ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ [ Υπο THEOPHILE GAUTIER ]

September 23, 2017 | Author: Σωτος Σινης | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

1852: O Γκωτιέ αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θα παραμείνει εβδομήντα μέρες ως ταξιδιωτικός απεσταλμένος τ...

Description

Théophile Gautier

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ

Μετάφραση από τα γαλλικά: Έρση Μπομπολέση Τίτλος πρωτοτύπου: Théophile Gautier, Constantinople

1852: Ο Γκωτιέ αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θα παραμείνει εβδομήντα μέρες ως ταξιδιωτικός απεσταλμένος της εφημερίδας Ο Τύπος. Οι επιφυλλίδες που δημοσιεύει εκείνη την περίοδο φανερώνουν έναν Γκωτιέ που περισσότερο ατενίζει και ονειροπολεί παρά παρατηρεί και στοχάζεται. Η Κωνσταντινούπολη του Γκωτιέ, διαποτισμένη από μια έντονη νοσταλγία για έναν κόσμο που σβήνει, μοιάζει φιλοτεχνημένη μάλλον από το χρωστήρα ενός ζωγράφου παρά από την πένα ενός συγγραφέα.

Ο Θεόφιλος Γκωτιέ γεννήθηκε το 1811 στην Tarbes από μια παραδοσιακή, φιλοβασιλική οικογένεια. Στράφηκε στη λογοτεχνία μετά από παρότρυνση του Βίκτορα Ουγκό, δείχνοντας από την αρχή την αγάπη του για τον αρχαίο κόσμο, για τα ιστορικά μυθιστορήματα, για τα προσωπικά ταξιδιωτικά κείμενα. Υπήρξε ένας από τους μεγάλους ποιητές της εποχής του και ένα από τα λίγα ταλέντα που αναγνώριζε ακόμα και ο Μπαλζάκ. Πέθανε το 1872 στο Νεϊγύ.

2

ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΟΠΟΙΟΣ ΗΠΙΕ ΘΑ ΠΙΝΕΙ», ΒΕΒΑΙΩΝΕΙ Η ΠΑΡΟΙΜΙΑ· θα μπορούσε κανείς να τροποποιήσει ελαφρώς τη φράση, και να πει με την ίδια ευστοχία: «Όποιος ταξίδεψε θα ταξιδεύει». Η δίψα να δει κανείς, σαν την άλλη δίψα, φουντώνει αντί να σβήνει όσο ικανοποιείται. Να με στην Κωνσταντινούπολη, και ονειρεύομαι ήδη το Κάιρο και την Αίγυπτο. Η Ισπανία, η Ιταλία, η Αφρική, η Αγγλία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, ένα κομμάτι της Γερμανίας, η Ελβετία, τα ελληνικά νησιά, κάποιες σκάλες της ακτής της Ασίας, που επισκέφτηκα σε διαφορετικές εποχές και αρκετές φορές, μεγάλωσαν μόνο αυτή την επιθυμία της κοσμοπολίτικης περιπλάνησης. Είναι ίσως επικίνδυνο να βάζεις μες στη ζωή σου το ταξίδι, γιατί σε συγκλονίζει βαθιά και σε κάνει ανήσυχο σαν διαβατάρικο πουλί που είναι φυλακισμένο την εποχή της αποδημίας, όταν κάποια συγκυρία ή κάποια υποχρέωση σ' εμποδίζουν να φύγεις. Μολονότι γνωρίζεις το τίμημα, ότι δηλαδή θα εκτεθείς σε κόπους, σε στερήσεις, σε δυσκολίες, ακόμα και σε κινδύνους, ότι θ' απαρνηθείς τις αγαπημένες συνήθειες του πνεύματος και της καρδιάς, ότι θ' αφήσεις την οικογένεια, τους φίλους, τους συγγενείς σου, για το άγνωστο, αισθάνεσαι παρ' όλα αυτά ότι είναι αδύνατον να μείνεις, και όσοι σ' αγαπούν δεν προσπαθούν να σε κρατήσουν και σου σφίγγουν σιωπηλά το χέρι στο σκαλοπάτι της άμαξας. Αλήθεια, δεν πρέπει τάχα να διασχίσουμε λίγο τον πλανήτη, να ταξιδέψουμε μες στην απεραντοσύνη, ώστε να μπορέσει ο αινιγματικός συγγραφέας να μας μεταφέρει σ' έναν καινούριο κόσμο για να μας κάνει ν' αναγνώσουμε μια διαφορετική σελίδα από το άπειρο έργο του; Δεν είναι άραγε αξιόμεμπτη τεμπελιά να συλλαβίζει κανείς διαρκώς την ίδια λέξη χωρίς να γυρίζει ποτέ σελίδα; Ποιος ποιητής θα ένιωθε ικανοποίηση βλέποντας τον αναγνώστη του προσκολλημένο σε μια μόνο στροφή των ποιημάτων του; Κάθε χρόνο, λοιπόν, εκτός αν με κρατάνε καθηλωμένο σ' έναν τόπο οι πιο επιτακτικές ανάγκες, διαβάζω μια χώρα του αχανούς κόσμου μας που μου φαίνεται μικρότερος όσο τον γυρίζω και όσο αναδύεται μέσα από τις θολές κοσμογραφίες της φαντασίας. Χωρίς να πηγαίνω συγκεκριμένα στον Πανάγιο Τάφο, στον Άγιο Ιάκωβο της Κομποστέλα ή στη Μέκκα, κάνω ένα ευλαβικό προσκύνημα στα μέρη εκείνα της γης όπου η ομορφιιά των τοποθεσιών κάνει το Θεό πιο

3

ορατό· τούτη τη φορά θα δω την Τουρκία, την Ελλάδα και λίγο τη ελληνική Ασία, όπου η πλαστική ομορφιά της φόρμας σμίγει με την ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Αλλά ας τελειώσουμε εδώ τούτη τη μικρή εισαγωγή (όσο πιο σύντομη τόσο καλύτερη), και ας ξεκινήσουμε χωρίς άλλη καθυστέρηση.

Αν ήμουν Κινέζος ή Ινδός και ερχόμουν από το Νανκίνγκ ή την Καλκούτα, θα φρόντιζα να σας περιγράψω διεξοδικώς το δρόμο από το Παρίσι στη Μασσαλία, το σιδηρόδρομο του Σαλόν, και τον Σαόν, και τον Ροδανό, και την Αβινιόν· όμως τα γνωρίζετε εξίσου καλά μ' εμένα και, εξάλλου, για να ταξιδέψει κανείς σε μια χώρα πρέπει να είναι ξένος: από τη σύγκριση των διαφορών βγαίνουν οι παρατηρήσεις. Ποιος από εμάς θα παρατηρούσε ότι στη Γαλλία οι άντρες προσφέρουν το μπράτσο στις γυναίκες, ιδιαιτερότητα που παραξενεύει έναν κάτοικο της Ουράνιας Αυτοκρατορίας; Υποθέστε λοιπόν, χωρίς δεύτερη σκέψη, ότι είμαι στο λιμάνι, και ότι ο Λεωνίδας είναι έτοιμος να σαλπάρει για την Κωνσταντινούπολη. Η Μεσημβρία διαγράφεται ήδη κάτω από ένα χαρούμενο ήλιο που ζεσταίνει τα πλακόστρωτα και κάνει εκατοντάδες εξωτικά πουλιά να τιτιβίζουν μες στα κλουβιά που εκθέτουν δυο ορνιθοπώλες στην προθήκη τους: οι φαιδροί παπαγάλοι απαγγέλλουν το ρεπερτόριό τους και οι βεγγαλικοί σπίνοι φτεροκοπούν, θαρρώντας πως είναι στην πατρίδα τους· οι μαϊμούδες χοροπηδούν ανάλαφρα, ξύνουν τη μασχάλη τους, σε κοιτάζουν με τα σχεδόν ανθρώπινα μάτια τους και σου τείνουν φιλικά τα δροσερά χεράκια τους μέσα από τα κάγκελα, ανυποψίαστες ακόμα για τη φυματίωση που θα τις κάνει να φτύνουν αίμα στο μπαμπάκι μες στα ψυχρά παρισινά σαλόνια· ακόμα και οι μελαγχολικές χελώνες αφηνιάζουν μες στο καύκαλό τους και διεγείρονται από αυτή τη ζωογόνα αχτίδα· μέσα σε σαράντα ώρες πέρασα από την καταρρακτώδη βροχή στο πιο καθαρό γαλάζιο. Άφησα το χειμώνα πίσω μου και βρίσκω το φλογερό και λαμπρό καλοκαίρι· θ' αγοράσω παγωτό, σκέψη που θα μ' έκανε ν' ανατριχιάσω προχθές στο βουλεβάρτο της Γάνδης. Μπαίνω στο τουρκικό καφενείο: το χρωστάω στον εαυτό μου, αφού φεύγω για την Κωνσταντινούπολη. Είναι, πράγματι, ένα πολύ όμορφο καφενείο. Δε

4

θα σας μιλούσα όμως γι' αυτό, παρόλο που διαθέτει πολυτελείς καθρέφτες, επίχρυσο διάκοσμο, κιονίσκους και αψίδες, αν δεν υπήρχε μια χαριτωμένη αίθουσα στον ημιόροφο, κοσμημένη με ζωγραφιές από καλλιτέχνες αποκλειστικά Μασσαλιώτες: είναι ένα τοπικό μουσείο, πολύ αξιοπερίεργο και πολύ ενδιαφέρον. Η ξύλινη επένδυση των τοίχων χωρίζεται σε πίνακες που αναπαριστούν διάφορα θέματα ανάλογα με τη φαντασία του ζωγράφου. Ο Λουμπόν1, του οποίου θαυμάσαμε στο Παρίσι τα ηλιόλουστα τοπία με την αιωρούμενη σκόνη και τα μεγάλα κοπάδια που προχωρούν πάνω σε εδάφη από ελαφρόπετρα, έχει κάνει εδώ το αριστούργημά του, και τι αριστούργημα - μια Κάθοδο των βουβαλιών από ένα φαράγγι στα περίχωρα μιας πόλης της Αφρικής. Το φως καίει τη λευκή γη πάνω στην οποία πέφτει η γαλάζια σκιά των δύσμορφων ζώων που κατεβαίνουν την πλαγιά, στο βάθος του πίνακα, ξεγοφιασμένα, χτυπώντας τα στραβά τους γόνατα και ανασηκώνοντας τις σαλιάρες και γυαλιστερές μουσούδες τους για να ρουφήξουν τον καυτό αέρα· όσα καθυστερούν τα κεντάει η βουκέντρα ενός άγριου βοσκού, πελιδνού και μελαψού. Στο βάθος, τα τείχη από κιμωλία της πόλης, που φαντάζουν πάνω στο λουλακί ουρανό, κλείνουν τη θέα του ορίζοντα. Είναι ένα θέμα προσωπικής έμπνευσης, συγκροτημένο και ειλικρινές. Ο Ντεκάμ δε θα τα κατάφερνε καλύτερα. Ο κύριος Μπρεστ, που είχε εκθέσει εδώ και δύο χρόνια, στο Σαλόν, ένα όμορφο εσωτερικό δάσους, έχει ζωγραφίσει δυο τοπία με μαγευτικά χρώματα και με ευφάνταστο θέμα: μια λιμνούλα στην καρδιά ενός δάσους με εξωτικά δέντρα που καθρεφτίζονται στα αποκοιμισμένα νερά, στις όχθες των οποίων στέκουν, πάνω στα μακριά τους πόδια, φοινικόπτερα με ροδοκόκκινα φτερά, παραμονεύοντας το πέρασμα ενός ψαριού ή ενός βατράχου. Μια δεντροστοιχία σ' ένα πάρκο μ' ένα αρχιτεκτόνημα σε πρώτο επίπεδο, μια κλίμακα με κίονες και κιγκλιδώματα, απ' όπου κατεβαίνουν κάποιες κυρίες και κάποιοι κύριοι που τους περιμένουν πειθήνια άλογα που τα κρατούν υπηρέτες. Για να θυμίσει ότι πρόκειται για καφενείο, ο κύριος Λαζιέ απεικόνισε έναν Τούρκο αποχαυνωμένο μετά το κάπνισμα οπίου ή χασίς, να βλέπει μες στη γαλάζια τολύπη του καπνού ένα πλήθος από ουρί να χορεύουν, απείρως πιο σαγηνευτικά από τα ουρί στον Παράδεισο του Μωάμεθ του κυρίου Σοπέν. Υπάρχει επίσης μια Ανατολίτικη συζήτηση του κυρίου Ρεϋνώ, με φανταχτερά και

5

ιδιότροπα κοστούμια, που γίνεται μπροστά από ένα λευκό τείχος μισοσκεπασμένο από ένα μανδύα πρασινάδας και λουλουδιών με θαυμάσιες αποχρώσεις, καθώς και οι θαλασσογραφίες ενός καλλιτέχνη το όνομα του οποίου δυστυχώς μου διαφεύγει, που είναι όμως αξιοπρόσεκτες και που θα μπορούσαν να σταθούν πλάι σ' αυτές του Ιζαμπέ, του Ντυράν-Μπραζέ, του Γκυντέν και του Μελμπύ. Το όνομα που μου διέφευγε όσο έγραφα την προηγούμενη γραμμή μού ξανάρχεται τώρα, χάρη σε μια από εκείνες τις ιδιοτροπίες της μνήμης που αδυνατούμε να εξηγήσουμε· Λανταί είναι το όνομα αυτού του άξιου ζωγράφου. Ας μην ξεχάσουμε και δυο τοπία του Μαζύ, με στέρεο σχέδιο και ρωμαλέες αποχρώσεις, που δε θα αποδοκίμαζε ο Παλίτσι. Θα ήταν ευχής έργον αν κάποιος έβγαζε ένα λεύκωμα με λιθογραφίες αυτής της μασσαλιώτικης πινακοθήκης που χάνεται μέσα σ' ένα καφενείο. Αυτή την έξυπνη διακοσμητική ιδέα θα έπρεπε να υιοθετήσουν στο Παρίσι, όπου κάνουν κατάχρηση της ανόητης χλιδής των κατόπτρων, των επιχρυσώσεων και των υφασμάτων. Θα έχετε διαβάσει σίγουρα τα πνευματώδη αστεία του Μερύ2 για την αλλοίωση που έχει υποστεί η Μασσαλία και για τις θλιβερές κρήνες της, που, με την αρχιτεκτονική τους, πάσχιζαν να σε κάνουν να ξεχάσεις ότι δεν είχαν νερό. Τα έργα εκτροπής του Ντυράνς έχουν τελειώσει, και κάθε έπαυλη έχει να επιδείξει σήμερα μια λιμνούλα και ένα σιντριβάνι. Η ματαιοδοξία ορισμένων φτάνει ως τον καταρράχτη. Η Μασσαλία θα βρεθεί σύντομα περικυκλωμένη από ένα πλήθος από Βερσαλλίες, Μαρλύ, και Σαιν-Κλου σε σμίκρυνση· σε λίγο, πολύ φοβάμαι, τούτες οι θαυμάσιες εκτάσεις που τις κατατρώει το φως, τούτα τα όμορφα βράχια στα χρώματα του φελλού και του ξεροψημένου ψωμιού, θα καλυφθούν από βλάστηση, και το χλωρό σπανάκι, που είναι ή χαρά των κτηματιών και ο τρόμος των τοπιογράφων, θα εξαφανίσει αυτή την αστραφτερή ξεραΐλα. Η άγκυρα σηκώθηκε· οι τροχοί χτυπάνε το νερό· απομακρυνόμαστε επιτέλους από το λιμάνι· παραπλέουμε ακτές απόκρημνες, κατάξερες, κονιορτοποιημένες, παρόμοιες με τις ακτές της άλλης πλευράς της Μεσογείου. Δεν ξέρω αν το έχει παρατηρήσει κανείς, αλλά η Μασσαλία και τα περίχωρά της έχουν μια όψη πολύ πιο μεσογειακή από αυτή που συνεπάγεται το γεωγραφικό τους πλάτος. Ορισμένες

6

μεριές θυμίζουν την Αφρική και τους καύσωνες της Αλγερίας, και η φυσιογνωμία του Νότου διαγράφεται εκεί με πολύ βίαιο τρόπο. Περιοχές που βρίσκονται δυο ή τρεις εκατοντάδες λεύγες νοτιότερα έχουν συχνά ύφος που θυμίζει πιο πολύ το Βορρά: τα διαβρωμένα βράχια τους, που η βάση τους βυθίζεται μέσα σε μια βαθυγάλανη θάλασσα, ανοίγουν πότε πότε και αφήνουν να φανεί μια μακρινή πόλη, περικυκλωμένη από τις επαύλεις της που στίζουν την εξοχή με τις άπειρες λευκές κουκκίδες τους. Αραιά και πού συναντάμε καράβια με φουσκωμένα πανιά, που κατευθύνονται προς στο λιμάνι όπου ελπίζουν να φτάσουν πριν νυχτώσει· ύστερα πάλι μοναξιά, οι ακτές χάνονται μες στον ορίζοντα, νιώθεις μόνο τη φουσκοθαλασσιά του μεσοπέλαγου· φαίνεται πια μόνο ο ουρανός και το νερό. Κάποια ανάλαφρα πρόβατα αφρίζουν πάνω στο γαλανό λιβάδι της θάλασσας. Ένας αρχαίος ποιητής θα τα έβλεπε σαν τα κοπάδια του Πρωτέα. Ο ήλιος, ανέφελος, δύει σαν κόκκινη σφαίρα και μοιάζει να βγάζει καπνούς μπαίνοντας στο νερό. Νυχτώνει, νύχτα χωρίς φεγγάρι· μια αλμυρή δροσιά πέφτει στο κατάστρωμα και η διαπεραστική υγρασία της ποτίζει τα ρούχα· τα τσιγάρα καίγονται αργά αργά, σε χείλη όπου η ναυτία θα έχει τον πρώτο λόγο με το πρώτο γερό σκαμπανέβασμα. Οι επιβάτες κατεβαίνουν ένας ένας και βολεύονται όπως μπορούν μες στα συρτάρια που χρησιμεύουν για κρεβάτι. Το κύμα μάς κουνάει πιο ρυθμικά απ' όσο θα λίκνιζε ποτέ μια παραμάνα ένα παιδί, όμως ο ύπνος μας είναι ανήσυχος, και κάνουμε αλλόκοτα όνειρα που τα διακόπτει το ρολόι καθώς σημαίνει την ώρα και ορίζει τη βάρδια των ναυτών. Από τα χαράματα είμαστε όλοι στο πόδι· τίποτα ακόμα, εκτός από αυτό τον κύκλο των δύο ή τριών λευγών με επίκεντρο το πλοίο, που μετατοπίζεται μαζί του, και που ονομάζουμε συμβατικά απεραντοσύνη της θάλασσας και εικόνα του απείρου, δεν πολυκαταλαβαίνω το λόγο, γιατί ο ορίζοντας που μας αποκαλύπτεται από την κορυφή ακόμα και του πιο μικρού πύργου ή του πιο συνηθισμένοι βουνού είναι εκατό φορές πιο αχανής. Ξημέρωσε για τα καλά, και ο καπετάνιος στρέφει την προσοχή μας σ'

7

ένα κομμάτι ξηράς στα δεξιά, που είναι η Κορσική. Το μόνο που βλέπω, ακόμα και με το κιάλι, είναι μια αχνή ομίχλη που μετά βίας ξεχωρίζει από τις ωχρές αποχρώσεις του πρωινού ουρανού. Ο καπετάνιος είχε δίκιο. Το πλοίο προχωράει: ο γκριζωπός αχνός πυκνώνει, γίνεται μια μάζα· διαγράφονται οι κυματισμοί των βουνών, φέγγουν λίγες κορυφές, κάποιες κίτρινες πινελιές σημαδεύουν τα γυμνά κατσάβραχα, κάποιες μαυριδερές κηλίδες, τα δάση και τις κατάφυτες περιοχές. Πέρα στο βορρά, αυτό το ακρωτήρι πρέπει να είναι το Ίζολα Ρόσα· παραπέρα, αυτό το άσπρο σαν κιμωλία που συγχέεται με την ξηρά είναι το Αγιάτσιο. Αλλά πλέουμε στα ανοιχτά, και δυσκολεύομαι πολύ να διακρίνω κάποια λεπτομέρεια. Παραπλέουμε έτσι όλη μέρα από απόσταση τη δυναμική και πρωτόγονη Κορσική, με τα ποιητικά άγρια ήθη και τις αιώνιες βεντέτες, την οποία η πρόοδος θα εξομοιώσει πολύ γρήγορα με τα προάστια του Παρισιού, το Παντέν ή τις Μπατινιόλ. Θα ήταν ίσως η κατάλληλη στιγμή να παρεμβάλω εδώ ένα λαμπρό απόσπασμα για τον Ναπολέοντα· προτιμώ όμως ν' αποφύγω αυτή την εύκολη κοινοτοπία, και θα περιοριστώ σε μια σύντομη παρατήρηση για την επίδραση που είχαν τα νησιά στη μοίρα αυτού του σχεδόν μυθικού πια ήρωα, το θρύλο του οποίου βλέπουμε να σχηματίζεται μπρος στα μάτια μας: ένα νησί τού χαρίζει τη ζωή· έκπτωτος, φεύγει από ένα νησί και πεθαίνει σ' ένα νησί, σκοτωμένος από ένα νησί· βγαίνει από τη θάλασσα και ξαναβυθίζεται μέσα της. Τι μύθο θα χτίσει άραγε το μέλλον πάνω σ' αυτό τον καμβά, όταν η φευγαλέα ιστορία θα έχει χαθεί για να παραχωρήσει τη θέση της στο αιώνιο ποίημα; Αλλά διακρίνονται οι επτά μοναχοί, βραχώδεις σκόπελοι, που δίνουν στ' αλήθεια την εντύπωση κουκουλοφόρων καπουτσίνων στη σειρά, και πλησιάζουμε το στενό πέρασμα που χωρίζει την Κορσική από τη Σαρδηνία από την πλευρά του Μπονιφάτσιο. Η Ελλάδα που μας είναι οικεία, η Σαρ δηνία που αγν οούμε. Ένα εξαιρετικά στενό κανάλι χωρίζει τα δυο νησιά, που προφανώς πρέπει να ήταν ένα νησί προκατακλυσμιαία και πριν από τις ηφαιστειακές αναταραχές· φαίνεται πολύ ευδιάκριτα η ακτή του κάθε τόπου: ορεινοί λόφοι αρκετά κρημνώδεις αλλά χωρίς κάποια ιδιαιτερότητα· μερικά σπίτια με κίτρινους τοίχους και κεραμιδένιες

8

στέγες είναι σκόρπια στην παραλία, που χωρίς αυτά θα έμοιαζε με παραλία έρημου νησιού, γιατί δε φαίνεται εκεί κανένα ίχνος καλλιεργημένης γης· δυο τρεις βάρκες με λατίνια ιστία κυματίζουν σαν γλάροι από τη μια πλευρά στην άλλη. Από τη μεριά της Σαρδηνίας, μας δείχνουν το βασικό αξιοθέατο της περιοχής, μια αλλόκοτη συστάδα από βράχια πάνω στην κορφή ενός λόφου, που διαγράφουν επακριβώς, με τις γωνίες και τις καμπύλες τους, το σχήμα μιας γιγαντιαίας λευκής αρκούδας των πολικών θαλασσών· διακρίνονται, χωρίς να δείχνει κανείς την παραμικρή επιείκεια, όπως συνήθως συμβαίνει σ' αυτού του είδους τα θαύματα, η ραχοκοκαλιά, τα πέλματα και το μακρουλό κεφάλι του ζώου: το παράστημα, η στάση, το χρώμα, τίποτα δε λείπει. Όσο πλησιάζουμε, οι γραμμές χάνονται, τα σχήματα συγχέονται ή οι γωνίες τους δεν ευνοούν. Η αρκούδα ξαναγίνεται βράχος. Διαβήκαμε το πέρασμα. Θ' ακολουθήσουμε σ' όλο της το μήκος την ακτή της Σαρδηνίας που είναι απέναντι από την Ιταλία, όπως όλη μέρα παραπλεύσαμε την ακτή της Κορσικής που κοιτάζει προς τη Γαλλία. Δυστυχώς μας προλαβαίνει η νύχτα, και θα στερηθούμε αυτό το θέαμα· η Σαρδηνία θα περάσει δίπλα μας σαν όνειρο μες στη σκιά. Τίποτα στον κόσμο, απ' όσο ξέρω, δεν είναι πιο ενοχλητικό από το να διασχίζει κανείς μες στη νύχτα μια τοποθεσία που επιθυμεί να δει εδώ και καιρό. Τέτοια λυπηρά γεγονότα συμβαίνουν συχνά, τώρα που ο ταξιδιώτης είναι μονάχα ένα συμπληρωματικό εξάρτημα του ταξιδιού, και ο άνθρωπος έχει υποταχθεί σαν άψυχο αντικείμενο στο μεταφορικό μέσο. Την ώρα που ξυπνάμε, η έρημη θάλασσα έχει ένα πολύ σκληρό γαλάζιο χρώμα που κάνει τον ουρανό να μοιάζει ωχρός. Κάποια δελφίνια παίζουν στο αυλάκι του καραβιού, κολυμπώντας πιο γρήγορα από τον καπνό σαν να τον αψηφούν· αλληλοκυνηγιούνται, πηδάνε το ένα πάνω από το άλλο και περνάνε στον αφρό της πλώρης, ύστερα μένουν πίσω και χάνονται μετά από κάποια χοροπηδήματα. Δεξιά του πλοίου, σε κάποια απόσταση, προβάλλει ένα τεράστιο γκριζωπό ψάρι, οπλισμένο στη ράχη μ' ένα πτερύγιο μαυριδερό και μυτερό σαν κεντρί. Κάνει μια βουτιά και δεν ξαναδίνει πια σημεία ζωής: αυτά είναι όλα κι όλα, μαζί με τη μακρινή εμφάνιση τριών ή τεσσάρων ιστιοφόρων που ακολουθούν την πορεία τους σε

9

διαφορετικές κατευθύνσεις, τα μοναδικά συμβάντα της μέρας. Ο καιρός είναι αρκετά δροσερός· σηκώνουμε τα πανιά της πλώρης, που επιταχύνουν την πορεία μας κατά κάποιους κόμβους. Το απόβραδο μας δείχνουν το κάβο Μαρίτιμο, ένα από τα ακρωτήρια του νησιού που οι αρχαίοι, λόγω του σχήματός του, ονόμαζαν Τρινακρία και που σήμερα ονομάζεται Σικελία. Θα παραπλεύσουμε για άλλη μια φορά μες στο σκοτάδι τις αρχαίες και γραφικές ακτές της, αλλά αύριο θα είμαστε στη Μάλτα μέρα. Γύρω στις δύο η ώρα, κάτω από μια σειρά αυλακωμένα σύννεφα, διακρίνω μια ράβδωση κάπως πιο πυκνή, είναι το νησί Γκότσο. Γρήγορα η σιλουέτα διαγράφεται πιο ευδιάκριτα. Τεράστιοι κάθετοι γκρεμοί, που στα πόδια τους κοχλάζει η θάλασσα με θόρυβο, υψώνονται από τα έγκατα των νερών, σαν την κορυφιή ενός βουνού που έχει τη βάση του βυθισμένη στο νερό· λένε πως μπορεί κανείς να παρακολουθεί με το μάτι τούτα τα ψηλά λευκά βράχια από πολλές εκατοντάδες πόδια μακριά όταν ο ορίζοντας είναι καθαρός, γι' αυτό και προκαλούν τρόμο σε όσους τα περνούν σύρριζα μέσα σ' ένα καρυδότσουφλο, έχοντας κατά κάποιο τρόπο την αίσθηση ότι βρίσκονται στο χείλος της αβύσσου. Κατά μήκος αυτών των απόκρημνων ακτών που ορθώνονται σαν τείχη κάστρου, κάποιοι ψαράδες κρεμασμένοι σ' ένα σχοινί, σαν τους Ιταλούς που ασβεστώνουν τα σπίτια, ρίχνουν πετονιές και πιάνουν ψάρια. Ένα σκοινί να κοπεί, ένας κακοφτιαγμένος κόμπος, θα τους τσάκιζε στα βάθη του γκρεμού. Προχωράμε· το έδαφος γίνεται κάπως ομαλότερο και ευνοεί λίγες καλλιέργειες: πέτρινα τοιχαλάκια, που από μακριά μοιάζουν με ρίγες χαραγμένες με μελάνι πάνω σ' ένα τοπογραφικό σχέδιο, περιφράζουν και χωρίζουν τους αγρούς· τα σύννεφα χάθηκαν, ένα όμορφο ζεστό χάλκινο χρώμα ντύνει τη γη μ' ένα χρυσό μανδύα. Ένας σωρός από κιμωλιώδεις κορφές, πάνω στον οποίο στρογγυλεύουν λίγοι τρούλοι, μοιάζει με κουρνιαχτό κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο στην κορυφή ενός λόφου ή μάλλον ενός βουνού. Είναι το Γκότσο, η πρωτεύουσα του νησιού. Τα αξιοθέατα του Γκότσο είναι κάτι κούφιες σπηλιές στην ακροθαλασσιά, στην είσοδο των οποίων στροβιλίζονται σμήνη υδρόβιων πουλιών που έχουν χτίσει εκεί τη φωλιά τους, ένας σκόπελος όπου φυτρώνει ένα είδος ιδιαίτερου μανιταριού που το έχουν σε πολλή υπόληψη, και του

10

οποίου οι ιππότες της Μάλτας είχαν διατηρήσει το μονοπώλιο, και η αλυκή του Ωρολογοποιού, ιδιόμορφο υδραυλικό φαινόμενο, και ιδού μια σύντομη εξήγηση γι' αυτό. Ένας Μαλτέζος ωρολογοποιός, που είχε την έμπνευση να φτιάξει αλυκές από την πλευρά του Ζέμπουγκ, όπου διέθετε κτήματα δίπλα στην ακρογιαλιά, έβαλε να σκάψουν το βράχο για να εξατμιστεί το αλμυρό νερό· όμως η θάλασσα, που τον είχε φάει από κάτω, ξεχύθηκε από αυτό το πηγάδι σαν υδατοστρόβιλος ή σαν ένα από εκείνα τα υδάτινα ηφαίστεια της Ισλανδίας, περισσότερο από εξήντα πόδια ψηλά, και λίγο έλειψε να καταποντιστεί όλη η περιοχή. Βούλωσαν με μεγάλο κόπο το άνοιγμα, και πότε πότε το θαλάσσιο ηφαίστειο κάνει προσπάθειες να ξεσπάσει. Δεν είδα την αλυκή του Ωρολογοποιού. Απλώς αφηγούμαι ό,τι μου είπαν. Το Γκότσο και η Μάλτα είναι τοποθετημένα ακριβώς όπως η Κορσική και η Σαρδηνία· χωρίζονται από ένα στενό πέρασμα, και στους προϊστορικούς χρόνους πρέπει κι αυτά ν' αποτελούσαν ένα μόνο νησί. Η όψη των ακτών της Μάλτας είναι παρόμοια με την όψη των ακτών του Γκότσο: είναι προφανής η συνέχεια των ίδιων βράχων, της ίδιας γης, και οι γεωλογικές διαστρωματώσεις έχουν μια συνέχεια από το ένα νησί στο άλλο. Το κλίμα έχει αλλάξει πολύ από χθες· ο ουρανός αποκτά αποχρώσεις λαζουρίτη· το καυτό αεράκι της γειτονικής Αφρικής είναι αισθητό. Η Μάλτα παράγει πορτοκάλια· στη γη της ευδοκιμούν η φραγκοσυκιά και η αλόη· αρχίζουν να διακρίνονται τα οχυρώματα της πόλης Βαλέτα, με προάγγελους δυο πυργόσχημους ανεμόμυλους με οχτώ φτερά να σχηματίζουν τον τροχό, διάταξη αλλόκοτη και συνηθισμένη σ' όλη την Ανατολή, και θ' άξιζε ο Ογκέ3, ο Ραφαήλ των ανεμόμυλων, να κάνει το ταξίδι ειδικά γι' αυτό το λόγο, τόσο πρωτότυπη είναι η όψη των φτερών, που πολλαπλασιάζονται σαν τις ακτίνες ενός τροχού χωρίς στεφάνη. Το γαλανό νερό γίνεται πράσινο όσο πλησιάζουμε την ξηρά· παρακάμπτουμε το ακρωτήριο Ντράγκουτ. Το ατμόπλοιο κάνει μισή στροφή και εισχωρεί στην είσοδο του λιμανιού, περνώντας ανάμεσα στο κάστρο Σαιντ Έλμο και το φρούριο Ρικατσόλι. Τα οχυρώματα, με τις ακριβείς γωνίες τους και τις έντονες ακμές τους,

11

λουσμένα σ' ένα λαμπρό φως, διαγράφονται σχεδόν γεωμετρικά ανάμεσα στο βαθύ γαλάζιο του ουρανού και το χτυπητό πράσινο της θάλασσας. Οι παραμικρές λεπτομέρειες της ακρογιαλιάς ξεχωρίζουν ευδιάκριτα: αριστερά υψώνεται μια πυραμίδα στη μνήμη του συνταγματάρχη Κάβεντις 4 και προβάλλουν οι μυτερές στέγες της πόλης Βιτοριόζα και της κωμόπολης Σένγκλεα· δεξιά, κλιμακώνεται αμφιθεατρικά η πόλη Βαλέτα· το λιμάνι, με την τοπική ονομασία Μάρσα, εισχωρεί διχαλωτά μες στην ξηρά όπως ο μυχός της Ερυθράς Θάλασσας· καράβια αγγλικά, σαρδικά, ναπολιτάνικα, ελληνικά, απ' όλα τα έθνη, είναι αγκυροβολημένα άλλα πιο μακριά και άλλα πιο κοντά στην ακτή, ανάλογα με το βύθισμά τους. Στην αποβάθρα, από την πλευρά της Βαλέτας, διακρίνονται Άγγλοι στρατιώτες με το κόκκινο σακάκι και το επίσημο λευκό παντελόνι, και κάποιες καρότσες με μεγάλους κατακόκκινους τροχούς, που θυμίζουν τα παλιά corricoli της Νάπολης· όλα αυτά προβάλλουν με φόντο τα εκτυφλωτικά άσπρα τείχη. Χωρίς οι θέσεις τους να είναι ίδιες, υπάρχει σ' αυτά τα πολυτελή οχυρώματα, σ' αυτό το κράμα βρετανικών και μεσημβρινών χαρακτηριστικών, κάτι που θυμίζει το Γιβραλτάρ· αυτή είναι η πρώτη σκέψη που κάνουν όλοι όσοι έχουν δει τις δυο θέσεις-κλειδιά των Άγγλων, που ανοίγουν και κλείνουν τη Μεσόγειο. Μας διέκριναν από την ακρογιαλιά. Ένας στολίσκος από βάρκες κατευθύνεται ολοταχώς προς το ατμόπλοιο· μας περικυκλώνουν, μας περιζώνουν, μας κατακλύζουν, γίνεται μια ειρηνική έφοδος· το κατάστρωμα γεμίζει μέσα σ' ένα λεπτό από κάθε καρυδιάς καρύδι, που τιτιβίζει, φωνάζει, ουρλιάζει, μιλάει ακαταλαβίστικα κάθε λογής γλώσσες και διαλέκτους· θαρρούσες πως ήσουν στη Βαβέλ τη μέρα που οι άνθρωποι σκορπίστηκαν σ' όλο το πρόσωπο της γης. Πριν καλά καλά μάθουν σε ποιο έθνος ανήκεις, οι αστείοι αυτοί πολύγλωσσοι τύποι δοκιμάζουν πάνω σου τα αγγλικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά, τα ελληνικά, ακόμα και τα τουρκικά, μέχρι να πετύχουν ένα ιδίωμα στο οποίο θα μπορούσες να τους πεις και να γίνεις κατανοητός: «Με ζαλίσατε! να πάτε όλοι στον αγύριστο!» Οι υπηρέτες, οι βοηθοί των ξενοδοχείων, σε καταδιώκουν, κολλάνε πάνω σου σαν βδέλλες και σου τριβελίζουν τα αυτιά με τις πιο συμφέρουσες προσφορές. Χώνουν κάρτες μες στα χέρια σου, μες στο γιλέκο σου, στο εσωτερικό

12

τσεπάκι του παντελονιού σου, στην τσέπη του παλτού σου, στο καπέλο σου· οι βαρκάρηδες σε τραβολογούν δεξιά και αριστερά, από το μπράτσο, από το κολάρο του κοστουμιού, από την άκρη της ρεντιγκότας, με κίνδυνο να σε κόψουν στα δύο, λεπτομέρεια που τους αφήνει αδιάφορους· διαπληκτίζονται και χτυπιούνται για χάρη σου, ξεφωνίζοντας, χειρονομώντας, ποδοκροτώντας, αφηνιάζοντας σαν δαιμονισμένοι· τελικά, όμως, δεν υπάρχουν ούτε νεκροί ούτε τραυματίες, και η θορυβώδης αυτή σκηνή μπορεί να ονομαστεί, σαν το έργο του Σαίξπηρ, Πολύ κακό για το τίποτα. Η οχλοβοή κοπάζει, οι ταξιδιώτες μοιράζονται με κλήρους, και κάθε βαρκάρης αρπάζει τη λεία του. Στους βαρκάρηδες και στους υπηρέτες έρχονται να προστεθούν οι σιγαροπώλες, που σου προσφέρουν κάτι τεράστια πακέτα σε αμύθητα χαμηλές τιμές: είναι πράγματι απαίσια. Παρατήρησα ανάμεσα σ' αυτό το ετερόκλητο πλήθος μερικούς αρκετά χαρακτηριστικούς τύπους. Μελαψά πρόσωπα με μαύρα γυαλιστερά μαλλιά τυλιγμένα σε μικρές σπείρες, με σαρκώδη χείλη και λαμπερά βλέμματα, ένας σχεδόν αφρικανικός τύπος πάνω σ' ένα φόντο ελληνικής συμμετρίας, που έβλεπα συχνά και που μου φάνηκε ότι ανήκει μόνο στη μαλτέζικη φυλή. Τούτα τα κεφάλια, τα ριζωμένα πάνω σε νευρώδεις λαιμούς και σε γεροδεμένα μπούστα, δεν έχουν απεικονιστεί στη ζωγραφική, και θα έδιναν νέα πρότυπα. Όσο για την αμφίεση, είναι από τις πιο απλές: ένα λινό παντελόνι που σφίγγει στους γοφούς μ' ένα μάλλινο ζωνάρι, μια φουσκωτή πουκαμίσα, ένας σκούφος που φοράνε λοξά, ούτε κάλτσες ούτε παπούτσια. Όσο οι επιβάτες, που βιάζονταν να κατέβουν στην ξηρά, στριμώχνονταν στη σκάλα, εγώ χάζευα τις βάρκες που συνωστίζονταν στο πλευρό του καραβιού σαν ψαράκια γύρω από μια φάλαινα, και παρατηρούσα τις κατασκευαστικές και διακοσμητικές τους ιδιαιτερότητες. Προορισμένες για να εξυπηρετούν το λιμάνι, όπου το νερό είναι συνήθως ήρεμο, δεν έχουν πηδάλιο, και η πλώρη και η πρύμνη ξεχωρίζουν από ένα ανασηκωμένο στραβόξυλο όμοιο με το ράμφος μιας βενετσιάνικης γόνδολας που δεν της έχουν προσαρμόσει ακόμα το σιδερένιο δαντελωτό κλειδί που παριστάνει το βραχίονα ενός βιολιού· στην πλώρη ανοίγουν δυο μάτια ζωγραφισμένα άτσαλα, όπως στις ακάτους του Κάδιθ και του Πουέρτο· δίπλα στα μάτια, ένα

13

χέρι, τείνοντας το δείκτη, μοιάζει να δείχνει το δρόμο. Είναι άραγε ένα σύμβολο επαγρύπνησης, ένα φυλαχτό για την jettatura και το κακό μάτι; Δε θα μπορούσα να σας πω επακριβώς· η θέση όμως των ματιών δίνει στις βάρκες την ακαθόριστη όψη ενός ψαριού που κολυμπάει στην επιφάνεια του νερού, πράγμα αρκετά παράξενο. Πάνω στη ράχη της πρύμνης είναι ζωγραφισμένα τα εραλδικά σύμβολα της Αγγλίας, το λιοντάρι και ο μονόκερως, σε χτυπητά και έντονα χρώματα, ή πάλι ένας άγριος ουσάρος που κάνει να σταθεί στα πισινά του πόδια ένα ασύλληπτο άλογο, έργο της φαντασίας κάποιου ζωγράφου υαλογραφιών. Μερικά πιο σεμνά πλοιάρια αρκούνται σε μια γλάστρα με ολάνθιστα λουλούδια. Το πλήθος λιγοστεύει· μπαίνω σε μια λέμβο, κατεβαίνω στην ξηρά, περνάω κάτω από μια σκοτεινή πύλη. Συναντώ ένα δρόμο με σκαλιά: ανηφορίζω στην τύχη, καθώς συνηθίζω να περπατώ χωρίς οδηγό μες στις άγνωστες πόλεις, ακολουθώντας κάποια τοπογραφικά ένστικτά μου που σπάνια με ξεγελούν, και, μετά από κάποιους διαδοχικούς ελιγμούς, βγαίνω στην πλατεία της Κυβερνήσεως, την ώρα ακριβώς όπου επρόκειτο να σημάνει η αγγλική υποχώρηση, η οποία αξίζει μια ιδιαίτερη περιγραφή: τα τύμπανα, η γκρανκάσα, το πίφερο, στοιχήθηκαν σιωπηλά σε μια άκρη της πλατείας· δεν έχω καμία διάθεση να γελοιοποιήσω τον αγγλικό στρατό, αναρωτιέμαι όμως ακόμα μήπως έχουν δανειστεί αυτή τη μουσική από κανένα ξεκούρδιστο εκκλησιαστικό όργανο. Μ' ένα νεύμα του μαέστρου, τα τύμπανα ύψωσαν τις μπαγκέτες τους, η γκρανκάσα τον κόπανό της, το πίφερο τον αυλό του, αλλά με μια κίνηση τόσο στεγνή, τόσο μηχανική, τόσο ομοιόμορφη, που έμοιαζε να βγαίνει από ελατήρια και όχι από μυώνες. Οχτώ πόδια με λευκά παντελόνια σηκώθηκαν και ξανάπεσαν με γεωμετρικό βήμα, και ξέσπασε μια λαίλαπα από ασυγχρόνιστους ήχους. Η γκρανκάσα βρυχόταν σαν θυμωμένη αρκούδα, τα τύμπανα μπουμπούνιζαν, και το πίφερο, που είχε σκαρφαλώσει σε αδιανόητα ύψη, έβγαζε κάτι αλλόκοτες τρίλιες· αλλά οι μουσικοί, παρ' όλη τη φρενίτιδα, δεν έλεγαν ν' αποβάλουν την ανέκφραστη, απαθή, παγερή έκφρασή τους, και το μεσημεριανό αεράκι δεν μπόρεσε να λιώσει την πάχνη του βορρά πάνω της. Όταν έφτασαν στο άλλο άκρο της

14

πλατείας, έκαναν απότομη μεταβολή και ξαναέκαναν τον ίδιο δρόμο βγάζοντας τον ίδιο σαματά. Θα έχετε σίγουρα δει αυτά τα γερμανικά παιχνίδια που είναι εξοπλισμένα με μια μανιβέλα που κουρδίζει έναν Πρώσο στρατιώτη, ο οποίος βγαίνει από ένα φυλάκιο υπό το διαπεραστικό ήχο μιας σύντομης μουσικής, προχωράει μέσα από ένα διάδρομο ως την άκρη του κουτιού, κάνει μεταβολή και επιστρέφει στο σημείο απ' όπου ξεκίνησε. Μεγεθύνετε και πολλαπλασιάστε αυτό το γερμανικό παιχνίδι, και θα έχετε μια πολύ πιστή εικόνα της αγγλικής υποχώρησης. Ποτέ δεν πίστευα ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να μιμηθεί τόσο τέλεια το ζωγραφιστό ξύλο. Είναι μια μεγάλη επιτυχία της πειθαρχίας. Κατηφορίζοντας πάλι προς τη θάλασσα, βλέπω μια αντανάκλαση από κεριά να φλογοβολεί μέσα από την πόρτα μιας εκκλησίας. Μπαίνω. Κόκκινα δαμασκηνά υφάσματα με χρυσά σιρίτια τυλίγουν τις κολόνες. Πάνω στην Αγία Τράπεζα που είναι όλη επαργυρωμένη λάμπουν ήλιοι από λεπτουργημένο χρυσό και από ψευδόλιθους. Κάποια λυχνάρια χύνουν ένα μυστηριώδες ημίφως στα πλαϊνά κλίτη. Μπροστά από μια Μαντόνα κρέμονται τάματα από κερί και από ασήμι· αγριωποί πίνακες στο ύφος του Σπανιολέτο και του Καραβάτζιο διακρίνονται αμυδρά στο φως των κεριών έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι μέσα σε μια εκκλησία της Ισπανίας, στην καρδιά του πιο ένθερμου και του πιο παθιασμένου καθολικισμού. Νεαρά αγόρια, αραδιασμένα οκλαδόν πάνω σε ξύλινους πάγκους, ψέλνουν βραχνά έναν ύμνο και ένας γέροντας ιερέας τους δίνει τον τόνο. Αποχωρώ ικανοποιημένος περισσότερο από την πρόθεση παρά από τη μουσική. Νύχτωσε για τα καλά. Κάποια φανάρια λάμπουν στις γωνιές των δρόμων μπροστά από τις εικόνες της Μαντόνας και των αγίων. Τα καταστήματα με τα εδώδιμα και τα αναψυκτικά φωτίζονται από καντήλια που λαμπυρίζουν μες στην πρασινάδα στις προθήκες όπως οι πυγολαμπίδες κάτω από τα χόρτα. Γυναίκες κουκουλωμένες με τη faldetta 5 ανεβοκατεβαίνουν τις σκάλες των δρόμων, περπατούν μυστηριωδώς σύρριζα στους τοίχους, νυχτερίδες μες στο ερωτικό δειλινό. Θαρρώ, Θεός φυλάξοι, πως μόλις άκουσα να ριγούν τα μπακιρένια κύμβαλα ενός ντεφιού· ένα εξασκημένο χέρι χτυπάει την κοιλιά μιας κιθάρας αγγίζοντας απαλά τις χορδές με τον αντίχειρα.

15

Είμαι άραγε στη Μάλτα (αγγλική κυριαρχία), ή στην Αντεκερουέλα της Γρανάδας; Πάει καιρός που δεν έχω ακούσει να γρατσουνάνε το jambon στη μέση του δρόμου, και είχα αρχίσει να πιστεύω, παρά τις αναμνήσεις από τα τρία ταξίδια μου στην Ισπανία, ότι αυτό συνέβαινε μόνο στις καντάδες που βλέπουμε στις ερωτικές βινιέτες. Αυτό μου ξανάνιωσε την καρδιά λίγα χρόνια, και ξαναμπαίνω στη βάρκα μου για να πάω στον Λεωνίδα, σιγοτραγουδώντας όσο λιγότερο φάλτσα μπορώ το σκοπό που μόλις άκουσα. Αύριο θα έρθω να ξαναδώ, στο καθαρό φως της μέρας, ό,τι μπόρεσα να ξεχωρίσω μες στη σκιά του απόβραδου, και θα προσπαθήσω να σας δώσω μια ιδέα για τη Βαλέτα, την έδρα του Τάγματος της Μάλτας, το οποίο έπαιξε έναν τόσο λαμπρό ρόλο στην ιστορία, και που έσβησε, σαν όλους τους θεσμούς που δεν έχουν πια σκοπό, όσο ένδοξο και αν ήταν το παρελθόν τους.

16

ΜΑΛΤΑ ΞΑΝΑΒΡΗΚΑ ΣΤΗ ΜΑΛΤΑ το ΟΜΟΡΦΟ ΦΩΣ ΤΗΣ Ισπανίας του οποίου ακόμα και η Ιταλία, με τον τόσο παινεμένο ουρανό της, δίνει μόνο μια ωχρή αντανάκλαση. Πρόκειται για αληθινό φως και όχι για ένα μούχρωμα λίγο πολύ θαμπό που το στολίζουν με το όνομα της μέρας στα βόρεια κλίματα. Η λέμβος με αφήνει στην αποβάθρα, και μπαίνω στη Βαλέτα από την πύλη Λάσκαρη, Lascaris-gate, όπως λέει η επιγραφή που είναι γραμμένη πάνω από την αψίδα. Το ελληνικό όνομα και η αγγλική λέξη, που συνδέονται με το ενωτικό, φαντάζουν αλλόκοτα. Όλο το πεπρωμένο της Μάλτας είναι τούτες οι δυο λέξεις· κάτω από το θόλο, στο πέρασμα, όπως στην πύλη της Κρίσης στη Γρανάδα, υπάρχει ένα παρεκκλήσι αφιερωμένο στην Παρθένο, περιφραγμένο· στο βάθος τρεμοπαίζει ένα καντήλι, και στο κατώφλι συνωστίζονται ζητιάνοι που, χάρη στην ομορφιά των κουρελιών τους, δε θα ήταν παράταιροι ανάμεσα στους επαίτες του Αλμπαϊσίν· οι θερμές χώρες χαρίζουν χρυσοκόκκινες αποχρώσεις στα κουρέλια, χάρμα οφθαλμών για την παλέτα των ζωγράφων. Από τούτη την πύλη πηγαινοέρχεται ένα παρδαλό και κοσμοπολίτικο πλήθος· Τυνήσιοι, Άραβες, Έλληνες, Τούρκοι, Σμυρνιοί, Λεβαντίνοι όλων των τάξεων με την εθνική φορεσιά τους, χώρια οι Μαλτέζοι, οι Άγγλοι και οι Ευρωπαίοι διαφιορετικών χωρών. Θυμάμαι έναν ψηλό νέγρο με μοναδικό του ρούχο μια μάλλινη κουβέρτα τυλιγμένη γύρω του μεγαλόπρεπα, να περνάει πλάι σε μια νεαρή Αγγλίδα με ντύσιμο τόσο άψογο και τόσο αυστηρά βρετανικό που θαρρείς ότι πατούσε το πράσινο γρασίδι του Χάιντ Παρκ ή το πεζοδρόμιο του Πικαντίλι· είχε ύφος τόσο γαλήνιο, τόσο σίγουρο για τον εαυτό του, που σίγουρα δε θα ήθελε ν' ανταλλάξει το ψειριάρικο κουρέλι του ούτε με το ολοκαίνουριο φράκο ενός δανδή του βουλεβάρτου της Γάνδης. Οι Ανατολίτες, ακόμα και οι κατώτερες τάξεις, έχουν μια εκπληκτική φυσική αξιοπρέπεια· περνούσαν από εκεί Τούρκοι που όλα μαζί τ' αποφόρια τους δεν άξιζαν ούτε ένα άσπρο και που θα τους περνούσε κανείς για μεταμφιεσμένους πρίγκιπες. Η αριστοκρατικότητα αυτή προέρχεται από τη θρησκεία τους, που τους κάνει να θεωρούν τους υπόλοιπους ανθρώπους σκυλιά: καρότσες βαμμένες κόκκινες έσκιζαν το πλήθος και

17

διασταυρώνονταν με αλλόκοτες άμαξες, με τους τροχούς σε μεγάλη απόσταση από την κάσα, τοποθετημένη μπροστά, που θυμίζουν κάπως, λόγω της κατασκευής τους, τις άμαξες που συνόδευαν τον Λουδοβίκο ΙΔ' στις τοπιογραφίες του Βαν ντερ Μέλεν. Θαρρώ πως αυτό το είδος της άμαξας υπάρχει μόνο στη Μάλτα, γιατί δεν το έχω ξαναδεί αλλού. Όσο για την κυκλοφορία τους, περιορίζεται σε κάποιους κεντρικούς δρόμους, καθώς οι υπόλοιποι έχουν λαξεμένα σκαλοπάτια ή απότομες κλίσεις. Μέσα από την πύλη Λάσκαρη βρίσκεται μια πολύ ζωντανή και πολύβουη αγορά, κάτω από τέντες και παράγκες με πλεξίδες κρεμμυδιών, τσουβάλια με ρεβίθια, στοίβες από ντομάτες και αγγούρια, ματσάκια από πιπεριές, κοφίνια με κόκκινα φρούτα, και κάθε λογής φαγώσιμα γεμάτα τοπικό χρώμα, απλωμένα γραφικά. Μια όμορφη κρήνη με μαρμάρινη λεκάνη πάνω από την οποία δεσπόζει ένας ψηλός μπρούντζινος Ποσειδώνας, στηριγμένος πάνω σε μια τρίαινα σε στάση καβαλάρη, ροκοκό τεχνοτροπίας, φαντάζει όμορφα ανάμεσα στα μαγαζιά. Ανάμεσα στα καφενεία, τα καπηλειά, τα μαγειρεία, συναντάς αραιά και πού καμιά αγγλική ταβέρνα, με μια τοιχοκολλημένη πινακίδα που λέει ότι προσφέρει μονό και διπλό, old scotish-ale, ξανθιά μπύρα Ανατολικών Ινδιών, τζιν, ουίσκι, brandwine και άλλα βιτριολικά μείγματα για τους υπηκόους της Μεγάλης Βρετανίας, που κάνουν μια παράξενη αντίθεση με τις λεμονάδες, τα σιρόπια κερασιού, τα παγωμένα ποτά και τα σερμπέτια των υπαίθριων πωλητών. Οι αστυφύλακες, εφοδιασμένοι μ' ένα κοντό μπαστούνι με τα εμβλήματα της Αγγλίας, όπως οι όμοιοί τους στο Λονδίνο, διασχίζουν με ρυθμικό βήμα το μεσημβρινό αυτό λαό και επιβάλλουν την τάξη. Τίποτα πιο σώφρον, σίγουρα· αλλά τούτοι οι σοβαροί, ψυχροί, καθωσπρέπει μ' όλη την έννοια της λέξης άνθρωποι, απαθείς εκπρόσωποι του νόμου, φαντάζουν αλλόκοτοι ανάμεσα στο φωτεινό ουρανό και τη φλογερή γη αυτού του τόπου. Το προφίλ τους μοιάζει να είναι φτιαγμένο επίτηδες για να διαγράφεται με φόντο τις ομίχλες του Χάι Χόλμπορν και του Τεμπλ Μπαρ. Η Βαλέτα, χτισμένη το 1566 από το μεγάλο μάγιστρο του οποίου φέρει το όνομα, είναι η πρωτεύουσα της Μάλτας· η Σένγκλεα και η Βιτοριόζα, που καταλαμβάνουν δυο ακρωτήρια από την άλλη πλευρά

18

του λιμανιού Μάρσα, με τα προάστια Λα Φλοριάνα και Λα Μπουρμόλα, συμπληρώνουν την πόλη, που περιβάλλεται από προμαχώνες, οχυρώματα, αντίκρημνα, φρούρια και μικρά οχυρά που κάνουν οποιαδήποτε πολιορκία αδύνατη. Σε κάθε βήμα που κάνεις βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ' ένα κανόνι όταν ακολουθείς έναν από τους δρόμους που οριοθετούν την πόλη, όπως η Στράντα Λεβάντε ή η Στράντα Πονέντε. Το Γιβραλτάρ δεν έχει τόσα πυροβόλα να σε σημαδεύουν. Το μειονέκτημα αυτών των έργων που συνεχώς πολλαπλασιάζονται είναι ότι καλύπτουν μια πολύ μεγάλη ακτίνα και ότι θα χρειαζόταν, για την υπεράσπισή τους σε περίπτωση επίθεσης, μια πολυάριθμη στρατιά, που είναι πάντα δύσκολο να συντηρηθεί και να ανανεωθεί μακριά από τη μητέρα πατρίδα. Από την κορυφή των τειχών αυτών διακρίνεται, ως εκεί που φτάνει το μάτι, η γαλανή και διάφανη θάλασσα, ρυτιδωμένη από την αύρα και κεντημένη με λευκά πανιά. Κόκκινοι φρουροί φυλάνε σκοπιά σε τακτές αποστάσεις· ο ήλιος καίει τόσο δυνατά πάνω σ' αυτά τα προχώματα, που ένα πανί, τεντωμένο από ένα τελάρο και τυλιγμένο σ' ένα πάσσαλο, κάνει σκιά στους στρατιώτες που, χωρίς αυτή την προφύλαξη, θα ξεροψήνονταν επί τόπου. Ανεβαίνοντας προς τη δεύτερη πύλη, συναντάει κανείς μια εκκλησία ιησουίτικης και ροκοκό τεχνοτροπίας, στο ύφος των εκκλησιών της Μαδρίτης, χωρίς τίποτα το αξιοπερίεργο στο εσωτερικό. Πάνω από αυτή την πύλη, στην οποία φτάνει κανείς από μια κινητή γέφυρα, δεσπόζει το πομπώδες οικόσημο της Αγγλίας, και η τάφρος της, που έχει μεταμορφωθεί σε κήπο, είναι πλημμυρισμένη από μια οργιώδη μεσημβρινή βλάστηση με πράσινες μεταλλικές και γυαλιστερές αποχρώσεις: λεμονιές, πορτοκαλιές, συκιές, μυρτιές, κυπαρίσσια, φυτεμένα φύρδην μίγδην σε μια πυκνή και γοητευτική αταξία. Πάνω από τα τείχη, πιο πάνω από τα δώματα των σπιτιών, ξεδιπλώνεται με φόντο το γαλανό ουρανό μια σειρά από λευκές αψίδες που πλαισιώνουν τον περίπατο της πιάτσα Ρεγγίνα, στην κορυφή της πόλης, απ' όπου μπορεί κανείς ν' απολαύσει μια εκπληκτική θέα. Η Βαλέτα, μολονότι χτισμένη πάνω σ' ένα συμμετρικό σχέδιο και κατά κάποιο τρόπο μονοκόμματη, δεν είναι λιγότερο γραφική. Η ακραία

19

κλίση του εδάφους αντισταθμίζει τη μονοτονία που θα μπορούσε να έχει η άψογη ρυμοτομία, και η πόλη σκαρφαλώνει με σκαλιά και πλατύσκαλα το λόφο, τον οποίο σκεπάζει αμφιθεατρικά. Τα σπίτια, πανύψηλα, σαν τα σπίτια του Κάδιθ, για ν' απολαμβάνουν τη θέα της θάλασσας, καταλήγουν σε δώματα από πουζολάνη. Είναι όλα από λευκή μαλτέζικη πέτρα, ένα είδος πωρόλιθου που λαξεύεται πολύ εύκολα, και με τον οποίο μπορεί κανείς, χωρίς πολλά έξοδα, να παραδοθεί σε γλυπτικά και διακοσμητικά καπρίτσια. Τα ευθύγραμμα αυτά σπίτια έχουν θαυμάσια όψη και αναδίνουν ένα μεγαλείο και μια δύναμη που οφείλονται στην απουσία στέγης, γείσων και σοφίτας. Φαντάζουν ευδιάκριτα σαν ορθογώνια πάνω στον κυανό ουρανό, και η λευκότητά τους τον αναδεικνύει πιο έντονα· αλλά αυτό που τα κάνει πρωτότυπα είναι τα μπαλκόνια που προεξέχουν στις προσόψεις τους, σαν αραβικοί μουχαριαμπέδες ή ισπανικά λιακωτά. Τα τζαμωτά αυτά κλουβιά, στολισμένα με λουλούδια και θάμνους, όμοια με σέρες που προεξέχουν έξω από το σπίτι, στηρίζονται πάνω σε κονσόλες και γεισίποδες με σπείρες, οδοντωτές επάλξεις, περιεστραμμένα φυλλώματα, διακοσμητικές χίμαιρες της πιο ποικίλης φαντασίας. Τα μπαλκόνια σπάνε έντεχνα την ευρυθμία των προσόψεων, και, όπως φαίνονται από την άκρη του δρόμου, παρουσιάζουν εξαιρετικά χαρούμενα προφίλ· οι σκιές που διαγράφουν οι έντονες προεξοχές τους φαντάζουν τέλεια πάνω στη φωτεινή απόχρωση των προσόψεων. Τα κλαράκια της μπιζελιάς, τα κόκκινα άστρα των γερανιών, τα πορσελάνινα λουλούδια των κάκτων, που ξεχειλίζουν από τις ανοιχτές τζαμαρίες τους, ζωηρεύουν με τα έντονα χρώματά τους το γαλανό και το λευκό, που είναι η τοπική απόχρωση του πίνακα. Μέσα σ' αυτά τα παρατηρητήρια οι γυναίκες της εύπορης τάξης της Μάλτας περνούν τον καιρό τους, παραμονεύοντας την παραμικρή πνοή της θαλασσινής αύρας ή καταβεβλημένες από τις εκνευριστικές αλλαγές του σιρόκου. Διακρίνεις από το δρόμο το λευκό μπράτσο τους στηριγμένο στον αγκώνα, και βλέπεις την κόχη του μαύρου ματιού τους να λάμπει, πράγμα που σε αποσπά ευχάριστα από τις αρχιτεκτονικές σου ενατενίσεις. Οι Μαλτέζες, πράγμα σπάνιο για γυναίκες που ακολουθούν στο ντύσιμό τους περισσότερο τις επιταγές της μόδας παρά του γούστου τους, είχαν την ευθυκρισία να διατηρήσουν την εθνική φορεσιά τους,

20

τουλάχιστον στο δρόμο. Αυτό το ρούχο, που λέγεται φαλντέτα, είναι ένα είδος κάπας με καλύπτρα με ιδιαίτερο κόψιμο, με την οποία κουκουλώνονται φαρδαίνοντας ή στενεύοντας το άνοιγμα, που κρατιέται από μια μικρή βέργα από μπαλένα, ανάλογα με το πόσο θέλουν να φανεί το πρόσωπό τους. Η φαλντέτα είναι ομοιόμορφα μαύρη σαν ντόμινο· διαθέτει όλα τα πλεονεκτήματά του και επιπλέον μια χάρη που λείπει από τα άχαρα ατλαζωτά τσουβάλια που τιτιβίζουν τις Απόκριες στο φουαγιέ της Όπερας· κρύβουν το μάγουλο ή το μάτι από την πλευρά εκείνου που δε θέλουν να τις δει, τραβούν τη φαλντέτα πίσω ή την ανεβάζουν πάνω από τη μύτη, ανάλογα με τις περιστάσεις. Είναι σαν χορός μεταμφιεσμένων που έχει μεταφερθεί μες στη μέση του δρόμου. Κάτω από αυτή την κουκούλα από μαύρο ταφτά, που μοιάζει αρκετά με των γιαγιάδων μας, φορούν συνήθως ένα κόκκινο ή λιλά φόρεμα με μεγάλους φραμπαλάδες. Απ' όσο μπόρεσα να καταλάβω, όταν μια ευνοϊκή πνοή αέρα ανάδευε τούτο το μυστηριώδες πέπλο, οι Μαλτέζες πλησιάζουν τον ανατολίτικο τύπο· έχουν μεγάλα αραβικά μάτια, χλομή επιδερμίδα και γαμψή γενικά μύτη. Επειδή δεν έχω δει κανένα πρόσωπο ολόκληρο, παρά μόνο το μάτι της μιας, τη μύτη της άλλης, το μάγουλο μιας τρίτης, και ούτε ένα πηγούνι (μόνο στα παράθυρα, φευγαλέες οπτασίες), γιατί τα σκεπάζει η φαλντέτα, δεν μπορώ να βγάλω οριστικό συμπέρασμα, και παραδίδω την παρατήρησή μου έστω και ημιτελή. Οι ταξιδιωτικοί οδηγοί και τα εξειδικευμένα εγχειρίδια γεωγραφίας υποστηρίζουν ότι οι Μαλτέζες είναι πολύ κοκέτες κι έχουν ευάλωτη καρδιά. Δεν είμαι αρκετά δαιμόνιος Δον Ζουάν για να επαληθεύσω αυτοπροσώπως τούτο τον ισχυρισμό μέσα σε μια ολιγόωρη παραμονή· αλλά τα σπίτια έχουν δύο ή τρεις ορόφους με λιακωτά, όλες οι γυναίκες ανεξαιρέτως φορούν στο κεφάλι μια καλύπτρα που είναι το αντίστοιχο της αρχαίας βενετσιάνικης μάσκας και της σύγχρονης ισπανικής μαντίλιας, ο σιρόκος φυσάει τρεις μέρες στις τέσσερις, κάνει συνήθως είκοσι οχτώ βαθμούς ζέστη, παίζουν κιθάρα στους δρόμους, το βραδάκι, και πηγαίνουν πολύ συχνά στην εκκλησία. Είναι εξάλλου πολύ δύσκολο να είσαι πουριτανικά παγερός ανάμεσα στη Σικελία και την Αφρική. Τα χαλαρά ήθη τους

21

αποδίδονται, πάντα σύμφωνα με τα ίδια σοβαρά βιβλία, στη διαφθορά των ιπποτών της Μάλτας· αλλά οι κακόμοιροι οι ιππότες κοιμούνται εδώ και πολλά χρόνια κάτω από τους τάφους τους από μωσαϊκό, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, και το φταίξιμο, αν φταίει κανείς, είναι αποκλειστικά και μόνο του ήλιου. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι μου φάνηκαν πολύ δελεαστικές έτσι όπως ξεμύτιζαν κουκουλωμένες στο παράθυρο από τη σχισμή της καλύπτρας τους. Περιφερόμενος στην τύχη, συναντώ μαγευτικές γωνιές στους δρόμους που θα ξετρέλαιναν έναν ακουαρελίστα. Τα μπαλκόνια τυλίγουν τις γωνιές των σπιτιών και σχηματίζουν πολυώροφους πυργίσκους ή στοές, ανάλογα με τις διαστάσεις τους. Μια Μαντόνα ή ένας άγιος σε φυσικό μέγεθος, με το κεφάλι κάτω από ένα πέτρινο κουβούκλιο και τα πόδια πάνω στη βάση ενός τεράστιου βάθρου με ελικοειδείς σπείρες, παρουσιάζονται απρόσμενα για να τα λατρέψουν οι πιστοί και να τα ζωγραφίσουν οι σκιτσογράφοι· μεγάλα φανάρια, που στηρίζονται πάνω σε περίτεχνους ορθογώνιους φανοστάτες, φωτίζουν τα σεβάσμια είδωλα και εμπνέουν ωραία μοτίβα για σχέδιο. Δεν περίμενα να βρω σταυροδρόμια τόσο καθολικά στην αγγλική Μάλτα. Στη βάση των περισσότερων αγαλμάτων είναι γραμμένες, πάνω σε πλαίσια με περιεστραμμένες άκρες, επιγραφές όπως αυτή: «Ο Μάγιστρος Φερνάντο Ματέι, επίσκοπος της Μάλτας, ή η Αυτού Εξοχότης σεβασμιότατος δον Φ. Σαβέριο, παρέχει συχωροχάρτι για σαράντα μέρες σε όλους εκείνους που θα πουν ένα Pater, ένα Ave και ένα Gloria μπροστά στις εικόνες της υπεραγίας Θεοτόκου ή του αγίου Φραγκίσκου Βοργία. που τοποθετήθηκαν εδώ με τις ευλογίες τους». Μια και αναφέρθηκα στη θρησκευτική γλυπτική, είναι ευκαιρία να μιλήσω εδώ για μια αρκετά παράξενη λεπτομέρεια που παρατήρησα πάνω στη θύρα μιας εκκλησίας. Πρόκειται για κάτι κεφάλια νεκρών περιβεβλημένα με φτερά πεταλούδας. Το ιερογλυφικό αυτό για τη συντομία της ζωής, σε πένθιμο ύφος Πομπαντούρ, μου φάνηκε ότι συνδέει μ' έναν καινούριο τρόπο τα εμβλήματα του μπουντουάρ με τα διακοσμητικά μοτίβα του τάφου. Είναι ένας πολύ αβρός τρόπος για να είναι κανείς μακάβριος, και την ιδέα πρέπει να την εμπνεύστηκε κάποιος ασήμαντος αβάς της αυλής. Αν η σημασία του επικήδειου αυτού

22

γρίφου μού ήταν σαφής, δε συνέβαινε το ίδιο μ' ένα μικρό πρόστυπο ανάγλυφο που είδα πάνω από την πόρτα πολλών σπιτιών, το οποίο αναπαριστά, με μικρές παραλλαγές, μια γυμνή γυναίκα βυθισμένη μες στις φλόγες ως τη μέση, με ανασηκωμένα τα χέρια στον ουρανό. Ένα μικρό φλάμπουρο έχει χαραγμένη πάνω του αυτή τη λέξη: Βαλέτα. Ένας Μαλτέζος, τον οποίο συμβουλεύομαι, μου εξηγεί ότι το εισόδημα των σπιτιών μ' αυτή την ένδειξη πηγαίνει υπέρ των αδελφών ψυχών στο Καθαρτήριο μετά το θάνατο των ιδιοκτητών, για τους οποίους προσεύχονται και κάνουν λειτουργίες. Η γυμνή γυναίκα συμβολίζει την ψυχή. Το παλάτι των μεγάλων μαγίστρων, σήμερα παλάτι της κυβέρνησης, δεν έχει τίποτα το αξιοσημείωτο αρχιτεκτονικά. Χτίστηκε σχετικά πρόσφατα, και δεν ανταποκρίνεται στην εντύπωση που έχουμε για την κατοικία των Βιλιέ ντε ΛΊλ-Αντάμ, των Λα Βαλέτ και των διαδόχων τους. Έχει ωστόσο μια αρκετά μνημειώδη όψη και φαντάζει όμορφα μες στη μεγάλη πλατεία, της οποίας καταλαμβάνει τη μία πλευρά. Δυο πόρτες με ρουστίκ κολόνες σπάνε την ομοιομορφία της μακρόστενης πρόσοψης· ένα τεράστιο λιακωτό, που σχηματίζει μια εσωτερική στοά και στηρίζεται πάνω σε δυνατές ανάγλυφες κονσόλες, διατρέχει το κτίριο στο ύψος σχεδόν του πρώτου πατώματος, και δίνει στο οικοδόμημα τη σφραγίδα της Μάλτας. Αυτή η αποκλειστικά τοπική λεπτομέρεια αναδεικνύει το οικοδόμημα που κατά τ' άλλα θα ήταν αδιάφορο. Το παλάτι, που θα είχε μια συνηθισμένη μεγαλοπρέπεια, γίνεται έτσι πρωτότυπο. Το εσωτερικό, που επισκέφτηκα, έχει μια σειρά από αχανείς αίθουσες και στοές με πίνακες που αναπαριστούν μάχες στην ξηρά και στη θάλασσα, πολιορκίες, συγκρούσεις ανάμεσα στις τουρκικές γαλέρες και τις γαλέρες της Θρησκείας (έτσι αποκαλούν με μια λέξη το τάγμα του Αγίου Ιωάννη), του Ματέο ντε Λέτσε. Υπάρχουν επίσης πίνακες του Τρεβιζάνι, του Σπανιολέτο, του Γκουίντο Ρένι, του Καλαβρέζου και του Καραβάτζιο. Ο ξεναγός σε οδηγεί μέσα σε μεγάλα διαμερίσματα που έχουν δάπεδα στρωμένα με λεπτές ψάθες, γύψινες ή μαρμάρινες κολόνες, ταπετσαρίες με κάθετη ύφανση κατά μίμηση του Μάρτιν ντε Βος ή του Ζουβενέ, ξύλινες οροφές με ρόμβους ή τετράγωνα,

23

προσαρμοσμένα, με περισσότερο ή λιγότερο γούστο, στο σημερινό τους σκοπό: τα οικόσημα και οι προσωπογραφίες των μεγάλων μαγίστρων θυμίζουν εδώ κι εκεί τους παλιούς ενοίκους του ιπποτικού αυτού παλατιού, που έγινε αγγλική κατοικία· βρήκα εδώ, προς μεγάλη μου έκπληξη, μια προσωπογραφία του Λώρενς, ένα Γεώργιο Γ ή Δ', ντυμένο με λευκό και κατακόκκινο ατλάζι, αντικριστά σ' έναν αρκετά καλοζωγραφισμένο Λουδοβίκο ΙΣΤ', αν και οι σεντεφένιες αντανακλάσεις του ρούχου του λαμπύριζαν λιγότερο από του Άγγλου μονάρχη. Μια από τις πιο πελώριες αίθουσες, όταν ήμουν στη Μάλτα, την είχαν μετατρέψει σε αίθουσα χορού, και σε μια κολόνα της κρεμόταν ο τυπωμένος πίνακας με τα βαλς, τις πόλκες και τις καντρίλιες· η λεπτομέρεια αυτή, όσο φυσική και αν είναι, μας έκανε να χαμογελάσουμε· θα διασκέδαζε τις σκιές των νεαρών ιπποτών αν αρέσκονταν να επιστρέφουν τη νύχτα στην παλιά κατοικία τους: μόνο οι συντηρητικοί θα προσβάλλονταν, γιατί οι υπόλοιποι μοναχοί στρατιώτες έκαναν μια μάλλον ξέφρενη ζωή, και οι ξενώνες τους έμοιαζαν περισσότερο με στρατώνες παρά με μοναστήρια. Ο θρόνος της Αγγλίας, με τον ουρανό του, τα οικόσημά του και τα παραπετάσματά του, ορθώνεται αλαζονικά στη θέση της πολυθρόνας όπου καθόταν ο μέγας μάγιστρος του τάγματος, και οι έγχρωμες λιθογραφίες των πολυάριθμων τέκνων του πρίγκιπα Αλβέρτου και της βασίλισσας Βικτωρίας, όπως πιθανόν και στο σπίτι κάθε πιστού και αφοσιωμένου υπηκόου, κρέμονται στους ανυπεράσπιστους τοίχους αυτού του ασύλου της αγαμίας. Ευελπιστούσα να επισκεφτώ το μουσείο με τις πανοπλίες, ν' αγγίξω τα κράνη τα χαραγμένα από τις δαμασκηνές λάμες, τους θώρακες τους βαθουλωμένους από τις πέτρες των καταπελτών, κάτω από τους οποίους χτυπήθηκαν τόσες ανδρείες καρδιές, τις ασπίδες με το σταυρό, το έμβλημα του τάγματος, όπου καρφώνονταν τρέμοντας τα σαρακηνά βέλη. Ύστερα όμως από μια ώρα αναμονής και αναζήτησης, μου λένε ότι ο φύλακας είχε πάει στην εξοχή και ότι είχε πάρει τα κλειδιά μαζί του. Στο άκουσμα αυτής της θαυμάσιας απάντησης, πίστεψα πως ήμουν ακόμα στην Ισπανία, όπου, καθισμένος μπροστά στην πύλη κάποιου μνημείου, περίμενα να τελειώσει το μεσημεριανό του υπνάκο ο θυρωρός για να δεήσει να μου ανοίξει. Έπρεπε λοιπόν να παραιτηθώ από την επιθυμία να δω

24

αυτά τα ηρωικά παλιοσίδερα και να κατευθύνω την πορεία μου αλλού. Για να τελειώνω με τους ιππότες, κατευθύνθηκα προς την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη, που είναι το Πάνθεον του τάγματος. Η πρόσοψη, με το τριγωνικό αέτωμα, περιστοιχισμένη από δυο πύργους που καταλήγουν σε μικρά πέτρινα καμπαναριά, έχοντας για μοναδικό στολίδι τέσσερις στύλους συνδεμένους ανά δύο και τον έναν πάνω στον άλλον, και με μοναδικό άνοιγμα ένα παράθυρο και μια πόρτα χωρίς γλυφές και αραβουργήματα, δεν προετοιμάζει τον ταξιδιώτη για το λαμπρό εσωτερικό της. Το πρώτο πράγμα που αιχμαλωτίζει το μάτι είναι ένας πελώριος θόλος με μια νωπογραφία που καταλαμβάνει όλο το μήκος του κλίτους· η νωπογραφία αυτή, φθαρμένη δυστυχώς από το χρόνο, ή μάλλον λόγω της κακής ποιότητας του ασταριού, είναι του Ματιάς Πρέτι, του λεγόμενου Καλαβρέζου, ενός από εκείνους τους ελάσσονες αριστοτέχνες που, αν υστερούν σε ιδιοφυΐα, έχουν ενίοτε περισσότερο ταλέντο από τους πρίγκιπες της τέχνης. Η γνώση, η επιδεξιότητα, το πνεύμα, ο πλούτος και οι τεχνικές αυτής της κολοσσιαίας ζωγραφιάς, για την οποία έχουν ειπωθεί ελάχιστα, είναι πραγματικά ασύλληπτα. Κάθε ημιθόλιο περικλείει ένα θέμα από τη ζωή του αγίου Ιωάννη, στον οποίο είναι αφιερωμένη η εκκλησία, και ο οποίος ήταν ο προστάτης του τάγματος. Οι βάσεις των ημιθολίων στηρίζονται πάνω σε ομάδες αιχμαλώτων, Σαρακηνών, Τούρκων, χριστιανών ή άλλων, ημίγυμνων ή σκεπασμένων με κάποιο απομεινάρι τσακισμένης πανοπλίας, σε ταπεινωτικές και καταναγκαστικές στάσεις, εν είδει βαρβαρικών καρυάτιδων κατάλληλα προσαρμοσμένων στο θέμα. Όλο αυτό το μέρος της νωπογραφίας είναι γεμάτο εκφραστικότητα και ζωντάνια, και λάμπει από μια χρωματική ένταση σπάνια σ' αυτό το είδος ζωγραφικής. Οι συμπαγείς αποχρώσεις της αναδεικνύουν τις αχνές αποχρώσεις του θόλου, και εκτοξεύουν τα ουράνια σε μεγάλο βάθος. Δε γνώριζα άλλη τέτοια πομπώδη δημιουργία πέρα από τη νωπογραφία του Φουμιάνι, στην εκκλησία του Αγίου Πανταλέοντος στη Βενετία, που αναπαριστά τη ζωή, το μαρτύριο και την αποθέωση του ομώνυμου αγίου. Αλλά η γεύση της παρακμής γίνεται λιγότερο αισθητή στο έργο του Καλαβρέζου απ' ό,τι στο έργο του Βενετσιάνου.

25

Αν θέλει κανείς να γνωρίσει σε βάθος το μαθητή του Γκουερτσίνο, πρέπει να έρθει στη Μάλτα, στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Εις αναγνώρισιν αυτού του γιγαντιαίου έργου, ο Ματιάς Πρέτι είχε την τιμή να γίνει δεκτός στους κόλπους του τάγματος, όπως ο Καραβάτζιο. Το πλακόστρωτο της εκκλησίας απαρτίζεται από τετρακόσιους τάφους ιπποτών, με ένθετα από ίασπη, πορφυρίτη, πράσινα μάρμαρα και ετερογενή πετρώματα ποικίλων χρωμάτων, που πρέπει ν' αποτελούν το πιο λαμπρό επιτάφιο μωσαϊκό· λέω πρέπει, γιατί, τη στιγμή της επίσκεψής μου, ήταν σκεπασμένοι με τεράστιες σπάρτινες ψάθες με τις οποίες στρώνουν τις εκκλησίες του Νότου· χρήση που εξηγείται από την απουσία καθισμάτων και από τη συνήθεια των πιστών να γονατίζουν καταγής για ν' ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα. Πολύ λυπήθηκα γι' αυτό· αλλά τα παρεκκλήσια και η κρύπτη περιλαμβάνουν αρκετά επιτάφια πλούτη για να σε αποζημιώσουν. Τούτα τα παρεκκλήσια, που έχουν μια βαριά διακόσμηση από αραβουργήματα, σπείρες, περιπλοκάδες και ανάγλυφες κλαδογραφίες ανάμεικτες με σταυρούς, οικόσημα και άνθη κρίνων, όλα επιχρυσωμένα με χρυσά δουκάτα, ξαφνιάζουν με τη χλιδή τους όσους γνωρίζουν μόνο τις εκκλησίες της Γαλλίας, με την τόσο αυστηρή γύμνια και την τόσο ρομαντική μελαγχολία. Η διακοσμητική αφθονία, οι επιχρυσώσεις, τα ποικίλα μάρμαρα, θα ταίριαζαν για τους Γάλλους μάλλον στη διακόσμηση ενός παλατιού ή μιας αίθουσας χορού, γιατί ο δικός μας καθολικισμός είναι κάπως προτεσταντικός. Ο τάφος του Νικολά Κοτονέ, ενός από τους μεγάλους μαγίστρους που συνέβαλε ιδιαίτερα στη ακτινοβολία του τάγματος και που ξόδεψε την προσωπική του περιουσία για να προικίσει τη Μάλτα με χρήσιμα ή πολυτελή μνημεία, δεν είναι πολύ καλαίσθητος, αλλά είναι πλούσιος και φτιαγμένος από πολύτιμα υλικά. Αποτελείται από μια πυραμίδα ακουμπισμένη στον τοίχο, πάνω από την οποία δεσπόζει μια σφαίρα μ' ένα μικρό σταυρό πλαισιωμένη από μια Φήμη που σημαίνει τη σάλπιγγα και από ένα μικρό δαίμονα που κρατάει το οικόσημο των Κοτονέ. Η προτομή του ηγεμόνα καταλαμβάνει τη βάση της πυραμίδας ανάμεσα σε τρόπαια από κράνη, κανόνια, όλμους,

26

λάβαρα, ασπίδες, πολεμικά τσεκούρια και κοντάρια. Δυο γονατιστοί σκλάβοι, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη, από τους οποίους ο ένας στρέφεται με επαναστατημένο ύφος, υποστηρίζουν τη βάση και αποτελούν το βάθρο. Περιέγραφα αυτό τον τάφο λεπτομερώς γιατί έχει ίδια χαρακτηριστικά με τους υπόλοιπους, όπου τα εμβλήματα της πίστης είναι ανάμεικτα με τα σύμβολα του πολέμου, όπως ταιριάζει σ' ένα τάγμα που είναι συγχρόνως στρατιωτικό και θρησκευτικό. Πρέπει επίσης να ρίξουμε μια ματιά στο μαυσωλείο του μεγάλου μαγίστρου Ροάν, που είναι πολύ μεγαλόπρεπο και πολύ φιλάρεσκο, και στο μαυσωλείο του δον Ραμόν ντε Περίγιας, Ισπανού μαγίστρου, που τα οικόσημα με τ' όνομά του έχουν συμπλέγματα με σταυρούς και αχλαδόσχημα μοτίβα. Η μοναδική αίσθηση που είχα αντικρίζοντας όλους αυτούς τους τάφους ήταν η ευλαβική θλίψη που γεννά πάντα σ' ένα ζωντανό και σκεπτόμενο πλάσμα η πέτρα πίσω από την οποία κρύβεται ένα πλάσμα που έζησε και σκέφτηκε όπως εκείνο. Όμως τι μεγάλη συγκίνηση ένιωσα όταν συνάντησα στη στροφή μιας αψίδας ένα μάρμαρο με την υπογραφή Πραντιέ, μ' αυτούς τους μισοελληνικούς μισογαλλικούς χαρακτήρες, και μ' αυτό το ετερόκλητο σίγμα στο οποίο ήθελε πάση θυσία να δώσει την αξία ενός έψιλον! Οι τελευταίες γραμμές που είχα γράψει στη Γαλλία, δυο ώρες πριν από την αναχώρησή μου, θρηνούσαν τον ξαφνικό θάνατο αυτού του αγαπημένου καλλιτέχνη, που μπορούσε ακόμα να μας χαρίσει τόσα αριστουργήματα. Έμελλε να ξαναντικρίσω απρόσμενα στη Μάλτα ένα από τ' αγάλματά του με την πιο ευγενική μελαγχολία, όπου μπόρεσε να διατηρήσει μες στο θάνατο όλη τη χάρη της νιότης του νεκρού, του άμοιρου κόμη ντε Μπωζολαί, που τόσο θαυμάσαμε στο Σαλόν, εδώ και δέκα χρόνια περίπου. Τον πρόσφατο θάνατο μου τον θύμισε ένας παλιός ήδη τάφος, αν οι τάφοι έχουν ηλικία και αν η πυραμίδα του Χέοπος είναι πιο παλιά από το λάκκο που έκλεισε μόλις χθες στο ΠερΛασαίζ. Ευτυχής πάντως όποιος κληροδοτεί τ' όνομά του στο σκληρότερο υλικό που υπάρχει, και εξασφαλίζει με όμορφα έργα τη σχετική αθανασία που μπορεί ν' αποκτήσει ο άνθρωπος! Ένα υπόγειο παρεκκλήσι, αρκετά παραμελημένο, περικλείει τα μνήματα του Βιλιέ ντε ΛΊλ-Αντάμ, του Λα Βαλέτ και των άλλων

27

μεγάλων μαγίστρων που κείτονται μες στις πανοπλίες τους πάνω σε επιτύμβιες στήλες με τα οικόσημά τους, που τις υποστηρίζουν λιοντάρια, πουλιά και χίμαιρες· άλλες είναι από μπρούντζο, άλλες από μάρμαρο ή από κάποιο άλλο πολύτιμο υλικό. Η κρύπτη αυτή δεν έχει τίποτα το μυστηριώδες ή το μακάβριο. Το φως των θερμών χωρών παραείναι έντονο για να ευνοήσει τα φαινόμενα του κιαροσκούρο των γοτθικών καθεδρικών. Πριν αφήσουμε την εκκλησία, μην ξεχάσουμε ν' αναφέρουμε ένα σύμπλεγμα του αγίου Ιωάννη που βαφτίζει το Χριστό, του Μαλτέζου γλύπτη Γκαφάν, τοποθετημένο πάνω στην Αγία Τράπεζα, αριστοτεχνικό, αν και κάπως στιλιζαρισμένο, και έναν πίνακα με μια θεσπέσια αγριάδα, του Μιχαήλ Αγγέλου του Καραβάτζιο, με θέμα την αποκεφάλιση του ίδιου αγίου. Μέσα από τη σκόνη της εγκατάλειψης και την πατίνα του χρόνου, ξεχωρίζει κανείς κάποια κομμάτια με εκπληκτικό ρεαλισμό, γραφικές καμάρες και μια τεχνοτροπία ασυνήθιστης ζωντάνιας. Η ώρα περνάει, και το ατμόπλοιο δεν περιμένει τους αργοπορημένους. Ας διασχίσουμε για άλλη μια φορά τους δρόμους του Αγίου Ιωάννη και της γραφικής Αγίας Ούρσουλας, με τα κλιμακωτά πλατύσκαλα, τα προεξέχοντα μπαλκόνια, τα μαγαζάκια δεξιά και αριστερά, το πλήθος που ανεβοκατεβαίνει ασταμάτητα τις σκάλες, και τη Στράντα Στρέτα, που είχε άλλοτε το προνόμιο να χρησιμεύει ως πεδίο ξιφασκίας των μονομάχων του τάγματος, που δρούσαν εκεί ανενόχλητοι· ας ρίξουμε μια ματιά, πάνω από τα τείχη, σ' αυτούς τους πυρόξανθους αγρούς, που τους χωρίζουν ξερολιθιές, χωρίς ίχνος σκιάς και βλάστησης, και που κατασπαράζονται από ένα δριμύ ήλιο· ας αγναντέψουμε τη θάλασσα από το ύψος της πιάτσα Ρεγγίνα, σπαρμένης με αγγλικούς τάφους· ας διασχίσουμε με βάρκα τη Μάρσα, ας περάσουμε από το δημόσιο δρόμο της Σένγκλεα, και ας επιβιβαστούμε στο πλοίο με λύπη που δεν μπορέσαμε να πάρουμε μαζί μας ένα ζευγάρι από τα όμορφα πέτρινα αγγεία της Μάλτας, που οι ντόπιοι λαξεύουν με μαχαίρι αριστοτεχνικά και με μεγάλη καλαισθησία. Είναι τέσσερις και μισή, και το πλοίο σηκώνει την άγκυρα στις πέντε.

28

Οι ντόπιοι μάς επιφυλάσσουν μια ακόμα ευχάριστη έκπληξη για το τέλος της πολύ σύντομης παραμονής μας στη Μάλτα. Μας περικυκλώνουν βαρκούλες γεμάτες ολόγυμνα πιτσιρίκια. Οι Μαλτέζοι κολυμπούν σαν πάπιες που μόλις βγήκαν από το αυγό τους, και είναι εξαίρετοι βουτηχτές. Ρίχναμε από το πλοίο ένα ασημένιο νόμισμα στη θάλασσα· το νερό είναι τόσο διάφανο στο λιμάνι, που το βλέπαμε να κατεβαίνει σε καμιά εικοσαριά μέτρα βάθος. Τα πιτσιρίκια παραμόνευαν την πτώση του κέρματος, έκαναν μια βουτιά σχεδόν ταυτόχρονα και το πρόφταιναν τις τρεις φορές στις τέσσερις, άσκηση που ευνοούσε τόσο την υγεία τους όσο και το βαλάντιό τους. Θα με συγχωρήσετε που δεν αναφέρθηκα στις κατακόμβες, στο λόφο Μπενγκέμα, στα ερείπια του ναού του Ηρακλή και στη σπηλιά της Καλυψώς - οι ειδήμονες ισχυρίζονται ότι η Μάλτα είναι η Ωγυγία του Ομήρου. Δεν είχα το χρόνο να τα δω, και δεν αξίζει τον κόπο ν' αντιγράψω τα λεγόμενα άλλων. Αύριο, πρωί-πρωί, θα αντικρίσουμε τις ακτές της Ελλάδας. Δεν είμαι μανιώδης λάτρης της αρχαιότητας, κάθε άλλο, όμως η σκέψη αυτή με αναστατώνει. Πάντα νιώθεις δέος βλέποντας να παίρνει μορφή στην πραγματικότητα μια χώρα που την έβλεπες θολά, από παιδί, μέσα από την αχλή των ποιητικών ονείρων.

29

ΣΥΡΑ ΑYPIO, ΚΑΤΑ ΤΗ ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ, θ' αντικρίσουμε τον κάβο Ματαπά, βαρβαρικό όνομα που κρύβει την αρμονία του αρχαίου ονόματος, όπως ένα παχύ στρώμα ασβέστη κρύβει ένα φίνο γλυπτό. Το ακρωτήριο Ταίναρο είναι το ύστατο άκρο αυτής της χερσονήσου, όμοιας με φύλλο μουριάς πεσμένο στη θάλασσα, με τις δαντελωτές ακτές, που σήμερα λέγεται Μοριάς και που άλλοτε ονομαζόταν Πελοπόννησος. Όλοι οι επιβάτες ήταν όρθιοι στο κατάστρωμα αγναντεύοντας τον ορίζοντα, προς την κατεύθυνση που τους είχαν υποδείξει, τρεις τέσσερις ώρες πριν γίνει δυνατόν να διακρίνει κανείς τίποτα. Το μαγικό όνομα της Ελλάδας διεγείρει και την πιο απαθή φαντασία· ακόμα και οι πιο ακαλλιέργητοι αστοί συγκινούνται και ξαναθυμούνται το λεξικό του Σομπρέ6. Επιτέλους, μια βιολετιά γραμμή πρόβαλε αχνά πάνω από τα κύματα. Ήταν η Ελλάδα· ένα βουνό έβγαλε τις λαγόνες του από το νερό, σαν νύμφη που αναπαύεται στην άμμο μετά το λουτρό της, όμορφη, αγνή, καλλίγραμμη, αντάξια αυτής της ανάγλυφης γης. «Ποιο βουνό είναι αυτό;» ρώτησα τον καπετάνιο. «Ο Ταΰγετος», μου απάντησε φυσικότατα, λες και είχε πει η Μονμάρτρη. Ακούγοντας το όνομα Ταΰγετος, ένα απόσπασμα από τους στίχους των Γεωργικών ξεπήδησε αμέσως από τη μνήμη: ... Virginibus bacchata Lacaenis Taygeta! και βάλθηκε να κλωθογυρίζει στα χείλη μου σαν μονότονη επωδός, που αρκούσε όμως στη σκέψη μου. Τι καλύτερο μπορεί να πει κανείς σ' ένα ελληνικό βουνό από ένα στίχο του Βιργίλιου; Αν και ήταν μέσα Ιουνίου και έκανε αρκετή ζέστη, στην κορυφή του βουνού ασήμιζαν λεπίδες χιονιού, κι εγώ ονειρευόμουν τα ροδαλά πόδια των όμορφων κοριτσιών της Λακωνίας που διέσχιζαν σαν βάκχες τον Ταΰγετο, και άφηναν το γοητευτικό χνάρι τους πάνω στα λευκά μονοπάτια! Ο κάβο-Ματαπάς προχωράει ανάμεσα σε δυο βαθιούς κόλπους και τους χωρίζει με τη ράχη του: τον κόλπο της Κορώνης και τον κόλπο

30

της Κολοκυθιάς· είναι μια λωρίδα ξηράς άγονης και κατάξερης, όπως όλες οι ακτές της Ελλάδας. Τον προσπερνάμε και μας δείχνουν, στα δεξιά, έναν όγκο από πυρόξανθα βράχια, σκασμένα από την ξηρασία, αφυδατωμένα από τη ζέστη, χωρίς ίχνος πρασινάδας ή έστω εύφορης γης: είναι το Τσιρίγο, τα αρχαία Κύθηρα, το νησί των μύρτων και των ρόδων, η αγαπημένη κατοικία της Αφροδίτης, που στο όνομά της συνοψίζονται τα όνειρα της ηδυπάθειας. Τι θα έλεγε άραγε ο Βατώ, με το έργο του Ταξίδι στα Κύθηρα που είναι όλο γαλάζιες και ροδοκόκκινες αποχρώσεις, αντικρίζοντας τούτη την τραχιά ακτή με τα κατσάβραχα, που απλώνει τις αυστηρές καμπύλες της κάτω από ένα ζεματιστό ήλιο και που μπορεί να προσφέρει ένα σπήλαιο στη μετάνοια των αναχωρητών, όχι όμως ένα δασάκι στα χάδια των εραστών; Ο Ζεράρ ντε Νερβάλ είχε τουλάχιστον την ευχαρίστηση να δει στην όχθη των Κυθήρων έναν απαγχονισμένο τυλιγμένο σ' ένα μουσαμά, πράγμα που μαρτυρεί μια επιμελημένη και βολική δικαιοσύνη7. Ο Λεωνίδας έπλεε πολύ μακριά από την ξηρά για να μπορέσουν οι επιβάτες του ν' απολαύσουν μια τόσο χαριτωμένη λεπτομέρεια, έστω και αν όλες οι κρεμάλες του νησιού ήταν γεμάτες κρεμασμένους τούτη τη στιγμή. Είπαν άραγε ψέματα οι αρχαίοι, μήπως φαντάστηκαν μαγευτικές τοποθεσίες εκεί όπου τώρα υπάρχει μόνο μια βραχονησίδα και μια κατάστεγνη γη; Είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι περιγραφές τους, η πιστότητα των οποίων ήταν εύκολο να εξακριβωθεί, ήταν απλά και μόνο πλάσματα της φαντασίας. Το δίχως άλλο, τούτη η γη η κουρασμένη από την ανθρώπινη δραστηριότητα εξαντλήθηκε με τον καιρό· πέθανε μαζί με τον πολιτισμό που σήκωνε, αποκαμωμένη από τα αριστουργήματα, τις μεγαλοφυίες και τους ηρωισμούς. Ό,τι βλέπουμε σήμερα δεν είναι παρά μόνο ο σκελετός της: η σάρκα, οι μυώνες, όλα έγιναν σκόνη. Όταν ένας τόπος χάνει την ψυχή του, πεθαίνει όπως ένα σώμα - αλλιώς, πώς να εξηγήσει κανείς μια τέτοια ολοκληρωτική και γενική διαφορά, γιατί ό,τι είπα μόλις τώρα ισχύει για όλη σχεδόν την Ελλάδα· ωστόσο, τούτες οι ακτές, όσο καταθλιπτικές και αν είναι, έχουν ακόμη όμορφες γραμμές και καθαρά χρώματα. Περνάμε ανάμεσα στο Τσιρίγο και το Σέρβι, άλλο ένα νησί από

31

ελαφρόπετρα, προσπερνάμε τον κάβο Μαλιά ή Σαν Άντζελο, και βγαίνουμε στο αρχιπέλαγος· ο ορίζοντας γεμίζει πανιά, τα μπρίκια, οι γολέτες και οι καραβέλες αυλακώνουν το γαλανό νερό και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· ο καιρός είναι θαυμάσιος· ούτε μπότζι, ούτε σκαμπανεβάσματα. Μια αδύναμη αύρα φουσκώνει ελαφρά τα πανιά μας και βοηθάει λίγο τους τροχούς, που μαστιγώνουν με τα πτερύγιά τους μια θάλασσα λεία σαν καθρέφτη -εδώ πρέπει να κολυμπούσαν οι μυθικές ακόλουθες της Αμφιτρίτης και της Γαλάτειας- μια θάλασσα που δε ρυτιδώνουν ούτε τα δελφίνια που πηδάνε στο νερό, οι τρίτωνες αυτοί της φυσικής ιστορίας που, από απόσταση, δίνουν την ψευδαίσθηση ότι είναι θαλάσσιοι θεοί. Η ξηρά χάθηκε και φαίνεται πια μονάχα σαν ομίχλη στα πέρατα του ουρανού· μια και δεν υπάρχει τίποτα να δούμε στον ορίζοντα, ας περιεργαστούμε λίγο τους νεοαφιχθέντες που επιβιβάστηκαν στη Μάλτα. Είναι κάποιοι Λεβαντίνοι καθισμένοι οκλαδόν ή ξαπλωμένοι πάνω στο χαλί τους στο μπροστινό μέρος του πλοίου, έχοντας πλάι τους το πανέρι με τις προμήθειες και ένα τυλιγμένο στρώμα πάνω στο οποίο πλαγιάζουν τη νύχτα. Ένας Λεβαντίνος που ταξιδεύει παίρνει πάντα μαζί του τρία πράγματα: το χαλί του, το τσιμπούκι του και το στρώμα του. Ένας απ' αυτούς, προχωρημένης ηλικίας, φοράει ένα ξεθωριασμένο φιστικί παλτό γαρνιρισμένο με γούνα, κοσμημένο στην πλάτη μ' ένα χρυσό αραβούργημα, αν και η υπόλοιπη φορεσιά του είναι πάρα πολύ απλή και μάλιστα κάπως ξεφτισμένη. Έχει μαζί του ένα παιδάκι με μαύρα μάτια, παιχνιδιάρικα και πανέξυπνα. Δυο τρεις Έλληνες βολεύτηκαν κοντά στον Λεβαντίνο. Φορούν τη φουστανέλα και ένα αρκετά καλαίσθητο λευκό σακάκι με σιρίτια· όμως -τι φρίκη να το λες και ακόμα φρικτότερο να το βλέπεις- οι ευγενείς αυτοί απόγονοι των Ελλήνων φορούσαν κάτι βαμβακερούς σκούφους όμοιους μ' αυτούς που φορούν στην Κάτω Νορμανδία! Ω Ελλάδα! Χώρα κλασική! Βάλθηκες τάχα να μου ματώσεις την καρδιά και να με κάνεις να χάσω και την τελευταία μου ψευδαίσθηση προβάλλοντας μπρος μου με τη μορφή δυο γιων σου κουκουλωμένων με μικροαστικά σκουφάκια ύπνου! Είναι αλήθεια ότι τα βαμβακερά σκουφιά τους, από κοντά, είχαν κάποια κεντίδια που μετρίαζαν κάπως τη χυδαία ασχήμια τους, και ότι μπορεί να προφασιστεί κανείς

32

ότι ο Πάρις πλάνεψε την Ελένη φορώντας ένα φρυγικό σκούφο, που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας βαμβακερός σκούφος στα χρώματα της πορφύρας. Πάνω στο κατάστρωμα, ο Βιβιέ, ο διάσημος κορνετίστας, πνευματικά ιδιόρρυθμος όσο και ταλαντούχος, που μας τον έφερε το ιταλικό ατμόπλοιο, εξιστορούσε, στο κέντρο μιας καταγοητευμένης ομήγυρης, τη θαυμαστή ιστορία του Μαστόκ Ριφαρντίνι και του υπολοχαγού του Πιέτρο, και μια όμορφη γαλανομάτα, που πήγαινε στην Αθήνα με τον πατέρα της, ξαπλωμένη νωχελικά σ' έναν καναπέ, άφηνε το βλέμμα της να πλανιέται στη γαλήνια ατμόσφαιρα, χαμογελώντας αόριστα με την ιστορία. Μετά τις διαβεβαιώσεις του καπετάνιου ότι δε θα φαινόταν κανένα νησί πριν τις έξι ή τις επτά το απόγευμα, αποφασίσαμε να κατεβούμε για το δείπνο. Όταν σηκωθήκαμε από το τραπέζι, η Μήλος και η Αντίμηλος ήταν στον ορίζοντα, λουσμένες ήδη στις βιολετιές αποχρώσεις του δειλινού που πλησίαζε. Η εντύπωση πάντα ίδια: στείρες κρημνώδεις ακτές, γυμνές πλαγιές, αλλά τι σημασία έχει; Δεν ξεφύτρωσε τάχα σ' αυτό τον ξερότοπο ένας θαυμάσιος καρπός; μήπως τούτο το άγονο χώμα δεν είναι πλουσιότερο από το χώμα της Μπως και της Τουραίνης αφού έκρυβε στα σπλάχνα του το αριστούργημα της τέχνης, το πρότυπο της πιο τέλειας και της πιο ζωντανής μορφής, την αστραφτερή Αφροδίτη, λατρεμένη από ποιητές και καλλιτέχνες, που χρειάστηκε μόνο να τινάξει τη σκόνη των αιώνων από πάνω της για να ξανακαταλάβει τους ναούς της; Γιατί μπροστά στο βάθρο γινόμαστε όλοι ειδωλολάτρες· τα χρόνια που κύλησαν χάνονται, και νιώθουμε έτοιμοι να θυσιάσουμε στο βωμό της περιστέρια και σπουργίτια. Τι πολιτισμός να ήταν άραγε ο ελληνικός, ώστε ένα νησί σαν τη Μήλο να κρύβει ένα τόσο τέλειο δημιούργημα; Μας είπαν ότι, στο νησί, αφηγούνται στους ενδιαφερόμενους ότι τα χέρια που λείπουν, αντικείμενα τόσων ερωτικών θρήνων, κείτονταν στη γη πλάι στο άγαλμα, και ότι ξεθάφτηκαν και χάθηκαν από μοιραία αδιαφορία. Δεν μπορώ καθόλου να εγγυηθώ γι' αυτή τη φήμη, που θα μπορούσε να ξαναζωντανέψει μάταιες νοσταλγίες· πάντως αυτός είναι ο θρύλος που κυκλοφορεί στη Μήλο.

33

Ο ήλιος είχε βασιλέψει πίσω μας, αλλά δεν είχε ακόμη νυχτώσει· ο Γαλαξίας αυλάκωνε τον ουρανό με τη φαρδιά οπάλινη ζώνη του· φαίνεται ότι ο Ηρακλής δάγκωσε πολύ δυνατά το στήθος της Ήρας, γιατί αναρίθμητες λευκές κηλίδες ήταν σπαρμένες στο νυχτερινό ουρανό· τα άστρα έλαμπαν με μια υπερφυσική λάμψη, και καθρεφτίζονταν στο νερό με μακριές γραμμές που τρεμόφεγγαν· άπειρες πούλιες φωσφόριζαν, σπινθηροβολούσαν κι έσβηναν σαν πυγολαμπίδες μες στο αυλάκι του ατμόπλοιου. Το φαινόμενο αυτό, συχνό στις ζεστές θάλασσες του Λεβάντε και των τροπικών, προκαλείται από μυριάδες μικροσκοπικά ζωύφια, και είναι αφάνταστα μαγευτικό. Εκείνη η νύχτα θα μείνει στη μνήμη μου σαν μία από τις πιο συγκλονιστικές της ζωής μου. Πλέαμε ανάμεσα σε δυο αβύσσους από λάπις λάζουλι, με χρυσές φλέβες και πασπαλισμένες με διαμάντια. Η σελήνη, άφαντη ή τόσο μικρή ακόμα που η ράχη του ασημένιου δρεπανιού της διακρινόταν αμυδρά, άφηνε τη χρυσογάλανη νύχτα να ακτινοβολεί με όλη της τη μεγαλοπρέπεια, χωρίς να τη θαμπώνει με το ασημένιο φως της. Δυο ατμόπλοια που έρχονταν από την αντίθετη από εμάς κατεύθυνση πρόσθεταν τα κόκκινα και πράσινα φανάρια τους στην άπλετη φωταψία. Σχεδόν όλοι περάσαμε τη νύχτα στο κατάστρωμα, και μόνο το πρωινό ψύχος μάς ανάγκασε να μπούμε στις καμπίνες μας. Το χάραμα, περνούσαμε ανάμεσα στη Σέρφο και τη Σιφάντο. Η Σέρφος, την οποία παραπλέαμε από πιο κοντά, είναι η αρχαία Σέριφος, τόπος εξορίας την εποχή της ρωμαϊκής κυριαρχίας· μοιάζει ακόμα ιδανική γι' αυτό το ζοφερό προορισμό· δεν υπάρχει τίποτα πιο γυμνό, πιο στεγνό, πιο καταθλιπτικό, τουλάχιστον όπως φαίνεται από τη θάλασσα. Ορεινοί λόφοι, πυρόξανθοι, γεμάτοι κουρνιαχτό, προεξέχουν στην επιφάνεια του νησιού. Με το κιάλι, διακρίνονται λιγοστά πέτρινα τοιχαλάκια και λιγοστές μαυριδερές κηλίδες που είναι μάλλον μάντρες και καλλιέργειες· μια πόλη ή μάλλον μια πολίχνη χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σ' έναν γκρεμό φαντάζει κάτασπρη. Όλα αυτά, χωρίς το διάφανο αέρα και το θαυμάσιο φως της Ελλάδας, θα έμοιαζαν πανάθλια· η καρβουνιασμένη γη, όμως, αποκτά κάτω από τον ήλιο υπέροχες αποχρώσεις. Στη θάλασσα, όπως στα βουνά, μας ξεγελούν συχνά οι αποστάσεις και

34

οι διαστάσεις των αντικειμένων. Δίπλα στη Σέρφο βρίσκεται ένα νησάκι που λέγεται Μπόνι ή Πολόνι, το οποίο μου φάνηκε καμιά εικοσαριά πόδια ψηλό, ώσπου μια γολέτα, που το πέρασε ξυστά, αποκατέστησε την κλίμακα. Το νησάκι αυτό, που μου έδινε την εντύπωση μιας χοντρής πέτρας πεσμένης στο νερό, είχε τουλάχιστον δύο ή τρεις φορές το ύψος της γολέτας. Μετά τη Σέρφο και τη Σιφάντο φάνηκαν η Αντίπαρος και η Πάρος, το λατομείο που τροφοδότησε τους έξοχους γλύπτες της Ελλάδας με την αιώνια λαμπερή σάρκα των θεών τους, και τους αρχιτέκτονες με τις λευκούς κίονες των ναών τους· γιατί σε τούτο το αρχιπέλαγος των Κυκλάδων, το ένα νησί διαδέχεται αδιάκοπα το άλλο, και σε κάθε γύρισμα του τροχού αναδύεται ένα καινούριο. Πριν προλάβει μια ακρογιαλιά να χαθεί κάτω από τη θάλασσα, μεμιάς προβάλλει μια άλλη, κυανή από τις σκιές ή χρυσή από τον ήλιο. Δεξιά, αριστερά, βλέπεις διαρκώς κάποια ξηρά στολισμένη μ' ένα ηχηρό ή διάσημο όνομα, και σαστίζεις που τόσος μύθος, τόση ιστορία και τόση ποίηση μπόρεσαν να χωρέσουν σ' έναν τόσο μικρό τόπο. Μπροστά σου, απλωμένα κυκλικά πάνω στο γαλανό χαλί της θάλασσας, είναι όλα τα νησιά που γέννησαν κάποιο θεό, κάποιον ήρωα, κάποιον ποιητή, απογυμνωμένα από την πρασινάδα που τα στεφάνωνε, αλλά ακόμα όμορφα, και ελκυστικά στη φαντασία. Από καθέναν από αυτούς τους άνυδρους βράχους γεννήθηκε ένα ποίημα, ένας ναός, ένα άγαλμα, ένα νόμισμα, που δε θα μπορέσουν ποτέ να συναγωνιστούν οι πολιτισμοί μας, που θαρρούν ότι είναι τόσο τέλειοι. Το πρωί ήμαστε μπροστά στη Σύρα. Όπως φαίνεται από τον όρμο, η Σύρα μοιάζει πολύ με το Αλγέρι, σε σμίκρυνση, φυσικά. Με φόντο ένα βουνό με τις πιο ζεστές αποχρώσεις της γης ή του πυρακτωμένου τοπαζιού, φανταστείτε ένα τρίγωνο εκτυφλωτικής λευκότητας με τη βάση του βουτηγμένη στη θάλασσα και την κορυφή του κατειλημμένη από μια εκκλησία, και θα έχετε την πιο πιστή εικόνα αυτής της πόλης, που χθες ακόμα ήταν ένας άμορφος σωρός από χαμόσπιτα, και που σε λίγο καιρό θα γίνει, η βασίλισσα των Κυκλάδων χάρη στα ατμόπλοια που περνούν. Ανεμόμυλοι με οχτώ ή εννιά φτερά έδιναν κάποια ποικιλία στην αιχμηρή σιλουέτα της· κατά τ' άλλα, ούτε ένα δέντρο, ούτε ένα πράσινο χορταράκι, ίσαμε εκεί που

35

έφτανε το μάτι. Πολυάριθμα σκάφη κάθε λογής σχήματος και εκτοπίσματος πρόβαλλαν τα μαύρα ψηλόλιγνα άρμενά τους με φόντο τα λευκά σπίτια της πόλης και στριμώχνονταν κατά μήκος του λιμανιού· κάποιες βαρκούλες πηγαινοέρχονταν με μια χαρούμενη ζωηράδα: το νερό, η γη, ο ουρανός, όλα λούζονταν στο φως· όλα έσφυζαν από ζωή. Βάρκες με κουπί πλησίαζαν ολοταχώς προς το πλοίο μας σαν μια λεμβοδρομία της οποίας ήμαστε ο τελικός στόχος. Αμέσως το κατάστρωμα κατακλύστηκε από ένα πλήθος λεβέντες με μελαψό δέρμα, γαμψή μύτη, φλογερά μάτια, αρειμάνια μουστάκια, που μας πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους με ύφος με το οποίο αλλού σου ζητούν τα λεφτά σου ή τη ζωή σου· άλλοι φορούσαν ελληνικά φέσια (είχαν κάθε δικαίωμα), πελώριες βράκες σαν φούστες που έσφιγγαν με μάλλινα ζωνάρια, και τσόχινα σκούρα γαλανά σακάκια· άλλοι, τη φουστανέλα, το λευκό σακάκι και το βαμβακερό σκούφο, ή πάλι ένα ψάθινο καπελάκι με μια μαύρη κορδέλα ολόγυρα. Ένας ανάμεσά τους ήταν υπέροχα ντυμένος και έμοιαζε με μοντέλο ακουαρελίστα· άξιζε το επίθετο με το οποίο οι ρήτορες, στον Όμηρο, προσφωνούσαν τους ακροατές που ήθελαν να κολακέψουν «ευκνήμιδες Αχαιούς», γιατί είχε τις πιο όμορφες περικνημίδες που μπορεί να φανταστεί κανείς, με ξόμπλια, κεντίδια, σιρίτια και κάτι κόκκινες μεταξωτές φούντες· η φουστανέλα του, με όμορφες πτυχές, εκθαμβωτικά καθαρή, φάρδαινε σαν καμπάνα· ένα πολύ εφαρμοστό ζωνάρι έπνιγε μια δαχτυλιδένια μέση· μέσ' από το γιλέκο του, που ήταν στολισμένο με επωμίδες, σιρίτια και με κουμπιά από χρυσή και ασημένια κλωστή, περνούσαν τα μανίκια μιας λεπτής λινής πουκαμίσας, και στον έναν ώμο του ήταν ριγμένο κομψά ένα όμορφο κόκκινο σακάκι, με βαρύτιμα στολίδια και αραβουργήματα. Αυτός ο τόσο πομπώδης τύπος δεν ήταν παρά ένας δραγουμάνος, ένας οδηγός για τους ταξιδιώτες που περιοδεύουν στην Ελλάδα, ο οποίος ήθελε πιθανόν να κολακέψει τους πελάτες του μ' αυτή τη φανταχτερή τοπική φορεσιά, όπως τα όμορφα κορίτσια της Προχύτης και της Νησίδας, που φορούν τις βελούδινες και χρυσές στολές τους μόνο για τους Άγγλους τουρίστες. Μόλις πάτησα το πόδι μου στην ξηρά, το πρώτο πράγμα που τράβηξε την προσοχή μου ήταν μια ελληνική επιγραφή που έλεγε «ευρωπαϊκά

36

και τουρκικά λουτρά». Είναι παράξενο να βλέπει κανείς γραμμένους στους τοίχους τους χαρακτήρες μιας γλώσσας που θεωρούσε νεκρή και που τη γνωρίζει ελάχιστα μόνο μέσα από τον Κήπο των ελληνικών ριζών του πατέρα Λανσελό. Από τα οχτώ μου χρόνια στο γυμνάσιο, μου έμεινε όση γνώση χρειάζεται για να διαβάζω με ευχέρεια τις επιγραφές και τα ονόματα των δρόμων. Όπως βλέπετε, δεν έχασα ολότελα τον καιρό μου. Χάρη σ' αυτές τις κλασικές αναμνήσεις, καταλαβαίνω ότι είμαι στην οδό Ερμού, που βγάζει στην πλατεία Όθωνος. Στη μέση της πλατείας αυτής υψώνεται μια ξύλινη αψίδα του θριάμβου με αποξηραμένα κλαδιά δάφνης πλεγμένα γύρω της, που μαρτυρεί το πρόσφατο πέρασμα του βασιλιά Όθωνα, του Βαυαρού μονάρχη της χώρας του Πέλοπα. Ο Βιβιέ, που κατέβηκε μαζί μου, δηλώνει ότι αισθάνεται την ανάγκη να εκπολιτίσει αυτό το άγριο νησί και να μάθει στους ντόπιους το σωστό τρόπο να φτιάχνουν σαπουνόφουσκες γεμάτες καπνό, μια τέχνη που δε δείχνουν να υποψιάζονται, αν κρίνουμε από τη φυσιογνωμία τους. Μπαίνουμε σ' ένα καφενείο, όπου ο Βιβιέ ζητάει μ' ένα ατάραχο φλεγματικό ύφος νερό, σαπούνι, χαρτί και μια πίπα. Η αίτηση αυτή προκαλεί κάποια έκπληξη στον καφετζή, που μονολογεί: «Τούτος ο ταξιδιώτης είναι καθαρός, θέλει μάλλον να πλύνει τα χέρια του», και φέρνει αθώα ό,τι χρειάζεται για να παρασκευάσουμε τις φούσκες. Με την πρώτη φούσκα που ξεγλιστράει από το σωλήνα, οπάλινη από το λευκό καπνό που είχε μες στο εύθραυστο περίβλημά της, η έκπληξη σταματάει το φλιτζάνι του καφέ στα χείλη των πελατών. Άλλη μια σφαίρα διάφανη και εφοδιασμένη, σαν μπαλόνι, με ένα αδιαφανές αλεξίπτωτο, ανεβαίνει με τη σειρά της στον αέρα και ιριδίζει αιωρούμενη στον ήλιο· ο θαυμασμός τότε δεν έχει πια όρια: αμέσως σχηματίζεται ένας μεγάλος κύκλος που παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις φούσκες που στροβιλίζονται. Όταν ο ενθουσιασμός άναψε αρκετά, ο Βιβιέ, σωστός θαυματοποιός, αδειάζει τα δίχτυα του μπιλιάρδου από τις σφαίρες και εξαπολύει πάνω στην πράσινη τσόχα, για να αντικαταστήσει θαρρείς τις φιλντισένιες σφαίρες, ισάριθμες φούσκες που έκαναν καραμπόλες και κυλούσαν στο παραμικρό φύσημα. Για δες πώς εκπολιτίζονται, μου λέει ο Βιβιέ δείχνοντάς μου έναν

37

Έλληνα μουστακαλή με άγρια φυσιογνωμία που ανακάτευε ένα κομμάτι σαπούνι μέσα σ' ένα ποτήρι νερό, κυριευμένος από τον πυρετό της μίμησης· ήδη τα ήθη τους έχουν αρχίσει να μαλακώνουν. Ένα τέταρτο της ώρας αργότερα, θα πίστευε κανείς ότι είχε κάνει κατάληψη στο καφενείο μια ομάδα Ινδών ταχυδακτυλουργών: έβλεπες μονάχα φούσκες που ανέβαιναν και κατέβαιναν. Μια ώρα αργότερα, ολόκληρο το νησί φυσούσε με προσήλωση σαπουνόνερο και καπνό μέσα από χάρτινα χωνάκια, με όλη τη σοβαρότητα που αξίζει σε μια τόσο σπουδαία ενασχόληση. Γιατί ν' απορεί κανείς που οι κάτοικοι της Σύρας διασκεδάζουν μ' ένα θέαμα που επί έξι μήνες χάζευαν σαν αποβλακωμένοι, στην πλατεία ντε λα Μπουρς, όλοι οι αργόσχολοι του Παρισιού; Όσο ο φίλος μου θαυματουργούσε, περιεργαζόμουν το εσωτερικό του καφενείου που ήταν ασπρισμένο με ασβέστη και διακοσμημένο με κάποιες ακαλαίσθητες ζωγραφιές της οδού Σαιν-Ζακ. Ξεχώριζαν δυο πίνακες κεντημένοι ψιλοβελονιά, που αναπαριστούσαν έφιππους Τούρκους, με την υπογραφή Σοφία Δαπόλα, 1847, αριστούργημα μιας οικότροφης. Η αποβάθρα είναι πλαισιωμένη από κάθε λογής μαγαζιά: ψαράδικα, χασάπικα, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, μαγειρεία, ταβέρνες, καπνοπωλεία κλπ., και έχει την πιο ζωηρή κίνηση. Ένα ετερόκλητο πλήθος από ναύτες, αχθοφόρους, αγοραστές και περίεργους από κάθε τόπο και με κάθε φορεσιά πηγαινοέρχεται αδιάκοπα. Από την παραλία φτάνεις με το χέρι σου τις βάρκες, η παραλία και η θάλασσα έχουν πολύ στενές σχέσεις. Τίποτα δεν είναι πιο διασκεδαστικό και πιο γραφικό. Μέσα από τα χοντρά ναυτικά σακάκια και τις πασαλειμμένες με πίσσα βράκες, λαμποκοπάει πότε πότε καμιά ωραία ελληνική φορεσιά παλικαριού ή αρματολού φορεμένη με θεατρικό ύφος. Αποκαμωμένοι από την οχλαγωγία, πήγαμε να καθίσουμε, σ' ένα δρόμο παράλληλο στο λιμάνι, σ' ένα καφενείο που είχε έξω μερικά ντιβάνια -γιατί στη Σύρα ο κόσμος ζει στο ύπαιθρο- και μας σερβίρισαν εκεί παγωτά με γεύση λεμόνι, χίλιες φορές ανώτερα από

38

τα παγωτά του Τορτόνι και αντάξια των παγωτών του καφενείου ντε λα Μπόλσα στη Μαδρίτη, και αυτό τα λέει όλα. Εκεί είδα να περνάει ένας εκπληκτικής ομορφιάς Έλληνας, με όλα τα εξαρτήματα της φορεσιάς του, αυθεντικής και χωρίς φραγκικές επιρροές· δεν υπάρχει ρούχο συγχρόνως πιο κομψό και πιο αρχοντικό από τη μοντέρνα ελληνική στολή: το κόκκινο φέσι με την πλούσια γαλανή μεταξωτή φούντα· το γιλέκο και το σακάκι με τα φαρδιά μανίκια, με τις επωμίδες και τα κεντίδια· το ζωνάρι που είναι παραγεμισμένο με όπλα· η πτυχωτή και κολλαριστή φουστανέλα που θαρρείς ότι βγήκε από τα χέρια του Φειδία, οι περικνημίδες, όμοιες μ' εκείνες των ομηρικών ηρώων, σχηματίζουν ένα σύνολο όλο χάρη και υπερηφάνεια. Οι Έλληνες σφίγγουν υπερβολικά τη μέση, και πολλοί ουσάροι ή γυναίκες του συρμού θα ζήλευαν το λυγερό μπούστο τους. Η πολύ λεπτή μέση δείχνει φαρδύτερο το στέρνο, αναδεικνύει το στήθος και δίνει χάρη στη λευκή φούστα που κυματίζει με το περπάτημα. Είπα παραπάνω ότι ο Έλληνας αυτός ήταν πανέμορφος: μη βάλετε με το νου σας την κατατομή ενός Απόλλωνα ή ενός Μελέαγρου, μια ίσια μύτη όπως στα αρχαία αγάλματα. Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν γενικά γαμψή μύτη, και είναι πιο κοντά στον αραβικό ή εβραϊκό τύπο απ' όσο συνήθως φανταζόμαστε. Πιθανόν να υπάρχουν ακόμα στην ενδοχώρα πληθυσμοί που να έχουν διατηρήσει τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά της φυλής. Μιλάω μόνο για ό,τι είδα. Η Σύρα παρουσιάζει το φαινόμενο μιας πόλης υπό κατάρρευση και μιας πόλης υπό κατασκευή, αρκετά παράξενη αντίθεση. Στην κάτω πόλη υπάρχουν παντού σκαλωσιές, ακατέργαστες πέτρες και σοβάδες που φράζουν τους δρόμους, και τα σπίτια ξεφυτρώνουν εν ριπή οφθαλμού· στην πάνω πόλη όλα ρημάζουν και καταρρέουν, η πόλη αφήνει το κεφάλι για να βρει καταφύγιο στα πόδια. Σεργιάνισα πρώτα στη μοντέρνα Σύρα, ανεβαίνοντας από σοκάκι σε σοκάκι, γιατί ο ανήφορος ξεκινάει σχεδόν από την παραλία. Ένα πράγμα μου κάνει εντύπωση, οι λιγοστές γυναίκες που συναντώ - μ' εξαίρεση λίγες γριές και λίγα κοριτσάκια που η πολύ προχωρημένη ή πολύ τρυφερή ηλικία τους τις θέτει υπεράνω πάσης υποψίας, οι γυναίκες ταχύνουν το βήμα τους ή κλείνονται σπίτι τους όταν περνώ. Η φορεσιά τους δεν έχει τίποτα το χαρακτηριστικό: ένα κοινό

39

φουστάνι από αγγλικό βαμβάκι και μια μαυριδερή μαντίλα τυλιγμένη στο κεφάλι, αυτό είναι όλο. Η συνήθεια των Ανατολιτών να τις κρατούν φυλακισμένες φαίνεται ότι έχει αρχίσει ήδη να επικρατεί και εδώ. Καμιά γυναίκα δεν εμφανίζεται στα μαγαζιά· οι άντρες είναι εκείνοι που πουλάνε, πηγαίνουν στην αγορά και κουβαλάνε τ' απαραίτητα του σπιτιού. Χαρούμενα ξεκαρδιστικά γέλια βγαίνουν από ένα σπίτι καθώς περνώ· είναι ένα οικοτροφείο κοριτσιών που τους φαίνομαι σίγουρα εντελώς γελοίος, δεν ξέρω γιατί. Η δασκάλα στεκόταν στην πόρτα και μου έγνεψε ότι μπορούσα να μπω για να περιεργαστώ το εσωτερικό του σχολείου. Είδα εκεί μέσα μια όμορφη συλλογή από μαύρα μάτια, άσπρα δόντια και παχιές πλεξίδες· ο Ντεκάμ θα είχε βρει εδώ μια ωραία ζωγραφιά για να την συνταιριάσει με τον πίνακά του Έξοδος από το τουρκικό σχολείο. Μπήκα επίσης σε μια ελληνική εκκλησία πολύ απλής αρχιτεκτονικής, κοσμημένη στο εσωτερικό με εικόνες βυζαντινής τεχνοτροπίας, με χρυσά πλαίσια γύρω από καστανόμαυρα πρόσωπα και χέρια, σαν εκείνες που είχα ήδη δει στο Λιβόρνο· ένα είδος πρόστυλου που σχηματίζει μεσότοιχο απαγορεύει στους πιστούς τη θέα του ιερού, το οποίο κρύβει μόνο μια Αγία Τράπεζα σκεπασμένη με λευκό τραπεζομάντιλο· μας έδειξαν ένα σταυρό και διάφορα επιχρυσωμένα λειτουργικά σκεύη, χοντροκομμένα και ακαλαίσθητα, αλλά με κάποιο χαρακτήρα. Ένα πολύ απότομο καλντερίμι χωρίζει τη νέα Σύρα από την παλιά. Αφού το διαβείς, αρχίζει η ανάβαση μέσα από κάθετους κακοτράχαλους δρόμους όμοιους με κοίτες χειμάρρων. Σκαρφαλώνω μαζί με δυο τρεις συντρόφους μέσα από ετοιμόρροπους τοίχους, ρημαγμένα χαμόσπιτα, μέσα από πέτρες που κατρακυλούν και γουρούνια που σκούζουν ενοχλημένα και τρέχουν να σωθούν τρίβοντας τη γαλαζωπή πλάτη τους στα πόδια μου. Από τις μισάνοιχτες πόρτες διακρίνω βλοσυρές μέγαιρες που ψήνουν άγνωστα φαγητά σε μια λαμπερή φωτιά μες στο μισοσκόταδο· οι άντρες, με φυσιογνωμία ληστών από μελόδραμα, αφήνουν το ναργιλέ τους και χαζεύουν το μικρό καραβάνι μας που περνάει, με ύφος όχι

40

και τόσο φιλικό. Η πλαγιά γίνεται τόσο απότομη που ανεβαίνουμε σχεδόν στα τέσσερα, μέσα από σκοτεινούς δαιδάλους, θολωτά περάσματα και ερειπωμένες σκάλες. Τα σπίτια είναι το ένα πάνω στο άλλο, έτσι ώστε το κατώφλι του ψηλότερου να είναι στο ύψος του δώματος του χαμηλότερου· κάθε χαμόσπιτο δίνει την εντύπωση ότι, για ν' αναρριχηθεί στην κορυφή του βουνού, πατάει το κεφάλι του προηγούμενου σε τούτο το δρόμο που είναι φτιαγμένος μάλλον για κατσίκια παρά για ανθρώπους. Οι αρετές της παλιάς Σύρας μοιάζουν προσιτές μόνο στα γεράκια και στους αετούς. Είναι μια τοποθεσία μαγευτική για φωλιές αρπακτικών πουλιών, αλλά εντελώς ακατάλληλη για ανθρώπινες κατοικίες. Ξέπνοοι, με τον ιδρώτα να τρέχει ποτάμι, φτάσαμε επιτέλους στο στενό πλάτωμα όπου ορθώνεται η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, πλάτωμα στρωμένο με τάφους, όπου αναπαύονται εναέριοι νεκροί, και εκεί αποζημιωνόμαστε γενναιόδωρα για τον κόπο μας από ένα έξοχο πανόραμα. Πίσω μας διαγραφόταν η κορυφή του βουνού πάνω στην οποία είναι χτισμένη η Σύρα· δεξιά, όπως στρέφεσαι προς τη θάλασσα, άνοιγε σαν άβυσσος μια πελώρια χαράδρα, κακοτράχαλη, γεμάτη άγριο ρομαντισμό· στα πόδια μας κλιμακώνονταν τα άσπρα σπίτια της άνω και της κάτω Σύρας· παραπέρα λαμπύριζε η θάλασσα με τα φωτεινά μουαρέ της και απλώνονταν κυκλικά η Δήλος, η Μύκονος, η Τήνος και η Άνδρος, ντυμένες από το ηλιοβασίλεμα με όλες τις αποχρώσεις του κόκκινου που θα έμοιαζαν ψεύτικες αν κάποιος τις ζωγράφιζε. Αφού ατενίσαμε αρκετά αυτό το θαυμάσιο θέαμα, αφεθήκαμε να κατρακυλήσουμε σαν χιονοστιβάδα ως τους πρόποδες της πόλης, και πήγαμε να τελειώσουμε τη βραδιά μας σ' ένα δημόσιο εντευκτήριο πάνω σε μια λωρίδα ξηράς που έσκιζε τη θάλασσα, καπνίζοντας τσιγάρα και ακούγοντας, μπροστά από μια λεμονάδα, μια μπάντα Ούγγρων μουσικών που έπαιζε κομμάτια από ιταλικές όπερες. Μερικές γυναίκες, ντυμένες αλά γαλλικά, εκτός από την κόμμωση, σεργιάνιζαν μαζί, μ' έναν άντρα ή έναν εραστή στο πλευρό τους, στην πλατεία που ήταν περιτριγυρισμένη από τραπέζια και καρέκλες, πάνω

41

στις οποίες απλωνόταν η φουστανέλα των παλικαριών που έπιναν τον καφέ τους ή έκαναν το νερό του ναργιλέ τους να κοχλάζει. Απέναντί μας, τα φανάρια των καραβιών τρεμόσβηναν στη θάλασσα· πίσω μας, τα φώτα της Σύρας έσπερναν χρυσές πούλιες στο μενεξεδένιο φόρεμα του βουνού. Ήταν μαγευτικά. Οι βάρκες μάς περίμεναν στην προκυμαία, και με λίγες απλωτές των κουπιών μάς πήγαν πίσω στον Λεωνίδα, ξεθεωμένους αλλά εκστατικούς. Την επομένη θα βάζαμε πλώρη για τη Σμύρνη, και έμελλε, για πρώτη φορά, να πατήσω το πόδι μου στην ξηρά της Ασίας, το λίκνο του κόσμου, την ευτυχισμένη γη όπου ανατέλλει ο ήλιος, και την οποία εγκαταλείπει μόνο με θλίψη για να πάει να φωτίσει τη Δύση.

42

ΣΜΥΡΝΗ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑ το ΠΡΩΙ, ΟΤΑΝ το ΑΤΜΟΠΛΟΙΟ ΤΗΣ Ανταπόκρισης που πιάνει Πειραιά πήρε τους ταξιδιώτες με προορισμό την Αθήνα, ο Λεωνίδας σάλπαρε πάλι ειρηνικά σε μια υπέροχη θάλασσα, καθαρή και ήρεμη σαν τη λίμνη Λεμάν. Μια και παραπάνω μιλούσαμε για την Αθήνα, να πούμε ότι είναι παράλογη η αλλαγή του παλιού δρομολογίου που μας αναγκάζει να μένουμε στη Σύρα είκοσι τέσσερις ώρες τις οποίες θα αξιοποιούσαμε πολύ καλύτερα με μια επίσκεψη στην Ακρόπολη και τον Παρθενώνα. Παραπλέαμε τη Δήλο, που έχει μια μοναδική μυθολογική κοσμογονία. Δεν ξέρω αν κάποιος επαγγελματίας γεωλόγος έχει ασχοληθεί μαζί της επιστημονικά για να ξεδιαλύνει την αλήθεια από το θρύλο· ως τότε, να η προέλευση της Δήλου έτσι όπως την αφηγείται η μυθολογία: ο Ποσειδώνας, μ' ένα χτύπημα της τρίαινάς του, έβγαλε τούτο το νησί από τα βάθη της θάλασσας, για να εξασφαλίσει στη Λητώ, που την κυνηγούσε η Ήρα, έναν τόπο όπου θα μπορούσε να γεννήσει τον Απόλλωνα και την Άρτεμη· ο Απόλλωνας, από ευγνωμοσύνη στο νησί όπου γεννήθηκε, το έκανε από περιπλανώμενο ακίνητο, και το σταθεροποίησε στη μέση των Κυκλάδων. Να υποθέσουμε ότι έγινε μια από αυτές τις υποθαλάσσιες ηφαιστειακές εκρήξεις που προκαλούν τη δημιουργία νησιών, ορισμένα από τα οποία χάνονται λίγο καιρό αργότερα, όπως το νησί Τζούλια, που ξαναγύρισε στη θάλασσα απ' όπου είχε βγει; Να πάρουμε άραγε κατά λέξη το επίθετο περιπλανώμενη, και να παραδεχτούμε ότι η Δήλος υπήρξε προϊστορικά ένα κοπάδι από θαλάσσια χόρτα, υδρόβια φυτά, φύκια και κορμούς δέντρων, που έπλεε στα νερά, σταμάτησε ύστερα στα ρηχά, και κατόπιν αποξηράνθηκε και μεταμορφώθηκε σε κατοικήσιμη γη από τον ήλιο; Ή πάλι να πιστέψουμε, επειδή βρίσκεται στη μέση μιας πλειάδας σχεδόν παρόμοιων νησίδων, ότι περνούσε συχνά απαρατήρητη από τους πρώτους θαλασσοπόρους, που δεν είχαν στη διάθεσή τους αλάθητα μέσα προσανατολισμού, και έτσι απέκτησε τη φήμη ενός περιπλανώμενου νησιού; Δεν είναι η ώρα να συζητήσουμε εδώ αυτό το ερώτημα ex-professo·

43

απλώς το ανακινώ, αφήνοντας στους ειδήμονες τη φροντίδα να δώσουν μια απάντηση, επειδή μου ήρθε στο μυαλό όπως περνούσαμε κοντά από τον ιερό τόπο όπου γεννήθηκαν ο Απόλλωνας και η Άρτεμη. Η Δήλος ήταν στην αρχαιότητα αντικείμενο πολύ μεγάλης λατρείας. Υπήρχε εκεί ένα ιερό του Απόλλωνα, που ο ίδιος ο θεός είχε χτίσει όταν ήταν τεσσάρων ετών, με κέρατα κατσικιών που σκότωσε η Άρτεμη πάνω στο όρος Κύνθος, και που το θεωρούσαν ένα από τα θαύματα του κόσμου. Το ιερό χώμα της Δήλου ήταν τόσο αξιοσέβαστο, που δεν ανέχονταν εκεί σκυλιά και έπαιρναν από το νησί τους ετοιμοθάνατους, γιατί δεν επιτρεπόταν να ταφεί κανείς σ' αυτή τη θεία γη, που τη σέβονταν ακόμα και οι βάρβαροι. Οι Πέρσες, που λεηλάτησαν τα υπόλοιπα νησιά της Ελλάδας, άραξαν στη Δήλο με ένα στόλο από χίλια πλοία· αλλά απέφυγαν οποιαδήποτε μορφή λαφυραγωγίας ή βίας. Σήμερα η Δήλος δεν είναι παρά μια κατάξερη γη, όπου η Λητώ με δυσκολία θα έβρισκε τον ίσκιο μιας ελιάς για να προστατέψει τις γέννες της, μόνο που δικαιώνει ακόμα τη φωτεινή ετυμολογία της, και ο ήλιος μοιάζει να ερωτοτροπεί μαζί της με τις χρυσές αχτίδες του. Όλες οι Κυκλάδες είναι τόσο μικρές, που όπως τις παραπλέεις σύρριζα με το ατμόπλοιο μπορείς να παρακολουθήσεις στην πραγματικότητα τα όρη και τις ακρογιαλιές που δείχνει ο χάρτης: η φύση μοιάζει μ' έναν ανάγλυφο και έγχρωμο χάρτη μεγάλης κλίμακας. Φαίνεται αλλόκοτο να έχεις μπροστά σου μια ζωντανή γεωγραφία, να αντιλαμβάνεσαι κάθε λεπτομέρεια όπως σ' ένα ανάγλυφο σχεδιάγραμμα, και να διασχίζεις σε τόσο σύντομο χρόνο τόπους που πιάνουν τόσο μεγάλο χώρο στη φαντασία και την ιστορία. Αφού διασχίσαμε το στενό που χωρίζει την Τήνο από τη Μύκονο, μπαίνουμε σε μια θάλασσα πιο ελεύθερη και χωρίς νησιά. Η μέρα κυλάει φωτεινή και γαλήνια: η τέλεια ηρεμία της θάλασσας επιτρέπει και στα πιο δειλά στομάχια να πάρουν ένα ολοκληρωμένο δείπνο άφοβα και χωρίς τύψεις. Αφού σεργιανίσαμε στο κατάστρωμα και συγχρονίσαμε τα ρολόγια μας με την ώρα που έδειχνε το ρολόι της πυξιδοθήκης, γιατί υπάρχει διαφορά μιας ώρας και ενός τετάρτου ανάμεσα στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι, όλοι κατέβηκαν να κοιμηθούν για να σηκωθούν πολύ πρωί και να δουν τον ήλιο ν'

44

ανατέλλει στον ορίζοντα πίσω από τη Σμύρνη, την πόλη των Ρόδων. Τη νύχτα σταματήσαμε για λίγο στη Χίο -το νησί των κρασιών, όπως λέει ο Βίκτωρ Ουγκό στα Ανατολίτικά του- για να φορτώσουμε κάποιες προμήθειες. Ο θόρυβος των δεμάτων που κυλούσαν στο κατάστρωμα και το ποδοβολητό των αχθοφόρων με ξύπνησε. Ανέβηκα ως την κορυφή της σκάλας, αλλά διέκρινα μόνο μια σκοτεινή μάζα πάνω στην οποία τρεμόπαιζαν κάποια φώτα σαν τις σπίθες που χοροπηδούν πάνω από ένα χαρτί που καίγεται. Χαράματα, μπήκαμε στον όρμο της Σμύρνης, μια χαριτωμένη καμπύλη στο μυχό της οποίας απλώνεται η πόλη. Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση από αυτή την απόσταση ήταν ένα μεγάλο παραπέτασμα από κυπαρίσσια που ορθώνονταν πάνω από τα σπίτια και έσμιγαν τις μαύρες κορυφές τους με τις λευκές κορυφές των μιναρέδων· ένας λόφος λουσμένος ακόμα στη σκιά μ' ένα παλιό ερειπωμένο φρούριο να δεσπόζει στην κορυφή του, που τα γκρεμισμένα τείχη του φάνταζαν πάνω στο φωτεινό ουρανό, στρογγύλευε αμφιθεατρικά πίσω από τα κτίσματα. Δεν υπήρχε πια αυτή η τραχιά και καταθλιπτική όψη των ακτών της Ελλάδας. Η γη της Ασίας πρόβαλλε δροσερή και χαμογελαστή μες στο ροδοκόκκινο φέγγος του πρωινού. Τ' ομολογώ με ντροπή, έχω δει ακόμα μονάχα τα δύο από τα πέντε μέρη της γης, την Ευρώπη και την Αφρική. Χαιρόμουν σχεδόν σαν παιδί αντικρίζοντας ένα τρίτο, την Ασία. Η ίδια τοποθεσία στην ακτή της Ευρώπης δε θα μου έφερνε σίγουρα την ίδια ευχαρίστηση. Πότε θα επισκεφτώ άραγε την Αμερική και την Πολυνησία; Ένας Θεός ξέρει! Πόσα χρόνια χάνουμε ανόητα στη ζωή μας! Δε θα έπρεπε τάχα κάθε εκπαίδευση να έχει σαν συμπλήρωμα ένα ταξίδι με τον περίπλου του κόσμου; Πώς είναι δυνατόν να μην υπάρχει ένα καράβι στην υπηρεσία κάθε γυμνασίου, που θα έπαιρνε τους τελειόφοιτους μαθητές, για να αποτελειώσουν τις σπουδές τους μες στο οικουμενικό βιβλίο, το πιο καλογραμμένο απ' όλα, γιατί είναι γραμμένο από τον αγαθό Θεό; Δε θα ήταν τάχα γοητευτικό να εξηγεί κανείς την Οδύσσεια και την Αινειάδα κάνοντας στην πράξη τα ταξίδια του Έλληνα και του Τρωαδίτη ήρωα;

45

Μια ντόπια βάρκα μάς οδήγησε στην ξηρά. Ήταν ακόμα πολύ πρωί, αλλά ο αέρας της θάλασσας σου ανοίγει την όρεξη, και η μικρή παρέα μας, ο Βιβιέ, ο κύριος Ρ. και δυο νεαροί μαθητές από τη Ρώμη που ήρθαν από την Αθήνα, συμφώνησε ομόφωνα να φάμε κάτι, πριν ξεχυθούμε στο εσωτερικό της πόλης για να εκπληρώσουμε τις τουριστικές υποχρεώσεις μας. Δυστυχώς η επίσημη ώρα των γευμάτων δεν είχε σημάνει στα ξενοδοχεία, και χρειάστηκε να αρκεστούμε σ' ένα φλιτζάνι καφέ κι ένα ψωμάκι. Το κατάστημα όπου πήραμε αυτό το πενιχρό γεύμα καταλάμβανε πάνω στην παραλία ένα είδος ξύλινης αποβάθρας απ' όπου έβλεπες τ' αγκυροβολημένα πλοία και άκουγες τον απαλό παφλασμό των κυμάτων· τούτο το καφενείο είχε για μοναδικό στολίδι την εστία όπου ψήνεται το μαύρο ρόφημα μέσα σε μια μικρή κίτρινη καφετιέρα από μπακίρι που χωράει ένα μόνο φλιτζάνι, κι ένα ράφι πάνω στο οποίο λαμποκοπούσε μια σειρά από καλογυαλισμένους και ολοδιάφανους ναργιλέδες, γιατί στη Σμύρνη καπνίζουν σχεδόν μόνο ναργιλέ, ενώ στην Κωνσταντινούπολη χρησιμοποιείται ευρέως το τσιμπούκι. Πλησιάζοντας προς αυτά τα γεωγραφικά πλάτη, το τσιγάρο αρχίζει να γίνεται χιμαιρικό, και οι καπνιστές πρέπει ν' αλλάζουν τις συνήθειές τους. Θα ήταν σαν να παραμελούσε κανείς τις πατροπαράδοτες συνήθειες αν άφηνε τη Σμύρνη χωρίς να έχει επισκεφτεί τη γέφυρα των Καραβανιών: ένας εβραίος δραγουμάνος που μιλούσε κουτσάστραβά λίγα γαλλικά και ιταλικά, στρατολόγησε μέσα σε λίγα λεπτά όσα γαϊδούρια μάς ήταν απαραίτητα, επειδή η γέφυρα των Καραβανιών είναι στην άκρη της πόλης και δεν είχαμε το χρόνο να κάνουμε αυτό το δρόμο με τα πόδια. Εξάλλου, στην Ανατολή, το να καβαλάς ένα γαϊδούρι δε δείχνει γελοίο, και οι πιο σοβαρές προσωπικότητες καμαρώνουν πάνω σ' αυτό το ειρηνικό ζώο, που δεν περιφρόνησε ο Ιησούς Χριστός για να κάνει τη θριαμβευτική είσοδό του στην Ιερουσαλήμ· τα γαϊδούρια είχαν σαμάρια, κεφαλαριές και υπουρίδες, φάλαρα στολισμένα με ποικιλόχρωμα κοχυλάκια, και δεν είχαν την αξιοθρήνητη όψη των άμοιρων όνων μας που νιώθουν ότι τους περιγελούμε. Καβαλήσαμε επιδέξια τα ζωντανά μας και ξεχυθήκαμε στους δρόμους, με το δραγουμάνο επικεφαλής και το γαϊδουρολάτη ουραγό. Ερεθισμένα από τις βραχνές κραυγές που έβγαζε ο αγωγιάτης, ένας στεγνός, νευρώδης, μελαψός λεβέντης, ο

46

οποίος έτρεχε διαρκώς μες στη σκόνη πίσω από τα ζώα του, δίνοντας ξυλιές σε όσα καθυστερούσαν ή δυστροπούσαν, τα γαϊδούρια μας είχαν αποκτήσει έναν αρκετά ζωηρό βηματισμό. Όσο τρέχαμε, ρίχναμε μια ματιά στα σπίτια, τα κοιμητήρια, τους κήπους, τους περαστικούς· αλλά δεν είναι τώρα η στιγμή να τα περιγράψουμε· ας βιαστούμε να φτάσουμε στη γέφυρα των Καραβανιών· είναι ακόμα πρωί, και είναι πολύ πιθανόν να βρούμε εκεί κάποια εφοδιοπομπή έτοιμη να αναχωρήσει. Η διάσημη αυτή γέφυρα, η οποία δυστυχώς έχει ευτελιστεί από ένα κοινότατο μαντεμένιο κιγκλίδωμα, δρασκελίζει ένα ανάβαθο ποταμάκι, πάνω στο οποίο κολυμπούν με άνεση λίγες πάπιες, θαρρείς και ο θεόπνευστος τυφλός δεν είχε πλύνει τα σκονισμένα του πόδια μέσα στο νερό του, που παραμένει αστείρευτο εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια. Το ρυάκι αυτό είναι ο Μέλης, απ' όπου ο Όμηρος πήρε το επίθετο Μελησιγενής. Είναι αλήθεια ότι κάποιοι ειδήμονες αρνούνται ότι το αυλάκι έχει αυτή την ονομασία, και κάποιοι άλλοι, ακόμα πιο γνώστες, υποστηρίζουν ότι ο Όμηρος δεν υπήρξε ποτέ, πράγμα που απλοποιεί πολύ το ζήτημα. Εγώ, που είμαι μόνο ποιητής, δέχομαι μετά χαράς το θρύλο που συνδέει μια σκέψη και μια ανάμνηση μ' έναν τόπο που είναι ήδη γοητευτικός από μόνος του. Πελώρια πλατάνια, κάτω από τα οποία είναι εγκατεστημένο ένα καφενείο, ρίχνουν τη σκιά τους στη μια όχθη· πάνω στην άλλη, υπέροχα κυπαρίσσια μαρτυρούν την ύπαρξη ενός κοιμητηρίου. Δεν πρέπει η λέξη αυτή να ξυπνάει μέσα σας ζοφερές σκέψεις: όμορφοι τάφοι από λευκό μάρμαρο, κοσμημένοι με χρυσά τουρκικά γράμματα πάνω σε βαθυγάλανα ή ωχροπράσινα φόντα και με σχήμα εντελώς διαφορετικό από τα χριστιανικά μνήματα, λάμπουν χαρούμενα κάτω από τα δέντρα και αναδεικνύονται από μια ηλιαχτίδα· όλα αυτά δεν έχουν τίποτα το πένθιμο και ξυπνούν το πολύ πολύ σε όσους δεν είναι εξοικειωμένοι μια ελαφριά μελαγχολία που δε στερείται χάρης. Στην αρχή της γέφυρας ορθώνεται ένα είδος τελωνοφυλακίου, κατειλημμένου από κάποιους ζεϊμπέκηδες η φυσιογνωμία των οποίων έγινε γνωστή σ' όλο τον κόσμο από τους ασιατικούς πίνακες του Ντεκάμ: ψηλό κωνικό τουρμπάνι, κοντή λευκή λινή περισκελίδα που σακουλιάζει από πίσω και πελώριο ζωνάρι που ανεβαίνει από τη

47

βάση της μέσης και φτάνει σχεδόν ως κάτω από τις μασχάλες, από το οποίο προεξέχουν έξοχες λαβές από γιαταγάνια και χαντζάρες· γάμπες γυμνές, σκούρες, μελαψές· πρόσωπο ηλιοκαμένο με αετίσια μάτια, αγκυλωτή μύτη, αρειμάνια μουστάκια. Ήταν εκεί τρεις τέσσερις αλιτήριοι, ξαπλωμένοι νωχελικά σ' έναν πάγκο, πολύ έντιμοι, το δίχως άλλο, αλλά με ύφος πολύ περισσότερο ληστών παρά τελωνοφυλάκων. Μέχρι να ξαποστάσουν τα ζώα μας, καθίσαμε κάτω από τα πλατάνια, όπου μας έφεραν πίπες και μαστίχα - η μαστίχα είναι ένα ηδύποτο διαδεδομένο στο Λεβάντε, ιδίως στα ελληνικά νησιά, και η καλύτερη προέρχεται από τη Χίο. Πρόκειται για ένα οινόσταγμα μες στο οποίο λιώνουν αρωματισμένο κόμμι. Η μαστίχα πίνεται ανακατεμένη με νερό και το κάνει δροσερό και άσπρο σαν κολόνια· είναι το αψέντι της Ανατολής. Αυτό το καθαρά τοπικό ποτό μού θύμισε τα ποτηράκια του αγουαρδιέντε, που έπινα πριν από δώδεκα χρόνια στη διαδρομή από τη Γρανάδα στη Μάλαγα, όταν πήγαινα στις ταυρομαχίες παρέα με τον αγωγιάτη Λάνθα ντυμένος με την εθνική στολή της Ισπανίας που τώρα την τρώνε τα σκουλήκια -αλίμονο!- και που είχε μια έξοχη γλάστρα με λουλούδια στην πλάτη. Όσο καπνίζαμε και πίναμε με μικρές γουλιές το ποτό μας, ένα καραβάνι από καμιά δεκαπενταριά καμήλες, μ' επικεφαλής ένα γαϊδούρι που κουνούσε την κουδούνα του, πέρασε σαν λιτανεία πάνω στη γέφυρα, μ' αυτό τον τόσο σπάνιο πλαγιοποδισμό που έχουν επίσης ο ελέφαντας και η καμηλοπάρδαλη, κυρτώνοντας την πλάτη και κάνοντας το μακρύ στρουθοκαμηλίσιο λαιμό τους να κυματίζει. Η παράξενη σιλουέτα αυτού του δύσμορφου ζώου, που μοιάζει πλασμένο για ένα ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον, προκαλεί έκπληξη και σαστιμάρα στον έσχατο βαθμό. Όταν συναντάς ελεύθερα αυτά τα αξιοπερίεργα ζωντανά, που στη χωρα μας μας τα δείχνουν στα θηριοτροφεία, συνειδητοποιείς πια ότι είσαι μακριά από το βουλεβάρτο της Γάνδης. Είδαμε επίσης δυο γυναίκες επιμελώς σκεπασμένες με πέπλα που τις συνόδευε ένας νέγρος με σκυθρωπή φυσιογνωμία, ευνούχος το δίχως άλλο. Η Ανατολή άρχιζε να διαγράφεται με τρόπο αδιάσειστο, και ακόμα και το πιο παραδοξόφιλο πνεύμα δε θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι ήμαστε

48

ακόμα στο Παρίσι. Πριν γυρίσουμε στην πόλη, αποφασίσαμε να επισκεφτούμε τα χαλάσματα του αρχαίου φρουρίου, στην κορυφή του όρους Πάγος, που την κάλυπτε η ακρόπολη της αρχαίας Σμύρνης. Τα ερείπια μ' αφήνουν γενικά αδιάφορο, όταν η ομορφιά τους έχει πια χαθεί και καταντούν απλοί σωροί πλίνθων. Μου λείπει αυτή η ευχέρεια να μιλώ εκστατικά με την οποία είναι προικισμένοι κάποιοι ταξιδιώτες πιο επιρρεπείς στην προγονολατρεία. Αλλά από την κορυφή ενός βουνού υπάρχει πάντα ωραία θέα, και δεν είχα καμία αντίρρηση ν' ανεβούμε το όρος Πάγος, στο οποίο οδηγούν μονοπάτια όχι σπαρμένα με ρόδα, αλλά με κάθε λογής πέτρες που τα γαϊδούρια παρακάμπτουν μ' αυτό το σίγουρο βήμα που τα χαρακτηρίζει. Τα μονοπάτια είναι χαραγμένα αχνά, όπως συνηθίζεται στην Ανατολή, στην πλαγιά του λόφου, και έτσι όπως διακλαδώνονται με τους πατημένους δρόμους μοιάζουν μάλλον με δίχτυ παρά με λωρίδες. Διασχίζουμε πρώτα κάποια παλιά εγκαταλειμμένα κοιμητήρια που μεταμορφώνονται σιγά σιγά σε δάση ή σε αγρούς, γιατί οι τάφοι θάβονται κάτω από τη βλάστηση, τη σκόνη και τη λήθη. Από ένα υψόμετρο και μετά, η θέα είναι υπέροχη: κάτω από τα πόδια σου απλώνεται η Σμύρνη με τα κόκκινα και άσπρα σπίτια, τις κεραμιδένιες στέγες με τα έντονα κόκκινα αυλάκια, τα παραπετάσματα των κυπαρισσιών, τις συστάδες των δέντρων, τους θόλους και τους μιναρέδες, ίδια φιλντισένια κατάρτια, τους αγρούς με τις ποικίλες καλλιέργειες και τον όρμο της, ένα ρευστό ουρανό, πιο γαλανό ακόμα από τον πραγματικό, και όλα λούζονται σ' ένα ασημένιο και λαμπρό φως, έναν αέρα απίστευτα διάφανο. Αφού θαυμάσαμε αρκετά το πανόραμα, ξανακατεβήκαμε από απόκρημνες πλαγιές και από δρομάκια με πολύ απότομες ανηφόρες και κατηφόρες, μέσα από συνοικίες που δεν είχαν ούτε χαλικόστρωτα ούτε γραφικότητα. Τα σπίτια της Σμύρνης είναι γενικά πολύ χαμηλά, ένα ισόγειο και ένας όροφος μ' ένα χαγιάτι, και αυτό είναι όλο. Ένα άσπρο χρώμα, στολισμένο με γλυφές, ρόδακες, φύλλα φοίνικα και άλλα βαθυγάλανα αραβουργήματα, δίνει ένα χαρούμενο τόνο στις προσόψεις και τους χαρίζει την όψη αγγλικής πορσελάνης πολύ λαμπερής και πολύ καθαρής. Ανάμεσα στα παράθυρα τοποθετούν πότε πότε γύψινα σπιτάκια με πολλές τρύπες για να προσελκύουν τα

49

χελιδόνια να χτίζουν εκεί τη φωλιά τους, συγκινητική φιλοξενία που προσφέρει ο άνθρωπος στο πουλί και που εκείνο αποδέχεται με μια εμπιστοσύνη που ποτέ δεν προδίδουν στην Ανατολή, όπου οι βραχμανικές ιδέες για το σεβασμό των ζώων, των ταπεινών αδερφών του ανθρώπου, μοιάζουν να έχουν έρθει από τα βάθη της Ινδίας που δεν είναι τόσο μακρινή. Έτσι εξηγείται, το δίχως άλλο, η πληθώρα των αδέσποτων σκυλιών που κατακλύζουν τους δημόσιους δρόμους· μετά βίας ανέχονται τους περαστικούς, και εκείνοι, θέλοντας και μη, τους δίνουν προτεραιότητα. Σχηματίζουν κοπάδια, ανά τρία ή ανά τέσσερα, κουλουριάζονται καταμεσής του δρόμου και προτιμούν μάλλον να ποδοπατηθούν παρά να σηκωθούν. Πρέπει να τα παρακάμψεις ή να τα δρασκελίσεις. Οι στίχοι του Αλφρέ ντε Μυσέ στο Ναμούνα8, για τους ζητιάνους «που θαρρούσες ότι ήταν θεοί», ταιριάζουν απόλυτα, με μια ελαφριά παραλλαγή, στα σκυλιά της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης: Μην τα ενοχλείς, θα σε αποκαλούσανε άνθρωπο· Μην τα λιώσεις, θα σ' άφηναν να το κάνεις. Καθώς περπατούσα, θαύμαζα στις γωνιές των δρόμων κάποια όμορφη κρήνη με φαρδιά σκεπή τουρκικού ύφους, ανάγλυφους στίχους του Κορανίου, κολονάκια και στολίδια ανατολίτικης ροκοκό τεχνοτροπίας, ή κάποιο μικρό περιτειχισμένο κοιμητήριο με δικτυωτά παράθυρα απ' όπου έβλεπες τις κότες να τσιμπολογούν ανάμεσα στους τάφους, τις γάτες να κοιμούνται στον ήλιο, πάνω στις ταφόπλακες, και τα φρεσκοπλυμένα ασπρόρουχα να κυματίζουν από το ένα κυπαρίσσι στο άλλο. Στην Ανατολή, δεν απομονώνουν τη ζωή από το θάνατο όπως εμείς, ζωή και θάνατος συγχρωτίζονται σαν παλιοί φίλοι: το να κάθεσαι, να κοιμάσαι, να καπνίζεις, να τρως, να μιλάς για έρωτα πάνω σ' έναν τάφο δε σημαίνει απαραίτητα ότι είσαι βέβηλος ή ιερόσυλος· αγελάδες και άλογα βόσκουν μες στα κοιμητήρια ή τα διασχίζουν ανά πάσα στιγμή· ο κόσμος κάνει περιπάτους, δίνει ραντεβού ακριβώς σαν να μην υπήρχαν εκεί νεκροί σε λίγοι πόδια, ή έστω σε λίγα εκατοστά βάθος, που σαπίζουν αργά αργά, και είναι κοκαλωμένοι κάτω από τα φέρετρά τους από ξύλο

50

λάρικας. Αλλά ας αφήσουμε εδώ αυτό το θέμα, που μπορεί να μην είναι ευχάριστο για τους αναγνώστες και προπάντων για τις αναγνώστριες της Ευρώπης· ωστόσο, το Παρίσι, στους μεσαιωνικούς χρόνους, είχε τα νεκροταφεία και τα οστεοφυλάκιά του· και στο Λονδίνο, την κατ' εξοχήν πολιτισμένη πόλη, γίνονται ακόμα ταφές γύρω από το Γουεστμίνστερ, τον Άγιο Παύλο και άλλες εκκλησίες. Οι συνοικίες που είχαμε διασχίσει ήταν σχεδόν έρημες, και οι άνθρωποι έλειπαν κάπως από το τοπίο. Παρακαλέσαμε λοιπόν το δραγουμάνο να οδηγήσει το καραβάνι μας μέσα από το Μπεζεστένι, που, σε μια ανατολίτικη πόλη, είναι πάντα ο πιο αξιοπερίεργος τόπος, επειδή συρρέουν εκεί στολές και φυλές από κάθε τόπο, που η επιθυμία της αγοραπωλησίας, ή απλά η διάθεση να σεργιανίσουν και να χαζέψουν, τους προσελκύει εκεί. Το αγγλικό αξίωμα «Time is money» δεν έχει κανένα νόημα στην Ανατολή, γιατί μοναδική τους απασχόληση εδώ είναι να μην κάνουν τίποτα με μια αξιοθαύμαστη ευσυνειδησία, και οι άνθρωποι περνούν τη μέρα τους καθισμένοι σε μια ψάθα εντελώς ακίνητοι, Το Μπεζεστένι αποτελείται από άπειρα στενοσόκακα πλαισιωμένα από μαγαζιά, ή μάλλον από εσοχές στα μισά του τοίχου, μες στις οποίες κάθονται οι έμποροι οκλαδόν ή ξαπλωμένοι, καπνίζοντας ή κοιμώμενοι, ή πάλι ξεκουκίζοντας κάτω από τα δάχτυλά τους το κομπολόι, ένα τουρκικό κομποσκοίνι από εκατό σπόρους, που αναλογούν στα εκατό ονόματα ή επίθετα του Αλλάχ. Με το χέρι, ο έμπορος μπορεί να φτάσει όλες τις γωνιές του μαγαζιού του· οι πελάτες στέκονται απ' έξω, και οι δοσοληψίες γίνονται στον πάγκο. Τίποτα πιο λιτό, όπως βλέπετε, από τούτα τα μαγαζιά που είναι μονάχα μια τετράγωνη τρύπα ανοιγμένη σ' έναν τοίχο, αλλά διαθέτουν παρ' όλα αυτά βαρύτιμα υφάσματα, όμορφα όπλα, εξαίσιες σέλες, χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα αριστουργήματα. Όπως στην Κωνσταντίνη, όπου άλλοτε με είχε εντυπωσιάσει αυτή η λεπτομέρεια, οι δρόμοι στο Μπεζεστένι σκιάζονται από σανίδες τοποθετημένες οριζόντια πάνω σε μικρά κάθετα δοκάρια, αλλά με κάποιο κενό μεταξύ τους, αλλιώς θα ήταν θεοσκότεινα. Οι χαραμάδες τους φιλτράρουν τον ήλιο που αυλακώνει το χώμα με λαμπερές

51

ραβδώσεις και δημιουργεί τις πιο παράξενες και τις πιο απροσδόκητες φωτοσκιάσεις: όποιος περνάει κάτω από αυτές τις αχτίδες δέχεται μια πινελιά από φως στη μύτη όπως σ' ένα πορτρέτο του Ρέμπραντ· ο φερετζές μιας γυναίκας ανάβει σαν ροδοκόκκινη φλόγα, ένας ναργιλές με μια πούλια φωτός γυαλίζει σαν σωρός από ρουμπίνια, και τα πλούτη της σπηλιάς του Αλή Μπαμπά μοιάζουν να φλογοβολούν στο βάθος ενός ζαχαροπλαστείου. Είναι παράξενο που δε σκέπασαν τούτα τα σοκάκια με κληματαριές ή αναρριχητικά φυτά· ίσως ο πολύ δυνατός ήλιος να τα έκαιγε, αλλά κάποια παραπετάσματα ή λινά στέγαστρα, όπως στην Ισπανία, θ' αντικαθιστούσαν καλύτερα, θαρρώ, αυτό το εναέριο δάπεδο. Κοντά στο Μπεζεστένι υψώνεται ένα τζαμί που αποτελείται, όπως όλα σχεδόν, από ένα συγκρότημα μικρών τρούλων περιστοιχισμένων από μιναρέδες που θα μπορούσα να συγκρίνω καλύτερα μόνο με κατάρτια πλοίων και τα μπαλκόνια τους με κόφες, απ' όπου ο μουεζίνης καλεί τους πιστούς να προσευχηθούν. Κοντά στο τζαμί υπάρχει μια κρήνη για τους καθαρμούς, που την περιβάλλουν κυκλικά κολόνες με χοντροκομμένα κιονόκρανα κορινθιακού ρυθμού, άτσαλα βαμμένες σε γαλανό χρώμα και συνδεμένες μ' ένα περίτεχνο κιγκλίδωμα· το σύνολο το σκεπάζει μια μυτερή στέγη με ανασηκωμένο γείσο· το νερό ρέει γύρω από ένα αυλάκι όπου οι μουσουλμάνοι πλένουν τα πόδια ως τα γόνατα και τα χέρια ως τους αγκώνες, σύμφωνα με τις επιταγές του Μωάμεθ, για να μη μιλήσουμε για τον καθαρισμό των πιο απόκρυφων σημείων που τα φαρδιά ανατολίτικα ρούχα επιτρέπουν να γίνεται με ευπρέπεια, ακόμα και δημοσίως. Ήταν η ώρα της προσευχής· ανεβήκαμε τη σκάλα του τζαμιού ως το προαύλιο, που θα ήταν επικίνδυνο να διαβούμε. Το πλήθος ήταν μεγάλο, και ο πολύ μικρός περίβολος δε χωρούσε όλους τους πιστούς. Ένα βουνό από συρτοπάπουτσα και παλιοπαντόφλες υψωνόταν στη θύρα του ναού, και τρεις σειρές πιστοί αραδιασμένοι κάτω από το περιστύλιο με τις καρδιόσχημες αψίδες παρακολουθούσαν, με πρόσωπο στραμμένο προς τη Μέκκα, τη λειτουργία που τελούσε στο εσωτερικό ο μουλάς. Σε όποια θρησκεία και αν πιστεύουν, οι άνθρωποι που λατρεύουν το Θεό άδολα δε θα

52

πρέπει να δείχνουν γελοίοι· ωστόσο, οι ευλαβικές κινήσεις των καλών αυτών μουσουλμάνων, που τις έκαναν σαν στρατιωτάκια, θαρρείς, υπό τις διαταγές Πρώσου δεκανέα, μου φαίνονταν, άθελά μου, μάλλον αλλόκοτες. Αν και σκέφτομαι ότι οι δικές μας καθολικές λειτουργίες θα φαντάζουν στα μάτια τους το ίδιο τραγελαφικές, μετά βίας συγκρατιόμουν να μη γελάσω όταν, πεσμένοι μπρούμυτα, πρόσφεραν, σε τρεις σειρές βάθος, ένα θέαμα που θα μάγευε τους γελοίους χορευτές του Μολιέρου στον Αρχοντοχωριάτη του. Τίποτα δεν μπορεί να είναι καταγέλαστο στα μάτια του Πλάστη· θαρρώ, όμως, αν ήμουν Θεός, ότι οι πιστοί θα μ' έκαναν να δω τη λατρεία μου τόσο αστεία που θα καταργούσα τη θρησκεία μου. Βγαίνοντας από το τζαμί, πήγαμε στην ελληνική εκκλησία που ήταν όλη καλυμμένη με κόκκινα υφάσματα από τσίτι που προκαλούσαν μια μάλλον φρικτή εντύπωση και ήταν πασαλειμμένη με μοντέρνες τοιχογραφίες ζωγραφισμένες από Ιταλούς υαλογράφους. Έμοιαζε αρκετά με την αίθουσα του καφέ Μομύς9 ή με κάποια συνοικιακή αίθουσα χορού. Ένας ιερέας, με πολλές χειρονομίες και πολλές φωνές, έβγαζε, από την κορυφή ενός άμβωνα, ένα κήρυγμα στα νέα ελληνικά, πολύ ηθικοπλαστικό αναμφίβολα, αλλά από το οποίο μας ήταν αδύνατον να επωφεληθούμε. Στο περιστύλιο της αυλής παρατήρησα στον τοίχο μια αναμνηστική πλάκα στη μνήμη του Κλεμάν Μπουλανζέ, του ζωγράφου της Λιτανείας του Κόρπους Ντόμινι, του Γρύπα και της Κρήνης της Ήβης, που πέθανε πριν από λίγα χρόνια σε μια επιστημονική αποστολή στα ερείπια της Εφέσου. Ο τάφος ενός συμπατριώτη στο εξωτερικό έχει κάτι το ιδιαίτερα θλιβερό, είτε απλά από ανθρώπινο εγωισμό, είτε λόγω της σκέψης ότι η βαρβαρική γη είναι πιο βαριά πάνω στα κόκαλα που σκεπάζει. Είχα γνωρίσει τον Κλεμάν Μπουλανζέ, και η απρόσμενη θέα αυτής της επιτύμβιας επιγραφής ήταν πιο δυσβάσταχτη για μένα απ' όσο για οποιονδήποτε άλλον. Η θύρα εξόδου μιας όπερας ή μιας εκκλησίας είναι ένας πολύ βολικός τόπος για να επιθεωρήσει κανείς το ωραίο φύλο (στιλ αμπίρ)· μολονότι βλέπει κανείς πολλές γριές ρυτιδιασμένες, κιτρινισμένες, σωστές μούμιες, κουκουλωμένες με μαύρα κεφαλομάντιλα, αποζημιώνεται αραιά και πού από κάποιο προσωπάκι αρμονικό και

53

δροσερό, μ' ένα διάδημα με πεταλούδες και αιθέρια άνθη στο κεφάλι. Δυστυχώς η τοπική φορεσιά σταματάει εδώ: ένα φουστάνι από μετάξι Προύσας ή Λυών, μια εσάρπα φορεμένη με ευρωπαϊκό τρόπο, ολοκληρώνουν το ντύσιμο. Οι κομψές φορούν ένα καπέλο σαν κουκούλα άμαξας από την οποία έχουν αφαιρέσει τις ρόδες! Επιπλέον, αν είδα καλά, οι περισσότερες από τις κυρίες φτιασιδώνονταν, όπως λένε οι γυναίκες ηθοποιοί και οι εταίρες του Παρισιού, βάφονταν δηλαδή με μια σκόνη ανάμεικτη από λευκό, κόκκινο, γαλάζιο και μαύρο χρώμα. Το σοβάτισμα αυτό δε με απωθεί όταν απλώνεται στο πρόσωπο μιας κοπέλας και δε χρησιμοποιείται για να κρύψει τις ρυτίδες. Καθώς τριγυρίζαμε πεζοί την πόλη, γιατί είχαμε ξαποστείλει τα γαϊδούρια μας, διασχίσαμε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα, που είχε ιδρύσει ο βαρόνος ντε Ρότσιλντ για χάρη των φτωχών Ισραηλιτών. Μια κούνια, κρεμασμένη από δυο δέντρα σαν ινδιάνικη αιώρα, έδινε λίγη χάρη καταμεσής αυτού του ασύλου της αθλιότητας, της ασχήμιας, των γηρατειών και των ανίατων ασθενειών. Το παιδί ήταν σκεπασμένο με μια ξεσχισμένη γάζα για να προστατεύεται από τις μύγες, και μονάχα το χεράκι του, αποκοιμισμένο και υγρό από τον ιδρώτα του ύπνου, έβγαινε έξω από το λίκνο, και σάλευε, για ν' αρπάξει, θαρρείς, μια κουδουνίστρα που κυνηγούσε στο όνειρο. Φτάσαμε έτσι στο Σκλαβοπάζαρο, μια αυλή με ερειπωμένες αψίδες και μισογκρεμισμένα κτίσματα ολόγυρα. Πουλούσαν μόνο δυο νεαρές νέγρες που κάθονταν θλιμμένες οκλαδόν πάνω σ' ένα άθλιο χαλάκι και τις επιτηρούσε το αφεντικό τους, ένας γελοίος άντρας με πονηρή και ύπουλη φυσιογνώμία. Μόλις πατήσαμε το πόδι μας στο κατώφλι, ένα σύννεφο από ρακένδυτα παιδάκια, οι άμοιροι γονείς των οποίων κατοικούν σ' αυτά τα χαλάσματα, έσπευσε να μας προϋπαντήσει ζητώντας ελεημοσύνη με τσιριχτή φωνή. Η μία από τις δύο νέγρες με συγκίνησε· τα μάτια της είχαν μια απερίγραπτα νοσταλγική έκφραση και μια ζωώδη, θα λέγαμε, μελαγχολία, μελαγχολία αιχμάλωτης γαζέλας· ευρωπαϊκά μάτια δε θα μπορούσαν να έχουν αυτό το βλέμμα, όπου η οδύνη δεν είναι πια σκέψη, αλλά ένστικτο. Είχε αρκετά λεπτά χαρακτηριστικά που

54

θύμιζαν την όμορφα πλακουτσωτή κατατομή της Σφίγγας και των καρυάτιδων της Αιγύπτου, μια μαύρη επιδερμίδα με γαλαζωπή απόχρωση μ' ένα λουλούδι στην άκρη, στο χρώμα του δαμάσκηνου. Θα την αγόραζα ευχαρίστως, αν ήξερα τι να την κάνω, όπως ο Βίκτωρ Ουγκό το ροδαλό γουρουνάκι του στο μεγάλο δρόμο των σφαγείων της Φραγκφούρτης. Ο έμπορος ζητούσε κάπου διακόσια πενήντα φράγκα, που δεν ήταν και πολύ ακριβά. Αρκέστηκα να της δώσω λίγα γρόσια και ζαχαρωτά, τα οποία δέχτηκε με μια αρχαιοπρεπή χειρονομία, με το μπράτσο κολλημένο στο σώμα, την παλάμη του χεριού ανεστραμμένη· τα δάχτυλά της, που άγγιξα ελαφρά, ήταν παγωμένα και απαλά σαν της μαϊμούς. Κουρασμένη από το τρεχαλητό, η μικρή παρέα μας έκατσε έξω από ένα καφενείο μες στο Μπεζεστένι, όπου μας είχαν οδηγήσει τα κλωθογυρίσματά μας, και μείναμε εκεί χαζεύοντας μπροστά μας, ως την ώρα που φύγαμε, την πολύχρωμη παρέλαση των Τούρκων, των Περσών, των Αράβων της Συρίας και της Αφρικής, των Αρμενίων, των Κούρδων, των Τατάρων, των Εβραίων, με στολές άλλοτε περίλαμπρες, άλλοτε κουρελιασμένες, αλλά πάντα γραφικές. Ποτέ καλειδοσκόπιο με μεγαλύτερη ποικιλία δε γύρισε μπροστά σ' ένα περίεργο μάτι· είδαμε εκεί, μέσα σε μία ώρα, ν' αντιπροσωπεύονται με αυθεντικά δείγματα όλοι οι χαρακτηριστικοί τύποι της Ανατολής, συμπεριλαμβανομένης και της Ινδίας. Ευχαρίστως θα σας περιέγραφα λεπτομερώς τον κάθε τύπο χωριστά, αν δε φοβόμουν ότι θ' αργήσω να επιβιβαστώ στον Λεωνίδα· θα τους ξαναδούμε όμως στην Κωνσταντινούπολη, όπου υπολογίζω να μείνω αρκετό καιρό.

55

Η ΤΡΩΑΔΑ, ΤΑ ΔΑΡΔΑΝΕΛΙΑ ΤΙ ΛΥΠΗΡΟ Ν' ΑΦΗΝΕΙΣ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΤΗ ΣΜΥΡΝΗ, την πόλη με την ασιατική και ηδυπαθή χάρη! Ενώ έτρεχα ολοταχώς προς τη βάρκα, το βλέμμα μου βυθιζόταν λαίμαργα μες στις μισάνοιχτες πόρτες όπου φαίνονταν πλακόστρωτες αυλές με δροσερές κρήνες σαν τα patio της Ανδαλουσίας, και καταπράσινοι κήποι, οάσεις ηρεμίας και σκιάς που ομόρφαιναν από θελκτικές παρέες κοριτσιών με μαύρες ή απαλόχρωμες εσθήτες, χτενισμένες με περίτεχνες ελληνικές κομμώσεις, εξαίσιο θέαμα για ένα ζωγράφο ή έναν ποιητή. Η λύπη μου αφορά τους όμορφους δρόμους της πόλης, την οδό των Ρόδων και τους γειτονικούς της δρόμους· γιατί στην εβραϊκή συνοικία και σε ορισμένα κομμάτια της τουρκικής συνοικίας βασιλεύει μια αηδιαστική αθλιότητα, ένα αποκρουστικό ρημαδιό. Το δίκιο με υποχρεώνει να μην κρύψω την άλλη πλευρά του νομίσματος. Παρά την πανάρχαια ιστορία της, αφού υπήρχε ήδη από την εποχή του Ομήρου, η Σμύρνη διαθέτει ελάχιστα μόνο υπολείμματα από το αλλοτινό της μεγαλείο - προσωπικά, τα μόνα αρχαία ερείπια που είδα ήταν τρεις τέσσερις χοντρές ρωμαϊκές κολόνες, πιο ψηλές από τις ετοιμόρροπες μοντέρνες κατασκευές που τις περιέβαλλαν. Οι φθαρμένες αυτές κολόνες, απομεινάρια κάποιου ναού του Δία ή της Τύχης, δεν ξέρω τέλος πάντων ποιου θεού, φαντάζουν όμορφες και θα πρέπει να βασάνισαν την οξυδέρκεια των λογίων· εγώ τις παρατήρησα μόνο όπως περνούσα καβάλα σ' ένα γαϊδούρι, πράγμα που δε μου επιτρέπει να εκφράσω μια εμπεριστατωμένη γνώμη. Η ακτή της Ασίας είναι πολύ λιγότερο άγονη από την ακτή της Ευρώπης, και έμεινα στο κατάστρωμα όση ώρα μου επέτρεψε το φως να ξεχωρίζω τα περιγράμματα της ξηράς. Την επομένη, όταν ξημέρωσε, είχαμε αφήσει, πίσω μας τη Μυτιλήνη, την αρχαία Λέσβο, την πατρίδα της Σαπφούς, την κοιτίδα αυτού του ιδιόμορφου έρωτα από τον οποίο ήταν αποκλεισμένος ο άντρας, και που σήμερα ακόμα έχει περισσότερες από μία ιέρειες. Μια γη αρκετά πεδινή απλωνόταν μπροστά μας, στα δεξιά μας· ήταν η Τρωάδα:

56

Campos ubi Troja fuit, η ίδια γη της επικής ποίησης, το θέατρο των αθάνατων εποποιιών, ο τόπος που ευλογήθηκε διπλά, μια από την ελληνική ιδιοφυΐα και μια από τη λατινική, μια από τον Όμηρο και μια από τον Βιργίλιο. Είναι παράξενη αίσθηση να βρίσκεσαι έτσι στην καρδιά ενός ποιήματος και στην καρδιά μιας μυθολογίας. Σαν τον Αινεία που διηγιόταν την ιστορία του στη Διδώ πάνω στο ψηλό κρεβάτι του, μπόρώ να πω πάνω από το κατάστρωμα και με περισσότερη αλήθεια ακόμα: Est in conspectu Tenedos... γιατί να το νησί απ' όπου ξαμολήθηκαν τα φίδια που έδεσαν μες στις σπείρες τους τον άμοιρο Λαοκόοντα και τους γιους του, και ενέπνευσε ένα από τα αριστουργήματα της γλυπτικής, η Τένεδος, πάνω στην οποία δεσπόζει κραταιός ο Φοίβος Απόλλων, ο θεός με το ασημένιο τόξο, που επικαλέστηκε ο Χρύσης· και, παραπέρα, να η παραλία που ο Πρωτεσίλαος, το πρώτο θύμα αυτού του πολέμου που έμελλε να καταστρέψει ένα λαό, έβαψε με το αίμα του που έγινε, θαρρείς, εξιλαστήρια σπονδή. Εκείνος ο άμορφος σωρός των συντριμμιών που ξεχωρίζει στο βάθος είναι οι Σκαιές Πύλες απ' όπου έβγαινε ο Έκτορας, φορώντας την περικεφαλαία με το κόκκινο λοφίο που τρόμαζε τον μικρό Αστυάνακτα, και μπροστά στις οποίες κάθονταν στη σκιά οι γέροντες που ο Όμηρος βάζει να προσκυνούν την ομορφιά της Ελένης· εκείνο το μελαγχολικό βουνό, ντυμένο μ' ένα μανδύα από δάση που ορθώνονται στον ορίζοντα, είναι η Ίδη, το σκηνικό της κρίσης του Πάρι, εκεί όπου οι τρεις αντίζηλες θεές, η Ήρα με τα χιονόλευκα μπράτσα, η Παλλάς Αθηνά με τα σμαραγδένια μάτια και η Αφροδίτη με τα μαγικά θέλγητρα, στήθηκαν γυμνές μπροστά στον καλότυχο βοσκό· εκεί όπου γνώρισε ο Αγχίσης τη μέθη ενός ουράνιου υμέναιου και έκανε την Αφροδίτη μάνα του Αινεία. Ο ελληνικός στόλος ήταν αραδιασμένος κατά μήκος τούτης της ακτής, και οι πλώρες των μαύρων πλοίων του ακουμπούσαν στην άμμο της. Η ακρίβεια των ομηρικών περιγραφών προκύπτει με ενάργεια από κάθε λεπτομέρεια τούτης της γης· ένας στρατηγός θα μπορούσε να παρακολουθήσει εδώ, με την Ιλιάδα στο χέρι, όλες τις επιχειρήσεις της πολιορκίας.

57

Όσο, ενώ ανακαλώ τις κλασικές αναμνήσεις μου, κοιτάζω την Τρωάδα, η Σταλιμένη, η αρχαία Λήμνος, που δέχτηκε την πτώση του Ήφαιστου όταν γκρεμίστηκε από τον ουρανό, αναδύεται από τη θάλασσα και διαγράφει μπρος μου τα κιτρινωπά ακρωτήριά της. Θα ήθελα να είχα δύο πρόσωπα σαν τον Ιανό. Πραγματικά, δυο μάτια δε φτάνουν, και ο άνθρωπος υστερεί σ' αυτό σε σχέση με την αράχνη, που έχει οχτώ χιλιάδες, σύμφωνα με τους Λέβενχοκ και Σβάμερνταμ 10. Πριν προλάβω μια στιγμή να στρέψω το κεφάλι μου για να ρίξω μια ματιά στο ηφαιστειογενές νησί όπου σφυρηλατούσαν τα όπλα που θα μάχονταν τους ήρωες τους ευνοημένους από τους θεούς, και τα χρυσά τρίποδα, ζωντανούς σκλάβους από μέταλλο, που εξυπηρετούσαν τους Ολύμπιους θεούς στις ουράνιες κατοικίες τους, με τραβάει ο καπετάνιος από το μανίκι για να μου δείξει ένα γήλοφο, πάνω στην τρωαδική γη, έναν κωνικό λόφο με συμμετρικό σχήμα που μαρτυρεί ότι είναι φτιαγμένος από χέρι ανθρώπου. Ο τύμβος αυτός σκεπάζει τον Αντίλοχο, γιο του Νέστορα και της Ευρυδίκης, τον πρώτο Έλληνα που σκότωσε Τρωαδίτη όταν άρχισε η πολιορκία και που ο ίδιος πέθανε από το χέρι του Έκτορα τη στιγμή που απέκρουε ένα χτύπημα του Μέμνονα στον πατέρα του. Αναπαύεται άραγε στ' αλήθεια ο Αντίλοχος κάτω απ' αυτό το λοφίσκο; Η παράδοση το επιβεβαιώνει, και γιατί να πει ψέματα η παράδοση. Όσο προχωράει κανείς, αναφαίνονται δύο ακόμα τύμβοι, κοντά σ' ένα χωριουδάκι που ονομάζεται Γενί Σεχίρ, με κύριο χαρακτηριστικό μια σειρά από εννέα ανεμόμυλους, παρόμοιους με αυτούς της Σύρας. Ο πρώτος τύμβος, έτσι όπως ερχόμαστε από τη Σμύρνη, και ο πιο κοντινός στην παραλία, είναι ο τάφος του Πάτροκλου, του επιστήθιου φίλου, του συμπολεμιστή, του αχώριστου συντρόφου του Αχιλλέα. Εδώ στήθηκε η γιγαντιαία πυρά που ποτίστηκε από το αίμα αμέτρητων θυμάτων, στην οποία ο ήρωας, μεθυσμένος από τον πόνο, έριξε τέσσερα καθαρόαιμα άλογα, δυο σκυλιά ράτσας και δώδεκα νεαρούς Τρώες που θυσίασε με το χέρι του για την ψυχή του φίλου του, και γύρω από αυτή την πυρά ο στρατός, βουτηγμένος στο πένθος, τέλεσε πολυήμερους επικήδειους αγώνες. Ο δεύτερος, πιο απομακρυσμένος, προς την ενδοχώρα, είναι ο τάφος του ίδιου του Αχιλλέα. Τουλάχιστον, έτσι τον ονομάζουν. Σύμφωνα με την ομηρική παράδοση, έσμιξαν την τέφρα του Αχιλλέα και του Πάτροκλου σε μια

58

χρυσή τεφροδόχο, και έτσι οι δυο σπουδαίοι φίλοι, αχώριστοι στη ζωή, παρέμειναν αχώριστοι και στο θάνατο. Οι θεοί συγκινήθηκαν από το θάνατο του ήρωα· η Θέτις βγήκε από τη θάλασσα μ' ένα χορό από Νηρηίδες που μοιρολογούσαν· οι εννέα μούσες θρήνησαν και έψαλαν μοιρολόγια γύρω από το νεκροκρέβατο, και οι πιο γενναίοι στρατιώτες τέλεσαν αιματηρούς αγώνες προς τιμήν του ήρωα. Τούτος ο τύμβος πρέπει να είναι κάποιου άλλου Έλληνα ή Τρωαδίτη αρχηγού, του Έκτορα, ίσως. Από την εποχή ακόμα του Αλέξανδρου, γνώριζαν ήδη τη θέση του τάφου του ήρωα της Ιλιάδας, γιατί ο κατακτητής της Ασίας σταμάτησε εκεί λέγοντας ότι ο Αχιλλέας ήταν πανευτυχής που είχε ένα φίλο σαν τον Πάτροκλο και έναν ποιητή σαν τον Όμηρο. Εκείνος είχε μονάχα τον Ηφαιστίωνα και τον Κόιντο Κούρτιο, και όμως τα κατορθώματά του ξεπέρασαν τα κατορθώματα του γιου του Πηλέα· για άλλη μια φορά η ιστορία επισκίασε τη μυθολογία. Όσο εγώ κάνω μια εκτενή αναφορά στην ομηρική γεωγραφία και τους ήρωες της Ιλιάδας, σχολαστικότητα εντελώς αθώα και απόλυτα δικαιολογημένη απέναντι από την Τροία, ο Λεωνίδας συνεχίζει την πορεία του, την οποία δυσχεραίνει λίγο ένας βόρειος άνεμος που πνέει από τη Μαύρη Θάλασσα, και προχωράει προς το στενό των Δαρδανελίων, που περιφρουρείται από δυο ισχυρά φρούρια, το ένα στην όχθη της Ασίας, το άλλο στην όχθη της Ευρώπης. Τα διασταυρούμενα σινιάλα τους φράζουν την είσοδο του πορθμού και κάνουν την πρόσβαση οποιουδήποτε εχθρικού στόλου αν όχι αδύνατη, τουλάχιστον πολύ δύσκολη. Για να ολοκληρώσουμε με την Τρωάδα, να πούμε ότι πέρα από το Γενί Σεχίρ χύνεται στο Βόσπορο ένα ρεύμα που άλλοι υποστηρίζουν ότι είναι ο Σιμόεις και άλλοι λένε ότι είναι ο Γρανικός. Ο Ελλήσποντος, ή θάλασσα της Έλλης, είναι πολύ στενός· έχει κανείς περισσότερο την εντύπωση ότι πλέει στην εκβολή ενός μεγάλου ποταμού παρά σε μια πραγματική θάλασσα. Το πλάτος του δεν ξεπερνάει το πλάτος του Τάμεση στο ύψος του Γκρέιβσεντ. Καθώς ο άνεμος ευνοούσε τα πλοία που ήθελαν να βγουν στ' ανοιχτά του Αιγαίου Πελάγους, διασχίζαμε ένα σωστό πλήθος από καράβια που έρχονταν κατά πάνω μας με όλα τα πανιά τους ανοιγμένα· από

59

μακριά, με τα χαμηλά τους άρμενα, ήταν όμοια με γυναικείες σιλουέτες, μ' έναν κουβά σε κάθε χέρι, που περπατούν κουνάμενες σεινάμενες στην αγορά. Αυτή η παρομοίωση, τόσο φυσική, που έκαναν συγχρόνως πολλοί άνθρωποι στο κατάστρωμα, μου φαίνεται παράλογη τώρα που τη γράφω, και θα φανεί σίγουρα ακόμα περισσότερο σε όσους με διαβάσουν, και όμως είναι πολύ σωστή. Η ακτή της Ευρώπης, που την παραπλέουμε από πιο κοντά, έχει μονάχα απότομους λόφους με λίγες πινελιές βλάστησης και δείχνει κάπως άγονη και μονότονη· η ακτή της Ασίας είναι πολύ πιο πρόσχαρη και η πρασινάδα της, αγνοώ γιατί, μοιάζει περισσότερο μ' αυτή του Βορρά που, σύμφωνα με τις προκαταλήψεις, θα ταίριαζε περισσότερο στην Ευρώπη. Κάποια στιγμή, ήμαστε τόσο κοντά στην όχθη που ξεχωρίζαμε πέντε Τούρκους καβαλάρηδες να προχωρούν σ' ένα μικρό μονοπάτι που απλωνόταν στη βάση ενός γκρεμού σαν λεπτή κίτρινη κορδέλα. Μας χρησίμευσαν για κλίμακα για να λογαριάσουμε το ύψος της ακτής, που ήταν πολύ ψηλότερη απ' όσο πιστεύαμε. Κοντά σ' αυτή την περιοχή έφιτιαξε ο Ξέρξης τη γέφυρα για να περάσει ο στρατός του και μαστίγωσε την ασεβή θάλασσα που είχε την αναίδεια να την γκρεμίσει. Αν κρίνεις επί τόπου αυτή την επιχείρηση, που την αναφέρουν όλα τα εγχειρίδια ηθικής ως το αποκορύφωμα της ανθρώπινης παραφροσύνης και ως παράδειγμα παραληρηματικής αλαζονείας, μοιάζει, απεναντίας, πολύ λογική. Θεωρούν επίσης ότι η Σηστός και η Άβυδος, που δοξάστηκαν από τους έρωτες της Ηρώς και του Λέανδρου, βρίσκονταν σχεδόν σ' αυτό το ύψος όπου ο Ελλήσποντος στενεύει και έχει μόνο οχτακόσια εβδομήντα πέντε πόδια πλάτος. Ο λόρδος Βύρων, όπως ξέρουμε, ανανέωσε χωρίς να είναι ερωτευμένος το κολυμβητικό κατόρθωμα του Λέανδρου· αλλά, αντί για την Ηρώ να υψώνει στην όχθη τον πυρσό της σαν φάρο, τον προϋπάντησε μόνο ο πυρετός. Βάλθηκε να κάνει μια διαδρομή μιας ώρας και δέκα λεπτών, και έδειχνε πιο περήφανος γι' αυτό το κατόρθωμα παρά για το ότι έγραψε το Τσάιλντ Χάρολντ ή τον Κουρσάρο του, ματαιοδοξία του κολυμβητή που θα συμμεριστούν όλοι όσοι έχουν κάνει ένα κανονικό μακροβούτι στα λουτρά Ντελινύ και μπόρεσαν να αξιώσουν το παράσημο του κολυμβητικού

60

πρωταθλήματος. Σταματήσαμε μια στιγμή, αλλά χωρίς να πιάσουμε λιμάνι, μπροστά σε μια πόλη πάνω από την οποία κυμάτιζαν οι σημαίες των προξενείων πολλών εθνών, και στην οποία έδιναν ζωντάνια οι τροχοί των ανεμόμυλων που γύριζαν με μανία: έξω από την πόλη, στην παραλία, προεξείχαν άσπρα και πράσινα αντίσκηνα, όπου κατασκήνωναν στρατεύματα. Δε θα σας πω επακριβώς το όνομα αυτής της περιοχής, δεδομένου ότι όποιος ρώτησα μου είπε και ένα διαφορετικό, πράγμα που είναι πολύ συνηθισμένο σε μια χώρα όπου το αρχαίο ελληνικό όνομα επικαλύπτεται από το λατινικό όνομα που το σκεπάζει το τουρκικό όνομα, και όλα μαζί κουκουλώνονται από ένα φράγκικο όνομα για μεγαλύτερη σαφήνεια· θαρρώ, όμως, πως ήταν το Τσανάκ Καλέ, που εμείς οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μεταφράζουμε ελεύθερα ως Δαρδανέλια. Ο άνεμος, το ρεύμα, η μικρή έκταση του όρμου σήκωσαν κύμα, και αλλεπάλληλα κυματάκια κλυδώνιζαν αρκετά βίαια μια βάρκα με πολλούς κωπηλάτες που πάσχιζε να πλευρίσει τον Λεωνίδα, ο οποίος είχε σταματήσει και την περίμενε στη μέση του Βοσπόρου. Η βάρκα έφερνε έναν πασά που ήθελε να πάει στην Καλλίπολη, στην είσοδο της θάλασσας του Μαρμαρά. Ήταν ένας παχουλός άντρας, με χοντρό τράχηλο, πλατύ και λιπαρό πρόσωπο, αλλά φίνος παρ' όλο το πάχος του. Φορούσε τη φριχτή στολή του Νιζάμ11, το κόκκινο φέσι και τη γαλάζια ρεντιγκότα κουμπωμένη δεξιά· μια πολυάριθμη συνοδεία συνωστιζόταν γύρω του: επιστάτης, γραμματείς, υπηρέτης που κουβαλούσε τις πίπες και άλλοι ασήμαντοι αξιωματούχοι, χωρίς να υπολογίσουμε τους σωματοφύλακες και τους υπόλοιπους υπηρέτες. Όλος αυτός ο κόσμος ξεδίπλωσε χαλιά, ξετύλιξε στρώματα και κάθισε οκλαδόν πάνω τους· οι πιο εκλεπτυσμένοι έκατσαν στους πάγκους και αρκέστηκαν να κρατούν το ένα τους πόδι με το χέρι για να κρύψουν την αμηχανία τους. Οι αποσκευές ήταν περίεργες: ναργιλέδες κλεισμένοι μέσα σε θήκες από κόκκινο μαροκινό, δέσμες μαρκουτσιών από κερασιά και γιασεμί, πανέρια τυλιγμένα με δέρμα σαν μπαούλα, με χρυσά σταμπωτά γύρω από τις κλειδωνιές και με πολύ όμορφα κεντητά σχέδια, κύλινδροι

61

περσικών χαλιών και στοίβες από πλακάκια. Υπήρχαν στην παρέα τους κάτι ασυνήθιστοι τύποι, μεταξύ άλλων ένας σωματώδης νεαρός, κατάξανθος, στρουμπουλός και ροδοκόκκινος, που έμοιαζε με τεράστιο Αγγλόπουλο μεταμφιεσμένο σε Τουρκόπουλο, και ένας Έλληνας αδύνατος, ξερακιανός, κοκαλιάρης, με αλεπουδίσιο πρόσωπο, χαμένος μέσα σ' ένα μακρύ κανελί τσόχινο χιτώνα με γούνινη γαρνιτούρα, σαν τους δολαμάδες που φορούν στο θέατρο της οδού Ρισελιέ όταν παίζουν τον Βαγιαζίτ12· πλαισίωναν τον παχουλό πασά σαν δύο παρενθέσεις και έμοιαζαν ν' απολαμβάνουν, για διαφορετικούς λόγους, την εύνοια του αφέντη. Οι στολές του κοσμάκη είχαν διατηρήσει το χαρακτήρα τους: φαρδιά ζωνάρια παραγεμισμένα με όπλα, γιλέκα με επωμίδες, σακάκια με σιρίτια και φανταχτερούς αγκώνες, όμορφες ληστρικές φυσιογνωμίες Αρναούτηδων ή Αλβανών που φέρνουν χαρά στους ζωγράφους και απελπισία σε όσους κατασκευάζουν αδιάβροχα υφάσματα από καουτσούκ και γουταπέρκα· ντυμένοι κατ' αυτό τον τρόπο, οι σκλάβοι είχαν το ύφος πριγκίπων της Ανατολής, και οι αφέντες τους άπραγων υπηρετών. Καθώς ήταν η εποχή του Ραμαζανιού, ούτε αφέντες ούτε σκλάβοι άγγιξαν τα τσιμπούκια τους, και αρκέστηκαν, για να περάσει η ώρα, να κοιμούνται ή να ξεκουκίζουν ανάμεσα στα δάχτυλά τους τα κομπολόγια τους. Για τη θάλασσα του Μαρμαρά δε θα μπορούσα να σας δώσω πολλές λεπτομέρειες, επειδή τη διασχίσαμε νύχτα, κι εγώ κοιμόμουν στα βάθη της καμπίνας μου, κουρασμένος από μια δεκατετράωρη σκοπιά στο κατάστρωμα. Απλώνεται και φαρδαίνει αισθητά πάνω από την Καλλίπολη, και στενεύει πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Αφήσαμε τον πασά και την ακολουθία του στην Καλλίπολη, που οι μιναρέδες της πρόβαλλαν θολά μες στη σκιά του απόβραδου. Όταν ξημέρωσε, από την πλευρά της Ασίας, ο Όλυμπος της Βιθυνίας, παγωμένος από αιώνια χιόνια, υψωνόταν μέσα από τη ροδοκόκκινη καταχνιά του πρωινού με ιριδίζουσες αποχρώσεις και ασημένια λαμπυρίσματα. Η ακτή της Ευρώπης, απείρως πιο βατή, ήταν σπαρμένη με κάτασπρους συνοικισμούς και καταπράσινα παρτέρια, πάνω από τα οποία υψώνονταν μακριές πλίνθινες καμινάδες, οβελίσκοι της βιομηχανίας,

62

που η ροδοκόκκινη πλίνθος τους μιμείται αρκετά καλά, από μακριά, τον κόκκινο γρανίτη της Αιγύπτου. Αν δε φοβόμουν ότι θα με κατηγορήσουν για παραδοξολογία, θα έλεγα ότι όλο αυτό το κομμάτι μού θύμισε την όψη του Τάμεση, ανάμεσα στο νησί των Σκύλων και το Γκρίνουιτς· ο ουρανός, πολύ γαλακτώδης, πολύ οπάλινος, σχεδόν λευκός και πνιγμένος σε μια διάφανη ομίχλη, έκανε ακόμα μεγαλύτερη την ψευδαίσθηση· μου φαινόταν ότι πήγαινα στο Λονδίνο πάνω στο ατμόπλοιο της Βουλόνης, και έπρεπε να δω, για να βγω από την πλάνη μου, την κόκκινη σημαία με το ασημένιο μισοφέγγαρο να υψώνεται στο κατάρτι μας καθώς μπαίναμε στα Δαρδανέλια. Στον ορίζοντα τραντάζει γαλανό το αρχιπέλαγος των Πριγκιπονήσων, ένα είδος νήσων Υέρ 13 της Κωνσταντινούπολης, όπου ο κόσμος πηγαίνει εκδρομές κάθε Κυριακή· λίγα λεπτά ακόμα και η Ισταμπούλ θα προβάλει σ' όλο της το μεγαλείο. Ήδη, δεξιά μας, μέσα από την ασημένια γάζα της ομίχλης, ξεπηδούν τα βέλη κάποιων μιναρέδων. Το Επταπύργιο, όπου φυλάκιζαν άλλοτε τους πρεσβευτές, ορθώνει τους ογκώδεις πύργους του με τα επαλξωτά τείχη· τα πόδια του λούζονται στη θάλασσα και η πλάτη του ακουμπάει στο λόφο· από εκεί ξεκινάει το αρχαίο τείχος που περιβάλλει την πόλη ως το Εγιούπ. Οι Τούρκοι το αποκαλούν Γεντί Κουλέ, και οι Έλληνες το ονόμαζαν Επταπύργιο. Η κατασκευή του ανάγεται στους βυζαντινούς αυτοκράτορες. Το ξεκίνησε ο Ζήνων και το τελείωσαν οι Κομνηνοί. Όπως φαίνεται από τη θάλασσα, δείχνει σε κακή κατάσταση και έτοιμο να καταρρεύσει· φαντάζει όμως όμορφο με τον όγκο του, τους κοντόχοντρους πύργους του, τα χοντρά τείχη του, την όψη του σαν φυλακής και φρουρίου. Ο Λεωνίδας, βραδαίνοντας την ταχύτητά του για να μη φτάσει πολύ νωρίς, περνάει ξυστά από την άκρα του σεραγιού: μια σειρά από μακρόστενα τείχη ασπρισμένα με ασβέστη, που διαγράφουν τις επάλξεις τους με φόντο τα παραπετάσματα των τερέβινθων και των κυπαρισσιών, μικρά δωμάτια με δικτυωτά παράθυρα, κιόσκια με μυτερές στέγες, χωρίς καμιά συμμετρία· υπάρχει μεγάλη απόσταση από τη μεγαλοπρέπεια που συναντάμε στις Χίλιες και μια νύχτες, όπου το όνομα και μόνο του σεραγιού κάνει και την πιο ράθυμη φαντασία να ονειροπολεί, και πρέπει να ομολογήσω ότι τούτα τα

63

ξύλινα κουτιά με τα ψιλά καφασωτά, που κρατούν φυλακισμένες καλλονές της Γεωργίας, της Κιρκασίας και της Ελλάδας, ουρί από τον παράδεισο του Μωάμεθ με θεό τους τον πατισάχ, μοιάζουν εξοργιστικά με κοτέτσια. Συγχέουμε άθελά μας την αραβική αρχιτεκτονική με την τουρκική, που δεν έχουν καμία σχέση, και φανταζόμαστε ακούσια ότι κάθε σεράι είναι μια Αλάμπρα, πράγμα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Οι αποθαρρυντικές αυτές παρατηρήσεις δεν εμποδίζουν το παλιό σεράι να φαντάζει όμορφο, με την αστραφτερή λευκότητα και τη σκούρα πρασινάδα του, ανάμεσα στο φωτεινό ουρανό και το γαλανό νερό που γλείφει με το ορμητικό ρεύμα του τα γεμάτα μυστήριο τείχη του. Μας υπέδειξαν, καθώς περνούσαμε, ένα επικλινές επίπεδο που ξεπηδούσε από ένα άνοιγμα του τείχους και προεξείχε σαν απότομη τσουλήθρα πάνω από τη θάλασσα. Από εκεί, λένε, έριχναν μες στο Βόσπορο τις οδαλίσκες που ήταν άπιστες ή που δυσαρέστησαν τον αφέντη τους, για κάποιο λόγο, κλεισμένες μέσα σ' ένα τσουβάλι μαζί με μια γάτα κι ένα ερπετό. Πόσα θελκτικά κορμιά άραγε να παρέσυραν αυτά τα γαλανά και βαθιά νερά στο ορμητικό ρεύμα τους; Τώρα τα ήθη έχουν εκλεπτυνθεί ή μαλακώσει πολύ, γιατί δε γίνεται πια λόγος για τέτοιες βάρβαρες εκτελέσεις. Ίσως πάλι τούτος ο θρύλος να είναι φανταστικός, και εγώ δε φέρω καμία εγγύηση για την αυθεντικότητά του. Τον διηγούμαι χωρίς κριτική· αν δεν αληθεύει, έχει τουλάχιστον τοπικό χρώμα. Προσπεράσαμε την άκρα του σεραγιού· ο Λεωνίδας σταματάει στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου. Ένα θαυμάσιο πανόραμα ξετυλίγεται μπρος στα μάτια μας σαν ακτινικό όπερας σε παραμυθένιο έργο. Ο Κεράτιος Κόλπος αποτελείται από δυο ακρωτήρια, με το παλιό σεράι στο ένα και τη σκάλα του Τοπχανέ στο άλλο, και σκίζει την πόλη, που είναι χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω στις δυο όχθες του, ως τα Γλυκέα Ύδατα της Ευρώπης και την εκβολή του Βαρβύση, ενός μικρού ποταμού που εκβάλλει εκεί. Το όνομα του Κερατίου Κόλπου προέρχεται το δίχως άλλο από αυτό που αντιπροσωπεύει για την πόλη, ένα πραγματικό κέρας αφθονίας, λόγω των ευκολιών που προσφέρει στα καράβια, στο εμπόριο και στη ναυπηγική.

64

Όσο περιμένουμε να πατήσουμε το πόδι μας στην ξηρά, ας σχεδιάσουμε αχνά με μολύβι τον πίνακα που θα ζωγραφίσουμε αργότερα. Δεξιά, πέρα από τη θάλασσα, ασπρίζει ένα πελώριο οικοδόμημα με πολλές συμμετρικές σειρές από παράθυρα, περιστοιχισμένο στις γωνίες του από πυργίσκους πάνω στους οποίους δεσπόζουν κοντάρια με σημαίες: είναι ένας στρατώνας, το πιο αξιόλογο, αλλά όχι το πιο χαρακτηριστικό οικοδόμημα του Σκούταρι, τουρκική ονομασία της ασιατικής συνοικίας της Κωνσταντινούπολης, που απλώνεται, ανηφορίζοντας από την πλευρά της Μαύρης Θάλασσας, στη θέση της αρχαίας Χρυσούπολης, από την οποία δεν υπάρχει κανένα απομεινάρι. Λίγο παραπέρα, καταμεσής του νερού, υψώνεται, πάνω σε μια βραχονησίδα, ένας φάρος εκτυφλωτικής λευκότητας, που λέγεται πύργος του Λέανδρου ή ακόμα πύργος της Κόρης, αν και η περιοχή δεν έχει καμία σχέση με το θρύλο των δύο εραστών που δοξάστηκαν από τον Μουσαίο. Ο πύργος αυτός, που έχει ένα αρκετά κομψό σχήμα, μοιάζει αλαβάστρινος κάτω από το καθαρό φως, και φαντάζει θαυμάσια με φόντο τη βαθυγάλανη απόχρωση της θάλασσας. Στην είσοδο του Κερατίου Κόλπου προεξέχει ο Τοπχανές, με την αποβάθρα του, το τηλεβολοστάσιό του, κι ένα τζαμί με πρωτότυπο τρούλο και λυγερούς μιναρέδες, που έχτισε ο σουλτάνος Μαχμούτ. Το μέγαρο της πρεσβείας της Ρωσίας ορθώνει, πάνω από τις κόκκινες κεραμιδένιες στέγες και τις συστάδες των δέντρων, την αλαζονικά επιβλητική πρόσοψή του, που αιχμαλωτίζει το βλέμμα και κλέβει τις εντυπώσεις εκ των προτέρων, ενώ τα μέγαρα των υπόλοιπων πρεσβειών αρκούνται σε μια πιο σεμνή παρουσία. Ο πύργος του Γαλατά, συνοικίας κατειλημμένης από τους Φράγκους εμπόρους, υψώνεται ανάμεσα στα σπίτια, με μια μυτερή κορυφή από πράσινο σκουριασμένο χαλκό, και δεσπόζει πάνω από τα αρχαία γενουάτικα τείχη που μεταβάλλονται σε ερείπια στα πόδια του. Το Πέραν, όπου κατοικούν Ευρωπαίοι, κλιμακώνει στην κορυφή του λόφου τα κυπαρίσσια και τα πέτρινα σπίτια του, που έρχονται σε αντίθεση με τις ξύλινες παράγκες των Τούρκων και απλώνονται ως το μεγάλο νεκροταφείο του.

65

Η άκρα του σεραγιού σχηματίζει το άλλο ακρωτήριο, και πάνω σ' αυτή την όχθη είναι που ξεδιπλώνεται η πόλη της Κωνσταντινούπολης. Ποτέ άλλη κακοτράχαλη γραμμή δεν κυμάτισε με τόση μεγαλοπρέπεια ανάμεσα στον ουρανό και το νερό: η γη ανηφορίζει από την αρχή της θάλασσας, τα οικοδομήματα προβάλλουν αμφιθεατρικά, τα τζαμιά, που προεξέχουν πάνω από τον ωκεανό της πρασινάδας και των πολύχρωμων σπιτιών, στρογγυλεύουν τους γαλαζωπούς τρούλους τους και εξακοντίζουν τους λευκούς μιναρέδες με τους εξώστες που καταλήγουν σε μια μυτερή άκρη, μες στο φωτεινό ουρανό του πρωινού, δίνοντας στην πόλη μια ανατολίτικη και ονειρική φυσιογνωμία, στην οποία έρχεται να προστεθεί το ασημένιο φέγγος που λούζει τα αχνά περιγράμματά τους. Ένας εξυπηρετικός συνταξιδιώτης μάς τα κατονομάζει με τη σειρά ξεκινώντας από το Σεράι και ανηφορίζοντας προς τα βάθη του Κεράτιου Κόλπου: Αγία Σοφία, Αγία Ειρήνη, Σουλτάν Αχμέτ, Οσμανιέ, Σουλτάν Βαγιαζίτ, Σουλεϊμανιέ, Σεχζαντέ Τζαμισί, Σουλτάν Μοχαμέτ Β', Σουλτάν Σελίμ. Καταμεσής όλων αυτών των μιναρέδων, πίσω από το τζαμί του Βαγιαζίτ, υψώνεται θαυμαστά ψηλός ο πύργος του Σερασκέρη, απ' όπου δίνουν σινιάλο ότι ξέσπασε πυρκαγιά. Τρεις λεμβόζευκτες γέφυρες ενώνουν τις δυο όχθες του Κεράτιου Κόλπου και επιτρέπουν μια αδιάκοπη επικοινωνία ανάμεσα στην τουρκική πόλη και τα προάστιά της με τους ετερόκλητους πληθυσμούς. Ο κεντρικός δρόμος του Γαλατά καταλήγει στην πρώτη απ' αυτές τις γέφυρες. Αλλά ας μην προτρέχουμε σχετικά μ' αυτές τις λεπτομέρειες, που θα έρθουν στην ώρα τους, και ας περιοριστούμε στη γενική θέα. Όπως στο Λονδίνο, δεν υπάρχουν αποβάθρες στην Κωνσταντινούπολη, και η πόλη βουτάει παντού τα πόδια της μες στη θάλασσα· καράβια όλων των εθνών πλησιάζουν τα σπίτια χωρίς να κρατιούνται σε σεβαστή απόσταση από μια γρανιτένια αποβάθρα. Κοντά στη γέφυρα, στα ανοιχτά του Κεράτιου Κόλπου, ήταν αγκυροβολημένοι στολίσκοι με αγγλικά, γαλλικά, αυστριακά, τουρκικά ατμόπλοια: πλωτά λεωφορεία, σαν water-men του Βοσπόρου, ένας Τάμεσης της Κωνσταντινούπολης όπου συγκεντρώνονται όλη η κίνηση και όλη η δραστηριότητα της πόλης· μυριάδες βάρκες και καΐκια αυλάκωναν σαν ψάρια το κυανό νερό του κόλπου και κατευθύνονταν προς τον Λεωνίδα, που ήταν

66

αγκυροβολημένος σε κάποια απόσταση από το τελωνείο, το οποίο βρισκόταν ανάμεσα στο Γαλατά και τον Τοπχανέ. Σε όλες τις χώρες του κόσμου, το τελωνείο έχει κάποιες κολόνες κι ένα επιστύλιο σε τεχνοτροπία που θυμίζει Οντεόν. Αυτό της Κωνσταντινούπολης απέχει πολύ από την αρχιτεκτονική του είδους. Ευτυχώς, οι παράγκες που γειτονεύουν μ' αυτό είναι τόσο ρημαγμένες, τόσο ετοιμόρροπες, γέρνουν τόσο πολύ προς τα εμπρός και ακουμπούν η μια πάνω στην άλλη με μια νωχελικότητα τόσο ανατολίτικη, που αυτό διορθώνει την κλασική όψη του τελωνείου. Όπως συμβαίνει συνήθως, το κατάστρωμα του Λεωνίδα γέμισε μεμιάς από ένα πολύγλωσσο πλήθος - μια ακαταλαβίστικη φλυαρία στα τουρκικά, τα ελληνικά, τα αρμενικά, τα ιταλικά, τα γαλλικά και τα αγγλικά. Είχα αρχίσει να ενοχλούμαι ακούγοντας όλα αυτά τα αλαμπουρνέζικα, αν και προτού φύγω είχα μελετήσει τα τουρκικά του Κοβιέλου και την τελετή του Αρχοντοχωριάτη, όταν εμφανίστηκε μέσα σ' ένα καΐκι, σαν σωτήριος άγγελος, ο άνθρωπος που μου είχαν συστήσει και που μόνος του μιλάει τόσες γλώσσες όσες και ο διάσημος Μετζοφάντι 14. Διαολόστειλε, καθέναν στο ιδίωμά του, όλους τους κατεργάρηδες που με περιτριγύριζαν, μ' έβαλε στη βάρκα του και με οδήγησε στο τελωνείο, όπου αρκέστηκαν να ρίξουν μια αφηρημένη ματιά στο πενιχρό μπαούλο μου, που ένας χαμάλης φορτώθηκε σαν φτερό στη φαρδιά πλάτη του. Ο χαμάλης είναι ένα ιδιαίτερο είδος στην Κωνσταντινούπολη: είναι μια δίποδη καμήλα χωρίς καμπούρα· ζει με αγγούρια και νερό, και κουβαλάει τεράστια βάρη μέσα από δύσβατους δρόμους, κάθετες ανηφόρες και με εξουθενωτική ζέστη. Τοποθετεί το φορτίο του στη χαμαλίκα, ένα δερμάτινο παραγεμισμένο μαξιλαράκι που το φοράει στους ώμους, και περπατάει από κάτω του διπλωμένος στα δύο, παίρνοντας δύναμη από τον αυχένα, όπως τα βόδια. Η στολή του αποτελείται από μια φαρδιά λινή περισκελίδα, ένα σακάκι από χοντρό κιτρινωπό ύφασμα κι ένα φέσι τυλιγμένο μ' ένα μαντίλι. Οι χαμάληδες έχουν εξαιρετικά ανεπτυγμένο στέρνο, και συχνά, πράγμα παράδοξο, ισχνά ποδαράκια. Σου φαίνεται ασύλληπτο πώς μ' αυτά τα αδύναμα καλάμια, ηλιοψημένα και όμοια με φλογέρες μες στη θήκη τους, μπορούν ν' αντέξουν βάρη που θα 'καναν τον Ηρακλή να

67

γονατίσει. Ακολουθώντας το χαμάλη, που κατευθυνόταν προς το δωμάτιο που μου είχαν κρατήσει, έμπαινα ολοένα και πιο βαθιά σ' ένα δαίδαλο από δρομάκια και στενοσόκακα, φιδωτά, ελεεινά, με τρισάθλια πλακόστρωτα, γεμάτα τρύπες και λακκούβες, φραγμένα από λεπρά σκυλιά και γαϊδούρια φορτωμένα με δοκάρια και μπάζα, και ο εκθαμβωτικός αντικατοπτρισμός της Κωνσταντινούπολης από μακριά έσβηνε γρήγορα. Ο Παράδεισος μεταμορφωνόταν σε κοπρώνα, η ποίηση σε πρόζα, και αναρωτιόμουν, με κάποια μελαγχολία, πώς μπορούσαν αυτά τ' άθλια χαμόσπιτα να παίρνουν μες στον ορίζοντα τόσο σαγηνευτικές όψεις, τόσο απαλά και αχνά χρώματα. Έφτασα, ακολουθώντας κατά πόδας το χαμάλη μου και γαντζωμένος στο μπράτσο του οδηγού μου, στο δωμάτιο που μου είχαν κρατήσει στο σπίτι μιας Σμυρνιάς οικοδέσποινας, copa syrisca 15, σαν εκείνη του Βιργίλιου, δίπλα στη Μεγάλη Οδό του Πέραν, που πλαισιωνόταν από ασήμαντα αλλά καλόγουστα κτίσματα, όπως των λαϊκών δρόμων της Μασσαλίας ή της Βαρκελώνης. Μου πήρε δωδεκάμισι μέρες να έρθω από το Παρίσι, ταξιδεύοντας το ίδιο γρήγορα με μια ταχυδρομική άμαξα, γιατί αρχή μου στα ταξίδια είναι να πετάω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα ως το πιο απομακρυσμένο σημείο για να επιστρέψω κατόπιν από εκεί με την ησυχία μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου να αφιερώσω αυτή τη μέρα σε μια ξεκούραση που σίγουρα μου άξιζε· η περιέργεια όμως ήταν πιο δυνατή και, μετά από λίγες μπουκιές που κατάπια βιαστικά, μην μπορώντας πια να κρατηθώ, άρχισα τις αλλεπάλληλες περιπλανήσεις μου και ξαμολήθηκα στην τύχη μες στην άγνωστη πόλη, χωρίς να προνοήσω να πάρω μαζί μου μια πυξίδα για να προσανατολίζομαι, όπως συνήθιζε να κάνει ένας πολύ οξυδερκής και σώφρων φίλος μου.

68

TA MNHMATAKIA, Ο ΚΕΡΑΤΙΟΣ ΚΟΛΠΟΣ ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΧΑΝ ΕΤΟΙΜΑΣΕΙ καταλάμβανε τον πρώτο όροφο ενός σπιτιού, στην άκρη ενός δρόμου της φραγκικής συνοικίας, της μόνης όπου θα μπορούσαν να κατοικούν Ευρωπαίοι. Ο δρόμος αυτός πηγαίνει από τη Μεγάλη Οδό του Πέραν στα Μνηματάκια, και δε σας τον προσδιορίζω πιο συγκεκριμένα, για τον πολύ βασικό λόγο ότι στην Κωνσταντινούπολη οι δρόμοι δε φέρουν στις γωνίες τους καμία ονομασία, ούτε τουρκική ούτε γαλλική. Επιπλέον, τα σπίτια δεν είναι αριθμημένα, πράγμα που περιπλέκει το πρόβλημα. Μέσα σ' αυτό τον ανώνυμο δαίδαλο, ο καθένας κινείται ανάλογα με την κρίση του και προσανατολίζεται με βάση τις προσωπικές παρατηρήσεις του. Ο μίτος της Αριάδνης ή τα λευκά χαλίκια του Κοντορεβιθούλη θα ήταν εδώ πολύ χρήσιμα· όσο για το να ρίχνεις ψίχουλα ψωμιού στο δρόμο, ούτε σκέψη: θα τα έτρωγαν αμέσως τα σκυλιά, αφού δεν υπάρχουν πουλιά στον ουρανό. Μια και ανέφερα τα σκυλιά, έβαζα για σημάδι, για ν' αναγνωρίζω την κατοικία μου κατά τις πρώτες μέρες της άφιξής μου, μια μεγάλη τρύπα ανοιγμένη στη μέση του δημόσιου δρόμου στο βάθος της οποίας μια κυνηγετική σκύλα θήλαζε τέσσερα πέντε μικρά με απόλυτη ασφάλεια και με τέλεια περιφρόνηση των πεζών και των καβαλάρηδων. Μερικοί δρόμοι, ωστόσο, έχουν ένα παραδοσιακό όνομα που βγαίνει από κάποιο χάνι ή κάποιο τζαμί με το οποίο γειτονεύουν, και ο δρόμος στον οποίο έμενα, όπως έμαθα αργότερα, λεγόταν Ντερβίς Σοκάκ· αλλά τ' όνομά του δεν είναι γραμμένο πουθενά και δε βοηθάει στην ξενάγησή σας. Το σπίτι μου ήταν πέτρινο, συγκυρία που μ' έκαναν να εκτιμήσω πολύ και που δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη σε μια τόσο εύφλεκτη πόλη όσο η Κωνσταντινούπολη. Για περισσότερη ασφάλεια, μια σιδερένια πόρτα, παραθυρόφυλλα από χοντρή λαμαρίνα που διπλώνουν σαν παντζούρια, έπρεπε, σε περίπτωση που έπιανε φωτιά η συνοικία, ν' αναχαιτίσουν τις φλόγες και τις σπίθες και να την απομονώσουν τελείως. Είχα ένα σαλόνι με λευκούς ασβεστωμένους τοίχους, με μια ξύλινη οροφή βαμμένη γκρίζα και τονισμένη με γαλάζιες γλυφές, επιπλωμένο μ' ένα μακρόστενο ντιβάνι, ένα τραπέζι κι ένα βενετσιάνικο καθρέφτη μέσα σ' ένα χρυσόμαυρο πλαίσιο, και

69

μια κρεβατοκάμαρα μ' ένα σιδερένιο κρεβάτι κι ένα κομοδίνο. Δεν υπήρχε τίποτα το εξαιρετικά ανατολίτικο, όπως βλέπετε· η οικοδέσποινά μου, όμως, ήταν Σμυρνιά, και η ανιψιά της, με χλομό πρόσωπο και μαύρα θαμπά μαλλιά, αν και ντυμένη ευρωπαϊκά με μια ροδοκόκκινη ρόμπα, έριχνε κάτι ματιές όλο ασιατική λαγνεία. Μια Ελληνίδα υπηρέτρια, πολύ νόστιμη, μ' ένα μικρό μαντίλι τυλιγμένο στην κορυφή του κεφαλιού της, συμπλήρωνε, με την αφέλεια της νησιωτοπούλας, το προσωπικό του σπιτιού, και του έδινε μια πινελιά τοπικού χρώματος. Η ανιψιά ήξερε λίγα γαλλικά, η θεία λίγα ιταλικά, χάρη στα οποία καταφέρναμε να συνεννοηθούμε κουτσά στραβά. Η Κωνσταντινούπολη είναι, κατά τ' άλλα, σωστός πύργος της Βαβέλ, και θαρρούσε κανείς εκεί πως ήταν η μέρα της σύγχυσης των γλωσσών. Η γνώση τεσσάρων ιδιωμάτων είναι αναγκαιότατη για τις καθημερινές σχέσεις: τα ελληνικά, τα τουρκικά, τα ιταλικά και τα γαλλικά μιλιούνται στο Πέραν από γλωσσομαθή πιτσιρίκια. Στην Κωνσταντινούπολη, ο περιβόητος Μετζοφάντι δε θα εντυπωσίαζε κανέναν· εμείς οι υπόλοιποι Γάλλοι, που γνωρίζουμε μόνο τη γλώσσα μας, σαστίζουμε μπρος σ' αυτή τη θαυμαστή ευκολία. Όταν ταξιδεύω, συνηθίζω να ξαμολιέμαι ολομόναχος μες στις πόλεις που μου είναι άγνωστες, σαν τον πλοίαρχο Κουκ σε εξερευνητικό ταξίδι. Τίποτα δεν είναι πιο διασκεδαστικό από το ν' ανακαλύπτεις μια κρήνη, ένα τζαμί, ένα οποιοδήποτε μνημείο, και να τους δίνεις εσύ το πραγματικό τους όνομα και όχι κάποιος ηλίθιος δραγουμάνος που σου το λέει με ύφος θηριοδαμαστή· άλλωστε, περιπλανώμενος έτσι στην τύχη, βλέπεις ό,τι ποτέ δε σου δείχνουν, ό,τι δηλαδή είναι πραγματικά αξιοπερίεργο στη χώρα που επισκέπτεσαι. Μ' ένα φέσι στο κεφάλι, φορώντας μια κουμπωμένη ρεντιγκότα, με το πρόσωπο μαυρισμένο από το θαλασσινό λιοπύρι και με μακρύ μούσι έξι μηνών, έμοιαζα με Τούρκο της μεταρρύθμισης τόσο ώστε να μην τραβώ την προσοχή στους δρόμους, και έσπευσα ακάθεκτος στα Μνηματάκια - παρατηρώντας καλά τη θέση του σπιτιού μου και το δρόμο που έπαιρνα, για να μη χαθώ. Το μικρό νεκροταφείο του Πέραν, το οποίο, για λόγους συντομίας ή για ν' αποφεύγονται οι μελαγχολικές σκέψεις, ονομάζουν συνήθως

70

Μνηματάκια, καταλαμβάνει την πίσω πλευρά ενός λόφου που ανεβαίνει από την ακτή του Κεράτιου Κόλπου ως την κορυφή του Πέραν, όπου υπάρχει ένα πλάτωμα πλαισιώμένο από ψηλά σπίτια και καφενεία. Είναι ένα παλιό τουρκικό κοιμητήριο στο οποίο εδώ και αρκετά χρόνια δε γίνονται πια ταφές, είτε γιατί δεν υπάρχει πια χώρος, είτε γιατί οι νεκροί μουσουλμάνοι βρίσκονται εκεί πολύ κοντά στους ζωντανούς γκιαούρηδες. Ένας εκτυφλωτικός ήλιος έκαιγε με φως αυτή την πλαγιά με τα κατακόρυφα κυπαρίσσια, με το μαύρο φύλλωμα και το γκριζωπό κορμό, κάτω από τα οποία ορθωνόταν μια στρατιά από μαρμαρένιους στύλους, με χρωματιστά τουρμπάνια στην κορυφή τους· τούτοι οι στύλοι, άλλοι γερμένοι δεξιά, άλλοι αριστερά, οι μεν μπροστά, οι δε πίσω, ανάλογα με το πώς είχε υποχωρήσει η γη κάτω από το βάρος τους, παρίσταναν αόριστα μια ανθρώπινη φιγούρα, και θύμιζαν κάποια παιδικά παιχνίδια, τους σιδεράδες, από τους οποίους παριστάνεται μόνο το κεφάλι, που χτυπούν το αμόνι μ' ένα ξύλινο σφυρί μπηγμένο στην κοιλιά τους. Σε πολλά σημεία, τα μάρμαρα που ήταν κοσμημένα με εδάφια του Κορανίου είχαν υποχωρήσει από τη δράση της βαρύτητας και, έτσι που τα είχαν φυτέψει χωρίς φροντίδα μέσα σ' ένα εύθρυπτο χώμα, είχαν αναποδογυρίσει ή σπάσει κομματάκια. Κάποιες από τις επιτύμβιες κολόνες είχαν αποκεφαλιστεί, και τα τουρμπάνια τους κείτονταν στη βάση τους σαν κομμένα κεφάλια. Λένε ότι τούτοι οι κουτσουρεμένοι τάφοι σκεπάζουν παλιούς γενίτσαρους που τους κυνήγησε και μετά το θάνατό τους η μνησικακία του Μαχμούτ16. Δεν παρατηρείται καμία συμμετρία σ' αυτό το ακατάστατο κοιμητήριο, που προχωράει, σαν λωρίδα από κυπαρίσσια και μνήματα, μέσα από τα σπίτια του Πέραν, ως τον τεκέ ή μοναστήρι των περιστρεφόμενων δερβίσηδων· δυο τρεις δρόμοι λιθόστρωτοι και επενδυμένοι με αντερείσματα φτιαγμένα από απομεινάρια ταφικών μνημείων το διασχίζουν διαγωνίως· πού και πού συναντάς κάποιους υπερυψωμένους τάφους, ενίοτε περικυκλωμένους από τοιχαλάκια ή κιγκλιδώματα, που αποτελούν τον ιδιωτικό τάφο κάποιας κραταιάς ή πλούσιας οικογένειας. Στον περίβολό τους υπάρχει συνήθως μια στήλη που καταλήγει σ' ένα επιβλητικό τουρμπάνι, με τρία τέσσερα φύλλα μαρμάρου ολόγυρα, που στρογγυλεύουν στην κορυφή σαν τη λαβή

71

κουταλιού, και καμιά δωδεκαριά μικρές παιδικές στήλες: είναι ένας πασάς με τις γυναίκες του και τα τέκνα του που πέθαναν μικρά, ένα είδος νεκρικού χαρεμιού που τον συντροφεύει στον άλλο κόσμο. Στα μέρη που δεν είναι κατειλημμένα από τάφους, εργάτες λαξεύουν περβάζια για πόρτες και σκαλοπάτια· αργόσχολοι κοιμούνται στο απόσκιο ή καπνίζουν την πίπα τους, καθισμένοι πάνω σ' έναν τάφο· γυναίκες περνούν σκεπασμένες με πέπλα, σέρνοντας τα κίτρινα μπούνια τους με νωχελικό βήμα· παιδιά παίζουν κρυφτό πίσω από τις επιτύμβιες πέτρες βγάζοντας χαρούμενες κραυγούλες· πλανόδιοι πωλητές γλυκών διαλαλούν τα κουλούρια τους που είναι γεμισμένα με αμύγδαλο. Ανάμεσα στις χαραμάδες των ρημαγμένων μνημείων, κότες τσιμπολογούν, αγελάδες ψάχνουν λίγα χορταράκια και, καθώς δεν υπάρχει χλόη, βόσκουν κομμάτια από παλιοπάπουτσα και από πεταμένα καπέλα. Τα σκυλιά έχουν βολευτεί μέσα στις κοιλότητες των σαπισμένων φέρετρων ή μάλλον των σανίδων που συγκρατούν τη γη γύρω από τα λείψανα, και έχουν κάνει απαίσιες υπόγειες φωλιές μέσα σ' αυτά τα άσυλα του θανάτου που έχουν μεγαλώσει από την αδηφαγία τους. Στα πιο πολυσύχναστα σημεία, οι τάφοι φθείρονται κάτω από τ' αδιάφορα πόδια των διαβατών και σκεπάζονται σιγά σιγά από τη σκόνη και από κάθε λογής σκουπίδια· οι σπασμένες στήλες σκορπίζονται πάνω στο χώμα σαν τα πιόνια ενός παιχνιδιού, και θάβονται μαζί με τα σώματα που υποδείκνυαν, καταχωνιασμένες από αυτούς τους αόρατους νεκροθάφτες που εξαφανίζουν καθετί παραμελημένο, τάφο, ναό ή πόλη· εδώ, δεν είναι η μοναξιά που απλώνεται πάνω από τη λήθη, αλλά η ζωή που ξαναπαίρνει τη θέση που είχε παραχωρήσει προσωρινά στο θάνατο. Κάποιες συστάδες κυπαρισσιών, πιο συμπαγείς, έχουν διαφυλάξει ωστόσο λίγες γωνιές του βεβηλωμένου κοιμητηρίου, και έχουν διατηρήσει τη μελαγχολία του. Τα τρυγόνια φωλιάζουν μες στα μαύρα φυλλώματα και οι γυπαετοί πετάνε πάνω από τις σκοτεινές κορυφές, διαγράφοντας μεγάλους κύκλους πάνω στο βαθυγάλανο ουρανό. Κάποια ξύλινα σπιτάκια, φτιαγμένα από σανίδες, μαδέρια και φράχτες, βαμμένα μ' ένα κόκκινο χρώμα που έχει ξεθωριάσει από τη

72

βροχή και τον ήλιο, είναι μαζεμένα ανάμεσα στα δέντρα, βουλιαγμένα, ξεγοφιασμένα, μισογερμένα και ιδανικά ερειπωμένα για μια ακουαρέλα ή ένα αγγλικό εικονογραφημένο βιβλίο. Πριν κατεβώ την πλαγιά που οδηγεί στον Κεράτιο Κόλπο, κοντοστάθηκα λίγο για ν' αγναντέψω το θαυμάσιο θέαμα που ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια μου: στο πρώτο επίπεδο ήταν τα Μνηματάκια και οι κατωφέρειες τους φυτεμένες με κυπαρίσσια και μνήματα· στο δεύτερο, οι καφετιές κεραμιδένιες στέγες και τα κοκκινωπά σπίτια της συνοικίας του Κασίμ Πασά· στο τρίτο, τα γαλανά νερά του κόλπου που απλώνεται από το Σεράι Μπουρνού ως τα Γλυκέα Ύδατα της Ευρώπης, και στο τέταρτο η γραμμή των κυματιστών λόφων, στην πίσω πλευρά των οποίων ξετυλίγεται αμφιθεατρικά η Κωνσταντινούπολη. Οι γαλαζωποί θόλοι των παζαριών, οι λευκοί μιναρέδες των τζαμιών, οι αψίδες του παλιού υδραγωγείου του Ουάλεντος που φάνταζαν πάνω στον ουρανό σαν μαύρη δαντέλα, οι συστάδες των κυπαρισσιών και των πλατανιών, οι γωνίες των σκεπών, έδιναν ποικιλία σ' αυτή την εξαίσια γραμμή του ορίζοντα που εκτεινόταν από το Επταπύργιο ως τα υψώματα του Εγιούπ. Όλα ασήμιζαν κάτω από ένα λευκό φως, και ο καπνός των ατμόπλοιων του Βοσπόρου που ζέσταιναν τις μηχανές τους για τα Θεραπειά ή το Καντίκιοϊ πλανιόταν σαν μια διάφανη γάζα με αχνές αποχρώσεις που έκαναν την πιο πετυχημένη αντίθεση με τα έντονα και ζεστά χρώματα τών μπροστινών πλάνων. Μετά από λίγα λεπτά στοχαστικής ενατένισης, βάλθηκα πάλι να περπατάω, πότε ακολουθώντας κάποιο άσημο μονοπάτι, πότε δρασκελίζοντας τους τάφους, και έφτασα σ' ένα λαβύρινθο από στενοσόκακα πλαισιωμένα από μαύρα σπίτια, όπου κατοικούσαν καρβουνιάρηδες, σιδεράδες και άλλοι σιδηροτεχνίτες. Μόλις είπα «σπίτια», αλλά η λέξη είναι πολύ πομπώδης και την παίρνω πίσω. Βάλτε καλύβια, αχούρια, παραπήγματα, τρώγλες, ό,τι πιο τεφρό, πιο βρώμικο, πιο ελεεινό μπορείτε να φανταστείτε, αλλά δίχως αυτούς τους όμορφα παλιωμένους, ασβεστωμένους, ξεφλουδισμένους, λεπρούς, χορταριασμένους, μουχλιασμένους, θρυμματισμένους τοίχους που χτίζει το μυστρί του Ντεκάμ με τόση μαεστρία στους ανατολίτικους πίνακές του, κάνοντας τόσο θελκτικά τα χαμόσπιτα.

73

Άμοιρα γαϊδουράκια με κρεμασμένα αυτιά, κοκαλιάρικη και ματωμένη ράχη, περνούσαν ξυστά τα μαύρα μαγαζιά, φορτωμένα κάρβουνα και σιδερικά. Γριές ζητιάνες, καθισμένες πάνω στα λιπόσαρκα μεριά τους, διπλωμένα σαν αρθρώσεις ακρίδας, έτειναν οικτρά προς το μέρος μου, έξω από έναν κουρελιασμένο φερετζέ, ένα χέρι ίδιο με ξεφασκιωμένης μούμιας. Τα όμοια με κουκουβάγιας μάτια τους κηλίδωναν με δυο μαύρες τρύπες το ράκος της μουσελίνας, που καμπούριαζε από την καμπύλη του ράμφους τους, ίδιο με αρπακτικού πουλιού, και ήταν ριγμένη σαν σάβανο πάνω στο αποκρουστικό τους πρόσωπο· άλλες πιο ευκίνητες περνούσαν με τη ράχη κυρτωμένη, το κεφάλι χωμένο στο στήθος και τα χέρια στηριγμένα σε ψηλά μπαστούνια, σαν τη Μάνα Χήνα στους προλόγους της παντομίμας του Τεάτρ ντε Φυναμπύλ17. Μόνο στην Ανατολή μπορεί να καταλάβει κανείς πόσο απίστευτα άσχημες καταντούν οι γριές γυναίκες που έχουν απαρνηθεί πρόθυμα το φύλο τους, και που δεν τις μεταμφιέζουν πια τα επιτήδεια φτιασίδια ενός κοπιώδους καλλωπισμού· εδώ ακόμα και η μάσκα επιτείνει αυτή την εντύπωση· ό,τι βλέπουμε είναι φριχτό, αλλά ό,τι ονειρευόμαστε είναι τρομακτικό. Είναι λυπηρό που δεν υπάρχουν στους Τούρκους συνάξεις μαγισσών για να τις ξαποστέλνουν εκεί καβάλα σ' ένα σκουπόξυλο. Κάποιοι Αρναούτηδες ή Βούλγαροι χαμάληδες, διπλωμένοι κάτω από ένα τεράστιο φορτίο, οι οποίοι, σαν τον Δάντη στην κόλαση, δε σήκωναν το ένα πόδι πριν το άλλο πατήσει γερά στη γη, ανέβαιναν ή κατέβαιναν το σοκάκι· λίγα άλογα προχωρούσαν με θόρυβο, σκορπώντας με κάθε παραπάτημα δέσμες σπινθήρων από το ανισόπεδο και ανώμαλο μονοπάτι τούτης της συνοικίας που είναι περισσότερο εργατική παρά κοσμοπολίτικη. Έφτασα έτσι στον Κεράτιο Κόλπο· ο δρόμος μ' έβγαλε κοντά στα άσπρα κτίσματα του ναυστάθμου, που υψώνονταν πάνω σε κάτι τεράστια κρηπιδώματα και στεφανώνονταν από έναν πύργο σε σχήμα φυλακίου. Ο ναύσταθμος αυτός, κατασκευασμένος με πολιτισμένο γούστο, δεν έχει τίποτα το αξιοπερίεργο για έναν Ευρωπαίο, αν και οι Τούρκοι είναι πολύ περήφανοι γι' αυτόν· έτσι δεν έμεινα εκεί πολλή

74

ώρα να τον κοιτάζω και κράτησα όλη μου την προσοχή για την κίνηση στο λιμάνι, που ήταν κατάμεστο από πλοία όλων των εθνών και το αυλάκωναν προς κάθε κατεύθυνση τα καΐκια, και ιδίως για το υπέροχο πανόραμα της Κωνσταντινούπολης που ξετυλιγόταν στην αντίπερα όχθη. Η θέα αυτή είναι τόσο απροσδόκητα όμορφη, που φτάνει κανείς ν' αμφιβάλλει αν είναι αληθινή. Θαρρούσε κανείς ότι είχε μπροστά του ένα από αυτά τα σκηνικά της όπερας που φτιάχνονται για να διακοσμήσουν κάποιο ανατολίτικο υπερθέαμα και λούζονται, χάρη στη φαντασία του ζωγράφου και τα αιθέρια φώτα της ράμπας, στις ασύλληπτες φωταψίες της τελικής υπέρλαμπρης σκηνής. Το παλάτι του Σεράι Μπουρνού με τις κινεζικές στέγες, τα λευκά επαλξωτά τείχη, τα δικτυωτά κιόσκια, τους κήπους με τα κυπαρίσσια, τις κουκουναριές, τις συκομουριές και τα πλατάνια· το τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ, που στρογγυλεύει τον τρούλο του ανάμεσα στους έξι μιναρέδες του, όμοιους με φιλντισένια κατάρτια· η Αγία Σοφία, που υψώνει το βυζαντινό θόλο της πάνω σε χοντρά αντιτειχίσματα με επάλληλες σειρές από λευκές και κόκκινες πλίνθους, και με τέσσερις μιναρέδες στα πλευρά της· το τζαμί του Βαγιαζίτ, πάνω από το οποίο πετούν σαν ριπές ανέμου σμήνη περιστεριών· το Γενί Τζαμί· ο πύργος του Σερασκέρη, τεράστια κούφια κολόνα μ' ένα μόνιμο στυλίτη στο κιονόκρανό της που παραμονεύει τις πυρκαγιές και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα· το Σουλεϊμανιέ με την αραβική καλαισθησία και το θόλο όμοιο με ατσάλινο κράνος - όλα διαγράφονται με φωτεινά περιγράμματα πάνω σ' ένα φόντο με ανταύγειες γαλαζωπές, σεντεφένιες, οπάλινες, με μια ασύλληπτη φινέτσα, και σχηματίζουν έναν πίνακα που μοιάζει ν' ανήκει μάλλον στους αντικατοπτρισμούς της Φάτα Μοργκάνα παρά στην πεζή πραγματικότητα. Το ασημένιο νερό του Κεράτιου Κόλπου αντανακλά αυτά τα αριστουργήματα μες στον τρεμάμενο καθρέφτη του, κάνοντας ακόμα πιο μαγευτικό το θέαμα· αγκυροβολημένα πλοία, τουρκικές βάρκες που μαζεύουν τ' ανοιχτά πανιά τους σαν φτερούγες πουλιών, αναδεικνύουν, με τις έντονες αποχρώσεις τους και τις μαύρες γραμμοσκιάσεις των ιστίων τους, τούτο το αχνό φόντο μέσα από το οποίο προβάλλει με τα χρώματα του ονείρου η πόλη του Κωνσταντίνου και του Μεχμέτ (Μωάμεθ) Β'.

75

Ξέρω, από φίλους που έχουν ταξιδέψει πριν από μένα στην Κωνσταντινούπολη, ότι αυτά τα θαύματα έχουν ανάγκη, σαν τα σκηνικά του θεάτρου, από το φωτισμό και την προοπτική· όσο πλησιάζει κανείς, η μαγεία χάνεται, τα παλάτια δεν είναι πια παρά σκουληκοφαγωμένες παράγκες, οι μιναρέδες μόνο χοντρές ασβεστωμένες κολόνες· τα στενοσόκακα, ανώμαλα, δυσώδη, δεν έχουν καμία γραφικότητα. Τι σημασία έχει, όμως, όταν τούτο το ασυνάρτητο σύμπλεγμα των σπιτιών, των τζαμιών και των δέντρων που χρωματίζονται από την παλέτα του ήλιου, φαντάζει θαυμάσια ανάμεσα στον ουρανό και τη θάλασσα; Η θέα, αν και οφθαλμαπάτη, δεν είναι λιγότερο όμορφη στην πραγματικότητα. Έμεινα λίγη ώρα στην παραλία αγναντεύοντας τους γλάρους να πετούν, τα καΐκια να κολυμπούν με τη σβελτάδα της τσιπούρας, και τους χαρακτηριστικούς τύπους κάθε λαού που εκπροσωπείται από ένα ή περισσότερα δείγματα να πηγαινοέρχονται αδιάκοπα, ένα ατέλειωτο καρναβάλι που ποτέ δε σε κουράζει. Μπήκα στον πειρασμό να ριψοκινδυνέψω να διαβώ τη γέφυρα που ενώνει τις δύο ακτές, και να πάω «εις την πόλιν», όπως έλεγαν οι Έλληνες: φράση που οι Τούρκοι, όπως την άκουγαν να επαναλαμβάνεται, έκαναν Ισταμπούλ, μοντέρνο όνομα του αρχαίου Βυζαντίου, αν και κάποιοι σοφιστές υποστηρίζουν ότι πρέπει να προφέρουμε Ισλαμπόλ, πόλη του Ισλάμ· αλλά ήταν πράγματι μια παρακινδυνευμένη επιχείρηση που η προχωρημένη κιόλας ώρα δε μου άφηνε τα περιθώρια να ολοκληρώσω. Πήρα λοιπόν το δρόμο της επιστροφής, και ανηφόρισα πάλι στα Μνηματάκια για να ξαναβγώ στο Πέραν. Ξεστράτισα δεξιά και ο δρόμος με οδήγησε, ακολουθώντας τα αρχαία γενουάτικα τείχη, στη βάση τών οποίων δεσπόζει μια ξερή τάφρος, μισογεμάτη ακαθαρσίες, όπου κοιμούνται τα σκυλιά και παίζουν τα παιδιά, μπροστά στον πύργο του Γαλατά, ένα ψηλό κτίσμα που στη θάλασσα ξεχωρίζει από μακριά και που, όπως ο πύργος του Σερασκέρη, έχει στη κορυφή του σκοπιές για τις πυρκαγιές. Είναι μια πραγματική γοτθική ακρόπολη, στεφανωμένη ολόγυρα με πολεμίστρες και με μια μυτερή χάλκινη στέγη οξειδωμένη από το χρόνο που, αντί για μισοφέγγαρο, θα μπορούσε να έχει την ανεμοδούρα με τη χελιδονοουρά μιας φεουδαρχικής αγρέπαυλης.

76

Στη βάση του πύργου υπάρχει ένας συνοικισμός από καλύβες και χαμόσπιτα που δίνουν την κλίμακα του ύψους του, πάρα πολύ μεγάλη. Η κατασκευή του ανάγεται στους Γενουάτες που, ως έμποροι και στρατιώτες μαζί, είχαν κάνει τα μαγαζιά τους πυργίσκους και είχαν οχυρώσει τη συνοικία τους σαν στρατιωτική πόλη· οι εμπορικοί πάγκοι τους θα μπορούσαν ν' αντέξουν μια πολιορκία, και άντεξαν περισσότερες από μία. Στην κορυφή του λόφου που καταλαμβάνουν τα Μνηματάκια δεσπόζει ένας φαρδύς δρόμος πλαισιωμένος από τη μια πλευρά του με σπίτια που απολαμβάνουν εκπληκτική θέα: τον ακολούθησα ως τη γωνία όπου υψώνεται ένα γέρικο κυπαρίσσι μ' έναν κορμό χαρακωμένο από έντονες νευρώσεις, και βρέθηκα μεμιάς μπροστά στο δρόμο μου, αρκετά κουρασμένος και πεθαίνοντας της πείνας. Μου σερβίρισαν ένα δείπνο που έφεραν από τη γειτονική λοκάντα, το οποίο κατασίγασε πολύ γρήγορα την όρεξή μου, περισσότερο από αηδία παρά από ικανοποίηση της πείνας μου, που ήταν, αλίμονο, πολύ δικαιολογημένη. Δε συνηθίζω να μεμψιμοιρώ για τις γαστριμαργικές απογοητεύσεις μου στα ταξίδια, κι αν βρω και καμιά τρίχα μέσα σε μια ομελέτα αρωματισμένη με ταγγό βούτυρο δε φέρνω την καταστροφή, όπως κάποιοι υπερβολικά κοιλιόδουλοι τουρίστες· αλλά οφείλω να διαπιστώσω επ' ευκαιρία ότι τούτη η πρώτη αποκάλυψη της κωνσταντινουπολίτικης κουζίνας μου φάνηκε δυσοίωνη για το μέλλον. Η Ισπανία με συνήθισε στο κρασί που μύριζε τραγίλα και πίσσα, και συμβιβάστηκα αρκετά εύκολα με το μαύρο κρασί της Τενέδου που το κουβαλούσαν μέσα σε δέρμα κατσίκας· αλλά το κίτρινο και γλυφό νερό, που παρασύρει τη σκουριά των παλιών υδραγωγείων, μ' έκανε να νοσταλγήσω τα λαγήνια του Αλγερίου και τις στάμνες της Γρανάδας.

77

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΡΑΜΑΖΑΝΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΡΙΣΙ, Η ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΑΣ από τις οχτώ ως τις έντεκα το βράδυ στο Περ-Λασαίζ ή στο κοιμητήριο της Μονμάρτρης, μέσα σε μια ατμόσφαιρα που θυμίζει τις Νύχτες τον Γιανγκ18, θα έμοιαζε εξαιρετικά αλλόκοτη και μακάβρια ρομαντική· οι πιο θαρραλέοι δανδήδες θα τρόμαζαν· όσο για τις γυναίκες, η πρόταση και μόνο μιας παρόμοιας εκδρομής θα τις έκανε να λιποθυμήσουν από φόβο. Στην Κωνσταντινούπολη, αυτό αφήνει τους ανθρώπους εντελώς αδιάφορους. Το αντίστοιχο βουλεβάρτο της Γάνδης του Πέραν βρίσκεται στην κορυφή του λόφου που καταλαμβάνουν τα Μνηματάκια. Φανταστείτε, αγαπητέ μου κύριε και ωραία μου κυρία, ότι, καθισμένοι καλοκαιριάτικα έξω από το μαγαζί του Τορτόνι, βλέπετε μπροστά σας, κάτω από τα κατάμαυρα κυπαρίσσια, ν' ασπρίζουν στο σεληνόφωτο, σαν ακρωτηριασμένες ασημένιες κολόνες, άπειρες στήλες και τάφοι, ενώ εσείς απολαμβάνετε ένα λαχταριστό παγωτό και κουβεντιάζετε ερωτικά ή άλλα θέματα. Ένας εύθραυστος φράχτης αναποδογυρισμένος σε πολλά σημεία χαράζει ανάμεσα στο πεδίο των νεκρών και τη χαρμόσυνη περαντζάδα μια διαχωριστική γραμμή που παραβιάζεται ανά πάσα στιγμή· μια σειρά από καρέκλες και τραπέζια όπου ακουμπούν οι πελάτες μπροστά από ένα φλιτζάνι καφέ, ένα ηδύποτο ή ένα ποτήρι νερό, δεσπόζει από την μια άκρη ως την άλλη του πεζοδρομίου, που παραπέρα στρίβει και σμίγει με τα Μνηματάκια, πίσω από το άνω Πέραν. Τρισάθλια σπίτια με πέντε, έξι ή επτά ορόφους, μ' αυτη τη φριχτή αρχιτεκτονική τεχνοτροπία που ήταν άγνωστη στον Βινιόλα19 την τεχνοτροπία των αστικών σπιτιών, συμπαθητικό κράμα στρατοπέδου και υφαντουργείου- πλαισιώνουν τη μια πλευρά του λιθόστρωτου και απολαμβάνουν μια θαυμάσια θέα που δεν είναι αντάξιά τους. Είναι αλήθεια ότι τούτα τα σπίτια θεωρούνται τα πιο όμορφα της Κωνσταντινούπολης και ότι στο Πέραν καμαρώνουν γι' αυτά, θεωρώντας τα άξια, με το δίκιο τους, να σταθούν αξιοπρεπώς δίπλα στα σπίτια της Μασσαλίας, της Βαρκελώνης, ακόμα και του Παρισιού· η ασχήμια τους είναι πράγματι πολύ εξευγενισμένη και πολύ μοντέρνα· αλλά, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, τη νύχτα, που φωτίζονται αμυδρά από την αντανάκλαση των φαναριών

78

και το σπινθηροβόλημα των άστρων ή τη μενεξεδιά λάμψη της σελήνης που παγώνει τις ασβεστωμένες προσόψεις τους, έχουν, εξαιτίας του όγκου τους, μια αρκετά επιβλητική όψη. Σε κάθε άκρη του πεζοδρομίου βρίσκεται ένα καφωδείο, που συνδυάζει την τέρψη ενός ποτού με την ευχαρίστηση μιας υπαίθριας ορχήστρας πλανόδιων μουσικών που παίζουν γερμανικά βαλς και ουβερτούρες από ιταλικές όπερες. Τίποτα δεν είναι πιο χαρούμενο από αυτό τον περίπατο δίπλα στα μνήματα· η μουσική, που δε σταματάει ποτέ, αφού η μια ορχήστρα ξαναρχίζει πριν προλάβει να τελειώσει η άλλη, δίνει ένα γιορταστικό τόνο σ' αυτή τη καθημερινή σύναξη των περιπατητών, οι φιλικοί ψίθυροι των οποίων κρατούν το ίσο στις μεταλλικές φράσεις του Βέρντι. Οι τολύπες από τη λατάκια και το τουμπεκί ανεβαίνουν σε αρωματισμένες σπείρες από τα τσιμπούκια, τους ναργιλέδες και τα τσιγάρα, γιατί όλος ο κόσμος καπνίζει στην Κωνσταντινούπολη, ακόμα και οι γυναίκες. Όλες αυτές οι αναμμένες πίπες ξομπλιάζουν τις σκιές με αστραφτερά κεντίδια και μοιάζουν με σμήνη από πυγολαμπίδες. Η κραυγή «φωτιά!» αντηχεί σε κάθε πιθανό ιδίωμα, και οι σερβιτόροι σπεύδουν σ' αυτές τις πολύγλωσσες παραγγελίες κραδαίνοντας ένα κόκκινο κάρβουνο στην άκρη μικρών λαβίδων. Οι οικογένειες του Πέραν, σε πολυάριθμες παρέες, σεργιανίζουν στο χώρο που μένει ελεύθερος από τους καθιστούς πελάτες, μ' ευρωπαϊκή αμφίεση, εκτός από κάποιες ασήμαντες τροποποιήσεις στην κόμμωση και το ντύσιμο των γυναικών. Οι νεαροί είναι ντυμένοι όπως στις γκραβούρες του Ζυλ Νταβίντ, με την προτελευταία λέξη της μόδας· θα τους ξεχώριζε κανείς από τους κομψευόμενους Παριζιάνους μόνο από το φανταχτερό τους γούστο· δεν ακολουθούν τη μόδα, την προλαβαίνουν. Κάθε κομμάτι της γκαρνταρόμπας τους φέρει την υπογραφή ενός διάσημου οίκου της οδού Ρισελιέ ή της οδού ντε λα Παι· τα πουκάμισά τους είναι Λαμί-Ουσέ· τα μπαστούνια τους Βερντιέ· τα καπέλα τους Μπαντόνι· τα γάντια τους Ζουβέν. Ορισμένοι, ωστόσο, από αρμενικές οικογένειες ως επί το πλείστον, φορούν το κόκκινο φέσι με τη μαύρη μεταξωτή φούντα, αλλά είναι η μειοψηφία. Η Ανατολή εκπροσωπείται σ' αυτή την σύναξη μονάχα

79

από κανέναν Έλληνα που περνάει, σηκώνοντας τα μανίκια του κεντητού σακακιού του και με τη φαρδιά λευκή φουστανέλα του να κυματίζει, ή από κανέναν έφιππο Τούρκο υπάλληλο, ακολουθούμενο από το σωματοφύλακα και τον υπηρέτη που του κουβαλάει τις πίπες, ο οποίος επιστρέφει από το Μεγάλο Νεκροταφείο στην Κωνσταντινούπολη κατευθυνόμενος προς τη γέφυρα του Γαλατά. Τα τουρκικά ήθη έχουν αποτυπωθεί στα ευρωπαϊκά, και οι γυναίκες του Πέραν ζουν πολύ περιορισμένες - με τη θέλησή τους, βέβαια· βγαίνουν μόνο για να κάνουν ένα γύρο στα Μνηματάκια και για ν' ανασάνουν τη βραδινή δροσιά· πολλές μάλιστα δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους τούτη την αθώα ψυχαγωγία, κι αυτό στερεί από τον ταξιδιώτη την ευκαιρία να επιθεωρήσει τις χαρακτηριστικές γυναίκες του τόπου, όπως συμβαίνει στις Κασίνες της Φλωρεντίας, στο Πράδο, στο Χάιντ Παρκ, στα Ηλύσια Πεδία. Μόνο ο άντρας μοιάζει να υπάρχει στην Ανατολή, η γυναίκα περνάει στη σφαίρα του μύθου, και οι χριστιανοί μοιράζονται σ' αυτό το σημείο τις ιδέες των μουσουλμάνων. Εκείνο το βράδυ, τα Μνηματάκια είχαν πολλή κίνηση· το Ραμαζάνι είχε αρχίσει μαζί με τη νέα σελήνη, η εμφάνιση της οποίας πάνω από την κορυφή του Ολύμπου της Βιθυνίας, που την παραμονεύουν οι ιεροί αστρολόγοι και που διαλαλείται σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία, σηματοδοτεί την επιστροφή της μεγάλης μωαμεθανικής γιορτής. Το Ραμαζάνι, όπως όλοι γνωρίζουν, είναι μια σαρακοστή που τη διαδέχεται ένα καρναβάλι· η μέρα ανήκει στην αποχή, η νύχτα στην ηδονή· η μετάνοια συγχέεται με την κραιπάλη, σαν θεμιτή επανόρθωση. Από την ανατολή ως τη δύση του ήλιου, η ακριβής στιγμή τών οποίων δηλώνεται με μια κανονιά, το Κοράνι απαγορεύει τη λήψη οποιασδήποτε τροφής, οσοδήποτε ελαφριάς. Απαγορεύεται ακόμα και το κάπνισμα, η πιο επίπονη στέρηση για ένα λαό που τα χείλη του δεν αφήνουν ποτέ το κεχριμπαρένιο επιστόμιο· το να σβήσει κανείς την πιο δυσβάσταχτη δίψα με μια γουλιά νερό είναι αμάρτημα και καταστρέφει την αξία της νηστείας· αλλά από το απόβραδο ως το πρωί όλα επιτρέπονται, και αποζημιώνεται κανείς γενναιόδωρα για τις στερήσεις της ημέρας. Η τουρκική πόλη γιορτάζει.

80

Σεργιανίζοντας στα Μνηματάκια, μπορούσε να απολαύσει κανείς το πιο εξαίσιο θέαμα. Στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου Κόλπου, η Κωνσταντινούπολη λαμπύριζε σαν το ρουμπινένιο στέμμα ενός αυτοκράτορα της Ανατολής· οι μιναρέδες των τζαμιών έφεραν στα μπαλκόνια τους βραχιόλια από λυχνάρια, και από το ένα βέλος στο άλλο έτρεχαν, με πύρινα γράμματα, στίχοι του Κορανίου, γραμμένοι στο βαθυγάλανο ουρανό όπως στις σελίδες ενός θείου βιβλίου· η Αγία Σοφιία, το Σουλτάν Αχμέτ, το Γενί Τζαμί, το Σουλεϊμανιέ και όλοι οι ναοί του Αλλάχ που υψώνονται από το Σεράι Μπουρνού ως τους λόφους του Εγιούπ, φωτοβολούσαν και διακήρυσσαν με φλογερά επιφωνήματα το δόγμα του Ισλάμ. Το μισοφέγγαρο, μ' ένα άστρο δίπλα του, ήταν όμοιο με το έμβλημα της Αυτοκρατορίας κεντημένο πάνω στο λάβαρο του ουρανού. Το νερό του κόλπου πολλαπλασίαζε, θρυψαλιάζοντας, τις αντανακλάσεις των μυριάδων φωσφορισμών και έμοιαζε να παρασύρει χειμάρρους από μισολιωμένα πετράδια. Η πραγματικότητα, λένε, υστερεί πάντα σε σχέση με το όνειρο· αλλά εδώ το όνειρο είχε ξεπεραστεί από την πραγματικότητα. Τα παραμύθια από τις Χίλιες και μια νύχτες δεν προσφέρουν τίποτα πιο ονειρικό, και ο αμύθητος χαμένος θησαυρός του Χαρούν αλ-Ρασίντ θα ωχριούσε πλάι στην κολοσσιαία κοσμηματοθήκη που αστραφτοκοπούσε μια λεύγα μακριά. Κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, απολαμβάνει κανείς απόλυτη ελευθερία· το φανάρι δεν είναι υποχρεωτικό όπως τον υπόλοιπο καιρό· οι λαμπρά φωταγωγημένοι δρόμοι κάνουν περιττή αυτή την πρόνοια της αστυνομίας. Οι γκιαούρηδες μπορούν να μένουν στην Κωνσταντινούπολη μέχρι να σβήσουν τα τελευταία φώτα, τόλμημα που δε θα ήταν ακίνδυνο τον υπόλοιπο καιρό. Έτσι δέχτηκα μετά χαράς την πρόταση που μου έκανε ένας νεαρός Κωνσταντινουπολίτης που μου είχαν συστήσει, να κατεβούμε στη σκάλα του Τοπχανέ, να ναυλώσουμε ένα καΐκι για να πάμε να δούμε το σουλτάνο να προσεύχεται στο Σιραγκάν, και να τελειώσουμε το βράδυ μας στην τουρκική πόλη. Κατηφορίζουμε από το Πέραν στον Τοπχανέ από ένα σοκάκι με

81

απότομες ανηφόρες και κατηφόρες, παρόμοιο με την κοίτη ενός στερεμένου χειμάρρου. Για ένα παριζιάνικο πόδι συνηθισμένο στην ελαστικότητα της ασφάλτου και στη μαλακότητα των σκυροστρωμένων δρόμων, το κατρακύλισμα αυτό είναι μια επίπονη άσκηση. Χάρη στο μπράτσο που μου πρόσφερε ο φίλος μου, που είναι πολύ έμπειρος στη γεωγραφία των γλιστερών και κακοτράχαλων δρόμων τούτου του Γολγοθά, έφτασα στους πρόποδες χωρίς να στραμπουλίξω κανένα πόδι - πράγμα ανέλπιστο και εκπληκτικό. Δεν πάτησα καν το πόδι κανενός σκύλου και δεν αγρίεψα κανένα από τα συμπαθητικά αυτά ζώα. Όσο κατηφορίζαμε, και ιδίως από το σημείο όπου βρισκόταν μια μικρή τουρκική κρήνη με μυτερή στέγη όπου ο δρόμος κάνει μια διχάλα, το πλήθος μεγάλωνε και πύκνωνε· τα μαγαζιά, έντονα φωτισμένα, φωταγωγούσαν το δημόσιο δρόμο, πλημμυρισμένο από Τούρκους καθισμένους οκλαδόν ή σε χαμηλά σκαμνιά που κάπνιζαν με την ηδονή που χαρίζει μια μέρα αποχής· ήταν ένα πήγαιν' έλα, μια ατέλειωτη κοσμοπλημμύρα, η πιο ζωηρή και η πιο γραφική του κόσμου, γιατί, ανάμεσα στις δύο όχθες των ακίνητων καπνιστών, κυλούσε ένα ρυάκι από διαβάτες, όλων των εθνών, όλων των φύλων και όλων των ηλικιών. Παρασυρμένοι από το κύμα, φτάσαμε στην πλατεία του Τοπχανέ, διασχίζοντας την αψιδωτή αυλή του τζαμιού, και βρεθήκαμε μπροστά σ' εκείνη τη χαριτωμένη κρήνη αραβικής τεχνοτροπίας που οι αγγλικές γκραβούρες έχουν κάνει γνωστή σ' όλο τον κόσμο, της οποίας έχουν αφαιρέσει την ωραία κινεζική στέγη και έχουν βάλει στη θέση της ένα απαίσιο κιγκλίδωμα από κούφιο σίδερο. Ο Χορός μεταμφιεσμένων του Γουσταύου20 δεν προσφέρει πιο μεγάλη ποικιλία στολών απ' ό,τι η πλατεία του Τοπχανέ μια νύχτα Ραμαζανιού: οι Βούλγαροι, με τη χωριάτικη καζάκα και το σκούφο με τη γούνινη γαρνιτούρα, στολή που δεν πρέπει να έχει αλλάξει από τότε που ήταν χωριάτες στο Δούναβη· οι Κιρκάσιοι, με τη λυγερή μέση και το ευρύ στέρνο, ζωσμένοι με φυσίγγια που τους κάνουν όμοιους με θήκες εκκλησιαστικού οργάνου· οι Γεωργιανοί, με την κοντή χλαμύδα σφιγμένη με μια μεταλλική ζώνη και τη ρουσική

82

τραγιάσκα από γυαλιστερό δέρμα· οι Αρναούτηδες, που φοράνε ένα κεντητό αμανίκωτο σακάκι πάνω στο γυμνό τους στέρνο· οι Εβραίοι, που ξεχωρίζουν από τη μακριά πουκαμίσα με τα σχισίματα στο πλάι και το μαύρο φέσι με το γαλάζιο μαντίλι ολόγυρα· οι Έλληνες των νησιών, με τις τεράστιες βράκες, τα σφιχτά ζουνάρια και τα φέσια με τη μεταξωτή φούντα· οι Τούρκοι της μεταρρύθμισης, με την ίσια ρεντιγκότα και το κόκκινο φέσι· οι παλιοί Τούρκοι, με το «φαρδύ τουρμπάνι. το ροδοκόκκινο, λευκοκίτρινο, κανελί ή γαλανό καφτάνι, που θυμίζουν τις εποχές των γενίτσαρων· οι Πέρσες, με το μεγάλο σκούφο από μαύρη προβιά αστρακάν· οι Σύριοι, που ξεχωρίζουν από τα μαντίλια με τις χρυσές ρίγες και τα φαρδιά και μακριά πανωφόρια όμοια με βυζαντινές δαλματικές· οι Τουρκάλες, καλυμμένες με το λευκό γιασμάκι και τον ανοιχτόχρωμο φερετζέ· οι Αρμένισσες, που καλύπτονται λιγότερο αυστηρά, με μενεξεδιά ρούχα και μαύρα παπούτσια - αποτελούν όταν τους βλέπεις, σε παρέες που σμίγουν ή χωρίζουν αδιάκοπα, το πιο διασκεδαστικό καρναβάλι που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Υπαίθριες προθήκες με γιαούρτι (ξινόγαλο), με καϊμάκι (αφρόγαλο), μαγαζιά με γλυκά, για τα οποία οι Τούρκοι ξετρελαίνονται, πάγκοι νερουλάδων όπου κουδουνίζουν, με υδραυλικά τεχνάσματα, κουδούνες και κουδουνάκια, καμπανάκια ή κρυστάλλινα καπάκια, αναψυκτήρια με ηδύποτα, γρανίτες και παγωμένο νερό, είναι αραδιασμένα και στις δυο πλευρές της πλατείας, και τη φαιδρύνουν με τις φωταψίες τους. Τα καπνοπωλεία, λαμπρά φωταγωγημένα, είναι γεμάτα υψηλές προσωπικότητες που χαζεύουν τη γιορτή καπνίζοντας καπνό πρώτης ποιότητας μέσα στις πίπες από κερασιά ή γιασεμί με τα πελώρια επιστόμια. Στο βάθος των καφενείων βρυχάται το τουμπελέκι, αναριγεί το ντέφι, σκούζει η ρεμπάπα και τιτιβίζει η φλογέρα· μονότονα τραγούδια, έρρινα, που ανακατεύονται πότε πότε με τιρολέζικα επιφωνήματα και σουβλερές κραυγές, αναδύονται μέσα από σύννεφα καπνού. Είδαμε και πάθαμε για να φτάσουμε, μέσα απ' αυτό το πλήθος που στέκεται ανενόχλητο στο δρόμο σου, στη σκάλα του Τοπχανέ, απ' όπου θα παίρναμε ένα καΐκι. Με λίγες απλωτές των κουπιών βγήκαμε στ' ανοιχτά και μπορέσαμε να δούμε καταμεσής του Βοσπόρου τις φωταψίες του τζαμιού του

83

σουλτάνου Μαχμούτ και το τηλεβολοστάσιο που είναι δίπλα και χαρίζει τ' όνομά του σ' αυτή τη σκάλα. («Τοπ», στα τουρκικά, σημαίνει κανόνι· «Χανέ», τόπος, πλατεία, μαγαζί.) Οι μιναρέδες του τζαμιού του σουλτάνου Μαχμούτ θεωρούνται οι πιο κομψοί της Κωνσταντινούπολης και αναφέρονται ως κλασικά δείγματα της τουρκικής αρχιτεκτονικής· ξεπηδούσαν λυγεροί μες στη γαλανή ατμόσφαιρα της νύχτας, με πύρινα περιγράμματα και συνδεμένοι με στίχους του Κορανίου, και φάνταζαν εξαιρετικά καλλίγραμμοι, Μπροστά στο τηλεβολοστάσιο τα φώτα απεικόνιζαν ένα γιγαντιαίο κανόνι με τον κιλλίβαντα και τους τροχούς του, φλογοβόλο έμβλημα του τουρκικού πυροβολικού που συμβολιζόταν με αρκετή ακρίβεια μ' αυτό τον απλοϊκό τρόπο. Παραπλεύσαμε, ακολουθώντας το Βόσπορο, την όχθη της Ευρώπης, που ήταν όλη σπαρμένη με πούλιες φωτός και πλαισιωμένη από θερινά παλάτια βεζίρηδων και πασάδων, φωταγωγημένα με επιγραφές πάνω σε σιδερένια ικριώματα, που αναπαριστούσαν καλλιγραφικές συνθέσεις, ανατολίτικης τεχνοτροπίας, ατμόπλοια, ανθοδέσμες, πυροτεχνήματα και αφορισμούς του Κορανίου, και φτάσαμε στο ύψος του παλατιού του Σιραγκάν, που απαρτίζεται από ένα κεντρικό κτίσμα με τριγωνικό αέτωμα και λεπτές κολόνες, σαν της Βουλής του Παρισιού, και από δυο πτέρυγες με δικτυωτά παράθυρα όμοιες με δυο πελώρια κλουβιά. Τ' όνομα του σουλτάνου γραμμένο με πύρινους χαρακτήρες σπινθηροβολούσε πάνω στην πρόσοψη, και από την ανοιχτή πύλη διακρινόταν μια αχανής αίθουσα όπου, μες στη φωτοχυσία των κεριών, σάλευαν πολλές αδιαφανείς σιλουέτες που έκαναν ευλαβικές σπασμωδικές κινήσεις. Ήταν ο πατισάχ που προσευχόταν, περιτριγυρισμένος από τους υψηλόβαθμους αξιωματούχους του που ήταν γονατισμένοι σε χαλιά· ένα βουητό από έρρινες ψαλμωδίες ξεχυνόταν από την αίθουσα μαζί με τις κίτρινες αντανακλάσεις των κεριών, και απλωνόταν στην ήρεμη και γαλανή νύχτα. Ύστερα από λίγα λεπτά ενατένισης, κάναμε νεύμα στον καϊκτσή να μας γυρίσει πίσω, και μπόρεσα να δω την άλλη όχθη - την όχθη της Ασίας, πάνω στην οποία απλωνόταν κλιμακωτά το Σκουτάρι, η αρχαία Χρυσούπολη, με τα φωταγωγημένα τζαμιά και τα παραπετάσματα

84

των κυπαρισσιών της να ξεδιπλώνουν πίσω της τις πτυχές των πένθιμων φυλλωμάτων τους. Στη διαδρομή, είχα την ευκαιρία να θαυμάσω με πόση επιδεξιότητα οδηγούν οι κωπηλάτες τούτα τα εύθραυστα πλοιάρια μέσα σε μια δίνη από πλεούμενα και ρεύματα που θα έκανε την πλοήγηση στο Βόσπορο εξαιρετικά επικίνδυνη για τους λιγότερο ικανούς βαρκάρηδες. Τα καΐκια δεν έχουν τιμόνι, και οι κωπηλάτες, αντίθετα με τους γονδολιέρηδες της Βενετίας, που κοιτάζουν την πλώρη της γόνδολας, γυρίζουν την πλάτη στο σημείο προς το οποίο κατευθύνονται, και έτσι με κάθε απλωτή των κουπιών στρέφουν το κεφάλι για να δουν μήπως κάποιο απροσδόκητο εμπόδιο έχει μπει στην πορεία τους. Έχουν επίσης κάποιες κωδικοποιημένες κραυγές με τις οποίες συνεννοούνται και αποφεύγουν ο ένας τον άλλον με μια ασύλληπτη σβελτάδα. Καθισμένος πάνω σ' ένα μαξιλάρι στο βάθος του καϊκιού, πλάι στο συνοδό μου, απολάμβανα αυτό το θαυμάσιο θέαμα σιωπηλά και απόλυτα ακίνητος, γιατί η παραμικρή κίνηση αρκεί για ν' αναποδογυρίσουν τούτες οι στενές βαρκούλες, που είναι φτιαγμένες για τα βαριά σουλούπια των Τούρκων. Οι δροσοσταλίδες της νύχτας τρεμόπαιζαν πάνω στο στέγαστρο της βάρκας μας και έκαναν τη λατάκια των τσιμπουκιών μας να τσιτσιρίζει, γιατί, όσο ζεστή και αν ήταν η μέρα, οι νύχτες είναι ψυχρές στο Βόσπορο, που δροσίζεται πάντα από τους θαλασσινούς αέρηδες και τις ριπές του ανέμου που προκαλούν τα θαλάσσια ρεύματα. Μπήκαμε στον Κεράτιο Κόλπο και, περνώντας ξυστά από την άκρα του Σεράι Μπουρνού, αποβιβαστήκαμε, καταμεσής ενός στολίσκου καϊκιών, μες στα οποία το δικό μας, αφού έκανε μια στροφή, σφηνώθηκε σαν τσεκουριά, δίπλα σ' ένα μεγάλο κιόσκι με κινεζική στέγη και τοίχους από τεντωμένα πράσινα παραπετάσματα, περίπτερο αναψυχής του σουλτάνου, που σήμερα είναι εγκαταλειμμένο και έχει μετατραπεί σε φυλάκιο. Ήταν σκέτη απόλαυση να βλέπεις ν' αράζουν οι μακρόστενες βάρκες με τις χρυσαφένιες πλώρες των πασάδων και των υψηλόβαθμων· στην αποβάθρα τους περίμεναν όμορφα βερβερικά άλογα με

85

μεγαλόπρεπα φάλαρα, που τα κρατούσαν νέγροι, Αρναούτηδες ή σωματοφύλακες - το πλήθος παραμέριζε με σεβασμό για να περάσουν. Τον υπόλοιπο καιρό, οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης δεν είναι φωταγωγημένοι, και καθένας πρέπει να κρατάει στο χέρι το φανάρι του, λες και ψάχνει για «άνθρωπο»· την εποχή του Ραμαζανιού, όμως, τίποτα δεν είναι πιο χαρμόσυνα φωτεινό από τα σοκάκια και τις πλατείες που είναι συνήθως σκοτεινά, και στα οποία τρεμοπαίζει κάπου κάπου ένα χάρτινο αστέρι. Τα καταστήματα, ανοιχτά όλη τη νύχτα, φλογοβολούν και ρίχνουν έντονες φωτεινές γραμμές που τις αντανακλούν χαρούμενα τα απέναντι σπίτια· σε κάθε προθήκη υπάρχουν μόνο λάμπες, κεριά και καντήλια που κολυμπούν στο λάδι· τα ψητοπωλεία, όπου το αρνί κομμένο κομματάκια (κεμπάπ) τσιτσιρίζει περασμένο μέσα σε κάθετες σούβλες, φωτίζονται από τις φλογερές αντανακλάσεις της θράκας· οι φούρνοι, που ψήνουν πίτες μπακλαβά, ανοίγουν τα κόκκινα στόμιά τους· οι υπαίθριοι πραματευτές βάζουν γύρω τους κεράκια για να τραβήξουν την προσοχή της πελατείας και για ν' αναδείξουν καλύτερα το εμπόρευμά τους· παρέες φίλων τρώνε μαζί, γύρω από ένα λυχνάρι με τρία φιτίλια, που η φλόγα τους τρεμουλιάζει στο δροσερό αέρα, ή γύρω από ένα μεγάλο πολύχρωμο φανάρι με ζωηρά χρώματα· οι καπνιστές, καθισμένοι στην πόρτα των καφενείων, αναζωπυρώνουν με κάθε ρουφηξιά την κόκκινη πούλια του τσιμπουκιού και του ναργιλέ τους και το φως πέφτει πάνω σ' αυτό το ευδιάθετο πλήθος και διαθλάται πάλι με ασυνήθιστη γραφικότητα. Όλος ο κόσμος έτρωγε με μια όρεξη που είχε ακονιστεί από τη δεκατετράωρη νηστεία, οι μεν ρυζοκεφτέδες και ψιλοκομμένο κρέας τυλιγμένα σε αμπελόφυλλα, οι δε κεμπάπ τυλιγμένο μ' ένα είδος πίτας, άλλοι βραστό ή ψητό καλαμπόκι, άλλοι τεράστια αγγούρια ή πεπόνια Σμύρνης, με πράσινη φλούδα και λευκή σάρκα· ορισμένοι, πιο πλούσιοι ή πιο φιλήδονοι, παράγγελναν μεγάλες μερίδες μπακλαβά ή καταβρόχθιζαν ζαχαρωτά με μια παιδική λαιμαργία που έδειχνε αστεία σε τούτους τους σωματώδεις γενειοφόρους παλικαράδες που ήταν όμοιοι με οικοδόμους· άλλοι πάλι ευφραίνονταν πιο λιτοδίαιτα, με λευκά μούρα, που ήταν στοιβαγμένα

86

σε σωρούς στις προθήκες των οπωροπωλείων. Ο φίλος μου μ' έμπασε σ' ένα ζαχαροπλαστείο, που είναι κάτι σαν τον Μπουασιέ της Κωνσταντινούπολης, για να με μυήσει στις τέρψεις της τουρκικής γαστριμαργίας, που είναι πιο εκλεπτυσμένη απ' όσο φανταζόμαστε στο Παρίσι. Το κατάστημα αυτό αξίζει μια ιδιαίτερη περιγραφή: τα παραθυρόφυλλα, διπλωμένα σαν βεντάλια όπως οι μπουκαπόρτες των καραβιών, σχημάτιζαν ένα είδος ανάγλυφου γείσου, με κίτρινα και γαλανά τετραγωνάκια, που σκέπαζε μεγάλα γυάλινα δοχεία γεμάτα με ροδοκόκκινα και άσπρα κουφέτα, σταλακτίτες από ραχάτλουκούμ, ένα είδος διάφανης ζύμης καμωμένης με πάσπαλη και ποικιλόχρωμη ζάχαρη, δοχεία με γλυκό τριαντάφυλλο και γυάλες με φιστίκια. Μπήκαμε στο κατάστημα, όπου χωρούσαν μετά βίας τρεις άνθρωποι, το οποίο είναι, ωστόσο, ένα από τα πιο ευρύχωρα της Κωνσταντινούπολης, και το αφεντικό, ένας παχουλός και μελαψός Τούρκος με μαύρη γενειάδα και με άκακα αγριωπή φυσιογνωμία, μας σερβίρισε με αξιαγάπητα τρομερό ύφος ροδοκόκκινα και άσπρα ραχάτ-λουκούμ και κάθε λογής εξωτικά ζαχαρωτά πολύ αρωματισμένα και πολύ εκλεκτά, αν και υπερβολικά μελωμένα για έναν παριζιάνικο ουρανίσκο· ένα φλιτζάνι έξοχης μόκας ήρθε την κατάλληλη στιγμή να εξισορροπήσει, με τη σωτήρια πίκρα της, τη λιγωμάρα των γλυκών που είχα τιμήσει δεόντως από αγάπη για οτιδήποτε ντόπιο. Στο βάθος του μαγαζιού, νεαρά αγόρια, με ποδιές από τσίτι της Ρουέν δεμένες στη μέση τους, ένα κουρέλι γύρω από το κεφάλι και ξεμπράτσωτοι, ανάδευαν πάνω σε μια λαμπερή φωτιά τις μπακιρένιες λεκάνες μες στις οποίες τ' αμύγδαλα και τα φιστίκια ντύνονταν με ζαχαρένια πουκάμισα, ή κυλούσαν πάνω στην πάσπαλη μπαστουνάκια από ραχάτ-λουκούμ, χωρίς να κρύβουν τα μυστικά της παρασκευής τους. Καθισμένος σ' ένα απ' αυτά τα χαμηλά σκαμνάκια που, μαζί με τα ντιβάνια, αποτελούν τα μοναδικά καθίσματα των Τούρκων, χάζευα το πυκνό και πολύχρωμο πλήθος στο δρόμο· πλανόδιοι έμποροι που

87

διαλαλούσαν τα σερμπέτια, το παγωμένο νερό και τα γλυκά τους αυλάκωναν το πλήθος, κάποιος έφιππος υπάλληλος, μ' επικεφαλής το σωματοφύλακά του και τον υπηρέτη που του μεταφέρει τις πίπες να τον ακολουθεί, άνοιγε απροειδοποίητα το δρόμο με απάθεια, ή πάλι κάποια ταλίκα που τρανταζόταν φριχτά από τα χαλίκια και τις λακκούβες, μ' έναν πεζό αμαξηλάτη, το διέσχιζε πιο διακριτικά - δεν μπορούσα να χορτάσω αυτό τον πίνακα που ήταν τόσο καινούριος για μένα, και ήταν πια περασμένες μία το πρωί όταν, με οδηγό το φίλο μου, κατευθύνθηκα προς την αποβάθρα όπου μας περίμενε η βάρκα μας. Στο δρόμο μας διασχίσαμε τον περίβολο του Γενί Τζαμί· ένα περιστύλιο με αρχαίες κολόνες που υποστήριζαν αραβικές αψίδες μιας θαυμάσιας τεχνοτροπίας ασήμιζε κάτω από το σεληνόφωτο και λουζόταν με γαλαζωπές σκιές· κάτω από τις αψίδες ήταν ξαπλωμένοι, με τη γαλήνη των ανθρώπων που βρίσκονται σπίτι τους, πολλές ομάδες ζητιάνων τυλιγμένων με κουρέλια. Κάθε άστεγος μουσουλμάνος μπορεί να ξαπλώσει, χωρίς το φόβο των νυχτερινών περιπολιών, στα σκαλοπάτια των τζαμιών· θα κοιμηθεί εκεί με την ίδια ασφάλεια που κοιμάται ένας Ισπανός ζητιάνος κάτω από το πρόθυρο μιας εκκλησίας. Η γιορτή θα διαρκούσε στην Κωνσταντινούπολη ως την κανονιά που αναγγέλλει, με την πρώτη αχτίδα της αυγής, την έναρξη της νηστείας· αλλά ήταν ώρα να πάμε λίγο να ξεκουραστούμε, και μας έμενε η δύσκολη ανάβαση από τον Τοπχανέ στο Πέραν, μελαγχολική άσκηση μετά από μια μέρα σωματικής κούρασης και πνευματικής έκστασης. Τα σκυλιά γρύλιζαν λίγο στο πέρασμά μου, μυρίζοντας ότι είμαι Γάλλος και νεοφερμένος· αλλά ηρεμούσαν με λίγα λόγια που τους έλεγε ο φίλος μου στα τουρκικά και μ' άφηναν ήσυχο χωρίς να επιτεθούν στις γάμπες μου· χάρη σ' εκείνον, γύρισα σπίτι μου ανέγγιχτος από τα τρομερά σκυλόδοντά τους.

88

ΚΑΦΕΝΕΙΑ TΟ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΒΟΥΛΕΒΑΡΤΟΥ ΝΤΥ Ταμπλ έχει παραπλανήσει τη φαντασία πολλών Παριζιάνων σχετικά με τη χλιδή των ανατολίτικων καφενείων. Η Κωνσταντινούπολη απέχει παρασάγγας από τη μεγαλοπρέπεια των καρδιόσχημων αψίδων, των κιονίσκων, των κατόπτρων και των αυγών στρουθοκαμήλου: τίποτα δεν είναι πιο απλό από ένα τουρκικό καφενείο στην Τουρκία. Θα περιγράψω ένα που μπορεί να θεωρηθεί από τα ομορφότερα, δε θυμίζει όμως σε τίποτα τη χλιδή των ανατολίτικων παραμυθιών· μάταια θ' αναζητούσε κανείς εκεί τα φαγεντιανά βερνικωμένα πλακάκια, τις γυψομαρμάρινες δαντέλες, τους κυψελοειδείς θόλους, τα παράθυρα σε σχήμα τρίφυλλου και τους χρυσούς, πράσινους και κόκκινους χρωματισμούς των αιθουσών της Αλάμπρα, που έγιναν ξακουστές από τις ζωηρόχρωμες λιθογραφίες του Ζιρώ ντε Πρανζέ· πολλά καταστήματα που πουλάνε μαυροζούμια, στο Παρίσι, διαθέτουν ανάλογη πολυτέλεια. Φανταστείτε μια αίθουσα περίπου δώδεκα τετραγωνικά πόδια, θoλωτή και ασπρισμένη με ασβέστη, επενδυμένη ολόγυρα με σανίδες στο ύψος ενός ανθρώπου και με ένα ντιβάνι-καναπέ ντυμένο με πλεχτή ψάθα. Στη μέση, κι αυτή είναι η πιο καλαίσθητη ανατολίτικη λεπτομέρεια, μια λευκή μαρμάρινη κρήνη με τρεις υδροδόχους, τη μια πάνω από την άλλη, ρίχνει μια κλωστή νερού που ανακυκλώνεται και κελαρύζει. Σε μια γωνία καίει μια εστία όπου ψήνεται ο καφές, ένα φλιτζάνι τη φορά, μέσα σε μικρές κίτρινες μπακιρένιες καφετιέρες, ανάλογα με τη ζήτηση των πελατών. Στους τοίχους είναι τοποθετημένα ράφια φορτωμένα με ξυράφια, όπου κρέμονται ωραία σεντεφένια καθρεφτάκια, όμοια με μικρές ασπίδες, μες στα οποία κοιτάζονται οι πελάτες για να δουν αν η περιποίηση ήταν της αρεσκείας τους· γιατί, στην Τουρκία, κάθε καφενείο είναι συγχρόνως και κουρείο· και, όσο κάπνιζα το τσιμπούκι μου καθισμένος οκλαδόν πάνω στην ψάθα, ανάμεσα σ' ένα χοντρό Τούρκο με παπαγαλίσια μύτη κι έναν ισχνό Πέρση με αετίσια μύτη, απέναντί μου, ένας νεαρός Έλληνας, ένας δανδής από το Φανάρι,

89

στίλβωνε το μουστάκι του κι έβαφε τα φρύδια του, στα οποία είχε προηγουμένως δώσει συμμετρικό σχήμα με τη βοήθεια μιας μικρής τσιμπίδας. Έχουμε την εντύπωση, σύμφωνα με το δόγμα του Κορανίου, ότι οι Τούρκοι είναι εικονοκλάστες, και ότι θεωρούν τα προϊόντα των πλαστικών τεχνών έργα ειδωλολατρικά: αυτό αληθεύει σε γενικές γραμμές, αλλά είναι πολύ λιγότερο αυστηροί στην πράξη, και τα καφενεία είναι στολισμένα με κάθε λογής γκραβούρες της πιο ιδιόρρυθμης αισθητικής και επιλογής, που δε φαίνεται να σκανδαλίζουν καθόλου τη μουσουλμανική ορθοδοξία. Το καφενείο της Κρήνης, μεταξύ άλλων, διαθέτει ένα πλήρες μουσείο, που είναι κατά έναν αστείο τρόπο αρκετά χαρακτηριστικό, και γι' αυτό θα κάνω μια λεπτομερή καταγραφή των εκθεμάτων του επί τόπου με τη φροντίδα που του αξίζει: ένα δερβίσικο τουρμπάνι σχεδιασμένο με στίχους του Κορανίου, τοποθετημένο σ' ένα τρίποδο· η εθνική πόλκα· ένας ιμάμης που κάθεται πάνω στο δέρμα μιας γαζέλας και τιθασεύει ένα κατακόκκινο λιοντάρι, αναμφίβολα ένα από εκείνα τα λιοντάρια για τα οποία μιλάει ο Χάινριχ Χάινε στην εισαγωγή του στις Ταξιδιωτικές εικόνες σπουδές ζώων, του ΒικτόρΑντάμ· πολεμιστές του Χορασάν με αρειμάνια μουστάκια, χοντροκομμένα λοφία, κραδαίνοντας ρόπαλα και ανεβασμένοι πάνω σε εξάποδα γαλάζια άλογα· ο Ναπολέων στη μάχη της Ρατισβούης· τα ονόματα του Αλλάχ και του Αλή σε όμορφες καλλιγραφικές μονοκοντυλιές, που εναγκαλίζονται με αραβουργήματα και λουλούδια· η νεαρή Σπανιόλα, χαλκογραφία της οδού Σαιν-Ζακ, με μια λεζάντα με κακότεχνους και παθιάρικους στίχους του τύπου: Δεν το 'λπιζα εις τη ζωή έτσι να καταντήσω για το δικό σου έρωτα χαρά να μη γνωρίσω. Τουρκικά πλοία, ατμόπλοια και καΐκια, οι ναύτες των οποίων αναπαρίστανται με τουρκικά γράμματα που τα ποδαράκια τους καταλήγουν σε κουπιά· η μάχη είκοσι δύο Γάλλων εναντίον διακοσίων Αράβων· φακίρηδες που τους ακολουθούν στην έρημο κατσίκες, αντιλόπες και ερπετά σχεδιασμένα με τον πιο πρωτόγονο τρόπο· ο

90

αυτοκράτορας της Ρωσίας και η σεβαστή οικογένειά του· στολές γυναικών της Τουρκίας· ο Γρίβας, Έλληνας ήρωας· ένας Τούρκος που σκοτώνεται τη στιγμή της μάχης· η μάχη του Αούστερλιτς· το πορτρέτο του Μεχμέτ-Αλή, πασά της Αιγύπτου, και το πορτρέτο ενός που είναι φαινόμενο παχυσαρκίας· το αερόστατο του Τομάσκι που έκανε στην Κωνσταντινούπολη μια διάσημη ανάληψη· ένα λιοντάρι, ένα ελάφι, μια γάτα Αγκύρας, ζώα μιας τολμηρής φαντασίας, χίμαιρες της φυσικής ιστορίας που όμοια θα βρίσκαμε μόνο σε ζωγραφιές πανηγυριώτικων θηριοτροφείων· η θέα του ναυστάθμου και των βασικών τζαμιών· η Γενοβέφα της Βραβάντης, και πάει λέγοντας. Όλα αυτά μέσα σε φτηνιάρικες κορνιζούλες. Το αλλόκοτο αυτό συνονθύλευμα βρίσκεται παντού με κάποιες παραλλαγές στα θέματα· η τουρκική καλλιγραφία δίνει φιλικά το χέρι στη γαλλική εικονογραφία και οι πιο αλλόκοτες αντιθέσεις σχηματίζονται καλοπροαίρετα πάνω στους καλόβολους τοίχους, που υπομένουν τα πάντα, σαν το χαρτί: οι σειρήνες κολυμπούν εκεί πλάι στα ατμόπλοια, και οι ήρωες του Βιβλίου των Βασιλέων21 κραδαίνουν τα πολεμικά τσεκούρια τους πάνω από τους στρατιώτες της Γαλλικής Αυτοκρατορίας. Είναι πραγματική απόλαυση να πίνεις εδώ ένα φλιτζανάκι θολό καφέ που ένας συμπαθητικός νεαρός με μεγάλα μαύρα μάτια σου φέρνει πάνω στα ακροδάχτυλά του μέσα σε μια μεγάλη βάση από λεπτουργημένο ασήμι ή από δαντελωτό μπακίρι, ύστερα από ένα μακρύ τρεχαλητό μες στους τόσο κουραστικούς δρόμους της Κωνσταντινούπολης, κι αυτό σε δροσίζει περισσότερο από οποιοδήποτε παγωμένο ποτό. Το φλιτζάνι του καφέ συνοδεύεται από ένα ποτήρι νερό, το οποίο οι Τούρκοι πίνουν πριν και οι Φράγκοι μετά. Αφηγούνται μάλιστα σχετικά μ' αυτό ένα αρκετά χαρακτηριστικό ανέκδοτο. Ένας Ευρωπαίος, που μιλούσε άπταιστα τις γλώσσες της Ανατολής, που φορούσε τη μουσουλμανική στολή με την άνεση που χαρίζει μια μακρά συνήθεια, και με δέρμα μαυρισμένο από το λιοπύρι του τόπου που τον έκανε να μοιάζει τέλεια με ντόπιο, καθόταν μέσα σ' ένα μικρό σκοτεινό καφενείο της Συρίας· εκεί ένας φτωχός ρακένδυτος Βεδουίνος, ανίκανος, σίγουρα, ν' αναγνωρίσει κάποιο λάθος στα άψογα αραβικά του εξωτικού πελάτη, αναγνώρισε

91

την καταγωγή του. «Πώς κατάλαβες ότι είμαι Φράγκος;» είπε ο Ευρωπαίος, ενοχλημένος σαν τον Θεόφραστο, όταν τον αποκάλεσε ξένο μια γυναίκα που πουλούσε βότανα στην αγορά της Αθήνας, λόγω μιας παρατονισμένης λέξης. «Ήπιες το νερό σου μετά τον καφέ», απάντησε ο Βεδουίνος. Όλοι κουβαλάνε τον καπνό τους μέσα σε μια καπνοσακούλα· το καφενείο σού παρέχει μόνο το τσιμπούκι, που λόγω του κεχριμπαρένιου επιστομίου δε μεταδίδει νοσήματα, και το ναργιλέ, μια αρκετά πολύπλοκη συσκευή που θα ήταν δύσκολο να την κουβαλάς μαζί σου. Ένα φλιτζάνι καφέ κοστίζει είκοσι παράδες (σχεδόν δυόμισι πεντάρες)· αν δώσεις ένα γρόσι (τεσσερισήμισι πεντάρες), είσαι ένας γενναιόδωρος κύριος. Τα χρήματα τα ρίχνεις σ' ένα κασελάκι με μια σχισμή, σαν κουμπαρά, τοποθετημένο δίπλα στην πόρτα. Αν και στην Τουρκία ο πρώτος τυχών ρακένδυτος ζητιάνος πάει και κάθεται στο ντιβάνι των καφενείων πλάι στον πιο λαμπροντυμένο Τούρκο χωρίς εκείνος ν' απομακρύνεται για ν' αποφύγει το χρυσοκέντητο μανίκι του την επαφή του ξεφτισμένου και λιγδιασμένου κουρελιού, ορισμένες τάξεις έχουν ωστόσο τα δικά τους στέκια, και το καφενείο με τη μαρμάρινη κρήνη, που βρίσκεται ανάμεσα στο Σεράι Μπουρνού και το Γενί Τζαμί, σε μια από τις πιο όμορφες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης, μαζεύει τους καλύτερους θαμώνες της πόλης. Μια μαγευτική και αποκλειστικά ανατολίτικη λεπτομέρεια κάνει ποιητικό τούτο το καφενείο στα μάτια ενός Ευρωπαίου. Κάποια χελιδόνια έχουν χτίσει τη φωλιά τους στο θόλο και, καθώς η προθήκη είναι πάντα ανοιχτή, μπαινοβγαίνουν μ' ένα γρήγορο φτεροκόπημα, βγάζοντας χαρούμενες κραυγούλες και κουβαλώντας μυγάκια στα μικρά τους, χωρίς να τα τρομάζει η κάπνα της πίπας και η παρουσία των θαμώνων, των οποίων πότε πότε αγγίζουν απαλά το φέσι ή το τουρμπάνι με τις μαύρες ουρές τους. Τα πουλάκια, με το κεφάλι έξω από το άνοιγμα της φωλιάς, κοιτάζουν ήρεμα, με τα μάτια τους όμοια με μικρά μαύρα καρφιά, τους πελάτες που

92

πηγαινοέρχονται, και αποκοιμιούνται με τον ήχο του νερού που γουργουρίζει μες στις καράφες των ναργιλέδων. Είναι συγκινητικό θέαμα η εμπιστοσύνη του πουλιού προς τον άνθρωπο και η φωλιά μες στο καφενείο· οι Ανατολίτες, συχνά βάναυσοι με τους ανθρώπους, είναι πολύ τρυφεροί με τα ζώα και ξέρουν να γίνονται αγαπητοί σ' αυτά· έτσι, τα ζώα τους πλησιάζουν πρόθυμα. Δεν τα ενοχλούν, σαν τους Ευρωπαίους, με την οχλαγωγία, τις φωνασκίες και τα ακατάπαυστα γέλια τους. Οι λαοί που τους κυβερνάει ο νόμος της μοιρολατρίας έχουν κάτι από τη γαλήνια αταραξία του ζώου. Κοντά στον τεκέ ή μοναστήρι τών περιστρεφόμενων δερβίσηδων του Πέραν, απέναντι από ένα κοιμητήριο που είναι παράρτημα ή προέκταση του μικρού νεκροταφείου του, υπάρχει ένα καφενείο στο οποίο συχνάζουν κυρίως Φράγκοι και Αρμένιοι. Είναι ένα μεγάλο τετράγωνο δωμάτιο, επενδυμένο ως τη μέση του τοίχου με κιτρινωπό ξύλο με λευκές γλυφές, περικυκλωμένο από ένα ντιβάνι με καλύμματα που το λαμπρύνουν καθρέφτες με χρυσόμαυρο πλαίσιο οι οποίοι συγκρατούνται από κορδόνια με χρυσαφένιες φούντες, και στολισμένο με μικρά χάλκινα χέρια από τα οποία κρέμονται πετσέτες· γιατί τούτο το καφενείο, όπως όλα τα καταστήματα του είδους στην Κωνσταντινούπολη, είναι συγχρόνως και μπαρμπέρικο, για να δανειστούμε από την ισπανική γλώσσα τη χρήσιμη αυτή λέξη που λείπει από τη γαλλική. Σ' ένα ράφι στο βάθος είναι αραδιασμένοι οι ναργιλέδες από σκαλιστό κρύσταλλο, από γυαλί Βοημίας και από δαμασκηνό ατσάλι, που αιχμαλωτίζουν το φως στις γωνίες τους και είναι περιτυλιγμένοι σαν Λαοκόοντες από ευλύγιστα μαρκούτσια καμωμένα από μαροκινό και από μπρούντζινα δαχτυλίδια. Πλάι στους ναργιλέδες λαμποκοπούν, σαν ασπίδες στα πλευρά μιας αρχαίας τριήρους, μεγάλες χάλκινες λεκάνες όπου ο μπαρμπέρης σαπουνίζει το κεφάλι των πελατών του. Πάνω στο ντιβάνι που ακουμπάει στην πόρτα, κάθεται κανείς ρεμβαστικά και χαζεύει τους περαστικούς μεγαλέμπορους που πηγαίνουν στα μαγαζιά τους στο Γαλατά, ή ατενίζει τους σκεβρωμένους τάφους που γέρνουν πάνω στο δημόσιο δρόμο από το ύψος της πλατωσιάς τους της φυτεμένης με κυπαρίσσια.

93

Το καφενείο του Μπεσίκτας, στην ευρωπαϊκή όχθη του Βοσπόρου, είναι πιο γραφικό κτίσμα: μοιάζει μ' εκείνες τις πασσαλόκτιστες καλύβες, πάνω στις οποίες οι ψαράδες παραμονεύουν τα κοπάδια των ψαριών· βρίσκεται κάτω από τη σκιά πυκνών δέντρων, είναι φτιαγμένο από καφασωτά και από σανίδες πάνω σε πιλοτή, βρέχεται από το ορμητικό ρεύμα που λούζει την αποβάθρα του Αρναούτκιοϊ και δροσίζεται από την αύρα της Μαύρης Θάλασσας· από μακριά, με τα φώτα του να καθρεφτίζονται στα νερά, φαντάζει μαγευτικό. Μια διαρκής αναμπουμπούλα από τα καΐκια που προσπαθούν ν' αράξουν δίνει ζωή στα πέριξ τούτου του αέρινου καφενείου, θυμίζοντας, αλλά με περισσότερη χάρη, εκείνοι που είναι γύρω από τον κόλπο της Σμύρνης. Για να ολοκληρώσω αυτή τη μονογραφία του κωνσταντινουπολίτικου καφενείου, ας αναφέρω ένα άλλο που βρίσκεται κοντά στη σκάλα του Γενί Τζαμί, και στο οποίο συχνάζουν σχεδόν μόνο ναύτες. Ο φωτισμός του είναι αρκετά πρωτότυπος: αποτελείται από γυάλες γεμισμένες με λάδι όπου καίει ένα φιτίλι, κρεμασμένες στην οροφή από ένα σύρμα στριμμένο σπειροειδώς, σαν εκείνα που βάζουν στα ξύλινα κανόνια των παιδιών και χρησιμεύουν για σούστα. Ο καφετζής (αφεντικό του καφενείου) αγγίζει πότε πότε τις γυάλες που, χάρη στο ελατήριό τους, ανεβοκατεβαίνουν, εκτελώντας ένα είδος πυροτεχνικής χορογραφίας, προς μεγάλη ικανοποίηση της ομήγυρης, που είναι ντυμένη έτσι ώστε να μη φοβάται τους λεκέδες. Ένας πολυέλαιος με ορειχάλκινο σκελετό, σε σχήμα πλοίου στολισμένου με φωτάκια που διαγράφουν τις γραμμές του, συμπληρώνει την ασυνήθιστη αυτή φωταψία και κάνει ένα λεπτό υπαινιγμό, ευκόλως κατανοητό από την πελατεία του καφενείου. Βλέποντας ένα Φράγκο να μπαίνει, ο καφετζής έδωσε, προς τιμήν του, μια μανιασμένη σπρωξιά στο φωτιστικό του· οι γυάλες βάλθηκαν να χορεύουν σαν σπινθήρες, και το ναυτικό πολύφωτο κλυδωνίστηκε και κύλησε σαν καραβέλα μέσα σε τρικυμία σκορπίζοντας στάλες ταγγισμένου λαδιού. Θα χρειαζόταν, για ν' αποδώσει κανείς πιστά τη φυσιογνωμία των θαμώνων τούτης της τρώγλης, το μολύβι του Ραφέ22 ή το πινέλο του

94

Ντεκάμ· χωρίς υπερβολή. Ήταν εκεί κάτι παλικαράδες με τραχιά μουστάκια, με μύτη σημαδεμένη με τις πιο έντονες αποχρώσεις, με επιδερμίδα στο χρώμα του πούρου της Αβάνας και του κεραμιδιού, με μεγάλα ανατολίτικα μαύρα και άσπρα μάτια, με ξυρισμένους και γαλαζωπούς κροτάφους, με αρειμάνιο ύφος και με ασυνήθιστη προφορά - από τα πρόσωπα εκείνα που δεν ξεχνάς όταν τα δεις μια φορά, και που μπροστά τους ακόμα και οι πιο σκληροί νταήδες μοιάζουν με παλικάρια της φακής. Μέσα από το αβέβαιο φέγγος των καντηλιών που τρεμόσβηναν και τις τολύπες του καπνού, διαγράφονταν με αδρές γραμμές, με απρόσμενες φωτοσκιάσεις· και δυνατές σκιές σε όλες τις αποχρώσεις της ώχρας, της σιένας και του κατραμιού αναδείκνυαν δυναμικά το ρεμπραντικό φως των περιγραμμάτων τους. Αντί για τον ήρεμο τοίχο ενός καφενείου, τους φανταζόταν κανείς άθελά του με φόντο τα κατσάβραχα ενός φαραγγιού ή τις μαύρες κοιλότητες μιας σπηλιάς ληστών, και ας ήταν, στο κάτω κάτω, οι πιο έντιμοι άνθρωποι στον κόσμο· γιατί οι κυρτές μύτες, τα ηλιοφαγωμένα πρόσωπα, τα δασιά φρύδια και τα τραχιά χαρακτηριστικά δεν κάνουν κάποιον φαύλο, και τούτα τα πλάσματα με το άγριο παρουσιαστικό μύριζαν τον καφέ τους και παραδίδονταν στη χαυνωτική τέρψη του καπνίσματος με γαλήνη εκπληκτική για θνητούς τόσο χαρακτηριστικούς και τόσο άξιους ν' αποτελέσουν πρότυπο των ληστών του Σαλβατόρε Ρόζα ή του Αντριέν Γκινιέ23. Φορούσαν παλιά σακάκια κατάσαρκα στο στέρνο τους, φαρδιές περισκελίδες από καραβόπανο αλύγιστες από την πίσσα και το κατράμι, κόκκινα ζωνάρια που ανέβαιναν ως τις μασχάλες, ξεβαμμένα φέσια, κουρέλια τυλιγμένα γύρω από το κεφάλι, στραβοπατημένα παλιοπάπουτσα, κάπες με χοντροκομμένα σιρίτια, κοκαλωμένες από την αλμύρα, φαγωμένες από τον ήλιο, θαυμάσια ράκη, γραφικά και όχι ελεεινά, αποφόρια σαν των λαζαριστών και όχι των φτωχών, που μέσα από τις τρύπες τους διαφαίνονταν ατσάλινοι μύες και μπρούντζινες επιδερμίδες. Σχεδόν όλοι αυτοί οι ναυτικοί είχαν στα μπράτσα τους κόκκινα και γαλάζια τατουάζ. Ακόμα κι ένας άξεστος αισθάνεται ενστικτωδώς ότι

95

το στολίδι χαράζει μια απαραβίαστη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σ' εκείνον και το ζώο· και, όταν δεν μπορεί να κεντήσει τα ρούχα του, κεντάει το δέρμα του. Τη συνήθεια αυτή τη συναντά κανείς παντού: το σχέδιο δεν το πρωτοανακάλυψε η κόρη ενός κεραμοποιού από τη Σικυώνα, που χάραξε πάνω σ' έναν τοίχο τη σκιά του αγαπημένου της, αλλά ο άγριος που κέντησε ένα αραβούργημα πάνω στο πυρόξανθο δέρμα του μ' ένα ψαροκόκαλο. Είδα πάνω στα μπράτσα αυτά με τις πεταχτές φλέβες και τους αθλητικούς δικέφαλους, πρώτα πρώτα το mach'allah, φυλαχτό που προστατεύει από το κακό μάτι που τόσο τρέμουν στην Ανατολή, ύστερα φλογερές καρδιές που τις διαπερνούσε ένα βέλος, πανομοιότυπες μ' εκείνες πάνω στα μπράτσα ενός Γάλλου τυμπανιστή ή στο γράμμα μιας ερωτευμένης μαγείρισσας, σούρες του Κορανίου, ευλαβικές αναμνήσεις από το προσκύνημα στη Μέκκα, να περιπτύσσονται με λουλούδια και κλαδιά, άγκυρες χιαστί, ατμόπλοια με τους τροχούς τους και το σπειροειδή καπνό τους. Παρατήρησα ιδιαιτέρως ένα δυνατό νεαρό, με κουρέλια λίγο πιο κομψά από των υπόλοιπων, που στα ξεμπράτσωτα χέρια του φαινόταν, μέσα σ' ένα πλαίσιο από αραβουργήματα, από τη δεξιά πλευρά ένας νεαρός Τούρκος, με στολή της μεταρρύθμισης, γαλάζια ρεντιγκότα και κόκκινο φέσι, να κρατάει μια γλάστρα με βασιλικό, και από την αριστερή πλευρά μια μικρόσωμη χορεύτρια με κοντή φουστίτσα, με στηθόδεσμο μιας περί 24, που έμοιαζε να σταματάει στη μέση μιας χορευτικής φιγούρας για να δεχτεί την αβρή προσφορά του γαλαντόμου. Αυτό το αριστουργηματικό τατουάζ υπαινισσόταν, σίγουρα, κάποια καλότυχη ιστορία, την ανάμνηση της οποίας ο συνετός ναυτικός είχε γράψει στο δέρμα του μην τυχόν και έσβηνε από την καρδιά του. Δυο τρομεροί αλλά πολύ ευγενικοί τύποι μού έκαναν χαριτωμένα χώρο στο ψάθινο ντιβάνι· και ο καφές που ήπια εκεί ήταν σίγουρα καλύτερος από το μαύρο αφέψημα ακόμα και του πιο διάσημου καφενείου του Παρισιού. Η απουσία της μέθης κάνει ευχάριστες στη συναναστροφή ακόμα και τις πιο χαμηλές τάξεις της Κωνσταντινούπολης, και οι Ανατολίτες έχουν μια φυσική αξιοπρέπεια

96

άγνωστη σ' εμάς. Φανταστείτε έναν Τούρκο να πηγαίνει νυχτιάτικα στο μαγαζί του Πωλ Νικέ25! Θα γινόταν η αφορμή για άπειρα χλευαστικά γιουχαΐσματα και για άλλες τόσες χυδαίες εξυπνάδες! Η θέση μου ήταν ανάλογη σ' αυτή τη ντουμανιασμένη τρώγλη, και όμως κανείς δε φάνηκε να με προσέχει και δεν επέτρεψε στον εαυτό του την παραμικρή απρέπεια. Είναι αλήθεια ότι το μοναδικό ποτό προς πώλησιν ήταν το νερό που περιέφεραν γύρω από την αίθουσα Ελληνόπουλα τα οποία επαναλάμβαναν με μια μονότονη και τσιριχτή φωνή, «crionero, crionero», και ότι στο μαγαζί του Πωλ Νικέ μπεκρουλιάζουν με μισόκιλα και καραφάκια επειδή είναι υπέρμετρα πολιτισμένοι. Ας αναφέρουμε ακόμα ένα αρκετά αξιοπρόσεκτο καφενείο που βρίσκεται κοντά στην Πύλη των Αλεύρων, στο Ουνκαπάν, πάνω στον Κεράτιο Κόλπο, στο οποίο συχνάζουν κυρίως Έλληνες από το Φανάρι. Η πρόσβαση εκεί γίνεται με καΐκι, και, ενώ καπνίζει κανείς την πίπα του, απολαμβάνει τη θέα από τις βάρκες που πηγαινοέρχονται και τα θαλασσοπούλια που ελίσσονται πετώντας ξυστά στο νερό ή τα γεράκια που χαράζουν μεγάλους κύκλους στο γαλάζιο του ουρανού. Αυτοί είναι, με κάποιες παραλλαγές, οι τύποι των τουρκικών καφενείων, που ελάχιστη σχέση έχουν με την εικόνα που έχουμε σχηματίσει γι' αυτά στη Γαλλία· παρ' όλα αυτά δε με ξένισαν, γιατί με είχαν προϊδεάσει τα αλγερινά καφενεία, που είναι ακόμα πιο πρωτόγονα, αν είναι δυνατόν. Συχνά τους δίνουν κέφι ομάδες μουσικών που τραγουδούν και παίζουν όργανα σε τόνους παράξενους και ρυθμούς αδιανόητους για το ευρωπαϊκό αυτί, τους οποίους όμως οι Ανατολίτες ακούνε ώρες ολόκληρες με σημάδια μιας ηδονής που μοιράστηκα κάποιες φορές, το ομολογώ, ακόμα και αν ο Μάγερμπερ, ο Αλεβύ και ο Μπερλιόζ με περιφρονούσαν βαθύτατα και με θεωρούσαν βάρβαρο. Θα έχω την ευκαιρία να επανέλθω σ' αυτούς τους μουσικούς που, όταν δεν είναι αρμονικοί, είναι, αν μη τι άλλο, γραφικοί.

97

ΤΑ ΜΑΓΑΖΙΑ ΤA ΜΑΓΑΖΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ ΔΙΑΦΕΡΟΥΝ ΠΟΛΥ από της Ευρώπης: είναι ένα είδος εσοχής ανοιγμένης μέσα στον τοίχο, η οποία το βράδυ κλείνει με παραθυρόφυλλα που τα κατεβάζουν σαν το φύλλο της μπουκαπόρτας. Ο έμπορος, καθισμένος οκλαδόν στην άκρη μιας ψάθας ή ενός σμυρνέικου χαλιού, καπνίζει νωχελικά το τσιμπούκι του ή ξεκουκίζει με τ' αφηρημένα του δάχτυλα το κομπολόι του με ύφος απαθές και αποστασιοποιημένο, διατηρώντας την ίδια στάση ώρες ολόκληρες και δίνοντας την εντύπωση ότι ενδιαφέρεται ελάχιστα για την πελατεία του. Οι αγοραστές συνήθως στέκονται όρθιοι απ' έξω, στο δρόμο, και περιεργάζονται τα εμπορεύματα που είναι στοιβαγμένα στην προθήκη χωρίς την παραμικρή εκζήτηση. Η τέχνη της ελκυστικής προθήκης, που γνωρίζει τόση άνθηση στη Γαλλία, είναι εντελώς άγνωστη ή περιφρονημένη στην Τουρκία· τίποτα δε θυμίζει, ακόμα και στους πιο όμορφους δρόμους της Κωνσταντινούπολης, τα περίλαμπρα μαγαζιά της οδού Βιβιέν ή της οδού Στραντ. Το κάπνισμα είναι μια από τις πρώτες ανάγκες του Τούρκου· έτσι, τα μαγαζιά που πουλάνε καπνό, κεχριμπαρένια επιστόμια και λουλάδες είναι άφθονα. Ο καπνός, ψιλοκομμένος και αρμαθιασμένος σε μακριές μεταξωτές ξανθές τούφες, είναι τοποθετημένος σε στοίβες πάνω στο ράφι της προθήκης, ανάλογα με την τιμή και την ποιότητα· διαιρείται σε τέσσερις βασικές κατηγορίες με τις εξής ονομασίες: iavach (γιαβάσικος), orta (μεσαίος), dokan akleu (πικάντικος), sert (σέρτικος) και πωλείται δεκαοχτώ με είκοσι γρόσια η οκά (η οκά είναι δυόμισι λίβρες περίπου), ανάλογα με την προέλευση. Οι καπνοί αυτοί, που διαφέρουν σε ισχύ, καπνίζονται στο τσιμπούκι ή τυλίγονται σε τσιγάρα, η χρήση των οποίων αρχίζει να διαδίδεται στην Τουρκία. Ο πιο περίφημος καπνός είναι της Μακεδονίας. Το τουμπεκί, καπνός που προορίζεται αποκλειστικά για το ναργιλέ, προέρχεται από την Περσία· δεν είναι ψιλοκομμένος σαν τον καπνό, αλλά ζαρωμένος και κομμένος κομματάκια· το χρώμα του είναι πιο καστανό, και η δύναμη του τέτοια, που δεν μπορεί να καπνιστεί χωρίς να έχει υποστεί πρώτα δυο τρεις πλύσεις. Επειδή διαλύεται, τον

98

κλείνουν μέσα σε γυάλινες φιάλες, σαν τα παρασκευάσματα του φαρμακείου. Χωρίς τουμπεκί δε νοείται ναργιλές, και είναι ενοχλητικό που μόνο με μεγάλη δυσκολία μπορείς να τον προμηθευτείς στη Γαλλία, γιατί τίποτα δεν ευνοεί περισσότερο τις ποιητικές ονειροπολήσεις από το να τραβάς με μικρές ρουφηξιές, πάνω στα μαξιλάρια ενός ντιβανιού, τούτο τον αρωματικό καπνό, που δροσίζεται διασχίζοντας το νερό και φτάνει στο στόμα αφού πρώτα έχει κυκλοφορήσει μες στο μαρκούτσι από κόκκινο ή πράσινο μαροκινό που οι Τούρκοι περιτυλίγουν στο μπράτσο, όπως ένας γητευτής του Καΐρου που παίζει με τα ερπετά. Είναι ο συβαριτισμός του καπνίζειν ή του καπνίσματος -δοκιμάζω τις δυο αυτές λέξεις περιμένοντας να σχηματιστεί η κατάλληλη από μόνη της-που αγγίζει τον ύψιστο βαθμό τελειότητας. Η εκλεπτυσμένη αυτή τέρψη έχει βρει και την καλλιτεχνική της έκφραση· υπάρχουν ναργιλέδες από χρυσό, ασήμι και από ατσάλι, σμιλεμένοι, δαμασκηνοί, με έγκαυστα ή γεωμετρικά κοσμήματα, θαυμάσιοι, με σχήμα τόσο κομψό όσο των πιο τέλειων αρχαίων δοχείων· οι γρανάτες, οι περουζέδες, τα κοράλια και άλλοι πιο πολύτιμοι λίθοι κοσμούν συχνά τα ιδιόρρυθμα αραβουργήματά τους. Καπνίζεις μέσα σ' ένα έργο τέχνης έναν καπνό μεταμορφωμένο σε μύρο, και δε βλέπω τι αντιρρήσεις θα μπορούσε να έχει η πιο αριστοκρατικά ακατάδεχτη δούκισσα γι' αυτή την αθώα ψυχαγωγία που προσφέρει στις σουλτάνες ατέλειωτες ώρες χαύνωσης και ευτυχισμένης λήθης πλάι στις μαρμάρινες κρήνες, κάτω από τα καφασωτά των περιπτέρων. Οι καπνοπώλες στην Κωνσταντινούπολη λέγονται τουτουντζήδες. Είναι, στην πλειοψηφία τους, Έλληνες ή Αρμένιοι· οι πρώτοι έρχονται από τα Γιάννενα, τη Λάρισα, τη Θεσσαλονίκη· οι δεύτεροι, από τη Σαμψούντα, την Τραπεζούντα, το Ερζερούμ· έχουν πολύ αβρούς τρόπους, και πότε πότε, ιδίως τα βράδια του Ραμαζανιού, βεζίρηδες, πασάδες, μπέηδες και άλλοι υψηλόβαθμοι κάθονται με οικειότητα στα μαγαζιά τους, για να καπνίσουν, να κουβεντιάσουν και να μάθουν τις ειδήσεις, πάνω σε μικρά σκαμνάκια ή δεμάτια καπνού, όπως τα μέλη της βουλής κάθονται πάνω στα μάλλινα τσουβάλια τους. Πρωτοφανές! Ο καπνός, που έχει τόσο καθολική χρήση στην Ανατολή, έγινε από ορισμένους σουλτάνους το αντικείμενο των πιο αυστηρών

99

απαγορεύσεων· πολλοί Τούρκοι πλήρωσαν με τη ζωή τους την ευχαρίστηση του καπνίσματος, και ο αμείλικτος Μουράτ Δ' έκοψε πάμπολλα κεφάλια καπνιστών μαζί με την πίπα τους· ο καφές έκανε ένα εξίσου αιμοσταγές ξεκίνημα στην Κωνσταντινούπολη: είχε φανατικούς εχθρούς και ζηλωτές. Στο μοντέρνο Βυζάντιο, ό,τι αφορά την πίπα, την αγαπημένη απόλαυση του Τούρκου, περιβάλλεται συχνά από μεγάλη φροντίδα και πολυτέλεια. Τα μαγαζιά που πουλάνε καπνοσύριγγες, λουλάδες και επιστόμια είναι πολυάριθμα και διαθέτουν μεγάλη ποικιλία. Πιο εκλεκτά είναι τα μαρκούτσια με σύριγγες από ξύλο κερασιάς ή γιασεμιού που έχουν διατηρηθεί ίσιες· η αξία τους φτάνει σε σεβαστά ποσά, ανάλογα με το πάχος τους και την τελειότητά τους. Ένα όμορφο μαρκούτσι κερασιάς με λείο φλοιό και με σκούρα γυαλάδα σαν του βαθυκόκκινου ατλαζιού, ένα κλαράκι γιασεμιού με ομοιόμορφους ρόζους και ωραίο ξανθό χρώμα, αξίζουν μέχρι και πεντακόσια γρόσια. Πότε πότε σταματούσα για ώρα μπροστά σ' ένα μαγαζί με καπνοσύριγγες, στο δρόμο που κατηφορίζει στον Τοπχανέ, απέναντι από το περιτειχισμένο κοιμητήριο από το οποίο διακρίνονται, μέσα από ανοίγματα στολισμένα με κιγκλιδώματα, οι πλούσιοι πολύχρωμοι τάφοι με το χρυσό και βαθυγάλανο διάκοσμο. Ο έμπορος ήταν ένας γέροντας με αραιή γκρίζα γενειάδα, ασπριδερές πέτσες γύρω από το μάτι, γαμψή μύτη και φυσιογνωμία ξεπουπουλιασμένου παπαγάλου, μορφή που αποτελούσε εν αγνοία της μια έξοχη καρικατούρα Τούρκου που θα ζήλευε ο Σαμ 26. Από το ξεμανίκωτο γιλέκο του με τα φθαρμένα κουμπιά έβγαινε ένα μπράτσο πλακουτσωτό, κίτρινο και ισχνό, που κινούσε ένα τριβέλι όπως ένας βιολονίστας πριονίζει την τέταρτη χορδή ενός βιολιού εκτελώντας ένα δύσκολο σκοπό του Παγκανίνι. Πάνω σε μια σιδερένια μύτη, που την έθετε σε περιστροφική κίνηση μ' αυτό το τριβέλι, ο γέρος έμπορος γυρνούσε με εκπληκτική ταχύτητα ένα μαρκούτσι από ξύλο κερασιάς που το διατρυπούσε με λεπτές κινήσεις και, πότε πότε, το χτυπούσε στο περβάζι του μαγαζιού του για να πέσει το κονιοποιημένο ξύλο· πλάι στο γέροντα δούλευε ένας νεαρός, γιος του σίγουρα, που έκανε

100

εξάσκηση με λιγότερο πολύτιμα μαρκούτσια. Μια οικογένεια γατιών έπαιζε νωχελικά στον ήλιο και κυλιόταν μες στο λεπτό πριονίδι. Τα ακατέργαστα ξύλα και εκείνα που ήταν ήδη κατεργασμένα στόλιζαν το βάθος της ανήλιαγης παράγκας, και το σύνολο αποτελούσε έναν ωραίο πίνακα ανατολίτικου τύπου που συνιστώ στον Τεοντόρ Φρερ27 - πίνακας που, με κάποιες παραλλαγές, βρίσκεται κρεμασμένος σε όλες τις γωνιές του δρόμου. Τα εργαστήρια του λουλά (της εστίας της πίπας) τ' αναγνωρίζει κανείς από την πυρόξανθη σκόνη με τα οποία είναι πασπαλισμένα· άπειροι λουλάδες από κίτρινο άργιλο, που με το ψήσιμο θα ροδοκοκκινίσουν, περιμένουν, αραδιασμένοι πάνω σε μικρά ράφια, τη στιγμή να μπούνε στο φούρνο· οι εστίες, φτιαγμένες από ένα πολύ λεπτό και πολύ εύπλαστο υλικό, πάνω στο οποίο ο αγγειοπλάστης τυπώνει διάφορα κοσμήματα με τη βοήθεια ενός μικρού τροχού, και το οποίο στιγματίζει με μια μικρή σφραγίδα, δε μαυρίζουν σαν τις γαλλικές πίπες και πωλούνται σε πολύ χαμηλές τιμές. Καταναλώνονται απίστευτες ποσότητες από αυτές. Όσο για τα κεχριμπαρένια επιστόμια, είναι το αντικείμενο ενός ειδικού εμπορίου και η αξία του υλικού και της δουλειάς τα φέρνει πολύ κοντά στην τέχνη της κοσμηματουργίας. Το κεχριμπάρι έρχεται από τη Βαλτική Θάλασσα, στις ακτές της οποίας το μαζεύουν άφθονο, περισσότερο από οπουδήποτε αλλού. Στην Κωνσταντινούπολη, όπου είναι πανάκριβο, οι Τούρκοι το προτιμούν ωχροκίτρινο, ημιδιάφανο, και θέλουν το κομμάτι να μην έχει ούτε στίγματα, ούτε κηλίδες, ούτε νερά, ιδιότητες που, αν συνυπάρξουν, πράγμα αρκετά δύσκολο, ανεβάζουν σημαντικά την τιμή του επιστομίου. Η αξία ενός ζευγαριού άψογων επιστομίων έχει ανέλθει και στα οχτώ με δέκα χιλιάδες γρόσια. Μια θήκη για πίπες που ν' αξίζει εκατόν δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα δεν είναι κάτι σπάνιο στα σπίτια των υψηλόβαθμων και των πλουσίων ιδιωτών της Ισταμπούλ· τ' ανεκτίμητα επιστόμια έχουν ολόγυρα ένα δαχτυλίδι από επισμαλτωμένο χρυσό, εμπλουτισμένο ενίοτε με διαμάντια, ρουμπίνια και άλλους πολύτιμους λίθους - όπως εμείς στα σπίτια μας επιδεικνύουμε τα ασημικά από την Αγγλία και τα

101

έπιπλα τύπου Μπουλ, έτσι και οι Ανατολίτες επιδεικνύουν τα πλούτη τους. Όλα αυτά τα τεμάχια από κίτρινο ήλεκτρο, με ποικιλία αποχρώσεων και διαφάνειας, γυαλισμένα, τορνευτά, σκαλισμένα μ' εξαιρετική φροντίδα, παίρνουν στον ήλιο ζεστές και χρυσαφένιες αποχρώσεις που θα έκαναν τον Τιτσιάνο να ζηλέψει, και τον πιο μανιώδη αντικαπνιστή ν' αποκτήσει το καπρίτσιο του καπνίσματος. Στα φτηνομάγαζα βρίσκει κανείς φτηνότερα επιστόμια, με κάποιο ανεπαίσθητο ελάττωμα, που κάνουν όμως εξίσου καλά τη δουλειά τους και είναι το ίδιο απαλά στα χείλη. Υπάρχουν επίσης απομιμήσεις κεχριμπαριών από χρωματιστό γυαλί Βοημίας, που έχουν ευρεία κατανάλωση και κοστίζουν ελάχιστα· αλλά τα ψεύτικα αυτά επιστόμια τα χρησιμοποιούν μόνο οι Έλληνες και οι Αρμένιοι των κατώτατων τάξεων. Σε κάθε Τούρκο που σέβεται τον εαυτό του ταιριάζει ο στίχος του Ναμούνα, διασκευασμένος κατ' αυτό τον τρόπο: Μακάρι ος Τούρ κος! Κάπνιζε ορ τά μέσα σε κεχριμπάρι. Ελπίζω οι αναγνώστριές μου να μην κακιώσουν μαζί μου για όλες αυτές τις λεπτομέρειες περί καπνού και πίπας· αλλά είναι αδύνατον να τις αποφύγει ένας παρατηρητικός ταξιδιώτης, γιατί η Κωνσταντινούπολη είναι διαρκώς τυλιγμένη σ' ένα σύννεφο καπνού, πιο πυκνού απ' αυτόν όπου περπατούσαν οι ομηρικοί θεοί. Το σεργιάνι μου στους δρόμους κάνει άθελά μου την πένα μου να περιπλανιέται δεξιά και αριστερά· η μια φράση ακολουθεί την άλλη όπως το ένα βήμα ακολουθεί το άλλο· αισθάνομαι ότι λείπει η συνοχή ανάμεσα σε τόσα σκόρπια θέματα, αλλά θα ήταν ίσως μάταιο να την αναζητεί κανείς· δείτε λοιπόν όλες αυτές τις μικρές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες, που συνήθως παραμελούν οι ταξιδιώτες, σαν γυάλινες ποικιλόχρωμες χάντρες περασμένες χωρίς συμμετρία στο ίδιο νήμα, που, μολονότι είναι μηδαμινής αξίας, έχουν τουλάχιστον την αξία ενός ιδιόρρυθμου χοντροκομμένου κοσμήματος. Κοντά σ' ένα μαγαζί με κεχριμπαρένια επιστόμια, διακρίνω ένα μικρό ζαχαροπλαστείο η προθήκη του οποίου μπορεί να μην είναι

102

πολυτελής, είναι όμως, αν μη τι άλλο, πολύ πρωτότυπη: ένα ζαχαρωτό ατμόπλοιο, με τους τροχούς και τον καπνό του, φιγουράρει πλάι σ' ένα μικρό παιδικό λίκνο από το ίδιο υλικό· ένας περιστρεφόμενος δερβίσης, με τα χέρια ανοιχτά, το κεφάλι σκυμμένο, φτιαγμένος με πιο στοιχειώδη τεχνοτροπία απ' ό,τι τα ανάγλυφα των μελόψωμων, αγγίζει απαλά με τις πτυχές της σηκωμένης φούστας του ένα χιμαιρικό λιοντάρι με πράσινη χαίτη, γαλάζιο τρίχωμα και κόκκινη ουρά, που θυμίζει αμυδρά, με τη στάση του, το μεγάλο γονατιστό λιοντάρι που πήραν από τον Πειραιά και είναι τώρα στη Βενετία ή, ακόμα καλύτερα, ένα λιοντάρι του Μπαρύ 28· κοντά στο λιοντάρι επιπλέει ένα σμήνος απροσδιόριστων πουλιών, που ακόμα και ο Τουσενέλ29 θα δυσκολευόταν να ταξινομήσει, με τρίχρωμες ρίγες σαν το καλοκαιρινό παντελόνι ενός στρατιώτη της Δημοκρατίας· σκέφτομαι όμως, αλλά χωρίς να είμαι κατηγορηματικός σ' ένα τόσο σοβαρό θέμα, ότι ήθελαν μάλλον ν' αναπαραστήσουν πάπιες ή θαλασσοπούλια, και ότι ο γαλάζιος, λευκός και κόκκινος χρωματισμός τους ήταν μια λεπτή κολακεία που απευθυνόταν στη Γαλλία. Το ατμόπλοιο απασχολεί ιδιαιτέρως τους Τούρκους, και τούτο το ζαχαρωτό πυρόσκαφο30 μου θύμισε τα μικρά ατμόπλοια στα μαγαζιά αγγλικών παιχνιδιών του Στραντ· η βαρβαρότητα και ο πολιτισμός συναντώνται στην ίδια σκέψη. Επειδή τρώνε με τα χέρια, οι Τούρκοι δεν έχουν φυσικά ασημένια σερβίτσια, με εξαίρεση κάποια πρόσωπα που έχουν ταξιδέψει στη Γαλλία και την Αγγλία και έχουν φέρει μαζί τους από το Παρίσι ή το Λονδίνο αυτό το είδος πολυτελείας που είναι σχεδόν άγνωστο στην Ανατολή, αλλά και πάλι χρησιμοποιούν πιρούνια και κουτάλια μόνο μπροστά σε ξένους και για ν' αποδείξουν ότι είναι πολιτισμένοι. Δεν μπορείς όμως να φας το γιαούρτι, το καϊμάκι ή την κομπόστα κεράσι με τα δάχτυλα, και γι' αυτό οι μικροτεχνίτες φιλοτεχνούν όμορφες σπάτουλες από ταρταρούγα και από πυξάρι για ν' αναπληρώσουν την απουσία των ασημένιων σερβίτσιων. Είδα σ' ένα μαγαζί κομψοτεχνημάτων ένα σερβίτσιο τέτοιου τύπου, αποτελούμενο από ένα μεγάλο κουτάλι και έξι μικρά που το ένα εφάρμοζε μέσα στο άλλο αποτελώντας συγχρόνως τη θήκη του, με μια εξαίσια πρωτοτυπία ως προς το σχήμα και τη διάταξη.

103

Η λαβή του μεγάλου κουταλιού είναι κοσμημένη με δαντελωτά σκαλίσματα δουλεμένα με το πριόνι, με αραβουργήματα τόσο λεπτοδουλεμένα και φίνα που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα κινεζικά κομψοτεχνήματα από ελεφαντόδοντο· κάποια διακριτικά έγκαυστα κοσμήματα, με εξαιρετικά καλόγουστα λουλούδια και κλαδιά, συμπληρώνουν τη διακόσμησή του. Τα κουταλάκια, που δεν έχουν τόση ψιλοδουλειά, έχουν επίσης την αξία τους. Μου φαίνεται ότι οι παριζιάνοι χρυσοχόοι, που αναζητούν διαρκώς καινούριες φόρμες, θα μπορούσαν κάλλιστα να κάνουν ένα ασημένιο ή επιχρυσωμένο αντίγραφο αυτού του σερβίτσιου και ότι θα έστεκε αξιοπρεπώς στα πιο πολυτελή τραπέζια, για το γλυκό ή το επιδόρπιο. Έχω στην κατοχή μου ένα πανομοιότυπο που προέρχεται από την Τραπεζούντα, το οποίο μου έδωσε ο κύριος Ρ... της πρεσβείας της Σαρδηνίας, και είναι στη διάθεση του Φρομάν Μερίς, του Βεχτ ή όποιου άλλου σύγχρονου Μπενβενούτο Τσελίνι 31. Στο δρόμο κατά μήκος του Κεράτιου Κόλπου, ανάμεσα στην καινούρια και την παλιά γέφυρα, υπάρχουν τα μαρμαράδικα όπου λαξεύουν τους στύλους με τα τουρμπάνια που ορθώνονται, σαν λευκά φαντάσματα που βγήκαν από τον τάφο τους, στα πολυάριθμα κοιμητήρια της Κωνσταντινούπολης. Ακούγεται ένας διαρκής θόρυβος από σφυριά και σφύρες· ένα σύννεφο αστραφτερής και στιλπνής σκόνης πασπαλίζει μ' ένα άλιωτο χιόνι τούτο το κομμάτι του δρόμου· μινιατουρίστες, περιτριγυρισμένοι από δοχεία με πράσινες, κόκκινες και γαλάζιες μπογιές, χρωματίζουν το φόντο πάνω στο οποίο θ' αναδυθούν με χρυσά γράμματα τ' όνομα του νεκρού ή της νεκρής, μαζί μ' ένα στίχο του Κορανίου, ή το διάκοσμο με τα λουλούδια, τα κλήματα και τα τσαμπιά τών σταφυλιών που κοσμούν ειδικότερα τους τάφους των γυναικών, ως εμβλήματα χάρης, τρυφερότητας και γονιμότητας. Εδώ κατασκευάζουν επίσης τις μαρμάρινες γούρνες για τις κρήνες που δροσίζουν τις αυλές, τα διαμερίσματα και τα κιόσκια, ή που χρησιμεύουν για τους τόσο συχνούς καθαρμούς που απαιτεί ο μουσουλμανικός νόμος, ο οποίος ανάγει την καθαριότητα σε αρετή, αντιθέτως με τον καθολικισμό, που καθαγιάζει την απλυσιά· μάλιστα για πολύ καιρό, στην Ισπανία, τους ανθρώπους που πλένονταν συχνά

104

τους υποψιάζονταν για αιρετικούς και τους αντιμετώπιζαν περισσότερο σαν Μαυριτανούς παρά σαν χριστιανούς. Η πένθιμη αυτή τέχνη δε μοιάζει να θλίβει καθόλου όσους την ασκούν, οι οποίοι λαξεύουν τα νεκρικά μάρμαρά τους με το πιο πρόσχαρο ύφος του κόσμου. Στην Τουρκία, η σκέψη του θανάτου δε φαίνεται να τρομοκρατεί κανέναν και δε διεγείρει το παραμικρό μελαγχολικό συναίσθημα· είναι αναμφίβολα εξοικειωμένοι μαζί της, και η γειτνίαση με το κοιμητήριο, που αποτελεί παντού κομμάτι της ζωντανής πόλης αντί να είναι παραγκωνισμένο, όπως στη χώρα μας, έξω από τα τείχη και κάπου απόμερα, της αφαιρεί το μυστήριο και τον τρόμο που εμπνέει. Δίπλα στα εργαστήρια των τάφων που είναι πάντα πολυάσχολα και πνιγμένα στη δουλειά, γιατί ο θάνατος είναι ο καλύτερος πελάτης, η ζωή αυξάνεται, πολλαπλασιάζεται και βουίζει χαρμόσυνα: τα εδωδιμοπωλεία έχουν απλωμένα στους πάγκους τα τρόφιμά τους· όπου και αν κοιτάξεις, βλέπεις μόνο βαρέλια με ασπριδερό τυρί, όμοιο με λιπαρό γύψο, που οι Τούρκοι χρησιμοποιούν σαν βούτυρο, βυτία με μαύρες ελιές, κάδους με χαβιάρι από τη Ρωσία, σωρούς από καρπούζια και αγγούρια, στοίβες από μελιτζάνες και ντομάτες με μενεξεδιές και πορφυρές αποχρώσεις, και μεγάλα ματωμένα σφάγια κρεμασμένα στα τσιγκέλια των χασάπικων, περιτριγυρισμένα από ένα κύκλο λιπόσαρκων εκστατικών σκυλιών· παραπέρα, στο ψαράδικο που σου σπάει τη μύτη με τη αψιά θαλασσινή μυρωδιά του, σου μορφάζουν τερατόμορφες σουπιές, χταπόδια, λαβράκια, σκορπίνες της θάλασσας και άλλοι αλλόκοτοι κάτοικοι της αλμυρής αυτοκρατορίας που η φύση μοιάζει να μην έχει πλάσει για το καθαρό φως της μέρας, και γι' αυτό τους κρύβει με σωφροσύνη στα πρασινωπά βάθη της αβύσσου της. Οι ξιφίες που τρώνε στην Κωνσταντινούπολη έχουν ιδιαίτερα τρομερή όψη: έχουν μάκρος έξι εφτά πόδια, και κόβονται σε φαρδιές φέτες· το κομμένο κεφάλι τους, στολισμένο μ' ένα στρογγυλό, γυάλινο, ματωμένο μάτι, σε απειλεί ακόμα με το ξίφος του που είναι δυνατό, άκαμπτο και γαλαζωπό σαν στιλβωμένο ατσάλι, Δεν υπάρχει πιο παράξενο θέαμα από τούτη τη μύτη στην οποία είναι βιδωμένο ένα

105

σπαθί, δίνοντας μια παράξενη φυσιογνωμία στο ψάρι. Όταν πέρασα μέσα από το ψαράδικο, υπήρχαν ακριβώς, πάνω σε τέσσερις αντικριστούς πάγκους, τέσσερις τεράστιοι ξιφίες που κράδαιναν απειλητικά τα ξίφη τους και έμοιαζαν με θαλάσσιους ευγενείς που ο ένας προκαλούσε τον άλλον σε μονομαχία. Ο Σνάιντερς 32 θα είχε αξιοποιήσει στο έπακρο αυτό το μοτίβο. Εκείνο που εντυπωσιάζει τον ξένο στην Κωνσταντινούπολη είναι η απουσία των γυναικών από τα μαγαζιά· υπάρχουν μόνο έμποροι και όχι εμπόρισσες. Η μουσουλμανική ζηλοτυπία δύσκολα θα συμμορφωνόταν με τους νόμους που απαιτεί το εμπόριο· έτσι έχει παραγκωνίσει επιμελώς ένα φύλο που εμπιστεύεται ελάχιστα. Πολλές μικρολεπτομέρειες του νοικοκυριού, που εμείς τις αφήνουμε στις γυναίκες, τακτοποιούνται στην Τουρκία από αθλητικούς παλικαράδες, με πεταχτούς δικέφαλους, κατσαρό μούσι και φαρδύ ταυρίσιο λαιμό, πράγμα που φαίνεται, δικαιολογημένα μάλιστα, γελοίο. Μπορεί οι γυναίκες να μην πωλούν, αλλά αγοράζουν· τις βλέπει κανείς να στέκονται μπροστά στα μαγαζιά, δυο δυο, τρεις τρεις, ακολουθούμενες από τις νέγρες τους, που κρατούν μια τσάντα ανοιχτή και στις οποίες δίνουν τ' αποκτήματά τους, σαν την Ιουδήθ που έτεινε το κεφάλι του Ολοφέρνη στη μαύρη υπηρέτριά της. Το παζάρεμα φαίνεται ότι διασκεδάζει τις Τουρκάλες όσο και τις Αγγλίδες· είναι κι αυτός ένας τρόπος να περάσουν την ώρα τους και να πουν μια κουβέντα με κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα εκτός από τον αφέντη τους· ελάχιστες είναι οι γυναίκες που απαρνιούνται αυτή την απόλαυση, κυρίως οι γυναίκες της αστικής τάξης, γιατί οι καντίν παραγγέλνουν και τους φέρνουν τα υφάσματα και τα ψώνια στο σπίτι τους.

106

ΤΑ ΠΑΖΑΡΙΑ ΑΝ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕΤΕ ΤΑ ΦΙΔΩΤΑ ΔΡΟΜΑΚΙΑ ΠΟΥ οδηγούν από τη σκάλα του Γενί Τζαμί στο τζαμί του σουλτάνου Βαγιαζίτ, φτάνετε στο αιγυπτιακό παζάρι, ή παζάρι των φαρμάκων, μια μεγάλη αγορά την οποία διασχίζει από τη μια πύλη ως την άλλη ένα σοκάκι όπου κυκλοφορούν η πραμάτεια και οι αγοραστές. Μια διαπεραστική μυρωδιά, ένα μείγμα από τα αρώματα όλων των εξωτικών προϊόντων, ανεβαίνει στα ρουθούνια σας και σας μεθάει. Εδώ εκτίθενται σε σωρούς ή μέσα σε ανοιχτά τσουβάλια, η χένα, το σάνταλο, το αντιμόνιο, οι χρωματιστές σκόνες, οι χουρμάδες, η κανέλα, το μοσχολίβανο, τα φιστίκια, το γκρίζο άμπαρι, η μαστίχα, η πιπερόριζα, το μοσχοκάρυδο, το όπιο και το χασίς, υπό την επίβλεψη εμπόρων που κάθονται οκλαδόν, σε νωχελική στάση, ναρκωμένοι, θαρρείς, από αυτή τη βαριά, φορτωμένη αρώματα, ατμόσφαιρα. «Τούτα τα βουνά των μυρωδικών», που σας ξαναθυμίζουν παρομοιώσεις από το Άσμα Ασμάτων, δε θα έπρεπε να σας σταματήσουν για πολλή ώρα. Συνεχίζετε το δρόμο σας μέσα από το εκκωφαντικό σφυρηλάτημα των χαλκουργών και τη βαριά αποφορά των μαγειρείων που εκθέτουν στην προθήκη τους γαβάθες γεμάτες τουρκικά τουρλού, ελάχιστα δελεαστικά για ένα παριζιάνικο στομάχι, και φτάνετε στο μεγάλο Παζάρι, η εξωτερική όψη του οποίου δεν έχει τίποτα το μνημειώδες: ψηλά γκριζωπά τείχη που πάνω τους δεσπόζουν μικροί μολυβένιοι θόλοι όμοιοι με αποστήματα και στα οποία είναι αγκιστρωμένο ένα πλήθος από τρώγλες και παραπήγματα κατειλημμένα από ασήμαντες μικροβιοτεχνίες. Το μεγάλο Παζάρι, για να κρατήσουμε το όνομα που του δίνουν οι Φράγκοι, καταλαμβάνει έναν τεράστιο χώρο, και είναι σαν μια πόλη εν πόλει, με δρόμους, σοκάκια, περάσματα, σταυροδρόμια, πλατείες και κρήνες, ένας μπερδεμένος λαβύρινθος όπου προσανατολίζεται κανείς με δυσκολία, ακόμα και μετά από πολλές επισκέψεις. Ο αχανής αυτός χώρος είναι θολωτός, και το φως πέφτει από τους μικρούς τρούλους που προεξέχουν πάνω στην επίπεδη στέγη του οικοδομήματος, φως γλυκό, αμυδρό και θολό, πιο ευνοϊκό στον έμπορο παρά στον πελάτη. Δε θα ήθελα να καταστρέψω τη

107

φαντασίωση της ανατολίτικης μεγαλοπρέπειας που διεγείρει η φράση «Μπεζεστένι της Κωνσταντινούπολης», αλλά θα μπορούσα να το συγκρίνω καλύτερα μόνο με το Ταμπλ στο Παρίσι, με το οποίο μοιάζει πολύ ως προς τη διαρρύθμιση. Μπήκα μέσα από μια αψίδα χωρίς κάποια αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και βρέθηκα σ' ένα σοκάκι αποκλειστικά κατειλημμένο από τους αρωματοπώλες: εδώ είναι που πωλούνται τα αποστάγματα του περγαμόντου και του γιασεμιού, σε μπουκαλάκια μέσα σε βελούδινες θήκες με κεντητές πούλιες, το ροδόσταγμα, τα κεριά αποτρίχωσης, τα θυμιάματα για το σεράι με τους ανάγλυφους τουρκικούς χαρακτήρες, τα σακουλάκια με το μόσχο, τα κομπολόγια από νεφρίτη, κεχριμπάρι, καρύδα, ελεφαντόδοντο, κουκούτσια φρούτων, ροδόξυλο και σανταλόξυλο, οι περσικοί καθρέφτες πλαισιωμένοι με φίνες μινιατούρες, οι τετράγωνες τσατσάρες με τα φαρδιά δόντια, όλα τα σύνεργα της τουρκικής φιλαρέσκειας. Μπροστά στα μαγαζιά στέκονται πολυάριθμες παρέες γυναικών που οι ανοιχτοπράσινοι, βαθυκόκκινοι ή γαλάζιοι φερετζέδες τους, τα κρουστά και επιμελώς κλεισμένα γιασμάκια τους και τα μποτίνια τους από κίτρινο μαροκινό φορεμένα με γαλότσες στο ίδιο χρώμα, δηλώνουν περίτρανα ότι είναι μουσουλμάνες· συχνά κρατούν από το χέρι όμορφα παιδάκια ντυμένα με κόκκινα ή πράσινα σακάκια με χρυσά σιρίτια, με παντελόνια σαν των Μαμελούκων από ταφτά βυσσινί, κιτρινόλευκο ή άλλου ζωηρού χρώματος, που λάμπουν σαν λουλούδια μες στο δροσερό και διάφανο απόσκιο· νέγρες τυλιγμένες με το ρομβωτό άσπρο και γαλάζιο χαμπάρα του Καΐρου στέκονται πίσω τους και συμπληρώνουν τη γραφική εντύπωση. Πότε πότε, πάλι, ένας μαύρος ευνούχος, με το χαρακτηριστικό κοντό πανωκόρμι, τα μακριά πόδια, το σπανό, λιπαρό και πλαδαρό κεφάλι βυθισμένο μες στους ώμους του, επιβλέπει με σκυθρωπό ύφος τη μικρή ομάδα που του εμπιστεύτηκαν και αναδεύει, για ν' ανοίξει δρόμο μες στο πλήθος, το μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου, διακριτικό σημάδι της εξουσίας του. Ο έμπορος, στηριγμένος στον αγκώνα, απαντάει με φλεγματικό ύφος στις ατέλειωτες ερωτήσεις των νεαρών γυναικών που ανακατεύουν την πραμάτεια και φέρνουν τα πάνω κάτω στο μαγαζί του, ρωτώντας πότε για το ένα και πότε για το άλλο, ζητώντας να μάθουν τις τιμές και ξεφωνίζοντας με πνιχτά δύσπιστα γελάκια.

108

Πίσω από τις προθήκες υπάρχουν οι εσωτερικοί χώροι του καταστήματος στους οποίους οδηγούν δυο τρία σκαλοπάτια, όπου φυλάγονται πιο πολύτιμα αντικείμενα μέσα σε σεντούκια και ερμάρια που ανοίγουν μόνο για τους σοβαρούς πελάτες. Εκεί βρίσκονται οι όμορφες ριγωτές εσάρπες της Τυνησίας, τα χαλιά και τα σάλια της Περσίας, με ξόμπλια που μιμούνται τόσο καλά τα μοτίβα του κασμιριού ώστε μπορεί να γελαστείς, οι καθρέφτες από σεντέφι, μαργαριτάρι και κοχύλι, οι λιθοκόλλητοι και σκαλιστοί σοφράδες όπου τοποθετούν τους δίσκους με τα σερμπέτια, τ' αναλόγια για να διαβάζουν το Κοράνι, τα διάτρητα θυμιατά από χρυσό, ασήμι ή επισμαλτωμένο χαλκό με γεωμετρικά μοτίβα, τα χεράκια από ελεφαντόδοντο ή ταρταρούγα για να ξύνεις την πλάτη, τα μεταλλικά εξαρτήματα του ναργιλέ από ατσάλι του Χορασάν και τα φλιτζάνια της Κίνας ή της Ιαπωνίας, όλη η αξιοπερίεργη παλιατζούρα της Ανατολής. Πάνω από τον κεντρικό δρόμο του Παζαριού δεσπόζουν αψίδες με επάλληλες σειρές από μαύρες και άσπρες πέτρες, και ο θόλος έχει ασπρόμαυρα μισοσβησμένα αραβουργήματα τουρκο-ροκοκό τεχνοτροπίας, που μοιάζει, περισσότερο απ' όσο φανταζόμαστε, με το είδος του διάκοσμου που συνηθιζόταν επί Λουδοβίκου ΙΕ'. Ο δρόμος αυτός καταλήγει σ' ένα σταυροδρόμι όπου ορθώνεται μια κρήνη κοσμημένη και βαμμένη με κραυγαλέα χρώματα, που το νερό της χρησιμεύει για καθαρμούς, γιατί οι Τούρκοι δεν ξεχνούν ποτέ τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, και σταματούν ήρεμα στη μέση μιας αγοραπωλησίας, αφήνοντας τον πελάτη μετέωρο, για να γονατίσουν πάνω στο χαλί τους, στραμμένοι προς τη Μέκκα, και να κάνουν την προσευχή τους με την ίδια προσήλωση που θα έδειχναν αν βρίσκονταν κάτω από το θόλο της Αγίας Σοφίας ή στο τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ. Ένα από τα μαγαζιά στα οποία συχνάζουν περισσότερο ξένοι είναι το μαγαζί του Λούντοβικ, ενός Αρμένιου εμπόρου που μιλάει γαλλικά και σας αφήνει, με τέλεια υπομονή, να κάνετε άνω κάτω το αξιοπερίεργο μαγαζί του. Εκεί έχω κάνει μεγάλες στάσεις, απολαμβάνοντας έναν εξαιρετικό καφέ μόκα μέσα σε φλιτζανάκια Κίνας, που τα συγκρατούσαν ασημένιες δικτυωτές βάσεις όμοιες μ'

109

εκείνες που ήταν του συρμού παλιά στην Τουρκία. Και τι δε θα έβρισκε εδώ ο Ρέμπραντ για να εμπλουτίσει το μουσείο του με τις αντίκες: παλιά όπλα, παμπάλαια υφάσματα, αλλόκοτα χρυσαφικά, ιδιόρρυθμα κεραμικά, σκεύη ετερόκλητα και αγνώστου χρήσεως. Ο ρουχισμός και η ασυνήθιστη επίπλωση που λαμποκοπούν μέσα από τη σκιά των αινιγματικών πινάκων του είναι στοιβαγμένα στις γωνιές του μαγαζιού του Λούντοβικ, όπου μοιάζει να έχει αφήσει τα αποφόρια της η γραφική Ανατολή, για να φορέσει αναγκαστικά την παράλογη στολή της μεταρρύθμισης, ψεύτικη λιβρέα του πολιτισμού που φοριέται από ένα βάρβαρο κορμί. Πάνω σ' ένα χαμηλό τραπεζάκι είναι απλωμένα χαντζάρες, γιαταγάνια, μαχαίρια με θήκες από σφυρήλατο ασήμι, βελούδο, δέρμα σαγρέ, δέρμα Υεμένης, ξύλο, χαλκό, με λαβές από νεφρίτη, αχάτη, ελεφαντόδοντο, στολισμένες με γρανάτες, περουζέδες, κοράλλια, με λάμες μακριές, στενές, φαρδιές, κυρτές, κυματιστές, όλων των σχημάτων, όλων των εποχών, όλων των τόπων, από το δαμασκηνό σπαθί του πασά με τους ένθετους χρυσογράμματους στίχους του Κορανίου, ως το χοντροκομμένο μαχαίρι του καμηλιέρη. Πόσοι ζεϊμπέκηδες και Αρναούτηδες, πόσοι μπέηδες και εφέντηδες, πόσοι υψηλόβαθμοι και ραγιάδες έχουν ξεστολίσει τις ζώνες τους για να σχηματίσουν αυτή την ανεκτίμητη και ασυνήθιστη συλλογή που θα ξετρέλαινε τον Ντεκάμ από τη χαρά του! Στους τοίχους κρέμονται, κάτω από την περικεφαλαία τους από στραφταλιστό σίδερο, αλυσιδωτές πανοπλίες της Κιρκασίας, ακτινοβολούν ασπίδες από κέλυφος χελώνας, από δέρμα ιπποπόταμου, από δαμασκηνό ατσάλι, με στρογγυλές προεξοχές από σφυρήλατο χαλκό· στριμώχνονται μογγολικές σαϊτοθήκες, στηρίζονται μακριά τουφέκια με έγκαυστα και ένθετα στολίδια, που είναι συγχρόνως όπλα και κοσμήματα, και αλληλοχτυπιούνται ρόπαλα πανομοιότυπα μ' εκείνα των ιπποτών του μεσαίωνα, που η τουρκική εικονογραφία δεν παραλείπει ποτέ να βάζει στα χέρια των Περσών για να τους γελοιοποιήσει. Μες στα ερμάρια αστραφτοκοπούν τα μεταξωτά της Προύσας, που αναριγούν όπως το νερό στην πανσέληνο κάτω από τ' ασημένια πλουμίδια τους, οι παντόφλες και οι καπνοσακούλες από το Λίβανο με το διακριτικό χρυσό υφάδι, τα χρωματιστά σχέδια και τους

110

ρόμβους, οι αραχνοΰφαντες πουκαμίσες από σγουρό μετάξι με τις αδιαφανείς και διάφανες ρίγες, τα μαντίλια με τις κεντητές χρυσαφένιες πούλιες, τα κασμίρια της Ινδίας και της Περσίας, τα πανωφόρια -πράσινα του εμίρη- γαρνιρισμένα με κουνάβι ή ζιμπελίνα, τα σακάκια με τα σιρίτια που είναι πιο περίπλοκα κι από τ' αραβουργήματα στην οροφή της αίθουσας των Πρεσβευτών της Αλάμπρα, οι δολαμάδες με τα βαρύτιμα στολίδια, τα μπροκάρ που λαμπυρίζουν από τα εκθαμβωτικά χρυσοποικίλματα, οι μακριές εσθήτες του Καΐρου ραμμένες πάνω στα πρότυπα των βυζαντινών δαλματικών, όλη η θρυλική χλιδή, όλος ο χιμαιρικός πλούτος των ηλιόλουστων αυτών τόπων που εμείς βλέπουμε θολά σαν τους αντικατοπτρισμούς ενός ονείρου από τα βάθη της παγωμένης μας Ευρώπης. Ο Λούντοβικ σας επιτρέπει να χαζέψετε, να ξεδιπλώσετε, να ψηλαφίσετε και να παίξετε κάτω από το φως αυτά τα ανατολίτικα αριστουργήματα· σκαλίζετε μια ιματιοθήκη βγαλμένη από τις Χίλιες και μια νύχτες μπορείτε να δοκιμάσετε, αν σας ευχαριστεί, το σακάκι του πρίγκιπα Καραμαλζαμάν και να ξεδιπλώσετε το αυθεντικό φόρεμα της πριγκίπισσας Μπουντρουλμπουντούρ33. Ανάμεσα στα κομπολόγια από κεχριμπάρι, έβενο, κοράλλι και σάνταλο· στα χρυσά επισμαλτωμένα θυμιατήρια, στα μελανοδοχεία, στις κασετίνες και στους περσικούς καθρέφτες που οι ζωγραφιές τους αναπαριστούν σκηνές του Μαχαμπαράτα34· στις βεντάλιες από φτερά παγωνιού ή πολύχρωμου φασιανού· στα πιο σπάνια σκαλιστά και ασημοκαπνισμένα χούκα35, σ' όλα αυτά τα μαγευτικά τουρκικά αντικείμενα, ανακατεύονται απροσδόκητα πορσελάνες των Σεβρών και της Σαξονίας, φαγεντιανά της Βενσέν και σμάλτα της Λιμόζ, που κανείς δεν ξέρει πώς έφτασαν ως εδώ. Τίποτα όμως δεν είναι απίθανο στο γιουσουρούμ, και το μαγαζί της δεσποινίδας Ντελωνέ μοιάζει να έχει μετακομίσει στο Μπεζεστένι της Κωνσταντινούπολης. Είδα εδώ μάλιστα, ανάμεσα σε δυο περικεφαλαίες ευγενών από το Κουρδιστάν, με μεταλλικό διχτυωτό περιτραχήλιο, ολόιδιες με τις περικεφαλαίες των σταυροφόρων του Γοδεφρείδου του Βουιλώνιου, ένα από εκείνα τα πρωσικά κράνη με μύτη σαν αλεξικέραυνου, ρομαντική και μεσαιωνική εφεύρεση του βασιλιά Λουδοβίκου, που τόσο ωραία σατίρισε ο Χάινριχ Χάινε στο Χειμωνιάτικο παραμύθι του.

111

Ό,τι επιθυμείτε θα το βρείτε στο μαγαζί του Λούντοβικ, από το τσουκάλι των γενίτσαρων ως το πολεμικό τσεκούρι του Μεχμέτ Β' ή τη σέλα του Αλ Μποράκ. Κάθε δρόμος του Παζαριού έχει το είδος του. Από εδώ είναι οι έμποροι που πουλάνε τα συρτοπάπουτσα, τις παντόφλες και τα μποτίνια· δεν υπάρχει πιο αξιοπερίεργο θέαμα από τις προθήκες τους, όπου είναι στοιβαγμένα εκκεντρικά παπούτσια με μύτες ανασηκωμενες σαν κινεζικές στέγες και με πατημένες φτέρνες, από δέρμα, μαροκινό, βελούδο, μπροκάρ, με κεντίδια, πούλιες, σιρίτια, στολισμένα με φούντες από πούπουλα κύκνου και από μετάξι φλος, αδιανόητα για ευρωπαϊκά πόδια. Μερικά έχουν τη μύτη κυρτή και ανασηκωμένη σαν τις βενετσιάνικες γόνδολες· άλλα θ' απογοήτευαν τη Ροδόπη 36 και τη Σταχτοπούτα με το μικροσκοπικό τους μέγεθος, και θυμίζουν περισσότερο κοσμηματοθήκες παρά αληθινές παντόφλες· το κίτρινο, το κόκκινο, το πράσινο χάνονται κάτω από τις χρυσές και ασημένιες γαρνιτούρες. Το σχήμα και τα στολίδια των παιδικών παπουτσιών έχουν τις πιο χαριτωμένες παραξενιές. Στο δρόμο, οι γυναίκες φορούν τις μπότες από κίτρινο μαροκινό για τις οποίες είχα ήδη την ευκαιρία να μιλήσω· γιατί όλα τούτα τα ωραία αριστουργήματα, που είναι καμωμένα για τις ψάθες της Ινδίας και τα χαλιά της Περσίας, θα έμεναν πολύ γρήγορα κολλημένα στις λάσπες της Κωνσταντινούπολης. Να και οι έμποροι που πουλάνε καφτάνια, γκανδουρά και ρόμπες από μετάξι Προύσας· πάμφθηνες φορεσιές, μολονότι τα χρώματά τους έχουν μαγευτικές αποχρώσεις και τα υφάσματά τους εξαιρετική απαλότητα. Μετανιώνω πικρά που δεν αγόρασα ένα μεγάλο βυσσινί δολαμά με διχτυωτή ύφανση και μακριά φαρδιά μανίκια, που θα μου έδινε στο Παρίσι τον αέρα ενός πολύ αξιοσέβαστου μαμαμούχου37, και μες στον οποίο θα είχα φανεί το ίδιο όμορφος με τον κύριο Ζουρνταίν κατά τη διάρκεια της τελετής. Αλλά τα τελωνεία δείχνουν ελάχιστη επιείκεια σ' αυτές τις αθώες εκκεντρικότητες του ταξιδιώτη. Οι έμποροι αυτοί πουλάνε επίσης υφάσματα της Προύσας, μισό μετάξι και μισό βαμβάκι, για φορέματα, γιλέκα και παντελόνια σύμφωνα με την ευρωπαϊκή μόδα, πολύ δροσερά, πολύ ανάλαφρα και πολύ φιλάρεσκα. Η βιοτεχνία αυτή είναι νέα και ζει υπό την

112

προστασία του Αμπντούλ-Μετζίτ38. Οι πωλητές τσόχας απλώνουν στις προθήκες τους τις τσόχες της Αγγλίας με τα κραυγαλέα χρώματα και τις ούγιες στολισμένες με παχιά χρυσά γράμματα και με εμβλήματα από χάλκινες παγιέτες, για να κολακέψουν το ανατολίτικο γούστο. Αναγνωρίζει κανείς εδώ την τέλεια ανοησία της τεχνικής και τα αφύσικα χρώματα της Μεγάλης Βρετανίας. Ομολογώ ότι φρικιώ μπροστά σε παρόμοιες παραφωνίες και ότι στέλνω μετά χαράς στο διάβολο τη βιομηχανία, το εμπόριο και τον πολιτισμό που παράγουν τόσο επιθετικά κόκκινα, τόσο στρυφνά γαλάζια, τόσο αυθάδικα κίτρινα, και διαταράσσουν -αγνοώ με ποιο όφελος- τη γαλήνια αρμονία των αποχρώσεων της Ανατολής. Όταν σκέφτομαι ότι σίγουρα θα συναντήσω τούτα τα φριχτά υφάσματα κομμένα σε σακάκια, γιλέκα και καφτάνια, μέσα σ' ένα τζαμί, σ' ένα δρόμο, σ' ένα τοπίο, των οποίων την εντύπωση καταστρέφουν τα ασύμβατα χρώματά τους, μια μυστική οργή βράζει μέσα μου και εύχομαι η θάλασσα να καταπιεί τα πλοία που κουβαλούν αυτά τα βδελυρά υφάσματα, η φωτιά να καταστρέψει τα εργαστήρια όπου υφαίνονται και η Μεγάλη Βρετανία να διαλυθεί μες στην ομίχλη της. Θα πω τα ίδια για τα άθλια βαμβακερά υφάσματα της Ρουέν, του Ρουμπαί και της Μυλούζ, που αρχίζουν να διαδίδουν στην Ανατολή τα φριχτά κλαρωτά μοτίβα τους, τις αποτρόπαιες γιρλάντες τους και τα αισχρά πουά τους, όμοια με λιωμένους κοριούς. Αν μιλώ γι' αυτά με τόση πικρία, είναι επειδή ένιωσα βαθιά λύπη, λύπη που ποτέ δε θα ξεπεράσω, βλέποντας τρεις μικρές Τουρκάλες, οχτώ με δέκα χρόνων, όμορφες σαν νύμφες, και ακόμα πιο όμορφες, γιατί δεν υπάρχουν νύμφες, να φορούν πάνω από ένα φόρεμα από βαμβάκι της Ρουέν ένα καφτάνι από αγγλική τσόχα. Οι ηλιαχτίδες, αν και μαγνητισμένες από τα όμορφα προσωπάκια τους, δεν τολμούσαν να φωτίσουν τα μοντέρνα αυτά τερατουργήματα και πισωγύριζαν με τρόμο. Ευτυχώς που οι προθήκες με τα παιδικά ρούχα σε αποσπούν από τούτες τις λυπηρές σκέψεις: βλέπεις μονάχα μικροσκοπικά χρυσοποίκιλτα και ασημοποίκιλτα σακάκια, καλαίσθητα φουσκωτά παντελόνια από μετάξι, μικρά καφτάνια με σιρίτια, παιδικά φεσια

113

στολισμένα με μισοφέγγαρα· μια Ανατολή σε σμίκρυνση, η πιο ωραία και η πιο φιλάρεσκη του κόσμου. Ακολουθούν, σ' ένα ξεχωριστό σοκάκι, οι κλωστουργοί, εκείνοι που φτιάχνουν τις ασημοκλωστές και τις χρυσοκλωστές με τις οποίες κεντούν τις καπνοσακούλες, τις παντόφλες, τα μαντίλια, τα γιλέκα, τους δολαμάδες και τα σακάκια· πίσω από τα τζάμια των προθηκών στραφταλίζουν πάνω στις κουβαρίστρες τους τα λαμπερά νήματα που αργότερα θα γίνουν λουλούδια, φυλλώματα, αραβουργήματα. Εδώ φτιάχνονται επίσης τα σιρίτια, οι τόσο χαριτωμένα, τόσο φιλάρεσκα πλεγμένοι κόμποι, που η δική μας σιριτοποιία δε θα μπορούσε ποτέ να μιμηθεί. Οι Τούρκοι τα φτιάχνουν στο χέρι στερεώνοντάς τα στο μεγάλο δάχτυλο του γυμνού τους ποδιού. Ακολουθούν οι κοσμηματοπώλες· τα πετράδια τους είναι κλεισμένα σε σεντούκια που δεν αφήνουν από το μάτι τους ή κάτω από προθήκες τοποθετημένες σε σημεία όπου δεν μπορεί να απλώσει χέρι κλέφτης· μες στα σκοτεινά μαγαζιά τους, που μοιάζουν με τσαγκαράδικα, υπάρχουν σε αφθονία απίστευτα πλούτη. Τα διαμάντια της Βισαπούρ και της Γκολκόντα φερμένα με τα καραβάνια· τα ρουμπίνια του Τζιαμσίντ, τα ζαφείρια του Χορμούζ, τα μαργαριτάρια του Οφίρ, τα τοπάζια της Βραζιλίας, τα οπάλια της Βοημίας, οι περουζέδες της Μακεδονίας, χώρια οι γρανάτες, οι χρυσοβήρυλλοι, οι ακουαμαρίνες, οι αχάτες, οι χρυσαμμόλιθοι και οι λαζουρίτες, στοιβάζονται εδώ σε σωρούς, γιατί οι Τούρκοι έχουν πολλά πετράδια, όχι μόνο για λόγους πολυτέλειας αλλά και ως επένδυση. Αγνοώντας τους πολύπλοκους νόμους της μοντέρνας οικονομίας, δεν αποκομίζουν κανένα κέρδος από τα κεφάλαιά τους, πράγμα που άλλωστε τους απαγορεύει αυστηρά το Κοράνι, το οποίο είναι ενάντιο στην αισχροκέρδεια, όπως το Ευαγγέλιο, γεγονός που διαπιστώθηκε και με την περίπτωση του τουρκικού δανείου, που απορρίφθηκε από το παλιό εθνικό και θρησκευτικό κόμμα. Ένα διαμάντι που κρύβεται και μεταφέρεται εύκολα συνοψίζει ένα μεγάλο ποσό σ' ένα μικρό όγκο. Για την ανατολίτικη νοοτροπία, είναι μια σίγουρη επένδυση, αν και δεν αποφέρει τίποτα· άντε όμως ν' αποσπάσεις από τον Άραβα ή Τούρκο φιλάργυρο το δοχείο από ψαμμίτη που κρύβει μέσα την περιουσία του, με το πρόσχημα ότι θα

114

έχει τρία ή τέσσερα τοις εκατό κέρδος, ακόμα και αν κάτι τέτοιο επιτρεπόταν από τον Μωάμεθ! Τα πετράδια είναι γενικά απελέκητα, γιατί οι Ανατολίτες δε λαξεύουν ούτε το διαμάντι ούτε το ρουμπίνι, είτε επειδή αγνοούν τη σκόνη για να τα λειαίνουν είτε επειδή φοβούνται μήπως μειώσουν τον αριθμό των καρατιών χτυπώντας τις γωνίες των πετραδιών. Τα δεσίματα είναι αρκετά βαριά, γενουάτικης ή ροκοκό τεχνοτροπίας. Η τόσο φίνα, τόσο περίτεχνη, τόσο εκλεπτυσμένη τέχνη των Αράβων άφησε ελάχιστα ίχνη στους Τούρκους. Τα κοσμήματα αυτά είναι κυρίως περιδέραια, σκουλαρίκια, στολίδια του κεφαλιού, αστέρια, λουλούδια, μισοφέγγαρα, βραχιόλια, δαχτυλίδια ποδιού, λαβές σπαθιών και μαχαιριών αποκαλύπτονται όμως σ' όλο τους το μεγαλείο μόνο στα βάθη των χαρεμιών, στο κεφάλι και τα στήθη των οδαλίσκων, στα μάτια του αφέντη που κάθεται οκλαδόν σε μια γωνιά του ντιβανιού, και όλη τούτη η χλιδή είναι, για τον ξένο, σαν να μην υπήρχε. Αν και η πλούσια περιγραφή που προηγήθηκε, διανθισμένη με ονόματα πετραδιών, μπορεί να σας έφερε στο νου το θησαυρό του Χαρούν αλΡασίντ και τη σπηλιά του Αμπουλκαζέμ39, μη φανταστείτε τίποτα το εκθαμβωτικό που να στραφταλίζει δεξιά και αριστερά. Οι Τούρκοι δεν εννοούν την προθήκη όπως ο Φοσέν, ο Λεμονιέ, ο Μαρλέ ή ο Μπαπστ 40· και τ' ακατέργαστα διαμάντια, ριγμένα με τις χούφτες μέσα σε ξύλινα αγγεία, είναι όμοια με γυάλινες χάντρες· και όμως θα μπορούσες κάλλιστα να ξοδέψεις μια περιουσία μέσα σ' ένα τέτοιο φτηνομάγαζο. Το παζάρι των όπλων μπορεί να θεωρηθεί η ίδια η καρδιά του Ισλάμ. Καμία από τις μοντέρνες ιδέες δεν έχει διαβεί το κατώφλι του· εδώ εδρεύει το παλιό τουρκικό κόμμα, καθισμένο οκλαδόν, με πομπώδες ύφος, εκδηλώνοντας για το σκυλολόι των χριστιανών μια περιφρόνηση τόσο βαθιά όσο επί Μεχμέτ Β'. Ο χρόνος δεν έχει προχωρήσει για τους αξιοπρεπείς αυτούς Οσμανλήδες, που νοσταλγούν τους γενίτσαρους και την παλιά βαρβαρότητα - ίσως δικαιολογημένα. Εδώ συναντάς τα μεγάλα φαρδιά τουρμπάνια. τους δολαμάδες με τη γούνινη μπορντούρα, τα φαρδιά παντελόνια σαν των Μαμελούκων, τα ψηλά ζωνάρια και την αυθεντική κλασική στολή, έτσι όπως τη βλέπει κανείς στη συλλογή του Ελμπισέι Ατικά41,

115

στην τραγωδία του Βαγιαζίτ ή στην τελετή του Αρχοντοχωριάτη. Εδώ ξαναβλέπει κανείς τις φυσιογνωμίες που είναι απαθείς σαν τη μοίρα, με τα γαλήνια απλανή μάτια, τις αετίσιες μύτες που κυρτώνουν πάνω από μια μακριά λευκή γενειάδα, τα καστανά μάγουλα τα μαυρισμένα από την κατάχρηση των ατμόλουτρων, τα κορμιά με τα γεροδεμένα σκαριά που φθείρονται από τις ηδονές του χαρεμιού και τις εκστάσεις του οπίου, εδώ ξαναβλέπεις το πρότυπο του καθαρόαιμου Τούρκου που τείνει να εξαφανιστεί και που θα πρέπει σύντομα ν' αναζητήσει κανείς στα βάθη της Ασίας. Το μεσημέρι, το παζάρι των όπλων κλείνει περιφρονητικά, και οι εκατομμυριούχοι έμποροί του αποσύρονται στα κονάκια τους στην όχθη του Βοσπόρου και κοιτάζουν εξοργισμένοι τις διαβολικές εφευρέσεις των Φράγκων, τ' ατμόπλοια, να περνούν. Τα πλούτη που είναι συσσωρευμένα σ' αυτό το παζάρι είναι ανυπολόγιστα: εδώ φυλάγονται οι δαμασκηνές λεπίδες, κοσμημένες με αραβικά γράμματα, με τις οποίες ο σουλτάνος Σαλαδίνος ξέσκιζε τα πουπουλένια μαξιλάρια που του πετούσαν στον αέρα, παρουσία του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, κόβοντας στα δύο ένα αμόνι με το μεγάλο σπαθί του που κρατούσε με τα δυο του χέρια. και οι οποίες φέρουν στη λάμα τους τόσες χαραγματιές όσα τα κεφάλια που έκοψαν οι χαντζάρες, που το θαμπό και γαλαζωπό ατσάλι τους διαπερνάει τις πανοπλίες όπως ένα φύλλο χαρτί και που η λαβή τους είναι μια κοσμηματοθήκη από πετράδια· τα παμπάλαια τουφέκια με το καρούλι και τη θρυαλλίδα, με αριστουργηματικά σκαλίσματα και ένθετα στολίδια· τα πολεμικά τσεκούρια που ίσως χρησίμευσαν στον Ταμερλάνο, τον Τζένγκις Χαν και τον Σκεντέρμπεη, για να τσακίσουν τα κράνη και τα κρανία, εδώ φυλάγεται όλο το άγριο και γραφικό οπλοστάσιο του παλιού Ισλάμ. Εδώ ακτινοβολούν, αστράφτουν και ιριδίζουν, κάτω από μια ηλιαχτίδα που πέφτει από τον ψηλό θόλο, οι σέλες και τα καλύμματα με τ' ασημένια και χρυσά κεντίδια, στολισμένα με ήλιους από πετράδια, φεγγάρια από διαμάντια, αστέρια από ζαφείρια· οι κεφαλαριές, οι στομίδες και οι αναβολείς από επιχρυσωμένο ασήμι -παραμυθένια φάλαρα, με τα οποία η ανατολίτικη χλιδή ντύνει τους αρχοντικούς δρομείς του Νατζντ 42, τους άξιους απόγονους των Dahis, των Rabra, των Haffar, και των

116

Naamah43, και άλλων ένδοξων αλόγων του αρχαίου ισλαμικού ιπποδρόμου. Κάτι αξιοσημείωτο όσον αφορά τη μουσουλμανική απάθεια: το παζάρι αυτό θεωρείται τόσο πολύτιμο, που απαγορεύεται να καπνίζεις όσο βρίσκεσαι εκεί - αυτό τα λέει όλα, γιατί ο μοιρολάτρης Τούρκος θα άναβε την πίπα του ακόμα και μέσα σε μια πυριτιδαποθήκη. Για να δώσουμε και την άλλη όψη του νομίσματος, ας μιλήσουμε λίγο για το παζάρι των Ψύλλων. Είναι ο νεκροθάλαμος, το οστεοφυλάκιο, το σφαγείο όπου πρόκειται να καταλήξουν όλα αυτά τα όμορφα πράγματα, αφού υποστούν τις διάφορες φάσεις της παρακμής. Το καφτάνι που έλαμψε πάνω στους ώμους του βεζίρη ή του πασά τελειώνει τη σταδιοδρομία του πάνω στην πλάτη ενός χαμάλη ή ενός καλαφάτη· το γιλέκο που διέγραφε τις πλούσιες καμπύλες μιας Γεωργιανής του χαρεμιού τυλίγει, λεκιασμένο και ξεθωριασμένο, το καύκαλο μιας γριάς ζητιάνας. Παλιοκούρελα, πατσαβούρια, ράκη, σε μια απίστευτη αταξία, όπου ό,τι δεν είναι τρύπα είναι λεκές, ανεμίζουν χαλαρά, δυσοίωνα, σε σκουριασμένα καρφιά, μ' εκείνο το αόριστο ανθρώπινο σουλούπι που διατηρούν τα πολυφορεμένα ρούχα, και σαλεύουν αόριστα από τους ψύλλους που περπατάνε πάνω τους. Οι καταφαγωμένες πτυχές των απερίγραπτων αυτών αποφοριών, με της κηλίδες από το πύον των βουβώνων, έκρυβαν άλλοτε την πανούκλα, που έμενε εκεί καταχωνιασμένη σαν μαύρη αράχνη στα βάθη του σκονισμένου ιστού της, σε κάποια βρωμερή γωνιά. Το Ράστρο της Μαδρίτης, το Ταμπλ του Παρισιού, η παλιά Αλσατία του Λονδίνου, δεν είναι τίποτα πλάι σ' αυτό το Μονφωκόν44 της ανατολίτικης κουρελαρίας, που χαρακτηρίζεται από το ενδεικτικό όνομα που δε θα επαναλάβω και που ανέφερα παραπάνω. Ελπίζω να μου συγχωρεθεί αυτή η σχοινοτενής περιγραφή των πετραδιών, των μπροκάρ και των μικρών μπουκαλιών με ροδόσταγμα που έκανα στην αρχή· άλλωστε, ο ταξιδιώτης είναι σαν το γιατρό, μπορεί να λέει τα πάντα.

117

ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ ΟΙ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ Ή ΜΕΒΛΕΒΗΔΕΣ είναι ένα είδος μωαμεθανών μοναχών που ζουν κοινοβιακά σε μοναστήρια τα οποία λέγονται τεκέδες. Η λέξη δερβίσης σημαίνει φτωχός, αυτό όμως δεν εμποδίζει τους δερβίσηδες να διαθέτουν πολλά αγαθά προερχόμενα από κληρονομιές και δωρεές πιστών. Ο χαρακτηρισμός, αληθινός κάποτε, διατηρήθηκε, αν και τώρα αποτελεί αντινομία. Οι μουφτήδες και οι ουλεμάδες δε βλέπουν με πολύ καλό μάτι τους δερβίσηδες, είτε λόγω κάποιας μυστικής δογματικής διαφωνίας, είτε λόγω της επιρροής που έχουν στον απλό λαό, είτε απλώς λόγω της περιφρόνησης που ανέκαθεν επιδείκνυε ο υψηλός κλήρος για τα τάγματα που ζουν από τις ελεημοσύνες· όσο για μένα, που δεν είμαι αρκετά δυνατός στην τουρκική θεολογία για να σας διαφωτίσω περισσότερο, θα αρκεστώ να παρατηρήσω τους δερβίσηδες από καθαρά πλαστική άποψη και να περιγράψω τις ιδιόρρυθμες ασκήσεις τους. Αντίθετα με τους υπόλοιπους μωαμεθανούς, που εμποδίζουν τους γκιαούρηδες να παρακολουθούν από περιέργεια τις λατρευτικές τελετές τους και θα τους έδιωχναν κακήν κακώς από τα τζαμιά αν προσπαθούσαν να μπουν εκεί τις ώρες της προσευχής, οι δερβίσηδες αφήνουν τους Ευρωπαίους να μπαίνουν στους τεκέδες τους, με μόνη προϋπόθεση ν' αφήνουν τα παπούτσια τους στην πόρτα και να μπαίνουν ξυπόλυτοι ή με παντόφλες· ψάλλουν τις λιτανείες τους και πραγματοποιούν τις χορευτικές φιγούρες τους χωρίς να δείχνουν να τους ενοχλεί το σκυλολόι των χριστιανών που τους παρακολουθεί· θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι κολακεύονται που έχουν θεατές. Ο τεκές του Πέραν βρίσκεται σε μια θέση γεμάτη από τάφους, μαρμάρινους πασσάλους με τουρμπάνια και υπεραιωνόβια δέντρα, ένα είδος παρεκκλησίου ή παραρτήματος του μικρού νεκροταφείου του, όπου βρίσκεται ο τάφος του κόμη ντε Μπονεβάλ45, του διάσημου αρνησίθρησκου. Η πρόσοψη, υπερβολικά απλή, απαρτίζεται από μια πόρτα πάνω στην

118

οποία δεσπόζει μια πινακίδα με περιεστραμμένες άκρες, κοσμημένη με μια τουρκική επιγραφή, από έναν τοίχο με καφασωτά παράθυρα, από τα οποία διακρίνονται οι τάφοι των δερβίσηδων, γιατί στην Τουρκία οι ζωντανοί συνυπάρχουν πάντα με τους νεκρούς, και από μια εντοιχισμένη κρήνη με δικτυωτό πλέγμα, κοσμημένη με σιδερένιες κουτάλες κρεμασμένες από αλυσίδες, για να μπορούν οι φτωχοί να πίνουν άνετα, και περικυκλωμένη από ομάδες χαμάληδων, διψασμένων από την κοπιαστική ανάβαση του Γαλατά. Όλα αυτά δεν έχουν τίποτα το μνημειώδες, αλλά δε στερούνται γραφικότητας· οι ψηλές λάρικες του κήπου, ο τρούλος και ο λευκός μιναρές του τζαμιού που διακρίνεται μες στο γαλάζιο του ουρανού, πάνω από το τείχος, θυμίζουν εύλογα την Ανατολή. Το εσωτερικό μοιάζει με οποιαδήποτε άλλη μωαμεθανική κατοικία· απουσιάζουν τα μακρόστενα αψιδωτά περιστύλια, οι ατέλειωτοι διάδρομοι με τα κελιά, ευλαβικά μπουντρούμια εκούσιων ερημιτών, και οι σιωπηλές αυλές όπου μεγαλώνει το χορτάρι και κελαρύζει το νερό μέσα σε μια χορταριασμένη γούρνα. Τίποτα από την παγερή, θλιβερή και νεκρική όψη του μοναστηριού όπως νοείται στις καθολικές χώρες· απεναντίας, υπάρχουν χαρούμενοι χώροι ζωγραφισμένοι με πρόσχαρα χρώματα, ηλιόλουστοι, και στο βάθος ένα θαυμάσιο άνοιγμα με θέα το Βόσπορο, ένα μεγαλόπρεπο πανόραμα λουσμένο στον αέρα και στο φως: το Σκουτάρι και το Καντίκιοϊ που απλώνονται πάνω στην όχθη της Ασίας· ο Όλυμπος της Βιθυνίας, χιονοσκεπής· τα Πριγκιπονήσια, κυανές κηλίδες πάνω στο μουαρέ της θάλασσας· το Σεράι Μπουρνού, με τα παλάτια, τα κιόσκια και τους κήπους του· το Σουλτάν Αχμέτ, περιστοιχισμένο από τους έξι μιναρέδες του· η Αγία Σοφία, με τις κόκκινες και λευκές ρίγες σαν ιστιόπανο της Υεμένης, και το σημαιοστόλιστο δάσος των καραβιών όλων των εθνών, θέαμα που διαρκώς αλλάζει, διαρκώς ανανεώνεται, και που ποτέ δε σε κουράζει! Η αίθουσα όπου εκτελούνται οι θρησκευτικοί στροβιλισμοί των περιστρεφόμενων δερβίσηδων καταλαμβάνει το βάθος αυτής της αυλής. Τίποτα στην εξωτερική όψη δε θυμίζει τον προορισμό του οικοδομήματος εκτός από τους καλλιγραφικούς χαρακτήρες και τις σούρες του Κορανίου που είναι χαραγμένες με τη βεβαιότητα του

119

χεριού που διαθέτουν σε τόσο υψηλό βαθμό οι Τούρκοι καλλιγράφοι. Οι περίπλοκες αυτές μονοκοντυλιές παίζουν τον πιο ευτυχή ρόλο στην ανατολίτικη διακοσμητική· είναι και αραβουργήματα και γράμματα. Το εσωτερικό θυμίζει συγχρόνως αίθουσα χορού και θεάματος· ένα ξύλινο δάπεδο τέλεια ομοιόμορφο και γυαλισμένο, περικυκλωμένο από ένα κιγκλίδωμα τόσο ψηλό ώστε να στηρίζεσαι, καταλαμβάνει το κέντρο· ψηλόλιγνες κολόνες στηρίζουν μια στοά ίδιου σχήματος, που περιέχει θέσεις για τους διακεκριμένους θεατές, το θεωρείο του σουλτάνου και τα θεωρεία των γυναικών. Αυτό το τμήμα, που ονομάζουν σεράι, προστατεύεται από τα βέβηλα βλέμματα από πολύ πυκνά καφασωτά όμοια με εκείνα που βλέπει κανείς στα παράθυρα των χαρεμιών. Η ορχήστρα είναι απέναντι από το μίραμπ, που είναι στολισμένο με ποικιλόχρωμα πλακάκια με στίχους του Κορανίου και επιγραφές σουλτάνων ή βεζίρηδων ευεργετών του τεκέ, Όλα είναι βαμμένα άσπρα και γαλάζια και αστράφτουν από καθαριότητα: θα έλεγε κανείς ότι είναι μάλλον μια αίθουσα προορισμένη για τους μαθητές του Κελάριους 46 παρά τόπος όπου ασκεί τα θρησκευτικά της καθήκοντα μια φανατική αίρεση. Κάθισα οκλαδόν ανάμεσα σε Τούρκους και σε Φράγκους, επίσης ξυπόλυτους, πολύ κοντά στο κατώτερο κιγκλίδωμα, στην πρώτη σειρά, ώστε να μη χάσω τίποτα από το θέαμα. Μετά από μια αρκετά παρατεταμένη αναμονή, κατέφτασαν αργά αργά οι δερβίσηδες, ανά δύο· ο αρχηγός της κοινότητας έκατσε οκλαδόν πάνω σ' ένα χαλί σκεπασμένο με δέρματα γαζέλας, κάτω από το μίραμπ, ανάμεσα σε δυο ακόλουθους: ήταν ένας γεροντάκος με μολυβιά και κουρασμένη όψη, δέρμα πτυχωμένο από άπειρες ρυτίδες και με μια τραχιά, αραιή και γκριζωπή γενειάδα στο πηγούνι· μονάχα τα μάτια του, που έλαμπαν από κάποιες φευγαλέες αστραπές στο άψυχο πρόσωπό του, στο κέντρο ενός μεγάλου καστανόμαυρου φωτοστέφανου, έδιναν λίγη ζωή στην αλλόκοσμη φυσιογνωμία του. Οι δερβίσηδες παρήλασαν μπροστά του, προσκυνώντας τον με τον ανατολίτικο τρόπο με τα σημάδια του πιο βαθιού σεβασμού, όπως κάνουν μπροστά σ' ένα σουλτάνο ή έναν άγιο· ήταν συγχρόνως φιλοφρόνηση, δείγμα υπακοής και θρησκευτική χειρονομία· οι

120

κινήσεις ήταν αργές, ρυθμικές, ιερατικές, και, με την ολοκλήρωση του τυπικού, κάθε δερβίσης έπαιρνε τη θέση του απέναντι από το μίραμπ. Οι μουσουλμάνοι αυτοί μοναχοί φορούν στο κεφάλι ένα φέσι από κετσέ πάχους λίγων εκατοστών, σε κοκκινωπή ή καφετιά απόχρωση, που θα μπορούσα να συγκρίνω καλύτερα, όσον αφορά το σχήμα, μόνο με αναποδογυρισμένη γλάστρα, μες στην οποία είχαν χώσει το κεφάλι· ένα γιλέκο κι ένα σακάκι από λευκό ύφασμα, μια πελώρια πτυχωτή φούστα, ίδιου χρώματος και παρόμοια με την ελληνική φουστανέλα, περισκελίδες στενές και λευκές επίσης, που κατεβαίνουν ως τον αστράγαλο, συνθέτουν αυτή τη στολή, που δε θυμίζει τίποτα καλογερικό και δε στερείται κάποιας καλαισθησίας. Για την ώρα, μπορούσαμε μόνο να τη φανταστούμε, γιατί οι δερβίσηδες ήταν κουκουλωμένοι με κάτι πανωφόρια ή κάπες πράσινες, γαλάζιες, στο χρώμα της κορινθιακής σταφίδας, κανελιές ή κάθε άλλης απόχρωσης, που δεν ήταν μέρος της στολής και τις οποίες έπρεπε να βγάλουν τη στιγμή που θ' άρχιζαν να στροβιλίζονται, για να ξαναφορέσουν κατόπιν όταν θα έπεφταν ξέπνοοι, κάθιδροι, τσακισμένοι από την έκσταση και την κούραση. Οι προσευχές άρχισαν, και μαζί τους οι γονυκλισίες, τα προσκυνήματα, τα συνηθισμένα καμώματα της μουσουλμανικής λατρείας, τόσο αλλόκοτα για μας, και που εύκολα θα περιγελούσε κανείς χωρίς την πίστη και τη σοβαρότητα που δείχνουν οι πιστοί. Οι εναλλαγές αυτές της ανάτασης και της πτώσης θυμίζουν τα κοτόπουλα που χτυπάνε λαίμαργα το ράμφος τους στο χώμα και ανασηκώνονται αφού έχουν αρπάξει το σπόρο ή το σκουληκάκι που ορέγονται. Οι δεήσεις αυτές τραβάνε σε μάκρος, ή τέλος πάντων η επιθυμία να δει κανείς τους χορούς τις κάνει να φαίνονται έτσι, ιδίως για έναν περίεργο Ευρωπαίο, που δεν ευελπιστεί ότι θα αναπαυτεί μετά θάνατον κάτω από τη σκιά του δέντρου Τούμπα, στον παράδεισοσεράι του Μωάμεθ, και ότι θα καθρεφτίζεται εκεί εις τους αιώνας των αώνων, στα μαύρα μάτια των αειπάρθενων ουρί· όμως τούτο το ευλαβικό βουητό, με τη μονότονη επανάληψή του, επιδρά στο τέλος δυνατά στον οργανισμό ακόμα και των απίστων, και αισθάνεται

121

κανείς ότι συγκινεί τις ψυχές των πιστών και ότι τις παρασύρει θαυματουργά σ' αυτές τις παράξενες υπεράνθρωπες ασκήσεις, που μπορούν να εξηγηθούν μόνο από ένα είδος θρησκευτικής καταληψίας παρόμοιας με την υπερφυσική απάθεια των μαρτύρων εν μέσω των πιο φρικτών μαρτυρίων. Αφού έψαλαν αρκετή ώρα χωρία του Κορανίου, κούνησαν αρκούντως το κεφάλι πέρα δώθε και πραγματοποίησαν έναν ικανοποιητικό αριθμό γονυκλισιών, οι δερβίσηδες σηκώθηκαν, πέταξαν τα πανωφόρια τους κι έκαναν πάλι μια κυκλική λιτανεία γύρω από την αίθουσα. Κάθε ζευγάρι πέρασε μπροστά από τον αρχηγό, που στεκόταν όρθιος και, μετά την ανταλλαγή των χαιρετισμών, έκανε πάνω του μια χειρονομία σαν να το ευλογούσε ή να το υπνώτιζε· αυτό το είδος χειροτονίας εκτελείται μ' ένα αλλόκοτο τυπικό. Ο τελευταίος δερβίσης που ευλογείται παίρνει έναν από το ζευγάρι που ακολουθεί και μοιάζει να τον παρουσιάζει στον ιμάμη, τελετή που επαναλαμβάνεται από ομάδα σε ομάδα ώσπου να περάσουν όλες. Μια αξιοσημείωτη αλλαγή είχε κιόλας πραγματοποιηθεί στις φυσιογνωμίες των δερβίσηδων που ήταν τώρα προετοιμασμένοι για την έκσταση. Μπαίνοντας, έδειχναν σκυθρωποί, καταβεβλημένοι, νυσταλέοι· έσκυβαν το κεφάλι κάτω από τα βαριά φέσια τους· τώρα τα πρόσωπά τους φωτίζονταν, τα μάτια τους έλαμπαν, η κορμοστασιά τους γινόταν στητή και δυνατή, οι φτέρνες των ξυπόλυτων ποδιών τους ψηλαφούσαν το δάπεδο με μια κίνηση νευρικού σπασμού. Στις έρρινες και τσιριχτές ψαλμωδίες του Κορανίου έσμιξαν οι αυλοί και τα τουμπελέκια. Τα τουμπελέκια έδιναν το ρυθμό και κρατούσαν το μπάσο, οι αυλοί έπαιζαν ομόφωνα μια μελωδία υψηλής τονικότητας και άπειρης γλύκας. Το μοτίβο του θέματος, που επανερχόταν απαράλλαχτο μετά από κάποιους κυματισμούς, κατακτούσε στο τέλος την ψυχή με την επιβλητική αρμονία του, σαν μια γυναίκα που η ομορφιά της αποκαλύπτεται με τον καιρό και μοιάζει ολοένα ομορφότερη όσο την περιεργάζεσαι. Ο σκοπός αυτός, που είχε μια ιδιόμορφη μαγεία, γεννούσε στην καρδιά νοσταλγίες άγνωστων χωρών, θλίψεις,

122

ανεξήγητες χαρές και τρελές επιθυμίες να παραδοθείς στους μεθυστικούς κυματισμούς του ρυθμού. Αναμνήσεις από προηγούμενες ζωές με ξαναπλημμύριζαν, φυσιογνωμίες γνώριμες που όμως δεν είχα συναντήσει ποτέ σ' αυτό τον κόσμο μού χαμογελούσαν με μια απροσδιόριστη έκφραση μομφής και έρωτα· παντός είδους εικόνες και ονειρικοί πίνακες ξεχασμένοι εδώ και καιρό διαγράφονταν με ενάργεια μες στην αχλή ενός γαλαζωπού ορίζοντα. Βάλθηκα να λικνίζω το κεφάλι μου από τον έναν ώμο στον άλλον, υποκύπτοντας στην υποβλητική και συνειρμική δύναμη αυτής της μουσικής που, μολονότι τόσο αντίθετη στα ακούσματά μας, είναι όμως τόσο συγκινητική. Λυπάμαι πολύ που ο Φελισιέν Νταβίντ ή ο Ερνέστ Ρεγιέ47, που το αυτί τους αρπάζει τόσο εύκολα τους ιδιόμορφους ρυθμούς της ανατολίτικης μουσικής, δεν ήταν εδώ για να καταγράψουν αυτή τη μελωδία που είχε μια γλύκα πραγματικά ουράνια. Ακίνητοι στη μέση του περιβόλου, οι δερβίσηδες έμοιαζαν να μεθούν από αυτή την τόσο εκλεπτυσμένα βάρβαρη και τόσο μελωδικά άγρια μουσική, που το πρωτόγονο θέμα της ανάγεται ίσως στις πρώτες εποχές του κόσμου· επιτέλους, ένας τους άνοιξε τα χέρια, τα ύψωσε και τα ξεδίπλωσε οριζοντίως παίρνοντας μια στάση σαν του Εσταυρωμένου, έπειτα άρχισε να γυρίζει αργά γύρω από τον εαυτό του, μετατοπίζοντας αργά και αθόρυβα τα ξυπόλυτα πόδια του πάνω στο δάπεδο. Η φούστα του, σαν πουλί που θέλει να πετάξει, βάλθηκε να πάλλεται και να χτυπάει τα φτερά της. Η ταχύτητά της γινόταν μεγαλύτερη· το μαλακό ύφασμα, ανασηκωμένο από τον αέρα που είχε ορμήσει μέσα του, απλώθηκε σαν ρόδα, φάρδυνε σαν καμπάνα σχηματίζοντας ένα λευκό στρόβιλο με επίκεντρο το δερβίση. Στον πρώτο ήρθε να προστεθεί ένας δεύτερος, ύστερα ένας τρίτος, ύστερα ακολούθησε όλη η ομάδα, κυριευμένη από έναν ακατανίκητο ίλιγγο. Στροβιλίζονταν, με τα χέρια απλωμένα σαν να τους είχαν σταυρώσει, το κεφάλι γερμένο στους ώμους, τα μάτια μισόκλειστα, το στόμα μισάνοιχτο σαν θαρραλέοι κολυμβητές που αφήνονται να τους παρασύρει το ποτάμι της έκστασης· οι κινήσεις τους, ρυθμικές,

123

κυματιστές, είχαν μια εκπληκτική ευλυγισία· καμιά αισθητή προσπάθεια, καμιά έκδηλη κούραση· ο πιο τολμηρός Γερμανός χορευτής του βαλς θα έπεφτε νεκρός από ασφυξία· εκείνοι εξακολουθούσαν να στροβιλίζονται γύρω από τους εαυτούς τους σπρωγμένοι θαρρείς από την αλληλουχία της ώθησής τους, σαν σβούρα που στριφογυρίζει ακίνητη τη στιγμή της πιο μεγάλης ταχύτητας και μοιάζει ν' αποκοιμιέται στο θόρυβο του βουητού της. Πράγμα εκπληκτικό, ήταν εκεί καμιά εικοσαριά, ίσως περισσότεροι, περιδινούμενοι μες στις φούστες τους που είχαν ανοίξει σαν το μπουμπούκι των γιγαντιαίων λουλουδιών της Ιάβας, χωρίς ποτέ να πέφτει ο ένας πάνω στον άλλο, χωρίς να χάνουν την τροχιά της δίνης τους, χωρίς να χάνουν έστω για μια στιγμή το ρυθμό που έδιναν τα τουμπελέκια. Ο ιμάμης περπατούσε ανάμεσα στις ομάδες, χτυπώντας πότε πότε τα χέρια, είτε για να υποδείξει στην ορχήστρα να επιταχύνει ή να επιβραδύνει το ρυθμό, είτε για να ενθαρρύνει τους χορευτές και να τους επιβραβεύσει για τον ευλαβικό ζήλο τους. Η απαθής όψη του παρουσίαζε μια παράξενη αντίθεση μ' όλα αυτά τα φωτεινά και σπασμωδικά πρόσωπα· ο κατηφής και παγερός αυτός γέροντας περπατούσε σαν φάντασμα ανάμεσα στους μανιασμένους χορευτές, θαρρείς και η αμφιβολία είχε προσβάλει τη στεγνή ψυχή του, ή θαρρείς ότι εδώ και καιρό η μέθη των προσευχών και οι ίλιγγοι των ιερών επωδών δεν είχαν πια δύναμη πάνω του, σαν τους θεριακλήδες και τους χασισοπότες που δε νιώθουν πια την επήρεια του ναρκωτικού τους και υποχρεώνονται να μεγαλώσουν τη δόση μέχρι να δηλητηριαστούν. Οι χοροί σταμάτησαν μια στιγμή· οι δερβίσηδες ανασχηματίστηκαν ανά ζεύγη και έκαναν δύο ή τρεις φορές το γύρο της αίθουσας εν πομπή. Η κίνηση αυτή, που γίνεται με αργά βήματα, τους δίνει το χρόνο να ξελαχανιάσουν και να διαλογιστούν. Ό,τι είδα ήταν, κατά κάποιο τρόπο, μονάχα το πρελούδιο της συμφωνίας, η αρχή του ποιήματος, η προθέρμανση του χορού.

124

Τα τουμπελέκια βάλθηκαν να βροντάνε σε πιο γρήγορο ρυθμό, το τραγούδι των αυλών έγινε πιο ζωηρό, και οι δερβίσηδες ξανάρχισαν το χορό τους με διπλάσια ενεργητικότητα. Όμως η ενεργητικότητα αυτή δεν έχει τίποτα το αχαλίνωτο ή το πυρετωδώς δαιμονισμένο σαν τους επιληπτικούς σπασμούς των αϊσάουα 48· τη ρυθμίζει και τη συγκρατεί πάντα ο ρυθμός. Η περιστροφή γίνεται πιο γρήγορη, ο αριθμός των στροφών μέσα σ' ένα λεπτό μεγαλώνει, αλλά ο ιερατικός χορός παραμένει σιωπηλός και ήρεμος σαν μια μικρή σβούρα που ναρκώνεται στο αποκορύφωμα της ταχύτητάς της. Οι δερβίσηδες υψώνουν ή αφήνουν τα χέρια τους να πέσουν ελαφρά ανάλογα με το βαθμό της κούρασης ή της έκστασης που αισθάνονται: μοιάζουν με κολυμβητές που βουλιάζουν και απλώνουν τα χέρια τους στο νερό για ν' αφεθούν στο ρεύμα· πότε πότε το κεφάλι τους αναποδογυρίζει, φανερώνοντας κάτι λευκά μάτια, κάτι φωτεινά χαρακτηριστικά, κάτι χείλια μισάνοιχτα από ένα ανέκφραστο χαμόγελο, μουσκεμένα από ένα διάφανο αφρό, ή πέφτει πάνω στο στήθος αποκαμωμένο θαρρείς από την ηδονή, κάνοντας τη γενειάδα να λυγίσει πάνω στο λευκό ύφασμα του γιλέκου, αλλά πιο συχνά μένει ξαπλωμένο πάνω στον πήχη του χεριού όπως πάνω στο μαξιλάρι ενός θεϊκού ονείρου. Ένας γεροντάκος, που φορούσε μια μάλλον άσχημη σωκρατική μάσκα όσο ήταν ακίνητος, χόρευε μ' ένα σθένος και μια επιμονή απίστευτη για την ηλικία του, και το συνηθισμένο του πρόσωπο αποκτούσε, υπό τη μαγική έξαρση του στροβιλισμού, μια μοναδική ομορφιά· η ψυχή, με άλλα λόγια, ερχόταν στο δέρμα του και, σαν ένα εσωτερικό σφυρί, άμβλυνε και διόρθωνε εκ των έσω τις ατέλειες των χαρακτηριστικών του. Ένας άλλος, είκοσι πέντε ή τριάντα χρόνων, με πρόσωπο ευγενικό, συμμετρικό και μειλίχιο, που κατέληγε σε μια ξανθοκόκκινη γενειάδα, έφερνε στο νου αθέλητα το νεαρό Ναζωραίο -τον ομορφότερο άνδρα- με τα χέρια του υψωμένα πάνω από το κεφάλι, που τα καρφιά ενός αόρατου σταυρού έμοιαζαν να συγκρατούν στην ίδια θέση. Ποτέ μου δεν είδα ομορφότερη ασκητική έκφραση. Ούτε ο Αντζέλικο ντα Φιέζολε, ούτε ο θεϊκός Μοράλες, ούτε ο Μέμλινγκ, ούτε ο Φρα Μπαρτολομέο, ούτε ο Μουρίλο, ούτε ο Θουρμπαράν έχουν ποτέ ζωγραφίσει στους θρησκευτικούς τους πίνακες πρόσωπο πιο

125

παράφορα ερωτευμένο με το θείο, πιο πλημμυρισμένο από μυστικιστικές πνοές, πιο φωτισμένο από ουράνιες λάμψεις, πιο μεθυσμένο από παραδεισιακές παραισθήσεις· αν στον άλλο κόσμο οι ψυχές διατηρούν την όψη του ανθρώπινου προσώπου, τότε πρέπει σίγουρα να μοιάζουν μ' αυτό τον περιστρεφόμενο δερβίση. Η έκφραση αυτή επαναλαμβανόταν σε μικρότερο βαθμό πάνω στις εκστατικές φυσιογνωμίες των υπόλοιπων χορευτών. Τι να έβλεπαν άραγε σ' αυτά τα οράματα που τους νανούριζαν; τα σμαραγδένια δάση με τους ρουμπινένιους καρπούς, τα βουνά από κεχριμπάρι και μύρο, τα διαμαντένια κιόσκια και τα μαργαριταρένια αντίσκηνα του παράδεισου του Μωάμεθ; Τα χαμογελαστά χείλη τους δέχονταν το δίχως άλλο τα αρωματισμένα από μόσχο και μοσχολίβανο φιλιά των λευκών, πράσινοι και κόκκινων ουρί· τα στυλωμένα μάτια τους ατένιζαν τα μεγαλεία του Αλλάχ φεγγοβολώντας με μια λάμψη πιο λαμπρή από τον ήλιο, εκπέμποντας ένα εκτυφλωτικό φως· η γη, που την άγγιζαν μόνο με τ' ακροδάχτυλά τους, είχε χαθεί σαν στυπόχαρτο που ρίχνει κανείς πάνω σ' ένα καμίνι, και έπλεαν παράφορα μες στην αιωνιότητα και το άπειρο, τις δυο αυτές μορφές του Θεού. Τα τουμπελέκια βροντούσαν και ο αυλός επιτάχυνε το ρυθμό της μελωδίας που παιζόταν σε μια ασύλληπτη διαπασών και κρατιόταν, θαρρείς, από μια κρυστάλλινη τρίχα· οι δερβίσηδες χάνονταν μες στην ίδια τους την παραζάλη· οι φούστες φούσκωναν, διογκώνονταν, στρογγύλευαν, απλώνονταν, σκορπίζοντας μια γλυκιά δροσιά στην ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, και με ρίπιζαν σαν σμήνος από ουράνια πνεύματα ή από μεγάλα μυστικιστικά πουλιά που χιμούσε στη γη. Πότε πότε ένας δερβίσης σταματούσε. Η φουστανέλα του εξακολουθούσε να πάλλεται για λίγο· ύστερα, αφού δεν τη στήριζε πια ο ανεμοστρόβιλος, έπεφτε αργά αργά, και οι ανοιγμένες πτυχές γίνονταν πάλι κάθετες σαν τις πτυχές ενός αρχαίου ελληνικού χιτώνα. Τότε ο δερβίσης σωριαζόταν γονυπετής, με το πρόσωπο στη γη, και ένας αδερφός μοναχός ερχόταν να τον σκεπάσει μ' ένα από τα πανωφόρια για τα οποία μίλησα παραπάνω· όπως ακριβώς ένας αναβάτης τυλίγει με σκεπάσματα το καθαρόαιμο άλογο μετά την κούρσα. Ο ιμάμης πλησίαζε το δερβίση που ήταν γονατιστός και

126

καθηλωμένος σε μια απόλυτη ακινησία, μουρμούριζε κάποια μυσταγωγικά λόγια και περνούσε σε άλλον. Ύστερα από λίγο όλοι είχαν πέσει, απολιθωμένοι από την έκσταση. Γρήγορα σηκώθηκαν, έκαναν ακόμα μια φορά ανά δύο τον κυκλικό τους περίπατο και βγήκαν από την αίθουσα με την ίδια σειρά που είχαν μπει· κι εγώ πήγα να ξαναφορέσω τα παπούτσια μου στην πόρτα, ανάμεσα σ' ένα σωρό από μπότες και παλιοπάπουτσα, έκθαμβος από αυτό το ιλιγγιώδες θέαμα, και μέχρι το βράδυ έβλεπα να στροβιλίζονται μπρος στα μάτια μου φαρδιές απλωμένες λευκές φούστες και άκουγα να βουίζει στα αυτιά μου ο αδυσώπητα τερπνός σκοπός του μικρού αυλού, που χοροπηδούσε πάνω στο υπόκωφο μούγκρισμα που έβγαζαν τα τουμπελέκια.

127

ΟΙ ΩΡΥΟΜΕΝΟΙ ΔΕΡΒΙΣΗΔΕΣ ΟTAN ΕΧΕΙ ΔΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙΣΤΡΕΦΟΜΕΝΟΥΣ δερβίσηδες του Πέραν, οφείλει να κάνει μια επίσκεψη και στους ωρυόμενους δερβίσηδες του Σκουτάρι· έτσι πήρα ένα καΐκι στον Τοπχανέ, και δυο ζευγάρια κουπιά, που τα χειρίζονταν σθεναροί Αρναούτηδες, μ' έφεραν στην ασιατική όχθη, παρά την ορμή του αντιρρεύματος. Τα τρικυμιώδη νερά θρυμματίζονταν κάτω από τον ήλιο σε άπειρες ασημένιες πούλιες, πάνω από τις οποίες πετούσαν ξυστά σμήνη άσπρων και μαύρων πουλιών, που τους είχαν δώσει το ποιητικό όνομα «βασανισμένες ψυχές», λόγω της ακατάπαυστης ανησυχίας τους· τα βλέπει κανείς να σκίζουν το Βόσπορο ανά διακόσια ή τριακόσια, με τα ποδαράκια τους στο νερό, τα φτερά στον αέρα, μ' εκπληκτική ταχύτητα, σαν να κυνηγούν ένα αόρατο θήραμα, και γι' αυτό τ' αποκαλούν επίσης «κυνηγούς του ανέμου». Αγνοώ την επίσημη ορνιθολογική ονομασία τους, αλλά αυτά τα δύο λαϊκά παρανόμια μού αρκούν και μου περισσεύουν. Όταν περνούν πλάι στις βάρκες, μοιάζουν με ξερά φύλλα που τα παρασύρει μια φθινοπωριάτικη δίνη, και διεγείρουν κάθε είδους ονειροπόλες και μελαγχολικές σκέψεις. Η αποβάθρα του Σκούταρι φαντάζει πολύ γραφική. Ένα είδος πλωτού δαπέδου, φτιαγμένου από χοντρά δοκάρια όπου κάθονται γλάροι και θαλασσοπούλια, αποτελεί ένα από τα πρώτα πλάνα που οι Άγγλοι χαράκτες γνωρίζουν τόσο καλά να αξιοποιούν ένα καφενείο, περικυκλωμένο από πάγκους όπου συνωστίζονται καπνιστές, προχωράει μες στο νερό πάνω σ' ένα μικρό μόλο που τον πλευρίζουν φελούκες, καΐκια, βάρκες και κάθε λογής πλοιάρια, αγκυροβολημένα ή δεμένα· συκιές και άλλα ζωηρόχρωμα πράσινα φυτά σκιάζουν ένα μικρό κήπο που γειτονεύει με το καφενείο, το οποίο αναδεικνύουν με τις έντονες αποχρώσεις τους. Τα λευκά τείχη του Μπουγιούκ Τζαμί προβάλλουν σε δεύτερο επίπεδο. Το τζαμί αυτό φαντάζει πολύ όμορφο· ο τρούλος του, ο μιναρές του, τα δώματα με τους μολυβένιους θολίσκους, οι αραβικές αψίδες, οι σκάλες πάνω στις οποίες κοιμούνται στρατιώτες και χαμάληδες και τα ογκώδη κτίσματά του γίνονται ένα με την πυκνή

128

πρασινάδα. Μια κρήνη πλαισιωμένη με αραβουργήματα, περιπλοκάδες και λουλούδια, με πολύχρωμες ανάγλυφες επιγραφές λαξεμένες πάνω στο μάρμαρο, σκεπασμένη με μια από εκείνες τις όμορφες μυτερές στέγες που η μοντέρνα καλαισθησία αφαίρεσε από την κρήνη του Τοπχανέ, καταλαμβάνει χαριτωμένα το κέντρο της μικρής πλατείας που έχει σχήμα αποβάθρας και στην οποία καταλήγει ο κεντρικός δρόμος του Σκούταρι, Στα πόδια αυτής της κρήνης, που οι στερεμένοι κρουνοί της δε χύνουν πια νερό, βρίσκουν καταφύγιο σμήνη γυναικών με λευκούς, κόκκινους, πράσινους ή μενεξεδιούς φερετζέδες, καθιστές, όρθιες, ανακούρκουδα σε στάσεις θηλυκής νωχελικότητας, νανουρίζοντας όμορφα παιδιά μες στην αγκαλιά τους και επιβλέποντας τα παιχνίδια των μεγαλύτερων με το άγρυπνο βλέμμα των μαύρων τους ματιών. Ενοικιαστές αλόγων με τα ζωντανά τους, σεΐζηδες κρατώντας από το χαλινάρι τα υποζύγια των αφεντάδων τους, ταλίκες, είδος ιππήλατης τουρκικής άμαξας, παλιομοδίτικοι αραμπάδες, ζευγμένοι με μαύρα βουβάλια ή με σταχτιά βόδια με ασημένιες αποχρώσεις, πυρόξανθα σκυλιά που κοιμούνται σωρηδόν στον ήλιο, ζωντανεύουν τον πίνακα με τις ετερόκλητες ομάδες τους και με τις αντιθέσεις των σχημάτων και των χρωμάτων τους. Στο βάθος απλώνεται η πόλη του Σκούταρι με τα κόκκινα σπίτια και τους λευκούς μιναρέδες που προβάλλουν με φόντο το μαύρο παραπέτασμα των κυπαρισσιών του νεκροταφείου. Ο μεγάλος δρόμος του Σκούταρι, που ανεβαίνει κλιμακωτά ως την κορυφή του λόφου, έχει μια πολύ πιο αυθεντική τουρκική φυσιογνωμία από οποιονδήποτε άλλο στην Κωνσταντινούπολη. Νιώθει κανείς ότι πατάει τη γη της Ασίας, το πραγματικό χώμα του Ισλάμ. Καμιά ευρωπαϊκή ιδέα δεν έχει δρασκελίσει αυτόν το στενό πορθμό που λίγες απλωτές των κουπιών αρκούν για να τον διασχίσεις. Τα παμπάλαια κοστούμια, τα φαρδιά τουρμπάνια, τα μακριά γούνινα παλτά, τα ανοιχτόχρωμα καφτάνια, τα συναντάς πολύ πιο συχνά στο Σκούταρι παρά στην Κωνσταντινούπολη. Η μεταρρύθμιση μοιάζει να

129

μην έχει εισχωρήσει εδώ. Ο δρόμος πλαισιώνεται από καπνοπώλες που απλώνουν πάνω σε μια σανιδούλα τις ξανθιές θημωνιές της λατάκια με ένα λεμόνι στην κορυφή τους, μαγείρους που ψήνουν το κεμπάπ σε κάθετες σούβλες, ζαχαροπλάστες που φουρνίζουν τον μπακλαβά, χασάπηδες που κρεμούν πάνω σε μικρές αλυσίδες μεγάλα κομμάτια από κρέας μέσα σ' ένα σύννεφο από μύγες, γραφιάδες που μουτζουρώνουν αιτήσεις μέσα σ' ένα παράπηγμα όπου είναι τοιχοκολλημένοι πίνακες με καλλιγραφίες, και από καφετζήδες που φέρνουν στην πελατεία τους το ναργιλέ με τη διάφανη καράφα και το μακρύ ευλύγιστο δερμάτινο μαρκούτσι, Πότε πότε, ο δρόμος διακόπτεται για να κάνει χώρο σ' ένα μικρό κοιμητήριο που παρεμβάλλεται φιλικά ανάμεσα σ' ένα ζαχαροπλαστείο και σ' έναν έμπορο καλαμποκιών. Παραπέρα, λείπουν καμιά εικοσαριά σπίτια που έχουν αντικατασταθεί από ένα σωρό στάχτες καταμεσής των οποίων ορθώνονται λίγες πλίνθινες καμινάδες, οι μόνες που μπόρεσαν ν' αντισταθούν στη βία της φωτιάς. Αραμπάδες γεμάτοι γυναίκες καθισμένες οκλαδόν ανεβοκατεβαίνουν το δρόμο, στον αργοκίνητο ρυθμό των μεγάλων γαλαζωπών βοδιών που τα οδηγεί ένας σεΐζης, κρατώντας συχνά το κέρατο του ζωντανού στο χέρι. Τα σκυλιά, αποκοιμισμένα καταμεσής του δημόσιου δρόμου, ενοχλούνται ελάχιστα, με κίνδυνο να λιώσουν κάτω από τις βαριές οπλές των ζώων ή τους τεράστιους τροχούς. Ευτυχώς που οι πρωτόγονες αυτές άμαξες προχωρούν αργά, και οι Τούρκοι δε βιάζονται ποτέ. Από τους χρυσαφένιους και ζωγραφισμένους αραμπάδες, που σκεπάζονται από ένα πανί στερεωμένο πάνω σε στραβόξυλα, ξεχύνονται φωνές και χαρούμενα γέλια· με μια διεισδυτική κλεφτή ματιά μπορεί να διακρίνει κανείς πρόσωπα καλυμμένα λιγότερο αυστηρά επειδή θαρρούν ίσως ότι δεν τα φτάνουν τα βέβηλα βλέμματα. Μπροστά, κοριτσάκια καμιά δωδεκαριά χρόνων, που δεν κρύβονται ακόμα πίσω από το αμείλικτο γιασμάκι, προδίδουν, με την

130

πρόωρη ομορφιά τους, την κρυφή ομορφιά των μανάδων τους που κάθονται οκλαδόν λίγο πιο πίσω. Από τα μεγάλα αμυγδαλωτά μαύρα μάτια, από τα φρύδια που είναι γραμμένα θαρρείς με σινική μελάνη, από τις ελαφρώς γαμψές μύτες, από τα συμμετρικά ωοειδή πρόσωπα και τα κατακόκκινα σαν ρόδι χείλη, δεν είναι δύσκολο, αν τα τονίσει κανείς λίγο, ν' αποφανθεί για τον τόσο μυστηριωδώς κρυφό τύπο της τουρκικής Αφροδίτης. Να μια πομπή που περνάει: ένα φέρετρο, σκεπασμένο μ' ένα πράσινο πολύπτυχο ύφασμα και στηριγμένο πάνω στους ώμους έξι αντρών που περπατούν με γρήγορο βήμα, κατευθύνεται ολοταχώς προς το μεγάλο νεκροταφείο του Σκούταρι· θα βρει εκεί, κάτω από τη σκιά των ψηλών κυπαρισσιών, στη μητρική γη της Ασίας, μια ανάπαυση που οι Φράγκοι της Ευρώπης δε θα ταράξουν. Κάποιοι ποιμένες, σέρνοντας ένα τετράπαχο πρόβατο, φαινόμενο παχυσαρκίας, που δείχνει ακόμα πιο παχύ με το μακρύ μαλλί του, διασταυρώνονται με την πομπή, που τρέχει σαν δαιμονισμένη· στρατιώτες καβάλα σε άλογα περνούν με ύφος απαθές και αγέρωχο· καμήλες, με επικεφαλής ένα γαϊδουράκι, παρελαύνουν λικνίζοντας το στρουθοκαμηλίσιο λαιμό τους, κουνώντας τα χνουδωτά κρεμαστά χείλια τους, καθώς φεύγουν για κάποιο μακρινό καραβάνι: και, μέσα από αυτό το κινητικό και πολύχρωμο πλήθος, φτάνω μαζί με τους συντρόφους μου στο άνω Σκούταρι, στον τεκέ των ωρυόμενων δερβίσηδων. Είναι πολύ νωρίς. Η τουρκική ώρα, που υπολογίζεται από την ανατολή του ήλιου, δε συμπίπτει με τη γαλλική ώρα, και απαιτεί διαρκείς υπολογισμούς, αιτία αμέτρητων λαθών, ιδίως τον πρώτο καιρό. Όσο περιμένουμε, θα παραγγείλουμε καφέ, θα καπνίσουμε ένα τσιμπούκι και θα πιούμε ποτήρια νερό στους εξωτερικούς πάγκους ενός καφενείου που βρίσκεται στην είσοδο του κοιμητηρίου. Μας εξυπηρετεί ένα μικρό αγόρι με ζωηρά μάτια και έξυπνο μουτράκι, που γίνεται χίλια κομμάτια και προλαβαίνει τις απαιτήσεις των πελατών οι οποίοι πολλές φορές φάσκουν και αντιφάσκουν. Κρατάει συχνά φωτιά στο ένα χέρι και νερό στο άλλο, σαν τα μικρά φτερωτά πνεύματα των αρχαίων μυστικιστικών τελετών που στροβιλίζονται

131

πάνω στο μαύρο φόντο των ετρουσκικών δοχείων. Αφού εξαντλήσαμε όλα όσα μπορεί να προσφέρει ένα τουρκικό καφενείο σε μια καταναγκαστική απραγία, μπήκαμε στην αυλή του τεκέ, που ήταν κοσμημένη με μια κρήνη σε σχήμα τάφου, όμοια με τα αμφικλινή φέρετρα τα σκεπασμένα με κασμίρι, που διακρίνονται, μέσα από τα καφασωτά, στα τουρμπέ (επιτάφια εκκλησάκια) των σουλτάνων. Ένας πλανόδιος γλυκατζής, με γλυκά από ρυζάμυλο που τρώγονται ραντισμένα με λίγες σταγόνες βυσσινάδας ή ροδόνερου, μας προσφέρει κάτι για να κατευνάσουμε ή να ξεγελάσουμε την πείνα μας, που είχε ανοίξει από το θαλασσινό αέρα, την αναμονή και το χρόνο που κύλησε από την ώρα ενός λιτού αλλά απαίσιου πρωινού που πήραμε το πρωί στην Κωνσταντινούπολη. Ο γλυκατζής αυτός περιέφερε τα γλυκά του πάνω σ' έναν πεντακάθαρο τενεκεδένιο δίσκο, που είχε τοποθετήσει μπροστά του σαν κάνιστρο, και το εμπόρευμά του, που το δίχως άλλο δε θ' άφηναν ασχολίαστο ο Μπριγιά-Σαβαρέν ή ο Καρέμ49, είχε τουλάχιστον το πλεονέκτημα ότι ήταν φτηνό. Με λίγες πενταροδεκάρες μπορούσε κανείς να χορτάσει. Κοντά στην πόρτα του τεκέ ήταν καθισμένος ένας πολύ παράξενος άνθρωπος, τυλιγμένος με μια χοντρή τριμμένη καζάκα από καμηλότριχα και με το κεφάλι ζωσμένο μ' ένα παλιοκούρελο στριφογυρισμένο σαν τουρμπάνι. Δε θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη μικρή, πλακουτσωτή, ξεχειλωμένη μάσκα, που έμοιαζε να έχει λιώσει κάτω από την πίεση ενός δυνατού χεριού, ίδια με τις μούτσουνες από καουτσούκ που τους αλλάζεις έκφραση όταν τις πιέζεις με τον αντίχειρα· χοντρά γαλαζωπά χείλη, σαρκώδη σαν των νέγρων· μάτια βατραχίσια, στρογγυλά, απλανή και γουρλωμένα· μια μύτη χωρίς χόνδρο και μια κοντή, αραιή και κατσαρή γενειάδα· πυρόξανθο δέρμα, γυαλιστερό, ταγγισμένο, και πιο σκούρο από τις αποχρώσεις του Σπανιολέτο, σχημάτιζαν ένα αλλόκοτα απεχθές σύνολο, που θύμιζε περισσότερο εφιάλτη παρά πραγματικότητα. Αν, αντί για τα βρωμερά κουρέλια του, το τέρας αυτό φορούσε μια δίχρωμη χλαμύδα, θα μπορούσε να το περάσει κανείς για έναν από εκείνους τους τρελούς της Αυλής που βλέπουμε στους πομπώδεις παλιούς πίνακες, μ' έναν παπαγάλο στη γροθιά ή κρατώντας ένα λαγωνικό από το λουρί.

132

Ήταν, πράγματι, τρελός. Οι Τούρκοι τους αφήνουν να περιπλανώνται ελεύθερα και τους λατρεύουν σαν αγίους. Πιστεύουν ότι ο Θεός κατοικεί μέσα σε τούτα τα μυαλά που η σκέψη άφησε άδεια, και τους συγχωρούν τα πάντα όπως στα μικρά παιδιά, γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν. Τούτος εδώ είχε προσκολληθεί στην αυλή του τεκέ και καθόταν εκεί πάνω σε μια μεγάλη πέτρα όλη μέρα, κουνώντας ρυθμικά το κεφάλι, ψιθυρίζοντας τις προσευχές του Ισλάμ, ξεκουκίζοντας ένα κομποσκοίνι ανάμεσα στα δάχτυλά του και παρακολουθώντας με το ηλίθιο μάτι του κάποια θολή παραίσθηση που τον έκανε να χαμογελάει. Αποβλακωμένος από μια χαύνωση από την οποία τον αποσπούσε μόνο η πολύ ενοχλητική φαγούρα της ψώρας, που την κατεύναζε όπως ο ζητιάνος του Μουρίλο, έμοιαζε ν' απολαμβάνει την πιο τέλεια μακαριότητα. Μια πίπα με φθαρμένο επιστόμιο, με μαρκούτσι από σφεντάμι, με λουλά κατάμαυρο από την πολλή χρήση, ήταν ακουμπισμένη στον τοίχο πλάι του, και πότε πότε τραβούσε κάποιες ρουφηξιές καπνού με μια παιδική και βαθιά ικανοποίηση. Κάποιοι θεοσεβούμενοι με φανατική όψη ασπάζονταν ευλαβικά αυτό τον απωθητικό άνθρωπο, που αφηνόταν στα χέρια τους σαν ένα δύσμορφο ινδικό ή ιαπωνικό ειδώλιο· έπειτα, βγάζοντας τα συρτοπάπουτσά τους, έμπαιναν στην εσωτερική αίθουσα του τεκέ. Όσο για μας, μας επέτρεψαν να μπούμε μόνο αφού είχαν ειπωθεί οι προπαρασκευαστικές προσευχές· ακούγαμε απ' έξω τις βαρύτονες ψαλμωδίες που είχαν έναν όμορφο θρησκευτικό χαρακτήρα και θύμιζαν το γρηγοριανό μέλος, στο οποίο η ιδιαίτερη λαρυγγική χροιά των Ανατολιτών έδινε μια πιο άγρια σφραγίδα. Βάλαμε κι εμείς τα παπούτσια μας στο σωρό των συρτοπάπουτσων που ήταν στοιβαγμένα στην πόρτα και λάβαμε θέση πίσω από ένα ξύλινο κιγκλίδωμα μαζί με κάποιους άλλους, μεταξύ των οποίων βρίσκονταν δύο καπουτσίνοι με τη στολή τους, το ράσο από χοντρό μάλλινο ύφασμα και το σκοινί στην μέση. Δεν παρατήρησα τίποτα εχθρικές ματιές από την πλευρά της μωαμεθανικής μερίδας της ομήγυρης, αξιέπαινη ανοχή, ιδίως μέσα σε μια σύναξη φανατικών.

133

Η αίθουσα των ωρυόμενων δερβίσηδων του Σκούταρι δεν είναι κυκλική όπως η αίθουσα των περιστρεφόμενων δερβίσηδων του Πέραν. Είναι ένα παραλληλόγραμμο απογυμνωμένο από κάθε αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα· στους γυμνούς τοίχους κρέμονται καμιά δεκαπενταριά πελώρια ντέφια και κάποιες επιγραφές με μονοκοντυλιές από στίχους του Κορανίου. Από την πλευρά του μίραμπ, πάνω από το χαλί όπου κάθονται ο ιμάμης και οι ακόλουθοί του, ο τοίχος έχει μια άγρια διακόσμηση, που θυμίζει το δωμάτιο βασανιστή ή ιεροεξεταστή: ακόντια που καταλήγουν σε μια μολυβένια καρδιά, απ' όπου κρέμονται αλυσιδούλες, μικρές σούβλες ακονισμένες, ρόπαλα, τανάλιες, λαβίδες και κάθε λογής όργανα με ανησυχητικά και τρομερά σχήματα, με χρήση απροσδιόριστη αλλά τρομακτική, που κάνουν την τρίχα σου να σηκώνεται όπως όταν βλέπεις ξεδιπλωμένη την εργαλειοθήκη ενός χειρουργού πριν από μια εγχείρηση. Με τούτα τα αποτρόπαια εργαλεία οι ωρυόμενοι δερβίσηδες μαστιγώνονται, πετσοκόβονται και τρυπιούνται, όταν έχουν φτάσει στον έσχατο βαθμό της θρησκευτικής μανίας και όταν οι κραυγές τους δεν αρκούν για να εκφράσουν το ιερό οργιώδες παραλήρημά τους. Ο ιμάμης ήταν ένας ψηλός κοκαλιάρης γέροντας, στεγνός, με αυλακωμένο και φαγωμένο πρόσωπο, πολύ αξιοπρεπής και πολύ μεγαλοπρεπής. Πλάι του στεκόταν ένας όμορφος νεαρός μ' ένα λευκό τουρμπάνι που το συγκρατούσε μια χρυσή διαγώνια κορδέλα, κι ένα γούνινο παλτό, πράσινο του εμίρη, σαν αυτά που φορούν οι απόγονοι του προφήτη ή οι χατζήδες που έχουν κάνει το προσκύνημα στη Μέκκα· η κατατομή του, ευγενική, θλιμμένη και γλυκιά, ήταν μάλλον τυπικά αραβική παρά τουρκική, και το δέρμα του, με μια ομοιόμορφη κιτρινοπράσινη απόχρωση, έμοιαζε να επιβεβαιώνει αυτή την καταγωγή. Απέναντι ήταν αραδιασμένοι οι δερβίσηδες στη μυσταγωγική στάση, επαναλαμβάνοντας ομόφωνα μια δέηση που έψελνε ένας παχουλός άντρας με στέρνο σαν του Ηρακλή και ταυρίσιο λαιμό, προικισμένος με σιδερένια πνευμόνια και στεντόρεια φωνή. Με κάθε στίχο, λίκνιζαν το κεφάλι από μπρος προς τα πίσω και από πίσω προς τα μπρος, όπως κάτι τερατόμορφα ειδώλια της Άπω Ανατολής που, σαν

134

τα κοιτάζεις για ώρα, σου φέρνουν στο τέλος ίλιγγο. Πότε πότε ένας μουσουλμάνος θεατής, παραζαλισμένος από αυτή την ακατανίκητη ταλάντευση, άφηνε τη θέση του τρεκλίζοντας, έσμιγε με τους δερβίσηδες, έπεφτε στα γόνατα και άρχιζε να παραδέρνει σαν αρκούδα στο κλουβί. Το τραγούδι δυνάμωνε ολοένα και περισσότερο· το κούνημα επιταχυνόταν, τα πρόσωπα άρχιζαν να γίνονται πελιδνά και τα στήθη να λαχανιάζουν. Ο κορυφαίος τόνιζε τ' άγια λόγια με διπλάσια ένταση, κι εμείς περιμέναμε, γεμάτοι αγωνία και τρόμο, τις σκηνές που επρόκειτο ν' ακολουθήσουν. Κάποιοι δερβίσηδες, φτάνοντας στα όρια της οιστρηλασίας, σηκώθηκαν και συνέχισαν τα σπασμωδικά ανατινάγματα με κίνδυνο να τσακίσουν το κεφάλι τους στους τοίχους και να εξαρθρώσουν τους αυχενικούς τους σπονδύλους από τα μανιώδη τραντάγματα. Αμέσως όλος ο κόσμος στάθηκε όρθιος. Είναι η στιγμή που ξεκρεμούν τα ντέφια, αλλά τούτη τη φορά δεν το έκαναν, γιατί οι θεομανείς δερβίσηδες ήταν αρκετά ερεθισμένοι, και άλλωστε, εξαιτίας της νηστείας του Ραμαζανιού, δεν ήθελαν να τους εξωθήσουν στα άκρα. Οι δερβίσηδες σχημάτισαν μια σειρά ακουμπώντας τα χέρια στους ώμους του διπλανού τους και άρχισαν να δικαιώνουν τ' όνομά τους βγάζοντας βαθιά μέσα από το στήθος τους ένα βραχνό και παρατεταμένο ουρλιαχτό. «Αλλάχ-ου!» που δεν έμοιαζε με ανθρώπινη φωνή. Όλη η ομάδα, με ομοιόμορφη κίνηση, υποχωρεί ένα βήμα, ρίχνεται μπροστά με ταυτόχρονη φόρα και ουρλιάζει μ' έναν υπόκωφο και βραχνό τόνο, όμοιο με το γρύλισμα ενός αγριεμένου θηριοτροφείου, όταν τα λιοντάρια, οι τίγρεις, οι πάνθηρες και οι ύαινες καταλαβαίνουν ότι τα έχουν αφήσει νηστικά. Ύστερα φτάνει σιγά σιγά η έμπνευση, τα μάτια λάμπουν σαν τις ίριδες των αγριμιών στο βάθος μιας σπηλιάς· επιληπτικοί αφροί μουλιάζουν τις κόχες τών χειλιών, τα πρόσωπα αλλοιώνονται και γυαλίζουν

135

πελιδνά κάτω από τον ιδρώτα· όλοι μαζί ξαπλώνουν και ανασηκώνονται από μια αόρατη πνοή σαν τα στάχυα από ένα θυελλώδη άνεμο, και συνεχώς, με κάθε ώθηση, το τρομερό Αλλάχ-ου! επαναλαμβάνεται με ολοένα αυξανόμενη ένταση. Πώς άραγε παρόμοια ουρλιαχτά, που συνεχίζονται για περισσότερο από μια ώρα, δεν κάνουν το κοκάλινο κελί του θώρακα να εκραγεί και να ξεχυθεί το αίμα των σπασμένων αγγείων; Αυτό δε θα μπορούσα ποτέ να το καταλάβω. Ένας από τους δερβίσηδες, που βρισκόταν στη μέση της σειράς, είχε ένα πολύ χαρακτηριστικό πρόσωπο· έχετε δει, αναμφίβολα, κρεμασμένη στους τοίχους κάποιου εργαστηρίου, τη γύψινη μάσκα του Ζερικώ με τους κοίλους κροτάφους, τις βαθουλωμένες κόχες, τ' ανάγλυφα ζυγωματικά, την αετίσια μύτη του γραπωμένη από το Θάνατο και τη γενειάδα του γλοιώδη και κολλημένη από τον ιδρώτα του ψυχομαχητού· ε, λοιπόν! απλώστε πάνω σ' αυτό το νεκρικό εκμαγείο μια παλιά κιτρινισμένη μεμβράνη και θα έχετε την πιο ακριβή εικόνα του ωρυόμενου δερβίση του Σκούταρι, με το πρόσωπο σκαμμένο και ξεγδαρμένο, θαρρείς, από την οιστρηλασία του φανατισμού. Η άγρια και ρωμαλέα λιποσαρκία τους μου θυμίζει τους σκληρούς στίχους στους οποίους ο Σανφάρα, ο ποιητής-δρομέας, σκιαγραφεί την τραχιά φυσιογνωμία του. Ο δερβίσης θα μπορούσε να πει, σαν εκείνον: «Αρχίζω να τρέχω το πρωί έχοντας φάει μόνο μια μπουκιά, σαν λύκος με αδύναμα λαγόνια και γκρίζο τρίχωμα, που η μια μοναξιά τον οδηγεί στην άλλη· όταν το ροζιασμένο πέλμα των ποδιών μου τρίβεται πάνω σε μια γη σκληρή και σπαρμένη με χαλίκια, βγάζει άπειρες σπίθες, που πετούν και λάμπουν έτσι ισχνός που είμαι, μου αρέσει να κάνω τη γη κρεβάτι μου, και απλώνω πάνω της μια πλάτη που την αγγίζουν μόνο οι αυχμηροί μου σπόνδυλοι· έχω για προσκεφάλι μου ένα λιπόσαρκο μπράτσο που οι πεταχτοί αρμοί του μοιάζουν με τα κοκαλάκια που ρίχνουν οι παίχτες του αστράγαλου». Τα ουρλιαχτά είχαν γίνει μουγκρητά· ο δερβίσης που περιέγραψα παραπάνω κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του που το μαστίγωναν μαύρα μακριά μαλλιά, και έβγαζε από το σκελετωμένο στήθος του

136

βραχνές τιγρίσιες κραυγές, λιονταρίσιους γρυλισμούς, υλακές τραυματισμένου λύκου που αιμορραγεί μες στα χιόνια, κραυγές γεμάτες λύσσα και πόθο, ρόγχους άγνωστων ηδονών και, πότε πότε, στεναγμούς μιας θανάσιμης θλίψης, διαμαρτυρίες του κορμιού που αλέθεται κάτω από τη μυλόπετρα της ψυχής. Ερεθισμένη από το παραλήρημα του λυσσαλέου αυτού θρησκόληπτου, όλη η ομάδα, μαζεύοντας ένα υπόλειμμα δύναμης, ριχνόταν προς τα πίσω σαν ένα σώμα, ύστερα ορμούσε προς τα μπρος σαν μια γραμμή μεθυσμένων στρατιωτών, ουρλιάζοντας ένα ύστατο Αλλάχ-ου! που δεν είχε καμία σχέση με τους γνωστούς ήχους και έμοιαζε μάλλον με το μούγκρισμα που φανταζόμαστε ότι έβγαζε ένα μαμούθ ή ένα μαστόδοντο πίσω από τα κολοσσιαία δέντρα των προκατακλυσμιαίων βάλτων· το ξύλινο δάπεδο έτρεμε κάτω από το ρυθμικό ποδοβολητό του ωρυόμενου θιάσου, και οι τοίχοι έμοιαζαν έτοιμοι να ραγίσουν σαν τα τείχη της Ιεριχούς στο άκουσμα των φριχτών αλαλαγμών. Οι δυο καπουτσίνοι γελούσαν ηλιθιωδώς κάτω από τις γενειάδες τους, επειδή έβρισκαν το όλο θέαμα γελοίο, δίχως ν' αναλογίζονται ότι ήταν και οι ίδιοι ένα είδος καθολικών δερβίσηδων, που σκληραγωγούνταν μ' έναν άλλο τρόπο για να πλησιάσουν ένα διαφορετικό Θεό· οι δερβίσηδες αναζητούσαν τον Αλλάχ και τον καλούσαν με τα ουρλιαχτά τους, όπως οι καπουτσίνοι αναζητούν τον Ιεχωβά μες στην προσευχή, τη νηστεία και την άσκηση. Ομολογώ ότι αυτή η στενομυαλιά μού χάλασε τη διάθεση, γιατί εγώ κατανοώ τον ιερέα του Άττεως, τον ινδουιστή φακίρη, τον τραπιστή μοναχό και το δερβίση που συνθλίβονται κάτω από την τεράστια πίεση της αιωνιότητας και του απείρου και πασχίζουν να εξευμενίσουν τον άγνωστο θεό μέσα από τη θυσία της σάρκας τους και με τη σπονδή από το αίμα τους. Ο δερβίσης αυτός, που προκαλούσε γέλιο στους καπουτσίνους, εμένα μου φαινόταν το ίδιο όμορφος, με το θεόπνευστο πρόσωπό του, με το μοναχό του Θουρμπαράν, που ήταν πελιδνός από την έκσταση και άφηνε μόνο να λάμπει μες στη σκιά του ένα στόμα που προσεύχεται και δυο χέρια αιωνίως πλεγμένα. Η έξαρση είχε φιτάσει στο αποκορύφωμά της· το ένα ουρλιαχτό

137

διαδεχόταν το άλλο χωρίς διακοπή· μια ζωώδης μυρωδιά θηριοτροφείου αναδινόταν από όλα τα ιδρωμένα κορμιά. Μέσα από τη σκόνη που ανασηκωνόταν από τα πόδια αυτών των μαινόμενων θηρίων, μόρφαζαν αόριστα, όπως μέσα από μια κοκκινωπή ομίχλη, προσωπεία συσπασμένα, επιληπτικά, φωτισμένα από λευκά μάτια και παράξενα χαμόγελα. Ο ιμάμης στεκόταν όρθιος μπροστά στο μίραμπ, ενθαρρύνοντας την αυξανόμενη φρενίτιδα της χειρονομίας και της φωνής. Ένας νεαρός αποσπάστηκε από την ομάδα και προχώρησε προς το γέροντα· τότε είδα σε τι χρησιμεύουν τα τρομερά σιδερικά που κρέμονταν στον τοίχο· κάποιοι ακόλουθοι ξεκρέμασαν από το καρφί της μια εξαιρετικά μυτερή σούβλα και την παρέδωσαν στον ιμάμη, που διαπέρασε πέρα για πέρα τα μάγουλα του νεαρού θρησκόληπτου με το λεπτό σίδερο, χωρίς εκείνος να δείξει το παραμικρό σημάδι πόνου. Μετά από αυτή την πράξη, ο μοναχός ξαναγύρισε στη θέση του και συνέχισε να κουνιέται με φρενήρεις ρυθμούς. Δεν υπήρχε πιο αλλόκοτο θέαμα από εκείνο το κεφάλι που ήταν περασμένο μέσα σε μια σούβλα· θύμιζε μια από αυτές τις κωμικές σκηνές της παντομίμας όπου ο Αρλεκίνος περνάει το μπαστούνι του μέσα από το κορμί του Πιερότου - μόνο που εδώ η σκηνή ήταν αληθινή. Άλλοι δυο φανατικοί όρμησαν στη μέση της αίθουσας, γυμνοί ως τη μέση· τους έδωσαν δυο από τα μυτερά βέλη που κατέληγαν σε μια μολυβένια καρδιά και σε σιδερένιες αλυσιδούλες και, κραδαίνοντας ένα σε κάθε χέρι, βάλθηκαν να χορεύουν ένα είδος χορού των μαχαιριών, άτακτο, βίαιο και γεμάτο απρόβλεπτα ανατινάγματα και ηλεκτρισμένα χοροπηδητά. Μόνο που, αντί ν' αποφεύγουν τις μύτες των βελών, ορμούσαν καταπάνω τους με μανία για να τρυπηθούν και να πληγωθούν· αμέσως κυλούσαν καταγής, εξουθενωμένοι, ξέπνοοι, στάζοντας αίμα, ιδρώτα και αφρούς σαν τα άλογα που είναι ξεσχισμένα από τα σπιρούνια και πέφτουν από την κούραση κοντά στο τέρμα. Ένα όμορφο κοριτσάκι εφτά ή οχτώ χρόνων, χλομό σαν τη Μινιόν του Γκαίτε, με παιχνιδιάρικα νοσταλγικά μαύρα μάτια, που στεκόταν κοντά στην πόρτα κατά τη διάρκεια όλης της τελετής, προχώρησε

138

ολομόναχο προς τον ιμάμη. Ο γέροντας το υποδέχθηκε φιλικά και πατρικά. Το κοριτσάκι ξάπλωσε πάνω σε μια προβιά απλωμένη καταγής, και ο ιμάμης, φορώντας στα πόδια του κάτι φαρδιά συρτοπάπουτσα και υποβασταζόμενος από τους δυο βοηθούς του, ανέβηκε πάνω στο εύθραυστο κορμάκι του και στάθηκε εκεί όρθιος για λίγα δευτερόλεπτα. Ύστερα κατέβηκε από το ζωντανό βάθρο του και το κοριτσάκι ανασηκώθηκε καταχαρούμενο. Κάποιες γυναίκες έφεραν τρίχρονα και τετράχρονα παιδάκια που ξάπλωσαν διαδοχικά πάνω στην προβιά και ποδοπατήθηκαν με λεπτότητα από τον ιμάμη. Άλλα το ανέχονταν, άλλα έσκουζαν σαν καλιακούδες που τις ξεπουπούλιαζαν ζωντανές. Έβλεπε κανείς τα μάτια τους να πετάγονται έξω από τις κόχες τους και τα πλευράκια τους να λυγίζουν κάτω από την τεράστια γι' αυτά πίεση· οι μανάδες, με μάτια να λάμπουν από την πίστη, τα έπαιρναν πάλι στην αγκαλιά τους και τα καθησύχαζαν με λίγα χάδια· τα παιδιά τα διαδέχτηκαν νεαροί, ώριμοι άντρες, στρατιωτικοί, ακόμα κι ένας ανώτερος αξιωματούχος, που υποτάχτηκαν στη λυτρωτική επίθεση των ποδιών, γιατί, σύμφωνα με τις μουσουλμανικές ιδέες, η πίεση αυτή θεραπεύει απ' όλες τις ασθένειες. Βγαίνοντας από τον τεκέ, ξαναείδαμε τον νεαρό που τα μάγουλά του τα είχε διαπεράσει ο ιμάμης με μια σούβλα. Είχε αφαιρέσει το όργανο του μαρτυρίου και μόνο δυο αμυδρές μενεξεδιές γρατσουνιές που είχαν ήδη κλείσει υποδήλωναν το πέρασμα του σίδερου.

139

ΤΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ TOY ΣΚΟΥΤΑΡΙ ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΓΙΑΤΙ ΤΑ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΑ ΔΕ ΜΟΥ εμπνέουν την ίδια θλίψη με τα χριστιανικά κοιμητήρια. Μια επίσκεψη στο Περ-Λασαίζ με βυθίζει σε πένθιμη μελαγχολία για πολλές μέρες, ενώ εδώ έχω περάσει ολόκληρες ώρες στα νεκροταφεία του Πέραν και του Σκούταρι και το μόνο που ένιωσα ήταν μια αόριστη και γλυκιά ρέμβη· πού να οφείλεται άραγε αυτή η αδιαφορία; στην ομορφιά του ουρανού, στο λαμπερό φως, στη ρομαντική μαγεία της τοποθεσίας, ή πάλι στις θρησκευτικές προκαταλήψεις, που δρουν εν αγνοία σου και σε κάνουν να περιφρονείς τους τάφους των απίστων με τους οποίους δεν έχεις καμία αλληλεγγύη στον άλλο κόσμο; Αυτό δεν μπόρεσα να το ξεδιαλύνω, αν και το έχω συλλογιστεί πολλές φορές· ίσώς πάλι οι λόγοι να είναι καθαρά αισθητικοί, Ο καθολικισμός περιέβαλε το θάνατο με μια ζοφερή ποίηση δέους, άγνωστη στον παγανισμό και το μωαμεθανισμό· κόσμησε τους τάφους του με μορφές πένθιμες, νεκρικές, για να εμπνέουν τον τρόμο, ενώ οι αρχαίες τεφροδόχοι είναι κοσμημένες με χαρούμενα πρόστυπα ανάγλυφα όπου χαριτωμένα πνεύματα παίζουν ανάμεσα στα φυλλώματα, και οι μουσουλμανικές στήλες, με τα κυανά και χρυσά ποικίλματα, μοιάζουν, κάτω από το απόσκιο των όμορφων δέντρων, περισσότερο με κιόσκια αιώνιας ανάπαυσης παρά με την κατοικία ενός πτώματος. Έχω καπνίσει συχνά την πίπα μου εδώ, πάνω σ' ένα μνήμα, πράξη που θα μου φαινόταν ασεβής εκεί, και όμως, μονάχα ένα λεπτό φύλλο μαρμάρου με χώριζε από το κορμί που είχε ταφεί λίγα εκατοστά κάτω από την επιφάνεια της γης. Διέσχισα το κοιμητήριο του Πέραν αρκετές φορές, μέσα από τα πιο μαγευτικά φεγγαρόφωτα, την ώρα που οι λευκές νεκρικές κολόνες ορθώνονται μες στη σκιά, σαν τις καλόγριες της Αγίας Ροζαλίας στην τρίτη πράξη του έργου Ο διάβολος Ρομπέρ, χωρίς η καρδιά μου να σκιρτήσει ούτε μια φορά· κατόρθωμα που θα είχα πετύχει στο νεκροταφείο της Μονμάρτρης μόνο με άφατη φρίκη, ρυάκια παγωμένου ιδρώτα στην πλάτη και νευρικά ανατινάγματα στο άκουσμα του παραμικρού θορύβου, μολονότι έχω αψηφήσει αμέτρητες φορές, στον ταξιδιωτικό μου βίο, αιτίες για να τρομάξω

140

πέρα για πέρα αληθινές. Στην Ανατολή, όμως, ο θάνατος συγχρωτίζεται τόσο στενά με τη ζωή, που δε σε τρομοκρατεί πια καθόλου. Οι νεκροί πάνω στους οποίους πίνει κανείς τον καφέ του, ή μαζί με τους οποίους καπνίζει το τσιμπούκι του, δεν μπορούν να γίνουν φαντάσματα. Έτσι, βγαίνοντας από το θηριοτροφείο των ωρυόμενων δερβίσηδων, δέχτηκα μετά χαράς, για να ξεκουραστώ από το απαίσιο αυτό θέαμα, την πρόταση για έναν περίπατο στο νεκροταφείο του Σκούταρι, που έχει την καλύτερη θέα και είναι το πιο μεγάλο και το πιο πολυσύχναστο της Ανατολής. Είναι ένας τεράστιος κυπαρισσώνας που καλύπτει ένα ανώμαλο έδαφος, με μεγάλες δεντροστοιχίες και πλήθος στήλες που ορθώνονται πάνω σε μια έκταση μεγαλύτερη από μία λεύγα. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, στις χώρες του Βορρά, αντικρίζοντας τα ισχνά δέντρα σε σχήμα ηλακάτης που εκεί ονομάζουν κυπαρίσσια, πόσο όμορφο και πόσο ανεπτυγμένο είναι, στις πιο θερμές ζώνες, τούτο το δέντρο που συντροφεύει τους τάφους, αλλά δεν εμπνέει στην Ανατολή καμία μελαγχολική σκέψη και στολίζει τόσο τους κήπους όσο και τα κοιμητήρια. Με τα χρόνια, ο κορμός του κυπαρισσιού διαιρείται σε τραχιές παραφυάδες παρόμοιες με τις συστάδες των γοτθικών κιονίσκων των καθεδρικών ναών· ο θρυμματισμένος φλοιός του αποκτά ασημιές και σταχτιές ανταύγειες, τα κλαδιά του μπλέκονται με απρόσμενο τρόπο και σχηματίζουν αξιοπερίεργα παραμορφωμένες γωνίες, χωρίς ωστόσο να καταστρέφουν το πυραμιδωτό σχέδιο και την ανυψωτική κατεύθυνση του φυλλώματος, που σχηματίζει άλλοτε πυκνές ομάδες, άλλοτε αραιές συστάδες. Οι φιδωτές και γυμνές ρίζες του αγκιστρώνουν τη γη στα κράσπεδα των δρόμων, σαν τα νύχια ενός γύπα πάνω σ' ένα θήραμα, και πότε πότε μοιάζουν με ερπετά χωμένα ως τη μέση μες στην τρύπα τους. Η ομοιόμορφη και σκούρα πρασινάδα του δεν ξεθωριάζει από τις ανελέητες γλώσσες του ήλιου και διατηρεί πάντα αρκετή ζωντάνια για να φαντάζει πάνω στο έντονο γαλάζιο του ουρανού. Κανένα δέντρο δεν έχει πιο μεγαλόπρεπη, πιο αγέρωχη και πιο σοβαρή στάση συγχρόνως. Η φαινομενική ομοιομορφία του αποκτά μια ποικιλία

141

φωτοσκιάσεων που συγκινούν ένα ζωγράφο, αλλά δεν αλλοιώνουν την εντύπωση του συνόλου. Δένει θαυμάσια με την αρχιτεκτονική των ιταλικών επαύλεων και η μαύρη κορυφή του σμίγει αρμονικά με τις λευκές κολόνες των μιναρέδων· τα μαύρα παραπετάσματά του σχηματίζουν στην κορυφή των λόφων ένα φόντο πάνω στο οποίο προβάλλουν τα ξύλινα χρωματιστά σπίτια των τουρκικών πόλεων σαν άλικες και ιριδίζουσες πινελιές. Είχα ήδη αισθανθεί στην Ισπανία, στη Χενεραλίφε50 και την Αλάμπρα, έναν έρωτα για τα κυπαρίσσια που η παραμονή μου στην Κωνσταντινούπολη φούντωσε και ικανοποίησε. Δυο κυπαρίσσια ιδίως έχουν χαράξει ανεξίτηλα τη σιλουέτα τους στη μνήμη μου, και μόλις προφέρω το όνομα της Γρανάδας τα βλέπω ν' αναδύονται μεμιάς πάνω από τα κόκκινα τείχη του αρχαίου παλατιού των Μαυριτανών βασιλιάδων, με το οποίο είναι σίγουρα συνομήλικα. Με πόση ευχαρίστηση τ' αντίκριζα. Μαύροι στεναγμ οί α πό φυ λλώματα που αν εβαίνου ν προς τα ο υ ρ ά νι α , 5 1 όταν επέστρεφα από τις εκδρομές μου στις Αλπουχάρας, συντροφιά με τον γερακάρη Ρομέρο ή τον αγωγιάτη Λάνθα, καβάλα σ' ένα μουλάρι με χάμουρα γεμάτα μπιχλιμπίδια και κουδουνάκια! Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στα κυπαρίσσια του Σκούταρι, άξια να ποζάρουν για τον Μαριλά, τον Ντεκάμ και τον Ζαντέν52. Δίπλα σε κάθε τάφο φυτεύουν ένα κυπαρίσσι· κάθε όρθιο δέντρο εκπροσωπεί έναν ξαπλωμένο νεκρό, και επειδή η βλάστηση οργιάζει σ' αυτή τη γη που είναι κορεσμένη από ανθρώπινο λίπασμα, και κάθε μέρα ανοίγονται καινούριοι λάκκοι, το νεκρικό δάσος αυξάνεται γρήγορα σε ύψος και σε πλάτος. Οι Τούρκοι δε γνωρίζουν το σύστημα των χρονικών παραχωρήσεων και της επιστροφής της γης που κάνει τα νεκροταφεία του Παρισιού όμοια με υλοτομημένα δαση· οι αγαθοί αυτοί βάρβαροι δεν πολυκαταλαβαίνουν την οικονομία του θανάτου: κάθε νεκρός, πλούσιος ή φτωχός, από τη στιγμή που ξαπλώνει στην τελευταία του κατοικία κοιμάται εκεί ώσπου να τον ξυπνήσουν οι σάλπιγγες της τελικής κρίσης, πάντως ανθρώπινο χέρι δεν ταράζει τον

142

ύπνο του. Κοντά στη ζωντανή πολιτεία, η νεκρόπολη απλώνεται με απροσδιόριστο τρόπο, στρατολογώντας ειρηνικούς κατοίκους που δε μεταναστεύουν ποτέ. Τα ανεξάντλητα λατομεία του Μαρμαρά παρέχουν σε καθέναν από τους βουβούς πολίτες της ένα μαρμάρινο πάσσαλο που λέει τ' όνομα και την κατοικία του και, μολονότι ένα φέρετρο πιάνει ελάχιστο χώρο και οι σειρές είναι συρρικνωμένες, η νεκρή πόλη καλύπτει μεγαλύτερη έκταση από την άλλη: αναρίθμητοι νεκροί κείτονται εδώ από την εποχή που ο Μεχμέτ Β' κατέκτησε το Βυζάντιο. Αν ο χρόνος, που ρημάζει τα πάντα, ακόμα και την ανυπαρξία, δεν ανέτρεπε τις τυμβοειδείς στήλες και δεν τις ξεσκέπαζε από τα τουρμπάνια τους, και αν η σκόνη των χρόνων, των αόρατων αυτών νεκροθαφτών, δε σκέπαζε αργά αργά τα ερείπια των θρυμματισμένων τάφων, ένας υπομονετικός ειδικός της στατιστικής θα μπορούσε, προσθέτοντας αυτές τις νεκρικές κολόνες, να λογαριάσει τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, αρχίζοντας από το 1453, ημερομηνία της πτώσης της ελληνικής αυτοκρατορίας. Χωρίς την παρέμβαση της φύσης, που τείνει παντού να ξαναπαίρνει τις πρωτόγονες μορφές της, η τουρκική αυτοκρατορία θα ήταν πια μόνο ένα αχανές κοιμητήριο απ' όπου οι νεκροί θα έδιωχναν τους ζωντανούς. Ακολούθησα πρώτα τη μεγάλη αλέα, η οποία πλαισιώνεται από δυο πελώρια σκουροπράσινα παραπετάσματα που φαντάζουν πένθιμα με τον πιο ονειρικό τρόπο. Γαλήνιοι μαρμαράδες, καθισμένοι οκλαδόν, λάξευαν τάφους στα κράσπεδα του δρόμου· αραμπάδες περνούσαν γεμάτοι γυναίκες που πήγαιναν στο Χαϊντάρ Πασά· μουσουλμάνες πόρνες, με φρύδια που έσμιγαν με μια γραμμή σινικής μελάνης και με φτιασίδια που διαφαίνονταν αχνά πίσω από ένα γιασμάκι από ανοιχτόχρωμη μουσελίνα, σεργιανίζανε προκαλώντας τα άβγαλτα Τουρκόπουλα με λάγνες ματιές και ηχηρά γέλια. Σύντομα απομακρύνθηκα από τον πολυσύχναστο δρόμο και, αφήνοντας τους συντρόφους μου, περιπλανήθηκα τυχαία ανάμεσα στους τάφους για να μελετήσω από κοντά την ανατολίτικη νοοτροπία πάνω στο θάνατο. Έχω ήδη πει, αναφερόμενος στα Μνηματάκια του Πέραν, ότι οι τουρκικοί τάφοι αποτελούνται από ένα είδος μαρμάρινου ανδριάντα

143

με μια σφαίρα στην κορυφή που παριστάνει αόριστα ένα ανθρώπινο πρόσωπο και καλύπτεται από ένα τουρμπάνι, οι πτυχές και το σχήμα του οποίου υποδηλώνουν την κοινωνική θέση του νεκρού - τώρα το τουρμπάνι έχει αντικατασταθεί από ένα χρωματιστό φέσι. Μια πέτρα διακοσμημένη μ' ένα μίσχο λωτού ή μια κληματαριά, με κληματίδες και τσαμπιά, πρόστυπα και ζωγραφιιστά, υποδηλώνει τις γυναίκες. Στα πόδια της στήλης, που ποικίλλει μόνο, λίγο πολύ, ως προς τον πλούτο της επιχρύσωσης και των χρωμάτων, εκτείνεται συνήθως μια πλάκα που βαθουλώνει στη μέση και σχηματίζει μια μικρή κοιλότητα βάθους λίγων εκατοστών όπου οι γονείς και οι φίλοι του νεκρού αποθέτουν λουλούδια και σπένδουν γάλα ή αρώματα. Φτάνει μια μέρα που τα λουλούδια μαραίνονται και δεν ανανεώνονται πια, γιατί δεν υπάρχει αώνιος πόνος, και η ζωή θα ήταν αδύνατη χωρίς τη λήθη. Το νερό της βροχής αντικαθιστά το ροδόνερο· τα πουλάκια έρχονται να πιουν τα δάκρυα του ουρανού εκεί όπου έπεφταν τα δάκρυα της καρδιάς· τα περιστέρια μουσκεύουν τα φτερά τους σε τούτη τη μαρμάρινη μπανιέρα, στεγνώνουν γουργουρίζοντας στον ήλιο πάνω στη γειτονική στήλη, και ο θάνατος, ξεγελασμένος, θαρρεί πως ακούει έναν πιστό στεναγμό. Δεν υπάρχει πιο δροσερό και πιο μαγευτικό θέαμα από τη φτερωτή αυτή ζωή που κελαηδάει πάνω στους τάφους. Κάπου κάπου ένα τουρμπέ με μαυριτανικές αψίδες υψώνεται μνημειωδώς ανάμεσα στα πιο ταπεινά μνήματα χρησιμεύοντας ως επιτάφιο κιόσκι ενός πασά περιτριγυρισμένου από την οικογένειά του. Οι Τούρκοι, που είναι σοβαροί, αργοί, μεγαλόπρεποι σε όλες τις δραστηριότητες της ζωής, βιάζονται μόνο για το θάνατο. Το κορμί, αμέσως μόλις υποστεί τις καθαρτήριες πλύσεις, μεταφέρεται τροχάδην στο κοιμητήριο, προσανατολισμένο προς την πλευρά της Μέκκας, και σκεπάζεται γρήγορα γρήγορα με λίγες χούφτες χώμα· αυτό οφείλεται σε μια πρόληψη. Οι μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι το λείψανο υποφέρει όσο δεν επιστρέφει στη γη απ' όπου βγήκε. Ο ιμάμης ανακρίνει πάνω στα κύρια άρθρα πίστης του Κορανίου τον νεκρό, η σιωπή του οποίου εκλαμβάνεται ως συγκατάνευση· οι παρευρισκόμενοι απαντούν «Αμήν» και η πομπή διαλύεται, αφήνοντας τον νεκρό μόνο με την αιωνιότητα.

144

Τότε ο Μονκίρ και ο Νεκίρ, δυο νεκρικοί άγγελοι, που τα μάτια τους, όμοια με περουζέδες, λάμπουν σ' ένα εβένινο πρόσωπο, τον ανακρίνουν σχετικά με την ενάρετη ή άσωτη ζωή του και, ανάλογα με τις απαντήσεις του, ορίζουν τη θέση που αρμόζει στην ψυχή του, κόλαση ή παράδεισος. Μόνο που η μουσουλμανική κόλαση είναι μονάχα ένα καθαρτήριο, γιατί, αφού εξιλεωθεί για τις αμαρτίες του με μαρτύρια που διαρκούν λίγο ή πολύ και είναι λίγο ή πολύ φρικτά, κάθε πιστός απολαμβάνει στο τέλος τις περιπτύξεις των ουρί και την άφατη θέα του Αλλάχ. Στην κορυφή της τάφρου αφήνουν ένα είδος τρύπας ή περάσματος που καταλήγει στο αυτί του νεκρού για να μπορεί ν' ακούει τα βογκητά, τους λυγμούς και τα μοιρολόγια της οικογένειας και των φίλων του. Το άνοιγμα αυτό, που πολύ συχνά το κάνουν μεγαλύτερο τα σκυλιά και τα τσακάλια, είναι σαν φεγγίτης του τάφου, σαν κλειδαρότρυπα μέσα από την οποία ο εδώ κόσμος μπορεί να κρυφοκοιτάξει τον άλλον. Έτσι όπως περιφερόμουν χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση, έφτασα σ' ένα τμήμα του νεκροταφείου πιο παλιό και συνεπώς πιο εγκαταλειμμένο. Οι νεκρικές κολόνες, όλες σχεδόν λοξές, έγερναν δεξιά ή αριστερά. Πολλές είχαν ξαπλώσει, κουρασμένες θαρρείς να στέκουν τόσο καιρό όρθιες, και κρίνοντας ότι είναι μάταιο να δίνουν τ' όνομά τους σ' ένα χαντάκι που έχει χαθεί και που κανείς δε θυμόταν πια. Το χώμα, που είχε γίνει μια μάζα με τα διαλυμένα φέρετρα ή είχε παρασυρθεί από τη βροχή, φύλαγε με λιγότερη φροντίδα τα μυστικά του τάφου. Σε κάθε βήμα σχεδόν το πόδι μου κλοτσούσε ένα κομμάτι σιαγόνας, ένα σπόνδυλο, την άκρη ενός πλευρού, το κεφάλι ενός μηριαίου οστού. Μέσα από το κοντό και αραιό χορτάρι, έβλεπα κάπου κάπου να γυαλίζει, λευκό σαν ελεφαντόδοντο, σφαιρικό και γυαλισμένο σαν αυγό στρουθοκαμήλου, ένα αλλόκοτο εξόγκωμα. Ήταν ένα κρανίο που ξεπρόβαλλε από το χώμα. Μες στα κατεστραμμένα χαντάκια κάποια ευλαβικά χέρια είχαν ξαναβάλει περίπου σε τάξη μερικά κοκαλάκια που είχαν ξεθαφτεί· άλλα κομμάτια σκελετού κυλούσαν σαν χαλίκια στα κράσπεδα των ερημωμένων μονοπατιών.

145

Ένιωσα κυριευμένος από μια παράξενη, φριχτή περιέργεια: την περιέργεια να κοιτάξω μέσα από τις τρύπες που ανέφερα παραπάνω για να ξεσκεπάσω το μυστήριο του τάφου και να δω το σπίτι του θανάτου. Έσκυψα μέσα από το φεγγίτη που έβλεπε στην ανυπαρξία και μπόρεσα να αιφνιδιάσω, με την άνεσή μου, την ανθρώπινη σκόνη σ' όλη της τη γύμνια. Διέκρινα το κρανίο, κίτρινο, πελιδνό, να μορφάζει, με τις εξαρθρωμένες σιαγόνες, τις άδειες κόγχες του και το ισχνό κελί του στήθους φραγμένο από την άμμο ή το μαύρο χώμα, πάνω στο οποίο έπεφτε νωχελικά το κόκαλο του μπράτσου. Τα υπόλοιπα χάνονταν μες στη σκιά και το χώμα: οι κοιμώμενοι έμοιαζαν πολύ γαλήνιοι και το θέαμα αυτό όχι μόνο δε με τρομοκράτησε όπως περίμενα, αλλά με καθησύχασε. Στην πραγματικότητα, το μόνο που υπήρχε πια εκεί ήταν φωσφορούχος ασβέστης και, αφότου εξαϋλώθηκε η ψυχή, η φύση ξαναμάζευε λίγο λίγο τα στοιχεία της για νέους συνδυασμούς. Εάν κάποτε εμπνεύστηκα την Κωμωδία του θανάτου στο νεκροταφείο του Περ-Λασαίζ, δε θα είχα γράψει ούτε μια στροφή της στο κοιμητήριο του Σκούταρι. Στη σκιά των γαλήνιων κυπαρισσιών, ένα ανθρώπινο κρανίο δε μου έκανε πια περισσότερη εντύπωση από μια πέτρα, και με κυρίευε η ειρηνική μοιρολατρία της Ανατολής παρά το χριστιανικό μου δέος για το θάνατο και τις καθολικές μου σπουδές για τον τάφο. Καμιά από τις σκόνες που ρώτησα δε μου απάντησε. Παντού η σιωπή, η ανάπαυση, η λήθη και ο ύπνος χωρίς όνειρα στον κόρφο της Κυβέλης, της αγίας μητέρας. Αν και αφουγκράστηκα όλα αυτά τα μισάνοιχτα φέρετρα, ο μόνος θόρυβος που άκουγα εκεί ήταν ο θόρυβος του σκουληκιού που επιτελούσε το έργο του· κανείς από τους κοιμώμενους, που ήταν ξαπλωμένοι στο πλευρό, δεν είχε αλλάξει στάση, νιώθοντας άβολα· και συνέχισα τον περίπατό μου, δρασκελίζοντας τα μάρμαρα, περπατώντας πάνω στα ανθρώπινα απομεινάρια, ήρεμος, γαλήνιος, σχεδόν χαμογελαστός, και σκεπτόμενος χωρίς πολύ τρόμο τη μέρα που το πόδι του περαστικού θα έκανε το κούφιο και ηχηρό κεφάλι μου να κυλήσει έτσι σαν ένα άδειο κύπελλο. Οι ηλιαχτίδες που γλιστρούσαν μέσα από τις μαύρες πυραμίδες των κυπαρισσιών στροβιλίζονταν σαν σπινθήρες πάνω στους κάτασπρους

146

τάφους· τα περιστέρια γουργούριζαν και, μες στο γαλάζιο του ουρανού, τα γεράκια διέγραφαν τους κύκλους τους. Κάποιες γυναίκες, καθισμένες στο κέντρο ενός μικρού χαλιού, συντροφιά με μια νέγρα ή ένα παιδί, ρέμβαζαν μελαγχολικά ή ξεκουράζονταν, νανουρισμένες από τους αντικατοπτρισμούς μιας τερπνής ανάμνησης. Ο αέρας είχε μια μαγευτική γλύκα, και ένιωθα τη ζωή να με πλημμυρίζει από όλους τους πόρους στην καρδιά του πένθιμου αυτού δάσους, με χώμα καμωμένο από σκόνη που ήταν άλλοτε ζωντανή. Είχα σμίξει με τους φίλους μου και διασχίζαμε ένα ολοκαίνουριο τμήμα του κοιμητηρίου. Είδα εκεί πρόσφατους τάφους, περιτριγυρισμένους με φράχτες και κηπάκια, που μιμούνταν τους τάφους του Περ-Λασαίζ. Ο θάνατος έχει κι αυτός τους συρμούς του, και υπήρχαν εκεί μόνο καθωσπρέπει άνθρωποι, θαμμένοι με την τελευταία λέξη της μόδας. Όσο για μένα, προτιμώ τη μαρμάρινη στήλη του Μαρμαρά με το σκαλιστό τουρμπάνι και το χωρίο του Κορανίου με τα χρυσά γράμματα. Ο δρόμος που έβγαζε από το κοιμητήριο κατέληγε σε μια μεγάλη πεδιάδα που ονομάζεται Χαϊντάρ Πασά, ένα είδος πεδίου για γυμνάσια που απλώνεται ανάμεσα στο Σκούταρι και τους τεράστιους γειτονικούς στρατώνες του Καντίκιοϊ· ένα αντιτείχισμα, φτιαγμένο από θραύσματα παλιών τάφων, δέσποζε σε κάθε πλευρά του δρόμου και σχημάτιζε έναν εξώστη τρία τέσσερα πόδια ψηλό που πρόσφερε το πιο χαρούμενο θέαμα· θαρρούσε κανείς ότι έβλεπε μια τεράστια πρασιά με ζωντανά λουλούδια. Δυο τρεις σειρές από γυναίκες, καθισμένες οκλαδόν πάνω σε ψάθες ή σε χαλιά, σχημάτιζαν χρωματικές αντιθέσεις με τους ροδοκόκκινους, γαλάζιους, αχνοπράσινους και μενεξεδιούς φερετζέδες τους, που είχαν τυλίξει κομψά γύρω τους. Μπροστά τους, τα κόκκινα σακάκια, τα λευκοκίτρινα παντελόνια, τα μπροκάρ γιλέκα των παιδιών, λαμποκοπούσαν μέσα σε μια πανδαισία από πούλιες και χρυσά κεντίδια.

147

Ο φερετζές και το γιασμάκι, τον πρώτο καιρό, προκαλούν στον ταξιδιώτη την ίδια εντύπωση με το ντόμινο στο χορό της Όπερας. Στην αρχή δεν ξεχωρίζεις τίποτα· νιώθεις ένα είδος κατάπληξης μπρος σ' αυτές τις ανώνυμες σκιές που στροβιλίζονται μπροστά σου και είναι φαινομενικά όμοιες μεταξύ τους. Δεν αναγνωρίζεις κανέναν αλλά γρήγορα το μάτι συνηθίζει την ομοιομορφία, βρίσκει διαφορές, αξιολογεί τα σουλούπια κάτω από το ατλάζι που τα καλύπτει. Κάποιο μισοσκεπασμένο θέλγητρο προδίδει τη νιότη· η ώριμη ηλικία προδίδεται αθέλητα από κάποιο σύμπτωμα της τεσσαρακονταετίας. Μια ευνοϊκή ή μοιραία πνοή ανασηκώνει την άκρη μιας δαντέλας· η μάσκα αφήνει να διαφανεί το πρόσωπο, το μαύρο φάντασμα μεταμορφώνεται σε γυναίκα. Παντού στην Ανατολή συμβαίνει το ίδιο πράγμα: η φαρδιά αυτή εσθήτα από μερινός, που μοιάζει με νυχτικό ή με πανωφόρι μπάνιου, χάνει στο τέλος το μυστήριό της· το γιασμάκι αποκτά απρόσμενες διαφάνειες και, παρ' όλα τα περιτυλίγματα με τα οποία την κουκουλώνει η μουσουλμανική ζήλια, η Τουρκάλα, όταν δεν την κοιτάζει κανείς πολύ τυπικά, είναι στο τέλος το ίδιο «ορατή» με, μια Γαλλίδα. Ο φερετζές που κρύβει το σώμα της μπορεί επίσης να το τονίσει: οι πτυχές του, που είναι επίτηδες πυκνές, διαγράφουν ό,τι θα έπρεπε να καλύψουν. Όταν μισανοίγει το φερετζέ της με πρόφαση να τον διορθώσει, μια φιλάρεσκη Τουρκάλα (υπάρχουν τέτοιες) δείχνει πότε πότε, μέσα από τη λαιμόκοψη του χρυσοποίκιλτου βελουδένιου γιλέκου της, έναν αφράτο λαιμό σκεπασμένο με μια αραχνοΰφαντη πουκαμίσα από γάζα κι ένα μαρμάρινο στήθος που δε χρωστάει τίποτα στα ψέματα του στηθόδεσμου. Όσες έχουν όμορφα χέρια ξέρουν πολύ καλά να τεντώνουν τα λεπτά και ζωγραφισμένα με χένα δάχτυλά τους έξω από το μανδύα που τα περιβάλλει. Υπάρχουν ορισμένοι τρόποι να γίνει αδιαφανής ή διάφανη η μουσελίνα από το γιασμάκι διπλασιάζοντας τις πτυχές ή αφήνοντάς τις μονές· μπορούν ν' ανεβάσουν περισσότερο ή λιγότερο ψηλά τούτη τη λευκή μάσκα που είναι στην αρχή ενοχλητική, να στενέψουν ή να φαρδύνουν κατά βούληση το χώρο που τη χωρίζει από την καλύπτρα. Ανάμεσα σ' αυτές τις δυο λευκές λωρίδες λάμπουν, σαν μαύρα διαμάντια, σαν κατάμαυρα άστρα, τα πιο θαυμάσια μάτια του κόσμου, τονισμένα ακόμα περισσότερο από το κολ, που μοιάζουν να συγκεντρώνουν

148

μέσα τους όλη την έκφραση του αινιγματικού προσώπου. Περπατώντας με αργά βήματα στη μέση του λιθόστρωτου αυτού δρόμου, μπόρεσα να επιθεωρήσω με όλη μου την άνεση αυτή την πινακοθήκη των καλλονών της Τουρκίας, όπως θα είχα περιεργαστεί μια σειρά θεωρείων στην Όπερα ή στο Τεάτρ-Ιταλιέν. Άλλωστε, με το κόκκινο φέσι μου, την κουμπωμένη ρεντιγκότα μου, τη γενειάδα και το μελαψό μου πρόσωπο, εύκολα μπερδευόμουν μες στο πλήθος, και δεν είχα παρουσιαστικό σκανδαλωδώς παριζιάνικο. Στο ιπποδρόμιο του Χαϊντάρ Πασά παρέλαυναν με μεγαλοπρέπεια αραμπάδες, ταλίκες, ακόμα και κουπέ και μόνιππα γεμάτα με γυναίκες με πολύ πλούσια στολίδια και διαμάντια που γυαλοκοπούσαν στον ήλιο και θάμπωναν ανεπαίσθητα από τη λευκή ομίχλη της μουσελίνας, όπως τ' αστέρια πίσω από ένα αραιό σύννεφο· πεζοί και έφιπποι σωματοφύλακες συνόδευαν κάποια από αυτά τα οχήματα, όπου οδαλίσκες του αυτοκρατορικού χαρεμιού περιέφεραν ράθυμα την πλήξη τους. Εδώ κι εκεί μικρές παρέες από πέντε έξι γυναίκες ξεκουράζονταν σε κάποιο απόσκιο, υπό την επιτήρηση ενός μαύρου ευνούχου, πλάι στον αραμπά που τις είχε μεταφέρει, και έμοιαζαν να ποζάρουν για έναν πίνακα του Ντεκάμ ή του Ντιάζ53. Τα μεγάλα γκριζωπά βόδια μηρύκαζαν το φαΐ τους ειρηνικά και, για να διώξουν τις μύγες, κουνούσαν τις κόκκινες μάλλινες φούντες στις καμπυλωτές βέργες που τους είχαν στερεώσει στο ζυγό τους και που συνδέονταν με την ουρά τους μ' ένα σπάγκο· με το επιβλητικό ύφος τους και το μέτωπο στολισμένο με ατσάλινες πλάκες, τα όμορφα αυτά ζωντανά είχαν το ύφος ιερέων του Μίθρα ή του Ζωροάστρη. Οι πλανόδιοι έμποροι που πουλούσαν νερό με πάγο, σερμπέτια, σταφύλια και κεράσια έτρεχαν από τη μια παρέα στην άλλη, διαλαλώντας την πραμάτεια τους στους Έλληνες και τους Αρμένιους, και πρόσθεταν μια ζωηρή πινελιά στον πίνακα. Υπήρχαν επίσης πλανόδιοι που πουλούσαν πεπόνια Σμύρνης κομμένα σε φέτες και καρπούζια με ροδοκόκκινη σάρκα.

149

Καβαλάρηδες, που ίππευαν όμορφα άλογα, παράβγαιναν στη φαντασία54 σε κάποια απόσταση από τις άμαξες, αναμφίβολα προς τιμήν κάποιας αόρατης καλλονής· τα καθαρόαιμα άλογα του Νατζντ, του Ετζάζ55 και του Κουρδιστάν τίναζαν αλαζονικά τις μακριές μεταξωτές χαίτες τους κάνοντας τα λιθοστόλιστα φάλαρα να στραφταλίζουν, νιώθοντας ότι τα θαυμάζουν, και πότε πότε, όταν ένας καβαλάρης είχε την πλάτη γυρισμένη, ένα γοητευτικό κεφάλι έγερνε από το παράθυρο κάποιας ταλίκας. Ο ήλιος βασίλευε και, βυθισμένος στη ρέμβη και γεμάτος αόριστες επιθυμίες, ξαναπήρα το δρόμο του Σκούταρι, όπου ο καϊκτσής μου με περίμενε υπομονετικά, ανάμεσα σ' ένα φλιτζάνι θολού καφέ κι ένα τσιμπούκι με λατάκια που είχε το δικαίωμα να γευτεί, αφού ως Έλληνας και χριστιανός δεν ήταν υποχρεωμένος να ακολουθήσει τους περιορισμούς του Ραμαζανιού.

150

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΕΙΛΙΚΡΙΝΑ ΦΟΒΑΜΑΙ, ΕΠΕΙΔΗ ΜΙΛΩ ΔΙΑΡΚΩΣ ΓΙΑ κοιμητήρια, μήπως δίνω την εντύπωση ότι γράφω τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις ενός νεκροθάφτη· αλλά δε φταίω εγώ: η πρόθεσή μου σήμερα δεν έχει τίποτα το ζοφερό. Ήθελα να σας πάω να δείτε Καραγκιόζη, τον Τούρκο φασουλή· και για να φτάσουμε στην παράγκα του, πρέπει να διασχίσουμε το μεγάλο νεκροταφείο του Πέραν: τι να κάνουμε; Πάντως δεν είναι κανένας μελαγχολικός ήρωας αυτή η φιγούρα του θεάτρου σκιών που ζει ανάμεσα σε δυο τάφους. Όταν ακολουθήσει κανείς ως την άκρη το μακρύ δρόμο του Πέραν, φτάνει σε μια κρήνη που σκιάζεται από μια συστάδα πλατανιών, κοντά στην οποία αράζουν ενοικιαστές αλόγων που σου προσφέρουν τα ζωντανά τους φωνάζοντας «τσελεμπή, σινιόρ, μονσού», ανάλογα με τη γλωσσομάθειά τους· ταλίκες και αραμπάδες που περιμένουν πελατεία· πλανόδιοι έμποροι που πουλάνε σερμπέτια, κιτρινωπό νερό, άσπρα μούρα, αγγούρια, γλυκά και χοντροκομμένα ζαχαρωτά, πάντα περιτριγυρισμένοι από πολυάριθμους πελάτες. Παρέες γυναικών, καθισμένες στα κράσπεδα του δρόμου που φαρδαίνει και σχηματίζει ένα είδος πλατείας, καρφώνουν τολμηρά πάνω σου τα μεγάλα μαύρα μάτια τους και διασκεδάζουν βλέποντας την τύρβη του πολύχρωμου πλήθους, τους Τούρκους, τους Έλληνες, τους Αρμένιους, τους Πέρσες, τους Βούλγαρους, τους Ευρωπαίους, που πηγαινοέρχονται πεζοί, καβάλα σε άλογα, σε μουλάρια, σε γαϊδούρια, με οχήματα κάθε μορφής και από κάθε τόπο. Η κανονιά που σημαίνει τη δύση του ήλιου και τη λήξη της νηστείας μόλις αντήχησε. Τα καφενεία γεμίζουν και σύννεφα καπνού σηκώνονται από παντού· τα τουμπελέκια βροντούν, τα μεταλλικά κρόταλα των ντεφιών αναριγούν, οι ρεμπέκες τρίζουν, οι αυλοί τιτιβίζουν και οι έρρινες φωνές των πλανόδιων τραγουδιστών σκούζουν και παραφωνούν σε όλους τους δυνατούς τόνους, κάνοντας ένα χαρμόσυνο σαματά. Στο προαύλιο του στρατώνα του πυροβολικού, οι κομψευόμενοι

151

επιδεικνύουν τ' άλογά τους, και οι μαύροι ευνούχοι, με τα πρησμένα και σπανά μάγουλα και τα δυσανάλογα ψηλά πόδια, παραβγαίνουν στην ταχύτητα με τα υπέροχα άτια τους. Ο ένας προκαλεί τον άλλον στην κούρσα βγάζοντας αδύναμες κραυγούλες, και καλπάζουν χωρίς την παραμικρή έγνοια για τα κίτρινα και πυρόξανθα σκυλιά που κοιμούνται μες στη σκόνη με μια αδιατάρακτη απάθεια. Παραπέρα, κάποια παιδιά παίζουν τη γάτα, κουρνιασμένα πάνω στις ταφόπλακες των Αρμένιων και των Ελλήνων χριστιανών, από τις οποίες έχει αφαιρεθεί οποιοδήποτε θρησκευτικό έμβλημα, θαρρείς και η μουσουλμανική γη απλώς ανέχεται τους αλλόθρησκους νεκρούς· δεν περνάει καν από το μυαλό τούτων των σοφών χαμινιών ότι ποδοπατούν ένα χώμα πλασμένο από ανθρώπινη σκόνη· εκπέμπουν μια φλόγα ζωής κι ένα ξέσπασμα χαράς που με δυσκολία θα κατανοούσαμε στη Γαλλία, αλλά που είναι πολύ φυσικά στην Τουρκία. Τα Μνηματάκια αντιπροσωπεύουν τη λεωφόρο ντεζ Ιταλιέν, το μεγάλο νεκροταφείο αντικαθιστά το δάσος της Βουλόνης: είναι ένα είδος ιπποδρομίου όπου οι Ευρωπαίοι ευγενείς και οι Τούρκοι τσελεμπήδες πάνε να επιδείξουν τ' αγγλικά ή βερβερικά άλογά τους. Κάποια μόνιππα, κάποιες ξεσκέπαστες άμαξες τύπου αμερικέν, κάποια κουπέ, που ήρθαν από το Παρίσι ή τη Βιέννη με το ατμόπλοιο, μεταφέρουν τις οικογένειες του Πέραν. Θα ήταν πολύ περισσότερα αν το απαίσιο λιθόστρωτο και τα στενοσόκακα το επέτρεπαν· ο πίνακας είναι παρ' όλα αυτά γραφικός, και τα προϊόντα της πολιτισμένης αμαξοποιίας κάνουν όμορφη αντίθεση με τα βαριά σουλούπια, τα παμπάλαια επιχρυσώματα και τα κραυγαλέα χρώματα των αραμπάδων, που είναι πολύ προτιμότεροι από καλλιτεχνική άποψη. Ίσως οι νεκροί που αναπαύονται κάτω από τα κυπαρίσσια να προτιμούν την ακατάπαυστη αυτή οχλαγωγία από την ψυχρή σιωπή, την καταθλιπτική μοναξιά, την παγερή εγκατάλειψη στην οποία τους καταδικάζουν αλλού· μένουν ενωμένοι με τους συγχρόνους τους, τους φίλους, τους απογόνους τους, και δεν εξοστρακίζονται από την πόλη σαν δυσοίωνα αντικείμενα ή σκιάχτρα· η ζωντανή πόλη δεν τους αποβάλλει από τους κόλπους της με φρίκη και απέχθεια· η

152

συνύπαρξη αυτή, που μοιάζει ανόσια εκ πρώτης όψεως, είναι στο βάθος πιο τρυφερή από τη δική μας δεισιδαιμονική επιφυλακτικότητα. Περιμένοντας ν' αρχίσει η παράσταση του Καραγκιόζη, μπήκα σ' ένα καφενεδάκι που τα παράθυρά του στο βάθος, ορθάνοιχτα, πλαισίωναν μια θαυμάσια θέα. Πέρα από τα κυπαρίσσια του κοιμητηρίου, διακρινόταν ο Βόσπορος και η όχθη της Ασίας. Μέσα από τη ροδοκόκκινη ατμόσφαιρα του δειλινού, το Σκούταρι διαγραφόταν φωτεινό πάνω σ' ένα φόντο σκούρας πρασινάδας, και οι μιναρέδες του Μπουγιούκ Τζαμί και του τζαμιού του σουλτάνου Σελίμ ήταν στεφανωμένοι με τις φωταγωγημένες τιάρες τους· η άκρη της Χαλκηδόνας έσκιζε τη θάλασσα, φορτωμένη με τους μνημειώδεις στρατώνες της, και ο πύργος του Λέανδρου έβγαινε από τα γαλανά νερά, εκτυφλωτικά άσπρος, φορώντας στο μέτωπο ένα φως όμοιο με χρυσή πούλια σ' ένα τουρμπάνι από μουσελίνα. Στηριγμένος με τους αγκώνες πάνω στο περβάζι του παραθύρου όπου ήταν ακουμπισμένο το ντιβάνι, κάπνιζα νωχελικά το τσιμπούκι μου, που είχα ήδη ανανεώσει πολλές φορές, όταν ο Κωνσταντινουπολίτης φίλος μου, που τον είχε καθυστερήσει κάποια υπόθεση, ήρθε και με βρήκε. Διασχίσαμε το κοιμητήριο και, μες στο απόσκιο ενός κυπαρισσώνα, ανακαλύψαμε μια σειρά από ξύλινα σπιτάκια που πλαισίωναν ένα δρόμο με τάφους στην απέναντι πλευρά. Στην πόρτα ενός σπιτιού τρεμόπαιζε το κιτρινωπό φωτάκι ενός καντηλιού, πρωτόγονο μέσο φωτισμού που συνηθίζεται πολύ στην Κωνσταντινούπολη. Εδώ ήταν. Μπήκαμε αφού πρώτα ρίξαμε λίγα γρόσια σ' ένα γέροντα Τούρκο που καθόταν οκλαδόν πλάι σ' ένα κασελάκι και εκπροσωπούσε συγχρόνως τον ταμία και τον ελεγκτή. Η παράσταση δινόταν μέσα σ' έναν κήπο με λιγοστά δέντρα· χαμηλά σκαμνάκια για τους ντόπιους, ψάθινες καρέκλες για τους γκιαούρηδες, αντικαθιστούσαν τους πάγκους και τα καθίσματα· το κοινό ήταν πολυάριθμο· από τις πίπες και τους ναργιλέδες ανέβαιναν γαλαζωπές σπείρες που έσμιγαν σαν μυρωδάτη ομίχλη πάνω από τα κεφάλια των καπνιστών, και οι εστίες των τσιμπουκιών,

153

ακουμπισμένες καταγής, λαμποκοπούσαν σαν πυγολαμπίδες. Ο γαλανός ουρανός της νύχτας, κεντημένος με άστρα, χρησίμευε για σκεπή, και η σελήνη έπαιζε το ρόλο του πολυέλαιου· αγόρια έτρεχαν φέρνοντας φλιτζάνια καφέ και ποτήρια νερό, που συνοδεύουν υποχρεωτικά κάθε τουρκική τέρψη. Μας έβαλαν να καθίσουμε στην πρώτη σειρά, ακριβώς απέναντι από τη σκηνή του Καραγκιόζη, δίπλα σε κάτι νεαρούς παλικαράδες που φορούσαν κόκκινα φέσια με μακριές γαλάζιες μεταξωτές φούντες που κατέβαιναν ως τη μέση της πλάτης σαν κινεζικές κοτσίδες, και γελούσαν ηχηρά εκ των προτέρων περιμένοντας ν' αρχίσει η παράσταση. Το θέατρο του Καραγκιόζη έχει μια ακόμα πιο πρωτόγονη απλότητα από την παράγκα του Πολισινέλ56: μια κόγχη τοίχου όπου τεντώνουν ένα αδιαφανές παραπέτασμα, μ' ένα τετράγωνο κομμένο στη μέση του και καλυμμένο με λευκό ύφασμα που φωτίζεται από πίσω, αρκεί για να το στήσεις· ένα λυχνάρι για φωτισμό, ένα ντέφι για ορχήστρα· τίποτα απλούστερο. Ο θεατρώνης στέκεται μες στο τρίγωνο που σχηματίζεται από τη γωνία του τοίχου και το παραπέτασμα περικυκλωμένος από φιγούρες που τις κάνει να μιλούν και να κινούνται, Η φωτεινή οθόνη πάνω στην οποία έμελλε να προβληθούν οι σιλουέτες των μικρόσωμων ηθοποιών έλαμπε μες στο σκοτάδι σαν ένα κέντρο στο οποίο συνέκλιναν όλα τ' ανυπόμονα βλέμματα. Σύντομα μια σκιά παρεμβλήθηκε ανάμεσα στο πανί και τη φλόγα του λυχναριού. Ένα διαφανές και χρωματιστό περίγραμμα ήρθε και εφάρμοσε πάνω στη γάζα. Ήταν ένας φασιανός Κίνας κουρνιασμένος πάνω σ' ένα χαμόδεντρο· το ντέφι κροτάλισε, μια λαρυγγική και στριγκιά φωνή που τραγουδούσε έναν ιδιόμορφο αμανέ μ' ένα ρυθμό ασύλληπτο για τα ευρωπαϊκά αυτιά υψώθηκε μες στη σιωπή· γιατί, με την εμφάνιση του πουλιού, το σούσουρο των συζητήσεων και η ακαθόριστη βοή που βγαίνει από μια σύναξη ανθρώπων, έστω ήσυχων, είχε ξαφνικά ηρεμήσει, Ήταν το σήκωμα της αυλαίας και η έναρξη. Ο φασιανός εξαφανίστηκε κι έδωσε τη θέση του σ' ένα σκηνικό που αναπαριστούσε το εξωτερικό ενός κήπου με δικτυακό φράχτη, πάνω

154

από τον οποίο πρασίνιζαν κάποια δέντρα αρκετά όμοια, ως προς το απλοϊκό σχήμα τους, με τα παιχνιδάκια της Νυρεμβέργης που είναι πελεκημένα πάνω σε μια ελατόβεργα. Ένα βραχνό ξέσπασμα γέλιου ακούστηκε αναγγέλλοντας την είσοδο του Καραγκιόζη, και μια αστεία φιγούρα, δεκαπέντε με είκοσι εκατοστά ψηλή, ήρθε και σφηνώθηκε κάτω από τα τείχη του κήπου με αλλόκοτες χειρονομίες. Ο Καραγκιόζης αξίζει ιδιαίτερη περιγραφή. Το πρόσωπό του, που αναγκαστικά το βλέπεις πάντα σχηματικά, αφού είναι φιγούρα του θεάτρου σκιών, είναι μια αρκετά πετυχημένη καρικατούρα του τυπικού Τούρκου. Η παπαγαλίσια μύτη του κυρτωνει πάνω από μια γενειάδα μαύρη, κοντή και κατσαρή, που προεξέχει πάνω από ένα μακρύ και σουβλερό πηγούνι. Ένα δασύ φρύδι διαγράφει μια γραμμή από μελάνι πάνω από το μάτι του, το οποίο φαίνεται ολόκληρο σ' ένα πρόσωπο που είναι προφίλ, με μια τολμηρότητα στο σχέδιο καθαρά βυζαντινή· η φυσιογνωμία του είναι ένα κράμα ανοησίας, ακολασίας και κατεργαριάς, γιατί είναι συγχρόνως ο Πρυντόμ, ο Πρίαπος και ο Ρομπέρ Μακαίρ 57· ένα παλιομοδίτικο τουρμπάνι καλύπτει το ξυρισμένο κρανίο του και το βγάζει ανά πάσα στιγμή, κωμικό μέσο που πάντα κάνει τους θεατές να γελούν· ένα σακάκι, ένα παρδαλό γιλέκο, ένα φαρδύ παντελόνι, συμπληρώνουν την αμφίεσή του. Τα χέρια του και τα πόδια του κινούνται. Ο Καραγκιόζης διαφέρει από τα νευρόσπαστα του Σεραφέν 58: αντί να είναι μια αδιαφανής μαύρη φιγούρα που προβάλλει με φόντο το λαδόχαρτο, είναι ζωγραφισμένος με διάφανα χρώματα, σαν τις φιγούρες του μαγικού φανού. Θα μπορούσα να δώσω μια πιο πιστή εικόνα του μόνο αν τον συνέκρινα με μια φιγούρα υαλογραφίας ξεκολλημένης από το γυαλί μαζί με το μολύβδινο σκελετό που την περιχαράσσει και τη διαγράφει. Πάνω σε μαύρα περιγράμματα που σχηματίζουν τις γραμμές και τις σκιές, φτιαγμένα από χαρτόνι, τενεκέ ή όποιο άλλο ανθεκτικό υλικό, εφαρμόζονται ημιδιάφανες φολίδες, πράσινες, γαλάζιες, κίτρινες, κόκκινες, ανάλογα με το χρώμα του ρούχου ή του αντικειμένου που αναπαρίσταται, Οι μαριονέτες της Ιάβας μοιάζουν λοιπόν πολύ περισσότερο με τον Καραγκιόζη απ' ό,τι

155

οι κινεζικές φιγούρες του θεάτρου σκιών. Αλλά αρκετά για την κατασκευή και το χρωματισμό του Τούρκου φασουλή. Η περιγραφή ισχύει και για όλους τους υπόλοιπους ηθοποιούς, που κατασκευάζονται με τον ίδιο τρόπο. Όπώς ακριβώς ένας πρίγκιπας της τραγωδίας, ο Καραγκιόζης έχει έναν έμπιστο που ονομάζεται Χατζηαβάτης, κάτι ανάμεσα στον Μασκαρίλ και τον Μπερτράν59, ύπουλος βοηθός που του ανταπαντάει και τον περιγελάει υπηρετώντας τον: δε νοείται ο Καραγκιόζης χωρίς τον Χατζηαβάτη, όπως δε νοείται ο Ορέστης χωρίς τον Πυλάδη, ο Ευρύαλος χωρίς τον Νίσο, ο Κάστορας χωρίς τον Πολυδεύκη, και το ραδιούργο και εριστικό αυτό δίδυμο διατρέχει όλο το κωμικό δραματολόγιο του είδους· ο Χατζηαβάτης έχει κορμί σβέλτο σαν το πνεύμα του, και το λεπτοκαμωμένο σώμα του έρχεται σ' αντίθεση με το γεροδεμένο σκαρί του Καραγκιόζη. Ο κήπος που περιέγραψα παραπάνω κρύβει μια μυστηριώδη ομορφιά, ένα ουρί του Μωάμεθ που διεγείρει στον ύψιστο βαθμό τις φιλήδονες επιθυμίες του Καραγκιόζη. Θα ήθελε να τρυπώσει σ' αυτό τον απαγορευμένο παράδεισο που φρουρείται από άγριους φύλακες και, για να το πετύχει, σκαρφίζεται παντός είδους πανουργίες που ανατρέπονται η μια μετά την άλλη: πότε ένας ευνούχος τον απειλεί με τη σπάθα του, πότε ένα σκυλί με κοφτερά δόντια και δυνατά γαβγίσματα ορμάει στα πόδια του και κατασπαράζει τις γάμπες του. Ο Χατζηαβάτης, που είναι το ίδιο ερωτύλος με το αφεντικό του, πασχίζει να υποκαταστήσει τον Καραγκιόζη και να τρυπώσει αντί για εκείνον στο άδυτο της καλλονής. Περιπλέκει την κατάσταση μ' ένα σωρό δόλους που καταλήγουν σε γκάφες, κι αυτές με τη σειρά τους γίνονται αφορμή για λογομαχίες και ευτράπελες φιλονικίες ανάμεσα σ' εκείνον και τον κύριό του. Είναι τόσο αχρείος που δεν έχει καν την αρετή του Μασκαρίλ, ο οποίος δεν ερωτοτροπεί με τις ερωμένες του Λελί, Παρουσιάζεται ένα καινούριο πρόσωπο. Είναι ένας νέος άντρας, ένας γόνος οικογενείας, ντυμένος με ρεντιγκότα και φέσι, σαν νεαρός Τούρκος πρόξενος. Κρατάει στο χέρι μια γλάστρα με βασιλικό, σύμβολο της ψυχικής του κατάστασης, που υποδηλώνει ένα φανερό

156

και ασίγαστο έρωτα. Ο Καραγκιόζης μυρίζεται ότι είναι ένας αφελής ερωτευμένος και του γίνεται κολλιτσίδα· τον αφαιμάσσει χρηματικά με την υπόσχεση ότι θα τον βοηθήσει να φτάσει ως την αγαπημένη του, και τον άγει και τον φέρει σαν υπηρέτη του Μολιέρου, έναν πανηλίθιο και μωρόπιστο Βαλέριο ή έναν Έραστο· ευελπιστεί να μπει πίσω από τον εφέντη μες στον παράδεισο, που φρουρείται από μαύρους με φλογοβόλα καμτσίκια, και να του αρπάξει με άτιμο τρόπο την καλή του. Κάποιοι Πέρσες, που τους προσείλκυσε η φήμη της καλλονής, έρχονται κι αυτοί και ξεροσταλιάζουν μπροστά στο φράχτη του κήπου. Είναι καβάλα πάνω σε άλογα ριγωτά και στολισμένα με αλλόκοτα φάλαρα. Ψηλά σκουφιά από δέρμα αστρακάν ορθώνονται στα κεφάλια τους, και κρατούν στο χέρι ρόπαλα που δεν αποχωρίζονται ποτέ. Ο Καραγκιόζης πασχίζει να καλοπιάσει τους νεοφερμένους και τους διηγείται κάθε λογής σαχλαμάρες, τη μια πιο παράλογη από την άλλη, αλλά ανάλογες της βλακείας που οι Τούρκοι αποδίδουν στους Πέρσες. Ο Χατζηαβάτης τους τραβάει επίσης την προσοχή, και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός προκαλεί μια φιλονικία που τελειώνει με μια γερή δόση από κλοτσιές και γροθιές που μοιράζει ο Καραγκιόζης στον έμπιστό του. Όσο κρατάει αυτή η συμπλοκή, ο εραστής γλιστράει μες στο χαρέμι και κλείνει την πόρτα στα μούτρα των εμβρόντητων Περσών που, αλλάζοντας γνώμη, πέφτουν σύσσωμοι πάνω στον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη και προκαλούν μια γενική αναμπουμπούλα που την καλοδέχονται τα παρατεταμένα γέλια του κοινού. Μεταφέρω εδώ μόνο το καθαρά μιμικό μέρος του έργου: τα μόνα τουρκικά που ξέρω είναι οι λέξεις που παρενέβαλε ο Μολιέρος στην τελετή χειροτονίας του Αρχοντοχωριάτη· άλλωστε, η τουρκική δεν είναι μια διάφανη γλώσσα όπως η ιταλική, η ισπανική και η πορτογαλική, πίσω από την οποία μαντεύεις τη σκέψη, μολονότι σου είναι άγνωστη· φαίνεται όμως ότι ο διάλογος ήταν από τους πιο ευτράπελους, αν κρίνω από την ευθυμία και τα ξεκαρδιστικά γέλια των θεατών που ήταν σε θέση να καταλάβουν. Η τουρκική γλώσσα προσφέρεται για πλήθος από τα πιο ευτράπελα

157

και τα πιο ασυνήθιστα διφορούμενα και καλαμπούρια. Αρκεί ένα γράμμα ή ένας τόνος για ν' αλλάξει η σημασία της λέξης. Λόγου χάριν, Asem σημαίνει Πέρσης· asemi60 σημαίνει μωρόπιστος. Αντί για Asem baba, κύριε Πέρση, ο Καραγκιόζης δε χάνει ποτέ την ευκαιρία να πει asemi baba, πράγμα που ξεσηκώνει άφθονα γέλια, καθώς ο Πέρσης παίζει στις τουρκικές κωμωδίες τον ίδιο ρόλο που παίζει ο Άγγλος στα γαλλικά κωμειδύλλια και ο Γάλλος στα αγγλικά έργα. Οι άμοιροι Πέρσες παίζουν το ρόλο του καρπαζοεισπράκτορα σ' όλα τα αστεία και σ' όλες τις απάτες: παρωδούν το ύφος τους και την εμφατική προφορά τους, την αδέξια και άκαμπτη στάση τους, την παράξενη στολή τους και το ρόπαλο που κρατούν πάντα στη χούφτα, σαν τους ήρωες του Βιβλίου των Βασιλέων, ακόμα και στις περιστάσεις που το πολεμικό αυτό όργανο είναι περιττό. Πιθανόν στην Περσία ο ήρωας που γελοιοποιείται να είναι Τούρκος, δίκαιη ανταπόδοση των υβριστικών προσβολών από λαό σε λαό. Ο πολύγλωσσος φίλος μου μου μετέφραζε σκόρπια κάποια σπαρταριστά κομμάτια· αλλά είναι αδύνατον να δώσω στη γλώσσα μας την παραμικρή ιδέα αυτών των χονδροειδών αστείων και των υπερβολικών άσεμνων καλαμπουριών, που θ' απαιτούσαν, για ν' αποδοθούν, το λεξιλόγιο του Ραμπελαί, του Μπεροάλντ και του Ευτράπελου, γαρνιρισμένο με την αθυροστομία του Βαντέ 61. Ο Καραγκιόζης όμως του μεγάλου νεκροταφείου έχει υποστεί λογοκρισία ή, για να το πούμε καλύτερα, ευνουχισμό: λέει αισχρόλογα αλλά δεν τα κάνει πια στην πράξη· η ηθική τον έχει αφοπλίσει· είναι ένας φασουλής χωρίς μπαστούνι, ένας σάτυρος χωρίς κέρατα, ένας θεός από τη Λάμψακο ευνουχισμένος σαν τον Αβελάρδο, και, αντί να τα κάνει στην πράξη, αφηγείται τα λάγνα κατορθώματά του σαν τον Θηραμένη 62. Είναι πιο κλασικός· έτσι όμως είναι πιο πληκτικός, και η αυθεντικότητα του χαρακτήρα του χάνει πολύ. Ο διάλογος διανθίζεται με ποιητικά κομμάτια και με τραγουδάκια σαν τα άσματα των κωμειδυλλίων, που νιαουρίζονται σε αδιανόητες οκτάβες και συνοδεύονται από μια άγρια υπόκρουση από ντέφια. Ο Γάμος του Καραγκιόζη είναι ένα έργο που προσφέρεται για θέαμα.

158

Ο Καραγκιόζης είδε μια γοητευτική κοπέλα και, επειδή από τη φύση του ανάβει πολύ εύκολα, ένιωσε για εκείνη ένα από τα πιο ζωηρά πάθη. Να παρατηρήσουμε, με την ευκαιρία, ότι οι γυναικείες φιγούρες έχουν ξεσκέπαστο το πρόσωπο, αντίθετα με το τουρκικό έθιμο. Η μούσα του Καραγκιόζη είναι στην πραγματικότητα μια αρκετά όμορφη φιγούρα που έχει μάτια βαμμένα με σουρμέ, κόκκινα χείλη, μάγουλα σπατουλαρισμένα με φτιασίδια, στολή σουλτάνας της κωμικής όπερας, και κουνιέται πολύ φιλάρεσκα. Όταν ορίζεται ο γάμος, ο Καραγκιόζης στέλνει τα γαμήλια δώρα: τέσσερις αραμπάδες, τέσσερις ταλίκες, τέσσερα εξημερωμένα άλογα, τέσσερις καμήλες, τέσσερις αγελάδες, τέσσερις κατσίκες, τέσσερις σκύλους, τέσσερις γάτες, τέσσερα κλουβιά γεμάτα πουλιά· ύστερα καταφτάνουν χαμάληδες φορτωμένοι ντιβάνια, πίπες, ναργιλέδες, σκαμνάκια, τραπεζάκια, χαλιά, φανάρια, κοσμηματοθήκες, σεντούκια για ρούχα, πιατικά και πήλινα δοχεία νυκτός. Τούτη η παρέλαση, που είναι διδακτική για τον ξένο γιατί τον μυεί στις λεπτομέρειες του τουρκικού νοικοκυριού, εκτελείται εν πομπή και παρατάξει και σ' ένα τέμπο η επανάληψη του οποίου γίνεται στο τέλος ευχάριστη και σου καρφώνει θες δε θες το σκοπό στο κεφάλι. Όλη αυτή η μεγαλοπρέπεια δε γλιτώνει τον Καραγκιόζη από μια πρώιμη συζυγική ατυχία. Η κοπέλα, που μέχρι πριν από λίγο ήταν τόσο ντελικάτη, στρογγυλεύει ολοφάνερα εξαιτίας μιας πρόωρης εγκυμοσύνης στην οποία ο άντρας της δεν έχει βάλει διόλου το δαχτυλάκι του· ο άμοιρος Καραγκιόζης γίνεται πατέρας την ημέρα ακριβώς του γάμου του, φαινόμενο που του προκαλεί μια άνευ προηγουμένου κατάπληξη και που στο τέλος αποδέχεται στωικά σαν Παριζιάνος σύζυγος. Η κωμωδία αυτή με διασκέδασε πολύ, γιατί δεν απαιτεί, όπως η πρώτη, την κατανόηση των διαλόγων, και μου προκάλεσε την ίδια ευχαρίστηση που φέρνει το μπαλέτο της Όπερας στους ξένους που δεν καταλαβαίνουν τη γλώσσα μας. Τα άλογα, οι καμήλες, οι σκύλοι, όλα τα εξαρτήματα της παρέλασης είχαν τα πιο χαρούμενα και τα πιο απλοϊκά σχήματα, και θύμιζαν το πρωτόγονο ύφος των βινιετών του Επινάλ. Οι Τούρκοι, στους οποίους η θρησκεία απαγορεύει ν' αναπαριστούν με το σχέδιο ή τη ζωγραφική οποιοδήποτε αντικείμενο που ήταν ή είναι εν ζωή, έχουν παραμείνει

159

από αυτή την άποψη εντελώς ακαλλιέργητοι, και οι μαριονέτες του Καραγκιόζη, οι μόνες ανεκτές αναπαραστάσεις της ανθρώπινης μορφής, έχουν υποστεί τις συνέπειες της απειρίας τους· οι φιγούρες αυτές, όμως, όπως οτιδήποτε πρωτόγονο, έχουν ένα χαρακτήρα που θα έχαναν με μια πιο ραφιναρισμένη μορφή. Ξαναγύρισα στο Πέραν μέσα από ένα έρημο τμήμα του νεκροταφείου, ακολουθώντας μια δεντροστοιχία με πελώρια κυπαρίσσια. Η σελήνη περνούσε τις ασημένιες αχτίδες της μέσα από τους σκοτεινούς όγκους τους και αναδείκνυε πάνω σ' ένα πηχτό κατάμαυρο φόντο τους λευκούς τάφους που ορθώνονταν στα κράσπεδα του δρόμου, σαν φαντάσματα μες στο σάβανό τους. Μια βαθιά σιωπή βασίλευε κάτω από το νεκρικό δάσος, που την τάραζε πότε πότε το μακρινό αλύχτισμα κάποιου σκύλου· μου φαινόταν πως άκουγα την καρδιά μου να χτυπάει, η μόνη ζωντανή μέσα σ' αυτό το νεκρό πληθυσμό, όταν ξαφνικά μια φωνή αντήχησε μες στο αυτί μου, σαν σάλπιγγα της τελικής κρίσης, και μου είπε στα γαλλικά τούτη τη φράση που δε δικαιολογούσε το σκίρτημα που μου προκάλεσε: «Κύριε, θέλετε ν' αγοράσετε τα τελευταία μου γλυκά;» Ο απρόσφορος τόπος και χρόνος για να προσφέρεις ένα γλυκό, στα βάθη ενός νεκροταφείου, τη ρομαντική ώρα, την ώρα των φαντασμάτων, είχε κάτι το αστείο και το τρομαχτικό που μ' έκανε να γελάσω και να φοβηθώ· να ήταν τάχα η σκιά ενός αρτοποιού συμπατριώτη μου που πέθανε στην Κωνσταντινούπολη και βγήκε από τη γη για να μου προσφέρει τη σκιά ενός τσουρεκιού; Ήταν εντελώς απίθανο. Έτσι περπάτησα προς την πλευρά απ' όπου ερχόταν η φωνή. Ένας πολύ γεροδεμένος λεβέντης, ολοζώντανος, μουστακαλής και μυώδης, κρατούσε μπροστά του μια μικρή τάβλα γεμάτη αμυγδαλωτά και περίμενε κάποιον απίθανο πελάτη στο μοναχικό αυτό σταυροδρόμι. Μιλούσε γαλλικά γιατί είχε υπηρετήσει ως ακροβολιστής στην Αλγερία και, αηδιασμένος από τα όπλα, αφοσιώθηκε σ' αυτό το άκακο εμπόριο νυχτερινής ζαχαροπλαστικής. Αγόρασα το εμπόρευμα του καταστήματός του για καμιά τριανταριά γρόσια, επιφυλάχτηκα να το προσφέρω στα νυχτόβια σκυλιά που θα

160

συναντούσα και συνέχισα το δρόμο μου. Την επομένη, για να συνεχίσω τη σπουδή μου πάνω στον Τούρκο φασουλή, ο φίλος μου μου πρότεινε να κατηφορίσουμε στον Τοπχανέ, όπου, στην πίσω αυλή ενός καφενείου, έδιναν μη λογοκριμένες παραστάσεις του Καραγκιόζη, με όλη την ευτράπελη και λάγνα ελευθεριότητα που διαθέτει ο τύπος του. Η αυλή ήταν γεμάτη κόσμο. Τα παιδιά, και ιδίως τα κοριτσάκια οχτώ ή εννέα χρόνων, αφθονούσαν. Υπήρχαν ανάμεσά τους κάποια που ήταν χάρμα οφθαλμών και, με το απροσδιόριστο ακόμα φύλο τους, θύμιζαν τα όμορφα προσωπάκια από την Έξοδο από το σχολείο του Ντεκάμ, τόσο ασυνήθιστα χαριτωμένα και τόσο ιδιότροπα γοητευτικά ήταν. Με τα όμορφα, έκπληκτα και μαγεμένα μάτια τους, ορθάνοιχτα σαν μαύρα λουλούδια, κοιτούσαν τον Καραγκιόζη να επιδίδεται στις βρώμικες ακολασίες του και να μαγαρίζει τα πάντα με τις τερατώδεις ιδιοτροπίες του. Κάθε ερωτικό κατόρθωμά του αποσπούσε από τούτα τα αφελώς διεφθαρμένα αγγελάκια γάργαρα ξεκαρδιστικά γέλια και ατέλειωτα χειροκροτήματα: η μοντέρνα σεμνοτυφία δε θα μας επέτρεπε ν' αναφερθούμε σ' αυτές τις τρελές φάρσες, όπου οι λάγνες σκηνές του Αριστοφάνη συνδυάζονται με τις κωμικές σκέψεις του Ραμπελαί· φανταστείτε τον αρχαίο θεό των κήπων ντυμένο Τούρκο να ξαμολιέται μες στα χαρέμια, τα παζάρια, τα σκλαβοπάζαρα, τα καφενεία, μες στους άπειρους τόπους όπου τυρβάζει η ανατολίτικη ζωή, και να στροβιλίζεται ανάμεσα στα θύματά του, ασύστολος, κυνικός και χαρμόσυνα άγριος. Δε θα μπορούσαν να σπρώξουν πιο μακριά την ιθυφαλλική υπερβολή και την ξεδιαντροπιά της άσεμνης φαντασίας. Ο Καραγκιόζης μεταφέρεται συχνά μες στα σεράγια και δίνει εκεί παραστάσεις που οι γυναίκες παρακολουθούν πίσω από καφασωτά θεωρεία. Πώς συμβαδίζει ένα τόσο ελευθέριο θέαμα με τόσο αυστηρά ήθη; Μήπως τελικά χρειάζεται πάντα ένας τρόπος για να ξεθυμαίνουν τα καταπιεσμένα πάθη και η πιο άκαμπτη ηθική ν' αφήνει μια διέξοδο στην ανθρώπινη διαφθορά; Άλλωστε οι διεφθαρμένες αυτές φαντασιώσεις είναι ακίνδυνες και χάνονται σαν σκιές όταν σβήνει το λυχνάρι της παράγκας.

161

Βλέποντας τον Καραγκιόζη, σκεφτόμουν να τον συνδέσω, μέσα από τη συγγένειά του με τον Πολισινέλ, τον Πουλτσινέλα, τον Παντς, τον Πίκελχερινγκ και τον Ολντ Βάις, με τον Μάκκο63, τη μαριονέτα των Όσκων, και ακόμα με τα αυτόματα νευρόσπαστα· αλλά όλη αυτή η λόγια κενολογία αχρηστεύτηκε όταν μου είπαν ότι ο Καραγκιόζης ήταν πολύ απλά η καρικατούρα ενός βεζίρη του Σαλαδίνου, γνωστού για τα έκτροπα και τη φιληδονία του, καταγωγή που κάνει τον Καραγκιόζη σύγχρονο των σταυροφοριών, παλαιότητα ικανοποιητική για την αρχοντική καταγωγή μιας φιγούρας του θεάτρου σκιών.

162

Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΔΕΙΠΝΟ ΕΙΘΙΣΤΑΙ, ΚΑΘΕ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΝΑ ΠΗΓΑΙΝΕΙ Ο πατισάχ, μετά φανών και λαμπάδων, σ' ένα τζαμί για να κάνει δημόσια τις προσευχές του. Η Παρασκευή, όπως όλοι ξέρουν, είναι για τους μουσουλμάνους ό,τι η Κυριακή για τους χριστιανούς και το Σάββατο για τους εβραίους; μια μέρα που είναι πιο ειδικά αφιερωμένη στα θρησκευτικά καθήκοντα, χωρίς να σημαίνει απαραίτητα ότι είναι μέρα αργίας. Κάθε εβδομάδα ο ηγέτης των πιστών επισκέπτεται ένα διαφορετικό τζαμί: την Αγία Σοφία, το Σουλεϊμανιέ, το Οσμανιέ, το Σουλτάν Βαγιαζίτ, το Γενί Τζαμί, το τζαμί των Τουλιπών ή οποιοδήποτε άλλο, ακολουθώντας τη διαδρομή που έχει οριστεί και γνωστοποιηθεί εκ των προτέρων. Πέρα από το γεγονός ότι η προσευχή μέσα σ' έναν οίκο λατρείας είναι υποχρεωτική αυτή τη μέρα σύμφωνα με τις εντολές του Κορανίου, και ο πατισάχ, ως θρησκευτικός ηγέτης, δεν εξαιρείται, υπάρχει ακόμα, σ' αυτή την επίσημη άσκηση των λατρευτικών καθηκόντων, ένας πολιτικός λόγος: να διαπιστώσει ο λαός με τα ίδια του τα μάτια ότι είναι ζωντανός ο σουλτάνος, ο οποίος περνάει όλη την εβδομάδα αποτραβηγμένος στα βάθη της μυστικής απομόνωσης του σεραγιού ή των θερινών παλατιών που είναι σπαρμένα πάνω στις όχθες του Βοσπόρου. Διασχίζοντας την πόλη καβάλα σ' ένα άλογο, ορατός απ' όλους, υπογράφει μπροστά στο λαό του και τους ξένους πρεσβευτές ένα πιστοποιητικό ύπαρξης, πρόνοια που δεν είναι ανώφελη, γιατί θα μπορούσαν κάποιοι να κρύψουν το φυσικό ή βίαιο θάνατό του λόγω ραδιουργιών μες στο παλάτι. Η αρρώστια, ακόμα και βαριά, δεν εμποδίζει αυτό τον περίπατο: ο Μαχμούτ Α', γιος του Μουσταφά, πέθανε ανάμεσα στις δυο πόρτες του σεραγιού, όταν επέστρεψε από μια έξοδο Παρασκευής στην οποία είχε συρθεί προσπαθώντας με κόπο να κρατηθεί πάνω στη σέλα του, και φτιασιδωμένος για να κρύβει τη χλομάδα του. Οι δραγουμάνοι των ξενοδοχείων γνωρίζουν πάντα, την παραμονή ή πολύ νωρίς το πρωί, το τζαμί όπου πρόκειται να προσκυνήσει ο σουλτάνος, και έμαθα από το δραγουμάνο του ξενοδοχείου «Βυζάντιο» ότι ο σουλτάνος επρόκειτο να πάει από το παλάτι του Σιραγκάν στο Μετζιντιέκιοϊ που βρισκόταν παραδίπλα. Καθώς η

163

διαδρομή από το Ντερβίς Σοκάκ στο Σιραγκάν είναι αρκετά μακριά, και η τουρκική ώρα είναι αρκετά δυσνόητη για τους ξένους, όταν έφτασα κάθιδρος και μισοψημένος από το λιοπύρι του Ιουλίου, η πομπή είχε παρελάσει και ο σουλτάνος απήγγελλε τις προσευχές του στο εσωτερικό του τζαμιού· αλλά μου έμενε η λύση να τον περιμένω να τελειώσει και να τον δω να βγαίνει και να επιστρέφει, και έτσι ούτε γάτα ούτε ζημιά, αν εξαιρέσουμε την ορθοστασία μιας ώρας συντροφιά με Άγγλους, Αμερικανούς, Γερμανούς και Ρώσους που είχαν έρθει εδώ για τον ίδιο σκοπό. Το Μετζιντιέκιοϊ γειτονεύει με το παλάτι του Σιραγκάν, η πρόσοψη του οποίου βλέπει στο Βόσπορο και που, από αυτή την πλευρά, δείχνει μόνο κάτι ψηλά τείχη πάνω στα οποία δεσπόζουν οι καμινάδες από τις κουζίνες, βαμμένες πράσινες και κρυμμένες με τη μορφή κολόνας. Είναι πολύ μοντέρνο, και η αρχιτεκτονική του με τις σπείρες και τα κιχώρια μιας γενουάτικης ροκοκό τεχνοτροπίας δεν προσφέρει τίποτα το αξιοσημείωτο, αν και με την εκτυφλωτική του λευκότητα φαντάζει αρκετά καλά πάνω στο βαθυγάλανο ουρανό. Η πόρτα του τζαμιού ήταν ανοιχτή, και διακρίνονταν οι βεζίρηδες, οι πασάδες και οι υψηλοί αξιωματούχοι με τα φέσια στο κεφάλι, τα χρυσά πλουμίδια στο στήθος και τις χοντρές επωμίδες που τους έκαναν ακόμα πιο σωματώδεις, να εκτελούν, παρά την παχυσαρκία τους, τις αρκετά περίπλοκες παντομίμες της ανατολίτικης προσευχής· γονάτιζαν και ανασηκώνονταν βαριά με μια ευλάβεια που έμοιαζε ειλικρινής, γιατί οι φιλοσοφικές ιδέες έχουν κάνει πολύ μικρότερη πρόοδο απ' όσο θέλουν να πιστεύουν στην Κωνσταντινούπολη. Ακόμα και οι Τούρκοι που έχουν ευρωπαϊκή ανατροφή, όταν επιστρέφουν από το Λονδίνο ή το Παρίσι δεν είναι λιγότερο προσηλωμένοι στο Κοράνι, και αρκεί να ξύσει κανείς ελαφρά το βερνίκι του πολιτισμού πάνω τους για να ξαναβρεί τον ευλαβή πιστό. Μαύροι σκλάβοι και σεΐζηδες κρατούσαν από το χαλινάρι ή περιέφεραν τα λαμπροστολισμένα άλογα που είχαν μεταφέρει το σουλτάνο και την ακολουθία του· ήταν κάτι πανέμορφα ζώα, εύρωστα, γεροδεμένα, που δεν έχουν τη νευρώδη σβελτάδα του αραβικού αλόγου, αλλά λένε ότι είναι πολύ ανθεκτικά στην κούραση·

164

οι κομψοί δρομείς της ερήμου θα λύγιζαν κάτω από το βάρος που έχουν οι ογκώδεις Τούρκοι καβαλάρηδες, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι υπερβολικά χοντροί, ιδίως οι υψηλόβαθμοι· τ' άλογα αυτά ανήκουν στη βερβερική ράτσα και αποτελούν έναν ιδιαίτερο τύπο. Το άλογο του σουλτάνου αναγνωριζόταν από τα πετράδια που στόλιζαν το κάλυμμα της σέλας του και από το αυτοκρατορικό μονόγραμμα που ήταν κεντημένο σαν σύνθετο αραβούργημα σε κάθε άκρη του βελούδου που είχε σχεδόν εξαφανιστεί κάτω από τα στολίδια. Οι στρατιώτες ήταν στοιχημένοι κατά μήκος των τοίχων, περιμένοντας να βγει η Αυτού Υψηλότης· φορούσαν το κόκκινο φέσι, και η στολή τους, παρόμοια με την ανεπίσημη στολή του δικού μας παρατακτού στρατού -στρογγυλό σακάκι από γαλάζια τσόχα και παντελόνι από χοντρό λευκό λινό- κάνει μια μάλλον ασυνήθιστη αντίθεση με τα χαρακτηριστικά και μαυριδερά πρόσωπά τους στα οποία το τουρμπάνι των γενίτσαρων θα ταίριαζε πολύ καλύτερα. Στο προαύλιο του τζαμιού ήταν απλωμένη μια σχετικά στενή λωρίδα από μαύρο κασμίρι για να πατήσει πάνω ο σουλτάνος· ξεκινούσε από τη θύρα, ακολουθούσε τα σκαλοπάτια και κατέληγε σ' ένα μαρμάρινο ανάβαθρο, όμοιο μ' εκείνο που βρίσκεται στην είσοδο του παλατιού και κοντά στις σκάλες των καϊκιών. Μου φαίνεται, χωρίς ωστόσο να μπορώ να το επιβεβαιώσω, ότι το μαύρο χαλί προορίζεται αποκλειστικά και μόνο για το σουλτάνο που θεωρείται ο μεγάλος Χαν των Ταρτάρων, και ότι αυτή η απόχρωση είναι το διακριτικό του γνώρισμα. Οι γονυκλισίες, τα προσκυνήματα και οι ψαλμωδίες παρατείνονταν στο εσωτερικό του τεμένους, και ο μεσημεριανός ήλιος, όσο ανέβαινε, έδινε μια λάμψη στο χαλικόστρωτο της πλατείας· τα λευκά τείχη έστελναν εκτυφλωτικές αντανακλάσεις, που ήταν ακόμα πιο ενοχλητικές για τις τρεις τέσσερις κυρίες που βρίσκονταν εκεί, στις οποίες η εθιμοτυπία απαγορεύει ν' ανοίγουν το παρασόλι παρουσία του σουλτάνου, ακόμα και μπροστά στα παλάτια που κατοικεί. Στην Ανατολή, το παρασόλι ήταν ανέκαθεν έμβλημα της ύπατης εξουσίας. Ο αφέντης είναι στη σκιά, ενώ οι σκλάβοι ξεροψήνονται στον ήλιο. Η αυστηρότητα έχει χαλαρώσει σ' αυτό το σημείο όπως σ' όλα τα

165

πράγματα, και δε θα διατρέχαμε σήμερα, παραβιάζοντας αυτό το έθιμο, τους κινδύνους στους οποίους θα ήταν εκτεθειμένος κανείς άλλοτε. Οι εκλεπτυσμένοι ξένοι, όμως, συμμορφώνονται με τα έθιμα. Ποιο το όφελος να προσβάλλει κανείς τις συνήθειες του τόπου που επισκέπτεται, συνήθειες που έχουν κάποιο λόγο ύπαρξης και που συχνά είναι στο βάθος το ίδιο γελοίες με τις δικές μας; Παρατηρήθηκε μια κινητικότητα στο εσωτερικό του τζαμιού· οι αξιωματούχοι ξαναφόρεσαν τα παπούτσια τους στην πόρτα· οι σεΐξηδες οδήγησαν το άλογο του σουλτάνου δίπλα στο ανάβαθρο, και αμέσως, μέσα από τους αντιμέτωπους ζυγούς των βεζίρηδων, των πασάδων και των μπέηδων που χαιρετούσαν με τον ανατολίτικο τρόπο -χαιρετισμό που προτιμώ πολύ περισσότερο για τη σεβάσμια χάρη του από τον ευρωπαϊκό- εμφανίστηκε η Αυτού Υψηλότης ο σουλτάνος Αμπντούλ-Μετζίτ, προβάλλοντας φωτεινός πάνω στο σκούρο φόντο της πόρτας, που το περβάζι της σχημάτιζε γύρω του ένα πλαίσιο. Η αμφίεσή του, πολύ λιτή, απαρτιζόταν από ένα ριχτό πανωφόρι από βαθυγάλανη τσόχα, ένα παντελόνι από λευκό μουαρέ, γυαλισμένες μπότες και ένα φέσι που το δεσποτικό λοφίο του από φτερά ερωδιού ήταν στερεωμένο μ' ένα κουμπί από τεράστια διαμάντια· από τη χαραμάδα του πανωφοριού του γυάλιζαν λίγα χρυσά πλουμίδια στο στήθος. Νοσταλγώ έντονα, από την πλευρά μου, την αρχαία ασιατική χλιδή· μου άρεσαν οι σουλτάνοι που ήταν ανέκφραστοι σαν είδωλα μέσα σε λιθοστόλιστες λάρνακες, όμοιοι με παγώνια της εξουσίας που ανοίγουν την ουρά τους στη μέση ενός φωτοστέφανου από ήλιους. Στις χώρες με απόλυτη εξουσία, ο ηγεμόνας μπορούσε να ξεχωρίσει από την ανθρωπότητα μόνο μέσα από μορφές επιβλητικές, πομπώδεις, ιερατικές, μόνο μέσα από μια εκθαμβωτική, χιμαιρική και παραμυθένια πολυτέλεια· όπως ο Θεός στο Μωυσή, έτσι κι εκείνος οφείλει να εμφανίζεται στους λαούς του μόνο μέσα από μια φλεγόμενη βάτο από φωσφορίζοντα διαμάντια. Ωστόσο, παρά την αυστηρή λιτότητα των ρούχων του, το αξίωμα του Αμπντούλ-Μετζίτ δεν αποτελούσε μυστήριο για κανέναν. Ένας ύψιστος κορεσμός διαφαινόταν στο ωχρό πρόσωπό του· η συνείδηση μιας ακατανίκητης εξουσίας έδινε στα χαρακτηριστικά του, που ήταν εξάλλου ελάχιστα συμμετρικά, μια μαρμάρινη ηρεμία, Τα απλανή, ακίνητα μάτια του, που ήταν συγχρόνως διαπεραστικά και

166

μελαγχολικά, που έβλεπαν τα πάντα και δεν κοίταζαν τίποτα, δεν έμοιαζαν με μάτια ανθρώπου· μια κοντή, αραιή, μελαχρινή γενειάδα περιέβαλλε αυτό το θλιμμένο, δεσποτικό και γλυκό προσωπείο. Με λίγα βήματα που έκανε με εξαιρετική βραδύτητα, σαν να γλιστρούσε μάλλον παρά να περπατούσε -βήματα θεού ή φαντάσματος που δεν κινείται με ανθρώπινο τρόπο- ο ΑμπντούλΜετζίτ διάβηκε την απόσταση που χώριζε την πόρτα του τζαμιού από τη μαρμάρινη πέτρα, ακολουθώντας τη μαύρη υφασμάτινη λωρίδα πάνω στην οποία κανείς άλλος εκτός από εκείνον δεν πατούσε το πόδι του, και κύλησε μάλλον παρά ανέβηκε πάνω στη σέλα του αλόγου του, που ήταν ακίνητο σαν μαρμαρωμένο. Οι χοντροί αξιωματούχοι σκαρφάλωσαν λίγο πιο δύσκολα πάνω στα ζώα που τους αναλογούσαν, και η πομπή άρχισε να προχωράει για να επιστρέψει στο παλάτι ενώ οι στρατιώτες φώναζαν «Ζήτω ο σουλτάνος!» στα τουρκικά με πραγματικό ενθουσιασμό. Επιταχύνοντας λίγο το βήμα μου, μπόρεσα να προσπεράσω την πομπή και να πάω να στηθώ πιο μακριά, ώστε να βλέπω ακόμα την Υψηλότητά Του. Πρόσφερα το μπράτσο μου σε μια νεαρή Ιταλίδα που με είχε παρακαλέσει να τη συνοδέψω και που έσκυβε λαίμαργα μέσα από τον ανθρώπινο κλοιό για ν' αντικρίσει το πρόσωπο του σουλτάνου· γιατί ένας άντρας που έχει χίλιες εξακόσιες παλλακίδες είναι ένα φαινόμενο που κεντρίζει στον ύψιστο βαθμό τη γυναικεία περιέργεια. Ο Αμπντούλ-Μετζίτ, το άλογο του οποίου προχωρούσε νωχελικά και με χάρη, γέρνοντας τ' όμορφο κεφάλι του με κυματισμούς κύκνειου λαιμού, έχοντας θαρρείς συνείδηση του βάρους που κουβαλούσε, ο Αμπντούλ-Μετζίτ, λοιπόν, παρατήρησε την ξένη και στύλωσε για λίγα δευτερόλεπτα τα αετίσια μάτια του πάνω της στρέφοντας ανεπαίσθητα το ανέκφραστο πρόσωπό του· έτσι συνηθίζει να χαιρετάει ο σουλτάνος, πράγμα που κάνει άλλωστε πολύ σπάνια. Κατά τη διάρκεια της παρέλασης, η μουσική έπαιζε ένα εμβατήριο προσαρμοσμένο πάνω σε τουρκικά μοτίβα από τον αδερφό του Ντονιζέτι, αρχιμουσικό του παλατιού, αναμειγμένο με αρκετά ντέφια και δερβίσικους αυλούς ώστε να ικανοποιεί τα μωαμεθανικά αυτιά

167

χωρίς όμως να προσβάλλει τ' αυτιά των καθολικών· το εμβατήριο αυτό έχει κέφι και δεν του λείπει η πρωτοτυπία. Ύστερα όλοι μπήκαν στο παλάτι, μέσα από την ανοιχτή πόρτα του οποίου διακρινόταν μια αχανής αυλή μοντέρνας αρχιτεκτονικής, τα πορτόφυλλα ξανάκλεισαν, και απέμειναν πια στο δρόμο μόνο λίγοι περίεργοι, που διασκορπίζονταν δεξιά και αριστερά· Βούλγαροι χωριάτες με χοντρές καζάκες και γούνινα σκουφιά, και γριές ζητιάνες, σαν μούμιες, καθισμένες ανακούρκουδα μες στα κουρέλια τους, πάνω στα λιπόσαρκα μεριά τους, κατά μήκος των τειχών που έκαιγαν από τη ζέστη. Η σιωπή του απομεσήμερου βασίλευε γύρω από το μυστηριώδες παλάτι που, πίσω από τα καφασωτά του παράθυρα, κλείνει τόσες σκοτούρες και αποχαύνωση, και σκεπτόμουν άθελά μου όλους εκείνους τους θησαυρούς ομορφιάς που δε θ' αντικρίσει ποτέ το ανθρώπινο βλέμμα, όλες εκείνες τις θαυμαστές καλλονές από την Ελλάδα, την Κιρκασία, τη Γεωργία, την Ινδία και την Αφρική, που χάνονται χωρίς να έχουν αναπαραχθεί στο μάρμαρο ή στο μουσαμά, χωρίς η τέχνη να τις έχει διαιωνίσει και κληροδοτήσει στον ερωτικό θαυμασμό των αιώνων: τις Αφροδίτες που δε θα έχουν ποτέ τον Πραξιτέλη τους, τις Βιολάντες χωρίς τον Τιτσιάνο τους, τις Φορναρίνες που δε θα δει ο Ραφαήλ. Τι ευτυχία να τραβήξεις από την ανθρώπινη λοταρία το λαχνό του πατισάχ! Τι είναι ο Δον Ζουάν, με το mille e tre του, μπρος στο σουλτάνο; Ένας μέτριος γυναικάς, που περισσότερο απατήθηκε παρά απάτησε, που σκορπούσε τ' ασήμαντα καπρίτσια του σε ερωμένες ατιμασμένες ήδη κατά τα τρία τέταρτα και διακορευμένες εκ των προτέρων, με συζύγους και εραστές, σε γυναίκες των οποίων όλος ο κόσμος γνωρίζει το πρόσωπο, τα μπράτσα και τους ώμους και που κάποιοι φαύλοι άντρες τις έχουν σφίξει στο χορό και τους έχουν μουρμουρίσει εκατοντάδες φορές στο αυτί το κατεβατό των ανόητων ερωτόλογων. Ένας όμορφος ευγενής, που περπατάει στο σεληνόφωτο κάτω από τα μπαλκόνια και ξεροσταλιάζει με την κιθάρα στην πλάτη, συντροφιά με τον Λεπορέλο, μισοκοιμισμένος!

168

Μιλήστε μου για το σουλτάνο, που φιλοξενεί μόνο τα πιο αγνά κρίνα, τα πιο άσπιλα ρόδα από τον κήπο της ομορφιάς, που το μάτι του σταματάει μόνο πάνω σε τέλειες μορφές που δεν έχει μαγαρίσει βλέμμα θνητού, πάνω σε γυναίκες που θα περάσουν άγνωστες από το λίκνο στο μνήμα, που φρουρούνται από κάτι τέρατα χωρίς φύλο στα βάθη μεγαλόπρεπων φυλακών, όπου κανείς θρασύς δε θα διακινδύνευε να τρυπώσει, μέσα σ' ένα μυστήριο που αποθαρρύνει ακόμα και την πιο αόριστη επιθυμία. Είχα αλλάξει κατοικία, εκείνη που είχα στο Ντερβίς Σοκάκ ήταν κάπως μελαγχολική και με μοναδική θέα ένα από τα συνηθισμένα στενοσόκακα της Κωνσταντινούπολης. Είχα πάει να μείνω στο «Ξενοδοχείο της Γαλλίας», όπου, από ένα μεγάλο σαλόνι με οχτώ παράθυρα, στολισμένο μ' ένα μακρύ ντιβάνι, διακρίνονταν τα Μνηματάκια, οι στέγες και οι μιναρέδες του Κασίμ Πασά και τα υψώματα του Αγίου Δημητρίου, μαγευτική θέα που θα έμοιαζε ελαφρώς πένθιμη στο Παρίσι, αλλά που σου φαίνεται δικαίως πολύ χαρούμενη στην Κωνσταντινούπολη. Μέσα σ' αυτό το ξενοδοχείο γνώρισα ένα νεαρό που, χάρη στις ιατρικές σπουδές του και την τελειότητα με την οποία μιλούσε τις γλώσσες της Ανατολής, είχε την ευχέρεια να μπαινοβγαίνει στα τουρκικά σπίτια και να γνωρίζει τα έθιμα του καθημερινού βίου: ήταν συνδρομητής του Τύπου, μεγάλος θαυμαστής του κυρίου ντε Ζιραρντέν 64, και τ' όνομά μου, που του ήταν γνωστό από τη λογοτεχνία, του κίνησε το ενδιαφέρον για τις εκδρομές μου και τις ταξιδιωτικές αναζητήσεις μου· σ' αυτόν χρωστάω την καλή τύχη μιας πρόσκλησης για δείπνο σ' έναν τέως πασά του Κουρδιστάν που τύχαινε να είναι φίλος του. Φύγαμε μαζί γύρω στις έξι το απόγευμα για να φτάσουμε στο Μπεσίκτας, όπου διέμενε ο πασάς, την ώρα του ηλιοβασιλέματος, γιατί ήταν η περίοδος του Ραμαζανιού, και η νηστεία διακόπτεται μόνο όταν το άστρο της ημέρας κρύψει το δίσκο του πίσω από τους λόφους του Εγιούπ. Στη σκάλα του Τοπχανέ ναυλώσαμε ένα δίκωπο καΐκι και, ύστερα από σθεναρή κωπηλασία μισής ώρας ενάντια σ' ένα αρκετά ορμητικό ρεύμα, ο καϊκτσής μάς ξεμπάρκαρε στα πόδια του καφενείου που ήταν χτισμένο πάνω στο νερό σαν φωλιά αλκυονίδας ή σαν σκοπιά ψαράδων, το οποίο έχω ήδη σκιαγραφήσει αχνά και το

169

οποίο ήταν γεμάτο Τούρκους που περίμεναν, με το ρολόι στο χέρι και το τσιμπούκι γεμάτο, την ακριβή στιγμή που θα μπορούσαν να πλησιάσουν στα χείλη τους το πολυπόθητο κεχριμπαρένιο επιστόμιο και να ρουφήξουν το μυρωδάτο καπνό. Αφού διασχίσαμε κάποιους δρόμους γεμάτους δεξιά και αριστερά με εμπόρους που πουλούσαν λουλάδες (εστίες πίπας), γλυκά, αγγούρια, καλαμπόκια και άλλα ανατολίτικα τρόφιμα, και πλημμυρισμένους από ένα συμπαγές πλήθος, βαλθήκαμε ν' ανηφορίζουμε το έρημο σοκάκι, που πλαισιωνόταν από τα ροδοκόκκινα τείχη των μεγάλων κήπων, στην κορυφή του οποίου ήταν κουρνιασμένο το σπίτι του τέως πασά του Κουρδιστάν. Από μια πόρτα που έκλεινε διακρίναμε ένα κομψό κουπέ που επέστρεφε στο αμαξοστάσιο. Ήταν η γυναίκα του πασά που γύριζε από τον περίπατο, γιατί, αντίθετα από τις προκαταλήψεις που έχουμε, οι Τουρκάλες όχι μόνο δε μένουν φυλακισμένες μες στα χαρέμια, αλλά βγαίνουν όποτε θέλουν, με την προϋπόθεση να έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα· οι σύζυγοί τους δεν τις συνοδεύουν ποτέ. Σε μια χαμηλή πόρτα, που είχε μπροστά της ένα πλατύσκαλο και τρία σκαλιά, μας υποδέχτηκε ένας υπηρέτης με ευρωπαϊκή αμφίεση, με εξαίρεση το κόκκινο φέσι που είναι υποχρεωτικό, και, αφού βγάλαμε τα παπούτσια μας και φορέσαμε τα συρτοπάπουτσα που είχαμε φροντίσει να πάρουμε μαζί μας, μας ανέβασε στον πρώτο όροφο όπου βρισκόταν το σελαμλίκ (διαμέρισμα των αντρών), που είναι πάντα ξεχωριστό από το ονταλίκ (διαμέρισμα των γυναικών) στη διαρρύθμιση των τουρκικών σπιτιών, πλούσιων ή φτωχών, μεγάλων ή μικρών. Βρήκαμε τον τέως πασά μέσα σ' ένα πολύ απλό δωμάτιο, με μια ξύλινη οροφή βαμμένη γκρίζα και τονισμένη με γαλάζια γύψινα στολίδια, με μοναδικά έπιπλα δυο ερμάρια, μια αχυρόπλεκτη ψάθα Μανίλας και ένα ντιβάνι ντυμένο με τσίτι, στην άκρη του οποίου καθόταν ο οικοδεσπότης, ξεκουκίζοντας κάτω από τα δάχτυλά του ένα κομπολόι από σανταλόξυλο.

170

Η γωνία του ντιβανιού είναι η τιμητική θέση που ο κύριος του σπιτιού δεν εγκαταλείπει ποτέ, εκτός αν τον επισκεφτεί ένα πρόσωπο που έχει υψηλότερη θέση από τη δική του. Αυτή η απλότητα δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Το σελαμλίκ είναι, κατά κάποιο τρόπο, ένα εξωτερικό διαμέρισμα, ένα είδος εντευκτηρίου, ένας προθάλαμος, ένα όριο που οι ξένοι δεν μπορούν να υπερβούν και που είναι αφιερωμένο στη δημόσια ζωή. Όλη η χλιδή φυλάγεται για το χαρέμι. Εκεί ξετυλίγονται τα χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, στοιβάζονται τα μαξιλάρια από μπροκάρ, απλώνονται τα μαλακά μεταξοσκέπαστα ντιβάνια, λάμπουν τα τραπεζάκια με το ένθετο σεντέφι, καπνίζουν τα δικτυωτά θυμιατά από χρυσό και ασήμι, λαμπυρίζουν οι βενετσιάνικοι καθρέφτες, ανθίζουν τα σπάνια λουλούδια μέσα σε χωνοειδή ανθοδοχεία Κίνας, και κουδουνίζουν ιδιότροπα τα μουσικά εκκρεμή· εκεί ξεχύνονται στις οροφές τα περίπλοκα αραβουργήματα· κρέμονται, σαν σταλακτίτες, τα τζάκια από μάρμαρο του Μαρμαρά, και κελαρύζουν πάνω στις λευκές λεκάνες τους κλωστές αρωματισμένου νερού. Μέσα σ' αυτό το μυστηριώδες άσυλο εκτυλίσσεται η αληθινή ζωή, η ζωή της ηδονής και των τρυφερών στιγμών, όπου κανένας συγγενής, κανένας φίλος δε διεισδύει. Ο τέως πασάς του Κουρδιστάν φορούσε το φέσι, τη ρεντιγκότα του Νιζάμ κουμπωμένη δεξιά, κι ένα φαρδύ λευκό παντελόνι από λινάτσα. Το πρόσωπό του, αδύνατο, φίνο, κάπως κουρασμένο, που κατέληγε σε μια γενειάδα στην οποία είχαν γλιστρήσει ήδη κάποιες ασημένιες πινελιές, είχε μια αριστοκρατικότητα, και αν μια αγγλική έκφραση μπορούσε να χαρακτηρίσει έναν Τούρκο, θα έλεγα ότι ο πασάς είχε τον αέρα ενός τέλειου τζέντλεμαν. Ο φίλος μου του μετέφρασε τις φιλοφρονήσεις μου, κι εκείνος ανταπάντησε με πολύ ευγενικό τρόπο· ύστερα μου ένευσε να καθίσω δίπλα του. Η ευκολία μου να σταυρώνω τα πόδια με τον ανατολίτικο τρόπο, στάση πολύ δύσκολη για τους Γάλλους, του έκανε καλή εντύπωση, φέρνοντας ένα χαμόγελο στα χείλη του. Νύχτωνε· τα τελευταία πορτοκαλιά χρώματα του δειλινού έσβησαν

171

στα πέρατα του ουρανού, και η πολυπόθητη κανονιά αντήχησε χαρμόσυνα στον αέρα· η νηστεία είχε διακοπεί, και οι υπηρέτες πρόβαλαν φέρνοντας πίπες, ποτήρια νερό και λιγοστά γλυκά· σκοπός του ελαφρού αυτού γεύματος είναι να επιβεβαιώσει ότι οι πιστοί μπορούν νομίμως να φάνε. Ύστερα ακούμπησαν δίπλα στο ντιβάνι ένα μεγάλο κίτρινο μπακιρένιο δίσκο στιλβωμένο με φροντίδα και γυαλιστερό σαν χρυσή ασπίδα, πάνω στον οποίο ήταν τοποθετημένα διάφορα εδέσματα μέσα σε πορσελάνινες γαβάθες. Οι δίσκοι αυτοί, που στηρίζονται πάνω σ' ένα χαμηλό πόδι, χρησιμεύουν στην Τουρκία για τραπέζια και μπορούν να κάτσουν γύρω τους τρεις ή τέσσερις συνδαιτυμόνες. Τα λευκά είδη για το σώμα και για το τραπέζι είναι μια άγνωστη πολυτέλεια στην Ανατολή. Τρώνε χωρίς τραπεζομάντιλο, αλλά σου δίνουν, για να σκουπίζεις τα χέρια σου, μικρά τετράγωνα πετσετάκια από μουσελίνα, χρυσοποίκιλτα, παρόμοια με τις πετσέτες του τσαγιού που συνηθίζονται στις αγγλικού τύπου εσπερίδες μας, πρόνοια που δεν είναι ανώφελη, γιατί το μόνο σερβίτσιο που χρησιμοποιούν στα γεύματα αυτά είναι τα δάχτυλά τους. Ο οικοδεσπότης, ευγενέστατος και πολύ περιποιητικός, ήθελε, διαισθανόμενος την αμηχανία μου, να μου δώσουν, όπως λέει ο Καστίλ Μπλαζ65, Το αση μένι ο κουτά λι τ ου φαγητ ού· αλλά τον ευχαρίστησα, επιθυμώντας να συμμορφωθώ πλήρως με τους κανόνες της τουρκικής γαστρονομίας. Αν ήταν εδώ όλοι οι Μπριγιά-Σαβαρέν, οι Κυσί, οι Γκριμό ντε λα Ρενιέρ και οι Καρέμ, θα έβρισκαν την τουρκική μαγειρική τέχνη πολύ βάρβαρη και πατριαρχική. Οι Τούρκοι παντρεύουν υλικά εντελώς ασυνήθιστα και κάνουν συνδυασμούς αλλόκοτους για έναν παριζιάνικο ουρανίσκο, από τους οποίους όμως δε λείπει η εκζήτηση και δε φτιάχνονται στην τύχη. Τα πιάτα, από τα οποία παίρνεις λίγες μπουκιές με τα δάχτυλα, είναι πολυάριθμα και το ένα διαδέχεται γρήγορα το άλλο. Περιέχουν κομμάτια αρνιού, μερίδες κοτόπουλου, ψάρια σε λάδι, αγγούρια ωμά, γεμιστά, που γαρνίρουν το πιάτο με παντοίους τρόπους· κομματάκια κολλώδους λαγόχορτου, παρόμοιου

172

με τις ρίζες της νερομολόχας που εκτιμώνται πολύ για τις στομαχικές τους ιδιότητες· ρυζοκεφτέδες τυλιγμένους μέσα σε αμπελόφυλλα· κολοκυθοπουρέ με ζάχαρη· πίτες με μέλι· όλα ραντισμένα με ροδόνερο, καρυκευμένα με μέντα και αρωματικά χόρτα και γαρνιρισμένα από το μυσταγωγικό πιλάφι, εθνικό έδεσμα σαν το ισπανικό πουτσέρο, σαν το αραβικό κουσκούς, σαν το γερμανικό σουκρούτ, σαν την αγγλική πουτίγκα, που φιγουράρει υποχρεωτικά σε κάθε τραπέζι μες στο παλάτι και μες στην αχυροκαλύβα. Για ποτό, πίναμε νερό, σερμπέτι και βυσσινάδα που αντλούσαν μέσα από μια γαβάθα μ' ένα κουτάλι από ταρταρούγα με φιλντισένια λαβή. Όταν τελείωσε το φαγοπότι, πήραν το μπακιρένιο δίσκο και πλύναμε τα χέρια μας, τελετή απαραίτητη όταν μοναδικό σερβίτσιο με το οποίο γευματίζεις είναι τα δέκα σου δάχτυλα· μας σερβίρισαν καφέ, και ο τσιμπουκτσής πρόσφερε σε κάθε συνδαιτυμόνα μια όμορφη πίπα με χοντρό κεχριμπαρένιο επιστόμιο, μαρκούτσι από ξύλο κερασιάς λείο σαν ατλάζι και με λουλά γεμισμένο με μια όμορφη ξανθιά τούφα μακεδονικού καπνού, που καπνίσαμε μονορούφι, ακουμπισμένο πάνω σε μια στρογγυλή μεταλλική βάση τοποθετημένη καταγής, για να προστατεύεται η ψάθα από τα κάρβουνα και τις στάχτες που θα μπορούσαν να πέσουν από την εστία του. Η κουβέντα που αρχίσαμε ήταν όσο ζωηρή θα μπορούσε να είναι μια κουβέντα όταν μιλάς μόνο μέσω διερμηνέα. Ο τέως πασάς, που έμοιαζε αρκετά ενήμερος για την ευρωπαϊκή πολιτική, μου έκανε πλήθος ερωτήσεις σχετικά με το πραξικόπημα της δευτέρας Δεκεμβρίου66, το οποίο επιδοκίμαζε θερμά, καθώς η αφηρημένη ιδέα της Δημοκρατίας μετά δυσκολίας μπορεί να χωρέσει σ' ένα κεφάλι σφυρηλατημένο από τον ανατολίτικο δεσποτισμό· με ρώτησε αν ο πρόεδρος (η αυτοκρατορία δεν είχε κηρυχθεί ακόμα) διέθετε πολλά κανόνια και αν διοικούσε μεγάλο αριθμό στρατευμάτων, τι στολή φορούσε, αν ήταν καλός στην ιππασία και αν επρόκειτο να κάνει πόλεμο σαν το θείο του τον Μπουναμπέρντι, αν τον γνώριζα, αν του είχα μιλήσει, και άλλες ερωτήσεις τέτοιου τύπου, στις οποίες έδωσα όσο το δυνατόν πιο ικανοποιητικές απαντήσεις. Ο αδερφός του τέως πασά, καθισμένος πλάι του, που γνώριζε λίγες λέξεις στα γαλλικά, έμοιαζε να παρακολουθεί τη συζήτηση μ' ενδιαφέρον.

173

Οι υπηρέτες πήραν τις πίπες· ο τέως πασάς σηκώθηκε για να πάει να προσευχηθεί στην άκρη ενός χαλιού, σ' ένα διπλανό δωμάτιο, και ξαναγύρισε ύστερα από λίγα λεπτά, ήρεμος και σοβαρός, αφού είχε εκτελέσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα σαν καλός μουσουλμάνος· ανταλλάξαμε ακόμα λίγες φράσεις και, όταν τον αποχαιρέτησα, ο οικοδεσπότης μου είπε ότι μπορούσα να ξαναπάω όποτε μου έκανε ευχαρίστηση και ότι θα ήμουν πάντα ευπρόσδεκτος, πράγμα που, στο στόμα ενός Τούρκου, δεν είναι μια τυπική φράση. Φεύγοντας, κουβεντιάσαμε λίγα λεπτά με το γραμματέα, που έμενε σ' ένα δωμάτιο του ισογείου. Ήταν ένας νεαρός πολύ αβρός, πολύ ευγενικός, πιθανόν Αρμένιος, που μιλούσε πολύ καλά γαλλικά. Μου έκανε ερωτήσεις για το Παρίσι, που επιθυμούσε πολύ να δει, και βλέποντας στο δάχτυλό μου ένα σκαλιστό σαρδόνυχα με τ' όνομά μου καλλιγραφημένο στα περσικά, επειδή βρήκε όμορφους τους χαρακτήρες που είχε σκαλίσει ένας από τους πιο ικανούς καλλιτέχνες της Τεχεράνης, τους αποτύπωσε αλείφοντας πάνω τους μαύρο χρώμα και πιέζοντας από πάνω ένα κομμάτι χαρτί, ώστε ν' αποκτήσει τα περιγράμματά τους. Ξαναβρήκαμε τον καϊκτσή μας που μας περίμενε στο Μπεσίκτας και μας ξαναγύρισε γρήγορα στον Τοπχανέ. Σταματήσαμε σ' ένα καφενεδάκι όπου σύχναζαν Κιρκάσιοι, μεγάλοι πολιτικολόγοι που διατηρούν εκεί ένα είδος λαϊκής Βουλής. Ο σύντροφός μου μου μετέφρασε τη συζήτησή τους και είδα με αρκετή έκπληξη ότι τούτοι οι άνθρωποι με τους γούνινους σκούφους, τις βράκες από μαλλί κατσίκας που έσφιγγαν μ' ένα μεταλλικό ζωνάρι και τις λευκές περισκελίδες που τις συγκρατούσαν κορδονάκια, μιλούσαν για υποθέσεις του Παρισιού και του Λονδίνου και έκριναν τους υπουργούς και τους διπλωμάτες έχοντας πλήρη γνώση του αντικειμένου. Ενώ πολιτικολογούσαν, ένας μικρόσωμος δερβίσης ήρθε να τραγουδήσει, με έρρινη φωνή και σε μια τονικότητα ασύλληπτη, μια παράξενη και μελαγχολική μελωδία, για να του δώσουμε λίγες πενταροδεκάρες, και μ' επανέφερε στην Ανατολή που είχα ξεχάσει ακούγοντας τους Κιρκάσιους να μιλούν λες και ήταν συνδρομητές στο

174

Συνταγματικό ή στην Εφημερίδα των Συζητήσεων.

175

ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ Η ΠΡΩΤΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΟΥΝ ΣΕ ΚΑΘΕ ταξιδιώτη που γυρίζει από την Ανατολή είναι η εξής: «Και οι γυναίκες;» Καθένας απαντάει μ' ένα χαμόγελο λίγο πολύ αινιγματικό, ανάλογα με το βαθμό της ματαιοδοξίας του, αφήνοντας να εννοηθεί ότι είχε πάρα πολλά «τυχερά». Όσο και αν θίγεται ο εγωισμός μου, θα ομολογήσω ταπεινά ότι δεν έχω το παραμικρό μυστικό τέτοιας φύσεως να σας εκμυστηρευτώ, και θ' αναγκαστώ, με μεγάλη μου λύπη, να στερήσω την αφήγησή μου από την αναφορά οποιασδήποτε ερωτικής και μυθιστορηματικής περιπέτειας, αν και θα ήταν πολύ χρήσιμη για να δώσω λίγη ποικιλία στις περιγραφές των κοιμητηρίων, των τεκέδων, των τζαμιών, των παλατιών και των περιπτέρων. Τίποτα δεν ομορφαίνει περισσότερο ένα ταξίδι στην Ανατολή από μια γριά που, στη στροφή ενός έρημου σοκακιού, σου γνέφει να την ακολουθήσεις και σε μπάζει μέσα από μια μυστική πόρτα σ' ένα διαμέρισμα, κοσμημένο με όλες τις εκζητήσεις της ασιατικής πολυτέλειας, όπου σε περιμένει, καθισμένη πάνω σε μαξιλαράκια από μπροκάρ, μια σουλτάνα φορτωμένη χρυσάφια και πετράδια, μ' ένα χαμόγελο γεμάτο φιλήδονες υποσχέσεις που σύντομα πραγματοποιούνται. Συνήθως η ιστορία τελειώνει με την ξαφνική άφιξη του αφέντη, που σου αφήνει ελάχιστο χρόνο να το σκάσεις από κάποια κρυφή έξοδο, εκτός αν η ιστορία τελειώσει πιο τραγικά με μια ένοπλη πάλη και την πτώση, στα βάθη του Βοσπόρου, ενός σακιού μες στο οποίο κινείται αμυδρά το σουλούπι ενός ανθρώπου. Αυτός ο ανατολίτικος κοινός τόπος, κατάλληλα διανθισμένος, ενδιαφέρει πάντα τον αναγνώστη, και κυρίως την αναγνώστρια. Αναμφίβολα, υπάρχουν παραδείγματα όπου ένας γκιαούρης, όμορφος, νέος και πλούσιος, που γνωρίζει σε βάθος τη γλώσσα του τόπου και που διαθέτει ένα σπιτάκι προσαρμοσμένο στα τουρκικά ήθη, καταφέρνει, διατρέχοντας τους μεγαλύτερους κινδύνους και εκθέτοντας τη ζωή της γυναίκας, να συνδεθεί ερωτικά με μια μουσουλμάνα. Αλλά αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο, και οι λόγοι είναι πολλοί: πρώτα πρώτα, παρ' όλα όσα λένε οι διάφοροι Μολιέροι, υπάρχουν οι αμπάρες και τα καφασωτά, εμπόδια αρκετά αποτελεσματικά από πρακτική άποψη· έπειτα είναι οι θρησκευτικές

176

διαφορές και η ειλικρινής περιφρόνηση κάθε πιστού για τους απίστους, αφήστε που είναι δύσκολο ή μάλλον αδύνατον να υπάρξουν οι προκαταρκτικές σχέσεις που καθορίζουν τον έρωτα. Επιπλέον, στη Γαλλία υπάρχει μια σιωπηλή συνωμοσία κατά του συζύγου· όλος ο κόσμος ευνοεί το ερωτευμένο ζευγάρι, τουλάχιστον με τη σιωπή του, και κανείς δε σκέφτεται ν' αναγορευτεί υπερασπιστής της δημόσιας ηθικής. Στην Τουρκία δε συμβαίνει το ίδιο: ένας σωματοφύλακας, ένας χαμάλης, ένας άνθρωπος του λαού που βλέπει στο δρόμο μια μουσουλμάνα να μιλάει σ' ένα Φράγκο ή απλά και μόνο να του γνέφει με νόημα, της επιτίθεται με κλοτσιές, γροθιές και ξυλιές, βαναυσότητα που βρίσκει μόνο επιδοκιμασίες, ακόμα και μεταξύ των γυναικών. Κανείς δεν ακούει κοροϊδίες σχετικά με τη συζυγική πίστη· η ακραία σωματική ζήλια των Τούρκων τους κατοχυρώνει όσο γίνεται από τα συζυγικά παθήματα, που είναι τόσο συχνά σ' εμάς - αν και το αστείο για τα κέρατα είναι γνωστό τόσο στην παράγκα του Καραγκιόζη όσο και στο Τεάτρ-Φρανσαί, και η λέξη κερατάς επανέρχεται ανά πάσα στιγμή στις κωμικές φιλονικίες. Είναι αλήθεια ότι οι Τουρκάλες βγαίνουν ελεύθερα, πηγαίνουν περίπατο στα Γλυκέα Ύδατα της Ασίας και της Ευρώπης, παρελαύνουν με άμαξες στο Χαϊντάρ Πασά ή στην πλατεία Σουλτάν Βαγιαζίτ, κάθονται στα κράσπεδα των νεκροταφείων του Πέραν και του Σκούταρι, περνάνε μέρες ολόκληρες στα λουτρά ή στα σπίτια των φιλενάδων τους, παρακολουθούν τις κωμωδίες στο Καντίκιοϊ, τα κόλπα των ταχυδακτυλουργών στα Ψωμμαθειά, κουβεντιάζουν κάτω από τις αψίδες των τζαμιών, σταματούν στα καταστήματα στο Μπεζεστένι και διασχίζουν το Βόσπορο με καΐκι ή με ατμόπλοιο· αλλά έχουν πάντα μαζί τους δυο τρεις φιλενάδες, ή μια νέγρα, ή μια γριά που εκτελεί χρέη παρθεναγωγού, και, αν είναι πλούσιες, έναν ευνούχο που συχνά ζηλεύει για δικό του λογαριασμό· όταν είναι μόνες, πράγμα σπάνιο, ένα παιδί τους χρησιμεύει για ασπίδα και, όταν δεν υπάρχει παιδί, τα δημόσια ήθη τις επιτηρούν και τις προστατεύουν ίσως παραπάνω απ' όσο θα ήθελαν. Η ελευθερία κινήσεων που απολαμβάνουν είναι μόνο φαινομενική. Οι ξένοι πίστεψαν ότι είχαν κάποια «τυχερά» επειδή έχουν μπερδέψει τις Αρμένισσες με τις Τουρκάλες· οι Αρμένισσες φορούν

177

την ίδια στολή, εκτός από τα κίτρινα μποτάκια, και μιμούνται τον τρόπο που φέρονται οι Τουρκάλες αρκετά καλά ώστε να εξαπατήσουν κάποιον ξένο. Αρκεί, για μια ερωτοδουλειά, μια γριά προξενήτρα που είναι συνεννοημένη με μια ραδιούργα καλλονή, ένας μωρόπιστος νεαρός κι ένα ραντεβού σε κάποιο απομονωμένο σπίτι· η ματαιοδοξία φροντίζει για τα υπόλοιπα, και η περιπέτεια τελειώνει πάντα με την απόσπαση κάποιου ποσού λιγότερο ή περισσότερο σεβαστού, λεπτομέρεια που δεν είχε προβλέψει ο εξαπατημένος γκιαούρης, που βλέπει κάθε τυχαίο θηλυκό, αν μη τι άλλο, σαν μια παλλακίδα του πασά, αν δεν ονειρεύεται κιόλας να μπει στα χωράφια του Σουλτάνου. Στην πραγματικότητα, όμως, η τουρκική ζωή είναι ερμητικά περιτειχισμένη, και είναι πολύ δύσκολο να μάθει κανείς τι γίνεται πίσω από τα παράθυρα με τα λεπτά καφασωτά όπου ανοίγουν μικρές οπές όπως στις αυλαίες του θεάτρου, για να κοιτάζουν από μέσα προς τα έξω. Δεν πρέπει καν να διανοηθεί ο ταξιδιώτης να μαζέψει πληροφορίες από τους αυτόχθονες. Όπως λέει ο Αλφρέ ντε Μυσέ στην αρχή του Ναμούνα: Α πόλυ τη σιωπή βα σιλεύ ει σ' αυτή την ι στ ορία. Αν μιλήσει κανείς σ' έναν Τούρκο για τις γυναίκες του είναι σαν να διαπράττει την πιο χονδροειδή αγένεια· δεν πρέπει ποτέ να κάνει τον παραμικρό υπαινιγμό, ούτε καν έμμεσο, σ' αυτό το πολύ λεπτό ζήτημα. Έτσι αποκλείονται από τη συζήτηση κοινότοπες φράσεις όπως: «Τι κάνει η κυρία σας;» και άλλες παρόμοιες· ακόμα και ένας αρειμάνιος Οσμανλής θα κοκκίνιζε σαν κοπελίτσα ακούγοντας μια παρόμοια τερατολογία. Η γυναίκα του πρεσβευτή της Γαλλίας, θέλοντας να δωρίσει στον Ρεσίντ πασά κάποια όμορφα μεταξωτά της Λυών για το χαρέμι του, του τα πρόσφερε λέγοντας: «Ορίστε κάποια υφάσματα που εσείς ξέρετε καλύτερα από τον καθένα πώς να τα αξιοποιήσετε». Το να εκφράσει πιο ρητά το σκοπό του δώρου θα ήταν απρέπεια, ακόμα και στα μάτια του Ρεσίντ, που ήταν συνηθισμένος στα γαλλικά ήθη, και η εξαίσια λεπτότητα της μαρκησίας την έκανε να διαλέξει μια χαριτωμένα αόριστη διατύπωση που δεν μπορούσε να προσβάλει σε τίποτα την ανατολίτικη ευθιξία.

178

Από κάτι παρόμοιες ιδέες, καταλαβαίνει κανείς ότι δεν είναι πρέπον να ρωτήσει έναν Τούρκο λεπτομέρειες για την εσωτερική ζωή του χαρεμιού, το χαρακτήρα και τα ήθη τών μουσουλμάνων γυναικών ακόμα και αν είχατε στενές σχέσεις στο Παρίσι, ακόμα και αν είχατε πιει διακόσια φλιτζάνια καφέ και είχατε καπνίσει άλλες τόσες πίπες μαζί στο ίδιο ντιβάνι, θα μασήσει τα λόγια του, θ' απαντήσει αόριστα, ή θα οργιστεί και θα γίνει κατακόκκινος και θα σας αποφύγει στη συνέχεια· ο πολιτισμός, πάνω σ' αυτό το θέμα, δεν έχει κάνει ούτε ένα βήμα. Το μόνο μέσο που μπορείτε να χρησιμοποιήσετε είναι να παρακαλέσετε κάποια Ευρωπαία κυρία με καλές συστάσεις, η οποία έχει επισκεφτεί ένα χαρέμι, να σας διηγηθεί πιστά ό,τι είδε. Όσο για τον άντρα, η γνώση του σε ό,τι αφορά το κάλλος των γυναικών της Τουρκίας περιορίζεται υποχρεωτικά στο ντόμινο, ή σε ό,τι πρόλαβε ν' αρπάξει με κλεφτές ματιές κάτω από το στέγαστρο ενός αραμπά, πίσω από το παράθυρο μιας ταλίκας, στο απόσκιο των κυπαρισσιών του κοιμητηρίου, όταν η ζέστη και η μοναξιά συμβουλεύουν τη γυναίκα να παραμερίσει λίγο το πέπλο. Ακόμα, αν πλησιάσει κανείς επικίνδυνα και υπάρχει εκεί γύρω κανένας Τούρκος, επισύρει ύβρεις του τύπου: «Άπιστο σκυλί ! Άθεε! Γκιαούρη! Που να σε μαγαρίσουν τα πουλιά του ουρανού, που να πέσει πανούκλα στο σπίτι σου! Που να μείνει η γυναίκα σου στέρφα!» Κατάρα βιβλική και μουσουλμανική από τις πιο βαριές. Ωστόσο, η οργή αυτή είναι περισσότερο προσποιητή παρά αληθινή, και εκφράζεται κυρίως για το θεαθήναι. Μια γυναίκα, ακόμα και Τουρκάλα, δε θυμώνει ποτέ όταν την κοιτάζουν, και πάντα τη βαραίνει λίγο το μυστικό της ομορφιάς της. Στα Γλυκέα Ύδατα της Ασίας, ενώ στεκόμουν ακίνητος πάνω στον κορμό ενός δέντρου ή ήμουν ακουμπισμένος σε κάποια κρήνη σαν κάποιον που χάνεται μέσα σ' ένα απροσδιόριστο όνειρο, μπόρεσα να δω αρκετά μαγευτικά προφίλ που αχνοφαίνονταν πίσω από μια αέρινη γάζα, αρκετούς λαιμούς καθάριους και λευκούς σαν παριανό μάρμαρο να λυγίζουν κάτω από την πτυχή ενός μισάνοιχτου φερετζέ, ενώ ο ευνούχος περπατούσε λίγα βήματα πιο πέρα ή χάζευε τ' ατμόπλοια που περνούσαν στο Βόσπορο, καθησυχασμένος από το αφηρημένο και σκυθρωπό ύφος μου.

179

Εξάλλου, ούτε οι Τούρκοι βλέπουν περισσότερα από τους γκιαούρηδες· δεν προχωρούν ποτέ πέρα από το σελαμλίκ, στο σπίτι των επιστήθιων φίλων τους, και οι μόνες γυναίκες που γνωρίζουν είναι οι δικές τους. Όταν ένα χαρέμι επισκέπτεται το άλλο, τα πασούμια των επισκεπτριών στο κατώφλι απαγορεύουν την είσοδο στο ονταλίκ ακόμα και στον οικοδεσπότη, που βρίσκεται έτσι εξόριστος μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Ένα τεράστιο θηλυκό πλήθος, ανώνυμο και άγνωστο, κυκλοφορεί μέσα σ' αυτή τη μυστηριώδη πόλη, που έχει μεταμορφωθεί σ' ένα μόνιμο χορό της Όπερας, στον οποίο τα ντόμινο δεν έχουν την άδεια να βγάλουν τις μάσκες τους. Μόνο ο πατέρας και ο αδερφός έχουν το δικαίωμα να δουν με ακάλυπτο πρόσωπο τις κόρες και τις αδερφές τους, οι οποίες καλύπτουν το πρόσωπο για τους λιγότερο στενούς συγγενείς. Έτσι, ένας Τούρκος μπορεί να έχει δει στη ζωή του μόνο πέντε ή έξι πρόσωπα μουσουλμάνων γυναικών. Τα πολυπληθή χαρέμια είναι προνόμιο μόνο των βεζίρηδων, των πασάδων, των μπέηδων και άλλων πλουσίων αντρών, γιατί στοιχίζουν υπερβολικά ακριβά, αφού κάθε γυναίκα που γίνεται μητέρα πρέπει να έχει δικό της ξεχωριστό σπίτι και δικές της σκλάβες. Οι Τούρκοι με μέσο εισόδημα έχουν μετά βίας μια νόμιμη γυναίκα, αν και θα μπορούσαν να παντρευτούν τέσσερις, και μια δυο αγορασμένες παλλακίδες. Το πλεόνασμα του αντίθετου φύλου παραμένει γι' αυτούς ένα φάντασμα και μια χίμαιρα· είναι αλήθεια ότι μπορούν ν' αποζημιωθούν κοιτάζοντας τις Ελληνίδες, τις Εβραίες, τις Αρμένισσες, τις γυναίκες του Πέραν και τις σπάνιες ταξιδιώτισσες που έρχονται να επισκεφτούν την Κωνσταντινούπολη. Μπορεί οι σαρκικές απολαύσεις των Τούρκων να είναι πιο εξασφαλισμένες από τις δικές μας, δεν έχουν όμως καμία φαντασιακή ηδονή. Πώς να σε διεγείρουν καλλονές που μετά βίας βλέπεις, με τις οποίες οποιαδήποτε ομαλή σχέση είναι αδύνατη, και από τις οποίες ακόμα και οι κανόνες της ζωής σε χωρίζουν ακατανίκητα; Όλα αυτά δεν εμποδίζουν, αναμφίβολα, κάποιο νεαρό Οσμανλή να ερωτευτεί μια χανούμισσα (κυρία) ή μια οδαλίσκη κατόπιν μιας ευτυχούς συγκυρίας ή μιας τυχαίας συνάντησης, και εκείνη να του δοθεί, παρ' όλα τα εμπόδια· αλλά η εξαίρεση επιβεβαιώνει τον κανόνα.

180

Ένας Τούρκος, για να παντρευτεί, καταφεύγει σε μια γυναίκα ώριμης ηλικίας που κάνει τη δουλειά της προξενήτρας, αξιοσέβαστο επάγγελμα στη Κωνσταντινούπολη. Η γερόντισσα, που συχνάζει στα λουτρά, του περιγράφει εξονυχιστικά κάποιες Ασμέ, Ρουσέν, Νουρμαχάλ, Πεμπέ-Χαρέ, Λεϊλά, Μίχριμαρ και άλλες παρθένες και σε ηλικία γάμου καλλονές, φροντίζοντας να διανθίζει με όσο το δυνατόν περισσότερες ανατολίτικες μεταφορές το πορτρέτο της κόρης που ευνοεί. Ο εφέντης ερωτεύεται από την περιγραφή, σπέρνει μπουκέτα με υάκινθους στο δρόμο όπου πρόκειται να περάσει η κουκουλωμένη μούσα του και, αφού ανταλλάξουν κάποιες ματιές, τη ζητάει από τον πατέρα της, εξασφαλίζοντας μια προίκα ανάλογη του πάθους και της περιουσίας του, και τότε βλέπει επιτέλους να πέφτει, για πρώτη φορά, στο νυφικό κοιτώνα, το ενοχλητικό γιασμάκι που κρύβει συνήθως κάποια ευγενικά και συμμετρικά χαρακτηριστικά. Οι γάμοι αυτοί από προξενιό φέρνουν ίδιες περιφρονήσεις και απογοητεύσεις με τους δικούς μας. Θα μπορούσα ν' αντιγράψω εδώ, από τους ταξιδιώτες που έχουν έρθει πριν από μένα, ένα πλήθος από λεπτομέρειες για τη βαλιντέ, τις χασεκί, τις σουλτάνες, τις οδαλίσκες και την εσωτερική διαρρύθμιση του σεραγιού· τα βιβλία απ' όπου θ' αντλούσα αυτές τις πληροφορίες είναι στα χέρια όλου του κόσμου, και είναι ανώφελο να τ' αντιγράψω. Ας περάσουμε σε κάτι πιο συγκεκριμένο, και ας περιγράψουμε το εσωτερικό ενός τουρκικού σπιτιού με βάση την αφήγηση μιας κυρίας που προσκλήθηκε σε δείπνο στο σπίτι της γυναίκας του τέως πασά του Κουρδιστάν για τον οποίο έχω ήδη μιλήσει. Η γυναίκα αυτή ανήκε κάποτε στο σεράι πριν παντρευτεί τον πασά. Όταν φτάνουν στην ηλικία των τριάντα χρόνων, ο σουλτάνος χαρίζει την ελευθερία σε ορισμένες από τις σκλάβες του, που τυχαίνει να κάνουν πολύ συμφέροντες γάμους, εξαιτίας των δεσμών που διατηρούν με το παλάτι και του κύρους που θεωρητικά διαθέτουν. Άλλωστε έχουν πολύ καλή παιδεία· ξέρουν να διαβάζουν, να γράφουν, να συνθέτουν ποιήματα, να χορεύουν, να παίζουν όργανα, και ξεχωρίζουν από τους αριστοκρατικούς τρόπους που αποκτά κανείς μόνο στην Αυλή· γνωρίζουν επίσης, σε πολύ μεγάλο βαθμό, τις δολοπλοκίες και τις φατρίες του παλατιού και συχνά μαθαίνουν, από

181

τις φιλενάδες τους που έχουν παραμείνει στο χαρέμι, πολιτικά μυστικά που εκμεταλλεύονται οι άντρες τους, είτε για να πετύχουν μια χάρη είτε για ν' αποφύγουν μια δυσμένεια. Ο γάμος λοιπόν με μια κοπέλα από το σεράι είναι κάτι που συμφέρει πολύ ένα φιλόδοξο ή σώφρονα άντρα. Το διαμέρισμα στο οποίο η γυναίκα του πασά υποδέχτηκε την προσκεκλημένη της ήταν καλαίσθητο και πλούσιο, και ερχόταν σε αντίθεση με την αυστηρή γύμνια του σελαμλίκ, που περιέγραψα στο προηγούμενο κεφάλαιο. Μια σειρά από παράθυρα καταλάμβανε τους τρεις εξωτερικούς τοίχους για να μπαίνει όσο το δυνατόν περισσότερος αέρας και φως - μια σέρα δίνει την πιο πιστή εικόνα αυτών τών δωματίων, όπου διατηρούν επίσης πολύτιμα άνθη. Ένα θαυμάσιο χαλί από τη Σμύρνη σκέπαζε μαλακά το δάπεδο· ζωγραφισμένα και επιχρυσωμένα αραβουργήματα και συμπλέγματα κοσμούσαν την οροφή· ένα μακρύ ντιβάνι από κίτρινο και γαλάζιο ατλάζι δέσποζε στις δυο πλευρές του τοίχου· ένα άλλο μικρό ντιβάνι, πολύ χαμηλό, απλωνόταν ανάμεσα σε δυο παράθυρα απ' όπου αποκαλυπτόταν άπλετη η θαυμαστή θέα του Βοσπόρου· μαξιλαράκια από γαλάζιο δαμασκηνό ήταν σκόρπια στο χαλί. Σε μια γωνιά γυαλοκοπούσε, τοποθετημένη πάνω σ' ένα δίσκο από το ίδιο υλικό, μια μεγάλη κανάτα από γυαλί Βοημίας σε σμαραγδί χρώμα, με χρυσές κλαδογραφίες· σε μια άλλη ήταν τοποθετημένο ένα σεντούκι από γκοφρέ δέρμα, κοσμημένο, κεντημένο και επιχρυσωμένο, όμορφης τεχνοτροπίας, που θύμιζε, με την επινοητικότητα των στολιδιών του, τα σεντούκια του Μαρόκου που ο Ντελακρουά δεν παραλείπει ποτέ να βάζει στους πίνακές του της αφρικανικής ζωής. Δυστυχώς, η ανατολίτικη αυτή πολυτέλεια ήταν ανάμεικτη μ' ένα κομό από μαόνι πάνω στο μάρμαρο του οποίου καμάρωνε ένα εκκρεμές σκεπασμένο με τη γυάλινη σφαίρα του, ανάμεσα σε δυο δοχεία με τεχνητά άνθη κάτω από μια γυάλα, ούτε λίγο ούτε πολύ σαν εκείνα που βρίσκονται πάνω στο τζάκι ενός αξιοσέβαστου εισοδηματία του Μαραί. Οι παραφωνίες αυτές που θλίβουν έναν καλλιτέχνη βρίσκονται σ' όλα τα τουρκικά σπίτια που αξιώνουν να είναι καλόγουστα. Ένα δωμάτιο πιο απλά διακοσμημένο, δίπλα στο πρώτο, χρησίμευε για τραπεζαρία, και επικοινωνούσε με τη

182

σκάλα της κουζίνας. Η χανούμισσα ήταν περίλαμπρα στολισμένη, όπως στολίζονται στο σπίτι τους οι Τουρκάλες, ιδίως όταν περιμένουν επίσκεψη. Τα μαύρα μαλλιά της, χωρισμένα σε άπειρα κοτσιδάκια, έπεφταν πάνω στους ώμους της και κατά μήκος των παρειών της. Οι τετραπλές αλυσιδούλες ενός αδαμαντοκόλλητου κοσμήματος και τα ολοδιάφανα πετράδια που ήταν κεντημένα πάνω σ' ένα βαθυγάλανο ατλαζωτό σκουφάκι και το σκέπαζαν σχεδόν ολοκληρωτικά, άστραφταν στην κορυφή του κεφαλιού της σαν διαμαντένια περικεφαλαία. Αυτός ο λαμπρός καλλωπισμός ταίριαζε με την αυστηρή και αρχοντική ομορφιά της, τα μαύρα λαμπερά μάτια της, τη λεπτή γαμψή μύτη της, το κόκκινο στόμα της, το μακρύ οβάλ του προσώπου της, με όλη της τη φυσιογνωμία, φυσιογνωμία υπεροπτικής και καταδεκτικής αριστοκράτισσας. Ο κύκνειος λαιμός της ήταν περιτριγυρισμένος από ένα χοντρό μαργαριταρένιο περιδέραιο, και από το μισάνοιχτο μεταξωτό της πουκάμισο διακρινόταν η αρχή ενός χαριτωμένου και καλοσχηματισμένου στήθους που δε χρειαζόταν τη βοήθεια του στηθόδεσμου, στενόχωρου εργαλείου και άγνωστου στην Ανατολή. Φορούσε ένα βαθυκόκκινο μεταξωτό φόρεμα ανοιχτό μπροστά σαν αντρικό πανωφόρι, με σχισίματα στο πλάι ως το ύψος του γονάτου, που πίσω σχημάτιζε μια ουρά σαν φόρεμα της αυλής. Το φόρεμα αυτό ήταν γαρνιρισμένο με μια λευκή κορδέλα που σούφρωνε αραιά και πού και σχημάτιζε αστεράκια. Μια περσική εσάρπα έσφιγγε την κορυφή της φαρδιάς λευκής ταφταδένιας βράκας της, οι πτυχές της οποίας σκέπαζαν κάτι πασουμάκια από κίτρινο μαροκινό που έδειχναν μόνο την ανασηκωμένη μύτη τους σαν κινεζικά ξυλοπάπουτσα. Έβαλε την ξένη να καθίσει πλάι της πάνω στο μικρό ντιβάνι με πολλή χάρη, αφού της πρόσφερε όμως πρώτα μια καρέκλα για να κάτσει με τον ευρωπαϊκό τρόπο αν το τουρκικό κάθισμα της φαινόταν άβολο, και περιεργάστηκε με περιέργεια την τουαλέτα της, χωρίς όμως φανερή προσποίηση, όπως κάνει ένας καλοαναθρεμμένος άνθρωπος όταν βλέπει μπροστά του ένα καινούριο αντικείμενο. Η συζήτηση,

183

ανάμεσα σε ανθρώπους που δε μιλούν την ίδια γλώσσα και περιορίζονται στην παντομίμα, δε θα μπορούσε να έχει μεγάλη ποικιλία: η Τουρκάλα ρώτησε την Ευρωπαία αν είχε παιδιά, και της έδωσε να καταλάβει ότι η ίδια είχε στερηθεί προς μεγάλη της λύπη αυτή τη χαρά. Όταν ήρθε η ώρα του φαγητού, πέρασαν στο διπλανό δωμάτιο, που ήταν επίσης περιτριγυρισμένο από ντιβάνια, και έφεραν το μονόποδο τραπεζάκι από γυαλισμένο μπακίρι φορτωμένο με εδέσματα σχεδόν παρόμοια μ' εκείνα που έχω ήδη περιγράψει, μόνο που τα πιάτα με το κρέας είχαν μικρότερες μερίδες και τα ζαχαρωτά ήταν περισσότερα και πιο ποικίλα. Μια ευνοούμενη σκλάβα της χανούμισσας συμμετείχε στο δείπνο πλάι στην κυρά της. Ήταν μια όμορφη κοπέλα δεκαεφτά ή δεκαοχτώ χρόνων, γεροδεμένη, γεμάτη ζωή, υπέροχα ανθισμένη, αλλά πολύ κατώτερη ως προς την αρχοντιά από την πρώην οδαλίσκη του σεραγιού· είχε μεγάλα μαύρα μάτια στεφανωμένα με φαρδιά φρύδια, άλικο στόμα, στρογγυλά μάγουλα, ένα πρόσωπο σαν χωριατοπούλας που έσφυζε από υγεία, λευκά και σαρκώδη χέρια, δυνατό λαιμό και αφράτες καμπύλες που η αποκαλυπτική στολή της επέτρεπε να απολαμβάνει κανείς ελεύθερα. Φορούσε ένα ελληνικό σκουφάκι, από το οποίο ξεγλιστρούσαν τα καστανόμαυρα μαλλιά της σε δυο χοντρές πλεξίδες, και φορούσε ένα σακάκι σε κίτρινη-φιστικιά απόχρωση που οι δικοί μας βαφείς δε θα μπορούσαν ν' αντιγράψουν, απόχρωση πολύ φωτεινή και πολύ απαλή. Το σακάκι αυτό, με σχισίματα στο πλάι και πίσω, έτσι ώστε να σχηματίζει ουρές σαν τα πανώφόρια που φορούν οι Παριζιάνες, είχε κοντά μανίκια απ' όπου ξεγλιστρούσαν άλλα μανίκια από μεταξωτή γάζα, και αναδείκνυε, τονίζοντας τη μέση, κάτι οπίσθια που δε χρωστούσαν τίποτα στα ψέματα του κρινολίνου· ένα φαρδύ φουσκωτό σαλβάρι από πυκνοϋφασμένη μουσελίνα συμπλήρωνε αυτή την αμφίεση που ήταν και άνετη και κομψή. Μια μιγάδα με γυαλιστερή μπρούντζινη επιδερμίδα, μ' ένα κομμάτι λευκή τσόχα τυλιγμένο γύρω από το μέτωπο, που το είχε περιτυλίξει ατημέλητα μέσα σ' ένα λευκό χαμπάρα το οποίο αναδείκνυε θαυμάσια τη σκούρα απόχρωση της επιδερμίδας της, στεκόταν όρθια

184

και ξυπόλυτη μπροστά στην πόρτα, παίρνοντας τα πιάτα από τα χέρια της υπηρέτριας που τ' ανέβαζε από την κουζίνα του κάτω ορόφου. Μετά το δείπνο, η καντίν σηκώθηκε και πέρασε στο σαλόνι, όπου περιέφερε από ντιβάνι σε ντιβάνι την όλο χάρη νωχέλειά της. Ύστερα κάπνισε ένα τσιγάρο αντί του παραδοσιακού ναργιλέ· το τσιγάρο είναι τώρα της μόδας στην Ανατολή, και καπνίζουν τόσα papelitos στην Κωνσταντινούπολη όσα και στη Σεβίλλη· είναι μια διασκέδαση για τις άπραγες Τουρκάλες να τυλίγουν τις ξανθές τούφες της λατάκια μέσα σε λεπτά χωνάκια από papel de hilo67. Ο κύριος του σπιτιού ήρθε να κάνει μια επίσκεψη στη γυναίκα του και την Ευρωπαία κυρία· όμως, όταν τον άκουσε να έρχεται, η νεαρή σκλάβα το έβαλε στα πόδια με εξαιρετική γρηγοράδα, γιατί, καθώς ανήκε αποκλειστικά στη χανούμισσα, και ήταν ήδη μνηστευμένη, δεν μπορούσε να εμφανιστεί με ακάλυπτο πρόσωπο μπροστά στον τέως πασά του Κουρδιστάν που, κατά τ' άλλα, είχε μονάχα μια γυναίκα, όπως πολλοί Τούρκοι. Λίγα λεπτά αργότερα, ο πασάς αποσύρθηκε για ν' ασκήσει τα θρησκευτικά του καθήκοντα στο διπλανό δωμάτιο και η χανούμισσα ξανακάλεσε τη σκλάβα της. Η ώρα του αποχαιρετισμού είχε φτάσει· η ξένη σηκωνόταν για να φύγει· η οικοδέσποινα της ένευσε να μείνει λίγο ακόμα και είπε λίγα λόγια στο αυτί της νεαρής σκλάβας, που βάλθηκε να σκαλίζει τα συρτάρια του κομό πολύ ζωηρά, ώσπου βρήκε ένα μικρό αντικείμενο κλεισμένο μέσα σε μια θήκη, το οποίο η γυναίκα του πασά χάρισε στην επισκέπτρια σαν μια τερπνή ανάμνηση για την όμορφη βραδιά που πέρασαν μαζί. Η θήκη αυτή από χοντρό λιλά χαρτόνι με ασημιές ανταύγειες περιείχε ένα κρυστάλλινο μπουκαλάκι πάνω στο οποίο ήταν γραμμένο το παρακάτω κειμενάκι: «Απόσταγμα για το μαντήλι. - Παρίσι. - Μέλι». Και στην άλλη του όψη: «Διπλό απόσταγμα, άριστη ποιότητα μελιού. Λ.-Τ. Πιβέρ, οδός Σαιν-Μαρτέν 103, Παρίσι».

185

Η ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΕΧΩ ΠΡΟΦΕΡΕΙ ΠΟΛΥ ΣΥΧΝΑ ΤΗ ΛΕΞΗ «ΚΑΪΚΙ», ΚΑΙ θα ήταν δύσκολο να κάνει κανείς αλλιώς όταν μιλάει για την Κωνσταντινούπολη· συνειδητοποιώ όμως ότι δεν έχω δώσει καμία περιγραφή του, αν και αξίζει τον κόπο· γιατί το καΐκι είναι σίγουρα το πιο χαριτωμένο πλεούμενο που διέσχισε ποτέ τα γαλανά νερά της θάλασσας. Δίπλα στο τουρκικό καΐκι, η βενετσιάνικη γόνδολα, μολονότι κομψή, δεν είναι παρά ένα χοντροκομμένο μπαούλο, και οι γονδολιέρηδες που τραγουδούν τις βαρκαρόλες, αστεία υποκείμενα συγκρινόμενοι με τους καϊκτσήδες. Το καΐκι είναι μια βάρκα με μάκρος δεκαπέντε ως είκοσι πόδια και φάρδος τρία και με σκαρί που θυμίζει πατίνι, η κάθε άκρη του οποίου έχει μια τέτοια απόληξη ώστε να μπορεί κανείς να περπατά και στις δυο κατευθύνσεις· το πέτσωμα αποτελείται από δυο μακριά μαδέρια σκαλισμένα στο εσωτερικό με σχέδια που αναπαριστούν φυλλώματα, ανθέμια, φρούτα, φιόγκους, φαρέτρες σε σχήμα χιαστί και άλλα μικροστολίδια· δυο τρία μαδέρια με δαντελωτά σκαλίσματα ενώνουν τα πλαϊνά της βάρκας, τη διαιρούν σε χωρίσματα και συγκρατούν τα πλευρά της από την πίεση του νερού· ένα σιδερένιο ράμφος οπλίζει την πλώρη. Όλη αυτή η κατασκευή είναι από ξύλο οξιάς αλειμμένο με κερί ή λούστρο και κοσμημένο ενίοτε με χρυσαφένια ανάγλυφα στολίδια, εξαιρετικά περίτεχνα και κομψά. Οι καϊκτσήδες, που καθένας τους χειρίζεται ένα ζευγάρι κουπιά εξογκωμένα κοντά στη λαβή για αντίβαρο, κάθονται πάνω σ' ένα μικρό κάθετο πάγκο στολισμένο με μια προβιά, ώστε να μη γλιστρούν όσο κωπηλατούν, και τα πόδια τους κοντράρουν πάνω σ' ένα ξύλινο υποστήριγμα. Οι επιβάτες κάθονται οκλαδόν στο βάθος της βάρκας, από την πλευρά της πρύμνης, για ν' ανασηκώνεται λίγο η μύτη της πλώρης, πράγμα που διευκολύνει την πλοήγηση: παίρνουν τόσο μεγάλες προφυλάξεις που φτάνουν στο σημείο να περνούν με λίπος το εξωτερικό της βάρκας, για να μην την πιάνει το νερό. Ένα χαλί λιγότερο ή περισσότερο βαρύτιμο στολίζει το πίσω μέρος του καϊκιού, όπου είναι

186

απαραίτητο να μένει κανείς απόλυτα ακίνητος, γιατί με την παραμικρή απότομη κίνηση θ' αναποδογύριζε το πλεούμενο ή θα τραυματίζονταν τέλος πάντων οι καρποί των καϊκτσήόων, που κωπηλατούν με τα χέρια χιαστί. Το καΐκι είναι ευαίσθητο σαν ζυγαριά, και κλίνει δεξιά ή αριστερά με την παραμικρή απώλεια ισορροπίας· τα βαριά σουλούπια των Τούρκων, που μένουν ακίνητοι σαν είδωλα, συμμορφώνονται θαυμάσια σ' αυτό τον καταναγκασμό, που είναι στην αρχή βασανιστικός για τους αεικίνητους γκιαούρηδες, αλλά που γρήγορα τον συνηθίζουν. Ένα δίκωπο καΐκι μπορεί ν' αντέξει τέσσερις επιβάτες, καθισμένους αντικριστά. Παρά το λιοπύρι, οι βάρκες δεν έχουν στέγαστρο, γιατί θα τους έκοβε τη φόρα και θα ήταν αντίθετο προς την τουρκική εθιμοτυπία, αφού στέγαστρα έχουν αποκλειστικά τα καΐκια του σουλτάνου· μπορεί όμως να έχει κανείς μαζί του ένα παρασόλι, μόνο που πρέπει να το κλείνει όταν το καΐκι περνάει πολύ κοντά από τα αυτοκρατορικά ενδιαιτήματα. Ένα σκαρί τέτοιου τύπου ακολουθεί ένα άλογο που τρέχει με γρήγορο καλπασμό στην όχθη, και είναι φορές μάλιστα που το προσπερνάει. Κάθε καΐκι φέρει κοντά στην πλώρη μια πινακίδα που υποδεικνύει τη σκάλα όπου κάνει στάση: Τοπχανές, Γαλατάς, Πράσινο Κιόσκι, Γενί Τζαμί, Μπεσίκτας, κλπ. Οι καϊκτσήδες είναι κάτι υπέροχοι λεβέντες, Αρναούτηδες ή αρματολοί στην πλειοψηφία τους, με αρρενωπή ομορφιά και ηράκλεια ρώμη. Ο αέρας και ο ήλιος δίνουν στο μαυρισμένο δέρμα τους το χρώμα όμορφων μπρούντζινων αγαλματιδίων των οποίων έχουν ήδη τη μορφή. Η στολή τους απαρτίζεται από εκτυφλωτικά άσπρες φαρδιές λινές περισκελίδες, και από ένα πουκάμισο από ριγωτή γάζα με σχιστά μανίκια, που δίνει ελευθερία στις κινήσεις τους· ένα κόκκινο φέσι, που η γαλάζια ή μαύρη φούντα του κρέμεται μακριά γύρω στο μισό πόδι, σφίγγει το κεφάλι τους με τους ξυρισμένους κροτάφους· ένα μάλλινο ζωνάρι με κίτρινες και κόκκινες ρίγες κάνει πολλούς γύρους πάνω από τη μέση τους και κρατάει σταθερό το στέρνο τους.

187

Έχουν μόνο μουστάκι, για να μη ζεσταίνονται από ένα άχρηστο τρίχωμα· τα πόδια τους είναι γυμνά, και το ανοιχτό πουκάμισό τους αποκαλύπτει κάτι δυνατούς θωρακικούς μυώνες που αποκτούν χάλκινες αποχρώσεις με το δυνατό λιοπύρι, Με κάθε κίνηση των κουπιών, οι δικέφαλοί τους φουσκώνουν και διαγράφονται σαν οβίδες πάνω στα αθλητικά μπράτσα τους. Οι υποχρεωτικοί καθαρμοί διατηρούν σχολαστικά καθαρά τα όμορφα κορμιά τους, που είναι εξαγνισμένα από την άσκηση, τον καθαρό αέρα και μια εγκράτεια άγνωστη στους ανθρώπους του Βορρά. Οι καϊκτσήδες, παρά τη σκληρή δουλειά τους, τρώνε μονάχα λίγο ψωμί, αγγούρια, καλαμπόκια και φρούτα, και πίνουν μόνο σκέτο νερό ή καφέ, ενώ όσοι έχουν ασπαστεί τον ισλαμισμό κωπηλατούν από το πρωί ως το βράδυ χωρίς να καταπιούν ούτε μια γουλιά νερό ή μια ρουφηξιά καπνό όσο κρατούν οι τριάντα μέρες της νηστείας του Ραμαζανιού. Δε θα υπερέβαλλε κανείς αν υπολόγιζε ότι ο αριθμός των καϊκτσήδων που εξυπηρετούν τις διαφορετικές σκάλες από την Κωνσταντινούπολη και το Βόσπορο ως το ύψος των Θεραπειών ή του Μπουγιούκ Ντερέ είναι τρεις με τέσσερις χιλιάδες. Η διάταξη της πόλης, που τη χωρίζουν από τα προάστιά της ο Κεράτιος Κόλπος, ο Βόσπορος και η θάλασσα του Μαρμαρά, απαιτεί διαρκείς διαδρομές μέσω της πλωτής συγκοινωνίας· πρέπει ανά πάσα στιγμή να παίρνει κανείς καΐκι για να πάει από τον Τοπχανέ στο Σεράι Μπουρνού, από το Μπεσίκτας στο Σκούταρι, από τα Ψωμμαθειά στο Καντίκιοϊ, από το Κασίμ Πασά στο Φανάρι και από τη μια πλευρά του Κεράτιου Κόλπου στην άλλη, όταν έχει απομακρυνθεί πολύ από τη μία από τις τρεις λεμβόζευκτες γέφυρες που διασχίζουν το λιμάνι. Δεν υπάρχει πιο διασκεδαστικό θέαμα, όταν φτάνεις σε μια σκάλα, από τους καϊκτσήδες που συρρέουν και σε διεκδικούν, όπως άλλοτε οι οδηγοί τών δημόσιων οχημάτων του Παρισιού, βρίζοντας ο ένας τον άλλον μ' εκπληκτική ευφράδεια και προσφέροντας τη βάρκα τους σε εξευτελιστικές τιμές. Στην αναμπουμπούλα ανακατεύονται πότε πότε τα γαβγίσματα των τρομαγμένων σκυλιών, που τα ποδοπατούν πάνω στη φούντωση του καβγά. Στο τέλος, αφού σε σπρώξουν, σε χτυπήσουν, σου ρίξουν αγκωνιές, σε τραβολογήσουν, γίνεσαι η λεία ενός ή δυο γιγαντιαίων παλικαράδων που σε σέρνουν θριαμβευτικά

188

προς τη βάρκα τους μέσα από τις παρέες των συναδέλφων τους που μουρμουρίζουν απογοητευμένοι. Το να μπεις σ' ένα καΐκι χωρίς να γυρίσει η καρίνα του στον αέρα είναι μια αρκετά λεπτή υπόθεση. Ένας καλοκάγαθος Τούρκος γέροντας, με λευκή γενειάδα και ηλιοψημένο δέρμα, κρατάει τη βάρκα μ' ένα μπαστούνι εξοπλισμένο μ' ένα καρφί, και του ρίχνεις ένα γρόσι για την καλοσύνη του. Δεν είναι πάντα εύκολο ν' απαγκιστρωθεί ένα καΐκι από το μικρό στόλο που συνωστίζεται γύρω του σε κάθε αποβάθρα, και χρειάζεται η απαράμιλλη επιδεξιότητα των καϊκτσήδων για να το πετύχουν χωρίς συγκρούσεις και χωρίς ατυχήματα. Για ν' αράξει, κάθε καΐκι στρέφεται έτσι ώστε η πρύμνη του ν' αγγίξει την ακτή. ελιγμός που θα μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνες συγκρούσεις αν οι καϊκτσήδες δεν είχαν, όπως οι γονδολιέρηδες της Βενετίας, κωδικοποιημένες κραυγές για να συνεννοούνται. Όταν αποβιβάζεται κανείς, αφήνει το αντίτιμο της διαδρομής στο βάθος της βάρκας, πάνω στο χαλί, σε γρόσια ή σε μπεσλίκ, ανάλογα με την απόσταση που διανύθηκε και το συμφωνημένο ποσό. Η θέση του καϊκτσή στην Κωνσταντινούπολη θα ήταν καλή, αν δεν υπήρχε ο ανταγωνισμός των ατμόπλοιων που αρχίζουν να κυκλοφορούν στο Βόσπορο όπως τα watermen στον Τάμεση. Από τη γέφυρα του Γαλατά, πέρα από την οποία δεν μπορούν να προχωρήσουν, φεύγουν οποιαδήποτε ώρα της μέρας πλήθος τουρκικά, αγγλικά και αυστριακά ατμόπλοια, που ο καπνός τους σμίγει με τις ασημένιες ομίχλες του Κεράτιου Κόλπου, και αποβιβάζουν τους ταξιδιώτες κατά εκατοντάδες στο Μπεμπέκ, το Αρναούτκιοϊ, το Αναντολού Χισάρ, τα Θεραπειά, το Μπουγιούκ Ντερέ, στην όχθη της Ευρώπης· στο Σκούταρι, το Καντίκιοϊ, τα Πριγκιπονήσια, στην όχθη της Ασίας: διαδρομές που άλλοτε ήταν κανείς υποχρεωμένος να κάνει με καΐκι, που κόστιζαν πολύ σε χρόνο και χρήμα, επειδή ήταν μεγάλες, και που έκρυβαν κινδύνους εξαιτίας της βιαιότητας των ρευμάτων και του αέρα, που συνηθίζει να ψυχραίνει από τη μια στιγμή στην άλλη στα στενά της Μαύρης θάλασσας.

189

Μάταια πασχίζουν οι καϊκτσήδες να συναγωνιστούν την ταχύτητα των ατμόπλοιων. Του κάκου συναγωνίζονται οι σφριγηλοί μυώνες τους ατσαλένιους μυώνες των εμβόλων. Σύντομα θα τους απομείνουν πια μόνο οι μικρές ενδιάμεσες διαδρομές, και μονάχα οι παλαιοί οπισθοδρομικοί Τούρκοι που κλαίνε στο Ελμπισέι Ατικά, βλέποντας τα αποφόρια των γενίτσαρων, θα ναυλώνουν τα καΐκια για να γυρίζουν στα εξοχικά ενδιαιτήματά τους, από μίσος για τις διαβολικές εφευρέσεις των γκιαούρηδων. Υπάρχουν επίσης καΐκια-λεωφορεία. βαριά πλεούμενα που φορτώνουν καμιά τριανταριά άτομα και χειραγωγούνται από τέσσερις ή έξι κωπηλάτες που, σε κάθε απλωτή των κουπιών, σηκώνονται, ανεβαίνουν σ' ένα ξύλινο σκαλοπάτι, και αφήνονται να ξαναπέσουν πίσω με όλο τους το βάρος για ν' ανασηκώσουν το τεράστιο κουπί, Οι αυτόματες αυτές κινήσεις, που επαναλαμβάνονται κάθε λεπτό που περνάει, φαντάζουν πολύ παράξενες· οι στρατιώτες, οι χαμάληδες, οι φουκαράδες, οι εβραίοι και οι γριές είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν κυρίως αυτό το οικονομικό αλλά αργό μεταφορικό μέσο, το οποίο θα εξαφανίσουν τα ατμόπλοια όταν θελήσουν, με τη δημιουργία τρίτης θέσης με μειωμένο ναύλο. Δεν ένιωσα λοιπόν την παραμικρή έκπληξη μαθαίνοντας το νέο της στάσης των καϊκτσήδων· εύκολα μπορούσες να προβλέψεις αυτή την κατάληξη βλέποντας να καπνίζουν, κοντά στο Γαλατά, τα πολυάριθμα φουγάρα των πυρόσκαφων και ν' ασπρίζουν κάτω από τα πτερύγια των τροχών τα νερά που μέχρι πρότινος μαστιγώνονταν μόνο από το κουπί σε σχήμα μισοφέγγαρου. Ήδη κατά την παραμονή μου, οι βαρκάρηδες, καθισμένοι μελαγχολικά στις έρημες σκάλες τους, κοιτούσαν σκυθρωποί τα ατμόπλοια να τρέχουν φορτωμένα επιβάτες και να σκίζουν τα αντιρρεύματα σαν τσιπούρες. Είχε φτάσει η πολυπόθητη εποχή της διακοπής της νηστείας που γιορτάζεται με δημόσιους πανηγυρισμούς. Ο Βόσπορος, ο Κεράτιος Κόλπος και η λεκάνη της θάλασσας του Μαρμαρά παρουσιάζουν τότε την πιο ζωηρή και την πιο χαρμόσυνη όψη τους: όλα τα πλοία στον όρμο είναι στολισμένα με πολύχρωμες ναυτικές σημαίες· τα υψωμένα μπαϊράκια ανεμίζουν στον αέρα· το τουρκικό φλάμπουρο, σε σχήμα χελιδονοουράς, έχει τρία ασημένια μισοφέγγαρα πάνω σ' έναν

190

ανοιχτοπράσινο θυρεό με κόκκινο βάθος· η Γαλλία ξετυλίγει το τρίχρωμο μπαϊράκι της· η Αυστρία υψώνει την παντιέρα της με τις κόκκινες και άσπρες ρίγες και το εθνικό της έμβλημα· η Ρωσία έχει το χιαστό βαθυγάλανο σταυρό της πάνω σ' ένα ασημένιο φόντο· η Αγγλία, το σταυρό της του Αγίου Γεωργίου· η Αμερική, τον ουρανό της σπαρμένο μ' άστρα· η Ελλάδα, το γαλανό σταυρό της που φέρει στο κέντρο του την ασπρόμαυρη σκακιέρα της Βαυαρίας· το Μαρόκο υψώνει την κόκκινη τριγωνική σημαία του· η Τρίπολη σπέρνει μισοφέγγαρα πάνω στο αγαπημένο χρώμα του προφήτη· η Τυνησία αυλακώνεται από πράσινες, γαλάζιες και κόκκινες ρίγες, σαν μεταξωτή ζώνη, και ο ήλιος παίζει και ιριδίζει χαρούμενα πάνω σ' όλα αυτά τα παντερόλια που οι αντανακλάσεις τους μακραίνουν και ελίσσονται πάνω στο διάφανο νερό· απανωτοί κανονιοβολισμοί χαιρετούν το καΐκι του σουλτάνου, που περνάει λάμποντας από τα μαλάματα και τις πορφύρες, ωθούμενο από τη φόρα τριάντα χεροδύναμων κωπηλατών, ενώ οι ναύτες ζητωκραυγάζουν, όρθιοι στις κεραίες των πλοίων, και οι γλάροι στροβιλίζονται τρομαγμένοι μες στην πυκνή καπνιά. Παίρνω ένα καΐκι στον Τοπχανέ και περιφέρομαι από το ένα πλοίο στο άλλο, εξετάζοντας το σχήμα των διαφορετικών σκαριών και σταματώντας κατά προτίμηση σε πλεούμενα που προέρχονται από την Τραπεζούντα, τα Μουδανιά, το Ισμίκ, τη Λάμψακο, που με τις πρύμνες τους όμοιες με κάστρα, τις πλώρες τους όμοιες με στήθος κύκνου και τα κατάρτια τους με τις μακριές κεραίες δεν πρέπει να διαφέρουν πολύ από τα πλοία του στόλου των Ελλήνων τον καιρό του τρωικού πολέμου. Τα αμερικανικά κλίπερ, που είναι ξακουστά, δε διαθέτουν τόσο καλλίγραμμες καμπύλες, και δε θα χρειαζόταν πολλή φαντασία για να δει κανείς τον ξανθό Αχιλλέα, το γιο του Πηλέα, να κάθεται σε μια απ' αυτές τις ψηλές πρύμνες, λουσμένη από τη θάλασσα όπου χύνεται ο Σιμόεις. Σεργιανίζοντας, η βάρκα μου περνάει ξυστά τη βραχονησίδα πάνω στην οποία υψώνεται αυτό που οι Φράγκοι ονομάζουν, άγνωστο γιατί, πύργο του Λέανδρου, και οι Τούρκοι, Κις Κουλεσί, πύργο της παρθένου. Δε χρειάζεται να πούμε ότι η ανάμνηση του Λέανδρου είναι πολύ εσφαλμένα συνδεμένη με αυτό το λευκό πυργίσκο, γιατί

191

τον Ελλήσποντο και όχι το Βόσπορο διέσχισε κολυμπώντας για να σμίξει με την Ηρώ, την όμορφη ιέρεια της Αφροδίτης. Ένας γοητευτικός θρύλος εξηγεί την τουρκική ονομασία. Ο σουλτάνος Μεχμέτ είχε μια κόρη σπάνιας ομορφιάς, στην οποία μια γύφτισσα είχε προβλέψει ότι θα πέθαινε από δάγκωμα φιδιού. Ανάστατος ο πατέρας της, για να μη βγει αληθινή η δυσοίωνη αυτή πρόβλεψη, της έχτισε ένα κιόσκι πάνω σ' αυτό το ξερονήσι όπου δεν μπορούσε να τρυπώσει κανένα ερπετό. Ο γιος του σάχη της Περσίας, που είχε ακουστά τη θαυμαστή ομορφιά της Μεχάρ Σετζίτ (ήταν το όνομα της κοπέλας), την ερωτεύτηκε παράφορα και κατάφερε να της στείλει μια από εκείνες τις συμβολικές ανθοδέσμες στις οποίες η Ανατολή ξέρει να γράφει τις ερωτικές εξομολογήσεις της με λουλουδένια γράμματα. Δυστυχώς, ανάμεσα στα μπουκέτα των υάκινθων και των ρόδων ήταν κουλουριασμένο ένα δηλητηριώδες φίδι που δάγκωσε την πριγκίπισσα στο δάχτυλο. Θα πέθαινε, μια και δε βρισκόταν κανένας αρκετά αφοσιωμένος για να πιπιλίσει την πληγή· αλλά ο νεαρός πρίγκιπας, αιτία όλου του κακού, παρουσιάστηκε, ρούφηξε το δηλητήριο με τα παράφορα τολμηρά χείλη του κι έσωσε τη Μεχάρ Σετζίτ, που ο Μεχμέτ του έδωσε για γυναίκα. Η αλήθεια είναι ότι τούτος ο πύργος, ή τουλάχιστον ένας παρόμοιος, χτισμένος από τον Μανουήλ Κομνηνό τον καιρό της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, χρησίμευε για να συγκρατεί την αλυσίδα που, δεμένη σε άλλα δυο σημεία πάνω στις όχθες της Ευρώπης και της Ασίας, έφραζε την είσοδο του Κεράτιου Κόλπου στα εχθρικά πλοία που κατέβαιναν από τη Μαύρη θάλασσα. Αν θέλουμε να πάμε πιο πίσω, βρίσκουμε ότι η Δάμαλις, γυναίκα του Χάρη, του στρατηγού που έστειλε η Αθήνα για να βοηθήσει τους κατοίκους του Βυζαντίου που δέχτηκαν επίθεση από το στόλο του Φιλίππου του Μακεδόνα, πέθανε στη Χρυσούπολη και θάφτηκε σ' αυτό το νησάκι, μέσα σ' ένα μνημείο πάνω στο οποίο υπήρχε μια δάμαλις. Μια καλοδιατηρημένη ελληνική επιγραφή ήταν γραμμένη πάνω στην επιτύμβια στήλη, και από εκεί προέρχεται, αναμφίβολα, η πραγματική καταγωγή του ονόματος Κις Κουλεσί - ο πύργος ή ο τάφος

192

της κόρης. Να τι λέει αυτό το επιτάφιο επίγραμμα: «Δεν είμαι η Ιώ, κόρη του Ινάχου, και δεν έχω χαρίσει τ' όνομά μου στο Βόσπορο που απλώνεται μπροστά μου. Εκείνην, η άσπλαχνη μνησικακία της Ήρας την κυνήγησε άλλοτε πέρα από τις θάλασσες· εγώ που καταλαμβάνω τούτον εδώ τον τάφο είμαι μια νεκρή, κόρη του Κέκροπα. Ήμουν γυναίκα του Χάρη, και ταξίδευα στις θάλασσες μαζί μ' αυτό τον ήρωα όταν ήρθε να πολεμήσει τα πλοία του Φιλίππου. Ως τότε με έλεγαν Βοΐδιον, μικρή Δαμάλα, τώρα, γυναίκα του Χάρη, απολαμβάνω δύο ηπείρους». Οι στίχοι αυτοί εξηγούν γιατί είχε σκαλιστεί μια δάμαλις πάνω στην επιτύμβια στήλη της Δαμάλεως. Είναι γνωστό ότι, στους Έλληνες, η αγελάδα έχει προσφέρει πάμπολλα θέματα για κολακευτικές παρομοιώσεις, και ότι ο Όμηρος δίνει στην Ήρα μάτια δαμαλίδας. Βοΐδιον, λοιπόν, είναι μια φιλοφρονητική προσωνυμία για την αρχαία σκέψη, και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει όταν δίνεται σε μια όμορφη κοπέλα. Αλλά αρκετά με τους Έλληνες, ας ξαναγυρίσουμε στους Τούρκους. Υπάρχει ένα έθιμο κατά τη διακοπή της νηστείας, η βαλιντέ (η βασιλομήτωρ) να κάνει δώρο στο σουλτάνο μια εκπάγλου καλλονής παρθένα· για να βρουν αυτό το ανεκτίμητο δώρο, οι δουλέμποροι ή τζελαμπήδες χτενίζουν πολλούς μήνες πριν τη Γεωργία και την Κιρκασία, και η τιμή της ανέρχεται σε τεράστια ποσά· αν η νεαρή παρθένα συλλάβει αυτή την τρισευτυχισμένη νύχτα, τότε αυτό θεωρείται καλός οιωνός για την ευημερία της αυτοκρατορίας. Κατά μία παράξενη αντίθεση, οι πιστοί, όσο διαρκούν οι εφτά μέρες μετά τη διακοπή της νηστείας, απέχουν από κάθε σαρκική επαφή, από φόβο μήπως γεννήσουν παιδιά δύσμορφα, τερατόμορφα, ή παραμορφωμένα από κηλίδες· η Αυτού Υψηλότης, λοιπόν, είναι ο μοναδικός άντρας του Ισλάμ στον οποίο επιτρέπονται οι τέρψεις του έρωτα· τυχερέ σουλτάνε! Η μέρα είναι αφιερωμένη σε προσευχές και σ' επισκέψεις τζαμιών, και το βράδυ υπάρχει μια γενική φωτοχυσία. Αν η θέα του λιμανιού, με όλα τα σημαιοστολισμένα πλοία και την αέναη κίνηση των βαρκών, ήταν ήδη ένα εξαίσιο θέαμα κάτω από το λαμπρό ήλιο της

193

Ανατολής, τι να πει κανείς για το νυχτερινό πανηγύρι; Τότε είναι που νιώθεις την αδυναμία της πένας και του χρωστήρα· μονάχα το διόραμα θα μπορούσε, με τη βοήθεια των επάλληλων οπτικών εντυπώσεων, να δώσει μια αμυδρή εικόνα των μαγικών αυτών φωτοσκιάσεων. Κανονιοβολισμοί που διαδέχονταν ο ένας τον άλλο χώρίς σταμάτημα, γιατί οι Τούρκοι ξετρελαίνονται να καίνε μπαρούτι, αντηχούσαν από παντού, ξεκουφαίνοντας τα αυτιά μ' ένα χαρμόσυνο πάταγο· οι μιναρέδες των τζαμιών άναβαν σαν φάροι· στίχοι του Κορανίου γράφονταν με πύρινα γράμματα πάνω στο σκούρο γαλανό φόντο της νύχτας, και το πολύχρωμο και συμπαγές πλήθος κατέβαινε, διαιρεμένο σε ανθρώπινους καταρράχτες, τους κατηφορικούς δρόμους του Γαλατά και του Πέραν. Γύρω από τη βρύση του Τοπχανέ τρεμόλαμπαν, σαν πυγολαμπίδες, άπειρα φώτα, και το τζαμί του σουλτάνου Μαχμούτ ύψωνε τη σιλουέτα του στον ουρανό και διαγραφόταν με πύρινες κουκκίδες, σαν τα παλάτια τα σχεδιασμένα με στίγματα πάνω σε μαύρο χαρτί που δείχνουν στο θέατρο σκιών του Σεραφέν μ' ένα λυχνάρι από πίσω. Μια βάρκα μάς οδήγησε στα ανοιχτά, στο κατάστρωμα ενός πλοίου του Λόιντ, όπου ένας ευγενικός Κωνσταντινουπολίτης φίλος μάς είχε κρατήσει θέση. Ο Τοπχανές, φωταγωγημένος από κόκκινα και πράσινα βεγγαλικά, φλογοβολούσε μέσα σε μια αποθεωτική ατμόσφαιρα που την έσκιζαν κάπου κάπου η φλόγα των κανονιών, τα σπινθηρίσματα των πυροτεχνημάτων, τα ζιγκ-ζαγκ των φωτοβολίδων, η έκρηξη και η φωτοχυσία των κροτίδων. Το Μαχμουντιέ πρόβαλλε μέσα από οπάλινα σύννεφα καπνού σαν ένα από εκείνα τα ρουμπινένια κτίσματα που πλάθει η φαντασία των Αράβων παραμυθάδων για να κατοικήσει μέσα η βασίλισσα των περί: ήταν φαντασμαγορικά. Τα κατάρτια, οι κεραίες και τα σκαριά των αγκυροβολημένων πλοίων διαγράφονταν με πράσινα, γαλάζια, κόκκινα και κίτρινα φαναράκια ολόγυρά τους και ήταν όμοια με πλοία από πετράδια που έπλεαν πάνω σ' έναν ωκεανό από φλόγες, γιατί τα νερά του Βοσπόρου είχαν λαμπαδιάσει από τις αντανακλάσεις των λυχναριών, των

194

φωτοβολίδων, των πυροτεχνημάτων και των φωτεινών γραμμάτων. Από την άκρα του Σεράι Μπουρνού, που ήταν θαρρείς από τοπάζι, ξεπηδούσαν, κυκλωμένα με πύρινα βραχιόλια, τα ασημένια κατάρτια της Αγίας Σοφίας, του Σουλτάν Αχμέτ, του Οσμανιέ· πάνω στην όχθη της Ασίας, το Σκούταρι σπιθοβολούσε, και οι δυο πυρακτωμένες όχθες του Βοσπόρου πλαισίωναν ίσαμε εκεί που έφτανε το μάτι ένα ποτάμι από πούλιες που μαστιγώνονταν ακατάπαυστα από τα κουπιά των καϊκιών. Πότε πότε ένα μακρινό αόρατο καράβι φλεγόταν ξαφνικά από ένα πορφυρό και γαλαζωπό φωτοστέφανο, ύστερα χανόταν μες στη σκιά σαν όνειρο. Οι πυροτεχνικές αυτές εκπλήξεις φάνταζαν μαγευτικές. Τα ατμόπλοια, στολισμένα με χρωματιστά γυαλιά, πηγαινοέρχονταν περιφέροντας ορχήστρες που σκόρπιζαν χαρμόσυνα εμβατήρια στο αεράκι. Ψηλά, ο ουρανός, σαν να ήθελε να πάρει κι εκείνος μέρος στη γιορτή, άπλωνε σπάταλα την ξομπλιασμένη μ' άστρα κοσμηματοθήκη του πάνω σ' ένα φόντο από λαζουρίτη στην πιο σκούρα και την πιο πλούσια απόχρωση του γαλανού, και η πυράκτωση της γης μετά βίας κατόρθωνε να κοκκινίσει την άκρη του. Έμεινα μια δυο ώρες στο κατάστρωμα του αυστριακού πλοίου, μεθώντας από αυτή την εξαίσια και μοναδική στον κόσμο εικόνα, πασχίζοντας να χαράξω για πάντα στη μνήμη μου το εκθαμβωτικό υπερθέαμα που αντικατοπτριζόταν στο μαγικό καθρέφτη του Βοσπόρου. Τι είναι οι δικές μας φτωχές γιορτές στην πλατεία Ομονοίας, όπου καπνίζουν καμιά δωδεκαριά λυχνάρια, πλάι σ' αυτό το πυροτέχνημα από διαμάντια, σμαράγδια, ζαφείρια και ρουμπίνια που σκάει και τριζοβολάει σε τρεις ή τέσσερις λεύγες μάκρος, και που, αντί να σβήνει μες στο νερό, λαμπαδιάζει εκεί πιο φαντασμαγορικό και πιο ζωντανό; Τι είναι τα πολύφωτα και οι πολυέλαιοι μπρος στα τρικάταρτα πλοία που είναι φωταγωγημένα από τα παρακάτια ως τις ανεμοδούρες,

195

μπρος στα πύρινα δόρατα των μιναρέδων που έχουν ύψος εκατό πόδια και καίνε μέσα σε τούτο το αχανές αμφιθέατρο που η φύση μοιάζει να έχει πλάσει για να γίνει η πρωτεύουσα του κόσμου, και όπου ο Φουριέ68 τοποθετεί προκαταβολικά το θρόνο του επίγειου Παντοκράτορα; Σιγά σιγά οι λάμψεις χλόμιαζαν, ρωγμές σχηματίζονταν μες στις πύρινες γραμμές, και το μπαρούτι, κουρασμένο, παραφωνούσε πια με κόπο· τεράστιες τολύπες καπνού, που ο άνεμος δεν μπορούσε πια να διαλύσει, σέρνονταν πάνω στο νερό σαν τερατόμορφες φώκιες· η ψυχρή δροσιά της νύχτας μούλιαζε στο τέλος και τα πιο χοντρά ρούχα· έπρεπε να σκεφτούμε την επιστροφή, επιχείρηση που έκρυβε δυσκολίες και κινδύνους. Το καΐκι μου με περίμενε στη βάση της σκάλας του καραβιού· φώναξα τους καϊκτσήδες μου και φύγαμε. Ο Βόσπορος ήταν πλημμυρισμένος με την πιο εξαίσια ποικιλία σκαριών που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί: παρά τις προειδοποιητικές κραυγές, τα κουπιά μπλέκονταν ανά πάσα στιγμή με άλλα κουπιά, τα πλοιάρια περνούσαν ξυστά το ένα δίπλα από το άλλο και τα κουπιά ήταν υποχρεωμένα να διπλώνονται πάνω στα πλευρά κάθε βάρκας, σαν πόδια εντόμων, με κίνδυνο να σπάσουν. Οι άκρες από τις πλώρες που περνούσαν σύρριζα από το πρόσωπό σου σαν δόρατα ή ράμφη αρπακτικών πουλιών, οι αντανακλάσεις όλων των πυροτεχνημάτων που εξέπνεαν, τύφλωναν τους καϊκτσήδες και τους ξεγελούσαν σχετικά με τη σωστή πορεία· μια βάρκα που έτρεχε ολοταχώς κόντεψε να περάσει πάνω από τη δική μας, και θα είχα σίγουρα καταποντιστεί ή κοπεί στα δύο αν οι βαρκάρηδές της, με απαράμιλλη επιδεξιότητα, δεν την είχαν χειραγωγήσει με υπεράνθρωπο σθένος. Επιτέλους έφτασα σώος και αβλαβής στον Τοπχανέ μέσα από κύματα που πάφλαζαν και λαμπύριζαν, μέσα σ' ένα πανδαιμόνιο από βάρκες και φωνές που θα μπορούσαν να σε τρελάνουν, και ανηφόρισα στο «Ξενοδοχείο της Γαλλίας» στα Μνηματάκια, μέσα από δρόμους που γίνονταν ολοένα και πιο έρημοι, δρασκελίζοντας με προσοχή τις αγέλες των αποκοιμισμένων σκυλιών.

196

Εν τω μεταξύ, ο ευτυχισμένος χαλίφης ανασήκωνε, στα βάθη του σεραγιού, το πέπλο της όμορφης σκλάβας που του πρόσφερε η μάνα σουλτάνα, και το βλέμμα του περιεργαζόταν αργά αργά τα μυστηριώδη της θέλγητρα που κανένα ανθρώπινο μάτι δε θα δει μετά από εκείνον.

197

ΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗΣ ΗΜΟΥΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ περιοδεία στις απόμερες συνοικίες της Κωνσταντινούπολης που οι ταξιδιώτες σπάνια επισκέπτονται. Η περιέργειά τους δεν πάει πιο πέρα από το Μπεζεστένι, το Ατμεϊντάν, την πλατεία Σουλτάν Βαγιαζίτ, το Παλιό Σεράι και τα περίχωρα της Αγίας Σοφίας, όπου συγκεντρώνεται όλη η κίνηση της μουσουλμανικής πόλης. Ξεκίνησα λοιπόν νωρίς το πρωί, συντροφιά μ' ένα νεαρό Γάλλο που μένει καιρό τώρα στην Τουρκία· κατεβήκαμε γρήγορα την κατηφόρα του Γαλατά, διασχίσαμε τον Κεράτιο Κόλπο πάνω στη λεμβόζευκτη γέφυρα ρίχνοντας τέσσερις παράδες στα διόδια και, αφήνοντας πίσω μας το Γενί Τζαμί, χωθήκαμε μέσα σ' ένα δαίδαλο από τουρκικά στενοσόκακα. Όσο προχωρούσαμε, η μοναξιά μεγάλωνε· τα σκυλιά, πιο άγρια, μας κοιτούσαν βλοσυρά και μας ακολουθούσαν γρυλίζοντας. Τα ξυλόσπιτα, ξεβαμμένα, ετοιμόρροπα, μισόγερτα, με ξεκοιλιασμένα καφασωτά, παρουσίαζαν την όψη ρημαγμένων κοτετσιών. Μια ερειπωμένη κρήνη έσταζε νερό μέσα σε μια χορταριασμένη γούρνα που είχε ξεχειλίσει· ένα κατεστραμμένο τουρμπέ, πνιγμένο στα βάτα, τις τσουκνίδες και τους ασφόδελους, έδειχνε μες στη σκιά, μέσα από τα κιγκλιδώματά του που ήταν φραγμένα από ιστούς αράχνης, κάποιες επιτύμβιες στήλες που έγερναν δεξιά και αριστερά με δυσανάγνωστες πια επιγραφές· ένα τέμενος στρογγύλευε το θόλο του που ήταν άτσαλα πασαλειμμένος με ασβέστη και είχε στο πλευρό του ένα μιναρέ σαν κερί με τον κηροσβέστη του στην κορυφή· πάνω από τους μακρόστενους τοίχους ξεπηδούσαν οι μαύρες κορυφές κάποιων κυπαρισσιών, ή ξεχύνονταν πάνω στο δρόμο συστάδες από συκομουριές και πλατάνια· δεν υπήρχαν πια τζαμιά με μαρμάρινες κολόνες και μαυριτανικές στοές, ούτε κονάκια πασάδων με ζωηρά χρώματα και με κομψά εναέρια χαγιάτια, αλλά μονάχα, εδώ κι εκεί, μεγάλοι σωροί τέφρας με κάποιες μαύρες πλίνθινες καμινάδες όρθιες στη μέση, και πάνω από αυτή την αθλιότητα και το ρημαδιό, το καθαρό, λευκό, ανελέητο φως της Ανατολής, που αναδεικνύει βάναυσα κάθε θλιβερή λεπτομέρεια. Από σοκάκι σε σοκάκι, από σταυροδρόμι σε σταυροδρόμι, φτάσαμε σ'

198

ένα μεγάλο χάνι, καταθλιπτικό και ρημαγμένο, με ψηλές καμάρες και μακρόστενους πέτρινους τοίχους, προορισμένο να στεγάζει τα καραβάνια με τις καμήλες: ήταν η ώρα της προσευχής, και στον εξώστη του γειτονικού τζαμιού δυο μουεζίνηδες ντυμένοι στα άσπρα περπατούσαν πέρα δώθε σαν φαντάσματα, λέγοντας από ψηλά, με την ιδιόμορφη τονικότητα της φωνής τους, τα μυσταγωγικά λόγια του Ισλάμ σ' αυτά τα μουγκά, τυφλά και κουφά σπίτια, που κατέρρεαν μες στη σιωπή και τη μοναξιά. Το χωρίο αυτό του Κορανίου, που έμοιαζε να κατεβαίνει από τον ουρανό βγαλμένο από μια γλυκιά λαρυγγική φωνή, δεν προκαλούσε άλλη αντίδραση πέρα από τον παραπονιάρικο στεναγμό κάποιου σκυλιού που ταράχτηκε στον ύπνο του και τα φτεροκοπήματα ενός τρομαγμένου περιστεριού. Οι μουεζίνηδες συνέχιζαν παρ' όλα αυτά την απαθή περιπολία τους, εξακοντίζοντας τα ονόματα του Αλλάχ και του προφήτη στους τέσσερις ανέμους, σαν τους σπορείς που δεν ανησυχούν πού πέφτει ο σπόρος, γνωρίζοντας καλά ότι θα βρει το αυλάκι. Ίσως πάλι, κάτω από τις σκουληκοφαγωμένες στέγες, στο βάθος των φαινομενικά εγκαταλειμμένων παραπηγμάτων, κάποιοι πιστοί ξεδίπλωναν τα φτωχά φθαρμένα χαλάκια τους, προσανατολίζονταν προς τη Μέκκα και επαναλάμβαναν με βαθιά πίστη: «Λα Αλλάχ! Ιλ Αλλάχ!» ή «Μοχάμετ ρασούλ Αλλάχ!» Πότε πότε περνούσε κανένας νέγρος καβάλα σε άλογο· μια γριά μούμια κολλημένη σ' έναν τοίχο άπλωνε έξω από το σωρό των κουρελιών της ένα χέρι σαν μαϊμούς που ζητούσε ελεημοσύνη, επωφελούμενη από την ανέλπιστη ευκαιρία· δυο τρία χαμίνια που το έσκασαν από μια ακουαρέλα του Ντεκάμ προσπαθούσαν να βουλώσουν με χαλίκια τον κρουνό μιας στερεμένης βρύσης· λίγες ανέμελες σαύρες έτρεχαν πάνω στις πέτρες, και αυτό ήταν όλο. Ένιωθα, άθελά μου, να με πλημμυρίζει μια αφόρητη θλίψη, και θα είχα ξεχάσει το σκοπό του περιπάτου μας, που ήταν να πάμε να δούμε κάποιους σαλτιμπάγκους κοντά στην πύλη της Σηλυμβρίας, αν ο φίλος μου δε μου το είχε υπενθυμίσει πολλές φορές. Ήμουν κουρασμένος και πεθαμένος της πείνας, γιατί είχαμε διασχίσει, ασυναίσθητα, μια τεράστια απόσταση και είχαμε απομακρυνθεί πολύ από το δρόμο μας, τον οποίο ξαναβρήκαμε με αρκετή δυσκολία·

199

διασχίσαμε την αυλή και τον κήπο ενός τζαμιού που έχω ξεχάσει τ' όνομά του, και ο ήχος μιας διαπεραστικής και άγριας φωνής που έβγαινε από μια ξύλινη μάντρα μάς έδειξε ότι ήμαστε στο σώστό δρόμο. Ήταν πράγματι εδώ. Καθίσαμε πάνω σε χαμηλά σκαμνάκια, μας έφεραν καφέ και πίπες, και χαζέψαμε τις επιδείξεις που γίνονταν στη μέση της αυλής, πάνω σε μια κονίστρα από λεπτή σκόνη: ήταν κάποιοι Μαροκινοί που έκαναν πάνω κάτω τα ίδια κόλπα που όλος ο κόσμος μπόρεσε να δει στο τσίρκο των Ηλυσίων Πεδίων από τον αραβικό θίασο. Μου φάνηκε ακόμα ότι αναγνώρισα και τον ψηλό λεβέντη που χρησίμευε για βάση της ανθρώπινης πυραμίδας και κρατούσε οχτώ ανθρώπους κλιμακωτά πάνω στους μαυρισμένους ώμους του και το γαλαζωπό κρανίο του. Υποστηρίγματα με τεντωμένα σχοινιά έδειχναν ότι το θέαμα ήταν εμπλουτισμένο με σχοινοβατικούς χορούς· αλλά είχαμε φτάσει πολύ αργά για να δούμε αυτό το μέρος του προγράμματος· αναποδιά για την οποία πολύ λυπήθηκα, γιατί οι ακροβάτες ήταν κοριτσάκια οχτώ με δέκα χρόνων, πανέμορφα, μας λένε, και με σπάνια ελαφράδα· υπήρχαν επίσης σχοινοβάτες γελωτοποιοί, Τούρκοι με μακριά γενειάδα και μεγάλη παπαγαλίσια μύτη, που έπαιρναν με σοβαρότητα κάθε είδους γελοίες πόζες, ασυνήθιστα αστείες. Στο βάθος της αυλής, μια στοά με δικτυωτά -ένα σεράι, όπως λένε στην Τουρκία- χρησίμευε για θεωρείο γυναικών, και μας ανάγκασαν ν' αποσυρθούμε για να μπορέσουν να βγουν ελεύθερα οι γυναίκες, καθώς η παρουσία των γκιαούρηδων έθιγε την αιδημοσύνη τους - αιδημοσύνη υπερβολική, σίγουρα, γιατί τις είδαμε να περνούν από μακριά, κουκουλωμένες ως τα μάτια και όμοιες με τα κοφίνια τών λουτρών μες στα οποία βάζουν τα προσόψια. Ψάξαμε κάτι για να φάμε, γιατί, αν τα μάτια μας ήταν χορτάτα, το στομάχι μας ήταν άδειο, και κάθε λεπτό μεγάλωνε την αδημονία μας. Δεν υπήρχε εδώ, σε τούτη τη χαμένη συνοικία, καμιά από εκείνες τις ορεκτικές ψησταριές όπου το κεμπάπ πασπαλισμένο με πιπέρι γυρίζει στη φλόγα, περασμένο σε μια κάθετη σούβλα· καμιά από εκείνες τις προθήκες όπου φιγουράρουν μεγάλες μερίδες μπακλαβά, που το χέρι του ζαχαροπλάστη σκεπάζει με απαλή ζάχαρη άχνη, κανένα από εκείνα τα λαχταριστά μαγειρεία που προσφέρουν ρυζοκεφτέδες

200

τυλιγμένους με φύλλα και γαβάθες με κομματάκια αγγουριού που κολυμπούν μες στο λάδι, ανάμεικτα με κομμάτια κρέας. Τα μόνα πράγματα που βρήκαμε να πωλούνται ήταν άσπρα μούρα και μαύρο σαπούνι: μέτριο τσιμπούσι! Περιπλανιόμασταν στα πρόθυρα της λιμοκτονίας, ρίχνοντας λαίμαργες ματιές δεξιά και αριστερά και διαλέγοντας τους δρόμους που, κάπως λιγότερο έρημοι από τους υπόλοιπους, έμοιαζαν να μας τάζουν κάποια ευκαιρία για να χορτάσουμε την πείνα μας. Μια Ελληνίδα γριούλα, ακολουθούμενη από μια μικρόσωμη υπηρέτρια που κουβαλούσε ένα χοντρό δέμα, μας λυπήθηκε και μας υπέδειξε, όχι μακριά από εκεί, ένα πανδοχείο όπου πιθανόν θα βρίσκαμε κάτι για να στυλωθούμε. Η πληροφορία της ήταν σωστή, μόνο που το πανδοχείο είχε κλείσει εδώ και πολλά χρόνια. Οι αναμνήσεις της απλοϊκής κυράς κρατούσαν από τη νιότη της. Η συνοικία που διασχίζαμε είχε ολότελα διαφορετική φυσιογνωμία· δεν είχε πια τουρκική όψη. Οι μισάνοιχτες πόρτες των σπιτιών άφηναν το μάτι να τρυπώσει μες στο εσωτερικό των σπιτιών. Στα παράθυρα που δεν είχαν καφασωτά πρόβαλλαν γοητευτικά γυναικεία πρόσωπα, με ροδοκόκκινα ή γαλάζια κρέπια στο κεφάλι και στεφανωμένα με μια χοντρή πλεξίδα από τα μαλλιά τους όμοια με διάδημα· κοπελίτσες καθισμένες στο κατώφλι χάζευαν ελεύθερα στο δρόμο, και μπορούσαμε να θαυμάσουμε χωρίς να τις κάνουμε να το βάζουν στα πόδια τα φίνα και ευγενικά χαρακτηριστικά τους, τα μεγάλα γαλανά μάτια τους και τις ξανθές κοτσίδες τους· μπροστά στους καφενέδες, άντρες με λευκή φουστανέλα, κόκκινο φέσι και μακρυμάνικο σακάκι με σιρίτια κατέβαζαν μεγάλα ποτήρια ρακί και μεθούσαν σαν καλοί χριστιανοί. Ήμαστε στα Ψωμμαθειά, συνοικία ραγιάδων, μη μουσουλμάνων υπηκόων της Πύλης, ένα είδος ελληνικής αποικίας στην καρδιά της τουρκικής πόλης. Η ζωντάνια είχε διαδεχθεί τη σιωπή, και η χαρά τη θλίψη· ένιωθε κανείς ότι βρισκόταν μέσα σε μια ζωντανή φυλή. Ένας ζωηρός πιτσιρίκος, που κατάλαβε ότι ψάχναμε για κάποιο καπηλειό, προσφέρθηκε να γίνει οδηγός μας, αφιού πρώτα μας έδειξε την άδειά του σαν σωστός απατεώνας, και μας οδήγησε ύστερα από

201

πολλούς γύρους, για να δώσει βαρύτητα στην υπηρεσία που μας πρόσφερε, σε μια λοκάντα που βρισκόταν δέκα βήματα από την περιοχή όπου μας είχε πάρει. Του δώσαμε λίγους παράδες για τον κόπο του· όμως, επειδή θεώρησε αναμφίβολα ότι δεν είχε αποζημιωθεί αρκετά, ξάφρισε με τη επιδεξιότητα πεπειραμένου πορτοφολά το βαλάντιο του φίλου μου, που περιείχε, καμιά τριανταριά φράγκα σε μπεσλίκ και γρόσια. Μπήκαμε σ' ένα μεγάλο δωμάτιο όπου, πίσω από έναν πάγκο φορτωμένο με εδέσματα και μπουκάλια, στεκόταν όρθιος ένας αρειμάνιος Παλφόριο, πιο κατάλληλος φαινομενικά να κόβει το λαιμό ταξιδιωτών παρά πουλερικών· ο τρομερός αυτός μάγειρας, με το καφεκίτρινο πρόσωπο, τη γαλάζια γενειάδα, που αποκτούσε πράσινες ανταύγειες όταν έσμιγε με τις κίτρινες αποχρώσεις της επιδερμίδας, με μάτια και ράμφος γυπαετού, καταδέχτηκε παρ' όλα αυτά να μας σερβίρει γαρίδες, τηγανητά μπαρμπούνια μέσα σ' ένα χαρτόκουτο, που έμοιαζαν κάπως με μπριζόλες στο ασημόχαρτο, ροδάκινα, σταφύλια, τυρί και μια φιάλη λευκό κρασί resinato, που η γεύση του έμοιαζε με το βερμούτ του Τορίνο και που η πικράδα του δεν είναι απωθητική όταν τη συνηθίσεις. Δεν μπόρεσε, παρά την επιθυμία μας, να μας δώσει κρέας, γιατί γιόρταζαν εκείνη τη μέρα κάποια ελληνική γιορτή που καθιστούσε τη νηστεία υποχρεωτική. Αλλά ήμαστε τόσο πεινασμένοι, που τούτο το ελαφρό γεύμα μάς φάνηκε σαν δείπνο του Βαλτάσαρ, και περιμέναμε να δούμε πύρινες επιγραφές στους τοίχους. Όμως τα Ψωμμαθειά δεν γκρεμίστηκαν συθέμελα, και μπορέσαμε ν' αποτελειώσουμε το γεύμα μας χωρίς βιβλικές καταστροφές. Αφού στυλωθήκαμε δεόντως, ξεκινήσαμε πάλι την πορεία μας με ανανεωμένο σθένος και φτάσαμε γρήγορα στην πύλη που ήταν πιο κοντά στο κάστρο των Επτά Πύργων, στα ελληνικά Επταπύργιον, στα τουρκικά Γεντί Κουλέ, λέξεις που έχουν την ίδια σημασία. Εκεί, συναντήσαμε έναν από τους ενοικιαστές αλόγων, που είναι τόσο πολλοί στον Τοπχανέ, κοντά στην Σκάλα των Νεκρών, στο Πράσινο Κιόσκι, στο μεγάλο νεκροταφείο του Πέραν και σ' όλες τις πολυσύχναστες περιοχές της Κωνσταντινούπολης, αλλά εξαιρετικά σπάνιοι σε μια παρόμοια περιοχή. Καβαλήσαμε δυο ζώα με επαρκή

202

εξοπλισμό που δεν υστερούσαν βέβαια από τα ψωράλογα, τα υποτιθέμενα αγγλικά, πάνω στα οποία παρελαύνουν οι τροπαιούχοι μας στα Ηλύσια Πεδία. Τα ευγενικά αυτά κουρδικά άλογα, το ένα λευκό και το άλλο καστανοκόκκινο, άρχισαν να προχωρούν πλάι-πλάι με άνετο βηματισμό, ενώ ο αφέντης τους τα ακολουθούσε πεζός. Στρίψαμε δεξιά, αφήνοντας αριστερά μας τους ραγισμένους πύργους της παλιάς κρατικής φυλακής. Θέλαμε να προχωρήσουμε εξωτερικά κατά μήκος των αρχαίων τειχών του Βυζαντίου, από τη θάλασσα ως το Εντιρνέ Καπί και ακόμα πιο μακριά, αν στο μεταξύ δεν ήμαστε πολύ κουρασμένοι. Δε νομίζω ότι υπάρχει πουθενά στον κόσμο περίπατος πιο αυστηρά μελαγχολικός από τούτο το δρόμο που ξεδιπλώνεται σχεδόν μια λεύγα μακρύς ανάμεσα σ' ένα κοιμητήριο και σε κάτι χαλάσματα. Τα οχυρώματα απαρτίζονται από δυο σειρές τείχη που πλαισιώνονται από τετράγωνους πύργους, μια μεγάλη τάφρο στη βάση τους γεμάτη τώρα με καλλιέργειες, κι ένα πέτρινο προπέτασμα, πράγμα που σήμαινε ότι έπρεπε να δρασκελίσουμε τρεις ζώνες. Είναι τα αρχαία τείχη του Κωνσταντίνου, έτσι όπως έγιναν από τις πολιορκίες, το χρόνο, τους σεισμούς· στους πλίνθινους και πέτρινους τοίχους φαίνονται ακόμα οι ανοιχτές ρωγμές από τους καταπέλτες, τους λιθοβόλους, τους πολιορκητικούς κριούς και τον γιγαντιαίο πύροφι, μαστόδοντο του πυροβολικού, που τον τροφοδοτούσαν εφτακόσιοι κανονιέρηδες και εκσφενδόνιζε μαρμάρινες σφαίρες βάρους εξακοσίων λιβρών. Κάπου κάπου μια πελώρια σαύρα σκίζει έναν πύργο από πάνω προς τα κάτω· παραπέρα, μια ολόκληρη πλευρά τοίχου έχει πέσει στο βάθος της τάφρου· αλλά όπου λείπει η πέτρα, ο άνεμος φέρνει σκόνη και σπόρους, ένας θάμνος μεγαλώνει στη θέση της έπαλξης που λείπει και γίνεται δέντρο· τα αναρίθμητα νύχια των παρασίτων συγκρατούν την πλίνθο που είναι έτοιμη να πέσει· οι ρίζες από τις αγριοκουμαριές, αφού έγιναν πρώτα δαγκάνες για να εισχωρήσουν ανάμεσα στους αρμούς των πλίνθων, μεταμορφώνονται σε τσιγκέλια για να τις συγκρατήσουν, και το τείχος συνεχίζει χωρίς διακοπή, φαντάζοντας στον ουρανό με τη ραγισμένη σιλουέτα του και απλώνοντας τα παραπετάσματά του, πτυχωμένα από τον κισσό και χρυσαφένια, με αποχρώσεις πλούσιες και αυστηρές από το χρόνο.

203

Αραιά και πού υψώνονται οι παλιές πύλες, βυζαντινής τεχνοτροπίας, σοβατισμένες από Τούρκους χτίστες, αναγνωρίσιμες όμως ακόμα. Θα ήταν δύσκολο να φανταστεί κανείς μια ζωντανή πόλη πίσω από τούτα τα νεκρά τείχη που κρύβουν, όμως, την Κωνσταντινούπολη. Θαρρούσε κανείς ότι βρισκόταν στα περίχωρα μιας πόλης των αραβικών παραμυθιών της οποίας όλοι οι κάτοικοι έχουν απολιθωθεί από κάποια μαγγανεία· λίγοι μιναρέδες μονάχα σηκώνουν το κεφάλι πάνω από την τεράστια σειρά των χαλασμάτων, και μαρτυρούν ότι το Ισλάμ έχει εδώ την πρωτεύουσά του. Αν ο νικητής του Κωνσταντίνου ΙΓ' 69 επέστρεφε στον κόσμο, θα μπορούσε να επαναλάβει καίρια τη μελαγχολική περσική παραπομπή του: «Η αράχνη πλέκει τον ιστό της μες στο παλάτι των αυτοκρατόρων, και η κουκουβάγια λέει το νυχτερινό τραγούδι της πάνω στους πύργους του Αφρασιάμπ». Τούτα τα κοκκινωπά τείχη, σκεπασμένα από τη βλάστηση των χαλασμάτων που ρημάζουν αργά αργά μες στη μοναξιά, και πάνω στα οποία τρέχουν λίγες σαύρες, έβλεπαν πριν τετρακόσια χρόνια ν' αλαλάζουν στα πόδια τους οι ορδές της Ασίας, που τις είχε οδηγήσει ως εδώ ο τρομερός Μεχμέτ Β'. Τα κορμιά των γενίτσαρων και των τιμαριωτών κυλούσαν καταπληγωμένα μες στην τάφρο αυτή όπου μεγαλώνουν τώρα ειρηνικά χορταρικά· ποταμοί αίματος κυλούσαν στα τοιχώματα όπου κρέμονται οι ίνες των σαξιφράγων και των ανεμόχορτων. Μια από τις πιο τρομερές μάχες της ανθρωπότητας, μάχη φυλής εναντίον φυλής, θρησκείας εναντίον θρησκείας, έγινε σε τούτη την έρημο όπου βασιλεύει μια σιωπή του θανάτου. Όπως πάντα, η νεαρή βαρβαρότητα υπερίσχυσε του γηραλέου πολιτισμού, και όσο ο Έλληνας παπάς τηγάνιζε τα ψάρια του, μην μπορώντας να πιστέψει ότι αλώθηκε η Κωνσταντινούπολη, ο Μεχμέτ Β', θριαμβευτής, χιμούσε με τ' άλογό του μες στην Αγία Σοφία και άφηνε σημάδι το αιματοβαμμένο χέρι του πάνω στον τοίχο του ιερού, ο σταυρός έπεφτε από την κορυφή των θόλων για να δώσει τη θέση του στο μισοφέγγαρο, και αποτραβούσαν κάτω από ένα σωρό νεκρών τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο, αιμόφυρτο, ακρωτηριασμένο, που τον αναγνώριζες μόνο από τις αγκράφες με τους χρυσούς αετούς πάνω στους πορφυρούς κοθόρνους του.

204

Μίλησα παραπάνω για τον καλόγερο που τηγάνιζε τα ψάρια όσο διαρκούσε η έσχατη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, ο οποίος απάντησε δύσπιστα στην αναγγελία του θριάμβου των Τούρκων: «Μπα! θα το πιστέψω μόνο αν τούτα τα ψάρια αναστηθούν, βγουν από το καυτό λάδι και κολυμπήσουν στη στεριά». Θαύμα που πράγματι έγινε και έμελλε να πείσει τον πεισματάρη μοναχό. Οι απόγονοι των θαυματουργών ψαριών σπαρταρούν μες στη στέρνα της ερειπωμένης ελληνικής εκκλησίας του Μπαλουκλή, που διακρίνεται σε μικρή απόσταση από τα τείχη της πόλης, λίγο πριν φτάσει κανείς στην πύλη της Σηλυμβρίας. Είναι κόκκινα από τη μια πλευρά και καστανόμαυρα από την άλλη, για να θυμίζουν το τηγάνισμα που είχαν υποστεί οι μισοτηγανισμένοι πρόγονοί τους· ένας φουκαράς παπάς τα δείχνει ακόμα στους ξένους λέγοντας: «Idos psari, effendi» (Κοιτάξτε τα ψάρια, κύριε). Αν και δεν εκφράζω βολταιρικές απόψεις ως προς τα θαύματα, δεν έκρινα σκόπιμο να πάω να το επαληθεύσω ιδίοις όμμασι, αφού μάλιστα ήταν ένα σχισματικό θαύμα στο οποίο δεν ήμουν υποχρεωμένος να πιστέψω· αρκέστηκα λοιπόν στο θρύλο και συνέχισα το δρόμο μου. Τι κρίμα που ο φίλος μου, ο μεγάλος τοπιογράφος Μπεγιέλ, δεν έχει κάνει το ταξίδι της Κωνσταντινούπολης! Πόσο θα τον είχαν ωφελήσει τούτες οι θαυμάσιες εναλλαγές του τοπίου, τα ψηλά κυπαρίσσια και τα ετοιμόρροπα τείχη που τα συγκρατούν ρωμαλέα φυτά! Πόσο θ' αναδείκνυε ο σταθερός και επιτήδειος χρωστήρας του τα φύλλα των πλατανιών, των αγριοκουμαριών, των σκίνων αυτής της τάφρου που είναι γεμάτη ανθρώπινα απομεινάρια! Οι βροχές του χειμώνα, οι άνεμοι του καλοκαιριού και η δουλειά του χρόνου έχουν παρασύρει το χώμα στα πλαϊνά του δρόμου, που αναμφίβολα δεν έχει επισκευαστεί από την εποχή του Κωνσταντίνου, κι έχουν καταστρέψει το οδόστρωμα που έδινε κατά τόπους την εντύπωση περισσότερο της κορυφής ενός τεράστιου μισοβουλιαγμένου οχυρού παρά ενός βατού δρόμου· δυο αραμπάδες είχαν πάρει παρ' όλα αυτά τούτο το αδιανόητο μονοπάτι· ο ένας επιχρυσωμένος και βαμμένος, τραντάζοντας πέντε έξι καλοντυμένες και επιμελώς καλυμμένες γυναίκες, που κρατούσαν όμορφα παιδιά

205

στα γόνατά τους· ο άλλος από απλά μαδέρια που τα συγκρατούσαν ξύλινοι σύνδεσμοι, ταρακουνώντας μια παρέα τσιγγάνων από άντρες και γυναίκες, μελαχρινούς σαν τους Ινδούς, ισχνούς και ρακένδυτους, που έλεγαν κλαψουριστά ένα στριγκό τσιγγάνικο τραγούδι ενώ αναριγούσε το υπόκωφο βουητό ενός ντεφιού. Ακόμα δεν έχω καταλάβει πώς τόσο βαριές άμαξες δεν έχουν επανειλημμένα γκρεμοτσακιστεί και διαλυθεί στα βάθη των αυλακιών που έχουν βάθος τρία τέσσερα πόδια· αλλά τα βόδια περπατούν με σταθερό βήμα και οι οδηγοί δεν αφήνουν τα κέρατα των ζωντανών τους. Όσο για μένα, άφησα αυτό το θορυβώδες λατομείο και οδήγησα το άλογό μου κάτω από τα κυπαρίσσια του απέραντου νεκροταφείου, απέναντι από τα οχυρώματα που εκτείνονται από τους Επτά Πύργους ως τους πρόποδες των λόφων του Εγιούπ. Προχωρούσα αργά, σ' ένα στενό μονοπάτι χαραγμένο ανάμεσα στους τάφους, όταν αντίκρισα, πλάι σε μια επιτύμβια στήλη, μια νεαρή γυναίκα καλυμμένη μ' ένα αρκετά διάφανο γιασμάκι και τυλιγμένη μ' έναν ανοιχτοπράσινο φερετζέ· κρατούσε στο χέρι ένα μπουκέτο ρόδα, και τα μεγάλα λαμπερά μάτια της, με ανταύγειες σαν του αντιμονίου, πλανιόνταν μπροστά της, χαμένα σε μια απροσδιόριστη ρέμβη. Έφερνε άραγε αυτά τα λουλούδια για κάποιον αγαπημένο τάφο, ή απλώς περπατούσε κάτω από τα θλιβερά απόσκια; Δεν ξέρω τι να πω· ακούγοντας τις οπλές του αλόγου μου, όμως, ανασήκωσε το κεφάλι, και κάτω από την ανοιχτόχρωμη μουσελίνα μπόρεσα να διακρίνω ένα θελκτικό πρόσωπο. Το δίχως άλλο, τα μάτια μου εκφράσανε με αφέλεια και ακρίβεια το θαυμασμό μου, γιατί πλησίασε από το κράσπεδο του δρόμου και, με μια κίνηση γεμάτη συνεσταλμένη χάρη, μου έτεινε ένα ρόδο που πήρε από το μπουκέτο της. Ο σύντροφός μου, που ερχόταν πίσω μου, με πρόφτασε, κι εκείνη πρόσφερε και σ' αυτόν ένα από μια συναίσθηση λεπτής ντροπαλοσύνης που διόρθωνε τον αυθορμητισμό της πρώτης παρόρμησής της. Τη χαιρέτησα όσο καλύτερα μπορούσα με τον ανατολίτικο τρόπο. Δυο τρεις φιλενάδες ήρθαν και τη βρήκαν, και χάθηκε μέσα από τα πυκνά κυπαρίσσια. Αυτό είναι όλο κι όλο το «τυχερό» που είχα στην Τουρκία· αλλά δεν έχω ξεχάσει τα μεγάλα

206

μαύρα μάτια με τις βλεφαρίδες που ήταν βαμμένες με σουρμέ, και το ρόδο, ανεκτίμητο κειμήλιο, κιτρινίζει στο Παρίσι μέσα σ' ένα λευκό ατλαζένιο σακουλάκι.

207

ΜΠΑΛΑΤΑΣ ΤΟ ΦΑΝΑΡΙ ΤΟΥΡΚΙΚΑ ΛΟΥΤΡΑ ΑΝ ΤΑΞΙΔΕΥΑ ΩΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ ΑΝΤΙ ΝΑ ΠΕΡΙΟΔΕΥΩ ως καλλιτέχνης, θα μπορούσα, με τη βοήθεια πολλών παλιών βιβλίων, να μακρηγορήσω σχετικά με τις πιθανές θέσεις των αρχαίων κτισμάτων του Βυζαντίου, να τα ανοικοδομήσω με βάση κάποια αμφίβολα θραύσματα χαμένα κάτω από τις τουρκικές παραγκουπόλεις, και ν' αναφέρω επί του θέματος έναν αριθμό ελληνικών επιγραφών που θα μου είχαν δώσει τον αέρα πανεπιστήμονα· προτιμώ όμως ένα αυτοσχεδιασμό που γίνεται αυθόρμητα, μια πραγματική εντύπωση που δίνεται με ειλικρίνεια. Έτσι δε θα μπω σε λεπτομέρειες σχετικά με κάθε αρχαία πύλη και δε θ' αναζητήσω το ακριβές σημείο όπου έπεσε ο δυστυχής Κωνσταντίνος ο Δραγάσης, που έχει για σημάδι, λένε, ένα γιγαντιαίο δέντρο φυτρωμένο μες στο οχυρό. Οι πύλες αυτές πλαισιώνονται από χοντρούς συμπαγείς πύργους και είναι κοσμημένες με κάποιες κολόνες σύνθετου ρυθμού που μαρτυρούν τη βυζαντινή παρακμή, με κορμούς συχνά δανεισμένους από κάποιον αρχαίο ναό. Η Χρυσή Πύλη διαγράφει μια αψίδα χτισμένη μ' ένα συμπαγή τοίχο, γιατί, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, οι μελλοντικοί νικητές της Κωνσταντινούπολης θα μπουν στην πόλη από τούτη την πύλη, που έζησε ήδη το θριαμβευτικό πέρασμα του Αλέξιου Στρατηγόπουλου, στρατηγού του Μιχαήλ Παλαιολόγου, τότε που ανακατέλαβε εν μια νυκτί το Βυζάντιο από τον Βαλδουίνο Β' και έθεσε έτσι τέλος στην κυριαρχία των Φράγκων στην Ανατολή. Πρόκειται άραγε να γκρεμιστεί σύντομα τούτος ο τοίχος, σύμφωνα με τις προσδοκίες των Ελλήνων, για ν' αφήσει ελεύθερη την είσοδο στους Ρώσους ομοθρήσκους τους μετά την πάροδο τετρακοσίων χρόνων, όπως έχει ορίσει μια προφητεία, από τη μέρα της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, ημερομηνία που συμπίπτει με την προσεχή 29η Μαΐου, και θα τελεστεί άραγε λειτουργία στην Αγία Σοφία παρουσία του τσάρου; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο δε θα εμβαθύνω· αλλά η παρουσία του πρίγκιπα Μεντσικώφ, καθώς και οι υποτιθέμενες εχθρικές προθέσεις της Ρωσίας, δεν μπορούσαν να συμπέσουν καλύτερα με τις προκαταλήψεις και τις λαϊκές πεποιθήσεις.

208

Κοντά στην πύλη της Αδριανουπόλεως κατεβήκαμε από το άλογο για να πιούμε ένα φλιτζάνι καφέ και να καπνίσουμε ένα τσιμπούκι μέσα σ' ένα καφενείο με ετερόκλητη πελατεία, και συνεχίσαμε την πορεία μας, πάντα συντροφιά με το κοιμητήριο, που δεν έλεγε να τελειώσει· βρήκαμε όμως επιτέλους την άκρη του τείχους και μπορέσαμε να μπούμε στην πόλη, οδηγώντας με σύνεση τα υποζύγιά μας που τρέκλιζαν και σκόνταφταν πάνω στα μαρμάρινα τουρμπάνια και τα θραύσματα των τάφων που ορθώνονταν πάνω στις γλιστερές πλαγιές. Φτάσαμε έτσι σε μια συνοικία παράξενη και με πολύ ιδιαίτερη φυσιογνωμία: οι παράγκες γίνονταν ολοένα και πιο ερειπωμένες, φιτωχές και βρώμικες. Οι προσόψεις τους, σκυθρωπές, τσιμπλιάρικες, βλοσυρές, ήταν σκασμένες, σκεβρωμένες και ξεχαρβαλωμένες, έτοιμες να πέσουν από τη σήψη. Οι στέγες έμοιαζαν να έχουν κασίδα και οι τοίχοι λέπρα· τα λέπια του γκριζωπού ασταριού ξεκολλούσαν σαν πέτσες από ένα ψωριάρικο δέρμα. Κάποια σκυλιά ματωμένα, σκελετωμένα, καταφαγωμενα από τους κοριούς και τις δαγκωματιές, κοιμούνταν μες στη μαύρη και δύσοσμη λάσπη· ελεεινά κουρέλια ανέμιζαν στα παράθυρα, πίσω από τα οποία, καβάλα στ' άλογά μας, ανακαλύπταμε κάτι αλλόκοτα πρόσωπα με μια αρρωστιάρικη πελιδνότητα, ανάμεσα στο κερί και το λεμόνι, με τεράστια λευκά μπουμπάρια στο κεφάλι και κάτι ισχνά κορμάκια με επίπεδο στήθος, σφιγμένο από ένα ύφασμα στιλπνό σαν μουλιασμένη ομπρέλα· μάτια μελαγχολικά, άτονα, με κουρασμένα βλέμματα, όμοια στα κίτρινα πρόσωπά τους με κάρβουνα πεσμένα μέσα σε ομελέτα, σηκώνονταν αργά αργά προς το μέρος μας και έπεφταν πάλι σε κάποια ασχολία· φευγαλέα φαντάσματα περνούσαν κατά μήκος των παραπηγμάτων με το μέτωπο στεφανωμένο μ' ένα λευκό κουρέλι με μαύρες πιτσιλιές, θαρρείς και η φθορά είχε σκουπίσει πάνω του τα πινέλα της, και με το κορμί χαμένο μέσα σε μια μακριά πουκαμίσα που γυάλιζε από τη λίγδα. Ήμαστε στον Μπαλατά, την εβραϊκή συνοικία, το γκέτο της Κωνσταντινούπολης· βλέπαμε εκεί το κατακάθι τεσσάρων αιώνων καταπίεσης και συκοφαντιών, την κοπριά κάτω από την οποία τούτος ο λαός, κατατρεγμένος παντού, λουφάζει σαν κάποια έντομα για να κρυφτεί από τους διώκτες του· ελπίζει να σωθεί από την αηδία που

209

εμπνέει, ζει μες στο βόρβορο και παίρνει τα χρώματά του. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς κάτι πιο ρυπαρό, πιο δύσοσμο και πιο βδελυρό: η οφίαση, τα χελώνια, η ψώρα, η λέπρα και όλες οι βιβλικές αρρώστιες, από τις οποίες δεν έχει θεραπευτεί από την εποχή του Μωυσή, τον κατατρώνε χωρίς εκείνος ν' αντιστέκεται, γιατί τον απασχολεί η σκέψη της κερδοσκοπίας και μόνο· δε δίνει καν σημασία στην πανούκλα αν μπορεί να κάνει ένα μικρό εμπόριο από τα ρούχα των νεκρών. Μέσα σ' αυτή τη ζοφερή συνοικία περιφέρονται φύρδην μίγδην ο Ααρών και ο Ισαάκ, ο Αβραάμ, και ο Ιακώβ· τούτοι οι φουκαράδες, από τους οποίους ορισμένοι είναι εκατομμυριούχοι, τρέφονται με ψαροκέφαλα, που τους προκαλούν κάποιες ιδιαίτερες αρρώστιες και που ο υπόλοιπος κόσμος τα κόβει και τα πετάει γιατί θεωρούνται δηλητηριώδη. Η βρωμερή αυτή τροφή έχει γι' αυτούς το πλεονέκτημα ότι δεν κοστίζει σχεδόν τίποτα. Αντίκρυ, στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου Κόλπου, πάνω σε μια κατάξερη, ξεφλουδισμένη, κονιορτώδη πλαγιά, απλώνεται το κοιμητήριο που καταπίνει τις νοσηρές γενιές τους. Ο ήλιος καίει τις άμορφες πέτρες των τάφων τους όπου δε φυτρώνει ούτε ένα χορταράκι και που δεν τις σκιάζει ούτε ένα δέντρο. Οι Τούρκοι δεν ήθελαν να παραχωρήσουν αυτή την τέρψη στα εξόριστα ψοφίμια τους και διατήρησαν στο εβραϊκό νεκροταφείο την όψη ενός κοπρώνα· μετά βίας τους επιτρέπουν να χαράξουν κάποιο μυστηριώδη εβραϊκό χαρακτήρα πάνω στους κύβους που προεξέχουν σαν εξογκώματα σ' αυτό τον παντέρημο και καταραμένο λόφο. Πόση διαφορά ανάμεσα σε τούτες τις ασθενικές κούκλες με την απροσδιόριστη ηλικία και τις εξαίσιες εβραίες της Κωνσταντίνης, που προχωρούν όμορφες σαν τη βασίλισσα του Σαβά και στολισμένες σαν εκείνη μες στις δίχρωμες δαμασκηνές εσθήτες τους, με ζώνες από μεταλλικές πλάκες, χρυσές αλυσιδούλες κι έναν κεφαλόδεσμο ξομπλιασμένο με πούλιες! Κι όμως είναι η ίδια φυλή, αλλά ούτε που θα το φανταζόταν κανείς. Οι μεν θα μπορούσαν να ποζάρουν για μαντόνες του Ραφαήλ· ο Ρέμπραντ μόνο θα ήταν ικανός ν' αναπαραστήσει τις άλλες μέσα σε κάποια μαγική σκηνή, χρυσαφένιες πάνω σ' ένα κατραμένιο φόντο, μ' εκείνες τις θαυμάσιες αποχρώσεις της καπνιστής ρέγκας για τις οποίες το Άμστερνταμ του χάρισε το

210

μυστικό. Ο ίδιος εκφυλισμός παρατηρείται και στους άντρες: κανείς δεν έχει διατηρήσει αμιγώς το φυλετικό τύπο που είναι κοινός στους εβραίους της Αφρικής, οι οποίοι φαίνεται να έχουν διατηρήσει την πρωτόγονη ανατολίτικη σφραγίδα. Οι Τούρκοι, που αναγνωρίζουν τον Αϊσά (Ιησού) σαν προφήτη, κάνουν τους εβραίους να πληρώνουν βάναυσα το θάνατό του· πρέπει ωστόσο να πούμε ότι δεν τους κακομεταχειρίζονται πια όπως άλλοτε, και ότι οι ζωές και οι περιουσίες τους είναι σχεδόν ασφαλείς από τις συκοφαντίες και τις υπεξαιρέσεις. Όμως ο λαός αυτός, που μένει αμετακίνητος μες στη λίγδα του, δε νιώθει ακόμα ασφαλής και συνεχίζει την κωμωδία της αθλιότητάς του. Είναι πάντα βρωμερός, αηδιαστικός και χαμερπής, με κρυμμένο χρυσάφι κάτω από τα κουρέλια του. Εκδικείται τους χριστιανούς, τους Έλληνες και τους Τούρκους με την τοκογλυφία. Βαθιά μέσα στις δυσώδεις τρώγλες τους, πολλοί Σάιλοκ, περιμένοντας τη λήξη της προθεσμίας, ακονίζουν τα μαχαίρια τους πάνω στο δέρμα των παπουτσιών τους για να πάρουν ένα κομμάτι από τη σάρκα του Μπασάνιο· πολλοί καβαλιστές ραβίνοι απλώνουν στάχτες στο κεφάλι και εξορκίζουν το Θεό να τιμωρήσει όσους σάρωσαν το λαό τους από το πρόσωπο του κόσμου εδώ και αιώνες. Βγήκαμε επιτέλους από αυτή την ελεεινή συνοικία και μπήκαμε στο Φανάρι, όπου κατοικούν οι διακεκριμένοι Έλληνες, ένα είδος Γουέστ Εντ πλάι σε μια Αυλή των Θαυμάτων. Τα πέτρινα σπίτια έχουν ένα όμορφο αρχιτεκτονικό ύφος. Πολλά διαθέτουν μπαλκόνια που τα συγκρατούν κονσόλες λαξεμένες κλιμακωτά ή ελικοειδείς γεισίποδες· άλλα πιο παλιά θυμίζουν τις στενές προσόψεις των μικρών μεσαιωνικών πανδοχείων, που είναι κατά το ήμισυ κάστρα και κατά το ήμισυ αστικές οικίες· οι τοίχοι τους έχουν πάχος που αντέχει μια πολιορκία, τα σιδερένια παραθυρόφυλλα αντέχουν τις σφαίρες, τεράστια κιγκλιδώματα υπερασπίζονται τα παράθυρα που έχουν στενέψει σαν τουφεκίστρες, και τα οδοντωτά γείσα γίνονται άνετα επάλξεις και προεξέχουν σαν μουχαριαμπέδες, αθώα αμυντική πολυτέλεια που χρησιμεύει μόνο για την προστασία από την

211

πυρκαγιά, που οι ανήμπορες γλώσσες της γλείφουν μάταια την πέτρινη αυτή συνοικία. Εδώ έχει καταφύγει το αρχαίο Βυζάντιο, εδώ ζουν μες στα σκοτάδια οι απόγονοι των Κομνηνών, των Δουκών, των Παλαιολόγων, πρίγκιπες δίχως πριγκιπάτα, με προγόνους που είχαν φορέσει την πορφύρα και με αυτοκρατορικό αίμα στις φλέβες τους· οι σκλάβοι τους τους φέρονται σαν σε βασιλιάδες, κι εκείνοι παρηγοριούνται μεταξύ τους για τον ξεπεσμό τους με τούτες τις παρωδίες του σεβασμού. Σημαντικά πλούτη είναι συσσωρευμένα μέσα στα στέρεα σπίτια τους, που έχουν πλούσια διακόσμηση στο εσωτερικό, μολονότι εξωτερικά είναι πολύ απλά· γιατί στην Ανατολή η χλιδή είναι δειλή και εκφράζεται μόνο κρυφά από τα βλέμματα. Οι Φαναριώτες φημίζονταν για καιρό για τη διπλωματική τους ικανότητα: άλλοτε διαχειρίζονταν όλες τις διεθνείς υποθέσεις της Πύλης· αλλά το κύρος τους μοιάζει να έχει μειωθεί πολύ από τον καιρό της ελληνικής επανάστασης. Βγαίνοντας από το Φανάρι, μπαίνει κανείς στους τουρκικούς δρόμους κατά μήκος του Κεράτιου Κόλπου, όπου τυρβάζει ένας δραστήριος εμπορικός πληθυσμός. Σε κάθε βήμα συναντά κανείς χαμάληδες που κουβαλούν ανά δύο ένα φορτίο κρεμασμένο σ' ένα κοντάρι ή γαϊδούρια δεμένα στις άκρες δυο μακριών μαδεριών που εμποδίζουν την κυκλοφορία και θερίζουν ό,τι βρίσκεται στο πέρασμά τους όταν είναι υποχρεωμένα να στρίψουν για να πάρουν έναν κάθετο δρόμο. Τα κακόμοιρα αυτά ζωντανά παγιδεύονται κάποιες φορές ανάμεσα στους τοίχους ενός πολύ στενού σοκακιού χωρίς να μπορούν να κάνουν ούτε μπρος ούτε πίσω, με αποτέλεσμα να μαζεύεται αμέσως ένα πλήθος από καβαλάρηδες, πεζούς, αχθοφόρους, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά, που αναθεματίζουν, βλαστημούν, κλαψουρίζουν και γαβγίζουν σ' όλους τους τόνους, ώσπου ο γαϊδουρολάτης τραβάει το ζωντανό του από την ουρά και ανοίγει έτσι το φράγμα. Τότε η κοσμοπλημμύρα κυλάει και η ηρεμία αποκαθίσταται, και δε λείπουν τα γρονθοκοπήματα που μοιράζονται προκαταβολικά, από τα οποία τα γαϊδούρια, αθώοι αυτουργοί, εισπράττουν για ευνόητους λόγους το μεγαλύτερο μερίδιο.

212

Το έδαφος ανεβαίνει αμφιθεατρικά από τη θάλασσα ως τα οχυρώματα που μόλις περιτριγυρίσαμε εξωτερικά, και, πάνω από την οχλαγωγια τών τουρκικών σπιτιών, το μάτι αρπάζει δεξιά και αριστερά το θραύσμα κάποιου επαλξωτού τείχους ή την αψίδα ενός παλιού υδραγωγείου που δρασκελίζει τα μοντέρνα καχεκτικά κτίσματα, πυρά έτοιμη να λαμπαδιάσει μ' ένα και μοναδικό σπίρτο. Πόσες Κωνσταντινουπόλεις έχουν δει να γίνονται στάχτη, να καίγονται συθέμελα, τούτες οι παλιές μαυρισμένες πέτρες! Ένα τουρκικό σπίτι εκατό χρόνων είναι κάτι σπάνιο στην Ισταμπούλ. Ο σεΐζης μας, περπατώντας με το χέρι ακουμπισμένο στα οπίσθια του αλόγου μου, οδηγούσε το φίλο μου κι εμένα μέσ' από τη λαοθάλασσα και τους δαιδαλώδεις δρόμους και γρήγορα μας έβγαλε στη δεύτερη γέφυρα που διασχίζει τον Κεράτιο Κόλπο· βγήκαμε πάλι, μέσα από το Κασίμ Πασά, στις πλαγιές του μικρού νεκροταφείου, και μας άφησε στην πόρτα του «Ξενοδοχείου της Γαλλίας» χωρίς να δείχνει κουρασμένος από την τεράστια διαδρομή. Όσο για μένα, έκατσα πάνω στο ντιβάνι μου, στήριξα τους αγκώνες μου στο παράθυρο και παραδόθηκα στη χαυνωτική τέρψη του καπνίσματος, ζαλισμένος κάπως από την κούραση και τον οπιούχο καπνό με τον οποίο είχα γεμίσει το λουλά της πίπας μου, και το απόβραδο, μετά το δείπνο, που δεν άργησε πολύ, δε δοκίμασα καν να κάνω έναν περίπατο, όπως συνηθίζω, μπρος στα καφενεία του μικρού νεκροταφείου όπου συγκεντρώνεται η κοινωνία του Πέραν. Την επομένη ήμουν λίγο πιασμένος και αποφάσισα να πάω να κάνω ένα τουρκικό λουτρό, γιατί τίποτα δεν είναι πιο χαλαρωτικό. Πήρα λοιπόν το δρόμο προς τα λουτρά του Μαχμούτ, που βρίσκονται κοντά στο Παζάρι. Είναι τα πιο όμορφα και τα πιο μεγάλα της Κωνσταντινούπολης. Η παράδοση των αρχαίων Θερμών, που έχει χαθεί σ' εμάς, έχει διατηρηθεί στην Ανατολή. Ο χριστιανισμός, προπαγανδίζοντας την περιφρόνηση της ύλης, έκανε τις φροντίδες του φθαρτού κορμιού να πέσουν σιγά σιγά σε αχρηστία ως δήθεν παγανιστικές. Δε θυμάμαι πια ποιος Ισπανός μοναχός, λίγο καιρό μετά την κατάκτηση της

213

Γρανάδας, προπαγάνδιζε εναντίον της χρήσης των μαυριτανικών λουτρών και κατηγορούσε ως ύποπτους για φιλήδονες και αιρετικές τάσεις όσους δεν ήθελαν να τ' απαρνηθούν. Στην Ανατολή, όπου η σωματική καθαριότητα είναι θρησκευτική υποχρέωση, τα λουτρά έχουν διατηρήσει όλη την ελληνική και ρωμαϊκή εκζήτηση: πρόκειται για μεγάλα οικήματα με αρχιτεκτονικές ιδιαιτερότητες, με τρούλο, με θόλους και με κολόνες, κατασκευασμένα από μάρμαρο, αλάβαστρο και ποικιλόχρωμα πετρώματα, όπου κινείται μια στρατιά από λουόμενους, τελάκηδες, λουτράρηδες, που θυμίζουν τους τρίφτες, τους χειρομαλάκτες και τους αλείπτες της Ρώμης και του Βυζαντίου. Μια μεγάλη αίθουσα που βλέπει στο δρόμο και κλείνει μ' ένα παραπέτασμα υποδέχεται πρώτα πρώτα την πελατεία. Κοντά στην πόρτα, ο χαμαμτσής κάθεται οκλαδόν ανάμεσα σ' ένα ταμείο που περιέχει την είσπραξη και μια κασέλα όπου φυλάει τα χρήματα, τα τιμαλφή και άλλα πολύτιμα αντικείμενα που αποθέτει κανείς μπαίνοντας και για τα οποία έχει την ευθύνη. Γύρω από αυτή την αίθουσα, που έχει πάνω κάτω την ίδια θερμοκρασία με την εξωτερική, δεσπόζουν δυο στοές, η μια πάνω στην άλλη, εφοδιασμένες με ράντζα· μια κρήνη λογχίζει κλωστές νερού που κελαρύζουν πάνω σε μια διπλή λεκάνη στη μέση του στιλπνού μαρμάρινου δαπέδου. Γύρω από τη βρύση είναι αραδιασμένες λίγες γλάστρες με βασιλικό, μέντα και άλλα μυροβόλα φυτά, το άρωμα των οποίων αγαπούν πολύ οι Τούρκοι, Γαλάζια, λευκά, κόκκινα ριγωτά προσόψια στεγνώνουν στα σκοινιά ή κρέμονται στην οροφή σαν τις σημαίες και τα λάβαρα του θόλου του Γουεστμίνστερ ή του Μεγάρου των Απομάχων. Στα κρεβάτια καπνίζουν, πίνουν καφέ και σερμπέτια ή κοιμούνται κουκουλωμένοι ως το σαγόνι σαν φασκιωμένα παιδιά οι λουόμενοι, περιμένοντας να σταματήσει η εφίδρωση για να ξαναφορέσουν τα ρούχα τους. Με ανέβασαν στη δεύτερη στοά από μια μικρή ξύλινη σκάλα· μου

214

υπέδειξαν ένα κρεβάτι· και όταν ξεφορτώθηκα τα ρούχα μου, δυο τελάκηδες τύλιξαν γύρω από το κεφάλι μου μια λευκή πετσέτα σαν τουρμπάνι και με ξανάντυσαν από τη μέση ως τους αστραγάλους μ' ένα εφαρμοστό φτηνό βαμβακερό ύφασμα σαν το μαντίλι των λαγόνων των αιγυπτιακών αγαλμάτων. Στη βάση της σκάλας βρήκα ένα ζευγάρι τσόκαρα που φόρεσα στα πόδια μου· και, με τους τελάκηδες να με κρατούν από τη μασχάλη, πέρασα από το πρώτο δωμάτιο στο δεύτερο, που θερμαινόταν σε υψηλότερη θερμοκρασία· με άφησαν εκεί λίγα λεπτά για να συνηθίσουν τα πνευμόνια μου την καυτή ατμόσφαιρα της τρίτης αίθουσας, που έφτανε τους τριάντα πέντε ή σαράντα βαθμούς. Τα χαμάμ διαφέρουν από τα δικά μας ατμόλουτρα· μια άσβεστη φωτιά καίει κάτω από τις μαρμάρινες πλάκες τους, και το νερό που ρίχνουν εκεί ατμοποιείται σαν λευκός καπνός, αντί να βγαίνει από ένα καζάνι με τη μορφή συριστικών σιντριβανιών. Είναι κατά κάποιο τρόπο ξηρά λουτρά, και η εφίδρωση προκαλείται μονάχα από την υψηλή θερμοκρασία. Κάτω από έναν τρούλο φωτισμένο από χοντρούς γυάλινους πρασινωπούς φακούς που φιλτράρουν μονάχα ένα αμυδρό φως, εφτά οχτώ πλάκες σε σχήμα τάφου είναι στη διάθεση των λουόμενων που, ξαπλωμένοι σαν πτώματα πάνω σε ανατομικό τραπέζι, υφίστανται την προεργασία του τουρκικού λουτρού: σου τσιμπούν ελαφρά τις γραμμώσεις των μυώνων και σε μαλάσσουν σαν μαλακή ζύμη, ώσπου να σκεπαστείς με στάλες ιδρώτα όμοιου με τον ιδρώτα που σχηματίζεται γύρω από τον κάδο ενός μπουκαλιού σαμπάνιας βουτηγμένης στον πάγο, πράγμα που δεν αργεί πολύ να γίνει. Όταν οι ανοιγμένοι πόροι αφήσουν τα ρυάκια του ιδρώτα να κυλήσουν στα χαλαρωμένα μέλη σου, σε ανασηκώνουν, σε βάζουν να ξαναφορέσεις τα τσόκαρα για να προφυλαχτεί το πέλμα του ποδιού από την καυτή επαφή με το πλακόστρωτο, και σ' οδηγούν σε μια από τις κοίλες κόγχες γύρω από ένα κυκλικό θολωτό οικοδόμημα. Μια λευκή μαρμάρινη κρήνη με μια γούρνα στην οποία τρέχει κατά βούληση ένας κρουνός με ζεστό και κρύο νερό καταλαμβάνει το

215

βάθος αυτών των εσοχών. Ο τελάκης σε βάζει να καθίσεις δίπλα στη γούρνα, οπλίζει το χέρι του μ' ένα γάντι από καμηλότριχα και σου ξυστρίζει πρώτα τα χέρια, κατόπιν τα πόδια, ύστερα το στήθος, για ν' ανεβάσει το αίμα στο δέρμα, χωρίς ωστόσο να σε γδέρνει ή να σου προκαλεί τον παραμικρό πόνο, παρά τη φαινομενική σκληρότητα με την οποία κάνει τη δουλειά του. Κατόπιν αντλεί μέσα από τη γούρνα μ' ένα κίτρινο μπακιρένιο κουβά πολλές γαβαθιές χλιαρό νερό, που περιχύνει πάνω στο κορμί σου. Όταν έχεις κάπως στεγνώσει, σε ξαναπιάνει και σε τρίβει με την παλάμη του γυμνού χεριού του, βγάζοντας απ' όλο το μήκος των χεριών σου μακριά γκριζωπά δαχτυλίδια, που καταπλήσσουν τους πεπεισμένους για την καθαριότητά τους Ευρωπαίους· με μια ξερή κίνηση, ο τελάκης ρίχνει κάτω αυτές τις στριφογυριστές φλούδες και σου τις δείχνει με ύφος ικανοποίησης. Ένας νέος χείμαρρος παρασύρει τα βαλανευτικά ροκανίδια, και ο τελάκης σε μαστιγώνει απαλά με μακριά στουπιά εμποτισμένα με αφροσάπουνο· ξεχωρίζει τα μαλλιά σου, καθαρίζει το δέρμα του προσώπου σου κι ακολουθεί άλλος ένας καταρράχτης δροσερού νερού για ν' αποφευχθούν οι εγκεφαλικές υπεραιμίες που θα μπορούσε να προκαλέσει η άνοδος της θερμοκρασίας. Ο λουτράρης μου ήταν ένας νεαρός Μακεδόνας δεκαπέντε με δεκάξι χρόνων, η επιδερμίδα του οποίου, τρυφερή από τα συνεχή ατμόλουτρα, είχε αποκτήσει μια ομοιόμορφη μελαψή απόχρωση και μια απίστευτη διαφάνεια· είχε πια μόνο μυώνες -όλο το λίπος είχε εξατμιστεί- πράγμα που δεν τον εμπόδιζε να είναι σθεναρός και γεροδεμένος. Αφού τελείωσαν αυτές οι διαφορετικές τελετουργίες, με τύλιξαν με στεγνά ρούχα και με ξαναγύρισαν στο κρεβάτι μου, όπου δυο μικροκαμωμένοι νεαροί με μάλαξαν μία τελευταία φορά. Έμεινα εκεί σχεδόν μια ώρα, σε μια υπνωτική ονειροπόληση, πίνοντας καφέ και λεμονάδες με πάγο· και όταν βγήκα ήμουν τόσο ανάλαφρος, τόσο ευδιάθετος, τόσο χαλαρωμένος, τόσο αναζωογονημένος, που μου φαινόταν

216

Ότι άγγελοι τ ου ου ρανού περπα τού σαν πλάι μου !

217

ΤΟ ΜΠΑΪΡΑΜΙ ΤΟ ΡΑΜΑΖΑΝΙ ΕΙΧΕ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ: ΚΑΙ, ΧΩΡΕ ΝΑ ΘΕΛΩ να μειώσω το ζήλο των μουσουλμάνων, μπορεί να πει κανείς ότι η παύση της νηστείας γίνεται αποδεκτή με γενική ικανοποίηση, γιατί το νυχτερινό καρναβάλι που διαδέχεται αυτή τη σαρακοστή δεν την κάνει λιγότερο επίπονη. Κάθε τέτοια εποχή οι Τούρκοι ανανεώνουν την ιματιοθήκη τους, και δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από το να βλέπει κανείς τους δρόμους διακοσμημένους με μια απεριόριστη ποικιλία καινούριων στολών, ζωηρών και πρόσχαρων χρωμάτων, και στολισμένους με ολόλαμπρα κεντήματα, αντί να είναι λεκιασμένοι με βρώμικα κουρέλια που έχουν μεν γραφικότητα αλλά είναι πιο ευχάριστα σ' έναν πίνακα του Ντεκάμ παρά στην πραγματικότητα. Κάθε μουσουλμάνος φοράει τότε ό,τι πιο χαρούμενο, ό,τι πιο πλούσιο έχει: το γαλανό, το φιστικί, το κίτρινο-κανελί, το άλικο, λάμπουν παντού· οι μουσελίνες των τουρμπανιών είναι καθαρές, τα συρτοπάπουτσα άθικτα από τη λάσπη και τη σκόνη· η μητρόπολη του Ισλάμ καλλωπίζεται από την κορφή ως τα νύχια. Αν ένας ταξιδιώτης έφτανε με ατμόπλοιο, αποβιβαζόταν αυτή τη στιγμή και έφευγε την επομένη, θα έπαιρνε μαζί του από την Κωνσταντινούπολη μια εικόνα ολότελα διαφορετική από εκείνη που θα είχε μετά από μια μακρόχρονη παραμονή. Η πόλη των σουλτάνων θα του φαινόταν πολύ πιο τουρκική απ' ό,τι είναι. Στους δρόμους περιφέρονται, με αυλούς και ταμπούρλα, μουσικοί που παίζουν καντάδες κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού κάτω από τα παράθυρα των πιο αξιοσέβαστων σπιτιών. Αφού ο σαματάς τους διαρκέσει αρκετά ώστε να τραβήξουν την προσοχή των ενοίκων, κάποιο παραθύρι ανοίγει και προβάλλει ένα χέρι αφήνοντας να πέσει ένα σάλι, ένα κομμάτι ύφασμα, μια ζώνη ή κάτι ανάλογο, που αμέσως κρεμιέται στην άκρη ενός κονταριού φορτωμένου με παρόμοια δώρα: είναι το μπαξίσι εις αναγνώρισιν του κόπου των οργανοπαικτών, που είναι συνήθως δόκιμοι δερβίσηδες. Είναι ένα είδος μουσουλμάνων αυλητών που πληρώνονται σε είδος, αντί να τους ρίχνουν κάθε φορά μια πεντάρα ή έναν παρά. Το Μπαϊράμι είναι μια τελετή ανάλογη με την τελετή των επίσημων

218

χειροφιλημάτων της Ισπανίας, όπου όλοι οι υψηλόβαθμοι της αυτοκρατορίας έρχονται να προσκυνήσουν τον πατισάχ. Η τουρκική μεγαλοπρέπεια λάμπει σ' όλο της το μεγαλείο, και είναι μια από τις ευνοϊκότερες συγκυρίες που θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί ένας ξένος για να μελετήσει και να θαυμάσει μια χλιδή που είναι συνήθως κρυμμένη πίσω από τα μυστηριώδη τείχη του σεραγιού. Μόνο που δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς αυτή την πομπώδη τελετή, εκτός αν τον συμπεριλάβουν εικονικά στο προσωπικό μιας φιλόξενης πρεσβείας. Το προσωπικό της πρεσβείας της Σαρδηνίας δέχτηκε πρόθυμα να μου προσφέρει αυτή την υπηρεσία, και στις τρεις το πρωί ένας από τους σωματοφύλακές της χτυπούσε με τη λαβή του σπαθιού του την πόρτα του πανδοχείου μου. Ήμουν ήδη ξύπνιος, ντυμένος και έτοιμος να τον ακολουθήσω· κατέβηκα ολοταχώ, και βαλθήκαμε να περπατάμε με μεγάλα βήματα τους ανηφορικούς δρόμους του Πέραν· ορδές αποκοιμισμένων σκυλιών ανασήκωναν τη μουσούδα στο άκουσμα των βημάτων μας και προσπαθούσαν να γαβγίσουν αδύναμα μες στο λήθαργό τους, και καραβάνια με καμήλες άγγιζαν απαλά με τα φορτωμένα πλευρά τους τα τοιχώματα των σπιτιών και μας άφηναν μετά βίας χώρο να περάσουμε. Ένα ροδοκόκκινο φως έβαφε την κορυφή των ξύλινων χρωματιστών παραπηγμάτων που πλαισιώνουν τους δρόμους, με τους επικλινείς ορόφους και τα προεξέχοντα χαγιάτια, σχέδιο που καμιά δημοτική αρχή δεν αλλοιώνει, ενώ τα κατώτερα τμήματα λούζονταν ακόμα σε μια διάφανη και γαλαζωπή σκιά: δεν υπάρχει πιο μαγευτικό θέαμα από την αυγή που παίζει πάνω σε τούτες τις στέγες, τους θόλους και τους μιναρέδες, δίνοντάς τους κάτι λαμπερές ανταύγειες που όμοιές τους δεν έχω δει σε κανέναν άλλο τόπο· νιώθει κανείς ότι είναι μόλις δυο βήματα από τη γη όπου ανατέλλει ο ήλιος. Ο ουρανός της Κωνσταντινούπολης δεν έχει το σκληρό γαλάζιο των ουρανών του Νότου· θυμίζει πολύ τον ουρανό της Βενετίας, αλλά είναι πιο ελαφρύς, με περισσότερο φως και σύννεφα· εδώ, ο ήλιος ανατέλλει παραμερίζοντας παραπετάσματα από ροδοκόκκινη μουσελίνα και ασημένια γάζα· μόνο σε μια πιο προχωρημένη ώρα ξεπλένεται η ατμόσφαιρα από κάποιες κυανές αποχρώσεις, και τότε, κάνοντας έναν περίπατο στις τρεις το πρωί, καταλαβαίνει κανείς όλη την

219

αλήθεια που κρύβει γι' αυτό τον τόπο το επίθετο «ροδοδάχτυλη» που ο Όμηρος αποδίδει πάντοτε στην αυγή. Είχαμε ραντεβού με κάποιους ανθρώπους που ήταν στο δρόμο μας να περάσουμε να τους πάρουμε. Πράγμα σπάνιο, όλος ο κόσμος ήταν έτοιμος, και, αφού συγκεντρώθηκε η μικρή ομάδα μας, κατηφορίσαμε στην αποβάθρα του Τοπχανέ, όπου μας περίμενε το καΐκι της πρεσβείας. Μολονότι ήταν νωρίς το πρωί, ο Κεράτιος Κόλπος και η μεγάλη λεκάνη που φαρδαίνει στην είσοδό του είχαν την πιο ζωντανή όψη τους. Όλα τα καράβια ήταν σημαιοστολισμένα με ναυτικές και εθνικές πολύχρωμες σημαίες, από τα παρακάτια ως τις ανεμοδούρες. Άπειρα σκαριά με χρυσαφιές πινελιές, στολισμένα με θαυμάσια χαλιά και χειραγωγούμενα από ρωμαλέους κωπηλάτες, έσκιζαν το σεντεφένιο και ροδοκόκκινο νερό· ένας στολίσκος, φορτωμένος πασάδες, βεζίρηδες και μπέηδες, που έρχονταν από τα θερινά παλάτια τους από την όχθη του Βοσπόρου, κατευθυνόταν προς το Σεράι Μπουρνού. Οι γλάροι και τα θαλασσοπούλια, κάπως αγριεμένα από αυτή την πρόωρη αναταραχή, στριφογύριζαν βγάζοντας κραυγούλες πάνω από τις βάρκες και έμοιαζαν να κυνηγούν με τα φτερά τους τις τελευταίες νιφάδες της νυχτερινής ομίχλης που σκόρπισε η αύρα σαν πούπουλα κύκνου. Ένας μεγάλος θορυβώδης στόλος καϊκιών είχε συγκεντρωθεί στη σκάλα του Πράσινου Κιοσκιού, μπροστά στην αποβάθρα του σεραγιού, και ταλαιπωρηθήκαμε αρκετά για να φτάσουμε στην όχθη, όπου μερικοί σεΐζηδες περιέφεραν κάτι έξοχα πειθήνια άλογα που περίμεναν τους αφέντες τους. Επειδή φτάσαμε νωρίτερα, πήγαμε να πιούμε καφέ και να καπνίσουμε μια πίπα στο Πράσινο Κιόσκι, ένα όμορφο περίπτερο παλιάς τουρκικής τεχνοτροπίας, που είχε χάσει την αλλοτινή του αίγλη και χρησίμευε σήμερα ως φυλάκιο και ως τόπος αναμονής. Το εξωτερικό του είναι καλυμμένο με παραπετάσματα και μουσαμάδες σε χρώμα που αιτιολογεί το όνομά του· στο εσωτερικό, οι κιονίσκοι με την ένθετη επισμαλτωμένη φαγιάντσα, τα μάρμαρα, τ' απομεινάρια

220

από τις ζωγραφιές και τα επιχρυσώματα, μαρτυρούν ότι πρωτύτερα προοριζόταν για πιο υψηλούς σκοπούς. Εκείνη τη μέρα, στο κιόσκι υπήρχε μια αξιοπερίεργη σύναξη από ποικίλους τύπους, Ευρωπαίους, Ασιάτες και Τούρκους, σωματοφύλακες πρεσβειών με πλούσιες ενδυμασίες και στρατιώτες ντυμένους με τη στολή του Νιζάμ, που μόνο η σκούρα επιδερμίδα τους έδειχνε ότι ήταν μουσουλμάνοι. Επιτέλους άνοιξαν οι πόρτες του σεραγιού, και διασχίσαμε αυλές φυτεμένες με κυπαρίσσια, συκομουριές και πλατάνια τερατωδών διαστάσεων, πλαισιωμένες με κιόσκια κινεζικού ύφους και με κτίσματα με επαλξωτά τείχη και ανάγλυφιους πυργίσκους, που θύμιζαν κάπως την αγγλική φεουδαρχική αρχιτεκτονική - ένα κράμα κήπου, παλατιού και κάστρου. Φτάσαμε έτσι σε μια αυλή, όπου σε μια γωνιά της υψώνεται η παλιά εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, που έχει μετατραπεί σήμερα σε οπλοστάσιο και που περιλαμβάνει ένα ρημαγμένο σπιτάκι με πολλά παράθυρα, προορισμένο για τους πρεσβευτές, προνομιακό θεωρείο για να βλέπουν το πέρασμα της πομπής. Η τελετή αρχίζει με μια θρησκευτική πράξη. Ο σουλτάνος, συνοδευόμενος από τους υψηλόβαθμους της αυτοκρατορίας, πηγαίνει και προσεύχεται στην Αγία Σοφία, τη μητρόπολη των τζαμιών της Κωνσταντινούπολης: μπορεί και να ήταν έξι η ώρα. Η αναμονή είχε ηλεκτρίσει την ατμόσφαιρα· όλοι έσκυβαν για να δουν μήπως κάτι φαινόταν από μακριά· ένα αρκετά μεγάλο πανδαιμόνιο ξέσπασε ξαφνικά με ένα τουρκικό εμβατήριο διασκευασμένο από τον αδερφό του Ντονιζέτι, τον αρχιμουσικό του σουλτάνου. Οι στρατιώτες έτρεξαν στα όπλα και παρατάχτηκαν σε αντιμέτωπους ζυγούς· οι στρατιώτες αυτοί, που ανήκουν στην αυτοκρατορική φρουρά, φορούσαν λευκά παντελόνια και κόκκινα σακάκια σαν άγγλοι γρεναδιέροι με την ανεπίσημη στολή τους· το φέσι δεν ήταν παράταιρο με τη στολή· οι αξιωματούχοι και οι μουσίρ ήταν καβάλα σε όμορφα πειθήνια άτια που τα οδηγούσαν σεΐζηδες. Ο σουλτάνος, που κατέφτασε από το θερινό παλάτι του,

221

κατευθυνόταν προς την Αγία Σοφιία. Πρώτα φάνηκαν ο βεζίρης, ο σερασκέρης, ο καπιτάν πασάς και οι διάφοροι υπουργοί με την ίσια ρεντιγκότα της μεταρρύθμισης παραφορτωμένη με χρυσά πλουμίδια, τόσο που χρειαζόταν καλή θέληση για ν' αναγνωρίσει κανείς μια ευρωπαϊκή στολή, από την άλλη όμως το κόκκινο φέσι δεν ήταν αρκετό για να δείχνουν σαν ανατολίτες. Περιβάλλονταν από ομάδες αξιωματούχων, γραμματέων και υπηρετών περίλαμπρα στολισμένων και ανεβασμένων, όπως οι αφέντες τους, πάνω σε μεγαλόπρεπα άλογα· έπειτα ήρθαν οι πασάδες, οι μπέηδες των επαρχιών, οι αγάδες, οι σιλιχτάρ και οι αξιωματούχοι που επανδρώνουν τους τέσσερις οντάδες του σελαμλίκ, τα ονόματα των οποίων, αλλόκοτα για τα γαλλικά αυτιά, δε θα έλεγαν τίποτα στη φαντασία του αναγνώστη, και που έργο τους είναι, ο ένας να βγάζει τα υποδήματα του σουλτάνου, ο άλλος να του κρατάει τον αναβολέα, ο τρίτος να του προσφέρει το μελανοδοχείο ή την πετσέτα, κλπ.· ο τσουχαντάρ ή αρχηγός των ακολούθων, οι ιτς ογλάν κι ένα πλήθος υπαλλήλων που απαρτίζουν τη σωματοφυλακή του πατισάχ. Κατόπιν πέρασε ένα απόσπασμα της σωματοφυλακής με μια ασυνήθιστη και λαμπρή στολή που ανταποκρίνεται στη στερεότυπη εικόνα που έχουν στη Γαλλία για την ανατολίτικη χλιδή. Οι φύλακες αυτοί, επιλεγμένοι ανάμεσα στους πιο όμορφους άντρες, φορούν ένα βελούδινο λευκοπόρφυρο χιτώνα γαρνιρισμένο με υπερπολυτελή χρυσά σιρίτια, λευκό παντελόνι από μετάξι Προύσας κι ένα καπέλο με τετράγωνο θόλο παρόμοιο με τους πίλους που φορούν οι πρόεδροι των δικαστηρίων, πάνω στο οποίο δέσποζε ένα πελώριο λοφίο από φτερά παγονιού δυο τρία πόδια ψηλό, σαν τα φτερά των πουλιών που ήταν τοποθετημένα πάνω στο κράνος του Φίνγκαλ70, στις οσιανικές συνθέσεις των ζωγράφων την εποχή της Αυτοκρατορίας. Για άμυνα, έχουν ένα κυρτό σπαθί δεμένο σ' ένα ζωνάρι με ποικιλόχρωμα κεντίδια, και ένα δαμασκηνό και επιχρυσωμένο δόρυ, που η σιδερένια αιχμή του έχει κάτι τρομερές λόγχες όμοιες μ' εκείνες των παλιών ασιατικών όπλων. Ακολουθούσαν κατόπιν έξι υπέροχα άλογα, αραβικά ή βερβερικά, εξημερωμένα, και στολισμένα με λαμπρά καλύμματα και κεφαλαριές. Τα καλύμματα αυτά, χρυσοποίκιλτα και λιθοστόλιστα, ήταν

222

κοσμημένα με το αυτοκρατορικό μονόγραμμα, που οι καλλιγραφικές μονοκοντυλιές του σχημάτιζαν ένα αραβούργημα ύψιστης κομψότητας. Τα στολίδια ήταν τόσο πυκνά, που το κόκκινο ή γαλανό φόντο του υφάσματος σχεδόν χανόταν. Στους Ανατολίτες, η πολυτέλεια της σέλας αντικαθιστά την πολυτέλεια των αμαξών, αν και πολλοί πασάδες έχουν αρχίσει να παραγγέλνουν κουπέ από τη Βιέννη και το Παρίσι. Τα αρχοντικά αυτά ζώα έμοιαζαν να έχουν συνείδηση της ομορφιάς τους· το φως παιχνίδιζε πάνω στα γυαλισμένα καπούλια τους που ήταν όμοια με μεταξωτά μουαρέ· οι χαίτες τους σκορπίζονταν σε λαμπερές τούφες με κάθε κίνηση του κεφαλιού τους· δυνατά μούσκλια πετάγονταν στους ατσαλένιους ταρσούς τους· είχαν το μειλίχιο και αγέρωχο ύφος, το σχεδόν ανθρώπινο βλέμμα, την ευλυγισία, την πομπώδη αυταρέσκεια, το γεμάτο αριστοκρατικότητα παράστημα των καθαρόαιμων αλόγων, που δικαιολογούν την ειδωλολατρία και την παραφορά των Ανατολιτών για τα θεσπέσια αυτά πλάσματα των οποίων το Κοράνι εξυμνεί τα προσόντα και συνιστά τη φροντίδα σε πολλά χωρία, για να προσθέσει την έγκριση της θρησκείας σ' αυτή τη φυσική κλίση. Τ' άλογα αυτά προηγούνταν του σουλτάνου, ο οποίος ήταν καβάλα σ' ένα αξιοθαύμαστο ζώο με κάλυμμα που άστραφτε από τα ρουμπίνια, τα τοπάζια, τα μαργαριτάρια, τα σμαράγδια και από άλλα πολύτιμα πετράδια που σχημάτιζαν τα άνθη μιας χρυσής περιπλοκάδας. Πίσω από το σουλτάνο περπατούσαν ο κιζλάρ αγασή και ο καπού αγασή, οι αρχηγοί των μαύρων και λευκών ευνούχων. Ακολουθούσε ένας κοντοπίθαρος, τροφαντός, αγριωπός νάνος ντυμένος σαν πασάς, που εκπληρώνει πλάι στον αφέντη του τις υπηρεσίες που εκπλήρωναν οι τρελοί στην αυλή των βασιλιάδων του μεσαίωνα. Ο νάνος αυτός, που ο Πάολο Βερονέζε θα είχε αναπαραστήσει μ' έναν παπαγάλο στη χούφτα, ντυμένο με μια δίχρωμη χλαμύδα, ή παίζοντας μ' ένα λαγωνικό σ' ένα από τα γεύματά του, ήταν ανεβασμένος, για να κάνει σίγουρα αντίθεση, πάνω στη ράχη ενός ψηλού αλόγου την οποία τα στραβοκάνικα πόδια του μετά βίας αγκάλιαζαν. Θαρρώ πως είναι μοναδικός στο είδος του σήμερα σ' όλη την Ευρωπη: η καρικατούρα

223

του Καγιέτ, του Τριμπουλέ και του λ'Αντζέλυ 71 έχει διατηρηθεί πια μόνο στην Τουρκία. Οι ευνούχοι δε φορούν πια τον ψηλό λευκό σκούφο που τους βάζουν να φορούν στις κωμικές όπερες· η στολή τους απαρτίζεται από το φέσι και τη ρεντιγκότα· έχουν όμως μια ιδιαίτερη όψη που τους κάνει να ξεχωρίζουν: ο κιζλάρ αγασή είναι μάλλον αποκρουστικός· το μαύρο πρόσωπό του είναι σπανό, τραχύ, με γυαλιστερές γκριζωπές ανταύγειες. Ο καπού αγασή, όμως, τον ξεπερνά σε ασχήμια, γιατί δεν κρύβεται πίσω από μια μαύρη μάσκα. Το πρόσωπό του, με πολλές στρώσεις αρρωστιάρικου λίπους, αυλακωμένο με μικρές ρυτίδες και με μια θαμπή πελιδνότητα, όπου ανοιγοκλείνουν δυο άψυχα μάτια κάτω από ένα πλαδαρό βλέφαρο, και τα χείλια του, κρεμασμένα και στραβά, του δίνουν ύφος δύσθυμης γριάς. Αυτά τα δύο τέρατα είναι όμως ισχυρές προσωπικότητες: τα εισοδήματα της Μέκκας και της Μεδίνας περνούν από τα χέρια τους· είναι ζάπλουτοι, και λύνουν και δένουν στο σεράι, αν και η επιρροή τους έχει μειωθεί πολύ σήμερα. Εκείνοι μόνο είναι εξουσιοδοτημένοι να κυβερνούν τα σμήνη των ουρί που ποτέ δε βεβηλώνει βλέμμα ανθρώπου, και, όπως φαντάζεστε, είναι το επίκεντρο άπειρων δολοπλοκιών. Ένα απόσπασμα της σωματοφυλακής έκλεινε την παρέλαση. Η εκθαμβωτική αυτή πομπή, αν και λιγότερο ποικιλόμορφη από άλλοτε, όταν όλη η ασιατική χλιδή έλαμπε πάνω στις ιδιότροπες στολές των πασάδων, των καπιτζί μπασή, των μποσταντζήδων, των μαμπεγιντζήδων και των γενίτσαρων, με τα τουρμπάνια, τα καλπάκια, τα κιρκασιανά κράνη, τα αρκεβούζια με τα καρούλια, τα ρόπαλα, τα τόξα και τα βέλη, χάθηκε κάτω από την κεντρική αψίδα που οδηγεί από το σεράι στην Αγία Σοφία· ύστερα, σχεδόν μια ώρα μετά, επέστρεψε και παρέλασε στην αντίθετη κατεύθυνση, αλλά με την ίδια σειρά. Στο μεταξύ, οι σύντροφοί μου κι εγώ είχαμε πάει να πιάσουμε θέση πάνω σ' ένα πηγάδι σκεπασμένο με μαδέρια, ένα είδος θεωρείου, μέσα σε μια τεράστια αυλή φυτεμένη με ψηλά δέντρα, πολύ κοντά στην πόρτα του περίπτερου όπου έμελλε να λάβει χώρα η τελετή του ποδοφιλήματος. Απέναντί μας εκτεινόταν ένα μεγάλο κτίριο μ' ένα

224

πλήθος από κολόνες στην κορυφή του, βαμμένες κίτρινες, με εξαίρεση τη βάση και το κιονόκρανο που ήταν βαμμένα άσπρα. Οι κολόνες ήταν καμινάδες, και τα αχανή οικοδομήματα κουζίνες· γιατί κάθε μέρα χίλια πεντακόσια στόματα, σύμφωνα με την τουρκική έκφραση, «τρώνε το ψωμί του Υψίστου». Ήταν πολύ δύσκολο να κρατηθούμε στην κούρνια μας· την πολιορκούσαν ακατάπαυστα καινούριοι περίεργοι κι εμείς τους αποκρούαμε με αγκωνιές· τελικά, όμως, δε μας κούνησε κανείς από τη θέση μας. Περιμένοντας να επιστρέψει η πομπή, ας περιγράψουμε το σκηνικό του ποδοφιλήματος. Είναι ένα μεγάλο κιόσκι με μια μυτερή στέγη που υποστηρίζεται ολόγυρα από κολόνες. Οι κολόνες αυτές, με βάσεις και κιονόκρανα σκαλισμένα με την τεχνοτροπία του διάκοσμου της Αλάμπρα, υποστηρίζουν αψίδες και μικρά δοκάρια που υποστυλώνουν το γείσο της στέγης, στο κάτω μέρος της οποίας υπάρχουν τεχνουργημένοι ρόμβοι, φατνώματα και κλαδογραφίες· η πόρτα, με δυο εσοχές δεξιά αριστερά, αποκαλύπτει μια πληθώρα από σκαλίσματα, περιπλοκάδες, ανθέμια και αραβουργήματα, ανάμεσα στα οποία στριφογυρίζουν κάποια κιχώρια και ροκοκό μοτίβα, που αναμφίβολα προστέθηκαν εκ των υστέρων, πράγμα που συμβαίνει συχνά στα τουρκικά παλάτια. Πάνω στον τοίχο, σε κάθε πλευρά της πόρτας, είναι ζωγραφισμένες δυο κινεζικές ζωγραφιές με προοπτική, παρόμοιες με εκείνες που βλέπει κανείς στις παιδικές κωμωδίες, οι οποίες αναπαριστούν στοές μ' ένα δάπεδο από άσπρα και μαύρα τετράγωνα που προεκτείνονται στο άπειρο. Οι αλλόκοτες αυτές τοιχογραφίες πρέπει να είναι δημιουργίες κάποιου γενουάτη υαλουργού, αιχμάλωτου των Βερβέρων κουρσάρων, και προκαλούν μια ασυνήθιστη εντύπωση πάνω σ' αυτό το κόσμημα της μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής. Ο σουλτάνος, ακολουθούμενος από κάποιους υψηλόβαθμους, μπήκε στο κιόσκι, όπου πήρε ένα ελαφρό γεύμα· το διάλειμμα αυτό το εκμεταλλεύτηκαν για τις τελευταίες προετοιμασίες της υποδοχής. Άπλωσαν καταγής, μπροστά στο κιόσκι και ανάμεσα στις δυο κολόνες της αψίδας που πλαισίωνε την πόρτα, ένα μαύρο κασμιρένιο χαλί

225

πάνω στο οποίο τοποθέτησαν ένα θρόνο, ή μάλλον ένα ντιβάνι σε σχήμα καναπέ, καλυμμένο όλο με φύλλα χρυσού ή χαλκού βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ένα σκαμνάκι παρόμοιου ύφους τοποθετήθηκε στα πόδια του θρόνου, και οι μουσικοί παρατάχτηκαν σ' ένα ημικύκλιο, με το πρόσωπο στραμμένο προς το κιόσκι. Όταν πρόβαλε ο Αμπντούλ-Μετζίτ, η μουσική ξέσπασε σε σαλπίσματα και κυμβαλοκρουσίες· το πλήθη έβγαλαν την καθιερωμένη κραυγή: «Ζήτω, ζήτω για πάντα ο ένδοξος σουλτάνος!» Ένα ρίγος ενθουσιασμού διέτρεξε το πλήθος. Όλος ο κόσμος ήταν συγκινημένος, ακόμα και οι θεατές που δεν ήταν μουσουλμάνοι. Ο Αμπντούλ-Μετζίτ στάθηκε λίγα λεπτά όρθιος πάνω στο σκαμνί: στο φέσι του, μια διαμαντένια αγκράφα στερέωνε το λοφίο από φτερά ερωδιού, σύμβολο ανώτατης εξουσίας· ένα φαρδύ πανωφόρι από βαθυγάλανη τσόχα, που το συγκρατούσε μια πόρπη από μπριγιάν και κάτω από το οποίο γυαλοκοπούσαν τα χρυσά κοσμήματα της στολής του, ένα λευκό ατλαζωτό παντελόνι, γυαλιστερές μπότες όπου καθρεφτιζόταν το φως, και άψογα αχνοκίτρινα γάντια, απάρτιζαν τη στολή του που, μολονότι λιτή, έκανε όλα τα πλουμίδια των κατωτέρων του να ωχριούν. Ύστερα κάθισε, και άρχισαν οι τεμενάδες. Έχω κάνει ήδη ένα πορτρέτο του σουλτάνου, αλλά τον σκιαγράφησα επί τροχάδην και κάπως πρόχειρα· τώρα θα μπορέσω να ολοκληρώσω αυτό το σκαρίφημα, γιατί η τελετή του Μπαϊραμιού διαρκεί τουλάχιστον δύο ώρες, και είχα όλο το χρόνο να τον παρατηρήσω. Ο σουλτάνος Αμπντούλ-Μετζίτ-Χαν γεννήθηκε την ενδέκατη μέρα του μήνα του Σαμπάν, το έτος 1238 της Εγίρας (23 Απριλίου 1823)· ήταν λοιπόν, όταν τον είδα το 1852, είκοσι εννέα χρόνών και κάτι μηνών. Όντας στο θρόνο από δεκαέξι χρόνων, όταν διαδέχτηκε το σουλτάνο Μαχμούτ, είχε ήδη βασιλέψει δεκατρία χρόνια. Στο ανέκφραστο πρόσωπό του μου φάνηκε βαθιά αποτυπωμένος ο υπέρτατος κορεσμός της εξουσίας· μια μόνιμη και έντονη πλήξη πάντα ανάλογη του μεγέθους του, αιώνια σαν τα χιόνια στις κορφές, του έδινε ένα μαρμάρινο προσωπείο και πάγωνε τα ελάχιστα αρμονικά χαρακτηριστικά του. Η μύτη δεν έχει αυτή την τυπική γαμψή καμπύλη των Τούρκων· τα μάγουλα, χλομά, στεφανωμένα με μια λεπτή και

226

καστανόμαυρη γενειάδα, είναι σφυρηλατημένα με κάποιες γραμμές που προδίδουν την κούραση· το μέτωπο, όσο φαίνεται κάτω από το φέσι, μου φάνηκε φαρδύ και γεμάτο· όσο για τα μάτια, μπορώ μόνο να τα συγκρίνω με μαύρους ήλιους ακινητοποιημένους μέσα σ' ένα διαμαντένιο ουρανό· κανένα αντικείμενο δεν έμοιαζε ν' αντικατοπτρίζεται σ' αυτά· σαν τα μάτια των εκστατικών, θαρρούσες ότι ήταν απορροφημένα από κάποιο όραμα ασύλληπτο για το βλέμμα τών κοινών θνητών. Η φυσιογνωμία αυτή δεν ήταν, κατά τ' άλλα, ούτε σκυθρωπή ούτε τρομερή ούτε βάναυση· ήταν υπερ-ανθρώπινη: δεν μπορώ να βρω καλύτερη λέξη. Αισθανόταν κανείς ότι τούτος ο νεαρός, καθισμένος σαν θεός πάνω σε χρυσό θρόνο, δεν είχε πια τίποτα να επιθυμήσει στον κόσμο· ότι τα πιο θελκτικά όνειρα ήταν για εκείνον ανούσιες πραγματικότητες, και ότι πάγωνε αργά αργά μες στην ψυχρή μοναξιά των μοναδικών όντων. Πράγματι, από την κορυφή του μεγαλείου του, διακρίνει τη γη μόνο σαν μια θολή ομίχλη, και τα πιο υψηλά πρόσωπα μόλις που φτάνουν στο ύψος της μπότας του. Μόνο οι πιο υψηλόβαθμοι έχουν το δικαίωμα ν' ασπαστούν τα πόδια του ένδοξου σουλτάνου. Η εξαίρετη αυτή εύνοια παραχωρείται αποκλειστικά στο βεζίρη, στους υπουργούς και στους προνομιούχους πασάδες. Ο βεζίρης έφυγε από τη γωνία του περιπτέρου που βρισκόταν στα δεξιά του σουλτάνου, διέγραψε ένα ημικύκλιο ακολουθώντας εσωτερικά τη γραμμή της σωματοφυλακής και των μουσικών, κατόπιν, όταν έφτασε απέναντι από το θρόνο, προχώρησε, ως το σκαμνί κάνοντας πρώτα τον ανατολίτικο χαιρετισμό και, καμπουριάζοντας πάνω στα πόδια του κυρίου του, ασπάστηκε την ιερή μπότα τόσο δουλοπρεπώς όσο ένας ένθερμος καθολικός ασπάζεται το σανδάλι του πάπα· αφού ολοκληρώθηκε η τελετή, αποσύρθηκε πισωπατώντας και έδωσε τη θέση του στον επόμενο. Ο ίδιος χαιρετισμός, η ίδια γονυκλισία, ο ίδιος ασπασμός, η ίδια διαδρομή για τις εφτά ή οχτώ πρώτες προσωπικότητες της αυτοκρατορίας. Όσο κρατούσαν οι λατρευτικές εκδηλώσεις, το

227

πρόσωπο του σουλτάνου έμενε απαθές: τα στυλωμένα μάτια του κοιτούσαν χώρίς να βλέπουν, σαν τα μαρμάρινα μάτια των αγαλμάτων· κανένα σκίρτημα των μυώνων, κανένα εκφραστικό παιχνίδι, τίποτα που θα μπορούσε να σε κάνει να πιστέψεις πως αντιλαμβανόταν ό,τι συνέβαινε. Αλήθεια, μπορούσε άραγε ο μεγαλόπρεπος πατισάχ να ξεχωρίσει, στη θαυμαστή απόσταση που τον χωρίζει από τους ανθρώπους, τα ταπεινά σκουληκάκια που κουλουριάζονταν στα πόδια του μες στη σκόνη; Και όμως, αυτή η αδιάφορη ακινησία δεν είχε τίποτα εμφατικό ή υπερβολικό. Ήταν η αριστοκρατική και αφηρημένη αδιαφορία του ηγεμόνα, που δεχόταν τις δέουσες τιμές χωρίς να τους δίνει σημασία· η υπνωτική αμεθεξία ενός θεού κουρασμένου από τους πιστούς του, που απλά και μόνο τους ανεχόταν. Κάτι ασυνήθιστο που παρατήρησα στην παρέλαση των πασάδων είναι η τρομερή παχυσαρκία των προσώπων που περιβάλλονται από υψηλά αξιώματα· έφταναν να έχουν αναλογίες πραγματικά τερατώδεις, καμπύλες ιπποπόταμου και φώκιας, που καθιστούσαν την εκπλήρωση του τυπικού εντελώς επίπονη. Δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τους μορφασμούς τούτων των χοντρών πλασμάτων, που ήταν υποχρεωμένα να σκύβουν ως το χώμα και να ξανασηκώνονται: κάποιοι, με περισσότερο φάρδος παρά ύψος, όμοιοι με μπάλες τοποθετημένες η μια πάνω στην άλλη, λίγο έλειψε να κουτρουβαλιαστούν και να μείνουν ξαπλωμένοι στα πόδια του κυρίου τους. Δίπλα σ' αυτούς τους τετράπαχους Τούρκους, ο Λαμπλάς72 θα φάνταζε λυγερός και λεπτοκαμωμένος. Το αφύσικο αυτό περίσσευμα του λίπους κατακυριεύει τους Τούρκους συχνά από πολύ νωρίς. Έτυχε να συναντήσουμε στις όχθες της Ασίας και της Ευρώπης μικρούς γιους πασάδων που ήταν ήδη πρησμένοι από το λίπος στα δέκα ή δώδεκα χρόνια τους, και που έπρεπε να ζυγίζουν σίγουρα διακόσιες λίβρες· ήδη τα βερβερικά άλογα, δίπλα στα οποία περπατούσε ένας σεΐζης με το χέρι ακουμπισμένο στα καπούλια τους, λύγιζαν κάτω από το βάρος που κουβαλούσαν. Απεναντίας, κάτι το οποίο θα έπαιρνε κανείς για εσκεμμένο φιλοσοφικό σαρκασμό, όλοι οι κατώτεροι υπάλληλοι είναι πετσί και κόκαλο: η καρικατούρα των χοντρών και των λιγνών, του

228

Μπρέχελ, θα ήταν επίκαιρη στην Τουρκία. Το πάχος φθίνει με μαθηματική ακρίβεια όσο κατεβαίνουν οι βαθμίδες της εξουσίας. Θα έλεγε κανείς ότι τα αξιώματα απονέμονται ανάλογα με το βάρος. Μετά τους πασάδες ήρθε ο Σεΐχ-ουλ-ισλάμ (τηρητής του νόμου), με λευκό καφτάνι και τουρμπάνι ιδίου χρώματος που το συγκρατούσε μια χρυσή κορδέλα στο μέτωπο· ο Σεΐχ-ουλ-ισλάμ είναι κατά κάποιο τρόπο ο μωαμεθανός πάπας, προσωπικότητα πανίσχυρη και πολυλατρεμένη. Όταν λοιπόν, αφού έκανε τον τυπικό χαιρετισμό, προσποιήθηκε ότι σκύβει όπως οι υπόλοιποι, ο Αμπντούλ-Μετζίτ βγήκε από την παγερή γαλήνη του και, ικανοποιημένος από αυτό το σημάδι σεβασμού, τον σήκωσε ευγενικά. Στη συνέχεια παρέλασαν οι ουλεμάδες· αλλά, αντί να φιλούν την μπότα του σουλτάνου, άγγιζαν μόνο με τα χείλη τους την άκρη του πανωφοριού του, μια και δεν ήταν προσωπικότητες τόσο υψηλές ώστε ν' αξίζουν μια τέτοια χάρη. Τότε ένα μικροσυμβάν διέκοψε την τελετή: ο παλιός πρίγκιπας της Μέκκας, ένας γεροντάκος με σκούρα επιδερμίδα και γκριζωπή γενειάδα, που είχε καθαιρεθεί εξαιτίας του φανατισμού του, χίμηξε στα πόδια του σουλτάνου, ο οποίος τον απέκρουσε αρκετά ζωηρά για ν' αποφύγει τα σέβη του και του έκανε μια μεγαλόπρεπη χειρονομία απόρριψης· δυο ψηλοί νεαροί σαν μιγάδες, τόσο μελαψοί ήταν, με μακριές πράσινες γούνες και τουρμπάνια με χρυσές λουριδίτσες, που έμοιαζαν να είναι οι γιοι του γέροντα, επιχείρησαν επίσης να ριχτούν στα πόδια του σουλτάνου· αλλά δεν είχαν καλύτερη υποδοχή, και οδηγήθηκαν και οι τρεις έξω από τον περίβολο. Τους ουλεμάδες διαδέχτηκαν άλλοι στρατιωτικοί ή πολιτικοί υπάλληλοι κατώτερων βαθμίδων, που δεν μπορούσαν να έχουν την αξίωση ν' ασπαστούν ούτε την μπότα ούτε το πανωφόρι: ένα τμήμα της ζώνης του σουλτάνου, που την κρατούσε ένας πασάς, πρόσφερε στα χείλη τους τα χρυσά κρόσσια της στην άκρη του ντιβανιού. Τους ήταν αρκετό ν' αγγίξουν κάτι που είχε έρθει σ' επαφή με τον αφέντη· έφταναν ο ένας μετά τον άλλον, διαγράφοντας ολόκληρο τον κύκλο, έφερναν το χέρι στην καρδιά και στο μέτωπο, αφού πρώτα το κατέβαζαν ως τη γη, άγγιζαν απαλά την υφασμάτινη λουρίδα και

229

προχωρούσαν. Ο νάνος, όρθιος πίσω από το θρόνο, τους κοίταζε σαρδόνια με μορφασμό κακόβουλου στοιχειού. Στο μεταξύ, η μουσική έπαιζε σκοπούς από το Ελιξίριο του έρωτα και τη Λουκρητία Βοργία, το κανόνι αντηχούσε από μακριά και τα τρομαγμένα περιστέρια του Σουλτάν Βαγιαζίτ πετούσαν σαν ριπές ανέμου και στριφογύριζαν πάνω από τους κήπους του σεραγιού. Όταν υπέβαλε τα σέβη του ο τελευταίος υπάλληλος, ο σουλτάνος μπήκε στο κιόσκι του, υπό τον ήχο έξαλλων ζητωκραυγών, κι εμείς ξαναγυρίσαμε στο Πέραν για να πάρουμε ένα γεύμα που είχαμε επιτακτικά ανάγκη.

230

Ο ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΟΙ ΠΥΡΚΑΓΙΕΣ ΓINOTAN ΕΔΩ ΚΑΙ ΚΑΙΡΟ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΦΙΞΗ ΤΟΥ Καρλομάγνου73, που όλοι περίμεναν με αγωνία -και είχαν αρχίσει να πιστεύουν ότι ήταν ένα χιμαιρικό πλοίο, σαν την Αργώ ή το πλοίο του Ιπτάμενου Ολλανδού- όταν μια ωραία πρωία είδαμε, εντελώς απροσδόκητα, να καμαρώνει μπροστά στη σκάλα του Τοπχανέ, στην είσοδο του Κεράτιου Κόλπου, μια θαυμάσια κατασκευή κάτω από μια τρίχρωμη ναυτική σημαία, φέροντας στην πλώρη της μια αυτοκρατορική προτομή, και στην πρύμνη της τούτο το όνομα γραμμένο με χρυσά γράμματα: Καρλομάγνος. Πώς είχε φτάσει εδώ; Με ποιο μαγικό τρόπο είχε βρεθεί καταμεσής του λιμανιού; Στα πλευρά του πλοίου υπήρχε μια τριπλή σειρά από οπές για κανόνια και δεν υπήρχε ίχνος στεφάνης για τους τροχούς· πάνω στο κατάστρωμά του, κανένα φουγάρο· στις κεραίες του, πανιά τυλιγμένα και δεμένα· στα κατάρτια του, επισείοντες που κυμάτιζαν σ' έναν αντίθετο άνεμο: άλυτο μυστήριο. Ανάμεσα στον κόσμο, λοιπόν, διαδόθηκε η φήμη ότι ήταν μια μαγική ναυς που την κυβερνούσαν τα τζίνια και οι αφρίτες. Η Αυστρία και η Ρωσία, λένε, εναντιώνονταν, για διπλωματικούς λόγους, στην είσοδο του Καρλομάγνου μες στον πορθμό όπου απαγορεύεται να περάσει οποιοδήποτε κατάφρακτο πλοίο χωρίς φιρμάνι. Το φιρμάνι επιτέλους δόθηκε, και, για να προσδώσει ακόμα περισσότερο κύρος στην παρουσία ενός τέτοιου καραβιού μες στα νερά του Κεράτιου Κόλπου, ο κύριος μαρκήσιος ντε λα Βαλέτ, πρεσβευτής της Γαλλίας, επιβιβάστηκε στον Καρλομάγνο· γεγονός που εξομάλυνε την κατάσταση. Ο Καρλομάγνος ήταν η Γαλλία· και έτσι ικανοποιήθηκε η περιέργεια του Μεχμέτ Αλή, του καπιτάν πασά, ο οποίος επιθυμούσε να δει ένα πλοίο που να είναι συγχρόνως ατμοκίνητο και ιστιοφόρο. Τα καΐκια τριγύριζαν συνεσταλμένα γύρω από το θαλάσσιο κολοσσό σαν ρέγκες γύρω από μια φάλαινα, που φοβούνται κάποιο χτύπημα της ουράς ή του πτερύγιου· ορισμένα πήραν επιτέλους την απόφαση να πλησιάσουν τα μαύρα του πλευρά, και οι ξεθαρρεμένοι επισκέπτες

231

πρόβαλαν ένας ένας κατά μήκος της ανεμόσκαλας. Ανάμεσά τους κι εγώ. Μόλις πάτησα το πόδι μου στο κατάστρωμα, το πρώτο πρόσωπο που διέκρινα ήταν γνώριμο. Ο Ζιρώ μού χαμογελούσε φιλικά κάτω από το ξανθοκόκκινο μουστάκι του και τίναζε προς τιμήν μου την πυκνή κατσαρή χαίτη του· του απάντησα με μια χαιρετούρα σαν του Κοβιέλου στην τελετή του Αρχοντοχωριάτη, με ικανοποιητικό ανατολίτικο χρώμα. Στα ταξίδια μου έχω την τύχη να συναντώ τον Ζιρώ, αξιαγάπητο και πνευματώδη φίλο όσο λίγοι· είχα ήδη αυτή τη χαρά στην Ισπανία. Έσπευσα να τον κατατοπίσω για όλες τις φριχτές συνοικίες, όλα τ' απαίσια στενοσόκακα που φέρνουν απελπισία στους φιλότεχνους της οδού Ριβολί και παντοτινή χαρά στους ζωγράφους. Πήγα κατόπιν να χαιρετήσω τον πρέσβη, που είχα την τιμή να γνωρίζω λίγο, και που με υποδέχτηκε με καλοσύνη· ύστερα ο Ζιρώ με σύστησε στους αξιωματούχους φίλους του και με ξενάγησαν στα τρία καταστρώματα του καραβιού, περιήγηση που κρύβει πάντα εκπλήξεις, ακόμα και όταν δε γίνεται για πρώτη φιορά. Γιατί ένα πολεμικό πλοίο είναι ένα από τα πιο θαυμαστά επιτεύγματα της ανθρώπινης δύναμης: χίλιοι διακόσιοι ή χίλιοι τριακόσιοι άνθρωποι τρώνε, κοιμούνται, δουλεύουν με απόλυτη τάξη, σαν τα μυρμήγκια, μέσα σ' αυτό το χώρο που στενεύει από ογδόντα κανόνια, μια επιβλητική μηχανή ψηλή σαν δίπατο σπίτι, την πυριτιδαποθήκη, την καρβουναποθήκη, την αποθήκη τροφίμων και τις προμήθειες πολλών μηνών. Είναι συγχρόνως πόλη, κάστρο και μηχανή. Οι Ολλανδέζες νοικοκυρές που θαρρούν ότι είναι καθαρές μοιάζουν με κοινές πλύστρες πλάι σ' αυτούς τους ναύτες, που κανείς δεν τους φτάνει στην τέχνη να σκουπίζουν, να πλένουν, να τρίβουν, να στιλβώνουν και να δίνουν σε κάθε αντικείμενο τη γυαλάδα του. Ούτε ένας λεκές στα μαδέρια, ούτε ίχνος σκουριάς ή οξείδωσης στα σίδερα ή στους χαλκούς· όλα λάμπουν, όλα αστράφτουν: τα εξαρτήματα γυαλοκοπούν θαρρείς και είναι ολοκαίνουρια· το μαόνι ενός αγγλικού τραπεζιού στρωμένου για το πρωινό τσάι είναι σίγουρα λιγότερο καθαρό από το κατάστρωμα ενός καραβιού. «Μέχρι και σούπα μπορούσες να φας εκεί», όπως λέει μια παραστατική λαϊκή έκφραση· και ανάμεσα σ' όλα αυτά τα καραβόσκοινα, που το καθένα έχει τ' όνομά του και που διασταυρώνονται σαν ιστοί αράχνης, ούτε ένας κόμπος, ούτε ένα μπέρδεμα, ούτε ένα λάθος: όλα κινούνται και γλιστρούν μες στις τροχαλίες τους, και προσδένονται όπου πρέπει με

232

μια ακρίβεια και μια τάξη αξιοθαύμαστες. Ξαναβγήκα στην ξηρά, όπου η συζήτηση γύρω από τον Καρλομάγνο συνεχιζόταν. Ο έλικάς του, που ήταν όλος κάτω από το νερό, το φουγάρο του, που ο σωλήνας του μπαινόβγαινε σαν το σωλήνα μιας διόπτρας, του έδιναν την όψη ιστιοφόρου, και μόνο αργότερα, όταν έκανε μια εκδρομή στα Θεραπειά, οι καϊκτσήδες. έκθαμβοι, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι είναι ατμόπλοιο, βλέποντας τον καπνό να βγαίνει από το φουγάρο που ξεπήδησε μέσα από το κατάστρωμα ως δια μαγείας, και έναν αφρισμένο υδατοστρόβιλο να σχηματίζεται πίσω από την πρύμνη και να κλυδωνίζει τα εύθραυστα πλοιάριά τους. Την επομένη, αποβιβάστηκε ο πρεσβευτής σύμφωνα με την επίσημη εθιμοτυπία, και τον υποδέχτηκαν στην ξηρά οι δυο εμπορικοί αντιπρόσωποι και αυτό που ονομάζουμε στο εξωτερικό έθνος, όλοι δηλαδή οι Γάλλοι που βρίσκονταν στην Κωνσταντινούπολη. Στοιχήθηκα κι εγώ με την πομπή και συνοδέψαμε τον κύριο ντε λα Βαλέτ ως το μέγαρο της πρεσβείας, που βρίσκεται στη Μεγάλη Οδό του Πέραν: η τελετή αυτή έχει κάτι συγκινητικό. Μια χούφτα άνθρωποι χαμένοι μέσα σ' αυτή την τεράστια πόλη -όπου βασιλεύει μια διαφορετική θρησκεία, όπου μιλιέται μια γλώσσα που οι ρίζες της μας είναι άγνωστες, όπου όλα διαφέρουν από τα έθιμα, τους νόμους, τα ήθη, τις στολές μας- που συγκεντρώνεται και σχηματίζει μια μικρή πατρίδα γύρω από τον πρεσβευτή, στο πρόσωπο του οποίου ενσαρκώνεται η Γαλλία, είχε μια ποίηση που γινόταν αισθητή ακόμα και στους λιγότερο επιρρεπείς σε τέτοιου είδους εντυπώσεις. Υπήρχαν ανάμεσά τους άνθρωποι που περπατούσαν χωρίς καπέλο κάτω από έναν καυτό ήλιο, και που, βέβαια, προπαγάνδιζαν αντίθετες απόψεις από τις απόψεις της κυβέρνησης που εκπροσωπούσε ο κύριος ντε λα Βαλέτ, δημοκράτες, ακόμα και εξόριστοι· σε τούτη την απόσταση όμως κάθε προσωπική έχθρα σβήνει· θυμάται πια κανείς μόνο την aima mater, την κοινή αγία μητέρα. Η άφιξη του Καρλομάγνου είχε προκαλέσει κάποιο αναβρασμό στους κόλπους του τουρκικού πληθυσμού, και, στην περίπτωση μιας συκοφαντίας ή μιας προσβολής, θα μας σκότωναν σίγουρα μέχρι τον τελευταίο γύρω από τον πρεσβευτή· όμως το γαλλικό καραβάνι έφτασε αισίως στο

233

μέγαρο, παρά τις λοξές ματιές των παλιών φανατικών που νοσταλγούν ακόμα την εποχή των γενίτσαρων και δεν μπορούν να δουν Φράγκο να περνάει χωρίς να του μουρμουρίσουν, κάτω από το λευκό μουστάκι τους, την πατροπαράδοτη βρισιά «Άπιστο σκυλί!» Η παρουσία του Καρλομάγνου στην Κωνσταντινούπολη συνέπεσε με πολλές πυρκαγιές· ξέσπασαν περισσότερες από δεκατέσσερις μέσα σε μία εβδομάδα, και οι περισσότερες πολύ σοβαρές. Σε ποιον θα έπρεπε ν' αποδοθούν ευθύνες; Στην παρατεταμένη ξηρασία που έκανε τα μουχλιασμένα ξυλόσπιτα όμοια με φρύγανα έτοιμα να λαμπαδιάσουν με την παραμικρή σπίθα· στα μάγια που έκανε το μυστηριώδες ατμόπλοιο που δεν έχει ούτε τροχούς ούτε φουγάρο, όπως πίστευε ακράδαντα ο όχλος· στα σινάφια των πολυμήχανων ξυλουργών για ν' ανοίξουν οι δουλειές τους, ή σε κάποια πολιτική αιτία, όπως ήταν πεπεισμένοι κάποιοι άνθρωποι που γνωρίζουν σε βάθος τα ανατολίτικα ήθη; Μετά το Ραμαζάνι που με τις νηστείες του και τις ασκήσεις ευσέβειας εξάπτει τη φαντασία των πιστών, εκδηλώνεται συνήθως μια αναζωπύρωση του φανατισμού, και η τωρινή έξαρση στρεφόταν κατά του Ρεσίντ πασά, τότε υπουργού, που τον κατηγορούσαν ότι είχε μια κλίση προς τις ευρωπαϊκές ιδέες, και τον αντιμετώπιζαν σχεδόν σαν γκιαούρη οι παλιοί Τούρκοι με το πράσινο καφτάνι και τα χοντρά τουρμπάνια, όμοιοι με τις ντυμένες κούκλες που φυλάσσονται πίσω από τις προθήκες του Ελμπισέι Ατικά, αυτή την αίθουσα του Κούρτιους 74 του παλιού οθωμανικού έθνους. Υπάρχει στην Κωνσταντινούπολη μια γαλλική εφημερίδα που τη διευθύνει επάξια ο κύριος Νογκές, επειδή όμως επιδοτείται από το Κράτος, η αντιπολίτευση, αντί να γράφει άρθρα, ανάβει φωτιά σε μια συνοικία, ενδεικτικός τρόπος για να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της -έτσι λένε τουλάχιστον- δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, μολονότι το ίδιο μέσο επιστράτευσαν άλλοτε οι δυσαρεστημένοι γενίτσαροι· άλλοι έβλεπαν σ' αυτές τις πυρκαγιές που, πριν προλάβουν να σβήσουν, άναβαν πάλι σ' άλλο σημείο της πόλης, τη δάδα ή τουλάχιστον το σπίρτο της Ρωσίας που επιχειρούσε να προκαταλάβει δυσμενώς το λαό εναντίον της Γαλλίας. Το θάρρος, όμως, με το οποίο το πλήρωμα του Καρλομάγνου έτρεχε στη φωτιά, με επικεφαλής τον κύριο Ριγκώ

234

ντε Ζενουιγί, που σκαρφάλωνε με το τσεκούρι στο χέρι πάνω στα φλεγόμενα σπίτια, διεκδικώντας τα θύματα από τις φλόγες, γρήγορα εξευμένισε τα πνεύματα. Ο Ρεσίντ πασάς αντικαταστάθηκε από τον Φουάντ εφέντη, συνεχιστή των ιδεών του. Η μικρή αυτή υποχώρηση ηρέμησε πάλι τα πνεύματα, και οι πυρκαγιές σταμάτησαν, ίσως φυσικά, ίσως γι' αυτό το λόγο. Με μια πόλη κατασκευασμένη όλη από ξύλο και με την αδιαφορία των Τούρκων, αποτέλεσμα της μοιρολατρίας τους, η πυρκαγιά μπορεί να θεωρηθεί κάτι φυσιολογικό στην Κωνσταντινούπολη. Ένα σπίτι ηλικίας εξήντα χρόνων είναι κάτι σπάνιο. Με εξαίρεση τα τζαμιά, τα υδραγωγεία, τα τείχη και τις κρήνες, κάποια ελληνικά σπίτια στο Φανάρι και κάποια γενουάτικα κτίσματα στο Γαλατά, όλα είναι ξυλόκτιστα· οι εποχές που χάθηκαν δεν έχουν αφήσει κανένα σημάδι πάνω σ' αυτό το χώμα, που το σαρώνει αιωνίως η φλόγα· το πρόσωπο της πόλης ανανεώνεται εξ ολοκλήρου κάθε μισό αιώνα, χωρίς όμως να ποικίλλει πολύ. Δε μιλάω για το Πέραν, τη Μασσαλία της Ανατολής, που στη θέση κάθε καμένης ξύλινης παράγκας υψώνει αμέσως ένα στέρεο πέτρινο σπίτι, και που θα γίνει σύντομα μια πόλη ολότελα ευρωπαϊκή. Στην κορυφή του πύργου του Σερασκέρη, λευκού φάρου με θαυμαστό ύψος, που φαντάζει πάνω σ' ένα κυανό φόντο κοντά στους θόλους και τους μιναρέδες του Σουλτάν Βαγιαζίτ, πηγαινοέρχεται αδιάκοπα ένας σκοπός που κοιτάζει μήπως, μες στον αχανή ορίζοντα που ξεδιπλώνεται πανοραμικά στα πόδια του, κάποιος μαύρος καπνός, κάποια κόκκινη γλώσσα ξεπηδήσει από τη χαραμάδα μιας στέγης. Όταν ο σκοπός αντιλαμβάνεται την αρχή μιας πυρκαγιάς, κρεμάει στην κορυφή του φάρου ένα καλάθι αν είναι μέρα ή ένα φανάρι αν είναι νύχτα, μαζί μ' ένα συγκεκριμένο συνδυασμό σημάτων που υποδεικνύει τη συνοικία της πόλης· το κανόνι βροντά, και η θλιβερή κραυγή «Stamboul hiangin var!» αντηχεί δυσοίωνα στους δρόμους· όλος ο κόσμος ξεσηκώνεται, και οι νερουλάδες (σακάδες), που είναι συγχρόνως πυροσβέστες, ορμούν ολοταχώς προς την κατεύθυνση που έδειξε ο σκοπός. Μια παρόμοια σκοπιά είναι εγκατεστημένη πάνω στον πύργο του

235

Γαλατά, που είναι σχεδόν αντίκρυ στον πύργο του Σερασκέρη, από την αντίπερα πλευρά του Κεράτιου Κόλπου. Ο σουλτάνος, οι βεζίρηδες και οι πασάδες είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν αυτοπροσώπως στις πυρκαγιές. Αν ο σουλτάνος έχει αποσυρθεί στα βάθη του χαρεμιού με μια γυναίκα, μια οδαλίσκη ντυμένη στα κόκκινα, φορώντας στο κεφάλι ένα άλικο τουρμπάνι, τρυπώνει ως το δωμάτιο, σηκώνει το παραπέτασμα της θύρας και στέκεται όρθια, σιωπηλή και δυσοίωνη. Η εμφάνιση αυτού του φλογοβόλου φαντάσματος του αναγγέλλει ότι η Κωνσταντινούπολη έπιασε φωτιά και ότι οφείλει να κάνει το καθήκον του ως ηγεμόνας. Ήμουν καθισμένος μια μέρα πάνω σ' έναν τάφο στα Μνηματάκια του Πέραν, σκαρώνοντας απορροφημένος κάτι στίχους, όταν είδα ν' ανεβαίνει μέσα από τα κυπαρίσσια ένας γαλαζωπός καπνός που έγινε κίτρινος, ύστερα μαύρος, και να ξεπηδούν κάποιες γλώσσες φωτιάς που θάμπωναν από το εκτυφλωτικό φως του ήλιου· σηκώθηκα, αναζήτησα μια θέση με θέα, και διέκρινα στους πρόποδες του νεκρικού λόφου το Κασίμ Πασά που καιγόταν. Το Κασίμ Πασά είναι μια μάλλον άθλια συνοικία, που κατοικείται από φτωχούς ανθρώπους, Εβραίους, Αρμένιους, στριμωγμένη ανάμεσα στο κοιμητήριο και το ναύσταθμο. Κατέβηκα τον κεντρικό του δρόμο, που είχε παραπήγματα και τρώγλες δεξιά και αριστερά κι ένα ρυάκι με βουρκόνερα στη μέση, σαν ανοιχτό υπόνομο, που το διέσχιζαν γεφυρούλες. Η πυρκαγιά ήταν ακόμα συγκεντρωμένη στα περίχωρα ενός τζαμιού μ' ένα μιναρέ που δε θα μπορούσα να συγκρίνω καλύτερα παρά μόνο μ' ένα κερί σκεπασμένο μ' έναν τσίγκινο κηροσβέστη. Φοβόμουν μη δω το μιναρέ να λιώνει μες στις φλόγες, που με μια αλλαγή του αέρα πήραν άλλη κατεύθυνση, κι έτσι όσοι πίστευαν ότι δεν είχαν τίποτα να φοβηθούν βρέθηκαν ξαφνικά ν' απειλούνται. Το δρόμο είχαν φράξει νέγρες που κουβαλούσαν τυλιγμένα στρώματα, χαμάληδες φορτωμένοι σεντούκια, άντρες που προσπαθούσαν να σώσουν τις μακριές πίπες τους, αλαλιασμένες γυναίκες που έσερναν με το ένα χέρι ένα παιδί και με το άλλο ένα δέμα ρούχα, σωματοφύλακες και στρατιώτες οπλισμένοι με μακριούς

236

γάντζους, νερουλάδες που διέσχιζαν το πλήθος με αντλίες στον ώμο και καβαλάρηδες που έτρεχαν καλπάζοντας για να βρουν ενισχύσεις χωρίς την παραμικρή έγνοια για τους πεζούς· αλληλοχτυπιούνταν, αλληλοσπρώχνονταν, έπεφταν, με φωνές και βρισιές σ' όλα τα πιθανά ιδιώματα. Η αναταραχή ήταν στο αποκορύφωμά της. Στο μεταξύ η φωτιά προχωρούσε μεγαλώνοντας τον κύκλο των καταστροφών της. Φοβούμενος μη με ρίξουν κάτω και με ποδοπατήσουν, ξαναγύρισα στο ύψωμα του Πέραν και, αφού σκαρφάλωσα πάνω σε μια επιτύμβια στήλη από μάρμαρο του Μαρμαρά, αγνάντεψα, παρέα με Τούρκους, Έλληνες και Φράγκους, το θλιβερό θέαμα που εκτυλισσόταν στους πρόποδες του λόφου. Οι καυτές μεσημεριανές αχτίδες έπεφταν κάθετα πάνω στις καφετιές κεραμιδένιες στέγες ή τα κατραμωμένα μαδέρια του Κασίμ Πασά, και τα σπίτια λαμπάδιαζαν το ένα μετά το άλλο σαν φωτοβολίδες πυροτεχνήματος. Πρώτα έβγαινε μια μικρή τολύπη λευκού καπνού από κάποια χαραμάδα, ύστερα μια λεπτή άλικη γλώσσα ακολουθούσε το λευκό καπνό, το σπίτι μαύριζε, τα παράθυρα κοκκίνιζαν, και λίγα λεπτά αργότερα όλα κατέρρεαν μέσα σ' ένα σύννεφο από στάχτες. Με φόντο τον καπνό και τις φλόγες, διαγράφονταν πάνω στις στέγες, σαν μαύρες σιλουέτες, άνθρωποι που έχυναν νερό στα μαδέρια για να τα εμποδίσουν να πιάσουν φωτιά· άλλοι, με τσεκούρια και γάντζους, γκρέμιζαν τα τοιχώματα για να θέσουν υπό έλεγχο την πυρκαγιά. Νερουλάδες, όρθιοι πάνω σ' ένα οριζόντιο δοκάρι που είχε μείνει άθικτο, έστρεφαν το ράμφος των αντλιών τους ενάντια στις φλόγες· από μακριά, οι αντλίες αυτές με τους ευλύγιστους δερμάτινους σωλήνες και τους στιλπνούς χάλκινους αρμούς έμοιαζαν με ερεθισμένα φίδια που εξακόντιζαν ασημένιες αστραπές σε δράκους που έβγαζαν φωτιές από το στόμα. Πότε πότε ο δράκος ξερνούσε από τα μαύρα πλευρά του μια δίνη από σπίθες για να κάνει το φίδι να υποχωρήσει· αλλά αυτό επέμενε, συριστικό και μανιασμένο, εκσφενδονίζοντας μια ριπή νερού στραφταλιστή σαν διαμάντι. Μετά από κάποιους κατευνασμούς και υποτροπές, η πυρκαγιά έσβησε ελλείψει τροφής· έμειναν μόνο κάτι καπνοί που ανέβαιναν αργά αργά από τ' αποκαΐδια.

237

Την επομένη πήγα να επισκεφτώ τον τόπο της καταστροφής. Είχαν καεί διακόσια με τριακόσια σπίτια. Η ζημιά ήταν μικρή αν σκεφτεί κανείς ότι τα υλικά ήταν εξαιρετικά εύφλεκτα· το τζαμί, προστατευμένο από τα τείχη και τα πέτρινα περιστύλιά του, είχε μείνει άθικτο. Στη θέση των παραπηγμάτων που είχαν γίνει παρανάλωμα του πυρός, υψώνονταν μόνο οι πλίνθινες καμινάδες που είχαν αντισταθεί στη δράση της φωτιάς. Δεν υπάρχει πιο αλλόκοτο θέαμα από τους κοκκινωπούς αυτούς οβελίσκους που δεν έχουν πια δίπλα τους τα κτίσματα που τους περιέβαλλαν την προηγούμενη μέρα. Θαρρούσε κανείς ότι παιζόταν ένα παιχνίδι με τεράστιους πασσάλους που είχαν φυτευτεί εκεί για να διασκεδάσει ο Τυφώνας ή ο Βριάρεως. Πάνω στα χαλάσματα των σπιτιών τους που ήταν ζεστά και κάπνιζαν ακόμα, οι παλαιοί ιδιοκτήτες είχαν ήδη κατασκευάσει προσωρινά καταφύγια με σχοινένιες ψάθες, παλιά χαλιά και κομμάτια από καραβόπανα που τα συγκρατούσαν πάσσαλοι, και κάπνιζαν την πίπα τους με όλη την εγκαρτέρηση της ανατολίτικης μοιρολατρίας· μερικά άλογα ήταν δεμένα σε κάτι παλούκια στη θέση όπου πριν βρισκόταν ο στάβλος τους· λίγες μεσοτοιχίες και λίγα απομεινάρια από καρφωμένες σανίδες ανασυγκροτούσαν το χαρέμι· ένας καφετζής έψηνε τη μόκα στο φουρνάκι του, μοναδικό κατάλοιπο του μαγαζιού του, και κάθονταν ολόγυρα οκλαδόν, μες στα αποκαΐδια, όλοι οι πιστοί πελάτες του. Παραπέρα, κάποιοι φουρνάρηδες ξεδιάλεγαν με ξύλινα μαστέλα σωρούς από στάρι των οποίων η φλόγα είχε καψαλίσει μόνο το πρώτο στρώμα· κάτι φουκαράδες έψαχναν κάτω από τις μισοσβησμένες θράκες καρφιά και σιδερικά, υπολείμματα της περιουσίας τους, χωρίς όμως να έχουν και πολύ λυπημένο ύφος. Δεν είδα στο Κασίμ Πασά ανθρώπους να σαστίζουν, να ολολύζουν και ν' απελπίζονται, όπως θα οδύρονταν στη Γαλλία μ' ένα παρόμοιο γεγονός πάνω από τα συντρίμμια ενός χωριού ή μιας πυρπολημένης συνοικίας· στην Κωνσταντινούπολη, η πυρκαγιά είναι κάτι πάρα πολύ απλό. Ακολούθησα ως τον Κεράτιο Κόλπο, πολύ κοντά στο ναύσταθμο, το μονοπάτι που είχε χαράξει η πυρκαγιά. Έκανε φριχτή ζέστη, που μεγάλωνε ακόμα περισσότερο από τις αναθυμιάσεις της

238

απανθρακωμένης γης, ζεστής από τη φλόγα που σιγόκαιγε· περπατούσα πάνω σε κάρβουνα σκεπασμένα από μια ολέθρια στάχτη, μέσα από ερείπια που είχαν γίνει βορά στις φλόγες -μαδέρια, δοκάρια, σανίδες δαπέδου, θραύσματα από ντιβάνια και κασέλεςπότε σε τόπους γκρίζους, πότε σε τόπους μαύρους, μέσα από τους πυρόξανθους καπνούς και τις αντανακλάσεις ενός ήλιου που σε τσουρούφλιζε· ύστερα γύρισα από ένα αρκετά γραφικό στενοσόκακο, κατά μήκος ενός ρυακιού γεμάτου παλιοπάπουτσα και θραύσματα αγγείων που θα πρόσφερε, με τις δυο ετοιμόρροπες γεφυρούλες του, όμορφα μοτίβα για τις ακουαρέλες του Ουίλιαμ Ουάιλντ ή του Τεσόν. Είχα δει την πυρκαγιά μέρα· μου έμενε πια μόνο η πυρκαγιά τη νύχτα. Το θέαμα αυτό δεν άργησε, πολύ να φανεί. Ένα βράδυ, μια πορφυρή λάμψη, που θα μπορούσα να τη συγκρίνω καλύτερα μόνο με τις κόκκινες ανταύγειες του βόρειου σέλαος, έβαψε τον ουρανό στην αντίπερα όχθη του Κεράτιου Κόλπου. Έτρωγα ένα παγωτό στην αλέα του μικρού νεκροταφείου, και κατέβηκα αμέσως να ναυλώσω ένα καΐκι για να με μεταφέρει στον τόπο της καταστροφής, όταν, περνώντας κοντά από τον πύργο του Γαλατά, ένας από τους Κωνσταντινουπολίτες φίλους μου, που με συνόδευε, είχε την ιδέα ν' ανεβούμε στον πύργο απ' όπου φαίνεται πράγματι η αντίπερα όχθη του λιμανιού. Ένα μπαξίσι κατέστειλε αμέσως τους ενδοιασμούς του φύλακα, και βαλθήκαμε να σκαρφαλώνουμε μες στο σκοτάδι, ψηλαφώντας τον τοίχο με τα χέρια και δοκιμάζοντας κάθε σκαλοπάτι με το πόδι, μια αρκετά απότομη σπειροειδή σκάλα, με πλατύσκαλα και πόρτες ενδιάμεσα. Φτάσαμε έτσι ως την κορυφή και, περπατώντας πάνω στις χάλκινες πλάκες που έντυναν το δάπεδο, πήγαμε ν' ακουμπήσουμε στο περβάζι του εξώστη που στεφάνωνε τον πύργο. Καίγονταν οι αποθήκες με τα λάδια και τα ξίγκια. Τα κτίσματα αυτά βρίσκονται στην όχθη του νερού, που αντανακλούσε τις φλόγες και έδινε έτσι την εντύπωση μιας διπλής πυρκαγιάς, στην καρδιά της οποίας τα σπίτια διαγράφονταν σαν μαύρες σιλουέτες με φωτεινές τρύπες. Πύρινες γραμμές, θρυμματισμένες από τις ταλαντεύσεις των κυμάτων, απλώνονταν στον Κεράτιο Κόλπο, που έμοιαζε τη στιγμή εκείνη με μια τεράστια κηλίδα από ποντς· οι φλόγες υψώνονταν σε

239

θαυμαστό ύψος, κόκκινες, γαλάζιες, κίτρινες, πράσινες, ανάλογα με το υλικό που καταβρόχθιζαν πότε πότε ένας πιο έντονος φωσφορισμός, μια πιο φλογερή λάμψη ξεσπούσε μες στο γενικό πύρωμα· άπειροι σπινθήρες αιωρούνταν στον αέρα σαν τις χρυσές και ασημένιες βροχές ενός πυροτεχνήματος, και, παρά την απόσταση, ακουγόταν το τρίξιμο της φωτιάς. Πάνω από τη φλόγα περιελίσσονταν τεράστιες μάζες καπνού γαλαζωπού από τη μια πλευρά και ροδοκόκκινου από την άλλη σαν τα σύννεφα του δειλινού. Ο πύργος του Σερασκέρη, το Γενί Τζαμί, το Σουλεϊμανιέ, το τζαμί του Αχμέτ, το τζαμί του Σελίμ, και ψηλότερα, στην κορυφή του λόφου, οι αψίδες του υδραγωγείου του Ουάλεντος φωτίζονταν από κοκκινωπές αντανακλάσεις· οι βάρκες και τα πλοία του λιμανιού διαγράφονταν σαν κινεζικές φιγούρες σκιών πάνω σ' ένα άλικο φόντο· δυο τρεις μαούνες που παραζεστάθηκαν απότομα έπιασαν φωτιά, και υπήρχε για μια στιγμή φόβος ν' αναφλεγούν όλα τα καράβια που συνωστίζονταν στο λιμάνι· η φωτιά όμως σβήστηκε γρήγορα. Παρά τον ψυχρό αέρα που μας πάγωνε σ' αυτό το ύψος, γιατί ήμαστε αρκετά ελαφριά ντυμένοι, ο σύντροφός μου κι εγώ αδυνατούσαμε να ξεκολλήσουμε από αυτό το ολέθρια μεγαλειώδες θέαμα, η ομορφιά του οποίου μας έκανε να κατανοήσουμε και σχεδόν να συγχωρέσουμε τον Νέρωνα που κοίταζε τη Ρώμη να καίγεται από το παλάτι του στον Παλατίνο λόφο. Ήταν ένα υπέρλαμπρο σπινθηροβόλημα, ένα πυροτέχνημα στη νιοστή δύναμη, με οπτικά φαινόμενα που η πυροτεχνία δε θα μπορέσει ποτέ να πραγματοποιήσει· και, μια και δεν είχαμε τύψεις ότι την ανάψαμε εμείς, μπορούσαμε να απολαύσουμε τη φωτιά σαν καλλιτέχνες, θρηνώντας παράλληλα για ένα τέτοιο δυστύχημα. Δυο τρεις μέρες αργότερα, το Πέραν έπιασε φωτιά με τη σειρά του. Ο τεκές των περιστρεφόμενων δερβίσηδων κατακλύστηκε αμέσως από τις φλόγες, και τότε συνειδητοποίησα τι θα πει ανατολίτικο φλέγμα. Ο αρχηγός των δερβίσηδων κάπνιζε την πίπα του πάνω σ' ένα χαλί που το τραβούσαν πότε πότε προς τα πίσω όσο η φωτιά κέρδιζε έδαφος. Το μικρό τμήμα του κοιμητηρίου που εκτείνεται μπροστά από τον τεκέ γέμισε εν ριπή οφθαλμού με κάθε λογής αντικείμενα, σκεύη, έπιπλα και εμπορεύματα των απειλούμενων σπιτιών, που συχνά τα

240

πετούσαν από τα παράθυρα για να κάνουν πιο γρήγορα: τα πιο αστεία φαγεντιανά απλώνονταν πάνω στους τάφους σ' ένα φριχτό και γελοίο κεραμιδαριό. Ο πληθυσμός της συνοικίας -όλοι σχεδόν χριστιανοί- δεν εκδήλωνε την ίδια εγκαρτέρηση που δείχνουν οι Τούρκοι σε παρόμοια περίσταση· οι γυναίκες φώναζαν ή έκλαιγαν, καθισμένες πάνω στα στοιβαγμένα έπιπλά τους. Ξεφωνητά διασταυρώνονταν από παντού, η αταξία και η αναταραχή ήταν στο αποκορύφωμά τους. Τελικά έσωσαν ό,τι μπορούσαν να σώσουν και, από τον τεκέ ως τους πρόποδες του λόφου, έμειναν όρθιες μόνο οι καμινάδες, Μες στις πιο σοβαρές καταστροφές υπάρχουν πάντα κάποιες ευτράπελες λεπτομέρειες· είδα έναν άνθρωπο που παραλίγο να καεί ζωντανός για να σώσει κάτι μπουριά της σόμπας. Παραπέρα, ένας άμοιρος γέρος και μια άμοιρη γριά, που ξαγρυπνούσαν το νεκρό γιο τους μέσα σ' ένα λαμπαδιασμένο σπίτι, δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν το αγαπημένο κουφάρι, και αναγκάστηκαν να τους πάρουν με τη βία· ήταν η συγκινητική πλευρά. Από γραφική άποψη, παρατήρησα τα κυπαρίσσια του Κήπου των Δερβίσηδων που ξεραίνονταν, κιτρίνιζαν και λαμπάδιαζαν σαν καντηλέρια. Τρεις τέσσερις νύχτες αργότερα, το Πέραν λαμπάδιασε από την άλλη άκρη, προς το μεγάλο νεκροταφείο· καμιά εικοσαριά ξυλόσπιτα κάηκαν σαν σπίρτα, εκτοξεύοντας στο γαλανό ουρανό της νύχτας δέσμες λάμψεων και σπινθήρων, παρά το νερό που τους εκσφενδόνιζαν. Η Μεγάλη Οδός του Πέραν είχε την πιο ζοφερή της όψη· ομάδες νερουλάδων, με τις μάνικες στον ώμο, τη διέσχιζαν με γρήγορο καλπασμό, αναποδογυρίζοντας τα πάντα στο πέρασμά τους, όπως έχουν το προνόμιο να κάνουν, γιατί έχουν εντολή να μην αφήνουν κανένα να μπαίνει στο δρόμο τους, όποιος και αν είναι· έφιπποι μουσίρ, ακολουθούμενοι από μια διμοιρία αγριεμένων υπηρετών που έτρεχαν πεζοί πίσω τους, σαν την Τουρκική περίπολο του Ντεκάμ, έριχναν στο φως των δαδιών παράξενες σκιές πάνω στους τοίχους· τα σκυλιά, ποδοπατημένα, το έσκαγαν ανά κοπάδια βγάζοντας παραπονιάρικοι ουρλιαχτά· άντρες και γυναίκες περνούσαν, διπλωμένοι κάτω από μπόγους· οι σεΐζηδες έσερναν από το καπίστρι κάποια αφηνιασμένα άλογα: ήταν τρομερό και όμορφο.

241

Ευτυχώς, κάποια πέτρινα σπίτια σταμάτησαν την πορεία της πυρκαγιάς. Την ίδια εβδομάδα, τα Ψωμμαθειά -μια ελληνική συνοικία της Κωνσταντινούπολης- έγιναν βορά στις φλόγες· κάηκαν δύο χιλιάδες πεντακόσια σπίτια. Ύστερα ήταν η σειρά του Σκούταρι να λαμπαδιάσει, Από τη μια στιγμή στην άλλη ο ουρανός κοκκίνιζε σε κάποια γωνιά, και ο πύργος του Σερασκέρη μονάχα ύψωνε το πανέρι του και το φανάρι του· θα έλεγε κανείς ότι ο δαίμονας της πυρκαγιάς κράδαινε το δαδί του πάνω από την πόλη. Τελικά, όλες οι φωτιές έσβησαν, και οι καταστροφές ξεχάστηκαν μ' αυτή τη μακάρια αμεριμνησία δίχως την οποία το ανθρώπινο είδος δε θα μπορούσε να ζήσει.

242

Η ΑΓΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΑ ΤΖΑΜΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΓΚΙΑΟΥΡΗ ΝΑ μπαίνει μες στα τζαμιά κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού, ακόμα και με φιρμάνι και υπό την προστασία σωματοφυλάκων οι διδαχές των ιμάμηδων επιτείνουν το θρησκευτικό ζήλο και το φανατισμό των πιστών· η κάθαρση λόγω της νηστείας ερεθίζει το καθαρό μυαλό, και η συνήθης ανοχή, που ήρθε με την εξέλιξη του πολιτισμού, ξεχνιέται εύκολα κάτι τέτοιες στιγμές. Περίμενα λοιπόν να τελειώσει το Μπαϊράμι για να κάνω αυτή την υποχρεωτική επίσκεψη. Συνήθως αρχίζει κανείς την περιοδεία του από την Αγία Σοφία, το πιο αρχαίο και το πιο αξιόλογο μνημείο της Κωνσταντινούπολης που, προτού γίνει τζαμί, ήταν χριστιανική εκκλησία αφιερωμένη όχι σε μία αγία, όπως θα πίστευε κανείς από τ' όνομά της, αλλά στην του Θεού Σοφία, την «Αγία Σοφία», που την είχαν προσωποποιήσει οι Έλληνες και, σύμφωνα μ' εκείνους, ήταν μητέρα των τριών θεολογικών αρετών75. Όταν την κοιτάζει κανείς από την πλατεία που απλώνεται μπροστά από το Μπαμπ-ι-Χουμαγιούν (πύλη του Αυγούστου), ακουμπισμένος με την πλάτη πάνω στα λεπτά σκαλίσματα και τις έκτυπες επιγραφές της κρήνης του Αχμέτ Γ', η Αγία Σοφία μοιάζει μ' έναν άμορφο σωρό από κακότεχνες κατασκευές. Το αρχικό σχέδιο έχει χαθεί κάτω από ένα συγκρότημα μεταγενέστερων κτισμάτων που εξαλείφουν τις γενικές γραμμές και τις κάνουν δυσδιάκριτες. Ανάμεσα στα αντιτειχίσματα που ύψωσε ο Μουράτ Γ' για να συγκρατήσει τα τείχη που τραντάχτηκαν από τις σεισμικές δονήσεις, έχουν γαντζωθεί, σαν το αγαρικό μες στις νευρώσεις μιας βελανιδιάς, τάφοι, σχολεία, λουτρά, καταστήματα και τρώγλες. Πάνω από αυτή την αταξία υψώνεται, ανάμεσα σε τέσσερις μάλλον βαριούς μιναρέδες, ο μεγάλος τρούλος που στηρίζεται πάνω σε τοίχους με επάλληλες σειρές άσπρων και κόκκινων πλίνθων και περιβάλλεται σαν από τιάρα από έναν κύκλο δικτυωτών παραθύρων·

243

οι μιναρέδες δεν έχουν τη λυγερή κομψότητα των αραβικών μιναρέδων· ο τρούλος στρογγυλεύει βαριά πάνω από το σωρό των ακατάστατων παραπηγμάτων, και ο ταξιδιώτης, που η φαντασία του έχει άθελά του κεντριστεί με το μαγικό όνομα της Αγίας Σοφίας, που φέρνει στο νου το ναό της Εφέσου και το ναό του Σολομώντα, νιώθει μια απογοήτευση που ευτυχώς δε διαρκεί όταν μπαίνει στο εσωτερικό. Οφείλει κανείς να πει, ως ελαφρυντικό για τους Τούρκους, ότι τα περισσότερα χριστιανικά μνημεία είναι το ίδιο άθλια παραφορτωμένα, και ότι ο τάδε ή ο δείνα διάσημος και θαυμαστός καθεδρικός έχει τραχιά πλευρά από τα εξογκώματα των σοβάδων και των σανίδων και ότι τα δαντελωτά βέλη του αναβρύζουν τις περισσότερες φορές μέσα από το βρωμερό χάος μιας παραγκούπολης. Για να φτάσει κανείς στην πύλη του τζαμιού, ακολουθεί ένα στενοσόκακο πλαισιωμένο με συκομουριές και τουρμπέ, οι πέτρες των οποίων, ζωγραφιστές και επιχρυσωμένες, γυαλίζουν θαμπά μέσα από τα κιγκλιδώματα, και βρίσκεται σύντομα, μετά από κάποιες στροφές, απέναντι από μια μπρούντζινη πύλη που ένα φύλλο της έχει ακόμα το αποτύπωμα ενός ελληνικού σταυρού. Η πλευρική αυτή πύλη οδηγεί σ' ένα πρόναο με εννέα πύλες. Ανταλλάσσει κανείς τα παπούτσια του με παντόφλες, που πρέπει να έχει φροντίσει να πει στο δραγουμάνο του να του φέρει, γιατί το να μπεις με τις μπότες μέσα σ' ένα τζαμί θα ήταν απρέπεια τόσο σοβαρή όσο το να φοράς το καπέλο σου μέσα σε μια καθολική εκκλησία, και θα μπορούσε μάλιστα να έχει πολύ πιο δυσάρεστα επακόλουθα. Στο πρώτο βήμα που έκανα, αντίκρισα έναν πρωτόγνωρο αντικατοπτρισμό, και μου φάνηκε ότι ήμουν στη Βενετία, μπαίνοντας από την πιάτσα στο κεντρικό κλίτος του Αγίου Μάρκου. Μόνο που οι γραμμές είχαν μεγαλώσει δυσανάλογα και όλα είχαν πάρει κολοσσιαίες διαστάσεις· οι κολόνες πρόβαλλαν τεράστιες από το σκεπασμένο με ψάθες δάπεδο· η αψίδα του τρούλου στρογγύλευε σαν τον ουράνιο θόλο· τα ενώτια, μες στα οποία οι τέσσερις ιεροί ποταμοί εκβάλλουν τα κύματά τους από ψηφιδωτά, διέγραφαν γιγαντιαίες καμπύλες, τα θεωρεία είχαν μεγεθυνθεί τόσο που μπορούσαν να χωρέσουν ένα λαό. Ο Άγιος Μάρκος είναι η Αγία Σοφία

244

σε σμίκρυνση, μια μείωση της κλίμακας ένα προς εκατό σε σχέση με τη βασιλική του Ιουστινιανού. Δεν υπάρχει τίποτα παράδοξο σ' αυτό, εξάλλου: η Βενετία, που μόλις μια στενή θάλασσα τη χωρίζει από την Ελλάδα, ήταν πάντα εξοικειωμένη με την Ανατολή, και οι αρχιτέκτονες του Αγίου Μάρκου θα πρέπει να προσπάθησαν ν' αναπαραγάγουν τον τύπο της εκκλησίας που θεωρείτο η πιο όμορφη και η πιο πλούσια της χριστιανοσύνης. Ο Άγιος Μάρκος άρχισε να χτίζεται προς το δέκατο αιώνα, και οι κατασκευαστές του είχαν τη δυνατότητα να δουν την Αγία Σοφία ακέραιη και σ' όλο της το μεγαλείο, πολύ πριν βεβηλωθεί από τον Μεχμέτ Β', γεγονός που συνέβη εξάλλου το 1453. Η Αγία Σοφιία που βλέπουμε τώρα ανεγέρθηκε πάνω στις στάχτες του ναού που είχε αφιερώσει στην του Θεού Σοφία ο Μέγας Κωνσταντίνος, και καταστράφηκε από μια πυρκαγιά μετά τις αναταραχές ανάμεσα στις φατρίες των Πράσινων και των Βένετων· η παλαιότητά της στηρίζεται σε θεμέλια που ανάγονται στα βάθη της αρχαιότητας. Ο Ανθέμιος ο Τραλλιανός και ο Ισίδωρος ο Μιλήσιος χάραξαν τα σχέδιά της και είχαν την επίβλεψη της κατασκευής της. Για να εμπλουτίσουν την καινούρια εκκλησία, ξεγύμνωσαν τους παλιούς παγανιστικούς ναούς και στήριξαν τον τρούλο του Χριστού στις κολόνες του ναού της Εφεσίας Αρτέμιδος, μαύρες ακόμα από τη δάδα του Ηρόστρατου, και στους στύλους του ναού του Ήλιου, στην Παλμύρα, ολόχρυσους από τις αχτίδες του· πήραν από τα ερείπια της Περγάμου δυο τεράστιες υδρίες από πορφυρίτη, που το αγίασμά τους έγινε το νερό της βάφτισης, ύστερα το νερό των καθαρμών· έντυσαν τους τοίχους με χρυσά ψηφιδωτά και ανεκτίμητα πετράδια και, όταν όλα τελείωσαν, ο Ιουστινιανός μπόρεσε τότε ν' αναφωνήσει μαγεμένος: «Δόξα τω Θεώ τω καταξιώσαντί με τοιούτον έργον επιτελέσω· νενίκηκά σε, Σολομών!» Αν και ο ισλαμισμός, εχθρός των εικαστικών τεχνών, την έχει απογυμνώσει από τα περισσότερα στολίδια της, η Αγία Σοφία είναι ακόμα ένας μεγαλόπρεπος ναός. Τα ψηφιδωτά με το χρυσό φόντο, που αναπαριστούν βιβλικά θέματα, σαν τα ψηφιδωτά του Αγίου Μάρκου, έχουν χαθεί κάτω από ένα στρώμα ασβέστη. Έχουν διατηρήσει μόνο τα τέσσερα γιγαντιαία Χερουβείμ των ενωτίων, που

245

τα έξι πολύχρωμα φτερά τους πάλλουν μέσα από κάτι κύβους από επιχρυσωμένο κρύσταλλο που τρεμοφέγγουν ακόμα, έχουν κρύψει τα κεφάλια που σχηματίζουν το κέντρο αυτής της φτερωτής δίνης κάτω από ένα μεγάλο χρυσό ρόδακα, γιατί η αναπαράσταση του ανθρώπινου προσώπου προκαλεί φρίκη στους μουσουλμάνους. Στο βάθος του ιερού, κάτω από το σηκοειδή θόλο, διακρίνονται συγκεχυμένα οι γραμμές μιας κολοσσιαίας φιγούρας που το στρώμα του ασβέστη δεν μπόρεσε να κρύψει εντελώς: είναι η μορφή της προστάτιδας της εκκλησίας, η εικόνα της του Θεού Σοφίας, που, μέσα από αυτό το ημιδιάφανο πέπλο, παρακολουθεί απαθής τις τελετουργίες μιας ξένης λατρείας. Τ' αγάλματα έχουν κλαπεί. Η Αγία Τράπεζα, φτιαγμένη από ένα άγνωστο μέταλλο, προερχόμενο σαν τον κορινθιακό χαλκό από ένα κράμα χρυσού, αργύρου, μπρούντζου, σιδήρου και πολύτιμων λίθων, έχει αντικατασταθεί από μια κόκκινη μαρμαρένια πλάκα που υποδεικνύει την κατεύθυνση της Μέκκας. Πάνω της είναι κρεμασμένο ένα παλιό φθαρμένο χαλί, ένα κουρέλι όλο σκόνη που έχει για τους Τούρκους αξία γιατί είναι ένα από τα τέσσερα χαλιά πάνω στα οποία γονάτιζε ο Μωάμεθ για να προσευχηθεί. Πελώριοι πράσινοι δίσκοι, δωρεές διαφόρων σουλτάνων, είναι κρεμασμένοι στους τοίχους και γυαλοκοπούν από τα χωρία του Κορανίου ή τα ιερά αποφθέγματα που είναι γραμμένα με τεράστια χρυσά γράμματα. Μια πινακίδα από πορφυρίτη με περιεστραμμένες άκρες περιέχει τα ονόματα του Αλλάχ, του Μωάμεθ και των τεσσάρων πρώτων χαλίφηδων, Αμπού-Μπεκρ, Ομάρ, Οσμάν και Αλή. Ο άμβωνας (μιμπέρ), όπου στέκεται ο ιεροκήρυκας (κιατίπ) για ν' απαγγείλει το Κοράνι, ακουμπάει σ' έναν από τους στύλους που υποστηρίζουν την αψίδα. Ανεβαίνει κανείς εκεί από μια αρκετά απότομη σκάλα πλαισιωμένη από διάτρητα κιγκλιδώματα τόσο περίτεχνα όσο μια ψιλοδουλεμένη δαντέλα γκιπούρ. Ο ιεροκήρυκας ανεβαίνει εκεί κρατώντας μόνο το βιβλίο του νόμου στο ένα χέρι και το σπαθί στο άλλο, όπως μέσα σ' ένα κατακτημένο τζαμί. Σκοινιά, όπου κρέμονται μεταξωτές φούντες και αυγά στρουθοκαμήλου, κατεβαίνουν από τους θόλους μέχρι δέκα ή

246

δώδεκα πόδια πάνω από το έδαφος, συγκρατώντας κύκλους από σιδερένια σύρματα, στολισμένους με καντήλια, με τρόπο που να σχηματίζουν έναν πολυέλαιο. Αναλόγια σε σχήμα Χ, παρόμοια μ' εκείνα που χρησιμοποιούμε για να ξεφυλλίσουμε τα εγχειρίδια με τις γκραβούρες, είναι διάσπαρτα εδώ κι εκεί και υποστηρίζουν τα χειρόγραφα του Κορανίου· πολλά είναι κοσμημένα με περίτεχνα έγκαυστα κοσμήματα και με λεπτοδουλεμένα ένθετα από φίλντισι, μπακίρι και ινδικά κοχύλια. Σχοινένιες ψάθες το καλοκαίρι και χαλιά το χειμώνα σκεπάζουν το δάπεδο, στρωμένο με πλάκες μαρμάρου, που οι αριστοτεχνικά ταιριασμένες φλέβες του μοιάζουν να κυλούν, σαν τρία ποτάμια με παγωμένα κύματα, μες στο οικοδόμημα. Οι ψάθες αυτές έχουν μια μοναδική ιδιορρυθμία: είναι τοποθετημένες λοξά και δεν εναρμονίζονται με τις αρχιτεκτονικές γραμμές - είναι σαν να τοποθετεί κανείς ένα ξύλινο πάτωμα στραβά που να μη συναρμόζει με τους τοίχους που το πλαισιώνουν. Η παραδοξότητα αυτή έχει κάποια εξήγηση: η Αγία Σοφία δεν ήταν προορισμένη να γίνει τζαμί, και συνεπώς δεν είναι κανονικά προσανατολισμένη προς τη Μέκκα. Είναι φανερό, τα τζαμιά μοιάζουν αρκετά στο εσωτερικό τους με τις προτεσταντικές εκκλησίες. Η τέχνη δεν μπορεί εκεί να εκφράσει τη ματαιοδοξία και τη μεγαλοπρέπειά της. Ιερές επιγραφές, ένας άμβωνας, αναλόγια, ψάθες για να γονατίζουν οι πιστοί -αυτός είναι όλος κι όλος ο επιτρεπόμενος διάκοσμος. Μόνο η ιδέα του Θεού πρέπει να γεμίζει το ναό του, και είναι αρκετά μεγάλη για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, το ομολογώ, η φιλόκαλλη χλιδή του καθολικισμού μού φαίνεται προτιμότερη, και η πρόφαση της ειδωλολατρίας είναι επίφοβη μόνο για τους βαρβαρικούς λαούς που είναι ανίκανοι να ξεχωρίσουν τη μορφή από το περιεχόμενο, την εικόνα από τη σκέψη. Ο κεντρικός τρούλος, ελαφρώς κατεστραμμένος στο θόλο του, περιβάλλεται από πολλά ημιθόλια, σαν αυτά του Αγίου Μάρκου της Βενετίας· το ύψος του είναι πελώριο και πρέπει να λαμπύριζε σαν ουρανός από χρυσάφι και ψηφιδωτά πριν ο μουσουλμανικός ασβέστης σβήσει τη λαμπρότητά του. Ακόμα και έτσι, μου προκάλεσε πιο έντονη εντύπωση από τον τρούλο του Αγίου Πέτρου. Η βυζαντινή αρχιτεκτονική είναι αναμφίβολα η φόρμα που χρειάζεται ο

247

καθολικισμός· η γοτθική αρχιτεκτονική, όποια κι αν είναι η θρησκευτική της αξία, δεν του ταιριάζει απόλυτα. Παρά τις κάθε λογής φθορές, η Αγία Σοφία επισκιάζει όλες τις χριστιανικές εκκλησίες που έχω δει, και έχω επισκεφτεί πολλές. Τίποτα δε φτάνει την μεγαλοπρέπεια των θόλων της, τους άμβωνές της που στέκουν πάνω σε κολόνες από ίασπη, πορφυρίτη και πράσινα μάρμαρα με λευκές φλέβες, με κιονόκρανα ενός ιδιόμορφου κορινθιακού ρυθμού, όπου ζώα, χίμαιρες και σταυροί εναγκαλίζονται σε περιπλοκάδες. Η μεγάλη τέχνη της Ελλάδας -εκφυλισμένη, είναι αλήθεια-γίνεται ακόμα αισθητή· καταλαβαίνει κανείς πως, όταν μπήκε ο Χριστός μέσα σ' αυτό τον ναό, ο Δίας μόλις έβγαινε. Εδώ και κάποια χρόνια, η Αγία Σοφία ήταν υπό κατάρρευση· οι τοίχοι έκαναν κοιλιά, οι θόλοι είχαν ρωγμές και σκασίματα, το δάπεδο έκανε κύματα και οι κολόνες, αποκαμωμένες να στέκονται όρθιες τόσο καιρό τώρα, τρέκλιζαν σαν μπεκρήδες· τίποτα δεν ήταν κατακόρυφο, όλο το οικοδόμημα έγερνε ολοφάνερα προς τα δεξιά· παρά τα αντερείσματα του Μουράτ, η εκκλησία-τζαμί, που είχε υποστεί καθίζηση από τους αιώνες και είχε ταρακουνηθεί από τους σεισμούς, έμοιαζε έτοιμη να σωριαστεί στα πόδια της. Ένας πολύ ικανός αρχιτέκτονας από το Τιτσίνο, ο κύριος Φοσάτι, ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης και της ενίσχυσης του αρχαίου οικοδομήματος, το οποίο επισκεύασε, κομμάτι κομμάτι, με ακαταπόνητη σωφροσύνη και ενεργητικότητα. Χάλκινα βραχιόλια κύκλωσαν τις ραγισμένες κολόνες, σιδηροκατασκευές συγκράτησαν τις ετοιμόρροπες αψίδες, αναλήμματα στερέωσαν τα καταπονημένα τοιχώματα· βούλωσαν τις χαραμάδες που έμπαζαν βροχόνερο και όλες οι θρυμματισμένες πέτρες έδωσαν τη θέση τους σε καινούριες πέτρες· ογκώδεις κατασκευές, που κρύφτηκαν επιδέξια, ξαλάφρωσαν από το βάρος του τρούλου τους στύλους που ήταν ανίκανοι πια να τον σηκώσουν και, χάρη σ' αυτή την επιτυχημένη και ολοκληρωτική αποκατάσταση, η Αγία Σοφία μπόρεσε να εγγυηθεί ακόμα κάποιες εκατοντάδες χρόνια ύπαρξης. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ο κύριος Φοσάτι είχε το ζήλο να καθαρίσει τα αρχαία ψηφιδωτά από τα στρώματα του ασβέστη, και πριν τα ξανασκεπάσει τα αντέγραψε με ευλαβική φροντίδα: θα

248

έπρεπε να βάλει ν' αποτυπώσουν και να εκδώσουν αυτά τα μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας σχέδια, των ψηφιδωτών που μια μοναδική ευκαιρία τού επέτρεψε ν' ατενίσει. Τα ψηφιδωτά αυτά ήταν του τρούλου και των ημιθολίων. Τα υπόλοιπα, που κοσμούσαν τα κατώτερα τοιχώματα, έχουν φθαρεί και μπορούν να θεωρηθούν χαμένα. Οι μουλάδες ξεριζώνουν κάθε μέρα με μαχαίρια τους μικρούς κρυστάλλινους κύβους που είναι επενδυμένοι μ' ένα φύλλο χρυσού και τους πουλούν στους ξένους. Προσωπικά διαθέτώ γύρω στα έξι κομμάτια που ξεκολλήθηκαν παρουσία μου· αν και δεν είμαι από εκείνους τους τουρίστες που σπάνε τη μύτη των αγαλμάτων για να πάρουν μαζί τους ένα αναμνηστικό των μνημείων που επισκέπτονται, θεώρησα ότι δεν έπρεπε να διαψεύσω τις ελπίδες που έτρεφε ο αγαθός Οσμανλής για ένα μικρό μπαξίσι. Από την κορυφή των αμβώνων, όπου φτάνει κανείς από κλίμακες που ανηφορίζουν απαλά σαν εκείνες που ελίσσονται στο εσωτερικό της Χιράλντα 76 και των ιταλικών καμπαναριών, έχει κανείς μια θαυμάσια πανοραμική άποψη του τζαμιού. Τη στιγμή εκείνη, κάποιοι πιστοί καθισμένοι ανακούρκουδα πάνω στις ψάθες τους έκαναν ευλαβικά τους πρηνισμούς τους. Δυο τρεις γυναίκες τυλιγμένες με τους φερετζέδες τους στέκονταν κοντά σε μια πόρτα, κι ένας χαμάλης, με το κεφάλι ν' ακουμπάει στη βάση μιας κολόνας, κοιμόταν του καλού καιρού· ένα τερπνό και απαλό φως έπεφτε από τα ψηλά παράθυρα, και έβλεπα μες στο ημικύκλιο, απέναντι από το μιμπέρ, να λάμπουν τα χρυσά κιγκλιδώματα του ιδιωτικού θεωρείου του σουλτάνου. Ένα είδος εξώστη στηριγμένου σε κολόνες από πολύτιμο μάρμαρο, κοσμημένου με δαντελωτά κιγκλιδώματα που προεξέχουν πάνω στις γενικές γραμμές, προβάλλει σε κάθε σημείο όπου διασταυρώνονται τα αμφίστυλα. Στις παράπλευρες πτέρυγες που είναι άχρηστες στη μουσουλμανική λατρεία, στοιβάζονται μπαούλα, σεντούκια και δέματα κάθε λογής· γιατί τα τζαμιά, στην Ανατολή, χρησιμεύουν σαν αποθήκες. Όσοι ταξιδεύουν ή όσοι φοβούνται μήπως τους κλέψουν στο σπίτι τους, εμπιστεύονται τα πλούτη τους στη φύλαξη του Θεού, και δεν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα υπεξαίρεσης ενός άσπρου ή

249

ενός παρά· γιατί ο κλέφτης θα ήταν τότε υπόλογος και για ιεροσυλία. Η σκόνη κοσκινίζεται πάνω σε όγκους από χρυσάφι και από πολύτιμα υφάσματα που μετά βίας είναι τυλιγμένα σ' ένα λιγδιασμένο μουσαμά ή ένα κομμάτι παλιό δέρμα. Η αράχνη, που είναι τόσο αγαπητή στους μουσουλμάνους επειδή είχε πλέξει τον ιστό της στην είσοδο της σπηλιάς όπου είχε καταφύγει ο Μωάμεθ, απλώνει ειρηνικά τα νήματά της πάνω σε κλειδαριές που κανείς δεν αγγίζει. Γύρω από το τζαμί είναι συγκεντρωμένα ιμαρέτ (άσυλα), μεντρεσέδες (ιεροδιδασκαλεία), λουτρά και μαγειρεία για τους φτωχούς, γιατί όλη η ζωή των μουσουλμάνων έχει σαν επίκεντρο τον οίκο του Θεού· οι ανέστιοι κοιμούνται εκεί κάτω από τις αψίδες, όπου ποτέ δεν τους ενοχλεί η αστυνομία· είναι οι φιλοξενούμενοι του Αλλάχ· εκεί προσεύχονται οι πιστοί, εκεί ονειροπολούν οι γυναίκες, εκεί κουβαλιούνται οι άρρωστοι για να γιατρευτούν ή να πεθάνουν. Στην Ανατολή, η αληθινή ζωή είναι αλληλένδετη με τη θρησκεία. Μάταια αναζήτησα στην Αγία Σοφία το ίχνος του αιμόφυρτου χεριού που ο Μεχμέτ Β', μπαίνοντας έφιππος στο ιερό, ακούμπησε στον τοίχο σαν σημάδι κατάληψης του ναού, ενώ οι γυναίκες και οι σαστισμένες παρθένες είχαν καταφύγει στην Αγία Τράπεζα, προσδοκώντας, για να σωθούν, ένα θαύμα που δεν έγινε. Το κόκκινο αυτό αποτύπωμα είναι άραγε ένα ιστορικό γεγονός ή πολύ απλά ένας θρύλος; Μια και αναφέρθηκα στους θρύλους, θ' αφηγηθώ έναν που επικρατεί σήμερα στην Κωνσταντινούπολη, και τον οποίο η εξέλιξη των γεγονότων θα επαληθεύσει ή όχι. Όταν οι πόρτες της Αγίας Σοφίας άνοιξαν υπό την πίεση των βαρβαρικών ορδών που πολιορκούσαν την πόλη του Κωνσταντίνου, ένας ιερέας ήταν στην Αγία Τράπεζα και λειτουργούσε. Ακούγοντας το θόρυβο που έκαναν πάνω στις πλάκες του Ιουστινιανού οι οπλές των ταρταρικών αλόγων, τους αλαλαγμούς των μανιασμένων στρατιωτών, τις κραυγές φόβου των πιστών, ο ιερέας διέκοψε τη θεία λειτουργία, πήρε μαζί του τα ιερά σκεύη και κατευθύνθηκε σ' ένα από τα πλαϊνά κλίτη με βήμα απαθές και πομπώδες. Οι στρατιώτες κραδαίνοντας τα γιαταγάνια τους έτρεχαν να τον προφθάσουν, όταν εκείνος χάθηκε μέσα σ' έναν τοίχο που

250

άνοιξε και ξανάκλεισε· στην αρχή πίστεψαν ότι υπήρχε μια μυστική έξοδος, μια κρυφή πόρτα· αλλά όχι: ο τοίχος που εξέτασαν ήταν στέρεος, συμπαγής και απροσπέλαστος. Ο ιερέας είχε περάσει μέσα από έναν αδιαπέραστο τοίχο. Πότε πότε, λένε, ακούγονται να βγαίνουν μέσα από τους χοντρούς τοίχους ακαθόριστες ψαλμωδίες. Είναι ο ιερέας, ακόμα ζωντανός, σαν τον Βαρβαρόσα77 στα βάθη της σπηλιάς του στο Κύφχοϊζερ, που μουρμουρίζει κοιμισμένος τις ανολοκλήρωτες λειτουργίες. Όταν η Αγία Σοφία επιστραφεί στη χριστιανική λατρεία, ο τοίχος θ' ανοίξει από μόνος του, και ο ιερέας, βγαίνοντας από την κρύπτη του, θα έρθει ν' αποτελειώσει στην Αγία Τράπεζα τη λειτουργία που είχε αρχίσει εδώ και τετρακόσια χρόνια. Με τις εξελίξεις του Ανατολικού Ζητήματος, ο θρύλος, όσο απίθανος και να είναι, θα μπορούσε κάλλιστα να επαληθευτεί. Λέτε το 1853 να δει τον ιερέα του 1453 να διασχίζει τον εσωνάρθηκα της Αγίας Σοφίας και ν' ανεβαίνει σαν φάντασμα τα σκαλοπάτια της Αγίας Τράπεζας του Ιουστινιανού; Βγαίνοντας από την Αγία Σοφία, επισκέφτηκα μερικά τζαμιά. Το τζαμί του σουλτάνου Αχμέτ, που βρίσκεται κοντά στο Ατμεϊντάν, είναι ένα από τα πιο αξιόλογα· η ιδιαιτερότητά του είναι ότι έχει έξι μιναρέδες, γι' αυτό και του έδωσαν στα τουρκικά το όνομα Αλτί Μιναρελί Τζαμί. Αναφέρω το γεγονός αυτό επειδή έγινε αφορμή, κατά τη διάρκεια της κατασκευής του οικοδομήματος, μιας έριδας ανάμεσα στο σουλτάνο και τον ιμάμη της Μέκκας. Ο ιμάμης τον μεμφόταν για ασέβεια, για ιερόσυλη αλαζονεία, καθώς κανένας ναός του Ισλάμ δε θα έπρεπε να φτάνει σε λαμπρότητα την ιερή Κάαμπα, που περιβάλλεται από ισάριθμους μιναρέδες. Οι εργασίες διακόπηκαν και το τζαμί κινδύνευε να μείνει ημιτελές, όταν ο σουλτάνος Αχμέτ, σαν τετραπέρατος που ήταν, βρήκε ένα ευφυές τέχνασμα για να κλείσει το στόμα του φανατικού ιμάμη: έβαλε να υψώσουν έναν έβδομο μιναρέ στην Κάαμπα. Το τζαμί του Αχμέτ κόστισε υπέρογκα ποσά, και έχουν υπολογίσει ότι κάθε δράμι πέτρας ανερχόταν στα τρία άσπρα. Όποιο και αν ήταν το

251

σύνολο του προϋπολογισμού, αξίζει ό,τι κόστισε. Ο ψηλός τρούλος του στρογγυλεύει μεγαλειωδώς στη μέση πολλών ημιθολίων, ανάμεσα στους έξι ένδοξους μιναρέδες του που στεφανώνονται από περίκομψα μπαλκόνια όμοια με βραχιόλια. Μπροστά του έχει μια αυλή που την περιβάλλουν κολόνες με μαύρα και άσπρα κιονόκρανα και μπρούντζινες βάσεις, και οι αψίδες τις οποίες υποστηρίζουν σχηματίζουν ένα τετραπλό περιστύλιο ή στοά. Στη μέση της αυλής ορθώνεται μια κρήνη περίτεχνη, γεμάτη πολύπλοκα αραβουργήματα, περιπλοκάδες και συμπλέγματα, και σκεπασμένη μ' ένα χρυσαφένιο κουβούκλιο σαν κλουβί, για να προστατεύει σίγουρα την καθαριότητα των νερών που προορίζονται για τους καθαρμούς. Το αρχιτεκτόνημα αυτό έχει μια τεχνοτροπία ευγενική, αρμονική, και θυμίζει τις καλές εποχές της αραβικής τέχνης, αν και δεν έχει κατασκευαστεί πολύ πριν από τις αρχές του δέκατου έβδομου αιώνα. Μια μπρούντζινη θύρα, με δυο τρία σκαλιά, οδηγεί στο εσωτερικό του τζαμιού. Αυτό που εντυπωσιάζει αρχικά είναι οι τέσσερις πελώριοι στύλοι, ή μάλλον οι τέσσερις ραβδωτοί πύργοι που φέρουν το βάρος του κεντρικού τρούλου. Οι στύλοι αυτοί, με κιονόκρανα σκαλισμένα σαν σταλακτίτες, έχουν ολόγυρα, στα μισά του ύψους τους, μια επίπεδη ταινία γεμάτη επιγραφές με τουρκικά γράμματα· οι χαρακτήρες τους έχουν ένα δυνατό μεγαλείο και μια άφθαρτη δύναμη που είναι συγκλονιστική. Τα εδάφια του Κορανίου διατρέχουν επίσης τους τρούλους και τους θόλους, κατά μήκος των γείσων, διακοσμητικό μοτίβο που έχουν αντιγράψει από την Αλάμπρα και στο οποίο ανταποκρίνεται αξιοθαύμαστα η αραβική γραφή, που οι χαρακτήρες της είναι όμοιοι με σχέδια από εσάρπες του Κασμίρ. Επάλληλα άσπρα και μαύρα πλαγιόξυλα πλαισιώνουν τα τόξα των αψίδων. Το μίραμπ, που είναι προσανατολισμένο προς τη Μέκκα, και όπου κείται το ιερό βιβλίο, είναι λιθοκόλλητο με λαζουρίτη, αχάτη, ίασπη· βρίσκεται ακόμα εκεί, λένε, ένθετο, ένα θραύσμα από τη μαύρη πέτρα της Κάαμπα, κειμήλιο τόσο ανεκτίμητο για τους μουσουλμάνους όσο ένα κομμάτι του Τίμιου Σταυρού για τους χριστιανούς. Μέσα σ' αυτό το τζαμί φυλάνε το λάβαρο του προφήτη, που ξεδιπλώνεται, όπως η κόκκινη σημαία την εποχή της παλιάς γαλλικής μοναρχίας, μόνο σε πανηγυρικές και

252

εξαιρετικές περιπτώσεις. Ο Μαχμούτ το ξεδίπλωσε όταν, με τους ιμάμηδες ολόγυρά του, ανακοίνωσε στο γονυπετή λαό του την απόφαση της εξόντωσης των γενίτσαρων. Ένας άμβωνας που επικαλύπτεται από ένα κωνικό ουρανό· εξώστες στηριγμένοι σε κολονάκια απ' όπου οι μουεζίνηδες καλούν τους πιστούς στην προσευχή· πολυέλαιοι στολισμένοι με κρυστάλλινες σφαίρες και αυγά στρουθοκαμήλου, συμπληρώνουν το διάκοσμο, που είναι ίδιος σε όλα τα τζαμιά· όπως στην Αγία Σοφία, κάτω από τους θόλους των πλαϊνών κλιτών στοιβάζονται σεντούκια, μπαούλα, δέματα: παρακαταθήκες που τοποθετούν υπό τη θεία φύλαξη οι θεοσεβείς μουσουλμάνοι. Δίπλα στο τζαμί είναι το τουρμπέ ή τάφος του Αχμέτ, του ένδοξου πατισάχ που αναπαύεται στο ταφικό παρεκκλήσι του, κάτω από ένα αμφικλινές φέρετρο σκεπασμένο με τα πιο βαρύτιμα υφάσματα της Περσίας και της Ινδίας, έχοντας ένα τουρμπάνι μ' ένα λοφίο από πετράδια στο κεφάλι και δυο πελώρια κεριά χοντρά σαν κατάρτια στα πόδια. Περιβάλλεται από τριάντα περίπου φέρετρα μικρότερων διαστάσεων: είναι τα φέρετρα των παιδιών του και των παλλακίδων του, που τον συνοδεύουν στο θάνατο όπως και στη ζωή. Στο βάθος μιας σκευοθήκης αστράφτουν τα σπαθιά, οι χαντζάρες και τα όπλα του που είναι κοσμημένα με διαμάντια, ζαφείρια και ρουμπίνια. Μετά από αυτή την περιγραφή, δε χρειάζεται να μπω σε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με το τζαμί του σουλτάνου Βαγιαζίτ, που έχει μόνο κάποιες αμυδρές αρχιτεκτονικές διαφορές σε σύγκριση με τα τζαμιά που περιέγραψα παραπάνω, πιο εύκολα κατανοητές με το μολύβι παρά με την πένα. Παρατηρεί κανείς, στο εσωτερικό, όμορφες κολόνες από ίασπη και αφρικανικό πορφυρίτη· κάτω από το περιστύλιο στριφογυρίζουν αδιάκοπα σμήνη εξημερωμένων περιστεριών σαν εκείνα της πλατείας του Αγίου Μάρκου. Ένας αγαθός Τούρκος γέροντας στέκεται κάτω από τις αψίδες με σακούλες γεμάτες με αρακά ή κεχρί. Του αγοράζουν μια δόση και τη σπέρνουν χούφτες χούφτες· τότε, από τους μιναρέδες, τους θόλους, τα γείσα, τα κιονόκρανα, χιμούν σαν ποικιλόχρωμοι στρόβιλοι αναρίθμητα περιστέρια, που ορμούν στα πόδια σου, κατεβαίνουν στους ώμους

253

σου και σου μαστιγώνουν το πρόσωπο με το φτεροκόπημά τους· ξαφνικά γίνεσαι το επίκεντρο ενός φτερωτού σίφουνα. Λίγα λεπτά αργότερα, δεν υπάρχει ούτε ένας σπόρος κεχριού στις πλάκες, και το χορτασμένο σμήνος ξαναγυρίζει στις εναέριες φωλιές του, περιμένοντας άλλη μια ανέλπιστη τύχη. Τα περιστέρια αυτά προέρχονται από δυο αγριοπερίστερα τα οποία αγόρασε κάποτε ο σουλτάνος Βαγιαζίτ από μια ζητιάνα που επικαλέστηκε τη φιλανθρωπία του. Ο σουλτάνος τα διόρισε στο τζαμί και από τότε έχουν πολλαπλασιαστεί υπέρμετρα. Όπως συνηθίζεται με τους ιδρυτές των τζαμιών, ο Βαγιαζίτ έχει το τουρμπέ του πλάι στο τζαμί στο οποίο έχει χαρίσει τ' όνομά του. Αναπαύεται εκεί, σκεπασμένος μ' ένα χρυσοποίκιλτο και ασημοποίκιλτο χαλί, έχοντας κάτω από το κεφάλι του, από μια ταπεινοφροσύνη ισάξια της χριστιανικής, ένα τούβλο πλασμένο με τη σκόνη που μάζεψαν από τα ρούχα του και τα παπούτσια του, γιατί υπάρχει στο Κοράνι ένα χωρίο που λέει το εξής: «Όποιος έχει σκονιστεί μες στα μονοπάτια του Αλλάχ δεν έχει να φοβάται το πυρ της κολάσεως». Δε θα επεκταθώ άλλο στον απολογισμό των τζαμιών, που όλα μοιάζουν μεταξύ τους, με εξαίρεση κάποιες αμυδρές διαφορές. Θ' αναφέρω μόνο το Σουλεϊμανιέ, ένα από τα πιο τέλεια αρχιτεκτονικά, δίπλα στο οποίο βρίσκεται ένα τουρμπέ όπου αναπαύεται, πλάι στον Σουλεϊμάν Α', η σορός της περίφημης Ρωξελάνης, κάτω από ένα φέρετρο σκεπασμένο με κασμίρια. Κοντά σ' αυτό το τζαμί κείται μια σαρκοφάγος από πορφυρίτη, που λένε ότι είναι του Κωνσταντίνου.

254

ΤΟ ΣΕΡΑΪ ΟTAN Ο ΣΟΥΛΤΑΝΟΣ ΜΕΝΕΙ Σ' ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΘΕΡΙΝΑ παλάτια του, επιτρέπεται, με τη βοήθεια ενός φιρμανιού, να επισκεφτεί κανείς το εσωτερικό του σεραγιού. Ακούγοντας σεράι, μη βαλθείτε να ονειρεύεστε τον παράδεισο του Μωάμεθ. Το σεράι είναι ένας γενικός όρος που σημαίνει παλάτι, και είναι ολότελα διαφορετικό από το χαρέμι, κατοικία γυναικών, μυστηριώδες άβατον, όπου κανείς βέβηλος δεν μπορεί να εισχωρήσει, ακόμα και όταν τα ουρί απουσιάζουν. Χρειάζεται συνήθως να συγκεντρωθούν καμιά δωδεκαριά άτομα για να γίνει περιήγηση και απαιτούνται αναρίθμητα μπαξίσια το άθροισμα των οποίων δεν μπορεί να είναι λιγότερο από εκατόν πενήντα με διακόσια φράγκα. Ένας κοινός δραγουμάνος προπορεύεται και κανονίζει με τους θυρωρούς όλες αυτές τις πληκτικές λεπτομέρειες· είναι σίγουρο ότι σε κλέβουν· όταν όμως δε γνωρίζεις τουρκικά, οφείλεις να το υποστείς. Πρέπει να φροντίσεις να φέρεις μαζί σου παντόφλες· γιατί αν στη Γαλλία βγάζεις το καπέλο σου μπαίνοντας σ' έναν αξιοσέβαστο χώρο, στην Τουρκία βγάζεις τα παπούτσια σου, που είναι ίσως πιο λογικό, γιατί πρέπει ν' αφήνεις στο κατώφλι τη σκόνη των ποδιών σου. Το σεράι καταλαμβάνει με τ' ακανόνιστα κτίσματά του ένα τριγωνικό κομμάτι γης που η μια πλευρά του λούζεται από τα κύματα της θάλασσας του Μαρμαρά και η άλλη από τα κύματα του Κεράτιου Κόλπου. Ένα επαλξωτό τείχος οριοθετεί τον περίβολο, που καλύπτει μια αχανή έκταση. Ένα πλακόστρωτο κράσπεδο με λίγα πόδια φάρδος δεσπόζει στις δύο πλευρές που έχουν θέα στη θάλασσα. Το εξωτερικό ρεύμα ορμά με ασυνήθιστη σφοδρότητα· τα γαλανά νερά κοχλάζουν λες και βράζουν μέσα σε καζάνι, κάνοντας άπειρες τρελές πούλιες να χορεύουν στον ήλιο· έχουν, κατά τ' άλλα, μια μοναδική διαφάνεια, και μπορεί κανείς να διακρίνει το βυθό με τα πράσινα βράχια ή την άσπρη άμμο μέσα από μια πανδαισία θρυμματισμένων αχτίδων. Οι βάρκες μπορούν ν' ανέβουν τούτα τα ρεύματα μόνο με σκοινιά. Πάνω από τα τείχη που είναι γενικά ρημαγμένα και χτισμένα μαζί με μονόλιθους από αρχαίες κατεδαφισμένες κατασκευές, διακρίνονται παράθυρα με ψιλά καφασωτά, κιόσκια κινεζικής ή ροκοκό

255

τεχνοτροπίας, κορυφές κυπαρισσιών και συστάδες πλατανιών. Πάνω στο σύνολο βαραίνει μια ατμόσφαιρα μοναξιάς και εγκατάλειψης· δε θα πίστευε κανείς ότι πίσω από τον καταθλιπτικό αυτό περίβολο ζει ο ένδοξος χαλίφης, ο παντοδύναμος ηγεμόνας του Ισλάμ. Στο σεράι μπαίνει κανείς από μια θύρα πολύ απλής αρχιτεκτονικής, που φρουρείται από κάποιους στρατιώτες. Κάτω από τη θύρα, μέσα σε περίλαμπρα ερμάρια από μαόνι κοσμημένα με θήκες, είναι τοποθετημένα τουφέκια αραδιασμένα με μια τέλεια τάξη. Αφού διάβηκε την πύλη, η μικρή ομάδα μας, με επικεφαλής έναν αξιωματούχο του παλατιού, ένα σωματοφύλακα κι ένα δραγουμάνο, διέσχισε ένα είδος ακαθόριστου και λοφώδους κήπου, φυτεμένου με τεράστια κυπαρίσσια -ένα κοιμητήριο χωρίς τάφους- κι έφτασε γρήγορα στην είσοδο των διαμερισμάτων. Με παράκληση του δραγουμάνου, φορέσαμε όλοι τις παντόφλες μας και βαλθήκαμε ν' ανεβαίνουμε μια σκάλα που δεν είχε τίποτα το μνημειώδες. Στις χώρες του βορρά, όπου όλοι έχουν πλάσει, λόγω των αραβικών παραμυθιών, μια υπερβολική εικόνα περί ανατολίτικης πολυτέλειας, ακόμα και οι πιο φλεγματικοί δεν μπορούν ν' αντισταθούν στον πειρασμό να φαντάζονται παραμυθένια αρχιτεκτονήματα με κολόνες από λαζουρίτη, χρυσά κιονόκρανα, σμαραγδένια και ρουμπινένια αραβουργήματα και κρήνες από ορεία κρύσταλλο όπου τριζοβολούν πίδακες υδραργύρου. Συγχέουν την τουρκική τεχνοτροπία με την αραβική, που δεν έχουν την παραμικρή σχέση, και ονειρεύονται Αλάμπρες εκεί όπου, στην πραγματικότητα, υπάρχουν μόνο ευάερα κιόσκια και κάμαρες με πολύ απλό διάκοσμο. Η πρώτη αίθουσα που μας άνοιξαν είναι κυκλική, με πολλά καφασωτά παράθυρα· ολόγυρα δεσπόζει ένα ντιβάνι· οι τοίχοι και η οροφή έχουν χρυσαφένια μοτίβα με ελικοειδή μαύρα αραβουργήματα· μαύρα παραπετάσματα και μια ταινία με φεστόνια γύρω από το γείσο συμπληρώνουν το διάκοσμο. Μια πολύ λεπτή σπάρτινη ψάθα που, αναμφίβολα, αντικαθίσταται το χειμώνα από μαλακά σμυρνέικα χαλιά, καλύπτει το δάπεδο. Η δεύτερη αίθουσα έχει γκρίζες υδατογραφίες ιταλικού ύφους. Η τρίτη είναι διακοσμημένη με τοπία, καθρέφτες, γαλάζια πτυχωτά

256

παραπετάσματα κι ένα εκκρεμές με μια ακτινωτή πλάκα. Τους τοίχους της τέταρτης διατρέχουν αποφθέγματα σχεδιασμένα από το χέρι του Μαχμούτ, που ήταν επιδέξιος καλλιγράφος και, όπως όλοι οι Ανατολίτες, επαιρόταν για το ταλέντο του, εύλογη έπαρση, γιατί η περίπλοκη αυτή γραφή, με τις καμπύλες, τις συνδέσεις και τα συμπλέγματα των γραμμάτων, μοιάζει πολύ με σχέδιο. Αφού τις διασχίσαμε, φτάσαμε σ' ένα πιο μικρό δωμάτιο. Δυο κάδρα με παστέλ, του Μισέλ Μπουκέ, είναι τα δυο μοναδικά έργα τέχνης που προσελκύουν το βλέμμα μες στο δωμάτιο όπου δεσπόζει η αυστηρή γύμνια του Ισλάμ: το ένα αναπαριστά το Λιμάνι του Βουκουρεστίου, το άλλο, μια Θέα της Κωνσταντινούπολης όπως φαίνεται από τον πύργο της Κόρης, χωρίς πρόσωπα, εννοείται. Ένα μηχανικό εκκρεμές, που αναπαριστά την άκρα του σεραγιού, με καΐκια και πλοία που κυλούν και κλυδωνίζονται με τη βοήθεια ενός μηχανισμού, προκαλεί το θαυμασμό των αγαθών Τούρκων και το χαμόγελο των γκιαούρηδων, γιατί ένα τέτοιο εκκρεμές θα ταίριαζε καλύτερα στην τραπεζαρία ενός νεόπλουτου μπακάλη παρά στο μυστηριώδες οίκημα του πατισάχ. Το ίδιο δωμάτιο, για αντιστάθμισμα θαρρείς, περιλαμβάνει μια σκευοθήκη, που μέσα από τα ανοιγμένα παραπετάσματά της λαμπυρίζει, με φωσφορίζοντα χρυσάφια και πετράδια, η πραγματική χλιδή της Ανατολής. Είναι ένας θησαυρός που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το θησαυρό του πύργου του Λονδίνου: είθισται κάθε σουλτάνος να κληροδοτεί σ' αυτή τη συλλογή ένα αντικείμενο που του έχει φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο. Οι περισσότεροι έχουν δωρίσει όπλα: υπάρχουν μονάχα χαντζάρες με λαβές τραχιές από τα διαμάντια και τα ρουμπίνια, δαμασκηνά σπαθιά με σφυρήλατες ασημένιες θήκες, υποκύανες λάμες με χρυσογράμματες αραβικές επιγραφές σαν κλαδογραφίες, ρόπαλα με πλούσια έγκαυστα κοσμήματα και πιστόλια που ο κόπανός τους χάνεται κάτω από έναν κυκεώνα από πέρλες, κοράλλια και πετράδια. Ο σουλτάνος Μαχμούτ, με την ιδιότητα του ποιητή και του καλλιγράφου, δώρισε την πένα και το μελανοδοχείο του, ένας σωρός από χρυσάφι σκεπασμένος με διαμάντια. Μ' ένα είδος πολιτισμένης φιλαρέσκειας, θέλησε να παντρέψει τη σκέψη μ' όλα αυτά τα όργανα της κτηνώδους δύναμης και να δείξει ότι ο εγκέφαλος είχε κι αυτός

257

ισχύ όπως το χέρι. Μέσα σ' αυτό το δωματιάκι, παρατηρεί κανείς ένα αξιοπερίεργο τουρκικό τζάκι όμοιο με κυψέλη, σαν τους σταλακτίτες που κρέμονται στις οροφές της Αλάμπρα. Παραπέρα δεσπόζει μια στοά όπου παίζουν και γυμνάζονται οι οδαλίσκες υπό την επιτήρηση των ευνούχων, οι οποίοι παίζουν κατά κάποιο τρόπο το ρόλο που έχουν οι παιδονόμοι μες στις γυμνασιακές αυλές στο διάλειμμα. Αλλά ένας τόσο ιερός τόπος είναι απαγορευμένος στους αλλόθρησκους, ακόμα και όταν τα πουλιά έχουν πετάξει από το κλουβί. Λίγο πιο μακριά στρογγυλεύουν τα χοντρά κρυστάλλινα εξογκώματα των θόλων που σκεπάζουν τα λουτρά, τα κοσμημένα με αλαβάστρινες κολόνες και μαρμάρινα πλακάκια, τα οποία αρκεστήκαμε αναγκαστικά να θαυμάσουμε απ' έξω. Ξαναφορέσαμε τα παπούτσια μας στην πόρτα από την οποία είχαμε μπει και συνεχίσαμε την περιήγησή μας. Περπατάμε πρώτα κατά μήκος ενός κήπου γεμάτου λουλούδια, πλαισιωμένου με ξύλινα παρτέρια, σύμφωνα με τον παλιό γαλλικό τρόπο· ύστερα διασχίζουμε τις αυλές που περιβάλλονται από ένα είδος στοάς με μαυριτανικές αψίδες, όπου διαμένουν οι ιτς ογλάν ή ακόλουθοι του σεραγιού, και φτάνουμε σ' ένα κιόσκι ή περίπτερο που στεγάζει τη βιβλιοθήκη· ανεβαίνουμε εκεί από ένα είδος σκάλας με μαρμάρινη κουπαστή με λεπτά δαντελωτά σκαλίσματα. Η πόρτα της βιβλιοθήκης είναι ένα αριστούργημα. Ποτέ η αραβική ιδιοφυΐα δεν έχει χαράξει πάνω στον μπρούντζο μια πιο αριστοτεχνική δαντέλα από γραμμές, γωνίες, άστρα, που σμίγουν, περιπλέκονται και εναγκαλίζονται μέσα σ' ένα δαίδαλο μαθηματικής ακρίβειας. Μόνο η δαγεροτυπία θα μπορούσε ν' αποτυπώσει αυτό τον παραμυθένιο διάκοσμο. Ο εικονογράφος που θα ήθελε να μιμηθεί ευσυνείδητα με το μολυβοκόνδυλό του τους αδιέξοδους αυτούς μαιάνδρους θα τρελαινόταν μετά το τέλος του μακρόπνοου αυτού έργου. Στο εσωτερικό, είναι τακτοποιημένα μέσα σε θήκες από ξύλο κέδρου αραβικά χειρόγραφα, με την πλευρά του κοψίματος των φύλλων

258

στραμμένη προς το θεατή, ιδιόρρυθμη διάταξη που είχα ήδη παρατηρήσει στη βιβλιοθήκη του Εσκοριάλ, και που οι Ισπανοί έχουν το δίχως άλλο δανειστεί από τους Μαυριτανούς. Εκεί μας έδειξαν πάνω σε μια μεγάλη κυλινδρική περγαμηνή ένα είδος γενεαλογικού δέντρου, που έφερε μέσα σε οβάλ πλαίσια τις προσωπογραφίες όλων των σουλτάνων σε μικρογραφία, ζωγραφισμένες με νερομπογιές. Λένε ότι οι προσωπογραφίες αυτές είναι αυθεντικές, αλλά είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Αναπαριστούν κάτι χλομά πρόσωπα με μαύρες γενειάδες, μ' έναν αρκετά ομοιόμορφο τύπο, και η αμφίεση είναι ίδια με των Τούρκων του Μολιέρου και του Ρακίνα, που τους έχουν αναπαραστήσει με μεγαλύτερη πιστότητα απ' όσο φανταζόμαστε. Αφού επισκεφτήκαμε τη βιβλιοθήκη, μπήκαμε από ένα πλατύσκαλο με μαρμάρινες κουπαστές σ' ένα κιόσκι αραβικής τεχνοτροπίας, όπου έλαμπε σ' όλο της το μεγαλείο η παλιά ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια, για την οποία, όπως διαπιστώσαμε, τα διαμερίσματα που είχαμε ήδη διασχίσει δεν προσφέρουν κανένα ίχνος. Το μεγαλύτερο μέρος του δωματίου καταλαμβάνεται από ένα θρόνο σε σχήμα ντιβανιού ή κρεβατιού, μ' έναν ουρανό που υποστηρίζεται από εξάγωνα επίχρυσα κολονάκια σπαρμένα με γρανάτες, περουζέδες, αμέθυστους, τοπάζια, σμαράγδια και άλλους απελέκητους λίθους, γιατί άλλοτε οι Τούρκοι δε λάξευαν τα πετράδια· ουρές αλόγων κρέμονται στις τέσσερις γωνίες από χοντρές χρυσές σφαίρες με μισοφέγγαρα στην κορυφή τους. Δεν υπάρχει τίποτα πιο πλούσιο, πιο κομψό και πιο βασιλικό από αυτό το θρόνο που είναι πραγματικά φτιαγμένος για να κάθονται χαλίφηδες. Μόνο οι βάρβαροι κατέχουν το μυστικό αυτών των θαυμαστών χρυσουργημάτων· η αίσθηση του διακόσμου μοιάζει να χάνεται, άγνωστο γιατί, όσο τελειοποιείται ο πολιτισμός. Χωρίς να με διακατέχουν οι εμμονές του αρχαιολόγου, πρέπει να ομολογήσω ότι όσο πιο παλιό είναι ένα αρχιτεκτόνημα, ένα κόσμημα, ένα όπλο, τόσο πιο καλαίσθητο και λεπτοδουλεμένο είναι: απασχολημένος με το περιεχόμενο, ο μοντέρνος κόσμος δεν έχει πια την ακριβή αίσθηση

259

της φόρμας. Λίγες πούλιες φωτός που έπεφταν από ένα μισάνοιχτο παράθυρο έκαναν τα σκαλίσματα να λαμποκοπούν και τα πετράδια να στραφταλίζουν. Πλακάκια από αραβική φαγιάντσα σχημάτιζαν συμμετρικά σχέδια και καθρεφτίζονταν στη βάση των τοίχων, όπως στις αίθουσες της Αλάμπρα, στη Γρανάδα· στην οροφή διασταυρώνονταν επιχρυσωμένες βέργες με ιδιόρρυθμα σκαλίσματα, σχηματίζοντας φατνώματα και ρόδακες. Σε μια γωνιά, μέσα από τη σκιά, έλαμπε μια ασυνήθιστη τουρκική εστία σε σχήμα φωλιάς, που προοριζόταν για μαγκάλι· ένας μικρός κωνικός θόλος με επτά πλευρές, χάλκινος, δαντελωτός, σκαλισμένος σαν μια περίτεχνη σπάτουλα ψαριού, με τα πιο κομψά έγκαυστα σχέδια της αραβικής τέχνης, της χρησίμευε για κουβούκλιο. Μόνο κάποιες γοτθικές λειψανοθήκες μπορούν να δώσουν μια ιδέα αυτής της μαγευτικής δουλειάς. Αντικριστά στο ντιβάνι είναι ανοιγμένο ένα παράθυρο ή μάλλον ένας φεγγίτης κοσμημένος μ' ένα χοντρό κιγκλίδωμα με χρυσαφένια κάγκελα. Έξω από αυτή τη θυρίδα στέκονταν άλλοτε οι πρεσβευτές, που οι φράσεις τους μεταφέρονταν από μεσάζοντες στον πατισάχ, ο οποίος καθόταν οκλαδόν, ακίνητος σαν άγαλμα, κάτω από τον επίχρυσο και λιθοστόλιστο ουρανό του, ανάμεσα στα δυο συμβολικά τουρμπάνια του. Μετά βίας έβλεπαν, μέσα από το χρυσό πλέγμα, να λάμπουν, σαν άστρα με φόντο τη σκιά, τα στυλωμένα μάτια του μεγαλόπρεπου σουλτάνου· αλλά αυτό ήταν υπεραρκετό για τους γκιαούρηδες: η σκιά του Θεού δεν έπρεπε να φανερώνεται περισσότερο στα άπιστα σκυλιά. Το εξωτερικό δεν είναι λιγότερο αξιόλογο. Μια μεγάλη μυτερή στέγη που προεξέχει έντονα καλύπτει το οικοδόμημα, μαρμάρινες κολόνες υποστηρίζουν τις γωνιώδεις αψίδες και τους ρόδακες· μια πλάκα από πράσινο μάρμαρο, κοσμημένη με μια αραβική επιγραφή, σχηματίζει το κατώφλι της θύρας, το υπέρθυρο της οποίας είναι πολύ χαμηλό: η αρχιτεκτονική αυτή επιλογή έγινε, λένε, για να υποχρεώνουν τους ανυπότακτους υπηκόους και τους φόρου υποτελείς να χαμηλώνουν το κεφάλι όταν γίνονταν δεκτοί από το σουλτάνο, εθιμοτυπική

260

πανουργία αρκετά ιησουίτικη, την οποία παρέκαμψε με ευτράπελο τρόπο ένας Πέρσης απεσταλμένος, που μπήκε με τα οπίσθια, όπως μπαίνει κανείς στις βενετσιάνικες γόνδολες. Περιγράφοντας το Μπαϊράμι, μίλησα αρκετά εκτεταμένα για το περιστύλιο κάτω από το οποίο γίνεται η τελετή, έτσι δε χρειάζεται να επανέλθω, και θα συνεχίσω τον περίπατό μου λίγο στην τύχη, αναφέροντας τα πράγματα όπως μου φανερώνονται. Θα ήταν δύσκολο να περιγράψω με τη σειρά κτίσματα που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές και τεχνοτροπίες, που χτίστηκαν χωρίς προμελετημένο σχέδιο, ανάλογα με τις ιδιοτροπίες και τις ανάγκες της στιγμής, που χωρίζονται από ακαθόριστους χώρους και που σκιάζονται εδώ κι εκεί με κυπαρίσσια, συκομουριές και γέρικα πλατάνια τερατωδών διαστάσεων. Καταμεσής μιας συστάδας δέντρων ορθώνεται μια κολόνα με αυλακώσεις και κορινθιακό κιονόκρανο, που φαντάζει όμορφα και την οποία αποκαλούν «του Θεοδοσίου», ονομασία που δεν είμαι αρκετά ειδήμων για ν' αξιολογήσω. Την αναφέρω γιατί ο αριθμός των βυζαντινών ερειπίων είναι πολύ περιορισμένος στην Κωνσταντινούπολη. Η αρχαία πόλη έχει χαθεί χωρίς ν' αφήσει σχεδόν καθόλου ίχνη· τα πλούσια παλάτια της ελληνικής δυναστείας των Παλαιολόγων και των Κομνηνών έχουν εξαφανιστεί· οι κολόνες τους από μάρμαρο και πορφυρίτη χρησίμευσαν για την κατασκευή των τζαμιών, και τα θεμέλιά τους, σκεπασμένα από τις ετοιμόρροπες μουσουλμανικές παράγκες, έχουν θαφτεί σιγά σιγά κάτω από τη στάχτη των πυρκαγιών. Πότε πότε βρίσκει κανείς εντοιχισμένο ένα κιονόκρανο ή ένα θραύσμα ακρωτηριασμένου αγάλματος, αλλά τίποτα που να έχει διατηρήσει την πρωταρχική μορφή του· πρέπει να γίνουν ανασκαφές για να βγουν στην επιφάνεια κάποια απομεινάρια του αρχαίου Βυζαντίου. Αξιοσημείωτη εξαίρεση, που δείχνει και μία πρόοδο: έχουν συγκεντρώσει μες στον αυλόγυρο της παλιάς εκκλησίας της Αγίας Ειρήνης, που έχει μετατραπεί σε οπλοστάσιο και που ανήκει στην περιουσία του σεραγιού, διάφορα αρχαία αντικείμενα: κεφάλια, ακρωτηριασμένα αγάλματα, ανάγλυφα κοσμήματα, επιγραφές,

261

τάφους, πρώτη ύλη ενός βυζαντινού μουσείου, που θα μπορούσε να γίνει αξιοπερίεργο με την προσθήκη ευρημάτων που ανακαλύπτονται καθημερινά. Κοντά στην εκκλησία, δυο τρεις σαρκοφάγοι από πορφυρίτη κοσμημένες με ελληνικούς σταυρούς, που περιείχαν μάλλον τις σορούς των αυτοκρατόρων και των αυτοκρατορισσών, χωρίς τα σπασμένα τους σκεπάσματα, γεμίζουν με νερό της βροχής, και τα πουλιά έρχονται εκεί για να ξεδιψάσουν βγάζοντας χαρούμενες κραυγούλες. Οι τοίχοι στο εσωτερικό της Αγίας Ειρήνης είναι ντυμένοι με τουφέκια, σπάθες, μοντέρνα μοντέλα πιστολιών, τοποθετημένα με μια στρατιωτική συμμετρία που δε θ' αποδοκίμαζε το δικό μας Στρατιωτικό Μουσείο· αλλά η αστραφτερή αυτή διακόσμηση, που γοητεύει πολύ τους Τούρκους και για την οποία είναι πολύ περήφανοι, δεν έχει τίποτα που να εκπλήσσει έναν Ευρωπαίο ταξιδιώτη. Μια συλλογή με τελείως διαφορετικό ενδιαφέρον είναι η συλλογή των ιστορικών όπλων, σ' ένα θεωρείο που έχει μεταμορφωθεί σε μουσείο, στο βάθος της κόγχης. Εκεί μας δείχνουν το σπαθί του Μεχμέτ Β', μια ίσια λάμα που τη διατρέχει, πάνω σ' ένα υποκύανο δαμασκηνό φόντο, μια αραβική επιγραφή με χρυσά γράμματα· ένα περιβραχιόνιο μαλαματοκαπνισμένο και στολισμένο με δυο δίσκους από πετράδια, που ανήκε στον Ταμερλάνο· ένα σιδερένιο οδοντωτό ξίφος, με λαβή σε σχήμα σταυρού - το ξίφος του Σκεντέρμπεη, του αθλητή ήρωα. Στις προθήκες φαίνονται τα κλειδιά των κατακτημένων πόλεων, κλειδιά συμβολικά, φιλοτεχνημένα σαν κοσμήματα, με χρυσά και ασημένια δαμασκηνά σχέδια. Κάτω από τον πρόναο είναι στοιβαγμένα τα κύπελλα και τα τσουκάλια των γενίτσαρων - τα τσουκάλια αυτά που όταν αναποδογύριζαν έκαναν το σουλτάνο να τρέμει και να χλομιάζει στα βάθη του χαρεμιού του· πυραμίδες από παλιά λογχοφόρα όπλα, κιβώτια όπλων, αρχαία κανόνια, παμπάλαια πυροβόλα με ιδιόμορφο σχήμα, θυμίζουν την τουρκική στρατηγική πριν από τις μεταρρυθμίσεις του Μαχμούτ, χρήσιμες, το δίχως άλλο, αλλά ανεπιθύμητες από γραφική άποψη.

262

Οι στάβλοι, στους οποίους έριξα μια γρήγορη ματιά, δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο, και για την ώρα περιείχαν μερικά μάλλον συνηθισμένα ζώα, γιατί τ' αγαπημένα του άλογα ο σουλτάνος τα παίρνει μαζί του. Οι Τούρκοι δεν έχουν, κατά τ' άλλα, την τρέλα των αλόγων σαν τους Άραβες, αν και τ' αγαπούν και διαθέτουν κάποια πολύ αξιόλογα. Αυτά λίγο πολύ μπορεί να δει ένας ξένος μες στο σεράι. Κανένα αλλόθρησκο βλέμμα δε βεβηλώνει τα μυστηριώδη άσυλα, τα μυστικά κιόσκια, τα άβατα διαμερίσματα. Το σεράι, όπως κάθε μουσουλμανικό σπίτι, έχει το σελαμλίκ του, αλλά για το χαρέμι είναι προορισμένες όλες οι εκζητήσεις μιας ηδυπαθούς χλιδής, τα κασμιρένια ντιβάνια, τα περσικά χαλιά, τα κινεζικά βάζα, τα χρυσά θυμιατήρια, οι σκευοθήκες από λάκα, τα σεντεφένια τραπέζια, οι οροφές από ξύλο κέδρου με ζωγραφιστά και χρυσαφένια φατνώματα, οι κρήνες με τις μαρμάρινες λεκάνες και οι κολόνες από ίασπη· το σπίτι των αντρών είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο προθάλαμος του σπιτιού των γυναικών, μια σωματοφυλακή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην εξωτερική και την εσωτερική ζωή. Λυπήθηκα πολύ που δεν μπόρεσα να μπω μέσα σ' ένα έξοχο λουτρό, ένα σωστό ανατολίτικο όνειρο που έχει γίνει πραγματικότητα, για το οποίο ο φίλος μου Μαξίμ Ντυκάμ έχει κάνει μια εξαίσια περιγραφή· όμως, τούτη τη φορά, ο φρουρός αποδείχτηκε πιο δύστροπος, ή ίσως είχαν δοθεί άλλες εντολές. Αν τα ουρί κάνουν ατμόλουτρα στον παράδεισο, πρέπει να τα κάνουν μέσα σ' ένα λουτρό παρόμοιο μ' αυτό, που είναι ένα κόσμημα μουσουλμανικής αρχιτεκτονικής. Αρκετά κουρασμένος από αυτό το περίπατο, κατά τη διάρκεια του οποίου είχα βάλει και βγάλει τα παπούτσια μου έξι εφτά φορές, βγήκα από το σεράι από την πύλη του Αυγούστου (ΜπαμπιΧουμαγιούν) και, εγκαταλείποντας τους συντρόφους μου, πήγα να καθίσω στον πάγκο ενός μικρού καφενείου, απ' όπου, τρώγοντας σταφύλια από το Σκούταρι, περιεργάστηκα τη μνημειώδη αυτή πύλη που έχει μια ψηλή μαυριτανική αψίδα, τέσσερις κολόνες, μια μαρμάρινη πινακίδα με περιεστραμμένες άκρες και χρυσογράμματη επιγραφή, και δυο εσοχές όπου εξέθεταν τα κομμένα κεφάλια. Μεταξύ άλλων, το κεφάλι του Αλή Τεπελενλή, πασά των Ιωαννίνων,

263

φιγουράρισε εκεί πάνω σ' ένα αργυρό πιάτο. Περιεργαζόμουν επίσης την εξαίσια κρήνη του Αχμέτ Γ', στην οποία είχα ρίξει μια ματιά πηγαίνοντας στην Αγία Σοφία. Είναι, μαζί με την κρήνη του Τοπχανέ, η πιο αξιόλογη της Κωνσταντινούπολης, όπου υπάρχουν πάμπολλες και πανέμορφες. Τίποτα δε συγκρίνεται, ως προς την κομψότητα, με τη στέγη της που είναι ανασηκωμένη σαν μύτη τουρκικού παπουτσιού, κοσμημένη όλη με δικτυωτό ανάγλυφο διάκοσμο και ιδιότροπες πυραμιδωτές προεξοχές· με τις δαντελωτές πλευρές της, τις σταλακτιτοειδείς κόγχες της, τ' αραβουργήματα γύρω από ποιήματα που έχει συνθέσει ο σουλτάνος· με τα κολονάκια και τα ευφάνταστα κιονόκρανά της, τους ρόδακες που εξακτινώνονται με χάρη, τα φυλλώδη και ξεθωριασμένα γείσα της, με το μαγευτικό αμάλγαμα των στολιδιών της, πετυχημένο κράμα αραβικής και τουρκικής τέχνης. Σταματώ, γιατί, παρά το παράγγελμα του Μπουαλώ 78, νιώθω πως το ανθέμιο και ο αστράγαλος θα με παρασύρουν πολύ μακριά.

264

ΤΟ ΠΑΛΑΤΙ TOY ΒΟΣΠΟΡΟΥ TO ΣΟΥΛΤΑΝ ΜΑΧΜΟΥΤ Ο ΔΕΡΒΙΣΗΣ ΟTAN ΠΕΡΙΦΕΡΕΣΑΙ ΜΕ ΚΑΪΚΙ ΣΤΟ ΒΟΣΠΟΡΟ ΚΑΙ αφού περάσεις τον πύργο του Λέανδρου, διακρίνεις απέναντι από το Σκούταρι ένα τεράστιο παλάτι υπό κατασκευήν που λούζει τα λευκά πόδια του μες στα γαλάζια και ορμητικά νερά. Υπάρχει στην Ανατολή μια προκατάληψη που συντηρούν επιμελώς οι αρχιτέκτονες, ότι δεν πεθαίνει κανείς όσο η κατοικία που χτίζει δεν έχει τελειώσει· έτσι οι σουλτάνοι φροντίζουν πάντα να έχουν κάποιο παλάτι στα σκαριά. Πράγμα σπάνιο στους Τούρκους, που αφιερώνουν τα στέρεα και πολύτιμα υλικά στον οίκο του Θεού και χτίζουν για την προσωρινή κατοικία του ανθρώπου μονάχα ξύλινα περίπτερα βραχύβια όσο οι ίδιοι, το παλάτι αυτό είναι όλο από μάρμαρο και φτιαγμένο για την αιωνιότητα. Αποτελείται από ένα μεγάλο συγκρότημα κτιρίων και δύο πτέρυγες. Θα ήταν δύσκολο να πει κανείς σε ποια τεχνοτροπία ανήκει· δεν είναι ούτε ελληνικό, ούτε ρωμαϊκό, ούτε γοτθικό, ούτε αναγεννησιακό, ούτε σαρακηνό, ούτε αραβικό, ούτε τουρκικό, είναι κοντά στο είδος που οι Ισπανοί ονομάζουν plateresco, το οποίο κάνει την πρόσοψη ενός μνημείου να μοιάζει μ' ένα μεγάλο έργο χρυσοχοΐας εξαιτίας της πολύπλοκης χλιδής του διάκοσμου και της υπέρμετρης εκζήτησης των λεπτομερειών. Τα παράθυρα με τα δαντελωτά μπαλκόνια, τα κολονάκια με τις ανάγλυφες ταινίες, τα τριφύλλια με τις νευρώσεις, τα πλαίσια με τα ακροποικίλματα, τον περίτεχνο διάκοσμο με τα επιπεδόγλυφα και τα αραβουργήματα, θυμίζουν τη λομβαρδική τεχνοτροπία και φέρνουν στο νου τα παλιά παλάτσο της Βενετίας· μόνο που ανάμεσα στο Ντάριο ή το Κα-ντ' Όρο και το παλάτι του σουλτάνου υπάρχει η ίδια διαφορά αναλογικά που υπάρχει ανάμεσα στο Μεγάλο Κανάλι και το Βόσπορο. Το πελώριο αυτό αρχιτεκτόνημα από μάρμαρο του Μαρμαρά, σ' ένα γαλαζωπό άσπρο που η κραυγαλέα λάμψη του καινούριου το κάνει να δείχνει κάπως ψυχρό, αναδίνει μια έντονη μεγαλοπρέπεια ανάμεσα στον κυανό ουρανό και την κυανή θάλασσα· θα προκαλεί

265

καλύτερη εντύπωση όταν ο ζεστός ήλιος της Ασίας θα το έχει χρυσίσει με τις αχτίδες του, τις οποίες δέχεται άμεσα και από πρώτο χέρι. Ο Βινιόλα αναμφίβολα θα σάστιζε μ' αυτή την υβριδική πρόσοψη όπου οι τεχνοτροπίες όλων των εποχών και όλων των χωρών σχηματίζουν έναν ετερόκλητο ρυθμό που δεν είχε προβλέψει. Αλλά δεν μπορεί ν' αρνηθεί κανείς ότι αυτή η πληθώρα από ανθέμια, περιπλοκάδες, ρόδακες, σκαλισμένα σαν κοσμήματα σ' ένα πολύτιμο υλικό, δίνει μια όψη παραφορτωμένη, πολύπλοκη, φανταχτερή και ευχάριστη στο μάτι. Είναι το παλάτι που θα μπορούσε να κατασκευάσει ένας κοσμηματοποιός χωρίς να είναι αρχιτέκτονας και χωρίς να τσιγκουνεύεται ούτε τα εργατικά χέρια, ούτε το χρόνο, ούτε τις δαπάνες. Όπως είναι, το προτιμώ από τα άχαρα κλασικά αντίγραφα που είναι τόσο ανόητα, τόσο κοινότοπα, τόσο ψυχρά, τόσο πληκτικά, έτσι όπως τα κάνουν οι περισπούδαστοι και οι συμβατικοί, και μου αρέσουν πιο πολύ αυτά τα έντονα διακοσμητικά φυλλώματα, που συμπλέκονται με μια ιδιότροπη κομψότητα, απ' ό,τι ένα τριγωνικό αέτωμα ή ένα στηθαίο στηριγμένο πάνω σε έξι ή οχτώ κοκαλιάρικες κολόνες. Η αφελής αυτή άγνοια, που ξεδιπλώνεται σε μια γιγαντιαία κλίμακα, έχει τη χάρη της. Πιθανόν οι τολμηροί κατασκευαστές των καθεδρικών ναών μας να μη γνώριζαν περισσότερα, και όμως τα έργα τους δεν είναι λιγότερο αξιοθαύμαστα. Κατά μήκος του παλατιού αυτού δεσπόζει ένα επίπεδο ανάχωμα, πλαισιωμένο από την πλευρά του Βοσπόρου με μνημειώδεις στύλους συνδεμένους μεταξύ τους ανά δύο, με καλοδουλεμένα και περίκομψα σφυρήλατα κάγκελα, όπου το σίδερο καμπυλώνει σε άπειρα ανθισμένα αραβουργήματα, σαν καλλιγραφίες που ένα τολμηρό χέρι θα χάραζε επιδέξια πάνω στην περγαμηνή. Τα χρυσαφένια αυτά κάγκελα σχηματίζουν ένα πολύ λεπτοδουλεμένο κιγκλίδωμα. Οι δυο πτέρυγες, κατασκευασμένες σε άλλη εποχή, είναι υπερβολικά ανάξιες για το κεντρικό τμήμα του κτιρίου, με το οποίο δεν έχουν άλλωστε καμία σχέση ούτε ως προς το ύφος ούτε ως προς τη μορφή. Φανταστείτε μια διπλή σειρά από Οντεόν και Βουλές σε σμίκρυνση που να διαδέχονται το ένα το άλλο σε μια πληκτική εναλλαγή και να δίνουν την εντύπωση μιας σειράς από ευτελή κολονάκια που μοιάζουν ξύλινα ενώ είναι μαρμάρινα.

266

Περνώντας και ξαναπερνώντας μπροστά από αυτό το παλάτι, μου είχε έρθει πολλές φορές η επιθυμία να το επισκεφτώ. Στην Ιταλία τίποτα δε θα ήταν απλούστερο· αλλά το να προσαράξεις το καΐκι σου σε μια αυτοκρατορική αποβάθρα θα ήταν στην Τουρκία μια πράξη με συνέπειες και με δυσάρεστα επακόλουθα. Ευτυχώς, ένας φιλικός μεσάζων μ' έφερε σ' επαφή με τον αρχιτέκτονα, τον κύριο Μπαλιάν, έναν πολύ πνευματώδη νεαρό Αρμένιο, που μιλούσε γαλλικά. Ο κύριος Μπαλιάν είχε την καλοσύνη να με πάρει στη βάρκα του με τα τρία ζευγάρια κουπιά και με πήγε πρώτα σ' ένα παλιό περίπτερο, απομεινάρι του προηγούμενου παλατιού, όπου μας έφεραν πίπες, καφέ και σερμπέτια με γεύση τριαντάφυλλο· ύστερα με ξενάγησε ο ίδιος μες στα διαμερίσματα με μια φιλοφροσύνη και μια ευγένεια άψογες, πράγμα για το οποίο τον ευχαριστώ σ' αυτό το σημείο, ελπίζοντας ότι ίσως μια μέρα διαβάσει τούτες τις γραμμές. Το εσωτερικό δεν είχε ακόμα τελειώσει ολοκληρωτικά, αλλά μπορούσε κανείς ήδη να φανταστεί τη μελλοντική μεγαλοπρέπεια του συνόλου. Οι θρησκευτικές ιδέες των Τούρκων αφαιρούν από το διάκοσμο ένα πλήθος από χαρούμενα μοτίβα και περιορίζουν σημαντικά τη φαντασία του καλλιτέχνη, ο οποίος πρέπει ν' αποφύγει επιμελώς να αναμίξει στα αραβουργήματά του την αναπαράσταση οποιουδήποτε ζωντανού όντος: έτσι δεν υπάρχουν αγάλματα, πρόστυπα ανάγλυφα, μορμολύκεια, χίμαιρες, γρύπες, δελφίνια, πουλιά, σφίγγες, φίδια, πεταλούδες, ειδώλια μισά γυναίκα μισά λουλούδι, εραλδικά τέρατα, κανένα από αυτά τα αλλόκοτα πλάσματα που συνιστούν τη φαντασιακή ζωολογία του διακόσμου, και που ο Ραφαήλ αξιοποίησε θαυμάσια στις στοές του Βατικανού. Η αραβική τεχνοτροπία, με την αλλοίωση και το σπάσιμο των γραμμών, τις γυψομαρμάρινες δαντέλες γκιπούρ, τις σταλακτιτοειδείς οροφές, τις κυψελοειδείς κόγχες, τα διάτρητα μάρμαρα όμοια με καπάκια θυμιατών, τους στίχους σε περίπλοκη κουφική γραφή, και τους χρωματισμούς του πράσινου, του λευκού και του κόκκινου, διακριτικά τονισμένους με χρυσό, θα πρόσφερε εύκολες λύσεις για τη διακόσμηση ενός ανατολίτικου παλατιού· αλλά ο σουλτάνος, λόγω μιας ιδιοτροπίας σαν κι αυτή που εμάς θα μας έκανε να χτίσουμε

267

Αλάμπρες στο Παρίσι, ήθελε να έχει ένα παλάτι μοντέρνο. Στην αρχή η ιδιοτροπία αυτή ξενίζει, αλλά, αν το καλοσκεφτεί κανείς, τίποτα δεν είναι πιο φυσικό. Αληθινά, ο κύριος Μπαλιάν χρειάστηκε μια σπάνια γονιμότητα φαντασίας για να διακοσμήσει με διαφορετικό τρόπο περισσότερες από τριακόσιες αίθουσες ή κάμαρες, έχοντας στη διάθεσή του μόνο τόσο λίγα μοτίβα. Η γενική διαρρύθμιση είναι πολύ απλή: τα δωμάτια είναι παρατεταγμένα στη σειρά και βλέπουν σ' ένα μεγάλο διάδρομο· το χαρέμι, μεταξύ άλλων, είναι διαρρυθμισμένο με αυτό τον τρόπο. Το διαμέρισμα κάθε γυναίκας βγάζει από μια μοναδική πόρτα σ' έναν αχανή διάδρομο, σαν τα κελιά των καλογριών σ' ένα μοναστήρι. Σε κάθε άκρη του διαδρόμου στέκεται μια φρουρά από ευνούχους ή φύλακες. Έριξα από το κατώφλι μια ματιά σ' αυτό το άδυτο των μυστικών ηδονών, που μοιάζει πολύ περισσότερο με μοναστήρι ή με παρθεναγωγείο απ' όσο φανταζόμαστε. Εδώ θα σβήσουν, χωρίς να έχουν ακτινοβολήσει έξω, άστρα μιας άγνωρης ομορφιάς· αλλά το μάτι του αφέντη θα στυλωθεί πάνω τους, ίσως για ένα λεπτό, και αυτό είναι αρκετό. Το διαμέρισμα της βαλιντέ σουλτάνας, αποτελούμενο από ψηλοτάβανα δωμάτια με θέα το Βόσπορο, είναι αξιοσημείωτο για τις οροφές του που είναι ζωγραφισμένες με τοιχογραφίες απαράμιλλης κομψότητας και λαμπρότητας. Αγνοώ ποιοι εργάτες έχουν κάνει αυτά τα αριστουργήματα, αλλά ο Ντιάζ δε θα έβρισκε στην παλέτα του αποχρώσεις πιο φίνες, πιο αχνές, πιο απαλές και πιο πλούσιες μαζί. Πότε είναι ένας περουζένιος ουράνιος θόλος σπαρμένος με ανάλαφρα σύννεφα που χάνονται σε απίστευτα βάθη, πότε κάτι τεράστια δαντελένια πέπλα με θαυμαστά σχέδια, ύστερα ένα μεγάλο σπειροειδές σεντεφένιο κοχύλι που ιριδίζει με όλα τα χρώματα του πρίσματος, ή πάλι ιδεώδη άνθη με κάλυκες και φυλλώματα που κρέμονται πάνω από χρυσούς φράχτες. Τα υπόλοιπα δωμάτια έχουν παρόμοια διακόσμηση· κάπου κάπου μια κοσμηματοθήκη της οποίας τα κοσμήματα ξεχύνονται σε μια αστραφτερή αταξία, περιδέραια που οι χάντρες τους ξαρμαθιάζονται και κυλούν σαν σταγόνες βροχής, ένας ποταμός από διαμάντια, ζαφείρια και ρουμπίνια συνιστούν το μοτίβο της διακόσμησης· χρυσά θυμιατήρια ζωγραφισμένα στα γείσα

268

αναδίνουν τη γαλαζωπή τολύπη των θυμιαμάτων και σχηματίζουν μια οροφή με τη διάφανη ομίχλη τους. Εδώ η Σελήνη δείχνει μέσα από τη σχισμή ενός σύννεφου το ασημένιο τόξο της που είναι τόσο αγαπητό στους μουσουλμάνους, εκεί η σεμνή Αυγή χρωματίζει ροδοκόκκινο, σαν τα μάγουλα μιας παρθένας, όλο τον πρωινό ουρανό· παραπέρα ένα μεγάλο αραχνοΰφαντο μπροκάρ, με λαμπερά χρυσά ποικίλματα, ανασηκωμένο από ένα ρουμπινένιο σιρίτι, δείχνει μια γαλανή γωνία· μια κυανή σπηλιά βγάζει ζαφειρένιες αντανακλάσεις. Τ' αραβουργήματα με τα άπειρα συμπλέγματα, τα γλυπτά φατνώματα, οι χρυσοί ρόδακες, οι φανταστικές ή πραγματικές ανθοδέσμες, τα γαλάζια κρίνα του Ιράν ή τα ρόδα της Σιράζ, έρχονται να διανθίσουν αυτά τα θέματα, των οποίων έχω αναφέρει τα βασικά, χωρίς να θέλω να μπω σε πληκτικές λεπτομέρειες τις οποίες θ' αναπληρώσει η φαντασία του αναγνώστη. Στα διαμερίσματα του σουλτάνου, τεχνοτροπίας Λουδοβίκου ΙΔ' ανατολίτικου ύφους, είναι αισθητή η πρόθεση να μιμηθούν τα μεγαλεία των Βερσαλλιών: οι πόρτες, οι φεγγίτες και οι κάσες τους είναι από ξύλο κέδρου, από μαόνι, από μασίφ παλίσανδρο, βαρύτιμα σκαλισμένα, και κλείνουν με πλούσιους μεντεσέδες επιχρυσωμένους με ψήγματα χρυσού. Από τα παράθυρα διακρίνεται η πιο έξοχη θέα του κόσμου: ένα ασυναγώνιστο πανόραμα, όπως κανένας ηγεμόνας δεν είχε ποτέ μπροστά στο παλάτι του. Η όχθη της Ασίας, όπου πάνω σ' ένα τεράστιο παραπέτασμα μαύρων κυπαρισσιών φαντάζει το Σκούταρι, με τη γραφική αποβάθρα του κατάμεστη από πλεούμενα, τα ροδοκόκκινα σπίτια του και τα λευκά τζαμιά του, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν το Μπουγιούκ Τζαμί και το Σουλτάν Σελίμ· ο Βόσπορος με τα ορμητικά και διάφανα νερά του που αυλακώνεται αδιάκοπα από ιστιοφόρα, ατμόπλοια, φελούκες, κωπήλατα σκάφη, πλοία από το Ισμίτ και την Τραπεζούντα με αρχαϊκά σχήματα και αλλόκοτα άρμενα, από λέμβους και καΐκια, πάνω από τα οποία στριφογυρίζουν τα γνώριμα σμήνη των γλάρων και των άλλων θαλασσοπουλιών. Αν σκύψει κανείς λίγο, ανακαλύπτει πάνω στις δυο όχθες μια σειρά από θερινά ενδιαιτήματα και από περίπτερα βαμμένα με λαμπερά χρώατα, που σχηματίζουν σ' αυτόν το θαυμάσιο θαλάσσιο ποταμό μια διπλή αποβάθρα από παλάτια. Προσθέστε σ' αυτό το πανόραμα τα άπειρα παιχνίδια του φωτός, τις φωτοσκιάσεις

269

από τον ήλιο και τη σελήνη, και θα έχετε ένα απαράμιλλο θέαμα. Μια από τις ιδιαιτερότητες του παλατιού είναι μια μεγάλη αίθουσα σκεπασμένη μ' έναν κόκκινο γυάλινο θόλο. Όταν ο ήλιος διαπερνά αυτό το ρουμπινένιο θόλο, όλα φλογοβολούν παράξενα: η ατμόσφαιρα γίνεται κατακόκκινη και θαρρείς ότι αναπνέεις φωτιά· οι κολόνες ανάβουν σαν πολυέλαιοι, το μαρμάρινο πλακόστρωτο κοκκινίζει λες και είναι από λάβα· μια ροδοκόκκινη πυρκαγιά κατατρώει τους τοίχους· θαρρείς ότι είσαι μες στην αίθουσα υποδοχής ενός παλατιού με σαλαμάνδρες 79, χτισμένου από μέταλλα που λιώνουν στη φωτιά· τα μάτια σου γυαλίζουν σαν κόκκινες πούλιες, τα ρούχα σου μοιάζουν από πορφύρα. Μόνο μια κατακόκκινη κόλαση, φωτισμένη με βεγγαλικά, μπορεί να δώσει μια ιδέα τούτου του παράξενου θεάματος, αμφιλεγόμενου ίσως γούστου, αλλά φαντασμαγορικού, σίγουρα. Ένα μικρό αριστούργημα που θα ταίριαζε με τα πιο παραμυθένια αρχιτεκτονήματα από τις Χίλιες και μια νύχτες είναι η αίθουσα των λουτρών του σουλτάνου. Είναι μαυριτανικής τεχνοτροπίας, από αλάβαστρο Αιγύπτου με ρίγες· τα κολονάκια, τα πεπλατυσμένα κιονόκρανα, οι καρδιόσχημες αψίδες και ο θόλος του, στολισμένος με κρυστάλλινα μάτια που λάμπουν σαν διαμάντια, μοιάζουν να έχουν λαξευτεί πάνω σ' έναν και μόνο πολύτιμο λίθο. Τι ηδονή πρέπει να νιώθει κανείς παραδίδοντας πάνω σε τούτες τις πλάκες, τις διάφανες σαν αχάτες, τα χαλαρωμένα μέλη του στους επιδέξιους χειρισμούς των τελάκηδων, μέσα σ' ένα σύννεφο ευωδιαστού ατμού, κάτω από μια βροχή ροδόνερου και μοσχολίβανου! Μέσα σε μια από τις αίθουσες αυτού του παλατιού πρέπει να τοποθετήθηκε το σαλόνι Λουδοβίκου ΙΔ' που σχεδίασε και κατασκεύασε στο Παρίσι ο Σεσάν, ο επιφανής διακοσμητή ς της Όπερας, για το οποίο είχαμε μιλήσει όταν το έστησε στο ατελιέ του της οδού Τυργκό. Αποκαμωμένος από τα αριστοτεχνήματα, κουρασμένος από το θαυμασμό, ευχαρίστησα τον κύριο Μπαλιάν, που με ξεπροβόδισε από την αυλή των τιμών, η πύλη της οποίας είναι ένα είδος αψίδας

270

θριάμβου από λευκό μάρμαρο με πολύ πλούσιο και πολύ περίτεχνο διάκοσμο, και η οποία αποτελεί μια χερσαία είσοδο εντελώς αντάξια αυτού του πολυτελούς παλατιού. Ύστερα, καθώς πέθαινα της πείνας, μπήκα σ' ένα κατάστημα όπου μου σερβίρισαν δυο σουβλάκια με κεμπάπ τυλιγμένα με μια λιπαρή πίτα που τα συνόδευσα μ' ένα ποτήρι σερμπέτι, γεύμα λιτό και ολότελα τοπικό. Βγαίνοντας από εκεί, βάλθηκα να τριγυρίζω στην πόλη τυχαία, υπολογίζοντας ότι με το σεργιάνι θα μου φανερώνονταν οι άπειρες αυτές γνώριμες λεπτομέρειες που σου διαφεύγουν όταν τις αναζητάς. Ενώ διασκέδαζα χαζεύοντας τα ζαχαροπλαστεία και τους τεχνίτες των λουλάδων που ήταν περικυκλωμένοι από αναρίθμητες εστίες πίπας, σε διάφορα στάδια επεξεργασίας και τακτοποιημένες με συμμετρία, έφτασα στο τζαμί του σουλτάνου Μαχμούτ, κοντά στον Τοπχανέ, ένα από τα κέντρα αυτά όπου σε οδηγούν τα πόδια από μόνα τους όταν η σκέψη τρέχει αλλού. Έφτιαξα την ώρα στο ρολόι μου σ' ένα από τα κιόσκια που είναι γεμάτα ρολόγια και εκκρεμή και συνοδεύουν συχνά τα τζαμιά· είναι μικρά κομψά περίπτερα με δικτυωτά παράθυρα, από τα οποία μπορεί να διαβάσει κανείς την ώρα σε διάφορες πλάκες που μάλλον σπάνια συμφωνούν μεταξύ τους, και έτσι διαλέγεις εκείνη που σου αρέσει περισσότερο και που σου φαίνεται η πιο πιθανή. Οι πλάκες αυτές δίνουν την τουρκική και την ευρωπαϊκή ώρα, που δε συμπίπτουν, γιατί οι Ανατολίτες μετρούν την ώρα από την ανατολή του ηλίου, σημείο εκκίνησης φυσικό, που διαφέρει όμως ανάλογα με την εποχή. Τα χρονομετρικά κιόσκια έχουν συνήθως δίπλα τους μια κρήνη όπου κρέμονται σε αλυσίδες κύπελλα και τενεκεδένιες κουτάλες: ένας φύλακας γεμίζει τα κύπελλα στην εσωτερική γούρνα και τα προσφέρει σε όσους ζητούν να πιουν. Οι κρήνες αυτές είναι σχεδόν όλες κληροδοτήματα πιστών. Το τζαμί του Μαχμούτ είναι μοντέρνου γούστου και το σχέδιό του διαφέρει από των κτισμάτων του είδους, πρότυπο των οποίων είναι η Αγία Σοφία. Ένας μοναδικός τρούλος που στεφανώνεται στη βάση του από έναν κύκλο από παράθυρα και από ελικοειδείς κονσόλες υψώνεται ανάμεσα σε τέσσερις ψηλές προσόψεις που

271

στρογγυλεύουν προς τα πάνω· στις γωνίες τους περιστοιχίζονται από στύλους ή αντιτειχίσματα σε σχήμα μικρών ανεστραμμένων πυραμίδων, που έχουν στη κορυφή τους μισοφέγγαρα όπως ο κεντρικός θόλος. Οι δυο μιναρέδες του έχουν μια κομψότητα αντάξια της φήμης τους. Φανταστείτε δυο μεγάλες αυλακωτές κολόνες με κιονόκρανο ένα μπαλκόνι στολισμένο με φεστόνια, από το κέντρο του οποίου ξεπηδούν άλλες μικρότερες κολόνες, στεφανωμένες επίσης με μπαλκόνια, που στηρίζουν με τη σειρά τους μια δέσμη από κολονάκια μ' έναν οβελίσκο στην κορυφή τους. Είναι πολύ κομψό, πολύ τολμηρό και πολύ καινούριο. Συνήθως, το τουρμπέ ή επιτάφιο παρεκκλήσι του ιδρυτή βρίσκεται κοντά στο τζαμί που έχει χτίσει· αντίθετα μ' αυτή τη συνηθισμένη διάταξη, το τουρμπέ του σουλτάνου Μαχμούτ βρίσκεται σ' ένα ειδικό κτίσμα, ένα μοντέρνο αρχιτεκτόνημα ελαφρώς ανατολικοποιημένο, σε μια άλλη άκρη της Κωνσταντινούπολης. Ο μεταρρυθμιστής σουλτάνος έχει πάνω στο φέρετρό του, αντί για το κλασικό και παραδοσιακό τουρμπάνι, το νεωτεριστικό φέσι του Νιζάμ στολισμένο με μια εξαίσια αγκράφα από πετράδια· δείχνουν στους επισκέπτες ένα αντίγραφο του Κορανίου που έκανε ο καλλιγράφος πρίγκιπας κατά τις ατέλειωτες ελεύθερες ώρες που του άφηνε η αιχμαλωσία του στο σεράι πριν από την έλευσή του στο θρόνο. Γύρω από το τζαμί είναι συγκεντρωμένα τα χυτήρια των κανονιών και τα πυροβολοστάσια, και απλώνεται ένας εξώστης που λούζεται από τη θάλασσα, τον οποίο οριοθετούν δυο ωραίες ναυτικές σημαίες. Λίγα βήματα παραπέρα ξανασυναντά κανείς τη χαρούμενη τύρβη της πλατείας του Τοπχανέ, με τους ενοικιαστές αλόγων, τους πωλητές ζαχαρωτών και σερμπετιών, τους πάγκους με τ' αγγούρια, τις κολοκύθες, τα σταφύλια του Σκούταρι και τα πεπόνια της Σμύρνης· τους εμπόρους που πουλάνε καϊμάκι και μπακλαβά· τις αγέλες των πυρόξανθων σκυλιών ξαπλωμένων στον ήλιο· την όμορφη κρήνη και το τζαμί με τον περίβολό του κατάμεστο από δημόσιους γραφιάδες, εμπόρους κομπολογιού και φτηνών μυρωδικών. Κάτω από το περιστύλιο του τζαμιού είδα μια μορφή που ποτέ δε θα ξεχάσω: ήταν ένας δερβίσης ξαπλωμένος καταγής κοντά στη στέρνα με το νερό των καθαρμών. Φορούσε μονάχα ένα κουρέλι από καμηλότριχα, τραχύ σαν κιλίκιο και όλο βρώμα από τη σκόνη των ερήμων. Το

272

παλιοκούρελο αυτό ήταν ατημέλητα δεμένο γύρω από τη μέση του και άφηνε να φανεί σχεδόν απροκάλυπτα ένα κορμί μαυρισμένο, μελαψό, μπρούντζινο, ξεροψημένο από τη φλόγα των ήλιων και τις καυτές ανάσες του χαμσίν· για να τον ζωγραφίσει κανείς, θα χρειάζονταν μόνο δυο αποχρώσεις, της ώχρας και της αφυδατωμένης γης. Τα πόδια του, κόκκινα σαν της ψημένης πλίνθου, φορούσαν για πέδιλα, ως πάνω από τους αστραγάλους, τη σταχτιά σκόνη. Μια σφριγηλή λιποσαρκία αναδείκνυε ανάγλυφα όλους τους μυώνες και τα κόκαλά του· τ' ατίθασα κατσαρά μαύρα μαλλιά του ήταν ανασηκωμένα πάνω στο κεφάλι σαν συστάδες θάμνων· στα καστανόμαυρα ζυγωματικά του υπήρχαν κάποιες νιφάδες αραιής γενειάδας, γιατί ήταν νέος· η αταραξία του τρελού βασίλευε στα απλανή μάτια του. Μόνος στην καρδιά του πλήθους, όπως στην καρδιά της Σαχάρας, έμοιαζε νανουρισμένος από μια αποκαλυπτική παραίσθηση. Μ' έκανε άθελά μου να σκεφτώ τον άγιο Ιωάννη μες στην έρημο - ποτέ ζωγράφος δεν έχει ονειρευτεί όμοιό του: ο άγιος Ιωάννης του Λεονάρντο ντα Βίντσι, με το ειρωνικό χαμόγελο του φαύνου, έχει το ύφος μεταμφιεσμένου θεού της μυθολογίας, του Ραφαήλ μοιάζει με νεαρό ποιμένα της ρωμαϊκής υπαίθρου. Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς κάτι πιο άγριο, πιο βλοσυρό, πιο ατίθασο, πιο ανελέητα ασκητικό, πιο πωρωμένο από το φανατισμό, πιο κατασπαραγμένο από τη νηστεία και τις σκληραγωγίες. Ένας παρόμοιος μοναχός μπορούσε άφοβα ν' ασκητέψει· τα λιοντάρια και οι πάνθηρες θα υποχωρούσαν μπρος σ' αυτό το κορμί το θρεμμένο με ακρίδες. Ήταν ένας χατζής που είχε γυρίσει από τη Μέκκα· είχε αντικρίσει τη μαύρη πέτρα, είχε εκπληρώσει τις επτά ιερές περιφορές, είχε πιει το νερό από το πηγάδι Ζεμ-Ζεμ που ξεπλένει όλες τις αμαρτίες και, έτσι ολόγυμνος που ήταν, εκτιμούσε το ίδιο ένα βεζίρη μ' έναν κόκκο σκόνης κολλημένης στα πόδια του.

273

ΤΟ ΑΤΜΕΪΝΤΑΝ ΤΟ ΑΤΜΕΪΝΤΑΝ, ΠΟΥ ΕΚΤΕΙΝΕΤΑΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΑ τείχη του σεραγιού, είναι ο αρχαίος Ιππόδρομος. Η τουρκική λέξη έχει ακριβώς την ίδια σημασία με την ελληνική, και σημαίνει: αρένα αλόγων. Είναι μια αχανής πλατεία, πλαισιωμένη από τη μια πλευρά από το εξωτερικό τείχος του τζαμιού του σουλτάνου Αχμέτ, με τα δικτυωτά ανοίγματά του, και από τις άλλες πλευρές από ερείπια ή ασυνάρτητα κτίσματα· μες στο κέντρο της πλατείας ορθώνονται ο οβελίσκος του Θεοδοσίου, η στήλη των όφεων και ο κτιστός οβελίσκος, πενιχρά απομεινάρια της μεγαλοπρέπειας που ακτινοβολούσε άλλοτε τούτος ο λαμπρός περίβολος. Τα ερείπια αυτά είναι σχεδόν ό,τι έχει απομείνει όρθιο από τα αριστουργήματα του αρχαίου Βυζαντίου. Ο Αυγουστεών, το Σίγμα, το Οκτάγωνο, τα Λουτρά του Ζευξίππου, του Αχιλλέα, του Ονώριου, το χρυσό Μίλλιο, τα Προπύλαια της Αγοράς, είναι όλα θαμμένα κάτω από το μανδύα της σκόνης και της λήθης με τον οποίο τυλίγονται οι νεκρές πόλεις. Το έργο του χρόνου επισπεύστηκε από τις λεηλασίες των βαρβάρων, των Λατίνων, των Γάλλων, των Τούρκων, ακόμα και των Ελλήνων. Κάθε νέα επιδρομή φέρνει τον όλεθρο. Είναι απίστευτη η τυφλή μανία της καταστροφής και το ανόητο μίσος που δείχνουν στις πέτρες! Αυτό πρέπει να είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης, γιατί το ίδιο γεγονός επαναλαμβάνεται σ' όλες τις εποχές. Φαίνεται ότι ένα αριστούργημα προσβάλλει το μάτι ενός βαρβάρου όπως το φως το μάτι μιας κουκουβάγιας. Η ακτινοβολία της σκέψης τον ενοχλεί χωρίς να πολυκαταλαβαίνει γιατί, και την αφανίζει. Και οι θρησκείες επίσης, αν χτίζουν με το ένα χέρι, γκρεμίζουν πρόθυμα με το άλλο, και έχουν υπάρξει πολλές θρησκείες στην Κωνσταντινούπολη: ο χριστιανισμός κατέστρεψε τα παγανιστικά μνημεία, ο ισλαμισμός, τα χριστιανικά μνημεία· ίσως τα τζαμιά εξαφανιστούν με τη σειρά τους μπροστά σε μια νέα λατρεία. Πρέπει να φάνταζε όμορφα το εκθαμβωτικό εκείνο πλήθος μες στα χρυσάφια, τις πορφύρες και τα πετράδια, που αστραφτοκοπούσε κάτω από τις κιονοστοιχίες του Ιπποδρόμου και παθιαζόταν πότε για τους Πράσινους και πότε για τους Βένετους, τις φατρίες των αρματοδρόμων που οι αντιζηλίες τους έκαναν άνω κάτω την αυτοκρατορία και προκαλούσαν εξεγέρσεις. Τα χρυσά τέθριππα,

274

ζευγμένα με άλογα ράτσας, σήκωναν κάτω από τους αστραφτερούς τροχούς τη βαθυγάλανη και ροδοκόκκινη σκόνη με την οποία έστρωναν τον Ιππόδρομο από εκλεπτυσμένη χλιδή· και ο αυτοκράτορας έσκυβε από το δώμα του παλατιού του για να επικροτήσει το χρώμα της προτίμησής του. Οι Βένετοι, αν μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει μια παρόμοια έκφραση για τους βυζαντινούς αρματοδρόμους, ήταν οι Τόρις και οι Πράσινοι οι Ουίγκς, γιατί η πολιτική αναμειγνυόταν στις σκευωρίες του ιπποδρομίου. Οι Πράσινοι προσπάθησαν ακόμα και ν' αναδείξουν δικό τους αυτοκράτορα και να εκθρονίσουν τον Ιουστινιανό, και χρειάστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ένας Βελισάριος κι ένα στρατιωτικό σώμα για την καταστολή της επανάστασης. Μες στον Ιππόδρομο, όπως σ' ένα υπαίθριο μουσείο, ήταν συγκεντρωμένα τα λείψανα της αρχαιότητας. Ένα πλήθος αγαλμάτων αρκετά μεγάλο για να γεμίσει μια πόλη ορθωνόταν πάνω στα στηθαία και τα βάθρα. Μόνο μάρμαρο και μπρούντζος. Τα άλογα του Λυσίππου, τα αγάλματα του αυτοκράτορα Αυγούστου και άλλων αυτοκρατόρων, η Άρτεμη, η Ήρα, η Παλλάδα, η Ελένη, ο Πάρις, ο Ηρακλής, το απόλυτο κάλλος, η θεϊκή ομορφιά, όλη η υψηλή τέχνη της Ελλάδας και της Ρώμης, έμοιαζαν να έχουν αναζητήσει εδώ ένα τελευταίο καταφύγιο. Τα άλογα από κορινθιακό μέταλλο, που απήγαγαν οι Βενετοί, αφηνιάζουν στην πύλη του Αγίου Μάρκου· τα είδωλα των αρσενικών και θηλυκών θεών, λιωμένα από τους βαρβάρους, έγιναν χάλκινα νομίσματα που σκόρπισαν δεξιά και αριστερά. Ο οβελίσκος του Θεοδοσίου είναι ο πιο καλοδιατηρημένος από τα τρία μνημεία που έμειναν όρθια μες στον Ιππόδρομο. Είναι ένας μονόλιθος από ροδοκόκκινο γρανίτη του Ασουάν με σχεδόν εξήντα πόδια ύψος και έξι πόδια φάρδος, που λεπταίνει ψηλώνοντας και καταλήγει σε μια μικρή πυραμίδα. Μια μόνο κάθετη γραμμή με ευδιάκριτα χαραγμένα ιερογλυφικά αυλακώνει τις τέσσερις όψεις του. Καθώς δεν είμαι ο Σαμπολιόν, δε θα μπορέσω να σας πω τι σημαίνουν αυτά τα μυστηριώδη εμβλήματα - αναμφίβολα μια αφιέρωση σε κάποιο φαραώ. Από πού προέρχεται ο τεράστιος αυτός μονόλιθος; Από την Ηλιούπολη, λένε οι ειδήμονες. Αλλά δε μοιάζει ν'

275

ανάγεται στην απώτατη αρχαιότητα της αιγυπτιακής ιστορίας. Ίσως να είναι μόνο τριών χιλιάδων χρόνων, που σημαίνει ότι είναι πολύ νέος για οβελίσκος. Επίσης, ελάχιστες μόνο σταχτιές ανταύγειες μαυρίζουν το ροδοκόκκινο γρανίτη του. Ο μονόλιθος δε στέκεται απευθείας πάνω στο βάθρο του, αλλά τον χωρίζουν από αυτό τέσσερις μπρούντζινοι κύβοι. Το μαρμάρινο βάθρο είναι επενδυμένο με πρόστυπα ανάγλυφα, μάλλον κακότεχνα και αρκετά φθαρμένα, που μόνο με δυσκολία αφήνουν να μαντέψεις τα θέματα που αναπαριστούν - θρίαμβοι ή θεοποίηση του Θεοδοσίου και της οικογένειάς του. Οι άκαμπτες στάσεις, το κακό σχέδιο και η απουσία έκφρασης στα πρόσωπα, ο συνωστισμός των ηρώων χωρίς τάξη ή προοπτική, χαρακτηρίζουν μια εποχή παρακμής. Η ανάμνηση της γειτονικής Ελλάδας έχει ήδη χαθεί μέσα σ' αυτά τα άμορφα προπλάσματα. Άλλα πρόστυπα ανάγλυφα μισοθαμμένα στο χώμα, γνωστά όμως από τις περιγραφές προγενέστερων συγγραφέων, αναπαριστούν τους χειρισμούς που έγιναν για την ανόρθωση του οβελίσκου. Τι πρωτότυπο! Συναφείς παραστάσεις είναι σκαλισμένες στο βάθρο του οβελίσκου του Λούξορ που ανήγειρε στην πλατεία Ομονοίας ο μηχανικός Λεμπά. Οι επιγραφές στα ελληνικά και τα λατινικά δηλώνουν ότι ο οβελίσκος που κείται στο χώμα ανεγέρθηκε μέσα σε τριάντα δύο μέρες από τον έπαρχο Πρόκλο, κατόπιν διαταγής του Θεοδοσίου, και εξυμνούν τις αρετές του μεγαλόψυχου αυτοκράτορα. Ο αιγυπτιακός μονόλιθος και το βυζαντινό βάθρο του εναρμονίζονται έντεχνα και φαντάζουν όμορφα· μόνο, οι γωνίες του οβελίσκου είναι τόσο καλοδιατηρημένες που θαρρείς ότι πρόσφατα λαξεύτηκαν στο γρανίτη, ενώ το βάθρο, μόλις δεκαπέντε αιώνων, είναι όλο ρημαγμένο. Κοντά στον οβελίσκο ανεβαίνει στριφογυριστά η στήλη των όφεων φτιαγμένη από τρία τυλιγμένα και πλεγμένα ερπετά, που ανεβαίνουν ελικοειδώς σαν τις ραβδώσεις μιας σολομώντειας κολόνας. Τα τρία ασημένια κεφάλια των φιδιών που σχημάτιζαν το κιονόκρανο έχουν χαθεί. Μια παράδοση λέει ότι ο Μεχμέτ Β', περνώντας έφιππος από τον Ιππόδρομο, τα γκρέμισε μ' ένα χτύπημα του ρόπαλου ή του δαμασκηνού σπαθιού του, σε μια επίδειξη ισχύος που συνηθίζουν οι σουλτάνοι· σύμφωνα με άλλους, έκοψε μονάχα ένα από τα τρία

276

κεφάλια, το δεύτερο και το τρίτο τα έσπασαν μόνο και μόνο για την αξία του χαλκού τους, πράγμα που δεν προκαλεί έκπληξη αν αναλογιστεί κανείς πόσο μόχθησαν οι Βάρβαροι για να βγάλουν τα σιδερένια αγκιστρόκαρφα από τους μονόλιθους του Κολοσσαίου. Το να καταστρέφεις ένα παλάτι για να πάρεις ένα καρφί είναι ίδιον του αγρίου. Η κολόνα αυτή, που υψώνεται σχεδόν εννέα πόδια πάνω από τη γη, αλλά που η βάση της είναι θαμμένη, δείχνει κάπως καχεκτική καταμεσής του αχανούς αυτού χώρου. Σύμφωνα με τους αρχαιογνώστες, το σύμπλεγμα των φιδιών υποστήριζε, μες στο ναό των Δελφών, το χρυσό τρίποδο που είχε αφιερώσει η Ελλάδα, σ' ένδειξη ευγνωμοσύνης, στο Φοίβο Απόλλωνα, σωτήρα θεό, μετά τη νικηφόρα μάχη των Πλαταιών κατά του Ξέρξη. Ο Κωνσταντίνος, λένε, μετέφερε τη στήλη των όφεων από τους Δελφούς στην καινούρια του πόλη. Σύμφωνα με μια άλλη παράδοση, λιγότερο διαδεδομένη, αλλά πιο πιθανή κατά τη γνώμη μου, αν αναλογιστεί κανείς την ελάχιστη καλλιτεχνική αξία του μνημείου, δεν είναι παρά ένα φυλαχτό που κατασκεύασε ο Απολλώνιος ο Τυανεύς για να εξορκίσει τα ερπετά. Αφήνω τον αναγνώστη ελεύθερο να διαλέξει ανάμεσα σ' αυτές τις δύο εκδοχές. Όσο για τον κτιστό οβελίσκο του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου, που τον έβαζαν πλάι στα επτά θαύματα του κόσμου, σε μια εποχή, πράγματι, που οι πιο υπέρμετρες υπερβολές δεν κόστιζαν τίποτα, έχει απομείνει πια μονάχα ο πυρήνας του, ένας άμορφος σωρός από πέτρες, θρυμματισμένες από τη βροχή, καταφαγωμένες από τον ήλιο, γεμάτες σκόνη και ιστούς αράχνης, με ρωγμές και σκασίματα, ετοιμόρροπες, και χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία. Ο σκελετός του μνημείου ήταν επενδυμένος άλλοτε με μεγάλες επίχρυσες χάλκινες πλάκες με σφυρήλατο έκτυπο διάκοσμο και στολίδια, που, εξαιτίας του βάρους και της αξίας του μετάλλου, πρέπει να ερέθιζαν την απληστία των λαφυραγωγών. Έτσι ο οβελίσκος του Κωνσταντίνου δεν άργησε ν' απογυμνωθεί από το περίλαμπρο ένδυμά του και ν' απομείνει μονάχα ένας μαυρισμένος

277

ογκόλιθος ογδόντα πόδια ψηλός. Ο χρυσός οβελίσκος, που οι ενθουσιώδεις της εποχής σύγκριναν με τον κολοσσό της Ρόδου, πρέπει πράγματι ν' ακτινοβολούσε μεγαλόπρεπα κάτω από το γαλανό ουρανό της Κωνσταντινούπολης, ανάμεσα στα περίλαμπρα μνημεία της αρχαίας τέχνης, πάνω από τις κιονοστοιχίες του Ιπποδρόμου, που ήταν κατάμεστες από πολυτελώς ντυμένους θεατές. Αλλά για να τον φανταστεί κανείς, πρέπει η σκέψη να κάνει μια πλήρη εργασία αναστήλωσης. Άλλοτε οι Τούρκοι έκαναν ιππικούς αγώνες και ασκούνταν στον εξακοντισμό του τζιρίτ μέσα σ' αυτό το στάδιο που ήταν ολοκληρωτικά διατεθειμένο στα ιππικά θεάματα. Η μεταρρύθμιση και η εισαγωγή της ευρωπαϊκής τακτικής συντέλεσαν στην κατάργηση αυτού του παιχνιδιού, που ταιριάζει καλύτερα στους ελεύθερους καβαλάρηδες της ερήμου και των στεπών της Ασίας παρά στα συντάγματα του τακτικού ιππικού που εκπαιδεύτηκαν σύμφωνα με τις μεθόδους της σχολής Σωμύρ. Δίπλα στο Ατμεϊντάν βρίσκεται το Ετ-Μεϊντάν (κρεαταγορά), ένα τρομερό και δυσοίωνο μέρος, παρ' όλο που λούζεται στις χαρούμενες αχτίδες του ήλιου. Αν κοιτάξετε αυτό το μισορημαγμένο τζαμί, τους τοίχους του που έχουν διατηρήσει τα σημάδια της φωτιάς, θα διακρίνετε εύκολα ακόμα τα ίχνη των οβίδων. Το χώμα του, που σήμερα είναι λευκό και κονιορτώδες, είχε βαφτεί βαθιά με αίμα. Μες στο Ετ-Μεϊντάν είχε γίνει η σφαγή των γενίτσαρων που έγινε το θέμα ενός θηριωδώς ρομαντικού πίνακα του Σαμαρτέν. Το μεγάλο μακελειό είχε ένα φόντο αντάξιό του. Ο σουλτάνος Μαχμούτ, προαισθανόμενος με το ένστικτο της μεγαλοφυίας ότι η αυτοκρατορία έτεινε προς το τέλος της, πίστεψε ότι θα την έσωζε αν της έδινε όπλα ισάξια με τα όπλα των χριστιανικών βασιλείων, και θέλησε να εκπαιδεύσουν τα στρατεύματα του Αιγύπτιοι αξιωματικοί προγυμνασμένοι σύμφωνα με, την ευρωπαϊκή τακτική. Η τόσο απλή και τόσο δίκαιη αυτή μεταρρύθμιση προκάλεσε ανυπέρβλητες αντιρρήσεις ανάμεσα στους γενίτσαρους· τα γκρίζα μουστάκια τους σηκώθηκαν όρθια από αγανάκτηση· οι φανατικοί ωρύονταν ότι πρόκειται για ιεροσυλία,

278

επικαλέστηκαν τον Αλλάχ και τον Μωάμεθ, και λίγο έλειψε να θεωρηθεί ο ηγέτης των πιστών γκιαούρης λόγω της επιμονής του να εισαγάγει τα διαβολικά αυτά τεχνάσματα που ούτε ο Μεχμέτ Β' ούτε ο Σουλεϊμάν Α' είχαν ανάγκη για να κάνουν κατακτήσεις και να τις διατηρήσουν. Ευτυχώς ο Μαχμούτ, που ήταν άνθρωπος αποφασιστικός και δύσκολα μπορούσε κανείς να τον πτοήσει, ήταν αποφασισμένος να νικήσει ή να πεθάνει στη μάχη· η αυθάδεια των γενίτσαρων, ίδια με την αυθάδεια των πραιτωριανών και των στρελιέτς 80, δεν ήταν πλέον ανεκτή, και οι διαρκείς εξεγέρσεις τους έκαναν το θρόνο, του οποίου θεωρητικά ήταν το υποστήριγμα, να κλυδωνίζεται. Η ευκαιρία δεν άργησε να έρθει. Ένας Αιγύπτιος εκπαιδευτής χτύπησε έναν Τούρκο στρατιώτη ανυπότακτο ή ηθελημένα αδέξιο. Αμέσως οι αγανακτισμένοι γενίτσαροι υπερασπίστηκαν το συνάδελφό τους, αναποδογυρίζοντας τα τσουκάλια τους σ' ένδειξη εξέγερσης και απειλώντας να βάλουν φωτιά στις τέσσερις γωνιές της πόλης. Ήταν, ως γνωστόν, ο τρόπος τους να διαμαρτύρονται και να εκδηλώνουν τη δυσαρέσκειά τους. Συγκεντρώθηκαν μπροστά στο παλάτι του Χουσρέβ πασά, του αγά τους, ζητώντας με αλαλαγμούς το κεφάλι του μεγάλου βεζίρη και του μουφτή, που είχαν επιδοκιμάσει τις ανόσιες μεταρρυθμίσεις του Μαχμούτ· αλλά δεν είχαν να κάνουν μ' έναν από αυτούς τους οργισμένους σουλτάνους που χαίρονταν να κατευνάζουν μιαν ωρυόμενη εξέγερση ρίχνοντάς της για τροφή λίγα κεφάλια. Μαθαίνοντας το νέο της στάσης, ο σουλτάνος Μαχμούτ έτρεξε ολοταχώς από το Μπεσίκτας όπου βρισκόταν, συγκέντρωσε τα στρατεύματα που του είχαν μείνει πιστά, συγκάλεσε τους ουλεμάδες και πήρε από το τζαμί του Αχμέτ, που ήταν δίπλα στον Ιππόδρομο, το λάβαρο του προφήτη, το οποίο ξεδιπλώνουν μόνο όταν η αυτοκρατορία είναι σε κίνδυνο. Κάθε καλός μωαμεθανός οφείλει τότε να συνεργήσει με τον ηγέτη των πιστών, γιατί πρόκειται για έναν ιερό πόλεμο. Ήταν η αρχή της κατάργησης των γενίτσαρων. Οι γενίτσαροι οχυρώθηκαν μες στο Ετ-Μεϊντάν, κοντά στο στρατώνα

279

τους· τα τακτικά στρατεύματα του Μαχμούτ κατέλαβαν τους παράπλευρους δρόμους με τα κανόνια να σημαδεύουν την πλατεία· ο ατρόμητος σουλτάνος πέρασε πολλές φορές καβάλα στο άλογό του μπροστά από τα εξεγερμένα στίφη, αψηφώντας χίλιους θανάτους και καλώντας τα να διαλυθούν. Η αναμονή τραβούσε σε μάκρος, μια στιγμή δισταγμού μπορούσε να τα τινάξει όλα στον αέρα. Τότε, ένας αφοσιωμένος αξιωματικός, ο Καρά Τζεχενέμ, έριξε μια κανονιά, το έναυσμα δόθηκε, και οι μύδροι άνοιξαν έναν αιμόφυρτο δρόμο μες στις πρώτες σειρές των επαναστατών. Η δράση είχε αρχίσει, τα πυροβόλα βροντούσαν από παντού, απανωτοί τουφεκισμοί τσιτσίριζαν σαν το χαλάζι πάνω από τις άτακτες μάζες των σαστισμένων γενίτσαρων, και η μάχη γρήγορα εκφυλίστηκε σε μακελειό. Σωστό σφαγείο· ήταν αμείλικτοι, οι στρατώνες όπου οχυρώθηκαν οι δραπέτες πυρπολήθηκαν, και όσοι είχαν γλιτώσει το σίδερο πέθαναν μες στις φλόγες. Οι γνώμες διίστανται σχετικά με τον αριθμό των νεκρών· οι μεν τον ανεβάζουν στις έξι χιλιάδες, οι δε στις είκοσι χιλιάδες, άλλοι ακόμα πιο ψηλά. Πέταξαν τα πτλωματα στη θάλασσα, και για πολλούς μήνες τα ψάρια, σαπισμένα από την ανθρώπινη σάρκα, δεν τρώγονταν. Η μνησικακία του σουλτάνου Μαχμούτ δε σταμάτησε εκεί. Όταν περιφέρεται κανείς στο νεκροταφείο του Πέραν ή του Σκούταρι, συναντά πολλές αποκεφαλισμένες στήλες να στέκονται όρθιες με το μαρμάρινο τουρμπάνι στα πόδια τους, σαν ακέφαλοι άνθρωποι: είναι οι τάφοι των παλιών γενίτσαρων τους οποίους ο θάνατος δεν προστάτεψε από την αυτοκρατορική οργή. Άραγε η τρομερή αυτή εξολόθρευση ήταν κάτι καλό ή κακό από πολιτική άποψη; Μήπως ο Μαχμούτ, σκοτώνοντας το μεγάλο αυτό σώμα, εξάλειψε μια από τις ζωντανές δυνάμεις του Κράτους, μια από τις βάσεις του τουρκικού έθνους; Μπορεί τάχα η τέλεια υλική πρόοδος ν' αντικαταστήσει αποτελεσματικά την παλιά ενεργητικότητα των βαρβάρων; Αξίζει περισσότερο, μες στο λυκόφως των παρακμασμένων αυτοκρατοριών, η φλόγα της λογικής από τη δάδα του φανατισμού; Κανείς δεν μπορεί να το πει ακόμα. Αλλά τα γεγονότα που όλος ο κόσμος είναι ικανός να προβλέψει θ' αποφανθούν σύντομα γι' αυτό, και το έργο του Μαχμούτ θα κριθεί

280

τότε οριστικά. Αλλά να που απομακρύνθηκα για τα καλά από το ταπεινό έργο του λογοτέχνη δαγεροτύπη. Ας επανέλθω σ' αυτό. Σε κάποια απόσταση από τον Ιππόδρομο, καταμεσής μιας περιοχής σπαρμένης με πυρπολημένα ερείπια, υπάρχει, στην πίσω πλευρά ενός λοφίσκου, σαν μαύρο στόμιο, η είσοδος μιας στερεμένης βυζαντινής κινστέρνας. Κατεβαίνει κανείς εκεί από μια ξύλινη σκάλα. Οι Τούρκοι την ονομάζουν Μπεν Μπιρ Ντερέκ ή οι Χίλιες και Μία Κολόνες, αν και στην πραγματικότητα έχει μονάχα διακόσιες είκοσι τέσσερις. Οι κολόνες αυτές, από λευκό μάρμαρο, που καταλήγουν σε χοντροκομμένα κιονόκρανα ενός κακότεχνου κορινθιακού ρυθμού, ανεπεξέργαστα ή φθαρμένα, υποστηρίζουν ημικυκλικές αψίδες και σχηματίζουν πολλές κιονοστοιχίες. Έχουν, σε ύψος τριών ή τεσσάρων ποδιών, ως εκεί που ανέβαιναν τα νερά, ένα εξόγκωμα που τους χρησίμευε προφανώς για βάση όταν η δεξαμενή ήταν γεμάτη. Ο βυθός έχει ανυψωθεί από τη σκόνη των αιώνων, τα ερείπια του θόλου και τα παντός είδους σκουπίδια· γιατί η κινστέρνα πρέπει να ήταν άλλοτε πιο βαθιά. Πάνω στα κιονόκρανα διακρίνονται αμυδρά κάποια αινιγματικά σημεία, βυζαντινά ιερογλυφικά που η σημασία τους έχει χαθεί. Ένα έψιλον και ένα φι, που επαναλαμβάνονται συχνά, μεταφράζονται με τούτες τις λέξεις: «Εύγε, Φιλόξενε». Η κινστέρνα αυτή, στην πραγματικότητα, εξυπηρετούσε τους ξένους. Χτίστηκε από τον Κωνσταντίνο, το μονόγραμμα του οποίου είναι αποτυπωμένο πάνω στις μεγάλες ρωμαϊκές πλίνθους του θόλου και πάνω στους κορμούς πολλών κιόνων. Τώρα, Εβραίοι και Αρμένιοι έχουν εγκαταστήσει εδώ μια βιοτεχνία μεταξιού. Τα ροδάνια και οι ανέμες τρίζουν κάτω από τις αψίδες του Κωνσταντίνου, και ο θόρυβος των αργαλειών μιμείται το κελάρυσμα του στερεμένου νερού· μέσα σ' αυτό το υπόγειο, φωτισμένο από ένα αμυδρό ημίφως που το μάχονται βαθιές σκιές, βασιλεύει μια παγερή δροσιά που σε περονιάζει και ένιωσα έντονη ηδονή όταν ξανανέβηκα από τα βάθη αυτής της αβύσσου στο χλιαρό φως του ήλιου, συμπονώντας με όλη μου την καρδιά τους άμοιρους εργάτες που φτιάχνουν κάτω από τη γη έργα της υπομονής σαν τους νάνους και τους καλικάντζαρους.

281

Σε μικρή απόσταση από αυτή την κινστέρνα, πίσω από την Αγία Σοφία, υπάρχει μια άλλη που ονομάζεται Γεριμπατάν Σεράι (το υπόγειο ανάκτορο). Αυτή δεν κρύβει μεταξοϋφαντουργεία όπως το Μπεν Μπιρ Ντερέκ. Από την είσοδο, υγρές και διαπεραστικές αναθυμιάσεις, φορτωμένες καταρροές, πνευμονίες και πλευρίτιδες, σε τυλίγουν σαν μουλιασμένο πανωφόρι· ένα μαύρο νερό με λίγες ξεφτισμένες πούλιες και λίγους μολυβένιους υδατοστρόβιλους λούζει τις χορταριασμένες κολόνες και κατεβαίνει κάτω από τις σκιερές αψίδες σε βάθη που το μάτι δεν μπορεί να υπολογίσει, και οι αχτίδες των δαδιών δε φτάνουν. Τίποτα δεν είναι πιο ζοφιερό και πιο τρομαχτικό· οι Τούρκοι ισχυρίζονται ότι τα τζίνια, οι βρικόλακες και οι αφρίτες κάνουν σατανιστικές τελετές μες στο πένθιμο παλάτι και ότι πάλλουν εκεί χαρμόσυνα τα νυχτεριδίσια φτερά τους τα μουλιασμένα από τα δάκρυα του θόλου. Άλλοτε διέσχιζαν με καράβι τούτη την υπόγεια θάλασσα, ένα ταξίδι που πρέπει να έμοιαζε με το διάπλου των υποχθόνιων ποταμιών μες στη βάρκα του Χάροντα. Βάρκες, παρασυρμένες σίγουρα από εσωτερικά ρεύματα προς κάποια καταβόθρα, δεν επέστρεψαν ποτέ από αυτή τη μαύρη αποστολή, που σήμερα είναι απαγορευμένη και που δε θα είχα εξάλλου την παραμικρή επιθυμία να επιχειρήσώ, ακόμα και αν επιτρεπόταν.

282

ΤΟ ΕΛΜΠΙΣΕΪ ΑΤΙΚΑ ΣTO ΑΤΜΕΪΝΤΑΝ, ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΑΠΟ TO ΤΖΑΜΙ TOY Aχμέτ, ορθώνεται, κοντά στο Μεκτέρ Κανέ (αποθήκη αντίσκηνων), ένα τουρκικό σπίτι με όμορφη όψη: είναι το Ελμπισέι Ατικά, το μουσείο των παλών οθωμανικών στολών. Μπροστά από το μουσείο, που άνοιξε πρόσφατα για το κοινό, υπάρχει μια αυλή με ολάνθιστη δροσερή πρασινάδα και μια κρήνη που κελαρύζει μέσα σε μια μαρμάρινη υδροδόχο· αν δεν υπήρχε στην πόρτα ένας υπάλληλος υπεύθυνος για την είσπραξη του αντίτιμου των εισιτηρίων, θα πίστευε κανείς ότι βρίσκεται στο κονάκι ενός μπέη. Τίποτα δεν προκαλεί πιο ευχάριστη γαλήνη από αυτή την αναδρομική ιματιοθήκη της παλιάς τουρκικής αυτοκρατορίας: η σκιά και η σιωπή του παρελθόντος λούζουν αυτό το ήρεμο άδυτο με τις τερπνές αποχρώσεις τους· με το που πατάει κανείς το πόδι του μες στο Ελμπισέι Ατικά παλινδρομεί από το παρόν στην ιστορία. Στο πλατύσκαλο, σαν έμβλημα ή σαν φρουρός, διακρίνεται αρχικά ένας γενίτσερι κουλούκ-νεφέρ, ένας γενίτσαρος δηλαδή της σωματοφυλακής. Την εποχή της παντοδυναμίας των γενίτσαρων, ήταν αδύνατον να περάσει κανείς μπροστά από φυλάκιο της απείθαρχης αυτής εθνοφυλακής χωρίς λίγο πολύ να τον ληστέψουν· έπρεπε, όπως λένε, ή να χαρατσωθεί ή να ξυλοφορτωθεί, να προπηλακιστεί και να κατασυκοφαντηθεί. Μια κούκλα, με το κεφάλι και τα χέρια από ξύλο σκαλισμένο και χρωματισμένο μαστορικά, φοράει την αμφίεση του παλιού γενίτσαρου· η παραβίαση αυτή της τουρκικής συνήθειας, που απαγορεύει οποιαδήποτε αναπαράσταση του ανθρώπινου προσώπου, είναι αξιοσημείωτη και αποδεικνύει μια εξασθένιση της θρησκευτικής προκατάληψης, που προήλθε αναμφίβολα από την επαφή με τους χριστιανικούς πολιτισμούς· ένα τέτοιο μουσείο, όπου βλέπει κανείς σχεδόν εκατόν σαράντα τυπικά δείγματα, θα ήταν αδιανόητο άλλοτε· τώρα δεν ενοχλεί κανέναν, και συχνά ένας παλιός γενίτσαρος που γλίτωσε από το μακελειό έρχεται εδώ να ονειροπολήσει μπρος στα αποφόρια των συμπολεμιστών του, και στενάζει αναπολώντας τις παλιές καλές μέρες που χάθηκαν.

283

Αυτός ο γενίτσερι κουλούκ-νεφέρ έχει το μούτρο ενός πρόσχαρου λήσταρχου: τα έντονα σχηματισμένα χαρακτηριστικά του, τονισμένα από ένα μακρύ μουστάκι, αναδίνουν μια αγριωπή αγαθότητα· είναι φανερό ότι θα ήταν ικανός να δείχνει γραφικός μέσα σε μια ανθρωποσφαγή, και δεσπόζει στην πόζα του η γεμάτη περιφρόνηση νωχέλεια ενός προνομιούχου σώματος που θεωρεί ότι του επιτρέπονται τα πάντα: καθισμένος σταυροπόδι, παίζει τη louta, ένα είδος κιθάρας με τρεις χορδές, για να διασκεδάσει την απραξία της σκοπιάς. Φοράει ένα κόκκινο φέσι γύρω από το οποίο είναι τυλιγμένο σαν τουρμπάνι ένα κομμάτι κοινό ύφασμα, μια καφέ καζάκα που οι άκρες της μπαίνουν στο ζωνάρι, και μια φαρδιά περισκελίδα από γαλάζια τσόχα· μες στο ζωνάρι του, που είναι συγχρόνως οπλοστάσιο και τσέπη, στοιβάζονται και προεξέχουν το μαντίλι, η πετσέτα, η καπνοσακούλα, τα μαχαίρια, τα γιαταγάνια και τα πιστόλια. Η συνήθεια αυτή να χώνει κανείς τα πάντα μες στο ζωνάρι του είναι κοινή στους Ισπανούς και τους Ανατολίτες· θυμάμαι που είχα δει στη Σεβίλλη μια μάχη με μαχαίρια, όπου μοναδικός τραυματίας ήταν ένα πεπόνι που συγκρατούσε η faja ενός αντιπάλου. Μπροστά στον γενίτσερι είναι τοποθετημένο ένα τραπεζάκι σκεπασμένο με παλιά, ευτελούς αξίας, τουρκικά νομίσματα -άσπρα, παράδες, γρόσια που έχουν γίνει σπάνια- προερχόμενα από την παράνομη είσπραξη φόρων από τους ανυπεράσπιστους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Κοντά του ροδοκοκκινίζουν πάνω σε μια σχάρα κάτι καλαμπόκια με χρυσά σπυριά, δείπνο στο οποίο αρκείται η ανατολίτικη ολιγάρκεια. Τον προσπερνάμε άφοβα, γιατί είναι ξύλινος, και έχουμε πληρώσει δέκα παράδες στην πρώτη πόρτα. Απέναντι από αυτό τον επαίτη γενίτσαρο στέκονται όρθιοι κάποιοι στρατιώτες που ανήκουν στο ίδιο σώμα, με σχεδόν παρόμοια στολή. Διαβαίνοντας το κατώφλι, βρισκόμαστε μέσα σε μια μακρόστενη αίθουσα, φωτισμένη αμυδρά και κοσμημένη με μεγάλες τζαμωτές προθήκες που περικλείουν κούκλες ντυμένες με τέλεια φροντίδα και με εξονυχιστική πιστότητα. Είναι η αίθουσα του Κούρτιους και η έκθεση της Τυσώ ενός κόσμου που χάθηκε. Εδώ έχουν συλλεχθεί, σαν δείγματα προκατακλυσμιαίων ζώων στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, οι άνθρωποι και οι φυλές που καταργήθηκαν από το πραξικόπημα

284

του Μαχμούτ. Εδώ ξαναζεί, με μια ζωή ασάλευτη και νεκρή, η φανταστική και χιμαιρική Τουρκία των τουρμπανιών, όμοιων με φόρμες ζαχαροπλαστικής, των δολαμάδων που είναι γαρνιρισμένοι με δέρμα γαλής, των περίτεχνων κωνικών κομμώσεων, των σακακιών με τον ήλιο στην πλάτη, των βαρβαρικά ιδιόρρυθμων όπλων, η Τουρκία των μαμαμούχων. των μελοδραμάτων και των παραμυθιών. Είκοσι επτά χρόνια μονάχα έχουν κυλήσει από τη σφαγή των γενίτσαρων, και μοιάζει ότι είναι αιώνας, τόσο ριζική είναι η αλλαγή. Με τη βίαιη θέληση του μεταρρυθμιστή, οι παλιές εθνικές φορεσιές αφανίστηκαν, και στολές κατά κάποιο τρόπο σύγχρονες έχουν γίνει ιστορικά κειμήλια. Κοιτάζοντας πίσω από τις τζαμωτές προθήκες αυτά τα μυστακοφόρα ή γενειοφόρα πρόσωπα, με τα στυλωμένα μάτια, με τα ολοζώντανα χρώματα, φωτισμένα από ένα λοξό αχνό φως, έχει κανείς μια παράξενη αίσθηση, μια απροσδιόριστη δυσφορία. Η χοντροκομμένη αυτή αναπαράσταση, που διαφέρει από την καλλιτεχνική, σε κάνει ν' ανησυχείς με την ίδια την αυταπάτη που προκαλεί· αναζητώντας τον ενδιάμεσο κρίκο από το άγαλμα στο ζωντανό ον, συναντά κανείς το πτώμα· τα χρωματισμένα πρόσωπα, όπου κανένας μυς δε συσπάται, σου προκαλούν στο τέλος τον ίδιο τρόμο που προκαλούν οι φτιασιδωμένοι νεκροί όταν μεταφέρονται με ακάλυπτο πρόσωπο. Οι μακριές αυτές σειρές των αλλόκοτων χαρακτηριστικών τύπων, που διατηρούν τις άκαμπτες και καταναγκαστικές στάσεις που τους έχουν δώσει, μοιάζουν με το λαό του ανατολίτικου παραμυθιού που μαρμάρωσε ένας εκδικητικός μάγος. Λείπει μόνο ο ψηλός γέροντας με τη λευκή γενειάδα, μοναδικός ζωντανός της νεκρής πόλης, που διαβάζει το Κοράνι πάνω σ' έναν πέτρινο πάγκο στην είσοδο της πόλης. Παριστάνεται, αν θέλετε -με πεζό τρόπο, πράγματι- από τον άνθρωπο που εισπράττει στην πόρτα το αντίτιμο των εισιτηρίων. Δεν μπορώ να περιγράψω μία μία τις εκατόν σαράντα φιγούρες που είναι κλεισμένες μέσα σ' αυτές τις διώροφες τζαμωτές προθήκες, πολλές από τις οποίες δεν έχουν παρά μόνο κάποιες ανεπαίσθητες διαφορές ως προς το σχήμα ή το χρώμα, άλλωστε κάτι τέτοιο θ' απαιτούσε να παραφορτώσω το κείμενό μου μ' ένα πλήθος τουρκικών λέξεων δυσανάγνωστων και με δύσκολη ορθογραφία. Η

285

δουλειά αυτή, εξάλλου, έγινε με τρόπο ακριβή όσο και λαμπρό από τον κύριο Ζωρζ Νογκές, γιο του αρχισυντάκτη της γαλλικής εφημερίδας της Κωνσταντινούπολης, με μια φροντίδα που δεν μπορεί να δείξει ένας βιαστικός ταξιδιώτης, υποχρεωμένος να δει την έκθεση επί τροχάδην. Χάρη στον κατάλογό του μπορέσαμε να δώσουμε σε κάθε κούκλα το όνομα που της αντιστοιχεί. Η τιμή που του αποδίδουμε μας επιτρέπει να δανειστούμε με λιγότερη σχολαστικότητα κάποιες λεπτομέρειες που έχουν ξεχαστεί. Το Ελμπισέι Ατικά αποτελείται βασικά από ενδυμασίες από την παλιά οικία του Σουλτάνου και από διαφορετικές στολές γενίτσαρων. Υπάρχουν επίσης κάποιες κούκλες που παριστάνουν χειροτέχνες ντυμένους με την παλιά μόδα, αλλά ολιγάριθμες. Ο πρώτος υπάλληλος ενός σεραγιού είναι φυσικά ο αρχηγός των ευνούχων (κιζλάρ αγάς). Εκείνος που έχουν κλείσει πίσω από τις τζαμωτές προθήκες του Ελμπισέι Ατικά, ως δείγμα του είδους, είναι περίλαμπρα ντυμένος μ' ένα γούνινο πανωφόρι των τιμών από μπροκάρ με κλαδογραφίες και λουλούδια, φορεμένο πάνω από μια κόκκινη μεταξωτή χλαμύδα κι ένα πολύ φαρδύ παντελόνι που κρατιέται στη μέση από ένα κασμιρένιο ζωνάρι. Φοράει στο κεφάλι του ένα κόκκινο τουρμπάνι με κορδέλα από μουσελίνα, και στα πόδια του μποτίνια από κίτρινο μαροκινό. Ο μεγάλος βεζίρης (σαντραζάμ) έχει ένα τουρμπάνι ιδιόμορφου σχήματος: ο θόλος του, με κωνική κορυφή και τετράγωνο γύρο, περιβάλλεται στη βάση του από μια στριφογυριστή μουσελίνα που τη συγκρατεί και τη διασχίζει διαγωνίως μια στενή χρυσή λωρίδα· φοράει, όπως και ο αργηγός των ευνούχων, ένα κουρκλού καφτάν (γούνινο πανωφόρι των τιμών) από μπροκάρ με πράσινα και κόκκινα άνθη· από το κασμιρένιο ζουνάρι του βγαίνει η σκαλιστή και λιθοστόλιστη λαβή της χαντζάρας του. Ο Σεΐχ-ουλ-ισλάμ και ο καπιτάν πασάς είναι ντυμένοι σχεδόν παρόμοια· μ' εξαίρεση το τουρμπάνι, που το αποτελεί ένα φέσι από ένα πλούσιο περιτυλιγμένο ύφασμα. Ο σιλιχτάρ αγάς, ή αρχηγός των ξιφοφόρων, έχει ένα ύφος ολότελα ιερατικό και βυζαντινό μες στο περίλαμπρα ασυνήθιστο ρούχο του· το

286

τουρμπάνι του, ιδιόρρυθμου σχήματος, τον κάνει να μοιάζει αμυδρά με φαραώ που φοράει στο κεφιάλι του ένα pschent, και το πρότυπό του μοιάζει να έχει έρθει από κάποια αιγυπτιακή πινακίδα με ιερογλυφικά· ο χιτώνας του από χρυσό μπροκάρ με ασημένιες κλαδογραφίες, ραμμένος σαν δαλματική εσθήτα, θυμίζει το φαιλόνιο των ιερέων· το σπαθί του σουλτάνου, κλεισμένο με σεβασμό μέσα σε μια βιολετιά ατλαζένια θήκη, ξεκουράζεται στον ώμο του. Στη συνέχεια φανερώνεται μια φιγούρα που φοράει ένα μαύρο χιτώνα με σχιστά χρυσοποίκιλτα μανίκια (τζουμπέ) κι ένα φέσι στο κεφάλι· είναι ο μπας τσουχαντάρ, ένα είδος αξιωματούχου επιφορτισμένου να κουβαλάει στα χέρια του τα γούνινα πανωφόρια του σουλτάνου στους περιπάτους του· ύστερα έρχεται ο τσαούς αγάς (αρχηγός των κλητήρων), μ' ένα χιτώνα από χρυσό ύφασμα και κασμιρένιο ζωνάρι που κλείνει με μεταλλικά ελάσματα απ' όπου ξεπηδάει ένα ολόκληρο οπλοστάσιο· το χρυσό σκουφί του καταλήγει σ' ένα λεπτό μισοφέγγαρο, έχει ένα κέρατο μπροστά κι ένα κέρατο πίσω, ιδιότροπο καπέλο που φέρνει στο νου τη σεληνιακή Ίσιδα· ο αρχηγός των κλητήρων, που θα ήταν το ίδιο ταιριαστός στη θύρα του παλατιού των Θηβών ή της Μέμφιδας, κρατάει στο χέρι του ένα ατσάλινο ραβδί με διχαλωτή λαβή, που μοιάζει αρκετά με νειλόμετρο, άλλη αιγυπτιακή ομοιότητα· το ραβδί αυτό είναι το διακριτικό των λειτουργημάτων του. Προβάλλει κατόπιν ένας αγάς του σεραγιού μ' ένα λευκό μεταξωτό χιτώνα, που τον σφίγγει μια ζώνη από χρυσά ελάσματα, και μ' ένα κυλινδρικό σκούφο στο κεφάλι. Τούτη η κούκλα, ντυμένη παρομοίως, με εξαίρεση ένα χρυσό καπέλο που φαρδαίνει στην κορφή από τέσσερις καμπύλες, σαν κράνος Πολωνού λογχοφόρου ιππέα, είναι ένας ντιλσίζ (μουγγός), ένας από εκείνους τους αποτρόπαιους εκτελεστές της δικαιοσύνης ή των μυστικών εκδικήσεων, που περνούσαν στο λαιμό των απείθαρχων πασάδων το μοιραίο μεταξωτό κορδόνι, και η σιωπηλή εμφάνιση των οποίων έκανε ακόμα και τους πιο ατρόμητους να χλομιάζουν. Ύστερα είναι συγκεντρωμένοι οι σαρικτσή μπασή, στους οποίους έχει ανατεθεί η φύλαξη των τουρμπανιών του Σουλτάνου, οι μάγειρες και οι κηπουροί με τον κόκκινο σκούφο, παρόμοιο με το σκούφο των Καταλανών, που πέφτει και σακουλιάζει προς τα πίσω· οι θυρωροί και οι μπαλτατζήδες με τα κατσαρά μαλλιά και τον περσικό σκούφο· οι

287

σουλάκηδες με το βερικοκί δολαμά και το κόκκινο παντελόνι, σαν τον Ρουμπίνι81 όταν παίζει τον Μαυριτανό της Βενετίας· οι πεγίκ με το βιολετί χιτώνα και το στρογγυλό σκούφο μ' ένα λοφίο από φτερά ανοιγμένα σαν βεντάλια. Οι μπαλτατζήδες, οι σουλάκηδες και οι πεγίκ απαρτίζουν την ιδιαίτερη φρουρά του σουλτάνου και τον περιτριγυρίζουν στις επίσημες περιστάσεις, στο Μπαϊράμι, στο Κουρμπάν Μπαϊράμι και κάθε φορά που πηγαίνει εν πομπή στα τζαμιά. Η σειρά κλείνει με δυο νάνους ντυμένους με αλλόκοτα και γελοία ρούχα. Τα μικρόσωμα αυτά τέρατα με πρόσωπα σαν δαιμόνων και φτερωτών στοιχειών έχουν μετά βίας δυόμισι πόδια ύψος, και θα στέκονταν επάξια δίπλα στον Περκέο, το νάνο του εκλέκτορα Κάρολου-Φίλιππου· στον Μπεμπέ, το νάνο του βασιλιά της Πολωνίας· στον Μάρι-Μπόρμπολα και τον Νικολάσικο Περτουσάτο, τους νάνους του Φίλιππου Δ'· στον Τομ Πους, το νάνο ευγενή. Είναι ευτράπελοι και αποκρουστικοί, και η τρέλα καγχάζει στα σαρκώδη χείλη τους, γιατί ο ρόλος του τρελού και του νάνου συγχέονται εύκολα· τα κακοφτιαγμένα κεφάλια τους δυσχεραίνουν τη σκέψη. Η ύπατη εξουσία ανέκαθεν αγαπούσε να κάνει αντίθεση με τους εντελώς καταφρονεμένους. Ένας κακάσχημος τρελός, που φλυαρεί με τα τρελοκούδουνά του πάνω στα σκαλιά του θρόνου, ήταν πάντα ευπρόσδεκτος στο πλευρό των βασιλιάδων του μεσαίωνα· δεν ισχύει το ίδιο στην Τουρκία, όπου λατρεύουν τους τρελούς σαν αγίους, αλλά είναι πάντα ευχάριστο, όταν είσαι ένας αστραφτερός σουλτάνος, να έχεις πλάι σου ένα ανθρώπινο πιθήκι που αναδεικνύει εξ αντιθέσεως την αίγλη σου. Ο πρώτος έχει έναν κίτρινο χιτώνα, που σφίγγει με μια χρυσή ζώνη, και φοράει στο κεφάλι ένα σκουφί σε σχήμα γελοίου στέμματος· τα ποδαράκια του δεύτερου, που είναι ντυμένος πιο λιτά, είναι εξαφανισμένα μέσα σ' ένα μακρύ παντελόνι σαν των Μαμελούκων, που πέφτει πάνω στα μικροσκοπικά του συρτοπάπουτσα, και είναι φασκιωμένος μέσα σ' ένα μεγάλο λευκό πανωφόρι με φαρδιά μανίκια· θαρρείς ότι ήταν ένα παιδί που για να διασκεδάσει ντύθηκε με τα ρούχα του παππού του. Το τουρμπάνι του, σκουρόχρωμο, δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα. Το λειτούργημα του νάνου δεν έχει πέσει σε

288

αχρηστία στην αυλή της Τουρκίας· πάντα περιβάλλεται εκεί με τιμές. Έχω σκιαγραφήσει στην περιγραφή του Μπαϊραμιού το νάνο του σουλτάνου Αμπντούλ-Μετζίτ, ένα κοντοπίθαρο τέρας μεταμφιεσμένο σε πασά της μεταρρύθμισης. Πίσω από την ίδια τζαμωτή προθήκη φαίνεται ένας άρρωστος αγάς, που τον σέρνουν οι υπηρέτες του μέσα σε μια δίτροχη χειράμαξα η οποία μου θύμισε την ταξιδιωτική καρέκλα του Καρόλου Ε', που φυλάσσεται στην Αρμερία της Μαδρίτης. Τώρα οι υγιείς αγάδες μετακινούνται με κουπέ Erler ή με ξέσκεπες άμαξες Clochez. Το Παρίσι και η Βιέννη στέλνουν τα αριστουργήματα της αμαξοποιίας τους στην Κωνσταντινούπολη, απ' όπου σύντομα θα εξαφανιστούν εντελώς οι ταλίκες με τις μπογιατισμένες και επιχρυσωμένες κάσες και οι χαρακτηριστικοί αραμπάδες που τους σέρνουν μεγάλα σταχτιά βόδια. Το τοπικό χρώμα χάνεται στον κόσμο οριστικά και αμετάκλητο. Το υπόλοιπο μουσείο συμπληρώνεται από το σώμα των γενίτσαρων, που βρίσκεται εκεί ακέραιο, λες και ο σουλτάνος Μαχμούτ δεν είχε δώσει εντολή να το μυδροβολήσουν στην πλατεία του Ετ-Μεϊντάν. Υπάρχουν δείγματα από κάθε παραλλαγή. Αλλά μάλλον, πριν περιγράψω τις στολές των γενίτσαρων, θα ήταν ίσως καίριο να δώσω μια ιδέα για την οργάνωσή τους. Οι γενίτσαροι (νέο στράτευμα) καθιερώθηκαν από τον Μουράτ Δ', με σκοπό να περιβάλλεται από ένα επίλεκτο σώμα, μια ειδική φρουρά, στην αφοσίωση της οποίας θα μπορούσε να υπολογίζει· ο πρώτος πυρήνας σχηματίστηκε από τους σκλάβους του και, αργότερα, μεγάλωσε από τους αιχμαλώτους πολέμου και τους νεοσύλλεκτους. Ο ορτάς (σώμα) των γενίτσαρων ήταν διαιρεμένος σε οντάδες (θαλάμους), και οι διάφοροι αξιωματούχοι έπαιρναν μαγειρικούς τίτλους που ακούγονται γελοίοι στην αρχή, έχουν όμως μια εξήγηση. Ο παρασκευαστής της σούπας (τσορμπατζής), ο μάγειρας (αστσησί), ο παραμάγειρας (καρά κουλουκτζής), ο νερουλάς (σάκας), μοιάζουν ιδιόρρυθμες στρατιωτικές βαθμίδες. Για να συμβαδίσει μ' αυτή τη μαγειρική ιεραρχία, κάθε οντάς, πέρα από το λάβαρό του, είχε για έμβλημα ένα τσουκάλι που έφερε πάνω του τον αριθμό του

289

συντάγματος. Τις μέρες της επανάστασης, αναποδογύριζαν τα τσουκάλια τους, και ο σουλτάνος χλόμιαζε στο βάθος του σεραγιού του· γιατί οι γενίτσαροι δεν αρκούνταν πάντα σε λίγα κεφάλια και η εξέγερση μετατρεπόταν ενίοτε σε επανάσταση. Υψηλόμισθοι, καλοταϊσμένοι, δυνατοί από προνόμια που τους παραχωρήθηκαν ή απέσπασαν μόνοι τους, οι γενίτσαροι είχαν σχηματίσει στο τέλος ένα έθνος στην καρδιά του ίδιου του έθνους, και ο αγάς τους ήταν μια από τις πιο σπουδαίες προσωπικότητες της αυτοκρατορίας. Το δείγμα του αγά που εκτίθεται στο Ελμπισέι Ατικά είναι εξαίσια ντυμένο: οι πιο βαρύτιμες γούνες γαρνίρουν το πανωφόρι του με τα βαριά χρυσά κεντίδια και μια αραχνοΰφαντη ινδική μουσελίνα περιβάλλει το τουρμπάνι του· το κασμιρένιο ζωνάρι του συγκρατεί μια συλλογή από πανάκριβα όπλα: δαμασκηνές λάμες με λιθοκόλλητες λαβές, πιστόλια με ασημένιους ή χρυσούς κόπανους και ένθετους γρανάτες, περουζέδες και ρουμπίνια. Κομψά συρτοπάπουτσα από κίτρινο μαροκινό με περίτεχνα ξόμπλια συμπληρώνουν την αρχοντική και πλούσια στολή του, που είναι ισάξια με τις στολές των πιο υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Πλάι στον αγά βρίσκουμε τον μοναχό Μπεκτάς Εμίν Μπαμπά, πολιούχο του σώματος· ο μοναχός αυτός είχε ευλογήσει τον ορτά των γενίτσαρων όταν σχηματίστηκε, και τιμούσαν τη μνήμη του με βαθύ σεβασμό. Επικαλούνταν τ' όνομά του στις μάχες, στους κινδύνους και στις κορυφαίες στιγμές. Ο Μπεκτάς Εμίν Μπαμπά, με την ιδιότητα του αγίου προσώπου, δε λάμπει με τη μεγαλοπρέπεια των ρούχων του, όπως ο αγάς. Η στολή του, από τις πιο λιτές, αναγγέλλει την απάρνηση της επίγειας ματαιότητας: απαρτίζεται από ένα λευκό μάλλινο ράσο που το σφίγγει μια καφέ ζώνη και από ένα φέσι από ασπριδερή τσόχα παρόμοιο με το σκούφο των περιστρεφόμενων δερβίσηδων· το φέσι του δεν έχει μεταξωτή φούντα και είναι γαρνιρισμένο με μια μικρή χνουδωτή σκουρόχρωμη ταινία. Η περισκελίδα του, που σταματάει στο γόνατο, αφήνει γυμνά τα κοκαλιάρικα και ηλιοκαμένα πόδια του. Ένα μικρό μπακιρένιο βούκινο κρέμεται στο χέρι του. Αγνοώ τη σημασία αυτού του συμβόλου.

290

Η στολή, έτσι όπως την εννοούμε εμείς, δεν υπήρχε στην οθωμανική στρατιωτική παράδοση· στις στολές των γενίτσαρων, λοιπόν, κυριαρχεί αρκετή φαντασία· οι βαθμίδες ξεχωρίζουν από κάποιο αλλόκοτο σύμβολο, αλλά κατά βάση το ρούχο είναι παρόμοιο με αυτό που φορούσαν εκείνο τον καιρό οι Τούρκοι. Θα χρειαζόταν πιότερο το μολύβι του λιθογράφου και το πινέλο του χρωματογράφου παρά η πένα του συγγραφέα, για ν' αποδώσει κανείς την ποικιλία των σχημάτων και των αποχρώσεων, όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που παραφορτώνουν και βαραίνουν μια περιγραφή, η οποία, όση προσπάθεια και να κάνει κανείς, δεν είναι ποτέ ευκρινής στο μάτι του αναγνώστη. Ανάμεσα στους πολυάριθμους καλλιτέχνες που επισκέπτονται την Κωνσταντινούπολη, απορώ που δεν έχει βρεθεί ένας φιλότεχνος να συγκεντρώσει μέσα σ' ένα έγχρωμο λεύκωμα την πολύτιμη αυτή συλλογή· θ' αποκτούσε πολύ εύκολα το απαραίτητο φιρμάνι για να δουλέψει μες στο μουσείο, και η πώληση του λευκώματος θα ήταν εξασφαλισμένη, ιδίως τώρα που τα πνεύματα είναι στραμμένα προς την Ανατολή. Ως τότε, ας αναφέρω επί τροχάδην κάποιους ιδιόμορφους τύπους: μεταξύ άλλων, έναν μπας καρακουλουκτζή -αρχιμάγειρα, που ο βαθμός του ισοδυναμεί με αυτόν του υπολοχαγού- ο οποίος φέρει πάνω στον ώμο του, ως διακριτικό του αξιώματός του, μια γιγαντιαία κουτάλα, που θα πίστευε κανείς ότι την πήραν από την πιατοθήκη του Γαργαντούα ή του Γκαμάτσε82· το παράξενο αυτό στολίδι καταλήγει σε μια αιχμηρή λόγχη, για να συνδέσει αναμφίβολα τα ιδεώδη του πολέμου με αυτά της κουζίνας· έναν σατήρ (ιπποκόμο, που μοιάζει να του έχει πάρει το κεφάλι ένας σιριτοποιός για να τυλίξει εκεί ένα μακρύ κομμάτι λευκής κορδέλας· οι αναρίθμητες στροφές που κάνει το ύφασμα γύρω από τον εαυτό του σχηματίζουν ένα γείσο όμοιο με το γύρο ενός στρογγυλού καπέλου· ένα γενίτσερι ουστασή (ανώτερο αξιωματούχο), περιστοιχισμένο από δυο ακολούθους και κουκουλωμένο με την πιο αλλόκοτη στολή που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Ο αξιωματούχος αυτός είναι θωρακισμένος με τεράστιες μεταλλικές στρογγυλές πλάκες, μεγάλες σαν καπάκια κατσαρόλας, κολλημένες πάνω στη ζώνη του, πάνω στις οποίες χτυπούν και κουδουνίζουν

291

άλλες τετράγωνες πλάκες, με περίτεχνα έγκαυστα και σκαλιστά κοσμήματα· ανάμεσα στη λάμα και τη λαβή του σπαθιού του κρέμεται μια χοντρή χάλκινη καμπανούλα σαν εκείνες που κρεμούν, στην Ισπανία, στο λαιμό των γαϊδουριών το καπέλο του, που στρογγυλεύει σαν την κορυφή κράνους, διαιρείται στη μέση από μια χάλκινη βέργα όμοια μ' εκείνη που βλέπουμε πάνω σε κάποιες περικεφαλαίες για να προστατεύουν τη μύτη από τα χτυπήματα του σπαθιού, και από τον αυχένα του ξεγλιστράει ένα κυματιστό γκρίζο ύφασμα που ξεδιπλώνεται από πίσω· ένα φαρδύ κόκκινο παντελόνι συμπληρώνει την αμφίεσή του που είναι συγχρόνως στενόχωρη και τραγελαφική. Οι κήρυκες των παλιών κονταρομαχιών δυσφορούσαν μάλλον λιγότερο μες στις ογκώδεις πανοπλίες τους απ' όσο τούτος ο δύστυχος γενίτσερι ουστασή μες στο επίσημο ένδυμά του. Η αμφίεση του ορτά σακατζή (αρχινερουλά) δεν υστερεί ούτε αυτή σε πρωτοτυπία: το σακάκι του, στρογγυλό και φαρδύ χωρίς μέση, κομμένο σαν πανωφόρι, είναι καλυμμένο με χάλκινες φολίδες· πάνω στους ώμους του, δυο επωμίδες σαν του τζόκεϊ, επίσης σκεπασμένες με μεταλλικά λέπια, προεξέχουν και στεφανώνουν το κεφάλι του μ' έναν παράδοξο τρόπο· ένα δερμάτινο ασκί είναι δεμένο στην πλάτη του με λουριά· στη ζώνη του είναι περασμένο ένα μαστίγιο - a cat of nine tails83. Παραπέρα, δυο αξιωματούχοι κρατούν το τσουκάλι του ορτά περασμένο από το χερούλι μέσα σ' ένα μακρύ μπαστούνι. Πάνω στο τσουκάλι, ανάγλυφοι χαρακτήρες δηλώνουν τον αριθμό του συντάγματος. Η λεπτομερής περιγραφή του καντηλανάφτη, του μαστελοφόρου, των μπακλαβαδοφόρων και του gracioso84, με το τρίχινο σκουφί και το ταμπούρλο, θα μας πήγαινε πολύ μακριά· ας αναφέρω μόνο τους κουμπαρατζήδες (ολμοβολιστές) που συμμετείχαν στο σώμα που ίδρυσε ο Αχμέτ πασάς (ο κόμης ντε Μπονεβάλ), ο διάσημος αρνησίθρησκος, ο τάφιος του οποίου υπάρχει ακόμα στον τεκέ των περιστρεφόμενων δερβίσηδων του Πέραν, ένας από τους στρατιώτες του Νιζάμ-ι-τζεντίτ, που καθιέρωσε ο σουλτάνος Σελίμ για ν' αντισταθμίσει την επιρροή των γενίτσαρων. Από αυτό το σώμα, που σχηματίστηκε από τα απομεινάρια της εθνοφυλακής του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, χρονολογείται η εισαγωγή της στολής στα οθωμανικά στρατεύματα. Η στολή του Νιζάμ-ι-τζεντίτ μοιάζει πολύ με τη στολή των ζουάβων και των σπαχήδων του δικού μας στρατού της Αφρικής· κάποια δείγματα Ελλήνων, Αρμενίων και

292

Αρναούτηδων συμπληρώνουν τη συλλογή. Διασχίζοντας το Ελμπισέι Ατικά, μπρος σ' αυτά τα ερμάρια που κατοικούνται από φαντάσματα του παρελθόντος, αναπόφευκτα αισθάνεται κανείς μελαγχολία, και αναρωτιέται μήπως μια ακούσια προνοητικότητα ώθησε τους Τούρκους να κάνουν κατ' αυτό τον τρόπο ένα βοτανολόγιο του παλιού έθνους τους, που τόσο έντονα απειλείται σήμερα. Ό,τι συμβαίνει τώρα μοιάζει να δίνει μια προφητική χροιά σ' αυτή τη φροντίδα να συγκεντρωθούν οι φυσιογνωμίες της παλιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας της Ευρώπης, που κοντεύει να συρρικνωθεί πάλι στην Ασία.

293

ΚΑΝΤΙΚΙΟΪ ΕΝΑΣ ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΑΝΤΙΚΙΟΪ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΤΕΡΨΗ στην οποία οι κάτοικοι του Πέραν σπάνια αντιστέκονται κατά τις γιορτινές μέρες, ιδίως όσοι δεν είναι ακόμα αρκετά πλούσιοι για να διαθέτουν εξοχικό σπίτι στο Βόσπορο, ανάμεσα στα θερινά παλάτια των μπέηδων και των πασάδων. Το Καντίκιοϊ (χωριό των δικαστών) είναι μια κωμόπολη της ασιατικής όχθης αντικριστά στο σεράι, στην περιοχή όπου η θάλασσα του Μαρμαρά αρχίζει να στενεύει για να σχηματίσει την είσοδο του Βοσπόρου. Στη θέση του Καντίκιοϊ βρισκόταν άλλοτε η πόλη της Χαλκηδόνας, που χτίστηκε από τους Μεγαρείς με οικιστή τον Αρχία, κατά την εικοστή τρίτη ολυμπιάδα, το εξακόσια ογδόντα πέντε προ Χριστού· ιδού λοιπόν ήδη μια αξιοσέβαστη αρχαία καταβολή. Κάποιοι συγγραφείς, ωστόσο, αποδίδουν την ίδρυση της Χαλκηδόνας σ' ένα γιο του μάντη Κάλχα, κατά την επιστροφή του από τον Τρωικό πόλεμο· άλλοι στους αποίκους της Χαλκίδας, στην Εύβοια, εξαιτίας των οποίων η καινούρια πολιτεία πήρε την προσωνυμία «πόλη των τυφλών», επειδή επέλεξαν τούτη τη θέση αντί για εκείνη όπου χτίστηκε αργότερα το Βυζάντιο. Η μομφή αυτή μοιάζει εντελώς αβάσιμη σήμερα, γιατί από το Καντίκιοϊ έχει κανείς την πιο θαυμάσια θέα του κόσμου, και η Κωνσταντινούπολη ξεδιπλώνει στην αντίπερα όχθη, μέσα από την ασημένια γάζα της αχνής ομίχλης της, τη μεγαλοπρέπεια των θόλων, των τρούλων και των μιναρέδων της, και τους όγκους των βαμμένων σπιτιών της με τις συστάδες των δέντρων ενδιάμεσα. Όταν θέλει κανείς ν' απολαύσει το πανόραμα της Κολωνίας, πρέπει να πάει να μείνει στο Ντόιτς, από την άλλη πλευρά του Ρήνου· ο καλύτερος τρόπος για να δει καλά την Ισταμπούλ είναι να πάει να πιει ένα φλιτζάνι καφέ στο λιμάνι του Καντίκιοϊ, Υπάρχουν δυο μεταφορικά μέσα για να κάνει κανείς αυτή τη μικρή διαδρομή, πρώτα το καΐκι, έπειτα το ατμόπλοιο που καπνίζει κοντά στην ξύλινη αποβάθρα του Γαλατά. Καθώς η διαδρομή είναι κάπως μεγάλη και το ρεύμα ορμητικό, προτιμάται γενικώς το πυρόσκαφο. Πήρα και το ένα και το άλλο. Το δεύτερο είναι πιο διασκεδαστικό για τον ταξιδιώτη, γιατί βλέπει εκεί συγκεντρωμένο σ' ένα μικρό χώρο ένα

294

πλήθος αξιοπερίεργων τύπων που θαρρείς ότι ποζάρουν μπροστά του. Ο διαχωρισμός των φύλων είναι τόσο ριζωμένος στα ήθη, που το κατάστρωμα των ατμόπλοιων προορίζεται αποκλειστικά για τις γυναίκες και συνιστά ένα είδος χαρεμιού όπου μαντρώνουν τις Τουρκάλες. Οι Αρμένισσες και Ελληνίδες κυρίες, όταν είναι μόνες τους, πιάνουν επίσης αυτή τη θέση. Όλο το κατάστρωμα είναι γεμάτο με χαμηλά σκαμνάκια, πάνω στα οποία κάθεται κανείς με τα γόνατα στο σαγόνι· κάποια αγόρια περιφέρονται κουβαλώντας ποτήρια με νερό ή με ρακί, τσιμπούκια και φλιτζάνια με καφέ, καραμέλες και φτηνά γλυκά· γιατί στην Κωνσταντινούπολη πάντα τσιμπολογάς κάτι, και ακόμα και οι σοβαροί υπάλληλοι σταματούν στη γωνιά ενός δρόμου για να φάνε ένα κομμάτι μπακλαβά ή μια φέτα καρπούζι κάθε φορά που τους πιάνει πείνα. Στην πίσω πλευρά της βάρκας στέκονταν πέντε έξι μουσουλμάνες, υπό την επίβλεψη μιας γερόντισσας και μιας νέγρας· πίσω από τα μάλλον διάφανα γιασμάκια τους από μουσελίνα διακρίνονταν αρμονικά και ευγενικά χαρακτηριστικά, και μέσ' από τη χαραμάδα έλαμπαν αγριωπά κάτι μεγάλα μαύρα μάτια στεφανωμένα από πυκνά φρύδια που έσμιγαν με το σουρμέ· η μύτη διέγραφε, κάτω από τα υφάσματα, μια γαμψή καμπύλη, και το πηγούνι, αιωνίως καταπιεσμένο από τις στενές ταινίες του υφάσματος, είχε μια μικρή κλίση προς τα πίσω: είναι το μειονέκτημα των καλλονών της Τουρκίας· όταν έχουν τα πρόσωπα ξέσκεπα, το πλαίσιο των ματιών τους, του μοναδικού μέρους του προσώπου τους που είναι εκτεθειμένο στον ήλιο, έχει απόχρωση πολύ πιο σκούρα από την υπόλοιπη επιδερμίδα και σχηματίζει μια μικρή μάσκα που τονίζει με μοναδικό τρόπο το σεντεφένιο βολβό των ματιών. Αλλά πώς γνωρίζετε αυτή τη λεπτομέρεια; θ' αναρωτηθεί το δίχως άλλο ο αναγνώστης, που μυρίζεται κάποια ερωτοδουλειά. Με τον λιγότερο δονζουανίστικο τρόπο του κόσμου: περιφερόμενος μες στα κοιμητήρια, μου έτυχε κάποιες φορές να συλλάβω άθελά μου επ' αυτοφώρω μια γυναίκα που διόρθωνε το γιασμάκι της ή το είχε αφήσει ανοιχτό εξαιτίας της ζέστης, αμέριμνη λόγω της ερημιάς· αυτό είναι όλο.

295

Οι Τουρκάλες αυτές, που έμοιαζαν ν' ανήκουν στην εύπορη τάξη, είχαν ανοιχτόχρωμους και πεντακάθαρους φερετζέδες, και τα πόδια τους, στιλπνά από τις φροντίδες του ανατολίτικου λουτρού, έλαμπαν σαν μάρμαρο ανάμεσα στις ταφταδένιες βράκες τους και τα μποτίνια τους από κίτρινο μαροκινό. Τα πόδια τους είναι γενικά χοντροκαμωμένα· δεν πρέπει ν' αναζητά κανείς στην Τουρκία τα λυγερά άκρα της αραβικής φυλής. Μια από τις γυναίκες θήλαζε ένα παιδί και πιο πολύ φρόντιζε να καλύψει το πρόσωπό της παρά το πρησμένο από γάλα στήθος της, ίδιο μάρμαρο με γαλάζιες φλέβες, που δάγκωνε το βρέφος με το ροδαλό του στόμα με τη νωχελική ιδιοτροπία του χορτάτου μωρού. Κοντά στις μουσουλμάνες ήταν καθισμένες τρεις όμορφες Ελληνίδες με περίτεχνα χτενίσματα, όπως είναι του συρμού στο έθνος τους· ένα τριγωνικό ύφασμα από γαλάζια γάζα κεντημένο με λίγες αστραφτερές πούλιες σκέπαζε το πίσω μέρος του κεφαλιού· τα μαλλιά, χωρισμένα σε κυματιστές λωρίδες όπως στα αρχαία αγάλματα, κυλούσαν από κάθε πλευρά των κροτάφων τους, στεφανωμένα στις χωρίστρες τους, σαν με προμετωπίδα, από μια τεράστια πλεξίδα όμοια με διάδημα. Η πλεξίδα αυτή δεν είναι πάντοτε αληθινή, και κάποιες γριές κυράδες φορούν με μεγάλη φυσικότητα μια πλεξίδα διαφορετικού χρώματος από το φυσικό χρώμα των μαλλιών τους. Μια κυρούλα, καθισμένη κοντά σ' εκείνες τις καλλονές, είχε κάτι μαύρες κοτσίδες πλεγμένες μαζί με λευκές υφασμάτινες λωρίδες και μια χοντρή πυρόξανθη πλεξίδα στερεωμένη στην κορυφή του κεφαλιού της χωρίς την παραμικρή επιτήδευση. Οι παλιές στολές χάνονται· οι τρεις νεαρές Ελληνίδες ήταν λοιπόν ντυμένες σαν Γαλλίδες, αλλά η κόμμωσή τους κι ένα κεντητό μεταξωτό γιλέκο, παρόμοιο με τα περιστήθια των δικών μας κομψευόμενων γυναικών, τις έκαναν αρκετά γραφικές· η ευγενική και αρμονική κατατομή τους έδειχνε ότι ο τύπος της ελληνικής ομορφιάς, που έγινε κλασικός, δεν ήταν παρά απλό αντίγραφο της φύσης. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να φανταστεί τίποτα, ούτε καν ένα τέρας. Μπορούσε κανείς, χωρίς να ψάξει πολύ, να συναντήσει ανάμεσα στις κόρες της Ελευσίνας και των Μεγάρων τα ζωντανά πρότυπα του Φειδία, του Πραξιτέλη και του Λυσίππου. Οι τρεις όμορφες κόρες στο

296

κατάστρωμα του ατμόπλοιου έφερναν στο νου τις παρθένες τρεις Χάριτες. Στη διαδρομή όλος ο κόσμος κάπνιζε, και άπειρες γαλαζωπές σπείρες ανέβαιναν κι έσμιγαν με το μαύρο ατμό του φουγάρου· το πλοίο, υπερφορτωμένο στο κατάστρωμα και χωρίς καθόλου έρμα στο αμπάρι του, κλυδωνιζόταν φριχτά, και αν το ταξίδι είχε κρατήσει ένα τέταρτο της ώρας περισσότερο, πολλοί θα πάθαιναν ναυτία, μολονότι το νερό ήταν λείο σαν καθρέφτης. Επιτέλους το Μπανγκόρ, έτσι ονομαζόταν αυτό το απαίσιο παλιοκάραβο, προσορμίστηκε μπροστά στην πέτρινη προκυμαία, εκτοπίζοντας ένα στολίσκο από καΐκια, και εμείς πατήσαμε το πόδι μας στην ξηρά. Το λεγόμενο λιμάνι του Καντίκιοϊ, αν και η λέξη λιμάνι είναι κάπως πομπώδης, πλαισιώνεται από τουρκικά, αρμενικά και ελληνικά καφενεία, πάντα γεμάτα με πολυποίκιλο κόσμο. Οι κάτοικοι του Πέραν και οι Έλληνες πίνουν μεγάλα ποτήρια νερό ασπρισμένο από το ρακί, το τοπικό αψέντι· οι μουσουλμάνοι πίνουν γουλιές γουλιές θολού καφέ· Φράγκοι, Έλληνες και Τούρκοι κάνουν, εν χορώ, το ροδόνερο μες στην κρυστάλλινη καράφα των ναργιλέδων να γουργουρίζει, και η πολύγλωσση κραυγή «φωτιά!» σκεπάζει τον υπόκωφο βόμβο των συνομιλιών. Δεν υπάρχει πιο ευχάριστη αίσθηση από το ν' αναπνέεις τις αναθυμιάσεις από το τουμπεκί καθισμένος πάνω στο εξωτερικό ντιβάνι ενός τέτοιου καφενείου, βλέποντας λουσμένα σ' ένα γαλαζωπό φως στο βάθος μπροστά σου, πάνω στην όχθη της Ευρώπης, τα επαλξωτά τείχη του σεραγιού, τα σπίτια των Ψωμμαθειών και τις ογκώδεις κατασκευές του Επταπυργίου· αλλά δεν ήρθα στο Καντίκιοϊ για ν' απολαύσω αυτό το θέαμα. Με είχε προσκαλέσει για δείπνο ο Λούντοβικ, ένας Αρμένιος στο μαγαζί του οποίου είχα ψωνίσει περσικές παντόφλες, καπνοσακούλες από το Λίβανο, μεταξωτές εσάρπες της Προύσας με χρυσό και ασημένιο υφάδι, και κάποια από εκείνα τα ανατολίτικα

297

κομψοτεχνήματα χωρίς τα οποία ένας ταξιδιώτης ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη δεν είναι ευπρόσδεκτος στο Παρίσι. Ο Λούντοβικ διαθέτει ένα από τα πιο όμορφα καταστήματα αξιοπερίεργων αντικειμένων για το οποίο είχα μιλήσει αναλυτικά όταν αναφέρθηκα στο Παζάρι, και έχει χτίσει στο Καντίκιοϊ μια όμορφη κατοικία. Σαν τους εμπόρους της Σιτέ, οι έμποροι της Κωνσταντινούπολης περνούν τη μέρα τους στο μαγαζί τους και επιστρέφουν κάθε βράδυ σε κάποια εξοχική κατοικία ή αγρέπαυλη για να ζήσουν με την οικογένειά τους, αφήνοντας κάθε εμπορική σκέψη στο κατώφλι. Ακολούθησα ως το τέρμα το μεγάλο δρόμο του Καντίκιοϊ, σύμφωνα με τις οδηγίες που μου είχαν δώσει· είναι αρκετά γραφικός, με τα βαμμένα σπίτια του, τα χαγιάτια, τους επικλινείς ορόφους, τους μουχαριαμπέδες με τα πυκνά καφασωτά, και τις πιο μοντέρνες κατοικίες όπου γίνονται αισθητές κάποιες αδιαμόρφωτες ακόμα τάσεις αγγλικής ή ιταλικής τεχνοτροπίας. Μερικές λευκές προσόψεις διακόπτουν κάπου κάπου την αρμενική και τουρκική ποικιλοχρωμία χωρίς να προξενούν πολύ κακή εντύπωση. Στο σκαλοπάτι των ανοιχτών θυρών ήταν καθισμένες ή συγκεντρωμένες όμορφες κοπέλες που δεν το έβαζαν στα πόδια με μια ματιά· ταλίκες τραντάζονταν πάνω στο λιθόστρωτο, μεταφέροντας οικογένειες που πήγαιναν στην εξοχή· Τούρκοι ιππείς περνούσαν καβάλα στα βερβερικά άλογά τους, μ' έναν υπηρέτη να τους ακολουθεί πεζός και με το χέρι ακουμπισμένο πάνω στα καπούλια του υποζυγίου· παπάδες, ντυμένοι μ' ένα βιολετί χιτώνα παρόμοιο με το χιτώνα των καθηγητών μας του γυμνασίου και μ' ένα δικαστικό πίλο στο κεφάλι από τον οποίο κρεμόταν ένα μακρύ πέπλο από μαύρη γάζα, περπατούσαν με βαρύ βήμα χαϊδεύοντας την κατσαρή γενειάδα τους· παντού υπήρχε ζωηρή κίνηση. Στο τέλος του μεγάλου δρόμου, τα σπίτια αραιώνουν και περιβάλλονται από πιο μεγάλους κήπους. Περπατάει κανείς κατά μήκος μακριών λευκών τοίχων ή ξύλινων φραχτών, πάνω από τους οποίους προβάλλουν σε συστάδες τα σαρκώδη φύλλα της συκιάς ή σε γιρλάντες οι κληματίδες του αμπελιού. Μετά από λίγα λεπτά περπάτημα, διέκρινα μια λευκή πόρτα με

298

γαλάζια ανάγλυφα στολίδια: ήταν το σπίτι του Λούντοβικ· μπήκα, και με υποδέχτηκε μια γοητευτική γυναίκα με μεγάλα μαύρα μάτια και μακρόστενο νεανικό πρόσωπο που έφερε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά της αρμενικής φυλής, μιας από τις πιο όμορφες του κόσμου, που θα προτιμούσα ίσως από την ελληνική, αν η καμπύλη της μύτης δε γινόταν πολύ γαμψή με την ηλικία. Η κυρία Λούντοβικ μιλούσε μόνο τη μητρική της γλώσσα, και η συζήτηση μεταξύ μας σταμάτησε φυσικά μετά τους πρώτους χαιρετισμούς· δε γνωρίζω τίποτα πιο ενοχλητικό από μια παρόμοια κατάσταση, που είναι όμως πολύ συνηθισμένη. Ένιωσα ο μεγαλύτερος ηλίθιος του κόσμου που δεν ήξερα αρμενικά· και όμως είναι δυνατόν, κάποιος με ολοκληρωμένη παιδεία, ν' αγνοεί αυτό το ιδίωμα. Μεμφόμουν τον εαυτό μου που δεν είχα κάνει, όπως ο λόρδος Βύρων, προκαταρκτικές σπουδές στο μοναστήρι των λαζαριστών της Βενετίας· αλλά, ειλικρινά, δεν μπορούσα να προβλέψω ότι θα γευμάτιζα μια ωραία πρωία με μια νόστιμη Αρμένισσα που δεν ήξερε λέξη γαλλικά, ή ιταλικά, ή ισπανικά, τις μόνες γλώσσες που καταλαβαίνω. Με μια ντελικάτη θηλυκιά κίνηση, η κυρία Λούντοβικ, για να δώσει ένα σύντομο τέλος στην αμοιβαία αμηχανία μας, με οδήγησε σ' ένα χαμηλοτάβανο δωμάτιο όπου έπαιζαν πάνω σε μια ψάθα τα δυο όμορφα παιδιά της. Για να πούμε την αλήθεια, τώρα που οι σχέσεις μεταξύ των πιο διαφορετικών λαών είναι τόσο εύκολες και τόσο γρήγορες, θα έπρεπε να υιοθετηθεί μια κοινή γλώσσα, οικουμενική, καθολική, η γαλλική ή η αγγλική, λόγου χάριν, στην οποία να μπορεί κανείς να συνεννοείται, γιατί είναι ντροπή δυο ανθρώπινα πλάσματα, όταν έρθουν αντιμέτωπα, να συνεννοούνται σαν κωφάλαλοι. Η πανάρχαια κατάρα της Βαβέλ πρέπει να αναιρεθεί στον κόσμο του πολιτισμού. Η άφιξη του Λούντοβικ, που μιλάει με μεγάλη ευχέρεια τα γαλλικά, μου έδωσε πάλι τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα μου. Πριν από το δείπνο, με ξενάγησε στο σπίτι του: δε θα μπορούσε να φανταστεί κανείς τίποτα πιο δροσερό και πιο φιλάρεσκα απλό· οι τοίχοι και οι οροφές των δωματίων, με ξύλινη επένδυση, ήταν βαμμένοι με φωτεινά χρώματα, λιλά, γαλανό, αχνοκίτρινο, και ήταν διακριτικά τονισμένοι με λευκά ανάγλυφα στολίδια· λεπτές ψάθες

299

από σπάρτο Ινδίας, που αντικαθίστανται το χειμώνα από παχιά χαλιά του Ισπαχάν και της Σμύρνης, κάλυπταν τα πατώματα· ντιβάνια με παλιά τουρκικά υφάσματα, με πρωτότυπα και αλλόκοτα σχέδια, στολισμένα αραιά και πού με χρυσοκλωστές και ασημοκλωστές, και μαξιλαράκια από μαροκινό δέρμα, σε προκαλούσαν να ραχατέψεις σε κάθε γωνιά. Μια σκευοθήκη με πίπες, με μαρκούτσια από κερασιά και γιασεμί, με πελώρια κεχριμπαρένια επιστόμια, με λουλάδες από ροδοκόκκινο άργιλο, επισμαλτωμένο και επιχρυσωμένο, και δοχεία από πορσελάνη Κίνας γεμάτα με μεταξένιο ξανθό καπνό, έταζαν στον καπνιστή τις τέρψεις ενός απολαυστικού καπνίσματος· μερικά τραπεζάκια με ένθετο σεντέφι, χαμηλά σαν σκαμνάκια, που χρησιμεύουν για την τοποθέτηση των δίσκων με τα γλυκά και τα σερμπέτια, συμπλήρωναν την επίπλωση. Επειδή έκανε πολλή ζέστη, δειπνήσαμε έξω, κάτω από το περιστύλιο με θέα στον κήπο, που ήταν φυτεμένος με κλήματα, συκιές και κολοκυθιές. Το γεύμα μας απαρτιζόταν από ψάρια τηγανισμένα στο λάδι, ένα ιδιαίτερο είδος που στην Κωνσταντινούπολη ονομάζουν σκορπιούς, αρνίσια παϊδάκια, αγγούρια γεμιστά με κιμά, γλυκά με μέλι, σταφύλια και φρούτα, και το συνοδέψαμε με δυο είδη ελληνικών κρασιών, το ένα γλυκό με μια ελαφριά γεύση μοσχάτου, το άλλο πικρό επειδή ήταν ανάμεικτο με εκχύλισμα κουκουναριών ανάμνηση από τιιν αρχαιότητα- που θύμιζε αρκετά το βερμούτ του Τορίνο. Τα πιάτα τα έφερνε μια μικρόσωμη υπηρέτρια δεκατριών ή δεκατεσσάρων χρόνων που, μες στη βιασύνη της, έκανε τα ξύλινα τσόκαρα στα γυμνά της πόδια να κροταλίζουν πάνω στο χαλικόστρωτο μωσαϊκό της αυλής. Πήγαινε και τα έφερνε από το φούρνο όπου μαγείρευε ένας τροφαντός Αρμένιος κοιλαράς με αναψοκοκκινισμένο πρόσωπο και παπαγαλίσια μύτη, που είχε, στην ειδικότητά του, ένα μεγάλο ταλέντο· γιατί τα καλύτερα γεμιστά αγγούρια τα έφαγα από τα χέρια αυτού του Καρέμ της Ασίας, στον οποίο εκφράζω εδώ την ικανοποίηση ενός στομαχιού γεμάτου ευγνωμοσύνη. Καθώς οι γαστριμαργικές τέρψεις σπανίζουν στην Τουρκία, είναι καλό να τις αναφέρω.

300

Αφού τελειώσαμε το γεύμα, πήγαμε να πιούμε καφέ και να καπνίσουμε μια πίπα κάτω από τα ψηλά δέντρα που πλαισίωναν γραφικά την απόκρημνη ακτή του κόλπου· κάτι μουσικοί τραγουδούσαν κλαψουριστά ένα παράπονο με τη λαρυγγική χροιά, τον ιδιόμορφο ρυθμό, τη μελαγχολική βραχνάδα που αρχικά σου φέρνουν γέλια, και τελικά σε μαγεύουν σαν τ' ακούς πολλή ώρα· την ορχήστρα αποτελούσαν μια ρεμπάπα, ένας δερβίσικος αυλός κι ένα ταμπούρλο. Εκείνος που έπαιζε τη ρεμπάπα, ένας παχουλός Τούρκος με ταυρίσιο λαιμό, κουνούσε ρυθμικά το κεφάλι του με ύφος άρρητης ικανοποίησης, μεθυσμένος θαρρείς από την ίδια του τη μουσική· ανάμεσα στους δυο ισχνούς ακολούθους του, είχε το ύφος ενός τετράπαχου αγαλματιδίου ανάμεσα σε δυο τερατόμορφα ειδώλια. Αφού χορτάσαμε το τραγούδι των γενίτσαρων και το θρύλο του Σκεντέρμπεη, μας ήρθε η όρεξη να παρακολουθήσουμε την παράσταση που έδιναν οι Αρμένιοι και Τούρκοι γελωτοποιοί στο Μοντά Μπουρνού, πολύ κοντά στο Καντίκιοϊ, Έκανα, γυρίζοντας από την Ανατολή, σε μια θεατρική επιφυλλίδα, την ανάλυση της φάρσας Ο Φράγκος και ο χαμάλης, που δεν ευελπιστώ ότι θυμούνται οι αναγνώστες του Τύπου. Τούτη τη φορά, αφορούσε μια αινιγματική καλλονή, κάποια πριγκίπισσα Μπουντρουλμπουντούρ, που τα κρυφά αλλά προδομένα από τις αδιάκριτες ακολούθους θέλγητρά της έκαναν θραύση σε όλους τους λαούς. Το πρωτόγονο θέατρο δεν έχει ανάγκη από το σκηνικό διάκοσμο, τον αναπληρώνει η απλοϊκή φαντασία των θεατών. Ο Θέσπις έπαιζε πάνω σ' ένα άρμα, φτιασιδωμένος με κατακάθι κρασιού· μοναδικό σκηνικό στα μεγάλα ιστορικά δράματα του Σαίξπηρ ήταν ένας πάσσαλος που έφερε διαδοχικά αυτή την επιγραφή: Πύργος - Δάσος - Αίθουσα - Πεδίο μάχης, ανάλογα με την τοποθεσία. Στο Μοντά Μπουρνού, το θέατρο ήταν ένα είδος αλάνας με πατημένο χώμα, κάτω από τη σκιά των δέντρων, την οποία οριοθετούσαν τα χαλιά των θεατών που κάθονταν οκλαδόν και το παράπηγμα με το καφασωτό όπου στέκονταν οι γυναίκες. Ούτε παρασκήνια, ούτε σκηνικά, ούτε ράμπα σ' αυτή την παράσταση sub Jove crudo85.

301

Μια παράγκα από πανί, παρόμοια με την παράγκα όπου ο Γκινιόλ βάζει τον Πολισινέλ να παλεύει με τη γάτα και τον αστυνόμο, αναπαριστούσε το χαρέμι, για τους θεατές με κατανόηση. Ένας αστείος νεαρός, κουκουλωμένος με γιασμάκι και φασκιωμένος από την κορυφή ως τα νύχια με πέπλα όπως οι Τουρκάλες, πήγε και κλείστηκε εκεί μέσα με επιτηδευμένες ράθυμες κινήσεις, λάγνα κουνήματα και το χαρακτηριστικό βάδισμα της χήνας των παχύσαρκων μουσουλμάνων γυναικών, που πεδικλώνονται μες στις φαρδιές κίτρινες μπότες τους ή τρεκλίζουν πάνω στα ψηλόσολα πέδιλά τους. Η είσοδος αυτή έβγαλε πολύ γέλιο, και δικαίως, γιατί η μίμηση ήταν άψογη από κωμικής πλευράς. Όταν η καλλονή έλαβε θέση στο ησυχαστήριό της, έφτασαν οι μνηστήρες εν χορώ γρατσουνώντας ένα μονόχορδο βιολί κάτω από το παραθύρι της, από το οποίο πρόβαλλε πότε πότε το κεφάλι της, αφήνοντας να φανούν δυο μεγάλα φρύδια γραμμένα έντονα με κάρβουνο και δυο έντονοι κόκκινοι κύκλοι κάτω από τα μάτια· οι σκλάβοι του σπιτιού, οπλισμένοι με ρόπαλα, έβγαιναν συχνά και ξυλοφόρτωναν τους ερωτευμένους προς μεγάλη αγαλλίαση της ομήγυρης. Δεν απαντούσε η γυναίκα στους εραστές, αλλά ένας γεροντάκος σαν μούμια, σταφιδιασμένος, καμπούρης, με το πρόσωπο στεφανωμένο από μια κοντή λευκή γενειάδα, που θα μπορούσα να συγκρίνω καλύτερα μόνο με τα χρωματιστά πήλινα ομοιώματα γιόγκι ή φακίρηδων που βλέπουμε συχνά στις προθήκες των παλαιοπωλείων στο Και Βολταίρ. Ο ευτράπελος αυτός εξηντάρης, ζαρωμένος πίσω από την παράγκα, τραγουδούσε τσιριχτά, σε αδιανόητες οκτάβες, τρεμουλιαστούς σκοπούς για να παρωδήσει τη γυναικεία φωνή. Ακούγοντας αυτά τα διαπεραστικά σκουξίματα, οι ερωτευμένοι λιποθυμούσαν από ευχαρίστηση λες και άκουγαν τη μουσική του παραδείσου· πιστεύοντας ότι απευθύνονται στην κοπέλα, η οποία γελούσε κάτω από το πέπλο της, έκαναν τις πιο παράφορες ερωτικές εξομολογήσεις και τις πιο παράδοξες προσφορές σ' αυτό το αποτρόπαιο χούφταλο· οι θεατές, που γνώριζαν αυτή την αντινομία, διπλώνονταν στα γέλια με την αντίθεση ανάμεσα στα λόγια και το

302

πρόσωπο στο οποίο απευθύνονταν. Η τουρκική γλώσσα, σύμφωνα με τα λεγόμενα όσων τη γνωρίζουν, ενδείκνυται περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη γλώσσα για καλαμπούρια και διφορούμενα· μια αμυδρή διαφορά τονισμού αρκεί για ν' αλλάξει τη σημασία μιας λέξης και να τη διαστρέψει σε αστεία ή χυδαία, και είναι ένα μέσο που αξιοποιούν πάντα οι ηθοποιοί και οι καραγκιοζοπαίχτες. Δυο τρεις από τους μνηστήρες που παθαίνουν ερωτική απογοήτευση χάνουν και το λίγο μυαλό που είχαν, και καθένας τους αποκτά από ένα χαρακτηριστικό τικ: το κεφάλι του ενός μπαινοβγαίνει διαρκώς σαν το κεφάλι των ξύλινων πουλιών που κινούνται από μια σφαίρα κρεμασμένη στην άκρη ενός νήματος· ο άλλος, σ' όλες τις ερωτήσεις που του κάνουν απαντά μ' ένα εναέριο χτύπημα των ποδιών και ένα ατάραχο «μπιμ μπουμ, μπιμ μπουμ, παφ»· ένας τρίτος κουβαλάει ένα φανό κρεμασμένο στην άκρη μιας σιδερένιας βέργας στερεωμένης στο τουρμπάνι του και χώνει το φανάρι του όπου λάχει, γεγονός που προκαλεί έναν καταιγισμό από γροθιές, μπαστουνιές, μαλλιοτραβήγματα και ανάσκελα πεσίματα που οι παραστάσεις του Τεάτρ ντε Φυναμπύλ θα ζήλευαν. Στο τέλος παρουσιάζεται ο τσελεμπής, ο Αλμαβίβα, ο πρωταγωνιστής, ο νικητής, η παρουσία και μόνο του οποίου αρκεί για να κατακτήσει όλες τις καλλονές· δίνει σ' όλους τους μνηστήρες ένα γερό χέρι ξύλο· η Καουτσούκ Χανούμ, Νουρμαχάλ ή Μίχριμαχ (αγνοώ το όνομα της έγκλειστης στον πύργο καλλονής) κοκκινίζει, αναστατώνεται, μισανοίγει λίγο το πέπλο της και απαντάει, η ίδια αυτή τη φορά, με μια ωραία χοντρή αγορίστικη φωνή βραχνιασμένη από το χνούδι της ήβης· τα όργανα λυσσάνε· νεαροί Έλληνες ντυμένοι γυναίκες βγαίνουν στη σκηνή και παρωδούν τις λάγνες κινήσεις των χορευτριών και των μπαγιαντέρων, για να αναπαραστήσουν τις γαμήλιες ηδονές. Αυτά τουλάχιστον μπόρεσα να καταλάβω, από τις χειρονομίες των ηθοποιών και την εξωτερική δομή του έργου. Ίσως πάλι να έπεσα τελείως έξω, σαν τον ερασιτέχνη που, ακούγοντας μια βουκολική συμφωνία, θαρρούσε ότι άκουγε το ορατόριο των Παθών κι έβαζε το στεναγμό του ετοιμοθάνατου Χριστού εκεί όπου ο συνθέτης ήθελε ν' αποδώσει το κελάηδημα των ορτυκιών μες στα στάχυα.

303

ΤΟ ΟΡΟΣ ΜΠΟΥΓΚΟΥΡΛΟΥ ΤΑ ΠΡΙΓΚΙΠΟΝΗΣΙΑ ΜETA ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΣΑΣ, ΜΙΣΘΩΣΑ ΜΙΑ ΤΑΛΙΚΑ για να πάω να επισκεφτώ το όρος Μπουγκουρλού, που υψώνεται σε μικρή απόσταση από το Καντίκιοϊ, λίγο πιο πίσω από το Σκούταρι, από την κορυφή του οποίου λένε ότι απολαμβάνει κανείς μια θαυμάσια πανοραμική θέα του Βοσπόρου και της θάλασσας του Μαρμαρά. Οι Τούρκοι, μολονότι δε διαθέτουν τέχνη με την κυριολεκτική σημασία του όρου, εφόσον το Κοράνι καταδικάζει ως ειδωλολατρική την αναπαράσταση τών ζωντανών όντων, έχουν ωστόσο σε υψηλό βαθμό την αίσθηση της γραφικότητας. Κάθε φορά που υπάρχει σε μια περιοχή ένα μικρό όμορφο άνοιγμα, μια τερπνή θέα, είναι σίγουρο ότι θα βρεις εκεί ένα περίπτερο, μια κρήνη και κάποιους Οσμανλήδες να ραχατεύουν πάνω στο απλωμένο χαλί τους· μένουν εκεί ώρες ολόκληρες σε απόλυτη ακινησία, στυλώνοντας στον ορίζοντα τα ονειροπόλα μάτια τους, και διώχνοντας πότε πότε από την κόχη των χειλιών τους μια τολύπη γαλαζωπού καπνού. Στο όρος Μπουγκουρλού συχνάζουν κυρίως γυναίκες, που περνούν εκεί τις μέρες τους κάτω από τα δέντρα, σε μικρές συντροφιές ή χαρέμια, χαζεύοντας τα παιδιά τους που παίζουν, κουβεντιάζοντας μεταξύ τους, πίνοντας σερμπέτι ή ακούγοντας τις ιδιόρρυθμες μουσικές των πλανόδιων τραγουδιστών. Η ταλίκα μου, που την έσερνε ένα υπάκουο άλογο το οποίο κρατούσε από το χαλινάρι ένας πεζός οδηγός, ακολούθησε πρώτα την άκρη της θάλασσας που έγλειφε συχνά τους τροχούς της, προχώρησε κατά μήκος των σπιτιών του Καντίκιοϊ, που ήταν κατάσπαρτα στην ακτή, έκοψε δρόμο μέσα από το μεγάλο πεδίο των στρατιωτικών γυμνασίων του Χαϊντάρ Πασά, απ' όπου φεύγουν κάθε χρόνο οι προσκυνητές της Μέκκας, διέσχισε τον τεράστιο κυπαρισσώνα του νεκροταφείου, πίσω από το Σκούταρι, και βάλθηκε να σκαρφαλώνει τις κακοτράχαλες πλαγιές του όρους Μπουγκουρλού από ένα δρομάκι αυλακωμένο από τους τροχούς των αμαξών, σπαρμένο από θραύσματα βράχων, φραγμένο συχνά από ρίζες δέντρων και πνιγμένο

304

από τα χαγιάτια που προεξείχαν πάνω στο δημόσιο δρόμο. Πρέπει να ομολογήσω πως, σε ό,τι αφορά τη βατότητα των δρόμων, οι Τούρκοι δείχνουν βαθιά ολιγωρία: διακόσιες άμαξες κάνουν, μέσα σε μια μέρα, το γύρο μιας πέτρας που βρίσκεται στη μέση του δρόμου ή τσακίζονται πάνω της, και ούτε ένας οδηγός δε σκέφτεται να βγάλει το εμπόδιο από τη μέση. Παρά τα τραντάγματα και την αναγκαστική βραδύτητα της πορείας, η διαδρομή ήταν εξαιρετικά ευχάριστη και υπήρχε πολλή κίνηση. Οι άμαξες ακολουθούσαν η μια την άλλη και διασταυρώνονταν μεταξύ τους: οι αραμπάδες, με το μετρημένο βήμα των βοδιών τους, έσερναν παρέες έξι οχτώ γυναικών· οι ταλίκες χωρούσαν τέσσερις που κάθονταν αντικριστά, σταυροπόδι πάνω στα μαξιλαράκια, όλες υπερβολικά λουσαρισμένες, με διαμάντια και στολίδια στο κεφάλι, που λαμποκοπούσαν μέσα από τη μουσελίνα του πέπλου τους· πότε πότε σε προσπερνούσε, μέσα σ' ένα μοντέρνο μόνιππο, η ευνοούμενη κάποιου πασά. Αν και αυτό είναι απόλυτα λογικό, είναι πάντα αστείο να βλέπει κανείς, στο τζάμι ενός χαμηλού κουπέ, αντί για το γνωστό πρόσωπο μιας μαρμαρωμένης κοπέλας που παρελαύνει στα Ηλύσια Πεδία, μια γυναίκα του χαρεμιού, τυλιγμένη με τα ανατολίτικα πτυχωτά πέπλα της· η αντίθεση είναι τόσο απροσδόκητη που ενοχλεί, σαν παραφωνία. Υπήρχαν επίσης πολλοί καβαλάρηδες και πεζοί που σκαρφάλωναν λιγότερο ή περισσότερο γοργά τις απότομες κλίσεις του όρους, διαγράφοντας πολυάριθμα ζιγκ-ζαγκ. Πάνω σ' ένα πλάτωμα στη μέση της πλαγιάς, πέρα από το οποίο τα άλογα δεν μπορούσαν πια να ανέβουν, ήταν σταθμευμένες ένα σωρό άμαξες που περίμεναν τα αφεντικά τους, δείγματα της τουρκικής αμαξοποιίας όλων των εποχών, πολύ πρόσχαρα, ένα γραφικό συνονθύλευμα που αποτελούσε ωραίο θέμα για ζωγραφιά. Στάθμευσα την ταλίκα μου σ' ένα μέρος όπου θα μπορούσα να την ξαναβρώ, και συνέχισα να σκαρφαλώνω. Κάπου κάπου, πάνω σε κάτι υψώματα σαν εξώστες, στεκόταν, στη σκιά μιας συστάδας δέντρων, μια αρμενική ή τουρκική οικογένεια, που την αναγνώριζε κανείς από τα μαύρα ή κίτρινα μπούνια και τα λιγότερο ή περισσότερο καλυμμένα πρόσωπα· όταν λέω οικογένεια, εννοείται ότι μιλάω μόνο για γυναίκες. Οι άντρες κάνουν ξεχωριστά πηγαδάκια και δεν τις

305

συνοδεύουν ποτέ. Στην κορυφή του βουνού ήταν εγκατεστημένοι καφετζήδες με φορητά φουρνάκια, πλανόδιοι που πουλούσαν νερό και σερμπέτια και έμποροι ζαχαρωτών και γλυκών, απαραίτητη συνοδεία κάθε τουρκικής τέρψης. Δεν υπήρχε πιο χαρούμενο θέαμα από τις γυναίκες που ήταν ντυμένες στα ροδιά, στα πράσινα, στα γαλάζια, στα λιλά, σαν λουλούδια σπαρμένα στο χορτάρι, αναπνέοντας το δροσερό αεράκι στη σκιά των πλατανιών και των συκομουριών· γιατί, μολονότι έκανε πολλή ζέστη, το υψόμετρο και η θαλασσινή αύρα έφερναν μια πολύ ευχάριστη δροσιά. Κάποιες Ελληνοπούλες, με πλεξίδες να στεφανώνουν το κεφάλι τους σαν διαδήματα, ήταν πιασμένες χέρι χέρι και στροβιλίζονταν στο άκουσμα ενός σκοπού, απαλού και ακαθόριστου, σαν τον Κυκλικό χορό των άστρων του Φελισιέν Νταβίντ. Ήταν όμοιες, με φόντο το θαλασσί ουρανό, με την Πομπή των Ωρών της νωπογραφίας του Γκουίντο Ρένι στο παλάτσο Ροσπιλιόζι. Οι Τούρκοι τις κοιτούσαν μάλλον περιφρονητικά, αδυνατώντας να συλλάβουν ότι κάποιος κινείται για να ψυχαγωγηθεί και πολύ περισσότερο ότι χορεύει από μόνος του. Εξακολούθησα την ανάβασή μου ώσπου έφτασα σε μια συστάδα εφτά δέντρων που στεφανώνει το βουνό σαν λοφίο. Από εδώ έχεις μια συνολική εικόνα του Βοσπόρου: αντικρίζεις τη θάλασσα του Μαρμαρά, σπαρμένη με τα Πριγκιπονήσια, ένα λαμπερό και θαυμάσιο θέαμα. Από αυτό το ύψος ο Βόσπορος, που γυαλίζει κατά τόπους ανάμεσα στις σκούρες όχθες του, έχει την όψη πολλών διαδοχικών λιμνών· οι καμπύλες των ακτών και τ' ακρωτήρια που σκίζουν τα νερά μοιάζουν να τον πνίγουν και να τον στενεύουν κάπου κάπου· οι κυματισμοί των λόφων που πλαισιώνουν αυτό το θαλάσσιο ποτάμι έχουν μια απαράμιλλη γλύκα· η φιδωτή γραμμή που ξεδιπλώνεται στον κορμό μιας όμορφης ξαπλωμένης γυναίκας, και αναδεικνύει το γοφό της, δεν έχει πιο ερωτική και πιο θηλυκή χάρη. Ένα ασημένιο φως, τερπνό και φωτεινό σαν τοιχογραφία του Πάολο

306

Βερονέζε, λούζει με τα διάφανα κύματά του το αχανές αυτό τοπίο. Δυτικά, η Κωνσταντινούπολη με τη δαντέλα των μιναρέδων της πάνω στην όχθη της Ευρώπης· ανατολικά, μια ατέρμονη πεδιάδα αυλακωμένη από ένα δρόμο που οδηγεί στα μυστηριώδη βάθη της Ασίας· βόρεια, το στόμιο της Μαύρης Θάλασσας και οι τόποι των Κιμμερίων· στο νότο, το όρος Όλυμπος, η Βιθυνία, η Τρωάδα, και στο βάθος, σαν πανσές μες στον ορίζοντα, η Ελλάδα και τα αρχιπελάγη της. Αλλά αυτό που τραβούσε περισσότερο το βλέμμα μου ήταν εκείνη η μεγάλη, έρημη και γυμνή πεδιάδα, όπου η φαντασία μου κάλπαζε πίσω από τα καραβάνια, ονειροπολώντας ασυνήθιστες περιπέτειες και συγκλονιστικές συναντήσεις. Ξανακατέβηκα ύστερα από μισή ώρα σιωπηλής ενατένισης ως το πλάτωμα που ήταν κατειλημμένο από παρέες καπνιστών, γυναικών και παιδιών. Ένας μεγάλος κύκλος είχε σχηματιστεί γύρω από μια ομάδα τσιγγάνων που έπαιζαν βιολί και τραγουδούσαν μπαλάντες σ' ένα ισπανικό ιδίωμα· το σκούρο μελαψό και φαγωμένο πρόσωπό τους, τα μαύρα μακριά μαλλιά τους με τις γαλαζωπές ανταύγειες, οι εξωτικοί και παράφοροι τρόποι τους, οι θηριωδώς ακόλαστοι μορφασμοί τους, τα γραφικά και εκκεντρικά κουρέλια τους, μου έφεραν στο νου το ποίημα του Λέναου «Οι Αθίγγανοι μες στα ρείκια», τέσσερις στροφές που εμπνέουν τη νοσταλγία του αγνώστου και την πιο αχαλίνωτη επιθυμία του πλάνητα βίου. Από πού προέρχεται άραγε τούτη η προαιώνια φυλή, πανομοιότυπα δείγματα της οποίας βρίσκει κανείς σ' όλες τις γωνιές του κόσμου, μεταξύ των διαφορετικών λαών που διασχίζει δίχως ν' αφομοιώνεται; Από την Ινδία, αναμφίβολα, είναι μια παρακατιανή φυλή που δεν μπόρεσε να δεχτεί την κληρονομική και μοιραία αθλιότητά της. Σπάνια αντικρίζω κατασκήνωση τσιγγάνων δίχως να έχω την επιθυμία να σμίξω μαζί τους και να μοιραστώ την αλητόβια ζωή τους· κάθε πολιτισμένος άνθρωπος κρύβει μέσα του έναν άγριο, και αρκεί μόνο μια μικρή αφορμή για να ξυπνήσει αυτή η μυστική επιθυμία της παραβίασης των νόμων και των κοινωνικών συμβάσεων· είναι αλήθεια ότι, ύστερα από μια βδομάδα ύπνου κάτω από τον έναστρο ουρανό πλάι σε μια άμαξα και μια υπαίθρια κουζίνα, θα νοσταλγούσε κανείς τις παντόφλες του, την καπιτονέ πολυθρόνα του, το κρεβάτι του με τα δαμασκηνά παραπετάσματα και ιδίως τα ψητά μοσχαρίσια φιλέτα

307

του με τη συνοδεία ενός εκλεκτού μπορντό, ή πάλι, πολύ απλά, το βραδινό φύλλο του Τύπου· το συναίσθημα όμως που εκφράζω δεν είναι λιγότερο αληθινό. Οι υπεραναπτυγμένοι πολιτισμοί καταπιέζουν την ατομικότητα και σου αφαιρούν κατά κάποιο τρόπο την αυτοδιάθεσή σου, με αντάλλαγμα κάποια γενικά πλεονεκτήματα που σου παρέχουν, έτσι άκουσα να λένε πολλοί ταξιδιώτες που μοναδική τους ηδονή ήταν να καλπάζουν ολομόναχοι μες στην έρημο, στην ανατολή του ήλιου, με πιστόλια μες στις οπλοθήκες τους και με μια καραμπίνα στην αστράβη της σέλας· κανείς δε σε προσέχει αλλά και πάλι κανείς δε σε περιορίζει· η ελευθερία βασιλεύει μες στη σιωπή και τη μοναξιά, και μόνο ο Θεός υπάρχει πάνω από σένα. Ένιωσα κι εγώ κάτι ανάλογο διασχίζοντας κάποιες έρημες τοποθεσίες της Ισπανίας και της Αλγερίας. Ξαναβρήκα την ταλίκα μου και τον οδηγό της εκεί όπου τους είχα αφήσει, και άρχισε η κατάβαση, επιχείρηση αρκετά δυσάρεστη λόγω της κρημνώδους πλαγιάς και της κατάστασης του δρόμου, που θα τον παρομοίαζε κανείς με ρημαγμένη και γκρεμισμένη κατά τόπους σκάλα. Ο σεΐζης κρατούσε το κεφάλι του αλόγου, που διαρκώς τσακιζόταν κι έπεφτε στα γόνατά του, τρυπώντας τα καπούλια του στην κάσα της άμαξας· η κατάσταση μου μέσα σ' αυτό το κουτί έμοιαζε μ' εκείνη ενός ποντικού που τον χτυπάει κάποιος στα τοιχώματα μιας ποντικοπαγίδας για να τον ζαλίσει· τραντάγματα που θα πτοούσαν και τον πιο λεοντόκαρδο μ' έριχναν προς τα μπρος σε ανύποπτο χρόνο· έτσι, αν και ήμουν αρκετά κουρασμένος, αποφάσισα να βγω από την άμαξά μου και να την ακολουθήσω πεζός. Αραμπάδες και ταλίκες γεμάτες γυναίκες και παιδιά κατρακυλούσαν με τη σειρά τους από το Μπουγκουρλού· ηχηρά γέλια και φωνές σε κάθε ανώμαλη πτώση, σε κάθε απρόσμενο ανατίναγμα· μια ολόκληρη σειρά από γυναίκες έπεφτε πάνω στην απέναντι σειρά, και κάποιες αντίζηλες αγκαλιάζονταν έτσι εντελώς άθελά τους· τα βόδια, με τα παραμορφωμένα γόνατά τους, έβαζαν τα δυνατά τους να ισορροπήσουν πάνω στις ανώμαλες προεξοχές, και τα άλογα κατέβαιναν με τη φρονιμάδα των ζώων που είναι συνηθισμένα στους

308

κακοτράχαλους δρόμους· οι καβαλάρηδες κάλπαζαν τολμηρά λες και ήταν στη μέση ενός κάμπου, σίγουροι για τα κουρδικά ή βερβερικά άλογά τους: μια ευχάριστη αναμπουμπούλα, ένα πολύ πρόσχαρο και αυθεντικά τουρκικό θέαμα· αν και μόνο μια απόσταση λίγων λεπτών χωρίζει την όχθη της Ασίας από την όχθη της Ευρώπης, το τοπικό χρώμα έχει διατηρηθεί πολύ καλύτερα εδώ όπου συναντάς πολύ λιγότερους Φράγκους. Ο δρόμος έγινε πάλι κάπως πιο βατός· ανέβηκα πάλι στην άμαξά μου, χαζεύοντας από το πορτάκι τα βαμμένα σπίτια, τα κυπαρίσσια και τα τουρμπέ που πλαισίωναν το δρόμο και σχημάτιζαν πότε πότε νησίδες καταμεσής του δρόμου, σαν τη Σαιντ Μέρυλε-Στραντ στο Λονδίνο. Ο οδηγός μου με πήγε μέσα από το Σκούταρι, που είχαμε παρακάμψει στον πηγαιμό, και το πεδίο γυμνασίων του Χαϊντάρ Πασά, και ύστερα ξανάπιασε την παραλία ως την αποβάθρα του Καντίκιοϊ, όπου το Μπανγκόρ ετοιμαζόταν να σαλπάρει, ξερνώντας λίγες νιφάδες μαύρου καπνού στο γαλανό ουρανό. Η επιβίβαση των επιβατών γινόταν με σαματά και με ηχηρά γέλια· μια σανίδα σχεδόν κάθετη χρησίμευε για τη σύνδεση προκυμαίας και πλοίου. Η ανάβαση ήταν πολύ δύσκολη, και έπρεπε επιπλέον να δρασκελίσουμε την κουπαστή, γεγονός που προκαλούσε ένα πλήθος από σεμνότυφα και ντροπαλά καμώματα που ήταν πολύ αστεία· σ' αυτό το επικίνδυνο πέρασμα, αρκετές ευρωπαϊκές καλτσοδέτες αποκάλυψαν το μυστικό τους· αρκετές ασιατικές γάμπες πρόδωσαν την ανωνυμία τους, παρά την τουρκική ζηλοτυπία. Αναφέρω αυτό το μικροσυμβάν σε ύφος Πωλ ντε Κοκ86 μόνο ως ενδεικτικό των ηθών· σπρώχνοντας τη σανίδα τρία ή τέσσερα πόδια παραπέρα, θα είχε αποφευχθεί αυτή η αναστάτωση της θηλυκής σεμνοτυφίας· αλλά κανείς δε σκέφτηκε να της αλλάξει θέση. Νύχτωνε όταν το Μπανγκόρ αποβίβασε το ανθρώπινο φορτίο του στη σκάλα του Γαλατά, αφού πρώτα το λίκνισε σαν αιώρα. Καθώς είχα εξαντλήσει όλα σχεδόν τ' αξιοθέατα της Κωνσταντινούπολης, πήρα την απόφαση να πάω να περάσω λίγες μέρες στα Πριγκιπονήσια, ένα μικρό αρχιπέλαγος σπαρμένο στη

309

θάλασσα του Μαρμαρά, στην είσοδο του Βοσπόρου, που θεωρείται τόπος διαμονής πολύ ωφέλιμος για την υγεία και πολύ θελκτικός. Τα νησιά αυτά είναι επτά: η Πρώτη, η Αντιγόνη, η Χάλκη, η Πρίγκιπος, η Νέανδρος, η Οξεία, η Πλάτη και δυο τρία άλλα νησάκια που δεν υπολογίζονται. Η Πρίγκιπος είναι η πιο μεγάλη και η πιο πολυσύχναστη από τούτα τα θαλάσσια λουλούδια που φωτίζει ο πρόσχαρος ήλιος της Ανατολίας και ριπίζουν οι δροσερές αύρες του πρωινού και του απόβραδου. Φτάνει κανείς εκεί με αγγλικά ή τουρκικά ατμόπλοια σε μιάμιση σχεδόν ώρα. Το τουρκικό πλοίο που είχα διαλέξει είχε έναν ασυνήθιστο μηχανισμό που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί πουθενά: το έμβολο, που προεξείχε στο κατάστρωμα, ανεβοκατέβαινε σαν πριόνι που το χειρίζονταν δυο πριονιστές. Παρά την ιδιορρυθμία αυτή, το αγγλικό πλοίο μάς προσπέρασε, και δικαίωσε πλήρως το όνομα Swan που ήταν γραμμένο πάνω στην πρύμνη του με χρυσά γράμματα: το λευκό σκαρί του έσκιζε πράγματι το νερό σαν κύκνος. Η ακτή της Πριγκίπου προβάλλει, όπως έρχεται κανείς από την Κωνσταντινούπολη, με τη μορφή μιας ψηλής όχθης με κοκκινωπά κατσάβραχα, πάνω στην οποία δεσπόζει μια σειρά σπιτιών· ξύλινες κλίμακες ή απότομα μονοπάτια, που διαγράφουν οξείες γωνίες, κατηφορίζουν από τον γκρεμό στη θάλασσα, που πλαισιώνεται από ξύλινες καμπίνες για τους λουόμενους. Μια εκπυρσοκρότηση αναγγέλλει ότι το ατμόπλοιο είναι εν όψει, και αμέσως ένας στόλος από καΐκια και λέμβους ξεκολλάει από την ξηρά για να προϋπαντήσει τους επιβάτες, γιατί η ρηχότητα των νερών δεν επιτρέπει στα πλεούμενα με μεγάλη καρίνα να πλησιάσουν. Είχα κλείσει δωμάτιο εκ των προτέρων στο μοναδικό πανδοχείο του νησιού: ένα δροσερό και καθαρό ξύλινο σπίτι, κάτω από τη σκιά ψηλών δέντρων, και με παράθυρα που είχαν άπλετη θέα στη θάλασσα ως τ' ατέρμονα βάθη του ορίζοντα. Απέναντι διέκρινα το νησί της Χάλκης, με το τουρκικό χωριό της να καθρεφτίζεται στη θάλασσα και μ' ένα ελληνικό μοναστήρι στην κορυφή του βουνού της. Το νερό πλατάγιζε στη βάση του γκρεμού όπου είχε κουρνιάσει το πανδοχείο, και μπορούσε κανείς να κατέβει

310

εκεί με παντόφλες και με μπουρνούζι για να κάνει ένα απολαυστικό μπάνιο πάνω σ' έναν αμμουδερό βυθό που εκτεινόταν αρκετά μακριά. Στην τραπεζαρία, όπου η εξυπηρέτηση ήταν άψογη, ερχόταν και καθόταν μεγαλόπρεπα μια κυρία· πίσω της στεκόταν ένας επιβλητικός Έλληνας υπηρέτης με στολή παλικαριού, όλη με χρυσά και ασημένια κεντίδια, που υπηρετούσε την κυρία του με μια σοβαρότητα αντάξια Άγγλου υπηρέτη. Αυτός ο χαρακτηριστικός λεβέντης, πιο κατάλληλος για να γεμίζει κοντόκανα όπλα και καραμπίνες πίσω από ένα βράχο παρά για ν' αλλάζει σερβίτσια, προξενούσε αλλόκοτη εντύπωση, και θαρρώ ότι ποτέ κανείς δεν έχει βάλει κρασί σε ποτήρι με τόση μεγαλοσύνη. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι οι υπηρεσίες του δεν περιορίζονταν μόνο σ' αυτό, αλλά πρέπει πάντα να πιστεύεις μονάχα τα μισά απ' όσα λένε. Το απόβραδο, στον περίπατο που γινόταν στο στενό χώρο ανάμεσα στα σπίτια και την ακτή, οι Αρμένισσες και οι Ελληνίδες συναγωνίζονταν στα λούσα: τα πιο βαριά και τα πιο πλούσια μεταξωτά φορέματα ξεδίπλωναν εκεί τις πολλαπλές πτυχές τους· τα διαμάντια στραφτάλιζαν στις αχτίδες της σελήνης, και τα γυμνά μπράτσα ήταν φορτωμένα με τεράστια χρυσά βραχιόλια με πολλές αλυσίδες, ιδιαίτερο στολίδι της Κωνσταντινούπολης, που καλά θα έκαναν ν' αντιγράψουν οι κοσμηματοποιοί μας, γιατί δίνει λυγεράδα στον καρπό και κολακεύει το χέρι. Οι αρμενικές οικογένειες είναι το ίδιο γόνιμες με τις αγγλικές, και δεν είναι καθόλου σπάνιο να δει κανείς μια πληθωρική κυρά ν' ακολουθεί τέσσερις πέντε κόρες, τη μια πιο όμορφη από την άλλη, και άλλα τόσα ζωηρά αγόρια· οι ποικίλες κομμώσεις, τα τολμηρά μπούστα, χαρίζουν στον περίπατο την όψη ενός υπαίθριου χορού· ξεχωρίζουν κάποια παριζιάνικα καπέλα, όπως στο Πράδο της Μαδρίτης, αλλά ελάχιστα. Μες στα καφενεία, που όλα έχουν μπαλκόνια με θέα τη θάλασσα, τρώνε παγωτά φτιαγμένα από το χιόνι του Ολύμπου της Βιθυνίας, ρουφούν καφέ σε φλιτζανάκια που συνοδεύονται από ποτήρια με νερό, και καίνε ταμπάκο με όλους τους δυνατούς τρόπους· τσιμπούκι,

311

ναργιλές, πούρα, τσιγάρα, τίποτα δε λείπει· η χρωματιστή φιγούρα του Καραγκιόζη αποχαλινώνεται πίσω από τη διάφανη οθόνη και λέει τις βωμολοχίες της υπό τον ήχο του ντεφιού. Πότε πότε, μια γαλάζια αντανάκλαση σαν εκείνη του ηλεκτρικού φωτός έρχεται να φωτίσει αλλόκοτα μια πρόσοψη σπιτιού, μια συστάδα δέντρων, μια παρέα διαβατών όλοι στρέφονται, την κοιτάζουν και χαμογελούν: κάποιος ερωτευμένος καίει ένα βεγγαλικό προς τιμήν της ερωμένης του ή της μνηστής του. Πρέπει να υπάρχουν πολλοί ερωτευμένοι στην Πρίγκιπο, γιατί πριν προλάβει να σβήσει ένα φως άναβε άλλο. Λέγοντας ερωμένη, εννοείται, με τη σημασία της παλιάς γαλαντομίας, γυναίκα που την περιποιούμαστε για να την κάνουμε να μας αγαπήσει με πρόθεση να την παντρευτούμε, και όχι κάτι άλλο, γιατί τα ήθη εδώ είναι πολύ αυστηρά. Σιγά σιγά όλοι επιστρέφουν σπίτια τους, και προς τα μεσάνυχτα όλο το νησί παραδίδεται σ' έναν ειρηνικό και μακάριο ύπνο. Ο περίπατος αυτός και τα θαλάσσια μπάνια αποτελούν τις τέρψεις της Πριγκίπου· για να τους δώσω κάποια ποικιλία, έκανα μαζί μ' έναν αξιαγάπητο νεαρό που είχα γνωρίσει στην τραπεζαρία μια μεγάλη εκδρομή με γαϊδούρια στο εσωτερικό του νησιού. Διασχίσαμε πρώτα την αγορά του χωριού, χάρμα οφθαλμών, με ποικιλόμορφα αγγούρια, καρπούζια και πεπόνια Σμύρνης, ντομάτες, καυτερές πιπεριές, σταφύλια και ασυνήθιστα προϊόντα· ύστερα ακολουθήσαμε τη θάλασσα πότε από κοντά και πότε από μακριά, μέσα από φυτείες δέντρων και καλλιεργημένους αγρούς, και φτάσαμε στο σπίτι ενός παπά, μεγάλου καλοζωιστή, που έβαλε μια όμορφη κόρη να μας κεράσει ρακί και ποτήρια με παγωμένο νερό· κατόπιν, κάνοντας το γύρο του νησιού, φτάσαμε σ' ένα παλιό ελληνικό μοναστήρι, μάλλον ρημαγμένο, που χρησίμευε τώρα για άσυλο τρελών. Τρεις τέσσερις φουκαράδες, ρακένδυτοι, πελιδνοί και σκυθρωποί, σέρνονταν κατά μήκος των τοίχων, με τις σιδερένιες αλυσίδες τους να κροταλίζουν, μέσα σε μια ηλιόλουστη αυλή. Μας έδειξαν στο βάθος του παρεκκλησιού, με αντάλλαγμα λίγα γρόσια για μπαξίσι, κάτι άσχημες εικόνες με χρυσό φόντο και μαυριδερά πρόσωπα, σαν αυτές που φτιάχνουν στον Άθω, πάνω σε βυζαντινά πρότυπα, προορισμένες

312

για την ελληνική λατρεία· η Παναγία φαινόταν, όπως είθισται, με μελαψό πρόσωπο και χέρια, μέσα από το περίγραμμα ενός ασημένιου ή επιχρυσωμένου πλαισίου, και το παιδί, ο Ιησούς, πρόβαλλε σαν νεγράκι μες στο φωτοστέφανό του με τα τρία τόξα. Ο άγιος Γεώργιος, πολιούχος του τόπου, κατατρόπωνε το δράκο στην καθιερωμένη στάση. Η θέση του μοναστηριού είναι θαυμάσια: καταλαμβάνει την κορυφή ενός κρηπιδώματος από βράχια, και πάνω από τα δώματά του η ρέμβη μπορεί να βυθιστεί μες στο απεριόριστο βαθυγάλανο του ουρανού και της θάλασσας. Δίπλα στη μονή, μισοβουλιαγμένα θολωτά ορύγματα δείχνουν ότι το μοναστήρι κάλυπτε άλλοτε πολύ μεγαλύτερη έκταση και ότι είχε άλλη διάταξη. Επιστρέψαμε από έναν άλλο δρόμο, πιο άγριο, μέσα από συστάδες μύρτων, δέσμες τερέβινθων και πεύκων που φυτρώνουν φυσικά, και που οι κάτοικοι κόβουν για να κάνουν καυσόξυλα, και φτάσαμε στο χάνι, προς μεγάλη ικανοποίηση των γαϊδουριών μας, τα οποία χρειαζόταν να σπιρουνίζουμε και να βιτσίζουμε δυνατά για να μην τα πάρει ο ύπνος στη διαδρομή, γιατί είχαμε κάνει το σφάλμα να μην πάρουμε μαζί μας το γαϊδουρολάτη, πρόσωπο αναντικατάστατο σε καραβάνι τέτοιας λογής, καθώς τα ανατολίτικα γαϊδούρια περιφρονούν πολύ τους αστούς και μένουν εντελώς ασυγκίνητα στις ξυλιές τους. Τέσσερις πέντε μέρες αργότερα, αφού απόλαυσα αρκούντως τις τέρψεις της Πριγκίπου, έφυγα για να κάνω μια εκδρομή στο Βόσπορο, από την άκρα του σεραγιού ως την είσοδο της Μαύρης Θάλασσας.

313

Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ Ο ΒΟΣΠΟΡΟΣ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΕΡΑΪ ΜΠΟΥΡΝΟΥ ΩΣ ΤΗΝ είσοδο της Μαύρης Θάλασσας, αυλακώνεται από ένα αέναο πήγαιν' έλα των ατμόπλοιων παρόμοιο με την κίνηση των watermen πάνω στον Τάμεση· οι καϊκτσήδες, που άλλοτε βασίλευαν σαν δεσπότες πάνω στα πράσινα και ορμητικά νερά, βλέπουν τα πυρόσκαφα με το ίδιο μάτι που βλέπουν οι οδηγοί της ταχυδρομικής άμαξας τις ατμομηχανές των τρένων, και θεωρούν την ανακάλυψη του Φούλτον εντελώς διαβολική. Υπάρχουν ωστόσο ακόμα κάποιοι πεισματάρηδες Τούρκοι και κάποιοι άτολμοι γκιαούρηδες που παίρνουν καΐκια για ν' αναπλεύσουν το Βόσπορο, όπως ακριβώς υπάρχουν σ' εμάς άνθρωποι που, παρά τους σιδηρόδρομους της αριστερής και της δεξιάς όχθης, πηγαίνουν στις Βερσαλλίες με γόνδολες και στο ΣαινΚλου με τραμ· αλλά μέρα με τη μέρα γίνονται όλο και σπανιότεροι, και οι μουσουλμάνοι βολεύονται τα ατμόπλοια. Το ατμόπλοιο μάλιστα τους απασχολεί πολύ, και δεν υπάρχει καφενείο ή κουρείο που οι τοίχοι του να μην είναι στολισμένοι με κάμποσα σχέδια όπου ο λαϊκός ζωγράφος έχει αναπαραστήσει όσο καλύτερα μπορούσε την τολύπη του καπνού που βγαίνει από το φουγάρο και τα πτερύγια των τροχών που χτυπούν τα παφλάζοντα νερά. Επιβιβάστηκα στη γέφυρα του Γαλατά, στον Κεράτιο Κόλπο, σημείο όπου αράζουν και από όπου αναχωρούν πολυάριθμα πλοία, ξερνώντας τον ασπρόμαυρο καπνό τους που συμπυκνώνεται σ' ένα μόνιμο σύννεφο πάνω στον αχνογάλανο ουρανό. Η γέφυρα του Λονδίνου ή η κρεμαστή γέφυρα του Χέρεσφορντ έχει λιγότερο συνωστισμό και οχλαγωγία από τούτη τη σκάλα, η πρόσβαση στην οποία είναι πολύ δύσκολη, γιατί, για να φτάσει κανείς στα πλεούμενα, πρέπει να καβαλήσει τις κουπαστές στα καταστρώματα των πλοίων, να δρασκελίσει μαδέρια και να περάσει πάνω από μικρά σαπισμένα ή σπασμένα δοκάρια. Ο απόπλους από εδώ δε γίνεται πολύ εύκολα· τελικά το πλοίο τα καταφέρνει αφού συγκρουστεί λίγο με τις διπλανές βάρκες· το έμβολο ανεβοκατεβαίνει δυο τρεις φορές, το πλοίο βγαίνει μεμιάς στα ανοιχτά, και τρέχει τότε ελεύθερα ανάμεσα σε μια διπλή γραμμή

314

από παλάτια, κιόσκια, χωριουδάκια, κήπους, λόφους, πάνω σ' ένα νερό ζωντανό, κράμα από σμαράγδια και ζαφείρια, αφήνοντας ένα αυλάκι όπου ανθίζουν άπειρα μαργαριτάρια, κάτω από τον ωραιότερο ουρανό του κόσμου, χάρη σ' ένα χαρούμενο ήλιο που ιριδίζει μες στις ασημένιες ψιχάλες των τροχών. Τίποτα δε συγκρίνεται, απ' όσο ξέρω, με τη δίωρη περιπλάνηση πάνω σε τούτη την κυανή γραμμή την τραβηγμένη σαν όριο ανάμεσα σε δύο μέρη του κόσμου, την Ευρώπη και την Ασία, που αντικρίζει κανείς συγχρόνως. Ο πύργος της Κόρης αναδύεται αμέσως και η λευκή σιλουέτα του φαντάζει μαγευτική πάνω στο γαλανό φόντο των νερών· το Σκούταρι και ο Τοπχανές προβάλλουν με τη σειρά τους. Πάνω από τον Τοπχανέ ο πύργος του Γαλατά ορθώνει την κωνική χαλκοπράσινη στέγη του, και στην πίσω πλευρά του λόφου κλιμακώνονται τα πέτρινα σπίτια των Ευρωπαίων και οι ξύλινες χρωματιστές παράγκες των Τούρκων. Κάπου κάπου ένας λευκός μιναρές υψώνει το βέλος του όμοιο με κατάρτι πλοίου· κάποιες στρογγυλές σκουροπράσινες τούφες διαγράφονται· τα ογκώδη κτίσματα των πρεσβειών επιδεικνύουν τις προσόψεις τους, και το μεγάλο νεκροταφείο ξεδιπλώνει το παραπέτασμα των κυπαρισσιών του, πάνω στο οποίο φαντάζουν με φωτεινά χρώματα το στρατόπεδο του πυροβολικού και η στρατιωτική σχολή. Το Σκούταρι, η χρυσή πόλη (Χρυσούπολη), παρουσιάζει σχεδόν όμοιο θέαμα· τα μαύρα δέντρα κάποιου κοιμητηρίου γίνονται επίσης φόντο των ροδοκόκκινων σπιτιών και των τζαμιών του που είναι περασμένα με ασβεστόνερο· και στις δυο πλευρές η ζωή έχει πίσω της το θάνατο, και κάθε πόλη είναι περικυκλωμένη από ένα προάστιο με τάφους· αλλά τούτες οι σκέψεις, που θα έφερναν θλίψη αλλού, δεν ταράζουν διόλου τη μοιρολατρική γαλήνη της Ανατολής. Στην ευρωπαϊκή όχθη διακρίνεται αμέσως το Σιραγκάν - ένα παλάτι χτισμένο από τον Μαχμούτ πάνω σε ευρωπαϊκά πρότυπα, μ' ένα κλασικό αέτωμα σαν της Βουλής, στη μέση του οποίου περιελίσσεται το μονόγραμμα του σουλτάνου με χρυσά γράμματα, και με δυο πτέρυγες στηριγμένες σε δωρικές κολόνες από ελληνικό μάρμαρο. Ομολογώ ότι προτιμώ στην Ανατολή την αραβική ή τουρκική

315

αρχιτεκτονική. Η επιβλητική αυτή κατασκευή, ωστόσο, με τη φαρδιά λευκή σκάλα που κατηφορίζει ως τη θάλασσα, φαντάζει αρκετά όμορφη. Μπροστά από το παλάτι, ένα έξοχο καΐκι μ' ένα στέγαστρο από πορφύρα με επίχρυσο και ζωγραφιστό διάκοσμο, που φέρει στην πρύμνη του ένα ασημένιο πουλί, περίμενε την Αυτού Υψηλότητα. Αντίκρυ, πέρα από το Σκούταρι, εκτείνεται μια σειρά από θερινά παλάτια, βαμμένα αχνοπράσινα και σκιασμένα από πλατάνια, κουμαριές και μελίες, με πρόσχαρη όψη, τα οποία, παρά τα καφασωτά παράθυρα, θυμίζουν μάλλον πτηνοτροφείο παρά φυλακή. Τα παλάτια αυτά, αραδιασμένα πάνω στην όχθη έτσι ώστε να βρέχουν τα πόδια τους στο νερό, μοιάζουν κάπως με τα λουτρά του Βιζιέ ή της Κολυμβητικής Σχολής του Ντελινύ. Οι τουρκικές επαύλεις πάνω στο Βόσπορο φέρνουν στο νου συχνά αυτή τη σύγκριση. Ανάμεσα στο Ντολμά Μπαχτσέ και το Μπεσίκτας υψώνεται η βενετσιάνικη πρόσοψη του καινούριου παλατιού που χτίστηκε από το σουλτάνο Αμπντούλ-Μετζίτ, το οποίο έχω περιγράψει ξεχωριστά. Αν και η τεχνοτροπία του δεν είναι αμιγής, έχει ωστόσο μια παράδοξη και πλούσια ιδιορρυθμία, και η λευκή σιλουέτα του, ανάγλυφη, σκαλιστή και τορνευτή, φορτωμένη με άπειρα στολίδια, διαγράφεται περίκομψα πάνω στην όχθη· είναι σίγουρα το παλάτι ενός χαλίφη που, έχοντας βαρεθεί την αραβική και περσική αρχιτεκτονική, και μη θέλοντας τους πέντε αρχιτεκτονικούς ρυθμούς, κατοικεί μέσα σ' ένα τεράστιο μαρμάρινο λεπτουργημένο κόσμημα. Το Ντολμά Μπαχτσέ λεγόταν άλλοτε Ιασόνιον. Εδώ είχε αράξει ο Ιάσονας με τους Αργοναύτες του, όταν εκστράτευσε αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας. Το ατμόπλοιο περνάει ξυστά από την ακτή της Ευρώπης, όπου οι στάσεις είναι συχνότερες· μπορούμε, περνώντας, να δούμε στο καφενείο του Μπεσίκτας τους καπνιστές να κάθονται οκλαδόν μες στα δωματιάκια με τα καφασωτά που κρέμονται πάνω από το νερό. Γρήγορα αφήνουμε πίσω μας το Ορτάκιοϊ και το Κουρού Τσεσμέ, που είναι παραθαλάσσια και πίσω από τα οποία υψώνονται οι κυματιστές γραμμές των λόφων σπαρμένες με δέντρα, κήπους, σπίτια και

316

χωριουδάκια με πολύ πρόσχαρη όψη. Από το ένα χωριό στο άλλο δεσπόζουν, σαν να βρίσκονται πάνω σε μια μονοκόμματη αποβάθρα, παλάτια και θερινές κατοικίες. Η βαλιντέ σουλτάνα, οι αδερφές του σουλτάνου, οι βεζίρηδες, οι υπουργοί, οι πασάδες, οι υψηλές προσωπικότητες, έχουν χτίσει όλοι εδώ χαριτωμένες κατοικίες, με μια απόλυτη σύμπνοια σε ό,τι αφορά την ανατολίτικη ευμάρεια, που δε συμπίπτει με την αγγλική, αλλά που είναι αντάξιά της. Τα παλάτια αυτά είναι από ξύλο και μαδέρια, μ' εξαίρεση τις κολόνες που είναι λαξεμένες σ' ένα μονόλιθο από μάρμαρο του Μαρμαρά, ή που τις έχουν πάρει από τ' απομεινάρια αρχαίων κατασκευών. Αλλά παρ' όλη την εφήμερη χάρη τους δεν υστερούν σε κομψότητα, χάρη στους επικλινείς ορόφους τους, τα χαγιάτια και τις κόγχες τους, τα κιόσκια με τις κινεζικές στέγες τους, τα περίπτερα με τις κληματαριές τους, τα μπαλκόνια με τις γλάστρες τους και τα δροσερά χρώματά τους που ανανεώνονται αδιάκοπα. Στη μέση των δικτυωτών από βέργες κέδρου, που διασταυρώνονται πάνω στα παράθυρα των γυναικείων διαμερισμάτων, υπάρχουν κάποιες στρογγυλές οπές όμοιες μ' εκείνες που ανοίγουν στις αυλαίες των θεάτρων, και από τις οποίες οι ηθοποιοί επιθεωρούν την αίθουσα και τους θεατές· από εκεί, καθισμένες πάνω σε μαξιλαράκια, οι νωχελικές καλλονές χαζεύουν, αθέατες, τα πλοία, τα ατμόπλοια και τα καΐκια να περνούν, μασώντας χιώτικη μαστίχα για να διατηρήσουν τη λευκότητα των δοντιών τους. Μια στενή γρανιτένια αποβάθρα, που χρησιμεύει για τη ρυμούλκηση των πλοίων, χωρίζει τούτες τις χαριτωμένες κατοικίες από τη θάλασσα. Όσο τις παραπλέει, ο ταξιδιώτης αισθάνεται να τον καταλαμβάνει άθελά του μια αόριστη επιθυμία ν' αντιδράσει σαν τον Χασάν, τον ήρωα του Αλφρέ ντε Μυσέ, και να πετάξει το καπέλο του πάνω από τους μύλους για να φορέσει το φέσι. Κοντά στο Αρναούτκιοϊ, το νερό του Βοσπόρου κοχλάζει σαν το νερό του καζανιού λόγω ενός ορμητικού αντιρρεύματος που ονομάζεται mega reuma: το γαλανό νερό τρέχει σαν βέλος πλάι στις πέτρες της

317

αποβάθρας· εκεί, όσο δυνατά κι αν είναι τα ηλιοψημένα μπράτσα τους, οι καϊκτσήδες αισθάνονται το κουπί να λυγίζει μες στο χέρι τους σαν φύλλο βεντάλιας, και αν πάσχιζαν να τα βάλουν με το επιβλητικό κύμα θα έσπαζε σαν γυαλί. Ο Βόσπορος είναι γεμάτος ρεύματα που τρέχουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και που του δίνουν περισσότερο την όψη ποταμού παρά πορθμού. Φτάνοντας εκεί, ρίχνουν από τη βάρκα ένα σκοινί στην ξηρά· τρεις τέσσερις άντρες το δένουν γύρω τους σαν άλογα ρυμούλκησης και, λυγίζοντας τους δυνατούς ώμους τους, τραβούν την πλώρη του πλοίου από την οποία αναβρύζει μια κορδέλα λευκού αφρού. Αφού περάσουν το ρεύμα, ξαναπιάνουν το κουπί και σκίζουν αβίαστα ένα άψυχο νερό. Στη βάση των σπιτιών φαίνονται συχνά παρέες από τρεις τέσσερις Τουρκάλες, καθισμένες οκλαδόν πλάι στα παιδιά τους που παίζουν· στην αποβάθρα περιδιαβάζουν Ελληνοπούλες πιασμένες χέρι χέρι ρίχνοντας μια ματιά όλο περιέργεια σε κάποιον Ευρωπαίο ταξιδιώτη· άντρες περνούν καβάλα στα άλογά τους, κάποιοι ναύτες βάζουν ένα ιδιωτικό καΐκι μες στη θολωτή κλίνη του· τα πρόσωπα σπάνια λείπουν από το τοπίο. Οι αναγνώστες τούτου του βιβλίου είναι τώρα αρκετά εξοικειωμένοι με την τοπική αρχιτεκτονική και έτσι δε χρειάζεται να τους κάνω περιγραφή τών σπιτιών του Αρναούτκιοϊ. Η μόνη ιδιαιτερότητα που θα παρατηρήσω είναι ότι τα παλιά αρμενικά σπίτια είναι βαμμένα μαύρα, που ήταν άλλοτε το επιβεβλημένο χρώμα, γιατί φωτεινά χρώματα επιτρεπόταν να έχουν μόνο οι Τούρκοι, ενώ κόκκινο σαν το αίμα του βοδιού ή αρχαίο κόκκινο οι Έλληνες· σήμερα καθένας μπορεί να βάψει το σπίτι του όπως θέλει, εκτός από πράσινο, το χρώμα του Ισλάμ, των χατζήδων και των απογόνων του προφήτη. Στην ακτή της Ασίας, που είναι πιο δασώδης και πιο σκιερή από την ακτή της Ευρώπης, τα χωριά, τα παλάτια και τα κιόσκια διαδέχονται το ένα το άλλο, πιο αραιά ίσως, αλλά πολύ κοντινά ακόμα μεταξύ τους. Είναι το Κους Γκουντζούκ, ο Σταυρός, το Μπεϊλέρμπεη, όπου ο Μαχμούτ έχει χτίσει μια θερινή κατοικία, το Τσενγκέλκιοϊ, το Βανίκιοϊ, και απέναντι από το Μπαμπέκ τα Γλυκέα Ύδατα της Ασίας (Γκιόκσου).

318

Μια κομψή κρήνη από λευκό μάρμαρο, ποικιλμένη με αραβουργήματα. κοσμημένη με χρυσογράμματες επιγραφές και καλυμμένη με μια έντονα μυτερή στέγη και μικρούς θόλους με μισοφέγγαρα στην κορυφή τους, που διακρίνεται από τη θάλασσα και προβάλλει πάνω σ' ένα φόντο οργιαστικής βλάστησης, υποδεικνύει στον ταξιδιώτη ότι εκεί βρίσκεται ο αγαπημένος τόπος περιπάτου των Οσμανλήδων. Μια αχανής πελούζα με βελουδένιο δροσερό χορτάρι, περιστοιχισμένη από μελίες, πλατάνια και συκομουριές, πλημμυρίζει κάθε Παρασκευή από αραμπάδες και ταλίκες, και φιλοξενεί ξαπλωμένες πάνω σε σμυρνέικα χαλιά τις ράθυμες καλλονές του χαρεμιού. Οι νέγροι ευνούχοι, μαστιγώνοντας τα λευκά παντελόνια τους με την άκρη της βίτσας τους, περιφέρονται ανάμεσα στις παρέες που κάθονται οκλαδόν, παραμονεύοντας κάποια λαθραία ματιά, κάποιο σημάδι συνεννόησης, προπάντων αν βρίσκεται εκεί κανένας γκιαούρης και πασχίζει να αποκρυπτογραφήσει από μακριά το μυστήριο που κρύβεται πίσω από το γιασμάκι ή το φιερετζέ· πότε πότε οι γυναίκες δένουν εσάρπες σε κλαδιά δέντρων και λικνίζουν τα παιδιά τους μέσα σ' αυτή την αυτοσχέδια αιώρα· άλλες τρώνε γλυκά με γεύση τριαντάφυλλο ή πίνουν νερό με πάγο· κάποιες καπνίζουν ναργιλέ ή τσιγάρο· όλες φλυαρούν ή κακολογούν τις Φράγκισσες, που είναι τόσο ξεδιάντροπες, που παρουσιάζονται με ακάλυπτο πρόσωπο και περπατούν στους δρόμους μαζί με τους άντρες. Παραπέρα, οι Βούλγαροι χωρικοί με την πατροπαράδοτη καζάκα, με το σκούφο γαρνιρισμένο μ' ένα γούνινο στεφάνι, χορεύουν τους εθνικούς χορούς τους με την ελπίδα ενός μπαξισιού. Οι καφετζήδες παρασκευάζουν τον καφέ τους στο ύπαιθρο. Ο Ισραηλίτης, φορώντας το χιτώνα με τις σχισμές στο πλάι και το τουρμπάνι με τα μαύρα στίγματα όμοιο με πανί όπου σκουπίζει κανείς τα πινέλα του, διαλαλεί τη φτηνοπραμάτεια του στους εκδρομείς μ' αυτό το δουλικό και χαμερπές ύφος των εβραίων της Ανατολής, που είναι πάντα διπλωμένοι στα δύο από το φόβο του εξευτελισμού, και κάποιοι καϊκτσήδες καπνίζουν καθισμένοι στην όχθη της αποβάθρας, με τα πόδια να κρέμονται, προσέχοντας τις βάρκες τους με την άκρη του ματιού τους.

319

Θα μακρηγορούσα αν περιέγραφα ένα ένα όλα τα χωριά που διαδέχονται το ένα το άλλο και που αμυδρά διαφέρουν μεταξύ τους. Πάντα μια αράδα από ξύλινα χρωματιστά σπίτια, σαν τα κουκλόσπιτα της Νυρεμβέργης, που ξετυλίγονται κατά μήκος μιας αποβάθρας ή βρέχουν απευθείας τα πόδια τους μες στο νερό όταν δεν υπάρχει αποβάθρα ρυμούλκησης, και τα οποία φαντάζουν πάνω σ' ένα παραπέτασμα πλούσιας πρασινάδας απ' όπου ορθώνεται λυγερός ο άσπρος σαν κιμωλία μιναρές ενός ιερού ή ενός μικρού τζαμιού· αντίπερα, κατηφορίζουν οι βατές και νοικοκυρεμένες πλαγιές των λόφων, αρμονικά λουσμένες στο φως του ουρανού· πότε πότε νιώθει κανείς την επιθυμία να δει έναν πιο απότομο γκρεμό, μια κατάξερη ακτή, μια ραχοκοκαλιά από βράχια να τρυπάει την επιδερμίδα της γης· όλα είναι πράγματι πολύ χαριτωμένα, πολύ πρόσχαρα, πολύ φιλάρεσκα, πολύ χρωματισμένα· λείπουν αραιά και πού κάποιες έντονες και βίαιες πινελιές για αντίβαρο. Σε κάποια σημεία του ρεύματος, πάνω σε μια καλαμωτή σκαλωσιά, είναι κουρνιασμένα κάτι κλουβιά σαν των πουλιών με ιδιόρρυθμη και γραφική κατασκευή, μες στα οποία κάθονται οι ψαράδες και παραμονεύουν το πέρασμα των ψαριών και την κατάλληλη στιγμή για να ρίξουν ή ν' ανεβάσουν το δίχτυ· πότε πότε τους παίρνει ο ύπνος και πέφτουν με το κεφάλι από την εναέρια κούρνια τους μες στο νερό, όπου πνίγονται χωρίς να ξυπνήσουν. Οι σκοπιές αυτές, όμοιες με φωλιές υδρόβιων πουλιών, μοιάζουν επίτηδες φτιαγμένες για να εμπνέονται τα πρώτα πλάνα τους οι ζωγράφοι. Εδώ οι δυο όχθες πλησιάζουν πολύ. Είναι το σημείο απ' όπου πέρασε τα στρατεύματά του ο Δαρείος στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών, πάνω σε μια γέφυρα που έχτισε ο Μανδροκλής ο Σάμιος. Επτακόσιες χιλιάδες άντρες παρέλασαν εκεί, γιγαντιαίες μάζες ασιατικών ορδών, με εξωτικές μορφές, με αλλόκοτα όπλα, με μυθικές στολές και με ιππικό ανάμεικτο με ελέφαντες και καμήλες. Πάνω σε δυο πέτρινους στύλους που υψώθηκαν στην αρχή της γέφυρας χαράχτηκαν οι κατάλογοι με όλα τα ονόματα των λαών που ακολούθησαν τον Δαρείο. Οι στύλοι αυτοί υψώθηκαν στην ίδια περιοχή που είναι σήμερα κατειλημμένη από το φρούριο του

320

Αναντολού Χισάρ, που κατασκευάστηκε από τον Γιλντιρίμ-Μπεγιαζίτ, τον Βαγιαζίτ τον «κεραυνό του πολέμου». Ο Μανδροκλής, σύμφωνα με όσα αφηγείται ο Ηρόδοτος, σχεδίασε αυτό το πέρασμα σε μια ζωγραφιά την οποία κρέμασε στο ναό της Ήρας, στη Σάμο, την πατρίδα του, με αυτή την επιγραφή: «Ο Μανδροκλής, που κατασκεύασε μια γέφυρα στον ιχθυώδη Βόσπορο, αφιέρωσε το σχέδιό της στην Ήρα· εκτελώντας αυτό το σχέδιο του βασιλιά Δαρείου, ο Μανδροκλής χάρισε δόξα στους Σαμίους και κέρδισε ένα στεφάνι». Ο Βόσπορος στο σημείο αυτό έχει τετρακόσιες οργιές φάρδος· από εδώ πέρασαν οι Πέρσες, οι Γότθοι, οι Λατίνοι και οι Τούρκοι: οι επιδρομείς, είτε ήρθαν από την Ασία είτε από την Ευρώπη, ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο, όλη αυτή η τεράστια κοσμοπλημμύρα κύλησε στην ίδια κοίτη και πορεύτηκε μες στην τροχιά του Δαρείου. Το φρούριο της Ευρώπης -Ρούμελη Χισάρ- που ονομάζεται επίσης Μπογάζ Κεσέν (Φρούριο του Λαιμοκοπίου), διαγράφεται πολύ έντονα στην πίσω πλευρά του λόφου με τους λευκούς ανισοϋψείς πύργους του και τα επαλξωτά τείχη του. Οι τρεις χοντροί πύργοι και ο μικρός που είναι κοντά στην παραλία έχουν σχεδιασμένα με αντίθετη φορά, σύμφωνα με την τουρκική γραφή, τέσσερα γράμματα, Μ. Χ. M. T., που σχηματίζουν το όνομα του ιδρυτή, Μεχμέτ Β'. Αυτός ο αρχιτεκτονικός γρίφος, που δε θα μπορούσε να ξεδιαλύνει κανείς, θυμίζει το Εσκοριάλ και την πυρακτωμένη σχάρα του αγίου Λαυρεντίου, προς τιμήν του οποίου χτίστηκε το μοναστήρι. Την ιδιορρυθμία αυτή την αντιλαμβάνεται κανείς μόνο αφού του την υποδείξουν. Το φρούριο της Ευρώπης είναι αντικριστά στο φιρούριο της Ασίας (Αναντολού Χισάρ), που ανέφερα παραπάνω. Κοντά στο Ρούμελη Χισάρ απλώνεται ένα κοιμητήριο που τα μαύρα ψηλά κυπαρίσσια του και οι λευκές επιτύμβιες στήλες του καθρεφτίζονται χαρμόσυνα μες στη βαθυγάλανη θάλασσα. Ήταν τόσο πρόσχαρο, ανθισμένο και ευωδιαστό, που θα επιθυμούσε κανείς εκεί να ήταν η τελευταία κατοικία του. Οι νεκροί που κείνται μέσα σ' αυτό το δροσερό κήπο τον οποίο λαμπρύνει ο ήλιος και ευφραίνουν οι μελωδίες των πουλιών, δεν πρέπει να πλήττουν.

321

Το ατμόπλοιο, αφού προσπέρασε το Μπαλτά Λιμάν, τη Στένη, το Γενίκιοϊ, το Καλεντέρ, σταματάει στα Θεραπειά, μια κωμόπολη που δικαιώνει με τον υγιεινό αέρα της την ιατρική της ονομασία. Εδώ έχει η πρεσβεία της Γαλλίας το θερινό παλάτι της. Μες στον όμορφο κολπίσκο με τον οποίο συνορεύει -χρυσός κύλικας γεμάτος ζαφείρια-, η Μήδεια, γυρνώντας από την Κολχίδα με τον Ιάσονα, κατέβηκε στην ξηρά και άνοιξε το κουτί που έκλεινε τα φίλτρα της και τα μαγικά φαρμάκια της - εξ ου και η ονομασία Φαρμάκιος Κόλπος που είχαν άλλοτε τα Θεραπειά. Τα Θεραπειά είναι ένας απολαυστικός τόπος παραμονής· η αποβάθρα τους πλαισιώνεται με καφενεία διακοσμημένα με κάποια πολυτέλεια, πράγμα σπάνιο στην Τουρκία, με πανδοχεία, εξοχικά σπίτια και κήπους. Σ' ένα πέρασμα που οδηγεί στην αποβάθρα, παρατήρησα ανάμεσα στις πέτρες του τείχους δυο μαρμάρινα ακρωτηριασμένα αγάλματα, το ένα ενός άντρα ντυμένου με αρχαία πανοπλία, το άλλο μιας γυναίκας, καλυμμένης με πτυχωτά πέπλα αρκετά φθαρμένα, που οι άξεστοι κτίστες είχαν σφηνώσει ανάμεσα σε κάτι ακατέργαστους λίθους σαν ευτελή υλικά. Στον όρμο ήταν αγκυροβολημένο το Σαπτάλ, με καπετάνιο τον κύριο Πουτιέ· του έκανα μια επίσκεψη και με υποδέχτηκε με τη στοργική καλοσύνη που τον χαρακτηρίζει και με την έξοχη ευγένεια που είναι κοινή σε όλους τους αξιωματικούς του ναυτικού. Το μέγαρο της γαλλικής πρεσβείας, που ο κύριος Ρενώ θα πρέπει να ανακατασκευάσει πιο στέρεο, πιο πλούσιο και πιο καλαίσθητο, είναι ένα μεγάλο κτίσμα τουρκικής τεχνοτροπίας, όλο από ξύλο και πλίνθους, χωρίς καμιά αρχιτεκτονική αξία, αλλά ευρύχωρο, ευάερο, άνετο, σε δροσερό σημείο που το προφυλάσσει από τους βίαιους καύσωνες του καλοκαιριού, και στην πιο θαυμάσια θέση του κόσμου. Πίσω από το παλάτι απλώνονται κρεμαστοί κήποι, φυτεμένοι με αιωνόβια δέντρα θαυμαστού ύψους, που ριπίζει ακατάπαυστα η αύρα της Μαύρης Θάλασσας. Φτάνοντας κανείς στο ανώτερο ύψωμα, απολαμβάνει μια έξοχη πανοραμική θέα. Η όχθη της Ασίας απλώνει μπροστά του τα δροσερά απόσκια των Υδάτων της Σουλτάνας,

322

παραπέρα προβάλλει γαλαζωπό το όρος του Γίγαντα, όπου η παράδοση τοποθετεί τη γέννηση του Ηρακλή. Πάνω στην όχθη της Ευρώπης, το Μπουγιούκ Ντερέ διαγράφει μια καμπύλη όλο χάρη, και ο Βόσπορος, πέρα από το Ρούμελη Καβάκ και το Αναντολού Καβάκ, φαρδαίνει ως τις Κυανές Νήσους, και χάνεται μες στη Μαύρη Θάλασσα. Λευκά πανιά πηγαινοέρχονται σαν θαλασσοπούλια, και η σκέψη χάνεται μέσα σ' έναν ατέλειωτο ρεμβασμό.

323

ΜΠΟΥΓΙΟΥΚ ΝΤΕΡΕ ΤΟ ΜΠΟΥΓΙΟΥΚ ΝΤΕΡΕ, ΠΟΥ ΔΙΑΚΡΙΝΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ύψωμα των Θεραπειών, είναι ένα από τα πιο μαγευτικά θέρετρα που υπάρχουν στον κόσμο. Η ακτή βαθουλώνει σ' αυτό το σημείο και διαγράφει ένα τόξο όπου έρχονται και αργοσβήνουν τα κύματα με απαλούς παφλασμούς. Κομψές κατοικίες, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζει το θερινό μέγαρο της πρεσβείας της Ρωσίας, υψώνονται στην παραλία, στους πρόποδες των τελευταίων λόφων που σχηματίζουν την κοίτη του Βοσπόρου, πάνω σ' ένα φόντο από καταπράσινους κήπους· οι πλούσιοι μεγαλέμποροι της Κωνσταντινούπολης διαθέτουν εδώ εξοχικά σπίτια όπου κάθε βράδυ τους φέρνει το ατμόπλοιο, μετά το τέλος της δουλειάς τους, και τους ξαναπαίρνει το πρωί. Στην παραλία του Μπουγιούκ Ντερέ σεργιανίζουν μετά τη δύση του ήλιου όμορφες κυρίες, Αρμένισσες και Ελληνίδες, με επίσημα βραδινά φορέματα. Τα φώτα των καφενείων και των σπιτιών σμίγουν μες στο νερό με την ασημένια γραμμή της σελήνης και τις αντανακλάσεις των άστρων· ένα αεράκι φορτωμένο αρώματα και δροσιά πνέει τερπνά και σε ριπίζει σαν βεντάλια που την κουνάει το αόρατο χέρι της νύχτας· ορχήστρες με Ούγγρους μουσικούς γεμίζουν την ατμόσφαιρα με τα βαλς του Στράους, και το αηδόνι τραγουδάει το ποίημα των ερώτων του με το ρόδο, κρυμμένο κάτω από τις συστάδες των μύρτων. Μετά από μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα, το κορμί, αναζωογονημένο από αυτή την ευωδιαστή ατμόσφαιρα, νιώθει μια ηδονική ευεξία, και μόνο με θλίψη πάει κανείς στο κρεβάτι του. Το νεόκτιστο ξενοδοχείο του Μπουγιούκ Ντερέ, που έγινε απαραίτητο λόγω της συρροής των ταξιδιωτών που δεν ήξεραν πού να περάσουν τη νύχτα ή δεν ήθελαν να καταχραστούν τη φιλοξενία των Κωνσταντινουπολιτών φίλων τους, είναι σε πολύ καλή κατάσταση· έχει ένα μεγάλο κήπο με έναν υπέροχο πλάτανο μες στα κλαδιά του οποίου έχουν φτιάξει ένα δωματιάκι, όπου γευμάτιζα κάτω από ένα παρασόλι από δαντελωτά και μεταξωτά φύλλα. Ενώ χάζευα εκστατικός τον όγκο αυτού του δέντρου, μου είπαν ότι σ' ένα λιβάδι, στο τέρμα της μεγάλης οδού του Μπουγιούκ Ντερέ, υπήρχε ένα πιο πελώριο ακόμα, γνωστό με το όνομα πλάτανος του Γοδεφρείδου του

324

Βουιλώνιου87. Πήγα να τον επισκεφτώ και, εκ πρώτης όψεως, πίστεψα ότι είδα ένα δάσος παρά ένα δέντρο: ο κορμός, αποτελούμενος από μια συστάδα εφτά ή οχτώ κορμών κολλημένων μαζί, έμοιαζε με πύργο που είχε γκρεμιστεί κατά τόπους· τεράστιες ρίζες, όμοιες με βόες μισοκρυμμένους μες στις φωλιές τους, τον γάντζωναν στο χώμα· τα κλαριά που ήταν ριζωμένα στον κορμό έμοιαζαν περισσότερο με οριζόντια δέντρα παρά με απλά κλαδιά· στα πλευρά του έχασκαν μαύρα σπήλαια, σχηματισμένα από τη σήψη του ξύλου που θρυμματιζόταν κάτω από το φλοιό. Οι ποιμένες βρίσκουν εκεί καταφύγιο όπως μέσα σε μια σπηλιά και ανάβουν φωτιά που δεν την αισθάνεται ο πράσινος γίγαντας όπως δεν αισθάνεται τα μυρμήγκια να κυκλοφορούν πάνω στην κονδυλώδη επιδερμίδα του που βγαίνει φλούδες φλούδες. Δεν υπάρχει θέαμα πιο μεγαλόπρεπα γραφικό από αυτό τον τερατώδη όγκο των φυλλωμάτων πάνω στον οποίο οι αιώνες έχουν γλιστρήσει όπως οι σταγόνες της βροχής και ο οποίος είδε να στήνονται κάτω από τη σκιά του τα αντίσκηνα των ηρώων που εγκωμίασε ο Τάσσο στην Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ 88. Αλλά ας μη μας παρασύρει η ποίηση· ιδού η ιστορία που έρχεται, ως συνήθως, να διαψεύσει την παράδοση· οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι ο Γοδεφρείδος ο Βουιλώνιος δεν κατασκήνωσε ποτέ κάτω από αυτό το πλατάνι, και φέρνουν σαν απόδειξη ένα χωρίο της Άννας της Κομνηνής, μιας σύγχρονης των γεγονότων, που διαψεύδει το θρύλο: «Τότε ο κόμης Γοδεφρείδος ο Βουιλώνιος, αφού έκανε την πορεία μαζί με άλλους κόμητες και με μια στρατιά αποτελούμενη από δέκα χιλιάδες ιππείς και εβδομήντα χιλιάδες πεζικάριους, έφτασε στη μεγάλη πόλη και στοίχισε τα στρατεύματα του στα περίχωρα της Προποντίδας, από τη γέφυρα Κοσμίδιον ως τον Άγιο Φωκά». Είναι σαφές και πειστικό· ο θρύλος, όμως, παρ' όλα όσα γράφουν οι ειδήμονες, δε θα μπορούσε να έχει άδικο: ο κόμης Ραούλ είχε κατασκηνώσει στο Μπουγιούκ Ντερέ, μαζί με τους υπόλοιπους Λατίνους σταυροφόρους, με την προσδοκία ότι θα μπορούσε να περάσει στην Ασία· και, αφού έχει χαθεί η ακριβής μνήμη του γεγονότος, ο υπεραιωνόβιος πλάτανος βαφτίστηκε με το πιο γνωστό όνομα του Γοδεφρείδου του Βουιλώνιου που, για το λαό, συνοψίζει πιο συγκεκριμένα την ανάμνηση των σταυροφοριών.

325

Όπώς και να 'χει, το χιλιόχρονο δέντρο στέκει εδώ πάντα όρθιο, γεμάτο φωλιές και ηλιαχτίδες, βλέποντας τα χρόνια να πέφτουν στα πόδια του σαν φύλλα, πιο κολοσσιαίο και πιο ρωμαλέο με το πέρασμα των αιώνων, ενώ ο άνεμος της ερήμου έχει σκορπίσει εδώ και πολύ καιρό μες στην άμμο της Παλαιστίνης τα κονιορτοποιημένα οστά των σταυροφόρων. Όταν επισκέφτηκα τον πλάτανο του Γοδεφρείδου του Βουιλώνιου ή του Ραούλ, ένας ξεζεμένος αραμπάς είχε σταθμεύσει κάτω από τα κλαδιά. Τα βόδια, απελευθερωμένα από το ζυγό, είχαν γονατίσει στο χορτάρι και μηρύκαζαν το φαΐ τους σοβαρά με ύφος γαλήνιας αγαλλίασης, τινάζοντας πότε πότε τις κλωστές του ασημένιου σάλιου στη μαύρη μουσούδα τους. Οι οδηγοί τους μαγείρευαν το λιτό φαγητό τους μέσα σε μια από τις χαραμάδες του δέντρου, ένα είδος φυσικού τζακιού με εστία φτιαγμένη από δυο πέτρες: ήταν ένας μαγευτικός πίνακας, με συγκροτημένη σύνθεση. Είχα την επιθυμία να πάω ν' αναζητήσω τον Τεοντόρ Φρερ στο εργαστήρι του στο Μπουγιούκ Ντερέ για να τους ζωγραφίσει με δυο τρεις πινελιές· αλλά ο αραμπάς θα είχε φύγει, ή η αχτίδα που φώτιζε τόσο γραφικά τη σκηνή θα είχε σβήσει πριν φτάσει ο καλλιτέχνης. Άλλωστε, ο Φρερ έχει στο αρχείο του άπειρες ανάλογες σκηνές που αναπαράγονται συχνά στην ανατολίτικη ζωή. Ο Καρλομάγνος ήταν αγκυροβολημένος στα Θεραπειά, απέναντι από την πρεσβεία της Γαλλίας, που έκανε μια γιορτή προς τιμήν των ναυτών. Βάρκες πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα από το καράβι στην ξηρά, αποβιβάζοντας το πλήρωμα, σχεδόν χίλιους διακόσιους άντρες, από τους οποίους έμειναν στο πλοίο μόνο οι αναντικατάστατοι φύλακες· ατέλειωτα τραπέζια είχαν στρωθεί κάτω από τα ψηλά δέντρα, μες στους κήπους της πρεσβείας· και, πάνω στο δώμα, οι καλλιτέχνες του Καρλομάγνου είχαν στήσει ένα θέατρο με ναυτικές σημαίες και καραβόπανα και είχαν ζωγραφίσει με νερομπογιές στο αέτωμα έναν όμορφο αετό που έπαλλε τα φτερά του πάνω από τα εμβλήματα του πολέμου και του ναυτικού. Οι ναυτικοί ξέρουν να κάνουν τα πάντα: είχαν στήσει το θέατρο και έπαιζαν κωμειδύλλια σαν επαγγελματίες ηθοποιοί· ο Αρνάλ δεν είναι πιο αστείος στα

326

Περασμένα μεσάνυχτα 89 από τον μούτσο που έπαιζε αυτό το ρόλο στα Θεραπειά. Στο άλλο κωμειδύλλιο, ο τίτλος του οποίου μου διαφεύγει, αμούστακα ναυτάκια ή φρεσκοξυρισμένοι ναύτες έπαιζαν τους γυναικείους ρόλους, όπως στο αρχαίο θέατρο: τα ψεύτικα καμώματα και οι ξανθές περούκες, τα απαραίτητα συμπληρωματικά θέλγητρα που θα είχαν διεγείρει τη λαγνεία του Σγαναρέλου, οι αρρενωπές στάσεις που έπαιρναν ασυναίσθητα μαζί με τις ναζιάρικες πόζες τους, τα άγαρμπα βήματά τους που πεδικλώνονταν μες στις φούστες, οι εναλλασσόμενες τσιριχτές και βαρύτονες φωνές τους, τα πρόσωπά τους που ήταν ψημένα από τον ήλιο όλων των τόπων, και τα εξεζητημένα σκουφιά τους με τις σφηκοφωλιές από τούλι, προκαλούσαν την πιο παράδοξα κωμική εντύπωση που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί, Πεθαίναμε στα γέλια. Το κοινό απαρτιζόταν από το προσωπικό της πρεσβείας, ακόλουθους άλλων διπλωματικών αποστολών, τραπεζίτες, μεγαλέμπορους και εξέχουσες προσωπικότητες του Πέραν· οι γυναίκες ήταν λουσαρισμένες όπως σε μια παράσταση του Τεάτρ-Ιταλιέν, και οι όμορφες τουαλέτες τους φάνταζαν μαγευτικά στο ζωηρό φως του ήλιου. Μετά την παράσταση παρατέθηκε το γεύμα, ένα γιγαντιαίο φαγοπότι, ένα εκπληκτικό γαργαντουικό τσιμπούσι, ένα κολοσσιαίο γαμήλιο συμπόσιο σαν του Γκαμάτσε, από κοινού δημιουργία του αρχιμάγειρα της πρεσβείας και του μάγειρα του Καρλομάγνου, με τη βοήθεια μιας στρατιάς από Τούρκους, Αρμένιους, Έλληνες, Εβραίους, Ιταλούς και Μασσαλιώτες παραμαγείρους. Το απόβραδο, οι περιχαρείς συνδαιτυμόνες σεργιάνιζαν στην αποβάθρα των Θεραπειών σε μικρές παρέες δέκα ή δώδεκα φίλων, χορεύοντας άγνωστα κατσούτσας, πιο κορδωμένοι από την Πέτρα Καμάρα90, και τραγουδώντας τραγούδια που αναμφίβολα δε θα καταχωριστούν στην ανθολογία δημοτικών τραγουδιών της Γαλλίας, κι ας μην τους λείπει μια ιδιαίτερη ποιητικότητα και μια εντελώς απροσδόκητη πρωτοτυπία. Ο καιρός ήταν θαυμάσιος, και αποφάσισα να επιστρέψω το ίδιο βράδυ στην Κωνσταντινούπολη, μέσα σ' ένα καΐκι με δυο ζευγάρια κουπιά που το χειραγωγούσαν δυο ρωμαλέοι Αρναούτηδες με ξυρισμένους κροτάφους και μάγουλα, και με μοναδικό τρίχωμα ένα μακρύ ξανθό μουστάκι. Αν και ήταν περασμένες δέκα όταν έφυγα,

327

έβλεπε κανείς τέλεια και βέβαια πιο καθαρά απ' ό,τι στο Λονδίνο μες στο καταμεσήμερο· δεν ήταν νύχτα, αλλά μάλλον μια γαλαζωπη μέρα με άπειρη γλύκα και διαφάνεια· βολεύτηκα στην πρύμνη έτσι ώστε να μην ταλαντεύομαι, με το πανωφόρι μου κουμπωμένο ως το λαιμό, γιατί η δροσιά έπεφτε σε λεπτές ασημένιες ψιχάλες, σαν τα νυχτερινά δάκρυα των άστρων, και το βάθος της βάρκας ήταν όλο μουσκεμένο. Οι Αρναούτηδες είχαν ρίξει ένα σακάκι πάνω στο πουκάμισό τους από ριγωτή γάζα, και αρχίσαμε τον κατάπλου. Το καΐκι, με τη βοήθεια του ρεύματος και ωθούμενο από τέσσερα στιβαρά μπράτσα, έσκιζε σχεδόν το ίδιο γρήγορα μ' ένα ατμόπλοιο το νερό που τρεμούλιαζε κι έλαμπε από άπειρα φωτεινά κεντίδια· οι λόφοι και τα ακρωτήρια της όχθης έριχναν μεγάλες βιολετιές σκιές που διαγράφονταν πάνω στο ζωηρό ασημί των κυμάτων, και οι σιλουέτες των αγκυροβολημένων πλοίων έμοιαζαν με περιγράμματα από μαύρο χαρτί, με τις κεραίες σε συστολή και τα καραβόσκοινα μαζεμένα. Αραιά και πού έλαμπαν κάποια φώτα, στα καταστρώματα των σκαφών ή στα παράθυρα των παράκτιων χωριών. Ο μόνος θόρυβος που ακουγόταν ήταν η ρυθμική ανάσα των καϊκτσήδων, ο κανονικός ρυθμός των κουπιών, ο παφλασμός του νερού και τα μακρινά αλυχτίσματα κάποιων ξάγρυπνων σκυλιών. Πότε πότε μια βολίδα έσκιζε τον ουρανό και έσβηνε σαν πυροτεχνική βόμβα. Ο γαλαξίας ξετύλιγε την ασπριδερή ζώνη του με μια λάμψη και μια διαύγεια άγνωστες στις δικές μας ομιχλώδεις νύχτες του βορρά· ακόμα και μες στο φωτοστέφανο της σελήνης, τα αστέρια έλαμπαν. Ήταν ένα θαύμα ήρεμης μεγαλοπρέπειας και γαλήνιας λαμπρότητας. Ατενίζοντας αυτό το θόλο από λαζουρίτη με τις χρυσές φλέβες, αναρωτιόμουν: γιατί τάχα είναι τόσο λαμπρός ο ουρανός όταν η γη αποκοιμιέται, και γιατί τα άστρα ξυπνούν μόνο την ώρα που τα βλέφαρα κλείνουν; Κανείς δε βλέπει αυτή την ονειρική φωτοχυσία· ανάβει μονάχα για τα νυκταλωπικά μάτια της κουκουβάγιας, της νυχτερίδας και της γάτας. Τόσο πολύ τάχα περιφρονεί ο θείος διακοσμητής τον κόσμο, ώστε να φανερώνει τους πιο όμορφους πίνακές του μόνο αφού οι θεατές έχουν κοιμηθεί; Αυτό δε θα ήταν και τόσο κολακευτικό για την ανθρώπινη αλαζονεία· αλλά η γη δεν είναι παρά ένα αδιόρατο σημείο, ένας σπόρος σιναπιού χαμένος μες

328

στο άπειρο, και, όπως λέει ο Βίκτωρ Ουγκό: η φυσική κατάσταση του ουρανού είναι η νύχτα. Η ώρα σήμαινε μία όταν η βάρκα μου άραξε στον Τοπχανέ. Άναψα το φανάρι μου· και, ανηφορίζοντας από τους έρημους δρόμους προσέχοντας ταυτόχρονα να μην πατήσω τις αγέλες των αποκοιμισμένων σκυλιών που βογγούσαν ελαφρά στο πέρασμά μου, επέστρεψα στο κατάλυμά μου στο νεκροταφείο του Πέραν, αποκαμωμένος αλλά καταγοητευμένος. Την επομένη, συνεχίζοντας τους περιπάτους μου, πήγα στα Γλυκέα Ύδατα της Ευρώπης, στο βάθος του Κεράτιου Κόλπου. Δρασκελίζοντας τις τρεις λεμβόζευκτες γέφυρες, εκ τών οποίων η τελευταία, που ολοκληρώθηκε πολύ πρόσφατα, κατασκευάστηκε με έξοδα ενός πλούσιου Αρμένιου, περπάτησα πλάι στις κλίνες του ταρσανά και κάτω από το ναύσταθμο, όπου τα σκαριά των καραβιών ήταν όμοια με σκελετούς φυσητήρα και φάλαινας· προχώρησα ανάμεσα στο Εγιούπ και το Πιμ Πασά, και γρήγορα βγήκα στο αρχιπέλαγος των χαμηλών και επίπεδων νησίδων που διαιρούν την εκβολή του Κίδαρη και του Βαρβύση, οι οποίοι σμίγουν λίγο πριν χυθούν στη θάλασσα. Τα τουρκικά ονόματα που αντικατέστησαν τις αρμονικές ονομασίες τους είναι Σου Κιαγιτχανά και Αλημπέικιοϊ. Ερωδιοί και πελαργοί, με το ράμφος χωμένο στη γούσα τους και το ένα ποδαράκι διπλωμένο κάτω από την κοιλιά, σε κοιτάζουν να περνάς με φιλικό ύφος· τα θαλασσοπούλια σε ακραγγίζουν με το φτερό τους, και ο ικτίνος διαγράφει κύκλους πάνω από το κεφάλι σου. Όσο προχωράει κανείς, η οχλοβοή της Κωνσταντινούπολης σβήνει, η μοναξιά μεγαλώνει, η εξοχή διαδέχεται σιγά σιγά την πόλη. Κανείς δε διαβαίνει τις χαριτωμένες κινεζικές γεφυρούλες που δρασκελίζουν τον Βαρβύση, τον οποίο θα περνούσε κανείς για ένα από εκείνα τα τεχνητά ποτάμια τών αγγλικών κήπων. Τα Γλυκέα Ύδατα της Ευρώπης είναι πιο πολυσύχναστα το χειμώνα. Ο σουλτάνος διαθέτει εκεί ένα κιόσκι με νερά και τεχνητούς καταρράχτες που τρέχουν γύρω από περίπτερα χαριτωμένης τουρκικής τεχνοτροπίας. Το ενδιαίτημα αυτό χτίστηκε από τον

329

Μαχμούτ· επειδή, όμως, είναι σχεδόν πάντα ακατοίκητο και δεν το επισκευάζουν ποτέ, το φθείρει η εγκατάλειψη και έχει αρχίσει ήδη να ρημάζει. Το κανάλι γίνεται τέλμα, το νερό διαρρέει μέσα από τα πέτρινα φράγματα, και τα παράσιτα γίνονται ένα με τα ανάγλυφα αραβουργήματα. Λένε ότι ο Μαχμούτ, που είχε χτίσει τούτη τη θελκτική φωλιά για μια λατρεμένη οδαλίσκη, δε θέλησε να ξαναγυρίσει εδώ όταν ένας πρόωρος θάνατος άρπαξε την κοπέλα. Από τότε, ένα πέπλο μελαγχολίας μοιάζει να πλανιέται πάνω από το έρημο παλάτι το χωμένο μέσα σε ογκώδεις φτελιές, μελίες, καρυδιές, συκομουριές και πλατάνια, που θέλουν θαρρείς να το κρύψουν από τα μάτια του ταξιδιώτη, σαν τα πυκνά δέντρα γύρω από το κάστρο της Πεντάμορφης στο κοιμισμένο δάσος, και οι ψηλές κλαίουσες ιτιές τινάζουν θλιμμένα μες στο νερό τα δάκρυα της φυλλωσιάς τους. Εκείνη τη μέρα δεν υπήρχε εκεί ψυχή, και όμως ο περίπατος ήταν πολύ ευχάριστος· και, αφού περιπλανήθηκα λίγη ώρα κάτω από τα μοναχικά απόσκια, στάθηκα σ' ένα καφενεδάκι για να φάω γιαούρτι, (πηγμένο γάλα) μ' ένα κομμάτι ψωμί, πενιχρό γεύμα που τραβούσε πολύ η όρεξή μου, έχοντας ανοίξει από τον καθαρό αέρα της θάλασσας. Αντί να επιστρέψω με καΐκι, μίσθωσα ένα από τα άλογα που σταθμεύουν στις γωνιές κάθε πλατείας, ανηφόρισα από το Πιμ Πασά, το Χάσκιοϊ και το Κασίμ Πασά ως τον Άγιο Δημήτριο, το ελληνικό χωριό, κοντά στο μεγάλο νεκροταφείο του Πέραν, και, ακολουθώντας κάποιες απέραντες γυμνές εκτάσεις, έφτασα στο Οκ Μεϊντάν, που έμοιαζε από μακριά με κοιμητήριο, με τις αναρίθμητες μικρές μαρμάρινες κατακόρυφες στήλες του. Είναι η περιοχή όπου άλλοτε οι σουλτάνοι έπαιζαν το τζιρίτ, και τούτα τα μικρά μνημεία είναι εδώ για να διαιωνίζουν την ανάμνηση των εξαίρετων βολών και για να μετρούν την εμβέλειά τους. Είναι εξάλλου πολύ απλά, έχοντας για μοναδικό στολίδι τους μια επιγραφή με τουρκικά γράμματα, και μερικές φορές ένα αστέρι από επίχρυσο χαλκό στην κορυφή τους. Το τζιρίτ έχει πέσει σε αχρηστία και οι πιο μοντέρνες στήλες εδώ είναι ήδη αρκετά παλιές. Τα παλιά έθιμα χάνονται και σύντομα θα είναι πια μόνο αναμνήσεις.

330

Είχαν περάσει ήδη εβδομήντα δύο ημέρες που περιπλανιόμουν στην Κωνσταντινούπολη, και γνώριζα και τις πιο απόκρυφες γωνιές της. Μικρό διάστημα, το δίχως άλλο, για να μελετήσει κανείς το χαρακτήρα και τα ήθη ενός λαού, αλλά αρκετό για ν' αδράξει τη γραφική φυσιογνωμία μιας πόλης, και αυτός ήταν ο μοναδικός σκοπός του ταξιδιού μου. Η ζωή είναι ερμητικά περιτοιχισμένη στην Ανατολή, οι θρησκευτικές προκαταλήψεις και οι συνήθειες την κάνουν απροσπέλαστη. Η γλώσσα παραμένει δύσχρηστη, εκτός αν τη μελετήσεις εφτά οχτώ χρόνια· αρκείται λοιπόν κανείς υποχρεωτικά στο εξωτερικό πανόραμα. Αν παρέτεινα την παραμονή μου κατά λίγες εβδομάδες δε θα είχα μάθει περισσότερα, και εξάλλου είχα αρχίσει να διψώ για πίνακες, αγάλματα και έργα τέχνης. Το αιώνιο καρναβάλι των δρόμων είχε αρχίσει να με κουράζει. Αρκετά πια με τα πέπλα, ήθελα να δω πρόσωπα. Το μυστήριο των πέπλων, που στην αρχή ερεθίζει τη φαντασία, γίνεται κουραστικό με τον καιρό, όταν καταλάβεις ότι δεν υπάρχει ελπίδα να το αποκρυπτογραφήσεις. Γρήγορα παραιτείσαι, ρίχνεις πια μόνο μια αφηρημένη ματιά στα φαντάσματα που παρελαύνουν πλάι σου και η πλήξη σε πιάνει πιο γρήγορα όσο καταλαβαίνεις ότι η φραγκική κοινωνία του Πέραν, αποτελούμενη από πολύ αξιοσέβαστους μεγαλέμπορους αναμφίβολα, δεν ψυχαγωγεί έναν ποιητή. Έτσι πήγα να κλείσω την καμπίνα μου στο αυστριακό πλοίο Ιμπερατόρε, για να πάω στην Αθήνα μέσω Σύρας, να επισκεφτώ την Κόρινθο, τον κόλπο του Λεπάντε, την Πάτρα, την Κέρκυρα, τα όρη της Χειμάρρας, και να φτάσω στην Τεργέστη παραπλέοντας της ακτές της Αδριατικής. Έβλεπα ήδη να λαμπυρίζει σαν σε όνειρο πάνω στο βράχο της Ακρόπολης η λευκή κιονοστοιχία του Παρθενώνα με τις κυανές χαραμάδες του, και οι μιναρέδες της Αγίας Σοφίας δε μου προκαλούσαν πια καμία ευχαρίστηση. Το πνεύμα μου, στραμμένο προς έναν άλλο σκοπό, δεν εντυπωσιαζόταν από τα αντικείμενα που το περιστοίχιζαν. Έφυγα, και, μολονότι ήμουν ευτυχής για την αναχώρηση, κοίταξα μια τελευταία φορά την Κωνσταντινούπολη να σβήνει στον ορίζοντα, μ' αυτή την ακαθόριστη μελαγχολία που σου σφίγγει την καρδιά όταν αφήνεις μια πόλη που ίσως δε θα ξαναδείς

331

ποτέ πια.

332

ΓΛΩΣΣΑΡΙ άσπρο: τουρκικό νόμισμα μικρής αξίας αφρίτης: κακοποιό πνεύμα βαλιντέ: η βασιλομήτωρ γκανδουρά: φαρδύ πανωφόρι από ανάλαφρο ύφασμα, χωρίς μανίκια δολαμάς: μακρύς επενδύτης με στενά μανίκια κουμπωμένα στον καρπό ιτς ογλάν: νεαροί ακόλουθοι του σεραγιού καντίν: ημιεπίσημες σύζυγοι που έπαιρναν αυτό τον τίτλο μόλις αποκτούσαν γιο καπιτάν πασάς: ο αρχηγός του Ναυτικού καπιτζί μπασή: αρχηγός των θυρωρών καπού αγασή: αρχηγός των λευκών ευνούχων κιζλάρ αγασή: αρχηγός των μαύρων ευνούχων μαμπεγιντζήδες: θαλαμηπόλοι μίραμπ: χώρος στο εσωτερικό ενός τζαμιού που χρησιμεύει για να υποδεικνύει την κατεύθυνση της Μέκκας μουσίρ: στρατάρχης μουχαριαμπές: καφασωτό μπροστά από παράθυρο μπαλτατζής: αξιωματούχος επιφορτισμένος με τη φύλαξη του

333

χαρεμιού και των πριγκίπων μπεσλίκ: τουρκικό νόμισμα μποσταντζήδες: φύλακες του σουλτάνου ονταλίκ: τμήμα του σπιτιού όπου βρίσκονται τα διαμερίσματα των γυναικών ουλεμάς: γνώστης του ιερού νόμου, ιεροδικαστής πεγίκ: πεζός ταχυδρόμος ρεμπάπα: βιολί με δύο χορδές ρεμπέκα: βιολί με τρεις χορδές σακάς: νερουλάς σεΐζης: ιπποκόμος Σεΐχ-ουλ-ισλάμ:η ανώτατη θρησκευτική αρχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σελαμλίκ: τμήμα του σπιτιού όπου βρίσκονται τα διαμερίσματα των αντρών σερασκέρης: ο αρχηγός του Στρατού σιλιχτάρ: αυτός που φέρει τα όπλα ενός υψηλά ιστάμενου προσώπου σουλάκης: υπάλληλος επιφορτισμένος τουρμπανιών του σουλτάνου σούρα (ή σουράτ): εδάφιο του Κορανίου

334

με

τη

φύλαξη

των

σουρμέ: βαφή για τα βλέφαρα και τις βλεφαρίδες ταλίκα: ελαφριά τετράτροχη άμαξα τελάκης: υπηρέτης των δημόσιων λουτρών τζιρίτ: ακόντιο το οποίο οι συναγωνιζόμενοι, τρέχοντας έφιπποι, πετούν και πιάνουν στον αέρα τουρμπέ: μαυσωλείο τσελεμπής: δανδής τσουχαντάρ: αρχηγός των ακολούθων χαμπάρα: γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού χασεκί: ευνοούμενες του σουλτάνου οι οποίες του είχαν χαρίσει παιδί

335

ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΓΚΩΤΙΕ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ 1811 Γέννηση του Ζυλ Πιερ Τεοφίλ Γκωτιέ στην Ταρμπ. 1820 Γνωρίζει και γίνεται φίλος με τον μετέπειτα γνωστό ποιητή Ζεράρ ντε Νερβάλ στο Κολέγιο του Καρλομάγνου. 1829 Σπουδάζει ζωγραφική στο Παρίσι και γράφεται στο εργαστήριο του Ριού. Παράλληλα συνδέεται με τη σχολή του Ρομαντισμού, της οποίας γίνεται ένας εκκεντρικός εκφραστής. 1830 Στην πρώτη παράσταση του Ερνάνη στην Κομεντί-Φρανσαίζ διαδηλώνει την ένθερμη υποστήριξή του για τον Βίκτορα Ουγκό και ξεχωρίζει ως ο άνθρωπος με το κόκκινο γιλέκο. Εγκαταλείπει τη ζωγραφική και αφοσιώνεται στη λογοτεχνία. Αναδεικνύεται ηγέτης μιας ομάδας νεαρών ποιητών. Ο Αλβέρτος του (Albertus, 1833) ξεσηκώνει τον ενθουσιασμό τους. Τον ίδιο χρόνο όμως θα σατιρίσει τις ακρότητές τους στο βιβλίο του Νέοι-Γαλλία (Les Jeunes-France). 1831 Θαυμαστής του Χόφμαν, κάνει το ντεμπούτο του με την Καφετιέρα στο φανταστικό διήγημα, είδος που θα καλλιεργήσει σε όλη τοιι σταδιοδρομία ( Το πόδι της μούμιας. Η νεκρή ερωμένη. Αβατάρ. Το κακό μάτι). 1835 Εκδίδεται το πρώτο του μυθιστόρημα Δεσποινίς ντε Μωπέν (Mademoiselle de Maupin). Στον πρόλογο αναπτύσσει τη θεωρία του

336

«η τέχνη για την τέχνη» και αποκηρύσσει την κοσμοθεωρία των Ρομαντικών. 1836 Η νεκρή ερωμένη (La Morte amoureuse). Ταξίδι στο Βέλγιο μαζί με τον Νερβάλ. 1838 Η πίπα τον οπίου (La Pipe d'opium), H κωμωδία του θανάτου (La Comédie de la mort), ποιήματα ρομαντικά και μακάβρια όπου σατιρίζει και πάλι τις εκκεντρικότητες του παλιού του κύκλου. Γράφει τον Καπετάν-Φρακάς (Capitaine Fracasse) που εκδίδεται όμως το 1863. Αρχίζει, για βιοποριστικούς λόγους, να συνεργάζεται ως δημοσιογράφος με διάφορες εφημερίδες και περιοδικά (Ο Τύπος,. Ο Παγκόσμιος Μηνύτορας, Η Επιθεώρηση των Παρισίων, Ο Καλλιτέχνης κ.ά.). Διαπρέπει ως τεχνοκριτικός και γράφει πάνω από 2000 επιφυλλίδες για το θέατρο, το χορό και τα εικαστικά δρώμενα της εποχής του. Από τη δημοσιογραφική δουλειά του συντηρούσε τις δυο ερωμένες του, τα τρία παιδιά του και τις δυο αδελφές του. 1840 Ταξίδι στην Ισπανία. Ερωτεύεται παράφορα τη χορεύτρια Καρλότα Γκρίζι, Από το ταξίδι αυτό εμπνέεται το Ανάμεσα στα βουνά (Tra los montes, 1843) και την ποιητική του συλλογή Ισπανία (Espana, 1845). Το Ταξίδι στην Ισπανία (Voyage en Espagne) δημοσιεύεται στον Τύπο. 1842 Του απονέμεται ο τίτλος του Ιππότη της Λεγεώνας της Τιμής. Ταξίδι στην Αγγλία. 1845 Ταξίδι στην Αλγερία. Εμπειρίες από όπιο και χασίς.

337

1840 Ταξίδι στη βόρεια Γερμανία, το Ρότερνταμ, το Λονδίνο. Ο Τύπος τον στέλνει στην Ισπανία με αφορμή το γάμο της Ισαβέλας Β'. Το Ταξίδι στην Ισπανία δημοσιεύεται σε συνέχειες στο Μουσείο των οικογενειών. 1847-1851 Ταξίδι στην Αγγλία, τις Κάτω Χώρες, το Βέλγιο, την Ισπανία και την Ιταλία. Έκδοση του Ταξίδι στην Ανατολή (Voyage en Orient) του Νερβάλ. Δημοσιεύεται η Ιταλία (Italia) στον Τύπο. 1852 Άφιξη στην Κωνσταντινούπολη στις 22 Ιουνίου όπου θα παραμείνει ως τις 28 Αυγούστου. Επιστρέφοντας στο Παρίσι θα κάνει στάσεις στην Αθήνα, την Κέρκυρα και τη Βενετία. Έκδοση της σημαντικότερης ποιητικής συλλογής του Σμάλτα και καμέες (Émaux et Camées) που έγραψε με βάση μια τεχνική που διαμόρφωσε ο ίδιος, τη λεγόμενη μεταφορά τέχνης (transposition d'art), την ακριβή δηλαδή καταγραφή των εντυπώσεών του από έναν πίνακα ή άλλο έργο τέχνης. Οι νέες ποιητικές τάσεις που εκφράζονται σ' αυτή τη συλλογή τον κάνουν ιδρυτή κατά κάποιο τρόπο του Παρνασσισμού και δάσκαλο μιας νέας γενιάς ποιητών, με πιο ένθερμο οπαδό τον Μπωντλαίρ, που θα του αφιερώσει αργότερα τη συλλογή του Άνθη του κακού. 1853 Το Ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη δημοσιεύεται στον Τύπο. Η εκδρομή στην Ελλάδα (L'Excursion en Gréce) στον Παγκόσμιο Μηνύτορα. 1854

338

Ταξίδι στη Γερμανία. 1856 Γίνεται αρχισυντάκτης του περιοδικού Ο καλλιτέχνης. Οι Καλές Τέχνες στην Ευρώπη ( Les Beaux Arts en Europe). H σύγχρονη τέχνη (L'Art moderne). 1858 Ταξίδι-αστραπή στην Ελβετία, τη Γερμανία, τις Κάτω Χώρες και το Βέλγιο. Ταξίδι στη Ρωσία από το οποίο θα γράψει αργότερα τις εντυπώσεις του. Το μυθιστόρημα της μούμιας (Roman de la momie). 1861 Δεύτερο ταξίδι στη Ρωσία. Ο Καπετάν-Φρακάς δημοσιεύεται σε συνέχειες. Το αλφαβητάρι του Σαλόν (L'Abécédaire du Salon). 1862-1867 Ταξίδια στην Αλγερία. Ισπανία, Ελβετία. Γενεύη και Ιταλία. 1869 Ταξίδι στην Αίγυπτο για να παραβρεθεί στα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ. 1870-1871 Ταξίδια στη Γενεύη και τις Βρυξέλλες. 1872 Οριστική έκδοση του Σμάλτα και καμέες. Η ιστορία του Ρομαντισμού (L'Histoire du romantisme). Θάνατος του Γκωτιέ στο Νεϊγύ-συρ-Σεν.

339

1

Εκτός από τον Εμίλ Λουμπόν (1809-1863), αναφέρονται στη συνέχεια τα ονόματα των Αλεξάντρ-Γκαμπριέλ Ντεκάμ (1803-1860), Ζερμαίν-Φαμπιούς Μπρεστ (1823-1900), Ευγένιου Λαζιέ (1817-1892), Φρεντερίκ Ανρί Σοπέν (1804-1880). Φρανσουά Ρεϋνώ (1825-1909), Λουί-Γκαμπριέλ-Ευγένιου Ιζαμπέ (1803-1886), Ζαν-Μπατίστ-Ανρί Ντυράν-Μπραζέ (1814-1879), Τεοντόρ Γκυντέν (1802-1880), Αντόν Μελμπυ (1818-1875). Πωλ-Λουί Μπουιγιόν-Λανταί (1828), Ζυλ Εντουάρ ντε Μαζύ (1827-1878) και Τζουζέπε Παλίτσι (1812-1888): ζωγράφοι του 19ου αιώνα, κυρίως τοπιογράφοι ή θαλασσογράφοι, με θεματολογία εμπνευσμένη ενίοτε από την Ανατολή. Ο Γκωτιέ τους είχε αφιερώσει κατά καιρούς διάφορες τεχνοκριτικές του με αφορμή κυρίως τις εκθέσεις τους στο Σαλόν. 2

Ζοζέφ Μερύ (1797-1865): πολυγραφότατος Γάλλος συγγραφέας από τη Μασσαλία, στην οποία είχε αφιερώσει πολλά κείμενά του. 3

Σαρλ Ογκέ (1821-1870): Γάλλος τοπιογράφος, γνωστός με την προσωνυμία που του αποδίδει και ο Γκωτιέ.

4

Φρέντερικ Κάβεντις (1729-1803): Άγγλος στρατιωτικός που είχε ορκιστεί, μαζί με δυο άλλους νεαρούς αξιωματικούς, να μην παντρευτεί προτού κατακτηθεί η Γαλλία. 5

Η faldetta είναι η εθνική στολή των γυναικών της Μάλτας που ο Γκωτιέ περιγράφει στο επόμενο κεφάλαιο.

6

Πρόκειται για το έργο του Πιερ Σομπρέ Επίτομο λεξικό του μύθου (1727), που γνώρισε τακτικές επανεκδόσεις σε όλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα. 7

Αναφέρεται στην κρεμάλα με το κουφάρι που υποστηρίζει ότι είδε ο Νερβάλ (στο έργο του Ταξίδι στην Ανατολή, 1851) περνώντας από τα Κύθηρα στα οποία, σημειωτέον, δεν πάτησε ποτέ το πόδι του. 8

Έμμετρο ανατολίτικο παραμύθι του Αλφρέ ντε Μυσέ (1833).

340

9

Πρόκειται για ένα παλιό, διάσημο καφενείο του Παρισιού όπου σύχναζαν μποέμ καλλιτέχνες. 10

Άντονυ βαν Λέβενχοκ (1632-1723): Ολλανδός φυσιοδίφης, διάσημος για τις εργασίες του περί φυσιολογίας και ανατομίας. Γιαν Σβάμερνταμ (16371680): Ολλανδός λόγιος που έχει γράψει μια Γενική ιστορία των εντόμων (1682). 11

Το Νιζάμ-ι-τζεντίτ (η νέα οργάνωση) είναι μια μεταρρύθμιση που αφορούσε τον τουρκικό στρατό: την αρχή έκανε ο σουλτάνος Σελίμ Γ' δημιουργώντας το 1794 ένα νέο σώμα πεζικού, που εκπαιδευόταν σύμφωνα με ευρωπαϊκά πρότυπα από Γάλλους, Άγγλους και Γερμανούς αξιωματικούς. Η μεταρρύθμιση αυτή, που επί Μαχμούτ Β' (1808-1839) και Αμπντούλ-Μετζίτ (1839-1861). επεκτάθηκε σταδιακά και σε άλλους τομείς της κοινωνίας, επέβαλε και τον εξευρωπαϊσμό της παραδοσιακής αμφίεσης των Τούρκων. 12

Ο Βαγιαζίτ (1627) του Ρακίνα, που εκτυλίσσεται στην Κωνσταντινούπολη.

13

Νήσοι Υέρ: μικρό παράκτιο αρχιπέλαγος στη Μεσόγειο, κοντά στην Τουλόν. 14

Ο καρδινάλιος Μετζοφάντι (1771-1848). Ιταλός φιλόλογος, ήταν ένας διάσημος πολύγλωσσος. 15

Copa (Η κόρη του πανδοχείου) είναι ένα ποίημα που αποδίδεται στον Βιργίλιο, στο οποίο μια νεαρή σκλάβα (Syrisca), καθισμένη μπροστά στην πόρτα ενός πανδοχείου, προσκαλεί με το τραγούδι της τους ταξιδιώτες να ξεκουραστούν. 16

Για τη σφαγή των γενίτσαρων, βλ. σελ. 298-300.

17

Το Τεάτρ ντε Φυναμπύλ (Θέατρο των Σχοινοβατών), έδινε παραστάσεις παντομίμας και μαριονέτας, και από το 1830 έπαιζε κωμειδύλλια. 18

Ποίημα του Άγγλου ποιητή Έντουαρντ Γιανγκ (1683-1765), εμπνευσμένο από το θάνατο της γυναίκας του, που αναφέρεται στο χρόνο και την οδύνη με φόντο τους τάφους και τα ερέβη.

341

19

Ο Τζιάκομο Μπαρότσιο, γνωστός ως Βινιόλα (1505-1573), θεωρείται θεμελιωτής της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Το έργο του,Πραγματεία περί της προοπτικής, (1563) θεωρείται κλασικό. 20

Γουσταύος Γ' ή ο χορός μεταμφιεσμένων (1833), όπερα του Ωμπέρ με υπερπολυτελή κοστούμια και σκηνικά. 21

Το Schah-Nameh ή Βιβλίο των Βασιλέων (11ος αι. μ.Χ.) είναι μια περσική εποποιία 120.000 στίχων του ποιητή Φιρντουσί. Αναφέρεται στην ιστορία της Περσίας από καταβολής κόσμου. 22

Ωγκύστ Ραφέ (1804-1860), ζωγράφος μαχών, χαράκτης, σχεδιαστής και λιθογράφος, που διέμεινε το 1837 στην Κωνσταντινούπολη.

23

Σαλβατόρε Ρόζα (1615-1673), Ιταλός ζωγράφος, γνωστός για τις πολεμικές σκηνές που απεικόνισε. Θεωρείται πρόδρομος της ρομαντικής τοπιογραφίας. Αντριέν Γκινιέ (1816-1854), ζωγράφος που πρωτοεμφανίστηκε στο Σαλόν το 1848 με τον πίνακα Φυγή στην Αίγυπτο που εγκωμίασε ο Γκωτιέ.

24

Περί: νεράιδα της αραβοπερσικής μυθολογίας.

25

Ο Πωλ Νικέ είχε ένα καμπαρέ κοντά στις Αλ του Παρισιού που έμενε ανοιχτό όλη νύχτα και ήταν τόπος συνάντησης των αλητόβιων και των μέθυσων της πόλης. 26

Αμεντέ ντε Νοέ, γνωστός ως Σαμ (1819-1879), διάσημος καρικατουρίστας.

27

Τεοντόρ Φρερ (1814-1848), Κωνσταντινούπολη από το 1851.

ζωγράφος

που

διέμενε

στην

28

Ο Αντουάν-Λουί Μπαρύ (1796-1875) είχε πραγματοποιήσει αναρίθμητα γλυπτά ζώων και είχε αναπαραστήσει διάφορα λιοντάρια τόσο στη γλυπτική όσο και στη ζωγραφική. 29

Ο Αλφόνς Τουσενέλ (1803-1885) είναι συγγραφέας του έργου Το πνεύμα των ζώων: ο κόσμος των πουλιών, ορνιθολογία πάθους.

342

30

Παλιά ονομασία του ατμόπλοιου, σε αντιδιαστολή με τα ιστιοφόρα και τα κωπήλατα σκάφη. 31

Ο Φρομάν Μερίς (1802-1855) είχε τη φήμη του πιο επιδέξιου χρυσοχόου του 19ου αιώνα. Ο Αντουάν Βεχτ (1799-1868) ήταν επίσης ένας διάσημος Γάλλος χρυσοχόος και γλύπτης. Ο Μπενβενούτο Τσελίνι (1500-1570), περίφημος Ιταλός χρυσοχόος, ήταν γνωστός και ως χαράκτης, γλύπτης και αρχιτέκτονας. 32

Ο Φρανς Σνάιντερς (1579-1657) θεωρείται, μαζί με το δάσκαλό του τον Ρούμπενς, ένας από τους δημιουργούς της ζωγραφικής ζώων. 33

Ο Καμαραλζαμάν (ο Γκωτιέ αντιστρέφει δυο συλλαβές) είναι ένας πρίγκιπας από τις Χίλιες και μια νύχτες. Η Μπαντρουλμπουντούρ είναι η αγαπημένη πριγκίπισσα του Αλαντίν. 34

Μαχαμπαράτα: Η σπουδαιότερη εποποιία των ινδουιστών (120.000 στίχοι). 35

Χούκα: λέξη αραβικής καταγωγής που σημαίνει σωλήνας. Είναι είδος ναργιλέ. 36

Η Ροδόπη ήταν μια διάσημη Ελληνίδα εταίρα του 6ου αι. π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, ένας αετός της έκλεψε το σανδάλι και το απόθεσε πάνω στα γόνατα ενός βασιλιά της Αιγύπτου. Εκείνος, γοητευμένος από το σχήμα του παπουτσιού, βρήκε την ιδιοκτήτριά του και την παντρεύτηκε. 37

«Μαμαμούχος» είναι ο (ανύπαρκτος) τίτλος που απονεμήθηκε στον Ζουρνταίν κατά την τελετή της χειροτόνησής του στον Αρχοντοχωριάτη. 38

Ο Αμπντούλ-Μετζίτ Α' (1823-1861) ήταν σουλτάνος την εποχή που επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη ο Γκωτιέ. Διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του Μαχμούτ Β' το 1839. 39

Ήρωας από τις Χίλιες και μια νύχτες, ο Καζέμ είναι ο αδερφός του Αλή Μπαμπά που ανακαλύπτει την περίφημη σπηλιά αλλά δεν μπορεί να βγει απ' αυτή.

343

40

Ζαν Μπατίστ Φοσέν (1786), γλύπτης και ζωγράφος. Ανισε Σαρλ Γκαμπριέλ Λεμονιέ (1743-1824), ζωγράφος ιστορικών θεμάτων και νεκρών φύσεων. Ζαν-Ανρί Μαρλέ (1771-1847), ένας από τους αριστοτέχνες της γαλλικής λιθογραφίας. Αλφρέ Μπαπστ (1823-1879), περίφημος κοσμηματοποιός της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. 41

Ελμπισέι Ατικά σημαίνει «παραδοσιακές στολές».

42

Νατζντ: αχανές οροπέδιο με έρημο στο κέντρο της Σαουδικής Αραβίας, διάσημο για τα άλογα που εκτρέφονταν εκεί. 43

Ονόματα αλόγων. To Dahis είναι ένα έξοχο άλογο που εξυμνείται σ' ένα ανώνυμο ιπποτικό μυθιστόρημα του 12ου αιώνα. 44

Περιοχές των αντίστοιχων πόλεων με παλαιοπωλεία. Το Μονφωκόν ήταν μια παλιά τοποθεσία του Παρισιού. 45

Ο κόμης ντε Μπονεβάλ (1675-1747), αφού υπηρέτησε στις τάξεις του γαλλικού στρατού, πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου και προσηλυτίστηκε στον ισλαμισμό και ασχολήθηκε κυρίως με την τεχνική εκπαίδευση διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων. 46

Ο Κριστόφ Κελάριους (1638-1707) ήταν διάσημος φιλόλογος, ιστορικός και γεωγράφος. 47

Φελισιέν Νταβίντ (1810-1876) και Λουί-Ετιέν-Ερνέστ Ρέυ. γνωστός ως Ρεγιέ (1823-1909): Γάλλοι συνθέτες. 48

Ισλαμικό μυστικιστικό τάγμα.

49

Ο Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν (1755-1826) είναι γνωστός από το έργο του Φυσιολογία της γεύσης (1826). Ο Μαρκ-Αντουάν Καρέμ (1784-1833) ήταν ένας διάσημος μάγειρος που δούλεψε μεταξύ άλλων για τους αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας. Συνέγραψε πολλά έργα για την τέχνη του. 50

Θερινό ανάκτορο των Μαυριτανών βασιλέων της Γρανάδας, με περίφημους κήπους.

344

51

Ο Γκωτιέ παραθέτει από μνήμης ένα στίχο από την ποιητική του συλλογή Εσπάνια (1845), που κανονικά είναι: «Ατέλειωτοι στεναγμοί από φυλλώματα που ανεβαίνουν προς τα ουράνια». 52

Ο Γκωτιέ θεωρεί τον Προσπέρ Μαριλά (1811-1847) και τον Ντεκάμ τους πιο κλασικούς ζωγράφους με θέματα επικεντρωμένα στην Ανατολή. Ο Γκοντφρουά Λουί Ζαντέν (1805-1882) έγινε γνωστός κυρίως για τους πίνακές του με σκηνές κυνηγιού. 53

Ρουί Ναρσίς Ντιάζ ντε λα Πένια (1807-1876): Γάλλος τοπιογράφος.

54

Η φαντασία είναι ένα είδος τουρνουά όπου οι παίκτες τρέχουν καβάλα στα άλογά τους για να πιάσουν τα όπλα που ρίχνουν στον αέρα. 55

Ετζάζ: περιοχή της δυτικής Σαουδικής Αραβίας που περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τις ιερές πόλεις της Μέκκας και της Μεδίνας. 56

Πολισινέλ: η γαλλική εκδοχή του Πουλτσινέλα της κομέντια ντελ' άρτε, ο τύπος του αλαζόνα και του κυνικού διαφθορέα. 57

Ο Ζοζέφ Πρυντόμ είναι ο τύπος του παντογνώστη αστού, που είναι στην πραγματικότητα ανόητος, κονφορμιστής και αποφθεγματικός. Ο Πρίαπος, γιος της Αφροδίτης και του Βάκχου, ήταν ένας ιθυφαλλικός θεός, προστάτης των κήπων κατά την αρχαιότητα. Ο Ρομπέρ Μακαίρ ενσαρκώνει τον τύπο του επιδέξιου και τολμηρού κατεργάρη σ' ένα ομώνυμο θεατρικό έργο του 1834. 58

Το θέατρο του Σεραφέν ήταν ένα θέατρο σκιών στο Παλαί-Ρουαγιάλ.

59

Ο Μασκαρίλ είναι ένας κωμικός ήρωας του Μολιέρου, ο χαρωπός και εφευρετικός υπηρέτης που είναι πάντα ικανός να ξεγλιστράει από τις δύσκολες καταστάσεις. Ο Μπερτράν (από το όνομα ενός πιθήκου σ' ένα μύθο του Λαφονταίν) είναι ο τύπος του πανούργου που εκμεταλλεύεται τη μωρία των άλλων. 60

Η σωστή γραφή είναι Acem (Ατζέμ) και acemi (ατζεμί).

61

Ο Φρανσουά Μπεροάλντ ντε Βερβίλ (1558-1612) θεωρείται ο συγγραφέας

345

ενός ανώνυμου βιβλίου διάσημου για την ωμή γλώσσα του. Ο Ευτράπελος είναι ένας ήρωας από το Μύθοι και λόγια τον Ευτράπελου (1586), έργο του Νοέλ ντε Φάιγ. Ο Ζαν-Ζοζέφ Βαντέ (1720-1757). σατιρικός τραγουδιστής και θεατρικός συγγραφέας, είναι γνωστός επειδή εισήγαγε την αθυροστομία στη λογοτεχνία. 62

Φημισμένος μονόλογος στη Φαίδρα (1677) του Ρακίνα όπου, αντί να αναπαρασταθεί επί σκηνής το αιματηρό τέλος του Ιππόλυτου, γίνεται αφήγησή του. 63

Παντς: φιγούρα του κουκλοθέατρου «Παντς και Τζούντι», η αγγλική εκδοχή του Πουλτσινέλα, που άνθησε στην Αγγλία από τα τέλη του 17ου αιώνα. Πίκελχερινγκ: φιγούρα παλιάτσου, δημοφιλής στη Γερμανία από τον 17ο ως τον 19ο αιώνα, την οποία εισήγαγαν περιοδεύοντες Άγγλοι ηθοποιοί. Ολντ Βάις: χαρακτήρας των μεσαιωνικών θεατρικών έργων μυστηρίου στην Αγγλία, παλιάτσος και πανέξυπνος φαρσέρ. Μάκκος: τύπος χωρικού καλοφαγά του σκωπτικού «ατελλιανού δράματος» (από την οσκική πόλη Ατέλλα της Καμπανίας), προγόνου της ιταλικής κομέντια ντελ' άρτε, που άνθησε στη Ρώμη από τον 3ο ως τον 1ο αι. π.Χ. 64

Ο Εμίλ ντε Ζιραρντέν ήταν αρχισυντάκτης της καθημερινής εφημερίδας Ο Τύπος. Ο Γκωτιέ είχε αναλάβει τη διεύθυνση της λογοτεχνικής επιφυλλίδας της από το 1848, όπου και δημοσιεύτηκε αρχικά η Κωνσταντινούπολη σε συνέχειες. 65

Ο Φρανσουά-Ανρί-Ζοζέφ Μπλαζ, γνωστός ως Καστίλ Μπλαζ (1784-1857), ήταν Γάλλος συνθέτης και λογοτέχνης. 66

Αναφέρεται στο πραξικόπημα που έκανε ο Λουδοβίκος-Ναπολέων Βοναπάρτης (ανιψιός του Ναπολέοντα, τον οποίο ο τέως πασάς αποκαλεί «Μπουναμπέρντι») στις 2 Δεκεμβρίου του 1851, διαλύοντας την Εθνοσυνέλευση και θεσπίζοντας καινούριο Σύνταγμα που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα. 67

Στα ισπανικά, papelitos: στριφτά τσιγάρα. Papel de hilo: τσιγαρόχαρτο.

68

Σαρλ Φουριέ (1772-1837), διάσημος Γάλλος θεωρητικός σοσιαλιστής ο οποίος πρότεινε την αναδιάρθρωση της κοινωνίας βάσει κοινοβιακών

346

ενώσεων των παραγωγών, γνωστών ως φαλαγγιστηρίων. Σ' ένα από τα έργα του αναφέρει την Κωνσταντινούπολη ως ιδανική πρωτεύουσα του κόσμου. 69

Αναφέρεται στον τελευταίο Βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο ΙΑ' Παλαιολόγο, τον επονομαζόμενο και Δραγάση, και στον Μωάμεθ Β' τον Κατακτητή. 70

Ο Φίνγκαλ, βάρδος και θρυλικός πολεμιστής, πατέρας του Όσιαν, είναι ο ήρωας του επικού ποιήματος του Τζέιμς Μακφέρσον Φίνγκαλ (1761). 71

Ο Καγιέτ και ο Τριμπουλέ ήταν γελωτοποιοί του Λουδοβίκου IB' και του Φραγκίσκου Α. Ο λ'Αντζέλυ. του Λουδοβίκου ΙΓ'. 72

Ο Λουί Λαμπλάς (1794-1858) ήταν ένας διάσημος τραγουδιστής με εξαιρετική φωνή και παροιμιώδες πάχος. 73

Ο Καρλομάγνος ήταν ένα από τα πρώτα πολεμικά καράβια με έλικες· η είσοδός του στην Κωνσταντινούπολη, τον Ιούλιο του 1852, προκάλεσε αίσθηση. 74

Ο Φιλίπ Κούρτιους ήταν θείος της Μαρί Τυσώ, ο οποίος και της δίδαξε την τέχνη της κηροπλαστικής. Όταν πέθανε, το 1794, της κληροδότησε τα δύο του μουσεία κέρινων ομοιωμάτων. 75

Οι πιο σημαντικές αρετές για τη σωτηρία είναι η ευσπλαχνία, η ελπίδα και η πίστη. 76

Λα Χιράλντα ονομάζεται ο τετράγωνος μιναρές του Μεγάλου Τεμένους των Αλμοαδών στη Σεβίλλη.

77

Πρόκειται για τον Φρειδερίκο Α', αυτοκράτορα της Γερμανίας (1123-1190), που είχε πνιγεί στην Κιλικία. Ο λαός δεν ήθελε να πιστέψει στο θάνατό του. κι έτσι γεννήθηκε ο θρύλος ότι κοιμόταν σε μια σπηλιά του Κύφχοϊζερ κι ότι θα ξαναρχόταν για να βασιλέψει. 78

Σ' ένα ποίημά του, ο Νικολό Μπουαλώ (1636-1711) προτρέπει τους συγγραφείς ν' αποφεύγουν τις στείρες και άχρηστες λεπτομέρειες.

347

79

Το μεσαίωνα πίστευαν ότι οι σαλαμάνδρες είχαν την ικανότητα να ζουν μες στη φωτιά. 80

Έτσι ονομαζόταν η φρουρά των τσάρων της Ρωσίας. Έκανε συχνές εξεγέρσεις και διαλύθηκε τελικά από τον Μέγα Πέτρο. 81

Τζοβάνι Μπατίστα Ρουμπίνι (1795-1854). διάσημος Ιταλός τενόρος.

82

Ο Γκαμάτσε είναι ένας πλούσιος αγρότης στον Δον Κιχώτη που γιορτάζει το γάμο του μ' ένα λουκούλλειο γεύμα. 83

Στα αγγλικά: μια γάτα με εννιά ουρές, δηλαδή ένα μαστίγιο με εννιά λουριά. 84

Γελωτοποιός της ισπανικής κωμωδίας.

85

Στο ύπαιθρο.

86

Σαρλ-Πωλ ντε Κοκ (1793-1871), γόνιμος Γάλλος συγγραφέας του οποίου τα διακριτικά γραμμένα πορνογραφικά μυθιστορήματα διαβάζονταν σε όλη την Ευρώπη. 87

Ο Γοδεφρείδος ο Βουιλώνιος (1058-1110) ήταν αρχηγός της πρώτης Σταυροφορίας. 88

Επικό ποίημα του Τορκουάτο Τάσσο (1544-1595) με θέμα την Πρώτη Σταυροφορία και την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ. 89

Μονόπρακτο κωμειδύλλιο των Ζοζέφ-Φιλίπ Σιμόν και Ανισέ Μπουρζουά που παρουσιάστηκε στο Τεάτρ ντυ Βωντεβίλ το 1839. 90

Η κατσούτσα είναι ένας ισπανικός χορός με τριαδικό ρυθμό. Η Πέτρα Καμάρα ήταν μια Ισπανίδα χορεύτρια στην οποία ο Γκωτιέ είχε αφιερώσει ένα ποίημα από τη συλλογή του Σμάλτα και καμέες.

348

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF