσα, όπου από τις 26 Ιανουαρίου έως τις 5 Φεβρουαρίου 1976 συνήλθε η πρώτη Διαβαλκανική Διάσκεψη από τη δεκαετία του 1930. Οι περιορισμένοι στόχοι της Διάσκεψης, εξηγούσε ο Ελληνας πρωθυπουργός, αποτελού-

σαν σαφείς ενδείξεις σύνεσης και ρεαλισμού, καθώς απομάκρυναν το ενδεχόμενο αποτυχίας, η οποία αναπόφευκτα θα δημιουργούσε απογοήτευση. Αντίθετα, μέσα από μικρά αλλά σταθερά βήματα, τα κράτη της χερσονήσου του Αίμου θα μπορούσαν να εμπεδώσουν το κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και μέσω αυτής να προχωρούσαν ακόμα και στη διευθέτηση διμερών διαφορών. «Πρέπει να ξεκινήσωμε την πολυμερή συνεργασία μας», τόνιζε ο Καραμανλής απευθυνόμενος προς τα μέλη των βαλκανικών αντιπροσωπιών, «με πίστη και ενθουσιασμό, αλλά και με πνεύμα πρακτικό, για να αποφύγωμεν απογοητεύσεις. Η εξέλιξις και η μορφή της συνεργασίας αυτής θα

Ο Κ. Καραμανλής απέδιδε ιδιαίτερη σημασία στη βελτίωση των σχέσεων της Ελλάδας με τα σοσιαλιστικά κράτη των Βαλκανίων. Στη φωτογραφία με τον Βούλγαρο ηγέτη Τοντόρ Ζίφκωφ στη Σόφια στις 2 Ιουλίου 1975 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 128

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

εξαρτηθή από το κλίμα που θα δημιουργήση η παρούσα Διάσκεψις. […] Σε μια εποχή που λόγω της δυσπιστίας που κυριαρχεί στην διεθνή ζωή, η ύφεσις με την ένταση συνεχώς εναλλάσσονται, η Διάσκεψις αυτή ημπορεί να αποτελέση σταθεροποιητικό παράγοντα, με ευεργετικόν αντίκτυπον και σε άλλες περιοχές του κόσμου»34.

στο εξής των αμοιβαίων υποχρεώσεων σε ελεύθερα μετατρέψιμο συνάλλαγμα35, γεγονός πρωτοφανές στην ιστορία των σχέσεων της Ελλάδας με τα κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού, αποτέλεσε την απαρχή της αναθεώρησης της μεθόδου των εμπορικών συναλλαγών και με τις υπόλοιπες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.

Η Διαβαλκανική Διάσκεψη του 1976 επιβεβαίωσε τη διάθεση των κρατών που συμμετείχαν να συνεχίσουν και να διευρύνουν τη συνεργασία τους σε τομείς όπως οι μεταφορές, οι τηλεπικοινωνίες, η ενέργεια, η περιβαλλοντική προστασία και η δημόσια υγεία. Από την άλλη πλευρά, καμία αναφορά δεν έγινε σε θέματα αμιγώς πολιτικής φύσης, γεγονός που αντανακλούσε την επιφυλακτική στάση πρωτίστως της Βουλγαρίας. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα ελληνικά σχέδια για εμβάθυνση της πολυμερούς συνεννόησης δεν καρποφόρησαν, καθώς προσέκρουσαν σε ανυπέρβλητους ανασταλτικούς παράγοντες, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την περιορισμένη επιτυχία των συνολικά τεσσάρων Διαβαλκανικών Διασκέψεων που συγκλήθηκαν από το 1979 έως το 1984.

Πέρα από την επιδίωξη διεύρυνσης της συνεργασίας σε θέματα χαμηλής πολιτικής, για την Αθήνα η εμπέδωση των ερεισμάτων της στο Βελιγράδι, στη Σόφια και το Βουκουρέστι χρησίμευε ταυτόχρονα και ως βοηθητικός παράγοντας στην εργώδη προσπάθεια για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της έκδηλης τουρκικής απειλής. Η κατανόηση με την οποία οι ηγεσίες της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας αντιμετώπιζαν τις ελληνικές απόψεις για την ανάγκη δίκαιης λύσης στο Κυπριακό στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, όπως επίσης και η καχυποψία τους απέναντι στην επιθετική πολιτική της Αγκυρας εις βάρος της Αθήνας ενίσχυαν τη διεθνή θέση της Ελλάδας. Αναμφίβολα, ωστόσο, η θετική ανταπόκριση των τριών βαλκανικών κρατών, οσοδήποτε ευπρόσδεκτη και χρήσιμη κι αν ήταν, δεν αρκούσε ούτε για να ανατρέψει τα εδαφικά τετελεσμένα του «Αττίλα» στην Κύπρο ούτε για να αναχαιτίσει την τουρκική επιβουλή στο Αιγαίο.

Αντίθετα, πιο ενθαρρυντικά ήταν τα αποτελέσματα των σχέσεων που η Ελλάδα ανέπτυξε σε διμερές επίπεδο με τους βόρειους γείτονές της. Η συνέχιση και η περαιτέρω εντατικοποίηση των απευθείας επαφών του Καραμανλή με τους ηγέτες της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας στο διάστημα 1976-1980 διευκόλυναν ακόμα περισσότερο την πλήρη αποκατάσταση κλίματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ταυτόχρονα, η υπογραφή σειράς διμερών συμφωνιών οικονομικού, τεχνικού και πολιτιστικού περιεχομένου καταδείκνυε την ύπαρξη γόνιμου εδάφους συνεργασίας, ενώ η εντυπωσιακή αύξηση του όγκου και της αξίας των εμπορικών συναλλαγών της Ελλάδας με τους τρεις γείτονές της συνιστούσε την πλέον απτή απόδειξη της επιτυχίας. Ειδικότερα, εξάλλου, η κοινή απόφαση της Αθήνας και του Βελιγραδίου τον Μάρτιο του 1977 για την κατάργηση του συστήματος συμψηφισμού (κλήρινγκ) στις μεταξύ τους εμπορικές συναλλαγές και την αποπληρωμή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Η πρόοδος που παρατηρήθηκε στις σχέσεις της Ελλάδας με τους βαλκανικούς της γείτονες δεν σήμαινε βέβαια ότι ο ορίζοντας παρέμενε εντελώς ανέφελος. Η αδυναμία κατάληξης σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία με τη Βουλγαρία για τη δίκαιη, ορθολογική και αποδοτικότερη εκμετάλλευση των κρίσιμης οικονομικής σημασίας υδάτινων όγκων των ποταμών Νέστου και Στρυμόνα, που με αφετηρία το βουλγαρικό διέρρεαν κατόπιν το ελληνικό έδαφος, δημιουργούσε σημεία τριβής ανάμεσα στην Αθήνα και τη Σόφια. Ακόμα χειρότερα, η ανακίνηση του «μακεδονικού» ζητήματος από την πλευρά του Βελιγραδίου, μέσω αναφορών από επίσημα χείλη -ακόμα και από τον ίδιο τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Γιόζιπ Μπροζ Τίτο- για την ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας στις βόρειες 129

ελληνικές επαρχίες, προκάλεσε την αποφασιστική αντίδραση από την πλευρά της Ελλάδας36, με αποτέλεσμα την ανάσχεση της πορείας προς την ακόμα στενότερη ελληνογιουγκοσλαβική προσέγγιση. Τέλος, παρά την αλματώδη ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών με την Αλβανία, οι ελληνοαλβανικές σχέσεις δεν είχαν ακολουθήσει αντίστοιχη ανοδική πορεία σε πολιτικό επίπεδο, εξαιτίας αφενός της ακραίας εσωστρέφειας και του απομονωτισμού που χαρακτήριζαν το καθεστώς των Τιράνων και αφετέρου του μη σεβασμού των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας της Βορείου Ηπείρου.

Διεύρυνση των επαφών με χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού Η επιτυχία των διπλωματικών ανοιγμάτων της

Ελλάδας προς τα κομμουνιστικά κράτη των Βαλκανίων προλείανε το έδαφος για τη γενικότερη προσέγγιση της Αθήνας με τα μέλη του Ανατολικού Συνασπισμού. Οι επαφές του Καραμανλή με τους Βαλκάνιους ηγέτες και τα θεαματικά αποτελέσματα στο πεδίο της συνεργασίας σε τομείς όπως η οικονομία είχαν αποδείξει ότι η ιδεολογική απόκλιση δεν απέκλειε εκ των προτέρων τη δυνατότητα ανάπτυξης αμοιβαία επωφελών σχέσεων. Ξεπερνώντας αγκυλώσεις του παρελθόντος, η ελληνική διπλωματία, πρωτοστατούντος του ίδιου του πρωθυπουργού, έμελλε να δραστηριοποιηθεί ενεργά με σκοπό την εμβάθυνση των σχέσεων της Ελλάδας με τις χώρες του κομμουνιστικού στρατοπέδου, εντός και εκτός Ευρώπης. Αναμφίβολα το αποφασιστικότερο βήμα σε αυτή την πορεία ήταν εκείνο που πραγματοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της Σοβιετικής Ενωσης. Ηδη

Ο Ελληνας πρωθυπουργός υποδέχεται τον Ρουμάνο πρόεδρο Νικαλάε Τσαουσέσκου στην Αθήνα το 1975. Αριστερά, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος. 130

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

από την επαύριον της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα, οι ελληνοσοβιετικές σχέσεις, υποβοηθούμενες ασφαλώς από την απόφαση της νομιμοποίησης του ΚΚΕ, είχαν εισέλθει σε πορεία σταδιακής βελτίωσης, γεγονός που αποτυπωνόταν πρωτίστως στο οικονομικό πεδίο: Η υπογραφή διμερούς Γενικής Ναυτιλιακής Συμφωνίας τον Δεκέμβριο του 1975 αποτελούσε ένα σαφές πρώτο δείγμα, το οποίο ακολουθήθηκε τον Απρίλιο του μεθεπόμενου έτους από τη συνομολόγηση αντίστοιχης Εμπορικής Συμφωνίας37. Στο ίδιο διάστημα, οι συχνές συναντήσεις του Καραμανλή με τον Σοβιετικό πρεσβευτή στην ελληνική πρωτεύουσα με αντικείμενο την ανταλλαγή απόψεων για την πορεία του Κυπριακού έτειναν να προσδίδουν ακόμα ουσιαστικότερο περιεχόμενο στις επαφές Αθήνας και Μόσχας38. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η επίσκεψη που πραγ-

ματοποίησε ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης τον Σεπτέμβριο του 1978 στη Μόσχα (την πρώτη αυτού του επιπέδου μετά την αποκατάσταση των ελληνοσοβιετικών διπλωματικών σχέσεων το 1924) επιβεβαίωσε την αλματώδη πρόοδο που είχε συντελεστεί, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξη των διμερών δεσμών. «Με ικανοποίηση διαπιστώνω», αναφερόταν χαρακτηριστικά στο μήνυμα του Καραμανλή, το οποίο ο Ράλλης μετέφερε στον Σοβιετικό πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσύγκιν, «ότι οι σχέσεις των δύο χωρών μας αναπτύσσονται ικανοποιητικά σε όλους τους τομείς. Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών μάς δίνει την ευκαιρία να ανεβάσουμε σε υψηλότερο κυβερνητικό επίπεδο αυτή την προσπάθεια της ειρηνικής και εποικοδομητικής συνεργασίας»39. Οι συνομιλίες του Ράλλη στη Μόσχα επισφραγίστηκαν από την υπογραφή Προξενικής Σύμβασης και Συμφωνίας

Ο Κ. Καραμανλής με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Γιόζιπ Μπροζ Τίτο στην Αθήνα, 11 Μαΐου 1976 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

131

Μορφωτικής και Επιστημονικής Συνεργασίας μεταξύ της Ελλάδας και της Σοβιετικής Ενωσης, ενώ το γενικότερο θετικό κλίμα αποτυπώθηκε στο κοινό ανακοινωθέν που εκδόθηκε αμέσως μετά το τέλος των συναντήσεων40. Η διαδικασία της προσέγγισης Αθήνας-Μόσχας ολοκληρώθηκε τον Οκτώβριο του 1979 με την επίσημη επίσκεψη του Καραμανλή -την πρώτη Ελληνα πρωθυπουργού- στη Σοβιετική Ενωση, όπου είχε γόνιμες επαφές τόσο με τον Κοσύγκιν όσο και με τον Πρόεδρο Λεονίντ Μπρέζνιεφ41, με έμφαση στον οικονομικό και ειδικότερα στον ενεργειακό τομέα. Η εγκάρδια ατμόσφαιρα των συζητήσεων κορυφής αποδόθηκε ανάγλυφα στο κείμενο της Κοινής Πολιτικής Δήλωσης, το οποίο υπέγραψαν οι δύο πρωθυπουργοί42, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των ελληνοσοβιετικών σχέσεων. «Είμαι πεπεισμένος», δήλωνε ο Καραμανλής αμέσως μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών, «για τις καλές προθέσεις της σοβιετικής ηγεσίας έναντι της αναπτύξεως των σχέσεων με την Ελλάδα σε όλους τους τομείς. Νομίζω ότι μετά τις συνομιλίες μας ανοίγονται νέοι δρόμοι στην ανάπτυξη των σχέσεών μας»43. Κατά την επιστροφή του από τη Σοβιετική Ενωση στην Ελλάδα, ο Καραμανλής είχε την ευκαιρία να διευρύνει ακόμα περισσότερο τον κύκλο των επαφών του με τους ηγέτες των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, επισκεπτόμενος διαδοχικά τη Βουδαπέστη44 και την Πράγα45. Η επίσκεψη του Ελληνα πρωθυπουργού συνέβαλε στην προώθηση της διμερούς συνεργασίας με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία, αντίστοιχα, πρωτίστως σε θέματα οικονομικού ενδιαφέροντος. Παρόμοια πρόοδος, εξάλλου, σημειώθηκε και στις ελληνοπολωνικές σχέσεις, έστω κι αν αυτή δεν συνδυάστηκε με την ανταλλαγή επισκέψεων κορυφαίων πολιτικών παραγόντων. Επιστέγασμα της «ανατολικής» πολιτικής του Καραμανλή αποτέλεσε η επίσκεψή του -και πάλι πρώτη Ελληνα πρωθυπουργού- στο Πεκίνο τον Νοέμβριο του 1979. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην κινεζική πρωτεύουσα, ο Καραμανλής 132

είχε μακρές συνομιλίες με τον πρόεδρο Χούα Κούο Φενγκ και τον αντιπρόεδρο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ, στις οποίες διαπιστώθηκε σύμπτωση απόψεων της Αθήνας και του Πεκίνου σε μια σειρά από μείζονα διεθνή ζητήματα46. Μολονότι οι συζητήσεις αυτές δεν κατέληξαν σε ιδιαίτερα εντυπωσιακά αποτελέσματα, παρά μόνο στην υπογραφή διμερούς Συμφωνίας Επιστημονικής και Τεχνολογικής Συνεργασίας, αποτέλεσαν, ωστόσο, μια πολύ χρήσιμη «συνάντηση αλληλογνωριμίας», προλειαίνοντας έτσι το έδαφος για τη μεταγενέστερη εντατικοποίηση των ελληνοκινεζικών σχέσεων. Οπως είναι προφανές, η εντυπωσιακή διεύρυνση των επαφών με χώρες του Ανατολικού Συνασπισμού δεν απέφερε στην Ελλάδα οφέλη σε αμιγώς πολιτικό επίπεδο. Στις συνθήκες του Ψυχρού Πολέμου, έστω και σε περίοδο ύφεσης, μεγαλύτερη εμβάθυνση των σχέσεων με μέλη του αντίπαλου ιδεολογικού στρατοπέδου ήταν πρακτικά αδύνατη. Μοιραία, επομένως, η συνεργασία περιοριζόταν πρωτίστως σε θέματα τεχνικής και οικονομικής φύσης. Ακόμα και με αυτούς τους περιορισμούς, ωστόσο, τα διπλωματικά ανοίγματα του Καραμανλή προς Ανατολάς υπογράμμιζαν την προσήλωσή του στην άσκηση μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, η οποία, χωρίς να αποστασιοποιείται από το φιλοδυτικό της προσανατολισμό, αναζητούσε συνέργειες και ερείσματα ακόμα και πέραν του στενού ορίζοντα του δυτικού κόσμου.

Ανοιγμα στον αραβικό κόσμο Η νέα αντίληψη ως προς τη χάραξη και την άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής αποτυπώθηκε και στον τρόπο με τον οποίο αναπτύχθηκαν μετά το 1974 οι σχέσεις της Αθήνας με τα αραβικά κράτη. Θεμελιωμένες στους παραδοσιακά φιλικούς ελληνοαραβικούς δεσμούς, οι σχέσεις αυτές εμπεδώνονταν ακόμα περισσότερο εξαιτίας της σύμπτωσης των απόψεων των δύο πλευρών στο κυπριακό και το παλαιστινιακό ζήτημα: «Διά μέσου των ετών», δήλωνε τον Μάρτιο του 1975 από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Εξωτερικών Δημήτρης Μπίτσιος, «κατ’ επανάληψιν αραβικαί ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αμέσως μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, η Ελλάδα επιδίωξε τη βελτίωση των ελληνοσοβιετικών σχέσεων. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Σοβιετικό ηγέτη Λεονίντ Μπρέζνιεφ, Μόσχα 2 Οκτωβρίου 1979. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

133

φωναί υψώθησαν και υπέρ ων δικαίων του κυπριακού λαού. Από της πλευράς μας εστάθημεν εις το πλευρόν των Αράβων εις τον αγώνα των και επειδή η Ελλάς δεν παραδέχεται κατάκτησιν εδαφών διά της χρήσεως βίας, είναι εις το πλευρόν των Αράβων έως ότου ολοκληρωθούν τα δίκαιά τους, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των Παλαιστινίων προς αυτοδιάθεσιν»47. «Η ελληνική θέση», διακήρυττε τον Ιανουάριο του 1976 ο Καραμανλής, «είναι σταθερή. Και υπαγορεύεται όχι μόνο από τα φιλικά αισθήματα που εκ παραδόσεως την συνδέουν με τον αραβικό κόσμο, αλλά και από την ακλόνητη πεποίθηση ότι η ωμή βία δεν δημιουργεί δικαιώματα, ούτε μπορεί επάνω σ’ αυτήν να θεμελιωθή η διεθνής τάξη. Μόνιμη πολιτική της Ελλάδος είναι να συ-

μπαρίσταται στους αδικουμένους. Η ηθική αυτή επιταγή αποτελεί κατά την γνώμη μου και τον άξονα μιας ρεαλιστικής πολιτικής στην ταραγμένη σύγχρονη εποχή μας. Γιατί δεν μπορεί κανείς σήμερα να περιφρονή αζημίως και για τον εαυτό του τα δικαιώματα των λαών -μικρών ή μεγάλων-, που, όπως ο παλαιστινιακός ή ο κυπριακός, έχουν αποδείξει μέσα στις φοβερές δοκιμασίες τους ότι ξέρουν να αγωνίζωνται και να θυσιάζωνται ακόμα για τις εθνικές τους υποθέσεις. Πιστεύω, όμως, παράλληλα, στα συγκεκριμένα προβλήματα που έθιξα, ότι υπάρχουν οι δυνατότητες για την εξεύρεση δικαίων λύσεων χωρίς καινούργιο αίμα, αν πρώτοι οι αδικούντες κατανοήσουν ότι και τους εαυτούς τους σε τελική ανάλυση ζημιώνουν με τη διεθνώς απαράδεκτη συμπεριφορά τους»48.

Ο Κ. Καραμανλής επισκέφθηκε το Πεκίνο τον Νοέμβριο του 1979. Στη φωτογραφία με τον Κινέζο ηγέτη Ντενγκ Χσιάο Πινγκ. Σε δεύτερο πλάνο ο Ελληνας υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 134

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Στη διεθνή συγκυρία του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970, η Ελλάδα επεδίωκε τη στενότερη δυνατή προσέγγιση με τον αραβικό κόσμο τόσο για λόγους πολιτικούς όσο και για λόγους οικονομικούς. Η αριθμητική ισχύς των αραβικών κρατών στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών και η συνεχής διεύρυνση της επιρροής τους στους κόλπους του Οργανισμού καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη προσέλκυσης των αραβικών ψήφων υπέρ της Κύπρου. Αντίστοιχα, η Αθήνα εκδήλωνε ενεργό ενδιαφέρον για τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, με ιδιαίτερη έμφαση στην αραβοϊσραηλινή διένεξη, τασσόμενη αταλάντευτα υπέρ της ανάγκης αφενός αποχώρησης του Ισραήλ από όλα τα εδάφη που είχε καταλάβει με τη δύναμη των όπλων το 1967 και αφετέρου δημιουργίας εθνικής εστίας για τους Παλαιστίνιους, με ταυτόχρονη όμως διασφάλιση της κρατικής ύπαρξης του Ισραήλ. Από την άλλη πλευρά, η ενίσχυση των ελληνοαραβικών σχέσεων εξασφάλιζε στην Αθήνα πολύτιμες πηγές για την απρόσκοπτη προμήθεια πετρελαίου σε μια χρονική περίοδο διαδοχικών πετρελαϊκών κρίσεων, οι οποίες προκαλούσαν σημαντικές αναταράξεις στο διεθνές σύστημα. Η υπογραφή σειράς συμφωνιών (όπως π.χ. διεύρυνσης εμπορικών ανταλλαγών -συμπεριλαμβανομένου του πετρελαίου- με το Ιράκ και τη Λιβύη, αλιευτικών με τη Μαυριτανία και τη Λιβύη, τηλεπικοινωνιακής σύνδεσης της Κρήτης με τη Συρία), η σημαντική ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών σε βαθμό που το 1979 να καλύπτουν το 20% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών, καθώς και τα εγκαίνια το 1977 της πορθμιακής γραμμής που ένωνε τον Βόλο με το συριακό λιμάνι της Ταρτούς αποτελούσαν ορισμένα από τα κορυφαία παραδείγματα της ανοδικής πορείας της ελληνοαραβικής οικονομικής συνεργασίας, η οποία διευκολυνόταν περαιτέρω από τη δημιουργία θεσμών όπως το Ελληνοαραβικό Επιμελητήριο και η Ελληνοαραβική Τράπεζα. Η έντονη δραστηριοποίηση, εξάλλου, ελληνικών κατασκευαστικών εταιριών σε πολλές αραβικές χώρες προσέθετε έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα των οικονομικών επαφών ανάμεσα στις δύο πλευρές. Το αυξημένο ενδιαφέρον, τέλος, της Αθήνας για τον αραβικό κόσμο υπογραμμιζόταν ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

από την ίδρυση στο υπουργείο Εξωτερικών ειδικού γραφείου για την ανάπτυξη της οικονομικής συνεργασίας με τα αραβικά κράτη, η διεύθυνση του οποίου ανατέθηκε στον καθηγητή Ιωάννη Γεωργάκη49. Το ελληνικό άνοιγμα προς τον αραβικό κόσμο επισφραγίστηκε από τις επίσημες επισκέψεις που πραγματοποίησε ο Καραμανλής το 1976 στην Αίγυπτο50 και το 1979 στη Σαουδική Αραβία51, στη Συρία52 και το Ιράκ53. Κατά τη διάρκεια των επαφών με τις ηγεσίες των αντίστοιχων κρατών, επιβεβαιώθηκε το κλίμα αμοιβαίας κατανόησης και τέθηκαν οι βάσεις για την περαιτέρω ανάπτυξη και εμβάθυνση των διμερών σχέσεων. Ταυτόχρονα, οι επισκέψεις αυτές αποτέλεσαν το συμβολικό αποκορύφωμα της αραβικής πολιτικής του Καραμανλή, την οποία είχε θέσει σε εφαρμογή μετά το καλοκαίρι του 1974, με σκοπό την εξυπηρέτηση των ποικίλων ελληνικών συμφερόντων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής54.

Η ένταξη στην ΕΟΚ Η αποκατάσταση της Δημοκρατίας τον Ιούλιο του 1974 και η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Καραμανλή επανέφεραν την Ελλάδα στην οδό της αναζήτησης της αποκατάστασης των σχέσεών της με την ΕΟΚ. Επιχειρώντας να υλοποιήσει την πολιτική που ο ίδιος είχε προδιαγράψει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και είχε εν μέρει υλοποιήσει με τη Συμφωνία Σύνδεσης (1961), ο Καραμανλής έθεσε ως θεμελιώδη στόχο της πολιτικής του την ταχύτερη δυνατή ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες55. Στη δεδομένη συγκυρία, εξάλλου, η ευρωπαϊκή επιλογή συναρτούνταν και με την προσπάθεια της Αθήνας, μετά την τραυματική εμπειρία της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, να απεξαρτηθεί κατά το δυνατόν από την αμερικανική επιρροή, χωρίς όμως να εξέλθει του πλαισίου του δυτικού κόσμου. Αντίθετα, η προοπτική της προσχώρησης στην ΕΟΚ θα εμπέδωνε το φιλοδυτικό προσανατολισμό της Ελλάδας, γεγονός που δεν διέλαθε της προσοχής της Ουάσιγκτον, η 135

οποία έμμεσα ενθάρρυνε την ανάπτυξη στενότερων σχέσεων της Αθήνας με τις Ευρωπαϊκές Κοινότητες56. Η επάνοδος της Ελλάδας στο Συμβούλιο της Ευρώπης το φθινόπωρο του 1974 αποτέλεσε το πρώτο θετικό βήμα προς την αποκατάσταση των δεσμών της Ελλάδας με τους δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς. Η υποβολή τον Ιούνιο του 1975 (αφού προηγουμένως είχε ψηφισθεί το νέο Σύνταγμα και είχε εμπεδωθεί το δημοκρατικό πολίτευμα) της επίσημης αίτησης της Ελλάδας για την ένταξη στην ΕΟΚ επιβεβαίωσε την άμεση διασύνδεση της ευρωπαϊκής επιλογής με τις θεμελιώδεις πολιτικές επιδιώξεις της ελληνικής κυβέρνησης. Δίχως να παραγνωρίζει τις οικονομικές παραμέτρους, ο Καραμανλής επέλεγε να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που είχε για την Ελλάδα η ένταξη ως αποφασιστικός παράγοντας εγγύησης της εξωτερικής της ασφάλειας και σταθεροποίησης της Δημοκρατίας μετά την επταετή περιπέτεια της δικτατορίας57. Η απόλυτη προσήλωση της ελληνικής κυβέρνησης στην ένταξη αποτελούσε τον αναγκαίο, όχι όμως και τον ικανό όρο για την επίτευξη του στόχου της Αθήνας. Η απαραίτητη εξασφάλιση της συναίνεσης των κοινοτικών εταίρων συνιστούσε εγχείρημα υψηλής δυσκολίας, δεδομένης της επιφυλακτικότητας ιδίως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έναντι της ελληνικής υποψηφιότητας. Πράγματι, τον Ιανουάριο του 1976 η Επιτροπή, μολονότι αποφάνθηκε καταρχήν θετικά στην αίτηση της Αθήνας, απαριθμούσε ταυτόχρονα μια σειρά από προβλήματα (μεταξύ αυτών και τη συνεχιζόμενη ελληνοτουρκική διένεξη) και πρότεινε την πρόταξη μιας απροσδιόριστης διάρκειας προενταξιακής περιόδου. Αντιδρώντας άμεσα και αποφασιστικά, ο Ελληνας πρωθυπουργός διεμήνυσε αυτοπροσώπως στους πρεσβευτές των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ την απογοήτευσή του, δηλώνοντας απερίφραστα: «Η Ελλάς ούτε επιθυμεί, ούτε δύναται να εκβιάση την ένταξίν της εις την ΕΟΚ. Αλλά ούτε και θα την εδέχετο, εάν επρόκειτο να γίνη κατά τρόπον που να θίγη την αξιοπρέπειαν του έθνους»58. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι το Συμβούλιο Υπουργών, ως το κατεξοχήν πολιτικό όργανο 136

της Κοινότητας, θα επιβεβαίωνε τη βούληση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να εντάξουν χωρίς χρονικές παρελκύσεις την Ελλάδα στην ΕΟΚ59. Το αυξημένο διεθνές του κύρος, αλλά και οι ιδιαίτερα στενοί δεσμοί που διατηρούσε με σημαίνοντες Ευρωπαίους ηγέτες (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη φιλία που τον συνέδεε με τον Πρόεδρο της Γαλλίας Βαλερύ Ζισκάρ ντ’ Εστέν) έδιναν στον Καραμανλή τη δυνατότητα να αξιοποιήσει σε κάθε ευκαιρία τα αυξημένα περιθώρια παρεμβάσεών του με σκοπό την προώθηση της ελληνικής υποψηφιότητας. Η απονομή, εξάλλου, τον Μάιο του 1978 του Βραβείου Καρλομάγνου στον Μακεδόνα πολιτικό σε αναγνώριση των σταθερών και άοκνων προσπαθειών του για την επίτευξη της ενοποίησης της Ευρώπης επιβεβαίωνε πέρα από κάθε αμφιβολία την εκτίμηση που έχαιρε στους ιθύνοντες ευρωπαϊκούς κύκλους. «Αξιότιμε κύριε πρωθυπουργέ Καραμανλή», τόνιζε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, υπουργός Γεωργίας Γιόζεφ Ερτλ, στην ομιλία του κατά την τελετή απονομής του Βραβείου, «σας ευχαριστούμε όλοι για το έργο σας, για το οποίο τιμάσθε σήμερα. Η Ευρώπη χρειάζεται πολιτικούς άνδρες που της εμπνέουν πίστη και της δίνουν νέες παροτρύνσεις. Οι καλλίτερές μας ευχές απευθύνονται σε σας και στον ελληνικό λαό μετά την επιστροφή του στην δημοκρατία – στο δρόμο του προς την Ευρωπαϊκή Κοινότητα»60. Οι εργώδεις διπλωματικές πρωτοβουλίες που αναπτύχθηκαν από ελληνικής πλευράς, με αποκορύφωμα τις επανειλημμένες συναντήσεις του Καραμανλή με τους ηγέτες των κρατών της ΕΟΚ, επέτρεψαν τελικά την υπέρβαση όλων των εμποδίων (με σημαντικότερο, ίσως, εκείνο της αποφυγής συσχέτισης της ελληνικής αίτησης με τις αντίστοιχες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας) που παρεμβάλλονταν στο δρόμο προς την πλήρη και ταχεία ένταξη. Η εμφάνιση πρόσθετων προσκομμάτων, κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή, ανάγκασε τον Ελληνα πρωθυπουργό να χρησιμοποιήσει ως ύστατο όπλο την προσωπική του επιρροή, επισημαίνοντας την καθοριστική συμβολή που αναμενόταν να έχει η ένταξη ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Αναμνηστική φωτογραφία των Ευρωπαίων ηγετών κατά την υπογραφή της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, Ζάππειο 28 Μαΐου 1979 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

στην οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη της Ελλάδας και στο φιλοδυτικό προσανατολισμό της και επαναφέροντας στο προσκήνιο τις αρχές που είχαν διαχρονικά προσδιορίσει την ελληνική υποψηφιότητα: «Αγωνίζομαι», τόνιζε σε επιστολή που απέστειλε τον Δεκέμβριο του 1978 προς τους ηγέτες των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, «[…] επί 20 χρόνια για να συνδέσω οργανικά την Ελλάδα με την δημοκρατική Ευρώπη. Ο ελληνικός λαός επίστεψε στην πολιτική μου αυτή και έχει ήδη στην συνείδησή του ταυτίσει την τύχη του πολιτικά, οικονομικά και αμυντικά με την Ευρώπη. Αν του δημιουργηθή η εντύπωσις ότι γίνεται αντικείμενο αδίκου μεταχειρίσεως, θα δοκιμάση ασφαλώς απογοήτευση και θα χάση την εμπιστοσύνη του προς την Ευρώπη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Και αυτό μπορεί να επηρεάση επικίνδυνα τις εξελίξεις στη χώρα μου, ενισχύοντας το πνεύμα το αντιδυτικό»61. Η αίσια κατάληξη των διαπραγματεύσεων επέτρεψε τελικά την υπογραφή στις 28 Μαΐου 1979 της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ. «Η Ελλάς», τόνιζε κατά την τελετή της υπογραφής ο Καραμανλής, σκιαγραφώντας με σαφήνεια το ιδεολογικό στίγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που ο ίδιος είχε εισηγηθεί και εφαρμόσει επί σειρά ετών, «προσέρχεται στην Ευρώπη με την βεβαιότητα, ότι στα πλαίσια της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης εμπεδώνεται για όλα τα μέρη η εθνική ανεξαρτησία, κατοχυρώνονται οι δημοκρατικές ελευθερίες, επιτυγχάνεται η οικονομική ανάπτυ137

ξη και γίνεται με την συνεργασία όλων κοινός καρπός η κοινωνική και οικονομική πρόοδος»62. Το όνειρο δεκαετιών είχε γίνει πραγματικότητα, δικαιώνοντας τις επίμονες προσπάθειες του Καραμανλή να καταστήσει την Ελλάδα οργανικό τμήμα της συνεχώς διευρυνόμενης ευρωπαϊκής οικογένειας.63

Επίμετρο: Τα χρόνια στην Προεδρία της Δημοκρατίας Τον Μάιο του 1980, η μετάβαση του Καραμανλή από την πρωθυπουργία στην Προεδρία της Δημοκρατίας σηματοδότησε την αποχώρησή του από το προσκήνιο της χάραξης και την άσκηση της

ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ο ρόλος που το Σύνταγμα επιφύλασσε για τον αρχηγό του κράτους σήμαινε ότι από τα νέα του καθήκοντα ο Καραμανλής δεν είχε τη δυνατότητα παρά περιορισμένων μόνο παρεμβάσεων σε τέτοιου είδους ζητήματα. Εστω, όμως, και υπό αυτούς του θεσμικούς περιορισμούς, ο Μακεδόνας πολιτικός δεν θα έπαυε να αποτελεί σημαντικό εθνικό κεφάλαιο για την επιτυχή εκδήλωση των διπλωματικών πρωτοβουλιών της Αθήνας. Ετσι, κατά τη διάρκεια της πρώτης προεδρικής του θητείας (1980-1985), ο Καραμανλής δεν παρέλειψε να πραγματοποιήσει πληθώρα επίσημων επισκέψεων σε διάφορες χώρες, κατά τη διάρκεια των οποίων, αξιοποιώντας το διεθνές κύρος του, προώθησε συστηματικά τις ελληνικές θέσεις. Αντίστοιχη, εξάλλου, υπήρξε η

Ο Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ’ Εστέν γίνεται δεκτός στην Αθήνα από τους Κωνσταντίνο Καραμανλή και Κωνσταντίνο Τσάτσο. 138

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

συνεισφορά του και από τη θέση του οικοδεσπότη ξένων αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων, καθώς και άλλων επισήμων και διακεκριμένων προσωπικοτήτων που επισκέπτονταν την Ελλάδα. Ειδικότερη πτυχή των προσπαθειών του Καραμανλή για την προβολή και την ενίσχυση του διεθνούς κύρους της Ελλάδας αποτέλεσε η ιδέα του για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην αρχαία κοιτίδα τους. Ανάλογη πρόταση είχε υποβάλει ως πρωθυπουργός προς τη Διεθνή Ολυμπιακή Επιτροπή ήδη από τον Ιούλιο του 197664 και αργότερα τον Ιανουάριο του 198065. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ο Καραμανλής επανέφερε στο προσκήνιο την εισήγησή του66, επιζητώντας την

εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής υποστήριξης με σκοπό την τελική αποδοχή της. Για το λόγο αυτό, εξάλλου, δεν παρέλειψε να έχει κατ’ ιδίαν επαφές με αρμόδιους παράγοντες του ολυμπιακού κινήματος67. Παρά τις συντονισμένες προσπάθειές του, ωστόσο, και μολονότι η πρόταση έτυχε αρκετά θετικής διεθνούς ανταπόκρισης, η ιδέα τελικά δεν έμελλε να καρποφορήσει, καθώς προσέκρουσε στην αντίθεση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής. Παράλληλα, από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ο Καραμανλής ήταν αποφασισμένος να λειτουργήσει ως θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού και γενικότερα του φιλοδυτικού προσανατολισμού της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή η προσήλωσή του θα προσδιόριζε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την κυβερνητική αλλαγή

Ο Καραμανλής στην τελετή απονομής του διεθνούς βραβείου «Καρλομάγνος» στο Ααχεν της Δυτικής Γερμανίας στις 4 Μαΐου 1978 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

139

που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Εκδηλα ανήσυχος από τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ περί πιθανής εξόδου της Ελλάδας από την ΕΟΚ και αποχώρησης από το ΝΑΤΟ, ο Καραμανλής δεν δίστασε, ήδη από την επόμενη ημέρα των εκλογών, να συστήσει στον Παπανδρέου να μη θέσει σε κίνδυνο τη θέση της Αθήνας στο δυτικό κόσμο. Ο Καραμανλής, εξάλλου, ήταν αποφασισμένος, σε περίπτωση που εκτιμούσε ότι διακυβευόταν ένα τόσο κρίσιμης εθνικής σημασίας ζήτημα, να προκηρύξει δημοψήφισμα, στο οποίο θα έδινε ο ίδιος τη μάχη, δηλώνοντας συγχρόνως ότι εάν την έχανε θα παραιτείτο από το ύπατο πολιτειακό αξίωμα68.

Η αποφασιστικότητα του Καραμανλή συνέβαλε ασφαλώς στο μετριασμό των ακραίων θέσεων για την εξωτερική πολιτική που είχε επανειλημμένα προβάλει ο Παπανδρέου πριν αναλάβει την εξουσία. Ταυτόχρονα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, αξιοποιώντας το διεθνές του κύρος, επιδόθηκε σε μια συστηματική προσπάθεια αφενός να καθησυχάσει τους ιθύνοντες τόσο της ΕΟΚ όσο και του ΝΑΤΟ, οι οποίοι ανησυχούσαν για τις προθέσεις της νέας ελληνικής κυβέρνησης, και αφετέρου να διευκολύνει τις επαφές της τελευταίας με ηγέτες και άλλους σημαίνοντες παράγοντες κρατών του δυτικού κόσμου69. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων συνέβαλε αποφασιστικά όχι βέβαια στην άρση όλων των διαφωνιών, αλλά οπωσδήποτε στην εξεύρεση -ελάχιστου έστω- πεδίου συνεννόησης ανάμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας

Οι Κ. Καραμανλής υπογραφεί τη Συμφωνία Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στο Ζάππειο στις 28 Μαΐου 1979. Αριστερά, ο υπουργός Εξωτερικών Γεώργιος Ράλλης και δεξιά ο διαπραγματευτής Γεώργιος Κοντογεώργης (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 140

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

και τον πρωθυπουργό σε θέματα εξωτερικής πολιτικής καθ’ όλη τη διάρκεια της πρώτης περιόδου συγκατοίκησής τους στα ανώτατα αξιώματα της χώρας (1981-1985). Κατά τη διάρκεια, τέλος, της δεύτερης προεδρικής του θητείας (1990-1995), η ενασχόληση του Καραμανλή με τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής υπήρξε μάλλον περιορισμένη. Ως αποτέλεσμα του προχωρημένου της ηλικίας του, απέφυγε τα ταξίδια στο εξωτερικό, αρκούμενος σε συναντήσεις με ξένους ηγέτες μόνο όταν εκείνοι επισκέπτονταν την Αθήνα. Κατ’ εξαίρεση, πάντως, από το γενικό κανόνα τής λιγότερο έντονης απ’ ό,τι στο παρελθόν ενεργοποίησής του, ο Καραμανλής κατέβαλε κάθε δυνατή προσπάθεια, είτε με τη μορφή προσωπικών παρεμβάσεων σε σημαίνουσες διε-

θνείς προσωπικότητες70 είτε προεδρεύοντας σε συσκέψεις των πολιτικών αρχηγών, προκειμένου να ενισχύσει την εθνική προσπάθεια αποτροπής του ενδεχομένου διεθνούς αναγνώρισης κράτους με το όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Και ήταν για αυτό το θέμα που, ίσως για μοναδική φορά στη διάρκεια του δημόσιου βίου του, άφησε το συναίσθημα να υπερνικήσει την αυστηρή αυτοπειθαρχία του, δακρύζοντας όταν αναφέρθηκε στην ελληνικότητα της Μακεδονίας.

Επίλογος Η συμβολή του Καραμανλή στη διαμόρφωση των προσδιοριστικών παραμέτρων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 και μετά υπήρξε

Ο Κ. Καραμανλής κατά την τελετή ορκωμοσίας του ως Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 15 Μαΐου 1980 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

141

πράγματι καθοριστική. Θέτοντας σε εφαρμογή ένα πολυδιάστατο διπλωματικό πρόγραμμα, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970 ο Καραμανλής επιχείρησε -και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε- αφενός να αποκαταστήσει το διεθνές κύρος της Ελλάδας και αφετέρου να εξασφαλίσει τα αναγκαία ερείσματα για την όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερη θωράκιση της χώρας από εξωτερικές απειλές. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάπτυξη στενών σχέσεων με διάφορες χώρες σε οικονομικό επίπεδο στη βάση της αμοιβαίας εξυπηρέτησης κοινών συμφερόντων. Εχοντας ως κύριους στόχους την προάσπιση

της εθνικής ακεραιότητας και τη διαφύλαξη της ελληνικής ανεξαρτησίας, η εξωτερική πολιτική του Καραμανλή θεμελιώθηκε στο σεβασμό των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, στην ανάπτυξη δεσμών φιλίας με τους γείτονες και την προώθηση της συνεργασίας σε ευρύτερο διεθνές επίπεδο. Τα διπλωματικά ανοίγματα της Αθήνας προς τα βαλκανικά και τα υπόλοιπα κράτη του Ανατολικού Συνασπισμού, αλλά και προς τον αραβικό κόσμο, επιβεβαίωναν την πρόθεση του Καραμανλή να εργαστεί για τη δυναμική ενεργοποίηση της Ελλάδας στο διεθνές σύστημα, σε μια εποχή που η διεθνής ύφεση ευνοούσε την ανάληψη αντίστοιχων πρωτοβουλιών. Παράλληλα, ωστόσο, ο

Ο Κ. Καραμανλής ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνομιλεί με τον πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου στο Προεδρικό Μέγαρο στις 24 Ιουλίου 1983, κατά τη δεξίωση για την επέτειο αποκατάστασης της Δημοκρατίας (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 142

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ελληνας πρωθυπουργός παρέμεινε απαρέγκλιτα προσηλωμένος στο φιλοδυτικό προσανατολισμό της Αθήνας, ο οποίος δεν κλονίσθηκε ούτε από την απόφαση για την πρόσκαιρη αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Η επιτυχία των ελληνικών διπλωματικών πρωτοβουλιών περιοριζόταν από την αδυναμία εξεύρεσης αμοιβαία αποδεκτών λύσεων στα προβλήματα που σκίαζαν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η επιμονή της Τουρκίας στην προβολή απαράδεκτων και νομικά αστήρικτων αξιώσεων εις βάρος της Ελλάδας στο Αιγαίο, σε συνδυασμό με την άρνηση της Αγκυρας να συναινέσει σε μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, παρενέβαλε ανυπέρβλητα εμπόδια στο δρόμο προς την ελληνοτουρκική συνεννόηση. Με αυτά τα δεδομένα, η ελληνική κυβέρνηση δεν παρέλειψε να αναζητήσει τρόπους αναχαίτισης της τουρκικής απειλής και αποκατάστασης της ισορροπίας ισχύος. Αν, πάντως, η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις δημιουργούσε εύλογα ανησυχία και προβληματισμό στην Αθήνα, η αίσια ολοκλήρωση της πορείας ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ αποτέλεσε αναμφίβολα το επιστέγασμα των επίμονων προσπαθειών του Καραμανλή προς αυτή την κατεύθυνση, οι οποίες είχαν εκδηλωθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Καθιστάμενη πλήρες μέλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η Ελλάδα, όπως εξηγούσε ο Καραμανλής, αποσκοπούσε στην ενίσχυση της οικονομικής της ανάπτυξης, στην

εμπέδωση του δημοκρατικού της πολιτεύματος, αλλά και στην εγγύηση της εξωτερικής της ασφάλειας. Η στρατηγική, επομένως, της ένταξης δεν ήταν ούτε μονοδιάστατη ούτε -πολύ περισσότερο- συγκυριακή, αλλά αντίθετα συνιστούσε μια πολύπλευρη μακροπρόθεσμη επιλογή, η οποία θα προσδιόριζε έκτοτε την ιστορική πορεία της χώρας. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ο Μακεδόνας πολιτικός αντιμετώπιζε την ευρωπαϊκή προοπτική της Ελλάδας το γεγονός ότι ακόμα και μετά την επίτευξη του στόχου, ο ίδιος δεν εφησύχαζε, αλλά αντίθετα ευθύς εξαρχής έσπευδε να επισημάνει τις προκλήσεις που συνεπαγόταν η είσοδος στην ΕΟΚ, εξηγώντας ότι στην πραγματικότητα δεν αποτελούσε το τέλος, αλλά την αρχή μιας νέας πορείας: «Αυτονόητο είναι», υπογράμμιζε ήδη από τον Ιούνιο του 1979 στο πλαίσιο της συζήτησης στη Βουλή για την κύρωση της Συνθήκης Προσχώρησης, «ότι τα ωφελήματα, πολιτικά και οικονομικά, από την ένταξή μας δεν θα τα αποκτήσουμε αυτόματα χωρίς κόπους και θυσίες. Αντίθετα, θα χρειασθή συνεχής και επίπονη προσπάθεια, για να προσαρμόσουμε όχι μόνον την δομή της οικονομίας μας, αλλά και την νοοτροπία μας στις νέες συνθήκες, που θα δημιουργηθούν. Και αυτό επιβάλλεται όχι μόνο για να αξιοποιήσουμε τις δυνατότητες που μας προσφέρονται, αλλά και για να ξεπεράσουμε ανώδυνα τις δυσκολίες, που είναι φυσικό να ανακύψουν κατά την φάση της μεταβατικής περιόδου»71.

Υποσημειωσεισ 1. Για μια συνολικότερη θεώρηση της πορείας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από το 1974 έως το 1981 βλ. Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, «Η ελληνική εξωτερική πολιτική, 1947-1981» (Αθήνα: Εστία, 2001), σσ. 205-272. 2. Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 11 Δεκεμβρίου 1974, Κωνσταντίνος Καραμανλής: Αρχείο – Γεγονότα – Κείμενα (Αθήνα: Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 1995-1997) (στο εξής Καραμανλής), τόμος 8, σ. 258. 3. Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 11 Δεκεμβρίου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 258.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

4. Ομιλία Καραμανλή στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, 5 Ιουνίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 255-258. 5. Πρακτικό συνομιλίας του Καραμανλή με το γενικό γραμματέα του ΟΗΕ Κουρτ Βάλντχαϊμ, 6 Ιουνίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 258-260. 6. Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 11 Δεκεμβρίου 1974, Καραμανλής. 7. Ομιλία του Καραμανλή ενώπιον της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, 30 Ιουλίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 486-488. Σημειώνεται ότι στα αποσπάσματα πρωτογενών πηγών που παρατίθενται στο παρόν κείμενο διατηρείται αναλλοίωτη η ορθογραφία του

143

πρωτοτύπου. 8. Προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 11 Δεκεμβρίου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 258. 9. Χαρακτηριστικά είναι όσα συζητήθηκαν κατά τη διάρκεια σύσκεψης της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12 Αυγούστου 1974, με θέμα τις δυνατότητες στρατιωτικής αντίδρασης της Ελλάδας εν όψει του διαφαινόμενου ναυαγίου των ειρηνευτικών συνομιλιών της Γενεύης για το Κυπριακό και της πιθανής προέλασης των τουρκικών στρατευμάτων στη Μεγαλόνησο (όπως και έγινε δύο ημέρες αργότερα)˙ βλ. Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 69-75. 10. Οπως χαρακτηριστικά τόνιζε ο Καραμανλής σε συνομιλία που είχε τον Μάρτιο του 1975 με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζακ Κιούμπις, «[…] η στρατιωτική ενίσχυσις της Ελλάδος αποτελεί αποτελεσματικόν αποτρεπτικόν ελληνοτουρκικού πολέμου, δοθέντος ότι η Ελλάς δεν θα είναι εκείνη η οποία θα κηρύξη πόλεμον»˙ βλ. σημείωμα συνομιλίας ΚαραμανλήΚιούμπις, 31 Μαρτίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 347. 11. «Οπως είναι γνωστό», αναφερόταν σε σημείωμα που υπέβαλε τον Οκτώβριο του 1978 ο υπουργός Εθνικής Αμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ προς τον Καραμανλή, «η Κυβέρνηση, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση έδωσε απόλυτη προτεραιότητα στον τομέα του εξοπλισμού, παράγγειλε δε κατά τα δύο πρώτα χρόνια τόσο πολεμικό υλικό όσο δεν είχε παραγγελθεί κατά τα 7,5 χρόνια της δικτατορίας»˙ βλ. σημείωμα Αβέρωφ προς Καραμανλή, 10 Οκτωβρίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 351-354. 12. Π.χ. η Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία στην Τανάγρα (τη λειτουργία της οποίας εγκαινίασε ο ίδιος ο Καραμανλής τον Δεκέμβριο του 1979˙ βλ. Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 341-344), η Ελληνική Βιομηχανία Οπλων στο Αίγιο και το εργοστάσιο παραγωγής πυρίτιδας στο Λαύριο. 13. Ελληνική ρηματική διακοίνωση, 27 Ιανουαρίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 297. 14. Πρακτικά συνομιλίας Καραμανλή-Ντεμιρέλ, 31 Μαΐου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 420-423. 15. Κοινό ανακοινωθέν για τη συνομιλία Καραμανλή-Ντεμιρέλ, 31 Μαΐου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 423. 16. Μήνυμα Καραμανλή προς Κίσινγκερ, 10 Αυγούστου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σ. 279. 17. Ελληνοτουρκικό Πρακτικό της Βέρνης, 11 Νοεμβρίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σ. 318. 18. Πρακτικά συνομιλιών Καραμανλή-Ετσεβίτ, 10-11 Μαρτίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 133-143. 19. Για τις απόψεις του Καραμανλή σχετικά με τη στάση που όφειλε να κρατήσει η Ελλάδα στο Κυπριακό βλ. ενδεικτικά Ομιλία Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 16 Μαρτίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 146-147. 20. Ομιλία του Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 16 Μαρτίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σ. 146. 21. Για τις «τριγωνικές» σχέσεις ανάμεσα στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και την Τουρκία από την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 βλ. Theodore Couloumbis, «The United States, Greece and Turkey: Τhe Troubled Triangle» (New York: Praeger, 1982). Ειδικότερα για

144

τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις την ίδια περίοδο βλ. Theodore Couloumbis – John Iatrides (eds.), «Greek-American Relations: A Critical Review» (New York: Pella, 1980). 22. Γενικότερα για τον αντιαμερικανισμό στην Ελλάδα, με αναφορά σε ευρύτερο χρονικό ορίζοντα, βλ. Konstantina E. Botsiou, «Anti-Americanism in Greece», στο Brendon O’Connor (ed.), Anti-Americanism: History, Causes, Themes. Volume 3: Comparative Perspectives (Oxford: Greenwood World Publishing, 2007), σσ. 213-234. 23. Μνημόνιο συνομιλίας Καραμανλή-Τάσκα, 13 Αυγούστου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 79-80. 24. Απόσπασμα συνομιλίας Καραμανλή-Τάσκα, 14 Αυγούστου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 90. 25. Γενικότερα για την ατλαντική πολιτική του Καραμανλή βλ. John Iatrides, «Challenging the Limitations of the Atlantic Community: Konstantinos Karamanlis and NATO», στο Κωνσταντίνος Σβολόπουλος – Κωνσταντίνα Ε. Μπότσιου – Ευάνθης Χατζηβασιλείου (επιμ.), Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον εικοστό αιώνα, τόμος 2 (Αθήνα: Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», 2008), σσ. 17-36. 26. Βλ. ενδεικτικά Επιστολή Καραμανλή προς Κάρτερ, 25 Σεπτεμβρίου 1979, Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 223-226. 27. Πρακτικά συνομιλίας Καραμανλή-Φορντ, 29 Μαΐου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 416. Πρβλ. «Memorandum of Conversation», 29 Μαΐου 1975, Foreign Relations of the United States, 1969-1976, vol. XXX (Washington: United States Government Printing Office, 2007), σ. 167. 28. Συμφωνία Αμυντικής Συνεργασίας Ελλάδας-ΗΠΑ, 15 Απριλίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σσ. 187-188. 29. Επιστολή Κίσινγκερ προς Μπίτσιο, 10 Απριλίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σ. 186. 30. Για τις σχέσεις της Ελλάδας με τους βαλκανικούς της γείτονες από την πτώση της δικτατορίας έως τις αρχές της δεκαετίας του 1980 βλ. διεξοδικότερα Κ. Σβολόπουλος, «Η ελληνική πολιτική στα Βαλκάνια, 1974-1981» (Αθήνα: Ελληνική Ευρωεκδοτική, 1987). 31. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στο Βουκουρέστι βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 395-409. 32. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στο Βελιγράδι βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 426-439. 33.Για την επίσκεψη του Καραμανλή στη Σόφια βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 460-473. 34. Χαιρετισμός του Καραμανλή προς τα μέλη των αντιπροσωπιών στη Διαβαλκανική Διάσκεψη της Αθήνας, 26 Ιανουαρίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σ. 148. 35. Μακεδονία, 12 Μαρτίου 1977, σσ. 1 και 10. 36. Βλ. χαρακτηριστικά Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 350-351. 37. Μακεδονία, 30 Απριλίου 1977, σσ. 1 και 12. 38. Για τις επαφές αυτές βλ. ενδεικτικά Μνημόνιο συνομιλίας Καραμανλή-Γιέζωφ, 7 Αυγούστου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σσ. 59-60˙ Σημείωμα με τις απόψεις της σοβιετικής κυβέρνησης για το Κυπριακό, 18 Ιανουαρίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 295˙ Μνημόνιο συνομιλίας Καραμανλή-Γιέζωφ, 28 Φεβρουαρίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 331˙ Μνημόνιο συνομιλίας ΚαραμανλήΟυνταλτσώφ, 21 Ιουνίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σσ.

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

246-247. 39. Μήνυμα Καραμανλή προς Κοσύγκιν, Καραμανλής, τόμος 10, σ. 308. 40. Κοινό ελληνοσοβιετικό ανακοινωθέν, 11 Σεπτεμβρίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 308-310. 41. Πρακτικά συνομιλιών Καραμανλή με Κοσύγκιν και Μπρέζνιεφ, 2-3 Οκτωβρίου 1979, Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 235-249. 42. Κοινή Πολιτική Δήλωση Ελλάδας-Σοβιετικής Ενωσης, 2 Οκτωβρίου 1979, Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 249-252. 43. Δήλωση Καραμανλή στο σοβιετικό ειδησεογραφικό πρακτορείο Τας, 3 Οκτωβρίου 1979, Καραμανλής, τόμος 11, σ. 252. 44. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στην Ουγγαρία βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 254-258. 45. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στην Τσεχοσλοβακία βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 258-263. 46. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στην Κίνα βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 286-304. 47. Μακεδονία, 6 Μαρτίου 1975, σ. 9. 48. Συνέντευξη Καραμανλή στην εφημερίδα «Αλ Αχράμ», Καραμανλής, τόμος 9, σ. 139. 49. Βλ. αναλυτικότερα Δημήτρης Μπίτσιος, Πέρα από τα σύνορα, 1974-1977 (Αθήνα: Εστία, 1978), σσ. 158-160. 50. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στην Αίγυπτο βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 9, σσ. 139-146. 51. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στη Σαουδική Αραβία βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 45-51. 52. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στη Συρία βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 51-54. 53. Για την επίσκεψη του Καραμανλή στο Ιράκ βλ. διεξοδικότερα Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 311-320. 54. Γενικότερα για τον τρόπο με τον οποίο ο Καραμανλής αντιμετώπιζε την άσκηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής σε αυτή την περιοχή κατά τη διάρκεια τόσο της πρώτης (19551963) όσο και της δεύτερης πρωθυπουργικής του θητείας (1974-1980) βλ. Γιάννης Σακκάς, «Η ελληνική πολιτική στη Μέση Ανατολή επί κυβερνήσεων Κωνσταντίνου Καραμανλή», στο Σβολόπουλος – Μπότσιου –Χατζηβασιλείου, ό.π., σσ. 348-363. 55. Προεκλογική ομιλία του Καραμανλή στη Θεσσαλονίκη, 27 Οκτωβρίου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 191˙ προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων, 11 Δεκεμβρίου 1974, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 259. 56. Antonis Klapsis, «From Dictatorship to Democracy: USGreek Relations at a Critical Turning Point (1974-1975)», Mediterranean Quarterly, 22.1 (2011), σσ. 66-67. 57. Ανακοίνωση του Καραμανλή προς τους πρεσβευτές των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ, 12 Ιουνίου 1975, Καραμανλής, τόμος 8, σ. 447˙ διάγγελμα του Καραμανλή προς τον ελληνικό λαό, 12 Ιουνίου 1975, τόμος 8, σ. 448. 58. Δήλωση Καραμανλή προς τους πρεσβευτές των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ στην Αθήνα, 31 Ιανουαρίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σ. 153. 59. Μνημόνιο της ελληνικής κυβέρνησης προς τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ, 31 Ιανουαρίου 1976,

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Καραμανλής, τόμος 9, σσ. 153-154. 60. Ομιλία του Ερτλ κατά την τελετή απονομής του Βραβείον Καρλομάγνου στον Καραμανλή, 4 Μαΐου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σ. 213. 61. Καραμανλής προς τους ηγέτες των εννέα κρατών-μελών της ΕΟΚ και τον πρόεδρο της Επιτροπής, 12 Δεκεμβρίου 1978, Καραμανλής, τόμος 10, σσ. 406-407. 62. Ομιλία του Καραμανλή κατά τη διάρκεια της επίσημης τελετής υπογραφής της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, 28 Μαΐου 1979, Καραμανλής, τόμος 11, σ. 144. 63. Γενικότερα για τη στρατηγική του Καραμανλή από το 1959 έως το 1979 σε σχέση με την προοπτική συμμετοχής της Ελλάδας στο εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βλ. Γεώργιος Κοντογεώργης, «Η Ελλάδα στην Ευρώπη: η πορεία προς την ένωση και η πολιτική του Καραμανλή» (Αθήνα: Γιοβάνης, 1985). 64. Επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής λόρδο Κιλλάνιν, 29 Ιουλίου 1976, Καραμανλής, τόμος 9, σσ. 269-270. 65.Δηλώσεις Καραμανλή με θέμα τη μόνιμη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, 18 Ιανουαρίου 1980, Καραμανλής, τόμος 11, σ. 375˙ επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής λόρδο Κιλλάνιν, 28 Ιανουαρίου 1980, Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 375376˙ επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής λόρδο Κιλλάνιν, 29 Ιανουαρίου 1980, Καραμανλής, τόμος 11, σσ. 376-377. 66. Επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, 25 Σεπτεμβρίου 1980, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 39-42˙ ομιλία του Καραμανλή στην έναρξη των εργασιών της συνόδου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, 6 Ιουλίου 1981, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 115-116˙ επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Χουάν Αντόνιο Σάμαρανκ, 19 Αυγούστου 1981, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 123-124. 67. Βλ. για παράδειγμα Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 66-67, 99. 68. Σημείωμα Καραμανλή σχετικά με την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και το σχηματισμό της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 133-134. 69. Σημείωμα Καραμανλή σχετικά με την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ στις βουλευτικές εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 και το σχηματισμό της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 134-135. 70. Βλ. ενδεικτικά Επιστολή Καραμανλή προς τον πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζακ Ντελόρ, 12 Φεβρουαρίου 1992, Καραμανλής, τόμος 12, σσ. 620-621. 71. Ομιλία του Καραμανλή στη Βουλή των Ελλήνων κατά τη διάρκεια της συζήτησης για την κύρωση της Συνθήκης Προσχώρησης της Ελλάδας στην ΕΟΚ, 26 Ιουνίου 1979, Καραμανλής, τόμος 10, σ. 176.

145

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Δημήτριο Πικιώνη και τον Ολλάνδο επιθεωρεί τον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης στις 2 Φεβρουαρίου 1957 (Iδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 146

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

ΙΩΑΝΝΗΣ Μ. ΒΑΡΒΙΤΣΙΩΤΗΣ τ. βουλευτής, τ. υπουργός

Ο Κ. Καραμανλής και η πολιτιστική του προσφορά

Η ιδιαίτερη μέριμνα του Κωνσταντίνου Καραμανλή για τη διάσωση και τη συντήρηση των μνημείων του Ιερού Βράχου και οι πρωτοβουλίες για την αναμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Τα προγράμματα αναστήλωσης και συντήρησης αρχαιολογικών χώρων ανά την Ελλάδα και οι ανασκαφές στο Δίον. Η σύλληψη της ιδέας ανάδειξης των Δελφών σε διεθνές Πολιτιστικό Κέντρο και το όραμα για μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους.

Ο

λοι γνωρίζουν, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, το τεράστιο έργο που συνοδεύει τις δύο δημιουργικές οκταετίες (1955-1963 και 1974-1981) που κυβερνούσε ως πρωθυπουργός τον τόπο ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παρέλαβε το 1955 μια χώρα καθημαγμένη, που προσπαθούσε να βγει από τα ερείπια τα οποία είχαν σωρεύσει η τετράΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

χρονη χιτλερική κατοχή και η εμφύλια διαμάχη που ακολούθησε. Μια χώρα που στηριζόταν αποκλειστικά στην αμερικανική οικονομική βοήθεια, χωρίς την οποία θα είχε καταρρεύσει. Η αναπτυξιακή πολιτική την οποία ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα το διπλασιασμό του κατά κεφαλήν εισοδήματος. Ετσι, από 305 δολάρια το 1955 έφθασε το 1963 τα 565 δολάρια. Και από 2.165 δολάρια το 1974 έφθασε στο τέλος του 1.979 τα 4.136 δολάρια. Και μπορεί ο Ελληνας πολίτης να αγνοεί λεπτομέρειες και αριθμούς. Και ακόμη η πάροδος του χρόνου μπορεί να έχει εξασθενήσει τη μνήμη του. Γνωρίζει όμως ότι η αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ύστερα από την επταετή δικτατορία, οφείλεται στην προσωπικότητα του Καραμανλή. Γνωρίζει ακόμη ότι η ένταξη της Ελλάδας ως δέκατο μέλος στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και σημερινή Ευρωπαϊκή Ενωση επιτεύχθηκε, παρά τις έντονες επιφυλάξεις που είχε διατυπώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, χάρη στο κύρος του Καραμανλή. Γνωρίζει ακόμη ότι έδωσε στον τόπο ένα νέο Σύνταγμα, το οποίο αναγνωρίζεται από όλους ότι είναι το καλύτερο που είχε ποτέ ο τόπος και ένα από τα καλύτερα Συντάγματα της Ευρώπης. Γνωρίζει, τέλος, ότι νομιμοποίησε το ΚΚΕ και έλυσε με δημοψήφισμα το πολιτειακό πρόβλημα. Εκείνο όμως που αγνοεί παντελώς ο Ελληνας πολίτης, διότι ίσως δεν προβλήθηκε ανάλογα, είναι η προσφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην πολιτιστική ανάπτυξη της Ελλάδας. «Τα έθνη», είχε πει ο Καραμανλής, «τοποθετούνται στην Ιστορία, κυρίως με τις πολιτιστικές τους επιδόσεις. Κανένας ποτέ λαός δεν επιβλήθηκε στην παγκόσμια συνείδηση με επιτεύγματα υλικά. Επιβλήθηκαν οι λαοί εκείνοι που δημιούργησαν πολιτισμό και με τον πολιτισμό τους έγραψαν Ιστορία». Με πίστη σ’ αυτά τα λόγια, ο Καραμανλής υπήρξε ίσως ο μόνος από τους πολιτικούς ηγέτες που ενδιαφέρθηκαν με έργα και όχι με λόγια για την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Σε μια εποχή μάλιστα που η κουλτούρα εθεωρείτο -και φρονώ ότι εξακολουθεί και σήμερα να θεωρείται- μια πολυτέλεια και όχι μια επένδυση. 147

Ο Καραμανλής είχε μια ικανότητα που δυστυχώς σπανίζει στους Ελληνες πολιτικούς. Επέλεξε ως συνεργάτες τούς άριστους. Ετσι, στην πρώτη μετά τις εκλογές κυβέρνησή του τοποθέτησε στη θέση του υπουργού Πολιτισμού τον Κωνσταντίνο Τρυπάνη, ο οποίος είχε ήδη εκλεγεί βουλευτής Επικρατείας. Ο Κωνσταντίνος Τρυπάνης ήταν διεθνούς κύρους φιλόλογος. Είχε διατελέσει καθηγητής στα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης (1947-1968) και του Σικάγου (1968-1974), ενώ πραγματοποίησε διαλέξεις στα Πανεπιστήμια της Βιέννης, της Νέας Υόρκης, του Σίδνεϊ και του Χάρβαρντ. Υπήρξε μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το έργο του, που εκδόθηκε και στα αγγλικά, για την ελληνική ποίηση από τον Ομηρο στον Σεφέρη θεωρείται κλασικό. Ο Τρυπάνης με την πλατιά του μόρφωση βοήθησε τον Καραμανλή στην πραγματοποίηση των στόχων

του. Τον Τρυπάνη διαδέχθηκε στο υπουργείο Πολιτισμού (το 1977) ο Δημήτρης Νιάνιας, βουλευτής Μυτιλήνης και καθηγητής στο ΕΜΠ. Πέρα όμως από τους υπουργούς, ο Καραμανλής συνεργαζόταν στενά με τους αρμόδιους υπηρεσιακούς παράγοντες, αδιαφορώντας για τα πολιτικά τους «πιστεύω». Αναφέρω ενδεικτικά τον Δημήτριο Πικιώνη, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα, καθώς και τον Προκόπη Βασιλειάδη, μαθητή του Πικιώνη, γενικό διευθυντή του υπουργείου Δημοσίων Εργων, με τον οποίο συζητούσε κάθε κατασκευαστικό έργο, και τελευταία με τον αρχαιολόγο Μανώλη Ανδρόνικο, η σκαπάνη του οποίου ανέδειξε τον τάφο του Φιλίππου στη Βεργίνα. Η πρώτη φροντίδα του, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ήταν η Ακρόπολη και ο περιβάλλων χώρος. Ο

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στα εγκαίνια της νέας πτέρυγας του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου στις 4 Μαρτίου 1961 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 148

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Παρθενώνας κινδύνευε από το γεγονός ότι παλαιότερα είχε χρησιμοποιηθεί απλός σίδηρος για τη συναρμολόγηση κομματιασμένων αρχιτεκτονικών τμημάτων. Ομως, η οξείδωση του σιδήρου και η εξ αυτής διαστολή προκάλεσαν μεγάλες ζημιές. Τα προβλήματα όμως των μνημείων του Ιερού Βράχου ήταν πολλά. Ο κίνδυνος αλλοιώσεως των μαρμάρων από την ατμοσφαιρική ρύπανση οδήγησε το 1979 στην απόφαση της μεταφοράς των Καρυάτιδων από το Ερέχθειο στο Μουσείο της Ακροπόλεως, ενώ στη θέση τους τοποθετήθηκαν αντίγραφα. Το ίδιο συνέβη και στη γλυπτική διακόσμηση του Παρθενώνα. Ετσι, αφαιρέθηκε και μεταφέρθηκε στο Μουσείο Ακροπόλεως από το δυτικό αέτωμα το σύμπλεγμα του Κέκροπα με τη θυγατέρα του, που και αυτό αντικαταστάθηκε από αντίγραφο. Παράλληλα, προχώρησαν οι εργασίες

αντικατάστασης των σιδερένιων συνδέσμων με συνδέσμους από τιτάνιο, που κρίθηκαν ακίνδυνοι από τους ειδικούς. Τα προβλήματα, όμως, τόσο για τη διάσωση όσο και για τη συντήρηση των μνημείων της Ακροπόλεως απαιτούσαν συνεχή προσπάθεια. Η μεταφορά των Καρυάτιδων και άλλων γλυπτών της Ακροπόλεως δημιούργησε την ανάγκη ανεγέρσεως νέου μουσείου, αφού το υπάρχον, παρά την πρόσφατη επέκτασή του, δεν είχε τη δυνατότητα να προβάλλει ικανοποιητικά τις αρχαιότητες της Ακρόπολης, τις οποίες θα φιλοξενούσε. Ο Καραμανλής από την αρχή είχε θεωρήσει ότι ο καλύτερος χώρος για την ανέγερση του μουσείου ήταν το δημόσιο κτήμα Μακρυγιάννη, όπου στεγαζόταν το σύνταγμα Χωροφυλακής. Και τούτο για δύο

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ενημερώνεται από τον Μανώλη Ανδρόνικο για τα αρχαιολογικά ευρήματα στη Βεργίνα στις 26 Μαΐου 1981 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

149

Το κτίριο του Παλαιού Μουσείου Ακρόπολης πάνω στον Ιερό Βράχο μετά την επέκτασή του, το 1956.

λόγους: Πρώτον, γιατί βρίσκεται σε άμεση σχέση με τον Ιερό Βράχο και, δεύτερον, διότι ανήκει στο Δημόσιο και, κατά συνέπεια, δεν απαιτούνταν απαλλοτριώσεις. Γι’ αυτό προκηρύχθηκαν το 1977 και το 1979 δύο πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, οι οποίοι όμως κηρύχθηκαν άγονοι. Στο μεταξύ, εκδηλώθηκαν έντονες διαφωνίες για την καταλληλότητα του κτήματος Μακρυγιάννη και έτσι το θέμα της ανεγέρσεως του Μουσείου «πάγωσε». Το 1989, η Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός Πολιτισμού, κίνησε ένα νέο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ακυρώθηκαν μετά την αποκάλυψη μιας μεγάλης οικιστικής περιοχής στο οικόπεδο Μακρυγιάννη, που χρονολογείται από τους προϊστορικούς έως τους βυζαντινούς χρόνους. Αποφασίστηκε τότε -και ορθώς- ότι η ανασκαφή θα έπρεπε να ενταχθεί στο νέο μουσείο. Το 2000, ο Οργανισμός Ανέγερσης Νέου Μουσείου Ακρόπολης προκήρυξε ένα νέο διεθνή διαγωνισμό με πρόσκληση 12 αρχιτεκτονικών γραφείων, 150

τα οποία θα υπέβαλλαν τις προτάσεις τους. Οι προτάσεις αυτές αξιολογήθηκαν από μία διεθνή επιτροπή. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε στο αρχιτεκτονικό γραφείο των Bernard Tschumi και Μιχάλη Φωτιάδη. Ετσι, σήμερα, όλοι μας θαυμάζουμε το αρχιτεκτονικό αυτό αριστούργημα, εγώ δε προσωπικά αναρωτιέμαι πού κρύφτηκαν αυτοί που το 1979 πολέμησαν λυσσαλέα την τοποθεσία όπου σήμερα χτίστηκε το υπέροχο αυτό μουσείο. Ο Καραμανλής είχε το πάθος της δημιουργίας. Και παρακολουθούσε κάθε σημαντικό έργο σ’ όλη την πορεία της κατασκευής του. Ετσι, τον Ιούνιο του 1955, ως υπουργός Δημοσίων Εργων πήρε την πρωτοβουλία για αναμόρφωση του χώρου γύρω από την Ακρόπολη. Ο χώρος αυτός, εκτάσεως 1.000 στρεμμάτων, περικλείεται από την Ακρόπολη, το Ωδείο του Ηρώδου του Αττικού, το λόφο του Φιλοπάππου και το Αστεροσκοπείο. Με συνεργάτη του τον αρχιτέκτονα καθηγητή του ΕΜΠ, Δημήτριο Πικιώνη, ο χώρος αυτός αναπλάστηκε και ανέδειξε ακόμη περισσότερο την Ακρόπολη. Κατ’ αρχάς, απομακρύνθηκαν διάφορες μικρές ιδιωτικές οικίες, αναμορφώθηκε τελείως το γραφικό εκκλησάκι του Αγίου Δημητρίου του ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Λουμπαρδιάρη, κατασκευάστηκε το περίπτερο και στην αρχή του δρόμου για περίπατο κατασκευάστηκε το περίφημο εστιατόριο «Διόνυσος». Παράλληλα, είχε προβλεφθεί η δενδροφύτευση, κυρίως με θάμνους ελληνικής χλωρίδας (δάφνες και σχίνα) αλλά και ελιές (άγριες και ήμερες) και ροδιές. Τέλος, τα λιθόστρωτα δρομάκια έδιναν τη δυνατότητα στον επισκέπτη ενός ωραίου περιπάτου. Λέγεται ότι ο Καραμανλής επισκεπτόταν κάθε πρωί το χώρο κατά το χρόνο της κατασκευής του και μαζί με τον Πικιώνη διαμόρφωναν επιτόπου τις λεπτομέρειες που προέκυπταν. Ακόμα και σήμερα, παρά την ελλιπή συντήρηση τόσο στο λιθόστρωτο όσο και στο πράσινο, ο χώρος αυτός αποτελεί ένα κόσμημα για την Αθήνα. Ομως, από την εμπειρία της Ακροπόλεως ο Καραμανλής αντελήφθη ότι τα προβλήματα κάθε αρχαιολογικού χώρου έχουν την ιδιαιτερότητά τους και για την επίλυσή τους χρειάζεται αυτονομία. Γι’ αυτό, σε συνεργασία με τον Τρυπάνη, εκπονήθηκαν και τέθηκαν σε εφαρμογή ειδικά αποκεντρωτικά προγράμματα. Για την εκτέλεσή τους συστήθηκαν ειδικοί φορείς, στους οποίους εξασφαλίστηκε η άνετη χρηματοδότηση. Ετσι, για τη διάσωση και τη συντήρηση των μνημείων της Ακροπόλεως δημιουργήθηκε ειδικό πρόγραμμα, στο πλαίσιο του οποίου ιδρύθηκε ειδική επιτροπή, η Επιτροπή Ακροπόλεως, στη διάθεση της οποίας τέθηκαν όλα τα απαραίτητα τεχνικά και οικονομικά μέσα. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Καραμανλής αρνήθηκε την εποχή εκείνη διεθνή έρανο που είχε αποφασίσει η UNESCO, λέγοντας ότι η διάσωση των μνημείων της Ακροπόλεως είναι ευθύνη του ελληνικού λαού, ο οποίος είναι διατεθειμένος από το υστέρημά του να συμβάλει στη διάσωση του παγκόσμιου αυτού μνημείου.Ακολούθησαν και άλλα ειδικά προγράμματα, τα σημαντικότερα των οποίων είναι τα ακόλουθα: ● Το ειδικό πρόγραμμα για τη διενέργεια ανασκαφών στο τρίγωνο Βεργίνας, Δίου, Πέλλας. Εξάλλου, φρόντισε για την κατασκευή του δρόμου που οδηγεί στο Δίον και την επέκταση του Μουσείου Δίου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επισκέπτεται το Θέατρο του Διονύσου συνοδευόμενος από τη Μελίνα Μερκούρη στις 24 Ιανουαρίου 1985 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 151

● Το ειδικό πρόγραμμα ανασκαφών στη Θράκη (κυρίως στις περιοχές της Μαρωνείας, των Αβδήρων και της Αμφιπόλεως), ο χώρος της οποίας για πρώτη φορά ανασκάπτεται κατά τρόπο συστηματικό. ● Το ειδικό πρόγραμμα για αναστηλωτικές, συντηρητικές και μουσειακές εργασίες στους αρχαιολογικούς χώρους της Ολυμπίας και της Δήλου, καθώς και για την οργάνωση και τον εξοπλισμό του Κέντρου Υποβρυχίων Αρχαιολογικών Ερευνών στην Πύλο. Το πρόγραμμα αυτό, καταρτίσθηκε με πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή, τον Σεπτέμβριο του 1981, ύστερα από το έντονο προσωπικό ενδιαφέρον του. ● Το Κέντρο Διαφυλάξεως Αγιορείτικης Κληρο-

νομιάς, με έδρα τη Θεσσαλονίκη, με σκοπό τη διάσωση του Αγίου Ορους και την επιβίωση της μοναστικής πολιτείας. Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα ειδικά αυτά προγράμματα χρηματοδοτήθηκαν με ποσά επαρκή για την πραγμάτωση του σκοπού τους. Το ενδιαφέρον για την Ακρόπολη, όμως, συνεχίστηκε αμείωτο. Η λειτουργία του Φεστιβάλ Αθηνών, η ίδρυση του οποίου ήταν πρόταση του στενού του συνεργάτη, τότε υπουργού, Κωνσταντίνου Τσάτσου, την οποία αμέσως αποδέχθηκε ο Καραμανλής, προϋπέθετε την αναστήλωση του Θεάτρου του Ηρώδου του Αττικού. Ετσι, κατέστη δυνατή η έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών, η δραστηριότητα του οποίου έλαβε ιδιαίτερη ώθηση κατά την πρώτη περίοδο της οκταετίας και ιδιαίτερη λαμπρότητα κατά τη

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επιθεωρεί τα εκτελούμενα έργα συντήρησης των μνημείων της Ακρόπολης στις 29 Σεπτεμβρίου 1976 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 152

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Μεταπολίτευση. Ταυτόχρονα με την ίδρυση του Φεστιβάλ Αθηνών ιδρύθηκε το Φεστιβάλ Επιδαύρου για παραστάσεις αποκλειστικά αρχαίου δράματος και ως τέτοιο απέκτησε διεθνή φήμη. Την ίδια εποχή, ανέθεσε στον Γάλλο ακαδημαϊκό και μετέπειτα υπουργό Πολιτισμού της Γαλλίας Αντρέ Μαλρό (André Malraux) να δημιουργήσει το «Ηλιος και Φως» της Ακροπόλεως και του Ηρωδείου, κατά το πρότυπο παρόμοιων εκδηλώσεων στη Γαλλία, το οποίο σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Ο Καραμανλής δεν ήταν βέβαια δυνατό να ξεχάσει την πρωτεύουσα της Μακεδονίας, τη Θεσσαλονίκη. Πλούσιο είναι το έργο το οποίο πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία του Μακεδόνα ηγέτη. ● Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης: Στο μουσείο αυτό εκτίθενται ευρήματα μείζονος αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Αλλωστε, στην οικονομική και την ηθική συμπαράσταση του Κ. Καραμανλή ως πρωθυπουργού οφείλεται και η κατασκευή της Νέας Πτέρυγας του μουσείου (1979), η οποία εγκαινιάστηκε από τον ίδιο, ως Προέδρο πλέον της Δημοκρατίας, το καλοκαίρι του 1980. ● Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος: Το 1960 με πρωτοβουλία του Κ. Καραμανλή συστήθηκε ειδική επιτροπή για την ίδρυση του ΚΘΒΕ. Το θέατρο λειτούργησε για πρώτη φορά ως αποκεντρωμένος δημόσιος οργανισμός την άνοιξη του 1961. Εγκαταστάθηκε οριστικά στο νεόδμητο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών το χειμώνα του 1962-63. Αλλά και κατά τη δεύτερη περίοδο της πρωθυπουργίας του ο Κ. Καραμανλής ενδιαφέρθηκε για το έργο του αυτό, με αποτέλεσμα να εκτελεσθούν συμπληρωματικά έργα, έτσι ώστε σήμερα η Θεσσαλονίκη να κοσμείται με ένα θαυμάσιο θέατρο 2.500 θέσεων. ● Ομως, η Θεσσαλονίκη δεν είχε υπαίθριο θέατρο και η ανάγκη δημιουργίας ενός τέτοιου θεάτρου διαπιστώθηκε από παλιά, από τις πρώτες κυβερνήσεις Καραμανλή. Ετσι, άρχισε να κατασκευάζεται θέατρο στον Κεδρηνό Λόφο που αρχικά λειτούρΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

γησε σε λυόμενη κατασκευή. Με την αναχώρηση του Καραμανλή από την Ελλάδα το 1963, το έργο παρέμεινε ημιτελές. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 1974, ο Κ. Καραμανλής το βρήκε ατελείωτο. Αμέσως υλοποίησε την ολοκλήρωσή του για να έχει και η Θεσσαλονίκη ένα θερινό θέατρο, σε μικρή απόσταση από την πόλη. Ετσι, έγινε το θέατρο του Κεδρηνού Λόφου και ενισχύθηκε η πολιτιστική ζωή της Θεσσαλονίκης. ● Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης: Η ορχήστρα αυτή ιδρύθηκε το 1959, χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Θα πρέπει ακόμη να υπογραμμιστεί το ενδιαφέρον του Καραμανλή στην αναστήλωση αρχαίων θεάτρων. Ετσι, χάρη σ’ αυτόν, αναστηλώθηκαν δύο αρχαία θέατρα. ● Θέατρο Φιλίππων: Το θέμα της αξιοποιήσεως του Θεάτρου Φιλίππων έθεσε για πρώτη φορά επί τάπητος η πρωτοβουλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να καθιερώσει στη Β. Ελλάδα καλλιτεχνικές εκδηλώσεις υψηλής ποιότητος, γεγονός που θα συνέβαλε και στην πολιτιστική ανάπτυξη του λαού και την ενίσχυση της τουριστικής κινήσεως. Με την επιτυχία του 1ου Φεστιβάλ Φιλίππων, πρόβαλε επιτακτική η ανάγκη αναστηλώσεως του θεάτρου. Οι αναστηλωτικές εργασίες άρχισαν το 1958 και έγιναν πιο συστηματικές από το 1961, για να εγκαταλειφθούν μετά το 1963. Σήμερα, χάρη στο ενδιαφέρον που έδειξε ο Καραμανλής μετά τη Μεταπολίτευση, η αναστήλωση έχει φθάσει σε πολύ προχωρημένο στάδιο και το Θέατρο Φιλίππων, που λειτουργεί κανονικά, έχει να επιδείξει μια σημαντικότατη πολιτιστική προσφορά. ● Θέατρο Δωδώνης: Οι εργασίες αναστηλώσεως και συντηρήσεως του Αρχαίου Θεάτρου Δωδώνης άρχισαν το 1960, επί κυβερνήσεως Καραμανλή. Το 1965 έγιναν στερεωτικές εργασίες. Με τα έργα αυτά πήρε μορφή και άρχισε να λειτουργεί ένα από τα μεγαλοπρεπέστερα θέατρα της αρχαιότητας. Σήμερα, όμως, το θέατρο δεν λειτουργεί, διότι εκτελούνται σ’ αυτό ευρείας εκτάσεως αναστηλωτικές εργασίες, οι οποίες βρίσκονται σε προ153

χωρημένο στάδιο. Μια άλλη μεγάλη παρέμβαση του Καραμανλή αναφέρεται στους Δελφούς. Από το 1958 μέχρι το 1960, με συνεργάτη τον αρχιτέκτονα Κ. Κιτσίκη, διαμορφώθηκε όλη η περιοχή όπως είναι σήμερα. ● Συγκεκριμένα, έγινε αναδάσωση από την Κασταλία πηγή μέχρι το ομώνυμο χωριό, πλακοστρώθηκαν οι προσβάσεις προς τον αρχαιολογικό χώρο για να διευκολυνθεί η κίνηση των επισκεπτών και κατασκευάστηκε η κεντρική λεωφόρος. Παράλληλα, αποφασίστηκε -και πραγματοποιήθηκε μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα- η επέκταση του Μουσείου των Δελφών, με την εκτέλεση μεγάλης εκτάσεως οικοδομικών εργασιών και διαμορφώσεως πέριξ του χώρου. Τέλος, σε συνδυασμό με τα έργα αυτά, ο Κ. Καρα-

μανλής φιλοδόξησε να καταστήσει τους Δελφούς πολιτιστικό κέντρο διεθνούς επιπέδου. Τη φιλοδοξία του αυτή υπαγόρευσε η πεποίθησή του ότι το Διεθνές αυτό Κέντρο με τις λειτουργίες και την ακτινοβολία του θα μπορούσε να γίνει ο εκφραστής των πολιτιστικών και πνευματικών αξιών καθώς και των χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της ταυτότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Ετσι, τον Μάρτιο του 1957, η κυβέρνηση Καραμανλή με πρότασή της στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προσφέρθηκε να παραχωρήσει έκταση στους Δελφούς -100 περίπου στρεμμάτων- με σκοπό να ιδρυθεί εκεί ένα Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο. Τον Σεπτέμβριο του 1962, το Κέντρο ετέθη υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η ελληνική κυβέρνηση ανέλαβε την πλήρη κάλυψη των εξόδων λειτουργίας του. Ηδη, όμως, η επταετής

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεναγείται στο Μουσείο του Δίου από τον καθηγητή Δημήτρη Παντερμαλή, 30 Οκτωβρίου 1983 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). 154

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο κατά τη διάρκεια επιθεώρησης έργων στην περιοχή της Ακρόπολης, 16 Ιανουαρίου 1959 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

155

δικτατορία και η αποχώρησή μας από το Συμβούλιο της Ευρώπης είχαν «παγώσει» την πορεία του θέματος. Το 1975, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ως πρωθυπουργός ανακίνησε το θέμα. Το 1976 υιοθετήθηκε ομόφωνα η πρόταση για το Κέντρο από Ελληνες και ξένους αντιπροσώπους. Τέλος, ιδρύθηκε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, το οποίο έκτοτε, ως θεσμός, συγκεντρώνει αξιόλογες πολιτιστικές δραστηριότητες, μερικές μάλιστα από τις οποίες είναι εντεταγμένες στο ευρύτερο πολιτιστικό πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρώπης. Τελική, όμως, επιδίωξη του Κ. Καραμανλή -μετά την εκτέλεση των βασικών έργων υποδομής- ήταν η προώθηση της ιδέας ανεγέρσεως εθνικών περιπτέρων με πολιτιστική δραστηριότητα. Δυστυχώς, το θέμα αυτό δεν προχώρησε.

Ενα άλλο όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή ήταν η μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. ▶ Τον Απρίλιο του 1949, ύστερα από εισήγηση του Ιωάννη Κετσέα, αποφασίστηκε από τη ΔΟΕ η ίδρυση της Διεθνούς Ολυμπιακής Ακαδημίας στην Ολυμπία. ▶ Η απόφαση αυτή δεν υλοποιήθηκε παρά το καλοκαίρι του 1961, με την προσωπική συμβολή του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή. ▶ Εκτοτε, η Διεθνής Ολυμπιακή Ακαδημία λειτουργεί κανονικά, οργανώνοντας συνέδρια και αναπτύσσοντας δραστηριότητες που συμβάλλουν αποφασιστικά στη διατήρηση και διάδοση του Ολυμπιακού πνεύματος, στην εφαρμογή των παι-

Ο Μακεδόνας πολιτικός ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, στη διάρκεια των εγκαινίων του Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα στη Θεσσαλονίκη στις 27 Οκτωβρίου 1982. 156

ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

δαγωγικών και κοινωνικών αρχών των Αγώνων και την επιστημονική θεμελίωση της Ολυμπιακής Ιδέας. Ο Καραμανλής, μιλώντας το 1959 μετά το πέρας συσκέψεως με θέμα το πρόγραμμα αναπτύξεως του αθλητισμού κατά την πενταετία 1960-1964, είχε δηλώσει: «…Εις τον τόπον όπου εγεννήθη ο αθλητισμός, αποτελεί εντροπήν να εμφανίζωμεν μια καθυστέρησιν εις τον σπουδαίον αυτόν τομέα της εθνικής μας ζωής. Είτε το θέλομεν είτε δεν το θέλομεν, είναι δύσκολο να συναγωνισθεί άλλας χώρας περισσότερον προηγμένας εις τον τομέαν της τεχνικής και της οικονομίας η χώρα μας. Είναι, όμως, δυνατόν, αν γίνη μια έντονος μεθοδική προσπάθεια, να διακριθή το έθνος μας και εις τον τομέα της τέχνης και του αθλητισμού». Είχαν προηγηθεί το 1957 δύο ενέργειες, οι οποίες

αποτέλεσαν τη βάση για την ανάπτυξη εξωσχολικού αθλητισμού: η ίδρυση Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και η ίδρυση του Οργανισμού Προγνωστικών Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΟΠΑΠ), ο οποίος προοριζόταν να εξασφαλίσει τα αναγκαία οικονομικά μέσα για την ενίσχυση των αθλητικών δραστηριοτήτων. Αυτές οι δύο ενέργειες έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του αθλητισμού. Ο περιορισμένος χώρος του παρόντος άρθρου δεν επιτρέπει ούτε περιληπτικά να αναφερθεί το τεράστιο έργο το οποίο συντελέστηκε με την κατασκευή αθλητικών εγκαταστάσεων. Ο Καραμανλής πρέσβευε ότι στην Ελλάδα γεννήθηκε ο αθλητισμός. Συνεπής προς την ιδέα αυτή, στις 31 Ιουλίου 1976 απηύθυνε επιστολή προς τον πρόεδρο της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, λόρδο Κιλάνιν (Lord Killanin), με την οποία

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ξεναγείται στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας μαζί με τον Λουί Γκιραντού, 27 Απριλίου 1980. Η μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην κοιτίδα τους, την Ολυμπία, αποτελούσε όραμα του Ελληνα πρωθυπουργού (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

157

Ομιλία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην τελετή έναρξης των Πανευρωπαϊκών Αγώνων Στίβου στα εγκαίνια του Ολυμπιακού Σταδίου, 6 Σεπτεμβρίου 1982. Η ανάπτυξη του αθλητισμού στην Ελλάδα ήταν βαρύνουσας σημασίας για την κυβέρνηση Καραμανλή (Ιδρυμα «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή).

διατύπωσε για πρώτη φορά επίσημα την πρόταση για τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα. Η ΔΟΕ αντιμετώπισε την πρόταση με ευγενική διάθεση, όμως επικαλέστηκε τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για την τέλεση των αγώνων της 23ης Ολυμπιάδας το 1984. Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν υπήρξε η αιτία για την απόφαση τριάντα χωρών να απέχουν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Μόσχας το καλοκαίρι του 1980. Ο Καραμανλής άρπαξε την ευκαιρία και απηύθυνε στις 28 Ιανουαρίου 1980 νέα επιστολή στο λόρδο Κιλάνιν, η οποία αυτή τη φορά είχε μεγαλύτερη απήχηση. Η πρωτοβουλία γνώρισε ευρύτατη δημοσιότητα και θετικά σχόλια από τη διεθνή κοινή γνώμη. Ομως, προσέκρουσε σε ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και έτσι εγκαταλείφθηκε. Ο Καραμανλής 158

και ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας συνέχισε τις προσπάθειές του και με τον Χ.Α. Σάμαρανκ (Juan Antonio Samaranch), που διαδέχθηκε το λόρδο Κιλάνιν στην Προεδρία της ΔΟΕ. Προσπάθησα με το κείμενο αυτό να αναφερθώ σε γενικές γραμμές στο πολιτιστικό έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο περιορισμένος όμως χώρος δεν επέτρεπε μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ισως όμως η σημερινή καταγραφή να αποτελέσει μια ευκαιρία ώστε να υπάρξει ένα πληρέστερο κείμενο, το οποίο να περιγράφει ολόκληρο το έργο του Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πολιτιστικό τομέα. Αξίζει να γνωρίζουν οι νέοι κυρίως ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε ο ηγέτης που με έργα και όχι λόγια υπηρέτησε τον τόπο αυτό σ’ όλους τους τομείς και έριξε ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και του αθλητισμού. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

Ορκωμοσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην Προεδρία της Δημοκρατίας, 5 Μαΐου 1990 (Ιδρυμα «Κωνσταντίνου Γ. Καραμανλή», φωτογραφικό αρχείο Κωνσταντίνου Καραμανλή). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ

159

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF