ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ (ΜΙΛΑΝ ΚΟYΝTΕΡΑ)

August 1, 2017 | Author: Μελίνα Αλεβυζάκη | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ (ΜΙΛΑΝ ΚΟYΝTΕΡΑ)...

Description

Ο Γαλλατσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα γεννήθηκε ατο Μηρνο και αηό το 1975 ζει στη δεύτερη ηατρίδα του τη Γαλλία. Έχει γρά­ ψει τα μυθιστορήματα Το οστείο, Η ζωπ είνοl ολλού, Το βαλς του αποχαιρετισμού, Το βι­ βλίο του γέλιου και τπς λπθπς, Η αβάστσχτπ ελσφρότπτα του είναι και Η αθονασία, τη

συλλογή διηγημάτων Κωμικοί έρωτες, κα­ θώς και το θεατρικά Ο Ιάκωβος κι ο αφέvτπς του, όλα στην ταέχικη γλώσαα. Τα παλαιότε­

ρα δοκίμια Η τέχνπ του μυθιστορπματος και

Οι προδομένες διαθπκες, το νεότερο Ο πέ­ πλος, καθώς και τα πιο πρόσφατα μυθι­

στορήματά ταυ Η βραδύτπτα, Η ταυτότπτα και

Η άγνοια γράφτηκαν στα γαλλικά.

Σχεδιααμός εξωφύλλαυ Φωκίων Κοπανάρπς

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΜΙΛΑΝ ΚΟΤΝΤΕΡΑ

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Μετάφραση από την αναθεωρημένη, γαλλική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ Η, ΧΑΡΗΣ

ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ 8η χιλιάδα

Σημ είωση τ ο υ συ γΥ()αφέα Η μετάφραση α υτή έχει την έγκρισή μοl) χαι ευχαριστώ τον

Γιάννη Η. Χάρη για την εξαιρετική δο υλειά του. που είχα τη χαρά να την παρακολουθήσω απΩ πολιί κοντά

Σημ είω ση της γ α λ λ ι κ ής έκδοση ς Μεταξύ

1985

και

1987

οι γαλλικές μεταφράσεις των έργων του

Μ. ΚοιΥντερα αναθεωρήθηκαν πλήρως απ" τον συγγραφ έα και

έχουν έκτοτε την ίδια ισχύ πρωτοτύπου με το τσέχικο κείμενο

Β ΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ 'ΈΣΤΙΑΣ" Ι.Δ,

ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α,Ε. ΑΘΗΝΑ 2008

Απαγορε'Jεται η αναδημοσίευση. η αναπαραγωγή. καθώς και η ΟΠΟΙΟlJδήποτε είδους διασκευή το" έργο" αιιτού

Π

Ε Ρ Ι Ε Χ Ο :νι Ε Ν Α

Ι Κανείς δε θα γελάσει 1I. Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου 111. Το παιχνίδι του οτοστόπ IV. Το συμπ6σω

9 53 79 107

Υ. Οι παλιοί VExrol να παραχιιφήσουν τη θέση τους στους καινούριους ΥΙ Ο γιατρ6ς Χάβελ είκοσι χρόνια μετά Σειρά Ξένης ΑΟΥοτεχν,ας lIfJώτη έκδοση: "Ιοέμβριος :ωΟί Δε,;τερη έκδοση: Δεκέμβριος :!(ιΟί Τρίτη έκδοση: Απρίλιος L()()/-I Τίτλος πρωτοτύπου: ΜίΙαη Kundc·ra. Sl1lesl1" IAsky

© '.1ilan Kundera. 1968 Σχεδιασμός εξωφύλλοlJ: Φωκίων Κοπανάρης Δι6ρΟωση: Μιμίκα Σώζου Σελιδοποίηση: Αναστασία Σπανιολέτου Φιλμ. μοντάζ: "Αλφάβητο» Ι:;κτύπωση: Ι'ραφικές Τέχνες Δημήτριος Αλέξ. Γιωτάχος Εκτόπωση εξωφι'Jλλου: Δ. Μωλ & Υιός Βιβλιοδεσία: ΜΕΤΡΟΝ Α.Ε.

ΒΙΒΛJOΠΩΛΕJO"i ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε. Ευριπίδου 84

[email protected]

-



AO'�να 105 53

www.hestia.gr

ISBN 978-960-05-1349-:3

ΥΠ. Ο Έντουαρντ χαι ο Θε6ς

159 189 231

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

«

Βάλε μου λίγο ακόμα» μου είπε η Κλάρα, και δεν έφερα

καμία αντίρρηση. Είχαμε βρει μια αφορμή ν' ανοίξουμε ένα μπουκάλι σλιβοβίτσα, όχι καμιά σπουδαία αφορμή, όχι ιΊμως και αμελητέα, Εκείνη τη μέρα είχα εισπράξει ένα γενναίο ποσό για ένα πολυσέλιδο δοκίμιό μου που είχε δη­ μοσιευτεί σε μια επιθεώρηση τέχνης. Βέβαια η δημοσίευσή του δε στάθηκε και πολύ εύκολη lJπόθεση, καθώς ήταν ιδιαίτερα μαχητικό και γεμάτο αιχ­ μές. Γι' αυτό και το είχε απορρίψει η

Εικαστική σκέψη,

με

τη γηραλέα και επιφυλακτική συντακτική επιτροπή της, και τελικά το έδωσα σε μια ανταγωνιστική επιθεώρηση, λιγότε­ (>0 σημαντική είν' η αλήθεια, που έχει όμως στη συντακτική

επιτροπή της ανθρώπους πιο νέους και πιο τολμηρούς. Ο ταχυδρόμος μού έφερε την επιταγή στο πανεπιστή­ μιο, και μαζί ένα γράμμα, ένα γράμμα άνευ σημασίας, που μες στην πρώτη έξαψη του μεγαλείου μου ίσα που του 'ρι­ ξα μια ματιά το πρωί. Αλλά στο σπίτι, όταν κόντευαν πια μεσάνυχτα και είχε κατέβει η στάθμη στο μπουκάλι, πήρα το γράμμα απ' το τραπέζι και το διάβασα στην Κλάρα για να σπάσουμε πλάκα: «Αγαπητέ σύντροφε και -αν μου επιτρέπετε τη λέξη­ ΟlJνάδελφε, συγχωρέστε κάποιον που, χωρίς να τον έχετε i'ίει ποτέ. παίρνει το ελεύθερο να σας γράψει. Απευθύνομαι ο'

εσάς με την παράκληση να διαβάσετε το άρθρο που σας

caωκλείω. Δεν σας γνωρίζω προσωπικά, αλλά τρέφω μεγά­ λη εκτίμηση στο πρόσωπό σας, γιατί είστε για μένα ο άν11



ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕ ΛΑΣΕΤ

ΚΩΜΙΙ{ΟΙ Ε Ι'ΩΤΕΣ

θρωπος που οι απόψεις του, οι σκέψεις και τα συμπερά­ σματά του επιβεβαιώνουν κατά έναν όλως παράδοξο τρό­ πο τα αποτελέσματα των δικών μου ερευνών...» Ακολου­ θούσαν διάφορα εγκώμια για την αξία μου, και μια άλλη πα(lάχληση: αν είχα την καλοσύνη να γράψω ένα σημείωμα προς την επιθεώρηση Η εικαστική

σκέψη,

όπου εδώ και έξι

να της βρω με τη βοήθεια των φίλων μου. Επέμενα ότι δεν νοείται μια τόσο γοητευτική κοπέλα να χαραμίζει την ομορ­ φιά της μπροστά σε μια ραπτομηχανή και αποφάσισα πως Οα 'πρεπε να γίνει μανεκέν. Η Κλάρα δεν έφερε αντίρρηση και περάσαμε τη νύχτα

αρμονικά κι ευτυχισμένα.

μήνες του έβγαζαν άχρηστο το άρθρο του και το απέρρι­ πταν. Του είχαν πει ότι η γνώμη μου θα είχε καθοριστική σημασία, κι έτσι ήμουν η μοναδική του ελπίδα, το μοναδικό φως μες στο απόλυτο σκοτάδι του. Κάναμε διάφορα αστεία με την Κλάρα γι' αυτόν τον Ζα­ τούρετσκι, ενθουσιασμένοι με το πομπώδες όνομά του' τε­ λείως άκακα αστεία. εννοείται, γιατί τα εγκώμιά του με εί­ χαν κάνει μεγαλόψυχο, μ' ένα μπουκάλι εξαιρετική σλιβο­ βίτσα μάλιστα στο πλάι. Τόσο μεγαλόψυχο. που εκείνες τις αλησμόνητες στιγμές ένιωθα πως αγαπάω όλο τον κόσμο. Κι αφού δεν μπορούσα να γεμίσω δώρα όλο τον κόσμο. γέ­ μιζα δώρα την Κλάρα. Κι αν όχι δώρα, τουλάχιστον υπο­ σχέσεις. Η Κλάρα. με τα είκοσί της χρόνια, ήταν κορίτσι από κα­

λή οικογένεια. Τι λέω καλή. από εξαίρετη οικογένεια! Ο πατέρας της. πρώην διευθυντής τραπέζης. και συνεπώς εκ­ πρόσωπος της μεγαλοαστικής τάξης, είχε εκδιωχθεί από την Πράγα γι>ρω στο 1950 και είχε εγκατασταθεί στο χωριό Τσελακόβιτσε. αρκετά μακριά απ' την πρωτεύουσα. Η κό­ ρη του. με βεβαρημένο έτσι μητρώο. δούλευε μοδίστρα μπροστά σε μια ραπτομηχανή. στο αχανές ατελιέ ενός ερ­ γοστασίου ροι>χων της Πράγας. Εκείνο το βράδυ. καθισμέ­ νος μπροστά της, προσπαθούσα να κεντρίσω ακόμα περισ­ σότερο το ενδιαφέρον της για μένα, μιλώντας της επιπό­ λαια για τα πλεονεκτήματα μιας δουλειάς που υποσχόμουν

Διασχίζουμε το παρόν με τα μάτια δεμένα. Το πολύ πολύ να διαισθανθούμε και να μαντέψουμε αυτό που ζούμε τη συγκεκριμένη στιγμή. Αργότερα μόνο, όταν πια λύσουμε τα μάτια μας και εξετάσουμε το παρελθόν, αντιλαμβανό­ μαστε αυτό που ζήσαμε και κατανοούμε τη σημασία του. Το βράδυ εκείνο φανταζόμουν ότι πίνω στην επιτυχία μου και ούτε που υποΨιαζόμουν πως αυτό ήταν το πρελού­ διο της καταστροφής μου. Κι επειδή τίποτα δεν υποψιαζόμουν, την επομένη ξύ­ πνησα ευδιάθετος, κι ενώ η Κλάρα κοιμόταν ακόμα μακα­ ()ίως δίπλα μου. πήρα το άρθρο που ήταν μαζί με το γράμ­ μα του κ. Ζατούρετσκι και άρχισα να το διαβάζω στο κρε­ [jάτι με εύθυμη αδιαφορία. Το άρθρο είχε τίτλο «Μίκολας Άλες. μια αυθεντία του τσέχικου σχεδίου», και τζάμπα έχασα και τη μισή ώρα που το διέτρεξα τελείως πρόχειρα. ΊΙταν μια συλλογή από κοινοτοπίες, ριγμένες άτσαλα στο χαρτί, χωρίς την παραμικρή λογική ανάπτυξη. χωρίς την παραμικρή πρωτότυπη ιδέα. Μια σαχλαμάρα και μισή, οίιτε λόγος. Και μου το επιβε­ βαίωσε την ίδια κιόλας μέρα απ' το τηλέφωνο ο Κάλουσεκ. 13

12

ΚΑΝΕI2: ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΛΣω

ΚΩΜΙΚΟΙ i':F'ΩΤΕΣ

ο αρχισυντάκτης της

Εικαστικής σκέψης

(από τα πλέον

αντιπαθή άτομα. κατά τα άλλα). Μου τηλεφώνησε στο πα­

αιώνα θεωρούνται γενικά εσφαλμένες, ειδικά από τη συ­ ντακτική επιτροπή της Εικαστικής σκέψης, κι έτσι υπήρχε

Ζατούρετσκι; Κάνε μου λοιπόν τη χάρη να γράψεις ένα ση­

κίνουνος η παρέμβασή μου να του κάνει μάλλον κακό παρά καλ()' παράλληλα τον κατέκλυσα με μια φιλική πολυλογία.

μείωμα' πέντε συνεργάτες μας του την έβγαλαν σκάρτη.

που

αλλά αυτός επιμένει. και θεωρεί ότι εσύ είσαι η μία και μο­

στο πρόσωπό του.

νεπιστήμιο και μου είπε: «Σου ήρθε αυτή η μελέτη κάποιου

αποκλείεται να μην την είδε σαν ένδειξη συμπάθειας

πράμα δε στέκει με τίποτα. είσαι μανούλα εσl) σ' αυτά. ξέ­

'Εριξα το γράμμα σ' ένα γραμματοκιβώτιο και ξέχασα ιχμέσως τον κ. Ζατούρετσκι. Αλλά ο κ. ΖαΤΟIJρετσκι δε με

ρεις και γίνεσαι καυστικός. κι έτσι θα μας παρατήσει ήσυ­

ξέχασε.

ναδική αυθεντία. Γράψε λοιπόν πέντε γραμμές ότι αυτό το

χους». Κάτι όμως μέσα μου κλότσησε: Γιατί δηλαδή να γίνω εγώ ειδικά ο δήμιος αυτού του Ζατούρετσκι; Μήπως εγώ έπαιρνα μισθό αρχισυντάκτη γι' αυτές τις δουλειές; Εξάλ­ λου η

Εικαστική σκέψη δεν

είχε απορρίψει και τη δική μου

μελέτη; Χώρια που για μένα το όνομα του Ζατούρετσκι εί­ χε συνδεθεί με την ανάμνηση της Κλάρας, της σλιβοβίτσας και μιας ωραίας βραδιάς. Κι έπειτα. γιατί να το κρύΨω. αν­ θρώπινο είναι. αυτοί που με θεωρούν «μία και μοναδική αυθεντία» μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, και ίσως σ' ένα δάχτυλο μόνο. Γιατί να κάνω εχθρό μου τον μο­ ναδικό μου θαυμαστή; Τέλειωσα τη συνδιάλεξη με τον Κάλουσεκ με μερικά πνευματώδη και αόριστα λόγια, που ο καθένας μας θα μπορούσε να τα πάρει όπως τον βολεύουν. αυτός σαν υπό­

Μ ια μέρα. μόλις είχα τελειώσει το μάθημά μου (διδάσκω

ιστορία της τέχνης σαν βοηθός στο πανεπιστήμιο), ήρθε και ΧΤΙJπησε την πόρτα της τάξης η κ. Μαρία. η γραμματέας. μια γλυκομίλητη γυναίκα κάποιας ηλικίας που μου φτιά­ xνει καφέ και λέει πως δεν είμαι εκεί κάθε φορά που αΚΟIJ­ γονται στο τηλέφωνο ανεπιθίιμητες γυναικείες φωνές. Έχω­ σε μέσα το κεφάλι και μου είπε ότι με περιμένει κάποιος κl'φιος. Οι κύριοι δε με φοβίζουν. Χαιρέτησα τους φοιτητές μου και βγήκα ευδιάθετος στο διάδρομο. όπου με χαιρέτησε

φασισμένος οριστικά και αμετάκλητα να μην το γράψω πο­

ένας μικρόσωμος άντρας. με μαύρο πολυκαιρισμένο κου­ σΤΟIJμι και άσπρο πουκάμισο. Έπειτα μου ανακοίνωσε όλο

τέ αυτό το σημείωμα.

σεβασμό πως ονομάζεται Ζατοίιρετσκι.

σχεση κι εγώ σαν υπεκφυγή. κι έκλεισα το τηλέφωνο απο­

Πήρα λοιπόν απ' το συρτάρι μου ένα επιστολόχαρτο κι έγραψα στον κ. Ζατούρετσκι ένα γράμμα όπου απέφευγα

'Rβαλα τον επισκέπτη μου σε μια άδεια αίθουσα, του Π(Jόσφερα κάθισμα. κι άρχισα να μιλάω σε είιθυμο τόνο πε­

εξηγούσα πως οι απόψεις μου για τη ζωγραφική του 190υ

ιιί ανέμων και υδάτων. για το ελεεινό καλοκαίρι που είχαμε και για τις εκθέσεις που γίνονταν εκείνη την εποχή στην

14

15

επιμελώς οποιαδήποτε κρίση για την εργασία του, και του

ΚΩΜ!ΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΚΑ.'ναμη της ομορφιάς.

«Έλα τώρα! Θα το γuρίσω στην πλάκα. Στο κάτω κάτω, ένα αστείο ήταν όλα αuτά.»

Τη μέρα που ο κ. Ζατούρετσκι είδε σπίτι μου την Κλάρα

«Δεν είναι εποχές αuτές για αστεία' σήμερα όλα τα

θαμπώθηκε τόσο πολύ. που εντέλει δεν την είδε. Η ομορ­

παίρνουν στα σοβαρά' θα πουν ότι θέλησα σκόπιμα να σπι­

φιά έβαλε ένα αδιαπέραστο φίλτρο μπροστά στα μάτια

λώσω την υπόληψή του. Δηλαδή. άμα τον δουν, περιμένεις

του. Ένα φίλτρο από φως που την έκρυβε σαν πέπλο.

να πιστέψουν ότι πήγε αυτός να ξεμυαλίσει γυναίκα;»

32

33

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕρςΠΕΣ

«Δίκιο έχεις. Κλάρα» της είπα. «πιθανότατα θα σε κλεί­ σουνε μέσα.»

ΚΑΝΕΙΣ Δt: ΘΑ ΓΕΛΑΣΕΙ

ιιής υπήρχε ένα στοιχείο υπέρ σας. κάνατε τακτικά το μά­ ΙΙημά σας. σας αγαπούσαν οι φοιτητές σας, που όντως μά­

«Άσ' τις εξυπνάδες» είπε η Κλάρα. «Αφού ξέρεις πόσο

Οαιναν μαζί σας. Αλλά ούτε σ' αυτό μπορείτε πλέον να βα­

πρέπει να φυλάγομαι. Ξεχνάς ποιος είναι ο πατέρας μου;

πίζεστε. Μόλις μου ανακοίνωσε ο ΠΡΙJτανης ότι εδώ και

Έτσι και με καλέσουν για ανάκριση. ακ6μα και για το πιο

φας μήνες δεν κάνετε μαθήματα. και μάλιστα τελείως αδι­

απλό πράμα, θα μπει στο φάκελ6 μου. και δε θα ξεκολλή­

καιολόγητα. Αυτό και μόνο θα ήταν αρκετ6 για άμεση

σω ποτέ απ' αυτό το ατελιέ. Επί τη ευκαιρία. πολύ θα 'θε­

(�πιJλυση.»

λα να μάθω τι γίνεται μ' αυτή την ιστορία, με τη δουλειά

Του εξήγησα πως δεν είχα παραλείψει ούτε ένα μάθη­

μανεκέν που μου έταξες. Κι έπειτα. δε θέλω να μένω άλλο

ιια, πως όλα αυτά ήταν ένα αστείο. και του διηγήθηκα όλη

τις νύχτες εδώ. θα 'μαι συνέχεια με το φόβο ότι θα 'ρθουν

την ιστορία με τον Ζατούρετσκι και την Κλάρα.

να με ζητήσουν. Θα γυρίσω στο Τσελακόβιτσε.»

«Ωραία. σας πιστεύω» είπε ο καΗηγητής. «αλλά αυτό

Ήταν η πρώτη συζήτηση της μέρας.

ι)εν αλλάζει σε τίποτα την όλη υπόθεση. Τώρα οι πάντες

Υπήρξε κι άλλη. το απόγευμα. μετά τη συνεδρίαση του

πτη σχολή λένε ότι δεν κάνετε μαθήματα. Το θέμα συζητή­

διδακτικού προσωπικού του τμήματός μου. Ο διευθυντής του τμήματος. ένας γκριζομάλλης ιστορι­

κός της τέχνης. συνεννοήσιμος άνθρωπος. με κάλεσε στο γραφείο του.

Οηκε ήδη στον σύλλογο προσωπικοι) και χτες έφτασε στο πι

ψβοιιλιο της σχολής.» «Ι'ιατί όμως δε μίλησαν σ' εμένα πρώτα;» «Να σας μιλήσουν. να σας πουν τι; Όλα είναι ξεκάθαρα

«Θα το ξέρετε. φαντάζομαι. πως η μελέτη που μόλις δη­ μοσιεύσατε δε βοηθάει καθόλου τη θέση σας» μου είπε.

ΥΙ' αυτούς. Τώρα εξετάζουν αναδρομικά όλη την προηγοι)­ ιιενη διαγωγή σας. προσπαθώντας να βρουν κάποια σχέση

«Ναι. το ξέρω» απάντησα.

ανάμεσα στο παρελθόν σας και στην τωρινή συμπεριφορά

«Πολλοί από τους καθηγητές μας εδώ πιστεύουν ότι

πας. »

αναφέρεστε σ' αυτούς και ο πρι)τανης θεωρεί ότι πρόκειται για άμεση επίθεση κατά των απόψεών του.»

«Τι το κακό μποροι)ν να βρουν στο παρελθόν μου; Ξέ­ (ιετε κι εσείς πόσο την αγαπάω τη δουλειά μου. Δεν παρέ­

«Και τι μπορώ να κάνω τώρα δηλαδή ;» είπα εγώ.

λειψα ποτέ ούτε ένα μάθημά μου. Έχω ήσυχη τη συνείδησή

«Τ(ποτα»

ΙΗιυ.»

απάντησε ο καθηγητής. «Αλλά οι βοηθοί

όπως εσείς έχουν αρχική σύμβαση για τρία χρόνια. Η δική

«Κάθε ανθρώπινη ζωή έχει πολλές και διαφορετικές

σας όπου να 'ναι λήγει. και θα προκηρυχΗεί η θέση βάσει

πλευρές» είπε ο καθηγητής. «ΊΌ παρελθόν του καθενός

τίτλων πια. Συνήθως η επιτροπή δίνει τη θέση σε κάποιον

ιιας. ανάλΟΥα με τον τρόπο που το παρουσιάζουμε. μπορεί

που έχει ήδη διδάξει στη σχολή' είστε όμως σίγουρος ότι θα

κΓιλλιστα να αποτελέσει βιογραφία ενός λαοφιλούς πολιτι­

τηρηθεί αυτό στη δική σας περίπτωση; Αλλά δεν είναι αυτό

κ(ιιί ή ενός εγκληματία. Κοιτάξτε απλώς τη δική σας περί­

το βασικό για το οποίο ήθελα να σας μιλήσω. Μέχρι στιγ-

ιττωση. Δεν πατούσατε στις συνεδριάσεις. χαι τις σπάνιες

34

35

ΚΩΜΙ ΚΟΙ ΕΡΩΤΕ2:

Κ ΑΝΕΙ Σ ΔΕ ΘΑ ΙΈΛΑΣΕΙ

φορές που εμφανιζόσασταν μένατε σιωπηλός. Κανένας δεν μπορούσε να ξέρει τι ακριβώς σκεφτόσασταν. Εγώ ο ίδιος θυμάμαι ότι σε ορισμένα σοβαρά θέματα πετοιΥσατε ξαφνι­ κά ένα αστείο που προκαλούσε κάποιες αμφιβολίες για τη στάση σας. Οι αμφιβολίες αυτές τότε ξεχνιόνταν αμέσως, αλλά τώρα, όταν τις ανασύρει κανείς από το παρελθόν, αποκτούν αυτομάτως συγκεκριμένη σημασία. Ή πάλι θυ­ μηθείτε όλες αυτές τις γυναίκες που έρχονταν και σας ζη­ τούσαν κι εσείς βάζατε να τους λένε πως δεν είστε εδώ! Ή ας πάρουμε την τελευταία σας μελέτη, για την οποία ο κα­ θένας μπορεί να ισχυριστεί ότι ξεκινά από πολιτικά ύπο­ πτες θέσεις. Πρόκειται βεβαίως για μεμονωμένα γεγονότα' αν όμως τα εξετάσει κανείς υπό το πρίσμα του τωρινού σας παραπτώματος, σχηματίζουν ένα συνεκτικό σύνολο που απεικονίζει πειστικά τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά σας.»

νή εντύπωση στην πρόεδρο του συλλόγου. Το θέμα θα βγει παραέξω, κι ένας Θεός ξέρει τι άλλες φήμες θα κυκλοφορή­ σουν, προς μεγάλη αγαλλίαση αυτών που ενοχλούνται από τις απόψεις σας, αλλά δε θα 'θελαν και να φανεί πως σας χτυπάνε γι' αυτές.» Καταλάβαινα πως ο καθηγητής ούτε να με τρομοκρατή­ σει ήθελε ούτε να με παραπλανήσει' αλλά τον θεωρούσα έτσι κι αλλιώς ιδιόρρυθμο και δεν ήθελα να τον ακολουθή­ σω στον σκεπτικισμό του. Αυτό το άλογο το είχα καβαλικέ­ ψει μόνος μου' δε γινόταν λοιπόν να το αφήσω να μου τρα­ βήξει τα χαλινάρια απ' τα χέρια μου και να με πάει όπου ήΗελε αυτό. 'Η μουν έτοιμος να δώσω μάχη. Και το άλογο δεν την απέφυγε τη μάχη. Γυρίζοντας σπί­ τι. βρήκα στο γραμματοκιβώτιο μια κλήση για την επόμενη συνεδρίαση της συνοικιακής επιτροπής.

«Μα ποιο παράπτωμα!» αναφώνησα. «Θα εξηγήσω μπροστά σε όλους τι ακριβώς συνέβη' αν έχουμε να κάνου­ με με ανθρώπους, θα βάλουν απλούστατα τα γέλια.» «Όπως νομίζετε. Αλλά θα μάθετε ότι δεν έχουμε να κά­ νουμε με ανθρώπους, ή ότι δεν ξέρετε τι εστί άνθρωπος. Δε θα γελάσουν. Αν τους εξηγήσετε τα πράγματα όπως ακρι­ βώς έγιναν, θα διαπιστωθεί ότι δεν ανταποκριθήκατε στις υποχρεώσεις σας όπως ορίζονται στο πρόγραμμα διδασκα­ λίας, ότι δηλαδή δεν κάνατε αυτό που έπρεπε να κάνετε, αλλά και ότι, επιπλέον, κάνατε κρυφά το μάθημά σας, δη­ λαδή κάνατε αυτό που δεν έπρεπε να κάνετε. Θα διαπι­ στωθεί έπειτα ότι προσβάλατε έναν άνθρωπο που ζητούσε τη βοήθειά σας. Θα διαπιστωθεί ότι διάγετε έκλυτο βίο. ότι μένει στο σπίτι σας μια κοπέλα χωρίς να το έχετε δηλώσει στις αρχές, γεγονός που θα προκαλέσει εξαιρετικά δυσμε-

συνοικιακή επιτροπή συνεδρίαζε γι)ρω από 'να μακρό­ στενο τραπέζι σ' ένα παλιό, κλειστό πια κατάστημα. Ένας γκριζομάλλης με γυαλιά και ανύπαρκτο πηγούνι μου έδειξε μια καρέκλα. Τον ευχαρίστησα, κάΗισα, κι εκείνος πήρε το λόγο. Μου ανακοίνωσε πως η συνοικιακή επιτροπή με πα­ ρακολουθούσε εδώ και αρκετόν καιρό. πως ήξεραν πολύ κα­ λά ότι διάγω έκλυτο βίο, κι αυτό προξενούσε αλγεινή εντύ­ πωση στη γειτονιά' πως οι ένοικοι της πολυκατοικίας μου είχαν ήδη παραπονεθεί μία φορά ότι ολόκληρη νύχτα δεν έκλεισαν μάτι από τη φοβερή φασαρία στο διαμέρισμά μου' πως όλα αυτά ήταν αρκετά για να έχουν σαφή αντίλη-

36

37

10 Η

ΚΩΜΙΚΟ! ΕΡΩΤJχή της γι>ναίκας. Η σι>ζήτησή μας ξεκινούσε με κακούς οιωνούς. Της είπα αι>τά ποι> μοι> είχε πει ο καθηγητής, της είπα αι>τά ποι> είχαν γίνει στη σι>νοικιακή επιτροπή. και προ­ σπάθησα να την πείσω ότι στο τέλος θα ξεπεράσοι>με κάθε εμπόδιο.

�Iήπως δεν ήταν ψέματα όλα αι>τά για την Ελένη; Έπειτα Αι ιι.πι ί ν απ' όλα αι>τά τα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις άλλη ΙJI(� φορά ψέματα και να γράψεις ένα θετικό σχόλιο για το ι(ι ,Οι ,ο τοι>; Είναι ο μόνος τρόπος να τακτοποιηθούν όλα.» [(οίτα, Κλάρα» της είπα. «εσύ νομίζεις πως όλα τα ψέ­ ιωτα είναι ίδια, αλλά δεν έχεις δίκιο. Μπορώ να σκαρφιστώ ι, τιΛήποτε. να κορο'ίδεύω τους πάντες, να σκαρώνω φάρσες, νι� κάνω κάθε λογής αστεία, αλλά δεν έχω την αίσθηση πως ιίιυχι Φει'ιτης αυτά τα Ψέματα, αν θες να τα πούμε Ψέματα. ιίναι εγώ, έτσι όπως είμαι στην πραγματικότητα' με τα ι!ιCΙΗχτα αι>τά δεν κρύβω τίποτα, με τα ψέματα αι>τά λέω ιντΕλει την αλήθεια. Για μερικά όμως πράγματα δεν μπο­ (1(,) να πω Ψέματα. Για μερικά πράγματα που τα γνωρίζω Ο[ [iά()ος. ποι> έχω σι>λλάβει το νόημά τοι>ς, που τα αγαπώ. Μ' αυτά τα πράγματα δεν κάνω αστεία. Αν έλεγα ψέματα γι.' ΙΧlJτά. θα ξέπεφτα στα ίδια μοι> τα μάτια. κι αι>τό δε γί­ VCTΙXΙ. μη μοι> το ζητάς αι>τό, δε θα το κάνω.» Δεν καταλαβαινόμασταν. Την αγαπούσα όμως πραγματικά την Κλάρα κι ήμοι>ν (�π()φασισμένoς να κάνω τα πάντα για να μην έχει να μοι> κιnαλογίσει το παραμικρό. Την άλλη κιόλας μέρα έγραψα ίνι� γuάμμα στην κ. Ζατούρετσκι, όποι> της έλεγα πως την 1!φψ ένω την επομένη, στις δύο η ώρα. στο γραφείο μοι>.

Έμεινε για λίγο σιωπηλή. κι έπειτα δήλωσε πως για όλα έφταιγα εγώ. «Θα μπορέσεις τουλάχιστον να με βγάλεις απ' αι>τό το ατελιέ με τις ραπτομηχανές;» Είπα ότι προς το παρόν θα 'πρεπε να κάνει λίγο ι>πομονή. «Βλέπεις» είπε. «όλο λόγια είσαι, και στο τέλος τίποτα. Και τώρα δεν πρόκειται να ξεκολλήσω από κει μέσα, ακό­ μα κι αν βρισκόταν κάποιος άλλος να με βοηθήσει. γιατί εξαιτίας σοι> θα λερωθεί ο φάκελός μοι>.» Έδωσα στην Κλάρα το λόγο της τιμής μοι> ότι δε θα την επηρέαζαν στο παραμικρό τα δικά μου μπλεξίματα με τον κ. Ζατούρετσκι. «Αλλά και δεν καταλαβαίνω» είπε η Κλάρα. «γιατί δεν το γράφεις αι>τό το σημείωμα. Αν το 'Υραφες, θα ησι>χάζα­ με αμέσως.» «Εν πάση περιπτώσει τώρα είναι πολύ αργά» της είπα. «Έτσι και το γράψω τώρα, θα ισχι>ριστοι'ιν ότι καταδικάζω αι>­ τή την εργασία από εκδίκηση. και θα εκμανούν περισσότερο.» «Και γιατί πρέπει να την καταδικάσεις; Γράψε ένα θε­ τικό σχόλιο!» «Αποκλείεται» της είπα. «Το άρθρο αυτό είναι ανεκ­ διήγητο.»

«

1'2

«Και λοιπόν; Τώρα ξαφνικά σε μάρανε η αλήθεια; Μή­ πως δεν ήταν ψέματα όταν έγραφες σ' αυτό τον κι>ριούλη πως δε μετράει καθόλοι> η γνώμη σοι> στην Εικαστική σκέψη; Μήπως δεν '�ταν ψέματα όταν τοι> είπες πως μοι> ρίχτηκε;

ϊ,ατούρετσκι, πιστή στο μεθοδικό της πνεύμα. χτύπη­ οι [ην π6ρτα τοι> γραφείοι> μοι> ακριβώς την καθορισμένη ιοι( ιιχ. ί\νοιξα και της είπα να περάσει.

44

45

ΙΙ

χ.

ΚΩΜ Ι ΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

ΚΑΝΕ!Σ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑΣΕ!

γι

Να ξέρατε τι χαρτί έχει ξοδέψει. Πάντα λέει πως ο πραγ­ ματικός επιστήμονας πρέπει να γράψει τρακόσες σελίδες για να κρατήσει στο τέλος τριάντα. Και είναι τώρα κι αυτή η γυναίκα. Πιστέψτε με. τον ξέρω τον άντρα μου. δεν υπάρχει περίπτωση να έκανε αυτό που τον κατηγορεί αυτή

γιιναίκα. ας έρθει να το επαναλάβει μπροστά και στους φας μας! Τις ξέρω εγώ τις γυναίκες. μπορεί αυτή να σας ι( y (� πάει κι εσείς να μην την αγαπάτε. Μπορεί να ήθελε να ιιιl.� κάνει να ζηλέψετε. Αλλά. πιστέψτε με. ποτέ δε θα τολ­ ιιιιιιπε κάτι τέτοιο ο άντρας μου!» Την ώρα που άκουγα την κ. Ζατούρετσκι. μου συνέβη Ι:μφνικά κάτι περίεργο: ξέχασα πως εξαιτίας αυτής της γυ­ \ιιl.lκας θα υποχρεωνόμουν να φι>γω από το πανεπιστήμιο. πως εξαιτίας της είχε γλιστρήσει ανάμεσα στην Κλάρα και 11· [μ.ένα μια σκιά. πως εξαιτίας της είχα περάσει τόσες μέ­ ι ιcς ιπς στο θυμό και τις σκοτοιΊρες. Κάθε σχέση ανάμεσα ιJ' ω ιτήν τη γυναίκα και στην ιστορία στην οποία παίζαμε ι/(Ι.ζί κι εγώ δεν ξέρω ποιον θλιβερό ρόλο ο καθένας μας ι/ιιιι φαινόταν τώρα συγκεχυμένη. αυθαίρετη. τυχαία. Κα­ ι(�λ(Ψα ξαφνικά πως ήταν αυταπάτη όταν φανταζόμουν "ΙTl. ΙΗίνοι μας καβαλικεύουμε το άλογο των περιπετειών ιως και έχουμε και τον έλεγχο της πορείας κατάλαβα πως οι. πε(>ιπέτειες αυτές δεν είναι διόλου δικές μας. παρά μας ίχιιιιν κατά κάποιον τρόπο επιβληθεί απ' έξω' πως δεν μας rxντιπ(>οσωπεύουν κατά κανέναν τρόπο' πως δεν είμαστε ΙΙ/Είς υπεύθυνοι για τους περίεργους δρόμους που τραβά­ VC' πως εκείνες μας παρασέρνουν. κατευθυνόμενες άγνω­ (!ίΟ από ποιΊ και άγνωστο από ποιες περίεργες δυνάμεις. Ι\οιτούσα την κ. Ζατούρετσκι στα μάτια. αλλά είχα την ιΧί.πΙΙηπη πως τα μάτια αυτά δεν μπορούσαν να δουν το βά­ IIII� των πράξεων, πως δεν κοιτούν καθόλου αυτά τα μάτια' (t πΛ(:)ς επιπλέουν στην επιφάνεια του προσώπου. .. ,νΙπορεί και να 'χετε δίκιο, κυρία Ζατούρετσκι» είπα l�ωΛΛακτικά. «Μπορεί και να 'πε ψέματα η φίλη μου. Ξέρετε 'ψ(,ις τι σημαίνει να ζηλεύει ένας άντρας την πίστεψα κι έχα­ ι 111 ){(χ.Οε έλεγχο. Στον καθένα θα μπορούσε να συμβεί αυτό.»

46

47

Επιτέλους την έβλεπα. Ήταν ψηλή. πανύψηλη. και στο αδύνατο. μακρόστενο. χωριάτικο πρόσωπό της ξεχώριζαν δυο ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια. «Βγάλτε το παλτό σας» της είπα. κι εκείνη έβγαλε με αδέξιες κινήσεις ένα μακριΊ σκούρο καφέ παλτό. σφιχτό στη μέση και μ' ένα περίεργο κόψιμο που μου θύμιζε παλιά στρατιωτική χλαίνη. Δεν ήθελα να περάσω πρώτος στην επίθεση' ήθελα ν' ανοίξει πρώτος τα χαρτιά του ο αντίπαλος. Η κ. Ζατούρε­ τσκι κάθισε. κι εγώ με δυο-τρεις κουβέντες μου την παρό­ τρυνα να μιλήσει. «Ξέρετε γιατί σας έψαχνα» είπε σοβαρά και καθόλου επιθετικά. «ο σύζυγός μου σας εκτιμούσε ανέκαθεν. και σαν άνθρωπο και σαν επιστήμονα. Όλα εξαρτώνταν από το δικό σας σημείωμα. Κι εσείς αρνηθήκατε να το γράψετε. Τρία ολόκληρα χρόνια αφιέρωσε στην εργασία αυτή ο σύ­ ζυγός μου. Που είχε πολύ πιο διΊσκολη ζωή απ' τη δική σας. Ήταν δάσκαλος εξήντα χιλιόμετρα έκανε καθημερινά για να πάει στο σχολείο του έξω απ' την Πράγα. Εγώ τον υπο­ χρέωσα να πάρει άδεια πέρσι. για να μπορέσει να αφοσιω­ θεί εξολοκλήρου στην έρευνα.» «Δεν εργάζεται ο κύριος Ζατούρετσκι;» ρώτησα εγώ. «Όχι...» «Και πώς ζείτε;» «!Ία την ώρα πρέπει να τα βγάζω πέρα εγώ. μόνη μου. Η έρευνα είναι το πάθος του. Να ξέρατε τι έχει μελετήσει.

ΚΑΝΕΙΣ ΔΕ ΘΑ ΓΕΛΑ2:Ε!

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Μα και βέβαια» είπε η κ. Ζατούρετσκι. σαν να της έφυγε ξαφνικά ένα μεγάλο βάρος από πάνω της. «Αφού το

((ντιγράφει πράγματα ήδη γνωστά, πράγματα που τα ι:

Υ( ιαψαν άλλοι.»

., Δεν υπάρχει περίπτωση να αντέγραψε ο σύζυγός μου.»

αναγνωρίζετε και μόνος σας. εντάξει. Φοβόμασταν μήπως

"Κυρία Ζατούρετσκι, σίγουρα θα τη διαβάσατε τη...»

την πιστεύατε. Γιατί αυτή η γυναίκα θα μπορούσε να κα­ ταστρέψει ολόκληρη τη ζωή του συζύγου μου. Και δεν στέ­

IIΙΙελα να συνεχίσω, αλλά μ' έκοψε:

κομαι στη σκιά που ρίχνει όλη αυτή η ιστορία από ηθικής

,/Οχι. δεν τη διάβασα.»

απόψεως. Αυτό θα μπορούσαμε και να το αντέξουμε. Αλλά

Τα 'χασα. «Τότε, διαβάστε την.»

ο σύζυγός μου έχει στηρίξει τα πάντα στο σημείωμά σας.

τερα. Η υπερβολική πίστη εί­ ναι ο χειρότερος σύμμαχος. » Παρασυρμένος από την ιδέα αυτ ή άρχισα να αγορεύω:

ρά αποδεκτές δικαιολογίες οι αφελείς που τα παίρνουν στα σοβαρά. αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουν τις αντιφά­

την ιστορική ταινία, για τους Ετρούσκους στη Βοημία... Κι η μαμά...» «Μάλιστα... Καταλαβαίνω τη συνέχεια» με διέκοψε ο Μάρτι ν, και σηκώθηκε.

Η

προδοσία

«Όταν παίρνουμε κάτι κατά

γράμμα. η πίστη μας αυτ ή το φτάνει στα όρια του παραλό­ γου. Ο πραγματικός υπερασπιστ ής μιας πολιτικής δεν

Ο ήλιος κατέβαινε αργά πάνω στις στέγες της πόλης ο αέ­ ρας άρχιζε να δροσίζει, κι εμείς ήμασταν λυπημένοι. Περά­

σοφιστείες αυτ ής της πολιτι­ > ό λλά ή κ ς, α μ νο τους πρακτικούς στόχους που κρι βονται από πίσω. Γιατί τα πολιτικά κλισέ και οι σοφιστείες δεν εί­

σαμε απ' το σελφ σέρβις. μπας και ήταν ακόμα εκεί η κο­ πέλα με το κοτλέ παντελόνι. Φυσικά και δεν ήταν. Είχε

παίρνει ποτέ στα σοβαρά τις

ναι για να τα πιστεύουμε' χρησιμει>ουν μάλλον σαν σιωπη72

πάει εξήμισι η ώρα. Πήραμε το δρόμο για το αυτοκίνητο. Ξαφνικά αισθανόμασταν διωγμένοι από μια ξένη πόλη και

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΊΌΥ ΑΙΩΝΙΟΥ ΠΟΘΟΥ

από τις χαρές της, και μόνο καταφύγιο μας έμενε το αυτο­

ρισσότερο το ίδιο το κυνήγι. Αν δεχτούμε ότι πρόκειται για

κίνητό μας, που έμοιαζε να καλύπτεται από το καθεστώς

κυνήγι εξ ορισμού

της ετεροδικίας.

θε μέρα αναρίθμητες γυναίκες και να μετατρέψει έτσι το

«Έλα τώρα!» φώναξε ο Μάρτιν μόλις μπήκαμε στο αυ­ τοκίνητο. «Δε θα τα βάψουμε και μαύρα! Έχουμε ακόμα μπροστά μας το κυριότερο. »

κυνήγι σε

ανώφελο,

απόλυτο κυνήγι.

μ πορεί κανείς να κυνηγάει κά­

Ναι: ο Μάρτιν είχε φτάσει στο

στάδιο του απόλ υτου κυνηγιού. Περιμέναμε ήδη πέντε λεπτά. Οι κοπέλες δε φαίνονταν.

Μου ' ρθε να του πω πως. εξαιτίας της Μ αρίας του και

Καθόλου δε μ' απασχολούσε αυτό. Έρθουν δεν έρθουν,

των χαρτιών της, είχαμε μία ώρα όλη κι όλη για το κυριότε­

καμία σημασία δεν είχε. Δηλαδή. αν έρχονταν. θα μπορού­

ρο, αλλά προτίμησα να σωπάσω.

σαμε τάχα μέσα σε μία ώρα να τις πάμε σ' ένα μακρινό

«Άλλωστε» πρόσθεσε, «η μέρα μας πήγε καλά. Εντοπι­

εξοχικό σπιτάκι, να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη τους, να

σμός της μικρής απ' το Τράπλιτσε, προσέγγιση της κοπέ­

κάνουμε έρωτα μαζί τους, κα ι στις οχτώ η ώρα να ποι'ιμε

λας με το κοτλέ παντελόνι' όλα είναι έτοιμα για μας σ ' αυ­

ευγενικά αντίο και να φύγουμε; Όχι, απ' τη στιγμή που ο

τ ή την πόλη, δεν έχουμε παρά να ξανάρθουμε μιαν άλλη

Μάρτιν είχε αποφασίσει πως όλα έπρεπε να τελειώσουν

φορά.»

στις οχτώ η ώρα, είχε μεταφέρει (όπως τόσες και τόσες φο­

Δεν απάντησα. Ναι. Ο εντοπισμός και η προσέγγιση εί­ χαν στεφθεί από επιτυχία. Αυτά είχαν πάει μια χαρά. Αλλά σκέφτηκα ξαφνικά ότι, εκτός από εντοπισμούς και προσεγ­ γίσεις, εδώ κι ένα χρόνο ο Μάρτιν δεν προχωρούσε ούτε βή­ μα παραπέρα.

ρές!) την ιστορία αυτ ή στη σφαίρα του παιχνιδιού της ψευ­ δαίσθησης. Περιμέναμε ήδη δέκα λεπτά. Κανένας δε φάνηκε στην είσοδο του νοσοκομείου. Ο Μάρτιν είχε αγανακτ ήσει και σχεδόν φώναζε: « Τους

Τον κοίταξα. Τα μάτια του είχαν και πάλι αυτ ή την αιω­

δίνω άλλα πέντε λεπτά' δε θα περιμένω άλλο!»

νίως άπληστη λάμψη τους εκείνη τη στιγμή ένιωσα πόσο

Ο Μάρτιν δεν είναι πια νέος, συνέχισα τις σκέψεις μου.

τον αγαπούσα τον Μάρτιν, πόσο αγαπούσα τη σημαία με

Τη γυναίκα του την αγαπάει στ' αλήθεια. Τελικά, έχει την

την οποία είχε παρελάσει όλη του τη ζωή: τη σημαία του

πιο τακτοποιημένη συζ υγική ζωή. Αυτ ή είναι η πραγματι­

αιώνιου κυνηγιού των γυναικών.

κότητα. Και πέρα από αυτ ή την πραγματικότητα, στο επί­

Ο χρόνος κυλούσε και ο Μάρτιν είπε: «Εφτά η ώρα».

πεδο μιας αθώας και συγκινητικής Ψευδαίσθησης, η νεότη­

Παρκάραμε καμιά δεκαριά μέτρα από τα κάγκελα του

τα του Μάρτιν συνεχίζεται. μια ανήσυχη. άτακτη και άσωτη

νοσοκομείου. για να μπορώ να παρακολουθώ την είσοδο

νεότητα, που περιορίζεται σ' ένα απλό παιχνίδι, ένα παι­

απ' τον καθρέφτη.

χνίδι που δεν κατορθώνει να ξεπεράσει τα όριά του και να

Σκεφτόμουν ακόμα αυτ ήν τη σημαία. Σκεφτόμουν πως

βρεθεί στην πραγματική ζωή, να γίνει πραγματικότητα.

με το πέρασμα του χρόνου το θέμα σ ' αυτό το κυνήγι των

Και επειδή ο Μάρτιν είναι ένας τυφλός ιππότης πάνω στο

γυναικών ήταν όλο και λιγότερο οι γυναίκες και όλο και πε-

άλογο της Αναγκαιότητας. δίνει στις ερωτικές ιστορίες του

74

75

ΚΩΜΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την αθωότητα του Παιχνιδιού,

χωρίς καν να το υποψιάζεται'

εξακολουθεί να βάζει σ' αυτές όλη τη φλόγα της Ψυχής του. Καλά, έλεγα, ο Μάρτιν είναι δεσμώτης της ψευδαίσθη­ σής του, αλλά εγώ; Τι είμαι εγώ; Γιατί του παραστέκομαι

ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΜΗΛΟ ΤΟΥ AIΩNlOY ΠΟΘΟΥ

απερι6ριστα σ' αυτ6γ δεν είχε την υπομονή να περιμένει το θαύμα με το οποίο θα έδειχνε εκείνος σ' 6λους τους Ε­ βραίους τη θε'ίκή του δύναμη' τον παρέδωσε λοιπ6ν στους βασανιστές του, για να τον εξαναγκάσει εντέλει να δράσει'

σ' αυτό το γελοίο παιχνίδι; Εγώ που ξέρω πως όλα αυτά εί­ ναι σκέτη αυταπάτη; Δεν είμαι ακόμα πιο γελοίος κι από

τον πρ6δωσε, επειδή ήθελε να επισπεύσει την ώρα της νί­ κης του.

κείνον; Γιατί να παριστάνω τώρα πως περιμένω ότι θα ζή­

Αλίμονο, σκέφτηκα, εγώ αντίθετα τον Μάρτιν τον πρό­ δωσα επειδή έπαψα να πιστεύω σ' αυτόν (και στη θε'ίκή δύ­ ναμη των γυναικοδουλειών του)' είμαι ένα αχρείο υβρίδιο

σω μια ερωτική ιστορία, ενώ ξέρω περίφημα ότι στην καλύ­ τερη περίπτωση θα χάσω μία ώρα με δύο άγνωστες και αδιάφορες κοπέλες; Και τη στιγμή εκείνη είδα στον καθρέφτη μου τις δύο κοπέλες να βγαίνουν απ' την είσοδο του νοσοκομείου. Ακό­ μα και από αυτή την απόσταση διέκρινες μια ανταύγεια από πούδρα και ρουζ στο πρόσωπό τους ήταν ντυμένες με

Ι ούδα και άπιστου Θωμά. Ένιωθα πως η άνομη πράξη μου μεγάλωνε ακ6μα περισσ6τερο την αγάπη μου για τον Μάρ­ τιν και πως η σημαία του, η σημαία του αιώνιου κυνηγιού των γυναικών (που την ακούγαμε να πλαταγίζει αδιάκοπα πάνω απ' το κεφάλι μας) με συγκινούσε μέχρι δακρύων.

επιδεικτική κομψότητα, και η καθυστέρησή τους είχε προ­ φανώς σχέση με την τόσο προσεγμένη εμφάνισή τους. Κοί­

Άρχισα να τα βάζω με τον εαυτ6 μου για τη βιασύνη μου. Θα καταφέρω άραγε μια μέρα να παραιτηθώ απ6 αυτές

ταξαν γύρω και κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητό μας. «Τόσο το χειρότερο» είπα στον Μάρτιν, κάνοντας πως

τας; Και τι άλλο θα μπορώ πλέον να κάνω απ' το να περιο­

δεν τις είδα. «Έχει περάσει πάνω από τέταρτο, Φύγαμε. » Και πάτησα το γκάζι.

τις κινήσεις που μου δίνουν ακόμα την αίσθηση της νεότη­ ρίζομαι να τις

μιμούμαι και να προσπαθώ να βρω στην ορ­

θολογική ζωή μου μια μικρή. ασφαλή γωνιά γι' αυτή την παράλογη δραστηρι6τητα; Τ ι σημασία έχει που 6λα αυτά είναι ένα ανώφελο παιχνίδι; Τι σημασία έχει που το ξέρω; Θα πάψω να παίζω αυτό το παιχνίδι, μ6νο και μόνο επειδή είναι ανώφελο;

Η μεταμέλεια

Βγήκαμε από το Κ., περάσαμε τα τελευταία σπίτια, και τρέχαμε μέσα από χωράφια και συστάδες δέντρων, με τον ήλιο να κατεβαίνει στις κορυφές τους.

Το χρυσό μήλο του αιώνιου πόθου

Σωπαίναμε. Σκεφτ6μουν τον lοι'ιδα, για τον οποίο ένας πνευματώδης συγγραφέας έγραψε πως πρ6δωσε τον Ιησού γιατί πίστευε

Ο Μάρτιν καθ6ταν δίπλα μου και λίγο λίγο συνερχ6ταν απ' τον εκνευρισμ6 του.



77

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

« Άκου» μου είπε, «η φοιτήτριά σου, αυτή της ιατρικής. είναι αλήθεια πρώτο πράμα;» «Σου είπα. Του επιπέδου της Μαρίας σου. » Με ρώτησε και διάφορα άλλα. Χρειάστηκε να του περι­ γράψω και πάλι τη φοιτήτρια της ιατρικής. Έπειτα είπε: «Γίνεται άραγε να μου την πασάρεις. με­ τά;» Ήθελα να είμαι αληθοφανής: « Φοβάμαι πως δε θα 'ναι εύκολο. Θα την πείραζε που είσαι φίλος μου. 'Εχει αρχές ...» «Έχει αρχές...» επανέλαβε λυπημένα ο Μάρτιν, κι είδα πως στεναχωρέθηκε. Δεν ήθελα να τον στεναχωρώ. «Εκτός κι αν κάνω πως δε σε ξέρω» είπα. « Θα μπορού­ σες να παραστήσεις πως είσαι κάποιος άλλος.» «Καλή ιδέα! Να παραστήσω τον Φόρμαν. ας πούμε. όπως σήμερα. » «Δεν την ενδιαφέρουν οι σκηνοθέτες. Προτιμάει αθλητές.» «Γιατί όχι; » είπε ο Μάρτιν. «Κανένα πρόβλημα», κι αρ­ χίσαμε να το συζητάμε. Απ' τη μια στιγμή στην άλλη το σχέδιο άρχισε να γίνεται όλο και πιο συγκεκριμένο. και σε λίγο αιωρούνταν μπροστά στα μάτια μας, σαν το σούρουπο που άρχιζε να πέφτει, σαν ένα ωραίο. λαμπερό και ώριμο μήλο. Επιτρέψτε μου να ονομάσω αυτό το μήλο, μ' έναν κά­ ποιο στόμφο, Χρυσό Μήλο του Αιώνιου Πόθου.

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

1 Η

βελόνα του μετρητή της βενζίνης ταλαντεύτηκε ξαφνικά

προς το μηδέν και ο νεαρός οδηγός είπε πως είναι τρελό το τι καταβροχθίζει αυτό το σπορ αμάξι. «Μόνο να μη μείνου­ με πάλι από βενζίνη» γκρίνιαξε η κοπέλα (γύρω στα είκοσι δύο), και του υπενθύμισε διάφορα μέρη όπου τους είχε ξα­ νασυμβεί η ίδια ιστορία. Ο νεαρός τής είπε πως εκείνον δεν τον νοιάζει. γιατί ό,ΤΙ του συνέβαινε μαζί της είχε τη μαγεία της περιπέτειας.

Η

κοπέλα δεν ήταν της ίδιας γνώμης όπο­

τε μέναν από βενζίνη στις μαύρες ερημιές, περιπέτεια ήταν για εκείνη και μόνο, γιατί αυτός κρυβόταν κι εκείνη έπρεπε να επιστρατει'>σει τη γυναικεία της γοητεία. να σταματήσει ένα αυτοκίνητο για να την πάει στο κοντινότερο βενζινάδι­ κο, και μετά να σταματήσει άλλο και να γυρίσει μ' ένα μπι­ τόνι βενζίνη. Ο νεαρός είπε πως πρέπει να ήταν πολι'> αντι­ παθητικοί οι οδηγοί που την έπαιρναν με το αυτοκίνητό τους. αφού μιλούσε έτσι για την αποστολή της. σαν να 'ταν αγγαρεία.

Η

κοπέλα απάντησε (με αδέξια φιλαρέσκεια)

πως μερικές φορές ήταν και πολύ συμπαθητικοί, αλλά δε γινόταν να επωφεληθεί. έτσι όπως κουβάλαγε το μπιτόνι και έπρεπε να τους αφήσει προτού προλάβουν να ξεκινή­ σουν οτιδήποτε. «Είσαι ένα τέρας» της είπε. Εκείνη του εί­ πε πως αν κάποιος ήταν τέρας. ήταν εκείνος.'Ενας Θεός ξέ­ ρει πόσες του έκαναν οτοστόπ όταν ταξίδευε μόνος του! Ο νεαρός. οδηγώντας πάντα. την αγκάλιασε με το ένα χέρι απ' τους ώμους και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. Ήξερε πως τον αγαπάει και τον ζηλεύει. 81

Η

ζήλια δεν είναι και πο-

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

λύ συμπαθητικό γνώρισμα. όταν όμως δε γίνεται υπερβολι­ κή (όταν συνδυάζεται με μετριοπάθεια). παρ ' όλες τις δυ­ σάρεστες συνέπειες. έχει ίσως και κάτι το συγκινητικό. Έτσι τουλάχιστον σκεφτόταν. Γιατί ήταν μόλις είκοσι οχτώ χρονών. αλλά πίστευε πως είναι κιόλας γέρος και φανταζό­ ταν πως ξέρει για τις γυναίκες όλα όσα μπορεί να ξέρει ένας άντρας. Αυτό που του άρεσε ιδιαίτερα στην κοπέλα που καθόταν δίπλα του ήταν ακριβώς αυτό που σπάνια εί­ χε συναντήσει στις γυναίκες: η αγνότητα. Η βελόνα ήταν ήδη στο μηδέν. όταν πήρε το μάτι του. στα δεξιά του δρόμου. μια πινακίδα που έδειχνε πως υπάρχει βενζ ινάδικο στα πεντακόσια μέτρα. 'Ωσπου να πει η κοπέλα πόσο ανακουφισμένη νιώθει. ο νεαρός είχε βγάλει δεξί φλας και πλησίαζε προς τις αντλίες. Αναγκάστηκε όμως να σταματήσει πίσω από 'να μεγάλο βυτιοφόρο που ήταν ήδη μπροστά στις αντλίες και τις γέμιζε με μια χοντρή μάνικα. «Την πατήσαμε» είπε. και κατέβηκε. «Αργείτε πο­ λύ;» φώναξε στο παιδί με την μπλε φόρμα. «Μισό λεπτά­ κι.» «Μισό λεπτάκι... το 'χουμε ξανακούσει αυτό.» Πήγε να καθίσει στο αυτοκίνητο. αλλά είδε πως η κοπέλα είχε βγει από την άλλη πόρτα. «Με συχωρείς» του είπε. «Για πού το 'βαλες;» τη ρώτησε επίτηδες εκείνος. για να τη φέ­ ρει σε αμηχανία. Γνωρίζονταν εδώ κι ένα χρόνο. αλλά εκεί­ νη ακόμα κοκκίνιζε μπροστά του κι εκείνου του άρεσαν πο­ λύ αυτές οι στιγμές της συστολής πρώτον. επειδή την ξε­ χώριζαν από τις γυναίκες που ε ίχε γνωρίσει ώς τότε. δεύτε­ ρον. επειδή ήξερε τον οικουμενικό νόμο του εφήμερου. που έκανε πολι)τιμη γι' αυτόν ακόμα και τη συστολή της κοπέλας

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

2 Η κοπέλα απεχθανόταν να τον παρακαλάει να σταματήσει μια στιγμή μπροστά σε μια συστάδα δέντρων. γιατί ο νεα­ ρός συνήθως οδηγούσε ασταμάτητα ώρες ολόκληρες. Και την εκνεύρ ιζε κάθε φορά η προσποιητή έκπληξη με την οποία τη ρωτούσε εκείνος γιατί. Το ήξερε κι η ίδια πως

ήταν γελοία και παλιομοδίτικη αυτή η συστολή της. Το είχε διαπιστώσει πολλές φορές και στη δουλειά της. όπου την κορόιδευαν γι' αυτό και την προκαλούσαν επίτηδες. Κοκκί­ νιζε πάντοτε προκαταβολικά στην ιδέα πως θα κοκκινίσει. Λαχταρούσε να νιώσει άνετα και ελεύθερα με το σώμα της. χωρίς άγχη. σαν τις περισσότερες κοπέλες που γνώριζε. Εί­ χε μάλιστα επινοήσει μια ειδική μέθοδο αυτοεκπαίδευσης: επαναλάμβανε στον εαυτό της ότι σε κάθε άνθρωπο. όταν γεννιέται. του δίνεται ένα σώμα ανάμεσα σε εκατομμιΥρια άλλα. προκατασκευασμένα σώματα. όπως του δίνεται ένα δωμάτιο για να μένει. ολόιδιο με εκατομμύρια άλλα σ ' ένα τεράστιο κτίριο' άρα το σώμα είναι κάτι τυχαίο και απρόσω­ πο' ένα αντικείμενο ετοιμοπαράδοτο και δανεικό. τίποτ ' άλ­ λο. Αυτό έλεγε και ξανάλεγε σε όλους τους τόνους στον εαυ­ τό της. χωρίς όμως να μπορέσει ποτέ να το αισθανθεί. Της ήταν ξένος αυτός ο δυϊσμός σώματος και Ψυχής. Ταυτιζό­ ταν τόσο πολύ με το σώμα της. που της προκαλούσε άγχος. Το ίδιο άγχος ένιωθε ακόμα και όταν ήταν μ' αυτόν το νε­ αρό. με τον οποίο είχε σχέσεις εδώ κι ένα χρόνο και ήταν ευ­ τυχισμένη μαζί του. ίσως επειδή αυτός δεν ξεχώριζε ποτέ την Ψυχή της από το σώμα της. οπότε ζούσε μαζί του και με την Ψυχή της και με το σώμα της. Σ' αυτή την ενότητα υπήρχε

του.

ευτυχία. αλλά κοντά στην ευτυχία βρίσκεται και η υποΨία. κι 82

83

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

η κοπέλα ήταν γεμάτη υποΨίες. Συχνά λόγου χάρη σκεφτό­ ταν πως υπάρχουν άλλες, πιο γοητευτικές γυναίκες (και μά­ λιστα χωρίς άγχος), κι ο φ ίλος της, που δεν το 'κρυβε πως

γάλο βυτιοφόρο είχε ήδη φύγει και το σπορ αυτοκίνητο προχωρούσε προς την κόκκινη αντλία. Η κοπέλα βάδιζε στο πλάι του δρόμου και κάθε τόσο γύριζε κι έριχνε απλώς μια ματιά. να δει αν έρχεται το σπορ αυτοκίνητο. Επιτέ ­

τον ήξερε καλά αυτό τον τύπο γυναικών. μια μέρα θα την παρατούσε για κάποια απ' αυτές. (Εκείνος βέβαια δήλωνε πως είχε γνωρίσει τόσες, που του έφταναν για όλη του την υπόλοιπη ζωή. αλλά αυτή ήξερε πως είναι πολι) πιο νέος απ' όσο ένιωθε ο ίδιος.) Τον ήθελε αποκλειστικά δικό της και ήθελε να είναι κι αυτή αποκλειστικά δική του. αλλά όσο περισσότερο προσπαθούσε να του δώσει τα πάντα τόσο εντονότερα αισθανόταν πως του αρνείται κάτι: αυτό το κάτι που μπορεί να μας το δώσει μια πιο ανάλαφρη και επιφα­ νειακή αγάπη. ένα φλερτ. Τα έβαζε με τον εαυτό της που δεν μπορούσε να συνδυάσει το σοβαρό με το ανάλαφρο. Εκείνη τη μέρα όμως δεν την ένοιαζε. δε σκεφτόταν τί­ ποτα τέτοιο. Ένιωθε όμορφα. Ήταν η πρώτη μέρα των δια­

κοπών τους (δεκαπέντε μέρες διακοπές που τις περίμενε έναν ολόκληρο χρόνο). ο ουρανός ήταν γαλανός (ολόκληρο το χρόνο ζοι)σε με την αγωνία αν θα 'ναι πραγματικά γα­ λανός ο ουρανός). κι αυτή ήταν μαζί του. Όταν της είπε εκείνο το «Για πού το ' βαλες;» κοκκίνισε κι έφυγε τρέχο­ ντας. χωρίς να πει λέξη. Έκανε το γύρο του βενζ ινάδικου που βρισκόταν στην άκρη του μεγάλου δρόμου μες στις ερημιές σε καμιά εκατοστή μέτρα (προς την κατεύθυνση που θα έπαιρναν μετά) άρχιζε ένα δάσος. Έτρεξε προς τα κει και εξαφανίστηκε πίσω από ένα θάμνο. παραδομένη σε μια αίσθηση ευφορίας. (Πρέπει να είναι κανείς μόνος για να αισθανθεί σε όλη της την έκταση τη χαρά που προξενεί η παρουσία του αγαπημένου προσώπου.) Έπειτα βγήκε από το δάσος και ξαναβρέθηκε στο δρό­ μο' από το σημείο εκείνο φαινόταν το βενζ ινάδικο' το με84

λους το είδε' σταμάτησε κι άρχισε να κάνει σήμα, όπως κά­ νουν οτοστόπ σ' ένα ξένο αμάξι. Το σπορ αυτοκίνητο φρε­ νάρισε ακριβώς δίπλα της. Ο νεαρός έσκυΨε προς το παρά­ θυρο, κατέβασε το τζάμι, χαμογέλασε και ρώτησε: «Πού πηγαίνετε, δεσποινίς;» «Μήπως πάτε προς Μπύστριτσα;» ρώτησε τώρα εκείνη μ' ένα φιλάρεσκο χαμόγελο. «Ανεβεί­ τε, παρακαλώ» είπε ο νεαρός, ανοίγοντας την πόρτα. Εκεί­ νη ανέβηκε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε.

3 Ο νεαρός χαιρόταν κάθε φορά που την έβλεπε καλοδιάθε­ τη' δεν της συνέβαινε και πολύ συχνά: ήταν αρκετά σκληρή η δουλειά της. σε δυσάρεστη ατμόσφαιρα, με πολλές υπε­ ρωρίες που δεν τις πληρωνόταν, και είχε άρρωστη τη μητέ­ ρα της στο σπίτι' ήταν συχνά κουρασμένη. δεν είχε και πο­ λι) γερά νεύρα, ούτε αυτοπεποίθηση, και έπεφτε εύκολα σε μια κατάσταση φόβου και άγχους. Οπότε αυτός δεχόταν κάθε σημάδι ευθυμίας από μέρους της με την τρυφερή φροντίδα μεγαλύτερου αδερφού. Της χαμογέλασε και είπε: «Τυχερός είμαι σήμερα. Στα πέντε χρόνια που οδηγώ, δε μου 'χει κάνει ποτέ οτοστόπ μια τόσο όμορφη κοπέλα». Η κοπέλα δεχόταν με ευγνωμοσύνη και το παραμικρό κοπλιμέντο του φίλου της για να παρατείνει λίγο τη ζεστα­

σιά του, είπε: «Τι ωραία που τα λέτε τα Ψέματα». 85

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

«Μοιάζω για Ψεύτης;» «Μοιάζει να σας αρέσει να λέτε ψέματα στις γυναίκες» του είπε, και χωρίς να το θέλει, λίγο από το παλιό της άγ­ χος διαπέ ρασε τα λόγια της, γιατί όντως πίστευε πως του φίλου της του άρεσε να λέει ψέματα στις γυναίκες. Αυτός συνήθως θύμωνε με τις ζήλιες της κοπέλας του. αλλά εκείνη τη μέρα μπορούσε εύκολα να μη δώσει σημα­

«Να κατέβετε, να κάνετε τι;» «Δε θα χρειαζόταν και πολλή σκέψη για να δω τι θα έκα­ να με μια τόσο όμορφη κοπέλα» είπε ιπποτικά ο νεαρός, και αυτήν τη φορά απευθυνόταν ξανά πολύ περισσότερο στη δικιά του κοπέλα παρά στην άγνωστη του οτοστόπ. Τα κολακευτικά αυτά λόγια την έ καναν να αισθανθεί

τηση: «Σας πειράζει;»

σαν να τον είχε πιάσει επ' αυτοφώρω, σαν να του είχε απο­ σπάσει με κάποιο έξυπνο τέχνασμα μια ομολογία' αισθάν­ θηκε μέσα της ένα σύντομο ξέσπασμα έντονου μίσους και είπε: «Σ αν να παραείστε σίγουρος για τον εαυτό σας!»

«Αν ήμουν η κοπέλα σας θα με πείραζε» είπε εκείνη, και τα λόγια της περιείχαν ένα διακριτικό μάθημα ηθικής για τον νεαρό' αλλά το τέλος της φράσης της ίσχυε μόνο για τον

Ο νεαρός την κοίταξε: το όλο πείσμα πρόσωπό της είχε συσπαστεί' ένιωσε γι' αυτήν έναν περίεργο οίκτο και πα­ ρακαλούσε να ξαναδεί το συνηθισμένο, οικείο της βλέμμα

άγνωστο οδηγό: «αλλά αφού δε σας ξέρω, τι να με πειράξει». «Μια γυ ναίκα συγχωρεί πΓ..ης και με προστυχόλογα για

98

99

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

την κοπέλα. Είχαν φτάσει στο πρώτο πάτωμα. Ο νεαρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και γύρισε το διακόπτη. Ήταν ένα μικρό δίκλινο, μ' ένα τραπέζι, μια καρέκλα κι ένα νιπτήρα. Ο νεαρός κλείδωσε και στράφηκε στην κοπέ­ λα. Εκείνη στεκόταν μπροστά το υ, με μια αυθάδη ηδυπά­ θεια στο βλέμμα, σαν να του πετούσε το γάντι. Την κοιτού­ σε και προσπαθούσε να ανακαλύψει, πίσω από αυτήν τη λάγνα έκφραση, τα γνώρψά του χαρακτηριστικά, αυτά που τό σο τρυφερά αγαπούσε. Ήταν σαν να κοιτούσε δύο εικόνες μέσα από τον ίδιο φακό, δύο εικόνες τη μια πάνω στην άλλη, που τις έβλεπε, σαν να 'ταν διάφανες, τη μια μέσα απ' την άλλη. Αυτές οι δύο επάλληλες εικόνες τοl) έλεγαν πως η κοπέλα του μπορούσε να περιέχει τα πάvτα, πως η ψυχή της ήταν τρομαχτικά απροσδιόριστη. πως μέσα εκεί η πίστη έβρισκε θέση πλάι στην απιστία. η προδοσία πλάι στην αθωότητα, η κοκεταρία πλάι στη συστολή' αυτό το άτσαλο ανακάτεμα του φαινόταν εξίσου αποκρουστικό με το παρδαλό συνονθύλευμα ενός σωρού σκουπιδιών. Οι δύο επάλληλες εικόνες εξακολουθούσαν να προβάλλουν η μία μέσα απ' την άλλη, και ο νεαρός κατάλαβε πως η δια­ φορά ανάμεσα στην κοπέλα του και τις άλλες γυναίκες ήταν εντελώς επιφανειακή και πως βαθιά μέσα της η κοπέ­ λα του ήταν ίδια με τις άλλες γυναίκες: ίδιες σκέψεις. ίδια συναισθήματα. ίδια ελαττώματα. γεγονός που δικαιολο­ γούσε τις κρυφές του αμφιβολίες και ζήλιες κατάλαβε πως η εντύπωση από το περίγραμμα που όριζε την προσωπικό­ τητά της ήταν απλώς Ψευδαίσθηση στην οποία παραδιδό­ ταν ο άλλος, αυτός που κοιτούσε, δηλαδή ο ίδιος. Του φά­ νηκε πως η κοπέλα την οποία είχε αγαπήσει ήταν απλώς

ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΤ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του ήταν απελπιστικά άλλη. απελπιστικά ξέvη. απελπιστι­ κά πολύμορφη. Τη μισούσε. «Τι κάθεσαι; Γδύσου!» «Είναι απαραίτητο;» είπε εκείνη, χαμηλώνοντας φιλά­ ρεσκα το κεφάλι. Του φάνηκε πολύ οικείος αυτός ο τόνος, σαν να του το ί ε χε πει παλιά αυτό και κάποια άλλη. μόνο που τώρα δε θυμόταν ποια. Ήθελε να την ταπεινώσει. Όχι την κοπέλα του οτοστόπ, αλλά αυτήν, την κοπέλα του. Το παιχνίδι τε­ λικά γινόταν ένα με τη ζωή. Τ ο παιχνίδι της ταπείνωσης της κοπέλας του οτοστόπ ήταν απλώς πρόσχημα για να τα­ πεινώσει την κοπέλα του. Είχε ξεχάσει πως παίζει ένα παι­ χνίδι. Μισούσε τη γυναίκα που είχε μπροστά του. Την κοί­ ταξε καλά καλά' έπειτα έβγαλε απ' το πορτοφόλι του πε­ νήντα κορόνες: «Φτάνουν;» της είπε. Εκείνη πήρε το χαρτονόμισμα και είπε: «Δεν είστε και πολl) γενναιόδωρος». «Δεν αξίζεις περισσότερα» είπε εκείνος. Εκείνη σφίχτηκε πάνω του: «Γιατί μου φέρεσαι έτσι; Πιο γλυκός πρέπει να 'σαι. Προσπάθησε λιγάκι!» Τον αγκάλιασε και πλησίασε το στόμα της στο δικό του. Αλλά εκείνος ακούμπησε τα δάχτυλά του στα χείλη της και την απώθησε μαλακά: «Φιλάω μόνο τις γυναίκες που αγα­ πάω» είπε. «Κι εμένα δε μ' αγαπάς;» «Όχι. » «Και ποιαν αγαπάς;» «Τι σε νοιάζει εσένα; Γδύσου!»

γέννημα του πόθου του. της σκέψης του. της εμπιστοσύνης του. ενώ η πραΥματική κοπέλα που έστεκε τώρα μπροστά 100

101

ιωΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΊΌ ΠΑΙΧΝΙΔΙ ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

του. αλλά εκείνος της είπε: «Μείνε εκεί που είσαι, να σε

11

βλέπω καλά». Ένα μόνο ήθελε πια, να την αντιμετωπίσει σαν πόρνη. Δεν είχε όμως γνωρίσει ποτέ του πόρνες. και η

Ποτέ της δεν είχε γδυθεί έτσι. Η ντροπή. η αίσθηση πανι­ κού, ο ίλιγγος. όλα όσα ένιωθε όταν γδυνόταν μπροστά του

ιδέα που είχε γι' αυτές προερχόταν απ' τα βιβλία κι απ' όσα είχε ακουστά. Μια τέτοια εικόνα έφερε λοιπόν στο νου

(χωρίς να μπορεί να κρυφτεί στο σκοτάδι), όλα αυτά είχαν εξαφανιστεί. Στεκόταν μπροστά του, σίγουρη για τον εαυ­

του, και το πρώτο πράγμα που είδε ήταν μια γυναίκα με μαύρα εσώρουχα που χόρευε πάνω στο γυαλιστερό καπά­

τό της. προκλητική. λουσμένη στο φως. κατάπληκτη που ανακάλυψε ξαφνικά τις άγνωστες ώς τότε γι' αυτήν κινή­

κι ενός πιάνου. Δεν υπήρχε πιάνο στο δωμάτιο του ξενοδο­ χείου, υπήρχε μόνο ένα μικρό τραπέζι κολλητά στον τοίχο.

σεις ενός αργού. μεθυστικού στριπτίζ. Προσέχοντας τον τρόπο που την κοιτούσε εκείνος. έβγαζε ένα ένα τα ροι)χα της. με ερωτικές κινήσεις. απολαμβάνοντας το κάθε στάδιο αυτού του ξεγυμνώματος.

καλυμμένο μ' ένα τραπεζομάντιλο. Πρόσταξε την κοπέλα του ν' ανέβει πάνω στο τραπέζι. Εκείνη έκανε μια ικετευτι­ κή κίνηση, αλλά εκείνος είπε: «Γι' αυτό πληρώθηκες». Μπροστά στην αμετακίνητη αποφασιστικότητα που διά­

Και ξαφνικά βρέθηκε να στέκεται ολόγυμνη μπροστά του' και τότε σκέφτηκε πως δεν πάει άλλο αυτό το παιχνί­

βασε στο βλέμμα του, η κοπέλα προσπάθησε να συνεχίσει το παιχνίδι, αλλά δεν μπορούσε πια, δεν ήξερε πώς. Με δάκρυα

δι' πως. από τη στιγμή που πέταξε τα ρούχα της, πέταξε και τη μάσκα της κι έμεινε γυμνή. που σήμαινε πως ήταν πια ο εαυτός της. κι ο νεαρός έπρεπε τώρα να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της, μια κίνηση με το χέρι. μια κίνηση που θα τα έσβηνε όλα. και που μετά απ' αυτήν θα έρχονταν μόνο οι πιο προσωπικές ερωτικές στιγμές τους. Ήταν λοι­ πόν γυμνή μπροστά του και είχε σταματήσει το παιχνίδι' αισθανόταν αμήχανα, και τότε εμφανίστηκε στο πρόσωπό της εκείνο το ντροπαλό και αβέβαιο χαμόγελο που ανήκε πράγματι σ' αυτήν και μόνο. Εκείνος όμως έμενε ακίνητος. δεν έκανε καμία κίνηση που να σημάνει το τέλος του παιχνιδιού. Δεν έβλεπε το τό­ σο γνώριμο χαμόγελό της δεν έβλεπε μπροστά του παρά μόνο το ωραίο. άγνωστο σώμα της κοπέλας του, που τη μι­ σούσε. Το μίσος ξέπλενε την ηδυπάθειά του από κάθε συ­

στα μάτια ανέβηκε στο τραπέζι. Το τραπέζι ήταν μόλις ένα επί ένα, και είχε κι ένα πόδι κοντύτερο' κι εκείνη. όρθια πά­ νω σ' αυτό το τραπέζι. φοβόταν μη χάσει την ισορροπία της. rl

Εκείνος όμως απολάμβανε τη θέα του γυμνού κορμιού που ορθωνόταν μπροστά του. και η γεμάτη συστολή αβε­ βαιότητα της κοπέλας τον έκανε ακόμα πιο τυραννικό. Ήθε­ λε να δει αυτό το κορμί σ' όλες τις στάσεις κι απ' όλες τις γωνίες, όπως φανταζόταν πως το είχαν δει και θα το έβλε­ παν άλλοι άντρες. Φερόταν χοντροκομμένα, χυδαία. Χρησι­ μοποιούσε λέξεις που αυτή δεν τον είχε ακούσει να τις ξε­ στομίζει ποτέ. Τώρα η κοπέλα ήθελε να αντισταθεί. να ξε­ φύγει απ' αυτό το παιχνίδι' τον φώναξε με τ' όνομά του, αλ­ λά εκείνος της έβαλε τις φωνές. από πού κι ώς πού του μι­ λάει με τέτοια οικειότητα. Έτσι. σαστισμένη κι έτοιμη να ξε­ σπάσει σε κλάματα. υπάκουσε τελικά, έσκυψε μπροστά. έκα­

ναισθηματικό επίχρισμα. Η κοπέλα έκανε να πάει κοντά

τσε στις φτέρνες, σι>μφωνα με τις επιθυμίες του φίλου της,

102

103

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

το ΠΑΙΧΝΙΔ.Ι ΤΟΥ ΟΤΟΣΤΟΠ

χαιρέτησε στρατιωτικά. κι έπειτα ξεβιδώθηκε να του χο­ ρεύει τουίστ σε κάποια απότομη κίνηση. όταν γλίστρησε το τραπεζομάντιλο κάτω απ' τα πόδια της και παραλίγο να πέσει, ο νεαρός την άρπαξε και την τράβηξε στο κ ρεβάτι. Έσμιξε μαζ ί της. Η κοπέλα χάρηκε που επιτέλους στα­

νω απ' το κ ρεβάτι. έσβησε το φως. Δεν ήθελε να βλέπει το πρόσωπό της. Ήξερε πως το παιχνίδι είχε τελειώσει, αλλά δεν είχε καμία διάθεση να επιστρέψει στην κανονική τους

μάτησε αυτό το άθλιο παιχνίδι, που θα ήταν και πάλι οι δυο τους, έτσι όπως ήταν και προηγουμένως και έτσι όπως αγα­ πιόνταν. Θέλησε να πιέσει τα χείλη της πάνω στα δικά του, αλλά εκείνος την απώθησε και επανέλαβε πως φιλάει μόνο τις γυναίκες που αγαπάει. Η κοπέλα ξέσπασε σε λυγμούς. Αλλά ούτε και να κλάψει δεν αξιώθηκε τελικά. γιατί το βί­ αιο πάθος του φίλου της κυρίευε σιγά σιγά το κορμί της, και το κορμί της έπνιξε στο τέλος το παράπονο της Ψυχής της. Σύντομα στο κρεβάτι έμειναν δυο κορμιά σε απόλυτη αρμονία. δυο αισθησιακά κορμιά ξένα μεταξύ τους. Αυτό ακριβώς που μια ζωή φοβόταν η κοπέλα όσο τίποτα στον κόσμο και το είχε αποφύγει επιμελώς ώς τώρα: τον έρωτα χωρίς συναίσθημα και χωρίς αγάπη. Ήξερε πως είχε διαβεί τα απαγορευμένα σύνορα, πέρα από τα οποία προχωρούσε πλέον χωρίς τον παραμικ ρό ενδοιασμό και συμμετέχοντας απόλυτα' μόνο που σε κάποια μακ ρινή γωνιά του μυαλού της ένιωθε κάτι σαν τρόμο στη σκέψη ότι ποτέ της δεν είχε γνωρίσει τέτοια και τόση ηδονή όσο αυτήν τη φορά -πέρα από αυτά τα σύνορα.

12 Έπειτα τέλειωσαν όλα. Ο νεαρός τραβήχτηκε από την κο­ πέλα και. φτάνοντας το μακ ρύ κορδόνι που κ ρεμόταν πά104

σχέση' τη φοβόταν αυτή την επιστροφή. Ήταν ξαπλωμένος πλάι στην κοπέλα στα σκοτεινά. έτσι όμως που να μην αγ­ γίζονται τα κορμιά τους. Έπειτα από λίγο άκουσε τα πνιχτά αναφιλητά της το χέρι της άγγιξε το χέρι του με μια δειλή. παιδιάστικη κίνη­ ση' τον άγγιξε, τραβήχτηκε, τον ξανάγγιξε, κι έπειτα, μέσα απ' τ' αναφιλητά, ακούστηκε μια ικετευτική φωνή που τον φώναζε με τ' ό νομά του κι έλεγε: «Είμαι ε γώ, είμαι εγώ...» Ο νεαρός σώπαινε. έμενε ακίνητος και συνειδητοποιού­ σε τη θλιβερή κενότητα της διαβεβαίωσης της κοπέλας του. όπου το άγνωστο οριζόταν διά του αγνώστου. Τα αναφιλητά έδωσαν τη θέση τους σ' ένα ηχηρό κλάμα' η κοπέλα επαναλάμβανε συνέχεια αυτήν τη συγκινητική κενολογία: «Είμαι εγώ. είμαι εγώ. είμαι εγώ ..» Τότε ο νεαρός αποφάσισε να καλέσει σε βοήθεια τη συ­ μπόνια (και χρειάστηκε να την καλέσει από μακ ριά, γιατί .

δε βρισκόταν πουθενά εκεί κοντά). για να μπορέσει να πα­ ρηγορήσει την κοπέλα. Είχαν άλλες δεκατρείς μέρες διακο­ πές μπροστά τους.

ΤΟ ΣΤΜΠΟΣΙΟ

Ό

ΠΡΩΤΗ ΠΡΑΞΗ

Ο θάλαμος εφημερίας Ο θάλαμος εφημερίας (σε οποιοδήποτε τμήμα ενός οποιου­

δήποτε νοσοκομείου μιας οποιασδήποτε πόλης) συγκέ­ ντρωσε πέντε διαφορετικά άτομα και έπλεξε τις πράξεις τους και τις κουβέντες τους σε μια κοινότοπη και γι' αυτό ιδιαίτερα διασκεδαστική ιστορία. Είναι ο Χάβελ ο γιατρός με μια νοσοκόμα. την Ελίζα­ μπετ (σε νυχτερινή βάρδια και οι δυο), και άλλοι δύο για­ τροί (που κάποιο μάλλον ασήμαντο πρόσχημα τους έφερε εδώ για κουβεντολόι μαζί με μερικά μπουκάλια κρασΟ: ο φαλακρός διευθυντής του τμήματος και μια όμορφη για­ τρός γΙJρω στα τριάντα, από άλλο τμήμα, που σ' όλο το νο­ σοκομείο όμως ξέρουν πως κοιμάται με τον διευθυντή. (Ο διευθυντ ής είναι βεβαίως παντρεμένος, και μόλις πριν ξεστόμισε την προσφιλή του φράση, απ' την οποία καταλα­ βαίνουμε το χιούμορ του αλλά και τις προθέσεις του: «Αγα­ πητοί συνάδελφοι, η μεγαλύτερη δυστυχία για τον άντρα είναι ο ευτυχισμένος γάμος. Καμία ελπίδα για διαζύγιο».) Εκτός από αυτά τα τέσσερα πρόσωπα υπάρχει και πέ­ μπτο, αλλά δεν είναι τώρα εδώ, γιατί είναι ο μικρότερος και τον έστειλαν να φέρει άλλο ένα μπουκάλι κρασί. Και υπάρχει κι ένα παράθυρο, που είναι σημαντικό, επειδή εί­ ναι ανοιχτό. και απ' έξω, απ' το σκοτάδι. περνάει μέσα στο δωμάτιο μια ζεστή, φεγγαρόλουστη καλοκαιριάτικη νύχτα, 109

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

γεμάτη αρώματα. Και τέλος, υπάρχει και μια ευχάριστη διάθεση, όπως μαντεύουμε από την ευφρόσυνη φ λυαρία όλων τους, και ιδιαίτερα του διευθυντή, που ακούει τις αε­ ρολογίες του με αφτιά ερωτευμένου.

Ο Χάβελ είναι σαν το θάνατο' παίρνει τα πάντα

Λίγο αργότερα (κι εδώ αρχίζει η δική μας ιστορία) πα­ ρατηρείται μια κάποια ένταση: η Ελίζαμπετ ήπιε παραπά­

«Δε μου λες, Χάβελ» είπε ο διευθυντής όταν βγήκε (εμφα­ νώς θιγμένη) απ' το θάλαμο εφημερίας η Ελίζαμπετ, κατα­ δικασμένη να κάνει ενέσεις σε δύο γέρικους πισινούς,

νω απ' όσο επιτρέπεται σε νοσοκόμα εν ώρα υπηρεσίας, και σαν να μην έφτανε αυτό εκδηλώνει απέναντι στον Χά­ βελ μια ηδυπαθή φιλαρέσκεια, η οποία τον εκνευρίζει και

«μπορείς να μου εξηγήσεις γιατί αποκρούεις με τέτοιο πεί­ σμα αυτήν τη δόλια την Ε λίζαμπετ;» Ο Χάβελ ήπιε μια γουλιά και απάντησε: «Μη με παρεξη­

προκαλεί απ' τη μεριά του μια μάλλον έντονη επίπληξη,

γήσετε. Δεν έχει να κάνει με το ότι είναι άσχημη ή ότι τα 'χει πια τα χρονάκια της. Πιστέψτε με, έχω πάει και με ασχη­ μότερες γυναίκες στη ζ ωή μου και με πολύ μεγαλύτερες».

Η

«Ναι, σε ξέρουμε: είσαι σαν το θάνατο' παίρνεις τα πά­ ντα. Αφού όμως παίρνεις τα πάντα, γιατί δεν παίρνεις και την Ελίζαμπετ;»

επίπληξη του Χάβελ

«Αγαπητή μου Ελίζαμπετ, δε σε καταλαβαίνω. Κάθε μέρα τσαλαβουτάς μέσα σε πυΟΡΡΟΟΙJσες πληγές, κάνεις ενέσεις σε ζαρωμένους γερονΤΙΚΟΙJς πισινούς. κάνεις κλιJσματα. αδειάζεις πάπιες. Η μοίρα σού έδωσε την αξιοζήλευτη ευ­ καιρία να αντιληφθείς τη σαρκική φύση του ανθρώ που σ'

«Ίσως» είπε ο Χάβελ «επειδή εκδηλώνει τόσο απροκά­ λυπτα τον πόθο της, που μοιάζει με διαταγή. Είπατε πως με τις γυναίκες είμαι σαν το θάνατο. Μόνο που του θανά­ του δεν του αρέσει να παίρνει διαταγές.»

όλη τη μεταφυσική ματαιότητά της. Αλλά η ζωτικότητά σου αρνείται ν' αΚΟΙJσει τη λογική. Τίποτα δεν μπορεί να κλονί­ σει την πεισματική επιθυμία σου να είσαι ένα κορμί και τί­ ποτα παραπάνω. Τα στήθη σου τρίβονται πάνω στους άντρες από πέντε μέτρα απόσταση! Με πιάνει ίλιγγος, μ' αυτές τις ατέλειωτες σπείρες που ζ ωγραφίζ ουν τα ακατα­ πόνητα οπίσθιά σου καθώς περπατάς. Τι διάβολο, τράβα λίγο πιο πέρα! Τα στήθη σου είναι πανταχο ύ παρόντα, σαν το Θεό! Έχεις ήδη αργήσει δέκα λεπτά για τις ενέσεις!»

Η

μεγαλύτερη επιτυχία του διευθυντή

«Νομίζ ω πως σε καταλαβαίνω» είπε ο διευθυντής. «Όταν ήμουν κάμποσα χρόνια νεότερος, γ νώρισα μια κοπέλα που πήγαινε με όλους, κι επειδή ήταν όμορφη, θέλησα να πάω κι εγώ μαζ ί της. Ε λοιπόν. δε με ήθελε! Πήγαινε με τους συ­ ναδέλφους μου. με τον οδηγό. με τον μάγειρα, μ' αυτόν που κουβαλούσε τα φορεία με τα πτώματα. μόνο μ' εμένα δεν ερχόταν. Το διανοείστε;»

110

111

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ Σγ.vrΠΟΣΙΟ

«Φυσικά» έκανε η γιατρός.

επιτυχία μου;» είπε ο διευθυντής. «Πρέπει να με καταλά­

«Αν θέλετε να μάθετε» είπε εκνευρισμένος ο διευθυ­

βετε. Αν και είστε ενάρετη γυναίκα, δεν είμαι για σας (και

ντής, που μπροστά σε κόσμο μιλούσε στην ερωμένη του

να ξέρατε πόσο με θλίβει αυτό) ούτε ο πρώτος ούτε ο τε­

στον πληθυντικό. «την εποχή εκείνη είχα μόλις τελειώσει τη

λευταίος. ενώ για κείνη τη μικρή πόρνη ήμουν. Να 'στε σί­ γουρη, δε μ' έχει ξεχάσει ποτέ, και ακόμα και σήμερα θυ­

σχολή και είχα μεγάλες επιτυχίες. Πίστευα πως κάθε γυ­ ναίκα είναι προσιτή, κι είχα καταφέρει να το αποδείξω με

μάται με νοσταλγία πως με απέκρουσε. Αλλά την ιστορία

γυναίκες που τις πλησίαζες μάλλον δύσκολα. Αλλά, βλέπε­

αυτή την είπα απλώς για να δείξω την αναλογία με τη στά­

τε. μ' αυτή την τόσο εύκολη κοπέλα απέτυχα.»

ση του Χάβελ απέναντι στην Ελίζαμπετ.»

«Έτσι που σας ξέρω, σίγουρα θα 'χετε μια θεωρία για το θέμα» είπε ο Χάβελ. «Ναι» είπε ο διευθυντής. «ο ερωτισμός δεν είναι πόθος απλώς και μόνο για ένα άλλο κορμί, αλλά εξίσου πόθος και για διάκριση. Ο σύντροφος που αποκτούμε, που μας νοιάζε­ ται και μας αγαπάει, γίνεται ο καθρέφτης μας, αποτελεί το

Ελευθερίας εγκώμιο

«Θεέ και Κύριε» έκανε ο Χάβελ. «δε φαντάζομαι να εννο­

μέτρο της σημασίας και της αξίας μας. Από αυτή την άπο­

είτε πως αναζητώ στην Ελίζαμπετ το μέτρο της ανθρώπινης

ψη, η μικρή μου πόρνη είχε δύσκολο έργο. Όταν πηγαίνεις με

αξίας μου!»

τον καθένα. παύεις πια να πιστεύεις πως κάτι τόσο κοινό

«Όχι βέβαια!» έκανε σαρκαστικά η γιατρός. «Αυτό μας

όπως η ερωτική πράξη μπορεί να έχει ακόμα οποιαδήποτε

το εξηγήσατε ήδη: η προκλητική στάση της Ελίζαμπετ σας

σημασία. Κι έτσι αναζητείς την πραγματική ερωτική διάκρι­

δίνει την εντύπωση διαταγής, κι εσείς θέλετε να διατηρήσε­

ση στην αντίθετη κατεύθυνση. Μόνο ένας άντρας που θα την

τε την ψευδαίσθηση πως διαλέγετε μόνος σας τις γυναίκες

ήθελε κι εκείνη θα τον απέρριπτε μπορούσε να προσφέρει

με τις οποίες θα πάτε.»

μέτρο της αξίας της. Κι επειδή η

«Ξέρετε. μια και μιλάμε ανοιχτά. δεν είναι ακριβώς αυ­

ίδια ήθελε να είναι στα μάτια της η καλύτερη κι η ομορφότε­

τό» είπε σκεφτικός ο Χάβελ στον διευθυντή. «Στην πραγ­

ρη. φάνηκε υπερβολικά αυστηρή και απαιτητική όταν έπρε­

ματικότητα αστειευόμουν όταν έλεγα πως μ' ενοχλεί η προ­ κλητική στάση της Ελίζαμπετ. Εδώ που τα λέμε, έχω πάει

στη μικρή μου πόρνη

7,0

πε να διαλέξει αυτόν, τον μοναδικό, που θα τον ξεχώριζε με την άρνησή της. Τελικά διάλεξε εμένα, και τότε εγώ κατά­ λαβα πως ήταν μια εξαιρετική διάκριση, και σήμερα ακόμα θεωρώ πως ήταν η μεγαλύτερη ερωτική επιτυχία μου.» «Έχετε ένα εκπληκτικό ταλέντο να παρουσιάζετε το μαι'φο άσπρο» είπε η γιατρός. «Σας έθιξε που δε θεωρώ εσάς τη μεγαλύτερη ερωτική 112

με πολύ πιο προκλητικές γυναίκες και με βόλευε μια χαρά η προκλητικότητά τους, γιατί επιτάχυνε την πορεία των πραγμάτων. » «Τότε γιατί στο καλό δεν πας με την Ελίζαμπετ;» φώ­ ναξε ο διευθυντής. «Η ερώτησή σας δεν είναι και τόσο παράλογη όσο μου 113

s

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΓΩΤΕΣ

ΤΟ ΣΥ Μ 1l0ΣΙΟ

φάνηκε στην αρχή, γιατί διαπιστώνω πως μου είναι πολύ

των γιατρών. Ο γοητευτικός Ψηλολέλεκας που στεκόταν στην

δύσκολο να απαντήσω. Για να 'μαι ειλικρινής, δεν ξέρω για

πόρτα με το μπουκάλι στο χέρι ήταν ο Φλάισμαν, φοιτητ"ής

ποιο λόγο δεν πάω με την Ελίζαμπετ. Έχω πάει με πιο

της ιατρικής που έκανε πρακτική εξάσκηση στο τμήμα αυ­

άσχημες, πιο μεγάλες και πιο προκλητικές γυναίκες. Άρα

τό. Ακούμπησε (αργά) το μπουκάλι στο τραπέζι, αναζήτη­

θα έλεγε κανείς πως τελικά θα πάω αναγκαστικά και μ' αυ­

σε (με το πάσο του) το ανοιχτήρι, έπειτα έμπηξε (χωρίς κα­

τήν. Έτσι θα έλεγαν όλοι οι στατιστικολόγοι. Το ίδιο συ­

μία βιασύνη) το ανοιχτήρι στο φελλό και το βύθισε περι­

μπέρασμα θα έβγαζαν και όλοι οι ηλεκτρονικοί υπολογι­

στρέφοντάς το (σκεφτικός), έπειτα τράβηξε (ονειροπόλα)

στές. Και βλέπετε. μάλλον γι' αυτόν το λόγο δεν πάω κι

το φελλό και τον έβγαλε. Οι παραπάνω παρενθέσεις σκοπό

εγώ μ' αυτήν. Μάλλον θέλω να αντισταθώ στην αναγκαιό­

έχουν να φωτίσουν τη βραδύτητα του Φλάισμαν. αυτήν τη

τητα. Να βάλω τρικλοποδιά στην αρχή της αιτιότητας. Να

βραδύτητα που μαρτυρεί όχι τόσο αδεξιότητα όσο τον νω­

ξεγελάσω τη θλιβερή προβλεψιμότητα της τροχιάς του κό­

χελικό θαυμασμό με τον οποίο παρατηρούσε ο νεαρός φοι­

σμου μ' ένα καπρίτσιο της ελει'ιθερης βούλησης.»

τητής της ιατρικής τα βάθη της ύπαρξής του, παραμερίζο­

«Και γιατί διάλεξες την Ελίζαμπετ γι' αυτόν το σκοπό;»

ντας τις ασήμαντες λεπτομέρειες του εξωτερικοι'ι κόσμου.

φώναξε ο διευθυντής.

«Αλλά τι καθόμαστε και λέμε τώρα;» είπε ο Χάβελ.

«Επειδή ακριβώς δεν υπάρχει λόγος. Αν υπήρχε, θα

«Δεν αποκρούω εγώ την Ελίζαμπετ εκείνη δε με θέλει.

μπορούσε να είναι γνωστός εκ των προτέρων, και έτσι θα

Αλίμονο! Είναι τρελή και παλαβή με τον Φλάισμαν.»

μποροιΥσε να καθοριστεί και η συμπεριφορά μου εκ των

«Μ' εμένα;» σήκωσε το κεφάλι ο Φλάισμαν. και πήγε με

προτέρων. Και ακριβώς σ' αυτή την απουσία συγκεκριμέ­

μεγάλες δρασκελιές να ξαναβάλει το ανοιχτήρι στη θέση του,

νου λόγου βρίσκεται αυτό το κομματάκι ελευθερίας που

κι έπειτα ξαναγύρισε στο χαμηλό τραπεζάκι και γέμισε τα

μας δόθηκε και στο οποίο οφείλουμε να προσβλέπουμε

ποτήρια.

ακατάπαυστα. αν θέλουμε να διατηρηθεί λίγη ανθρώπινη

«Καλός είσαι κι εσύ» είπε ο διευθυντής. σιγοντάροντας

αταξία σ' αυτό τον κόσμο των αμείλικτων νόμων. Αγαπητοί

τον Χάβελ. «Όλοι το ξέρουν εκτός από σένα. Απ' τη στιγμή

μου συνάδελφοι. ζήτω η ελευθερία!» είπε ο Χάβελ και ύψω­

που πάτησες το πόδι σου στο τμήμα μας, η Ελίζαμπετ έγινε

σε θλιμμένα το ποτήρι του για να τσουγκρίσουν.

ανυπόφορη. Δυο μήνες τώρα!» Ο Φλάισμαν κοίταξε (επί ώρα) τον διευθυντή και είπε: «Εγώ ιδέα δεν έχω». Και πρόσθεσε: «Εν πάση περιπτώσει, δε μ' ενδιαφέρει αυτή η ιστορία». «Κι όλες εκείνες οι ευγενικές σου διακηρύξεις; Όλες

Τα όρια της ευθύνης

εκείνες οι αγορεύσεις για το σεβασμό προς τις γυναίκες;» Τη στιγμή εκείνη εμφανίστηκε στο θάλαμο ένα καινούριο

είπε τάχα αυστηρά ο Χάβελ. «Κάνεις την Ελίζαμπετ να

μπουκάλι κρασΙ και τράβηξε πάνω του όλη την προσοχή

υποφέρει κι ούτε που σ' ενδιαφέρει;»

114

115



ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

«Τις γυναίκες τις συμπονώ και δε θα μπορούσα ποτέ να

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

«Όχι ακόμα, αλλά το φροντίζω.»

καλώ ασυνείδητα δε μ' ενδιαφέρει. αφού δεν μπορώ να κάνω

«Εγώ σας πληροφορώ ότι ο Φλάισμαν είναι πολύ κύριος με τις γυναίκες. Δεν τους πουλάει παραμύθια» μπήκε στη

τίποτα γι' αυτό, και συνεπώς δεν έχω και καμία ευθύνη.»

μέση η γιατρός. παίρνοντας το μέρος του.

τις πληγώσω συνειδητά» είπε ο Φλάισμαν. «Ό,τι όμως προ­

Τότε ξαναφάνηκε η Ελίζαμπετ. Προφανώς είχε αποφα­

«Δεν αντέχω τη σκληρότητα απέναντι στις γυναίκες,

σίσει πως το καλύτερο ήταν να ξεχάσει την προσβολή, και

επειδή τις συμπονώ» επανέλαβε ο φοιτητής της ιατρικής. «Πάντως η Κλάρα δε σου έκατσε» του είπε η Ελίζα­

να συμπεριφερθεί σαν να μη συνέβη τίποτα' έτσι. συμπερι­ φερόταν εντελώς αφύσικα. Ο διευθυντής τής πρόσφερε μια καρέκλα και της γέμισε το ποτήρι. «Πιες, Ελίζαμπετ! Να πάνε κάτω τα φαρμάκια!» «Φυσικά» έκανε η Ελίζαμπετ, μ' ένα πλατύ χαμόγελο,

μπετ, και ξέσπασε σ' ένα τόσο ανάρμοστο γέλιο, που ο δι­ ευθυντής ένιωσε υποχρεωμένος να ξαναπάρει το λόγο: «Είτε του έκατσε είτε όχι, έχει πολύ λιγότερη σημασία απ' όσο νομίζεις, Ελίζαμπετ. Τον Αβελάρδο, ως γνωστόν. τον είχαν ευνουχίσει. αλλά αυτό δεν εμπόδισε να μείνουν

κι άδειασε το ποτήρι της. «Αν ήμασταν υπεύθυνοι μόνο για όσα συνειδητοποιούμε. οι

πιστοί εραστές με την Ελο"ί"ζα. κι ο έρωτάς τους πέρασε στην αθανασία. Εφτά χρόνια έζησε η Γεωργία Σάνδη με τον

ηλίθιοι θα απαλλάσσονταν προκαταβολικά από κάθε ευθύ­

Σοπέν, άσπιλη σαν παρθένα, κι ακόμα μιλάμε για τον έρω­

νη. Μόνο που ο άνθρωπος οφείλει να γνωρίζει, αγαπητέ μου Φλάισμαν. Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την άγνοιά του.

τά τους! Δε θα 'θελα να βάλω πλάι σε μια τέτοια εκλεκτή συντροφιά και την περίπτωση της μικρής πόρνης που απο­

Η άγνοια αποτελεί παράπτωμα. Γι' αυτό και τίποτα δε σε

κρούοντάς με μου επιφύλαξε τη μεγαλύτερη τιμή που μπο­

απαλλάσσει απ' τις ευθι'ινες σου, και σου δηλώνω πως συ­ μπεριφέρεσαι σαν αγροίκος απέναντι στις γυναίκες. όσο κι

ρεί να επιφυλάξει μια γυναίκα σε άντρα. Αλλά σημείωσε αυτό που θα σου πω. αγαπητή μου Ελίζαμπετ: η σχέση ανά­

αν το αρνείσαι».

μεσα στον έρωτα και σ' αυτό που σκέφτεσαι εσύ συνεχώς εί­

Και ο διευθυντής στράφηκε και πάλι στον Φλάισμαν:

ναι πολύ πιο χαλαρή απ' όσο βάζει ο νους του ανθρώπου. Μην αμφιβάλλεις, η Κλάρα τον αγαπάει τον Φλάισμαν. Είναι γλυκιά μαζί του, κι όμως τον απορρίπτει. Σου φαίνεται πα­ Πλατωνιχού έρωτος εγΧώμω

ράλογο, αλλά αυτό ακριβώς είναι ο έρωτας: παράλογος». «Μα πού το βλέπετε το παράλογο;» είπε η Ελίζαμπετ

«Και δε μου λες. Φλάισμαν» ξαναπέρασε στην επίθεση ο Χάβελ. «βρήκες αυτό το διαμέρισμα που είχες υποσχεθεί

με το ίδιο ανάρμοστο γέλιο. «Η Κλάρα χρειάζεται ένα δια­ μέρισμα. και γι' αυτό είναι γλυκιά με τον Φλάισμαν. Δεν

τις μάταιες προσπάθειές του να κερδίσει την καρδιά κά­

έχει όμως διάθεση και να κάνει έρωτα μαζί του, γιατί τα 'χει σίγουρα με κάποιον άλλο. Αλλά αυτός () άλλος δεν μπο­

ποιας κοπέλας (που την ήξεραν όλοι εκεΟ.

ρεί να της βρει διαμέρισμα.»

στη δεσποινίδα Κλάρα;» τον ρώτησε, υπενθυμίζοντάς του

116

117

ΚΩ\1ΤΚΟΤ F:ΡΩτεΣ

Εκείνη τη στιγμή σήκωσε το κεφάλι το!) ο Φλάισμαν:

το ΣΥΜΠΟl:lO

Έπειτα από μια τέτοια ανταλλαγή βλεμμάτων η γιατρός

«Mou δίνετε στα νεUρα. Σα μικρά παιδιά κάνετε. Κι αν δι­

σηκώθηκε ξαφνικά, πλησίασε στο παράθuρο και είπε: «Τι

στάζει από ντροπή; Δε σας περνάει καν απ' το μuαλό; Ή αν

ωραία πο!) είναι έξω. Έχει πανσέληνο ...» και ξανά το βλέμ­

έχει καμιά αρρι�στια που μου την ΚΡΙJβει; Ή καμιά οuλή

μα της στάθηκε για μια στιγμή πάνω στον Φλάισμαν.

πο!) την ασχημαίνει; Μερικές γυναίκες ντρέπονται φοβερά.

Ο Φλάισμαν. που τέτοιες καταστάσεις τις έπιανε στον

Αλλά ποι) να καταλάβεις εσι) από τέτοια!» είπε στην Ελί­

αέρα. κατάλαβε αμέσως πως αuτό ήταν σήμα. ένα σήμα

ζαμπετ.

που απευθυνόταν σ' εκείνον. Ένιωσε ένα κuμα να φοuσκώ­

«Ή πάλι» είπε ο διεuθuντής. σπει'ιδοντας να βοηθήσει

νει στο στήθος Tou. Όντως. το στήθος το!) ήταν ένα εuαί­

τον Φλάισμαν. «ίσως η Κλάρα να παραλuει τόσο πολι) από

σθητο όργανο, αντάξια του εργαστηρίου ενός Στραντιβάρι.

ερωτικό άγχος μπροστά στον Φλάισμαν. που να μην μπορεί

Κατά καιροuς ένιωθε αυτή την έξαψη, και κάθε φορά ήταν

να κάνει έρωτα μαζί του. Εσένα δηλαδή. J: του. «Αυνανισμός, αυτό ακριβώς σου χρειάζε­

χόρευε ένα γύρο στο δωμάτιο.

ται!»

Δεν πεθαίνω! Είμαι ζωντανή ακόμα! Είμαι ζωντανή!» κι αλλά η ίδια η θλίψη, μια εξαίσια σχηματισμένη θλίψη που «Νομίζω πως φτάνει τώρα, Ελίζαμπετ» είπε ο Χάβελ, με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα. «Φτάνει;» έκανε η Ελίζαμπετ. «Μα εγώ χορεύω για σέ­ να! Και τώρα θα σου κάνω στριπτίζ! Ένα μεγάλο στριπτίζ!»

124

125

ΚΩ\,[ΤΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣJO

κι έλυσε την ποδιά της. που ήταν δεμένη πίσω στη μέση. και

τα, με κινήσεις χορεύτριας. ξανάφερε μπροστά τα χέρια, χάι­

με μια κίνηση χορεύτριας την πέταξε πάνω στο γραφείο. «Ελίζαμπετ» ακούστηκε δειλά η φωνή του διευθυντή.

δεψε τον δεξή της ώμο με τ' αριστερό της χέρι και τον αρι­ στερό της ώμο με το δεξί της χέρι. και έκανε ξανά μια κίνηση

«ωραία θα 'ταν να μας έκανες στριπτίζ, αλλά αλλού. Εδώ.

όλο χάρη. αυτήν τη φορά προς την κατεύθυνση του Χάβελ

καταλαβαίνεις. είμαστε σε νοσοκομείο.»

που κι αυτός έκανε με το χέρι μιαν αόριστη, αμήχανη κίνηση. Τώρα η Ελίζαμπετ βημάτιζε μεγαλοπρεπώς μέσα στο θάλαμο' έκανε αργά αργά το γύρο των τεσσάρων θεατών της. ορθώνοντας μπροστά στον καθένα τη συμβολική γύ­

Το μεγάλο στριπτΙζ

μνια του στήθους της. Τελικά. σταμάτησε μπροστά στον Χάβελ ξανάρχισε να κουνάει τους γοφούς της, και σκύβο­

«Ξέρω να φέρομαι!» του απάντησε η Ελίζαμπετ. Ήταν τώ­

ντας ελαφρά γλίστρησε τα δυο της χέρια από πάνω ώς κά­

ρα με το φόρεμα της στολής. γαλάζιο με άσπρο γιακά. και

τω στα πλευρά της και άλλη μια φορά (όπως και πριν) σή­

συνέχισε να χοροπηδάει γύρω γύρω. Έπειτα έφερε τα χέρια στους γοφούς. τα γλίστρησε στα

κωσε εναλλάξ πρώτα το ένα πόδι. έπειτα το άλλο. και ίσιω­ σε το κορμί της θριαμβευτικά. υψώνοντας το δεξί της χέρι

πλευρά της. τα σήκωσε πάνω απ' το κεφάλι' έπειτα το δεξί

και κρατώντας με τα δυο της δάχτυλα ένα αόρατο κιλοτά­

της χέρι χάιδεψε ώς απάνω το σηκωμένο αριστερό της χέρι

κι. Και έκανε ξανά μια κίνηση όλο χάρη προς τον Χάβελ

και το αριστερό της χέρι χάιδεψε ώς απάνω το δεξί της χέ­

Στητή μέσα στη δόξα της φανταστικής γύμνιας της. δεν

ρι. κι έπειτα έκανε μια κίνηση και με τα δυο της χέρια προς

κοιτούσε πια κανέναν. οιΊτε τον Χάβελ Με μισόκλειστα

τη μεριά του Φλάισμαν. σαν να του πετούσε την μπλούζα

μάτια και το κεφάλι γερμένο στο πλάι κοιτούσε την κυμα­

της. Ο Φλάισμαν φοβήθηκε και αναπήδησε. «Δεν την έπια­

τιστή κίνηση του δικοιΊ της κορμιοιΊ. Ξαφνικά η περήφανη αυτή στάση έσπασε, και η Ελίζα­

σες. μπέμπη!» του φώναξε. Ξανάφερε έπειτα τα χέρια στους γοφούς και τα γλί­

μπετ κάθισε στα γόνατα του Χάβελ «Είμαι πτώμα» είπε

στρησε ώς κάτω στις γάμπες κι όπως ήταν σκυμμένη. σή­

μ' ένα παρατεταμένο χασμουρητό. Πήρε το ποτήρι του κι

κωσε πρώτα το δεξί της πόδι κι έπειτα το αριστερό. Έπει­

ήπιε μια γουλιά. «Γιατρέ» του είπε, «έχεις τίποτα χάπια

τα. κοίταξε τον διευθυντή κι έκανε μια κίνηση με το δεξί

να με κρατήσουν ξύπνια; Δε σκοπεύω να πάω για ύπνο!»

της χέρι. πετώντας του μια φανταστική φούστα. Ο διευθυ­ ντής άπλωσε το χέρι του κι έκλεισε σφιχτά τα δάχτυλα' και

σε απ' τα γόνατά του. την έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα

με το άλλο του χέρι τής έστειλε ένα φιλί. Μερικά στροβιλίσματα και μερικά βήματα ακόμα. και η

«Για σένα. Ελίζαμπετ. ό,ΤΙ θες» είπε ο Χάβελ' τη σήκω­ και πήγε προς το φαρμακείο. Βρήκε ένα ισχυρό υπνωτικό. κι έδωσε διΊο χάπια στην Ελίζαμπετ.

Ελίζαμπετ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών. κι έφερε τα χέ­

«Θα με ξυπνήσουν αυτά;» ρώτησε εκείνη.

ρια, με τα δάχτυλα ενωμένα, ψηλά πίσω απ' την πλάτη. Έπει-

«Να μη με λένε Χάβελ» είπε αυτός.

126

127

ΚΩΝIlΚOl ΕΡΩΤΕΣ

Τα αποχαιρετιστήρια λόγια της Ελίζαμπετ

ΤΟ ΣγΜΠΟΣIO

Το κατηγορητήριο του διευθυντή κατά του Φλάισμαν

Η Ελίζαμπετ ήπιε τα δύο χάπια και πήγε να ξανακαθίσει

Αφού έφυγε η Ελίζαμπετ. επικράτησε σιωπή. που τη διέκο­

στα γόνατα του Χάβελ αλλά αυτός άνοιξε τα πόδια του κι

ψε πρώτος ο διευθυντής: «Βλέπεις, αγόρι μου» είπε στον

η Ελίζαμπετ έπεσε χάμω.

Φλάισμαν. «Ισχυρίζεσαι πως συμπονάς τις γυναίκες. Αν

Ο Χάβελ αισθάνθηκε αμέσως άσχημα, γιατί δεν είχε πρόθεση να την αφήσει να πέσει μ' αυτό τον εξευτελιστικό τρόπο, αλλά άνοιξε μηχανικά, ενστικτωδώς, τα πόδια του, από αληθινή αηδία στη σκέψη πως με τα πόδια του θ' άγγι­ ζε τα οπίσθιά της.

όμως συμπονάς τις γυναίκες, την Ελίζαμπετ γιατί δεν τη συμπονάς;» «Τι σχέση έχω τώρα εγώ;» διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισμαν. «Μην κάνεις τον ανήξερο! Τώρα δα σ' το είπαμε. Είναι τρελή και παλαβή μαζί σου!»

Έτσι, προσπάθησε να τη σηκώσει, αλλά η Ελίζαμπετ. μ' ένα παραπονιάρικο πείσμα, έμενε κολλημένη μ' όλο της το βάρος στο πάτωμα.

«Και τι να κάνω εγώ δηλαδή;» ρώτησε ο Φλάισμαν. «Τίποτα να μην κάνεις» είπε ο διευθυντής. «Αλλά δεν υπάρχει λόγος να της φέρεσαι σκαιά και να τη βασανίζεις.

Τότε στάθηκε μπροστά της ο Φλάισμαν: «Έχεις μεθύ­ σει, να πας να ξαπλώσεις».

Όλο το βράδυ για ένα μόνο ενδιαφερόταν, τι θα κάνεις εσι'ι. αν θα την κοιτάξεις, αν θα της χαμογελάσεις, αν θα της πεις

Η Ελίζαμπετ τον κοίταξε από κάτω προς τα πάνω με απέραντη περιφρόνηση (απολαμβάνοντας με μαζοχιστικό πάθος το ότι ήταν πεσμένη στο πάτωμα) και του είπε: «Ζώον, ηλίθιε». Και ξανά: «Ηλίθιε».

μια γλυκιά κουβέντα. Και δες τι της είπες εσύ!» «Δεν της είπα και τίποτα φοβερό» διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισμαν (αλλά υπήρχε κάποια αμφιβολία στη φωνή το!!). «Τίποτα φοβερ6» έκανε ειρωνικά ο διευθυντής. Την κο­

Ο Χάβελ ξαναδοκίμασε να τη σηκώσει. αλλά εκείνη του

ρόιδευες όταν χόρευε. παρόλο που χόρευε αποκλειστικά

ξέφυγε βίαια και ξέσπασε σε αναφιλητά. Κανένας δεν

για σένα. της είπες να πάρει ηρεμιστικό, της είπες καλι'ιτε­

έβρισκε τι να πει. και τ' αναφιλητά της Ελίζαμπετ αντηχοι'ι­

ρα να πάει να αυνανιστεί. Τίποτα φοβερό. Κι όταν έκανε

σαν στον σιωπηλό θάλαμο σαν σόλο βιολί. Πέρασε έτσι λίγη

το στριπτίζ της, άφησες να πέσει χάμω η μπλούζα της.»

ώρα, και ξαφνικά η γιατρός άρχισε να σιγοσφυρίζει. Η Ελί­

«Ποια μπλούζα;» διαμαρτυρήθηκε ο Φλάισμαν.

ζαμπετ πετάχτηκε πάνω και τράβηξε προς την πόρτα, και με

«Η μπλούζα της» είπε ο διευθυντής. «Μην κάνεις τον χα­

το χέρι στο πόμολο γύρισε και τους είπε: «Ζώα, ε ζώα. Να

ζό. Και στο τέλος την ξαπόστειλες για ύπνο, παρόλο που

ξέρατε μόνο. Αλλά δεν ξέρετε τίποτα. Δεν ξέρετε τίποτα».

είχε πάρει χάπια για να μείνει όρθια.» «Αφού αυτή τον Χάβελ είχε στο μάτι!» εξακολούθησε να διαμαρτύρεται ο Φλάισμαν. «Σταμάτα να παίζεις θέατρο» είπε αυστηρά ο διευθυ-

128

12Η

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣJO

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ντής. «Τι ήθελες να κάνει, αφού δεν της έδινες εσύ σημα­

κατακτητής σ' ένα πεδίο όπου δεν του αντιστέκεται κανέ­

σία; Σε προκαλούσε. Κι ένα μονάχα ήθελε από σένα, λίγα

νας. όπου όλα είναι δυνατά και όλα επιτρέπονται;

ψίχουλα ζήλιας. Γιά κοίτα ένας τζέντλεμαν!» «Μην τον βασανίζετε άλλο» είπε η γιατρός. «Μπορεί να είναι σκληρός, αλλά είναι μικρός ακόμα.» «ο τιμωρός αρχάγγελος» είπε ο Χάβελ.

Η εποχή των Δον Ζουάν έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Ο σημερινός απόγονος του Δον Ζουάν δεν κατακτά πλέον, απλώς συλλέ­

μορφή του Μεγάλου Κατακτητή έδωσε τη θέση της στη μορφή του Μεγάλου Συλλέκτη. μόνο που ο Συλλέκτης γει. Η

δεν έχει κανένα απολύτως κοινό με τον Δον Ζουάν. Ο Δον Ζουάν ήταν μορφή τραγική. Κουβαλούσε το βάρος της ενο­ χής του. Αμάρτανε με χαρά και χλεύαζε το Θεό. Ήταν βλά­

Οι μυθολογικοί ρόλοι

σφημος και κατέληξε στην κόλαση.

«Όντως» είπε η γιατρός. «Γιά δέστε τον, ένας ωραίος και

κό φορτίο. παντελώς άγνωστο στον Μεγάλο Συλλέκτη. για­

τρομερός αρχάγγελος.»

τί στον δικό του κόσμο κάθε φορτίο έχει χάσει το βάρος

»0 Δον Ζουάν κουβαλούσε στους ώμους του ένα τραγι­

«Είμαστε μια πραγματική κοινωνία των μυθικών χρό­

του. Οι βράχοι έγιναν πούπουλα. Στον κόσμο του Κατα­

νων» παρατήρησε νυσταγμένα ο διευθυντής «γιατί εσύ εί­

κτητή ένα βλέμμα μετρούσε όσο δέκα ολόκληρα χρόνια

σαι η Άρτεμη: ψυχρή, αθλητική, μοχθηρή.»

αδιάκοπη ερωτική πράξη στον κόσμο του Συλλέκτη.

«Κι εσείς, εσείς είστε ένας σάτυρος. Γερασμένος, λά­

»0 Δον Ζουάν ήταν αφέντης. ενώ ο Συλλέκτης είναι

γνος, φλύαρος» είπε η γιατρός. «Και ο Χάβελ ο Δον Ζουάν.

σκλάβος. Ο Δον Ζουάν παραβίαζε ανενδοίαστα συμβάσεις

Όχι γέρος. αλλά γερνάει.»

και νόμους. Ο Μέγας Συλλέκτης απλώς ακολουθεί υπά­

«Όχι δα! Ο Χάβελ είναι ο θάνατος» αντέτεινε ο διευθυ­ ντής, επιμένοντας στην προηγούμενη θέση του.

κουα. με τον ιδρώτα του προσώπου του. συμβάσεις και νό­ μους. γιατί το να συλλέγεις είναι πια θέμα καλής συμπερι­ φοράς. καλών τρόπων. αποτελεί σχεδόν υποχρέωση. Οπό­ τε, αν με βαραίνει κάποια ενοχή είναι αποκλειστικά που δεν πήγα με την Ελίζαμπετ.

Το τέλος των Δον Ζουάν «Αν με ρωτούσατε τι είμαι, ο Δον Ζουάν ή ο θάνατος. θα

»0 Μέγας Συλλέκτης δεν έχει καμία σχέση με τραγωδία ή δράμα. Ο ερωτισμός. αυτό το σπέρμα της καταστροφής. με τον Συλλέκτη έγινε κάτι ανάλογο με το πρωινό ή το βρα­

τακτητής. Αλλά σας ρωτάω. πώς μπορεί να είναι κανείς

δινό φαγητό. με τη συλλογή γραμματοσήμων, με το πιγκ πογκ. ή με μια βόλτα στα μαγαζιά για ψώνια. Ο Συλλέκτης έβαλε τον ερωτισμό στην καθημερινή ρουτίνα. Τον μετέ­ τρεψε σε μια σκηνή με τα καμαρίνια της, όπου όμως δε θα

130

131

έκλινα. αν και με βαριά καρδιά. προς την άποψη του διευ­ θυντή» είπε ο Χάβελ και κατέβασε μια γενναία γουλιά. «ο Δον Ζουάν ήταν κατακτητής. Και με κεφαλαία. Μέγας Κα­

ΚΩΥ1ΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣγΜΠΟΣJO

παιχτεί ποτέ το πραγματικό δράμα. Δυστυχώς. φίλοι μου» αναφώνησε ο Χάβελ όλο πάθος. «οι έρωτές μου (αν μπορώ να τους αποκαλώ έτσι) είναι μια σκηνή όπου δε συμβαίνει τίποτα.

Νέα σήματα Ο Χάβελ κουρασμένος από αυτό τον ατέλειωτο μονόλογο

»Αγαπητή μου γιατρίνα και αγαπητέ μου διευθυντή.

(στη διάρκεια του οποίου δύο φορές έπεσε απ' τη νύστα το

Δημιουργήσατε ένα αντιθετικό σχήμα ανάμεσα στον Δον

κεφάλι του διευθυντή). σώπασε. Έπειτα από μια φορτισμέ­

Ζουάν και το θάνατο. Από καθαρή τύχη και χωρίς να το

νη παύση, πήρε το λόγο η γιατρός: «Δεν ήξερα πως είστε

έχετε επιδιώξει, αγγίξατε την ουσία του προβλήματος.

τόσο καλός ρήτορας, γιατρέ μου. Περιγράψατε τον εαυτό

Κοιτάξτε. Ο Δον Ζουάν πάλευε με το ανέφικτο. Κι αυτό

σας σαν ήρωα κωμωδίας, μουντό, πληκτικό, σαν ένα μηδε­

ακριβώς είναι κατεξοχήν ανθρώπινο. Αντίθετα, στο βασί­

νικό! Δυστυχώς, ο τρόπος που εκφραστήκατε παραήταν τέ­

λειο του Μεγάλου Συλλέκτη τίποτα δεν είναι ανέφικτο.

λειος. Είστε διαβολεμένα πανούργος: αυτοχαρακτηρίζεστε

γιατί είναι το βασίλειο του θανάτου. Ο Μέγας Συλλέκτης

ζητιάνος, διαλέγοντας όμως τόσο ηγεμονικές λέξεις, που να

είναι ο θάνατος που ήρθε και πήρε απ' το χέρι την τραγω­

φαίνεστε βασιλιάς. Είστε ένας παλιοαπατεώνας, κύριε Χά­

δία, το δράμα, τον έρωτα. Ο θάνατος που ήρθε και πήρε

βελ. Ματαιόδοξος, ακόμα κι όταν κυλιέστε μες στη λάσπη.

τον Δον Ζουάν. Μες στη φωτιά της κόλασης όπου τον έριξε

Ένας γηραλέος και καταχθόνιος απατεώνας».

ο Διοικητής. ο Δον Ζουάν παραμένει ζωντανός. Αλλά στον

Ο Φλάισμαν γέλασε δυνατά, γιατί νόμισε, προς μεγάλη

κόσμο του Μεγάλου Συλλέκτη. όπου τα πάθη και τα συναι­

του ικανοποίηση, ότι στα λόγια της γιατρού διέκρινε περι­

σθήματα στροβιλίζονται σαν πούπουλα στον αέρα, στον

φρόνηση απέναντι στον Χάβελ. Έτσι, παίρνοντας θάρρος

κόσμο αυτό είναι οριστικά νεκρός.

από τη δική της ειρωνεία και από το δικό του γέλιο, πήγε

»Ελάτε τώρα, αγαπητή κυρία» είπε θλιμμένα στη για­

στο παράθυρο και είπε με νόημα: «Τι νύχτα!»

τρό ο Χάβελ, «εγώ κι ο Δον Ζουάν! Και τι δε θα 'δινα για

«Ναι» είπε η γιατρός, «θεσπέσια νύχτα. Και ο κιΥριος

να 'βλεπα τον Διοικητή, να νιώσω στην ψυχή μου το φοβε­

Χάβελ παίζει το θάνατο! Μήπως αλήθεια το προσέξατε,

ρό φορτίο της κατάρας του, να νιώσω μέσα μου το μεγα­

γιατρέ μου, τι υπέροχη νύχτα που είναι απόψε;»

λείο της τραγωδίας! Ελάτε τώρα. εγώ είμαι το πολύ πολύ

«Πού να το προσέξει» είπε ο Φλάισμαν. «Για τον κύριο

ήρωας κωμωδίας. αλλά κι αυτό ακόμα δεν το χρωστάω

Χάβελ η μια γυναίκα είναι ίδια με την άλλη, η μια νύχτα

στον εαυτό μου. αλλά ακριβώς σ' εκείνον. τον Δον Ζουάν.

ίδια με την άλλη, χειμώνας και καλοκαίρι είναι ένα και το

γιατί μόνο στο ιστορικό φόντο της τραγικής ευθυμίας του

αυτό. Ο κύριος Χάβελ αρνείται να διακρίνει επιμέρους χα­

μπορείτε ακόμα να συλλάβετε. ώς ένα βαθμό, την κωμική

ρακτηριστικά.»

θλίψη της ζωής μου πίσω απ' τον ποδόγυρο, μιας ζωής που. χωρίς αυτό το σημείο αναφοράς, θα 'ταν απλώς μια μουντή ρουτίνα. ένα πληκτικό τοπίο.» 132

«Με ξεσκεπάσατε» είπε ο Χάβελ. Ο Φλάισμαν έκρινε ότι αυτήν τη φορά το ραντεβού του

με τη γιατρό θα πετύχει: ο διευθυντής είχε πιει πολύ και η 133

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

είναι κλειδωμένη ή θα είναι βαλμένος ο σύρτης). Προς με­ γάλη του έκπληξη η πόρτα άνοιξε. Ένα δυνατό φως απ' το ταβάνι φώτιζε ένα γυμνό, ψηλό γυναικείο κορμΙ που ήταν ξαπλωμένο στο ντιβάνι. Ο Φλάισμαν κοίταξε ένα γύρο το δωμάτιο και όρμησε προς ένα μικρό καμινέτο. Έκλεισε τη

νύστα που τον είχε κυριειΥσει εδώ και μερικά λεπτά φαινό­ ταν να μειώνει αισθητά την επαγρύπνησή του. «Ωχ. η κύ­ στη μου!» είπε με τρόπο ο Φλάισμαν. έριξε ένα βλέμμα στη γιατρό, και τράβηξε προς την πόρτα.

στρόφιγγα του γκαζιού. που ήταν ανοιχτή. Έπειτα έτρεξε στο παράθυρο και το άνοιξε διάπλατα.

Το γκάζι Καθώς βάδιζε στο διάδρομο σκεφτόταν με ευχαρίστηση

Παρατήρηση εντός παρενθέσεως

πως όλη τη βραδιά η γιατρός κορόιδευε τους δύο άντρες, τον διευθυντή και τον Χάβελ. τον οποίο μόλις είχε αποκα­

(Μπορούμε να πούμε ότι ο Φλάισμαν επέδειξε ψυχραιμία και προπαντός ετοιμότητα. Είναι όμως και κάτι που δεν το κατέγραψε αρκετά Ψύχραιμα. Η αλήθεια είναι πως για μια στιγμ'� έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στο γυμνό κορμί τής

λέσει πολύ εύστοχα απατεώνα, και είδε έκθαμβος να επα­ ναλαμβάνεται κάτι που κάθε φορά τον ξάφνιαζε. ακριβώς επειδή επαναλαμβανόταν τόσο τακτικά: άρεσε πολύ στις γυναίκες. τον προτιμούσαν από τους έμπειρους άντρες. γε­

Ελίζαμπετ. αλλά φοβόταν τόσο που δεν μπόρεσε. πίσω απ' το φίλτρο αυτού του φόβου. να συνειδητοποιήσει αυτό που μπορούμε να απολαύσουμε τώρα εμείς με την άνεσή μας.

γονός που. στην περίπτωση της γιατρού -που ήταν ολοφά­ νερα μια εξαιρετικά απαιτητική. έξυπνη και αρκετά (αλλά ευχάριστα) υπεροπτική γυναίκα-ο αποτελούσε έναν και­

από πλεονεκτική απόσταση: Ήταν θεσπέσιο αυτό το κορμί. Ήταν ξαπλωμένο στο δε­ ξί πλευρό. ο αριστερός ώμος πλησίαζε λίγο τον άλλο και τα

νούριο και απροσδόκητο θρίαμβο. Μ ' αυτές τις ευχάριστες σκέψεις ο Φλάισμαν διέσχισε όλον το μακρόστενο διάδρομο. ώς την έξοδο. Όταν είχε

του διαδρόμου, απ' το δωματιάκι όπου ξεκουράζονταν οι

δυο όμορφα στήθη σφίγγονταν μεταξύ τους. τονίζοντας το πλούσιο σχήμα τους. Το ένα πόδι ήταν τεντωμένο και τ' άλλο ελαφρά λυγισμένο. αναδεικνύοντας τους εντυπωσια­ κά μεστούς μηρούς της και την εξαιρετικά πυκνή. μαιΥρη

νοσοκόμες. Ξαφνικά ο Φλάισμαν συνειδητοποίησε ότι φο­

σκιά του εφηβαίου.)

σχεδόν φτάσει στην πόρτα που έβγαζε στον κήπο. μυρωδιά γκαζιού χτύπησε ξαφνικά στα ρουθούνια του. Σταμάτησε και μύρισε προσεχτικά.

Η

μυρωδιά ερχόταν από μια πόρτα

,

βάται πολύ. Στην αρχή σκέφτηκε να τρέξει να φωνάξει τον διευθυ­ ντή και τον Χάβελ. αλλά έπειτα αποφάσισε να δοκιμάσει το πόμολο της πόρτας (προφανώς υπέθετε πως η πόρτα θα 134

135

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤRΣ

Η

κλήση για βοήθεια

Ο Φλάισμαν άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και την πόρτα, κι αμέσως όρμηξε στο διάδρομο και κάλεσε βοήθεια. Όσα ακολούθησαν έγιναν γρήγορα και αποτελεσματικά: τεχνη­

ΤΡΙΤΗ ΠJ:>ΑΞΗ

τή αναπνοή. τηλεφώνημα στα επείγοντα περιστατικά, φο­ ρείο, μεταφορά στον εφημερεύοντα γιατρό, και πάλι τεχνη­

Ποι ος είπε τι

τή αναπνοή, επαναφορά στη ζωή, μετάγγιση αίματος, και τέλος βαθύς αναστεναγμός ανακούφισης, όταν ήταν πια φανερό πως η ζωή της Ελίζαμπετ είχε σωθεί.

Όταν οι τέσσερις γιατροί βγήκαν απ' τα Επείγοντα έξω στην αυλή, έδειχναν εξαντλημένοι. Ο διευθυντής είπε: «Μας χάλασε το συμπόσιό μας η δό­ λια η Ελίζαμπετ». Η γιατρός είπε: « Ο ι ανικανοποίητες γυναίκες φέρνουν

πάντοτε γρουσουζιά». Ο Χάβελ είπε: «Περίεργο. Έπρεπε ν' ανοίξει το γκάζι για να δοιΥμε πως έχει ωραίο σώμα». Σ ' αυτά τα λόγια ο Φλάισμαν κοίταξε (επί ώρα) τον Χά­

βελ και είπε: «Δεν έχω διάθεση να πιω άλλο, ούτε και να κάνω πνειΥμα. Καληνύχτα». Και τράβηξε για την έξοδο του νοσοκομείου.

Η

θεωρία του Φλάισμαν

Ο Φλάισμαν αηδίασε με τα λόγια της παρέας του. Έβλεπε σ' αυτά την αναισθησία των ανθρώπων που γερνούν. τη σκληρότητα της ηλικίας τους που ορθωνόταν μπροστά στα δικά του νιάτα σαν εχθρικό εμπόδιο. Γι' αυτό χαιρόταν που έμεινε μόνος, και ξεκίνησε επίτηδες με τα πόδια, για να γευτεί ελεύθερα την έξαψή του: έλεγε και ξανάλεγε μόνος 1:36

137

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣγΜΠΟΣΙΟ

του, συνέχεια, πως η Ελίζαμπετ είχε βρεθεί δυο βήματα απ' το θάνατο, και για το θάνατό της θα ήταν υπεύθυνος αυτός. Ήξερε φυσικά πως κάθε αυτοκτονία δεν είναι αποτέλεσμα μιας αιτίας μόνο, αλλά ολόκληρου πλέγματος αιτιών' ωστόσο δεν μπορούσε ν' αρνηθεί πως μία από αυτές τις αιτίες. και οπωσδήποτε η καθοριστική. ήταν αυτός ο ίδιος. το γεγονός και μόνο της ύπαρξής του. αλλά και το αποψινό του φέρσιμο. Τώρα κατηγορούσε με πάθος τον εαυτό του. Έλεγε πως είναι ένας εγωιστ ής, με το ματαιόδοξο βλέμμα του προση­ λωμένο στις ερωτικές επιτυχίες του. Έβρισκε πως είναι γε­ λοίος που άφησε να τυφλωθεί από το ενδιαφέρον που του είχε δείξει η γιατρός. Μεμφόταν τον εαυτό του. γιατί είχε μετατρέψει την Ελίζαμπετ σε απλό αντικείμενο. ένα δοχείο που του χρησίμεψε για να χι)σει τη χολή του όταν ο ζηλότυ­ πος διευθυντής τού χάλασε το νυχτερινό ραντεβοι) του. Με ποιο δικαίωμα είχε φερθεί έτσι σ' ένα αθώο πλάσμα; Πάντως, ο νεαρός φοιτητής της ιατρικής δεν ήταν κάνα πρωτόγονο πλάσμα' κάθε Ψυχική του διάθεση εμπεριείχε τη διαλεκτική της κατάφασης και της άρνησης. κι έτσι, στην εσωτερική φωνή του κατηγόρου. αποκρινόταν τώρα η εσω­ τερική φωνή του συνηγόρου: βέβαια. τα σαρκαστικά λόγια που είχε απευθι)νει στην Ελίζαμπετ ήταν άτοπα, αλλά δε θα είχαν σίγουρα τόσο τραγικές συνέπειες αν η Ελίζαμπετ δεν ήταν ερωτευμένη μαζ ί του. Τι έφταιγε όμως εκείνος αν κάποια γυναίκα ήταν ερωτευμένη μαζ ί του; Γινόταν αυτο­ μάτως υπεύθυνος γι' αυτήν; Σταμάτησε για λίγο σ' αυτό το ερώτημα' του φάνηκε πως αποτελεί το κλειδί ολόκληρου του μυστηρίου της αν­ θρώπινης ύπαρξης. Σταμάτησε μάλιστα και να περπατάει και απάντησε στον εαυτό του με τη μεγαλύτερη σοβαρότη­ τα του κόσμου: Δεν είχε δίκιο όταν είπε πριν από λίγο στον

διευθυντή πως δεν είναι υπεύθυνος για οτιδήποτε προκαλεί άθελά του. Πώς ήταν δυνατόν να περιορίσει τον εαυτό του μόνο σε ό.τι ήταν συνειδητό και σκόπιμο; Οτιδήποτε προ­ καλούσε άθελά του δεν ανήκε κι αυτό στη σφαίρα της προ­ σωπικότητάς του; Ποιος άλλος θα μπορούσε να 'ναι υπεύ­ θυνος γι' αυτό; Ναι, ήταν ένοχος ένοχος που τον αγαπούσε η Ελίζαμπετ' ένοχος που δεν είχε πάρει τίποτα είδηση' ένο­ χος που δεν είχε δώσει σημασία' ένοχος. Παραλίγο να είχε σκοτώσει ένα ανθρώπινο πλάσμα.

138

Η θεωρία του διευθυντή Ενώ ο Φλάισμαν ήταν απορροφημένος από την αυτοκριτική του. ο διευθυντής, ο Χάβελ και η γιατρός ξαναγύριζαν στο θάλαμο εφημερίας. Δεν είχαν καμία διάθεση να πιουν άλ­ λο' έμειναν για λίγο σιωπηλοί' κι έπειτα είπε ο Χάβελ: «Πώς στο καλό τής μπήκε αυτή η παλαβή ιδέα στο κεφάλι;» «Όχι συναισθηματισμούς» είπε ο διευθυντής. «Όταν βλέπω και κάνουν τέτοιες βλακείες. αρνούμαι να συγκινη­ θώ. Εξάλλου. αν δε σ' είχε πιάσει τέτοιο πείσμα κι είχες κάνει μαζί της αυτό που δε διστάζεις να κάνεις μ' όλες τις άλλες, δε θα 'χε γίνει ό. τι έγινε.» «Ευχαριστώ που με καθιστάτε υπεύθυνο για μια αυτο­ κτονία» είπε ο Χάβελ. «Ας είμαστε ακριβείς» απάντησε ο διευθυντής. «Δεν πρόκειται για αυτοκτονία αλλά για επίδειξη αυτοκτονίας. οργανωμένη έτσι ώστε να αποφευχθεί το κακό. Αγαπητέ μου γιατρέ. άμα θέλει κανείς να πάθει ασφυξία από γκάζι. κλειδώνει καταρχήν την πόρτα. Κι όχι μόνο. αλλά φροντίζει 139

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ

να κλείσει κι όλες τις χαραμάδες, ώστε να γίνει αντιληπτή όσο το δυνατόν αργότερα η διαρροή γκαζιού. Μόνο που η Ελίζαμπετ δε σκεφτόταν το θάνατο. εσένα σκεφτόταν. »Ένας Θεός ξέρει πόσες βδομάδες τώρα ζούσε με τη σκέψη πως θα 'χει νυχτερινή βάρδια μαζ ί σου. κι απ' την αρχή της βραδιάς σού ρίχνεται κανονικά. Εσύ όμως μουλά­ ρωσες. Κι όσο πιο πολ ύ μουλάρωνες, τόσο πιο πολύ έπινε αυτή, και γινόταν όλο και πιο προκλητική: είπε. είπε, χόρε­ ψε. θέλησε να κάνει και στριπτίζ... »Τελικά. αναρωτιέμαι μήπως υπάρχει κάτι όντως συγκι­ νητικό σ' όλη αυτή την ιστορία. Όταν πια το πήρε απόφαση πως δεν μπορεί να προσελκύσει ούτε την όρασή σου ούτε την ακοή σου. τα 'παιξε όλα για όλα, ποντάροντας στην όσφρησή σου. κι άνοιξε το γκάζι. Και πριν ανοίξει το γκάζι, γδύθηκε. Το ξέρει πως έχει ωραίο σώμα, και θέλησε να σε αναγκάσει να το ανακαλύψεις. Θυμήσου τι μας είπε φεύγο­ ντας: Να ξέρατε μό))ο. Αλλά οε)) ξέρετε τίποτα. Δε)) ξέρετε τίποτα. Τώρα ξέρεις. η Ελίζαμπετ έχει άσχημο πρόσωπο αλλά ωραίο κορμί. Το παραδέχτηκες κι ο ίδιος. Βλέπεις. δεν ήταν και τόσο ανόητος ο συλλογισμός της. Αναρωτιέ­ μαι μήπως το ξανασκεφτείς τώρα.» Ο Χάβελ ανασήκωσε τους ώμους. «Μπορεί» είπε. «Είμαι σίγουρος» είπε ο διευθ υντής.

πρόκειται για μένα. Δεν είμαι δα ο μόνος που αρνήθηκε να πάει με την Ελίζαμπετ. Κανένας δεν ήθελε να πάει μαζί της. »Προηγουμένως. όταν με ρωτήσατε γιατί δεν ήθελα να πάω με την Ελίζαμπετ. σας είπα διάφορες μπούρδες για τη γοητεία της ελευ θερίας της βούλησης και για τη δική μου ελευθερία την οποία προσπαθώ να διαφυλάξω. Αλλά ήταν απλώς λόγια του αέρα. με σκοπό να κρύψουν την αλήθεια. που είναι τελείως διαφορετική και διόλου κολακευτική: απέκρουσα την Ελίζαμπετ επειδή ακριβώς δεν είμαι ικανός να συμπεριφερθώ σαν ελεύθερος άνθρωπος. Γιατί η μόδα είναι να μην πηγαίνει κανείς με την Ελίζαμπετ. Κανείς δεν πάει με την Ελίζαμπετ. αλλά κι αν πήγαινε. δε θα το παρα­ δεχόταν ποτέ. γιατί όλοι θα τον κορόιδευαν. Η μόδα είναι ένας φοβερός κέρβερος. κι εγώ υπάκουσα δουλικά. Μόνο που η Ελίζαμπετ είναι πια ώριμη γυναίκα. και της τη βάρε­ σε στο κεφάλι. Κι εκεί που της τη βάρεσε πιο πολ ύ είναι που την αποκρούω εγώ. που όλος ο κόσμος ξέρει πως πάω με ό.τι βρεθεί μπροστά μου. Αλλά η μόδα μετράει πιο πολ ύ

Η θεωρία του Χάβελ

για μένα απ' το κεφάλι της Ελίζαμπετ. »Κι έχετε δίκιο: ξέρει πως έχει ωραίο σώμα. και θεώρη­ σε πως είναι εντελώς παράλογη και άδικη αυτ ή η κατάστα­ ση. και θέλησε να διαμαρτυρηθεί. Θυμηθείτε που όλη τη βραδιά δεν έπαψε να προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή στο σώμα της. Όταν μας είπε για τη Σουηδέζα στριπτιζέζ που είχε δει στη Βιέννη. χάιδευε τα στήθη της και δήλωσε πως είναι ωραιότερα από της Σουηδέζας. Και θυμηθείτε: όλο το βράδυ τα στήθη της και τα οπίσθιά της κατέκλυζαν τούτο το δωμάτιο σαν στίφη διαδηλωτών. Σοβαρολογώ.

«Μοιάζει πειστικό αυτό που λέτε» είπε ο Χάβελ στον διευ­ θυντή. «αλλά υπάρχει κά ποιο κενό στο συλλογισμό σας: υπερεκτιμάτε το ρόλο μου στην υπόθεση αυτή. Γιατί δεν

ήταν σωστ-� διαδήλωση. »Και θυμηθείτε το στριπτίζ. θυμηθείτε πώς το ζούσε! Το θλιβερότερο στριπτίζ που είδα ποτέ μου. Προσπαθούσε με

140

141

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣΥΥ[ΠΟΣΙΟ

πάθος να γδυθεί, αλλά της ήταν αδύνατον να ξεφΙJγει από

λαβαίνετε. δεν ήθελε να τη δοι)με όταν θα είχε πια μελανιά­ σει, θα μύριζε και θα είχε παραμορφωθεί απ' το θάνατο. Ήθελε να μας δείξει το τόσο όμορφο αλλά υποτιμημένο

τη μισητή φυλακή της στολής της νοσοκόμας. Προσπαθού­ σε να γδυθεί. αλλά δεν μποροι)σε. Κι ενώ το ήξερε πως δε

σιμη επιθυμία της να γδυθεί. Δεν ήταν γδύσιμο αυτό, ήταν η

κορμί της. που όδευε εν πλήρει δόξη να ενωθεί ερωτικά με το θάνατο. Ήθελε. τουλάχιστον αυτή την τόσο ζωτικής ση­ μασίας στιγμή. να ζηλέψουμε το θάνατο που παίρνει τοι)το

ελεγεία του γδυσίματος. μια ελεγεία για την αδυναμία της

το κορμί και έτσι να το ποθήσουμε.»

θα γδυνόταν. προσπαθΟΙJσε παρ' όλα αυτά να γδυθεί, γιατί ήθελε να μας μεταδώσει τη θλιβερή και μη πραγματοποιή­

να γδυθεί. για την αδυναμία να κάνει έρωτα. για την αδυ­ ναμία της να ζήσει! Κι εμείς δε θελ'�σαμε ούτε καν να τον ακούσουμε αυτόν το θρήνο. κοιτάζαμε στο πάτωμα και παίρναμε ύφος αδιάφορο.»

Η

θεωρία της γιατρού

«Πόπο ένας ρομαντικός γυναικάς!» αναφώνησε ο διευ­ θυντής. «Πιστεύεις πως ήθελε πραγματικά να πεθάνει;» «Θυμηθείτε» είπε ο Χάβελ «τι μου είπε την ώρα που χόρευε! Μου είπε: Είμαι ζωντανή εγώ! Είμαι ζωντανή ακό­

μα! Θυμάστε; Απ' τη στιγμή που άρχισε να χορεύει. ήξερε τι θα έκανε μετά!» «Και γιατί θέλησε να πεθάνει ολόγυμνη; Τι εξήγηση δί­ νεις εσύ γι' αυτό;» «Ήθελε να χωθεί στην αγκαλιά του θανάτου όπως στην αγκαλιά ενός εραστή. Γι' αυτό και γδύθηκε. έφτιαξε τα μαλλιά της. βάφτηκε...» «Και γι' αυτό δεν κλείδωσε και την πόρτα. ε;Έλα τώρα. μην προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου πως ήθελε πραγ­ ματικά να πεθάνει. » «Μπορεί και να μην ήξερε τι ακριβώς ·�θελε. Εσείς δη­

«Κι)ριοι» άρχισε η γιατρός που είχε μείνει ώς τότε σιωπηλή και άκουγε προσεχτικά τους δυο γιατρούς. «λογικά μου φαίνονται όσα είπατε και οι δυο σας. όσο μπορεί να κρίνει μια γυναίκα. Οι θεωρίες σας από μόνες τους είναι αρκετά πειστικές και μαρτυρούν γνώση της ζωής εις βάθος. Έχουν μόνο ένα ελάττωμα: δεν περιέχουν ίχνος αλήθειας. Η Ε­ λίζαμπετ δε σκεφτόταν την αυτοκτονία. Ούτε την πραγ­ ματική αυτοκτονία οι)τε τη σκηνοθετημένη. Καμία αυτο­ κτονία. » Έμεινε για λίγο να απολαμβάνει τον αντίκτυπο των λό­ γων της. και συνέχισε: «Κύριοι. είναι φανερό πως δεν έχετε ήσυχη τη συνείδησή σας. Όταν γυρίσαμε από τα Επείγοντα. αποφύγατε το δωματιάκι των νοσοκόμων. Οι'ηε να το δείτε δε θέλατε πια. Εγώ όμως το εξέτασα προσεχτικά. όσο κά­

λικρινά να πεθάνει και ταυτόχρονα (εξίσου ειλικρινά) ήθε­

νατε τεχνητή αναπνοή στην Ελίζαμπετ. Πάνω στο καμινέτο ήταν ένα κατσαρολάκι. Η Ελίζαμπετ έβαλε να ζεστάνει νε­ ρό για καφέ. και την πήρε ο ύπνος, το νερό χύθηκε κι έσβη­

λε να παρατείνει την πράξη που θα την οδηγούσε στο θά­

σε τη φλόγα».

λαδή ξέρετε τι θέλετε; Ποιος από μας ξέρει τι θέλει; Ήθελε να πεθάνει. αλλά και δεν ήθελε. Για την ακρίβεια. ήθελε ει­

νατο και με την οποία ένιωθε να εξυψώνεται. 1'ιατί. κατα142

Οι δυο γιατροί πήγαν στο δωματιάκι των νοσοκόμων 143

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

ΤΟ ΣγΜΠΟΣΙΟ

μαζ ί με τη γιατρό. Όντως, πάνω στο καμινέτο ήταν ένα κα­ τσαρολάκι, κι είχε μείνει μάλιστα και λίγο νερό. «Τότε γιατί ήταν ολόγυμνη;» επέμεινε παραξενεμένος ο διευθυντής. «Κοιτάξτε εδώ» είπε η γιατρός. δείχνοντας στις τέσσε­ ρις γωνίες του δωματίου: το γαλάζιο φόρεμα της στολής σερνόταν στο πάτωμα, κάτω απ' το παράθυρο, το σουτιέν κρεμόταν απ' το ντουλαπάκι με τα φάρμακα. και το άσπρο κιλοτάκι ήταν πεταμένο χάμω, στην άλλη άκρη. «Η Ελίζα­ μπετ πέταξε σε διαφορετικά σημεία τα ρούχα της, γεγονός που αποδεικνύει πως θέλησε να ολοκληρώσει. έστω για τον εαυτό της, το στριπτίζ της. αυτό που εσείς, κύριε διευθυ­ ντά. κρίνατε φρόνιμο να της απαγορεύσετε! » Όταν έμεινε ολόγυμνη, θα ένιωθε πια κουρασμένη. Αυ­ τό δε θα της άρεσε, γιατί δεν είχε ακόμα εγκαταλείψει τις ελπίδες της γι' αυτήν τη vtJXTa. Ήξερε πως κάποτε θα φεΙJ­ γαμε εμείς οι άλλοι. κι ο ΚΙJριος Χάβελ θα 'μενε μόνος. Γι' αυτό και ζήτησε χάπια να μείνει ξίJπνια. Αποφάσισε να φτιάξει καφέ κι έ βαλε ένα κατσαρολάκι με νερό στο καμι­ νέτο. Έπειτα ξανακοίταξε το σώμα της κι αυτό την ερέθι­ σε. Κύριοι, η Ελίζαμπετ είχε ένα πλεονέκτημα σε σχέση μ' εσάς. Δεν έβλεπε το κεφάλι της. Άρα για κείνην η ομορφιά της ήταν αψεγάδιαστη. Την ερέθισε το κορμί της και ξά­ πλωσε λάγνα στο ντιβάνι. Αλλά. απ' ό,ΤΙ φαίνεται, ο ΙJπνος την πρόλαβε πριν από την ηδονή.» «Σ ίγουρα» είπε ο Χάβελ. «Αφού μάλιστα της είχα δώ­ σει υπνωτικά! » «Διόλου παράξενο απ ό μέρους σας» είπε η γιατρός. «Λοιπόν. δεν είναι όλα ξεκάθαρα τώρα;» «Ό χι» είπε ο Χάβελ. «Θυμηθείτε τι μας είπε: Δεν πεθαί­ νω εΥώ! Είμαι ζωντανή ακόμα! Είμαι ζωντανή! Και τα τε-

λευταία της λόγια: τα είπε με τόσο πάθος, σαν να 'ταν λό­ για αποχαιρετισμού: Να ξέρατε μόνο. Αλλά δεν ξέρετε τί­ ποτ α. Δεν ξέρετε τίποτα. » «Ελάτε τώρα» του είπε η γιατρός. «Λες και δεν ξέρετε πως τα ενενήντα εννιά τοις εκατό απ' αυτά που λέμε τα λέ­ με έτσι, στον αέρα. Μήπως κι εσείς ο ίδιος, τις περισσότε­ ρες φορές, δε μιλάτε μόνο και μόνο για να μιλάτε;» Οι γιατροί συνέχισαν την κουβέντα λίγο ακόμα, κι έπει­ τα βγήκαν απ' το θάλαμο' ο διευθυντής και η γιατρός έδω­ σαν το χέρι στον Χάβελ και απομακρύνθηκαν.

'1 t,t,

Αρώματα ταξίδευαν στον νυχτερινό αέρα Ο Φλάισμαν έφτασε κάποτε στο δρόμο της συνοικίας όπου έμενε με τους γονείς του σ' ένα μικρό σπιτάκι με κήπο γύ­ ρω γύρω. Άνοιξε την καγκελόπορτα και κάθισε σ' ένα πα­ γκάκι που από πάνω του έγερνε μια ολάνθιστη τριαντα­ φυλλιά που τη φρόντιζε με αγάπη η μητέρα του. Αρώματα ταξίδευαν στον καλοκαιρινό νυχτερινό αέρα, και οι λέξεις «ένοχος», «εγωισμός», «αγαπημένος», «θάνα­ τος» στριφογύριζαν μες στο κεφάλι του Φλάισμαν και τον γέμιζαν ανείπωτη ευχαρίστηση' είχε την αίσθηση ότι στην πλάτη του φύτρωσαν φτερά. Μέσα σ' αυτό το κύμα μελαγχολικής ευτυχίας, συνειδη­ τοποίησε πως είχε αγαπηθεί όπως ποτέ πριν. Βέβαια. αρ­ κετές γυναίκες τού είχαν ήδη δώσει απτές αποδείξεις των αισθημάτων τους, αλλά τώρα έπρεπε να πει με το χέρι στην καρδιά: ήταν πάντοτε αγάπη τα αισθήματα αυτά; μήπως είχε αφεθεί ορισμένες φορές σε αυταπάτες; μήπως φαντα145

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤlμενη σκιά της ορθωνόταν από πάνω του κι αυτός προσπαθούσε μάταια να καταλάβει τα λόγια της, έμεινε για λίγο σιωπηλός, κι αυτή (αφελώς, λες κι αυτός ήξερε τι του έλεγε κι εκείνη ήθελε να της το θυμίσει, έπειτα από τόσα χρόνια, σαν κάποιο ξεχασμένο μυστικό) τον ρώ­ τησε απαλά: «Και τι έλεγα;»

9

«Δεν ξέρω» της απάντησε. Και δεν ήξερε' τότε του είχε ξε­ γλιστρήσει όχι μόνο από τη φαντασία του αλλά και από την αντίληψή του' από το βλέμμα του αλλά κι από την ακοή του. Όταν άναψε το φως στο δωματιάκι της φοιτητικής 177

ΚΩΜΙΚΟΙ EPΩTE�

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ

. . .

εστίας, εκείνη είχε ήδη ντυθεί, τα πάντα επάνω της ήταν και πάλι στιλπνά, εκθαμβωτικά, άψογα, κι αυτός αναζη­

τή η γυναίκα, που του είχε φύγει πριν από δεκαπέντε χρό­ νια, ήταν τώρα εδώ, αρκεί ν' άπλωνε αυτός το χέρι του.

τούσε μάταια τη σχέση ανάμεσα στο φωτισμένο πρόσωπο

«Έχεις δίκιο. το παρόν είναι πιο σημαντικό» της είπε με

και το πρόσωπο που μάντευε στα σκοτεινά λίγο πριν. Δεν είχαν ακόμα χωρίσει εκείνο το βράδυ, κι εκείνος επιστρά­ τευε ήδη τη μνήμη του' προσπαθούσε να φανταστεί πώς ήταν το (κρυμμένο στο μισοσκόταδο) πρόσωπό της και το

σωπο, όποu τα μισάνοιχτα χείλη της αποκάλυπταν μια σει­ ρά από λευκά δόντια' και τότε μια ανάμνηση πέρασε αστραπιαία απ' το μυαλό του: το βράδυ εκείνο. στο δωμα­

(κρυμμένο στο μισοσκόταδο) κορμί της λίγο πριν. όταν έκαναν έρωτα. Μάταια' εκείνη ξεγλιστρούσε συνέχεια από

τιάκι της φοιτητικής εστίας, του είχε πάρει τα δάχτυλα και τα 'χε βάλει στο στόμα της. και του τα είχε δαγκώσει τόσο

τη φαντασία του.

δυνατά που τον πόνεσε, και στο μεταξύ εκείνος Ψηλάφιζε

Αποφάσισε πως την επόμενη φορά θα κάνουν έρωτα με αναμμένο φως. Μα δεν υπήρξε επόμενη φορά. Εκείνη τον απέφευγε επιδέξια και ευγενικά κι εκείνος παραδόθηκε

το εσωτερικό του στόματός της. και θυμάται ακόμα καθα­ ρά πως απ' τη μία πλευρά στο βάθος τής έλειπαν μερικά δόντια (δεν τον είχε αηδιάσει τότε η ανακάλuψη αυτή' ίσα

στην αμφιβολία και την απελπισία: μπορεί να είχαν κάνει

ίσα, αυτή η μικρή ατέλεια ταίριαζε στην ηλικία της. μια ηλι­

έρωτα όμορφα. αλλά ήξερε και πόσο ανυπόφορος είχε υπάρξει πριν, και ντρεπόταν γι' αυτό' ένιωθε καταδικα­ σμένος επειδή εκείνη τον απέφευγε, και δεν τόλμησε να επιμείνει άλλο να ξαναίδωθούν. «Γιά πες μου, γιατί με απέφευγες;» «Σε παρακαλώ» του είπε με την πιο τρυφερή φωνή της «πάει τόσος καιρός. Ξέρω κι εγώ;» Κι επειδή αυτός εξακο­ λουθούσε να επιμένει, του είπε: «Δεν πρέπει να γυρίζεις συ­

νόημα, και κοίταξε πολύ έντονα το χαμογελαστό της πρό­

κία που τον έθελγε και τον ερέθιζε). Αλλά τώρα. κοιτάζο­ ντας το σημείο ανάμεσα στα δόντια και τη γωνία των χει­ λιών της πρόσεξε ότι τα δόντια της παραήταν αστραφτερά λευκά και δεν της έλειπε κανένα, κι αυτό κάπως τον δυσα­ ρέστησε: για άλλη μια φορά οι δύο εικόνες ξεχώριζαν η μια απ' την άλλη. αλλά αυτός δεν ήθελε να το παραδεχτεί. ήθε­ λε να τις ξαναενώσει, με το ζόρι, με τη βία. και της είπε: «Αλήθεια δε θα 'θελες ένα κονιάκ;» κι όπως εκείνη έκανε

νέχεια στο παρελθόν. Φτάνει που του αφιερώνουμε τόσο

όχι μ' ένα γοητευτικό χαμόγελο κι ελαφρά σηκωμένα τα

χρόνο έτσι κι αλλιώς, παρά τη θέλησή μας!» Αυτό το είπε μόνο και μόνο για να κάμψει λίγο την επιμονή του (κι η τε­ λευταία φράση, έτσι όπως την πρόφερε μ' έναν ελαφρό ανα­

φρύδια, εκείνος πήγε πίσω απ' το χώρισμα, πήρε το μπου­ κάλι. το σήκωσε στο στόμα του και ήπιε γρήγορα. Έπειτα

στεναγμό, είχε σίγουρα να κάνει με την πρωινή επίσκεψή της στο νεκροταφείο), αλλά εκείνος ερμήνευσε διαφορετικά

σκέφτηκε ότι μπορεί αυτή να τον καταλάβαινε απ' την αναπνοή του πως ήπιε στα κρυφά, οπότε πήρε δύο ποτή­

τη δήλωσή της: σαν να ήθελε να τον ταρακουνήσει και να τον κάνει να καταλάβει (το προφανές) πως δεν υπήρχαν

ρια, το μπουκάλι. και τα έφερε μέσα. Εκείνη κούνησε και πάλι αρνητικά το κεφάλι. «Τουλάχιστον συμβολικά» της είπε. και έβαλε στα δυο ποτήρια. Τσούγκρισε μαζί της:

δύο γυναίκες (η σημερινή και η αλλοτινή). αλλά μία, κι αυ-

«Για να μιλάω πια για σένα μόνο στον ενεστώτα!» Άδειασε

178

179

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

το ποτήρι του, εκείνη έβρεξε τα χείλια της, εκείνος κάθισε πλάι της στο μπράτσο της πολυθρόνας και της έπιασε τα χέρια.

10

Όταν δέχτηκε να πάνε στην γκαρσονιέρα του, ούτε που της είχε περάσει από το νου ότι μπορεί να κατέληγαν σε τέτοια επαφή, κι αμέσως την έπιασε τρόμος γιατί η επαφή είχε έρθει πριν προλάβει αυτή να προετοιμαστεί (την κατάστα­ ση συνεχούς προετοιμασίας, που είναι χαρακτηριστική στην ώριμη γυναίκα, την είχε χάσει προ πολλού)· (σ' αυτό τον τρόμο μπορούμε ίσως να ανακαλύψουμε κάτι κοινό με τον τρόμο του κοριτσιού που μόλις το πρωτοφίλησαν, γιατί, αν το κορίτσι δεν είναι ακόμα έτοιμο, κι αυτή, η επισκέπτρια, δεν είναι πια έτοιμη, αυτό το «πια» κι εκείνο το «ακόμα» συνδέονται μυστηριωδώς, όπως συνδέονται τα γερατειά με την παιδική ηλικία). Έπειτα την έβαλε να καθίσει στο ντι­ βάνι, την έσφιξε πάνω του, τη χάιδεψε σ' όλο της το σώμα, κι εκείνη ένιωσε τελείως μαλακιά μες στα χέρια του (ναι. μαλακιά: γιατί το σώμα της είχε χάσει από καιρό τον αι­ σθησιασμό που το εξουσίαζε κάποτε, αυτόν που έδινε στους μυς της το ρυθμό των συσπάσεων και των χαλαρώσεων και συντόνιζε τη δραστηριότητα εκατοντάδων ευαίσθητων κι­ νήσεων). Αλλά τα χάδια του διέλυσαν γρήγορα τον τρόμο των πρώτων στιγμών, κι αυτή, αν και πολύ μακριά πια από την ομορφιά τής ήδη ώριμης τότε γυναίκας, ξαναγύριζε τώρα με ιλιγγιώδη ταχύτητα σ' εκείνη τη χαμένη ύπαρξη, στην 180

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ...

παλιά ευαισθησία της, στην παλιά της νοοτροπία, ξανάβρι­ σκε την παλιά αυτοπεποίθηση της έμπειρης στον έρωτα γυ­ ναίκας, κι όπως είχε καιρό να νιώσει αυτή την αυτοπεποίθη­ ση, την ένιωθε τώρα εντονότερα παρά ποτέ' το κορμί της, που λίγο πιο πριν ήταν ακόμα σαστισμένο, τρομαγμένο, παθητικό και μαλακό, τώρα ζωντάνευε, απαντούσε με τα δικά του χάδια, κι η ίδια ένιωθε την ακρίβεια και την εμπει­ ρία αυτών των χαδιών, κι αυτή η αίσθηση τη γέμιζε ευτυ­ χία' τα χάδια αυτά, το πώς ακουμπούσε το πρόσωπό της στο κορμί του, οι λεπτές κινήσεις με τις οποίες αντιδρούσε το στήθος της στο αγκάλιασμά του, όλα αυτά τα ξανάβρι­ σκε όχι σαν κάτι που το είχε μάθει, κάτι που το ήξερε και το εκτελούσε τώρα με ψυχρή ικανοποίηση, αλλά σαν κάτι ουσιαστικά δικό της, με το οποίο γινόταν πλέον ένα μέσα στη μέθη και την έξαψη, σαν να ξανάβρισκε μια γνώριμή της ήπειρο (α, την ήπειρο της ομορφιάς!), απ' όπου είχε εξοριστεί και τώρα επέστρεφε με κάθε επισημότητα. Τώρα ο γιος της ήταν αφάνταστα μακριά' όταν την έκλεισε στην αγκαλιά του ο οικοδεσπότης της, σε μια γω­ νιά του μυαλού της είδε το αγόρι να την επιπλήττει' όμως το αγόρι εξαφανίστηκε γρήγορα, και τώρα, σε ακτίνα εκα­ τοντάδων χιλιομέτρων, δεν υπήρχε κανείς άλλος, μόνο αυτή και ο άντρας που την έσφιγγε στην αγκαλιά του και τη χάι­ δευε. Όταν όμως αυτός ακούμπησε το στόμα του στο δικό της και πήγε να της ανοίξει με τη γλώσσα του τα χείλη της, άλλαξαν όλα: η γυναίκα ξαναγύρισε στην πραγματικότη­ τα. Έσφιξε γερά τα δόντια (ένιωσε τη μασέλα της να κολ­ λάει στον ουρανίσκο της και να γεμίζει το στόμα της), κι έπειτα τον απώθησε απαλά: «Μη! Αλήθεια, σε παρακαλώ, άσε καλύτερα». Κι επειδή εκείνος εξακολούθησε να επιμένει, τον έπιασε 181

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

OJ ΠΑΛΙOJ ΝΕΚΡOJ ΝΑ ΓΙΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ...

σφιχτά απ' τους καρπούς και επανέλαβε την άρνησή της κι έπειτα του είπε (μιλούσε με δυσκολία, μα ήξερε πως για να

στο τέλος θα τον περίμενε η αηδία, κι η αηδία αυτή μοιραία θα κηλίδωνε όχι μόνο εκείνη τη στιγμή αλλά και την εικόνα μιας από χρόνια αγαπημένης γuναίκας, αυτή την εικόνα την

την ακούσει έπρεπε να μιλήσει) πως είναι πια πολύ αργά για να κάνουν έρωτα' του υπενθύμισε την ηλικία της του είπε ότι, έτσι κι έκαναν έρωτα, εκείνος θα ένιωθε αηδία και μόνο. κι αυτό θα τη γέμιζε απελπισία, γιατί εκείνο που της είχε πει για την παλιά τους ιστορία ήταν απείρως πιο όμορ­ φο και πιο σημαντικό για κείνην- ήταν θνητό το κορμί της

οποία διατηρούσε μες στη μνήμη του σαν κάτι πολύτιμο. Τα ήξερε όλα αυτά, αλλά όλα αυτά ήταν απλώς σκέ­ ψεις, και οι σκέψεις δεν μπορούσαν να πολεμήσουν τη θέ­ ληση, που μόνο ένα ήξερε: αυτή η γυναίκα που επί δεκαπέ­ ντε ολόκληρα χρόνια ενσάρκωνε γι' αυτόν το απαραβίαστο και το ασύλληπτο ήταν τώρα εδώ' θα μποροι)σε επιτέλους

και παραδινόταν στη φθορά, όμως αυτή ήξερε τώρα πως απομένει κάτι το άυλο, κάτι σαν αχτίδα που εξακολουθεί να λάμπει, ακόμα κι όταν σβήσει πια το αστέρι' κι ας γερ­

να τη δει στο φως της μέρας, θα μπορούσε επιτέλους πάνω στο σημερινό της κορμί να αποκρυπτογραφήσει το αλλοτι­

νάει αυτή, σημασία έχει πως η νεότητά της μένει ανέπαφη, ζωντανή μέσα σ' ένα άλλο πλάσμα. «Ύψωσες ένα μνημείο

νό. πάνω στο σημερινό της πρόσωπο να αποκρυπτογραφή­ σει το αλλοτινό. Επιτέλους, θα ανακάλυπτε αυτό που δεν

για μένα στη μνήμη σου. Δε γίνεται να τ' αφήσουμε να κα­ ταστραφεί. Κατάλαβέ με» του έλεγε, κάνοντάς τον πέρα.

είχε κατορθώσει ποτέ να φανταστεί, την έκφραση του προ­ σώπου της. τις συσπάσεις του προσώπου της πάνω στην

«Δεν έχεις το δικαίωμα, δεν έχεις το δικαίωμα. »

ερωτική πράξη. Την αγκάλιασε απ' τους ώμους και την κοίταξε στα μάτια: «Γιατί με κάνεις πέρα; Για ποιο λόγο τώρα αντιστέ­ κεσαι;»

11

Εκείνος τη διαβεβαίωσε πως είναι πάντα όμορφη, πως στην πραγματικότητα τίποτα δεν είχε αλλάξει, πως πάντα ίδιοι μένουμε. το 'ξερε όμως ότι λέει ψέματα κι ότι εκείνη έχει

12

ναικείου κορμιού και που τα τελευταία χρόνια τον οδηγού­ σε σε όλο και πιο νέες γυναίκες, και συνεπώς, όπως διαπί­

Εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι, γιατί ήξερε ότι δεν ήταν καθόλου παράλογο να του αντιστέκεται' ήξερε καλά τους άντρες και τη στάση τους απέναντι στο γυναικείο κορμί' ήξερε ότι στον έρωτα ακόμα και ο πιο φλογερός ιδεαλισμός δεν μπορεί να αναιρέσει τη φοβερή δύναμη που έχει η εξω­

στωνε με πίκρα. όλο και πιο κενές και ανόητες ναι, δεν υπήρχε καμία αμφιβολία: αν την έπειθε να κάνουν έρωτα,

τερική όψη του σώματος βέβαια, είχε ακόμα πολύ ωραία σιλουέτα, που είχε διατηρήσει τις αρχικές της αναλογίες,

182

183

δίκιο: γνώριζε πολύ καλά ο ίδιος την υπερευαισθησία του στο θέμα της εξωτερικής εμφάνισης, την ολοένα και μεγα­ λύτερη αποστροφή που ένιωθε για τα ελαττώματα του γυ­

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩ Τ ΕΣ

και ειδικά όταν ήταν ντυμένη έδειχνε τελείως νέα' αλλά ήξερε πως, μόλις ξεντυνόταν, θα αποκαλ ύπτονταν οι ζάρες στο λαιμό της και η μεγάλη ουλή στο στομάχι, από μια εγ­ χείρηση που είχε κάνει δέκα χρόνια πριν. Και όσο συνερχόταν και συνειδητοποιούσε τη σημερινή της εμφάνιση, που λίγες στιγμές πιο πριν την είχε ξεχάσει, τόσο ανέβαιναν από κάτω απ' το δρόμο ώς το παράθυρο του δωματίου (που ωστόσο είχε πιστέψει ότι είναι αρκετά ψηλά, για να την προστατέψει απ' τη ζωή της) οι αγωνίες εκείνου του πρωινού, και γέμιζαν όλον το χώρο, προσγειώ­ νονταν πάνω στις κορνιζωμένες αφίσες, στην πολυθρόνα, στο τραπέζι, στο άδειο φλιτζάνι του καφέ, και στην κεφαλή αυτής της παρέλασης ήταν το πρόσωπο του γιου της κοκ­ κίνισε μόλις το είδε, κι έψαξε να κρυφτεί κάπου στα βάθη του εαυτού της: τι τρελή που ήταν, παραλίγο να ξεστρατί­ σει από το δρόμο που της είχε χαράξει εκείνος κι αυτή τον είχε ακολουθήσει μέχρι σήμερα με χαμόγελο και με ενθου­ σιασμό' θέλησε (έστω και για μια τόση δα στιγμή) να το σκάσει. και νά που έπρεπε τώρα να ξαναγυρίσει υπάκουα και να παραδεχτεί ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος που της ταιριάζει. Κι ήταν τόσο σαρκασ τικό το πρόσωπο του γιου της, που ένιωσε, μες στην ντροπή της. να γίνεται όλο και πιο μικρή μπροστά του, ώσπου τέλος, στο αποκορύφωμα της ταπείνωσης, δεν ήταν πια παρά μόνο η ουλή που είχε στο στομάχι της. Ο οικοδεσπότης της την κρατούσε απ' τους ώμους και της επανέλαβε: «Για ποιο λόγο τώρα αντισ τέκεσαι;» κι εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι. αλλά τελείως μηχανι­

κά, γιατί τα μάτια της δεν έβλεπαν αυτόν αλλά το πρόσω­ πο του γιου-εχθρού, που όσο πιο μικρή και ταπεινωμένη αισθανόταν τόσο πιο πολύ τον μισούσε. Τον άκουγε που 184

ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗ ΣΟΥΝ

ΊΉ

ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ ...

την κατηγορούσε για τον χαμένο τάφο, και μέσα από το χάος της μνήμης της, πέρα από κάθε λογική, ξεπήδησε αυ­ τή η φράση, που του τη φώναξε καταπρόσωπο με λ ύσσα: Οι παλιοί νεκροί πρέπει να παραχωρήσουν τη θέση τους στους καινούριους, αγόρι μου!

13 Ο άντρας δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία πως όλο αυτό θα κατέληγε σε αηδία. γιατί ήδη τώρα, από το βλέμμα που της έριξε (ένα διερευνητικό και διεισδυτικό βλέμμα), δεν

έλειπε μια κάποια αηδία, κι ωστόσο, τι περίεργο, δεν τον ενοχλούσε αυτό. ίσα ίσα τον ερέθιζε και τον ενθάρρυνε, λες και τη λαχταρούσε αυτή την αηδία: ο πόθος της συνουσίας συγγένευε μέσα του με τον πόθο της αηδίας ο πόθος να διαβάσει πάνω στο κορμί της αυτό που δεν είχε σταθεί ικα­ νός να μάθει τόσα χρόνια γινόταν ένα με τον πόθο να κηλι­ δώσει αμέσως το μυστικό που μόλις θα 'χε ανακαλύψει. Από πού πήγαζε αυτό το πάθος; Είτε το συνειδητοποι­ ούσε είτε όχι. του παρουσιαζόταν μια μοναδική ευκαιρία: η επισκέπτριά του ενσάρκωνε γι' αυτόν όλα όσα δεν είχε πο­ τέ του, όλα όσα του είχαν ξεφύγει, όλα όσα του είχαν λεί­ ψει, όλα αυτά που η έλλειψή τους έκανε αβάσταχτη την τω­ ρινή ηλικία του, με τα μαλλιά που άρχιζαν να πέφτουν κι αυτό τον αξιοθρήνητα ισχνό απολογισμό' κι αυτός, είτε το συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα είτε το υποψιαζόταν αόριστα. μπορούσε τώρα να απογυμνώσει από τη σημασία τους όλες αυτές τις χαρές τις οποίες είχε στερηθεί (και που τα φαντα­ χτερά τους χρώματα έκαναν τη ζωή του να φαίνεται τόσο 185

ΚΩΜΤΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

ΟΙ ΠΑΛΙOl ΝΕΚΡOl ΝΑ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥΣ...

θλιβερά άχρωμη), μπορούσε να ανακαλύψει πως ήταν εντε­ λώς ασήμαντες, πως ήταν αχνά σχήματα έτοιμα να διαλυ­ θούν, σκόνη του αέρα και τίποτα παραπάνω, μπορούσε να τις εκδικηθεί, να τις ταπεινώσει, να τις εκμηδενίσει. «Για ποιο λόγο μου αντιστέκεσαι» ξανάπε, και προ­

γουρα) ο τελευταίος άντρας που της αρέσει και που μπορεί να τον έχει, και μόνο αυτό μετράει' αν του εμπνεύσει αηδία και καταστρέψει έτσι η ίδια το μνημείο της στη σκέψη του. λίγο τη νοιάζει. γιατί αυτό το μνημείο είναι έξω απ' αυτήν. όπως είναι έξω απ' αυτήν η σκέψη και η ανάμνηση αυτού του άντρα, και τίποτα απ' όσα είναι έξω απ' αυτήν δε με­ τράει. «Ποτέ δε μίλησες έτσι εσύ, μητέρα!» Άκουγε την κραυ­

σπάθησε να την τραβήξει πάνω του.

14 Η γυναίκα είχε πάντα μπροστά στα μάτια της το σαρκα­ στικό πρόσωπο του γιου της, κι όταν ο άντρας την τράβηξε με δύναμη πάνω του, του είπε: «Μισό λεπτό, σε παρακα­ λώ» και ξέφυγε απ' την αγκαλιά του' δεν ήθελε να διακό­ ψει τον ειρμό των σκέψεών της: οι παλιοί νεκροί έπρεπε να παραχωρήσουν τη θέση τους στους καινούριους, και τα μνη­ μεία είναι άχρηστα' ακόμα και το δικό της το μνημείο, αυ­ τό το οποίο τιμούσε επί δεκαπέντε χρόνια αυτός ο άντρας πλάι της. άχρηστο είναι. όλα τα μνημεία άχρηστα είναι, απολι'ιτως. Νά τι έλεγε στο γιο της νοερά, και κοιτούσε με εκδικητική ικανοποίηση το πρόσωπό του που συσπώνταν και της φώναζε: «Ποτέ δε μίλησες έτσι εσύ, μητέρα!» Αυτή βεβαίως το ήξερε ότι ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι, μα τη στιγ­ μή εκείνη ήταν λουσμένη σ' ένα φως που έδινε στα πάντα

μια τελείως διαφορετική όψη: Δεν είχε κανένα λόγο να προτιμάει μνημεία αντί για τη ζωή' και το δικό της το μνημείο ένα μόνο λόγο ύπαρξης έχει πια: μπορεί τώρα αυτή να το εκμεταλλευτεί, για χάρη τού περιφρονημένου κορμιού της γιατί ο άντρας που κάθεται πλάι της τής αρέσει, είναι νέος και πιθανότατα (αν όχι σί186

γή του γιου της, αλλά δεν έδινε σημασία. Χαμογελούσε. «Δίκιο έχεις. γιατί να αντιστέκομαι;» είπε απαλά και σηκώθηκε. Έπειτα άρχισε να ξεκουμπώνει αργά το φόρεμά της. Το βράδυ ήταν ακόμα μακριά. Αυτήν τη φορά το δω­ μάτιο ήταν όλο φως.

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

1

Τη μέρα που ο γιατρός Χάβελ έφευγε για θεραπεία σε κά­ ποια λουτρόπολη, η όμορφη σύζυγός του είχε δάκρυα στα μάτια. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ήταν δάκρυα συμπόνιας (τον τελευταίο καιρό ο Χάβελ είχε προβλήματα με τη χολη­ δόχο κύστη, και η γυναίκα του πρώτη φορά τον έβλεπε να υποφέρει έτσι), από την άλλη όμως η προοπτική τριών εβδο­ μάδων χωρισμοι> ξυπνούσε μέσα της το μαρτύριο της ζήλιας. Ορίστε; Αυτ ή η όμορφη, διάσημη και κατά πολύ νεότερή του ηθοποιός ζήλευε έναν κύριο που γερνούσε και που μή­ νες τώρα δεν έβγαινε απ' το σπίτι χωρίς να βάλει στην τσέ­ πη

του ένα μπουκαλάκι χάπια για τους ι)πουλους πόνους του;

Κι όμως. έτσι ήταν. και κανένας δεν την καταλάβαινε. Ούτε καν ο Χάβελ. που κι εκείνου. όταν την πρωτοείδε, του είχε φανεί άτρωτη και αγέρωχη' και είχε γοητευτεί ακόμα περισσότερο. πριν από μερικά χρόνια, όταν άρχισε να τη γνωρίζει καλύτερα και να ανακαλύπτει πόσο απλή ήταν, σπιτόγατα από φυσικού της και συνεσταλμένη' και τι πε­ ρίεργο: ακόμα και αφού παντρεύτηκαν, δεν εκμεταλλεύτη­ κε ποτέ τα πλεονεκτήματα που της εξασφάλιζε η νεαρή της ηλικία' ήταν σαν μαγεμένη από έρωτα και από την κατα­ πληκτική φήμη του γυναικά που συνόδευε τον άντρα της. ο οποίος της φαινόταν πάντα άπιαστος και ανεξιχνίαστος, και όσο κι αν εκείνος προσπαθούσε καθημερινά να την πεί­ σει. με απέραντη υπομονή (και απόλυτη ειλικρίνεια), πως δεν υπάρχει κι ούτε και θα υπάρξει ποτέ γυναίκα ισάξιά της, εκείνη ζήλευε παράφορα και οδυνηρά' και μόνο η φυ191

ΚΩΜΙΚOJ ΕΡΩΤΕΣ

σική λεπτότητά της κατόρθωνε να κρατάει κλειστό το κα­ πάκι σ' αυτό το απαίσιο αίσθημα, που ωστόσο έβραζε όλο και πιο έντονα. Ο Χάβελ τα ήξερε όλα αυτά, κι άλλοτε τον συγκινού­

σαν, άλλοτε τον εκνεύριζαν, καμιά φορά τον κούραζαν κιό­ λας, επεισή όμως την αγαπούσε τη γυναίκα του έκανε ό,τι μπορούσε για να ανακουφίσει το άγχος της. Αυτήν τη φο­ ρά, προσπαθούσε να τη βοηθήσει: υπερέβαλλε σχετικά με τους πόνους του και τη σοβαρότητα της κατάστασής του, γιατί ήξερε ότι ο φόβος που ένιωθε η γυναίκα του στη σκέ­ ψη της αρρώστιας του ήταν για κείνην κάπως τονωτικός και ανακουφιστικός, ενώ ο φόβος που της ενέπνεε η καλή του υγεία (γεμάτη απιστίες και κακοτοπιές) την παρέλυε' γι' αυτό κι εκείνος έφερνε συχνά την κουβέντα στη Φράντι­ σκα, τη γιατρό που θα τον παρακολουθούσε κατά τη σιάρ­

Ο ΓΙΑΤΡΟΣ ΧΑΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

βάρσιζε με πληροφορίες για ό,τι συνέβαινε στα λουτρά και για τα σύο παισιά της, προπάντων για το γιο της, που όπως έλεγε της έμοιαζε. Σ'

αυτή την κατάσταση βρισκόταν όταν του ήρθε γράμ­

μα απ' τη γυναίκα του. Αλίμονο! Τούτη τη φορά η λεπτό­ τητά της σεν κατάφερε να κρατήσει κλειστό το καπάκι που από κάτω του έβραζε η ζήλια' ήταν ένα γράμμα όλο ανα­ στεναγμούς και παράπονα: σεν τον κατηγορούσε, έλεγε, για τίποτα, αλλά σεν έκλεινε μάτι όλη νύχτα' ήξερε καλά, έλεγε, πως η αγάπη της του ήταν βάρος, και μπορούσε κάλ­ λιστα να φανταστεί πόσο ευτυχής θα ένιωθε που βρισκόταν μακριά της και είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί λιγάκι' ναι, το καταλάβαινε πολι) καλά πως τον εκνεύριζε' και ήξε­ ρε επίσης πόσο ανίσχυρη ήταν και σε γινόταν να του αλλά­ ξει τη ζωή του, όπου παρέλαυναν συνέχεια ορσές γυναι­

κεια της θεραπείας του' η ηθοποιός την ήξερε, και η εξωτε­ ρική της εμφάνιση, που έσειχνε άνθρωπο καλοκάγαθο και σιόλου φιλήσονο, την καθησύχαζε.

σεν την έπιανε ύπνος ...

Μέσα από το λεωφορείο πια, ο Χάβελ είσε τα σακρυ­ σμένα μάτια της όμορφης γυναίκας του που έστεκε όρθια

θρήνων, έφερε στο νου του τα τρία χρόνια που προσπαθού­

στο πεζοσρόμιο, και για να λέμε την αλήθεια αισθάνθηκε κάποια ανακούφιση, γιατί ήταν γλυκιά η αγάπη της, αλλά ήταν και καταπιεστική. Βέβαια, και στη λουτρόπολη τα πράγματα σεν ήταν ισανικά. Αφού μούλιαζε τρεις φορές τη μέρα το γέρικο κορμί του στα ιαματικά νερά, πονούσε έπειτα, ήταν κατάκοπος, κι όταν συναντούσε τίποτα όμορ­ φες γυναίκες κάτω απ' τις καμάρες σιαπίστωνε έντρομος πως νιώθει γέρος και σεν του γεννιέται η παραμικρή επιθυ­ μία. Η μόνη γυναίκα που χόρταινε τη συντροφιά της ήταν η καλή του η Φράντισκα, που του έκανε τις ενέσεις, του με­ τρούσε την πίεση, του Ψηλάφιζε την κοιλιά, και τον βομ192

κών' ναι, το ήξερε. δε διαμαρτυρόταν, αλλά έκλαιγε και Όταν ο Χάβελ σιάβασε αυτή την ατέλειωτη λίστα των σε υπομονετικά αλλά μάταια εντέλει να παρουσιαστεί στη γυναίκα του σαν μεταμελημένος πλέον άσωτος και σαν φι­ λόστοργος σύζυγος ένιωσε απέραντη κούραση και απελπι­ σία. Τσαλάκωσε θυμωμένος το γράμμα και το πέταξε στο καλαθάκι για τα σκουπίδια.

2

Την επομένη αισθανόταν κάπως καλύτερα' δεν τον πονού­ σε η κύστη του και ένιωσε μια ελαφρά αλλά ξεκάθαρη επι193

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

Ο ΓlATI'()2.:

ΧΛΙ;ΕΛ

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ .\1ΕΤΑ

θυμία για διάφορες γυναίκες που είδε το πρωί να κυκλοφο­

να περάσει μέσα και εξήγησε στον Χάβελ: «Είναι ο αρχι­

ρούν κάτω απ' τις καμάρες. Δυστυχώς, αυτή η μικρή πρόο­

συντάκτης ενός τοπικο!) περιοδικού και δύο μέρες τώρα

δος επισκιάστηκε από μια πολύ πιο σοβαρή ανακάλυψη: οι

προσπαθεί ν α σε πετ ι 'ιχει» .

γυναίκες αυτές περνούσαν από δίπλα του χωρίς καν να τον

Ο νεαρός ά(ιχισε να απολογείται διά μακρών που ενό­

προσέξουν' γι' αυτές ανήκε στην ίδια αρρωστιάρικη συνο­

χλησε σε τύσο ακατΓι.λληλη ώρα τον κ. Χάβελ και προσπά­

μοταξία με τους ωχρούς πότες μεταλλικού νερού...

θησε να πά(lει ανάλαφρο !)φος (δυστυχώς τοι; βγήκε κάπως

«Βλέπεις; πας καλύτερα» του είπε η Φράντισκα, αφού

δυσάρεστα σφιγμένο): τον παρακάλεσε να μην τα βάλει με

τον ακροάστηκε το πρωί. «Προπαντός να ακολουθείς σχο­

τη γιαηιιί ποιι αποκάλυψε την παρουσία του εδώ, γιατί έτσι

λαστικά τη δίαιτά σου. Ευτυχώς, οι γυναίκες που συναντάς

κι αλλι(;>ς Οα τον ανακάλυπτε ο ίδιος. ακόμα και μέσα στην

κάτω απ' τις καμάρες είναι πολύ ηλικιωμένες και σε κακό

μπανι έ(ια των λο l ) Τ (ιώ ν ' τον παρακάλεσε επίσης να μην τα

χάλι από υγεία, κι έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να σε ανα­

βάλει και ιιε

στατώσουν, άρα τόσο το καλύτερο για σένα, γιατί πάνω

το στη ;)ηΙlOσΙΟΥ(ιαφία. και χωρίς αυτό δε θα 'βγαζε το ψωμί

απ' όλα χρειάζεσαι ηρεμία. »

του. Ί':πειτα άΙJχισε να μιλάει για το μηνιαίο εικονογραφη­

το

;)ικι'ι του θράσος. γιατί είναι κάτι απαραίτη­

Ο Χάβελ έβαλε το πουκάμισο μέσα στο παντελόνι του'

μένο π ειι ιο () ι κ ι ί των λουτρών, που σε κάθε του τεύχος είχε

στάθηκε μπροστά στον μικρό καθρέφτη που κρεμόταν στη

μια συνέντεΙJζη με κάποιον διάσημο ασθενή που ήταν εκεί

γωνία πάνω απ' το νιπτήρα, και περιεργάστηκε με πίκρα

για θεραπεία' και ανάφερε για παράδειγμα μερικά ονόμα­

το πρόσωπό του. Έπειτα της είπε με μεγάλη θλίψη: «Δεν

τα. μεταξι! των οποίων και ένα μέλος της κυβέρνησης. μια

έχεις δίκιο. Πρόσεξα ότι ανάμεσα στις γριές που κυκλοφο­

τραγουδίσφια της ιΊπερας κι ένας παίκτης του χόκε·ί.

ρούν κάτω απ' τις καμάρες είναι και μερικές πανέμορφες κοπέλες. Αλλά ούτε που γυρίζουν να με κοιτάξουν». «Να πιστέψω ό,τι θες, αλλά αυτό όχι!» είπε η Φράντι­

«Βλέπεις» είπε η Φράντισκα, 6σεξες ποτέ σου πως η Φράντισκα εί­

του την αιώνια διαμαρτυρία της νιότης καταγοητευμένη,

ναι εξαΙΡΕτικά Ελκυστική γυναίκα;»

σχεδόν συγκλονισμένη, του είπε: «Όχι, δεν πρέπει να προ­ σαρμοστείτε. Δεν πρέπει!»

«Για να είμαι ειλικρινής, όχι!» Είπε ο νεαρός. «Ούτε που διανοήΗηκα ποτέ να τη δω σαν γυναίκα!»

«Δεν πρέπει» συμφώνησε ο νεαρός. «Χτες ο γιατρός

«Δε μου κάνει ενΤΙJπωση» είπε ο γιατρός. «Δεν τη βρή­

μου άνοιξε τα μάτια. Πρέπει πάση θυσία να ξεφΙJγω απ'

κες ούτε αρκετά αοι'ινατη ούτε αρκετά φλύαρη. Και δεν

τον φαύλο κύκλο αυτού του περιβάλλοντος. Από τον φαύ­

έχει και αρκετές φακίδες!»

λο κύκλο αυτής της μικρότητας, αυτής της μετριότητας. Πρέπει να ξεφύγω» επανέλαβε ο νεαρός, «να ξεφύγω.»

«Δίκιο έχετε» είπε ο νεαρός με δυστυχισμένο ύφος. «Το είδατε χτες πόσο ηλίθιος είμαι.»

«Λέγαμε» εξήγησε ο Χάβελ στη γυναίκα του «ότι το

«Έχεις προσέξει ποτέ σου πώς περπατάει;» συνέχισε ο

κοινό γούστο της επαρχίας δημιουργεί ένα ψεύτικο ιδεώδες

Χάβελ. «Έχεις προσέξει ότι τα πόδια της κυριολεκτικά μι­

της ομορφιάς, κι αυτό το ιδεώδες είναι ουσιαστικά ανερω­

λάνε όταν περπατάει; Φίλε μου, αν άκουγες τι λένε αυτά

τικό. και μάλιστα αντιερωτικό, ενώ η πραγματική, η εκρη­

τα πόδια, θα κοκκίνιζες. αν και, απ' όσο σε ξέρω, μόνο σε­

κτική ερωτική μαγεία περνάει απαρατήρητη γι' αυτό το

μνότυφος δεν είσαι!»

216

217

ΚΩΊ,l!Κor ΕΙ'ΩΤΕΣ

Ο lΊΛTI>()� ΧΑΒΕΛ

ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟ:\ΤΙΑ ΜΕΤΑ

'

9

σαν για ώρα μ ένα τ;αιnιάστικο παιχνίδι, προσπαθώντας να μαντέψουν ποιοι απ' (>λους αυτοι>ς που κυκλοφορούσαν γι>ρω τους Αα την αναγν(ιφίσοuν και ποιοι όχι, και στοιχη­ ματίζοντας πι)σοι Οα την αναγνωρίσουν στον επόμενο δρό­ μο. Κι ο κ()σιως γι)(ιιζε και τους κοιτούσε. ηλικιωμένοι κιί­ ρωι. χω(ιικο[, πιτσ φ ί κια . καθώς και μερικές ωραίες γυναί­ κες πι)!) r1 [ ) lΓί χονταν την εποχή εκείνη στα λουτρά. () \ΙΨελ. ποι) τις τελευταίες μέρες ζοι>σε νιώΑοντας τα­ πεινωηκΓΧ. ω'ψατος. απολάμβανε το ενδιαφέρον των περα­ σ τικ(:)ν ΚΓΗ λ(XXτr:φOΙίσε να πέσουν και σ' αυτόν όσο το δυ­ νατ6ν πψισσι)τψες ακτίνες απ' αυτή την προσοχή' έπιανε τη γι)να ί κ (χ τοι) απ' τη μέση, της Ψιθύριζε γλυκόλογα στ' αφ-;:-!, lωζί ιιε (Χλλες . άσεμνες κουβέντες, κι εκείνη για απά­ ντηση σφ ιγγι')ταν πάνω του και σήκωνε τα ευτυχισμένα μά­ τια της στο π()(ίσωπό του. Και ο Χάβελ, κάτω από τόσα βλέμματα. ένιωΟε πως είχε ξαναγίνει επιτέλους ορατός. πως τα Οολά χα(ιακτηριστικά του ξεκαθάριζαν. πως ξανα­ γίνονταν ευΩιάκ(ιιτα. κι 'ήταν και πάλι περήφανος για τη χαρά που του έΩινε το σώμα του, τα βήματά του. όλη του η

«Σου αρέσει να δουλεύεις τους αφελείς» είπε η ηθοποιός στον άντρα της μόλις έμειναν μόνοι. «Ξέρεις πολι> καλά ότι για μένα αυτό είναι σημάδι κα­ λής σιάθεσης» της είπε. «Και σου ορκίζομαι πως πρώτη φορά έχω τόσο καλή διάθεση από τότε που ήρθα εδώ. » Αυτήν τη φορά δεν έλεγε ψέματα ο Χάβελ' το πρωΙ όταν έφτασε το λεωφορείο στο σταθμό και είσε μέσα απ' το τζάμι καθισμένη τη γυναίκα του. κι έπειτα όταν την είδε χαμογελαστή στο σκαλοπάτι του λεωφορείου, ένιωσε ευτυ­ χισμένος και καθώς οι προηγούμενες μέρες είχαν αφήσει άθικτα μέσα του τεράστια αποθέματα ευrJυμίας. όλη τη μέ­ ρα εκδήλωνε κάπως τρελά τη χαρά του. Ι Ιερπατοι>σαν οι δυο τους κάτω απ' τις καμάρες, μασοιΥλαγαν κάτι στρογ­ γυλά. γλυκά μπισκότα, πέρασαν απ' τη Φράντισκα ν' ακού­ σουν τα τελευταία αποφθέγματα του γιου της, πήγαν μαζί με τον δημοσιογράφο τη βόλτα που περιγράφεται στο προη­ γούμενο κεφάλαιο, και γελούσαν με τους ασθενείς που έκα­ ναν τον υγιεινό περίπατό τους στους δρόμους των εγκατα­ στάσεων των λουτρών. Μ' αυτή την ευκαιρία ο Χάβελ πρό­ σεξε ότι μερικοί κάρφωναν το βλέμμα τους στην ηθοποι6' γύρισε και είδε πως είχαν σταματήσει και τους κοιτοι>σαν. «Σε αναγνώρισαν» της είπε. «Εδώ οι άνθρωποι δεν έχουν τι να κάνουν και πάνε σινεμά μετά μανίας. » «Σ' ενοχλεί;» ρώτησε η ηθοποιός, που θεωρούσε αμάρ­ τημα τη δημοσιότητα που είναι συνυφασμένη με το επάγ­ γελμά της, γιατί, όπως όλοι όσοι αγαπούν πραγματικά, ήθελε έναν γαλήνιο και κρυφό έρωτα. «Ίσα ίσα» είπε ο Χάβελ και γέλασε. Έπειτα διασκέδα-

ύπαρξη. Χάζευαν έ-;:-σι αγκαλιά, σαν δυο ερωτευμένοι, τις βιτρίνες του κενψικ()ιί Ωιιόμου, και ξαφνικά ο Χάβελ είδε μέσα σ' ένα κατάστηlια με κυνηγετικά είδη την ξανθιά μασέζ που του είχε φφΟεί με τόση αγένεια την προηγουμένη' ήταν μέ­ σα στο άδειο μαγαζί και κουβέντιαζε με την πωλήτρια. «Έλα» είπε ξαφνικά στην κατάπληκτη γυναίκα του. «Είσαι το πω υπέροχο πλάσμα του κόσμου' θέλω να σου κάνω ένα δώρο»' και την πήρε από το χέρι και την τράβηξε μέσα. Οι δύο γυναίκες σώπασαν' η μασέζ κοίταξε αρκετή ώρα την ηθοποιό. έπειτα για λίγο τον Χάβελ. έπειτα πάλι την ηθοποιό και πάλι τον Χάβελ' αυτός το αντιλήφθηκε ικανο-

218

2Η)

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Ο Γ1ΑΠ'()Σ ΧΛΒΕΛ ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ

ποιημένος, αλλά χωρίς να της χαλαλίσει ούτε ένα βλέμμα

Χάβελ τον χαιρέτησε. σχεδόν άθελά της. Ο Χάβελ τη χαιρέ­

άρχισε αμέσως να περιεργάζεται τα διάφορα αντικείμενα'

τησε κι αυτός. και σκι'ιβοντας στο αφτί της γυναίκας του τη

είδε κέρατα ελαφιού, σακίδια, καραμπίνες, κιάλια, μπα­

ρώτησε αν τον αγαπάει. Η ηθοποιός τον κοίταξε με ερω­

στούνια, φίμωτρα για σκύλους.

τευμένο βλέμμα και το!) χάιδεψε το μάγουλο. Ύστερα κάΟισαν σ' ένα τραπέζι, έφαγαν ελαφρά (γιατί η

«Τι θα θέλατε;» ρώτησε η πωλήτρια. «Μια στιγμή» είπε ο Χάβελ' τελικά ανακάλυψε κάτι

ηθοποι6ς Π(Η'ισεχε σ χο λα στικά τη δίαιτα του άντρα της),

σφυρίχτρες κάτω απ' το τζάμι της προθήκης και τις έδειξε

ήπιαν κ('ικκινο κ ( ι ασ ί (γιατί μόνο κόκκινο επιτρεπόταν να

με το δάχτυλο. Η πωλήτρια του έδωσε μία, ο Χάβελ την

πιει ο Χά[1ελ). κι ένα κ ίψ α συγκίνησης παρέσυρε την κ. Χάβελ. Ί·;γεφε πάνω στον άντρα της, πήρε το χέρι του στα

έβαλε στο στόμα, σφύριξε. έπειτα την περιεργάστηκε απ' όλες τις μεριές, και σφύριξε άλλη μια φορά μαλακά.

δικά της και

ΤΙJl)

ε ί πε ότι αυτή η μέρα ήταν από τις ωραιό­

«Εξαιρετική» είπε στην πωλήτρια, κι ακούμπησε μπροστά

τφες της ζωής της το!) εξομολογήθηκε πόσο θλιμμένη

της τις πέντε κορόνες που του ζήτησε. Έδωσε τη σφυρίχτρα

ένιωΟε (Ίταν εκείνος έφυγε για τα λουτρά' ζήτησε πάλι συ­

στη γυναίκα του.

γνΙ:ψη για εκείνο το βλακώδες γράμμα μιας γυναίκας που

ζηλει Ί ε ι και τον ε ι ιχα (> ίσ τησε που της τηλεφώνησε να έρθει

Η ηθοποιός είδε σ' αυτό το δώρο ένα από τα παιδιαρί­

σματα που τόσο της άρεσαν στον άντρα της, μια ευχάριστη

να τον δει' το!) είΠΕ με πόση χαρά θα ερχόταν να τον βλέ­

πλάκα, την προσωπική του αίσθηση του α-νόητου, και τον

πει. έστω και για ένα λεπτ6' έπειτα του εξομολογήθηκε επί

ευχαρίστησε μ' ένα όμορφο, ερωτευμένο βλέμμα. Αλλά του

ώρα πως η ζωή μαζί του ήταν βάσανο και συνεχής ανασφά­ λεια, στη σκέψη πως εκείνος μποροίισε ανά πάσα στιγμή

Χάβελ δεν του φάνηκε αρκετό και της είπε σιγανά: «Έτσι

να της φίιγει. αλλά. γι' αυτό ακριβώς, κάθε μέρα ήταν γι'

μ' ευχαριστείς για ένα τόσο ωραίο δώρο;» Η ηθοποιός τού έδωσε ένα φιλί. Οι δυο γυναίκες δεν τους άφηναν απ' τα

αυτήν μια χαρά πο!) ξαναγεννιόταν. ένας έρωτας που ξα­

μάτια' τους παρακολουθοίισαν με το βλέμμα ακόμα κι

νάρχιζε, ένα καινοι'ιριο δώρο. Έπειτα πήγαν μαζί στο δωμάτιο του Χάβελ και η χαρά

όταν βγήκαν απ' το μαγαζί.

της ηθοποιοίι οδηγήθηκε σίιντομα στον παροξυσμό.

Αυτοί συνέχισαν τη βόλτα τους στους δρόμους και στο δημόσιο πάρκο, μασούλησαν διάφορα μπισκότα. σφίιριξαν με τη σφυρίχτρα, κάθισαν σ' ένα παγκάκι, κι άρχισαν τα στοιχήματα, προσπαθώντας να μαντέψουν πόσοι απ' τους

10

περαστικοίις θα γυρίσουν να τους κοιτάξουν. Το βράδυ, καθώς έμπαιναν στο εστιατόριο, παραλίγο να πέσουν πάνω στη γυναίκα που έμοιαζε με άλογο κοίιρσας. Εκείνη τους

Τη μεθεπομένη ο Χάβελ έφτασε πάλι καθυστερημένος για

κοίταξε κατάπληκτη, πολλή ώρα την ηθοποιό, λιγότερη τον

την υδροθεραπεία του, αν και, για να λέμε την αλήθεια, πο­

Χάβελ, έπειτα πάλι την ηθοποιό, και όταν ξανακοίταξε τον

τέ δεν ήταν στην ώρα του. Και τον υποδέχτηκε η ίδια ξαν221

220

J

ΚΩ\IΙΚΟΙ RΓΩΤRΣ

θιά μασέζ, μ6νο που αυτήν τη φορά δεν του φέρθηκε αυ­ στηρά, (σα ίσα του χαμογέλασε και τον φώναξε «γιατρό», κι ο Χάβελ συμπέρανε πως πήγε κι είδε την καρτέλα του ή ζήτησε πληροφορίες για το άτομό του. Σημείωσε με ικανο­ ποίηση το ενδιαφέρον αυτό και πήγε στην καμπίνα να ξε­ ντυθεί. υταν του φώναξε η μασέζ πως η μπανιέρα έχει γε­ μίσει, βγήκε προτάσσοντας περήφανα την κοιλιά του και ξάπλωσε ηδονικά μέσα στην μπανιέρα. Η μασέζ γύρισε τη στρόφιγγα στον πίνακα ελέγχου και τον ρώτησε αν είναι ακόμα εκεί η σύζυγός του. Ο Χάβελ είπε όχι και η μασέζ ρώτησε αν θα την ξαναδούν σύντομα σε κα­ μιά ωραία ταινία. Ο Χάβελ είπε ναι. και η μασέζ τού σήκωσε το δεξί πόδι. Το νερό που εκτοξευόταν με Μναμη τον γαργα­ AOl'Jac: στην πατοι)σα, και η μασέζ χαμογέλασε και εΙπε πως ο γιατρός φαίνεται να έχει πολύ ευαίσθητο σώμα. 'Τ δεν είχε άλλον τρόπο να βγάλει το ψωμί του). αλλά το θεωροι>σε ασόβαρο σε σχέση με τον δικό του χα-

ρακτήρα. Δεν το είχε διαλέξει. Του το είχαν επιβάλει οι ανάγκες της κοινωνίας, οι αξιολογήσεις στον κομματικό του φάκελο, οι βαθμοί στο απολυτήριο του λυκείου, τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων. Η συντονισμέ­ νη δράση όλων αυτών των δυνάμεων τον είχε πετάξει (όπως πετάπ ο γεραν6ς ένα σακί στην καρότσα ενός φορ­ τηγού) από το λύκειο στη σχολή. Πήγε και γράφτηκε με βαριά καρδιά (η αποτυχία του αδερφού του ήταν κακός οι­ ωνός), αλλά στο τέλος το πήρε απόφαση. Πάντως συνειδη­ τοποίησε πως το επΓ,(γγελμά του θα ήταν κι αυτό μία από τις συμπτώσεις της ζωής του. Πως θα κολλοι>σε πάνω του σαν ψεύτικο μουστάκι, που είναι για γέλια. Αν όμως κάτι υποχρεωτικό είναι ασόβαρο (για γέλια), σοβαρό από την άλλη είναι σίγουρα το προαιρετικό: στον νέο τόπο διαμονής του ο Έντουαρντ δεν άργησε να γνωρί­ σει μια κοπέλα που την έβρισκε όμορφη, και άρχισε να την πολιορκεί σχεο()ν στα σοβαρά. Την έλεγαν Άλιτσε και, όπως ανακάλυψε προς μεγάλη του λύπη, από τα πρώτα τους κιόλας ραντεβοι), ήταν πολύ μαζεμένη και ενάρετη. Στις βραδινές βόλτες τους ο Έντουαρντ έκανε διάφορες απόπειρες να την αγκαλιάσει απ' τους ώμους, έτσι που να μπορέσει ν' αγγίξει την άκρη απ' το δεξί της στήθος, και κάθε φορά εκείνη του έπιανε το χέρι και το 'σπρωχνε πέ­ ρα. Ένα βράδυ που αυτός έκανε για πολλοστή φορά την ίδια απόπειρα, αυτή του 'σπρωξε πέρα (για πολλοστή φο­ ρά) το χέρι, κι έπειτα στάθηκε ξαφνικά και του είπε: «llι­ στει>εις στο Θεό;» Τα ευαίσθητα αφτιά του Έντουαρντ διέκριναν στην ερώτηση αυτή μια κρυφή εμμονή και ξέχασε αμέσως την υπόθεση στήθος. «Πιστει)εις;» επανέλαβε την ερώτησή της η Άλιτσε, και

234

235

2

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΙ'ΩΤΕΣ

Ο F:NTOYAPNT ΚΑΙ Ο ΘΕΟ2;

οΈντουαρντ δεν τόλμησε ν' απαντήσει. Ας μην τον Ψέξου­

αρντ με πνιχτή φωνή. «Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν

με που φοβήθηκε να φανεί ειλικρινής είχε έρθει πρόσφατα

όντως υπάρχει.»

σ' αυτή την πόλη κι ένιωθε μεγάλη μοναξιά, και η Άλιτσε του άρεσε τόσο πολύ, που δε θα 'θελε να χάσει τη συμπά­ θειά της με μια σκέτη. απλή απάντηση.

«Μα πώς γίνεται να αμφιβάλλεις;» ρώτησε φωνάζοντας σχεδόν η Άλιτσε. Ο Έντουαρντ σ(:)πασε και. αφού σκέφτηκε μια στιγμή,

«Εσύ;» τη ρώτησε για να κερδίσει χρόνο.

κατέφυγε στο κλασικ() επιχείρημα: «Όταν βλέπω τόση δυ­

«Εγώ ναι» είπε η Άλιτσε, και επέμεινε να πάρει μια

στυχία γύρω μου. αναρωτιέμαι συχνά αν είναι δυνατόν να υπάρχει Θεός που τα επιψέπει όλα αυτά».

απάντηση. Ως τη στιγμή εκείνη δεν του 'χε περάσει ποτέ από το νου

Είχε τόση θλίψη η φωνή το!). που η Άλιτσε του έπιασε το

να πιστέψει στο Θεό. Αλλά κατάλαβε ότι αυτό δε θα 'πρε­

χέρι: «Ναι. υπάΡΧεl ι'ιντως πολλή δυστυχία στον κόσμο αυ­

πε να το ομολογήσει' ίσα ίσα. θα 'πρεπε να εκμεταλλευτεί

τό. Το ξέρω. και πολl) καλά μάλιστα. Αλλά γι' αυτό ακρι­

την ευκαιρία και να κατασκευάσει με την πίστη του στο

βώς πρέπει να πωτεl)()ιψε στο Θεό. Χωρίς το Θεό, όλος

Θεό έναν ωραίο δούρειο ίππο και να κρυφτεί στην κοιλιά

αυτός ο π6νος Οα 'ταν μάταιος. Τίποτα δε θα 'χε νόημα.

του, κατά το αρχαίο παράδειγμα, κι έπειτα να γλιστρήσει

Και τ6τε εγι;) δε Οα lLnOPOI)aa να ζήσω άλλο».

με τρόπο μέσα στην καρδιά της Άλιτσε. Μόνο που οΈντου­ αρντ ήταν ανίκανος να της πει έτσι απλά, ναι. πιστεύω στο

«Μ πουεί να

'χεις δίκιο» είπε σκεφτικός ο Έντουαρντ.

και την Κιψιακή τη συνόδεψε στην εκκλησία. Έβρεξε τα

Θεό' δεν ήταν καθόλου θρασύς και ντρεπόταν να λέει ψέ­

δάχτυλά τω) στον αγιασμό κι έκανε το σταυρό του. 'Επειτα

ματα' τα χοντροκομμένα, απλο"ίκά ψέματα του γεννούσαν

άρχισε η λειτουργία, και όλοι έψαλλαν. έψαλε κι αυτός μαζί

αποστροφή' αν ήταν απαραίτητο να πει κάποιο Ψέμα, θα

τους έναν l'ιμνο που θυμόταν αμυδρά τη μελωδία του αλλά

ήθελε τουλάχιστον να μένει όσο πιο κοντά στην αλήθεια γί­

δεν ήξερε τα λόγια. Οπότε αποφάσισε να αντικαταστήσει

νεται. Απάντησε λοιπόν με εξαιρετικά στοχαστική φωνή:

τα λόγια με διάφορα φωνήεντα. και έπιανε κάθε νότα μ'

«Αλήθεια, δεν ξέρω τι να σου απαντήσω σ' αυτή την

ένα κλάσμα του δευτερολέπτου καθυστέρηση. αφού δεν

ερώτηση. Και βέβαια πιστεύω στο Θεό. αλλά...»Έκανε μια

καλοήξερε και τη μελωδία. Απ' τη στιγμή όμως που διαπί­

μικρή παύση και η Άλιτσε τον κοίταξε στα μάτια κατάπλη­

στωσε πως ψέλνει σωστά. άφησε ελεύθερη τη φωνή του.

κτη. «Αλλά θέλω να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.

γιατί πρώτη φορά στη ζωή το!) συνειδητοποιούσε πως έχει

Μπορώ να είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου;»

μια ωραία μπάσα φωνή. 'Επειτα άρχισαν να λένε όλοι μαζί

«Πρέπει» του είπε εκείνη. «Αλλιώς. δε θα 'χε νόημα να

το Πάτερ ημών. και μερικές γριές γονάτισαν. Δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό, και γονάτισε κι αυτός στις

'μαστε μαζί.»

πέτρινες πλάκες. Σταυροκοπιόταν με υπερβολικές πια κι­

«Αλήθεια;» «Αλήθεια» είπε η Άλιτσε.

νήσεις, και είχε την υπέροχη αίσθηση πως μπορεί να κάνει

«Μερικές φορές έχω κάποιες αμφιβολίες» είπε οΈντου-

κάτι που δεν το είχε ξανακάνει ποτέ στη ζωή του. που δεν

236

237

ΚΩΜΙΚOl ΕΡΩΤΕΣ

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

μπορούσε να το κάνει ούτε μέσα στην τάξη, ούτε έξω στο δρόμο, πουθενά. Ένιωθε υπέροχα ελεύθερος. Όταν βγήκαν έξω, η Άλιτσε τον κοίταξε με φλογερά μά­ τια και ρώτησε: «Μπορείς ακόμα να λες πως έχεις αμφιβο­ λίες για την ύπαρξή του ;»

στη θρησκεία μπορούν (στο ρόλο των αθέων που αντιμάχο­ νται τους θρήσκους) και ξαναβρίσκονται απ' την καλή με­

«Όχι» είπε οΈντουαρντ. Και η Άλιτσε είπε: «Θα 'θελα να σε μάθω να τον αγα­ πάς όπως τον αγαπώ εγώ». Στέκονταν στα πλατιά σκαλοπάτια της εκκλησίας και η ψυχή του Έντουαρντ γελούσε ολόκληρη. Για κακή του τύ­ χη, εκείνη ακριβώς τη στιγμή περνούσε η διευθύντρια, και τους είδε.

ριά, και διατηρούν αλώβητη τη συνήθη και τόσο πολύτιμη αίσθηση της ανωτερότητάς τους. Αλλά, για να λέμε την αλήθεια, αυτό το υποκατάστα­ το μετώπου ήταν κελεπούρι και για τους άλλους, στους οποίους, καιρός να το αποκαλύψουμε, συγκαταλεγόταν και η Άλιτσε. Όπως η διευθύντρια που ήθελε να είναι απ' την καλή μεριά, η Άλιτσε ήθελε να είναι απ' την αvτίθετη. Το μαγαζί του πατέρα της είχε εθνικοποιηθεί με τη λεγόμενη επανάσταση και η Άλιτσε μισούσε τους ανθρώπους που τους είχαν κάνει αυτό το κακό. Αλλά πώς να εκδήλωνε το μίσος της; Ν' άρπαζε ένα μαχαίρι και να πήγαινε να πάρει εκδίκηση για τον πατέρα της ; Δε συνηθίζεται κάτι τέτοιο στη Βοημία.

3

Η

Άλιτσε βρήκε καλύτερο τρόπο να εκδηλώσει

την αντίθεσή της: άρχισε να πιστεύει στο Θεό. Έτσι ο καλός Θεός βοηθούσε και τις δύο πλευρές, και

Άσχημο αυτό. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσω (γι' αυτούς που μπορεί να τους διαφεύγει το ιστορικό πλαίσιο) ότι την επο­ χή εκείνη οι εκκλησίες δεν ήταν απαγορευμένες, αλλά πά­ ντως δεν ήταν και ακίνδυνο να εκκλησιάζεται κανείς.

εξαιτίας του οΈντουαρντ βρέθηκε μεταξύ δύο πυρών. Τη Δευτέρα το πρωί, όταν πήγε και τον βρήκε η διευθύ­ ντρια στο γραφείο των δασκάλων, οΈντουαρντ ένιωσε εξαι­ ρετικά άσχημα. Και δεν υπήρχε περίπτωση να ξαναζωντα­

Δεν είναι τόσο δύσκολο να το καταλάβουμε. Όσοι πολέ­ μησαν γι' αυτό που αποκαλούσαν επανάσταση διατηρού­ σαν από αυτή την υπόθεση μια μεγάλη περηφάνια : τη)) πε­

από εκείνη τη μέρα (από χαζομάρα ή από αμέλεια), δεν ξα­

ρ ηφάv ι α vα είσαι από τη)) καλή μ εριά τη ς γραμμής του μ ε­

η διευθύντρια του είπε, με επιδεικτικά ψυχρό χαμόγελο:

τώπου. Δέκα με δώδεκα χρόνια αργότερα (πάνω κάτω την περίοδο όπου εκτυλίσσεται η ιστορία μας) η γραμμή του μετώπου αρχίζει να χάνεται, και μαζί μ' αυτήν και η καλή ή

νέψει το φιλικό κλίμα της πρώτης τους συνάντησης, γιατί, νάπιασε ποτέ το νήμα της φιλόφρονης συζήτησής τους. Έτσι «Ειδωθήκαμε χτες, έτσι δεν είναι;» «Ναι, ειδωθήκαμε» είπε οΈντουαρντ. «Δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν να πηγαίνει στην

κακή μεριά της γραμμής. Δεν είναι λοιπό παράξενο που οι παλιοί οπαδοί της επανάστασης νιώθουν εξαπατημένοι και

εκκλησία ένας νέος άνθρωπος σαν κι εσάς» συνέχισε η δι­

σπεύδουν να αναζητήσουν υποκατάστατα μετώπων. Χάρη

η διευθύντρια κούνησε το κεφάλι: «Ένας νέος άνθρωπος».

238

ευθύντρια. Ο Έντουαρντ σήκωσε τους ώμους αμήχανα και

239

KΩ.rνllKOI ΕΡΩΊΈΣ

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

'1

«Είχα πάει να δω το μπαρόκ εσωτερικό του καθεδρικού ναοι)>> είπε οΈντουαρντ σαν δικαιολογία. «Α. μάλιστα» έκανε ειρωνικά η διευθύντρια. «Δεν ήξε­ ρα ότι ενδιαφέρεστε για την αρχιτεκτονική.» Αυτή η συζήτηση δεν του άρεσε καθόλου του Έντου­ αρντ. Θυμήθηκε που ο αδερφός του είχε κάνει τρεις βόλτες γύρω από τη συμφοιτήτριά του κι είχε φύγει έπειτα σκα­ σμένος στα γέλια. Έμοιαζε να επαναλαμβάνονται οι οικο­ γενειακές περιπέτειες, και φοβήθηκε. Το Σάββατο τηλεφώ­ νησε στην Άλιτσε και της ζήτησε συγνώμη που δε θα πήγαι­ νε στην εκκλησία, αλλά είχε κρυολογήσει. «Πολι! λεπτεπίλεπτος μου είσαι» του είπε επιτιμητικά η Άλιτσε 6ταν ξαναειδωθήκαν την επόμενη βδομάδα, και του 'Rντουαρντ του φάνηκε πως δεν υπήρχε ίχνος ευαισθησίας στα λόγια της. Άρχισε λοιπόν να της μιλάει (αινιγματικά και αόριστα, γιατί ντρεπόταν να ομολογήσει το φόβο του και τις πραγματικές αιτίες του) για τα προβλήματα που του δημιουργούσαν στο σχολείο και για τη φριχτή διευθύ­ ντρια που τον κυνηγούσε χωρίς λόγο. Tfθελε να αφυπνίσει τη συμπόνια της Άλιτσε, αλλά εκείνη είπε: «Εμένα η αφεντικίνα μου είναι πολι! εντάξει» κι άρχισε να του διηγείται χασκογελώντας διάφορα κουτσομπολιά απ' τη δουλειά της. Ο Έντουαρντ άκουγε το χαρούμενο τι­ τίβισμά της και σκοτείνιαζε όλο και περισσότερο.

Ι

4

Κυρίες και κύριοι, ακολούθησαν εβδομάδες μαρτυρίου! Ο Έντουαρντ ποθούσε κολασμένα την Άλιτσε. Τον ερέθιζε το

κορμί της, αλλά αυτό το κορμί τού ήταν τελείως απρόσιτο. Μαρτυρικοί ήταν και οι χώροι όπου έβγαιναν στα ραντεβού τους: βολόδερναν μία ή δύο ώρες στους δρόμους αφού σκο­ τείνιαζε, ή πήγαιναν στον κινηματογράφο' η μονοτονία και οι ασήμαντες ερωτικές δυνατότητες αυτών των δύο παραλ­ λαγών (δεν υπήρχαν άλλες) έκαναν τον Έντουαρντ να σκε­ φτεί πως ίσως κατάφερνε περισσότερα αν λόγου χάρη συ­ ναντιόνταν σε διαφορετικό περιβάλλον. Της πρότεινε λοι­ πόν. με εντελώς αθώο ύφος, να πάνε μαζί το σαββατοκύρια­ κο εκδρομή στο σπίτι του αδερφού του, που είχε κι ένα μι­ κρό εξοχικό πλάι στο ποτάμι. σε μια δασωμένη κοιλάδα. Της περιέγραψε με ενθουσιασμό τις αγνές ομορφιές της φΙJσης, αλλά η Άλιτσε (πάντα αφελής και ει)πιστη σε άλλα θέματα) κατάλαβε πού το πάει και του είπε ένα κοφτό όχι. Γιατί δεν του αντιστεκόταν μόνο η Άλιτσε, αλλά και ο (αιωνίως επιφυ­ λακτικός και άγρυπνος) Θεός της Άλιτσε αυτοπροσώπως. Αυτός ο Θεός ενσάρκωνε μία όλη κι όλη ιδέα (άλλες επι­ θυμίες δεν είχε, οι)τε άλλες έγνοιες): την απαγ6ρευση των προγαμιαίων σχέσεων. Μάλλον κωμικός ήταν δηλαδή αυ­ τός ο Θεός. αλλά ας μην ΚΟΡΟίδέψουμε γι' αυτό την Άλιτσε. Από τις Δέκα Εντολές που μετέφερε στους ανθρώπους ο Μωυσής. υπήρχαν αμέσως αμέσως εννιά από τις οποίες δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο η ψυχή της γιατί η Άλιτσε ούτε να CPOVEtJaEl ήθελε, οι)τε στον πατέρα της έδειχνε ασέβεια, ούτε τα αγαθά του πλησίον της επιθυμούσε' μόνο μία εντο­ λή τής φαινόταν ότι δεν είναι αυτονόητη, και κατά συνέπεια αποτελούσε πραγματική πρόκληση: η έβδομη εντολή, το πε­ ρίφημο ου μοιχεύσεις. δηλαδή ου πορνεύσεις. Για να κάνει πράξη, να δείξει και να αποδείξει τη θρησκευτική πίστη της, έπρεπε να επικεντρωθεί σ' αυτήν αποκλειστικά την εντολή. Έτσι. από έναν συγκεχυμένο, ακαθόριστο και αφη-

240

241

iί ι

:1

1.,

ΚΩΜικω Εl'ΩΤΕΣ

Ο RNTOYAf'NT ΚΑ! Ο ΘΕΟ2:

ρημένο Θεό. έφτιαξε ένα Θεό απολύτως καθορισμένο, κα­ ταληπτό και συγκεκρψένο: τον Α ντιπορνικό Θεό.

τό που γινόταν μες στην ψυχή ενός ανθρώπου. Ο Χριστός όμως θεώρησε όλες αυτές τις εντολές και τις απαγορεύσεις

Αλλά σας ερωτώ, πού ακριβώς αρχίζει η πορνεία; Κάθε γυναίκα βάζει τα δικά της όρια με εντελώς μυστηριώδη κριτ'ήρια, JT Άλιτσε καθόταν και τη φιλούσε ο Έντουαρντ, κι έπειτα απ6 αναρίθμητες απόπειρες δικές του τον άφησε

σαν κάτι το εξωτερικό. Γι' αυτόν μεγαλύτερη σημασία είχε ο άνθρωπος όπως πραγματικά είναι μέσα του. Απ' τη στιγ­

τελικά να της χαϊδεύει και το στήθος αλλά στη μέση του κορμωύ της τραβΟΙJσε μια αυστηρή και αδιάβατη ορωθετι­ κή γραμμή. κάτω απ' την οποία εκτεινόταν η επικράτεια των ιερών απαγορεύσεων. της αδιαλλαξίας του Μωυσή και της οργής του Κυρίου.

πάντα καθαρά τοις καθαροίς.» καθαροί» είπε η Άλιτσε.

«Αρκεί να είναι

«Και ο Ιερός Αυγουστίνος» συνέχισε ο'Εντουαρντ «έλε­ γε: αγΓι.πα το Θεό και κάνε 6.τι επιθυμείς. Καταλαβαίνεις;

σει την Άλιτσε με τα δικά της 6πλα.

επιθυμώ εγώ» είπε η Άλιτσε. και ο 'Εντουαρντ συνειδητο­

«Μικρή μου Άλιτσε» της είπε, «τίποτα δεν απαγορεΙJε­ ται σε κάποιον που αγαπά το Θε6. Όταν επιθυμούμε κάτι.

ποίησε πως αυτήν τη φορά η θεολογική επίθεσή του είχε

«Μόνο μία αγάπη υπάρχει» είπε ο Έντουαρντ. «Θα σε β6λευε, ε;» είπε η Άλιτσε. «Μ6νο που ο Θε6ς θέ­ σπισε ορισμένες εντολές κι εμείς οφείλουμε να τις τηρούμε.» «Ναι, ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης» είπε ο Έντουαρντ.

Ί Ι

ΠαΙJλος λέει:

Αγάπα το Θεό και κάνε ό.τι επιθυμείς.»

«Οπωσδήποτε» είπε η Άλιτσε. «αλλά όχι η αγάπη που νομίζεις εσύ.»

!

είναι καλό και αρεστό στο Θεό. Γι' αυτό και ο απ6στολος

Ο Έντουαρντ άρχισε να διαβάζει την Αγία Ι'ραφή και να μελετά θεολογικά κείμενα' είχε αποφασίσει να αντψετωπί­

το επιθυμούμε διά της χάριτός του. Ο Χριστός ένα μόνο ήθελε, οδηγός μας να είναι πάντοτε η αγάπη.»

Ι!

μή που ο άνθρωπος ακολουθεί την ορμή τής γεμάτης ζέση και πίστη καρδιάς του. του φλογεροι) είναι του, ό.τι κάνει

«αλλά όχι ο Θεός των χριστιανών.» «Τι πράμα! Ένας είναι ο Θεός» αντέδρασε η Άλιτσε. «Ναι» είπε ο Έντουαρντ, «μόνο που οι Εβραίοι της Πα­ λαιάς Διαθήκης δεν τον EVVOotJarxv ακριβώς όπως τον εννο­ ούμε εμείς. Πριν απ6 την έλευση του Χριστοι) οι άνθρωποι όφειλαν προπάντων να συμμορφώνονται με ένα σύστημα θείων εντολών και ν6μων. Δεν είχε και μεγάλη σημασία αυ'24'2

«Μ6νο που αυτό που επιθυμείς εσύ δεν είναι αυτό που

αΠΟΤΙJχει πλήρως γι' αυτό και είπε: «Δε μ' αγαπάς». «Πώς!» είπε η Άλιτσε απολύτως λακωνικά. «Γι' αυτό και δε θέλω να κΓι.νουμε κάτι που δεν πρέπει να το κάνουμε.» 'Όπως είπα ήδη, ήταν εβδομάδες μαρτυρίου. Και το μαρτύριο ήταν πολύ πιο έντονο καθώς ο πόθος του Έντου­ αρντ για την Άλιτσε δεν ήταν απλώς ο πόθος ενός κορμιού για κάποιο άλλο' ίσα ίσα, όσο περισσότερο τον απέκρουε αυτ6 το κορμί τ6σο πιο θλψμένος και μελαγχολικός γιν6ταν αυτός και τόσο περισσότερο ποθούσε και την καρδιά της κοπέλας. Αλλά ούτε το κορμί ούτε η καρδιά της Άλιτσε νοιάζονταν για τη θλίψη του' ήταν εξίσου Ψυχρά και τα δι)ο. εξίσου κλεισμένα στον εαυτό τους και ικανοποιημένα από τον εαυτό τους. Αυτό που δαψόνιζε πάνω απ' όλα τον 'l!;ντουαρντ στην Άλιτσε ήταν η αδιατάραχτη αυτοσυγκράτησή της. Αν και ο 243

Ι,

ΚΩΜΙΚΟΙ ΕΡΩΤΕΣ

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑ! Ο ΘΕΟΣ

ίδιος ήταν μάλλον μετρημένος, άρχισε να ονειρεύεται μια

κτικότητα. Αλλά δεν μπόρεσε να δει τι εντι)πωση προκάλε­

ακραία πράξη που θα έβγαζε την Άλιτσε από την αταραξία

σε η χειρονομία του αυτή στην Άλιτσε. γιατί εκείνη ακρι­

της. Και επειδή ήταν πολύ παρακινδυνευμένο να την προ­

βώς τη στιγμή είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο την επιστά­

καλέσει με τη βλασφημία ή τον κυνισμό (όπως τον ωθούσε

τρια του σχολείου. Τον κοίταζε. Και ο Έντουαρντ κατάλα­

ο χαρακτήρας του) αναγκάστηκε να καταφύγει σε αντίθε­

βε πως είναι χαμένος.

τες (άρα πολι') πιο δι'ισκολες) ακρότητες. οι οποίες θα απέρρεαν από τις θέσεις της ίδιας της Άλιτσε, θα έφταναν όμως σε τέτοιες υπερβολές, που θα την έκαναν να ντραπεί για τη χλιαρή στάση της. Με άλλα λόγια: οΈντουαρντ άρ­

5

χισε να επιδεικνύει υπέρμετρη ευσέβεια. Δεν έχανε την πα­ ραμικρή ευκαιρία να πηγαίνει στην εκκλησία (ο πόθος του

Οι φόβοι του επαληθεύτηκαν τη μεθεπομένη, όταν τον στα­

για την Άλιτσε ήταν πολύ πιο ισχυρός απ' το φόβο των

μάτησε στο διάδρομο η επιστάτρια και του ανακοίνωσε με­

όποιων συνεπειών), όπου φερόταν με εκκεντρική ταπεινο­

γαλοφu')νως ότι την επομένη στις δώδεκα η ώρα έπρεπε να

σύνη: γονάτιζε σε κάθε ευκαιρία, ενώ η Άλιτσε προσευχό­

παρουσιαστεί στο γραφείο της διευθύντριας: «Πρέπει να

ταν κι έκανε το σταυρό της όρθια δίπλα του, γιατί φοβόταν

σου μιλήσουμε. σύντροφε».

μην της φύγει κάνας πόντος απ' τις κάλτσες της.

ι! lί 11

Τον 'Rντουαρντ τον κυρίευσε αγωνία. Το βράδυ είδε την

Μια μέρα την κατηγόρησε για χλιαρή πίστη. Της υπεν­

Άλιτσε και άρχισαν ως συνήθως να τριγυρνάνε στους δρό­

θύμισε τα λόγια του Ιησού: Ου πας ο λέγων μοι. Κύριε Κύ­

μους. αλλά είχε παραιτηθεί από τον θρησκευτικό ζήλο του.

ριε, εισελεύσεται εις την βασιλείαν των ουρανών. Της είπε

Ήταν αποκαρδιωμένος και ήθελε να μοιραστεί με την Άλι­

πως η πίστη της είναι τυπική, εξωτερική, ει'ιθραυστη. Την κατηγόρησε για την άνετη ζωή της. Την κατηγόρησε πως

τσε αυτ() που του συνέβαινε. αλλά δεν είχε το σθένος. γιατί ήξερε πως. για να κρατήσει την ανεπιθΙJμητη (αλλά απα­

παραείναι ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Την κατηγόρη­

ραίτητη) δουλειά του, ήταν έτοιμος να προδώσει χωρίς κα­

σε ότι δε βλέπει τίποτ' άλλο πέρα από τον εαοτό της.

νένα δισταγμό τπν καλό Θεό. Οπότε δεν είπε τίποτα για τη

Κι όση ώρα μιλούσε (η Άλιτσε δεν την περίμενε τέτοια

δυσοίωνη κλήση στο γραφείο της διευθι'ιντριας. και συνε­

επίθεση και αμυνόταν υποτονικά) είδε ξαφνικά ένα προ­

πώς δεν μπορούσε να περιμένει καμία λέξη παρηγοριάς.

σκυνητάρι. έναν παλιό μπρούτζινο σταυρό μ' έναν σκουρια­

Την επομένη μπήκε στο γραφείο της διευθύντριας μ' ένα

σμένο εσταυρωμένο από λευκοσίδηρο,

αίσθημα απόλυτης μοναξιάς.

που ορθωνόταν

στην άκρη του δρόμου. Τράβηξε απότομα το χέρι του από το χέρι της Άλιτσε, στάθηκε (σαν διαμαρτυρία για την

Στο γραφείο τον περίμεναν τέσσερις κριτές: η διευθι'ι­ ντρια. η επιστάτρια. ένας συνάδελφός του (κοντός και με

αδιαφορία της και για να δείξει ότι ξεκινά η καινούρια του

γυαλιά) και ένας άγνωστος (γκριζομάλλης) κύριος. που οι

εκστρατεία) και έκανε το σταυρό του με επιθετική επιδει-

άλλοι τον αποκαλούσαν σύντροφο επιθεωρητή. Η σιευθύ-

244

'245

Ο ΕΝ1ΌΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ΚΩΜΙΚΟΤ ΕΡΩΤΕΣ

ακριβέστερα, κοντά στην εικόνα που είχαν σχηματίσει εκεί­ νοι γι' αυτόν' αν ήθελε να διορθώσει ώς ένα βαθμό αυτή την εικόνα. έπρεπε ώς ένα βαθμό και να την αποδεχτεΙ

ντρια έκανε νόημα στον Έντουαρντ να καθίσει. και ύστερα του είπε ότι τον κάλεσαν για μια τελείως φιλική και ανεπί­ σημη συζήτηση, γιατί ήταν εξαιρετικά ανήσυχοι με τη συ­

«Σύντροφοι. μπορώ να μιλήσω ειλικρινά;» τους είπε. «Και βέβαια» είπε η διευθύντρια. «Γι' αυτό βρίσκεστε

μπεριφορά του εκτός σχολείου. Μιλοι)σε και παράλληλα ΚΟΙΤ(Η'ισε τον επιθεωρητή, και ο επιΟεωρητής κουνοι)σε επι­

EQC;). »

δοκιμαστικά το κεφάλι' έπειτα έριξε ένα βλέμμα στον δά­

«Και δε θα θυμώσετε;» «Π είτε ό.ΤΙ έχετε να πείτε» απάντησε η διευθύντρια. «Ε λοιπόν, θα σας τα ομολογήσω όλα» είπε ο Έντου­

σκαλο με τα γυαλιά, που όλη αυτή την ώρα την κοιτούσε προσεχτικά. και μόλις έπιασε το βλέμμα της άρχισε μια ατέ­ λειωτη αγόρευση. Είπε πως Οέλουμε να διαπαιδαγωγήσου­

αρντ. «Όντως πιστεύω στο Θεό.» Κοίταξε τους κριτές του και διαπίστωσε πως έμοιαζαν όλοι ανακουφισμένοι' μόνο η επιστάτρια του φώναξε: «Σή­

με μια υγιή και απαλλαγμένη από προκαταλήψεις νεολαία και πως είμαστε απολύτως υπεύθυνοι γι' αυτήν τη νεολαία. γιατί εμείς (οι δάσκαλοι) χρησιμεύουμε σαν παράδειγμα'

μερα, σύντροφε; Στην εποχή μας;» Ο Έντουαρντ συνέχισε: «Το περίμενα πως θα θυμώσετε αν σας πω την αλήθεια. Αλλά δεν ξέρω να λέω Ψέματα. Μη

γι' αυτό και δεν μπορούμε να ανεχτοι'ιμε ανάμεσά μας την παρουσία θρησκόληπτων' ανέπτυξε διά μακρών αυτήν τη σκέψη και στο τέλος δήλωσε πως η συμπεριφορά του

μου ζητάτε να σας πω ψέματα». «Δε σας ζητάει κανείς να πείτε ψέματα» είπε (ήρεμα) η διευθύντρια. «Καλά κάνετε και λέτε την αλήθεια. Εγώ

Έντουαρντ αποτελεί σκάνδαλο για ολΩκληρο το σχολείο. Λίγα λεπτΓι. πιο πριν ο 'J:ια συζήτηση' &)ς τότε έπρεπε αυτή με την Jl ψ( Η lγl ίη:::: να τον βOηθϊlσει να εξελιχτεί. Και υπογράμμι­ ιl: ι/ΑΛΊI μΙ/Ι. ψ ι ψ ά πως η βοήθεια που ήθελε να του προσφέ( " Ι. , l.\ιιΗ φιλική (jοήfJεια. πως ούτε ιεροεξεταστής είναι ού[[ ιω ΓII\lΙΨΙΧΙ',::::. Ί';πειτα αναφέρθηκε στον δάσκαλο που τι", [ι:χε CIHTcOci τιΊπ() άγρια και είπε: «'Εχει κι αυτός προ­ [Ίληιιιι. ul.. χιl.ι, Οα Ίαν εlJτυχής αν μπορούσε να κάνει δι'ισκο­ λη τη (ι"γl των ιΧλλων. 11 επιστάτρια πάλι λέει παντού πως γιπιχπτιχ\l r::( ιι IΧλητιχιΊς και επψένατε πεισματικά στις θέσεις σιχς. 1';(\ιΙ/.l (1.[Jπαχίvητη στην άποψή της πως έπρεπε να σας

Ο J.:NTOYAfJNT ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ΚΩ\lΤΚΟΙ RΓΩΤF:Σ

διώξουμε απ' το σχολείο. Φυσικά. δε συμφωνώ μαζί της,

�τo πρόσωπο της διευθύντριας ζωγραφίστηκε ένα πι­

από την άλλη όμως πρέπει να την καταλάβετε. Ούτε εμένα

κρό χαμόγελο. και ο Έντουαρντ σχεδόν τη λυπήθηκε. Ήταν

θα μου πολυάρεσε να εμπιστευτώ τα παιδιά μου σ' ένα δά­

συγκινητικά άσχημη' τα μαύρα μαλλιά πλαισίωναν ένα

σκαλο που σταυροκοπιέται μες στη μέση του δρόμου».

στενόμακρο οστεc,')δες πρόσωπο, και το μαι'φο χνοlΥδι κάτω

.\lε τον τρόπο αυτό η διευθι'ιντρια, μέσα από ένα ακατά­

απ' τη μΙJτη σαν να σχημάτιζε κανονικό μουστάκι. Μεμιάς

σχετο κύμα λέξεων και φράσεων, επιδείκνυε άλλοτε τις σα­

κατάλαβε όλη τη θλίψη της ζωής της παρατηροι)σε τα χα­

γηνευτικές πλευρές της επιείκειΓ..ντρια συνέχισε: «Θέλω όμως κι εγώ να βλέ­ πω τον κόσμο όπως εσείς. με τα ίδια χρC:ψατα!» Έπειτα σηκώθηκε απ' την πολυθρόνα της. φοι>σχωσε το στήθος της και είπε: «Αλήθεια σας αρέσω; Αλήθεια;» Και πήγε γύρω απ' το τραπέζι και τράβηξε τον 'F:ντuυαρντ απ' το μανίκι: «Αλήθεια;» «Ναι» είπε ο Έντουαρντ. «Ελάτε, θα χορέΨουμε» του είπε' άφησε το μανίκι του. τινάχτηκε προς το ραδιόφωνο κι άρχισε να γυρίζει το κου­ μπί. ώσπου πέτυχε χορευτική μουσική. Έπειτα στάθηκε χα­ μογελαστή μπροστά του. Ο Έντουαρντ σηκώθηκε. την έπιασε και άρχισε να τη στριφογυρίζει γύρω γι)ρω στο δωμάτιο. στο ρυθμό της μου­ σικής. Η διευθύντρια κάθε τόσο ακουμπούσε τρυφερά το κεφάλι της στον ώμο του. έπειτα ξαφνικά το σήκωνε και τον κοιτούσε στα μάτια. έπειτα έπιανε και σιγομουρμούρι­ ζε τη μελωδία.

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘF:ΟΣ

Ο Έντουαρντ ένιωθε τόσο άσχημα. που αρκετές φορές σταμάτησε το χορό για να πιει λιγάκι. Τίποτα δε λαχτα­ ροι>σε περισσότερο απ' το να δ&)σει ένα τέλος στη φρίκη αυτού του αδιάκοπου πηγαινέλα. αλλά και τίποτα δε φοβ6ταν περισσότερο από αυτ6 το τέλος. γιατί η φρίκη που θα επακολουθούσε του φαινόταν μεγαλύτερη. Έτσι. εξακο­ λούθησε να στριφογυρίζει γύρω γύρω στο στενό δωμάτιο την ντάμα του που σιγοτραγουδούσε. και στο μεταξι) περί­ μενε (με εναγώνια ανυπομονησία) την πολυπόθητη επίδρα­ ση του αλκο6λ. Όταν επιτέλους του φάνηκε πως οι αισθή­ σεις του είχαν αρκετά αμβλυνθεί απ' το κονιάκ. έσφιξε με το ένα χέρι πάνω του τη διευθύντρια. κι έβαλε το άλλο του χέίΙΙ στο στήθος της. Ναι. έκανε τη χειρονομία που και μόνο η σκέψη της τον φ('ιμαζε απ' την αρχιj της βραδιάς θα Όινε τα πάντα για

κάνει: η κατάσταση στην οποία είχε μπλέξει απ' την

[ην

lφχη της

yI/,�' Οα Λ" ίΊeν

βραδιάς δεν του άφηνε κανένα περιθώριο διαφυ­

ιιπορούσε σίγουρα να επιβραδύνει τη ροή της. αλ­

11π(φοι)σε με τίποτα να τη σταματήσει. κι έτσι. βά­

(ιιν [It,� τ() Ι'ι'ν

ι

χέ(ιι του στο στήθος της διευθύντριας. ο Έντου­

Il.πΛ(;>ς

υπάκουε στις επιταγές μιας αναπότρεπτης

Il.νII.Υ)(II.,,ι"ιτητας.

ΛΛΛιl.

οι σι

ινέπειες της χειρονομίας του ξεπέρασαν όλες

Π( Η ,liΛCr!ιεις.

11" ,

'/ ,i,.ι"Οllνφια

2:αν έπειτα από χτύπημα μαγικού ραβδιού

άρχισε να σπαρταράει μέσα στην αγκαλιά

ΙΙΗΙ

Cτιel,ΗI.

πίεσε το τριχωτό πάνω της χείλι στο στόμα

111".

1':τιe'.ΗI.

τον έσπρωξε πάνω στο ντιβάνι. και με σπα­

',I,(.}ί;'.){�ζ κιν ή σεις ["

262

μην είχε να την χάνει. και TCrAfJ' όλα αυτά την έκανε

ψι-

eπε,Λή. πιστέψτε με. ήταν πραγματιχά υποχρεωμένος να

Ι' ,λι

)(ιι.ι

την

και βαθείς αναστεναγμούς του δάγκωσε

άκρη της γλώσσας του. και τον πόνεσε πο-

Ο ΕΝΤΟΥΑΡΝΤ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ

ΚΩΜ Ι Κ Ο ! ΕΡΩΤΕΣ

λύ. '�πειτα τραβήχτηκε απ' την αγκαλιΓι. του. του είπε «Πε­ ρίμενε!» κι έτρεξε στο μπάνιο.

νόρθωτο στίγμα, ανεξάρτητα αν για μάρτυρά του είχε ένα όμορφο πρόσωπο ή ένα άσχημο και κωμικό σαν της διευθι)­

Ο Έντουαρντ έγλειψε το δάχτυλό του και διαπίστωσε πως η γλώσσα του είχε ματώσει ελαφρά. Τον πονοι)σε τόσο

να τον φτάσει, αυτός. έντρομος και μην ξέροντας τι να κά­

πολι) η δαγκωματιά, που χάθηκε η μέθη την οποία είχε με κόπο πετι)χει, κι ένιωσε πάλι εκείνο το σφίξιμο στο λαιμό.

ντριας. Και ενώ η διευθύντρια ήθελε πια μόνο ένα βήμα για νει. είπε ξαφνικά. χωρίς καν να ξέρει πώς (μάλλον από έμπνευση της στιγμής παρά από μελετημένο ελιγμό): «.\lη.

στη σκέψη τού τι τον περιμένει. Από το μπάνιο άκουγε με­ γάλο θόρυβο από νερό. Άρπαξε το μπουκάλι το κονιάκ. το έφερε στα χείλη του και κατέβασε μια γερή δόση.

μη! Θεέ μου. μη! Είναι αμαρτία, θα 'ταν αμαρτία!» και τι­

Αλλά είχε ήδη εμφανιστεί η διευθύντρια στην πόρτα. φορώντας ένα διάφανο νυχτικό (όλο δαντέλες στο στήθος) και προχωρούσε αργά προς το μέρος του. Τον αγκάλιασε.

ζοντας: «Τι αμαρτία ; Δεν υπάρχει αμαρτία!» Ο Έντουαρντ κατέφυγε πίσω απ' το τραπέζι όπου κά­

Έ πειτα έκανε ένα βήμα πίσω και του είπε με επιτιμητικό ύφος: «Γιατί είσαι ακόμα ντυμένος ;»

το δικαίωμα».

O '�ντoυαρντ έβγαλε το σακάκι του και. καθώς κοιτοι)σε τη διευΟι)ντρια (που είχε καρφωμένα πάνω του τα μεγάλα της μάτια) . ένα μόνο σκεφτόταν. πως τ ο κορμί του πιθανό­

το δρόμο και συνέχισε να πλησιάζει τον Έντουαρντ. χωρίς

τατα θα σαμποτάριζε την προσπάθεια της θέλησής του. Γι' αυτό, με μοναδική του έγνοια να αφυπνίσει το κορμί του. της είπε με αβέβαιη φωνή: «Γδυθείτε εντελώς». Κι εκείνη. με μιαν απότομη κίνηση. με υπάκουη θέρμη. πέταξε το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας το λευκό κοκαλιά­ ρικο σώμα της. όπου ξεχώριζε η πυκνή μαύρη τούφα σε με­ λαγχολική εγκατάλειψη. Τον πλησίαζε αργά αργά. και ο Έντουαρντ συνειδητοποίησε έντρομος αυτό που ήδη ήξερε: το κορμί του είχε κυριολεκτικά παραλύσει απ' το άγχος. Ξέρω, κύριοι, πως με τα χρόνια συνηθίσατε αυτού του είδους την προσωρινή ανυπακοή του κορμιού σας, και κα­ θ όλου δε σας ανησυχεί. Αλλά καταλαβαίνετε; Ο Έντουαρντ ήταν νέος τότε. Το σαμποτάζ του κορμιού του τον έριχνε κάθε φορά σε απίστευτο πανικό και το θεωρούσε ανεπα264

νάχτηκε μ' έναν πήδο μακριά της. Αλλά η διευθύντρια άρχισε να τον πλησιάζει μουρμουρί­

θονταν πριν από λίγο: «Όχι. Δεν έχω το δικαίωμα. δεν έχω Η

διευθύντρια έσπρωξε την πολυθρόνα που της έφραζε

να ξεκολλάει από πάνω του τα μεγάλα μαύρα μάτια της «Δεν υπάρχει αμαρτία! Δεν υπάρχει αμαρτία!» Ο Έντουαρντ έκανε το γίψο του τραπεζιού' πίσω του ήταν πια μόνο το ντιβάνι. και η διευθύντρια ήταν πολι) κο­ ντά του. Δεν μπορούσε πια να ξεφύγει. και σίγουρα η τερά­ στια απελπισία του τον ώθησε, εκείνη τη στιγμή του αδιε­ ξrίδoυ. να προστάξει τη διευθύντρια: «Γονάτισε!» Ι{

διευθι)ντρια τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει. αλλά

('ιταν αυτός της ξανάπε με σταθερή αν και απελπισμένη φωνή: «Ι Όνάτισε!», εκείνη γονάτισε με θέρμη μπροστά του και του αγκάλιασε τα πόδια. « Κάτω τα χέρια σου!» της φώναξε. «Ένωσέ τα!» Ε κείνη τον κοίταξε και πάλι χωρίς να καταλαβαίνει.
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF