Οδυσσέας του Τζέημς Τζόυς - Ulysses, James Joyce

December 27, 2017 | Author: ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Ο Οδυσσέας του Τζέημς Τζόυς, ένα λογοτεχνικό κείμενο σταθμός. Σε pdf για να μπορείτε να το διαβάσετε οπουδήποτε....

Description

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ 1992

ΤΖΑΙΗΜΣ ΤΖΟΥΣ ΟΔΥΣΣΕΑΣ Μετάφραση ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΚΑΨΑΣΚΗΣ Επιμελητής έκδόσεως ΗΛΙΑΣ X. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ

ΚΕΔΡΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ANTI ΠΡΟΛΟΓΟΥ 1. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ 2. ΝΕΣΤΟΡΑΣ 3. ΠΡΩΤΕΑΣ 4. ΚΑΛΥΨΩ 5. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ 6. ΑΔΗΣ 7. ΑΙΟΛΟΣ 8. ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ 9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ 10. ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ 11. ΣΕΙΡΗΝΕΣ 12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ 13. ΝΑΥΣΙΚΑ 14. ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 15. ΚΙΡΚΗ 16. ΕΥΜΑΙΟΣ 17. ΙΘΑΚΗ 18. ΠΗΝΕΛΟΠΗ

ANTI ΠΡΟΛΟΓΟΥ Κατά τή διάρκεια τής μακρόχ ρονης άπασχ όλησής μου μέ τή μετάφραση του Όδυσσέα έφτασα συχ νά μπροστά σέ ανυπέρβλητες δυσκολίες καί άρκετές φορές αποφάσισα νά διακόψω τό εγχ είρημα. Τελικά, οπως διαπιστώνετε, αυτή ή μετάφραση τελείωσε καί τώρα, αντί προλόγου, νιώθω τήν άνάγκη νά καταγράψω εδώ μερικές άπό τίς δυσκολίες μου καί ν’ άπαριθμήσω μερικές περιπτώσεις λέξεων η φράσεων, τίς όποιες, γιά διάφορους λόγους, ή μετάφρασή μου δέν κατόρθωσε ν’ άποδώσει. Κατ’ αρχ ήν πρέπει νά πώ ότι, παρ’ ολο πού μετέφρασα άπό τό πρωτότυπο, θεωρώ βέβαιο ότι δέν θά κατάφερνα νά ολοκληρώσω αύτή τήν εργασία ` αν, γιά τήν άνεύρεση λύσεων στίς δυσκολίες πού μου παρουσιάζονταν, δέν κατέφευγα στή γαλλική μετάφραση. Έξ άλλου, μερικές φορές, χ ωρίς νά γνωρίζω γερμανικά, αλλά μέ τη βοήθεια τής κόρης μου Άντρέα, τής όποιας ή γλώσσα αύτή είναι ή μητρική της, ζήτησα νά ξεκαθαρίσω κάποιες άμφιβολίες μου κατί νά προσθέσω τήν πολυτέλεια μιας τρίτης εκδοχ ής. Γιά τούς λόγους αυτούς, λοιπόν, πρίν προχ ωρήσω, νομίζω πώς πρέπει νά δώσω ορισμένες πληροφορίες γιά τή μετάφραση του Όδυσσέα στίς δύο αύτές γλώσσες, οπως μάς παρέχ ονται άπό τόν Ρίτσαρντ ’Έλλμαν στήν περίφημη βιογραφία του γιά τόν Τζόυς (Richard Ellmann, James Joyce, 1959, 1982, Oxford University Press, Inc., New York). Ή πρώτη γαλλική μετάφραση άποσπασμάτων άπό τόν Όδυσσέα παρουσιάστηκε στό περιοδικό Commerce, τό καλοκαίρι του 1924 καί εφερε τίς ύπογραφές TfoG Βαλερύ Λαρμπώ καί τού Ώγκύστ Μορέλ. Περιείχ αν τήν «Τηλεμάχ εια» (δηλαδή τά πρώτα τρία επεισόδια του Όδυσσέα) καί άποσπάσματα άπό τό δέκατο έβδομο επεισόδιο, τήν «’Ιθάκη» καί τό δέκατο δγδοο, τήν «Πηνελόπη». Μετά άπ’ αύτή τή δημοσίευση, ό Λαρμπώ, γιά λόγους πού είναι άσχ ετοι μέ τή μετάφραση τού Όδυσσέα, άποσύρθηκε καί ό Μορέλ συνέχ ισε μόνος του, άλλά προχ ωρούσε μέ μεγάλη άργοπορία. Ό ’Έλλμαν συνεχ ίζει: «Αύτή (ή μετάφραση) πήρε νέα ορμή χ άρη σ’ ενα νέο μέλος πού στρατολογήθηκε στόν κύκλο Τζόυς, τόν Στιούαρτ Γκίλμπερτ. Ό Γκίλμπερτ, μετά από σπουδές στήν ’Οξφόρδη, άρκετά νέος, εφυγε στή Βιρμανία, οπου γιά μιά περίοδο δεκαεννέα ετών ύπηρέτησε ώς δικαστής. Στίς αρχ ές του 1927, μετά τή συνταξιοδότησή του έπέστρεψε στήν Εύρώπη καί εγκαταστάθηκε μέ τή Γαλλίδα σύζυγό του στό Παρίσι. Ανακάλυψε τό βιβλιοπωλείο τής Σύλβιας Μπήτς (τής έκδότριας του Τζόυς), ή οποία του εδειξε ενα άπόσπασμα τού Όδυσσέα μεταφρασμένο από τόν Μορέλ καί δημοσιευμένο στήν επιθεώρηση 900: Τετράδια τής ’Ιταλίας καί τής Ευρώπης (φθινόπωρο τού 1926). Ό Γκίλμπερτ έπέστησε τήν προσοχ ή της σέ μερικά σοβαρά λάθη καί μετά από αίτημά της, τήν 9η Μαίου 1927, άπέστειλε τίς εκτιμήσεις του στόν Τζόυς, τόν όποιο δέν ειχ ε ακόμα συναντήσει. «’Άν σάς ενδιαφέρει, προτίθεμαι νά έπιβλέψω τή γαλλική μετάφραση καί, αν είναι αναγκαίο, νά προτείνω καί διορθώσεις. Αντιλαμβάνομαι πλήρως τό κολοσσιαίο εργο τού μεταφραστή καθώς καί τή δεξιότητά του` θά έπιθυμούσα νά τόν βοηθήσω χ ωρίς νά τού επιβληθώ καί, οπως ελπίζω, μέ διακριτικότητα». Δέν άπαιτούσε ού’τε άνταμοιβή, ού’τε ευχ αριστίες. Αυτή ή γενναιόφρων προσφορά εγινε άσμένως άποδεκτή άπό τόν Τζόυς, αλλά λιγότερο άπό τόν Μορέλ. ’Ακολούθησε μιά σειρά πολύπλοκων ελιγμών. Ό Γκίλμπερτ ελεγε άργότερα ότι ό Τζόυς άρέσκετο νά εκλαμβάνεται ώς διπλωμάτης πού συζητούσε μέ δύο

ύπερδυνάμεις, άλλά οι μεταφραστές του συνεννοούντο άρκετά καλά. ’Από τήν αλληλογραφία συνάγεται ότι ό Μορέλ δέν ήταν πολύ εύχ αριστημένος πού ειχ ε κριτή τόν Γκίλμπερτ, όσο κι αν αυτός ήταν ευχ άριστος· καί τό γεγονός ότι ό Γκίλμπερτ βρισκόταν σέ καθημερινή επαφή μέ τόν Τζόυς, ενώ ό Μορέλ διέμενε στό νησί του (ό Μορέλ εμενε μακριά άπό τό Παρίσι, σ’ ενα νησί στή Βρετάννη), δέν βοηθούσε στήν εξομάλυνση των καταστάσεων. Άλλά, ας ξαναγυρίσουμε στή μετάφραση. Ό Λαρμπώ, πού ειχ ε άποδεχ θεί νά επιβλέπει τόν έπιβλέποντα Γκίλμπερτ, ειχ ε κάποια μπερδέματα μέ τήν Άντριάν Μοννιέ (τήν έκδότριά του), ή οποία έπιθυμούσε οπως ό Λαρμπώ συνεχ ίσει νά γράφει τά δικά του εργα κι έτσι ό τελευταίος σταμάτησε νά μεταφράζει, ενώ ή Σύλβια Μπήτς (ή έκδότρια τού Τζόυς), τόν πίεζε πρός τήν άντίθετη κατεύθυνση. Τό 1928 ό Λαρμπώ πρότεινε στόν Τζόυς νά άντικατασταθεί άπό τόν Μωρουά, άλλά ό Τζόυς άρνήθηκε` συγκέντρωσε τούς μεταφραστές του στό «Τριανόν» καί τούς εκαμε ν’ άποδεχ θούν τή συμφωνία, πού άργότερα ονόμαζε «Συνθήκη τού Τριανόν», μέ τήν οποία εγκαθίδρυε τόν Λαρμπώ άνώτατο διαιτητή. “Οταν, τόν Φεβρουάριο τού 1929, έκδόθηκε ή γαλλική μετάφραση τού Όδυσσέα άπό τήν Άντριάν Μοννιέ, ό κολοφώνας τού βιβλίου περιείχ ε μιά σοφή ιεραρχ ία: «Μεταφράστηκε άπό τά άγγλικά άπό τόν Ώγκύστ Μορέλ, μέ τή βοήθεια τού Στιούαρτ Γκίλμπερτ. Μετάφραση εντελώς ήλεγμένη άπό τόν κ. Βαλερύ Λαρμπώ, μέ τή συνεργασία τού συγγραφέα». Γιά τή γερμανική μετάφραση τού Όδυσσέα ό ’Έλλμαν μας παρέχ ει τίς άκόλουθες πληροφορίες: (τόν Αύγουστο τού 1926) πέρασε τέσσερις μέρες μέ τόν Georg Goyert, ό όποιος, κατόπιν διαγωνισμού πού οργάνωσε ή εκδοτική εταιρεία τού Τζόυς στήν Ελβετία, ή Rhein Verlag, είχ ε έπιλεγεί γιά νά μεταφράσει τόν Όδυσσέα. Ό Goyert εφερε άπό τό Μόναχ ο τό κείμενο καί ό Τζόυς τόν βοήθησε νά διορθώσει 88 σελίδες. (Γράμμα στόν άδερφό του Στανίσλαο, 5 Νοεμβρίου 1926.) Ή γερμανική μετάφραση έκδόθηκε τό 1927· δέν ικανοποίησε τόν Τζόυς, πού ετοίμασε άμέσως μιά άναθεωρημένη έκδοση. Ό Georg Goyert ήρθε επί τούτου στό Παρίσι τόν ’Απρίλιο καί ό Τζόυς τού άφιέρωσε ολο τό χ ρόνο πού διέθετε. Μετά άπ’ αύτές τίς πληροφορίες καί επειδή (καθ’ όσο ξέρω) μετά τήν πρώτη έκδοση τής γαλλικής μετάφρασης τού 1929 δέν υπήρξαν άπορριπτικές κριτικές, ούτε έπιχ ειρήθηκε ποτέ μιά νέα μετάφραση, θεώρησα θεμιτό, σέ περιπτώσεις πού υπήρχ αν άμφιβολίες ώς πρός τήν πλήρη κατανόηση τού πρωτοτύπου, νά προσφεύγω στή γαλλική μετάφραση γιά τήν άνεύρεση τής εξήγησης, πού τό πρωτότυπο μού άρνιόταν. Αυτός είναι ό λόγος πού, κάπως επίμονα, έπέμεινα στό ιστορικό τής γαλλικής μετάφρασης. Παρ’ ολα αυτά, πριν προχ ωρήσω στήν εκθεση τών δικών μου δυσκολιών, οφείλω νά δηλώσω ότι άκόμα καί σ’ αύτή τήν άποδεκτή μετάφραση υπάρχ ουν άρκετές διαφορές μεταξύ τού πρωτοτύπου καί τής γαλλικής μετάφρα # σης καί ενδεικτικά θά άναφέρω τρεις περιπτώσεις. 1. Στό επεισόδιο τού «Κύκλωπα», ή φράση «…about all the fellows that were hanged, drawn and transported…», εχ ει άποδοθεί στά γαλλικά ώς εξής: «rapport a tous les pauvres diables qu’ ont ete pendus, arraches de chez eux et deportes…». Ή διαφορά βρίσκεται στήν άπόδοση τής λέξης drawn πού εχ ει άποδοθεί περιφραστικά μέ τήν έκφραση arraches de chez eux. ’Άς παραθέσουμε τή φράση οπως μεταφράστηκε ελληνικά: «… καί γιά ολους τούς άλλους συντρόφους πού κρεμάστηκαν, αρπάχ τηκαν μέσα άπό τά σπίτια τους καί εξορίστηκαν…». Δηλαδή, ή ελληνική μετάφραση άκολουθεί τό γαλλικό κείμενο. “Ομως, οι φίλοι

John Solman καί Geoffrey Cox προτείνουν οπως ή λέξη drawn άποδοθεί ώς «ξεκοιλιάστηκαν», επιμένουν δέ ότι πρόκειται γιά άπαρχ αιωμένη μορφή θανατικής ποινής, προερχ όμενη άπό τό σκοτεινό Μεσαίωνα καί καταργημένη σήμερα, κατά τήν οποία, μετά τήν εκτέλεση δι’ άπαγχ ονισμού, στή συνέχ εια τό θύμα ξεκοιλιαζόταν. Μιά διαφορετική παραλλαγή συμπληρωματικής τιμωρίας πού άκολουθούσε τόν άπαγχ ονισμό ήταν ή ποινή πού καθορίζεται μέ τή λέξη quartered!, πού σημαίνει ότι τό θύμα μετά τόν άπαγχ ονισμό διαμελιζόταν. Είναι περίεργο πού ή γαλλική μετάφραση στηρίζεται σέ μιά διαφορετική ερμηνεία τού ρήματος draw, πού βέβαια σημαίνει σέρνω καί σέρνω έξω, κι εκείνο πού καθιστά άκόμα πιό περίεργη αύτή τήν απόρριψη τής έννοιας του ξεκοιλιάσματος δέν είναι ή πιθανή άμέλεια ή ή απροσεξία του Τζόυς νά έπισημάνει αυτή τήν έκδοχ ή, άλλά τό γεγονός ότι στήν ομάδα των μεταφραστών συμμετέχ ει καί ό Γκίλμπερτ, ό όποιος, έχ οντας υπηρετήσει δεκαεννιά χ ρόνια ώς δικαστής σέ βρετανική άποικία τής ’Άπω Ανατολής, πρέπει νά είχ ε ύπ’ όψη του τή δικαστική έρμηνεία αύτής τής λέξης. Αύτός είναι κυρίως ό λόγος πού, παρά τήν ύπόδειξη τών φίλων κυρίων Solman καί Cox, καί μέ δική μου εύθύνη, προτίμησα στήν ελληνική μετάφραση ν’ άκολουθήσω τό νόημα τού γαλλικού κειμένου. Συμπληρωματικά, όσον άφορά στήν έρμηνεία τής μικρής αύτής φράσης πρέπει νά προσθέσω ότι καί γιά τό τρίτο ρήμα transported, τό όποιο στά γαλλικά άποδίδεται ώς deportes καί στά ελληνικά ώς εξορίστηκαν, ό κ. Solman επισημαίνει ότι σέ κείμενο γραμμένο στίς άρχ ές αύτού τού αιώνα καί άναφερόμενο σαφέστατα σέ δικαστική ποινή κατά τόν προηγούμενον, ή λέξη δέν σημαίνει εξορίστηκαν, οπως έννοούμε αύτή τή λέξη σήμερα, άλλά «μεταφέρθηκαν άναγκαστικά στήν Αυστραλία». Αύτή ή έρμηνεία δέν εγινε άποδεκτή στήν ελληνική μετάφραση γιά άλλους λόγους, τούς όποιους θά προσπαθήσω νά εξηγήσω παρακάτω. 2. Στό επεισόδιο τής «Κίρκης», παρατίθεται ενας κατάλογος εραστών κάποιας κυρίας Ντάντρεηκ, οπου άνάμεσα σέ πολλούς άναφέρεται καί «the varsity wetbob eight from old Trinity». Στήν ελληνική μετάφραση ή φράση άποδίδεται «ή οκτάδα τών κωπηλατών τής ομάδας τού γεροΤρίνιτυ», άλλά στή γαλλική μετάφραση περιέργως τό κείμενο άποδίδεται ώς «/e rameur numero huit de Γ equipe du vieux Trinity», δηλαδή, «ό κωπηλάτης άριθμός οκτώ τής ομάδας τού γεροΤρίνιτυ» κι Ι’τσι ό άριθμός τών έραστών τής κυρίας Ντάντρεηκ μειώνεται κατά εφτά. 3. Αύτή ή τρίτη διαφορά πού θά έπισημάνω τελευταία έχ ει περισσότερη σημασία άπό τίς προηγούμενες δύο. Δέν συνιστά ύποθετικό ή πραγματικό λάθος, άλλά καταγράφει μιά διαφαινόμενη προσπάθεια τών Γάλλων μετα φραστών ν’ απαλύνουν τή δυσκολία τού κειμένου, προσθέτοντας κατά καιρούς μιά ή δυό λέξεις, πού θά καθιστούσαν τή φράση περισσότερο κατανοητή. ’Οφείλω νά πώ ότι κι εγώ, ήθελημένα ή άθέλητα, άκολούθησα αύτό τό δρόμο, καί παρ’ ολο πού ό κ. Solman μού έπεσήμανε άρκετές φορές στό κείμενό μου αύτές τίς προσθήκες, τελικά δέν τόν ακόυσα καί άρκετές λέξειςέπεξηγήσεις παρέμειναν στήν ελληνική μετάφραση. Ή φράση είναι άπό τό τρίτο επεισόδιο τού Όδυσσέα, τόν «Πρωτέα», «Belly without blemish, bulging big, a buckler of taut vellum, no, whiteheaped corn, orient and immortal, standing from everlasting to everlasting». Ή γαλλική μετάφραση έχ ει ώς εξής: « Ventre sans tache, gros de toutes les grossesses, bouclier de velin tendu, non, un monceau blanc de ble qui demeure auroral, nacre, maintenant et a jamais dans tous les sidcles des siecles». Καί ή ελληνική μετάφραση: «Κοιλία άψεγάδιαστη, φουσκωμένη μετά τίς τόσες εγκυμοσύνες, άσπίδα άπό τεντωμένο μοσχ αρίσιο δέρμα, όχ ι, άσπρος λοφίσκος άπό στάρι, άνατέλλον καί άθάνατο, εις τούς αιώνας τών αιώνων». Ή διαφορά βρίσκεται στήν προσθήκη στό γαλλικό κείμενο (τό όποιο άκολούθησα καί εγώ) τών λέξεων «de toutes les grossesses» καί ελληνικά «μετά τίς τόσες εγκυμοσύνες» πού δέν ύπάρχ ει στό πρωτότυπο καί λειτουργεί επεξηγηματικά στή λέξη «φουσκωμένη».

Ελπίζω πώς εγινε κατανοητό ότι δέν παρέθεσα αυτές τίς διαφορές μεταξύ τού πρωτοτύπου καί τής γαλλικής μετάφρασης πρός επίδειξη ύποθετικών γνώσεων, άλλά ώς πρώτο δείγμα τών δυσκολιών μου. Καί άκόμη γιά νά εξηγήσω τούς λόγους πού μερικές φορές ή μετάφρασή μου άκολουθεί τό κείμενο τής γαλλικής μετάφρασης. Θά περάσω τώρα στις καθ’ αυτό μεταφραστικές δυσκολίες, τίς όποιες θ’ άποπειραθώ νά καταγράψω σέ κατηγορίες. Λέξεις η φράσεις μέ πολλαπλά σημεία ανάγνωσης. Πολύ συχ νά στις λέξεις πού χ ρησιμοποιεί ό Τζόυς υπάρχ ουν δύο ή τρία έπίπεδα λειτουργίας καί ορισμένες λέξεις είσπράττονται σ’ ενα πρώτο επίπεδο νοηματικά, ενώ σ’ ενα δεύτερο καί τρίτο επίπεδο καταγράφονται αύτόματα στή συνείδηση τού άναγνώστη. Ό μεταφραστής δέν έχ ει τή δυνατότητα νά μεταφέρει στή μετάφρασή του ολα τά έπίπεδα μίας λέξης, άλλά είναι άναγκασμένος νά περιοριστεί στήν κύρια έννοια τού πρώτου επιπέδου καί νά θυσιάσει τίς δευτερεύουσες. Ας δώσω ενα παράδειγμα. Στό επεισόδιο τού «Αίολου» ύπάρχ ει ή φράση «as we read in the first chapter of Guinness.» Ή φράση φαίνεται αθώα καί δέν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα. Ώς γνωστόν, τό βιβλίο Γκίννεςς είναι ενα άνεπίσημο βιβλίο καταγραφής ρεκόρ μέγιστης άπόδοσης σέ κάποιο, συνήθως γελοίο, άθλημα. ‘Όμως, σ’ ενα βαθύτερο επίπεδο, πού καταγράφεται αυτόματα στή συνείδηση τού άγγλόφωνου άναγνώστη, είναι δυνατόν νά υπάρξουν άκόμα δύο δυνατές άναγνώσεις. Ή πρώτη είναι ή λιγότερο ένδιαφέρουσα: ή μπύρα Γκίννεςς είναι ή περισσότερο γνωστή μπύρα στήν ’Ιρλανδία κι έτσι ή φράση μπορεί νά διαβαστεί ώς: «μέ τήν πρώτη μπύρα», πού κατ’ επέκταση σημαίνει: «άπό τήν ώρα πού άρχ ίζει κανείς νά τά πίνει». Καί ή τρίτη άνάγνωση είναι ή άκόλουθη: υπάρχ ει μιά οπτική καί ήχ ητική ομοιότητα μεταξύ της λέξης Guinness καί τής λέξης genesis. “Ετσι ή φράση μπορεί άσυνείδητα νά διαβαστεί «στό πρώτο βιβλίο της Γένεσης», πού βέβαια συνιστά μιά άνευλαβή άναφορά στή Βίβλο. `Ένα δεύτερο παράδειγμα άπ’ αύτή τήν κατηγορία είναι καί τό άκόλουθο: πρόκειται γιά ένα καλαμπούρι-σχ όλιο-κατηγορία τού Τζόυς γιά δυό γνωστά πρόσωπα. Στό επεισόδιο τής «Σκύλλας καί τής Χάρυβδης», «Ό κ. Μούρ, λέκτωρ τών γαλλικών γραμμάτων εις τήν ιρλανδικήν νεολαία» καί στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», «ό Ζαρατούστρα, πάλαι ποτέ βασιλικός καθηγητής τών γαλλικών γραμμάτων εις τό πανεπιστήμιο τής Όξτέιλ». Ό Τζόυς, μέ τίς φράσεις πού παραθέσαμε, σ’ ενα πρώτο επίπεδο καθορίζει τό επάγγελμα αυτών τών προσώπων, άλλά σ’ ενα δεύτερο, εύκολα αναγνωρίσιμο άπό τούς άγγλόφωνους άναγνώστες, τούς κακολογεί καί τούς κατηγορεί ότι τό περιεχ όμενο τής πανεπιστημιακής διδασκαλίας τους συνίσταται ή περιορίζεται στή διδασκαλία χ ρήσης τών κοινών προφυλακτικών. Ή έκφραση «french letters», (γαλλικά γράμματα), μετά άπό αιώνες επιρροής μιας πουριτανικής κουλτούρας, είναι μιά περιφραστική έκφραση πού καλυμμένα σημαίνει «τά προφυλακτικά». Φυσικά τό καλαμπούρι τού Τζόυς μένει άμετάφραστο στήν ελληνική μετάφραση. Επίσης χ άνεται καί τό σκώμμα πού εκτοξεύει ό Τζόυς εναντίον τού πανεπιστημίου τής ’Οξφόρδης (Oxford), πού, εδώ στή ραψωδία τών «Βοδιώντού “Ηλιου», μετατρέπεται σέ Oxtail, σέ βοίδοουρά. Τρίτο παράδειγμα άπ’ αύτή τήν κατηγορία: Στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», πληροφορούμαστε ότι ό γεωργός Νικόλαος έστειλε στό λόρδο Χάρρυ έναν ταύρο (bull). ’Ακολουθεί ένα κείμενο άρκετών σελίδων, στό όποιο περιγράφονται οί συνέπειες τής

συμπεριφοράς αύτού τού ταύρου στήν κοινωνική ζωή τής ’Ιρλανδίας. Τό καλαμπούρι στηρίζεται στή διπλή έννοια τής λέξης bull στήν άγγλική γλώσσα, πού είναι βέβαια, α) ταύρος καί β) παπική βούλα. ‘Όπως μάς πληροφορεί ό Στιούαρτ Γκίλμπερτ στό βιβλίο του James Joyce’s Ulysses, ό γεωργός Νικόλαος είναι ό Νικόλαος Μπρέηκσπηρ πού έξελέγη Πάπας μέ τό όνομα Άδριανός ό τέταρτος, καί ό λόρδος Χάρρυ είναι ό Ερρίκος ό Δεύτερος τής ’Αγγλίας, στόν όποίο ό Πάπας «εμπιστεύτηκε μέ Διάταγμα τήν διακυβέρνηση τής ’Ισλανδίας (’Ιρλανδίας) ίνα έκριζώση τάς άκολασίας, αίτινες είχ ον άποκτήσει ρίζας». Ό ‘Έλληνας μεταφραστής βρίσκεται μπροστά στήν άναγκαιότητα νά άποφασίσει ποιά άπό τίς δύο έννοιες τής λέξης bull θά έπιλέξει στό κείμενό του, καί βέβαια θά έπιλέξει αύτή τού ταύρου, διαφορετικά γιά άρκετές σελίδες, στίς οποίες περιγράφεται ή σωματική διάπλαση καί ή συμπεριφορά ένός ταύρου, τό κείμενο θά παρέμενε εντελώς άκατάληπτο. Μέ τήν επιλογή αύτή, όμως, χ άνεται τό καλαμπούρι. Τέταρτο καί τελευταίο παράδειγμα αυτής τής κατηγορίας. Στό επεισόδιο, πάλι, τών «Βοδιών τού “Ηλιου», υπάρχ ει ή άκόλουθη φράση: «Τότε έψαλεν αύτοίς θαυμασιώτατον άσμάτιον ύμεναίου εκείνων τών άκρως διακριτικών ποιητών, τού διδασκάλου Τζών Φλέτσερ καί τού διδασκάλου Φράνσις Μπώμοντ, περιεχ όμενον εις τό έργον αύτών Τραγωδία τής Παρθένου, γραφέν διά παρόμοιον ερωτικόν σύμπλεγμα: Στό κρεβάτι, στό κρεβάτι, ήτο ή επωδός, αύτη δέ συνοδεύετο διά καταλλήλου μουσικής ύποκρούσεως επί παρθενίου. Γλυκύτατον καί διακριτικόν έπιθαλάμιον τής πλέον άποχ αυνωτικής άποτελεσματικότητος δι’ ερωτευμένους νεαρούς, τούς όποιους συνόδευον οί εύωδιάζοντες δαυλοί τών παρανύμφων εις τό τετράποδον θέατρον τής συζυγικής κοινωνίας. ‘Ωραίον ζεύγος, ειπεν εύθύμως ό κύριος Ντίξον, όμως, άκούσατε, νεαρέ μου κύριε, θά ήτο καλύτερον ούτοι νά άπεκαλούντο Μπώ Μάουντ καί Λέτσερ, διότι μά τήν πίστιν μου, έξ ενός παρομοίου ζευγαρώματος πολλά ήδύναντο νά προέλθουν». Ή δυσκολία βρίσκεται στήν άπόδοση τών νέων όνομασιών πού προτείνονται άπό τόν Ντίξον γιά τούς δυό αύτούς συγγράφεις. Τά ονόματα τού Τζών Φλέτσερ (John Fletcher) καί Φράνσις Μπώμοντ (Fransis Beaumont) είναι γνωστά καί δέν μπορούν ν’ άλλάξουν. ‘Όμως τά νέα ονόματα πού προτείνει ό Ντίξον νά τούς δοθούν μετά τή σύνθεση τού έν λόγω άσματος, Λέτσερ (Lecher) καί Μπώ Μάουντ (Beau Mount) σημαίνουν «πόρνος» καί «καλός γαμιάς». Τί πρέπει νά κάμει ό μεταφραστής; Ν’ αλλάξει άπό τήν άρχ ή τά ονόματα τών δύο γνωστών συγγραφέων, έτσι πού νά ύπάρξει μιά φωνητική ομοιότητα μέ τά νέα ονόματα πού θά τούς δώσει άργότερα ό Ντίξον; ’Αδύνατον. Τά όνόματά τους είναι γνωστά. Ν’ άλλάξει τά νέα ονόματα πού προτείνει ό Ντίξον καί άντί Λέτσερ καί Μπώ Μάουντ νά βάλει τις ελληνικές σημασίες τους; ’Έτσι όμως χ άνεται τό παιγνίδι τής μετωνυμίας. ’Ή, τέλος, πλάι στά παρεφθαρμένα όνόματά τους, νά βάλει μέσα σέ παρένθεση (ή σέ . ύποσημείωση), τίς έρμηνείες τους στά ελληνικά; ‘Όμως, αν άρχ ίσει νά προσθέτει επεξηγήσεις ή υποσημειώσεις στό κείμενο, είναι κάτι πού θά χ ρειαστεί νά έπαναλάβει πολλές φορές καί πρέπει νά προβληματιστεί γιά τή μορφή πού θά πάρει τελικώς ενα κείμενο, πού, δέν πρέπει νά τό ξεχ νάμε, δέν είναι μελέτη, άλλά μυθιστόρημα. Λεκτικά παιγνίδια. ’Άς περάσουμε τώρα σέ μιά διαφορετική κατηγορία δυσκολιών. Στό επεισόδιο τού «”Αδη» ύπάρχ ει ή άκόλουθη φράση: «Come forth, Lazarus. And he came fifth and lost the job». Ή φράση έχ ει άποδοθεί ώς εξής: «Λάζαρε, δεύρο έξω. Κι αυτός καθυστέρησε κι έχ ασε τή δουλειά». Ή δυσκολία βρίσκεται στή φωνητική ομοιότητα τών άγγλικώγ λέξεων forth καί fourth, πού σημαίνουν «έξω ή εμπρός» ή πρώτη καί «τέταρτος» ή δεύτερη. ’Έτσι τό πρώτο μισό τής

φράσης μπορεί νά διαβαστεί διπλά, α) «Λάζαρε, δεύρο έξω», άλλά καί β) «Λάζαρε, ελά τέταρτος». Όπότε τό δεύτερο μισό πού περιέχ ει τή λέξη fifth, «πέμπτος», διαβάζεται οπωσδήποτε ώς «καί ήρθε πέμπτος κι εχ ασε τή δουλειά». ’Άλλη μιά φορά τό παιγνίδι μέ τίς λέξεις £χ ει χ αθεί. Αύτό πού άπομένει είναι ή λογική έξήγηση. Στό επεισόδιο τών «Λαιστρυγόνων» υπάρχ ει ή φράση «Just the place too. POST NO BILLS. POST NO PILLS. Some chap with a dose burning him». Τήν ώρα αύτή ό κ. Μπλούμ βρίσκεται σ’ ενα δημόσιο ουρητήριο, άναλογίζεται τίς δυνατότητες πού εχ ει ή διαφήμιση καί θυμάται ότι παλιότερα κάποιος άφροδισιολόγος, ό δόκτωρ Χάρρις, κολλούσε μόνος του στά δημόσια ούρητήρια τού Δουβλίνου αύτοκόλλητα χ αρτάκια μέ τή διεύθυνσή του. Ή ελληνική μετάφραση διαφέρει πολύ άπό τήν άκριβή μετάφραση τού πρωτοτύπου πού είναι: «Καί στήν κατάλληλη θέση. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΣΙΣ ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΕΩΝ. ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΤΟΙΧΟΚΟΛΛΗΣΙΣ ΧΑΠΙΩΝ γιά κάποιον πού τήν εχ ει αρπάξει καί τόν τσούζει». Στή μετάφρασή μας, αύτή εχ ει γίνει διπλάσια σέ μήκος καί, έπί πλέον, άφήνει άμετάφραστες δύο άπό τίς τέσσερις προτάσεις της. ’Ιδού: «Καί στήν κατάλληλη θέση. Γιά πόσο καιρό, όμως; Ή γραμμένη άπό τόν Δήμο στούς τοίχ ους άπαγόρευση POST NO BILLS ξεβάφει μέ τόν καιρό καί γίνεται POST NO PILLS. Γιά κάποιον πού τήν εχ ει αρπάξει καί τόν τσούζει». Θεώρησα ότι ήταν προτιμότερο νά εξηγήσω τή διαδικασία ξεβάμματος άπό τό χ ρόνο τού γράμματος Β σε Ρ καί ν’ άφήσω τίς φράσεις άμετάφραστες. Ή προσθήκη τής φράσης «Γιά πόσο καιρό, όμως;» είναι ενα παράδειγμα αύτού πού είπα πιό πάνω, ότι στή μετάφραση ύπάρχ ει κάποια βοήθεια τού ‘Έλληνα άναγνώστη. Φυσικά, άναλαμβάνω τήν ευθύνη. Νά σημειωθεί ότι στή γαλλική μετάφραση εχ ει γίνει μιά άπόπειρα νά μεταφερθεί τό λεκτικό παιγνίδι πού γίνεται άνάμεσα στίς λέξεις BILLS-PILLS μέ τήν άπόδοση δύο διαφορετικών ερμηνειών στή λέξη πού προηγείται αυτών τών δυό, δηλαδή τής λέξης POST. ’Ιδού τό άποτέλεσμα: «CABINET DE CONSULT ΤΑ ΒΙΝΕΤΤΕ DE CON!» Κατά τή γνώμη μου, πρόκειται γιά πλήρη άποτυχ ία. Δυσκολίες κατανόησης λόγω παρόδου τών ετών. Τά ογδόντα εξι χ ρόνια πού έχ ουν περάσει άπό τή 16η ’Ιουνίου 1904, ήμερα κατά τήν οποία διαδραματίζεται ή ’Οδύσσεια τού κ. Μπλούμ μέσα στήν πόλη τού Δουβλίνου καί πού είναι ό μυθιστορηματικός χ ρόνος τού Όδυσσέα τού Τζόυς, έχ ουν επιφέρει πολλές άλλαγές. Κατ’ άρχ ήν άλλαγές πού άφορούν σέ χ αρακτηριστικά παιδείας, συμπεριφοράς καί άντίληψης, άλλά καί άλλαγές ένός διαφορετικού επιπέδου, εξωτερικές, πού άφορούν στή ρυμοτομία τής πόλης, τά συγκοινωνιακά μέσα, τίς ώρες εργασίας. ‘Όλα αύτά μπορούν νά δημιουργήσουν προβλήματα, γιατί ό συγκεκριμένος χ ώρος τού Δουβλίνου εχ ει μεγάλη σημασία μέσα στόν Όδυσσέα. Ενδεικτικά άναφέρω μιά πληροφορία, ή οποία μού εκανε πολλή εντύπωση. Τό 1904, στό Δουβλίνο, τό ταχ υδρομείο μοίραζε κατ’ οικον τήν άλληλογραφία εξι φορές τήν ήμέρα. ’Αναρωτιέμαι τί θά σκεφτούν οι νέοι πού θά διαβάσουν αύτή τήν πληροφορία σήμερα, πού εκτός άπό μία καί μοναδική ημερήσια διανομή, καθυστερημένης συνήθως άλληλογραφίας, δέν υπάρχ ει ταχ υδρομείο άπό τήν Παρασκευή μέχ ρι τή Δευτέρα τό πρωί! Αύτά ολα καί πολλά άλλα δημιουργούν δυσκολίες στόν άναγνώστη, οί όποιες μετατίθενται στήν πλάτη τού μεταφραστή. ’Έτσι, μερικές φορές, ή Ελλειψη επαρκών πληροφοριών γιά τίς συνθήκες τού κοινωνικού βίου, σημερινού ή περασμένου, μιας χ ώρας μέ τόσο βαθειά ριζωμένη θρησκευτική πίστη κάτω άπό τήν εξουσία μιας εκκλησίας πού δέν είχ ε τήν άνεκτικότητα καί τήν ελαστικότητα

τής ορθόδοξης, εμποδίζει τήν κατανόηση τού κειμένου. ’Άς πάρουμε ενα παράδειγμα άπό τό επεισόδιο τού «Νέστορα». Ό Στήβεν περιμένει τόν κ. Ντήζυ στό άδειο γραφείο τού τελευταίου. Παρατηρεί γύρω του: «Πάνω στόν άδειο κομμό ό δίσκος μέ τά νομίσματα τών Στιούαρτ, εύτελής θησαυρός ενός βάλτου` καί πάντα ετσι θά ’ναι. Καί φυλαγμένοι στήν κουταλοθήκη μέ τό κόκκινο ξεφτισμένο βελούδο οί δώδεκα άπόστολοι πού δίδαξαν ολους τούς εθνικούς` εις τούς αιώνας τών αιώνων». Είναι δύσκολο νά καταλάβουμε τήν τελευταία πρόταση καί άδυνατούμε νά βρούμε πώς μπορούν οι δώδεκα άπόστολοι νά κλειστούν μέσα στήν κουταλοθήκη. Είχ α τήν τύχ η νά πάρω τήν πληροφορία άπό ενα φίλο μιας κάποιας ήλικίας, ότι μέχ ρι τό μεσοπόλεμο, γνωστές βιομηχ ανίες σκάλιζαν πάνω στίς επίπεδες έπιφάνειες τών λαβών μιας δωδεκάδας μικρών άσημένιων κουταλιών τού τσαγιού τίς μορφές τών δώδεκα άποστόλων, συνήθεια πού σταμάτησε σιγά-σιγά μέ τόν καιρό. Γιά μένα, τουλάχ ιστον, χ ωρίς αύτήν τήν πληροφορία, τό κείμενο θά παρέμενε άκατάληπτο. Δυσκολίες λόγω διαφορετικής παιδείας. Ας περάσουμε τώρα σ’ ενα διαφορετικό είδος δυσκολιών πού άντιμετωπίζει ό άναγνώστης καί κατ’ έπέκταση καί ό μεταφραστής. Ό Τζόυς, άρκετές φορές άπροειδοποίητα καί χ ωρίς καμιά έξήγηση, άναφέρει διάφορα πράγματα καί πρόσωπα, θεωρώντας δεδομένο ότι ό άναγνώστης του τά γνωρίζει και άρα τό κείμενο μπορεί νά λειτουργήσει. ’Άς δώσω ενα παράδειγμα. Στό επεισόδιο τής «Ναυσικάς» ύπάρχ ει ή φράση: «Rip van Winkle we played. Rfip: tear in Henny Doyle’s overcoat. Van: breadvan delivering. Winkle: cockles and periwinkles. Then I did Rip van Winkle coming back. She leaned on the sideboard watching. Moorish eyes. Twenty years asleep in Sleepy Hollow. All changed. Forgotten. The young are old. His gun rusty from the dew». Αύτό τό άπόσπασμα έχ ει μεταφραστεί ώς έξης: «Παίζαμε τό αίνιγμα Ρίπ Βάν Γουίνκλ. Ρίπ` σκίσιμο στό πανωφόρι τής Χέννυ Ντόουλ. Βάν` άμαξα πού παραδίνει ψωμί. Γουίνκλ` κοχ ύλια καί σαλιγκάρια. “Υστερα ε-παιξα τόν Ρίπ Βάν Γουίνκλ νά επιστρέφει. Αύτή μέ κοίταζε ακουμπισμένη στό ντουλάπι. Μαυριτάνικα μάτια. Είκοσι χ ρόνια κοιμισμένος στό Σπήλαιο τού “Υπνου. Τά πάντα έχ ουν άλλάξει. Λησμονημένος. Οί νέοι γέρασαν. Ή δροσιά σκούριασε τό οπλο του». Είναι βέβαιο ότι ό “Ελληνας άναγνώστης δέν μπορεί νά μείνει ικανοποιημένος. Καί αύτό είναι φυσικό γιά οποίον δέν γνωρίζει τά άκόλουθα: ό Ρίπ Βάν Γουίνκλ είναι ήρωας ενός διηγήματος τού Άμερικανού Ούάσινγκτον ’Έρβινγκ (1783-1859) άπό τή συλλογή διηγημάτων του Sketch Book, πού κυκλοφόρησε τό 1820. Περιγράφει τίς περιπέτειες ενός άνθρώπου πού κοιμήθηκε είκοσι χ ρόνια καί όταν ξύπνησε τά πάντα γύρω του είχ αν άλλάξει καί κανείς δέν τόν θυμόταν πιά. Τό θέμα τού Ρίπ Βάν Γ ουίνκλ επανέρχ εται συχ νά στόν Όδυσσέα γιά τόν προφανή λόγο ότι ό ομηρικός Όδυσσέας άντιμετωπίζει παρόμοιες δυσκολίες μετά τήν επιστροφή του στήν ’Ιθάκη, υστέρα άπό άπουσία είκοσι χ ρόνων. Εκτός άπό τό γεγονός ότι τό διήγημα είναι πολύ γνωστό στό άγγλόφωνο άναγνωστικό κοινό, τό πρόσωπο τού ηρωα Ρίπ Βάν Γουίνκλ εγινε πασίγνωστο τόν περασμένο αιώνα επειδή εδωσε τό όνομά του σ’ ενα παιγνίδι αινιγμάτων στίς κοινωνικές συγκεντρώσεις πού μοιάζει μέ τό δικό μας «Βρές το καί πές το». Χωρίς τή γνώση αυτών τών στοιχ είων, φοβάμαι ότι τό κείμενο είναι καταδικασμένο νά μείνει άκατανόητο. Εκτός αύτού, στή συγκεκριμένη φράση υπάρχ ουν ήχ ητικά λογοπαίγνια άνάμεσα στίς λέξεις rip (σχ ίζω) καί tear (σχ ίσιμο), van (άμαξα) καί breadvan (άμαξα ψωμιού) καί τέλος άνάμεσα στό Winkle (τό επώνυμο τού ηρωα) καί periwinkles (σαλιγκάρια). “Ολα αυτά συνιστούν προβλήματα γιά τόν μεταφραστή καί ό άναγνώστης δύσκολα θά φτάσει σέ μιά πλήρη κατανόηση τού κειμένου.

Δυνατότητες πολλαπλών αναγνώσεων. Στόν Όδυσσέα ποτέ δέν μπορεί κανείς νά είναι σίγουρος γιά τήν κατανόηση καί κατ’ άκολουθίαν γιά τήν άπόδοση τού κειμένου. Έκεί πού πραγματικά κινδυνεύει ό άναγνώστης καί πολύ περισσότερο ό μεταφραστής είναι τά άποσπάσματα πού επιφανειακά δέν παρουσιάζουν καμιά δυσκολία. Ή φράση πού άναφέρεται παρακάτω εχ ει προβλήματα κατανόησης, άλλά δέν παρουσιάζει προβλήματα στή μετάφρασή της. Πρόκειται γιά μιά φράση άπό τό σιωπηλό μονόλογο τού Στήβεν άπό τό επεισόδιο τού «Πρωτέα»: «God becomes man becomes fish becomes barnacle goose becomes featherbed mountain.» Ή φράση εχ ει άποδοθεί ώς έξης στήν ελληνική μετάφραση: «Ό θεός γίνεται άνθρωπος, γίνεται ψάρι, γίνεται πεταλίδα χ ήνα, γίνεται πουπουλένιο στρώμα…» Κατ’ άρχ ήν ύπάρχ ει μιά δυσκολία γιά τήν άπόδοση τής περίφρασης barnacle goose. “Ομως, πληροφορείται κανείς ότι πρόκειται γιά είδος άγριό-χ ήνας, εντελώς άγνωστης στή Μεσόγειο, πού περνάει τά καλοκαίρια στόν ’Αρκτικό κύκλο καί τό χ ειμώνα, άντί νά μεταναστεύει, σάν τόσα άλλα πουλιά, στήν ’Αφρική, κατεβαίνει ελάχ ιστα πρός τό νότο καί σταματάει στή βόρεια Γαλλία, τήν ’Αγγλία καί τήν ’Ιρλανδία. ’Επειδή τό πουλί αύτό επώαζε τά αύγά του τό καλοκαίρι, όταν βρισκόταν στόν βόρειο πόλο, οί όρνιθολόγοι τού Μεσαίωνα δέν μπορούσαν νά προσδιορίσουν τή διαδικασία επώασης τών αύγών αύτού τού πουλιού, ώσπου τελικά κάποιος καλόγερος παρατηρώντας μερικά νεαρά πουλιά νά πετάγονται άπό κάποιους βράχ ους στήν άκτή τού ’Ατλαντικού (οπου προφανώς είχ αν φθάσει πρόσφατα άπό τό βορρά), πλησίασε στό μέρος καί είδε ενα μεγάλο άριθμό τεράστιων πεταλίδων, κολλημένων πάνω στά βράχ ια καί πρόβαλε τή γνώμη ότι αύτά τά πουλιά έβγαιναν άπό τίς πεταλίδες τών βράχ ων. Ή πρότασή του εγινε άποδεκτή καί άπό τότε τά πουλιά αύτά είναι γνωστά μέ αύτή τήν ονομασία. ‘Όμως τά πράγματα δέν είναι ποτέ απλά στόν Τζόυς. Στό βιβλίο τής Brenda Madox Nora, a biography of Nora Joyce, έκδ. Μινέρβα, 1988, πληροφορούμαστε ότι τό πατρικό επίθετο τής Νόρας Τζόυς είναι Nora Barnacle, δηλαδή Νόρα Πεταλίδη. ’Από τόν ’Έλλμαν εξ άλλου, πληροφορούμαστε άλλο ενα άπό τά καλαμπούρια τού πατέρα τού Τζαίημς Τζόυς, τού Τζών Τζόυς (ή, άν θέλετε, τού Σίμωνα Ντένταλους τού Όδυσσέα). ‘Όταν τό καλοκαίρι τού 1904 εμαθε ότι ό γιος του σέ ήλικία 22 χ ρόνων ήταν έτοιμος νά φύγει μέ μιά κοπέλα 20 χ ρόνων ζήτησε νά πληροφορηθεί τ’ όνομά της καί όταν εμαθε ότι λεγόταν Nora Barnacle είπε: «’Ώχ , αύτή δέν θά ξεκολλήσει ποτέ άπό πάνω του!». Ή κυρία Maddox ισχ υρίζεται ότι αύτή ή φράση είναι μιά άπό τίς πολλές στίς όποιες ό Τζόυς άποτίει τιμή στή γυναίκα του καί προτείνει τήν άκόλουθη άνάγνωση: «Ό Θεός κατεβαίνει στή γή, γίνεται άνθρωπος πού τρώει κάποιο είδος ψαριού πού μεταμορφώνεται σέ κρέας ή ενα πουλί πού ξεπουπουλιάζεται γιά νά γεμίσουμε μέ τά φτερά του ενα πουπουλένιο πάπλωμα, πού σκεπάζει τό συζυγικό κρεβάτι τής οικογενειακής ευδαιμονίας, ή οποία επιτρέπει στόν καλλιτέχ νη νά ύψωθείσέ θείκά υψη δημιουργίας». Προσωπικά δέν συμμερίζομαι καθόλου αύτή τήν ύπεραπλούστευση τής άνάγνωσης πού προτείνει ή κυρία Maddox. Φαίνεται πώς, καί ή ίδια εχ ει άμφιβολίες γιατί παραθέτει καί άλλη μία πιθανή άνάγνωση: «Ό Θεός έξανθρωπίστηκε διά τής ενσάρκωσης καί ό Χριστός μεταμορφώθηκε σέ ψάρι (τό σύμβολο μέ τό όποιο ήταν γνωστός στούς πρώτους χ ριστιανούς), ό Τζόυς εγινε άνθρωπος πού εριξε άγκυρα στό πουπουλένιο στρώμα τής έγγαμης ζωής καί άνοιξε τά μάτια του σέ ενα νέο καλλιτεχ νικό δραμα, ότι τό σημαντικότερο στή ζωή είναι ή άγάπη». Δέν ισχ υρίζομαι ότι αύτή ή δεύτερη άνάγνωση είναι ή σωστή, άλλά άναφέρω ολο αύτό τό σχ όλιο

γιά νά δείξω ότι άκόμα καί ή μετάφραση μιάς λέξης πού φαίνεται άσήμαντη μέσα στό κείμενο, (οπως ή barnacle goose), μπορεί τελικά ν’ άποδειχ θεί πώς εχ ει μεγάλη σημασία. ’Αποσπάσματα άπό τή Βίβλο. Μέσα στό κείμενο τής μετάφρασης ύπάρχ ουν τουλάχ ιστον πενήντα φράσεις πού είναι δάνεια αποσπασμάτων άπό τή Βίβλο. Τόσες μόνο φορές μπόρεσα, μέ τήν πολύτιμη βοήθεια τών φίλων κυρίων Solman καί Cox, νά έπισημάνω φράσεις τού πρωτοτύπου, οί όποιες ήταν εδάφια τής Βίβλου. Δέν άποκλείω τήν πιθανότητα νά ύπάρχ ουν καί άλλες, οί όποιες δέν εγινε δυνατόν νά έπισημανθούν, άφού οί φράσεις αύτές εντίθενται χ ωρίς καμιά αλλαγή τών τυπογραφικών στοιχ είων, χ ωρίς εισαγωγικά, συχ νά δέ παρατίθεται απλώς ενα τμήμα τής φράσης. Καί καλά, ορισμένες φορές υπάρχ ει κάτι πού σέ κάνει νά υποψιάζεσαι, ή σύνταξη, τό ύφος τής γλώσσας, τά συμφραζόμενα, κτλ., άλλά είναι καί φορές πού μιά άναφορά στή Βίβλο είσάγεται ξαφνικά καί θεωρώ τόν εαυτό μου τυχ ερό γιά μερικές επισημάνσεις τών κυρίων Solman καί Cox. Θά άναφέρω τρία παραδείγματα: 1) «Sufficient for the day», πού μπορεί νά μεταφραστεί «’Αρκετά γιά σήμερα», όμως είναι εδάφιο τής Βίβλου, άπό τό κατά Ματθαίο Εύαγγέλω 6,34 καί πρέπει νά άποδοθεί: «’Αρκετόν τή ήμέρα». 2) «Bread cast on the waters», πού μπορεί νά μεταφραστεί «Ψωμί ριγμένο πάνω στό νερό», όμως αυτό Ίναι άπό τόν Εκκλησιαστή 11,1 καί πρέπει ν’ άποδοθεί «Άπόστειλον τόν άρτον σου επί προσώπου τού ύδατος». 3) «Fleshpots of Egypt», πού είναι άπό τήν ’Έξοδο, 16,3 καί πρέπει νά αποδοθεί: «Έπί τών λεβήτων τών κρεών». “Ομως, γιά νά συνεχ ίσω στό θέμα αύτό, υπάρχ ει μιά συνεχ ής δυσκολία κατανόησης τού κειμένου άπό τόν άναγνώστη πού δέν είναι εξοικειωμένος μέ συγγραφείς τής άγγλικής γλώσσας, επειδή ό Τζόυς παραθέτει άποσπάσματα άπό ενα ευρύτατο φάσμα αυτών τών συγγραφέων. Πολλές φορές στά έπί μέρους επεισόδια ό Τζόυς προσπαθεί νά εισαγάγει λέξεις πού έχ ουν σχ έση μέ τό κεντρικό μοτίβο κάθε επεισοδίου. Γιά παράδειγμα στό επεισόδιο τού «Αίολου» ύπάρχ ει μέλημα νά χ ρησιμοποιηθεί όσες φορές γίνεται περισσότερο ή λέξη άνεμος. “Ομως, δέν είναι πάντα κατορθωτό στόν μεταφραστή νά άποδώσει κάθε φορά αύτές τίς εκφράσεις κατά κυριολεξία. Στά άγγλικά γιά τήν άπόδοση τής έκφρασης «ψάχ νοντας γιά δανεικά» ύπάρχ ει ή έκφραση «raising the wind», πού θά πει κατά κυριολεξία «σηκώνοντας τόν άνεμο». Στά ελληνικά υπάρχ ει ή έκφραση «θά κινήσω γή καί ούρανό» άλλά δέν εχ ει καμιά σχ έση μέ δανεικά. “Οταν ό “Ελληνας άναγνώστης θά διαβάσει τή φράση «ψάχ νοντας γιά δανεικά», ετσι οπως εχ ει άποδοθεί αύτή στή μετάφραση, ή λέξη άνεμος εχ ει χ αθεί καί δέν θά μπορέσει νά εκτιμήσει τήν έξαντλητική άπαίτηση τού Τζόυς άπό τή γλώσσα νά τού προσφέρει όσα μπορεί περισσότερα. ‘Ένα άλλο παράδειγμα άπό τό έπεισόδιο τών «Σειρήνων», οπου ό Τζόυς προσπαθεί νά χ ρησιμοποιήσει όσες περισσότερες λέξεις μπορεί μέ μουσικό περιεχ όμενο. Υπάρχ ει ή φράση : «Tenors find women by the score». vAv ή φράση μεταφραστεί κατά κυριολεξία, δέν θά σημαίνει τίποτα, γι’ αύτό τό λόγο ή ελληνική μετάφρασή της είναι: «Οί τενόροι βρίσκουν γυναίκες άβέρτα».

Θά μπορούσα νά χ ρησιμοποιήσω καί τήν έκφραση «μέ τή σέσουλα», άλλά προτίμησα τό άβέρτα, γιατί αύτή ή λέξη, τουλάχ ιστον, είναι ιταλικής προέλευσης. Στό έπεισόδιο τής «Πηνελόπης», τό κείμενο, γιά νά καταδείξει τή γήινη ύπόσταση τής ήρωίδας, είναι γεμάτο άπό τή λέξη earth, σέ κάθε δυνατή μορφή. Εκεί ύπάρχ ει καί ή έκφραση «unerthy hour», πού εχ ει άποδοθεί ώς «άφύσικη ώρα», άλλά ή άναφορά στή λέξη γή εχ ει χ αθεί. Ή φροντίδα τού Τζόυς γιά τή συνεχ ή έπανάληψη τής λέξης earth-γή δέν επιτυγχ άνεται. Καί τέλος, στό έπεισόδιο τού «”Αδη», υπάρχ ει μιά έπανάληψη τής λέξης hell-κόλαση, άλλά ή χ ρησιμοποίησή της δέν είναι πάντα κατορθωτή στή μετάφραση. ’Έτσι στήν άπόδοση τής φράσης «whole place gone to hell», ή λέξη «κόλαση» εξαφανίζεται καί ή φράση άποδίδεται «ολος. ό χ ώρος πάει κατά διαόλου». Μιά άλλη επισήμανση πού πρέπει νά κάμω είναι ότι, συχ νά, όταν ό Τζόυς άναφέρεται στή θάλασσα προσθέτει τόν περιφραστικό προσδιορισμό «πού εχ ει τό χ ρώμα τού κρασιού». Γιά τόν άγγλόφωνο άναγνώστη πού εχ ει διαβάσει τήν ’Οδύσσεια, άπό μετάφραση Ισως νά είναι εύκολη ή σύνδεση τής φράσης τού Τζόυς «θάλασσα πού εχ ει τό χ ρώμα τού κρασιού» μέ τήν ομηρική έκφραση «οίνοπα πόντον», άλλά εγώ δέν τόλμησα, κάθε φορά πού πα’ ρουσιάζεται αύτή ή έκφραση στό κείμενο τού Τζόυς, νά βάζω τήν ομηρική άντιστοιχ ία της. Νομίζω ότι αυτός ό πρόλογος παρατράβηξε. ’Ίσως νά εχ ει ενα ύφος άπολογητικό. Μπορεί. Ναι, δέν μπόρεσα νά δώσω λύσεις σ’ ενα σωρό προβλήματα. Θέλησα πάντως σ’ αυτόν εδώ τόν πρόλογο νά δώσω καί τό μέτρο τών δυσκολιών πού τέθηκαν στό έργο μου.

Ό Στιούαρτ Γκίλμπερτ στό βιβλίο του Ό Όδυσσέας τού Τζαίημς Τζόυς, άναφέρει τά Ακόλουθα: «Υπάρχ ουν πολλά χ αρακτηριστικά άπο&πάσματα πού περιέχ ουν άπόηχ ους άπό συγγραφείς κάθε φυλής καί κάθε εποχ ής: ύπάρχ ει ενα ολόκληρο έπεισόδιο πού εχ ει άποκληθεί “έπεισόδιο τών παρωδιών”, ενα άλλο πού, κατά τό μεγαλύτερο μέρος του, είναι γραμμένο στή γλώσσα τών περιοδικών γιά δεσποινίδες, καί στήν κυρίως άφήγηση τού επεισοδίου τού «Κύκλωπα», (τό οποίο εχ ει καταγραφεί στό λαίκό ιδίωμα ενός Δουβλινέζου αργόσχ ολου), περιέχ ονται συχ νά αποσπάσματα λαίκής, κινηματογραφικής καί δημοσιογραφικής άγγλικής γλώσσας. Σ’ ενα άλλο επεισόδιο, τήν «’Ιθάκη», οπου χ ρησιμοποιείται ή δομή τής εκκλησιαστικής κατήχ ησης, οί ερωτήσεις καί οί άπαντήσεις είναι τόσο στεγνά άκριβεις καί ad nauseam συγκεκριμένες, όσο καί ή άριστοτέλεια επιμονή στήν εξονυχ ιστική ανάλυση άπό κάποιο θεολόγο τής πρώτης περιόδου. Σέ κάθε περίπτωση, λόγω βασίμων καί ειδικών λόγων, ό συγγραφέας εχ ει έπιλέξει ενα ύφος κατάλληλο στό θέμα του: τό ύφος είναι τό θέμα». Θά τελειώσω μέ μιά μεγάλη δυσκολία πού αφορά τό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου». Είναι 10.00’ τό βράδυ καί ό κ. Μπλούμ επισκέπτεται τό Μαιευτήριο γιά νά ζητήσει πληροφορίες γιά τόν τοκετό τής φίλης κυρίας Πιούριφού, πού βασανίζεται εκεί κατάκοιτη τρεις μέρες. Στήν αίθουσα άναμονής τού Μαιευτηρίου συναντά τόν Στήβεν καί μιά ομάδα φίλων του, φοιτητών τής ιατρικής πού συζητούν πίνοντας μπύρα. ‘Όπως μάς λέει ό Γκίλμπερτ, πού παίρνει τίς πληροφορίες του άπό τόν ίδιο τόν Τζόυς (οπως ρητά δηλώνει ό ίδιος στήν Εισαγωγή του), στό κεφάλαιο αυτό, στό όποιο τό κύριο θέμα τής συζήτησης είναι ή άνάπτυξη τού εμβρύου μέσα στήν κοιλιά τής μητέρας, ό Τζόυς ειχ ε τήν πρόθεση νά καταδείξει τήν εξέλιξη τής άγγλικής γλώσσας άπό τόν Μεσαίωνα μέχ ρι σήμερα. ’Έτσι, στήν άρχ ή μιμείται ή παρωδεί κείμενα άνωνύμων καί στή συνέχ εια

επωνύμων συγγραφέων τής άγγλικής γλώσσας μέχ ρι τών ημερών του. Μετά τήν άναγγελία άπό τήν νοσοκόμα ότι γεννήθηκε τό βρέφος, ολη ή παρέα εγκαταλείπει τό Μαιευτήριο καί μεταφέρεται στό μπάρ τού Μπέρκ, γιά νά συνεχ ίσουν τό πιοτό. Τό κείμενο τώρα έκφέρεται σέ μιά γλώσσα ιδιωματική τών φοιτητών, άλλά καί τών μπεκρήδων. ’Άς παραθέσουμε μερικά ονόματα συγγραφέων, τών οποίων ό τρόπος γραφής παρωδείται ή γίνεται άντικείμενο μίμησης: Μάντεβιλ, Τόμας Μάλλορυ, Σέρ Τόμας Μπράουν, Πήπς-’Ήβλην, Μπάνυαν, Ντεφόου, Σουίφτ, Άντιζον-Στήλ, Γκόλντσμιθ, ’Έντμοντ Μπέρκ, Γίβωνας, Τσάρλς Λάμ, Ντέ Κουίνσυ, Λάντορ, Ντίκενς, Στέρν, Νιούμαν, Πέητερ, Ράσκιν, Μακκώλεύ, Κάρλαύλ καί άλλοι. Στόν ‘Έλληνα μεταφραστή τίθενται άμέσως δύο προβλήματα. Πρώτον, πέρα άπό ενα πλήρη ελεγχ ο τής άγγλικής γλώσσας ήταν άναγκαία καί ή γνώση τού ύφους τού έργου αυτών τών «παρωδουμένων» συγγραφέων, καί δεύτερον, ήταν άναγκαία ή άνεύρεση καί ή επιλογή Ελλήνων επωνύμων συγγραφέων, άντίστοιχ ων (ή περίπου) χ ρονολογιών μέ εκείνων τής άγγλικής λογοτεχ νίας, πρός μίμηση ή παρωδία τους. Ώπωσδήποτε, δέν διέθετα μιά γνώση τής άγγλικής γλώσσας, όχ ι γιά τήν κατανόηση τού κειμένου, άλλά γιά τήν άποκωδικοποίηση τού ύφους τών επιλεγμένων άπό τόν Τζόυς ’Άγγλων συγγραφέων. (Ούτε καί ή γνώση μου τής γαλλικής γλώσσας φθάνει σέ ενα τέτοιο επίπεδο, ώστε ν’ αποπειραθώ κάτι παρόμοιο — παρ’ ολο πού είναι καταφανές ότι οί Γάλλοι μεταφραστές έχ ουν επιτύχ ει αύτήν τήν άντιστοιχ ία στή μετάφρασή τους — καί νά έρευνήσω τό υφος τών Γάλλων συγγραφέων, τούς οποίους χ ρησιμοποίησαν οί μεταφραστές.) ‘Όμως, τό δεύτερο πρόβλημα ήταν άκόμα μεγαλύτερο άπό τό πρώτο. Κι αν άκόμη είχ α καταφέρει νά ξεπεράσω τήν άρχ ική δυσκολία τής άποκωδικοποίησης τού υφους τών παρωδουμένων συγγραφέων, φοβάμαι ότι τό δεύτερο σκέλος τού προβλήματος θά εμενε άλυτο. Ή έλληνική γλώσσα δέν είχ ε μιά παρόμοια δυνατότητα εξέλιξης, καταγραμμένη σέ λογοτεχ νικά κείμενα επωνύμων συγγραφέων, άπό τόν δέκατο τέταρτο αιώνα μέχ ρι τίς μέρες μας, τά όποια θά μπορούσαν νά χ ρησιμεύσουν ώς μοντέλα γιά «παρωδία ή μίμηση», άλλά καί άν ακόμα ύπήρχ ε κάποιος πού θά ύποδείκνυε κάποιες πιθανές λύσεις, εγώ δέν θά κατόρθωνα νά επιτύχ ω αύτή τήν παρωδία. ‘Όπως διαπιστώνει ό άναγνώστης πού κρατάει στά χ έρια του τόν τόμο αύτό, τελικά άλλαξα γνώμη καί άποφάσισα νά συνεχ ίσω, προσπαθώντας, σ’ αύτό τό κεφάλαιο, νά επιτύχ ω μόνο μιά έννοιολογική προσέγγιση τού κειμένου καί έχ οντας πλήρη γνώση τής άδυναμίας μου νά επιτύχ ω στά «Βόδια τού “Ηλιου» κάτι περισσότερο άπό μιά «μεταφραστική άπόπειρα». Γιά νά κλείσω αύτόν τόν πρόλογο πού πράγματι πήρε μεγαλύτερη έκταση άπ’ όση προέβλεπα, θά πρέπει, γιά βοήθεια τού άναγνώστη, νά παραθέσω τίς ονομασίες πού άποδίδουν οί σχ ολιαστές τού Όδυσσέα στά δεκαοκτώ επεισόδιά του. 1. ΤΗΛΈΜΑΧΟΣ 2. ΝΕΣΤΟΡΑΣ 3. ΠΡΩΤΕΑΣ 4. ΚΑΛΥΨΩ

5. ΛΩΤΟΦΑΓΟΙ 6. ΑΔΗΣ 7. ΑΙΟΛΟΣ 8. ΛΑΙΣΤΡΤΓΟΝΕΣ 9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ 10. ΣΤΜΠΛΗΓΑΔΕΣ 11. ΣΕΙΡΗΝΕΣ 12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ 13. ΝΑΥΣΙΚΑ 14. ΒΟΔΙΑ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 15. ΚΙΡΚΗ 16. ΕΥΜΑΙΟΣ 17. ΙΘΑΚΗ 18. ΠΗΝΕΛΟΠΗ Κλείνοντας, έπιθυμώ νά έκφράσω τίς εύχ αριστίες μου στούς κυρίους John Solman καί Geoffrey Cox, οί όποιοι στήν τελευταία φάση τής προσπάθειάς μου μού έπεσήμαναν αρκετά λάθη καί μού έδωσαν ανεκτίμητες πληροφορίες γιά πρόσωπα καί φιλολογικές εργασίες πού άναφέρονται μέσα στόν Όδυσσέα. Έπιθυμώ επίσης νά έκφράσω τίς εύχ αριστίες μου στήν κυρία Κάτια Λεμπέση τών εκδόσεων Κέδρος γιά τήν άπόφασή της νά άναλάβει τό πολυδάπανο εγχ είρημα αυτής τής έκδοσης καί νά παρουσιάσει στό ελληνικό αναγνωστικό κοινό αύτή τή μετάφραση. ‘Όμως πιο πολύ άπ’ ολους αισθάνομαι συγκίνηση καί ευγνωμοσύνη γιά τήν άνεκτίμητη βοήθεια πού μού έδωσε ό φίλος μου πεζογράφος Ήλίας X. Παπαδημητρακόπουλος, πού έπιμελήθηκε αύτή τήν έκδοση κι εκανε καί τίς τυπογραφικές διορθώσεις. ’Αρχ ικά γιά τό κουράγιο καί τήν ενθάρρυνση πού μού έδωσε ώστε νά συνεχ ίσω, όταν πριν τρία χ ρόνια διάβασε μερικές άπό τίς ήδη μεταφρασμένες ραψωδίες, άλλά καί στή συνέχ εια γιά τήν ούσιαστικότερη προσφορά του στήν άναζήτηση καί έπιλογή λέξεων, δρων καί εκφράσεων σ’ ολη τήν έκταση τού Όδυσσέα. Τέλος, οφείλω νά δηλώσω ότι ή συμμετοχ ή του στό επεισόδιο «Τά Βόδια τού “Ηλιου», μπορεί νά θεωρηθεί καθοριστική γιά τήν τελική μορφή αύτού τού επεισοδίου. Σωκράτης Καψάσκης

1. ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ ΕΠΙΒΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΠΑΧΟΥΛΟΣ, ό Μπάκ Μάλλιγκαν εμφανίστηκε στό κεφαλόσκαλο, κρατώντας ενα κύπελλο μέ σαπουνάδα, οπου ήταν ακουμπισμένα σταυρωτά ενας καθρέφτης κι ενα ξυράφι. Τό απαλό πρωινό άεράκι φούσκωνε άνάλαφρα τήν κίτρινη, δίχ ως ζώνη, ρόμπα του. Σήκωσε ψηλά τό κύπελλο καί εψαλε: —

Introibo ad altare Dei.

Στάθηκε, κοίταξε τή στριφτή σκοτεινή σκάλα καί φώναξε άγρια: —

’Έλα πάνω, Κίντς. ’Έλα πάνω, φριχ τέ ’Ιησουίτη!

Προχ ώρησε σοβαρός κι άνέβηκε στό κυκλικό κανονιοβολείο. ’Έστριψε ολόγυρα κι ευλόγησε τρεις φορές μ’ επισημότητα τόν πύργο, τή γύρω περιο. χ ή καί τά βουνά πού ξύπναγαν. ‘Ύστερα, βλέποντας τόν Στήβεν Ντένταλους πού ανέβαινε, ύποκλίθηκε πρός τό μέρος του καί σχ ημάτισε γρήγορους σταυρούς στόν αέρα, γουργουρίζοντας καί κουνώντας τό κεφάλι του. Στό τελευταίο σκαλί, μέ τά μπράτσα ακουμπισμένα στήν κουπαστή, κακοδιάθετος καί νυσταγμένος, ό Στήβεν Ντένταλους, κοίταζε ψυχ ρά τήν κινούμενη γουογουριστή μορφή πού τόν εύλογούσε, μακρουλή σάν τού αλόγου, μέ τά ξανθά ίρούρευτα μαλλιά, στό χ ρώμα τής ώχ ρής βελανιδιάς. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κοίταξε μιά στιγμή κάτω άπό τόν καθρέφτη κι υστέρα σκέπασε μέ σβελτάδα τό κύπελλο. —

Πίσω στόν στρατώνα, είπε κατηγορηματικά.

Καί πρόσθεσε σέ τόνο κηρύγματος: — Διότι τούτο, ώ φίλτατοι, είναι ή άληθής Εύχ αριστία, σώμα καί ψυχ ή καί αίμα καί πληγές. Πιό άργά ή μουσική, παρακαλώ. Κλείστε τά μάτια σας, κύριοι! Μιά στιγμή. ‘Ένα μικρό πρόβλημα μέ αύτά τά αιμοσφαίρια. Σιωπή, ολοι. Κοίταξε λοξά πρός τόν ούρανό κι εβγαλε ενα μακρόσυρτο βαθύ σφύριγμα, υστέρα στάθηκε γιά λίγο σέ μιά εκστατική άναμονή, καθώς τά ομοιόμορφα άσπρα δόντια του έλαμπαν εδώ κι εκεί μέ χ ρυσές άναλαμπές. Χρυσόστομος. Δυό δυνατά διαπεραστικά σφυρίγματα άπάντησαν μέσα στή γαλήνη. —

Σ’ ευχ αριστώ, παλιόφιλε, φώναξε ζωηρά. ’Αρκεί. Κλείσε τό ρεύμα, παρακαλώ.

Πήδησε άπό τό κανονιοβολείο καί κοίταξε σοβαρά τόν παρατηρητή του, μαζεύοντας γύρω στά πόδια του τίς ξεδιπλωμένες άκρες τής ρόμπας του. Ή παχ ουλή, σκοτεινή μορφή του καί τό κατσούφικο στρογγυλό σαγόνι του, άνακαλούσαν εναν κληρικό, προστάτη τών τεχ νών τού μεσαίωνα. ‘Ένα ευχ άριστο χ αμόγελο χ αράχ τηκε γαλήνια πάνω στά χ είλη του. —

’Έχ ει πολύ πλάκα τό γελοίο σου όνομα! ειπε χ αρούμενα. ’Αρχ αίο έλληνικό!

Κούνησε τό δάχ τυλό του μέ φιλική διάθεση καί γελώντας μόνος του προχ ώρησε πρός τό στηθαίο. Ό Στήβεν Ντένταλους άνέβηκε βαριεστημένα τά σκαλιά, άκολουθώντας τον ώς τά μισά καί

κάθησε στήν άκρη του κανονιοβολείου, παρατηρώντας τον άκίνητος, καθώς εκείνος στερέωσε τόν καθρέφτη του στό στηθαίο, βύθισε τό πινέλλο στό κύπελλο καί άπλωνε τή σαπουνάδα στά μάγουλα καί τό λαιμό του. Ή χ αρούμενη φωνή του Μπάκ Μάλλιγκαν συνέχ ισε: — Καί τό δικό μου όνομα είναι γελοίο. Μάλαχ ι Μάλλιγκαν. Δύο δάκτυλοι. ‘Όμως ηχ εί σάν ελληνικό, έτσι; Πηδηχ τό καί ήλιοφώτιστο σάν κατσικάκι. Πρέπει νά παμε στήν ’Αθήνα. Θά ερθεις μαζί μου, αν μπορέσω καί καταφέρω τή θεία μου νά μού πασάρει καμιά εικοσαριά λίρες; ’Ακούμπησε τό πινέλλο πλάι καί γελώντας μ’ ευχ αρίστηση φώναξε: —

’Άραγε θά ’ρθει ό άχ ρηστος ’Ιησουίτης;

Σώπασε κι άρχ ισε νά ξυρίζεται προσεχ τικά. —

Πές μου, Μάλλιγκαν, είπε ήρεμα ό Στήβεν.



Ναί, άγάπη μου.



Πόσο θά μείνει ό Χέηνς σ’ αύτόν τόν πύργο;

Ό Μπάκ Μάλλιγκαν εδειξε τό ξυρισμένο μάγουλό του πάνω άπό τόν δεξή του ώμο. — Θεέ μου, δέν είναι φριχ τός; ειπε είλικρινά. ‘Ένας χ οντροκέφαλος Σάξονας. Νομίζει πώς δέν είσαι τζέντλεμαν. Θεέ μου, αύτοί οί βρωμιάρηδες οί ’Άγγλοι! ’Έτοιμοι να κλατάρουν άπό λεφτά καί δυσπεψία. ’Επειδή έρχ εται άπό τήν ’Οξφόρδη. Ξέρεις, Ντένταλους, στήν πραγματικότητα εσύ είσαι αυτός πού ίχ ει γνήσιους όξφορδιανούς τρόπους. Δέν μπορεί νά σέ καταλάβει. ’Ό, τ’ όνομα πού σού έδωσα έγώ είναι τέλειο` ό Κίντς, ή λεπίδα τού μαχ αιριού. Ξύριζε προσεχ τικά τό σαγόνι του. — Παραμιλούσε ολη νύχ τα γιά κάποιο μαύρο πάνθηρα, είπε ό Στήβεν. Που βάζει τήν οπλοθήκη του; —

”Ενας συφοριασμένος μανιακός, είπε ό Μάλλιγκαν. Φοβήθηκες;

— Βεβαίως, είπε ό Στήβεν έντονα καί μέ αυξανόμενο φόβο. Μέσα στό σκοτάδι έδώ, μ’ εναν άγνωστο πού παραμιλάει κι ωρύεται πώς θά πυροβολήσει κάποιο μαύρο πάνθηρα. Έσύ εσωσες άνθρώπους άπό πνιγμό. ‘Όμως εγώ δέν είμαι ήρωας. ’Άν μείνει αυτός, εγώ θά φύγω. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν κατσούφιασε κοιτάζοντας τή σαπουνάδα πάνω στό ξυράφι του. Τινάχ τηκε άπό τή θέση του κι άρχ ισε νά ψάχ νει βιαστικά τίς τσέπες του παντελονιού του. —

Γρήγορα, φώναξε μέ πνιγμένη φωνή.

Προχ ώρησε πρός τό κανονιοβολείο καί χ ώνοντας τό χ έρι του στήν πάνω τσέπη τού Στήβεν είπε: —

Δανείστε μας τό μυξοκούρελό σας νά σκουπίσω τό ξυράφι μου.

Ό Στήβεν τόν άνέχ θηκε καθώς τράβηξε καί κράτησε επιδεικτικά άπό τήν άκρη του ενα ζαρωμένο βρώμικο μαντήλι. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκούπισε προσεκτικά τό ξυράφι. ‘Ύστερα, κοιτάζοντας τό μαντήλι, είπε: — Τό μυξοκούρελο τού βάρδου. Μιά νέα καλλιτεχ νική άπόχ ρωση γιά τούς ’Ιρλανδούς ποιητές· μυξοπράσινο. Μπορείς άκόμα καί νά τό γευτείς, έτσι; Ξαναγυρίζοντας στό στηθαίο κοίταξε πέρα πρός τόν κόλπο τού Δουβλίνου, καθώς τ’ απαλά μαλλιά του, χ ρώματος ωχ ρής βελανιδιάς, άνέμιζαν άνάλαφρα. — Θεέ μου, είπε ήρεμα. Ή θάλασσα δέν είναι ετσι οπως τήν άποκαλεί ό ’Άλτζυ, ή γκρίζα γλυκειά μας μάνα; Ή μυξοπράσινη θάλασσα. Ή άρχ ιδοσφίχ τρα θάλασσα. ’Επί οίνοπα πόντον. ’Ώ, Ντένταλους, οί ‘Έλληνες. Πρέπει νά σού τούς γνωρίσω. Πρέπει νά τούς διαβάσεις στό πρωτότυπο! Θάλατ· τα! Θάλαττα! Είναι ή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. ’Έλα νά τήν κοιτάξεις. Ό Στήβεν σηκώθηκε κι άνέβηκε στό στηθαίο. Άκουμπώντας πάνω του κοίταξε κάτω τή θάλασσα καί τό πλοίο τού ταχ υδρομείου, καθώς εβγαινε άπό τό στόμιο τού λιμανιού τού Κίνγκσταουν. —

Ή παντοδύναμη μάνα μας, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.

’Έστρεψε άπότομα τά μεγάλα εξεταστικά μάτια του άπό τή θάλασσα στό πρόσωπο τού Στήβεν. — Ή θεία μου νομίζει ότι σκότωσες τή μάνα σου, είπε. Γι’ αύτό καί δέν μ’ άφήνει νά ’χ ω παρτίδες μαζί σου. —

Κάποιος τή σκότωσε, είπε μελαγχ ολικά ό Στήβεν.

— Νά πάρει ό διάολος, Κίντς, μπορούσες νά γονατίσεις όταν ή έτοιμοθάνατη μάνα σ’ τό ζήτησε, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Είμαι κι εγώ ύπερβόρειος οπως κι έσύ. Άλλά όταν σκεφτεί κανείς ότι ή μάνα σου μέ τή στερνή της άνάσα hi παρακάλεσε νά γονατίσεις καί νά προσευχ ηθείς γι’ αυτήν. Κι έσύ άρνήθηκες. Κάτι στραβό βρίσκεται μέσα σου. Σώπασε καί σαπούνισε πάλι ελαφρά τό άλλο μάγουλο. `Ένα συγκαταβατικό χ αμόγελο άπλώθηκε στά χ είλη του. — ’Όμως είσαι καλός γελωτοποιός, μουρμούρισε μόνος του. Ό Κίντς, ό καλύτερος γελωτοποιός άπ’ ολους. Ξυρίστηκε μέ μεγάλες ξυραφιές καί μέ προσοχ ή, σιωπηλός καί σοβαρός. Ό Στήβεν, μέ τόν αγκώνα άκουμπισμένον στόν μυτερό γρανίτη καί μέ τό μέτωπο στήν παλάμη του, κοίτ&ξε τήν ξεφτισμένην άκρη τού μαύρου μανικιού τού σακκακιού του, πού γυάλιζε. Κάποιος πόνος, όχ ι όμως άκόμα πόνος άγάπης, ροκάνιζε τήν καρδιά του. ‘Ύστερα άπό τό θάνατό της, μέσα στ’ όνειρο, σιωπηλή τόν είχ ε πλησιάσει` μέσα στά φαρδιά σκούρα σάβανα, τό ξοδεμένο σώμα της άπόπνεε μιά μυρωδιά κεριού καί ροδόξυλου` άφωνη είχ ε σκύψει πάνω του, τόν έπέπληττε, μέ μιάν άπόμακρη μυρωδιά μουσκεμένης στάχ της στήν άνάσα της. ’Ανάμεσα άπό τά ξεφτισμένα μανικέτια του κοίταζε τή θάλασσα πού ή καλοταίσμένη φωνή δίπλα του τήν ειχ ε χ αιρετήσει σάν τή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. ‘Ο κύκλος τού κόλπου καί ό ορίζοντας

συγκρατούσαν μιά μάζα σκουροπράσινου ύγρού. ‘Ένα κύπελλο άπό λευκή πορσελάνη δίπλα στό νεκροκρέβατό της περιείχ ε τήν πράσινη νωθρή χ ολή της, πού έβγαλε μέ σπασμούς έμετού καί μέ ούρλιαχ τά άπό τό σάπιο συκώτι της. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκούπισε τό ξυράφι του. — ’Ώ, σκυλίσιο κορμί, είπε μέ φιλική φωνή. Πρέπει νά σού δώσω ενα πουκάμισο καί λίγα μυξοκούρελα. Σού πάει τό παντελόνι άπό δεύτερο χ έρι; —

’Αρκετά καλά, είπε ό Στήβεν.

Ό Μπάκ Μάλλιγκαν βάλθηκε νά ξυρίζει τήν περιοχ ή κάτω άπό τά χ είλη του. — Πλάκα πού έχ εις, είπε μέ ικανοποίηση, άπό δεύτερο πόδι θά έπρεπε νά πώ. Ό Θεός ξέρει ποιός συφιλιδο-αλκοολικός τό φόραγε πρίν άπό σένα. ’Έχ ω ένα ώραίο γκρίζο παντελόνι μέ ρίγες. Θά ’σαι σάν γαμπρός. Δέν κοροίδεύω, Κίντς. Είσαι πολύ φίνος, διάολε, όταν ντύνεσαι καλά. —

Εύχ αριστώ, είπε ό Στήβεν. Αν είναι γκρίζο, δέν μπορώ νά τό φορέσω.

— Δέν μπορεί νά τό φορέσει, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν στόν εαυτό του, κοιτάζοντας μέσα στόν καθρέφτη. Ή εθιμοτυπία είναι εθιμοτυπία. Σκοτώνει τή μάνα του, άλλά δέν μπορεί νά φορέσει γκρίζο παντελόνι. ’Έκλεισε τό ξυράφι προσεκτικά καί μέ χ αίδευτικά δάχ τυλα άγγιξε τήν απαλή του επιδερμίδα. Ό Στήβεν τράβηξε τό βλέμμα του άπό τή θάλασσα καί κοίταξε τό παχ ουλό πρόσωπο μέ τά γκριζογάλανα ευκίνητα μάτια. — Ό φίλος πού ήμουν μαζί του χ θές βράδυ στό μπάρ Τό Καράβι, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν, λέει πώς έχ εις γ.δ.π. Βρίσκεται πέρα στήν Ντόττιβιλ με τόν Κόνολλυ Νόρμαν. Γενική διανοητική παράλυση. ’Έγραψε μέ τόν καθρέφτη ένα ήμικύκλιο στόν άέρα, γιά νά μεταδώσει τήν είδηση μέ άντιφέγγισμα τού ήλιου πάνω άπό τή θάλασσα. Τά ξυρισμένα χ είλη του καί οί άκρες άπό τά άστραφτερά δόντια του γέλασαν. ‘Όλο τό καλοδεμένο δυνατό κορμί του τραντάχ τηκε άπό τά γέλια. —

Κοίτα τά μούτρα σου, είπε, άπαίσιε βάρδε.

Ό Στήβεν, μέ σηκωμένες τις τρίχ ες τών μαλλιών, έσκυψε καί κοίταξε μές στόν καθρέφτη, πού ό άλλος κρατούσε μπροστά του, καί πού ενα καμπύλο ράγισμα τόν χ ώριζε στά δύο. Νά πώς μέ βλέπει αύτός καί οί άλλοι. Ποιός διάλεξε αύτό τό πρόσωπο γιά μένα; Αύτό τό σκυλίσιο κορμί πού ζητάει ξετσιμπούριασμα. ’Έχ ει κι άπαιτήσεις άπό πάνω. — Τόν βούτηξα άπό τό δωμάτιο τής δούλας, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. ΤΗταν ό,τι πρέπει γιά δαύτηνε. Ή θεία μου επίτηδες εχ ει πάντα κακομούτσουνες ύπηρέτριες, εξ αιτίας του Μάλλαχ ι. “Ινα μή είσενέγκουν αύτόν εις πειρασμόν. Καί τό όνομα αύτής Ουρσουλα. Μ’ ενα καινούργιο γέλιο τράβηξε τόν καθρέφτη άπό τά εξεταστικά μάτια τού Στήβεν.

— Ή μανία τού Κάλλιμπαν πού δέν άναγνωρίζει τό πρόσωπό του μές στόν καθρέφτη, είπε. Μόνο πού ό Ούάιλντ δέν ζει πιά γιά νά σέ δεί. Ό Στήβεν άποτραβήχ τηκε κι εδειξε μέ πίκρα τόν καθρέφτη: —

Τό σύμβολο τής ιρλανδικής τέχ νης. Ό ραγισμένος καθρέφτης μιας ύπηρέτριας.

Ξαφνικά ό Μπάκ Μάλλιγκαν πέρασε τό μπράτσο του στό μπράτσο τού Στήβεν καί τόν τράβηξε μαζί του γύρω στόν πύργο, καθώς τό ξυράφι του καί ό καθρέφτης θορυβούσαν στήν τσέπη του, οπου τά ειχ ε βάλει. — Δέν είναι σωστό πού σέ πειράζω, Κίντς, ετσι δέν είναι; είπε μέ καλωσύνη. Ή άλήθεια τού Θεού είναι ότι έσύ άξίζεις περισσότερο άπ’ ολους τους. Ξεφεύγει πάλι, επειδή φοβάται τό νυστέρι τής τέχ νης μου, οπως εγώ φοβάμαι τό νυστέρι τής δικής του. Τήν κρύα άτσάλινη πέννα. — Ό ραγισμένος καθρέφτης μιάς υπηρέτριας. Πές το σ’ αύτόν τόν βλαμμένο κάτω καί κόλλησέ του νά σού δανείσει μιά γκινέα. Ζέχ νει άπό τό χ ρήμα καί νομίζει ότι δέν είσαι τζέντλεμαν. ’Έτσι κι άλλιώς, ό γέρος του εκανε παραδάκι πουλώντας παλιατσούρες στούς Ζουλού ή μέ κάποιαν άλλη κομπίνα. Θεέ μου, Κίντς, άν έμείς οί δυο μπορούσαμε νά δουλέψουμε μαζί, θά δημιουργούσαμε κάτι γι’ αύτό τό νησί. Θά τό εξελληνίζαμε. Τό μπράτσο τού Κράνλυ. Τό μπράτσο του. — Καί νά σκεφτεί κανείς ότι πρέπει νά ζητιανεύεις άπ’ αύτά τά γουρούνια. Είμαι ό μόνος πού γνωρίζω τήν αξία σου. Γιατί δέν μ’ εμπιστεύεσαι περισσότερο; Γιατί είσαι τόσο ψηλομύτης; Έξ αιτίας τού Χέηνς; ’Άν κάνει τήν παραμικρότερη φασαρία θά φέρω τόν Σέυμουρ καί θά τού ξηγηθούμε χ ειρότερα άπ’ όσο ξηγήθηκαν αύτοί στόν Κλάιβ Κέμφθορπ. Νεανικές λραυγές άπό φωνές πλουσιόπαιδων στό δωμάτιο τού Κλάιβ Κέμφθορπ. Ώχ ρά πρόσωπα: κρατώντας ολοι τά πλευρά τους άπό τά γέλια, χ τυπάει ό ενας τόν άλλο στήν πλάτη. ’Ώχ , δέν τό άντέχ ω άλλο! Πές στή μητέρα του τά νέα μέ τό μαλακό, ’Ώμπρεύ! Πάω νά πεθάνω! Μέ τό πουκάμισό του σκισμένο σέ λωρίδες πού μαστιγώνουν τόν άέρα χ οροπηδάει καί στριφογυρίζει γύρω άπό τό τραπέζι, μέ κατεβασμένα βρακιά, καθώς ό Έηντς του Κολλεγίου Μώντλην τόν κυνηγάει μ’ ενα ψαλίδι ράφτη. Τρομαγμένο μοσχ αρίσιο μούτρο, πασαλειμμένο μέ μαρμελάδα. Δέν θέλω νά μέ ξεβρακώσετε! Μή μέ κοροίδεύετε! Οί κραυγές άπό τ’ άνοιχ τό παράθυρο άναταράζουν τή βραδιά στόν αύλόγυρο. “Ενας κουφός κηπουρός, ντυμένος μέ μπροστέλα καί ολόιδιος μέ τόν Μάθιου Άρνολντ, σπρώχ νει τό μηχ άνημα τού κουρέματος πάνω στό σκούρο γρασίδι παρατηρώντας άπό κοντά τό χ ορό τών κομμένων μίσχ ων. Γιά μάς τούς ίδιους… νέος παγανισμός… όμφαλός. — Άς μείνει, είπε ό Στήβεν. Εκτός άπό τή συμπεριφορά του τή νύχ τα, δέν εχ ω τίποτα εναντίον του.

— Τότε, λοιπόν, τί εχ εις μαζί μου; ρώτησε άνυπόμονα ό Μπάκ Μάλλιγκαν. ’Έλα, πές το. Έγώ είμαι ειλικρινής. Τί εχ εις εναντίον μου; Στάθηκαν, κοιτάζοντας πέρα κατά τό στρογγυλό άκρωτήριο τού Μπρέυ Χέντ πού ξάπλωνε πάνω στό νερό σάν ρύγχ ος κοιμισμένης φάλαινας. Ό Στήβεν ελευθέρωσε ήρεμα τό μπράτσο του. —

Θέλεις νά σού πώ; ρώτησε.



Ναί, τί εχ εις μαζί μου; άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Έγώ δέν θυμάμαι τίποτα.

Καθώς μιλούσε κοίταξε τό πρόσωπο τού Στήβεν. ‘Ένα άεράκι πέρασε στό μέτωπό του, ριπίζοντας άπαλά τ’ άχ τένιστα ξανθά μαλλιά του, άναταράζοντας άσημένια ίχ νη άγωνίας στά μάτια του. Ό Στήβεν, θλιμμένος από τόν ήχ ο τής ίδιας τής φωνής του, τού είπε: —

Θυμάσαι τήν πρώτη φορά πού ήρθα σπίτι σου, μετά τόν θάνατο τής μητέρας μου;

Ό Μπάκ Μάλλιγκαν συνοφρυώθηκε ξαφνικά κι είπε: — Τί; Πού; Δέν θυμάμαι τίποτα. Θυμάμαι μόνο ιδέες καί αισθήσεις. Γιατί; Γιά τ’ όνομα τού Θεού, τί έγινε; — ’Έφτιαχ νες τσάι, είπε ό Στήβεν, κι έγώ πέρασα μέσα άπ’ τό χ ώλ γιά νά φέρω κι άλλο ζεστό νερό. Ή μητέρα σου καί κάποια φίλη της βγήκανε άπό τό σαλόνι. Σέ ρώτησε ποιός ήταν στό δωμάτιό σου. —

Λοιπόν; είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Τί είπα; Δέν θυμάμαι.



Είπες ”Ω, δέν είναι άλλος άπό τόν Ντένταλους, πού ή μητέρα του φόφησε, άπάντησε ό Στήβεν.

‘Ένα ερύθημα, πού τόν εκαμε νά δείχ νει νεώτερος καί πιό ελκυστικός, φάνηκε στά μάγουλα τού Μπάκ Μάλλιγκαν. —

’Έτσι είπα; ρώτησε. Καί λοιπόν; Κακό είναι αύτό;

Θέλησε ν’ άποδιώξει τήν ταραχ ή του νευριασμένος. — Καί τί είναι ό θάνατος; ρώτησε. Τής μητέρας σου, ή ό δικός σου ή ό δικός μου; Έσύ είδες μόνο τή μητέρα σου νά πεθαίνει. Έγώ τούς βλέπω κάθε μέρα νά τά τινάζουν στά νοσοκομεία, στό Μητέρα καί στού Ρίτσμοντ, καί νά τούς ξεκοιλιάζουν στό νεκροτομείο. Ό θάνατος είναι μόνο μιά κτηνω-δία καί τίποτα παραπάνω. ‘Απλώς, δέν έχ ει καμιά σημασία. Έσύ δέν γονάτισες νά προσευχ ηθείς γιά τή μητέρα σου στό νεκροκρέβατό της, όταν σου τό ζήτησε. Γιατί; Επειδή έχ εις μέσα σου αύτό τό καταραμένο ίησουίτικο υφος, μόνο πού χ ύθηκε σέ στραβό καλούπι. Γιά μένα ολα είναι γελοιότητα καί κτηνωδία. Οί λοβοί τού εγκεφάλου της δέν άντιδρούν πιά. Καλείται ό γιατρός σέρ Πήτερ Τήζλ καί κόβει τά χ ρυσά κουμπιά άπό τό πάπλωμά της. Λέγε της ψέματα μέχ ρι νά τελειώσει. Έσύ έναντιώθηκες στήν τελευταία της προθανάτια επιθυμία κι όμως τσατίζεσαι μαζί μου επειδή δέν δείχ νω άπαρηγόρητος, σάν κανένας νεκροθάφτης άπό τό Λάλουετ. Μά είναι παράλογο! ’Άς πούμε πώς τό είπα. Δέν είχ α τήν πρόθεση νά προσβάλω τή μνήμη τής μητέρας σου.

Μιλώντας είχ ε άνακτήσει τό θάρρος του. Ό Στήβεν κρύβοντας τίς άνοιχ τές πληγές πού οί λέξεις είχ αν άνοίξει στήν καρδιά του, είπε πολύ ψυχ ρά: —

Δέν σκέφτομαι τήν προσβολή πρός τή μητέρα μου.



Τότε, τί σκέφτεσαι; ρώτησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.



Τήν προσβολή πρός έμένα, άπάντησε ό Στήβεν.

Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έκαμε μιά στροφή. —

Δέν ύποφέρεσαι! φώναξε.

Απομακρύνθηκε γρήγορα άπό τό στηθαίο. Ό Στήβεν έμεινε στή θέση του, κοιτάζοντας πέρα τή γαλήνια θάλασσα κατά τό άκρωτήριο. Θάλασσα καί άκρωτήριο είχ αν γίνει τώρα θαμπά. ’Ένιωσε τώρα τό αίμα νά πάλλεται μές στά μάτια του, σκεπάζοντας μ’ ένα βέλο τή θωριά τους κι αίσθάνθηκε εναν πυρετό στά μάγουλά του. Μιά φωνή φώναξε δυνατά μέσ’ άπό τόν πύργο: —

Μάλλιγκαν, επάνω είσαι;r



Κατεβαίνω, άπάντησε ό Μπάκ Μάλλιγκαν.

Γύρισε κατά τόν Στήβεν καί είπε: — Κοίτα τή θάλασσα. Τί νοιάζεται αύτή γιά τίς προσβολές; Παράτα τόν Λογιόλα, Κίντς, καί κατέβα. Ό ’Άγγλος επιθυμεί τό πρωινό του μπέικον. Τό κεφάλι του στάθηκε ξανά γιά μία στιγμή άπέναντι στό ψηλότερο σκαλί, έκεί πού άρχ ιζε τό ταβάνι. — Μή χ αλάς ολη μέρα τή ζαχ αρένια σου, είπε. Μήν ψάχ νεις νά βρεις λογική σέ μένα. Παράτα τίς στενοχ ώριες. Τό κεφάλι του έξαφανίστηκε, άλλά τό μουρμουρητό τής φωνής του πού κατέβαινε άντηχ ούσε άπό τό άνοιγμα τής σκάλας: `Κι άλλο μή μένεις μοναχ ός καί θλίβεσαι γιά τής αγάπης τό πικρό μυστήριο γιατί ό Φέργκους όδηγεί τά χ άλκινα τ’ αμάξια. Σιωπηλές σκιές δασών έπέπλεαν μέσα στήν πρωινή γαλήνη, οπως κοίταζε άπό τόν πύργο κατά τή θάλασσα. Κοντά στήν παραλία καί μακρύτερα στά βαθειά ό καθρέφτης τών νερών άσπριζε, σπιρουνιασμένος άπό ήλιοφώτιστα βιαστικά πόδια. Τό λευκό στήθος τής συννεφοσκέπαστης θάλασσας. Οί ζευγαρωμένοι τονισμοί, δύο-δύο. ‘Έν— Άντίθεσις, είπε ό καθηγητής κουνώντας τό κεφάλι του δυό φορές. Αγνές παρθένες. Νομίζω πώς τίς βλέπω. Γιατί άργεί ό φίλος μας;>’Έστρεψε τό σώμα του.>‘Ένα τσούρμο εφημεριδοπώλες πού κατέβαιναν χ οροπηδώντας τά σκαλοπάτια, τσαλαβουτούσαν πρός ολες τίς κατευθύνσεις, φωνάζοντας, μέ τίς εφημερίδες τους ν’ άνεμίζουν. Πίσω τους ό Μάιλς Κρώφορντ φάνηκε στά σκαλιά, μέ τό καπέλο του σάν φωτοστέφανος γύρω άπό τό κόκκινο πρόσωπό του,

συζητώντας μέ τόν Τζ.Τζ. Ο’Μόλλού.>— Ελάτε, φώναξε ό καθηγητής, κουνώντας τό χ έρι του.>Ξανάρχ ισε νά περπατάει στό πλευρό τού Στήβεν. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΜΠΛΟΥΜ — Ναί, είπε, τίς βλέπω.>Ό κ. Μπλούμ, μέ κομμένη τήν άνάσα, μπερδεμένος σ’ ενα στρόβιλο αγριεμένων εφημεριδοπωλών κοντά στά γραφεία τού Ιρλανδού Καθολικού καί τής Έφημερίδος τού Δουβλίνου, φώναξε:>— Κύριε Κρώφορντ! Μιά στιγμή!>— Τηλέγραφος! ’Έκτακτο παράρτημα γιά τίς ιπποδρομίες!>— Τί συμβαίνει; ρώτησε ό Μάιλς Κρώφορντ, καθυστερώντας τό βήμα του.>‘Ένας εφημεριδοπώλης φώναξε μπροστά στά μούτρα τού κ. Μπλούμ.>— Φοβερή τραγωδία στό Ράθμαίνς! Παιδάκι μαγκώθηκε άπό φυσερό! ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ — Νά, αύτή ή διαφήμιση, είπε ό κ. Μπλούμ, άνοίγοντας δρόμο πρός τά σκαλιά, ξεφυσώντας, καί βγάζοντας άπό τήν τσέπη του τό άπόκομμα. Μόλις τώρα μίλησα μέ τόν κ. Κλειδή. Είπε πώς θά άνανεώσει την καταχ ώ-ρηση γιά δυό μήνες. ‘Ύστερα θά τό μελετήσει. “Ομως θέλει ενα κειμενάκι καί στόν Τηλέγραφο, στό ρόζ Σαββατιάτικο παράρτημα. Καί θά ήθελε, αν δέν είναι πολύ άργά, συνεννοήθηκα μέ τόν σύμβουλο Ναννέττι, νά είναι παρόμοια μέ αύτή τής έφημερίδος Ό Λαός τού Κιλκέννυ. Μπορώ νά τή βρώ στήν Εθνική Βιβλιοθήκη. Οίκος κλειδιών, καταλαβαίνετε; Τό όνομά του είναι Κλειδής. Γίνεται λογοπαίγνιο γύρω άπό τό όνομά του. Άλλά σχ εδόν ύποσχ έθηκε νά κάμει τήν άνανέωση. “Ομως ζητάει μιά μικρή προώθηση. Τί νά τού πώ, κύριε Κρώφορντ; Φ.Τ.Κ.Μ. — Πές του νά φιλήσει τόν κώλο μου, είπε μ’ έμφαση ό κ. Μάιλς Κρώφορντ, κάνοντας μιά κίνηση μέ τό χ έρι του. Πές του το, οπως σ’ τό είπα.>Κάπως νευριασμένος. Φυλάξου άπό τά ξεσπάσματα. Πάνε ομαδικά γιά πιοτό. Αγκαζέ. Τό ναυτικό κασκέτο τού Λένεχ αν στό βάθος ψάχ νει γιά σελέμισμα. Ot συνηθισμένες κολακείες. Αναρωτιέμαι αν ό νεαρός Ντένταλους είναι ό υποκινητής. Σήμερα φοράει ένα καλό ζευγάρι παπούτσια. Τήν τελευταία φορά πού τόν είδα φαινόντουσαν οί φτέρνες του. Κάπου τσαλαβούτησε μέσα σέ λάσπες. Απρόσεχ τος νεαρός. Τί γύρευε στό Άιριστάουν;>— Λοιπόν, είπε ό κ. Μπλούμ, ξαναγυρίζοντας τά μάτια του πάνω του, άν μπορέσω νά βρώ τή μακέτα, νομίζω πώς τού άξίζει ένα σύντομο κειμενάκι. Νομίζω πώς θά κάνει τή διαφήμιση. Θά τού πώ… Φ.Τ.Β.Ι.Κ.Μ. — Νά φιλήσει τό βασιλικό ιρλανδέζικο κώλο μου, φώναξε δυνατά ό Μάιλς Κρώφορντ πάνω άπό τόν ώμο του. “Ο,τι ώρα θέλει, πές του.>Καθώς ό κ. Μπλούμ ζύγιαζε τά υπέρ καί τά κατά, σχ εδόν έτοιμος νά χ αμογελάσει, ό διευθυντής άπομακρύνθηκε μέ γρήγορα βήματα. ΠΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΙΝ ΔΑΝΕΙΚΩΝ — Nulla bona, Τζάκ, είπε φέρνοντας τό χ έρι του στό πηγούνι. Βρίσκομαι μέχ ρι τό λαιμό στά χ ρέη. Πέρασα κι έγώ άπό εκεί πού βρίσκεσαι. Μόλις πρίν άπό μιάν εβδομάδα έψαχ να νά βρώ κάποιον νά μέ δανείσει γιά νά πληρώσω ένα χ ρέος. Πρέπει νά έκλάβεις τή θέλησή μου ώς χ ειρονομία. Λυπάμαι, Τζάκ. Μέ ολη μου τήν καρδιά καί μέ άλλη μισή, άν μπορούσα νά δανειστώ άπό κάπου.>Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού μέ τά μούτρα κατεβασμένα περπατούσε σιωπηλός. ’Έφτασαν τούς

άλλους καί ξεκίνησαν ολοι μαζί.>— ’Όταν τρώνε τήν πηχ τή καί σκουπίζουν τά είκοσι δάχ τυλά τους στό χ αρτί περιτυλίγματος πλησιάζουν τό κιγκλίδωμα.>— Κάτι γιά σένα, εξήγησε ό καθηγητής στόν Μάιλς Κρώφορντ. Δυό Δουβλινέζες γριές στήν κορυφή τής στήλης τού Νέλσονα. ΤΙ ΣΤΗΛΗ! ΝΑ ΤΙ ΕΙΠΕ Η ΠΡΩΤΗ ΦΡΑΓΚΟΚΟΤΑ — Αύτό είναι είδηση, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Αύτό τυπώνεται. ’Έξοδος γιά νά τιμήσουν τό Πανηγύρι τών Τσαγκαράδων. Δυό γριές καμωματούδες, ετσι;>— ’Όμως φοβούνται πώς ή στήλη θά πέσει, συνέχ ισε ό Στήβεν. Βλέπουν τίς στέγες καί μαλώνουν γιά τό πού βρίσκονται οί διάφορες εκκλησίες` ό γαλάζιος θόλος τού Ράθμαίνς, τού Άδάμ καί τής Εύας, τού Αγίου Λαυρέντιου Ο’Τούλ. Άλλά τό κοίταγμα τίς ζαλίζει κι ετσι μαζεύουν τίς φούστες τους. ΑΤΤΑ ΤΑ ΕΛΑΦΡΩΣ ΚΑΥΓΑΤΖΙΔΙΚΑ ΘΗΛΕΑ — Έδώ μέ τό μαλακό, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Δέν επιτρέπονται ποιητικές ελευθεριότητες. Φτάσαμε στήν άρχ ιεπισκοπή.>— Καί κάθησαν χ άμω, πάνω στά ριγωτά μεσοφόρια τους, κοιτάζοντας ψηλά τό άγαλμα τού μονόχ ειρα μοιχ ού.>— Τού μονόχ ειρα μοιχ ού! φώναξε ό καθηγητής. Μού αρέσει αύτό. Βλέπω τήν ιδέα. Βλέπω τί εννοείς. ΟΙ ΚΥΡΙΕΣ ΔΩΡΙΖΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΕΣ ΤΟΥ ΔΟΥΒΛΙΝΟΥ, ΟΠΩΣ ΠΙΣΤΕΥΕΤΑΙ, ΔΙΕΓΕΡΤΙΚΑ ΧΑΠΙΑ ΚΑΙ ΤΑΧΕΙΣ ΑΕΡΟΛΙΘΟΥΣ — Τούς πιάνεται ό σβέρκος, είπε ό Στήβεν, καί είναι πολύ κουρασμένες πιά γιά νά κοιτάξουν είτε ψηλά είτε χ αμηλά, ή άκόμα καί γιά νά μιλήσουν. Βάζουν άνάμεσά τους τή σακούλα μέ τά δαμάσκηνα, τά βγάζουν ενα-ενα καί τά τρώνε, σκουπίζοντας μέ τά μαντήλια τους τά ζουμιά πού στάζουν άπό τό στόμα τους καί φτύνοντας άργά τά κουκούτσια άνάμεσα άπό τό κιγκλίδωμα.>Τελείωσε μέ μιά δυνατή έκρηξη νεανικού γέλιου σάν κορωνίδα. Ό Λένεχ αν καί ό κ. Ο’Μάντεν Μπέρκ, άκούγοντας, γύρισαν, έγνεψαν καί διέσχ ισαν τό δρόμο γιά τού Μούνεύ.>— Τελείωσε; ειπε ό Μάιλς Κρώφορντ. Τουλάχ ιστον δέν κάνουν τίποτε χ ειρότερο. ΣΟΦΙΣΤΗΣ ΓΡΟΝΘΟΚΟΠΕΙ ΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΗ ΕΛΕΝΗ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΠΡΟΒΟΣΚΙΔΑ. ΟΙ ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ ΤΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΔΟΝΤΙΑ. ΟΙ ΙΘΑΚΗΣΙΟΙ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΟΥΝ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΡΙΑ ΤΗΝ ΠΗΝΕΛΟΠΗ — Μού θυμίζεις τόν ’Αντισθένη, ειπε ό καθηγητής, έναν μαθητή τού σοφιστή Γοργία. ’Έλεγαν γι’ αύτόν ότι κανείς δέν μπορούσε νά πει άν ήταν πικρότερος έναντι τών άλλων ή έναντι τού έαυτού του. ‘Ηταν γιός ένός εύγενούς καί μιας σκλάβας. Κι έγραψε ένα βιβλίο, στό όποιο έπαιρνε τό βραβείο τής ομορφιάς άπό τήν Άργεία Ελένη καί τό έδινε στή φτωχ ή Πηνελόπη.>Φτωχ ή Πηνελόπη. Πηνελόπη πλούσια.>Ετοιμάστηκαν νά διασχ ίσουν τήν οδό Ο’Κόννελλ. ΕΜΠΡΟΣ, ΚΕΝΤΡΟΝ! Σέ διάφορα σημεία κατά μήκος τών οκτώ τροχ ιογραμμών, τράμ μέ άκίνητους τρολέδες έστεκαν στίς ράγιες τους, προερχ όμενα άπό, ή έπιστρέφοντα στό Ράθμαίνς, τό Ράθφαρνχ αμ, τό Μπλάκροκ, τό Κίνγκσταουν καί τό Ντάλκεύ, τό Σάντυμαουντ Γκρήν, τό Ρίνγκζεντ καί τόν Πύργο τού

Σάντυμαουντ, τό Ντόννυμπρουκ, τό πάρκο Πάλμερστον καί τό ’Άνω Ράθμαίνς, ολα άκινητοποιημένα καί ήρεμα βραχ υκυκλωμένα. ‘Άμαξες, αμάξια, καρότσες μεταφορών, ταχ υδρομικά οχ ήματα, ιδιωτικά αμαξάκια, καρότσια μέ εμφιαλωμένο άεριούχ ο μεταλλικό νερό σέ θορυβώδη καφάσια, έκαναν θόρυβο, κυλούσαν, συρόμενα άπό άλογα, μέ ταχ ύτητα. ΠΩΣ; ΚΑΙ ΑΚΟΜΗ ΠΟΥ; — ”Ομως, πώς ονομάζεις τήν ιστορία σου; ρώτησε ό Μάιλς Κρώφορντ. Καί πού βρήκανε τά δαμάσκηνα; ΒΙΡΓΙΛΙΑΚΟΝ, ΛΕΕΙ Ο ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ. ΔΕΥΤΕΡΟΕΤΗΣ ΨΗΦΙΖΕΙ ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΓΕΡΟ-ΜΩΥΣΗ — Πώς τήν ονομάζει; Περίμενε, είπε ό καθηγητής, διαστέλλοντας τά μακριά χ είλη του γιά νά σκεφτεί. Πώς τήν ονομάζει; ’Αφήστε με νά σκεφτώ. Τήν ονομάζει: deus nobis hoec otia fecit.>— ’Όχ ι, είπε ό Στήβεν. Τήν αποκαλώ Μιά άποφη της Παλαιστίνης άπό τό όρος Φασγά ή Ή Παραβολή τών Δαμασχ ήνων. —

Καταλαβαίνω, είπε ό καθηγητής.

Γέλασε δυνατά.>— Καταλαβαίνω, είπε πάλι μέ καινούργια ευχ αρίστηση. Ό Μωυσής καί ή Γή τής Επαγγελίας. Εμείς τού δώσαμε τήν ίδέα, πρόσθεσε στόν Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού. Ο ΟΡΑΤΙΟΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΟΧΗΣ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΩΡΑΙΑ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΙΟΥΝΙΟΥ Ό Τζ. Τζ. Ο’Μόλλού εριξε ενα πλάγιο καί βαριεστημένο βλέμμα στό άγαλμα χ ωρίς νά πεί λέξη.>— Καταλαβαίνω, είπε ό καθηγητής.>Σταμάτησε στή νησίδα τού Λόρδου Τζών Γκρέυ καί κοίταξε ψηλά τόν Νέλσονα μέσα άπό τίς συσπάσεις τού πικρού του χ αμόγελου. ΟΙ ΑΤΕΛΕΙΣ ΧΕΙΡΟΠΕΔΕΣ ΓΑΡΓΑΛΟΥΝ ΥΠΕΡΒΟΛΙΚΑ ΤΙΣ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑΡΕΣ ΓΕΡΟΝΤΟΚΟΡΕΣ. Η ΑΝΝΑ ΚΑΝΕΙ ΜΑΤΙ, Η ΦΛΟ ΚΑΝΕΙ ΣΧΕΔΙΑ ΟΜΩΣ, ΜΠΟΡΕΙΣ ΝΑ ΤΙΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΣΕΙΣ; — Ό μονόχ ειρας μοιχ ός, είπε κατσούφης. Πρέπει νά παραδεχ τώ πώς αύτό μέ γαργαλάει.>— Γαργάλησε καί τίς γριές, είπε ό Μάιλς Κρώφορντ, άν μπορούσαμε ποτέ νά μάθουμε τήν καθαρή άλήθεια.

8. ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΕΣ ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ ΓΛΑΣΕ ΑΠΟ ανανά, λεμόνια ζαχ αρόπηκτα, καραμέλες βουτύρου. Μιά κοπέλα, πασαλειμμένη ζάχ αρη, γέμιζε σέσουλες ξέχ ειλες καραμέλες κρέμα σοκολάτα γιά εναν αδελφό εν Χριστώ. Οί απολαύσεις τής σχ ολικής εκδρομής! Καταστρέφουν τά στομαχ άκια τους. Παστίλιες καί ζαχ αρόπηκτα φρούτα, παρασκευαστές καί προμηθευτές τής Αύτού Μεγαλειότητος τού Βασιλέως. Ό Θεός. Σώζοι τόν. Ήμών. Καθισμένος στό θρόνο του, γλείφει κόκκινα τζίτζιφα ώσπου ν’ ασπρίσουν. ‘Ένας μελαγχ ολικός νεαρός τής Χριστιανικής ’Αδελφότητος Νέων, εγκρατής εν μέσω τών θερμών γλυκερών αναθυμιάσεων τού Γκρέιαμ Λέμον, άπέθεσε στό χ έρι τού Μπλούμ ενα διαφημιστικό φυλλάδιο. Συνομιλία μιας καρδιάς μέ μιάν άλλη. Μπλού… Εμένα εννοεί; ’Όχ ι. Αίμα τού ’Αμνού. Καθώς διάβαζε, τά πόδια του τόν όδηγούσαν άργά πρός τό ποτάμι. Διεσώθης; Πλύθηκες στό αίμα τού άμνού; Ό Θεός επιζητεί ματωμένα θύματα. Γέννηση, ύμένας, μάρτυρας, πόλεμος, θεμελίωση ένός κτιρίου, θυσία, προσφορά »νεφρών έπί τής πυράς, βωμός Δρυίδων. Ό Ήλίας ερχ εται. Ό δρ Τζών ’Αλεξάντερ Ντώουι, ό άνακαινιστής τής εκκλησίας τής Σιών, έρχ εται. ’Έρχ εται! ’Έρχ εται!! “Ερχ εται!!! Είσθε εύπρόσδεκτοι. Κόλπο πού άποδίδει. Πέρυσι ό Τόρρυ καί ό ’Αλεξάντερ. Πολυγαμία. Ή σύζυγός του θά θίσει τέρμα σ’ αύτό. Τί άπόγινε μ’ εκείνη τή διαφήμιση μιάς έταιρείας τού Μπέρμινγχ αμ γιά εναν φωτεινόν εσταυρωμένο; Ό Ήμών Σωτήρ. Νά ξυπνάς μέσα στά μαύρα μεσάνυχ τα καί νά τόν βλέπεις κρέμα σμένον πάνω στόν τοίχ ο. Μοιάζει σάν ιδέα θαυματοποιού. Σιδερένια καρφιά στίς σάρκες. Πρέπει νά χ ρησιμοποιούν φώσφορο. “Οπως όταν άφήνεις παράμερα ενα κομμάτι μπακαλιάρου, μπορείς νά παρατηρήσεις μιάν άσημογάλανη ανταύγεια πάνω του. Τή νύχ τα πού κατέβηκα στό κελάρι τής κουζίνας. Είναι δυσάρεστες αύτές οί οσμές πού σού όρμάνε στή μύτη. Τί ήταν αύτό πού ή Μάριον επιθυμούσε νά; Σταφίδες άπό τή Μάλαγα. Θά σκεφτόταν τήν ’Ισπανία. Τότε πού ήταν έγκυος στόν Ρούντυ. Ό φωσφορισμός, αύτό τό άσημογάλανο. Εξαιρετικά ώφέλιμο στόν εγκέφαλο. Άπό τή γωνία τού μνημείου τού Οίνοχ όου εριξε ενα βλέμμα στήν όδό Μπάτσελορς. Άκόμα περιμένει ή κόρη τού Ντένταλους εξω άπό τήν αίθουσα πλειστηριασμών Ντίλλον. Πρέπει νά ξεπουλάει παλιά έπιπλα. Τή γνώρισα άμέσως άπό τά μάτια της, ίδια ό πατέρας της. ’Έκανε βόλτες, περιμένοντάς τον. “Οταν φεύγει ή μητέρα, τό σπίτι διαλύεται πάντα. Δεκαπέντε παιδιά είχ ε. Περίπου κάθε χ ρόνο γεννητούρια. Τό επιβάλλει ή θρησκεία τους, διαφορετικά ό ιερέας δέν θά δώσει άφεση στήν κακομοίρα μετά τήν εξομολόγηση. Αύξάνεσθαι καί πληθύνεσθαι. Πού άκούστηκε αύτό; Θά σού φάνε ό,τι εχ εις καί δέν εχ εις. Αύτοί δέν έχ ουν οικογένειες γιά νά

θρέψουν. Περνάνε ζωή καί κότα. Μέ τά έρμάριά τους καί τά κελάρια τους. Θά ήθελα νά έβλεπα τί θά κάνανε σ’ εκείνες τίς ξεγυρισμένες νηστείες οπως τό Γιόμ Κιπούρ. Νηστίσιμα κουλουράκια. “Ενα γεύμα κι ενα κολατσιό γιά νά μήν καταρρεύσουν πάνω στήν άγία τράπεζα. Πόσα καί πόσα δέν θά μάθαινες άπό τή μαγείρισσά τους, άν τήν κατάφερνες ν’ άνοίξει τό στόμα της. Αδύνατο νά τής πάρεις κουβέντα. Σάν νά θές νά βγάλεις λεφτά άπό αύτόν. Φροντίζει τήν άφεντιά του. Δέν καλεί προσκεκλημένους. ‘Όλα γιά τήν άφεντομουτσουνάρα του. Ελέγχ ει καί τά κάτουρά του. Παρακαλείσθε νά φέρετε μαζί σας τό φαγητό σας καί τό πιοτό σας. Σεβασμκυτατος. Ταφόπετρα. Θεέ καί Κύριε, τό φουστάνι τού καημένου τού κοριτσιού είναι κουρέλια. Καί φαίνεται νά υποσιτίζεται. Πατάτες μέ μαργαρίνη. Μαργαρίνη μέ πατάτες. Τό άντιλαμβάνονται άργότερα. Ούδέν πρό τού τέλους. ‘Υπονομεύει τόν οργανισμό. ‘Όταν έφτασε στή γέφυρα Ο’Κόννελλ μιά μπάλα καπνού άνέβαινε άπό τό στηθαίο. Μαούνα τής ζυθοποιίας φορτωμένη μαύρη μπύρα γιά εξαγωγή. Γ ιά τήν Αγγλία. Φαίνεται πώς ό θαλασσινός άέρας τήν ξυνίζει. Μιά επίσκεψη θά ήταν άκρως ενδιαφέρουσα, άν κατάφερνα κάποτε νά εξασφαλίσω άπό τόν Χάνκοκ τή σχ ετική άδεια. Διαφορετικός κόσμος, μέ πλήρη οργάνωση. Περίφημες αύτές οί δεξαμενές μπύρας. Άκόμα καί τά ποντίκια τά καταφέρνουν νά μπούν. Πίνουνε τόν άγκλέουρα μέχ ρι πού πρήζονται σάν πνιγμένα σκυλιά. Πίνουνε μέχ ρι σκασμού. Πίνουν μέχ ρι νά ξεράσουν, σάν χ ριστιανοί. Σκέψου νά πιείς κι έσύ κατόπιν άπό τήν ίδια! Ποντίκια μές στή δεξαμενή. ’Άν ξέραμε πόσα καί πόσα γίνονται γύρω μας. Κοιτάζοντας κάτω είδε τούς γλάρους νά χ τυπάνε μέ δύναμη τά φτερά τους καθώς πετούσαν κοντά στούς γυμνούς τοίχ ους τής άποβάθρας. Τρικυμία στ’ άνοιχ τά. ’Άν εκανε μιά βουτιά; Ό γιός τού Ρουβήμ Τζ. πρέπει νά τήν έκανε τούμπανο, πίνοντας αύτά τά βρωμόνερα. “Ενα σελλίνι καί οχ τώ πέννες παραπάνω. Χά, χ ά! Τό αστείο βρίσκεται στόν τρόπο πού τό ξεφουρνίζει. Επίσης ξέρει τόν τρόπο νά διηγηθεί μιάν ιστορία. Τώρα πετάνε χ αμηλότερα. Ψάχ νουν γιά φαγητό. Περίμενε. ’Έριξε άνάμεσά τους ενα μπαλάκι άπό τσαλακωμένο χ αρτί. Ό Ήλίας ερχ εται, τριάντα δύο πόδια άνά δευτερόλεπτον. Μπά, καμία αίσθηση. Τό περιφρονημένο μπαλάκι χ τύπησε στίς αύλακιές τών κυμάτων καί χ άθηκε πλέοντας κάτω άπό τούς πυλώνες τής γέφυρας. Δέν είναι κορόιδα. “Οπως τήν ημέρα πού τούς πέταξε εκείνο τό μπαγιάτικο κέικ άπό τό καράβι Ό Βασιλιάς τού Έρίν, τό αρπάξανε μέσα στό αυλάκι τού νερού είκοσι μέτρα πιό πίσω. Ζούνε μέ ο,τι λάχ ει. Στριφογύριζαν πετώντας. Ό γλάρος πού πεινάει πάνω άπ’ τά σκοτεινά νερά πετάει. Αύτός είναι ό τρόπος γραφής τών ποιητών, οί παρηχ ήσεις τών ήχ ων. “Ομως, ό Σαίξπηρ δέν εχ ει ομοιοκαταληξίες` ελεύθερος στίχ ος. Ή ροή τής γλώσσας, αύτό είναι. Οί σκέψεις. Ή μεγαλωσύνη. ’Άμλετ, τό πνεύμα τού πατέρα σου είμαι. Καταδικασμένος γιά κάμποσο καιρό τή νύχ τα νά γυρίζω. — Δυό μήλα στήν πέννα! Δύο στήν πέννα! Τό βλέμμα του πέρασε πάνω άπό τά γυαλισμένα μήλα τού πάγκου της. Τέτοια εποχ ή πρέπει νά

προέρχ ονται άπό εισαγωγή, άπό τήν Αύστραλία. Ή φλούδα τους άστράφτει` τά γυαλίζει μ’ ενα κουρέλι ή μέ τό μαντήλι της. Στάσου. Αύτά τά κακομοίρα τα πουλιά. Στάθηκε καί άγόρασε άπό τήν πωλήτρια τών μήλων δύο κουλούρια, δύο στήν πέννα, εσπασε τήν ευθραυστη ζύμη καί πέταξε τά κομμάτια στό ποτάμι. Βλέπεις τί γίνεται; Οί γλάροι δρμησαν άθόρυβα άπό. τά υψη τους, πρώτα δύο, υστέρα ολοι, κι έπεσαν πάνω στή λεία τους. Τελείωσε. Δέν έμεινε ψίχ ούλο. Γνωρίζοντας τήν άπληστία τους καί τήν πονηριά τους τίναξε τά τρίμματα άπό τίς παλάμες του. Δέν τό περίμεναν. Μάννα. Είναι αναγκασμένα νά ζούν μέ ψαρίσια σάρκα, ολα τά θαλασσοπούλια, οί γλάροι, οί θαλασσόχ ηνες. Οί κύκνοι τού Λίφφεύ έρχ ονται κάποτε-κάποτε μέχ ρις έδώ γιά νά γυαλίσουν τό φτέρωμά τους. Είναι άδύνατο νά εξηγήσεις τίς προτιμήσεις τού καθενός. ’Αναρωτιέμαι τί γεύση νά εχ ει τό κρέας τού κύκνου. Ό Ροβινσώνας Κρούσος άναγκάστηκε νά τούς φάει γιά νά επιβιώσει. Στριφογύριζαν, χ τυπώντας άδύναμα τά φτερά τους. Δέν πρόκειται νά τούς πετάξω κι άλλα. Μιά πέννα είναι άρκετή. Έξ άλλου, μού πρόσφεραν τόσες εύχ αριστίες. Ούτε ενα κρώξιμο. Μεταδίδουν κι αυτοί τήν άσθένεια τού άφθώδους πυρετού. Λένε ότι άν ταίσεις μιά γαλοπούλα μέ άλεύρι άπό κάστανα, τότε τό κρέας της παίρνει τή γεύση τους. ‘Όπως όταν κανείς τρώει γουρούνι, γίνεται κι αύτός γουρούνι. ‘Όμως, γιατί τά ψάρια τού άλμυρού νερού δέν είναι αλμυρά; Πώς γίνεται; Τά μάτια του έψαξαν στό ποτάμι γιά τήν άπάντηση καί είδαν μιά βάρκα μέ κουπιά, άγκυροβολημένη πάνω στά βρωμόνερα, νά λικνίζει τεμπέλικα τό διαφημιστικό της πλαίσιο. Στού Κίνο 11 Σελλίνια Παντελόνια. Καλή ίδέα. ’Αναρωτιέμαι άν πληρώνει νοίκι στόν Δήμο. ’Αλήθεια, πώς μπορεί κανείς νά είναι ιδιοκτήτης τού νερού; Κυλάει πάντα σ’ ενα ρεύμα, ποτέ τό ίδιο, κάτι παρόμοιο μέ τό ρεύμα τής ζωής. Επειδή καί ή ζωή είναι ενα ρεύμα. ‘Όλα τά μέρη είναι κατάλληλα γιά διαφημίσεις. Εκείνος ό κομπογιαννίτης, ό γιατρός τής βλεννόρροιας, πού οί διαφημίσεις του ήταν κάποτε κολλημένες σ’ ολα τά ουρητήρια. Δέν τίς βλέπουμε πιά. ’Απολύτως έμπιστευτικόν. Ό δρ Χάι Φράνκς. Δέν τού κόστιζαν δεκάρα, οπως καί ή αύτοδιαφήμιση τού Ματζίννι, τού χ οροδιδάσκαλου. Ευρισκε φίλους πού κόλλαγαν τά αυτοκόλλητα, ή τά κόλλαγε μόνος του στά δημόσια ουρητήρια, όταν πήγαινε γιά ενα γρήγορο ξαλάφρωμα. Τό πουλάκι μέσα στή νύχ τα. Καί στήν κατάλληλη θέση. Γιά πόσο καιρό, όμως; Ή γραμμένη άπό τόν Δήμο στούς τοίχ ους άπαγόρευση POST NO BILLS ξεβάφει μέ τόν καιρό καί γίνεται POST NO PILLS. Γιά κάποιον πού τήν εχ ει άρπάξει καί τόν τσούζει. Άν αύτός… ’Ό! ’Όχ ι… ’Όχ ι. ’Όχ ι, όχ ι. Δέν τό πιστεύω. Αύτός ειδικά ποτέ. ’Όχ ι, όχ ι.

Ό κύριος Μπλούμ συνέχ ισε τό δρόμο του σηκώνοντας ψηλά τά προβληματισμένα μάτια του. Μήν τό σκέφτεσαι άλλο. Μία και κάτι πήγε ή ώρα. Τό μπαλόνι στό γραφείο Σημάτων τού Ναυτικού κατέβηκε. ‘Ώρα Δουβλίνου. Συναρπαστικό τό βιβλιαράκι τού σέρ Ρόμπερτ Μπώλλ. Παράλλαξις. Ποτέ δέν κατάλαβα τό νόημα εντελώς. Περνάει ενας παπάς. Θά μπορούσα νά τόν ρωτήσω. Τό παρά είναι ελληνικό: παράλληλο, παράλλαξις. Μέ τήν ψυχ ή σου έσύ, τήν ονόμαζε ή Μόλλυ, μέχ ρι πού τής εξήγησα γιά τή μετενσάρκωση. ’Ώ, βλακείες! Ό κ. Μπλούμ χ αμογέλασε, ώ βλακείες, στραμμένος σέ δυό παράθυρα τού γραφείου Σημάτων τού Ναυτικού. Τελικά, εχ ει δίκιο. Μεγάλες λέξεις γιά κοινά πράγματα μόνο καί μόνο έξ αιτίας τού ήχ ου. Δέν είναι άκριβώς πνευματώδης. Κάποτε μάλιστα γίνεται καί χ υδαία. Άραδιάζει μεγαλόφωνα τίς σκέψεις μου. Παρ’ ολα αύτά δέν είμαι άπολύτως βέβαιος. Μιά φορά ειπε ότι ό βαρύτονος Μπέν Ντόλλαρντ ήταν ενας μπάσος βαρελόφωνος. ’Έχ ει πόδια σάν βαρέλια καί νομίζει κανείς πώς τραγουδάει μέσα σ’ ενα βαρέλι. ’Έ, λοιπόν, αύτό δέν είναι πνεύμα; Τόν ονόμαζαν Μπίγκ Μπέν. Αύτή ή ονομασία, σάν επίδειξη πνεύματος, δέν φτάνει ούτε στά μισά τή δική της, τού μπάσου βαρελόφωνου. Καί εχ ει μιά φοβερή δρεξη γλάρου. Καταφέρνει καί ενα βοδινό μπούτι. Τί κολοσσός κι αύτός, νά μπορεί ν’ αποθηκεύει στόν καταπιώνα του ενα βαρέλι μπύρας Μπάς, νούμερο ενα. Βαρέλι Μπύρας Μπάς. Βλέπεις; ‘Όλα ταιριάζουν. Μιά σειρά ανθρώπων μέ λευκές φόρμες προχ ωρούσαν άργά πρός τό μέρος του κατά μήκος τού ρείθρου, μέ κόκκινες ταινίες κολλημένες στά πλακάτ πού μετέφεραν. Εκπτώσεις. Σάν καί τόν ιερέα σήμερα τό πρωί είναι κι αύτοί: άμαρτήσαμε, ύποφέραμε. Διάβασε τά κόκκινα γράμματα στά πέντε ψηλά λευκά καπέλα τους: Χ.Η.Λ.Υ.Σ.. Τού Γουίζνταμ Χήλυς. Τό Υ καθυστέρησε τό βηματισμό του καί βγάζοντας ενα μεγάλο κομμάτι ψωμί άπό τό πλακάτ πού κάλυπτε τό στήθος του, τό έχ ωσε στό στόμα του καί τό μασούσε καθώς περπατούσε. Ή βασική μας τροφή. Τρία σελλίνια μεροκάματο, γιά νά περπατάνε κατά μήκος τών ρείθρων, δρόμο παίρνω, δρόμο άφήνω. Άρκούν γιά νά έπιζήσουν μέ ψωμί καί ζεστό νεροζούμι. Δέν είναι τού γραφείου Μπόυλ` όχ ι` ανήκουν στό γραφείο ΜακΓκλέηντ. Αύτός ό τρόπος διαφήμισης δέν άποδίδει. Τού ύπέδειξα τή χ ρήση μιάς διαφανούς άμαξας έπιδείξεως, στήν όποια θά κάθονταν δυό όμορφα κορίτσια, γράφοντας γράμματα, καί επιδεικνύοντας τετράδια, φακέλους, στυπόχ αρτα. Στοιχ ηματίζω ότι αύτό θά είχ ε πιάσει. Δυό όμορφα κορίτσια πού γράφουν κάτι, τραβούν άμέσως τήν προσοχ ή. ‘Όλοι ένδιαφέρονται νά μάθουν τί γράφει ενα όμορφο κορίτσι. “Ετσι καί άρχ ίσεις νά κοιτάζεις επίμονα κάπου ψηλά, θά μαζευτούν γύρω σου καμιά εικοσαριά άνθρωποι. Θέλουν κι αύτοί ν’ άνακατευτούν. Καί οί γυναίκες τό ιδιο. ’Από περιέργεια. Στήλες άλατος. Βέβαια, δέν τό δέχ τηκε, έπειδή δέν τό είχ ε σκεφτεί αύτός πρώτος. “Η τό μελανοδοχ είο πού τού είχ α προτείνεις μέ μιά ψεύτικη κηλίδα άπό μαύρο αύτοκόλλητο. Τί φριχ τή ή ιδέα γιά τά διαφημιστικά μηνύματα, οπως αύτό γιά τό ζαμπονάκι Πλάμπτρη, νά καταχ ωρούνται στίς εφημερίδες κάτω άπό τίς άγγελίες θανάτων, στό τμήμα τών άλλαντικών. Δέν βγαίνει ή κόλλα τους,μέ τίποτα. Άπό ποιούς; Άπό τούς φακέλους μας. Γειά σου, Τζόουνς! Για πού τό ’βαλές τρέχ οντας; Δέν μπορώ νά σταθώ, Ρόμπινσον. Τρέχ ω ν’ άγοράσω τή μοναδική γόμμα πού σβήνει καλό^, τή γόμμα Σβήστρα, πού πωλείται στήν Εταιρεία Χήλυς, όδός Ντέημ, άρ. 85. Καλύτερα πού δέν συμμετέχ ω σ’ αύτό τό συνάφι. Τό χ ειρότερο μέρος τής δουλειάς μου ήταν όταν πήγαινα γιά εισπράξεις στά μοναστήρια. Τό μοναστήρι Tranquilla. ‘Υπήρχ ε έκεί μιά όμορφη καλόγρια. Ή καλύπτρα ταίριαζε στό μικρό κεφάλι της. Αδελφή; Αδελφή; Κοιτάζοντας τά μάτια της, ήταν κανείς βέβαιος πώς είχ ε ύποφέρει άπό έρωτα. Πολύ δυσάρεστο νά παζαρεύεις μέ μιά τέτοια γυναίκα. Εκείνο τό πρωί τήν είχ α διακόψει άπό τίς προσευχ ές της. ‘Όμως ήταν χ αρούμενη πού είχ ε τή δυνατότητα επικοινωνίας μέ τόν εξω κόσμο. Σήμερα είναι ή μεγάλη μας μέρα, ελεγε, ή έορτή τής Παναγίας τού ορούς Καρμέλ. Κι αύτή τόσο γλυκιά ονομασία` καραμέλα. ’Ήξερε, εχ ω τήν εντύπωση πώς ήξερε, άπό τόν τρόπο πού αύτή.

Θά είχ ε γίνει διαφορετική, άν είχ ε παντρευτεί. Φαντάζομαι πώς είχ αν κάποιες δυσκολίες γιά μετρητά. Πάντως μαγείρευαν τά πάντα μέ τό καλύτερο βούτυρο. Διόλου λίπος γι’ αύτές. Ή καρδιά μου τσακίζει όταν τρώω λιπαρά. Τούς άρέσει νά πασαλείβονται μέ βούτυρα μέσα κι εξω. Ή Μόλλυ πού τό δοκίμαζε σηκώνοντας τό βέλο της. ’Αδελφή; Ή Πάτ Κλάφφεύ, ή κόρη τού ένεχ υροδανειστή. Λένε ότι μιά μοναχ ή άνακάλυψε τό συρματόπλεγμα. Διέσχ ισε τήν όδό Γουέστμορλαντ, τή στιγμή πού τό γράμμα Σ άργοσερνόταν πλάι του. Τό κατάστημα ποδηλάτων Ρόβερ. Αύτοί οί άγώνες είναι γιά σήμερα. ’Από πότε πρωτάρχ ισαν; Άπό τή χ ρονιά πού πέθανε ό Φίλ Γκίλλιγκαν. Εκείνο τόν καιρό μέναμε στήν όδό Λόμπαρτ. Στάσου μισό λεπτό, τότε δούλευα στόν Θόουμ. ’Έπιασα δουλειά στού Γουίζνταμ Χήλυς τή χ ρονιά πού παντρευτήκαμε. ‘Έξι χ ρόνια. Δέκα χ ρόνια· αύτός πέθανε τό ενενήντα τέσσερα, ναί, σωστά, τή χ ρονιά τής πυρκαγιάς στού ’Άρνοτ. Ό Βάτ Ντίλλον ήταν τότε Λόρδος Δήμαρχ ος. Τό επίσημο δείπνο στό Γκλενκρή. Ό δημοτικός σύμβουλος Ο’Ράιλλυ πού άδειασε τό πόρτο στή σούπα του πρίν δοθεί τό σύνθημα τής επίθεσης. ’Έπεσε μέ τά μούτρα πρός τέρψιν τού εσωτερικού του δημοτικού συμβούλου. ΤΗταν άδύνατο ν’ άκούσεις τί επαιζε ή ορχ ήστρα. Εύλόγησο\, Κύριε, τήν βρώσιν καί τήν πόσιν. Ή Μίλλυ ήταν νήπιο άκόμα. Ή Μόλλυ φορούσε εκείνο τό γκριζόμαυρο φόρεμα μέ τά πλεκτά κορδόνια. Ταγιέρ ραμμένο σέ άνδρικό στύλ, μέ κουμπιά επενδυμένα άπό τό ίδιο ύφασμα. Δέν τής άρεσε, επειδή τήν πρώτη φορά πού τό φόρεσε, επαθα διάστρεμμα στόν άστράγαλό μου, όταν πήγαμε εκδρομή, μαζί μέ τή χ ορωδία τής εκκλησίας, στό Σούγκαρλοουφ. Σάν νά εφταιγε αύτό. Τό ήμίψηλο τού γερο-Γκούντγουιν καλυμμένο μέ κάτι πού κολλούσε. Άκόμα καί οί μύγες έκαναν εκδρομή. Δέν είχ ε φορέσει ποτέ της ενα τόσο ώραίο φόρεμα. Τής πήγαινε γάντι, στούς ώμους καί τούς μηρούς. Μόλις είχ ε άρχ ίσει νά παχ αίνει γιά τά καλά. Κουνελόπιτα είχ αμε φάει έκείνη τήν ήμέρα. Ό κόσμος γύριζε καί τήν κοίταζε καθώς περνούσε. Εύτυχ ισμένος. Περισσότερο εύτυχ ισμένος τότε. Ζεστό εκείνο τό δωματιάκι μέ τήν κόκκινη ταπετσαρία. Άπό τού Ντόκρελ, ενα σελλίνι καί εννιά πέννες τό ρολό. Τό βράδυ μέ τό μπανιάρισμα τής Μίλλυς. Αγόραζα άμερικάνικο σαπούνι` κουφοξυλιά. Εύχ άριστη ή μυρωδιά τού νερού τού μπάνιου της. ’Έδειχ νε τόσο άστεία μές στίς σαπουνάδες. Καί καλοφτιαγμένη. Τώρα στή φωτογραφία. Τό εργαστήρι τής νταγκεροτυπίας πού μού περιέγραφε ό καημένος ό μπαμπάς. Κληρονομικές προτιμήσεις. Περπατούσε στήν άκρη τού κράσπεδου. Τό ρεύμα τής ζωής. Πώς τόν λέγανε εκείνον τόν τύπο πού έμοιαζε μέ παπά καί άλληθώριζε καθώς σέ κοίταζε περνώντας πλάι σου; Μέ τά μάτια κάτω, σάν γυναίκα. ’Έμενε στό σπίτι τού Κίτρον, στή λεωφόρο τού ‘Αγίου Κέβιν. Τό όνομά του άρχ ιζε άπό Πέν. Πεντέννις; Ή μνήμη μου σιγά-σιγά. Πέν…; Βέβαια, έχ ουν άπό τότε περάσει τόσα χ ρόνια. Μπορεί νά είναι καί ό θόρυβος τών τράμ πού. Τί νά τά ψάχ νει, άφού ούτε τό όνομα τού στοιχ ειοθέτη μπορούσε νά θυμηθεί, πού τόν βλέπει κάθε μέρα. Ό τενόρος Μπάρτελ Ντ’ ’Άρσυ, μόλις τότε γινόταν γνωστός. Τή συνόδευε σπίτι μετά τίς πρόβες. Γεμάτος έπαρση, καί τό μουστάκι του παστωμένο μαντέκα. Τής είχ ε δώσει νά τραγουδήσει τό τραγούδι Ό άνεμος πού φυσάει άπό τό Νοτιά. Φύσαγε πολύ εκείνη τή νύχ τα πού πήγα νά τή συνοδεύσω. ΤΗταν έκείνη ή συγκέντρωση τής μασονικής στοάς γιά τούς λαχ νούς, υστέρα άπό τή συναυλία τού Γκούντγουιν στήν αίθουσα συνεστιάσεων ή στήν αίθουσα δεξιώσεων τού Δημαρχ είου. Αύτός κι έγώ καθόμαστε πίσω. Ό

άνεμος πήρε ενα φύλλο τής παρτιτούρας της μέσ’ άπό τά χ έρια μου καί τό εριξε πάνω στό κιγκλίδωμα τού γυμνασίου. Ευτυχ ώς πού δέν. ‘Ένα τέτοιο πράμα μπορούσε νά τής στοιχ ίσει τήν επιτυχ ία τής βραδιάς. Ό καθηγητής Γκούντγουιν κολλητός πάνω της. ’Έτρεμε πάνω στά κανιά του, ό φουκαράς, ό γερομεθύστακας. Τά άποχ αιρετιστήρια κονσέρτα του. Ή οριστικά τελευταία εμφάνισή του έπί σκηνής. ’Ίσως γιά λίγους μήνες, ίσως γιά πάντα. Θυμάμαι ότι αύτή γελούσε μέσα στόν άέρα μέ τήν κουκούλα της άνασηκωμένη. Θυμάμαι έκείνη τήν ορμή τού άνέμου στή γωνία τής όδού Χάρκουρτ. Μπρρρφφφρρ! Τής άναποδογύρισε τά φουστάνια καί ή μικρή γούνα πού είχ ε γύρω στούς ώμους της κόντεψε νά πνίξει τό γερο-Γκούντγουιν. Είχ ε άναψοκοκκινίσει έξ αίτιας τού άνέμου. Θυμάμαι πού φτάσαμε σπίτι καί σκαλίσαμε τή φωτιά καί τηγανίσαμε εκείνα τά κομμάτια άρνίσιας σπάλας γιά τό δείπνο της μέ σάλτσα Τσάτνεύ πού τής άρεσε. Καί τό ζεσταμένο ρούμι. ‘Όπως καθόμουν μπροστά στό τζάκι, μπορούσα νά τή βλέπω στήν κρεβατοκάμαρα νά ξεκουμπώσει τίς μπαλένες τού κορσέ της. Λευκός. Ό συριστικός καί απαλός ήχ ος τού κορσέ της, καθώς έπεσε πάνω στό κρεβάτι. Διατηρώντας άκόμα τή θερμότητα τού κορμιού της. Τής άρεσε πάντα νά τόν πετάει άπό πάνω της. Καί υστέρα νά κάθεται μέχ ρι τίς δύο, βγάζοντας μία-μία τίς φουρκέτες της. Ή Μίλλυ κουλουριασμένη στό κρεβατόσπιτό της. Ευτυχ ισμένος. Ευτυχ ισμένος. Έκείνη τή νύχ τα ήταν πού. —

’Ώ, κύριε ,Μπλούμ, τί κάνετε;



’Ώ, τί κάνετε, κυρία Μπρήν;



Δέν παραπονιέμαι. Πώς τά πάει ή Μόλλυ αύτό τόν καιρό; ’Έχ ω χ ρόνια καί ζαμάνια νά τή δώ.

— Βρίσκεται στήν άνθοφορία της, είπε χ αρούμενα ό κ. Μπλούμ. Ή Μίλλυ, ξέρετε, έχ ει πιάσει δουλειά στό Μάλλινγκαρ. —

Τί μού λέτε! Δέν είναι ύπέροχ ο αύτό γιά τήν ήλικία της;



Ναί, σ’ ενα φωτογράφο έκεί κάτω. ‘Όλα πάνε ρολόι. Πώς τά πάει τό παιδομάνι σας;



Καλά είναι, όσο μάς δίνέι βερεσέ ό φούρναρης, ειπε ή κ. Μπρήν.

Πόσα έχ ει; Δέν δείχ νει νά ετοιμάζει κι άλλο. —

Σάς βλέπω ντυμένο στά μαύρα. Δέν φαντάζομαι νά…



’Όχ ι, είπε ό κύριος Μπλούμ. Μόλις έρχ ομαι άπό μιά κηδεία.

‘Υποψιάζομαι ότι αύτό θά επαναλαμβάνεται ολη τήν ήμέρα. Ποιός πέθανε, πότε καί άπό τί. Θά ξαναγυρίζει σάν κίβδηλο νόμισμα. —

Θεέ μου, είπε ή κυρία Μπρήν, ελπίζω νά μήν ήταν κανένας στενός συγγενής.

Στό κάτω-κάτω έπωφελήσου άπό τή συμπάθειά της. — Ό Ντίγκναμ, είπε ό κ. Μπλούμ. ‘Ένας παλιός μου φίλος. Πέθανε εντελώς ξαφνικά, ό καημένος. ’Από τήν καρδιά του, πιστεύω. Ή κηδεία του εγινε τώρα τό πρωί.

Ή κηδεία σου είναι γιά αύριο καθώς έρχ εσαι μέσα άπό ενα χ ωράφι σίκαλης. Ταταρατατζούμ τζούμ τζούμ Ταρατατατζούμ… — Είναι λυπηρό νά χ άνει κανείς παλιούς φίλους, είπαν τά μελαγχ ολικά γυναικεία μάτια τής κ. Μπρήν. ’Αρκετά πιά γι’ αύτό τό θέμα. ‘Ήσυχ α τώρα· ό άντρας της. —

Καί ό κύριος καί άφέντης σας;

Ή κ. Μπρήν σήκωσε τά μάτια της πρός τά πάνω. Πάντοτε όμορφα. — ’Άχ , άς μή μιλάμε γι’ αύτόν. ’Έχ ει ύπερβεί κάθε δριο. Είναι κλεισμένος σπίτι μέ τά νομικά βιβλία καί μελετάει τή νομοθεσία εν σχ έσει μέ τή δυσφήμηση. Μού έχ ει δηλητηριάσει τή ζωή. Περιμένετε νά σάς δείξω. ’Από τό εστιατόριο τού Χάρισσον έβγαινε ενα άρωμα χ ελωνόσουπας μαζί μέ μιά μυρωδιά άπό σκαλτσούνια παραγεμισμένα μέ μαρμελάδα, πού μόλις βγήκανε άπό τό φούρνο. Ή βαριά μεσημεριάτικη τσίκνα γαργάλησε τόν ούρανίσκο τού κ. Μπλούμ. Γιά νά κάμεις καλά γλυκίσματα θέλεις βούτυρο, τό καλύτερο άλεύρι, ζάχ αρη άπό ζαχ αροκάλαμο, διαφορετικά θά καταλάβαινες τήν κακή ποιότητα μέ τήν πρώτη γουλιά ζεστού τσαγιού. ’Ή μήπως ή μυρωδιά προέρχ εται άπό αύτή; ‘Ένας ξυπόλητος άλητάκος καθότανε πάνω στή σχ άρα τού ύπογείου, άναπνέοντας τίς μυρωδιές. Γιά νά κόψει ετσι τήν πείνα πού τόν θέριζε. Εύχ αρίστηση ή πόνος; Φαγητό τής δεκάρας. Μέ τό μαχ αίρι καί τό πηρούνι αλυσοδεμένα στό τραπέζι. ’Άνοιξε τήν τσάντα της, ξεφτισμένο δέρμα, ή βελόνα πού στερεώνει τό καπέλο της. Αύτά τά πράματα πρέπει νά έχ ουν στήν άλλη άκρη ενα προστατευτικό μαραφέτι. Μπορεί νά χ ωθεί σέ κανενός τό μάτι μέσα στό τράμ. Τά-χ νει. ’Ανοίγει. Χρήματα. Όρίστε, παρακαλώ. Δαιμονίζονται όταν χ άνουν ενα έξάπεννο. Κι υστέρα ή γκρίνια. Ό σύζυγος γαυγίζει. Τί τό ’καμες τό δεκασέλλινο πού σού έδωσα τή Δευτέρα; Ταίζεις τήν οικογένεια τού άδερφού σου; Λερωμένο μαντήλι` άπό τό μπουκαλάκι μέ τό σιρόπι. Τής έπεσε μιά παστίλια. Μά τί ψάχ νει; — Θά πρέπει νά φταίει τό καινούργιο φεγγάρι, είπε. Πάντα χ ειροτερεύει τότε. Ξέρετε τί έκαμε χ θές βράδυ; Τό χ έρι της σταμάτησε τό ψάξιμο. Τά μάτια της στυλώθηκαν έντρομα πάνω στά δικά του, κι όμως γελαστά. —

Τί; ρώτησε ό κ Μπλούμ.

’Άσ’ την νά μιλήσει. Κοίταξέ την μέσα στά μάτια. Σέ πιστεύω. ’Έχ ε μου εμπιστοσύνη. —

Μέ ξύπνησε μέσα στή νύχ τα, είπε. ’Έβλεπε κάποιο όνειρο, εναν εφιάλτη.

Δυσπεψ. —

Είπε ότι ό άσσος μπαστούνι άνέβαινε τά σκαλιά.



Ό άσσος μπαστούνι! είπε ό κ. Μπλούμ.

’Έβγαλε άπό τήν τσάντα της μιά καρτποστάλ τσακισμένη στά δυό. —

Διαβάστε την, είπε. Τήν έλαβε σήμερα τό πρωί.



Τί λέει; ρώτησε ό κ. Μπλούμ, παίρνοντας τήν κάρτα. Φά. Τήν;

— Φά. Τήν. Φά’ την, είπε αύτή. Κάποιος τού κάνει πλάκα. Αύτό είναι αίσχ ος, οποιος κι άν είναι αύτός πού τό κάνει. —

Πράγματι, είπε ό κ. Μπλούμ.

Ξαναπήρε τήν κάρτα της, άναστενάζοντας. — Καί τώρα έφυγε γιά νά πάει στό γραφείο τού κ. Μέντον. Λέει πώς θά κάμει άγωγή καί θ’ άπαιτήσει αποζημίωση δέκα χ ιλιάδων λιρών. Δίπλωσε τήν κάρτα στά δύο, τήν έβαλε στήν άκατάστατη τσάντα της καί τήν έκλεισε μέ θόρυβο. Τό ίδιο γαλάζιο φόρεμα πού φόραγε καί πρίν δυό χ ρόνια, μέ τό χ νούδι του ξο`σπρισμένο. Τά έφαγε τά ψωμιά του. Τά μαλλιά της τσουλούφια πίσω άπ’ τ’ αύτιά. Καί αύτό τό κακοραμμένο καπελάκι της μέ τρεις μαραμένες ρώγες σταφυλιού γιά νά τού δώσει κομμάτι ζωή. Μίζερος καθωσπρεπισμός. Κάποτε ντυνόταν μέ πολύ γούστο. Ρυτίδες γύρω άπό τό στόμα της. Μόνο ενα ή δύο χ ρόνια μεγαλύτερη άπό τή Μόλλυ. Πρόσεξα τή ματιά πού τής εριξε αύτή ή γυναίκα πού μάς προσπέρασε: Σκληρή. Τό άνε^,έητον φύλον. Τήν κοίταζε άκίνητος, κρύβοντας πίσω άπό τό βλέμμα του τή δυσφορία του. Διαπεραστική μυρωδιά σούπας άπό χ ελώνα, άπό βοδινή ούρά, καρυκευμένη μέ κάρυ. Κι έγώ πεινάω. Ψίχ ουλα άπό’φύλλο στό πλαστρόν τού φουστανιού της, ίχ νη άπό άχ νη ζάχ αρης κολλημένα στό μάγουλό της. Τάρτα ραβανί παραγεμισμένη μέ φρούτα. Ή Τζόσσυ Πάουελ, οπως λεγόταν. Στού Αιούκ Ντόυλ, πάει τόσος καιρός άπό τότε, στό Ντόλφινς Μπάρν, τά τετράστιχ α μέ τά αινίγματα. Φά. Τήν. Φά’ την. Καλύτερα ν’ άλλάξεις θέμα. —

Βλέπετε πάντα τήν κυρίά Μπιούφού; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.



Τή Μίνα Πιούριφού; είπε.

Ό Φίλιπ Μπιούφού είναι αύτός πού μού κόλλησε στό νού. Τής Λέσχ ης τών Θεατροφίλων. Ό Μάτσαμ σκέφτεται συχ νά τό άριστοτεχ νικόν τέχ νασμα. Τράβηξε τήν αλυσίδα; Ναί. Τελευταία πράξη. —

Ναί.

— Μόλις τώρα, καθώς ερχ όμουν, σταμάτησα γιά νά ρωτήσω άν ξεμπέρδεψε. Βρίσκεται στό Μαιευτήριο τής όδού Χόλλες. Είσήχ θη κατ’ έντολήν τού δόκτορος Χόρν. ’Έχ ει τρεις μέρες τώρα πού ταλαιπωρείται. —

Ω, ειπε ό κ. Μπλούμ. Λυπάμαι πού τό άκούω.

— Ναί, ειπε ή κυρία Μπρήν. Καί τό σπίτι γεμάτο άπό παιδομάνι. Ή νοσοκόμα μού ειπε πώς θά είναι πολύ δύσκολος τοκετός. —

Ω, ειπε ό κ. Μπλούμ.

Τό επίμονο βλέμμα του άπορροφούσε τά νέα της. Ή γλώσσα του έβγαλε εναν ήχ ο οίκτου. Τσς! Τσς! —

Λυπάμαι πού τό άκούω, ειπε. Τήν καημένη! Τρεις μέρες! Είναι φοβερό.

Ή κυρία Μπρήν συγκατένευσε. —

Άρρώστησε τήν Τρίτη…

Ό κ. Μπλούμ τήν άγγιζε άπαλά στόν άγκώνα, καθιστώντας την προσεκτική. —

Προσοχ ή! Κάντε στήν άκρη νά περάσει.

‘Ένα κοκκαλιάρικο άτομο, έρχ όμενο άπό τό ποτάμι δρασκέλισε τή γωνία τού πεζοδρομίου, κοιτάζοντας επίμονα τή λιακάδα μέσα άπό ενα μονύελο δεμένο σέ μιά φαρδειά κορδέλα. “Ενα μικροσκοπικό καπέλο, σάν σκουφάκι ιερωμένου, έσφιγγε τό κεφάλι του. “Ενα διπλωμένο βαμβακερό άδιάβροχ ο, ένα μπαστούνι καί μιά ομπρέλα, κρεμασμένα στό μπράτσα του, αίωρούντο στό κάθε βήμα του. — Προσέξτε τον, ειπε ό κ. Μπλούμ. Περνάει πάντα τά φανάρια άπό τήν εξωτερική πλευρά. Προσοχ ή! —

Ποιός είναι, άν επιτρέπεται, ρώτησε ή κυρία Μπρήν. Είναι τρελός;

— ’Ονομάζεται Κάσελ Μπόυντ Ο’ Κόννορ Φίτζμωρις Τίσνταλλ Φάρρελλ, είπε χ αμογελώντας ό κ. Μπλούμ. Προσοχ ή! — Βλέπω πώς δέν τού λείπουνε τά ονόματα, είπε. Κι ό Ντέννις θά καταντήσει σάν κι αύτόν κάποια μέρα. Ξαφνικά διέκοψε. —

Νά τος, είπε. Πρέπει νά τόν άκολουθήσω. Γειά σας. Τούς χ αιρετισμούς μου στή Μόλλυ, έτσι;

— Δέν θά παραλείψω, είπε ό κ. Μπλούμ. Τήν είδε νά ελίσσεται άνάμεσα στούς διαβάτες πρός τή μεριά τών προσόψεων τών καταστημάτων. Ό Ντέννις Μπρήν, φορώντας μιά μίζερη ρεδιγκότα καί γαλάζια λινά παπούτσια σύρθηκε εξω άπό

τού Χάρισσον, σφίγγοντας στά πλευρά του δύο ογκώδεις τόμους. Λές κι έπεσε άπό τό φεγγάρι. Σάν άπολίθωμα. Τή δέχ τηκε άδιαμαρτύρητα καί χ ωρίς έκπληξη νά βαδίσει στό πλάι του καί άρχ ισε νά άγορεύει, στρέφοντας πάνω της τά βρώμικα γκρίζα γένεια του καί τό σαγόνι του, πού έτρεμε. Παλαβός. Τού έχ ει στρίψει. Ό κ. Μπλούμ συνέχ ισε ξέγνοιαστα τό δρόμο του, βλέποντας μπροστά του μές στή λιακάδα τό στενό σκουφάκι πάνω στό κρανίο καί τίς ταλαντεύσεις τού μπαστουνιού, τής ομπρέλας καί τού άδιάβροχ ου. Λές καί τόν κυνηγάνε. Κοίταξέ τον! Κάνει πάλι ένα κύκλο έξω άπό τό φανάρι. ’Έχ ει τόν δικό του τρόπο νά κυκλοφορεί στόν κόσμο. Κι αύτός ό άλλος, ό περιφερόμενος παλαβιάρης μέ τά παλιόρουχ α. Δέν πρέπει νά είναι διασκεδαστικό νά ζεί κανείς ολες τίς μέρες μαζί του. Φά. Τήν. Φά’ την. Παίρνω δρκο πώς πρόκειται είτε γιά τόν ’Άλφ Μπέργκαν είτε γιά τόν Ρίτσι Γκούλντινγκ. Στοιχ ηματίζω οτιδήποτε ότι αυτοί μηχ ανεύτηκαν αύτή τήν πλάκα καί ότι αυτοί έγραψαν τήν κάρτα στήν ταβέρνα Οίκος τής Σκωτίας. Τώρα καθ’ οδόν πρός τό δικηγορικό γραφείο τού Μέντον. Τά στρειδίσια μάτια του στυλωμένα πάνω στήν κάρτα. Χάρμα είδέσθαι. Πέρασε μπροστά άπό τούς ’Ιρλανδικούς Τάιμς. ’Ίσως νά ύπάρχ ουν κι άλλες άπαντήσεις στήν άγγελία μου. Θά ήθελα νά άπαντήσω σέ ολες. Καλό σύστημα γιά εγκληματίες. Κώδικας. Τώρα έφυγαν γιά τό μεσημεριάτικο φαγητό τους. Ό ύπάλληλος μέ τά ματογυάλια πού δέν μέ άναγνωρίζει ποτέ του. ’Ώ, άσ’ τους νά βράσουνε στό ζουμί τους. ’Αρκετά βάσανα πέρασα μέχ ρι νά διαβάσω καί τίς σαράντα τέσσερις άπαντήσεις. Ζητείται πεπειραμένη δακτυλογράφος διά νά βοηθήσει κύριον εις φιλολογικήν εργασίαν. Σάς άποκάλεσο» άτακτο παιδί, επειδή δέν μού άρέσει έκείνη ή άλλη λέξη. Παρακαλώ, πέστε μου, ποιά είναι ή σημασία της. Παρακαλώ, πέστε μου, ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας. Πέστε μου ποιός δημιούργησε τόν κόσμο. ’Έχ ουν έναν τρόπο νά σέ βομβαρδίζουν μ’ ερωτήσεις. Κι έκείνη ή άλλη, ή Λίζι Τουίγκ. Αί λογοτεχ νικαί μου προσπάθειαι, κατ’ εύτυχ ή συγκυρίαν, έτυχ ον τής επιδοκιμασίας τού διακεκριμένου ποιητού Ά. Έ. (τού κ. Τζώρτζ Ράσσελλ). Δέν τής μ^νει καιρός νά χ τενιστεί, πίνοντας ένα νερόπλυμα τσαγιού καί διαβάζοντας έναν τόμο ποιήματα. Ή καλύτερη έφημερίδα, πολύ καλύτερη σέ σχ έση μέ ολες τίς άλλες, γιά τίς μικρές άγγελίες. Καί τώρα τραβιέται καί στήν επαρχ ία. Ζητείται μαγείρισσα, γενικά καθήκοντα, εξαιρετική κουζίνα, υπάρχ ει καί καμαριέρα. Ζητείται δραστήριος άνδρας ώς πωλητής οινοπνευματωδών. ’Αξιοπρεπής κόρη (Ρωμαιοκαθολική), επιθυμεί νά εργαστεί εις όπωροπωλείον ή κρεοπωλείον. Ό Τζαιημς Κάρλαίλ είναι αύτός πού τήν ξεκίνησε. Μέρισμα έξήμισι τοίς εκατό. ’Έκαμε περιουσία άπό τίς μετοχ ές Κόατς. Μέ περίσκεψη. Παμπόνηροι γερο-Σκωτσέζοι τσιγκούνηδες. ’Απόηχ οι γαλιφιάς καί δουλοπρέπειας. Ή χ αριτόβρυτος καί λαοφιλής ήμών ’Αντιβασίλισσα. Τώρα άγόρασε καί τόν Ιρλανδό Κυνηγό. Ή λαίδη Μαουντκάσελ άνέρρωσεν εντελώς εκ τού προσφάτου τοκετού της καί χ θές ίππευσε, συνοδευομένη ύπό τών κυνηγετικών κυνών της τού συλλόγου Γουώρντ Γιούνιον εις τάς παρυφάς τού Ράθοουτ. ’Αλεπού πού δέν τρώγεται. Κάποτε κυνηγάνε γιά συναγωνισμό ποιός θά χ τυπήσει περισσότερα. Ό φόβος προκαλεί έκκριση υγρών πού κάνουν τό ζώο νά γίνεται νοστιμότερο. Ιππεύει διχ αλωτά. Κάθεται πάνω στό άλογό της σάν άντρας. Διακεκριμένη κυνηγός. Μήτε σέλα γιά κάθισμα στά πλάγια, μήτε μαξιλαράκι γι’ αύτή, ούτε γιά άστειο. Πρώτη στό κυνήγι καί πρώτη στό φόνο τού θηράματος. Δυνατές σάν φοραδίτσες μερικές άπό αύτές τίς καβαλλάρισσες. Σουλατσάρουν άγέρωχ ες μέσα στούς στάβλους. Κατεβάζουν ένα ποτήρι κονιάκ μέχ ρι νά πεις κύμινο. Αύτή στήν είσοδο τού ξενοδοχ είου Γκρόβενορ σήμερα τό πρωί. ’Έδωσε ενα

σάλτο στό άμάξι στό πί καί φί. Βάζει τό άλογό της νά πηδάει μαντρότοιχ ους καί πανύψηλους φράχ τες. Νομίζω ότι εκείνος ό πλακουτσομύτης οδηγός τό εκανε επίτηδες. ’Αλήθεια, ποιάν μού θύμιζε ολη τήν ώρα; ’Ά, μάλιστα! Τήν κυρία Μύριαμ Ντάντρεηντ, αύτήν πού μού πούλησε εκείνα τά ρούχ α άπό δεύτερο χ έρι καί τά μαύρα έσώρουχ α στό ξενοδοχ είο Σελμπόρν. Χωρισμένη Λατινοαμερικάνα. Μέ κοίταζε πού τά πασπάτευα εντελώς άτάραχ η. Λές καί ήμουνα καμιά κρεμάστρα γιά παλτά. Τήν είδα στή δεξίωση τού ’Αντιβασιλέα, όταν ό Στάμπς, ό δασονόμος, μάς έβαλε μέσα, εμένα καί τόν Γουήλαν τού Εξπρές. Γιά νά ξεκοκκαλίσουμε ό,τι περίσσεψε άπό τήν υψηλή κοινωνία. Τέιον κομπλέ. Τότε πού έβαλα μαγιονέζα πάνω στά δαμάσκηνα, νομίζοντας ότι είναι κρέμα σαντιγύ. Τ’ αυτιά της θά βουίζουν γιά πολύ καιρό. Θά ’θελα νά ήμουνα ταύρος γιά πάρτη της. Γεννημένη παλλακίδα. Αύτή δέν έχ ει παιδιά γιά ξεσκάτωμα, όχ ι, εύχ αριστώ πολύ. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού! Ό σύζυγος μεθοδιστής. Μεθοδεύει τήν τρελάρα του. Πρόγευμα μέ τσουρέκια μέ ζαφορά καί γάλα μέ σόδα, σύμφωνα μέ τήν υποδειγματική γαλακτοτροφία. Τρώνε μέ τό χ ρονόμετρο, τριάντα δύο μασήματα τό λεπτό. Παρ’ ολα αύτά, οί φαβορίτες του φουντώνουν. Θεωρείται ότι έχ ει καλές διασυνδέσεις. Ό ξάδερφος τού Θόδωρου, πού εργάζεται στόν Πύργο τού Δουβλίνου. “Ενας χ αζός συγγενής σέ κάθε οικογένεια. Κάθε χ ρόνο τής επιδαψιλεύει τιμές μέ τό έπίλεκτον σπέρμα του. Τόν είδα μπροστά άπό τό μπάρ Οί Τρεις Χαρούμενοι Μπεχ ρήδες νά περπατάει ξεσκούφωτος καί δίπλα του τό μεγαλύτερο άγόρι του νά κουβαλάει ένα άπό τ’ άδερφάκια σ’ ένα δίχ τυ γιά ψώνια. Φωνακλάδικα. Ή φουκαριάρα! Καί ολη τή νύχ τα νά τά βυζαίνει, χ ρόνος μπαίνει, χ ρόνος βγαίνει. Τί εγωιστές καί αύτοί οι εγκρατείς. Σπασαρχ ίδης. Μόνο μιά κουταλιά ζάχ αρη στό τσάι μου, παρακαλώ. Καθώς διέσχ ιζε τήν όδό Φλήτ, στάθηκε. Διάλειμμα γιά κολατσιό, στού Ρόου, καθιερωμένο μενού μέ εξι πέννες. Πρέπει νά ψάξω γιά έκείνη τή διαφήμιση στήν Εθνική Βιβλιοθήκη. Στού Μπάρτον, μέ οχ τώ πέννες. Καλύτερα. Πάνω στό δρόμο μου. Συνέχ ισε καί πέρασε μπροστά άπό τό Γουέστμορλαντ τού Μπόλτον. Τσάι. Τσάι. Τσάι. Ξέχ ασα νά ζητήσω άπό τόν Τόμ Κέρναν. Τσςς, τσςς, τσςς, τσςς! Φαντάσου νά είναι τρεις μέρες ξαπλωμένη στό κρεβάτι καί νά βογγάει, μ’ ενα μαντήλι ποτισμένο ξύδι στό μέτωπό της, καί τήν κοιλιά της φουσκωμένη! Πφού! Σκέτη άπελπισία! Τό κεφάλι τού παιδιού είναι μεγάλο: λαβίδες έμβρυουλκίας. Διπλωμένο μέσα της νά προσπαθεί στά τυφλά, σπώχ νοντας μέ τό κεφάλι, νά βρεί τήν έξοδο. Αύτό θά μέ σκότωνε. Τυχ ερή ή Μόλλυ πού ξεμπέρδεψε τόσο εύκολα. Θά ’πρεπε νά βρούν κάτι γιά νά σταματήσουν αύτό τό πράμα. Μιά ζωή καταναγκαστικά εργα. “Υπάρχ ει καί ή ελεγχ όμενη άναισθησία` τήν εφάρμοσαν στή βασίλισσα Βικτωρία. Εννιά γέννησε. Καρπερή. Μοιάζει μέ τή γριά τού παραμυθιού πού ζούσε σ’ ενα τσόκαρο κι εκανε τόσα παιδιά πού δέν ήξερε τί νά τά κάμει. ’Άς υποθέσουμε ότι αύτός ήταν φυματικός. Θά ’πρεπε άπό καιρό ν’ άσχ οληθούμε μ’ αύτά τά πράματα, άντί νά μάς παραμυθιάζουν γιά τό δέν θυμάμαι τώρα πώς τό ελεγε, τό διαλογιζόμενον στήθος τής άργυράς αύτού λαμπρότητος. Μπούρδες γιά τούς βλάκες. Μπορούσαν πανεύκολα νά διαθέτουν μεγάλα ιδρύματα. Τό ολο εγχ είρημα άνώδυνο, άν άπό τό σύνολο τών φόρων δίνουν σέ κάθε νεογέννητο παιδί πέντε λίρες, μέ άνατοκισμό πέντε τοίς εκατό, μέχ ρι τά είκοσι ενα του, τότε έχ ουμε εκατό σελλίνια σύν τίς περίφημες άρχ ικές πέντε λίρες, άν τά πολλαπλασιάσεις μέ τό είκοσι, δεκαδικό σύστημα, ενθαρρύνουν τόν κόσμο γιά άποταμίευση, εκατόν δέκα καί κάτι έπί είκοσι ενα χ ρόνια, πρέπει νά τά ύπολογίσεις μέ μολύβι καί χ αρτί, φτάνει τελικά σέ υπολογίσιμο ποσόν, πολύ άνώτερο άπό αύτό πού πιστεύατε.

Βέβαια, χ ωρίς τίς άποβολές. Αυτές, ουτε πού τίς καταχ ωρίζουν. Χαμένος κόπος. Είναι άστείο τό θέαμα δύο εγκύων μαζί, μέ τίς κοιλιές τους φουσκωμένες. Ή Μόλλυ καί ή κυρία Μόιζελ. Στή συνάντηση τών μητέρων. Ή φθίση οπισθοχ ωρεί γιά ενα διάστημα καί υστέρα ξαναγυρίζει. “Υστερα ξαφνικά φαίνονται τόσο άδύνατες! Τά μάτια τους φαίνονται τόσο γαλήνια. Λιγότερο βάρος στή συνείδησής τους. Ή γριά κυρία Θόρτον ήταν μιά καλωσυνάτη γυναίκα. “Ολα μου τά μωρά, ελεγε. Τό κουταλάκι μέ τόν χ υλό στό στόμα της πρίν τά ταίσει. ’Ώ, τί ώραίο γιάμ γιάμ. Ό γιός τού γερο-Τόμ Γουώλ τής εσπασε τό χ έρι. Ή πρώτη δημόσια εύγενική πράξη του. Κεφάλι σάν βραβευμένη κολοκύθα. Εκείνος ό ταλαίπωρος ό δόκτωρ Μάρρεν. Ό κόσμος τούς καλεί ολες τίς ώρες. Γιά τ’ όνομα τού Θεού, γιατρέ. “Αρχ ισαν οί πόνοι τής γυναίκας μου. Και υστέρα περιμένουν μήνες γιά τήν αμοιβή τους. Διά τήν παρακολούθησα» τής συζύγου σας. Οί άνθρωποι είναι άχ άριστοι. Οί γιατροί, στήν πλειοψηφία τους, είναι ανθρωπιστές. ‘Ένα κοπάδι περιστέρια φτερούγισε μπροστά στήν τεράστια είσοδο τού Ίρλανδικού κοινοβουλίου. Τά παιχ νιδάκια τους υστέρα άπό τό φαγητό. Πάνω σέ ποιόν θά τά κάνουμε; Έγώ διαλέγω εκείνον τόν τύπο μέ τά μαύρα. Άρπαξ’ τη, λοιπόν. Μέ τ’ς υγείες σας. Θά πρέπει νά είναι ερεθιστικό νά τά κάνεις καθώς πετάς. Ό Άπτζών, έγώ καί ό ’Όουεν Γκόλμπεργκ, τότε πού άνεβαίναμε στά δέντρα, κοντά στό Πάρκο τής Χήνας, καί παίζαμε τίς μαίμούδες. Μέ φωνάζανε μπακαλιάρο. Μιά διμοιρία άστυφύλακες ξεμπουκάρανε άπό τήν οδό Κολλεγίου, βαδίζοντας κατ’ άνδρα. Βήμα τής χ ήνας. Άναψοκοκκινισμένες φάτσες άπό τή μάσα, κράνη πού έσταζαν ιδρώτα, χ αίδεύοντας τά κλόμπς τους. Μόλις τώρα τούς ταίσανε μέ μπόλικη παχ ειά σούπα. Ή μοίρα τού άστυφύλακα είναι συχ νά εύχ άριστη. Χωρίστηκαν σέ μικρές ομάδες, χ αιρετίστηκαν καί τράβηξαν γιά τίς θέσεις τους. Καθένας καί στό βοσκοτόπι του. Ή καλύτερη στιγμή γιά νά επιτεθεί κανείς σέ κάποιον είναι ή ώρα μετά τήν πουτίγκα. Μιά γροθιά πάνω στό φαγητό του. Μιά νέα διμοιρία φάνηκε έξω άπό τό κιγκλίδωμα τού κολλεγίου Τρίνιτυ καί κατευθύνθηκε διάσπαρτη πρός τό τμήμα. Μέ κατεύθυνση πρός τή μαρμίτα. ‘Έτοιμοι γιά τή μάχ η. “Ετοιμοι γιά τή σούπα. Διέσχ ισε τό δρόμο κάτω άπό τό πονηρό δάχ τυλο τού Τόμμυ Μούρ. Καλά κάνανε πού τόν έβαλαν νά έπ βλέπει ένα ούρητήριο` συνάντηση τών ύδάτων. Θά έπρεπε νά υπήρχ αν παρόμοια καί γιά γυναίκες. ’Αντί νά τρέχ ουν στά ζαχ αροπλαστεία. Γιά νά ταχ τοποιήσουν τό καπελάκι τους. Δέν ύπάρχ ει κοιλάδα σ’ αυτόν τόν τεράστιο κόσμο. ‘Υπέροχ ο τραγούδι τής Τζούλιας Μόρκαν. Διατήρησε τή φωνή της μέχ ρι τό τέλος. Μαθήτρια τού Μάικλ Μπάλφη δέν ήταν; Παρατηρούσε τό τελευταίο παραγεμισμένο χ ιτώνιο. Δύσκολο νά τά βάλει κανείς μαζί τους. Ό Τζάκ Πάουερ είχ ε πολλά νά διηγείται γιά δαύτους` ό πατέρας του είχ ε υπηρετήσει μπασκίνας. ’Άν κάποιος τούς έφερνε άντίσταση τήν ώρα πού τόν έπιαναν, άργότερα τού τό άνταποδίδανε μέ τούς τόκους στήν ψειρού. Στό κάτω-κάτω τής γραφής, μέ τή δουλειά πού κάνουνε, δέν μπορείς καί νά τά ρίξεις ολα πάνω τους, ειδικά στά νέα φυντάνια. Εκείνον τόν έφιππο άστυνομικό, τήν ήμέρα τής άπονομής τού πτυχ ίου στόν Τζό Τσάμπερλαιν στό κολλέγιο Τρίνιτυ, τόν κάναμε νά κοντέψει νά σκάσει άπό τό τρέξιμο. Ναί, μά τήν πίστη μου! Οί οπλές τού άλογου του χ τυπούσαν πίσω μας καθώς πήραμε τήν οδό ’Άμπυ. Τυχ ερός πού είχ α τήν ετοιμότητα νά κάμω μιά βουτιά στού Μάννινγκ, διαφορετικά θά μέ τσίμπαγε. Μά τήν πίστη μου, τότε ήταν πού έπεσε άπό τό άλογο. Πρέπει νά τσάκισε τό κεφάλι του πάνω στό λιθόστρωτο. Δέν θά έπρεπε νά παρασυρθώ άπό εκείνους τούς φοιτητές της ιατρικής. Kt εκείνα τά μούτρα τού κολλεγίου Τρίνιτυ μέ τά τετράγωνα καπέλα τους. Είχ ανε λυμένα τά ζωνάρια τους γιά καυγά. Πάντως έτσι γνώρισα εκείνον τόν νεαρό, τόν Ντίξον, ό όποιος μού περιποιήθηκε άργότερα τό τσίμπημα τής μέλισσας στό νοσοκομείο τής

Μητρότητος καί πού τώρα βρίσκεται στήν Κλινική τής όδού Χόλλες, εκεί πού ή κυρία Πιούριφού. Μπερδεμένα πράματα. Άκόμα ακούω μέσα στ’ αύτιά μου τά σφυρίγματα τών αστυφυλάκων. ‘Όλοι στήν τρεχ άλα. Γι’ αύτό μ’ εβαλε στό μάτι. Γιά νά μέ τσουβαλιάσει. Έδώ άκριβώς είχ αν άρχ ίσει ολα. —

Ζήτω οί Μπόερς!



Ζήτω ό Ντέ Γουέτ!



Κρεμάλα στόν Τζό Τσάμπερλαιν σέ μιά ξυνομηλιά.

Χαζομαλάκες` όχ λος άπό νιόβγαλτους πού ξελαρυγγιάζονταν. Ό Λόφος τού Ξυδιού. Έ Παρέα τών Βουτυρόπαιδων. Σέ μερικά χ ρόνια οί μισοί άπ’ αύτούς θά γίνουν δικαστές καί δημόσιοι ύπάλληλοι. ’Έρχ εται ό πόλεμος` στό στρατό, πατείς με πατώ σε` οί ίδιοι εκείνοι πού λέγανε ψηλά στήν κρεμάλα… Κανείς δέν ξέρει τί κουμάσι είναι ό άλλος. Ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ εχ ει τή συμπεριφορά σπιούνου. Σάν εκείνον τόν Πήτερ, ή τόν Ντένις, ή τόν Τζαίημς Κάρεύ, πού τά ξέρασε ολα γιά τούς Αήττητους. Κι αύτός μέλος τού Δημοτικού συμβουλίου. Ώθούσε τούς νέους νά μπούν στήν οργάνωση γιά νά μαθαίνει αύτός τί συμβαίνει εκεί. Καί ολο αύτόν τόν καιρό νά πληρώνεται άπό τήν άστυνομία τού Πύργου. “Υστερα τόν παράτησαν σάν στυμμένο λεμόνι. Αύτός είναι καί ό λόγος πού οί μυστικοί άστυφύλακες μέ τά πολιτικά φλερτάρουν πάντα τίς υπηρέτριες. Είναι εύκολο νά εντοπίσεις κάποιον πού εχ ει συνηθίσει τίς στολές. Τή ζουλάει σφιχ τά πάνω στό πορτόφυλλο τής πίσω εισόδου. Τής βάζει χ έρι μιά στάλά. “Υστερα κατ’ εύθείαν στό ψητό. Καί ποιός είναι ό κύριος πού κουβαλιέται συνέχ εια γιά επισκέψεις; Μήπως είπε τίποτα ό γιός τού άφεντικού σου; Μπανιστηρτζήδες τής κλειδαρότρυπας. Ψεύτικες άγριόπαπιες, δόλωμα γιά νά πιάσει άληθινές. Ό ξαναμμένος νεαρός φοιτητής πού άμολάει τίς κοτσάνες του γύρω άπό τά παχ ειά μπράτσα της, τήν ώρα πού αύτή σιδερώνει. —

Μαίρη, αύτό δικό σου είναι;

— Έγώ δέ φοράω τέτοια πράματα… Σταματήστε, άλλιώτικα θά τό μαρτυρήσω στήν κυρία. Νά τριγυρνάτε εξω μέχ ρι τά χ αράματα. —

Θά γίνουν σημεία καί τέρατα, Μαίρη. Περίμενε καί θά δεις.



’Ώχ , παράτα με ήσυχ η, μέ τά σημεία καί τά τέρατά σου.

Καί τίς γκαρσόνες στά μπάρ. Τίς πωλήτριες στά καπνοπωλεία. Ή ίδέα τού Τζαίημς Στήβενς ήταν ή καλύτερη. ’Ήξερε τί κουμάσια ήταν. Αχ τίδες άπό δέκα πρόσωπα, ετσι πού κανέίς νά μήν μπορεί νά γνωρίσει κανέναν πέρα άπό τό δικό του κύκλο. Σίν Φέιν. Καί άν ζήταγες νά τά παρατήσεις, τότε μαχ αίρωμα. Μαύρη Χείρ. ’Άν έμενες, τό εκτελεστικό ά-πόσπασμα. Ή κόρη τού δεσμοφύλακα τόν βοήθησε ν’ άποδράσει άπό τό Ρίτσμοντ, καί κατ’ ευθείαν γιά τό Λάσκ. “Υστερα έκλεισε δωμάτιο στό ξενοδοχ είο Μπάκινγχ αμ Πάλλας, κάτω άπό τή μύτη τους. Γαριβάλδης. Πρέπει νά διαθέτεις τό χ άρισμα τού γοητεύειν οπως ό Πάρνελλ. ‘Ο Αρθουρ Γκρίφφιθ τά εχ ει

τετρακόσια, άλλά δέν διαθέτει έκείνο τό κάτι πού ξεσηκώνει τόν κόσμο. Στήν όμορφη πατρίδα μας σέ θέλουν νά ρητορεύεις. Θά φτιάσουμε γεφύρια, θά φτιάσουμε ποτάμια. Τείοποτεία τής ’Ιρλανδικής ’Αρτοποιίας. Εταιρείες διαλέξεων. Θέματα: ό φιλελευθερισμός, ή καλυτέρα μορφή διακυβερνήσεως, τό γλωσσικόν ζήτημα σημαντικώτερον τού οίκονομικού. Νουθετήσατε τίς κόρες σας, ώστε νά τούς φέρνουν στό σπίτι. Παραγεμίστε τους μέ κρέας καί κρασί. Χριστουγεννιάτικη χ ήνα. Νά μιά καλή λιχ ουδιά πού σού φυλάξαμε. Πάρε άλλη μιά κουταλιά σάλτσα χ ήνας πρίν κρυώσει. Ενθουσιασμένοι πεινάλες. Δώσε τους ενα κουλούρι καί θά πάρουν μέρος στήν παρέλαση. Κανείς δέν συγχ ωρεί τόν χ αμένο. ’Έχ ουν τή γνώμη ότι τό άφεντικό πού πληρώνει είναι ή καλύτερη σάλτσα στόν κόσμο. Φέρνονται λές καί είναι τό σπίτι τους. Κάνε κατά δώ αύτά τά βερύκοκκα, εννοώντας τά ροδάκινα. Σέ μιά ήμερομηνία όχ ι τόσο πολύ άπόμακρη. Ό ήλιος τής Αύτοδιάθεσης άνατέλλει στά βορειοδυτικά. Τό χ αμόγελό του έσβησε καθώς προχ ωρούσε, κι ένα βαρύ σύννεφο έκρυψε άργά τόν ήλιο, σκιάζοντας τή σκυθρωπή πρόσοψη τού κολλεγίου Τρίνιτυ. Τά τράμ διασταυρώνονταν, άνέβαιναν, κατέβαιναν, κουδούνιζαν. Δέν ώφελούν τά λόγια. Τά πράματα τραβούν τό δρόμο τους· μέρα μέ τή μέρα` ομάδες άστυφυλάκων άρχ ίζουν τ`,’ βάρδια τους, τελειώνουν τή βάρδια τους· τά τράμ άνεβαίνουν καί κατεβαίνουν. Εκείνοι οί δυό παλαβοί κάνουν τά σουλάτσα τους. Τόν Ντίγκναμ τόν τσουβαλιάσανε καί πάει. Ή Μίνα Πιούριφού, μέ τήν κοιλιά φουσκωμένη, πάνω στό κρεβάτι, βογκώντας, μέχ ρι νά τής τραβήξουν έξω τό παιδί. Κάθε δευτερόλεπτο κάποιος γεννιέται καί κάποιος άλλος πεθαίνει. Δέν πάνε πέντε λεφτά πού τάισα τά πουλιά. Κάπου τριακόσιοι κλώτσησαν τήν καρδάρα. Καί άλλοι τριακόσιοι γεννήθηκαν, τώρα τούς ξεπλένουν άπό τά αίματα, ολοι πλυμένοι στό αίμα τού άμνού, βελάζοντας μπέεεεεεε. Όλόκληρος ό πληθυσμός μιάς πόλης εξαφανίζεται, άλλοι τούς άντικαθιστούν, μά κι αυτοί είναι περαστικοί` πάνε κι έρχ ονται. Σπίτια, σειρές σπιτιών, δρόμοι, χ ιλιόμετρα άπό πεζοδρόμια, σωροί τούβλων, πέτρες. ’Αλλάζουν χ έρια. Πρώτα αύτός ό ιδιοκτήτης, υστέρα ό άλλος. Λένε ότι ό ιδιοκτήτης δέν πεθαίνει ποτέ. Κάποιος άλλος παίρνει τή θέση του, όταν εκείνος πάρει τό μήνυμα γιά τήν άναχ ώρηση. ’Αγοράζουν πληρώνοντας χ ρυσάφι κι όμως τό χ ρυσάφι παραμένει στά χ έρια τους. Πρέπει νά ύπάρχ ει κάποιο κόλπο σ’ αύτή τή συναλλαγή. Κάτι πού συσσωρεύτηκε μές στίς πόλεις καί ξεθώριασε μές στούς αιώνες. Πυραμίδες στήν άμμο. Χτισμένες μέ σκέτο ψωμί καί κρεμμύδι. Οί σκλάβοι στό Σινικό Τείχ ος. Ή Βαβυλώνα. Οί ογκόλιθοι πού διασώθηκαν. Οί στρογγυλοί πύργοι. Άπόμειναν σπασμένες πέτρες, προάστια πού έπεκτείνονται, πρόχ ειρες κατασκευές, σπίτια πού ξεφυτρώνουν σάν τά μανιτάρια, χ τισμένα μέ σκέτο άέρα. Καταφύγια τής νύχ τας. Κανείς δέν είναι κάτι. Αύτή έδώ είναι ή χ ειρότερη ώρα τής ήμέρας. Ζωτικότητα. Μέ κάνει νά πλήττω, μέ ταπεινώνει` τή μισώ αύτή τήν ώρα. Νιώθω σάν νά μέ φάγανε καί νά μέ ξεράσανε. Οικία Κοσμήτορος. Ό σεβασμιώτατος δρ Σολομός` σολομός σέ κονσέρβα. Καλά νά πάθει. Δέν θά ήθελα νά ζώ έκεί μέσα, άκόμα καί άν μέ πληρώνανε. Ελπίζω νά υπάρχ ει συκώτι καί μπέηκον σήμερα. Ή φύση άπεχ θάνεται τό κενό. Ό ήλιος τραβήχ τηκε σιγά-σιγά άπό τό σύννεφο, άπλώνοντας κηλίδες φωτός πάνω στ’ άσημικά τής βιτρίνας τού Γουώλτερ Σέξτον, άπέναντι άπό τήν οποία πέρασε ό Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, χ ωρίς νά βλέπει τίποτα.

Νά τος` ό άδερφός. Όλόφτυστος. Στοιχ ειωμένο πρόσωπο. Αύτό λέγεται σύμπτωση. Βέβαια, εκατοντάδες φορές σκέφτεται κανείς κάποιον καί δέν τόν συναντάει. ‘Όπως κάποιος πού υπνοβατεί. Δέν τόν άναγνωρίζει κανείς. Πρέπει νά συνεδριάζει σήμερα τό δημοτικό συμβούλιο. Λένε πώς ούτε μιά φορά δέν φόρεσε τή στολή τού άξιώματός του. Ό Τσάρλυ Μπούλγερ, εκείνος εβγαινε πάνω στό ψηλό του άλογο, φορώντας τό τρίκωχ ο καπέλο του, ξυρισμένος, μέ τίς κολώνιες του καί τίς πούδρες του. Κοίτα νά δεις τί διαολεμένο ύφος εχ ει τό περπάτημά του. Σάν νά κατάπιε ενα σάπιο αύγό. Λές καί φυτέψανε αύγά βραστά σ’ ενα φάντασμα, άντί γιά μάτια. ’Έχ ω εναν πόνο. Ό άδερφός ένός μεγάλου` ό άδερφός τού άδερφού του. Θά τού ερχ ότανε κουτί νά κάθεται πάνω στό ψωράλργο. Πιθανόν πετάχ τηκε μέχ ρι τή λέσχ η γιά καφέ καί άργότερα γιά μιά παρτίδα σκάκι. Ό άδερφός του φερνόταν στούς άνθρώπους σάν νά ήταν πιόνια. ’Άσ’ τους νά κουρεύονται. Δέν τολμάνε νά τόν πιάνουνε στό στόμα τους. Εκείνα τά μάτια του τούς.έκαναν νά παγώνουν. Αύτό είναι πού τούς γοητεύει` τό όνομα. ‘Όλοι είναι λίγο παλαβοί. Ή Τρελο-Φανή καί ή άλλη άδερφή του, ή κυρία Ντίκινσον πού χ ρησιμοποιεί χ άμουρα άπό κατακκόκινο δέρμα. Κορδώνεται σάν τόν Μάκ ’Άρλντ, τόν χ ειρούργο. ’Άν καί ό Νταίηβιτ Σήχ υ τόν κέρδισε στήν έκλογική περιπέτεια τού Κάτω Μήθ. Παράτησε τήν εδρά του στή Βουλή γιά μιάν άργομισθία τού Δήμου. Τό συμπόσιον ένός πατριώτου. Νά τρώει φλούδες από πορτοκάλι στό πάρκο. Τότε πού τόν βάλανε στή Βουλή, ό Σίμων Ντένταλους είχ ε πεί «τι ό Πάρνελλ θά σηκωνότανε άπό τόν τάφο του καί θά τόν εβγαζε εξω άπό τό Κοινοβούλιο μέ τό μαλακό, άγκαζέ. — ‘Όσον άφορά μεν εις τόν δικέφαλον όκτάποδα, ή μία εκ τών κεφαλών αυτού είναι έκείνη, εις ής τό άκρον τά πέρατα τού κόσμου παρέλειψαν νά συναντηθούν, ή έτέρα δέ όμιλεί μετά τίνος Σκωτικού ιδιώματος. Οί πλόκαμοι… Στή στροφή τού πεζοδρομίου, προσπέρασαν τόν κ. Μπλούμ έκ τών όπισθεν. Γενειάδα καί ποδήλατο. Νεαρά κυρία. Καί τώρα νά τος καί ό άλλος. Τώρα, πραγματικά, αύτό είναι σύμπτωση, ή δεύτερη. Τά προσεχ ή γεγονότα ρίχ νουν τή σκιά τους εμπρός τους. ’Έτυχ όν τής επιδοκιμασίας τού διακεκριμένου ποιητού κ. Τζώρτζ Ράσσελ. Αύτή πού είναι μαζί του μπορεί νά είναι ή Λίζι Τουίγκ. Ά. Έ. Τί πάει νά πει αύτό; Πιθανόν αρχ ικά ’Άλμπερτ ’Έντουαρντ, ’Άρθουρ ’Έντμοντ, Άλφόνσος Έντ Έντ Έλ, αξιότιμος. Τί ελεγε; Τά πέρατα τού κόσμου, μετά Σκωτικού τινός ιδιώματος. Οί πλόκαμοι` χ ταπόδι. Κάτι απόκρυφο` συμβολισμός. Τής κάνει διάλεξη. Αύτή τό καταπίνει ολο. Δίχ ως νά λέει λέξη. Διά νά βοηθήσει κύριον εις φιλολογικήν εργασίαν. Τά μάτια του παρακολουθούσαν τό ψηλό κορμί, τό ντυμένο μέ σπιτικό ύφαντό, τή γενειάδα καί τό ποδήλατο, κι άπό δίπλα, ή γυναίκα πού τόν άκουγε. ’Έρχ ονται άπό εστιατόριο χ ορτοφαγίας. Τίποτα άλλο εκτός άπό λαχ ανικά καί φρούτα. Δέν τρώνε μπριζόλα. ’Έτσι καί κάνεις τό λάθος καί τή φας, τά μάτια εκείνης τής άγελάδας θά σέ κυνηγάνε μέχ ρι τήν αιωνιότητα. Λένε πώς αύτή είναι ή υγιεινότερη τροφή. Σκέτος άέρας καί νερό. Δοκίμασα. Σέ κάνει νά τρέχ εις ολη τήν ήμέρα. Χειρότερα καί άπό καπνιστή ρέγγα. ’Όνειρα ολη τή νύχ τα. Γιατί ονομάζουνε εκείνο πού μού σερβίρισαν καρυδομπριζόλα; Καρυδοφάγοι. Φρουτοφάγοι. Γιά νά σού δώσουν τήν εντύπωση ότι τρώς πραγματική μπριζόλα. Παράλογο. Καί πανάλμυρο. Χρησιμοποιούν σόδα στό μαγείρεμα. Περνάς τή νύχ τα σου καθισμένος πλάι στή βρύση. Οί κάλτσες της κρέμονται στούς άστραγάλους της. Τό σιχ αίνομαι αύτό` τί κακογουστιά. Αύτοί οί άνθρωποι τών γραμμάτων, ετσι είναι ολοι τους, αίθεροβάμονες. ’Ονειροπαρμένοι, νεφελώδεις, συμβολιστές. Έστέτ, αύτό είναι. Δέν θά μού παραξενοφαινόταν άν μάθαινα ότι αύτή ή τροφή

παράγει αύτά τά, πές τα οπως θές, τά κύματα τής έμπνευσης στό μυαλό τους, τά ποιητικά. Πάρε παράδειγμα εναν άπό εκείνους τούς άστυφύλακες πού τά πουκάμισά τους ιδρώνουν άπό ιρλανδέζικο καπαμά: όσο καί νά τόν στύψεις, δέν θά βγάλεις ούτε ενα στίχ ο ποίησης άπό μέσα του. Ούτε πού ξέρει τί είναι ή ποίηση. Χρειάζεται άναγκαστικά μιά προδιάθεση. Συννεφιασμένος καί ονειροπαρμένος γλάρος πετάει φάχ νοντας πάνω άπό τά νερά σάν χ άρος. Στή γωνία τής όδού Νάσσαου πέρασε στό άπέναντι πεζοδρόμιο καί σταμάτησε μπροστά στή βιτρίνα τών Γέητς καί Τίός, προσπαθώντας νά εκτιμήσει πόσο κόστιζαν αύτά τά κιάλια. ’Ή νά πεταχ τώ μέχ ρι τό γερο-Χάρρις καί νά τά πώ στά γρήγορα μέ τόν νεαρό Σίνγκλαιρ; Τύπος μέ καλή άνατροφή. Πιθανόν νά τρώει γιά μεσημέρι. Πρέπει νά διορθώσω αύτά τά παλιά μου κιάλια. Φακοί Γκέρτς, εξι γκινέες. Οί Γερμανοί χ ώνουν τή μύτη τους παντού. Πουλάνε μέ εύκολίες πληρωμής γιά νά κερδίσουν τήν άγορά. Δουλεύουν στό τσάμπα. Μπορεί νά πετύχ ω κανένα ζευγάρι στόν πλειστηριασμό τού γραφείου άπωλεσθέντων αντικειμένων τών σιδηροδρόμων. ’Απίθανος ό αριθμός τών πραγμάτων πού ξεχ νούν οί άνθρωποι στά τραίνα καί τά βεστιάρια. Μά, πού τρέχ ει τό μυαλό τους; Τό ίδιο καί οί γυναίκες. ’Απίστευτο. Πέρυσι πού ταξίδεψα στό ’Ίννις, στή διασταύρωση Αίμερικ πού άλλαξα τραίνο, άναγκάστηκα νά σκύψω καί νά σηκώσω άπό χ άμω τήν τσάντα εκείνης τής χ ωριατοπούλας καί νά τής τήν έπιστρέψω. Άκόμα καί χ ρήματα μένουν άζήτητα. Υπάρχ ει ενα μικρό ρολόι, πάνω στή στέγη τής Τράπεζας, γιά νά δοκιμάζει κανείς τί ικανότητες έχ ουν αύτά τά κιάλια. Τά βλέφαρά του κατέβηκαν τόσο ώσπου κάλυψαν σχ εδόν τίς ίριδες τών ματιών του. Δέν μπορώ νά τό δώ. Φτάνει νά σκεφτείς πώς είναι έκεί γιά νά τό δείς σχ εδόν. Δέν μπορώ νά τό δώ. Γύρισε τό σώμα του καί στέκοντας άκόμα κάτω άπό τή μαρκίζα άπλωσε τό χ έρι του μέ τό μπράτσο τεντωμένο πρός τόν ήλιο. Έδώ καί πολύ καιρό ήθελε νά κάμει αύτό τό πείραμα. Ναί, εντελώς. Ή άκρη τού μικρού του δάχ τυλου έκρυψε τόν ήλιακό δίσκο. Πρέπει νά είναι ή εστία, έκεί πού διασταυρώνονται οί άχ τίδες. ’Άν φόραγα μαύρα γυαλιά. Ενδιαφέρον. Γινόταν μεγάλη συζήτηση γι’ αύτές τίς κηλίδες τού ήλιου, όταν μέναμε στήν όδό Λόμπαρτ. Πρόκειται γιά τρομερές εκρήξεις. Θά γίνει ολική έκλειψη φέτος` γύρω στό φθινόπωρο. Τώρα πού τό σκέφτομαι, αύτό τό μπαλόνι κατεβαίνει σέ ώρες Γκρήνουιτς. Τό ρολόι είναι κανονισμένο νά δουλεύει μ’ ενα καλώδιο πού είναι συνδεδεμένο μέ τό τοπικό άστεροσκοπείο Ντάνσινγκ, γι’ αύτό δείχ νει τήν τοπική ώρα. Κάποιο πρώτο Σάββατο τού μηνός πρέπει νά τό έπισκεφτώ. ’Άν μπορούσα νά βρώ κάποιον νά μέ συστήσει στόν καθηγητή Τζόλυ, ή άν κατάφερνα νά μάθω κάτι γιά τήν οίκογένειά του. Αύτό δημιουργεί καλές εντυπώσεις` ό άνθρωπος κολακεύεται πάντα. Ή ματαιοδοξία ενεδρεύει εκεί πού τήν περιμένεις λιγότερο. Ό εύγενής είναι περήφανος πού ελκει τήν καταγωγή του άπό κάποια ερωμένη τού βασιλιά. Ή μάμμη του. Ριχ τού κομπλιμέντα μέ τό τουλούμι. Οί πόρτες άνοίγουν εύκολότερα μέ τό καπέλο βγαλμένο. Μήν μπεις μέσα καί ξεφουρνίσεις αύτό πού ξέρεις πώς δέν πρέπει νά πείς` τί είναι παράλλαξις; Συνοδεύσατε τόν κύριο ώς τήν πόρτα. ’’Αχ ; Κατέβασε τό χ έρι του στό πλευρό του. Δέν θά μάθουμε ποτέ τίποτα επ’ αύτού. Χάνουμε τήν ώρα μας. Μάζες άερίων πού περιστρέφονται, πού μπερδεύονται, πού ξεπερνούν ή μιά τήν άλλη. Πάντα τό ίδιο θέμα. Αέρια, υστέρα συμπύκνωση,

υστέρα κόσμος, υστέρα παγωνιά, υστέρα νεκρό όστρακο πού τό παίρνει ό άνεμος, υστέρα παγωμένοι βράχ οι οπως τά γλασέ γλυκίσματα άνανά. Τό φεγγάρι. Πρέπει νά βγήκε τό νέο φεγγάρι, είπε. Ναί, έτσι πιστεύω. Προσπέρασε τόν Οίκο Κλαίρ. Περίμενε. Είχ ε πανσέληνο τό βράδυ πού ήμαστε, τήν Κυριακή, δεκαπέντε μέρες ακριβώς, πάλι νέα πανσέληνος. Περπατούσαμε κοντά στό Τόλκα. Πολύ όμορφο τό φεγγάρι τής Καλλιθέας. Αύτή σιγοτραγουδούσε: Τό νέο μαγιάτικο φεγγάρι μάς φωτίζει, άγάπη μου. Αύτός περπατούσε στό άλλο της πλευρό. ’Αγκώνας, μπράτσο. Αύτός. Τό φωταααάκι τής πυγολαμπίδας μάς φωτίζει, άγάπη μου. ’Αγγίγματα. Δάχ τυλα. Ερώτηση. ’Απάντηση. Ναί. Φτάνει. Φτάνει. ’Άν έγινε, πάει, έγινε. ~Ηταν μοιραίο. Ό κ. Μπλούμ, άναπνέοντας πιό γρήγορα καί μέ άργότερο βηματισμό, προσπέρασε τό Άνταμ Κώρτ. Μέ μιά συγκρατημένη άνακούφιση βάλθηκε νά παρατηρεί` νά ό δρόμος, μέρα μεσημέρι, οί φουσκωμένοι ώμοι τού Μπόμπ Ντόραν. Στό ετήσιό του ξεφάντωμα, ειπε ό ΜακΚόυ. Πίνουν έτσι γιά νά πιούν, ή γιά νά πούν κάτι, ή cherchez la femme. Πέρα στό Κούμ μέ τήν παλιοπαρέα καί τίς γυναίκες πού κάνουν πεζοδρόμιο, καί υστέρα ολο τό χ ρόνο δέν τό βάνει στό στόμα του. Ναί. Αύτό σκέφτηκα. Χώθηκε μέσα στήν αίθουσα συναυλιών Έμπάιρ. Τό ’σκάσε. Μιά σκέτη σόδα γιά νά φτιάξει τό στομάχ ι του. Έκεί πού ό Πάτ Κίνσελλα ειχ ε τό Θέατρο τής “Αρπας, πρίν ό Γουίτμπρεντ λανσάρει τό Κουήνς. Λαμπρό παιδί. Τρόποι άλά Ντίον Μπούσικω, μέ τή φάτσα του σάν ολόγιομο φεγγάρι κάτω άπό τό γυναικείο καπέλο του. Τρεις δεσποινίδες τού Οικοτροφείου. Πώς περνάει ό καιρός έτσι; Τά μακριά κόκκινα παντελόνια του νά εξέχ ουν κάτω άπό τή φούστα του. Πότες, πιοτό, χ ασκόγελα καί σαλιαρίσματα, μέ τά χ νώτα τους νά βρωμάνε πιοτό. Στήν ύγειά σου, Πάτ. Κατακόκκινες φάτσες` διασκέδαση μεθυσμένων` χ άχ ανα καί κάπνισμα. Βγάλε τό άσπρο σου καπελάκι. Κι εκείνα τά μάτια του, σάν τού βρασμένου ψαριού. Πού βρίσκεται τώρα; Κάπου ζητιανεύει. Ή άρπα, γιά τήν οποία κάποτε ξεψυχ άγαμε. ’Ήμουνα πιό ευτυχ ισμένος τότε. “Ομως, ήμουνα ό ίδιος; ’Ή, τώρα είμαι αύτός πού είμαι; Είκοσι οχ τώ χ ρόνων. Αύτή ήταν είκοσι τριών όταν φύγαμε άπό τήν οδό Λόμπαρτ. Κάτι άλλαξε. “Υστερα άπό τόν Ρούντυ δέν ευρισκε καμιά εύχ αρίστηση όταν τό κάναμε. Δέν μπορείς νά φέρεις πίσω τίς παλιές μέρες. Σάν νά θές νά κρατήσεις τό νερό στίς φούχ τες σου. Θά ήθελες νά ξαναγυρίσεις στά περασμένα; Τότε πού μόλις άρχ ίζαμε. Θά τό ήθελες; Δέν εισθε εύτυχ ισμένος σπίτι σας, καημένο άτακτο μικρό παιδί; Θέλει νά μού ράβει τά κουμπιά. Πρέπει νά άπαντήσω. Θά τής γράψω στή Βιβλιοθήκη. Ή οδός Γκράφτον, χ αρούμενη, μέ άνοιγμένες τίς τέντες της, ερέθισε τίς αισθήσεις του. Σταμπαρισμένες μεταξωτές μουσελίνες, κυρίες καί χ ήρες, κουδουνίσματα άπό χ άμουρα, γδούπος όπλών πάνω στό ζεστό πλακόστρωτο. Παχ ειές πατούσες πού έχ ει αύτή ή γυναίκα μέ τίς άσπρες κάλτσες! Εύχ ομαι ή βροχ ή νά τίς γεμίσει λάσπες ίσαμε πάνω. ’Άξεστη χ ωριάτισσα. “Οσο βοδινό κρέας έφαγε, τής κατέβηκε ολο στίς πατούσες. Τά παχ ειά πόδια δίνουν ενα άσχ ημο βάδισμα στίς γυναίκες. Ή Μόλλυ δέν έχ ει καλές αναλογίες. Πέρασε χ ασομερώντας μπροστά άπό τίς βιτρίνες του Μπράουν Τόμας, εμπορία μετάξης. Καταρράχ τες άπό κορδέλες. Μετάξια τής ’Άπω ’Ανατολής, ελαφριά σάν άτμός. Ό λαιμός μιας

γερμένης υδρίας ξέχ υνε μιά πλημμύρα άπό κατακόκκινη σάν αίμα ποπλίνα: λουστραρισμένο αίμα. Οί Ούγενότοι τήν έφεραν στά μέρη μας. La causa έ santa! Τάρα, τάρα. Εκπληκτικό αύτό τό χ ορικό. Τάρα. Πρέπει νά τήν πλένεις σέ βρόχ ινο νερό. Του Μέγιερμπηρ. Τάρα ρά μπούμ μπούμ μπούμ. Μαξιλαράκια γιά καρφίτσες. ’Από καιρό τήν άπειλώ ότι θά τής άγοράσω ενα. Τίς στερεώνει σέ ολα τά μέρη. Βελόνες πάνω στίς κουρτίνες τών παραθύρων. Σήκωσε λίγο τό άριστερό του μανίκι. Νυγμός` σχ εδόν έφυγε. ’Όχ ι σήμερα πάντως. Πρέπει νά επιστρέφω γιά έκείνη τήν κολώνια. ’Ίσως στά γενέθλιά της. Ίουνιοσιούλιος Αύγουστοσεπτέμβριος, στίς οχ τώ. Κοντά σέ τρεις μήνες. Έξ άλλου μπορεί νά μήν τής άρέσει. Οί γυναίκες δέν σηκώνουν άπό κάτω καρφίτσες. Λένε ότι αύτό εμποδίζει τό καλό κρεβ. ’Αστραφτερά, μεταξωτά μεσοφόρια, κρεμασμένα σέ λεπτά μπρούντζινα κρεμαστάρια, μεταξωτές κάλτσες, τοποθετημένες σέ σχ ήμα άκτίνων. ’Ανώφελο νά επιστρέφει κανείς πίσω. ΤΗταν γραφτό νά συμβεί. Πές μου τα ολα. Κουδουνίσματα άπό χ άμουρα. ‘Όλα γιά μιά γυναίκα, νοικοκυριό καί σπίτια, ιστοί άπό μετάξι, άσήμι, πλούσια εύγευστα φρούτα άπό τή Γιάφφα. Άτζενταθ Νέταιμ. ‘Όλα τά πλούτη τής γής. Κάτι σάν ζεστή άνθρώπινη σάρκα κάλυψε τό νού του. Ό εγκέφαλός του παραδόθηκε. Εύωδιές άπό άγκαλιάσματα τού επιτέθηκαν άπό παντού. ’Ασυναίσθητα, μές άπό τήν πεινασμένη σάρκα του, βγήκε μιά άφωνη λαχ τάρα λατρείας. Όδός Ντιούκ. Φθάσαμε. Πρέπει νά φάω. Τού Μπάρτον. ‘Ύστερα θά αισθάνομαι καλύτερα. ’Έστριψε στήν όδό Κόμπριτζ, καταδιωκόμενος. Κουδουνίσματα καί γδούποι όπλών. ’Αρωματισμένα σώματα, ζεστά, γεμάτα. ‘Όλα φιλημένα, παραδομένα` σέ καρπερά καλοκαιρινά χ ωράφια, σέ μπλεγμένα ξαπλωμένα χ ορτάρια, σέ εισόδους φτωχ ικών σπιτιών πού στάζουν, πάνω σέ καναπέδες, σέ κρεβάτια πούfτρίζουν. —

Τζάκ, άγάπη μου!



’Αγαπημένε μου!



Φίλησέ με, Ρέτζυ!



’Αγόρι μου!



Άγάπη μου!

Μέ άνάστατη καρδιά εσπρωξε τήν πόρτα τού εστιατορίου τού Μπάρτον. Ή μπόχ α τόν επιασε άπό τό λαρύγγι` διαπεραστική οσμή άπό σάλτσες κρεάτων καί άποπλύματα λαχ ανικών. Τό τάισμα τών άγριων ζώων. ’Άντρες, άντρες, άντρες. Σκαρφαλωμένοι σέ ψηλά σκαμνιά γύρω άπό τόν πάγκο, μέ τά καπέλα ριγμένα πίσω, είτε καθισμένοι στά τραπέζια, ζητώντας περισσότερο ψωμί πού δέν χ ρεώνεται, πίνοντας άπληστα,

κατεβάζοντας σάν τόν λύκο άμάσητη πλαδαρή τροφή, μέ τά μάτια έξω άπό τίς κόγχ ες, σφουγγίζοντας υγρά μουστάκια. “Ενας ώχ ρός ίδρωμένος νεαρός σκούπιζε ποτήρι, μαχ αίρι, πηρούνι καί κουτάλι μέ τήν πετσέτα του. Νέα εστία μικροβίων. “Ενας άντρας μέ τή λιγδωμένη πετσέτα του περασμένη στό λαιμό του, σάν σαλιάρα μωρού, φτυάριζε θορυβωδώς σούπα στόν οισοφάγο του. “Ενας άλλος ξανάφτυνε στό πιάτο του` μισομασημένοι χ όνδροι` δέν εχ ει δόντια γιά νά τούς μασημασημασήσει. Κόκκαλο άπό μπριζόλα στή σχ άρα. Μπουκώνοντας τό στόμα του γιά νά ξεμπερδεύει γρήγορα. Λυπημένα μάτια μεθύστακα. Δαγκώνοντας περισσότερο άπ’ όσο μπορεί νά μασήσει. ’Έτσι είμαι κι έγώ; Νά δούμε τούς εαυτούς μας οπως μάς βλέπουν οί άλλοι. Ό πεινασμένος είναι οργισμένος. Δόντι καί σαγόνι πού δουλεύουν. Μή! ’ Ώχ ! “Ενα κόκκαλο! Εκείνος ό τελευταίος ειδωλολάτρης βασιλιάς τής ’Ιρλανδίας, ό Κόρμακ, πού μάθαμε στό σχ ολικό ποίημα, πνίγηκε άπό στραβοκατάπιωμα στό Σλέττυ, νότια τού Μπόυν. Αναρωτιέμαι τί νά έτρωγε. Κάτι πού φέρνει λαιμαργία. Ό “Αγιος Πατρίκιος τόν προσηλύτισε, στόν Χριστιανισμό. Πάντως δέν τά κατάφερε νά τό καταπιεί ολόκληρο. —

”Ενα ψητό μέ λάχ ανο.



”Εναν καπαμά.

Αντρικές οσμές. Ανακατώθηκε. Φτυσμένο πριονίδι, γλυκερός ζεστός καπνός άπό τσιγάρα, μυρωδιά άπό καπνό πίπας, χ υμένη μπύρα, άντρικά κάτουρα γεμάτα μπύρα, ή ξυνίλα τής ζύμωσης. Δέν μπορούσε νά φάει ούτε μιά μπουκιά έδώ μέσα. Ό τύπος πού άκονίζει μαχ αίρι καί πηρούνι, γιά ν’ά φάει όσα εχ ει μπροστά του, εκείνος ό γέρος πού σκαλίζει όσα κομμάτια άπό τά δόντια του τού άπόμειναν. Μικρός σπασμός, ή άνακύκληση τών μηρυκαστικών, ξαναμάσημα όσων άνέβηκαν πάλι στό στόμα του. Πρίν καί μετά. Σταυροκόπημα μετά τά γεύματα. Κοίταξε έδώ, δές τήν εικόνα αύτή καί αύτή. Παπαριάζοντας φέτες ψωμιού στή σάλτσα τού στιφάδου. Γλείψε τη μέσα άπ’ τό πιάτο σου, άνθρωπέ μου! Ξεμπέρδευε. Κοίταξε ολόγυρα τούς άντρες πού κάθονταν στά σκαμνιά καί στά τραπέζια, σφίγγοντας τά ρουθούνια του. —

Δυό μαύρες μπύρες.



”Ενα κορνμπήφ μέ λάχ ανο.

Εκείνος ό τύπος έσπρωχ νε κάτω μέ τό μαχ αίρι του τό λάχ ανο, σάν νά έξαρτιόταν ή ζωή του άπ’ αύτό. Τά κατάφερε. Σέ κάνει ν’ άνατριχ ιάζεις. ‘Ασφαλέστερο νά τρώς -άπό τά τρία του χ έρια. Τό ξεσκίζει σέ κομμάτια. Δευτέρα φύσις. Γεννήθηκε μ’ ενα άσημένιο μαχ αίρι στό στόμα. Αύτό είναι πνευματώδες, νομίζω. Μάλλον όχ ι. Τό ασήμι δίνει τήν εντύπωση ότι γεννήθηκε πλούσιος. Γεννήθηκε μ’ ενα μαχ αίρι. “Ομως, σέ μιά τέτοια περίπτωση χ άνεται ό υπαινιγμός. ‘Ένα γκαρσόνι μέ κακοζωσμένη ποδιά μάζευε μέ θόρυβο λερωμένα πιάτα. Ό Ρόκ, ό δικαστικός κλητήρας, δρθιος στό μπάρ, φύσηξε μέ δύναμη τό στέμμα τού άφρού άπό τό ποτήρι του. Μπόλικος άφρός` εσκασε κίτρινος πλάι στό παπούτσι του. ‘Ένας πελάτης, κρατώντας έτοιμα μαχ αίρι καί πηρούνι, μέ τούς άγκώνες στό τραπέζι, περιμένοντας τό δεύτερο πιάτο γιά συμπλήρωμα, κοίταζε κατά τόν πάγκο τών πιάτων πάνω άπό τό λεκιασμένο τετράγωνο τής έφημερίδας του. ‘Ένας άλλος

δίπλα του τού διηγείται κάτι μέ τό στόμα γεμάτο. Συμπαθής άκροατής. Κουβέντα τού τραπεζιού. Τόν συνάντησα ησα ησα στήν Τράπεζα Ουλστερ στερ στερ τή Δευτέρα. Μπά! Μή μού πείς! Ό κ. Μπλούμ εφερε δυό δάχ τυλα στά χ είλη του, άναποφάσιστος. —

Δέν είναι έδώ. Δέν τόν βλέπω.

Νά φύγω. Σιχ αίνομαι τούς βρωμιάρηδες φαγάδες. ’Οπισθοχ ώρησε κατά τήν πόρτα. Νά φάει κάτι ελαφρό στού Νταίηβυ Μπέρν. Κάτι γιά τή λιγούρα. Νά μέ βαστήξει. ’Έφαγα καλά τό πρωί. —

’Ένα ψητό μέ πουρέ έδώ.



Μιά μεγάλη μαύρη μπύρα.

Ό καθένας γιά πάρτη του, μέ τά νύχ ια καί μέ τά δόντια. Κατάπιε. ‘Άρπαξε. Κατασπάραξε. Βγήκε στόν. καθαρό άέρα καί πήρε ξανά τό δρόμο γιά νά έπιστρέψει στήν όδό Γκράφτον. Φάγε ίνα μή φαγωθείς. Σκότωσε! Σκότωσε! ’Άς φανταστούμε αύτό τό κοινοτικό συσσίτιο, πού κάποια μέρα μπορεί νά γίνει πραγματικότητα. Νά τρέχ ουν ολοι μέ λεκάνες καί γαβάθες γιά γέμισμα. Νά καταβροχ θίζουν τό περιεχ όμενό τους μέσα στό δρόμο. ‘Ο Τζών Χάουαρντ Πάρνελλ, γιά παράδειγμα, ό κοσμήτορας τού κολλεγίου Τρίνιτυ, ολοι τους, άπό τόν μικρότερο ώς τόν μεγαλύτερο, άς μή μιλάμε γιά καθηγητές καί γιά τόν κοσμήτορα τού κολλεγίου Τρίνιτυ, γυναίκες καί παιδιά, αμαξάδες, ιερείς, εφημέριοι, στρατάρχ ες, άρχ ιεπίσκοποι. Άπό τήν όδό ’Έιλσμπερυ, τήν όδό Κλάιντ, άπό τίς εργατικές κατοικίες, τό βόρειο Δουβλίνο, ό λόρδος δήμαρχ ος στήν παραμυθένια του άμαξα, ή γριά Βασίλισσα μέ τήν άναπηρική της πολυθρόνα. Τό πιάτο μου είναι άδειο. Θά πιώ μετά από σάς, μέ τήν κοινοτική μας κούπα. ‘Όπως στήν κρήνη τού σέρ Φίλιπ Κράμπτον. Καθαρίστε τά μικρόβια μέ τό μαντήλι σας. Ό επόμενος θά προσθέσει μιά νέα φουρνιά μέ τό δικό του. Ό πατήρ Ο’ Φλύν θά τούς εβαζε σέ τάξη. Πάντως, θά ύπήρχ αν καί καυγάδες. ‘Όλοι γιά τόν έαυτούλη τους. Τσακώματα παιδιών γιά τ’ άπομεινάρια τής κατσαρόλας. Θά ήθελαν ενα καζάνι σούπα, μεγάλη σάν τό πάρκο τού Φοίνικα. Γιά νά καμακώνουνε φιλετάκια καί μπουτάκια. Θά καταλήγαμε νά μισεί ό ενας τόν άλλον. Στό ξενοδοχ είο Σίτυ Άρμς αύτή τό άποκαλούσε table d’ hdte. Σούπα, κοψίδι καί γλυκό. Ποτέ δέν ξέρεις ποιανού τίς σκέψεις μασάς. Καί υστέρα ποιός θά έπλενε τά πιάτα καί τά πηρούνια; ’Ίσως τότε ό κόσμος θά θρέφεται μέ χ άπια. Τά δόντια, κάθε μέρα, θά γίνονται καί χ ειρότερα. Τελικά, υπάρχ ει άρκετή άλήθεια σ’ αύτά πού λένε οί χ ορτοφάγοι γιά τήν ύπέροχ η γεύση όσων φυτρώνουν στή γή. Τό σκόρδο, φυσικά, βρωμάει, οί Ιταλοί λατερνατζήδες αποπνέουν μιά μυρωδιά άπό κρεμμύδια, μανιτάρια, τρούφες. Γιά νά μήν πούμε τίποτα γιά τόν πόνο τών ζώων. Τό ξεπουπούλιασμα καί τό ξεκοίλιασμα τών πτηνών. Τά δυστυχ ισμένα ζωντανά πέρα στή ζωαγορά σέ άναμονή τού τσεκουριού πού θά τούς άνοίξει τό κρανίο στά δύο. Μμμμμμμουουπύου. Τά κακομοίρα τά μοσχ άρια τρέμοντας. Μμμμέεεε. Τρέκλισμα καί πέσιμο. Κρέας μέ λάχ ανο. Έντόσθια πού σφαδάζουν μέσα στούς κουβάδες τών μακελλάρηδων. Πιάσε αύτό τό μπροστινό άπό τό τσιγγέλι. Φλάπ. Κεφάλι ώμό καί ματωμένα κόκκαλα. Γδαρμένα άρνιά μέ γυάλινα μάτια κρεμασμένα άπό τά γοφιά τους, άρνίσιες μουσούδες τυλιγμένες μέ τά α’ι’ματα στό χ αρτί, στάζοντας άπό τά ρουθούνια τους τό πηχ τό αίμα πάνω στό πριονίδι. Ή φύρα καί τό άπόξυσμα γιά

πέταμα. Μήν πιάνεις μέ τά χ έρια αύτά τά κομμάτια, νεαρέ. Στούς καταβεβλημένους συνιστούν φρέσκο ζεστό αίμα. Τό αίμα πάντα χ ρειάζεται. “Υπουλος. Γλείψε το, καθώς άχ νίζει ζεστό, πηχ τό σάν σιρόπι. ’Αχ όρταγοι Βρυκόλακες. Άχ , πεινάω. Μπήκε στού Νταίηβυ Μπέρν. Μπάρ μέ άρχ ές. Δέν σού πιάνει τήν κουβέντα. Προσφέρει κάπουκάπου καί κανένα ποτό. “Ομως μόνο στά δίσεχ τα χ ρόνια, κάθε τέσσερα. Κάποτε μού εξαργύρωσε μιά επιταγή. Τί νά πάρω τέτοια ώρα; ’Έβγαλε τό ρολόι του. Θά δούμε. Τζιτζιμπύρα; —

Γειά σου, Μπλούμ, είπε ό Φλύν ό μυταράς άπό τή γωνιά του.



Γειά σου, Φλύν.



Τί γίνεσαι;



Μιά χ αρά… Λοιπόν. Θά πάρω ενα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας καί… κάτσε νά σκεφτώ.

Σαρδέλες στά ράφια. Καί μόνο νά τίς κοιτάξεις νιώθεις τή γεύση τους. Σάντουιτς; Τό χ οιρομέρι καί τά παράγωγά του συγκεντρωμένα καί μουσταρδωμένα έδώ. Ζαμπονάκι. Πώς είναι τό νοικοκυριό χ ωρίς ζαμπονάκι Πλάμτρη; Ελλιπές. Τί ήλίθια διαφήμιση! Τήν κολλήσανε κάτω άπό τίς νεκρολογίες. Στήν πιό άκατάλληλη θέση. Ζαμπονάκι Ντίγκναμ! Καλό γιά τούς καννίβαλους, μέ πιλάφι λεμονάτο. Ό λευκός ιεραπόστολος είναι πολύ αλατισμένος. Σάν παστό χ οιρινό. Φαντάζομαι ότι εκείνος πού θά καταναλώσει τά επίλεκτα κομμάτια θά είναι ό φύλαρχ ος. Θά πρέπει νά έχ ουν σκληρύνει άπό τήν πολλή χ ρήση. Οι γυναίκες του στή σειρά γιά νά διαπιστώσουν τό άποτέλεσμα. Μιά φορά χ ι εναν χ αιρό ήταν ενας γέροΆράπης καμαρωτός σάν βασιλιάς πού εφαγε τά αποτέτοια τού Αιδεσιμότατου χ . Μαχ Τρίγκερ. Μέ αύτά τό σπίτι γίνεται παράδεισος. Ό Θεός ξέρει τί κρύβεται μέσα του. Μπαγιάτικες πατσές καί έντερα, κιμάς άπό λαρύγγια. Αίνιγμα, νά βρείτε τό είδος τού κρέατος. Κόσερ, ιουδαίκοί κανόνες διατροφής. Ποτέ κρέας καί γάλα μαζί. ‘Όμως αύτό συνιστούσε μιά μέθοδο υγιεινής, πρίν τής άποδώσουν αύτή τήν ονομασία σήμερα. Ή νηστεία τού Γιόμ Καπούρ, άνοιξιάτικο καθάρισμα τών εντέρων. Ή ειρήνη καί ό πόλεμος έξαρτιούνται άπό τήν πέψη κάποιου. Θρησκείες. Χριστουγεννιάτικες γαλοπούλες καί χ ήνες. Σφαγή τών αθώων. Φάτε,, πιείτε καί εύτυχ είτε. ‘Ύστερα άπό αύτό άρκετοί κοιμούνται στήν ψειρού. Μπανταρισμένα κεφάλια. Τό τυρί βοηθάει τή χ ώνευση ολων, εκτός τού ίδιου. Τό μεγαλοδύναμο τυρί. —

”Εχ ετε σάντουιτς μέ τυρί;



Μάλιστα, κύριε.

Θά έπιθυμούσα μερικές ελιές, άν είχ αν. Προτιμώ τίς ιταλικές. ‘Ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας είναι ό,τι πρέπει` τά παίρνει ολα μαζί του. Λαδώνει τά μέσα σου. Μιά όμορφη σαλάτα, κρύα σάν άγγούρι. Ό Τόμ Κέρναν ξέρει νά τή φτιάχ νει ώραια. Βάζει μέσα τό προσωπικό του κατιτί. Παρθένο λάδι ελιάς. Ή Μίλλυ μού σερβίρισε έκείνη τήν κοτολέτα μ’ ενα κλωναράκι μαίντανό. Πρόσθεσε κι ενα κρεμμύδι ’Ισπανίας. Ό Θεός δημιούργησε τήν τροφή καί ό διάολος τούς

μαγείρους. Κάβουρας άλαδιάβολο. —

Είναι καλά ή σύζυγος;



Πολύ καλά, εύχ αριστώ. ‘Ένα σάντουιτς μέ τυρί, λοιπόν. ’Έχ ετε γκοργκοντζόλα;



Μάλιστα, κύριε.

Ό Φλύν ό μυταράς ρούφηξε μιά γουλιά άπό τό ρούμι του. —

Τραγουδάει πουθενά αύτόν τόν καιρό;

Κοίτα τό στόμα του. Θά μπορούσε νά σφυρίξει στό ίδιο του τό αύτί. Αυτιά ελέφαντα, γιά νά ταιριάζουν μέ τό στόμα του. Μουσική. Ξέρει τόσα, όσα καί ό μπακάλης τής γειτονιάς. Πάντως είναι καλύτερα νά τού πεις. Δέν βλάπτει. Τσάμπα διαφήμιση. —

’Έκλεισε συμφωνία γιά μιά μεγάλη περιοδεία στό τέλος τού μήνα. ’Ίσως ν’ άκουσες σχ ετικά.



’Όχ ι. ’Ά, μπράβο. Ποιός τή διοργανώνει;

Τό γκαρσόνι τόν σερβίρισε. —

Τί οφείλω;



Εννέα πέννες, κύριε… Εύχ αριστώ, κύριε.

Ό κ. Μπλούμ εκοψε τό σάντουιτς σέ λεπτά κομμάτια. Ό χ . Μαχ Τρίγχ ερ. Λιγότερο πολύπλοκο άπό τά ονειρώδη κρεμώδη υλικά. Οί πενταχ όσιες του γυναίκες. Περνάγανε ζωή καί κότα. —

Μουστάρδα, κύριε;



Ευχ αριστώ.

Τήν πήρε καί άνασηκώνοντας τίς φέτες εβαλε άνάμεσα κίτρινες στρώσεις. Περνάγανε ζωή καί κότα. Τό βρήκα. Καθώς τό μαραφέτι του όλοένα καί μεγάλωνε. — Ποιός τή διοργανώνει; ειπε. Κοίτα νά δεις, νά, είναι σάν εταιρεία. Συμμετοχ ή στά έξοδα καί τά κέρδη. — Ά, τώρα θυμάμαι, ειπε ό Φλύν ό μυταράς, βάζοντας τό χ έρι στήν τσέπη του γιά νά ξύσει τά άχ αμνά του. Νά δεις ποιός ήταν αύτός πού μού τό ελεγε; Δέν είναι καί ό Μπλέηζες Μπόυλαν άνακατωμένος σ’ αύτό; Μιά ταραχ ή θερμού άέρα, ενα κάψιμο μουστάρδας άγγιξε τήν καρδιά τού κ. Μπλούμ. Σήκωσε τά μάτια του καί συνάντησε τό άκίνητο βλέμμα ένός χ ολερικού ρολογιού. Δύο. Τό ρολόι τού μπάρ πήγαινε πέντε λεπτά μπροστά. Ό χ ρόνος προχ ωρεί. Οί δείκτες κινούνται. Δύο. ’Όχ ι άκόμα. Τό διάφραγμά του, παρακινημένο άπό μιά έντονη επιθυμία, άνασηκώθηκε, κατακάθησε, άνασηκώθηκε περισσότερο σέ όγκο καί διάρκεια.

Κρασί. ’Ήπιε μυρίζοντας τό τονωτικό ποτό, προστάζοντας τό λαρύγγι του νά επιταχ ύνει τό κατέβασμα, καί υστέρα εβαλε διακριτικά τό ποτήρι του κάτω. —

Ναί, ειπε. Πράγματι, αύτός είναι ό διοργανωτής.

Δέν ύπάρχ ει φόβος. Δέν εχ ει μυαλό. Ό Φλύν ό μυταράς ρούφηξε τή μύτη του καί ξύστηκε. Οί ψύλλοι άπολαμβάνουν ενα πλήρες γεύμα. — ”Οπως μού ελεγε ό Τζάκ Μούνεύ, δέν κονόμησε καί λίγα άπό εκείνο τόν πυγμαχ ικό άγώνα, στόν όποιο ό Μάιλερ Κήο κέρδισε εκείνον τόν φαντάρο άπό τό στρατώνα τού Πορτομπέλλο. Μά τό Θεό, οπως μού ελεγε, πήρε αύτόν τόν άχ αίρευτο, καί τόν πήγε κάτω στήν επαρχ ία Κάρλοου. Ελπίζω εκείνη ή σταγών δρόσου νά μήν πέσει μέσα στό ποτήρι του. ’Όχ ι, τήν ξαναρούφηξε. — ’Άκου νά δεις, γιά ενα μήνα σχ εδόν, μέχ ρι τήν ήμερα τού άγώνα. Τόν εβαλε νά ρουφάει αυγά πάπιας, μά τό Θεό, μέχ ρι νεωτέρας διαταγής. Γιά νά τόν κρατήσει μακριά άπό τό πιοτό, τό πιάνεις; ’Ώ, μά τό Θεό, ό Μπλέηζες είναι πονηρός. Ό Νταίηβυ Μπέρν βγήκε άπό τό πίσω μέρος τού πάγκου, μέ μιά ραφή στά μανίκια τού πουκαμίσου του, καθαρίζοντας τά χ είλη του μέ δυό σφουγγίσματα τής πετσέτας του. Κοκκινίλα τής ρέγγας. Τού οποίου τό χ αμόγελο άνά πάσαν περίπτωσιν ποικίλλει σέ διαφορετικές μορφές πληρότητας. Βάζει πολύ άρτυμα στά λάχ ανα. — Νά καί ό άνθρωπός μας, καί μάλιστα σέ φόρμα, ειπε ό Φλύν ό μυταράς. Μπορείς νά μάς δώσεις ένα σίγουρο γιά τό Χρυσό Κύπελλο; — Δέν άνακατεύομαι μ’ αύτά τά πράματα, κύριε Φλύν, άπάντησε ό Νταίηβυ Μπέρν. Δέν στοιχ ημάτισα ποτέ μου σέ άλογα. —

Σ’ αύτό έχ εις δίκιο, ειπε ό Φλύν ό μυταράς.

Ό κ. Μπλούμ έφαγε τά κομμάτια τού σάντουιτς, φρέσκο καθαρό ψωμί, μέ μιάν απόλαυση απέχ θειας, δυνατή μουστάρδα, γεύση ποδαρίλας τού πράσινου τυριού. Γουλιές κρασιού κατευνάσανε τόν ούρανίσκο του. Αύτό δέν μοιάζει μέ συνηθισμένο βαρελίσιο κρασί. Πίνεται καλύτερα αύτή τήν εποχ ή πού κάνει λιγότερο κρύο. ` Ωραίο ήσυχ ο μπάρ. ‘Ωραίο ξύλο σ’ αύτόν τόν πάγκο. ‘Ωραία πλαναρισμένο. Μού αρέσει ό τρόπος πού παίρνει εκείνη τήν καμπύλη. — Δέν θά ήθελα μέ τίποτα νά μπλέξω σ’ αύτά τά πράματα, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. Αύτά τά άλογα κατάστρεψαν πολλούς. Τό σουηπστέηκ τών Εμπόρων Οίνου. Εφοδιασμένοι δι’ άδείας πωλήσεως ζύθου, οίνου καί οινοπνευματωδών διά κατανάλωσιν έν τώ καταστήματι. Κορώνα κερδίζω, γράμματα χ άνεις. —

’Έχ εις δίκιο, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Έκτος κι άν είσαι μές στό κόλπο. Τώρα δέν ύπάρχ ει

καθαρό άθλημα. Ό Λένεχ αν βρίσκει κάπου-κάπου μερικά σίγουρα. Σήμερα δίνει τό Σκήπτρον. Τό Ζινφάντελ είναι φαβορί, ιδιοκτησίας λόρδου Χάουρντ ντέ Βάλντεν, πού κέρδισε μιά κούρσα στό `Έψομ. Ό Μόρνη Κάννον είναι ό άναβάτης του. Μπορούσα νά βγάλω εφτά στό ενα πρίν άπό δυό εβδομάδες, άν ποντάριζα κόντρα στό Σαίντ-’Άμαντ. —

’Αλήθεια; είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.

Πήγε πρός τό παράθυρο καί παίρνοντας τό βιβλίο τού ταμείου, άρχ ισε νά ψάχ νει τίς σελίδες του. — ’Αλήθεια σού λέω, είπε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τή μύτη του. Έπρόκειτο γιά εξαίρετο άλογο. Ό Σαίντ-Φρούσκουιν ήταν ό πατέρας του. “Ομως ή φοραδίτσα τού Ρότσιλντ κέρδισε μέσα στήν καταιγίδα, μέ μπαμπάκια στ’ αύτιά της. Γαλάζιο χ ιτώνιο καί κίτρινο σκουφί. Ό διάολος νά πάρει τόν Μπέν Ντόλλαρντ τόν χ οντρό καί τόν Τζών Ο’ Γκάουντ του. Αύτός δεν μέ άφησε νά τό ποντάρω. ’Άχ . ’Ήπιε μοιρολατρικά άπό τό νεροπότηρό του, ενώ τά δάχ τυλά του γλιστρούσαν πάνω στά αύλάκια του. Ό κ. Μπλούμ, δρθιος καί μασουλώντας, παρατήρησε αύτόν τόν άναστεναγμό καθώς έτρωγε. Ό μυταράς ό χ αζός. Νά τού πώ τό άλογο πού προτείνει ό Λένεχ αν; Τό ξέρει ήδη. ’Άσ’ τον καλύτερα νά τό ξεχ άσει. Θά πάει καί θά χ άσει κι άλλα. Ό άγαθιάρης καί τά λεφτά του. Ή σταγών δρόσου παίρνει πάλι τόν κατήφορο. Ή μύτη του θά είναι κρύα, όταν θά φιλάει γυναίκα. “Ομως, μπορεί νά τής άρέσει. Τά άγκαθωτά γένεια τούς άρέσουν. Ή κρύα μύτη τών σκύλων. Ή γριά κυρία Ρίορνταν στό ξενοδοχ είο Σίτυ ’Άρμς μέ τό Σκάι τερριέ της, πού έβγαζε μουγκρητά άπό τό στομάχ ι του. Ή Μόλλυ τό χ άιδευε στήν άγκαλιά της. ’Ώ, τί καλό σκυλάκι, άγουωκαγουαωκαγουώκ. Τό κρασί μούσκεψε καί απάλυνε τή μουσταρδωμένη ψύχ α τού ψωμιού, κάποτε-κάποτε τό τυρί αηδιαστικό. Καλό είναι τό κρασί. ’Ίσως μπορώ νά τό γευτώ καλύτερα, επειδή δέν διψάω. Φυσικά, έξ αιτίας τού λουτρού. Μόνο μιά ή δύο μπουκιές. Καί υστέρα γύρω στίς εξι θά μπορώ νά. Στίς εξι, στίς εξι. Ό χ ρόνος θά εχ ει περάσει. Αύτή… Μιά άπαλή θέρμη κρασιού ζέσταινε τίς φλέβες του. Τό είχ α τόσο πολύ άνάγκη. Αισθανόμουνα άσχ ημα. Τά μάτια του κοίταζαν δίχ ως επιθυμία τά ράφια μέ τίς κονσέρβες, τίς σαρδέλες, τίς δαγκάνες κακόγουστα βαμμένων αστακών. Είναι περίεργο τί διαλέγουν οί άνθρωποι γιά νά φάνε. Σαλιγκάρια πού τά βγάζουν άπό τό όστρακο μέ μιά καρφίτσα, άλλα πού τά μαζεύουν στά δέντρα, άλλα σαλιγκάρια πάνω στό χ ώμα πού τά τρώνε οί Γάλλοι, άλλα μέσα άπό τό νερό τής θάλασσας πού τά πιάνουν μέ δόλωμα σέ άγκίστρι. Τά ήλίθια ψάρια δέν μαθαίνουν τίποτα σέ χ ίλια χ ρόνια. ’Άν δέν ξέρεις τί τρώς, μήν μπαίνεις σέ κίνδυνο, βάζοντας ό,τι νά ’ναι στό στόμα σου. Δηλητηριώδη βατόμουρα. ’Άγρια τζίτζιφα γιά τά πουλιά. Ή στρογγυλάδα τους σέ κάνει νά τά εμπιστεύεσαι. ‘Ένα επιδεικτικό χ ρώμα σέ προειδοποιεί. Ό ενας τό λέει στόν άλλο καί πάει λέγοντας. Δώσε πρώτα νά φάει ό σκύλος σου. Σέ τραβάει άπό τή μυρωδιά ή τήν εμφάνιση. Φρούτο πού σέ βάζει σέ πειρασμό. Παγωτό χ ωνάκι. Κρέμα. ’Ένστικτο. Οί πορτοκαλεώνες, γιά παράδειγμα. ’Έχ ουν άνάγκη άρδευσης. Μπλάιμπτρεουστράσσε. Εντάξει, άλλά τί γίνεται μέ τά στρείδια; Απαίσια στήν όψη σάν πηγμένο φλέγμα. Βρωμερά κοχ ύλια. Έπί πλέον, βασανίζεσαι νά τ’ άνοίξεις. Ποιός τ’ άνακάλυψε; Τρέφονται μέ σκουπίδια καί κατάλοιπα υπονόμων. Σαμπάνια καί στρείδια τής Κόκκινης Ακτής. Επηρεάζουν τήν έρωτική. Άφροδίσ. Αύτός ήταν στό μπάρ Κόκκινη Άκτή σήμερα τό πρωί. ΤΗταν αύτός στρείδι παλιό ψάρι στό τραπέζι; ’Ίσως αύτός νέα σάρκα στό κρεβάτι. ’Όχ ι. Ό ’Ιούνιος δέν εχ ει ρό, δέν έχ ει στρείδια. “Ομως ύπάρχ ουν άνθρωποι

πού τούς άρέσει τό σιτεμένο κυνήγι. Λαγός σαλμί. Πρώτα πρέπει νά βρεις τό λαγό. Οί Κινέζοι τρώνε αύγά πενήντα χ ρόνων, πρώτα μπλαβίζουν καί υστέρα πρασινίζουν. Γεύμα μέ τριάντα διαφορετικά πιάτα. Κάθε φαγητό μπορεί νά είναι άθώο, όμως ολα θ’ άνακατευτούνε μέσα σου. Μού δίνει τήν ίδέα γιά μιάν ιστορία μυστηριώδους δηλητηρίασης. ‘Όπως, πιθανόν, μ’ εκείνον τόν άρχ ιδούκα Λεοπόλδο. ’Όχ ι. Ναί, ή μάλλον τόν ’Όθωνα, κάποιον άπό αύτούς τούς Άψβούργους. ’Ή, κάποιον άλλον πού είχ ε τή συνήθεια νά τρώει τήν πιτυρίδα τού κεφαλιού του. Τό φτηνότερο γεύμα. Βέβαια, άριστοκράτες. ‘Ύστερα οί άλλοι τό άντιγράφουν γιά νά τό διατηρήσουν στή μόδα. Καί ή Μίλλυ, πετρέλαιο καί άλεύρι. Εμένα μού άρέσει νά τρώω τήν ώμή ζύμη άπό τά γλυκίσματα. Τά μισά άπό τά στρείδια πού πιάνουν τά πετάνε στή θάλασσα, γιά νά διατηρήσουν ψηλά τίς τιμές. Κανείς δέν θά τ’ άγόραζε άν ήταν φτηνά. Χαβιάρι. Γιά νά κάμεις τό κομμάτι σου. Κρασί τού Ρήνου σέ πράσινα ποτήρια. Γαστρονομικές ύπερβολές. Ή Λαίδη τάδε. Μαργαριτάρια σέ πουδραρισμένο ντεκολτέ. Ή έλιτ. Creme de la creme. Επιζητούν ειδικά φαγητά γιά νά ισχ υρίζονται ότι αυτοί. ‘Ένας ερημίτης μέ μιά φούχ τα ξερά ρεβύθια δέν άφήνει νά τόν κυριέψουν οί έρεθισμοί τής σάρκας του. Γνωριζόμαστε, έλα νά φάμε μαζί. Βασιλικός όξύρρυγχ ος. Ό Κόφφεύ, ό κρεοπώλης, ώς πρεσβύτερος τών Δημοτικών ’Αρχ όντων, δικαιούται νά κυνηγάει στά δάση τών πρώην του. Είχ ε υποχ ρέωση νά τού παραχ ωρεί άντιστοίχ ως μισή αγελάδα. Εκείνο τό γεύμα πού είδα νά ετοιμάζουν στήν ύπόγεια κουζίνα γιά τόν Πρόεδρο τού Δικαστηρίου. Ό άρχ ιμάγειρος μέ άσπρο σκούφο, λές καί ήταν κανένας ραββίνος. Πάπια φλαμπέ. Λάχ ανο μέ κρεπαρισμένα φύλλα άλά δούχ ισσα τής Πάρμας. Είναι απαραίτητο νά γράφονται ολα αύτά στό μενού γιά νά ξέρει κανείς τί ακριβώς έφαγε, γιατί τά πολλά μπαχ αρικά χ αλάνε τό φαί. Τό ξέρω άπό μόνος μου. ‘Όταν πρέπει νά υπολογίσεις τίς άναλογίες φτιάχ νοντας σούπα μέ κύβους ’Έντουαρντς. Μπουκώνουν τίς χ ήνες μέχ ρι νά τίς άποτρελάνουν. Καί οί ζωντανοί βρασμένοι άστακοί. Παγακαλώ, πάγετε λίγη άγιο… άγριόκοτα. Δέν θά ’ταν άσχ ημα νά ήμουν σερβιτόρος σ’ ενα ξενοδοχ είο πρώτης κατηγορίας. Φιλοδωρήματα, βραδινό ένδυμα, μισόγυμνες κυρίες. Δεσποινίς Ντυμπετάτ, μπορώ νά σάς βάλω σέ πειρασμό γιά μιά άλλη μικρή γλώσσα μέ λεμόνι; Αχ , ναί, εύχ αρίστως. Καί αύτή νά ενδίδει εύχ αρίστως. Φαντάζομαι ότι αύτό τό όνομα προέρχ εται άπό τούς Ουγενότους. Κάποια δεσποινίς Ντυμπετάτ έμενε στό Κίλλινυ, θυμάμαι. Du, de la, ολα αύτά είναι γαλλικά. Καί πιθανόν, αύτό τό ψάρι νά μήν είναι άλλο άπό εκείνον τόν γερο-Μίκυ Χάνλον πού έμενε στήν όδό Μούρ, πού ξεκωλώθηκε στή δουλειά γιά νά κάμει περιουσία ολοταχ ώς, μέ τά δάχ τυλά του μέσα στά σπάραχ να τών ψαριών καί πού δέν ξέρει νά γράφει τό όνομά του μήτε πάνω σέ μιάν επιταγή, κι είχ ε τότυφος κάποιου πού διασκεδάζει μ’ εκείνο τό στραβοχ υμένο στόμα του. Μι-χ ά-λης. Ά Χάς. Χάν. Στουρνάρι σάν τό ζευγάρι του τά τσόκαρα, άλλά μ’ ένα κομπόδεμα πενήντα χ ιλιάδων λιρών. Δύο μύγες, κολλημένες πάνω στό τζάμι, ζουζούνισαν` κολλημένες. Κράτησε τό γεμάτο ήλιο κρασί στόν ούρανίσκο του καί άκολούθως τό κατάπιε. Τό πάτημα τών σταφυλιών στ’ άμπέλια τής Βουργουνδίας. Μέ τή ζέστα τού ήλιου μέσα του. Μοιάζει μέ χ άδι μυστικό πού μού ξαναφέρνει τόσα καί τόσα στή μνήμη. Σ’ αύτή τήν υγρή επικοινωνία, οί αισθήσεις του άνταποκρίθηκαν ενθυμούμενες. Μάς έκρυβαν οί άγριες φτέρες τού λόφου Χάουθ. Πιό χ αμηλά ή άκρογιαλιά, ούρανός πού κοιμάται. Ούτε ένας θόρυβος. Ό ούρανός. Ή άκρογιαλιά πορφυρή κατά τή μεριά τού Λάιονς Χέντ. Πράσινη κατά τή μεριά τού Ντράμπλεκ. Κιτρινοπράσινη κατά τή μεριά τού Σάττον. Υποβρύχ ια λιβάδια, μέ γραμμές σκοτωμένου καφέ χ ρώματος μέσα στά χ όρτα, θαμμένες πολιτείες. Είχ ε άκουμπήσει τά μαλλιά της πάνω στό σακκάκι μου, τά σκουλαρίκια της μέσα στά ρείκια, τό χ έρι μου κάτω άπό τόν αύχ ένα της, θά μέ τσαλακώσεις καί θά μέ κάνεις χ άλια. “Ω, Θεέ μου! Τό χ έρι της άπαλό, δροσερό, άρωματισμένο, μέ άγγιξε, μέ χ άιδεψε` τά μάτια της πάνω μου, δέν γύρισαν νά κοιτάξουν άλλού. Είχ α ξαπλώσει μεγεμένος πάνω της, γεμάτα χ είλη

όλάνοιχ τα, φίλησα τό στόμα της. Γιάμ. Απαλά μού έβαλε στό στόμα τό κέικ μέ τούς ήλιόσπορους, ζεστό καί μασημένο. ’Άνοστη ζύμη, πού τό στόμα της είχ ε ζυμώσει μέ σάλιο γλυκό καί πικάντικο. Χαρά· τό έφαγα· χ αρά. Νέα ζωή, πού τά προτεταμένα χ είλη της μού είχ αν προσφέρει. Απαλά, ζεστά, κολλώδη άπό μιάν άρωματισμένη γόμα, τά χ είλη της. Λουλούδια ήταν τά μάτια της, πάρε με, μάτια πού εξέφραζαν τήν άποδοχ ή της. ’Έπεσαν βότσαλα. ’Έμεινε άκίνητη. Μιά κατσίκα. Κανείς. Ψηλά στό Μπέν Χάουθ, άνάμεσα στά ροδόδεντρα, μιά κατσίκα περπατούσε μέ σίγουρο βήμα, σκορπίζοντας κορινθιακές σταφίδες. Σκεπασμένη άπό τίς άγριες φτέρες γέλασε σφιχ ταγκαλιασμένη. Ειχ α ξαπλώσει πάνω της άναστατωμένος, τή φιλούσα· τά μάτια της, τά χ είλη της, τόν τεντωμένο της λαιμό, καρδιοχ τυπώντας, τά γεμάτα γυναικεία στήθια της μέσα στήν μπλούζα της, οί μεγάλες στητές ρώγες της. Ξαναμμένος τής έβαλα τή γλώσσα στό στόμα. Μέ φίλησε. Φιλήθηκα. Παραδομένη, μού άνακάτεψε τά μαλλιά. Φιλημένη, μέ φιλούσε. Εμένα. Καί τώρα νά με. Κολλημένες, οί μύγες ζουζούνιζαν. Μέ τά μάτια χ αμηλωμένα παρατηρούσε τίς σιωπηλές φλέβες τού δρύινου πάγκου. ’Ομορφιά` καμπυλότητες· οί καμπύλες είναι όμορφες. Καλοφτιαγμένες θεές, ή Αφροδίτη, ή ‘Ήρα` καμπύλες πού ό κόσμος θαυμάζει. Μπορώ νά τίς δώ νά στέκονται στή στρογγυλή είσοδο τού μουσείου τής βιβλιοθήκης, τίς γυμνές θεές. Βοηθάνε τή χ ώνευση. Δέν τίς νοιάζει πού τίς κοιτάζουν οί άντρες. “Ολα μπορούν νά ίδωθούν. Δέν μιλάνε ποτέ. Σέ άνθρώπους οπως ό Φλύν, έννοώ. ’Άς ύποθέσουμε ότι ήταν ό Πυγμαλίων καί ή Γαλάτεια, ποιά θά ήταν ή πρώτη της λέξη; Θνητέ! Θά τόν έβαζε στή θέση του. Πίνουν άπληστα τό νέκταρ στό συμπόσιο τών θεών, τά χ ρυσά πιάτα ξέχ ειλα άπό άμβροσία. Εντελώς διαφορετικά άπό τά δικά μας γεύματα τών έξι πεννών, γίδα βραστή, καρότα καί γογγύλια, καί μιά μπουκάλα παλιόκρασο Άλλσοπ. Νέκταρ, νά φανταστείς ότι πίνεις ήλεκτρισμό` θείκή τροφή. Χαριτωμένες γυναικείες φόρμες, σκαλισμένες μέ πρότυπο τίς άναλογίες τής “Ηρας. Αθάνατα χ αριτωμένες. Καί μείς παραγεμιζόμαστε άπό τή μιά τρύπα μέ τροφή καί τή βγάζουμε άπό πίσω μας` τροφή, χ υλός, αίμα, κόπρανα, γή, τροφή` πρέπει νά διατρεφόμαστε, οπως τροφοδοτείται καί μιά άτμομηχ ανή. Αύτές δέν έχ ουν. Δέν έτυχ ε νά κοιτάξω. Θά κοιτάξω σήμερα. Ό φύλακας δέν θά μέ δει. Σκύψε μπροστά, άσε νά σού πέσει κάτι, δές άν αύτή… “Ενα άθόρυβο μήνυμα μεταδόθηκε μέ γρήγορες σταγόνες άπό τήν ουροδόχ ο κύστη του γιά νά πάει νά κάμει, νά μήν κάμει έκεί, άλλά νά κάμει. Σάν άντρας καί έτοιμος άδειασε τό ποτήρι του μέχ ρι τόν πάτο καί προχ ώρησε, καί αύτές σέ άντρες παραδίνονταν, μέ άντρίκεια συνείδηση, μέ τούς άντρες εραστές τους ξάπλωναν, ενας έφηβος τήν απολάμβανε, πρός τά ούρητήρια τής αυλής. ‘Όταν δέν άκουγόταν άλλο ό θόρυβος τών παπουτσιών του, ό Νταίηβυ Μπέρν είπε, πίσω άπό τό τεφτέρι του: —

Μέ τί άσχ ολείται αύτός; Μέ άσφαλίσεις;

— Τά ’χ ει παρατήσει έδώ καί αρκετό καιρό, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Τώρα δουλεύει διαφημιστικός πράκτορας στόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο. —

Τόν ξέρω καλά έξ όψεως, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. ’Αντιμετωπίζει στενοχ ώριες;



Στενοχ ώριες; είπε ό Φλύν ό μυταράς. Δέν άκουσα τίποτα. Γιατί;



Πρόσεξα πώς πενθεί.

— ’Αλήθεια; είπε ό Φλύν ό μυταράς. Ναί, πενθεί, μά τήν πίστη μου. Τόν ρώτησα πώς είναι ολοι σπίτι του. Μά τό Θεό, εχ εις δίκιο. Πενθεί. — Δέν θίγω ποτέ τό θέμα, είπε καλωσυνάτα ό Νταίηβυ Μπέρν, όταν βλέπω ότι κάποιος κύριος έχ ει στενοχ ώριες αύτής τής μορφής. Δέν γίνεται τίποτα άλλο, παρά νά τούς τό ξαναθυμίσεις. — Πάντως δέν πρόκειται γιά τή γυναίκα του, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Τόν συνάντησα προχ θές πού έβγαινε άπό τό πρατήριο τού ύποδειγματικού άγροκτήματος πού διατηρεί στήν οδό Χένρυ ή γυναίκα τού Τζών Γουάιζ Νόλαν καί κρατούσε στά χ έρια του ενα βάζο άφρόγαλα, τό πήγαινε σπίτι εις τό πολυτιμότερόν του ήμισυ. Διατρέφεται καλά αύτή, αύτό μόνο σού λέω. Καί τού πουλιού τό γάλα. —

Καί τά φέρνει βόλτα μέ όσα βγάζει άπό τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο; ρώτησε ό Νταίηβυ Μπέρν.

Ό Φλύν ό μυταράς σούφρωσε τά χ είλη του. — Δέν άγοράζει άφρόγαλα μέ τά λεφτά άπό τίς διαφημίσεις πού βρίσκει έδώ κι εκεί. Αύτό είναι γιά τά μικροέξοδά του. —

Τί θές νά πεις; ρώτησε ό Νταίηβυ Μπέρν, καί άφήνοντας τό τεφτέρι του, πλησίασε.

Ό Φλύν ό μυταράς έκανε γρήγορες κινήσεις μέ τά δάχ τυλά του στόν άέρα. ’Έκλεισε τό μάτι. —

Είναι μέσα στό κόλπο, είπε.



Μή μού τό πείς, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.

— Αύτό πού σού λέω, είπε ό Φλύν ό μυταράς. ’Αρχ αία, άνεξάρτητη καί άναγνωρισμένη ^τοά. Φώς, ζωή καί άγάπη, μά τό Θεό. Τόν βοηθάνε συχ νά. Εμένα μου τό είπε ό, χ μ, δέν θά σού πώ ποιός μού τό είπε. —

Μά, είναι βέβαιο;

— ’Ά, πρόκειται γιά σοβαρή στοά, είπε ό Φλύν ό μυταράς. Δέν σ’ εγκαταλείπουν, όταν σέ παίρνει ή κάτω βόλτα. Ξέρω ενα φίλο πού προσπάθησε νά μπεί κι αύτός, άλλά είναι άφάνταστα δύσκολο. Μά τό Θεό, έχ ουν δίκιο πού δέν έπιτρέπουν στίς γυναίκες νά γίνουν μέλη. Ό Νταίηβυ Μπέρν χ αμογελασοχ ασμουρηθηκαποφάνθηκε, ολα μαζί. —

Γ ιαααααααχ χ χ ααααχ χ !

— Κάποτε, είπε ό Φλύν ό μυταράς, μιά γυναίκα κρύφτηκε μέσα σ’ ενα μεγάλο εκκρεμές γιά νά ανακαλύψει τί κάνανε. Άλλά, διάολε, αύτοί τήν ανακάλυψαν άπό τή μυρουδιά καί τήν ορκίσανε στό πί καί φί ώς Μεγάλη Διδασκάλισσα τής στοάς. ’Έγινε ενας άπό τούς Σαίντ Λεζέρ ντέ Ντονερέλ. Ό Νταίηβυ Μπέρν, ύπερικανοποιημένος υστέρα άπό τό χ ασμουρητό του, είπε μέ δακρύβρεχ τα

μάτια: — Καί είναι βέβαιο; Είναι ήσυχ ος καί άξιοπρεπής άνθρωπος. Τόν εχ ω δεί συχ νά έδώ μέσα καί ποτέ δέν τόν είδα, καταλαβαίνετε, νά ύπερβαίνει τά δρια. — Ούτε καί ό ίδιος ό παντοδύναμος Θεός θά μπορούσε νά τόν κάμει νά μεθύσει, είπε άποφασιστικά ό Φλύν ό μυταράς. Μόλις άρχ ίσουν ν’ άνάβουν τά αίματα, αύτός τό σκάει. Δέν τόν πρόσεξες πού κοίταζε τό ρολόι του; ’Άχ , δέν ήσουνα έδώ. ’Άν τόν καλέσεις νά πάρει ενα ποτό, τό πρώτο πράμα πού κάνει είναι νά βγάλει τό ρολόι του γιά νά κοιτάξει τί πρέπει νά πιει. Στήν τιμή μου, αύτό κάνει. — Υπάρχ ουν μερικοί τέτοιοι, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν. Θά ελεγα ότι πρόκειται γιά άξιόπιστο άνθρωπο. — Δέν είναι κακός, είπε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τή μύτη του. Είναι γνωστό πώς βάζει τό χ ^ρι στήν τσέπη του γιά νά βοηθήσει ενα φίλο. Πρέπει νά λέμε τήν άλήθεια. ’Ά, όχ ι, ό Μπλούμ εχ ει καί τά καλά του. “Ομως υπάρχ ει κι ενα πράμα πού δέν θά τό κάνει ποτέ του. Τό δάχ τυλό του κινήθηκε δίπλα στό ρούμι του, σάν νά έγραφε μιά υποθετική υπογραφή. —

Ξέρω, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.



Τίποτα σέ γραπτό, είπε ό Φλύν ό μυταράς.

Ό Πάντυ Λέναρντ καί ό Μπάνταμ Λάιονς μπήκαν μέσα. Τούς άκολούθησε ό Τόμ Ρόσφορντ, πιέζοντας μέ τό ενα χ έρι τό κατακόκκινο γιλέκο του. —

Μέρα, κύριε Μπέρν.



Μέρα, κύριοι.

Στάθηκαν κοντά στόν πάγκο. —

Ποιός κερνάει; ρώτησε ό Πάντυ Λέναρντ.



”Ενας άπό τούς δρθιους, είπε ό Φλύν ό μυταράς, γιατί έγώ κάθομαι.



Λοιπόν, τί θά πάρετε; ρώτησε ό Πάντυ Λέναρντ.



Έγώ θά πάρω μιά γκαζόζα, είπε ό Μπάνταμ Λάιονς.



Τί; φώναξε ό Πάντυ Λέναρντ. Χριστέ καί Κύριε, άπό πότε; Κι έσύ, Τόμ;



Πώς πάτε άπό κεντρική άποχ έτευση; ρώτησε ό Φλύν ό μυταράς, ρουφώντας τό ποτό του.

’Αντί γιά άπάντηση ό Τόμ Ρόσφορντ πίεσε τό στέρνο του καί έβγαλε άπό τά χ είλη του κάτι σάν λόξυγγα. —

Κύριε Μπέρν, θά μπορούσα νά σάς ενοχ λήσω γιά ενα ποτήρι δροσερό νερό; είπε.



Βεβαίως, κύριε.

Ό Πάντυ Λέναρντ παρατηρούσε τούς συμπότες του. — Θεέ καί Κύριε, είπε, κοίτα τί μέ βάζουνε νά τούς κεράσω! Δροσερό νερό καί γκαζόζα! Δυό τύποι πού γιά νά ρουφήξουν ούίσκυ θά κόλλαγαν τά χ είλη τους σέ μιά πληγή ποδιού. Αύτός έκεί κρύβει στό μανίκι του τό όνομα τού άλογου πού θά κερδίσει τό Χρυσό Κύπελλο. Στοίχ ημα άπολύτως σίγουρο. —

Τό Ζιντφάντελ; ρώτησε ό Φλύν ό μυταράς.

Ό Τόμ Ρόσφορντ έριξε κάποια σκόνη άπό ένα διπλωμένο χ αρτί στό ποτήρι πού είχ ε μπροστά του. —

Αύτή ή καταραμένη ή δυσπεψία, είπε πρίν πιει.



Ή σόδα κάνει καλό, είπε ό Νταίηβυ Μπέρν.

Ό Τόμ Ρόσφορντ συγκατένευσε καί ήπιε. —

Δέν είναι τό Ζιντφάντελ;

— Μή λές τίποτα, είπε μέ συνωμοτικό ύφος ό Μπάνταμ Λάιονς. Έγώ θά στοιχ ηματίσω πέντε σελλίνια γιά πάρτη μου. —

’Άν είσαι άντρας, πές μας, καί άι στό διάολο, είπε ό Πάντυ Λέναρντ. Ποιός σ’ τό εδωσε;

Ό κ. Μπλούμ, πού διασκέλιζε τήν πόρτα, σήκωσε τρία δάχ τυλα γιά νά τούς χ αιρετίσει. —

’Άντε, γειά, είπε ό Φλύν ό μυταράς.

Οί άλλοι γυρίσανε τό σώμα τους. —

Νά, αύτός έκεί είναι εκείνος πού μού τό εδωσε, ψιθύρισε ό Μπάνταμ Λάιονς.

— ,Πρρρτττ! είπε χ λευαστικά ό Πάντυ Λέναρντ. Κύριε Μπέρν, καλέ μου κύριε, υστέρα άπ’ αύτό, θά πάρουμε δυό άπό τά μικρά σας ούίσκυ καί… —

Μιά γκαζόζα, πρόσθεσε εύγενικά ό Νταίηβυ Μπέρν.



Κι ένα μπιμπερό γιά τό μωρό, είπε ό Πάντυ Λέναρντ.

Ό κ. Μπλούμ προχ ώρησε πρός τήν όδό Ντώσον, ενώ καθάριζε άπαλά τά δόντια μέ τή γλώσσα του. Θά χ ρειαζόταν κάτι πράσινο· σπανάκι Ισως. Καί μέ αύτές τίς άκτίνες X πού ερευνούσαν θά μπορούσε κανείς. Στή στενωπό Ιτιούκ ένα άδηφάγο τερριέ ξέρασε έναν πολτό άπό κόκκαλα στό λιθόστρωτο καί τόν έγλειψε μέ νέο ζήλο. Κορεσμός. Σάς τό επιστρέφουμε μαζί μέ τίς εύχ αριστίες μας, έχ οντας χ ωνέψει στήν εντέλεια τά περιεχ όμενα. Κατ’ άρχ ήν γλυκό καί έκ δευτέρου ευγευστο. Ό κ. Μπλούμ διέγραψε προσεκτικά ένα ήμικύκλιο. Μηρυκαστικά. Τό δεύτερο πιάτο του. Αύτά κινούν τό πάνω

σαγόνι τους. Αναρωτιέται άν ό Τόμ Ρόσφορντ θά κάνει τίποτε μ’ έκείνη τήν εφεύρεσή του. Χάνοντας τήν ώρα του γιά νά τήν εξηγεί μπροστά στό στόμα τού Φλύν. Οί άδύνατοι άνθρωποι εχ ούν μεγάλα στόματα. Θά έπρεπε νά υπάρχ ει ενα ίδρυμα, κάποιο μέρος τέλος πάντων, πού οί εφευρέτες θά μπορούσαν νά καταφεύγουν έκεί καί νά επιδίδονται σέ εφευρέσεις τσάμπα. Τότε βέβαια θά μαζεύονταν έκεί ολοι όσοι τούς εχ ει στρίψει ή βίδα. Μουρμούρισε, παρατείνοντας μέ σεμνή παρήχ ηση τήν τελευταία νότα κάθε μέτρου: Don Giovanni, a cenar teco M’ invitasti. Νιώθω καλύτερα. Βουργουνδία. Καλό τονωτικό. Ποιός ήταν ό πρώτος άνθρωπος πού άπόσταξε; Κάποιος τύπος πού είχ ε στενοχ ώριες. Πρός τόνωσιν τού ήθικού. Αύτή ή έφημερίδα Ό Λαός τού Κιλχ έννυ στήν έθνική βιβλιοθήκη τώρα, οφείλω νά. ’Άδειες καθαρές λεκάνες αποχ ωρητηρίου σέ θέση άναμονής στή βιτρίνα τού Γουίλλιαμ Μίλλερ, είδη υγιεινής, τράβηξαν τήν προσοχ ή του. ~Ηταν δυνατόν` νά έπιβλέψει κανείς τήν κάθοδο σέ ολο τό μήκος τής διαδρομής` άν καταπιεί κανείς μιά καρφίτσα, μερικές φορές αύτή βγαίνει άπό τά πλευρά του υστέρα άπό χ ρόνια, διαδρομή μέσα στό σώμα, άλλάζοντας κατεύθυνση στή χ οληδόχ ο κύστη, τόν σπλήνα πού τήν εκτοξεύει στό συκώτι, στά γαστρικά υγρά τών εντέρων πού μ ηάζουν μέ σωλήνες. ‘Όμως, ό φουκαράς θά ήταν υποχ ρεωμένος ολο αύτό τό διάστημα νά ύφίσταται τήν επίδειξη τών έντοσθίων του. Επιστήμη. — Α cenar teco. Τί νά σημαίνει αύτό τό teco; Απόψε, ίσως. Ντόν Τζιοβάννι μέ χ άλεσες νά ερθω άπόφε γιά δείπνο, Τά ρά ντάμ τάμ τάμ. ’Όχ ι, δέν ταιριάζει οπως θά έπρεπε. Κλειδής` δυό μήνες, άν καταφέρω τόν Ναννέττι νά. Αύτό σημαίνει δύο λίρες καί δέκα σελλίνια, περίπου δύο λίρες καί οχ τώ σελλίνια. Ό Χάινς μού χ ρωστάει τρία σελλίνια. Δύο λίρες καί έντεκα σελλίνια. Περίπου πέντε γκινέες. Δέν είναι κι άσχ ημα. Θά μπορούσα ν’ άγοράσω τής Μόλλυς ένα άπ’ αύτά τά μεταξωτά μεσοφόρια, στό ίδιο χ ρώμα μέ τίς καινούργιες ζαρτιέρες της. Σήμερα. Σήμερα. Μήν τό σκέφτεσαι. Καί κατόπιν μιά περιοδεία στόν νότο. Γιατί όχ ι, στίς άγγλικές λουτροπόλεις; Τό Μπράιτον, τό Μάργκεητ. Οί εξέδρες μέ τό φεγγαρόφωτο. Ή φωνή της νά επιπλέει στά άνοιχ τά. Αύτά τά χ αριτωμένα κορίτσια τής άκρογια-λιάς. `Έξω άπό τό μαγαζί τού Τζών Λόνγκ ενας νυσταλέος τεμπέλης σέ βαθειά περισυλλογή ροκάνιζε μιά άρθρωση τού χ εριού του σκεπασμένη μέ κρούστα βρώμας. Επιδέξιος άντρας ζητάει εργασία. Μικρή άμοιβή. Τρώει ό,τι νά ’ναι. Ό κ. Μπλούμ έστριψε τό κεφάλι πρός τή βιτρίνα τού ζαχ αροπλαστείου τού Γκραίη μέ τίς άπούλητες τούρτες καί πέρασε μπροστά άπό τό βιβλιοπωλείο τού αίδεσιμώτατου Τόμας

Κόννελλαν. Διά ποιον λόγον έγκατέλειφα τήν Ρωμαίκήν εκκλησίαν; Φωλεά πτηνών. Οί γυναίκες τόν καταδιώκουν. Λένε ότι, στόν καιρό τής καταστροφής τής πατάτας, μοίραζαν σούπα στά φτωχ ά παιδιά γιά νά τά προσηλυτίσουν καί νά γίνουν διαμαρτυρόμενοι. ’Απέναντι υπήρχ ε ή εταιρεία στήν οποία κατέφυγε ό μπαμπάς γιά τόν προσηλυτισμό τών φτωχ ών έβραίων. ’Ίδιο δόλωμα. Διά ποιον λόγον έγκαταλείψαμε τήν Ρωμαίκήν εκκλησία. ‘Ένας νεαρός τυφλός στεκόταν στήν άκρη τού πεζοδρομίου, χ τυπώντας το μέ τό λεπτό μπαστουνάκι του. Δέν φαίνεται κανένα τράμ. Θέλει νά περάσει άπέναντι. —

Θέλετε νά περάσετε άπέναντι; ρώτησε ό κ. Μπλούμ.

Ό νεαρός τυφλός δέν άπάντησε. Τό τυφλό του πρόσωπο συσπάστηκε ελαφρά. Τό κεφάλι του εκανε μιά άβέβαιη κίνηση. — Είσαστε στήν όδό Ντώσον, ειπε ό κ. Μπλούμ. ’Απέναντι είναι ή οδός Μόλσγουερθ. Θέλετε νά περάσετε άπέναντι; Δέν υπάρχ ει εμπόδιο. Τό μπαστούνι κινήθηκε τρέμοντας πρός τά άριστερά. Ό κ. Μπλούμ άκολούθησε μέ τά μάτια του τήν προέκταση τής γραμμής του καί είδε ξανά τό κάρρο τού βαφείου σταματημένο μπροστά άπό τού Ντράγκο. Είδα τήν μπριγιαντίνη ν’ άστράφτει στό κεφάλι του, όταν πέρναγα άπό έκεί. Τό άλογο κουτουλάει. Ό καρρολόγος μπήκε στού Τζών Λόγκ. Σβήνει τή δίψα του. — Υπάρχ ει ενα κάρο έκεί, είπε ό κ. Μπλούμ, άλλά είναι σταματημένο. Θά σάς περάσω άπέναντι. Θέλετε νά πάτε στήν όδό Μόλσγουερθ; —

,Μάλιστα, είπε ό νεαρός τυφλός. Στήν όδό Φρέντερικ.



Ελάτε, είπε ό κ. Μπλούμ.

’Άγγιξε απαλά τόν κοκκαλιάρικο άγκώνα του και ύστερα πήρε τό χ έρι του πού εβλεπε γιά νά τόν καθοδηγήσει. Πές του κάτι. Νά μή φανεί πώς κάνεις τόν καταδεχ τικό. Δέν εμπιστεύονται όσα τούς λένε. Καλύτερα νά πεις κάτι απλό. —

Άποφύγαμε τή βροχ ή.

Καμιά άπάντηση. Λεκέδες στό σακκάκι του. Πιθανόν τού πέφτει τό φαί άπό τό στόμα. `Όλα γι’ αύτόν έχ ουν μιά διαφορετική γεύση. Κατ’ άρχ ήν είναι άναγκασμένοι νά τρώνε μέ τό κουτάλι. Τό χ έρι του σάν χ έρι παιδιού. ‘Όπως ήταν τής Μίλλυς. Εύαίσθητο. Μπορεί νά ύπολογίζει τό μπόι μου άπό τό άγγιγμα τού χ εριού μου. Αναρωτιέμαι άν εχ ει όνομα. Τό κάρρο. Κρατάει τό μπαστούνι μακριά άπό τά κανιά τού άλογου, πού ψόφιο άπό τήν κούραση παίρνει εναν υπνάκο. Σωστά. Ό δρόμος είναι ελεύθερος. Πίσω άπό εναν ταύρο καί μπροστά άπό ενα άλογο. —

Ευχ αριστώ, κύριε.

Ξέρει πώς είμαι άντρας. Φωνή.



Είσαστε εντάξει; Τώρα, ή πρώτη στροφή άριστερά.

Ό νεαρός τυφλός χ τύπησε τό μπαστούνι στό πεζοδρόμιο καί ξεκίνησε, άνασηκώνοντας τό μπαστούνι καί χ τυπώντας τό έδαφος. Ό κ. Μπλούμ περπάτησε πίσω άπό τά τυφλά πόδια καί τό φαρδύ κοστούμι άπό ψαροκόκκαλο τουήντ. Ό φουκαράς! Πώς γίνεται νά τό ξέρει ότι τό κάρο ήταν εκεί; Πρέπει νά τό διαισθάνθηκε. ’Ίσως νά βλέπουν τά πράγματα μέσα στό μέτωπό τους. ‘Ένα είδος αίσθησης τού όγκου. Τό βάρος θά τό αισθανόταν άν άφαιρούσαν κάτι. Θά αισθανόταν ενα κενό. Πρέπει νά εχ ει μιά παράξενη άντίληψη τού Δουβλίνου, ετσι πού βρίσκει τό δρόμο του μέ μικρά χ τυπήματα στό λιθόστρωτο. ’Άραγε, χ ωρίς τό μπαστούνι του, μπορεί νά περπατήσει σ’ ευθεία γραμμή; Πρόσωπο ώχ ρό καί ευλαβικό, σάν κάποιος πού πρόκειται νά γίνει παπάς. Πένροουζ! ’Έτσι λεγόταν εκείνος ό άλλος. Κοίταξε πόσα πράγματα μπορούν νά μάθουν νά κάνουν. Νά διαβάζουν μέ τά δάχ τυλά τους. Νά κουρδίζουν πιάνα. Μένουμε κατάπληχ τοι όταν δείχ νουν έξυπνοι. Επειδή νομίζουμε ότι κάποιος μ’ ενα σωματικό κουσούρι ή κάποιος καμπούρης είναι έξυπνος όταν πεί κάτι πού μπορούσαμε νά τό πούμε κι εμείς. Βέβαια, οί άλλες αισθήσεις είναι περισσότερο. Κεντάνε. Πλέκουν καλάθια. Οί άνθρωποι θά επρεπε νά τούς βοηθούν. Θά μπορούσα ν’ άγοράσω τής Μόλλυς, γιά τά γενέθλιά της, ενα καλαθάκι γιά είδη ραπτικής. Σιχ αίνεται τό ράψιμο. Αιτία γιά άντίρρηση. Τούς άποκαλούν άνθρώπους τού ζόφου. Καί ή αίσθηση τής όσφρησης πρέπει νά είναι έντονώτερη. Όσμές άπό παντού, σάν άνθοδέσμη. Καί άπό κάθε άτομο. Καί άπό τήν άνοιξη, τό καλοκαίρι` μυρωδιές. Γεύσεις. Λένε πώς δέν μπορείς νά εκτιμήσεις τή γεύση ένός κρασιού μέ κλειστά μάτια ή όταν εχ εις αρπάξει κρύωμα στό κεφάλι. Λένε έπίσης ότι τό κάπνισμα στό σκοτάδι δέν σού προσφέρει εύχ αρίστηση. Καί μέ μιά γυναίκα, γιά παράδειγμα. Περισσότερο ξετσίπωτο όταν δέν βλέπεις. Αύτή ή κοπέλα πού περνάει μπροστά άπό τό ‘Ίδρυμα Στιούαρτ μέ τό κεφάλι ψηλά. Κοίταξέ με. Ντύθηκα καί στολίστηκα. Θά είναι παράξενο πού δέν τή βλέπει. Ασαφής μορφή άποτυπωμένη στόν οφθαλμό τής ψυχ ής του. Ή φωνή, ή θερμότητα, όταν τήν άγγίζει μέ τά δάχ τυλά του πρέπει σχ εδόν νά διακρίνει τίς γραμμές καί τίς καμπύλες. Γ ιά παράδειγμα, τά χ έpta του πάνω στά μαλλιά της. ’Άς ύποθέσουμε γιά παράδειγμα, πώς είναι μαύρα. Εντάξει. Τά λέμε μαύρα. ‘Ύστερα χ αίδεύοντας τή λευκή επιδερμίδα της. ’Ίσως μιά διαφορετική αίσθηση. Μιά αίσθηση τού λευκού. Ταχ υδρομείο. Πρέπει ν’ άπαντήσω. Τί βαρεμάρα. Νά τής στείλω ενα έμβασμα, δυό σελλίνια, μισή κορώνα. Δεχ τείτε τό μικρό δώρο μου. Τό χ αρτοπωλείο είναι άκριβώς δίπλα. Περίμενε. Σκέφου το ξανά. ‘Απαλά καί χ ωρίς βιασύνη άγγιξε τά χ τενισμένα μαλλιά του πίσω άπό τ’ αυτιά. Ξανά. Τρίχ ες σάν λεπτό λεπτό άχ υρο. ‘Ύστερα πέρασε απαλά τό δάχ τυλό του πάνω στό δέρμα τού δεξιού του μάγουλου. Κι εκεί οί τρίχ ες μαλακές. ’Αλλά τό δέρμα δέν είναι άρκετά λείο. Έκεί στήν κοιλιά είναι τό περισσότερο λείο. Κανείς δέν μέ βλέπει. Νά τος, έστριψε στήν όδό Φρέντερικ. Μπορεί νά πηγαίνει στή Σχ ολή χ ορού καί πιάνου τού Λέβενστον. Θά μπορούσα νά ταχ τοποιήσω τίς τιράντες μου. Κοντά στό μπάρ Ντόραν γλίστρησε τό χ έρι του άνάμεσα γιλέκο καί παντελόνι καί,

παραμερίζοντας λίγο τό πουκάμισό του, πασπάτεψε μιά χ αλαρή ζάρα τής κοιλιάς του. “Ομως, έγώ ξέρω πώς είναι άσπροκίτρινη. Πρέπει νά δοκιμάσω μέσα στό σκοτάδι γιά νά δώ. ’Απόσυρε τό χ έρι του καί ίσιωσε τό ρούχ ο του. Ό φουκαράς! Σχ εδόν παιδί. Τρομερό. ’Αληθινά τρομερό. Πώς μπορεί νά ονειρεύεται, άφού δέν βλέπει. Γι` αύτόν ή ζωή είναι σάν όνειρο. ’Άν γεννιέσαι ετσι, πού είναι ή δικαιοσύνη; “Ολες αύτές οί γυναίκες καί τά παιδιά πού καήκανε καί πνιγήκανε σέ μιά εκδρομή στή Νέα Ύόρκη. ‘Ολοκαύτωμα. Κάρμα ονομάζουν αύτή τή μετοίκηση, γιά άμαρτίες πού διέπραξες σέ μία προηγούμενη ζωή, μετενσάρκωση, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Πώ, πώ πώ! Τούς λυπάσαι, βέβαια, άλλά πρέπει κανείς νά παραδεχ τεί ότι υπάρχ ει κάτι, πού μέ κάποιο τρόπο σ’ εμποδίζει νά γίνεις ενα μαζί τους. Ό σέρ Φρέντερικ Φώκινερ εισέρχ εται στή μασονική στοά. Σοβαρός σάν Τρώος. Μετά άπό τό καλό γεύμα τοΟ στήν όδό ’Έρλφορντ. Αύτά τά γερόντια τού δικαστικού σώματος άνοίγουν μπουκάλες κρασιού πρώτης διαλογής. ‘Ιστορίες δικηγόρων, δικαστών τού κακουργοδικείου καί χ ρονικά ορφανοτροφείων. Τού εριξε δέκα χ ρόνια στήν πλάτη. Φαντάζομαι ότι τό κρασί πού ήπια έγώ πρίν θά τόν εκανε νά στραβώσει τή μούρη του. Γι’ αυτούς μόνο κρασιά μιάς συγκεκριμένης εσοδείας, μέ τό έτος έμφιάλωσης καταγραμμένο πάνω στή σκονισμένη φιάλη. ’Έχ ει τίς δικές του άπόψεις περί δικαιοσύνης όταν βρίσκεται στό πλημμελειοδικείο. Γέροντας μέ χ αλές προθέσεις. Τά πινάκια γεμάτα άπό τέτοιες περιπτώσεις` έχ ουν τό ποσοστό τους στήν κατασκευή εγκληματιών. Τούς ξαποστέλνει έκεί πού τούς πρέπει. Τό φόβητρο τών τοκογλύφων. ’Έσφιξε πολύ τά λουριά στόν Ρουβήμ Τζ. Έξ άλλου αύτός είναι κάποιος πού μπορεί νά ονομαστεί βρωμο-έβραίος. Αυτοί οί δικαστές είναι παντοδύναμοι. Ξεροκέφαλοι γερομπεκρήδες κάτω άπό τίς περούκες τους. Άρκούδες μέ πληγωμένες πατούσες. Είθε ό Κύριος νά σάς εύσπλαχ νισθεί. Μισό λεπτό, δές τήν άφίσα. Φιλανθρωπική άγορά Μάιρους. Ή Αύτού Υψηλότης ό Γενικός Διοικητής. Σήμερον, δεκάτη εκτη ήμέρα. Υπέρ τής οικονομικής ένισχ ύσεως τού νοσοκομείου Μέρσερ. ’Έδωσαν ήδη τόν Μεσαία γιά τόν σκοπό αύτό. Ναί. Τού Χαίντελ. Τί λές, θά ήθελες νά πας; Μπώλλσμπριτζ. Νά περάσω καί άπό τού Κλειδή. Δέν είναι άνάγκη νά τού κολλάς σάν βδέλλα. Νά μήν τόν κάμεις καί σέ βαρεθεί. Είναι βέβαιο πώς θά συναντήσω κάποιο γνωστό στήν πύλη.Ό κ. Μπλούμ εφτασε στήν όδό Κίλντεαρ. Πρώτα πρέπει νά. Βιβλιοθήκη.>Ψαθάκι στή λιακάδα. Κιτρινοκόκκινα παπούτσια. Παντελόνια μέ ρεβέρ. Είναι. Είναι.>Ή καρδιά του άναπήδησε ελαφρά. Πρός τά δεξιά. Τό μουσείο. Τίς θεές. ’Έκοψε άπότομα πρός τά δεξιά.>Μά είναι; Είναι σχ εδόν βέβαιο. Δέν θά κοιτάξω. Τό κρασί στό πρόσωπό μου. Μά γιατί νά; Πολύ μεθυστικό. Ναί, είναι. Ό βηματισμός. Μήν κοιτάς. Μήν κοιτάς. Συνέχ ισε.>Τραβώντας γιά τήν πύλη τού μουσείου μέ μεγάλο διασκελισμό σήκωσε τά μάτια του, Καλοφτιαγμένο κτίριο. Ό σέρ Τόμας Ντήν τό σχ εδίασε. Μήπως μέ πήρε άπό πίσω;>’Ίσως δέν μέ είδε. Τό φώς κόντρα στά μάτια του.>Ή άνάσα του είχ ε μεταβληθεί σέ λαχ άνιασμα. Γρήγορα. Κρύα άγάλματα` ήσυχ α έκεί. Σ’ ενα λεπτό άσφαλής.>’Όχ ι, δέν μέ είδε. Μόλις περασμένες οί δύο. ’Ακριβώς στήν πύλη.>Ή καρδιά μου!>Τά μάτια του, πού τρεμόπαιζαν, στυλώθηκαν σταθερά στίς κρέμ πέτρινες καμπύλες. Ό σέρ Τόμας Ντή” άκολουθούσε τήν τεχ νοτροπία τής έλληνικής άρχ ιτεκτονικής.>Ψάξε γιά κάτι πού νά.>Τό χ έρι του βιαστικά μπήκε στήν τσέπη του, εβγαλε καί άρχ ισε νά διαβάζει, ξεδιπλωμένο, τό φυλλάδιο γιά τό ’Άτζενταθ Νεταίμ. Πού τό;>Πολύ άπασχ ολημένος ψάχ νοντας.>Βιαστικός ξανάβαλε στήν τσέπη του τό ’Άτζενταθ.>Τό άπόγευμα, είπε αύτή.>Ψάχ νει γιά τό. Ναί, τό. Ψάξε ολες τίς τσέπες σου. Μαντήλ. Ελεύθερος Άνθρωπος. Πού τό; ’Ά, ναί. Παντελόνι. Τσέπες. Πορτοφόλι. Πατάτα. Πού τό;>Γρήγορα. Περπάτα ήρεμα. Άκόμα μιά στιγμή. Ή καρδιά μου.>Τό χ έρι του ψάχ νοντας γιά τό

πού τό έβαλα, βρήκε στήν κωλοτσέπη τό σαπούνι, πρέπει νά έπιστρέψω γιά τήν κολώνια, τυλιγμένο στό χ λιαρό χ αρτί του. ’Ά, νά, τό σαπούνι! Ναί. Πύλη.>Άσφαλής!

9. ΣΚΥΛΛΑ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒΔΙΣ ΑΒΡΟΣ, ΜΕ ΠΡΟΘΕΣΗ νά είναι εύχ άριστος, ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος ψέλλισε: — Καί οπως γνωρίζετε, διαθέτουμε αύτές τίς ανεκτίμητες σελίδες τού Βίλχ ελμ Μάιστερ. Ένός μεγάλου ποιητή γιά εναν μεγάλο συνάδελφο. Μιά διστάζουσα ψυχ ή, ή όποία στρατεύεται, τιθεμένη άντιμέτωπος ένός πέλαγους βασάνων, σπαρασσομένη άπό άντιμαχ όμενες άμφιβολίες, σάν αύτές πού συναντά κανείς στήν άληθινή ζωή. ?Ηρθε

ενα κουτσό βήμα μπροστά, τό παπούτσι του άπό δέρμα βοδιού τρίζοντας, κι εκαμε ενα κουτσό βήμα πίσω, οπισθοχ ωρώντας πάνω στό επίσημο δάπεδο. ‘Ένας άθόρυβος κλητήρας, άνοίγοντας ελάχ ιστα τήν πόρτα, τού εκανε ενα άθόρυβο νεύμα. — Άμέσως, είπε, τά παπούτσια του τρίζοντας πάνω στήν κίνηση τής άναχ ώρησης καί όμως καθυστερώντας. Ό ώραίος άτελέσφορος όραματιστής πού συνθλίβεται άπό τή σκληρή πραγματικότητα. Αισθάνεται κανείς συνεχ ώς τόσο άληθινές τίς κρίσεις τού Γκαίτε. Αληθινές, άπό μιαν άποψη υπερβατική. Μέ ύπερβατικό διπλοτρίξιμο, άπομακρύνθηκε μ’ ενα χ ορευτικό βηματισμό. Κοντά στήν πόρτα, φαλακρός, ίδιος ό ζήλος προσωποποιημένος, ετεινε τό φαρδύ του αυτί στά λόγια τού κλητήρα` τόν άκουσε` καί άπεχ ώρησε. Μού άπομένουν δύο. —

Ό Monsier ντέ λά Παλίς, σάρκασε ό Στήβεν, ήταν ζωντανός δεκαπέντε λεπτά πρίν Λεθάνει…

— Μήπως βρήκατε, ρώτησε ό Τζών ’Έγκλιντον μέ τήν πικρόχ ολη διάθεση τού πλέον ήλικιωμένου, τούς εξι γενναίους φοιτητάς τής ιατρικής, γιά νά γράψουν, καθ’ ύπαγόρευσίν σας, τόν Άπωλεσθέντα Παράδεισο; Τόν ονομάζει Οί Θλίφεις τού Σατανά. Χαμόγελο. Χαμογέλασε μέ τό χ αμόγελο τού Κράνλυ. Πρώτα τή γαργάλισε “Υστερα τήν πασπάτεψε “Υστερα τής εβαλε τόν καθετήρα γιά τά θήλεα Μιά καί ήταν φοιτητής τής ιατρικής Τρελοφοιτητής… — ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς θά χ ρειαστείτε κι άλλον εναν γιά τόν ‘Άμλετ. Τό επτά είναι άριθμός προσφιλής εις τούς μυστικιστές. Ό Γ. Μπ. τόν ονομάζει τό σπινθηροβόλον επτά. Τό κοκκινωπό κρανίο του κοντά στήν επιτραπέζια λάμπα μέ τόν πράσινο σκούφο, εψαξε μέ γυαλιστερά μάτια νά βρει τό γενειοφορεμένο πρόσωπο μέσα στή σκουροπράσινη σκιά· εναν σοφό, μέ μιάν αίσθηση αγιότητας. Τό γέλιο του μόλις άκούστηκεγέλιο ύποτρόφου τού κολλεγίου Τρίνιτυ· δίχ ως άντίλαλο.

Όρχ ηστρικέ Σατανά, κλαίγοντας γοερά μέ δάκρυα σάν κι αύτά πού χ ύνουν οί άγγελοι. Ed egli avea del cul fatto trombetta. Κρατάει ομήρους τίς τρέλες μου. Οί εντεκα άνδρείοι τού Κράνλυ άπό τό Γουίνκλοου γιά νά ελευθερώσουν τή γή τών προγόνων. Έ φαφούτα Κάθλην, μέ τά τέσσερα πανέμορφα πράσινα λειβάδια της καί τόν ξενομερίτη στό κονάκι της. Κι άλλος ενας γιά νά τόν καλωσορίσει: ave, rabbi. Οί δώδεκα τού Τινάχ ελυ. Στή σκιά τής ρεματιάς άκούγεται τό συνθηματικό του σφύριγμα. Τά νιάτα τής ψυχ ής μου τού έδωσα, τή μιά νύχ τα μετά τήν άλλη. Ό Θεός μαζί σας. Καλό κυνήγι. Ό Μάλλιγκαν πήρε τό τηλεγράφημά μου. Τρέλα. ’Άς έπιμείνουμε. — Οί νέοι Ιρλανδοί βάρδοι μας, τόν έπέκρινε ό Τζών ’Έγκλιντον, εύρίσκονται είσέτι ένώπιον τής ύποχ ρεώσεως οπως δημιουργήσουν μία φυσιογνωμίαν, τήν όποια ό κόσμος θά άντιπαραθέσει στόν ’Άμλετ τού Σάξωνος Σαίξπηρ, άν κι έγώ τόν θαυμάζω, οπως καί ό γερο-Μπέν, τασσόμενος μετά τών ειδωλολατρών. — ”Ολ’ αύτά τά ζητήματα είναι εντελώς άκαδημαίκά, άπεφάνθη ώς μάντης ό Ράσσελ άπό τή σκιά του. Εννοώ, τό άν ό ’Άμλετ είναι ό Σαίξπηρ, ή ό ’Ιάκωβος ό Πρώτος, ή ό ’Έσσεξ. Συζητήσεις κληρικών περί τής ίστορικότητος τού Ίησού. Ή τέχ νη οφείλει νά μάς άποκαλύπτει ιδέες, άμορφες πνευματικές ουσίες. Τό σημαντικώτερο σ’ ενα έργο τέχ νης είναι άπό ποιό βάθος ζωής αύτό άναβλύζει. Ή ζωγραφική τού Γκουστάβ Μορρώ είναι μιά ζωγραφική ιδεών. Ή βαθύτερη ποίηση τού Σέλλεύ, τά λόγια τού ’Άμλετ, κάνουν τό πνεύμα μας νά επικοινωνεί μέ τήν αιώνια σοφία, μέ τόν κόσμο τών ιδεών τού Πλάτωνος. Τά υπόλοιπα είναι εικασίες σκολιαρόπαιδων πρός σκολιαρόπαιδα. Ό Ά. Έ. ελεγε σ’ ενα Γιάνγκη δημοσιογράφο. ’Έ, καί; Νά μέ πάρει καί νά μέ σηκώσει! — Οί δάσκαλοι ξεκίνησαν άπό μαθητές, είπε εύγενέστατος ό Στήβεν. Ό ’Αριστοτέλης ύπήρξε μαθητής τού Πλάτωνα. — Καί άς ελπίσουμε ότι παρέμεινε, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον γιά νά κατευνάσει τά πνεύματα. Μπορεί κανείς νά τόν φανταστεί πρότυπο μαθητού, μέ τό δίπλωμά του κάτω άπό τή μασχ άλη. Γέλασε πάλι πρός τή γενειοφόρο μορφή, ή οποία τώρα χ αμογελούσε. ’Άμορφη πνευματικότητα. Πατήρ, Λόγος καί ‘Άγιον Πνεύμα. Ό πάντων Πατήρ, ό ούράνιος άνθρωπος. Ό Ίησούς Χριστός, ό μάγος τού ώραίου, ό Λόγος πού έντός μας άνά πάσαν στιγμήν ύποφέρει. Αύτό άληθώς είναι έκείνο. Έγώ είμαι ή φωτιά πάνω στό βωμό. Έγώ είμαι τό βούτυρο τής θυσίας. Ό Ντάνλοπ, ό δικαστής, ό εύγενέστερος απάντων τών Ρωμαίων, ό Ά. Έ., ό ’Άρβαλ, ή ’Άρρητος ’Ονομασία, εις τά ούράνια ύψη, ό Κ. X., ό άφέντης τους, τού οποίου ή ταυτότης δέν είναι άγνωστος εις τούς μύστες. Αδελφοί τής μεγάλης λευκής στοάς, εν διαρκή έγρηγόρσει πρός

παροχ ήν βοήθειας. Ό Χριστός μέ τή νύμφη-άδελφή, δρόσος φωτός, γεννημένος άπό τήν ψυχ ή μιάς παρθένου, σοφία μετανοούσα, άνεχ ώρησε μέ προορισμό τόν βουδδισμό. Ή εσώτερη ζωή ύπερβαίνει τίς δυνατότητες τού κοινού άνθρώπου. Ό Ό. Π. οφείλει πρωτίστως νά άπαλλαγεί άπό τή δυσμενή Κάρμα του. Ή κυρία Κούπερ ’Ώκλεύ είδε γιά μιά στιγμή τά στοιχ εία τής διασήμου άδελφής μας X. Π. Μπ. Φτού! Φτάνει! Pfuiteufel! Δέν ντρέπεσαι, κυρά μου, νά κοιτάς όταν μιάς κυρίας τής φαίνονται τά στοιχ εία της; Μπήκε ό κ. Μπέστ, ψηλός, νέος, μειλίχ ιος, ξανθός. Κρατούσε στό χ έρι του μέ χ άρη ενα σημειωματάριο, καινούργιο, φαρδύ, καθαρό, γυαλιστερό. — Αύτό τό πρότυπον τού μαθητού, είπε ό Στήβεν, θά ευρισκε τούς στοχ ασμούς τού ’Άμλετ περί τής μεταθανάτιας ζωής τής πριγκηπικής ψυχ ής του τόσο ρηχ ούς, όσο καί αύτούς τού Πλάτωνα, εναν μονόλογο άπίθανο, άσήμαντο καί άντιδραματικό. Ό Τζών ’Έγκλιντον, πού άρχ ισε νά θυμώνει, είπε κατσουφιάζοντας: — Στόν λόγο μου, βράζει τό αίμα μου, όταν άκούω νά συγκρίνουν τόν Αριστοτέλη μέ τόν Πλάτωνα. —

Ποιός άπό τούς δύο, ρώτησε ό Στήβεν, θά μέ είχ ε εξορίσει άπό τήν πολιτεία του;

Ξεσπαθώστε μέ τούς ιδεολογικούς άφορισμαύς σας. Ή άλογότητα είναι ή όντότητα ολων τών άλογων. Αύτοί λατρεύουν τούς αιώνες καί τά κύματα τών τάσεων. Ό Θεός· μιά όχ λοβοή στό δρόμο· άκρως περιπατητικός. Ό Χώρος` πού νά πάρει ό διάβολος, αύτό πού, θές δέν θές, θά βλέπεις. Μέσα σέ χ ώρους μικρότερους κι άπό άνθρώπινα ερυθρά αιμοσφαίρια σέρνουνται μέ τήν κοιλιά πίσω άπό τά οπίσθια τού Μπλέηκ πρός τήν αιωνιότητα, τής οποίας ό φυτικός αύτός κόσμος δέν είναι παρά μία σκιά. Κρατήσου στό τώρα, στό έδώ, μέσα άπό τό οποίο ολο τό μέλλον καταδύεται στό παρελθόν. Ό κ. Μπέστ πλησίασε φιλικά τόν συνάδελφό του. —

Ό Χέηνς εφυγε, είπε.



’Αλήθεια;

— Τού εδειχ να τό βιβλίο τού Ζουμπαινβίλ. Ενθουσιάστηκε τόσο μέ τά Έρωτοτράγουδα τού Κόννωτ, τού Χάιντ. Δέν κατάφερα νά τόν φέρω ν’ άκούσει τή συζήτηση. ’Έφυγε γιά νά τό άγοράσει άπό τού Γκίλ. Τράβα, βιβλιαράκι μου, γιά νά καταχ τήσεις Τό φυχ ρό άναγνωστικό κοινό. Εσένα, πού σ’ έγραφα χ ωρίς ευχ αρίστηση Σέ φτωχ ά κι άχ αρα Αγγλικά. —

Ή καπνιά τής τύρφης μας τού άνέβηκε στό κεφάλι, άπεφάνθη ό Τζών ’Έγκλιντον.

Εμείς οί ’Άγγλοι εχ ουμε αισθήματα. Μετανοήσας κλέφτης. Φευγάτος. Κάπνισα τόν καπνό του.

Πράσινο σπινθηροβόλο πετράδι. Σμαράγδι δεμένο στό δαχ τυλίδι τής θάλασσας. — Ό κόσμος δέν γνωρίζει πόσο επικίνδυνα μπορούν νά γίνουν τά έρωτοτράγουδα, προειδοποίησε άποκρυφικά τό χ ρυσό αυγό τού Ράσσελ. Οί διεργασίες πού προκαλούν τίς επαναστάσεις στόν κόσμο γεννιούνται άπό τά όνειρα καί τά οράματα τής καρδιάς ένός χ ωρικού στήν πλαγιά ένός λόφου. Γι’ αύτόν, ή γή δέν είναι ενα έδαφος πρός έκμετάλλευσιν, άλλά μιά ζωντανή μητέρα. Ή κλειστή άτμόσφαιρα τής Σχ ολής καί ή δημόσια πλατεία δίνουν τόν σπινθήρα γιά τή γέννηση τού μυθιστορήματος τής δεκάρας, τού τραγουδιού τού καμπαρέ` ή Γαλλία, μέ τήν ποίηση τού Μαλλαρμέ, παράγει τό πλέον έκλεπτυσμένον άνθος διαφθοράς, άλλά μόνον εις τούς πτωχ ούς τή καρδία άποκαλύπτεται ή έπιθυμητή ζωή, ό τρόπος ζωής τών Φαιάκων τού Όμήρου. Πάνω σέ αύτά, ό κ. Μπέστ γύρισε μ’ ενα καλωσυνάτο πρόσωπο πρός τόν Στήβεν. — Ό Μαλλαρμέ, είπε, θά τό ξέρετε, εγραψε αύτά τά ύπέροχ α πεζοτράγουδά του, πού ό Στήβεν ΜακΚέννα μού διάβαζε συχ νά στό Παρίσι. Εκείνο γιά τόν Άμλετ. Λέει: il sepromene, lisant au livre de lui-meme, θά τό ξέρετε, διαβάζοντας τό βιβλίο τού έαυτού του. Περιγράφει μιά παράσταση τού ‘Άμλετ πού δόθηκε σέ κάποια γαλλική πόλη. Κόλλησαν μιάν άφίσα. Τό ελεύθερο χ έρι του εγραψε μέ χ άρη μικρά γράμματα στόν άέρα. HAMLET ou LE DISTRAIT Piece de Shakespeare Στραμμένος πρός τόν έκ νέου κατσουφιασμένον Τζών ’Έγκλιντον έπανέλαβε: — Piece de Shakespeare, λοιπόν. Είναι τόσο γαλλικό, ή γαλλική άποψη τών πραγμάτων. Hamlet ou… —

Ό άφηρημένος ζητιάνος, συμπλήρωσε τή φράση ό Στήβεν.

Ό Τζών ’Έγκλιντον γέλασε. — Ναί, είπε, κάτι τέτοιο φαντάζομαι. Εξαίρετος λαός, δέν υπάρχ ει αμφιβολία, άλλά απελπιστικά κοντόθωροι σέ μερικά ζητήματα. ’Αφειδής καί ανώφελη μεγαλοποίηση τής δολοφονίας. — Ό Ρόμπερτ Γκρήν τόν άποκάλεσε δήμιο τής ψυχ ής, είπε ό Στήβεν. Δέν είναι τυχ αίο ότι γεννήθηκε γιός χ ασάπη, ένός πού χ ειριζόταν τόν βαρύ μπαλτά κι έφτυνε στίς παλάμες του. Εννιά ζωές θυσιάζονται γιά τή μία του πατέρα του. Πάτερ ήμών, εν τω Καθαρτηρίω. Οί ’Άμλετ πού φοράνε χ ακί δέν διστάζουν νά πυροβολήσουν. Τό λουτρό αίματος τής πέμπτης πράξης είναι τό προμήνυμα τών στρατοπέδων συγκέντρωσης, τά όποια ύμνησε ό κ. Σουίνμπερν. Ό Κράνλυ, έγώ, ό μουγκός υπηρέτης του, παρακολουθώντας μάχ ες άπό μακριά. Παιδιά καί γυναίκες εχ θρών αιμοχ αρών που κανείς άλλος Εκτός άπό μάς δέν θά ’χ ε λυπηθεί.

Άνάμεσα στό χ αμόγελο τού Σάξωνα καί τόν καγχ ασμό του Γιάνκη. Μπρός γκρεμός καί πίσω ρέμα. — Προτίθεται νά άποδείξει ότι ό “Αμλετ είναι μιά ιστορία μέ φαντάσματα, είπε ό Τζών ’Έγκλιντον, άπευθυνόμενος στόν κ. Μπέστ. Επιζητεί νά μάς κάνει νά τρομάξουμε, οπως τό χ οντρό άγόρι στόν Πίκγουικ. ’Ώ, άκουσε, άκουσε, άκουσε! Ή σάρκα μου τόν άκούει καί άνατριχ ιάζει άκούγοντάς τον. ’Άν κάποτε άγάπησες… — Τί είνα,ι φάντασμα; είπε μέ έξαψη ό Στήβεν. Κάποιος πού, λόγω θανάτου, λόγω άπουσίας, λόγω μεταβολής τών ήθών, ξεθώριασε σέ κάτι άψαυστο. Τό Λονδίνο τής Ελισάβετ βρίσκεται τόσο μακριά άπό τό Στράτφορντ, όσο καί τό διεφθαρμένο Παρίσι βρίσκεται μακριά άπό τό παρθενικό Δουβλίνο. Ποιό είναι τό φάντασμα, πού άπό limbo patrum επιστρέφει στόν κόσμο πού τό λησμόνησε; Ποιός είναι ό βασιλιάς ’Άμλετ; Ό Τζών Έγκλιντον μετατόπισε τό άδύνατο σώμα του, κι εγειρε πίσω γιά νά εκτιμήσει καλύτερα. Άνασηκώθηκε. — Σέ κάποια ώρα σάν αυτήν έδώ, στά μέσα τού ’Ιουνίου, είπε ό Στήβεν, έκλιπαρώντας μ’ ενα γρήγορο βλέμμα τήν προσοχ ή τους. Ή σημαία ύψώνεται στό θέατρο, πλάι στήν οχ θη τού ποταμού. Έκείνη ή άρκούδα, ό Σάκερσον γρυλλίζει μέσα στό χ αντάκι, παραπέρα, στόν Παρισινό κήπο. Ναύτες ιστιοφόρων πού ταξιδέψανε μέ τόν Ντρέηκ μασουλάνε τά λουκάνικά τους στήν πλατεία. Τοπικό χ ρώμα. ’Άς μεταχ ειριστούμε ολα τά κόλπα. ’Άς τούς προσεταιρισθούμε. — Ό Σαίξπηρ ξεκίνησε άπό ενα σπίτι τού ούγενότου τής όδού Σίλβερ καί περπατάει στήν όχ θη τού ποταμού πλάι στίς κλούβες τών κύκνων. “Ομως, δέν σταματά γιά νά ταίσει τό θηλυκό κύκνο πού σπρώχ νει τούς νεοσσούς του κατά τά καλάμια. ’Άλλα εχ ει στό νού του ό κύριος τού ’Έιβον. Διαμόρφωση τού χ ώρου. ’Ιγνάτιε Λογιόλα, βιάσου νά μέ βοηθήσεις! — Τό εργο άρχ ίζει. Φορώντας τή φθαρμένη πανοπλία ένός λιμοκοντόρου τής αύλής, ενας ήθοποιός προχ ωρεί μέσα στή σκιά, καλοφτιαγμένος άντρας μέ μπάσα φωνή. Eivat τό φάντασμα, ό βασιλιάς, βασιλιάς πού δέν είναι βασιλιάς, καί ό ήθοποιός είναι ό Σαίξπηρ πού μελέτησε τόν ’Άμλετ ολα τά χ ρόνια τής ζωής του, όχ ι άπό ματαιοδοξία, άλλά γιά νά παίξει κάποτε τό ρόλο τού φαντάσματος. Μιλάει στόν Μπέρμπαιητζ, τόν νεαρό ηθοποιό πού στέκεται μπροστά του, άπό τήν άλλη μεριά τού κανναβάτσου, καλώντας τον μέ τ’ όνομά του: ’Άμλετ, τό πνεύμα τού πατέρα σου είμαι άπαιτώντας ν’ άκούσει. Μιλάει σ’ εναν γιό, τόν γιό τής ψυχ ής του, τόν πρίγκηπα, τόν νεαρό ’Άμλετ, καθώς καί στόν γιό τής σάρκας του, τόν ’Άμνετ Σαίξπηρ, πού πέθανε στό Στράτφορντ, έτσι πού ό συνονόματος του νά ζήσει γιά πάντα. — Είναι δυνατόν, έκείνος ό ήθοποιός, ό Σαίξπηρ, φάντασμα λόγω άπουσίας, καί κάτω άπό τήν πανοπλία τού ενταφιασμένου Δανού, φάντασμα λόγω θανάτου, μιλώντας μέ τά δικά του λόγια

στόν συνονόματο δικό του γιό (άν είχ ε ζήσει ό ’Άμνετ Σαίξπηρ θά ήταν ό δίδυμος άδερφός τού πρίγκηπα ’Άμλετ), είναι δυνατόν, θέλω νά ξέρω, ή, εστω, πιθανόν, νά μήν συνήγαγε, ή νά μήν προείδε τό λογικό συμπέρασμα αυτών τών προτάσεων; Έσύ είσαι ό άποκληρωμένος γιός; Έγώ είμαι ό δολοφονημένος πατέρας; Ή μητέρα σου είναι ή ένοχ η βασίλισσα, ή ’Άννα Σαίξπηρ, τό γένος Χάθαγουεη; — Μά αύτό τό σκάλισμα τής οικογενειακής ζωής ένός μεγάλου άνδρός, άρχ ισε άνυπόμονα ό Ράσσελ. Είσαι εκεί, ενάρετε άνθρωπε; — Αύτά έχ ουν ενδιαφέρον μόνο γιά τόν ένοριακό γραφιά. Θέλω νά πώ, εμείς διαθέτουμε τά έργα. Θέλω νά πώ, όταν έχ ουμε τή δυνατότητα νά διαβάζουμε τήν ποίηση του Βασιλιά Αήρ, τί μάς ένδιαφέρει πώς έζησε ό ποιητής; “Οσο γιά τή ζωή, οπως ειπε ό Βιλλιέρ ντέ λ’Ιλ ντ Άντάμ, αύτό μπορεί νά τό κάνουν οί υπηρέτες μας. Τά κρυφοκοιτάγματα καί τά σκαλίσματα τού κουτσομπολιού τών παρασκηνίων, τά μεθύσια καί τά δάνεια τού ποιητή. Έμείς διαθέτουμε τόν Βασιλιά Αήρ· καί αύτός είναι άθάνατος. Τό πρόσωπο τού κ. Μπέστ συμφώνησε. Πέτα πάνω τους μέ τά κύματα καί τά νερά σου, Μάνανααν, Μάνανααν ΜακΑίρ… Καί τώρα, μασκαρά, εκείνη ή λίρα πού σού δάνεισε όταν πεινούσες; Μωρέ τί μάς λές, τή χ ρειαζόμουνα. Πάρε αύτό τό φλουρί. ’Άντε χ άσου! Τό ξόδεψες σχ εδόν ολόκληρο στό κρεβάτι τής Τζιορτζίνας Τζόνσον, τής κόρης τού παπά. Δαγκωματιά τού εσώτερου. Σκοπεύεις νά τήν έπιστρέψεις; ’Ώ, βέβαια. Πότε; Τώρα; ’Έεε… ’Όχ ι. Λοιπόν, πότε; Πλήρωσα τό μερτικό μου. Πλήρωσα τό μερτικό μου. Ψυχ ραιμία. Αύτός ανήκει στήν άλλη μεριά τού Μπόυν. Τή βορειοανατολική γωνία. Τή χ ρωστάς. Περίμενε. Πέντε μήνες. Ή μοριακή μου σύνθεση εχ ει άλλάξει. Έγώ είμαι άλλος έγώ, τώρα. Ό άλλος έγώ πήρε τή λίρα. Μπζζζ. Μπζζζ. ,

,

,

“Ομως έγώ, ένδελέχ εια, μορφή τών μορφών, είμαι έγώ έξ αιτίας τής μνήμης, έπειδή ύπόκειμαι σέ συνεχ ώς μεταβαλλόμενες μορφές. Έγώ πού άμάρτησα καί προσευχ ήθηκα καί νήστεψα. “Ενα παιδί πού ό Κόνμη τό εσωσε άπό τήν τιμωρία τής βέργας. Εγω, εγω κι εγω. Εγω. A.E.I.O.U. Σάς οφείλω. — Μήπως σκοπεύετε νά περιφρονήσετε μιά παράδοση τριών αιώνων; ρώτησε ή σαρκαστική φωνή τού Τζών ’Έγκλιντον. Τό δικό της φάντασμα, άν μή τί άλλο, ξορκίστηκε μιά γιά πάντα. Γιά τή λογοτεχ νία, τουλάχ ιστο, αύτή πέθανε πρίν γεννηθεί. — Πέθανε, άπάντησε ό Στήβεν, έξήντα εφτά χ ρόνια υστέρα άπό τότε πού γεννήθηκε. ΤΗταν παρούσα τήν ώρα τής γέννησής του, όσο καί τού θανάτου του. Δέχ τηκε τά πρώτα του άγκαλιάσματα. ’Έφερε στόν κόσμο τά παιδιά του καί, όταν τόν ξαπλώσανε πάνω στό νεκροκρέβατό του, τού εβαλε δεκάρες στά μάτια γιά νά κρατήσει κλειστά τά βλέφαρά του. Τό νεκροκρέβατο τής μητέρας. Λαμπάδα. Ό σκεπασμένος καθρέφτης. Αύτή πού μ’ εφερε στόν κόσμο είναι τώρα ξαπλωμένη έκεί, μέ βλέφαρα άπό μπρούντζο, σκεπασμένη μέ φτηνά λουλούδια. Liliata rutilantium. Έκλαψα μόνος. Ό Τζών Έγκλιντον κοίταξε τήν μπερδεμένη πυγολαμπίδα τής λάμπας του. — Ό κόσμος πιστεύει ότι ό Σαίξπηρ εκαμε ενα λάθος, είπε, καί ότι ξεμπέρδεψε μέ αύτό όσο γινόταν γρηγορότερα. — Βλακείες, είπε μέ άγένεια ό Στήβεν. Μιά μεγαλοφυία δέν κάνει λάθη. Τά σφάλματά του είναι ήθελημένα καί συνιστούν πύλες άποκαλύψεων. Οί πύλες άποκαλύψεων άνοιξαν γιά νά μπεί ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος, ό μαλακοτριζατοπαπουτσωμένος, ό φαλακρός, ό αύτιάς, ό εξυπηρετικός. — Θά μπορούσε νά σκεφτεί κανείς, είπε μέ οξυδέρκεια ό Τζών ’Έγκλιντον, ότι μιά στρίγγλα δέν συνιστά χ ρήσιμη πύλη άποκαλύψεων. Τί τό χ ρήσιμο εμαθε ό Σωκράτης άπό τήν Ξανθίππη; — Τή διαλεκτική, άπάντησε ό Στήβεν` καί άπό τήν μητέρα του τόν τρόπο ξεγεννήματος τών ιδεών. Τώρα τί διδάχ τηκε άπό τήν άλλη του γυναίκα, τή Μυρτώ (absit nomen!), τό Σωκρατιδειακόν έπιψυχ ίδιον, κανείς, ούτε άνδρας, ούτε γυναίκα δέν θά τό μάθει ποτέ. “Ομως, ούτε οί παραδοσιακές γνώσεις τής μαμμής, ούτε οί συζυγικές σκηνές τής κρεβατομουρμούρας τόν έσωσαν άπό τούς άρχ οντες τής Σίν Φέιν κι άπό τήν κούπα τους μέ τό κώνειο. — ”Ομως τί γίνεται μέ τήν ’Άνν Χάθαγουεη; είπε χ ωρίς μνησικακία ή ήρεμη φωνή τού κ. Μπέστ. Ναι, φαίνεται σάν νά τήν ξεχ νάμε, οπως τήν ξέχ ασε καί ό ίδιος ό Σαίξπηρ.

Τό βλέμμα του πέρασε άπό τό γένι τού σκεφτικού στό κρανίο τού γκρινιάρη, γιά νά τούς υπενθυμίσει καί νά τούς έπιτιμήσει, άλλά χ ωρίς κακία, καί ύστερα προχ ώρησε πρός τή ρόδινη φαλάκρα τού χ αζού, άθώου παρά τίς κακολογίες. — Τά είχ ε τετρακόσια, είπε ό Στήβεν, καί ή μνήμη του δέν είχ ε χ άσματα. Κουβάλαγε τίς άναμνήσεις του στό δισάκι του, καθώς ξεκίνησε γιά τό Λονδίνο, σφυρίζοντας τό τραγουδάκι Τό κορίτσι πού άφησα πίσω μου. Άκόμα καί άν δέν είχ ε συμβεί ό σεισμός γιά νά σημαδέψει τή χ ρονική στιγμή, θά ξέραμε σέ ποιό σημείο νά τοποθετήσουμε τόν φτωχ ό Γουάτ, καθισμένον πάνω στά χ ορτάρια, τό γαύγισμα τών κυνηγόσκυλων, τά στολισμένα χ άμουρα καί τά γαλάζια μάτια τής θεάς. Αύτή ή άνάμνηση, Αφροδίτη καί Άδωνις, βρισκόταν στό Λονδίνο, στήν κρεβατοκάμαρα ολων τών ίερειών τής Αφροδίτης. Νομίζετε ότι ή στρίγγλα, ή Κατερίνα, είναι άδικημένη άπό τή φύση; Μά ό Όρτένσιος τήν άποκαλεί νέα καί όμορφη. Νομίζετε ότι ό συγγραφέας τού έργου ’Αντώνιος καί Κλεοπάτρα, ενας παθιασμένος προσκυνητής, ήταν στραβός καί δέν εβλεπε όταν έπέλεξε γιά τό κρεβάτι του τό ασχ ημότερο θηλυκό τού Γουωργικσάιρ; ‘Ωραίατήν παράτησε καί κέρδισε τόν κόσμο τών άνδρών. Άλλά οί γυναίκες του, πού στή σκηνή τίς υποδύονται άγόρια, είναι γυναίκες πού επιλέγει ενα άγόρι. Ό τρόπος ζωής τους, οί σκέψεις τους, τό λεξιλόγιό τους, τά έχ ουν δανειστεί άπό τούς άντρες. Έπέλεξε άσχ ημα; Έγώ εχ ω τήν έντύπωση ότι αύτός είναι εκείνος πού έπελέγη. ’Άν άλλες έχ ουν πείσμα, ή ’Άνν διαθέτει τόν τρόπο της. Μά τόν Θεό, αύτή εφταιγε. Τού επέβαλε τούς δρους της, ή γλυκειά είκοσιεξάρα. Ή γκριζομάτα θεά πού γέρνει πάνω άπό τόν νεαρό ’Άδωνι, πού σκύβει γιά νά πετύχ ει τό σκοπό της, σάν πρόλογος στή σκηνή τής φουσκωμένης κοιλιάς, είναι μιά θαρραλέα βλάχ α τού Στράτφορντ πού τουμπάρει τόν νεώτερο εραστή της σ’ ενα χ ωράφι σπαρμένο στάρι. Καί ή σειρά μου; Πότε; ’Έλα! — Σ’ ενα χ ωράφι σπαρμένο σίκαλη, είπε ό κ. Μπέστ λαμπερός, πρόσχ αρος, σηκώνοντας ψηλά τό νέο του σημειωματάριο, λαμπερό, πρόσχ αρο. ‘Ύστερα μουρμούρισε μέ κάποια εύχ αρίστηση, άποτεινόμενος πρός ολους: Ανάμεσα σε χ ωράφια σίκαλης Αυτοί οί ώραίοι χ ωριάτες ξάπλωναν. Ό Πάρις` ό γοητευμένος γόης. Μιά ψηλή μορφή, ντυμένη μέ ντόπιο ύφαντό, σηκώθηκε άπό τή σκιά καί άποκάλυψε τό συνεργάσιμο ρολόι του. —

Φοβάμαι ότι μέ περιμένουν στήν Εστία.

Άπό ποιά μεριά θά πάς; ’Έδαφος πρός εκμετάλλευση. — Φεύγετε; ρώτησε ό Τζών ’Έγκλιντον μέ σηκωμένα τά φρύδια. Θά σάς δούμε άπόψε στού Μούρ; Θά ερθει ό Πάιπερ. —

Ό Πάιπερ! πιπάρισε ό κ. Μπέστ. Ό Πάιπερ έπέστρεψε;

‘Ο Πήτερ Πάιπερ πήρε πάλι πίσω πρέζα άπό πιπέρι. — Δέν ξέρω άν θά μπορέσω. Πέμπτη. ’Έχ ουμε τή συγκέντρωσή μας. ’Άν μπορέσω νά τό σκάσω νωρίς. ’Άρες μάρες κουκουνάρες στό κτίριο Ντώσον. Ή Αποκαλυφθεισα ΤΙσις. Τό σανσκριτικό τους χ ειρόγραφο πού προσπαθήσαμε νά τό δώσουμε γιά ενέχ υρο. Καθισμένος σταυροπόδι κάτω άπό μιάν όμπρέλα-δέντρο, κάθεται στό θρόνο του, λόγος τών Αζτέκων έπί άστρικού επιπέδου, ή ύπερψυχ ή τους, μαχ αμαχ άτμά. Οί πιστοί έρμητιστές άναμένουν τό φώς, ώριμοι μύστες, καθισμένοι κυκλικά γύρω του. Ό Λούις X. Βίκτορυ. ‘Ο Τ. Κώλφιλντ vIpγουιν. Οί γυναίκες τού Λωτού τούς κοιτάζουν κατάματα, οί επιφύσεις τους Ιίχ ουν πάρει φωτιά. Κάθεται στό θρόνο του, γεμάτος άπό τόν θεό του, ίδιος ό Βούδδας κάτω άπό τήν μπανανιά. Κολπωτής ψυχ ών, έγκολπωτής. Άρσε-νικών ψυχ ών, θηλυκών ψυχ ών, άγέλης ψυχ ών. Έγκολπωμένες μέ γοερά ξεφωνητά, στροβιλισμένες, στροβιλιζόμενες, θρηνούν όλοφυρόμενες. Σέ πεμπτουσιακή μηδαμινότητα μιά θηλυκή φυχ ή Διέμενε έπί χ ρόνια σ’ αύτή τή σαρκοθήκη. — Λέγεται ότι εύρισκόμεθα ενώπιον φιλολογικής έκπλήξεως, είπε φιλικός καί ενθουσιώδης ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Ψιθυρίζεται ότι ό κ. Ράσσελ επιμελείται μιά ανθολογία τών νεωτέρων ποιητών μας. Άναμένομεν άγωνιωδώς. Άγωνιωδώς κοίταξε πρός τόν κώνο του φωτός τής λάμπας, οπου τρία πρόσωπα φωτισμένα έλαμπαν. Κοίτα το αύτό. Θυμήσου. Ό Στήβεν χ αμήλωσε τό βλέμμα του πρός ενα πλατύγυρο ακέφαλο καπέλο πού κρεμόταν στή λαβή τού μπαστουνιού του, πάνω στό γόνατό του. Τό κράνος μου καί τό σπαθί μου. ’Άγγιξέ τα ελαφρά μέ τούς δύο δείκτες. Τό πείραμα τού ’Αριστοτέλη. ‘Ένα ή δύο; ή αναγκαιότητα είναι εκείνο πού έξ αιτίας του είναι αδύνατο αύτό τό ίδιο νά είναι διαφορετικό. “Οθεν, ενα καπέλο είναι ενα καπέλο. ’’ Ακούσε. Ό νεαρός Κόλουμ καί ό Στάρκεύ. Ό Τζώρτζ Ρόμπερτς εχ ει επιφορτιστεί μέ τό εμπορικόν μέρος. Ό Λόνγουερθ θά τό προωθήσει στό Εξπρές. ’Ώ, άλήθεια; Μού άρεσε τό βιβλίο τού Κόλαμ Ό βοίδοβοσκός. Ναί, νομίζω ότι διαθέτει αύτό τό κάτι πού τόν ξεχ ωρίζει, τήν ιδιοφυία. ’Αλήθεια, πιστεύετε ότι είναι ιδιοφυής; Ό Γέητς θαύμαζε τό στίχ ο του: Σάν έλληνικό άγγείο σέ χ έρσα γή. ’Αλήθεια; Ελπίζω νά τά καταφέρετε νά ελθετε απόψε. Θά έρθει καί ό Μαλαχ ί Μάλλιγκαν. Ό Μούρ τού ζήτησε νά φέρει τόν Χέηνς. ’Ακούσατε τό λογοπαίγνιο τής δεσποινίδος Μίτσελ γιά τόν Μούρ καί τόν Μάρτιν; ‘Ότι ό Μούρ είναι οί νεανικές τρέλες τού Μάρτιν. Πάρα πολύ ευφυές, δέν είναι ετσι; Σού φέρνει στό νού τόν Δόν Κιχ ώτη καί τόν Σάντζο Πάντσα. Τό εθνικό μας έπος δέν έγράφη άκόμα, λέει ό δόκτωρ Σίγκερσον. Ό Μούρ είναι ό άνθρωπος γι’ αύτή τή δουλειά. ‘Ιππότης τής ελεεινής μορφής, έδώ, στό Δουβλίνο. Μέ σκωτσέζικη φούστα, σέ χ ρώμα ζαφοράς; Ό Ο’Νήλ Ράσσελ; ’Ώ, ναί, πρέπει νά έκφρασθεί στήν παλιά ύπέροχ η γλώσσα. Καί ή Δουλτσινέα του; Ό Τζαίημς Στήβενς κάνει μερικά πανέξυπνα σκίτσα. Φαίνεται πώς γινόμαστε σπουδαίοι. Ή Κορντέλλια. Cordoglio. Ή πιό μοναχ ική άπό τίς κόρες τού Αήρ.

Στριμωγμένος. Καί τώρα βάλε τά δυνατά σου, μέ τούς στίλβοντες γαλλικούς τρόπους σου. — Σάς εύχ αριστώ πολύ, κύριε Ράσσελ, είπε ό Στήβεν, καθώς σηκωνόταν. Καλωσύνη σας νά δώσετε τό γράμμα στόν κ. Νόρμαν. —

Ω, ναι. “Αν τό θεωρήσει σημαντικό, θά μπει. Δεχ όμαστε τόση πολλή άλληλογραφία.



’Αντιλαμβάνομαι, ειπε ό Στήβεν. Ευχ αριστώ.

Ό Θεός νά σέ φυλάει άπό τό κακό. Γουρουνοφυλλάδα. Ταυροφιλικός. — Ό Σύντζ εχ ει ύποσχ εθει νά γράψει κι αύτός ενα άρθρο γιά τό Ντάνα. Θά μάς διαβάσουν; ’Έχ ω τήν εντύπωση πώς ναί. Ό Κελτικός Σύνδεσμος επιθυμεί κάτι στά ιρλανδικά. Ελπίζω πώς θά περάσετε άπό κεί άπόψε. Φέρτε μαζί σας καί τόν Στάρκεύ. Ό Στήβεν κάθησε. Ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος έπέστρεψε άπό τήν ομάδα τών άναχ ωρούντων. Είπε, μέ τήν οψη του άναψοκοκκινισμένη: —

Κύριε Ντένταλους, οί άπόψεις σας είναι άκρως διαφωτιστικές.

Τά παπούτσια του έτριξαν έδώ κι έκεί, καθώς βάδιζε στά δάχ τυλα, πλησιέστερα στούς ουρανούς άπό τό υψος τών κοθόρνων καί είπε σιγά, καλυπτόμενος άπό τό θόρυβο τών έξερχ ομένων: —

Είσθε τής γνώμης ότι αύτή δέν ήτο πιστή στόν ποιητή;

Μιά πανικόβλητη όψη μέ ρωτάει. Γιατί ήρθατε σέ μένα; ’Από ευγένεια ή άπό εμπνευση; —

”Οπου υπάρχ ει συμφιλίωση, είπε ό Στήβεν, πρέπει άρχ ικά νά υπήρξε ρήξη.



Μάλιστα.

Μεσσιανική άλεπού μέ πέτσινα παντελόνια, κυνηγημένος δραπέτης, πού κρύβεται άπό τίς κατακραυγές σ’ ενα ρουμάνι άποξεραμένων δέντρων. Χωρίς ταίρι, ολομόναχ ος στήν προσπάθειά του νά γλιτώσει. Κατάφερε νά προσεταιριστεί γυναίκες, τρυφερή ράτσα, μιά πόρνη τής Βαβυλώνας, συζύγους δικαστικών, συζύγους κτηνωδών ιδιοκτητών χ αμαιτυπείων. Ή άλεπού καί ot χ ήνες. Καί στή Νέα Πόλη ενα πλάσμα άβουλο καί άτιμασμένο, κάποτε ευειδές, κάποτε γλυκό καί φρέσκο σάν κανέλα, καί πού τώρα τά φύλλα του πέφτουν ολα, γυμνό καί φοβισμένο άπό τό στενό μνήμα καί χ ωρίς συγχ ώρεση. — Μάλιστα. “Ωστε πιστεύετε… Ή πόρτα έκλεισε πίσω άπό τόν έξερχ όμενο. Μιά άκινησία κέρδισε αιφνίδια τό διακριτικό θολωτό κελλί, μιά άκινησία θερμού καί έπωαστικού άέρα. “Ενας λύχ νος έστιάδος.

Έδώ συλλογιέται πράγματα πού δέν υπήρξαν: τί θά είχ ε καταφέρει ό Καίσαρας, άν είχ ε έπιζήσει, ύπακούοντας στόν γέρο Μάντη; Τί θά είχ ε επακολουθήσει; Πιθανότητες του πιθανού ώς πιθανό. Πράγματα άγνωστα` ποιό όνομα είχ ε πάρει ό ’Αχ ιλλέας όταν κρυβόταν άνάμεσα στίς γυναίκες; Σκέψεις κλεισμένες μέσα σέ φέρετρα ολόγυρά μου, σέ θήκες γιά μούμιες, βαλσαμωμένες μέσα στ’ άρώματα τών λέξεων. Ό Θεύθ, ό θεός τών βιβλιοθηκών, 2νας θεός-πτηνό, σεληνοστεφανωμένος. Κι έγώ άκουσα τή φωνή έ-κείνου τού Αιγύπτιου αρχ ιερέα. Σέ ένδιαιτήματα μέ ζωγραφιές καί τοιχ οποιία άπό βιβλία-τούβλα. Καί άκόμα είναι. Κάποτε ζωντανές στά πνεύματα τών άνθρώπων. ’Ακόμα· όμως μιά ροπή θανάτου ενυπάρχ ει έντός τους, πού μού εμπιστεύεται στό αυτί τίς θρηνωδίες τους καί μέ σπρώχ νει νά έπιτελέσω τό θέλημά τους. — Είναι βέβαιο, είπε σκεφτικός ό Τζών ’Έγκλιντον, ότι αύτός είναι ό αίνιγματικότερος απάντων τών μεγάλων. Δέν γνωρίζουμε τίποτε άλλο, παρά μόνο πώς έζησε καί ύπέφερε. Ούτε καί αύτά άκόμα. Τίς άπαντήσεις τίς έδωσαν άλλοι. Καί τά υπόλοιπα τά κρύβει μιά σκιά. — Μά ό ’Άμλετ είναι κάτι τόσο προσωπικό, δέν είναι ετσι; πρότεινε ό κ. Μπέστ. Θέλω νά πώ, κάτι σάν ήμερολόγιο τής ιδιωτικής του ζωής. Θέλω νά πώ ότι έγώ δέν δίνω δεκάρα ποιός σκοτώθηκε ή ποιός είναι ό ένοχ ος… Κάρφωσε στή γωνιά τού γραφείου ενα άθώο βλέμμα καί έστεψε τήν άποκοτιά του μ’ ένα χ αμόγελο. Τό ήμερολόγιο τής ιδιωτικής του ζωής σέ χ ειρόγραφο. Ta an bad ar an tir. Tiam imo shagart. Τέκνο τής έκκλησίας, μικρέ μου Τζών. Καί έφη ό μικρός Τζών ’Έγκλιντον: — Μετά άπ’ όσα μάς είπε ό Μάλαχ ι Μάλλιγκαν, άνέμενα ν’ άκούσω παραδοξολογίες, όμως είμαι σέ θέση νά σάς προειδοποιήσω ότι, άν έχ ετε πρόθεση νά κλονίσετε τήν πεποίθησή μου ότι ό Σαίξπηρ είναι ό ’Άμλετ, άντιμετωπίζετε δύσκολον έργον. Ειθε νά είσθε επιεικείς μεθ’ έυτού. Ό Στήβεν άντεξε τό δηλητήριο τών ματιών τού αιρετικού, πού σπινθηροβολούσαν αυστηρά κάτω άπό τά συνοφρυωμένα βλέφαρα. Μιά σαύρα. Ε quando vede V uomo Γ attosca. Μεσίρ Μπρουνέττο, έχ ετε τίς ευχ αριστίες μου γιά τά λόγια σας. — ’Όπως εμείς ή ή μητέρα μας ή Ντάνα, υφαίνουμε καί ξηλώνουμε τά σώματά μας, είπε ό Στήβεν, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει, καί ή μοριακή τους σύνθεση μεταβάλλεται, έτσι καί ό καλλιτέχ νης υφαίνει καί ξηλώνει τήν εικόνα του. Καί οπως ή κρεατοελιά δεξιά στό στήθος μου βρίσκεται έκεί άπό τήν ήμέρα πού γεννήθηκα, παρ’ ολο πού τό σώμα μου ύφάνθηκε τόσες φορές μέ νέο υλικό, έτσι καί μέσα άπό τό φάντασμα τού δίχ ως άναπαμό πατέρα, ή εικόνα τού μή ζώντος γιού άντικρύζει τό μέλλον. ‘Όπως λέει καί ό Σέλλεύ, στήν έντονη στιγμή τής φαντασίωσης, όταν ό νούς γίνεται ένα κάρβουνο πού χ ωνεύεται, αύτό πού ήμουν ίσοδυναμεί μέ αύτό πού είμαι καί μέ αύτό πού είναι δυνατό νά γίνω. ’Έτσι, μπορώ νά προείδω τόν εαυτό μου στό μέλλον, σέ αύτό τό άδέρφι τού παρελθόντος, οπως είμαι τώρα καθισμένος έδώ, άλλά μέσα άπό μιάν άντανάκλαση αύτού πού τότε θά έχ ω γίνει.

Ό Ντράμμοντ τού Χώθορντερν σέ βοήθησε νά ύπερπηδήσεις αύτό τό εμπόδιο. — Ναι, είπε νεανικά ό κ. Μπέστ, έχ ω συναίσθηση τής νεανικότητας τού Άμλετ. Ή πικρία μπορεί νά οφείλεται στόν πατέρα, άλλά τά άποσπάσματα μέ τήν Όφηλία σίγουρα προέρχ ονται άπό τόν γιό. Κατέληξε σέ λάθος συμπέρασμα. Αύτός ενυπάρχ ει στόν πατέρα μου. Έγώ ενυπάρχ ω στόν γιό του. —

Αύτή ή κρεατοελιά είναι ή τελευταία πού θά σβήσει, είπε γελώντας ό Στήβεν.

Ό Τζών ’Έγκλιντον έκανε μιά άπορριπτική γκριμάτσα. — ’Άν αύτή μπορούσε νά είναι ή εκ γενετής ένδειξη τής ιδιοφυίας, είπε, τότε ή ιδιοφυία δέν θά είχ ε καμιά άξία. Τά έργα τών τελευταίων ετών τού Σαίξπηρ, τά όποια τόσο πολύ θαύμαζε ό Ρενάν, τά διαπερνά ένα διαφορετικό πνεύμα. —

Τό πνεύμα τής συμφιλίωσης, είπε σιγά σάν άνάσα ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος.



Δέν είναι δυνατόν νά υπάρξει συμφιλίωση, είπε ό Στήβεν, χ ωρίς νά έχ ει προηγηθεί ρήξη.

Το ειπα ήδη. — ’Άν θέλετε νά κατανοήσετε ποιά γεγονότα έπισκιάζουν τήν τραγική εποχ ή τού Βασιλιά Αήρ, τού Όθέλλου, τού ’Άμλετ, τού Τρωίλου καί τής Χρυσηίδας, ψάξετε νά βρείτε πότε καί γιατί αύτή ή σκιά άπομακρύνεται. Τί είναι αύτό πού μαλακώνει τήν καρδιά ένός άνθρώπου ναυαγισμένου στίς χ ειρότερες θύελλες, πού δοκιμάστηκε οπως ένας άλλος Όδυσσέας, τού Περικλή, πρίγκηπα τής Τύρου; Κεφάλι, σκεπασμένο μέ μυτερό κόκκινο σκουφί, άνεμοδαρμένο, τυφλωμένο άπό τό άλάτι τής θάλασσας. —

’Ένα παιδί, ένα κορίτσι στήν άγκαλιά του, ή Μαρίνα.

— Οί προτιμήσεις τών σοφιστών γιά τίς παρόδους τών άποκρύφων παραμένουν άναλλοίωτες, άπεφάνθη ό Τζών ’Έγκλιντον. Οί λεωφόροι είναι άνιαρές, όμως όδηγούν στίς πόλεις. Ό καλός Βάκων: μπαγιάτεψε. Ό Σαίξπηρ είναι οί νεανικές τρέλες τού Βάκωνα. Ταχ υδακτυλουργοί αινιγμάτων διατρέχ ουν τίς λεωφόρους. Άναζητητές τής λύσης τού μεγάλου προβλήματος. Ποιά είναι ή πολιτεία, καλοί μου δάσκαλοι; Σάν τίς μούμιες μέσα στά ονόματα` ό Ά. Έ., ό αιώνας` ό Μαγκή, ό Τζών ’Έγκλιντον. Ανατολικά τού ήλιου, δυτικά τής σελήνης: Tir na n-og. Καί οί δυό παπουτσωμένοι, καί μέ μπαστούνι. Πόσα χ ιλιόμετρα γιά τό Δουβλίνο; Τρεις φορές είκοσι καί δέκα, κύριε. Θά φτάσουμε πρίν νυχ τώσει; —

Ό κύριος Μπραντές τό θεωρεί ώς τό πρώτο έργο τής τελευταίας περιόδου, είπε ό Στήβεν.

— ’Αλήθεια; Καί τί λέει ό κύριος Σίντεύ Λή, ή άλλως πως ό Σίμων Λάζαρος, οπως ισχ υρίζονται μερικοί πώς ονομάζεται; — Ή Μαρίνα, είπε ό Στήβεν, ενα παιδί τής καταιγίδας, ή Μιράντα, ‘ένα θαύμα, ή Perdita ή άπωλεσθείσα. Αύτή πού χ άθηκε του έπιστρέφεται: τό παιδί τής κόρης του. Ή αγαπημένη μου σύζυγος, λέει ό Περικλής, εμοιαζε μέ αύτή τήν κοπέλα. Μπορεί, άραγε, κανείς ν’ άγαπήσει τήν κόρη, άν δέν είχ ε άγαπήσει τή μητέρα; —

Ή τέχ νη νά είσαι παππούς, άρχ ισε νά μουρμουρίζει ό κ. Μπέστ. U art d’ etre grand…

— Σ’ εναν άνθρωπο προικισμένο μέ αύτό τό παράξενο πράγμα πού είναι ή ίδιοφυία, τό ομοίωμά του είναι τό πρότυπο ολων τών εμπειριών του, υλικών καί ήθικών. Μιά παρόμοια ικεσία δέν μπορεί παρά νά τόν συγκινήσει. Τά ομοιώματα τών άλλων άρσενικών τής οίκογένειάς του θά τόν άπωθήσουν. Δέν θά δει σ’ αύτά παρά χ ονδροειδείς άπόπειρες τής φύσης νά τόν προαναγγείλλουν ή νά τόν έπαναλαμβάνουν. Τό καλωσυνάτο μέτωπο του κουάκερου βιβλιοθηκάριου φωτίστηκε ρόδινο άπό μιάν ελπίδα. — Ελπίζω ότι, πρός διαφώτισιν τού εύρέως κοινού, ό κύριος Ντένταλους θά περατώσει τή θεωρία του. Καί θά ήτο χ ρέος μας ν’ άναφέρουμε κι εναν άλλον ’Ιρλανδό σχ ολιαστή, τόν κύριο Τζώρτζ Μπέρνταρντ Σώ. Καί δέν θά επρεπε νά ξεχ άσουμε τόν κύριο Φράνκ Χάρρις. Τά άρθρα του περί Σαίξπηρ στήν Επιθεώρηση τού Σαββάτου ήταν άληθώς λαμπρότατα. Περιέργως πως, καί αύτός, μάς σκιαγραφεί κάποιαν σχ έση δυστυχ ίας μέ τή σκοτεινή γυναίκα τών σονέτων. Ό προτιμηθείς άνταγωνιστής είναι ό Γουίλλιαμ Χέρμπερτ, ό κόμης τού Πέμπροουκ. Παραδέχ ομαι ότι, άν ό ποιητής είναι όντως ό άπορριφθείς, αύτή ή άπόρριψη θά εύρίσκετο περισσότερον σέ άρμονία — πώς άλλως νά τό πώ; — μέ τίς άντιλήψεις μας περί τού μή όφειλομένου νά συμβεί. Καί τερμάτισε τή συζήτηση μέ αύτά τά καλοειπωμένα λόγια, πράο κεφάλι άνάμεσά τους, αύγό τής άλκας, τού βορινού πουλιού, άνταμοιβή τής άψιμαχ ίας τους. Τής μιλάει μέ τό σείς καί μέ τό σάς στά θανατερά συζυγικά του λόγια. ’Αγαπάς αύτόν έν Θεώ, Μίριαμ; ’Αγαπάς τόν σύζυγον, όν σοί εδωκεν; — Μπορεί νά είναι ετσι κι ετσι, είπε ό Στήβεν. ‘Υπάρχ ει μιά φράση τού Γκαίτε, τήν όποία ό κ. Μαγκή άρέσκεται ν’ άναφέρει. Φυλάξου άπό έκείνα πού επιθυμείς ν’ άποκτήσεις στή νεότητά σου, γιατί θά τ’ άποκτήσεις στήν ώριμότητά σου. ’Άραγε, γιά ποιό λόγο, σέ κάποια πού δέν είναι παρά μιά buonaroba, σ’ αύτή τή φοραδίτσα πού τήν καβάλλησαν ολοι, σ’ αύτή τήν κόρη τών τιμών πού πέρασε τή νιότη της μέσα σέ σκάνδαλα, γιά ποιό λόγο στέλνει εναν άφεντάκο νά ερωτοτροπήσει μαζί της εκ μέρους του; Γιατί; Μήπως δέν ήταν ό ίδιος ενας άφέντης τής γλώσσας, μήπως δέν είχ ε καταφέρει νά γίνει ιππότης, καί μήπως δέν είχ ε γράψει τόν Ρωμαίο καί τήν Ίουλιέτα; Γ ιά ποιό λόγο, λοιπόν; Μέσα του ή πίστη στόν έαυτό του είχ ε συντρίβει πρίν απ’ τήν ώρα της. Είχ ε τουμπάρει σ’ ενα χ ωράφι μέ στάρι (σ’ ενα χ ωράφι μέ σίκαλη, θά έπρεπε νά πώ), καί δέν θά φαντάζει ποτέ πιά νικητής στά μάτια του, ούτε θά παίζει νικηφόρα τό παιγνίδι τού γέλιου καί τού κρεβατιού. Μιά προσποίηση δονζουανισμού δέν θά τόν σώσει. Καμιά μετέπειτα διόρθωση δέν θά διόρθωνε τήν πρώτη του ήττα. Τό σκυλόδοντο τής άρκούδας τόν δάγκωσε στό μέρος πού ή άγάπη συνέχ ιζε νά αίμορροεί. Κι άν ή στρίγγλα ήμέρεψε, διαθέτει πάντα τό άόρατο οπλο τής γυναίκας. Νιώθω νά υπάρχ ει μές στά λόγια κάποιο κέντρισμα τής σάρκας γιά ενα καινούργιο πάθος, μιά σκιά σκοτεινότερη άπό τήν πρώτη, πού σκοτεινιάζει άκόμα καί τήν άντίληψη πού εχ ει γιά τόν

έαυτό του. Μιά παρόμοια μοίρα βρίσκεται στό δρόμο του καί οί δυό άγανακτήσεις σμίγουν σέ μιά δίνη. Άκούν. Καί μέσα στών αυτιών τους τίς έξώπορτες έγώ χ ύνω. — Ή ψυχ ή προκαταβολικά χ τυπήθηκε θανάσιμα, δηλητήριο χ ύθηκε μές στήν εξώπορτα τού κοιμισμένου αύτιού. ‘Όμως, όσοι σκοτώθηκαν κατά τή διάρκεια τού υπνου τους δέν μπορούν νά γνωρίζουν τόν τρόπο τού τέλους τους, εκτός καί άν ό Δημιουργός έμφυσήσει αύτή τή γνώση στήν ψυχ ή τους στή μελλούμενη ζωή. Γιά τό φαρμάκωμα, καί γιά τό τέρας μέ τίς δυό πλάτες πού εύθύνεται γι’ αύτό, τό φάντασμα τού βασιλιά “Αμλετ δέν μπορούσε νά ξέρει τίποτε, εκτός κι άν ή γνώση αύτή τού παρεχ ωρείτο άπό τόν δημιουργό του. Αύτός είναι καί ό λόγος πού ή ομιλία του (σέ φτωχ ά καί άχ αρα άγγλικά) στρέφεται πάντα άλλού καί πρός τά πίσω. Άποπλανητής καί θύμα, αύτό πού εύχ όταν καί πού άπευχ όταν, ή ίδέα πού τόν κατατρύχ ει είναι, μετά άπό τόν κατάλευκο σάν φίλντισι κόρφο μέ τίς γαλάζιες σφαίρες τής Λουκρέσιας, νά πέσει στά γυμνά στήθη τής Ίμογένης μέ τίς πέντε κρεατοελιές. Επιστρέφει στά παλιά, εξαντλημένος άπό τά δημιουργήματά του, πού τά συσσώρ,ευσε γιά νά κρυφτεί άπό τόν έαυτό του, σάν γέρικος σκύλος πού γλείφει τίς παλιές του πληγές. ‘Όμως, επειδή μέ τή ζημία αυξάνει τό κέρδος του, προχ ωρεί πρός τήν αιωνιότητα σάν άμείωτη προσωπικότητα, χ ωρίς ό ίδιος νά διδάσκεται άπό τή σοφία πού εγραψε ή άπό τούς νόμους πού άποκάλυψε. Τό προστατευτικό κάλυμμα τής περικεφαλαίας του εχ ει’ σηκωθεί. Τώρα είναι φάντασμα, σκιά, άνεμος κοντά στά βράχ ια τού ’Έλσινορ ή ό,τι άλλο θελήσετε, φωνή άπό τή θάλασσα, φωνή πού άκούγεται μόνο άπό τήν καρδιά εκείνου, πού/είναι ή ούσία τής σκιάς του, ό γιός ό όμοούσιος μέ τόν πατέρα. —

’Αμήν! άποκρίθηκε μιά φωνή άπό τήν πόρτα.

“Ω, έσύ, εχ θρέ μου, μέ άνακάλυψες; Entr’acte. ‘Ένα πρόσωπο αυθαδες, κατσούφικο σάν πρόσωπο πρύτανη, ό Μπάκ Μάλλιγκαν, χ αρούμενος γελωτοποιός, προχ ώρησε πρός τό καλωσόρισμα τών χ αμόγελών τους. Τό τηλεγράφημά μου. — Άν δέν κάνω λάθος, μιλούσες γιά τό αεριώδες σπονδυλωτό; ρώτησε τόν Στήβεν. Φορώντας κίτρινο γιλέκο, τούς χ αιρετούσε χ αρούμενος μέ τόν παναμά του βγαλμένον σάν νά ’ταν κουδουνίστρα. Τόν ύποδέχ τηκαν καλά. Was Du verlachst wirst Du noch dienen. Φάρα χ λευαστών` ό Φώτιος, ό ψευδομαλαχ ίας, ό Γιόχ αν Μόστ. Ούτος “Οστις έγέννησε τόν Εαυτόν αύτού, διαμέσου τού Αγίου Πνεύματος, καί “Οστις άπέστειλεν τόν Εαυτόν αύτού ώς Έξαγοραστήν τών αμαρτιών, μεταξύ Αύτού καί τών άλλων, “Οστις, προπηλακισθείς ύπό τών έχ θρών Αύτού, γυμνωθείς καί μαστιγωθείς, σταυρωθείς ώς νυκτερίς εις τήν θύραν τής σιταποθήκης, έπείνασεν έπί τού δένδρου τού σταυρού, “Οστις, άφεθείς νά ένταφιαστή, άνεστήθη, έπάταξεν τήν κόλασιν, άνήλθεν εις τούς ούρανούς καί έκεί έπί χ ίλια καί

έννεακόσια έτη κάθηται εις τά δεξιά τού Έαυτού Αύτού, καί θά έπανέλθη τήν ύστάτην τών ήμερών ινα δικάση ζώντας καί νεκρούς, ότε απαντες οί ζώντες θά είναι ήδη νεκροί.

Glo — ο — ri — a in ex — cel — sis De — o ‘Υψώνει τά χ έρια του. Τά πέπλα πέφτουν. ’Ώ, ανθη! Καμπάνες καί καμπάνες καί καμπάνες σέ χ ορωδία. — Ναί, πράγματι, ειπε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Μία λίαν διαφωτιστική συζήτηση. Θά μπορούσα νά όρκισθώ ότι καί ό κ. Μάλλιγκαν εχ ει τή δική του θεωρία περί τού Σαίξπηρ καί τού έργου του. Θά επρεπε νά άντιπροσωπεύονται ολες οί πλευρές τής ζωής. Χαμογέλασε ίσομερώς πρός ολες τίς πλευρές. Ό Μπάκ Μάλλιγκαν σκέφτηκε, απορημένος. —

Σαίξπηρ; είπε. Νομίζω ότι τό όνομα μού είναι γνωστό.

“Ενα παροδικό ήλιοφώτιστο χ αμόγελο φώτισε τά χ αλαρά χ αρακτηριστικά του. —

Μά βέβαια, είπε ζωηρά, ενθυμούμενος. Ό τύπος πού γράφει σάν τόν Σύντζ.

Ό κ. Μπέστ στράφηκε πρός τό μέρος του. — Σ’ εψαχ νε ό Χέηνς, είπε. Μήπως τόν συνάντησες; Θά σέ συναντήσει αργότερα στό μπάρ Ι.Α.Γ. ’Έφυγε γιά τού Γκίλ γιά ν’ αγοράσει τά Έρωτοτράγονδα τού Κόννωτ, τού Χάιντ. —

Ηρθα μέσω τού μουσείου, είπε ό Μπάκ Μάλλιγκαν. Πέρασε άπό έδώ;

— Οί συμπατριώτες τού βάρδου, άπάντησε ό Τζών ’Έγκλιντον, πιθανώς κουράσθηκαν μέ τίς σπινθηροβόλους θεωρίες μας. Πληροφορούμαι ότι εις τό Δουβλίνον μία ήθοποιός ύπεδύθη χ θές διά τριακοσιοστήν όγδόην φοράν τόν ’Άμλετ. Ό Βάιννινγκ ίσχ υρίζετο ότι ό ’Άμλετ ήταν γυναίκα. Κανείς δέν σκέφτηκε νά τόν κάμει ’Ιρλανδό; ’Έχ ω τήν εντύπωση ότι ό Δικαστής Μπάρτον άσχ ολείται μέ τήν άνεύρεση στοιχ είων. ‘Ορκίζεται (ή Ύψηλότης του ό Πρίγκηπας καί όχ ι ή Έξοχ ότης του ό Δικαστής) στόν ‘Άγιο Πατρίκιο. Η λαμπρότερη άπό ολες τίς ιστορίες είναι αύτή τού Ούάιλντ, είπε ό κ. Μπέστ, ύψώνοντας τό λαμπρό του σημειωματάριο. Αύτό τό Πορτραίτο τού χ . Γ. X., οπου άποδεικνύεται ότι τά σονέτα γράφτηκαν άπό κάποιον Γουίλλι Χιούις, εναν άνθρωπο μέ ολα τά χ ούγια. —

Διά κάποιον Γουίλλι Χιούις, θέλετε νά πείτε, είπε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος.

’Ή τόν Χουίλλι Γιούις. Τόν κ. Γουίλλιαμ Αύτοπροσώπως. Γ. X.: έγώ ποιός είμαι; — Διά τόν Γουίλλι Χιούις έννοούσα, είπε ό κ. Μπέστ, διορθώνοντας εύκολα τό σχ όλιό του. “Οπως θά άντιλαμβάνεστε, βέβαια, ολο αύτό βασίζεται σέ μιά παραδοξολογία, ό Χιούις ταιριάζει μέ τά χ ούγια καί τή χ ροιά, άλλά είναι τόσο ενδεικτικός ό τρόπος πού τό έπεξεργάζεται.

Αντιλαμβάνεστε ότι συνιστά αύτήν ταύτην τήν ούσίαν τού Ούάιλντ. Τήν άντιμετώπισιν τού προβλήματος μετ’ έλαφρότητος. Τό βλέμμα του άγγιξε ελαφρά τά πρόσωπά τους, καθώς χ αμογελούσε, ξανθός έφηβος. Ή ήμερη ούσία τού Ούάιλντ. Είσαι διαβολεμένα πνευματώδης. Τρία δράμια ούίσκυ ήπιες μέ τά δουκάτα τού Ντάν Ντήζυ. Πόσα ξόδεψα; ’Ώ, λίγα σελλίνια. Γιά μιά άγέλη δημοσιογράφων. Χιούμορ σάν κρασί καί χ ιούμορ σάν ξύδι. Πνεύμα. Θά άντάλλασσες ολη σου τήν εξυπνάδα μέ αύτή τήν περήφανη στολή τής νιότης πρύ φοράει. Χαρακτηριστικά μιας επιθυμίας πού ικανοποιήθηκε. Μπορεί νά ύπάρχ ουν κι άλλες άκό. Βούτα καί γιά μένα μία. Ω, Δία, τήν εποχ ή τού ζευγαρώματος, στείλε τους μιά νέα εποχ ή όργασμού. Μέ ολη μου τήν καρδιά, χ αίδολόγησέ την. Ή Εύα. Ή αμαρτία μέ τή γυμνή σταρένια κοιλιά. “Ενα φίδι τή σφίγγει όλόγυρα καί τή δαγκωνοφιλάει. — ’Έχ ετε τήν εντύπωση ότι είναι απλώς μιά παραδοξολογία; ρώτησε ό κουάκερος βιβλιοθηκάριος. Ό ε’ίρων δέν λαμβάνεται ποτέ σοβαρώς ύπ’ όψιν όταν επιζητεί νά έκληφθεί σοβαρά. Μιλούσαν σοβαρά γιά τή σοβαρότητα τού είρωνα. Τό ξανασοβαρεμένο πρόσωπο τού Μπάκ Μάλλιγκαν κάρφωσε γιά λίγο τόν Στήβεν. “Υστερα, κουνώντας τό κεφάλι του, πλησίασε καί τράβηξε άπό τήν τσέπη του ενα διπλωμένο τηλεγράφημα. Τά εκφραστικά χ είλη του διάβασαν μέ ανανεωμένη άπόλαυση. —

Τηλεγράφημα! είπε. ‘Υπέροχ η έμπνευση! Τηλεγράφημα! Βούλα τού Πάπα!

Κάθησε στήν άκρη τού άφώτιστου γραφείου, χ αρούμενος, διαβάζοντας δυνατά: — Αισθηματίας είναι εκείνος πού θά απολάμβανε κάτι, δίχ ως ν’ αναλαμβάνει καί τό πελώριο χ ρέος του. ‘Υπογραφή: Ντένταλους. ’Από πού τό εστειλες; ’Από τό τσαρδί σου; ’Όχ ι. ’Από τό Κόλλετζ Γκρήν; Μήπως ήπιες καί τίς τέσσερις λίρες; Ή θεία σκοπεύει νά έπισκεφθεί τόν άνύπαρκτο πατέρα σου. Τηλεγράφημα! Μαλαχ ί Μάλλιγκαν, Μπάρ τό Καράβι, οδός Κάτω ’Άμπεύ. ’Ώ, έσύ, ασύγκριτε θεατρίνε! ’Ώ, ιεροποιημένε καμποτίνε! ’Έχ ωσε χ αρούμενος μήνυμα καί φάκελο μέσα στήν τσέπη του, άλλά συνέχ ισε μιά ιερεμιάδα σέ κλαψιάρικη διάλεκτο. — Είναι οπως σ’ τά λέω, καλέ μου κύριε, παράξενοι καί άρρωστοι εκεί πού ήμαστε. Ό Χέηνς καί ή άφεντιά μου, τήν ώρα πού αύτός τό εφερνε. Νομίζω ότι εκείνο τό μουρμουοητό πού κάναμε γιά τή δόση τό μαντζούνι μας, θά ξεσήκωνε καί καλόγερο, κι άς μήν μπορούσε νά πάρει τά πόδια του άπό τίς άσωτείες. Κι εμείς μιά ώρα, δυό ώρες, τρεις ώρες, νά καθόμαστε στού Κόννερυ καί νά περιμένουμε κι οί δυό μας σάν κυρίες τίς μπύρες μας.

Βόγκηξε: — Έμείς νά ήμαστε έκεί κι έσύ στά βαθειά ρουμάνια, καί νά μάς στέλνεις τά χ άπια σου μέ τέτοιο τρόπο πού ot γλώσσες μας είχ αν πεταχ τεί εξω μιά γιάρδα, οπως καί έκείνων τών διψασμένων καλογέρων πού ξεψυχ άνε γιά μεθύσι. Ό Στήβεν γέλασε. Γρήγορος ό Μπάκ Μάλλιγκαν έσκυψε πάνω του γιά νά τόν προειδοποιήσει: — Ό άλήτης ό Σύντζ ψάχ νει νά σέ βρει γιά νά σέ δολοφονήσει, ειπε. Σέ άκουσε πού τού κατούραγες τήν πόρτα στό Γλάστουλ. Φόρεσε τά στιβάλια του καί βγήκε γιά νά σέ δολοφονήσει. —

Εμένα; άναφώνησε ό Στήβεν. Μά αύτό άποτελεί τή δική σου συνεισφορά στή λογοτεχ νία.

Ό Μπάκ Μάλλιγκαν έγειρε πρός τά πίσω κατευχ αριστημένος καί γέλασε πρός τήν κατεύθυνση τών δοκαριών τής οροφής πού κρυφακούγανε. —

Θά σέ δολοφονήσει! είπε γελώντας.

Εριστική μουτσούνα πού μέ προκαλούσε άπό ψηλά καθώς τρώγαμε συκωταριά στήν όδό ΣαίντΆντρέ-ντέζ-Άρ. Λόγια καί λόγια κι άλλα λόγια, palabras. Ό Όιζίν παρέα μέ τόν Πάτρικ. Ό σάτυρος πού συνάντησε στό δάσος τού Κλαμάρ, κραδαίνοντας μιά μπουκάλα μέ κρασί. C’ est vendredi saint! Ό δολοφόνος ’Ιρλανδός. Συνάντησε τήν περιπλανώμενη εικόνα του. Έγώ τή δική μου. Συνάντησα εναν τρελό μές στό δάσος. —

Κύριε Λύστερ, είπε ενας κλητήρας άπό τήν άνοιχ τή πόρτα.

— … εντός τού όποιου καθένας δύναται νά άνακαλύψει αύτό πού τού ταιριάζει. ’Έτσι καί ό Δικαστής Μάντεν στό Ημερολόγιο τού κυρίου Γουίλλιαμ Σάιλενς άνεύρε ολους τούς δρους τής Θήρας. Ναί; Τί συμβαίνει; — ’Ένας κύριος, κύριε, είπε ό κλητήρας, πλησιάζοντας καί έγχ ειρίζοντάς του ενα επισκεπτήριο. ’Από τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο. Θέλει νά δεί τά φύλλα τής περασμένης χ ρονιάς τής εφημερίδας Ό λαός τού Κιλκέννυ. —

Βεβαίως, βεβαίως, βεβαίως. Πού είναι ό κύριος;

Πήρε βιαστικά τό επισκεπτήριο, τό κοίταξε, ρώτησε, έτριξε, ρώτησε: —

Πού είναι; ’Ώ, εκεί!

‘Ένα άσίκικο βήμα, βιαστικό, καί χ άθηκε. ’Έξω στόν ήλιόλουστο διάδρομο, ξοδεύοντας τόν ζήλο του σέ εύφραδεις προσπάθειες, εμπλεος τής άποστολής του, εμπλεος καλής θελήσεως, εμπλεος εύγενείας, εμπλεος κουακερίστικης εύσυνειδησίας. — Αύτός είναι ό κύριος; ’Από τήν εφημερίδα Ελεύθερος ’Άνθρωπος; Τόν Λαό τού Κιλκέννυ; Βεβαίως. Καλή σας ήμέρα, κύριε. Τού Κιλκέννυ… Τήν εχ ουμε, βεβαίως…

Μιά ύπομονετική σιλουέτα περίμενε, τόν άκουγε. — ’Όλο τόν άξιόλογον επαρχ ιακό… Τόν Φιλελεύθερο τού Βορρά, τόν Εξεταστή τού Κόρκ, τόν Φύλακα τού ’Ίννσκορθυ, 1903… Περάστε, παρακαλώ… ’Ήβανς, συνόδευσε τόν κύριο… ’Άν άκολουθήσετε τόν κλητ… Ω, σάσεών της. Επίκληση πού άργεί νά σβήσει. Ό Πάτ πληρώνει γιά τήν μπύρα πού άνοίχ τηκε. Καί πάνω άπό τό δίσκο μέ τήν άνοιγμένη μπύρα καί τό ποτήρι, φαλακρός καί ταλαίπωρος, ψιθυρίζει έξ αιτίας τής δίδος Ντούς. —

Τ’ άπαστράπτοντα άστρα χ λωμιάζουν



‘Ένα τραγούδι άφωνο ακούστηκε άπό τό άλλο δωμάτιο νά τραγουδάει: —



χ αράζει ή αυγή.

Μιά δωδεκάδα τιτιβίσματα φλυάρησαν χ αρούμενα σάν άπάντηση στίς νότες του κάτω άπό τά εύαίσθητα δάχ τυλα. Λαμπερά τά πλήκτρα, κρυστάλλινα, ενωμένα, ολα κλειδοκυμβαλίζοντας, καλούσαν μιά φωνή πού θά τραγουδούσε τή μελωδία τής δροσάτης αυγής, τής νιότης, τών ερωτικών άποχ αιρετισμών, τής αύγής τής ζωής, τής αύγής τής άγάπης. —

Δροσοσταλίδες έσείς, μαργαριτάρια…

Πάνω άπό τόν πάγκο, τά χ είλη τού Λένεχ αν σχ εδιάζουν ενα σφύριγμα δελεάσματος. —

’Όμως, ρίχ τε μας καί μιά ματιά, λοιπόν, είπε, ρόδο τής Καστίλλης.

Κουδούνισμα άμαξας κουδουνίζοντας πού φρενάρει καί σταματάει. Αύτή σηκώνεται, κλείνοντας τό βιβλίο της, ρόδο τής Καστίλλης. Ρόδο κακόκεφο, άπελπισμένο, όνειροφαντασμένο ρόδο. —

’Έπεσε μόνη της ή τήν έσπρωξαν; τή ρώτησε.

Τού άπάντησε άγέρωχ η: —

Μήν κάνετε έρωτήσεις γιά νά μήν άκούσετε ψέματα.

Σάν κυρία, μέ τρόπους κυρίας. Τά κατακίτρινα πανέμορφα παπούτσια τού Μπλέηζες Μπόυλαν έτριξαν πάνω στό δάπεδο τού μπάρ καθώς βάδιζε μέ μεγάλα βήματα. Ναί, κοντά στόν χ ρυσό καί άπόμακρα άπό τόν χ αλκό. Ό Λένεχ αν τόν άκουσε, τόν άναγνώρισε καί τόν χ αιρέτησε: —

’Ιδού ό ήρωας, ό καταχ τητής.

’Ανάμεσα στήν άμαξα καί τό παράθυρο, περπατώντας προσεχ τικά, προχ ώρησε ό Μπλούμ, ήρωας πού δέν καταχ τήθηκε. Μπορεί νά μέ είδε. Τό κάθισμα πού καθόταν: ζεστό. Μαύρος προσεχ τικός γάτος πλησίασε τήν τσάντα μέ τά δικόγραφα τού Ρίτσι Γκούλντινγκ, πού σηκώθηκε σέ χ αιρετισμό. —

Κι εγω απο εσε…



’Άκουσα πώς θά πέρναγες άπό έδώ, είπε ό Μπλέηζες Μπόυλαν.

’Άγγιξε πρός τιμήν τής δίδος Κέννεντυ τό γύρο τού στραβοφορεμένου ψάθινου καπέλου του. Αύτή τού χ αμογέλασε. Άλλά ή άδερφή της, ό χ αλκός, τήν ξεπέρασε σέ χ αμόγελο, ισιάζοντας γιά χ άρη του μιά κόμη πλουσιώτερη, εναν κόρφο καί ενα ρόδο. Ό Μπόυλαν παράγγειλε ποτά. — Τί ποθεί ή καρδιά σας; ‘Ένα ποτήρι μπύρα; ‘Ένα ποτήρι μπύρα παρακαλώ, καί γιά έλόγου μου ενα λικέρ άπό κορόμηλα. ’Έμαθες τίποτα νεώτερο; ’Όχ ι άκόμα. Στίς τέσσερις, αύτός. ‘Όλα στίς τέσσερις.

Τό καρύδι καί τά κατακόκκινα αυτιά τού Κάουλεύ στήν εξώπορτα τού γραφείου τού άστυνόμου. Νά τόν άποφύγω. Πιθανόν νά μέ χ αιρετήσει ό Γκούλντιγκ. “Αραγε τί νά κάνει αύτός μέσα στό ’Όρμοντ; Ή άμαξα σέ άναμονή. Περίμενε. Γειά χ αρά. Γιά πού τό ’βαλές; Νά τσιμπήσεις κάτι; Κι έγώ μόλις έλεγα. Έδώ μέσα. Τί, στό ’Όρμοντ; Τό καλύτερο μαγαζί σέ ολο τό Δουβλίνο. Τό λές άληθινά; Ή τραπεζαρία. Κάθεσαι καλά έκεί. Βλέπεις, δέ σέ βλέπουν. Νομίζω πώς θά σού κάνω παρέα. Πάμε. Ό Ρίτσι μπήκε πρώτος. Ό Μπλούμ άκολούθησε τήν τσάντα. Γεύμα πού ταιριάζει σέ πρίγκηπα. Ή δίς Ντούς τέντωσε τό μπράτσο της γιά νά πιάσει τό μπουκάλι, άπλωσε τό σατινένιο μπράτσο της, τόν κόρφο της, πού κόντεψε νά πεταχ τεί εξω, τόσο τσιτώθηκε. —

”Ωχ ! ώχ ! βαριανάσαινε ό Λένεχ αν σέ κάθε τσίτωμα. ’Ωχ !

‘Όμως αύτή πανεύκολα άρπαξε τή λεία της καί τήν κατέβασε θριαμβευτικά. —

Γιατί δέν βάζεις μπροστά νά ψηλώσεις; ρώτησε ό Μπλέηζες Μπόυλαν.

Αύτή, ό χ αλκός, σερβίροντας άπό τό μπουκάλι μέ τό παχ ύ σιροποειδές λικέρ γιά τά χ είλη του, τό κοίταξε καθώς χ υνόταν (άνθος στήν μπουτουνιέρα του, ποιά τού τό εδωσε;) καί σιρόπιασε ή φωνή της: —

Τά άκριβά άρώματα σέ μικρά μπουκάλια.

Δηλαδή έλόγου της. Επιδέξια αύτή χ ύνει τό άργό σιροπιαστό λικέρ. —

Εύτυχ είτε, ειπε ό Μπλέηζες.

Τσίμπησε ένα μεγάλο νόμισμα καί τό εριξε πάνω στόν πάγκο. Τό νόμισμα κουδούνισε. —

Περίμενε, ειπε ό Λένεχ αν, μέχ ρι νά…



Εύτυχ είτε, εύχ ήθηκε, σηκώνοντας τήν άφρισμένη μπύρα του.



Τό Σκήπτρο θά κερδίσει, σάν νά πηγαίνει περίπατο, ειπε.

— Άκούμπησα κάμποσα πάνω του, είπε ό Μπόυλαν, άνάμεσα σ’ ενα κλείσιμο τού ματιού καί σέ μιά ρουφηξιά. Καί όχ ι γιά δική μου πάρτη. ’Ιδέα κάποιας φίλης μου. Ό Λένεχ αν επινε άκόμα καί μειδιούσε πρός τή γερμένη μπύρα του καί τά χ είλη τής δίδος Ντούς, πού μόνο πού δέν μουρμούριζαν, μισάνοιχ τα, τό τραγούδι τών ωκεανών πού είχ αν κιόλας διηγηθεί. ’Αιντολόρες. Τών θαλασσών τής άνατολής. Τό ρολόι περιστρέφεται. Ή δίς Κέννεντυ πέρασε δίπλα τους (άνθος, άναρωτιέμαι ποιά τού τό εδωσε) άπομακρύνοντας τό δίσκο μέ τά τσάγια. Τό ρολόι χ τύπησε. Ή δίς Ντούς πήρε τό νόμισμα τού Μπόυλαν, χ τύπησε θαρραλέα τή μηχ ανή τού ταμείου. Κουδούνισε. Τό ρολόι χ τύπησε. Ή πεντάμορφη τής Αίγύπτου άνακατεύει καί ψάχ νει τό συρτάρι, τιτιβίζει καί δίνει νομίσματα γιά ρέστα. Κοίταξε πρός τή δύση. ‘Ένας κρότος. Γιά μένα.



Τί ώρα είναι; ρώτησε ό Μπλέηζες Μπόυλαν. Τέσσερις;

Οί ώρες. Ό Λένεχ αν, μέ μάτια μικρά, πεινασμένα γιά τό τιτίβισμά της, ό κόρφος της πού τιτιβίζει, τραβάει άπό τό μανίκι τόν Μπλέηζες Μπόυλαν. —

Άς ακούσουμε τόν χ ρόνο, είπε.

Ή τσάντα τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ οδήγησε τόν Μπλούμ μέσα άπό τό χ ωράφι σίκαλης τών άνθοστολισμένων τραπέζιών. Αβέβαιος, διάλεξε μέ βέβαιη ταραχ ή, κάτω άπό τήν επιτήρηση του φαλακρού Πάτ, ενα τραπέζι πλάι στήν πόρτα. Νά είναι κοντά. Στίς τέσσερις. Μήπως αύτός ξεχ άστηκε; ’Ίσως ενα τέχ νασμα. ’Έτσι πού άργεί, άκονίζει τήν δρεξη. Έγώ δέν θά μπορούσα νά τό κάμω. Περίμενε, περίμενε. Ό Πάτ, τό γκαρσόνι, περιμένει. Τά σπινθηροβόλα γαλάζια μάτια τού χ αλκού κατάτρωγαν τού γαλάζιου Μπλέηζες τό γαλανό μέτωπο καί τά μάτια. — —



Κάντε το, πίεσε ό Λένεχ αν. Είμαστε μόνοι. Αύτός δέν ακούσε ποτέ. σπεύδει στά χ είλη τής Φλώρας.

Όξεία, μιά οξεία νότα, ήχ ούσε σέ τρέμουλο, καθαρή. Ή χ αλκοΝτούς, ενα καί τό αύτό μέ τό ρόδο της, πού βυθίζεται καί άνυψώνεται, ψάχ νει γιά τό άνθος καί τά μάτια τού Μπλέηζες Μπόυλαν. —

Σάς παρακαλώ, σάς παρακαλώ.

Ίκέτευσε έν μέσω έπιστρεφομένων φράσεων παραδοχ ής. —

Πώς θά μπορούσα νά σέ άφήσω;



Σέ λίγο, ύπόσχ εται ναζιάρικα ή δίς Ντούς.



’Όχ ι, τώρα άμέσως! τήν προτρέπει ό Λένεχ αν. Sonnezla cloche! ’Ώ, ελάτε! Είμαστε μόνοι.

Κοίταξε. Γρήγορα. Ή δίς Κένν άρκετά μακριά γιά ν’ άκούσει. Ξαφνικό σκύψιμο. Δυό ερεθισμένα πρόσωπα κοιτάζουν νά σκύβει. Τρέμοντας, οί συγχ ορδίες ξεστρατούσαν άπό τό κύριο θέμα, τό ξανάβρισκαν, τό έχ αναν καί τό ξανάβρισκαν έκεί πού πήγαινε νά χ αθεί. —

Συνεχ ίστε! Ελάτε! Sonnez!

Σκύβοντας, επιασε τό στρίφωμα μιας φούστας πού άφηνε γυμνό τό γόνατό της. Καθυστερεί. Τούς ύποδαυλίζει τόν πόθο τους, σκυμμένη, μετέωρη, μέ μάτια γεμάτα πονηριά. —

Sonnez!

Κλάτς. Αφήνει άπότομα έλεύθερη τήν τραβηγμένη έλαστική καλτσοδέτα της νά χ τυπήσει ζεστά πάνω στόν ζεσταμένο άπό τήν κάλτσα γυναικείο μηρό τηζ ` — La cloche! φώναξε εξαύλωμένος ό Λένεχ αν. Δασκαλεμένη άπό τό άφεντικό της. Δέν εχ ει πριονίδια έκεί. Χαμογελά υπεροπτικά (Θεέ μου! άντρες δέν είναι;), άλλά, γλιστρώντας άνάλαφρη, στόν Μπόυλαν χ αμογελά καλωσυνάτα. —

ΕΙσθε ή πεμπτουσία τής χ υδαιότητας, ειπε γλιστρώντας.

Ό Μπόυλαν κοίταζε, κοίταζε. Φέρνει στά παχ ειά χ είλη τό δισκοπότηρό του, άδειάζει τό μικρό του δισκοπότηρο, γλείφοντας τίς τελευταίες πηχ τές σταγόνες τού βιολετιού σιροπιού. Τά ονειροπαρμένα μάτια του άκολούθησαν τό κεφάλι της πού γλίστραγε, καθώς άπομακρυνόταν παράλληλα μέ τόν πάγκο, πλάι στόν καθρέφτη, κάτω άπό τή χ ρυσοστόλιστη άψίδα μέ τά γυαλιστερά ποτήρια γιά τζιτζιμπύρα, καί κόκκινο καί λευκό κρασί, μιά άγκαθωτή άχ ηβάδα, οπου μές στόν καθρέφτη συνταιριάζεται ό χ αλκός μ’ εναν άλλο χ αλκό φωτεινότερο. Ναί, ό χ αλκός άπό έκεί κοντά. —

…’



Αγαπημένη, χ ούρε! Φεύγω, ειπε ό Μπόυλαν, πού δέν κρατιέται.

Σπρώχ νει μέ νεύρο τό δισκοπότηρό του καί μαζεύει τά ρέστα του. — Περίμενε ενα λεπτό, τόν παρακαλεί ό Λένεχ αν, πίνοντας γρήγορα. ’Ήθελα νά σού πώ. Ό Τόμ Ρόσφορντ… —

Πές το στά γρήγορα, ειπε ό Μπλέηζες Μπόυλαν, φεύγοντας.

Ό Λένεχ αν κατάπιε τό υπόλοιπο τού ποτού του γιά νά τόν πάρει άπό πίσω. —

Σέ τσίμπησε άλογόμυγα; ειπε. Περίμενε. ’Έφτασα.

’Ακολούθησε τά βιαστικά τριζάτα παπούτσια, άλλά στάθηκε στό πορτόφυλλο γιά νά χ αιρετήσει δυό σιλουέτες, μιά σωματώδη καί μιά λεπτή. —

Πώς εισθε, κύριε Ντόλλαρντ;

— `Έι, τί κάνεις, τί κάνεις, άπάντησε ή άφηρημένη μπάσσα φωνή τού Μπέν Ντόλλαρντ, πού παρατάει πρός στιγμήν τά βάσανα τού πατρός Κάουλεύ. Μπόμπ, δέν θά σέ ενοχ λήσει ποτέ πιά. Ό ’Άλφ Μπέργκαν θά μιλήσει στόν ψηλό. Αύτή τή φορά θά χ ώσουμε ενα ψύλλο μέσα στό αυτί αύτού τού ’Ιούδα τού Ίσκαριώτη. ’Αναστενάζοντας, ό κ. Ντένταλους, ήρθε πρός τό μέρος τους διασχ ίζοντας τό σαλόνι, τρίβοντας μ’ ενα δάχ τυλο τό μάτι του. —

Χωχ ώ, καί βέβαια θά τού χ ώσουμε, γρυλλίζει περιχ αρής ό Μπέν Ντόλλαρντ. ’Έλα, Σίμωνα,

χ άρισέ μας ενα τραγουδάκι. Σέ άκούσαμε πού έπαιζες στό πιάνο. Ό φαλακρός Πάτ, ταλαίπωρο γκαρσόνι, περίμενε γιά παραγγελίες ποτών, ούίσκυ μάρκας Πάουερ γιά τόν Ρίτσι. Καί ό Μπλούμ; ’Άς δούμε. ’Άς μήν τόν κάνουμε νά πηγαινοέρχ εται δυό φορές. Οί κάλοι του. Τέσσερις ή ώρα, τώρα. Πόσο ζεστό είναι αύτό τό μαύρο κουστούμι. “Οσο νά πεις, σού σπάει τά νεύρα. Ανακλά (ετσι δέν λέγεται;) τή θερμότητα. ’Άς δούμε. Μηλίτης. Ναί, μιά μπουκάλα μηλίτη. —

Μά, τί είναι αύτά πού μού λές; είπε ό κ. Ντένταλους. Αυτοσχ έδιαζα, καλέ μου.

— ’Έλα, ελα, τόν κάλεσε ό Μπέν Ντόλλαρντ. ’Άς διώξουμε τίς μαύρες σκέψεις. ’Έλα, Μπόμπ. Μπόμπ. Αύτός, ό φαρδύς Ντόλλαρντ, ογκώδη ενδύματα άπό δεύτερο χ έρι, προηγούμενος (πιάστε μου αύτό τό ζωντανό, ναί, γιά τόλμησε) πρός τό σαλόνι. Στρογγυλοκάθησε, αύτός, ό Ντόλλαρντ, στό στρογγυλό κάθισμα τού πιάνου. Κολλάει τά άρθριτικά του δάχ τυλα στά πλήκτρα. ’Απότομη συγχ ορδία πού κόλλησε. Ό φαλακρός Πάτ, στό πορτόφυλλο, συνάντησε τόν χ ωρίς τσάι χ ρυσό πού έπέστρεφε. Ό κατσούφης, ό ταλαίπωρος, ήθελε ενα ούίσκυ Πάουερ καί μιά μπουκάλα μηλίτη. Ό χ αλκός άκουγε άπό τό παράθυρο, ό χ αλκός άπό μακριά. Κουδούνισμα καί τρίξιμο άμαξας χ αρούμενο. Ό Μπλούμ άκουσε ενα κουδούνισμα, εναν έλάχ ιστο ήχ ο. ’Έφυγε. Ό Μπλούμ άπευθύνει ενα μικρό σπασμωδικό άναστεναγμό στά γαλάζια σιωπηρά άνθη. Κουδουνίσματα. ’Έφυγε. Κουδουνίσματα. ’Άκου. —

Άγάπη καί πόλεμος, Μπέν είπε ό κ. Ντένταλους. Νά ζήσουνε οί παλιοί καιροί.

Τά θαρραλέα μάτια τής δίδος Ντούς, άπαρατήρητα, άφησαν τά κουρτινάκια, λαβωμένα άπό το φώς. ’Έφυγε. Σκεφτική (ποιός ξέρει γιά ποιό λόγο;), λαβωμένη (άπό τό φώς πού λαβώνει), χ αμήλωσε τά στόρια τραβώντας τό κορδόνι. Τά χ αμήλωσε σκεφτική (γιατί εφυγε τόσο γρήγορα, όταν έγώ;), άναλογιζόμενη τόν χ αλκό της, κατά τό μπάρ, εκεί οπου ό φαλακρός στεκόταν πλάι στόν άδερφικό χ ρυσό, εξαίρετη άντίθεση, άντίθεση εξαίρετη, μή εξαίρετη, άργή δροσερή θολή θαλασσοπράσινη βαθύτητα σκιάς πού γλιστράει, eau de Nil. — Ό καημένος ό γερο-Γχ ούντγουιν έπαιζε πιάνο εκείνο τό βράδυ, τούς υπενθύμισε ό πατήρ Κάουλεύ. Δέν τά πήγαιναν καί τόσο καλά, αύτός καί τό πιάνο. Πράγματι. — ’Έκανε ό,τι γουστάριζε, είπε ό κ. Ντένταλους. Ούτε ό ίδιος ό διάολος μπορούσε νά τόν σταματήσει. ΤΗταν ενας πολύ νευρικός γέρος μέχ ρι νά τόν πιάσει τό πιοτό. — `Ό, Θεέ μου, θυμόσαστε; είπε ό Μπέν, ό σωματώδης Ντόλλαρντ, στρέφοντας τό σώμα του άπό τά ταλαιπωρημένα πλήκτρα. Καί, μά τό Θεό, έγώ δέν διέθετα έπίσημο ένδυμα.

Γέλασαν καί οί τρείς. Δέν διέθετε ένδ. Καί οί τρεις γέλασαν. Έπίσημο ένδυμα. — Ό φίλος μας ό Μπλούμ μάς ξελάσπωσε εκείνο τό βράδυ, είπε ό κ. Ντένταλους. Αλήθεια, πού βρίσκεται ή πίπα μου; Έπέστρεψε στό μπάρ γιά ν’ άναζητήσει τή χ αμένη πίπα του. Ό φαλακρός Πάτ μετέφερε τά ποτά δύο πελατών, τού Ρίτσι καί τού Πόλντυ. Καί ό πατήρ Κάουλεύ γέλασε ξανά. —

Μπέν, νομίζω ότι έσωσα τήν κατάσταση.

— Ναί, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ, θυμάμαι κι έγώ εκείνα τά στενά παντελόνια. ΤΗταν υπέροχ η ιδέα, Μπόμπ. Ό πατήρ Κάουλεύ κοκκίνισε μέχ ρι τούς γυαλιστερούς μώβ λοβούς του. Ειχ ε σώσει τήν κατάστα. Στενά παντελό. Υπέροχ η ίδέ. — Ηξερα πώς ήταν άδέκαρος, ειπε. Ή γυναίκα του έπαιζε πιάνο τά Σαββατόβραδα στό Καφέ Παλλάς, γιά πενταροδεκάρες, καί δέν θυμάμαι ποιός ήταν αύτός πού μού σφύριξε πώς εκανε καί τήν άλλη δουλειά. Θυμόσαστε; Ψάξαμε ολη τήν όδό Χόλλες γιά νά τούς βρούμε, μέχ ρι πού εκείνος ό τύπος στού Κήο νά μάς δώσει τόν άριθμό τού σπιτιού του. Θυμόσαστε; Ό Μπέν θυμότανε, τό φαρδύ του πρόσωπο άπορημένο. —

Μά τό Θεό, αύτή ειχ ε τού κόσμου τά βραδινά παλτά καί τά φορέματα!

Ό κ. Ντένταλους έπέστρεφε μέ τήν πίπα στό χ έρι. — Σέ στύλ τής πλατείας Μέρριον. Θεέ μου, τουαλέτες χ ορού, καί φορέματα δεξιώσεων. Εξάλλου, δέν θέλησε νά πάρει λεφτά. Πώς; Καί τί δέν ειχ ε! “Ο,τι τραβούσε ή δρεξή σου, άπό τρίκωχ α, μπολερό καί εσώρουχ α. Καί τί δέν ειχ ε! — Μά βέβαια, βέβαια, έπιβεβαίωσε ό κ. Ντένταλους. Ή κυρία Μάριον Μπλούμ εχ ει βγάλει άπό πάνω της ρούχ α καί ρούχ α. Κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο κατά τίς άποβάθρες. Ό Μπλέηζες κουνιόταν πάνω στίς κουνιστές ρόδες. Συκώτι καί μπέηκον. Κρεατόπιτα μέ νεφρά. Μάλιστα, κύριε. Εντάξει, Πάτ. Ή κυρία Μάριον, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Μιά μυρωδιά καμένου τού Πώλ ντέ Κόκ. ‘Ωραίο όνομα αύτός. —

Πώς τήν ελεγαν τότε; ΤΗταν καλοφτιαγμένη στά νιάτα της, ή Μάριον…



Τουήντυ…



Ναί. Καί ζεί άκόμα;



Καί βασιλεύει.



Ηταν ή κόρη τού…



Τό κορίτσι τού συντάγματος.



Ναί, μά τό Θεό. Θυμάμαι τόν γέρο άρχ ιτυμπανιστή.

Ό κ. Ντένταλους βγάζει ενα σπίρτο, τό τρίβει, τό άνάβει, ρουφάει, υστέρα γεύεται μιά ρουφηξιά. —

’Άν είναι Ίρλανδέζα; Αληθινά, δέν ξέρω. Είναι Ίρλανδέζα, Σίμωνα;

Μιά ρουφηξιά, γενναία, ρουφηξιά, δυνατή, γευστική, τριζάτη. . — Ό βυκανητής μύς μου είναι… Τί;… Λίγο σκουριασμένος… Ω, ναί, είναι… Ή Ίρλανδέζα Μόλλυ μας. ’Ώ… Ξεφύσηξε μιά τουλίπα στυφού καπνού. —

Άπό τό βράχ ο τού Γιβραλτάρ… κατ’ ευθείαν.

Είχ αν παγώσει μέσα στά βάθη τής ώκεάνειας σκιάς, ό χ ρυσός πλάι στήν κάνουλα τής μπύρας καί ό χ αλκός πλάι στά λικέρ, καί οί δυό σκεφτικές, ή Μίνα Κέννεντυ, άριθμός 4 τής όδού Λίσμορ, Ντραμκόντρα μέ τήν Άιντολόρες, τή βασίλισσα, τήν Ντολόρες, τή σιωπηλή. Ό Πάτ σερβίρισε ακάλυπτα πιάτα. Ό Λεοπόλδος έκοβε φέτες συκωτιού. Καθώς ειπώθηκε ήδη, έτρωγε μέ άπόλαυση τά έσωτερικά όργανα, τίς κοιλιές μέ μιά γεύση καρυδιών, τά τηγανητά αύγά ψαριών, ένώ ό Ρίτσι, τής εταιρείας Γκούλντιγκ, Κόλλις καί Γουώρντ, έτρωγε κρεατόπιτα μέ νεφρά, κρέας πρώτα κι υστέρα νεφρό, μπουκιά-μπουκιά έτρωγε τήν κρεατόπιτα, ό Μπλούμ έτρωγε, έτρωγαν. Ό Μπλούμ καί ό Γκούλντινγκ, άθόρυβα παντρεμένοι, έτρωγαν. Γεύματα πού ταιριάζουν σέ πρίγκηπες. Στήν όδό Εργένηδων, χ αρούμενος, κουδουνιστός πάνω στή λικνιζόμενη άμαξα, ό Μπλέηζες Μπόυλαν, εργένης, μέσα στή λιακάδα, μέσα στή ζέστη, πίσω άπό τά τριποδίζοντα καπούλια τής φοράδας, πού τά χ άιδευε τό χ τύπημα τού μαστίγιου, πάνω στίς κουνιστές ρόδες· λικνιζόμενος, ζεστοκαθισμένος, ό άνυπόμονος, ό διακαής έν θρασύτητι Μπόυλαν. Τό κέρατο. Μήπως έχ ετε τό; Τό κέρατο. Μήπως έχ ετε τό; Τό άγκαθοκέρατο. Επικαλύπτοντας τίς φωνές τους, ή βαθύφωνη φωνή τού Ντόλλαρντ, βροντώντας πάνω άπό τίς βομβαρδίζουσες συγχ ορδίες: —

”Οταν ή άγάπη συνεπαίρνει τή φλογερή φυχ ή μου…

Τό μπουμπουνητό τού Μπεναγαπημπέντζαμιν μπουμπούνισε πάνω στήν τζαμαρία πού έτρεμε, τήν τρεμουλιαστή άπό άγάπη. —

’Αέρα! ’Αέρα! φώναζε ό πατήρ Κάουλεύ. Είσαι ό πολέμαρχ ος.



Είμαι, είμαι, γέλασε ό Μπέν, ό πολέμαρχ ος. Σκεφτόμουνα τόν ιδιοκτήτη σου. ’Αγάπη ή

χ ρήματα. Σώπασε. Ταρακούνησε τήν τεράστια γενειάδα του, τεράστιο πρόσωπο πάνω στήν τεράστια άδεξιότητά του. — Καλέ μου, σίγουρα θά τής έσπαζες τό τύμπανο τού αύτιού της, μ’ ένα τέτοιο όργανο σάν τό δικό σου, είπε ό κ. Ντένταλους, μέσα άπό τό άρωμα τού καπνού του. Σέ άφθονο γενειοφορεμένο γέλιο ό Ντόλλαρντ ταρακουνήθηκε πάνω στά πλήκτρα. Ναί, ήταν ικανός νά τό κάνει. — Γιά νά μήν πούμε τίποτα καί γιά τήν άλλη μεμβράνη, πρόσθεσε ό πατήρ Κάουλεύ. Διάλειμμα, Μπέν. Amoroso ma non troppo. Άφησέ με, εμένα. Ή δίς Κέννεντυ σερβίρισε σέ δυό κυρίους ποτήρια μεγάλα ποτήρια μέ δροσερή μπύρα. Πέταξε τό λογάκι της. Ναί, άναμφισβήτητα, είπε ό πρώτος κύριος, ήταν ώραίος καιρός. ’Έπιναν δροσερή μπύρα. Μήπως ήξερε πού πήγαινε ό λόρδος διοικητής; Καί, μήπως άκουσε τίς άτσάλινες όπλές, τίς ήχ οοπλές νά ήχ ούν; ’Όχ ι, δέν ήξερε πού πήγαινε. ’Αλλά, πρέπει νά τό γράφει ή εφημερίδα. Ω, μά δέν ήταν ανάγκη νά μπει στόν κόπο. Δέν τρέχ ει τίποτα. ’Αναποδογύρισε τόν όλάνοιχ το ’Ανεξάρτητό της, ψάχ νοντας, τόν λόρδο διοικητή, ή πυραμίδα τών μαλλιών της κουνιστή, τόν λόρδο διοικητή. Μά, δέν είναι ανάγκη, είπε ό πρώτος κύριος. ’Ώ, καμιά άνάγκη. Μέ τί τρόπο κοίταζε αύτός. Ό λόρδος διοικητής. Ό χ ρυσός πλάι στόν χ αλκό ακόυσαν τό άτσαλοσίδερο. —

…………. ή φλογερή φυχ ή μου,

δέν ένδιαφέρεται γιά τήν αύριον. Σέ σάλτσα άπό συκώτι ό Μπλούμ άνακατεύει τόν πατατοπουρέ του. Ό πόλεμος καί ή άγάπη, ή άγάπη καί ό πόλεμος. Ό θρίαμβος τού Μπέν Ντόλλαρντ. Τή νύχ τα πού μάς κουβαλήθηκε άρονάρον γιά νά τού δανείσουμε ενα επίσημο ένδυμα γιά εκείνο τό κονσέρτο. Τά παντελόνια τόσο στενά πάνω του, λές καί ήταν ταμπούρλο. Μουσικά ζαμπόν. Ή Μόλλυ κόντεψε νά ξεραθεί άπό τά γέλια, όταν αύτός εφυγε. ’Έπεσε πάνω στό κρεβάτι καί ούρλιαζε καί χ τυπιότανε. Μέ ολα τά τέτοια του σέ κοινή θέα. ’Ώχ , Θεέ μου, έγινα μούσκεμα! ’Ώχ , Θεέ μου, οι γυναίκες τής πρώτης σειράς! ’Ώχ , ποτέ μου δέν γέλασα τόσο πολύ! Νά, βέβαια, αύτά τού δίνουν τήν μπάσα βαρελόφωνη χ ροιά. Γιά παράδειγμα, οί εύνούχ οι. ’Αναρωτιέμαι, ποιός νά παίζει τώρα. Ωραίο παίξιμο. Ό Κάουλεύ πρέπει νά είναι. Μουσικό αύτί. ’Αναγνωρίζει άμέσως τή νότα πού τού παίζεις. Βρωμάει ή άνάσα του, τού φουκαρά. Τό παλιό κουδούνισμα πάλι. Σταμάτησε. Ή δίς Ντούς, ελκυστική, ή Λύδια Ντούς, ύποκλίθηκε στόν γλυκερό δικηγόρο, τόν άξιότιμο ΤζώρτζΛίντγουελλ, πού έμπαινε. Καλό σας άπόγευμα. Τού έμπιστεύθηκε τό ύγρό χ έρι της, χ έρι κυρίας, μές στό στιβαρό χ έρι του. ’Απόγευμα. Ναί, είχ ε έπιστρέψει. Ξανά στό παλιό μαγγανοπήγαδο. —

Οί φίλοι σας είναι μέσα, κύρ,ιε Λίντγουελλ.

Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, γλυκερός, γαλίφης, κρατούσε ενα χ έρι λύδιας. Ό Μπλούμ, καθώς ειπώθηκε, ετρωγε συκ. Τουλάχ ιστον, έδώ μέσα είναι καθαρά. Εκείνος ό τύπος

στού Μπάρτον έζεχ νε άπό τή λίγδα. Κανείς άλλος έδώ` ό Γκούλντινγκ κι έγώ. Καθαρά τραπέζια, πετσέτες τοποθετημένες σάν μίτρες επισκόπων. Ό Πάτ νά πηγαινοέρχ εται, ό φαλακρός Πάτ. Δέν εχ ει νά κάνει τίποτα. Καλύτερο μαγαζί στό Δουβλίνο. Τό πιάνο ξανά. Πρέπει νά είναι ό Κάουλεύ. Ό τρόπος πού κάθεται σ’ αύτό, σάν νά είναι πράμα, άμοιβαία κατανόηση. Βαρετοί άναδημιουργοί ήχ ων πού ξύνουν τίς χ ορδές, μέ τό μάτι στήν άκρη τού δοξαριού σάν νά πριονίζουν τό δργανο, σού θυμίζουν πονοκέφαλο. Τό μακρύ μακρύ ροχ αλητό της. Τό βράδυ πού ήμαστε στό θεωρείο. Τό τρομπόνι, άπό κάτω μας, πού ξεφυσούσε σάν φώκια, στά διαλείμματα, καί ό τύπος πού επαιζε τό πνευστό νά ξεβιδώνει τό επιστόμιο καί ν’ άδειάζει τά σάλια του. Καί τά κανιά τού διευθυντή τής ορχ ήστρας μέσα στά σακκουλιασμένά παντελόνια του νά χ οροπηδάνε. Θά ’κανε καλύτερα νά τά έκρυβε. Χοροπηδηχ τό κουδούνισμα άμαξας χ αρούμενο. Μόνο ή άρπα. Εξαίσιο χ ρυσό λαμπρό φώς. Ή κοπέλα τήν άγγιζε. Τιμόνι μιας όμορφης. Ή σάλτσα μου μάλλον καλή, άξίζει γιά. Τό Χρυσό Καράβι. Ό Έριν. Ή άρπα πού μιά ή δυό φορές. Δροσερά χ έρια. Ό Μπέν Χάουθ, ροδόδενδρα. Εμείς είμαστε οί άρπες. Έγώ. Αύτός. Γέροι. Νέοι. —

Άχ , δέν θά τά καταφέρω, φίλε, είπε ό κ. Ντένταλους, δειλός, συγκρατημένος.

Ενεργητικά. —

’Άντε τώρα, ξεκίνα, γκρίνιαξε ό Μπέν Ντόλλαρντ. Βγάλε το, οπως μπορείς.



Σίμων, τήν άρια M’appari, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.

Κάνει μερικά βήματα πρός τό προσκήνιο, επίσημος, μεγάλος στή δοκιμασία του, μέ τά χ έρια όλάνοιχ τα. Τό λαρύγγι του λίγο βραχ νιασμένο. Τραγούδησε άπαλά, στραμμένος πρός μιά σκονισμένη θαλασσογραφία: Ό τελευταίος αποχ αιρετισμός. ‘Ένα άκρωτήριο, ενα καράβι, ενα πανί πάνω στά κύματα. Αντίο. Μιά όμορφη κόρη, τό βέλο της ν’ άνεμίζει στόν άνεμο, πάνω στό άκρωτήρι, ό άνεμος ολόγυρά της. Ό Κάουλεύ τραγούδησε: —

M’appari tutt’ amor:

II mio sguardo Vincontr… Τό βέλο της άνέμιζε, χ ωρίς νά ακούει τόν Κάουλεύ, πρός αύτόν πού έφευγε, τόν αγαπημένο, πρός τόν άνεμο, τήν άγάπη, τό πανί πού αύξανε σέ ταχ ύτητα, τήν επιστροφή. —

Συνέχ ισε, Σίμωνα.



’Άχ , σίγουρα, οί καλές μου ήμέρες περάσανε, Μπέν… Τέλος πάντων…

Ό κ. Ντένταλους άκούμπησε τήν πίπα του πλάι στό διαπασών καί, άφού κάθησε, άγγιξε τά υπάκουα πλήκτρα. —

’Όχ ι, Σίμωνα, γύρισε καί τού είπε ό Κάουλεύ. Παίξε το οπως είναι γραμμένο. Σέ φά.

Τά πλήκτρα, υπάκουα, ύψωσαν τόν τόνο, μίλησαν, δίστασαν, εξομολογήθηκαν, συγχ ύστηκαν. Ό πατήρ Κάουλεύ άνέβηκε στή σκηνή. —

’Έλα, Σίμωνα, είπε, θά σέ άκκομπανιάρω έγώ. Σήκω.

Μπροστά άπό τά γλασέ γλυκίσματα άνανά μάρκας Γκρέηαμ Λέμον, μπροστά άπό τόν έλέφαντα τού ’Έλβερυ περνάει κουδουνίζοντας χ αρούμενη η άμαξα. Κρέας, συκώτι, νεφρό, πατατοπουρές, γεύμα πριγκήπων, ίδιοι μέ πρίγκηπες, ό Μπλούμ καί ό Γκούλντινγκ κάθονταν. Σέ τέτοιο πριγκηπικό διαιτολόγιο ύψωσαν τά ποτήρια τους καί ήπιαν ούίσκυ καί μηλίτη. Η ομορφότερη άρια γιά τενόρο πού γράφτηκε ποτέ, είπε ό Ρίτσι: ή Sonnambula. Τήν είχ ε άκούσει μιά βραδιά νά τήν τραγουδάει ό Τζό Μάας. “Αχ , ναί, καί ό ΜακΓκάκιν! Ναί. Μέ τόν τρόπο του. Σέ στυλ άγοριού εκκλησιαστικής χ ορωδίας. Τό άγόρι ήταν ό Μάας. ’Αγόρι τής εκκλησιαστικής χ ορωδίας μας. “Ενας λυρικός τενόρος, άς πούμε. Δέν τό ξέχ ασε ποτέ. Ποτέ. Ό τρυφερός Μπλούμ, πάνω άπό μπέηκον χ ωρίς συκώτι, είδε τά τεντω μένα χ αρακτηριστικά νά συσπώνται. Πόνους στή σπονδυλική στήλη, αύτός Τά λαμπερά μάτια τού λαμπερού. Τό έπόμενο τραγούδι τού προγράμματος Ή πληρωμή τού όργανοπαίχ τη. Χάπια, ψύχ α ψωμιού, τιμή λιανικής πώ λησης, μιά γκινέα τό κουτάκι. Καθυστερεί λίγο τό τέλος. Ξέρει κι αύτός νά τραγουδάει. Κατέβηχ α άνάμεσα στούς πεθαμένους. Ταιριάζει στήν περίσταση. Νεφρόπιτα. Λιχ ουδιές γιά τόν. Δέν τά πολυκαταφέρνει. Καλύτερο μαγαζί στό. ’Έτσι είναι φτιαγμένος. Ούίσκυ Πάουερ. ’Απαιτητικός στό πιοτό του. Αν τό ποτήρι εχ ει μιά γρατσουνιά, φέρτε μου ενα άλλο ποτήρι νερού, παρακαλώ. Σουφρώνοντας σπίρτα άπό τά μπάρ γιά οικονομία. “Υστερα σπαταλάει μιά χ ρυσή λίρα γιά τό τίποτα. Καί όταν τόν έχ ουν άνάγκη, δέν δίνει μήτε δεκάρα. Μεθυσμένος άρνείται νά πληρώσει τόν άμαξά. Περίεργοι τύποι. Ποτέ ό Ρίτσι δέν θά ξεχ νούσε εκείνη τή βραδιά. “Ως τήν τελευταία του ήμέρα, ποτέ. Στή γαλαρία τού παλιού θεάτρου Ρόγιαλ, μέ τόν μικρό Πήκ. Καί όταν ή πρώτη νότα. Ή κουβέντα στάθηκε πάνω στά χ είλη τού Ρίτσι. Τώρα θά βγάλει κάποια άπό εκείνες τίς κορώνες. Ραψωδίες γιά κάθε συμβάν τής ζωής του. Πιστεύει τά ίδια του τά ψέματα. Πράγματι, τά πιστεύει. Περίφημος ψευταράς. “Ομως, κάτι τέτοιο άπαιτεί καλή μνήμη. —

Πώς τό λένε αύτό τό τραγούδι; ρώτησε ό Λεοπόλδος Μπλούμ.



“Ολα χ άθηχ αν πιά.

Ό Ρίτσι σούφρωσε τά χ είλη του. Μιά νότα σέ σουρντίνα πού ύψώνεται σέ γλυκό μουρμούρισμα. Μιά τσίχ λα. Μιά άσπρότσιχ λα. Ή άνάσα του, σάν τού πουλιού, δόντια όμορφα γιά τά όποια ύπερηφανεύεται, βγάζει εναν ήχ ο γοερού θρήνου. Χάθηκαν. ΤΗχ ος πλούσιος. Δυό νότες σέ μία. Ή τσίχ λα πού άκουσα στήν κοιλάδα μέ τ’ άσπράγκαθα. Δανειζόταν άπό μένα τούς σκοπούς, τούς

άνέπτυσσε καί τούς διασκεύαζε. Κάθε καινούργια επίκληση άνακαλεί στή μνήμη κάποιαν άλλη πού χ άθηκε. Ήχ ώ. Πόσο γλυκειά άκούγεται ή άπάντηση. Πώς γίνεται αύτό; “Ολα χ άθηκαν πιά. Σφύριξε πένθιμα. Πτώση, παραδομός, χ αμός. Ό Μπλούμ στυλώνει ενα λεοπόλδειο αύτί, στρώνοντας ταυτόχ ρονα μιά πτυχ ή τού τραπεζομάντηλου κάτω άπό τό βάζο. Παραγγελία. Ναί, θυμάμαι. Μιά μελωδία εξαίσια. Μέσα στόν ύπνο τόν πλησίασε. ’Αθωότητα κάτω άπό τή σελήνη. Πάντως, νά τήν συγκρατήσει. Οί γενναίοι άγνοούν τόν κίνδυνο. Νά τήν καλέσει μέ τ’ όνομά της. ’Άγγιγμα τού νερού. Κουδούνισμα άμαξας. Πολύ άργά. Τό επιθυμούσε τόσο αύτή. Αυτό τά εξηγεί ολα. Ή γυναίκα. Σάν νά θές νά σταματήσεις τή θάλασσα. Ναί` ολα χ άθηκαν. —

’Όμορφη μελωδία, είπε ό Μπλούμ, ό χ αμένος Λεοπόλδος. Τήν ξέρω καλά.

Ποτέ του, σέ ολη του τή ζωή, ό Ρίτσι Γκούλντινγκ. Κι αύτός τήν ξέρει καλά. ’Ή τήν αισθάνεται. “Ολο μιλάει γιά τήν κόρη του. Πονηρό παιδί πού γνωρίζει τόν πατέρα του, είπε ό Ντένταλους. Εμένα; Ό Μπλούμ τόν λοξοκοίταξε πάνω άπό τό χ ωρίς συκώτι. ’Έκφραση πού δηλώνει πώς ολα χ άθηκαν. Ό Ρίτσι, ό άλλοτινός γλεντζές. Τά καλαμπούρια του μπαγιατέψανε. Στήνει τό αύτί του γιά ν’ άκούσει. Μιά πετσετοθήκη άντί γιά μονόκλ. Τώρα στέλνει μέ τό γιό του επιστολές γεμάτες παρακλήσεις γιά δανεικά καί άγύριστα. ’Αλλήθωρε Γουώλτερ, κύριε, τό διέπραξα, κύριε. Δέν θά σάς ενοχ λούσα, μόνο πού άνέμενα κάποιο χ ρηματικό ποσό. Ζητάει συγγνώμην. Ξανά τό πιάνο. Ό τόνος του καλύτερος άπό τήν τελευταία φορά. Πιθανόν νά κουρδίστηκε. Ξανασταμάτησε. Ό Ντόλλαρντ καί ό Κάουλεύ συνέχ ισαν νά προτρέπουν τόν άπρόθυμο τραγουδιστή νά ξεκινήσει. —

Ξεκίνα, Σίμωνα.



Ναί, Σίμωνα.



Κυρίες καί κύριοι, είμαι βαθύτατα ύποχ ρεωμένος άπό τίς εύγενικές σας παρακλήσεις.



Ξεκίνα, Σίμωνα.

— Δέν έχ ω χ ρήματα, άλλά αν μού διαθέσετε τήν προσοχ ή σας, θά προσπαθήσω νά σάς τραγουδήσω τή συντριβή μιάς καρδιάς. Πλάι στόν κώδωνα-σκέπαστρο τών σάντουιτς, σέ προστατευτική σκιά, ή Λύντια, μέ τή χ άρη μιάς κυρίας, προσέφερε καί άρνιόταν τόν χ αλκό της καί τό ρόδο της, οπως στό δροσερό καί γλαυκό eau de Nil καί ή Μίνα στά δύο ζυθοπότηρα, τή χ ρυσή πυραμίδα της. Τά άρπέζ τής εισαγωγής τελείωσαν. Μιά μακρόπνοη συγχ ορδία, μετέωρη, κάλεσε μιά φωνή νά ξεκινήσει: —

“Οταν πρωτόειδα αύτή τήν αξιολάτρευτη μορφή.

Ό Ρίτσι έστρεψε τό σώμα του. —

Ό ήχ ος τής φωνής τού Ντένταλους.

Μέ τόν νού ερεθισμένο, μέ τά μάγουλα πού λές καί τ’ άγγιξε μιά φλόγα, άκουγαν, νιώθοντας αύτή τή ροή, τήν άξιολάτρευτη ροή πάνω στό δέρμα, τά μέλη, τήν άνθρώπινη καρδιά, τήν ψυχ ή, τή ραχ οκοκκαλιά. Ό Μπλούμ εκανε νόημα στόν Πάτ, επειδή ό φαλακρός Πάτ είναι ενα γκαρσόνι πού έχ ει δυσκολίες στήν άκοή του, νά μισανοίξει τήν πόρτα τού μπάρ. Τήν πόρτα τού μπάρ. Τόσο. Φτάνει τόσο. Ό Πάτ, τό γκαρσόνι, παρέμεινε, περιμένοντας νά άκούσει, επειδή είχ ε δυσκολίες ν’ άκούσει, άν έμενε κοντά στήν πόρτα. —

Ή πίκρα μου έμοιαζε νά χ άνεται.

Μέσα άπό τήν προστατευτική σιωπή τής άτμόσφαιρας, μιά φωνή τραγουδούσε γιά χ άρη τους, χ αμηλόφωνη, πού δέν έμοιαζε μήτε μέ βροχ ή, μήτε μέ θρόισμα φύλλων, μήτε μέ ήχ ο άπό έγχ ορδο δργανο ή άνεμο, ή αύτό πού μερικοί τό λένε σαντούρι, άγγίζοντας μέ λέξεις τά πλήρους προσοχ ής αύτιά τους, άγγίζοντας τίς δικές τους πλήρους προσοχ ής καρδιές μέ τίς, καθένας τή δική του, εμπειρίες τού παρελθόντος. Τούς έκανε καλό, καλό, πού τό άκουγαν. Ή λύπη άπό τόν καθένα τους ξεχ ωριστά έμοιαζε νά χ άνεται, όταν πρωτάκουσαν. ‘Όταν πρωτόειδαν, ό χ αμένος Ρίτσι, ό Πόλντυ, τήν εύσπλαχ νία τής ομορφιάς, όταν πρωτάκουσαν, άπό κάποιον πού δέν περίμεναν ν’ άκούσουν, τήν πρώτη εξομολόγηση τής λατρευτής, τής τόσο σπλαχ νικής, τής τόσο γλυκαγάπητης, τής τόσο τρελαγαπημένης. Ή άγάπη πού τραγουδάει` τής άγάπης τό παλιό γλυκό τραγούδι. Ό Μπλούμ ξετύλιξε άργά τήν ελαστική ταινία τού πακέτου του. Τής άγάπης τό παλιό γλυκό sonnez la χ ρυσό. Ό Μπλούμ τήν τύλιξε γύρω άπό τά τέσσερα δάχ τυλα τού άριστερού του χ εριού, τήν τέντωσε, τήν άφησε νά λασκάρει καί τήν περιέλιξε διπλά, τετραπλά, όχ ταπλά, καί τά περιέσφιξε μέ άσφάλεια. —

Γεμάτος έλπίδα καί χ αρά…

Οί τενόροι βρίσκουν γυναίκες άβέρτα. Τό τραγούδι τούς δίνει φτερά. Αύτή τού ρίχ νει λουλούδια στά πόδια, πότε θά συναντηθούμε. Τό κεφάλι μου άπλώς. Κουδούνισμα εύχ αρίστησης. Δέν μπορεί νά τραγουδήσει μπροστά σέ ήμίψηλα. Τό κεφάλι σου άπλά στριφογυρίζει. ’Αρωματίστηκε γιά χ άρη του. Ποιό άρωμα φοράει ή γυναίκα σας; Θέλω νά ξέρω. Κουδούν. Στόπ. Χτύπος. Πάντα μιά τελευταία ματιά στόν καθρέφτη πρίν πάει ν’ άνοίξει τήν πόρτα. Τό χ ώλ. Έκεί. Πώς είσθε; Είμαι καλά. Έκεί; Τί; Ή; Μιά θήκη άπό κασού, καραμέλλες γιά καθαρή άναπνοή, στήν τσάντα της. Χέρια άναζήτησαν τίς πλούσιες καμπύλες: ’Αλίμονο! Ή φωνή ύψώθηκε, άναστενάζοντας, μεταμορφώθηκε` δυνατή, γεμάτη, λαμπερή, περήφανη. —

”Ομως, άλίμονο, ήταν μόνο ενα γλυκό ό’νειρο…

Πράγματι, διατηρεί τόν ύπέροχ ο τόνο του. Ό άέρας τού Κόρκ μαλακώνει καί τήν προσφορά τους. Τί χ αζός άνθρωπος! Θά μπορούσε νά είχ ε κερδίσει μιά περιουσία. Τραγουδάει λανθασμένα λόγια. Ξέκαμε τή γυναίκα του καί τώρα τραγουδάει. ‘Όμως είναι δύσκολο νά κρίνεις. Μόνο οί δυό τους. ’Άν ή φωνή του δέν τσακίσει. Νά κρατήσει δυνάμεις γιά τήν τελική εύθεία. Τά χ έρια του καί τά πόδια του τραγουδάνε κι αύτά. Τό πιοτό. Νεύρα τεντωμένα. Γιά νά τραγουδήσεις, πρέπει νά είσαι

έγκρατής. Σούπα οπως ή Τζέννυ Λίντ: ζωμός, φασκόμηλο, ώμά αυγά, ένα τέταρτο άφρόγαλα. Γιά κρεμώδη ονειρώδη. ’Ανάβλυζε μιά τρυφερότητα` άργά, φουσκώνοντας. Παλλόταν γεμάτη. ’Έτσι μπράβο. Χά, δώσε! Πάρε! Χτυποκάρδι, ένα χ τυποκάρδι, ένας σφυγμός δρθιος καί περήφανος. Τά λόγια; Ή μουσική; ’Όχ ι αύτό πού βρίσκεται άπό πίσω. Ό Μπλούμ πέρναγε τήν κλωστή στή βελόνα, τήν εβγαζε, εδενε τόν κόμπο, τόν ξέδενε. Ό Μπλούμ. ‘Ένα ξεχ είλισμα θερμού γλειψίματος κρυφού, ξεχ είλισε σάν μουσικό κύμα, σέ επιθυμία, σκοτεινή γιά ξεχ είλισμα γλειψίματος, εισβάλλοντας. Νά τήν πασπατέψει, νά τή χ αίδέψει, νά τή ζουλήξει, νά τή βάλει άπό κάτω. Βάτεμα. Πόροι διαστελλόμενοι πού διαστέλλονται. Βάτεμα. Ή χ αρά, ή αίσθηση, ή ζεστασιά, ή. Βάτεμα. Νά ξεχ υθούν πάνω της ot κρουνοί μιάς εκροής πού διαχ ύνεται. Παλίρροια, άνάβρυσμα, ξεχ είλισμα, εκροή χ αράς, βατεβοπάλεμα. Τώρα! Γλώσσα τής άγάπης. —



άχ τίνα έλπίδας…

Άπαστράπτουσα. Κακάρισμα διακριτικό μεγάλης κυρίας, ή Λυντιαμούσα γιά τόν Λίντγουελλ ξεκακαρίζει μιάν άκτίνα ελπίδας. Ή Μάρθα είναι. Σύμπτωση. Τώρα πού ήταν έτοιμος νά τής γράψει. Τό τραγούδι τού Λέοντα. ’Έχ ετε ώραιο όνομα. Δέν μπορώ νά γράψω. Δεχ τείτε τό μικρό μου δώ. Παιχ νίδι πάνω στά νήματα τής καρδιάς της καί στά νήματα τού πορτοφολιού της. Αύτή είναι μία. Σάς άποκάλεσα άτακτο παιδί. Άκόμα καί τό όνομα: Μάρθα. Τί παράξενο! Σήμερα. Ή φωνή τού Λέοντα έπέστρεψε πιό άδύνατη, άλλά όχ ι πιό έξασθενημένη. Τραγουδούσε γιά τούς Ρίτσι, Πόλντυ, Λύντια, Λίντγουελλ, καθώς τραγουδούσε καί γιά τόν Πάτ, μέ άνοιχ τό στόμα, αύτιά σέ άναμονή, πού περίμεναν. Πώς, όταν πρωτόειδε αύτή τήν άξιολάτρευτη μορφή, πώς, όταν ή λύπη του έμοιαζε νά χ άνεται, πώς, τό βλέμμα της, ή μορφή της, τά λόγια της τόν γοήτευαν, αύτόν, τόν Γκούλντ Λίντγουελλ, κέρδιζαν τήν καρδιά τού Πάτ Μπλούμ. Θά επιθυμούσα πάντως νά εβλεπα τό πρόσωπό του. Νά εξηγήσω καλύτερα. Αύτός είναι ό λόγος πού ό κουρέας στού Ντράγκο μέ κοίταζε πάντα στό πρόσωπο, όταν τού μιλούσα κοιτάζοντάς τον μέσα στόν καθρέφτη. Παρ’ ολο πού έδώ άκούω καλύτερα άπ’ όσο στό μπάρ, πέρα. —

Κάθε χ αριτωμένο βλέμμα της…

Τήν πρώτη νύχ τα πού τήν πρωτόειδα στού Μάτ Ντίλλον, στό Τέρενιουρ. Φορούσε κίτρινα μέ μαύρη δαντέλλα. Τό παιχ νίδι τών καθισμάτων μέ συνοδεία μουσικής. Έμείς οι δυό τελευταίοι. Ειμαρμένη. Νά τήν άκολουθώ. Ειμαρμένη. Άργά, γύρω-γύρω. ‘Ύστερα πιό γρήγορα. Έμείς οί δυό. ‘Όλοι μάς κοίταζαν. Σταμάτημα. Αύτή κάθησε. ‘Όσοι έχ αναν μάς κοιτούσαν. Χείλη πού γελούσαν. Κίτρινα γόνατα. —

Μάγευε τά μάτια μου…

Τραγουδώντας. Αύτή τραγούδησε τό Περιμένοντας. Τής γύριζα τίς σελίδες τής παρτιτούρας της.

Φωνή γεμάτη άρωμα, τί άρωμα έχ ουν οί πασχ αλιές σας. Κοίταξα τόν κόρφο της, θησαυρό διπλό, τόν λαιμό της πού παλλόταν. ‘Όταν πρωτόειδα. Μέ εύχ αρίστησε. Γιατί αύτή εμένα; Ειμαρμένη. Σπανιόλικα μάτια. Κάτω άπό μιά άχ λαδιά μοναχ ική στή βεράντα, αυτήν τήν ώρα, στήν παλιά Μαδρίτη, ή μιά μεριά μές στή σκιά, ή Ντολόρες, αύτή, ή Ντολόρες. Πρός εμένα. Δέλεαρ. ’Άχ , δελεαστικό. —

Μάρθα, άχ , Μάρθα!

Αφήνοντας κάθε νωχ ελικότητα, ό Λέων φώναξε δυνατά τή θλίψη του, μέ μιά κραυγή πάθους δεσπόζουσα πάνω στήν άγαπημένη γιά νά έπιστρέψει μέ συγχ ορδίες αρμονίας, οί οποίες, παρ’ ολο πού έμοιαζαν πώς χ αμήλωναν, ύψώνονταν. Κραυγές τής μοναξιάς τού Λέοντα, πού αύτή έπρεπε νά γνωρίζει, έπρεπε ή Μάρθα νά αισθανθεί. Γιατί μόνο αύτήν περίμενε. Πού; Έδώ, έκεί, δοκίμασε, έκεί, έδώ, παντού, δοκίμασε, πού. Κάπου. —

’Επέστρεφε, άγαπημένη έσύ!

’Επέστρεφε, χ αμένη έσύ! Μόνος. Μιά άγάπη. Μιά ελπίδα. ‘Ένα πράμα μόνο μέ παρηγορεί. Μάρθα, μουσική νότα βγαλμένη άπό τό στήθος μου, ξαναγύρισε. —

Γύρισε!

Αίωρήθηκε σάν πουλί, έμεινε άκίνητη, γρήγορη, καθαρή κραυγή, πτήση άσημένιας τροχ ιάς πού πετάει γαλήνια, αύξάνει ταχ ύτητα, συγκρατείται, κοντά μου, μήν τό καθυστερείς πάρα πολύ, μακριά μακριά άνάσα, πήρε μιά μακριά άνάσα ζωής, πετώντας ψηλά, ύψηλή λαμπρότητα, φλογισμένη, στεφανωμένη, ψηλά σέ μιά συμβολιστική άκτινοβολία, ψηλά, μέσα άπό τόν αιθέριο κόρφο, ψηλά, στόν άπέραντο ύψηλό ιριδισμό, παντού πετώντας συνεχ ώς γύρω άπ’ ολα, στό άπειροαπειροάπειρο… —

Σέ μένα!

Σιόπολντ! Εξατμισμένος. Γύρισε. Τραγουδισμένο όμορφα. ‘Όλοι χ ειροκρότησαν. Αύτή όφειλε νά. Νά γυρίσει. Σέ μένα, σέ αύτόν, σέ αύτή, καί σέ σένα, σέ μένα, σέ μάς. — Μπράβο! Κλαπκλάπ. Καλέ μας, Σίμωνα. Κλαπκλαπκλάπ. Kt άλλο! Κλαπκλιπκλάπ. ΤΗχ ος καμπάνας. Μπράβο, Σίμωνα! Κλαπκλοπκλάπ. Κι άλλο, κλάπ, είπαν, φώναξαν, χ ειροκρότησαν ολοι, ό Μπέν Ντόλλαρντ, ή Λύντια Ντούς, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, ό Πάτ, ή Μίνα, οί δύο κύριοι μέ τά δύο ζυθοπότηρα, ό Κάουλεύ, ό πρώτος κύριος μέ τό ζυθοπότηρο καί ή χ άλκινη δίς Ντούς καί ή χ ρυσή δίς Μίνα. Τά κομψά χ ρωματιστά παπούτσια τού Μπλέηζες Μπόυλαν έτριξαν στό δάπεδο τού μπάρ, ειπώθηκε πιό πρίν. Κουδούνισμα πλάι στά μνημεία τού σέρ Τζών Γκραίη, τού Όράτιου μονόχ ειρα

Νέλσονα, τού αίδεσιμώτατου πατρός Θέομπαλντ Μάθιου, κουδούνισμα άμαξας, καθώς ειπώθηκε πρίν λίγο. Μέ άργό τριπόδισμα, μέσα στή ζέστη, ζεστοκαθισμένος. Cloche. Sonnez la. Cloche. Sonnez la. Ή φοράδα πίό άργά πήρε τήν άνηφόρα τού λόφου, πέρασε άπό τή Ροτούντα, τήν πλατεία Ράτλαντ. Πολύ άργά γιά τόν Μπόυ-λαν, τόν Μπλέηζες Μπόυλαν, τόν ανυπόμονο Μπόυλαν, πού τσίγκλισε τή φοράδα. Μιά τελευταία παρήχ ηση τών συγχ ορδιών τού Κάουλεύ έκλεισε, πέθανε μέσα στόν άέρα πού εγινε πλουσιώτερος. Και ό Ρίτσι Γκούλντγινγκ ήπιε τό ούίσκυ του, μάρκας Πάουερ, καί ό Λεοπόλδος Μπλούμ ήπιε τόν μηλίτη του. Ό Λίντγουελλ τήν μπύρα του, μάρκας Γκίννεςς, ό δεύτερος κύριος είπε ότι θά έπιναν άλλες δύο, άν αύτή δέν είχ ε αντίρρηση. Ή δίς Κέννεντυ χ αμογέλασε, άποσύροντας τά άδεια ποτήρια, κοραλλένια χ είλη, στόν πρώτο, στόν δεύτερο. Δέν είχ ε αντίρρηση. — Έφτά ήμέρες φυλακισμένος, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ, μέ ψωμί καί νερό. ‘Ύστερα, Σίμωνα, θά τραγουδάς σάν τσίχ λα σέ κήπο. Ό Λέων Σίμων, ό τραγουδιστής, γέλασε. Ό πατήρ Μπόμπ Κάουλεύ επαιξε. Ή Μίνα Κέννεντυ σερβίρισε. ‘Ο δεύτερος κύριος πλήρωσε. ‘Ο Τόμ Κέρναν μπήκε καμαρωτός, ή Λύντια θαύμαζε, θαύμαζε. Άλλά ό Μπλούμ τραγουδούσε βουβά. Θαυμάζοντας. Ό Ρίτσι, θαυμάζοντας, αγόρευε περί τής υπέροχ ης φωνής αύτού τού άνθρώπου. Θυμήθηκε μιά βραδιά, πρίν άπό άρκετό καιρό. Δέν θά ξεχ νούσε ποτέ εκείνη τή βραδιά. Ό Σί τραγούδησε τό τραγούδι τΗταν ή θέση σου καί ή φήμη, στό σπίτι τού Νέντ Λάμπερτ εγινε αύτό. Θεέ μου, ποτέ του, σ’ ολη του τή ζωή, δέν είχ ε άκούσει εναν παρόμοιο τόνο, οπως στό Τότε άπιστη καλύτερα νά χ ωρίσουμε, τόσο καθαρό, τόσο, Θεέ μου, ποτέ δέν είχ ε άκούσει κάτι τέτοιο, οπως στό Άφού ή άγάπη δέν διαρχ εί, φωνή τόσο ύπέροχ η, ρώτα τόν Λάμπερτ, μπορεί κι αύτός νά σ’ τό πει. ,

,

Ό Γκούλντινγκ, ενα ερύθημα άγωνιζόμενο πάνω στό ώχ ρό του, είπε στόν κ. Μπλούμ, πρόσωπο, γιά τή βραδιά πού ό Σί, στού Νέντ Λάμπερτ, ό Ντένταλους, τό σπίτι, τραγούδησε τό Ήταν ή θέση σου καί ή φήμη .

Αύτός, ό κ. Μπλούμ, άκουγε, όσην ώρα εκείνος, ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, τού μιλούσε, τού κ. Μπλούμ, γιά τή νύχ τα πού εκείνος, ό Ρίτσι, τόν άκουσε, τόν Σί Ντένταλους, νά τραγουδάει τό τραγούδι ΤΗταν ή θέση σου καί ή φήμη στό σπίτι τού Νέντ Λάμπερτ. ,

Κουνιάδος καί γαμπρός: συγγενείς. Δέν μιλάμε ποτέ όταν συναντιόμαστε. Τά τσουγκρίσαμε γιά τά καλά. Τόν περιβάλλει μέ περιφρόνηση. Βλέπεις. Αύτός τόν θαυμάζει περισσότερο. Τή νύχ τα πού τραγούδησε. Ή άνθρώπινη φωνή, δυό μικρές μεταξωτές χ ορδές. Περισσότερο υπέροχ ες άπό ολες τίς άλλες. Αύτή ή φωνή ήταν σκέτος θρήνος. Τώρα πιό ήρεμη. ’Έχ εις τήν αίσθηση πώς τήν άκούς μέσα άπό τή σιωπή. ’Ηχ ητικές δονήσεις. Τώρα σιωπηλός άέρας. Ό Μπλούμ ξεσταύρωσε τά μπλεγμένα χ έρια του καί, χ ωρίς προσπάθεια, τά δάχ τυλά του τράβηξαν τό λεπτό νήμα τής λαστιχ ένιας χ ορδής του. Τήν τράβηξε καί τήν τσίμπησε. Ή χ ορδή βόμβησε καί

ήχ ησε. ‘Όσην ώρα ό Γκούλντινγκ του μιλούσε γιά τήν άναπαραγωγή τής φωνής του Μπάρακλαφ, όσην ώρα ό Τόμ Κέρναν, σ’ ενα είδος άναδρομικής διευθέτησης, μιλούσε στόν πατέρα Κάουλεύ πού έπαιζε ένα κομμάτι εκκλησιαστικής μουσικής καί ένευε καθώς έπαιζε. ‘Όσην ώρα ό ογκώδης Μπέν Ντόλλαρντ μιλούσε μέ τόν Σίμωνα Ντένταλους, πού άναβε τήν πίπα του, πού ένευε καθώς κάπνιζε, πού κάπνιζε. Ω, χ αμένη έσύ. ‘Όλα τά τραγούδια έχ ουν αύτό τό θέμα. Ό Μπλούμ τράβηξε τό νήμα του άκόμα περισσότερο. Φαίνεται τόσο σκληρό. Νά άφήνουν τούς άνθρώπους ν’ άγαπήσουν ό ένας τόν άλλο` νά τούς ενθαρρύνουν. Καί υστέρα νά τούς άποχ ωρίζουν. Θάνατος. ’Έκρηξ. Χτύπημα στό κεφάλι. Άντεχ ασουαποεκεί. Ή άνθρώπινη ζωή. Ό Ντίγκναμ. Πφρρρ, έκείνη ή ούρά τού ποντικού πού σερνόταν. Πέντε σελλίνια έδωσα. Corpus paradisum. Κόρακας πού κρώζει στά χ ωράφια` ή κοιλιά του σάν δηλητηριασμένο κουτάβι. Φευγάτος. Τώρα τραγουδάνε. Ξεχ ασμένος. Κι έγώ τά ίδια. Καί κάποια μέρα κι αύτή. Θά τήν παρατήσει` θά βαρεθεί. Τότε αύτή θά ύποφέρει. Θά κλαψουρίσει. Οί κόρες τών μεγάλων σπανιόλικων ματιών της θά κοιτάζουν τό κενό. Τά πλούσια-πυκνά-κυματιστά μαλλιά της άχ τένιστα. Κι όμως, όταν είσαι εύτυχ ής, βαριέσαι. Τράβηξε τό νήμα περισσότερο. Δέν είσθε εύτυχ ισμένος στό; ’Ήχ ησε. ’Έσπασε. Κουδούνισμα στήν όδό Ντόρσετ. Ή δίς Ντούς άπέσυρε τό σατινένιο χ έρι της, μέ ύφος μομφής καί ικανοποίησης. —

’Όχ ι τόση οικειότητα, είπε, ώσπου νά γνωριστούμε καλύτερα.

Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ τής έξηγούσε ότι, πραγματικά καί άληθινά, αύτός… άλλά αύτή δέν έπείθετο. Ό πρώτος κύριος είπε στή Μίνα ότι έτσι ήταν. Αύτή τόν ρώτησε άν ήταν έτσι. Καί τό δεύτερο ζυθοπότηρο είπε πώς έτσι ήταν. ‘Ότι αύτό έτσι ήταν. Ή δίς Ντούς, ή δίς Λύντια δέν πίστευε` ή δίς Κέννεντυ, ή Μίνα, δέν πίστευε` ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, όχ ι` ή δίς Ντού δέν` ό πρώτος, ό πρώτος` ό κύριος μέ τό ζυθοπότηρο` πίστευε, όχ ι, όχ ι` δέν, ή δίς Κένν` ή Λυντλυντιαναί` τό ζυθοπότηρο. Καλύτερα νά τής γράψεις έδώ. Οί κονδυλοφόροι άπό χ ηνόφτερα στό ταχ υδρομείο είναι δαγκωμένοι στήν άκρη καί έχ ουν στραβώσει. Ό φαλακρός Πάτ πλησίασε μετά τό νόημα. Πέννα καί μελάνι. `Έφυγε. Στυπόχ αρτο. ’Έφυγε. Στυπόχ αρτο. ’Άκουσε, ό κουφός Πάτ. - Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ, ερεθίζοντας τό στριφτοπλεγμένο νήμα του. Έδώ είναι καλύτερα. Μερικές γραμμές άρκούν. Τό δώρο μου. “Ολη αύτή ή ιταλική μουσική μέ τίς φιοριτούρες της. Ποιός τήν έγραψε τάχ α; ’Άν ήξερες τό όνομα, θά καταλάβαινες καλύτερα. ’Άς πάρω ενα επιστολόχ αρτο κι ένα φάκελο` έτσι, άδιάφορα. ‘Όλοι τό κάνουν. —

Ή καλύτερη άρια στήν ιστορία τής όπερας, είπε ό Γκούλντινγκ.



Ναί, είναι, είπε ό Μπλούμ.

’Αριθμοί είναι. Άν κάτσεις νά τό σκεφτείς, αύτό είναι ολη ή μουσική. Δύο έπί δύο, διά τού ήμίσεός του, Ισον δυό φορές ενα. Οί ήχ ητικές δονήσεις` χ ορδές είναι. ‘Ένα σύν δύο σύν εξι ’ίσον έφτά. Κάνεις ό,τι θές μέ ταχ υδακτυλουργίες άριθμών. Βρίσκεις πάντα ότι αύτό ίσούται μ’ εκείνο, συμμετρία άνάμεσα στίς σελίδες ένός σημειωματάριου. Δέν πρόσεξε ότι φοράω πένθιμα ρούχ α. Χοντρόπετσος` ολα γιά τήν μπάκα του. Μούσα-μαθηματική. Κι εχ ει τήν εντύπωση πώς άκούει κάτι αιθέριο. “Ομως, φαντάσου νά τής τό ελεγες κάπως ετσι: Μάρθα, έφτά φορές τό εννιά, μείον χ , Ισον τριάντα πέντε χ ιλιάδες. Μηδέν εις τό πηλίκον. Οί ήχ οι, λοιπόν, είναι αύτό πού μετράει. Γιά παράδειγμα, αύτός παίζει τώρα. Αύτοσχ εδιάζει. Μπορεί νά σού άρέσει, ώσπου νά άκούσεις τά λόγια. Θές ν’ άκούσεις μέ μεγάλη προσοχ ή. ’Έντονα. Ξεκινάει καλά, υστέρα οί συγχ ορδίες είναι λίγο φάλτσες, νιώθεις λίγο σάν χ αμένος. Άνάμεσα άπό σακιά, πάνω άπό βαρέλια, μέσα άπό συρματοπλέγματα, δρόμος μετ’ εμποδίων. Ό χ ρόνος είναι αύτός πού δημιουργεί τή μελωδία. ’Έχ ει μεγάλη σημασία ή ψυχ ολογική σου διάθεση. Πάντως, πάντα όμορφο ν’ άκούς τή μουσική. Εκτός άπό τίς κλίμακες τού πιάνου, πού παίζουν τά κορίτσια. Δύο μαζί στό διπλανό σπίτι, γείτονες. Θά επρεπε νά εφεύρουν βουβά πιάνα γι’ αύτή τή δουλειά. Blumenlied, τό τραγούδι πού τής άγόρασα. Ό τίτλος. Τό επαιζε ενα κορίτσι άργά, τό βράδυ πού γύριζα σπίτι, ενα κορίτσι. Στήν είσοδο τών σταύλων, κοντά στήν όδό Σεσίλια. Ή Μίλλυ δέν εχ ει κλίση. Παράξενο, εννοώ, επειδή καί οί δυό μας. Ό φαλακρός, ό κουφός Πάτ έφερε εντελώς επίπεδο μπλόκ καί μελάνι. Ό Πάτ άκούμπησε μαζί μέ μελάνι καί πέννα έντελώς άθόρυβα έπίπεδο μπλόκ. Ό Πάτ πήρε πιατέλα, μαχ αίρι, πηρούνι. Ό Πάτ εφυγε. ~Ηταν ή μοναδική γλώσσα, είπε ό κ. Ντένταλους στόν Μπέν. Τούς είχ ε άκούσει όταν ήταν παιδί στή Ρινγκαμπέλλα, στό Κρόσχ εηβεν, στή Ρινγκαμπέλλα νά τραγουδούν τίς βαρκαρόλες τους. Τό λιμάνι τού Κουήνσταουν γεμάτο ιταλικά καράβια. ’Έκαναν περιπάτους, καταλαβαίνεις, Μπέν, στό φεγγαρόφωτο, μ’ εκείνα τά κωμικά καπέλα τους. ’Έσμιγαν τίς φωνές τους, τή μία μέσα στήν άλλη. Θεέ μου, τί μουσική. Τούς είχ α άκούσει όταν ήμουν παιδί. Στό λιμάνι τής Ρινγκαμπέλλα, φεγγαρόλες. Βγάζοντας άπό τό στόμα του τήν πίπα του μέ τήν πικρίλα, κράτησε προστατευτικά τό χ έρι του μπροστά στά χ είλη του, πού πρόφεραν μιά νυχ τερινή επίκληση, καθαρή καί κοντινή, ενώ μιά φωνή άπόμακρη άντήχ ησε σάν άπάντηση. Στήν άκρη τής τυλιγμένης σάν ραβδί εφημερίδας Ελεύθερος ’Άνθρωπος στράφηκε τό άλλο μάτι τού Μπλούμ, ψάχ νοντας νά βρει πού τό είχ α δει αύτό. Κάλλαν, Κόλμαν, Ντίγκναμ Πάτρικ. Χείχ ό! Χείχ ό! Φώσετ. Άχ ά! Ακριβώς τήν ώρα πού κοίταζα… Ελπίζω νά μή μέ κατασκοπεύει, πονηρός σάν ποντίκι. Ξεδίπλωσε τήν εφημερίδα του. Τώρα δέν μπορεί νά κοιτάξει. Θυμήσου νά γράφεις τό ε σάν τό ελληνικό. Ό Μπλούμ βούτηξε τήν πέννα του, ό Μπλούμ μουρμ: άγαπητέ κύριε. Ό ’Αγαπητός Χένρυ έγραψε: αγαπητή Μέηντυ. Πήρα τό γράμ σου καί τό λουλού. Πού στήν οργή τό έβαλα; Προφαν, σέ κάποια τσέ. Είναι έντελ άδύνα. Υπογράμμισε τή λέξη άδύνα. Νά γράψω σήμερα. Βαρετό αύτό. Ό Μπλούμ βαριεστημένος έπαιζε άπαλά μέ τά δάχ τυλά του, τό ξανασκέφτομαι, ταμπούρλο πάνω στό μπλόκ πού τού έφερε ό Πάτ.

Συνέχ ισε. Ξέρεις τί έννοώ. ’Όχ ι, άλλαξε αύτό τό ε. Δέξου αύτό τό μικρό μου δώ πού σού έσωκλ. Μήν τής ζητήσεις νά σού άπαντ. Κάτσε νά δούμε. Πέντε σελλί γιά τόν Ντίγκ. Δύο σελλί έδώ. Μία πέννα γιά τούς γλάρους. Ό Ήλίας έρχ ε. Έφτά πέν στού Νταίηβυ Μπέρν. Πλησιάζουν τίς οκτώ. Πές μισή κορώνα. Τό φτωχ ό μου δώ· ή ταχ υδρομική επιταγή, δύο σελλίνια καί έξι πέννες. Γράψε μου ένα μεγάλο. Μέ περιφρονείτε; Κουδούνισμα, μήπως έχ ετε τήν; Τόσο αναστατωμένος. Γιατί μέ άποκαλέσατε άτακτ παιδί; Είσαστε κι έσείς άτακτη κοπέλα; ’Ώ, ή Μαίρη έχ ασε τήν καρφίτσα της. ’Αντίο γιά σήμερα. Ναί, ναί, θά σάς πώ. Θέλετε νά. Νά συνεχ ίσουμε. Πέστε μου αύτό τό άλλο. Τήν άλλη λέξη, πού έγραψε. Ή ύπομονή μου έξαντλήθ. Γιά νά συνεχ ίσουμε. Πρέπει νά μέ πιστέψετε. Νά μέ πιστέψετε. Τό ζυθοπότηρο. Πού. Είναι. ’Αλήθεια. Τάχ α δέν είναι τρέλα πού τής γράφω; Οι σύζυγοι δέν πρέπει νά. Ό γάμος τους τό απαιτεί, οί γυναίκες τους. Γιατί είμαι μακριά άπό. ’Άς ύποθέσουμε ότι. Άλλά, πώς; Αύτή πρέπει. Γιά νά μείνει νέα. ’Άν τό άνακάλυπτε. Τό επισκεπτήριο στό καλό μου καπέ. ’Όχ ι, άς μήν τής τά λέω ολα. Στενοχ ώρια χ ωρίς όφελος. ’Άν δέν τό βλέπουν. Ή γυναίκα. ‘Ό,τι είναι καλό γιά τή μία, είναι καλό καί γιά τήν άλλη. Μιά άγοραία άμαξα, άριθμός κυκλοφορίας τριακόσια είκοσι τέσσερα, μέ οδηγό τόν Μπάρτον Τζαίημς, άριθμός ένα, λεωφόρος Αρμονίας, Ντόννυμπρουκ, στήν όποία καθόταν ένας πελάτης, νεαρός κύριος, ντυμένος κομψά, μ’ ενα γαλάζιο-λουλακί σέρζ κουστούμι, ραμμένο άπό τόν Τζώρτζ Ρόμπερτ Μηζάιας, έμποροράφτη κι έπιδιορθωτή, άριθμός πέντε, προκυμαία ΤΗντεν, φορώντας ψαθάκι τελευταίας μόδας, άγορασμένο άπό τόν Τζών Πλάστρο, άριθμός ένα, οδός Μεγάλου Μπρούνσγουικ, πιλοποιόν. ’Έ; Αύτή ήταν ή άμαξα πού κουδούνιζε χ αρούμενα. ’Έξω άπό< τό άλλαντοπωλείο τού Ντλούγκατζ, γυαλιστερές άρμαθιές τής ’Άτζενταθ τριπόδιζαν, τά γενναία καπούλια μιάς φοράδας. —

Απαντάς σέ καμιά άγγελία; ρώτησαν τόν Μπλούμ τά παρατηρητικά μάτια τού Ρίτσι.



Ναί, είπε ό κ. Μπλούμ. Σ’ εναν πλασιέ. Δέν ελπίζω πώς θά έχ ει κανένα άποτέλεσμα.

Ό Μπλούμ μουρμούρ: άριστες συστάσεις. ‘Όμως ό Χένρυ έγραψε: θά μέ ερεθίσει. Ξέρετε τώρα. Βιαστικά. Χένρυ. Ελληνικό ε. Πρόσθεσε καλύτερα κι ενα υστερόγραφο. Τί νά παίζει τώρα στό πιάνο; Αύτοσχ εδιάζει ενα ιντερμέτζο. Υ.Γ. Τό ταρατατζούμ. Μέ ποιόν τρόπο θά μέ τιμωρή; Έσείς νά τιμωρήσετε εμένα; Τσαλακωμένη φούστα πού άνεμίζει, άπό τόν φφφρρρσσστ. Πέστε μου. Θέλω νά. Ξέρω. ’Ώχ . Βέβαια, άν δέν, δέν θά τό ζητούσα. Λά λά λά ρέ. Σβήσιμο τής θλιμμένης φράσης σέ μινόρε. Γιατί τό μινόρε νά εκφράζει θλίψη; ‘Υπογραφή X. Τούς άρέσει τό τέλος νά είναι λίγο θλιβερό. Υ.Υ.Γ. Λά λά λά ρέ. Νιώθω τόσο λυπημένος σήμερα. Τόσο λά. Τοσο μονος. Τοσο σολ. Άκούμπησε τό στυπόχ αρτο τού Πάτ στό μπλόκ. Φάκελ. Διεύθυνση. Κάμε πώς άντιγράφεις άπό τήν εφημερίδα. Μουρμούρισε: Κυρίους Κάλμαν, Κόλμαν καί Σία, περιορισμένης εύθύνης. Ό Χένρυ έγραψε: Δίδα Μάρθα Κλίφφορντ Πόστ Ρεστάντ Όδός Ντόλφινς Μπάρν Δουβλίνο. Βάλε τό στυπόχ αρτο πάνω στό άλλο, γιά νά μή δει. ’Έτσι. ’Ιδέα γιά βράβευση άπό τό περιοδικό Φύρδην-Μίγδην. Κάτι πού ό ντετέκτιβ διάβασε στό στυπόχ αρτο. Αμοιβή, μία γκινέα άνά στήλη. Ό Μάτσαν σκέφτεται συχ νά τή γελαστή μάγισσα. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού. Φά. Τήν. Φά’

την. Πολύ ποιητικό αύτό τό περί θλίψεως. Ή μουσική τό προξένησε. Υπάρχ ει μιά μαγεία στή μουσική, ειπε ό Σαίξπηρ. “Ολη μέρα άναφέρονται σ’ αύτόν. Νά ζει κανείς ή νά μή ζεί. Σοφία όσην ώρα περιμένεις. Μέσα στούς ροδώνες τού Τζέραρντ, στό Φέττερ Λέην, κάνει τούς περιπάτους του, γκριζοκαστανομάτης. “Ενα σώμα. Κάνε το. “Ομως κάνε το. “Οπως καί νά ’ναι, έγινε. Γραμματόσημο γιά τήν ταχ υδρομική επιταγή. Τό ταχ υδρομείο έκεί πέρα κάτω. Νά πάω τώρα μέ τά πόδια. Άρκετά έδώ. Ύποσχ έθηκα νά τούς συναντήσω στού Μπάρνεύ Κιέρναν. Δέν μού άρέσει αύτή ή δουλειά. Σπίτι πού έχ ουν πένθος. Περπάτησε. Πάτ! Δέν μέ άκούει. Κουφός σάν σκαθάρι. Τώρα ή άμαξα θά κοντεύει νά φτάσει. Μίλα του. Μίλα του. Πάτ! Δέν άκούει. Ταχ τοποιεί αύτές τίς πετσέτες. Πόσο δρόμο πρέπει νά κάνει κάθε μέρα. ’Άν τού ζωγράφιζε κανείς μιά φάτσα στό πίσω μέρος τού κεφαλιού του θά τόν έκανε διπλό. Μακάρι νά τραγουδούσαν λίγο άκόμα. ’Έτσι πού νά μήν σκέφτομαι. Ό φαλακρός Πάτ, ό ταλαίπωρος, ταχ τοποιούσε τίς πετσέτες σέ σχ ήμα επισκοπικής μίτρας. Ό Πάτ είναι ένα γκαρσόνι πού άκούει με δυσκολία. Ό Πάτ είναι ένα γκαρσόνι που σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Αύτός σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί. Αύτός είναι ενα γκαρσόνι. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Αύτός σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. “Οσο περιμένεις, άν περιμένεις θά σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Χώχ . Σερβίρει, όσην ώρα περιμένεις. Ή Ντούς τώρα. Ή Ντούς Λύντια. Χαλκός καί ρόδο. “Εκανε θαυμάσιες διακοπές, χ ωρίς πολλά λόγια θαυμάσιες. Καί δείτε καί τήν όμορφη άχ ηβάδα πού εφερε. Στή γωνία τού μπάρ εφερε ανάλαφρα πρός αύτόν τό άγκαθωτό καί στριφογυριστό θαλάσσιο κέρας, ετσι πού αύτός, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, ό δικηγόρος, μπορούσε ν’ άκούσει. — Άκούστε! τόν προέτρεψε. Κάτω άπό τήν καυτή, έξ αιτίας τού τζίν, κουβέντα τού Τόμ Κέρναν, αύτός πού αύτοσχ εδίαζε επλεξε μ’ ενα βραδύτερο ύφάδι τή μουσική του. Γεγονός αυθεντικό. Ό τρόπος πού εχ ασε ό Γουώλτερ Μπάπτυ τή φωνή του. Λοιπόν, κύριε, ό σύζυγος τόν άρπαξε άπό τό λαρύγγι. ’Αχ ρείε, τού είπε. Δέν θά ξανατραγουδήσεις έρωτοτράγουδα. Λόγω τιμής, κύριε Τόμ. Ό Μπόμπ Κάουλεύ έπλεκε πάντα τό ύφάδι του. Οι τενόροι βρίσκουν γυναί. Ό Κάουλεύ εγειρε τήν πλάτη του στό κάθισμα. “Αχ , τώρα αύτός άκουε, καθώς έκείνη κρατούσε τό κέρας κοντά στό αύτί του. Άκούτε! Αύτός άκουε. ‘Υπέροχ α. Τό κόλλησε στό δικό της αύτί καί μέσα άπό τό φιλτραρισμένο φώς ό χ λωμός χ ρυσός, σ’ άντίθεση, πλησίασε γλιστρώντας. Γιά ν’ άκούσει.

Τάκ. Ό Μπλούμ μέσα άπό τήν πόρτα τού μπάρ είδε μιάν άχ ηβάδα νά κρατιέται κοντά στά αύτιά τους. “Ακούσε, πιό άδύναμα, αύτό πού αύτοί άκουσαν, καθένας γιά λογαριασμό του, υστέρα καθένας γιά λογαριασμό τού άλλου, άκούγοντας τόν παφλασμό τών κυμάτων, έντονα, ενα σιωπηλό βρυχ ηθμό. Ό χ αλκός πλάι σ’ εναν κουρασμένο χ ρυσό, άπό κοντά, άπό μακριά, άκουγαν. Τό αύτί της είναι κι αύτό μιά άχ ηβάδα, έκεί πού προεξέχ ει ό λοβός της. Τό καλοκαίρι στήν άκρογιαλιά. Τά όμορφα κορίτσια της άκρογιαλιάς. Δέρμα βιαστικά ήλιοψημένο. “Επρεπε πρώτα νά βάλει κρέμα, γιά νά μαυρίσει σωστά. Βουτυρωμένη φρυγανιά. “Ωχ , δέν πρέπει νά ξεχ άσει έκείνη τήν κολώνια. “Ερπης κοντά στό στόμα της. Τό κεφάλι σου άπλώς. Ξέπλεκα μαλλιά` φύκια καί κοχ ύλια. Γιατί κρύβουν τά μαλλιά τους μέ φύκια; Καί οί Τουρκάλες τό στόμα τους, γιατί; Τά μάτια τους πάνω άπό τό ύφασμα, τόν φερετζέ. “Αντε νά βρεις τήν είσοδο γιά νά μπεις. Μιά σπηλιά. ’Απαγορεύεται ή είσοδος είς τούς μή έχ οντας εργασίαν. Ή θάλασσα είναι αύτό πού νομίζουν πώς άκούν. Νά τραγουδάει. Μιά βροντή. Τό αίμα είναι. Πλημμυρίζει κάποτε τ’ αύτιά. Λοιπόν, ή θάλασσα είναι αύτή. Τά αιμοσφαίρια νησιά. Θαυμάσιο, πράγματι. Τόσο εύδιάκριτο. Ξανά. Ό Τζώρτζ Λίντγουελλ κρατούσε άκόμα αύτό τό μουρμουρητό κοντά στ’ αύτί του` υστέρα τό άκούμπησε απαλά κάτω. - Καταλαβαίνετε τό τραγούδι τών άγριων κυμάτων, τή ρώτησε, χ αμογελώντας. Τάκ. Κοντά στού Λάρρυ Ο’Ρούρκ, κοντά στού Λάρρυ, κοντά στού Θαρραλέου Λάρρυ Ο’, ό Μπόυλαν τινάζεται, ό Μπόυλαν στρίβει τό σώμα του. Άπό τήν παρατημένη άχ ηβάδα, ή δίς Μίνα γλίστρησε πρός τό ζυθοπότηρό της πού περίμενε. ’Όχ ι, τό ναζιάρικο κεφάλι τής δίδος Ντούς πληροφόρησε τόν κ. Λίντγουελλ πώς δέν ήταν τόσο μόνη. Περίπατοι μέ φεγγαρόφωτο στήν άκρογιαλιά… ’Όχ ι, όχ ι μόνη. Μέ ποιόν; Άπάντησε γενναιόψυχ α: μ’ εναν φίλο κύριο. Τά σπινθηροβόλα δάχ τυλα τού Μπόμπ Κάουλεύ έπαιξαν πάλι τίς ψηλές νότες. Ό ιδιοκτήτης εχ ει προτεραιότητα. Μιά πίστωση χ ρόνου. Ό ψηλός Τζών. Ό ογκώδης Μπέν. Ανάλαφρα επαιξε ενα άνάλαφρο λαμπρό πηδηχ τό σκοπό γιά χ ορευταρούδες κυρίες, τσαχ πίνες καί χ αμογελαστές, καί γιά τούς γαλαντόμους κυρίους φίλους τους. “Ενα` ενα, ενα` δύο, ενα, τρία, τέσσερα. Ή θάλασσα, ό άνεμος, τά φύλλα, ό κεραυνός, τά νερά, οί άγελάδες πού μουγκανίζουν, ή ζωαγορά, τά κοκκόρια, οί κότες πού δέν κακαρίζουν, τά φίδια πού συρίζουν. Παντού ύπάρχ ει μουσική. Ή πόρτα τού Ράτλετζ: ηηηη, τρίζοντας. ’Όχ ι, αύτό είναι θόρυβος. Τώρα τό πιάνο παίζει τό μινουέτο άπό τόν Ντόν Τζιοβάννι. Αύλικές έσθήτες, ολων τών ειδών, χ ορεύουν στίς αίθουσες τού πύργου. Αθλιότητα. Οί χ ωριάτες άπέξω. Πράσινα λιμώττοντα πρόσωπα πού μασουλίζουν μολόχ ες. Αύτό είναι όμορφο. Κοίτα` κοίτα, κοίτα, κοίτα, κοίτα, κοίτα` κοιτάχ τε μας. Αύτό είναι χ αρούμενο, τό αισθάνομαι. Έγώ ποτέ δέν θά μπορούσα νά τό γράψω. Γιατί; Γιατί ή

δική μου χ αρά δέν είναι παρόμοια μέ τή δική του. ‘Όμως, καί οί δύο είναι χ αρές. Ναί, χ αρά πρέπει νά είναι. Καί μόνον ή παρουσία τής μουσικής δείχ νει πώς είσαι χ αρούμενος. Συχ νά είχ α τήν εντύπωση πώς ήταν στίς μαύρες της, μέχ ρι πού άρχ ιζε νά σιγοτραγουδάει. Τότε καταλάβαινα πώς δέν ήταν. Ή βαλίτσα τού ΜακΚόυ. Ή γυναίκα μου καί ή γυναίκα σου. Γάτα πού στριγγλίζει. Σάν μετάξι πού σκίζεται. Καί όταν μιλάει, σάν πλατάγισμα. Δέν έχ ουν τήν γκάμα τής φωνής πού έχ ουν οί άντρες. Λές καί στή θέση τής φωνής τους έχ ουν ενα κενό. Γέμισέ με. Είμαι θερμή, σκοτεινή, όλάνοιχ τη. Ή Μόλλυ στό quis est homo: τού Μερκαντάντε. Τό αύτί μου κολλημένο στόν τοίχ ο γιά ν’ άκούσω. Απαιτώ άπό μιά γυναίκα νά είναι άποτελεσματική. Κουό, κουδούν, ή άμαξα σταμάτησε. Τά κομψά κατακίτρινα παπούτσια τού κομψού Μπόυλαν μέ τίς γαλάζιες ριγωτές κάλτσες άκούμπησαν ελαφρά στό έδαφος. “Ω, κοίτα πώς είμαστε! Μουσική δωματίου. Θά μπορούσε κανείς νά κάνει ενα λογοπαίγνιο πάνω σ’ αύτό. Είναι ενα είδος μουσικής πού είχ α συχ νά στό νού μου, όταν αύτή. Πρόκειται γιά άκουστική. Βόμβος κουδουνίσματος. Τά άδεια σκεύη είναι αύτά πού κάνουν τόν περισσότερο θόρυβο. Επειδή ή άκουστική, ή άντήχ ηση μεταβάλλεται σχ ετικά καθώς τό βάρος τού νερού ισούται μέ τό νόμο τής πτώσεως τών υγρών. Σάν κι εκείνες τίς ραψωδίες τού Λίστ, τίς ούγγρικές, μέ τό τσιγγάνικο μάτι. Μαργαριτάρια. Σταγόνες. Βροχ ή. Τσούρ τσίρ τσέρ τσούρ τσούρ. Σύρισμα. Τώρα. ’Ίσως τώρα. Πρίν νά. Κάποιος χ τυπάει σέ μιά πόρτα, κάποιος κροτεί, ενα κρότ κρότ, κροτεί ό Πώλ ντέ Κόκ, μέ μιά μαγκούρα κράτ κράτ, μ’ ενα ράμφος κακαρακακάκ. Κοκοροκόκ. Τάκ. —

Qui sdegnor, Μπέν, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.



’Όχ ι, Μπέν, έπενέβη ό Τόμ Κέρναν, Τόν Νεαρό Επαναστάτη. Ή πανάρχ αιή μας διάλεκτος.



Ναί, τραγούδησέ το, παρακάλεσαν ολοι.

Πρέπει νά φεύγω. Έδώ, Πάτ, γύρισε. Ξαναγύρισε. Πάει κι ερχ εται, χ ωρίς σταμάτημα. ’Έλα σέ μένα. Πόσα οφείλω; —

Σέ ποιό τόνο; Φά δίεση;



Φά δίεση μείζονα, είπε ό Μπέν Ντόλλαρντ.

Οί απλωμένες άρπάγες τού Μπόμπ Κάουλεύ άρπαξαν τίς μαύρες βαθειές συγχ ορδίες. Πρέπει νά φεύγω, άναγγέλλει ό τςρίγκηπας Μπλούμ στόν καλό πρίγκηπα Ρίτσι. ’Όχ ι, λέει ό Ρίτσι. Ναί, πρέπει. Πρέπει νά κέρδισε άπό κάπου χ ρήματα. Ετοιμάζεται γιά ξεφάντωμα, μέχ ρι νά τόν πιάσει πάλι εκείνος ό πόνος τής πλάτης. Πόσα οφείλω; Βλεπακούει τά λόγια πάνω στά χ είλη μου. “Ενα σελλίνι καί εννιά πέννες. Μιά πέννα γιά σάς. Όρίστε. Δώστου δύο πέννες φιλοδώρημα. Κουφός, ταλαίπωρος. “Ομως, πιθανόν νά εχ ει γυναίκα καί οικογένεια πού τόν περιμένουν, πού περιμένουν τόν Πάττυ νά γυρίσει σπίτι. Χί, χ ί,χ ί, χ ί. Ό κουφός σερβίρει, όσην ώρα τόν περιμένουν.

“Ομως, περίμενε. “Ομως, άκου. Σκοτεινές συγχ ορδίες. Πενπενπενπένθιμες. Βαθειές νότες. Σέ μιά σπηλιά, στά ερεβώδη σκοτάδια τής γής. Παραχ ωμένο μετάλλευμα. Σβώλος μουσικής. Ή φωνή μιάς εποχ ής σκοτεινής, εχ θρικής, άποτέλεσμα τής κούρασης τής γής, εφτανε άπό μακριά, πένθιμη καί οδυνηρή, άπό γέρικα βουνά, καλούσε τούς άφοβους καί τούς άληθινούς. Τόν ιερέα άναζητούσε, μέ αύτόν επιθυμεί ν’ άνταλλάξει μερικές λέξεις. Τάκ. Ή βαρελόφωνη φωνή τού Μπέν Ντόλλαρντ. Βάζοντας τά δυνατά του γιά νά εκφραστεί. Κοασμός σ’ εναν απέραντο βάλτο, χ ωρίς άντρες, χ ωρίς σελήνη, χ ωρίς γυναικοσελήνη. ’Ακόμα ενα άλλο κατρακύλισμα. Κάποια έποχ ή δούλεψε ώς προμηθευτής στό εμπορικό ναυτικό. Θυμάμαι: τά κατραμωμένα παλαμάρια, τίς λάμπες γιά φώτα πορείας. Δήλωσε φαλιμέντο δέκα χ ιλιάδων λιρών. Τώρα στό ίδρυμα Άιβυ. Στόν θάλαμο ύπ. άρ. τάδε. Ή μπύρα Μπάςς τόν κατάντησε ετσι. Ό ιερέας είναι στό σπίτι του. Ό ύπηρέτης τού ψευδο-ίερέα τόν καλωσορίζει. Περάστε. Ό σεβάσμιος ιερέας. Κατσαρωμένες ούρές συγχ ορδιών. Τούς όδηγούν στήν καταστροφή. Τούς καθιστούν άφόρητη τή ζωή. “Υστερα φτιάχ νουν θαλάμους, ετσι πού νά τελειώσουν έκεί μέσα τή ζωή τους. Νανάρισμα. Νανούρισμα. Πέθανε, σκύλε. Μικρέ σκύλε, πέθανε. Ή φωνή τής προειδοποίησης, μ’ εναν έπίσημο τρόπο, τούς ανήγγειλε ότι ό νέος είχ ε μπει σ’ εναν προθάλαμο μοναξιάς, τούς ανήγγειλε τήν επισημότητα τών βημάτων του, τούς ανήγγειλε τή ζοφερή αίθουσα, τόν ιερέα μέ τό πετραχ ήλι του πού τόν περίμενε γιά νά δεχ θεί τήν εξομολόγησή του. Καλή ψυχ ή. Λίγο ξεμωραμένος τώρα πιά. Νομίζει πώς θά βρεί τίς άπαντήσεις στό διαγωνισμό γιά τούς τίτλους τών ποιημάτων. Πρώτο βραβείο: ενα πεντόλιρο, ολο δικό σου. Πουλί πού κλωσάει στή φωλιά του. Νόμιζε πώς ήταν τό Λέυ τού τελευταίου ραψωδού. Γ, τρία γράμματα, ποιός είναι ό θαρραλέος ναυτικός; Διαθέτει ακόμα καλή φωνή. Δέν εύνουχ ήθηκε άκόμα, μ’ ολη τήν πραμάτεια πού διαθέτει. Άκούστε. Ό Μπλούμ άκουγε. Ό Ρίτσι Γκούλντινγκ άκουγε. Καί, δίπλα στήν πόρτα ό κουφός Πάτ, ό φαλακρός Πάτ, ό φιλοδωρημένος Πάτ, άκουγε. “Ενα άρπισμα συγχ ορδιών πιό άργό. Ή φωνή τής οδύνης καί τής μεταμέλειας εφτασε άργή, έξωραίσμένη, τρέμουσα. Ή συντετριμμένη γενειάδα τού Μπέν έξομολογιόταν in nomine Domini, εις τό όνομα τού Θεού. Γονάτισε. Χτυπούσε τό στήθος του μέ τό χ έρι του, καθώς έξομολογιόταν mea culpa. Λατινικά πάλι. Κολλάνε πάνω τους, οπως τά πουλιά στίς ξόβεργες. Ό ιερέας μέ τό πτώμα τής μετάλειψης γιά εκείνες τίς γυναίκες. Ό τύπος στό παρεκκλήσι τού νεκροταφείου, φέρετρο ή φέλεθρο, corpusnomine. ’Αναρωτιέμαι πού νά βρίσκεται τώρα έκείνος ό ποντικός. Ξύσε. Τάκ. Άκουγαν: τά ζυθοπότηρά καί ή δίς Μίνα, ό Τζώρτζ Λίντγουελλ, τό άκρως εκφραστικό ματόκλαδο, ό πλούσιος κόρφος μέσα στό σατέν, ό Κέρναν, ό Ντένταλους.

Ή άναστενάζουσα λυπητερή φωνή τραγουδούσε. Τίς άμαρτίες της. ’Από τό Πάσχ α κι εδώθε είχ ε βλαστημήσει τρείς φορές. Κάθαρμα. Καί μιά φορά, σέ ώρα λειτουργίας, πήγε κι έπαιξε. Μιάν άλλη φορά είχ ε περάσει μπροστά άπό τό νεκροταφείο καί δέν μπήκε μέσα νά προσευχ ηθεί γιά τή μητέρα του. “Ενας νεαρός, ενας νεαρός επαναστάτης. Ό χ αλκός πλάι στήν κάνουλα τής μπύρας κοίταζε πέρα. Όλόψυχ α, ξέρει στήν εντέλεια ότι τήν κοιτάζουν. Καί ή Μόλλυ ξέρει πάντα πότε κάποιος τήν κοιτάζει. Ό χ αλκός κοίταζε πέρα λοξά. Καθρέπτης έκεί πέρα. Τάχ α, αύτή είναι ή καλή μεριά τού προσώπου της; Αύτές ξέρουν πάντα. Χτύπημα στήν πόρτα. Τελευταία κίνηση γιά συγύρισμα. Κακαρακακάκ. Τί νά σκέφτονται, τάχ α, όταν άκούνε μουσική; Τρόπος γιά νά πιάνεις κροταλίες. Τό βράδυ πού ό Μάικλ Γκάν μάς παρεχ ώρησε τό θεωρείο του. Τό κούρδισμα τών μουσικών οργάνων. Τού Σάχ η τής Περσίας, αύτό ήταν τό μέρος πού τού άρεσε περισσότερο. Τού θύμιζε τό σπίτι του, σπιτάκι του. Σκούπισε τή μύτη του μέ τήν κουρτίνα, άπό πάνω. Μπορεί νά τό συνηθίζουν στήν πατρίδα του. Κι αύτό μουσική είναι. ’Όχ ι τόσο κακή όσο άκούγεται. Τουτουρουτουτού. Τά χ άλκινα, γαίδούρια πού γκαρίζανε μέ τίς μούρες ψηλά. Τά κοντραμπάσσα, τελείως άνήμπορα ζωντανά, μέ χ αίνουσες πληγές στά πλευρά. Τά ξύλινα πνευστά, άγελάδες πού μουγκάνιζαν. Τό πιάνο μέ τήν ούρά, στόμα άνοιχ τό σάν κροκόδειλος, μουσική μέ σαγόνια. ’Όνομα καί πράμα. ’Έδειχ νε όμορφη. Φορούσε τό χ ρυσαφί φόρεμά της, μέ χ αμηλό ντεκολτέ, τά ύπάρχ οντά της σέ κοινή θέα. Στό θέατρο, ή άνάσα της πάντα άρωματισμένη μέ γαρύφαλλο, όταν εσκυβε νά ρωτήσει κάτι. Τής ελεγα τί είπε ό Σπινόζα, σ’ εκείνο τό βιβλίο τού καημένου τού μπαμπά. Μέ άκουγε σάν υπνωτισμένη. Μέ τά μάτια τόσο μεγάλα. ’Έσκυβε. ‘Ένας τύπος στόν εξώστη είχ ε στυλωθεί νά τήν κοιτάζει άπό ψηλά μέ τά κυάλια τής όπερας. Γιά νά καταλάβεις τήν ομορφιά τής μουσικής πρέπει νά τήν άκούσεις δυό φορές. Γ ιά τή γυναίκα καί τή φύση φτάνει ενα άνοιγόκλεισμα τού ματιού. Ό Θεός εφτιαξε τή φύση καί ό άνθρωπος τή μουσική. Μέ τήν ψυχ ή σου έσύ. Φιλοσοφία. Βλακείες! ‘Όλοι φευγάτοι. ‘Όλοι πήραν τόν κατήφορο. Στήν πολιορκία τού Ρόςς επεσε ό πατέρας του, ολα τ’ άδέρφια του στό Κόρεύ. Στό Γουέξφορντ, είμαστε τά παιδιά τού Γουέξφορντ, θά μπορούσε κι αύτός. Μ’ αύτόν τελειώνει ή γενιά καί τ’ όνομά του. Κι έγώ, τελευταίος τής γενιάς μου. Ή Μίλλυ, νεαρός σπουδαστής. Ποιός ξέρει, ίσως δικό μου λάθος. Χωρίς γιό. Ό Ρούντυ. Πολύ άργά τώρα. Ποιός ξέρει; Ποιός ξέρει. Καί άν, παρ’ ολα αύτά; Δέν κρατούσε μνησικακία. Μνησικακία. ’Αγάπη. Αύτά είναι ονομασίες. Ό Ρούντυ. Σύντομα θά γεράσω. Ό Μπίγκ Μπέν ξετύλιγε τή φωνή του. ‘Υπέροχ η φωνή, είπε ό Ρίτσι Γκούλντινγκ, ένώ μιά αψάδα άντιμαχ όταν τήν ώχ ρότητά του, στραμμένος πρός τόν Μπλούμ, πού θά γερνούσε σύντομα, άλλά πού άκόμα ήταν νέος. Καί νά ή ’Ιρλανδία πού παρεμβάλλεται. Ή πατρίδα μου προηγείται τού βασιλιά μου. ’Ακούει. Ποιός φοβάται νά μιλήσει γιά τό εννιακόσια τέσσερα; Καιρός γιά άναχ ώρηση. ’Αρκετά είδα.

Εύλόγησόν με, πάτερ, είπε ό επαναστάτης Ντόλλαρντ. Εύλόγησόν με καί έπίτρεφόν μοι την άναχ ώρησιν. —

Τάκ. Ό Μπλούμ, μή εύλογηθείς, εριξε ενα τελευταίο βλέμμα, πρίν φύγει. Πολλά μπιχ λιμπίδια στό ντύσιμό του, γιά κάποιον μέ δεκαοχ τώ σελλίνια τήν εβδομάδα. ‘Υπάρχ ουν τύποι πού τόν ξοδεύουν τόν παρά. Πρέπει νά ’χ ει κανείς τά μάτια του δεκατέσσερα. Αύτά τά κορίτσια, αύτά τά όμορφα. Πλάι στά κύματα τής λυπημένης θάλασσας. Ή ρομαντική ιστορία μιάς χ ορεύτριας. Γ ράμματα πού διαβάστηκαν ενώπιον άκροατηρίου πρός άπόδειξιν άθετήσεως ύποσχ έσεως γάμου. ’Από τόν κανακάρη της στή ζαχ αρένια του. Γέλια στό δικαστήριο. Ό Χένρυ. Έγώ ούδέποτε τά ύπέγραψα. Τό ώραίο σας όνομα. Ή μουσική βούλιαξε, σκοπός καί λόγια. ‘Ύστερα εγινε ορμητική. Ό ψευδό-ιερέας μεταμορφώθηκε σέ στρατιώτη μέσα άπό τό θροίζον ράσο του. Λοχ αγός πολιτοφυλακής. Τό ξέρουν ολοι τους άπ’ εξω. Τούς γαργαλάει τή σκέψη τους. Λοχ αγός πολιτοφυλακής. Τακ. Τακ. ’Άκουγε συγκινημένη, σκύβοντας γιά ν’ άκούσει. ’Άδεια έκφραση στό πρόσωπό της. ’Έκφραση παρθένας, θά ελεγε κανείς, ή άπλά χ αίδολογημένης. Λευκή σελίδα, γιά νά γράψεις κάτι πάνω της. Τί άπογίνονται, άν δέν συμβεί αύτό; Κατάρρευση, άπογοήτευση. Αύτό τις διατηρεί νέες. Φτάνουν άκόμα νά θαυμάζουν τόν έαυτό τους. ’Άς δούμε. ’Άς παίξουμε μαζί της. Βάλε τά χ είλη πάνω στό δργανο. Τό σώμα μιάς λευκής γυναίκας, ζωντανός αύλός. Φύσα άπαλά. Πιό δυνατά. Τρεις τρύπες, ολες οί γυναίκες. Τή θεά δέν μπόρεσα νά τή δώ. Τό επιθυμούν, δέν είναι άπαραίτητο νά είναι κανείς ύπερβολικά εύγενής. Αύτή είναι καί ή αίτια πού αύτός τίς τουμπάρει. Χρυσάφι στήν τσέπη σου, θράσος στό πρόσωπό σου. Κοίταγμα μές στά μάτια` τραγούδι δίχ ως λόγια. Ή Μόλλυ μέ εκείνο τό άγόρι (Ιταλός) πού έπαιζε τή λατέρνα. Είχ ε μαντέψει τί εννοούσε όταν αύτός είπε ότι ή μαίμού ήταν άρρωστη. ’Ίσως επειδή έμοιαζαν τόσο πολύ μέ τά ισπανικά. Μέ αύτόν τόν τρόπο καταλαβαίνουν και τά ζώα. ‘Ο Σολομών τό είχ ε αύτό. Δώρο τής φύσεως. Κάποια μορφή έγγαστριμυθίας. Τά χ είλη μου κλειστά. Σκέφτομαι μέ τό στόμα. Τί; Θέλεις; Έσύ; Έγώ. Θέλω. Έσύ. Νά. Ό λοχ αγός, εκτός έαυτού, ξέσπασε σέ κατάρες. Κόντευε νά κρεπάρει άπό άποπληξία τό κάθαρμα. Καλά έκανες, άγόρι μου, κι ήρθες. “Εχ εις άκόμα μιάν ώρα ζωής, τήν τελευταία σου. Taκ τακ. Ηχ ητικές δονήσεις τώρα. Αισθάνονται οίκτο. ’Άς χ ύσουμε ενα δάκρυ γι’ αύτούς πού μαρτύρησαν. Γ ιά ολα όσα πεθαίνουν, πού έπιθυμούν, πού παθιάζονται μέχ ρι θανάτου, νά πεθάνουν. Γιά ολα όσα γεννιούνται. Τήν καημένη τήν κυρία Πιούριφού. Ελπίζω νά ξεμπέρδεψε. Επειδή οί μήτρες τους. ‘Ένας βολβός γυναικείου ματιού, γεμάτος ύγρό μήτρας, κοίταζε πίσω άπό τό φράχ τη τών βλεφαρίδων, ήρεμα, προσεχ τικά. Δές τήν πραγματική ομορφιά τού ματιού, όταν αύτή μένει

άμίλητη. Έκεί πέρα στόν ποταμό. Σέ κάθε άργό κυματισμό τού σατινένιου κόρφου της (τών κυματιστών θελγήτρων της) τό κόκκινο ρόδο της άνέβαινε άργά, τό κόκκινο ρόδο της βυθιζόταν. Ή άνάσα της στό ρυθμό τής καρδιάς της. Ή άνάσα της πού καθορίζει τή ζωή της. Καί ολοι οί ελάχ ιστοι, οί ελάχ ιστοι βόστρυχ οι τής παρθενικής της κόμης τρέμουν. ‘Όμως, κοίτα. Τ’ άπαστράπτοντα άστρα χ λωμιάζουν. ’Ώ, ρόδο! Καστίλλη. Τό πρωινό. Χά. Ό Λίντγουελλ. Γι’ αύτόν λοιπόν, όχ ι γιά. Ξετρελαμένος. Είμαι κι έγώ ετσι; Πάντως, τή βλέπω καλά άπό έδώ. Πώματα μπουκαλιών πού τινάζονται, πιτσιλίσματα άφρού μπύρας, πόστιασμα άδειων μπουκαλιών. Στή λεία κάνουλα τής πρέσσας τής μπύρας άκούμπησε ή Λύντια ελαφρά τό χ έρι της, άφράτο, άφήστε το σ’ εμένα. ‘Όλοι βυθισμένοι στόν οίκτο γιά τόν νέο επαναστάτη. Άπό, πρός` πρός, άπό. Πάνω στή γυαλιστερή κάνουλα (ξέρει ότι τά μάτια του, τά μάτια μου, τά μάτια της) ό δείχ της της καί ό άντίχ ειράς της περνούσαν γεμάτοι οίκτο` περνούσαν, ξαναπερνούσαν, άγγίζοντας άνάλαφρα, καί ύστερά γλιστρούσαν κυλώντας τόσο μαλακά, τόσο άργά, κατηφορίζοντας πρός ενα δροσερό σταθερό λευκό σμαλτωμένο μπαστούνι πού εξείχ ε άπό τή γλιστερή λαβή τους. Κακαρακακάκ. Καραρακακάκ. Τακ. τακ. Τακ. Έδώ είμαι ό άφέντης. Αμήν. ’Έτριξε, έξαλλος, τά δόντια του. Οί προδότες στήν κρεμάλα. Οί συγχ ορδίες συμφώνησαν. Βρωμοίστορία. ‘Όμως, επρεπε. Φύγε πρίν άπό τό τέλος. Εύχ αριστώ, ήταν θεσπέσιο. Νά βρώ τό καπέλο μου. Πέρασε δίπλα της. Μπορώ ν’ άφήσω έδώ τόν Ελεύθερο ’Άνθρωπο; Τό γράμμα τό εχ ω. ’Άν αύτή ήταν ή άλλη; ’Όχ ι. Περπάτα. Περπάτα. Περπάτα. Σάν τόν Κάσελ Μπόυλο ΚόννορΟ Κόυλο Τίστνταλλ Μώρις Τίστνταλλ Φάρελλ. Περπάάάάτα. Λοιπόν, έγώ πρέπει. Αλήθεια, φεύγεις; ’Άντε, γειά χ αρά. Ό Μπλμσκθκ. Πάνω άπό τής σίκαλης τούς γαλάζιους. Ό Μπλούμ σηκώθηκε. ’Ώχ , νιώθω ότι τό σαπούνι κόλλησε πίσω μου. Πρέπει νά ίδρωσε` μουσική. Νά θυμηθώ εκείνη τήν κολώνια. Λοιπόν, γειά χ αρά. Πίλοι πολ. Τό επισκεπτήριο είναι μέσα, ναί. Πλάι στόν κουφό Πάτ, πού στεκόταν στήν πόρτα μέ τό αύτί τεντωμένο, πέρασε ό Μπλούμ. Στούς στρατώνες Τζενίβα πέθανε εκείνος ό νεαρός. Στό Πάσσετζ θάψανε τό σώμα του. Ντολόρ! Αύτός Ντολόρες! Ή φωνή τού τραγουδιστή πού θρηνούσε καλούσε σέ θρηνητική προσευχ ή. Πλάι στό ρόδο, πλάι στόν σατινένιο κόρφο, πλάι στό χ αίδευτικό χ έρι, πλάι στά αποπλύματα, πλάι στ’ άδεια μπουκάλια, πλάι στά βγαλμένα πώματα, καλημερίζοντας στό διάβα του καί άφήνοντας πίσω του μάτια καί παρθενικές κόμες, χ αλκό καί ώχ ρό χ ρυσό, σέ βαθειά θαλασσινή σκιά, εφυγε ό Μπλούμ, ό μαλθακός Μπλούμ, ό νιώθω τόσο μόνος Μπλούμ. Τακ. τακ. Τακ. Προσευχ ηθείτε γι’ αύτόν, προσευχ ήθηκε ή μπάσα φωνή τού Ντόλλαρντ. Εσείς πού μέ άκούτε εν

ειρήνη. Προφέρετε, σάν άνάσα, μιά προσευχ ή, χ ύστε ενα δάκρυ, καλοί μου άνθρωποι, άγαθοι μου άνθρωποι. ΤΗταν ό νεαρός επαναστάτης. Κάνοντας τόν νεαρό επαναστάτη ύπηρέτη πού κρυφακούει στίς πόρτες ν’ άναπηδήσει, ό Μπλούμ στό κατώφλι τού προθαλάμου τού ’Όρμοντ άκουσε οχ λαγωγία καί βρυχ ηθμούς επιβραβεύσεων, επαινετικά χ τυπήματα σέ φαρδιές πλάτες, κρότους παπουτσιών, άπό παπούτσια πού δέν ήταν τά παπούτσια τού νεαρού. Γενική χ ορωδιακή άπόφαση’γιά νά τό γιορτάσουν μ’ ενα ποτηράκι. Ευτυχ ώς τό άπέφυγα. —

’Έλα, Μπέν, είπε ό Σίμων Ντένταλους. Θεέ μου, είσαι τόσο καλός, όσο ήσουν πάντα.

— Καλύτερος, είπε ό Τόμ Κέρναν. ‘Ορκίζομαι στήν ψυχ ή μου καί στήν τιμή μου, πώς δέν έγινε ποτέ μιά τόσο συγκλονιστική άπόδοση αύτής τής μπαλάντας. —

’Ίδιος ό Λαμπλάς, είπε ό πατήρ Κάουλεύ.

Ό ογκώδης Μπέν Ντόλλαρντ, χ ορτάτος άπό επαίνους καί έντονα τριανταφυλλοκόκκινος, τράβηξε χ ορευτικός πρός τό μπάρ, τά πόδια του μέσα σέ βαρειά παπούτσια, τ’ άρθριτικά του δάχ τυλα χ τυπώντας καστανιέτες στόν άέρα. Ό Μπίγκ Μπεναμπέν Ντόλλαρντ. Ό Μπίγκ Μπενμπέν. Ό Μπίγκ Μπενμπέν. Ρρρρ. Καί ολοι κατάβαθα συγκινημένοι, ενώ ό Σίμων σάλπιζε τήν τρυφεράδα του μέσα άπό τήν σάν βούκινο ομίχ λης μύτη του, ολοι γελώντας, τόν συνοδέυσαν μέχ ρι τό μπάρ, τόν Μπέν Ντόλλαρντ, σέ πραγματική αποθέωση. —

Λάμπεις ολόκληρος, είπε ό Τζώρτζ Λίντγουελλ.

Ή δίς Ντούς ταχ τοποίησε τό ρόδο της σέ άναμονή. — ’Αθάνατε Μπέν, είπε ό κ. Ντένταλους, δίνοντας ενα φιλικό χ τύπημα στή λιπαρή ώμοπλάτη τού Μπέν. Πάντα σέ φόρμα, παρ’ ολο πού έχ ει ενα στρώμα συσσωρευμένου λίπους κρυμμένο γύρω άπό τό σώμα του. Ρρρρρσσσσς. —

Τό λίπος τού θανάτου, Σίμωνα, γρύλλισε ό Μπέν.

Ό Ρίτσι, καημός λεπτός καί βαθύς, τής εταιρείας Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ, καθόταν μόνος. ’Ανέμενε σέ αβεβαιότητα. Τό Ιδιο καί ό άκόμη άπλήρωτος Πάτ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Ή δίς Μίνα πλησίασε τά χ είλη της στό αύτί τού πρώτου ζυθοπότηρου.



Ό κ. Ντόλλαρντ, σιγομουρμούρισε.



Ντόλλαρντ, μουρμούρισε τό ζυθοπότηρο.

Τό πρώτο ζυθοπότηρο πίστευε` ή δίς Κένν, όταν αύτή` ότι αύτός ήταν ό Ντόλλ` αύτή κούκλα` τό ζυθοπότηρο. Μουρμούρισε πώς ήξερε τό όνομα. ’Ήθελε νά πει ότι τό όνομα τού ήταν γνώριμο. ’Ήθελε νά πει ότι είχ ε άκούσει τό όνομα τού Ντόλλαρντ, ετσι δέν τόν λένε; Ναί, Ντόλλαρντ. Ναί, είπαν τά χ είλη της πιό δυνατά, ό κύριος Ντόλλαρντ. Τραγούδησε τόσο όμορφα αύτό τό τραγούδι, μουρμούρισε ή Μίνα. Καί Τό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού χ \ταν ενα τόσο όμορφο τραγούδι. Ή Μίνα τό άγαπούσε αύτό τό τραγούδι. Τό ζυθοπότηρο άγαπούσε τό τραγούδι πού ή Μίνα. Είναι μέ τό τραγούδι Τό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού πού ό Ντόλλαρντ έπέτρεψε στόν Μπλούμ νά νιώσει μέσα του εναν άνεμο νά στροβιλίζεται. Γεμάτος άέρια αύτός ό μηλίτης, σέ στουμπώνει. Στάσου. Τό ταχ υδρομείο κοντά στού Ρουβήμ Τζ., ενα σελλίνι καί οχ τώ πέννες περισσότερο. Νά ξεμπερδεύουμε μέ αύτό. `’Ας κόψω δρόμο μέσ’ άπό τήν όδό Γκρήκ. Θά ήθελα νά μήν είχ α ύποσχ εθει νά συναντηθούμε. Πιό ελεύθερος χ ωρίς δέσμευση. Ή μουσική. Σέ επηρεάζει στά νεύρα. Ή κάνουλα τής μπύρας. Τό χ έρι της πού κουνάει τήν παιδική κούνια, αύτό κυβερνάει τόν. Ό Μπέν Χάουθ. Αύτό κυβερνάει τόν κόσμο. Μακριά. Μακριά. Μακριά. Μακριά. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ.. Κατά τήν άποβάθρα τράβηξε ό Λαίονελεοπόλδος, ό Χένρυ, τό άτακτο παιδί, μέ τό γράμμα γιά τή Μέηντυ, μέ τήν ήδονή τής αμαρτίας, μέ τίς δαντέλες γιά τόν Ραούλ, μέ τήν ψυχ ή σου έσύ, ό Πόλντυ συνέχ ισε τό περπάτημα. Τάκ, τάκ, βάδιζε ό τυφλός χ τυπώντας μέ χ τυπήματα τάκ, τάκ, τό πεζοδρόμιο, χ τυπώντας, τάκ, τάκ. Ό Κάουλεύ άποβλακώνεται μέ αύτό, ενα είδος μέθης. Είναι καλύτερα νά μήν προχ ωρήσει κανείς παρά μέχ ρι τά μισά, οπως τό κάνει καί μέ μιά παρθένα. Πάρε παράδειγμα τούς μουσικομανείς. “Ολο αυτιά. Νά μή χ άσουν ούτε ενα τριακοστό δεύτερο. Τά μάτια κλειστά. Τό κεφάλι νά μετράει τό ρυθμό. ’Αποχ αυνωμένοι. Νά μήν τολμάς νά κουνηθείς. Ή σκέψη άπαγορεύεται αύ-στηρά. Μιλώντας συνεχ ώς γιά τήν τρέλα τους. Φλυαρία γιά τίς νότες. Κι αύτός ενας τρόπος γιά έκφραση. Δυσάρεστο όταν σταματάει, γιατί ποτέ δέν ξέρεις έπακρ. Τό έκκλήσιαστικό δργανο στήν όδό Γκάρντινερ. Ό γερο-Γκλύνν, πενήντα χ ρυσές λίρες τό χ ρόνο. Θά αισθάνεται παράξενα έκεί πάνω στή σοφίτα όλομόναχ ος μπροστά στούς διαύλους, τά πεντάλ καί τά πλήκτρα. ‘Όλη μέρα καθισμένος μπροστά στό εκκλησιαστικό δργανο. Νά τρώγεται μέ τά ρούχ α του, ώρες ολόκληρες, νά μιλάει μόνος του ή στόν άλλο πού ρεγουλάρει τή φυσούνα πού στέλνει τόν άέρα στούς σωλήνες. ’Οργισμένο μούγγρισμα, ύστερα κραυγαλέες βλαστήμιες (θά επρεπε νά εβαζε στουπί, ή κάτι παρόμοιο, στόν άποτέτοιο του, όχ ι μή, φώναζε αύτή), υστέρα εντελώς ξαφνικά ενα απαλό πρρρού, ενα ισχ νό πρρρού, μιά ισχ νή επωδός άνέμου. _ ^

Πρρρουρρ! ‘Ένα πρρρούρρ, επωδός ίσχ νού άνέμου, πρρρούρρ, πρρρουρρ, στήν ισχ νή τρύ, πρρρουρρ, πριορουέρ τού Μπλούμ. — ’Ηταν έδώ; είπε ό κ. Ντένταλους, έπιστρέφοντας μέ τήν πίπα του. ’Ήμαστε μαζί σήμερα τό πρωί στήν κηδεία τού καημένου τού Πάντυ Ντίγκναμ… —

Άχ , ό Θεός άς τόν άναπαύσει.



Παρεμπιπτόντως, ύπάρχ ει μέσα εκεί ενα διαπασών, πάνω στό…

Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. —

Ή σύζυγός του εχ ει ώραία φωνή. ’Ή, τουλάχ ιστον, είχ ε. ’Έτσι; ρώτησε ό Λίντγουελλ.

— ’Ώ, αύτός πρέπει νά είναι ό χ ορδιστής είπα άμέσως μόλις τόν είδα, είπε ή Λύντια στόν Σιμωναλάιονελ, καί θά τό ξέχ ασε, όταν ήρθε. Τυφλός, είπα τή στιγμή πού τόν είδα, είπε στόν Τζώρτζ Λίντγουελλ. Καί νά παίζει τόσο ύπέροχ α. Μιά άπόλαυση νά τόν άκούς. ‘Υπέροχ η άντίθεση. Ή χ αλκολύντια, ή μιναχ ρυσή. —

Φώναξε! φώναξε ό Μπέν Ντόλλαρντ, σερβίροντας. Λέγε.



Αρκεί! φώναξε ό πατήρ Κάουλεύ.

Ρρρρρρ. Νιώθω πώς θέλω νά. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. —

Πολύ, είπε ό κ. Ντένταλους, στυλώνοντας τή ματιά του σέ μιά άκέφαλη σαρδέλα.

Κάτω άπό τόν κώδωνα-σκέπαστρο τών σάντουιτς καί πάνω στή νεκροθήκη άπό ψύχ α ψωμιού μιά τελευταία, μιά μόνη τελευταία σαρδέλα τού καλοκαιριού. Ό Μπλούμ μόνος. —

Πολύ, είπε, κοιτάζοντας έπίμονα. Καί πιό πολύ, στίς χ αμηλές νότες.

Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Τακ. Ό Μπλούμ πέρασε μπροστά άπό τού Μπάρρυ. Μακάρι νά μπορούσα. Περίμενε. ’Άν είχ α έκείνο τό φάρμακο, τόν θαυματοποιό. Είκοσι τέσσερις δικηγόροι μόνο σ’ αύτό τό κτίριο. “Ετοιμοι γιά δικαστικούς αγώνες. ’Αγαπάτε άλλήλους. Βουνά άπό χ αρτοσημασμένα έγγραφα. Οί κύριοι “Αρπα καί Τσέπωνε διαθέτουν τό δικαίωμα νά σέ εκπροσωπούν. Οί Γκούλντινγκ, Κόλλις καί Γουώρντ. “Ομως, πάρε γιά παράδειγμα αύτόν τόν τύπο πού χ τυπάει τό μεγάλο τύμπανο. Ή κλίση του: νά συμμετέχ ει στήν ορχ ήστρα τού Μίκυ Ρούνεύ. ’Αναρωτιέμαι πώς τόν χ τύπησε ή πετριά, άρχ ικά. Νά κάθεται σπίτι του υστέρα άπό τό γεύμα του μέ μάγουλα γουρουνίσια καί λάχ ανο, νά τό νταντεύει στήν πολυθρόνα. Νά κάνει πρόβες στό κομμάτι του στήν ορχ ήστρα. Ταρατζούμ. Ταρατατζούμ. Χαρά πού θά ’χ ει ή γυναίκα του. Γαίδουροτόμαρα. Τά χ τυπάνε όσο είναι ζωντανά, καί υστέρα νά

χ τυπάνε καί όταν έχ ουν ψοφήσει. Ταρατζούμ. Ταρατατζούμ. ’Ίσως νά είναι αύτό πού λένε φερετζές, ή καί κισμέτ. Ή μοίρα. Τάκ. Τάκ. “Ενας τυφλός έφηβος, μ’ ενα ραβδί πού χ τυπούσε, πλησίασε χ τυπώντας διερευνητικά πλάι στή βιτρίνα τού Ντέηλυ, οπου μιά σειρήνα, μέ κόμη πού έσταζε νερά (άλλά πού αύτός δέν μπορούσε νά δει), φύσαγε τουλίπες (τυφλός, οπως ήταν, δέν μπορούσε νά δει) άπό δροσερό καπνό μάρκας Σειρήνες. Μουσικά δργανα. Βάλε ενα φύλλο μέσα στήν παλάμη σου σέ σχ ήμα άχ ηβάδας καί υστέρα φύσα. ’Ακόμα καί μ’ ένα χ τένι καί χ αρτί περιτυλίγματος μπορείς νά παίξεις μιά μελωδία. Ή Μόλλυ τό έκανε στήν όδό Λόμπαρτ, φορώντας τό μεσοφόρι της καί τά μαλλιά ριγμένα στήν πλάτη. Φαντάζομαι πώς κάθε ένας στό επάγγελμά του έχ ει κι ένα διαφορετικό τρόπο γιά νά τό καταφέρνει. Οί κυνηγοί μ’ ένα κέρας. Κουουού. Μήπως έχ ετε τήν; Cloche. Sonnezla! ‘Ο βοσκός μέ τή φλογέρα του. Ό άστυφύλακας μέ τή σφυρίχ τρα του. Κλειδαριές καί κλειδιά. Ό καπνοδοχ οκαθαριστής! Ή ώρα είναι τέσσερις καί ολα ήσυχ άζουν! Κοιμηθείτε! “Ολα αύτά πάνε, έσβησαν τώρα. Τό τύμπανο; Ταρατατζούμ. Στάσου, ξέρω. Ό τελάλης, ό περιστασιακός κλητήρας τού Δήμου. Ό ψηλός Τζών. Γιά νά ξυπνάει τούς πεθαμένους. Μπούμ. Τόν Ντίγκναμ. Ό φουκαράς nominedomine. Μπούμ. Μουσική είναι κι αύτό. Θέλω νά πώ, ολα είναι μπούμ μπούμ μπούμ, αύτό πού λένε da capo. Πάντως, μπορεί κανείς νά τά άντιληφθεί, ’Άντε παλληκάρια, έν δυό, έν δυό, πάμε στήν παρέλαση. Μπούμ. Πρέπει, οπωσδήποτε. Πρρρρ. Τώρα, φαντάσου νά τό έκανα αύτό σ’ ένα επίσημο γεύμα. Απλώς, ζήτημα συνήθειας, ό Σάχ ης τής Περσίας. Πές μιά προσευχ ή μέ τήν άνάσα σου, χ ύσε ένα δάκρυ. Πάντως, θά πρέπει νά ήταν εκ γενετής ήλίθιος γιά νά μήν καταλάβει ότι ήταν λοχ αγός τής πολιτοφυλακής. Κουκουλωμένος μέχ ρι άπάνω. Αναρωτιέμαι, ποιός νά ήταν αύτός στήν κηδεία μέ τό καφέ άδιά. ’Ά, ή πόρνη τού σοκακιού. Μιά πόρνη πού έζεχ νε άπ’ τή βρώμα, φορώντας στραβά ένα μαύρο ψάθινο καπέλο ναυτικού, μέ γυαλιστερά μάτια, πλησίασε πρός τόν Μπλούμ, κατά μήκος τής προκυμαίας. ‘Όταν πρωτόειδε αύτή τήν αξιολάτρευτη μορφή. Ναί, είναι. Νιώθω τόσο μόνος. Βροχ ερή νύχ τα στό σοκάκι. Κέρας. Ποιός είχ ε τό; Αύτός τό είχ ε. Αύτή τό είδε. Έδώ, μακριά άπό τήν πιάτσα της. Ποιά είναι; Ελπίζω νά. Ψίτ, κύριε, θέλετε νά μού δώσετε τ’ άσπρόρουχ ά σας γιά πλύσιμο! Γνώριζε τή Μόλλυ. Μέ είχ ε άναγνωρίσει. Μιά γυναίκα εύσωμη, μαζί σας, μέ καφέ φουστάνι. Αύτό σέ κάνει νά τά χ άνεις. ’Εκείνο τό ραντεβού πού κανονίσαμε. Γνωρίζοντας ότι εμείς ποτέ, ή, τέλος πάντων, σχ εδόν ποτέ. Πολύ κοντά στό σπίτι μου σπιτάκι μου καί φτωχ οκαλυβάκι μου. Μέ κοιτάζεις, δέν μέ κοιτάζεις; Σάν σκιάχ τρο, όταν τήν κοιτάζεις στό φώς τής μέρας. Ή φάτσα της σάν μισοκαμένο κερί, ό διάολος νά τήν πάρει! Τί νά κάνει, πρέπει κι αύτή νά ζήσει, οπως ολοι μας. Κοίτα άπό τήν άλλη μεριά. Μπροστά στή βιτρίνα τού παλαιοπωλείου Λάιονελ Μάρκ, ό ύπερόπτης Χένρυ Λέων Λεοπόλδος, ό άγαπητός Χένρυ Φλάουερ, ό επιμελής κ. Λεοπόλδος Μπλούμ έστεκε φάτσα σ’ ενα κηροπήγιο, σ’ ενα άκκορντεόν, πού μύριζε ξυνίλα άπό τά φυσερά του πού τά είχ αν φάει τά σκουλήκια. Τιμή ευκαιρίας: εξι σελλίνια. Μπορεί νά μάθω νά παίζω. Φτηνό. ’Άφησέ την καλύτερα νά περάσει. Βέβαια, ό,τι κανείς δέν χ ρειάζεται, είναι πανάκριβο. Αύτό κάνει τόν καλό έμπορο. Νά σέ κάνει ν’ άγοράσεις ό,τι θέλει αύτός νά σού πουλήσει. Εκείνος ό τύπος πού μ’ έπεισε ν’ άγοράσω τό σουηδικό ξυράφι, μέ τό οποίο μέ ξύρισε. ’Ήθελε νά μέ χ ρεώσει καί γιά τό άκόνισμα πού τού εκαμε. Τώρα περνάει πίσω μου. ‘Έξι σελλίνια.

Μπορεί νά φταίει ό μηλίτης, ή καί τό κρασί τής Βουργουνδίας. Κοντά στόν κοντινό χ αλκό, κοντά στόν άπόμακρο χ ρυσό, γαλαντόμοι καί άνοιχ τόκαρδοι, τσούγκρισαν μέ θόρυβο τά ποτήρια τους, εμπρός άπό τό δελεαστικό τελευταίο ρόδο τού καλοκαιριού τής χ άλκινης Λύντιας, τού ρόδου τής Καστίλλης. Πρώτα ό Λύντ, ό Ντέ, ό Κάου, ό Κέρ, ό Ντόλλ, μιά πεντάδα. Ό Λίντγουελλ, ό Σί Ντένταλους, ό Μπόμπ Κάουλεύ, ό Κέρναν καί ό Μπίγκ Μπέν Ντόλλαρντ. Τάκ. ‘Ένας νεαρός μπήκε στόν έρημο προθάλαμο τού ’Όρμοντ. Ό Μπλούμ εξέταζε τό πορτραίτο ένός γαλαντόμου ήρωα στή βιτρίνα τού Λάινελ Μάρκ. Οί τελευταίες λέξεις τού Ρόμπερτ ’Έμμετ. Οί επτά ύστατες λέξεις. Τού Μέγιερμπερ είναι. —

Θαρραλέοι άνθρωποι, οπως έσείς.



Ναί, ναί, Μπέν.



Θά ύψώσουν τά ποτήρια τους μέ τά δικά μας.

Τά ύψωσαν. 1 σινκ. 1 σανκ. Τίκ. ‘Ένας τυφλός έφηβος, πού δέν τόν είδαν, έστεκε στήν πόρτα. Δέν εβλεπε τόν χ αλκό. Δέν εβλεπε τόν χ ρυσό. Ούτε τόν Μπέν, ούτε τόν Μπόμπ, ούτε τόν Τόμ, ούτε τόν Σί, ούτε τόν Τζώρτζ, ούτε τά ζυθοπότηρα, ούτε τόν Ρίτσι, ουτε τόν Πάτ. Χί, χ ί, χ ί, χ ί. Δέν εβλεπε. Ό θαλασσομπλούμ, ό Γλοιώδηςμπλούμ, εξέταζε τίς τελευταίες λέξεις. “Ηρεμα. ‘Όταν ή πατρίδα μου πάρει τή θέση της άνάμεσα. Πρρπρρ. Πρέπει νά φταίει τό κρασί της Βουργ. Φφφφ. Οοο. Ρρρπρ. Στά εθνη τής γής. Κανένας πίσω μου. Αύτή πέρασε. Τότε καί μόνο τότε. Τράμ. Κράν, κράν, κράν. Εύκαιρία τώρα. ’Αμόλα την, κρανκρανκράν. Είμαι βέβαιος πώς φταίει τό κρασί τής Βουργουνδίας. Ναί. Μία, δύο. ’Άς γραφεί. Καράααααα. Στόν επιτάφειό μου. Έγώ. Ππρρπφφρρππφφφ. Τελείωσα.

12. ΚΥΚΛΩΠΑΣ ΠΕΡΝΑΓΑ ΤΗΝ ΩΡΑ ΜΟΥ, εκειδά στή γωνία τού δρόμου πού πάει κατά τόν λόφο ’Άρμπουρ, κουβεντιάζοντας μέ τό γεροΤρόυ τής μητροπολιτικής αστυνομίας τού Δουβλίνου καί, νά τόν πάρει ό διάολος καί νά τόν σηκώσει, νά σου καί περνάει ενα μαλάκας καπνοδοχ οκαθαριστής καί παρά τρίχ α νά μού χ ώσει τή βούρτσα του στό μάτι. Γύρισα νά τού πώ δυό τρεις ξηγημένες κουβέντες, γιά νά πάρει χ αμπάρι πόσο παλιομαλάκας ήτανε, καί ποιόν νομίζεις πώς βλέπω νά κοπροσκυλάει μπροστά στό Στόνυ Μπάττερ; Τόν Τζό Χάινς. — Γειά σου, ρέ Τζό, τού λέω. Τί χ αμπάρια; Τόν είδες αύτόνα τόν παλιομαλάκα τόν καπνοδοχ οκαθαριστή, πού κόντεψε νά μού βγάλει τό μάτι μέ τή βούρτσα του; — Ή καπνιά φέρνει γούρι , λέει ό Τζό. Ποιό ήταν εκείνο τό γέρικο κουμάσι πού συζήταγες μαζί του; — Ό γερο-Τρόυ, τού λέω, πού εκανε μερικά φεγγάρια στό Σώμα. Δέν είμαι άκόμα σίγουρος άν θά τού κάμω μήνυση αύτού τού τύπου γιά παρεμπόδιση τής κυκλοφορίας, μέ τίς σκούπες του καί τίς σκάλες του. —

Καί τί γυρεύεις κατά τά μέρη μας; λέει ό Τζό.

— Πού νά σ’ τά λέω, λέω έγώ. Έδώ παρακάτω, στήν εκκλησία τού στρατώνα, στή γωνία τής όδού Τσίκεν, υπάρχ ει κάποιος παμπόνηρος άρχ ικλέφταρος — ό γερο-Τρόυ τώρα δά μού εδινε μερικές πληροφορίες γιά δαύτονε — πού προμηθεύτηκε μιά ποσότητα τσαγιού καί ζάχ αρης, όσο ζυγιάζει κι ό ίδιος, καί πού είπε ότι θά πλήρωνε τρία σελλίνια τήν έβδομάδα γιά νά τά ξεπληρώσει, καί δήλωσε ιδιοκτήτης ένός χ τήματος στήν έπαρχ ία Ντάουν, άπό κάποιο άνθρωπάκι πού λέγεται Μωυσής Χέρτζογκ, έκεί πέρα στήν όδό Χέυτσμπουρυ. —

Περιτομημένος! λέει ό Τζό.

— ’Όπως τό λές, λέω έγώ. Τού έχ ουνε ψαλιδίσει κομμάτι τό τσουνί. Είναι ενας γερούδραυλικός, ονομαζόμενος Γκέρατυ. Πάνε τώρα καμιά δεκαπενταριά μέρες πού τόν εχ ω πάρει στό κυνήγι, άλλά δέν κατάφερα νά τού ξεκολλήσω μήτε δεκάρα. —

Αύτή τή δουλειά κάνεις τώρα στά στερνά; λέει ό Τζό.

— Ναί, λέω έγώ. ’Άχ , πώς καταντήσανε οί λεβέντες! Είσπράχ τορας επισφαλών καί άμφιβόλων άπαιτήσεων. ‘Όμως, αύτός έδώ, μέ τά σημάδια στή βλογιοκομμένη μούρη του, πού θά μπορούσαν νά χ ωρέσουν τά νερά μιάς μπόρας, είναι ό μεγαλύτερος άπατεώνας πού μπορεί νά συναντήσει κανείς. Πήγαινε νά τού πεις, μού λέει, ότι τόνε προκαλώ, μού ξαναλέει, καί τόνε ξαναπροκαλώ, νά σέ ματαστείλει κατά έδώ, καί άμα τό κάμει, μού λέει, θά τόν τραβήξω στά δικαστήρια, μά τήν πίστη μου, ετσι θά κάμω, επειδή κάνει τόν έμπορα χ ωρίς νά ’χ ει άδεια. Καί όταν τό είπα αύτό στόν άλλο, έγινε μπαρούτι. Χριστέ μου, δέν μπορούσα νά κρατήσω τά γέλια μου, όταν ειδα τόν τσιφούτη ν’ αφρίζει άπό τό κακό του. Πίνει τά τσάγια μου. Τρώει τίς ζάχ αρές μου, άπό πάνω. Γιατί δέν μού ξεπληρώνει τά λεφτά μου;

Διά μή ύποκείμενα εις φθοράν εμπορεύματα, πωληθέντα ύπό τού Μωυσέως Χέρτζογκ, 13, οδός ‘Αγίου Κέβιν, τής συνοικίας τής άποβάθρας Γούντ, έμπορον, εφεξής άποκαλούμενον ό πωλητής, καί άγορασθέντα καί παραδοθέντα εις τόν άξιότιμον κύριον Μάικλ Έ. Γκέρατυ, 29, λόφος ’Άρμπουρ, τής πόλεως τού Δουβλίνου, τής συνοικίας τής άποβάθρας ’Άρραν, εφεξής άποκαλούμενον ό άγοραστής, τουτέστιν, πέντε λίβρας τείου πρώτης διαλογής πρός τρία σελλίνια τήν λίβραν, καί τεσσαράκοντα δύο λίβρας κρυσταλλικής σακχ άρεως, πρός τρεις πέννας τήν λίβραν, ό ρηθείς άγοραστής οφείλει εις τόν ρηθέντα πωλητήν διά τήν άξίαν τών εμπορευμάτων τό ποσόν μίας λίρας, πέντε σελλινίων καί έξι πεννών. Τό ώς άνω ποσόν θέλει καταβληθή άπό τόν ρηθέντα άγοραστήν εις τόν ρηθέντα πωλητήν εις εβδομαδιαίας δόσεις, άνά έκάστην έβδόμην ήμερολογιακήν ήμέραν, έκάστης δόσεως εκ τριών σελλινίων καί ούδεμίας πέννας. Τά ρηθέντα, μή ύποκείμενα εις φθοράν εμπορεύματα, κατ’ ούδένα τρόπον θέλουσιν ένεχ υριασθή ή δοθή ή άλλοτριωθή ύπό τού ρηθέντος άγοραστού, άλλά δέον οπως ταύτα παραμείνωσιν εις τήν άποκλειστικήν κυριότητα καί νομήν τού ρηθέντος πωλητόύ, ινα ούτος διαθέση αύτά κατά τήν επιθυμίαν αύτού, μέχ ρις οριστικής έξοφλήσεώς των ύπό τού ρηθέντος άγοραστού, ώς τούτο ρητώς συνομολογείται έν τώ παρόντι, άφ’ ένός μεταξύ τού ρηθέντος πωλητού, τών κληρονόμων, διαδόχ ων, άντιπροσώπων καί έχ όντων πάν νόμιμον δικαίωμα, καί ά,φ’ έτέρου τού ρηθέντος άγοραστού, τών κληρονόμων, διαδόχ ων, άντιπροσώπων καί έχ όντων πάν νόμιμον δικαίωμα. —

Είσαι έναντίον τού οινοπνεύματος; λέει ό Τζό.



Δέν πίνω τίποτα άνάμεσα στά ποτά μου, λέω έγώ.



Τί θά ’λεγες άν ύποβάλαμε τά σέβη μας στό φίλο μας; λέει ό Τζό.



Ποιόν; λέω έγώ. Σίγουρα θά βρίσκεται στό τρελάδικο, ό φουκαράς.



Πίνοντας τό δικό του χ αρμάνι; λέει ό Τζό.



Ναί, λέω έγώ. Ό συνδυασμός ούίσκυ καί νερού τόν βάρεσε στό κεφάλι.



Πάμε τότε στού Μπάρνεύ Κιέρναν, λέει ό Τζό. Θέλω νά δώ τόν πολίτη.



’Άς γίνει τό λοιπόν κι έίσι, λέω εγώ, πάμε στού Κιέρναν. Τίποτα όίλλο συνταραχ τικό, Τζό;



Δέν τρέχ ει τίποτα, λέει ό Τζό. ’Ήμουνα στή συγκέντρωση στό Σίτυ Άρμς.



Τί γινότανε έκεί πέρα, Τζό; λέω έγώ.

— Ζωέμποροι γιά τήν αρρώστια τού αφθώδους πυρετού, λέει ό Τζό. Θέλω νά δώσω μερικές πληροφορίες στόν πολίτη γι’ αύτό τό ζήτημα. Κι έτσι κάναμε τή βόλτα γύρω άπό τά στρατιωτικά παραπήγματα Λάινενχ ωλλ καί τήν πίσω μεριά τού δικαστηρίου, συζητώντας γιά τό ενα καί γιά τό άλλο. Εντάξει τύπος ό Τζό, όταν είναι κονομημένος, όμως σχ εδόν πάντα είναι άδέκαρος. Μά τό Χριστό, δέν μπορούσα νά ξεχ άσω εκείνον τόν άπατεώνα τόν Γκέρατυ, τήν άρπάχ τρα. Επειδή κάνει τόν έμπορα δίχ ως άδεια, άκου κουβέντα πού είπε. Εις τό Ίνισφάιλ τό ευειδές υπάρχ ει χ ώρα, άποκαλούμενη χ ώρα τού ίερού Μίτσαν. Ύψούται έκεί

πύργος βίγλα, τόν οποίον άντιλαμβάνεται κανείς μακρόθεν. Έκεί κοιμώνται οί δυνατοί νεκροί, ώς έκοιμώντο καί κατά τήν διάρκειαν τής ζωής των, πολέμαρχ οι καί πρίγκηπες, έν τή δόξη τών έργων των. Άληθώς, αύτή είναι χ ώρα μέ εύκρατον κλίμα καί ρέοντα υδατα, ρυάκια γέμοντα ιχ θύων, οπου χ αριεντίζονται ό έρυθρίνος, ή γλώσσα, ό λευκίσκος, ή ψήσσα, ό καμπούρης βακαλάος, ό σολομός, ή ρίνη, τό σαλάχ ι, ό κίθαρος καί γενικώς τό πλήθος τών άλλων άσήμαντων ιχ θύων, καί άπαντες οί κάτοικοι τού βασιλείου τών ύδάτων, όντες πολυάριθμοι, ώστε νά τούς άπαριθμήσει κανείς εναν πρός εναν. Εις τάς άπαλάς αύρας τής δύσεως καί τής άνατολής, τά υπερήφανα δένδρα κυματίζουν τά έπίλεκτα φυλλώματά των πρός τά τέσσερα σημεία τού όρίζοντος, ή ευωδιαστή συκομορέα, ό κέδρος τού Λιβάνου, ό εξυμνηθείς πλάτανος, ό ευγενικός εύκάλυπτος, καί τ’ άλλα κοσμήματα τού φυτικού κόσμου, μέ τά όποια είναι διάσπαρτος ή περιοχ ή αύτή. Χαριέσταται παρθένοι κάθονται εις τήν ρίζαν τών ώραίων αύτών δένδρων καί άδουν τά ώραιότερα τών άσμάτων, ενώ παίζουν μέ τά ώραιότερα τών πραγμάτων, οπως ράβδοι χ ρυσού, άσημόψαρα, βαρέλια πλήρη άριγγών, άρπάγες διά χ έλια, μουρούνες, πανέρια μέ μικρόψαρα, πορφυρά θαλασσινά πετράδια καί παιχ νιδιάρικα έντομα. Καί οί ήρωες προσέρχ ονται άπό μέρη μακρινά, ίνα άποσπάσουν τήν εύνοιά των, άπό τής Έμπλάνης μέχ ρις τού Σλίβμαρτζυ, οί άσύγκριτοι πρίγκηπες τού άδουλώτου Μύνστερ, τού δικαίου Κόννωτ καί τού βελουδίνου Λάινστερ ετι δέ καί άπό τήν χ ώρα τού Κρουάχ αν καί τού Άρμά τού ύπερόχ ου, καί τής εύγενικής περιοχ ής τού Μπόυλ, πρίγκηπες, υιοί βασιλέων. Καί όρθούται έκεί λαμπρόν άνάκτορον, τού όποιου τήν κρυσταλλίνην άστράπτουσαν στέγην άτενίζουν οί ναυτικοί, όσοι άρμενίζουν εις τήν άπέραν-τον θάλασσαν μέ πλεούμενα σχ εδιασμένα είδικώς πρός τόν σκοπόν αύτόν, καί πρός τά έκεί καταφθάνουν ολα τά κοπάδια καί τά θρεφτάρια καί τά πρώτα φρούτα αυτής τής χ ώρας, έπειδή ό Ο’Κόννορ Φίτζιμον δικαιούται φόρου έξ αύτών, καπετάνιος αύτός, έκ γενεάς καπετάνιων. Τεράστιαι αμαξαι φέρουν πρός τά έκεί τά φρούτα τής γής, πανέρια γεμάτα κουνουπίδια, σωρούς τό σπανάκι, τεμαχ ισμένους ανανάδες, φασόλια τής Ραγκούν, καντάρια οί τομάτες, βαρέλια τά σύκα, αυλακιές τά γογγύλια τής Σουηδίας, στρογγυλά γεώμηλα καί αρμαθιές έκ ποικίλων λαχ ανικών τής Ύόρκης καί τής Σαβοίας, καί δίσκους μέ κρεμμύδια, μαργαριτάρια τής γής, καί κάνιστρα μέ μανιτάρια καί χ οντρόφλουδα κολοκύθια, καί καλοθρεμμένο αρακά καί κριθάρι καί άγριολάχ ανα καί κόκκινα πράσινα κίτρινα καστανόξανθα γλυκά μεγάλα στυφά άφράτα πιτσιλωτά μήλα καί πανέρια μέ φράουλες καί χ οντρόρωγα διάφανα φραγκοστάφυλα καί άγριοστάφυλα αντάξια πριγκήπων καί βατόμουρα εις τό κλαδί. Τόν προκαλώ, λέει αύτός, καί τόν ξαναπροκαλώ. Κάνε πώς ερχ εσαι κατά έδώ, Γκέρατυ, διακεκριμένε κλέφταρε τών μεγάλων δρόμων! Καί διά τής αύτής όδού καταφθάνουν άναρίθμητα κοπάδια μέ τά κουδούνια τους καί ογκώδεις πρωτόγεννες προβάτες, κριάρια πρωτοκούρευτα, αρνιά, φθινοπωρινές χ ήνες, νεαρά βόδια, φοράδες πού χ λιμιντρίζουν, μοσχ αράκια, πρόβατα άκούρευτα καί μανάρια, κι ελάφια άπό τό Κάφφ καί ζώα άκατάλληλα πρός άναπαραγωγήν, ετοιμόγεννες γουρούνες, γουρούνια γιά μπέηκον καί οί πιό διαφορετικές καί εκλεκτές ποικιλίες χ οίρων, δαμάλες άπό τήν κομητεία ’Άνγκας, καί μοσχ αράκια ράτσας μαζί μέ βραβευμένες άγελάδες πρός παραγωγήν γάλακτος καί βόδια` κι άκούει κανείς έκει άδιάκοπα ποδοβολητά, κακαρίσματα, μουγκρητά, βελάσματα, μουγκανητά, γρυλλίσματα, φρουμίσματα, ρονρονίσματα, γουργουρίσματα, μηρυκάσματα προβάτων καί χ οίρων καί βαρύηχ ων άγελάδων, πού έπιστρέφουν άπό τά βοσκοτόπια τού Λάς καί τού Ράς καί άπό τό Κάρρικμαίντς καί τίς λουσμένες μέ τρεχ ούμενα νερά κοιλάδες τού Θόμοντ, τούς βάλτους τού άπροσίτου ΜακΓκλίνακτυ καί έκ τού άπύθμενου καί έπιβλητικού ποταμού Σάννον καί τάς επικλινείς κλιτύς τού λίκνου τής φυλής τού Κίαρ, μέ τά μαστάρια τους τσιτωμένα άπό τό

ύπεράφθονο γάλα, καί τέλος βαρέλια μέ βούτυρο καί πρωτόγαλα καί καρδάρες καί τουλούμια καί μεζούρες μ’ εκλεκτό σιτάρι καί επιμήκη αυγά, χ ιλιάδες καί χ ιλιάδες, σέ μεγέθη διαφορετικά καί εις τό χ ρώμα τού άχ άτη καί τού κεχ ριμπαριού. Κι ετσι μπήκαμε στού Μπάρνεύ Κιέρναν καί βέβαια νά σου εκεί μέσα καθισμένος ό πολίτης στή γωνιά του, κουβεντιάζοντας μέ τόν έαυτό του καί μ’ εκείνο τό ψωριάρικο τό μπασταρδόσκυλό του, τόν Γκαρρυόουεν, περιμένοντας γιά ό,τι θά τού ρίχ νανε οί ουρανοί στόν καταπιώνα του εν είδει πιοτού. — Νά τος, λέω έγώ, στή δοξασμένη τρύπα του μέ τήν τσότρα του τό ούίσκυ του καί μιά στοίβα χ αρτιά, δουλεύοντας γιά τή μεγάλη ιδέα. Τό αναθεματισμένο τό κωλόσκυλο εβγαλε άπό τά σπλάχ να του τέτοιο γρύλλισμα, πού μπορούσε νά σέ κάνει ν’ άνατριχ ιάσεις. Θά ήταν εύχ ής έργο, οπως λένε, άν βρισκόταν κάποιος νά τό ξεπαστρέψει. Μου είπαν, κι είναι άλήθεια αύτό, ότι κάποτε στό Σάντρυ είχ ε καταπιεί ενα μεγάλο κομμάτι ά` πό τό παντελόνι ένός άστυφύλακα πού είχ ε έρθει κρατώντας ενα γαλάζιο χ αρτί σχ ετικό μέ μιά άδεια. —

Άλτ, τίς εί; λέει αύτός.



Τάξη καί άσφάλεια, πολίτη, λέει ό Τζό. Φίλοι.



Οί φίλοι νά περάσουν, λέει αύτός.

“Υστερα τρίβει τό μάτι μέ τό χ έρι του καί λέει: —

Τί γνώμη έχ ετε γιά τήν κατάσταση;

Τό έπαιζε πειρατής καί λήσταρχ ος τών όρέων. “Ομως, νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, ό Τζό τά ’βγάλε πέρα μιά χ αρά στήν περίσταση. — Νομίζω πώς ή άγορά τραβάει τόν άνήφορο, τού λέει, γλιστρώντας τό χ έρι του άνάμεσα στά σκέλια του. Κι ετσι, μά τήν πίστη μου, ό πολίτης χ τυπάει τό χ έρι του πάνω στό μερί του καί λέει: —

Οι ξένοι πόλεμοι φταίνε γι’ αύτό.

Καί λέει ό Τζό χ ώνοντας τόν άντίχ ειρά του στήν τσέπη του: —

Οί Ρώσσοι τό πάνε ντουγρού-ντουγρού νά τυραννήσουνε τόν κόσμο.

— Ούφ, Τζό, λέω έγώ, σταμάτα αύτές τίς φλυαρίες, γιατί τό λαρύγγι μου εχ ει ξεραθεί άπό τή δίψα. —

Λοιπόν, κατονόμασέ το, πολίτη, λέει ό Τζό.



Τό εθνικό μας ποτό, άποκρίνεται αύτός.



Κι έσύ τί θά πάρεις; λέει ό Τζό.



Παρομοίως, Μακ’Ανάσπεύ, λέω έγώ.



Τρία ζυθοπότηρα, Τέρρυ, λέει ό Τζό. Καί άπό ύγεία πώς τά πάμε, πολίτη; λέει.

— Ποτέ δέν ήμουνα καλύτερα, μιά χ αρά, λέει αύτός. Γκάρρυ, τί γίνεται; Θά πάρουμε ποτέ τ’ άπάνω, ε; Καί πάνω σ’ αύτό αρπάζει τόν φίλο του, τό κωλόσκυλο, άπό τό πετσί τού σβέρκου του καί, μά τό Χριστό, παρά λίγο νά τόν στραγγαλίσει. Τό άτομον; τό καθήμενον έπί τεραστίου ογκολίθου παρά τούς πόδας κυκλικού τίνος πύργου, ήτο ήρως μέ φαρδείς ώμους, τεράστιον στήθος, ρωμαλέα μέλη, ειλικρινείς οφθαλμούς, κόμην χ ρώματος ξανθού καί έρυθρού, πλήθος φακίδων, πυκνά γένεια, πελώριον στόμα, τεραστίαν μύτην, μακράν κεφαλήν, βαθείαν φωνήν, γυμνά γόνατα, χ αλύβδινον γρόνθον, τριχ ωτούς πόδας, πρόσωπον ερυθρόν, μυώδεις βραχ ίονας. ’Από τού ένός μέχ ρι τού άλλου ώμου ήδύνατό τις νά μετρήσει άπόστασιν πολλών πήχ εων, καί τά γόνατα αύτού, παρόμοια μέ βραχ ώδη δρη, καθώς καί ολα τά άκάλυπτα αύτού μέλη, έκαλύπτοντο εκ πυκνών, μυτερών καί αγρίων τριχ ών, όμοιων κατά τό χ ρώμα καί τήν σκληρότητα πρός τήν μαυρόρραχ ον άφάνα τών όρέων, τόν ράχ ον τόν Εύρωπαίον (Ulex Europeus). Παρόμοιαι άγκαθεραί καί χ ρώμα τισταί τρίχ ες προέβαλον καί εκ τών τεραστίων ρωθώνων του, τών οποίων αι σκοτειναί κοιλότητες διέθετον τόσον ίκανάς διαστάσεις, ώστε εις τό εσωτερικόν κορυδαλλός ήδύνατο άνέτως νά έγκαταστήσει τήν φωλεάν του. Οί οφθαλμοί αύτού, έντός τών όποιων τό δάκρυ καί τό χ αμόγελον διεκδικούσαν άδιακόπως τήν νίκη, διέθετον τάς διαστάσεις λαχ ανώδους κράμβης ίκανού μεγέθους. ’Ισχ υρός πίδαξ θερμού άτμού έξήρχ ετο κατά κανονικά διαστήματα έκ τού σπηλαίου τού στόματός του, ενώ τό ρυθμικόν ρωμαλέον σφυροκόπημα τής φοβέρας αύτού καρδίας έβρόντα ώς μπουμπουνητόν καί ύπό τήν επήρειαν τού κρότου ή κορυφή τού ύψηλού πύργου καί ακόμη καί τά υψηλότερα τοιχ ώματα τού σπηλαίου έδονούντο καί έτρεμον. ’Έφερεν μακρύν χ ιτώνα ανευ χ ειρίδων, έκ δέρματος νεοεκδαρέντος βοός, οστις έπιπτε μέχ ρις τών γονάτων του ώς σκωτική φούστα καί ή μέση αύτού ήτο έσφιγμένη διά κεστού έκ σπάρτων καί καλαμιών. ‘Υπό τούτον έφόρη περισκελίδα έκ δέρματος έλάφου, έρραμμένην άτέχ νως διά νεύρων ζώων. Οί πόδες του ήσαν καλυμμένοι δ^ ύψηλών περικνημίδων Μπάλμπριγκαν, αιτινες ειχ ον βάφει δι’ έρυθράς λειχ ήνος, ενώ τά πέλματα αύτού έπροστατεύοντο μέ τσαρούχ ια έκ δέρματος μόσχ ου, άποξηραμένου εις αλας, μέ δεσίματα κατεσκευασμένα έκ τού λάρυγγος τού αύτού ζώου. Έκ τής ζώνης αύτού έκρέματο κομβολόγιον έκ βοτσάλων, τά όποια εις πάσαν κίνησιν τού έπιβλητικού σκελετού αύτού έχ όρευον, καί έπ’ αύτών ήσαν ζωγραφισμένοι διά βαρβαρικής, άλλά καί εντυπωσιακής τεχ νοτροπίας, αί άποτρεπτικαί μορφαί τής φυλής του, ’Ιρλανδοί ήρωες, άρχ αίαι ήρωίδες, ό Κιούτσυλιν, ό Κόνν τών εκατό μαχ ών, ό Νίλ τών έννέα ομήρων, ό Μπράιαν τού Κινκόρα, οί ’Άντρι Μάλλαχ αν, ό ’Άρ ΜακΜάρρα, ό Σέιν Ο’Νήλλ, ό πατήρ Τζών Μέρφυ, ό ’Όουεν Ρόου, ό Πάτρικ Σάρσφιλντ, ό έρυθρός Χιού Ο’Ντόννελλ, ό ερυθρός Τζίμ ΜακΝτέρμοττ, ό Σόγκαρθ ’Ήαν Ο’Γκράουνεύ, ό Μάικλ Ντουάιαρ, ό Φράνσυ Χίγγινς, ό Χένρυ Τζόυ ΜακΚράκεν, ό Γολιάθ, ό Χόρας Γουίτλεύ, ό Τόμας Κόννεφφ, ή Πέγκ Γούφφινγκτον, ό Σιδηρουργός τού Χωριού, ό Καπετάνιος Σεληνόφως, ό Λοχ αγός Μπόυκοττ, ό Ντάντε Άλιγκιέρι, ό Χριστόφορος Κολόμβος, ό Σ. Φούρσα, ό “Αγιος Μπρένταν, ό Στρατάρχ ης ΜακΜαόν, ό Καρλομάγνος, ό Θίομπλαντ Γούλφ Τόουν, ή Μητέρα τών Μακκαβαίων, ό Τελευταίος τών Μοίκανών, τό Ρόδο τής Καστίλλης, ό ’Άνθρωπος γιά τό Γκάλγουεη, ό ’Άνθρωπος πού τίναξε τήν μπάνκα τού καζίνου τού Μοντεκάρλο,

ό ’Άνθρωπος τής Χαράδρας, ή Γυναίκα Πού Δέν, ό Μπένζιαμιν Φρανγκλίνος, ό Ναπολέων Βοναπάρτης, ό Τζών Λ. Σάλλιβαν, ή Κλεοπάτρα, ό Σαβουρήν Ντήλις, ό ’Ιούλιος Καίσαρ, ό Παράκελσος, ό Σέρ Τόμας Λίπτον, ό Γουλλιέλμος Τέλλος, ό Μιχ αήλ “Αγγελος, ό Χέις, ό Μωάμεθ, ή Μνηστή τού Λαμμερμούρ, ό Πέτρος ό Ερημίτης, ό Πέτρος ό Παραβάτης, ή Μελαχ ρινή Ρόζαλιν, ό Πάτρικ Γ. Σαίξπηρ, ό Μπράιαν Κομφούκιος, ό Μέρτα Γουτεμβέργιος, ό Πατρίκιος Βελάσκεθ, ό Πλοίαρχ ος Νέμο, ό Τριστάνος καί ή Ίζόλδη, ό πρώτος Πρίγκηπας τής Ούαλλίας, οί Τόμας Κούκ καί Τίός, ό Τολμηρός Φανταράκος, ό Άρράχ νά Πόχ , ό Ντίν Τέρπιν, ό Λούντβιχ Μπετόβεν, ή Κόρη τού Κάστρου, ό Γουάνλερ Χήλυ, ό Άνγκας ό Κάλντη, τό δρος Ντόλη, ή λεωφόρος Σίντεύ, ό λόφος Μπέν Χάουθ, ή Βαλεντίνη Γκρέιτρείκς, ό Άδάμ καί ή Εύα, ό ’Άρθουρ Γουέστλεύ, ό Μπόςς Κρόκερ, ό Ηρόδοτος, ό Τζάκ ό φονεύς τών Γιγάντων, ό Γκαουταμά Βούδδας, ή Λαίδη Γκοντάιβα, Τό Κρίνο τού Κιλλάρνεύ, ό Μπάλαρ μέ τό Κακό Μάτι, ή Βασίλισσα τού Σαβά, ό ’Άκυ Νέημπλ, ό Τζό Νέηγκλ, ό Άλεσάντρο Βόλτα, ό Τζέρεμυ Ο’Ντόνοβαν Ρόσσα, ό Δόν Φίλιπ Ο’Σάλλιβαν Μπήαρ. Παρά τό πλευρόν αύτού εύρίσκετο πλαγιαστόν δόρυ έκ γρανίτου μέ αίχ μηράν άκραν, ενώ παρά τούς πόδας του άνεπαύετο άγριον ζώον τής φυλής τών κυνοειδών, οί διακοπτόμενοι ρογχ ασμοί τού οποίου έδήλουν ότι τούτο ήτο βυθισμένον εις άνήσυχ ον ύπνον, ύπόθεσις ήτις έπιβεβαιώνετο άπό βραχ νά γρυλλίσματα καί σπασμωδικά τινάγματα, άτινα ό άφέντης του συνεκράτη κατά καιρούς διά τής επιβολής κατευναστικών ήπίων πλήξεων δι’ ίσχ υρού άμορφου ροπάλου έκ παλαιολιθικού λίθου. ‘Όπως καί νά ’χ ει τό πράμα ό Τέρρυ εφερε τά τρία ζυθοπότηρα πού κέρασε ό Τζό καί, νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, νόμισα πρός στιγμήν ότι έχ ασα τό φώς μου, καθώς είδα ν’ απλώνει πρός τό μέρος του μιά γυαλιστερή χ ρυσή λίρα. Ναί, μά τήν άλήθεια, μιάν όμορφη χ ρυσή λίρα. —

Καί ύπάρχ ουν κι άλλες εκεί πού βρέθηκε καί τούτη, λέει.



Τζό, λέω έγώ, μήπως εκλεψες τό παγγάρι τής εκκλησίας;

— Μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου μου, λέει ό Τζό. Τό συνετό μου μέλος, αύτός μού υπέδειξε τή φλέβα. — Τόν είδα πρίν σέ συναντήσω, λέω έγώ, νά περιφέρεται στήν όδό Πίλλ καί τήν όδό Γκρήκ καί νά εξετάζει προσεκτικά τά πάντα μέ τό μπακαλιαρίσιο μάτι του. Ποίος είναι εκείνος, όστις διασχ ίζει τήν χ ώραν τού Μίσταν, περιβεβλημένος πανοπλίαν σκοτεινήν ώς ή νύκτα; Ό Ο’Μπλούμ, ό υιός τού Ρόρυ, αύτός είναι. ’Άτρωτος εις τόν φόβον είναι ό υίός τού Ρόρυ, έπειδή ή ψυχ ή αύτού συνετή είναι. — Πίνω εις υγείαν τής γριάς τής όδού Πρένς, λέει ό πολίτης. Τού έπιχ ορηγουμένου οργάνου. Τής όμάδος τών ’Ιρλανδών βουλευτών τής Βρετανικής Βουλής. Καί δέστε αύτό τό λαχ ανόφυλλο, λέει. Δέστε τί γράφει ό ’Ανεξάρτητος Ιρλανδός, εφημερίδα πού ιδρύθηκε άπό τόν Πάρνελλ, παρακαλώ, γιά νά είναι ό φίλος τής εργατιάς. Άκούστε τίς γεννήσεις καί τούς θανάτους στό άρθρο Ιρλανδοί, ολα γιά τήν ’Ανεξάρτητη Ιρλανδία καί τά εύχ αριστήρια καί τίς άναγγελίες τών γάμων. Καί άρχ ίζει νά διαβάζει μεγαλοφώνως: — Γκόρντον, οδός Μπάρνφιλντ, ’Έξετερ Ρέντμαιυν, άπό τό ’Ίφφλεύ, Σάιν Άν όν Σή, σύζυγος Γουίλλιαμ Τ. Ρέντμαιυν, γέννησις αρρενος τέκνου. Τί λέτε γι’ αύτό, ε; Ράιτ καί Φλίντ, Βίνσεντ καί Τζίλλετ μετά τής Ρότας Μάριον, θυγατρός τής Ρόζας καί τού έκλιπόντος Τζώρτζ ’Άλφρεντ

Τζίλλετ, όδός Κλάπμαν, 179, Στόκγουελλ, Πλαίηγουντ καί Ρίμτσνταιηλ εις Άφιον ’Ιούδα, Κένσινγκτον, ύπό τού αιδεσιμωτάτου δόκτορος Φόρρεστ, πρωτοπρεσβυτέρου τού Γούστερ, ε; Θάνατοι. Μπρίστλοου, όδός Γουάιτχ ωλλ, Λονδίνον. Κάρ, εις Στόουκ Νιούινγκτον, έκ γαστρίτιδος καί καρδιοπαθείας. Κόμπερν, εις μέγαρον Μώτ, Τσέπστοου… —

’Έχ ω πικρές αναμνήσεις άπ’ αύτόν τόν τύπο, λέει ό Τζό.

— Κόμπερν, Ντίμσεύ, σύζυγος Ντέηβιντ Ντίμσεύ, παλαιότερον ύπηρετήσαντος εις τό Ναυαρχ ειον. Μίλλερ, εις Τόττενχ αμ, ήλικίας όγδοήκοντα πέντε έτών. Γουέλς, εις τάς 12 ’Ιουνίου, εις τήν όδό Κάννινγκ, 35, Λίβερπουλ, Ίζαμπέλλα “Ελεν. Πώς σάς φαίνονται ολα αύτά σ’ εθνικιστική εφημερίδα, ε, φίλτατοι; Πώς νά μήν είναι εύχ αριστημένος μέ αύτά ό Μάρτιν Μέρφυ, ό μεσίτης τού Μπάντρυ; — ’Ά, τέλος πάντων, λέει ό Τζό, κερνώντας ενα γύρο τό νέκταρ. Δοξάζω τόν Θεό πού μάς παράτησαν. Πές το αύτό, πολίτη. —

Θά τό πιώ, εντιμότατε.



Εις ύγείαν, Τζό, λέω έγώ. Καί είς ύγείαν ολων τών παρακαθημένων.

’Ά! Ούφ! Αφήστε πιά τά λόγια! Τό μόνο πού θέλω είναι νά πιώ αύτό τό ζυθοπότηρο. “Υψιστε Θεέ! Νιώθω νά γίνεται βάλσαμο εκεί πού πάει. Καί, ιδού, ώς άπελάμβανον τό κύπελλον τής χ αράς, είσήλθεν παρευθύς άγγελιαφόρος έκ τού Όλύμπου, άκτινοβόλος ώς οφθαλμός τού ούρανού, εύειδής έφηβος, καί οπισθεν αύτού ήλικιωμένος τις μέ εύγενή καί ύπερήφανον θεωρίαν, μεταφέρων τά ιερά κείμενα τού νόμου, τή συνοδεία τής κυρίας συζύγου του, άνθους λαμπρού τού γενεαλογικού αύτής δένδρου καί πρότυπον τού φύλου της. Ό μικρός ’Άλφ Μπέργκαν φάνηκε στήν πόρτα καί κρατώντας τήν κοιλιά του άπό τά γέλια κρύφτηκε πίσω άπό τόν Μπάρνεύ πού χ ουζούρευε στό κάθισμά του καί στή γωνιά, ποιός λέτε ότι ήταν σωριασμένος καί ροχ άλιζε, σκνίπα στό μεθύσι, ό καλός μου ό Μπόμπ Ντόραν. Άλλά, τί διάβολο εβλεπε ό ’Άλφ καί συνέχ ιζε νά δείχ νει έξω άπό τήν πόρτα; ’Ώ, μάλιστα, αύτός μάς ελειπε! ‘ Ηταν εκείνος ό παλιομαλάκας ό παλιάτσος, ό Ντένις Μπρήν μέ τά πάνινα παπούτσια του καί τά δύο γαμημένα χ οντρά βιβλία κάτω άπό τή φτερούγα του καί τήν κακομοίρα τήν γυναικούλα του άπό κοντά, νά τρέχ ει πίσω του σάν τό σκυλάκι. Νόμισα ότι ό ’Άλφ θά πέθαινε. — Κοιτάχ τε τον, είπε. Ό Μπρήν. Τριγυρίζει σ’ ολο τό Δουβλίνο μέ μιά κάρτα πού τού έστειλε κάποιος μέ ενα Φά. Τήν. Φά’ την, γραμμένο πάνω καί θέλει νά ύποβάλει μή… Καί δώστου νά ξεκαρδίζεται. —

Τί πράγμα νά ύποβάλει;



Μήνυση έπί δυσφημίσει, λέει αύτός, καί απαιτεί δέκα χ ιλιάδες στερλίνες.



’Ό, διάβολε! λέω έγώ.

Τό κωλόσκυλο άρχ ισε νά γρυλλίζει, έτσι πού νά σού σηκώνεται ή τρίχ α άπό τό φόβο, άλλά ό

πολίτης τού τράβηξε μιά κλωτσιά στά πλευρά. —

Bi i dho husht, ειπε.



Ποιός; λέει ό Τζό.

— Ό Μπρήν, λέει ό ’Άλφ. ΤΗταν στού Τζών Χένρυ Μέντον καί υστέρα πήρε σβάρνα τούς Κόλλις καί Γουώρντ, καί υστέρα τόν συνάντησε ό Τόμ Ρόστφορντ καί γιά νά σπάσει πλάκα τόν έστειλε στόν Υποδιοικητή τής ’Αστυνομίας. ’Ώ, Θεέ μου, μέ πονέσανε τά πλευρά μου άπό τά γέλια. Φά. Τήν. Φά’ την. Ό Ψηλός τού έριξε ένα τέτοιο βλέμμα πού έμοιαζε μέ καταδίκη φυλάκισης καί τώρα ό γερο-βλαμμένος έφυγε γιά τήν όδό Γκρήν, άναζητώντας κάποιον τής άστυνομίας. —

Καί πότε ό Ψηλός ό Τζών θά κρεμάσει εκείνον τόν τύπο στό Μάουντζού; λέει ό Τζό.



Μπέργκαν, λέει ό Μπόμπ Ντόραν, ξυπνώντας. Βρίσκεται έδώ ό ’Άλφ Μπέργκαν;

— Αυτοπροσώπως, λέει ό ’Άλφ. Πότε θά τόν κρεμάσει; Στάσου μιά στιγμή. ’Έ, Τέρρυ, πού είσαι, φέρε μας μιά μπύρα. ’Ά, τό γεροπαλαβιάρη! Δέκα χ ιλιάδες στερλίνες. Θά έπρεπε νά δείτε τή ματιά τού Ψηλού Τζών. Φά’ την. Καί άρχ ισε νά γελάει. —

Μέ ποιόν γελάτε; λέει ό Μπόμπ Ντόραν. Μέ τόν Μπέργκαν;



Κάνε γρήγορα, Τέρρυ παιδί μου, λέει ό ’Άλφ.

Ό Τέρενς Ο’Ράιαν ήκουσε τήν φωνήν αύτού καί αύτοστιγμεί προσεκόμισε κρυστάλλινον κύπελλον ύπερπλήρες μέλανος άφρίζοντος ζύθου, τόν όποιον οί έκλαμπρότατοι δίδυμοι άδελφοί Μπανγκιβήα καί Μπαγκαρντίλων κατεσκεύαζον άκαταπαύστως εις τά ένδοξα ζυθοποιεία των, πανούργοι ώς οί υιοί τής άθανάτου Λήδας. Επειδή άποθηκεύουν τά χ υμώδη μούρα τού λυκίσκου καί στοιβάζουν καί κοσκινίζουν καί τρίβουν καί άνακατεύουν καί άναμιγνύουν κατόπιν τούς ύποξύνους χ υμούς καί μεταφέρουν αύτούς εις τό ιερόν πύρ καί, δι’ ημέρας τε καί νυκτός, δέν παύουν νά μοχ θούν αύτοί οί πανούργοι άδελφοί, οί άρχ οντες τών δεξαμενών τού ζύθου. Τότε, έσύ, ίπποτικέ Τέρενς, οστις έγεννήθης ιππότης, έτεινες τό θείον ποτόν καί προσέφερες τό κρυστάλλινον κύπελλον εις εκείνον οστις έδίψα, έσύ, άνθος τού ίπποτισμού, παρόμοιε εις ώραιότητα μέ τούς άθανάτους. “Ομως, ό νεαρός ούτος άρχ ηγός τών Ο’Μπέργκαν, δέν άπεδέχ θη οπως άλλοι ύπερβούν αύτόν εις ήρωικά κατορθώματα καί ούτω, μέ χ αρίεσσαν χ ειρονομίαν προσέφερεν εις εσέ σελλκηον παλαιόν έκ πολυτίμου χ αλκού. Καί έπί τού έπεξειργασμένου μετάλλου τού νομίσματος, έμφανής ήτο καί άνά-γλυφός ή είκών βασιλίσσης, πλήρης μεγαλείου, βλαστού τού Οίκου τού Μπρούνσγουικ, Βικτωρία τό όνομα αύτής, ή Αύτής Χαριεστάτη Μεγαλειότης, Θεία Χάριτι, τού Ηνωμένου Βασιλείου τής Μεγάλης Βρετανίας καί τής ’Ιρλανδίας καί τών Υπερπόντιων Κτήσεων τής Αύτοκρατορίας, Βασίλισσα, Υπερασπιστής τής πίστεως, Αύτοκράτειρα τών ’Ινδιών, αύτή ή ιδία φέρουσα τό σκήπτρον, ή νικήτρια πολυαρίθμων λαών, ή πεφιλημένη, έκ τού λόγου ότι τήν έγνώριζον καί τήν ήγάπων άπό τής άνατολής μέχ ρις τής δύσεως τού ήλίου, λευκοί καί μέλανες, έρυθρόδερμοι καί αίθίοπες.

— Τί διάολο κάνει αύτός ό γαμημένος φραμασόνος πού γυροφέρνει πάνω κάτω έδώ εξω; λέει ό πολίτης. —

Γιά ποιόν μιλάς; λέει ό Τζό.

— Όρίστε, λέει ό Αλφ, χ τυπώντας πάνω στόν πάγκο τό χ ρήμα. Καί μιάς καί μιλάμε γιά κρεμασμένο, θά σάς δείξω κάτι πού δέν τό έχ ετε ματαδει ποτέ σας. Επιστολές δημίων. Δείτε έδώ. Καί βγάζει άπό τήν τσέπη του ένα πακέτο επιστολές καί φάκελα. —

Μάς δουλεύεις; λέω έγώ.



Λόγω τιμής, λέει ό ’Άλφ. Διαβάστε τα.

Τότε ό Τζό παίρνει τίς έπιστολές. —

Μέ ποιόν γέλαγες; λέει ό Μπόμπ Ντόραν.

Τότε είδα ότι τό πράμα πήγαινε γιά καυγά. Ό Μπόμπ δέν είναι βολικός, όταν είναι σουρωμένος. Λοιπόν, γιά νά διευκολύνω τή συνέχ ιση τής συζήτησης, λέω έγώ: —

’Άλφ, πώς τά πάει, τώρα στά στερνά, ό Γουίλλυ Μάρρεύ;

— Δέν ξέρω, λέει ό ’Άλφ. Πρίν άπό λίγο τόν είδα στήν όδό Κέηπελ μέ τόν Πάντυ Ντίγκναμ. Άλλά έγώ έτρεχ α πίσω άπ’ αύτόν τόν… —

Τί είπες; λέει ό Τζό, καί τού πέσανε κατάχ αμα οί έπιστολές. Μέ ποιόν ήτανε;



Μέ τόν Ντίγκναμ, λέει ό ’Άλφ.



Τόν Πάντυ; λέει ό Τζό.



Ναί, λέει ό ’Άλφ. Γιατί;



Μά, δέν ξέρεις ότι πέθανε; λέει ό Τζό.



Πέθανε ό Πάντυ Ντίγκναμ; λέει ό ’Άλφ. ,



Ναί, λέει ό Τζό.

— Είμαι σίγουρος ότι τόν είδα πρίν άπό πέντε λεπτά, λέει ό ’Άλφ, τόσο σίγουρος, όσο ότι δύο καί δύο κάνουν τέσσερα. —

Ποιός πέθανε; λέει ό Μπόμπ Ντόραν.



Τότε, θά είδες τό φάντασμά του, λέει ό Τζό, ό Θεός νά μάς φυλάει άπό κανένα κακό.

— Πώς; λέει ό ’Άλφ. Μά τό Χριστό, μόνο ^έντε… Τί; καί ήταν μαζί μέ τόν Γουίλλυ Μάρεύ, καί οί δυό τους βκοντά τους κοντά στού πώς τό λένε… Πώς;… Ό Ντίγκναμ νεκρός;

— — —

Τί εγινε μέ τόν Ντίγκναμ; λέει ό Μπόμπ Ντόραν. Ποιός μιλάει γιά;… Άκούς έκεί, πέθανε! λέει ό ’Άλφ. Δέν είναι περισσότερο νεκρός απ’ όσο έσύ κι έγώ. Μπορεί, λέει ό Τζό. Πάντως όμως, σήμερα τό πρωί είχ αν τό θράσος καί τόν θάψανε. Τόν Πάντυ; λέει ό ’Άλφ. Ναί, λέει ό Τζό. Έπλήρωσε τό χ ρέος του στή φύση, ό Θεός νά τόν άναπαύσει. Χριστέ καί Κύριε! λέει ό ’Άλφ.

Μά τήν πίστη μου, είχ ε γίνει αύτό πού λένε σωστό κουρέλι. Ήδύνατό τις, εντός τού σκότους, νά διαισθανθεί αίωρουμένας αύλους χ είρας, ότε δέ, συμφώνως μέ τά τάντρας, ή προσευχ ή κατηυθύνθη πρός τό κατάλληλον σημείον, κατέστη συν τώ χ ρόνω όρατή άόριστος, άλλά αύξανομένη φωτεινότης έρυθρού φωτός καί ή έμφάνισις ένός πανομοιοτύπου έξ αίθέρος, όμοιάζοντος ιδιαιτέρως πρός τήν ζωήν, λόγω τής έκλύσεως ζιβικών άκτίνων έκ τής κορυφής τής κεφαλής καί τού προσώπου. Ή επικοινωνία άπεκαταστάθη μέσω βλεννογόνου τού σώματος, ώς έπίσης καί διά τής μεσολαβήσεως τών άλικων καί έντόνως πορτοκαλοχ ρόων άκτίνων, αίτινες άνεδύοντο έκ τής περιοχ ής τού ίερού όστού καί τού ήλιακού πλέγματος. “Οτε ούτος ήρωτήθη διά τού γηίνου ονόματος του, σχ ετικώς μέ τήν διαμονήν του εις τόν ούράνιον κόσμον, έδήλωσεν ότι, τήν στιγμήν έκείνην εύρίσκετο εις τό μονοπάτι τής πραλαγιά, ή εις τήν οδόν τής επιστροφής, άλλ’ ότι άκόμη ύπεβάλετο εις δοκιμασίας εις χ είρας αιμοδιψών τινων οντοτήτων εις τά χ αμηλώτερα άστρικά επίπεδα. Άπαντών εις τήν ερώτησή εν σχ έσει μέ τά πρώτα αύτού αισθήματα κατά τήν διάβασιν τής διαχ ωριστικής γραμμής μεταξύ τής επιγείου ζωής καί τού ύπερπέραντος, έδήλωσεν ότι, εως τότε, ούτος διέκρινε άμυδρώς τά πράγματα, ώς εντός καθρέπτου, άλλά όσοι είχ αν διέλθει όριστικώς, εύρίσκοντο ενώπιον δυνατοτήτων άτμικής άναπτύξεως. “Οτε ήρωτήθη εάν ή ύπαρξις εκεί ομοίαζε πρός τάς σωματικάς ήμών εμπειρίας, έδήλωσεν ότι είχ ε πληροφορηθεί έξ όντων περισσότερον εύνοουμένων, ατινα ήδη είχ ον μεταβληθεί εις καθαρά πνεύματα, ότι ή κατοικία των ήτο εξοπλισμένη δι’ ολων τών συγχ ρόνων οικιακών άνέσεων, ώς τό τηλεφάρα, τό άσανσάρα, τό καλοριφάρα καί τό τουαλετάρα καί ότι οί άνώτατοι μύσται είχ ον έμβαπτισθεί εις κύματα τής πλέον ύπερόχ ου άγαλλιάσεως. Κατόπιν αίτήσεώς του όιά μίαν κούπαν άφρόγαλα καί μετά τήν προσφοράν τούτου, έξεδήλωσεν έκδηλον άνακούφισιν. “Οτε ήρωτήθη άν ύπήρχ εν μήνυμά τι, τό όποιον ούτος θά έπεθύμει οπως άπευθύνει εις τούς ζώντας, πρόετρεψεν ολους έκείνους, οίτινες είσέτι εύρίσκονται εις τήν κακήν πλευράν τής μάγια, οπως άναγνωρίσουν τήν άληθή όδόν, διότι εις τούς ντεβανικούς κύκλους άνεφέρετο ότι ό Άρης καί ό Ζεύς είχ αν βγει παγανιά εις τήν άνατολικήν γωνίαν, έκεί οπου κυριαρχ εί ό Κριός. Τέλος, ήρώτησαν νά μάθουν έάν ό μακαρίτης έπεθύμει νά έκφράσει ποιάν τινα ιδιαιτέραν εύχ ήν καί ιδού ποία ήτο ή άπάντησις: Χαιρετίζομεν υμάς, ώ γήινοι φίλοι, όσοι είσέτι κατοικείτε έντός τών σωμάτων υμών. Μόνον, προσέξατε μήπως ό Κ. Κ. τό πάρει υπέρ τό δέον πάνω του. Έξηκριβώθη ότι ύπό τά άρχ ικά αύτά έδηλούτο ό κ. Κορνέλιους Κέλλεχ ερ, διευθυντής τής πασιγνώστου έπιχ ειρήσεως επικήδειων τελετών τού X. Τζ. Ο’Νήλλ, προσωπικός φίλος τού μακαρίτου, όστις είχ εν τήν εύθύνην όργανώσεως τού ένταφιασμού. Πρίν έξαφανισθεί, ήτήσατο οπως μεταβιβάσουν έκ μέρους του εις τόν ακριβόν υιόν του Πάτσυ τήν πληροφορίαν ότι τό έτερον υπόδημά του, τό όποιον τόσο πολύ ούτος άνεζήτη, εύρίσκετο τώρα ύπό τόν κομμόν τού δωματίου, τού εύρισκομένου εις τόν ήμιώροφον, καί ότι ούτος όφειλε νά άποστείλει τό ζεύγος εις τού Κάλλεν, άλλά μέ τήν έντολήν οπως τού περάσει μόνο σόλες, επειδή τά τακούνια εύρίσκοντο άκόμη εις καλήν κατάστασή.

Έδήλωσεν ότι ή φροντίς αύτή είχ ε διαταράξει σημαντικώς τήν πνευματικήν αύτού γαλήνην εις τόν άλλον κόσμον καί έπέμεινεν οπως ή επιθυμία του διαβιβασθεί οπωσδήποτε εις τόν ένδιαφερόμενον. Τόν διεβεβαίωσαν ότι τό ζήτημα θά έρρυθμίζετο συμφώνως πρός τήν επιθυμίαν του καί έγνωστοποιήθη ότι ή διαβεβαίωσις αυτη τού παρέσχ ε μεγίστην ίκανοποίησιν. Έγκατέλειψεν τάς γνωρίμους οδούς ήμών` ό Ο’Ντίγκναμ, ό ήλιος τής ήμετέρας πρωίας. Ελαφρύς ήτο ό πούς αύτού έπί τής φτέρης, ό Πάτρικ μέ τό άκτινοβόλον μέτωπον. Στενάξατε, Μπάνμπα, έσύ καί αί αυραι, καί στέναξε καί έσύ, ’Ωκεανέ, μέ τάς θυέλλας σου. —

Νά τος πάλι, λέει ό πολίτης, κοιτάζοντας έξω.



Ποιός; λέω έγώ.



Ό Μπλούμ, λέει. Κάνει περιπολία, βηματίζοντας έδώ καί δέκα λεπτά πάνω κάτω.

Καί πραγματικά, είδα τή φάτσα του καθώς έριξε μιά ματιά στό εσωτερικό τού μαγαζιού καί υστέρα γλίστρησε πάλι έξω. Ό μικρός ’Άλφ άπόμεινε σάν χ αμένος. Μά τήν πίστη μου, τά είχ ε χ αμένα. —

Καλέ μου Χριστέ! λέει. Θά μπορούσα νά πάρω δρκο ότι ήταν αύτός.

Καί λέει ό Μπόμπ Ντόραν, μέ τό καπέλο του ριγμένο πίσω, ό άχ ρειέστερος τύπος τού Δουβλίνου, όταν βρίσκεται ύπό τήν έπήρεια τού: —

Ποιός είπε ότι ό Χριστός είναι καλός;



Συγγνώμην, λέει ό ’Άλφ.

— Τί σόι καλός Χριστός είναι αύτός, λέει ό Μπόμπ Ντόραν, άφού μάς παίρνει μέ τό έτσι θέλω τό φουκαρά τόν Γουίλλυ Ντίγκναμ; — Ανεξερεύνητοι αί βουλαί τού Κυρίου, λέει ό ’Άλφ, προσπαθώντας ν’ άποφύγει τή συζήτηση. Έγλίτωσε άπό τά βάσανα. ‘Όμως, ό Μπόμπ Ντόραν μπήγει τίς φωνές: — Κι έγώ σού λέω ότι, γιά νά παίρνει μέ τό ετσι θέλω τό φουκαρά τόν Γουίλλυ Ντίγκναμ, είναι ενας σκατορουφιάνος. Ό Τέρρυ σπεύδει νά τού κλείσει τό μάτι γιά νά τόν καθησυχ άσει, επειδή δέν επιθυμεί τέτοιου είδους συζητήσεις μέσα σ’ ενα σοβαρό κατάστημα οινοπνευματωδών ποτών. Καί τότε ό Μπόμπ Ντόραν αμολάει νά, κάτι δάκρυα γιά τόν Πάντυ Ντίγκναμ, δάκρυα, όχ ι άστεία. —

Ό καλύτερος άνθρωπος, λέει μυξοκλαίγοντας, ό καλύτερος χ αρακτήρας.

Τό δάκρυ ετρεχ ε κορόμηλο καί δώστου νά λέει ό,τι τού κατέβαινε. Τό καλύτερο πού είχ ε νά κάμει

θά ήταν νά γυρίσει σπίτι του, κοντά στήν ύπνοβάτιδα τήν πουτανίτσα πού είχ ε παντρευτεί, τή Μούνεύ, τήν κόρη τού δικαστικού κλητήρα. Ή μητέρα της νοίκιαζε κρεβάτια στήν όδό Χάρντγουικ καί έκείνη τριγύριζε στό πλατύσκαλο, οπως μού είπε ό Μπάνταμ Λάιονς πού πήγε μιά φορά έκεί στίς δύο τό πρωί καί τή βρήκε οπως τή γέννησε ή μάνα της, νά έπιδείχ νει τά προσόντα της στόν καθένα, είσοδος έλευθέρα, ανευ προτιμήσεων. — Ή εύγενικώτερη, ή τιμιώτερη ψυχ ή, συνέχ ισε ό Μπόμπ Ντόραν. Καί πάει ό φουκαράς ό Γουίλλυ, ό φτωχ ούλης ό Πάντυ Ντίγκναμ. Καί μέ καρδιά πού ξεχ είλιζε άπό τή θλίψη, εκλαιγε γι’ αύτή τήν ούράνια ακτίνα πού έσβησε. Ό γερο-Γκαρρυόουεν ξανάρχ ισε νά γρυλλίζει γιά τόν Μπλούμ πού γυρόφερνε στήν ξώπορτα. —

’Έλα, λοιπόν, ελα μέσα καί δέν θά σέ φάει, λέει ό πολίτης.

Κι ετσι ό Μπλούμ τρυπώνει μέσα γρήγορα γρήγορα μέ τό μπακαλιαρίσιο μάτι του στό σκύλο καί ρωτάει τόν Τέρρυ αν πέρασε ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. — ’Ώ, Χριστέ ΜακΚιόουν, λέει ό Τζό, διαβάζοντας μιά άπό τίς επιστολές. Άκούστε αύτό, φίλοι μου. Καί άρχ ίζει νά διαβάζει μεγαλοφώνως: 7, Όδός Χάντερ, Λίβερπουλ. Πρός τόν Διευθυντήν τής Αστυνομίας τού Δουβλίνου, Δουβλίνον. ’Αξιότιμε κύριε, σας παρακαλώ οπως δεχ θήτε τάς υπηρεσίας μου εις τήν προαναφερθείσαν όδυνηράν ύπόθεσιν, έκρέμασα τόν Τζό Κάνν εις τάς φυλακάς Μπούτλ τήν 12ην Φεβρουάριου 1900, έκρέμασα… —

Δείξε μας, Τζό, λέω έγώ.

— … τόν στρατιώτην ’Άρθουρ Τσέις διά την άποτρόπαιον δολοφονίαν της Τζέσσι Τίλσιτ εις τάς φυλακάς Πέντοβιλ καί ήμουν βοηθός, όταν… —

Ίησού Χριστέ, λέω έγώ.



… ό Μπίλλινγχ τον έζετέλεσε τόν τρομερόν δολοφόνον Τόντ Σμίθ…

Ό πολίτης δίπλωσε τό χ έρι του ν’ άρπάξει τό γράμμα. — Κρατηθείτε καλά, λέει ό Τζό, έχ ω ενα δικό μου κόλπο νά περνάω συρτά τή θηλειά, εις τρόπον ώστε άπαζ καί εύρεθεί έντός, δέν έχ ει πλέον ούδεμία ελπίδα νά τήν βγάλει, διατελώ, άξιότιμε κύριε, ή άμοιβή μου είναι πέντε γκινέαι. X. Ρούμπολντ Αρχ ιμάστορας Κουρεύς.



Σπουδαίος βάρβαρος μπαρμπέρης καί τού λόγου του! λέει ό πολίτης.

— Κοίτα τί γράφει ό βρωμιάρης, λέει ό Τζό. Στείλ’ τα στό διάολο νά μήν τά βλέπω στά μάτια μου, ’Άλφ. Γειά σου, Μπλούμ, λέει έκείνος, τί θά πάρεις; ’Άρχ ισαν, λοιπόν, νά κάνουν έπίδειξη καλών τρόπων, όχ ι, εύχ αριστώ, ελεγε ό Μπλούμ, δέν θέλω, δέν μπορώ νά πάρω τίποτε καί δέν σάς προσβάλω καί γιά νά μή νομίσετε, θά πάρω μόνο ένα πούρο. ’Ώ, σίγουρα ήταν συνετό μέλος, δέν ύπάρχ ει άμφιβολία. —

Τέρρυ, δώσε μας ένα άπό τά έκλεκτά βρωμοπούρα σου, λέει ό Τζό.

Καί ό ’Άλφ μάς έλεγε ότι κάποιος είχ ε στείλει ένα πένθιμο επισκεπτήριο μέ μαύρο περίγραμμα όλοτρόγυρα. — ’Όλοι τους μπαρμπέρηδες είναι, λέει, αύτοί οί τύποι άπό τή μαύρη χ ώρα καί θά κρέμαγαν μετά χ αράς άκόμα καί τόν ίδιο τους τόν πατέρα, φθάνει νά τούς καταβληθούν πέντε λίρες καί τά έξοδα μεταβάσεως. Καί άρχ ισε νά μάς λέει ότι ύπάρχ ουν καί δυό τύποι πού περιμένουν τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά τού τραβήξουν άπό κάτω τά πόδια, ώστε νά στραγγαλισθεί καλά καί ότι κόβουν υστέρα σέ τεμάχ ια τό σκοινί καί τά πουλάνε τρία-τέσσερα σελλίνια τό τεμάχ ιο. Εις τήν σκοτεινήν χ ώραν εύδοκιμούν οί έκδικητικοί ιππότες τού ξυραφιού. Άδράχ νουν τήν μοιραία θηλειά τους καί κατακρημνίζουν εις τό ’Έρεβος οίονδήποτε έθυσε άνθρώπινον αίμα, διότι ό Κύριος είπεν, τούτο κατ’ ούδένα τρόπο δύναμαι νά τό άνεχ θώ. ’Έτσι άρχ ισαν μιά συζήτηση περί τής θανατικής ποινής καί φυσικά ό Μπλούμ παρέταξε ολα του τά γιατί καί τά διότι καί ολη του τή φλυαρία έπί τού θέμματος καί τό ψωφόσκυλο δώστου νά τόν μυρίζει ολη. τήν ώρα, γιατί μού έχ ουν πεί ότι αύτοί οί έβραίοι βγάζουν μιά παράξενη μυρωδιά πού τήν οσμίζονται τά σκυλιά μέ τό πρώτο κ.λπ., κ.λπ. —

Υπάρχ ει ένα πράγμα, στό όποίο ή κρεμάλα δέν έπενεργεί κατασταλτικώς, λέει ό ’Άλφ.



Ποιό είναι αύτό; λέει ό Τζό.



Τό μαραφέ-α τού φουκαριάρη, όταν τόν κρεμάνε, λέει ό ’Άλφ.



Μά, είναι δυνατόν; λέει ό Τζό.

— Ή αλήθεια τού Θεού. Τό ακόυσα άπό τόν άρχ ηγό τής φρουράς, πού ήταν στό Κιλμάιν, όταν κρεμάσανε τόν Τζό Μπρέηντυ, τόν Αήττητο. Μού έλεγε, λοιπόν, ότι όταν έκοψαν τό σκοινί καί τόν κατεβάσανε, αύτό στεκότανε κάτω άπό τή μύτη τους σάν συνταυλιστήρι. —

Τό πάθος πού μάς κυβερνά, λέει ό Τζό, ισχ υρό άκόμα καί στό θάνατο, οπως είπε κάποιος.

— Αύτό μπορεί νά εξηγηθεί επιστημονικά, λέει ό Μπλούμ. Άπλούστατα, πρόκειται περί φυσικού φαινομένου, οπως βλέπετε, ενεκα τού… Καί δώστου καί ξαναρχ ίζει μιά λογοδιάρροια γιά φαινόμενα καί επιστήμη καί τούτο καί τό άλλο

φαινόμενον. Ό διακεκριμένος φυσιολόγος χ έρ προφέσορ Αούιντπολντ Μπλούμεντουφτ άνέπτυξε τήν ιατρικήν επιχ ειρηματολογίαν ότι ή άπότομος θλάσις τών αύχ ενικών σπονδύλων καί ή έπακόλουθος τρώσις τού νωτιαίου μυελού, συμφώνως πρός τάς πλέον ήλεγμένας έπιστημονικάς άρχ άς, πιστεύεται ότι άναποφεύκτως έπιφέρουν βίαιον τι γαγγλιακόν ερέθισμα τού νευρικού συστήματος εις τό άνθρώπινον όν, έξαναγκάζον τούς πόρους τού corpora cavernosa εις ραγδαίαν διαστολήν, εις τρόπον ώστε νά διευκολύνεται ή εισροή αίματος εις τό τμήμα τής άνθρωπίνης άνατομίας τό γνωστόν ώς πέος ή άνδρικόν μόριον, μέ άποτέλεσμα τήν άπαρχ ήν τού φαινομένου, τού όνομαζομένου ύπό τής ιατρικής έπιστήμης στύσις πρός τά άνω καί πρός τά εξω νοσηρά καί φιλοαναπαραγωγική in articulo mortis per diminutionem capitis. ‘Όπως ήταν φυσικό, ό πολίτης, πού δέν περίμενε παρά τήν εύκαιρία, τινάχ θηκε πάνω καί νά τος πού άρχ ίζει νά μιλάει γιά τούς Αήττητους καί τήν Παλαιά Φρουρά καί τούς άνδρες τού Εξήντα Έφτά, καί ποιός φοβάται νά μιλήσει γιά τό Ενενήντα Όκτώ, καί ό Τζό νά συμμετέχ ει κι αύτός, καί γιά ολους τούς άλλους συντρόφους πού κρεμάστηκαν, άρπάχ τηκαν μέσα άπό τά σπίτια τους καί εξορίστηκαν άπό τό έκτακτο στρατοδικείο γιά τή μεγάλη ίδέα, καί γιά τήν νέα ’Ιρλανδία καί τά ρέστα. ‘Όμως, άφού μίλαγε γιά τή νέα ’Ιρλανδία, δέν θά επρεπε άραγε νά πάει πρώτα ν’ άγοράσει ενα νέο σκύλο; Αύτός ό ψωριάρης, ό άδηφάγος, πού φταρνιζότανε καί μύριζε ολόγυρά του, ξύνοντας τά σπυριά του, καί ολο έπαιρνε βόλτες γύρω άπό τόν Μπόμπ Ντόραν πού κέρναγε τόν ’Άλφ ενα ζυθοπότηρο καί τόν εγλειφε γιά ό,τι μπορούσε τυχ όν νά τού άποσπάσει. Τότε, οπως ήταν φυσικό, ό Μπόμπ Ντόραν άρχ ίζει μαζί του τίς άνοησίες: — Δώσε μου τό πόδι σου! Δώσε μου τό πόδι σου, σκυλάκι! Καλό γέρικο σκυλάκι! ’Έλα, δώσε μου τό ποδαράκι σου! Δώσε το! Ούστ! Κακό ψόφο νά ’χ ει τό βρωμοπόδαρο πού χ αίδεύεις, καί ό ’Άλφ νά άγωνίζεται νά τόν εμποδίσει νά πέσει άπό τό γαμημένο σκαμνί, οπου στεκότανε, πάνω στό κωλόσκυλο, καί ολο νά λέει βλακείες γιά τό πώς πρέπει κανείς νά εκπαιδεύει τά σκυλιά μέ τήν καλωσύνη, καί δώστου τό καλό σκυλάκι καί τό έξυπνο βάου-βάου. Νά σού φέρνει άναγούλα. “Υστερα αρχ ίζει νά θρυμματίζει ψίχ ουλα παλιών μπισκότων Τζάκομπ άπό τόν πάτο ένός κουτιού, πού είπε στόν Τέρρυ νά τού φέρει. Τό σκατόπραμα τά καταβρόχ θιζε σάν παλιοπάπουτσα καί κρέμασε εξω μιά γλώσσα ίσαμε μιά πήχ η γιά νά τού δώσει κι άλλα. Παρά λίγο νά φάει καί τό τενεκεδένιο κουτί καί τό καπάκι του, τό πειναλέο κωλόσκυλο. Καί ό πολίτης καί ό Μπλούμ άρχ ίσανε συζήτηση γι’ αύτό καί γιά τούς άδερφούς Σήαρς καί τόν Γούλφ Τόουν πέρα εκεί στό λόφο ’Άρμπουρ καί γιά τόν Ρόμπερτ ’Έμμετ καί τόν υπέρ πατρίδος θάνατο καί γιά τό συγκινητικό σημείωμα τού Τόμμυ Μούρ γιά τή Σάρρα Κάρραν καί αύτή νά είναι μακριά άπό τή χ ώρα. Καί ό Μπλούμ, βέβαια, τό έπαιζε σπουδαίος κύριος μέ τό πούρο του, πού ή μυρωδιά του μπορούσε νά σέ ρίξει νόκ-άουτ, καί με τή φάτσα του άπό λαρδί. Φαινόμενον! Ή στοίβα άπό λίπος πού παντρεύτηκε είναι ενα ώραίο γέρικο φαινόμενον μ’ εναν κώλο σάν δυό μπαλόνια καί ενα σοκκάκι στή μέση. Ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού είπε ότι, κάποτε πού έμεναν στό Ξενοδοχ είο Σίτυ `Αρμς, ήταν εκεί μιά γριά πού είχ ε εναν βλαμμένο άνεψιό καί ό Μπλούμ, πού προσπαθούσε νά κερδίσει τήν εύνοιά της, τήν καλόπιανε, τής εκανε ολα τά χ ατήρια κι έπαιζε μπεζίκι μαζί της, γιά νά τήν καταφέρει νά τόν γράψει στή διαθήκη της, καί δέν έτρωγε κρέας τήν Παρασκευή, επειδή ή γριά τά πρόσεχ ε πολύ αύτά, καί εβγαζε τόν βλαμμένο γιά περίπατο. Καί μιά φορά τόν εβγαλε μαζί του βόλτα σ’ ολο τό Δουβλίνο, καί ήταν τόσο πολύ φρόνιμος, ώστε τόν

εφερε σπίτι σκνίπα άπό τό μεθύσι καί είπε ότι τό εκανε γιά νά τού διδάξει τούς κινδύνους τού οινοπνεύματος καί, μά τό Θεό, οί τρεις γυναίκες παρά λίγο νά τόν κάμουν κομμάτια, ήταν μιά παράξενη ιστορία, ή γριά, ή γυναίκα του καί ή κυρία Ο’Ντόουν, ή ίδιοκτήτρια τού ξενοδοχ είου. Χριστέ μου, τί γέλια έκανα μέ τόν Μπέρκ τόν Κατουρλή, πού τίς παράσταινε, καθώς τού είχ αν ριχ τεί καί τού γαύγιζαν καί ό Μπλούμ νά τούς λέει, μά σταθείτε νά δείτε, μά άχ ούστε νά σάς εξηγήσω πρώτα. Καί τό πιό ώραίο είναι ότι, οπως μού είπαν, ό βλαμμένος, άπό τότε, πήγαινε πέντε φορές τήν εβδομάδα στού Πάουερ, τού εμπόρου οινοπνευματωδών ποτών, έκεί κάτω στήν όδό Κόουπ καί γύριζε μέ μιά καρρότσα, μέ τά πόδια του νά κρέμουνται παράλυτα, άφού είχ ε δοκιμάσει ολα τά είδη τού γαμημένου τού καταστήματος. Φαινόμενον! — Εις μνήμην τών νεκρών, λέει ό πολίτης, σηκώνοντας τό ποτήρι του καί άγριοκοιτάζοντας τόν Μπλούμ. —

Ναί, ναί, λέει ό Τζό.



Δέν μέ καταλάβατε καλά, λέει ό Μπλούμ^ Αύτό πού θέλω νά πώ…

— Sinn Fein! λέει ό πολίτης. Sinn fein amhain! Οί φίλοι πού άγαπαμε βρίσκονται στό πλάι μας καί οί θανάσιμοι εχ θροί μας άντίκρυ μας. Ό ύστατος άποχ αιρετισμός ήτο ύπεράνω πάσης περιγραφής συγκινητικός. Έξ ολων τών κωδωνοστασίων, τών εύρισκομένων πλησίον άλλά καί μακράν, διεχ ύνετο άδιακόπως λυπητερός άντίλαλος, ενώ πέριξ τής σκυθρωπής τοποθεσίας έκατοντάς τυμπάνων μετέδιδεν ώς ύπόκωφον βοήν τήν δυσοίωνον προειδοποίησιν. At έκκωφαντικαί βρονταί, εξάλλου, καί αί άστραπαί, αιτινες έφώτιζον τήν φρικαλέαν σκηνήν, κατεμαρτύρουν διά τών μεγαλειωδών ομοβροντιών ότι τό πυροβολικόν τού ούρανού συμμετείχ εν, ούτως ή άλλως, εις τό φρικτόν θέαμα. Καταρρακτώδης βροχ ή έξεχ υθη έκ τών πλημμυροθυρών τού όργισθέντος ούρανού έπί τών γυμνών κεφαλών τού συγκεντρωμένου πλήθους, τό όποιον, κατά τούς μετριοτέρους ύπολογισμούς ήρίθμη σχ εδόν πεντακοσίας χ ιλιάδας άτόμων. Αί δυνάμεις τής μητροπολιτικής άστυνομίας τού Δουβλίνου, διοικούμεναι αύτοπροσώπως ύπό τού Άνωτάτου Επιτρόπου, διησφάλιζον τήν τάξιν μεταξύ τών συνωθουμένων αύτών μαζών, εις τάς οποίας ή Φιλαρμονική τής όδού Γιόρκ, προκειμένου νά τάς εξοπλίσει μέ υπομονήν, προσέφερεν διά τών χ άλκινων καί τών πνευστών της οργάνων, καλυμμένων μέ κρέπια, τήν θαυμασίαν έκείνην μελωδίαν, τήν οποίαν ή θρηνητική μούσα τού ήμετέρου Σπεράντσα κατέστησεν προσφιλή άφ’ ής εποχ ής εύρισκόμεθα είσέτι εις τό λίκνον. Είδικαί ταχ είαι έκδρομικαί αμαξαι ειχ ον προβλεφθεί, ώς καί έπιβατικαί αμαξαι, είδικώς ταπετσαρισμέναι ώστε νά προσφέρουν ανεσιν εις τούς έπαρχ ιώτας έξαδέρφους μας, οιτινες ειχ ον καταφθάσει κατά χ ιλιάδας. Οί περίφημοι τραγουδισταί τών οδών τού Δουβλίνου Λ-ν-χ -ν καί Μλλ-γκ-ν προεκάλουν γενικήν ίλαρότητα, αδοντες μέ τό άκάθεκτον μπρίο των τό άσμα Τό βράδυ πού κρέμασαν τόν Λάρρυ. Οί δυό άμίμητοι αυτοσχ έδιοι καλλιτέχ ναι έπραγματοποίουν χ ρυσές δουλειές έν μέσω τών φίλων τής τέχ νης των, προσφέροντες πρός πώλησιν στίχ ους καί μουσικήν, καί ούδείς έξ όσων διετήρουν εις τινα γωνίαν τής καρδίας των τρυφερόν αίσθημα διά τήν γνησίαν, ανευ χ υδαιότητος εύθυμίαν, δύναται νά τούς κατηγορήσει διά τά μηδαμινά κέρδη των. Τά άγόρια καί τά κορίτσια τού Μικτού Φιλανθρωπικού ’Ορφανοτροφείου, ατινα συνωθούντο πρός τά άτενίζοντα τήν σκηνήν παράθυρα, ήσαν καταγοητευμένα μέ τό άπρόβλεπτον τούτο συμπλήρωμα τής έορτής καί όφείλομεν νά συγχ αρώμεν τάς Μικράς ’Αδερφάς τών Πτωχ ών διά τήν έξαίρετον εμπνευσίν των, οπως προσφέρουν εις τά δύστυχ α έκ πατρός καί μητρός μικρά ορφανά μίαν τόσο διδακτικήν ψυχ αγωγίαν. Οί προσκεκλημένοι τού ’Αντιβασιλέως, μεταξύ τών οποίων διέκρινέ τις

ένίας κυρίας γνωστάς τοίς πάσι, όδηγήθησαν αύτοπροσώπως ύπό τών Αύτών Εξοχ οτήτων εις τάς καλυτέρας θέσεις τής μεγάλης εξέδρας, ενώ ή γραφική άντιπροσωπεία έκ τού έξωτερικού, γνωστή διά τής ονομασίας Οί Φίλοι τού Σμαραγδένιου Νησιού, έκάθητο εις διαφορετικήν εξέδραν, άκριβώς άπέναντι. Ή άντιπροσωπεία, πλήρης άπό πάσης άπόψεως, περιελάμβανε τόν Κομμαντατόρε Μπατσιμπάτσι Μπενινομπενόνε (τόν ήμιπαράλυτον πρεσβύτην τής όμηγύρεως, όν κατέστη άναγκαίον νά άνυψώσουν εις τήν τού καθέδραν τή βοηθεία ίσχ υρού άτμοκινήτου γερανού), τόν μεσιέ Πιερ-πώλλ Πετιτεπατάντ, τόν Μεγαγελωτοποιό Βλαντιμίρ Ποκετχ έντκερτσιφ, τόν Άρχ ιγελωτοποιό Αέοπολντ Ρούντολφ φόν Σφάντσενμπαντ-Χοντελάρεν, τήν Κόμισσα Μάρθα Βιράγκα Κιζάντζονυ Πουτραπέσθι, τόν Χίραμ Γ. Μπόμπουστ, τόν κόμητα ’Αθάνατον Καραμελόπουλον, τόν ’Αλή Μπαμπά Μπαξίς Ραχ άτ Αουκούμ Έφέντη, τόν Σενιόρ Ίντάλγκο Καμπαλλέρο Ντόν Πεκαντίλλο υ Παλάμπρας υ Πατερνόστερ ντέ λά Μαλόρα ντέ λά Μαλάρια, τόν Χοκοπόκο Χαρακίρι, τόν Χί Χούνγκ Τσάνγκ, τόν ’Όλεφ Κομπερκέντελσεν, τόν Μαίνχ ηρ Τρίκ Βάν Τρούμπς, τόν Πάν Πολεάζε Παντυρίσκυ, τόν Γκούζμποντ Πρχ κλστρ Κρατσιναμπριτσίζιτς, τόν Χέρ Χουρχ αουσντιρεκτορπρεζιντέντ Χάνς Τσουέχ λι-Στεουέρλι, τόν Νασιουναλγυμνασιουμμουζέουμσανατοριουμκαισουσπενσοριουμσορντιναρυπριβατμτοσον σεντζενεραλχ ιστορισπεσιαλπροφεσορντόκτορ Κρίγκφριντ ‘Υμπεραλγκεμάιν. ‘Άπαντες οί αντιπρόσωποι, άνευ έξαιρέσεως, χ ρησιμοποίησαν τούς έκφραστικότερους καί πλέον ετερογενείς λόγους ίνα χ αρακτηρίσουν τήν άκατονόμαστον βαρβαρότητα, εις ήν προσεκλήθησαν οπως παραστούν μάρτυρες. Μία άκρως ζωηρά φιλονικία (εις τήν οποίαν συμμετείχ ον απαντες), ελαβεν χ ώραν μεταξύ τών τάξεων τών Φίλων τού Σμαραγδένιου Νησιού έπί τού εάν ή όγδόη ή ή ένάτη Μαρτίου ήτο ή αυθεντική ήμερομηνία τής γεννήσεως τού προστάτου άγίου τής ’Ιρλανδίας. Κατά τήν συζήτησή, πρός ένίσχ υσιν τών επιχ ειρημάτων τών συζητητών, έπεστρατεύθησαν έν άφθονία όβίδαι πυροβόλου, γιαταγάνια, μπούμερανγκ, άρκεβούζια, άσφυξιογόνοι χ ειροβομβίδες, χ ασαπομάχ αιρα, άλεξιβρόχ ια, καταπέλται, αμερικανικοί γρόνθοι, σάκοι άμμου, χ ελώναι χ υτοσιδήρου. Ό ΜακΦάντεν, τό χ αίδεμένον τέκνον τής ’Αστυνομίας, όστις έπεστρατεύθη έκ τού Μπουτερστάουν δι’ είδικού άγγελιαφόρου, άπεκατέστησεν έν τάχ εί τήν τάξιν καί διά πεφωτισμένης έτοιμότητος έπρότεινεν ώς λύσιν, έξίσου ικανοποιούσαν άμφότερα τά διαπληκτιζόμενα μέρη, τήν δεκάτην έβδόμην τού μηνός. Ή εύφυής πρότασις τού κοντοπίθαρου άστυνομικού ίκανοποίησεν παρευθύς απαντας καί έγένετο όμοφώνως άποδεκτή. Ό άστυφύλαξ ΜακΦάντεν έδέχ θη τά συγχ αρητήρια απάντων τών Φίλων τού Σμαραγδένιου Νησιού, αρκετοί τών οποίων αίμορροούσαν αρκούντως. Άφού άνέσυρον τόν Κομμαντατόρε Μπενιμπενόνε, όστις είχ ε κρύβει κάτωθι τής προεδρικής καθέδρας, ό νομικός αύτού σύμβουλος δικηγόρος Παγκαμίμι έξήγησεν ότι τά διάφορα αντικείμενα, άτινα εύρέθησαν εις τά τριάκοντα δύο θυλάκια αύτού, ούτος τά είχ εν άφαιρέσει έκ τών θυλακίων τών νεωτέρων συναδέλφων του κατά τήν διάρκειαν τής αναταραχ ής, ευελπιστών οπως συνετίσει αυτούς. Τά αντικείμενα (εις τά όποίά συμπεριλαμβάνοντο εκατοντάδες ανδρικών καί γυναικείων χ ρυσών ώρολογίων), άπεδόθησαν πάραυτα εις τούς πραγματικούς κατόχ ους των καί κατόπιν τούτου έβασίλευσεν γενική αρμονία. Ο Ρούμπολτ άνήλθεν ήρέμως καί μεθ’ άπλότητος τήν κλίμακα τού ίκριώματος, ένδεδυμένος άψογον πρωινήν ενδυμασίαν καί φέρων εις τήν κομβιο-δόχ ην του τό προσφιλές αύτού άνθος, τήν Gladiolus Cruentus. ’Ανήγγειλε τήν παρουσίαν του δι’ εκείνου τού έλαφρού ρουμπολντιανού βηχ ός, τόν όποιον τόσοι καί τόσοι έδοκίμασαν (άνεπιτυχ ώς) οπως μιμηθούν, σύντομον, προσεκτικόν καί άποκλειστικώς ίδικόν του. Ή άφιξις αύτού τού παγκοσμίως γνωστού εκτελεστού έχ αιρετίσθη ύπό τού τεραστίου πλήθους διά βρυχ ηθμού έπευφημιών, αί καλλοναί τού περιβάλλοντος τού ’Αντιβασιλέως έκίνουν μετ’ έξάψεως τά ρινόμακτρά των, ένώ οί πλέον έξαφθέντες ξένοι άντιπρόσωποι έξερράγησαν εις ξέφρενον συνδυασμών κραυγών: χ όχ , μπαντζάι, ελτζεν, ζίβιο, τσιντσίν, χ ρόνια πολλά, χ ίπχ ιπ, βίβα, !Αλλάχ , έν μέσω τών οποίων τά ηχ ηρά βίβα

τού άντιπροσώπου τής χ ώρας τού άσματος (έν διπλόν φά εις οξύ τόνον, ένθυμίζον έκείνας τάς ήδυτάτας διαπεραστικάς νότας τού εύνούχ ου Καταλάνι, αΙτινες κατεμάγευον τάς προπρομάμμας ήμών), διεκρίνοντο εύκόλως. ?Ητο άκριβώς ή πέμπτη άπογευματινή. Παρευθύς τό σύνθημα τής προσευχ ής μετεδόθη διά τού μεγαφώνου καί πάραυτα απασαι αί κεφαλαί άπεκαλύφθηκαν. Ό προσωπικός ιατρός τού Κομμαντατόρε, ό δρ Πίππι, άφήρεσεν έκ τής κεφαλής αύτού τό πατριαρχ ικόν σομπρέρο, οπερ εύρίσκετο εις τήν κατοχ ήν τής οίκογενείας του άπό τής έποχ ής τής έπαναστάσεως τού Ριέντζι. Ό σοφός άρχ ιερεύς, όστις παρειχ εν τάς ύστάτας παρηγορίας τής άγιας ήμών θρησκείας εις τόν ήρωα μάρτυρα, πανέτοιμον οπως πληρώσει τήν οφειλήν αύτού, έγονάτισεν μέ μίαν έντελώς χ ριστιανικήν ταπείνωσιν, έντός μικράς λακκουβίτσας όμβριου υδατος, μέ τό ράσον αύτού έπί τής τέφρας κεφαλής του καί προσέφερεν θεραάς προσευχ άς καί ικεσίας ένώπιον τού θρόνου τού έλέους. Πλησίον τού ξυλίνου όγκου οπου θά έξετελείτο ό άποκεφαλισμός, όρθούτο ή άπαισία σιλουέτα τού δημίου, ου πρόσωπον ήτο κεκαλυμμένον διά δοχ είου δέκα γαλλονίων φέροντος δύο κυκλικά άνοίγματα, μέσω τών οποίων διεκρίνοντο οί οφθαλμοί του, σπιθοβολούντες μανιωδώς. Έν άναμονή τού μοιραίου συνθήματος, έδοκίμαζεν τήν κόψιν τού τρομερού οπλου του, φέρων αύτήν ύπεράνω τού πήχ εως τής χ ειρός του, ή άποκεφαλίζων μέ ταχ ύτητα άστραπής έν πρός έν τά ποίμνια ολοκλήρου άγέλης, άτινα τού προσέφερον οί θαυμασταί τού σκληρού, πλήν όμως άγαγκαίου, λειτουργήματος του. Έπί ώραίας τραπέζης έκ ξύλου μαονιού, τοποθετηθείσης πλησίον αύτού, έξετίθεντο μέ τάξιν αί μάχ αιραι διαμελισμού, τά διάφορα έργαλεία διά τήν άπεντέρωσιν, άπό εκλεκτόν καλοβαμμένον χ άλυβα (ειδική παραγγελία εις τόν περιώνυμον οίκον μαχ αιροποιίας τών κ.κ. Τζών Ράουντ καί Τίοί, τού Σέφφηλντ), δοχ είον έκ τερακότας οπως δεχ θεί, ώς ταύτα διαδοχ ικώς θά άπεκόπτοντο, τό δωδεκαδάκτυλον, τό κόλον, τό τυφλόν έντερον καί τήν σκωληκοειδή άπόφυσιν κτλ., ώς καί δύο δοχ εία γάλακτος, ινα συλλέ` ξουν τό πολυτιμότατον αίμα τού πολυτιμοτάτου θύματος. Ό οικονόμος τού μικτού άσύλου διά κύνας καί γαλάς είχ εν άναλάβει τήν μεταφοράν αύτών τών δοχ είων, μετά τήν πλήρωσίν των, εις τό εύαγές ίδρυμα. Έξαίρετον γεύμα, άποτελούμενον έξ ώών μέ μπέικον, τηγανητόν φιλέτο μέ κρεμμυδάκια, ώστε νά γλείφει τις τά δάκτυλά του, νόστιμα ζεστά άρτίδια καί τονωτικόν τέιον, προσεφέρθη φιλοφρόνως ύπό τών αρχ ών πρός τόν κύριον πρωταγωνιστήν αύτής τής τραγωδίας, οστις, κατά τάς ύστάτας προετοιμασίας έπεδείκνυεν θαυμάσιον ενθουσιασμόν, ενδιαφερόμενος διά τήν συνολικήν διαδικασίαν, όμως ούτος, διά σπανίας εις τάς ήμέρας ήμών αύταπαρνήσεως, αιρόμενος εύγενώς εις τό ύψος τής επισήμου ταύτης στιγμής, έξέφρασεν τήν ύστάτην επιθυμίαν (ήτις κατέστη πάραυτα δεκτή), οπως τό γεύμα αύτό διανεμηθεί κανονικώς εις τούς άσθενείς καί άπορους τού συλλόγου ιδιοκτητών ενοικιαζόμενων δωματίων, ώς ενδειξις τής έξαιρέτου έκτιμήσεώς του. Ή συγκίνησις έκορυφώθη, όταν ή μνηστή, έπιλεγείσα άλλά μή όριστικοποιηθείσα, έρυθριώσα, ήνοιξεν δρόμον διά μέσου τών πυκνών σειρών τών παρευρισκομένων καί έρρίφθη έπί τού άνδρικού στήθους έκείνου, όστις ήτο έτοιμος νά σταλεί πρός χ άριν της εις τήν αιωνιότητα. Ό ήρως εσφιξεν μέ άγάπην εις τήν άγκάλην του αύτήν τήν λυγεράν, ώς ιτέα, σιλουέταν, ψιθυρίζων τρυφερώς Σήλα, Σήλα μου. Αυτη, ένθαρρυνθείσα άπό τήν χ ρήσιν τού ονόματος της, έφίλησε περιπαθώς άπάσας τάς προσφερομένας περιοχ άς τού σώματός του, πρός ας ή καθιερωμένη περιβολή τού καταδίκου τής έπέτρεπον τήν προσπέλασιν κατά τήν παραφοράν της. Καθώς οί αλμυροί ρύακες τών δακρύων των εσμιγον, αυτη όρκίσθη ότι θά λατρεύει τήν μνήμην του, ότι ούδέποτε θέλει λησμονήσει τό ήρωικόν άγόρι της, τό όποιον δδευε πρός τόν θάνατον μέ εν άσμα εις τά χ είλη, ώς νά μετέβαινε εις άγώνα ρίψεων εις τό πάρκον Κλόντερκ. Άνεμνήσθη τών ευτυχ ισμένων ήμερών τών εύλογημένων παιδικών των χ ρόνων παρά τάς όχ θας τού ποταμού ’Άννα Λίφφεύ, ότε παρεδίδονται εις τάς άθώας άπολαύσεις τής νεαράς ήλικίας καί, λησμονούντες τό τρομερόν παρόν, έγέλασαν άμφότεροι έκ βάθους καρδίας, απαντες δέ οί θεαταί, όμού καί ό σεβάσμιος πάστωρ, συμμετείχ ον εις τήν γενικήν φαιδρότητα. Γενικώς, αύτή ή καταπληκτική συνάθροισις συνεκλονίζετο κυριολεκτικώς άπό χ αράν. Άλλά έντός ολίγου ήσθάνθησαν

συντετριμμένοι έκ τής οδύνης καί έκτύπον τάς χ είρας των διά ύστάτην φοράν. Νέος χ είμαρρος δακρύων έξεχ ύθη έκ τών δακρυικών άγωγών των καί τό τεράστιον πλήθος, συγκεκινημένον μέχ ρις τών καταβάθων τής ψυχ ής του, άνελύθη εις σπαραξικαρδίους λυγμούς. Ό πλέον συγκλονισθείς ήτο, ίσως,,αύτός ούτος ό ήλικιωμένος ίερεύς. ’Άνδρες άπό σίδηρον καί χ άλυβα, άξιωματικοί τής δημοτικής άστυνομίας καί καλόκαρδοι γίγαντες τής ιρλανδικής βασιλικής χ ωροφυλακής, εχ ρησιμοποίησαν άπροκαλύπτως τά ρινόμακτρά των καί δέν θά ήτο ψεύδος έάν είπωμεν ότι, εις αύτήν τήν άνευ προηγουμένου συνάθροισιν, ούδείς οφθαλμός είχ εν άπομείνει στεγνός. ‘Έν ακρως ρομαντικόν περιστατικόν συνέβη, ότε νεαρός τις άπόφοιτος τής ’Οξφόρδης, γνωστός διά τά ίπποτικά του αισθήματα πρός τό ώραίον φύλον, έπροχ ώρησε καί, προτείνων τό έπισκεπτήριόν του, τό βιβλιάριον τών τραπεζικών καταθέσεών του καί τό γενεαλογικόν του δένδρον, ήτήσατο τήν χ είρα τής άτυχ ούς κόρης, παρακαλών αύτήν οπως ή ίδια καθορίσει τήν ήμερομηνίαν τού γάμου, πρότασιν τήν οποίαν αυτή άπεδέχ θη άσμένως. ‘Όλαι αί παριστάμεναι κυρίαι ελαβον, έπί τή εύκαιρία, ώς δώρον καλαίσθητον άναμνηστικόν, καρφίτσαν σχ ήματος κρανίου μετά δύο οστών χ ιαστί — πράξις επίκαιρος καί γενναιόφρων, ήης προεκάλεσε νέαν εκρηξιν συγκινήσεως καί, ότε ό γαλαντόμος Όξφορδιανός (όστις, δέον οπως λεχ θεί, εφερεν εν έκ τών ένδοξοτέρων ονομάτων τής ιστορίας τής Άλβιώνος), έπέρασεν εις τό δάκτυλον τής μνηστής του, ήτις ήρυθρία, πανάκριβον δακτύλιον άρραβώνος άπό σμαράγδια εις σχ ήμα τετραφύλλου τριφυλλιού, ή εξαψις ύπερέβη κάθε δριον. Μάλιστα, καί ό διοικητής ετι τής στρατιωτικής άστυνομίας, ό άνηλεής άντισυνταγματάρχ ης Τόμκιν-Μάξουελλ Φρεντσμάλλαν Τόμλινσον, όστις προήδρευεν τής όδυνηράς ταύτης τελετής, άνήρ όστις άδιστάκτως είχ εν προσδέσει εις τάς κάννας τών πυροβόλων πλήθος ’Ινδών στρατιωτών τών Βρετανών, δέν ήδυνήθη τώρα νά συγκρατήσει τήν έμφυτον συγκίνησιν αύτού. Μέ τήν σιδηράν αύτού περιχ ειρίδα έσκούπισεν λαθραίον δάκρυ καί οί προνομιούχ οι πολίτες, οίτινες ίσταντο πλησίον αύτού, τόν ήκουσαν μουρμουρίζοντα καί μονολογούντα διά συντετριμμένης φωνής: — Ό διάολος νά μέ πάρει, άν δέν είναι υπέροχ η αύτή ή γαμημένη πουτανίτσα. Νά μέ πάρει ό διάολος καί νά μέ σηκώσει, μού ερχ εται νά βάλω σά μαλάκας τά κλάματα, ναί, γιατί ετσι πού τή βλέπω, θυμάμαι τή γριά γαβάθα μου μέ τό χ υλό, πού μέ περιμένει πέρα στό Λάιμχ αουζ. Τότε, ό πολίτης άρχ ίζει νά μιλάει γιά τήν ιρλανδέζικη γλώσσα καί τή συνεδρίαση τού Δημοτικού συμβουλίου γιά ολα αύτά καί τήν ίδια τους τή γλώσσα, καί ό Τζό νά πετάει κάθε τόσο τό λογάκι του γιά τή λίρα πού τσίμπησε άπό κάποιον, καί ό Μπλούμ νά χ ώνεται μέ τό γέρικο μούτρο του καί μέ τή γόπα τού πούρου τών δύο πεννών πού είχ ε ξεκολλήσει άπό τόν Τζό καί νά μιλάει γιά τόν κελτικό σύλλογο καί τόν σύλλογο έναντίον τού άντικεράσματος καί γιά τό πιοτό, αύτή τήν κατάρα τής ’Ιρλανδίας. Γι’ αύτόν, ή ουσία τού ζητήματος βρισκότανε στό άντικέρασμα. Ό έρίφης, ήθελε νά άφήνει κάποιον νά τόν ποτίζει συνέχ εια μέχ ρι σκασμού, άλλά αύτού νά μήν δεί κανείς νά ερχ εται ή δίκιά του ή σειρά. Καί μιά φορά πήγα μέ κάποιο φίλο σέ μιάν άπό τίς μουσικές βραδιές τους, πολλή φασαρία γιά τό τίποτα, ή Μωρήν Λέη μου ξέρει άπό χ ορούς, καί ήταν έκεί ενα άτομο μέ μιά γαλάζια ταινία, έμβλημα τής Εγκράτειας, πού εβγαζε μέσα άπό τό λαρύγγι του τό ενα καί τό άλλο στά ιρλανδέζικα, καί ενα σωρό κορίτσια μέ λιναρένια μαλλιά πού κυκλοφορούσαν μέ μή οινοπνευματώδη ποτά καί πουλούσαν κονκάρδες, πορτοκάλια, λεμονάδα καί κάτι παλιά μουχ λιασμένα γλυκίσματα, κι όσο γιά διασκέδαση, άλλο νά σού λέω. ’Ιρλανδία έγκρατής ίσον ’Ιρλανδία ελεύθερη. Καί τότε ενας γέροντας άρχ ισε νά παίζει τήν γκάιντά του καί ολοι αύτοί οί ύποκριτές άρχ ισαν νά σέρνουνε τά πόδια τους σ’ ενα σκοπό σάν κι έκεινον πού εκανε τήν άγελάδα μας καί ψόφησε. Kt ενας δυό άπ’ αύτούς τούς οδηγούς τών ούρανών νά γυρίζουν τά μάτια τους όλοτρόγυρα γιά νά μή γίνει τίποτα μέ τίς γυναίκες, ά, αύτό δέν ήταν καθόλου διασκέδαση.

“Οπου τό λοιπόν, καθώς σάς ελεγα, ό γέρικος σκύλος, βλέποντας ότι τό κουτί άδειασε, αρχ ίζει νά γυροφέρνει τόν Τζό κι εμένα. Έγώ θά τόν εκπαίδευα μέ καλωσύνη, ναί, αύτό θά έκανα, άν ήτανε δικός μου. Θά τού τραβούσα κάπου-κάπου καμιά ξεγυρισμένη κλωτσιά σέ μέρος πού νά μήν τόνε στραβώσω. —

Φοβάσαι μή σέ δαγκώσει; λέει ό πολίτης κοροίδευτικά.



’Όχ ι, λέω έγώ. Άλλά μπορεί νά πάρει τό πόδι μου γιά φανοστάτη.

Φωνάζει, λοιπόν, παλιόσκυλο νά πλησιάσει: —

Τί τρέχ ει, Γκάρρυ;

Νά τον λοιπόν πού αρχ ίζει νά τόν τραβάει καί νά τόν χ αίδεύει καί νά τού μιλάει στά ιρλανδέζικα καί τό ψωρόσκυλο νά γκρινιάζει καί νά κάνουν οί δυό τους ενα ντουέτο, οπως καί στήν οπερα. Τέτοιο σαματά δέν θά τόν έχ ετε ματακούσει πουθενά. Κάποιος, πού δέν θά ειχ ε τίποτα καλύτερο νά κάμει, θά έπρεπε νά κάτσει νά γράψει ενα γράμμα στίς έφημερίδες, πρός χ άριν τού δημοσίου συμφέροντος, γιά τό φίμωμα ζώων σάν κι αύτό. Γκρινιάζοντας καί μουρμουρίζοντας καί μέ τό μάτι κατακόκκινο άπό τή δίψα καί μέ τή λύσσα νά στάζει άπό κάθε μεριά τού στόματός του. “Απαντες οί ένδιαφερόμενοι διά τήν διάδοσιν τού άνθρωπίνου πολιτισμού εις τά κατώτερα όντα (καί τούτων ό άριθμός μέγας έστί), ώφειλον οπως ούδόλως άγνοούν τάς άληθώς έξαιρέτους έκδηλώσεις κυνανθρωπίας τού περιφήμου ίρλανδικού έρυθρού λυκόσκυλου σέττερ, άρχ ικώς γνωστού διά τής ψευδονομασίας Γκαρρυόουεν, τόν όποιον προσφάτως ό τεράστιος κύκλος τών φίλων καί γνωστών του μετεβάπτισεν εις ’Όουεν Γκάρρυ. Αί έκδηλώσεις ταύται, άποτέλεσμα πολυχ ρόνου έκγυμνάσεως, έχ ούσης ώς βάσιν τήν καλωσύνην καί έπιμελώς μελετημένον τι διαιτολογικόν σύστημα, περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων έπιτευγμάτων, καί τήν άπαγγελίαν στίχ ων. Ό μεγαλύτερος έκ τών ζώντων ήμετέρων ειδημόνων τής φωνητικής (δέν πρόκειται νά προφέρω τ’ όνομά του, άκόμη κι άν ύποβληθώ εις τά φρικτότερα τών βασανιστηρίων), δέν άφησεν λίθον έπί λίθου εις τήν προσπάθειάν του, οπως διαφωτίσει καί συγκρίνει τά άπαγγελθέντα ποιήματα καί εύρεν ότι ταύτα έχ ουν καταπληκτικήν (ή ύπογράμμισις ίδική μας) ομοιότητα μέ τά ράνν τών άρχ αίων Κελτών βάρδων. Δέν όμιλούμεν τόσο δι’ αύτά τά νόστιμα έρωτοτράγουδα, τά όποια συγγραφεύς τις, κρυπτόμενος ύπό τό χ αριτωμένον ψευδώνυμον Τρυφερός Μίσχ ος, κατέστησεν γνωστά εις ολον τό βιβλιόφιλον κοινόν, άλλά, μάλλον (ώς έπισημαίνει ό έκτακτος συνεργάτης Ντ. Ο. Σ. εις ένδιαφέρουσαν άνακοίνωσιν, δημοσιευθείσαν εις εν τών εσπερινών μας φύλλων), διά τήν τραχ υτέραν καί προσωπικοτέραν νόταν, τήν εύρισκομένην εις τάς σατιρικάς διαχ ύσεις τού περιφήμου Ράφτερυ καί τού Ντόναλντ ΜακΚόσινταίν, ίνα ούδέν άναφέρωμεν περί τού πλέον συγχ ρόνου λυρικού, όστις τήν στιγμήν αυτήν εχ ει άποσπάσει τήν προσοχ ήν του κοινού. Κατωτέρω παραθέτομεν δείγμα, μεταφρασθέν εις τήν άγγλικήν υπό διακεκριμένου καθηγητού, τόν όποιον δέν είμεθα εξουσιοδοτημένοι, έπί τού παρόντος, νά κατονομάσωμεν, άν καί πιστεύομεν ότι οί άναγνώσται ημών θά ευρουν μερικάς άναφοράς αύτού άκρως άποκαλυπτικάς εις θέματα έπικαιρότητος. Τό μετρικόν σύστημα τού άρχ αίου κυνικού, τό όποιον ένθυμίζει τούς περίπλοκους παρηχ ητικούς καί ίσοσυλλαβικούς κανόνας τού ούαλλικού ενγκλυν, είναι άπείρως περιπλοκότερον, άλλά πιστεύομεν ότι οί άναγνώσται ήμών θά συμφωνήσουν ότι τό πνεύμα τού ποιήματος εχ ει άποδοθεί κάλλιστα. ’Ίσως θά επρεπε νά προστεθεί ότι τό άποτέλεσμα είναι έντυπωσιακότερον, όταν οί στίχ οι τού ’Όουεν άπαγγέλλονται κάπως άργά καί δι’ έλλιπούς άρθρώσεως, εις τόνον ύποδηλούντα συγκρατημένην μνησικακίαν.

Τήν χ ατάρα μου νά εχ εις Κάθε μέρα εφτά φορές Καί νά ξεραθεί ή χ ουράδα σου Βρωμιάρη, Μπάρνεύ Κέρναν, Πού δέν μού δίνεις ούτε γουλιά νερό Καί στέγνωσε τό χ ουράγιο μου, Καί τ’ άντερά μου εχ ουνε πάρει φωτιά “Υστερα άπό τού Λάουρυ τά έντόσθια. Τότε λέει στόν Τέρρυ νά φέρει νερό γιά τό σκύλο του καί, μά τήν πίστη μου, θά μπορούσες ν’ άκούσεις τή γλώσσα του άπό ενα μίλι μακριά πού επινε χ λάπ χ λάπ χ λάπ. Καί ό Τζό ρώτησε τόν πολίτη, αν θά επαιρνε κάτι άκόμα. —

Θά ελεγα εύχ αρίστως, λέει αύτός, πρός άπόδειξιν τών καλών μου αισθημάτων.

Ό άλητήριος δέν είναι δά καί τόσο βλάκας όσο φαίνεται. Στρώνει τόν κώλο του ενα γύρο σ’ ολες τίς ταβέρνες, τή μιά μετά τήν άλλη, άφήνοντας τό λογαριασμό στούς άλλους, μαζί μέ τό σκύλο τού γερο-Γκίλτραπ καί ρίχ νει μέσα του εις ύγείαν τών κορόιδων. Καί ό άνθρωπος καί τό ζωντανό έχ ουν συνέχ εια γιορτή. Καί λέει ό Τζό: —

Θά μπορέσεις ν’ άνοίξεις μία τρύπα σέ άλλη μιά μπύρα;



Ξέρει τό παπί κολύμπι; λέω έγώ.

— Άπό τά ίδια, Τέρρυ, λέει ό Τζό. Είσαι βέβαιος ότι δέν θέλεις τίποτε νά δροσίσεις τό λαρύγγι σου; λέει αύτός. — ’Όχ ι, ευχ αριστώ, λέει ό Μπλούμ. Στήν πραγματικότητα, μπήκα άπλώς γιά νά δώ μήπως είναι έδώ ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ, ξέρετε, γιά έκείνη τήν άσφάλεια τού καημένου τού Ντίγκναμ. Ό Μάρτιν μού ζήτησε νά πάω στό σπίτι τού έκλιπόντος. Βλέπετε, έκείνος, θέλω νά πώ ό Ντίγκναμ, παρέλειψε νά ειδοποιήσει τήν εταιρεία σχ ετικά μέ τήν υποθήκη τού άσφαλιστικού συμβολαίου του καί κατά τόν νόμον ό ενυπόθηκος πιστωτής δέν μπορεί νά είσπράξει τό ασφαλιστικό συμβόλαιο. — ’Ό, θείκοί κεραυνοί! είπε ό Τζό, γελώντας. Θά ήταν θαύμα νά δεί κανείς τόν γερο-Σάυλοκ νά τήν πατάει. Σάν νά λέμε, εκείνος πού κερδίζει είναι ή γυναίκα του, ετσι; —

Αύτό, λέει ό Μπλούμ, είναι κάτι πού άφορά τούς θαυμαστές τής συζύγου του.



Τούς θαυμαστές ποιανής; λέει ό Τζό.



Τούς συμβούλους τής συζύγου του ήθελα νά πώ, λέει ό Μπλούμ.

Καί πάνω σέ αύτό, νά τον πού αρχ ίζει αύτά τά μπερδεμένα σαλιαρίσματά του γιά ενυπόθηκα δάνεια, σύμφωνα μέ τό νόμο, λές κι ήταν κανένας πρόε δρος δικαστηρίου πού απονέμει δικαιοσύνη, καί γιά τά προνόμια τής συζύ γου, καί γιά τό ότι μιά παρακαταθήκη είχ ε συσταθεί, άλλά αν, άπό τήν αλ λη μεριά, ό Ντίγκναμ οφείλε χ ρήματα στόν Μπρίτζμαν καί αν τώρα ή σύζυ γος ή ή χ ήρα άμφισβητούσε τό δικαίωμα του ένυποθήκου δανειστου, σύμφω να μέ τό νόμο… ούφ! τό φτωχ ό μου τό τσερβέλο είχ ε γίνει κουρκούτι. Είχ ε πολύ γαμημένη τύχ η πού δέν τόν χ ώσανε τόν ίδιο μέσα, σύμφωνα μέ τό νόμο, τότε πού πούλαγε εισιτήρια γιά κάποια γιορτή, σάν άγύρτη καί άλήτη, μόνο καί μόνο επειδή είχ ε κάποιο φίλο στό παλάτι, κάποιο προνομιούχ ο ουγγρικό, βασιλικό λαχ είο. ’Αλήθεια, οπως σάς βλέπω καί μέ βλέπετε. ’Ώ, μά εμπιστευτείτε, λοιπόν, εναν

Ισραηλίτη! Βασιλική καί προνομιούχ ος ούγγρική λωποδυσία. Καί νά πού πλησιάζει ό Μπόμπ Ντόραν μέ τίς τσιριμόνιες του καί ζητάει άπό τόν Μπλούμ νά μεταφέρει στήν κυρία Ντίγκναμ ότι αυτός συμμετέχ ει ολόψυχ α στή θλίψη της καί ότι λυπόταν πολύ γιά τήν κηδεία καί νά τής πεί ότι ολος ό κόσμος πού τόν γνώριζε ελεγε ότι καλύτερος καί γενναιότερος άπό τόν πεθαμένο τόν φουκαρά τόν Γουίλλυ δέν ματάγινε ποτές, νά τής τό πεί. Κόντευε νά πνιγεί άπό τίς βλακείες πού άράδιαζε. Καί έσφιγγε τό χ έρι τού Μπλούμ, παίρνοντας ύφος τραγικό, νά τής τό πεί αύτό. Κόλλα τό χ έρι, καρντάση. Έσύ είσαι ενας κατεργάρης κι έγώ είμαι άλλος ενας. — ’Αφήστε, λέει αύτός, νά κάνω χ ρήση καί ίσως κατάχ ρηση τών σχ έσεών μας, οι όποιες, όσο έπιφανειακές καί αν είναι, αν κρίνουμε άποκλειστικά μέ τό μέτρο τού χ ρόνου, είναι θεμελιωμένες, τό έλπίζω καί τό πιστεύω, σέ μιά βάση άμοιβαίας έκτιμήσεως, ώστε νά σάς ζητήσω αύτή τή χ άρη. ’Άν, όμως, εχ ω ξεπεράσει τά δρια τής διακριτικότητας, ή ειλικρίνεια τών αισθημάτων μου, τουλάχ ιστον, ας χ ρησιμεύσει ώστε νά μού συγχ ωρεθεί ή τόλμη. — ’Όχ ι, λέει ό άλλος, μπορώ άπολύτως νά έκτιμήσω τά κίνητρα πού σάς κάνουν νά ένεργείτε καί θά έκπληρώσω τήν άποστολή πού θέλετε νά μού έμπιστευτείτε, παρηγορούμενος μέ τήν ίδέα ότι, όσο θλιβερή καί αν είναι αύτή ή άποστολή, ή άπόδειξη τής έμπιστοσύνης πού μού παρέχ ετε, γλυκαίνει ώς ενα βαθμό αύτό τό πικρό ποτήρι. — Τότε, επιτρέψτε μου νά σάς σφίξω τό χ έρι, λέει. Ή καλωσύνη τής καρδιάς σας, είμαι βέβαιος, θά σάς ύπαγορεύσει καλύτερες φράσεις άπό τίς άδέξιες τίς δικές μου, είμαι βέβαιος ότι θά βρείτε τά καταλληλότερα λόγια γιά νά μεταδώσετε μιά συγκίνηση τόσο συγκλονιστική, πού, άν ήθελα ν’ άφήσω ελεύθερα τά αισθήματά μου, θά μπορούσα ίσως νά χ άσω τήν ομιλία μου. Καί νά τον πού βγαίνει προσπαθώντας νά βαδίσει ’ίσια. Μεθυσμένος στίς πέντε ή ώρα τό άπόγευμα. ‘Όπως εκείνη τή νύχ τα πού λίγο ελειψε νά βρεθεί στό φρέσκο, άν ό Πάντυ Λέναρντ δέν γνώριζε τόν μπάτσο 14Α. Τύφλα στό μεθύσι σ’ ενα παράνομο ποτοπωλείο στήν όδό Μπράιντ, όταν ολα πιά είχ αν κλείσει, νά πορνεύεται μέ δυό παστρικιές καί τόν νταβατζή τους νά φυλάει τσίλιες καί νά πίνει τό πορτό άπό τίς κούπες τού τσαγιού. Κι ελεγε στίς δύο άλανιάρες ότι ήταν Φραντσέζος, ότι τό όνομά του ήταν Ζοζέφ Mavto, καί καταφέρετο κατά τής καθολικής έκκλησίας, αύτός πού, όταν ήταν παιδί, βοηθούσε μέ χ αμηλωμένα μάτια τόν παπά στή λειτουργία, καί ποιός εγραψε τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη, καί δώστου φιλάκια καί τριψίματα! Καί οί δυό παστρικιές ξεκαρδισμένες στά γέλια, νά ψειρίζουνε τίς τσέπες του, καθώς αύτός εχ υνε τό πορτό παντού πάνω στό κρεβάτι και αύτές νά γελάνε ή μιά στήν άλλη. Πώς είναι ή διαθήκη σου; “Εχ εις παλαιά διαθήκη; Δέν σάς λέω τίποτε άλλο παρά μόνο ότι ετυχ ε νά περάσει άπό έκεί ό Πάντυ. Άλλά θά επρεπε νά τόν δείτε τήν Κυριακή μέ τήν παρακοιμώμενή του πού τό παίζει σύζυγός του, νά κουνάει τήν ούρά της μέσα στό παρεκκλήσι, μέ τά βερνικωμένα παπούτσια της καί τίς βιολέτες της, σεινάμενη κουνάμενη, παριστάνοντας τήν μεγάλη κυρία. Ή άδερφή τού Τζάκ Μούνεύ. Καί ή γριά πουτανάρα, ή μάνα της πού νοικιάζει δωμάτια στά ζευγαράκια τού δρόμου. ’Έννοια σου, καί ό Τζάκ καλά τόν εσυμμόρφωσε. Τού είπε ότι, άν δέν διορθωνόταν, θά τόν εδερνε μέχ ρι πού θά τού στραπατσάριζε τήν πρόσοψη. ‘Όπου λοιπόν ό Τέρρυ φέρνει τά τρία ζυθοπότηρα. —

Πάρτε, λέει ό Τζό, μοιράζοντας τά ποτήρια. Πάρε, πολίτη.



Sian leat, λέει εκείνος.



Στήν ύγειά σου, Τζό, λέω έγώ. Στήν καλή σου ύγεία, πολίτη.

Ό μπεκρούλιακας είχ ε κιόλας κατεβάσει τό μισό. Θά επρεπε νά ήταν κανείς πολύ κονομημένος γιά νά καταφέρει νά τόν χ ορτάσει πιοτό. —

’Άλφ, ποιός είναι ό ψηλός πού βάζει ύποψηφιότητα γιά δήμαρχ ος; λέει ό Τζό.



’Ένας φίλος σου, λέει ό ’Άλφ.



Ό Νάνναν; λέει ό Τζό. Ό βουλευτής;



Δέν θ’ άναφέρω ονόματα, λέει ό ’Άλφ.

— ’Έτσι νόμισα, λέει ό Τζό. Τόν είδα πρίν λίγο σ’ εκείνη τή συγκέντρωση μέ τόν Γουίλλιαμ Φίλντ, τόν βουλευτή, στή συγκέντρωση τών ζωεμπόρων. — Ό δασύτριχ ος Ίόπας, λέει ό πολίτης, αύτό τό έκραγέν ήφαίστειο, ό αγαπημένος ολων τών χ ωρών καί τό είδωλο τής δικής του. Κι ετσι ό Τζό άρχ ίζει νά μιλάει στόν πολίτη γιά τόν άφθώδη πυρετό καί τούς ζωέμπορους καί ότι επρεπε νά γίνει κάτι γι’ αύτό καί ό πολίτης νά τούς στέλνει ολους στόν άγύριστο, καί ό Μπλούμ νά μιλάει γιά τό μπάνιο τών ψωριασμένων προβάτων καί γιά ενα σιρόπι γιά τόν βήχ α τών μοσχ αριών καί γιά τό άπαράμιλλο φάρμακο τού γλωσσίτη τών βοδιών. Καί ολα αύτά, έξ αιτίας πού είχ ε δουλέψει ενα φεγγάρι σέ κάποιο σφαγείο. Τριγυρίζοντας μέ τό σημειωματάριο καί τό μολύβι του, μέ σκυφτό κεφάλι καί άργοσέρνοντας τά πόδια, μέχ ρι πού ό Τζών Κάφφ του εδωσε πόδι, έπειδή αύθαδίασε σέ κάποιο κτηνοτρόφο. Ό κύριος Παντογνώστης. ’Έλα, παππού μου νά σού δείξω τά άμπέλια σου. Ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού ελεγε ότι στό ξενοδοχ είο ή γυναίκα του είχ ε συνήθεια νά χ ύνει ποτάμι τά δάκρυα, καμιά φορά παρέα μέ τήν κυρία Ο’Ντάουντ, μέχ ρι νά τής πεταχ τούνε τά μάτια εξω, μέ ολες τίς οχ τώ δίπλες ξύγκι πού τήν τυλίγει. Δέν μπορούσε νά λασκάρει τά κορδόνια τού κορσέ της, άλλά τό μπακαλιαρίσιο μάτι του ολο καί βαλσάριζε γύρω της καί προσφερόταν νά τής δείξει τόν τρόπο. Ποιό είναι σήμερα τό πρόγραμμα; ’Ά, μάλιστα! ’Ανθρωπιστικές μέθοδοι. Επειδή τά καημένα τά ζώα ύποφέρουν καί οί ειδήμονες λένε τούτο καί τό αλλο καί τό καλύτερο γνωστό φάρμακο γιά νά μήν πονούν τά ζώα είναι νά τούς τραβήξεις απαλά τό πονεμένο μέρος. Νά τόν πάρει ό διάολος καί νά τόν σηκώσει, αύτός θά εχ ωνε τό χ έρι του απαλά, άκόμα καί κάτω άπό μιά κότα. Κό κό κό ή κοτούλα μας. Κλούκ κλούκ κλούκ. Νά την ή μαύρη μας ή κότα. Πού μας γέννησε τό αύγό. Είναι τόσο χ αρούμενη ή κοτούλα μας όταν γεννάει. Κό κό κό. Κλούκ κλούκ κλούκ. Νά σου καί ό καλός ό θείος ό Λέο. Χώνει τή χ εράκλα του κάτω άπό τή μαύρη κότα καί τής παίρνει τό φρέσκο αύγό. Κό κό κό ή κοτούλα μας. Κλούκ κλούκ κλούκ. — Τέλος πάντων, λέει ό Τζό. Ό Φίλντ καί ό Ναννέττι φεύγουν άπόψε κατ’ ευθείαν γιά τό Λονδίνο, γιά νά θέσουν τό ζήτημα στή Βουλή τών Κοινοτήτων. —

Είσαι βέβαιος, λέει ό Μπλούμ, ότι αναχ ωρεί ό σύμβουλος; ’Ήθελα νά τόν δώ.



Μά ναί, φεύγει άπόψε μέ τό πλοίο τού ταχ υδρομείου, λέει ό Τζό.

— Κρίμα, λέει ό Μπλούμ. Τόν ήθελα οπωσδήποτε. ’Ίσως νά φεύγει μόνο ό κ. Φίλντ. Δέν μπόρεσα νά τηλεφωνήσω. ’Όχ ι. Είσαι σίγουρος; — Πάει μαζί καί ό Νάνναν, λέει ό Τζό. Ό σύνδεσμος τού ζήτησε νά καταθέσει αύριο έπερώτηση γιά τό ζήτημα τού διευθυντή τής άστυνομίας, πού άπαγορεύει τά ιρλανδικά άθλήματα στό πάρκο. Τί γνώμη εχ εις γι’ αύτό, πολίτη; Γ ιά τό Sluagh na h-Eireann; Ό κ. Κάου Κόνακρ (Μάλτιφαρναμ, Έθνικ.): Κατόπιν τής έρωτήσεως τής τεθείσης ύπό τού άξιοτίμου φίλου μου, βουλευτού τού Σλέλα, δύναμαι νά έρωτήσω τόν άξιότιμον κύριον, έάν ή κυβέρνησις έξέδωσεν διαταγήν οπως τά ζώα αύτά σφαγιάζονται άνευ ιατρικής γνωματεύσεως περί τής παθολογικής αύτών καταστάσεως; Ό κ. ’Ώλφορς (Τάμοσαντ, Συντηρ): Οί αξιότιμοι βουλευταί διαθέτουν ήδη τά, ύπό τής όλομελείας τού σώματος όρισθείσης έπιτροπής, τεθέντα ύπ’ όψιν των στοιχ εία. ’Αντιλαμβάνομαι ότι ούδέν χ ρήσιμον δύναμαι νά προσθέσω εις αύτά. Ώς έκ τούτου, ή άπάντησίς μου εις τήν έρώτησιν τού άξιοτίμου βουλευτού είναι καταφατική. Ό κ. Όρέλλι (Μοντενότ, Έθνικ): Μήπως έχ ουν ήδη έκδοθεί παρόμοιαι διαταγαί άφορώσαι καί εις τήν σφαγήν άνθρωπίνων κτηνών, άτινα τολμούν νά έπιδίδωνται εις ίρλανδικάς παιδιάς έντός τού πάρκου τού Φοίνικος; Ό κ. ’Ώλφορς: Ή άπάντησίς είναι άρνητική. Ό κ. Κάου Κόνακρ: Μήπως τό διάσημον έκ Μιτσελστάουν τηλεγράφημα τού λίαν άξιοτίμου κυρίου ένέπνευσε τήν πολιτικήν τών εύγενεστάτων κυρίων τού θησαυροφυλακείου; (’Ώ! ’Ώ!). Ό κ. ’Ώλφορς: Έπ’ αύτού είναι άναγκαίον νά κατατεθεί έρώτησις. Ό κ. Στήλουιτ (Μπάνκομπ, ’Ανεξ.): Μή διστάσετε νά πυροβολήσετε. (Είρωνικαί έπευφημίαι έκ τής άντιπολιτεύσεως). Ό Πρόεδρος: Ησυχ ία! Ησυχ ία! (Ή συνεδρίασις διακόπτεται, Χειροκροτήματα.) — ’Ιδού ό άνθρωπος, λέει ό Τζό, πού εκαμε νά άναβιώσουν τά Κελτικά άθλήματα. Νά τος, έκεί κάθεται. Ό άνθρωπος πού φυγάδευσε τόν Τζέημς Στήβενς. Ό πρωταθλητής ολης τής ’Ιρλανδίας στή σφυροβολία. Ποιά ήταν ή καλύτερή σου βολή, πολίτη; —

Na bacleis, λέει ό πολίτης μετριόφρονα. Κάποτε, κι έγώ τά κατάφερνα όσο καί οί άλλοι.



’Έλα, πολίτη, κόλλα το, λέει ό Τζο. Μά τήν πίστη μου, ήσουνα ό καλύτερος.



Μά, είναι άλήθεια; λέει ό ’Άλφ.



Ναί, λέει ό Μπλούμ. Αύτό είναι πασίγνωστο. Δέν τό ξέρεις;

Καί άρχ ίζει μία συζήτηση περί τού άθλητισμού τών Κελτών καί γιά τίς άθλοπαιδιές πού άγγλοφέρνουν, οπως τό τέννις, καί γιά τή ρίψη καί τή λιθοβολία καί τό τοπικό χ ρώμα καί τήν άνοικοδόμηση τού έθνους καί ολα τά συναφή. Καί, φυσικά, ό Μπλούμ είχ ε κι αύτός νά πει τό λόγο του, ότι, άν κάποιος άθλητής εχ ει κουρασμένη καρδιά, οφείλει ν’ άποφεύγει τίς βίαιες άσκήσεις. Στοιχ ηματίζω στήν παρθενιά τής γιαγιάς μου ότι, άν πάρετε άπό κάτω ένα άχ υρο καί πείτε στόν Μπλούμ: Κοίταξε αύτό, Μπλούμ. Βλέπεις αύτό τό άχ υρο; Αύτό είναι άχ υρο, αύτός θά πάρει φόρα καί θά μιλάει γι’ αύτό μιά ώρα καί βάλε. Μία άκρως ένδιαφέρουσα συζήτησις διεξήχ θη εις τήν παλαιάν αίθουσαν Brian O’Ciarnain’s στό Sraid na Bretaine Bhearg υπό τήν αιγίδα του συνδέσμου Slaugh na h-Eireann, περί τής άναβιώσεως τών αρχ αίων ίρλανδοκελτικών αθλημάτων καί περί τής σπουδαιότητος τής σωματικής άγωγής, ώς αυτή ήννοείτο εις τήν άρχ αίαν Ελλάδα, τήν άρχ αίαν Ρώμην καί τήν άρχ αίαν ’Ιρλανδίαν, διά τήν άνάπτυξιν τής φυλής. Ό σεβαστός πρόεδρος τού εύγενούς αύτού συνδέσμου, έκάθητο εις τήν έδραν καί τό άκροατήριον ήτο πολυάριθμον. Κατόπιν βαρυσημάντου λόγου τού προέδρου, μεγαλειώδους ομιλίας, πλήρους εύγλωττίας καί παλμού, ήκολούθησεν άκρως ένδιαφέρουσα καί διδακτική συζήτησις μέ θέμα τήν πολυπόθητον άναβίωσιν τών αρχ αίων αθλοπαιδιών τών αρχ αίων παγκελτών προγόνων. Ό πασίγνωστος καί σεβαστότατος εργάτης εις τήν ύπόθεσιν τής άρχ αίας ήμών γλώσσης κ. Τζόζεφ ΜακΚάρθυ Χάινς, προέβη εις εύγλωττον έκκλησή διά τήν άναζωογόνησιν τών άρχ αίων ίρλανδοκελτικών αθλημάτων καί διασκεδάσεων, εις α επιδίδεται έκάστην πρωίαν καί εσπέραν ό Φίνν ΜακΚούλ, μέ στόχ ον τήν άναζωογόνησιν τών καλυτέρων παραδόσεων άνδρισμού καί ρώμης, άτινας έκληροδότησαν ήμίν οί άρχ αίοι χ ρόνοι. Ό Λ. Μπλούμ, όστις ύπεστήριζεν τήν αντίθετον θέσιν, έγένετο δεκτός διά χ ειροκροτημάτων άναμεμιγμένων διά συριγμάτων καί ό καλλικέλαδος πρόεδρος εθεσεν τέλος εις τήν συζήτησιν, άνταποκρινόμενος εις τάς έπανειλημμένας αιτήσεις καί τά θερμά χ ειροκροτήματα, προερχ όμενα έξ ολων τών πλευρών τής ύπερπλήρους αιθούσης, άπαγγέλων μέ άξιόλογον καί άξιομνημόνευτον τρόπον τούς έσαεί νέους στίχ ους τού άθανάτου Τόμας ’Όσμπορν Ντέηβις (κατ’ εύτυχ ίαν τόσον γνωστούς εις ολους, ώστε νά μήν καθίσταται άναγκαίον νά τούς αναφέρω έδώ) ’Άς χ αταστώμεν καί πάλιν `Έθνος, καί κατά τήν ερμηνείαν τών οποίων, δυνάμεθα, άνευ φόβου διαψεύσεώς μας υπό τίνος, νά ίσχ υρισθώμεν ότι ό παλαίμαχ ος πατριώτης αγωνιστής ύπερέβη τόν έαυτόν του. Ό ’Ιρλανδός Καρούζο-Γαριβάλδης εύρίσκετο εις τόν ύπέρτατον βαθμόν άποδόσεως καί ή στεντόρεια αύτού φωνή εύρίσκετο εις τό μέγιστον τής άποδόσεως αύτού τού τιμημένου έθνικού υμνου, όν μόνον συμπατριώται ήμών δύνανται νά αδουν δι’ αύτού τού τρόπου. Αύτή ή άνωτάτου επιπέδου φωνητική έκδήλωσις, ή άσύγκριτος ποιότης τής όποιας είχ εν ήδη προσδώσει εις τούτον διεθνή φήμην, έχ ειροκροτήθη μετά φρενίτιδος ύπό τού πολυπληθούς άκροατηρίου, εντός τού οποίου ήδύνατό τις νά διακρίνει πλείστα όσα έξέχ οντα μέλη τού κλήρου, ώς καί εκπροσώπους τού τύπου, τού δικηγορικού κόσμου καί άλλων εύγενών επαγγελμάτων. Καί ουτω εληξεν ή συγκέντρωσις. Έκ τού κλήρου παρίσταντο ό αίδεσιμώτατος Γουίλλιαμ Ντιλέηνυ, τής Εταιρείας τού Ίησού, δρ τής νομικής` ό Τζέραλντ Μόλλού, δρ τής θεολογίας` ό εφημέριος Π. Τζ. Κάβανα, τής κοινότητος τού ‘Αγίου Πνεύματος` ό έφημέριος Τ. Γουώτερς, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό εφημέριος Τζών Μ. Άιβερς, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Π. Τζ. Κλήαρυ, τού Τάγματος τού ‘Αγίου Φραγκίσκου` ό έφημέριος Λ. Τζ. Χίκεύ, τού Τάγματος τών Δομηνικανών ό αίδεσιμώτατος Φρ. Νίκολας, του Τάγματος του Άγιου Φραγκίσκουό αίδεσιμώτατος Μπ. Γκόρμαν, τού Τάγματος τών Άνυποδήτων Καρμελιτών· ό εφημέριος Τ. Μ. Μέιχ ερ, τής Εταιρείας τού Ίησού· ό αίδεσιμώτατος Τζών Λέηβερυ, τών πατέρων τού Άγιου Βικεντίου` ό σεβασμιώτατος Γουίλλιαμ Ντόχ ερτυ, δρ τής Θεολογίας` ό έφημέριος Πήτερ Φάγκαν, τού Τάγματος τών Μαριστών` ό έφημέριος Τ. Μπράνγκαν, τού Τάγματος τού Αγίου Αυγουστίνου` ό έφημέριος Τζ. Φλάβιν, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό

έφημέριος Μ. Α. Χάκεττ, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό έφημέριος Ώ. Χάρλεύ, τού Τάγματος τών Κασσινιστών` ό σεβασμιώτατος Μονσινιόρ ΜακΜάνους, Επισκοπικός Επίτροπος` ό έφημέριος Μπ. Ρ. Σλάττερυ, τού Τάγματος τής Ασπίλου Μαρίας` ό αίδεσιμώτατος Μ. Ντ. Σκάλλυ, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Φ.Π. Πέρσελλ, τού Τάγματος τών Δομηνικανών` ό πρωτοπρεσβύτερος Τίμοθυ Κόρμαν, ένοριακός ίερεύς` ό έφημέριος Τζ. Φλάναγκαν, τού Τάγματος τών Κασσινιστών. Μεταξύ τών λαίκών παρίσταντο ό Π. Φέυ, ό Τ. Κουίρκε κλπ., κλπ. — Μέ τήν εύκαιρία, μιά καί μιλάμε γιά βίαιες ασκήσεις, λέει ό ’Άλφ, μήπως ήσαστε στό μάτς Κήο-Μπέννετ; —

’Όχ ι, λέει ό Τζό.



’Άκουσα ότι ό λεγάμενος τσέπωσε πάνω άπό εκατό στερλίνες, λέει ό ’Άλφ.



Ποιός, ό Μπλέηζες; λέει ό Τζό.

Καί λέει ό Μπλούμ: —

· Αύτό πού εχ ω έγώ νά πώ γιά τό τέννις, π.χ ., είναι ή εύκινησία καί ή άσκηση τού ματιού.

— Ναί, ό Μπλέηζες, λέει ό ’Άλφ. ’Άφησε νά κυκλοφορήσει ή διάδοση ότι ό Μάιλερ ήταν διαρκώς σουρωμένος γιά νά βγει ή βρώμα ότι θά χ άσει καί άς τού εβγαινε αύτουνού ή πίστη άνάποδα άπό τήν προπόνηση. — Τόν ξέρουμε, λέει ό πολίτης. Αύτόν τόν γιό τού προδότη. Ξέρουμε μέ ποιόν τρόπο τσέπωσε τό έγγλέζικο χ ρυσάφι. —

’Έχ εις δίκιο, λέει ό Τζό.

Καί ό Μπλούμ μπαίνει πάλι στή μέση, λέγοντας γιά τό τέννις καί τήν κυκλοφορία του αίματος καί ρωτάει τόν ’Άλφ: —

Καί έσύ, τί γνώμη εχ εις, Μπέργκαν;

— Ό Μάιλερ τόν εκαμε σκόνη, λέει ό ’Άλφ. Τό μάτς Χήναν καί Σέγιερς ήταν μυξιάρικη ύπόθεση μπροστά σ’ αύτό. Τού τίς έβρεξε μέχ ρι έκεί πού δέν έπαιρνε άλλο. ’Έπρεπε νά βλέπατε τόν πιτσιρικά πού τού έφτανε μέχ ρι τόν άφαλό καί τόν άλλο τόν ψηλό, νά χ τυπάει τόν άέρα. Θεούλη μου, τού ντρεσσάρισε μιά τελευταία γροθιά στό στομάχ ι. Κανονισμοί πυγμαχ ίας καί τά ρέστα, τόν εκανε νά ξεράσει καί όσα δέν είχ ε φάει. Έπρόκειτο περί ίστορικού άγώνος, όστις θά παραμείνει εις τά χ ρονικά ώς ό άγών έκείνος, κατά τόν όποιον ό Μάιλερ καί ό Πέρσυ ήγωνίσθησαν διά τό ποσόν τών πεντήκοντα χ ρυσών λιρών. Τό ειδωλον τού Δουβλίνου, καί τοι ύστερούν άπό άπόψεως βάρους, άντιστάθμιζεν τό μειονέκτημα αύτό διά της τελειοποιημένης δεξιοτεχ νίας του. Ή τελική άνθοδέσμη τών πυροτε χ νημάτων ήτο δι` άμφοτέρους τούς πρωταθλητάς εξαντλητική. Ό ήμιμε σαίων βαρών έπιλοχ ίας είχ εν επιτύχ ει οπως ρεύσουν τά α’ι’ματα τού άντιπά λου του κατά τήν προηγουμένην συμπλοκήν, κατά τήν όποιαν ό Κήο ύπήρ ξε ό γενικός άποδέκτης τών δεξιών καί τών άριστερών γρόνθων, ενώ ό πυ ροβολητής κατηύθυνε σταθερώς τά κτυπήματά του πρός τήν μύτην τού εί δώλου, καί ότε ό Μάιλερ έφαίνετο

ώς μεθυσμένος, ό στρατιώτης έπέρασε εις τήν έπίθεσιν δ^ ίσχ υρού άριστερού κτυπήματος, εις τό όποιον ό ’Ιρλανδός μονομάχ ος άπήντησε διά κεραυνού εις τό σαγόνι τού Μπέννετ. Ό έρυθροχ ίτων έκυψεν τήν κεφαλήν, άλλά ό Δουβλινέζος κατέφερε άριστερόν κροσέ, κτυπών αύτόν δι’ ολης τής δυνάμεως αύτού εις τό σώμα. Οί πυγμάχ οι συνεπλάκησαν. Ό Μάιλερ έδραστηριοποιήθη πάραυτα καί κατέβαλε τόν άντίπαλόν του καί ό γύρος έτερματίσθη μέ τόν πλέον σωματώδη έκ τών δύο εις τά σκοινιά, ενώ ό Μάιλερ ήτοιμάζετο νά τόν τιμωρήσει. Ό ’Άγγλος, τού όποιου τό δεξί μάτι ειχ ε σχ εδόν κλείσει, μετέβη εις τήν γωνίαν, οπου τόν κατέβρεξαν δ^ ικανής ποσότητος ύδατος, καί ότε έσήμανε τό καμπανάκι έπανήλθεν εύδιάθετος καί πλήρης θάρρους, μέ τήν πεποίθησιν ότι θά κατέβαλε νόκ άουτ τόν Έμπλανίτην πυγμάχ ον, ώσπου νά πεις κύμινο. ΤΗτο άνηλεής άγών καί ή νίκη θά έστεφε τόν καλύτερον. Άμφότεροι ήγωνίζοντο ώς τίγρεις καί ή έξαψις ειχ ε φθάσει εις τό κατακόρυφον. Ό διαιτητής προειδοποίησε δίς τόν μαχ ητήν Πέρσυ, διότι ούτος συνεκράτη τάς χ είρας τού άντιπάλου, άλλά τό ειδωλον μετεχ ειρίζετο κάθε είδους τέχ νασμα καί ήτο άξιοπερίεργος ή κίνησις τών ποδών του. Κατόπιν μιάς ζωηράς άνταλλαγής φιλοφρονήσεων, κατά τήν διάρκειαν τών όποιων έν εξυπνον άππερκατ τού στρατιωτικού έκαμεν νά τρέξει άρκετόν αίμα άπό τό στόμα τού άντιπάλου του, τό ειδωλον δρμησε αίφνιδίως, άναλαμβάνον πρωτοβουλίαν, καί εδωσε κεραυνοβόλον άριστερόν κτύπημα κατά τόν στόμαχ ον τού άγωνιζομένου Μπέννετ, ρίψας τούτον εις τό δάπεδον. ’Ήτο εν παραδειγματικόν νόκ άουτ. “Οταν, έν μέσω γενικής άγωνίας, κατεμέτρησαν τά δευτερόλεπτα διά τόν πυγμάχ ον τού Πορτομπέλλο, ό μάνατζερ τού Μπέννετ, ό γερο-Πφόττς Γουέλσταίν, έρριψεν τό προσόψιον καί τό άγόρι τού Σάντρυ άνεκηρύχ θη νικητής έν μέσω φρενίτιδος χ ειροκροτημάτων καί ζητωκραυγών τού κοινού, τό όποιον όρμήσαν εις τό ρίνγκ ολίγον δει νά τόν πνίξει άπό ενθουσιασμόν. — Ξέρει άπό ποιά μεριά εχ ει βουτυρωμένο τό ψωμί του, λέει ό ’Άλφ. Λένε ότι ετοιμάζει τώρα μιά περιοδεία συναυλιών στό Βορρά. —

Αύτό είναι άλήθεια, λέει ό Τζό. ’Έτσι δέν είναι;

— Ποιός; λέει ό Μπλούμ. ’Ά, ναί. Αλήθεια είναι. Ναί, ενα είδος καλοκαιρινής περιοδείας. Είδος μικρών διακοπών. —

Καί ή κυρία Μπλούμ θά είναι ή πρώτη βεντέτα, ετσι δέν είναι; λέει ό Τζό.

— Ή γυναίκα μου; λέει ό Μπλούμ. Ναί, τραγουδάει. Κι έγώ είμαι τής γνώμης ότι αύτή ή περιοδεία θά σημειώσει επιτυχ ία. Eivat εξαίρετος οργανωτής. Εξαίρετος. Άχ αχ ά, νά πάρει ό διάολος λέω έγώ στόν έαυτό μου. ’Έτσι έξηγείται γιατί οί καρύδες έχ ουν γάλα καί γιατί τά μαστάρια τών ζώων είναι άτριχ α. Ό Μπλέηζες θά παίζει τό κλαρίνο. Περιοδεία συναυλιών. Ό βρωμιάρης ό Ντάν, ό γιός αύτού τού παλιογούρουνου, τού μεσίτη τής γέφυρας τής ’Ισλανδίας, πού πούλησε τά ίδια άλογα δυό φορές στήν κυβέρνηση στόν πόλεμο τών Μπόερς. Ό γερο-Πωςπώς. ΤΗρθα γιά τό φόρο ύπέρ τών πτωχ ών καί γιά τό λογαριασμό τού νερού, κ. Μπόυλαν. Πωςπώς; Γιά τό λογαριασμό τού νερού, κ. Μπόυλαν. Πωςπώς; Α, τόν τράγο, αύτός είναι πού θά τήν οργανώσει, μά τήν πίστη μου. Μεταξύ μας, αύτά, έμπιστευτικά. Αύτή, τό καμάρι τού βραχ ώδους δρόυς τής Κάλπης, ή κόρη τού Τουήντυ μέ τά κορακίσια μαλλιά. Μεγάλωσε κι έφτασε σέ άσύγκριτη ομορφιά, εκεί οπου ή μουσμουλιά καί ή αμυγδαλιά εύωδιάζουν τόν άέρα. Οί κήποι τής Άλαμέδας γνώρισαν τήν περπατησιά της, τά λιόδεντρα τήν γνωρίζουν έπίσης καί τής έκαναν ύποκλίσεις καθώς περνούσε. Είναι ή αγνή σύζυγος τού

Λέοπολντ, ή Μάριον μέ τά πλουσιοπάροχ α στήθια. Καί ιδού, εισέρχ εται μέλος τής φάρας τών Ο’Μόλλού, εύειδής ήρως μέ χ λωμήν όψιν, μέ έρυθρότητΓ, ώστόσο, κατά τόπους, σύμβουλος τής Αύτού Μεγαλειότητος, είδήμων εις τήν έπιστήμην τών νόμων, καί συνοδεύει αύτόν ό πρίγκηψ, ό κληρονόμος τού εύγενούς οίκου τών Λάμπερτ. —

Γειά σου, Νέντ.



Γειά σου, ’Άλφ.



Γειά σου, Τζό.



Ό Θεός μαζί σας, λέει ό πολίτης.



Νά σέ εχ ει καλά, λέει ό Τζ. Τζ. Τί θά πάρεις, Νέντ;



Μιά μικρή μπύρα, λέει ό Νέντ.

Καί ό Τζ. Τζ. παράγγειλε τά ποτά. —

Πέρασες άπό τό δικαστήριο; λέει ό Τζό.



Ναί, λέει ό Τζ. Τζ. Θά τό ταχ τοποιήσει, Νέντ, ετσι είπε.



Τό ελπίζω, λέει ό Νέντ.

Μισό λεπτό, τί σκαρώνουν έκεί πέρα αύτοί οί δυό; Ό Τζ. Τζ. τόν σβήνει άπό τόν γενικό κατάλογο τών ενόρκων καί ό άλλος πάει νά τόν γλιτώσει άπό μιά κακοτοπιά. Τ’ όνομά του είναι γραμμένο στού Στάμπς. Είναι χ αρτοπαίχ της καί συναναστρέφεται μέ λιμοκοντόρους τής ύψηλής κοινωνίας, πού φορούν τζάμι στό μάτι, πίνει σαμπάνια, αύτός πού είναι βουτηγμένος μέχ ρι τό λαιμό στά χ ρέη. Πήγε κι άκούμπησε άμανάτι τό χ ρυσό του ρολόι στού Κάμμινς τής όδού Φράνσις, οπου νόμιζε ότι δέν θά τόν άναγνώριζε κανείς στό πίσω μέρος τού μαγαζιού, άλλά έτυχ ε νά βρίσκομαι έκεί κι έγώ μέ τόν Κατουρλή, ό οποίος πήγε νά έξαγοράσει τά στιβάλια του. Τό όνομά σας, κύριε; Ντάνν, λέει αύτός. Ναί, καί ντάν, έβάρεσε ή καμπάνα, λέω έγώ. Νά μέ πάρει ό διάολος, στοιχ ηματίζω όσα θές ότι κάποια μέρα θά βρεθεί μέσα καί θά κοιτάει πρός τά εξω. —

Είδατε πουθενά έδώ γύρω έκείνον τόν παλαβό τόν Μπρήν; λέει ό ’Άλφ. Φά. Τήν. Φά’ την.



Ναί, λέει ό Τζ. Τζ. ’Έψαχ νε γιά ιδιωτικό ντέντεκτιβ.

— Ναί, ναί, λέει ό Νέντ, καί ήθελε νά πάει κατ’εύθείαν στό δικαστήριο, άλλά ό Κόρνυ Κέλλεχ ερ τόν επεισε νά βάλει πρώτα νά γίνει έξέταση τού γραφικού χ αρακτήρα. — Δέκα χ ιλιάδες στερλίνες, λέει ό ’Άλφ, γελώντας. Καί τί δέν θά ’δινα νά τόν άκούσω ν’ άγορεύει στό δικαστήριο. — Μήπως είσαι έσύ ό ένοχ ος, ’Άλφ; λέει ό Τζό. Τήν άλήθειαν, ολη τήν άλήθειαν καί μόνον τήν άλήθειαν, μά τόν Τζίμμυ Τζόνσον.



Έγώ; λέει ό ’Άλφ. Μέ συκοφαντείς.



’Όποια δήλωση καί

αν κάνεις, λέει ό Τζό, θά άποτελέσει στοιχ είο έναντίον σου.

— Φυσικά, αν κάνει άγωγή, αύτή θά συζητηθεί, λέει ό Τζ. Τζ., γιατί έξυπακούεται ότι δέν εχ ει σώας τάς φρένας. Φά. Τήν. Φά’ την. — Σώο τό μάτι σου, λέει ό ’Άλφ, γελώντας. Τό ξέρετε ότι είναι γιά τά σίδερα. Κοιτάξετε τό κεφάλι του. Μερικές φορές φοράει τό καπέλο του μέ τό κόκκαλο τών παπουτσιών του. — Ναί, λέει ό Τζ. Τζ., όμως, σύμφωνα μέ τό νόμο, αύτός πού δημοσιοποιεί ενα λίβελο δέν μπορεί νά έπικαλεσθει πρός ύπεράσπισή του ότι όσα έλέχ θησαν είναι άλήθεια. —

Ώχ ού, ’Άλφ, λέει ό Τζό.



’Οπωσδήποτε, λέει ό Μπλούμ, ύπάρχ ει καί ή καημένη ή γυναίκα, θέλω νά πώ, ή σύζυγός του.

— Είναι νά τήν κλαίς, λέει ό πολίτης. Καί ολες όσες παντρεύονται κάποιον πού είναι μισός μισός. —

Πώς μισός μισός; λέει ό Μπλούμ. Θέλετένά πείτε ότι είναι…



Είπα, μισός μισός, λέει ό πολίτης. ‘Ένας τύπος πού δέν είναι ούτε ζώο, ούτε ψάρι.



Ούτε αντρας, ούτε γυναίκα, λέει ό Τζό.



Αύτό άκριβώς έννοώ, λέει ό πολίτης. ‘Ένας χ αντούμης, αν ξέρετε τί είναι αύτό.

Νά πάρει ό διάολος, πήρα χ αμπάρι ότι ή συζήτηση επαιρνε άσχ ημο δρόμο. Ό Μπλούμ έξήγησε ότι αύτό πού ήθελε νά πεί ήταν πώς ήταν σκληρό γιά τήν καημένη τή γυναίκα νά παίρνει τά ξοπίσω τόν ξεμωραμένο γέρο. Αύτό συνιστα πραγματική σκληρότητα πρός τά ζώα νά άφήνεται αύτός ό γερομαλακισμένος ό Μπρήν εξω στό γρασίδι μέ τό γένι του νά στάζει καί νά προκαλεί τή βροχ ή. Κι αύτή πού είχ ε τή μύτη ψηλά, τόν πρώτο καιρό μετά τό γάμο τους, επειδή κάποιος ξάδερφος τού πατέρα τού άντρα της ήταν καντηλανάφτης τού Πάπα. Είχ ε κολλημένο στόν τοίχ ο τό πορτραίτο του, μέ τά μουστάκια του ψηλά σάν τσιγκέλια. Ό σινιόρ Μπρίνι άπό τό Σάμμερχ ιλλ, πού μάς παράσταινε τόν ’Ιταλό, ό παπικός ζουάβος τού ‘Αγίου Πατρός, είχ ε άφήσει τή συνοικία τής προκυμαίας καί είχ ε εγκατασταθεί στήν όδό Μόςς. Καί σάς ερωτώ: ποιός ήταν τού λόγου του; “Ενας άσήμαντος, μ’ ενα σπιτάκι δύο δωματίων στό βάθος καί διάδρομο, έφτά σελλίνια τήν εβδομάδα, καί πού κρεμούσε στό στήθος του κάθε λογής τενεκεδένια λιλιά γιά νά κάνει εντύπωση στόν κοσμάκη. — Καί επιπλέον, λέει ό Τζ. Τζ., μιά καρτποστάλ ίσοδυναμεί μέ κοινολόγηση. Στήν ύπόθεση Σάντγκροουβ κατά Χόουλ έθεωρήθη ώς ικανή άπόδειξις δόλου. Κατά τή γνώμη μου, είναι δυνατόν νά στηριχ θεί άγωγή. Τρεις κι εξήντα, παρακαλώ, ποιός σού ζήτησε τή γνώμη σου; ’Άσε μας νά πιούμε τίς μπύρες μας μέ τήν ήσυχ ία μας. Νά πάρει ό διάολος, ούτε αύτό δέν μπορεί νά κάμει κανείς μέ τήν ήσυχ ία του. —

Λοιπόν, εις ύγείαν, Τζάκ, λέει ό Νέντ.



Εις ύγείαν, Νέντ, λέει ό Τζ. Τζ.



Νά τος πάλι, λέει ό Τζό.



Πού, λέει ό ’Άλφ.

Καί ό διάολος νά μέ πάρει καί νά μέ σηκώσει, νά σού τον πού πέρναγε μπροστά άπό τήν πόρτα, μέ τούς τόμους κάτω άπό τή φτερούγα του καί τή σύζυγό του στό πλάι του καί τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ πού, καθώς περνούσαν, κοίταζε μέ τό στραβό μάτι μέσα, καί τού μίλαγε σάν πατέρας, προσπαθώντας νά τού πουλήσει ενα μεταχ ειρισμένο φέρετρο. —

Τί κατάληξη εχ ει εκείνη ή καναδέζικη άπάτη; λέει ό Τζό.



Αναβλήθηκε, λέει ό Τζ. Τζ.

“Ενας άπό τήν άδελφότητα τών άετονύχ ηδων, γνωστός ώς Τζέημς Γουώτ ή Σαπίρο ή Σπάρκ καί Σπίρο, εβαλε μιάν άγγελία στίς εφημερίδες, λέγοντας ότι διέθετε εισιτήρια γιά Καναδά στήν τιμή τών είκοσι σελλινίων. Μήπως είπες τίποτα; Φυσικά, ήταν παγίδα στημένη γιά τά κορόιδα. Κι έπεσαν ολοι μέσα άπό τήν κομητεία Μήθ, ναί, άκόμη καί ενας άπό τή ράτσα του. Ό Τζ. Τζ. μάς ελεγε ότι ήταν ενας γερο-Εβραίος, Ζερέτσκυ τόν ελεγαν, ή κάπως ετσι, πού εκλαιγε άκουμπισμένος στό κάγκελο τών μαρτύρων μέ τό καπέλο στό κεφάλι, όρκιζόμενος στόν άγιο Μωυσή, ότι τού είχ αν φάει δύο στερλίνες. —

Ποιός δίκαζε τήν ύπόθεση; λέει ό Τζό.



Ό άνώτερος δικαστής τής περιοχ ής, λέει ό Νέντ.



Τόν καημένο τόν γέρο σέρ Φρέντερικ, λέει ό ’Άλφ, τόν ξεγελ,άς εύκολα.

— Χρυσή καρδιά, λέει ό Νέντ. Φθάνει νά τού ξεφουρνίσεις ενα παραμύθι γιά τά καθυστερημένα νοίκια, τήν άρρωστη σύζυγο κι ενα τσούρμο παιδιά καί, μά τήν πίστη μου, θά τόν δείς νά τόν παίρνουνε τά κλάματα πάνω στήν προεδρική εδρα. — Ναί, λέει ό Αλφ. Ό Ρουβήμ Τζ. ήταν πολύ τυχ ερός πού δέν κλείστηκε μέσα τίς προάλλες, όταν μήνυσε τόν φουκαρά τόν Γκάμλεύ, πού φυλάει τίς πέτρες του Δήμου κοντά στή γέφυρα Μπάττ. Καί αρχ ίζει, πού λέτε, νά μιμείται τό γέρο δικαστή, καθώς ήταν έτοιμος νά κλάψει: — ’Όντως, πρόκειται περί σκανδαλώδους γεγονότος. Ό φτωχ ός αύτός άνθρωπος όστις κερδίζει τό ψωμί του μέ τόν ιδρώτα τού προσώπου του! Καί πόσα παιδιά εχ ετε; Δέκα, είπατε; —

Μάλιστα, κύριε πρόεδρε. Καί ή γυναίκα μου είναι άρρωστη άπό τύφο!

— Καί ή σύζυγός του μέ τυφοειδή πυρετό! Σκανδαλώδες! Φύγετε άμέσως, κύριε. ’Όχ ι, κύριε, δέν θά διατάξω καμίαν άποζημίωσιν. Πώς τολμάτε, κύριε, νά έμφανίζεσθε ενώπιον μου καί νά αιτείτε παρομοίαν άποζημίωσιν! Άπό εναν πτωχ ό εργατικόν άνθρωπον! Ή αίτησις άπορρίπτεται. Καί διανυομένης τής δεκάτης έκτης ήμέρας τού μηνός τής βοίδομάτας θεάς καί τής τρίτης έβδομάδος μετά τήν εορτήν τής Άγιας καί Αδιαιρέτου Τριάδος, καί τής κόρης τών ουρανών, τής

παρθένου Σελήνης, εύρισκομένης εις τό πρώτον αυτής τέταρτον, συνέπεσεν ώστε αυτοί ot πεφωτισμένοι δικασταί νά μεταβούν εις τό ναόν τού νόμου. Έκεί, ό δικαστής Κώρτνεύ, έδρεύων έν τή αιθούση του, έξέδωσε τήν γνωμάτευσίν του, καί ό σεβαστός δικαστής ’Άντριους, έκδικάζων άνευ ένορκων εις τό δικαστήριον έπικυρώσεως διαθηκών, έξήτασεν καί έστάθμισεν” μετά τής μεγαλυτέρας προσοχ ής τά δικαιώματα τού πρώτου άπαιτητού έπί τής περιουσίας, τής άποτελούσης τό άντικείμενον τής έν λόγω διαθήκης, καί τελικής διαθηκώας διαθέσεως, έμπραγμάτου τε καί ένοχ ικής, τού προσφάτως θρηνηθέντος Τζάκομπ Χάλλιντεύ, έμπορου οίνων, κατά τού Λίβινγστοουν, παιδός ήλαττωμένης άντιλήψεως καί τίνος τρίτου. Καί ό σέρ Φρέντερικ Φάλκονερ προσήλθεν εις τό σεβαστόν δικαστήριον τής όδού Γκρήν. Καί κατά τήν πέμπτην ώραν προέβη εις τήν εναρξιν τής συνεδριάσεως, ίνα έφαρμόσει,τόν άρχ αίον νόμον τών Μπρήχ ον, εις τήν ειδικήν έπιτροπήν δι’ άπασαν τήν περιοχ ήν ταότην καί τά έξαρτώμενα τμήματα καί τήν πόλιν τού Δουβλίνου. Καί έκάθησαν έκεί μετ’ αύτού τά μέλη τού μεγάλου Συνεδρίου τών δώδεκα φυλών τής ’Ιρλανδίας, είς άνήρ διά κάθε φυλήν, τής φυλής τού Πάτρικ, καί τής φυλής τού Χιού, καί τής φυλής τού ’Όουεν, καί τής φυλής τού Κόνν, καί τής φυλής τού “Οσκαρ, καί τής φυλής τού Φέργκους, καί τής φυλής τού Φίνν, καί τής φυλής τού Ντέρμοτ, καί τής φυλής τού Κόρμακ, καί τής φυλής τού Κέβιν, καί τής φυλής τού Κάλτ, καί τής φυλής τού ’Όσσιαν, συνολικώς δώδεκα καλοί καί άγαθοί άνδρες. Καί τούς έξόρκισεν είς τό όνομα Εκείνου, όστις άπέθανεν έπί τού σταυρού, οπως κρίνουν κατά συνείδησιν, οπως καταλήξουν εις καλόν συμπέρασμα, εις τήν ύπόθεσιν ήτις έκκρεμούσε μεταξύ τού βασιλέως καί κυρίου των καί τού κατηγορουμένου, όστις έκάθητο εις τό έδώλιον, καί οπως έκδώσουν δικαίαν έτυμηγορίαν, σύμφωνον μέ τάς μαρτυρίας, αιτινες θά προέκυπτον έκ τής άκροαματικής διαδικασίας, μέ τήν βοήθειαν τού Θεού, καί οπως άσπασθούν τό Εύαγγέλιον. Καί ήγέρθησαν ούτοι, οί δώδεκα τής Ιρλανδίας, καί όρκίσθησαν εις τό όνομα Εκείνου, όστις προέρχ εται έκ τής αίωνιότητος, ότι θά ένήργουν συμφώνως μέ τήν πάνσοφον Αύτού δικαιοσύνην. Καί παρευθύς οί εντεταλμένοι τού νόμου έξήγαγον έκ τής ύπογείου φυλακής άνδρα, τόν όποιον τά λαγωνικά τής αστυνομίας ειχ ον συλλάβει κατόπιν πληροφοριών, άς ειχ ον λάβει. Καί αλυσόδεσαν τούς πόδας καί τάς χ είρας αύτού καί ούδεμίαν έγγύησιν άποφυλακίσεως ήθέλησαν ν’ άποδεχ θούν, ούδέ άλλον τι, άλλά άπήγγειλαν κατηγορίαν εναντίον του, ότι ούτος ήτο εγκληματίας.

— Αύτά είναι ώραία πράματα, λέει ό πολίτης, νά μάς κουβαλιούνται στήν ’Ιρλανδία καί νά γεμίζουν τόν τόπο κοριούς. “Οπου ό Μπλούμ προσποιείται ότι δέν άκουσε τίποτα καί άρχ ίζει νά συζητάει μέ τόν Τζό, λέγοντας ότι δέν ύπήρχ ε λόγος νά στενοχ ωριέται γι’ αύτή τήν λεπτομέρεια μέχ ρι τήν πρώτη τού μηνός, άρκεί μόνο νά ελεγε ό Τζό δυό κουβέντες στόν κ. Κρώφορντ. Καί τότε ό Τζό ορκίστηκε σέ θεούς καί δαίμονες ότι θά κινούσε γή καί ούρανό. — Γιατί, οπως ξέρετε, ? έει ό Μπλούμ, τό μυστικό τής επιτυχ ίας μιάς διαφήμισης βρίσκεται στήν επανάληψη. Αύτό εχ ει σημασία. —

Μπορείς νά βασιστείς σέ μένα, λέει ό Τζό.

— Έξαπατούν τούς χ ωρικούς καί τούς φτωχ ούς τής ’Ιρλανδίας, λέει ό πολίτης. Δέν θέλουμε πιά ξένους στόν τόπο μας. —

Πές πώς εγινε, λέει ό Τζό.



Πολύ εύγενικό έκ μέρους σου, λέει ό Μπλούμ.

— ”Οσο γιά τούς ξένους, λέει ό πολίτης, τό λάθος είναι δικό μας. Έμείς τούς άφήσαμε νά μπούνε. Έμείς τούς φέραμε. Ή μοιχ αλίδα καί ό άγαπητικός της εφεραν έδώ τούς ληστές τούς Σάξωνες. —

’Απόφαση προσωρινή, λέει ό Τζ. Τζ.

Καί 6 Μπλούμ νά προσποιείται, ότι δέν ένδιαφέρεται γιά τίποτα άπολύτως, κοιτάζοντας μιάν άράχ νη στή γωνία πίσω άπό ενα βαρέλι, καί ό πολίτης νά στραβομουτσουνιάζει πίσω του καί ό γερο-σκύλος στά πόδια του νά σηκώνει τή μουσούδα του, μήν ξέροντας ποιόν νά δαγκώσει καί πότε. —

Μιά άτιμασμένη σύζυγος, λέει ό πολίτης, αύτή φταίει γιά ολες τίς κακοτυχ ίες μας.

— Νά την, λέει ό ’Άλφ, πού χ αμογελούσε μέ τόν Τέρρυ κοιτάζοντας στόν πάγκο τήν Αστυνομική Επιθεώρηση, έτοιμη γιά νταβαντούρι. —

’Άσε νά τής ρίξουμε κι έμείς μιά ματιά, λέω έγώ.

Φυσικά, δέν ήταν παρά μία άπό εκείνες τίς αισχ ρές εικόνες τών γιάνκηδων, πού ό Τέρρυ δανείζεται άπό τόν Κόρνυ Κέλλεχ ερ. Μυστικοί τρόποι γιά νά επιτυγχ άνετε τή μεγέθυνση τού οργάνου σας. Στραβοπατήματα μιας καλλονής τής υψηλής κοινωνίας. Ό Νόρμαν Γ. Τάππερ, πλούσιος εργολάβος τού Σικάγου, συλλαμβάνει τήν γοητευτική, άλλά άπιστη σύζυγό του στήν άγκαλιά τού άξιωματικού Τέυλορ. Ή ώραία, φέρουσα μόνο τήν κυλοτίτσα της, διαπράττει άπρέπειες καί ό λεγάμενος τήν πασπατεύει γιά νά βρεί τά σημεία πού γαργαλιέται, καί ό Νόρμαν Τάππερ μπουκάρει ξαφνικά μέ τό αγιοβασιλιάτικο πιστολάκι του άκριβώς τή στιγμή πού αύτή είχ ε τελειώσει τά παιγνιδάκια της μέ τόν άξιωματικό Τέυλορ. —

’Ό, Τζέννυ, χ ρυσή μου, τί κοντό πού είναι τό μεσοφοράκι σου!



Φαίνονται καί τρίχ ες, Τζό, λέω έγώ. Αύτή πρέπει νά κάνει καλό κρεβατι, ετσι;

Καί τότε, νά σου καί μπαίνει ό Τζών Γουάιζ Νόλαν καί άπό κοντά ό Λένεχ αν μέ μιά φάτσα σάν μπαγιάτικο λείψανο. — Λοιπόν, λέει ό πολίτης, τί νεώτερα εχ ουμε άπό τό θέατρο τών έπιχ ειρήσεων; Τί άποφάσισαν αυτοί οί τενεκέδες γιά τήν ιρλανδική γλώσσα στή γελοία συγκέντρωσή τους στό δημαρχ είο; Ό Ο’Νόλαν, ένδεδυμένος τήν άπαστράπτουσαν πανοπλίαν του καί ύποκλινόμενος μέχ ρι τού έδάφους, άπέδωσεν τιμάς εις τόν πανίσχ υρον, ένδοξον καί τρομερόν άρχ ηγόν άπασών τών Ίρλανδιών καί άνεκοίνωσεν εις αύτόν τά συμβάντα, ότι οι σεβαστοί πρεσβύτες τής εύπειθεστάτης πόλεως, τής δευτέρας είς μέγεθος τού Βασιλείου, είχ ον συναντηθεί υπό τόν θόλον καί έκεί, μετά τάς προσηκούσας προσευχ άς είς τούς θεούς, οίτινες κατοικούν είς τά αιθέρια υψη, είχ ον συγκροτήσει έπίσημον συμβούλιον ί’να δυνηθούν, έφ’ όσον ήτο τούτο δυνατόν, ν’ άποκαταστήσουν διά μιαν είσέτι φοράν μεταξύ τών θνητών τήν πτερόεσσαν ομιλίαν τών έκ τής θαλάσσης διαχ ωριζομένων Κελτών. — Κάποτε θά γίνει κι αύτό, λέει ό πολίτης. Στό διάολο τά κτήνη, οί γαμημένοι οί Εγγλέζοι καί ή γλώσσα τους. Καί τότε ό Τζ. Τζ. άρχ ίζει νά κάνει τόν δικηγόρο τού διαβόλου, ότι ολα τά πράγματα έχ ουν δύο όψεις, καί γιά τόν σεβασμό στά γεγονότα καί γιά τήν πολιτική τού Νέλσονα, πού κοίταζε στό κιανόκιάλι του” μέ τό στραβό του μάτι, καί ότι είναι βλακεία νά κατηγορούμε ενα ολόκληρο έθνος, καί ό Μπλούμ νά προσπαθεί νά τόν ύποστηρίξει καί νά λέει γιά τή μετριοπάθειά τους καί τίς άποικίες τους καί τόν πολιτισμό τους. — Καί τό συφιλιδισμό τους, θές νά πείς, λέει ό πολίτης. Στό διάολο νά πάνε! Καί ή κατάρα τού Θεού νά πέσει πάνω σ’ αυτούς τούς γαμημένους ήλίθιους, τής πουτάνας γέννα! Ούτε μουσική έχ ουν, ούτε τέχ νη, ούτε λογοτεχ νία πού ν’ άξίζει δυό πεντάρες. “Ο,τι πολιτισμό έχ ουν, τόν εκλεψαν άπό μάς. Μαλάκες είναι καί σκέτες κωλοτρυπίδες. —

Ή οικογένεια τών Ευρωπαίων, λέει ό Τζ. Τζ.

— Αύτοί δέν είναι Εύρωπαίοι, λέει ό πολίτης. ’Ήμουνα στήν Εύρώπη, στό Παρίσι, μέ τόν Κέβιν ’Ήγκαν. Πουθενά στήν Εύρώπη δέν θά δείτε Ιχ νος αύτωνών, ή τής γλώσσας τους, πάρεξ σέ κανένα καμπινέ. Καί λέει ό Τζών Γουάιζ: —

Πολλά λουλούδια γεννιούνται γιά ν’ άνθούν κρυφά.

Καί λέει ό Λένεχ αν πού ξέρει λίγο τά φραντσέζικα: —

Conspuez les Anglais! Per fide Albion!

Τάδε εφη καί ύψωσεν μέ τάς ύπερμεγέθεις, τραχ είας καί ρωμαλέας χ είρας αύτού τό κύπελλον μέ τόν μέλανα δυνατόν άφρίζοντα ζύθον, έκφέρων τήν πολεμικήν κραυγήν τής φυλής τού Αάμ Ντέαργ Άμπου. ’Ήπιε ύπέρ τής ήττης τών εχ θρών του, φυλής τρομερών ήρώων, ο’ι’τινες κυβερνούν τά

κύματα καθήμενοι εις θρόνους έξ άλαβάστρου, σιωπηλοί ώς αθάνατοι θεοί. — Τί σού συμβαίνει; λέω στόν Λένεχ αν. Μοιάζεις σάν κάποιον πού έχ ασε ενα σελλίνι καί βρήκε μιά πέννα. —

Τό Χρυσό Κύπελλο στίς κούρσες, λέει.



Ποιός κέρδισε, κ. Λένεχ αν; λέει ό Τέρρυ.



Τό Πέταγμα, λέει, είκοσι πρός ενα. Τό άουτσάιντερ. “Ολα τ’ άλλα έξαφανίστηκαν.



Καί ή φοράδα τού Μπάςς; λέει ό Τέρρυ.

— Άκόμα τρέχ ει, λέει. Τήν πατήσαμε ολοι. Ό Μπόυλαν ριψοκινδύνευσε στό φαβορί πού τού έδωσα, τό Σκήπτρο, δυό λίρες γιά τόν εαυτό του καί γιά μιά κυρία, φίλη του. — Κι έγώ ποντάρισα μισή κορώνα στό Ζίνφάντελ, τό άλογο πού μού πρότεινε ό κ. Φλύν, λέει ό Τέρρυ. Τού λόρδου Χάουαρντ ντί Γουώλτεν. — Είκοσι πρός ενα, λέει ό Λένεχ αν. ’Έτσι είναι ή ζωή. Τό Πέταγμα, λέει. ’Άμ δέ. Αστάθεια, τό όνομά σου είναι Σκήπτρο. Καί τότε πήγε στό κουτί μέ τά μπισκότα τού Μπόμπ Ντόραν γιά νά δει άν ύπήρχ ε τίποτα νά βάλει στό στόμα του, ενώ τό γέρικο παλιόσκυλο έτρεχ ε ξοπίσω του μέ τό ψωριάρικο μουσούδι του στόν άέρα. Άλλά δέν ύπήρχ ε τίποτα. —

Δέν εμεινε τίποτα, άγόρι μου, λέει αύτός.

— Μήν τά χ άνεις, λέει ό Τζό. Θά είχ ε κερδίσει αύτό ολο τό παραδάκι, άν δέν εβγαινε στή μέση τό άλλο λαγωνικό. Καί ό Τζ. Τζ. καί ό πολίτης νά συζητούν περί νόμου καί ιστορίας καί ό Μπλούμ νά πετάει κάπου κάπου τό λογάκι του. — Μερικοί άνθρωποι μπορούν νά δούν τό σκουπιδάκι στό μάτι τού άλλου, άλλά δέν μπορούν νά δούν τό δοκάρι στό δικό τους μάτι. — Raimeis, λέει ό πολίτης. Δέν ύπάρχ ει κανείς πιό στραβός άπό έκείνον πού δέν θέλει νά δεί, άν καταλαβαίνετε τί θέλω νά πώ. Πού είναι τά είκοσι, τουλάχ ιστον, έκατομμύρια ’Ιρλανδοί, πού επρεπε νά είναι σήμερα έδώ, άντί γιά τά τέσσερα πού ξεμείνανε; Που είναι ot χ αμένες φυλές μας; Καί ή αγγειοπλαστική μας καί τά ύφάσματά μας, τά ώραώτερα στόν κόσμο; Καί τό μαλλί μας πού πουλιόταν στή Ρώμη τήν εποχ ή τού Γιουβενάλη, καί τό λινάρι μας καί τό δαμασκό μας άπό τούς άργαλειούς τού ’Άντριμ, καί ή δαντέλα μας άπό τό Λίμμερικ, τά βυρσοδεψεία μας καί τά κρυστάλλουργεία μας έκεί κάτω στό Μπάλλυμπωχ , καί ή ούγενότικη πουπλίνα μας πού τήν έχ ουμε άπό τόν καιρό τού Ζακάρ άπό τή Λυών, καί τά υφαντά μεταξωτά μας καί τά φοξφορδιανά μας τουήντ καί τό δαντελωτό φίλντισι άπό τό μοναστήρι τών Καρμελιτών στό’Νιού Ρόςς, πού όμοιά τους δέν θά βρείτε πουθενά σ’ ολόκληρο στόν κόσμο! Πού είναι οί ‘Έλληνες έμποροι πού περνούσαν τίς Ηράκλειες Στήλες, τό Γιβραλτάρ, πού τώρα τό άρπάξανε οί εχ θροί τής άνθρωπότητας, γιά νά ’ρθούν στήν άγορά τού Κάρμεν, στό Γουέξφορντ, νά πουλήσουν τό χ ρυσάφι

καί τήν πορφύρα τής Τύρρου; Διαβάστε τόν Τάκιτο καί τόν Πτολεμαίο, άκόμα καί τόν Γιράλδο τής Ούαλλίας. Κρασί, γουναρικά, μάρμαρο τής Κόννεμαρα, άσήμι άπό τό Τίππερερυ, άπό τά καλύτερα στόν κόσμο, τά άκόμη καί σήμερα κοσμοξακουσμένα άλογά μας, δίχ ως νά λογαριάζουμε τόν βασιλιά Φίλιππο τής ’Ισπανίας, πού προσφερόταν νά πληρώσει τελωνειακούς δασμούς, γιά νά τού έπιτραπεί νά ψαρεύει στά νερά μας. Ξέρετε τί μάς χ ρωστάνε ot χ ολερικοί ’Άγγλοι γιά τό κατεστραμμένο μας εμπόριο καί τίς λεηλατημένες μας εστίες; Καί οι κοίτες τού Μπάρροου καί τού Σάννον, πού αύτοί άρνούνται νά τίς βαθύνουν, εκατομμύρια στρέμματα λάσπη καί βάλτοι, γιά νά μάς κάνουν νά πεθάνουμε ολοι φυματικοί. — ’Άν δέν κάνουμε κάτι γιά τήν άναδάσωση τής χ ώρας, σέ λίγο θά εχ ουμε τόσα λίγα δέντρα, όσα και ή Πορτογαλία, λέει ό Τζών Γουάιζ, ή οπως ή Έλιγολάνδη μέ τό μοναδικό της δέντρο. Τά πεύκα καί τά έλατα καί ολα τά κωνοφόρα εξαφανίζονται γρήγορα. Διάβαζα μιάν έκθεση τού λόρδου Κάσλταουν… — Διασώστε τα, λέει ό πολίτης, τή γιγαντιαία μελιά τού Γκάλγουεη και τή βασίλισσα τής φτελιάς στό Κίλντεαρ, μέ τόν κορμό της πού εχ ει δώδεκα μέτρα περιφέρεια καί τό φύλλωμά της πού σκεπάζει ενα στρέμμα. Διασώστε τά δέντρα τής ’Ιρλανδίας μας, γιά τούς άνθρώπους τής μελλοντικής ’Ιρλανδίας πάνω στούς λόφους τού ’Έιρυ. ’Ώχ ! —

Ή Εύρώπη εχ ει στραμμένα τά μάτια της πάνω σας, λέει ό Λένεχ αν.

Τό άπόγευμα εκείνο, ή άφρόκρεμα τής διεθνούς ύψηλής κοινωνίας παρευρίσκετο en masse εις τούς γάμους τού ιππότου Ζάν Γ ουάιζ ντέ Νολάν, ύπάτου άρμοστού τών ’Ιρλανδικών Εθνικών Δρυμών μετά τής δεσποινίδος Έλάτης Κωνοφόρου έκ τής Κοιλάδος τών Πεύκων. Ή λαίδη Συλβέστρια Πτελεοσκιοπούλου, ή κυρία Μπάρμπαρα Λατροσημύδου, ή κυρία Πόλλυ Μελιάνθου, ή κυρία Πουρνάρω Φουντουκιάδου, ή δίς Δάφνη Πικροδαφνίδου, ή δίς Δωροθέα Καλαμοφράκτου, ή κυρία Κλάιντ Δωδεκαδένδρου, ή κυρία Σορβία Πρασίνου, ή δίς Ελένη Κληματίδου, ή δίς Βιργινία Άναρρι-χ ωμένου, ή δίς Γλαδιόλα Άγριοτριανταφύλλου, ή κυρία Ελαία Περιφρακτίδου, ή δίς Λευκή Σφενταμίτου, ή κυρία Μώντ Έβενίτου, ή κυρία Μύρα Μυρ-αοπούλου, ή δίς Πρισίλα Παλακχ νθου, ή δίς Μέλισσα Άγιοκληματίδου, ή δίς Χάρις Λευκοπούλου, ή δίς Μιμόζα Σάν, ή δίς Ραχ ήλ Κεδροφύλλου, οί δίδες Κρινιώ καί Βιόλα Πασχ αλίδου, ή δίς Ντροπαλή Τρεμολεύκη, ή κυρία Κίττυ Μουσκλοδρόσου, ή δίς Μάγια Άσπραγκάθου, ή δίς Δοξαστή Φοινικοπούλου, ή κυρία Λιάνα Λόγγου, ή κυρία Άραμπέλλα Μαυροξύλου καί ή κυρία Νόρμα Άγιοδένδρου έκ τής Δασοπόλεως έτίμησαν διά τής παρουσίας των τήν τελετήν. Ή νύμφη, τήν οποίαν συνόδευε ό πατήρ της, ό ιππότης ΜακΚωνοφόρος τών Βαλάνων, ελαμπεν, φέρουσα θεσπεσίαν τουαλέταν έκ πράσινης μερσεριζέ μετάξης, μέ φόδραν έξ άπαστράπτοντος γκρίζου, καί έσάρπα φαρδειά σμαραγδένιου πρασίνου, καταλήγουσαν είς τριπλήν σειράν άπό φράντζες πρός εν σκουρότερον πράσινον, έκ χ άλκινων βαλάνων. Αί δεσποινίδες τής τιμής, Πεύκη Κωνοφόρου καί Έλάτη Κωνοφόρου, άδελφαί τής νύφης, εφερον ταιριαστά φορέματα τής αυτής άποχ ρώσεως, μέ λεπτόν ρόζ σχ έδιον, πτερά άτινα διήκον κατά μήκος τών πτυχ ών καί έπανελαμβάνοντο περιέργως είς τά πράσινα καπελάκια, άτινα εφερον τόν χ ρωματισμόν τού νεφρίτου καί ήσαν διακεκοσμημένα διά πτίλων έρωδιού είς τρυφεράν άπόχ ρωσιν κοράλλεως. Ό σενιόρ Ένρίκε Φλόρ έπαιάνιζεν μέ τήν πασίγνωστον δεξιοτεχ νίαν του ύμνους είς τό έκκλησιαστικόν ό’ργανον καί, πέραν τής καθιερωμένης γαμήλιου μουσικής, είς τό τέλος τής τελετής έπαιάνισεν νέαν έντυπωσιακήν διασκευήν τού άσματος Ξυλοκόπε, λυπήσου αυτό τό δέντρο. Τό εύλογηθέν ζεύγος, κατά τήν άναχ ώρησίν του έκ τής έκκλησίας τού Άγιου Άμαξα έν Χόρτω καί μετά τήν λήψιν τής παπικής ευλογίας, κατέστη στόχ ος παιχ νιδιάρικων διασταυρουμένων πυρών έκ φουντουκίων, βαλάνων

όξυάς, φύλλων δάφνης, ιτέας, κισσού, πουρναριών, χ νουδωτών γκί καί μίσχ ων άγριόχ ορτων. Ό κ. καί ή κ. Γουάιζ Κωνοφόρου ντέ Νολάν θά διέλθουν τόν ήρεμον μήνα τού μέλιτος είς τόν Μέλανα Δρυμόν. — Καί τά δικά μας μάτια είναι στραμμένα στήν Ευρώπη, λέει ό πολίτης. Διαθέταμε τό έμπόριό μας μέ τήν ’Ισπανία καί τούς Γάλλους καί τούς Φλαμανδούς, πολύ πρίν άπό τό καταραμένο σκυλολόι, σπανιόλικη μπύρα στό Γκάλγουεη, τά κρασοκάραβα στούς ύδάτινους δρόμους πού έχ ουν τό χ ρώμα τού κρασιού. —

Κι ετσι θά γίνει ξανά, λέει ό Τζό.

— Μέ τή βοήθεια τής άγίας μητέρας τού Θεού, πάλι ετσι θά γίνει, λέει ό πολίτης, χ τυπώντας τό μπούτι του μέ τήν παλάμη του. Τ’ άδεια λιμάνια μας θά ξαναγεμίσουν, τό Κουήνσταουν, τό Κίνσεηλ, τό Γκάλγουεη, τό Μπλάκσοντ Μπέυ, τό Βέντρυ στό βασίλειο τού Κέρρυ, τό Κίλλυμπεγκς, τό τρίτο κατά σειρά μεγέθους λιμάνι στόν κόσμο μ’ ενα δάσος κατάρτια τών Λύντσες τού Γκάλγουεη καί τών Ο’Ρέιλλυς τού Κάβαν καί τών Ο’Κέννεντυ τού Δουβλίνου τόν καιρό πού ό κόμης τού Ντέσμοντ μπορούσε νά υπογράψει συνθήκη μέ τόν ίδιο τόν αύτοκράτορα Κάρολο τόν Πέμπτο. Θά τά ξαναδούμε αύτά, λέει, όταν θά εμφανιστεί τό πρώτο ιρλανδέζικο θωρηκτό νά σκίζει τά κύματα καί ν’ άνεμίζει τή σημαία μας, όχ ι βέβαια τή σημαία του Ερρίκου Τυδόρ μέ τίς άρπες της, άλλά τήν άρχ αιότερη σημαία πού κυμάτισε ποτέ πάνω στίς θάλασσες, τή σημαία τής έπαρχ ίας Ντέσμοντ καί Θόμοντ, τά τρία στέμματα σέ πράσινο φόντο, τών τριών γιών τού Μιλήσιου. Καί κατέβασε τήν τελευταία γουλιά πού έμεινε στήν κούπα του, χ άαα! Μπούρδες. Ρώτα καί τόν μπάρμπα μου τόν ψεύτη. ’Άν τού βαστάει ό κώλος, άς πάει νά τά πει ολ’ αύτά στούς κατοίκους τού Σαναγκόλντεν, οπου τού έχ ουνε στήσει καρτέρι καί τόν παραφυλάνε γιά νά τόν συγυρίσουν, επειδή άρπαξε τό χ τήμα κάποιου πού τού έκαμαν έξωση. —

Μπράβο, καλά τά είπες! λέει ό Τζών Γουάιζ. Τί θά πάρετε;



”Εναν αύτοκρατορικόν άγρότη, λέει ό Λένεχ αν, γιά νά τιμήσουμε τήν περίσταση.

— ”Ενα μικρό ούίσκυ, Τέρρυ, λέει ό Τζών Γουάιζ, καί μιά σόδα ψηλά τά χ έρια. ’Έ, Τέρρυ, τί γίνεται, άποκοιμήθηκες; —

Μάλιστα, κύριε, λέει ό Τέρρυ. “Ενα μικρό ούίσκυ καί ενα μπουκάλι ’Άλλσοπ. Εντάξει, κύριε.

Παρέα μέ τόν ’Άλφ, σκυμμένος πάνω άπό τήν κωλοφυλλάδα, ψάχ νει γιά γαργαλιστικές φωτογραφίες, άντί ν’ άσχ ολείται μέ τούς πελάτες. Φωτογραφία άπό εναν άγώνα κουτουλίσματος, καθώς δύο μακαντάσηδες προσπαθούν νά τσακίσουν τά γαμημένα τά κεφάλια τους, σκυμμένοι σάν ταύροι πού ρίχ νονται στήν πόρτα τού σταύλου. Καί μιά άλλη φωτογραφία: Νέγρικο κτήνος πού κάηκε στήν Όμάχ α τής Τζώρτζιας. Μιά συμμορία καουμπόηδες τής Σαβάνας μέ κατεβασμένα τά καπέλα τους μέχ ρι τά μάτια, νά πυροβολούν εναν άράπη κρεμασμένον σ’ ένα δέντρο μέ τή γλώσσα έξω καί μέ μιάν φωτιά άναμμένη κάτω άπό τά πόδια του. Τά κορόιδα, γιά νά κάμουν σίγουρη δουλειά επρεπε πρώτα νά τόν πνίξουν στή θάλασσα, νά τόν έκτελέσουν μέ ηλεκτρισμό καί μετά νά τόν σταυρώσουν. —

Τί γίνεται, όμως, μέ τό πολεμικό ναυτικό, λέει ό Νέντ, μπροστά στό όποιο ύποτάσσονται οί

άντίπαλοι! — Θά σάς πώ καί γι’ αύτό, λέει ό πολίτης. Πρόκειται γιά τήν επίγεια κόλαση. Διαβάστε τίς άποκαλύψεις τών εφημερίδων γιά τό μαστίγωμα πού εφαρμόζεται στά έκπαιδευτικά πλοία τού ΓΙόρτσμαουθ. Τό γράμμα πού εγραψε κάποιος καί πού τό υπογράφει: “Ενας αηδιασμένος. Καί άρχ ίζει νά μάς μιλάει γιά τή σωματική τιμωρία καί γιά τό πλήρωμα καί τούς άξιωματικούς καί τούς άντιναυάρχ ους μέ τά μακριά τους δίκοχ α καί τόν ιερέα μέ τήν προτεστάντικη βίβλο του γιά νά παρασταθεί στήν τιμωρία κι ενα νεαρό άγόρι πού τό βγάζουν στό κατάστρωμα σηκωτό καθώς ουρλιάζει ζητώντας τή μαμά του καί τό δένουν στό κλείστρο τού πυροβόλου. — Μισοψημένο μπιφτέκι καί δώδεκα βουρδουλιές, λέει ό πολίτης, ετσι τό άποκαλούσε εκείνος ό γερο-ρουφιάνος ό Τζών Μπήρσφορντ, άλλά οί θεοσεβούμενοι σημερινοί ’Άγγλοι τό άποκαλούν ράβδισμα στό κινητό ούραίο. Καί λέει ό Τζών Γουάιζ: —

Καλύτερα νά είσαι ό πυροβολητής, παρά νά χ ρησιμεύεις έσύ γιά οβίδα.

“Υστερα, άρχ ίζει νά μάς λέει γιά τόν οπλονόμο πού κατέφθασε μ’ ενα μακρύ ραβδί καί άρχ ισε νά κοπανάει στά πισινά τό δυστυχ ισμένο τό παιδί μέχ ρι πού τά ουρλιαχ τά του μπορούσαν νά ξυπνήσουν καί τούς πεθαμένους. — Αύτό είναι τό ένδοξο βρετανικό ναυτικό πού διαφεντεύει τήν οικουμένη, λέει ό πολίτης. Οί πολίτες πού ποτέ δέν θά γίνουν σκλάβοι, μέ τή μοναδική κληρονομική βουλή πού ύπάρχ ει κάτω άπό τόν ουράνιο θόλο κι ολες τους τίς γαίες στά χ έρια μιάς φούχ τας γουρουνοτσιφλικάδων καί βαμβακοβαρώνων. Νά ποιά είναι ή κραταιά αυτοκρατορία, γιά τήν όποία καμαρώνουν τόσο πολύ, μιά αυτοκρατορία δούλων, πού τούς έκμεταλλεύονται καί τούς ξυλοφορτώνουν. —

Έπί τής όποιας ούδέποτε άνατέλλει ό ήλιος, λέει ό Τζό.

— Καί τό τραγικότερο είναι ότι πιστεύουν σ’ αύτή, λέει ό πολίτης. Οι δυστυχ ισμένοι ήλίθιοι πιστεύουν. Πιστεύουν στόν βούρδουλα, τόν παντοδύναμο πατέρα, τόν δημιουργό τής έπίγειας κόλασης, καί στόν Τζάκυ τόν πυροβολητή, τόν γιό του, τόν συλληφθέντα άπό μιά άνίερη ματαιοδοξία, τόν γεννηθέντα άπό τόν ναυτικό βούρδουλα, πού ύπέφερε άπό τό μισοψημένο μπιφτέκι καί τίς δώδεκα βουρδουλιές, πού του δργωσαν τό πετσί, καθώς βέλαζε σάν μοσχ άρι του σφαγείου, άλλά πού τήν τρίτην ήμέρα σηκώθηκε άπό τό κρεβάτι του καί οδήγησε τό πλοίο στό λιμάνι, οπου κάθεται στά πισινά του μέχ ρι νεωτέρας διαταγής καί άπ’ οπου θά ξανάρθει γιά νά δουλέψει σάν παλαβός γιά τή ζωή του καί νά άνταμειφθεί. — ”Ομως, λέει ό Μπλούμ, μήπως ή πειθαρχ ία δέν είναι παντού ή ίδια; Θέλω νά πώ, μήπως δέν θά ’ναι κι έδώ ή ίδια, άν άντιτάξετε τή βία στή βία; Δέν σάς τό εχ ω πεί; Μά τήν μπύρα πού πίνω, άκόμα κι άν ήταν στήν τελευταία του πνοή, θά προσπαθούσε νά σέ πείσει ότι ό θάνατος είναι ή ζωή.

— Μά θ’ άντιτάξουμε τή βία στή βία, λέει ό πολίτης. Θά εχ ουμε τήν υποστήριξη τής ύπερπόντιας ’Ιρλανδίας. Αυτών πού διώχ τηκαν άπό τό σπίτι τους καί άπό τή χ ώρα τους τή μαύρη χ ρονιά τού ’47. Αύτών πού τά λασποκάλυβά τους καί τά σπιτάκια τους πλάι στό δρόμο κατεδαφίστηκαν καί πού οί Τάιμς έτριβαν τά χ έρια τους κι ελεγαν στούς ξεπλυμένους Σάξονες, ότι σύντομα θά ύπάρχ ουν τόσοι λίγοι ’Ιρλανδοί στήν ’Ιρλανδία, όσοι έρυθρόδερμοι άπόμειναν στήν Αμερική. Άκόμα καί ό σουλτάνος τής Τουρκίας μάς έστειλε πιάστρα. Άλλά ό Εγγλέζος ήθελε νά λιμοκτονήσει τό έθνος, παρ’ ολο πού ή χ ώρα ήταν γεμάτη σοδειά, τήν όποία άγόραζαν οί ύαινες οί Βρετανοί καί τήν μεταπωλούσαν στό Ρίο ντέ Τζανέιρο. Ναί, κυνήγησαν μαζικά τούς χ ωρικούς. Είκοσι χ ιλιάδες άπ’ αύτούς πέθαναν μέσα στά καράβια-φέρετρα. ’Αλλά όσοι πάτησαν τή γή τής ελευθερίας θυμούνται αύτή τή γή τής δουλείας. Καί θά δείτε ότι θά ξαναγυρίσουν. Δέν είναι δειλοί οί γιοί τού Γκρανούιλ, οί υπερασπιστές τού Κάθλιν νί Χούλιχ αν. —

Πολύ σωστά, λέει ό Μπλούμ. ‘Όμως, εκείνο πού θέλω έγώ νά πώ…

— Πάει πολύ καιρός πού περιμένουμε αύτή τή μέρα, πολίτη, λέει ό Νέντ. ’Από τότε πού ή φτώχ ιά γριά μάς ειπε ότι οί Γάλλοι βρίσκονται στή θάλασσα καί άποβιβάζονται στό Κίλλαλα. — Ναί, λέει ό Τζών Γ ουάιζ. Πολεμήσαμε γιά τούς Στιούαρτ, οί όποιοι μάς άπαρνήθηκαν γιά χ ατήρι τών οπαδών τού Γουλιέλμου τού Τρίτου καί μάς έπρόδωσαν. Θυμηθείτε τό Λίμμερικ καί τή σπασμένη πέτρα τής συνθήκης. Δώσαμε τό καλύτερο αίμα μας γιά τή Γαλλία καί τήν ’Ισπανία, εμείς οί άγριόχ ηνες. Τόν Φοντενουά, έτσι; Καί τόν Σάρφιλντ καί τόν Ο’Ντόννελλ, τό δούκα τού Τετουάν στήν ’Ισπανία καί τόν Όδυσσέα Μπράουν τού Καμύ, πού ήταν στρατάρχ ης τής Μαρίας Τερέζας. ‘Όμως, μήπως κερδίσαμε ποτέ τίποτα; — Οί Γάλλοι! λέει ό πολίτης. ‘Ένα μάτσο χ οροδιδάσκαλοι! Υπάρχ ει κανείς πού^.δέν ξέρει τί είναι; Αύτοί δέν έδωσαν ποτέ ούτε μιά ψητή πορδή γιά τήν ’Ιρλανδία. Μήπως τώρα δέν προσπαθούν νά κάμουν μιά Entente cordialeaxo γεύμα τού Τ. Π. μέ τήν μπαμπέσα τήν ’Αλβιόνα; Μήπως τού λόγου τους τότε καί τώρα δέν παραμένουν οί πυρπολητές τής Εύρώπης; —

Ccwspuez les Frangais, λέει ό Λένεχ αν, κατεβάζοντας τήν μπύρα του.

— ”Οσο γιά τούς Πρώσσους καί τούς Άννοβεριανούς, λέει ό Τζό, μήπως δέν είχ αμε άρκετούς άπ’ αύτούς τούς λουκανικοφάγους μπάσταρδους στό θρόνο, άπό τόν εκλέκτορα Γεώργιο μέχ ρι τό νεαρό Γερμανό καί τή φουσκωμένη τή γριά σκύλα πού πέθανε; Ίησού Χριστέ, ήταν νά ξεκαρδίζεσαι στά γέλια μ’ ολα αύτά πού μάς ξεφούρνιζε γιά τή γριά, πού μεθοκοπούσε στό παλάτι ολα τά βράδια τού Θεού, παίζοντας έρωτιάρικα τά ματάκια της, τή γριά Βίκ, μέ τήν κανάτα της τό ιρλανδέζικο ούίσκυ καί τόν αμαξά της πού τήν έπαιρνε σηκωτή καί τήν πήγαινε νά κυλιστεί στό κρεβάτι της, κι εκείνη νά τού τραβάει τίς φαβορίτες καί νά τού σιγοτραγουδάει παλιές άσυνάρτητες ρομάντζες σάν τό Ehren on the Rhine καί έλα νά πάμε έκεί πού τό πιοτό είναι φτηνό. — ”Ομως, τώρα έχ ουμε τόν Έδουάρδο τόν είρηνοποιό, θά έλεγα έγώ. Τόν Έδουάρδο, τόν Γκουέλφ-Βέττιν! — Καί ποιά είναι ή γνώμη σου, λέει ό Τζό, γιά τούς θεομπαίχ τες τούς παπάδες μας καί τούς επισκόπους τής Ιρλανδίας,’ πού τού διακοσμούν τό δωμάτιο στό Μέυνουθ μέ τ’ άθλητικά χ ρώματα τής Αύτού Σατανικής Μεγαλειότητος καί τά πορτραίτα ολων τών άλόγων πού ιππεύουν

οί άναβάτες του; Πού τόν έκαναν κόμη τού Δουβλίνου. — Θά επρεπε νά τού κρεμάσουν μαζί καί ολες τίς γυναίκες πού καβάλησε αύτός ό ίδιος, λέει ό μικρός ’Άλφ. Καί λέει ό Τζ. Τζ.: —

Οί έξοχ ότητές των έξαναγκάσθηκαν έξ αιτίας τής στενότητος χ ώρου.



Θά δοκιμάσεις άλλη μία μπύρα, πολίτη;



Ναί, κύριε, λέει αύτός, θά τήν δοκιμάσω.



Έσύ; λέει ό Τζό.



Σού είμαι ύπόχ ρεος, Τζό, λέω έγώ. Μακάρι ή σκιά σου νάμήν κοντύνει.



Φέρε μας άπό τά ίδια, λέει ό Τζό.

Ό Μπλούμ ελεγε κι ελεγε μέ τόν Τζών Γουάιζ καί φαινόταν πολύ ξαναμμένος μέ τή φάτσα του άπό σκούρο πηλό καί τά γέρικα μάτια του νά κοιτάζουν όλοτρόγυρα. — Διωγμός, λέει. ‘Όλη ή ιστορία τού κόσμου είναι γεμάτη άπό διωγμούς. Κάποιοι διαιωνίζουν τό έθνικό μίσος άνάμεσα στά εθνη. —

Ομως, εσυ ςερεις τι σημαίνει εύνος; λεει ο Τζων Γουαιζ.



Ναί, λέει ό Μπλούμ.



Τι είναι; λεει ο Τζων Γουαιζ.



’Έθνος; λέει ό Μπλούμ. ’Έθνος είναι οί άνθρωποι πού ζούν στόν ίδιο τόπο.

— Τί μού λές! λέει γελώντας ό Νέντ. Μά, άν είναι ετσι, τότε κι έγώ είμαι ενα έθνος, έπειδή ζώ στόν ίδιο τόπο έδώ καί πέντε χ ρόνια. Πάνω σ’ αύτό, φυσικά, βάλανε ολοι τά γέλια μέ τόν Μπλούμ καί λέει αύτός, προσπαθώντας νά τά ξεμπλέξει: —

’Ή, έπίσης, πού ζούν σέ διάφορους τόπους.



Μπορώ νά ρωτήσω ποιό είναι τό δικό σου έθνος; λέει ό πολίτης.



Ή ’Ιρλανδία, λέει ό Μπλούμ. Έδώ γεννήθηκα. Ή ’Ιρλανδία.

Ό πολίτης δέν μίλησε, μόνο άρχ ισε νά καθαρίζει τό λαιμό του γιά νά φτύσει καί ό άθεόφοβος εστειλε ενα στρείδι τής Κόκκινης Ακτής κατ’ ευθείαν στή γωνιά. —

Είπες τίποτα, Τζό; λέει, βγάζοντας τό μαντήλι του καί σκουπίζοντας τό στόμα του.

— Κοίτα νά δεις, πολίτη, λέει ό Τζό. Πάρε αύτό στό δεξί σου χ έρι καί νά έπαναλάβεις τά έπόμενα λόγια πού θά πώ. Τότε, ό κεντημένος καί έπανακεντημένος άνεκτίμητος θησαυρός, ό άρχ αίος ιρλανδικός πέπλος τού προσώπου, όστις άποδίδεται είς τόν Σολομώντα τού Ντρόμα καί τόν Μάνους Τόμαλτα τού ΜακΝτόνα, συγγραφείς τού βιβλίου τού Μπάλλυμοτ, άνεδιπλώθη μετά προσοχ ής καί προεκάλεσε παρατεταμένον θαυμασμόν. Θά ήτο άνώφελον νά έπεκταθώ είς ό,τι άφορά είς τήν μυθικήν ώραιότητα τών τεσσάρων αύτού άκρων, κορύφωσιν τής τέχ νης, οπου δύναταί τις νά διακρίνει τούς τέσσαρες εύαγγελιστάς, ένώ δίδει ό καθείς εις τούς τέσσαρες άρχ οντας τό εύαγγελικόν αύτού σύμβολον, σκήπτρον έκ δρυός τών βάλτων, πούμα τής Νοτίου ’Αμερικής (άς σημειωθεί, έπί τή εύκαιρία, ότι πρόκειται περί βασιλέως τών ζώων, κατά πολύ εύγενεστέρου τού βρετανικού λέοντος), μόσχ ον τού Κέρρυ καί χ ρυσαετόν τού Καρράντουιλλ. Αί άπεικονιζόμεναι εις τήν μυξώδη επιφάνειαν σκηναί, είκονογραφούσαι τούς άρχ αίους ήμών πύργους καί κάστρα, κρόμλεκ καί γκρίανον, τόπους τής ήμετέρας έκπαιδεύσεως καί λίθους τού αναθέματος, είναι τόσον ύπερόχ ως ώραίαι καί τά χ ρώματα αύτών τόσον έκλεπτυσμένα, όσον ήσαν καί κατά τόν μακρινόν εκείνον καιρόν, τήν εποχ ήν τών Βαρμακιδών, κατά τήν οποίαν οί διακοσμηταί χ ειρογράφων Σλάιγκο έξέφραζον έλευθέρως τήν καλλιτεχ νικήν αύτών φαντασίαν. Τό Γκλένταλοχ , αί ώραιαι λίμναι τού Κιλλάρνεύ, τά ερείπια τού Κλονμακνόι, τό άββαείον τού Κόνγκ, τό Γκλέν ’ Ίναχ καί οί Δώδεκα Στύλοι, ό οφθαλμός τής ’Ιρλανδίας, οί Πράσινοι Λόφοι τού Τάλλωτ, τό Κρώχ Πάτρικ, τό ζυθοποιειον τού ’Άρθουρ Γκίνεςς, Τίού καί Συντροφιάς (Περιορισμένης Εύθύνης), αί όχ θαι τού Λόχ Νή, ή κοιλάς τού ’Όβοκα, ό Πύργος τής Ίζόλδης, ό οβελίσκος τού Μάπας, τό νοσοκομείον τού σέρ Πάτρικ Ντάν, τό Άκρωτήριον Κλήαρ, ή κοιλάς τού Άχ ερλόου, ό Πύργος τού Λύντς, τό μπάρ Οίκος τής Σκωτίας, τό δημοτικόν Νυκτερινόν ’Άσυλον τού Ραθτάουν εις Λοχ λινστάουν, ή φυλακή τού Τάλλαμορ, οί χ είμαρροι τού Κασλκόννελ, τό Κιλμπαγλυμακσόνακιλλ, ό σταυρός τού Μονάστερμποίς, τό Ξενοδοχ είον Τζούρυ, τό Λοιμοκαθαρτήριον τού Αγίου Πατρικίου, τό Πήδημα τού Σολομού, ή τραπεζαρία τού κολλεγίου Μέυνουθ, ή οπή τού Κέρλυ, αί τρείς γενέτειραι πόλεις τού πρώτου δουκός τού Γουέλλινγκτον, ό βράχ ος τού Κάσελ, ό βάλτος τού ’Άλεν, αί Άποθήκαι τής Όδού Χένρυ, τό Σπήλαιον τού Φίνγκαλ. ‘Όλαι αύταί αί συγκινηηκαί σκηναί, άκόμη καί σήμερον, παραμένουν όραταί έπί τού ύφάσματος καί μάς φαίνονται άκόμη ώραιότεραι έξ αιτίας τών θλίψεων, αιτινες άπετυπώθησαν έπ’ αύτών, καί έξ αιτίας τής πλούσιας έπιστρώσεως, ήν έναπέθεσεν ό χ ρόνος. —

Δώσε μας τά ποτήρια, λέω έγώ. Στόν καθένα τό δικό του.



Αύτό μού άνήκει, λέει ό Τζό, οπως είπε ό διάβολος στήν ψυχ ή τού άστυνομικού.

— Κι έγώ έπίσης, λέει ό Μπλούμ, άνήκω σέ μιά φυλή πού μισείται καί καταδιώκεται. Άκόμα καί τώρα. Αύτή τή στιγμή. ’Ώχ , παρά λίγο νά κάψει τά δάχ τυλά του μέ τή γόπα τού παλιοπούρου του. — Μιά φυλή ληστεμένη, λέει. Λεηλατημένη. Χλευασμένη. Καταστραμμένη. Παίρνοντάς μας ό,τι δικαιωματικά μάς άνήκει. Ακριβώς αύτή τή στιγμή, λέει σηκώνοντας τή γροθιά του, στό Μαρόκο μάς πωλούν σέ πλειστηριασμό, σάν σκλάβους ή σάν κτήνη. —

Μιλάς γιά τή νέα ‘Ιερουσαλήμ; λέει ό πολίτης.



Μιλάω γιά τήν άδικία, λέει ό Μπλούμ.



Σωστά, λέει ό Τζών Γουάιζ. “Ομως, τότε, άντισταθείτε δυναμικά σάν άντρες.

Κοίτα νά δείς, λές καί παράσταινε μιά εικόνα Καζαμία. Υπέροχ ος στόχ ος γιά σημάδι μέ τουφέκι ντούμ-ντούμ. Γέρικο κεφάλι άπό λαρδί υψωμένο άγέρωχ α άπέναντι άπό τήν μπούκα του κανονιού. Διάβολε, έγώ τόν φαντάζομαι άλλιώτικα, μέ ξεσκονιστήρι στό χ έρι καί μέ ποδιά παραμάνας. Καί υστέρα καταρρέει ξαφνικά, άλλάζοντας εντελώς όψη, γίνεται μαλακός σάν τό κερί, ενα βρεγμένο κουρέλι. — ”Ομως, ολα είναι άνώφελα, λέει. Ή βία, τό μίσος, ή ιστορία. “Ολα. Ή προσβολή καί τό μίσος δέν είναι τρόπος ζωής γιά άντρες καί γυναίκες. Καί ολος ό κόσμος τό ξέρει ότι ή ζωή είναι άκριβώς τό άντίθετο. —

Τί είναι; λέει ό ’Άλφ.

— Ή άγάπη, λέει ό Μπλούμ. Θέλω νά πώ, τό άντίθετο τού μίσους. Καί τώρα πρέπει νά πηγαίνω, λέει στόν Τζώρτζ Γουάιζ. Θά κάνω μιά μικρή βόλτα ώς τό δικαστήριο γιά νά δώ άν είναι εκεί ό Μάρτιν. ’Άν τυχ όν έρθει, πείτε του ότι επιστρέφω άμέσως. Δέν θ’ άργήσω καθόλου. Ποιός σ’ εμποδίζει; Καί νά τον πού παίρνει το δρόμο σάν άστραπή. —

Ό νέος άπόστολος γιά τούς έθνικούς, λέει ό πολίτης. Παγκόσμια άγάπη.



Γιατί; λέει ό Τζών Γουάιζ. Μήπως αύτό δέν μάς έδίδαξαν; Αγάπα τόν πλησίον σου.

— Αύτός έδώ; λέει ό πολίτης. Μάδα τόν πλησίον μου, αύτό είναι τό έμβλημά του. Άγάπη προσοδοφόρος! Είναι ενα ώραίο ύπόδειγμα Ρωμαίου καί Ίουλιέτας. Ή άγάπη άγαπάει ν’ άγαπάει τήν άγάπη. Ή νοσοκόμα άγαπάει τό νεαρό φαρμακοποιό. Ό άστυφύλακας 14Α άγαπάει τή Μαίρη Κέλλυ. Ή Γκέρτυ ΜακΝτάουελλ άγαπάει τό νεαρό ποδηλάτη. Ή Μ. Μπ. άγαπάει εναν ξανθό κύριο. Ό Λί Τζί Χάν άγαπάει τήν άξιοφίλητη Τσά Φού Τσάου. Ό Τζάμπο, ό ελέφαντας, άγαπάει τήν Αλίκη, τήν έλεφαντίνα. Ό ήλικιωμένος κύριος Βερσχ ούλ, μέ τό άκουστικό κέρας, άγαπάει τήν ήλυαωμένη κυρία Βερσχ ούλ, μέ τ’ άλλήθωρα μάτια. Ό άνθρωπος μέ τό καφέ άδιάβροχ ο άγαπάει τήν κυρία πού πέθανε. Ή Αύτού Μεγαλειότης ό Βασιλεύς άγαπάει τήν Αυτής Μεγαλειότητα τή Βασίλισσα. Ή κυρία Νόρμαν Γ. Τάπερ άγαπάει τόν άξιωματικό Τέυλορ. Εσείς άγαπάτε κάποιο πρόσωπο. Καί αύτό τό πρόσωπο άγαπάει εκείνο τό άλλο πρόσωπο, επειδή ό καθένας άγαπάει κάποιον, όμως ό Θεός τούς άγαπάει ολους. —

Λοιπόν, Τζό, στήν ύγειά σου, λέω έγώ. Καλή επιτυχ ία, πολίτη.



Ζήτω, το λοιπον, λεει ο Ιζο.



Ή ευλογία τού Θεού, τής Παρθένου καί τού Αγίου Πατρικίου μαζί σου, λέει ό πολίτης.

Καί χ λάπ κατεβάζει τήν κούπα γιά νά ύγράνει τό λαρύγγι του. — Τά ξέρουμε αύτά τά τροπάρια, λέει. Σού κάνουν κήρυγμα καί ταυτόχ ρονα σού ξαλαφρώνουν καί τήν τσέπη. Τί εχ ετε νά πείτε γιά τόν ψευδοευλαβή Κρόμγουελ καί τούς γενναίους του, πού πέρασαν άπό τό λεπίδι τίς γυναίκες καί τά παιδιά τού Ντρόεντα, έχ οντας κολλημένες στίς μπούκες τών κανονιών τους τό εδάφιο τής Βίβλου Ό Θεός είναι ή άγάπη; ‘Η Βίβλος! Μήπως

διαβάσατε στό σημερινό φύλλο τής Ηνωμένης Ιρλανδίας τήν πλάκα γιά τόν άρχ ηγό τών Ζουλού πού επισκέπτεται τήν ’Αγγλία; —

Τί είναι πάλι καί τούτο; λέει ό Τζό.

Καί τότε ό πολίτης βγάζει ενα άπό τά πολλά καί διάφορα χ αρτιά του καί άρχ ίζει νά διαβάζει ύψηλοφώνως: — ’Αντιπροσωπεία τών κυριοτέρων μεγιστάνων τού βάμβακος τού Μάντσεστερ παρουσιασθείσα χ θές ενώπιον τής Αύτού Μεγαλειότητος ’Αλάκι τής Άμπεακούτα ύπό τού ’Αρχ ηγού τού Πρωτοκόλλου, τού ’Άρχ οντος Περιπατητού έπί τών Ώών, προσέφερεν εις τήν Μεγαλειότητά του τάς θερμοτέρας εύχ αριστίας τών Βρετανών εμπόρων διά τάς διευκολύνσεις, αιτινες παρεσχ έθησαν πρός αύτούς εις τάς κτήσεις του. Ή άντιπροσωπεία παρεκάθησεν εις πρόγευμα, περί τό τέλος τού όποιου ό μελαψός μονάρχ ης, έκφωνών έμπνευσμένον λόγον, όστις μετεφράζετο έλευθέρως ύπό τού Βρετανού ίερέως, αιδεσιμωτάτου Άνανία Δοξαπατρή Γυμνοκοκκάλου, προσέφερε τάς ευχ αριστίας Αύτού εις τόν άφέντην Περιπατητήν καί έτόνισεν τάς εγκαρδίους σχ έσεις, τάς ύπαρχ ούσας μεταξύ τής Άμπεακούτα καί τής Βρετανικής Αύτοκρατορίας, δίδων τήν διαβεβαίωσιν ότι θεωρεί μίαν είκονογραφημένην Βίβλον, βιβλίον τού λόγου τού Θεού καί μυστικόν τού μεγαλείου τής Αγγλίας, αι’τινα έχ άρισεν εις αύτόν φιλοφρόνως ή άρχ ηγός, ή μεγάλη λευκή φύλαρχ ος Βικτώρια, μέ ιδιόχ ειρον άφιέρωσιν διά τής σεπτής χ ειρός τής Βασιλικής Δωρητρίας, ώς εν τών πολυτιμοτέρων θησαυρών του. Κατόπιν τούτου, ό Άλάκι, έγείρων τό κύπελλον τής φιλίας, πλήρες ούίσκυ πρώτης άποστάξεως, προήπιε ύπέρ τού Black and White, έκ τού κρανίου τού άμέσως προκατόχ ου του εις τήν δυναστείαν τών Καρατσακατσάκ, τού έπονομαζομένου Σαράντα Κρεατοελιές, έν συνεχ εία δέ έπεσκέφθη τό κυριώτερον έργοστάσιον τής Βαμβακοπόλεως, ένεχ άραξεν τό σημείον τού σταυρού εις τό βιβλίον επισκεπτών καί τέλος έχ όρευσεν άρχ αίον άμπεακουτικόν πολεμικόν χ ορόν, κατά τήν διάρκειαν τού οποίου κατέπιεν ικανόν άριθμόν μαχ αιρών καί πηρουνίων, ύπό τά ενθουσιώδη χ ειροκροτήματα τών νεαρών εργατριών. — Ή βασιλική χ ήρα, λέει ό Νέντ, είναι ύπεράνω πάσης ύποψίας. Αναρωτιέμαι, αν χ ρησιμοποίησε αύτή τή Βίβλο μέ τόν ιδιο τρόπο πού θά τήν χ ρησιμοποιούσα κι έγώ. — Ή διαφορά συνίσταται μόνο στό πόσες φορές τό εκανε, λέει ό Λένεχ αν. Καί κατόπιν αύτού, τό πλατύφυλλο μάνγκο ευδοκίμησε ιδιαιτέρως σ’ αύτή τή γόνιμη γή. Ό Γκρίφφιθ τό Ιγραψε αύτό; ρώτησε ό Τζών Γουάιζ; —

’Όχ ι, λέει ό πολίτης. Δέν φέρει τήν ύπογραφή Σάνγκαναχ . Υπάρχ ει μόνο τό άρχ ικό Π.



Καί είναι πολύ ώραίο άρχ ικό, λέει ό Τζό.



’Ιδού ό τρόπος πού στήνουν τή μηχ ανή, λέει ό πολίτης. Τό εμπόριο άκολουθεί τή σημαία.

— ’Έ, λοιπόν, λέει ό Τζ. Τζ., άν αύτοί είναι χ ειρότεροι άπό τούς Βέλγους στό Ελεύθερο Κράτος τού Κόγκο, τότε πρέπει νά είναι πολύ κακοί. ’Άν διαβάσατε εκείνες τίς άποκαλύψεις πού εκαμε κάποιος… άλήθεια, πώς τόν έλεγαν; —

Κέιζμεν, λέει ό πολίτης. ’Ιρλανδός είναι.

— Ναί, αυτός είναι, λέει ό Τζ. Τζ. Βιάζουν τίς γυναίκες καί τά κορίτσια καί μαστιγώνουν τούς ιθαγενείς στήν κοιλιά γιά νά βγάλουν άπό δαύτους οσο γίνεται περισσότερο καουτσούκ. —

Ξέρω πού πήγε, λέει ό Λένεχ αν, χ τυπώντας τό ενα μέ τό άλλο τά δάχ τυλά του.



Ποιός; λέω έγώ.

— Ό Μπλούμ, λέει αύτός. Τό Δικαστικό Μέγαρο είναι ψευτιά. Στοιχ ημάτισε μερικά σελλίνια στό άλογο Πέταγμα καί πήγε νά είσπράξει τό μάννα. — Αύτός ό Κάφρος μέ τά ξεπλυμένα μάτια; λέει ό πολίτης, πού ποτέ του δέν ποντάρισε εστω κι ενα άνθος σ’ ενα άλογο; — Έκεί πήγε, λέει ό Λένεχ αν. Συνάντησα τόν Μπάνταμ Λάιονς πού, άν δέν τόν εμπόδιζα έγώ, θά ποντάριζε σ’ εκείνο τό άλογο, καί μού είπε ότι ό Μπλούμ τού είχ ε δώσει τήν πληροφορία. Στοιχ ηματίζω ό,τι θέλετε ότι κερδίζει εκατό σελλίνια γιά τά πέντε του. Είναι ό μόνος άνθρωπος στό Δουβλίνο πού κέρδισε. ‘Ένα άλογο μυστήριο. — Αύτός ό ίδιος είναι ενα άλογο μυστήριο, λέει ό Τζό. — Πρόσεχ ε, Τζό, λέω έγώ. Δείξε μας τήν είσοδο γιά νά βγούμε. —

Όρίστε, λέει ό Τέρρυ.

Αντίο, ’Ιρλανδία, πηγαίνω στό Γκόρτ. Τότε, λοιπόν, καθώς έκαμα μιά μικρή βόλτα στήν πίσω αύλή γιά νά κάμω ενα κατουρηματάκι καί φτού νά πάρει ό διάολος τόν άλλο διάολο (εκατό σελλίνια πρός πέντε), ενώ ετοιμαζόμουν (Πέταγμα, είκοσι πρός), ν’ άμολήσω τό φορτίο μου, τό ήξερα καλά ότι είχ ε φαγούρα στό άποτέτοιο του (δυό ζυθοπότηρα άπό τόν Τζό καί ενα πού τράκαρε άπό τό Σλάττερυ) νά πάει γιά (εκατό σελλίνια είναι πέντε λίρες) καί, όταν αύτοί ήταν στού (μυστήριο άλογο) ό Μπέρκ ό Κατουρλής μού διηγόταν τίς παρτίδες τά χ αρτιά πού έπαιζε καί ξεφούρνιζε ξαφνικά ιστορίες ότι τό παιδί ήταν άρρωστο (φτού, τό ύγρό μου θά κόντευε ενα γαλλόνι) καί ή γυναίκα του ή πλαδαροκώλα, πού τού ελεγε μέσα στό σωλήνα ότι ήταν καλύτερα, ή ότι αύτή (ώχ !), είχ ε ενα σχ έδιο γιά πάρτη του νά τό σκάει στά γρήγορα μέ όσα είχ ε κονομήσει, άν κέρδιζε, ή (Χριστέ μου, κόντευα νά κλατάρω) νά κάμει εμπόριο χ ωρίς νά διαθέτει άδεια (ώχ ! φτού!) ή ’Ιρλανδία είνat τό έθνος μου, μάς λέει τώρα (χ ά! φτού!) κανείς ποτέ δέν θά μπορέσει νά κάμει σάν καί δαύτους (ήταν ό τελευταίος πού άπόμεινε) τούς γαμημένους κερατάδες (αχ !) τής ‘Ιερουσαλήμ. Πάντως, όταν γύρισα, ήταν ολοι τους εκεί καί ό ενας ελεγε τό κοντό του καί ό άλλος τό μακρύ του, ό Τζών Γουάιζ ελεγε ότι ήταν ό Μπλούμ πού είχ ε δώσει στόν Γκρίφφιθ τήν ίδέα νά βάλει στήν εφημερίδα του τό άρθρο γιά τήν Σίνν Φέιν, κάθε λογής μπούρδες, γιά κατευθυνόμενους ενόρκους καί κατεργαριές μέ τούς φόρους καί γιά διορισμούς προξένων σέ διεθνές επίπεδο γιά τήν προώθηση τών βιομηχ ανικών προίόντων τής ’Ιρλανδίας. Νά κλέβεις τόν ενα γιά νά πληρώσεις τόν άλλο. ’Ανάθεμα, δέν άπομένει τίποτα άλλο παρά νά κάτσουμε στ’ αυγά μας, άν αύτός ό γαμημένος βάρβαρος ανακατεύεται γιά νά κάμει χ αλάστρα στήν υπόθεσή μας. ’Άς μάς άφήσουν νά ξεσκατωθούμε μόνοι μας. Ό Θεός σώζοι τήν ’Ιρλανδία άπό τά νύχ ια αυτής τής βρωμονυφίτσας καί τών όμοιων της. Ό κ. Μπλούμ μέ ολες του τίς άγύρτικες μπουρδολογίες. Καί ό πατέρας του, πρίν άπό αύτόν, πού σκάρωνε άπάτες, αύτός ό γερο-Μαθουσάλας Μπλούμ, ό γυρολόγος κλέφτης πού αύτοφαρμακώθηκε μέ πρωσσικό οξύ, άφου επνιξε τή χ ώρα μέ τά μπιχ λιμπίδια του καί τά

διαμάντια του τής πεντάρας. Δάνεια δι’ άλληλογραφίας μέ ευνοίκούς δρους. Όποιοδήποτε ποσόν διαβιβάζεται έναντι ένυπογράφου σημειώματος. Είς όποιαδήποτε άπόστασιν. Ούδεμία έγγύησις είναι απαραίτητος. Ό καταραμένος είναι σάν τήν γίδα του Λάντι ΜακΧέιλ πού συνόδευε γιά κάμποση ώρα οποιον εβρισκε στό δρόμο. — Τελος πάντων, αυτο είναι γεγονος, λεει ο Τζών Γουάιζ. Και να ο άνθρωπος πού θά σάς τά πει ολα μέ τό νί καί μέ τό σίγμα, ό Μάρτιν Κάννινγχ αμ. Πράγματι, ιδού άφίχ θη ή κυβερνητική άμαξα έκ τού πύργου, μεταφέρουσα άπ’ αύτής τόν Μάρτιν καί τόν Τζάκ Πάουερ καί άτομον όνομαζόμενον Κρόφτερ ή Κρόφτον συνταξιούχ ον τών Γενικών Εισπράξεων, όρανγκίστα καταγεγραμμένον είς τά άρχ εία τού Μπλάκμπερν, οπου καί εισπράττει τήν σύνταξίν του (ή μήπως ονομάζεται Κρώφορντ;) περιφερόμενον καθ’ ολην τήν χ ώραν έξόδοις τού βασιλέως. Οί ήμέτεροι ταξιδιώτες πλησίασαν τό πανδοχ είον καί άφίππευσαν. — ’Έ, μούτρα! φώναξε εκείνος όστις έκ τής έμφανίσεώς του ομοίαζε άρχ ηγός. Ξεδιάντροποι άπατεώνες! Ελάτε έδώ! Καί λέγων αύτά έκτύπησε μετ’ έμφάσεως τό ξίφος του είς τήν άνοικτήν καγκελόθυρα. ‘Ο καλός πανδοχ εύς, άκούσας τήν κλήσιν ταύτην έξήλθεν φέρων πέριξ τής όσφύος αύτού δερματίνην ποδιά. —

Πολλή καλημέρα σας, άρχ οντές μου, λέει μετά δουλικής ύποκλίσεως.

— Κουνήσου, γελοίε! φώναξε έκείνος όστις είχ ε κτυπήσει. Φρόντισε τά ζωντανά μας! Καί όσο γιά μάς, κοίταξε νά μάς περιποιηθείς όσο γίνεται καλύτερα, γιατί τ’ άντερά μας γουργουρίζουν άπό τήν πείνα. — Δυστυχ ώς, καλοί μου κύριοι, άπεκρίθη ό πανδοχ εύς, τό φτωχ ικό μου δέν διαθέτει παρά ένα φτωχ ό κελάρι. Δέν ξέρω τί νά προσφέρω στίς άφεντιές σας. — Τί είναι αύτά πού λές, φίλε; φώναξε ό δεύτερος τής παρέας, άνήρ καλής διαθέσεως. ’Έτσι ύποδέχ εσαι τούς άπεσταλμένους τού βασιλιά, Κύριε τών Βαρελιών; Παρευθύς, τό πρόσωπον τού πανδοχ έως ήλλαξεν έκφρασιν. — ’Έλεος, εξοχ ότατοι, λέει ταπεινώς. Άφού εισθε άπεσταλμένοι τού βασιλιά (ό Θεός νά προστατεύει τή Μεγαλειότητά του) δέν θά σάς λείψει τίποτα. Οί φίλοι τού Βασιλιά (ό Θεός νά εύλογεί τή Μεγαλειότητά του δέν θά νηστέψουν στό σπίτι μου, αύτό τό εγγυώμαι. — Τότε, έπί τό έργον! άνέκραξεν ό ταξιδιώτης όστις δέν ειχ ε άκόμα άνοίξει τό στόμα του καί όστις, συμφώνως μ’ ολας τάς ενδείξεις, ήτο καλοφαγάς. Τί θά μάς δώσεις νά φάμε; Ό καλός πανδοχ εύς ύπεκλίθη διά μίαν εισέτι φοράν έδαφιαίως καί άπεκρίθη: — Τί θά λέγατε, καλοί μου άφέντες, γιά μιά κρεατόπιτα μέ πιτσουνάκια, γιά ένα φιλετάκι άπό ελάφι, γιά μιά σπάλα μόσχ ου, γιά μιά νερόκοτα τυλιγμένη σέ ξεροψημένο λαρδί, γιά ένα κεφάλι

άγριογούρουνου μέ φυστίκια, γιά μιά γαβάθα ύπέροχ ο άφρόγαλα, γιά μιά φρουτοσαλάτα καί γιά μιά κανάτα παλιό κρασί τού Ρήνου; — Θεούλη μου! άνέκραξεν εκείνος οστις ειχ ε άπευθύνει τόν λόγον τελευταίος. Νά κάτι πού μού άρέσει πολύ. Φυστίκια! — Άχ ά! άναφώνησε ό ιππότης μέ τήν καλήν διάθεσιν. Αλήθεια, πολύ φτωχ ό σπίτι καί άδειο τό κελάρι! Αύτός είναι σπουδαίος χ ωρατατζής! Πάνω σέ αύτά νά σου καί μπαίνει ό Μάρτιν καί ρωτάει πού είναι ό Μπλούμ. —

Πού είναι; λέει ό Λένεχ αν. Ληστεύει χ ήρες καί ορφανά.

— Δέν είναι γεγονός, λέει ό Τζών Γουάιζ, όσα έλεγα στόν πολίτη γιά τόν Μπλούμ καί τή Σινν Φέιν; —

Ναί, λέει ό Μάρτιν. ’Ή, τουλάχ ιστον, έτσι ισχ υρίζονται.



Ποιός έκαμε αύτούς τούς



Έγώ, λέει ό Τζό. Έγώ

ισχ υρισμούς; λέει ό Αλφ.

είμαι ό δράστης.

— Καί στό κάτω-κάτω, λέει ό Τζών Γ ουάιζ, γιατί ένας έβραίος δέν μπορεί ν’ άγαπάει τή χ ώρα του τό ίδιο μέ όποιονδήποτε άλλον; —

Γιατί όχ ι, λέει ό Τζ. Τζ., έφ’ όσον έχ ει άποφασίσει γιά ποιά χ ώρα πρόκειται;

— Είναι έβραίος, ή εθνικός, ή καθολικός, ή μεθοδιστής, ή ό,τι διάολο είναι; λέει ό Νέντ. Ποιός είναι, τέλος πάντων; Κρόφτον, δέν εχ ω πρόθεση νά σέ προσβάλω. —

Δέν τόν θέλουμε, λέει ό Κρόφτερ ό όρανγκίστας, ή ό πρεσβυτεριανός.



Ποιός είναι ό Τζούνιους; ρωτάει ό Τζ. Τζ.

— Είναι ενας διεστραμμένος έβραίος, λέει ό Μάρτιν, άπό κάποια περιοχ ή τής Ούγγαρίας καί αύτός πού κατέστρωσε ολα τά σχ έδια σύμφωνα μέ τό ούγγρικό σύστημα. Έμείς στήν κυβέρνηση τά γνωρίζουμε ολα αύτά. —

Μήπως είναι έξάδελφος τού Μπλούμ τού όδοντογιατρού; λέει ό Τζάκ Πάουερ.

— Καθόλου, λέει ό Μάρτιν. ‘Απλή συνωνυμία. Τ’ όνομά του είναι Βίραγκ. Τ’ όνομα τού πατέρα του πού αύτοδηλητηριάστηκε. Κατάφερε νά τό άλλάξει μέ διάταγμα. ’Όχ ι αύτός, ό πατέρας του. —

’Ιδού ό νέος Μεσσίας τής ’Ιρλανδίας, λέει ό πολίτης. Τής νήσου τών άγιων καί τών σοφών!

— ’Όπως καί νά ’ναι, καί αύτοί επίσης περιμένουν άκόμη τόν λυτρωτή τους, λέει ό Μάρτιν. ‘Όπως κι έμείς. —

Ναί, λέει ό Τζ. Τζ., καί πιστεύουν ότι κάθε άρσενικό παιδί πού γεννιέται μπορεί νά είναι ό

Μεσσίας τους. Καί φαίνεται ότι κάθε έβραίος ζεί σέ μιά κατάσταση έξαψης, ώσπου νά μάθει άν εγινε πατέρας ή μητέρα. —

Περιμένοντας τήν κάθε στιγμή ότι μπορεί νά είναι ή επόμενη, λέει ό Λένεχ αν.

— Θεέ μου, λέει ό Νέντ, επρεπε νά βλέπατε τόν Μπλούμ πρίν άποκτήσει εκείνον τό γιό πού πέθανε. Τόν συνάντησα κάποια μέρα στή νότια άγορά, καθώς άγόραζε ενα κουτί φωσφατίνης, εξι εβδομάδες πρίν άπό τόν τοκετό τής γυναίκας του. —

Εη ventre sa mere, λέει ό Τζ. Τζ.



’Άντρα τόν λές έσύ αύτόν; λέει ό πολίτης.



Αναρωτιέμαι άν τό έργαλείο του βρήκε ποτέ τήν τρύπα, λέει ό Τζό.



Πάντως γεννήθηκαν δυό παιδιά, λέει ό Τζάκ Πάουερ.



Καί ποιόν υποπτεύεται τού λόγου του; λέει ό πολίτης.

Νά πάρει ό διάολος,. άστειεύονται, άλλά αύτό δέν είναι λόγος γιά νά μήν είναι ολα αύτά άλήθεια. Είναι ενας άπ’ αύτούς τούς άμφιλεγόμενους. ‘Όπως μού ελεγε ό Μπέρκ ό Κατουρλής, τότε στό ξενοδοχ είο, μιά φορά τό μήνα χ ωνότανε στό κρεβάτι μέ πονοκέφαλο, σάν κοριτσόπουλο πού έχ ει τά ρούχ α του. Καταλαβαίνετε τί σάς λέω. Θά ήταν εύχ ής εργο ν’ αρπάξει κανείς εναν τέτοιο καί νά τόν πετάξει στή γαμημένη τή θάλασσα. Ανθρωποκτονία δικαιολογημένη, νά τί θά ήταν. Καί υστέρα τήν κοπανάει μέ τίς πέντε στερλίνες του, δίχ ως νά κερνάει μιά μπύρα, σάν άντρας. Ό Θεός νά μάς φυλάει άπό κάτι τέτοιους. Θά ήταν σάν νά σκοτώνει κανείς εναν κοριό, τίποτα περισσότερο. — ’Άς είμαστε σπλαχ νικοί, λέει ό Μάρτιν. Μά πού γυρνάει; Δέν έχ ουμε καιρό νά τόν περιμένουμε. —

Είναι 2νας λύκος ντυμένος προβιά, λέει ό πολίτης. Νά τί είναι. ‘Ένας

Βίραγκ άπό τήν Ουγγαρία. Έγώ τόν ονομάζω ’Αχ ασβήρο. Καταραμένον άπό τό Θεό. —

’Έχ εις καιρό γιά μιά σύντομη σπονδή, Μάρτιν; λέει ό Νέντ.



Μόνο μία, λέει ό Μάρτιν. Πρέπει νά βιαστούμε. ‘Ένα ούίσκυ Τζ. Τζ. καί Σ.



Έσύ, Τζάκ; Κρόφτον; Τρία ούίσκυ, Τέρρυ.

— Θά επρεπε ό “Αγιος Πατρίκιος νά ξεμπαρκάρει άλλη μία φορά στό Μπαλλύνκινλαρ καί νά ξαναρχ ίσει νά μάς προσηλυτίζει, λέει ό πολίτης, επειδή επιτρέπουμε σέ παρόμοια πλάσματα νά μολύνουν τίς άκτές μας. — ’Όπως καί νά ’vat, λέει ό Μάρτιν, χ τυπώντας τό ποτήρι του στό τραπέζι, έγώ παρακαλώ τό Θεό νά μάς ευλογεί ολους. —

’Αμήν, λέει ό πολίτης.



Καί είμαι βέβαιος ότι θά είσακουσθούμε, λέει ό Τζό.

Καί ύπό τόν ήχ ον τού αγίου κώδωνος, προπορευομένου ένός σταυροφόρου καί τών άκολούθων αύτού, θυμιαματοφόρων, σκευοφόρων, άναγνωστών, όστιαρίων, διακόνων καί ύποδιακόνων, παρήλασεν ή ιερά πομπή τών μητροφόρων ηγουμένων καί τών πρωτοκαλογήρων καί τών προκαθημένων καί τών μοναχ ών καί τών καλογήρων: Μοναχ οί τού Βενεδίκτου τού Σπολέτο, Καρτουσιανοί καί Καμαλντονέζοι, Σιστεριανοί καί Όλιβετιανοί, Όρατοριανοί καί Βαλλομπροζιανοί καί άδελφοί τού Αύγουστίνου, Μπριγγιτιανοί, Πρεμοντερσιανοί, Σερβιανοί, Τριαδικοί καί τέκνα τού Πιέρ Νολάσκο, καί άκόμη, άφιχ θέντα έκ τού δρο»χ ς Κάρμηλος, τέκνα τού προφήτου Ήλιού μέ επικεφαλής τόν επίσκοπον ’Αλβέρτον καί τήν Τερέζα τής ’Αβίλης, φέροντες οί μέν υποδήματα, οί δέ άνυπόδητοι. Καί καστανοί καί γκρίζοι μοναχ οί, τέκνα τού πτωχ ού Φραγκίσκου, καπουτσίνοι, κορντελιέροι, μινίμοι, τηρηταί καί θυγατέρες τής Κλάρας, τέκνα τού Δομίνικου, μοναχ οί κήρυκες, καί τέκνα τού Βικεντίου· καί καλόγεροι τού Αγίου Βόλσταν καί τέκνα τού ’Ιγνατίου καί ή άδελφότης τών έν Χριστώ άδελφών εχ ουσα επικεφαλής τόν αίδεσιμώτατον άδελφόν Έόμόνδον ’Ιγνάτιον Ράις. Καί κατόπιν τούτων ήρχ οντο ολοι οί “Αγιοι καί οί μάρτυρες, αί παρθένοι καί οί όμολογηταί` ό άγιος Κύριλλος, καί ό “Αγιος ’Ισίδωρος ό Γεωργός, καί ό “Αγιος ’Ιάκωβος ό Έλάσσων, καί ό “Αγιος Φωκάς τής Σινώπης, καί ό “Αγιος Ίουλιανός ό Φιλόξενος, καί ό “Αγιος Εύτύχ ιος τής Κανταλίκης, καί ό “Αγιος Σίμων ό Στυλίτης, καί ό “Αγιος Στέφανος ό Πρωτομάρτυρας, καί ό “Αγιος ’Ιωάννης τού Θεού, καί ό “Αγιος Φερρεόλ, καί ό “Αγιος Λεγκάρντ, καί ό “Αγιος Θεόδοτος, καί ό “Αγιος Βουλμάρ, καί ό “Αγιος Ριχ άρδος, καί ό “Αγιος Βικέντιος ντέ Πώλ, καί ό “Αγιος Μαρτίνος τού Τόντι, καί ό “Αγιος Μαρτίνος τής Τούρ, καί ό “Αγιος ’Αλφρέδος, καί ό “Αγιος ’Ιωσήφ, καί ό “Αγιος Διονύσιος, καί ό “Αγιος Κορνήλιος, καί ό “Αγιος Λεοπόλδος, καί ό “Αγιος Βερνάρδος, καί ό “Αγιος Τερέντιος, καί ό “Αγιος Έδουάρδος, καί ό “Αγιος ’Όουεν Κανίκουλους, καί ό “Αγιος ’Ανώνυμος, καί ό “Αγιος Επώνυμος καί ό ‘Άγιος Ψευδώνυμος, καί ό ‘Άγιος Όμώνυμος, καί ό ‘Άγιος Παρώνυμος, καί ό ‘Άγιος Συνώνυμος, καί ό ‘Άγιος Λαυρέντιος Ο’Τούλ, καί ό ‘Άγιος Ιάκωβος του Ντίνγκλ καί τής Κομποστέλλας, καί ό “Αγιος Κολουμσίλλιος, καί ό “Αγιος Κολόμβος, καί ό ‘Άγιος Σελεστίνος, καί ό “Αγιος Κολμάν, καί ό “Αγιος Κέβιν, καί ό “Αγιος Μπρένταν καί ό “Αγιος Φριγιδιανός, καί ό ‘Άγιος Σενάν, καί ό “Αγιος Φαχ τνά, καί ό “Αγιος Κολουμβανός, καί ό “Αγιος Γκάλλ, καί ό “Αγιος Φέρσεύ, καί ό “Αγιος Φίνταν, καί ό “Αγιος Φιάκρ, καί ό “Αγιος Ιωάννης Νεπομυκήνης, ό “Αγιος Θωμάς ό Άκκουινάτος, καί ό “Αγιος “Υβ τής Βρετάνης, καί ό ‘Άγιος Μίτσαν καί ό “Αγιος Έρμάνος-Ίωσήφ, και οί τρεις πολιούχ οι τής χ ριστιανικής νεολαίας, ό “Αγιος Άλοίσιος Γκονστσάγκα, καί ό ‘Άγιος Στανίσλαος Κότσκα, καί ό “Αγιος Ιωάννης Μπέρχ μανς, καί οί ‘Άγιοι Γερβάτιος, Σερβάτιος καί Βονιφάτιος, καί ό ‘Άγιος Μπράιντ, καί ό “Αγιος Κιέραν, καί ό ‘Άγιος Κανίς τού Κιλκέννυ, καί ό “Αγιος Τζάρλαθ τού Τουάμ, καί ό “Αγιος Φίννμπαρ, καί ό ‘Άγιος Παπίνος τού Μπαλλυμά, καί ό Αδελφός Άλοίσιος ό Ειρηνικός, καί ό Αδελφός Λουδοβίκος ό Πολεμικός, καί οί Άγιες Ρόζες τής Λίμας καί τού Βιτέρμπο, καί ή Άγια Μάρθα τής Βηθανίας, καί ή Άγια Μαρία ή Αιγύπτια, καί ή Αγία Λουκία, καί ή Άγια Μπριγκίτα καί ή Αγία Άτράκτα, καί ή Αγία Ντύμπνα, καί ή Αγία ’Ίτα, καί ή Αγία Μάριον Καλπένσις, καί ή Ευλογημένη Αδελφή Θηρεσία τού Παιδός Ίησού, καί ή Αγία Βαρβάρα, καί ή Αγία Σχ ολαστική, καί ή Αγία Ουρσουλα, καί αί ενδεκα χ ιλιάδες παρθένοι. Καί απαντες καί απασαι εφερον νεφέλας καί φωτοστεφάνους καί δόξας καί φύλλα φοίνικος καί αρπας καί ξίφη καί στεφάνους ελαίας, καί ήσαν ένδεδυμένοι μέ έσθήτας έφ ών ειχ ον ύφανθεί τά ιερά σύμβολα τών ιδίων έκάστου ιδιοτήτων, κεράτινα μελανοδοχ εία, βέλη, καρβέλια, στάμνες, χ ειροπέδαι, πελέκεις, δένδρα, γέφυραι, μωρά έντός κολυμβήθρας, όστρακα, πουγγιά, ψαλλιδια, κλειδιά, δράκοντες, κρίνοι, μεγάλα βόλια, γενειάδες, χ οίροι, λυχ νίαι, φυσητήρια, κυψέλαι, κουτάλες, άστρα, ερπετά, άμόνια, δοχ εία βαζελίνης, καμπάναι, δεκανίκια, τσιμπίδες, κέρατα έλάφου, άδιάβροχ α ύποδήματα, ίέρακες, μυλόπετρες,

οφθαλμοί έπί δίσκου, κηρία, αγιαστούρες, μονόκεροι. Καί, ώς παρήλαυνον, έκ τής Στήλης τού Νέλσονος, τής όδού Χένρυ, τής όδού Μαίρης, τής όδού Κέηπελ, τής όδού τής Μικράς Βρετανίας, ψάλλοντας τό Είσοδικόν εις τήν Epiphania Domini, οπερ αρχ ίζει διά τού Έγέρθητι, φώτισον καί συνεχ ίζει διά τού γλυκυτάτου Omnes, τό όποιον όμιλεί περί de Saba venient, έξετέλουν διάφορα θαύματα, ώς ή έκδίωξις δαιμόνων, ή άνάστασις νεκρών, ό πολλαπλασιασμός ιχ θύων, ή θεραπεία τυφλών καί παραλυτικών, ή άνεύρεσις διαφόρων άπωλεσθέντων αντικειμένων, ή έρμηνεία καί ή συμπλήρωσις τών Γραφών, καί πάσης τάξεως εύλογίας καί προφητείας. Καί τέλος,’κάτωθι σκηνώματος έξ ύφάσματος χ ρυσού, ήρχ ετο ό σεβασμιώτατος πατήρ Ο’ΦΛΙΝΝ, συνοδευόμενος ύπό τού Μαλαχ ία καί τού Πάτρικ. Καί όταν οί καλοί πατέρες εφθασαν εις τό προκαθορισθέν σημείον, τόν οίκον τού Μπέρναν Κιέρναν καί Συντροφιάς, περιορισμένης εύθύνης, 8, 9 καί 10 τής όδού Μικρας Βρετανίας, χ ονδρεμπόρων εδωδίμων καί άποικιακών ειδών, εξουσιοδοτημένων πρός πώλησιν ζύθου, οίνων καί οινοπνευματωδών δι’ έπιτόπιον κατανάλωσιν, ό ίεροτελεστής ηύλόγησε τόν οίκον καί έθυμιάτισε τά παράθυρα καί τήν κόχ ην καί τάς γωνίας καί τά τόξα καί τάς προεξοχ άς καί τά κιονόκρανα καί τά αετώματα καί τάς κορνίζας καί τάς δαντελλωτάς αψίδας καί τάς έλικας καί τούς θόλους καί ερανε δι’ άγιασμού τά άνώφλια καί παρεκάλεσεν τόν Θεόν οπως εύλογεί τόν οίκον τούτον, ώς ηύλόγησεν τόν οίκον τού ’Αβραάμ καί τού ’Ισαάκ καί τού ’Ιακώβ, καί οπως πέμψει τούς έκ φωτός άγγέλους ίνα έγκατοικήσουν έντός αύτού. Καί είσελθών ηύλόγησε τάς τροφάς καί τά πώματα καί απασα ή όμήγυρις τών ηύλογημένων άνταπεκρίθη είς τάς προσευχ άς αύτού. —

Adiutorium nostrum in nomine Domini.



Qui fecit coelum et ter ram.



Dominus vobiscum.



Et cum spiritu tuo.

Καί έπέθεσεν τάς χ είρας αύτού έπί τών ηύλογημένων καί άπέδωσεν εύχ αριστίας καί προσηυχ ήθη καί απαντες προσηυχ ήθηκαν μετ’ αύτού: — Deus, cuius verbo sanctificantur omnia, benedictionem tuam effunde super creaturas istas: et proesta ut quisquis eis secundum legem et voluntatem Tuam cum gratiarum actione usus fuerit per invocationem sanctissimi nominis Tui corporis sanitatem et animce tutelam Te auctore percipiat per Christum Dominum nostrum. —

’Αμήν καί πότε, λέει ό Τζάκ.



Λάμπερτ, σού εύχ ομαι χ ίλιες λίρες εισόδημα τό χ ρόνο, λέει ό Κρόφτον ή Κρώφορντ.

— Πολύ σωστά, λέει ό Νέντ, ύψώνοντας τό ούίσκυ του, μάρκας Τζών Τζέιμσον. Καί βούτυρο γιά τά ψάρια. ’Έριξα μιά ματιά γιά νά δώ ποιός θά είχ ε τήν ευτυχ ή εμπνευση νά κεράσει, όταν νά σου καί ξαναμπαίνει ό άναθεματισμένος, κάνοντας πώς είναι βιαστικός. —

’Έκαμα μιά βόλτα ώς τό δικαστήριο, λέει, ψάχ νοντας γιά σένα. Ελπίζω νά μήν…



’Όχ ι, λέει ό Μάρτιν, είμαστε έτοιμοι.

Τό δικαστήριο, τό μάτι μου, καί οί τσέπες σου κοντεύουνε νά κλατάρουνε άπό τό χ ρυσάφι καί τό άσήμι. Είσαι σπουδαία ματσαράγκα. Πληρώνεις νά πιούμε εναν γύρο; Εμένα, μού λές! Όβριός καί νά βάλει τό χ έρι του στήν τσέπη! ‘Όλα γιά τόν έαυτούλη του. Πονηρός σάν άρουραίος βόθρου. Εκατό στά πέντε. —

Τσιμουδιά σέ κανένα, λέει ό πολίτης.



Συγγνώμην; λέει αύτός.

— Ελάτε, παιδιά, λέει ό Μάρτιν, πού βλέπει ότι τά πράματα παίρνουν άσχ ημο δρόμο. Εμπρός, πάμε. —

Τσιμουδιά σέ κανέναν, λέει πάλι ό πολίτης, άφήνοντας ενα γρύλλισμα. ΕΓναι μυστικό.

Καί τό κωλόσκυλο ξύπνησε καί γρύλλισε κι αύτό. —

’Αντίο σέ ολους, λέει ό Μάρτιν.

Καί τούς έβγαλε έξω, όσο μπορούσε γρηγορότερα, τόν Τζάκ Πάουερ καί τόν Κρώφτον, ή οπως αλλιώς τόν λέγανε, κι εκείνον άνάμεσά τους, κάνοντας τόν ανίδεο, μέσα στήν κωλοκαρρότσα. —

Ξεκινάμε, λέει ό Μάρτιν στόν αμαξά.

Τό λευκό ώς χ ιόνι δελφίνι τίναξε τήν χ αίτη του καί ό τιμονιέρης, άνεβαίνοντας στή χ ρυσή πρύμνη, ξεδίπλωσε στόν άνεμο τό φουσκωμένο πανί καί τράβηξε πλησίστιος μέ τό τριγωνικό πανί στό άριστερό πλευρό τού πλοίου. Πλήθος νυμφών πλησίασαν έκ δεξιών καί άριστερών καί, κολλώντας στά πλευρά τού άρχ οντικού σκάφους, συνέπλεξαν τά άστραφτερά σώματά των, οπως κάνει ό επιδέξιος καρροποιός όταν συνδυάζει τίς συμμετρικές άκτίνες γύρω στήν καρδιά τής ρόδας του, οπου ή μία είναι άδερφή τής άλλης, καί τίς συνδέει ολες μέ ενα εξωτερικό στεφάνι, χ αρίζοντας ετσι τήν ταχ ύτητα στά πόδια τών άνθρώπων, είτε αύτοί τρέχ ουν πρός τή μάχ η, ε’ι’τε προσπαθούν ν’ άποσπάσουν τό χ αμόγελο ώραίας κυρίας. ’Έτσι έτρεξαν καί πήραν θέση αύτές οί άξιαγάπητες νύμφες, οί άθάνατες άδελφές. Καί γελούσαν διασκεδάζοντας μέσα στόν άφρισμένο κύκλο τους, καί τό σκάφος έσχ ιζε τά κύματα. ‘Όπου, νά πάρει ό διάολος, καθώς έκαμα νά άκουμπήσω τόν πάτο τού ποτηριού μου στό τραπέζι βλέπω τόν πολίτη νά σηκώνεται καί νά πηγαίνει τρικλίζοντας πρός τήν πόρτα, φυσώντας καί ξεφυσώντας άπό τή μύτη καί τό στόμα καί εκτοξεύοντας τήν κατάρα τού Κρόμγουελ εναντίον τού Μπλούμ, κατεβάζοντας σταυρούς καί καντήλια στά ιρλανδικά, φτύνοντας σάλια καί ροχ άλες καί τόν Τζό καί τόν μικρόν ’Άλφ πλάι του σάν καλλικάντζαρους νά προσπαθούν νά τόν καθησυχ άζουν. —

Άφήστε με, λέει.

Καί, άν θέλετε πιστέψτε με, κατάφερε νά φτάσει μέχ ρι τήν πόρτα καί αύτοί νά τόν βαστάνε κι εκείνος νά ξεφωνίζει κατά τή μεριά του: —

Τρεις φορές ζήτω τό Ισραήλ.

Γ ιά τ’ όνομα τού Χριστού, άνθρωπέ μου, στρώσου πάνω στήν κοινοβουλευτική μεριά τού κώλου σου καί μή γίνεσαι θέαμα. Χριστέ μου, πάντα ύπάρχ ει κάποιος μαλακισμένος καραγκιόζης πού γιά ενα μαλακισμένο τίποτα σού σκαρώνει £να μαλακισμένο φόνο. Μά τήν πίστη μου, ή μπύρα πού πίνεις γίνεται ξύδι μέσα στ’ άντερά σου. Καί ολοι οί λέτσοι καί ολες οί τσούλες τού έθνους μαζεμένες μπροστά στήν πόρτα, καί ό Μάρτιν νά λέει στόν άμαξά νά προχ ωρήσει, καί ό πολίτης νά ξεφωνίζει, καί ό ’Άλφ καί ό Τζό νά προσπαθούν νά τού κλείσουν τό στόμα, κι εκείνος νά λέει κάτι γιά τούς έβραίους, καί οί χ ασομέρηδες νά τού φωνάζουν Λόγο! Λόγο! καί ό Τζάκ Πάουερ νά προσπαθεί νά τόν καθήσει στήν άμαξα καί νά σκάσει, κι ενας περίεργος μ’ ενα μπάλωμα πάνω στό μάτι του νά τραγουδάει Άν ό άνθρωπος στό φεγγάρι ήταν έβραίος, έβραίος, έβραίος, καί μιά παστρικιά νά τού φωνάζει: —

’Έ, κύριε! Τά μαγαζιά σου είναι άνοιχ τά, κύριε!

Καί λέει εκείνος: — Ό Μέντελσον ήταν έβραίος, καί ό Κάρλ Μάρξ, καί ό Μερκαντάντε, καί ό Σπινόζα. Καί ό Σωτήρας ήταν έβραίος, καί ό πατέρας του ήταν έβραίος. Ό Θεός σας. —

Δέν είχ ε πατέρα, λέει ό Μάρτιν. Φτάνει πιά. Πάμε νά φύγουμε.



Ποιανού Θεός; λέει ό πολίτης.

— ’Έστω, ό θείος του ήταν έβραίος, λέει αύτός. Ό Θεός σας ήταν έβραίος. Ό Χριστός ήταν έβραίος, οπως έγώ. ‘Όπου ό πολίτης κάνει μιά βουτιά πίσω μέσα στό μαγαζί. — Μά τόν Ίησού, λέει, θά τού σπάσω τά μούτρα αύτού τού έβραίου, γιά νά μάθει νά πιάνει στό στόμα του τό άγιο όνομα. Μά τόν Ίησού, θά τόν σταυρώσω, ναί, θά τόν σταυρώσω. Δώστε μου αύτό τό κουτί τών μπισκότων. —

Στάσου! Στάσου! λέει ό Τζό.

Μεγάλη καί συμπαθής συνάθροισις χ ιλιάδων φίλων καί γνωστών, μεταφερθέντων έκ τής μητροπόλεως καί τών προαστίων, είχ εν συγκεντρωθεί πρός άποχ αιρετισμόν τού Ναγκυσάγκος Ούραμ Λιπότι Βίραγκ, πρώην συνεργάτου τών κ.κ. Άλεξάντερ Τόμ, τυπογράφων τής Αύτού Μεγαλειότητος, επ’ ευκαιρία τής άναχ ωρήσεώς του διά τούς μακρινούς ορίζοντας τού Στζαζχ αρμιντζογκουλυάς — Ντουγκουλάς (Λιβάδι τών Κελαρυστών Ύδάτων) . Ή τελετή, ήτις διεξήχ θη κατά τόν πλέον λαμπρόν τρόπον, χ αρακτηρίζετο άπό έξαίρετον έγκαρδιότητα. Κύλινδρος άρχ αίας ιρλανδικής περγαμηνής, διακεκοσμημένος διά μικρογραφιών, εργον Ιρλανδών καλλιτεχ νών, προσεφέρθη είς τόν διακεκριμένον φαινομενολόγον έκ μέρους μεγάλου τμήματος τής κοινότητος, συνοδευόμενος άπό άργυρούν κιβώτιον, κατασκευασθέν μετά καλαισθησίας είς τό άρχ αίον διακοσμητικόν ύφος, εργον τό όποιον τιμά ιδιαιτέρως τούς κατασκευαστάς κ.κ. Τζέηκομπ ’Άγκους Τζέηκομπ. Ό ήρως αύτής τής άποχ αιρετιστηρίου τελετής ύπήρξεν άντικείμενον θερμοτάτων έκδηλώσεων καί ή πλειονότης τών παρευρισκομένων συνεκινήθη έμφανώς όταν ή έκλεκτή ορχ ήστρα άπό ίρλανδικάς γκάιδας έπαιάνισεν τήν περίφημον μελωδίαν Ξαναγύρισε στό ’Έριν καί άκολούθως τό Έμβατήριον τού Ράκοσι. Βαρέλια νάφθης καί άλλαι χ αρμόσυναι πυραί

ήνάφθησαν κατά μήκος τών άκτών τών τεσσάρων θαλασσών, είς τάς κορυφάς τού λόφου Χάουθ, τού δρους Θρή Ρόκ, τού Σούγκαρλοουφ, τού Μπρέιντυ Χέντ, τών όρέων Μόουρν, Γκάλτης, τών κορυφών ’Όξ, Ντώγκαλ καί Σπέριν, τού λόφου Νάγκλς, Μπόγκραφτς καί Κοννεμάρα, τών όροσειρών ΜακΤζιλίκουντυ, ’Ότυ, Μπέρναφ καί Μπλούμ. Έν μέσω επευφημιών, αιτινες έδόνουν τόν ούράνιον θόλον καί εις τάς οποίας άπεκρίνοντο αί ζητωκραυγαί μεγάλης συναθροίσεως οπαδών εις τούς μακρινούς λόφους τής Καμπρίας καί τής Καληδονίας, τό γιγάντων σκάφος τής χ αράς άπέπλευσε άργά χ αιρετιζόμενον διά τελικής λαμπράς άνθοδέσμης ύπό τών πολυαρίθμων άντιπροσώπων τού ώραίου φύλου, καθώς τούτο κατήρχ ετο τόν ποταμόν, συνοδευόμενον ύπό στολίσκου μαούνων, ενώ αί σημαίαι τού Γραφείου Φορτίων καί Τελωνείου εκλινον εις χ αιρετισμόν καθώς καί έκείναι τού ήλεκτροπαραγωγικού σταθμού τού Περιστεραιώνος. Visszontlatasra, kedves baratom! Visszontlatasra! Φεύγεις, άλλά μέ τήν σκέψιν μας πλησίον σου. Ούτε ό διάολος δέν θά μπορούσε νά τόν άποτρέψει άπό τό νά πάρει εκείνο τό γαμημένο τενεκεδένιο κουτί καί νά σού τον εξω μέ τόν μικρό ’Άλφ γαντζωμένον στόν άγκώνα του καί νά σκούζει σάν γουρούνι πού τό σφάζουν, θέαμα τόσο καλό όσο καί όποιοδήποτε κωλόδραμα στό βασιλικό θέατρο τής βασίλισσας. —

Πού είναι τον, νά τόν σκοτώσω;

Καί ό Νέντ καί ό Τζ. Τζ. νά έχ ουν ξεραθεί άπό τά γέλια. —

Χίλιοι διάβολοι! λέω έγώ, θέλω νά είμαι παρών στήν τελευταία άνάγνωση τού εύαγγελίου.

Άλλά, κατά τύχ η, ό αμαξάς ειχ ε γυρίσει τό κεφάλι τού παλιαλόγου του κατά τήν άλλη μεριά καί ξεκίνησαν. —

Συγκρατήσου, πολίτη, λέει ό Τζό. Σταμάτα.

Ό άθεόφοβος άπλώνει τό χ έρι του, παίρνει φόρα καί μπάμ, τό πέταξε μέ ολη του τή δύναμη. Φύλαξε ό Θεός καί είχ ε τόν ήλιο στά μάτια, άλλιώτικα θά τόν άφηνε στόν τόπο. Παρά λίγο νά τό στείλει στήν κομητεία Λόνγφορντ. Τό γαμημένο τό ψοφάλογο τρόμαξε καί τό γέρικο σκυλί ετρεχ ε πίσω άπό τήν άμαξα σάν δαιμονισμένο καί ολος ό όχ λος νά ξεφωνίζει καί νά χ ασκογελάει καί τό παλιό τενεκεδένιο κουτί νά κροταλίζει πάνω στό λιθόστρωτο. Ή καταστροφή ύπήρξε τρομακτική καί τά άποτελέσματα αύτής άκαριαία. Τό άστεροσκοπείον τού Ντάνσινγκ κατέγραφε ενδεκα δονήσεις, άπάσας πέμπτου βαθμού τής κλίμακος Μερκάλλι καί δέν υπάρχ ει προηγούμενον παρομοίου σεισμού εις τήν ήμετέραν νήσον άπό τού 1534, έτους τής έπαναστάσεως τού Αγίου Θωμά τού Μεταξωτού. Είναι εμφανές ότι τό έπίκεντρον ήτο τό τμήμα εκείνο τής πρωτευούσης τό άποτελούν τήν άποβάθραν τού Πανδοχ είου, καί τήν ενορίαν τού Αγίου Μίτσαν, καλύπτον επιφάνειαν εκατόν εξήντα τεσσάρων καί ήμίσεος στρεμμάτων. “Απασαι αί άρχ οντικαί οίκίαι περί τό δικαστικόν μέγαρον κατέρρευσαν, ενώ τό ίδιον τό περίφημον κτίριον, εις ό, κατά τήν στιγμήν τής καταστροφής, διεξήγοντο σπουδαίαι νομικαί συζητήσεις, μετετράπη κυριολεκτικώς εις σωρόν ερειπίων, κάτωθεν τών οποίων ύπάρχ ει φόβος ότι έτάφησαν ζώντες άπαντες οί εύρισκόμενοι εντός αύτού. Άπό τάς διηγήσεις αύτοπτών μαρτύρων συνάγεται ότι τά σεισμικά κύματα συνοδεύοντο ύπό βιαίας ατμοσφαιρικής διαταραχ ής κυκλωνικού τύπου. Είς πίλος, όστις άνεγνωρίσθη άργότερον ότι άνήκεν είς τόν σεβαστότατον γραμματέα του Στέμματος κ. Τζώρτζ Φότρελλ καί εν άλεξιβρόχ ιον έκ μετάξης, μετά χ ρυσής χ ειρολαβής, φερούσης ένσκάλιστα αρχ ικά, τό οίκόσημον καί τόν αριθμόν τής οικίας τού λογιοτάτου καί εύλαβεστάτου

προέδρου τού τριμηνιαίου ποινικού καί πολιτικού δικαστηρίου σέρ Φρέντερικ Φώκινερ, πταισματοδίκου τού Δουβλίνου, άνεκαλύφθησαν κατόπιν έρευνών τών συνεργείων διασώσεως είς άπομεμακρυσμένα μέρη τής νήσου, τό πρώτον, άντιστοίχ ως, είς τήν τρίτην γέφυραν έκ βασάλτου τής ύπερυψωμένης όδού τών Γιγάντων, τό δέ δεύτερον κεχ ωσμένον είς βάθος ένός ποδός καί τριών ίντσών είς τήν αμμουδιάν τού κόλπου Χόουλοπεν, πλησίον τού παλαιού ακρωτηρίου τού Κίνσείλ. ’Άλλοι αύτόπται μάρτυρες κατέθεσαν ότι παρετήρησαν πυρακτωμένον άντικείμενον τεραστίων διαστάσεων διασχ ίζον στροβιλιζόμενον τήν ατμόσφαιραν μετά τρομακτικής ταχ ύτητος είς τροχ ιάν νοτιοδυτικής κατευθύνσεως. Μηνύματα συμπαθείας καί συλλυπητήρια κατέφθανον συνεχ ώς έξ ολων τών σημείων τών πέντε ήπείρων καί ό Μέγας Ποντίφηξ διέταξε φιλανθρώπως οπως τελεσθεί ταυτοχ ρόνως είς ολους τούς καθεδρικούς ναούς τών έπισκοπιανών έπισκόπων, τούς ύπαγομένους είς τήν πνευματικήν εξουσίαν τής Αγίας ‘Έδρας, ειδική missa pro defunctis υπέρ άναπαύσεως τών ψυχ ών τών π ητών, αιτινες τόσον άπροσδοκήτως έγκατέλειψαν τόν μάταιον τούτον κόσμον.Άί έργασίαι τής διασώσεως, ή έκκαθάρισις τών ερειπίων καί ανθρωπίνων λειψάνων κτλ. άνετέθησαν είς τούς κ.κ. Μάικλ Μήντ καί Τίόν, 159, όδός Μείζονος Μπρούνσγουικ καί τούς κ.κ. Τ. Τσ. Μάρτιν, 77,78, 79 καί 80 Βορείου Τείχ ους, βοηθουμένους άπό άνδρας καί άξιωματικούς τού έλαφρού πεζικού τού Δουκός τής Κορνουάλλης ύπό τήν γενικήν έποπτείαν τής Αύτού Βασιλικής Ύψηλότητος τού έντιμοτάτου αντιναυάρχ ου σέρ Ήρακλέους Αννίβα Χάμπεας Κόρπους ’Άντερσον, ‘Ιππότου τού Εύγενεστάτου Τάγματος τής Περικνημίδος, ‘Ιππότου τού Ένδοξοτάτου Τάγματος τού Αγίου Πατρικίου, ‘Ιππότου τού Άρχ αιοτάτου καί Εύγενεστάτου Τάγματος τού Κάρδου, ’Ιδιαιτέρου Συμβούλου τού Βασιλέως, Ιππότου τού Έντιμοτάτου Τάγματος τού Λουτρού, Μέλους τού Κοινοβουλίου, Είρηνοδίκου, Διπλωματούχ ου τής ’Ιατρικής Σχ ολής, τιμηθέντος μέ τό παράσημον τών Διακεκριμένων ‘Υπηρεσιών, ‘Ιππότου τού Φίγκαν, Προίσταμένου Όργανωτού τής Θήρας, Μέλους τής Βασιλικής Ακαδημίας τής ’Ιρλανδίας, Πτυχ ιούχ ου τής Νομικής, Δόκτορος τής Μουσικής, Διευθυντού τών ’Έργων Περιθάλψεως, Μέλους τού Κολλεγίου Τρίνιτυ τού Δουβλίνου, Μέλους τού Βασιλικού Πανεπιστημίου τής ’Ιρλανδίας, Μέλους τής Βασιλικής ’Ιατρικής Σχ ολής τής ’Ιρλανδίας, Μέλους τού Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργικής τής ’Ιρλανδίας. Ούδέποτε είδατε` κάτι παρόμοιο σ’ ολο τό βορβορώδη βίο σας. “Τψιστε Θεέ, ετσι καί τού έπεφτε στό κεφάλι αύτός ό λαχ νός, θά θυμόταν τό Χρυσό Κύπελλο, ναί, άλλά, μά τήν πίστη μου, θά έχ ωναν τόν πολίτη μέσα γιά άδικη επίθεση καί κακοποίηση καί τόν Τζό γιά ύποκίνηση καί συνεργία. Ό αμαξάς τού έσωσε τή ζωή, φεύγοντας ολοταχ ώς, σίγουρα πράματα, οπως ό Θεός έπλασε τόν Μωυσή. Πώς; ’Ώ, μά τήν άλήθεια, δέν χ ωράει άμφιβολία, τή γλίτωσε παρά τρίχ α. Καί ό άλλος νά εκτοξεύει πίσω του βροχ ή τίς βλαστήμιες. —

Τόν έσκότωσα ή όχ ι; λέει.

Καί φωνάζει στό κωλόσκυλο: —

”Αρπαξ’ τον, Γκάρρυ! Κυνήγα τον, άγόρι μου!

Τό τελευταίο πράμα πού είδαμε ήταν ή κωλοάμαξα, καθώς έστριβε τή γωνιά καί τό γέρικο προβατίσιο μούτρο πάνω της χ ειρονομώντας καί τό κωλόσκυλο νά τρέχ ει τό κατόπι του, μέ τ’ αύτιά του πίσω, γιά νά τόν κομματιάσει. Εκατό πρός πέντε! Ίησού, όποια κατάχ ρησις καλωσύνης! Καί, ιδού, εκτυφλωτικόν φώς κατήλθεν επ’ αύτών καί είδον τό άρμα, έφ’ ου ιστατο Εκείνος, άνερχ όμενον εις τούς ούρανούς. Καί ειδον Αύτόν έντός τού άρματος, ένδεδυμένον τήν δόξαν τής λαμπρότητος καί τά ενδύματα Αύτού άκτινοβόλουν ώς ήλιος καί ήτο ώραίος ώς ή σελήνη καί

τόσον τρομερός ώστε περίφοβοι δέν έτόλμησαν πλέον νά ύψώσουν τούς οφθαλμούς των πρός Αύτόν. Καί ήκούσθη, κατερχ ομένη έκ τού ούρανού, φωνή λέγουσα: Ήλίαι ή γενομένη ύπό τού κ. Λύντς (Πτυχ ιούχ ου ’Αριθμητικής) ότι τόσον ή γεννητικότης καί ή θνησιμότης, όσον καί άπαντα τά άλλα φαινόμενα, ή έξέλιξις τών ειδών, αί παλιρροικαί κινήσεις, αί σεληνιακαί φάσεις, ή θερμοκρασία τού αίματος, αί άσθένειαι γενικώς, έν γένει τά πάντα είς τό άπέραντον έργαστήριον τής φύσεως, άπό τήν άπόσβεσιν ένός μακρινού ήλίου μέχ ρι τής άνθοφορίας ένός έκ τών άναριθμήτων άνθέων άτινα διακοσμούν τά ήμέτερα πάρκα, ύπόκεινται είς άριθμητικόν νόμον μή είσέτι προσδιορισθέντα. Ώστόσον ή εύθύτης αύτού τού άπλού έρωτήματος διά ποιον λόγον τέκνον γεννηθέν έξ ύγιών γονέων φαινομενικώς ύγιές καί καταλλήλως πεφροντισμένον ύποκύπτει άνεξηγήτως κατά τά πρώτα αύτού έτη (ένώ ετερα τέκνα τού αύτού γάμου έπιζούν) οφείλει άσφαλώς, συμφώνως πρός τούς λόγους τού ποιητού, οπως έμβάλλη ήμάς είς σκέψεις. Δέν πρέπει νά άμφιβάλωμεν, ότι ή φύσις εχ ει σοβαρούς λόγους δι’ ολα όσα πράττει καί κατά πάσαν πιθανότητα οί παρόμοιοι θάνατοι οφείλονται είς κάποιον νόμον προβλέψεως συμφώνως μέ τόν όποιον οργανισμοί είς τούς οποίους έχ ουσιν προσκολληθεί νοσηρά σπέρματα (ή σύγχ ρονος έπιστήμη εχ ει άποδείξει κατά πειστικόν τρόπον ότι μόνον ή πρωτοπλασματική ούσία δύναται νά θεωρηθή αθάνατος) τείνουν νά έξαφανισθούν εις εν στάδιον άναπτύξεως όλοέν καί περισσότερον πρώιμον, διάθεσις ήτις, παρ’ ολον ότι πληγώνει ώρισμένα αισθήματα (κυρίως τό μητρικόν), έν τούτοις, συμφώνως πρός ώρισμένους έξ ήμών, μακροπροθέσμως είναι εύεργετική διά τό σύνολον τής φυλής, έπειδή διά τού τρόπου αύτού έξασφαλίζει τήν έπιβίωσιν τών ίκανοτέρων. Ή παρατήρησις τού κ. Σ. Ντένταλους (Θεολόγου Σκεπτικιστού) (ή μήπως θά επρεπε νά τήν άποκαλέσωμεν διακοπήν;) ότι έν παμφάγον όν, ικανόν πρός μάσησιν, κατάποσιν, πέψιν καί προφανώς ικανόν νά προωθήση μέσω τού συνήθως διαύλου άνευ ούδεμίας απολύτως διαταραχ ής τροφάς τόσον διαφορετικάς, ώς καρκινοπαθείς γυναίκας ρημαγμένας έκ τών τοκετών, χ ονδρούς κυρίους έλευθερίων έπαγγελμάτων, ινα μή ειπωμεν τι διά χ λεμπονιάρηδες πολιτικούς καί

χ λωρωτικάς καλογραίας, θά ήδύνατο ισως νά εύρη ποιάν τινα γαστρικήν ανακούφισα» εις τό άθώον γεύμα ενός λεχ ουδιού, αποκαλύπτει καλύτερον παντός ετέρου κάτω άπό εν άποκρουστικόν φώς τήν τάσιν ήν έμνημονεύσαμεν άνωτέρω. Πρός διαφώτισιν όσων δέν γνωρίζουν έκ τού σύνεγγυς τά δημοτικά σφαγεία, ώς έκείνος ό έστέτ έμβρυοφιλόσοφος μέ τό άρρωστο μυαλό όστις παρ’ ολην τήν καυχ ησιολογίαν αύτού διά τά πράγματα τής έπιστήμης μόλις δύναται νά διακρίνη οξύ άπό άλκαλι, όφείλομεν άναμφιβόλως νά διευκρινήσωμεν ότι εις τήν χ υδαίαν γλώσσαν τών ταβερνιάρηδων μελών κατωτάτης κοινωνικής τάξεως λεχ ούδι σημαίνει τό κρέας τό προερχ όμενον έκ μόσχ ου άρτι έξελθόντος τής κοιλίας τής μητρός του καί δυνάμενον νά μαγειρευθή καί καταναλωθή. Κατά τήν διάρκειαν προσφάτου συζητήσεως μέ τόν κ. Λ. Μπλούμ (Διαφημιστικόν Πράκτορα) ήτις ελαβεν χ ώραν εις τό μεγάλον έντευκτήριον τού Έθνικού Μαιευτηρίου, οδός Χόλλες άριθμός 29, 30 καί 31, τού οποίου, ώς ολοι γνωρίζουν, ό δόκτωρ Α. Χόρν (’Ιατρός Μαιευτήρ, μέλος τού Ίατρικού Συλλόγου ’Ιρλανδίας) είναι ό σοφός καί λαοφιλής διευθυντής, ό πρώτος, συμφώνως μέ αύτόπτας μάρτυρας, φέρεται είπών ότι γυνή τις άπό τήν στιγμήν καθ’ ήν θά έπιτρέφη εις τήν γάταν νά είσέλθη εις τόν σάκκον (αισθητικός ύπαινιγμός, ώς φαίνεται, άφορών εις μίαν έκ τών πλέον περίπλοκων καί τών πλέον θαυμασίων διαδικασιών τής φύσεως, τήν γενετήσιον ομιλίαν) είναι άναγκασμένη νά τής έπιτρέψη καί νά έπανεξέλθη, δηλαδή, ώς τό έξέφρασε, νά τής κάνει τό χ ατήρι γιά νά σώσει τήν ίδικήν της ζωήν. Μέ κίνδυνον διά τήν ίδικήν της άπήντησεν εύστόχ ως ό συνομιλητής του, άπάντησίς μή ύστερήσασα εις άποτελεσματικότητα παρά τόν πλήρους μετριοπαθείας τόνον εις τόν όποιον διετυπώθη. Έν τώ μεταξύ, ή έπιδεξιότης καί ή ύπομονή τού ίατρού ειχ ον έπιτύχ ει εύτυχ ή τοκετόν. Τούτο είχ ε ώς κόστος άρκετόν μόχ θον καί διά τήν πάσχ ουσαν καί διά τόν ιατρόν. Ή ίκανότης τού είδικού είχ ε έπιτύχ ει ό,τι ήδύνατο καί ή γενναία γυνή είχ ε βοηθήσει μέ άνδρικόν θάρρος. Αύτό άποκαλείται βοήθεια. Είχ ε δώσει τήν ώραίαν μάχ ην καί τώρα ήτο άκρως, μά άκρως εύτυχ ισμένη. “Οσοι έχ ουν άναχ ωρήσει άπ’ αύτήν τήν ζωήν, όσοι έφυγαν πρώτοι, καί αύτοί αισθάνονται εύτυχ είς θεώμενοι μειδιώντες τήν συγκινητικήν σκηνήν. Κοιτάξατε την μέ σεβασμόν καθώς αυτη άναπαύεται εκεί μέ τούς οφθαλμούς αύτής πλήρεις μητρικής φλογός, μέ έκείνην τήν φλογέράν νοσταλγίαν διά τά ροδαλά δακτυλάκια τού βρέφους (χ άρμα ίδέσθαι), είς τήν άνθησιν μιάς νέας μητρότητος, ενώ άναπέμπει σιωπηλήν εύχ αριστίαν πρός Εκείνον, όστις εύρίσκεται ύψηλά, τόν Παγκόσμιον Σύζυγον. Καί ένώ οί οφθαλμοί της πλήρεις τρυφερότητος ατενίζουν τό τέκνον της, αυτη δέν έπιθυμεί παρά μίαν εύλογίαν, νά εχ ει έκεί πλησίον αύτής τόν άγαπημένον της Θεοδωράκη, διά νά μοιρασθή τήν χ αράν της, τήν χ αράν νά άποθέση έπί τής αγκάλης του αύτό τό όν τού θείου πηλού, αύτόν τόν καρπόν τών νομίμων άσπασμών των. ’Έχ ει γηράσει πλέον (ύμείς κι έγώ δυνάμεθα νά τό έμπιστευθώμεν άλλήλοις έν ψιθύρω), καί οί ώμοι του εχ ουσιν έλαφρώς κυρτωθεί, άλλ’ είς τόν στρόβιλον τών έτών μία σοβαρά άξιοπρέπεια εχ ει προστεθεί είς αύτόν τόν εύσυνείδητον βοηθόν λογιστού τής Τραπέζης Ούλστερ, τού ύποκαταστήματος Κόλλετζ Γκρήν. ’Ώ, Θεοδωράκη, πολυαγαπημένε τού άλλοτινού καιρού, σύντροφε πιστέ τής σήμερον, ούδέποτε θά έπανέλθη έκείνη ή μακρινή έποχ ή τών ρόδων! Μέ τήν γνώριμον αύτήν κίνησιν τής ώραίας κεφαλής της άναθυμάται έκείνας τάς παλαιάς ήμέρας. Θεέ μου, πόσον ώραίαι φαίνονται σήμερον μέσα είς τήν άχ λύν τών έτών! ’Αλλά, βλέπει τά τέκνα της συγκεντρωμένα πέριξ τής κλίνης της, τά ίδικά της τέκνα, τά τέκνα έκείνου, τόν Τσάρλυ, τήν Μαίρη-’Αλίκη, τόν Φρειδερίκον-’Αλβέρτον (άν είχ εν έπιζήσει), τήν Μέιμμυ, τήν Μπάτζυ (Βικτωρίαν-Φραγκίσκην), τόν Τόμ, τήν Βιολέτα-ΚωστάνςΛουίζα, τόν μικρόν άγαπημένον Μπόμπου (είς τόν όποιον είχ ον δώσει τήν ονομασίαν τού περιφήμου ήρωος ήμών τού Νοτιοαφρικανικού πολέμου, Λόρδου Μπόμπς τού Γουώτερφροντ καί τής Κάνταχ αρ) καί τώρα αύτό τό ύστατον τεκμήριον τής ένώσεώς των, εναν Πιούριφού, έάν ύπήρξε ποτέ τις, μέ τήν πραγματικήν μύτην τών Πιούριφού. Αύτή ή νέα έλπίς θά βαπτισθή Μόρτιμερ-Έδουάρδος οπως ό τρίτος έξάδελφος τού κ. Πιούριφού, άνήρ κύρους έργαζόμενος είς

τά γραφεία τού Βασιλικού Θησαυροφυλακείου, είς τό Κάστρον τού Δουβλίνου. Καί τοιουτρόπως παρέρχ εται ό χ ρόνος` άλλ’ έδώ ό γερο-Χρόνος είχ ε έλαφράν χ είρα. ’Όχ ι, είθε ούδείς άναστεναγμός νά έκφύγη έκ τού στήθους σου, γλυκειά Μίνα. Καί έσύ` Θεοδωράκη, τίναξε τίς στάχ τες τής πίπας σου, αύτής τής πίπας έξ ώριμου ροδοξυλιάς, τήν οποίαν θά άπολαμβάνης άκόμη όταν θά σημάνη δι’ έσέ ή ύστάτη ώρα (εύχ όμεθα πάσαν μακροημέρευσιν!) καί σβήσε τό φώς ύπό τό όποιο άναγιγνώσκεις τήν Αγίαν Γ ραφήν διότι τό ελαιον κατήλθεν άρκετά είς τό έσωτερικόν τού λύχ νου καί οφείλεις νά μεταβής μέ γαλήνιον καρδίαν είς τήν κλίνην σου πρός άνάπαυσιν. Γνωρίζει Εκείνος καί θά σέ καλέση τήν ώραν τής Επιλογής Του. Καί έσύ έπίσης ήγωνίσθης τόν άγώνα τόν καλόν καί έκράτησες πιστώς τόν ρόλον σου ώς άνδρός. Τείνω πρός σέ, Κύριε, τήν χ είρα μου. Τά έκατάφερες καλώς, δούλε άγαθέ καί πιστέ! Υπάρχ ουν αμαρτήματα ή (άς χ ρησιμοποιήσωμεν τήν ονομασίαν ήτις είθισται ύπό τών πολλών) άναμνήσεις ενοχ ής τάς οποίας ό άνθρωπος αποκρύπτει εις τάς πλέον σκοτεινάς πτυχ άς τής καρδίας του όμως αύται παραμένουσιν έκεί έν έγρηγόρσει. Δύναταί τις ν’ αφήσει αύτάς τάς άναμνήσεις ν’ άμβλυνθούν, νά ύποκριθή ότι ούδέποτε υπήρξαν καί νά πείση τόν έαυτόν του ότι σχ εδόν δέν ύπήρξαν ή τουλάχ ιστον ότι ύπήρξε κάτι διαφορετικόν. Ώστόσο μία τυχ αία λέξις θά τάς άνακαλέση αίφνιδίως καί αύται θά ορθωθούν ενώπιον του ύπό τάς πλέον διαφορετικάς περιστάσεις, εις εν δραμα, ή εις έν ένύπνιον, ή ένώ τό τύμπανον ή ή άρπα θ’ άπαλύνουν τά αίσθήματά του, ή έντός τής δροσεράς καί άργυράς γαλήνης τού άπογεύματος, ή έν τώ μέσω συμποσίου τό μεσονύκτιον, καθώς ούτος θά εχ ει βαρύνει έκ τής πόσεως τού οίνου. Αύτό τό δραμα δέν θά ελθχ ι πρός όνειδισμόν του, οπως κάποιος πού είναι μαζί του έξοργισμένος, ούδέ πρός έκδίκησιν άποκόπτων αύτόν άπό τόν κόσμον τών ζώντων, άλλά ώς κάτι κεκαλυμμένον μέ τό θλιβερόν σάβανον τού παρελθόντος, σιωπηλόν, άπόμακρον, πλήρες μομφής. Ό ξένος έβλεπεν άκόμη εις τό εύρισκόμενον άπέναντι του πρόσωπον ύποχ ωρούσαν έκείνην τήν ψευδή γαλήνην, τήν έπιβληθείσαν ώς φαίνεται, ύπό τής συνήθειας ή εκ τίνος μελετημένου χ ειρισμού, διά λόγων τόσον πικρών ώστε νά καταμαρτυρούν μίαν νοσηράν κλίσιν έκείνου όστις τούς πρόφερε, μίαν προτίμησιν διά τά πλέον πρόστυχ α πράγματα τής ζωής. Καί ιδού εις τήν μνήμην τού άκροατού διαγράφεται, θά ελεγέν τις, σκηνή γεννηθείσα ύπό λέξεως τόσον οικείας ώς νά ήσαν έκείναι αί ήμέραι παρούσαι έκεί (οπως θεωρούν μερικοί) μέ τάς άμέσους χ αράς των. Μία έπιμελώς κεκαρμένη γωνία χ λόης ποιάν τινα γλυκείαν εσπέραν τού Μαίου, τό άλησμόνητον άλσύλλιον μέ τ’ άνθη τής πασχ αλιάς εις Ράουνταουν, πορφυρά καί λευκά, εύοσμοι καί λυγεροί θεαταί τής παιδιάς, εντούτοις παρακολουθούντες μέ πραγματικόν ένδιαφέρον τάς μικράς σφαίρας κυλιομένας βραδέως έπί τής χ λόης ή συγκρουομένας καί άκινητοποιουμένας πλάι-πλάι, εις άπότομον καί σύντομον στάσιν. Καί πιό πέρα πέριξ έκείνης τής γκρίζας δεξαμενής οπου τό ύδωρ κινείται πότε-πότε δι’ εν αίφνίδιον πότισμα, βλέπεις διαφορετικόν άλλ’ όχ ι όλιγώτερον γλυκύ θέαμα, συγκέντρωσιν άδελφών: ή Φλόη, ή ’Άττυ, ή Τάινυ καί ή κάπως περισσότερον μελαψή σύντροφός των, μέ κάτι τό ελκυστικόν εις τήν στάσιν της τό όποιον καί δέν δύναμαι νά προσδιορίσω, ή Κυρά μας τών Κερασιών, μέ δυό χ αριτωμένα κεράσια κρεμάμενα άπό τά ώτα καί τής οποίας τό ζεστόν έξωτικόν χ ρώμα έρχ εται εις θαυμασίαν άντίθεσιν πρός τόν δροσερόν καί φλογερόν καρπόν. “Εν παιδίον τεσσάρων ή πέντε έτών μέ πικεδένιο κοστουμάκι (έποχ ή άνθοφορίας άλλά θά ύπάρξη χ αρά πλησίον τής εστίας ότε έντός ολίγου θά έχ ουν συγκεντρωθεί καί άποθηκεύσει τάς μικράς σφαίρας) ίσταται παρά τά χ είλη τής δεξαμενής καί τό χ έρι του μέ τάς τρυφεράς χ είρας τών θυγατέρων σχ ηματίζουν άλυσον. Συνοφρυούται, οπως κάνει τώρα αύτός ό νεαρός μέ μίαν ίσως άκρως εύσυνείδητον άπόλαυσιν τού κινδύνου άλλ’ αισθάνεται καί τήν άνάγκην νά ρίπτη ένίοτε βλέμματα πρός τό μέρος οπου ή μήτηρ αύτού άπό τήν piazzetta παρά τόν άνθισμένο φράκτη τόν παρακολουθεί ένώ μία άμυδρώς άπόμακρη ή καί έπιτιμητική σκιά

πλανάται (alles Vergangliche) εις τό εύτυχ ισμένον μητρικόν βλέμμα της. Κοιτάξατε τόν πατέρα αύτόν καί ένθυμηθείτε. Τό τέλος ερχ εται αίφνιδίως. Είσέλθετε είς αύτόν τόν προθάλαμον τού τοκετού οπου είναι συγκεντρωμένοι αύτοί οί μελετηταί καί έξετάσατε τά πρόσωπά των. Ούδέν έκεί, ώς φαίνεται, τό παρακεκινδυνευμένον ή τό βίαιον. Μάλλον ή προστατευτική ήρεμία, ή άρμόζουσα είς τόν οίκον αύτόν, ή άγρυπνος φρούρησις ύπό τών ποιμένων καί τών άγγέλων πέριξ μίας φάτνης τής Βηθλεέμ τής Ίουδαίας είς χ ρόνους άλλοτινούς. Άλλά, οπως πρίν άπό τήν άστραπήν τά συσσωρευμένα νέφη τής θυέλλης, ύπερβολικά φορτωμένα υγρασίας, μέ τάς διογκωμένας μάζας των, πελώριας καί άπειλητικάς, τυλίγουν ούρανόν καί γήν είς μίαν γενικήν νάρκην, κρεμάμενα ύπεράνω τών κατάξερων άγρών, τών κοιμωμένων βοών, τής τσουρουφλισμένης βλαστήσεως τών θάμνων καί τής χ λόης μέχ ρι τής στιγμής καθ’ ήν ή άστραπή κατασχ ίζει τό κέντρον των καί ύπό τάς άντηχ ήσεις τού κεραυνού ή μπόρα ξεσπά είς χ ειμάρρους, ούτω άκριβώς συνετελέσθη βιαίως ή μεταμόρφωσις, αύτοστιγμεί, εύθύς μετά τήν έκφοράν τής Λέξεως. Είς τού Μπέρκ! Προεπορεύετο ό άρχ ων μου, ό Στήβεν, έκφέρων τήν κραυγήν, καί ήκολούθουν οί τέσσερις ψωριάρηδες καί ό κουρεμένος, ό νέος κόκκορας, ό κομψευόμενος, ό πράκτωρ τών στοιχ ημάτων, ό πωλητής τών μαντζουνιών καί ό συνετός Μπλούμ τελευταίος, μανιώδης δέ ήτο ή έπίθεσις κατά τών πίλων, τών βακτηριών, τών ξιφιδίων, τών παναμάδων καί τών θηκαρίων, τών άλπινικών ράβδων Ζέρματτ καί τών ύπολοίπων. Νεολαία δαιδαλική καί ρωμαλέα, χ είμαρρος εύγενών. Ή νοσοκόμος Κάλλαν αίφνιδιασθείσα είς τόν διάδρομον δέν δύναται νά τούς σταματήση ούτε ό μειδιών μαιευτήρ όστις κατέρχ εται τήν κλίμακα φέρων τήν είδησιν τής γεννήσεως τού βρέφους, οπερ ζυγίζει μία πλήρη λίβρα, ούτε γραμμάριον όλιγότερον. Τού φωνάζουν. Ή πόρτο^! Είναι άνοικτή; Εξέρχ ονται μετά θορύβου, τρέχ οντες έπ’ ολίγον ήρωικώς. Είς τού Μπέρκ, είς τήν γωνίαν τών οδών Ντένζιλ καί Χόλλες είναι τό ύστατον τέρμα των. Ό Ντίξον άκολουθεί, έκφέρει καί αύτός βλασφημίας, άλλά προχ ωρεί! Ό Μπλούμ άναμένει έπί στιγμήν μετά τής νοσοκόμου, οπως άποστείλη χ αιρετισμόν είς τήν εύτυχ ισμένην μητέρα καί τό βρέφος έκεί πάνω. Ό δόκτωρ Δίαιτα καί ό δόκτωρ Άνάπαυσις. Μήπως αύτή τώρα φαίνεται έντελώς διαφορετική; Ή ιστορία τών λευκών νυκτών είς τόν οίκον τού Χόρν εχ ει καταγραφεί έπ’ αύτής ώς κηρίνη ώχ ρότης. Μετά τήν άποχ ώρησιν ολων έμπνευσθείς τής έψιθύρισεν έκ τού σύνεγγυς, ύποχ ωρών: Μαντάμ, ύμάς πότε θά σάς έπισκεφθή ό πελαργός; Ό άέρας εξω είναι διαποτισμένος μέ τήν ύγράν δρόσον τής βροχ ής, ούρανίαν ούσίαν ζωής, λάμπουσαν έπί τού λιθοστρώτου τού Δουβλίνου ύπό τόν ήλιόλαμπρον ccelum. Ό άήρ τού Θεού, ό άήρ τού Πατρός Πάντων, ό περι-βάλλων σπινθηροβόλος άήρ. Είσέπνευσέ τον εως τά κατάβαθά σου. Μά τόν θεόν, Θεόδωρε Πιούριφού, έκαμες καλή δουλειά καί όχ ι ψευτοπράγματα! Λόγω τιμής, είσαι ό πλέον αξιόλογος γεννήτωρ, ό άναφερόμενος εις τούτο τό τά πάντα περιέχ ον καί συγκεχ υμένον χ ρονικόν. Καταπληκτικός! Ύπήρχ εν έντός αύτής, Χάριτι θεία, ποιά τις δυνατότης τήν οποίαν έσύ διά μίας σταγόνος τού άνδρικού έργου σου επέτυχ ες νά καρπίση. Μείνε προσκολλημένος εις αύτήν! Τπηρέτησέ την! Μόχ θησε, έργάσου ώς σκύλος καί άφησε τούς πολύξερους καί τούς Μαλθουσιανιστάς νά ύπάγουν εις τόν διάβολον. Είσαι, Θεόδωρε, ό πατήρ ολων. Μήπως λυγίζεις ύπό τό φορτίον, λιθοβολούμενος ύπό τού λογαριασμού τού κρεοπώλου έν τώ οικω σου καί ύπό τών ράβδων τού χ ρυσού (ούχ ί τών ίδικών σου) έν τή Τραπέζη; Υψηλά τήν κεφαλήν σου! Διά κάθε νεογέννητον τέκνον θά σοδειάζης τόν μέδιμνόν σου έξ ώριμου σίτου. Κοίτα, τό δέρμα σου είναι μουσκεμένο. Μήπως θά έζήλευες τόν χ αζό Μανώλη καί τήν κυρά του; Μία ύποκριτική καλιακούδα κι ενα σκατόσκυλο, ιδού ολοι οί άπόγονοί των. Ούστ, λέγω! ‘Ένας ήμίονος, ενα ψόφιον μαλάκιον, άνευ ζωής καί νεύρων, άνευ άξίας. Συνουσία άνευ ούσίας! ’Όχ ι,

καί πάλιν όχ ι! Ή σφαγή τών άθώων ύπό τού Ήρώδου θά ήτο ή ένδεδειγμένη ονομασία. Βραστά λάχ ανα, πράγματι, καί στείρα συμβίωσις! Δώσε της μπιφτέκια κόκκινα, ώμά, στάζοντα αίμα! Αύτή είναι εν πανάρχ αιον πανδαιμόνιον κακών, ύπερτροφικών αδένων, παρωτίτιδος, κυνάγχ ης, τύλων, καταρροών, πληγών όφειλομένων εις τήν κατάκλισιν, λειχ ηνών, πτώσεως τών νεφρών, βρογχ οκήλης, κρεατοελιών, ήπατικών κρίσεων, χ ολολιθιάσεως, παγωμένων ποδών, κιρσών. Τέρμα οί θρήνοι, οί βαριαναστεναγμοί, αί ιερεμιάδες, κάθε παρομοία συμφυώς νεκρώσιμος μουσική. Τήν είχ ες είκοσι χ ρόνια, μή λυπεισαι πλέον. Έσύ δέν είσαι οπως αύτοί οί άνθρωποι τού σωρού, οιτινες θέλουν, θά ήθελαν, αναμένουν καί ούδέν πράττουν. Έσύ εχ εις άνακαλύψει τήν ’Αμερικήν σου, τό πρόγραμμά σου εις τήν ζωήν, καί ώρμησες ώς ό ύπερατλαντικός βίσων νά τό έκπληρώσης. Τί εφη λοιπόν ό Ζαρατούστρα; Deine Kuh Trubsal melkest Du. Nun trinkst Du die susse Milch des Euters. Κοίτα! Σέ κερνά άφειδώς. Πίε, άνθρωπε,, ολον τόν μαστόν! Πιούριφού, μητρικόν αύτής γάλα, γάλα τού άνθρωπίνου γένους, γάλα αύτού τού ύπεράνω τών κεφαλών μας άνθοβολούντος γαλαξία, άστραποβολούντος εις ύδρατμούς βροχ ής, γάλα-πόντς, καθώς αύτό πού θά ρουφήξουν εκείνοι οί άκόλαστοι, γάλα τής τρέλας, μέλι καί γάλα τής γής Χαναάν. Ή ρώγα τής αγελάδας σου σκληρή, άλλά τί πειράζει! ‘Όμως, τό γάλα αύτής θερμόν καί γλυκύ καί θρεπτικόν. Δέν πρόκειται διά ξερή μπουκιά, άλλά διά πλουσίως βουτυρωμένην φέταν. Εμπρός, γεροπατριάρχ η! Βυζί!Per deam Partulam et Pertundam nunc est bibendum! ’Ανεχ ώρησαν ολοι ξαφνικά, μέ χ ειρονομίες καί φωνασκίες στό μέσον τής όδού. Καλόπιστοι ταξιδιώτες. Πού κοιμηθήκατε χ θές βράδυ; Μέ τόν Τιμόθεο καί τή ραγισμένη κανάτα. Έν κραιπάλη. ‘Έχ ετε παλιές ομπρέλες καί γαλότσες γιά σκότωμα; Πού στό διάολο τράβηξαν οί φοιτητές τής χ ειρουργικής καί αύτός μέ τά παλιόρουχ α; Δέν εχ ω ίδέα. Γειά χ αρά, Ντίξον! Τράβα μπροστά καί θά βρεις τόν πάγκο μέ τίς κορδέλες! Πού είναι ό Πάντς; ’Ήρεμος. Καλιακούδα, κοίτα τόν μεθυσμένον ιερέα, έξερχ όμενον τού μαιευτηρίου! Benedicat vos omnipotens Deus, Pater et Filius. Δώ
View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF