Η ΛΑΡΙΣΑ ΚΑΙ Η ΘΕΣΣΑΛΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΕΤΑΡΤΟΣ (Δ΄) ΤΟΜΟΣ (ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ) ΤΟΥ ΚΩΝΣTANTINOY ΑΘ.. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ (1423-1881) 36119519

January 11, 2018 | Author: OIKONOMOUKON | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΟ ΘΕΣΣΑΛΙΚΟ ΧΩΡΟ, ΤΗΝ ΜΑΚΡΑ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΣΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔ...

Description

ΚΩΝ. Α. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία Δ΄ τόμος Από την οριστική οθωμανική κατάκτηση (1423) και τη ζοφερή Τουρκοκρατία έως την απελευθέρωση του μεγαλύτερου τμήματος της Θεσσαλίας (1881)

Λάρισα 2009

Εικ. Τα Τέμπη

“Μπροστά

στη βεβαιότητα ότι οι καταστροφές δεν είναι μόνο έργο της φύσης αλλά και της ανθρώπινης θέλησης, η θέση της Ιστορίας μπορεί να μας προκαλέσει ηθικό πρόβλημα, να μας οδηγήσει σε πνευματική επανάσταση υπέρ του καλού, εάν βεβαίως εδρεύει μέσα μας παρόμοιο πνεύμα.” G. Hegel (1770-1831)

Στους γιους μου Θανάση, Γιάννη, Διονύση

Ευχαριστίες: στους συναδέλφους και άλλους αγνώστους φίλους της τοπικής Ιστορίας που τίμησαν και ανέδειξαν την ερασιτεχνική μου εργασία στους τρεις πρώτους τόμους. Ευχαριστίες για τις πληροφορίες και το υλικό που μου προσέφεραν στον Γιάννη Φρύδα, την Τασούλα Μπαντέρα, τον Ηλία Γαλάνη, το Κώστα Μπούρα και τον Βασίλη Γκίζα. Ακόμα ευχαριστώ τις μαθήτριές μου: Αρετή Γαλλή, την Μαριάνθη Παπαδήμα και την Μαρία Σδούκου για τη βοήθειά τους στις σαρώσεις διαφόρων εικόνων του παρόντος τόμου. Ιδιαίτερες ευχαριστίες στον πρωτεργάτη της ανάδειξης της τοπικής μας Ιστορίας, Κώστα Σπανό, που ακούραστα εδώ και δεκαετίες ερευνά, συγκεντρώνει, αναλύει και δημοσιεύει κατατοπιστικές εργασίες με ό,τι έχει σχέση με το τοπικό ιστορικό γίγνεσθαι, μέσω του Θεσσαλικού Ημερολογίου και των άλλων δημοσιευμάτων του στον τοπικό τύπο. Ακόμα τον ευχαριστώ για τις πολύτιμες παρατηρήσεις του στα κέιμενά μου.

Πίνακας Περιεχομένων 1. Βιβλιογραφία σ. 2. Χρονολόγιο σ.

Μέρος πρώτο. Συνοπτική Ιστορία της Θεσσαλίας (1423-1881). σ. Κεφάλαιο 1ο. Η Οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας (μέχρι το 1470). σ. Κεφάλαιο 2ο. Η οθωμανική διοίκηση. σ. Κεφάλαιο 3ο. Η οργάνωση των κοινοτήτων-Τα προνόμια. Συνθήκη Ταμασίου. σ. Κεφάλαιο 4ο. Αρματολοί και κλέφτες των θεσσαλικών βουνών. σ. 1. Οι αρματολοί και τα αρματολίκια της Θεσσαλίας – Γενικά. σ. 2. Το αρματολίκι των Αγράφων. σ. 3. Το αρματολίκι των Χασίων. σ. 4. Τα υπόλοιπα αρματολίκια και οι γνωστότεροι αρματολοί. σ.

Κεφάλαιο 5ο. Προεπαναστατικές εξεγέρσεις στη Θεσσαλία. σ. Α΄ Η πρώτη επαναστατική κίνηση του Διονυσίου Φιλοσόφου. σ. Β΄ Ο τουρκοβενετικός πόλεμος. σ. Γ΄ Η επανάσταση του 1769-72 (Ορλωφικά) και η επίδρασή της στη Θεσσαλία. σ. Δ΄ Οι κλέφτες των Αγράφων κατά του Αλή πασά – Κατσαντώνης (1803-1808) σ.

Ε΄ Η επανάσταση του π. Θύμιου Βλαχάβα (1807-8). σ.

Κεφάλαιο 6ο. Η κατάσταση στη Θεσσαλία τον 17ο και 18ο αιώνα. σ. Κεφάλαιο 7ο. Η Επανάσταση του '21 στη Θεσσαλία. σ. Α΄ Η Φιλική Εταιρεία και οι Θεσσαλοί. σ. Β΄ Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία και οι Θεσσαλοί αγωνιστές.– Γ. Ολύμπιος σ. Γ΄ Η Επανάσταση του '21 στο Πήλιο. σ. Δ΄ Τα γεγονότα στην περιοχή της Αγιάς το 1821. σ. Ε΄ Η επανάσταση του 1821 στα Άγραφα. σ. Στ΄ Η Επανάσταση στον Ασπροπόταμο. σ. Ζ΄ Η εξέλιξη της Επανάστασης στον Ασπροπόταμο και τα Άγραφα το 1823. Η΄ Η επανάσταση στην περιοχή του Ολύμπου. σ. Θ΄ Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και η συμμετοχή του στον αγώνα (1821-1827). σ. Ι΄ Η Λάρισα επιτελικό στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών ΙΑ΄ Ο μαρτυρικός θάνατος του Μητροπολίτη Λαρίσης Πολυκάρπου Δαρδαίου

Κεφάλαιο 8ο. Η δημιουργία του πρώτου Ελληνικού βασιλείου - θεσσαλικά εδάφη που ελευθερώθηκαν. σ. Α΄ Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου. σ. Β΄ Τα Πρωτόκολλα της 3ης Φεβρουαρίου 1830. σ. Γ΄ Ο διακανονισμός της Κων/λης (συνθήκη Καλεντέρ Κιόσκ). σ. Δ΄ Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (18/8/1882). σ. Ε΄ Θεσσαλικές περιοχές που ελευθερώθηκαν εντασσόμενες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. σ.

Κεφάλαιο 9ο. Η επανάσταση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία το 1854. σ. Κεφάλαιο 10ο. Οι επαναστατικές προσπάθειες του 1866. σ. Κεφάλαιο 11ο. Η επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία. σ. Κεφάλαιο 12ο. Η Θεσσαλία ελεύθερη. σ.

Μέρος δεύτερο. Οικονομία, ασχολίες, τέχνες, γράμματα, θρησκείες, κοινωνία Κεφάλαιο 13ο. Η Οικονομία στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία σ. Α΄ Η Διοίκηση. σ. Β΄ Η φορολόγηση των υποδούλων Θεσσαλών. σ. Γ΄ Φορολογικά προνόμια. σ.

Κεφάλαιο 14ο. Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας. σ. Α΄ Γενικά πληθυσμιακά στοιχεία του 19ου αιώνα σ. Β΄ Μετακινήσεις πληθυσμών του θεσσαλικού χώρου στα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας κι αλλού σ, Γ΄ Οι επιδημίες Δ΄ Οι Εβραίοι της Θεσσαλίας σ. Ε΄ Οι Αρμένιοι σ. Στ΄ Οι Μουσουλμάνοι σ. Ζ΄ Το παιδομάζωμα σ. Η' Οι Μπεκτασήδες και οι Τεκέδες τους σ. Θ΄ Οι Αρβανίτες σ. Ι΄ Οι Βλάχοι σ. ΙΑ' Οι Σαρακατσάνοι σ. ΙΒ΄ Οι Καραγκούνηδες σ. ΙΓ΄ Η ζωή των νομαδικών πληθυσμών σ. ΙΔ΄ Οι Αρβανιτόβλαχοι (Αρβαντόβλαχοι) σ. ΙΕ΄ Οι Τσιγγάνοι σ.

Κεφάλαιο 15ο. Ασχολίες των κατοίκων. σ. Α΄ Οι συντεχνίες (ή εσνάφια). σ. Β΄ Τα “μετακινούμενα” εσνάφια των μαστόρων – Μπουλούκια (boluk) σ.

Γ΄ Οι θεσσαλικοί νερόμυλοι σ. Δ΄ Το (πλανόδιο) εμπόριο σ. Ε΄ Τα χάνια – καραβάν σεράγια σ. ΣΤ΄ Θεσσαλικά γεφύρια σ. Ζ΄ Αστικές και υπαίθριες αγορές (παζάρια) – πανηγύρια. σ. Η΄ Το εμπόριο και οι εμπορικές διασυνδέσεις των Θεσσαλών με την Αν. Μεσόγειο και την Ευρώπη. σ. Θ΄ Το παράδειγμα της οργάνωσης του Συνεταιρισμού (κοινοπραξίας) των Αμπελακίων. σ. Ι΄ Η γεωργία και η κτηνοτροφία κατά τον 19ο αιώνα. σ. ΙΑ΄ Η βιοτεχνία. σ.

Κεφάλαιο 16ο. Πληθυσμιακά στοιχεία των αστικών κέντρων της Θεσσαλίας σ. Κεφάλαιο 17ο. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και η οργάνωση της Εκκλησίας σ. Κεφάλαιο 18ο. Λειμωνάριο Αγίων της Θεσσαλίας1 (από το 1450 έως σήμερα). σ. Κεφάλαιο 19ο. Η Παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. σ. 1. Γενικά – Εκκλησία και Κρυφά Σχολεία. σ. 2. Τα κυριότερα Σχολεία στη Θεσσαλία. σ. 3. Οι Θεσσαλοί Διδάσκαλοι του Γένους. σ.

Κεφάλαιο 20ο. Η Ιστορία των Βορ. Σποράδων από τον 15ο αιώνα έως το 1881. σ. Α΄ Η Σκιάθος. σ. Β΄ Η Σκόπελος. σ. Γ΄ Η Αλόννησος. σ. Δ΄ Μεταβυζαντινά μνημεία στα γύρω ερημόνησα. σ.

Μέρος Τρίτο. Από τις πηγές. Κεφάλαιο 21ο. Οι κυριότεροι περιηγητές στη Θεσσαλία. Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία. σ. Κεφάλαιο 22ο. Παραθέματα από τις Πηγές για την Τουρκοκρατία στη Θεσσαλία. σ. Κεφάλαιο 23ο. Διοικ. διαίρεση της Θεσσαλίας μετά την απελευθέρωση του 1881. σ.

1. Βιβλιογραφία 1. Για τους Θεσσαλούς Αγίους των Ρωμαϊκών χρόνων και της Βυζαντινής εποχής δες Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσ. Ιστορία, τόμος Γ΄ (Λάρισα 2008).

α΄ Αφιερώματα «Αλόννησος, μνημεία και φύση», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 31/8/1997. «Αμπελάκια», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 29/1/1995. «Βόλος, τόποι και πρόσωπα», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 30/1/1994. «Ελληνικοί νερόμυλοι», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 15/10/2000. «Η Θεσσαλία με το φακό του Τάκη Τλούπα», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 9/4/1995. «Μετέωρα, η ισάγγελη πολιτεία», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 6/2/1994. «Οι Εβραίοι της Ελλάδας», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 3/3/1996. «Όλυμπος, το βουνό των Θεών», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 19/9/1999. «Πάσχα στη Σκιάθο», Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 23-4-1995. «Περιηγητές, εικόνες της Ελλάδας», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 2/4/2000. «Πέτρινα γεφύρια», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 13/2/2000. «Σκόπελος, το νησί του Δαπόντε», Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 1/9/1996. «Το μαγευτικό Πήλιο», 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή ,30/7/1995.

β΄ Ξένοι συγγραφείς Berrenberg R. Sch.,(μτφρ. Τ. Αλεξόπουλος), «Η Λάρισα στις αρχές του 18ου αιώνα στο οδοιπορικό του P. Lucas», Θ .Η. ( ), σ. 109-111. Bjiornstahl J. J., Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. τα τετράδια του Ρήγα, Θεσσαλονίκη 1979. Brawn Ed., (μτφρ. Πολέζε Τζ.), «Η Λάρισα του 1669», Θ. Η. ( ), σ. 177-181. Malherbe de Raoul, (μτφρ, Χριστίνα Πολέζε, επιμ. Γ. Φρέρης),“Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1843”, Θ. Η. 48 (Λάρισα 2005), σ. 303-313. Celebi Evliya (Τσελεμπή Εβλιγιά), “Η Ελασσόνα του 1668”, μτφρ. Αχμέτ Ιμάμ, σχόλια Γ. Μπλάντας, Θ. Η. ( ), σσ. 193-199. Dodwell Ed., (μτφρ. Αλεξόπουλος Τ.), «Η Λάρισα στις αρχές του 19ου αιώνα», Θ. Η., ( ), σ. 177181. Jolliffe R. T., (μτφρ. Αργυρούλης Β.), «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1817», Θ. Η. 32(Λάρισα 1997), σ. 65-80. Kiel Mach., (μτφρ. Αλ. Γαλανούλης) "Η εμφάνιση και πρώιμη Ιστορία της Καρδίτσας, σύμφωνα με τις οθωμανικές πηγές", Θ. Η. 53 (Λάρισα 2008), σ. 65-82. Leake W. M., (μτφρ. Αργυρούλης Β.) «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-10», β΄ μέρος, Θ. Η. ( ), σ. 208-234, γ΄ μέρος Θ. Η. ( ), σ. 124-144, δ΄ μέρος Θ. Η. ( ), σ. 96-126). Leake W. M., (μτφρ. Καραΐσκου Γ.), «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809», α΄ μέρος, Θ. Η. ( ), Σ. 33-74. Mendelson – Bartholdy K., Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως, μτφρ. Η. Οικονομόπουλου, Αθήναι 1893. Mezieres M., (μτφρ. Κορριέ Ε.), "Η περιοχή της Όσσας το 1852", Θ. Η. 2 (1981), σ. 140-145. Nicol Donald M., The last Centuries of Byzantium 1269-1453, London 1972. Ράνσιμαν Στήβεν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν αιχμαλωσία, Α΄- Β΄ τόμοι, εκδ. Μπεργαδή, 1979. Ράνσιμαν Στήβεν, Η άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εκδ. Μπεργαδή, 1979. Tondorof N., H Bαλκανική Πόλη 15ος-19ος αιώνας, τόμοι A, B, Ιστορική Βιβλιοθήκη Θεμέλιο, Θεμέλιο, 1986. Tondorof N: Η βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821, εκδ. Gutenberg, 1982. Tozer Henry, (μτφρ. Αλ. Γαλανούλη, σχ. Κ. Σπανός),“Περιήγηση στη Θεσσαλία το 1869”, Θ. Η. 44 (Λάρισα 2003), σ. 84-106. Urguhard D., (μτφρ. Ντεσλή Ν., σχ. Κ. Σπανός), "Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830", Θ. Η. 26 (Λάρισα1994) , σ. 250-260. Uspenskij Porf., (μτφρ. Ε. Χριστούλα, σχ. Κ. Σπανός), “Περιήγηση στις Μονές των Μετεώρων το

1859”, εκδ. Αυτοκρ. Ακαδημίας Επιστημών, Πετρούπολη 1896. και Θ. Η. 43 (Λάρισα 2003), σ.261272. Uspenskij Porf., (μτφρ. Γκριτζώνας Κ.), "Το βυζαντινό μοναστήρι της Όσσας Παναγία του Οικονομείου", Θ. Η. 19 (1991). Ussing J. L., (μτφρ. Τ. Αλεξόπουλος, σχ. Κ. Σπανός), “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1846”, Θ. Η. 42, (Λάρισα2002), σ. 3-38 και Θ. Η. 44 (Λάρισα 2003), σ. 63-83. Vogue de Eu. M., (μτφρ. Μάνος Γ., σχόλια Κ. Σπανός), «Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875», Θ. Η. 34 (Λάρισα 1998 ) σ. 289-314. Vogue de Eug., La Thessalie, notes de voyage, Revue des deux mondes, 31 Paris, 1879. [Θ. Η. ( ) σσ. 289-314]. Wordsworth Chr., (μτφρ. Κύρκος Σ., εισαγωγή, σχ., επιμ., Σπανός Κ.), "Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833", Θ. Η. 30, (Λάρισα 1996) σ. 19-48.

γ΄ Έλληνες συγγραφείς και άρθρα Αβραμόπουλος Μ. Π. , Τα θεσσαλικά Αμπελάκια, Θεσσαλονίκη 1961, σ. 6. Αγιορείτικη Βιβλιοθήκη, Το μαρτύριον του αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Αποστόλου του Νέου, Αγ. Βιβ. Αγραφιώτης Δ. Κ., "Οι Αργιθεάτες αγωνιστές του 1877-8 Γεώργιος και Δημήτριος Αλεξανδρής", Θ. Η. Β΄ (Λάρισα 1981), σ. 116-122. Αγραφιώτης Δ. Κ., " Δάσκαλοι και Σχολεία στην Επαρχία της Αγιάς 1700-1881", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 65-71. Αδάμου Ι., Η Ελασσών εις τον αγώνα του 1821, Ελασσών 1971. Αθανασιάδης Σ., «22 ανέκδοτα χειρόγραφα για την επανάσταση του 1854 στη Δυτ. Θεσσαλία», Θ. Η. Ζ΄ (Λάρισα 1984), σ. 129-142. Αθανασιάδης Σ, "Ποικίλα θεσσαλικά αρχειακά, Απογραφή της Θεσσαλίας του 1828", Θ. Η. Β΄ (Λάρισα 1981), σ. 9-36. Αθανασιάδης Σ., "Ποικίλα θεσσαλικά αρχειακά, Κτηματολόγιο Σκιάθου 1829, σκιαθίτικα πωλητήρια 1792-1833, εφτά σκοπελίτικα έγγραφα." Θ. Η. Η΄(Λάρισα 1985), σ. 97-112. Αθηναγόρας Μητροπολίτης, «Η Ιερά Μητρόπολις Φαναροφερσάλων δια μέσου των αιώνων», Θεολογία 8 (1930), σ. 79-90 Αθηναγόρας Μητροπολίτης Παραμυθίας και Φιλιατρών, Διονύσιος ο Σκυλόσοφος, Ηπειρωτικά Χρονικά, 1931. Αινιανός Δ., Η βιογραφία του στρατηγού Καραϊσκάκη, Χαλκίς 1834. Αλλαμανή Έφη, "Το Τανζιμάτ και οι επιπτώσεις του στη ζωή των κατοίκων της Θεσσαλίας", Θεσσαλικά Χρονικά 13 (1980). Ανακατωμένος Α., Τα νέα όρια της Ελλάδος, Αθήναι 1887. Ανδριώτης Ν., Ιστορία της ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1992. Ανδριώτης Ν., Ετυμολογικό λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής, Θεσσαλονίκη 1995. Αξενίδης Θ., Η Πελασγίς Λάρισα και η αρχαία Ιστορία, τ. Α΄, Αθήναι 1947. Αποστολική Διακονία της Ελλάδος, Το Κρυφό Σχολειό, μύθος ή πραγματικότητα;, β΄ έκδοση, Αθήνα 1999. Αραβαντινός Σ. Π., Ιστορία Αλή πασά Τεπελενλή, Αθήναι 1895. Αραβαντινός Σ. Π. Μονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων Ελληνικών και Ιλλυρικών Χωρών, Αθήνα 1856, σελ. 146-147. Αργυρόπουλος Π., Δημοτική διοίκηση εν Ελλάδι, τ.1, Αθήναι 1859. Αρσενίου Λ., Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία, Αθήνα 1984. Aσδραχάς Σπ., Μηχανισμοί της αγροτικής οικονομίας στην Τουρκοκρατία, ΙΕ'-ΙΣΤ' αι., Αθήνα 1978. Βαϊρακλιώτης Λ., "Οι τεκέδες των Μπεκτασήδων στα Φάρσαλα", Θ. Η. ( ), σ. 33-63. Βακαλόπουλος Απ. , “Η επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σσ.49-51. Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία της Μακεδονίας, 1354-1833, Θεσσαλονίκη 1969.

Βακαλόπουλος Απ., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, τ. 1-2, Θεσσαλονίκη 1964. Βακαλόπουλος Απ., Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821., Θεσ/κη, 1961. Βακαλόπουλος Απ., Τα κάστρα του Πλαταμώνα και της Ωριάς Τεμπών και ο τεκές του Χασάν Μπαμπά ,Θεσσαλονίκη 1972. Βαλέτας Γ., "Η συμβολή της Θεσσαλίας στον νεοελληνικό διαφωτισμό", Θεσσ. Χρονικά 1965, σ. 321 κ. εξ. Βαλιάκος Ηλ., Η επαρχία Ελασσόνας τον 19ο αι. Οι αναφορές των περιηγητών, εκδ. βιβλιοπωλείου Γνώση, Λάρισα 2003. Βαλιάκος Ηλ., Μεγάλο Ελευθεροχώρι, Λάρισα 1994. Βασδραβέλης Ι. Κ., Ο Φιλικός και αγωνιστής Γιάννης Φαρμάκης, η ηρωική άμυνα στη Μολδαβία, Θεσσαλονίκη 1972. Βέης Ν., Η αρχέτυπος κτητορική διαθήκη του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος, Μητροπολίτου Λαρίσης, ιδρυτού των Μεγάλων Πυλών, Αθήναι 1949. Βέης Ν. , “Τα θεσσαλικά Αμπελάκια και τα ελληνικά γράμματα”, εφημ. Η Πρωία, 22/8/1943. Βέης Ν., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας Μονάς των Μετεώρων, τ. Α΄, Αθήναι 1967. Βέης Ν., Τα χειρόγραφα των Μετεώρων. Κατάλογος περιγραφικός των χειρογράφων κωδίκων των αποκειμένων εις τας Μονάς των Μετεώρων, τ. Β΄, Τα χειρόγραφα της Μονής Βαρλαάμ, Αθήναι 1984. Βέλκος Γρ., Η επισκοπή Δομένικου και Ελασσόνος, Ελασσόνα 1980. Βλαχογιάννης Ι., Ανέκδοτα του Καραϊσκάκη και του Κολοκοτρώνη, Αθήναι 1922. Βλαχογιάννης Ι., "Το κρυφό σχολείο", περ. Νέα Εστία 28 (1945), σ. 678-683. Βλυτσάκης Χρ., Σύντομος Ιστορία της πόλης των Τρικκάλων, Αθήναι 1892. Bουρναζέλη-Mαρινάκου, E., O βίος του ελληνικού λαού κατά την Tουρκοκρατίαν επί τη βάσει των ξένων περιηγητών, τεύχ. 1. Aθήναι 1939. Βουτσιλάς Β. Χ.- Αβραμόπουλος Μ. Π., Λάρισα, Λάρισα Αύγουστος 1962. Βρατσάνος Δ., Η Ιστορία των εν Ελλάδι επαναστάσεων, 1824-1835,Αθήναι 1936. Γαλερίδης Α., «Τα πετρογέφυρα του Πηνειού», Ιστορικά Θεσσαλίας εφ. Ελευθερία, Αυγ. 2007, σ. 28-31. Γαλερίδης Α.- Σπανός Κ.- Μακρής Κ.- Πυργιώτης Ι.- Παπαγεωργίου Β- Κάλφα Β., Τα πέτρινα γεφύρια της Θεσσαλίας, εκδ. Τεχν. Επ. Ελλ., τμ. Κ. και Δ. Μακεδονίας, Λάρισα 1995. Γεδεών M., "Aλληλεγύη συντεχνιτών", Nέος Ποιμήν, παραρτ. Eκκλησιαστικής Aλήθειας, Kωνσταντινούπολη, 1919. Γεωργακάς Δ., "Περί Σαρακατσαναίων", Αρχείο Θρακικών Μελετών και λαογρ. Θησαυρού, 12 (1945-6) και 13 (1948-9). Γεωργιάδης Ν., Θεσσαλία, γ΄ έκδοση, Έλλα, 1995. Γεωργίου Η., "Γαλλικόν σχέδιον αποσβέσεως της θεσσαλικής Επαναστάσεως του 1854", Θεσσ. Χρονικά (έκτακτος έκδοσις), Αθήναι 1965, σ. 740-756. Γεωργίου Η., Η πολιτική της Γαλλίας κατά τας εν Θεσσαλία, Ηπείρω, Μακεδονία και Κρήτη επαναστάσεις του 1877-1878, Αθήναι 1969. Γεωργίου Η. Π. , Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων, Αθήναι 1951, σσ. 8-10. Γιακοβής Β., Η Ελάτεια της Λάρισας, Λάρισα 1998. Γιαννόπουλος Ν., "Επισκοπικοί κατάλογοι Θεσσαλίας", Επετηρίς Φιλολ. Συλλ. Παρνασσού, Ι΄ (1914), σ. 253 κ. εξ., ΙΑ΄ (1915), σ. 172 κ. εξ. Γιαννόπουλος Ν. , «Οι δύο μεσαιωνικοί Αλμυροί και ο νυν», Επετηρίς Παρνασσού 8 (1904). Γιαννόπουλος Ν., Τα Μετέωρα. Μελέτη ιστορική και τοπογραφική, Βόλος 1926. Γιαννόπουλος Ν., Τα Φθιωτικά, ήτοι περιγραφή της επαρχίας Αλμυρού, υπό ιστορικήν και τοπογραφικήν έποψιν, Αθήναι 1891. Γιαννόπουλος Ν., «Το φρούριον του Βόλου», ΕΕΒΣ 8 (1931) 110-133. Γιαννούλης Νικ., “Η μάχη της Ματαράγκας 1878”, Θ. Η. ΣΤ΄(Λάρισα 1984), σ. 4-8. Γιαννούλης Ν., Ο Κώδικας της Τρίκκης, Αθήνα 1980. Γκιόλιας Μ., Ο Κοσμάς ο Αιτωλός και η εποχή του, Αθήναι 1972.

Γκούμας Ε., "Η Παιδεία στο Λιβάδι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 17-47. Γκούμας Ε., “Η επαν. του 1854 στο Λιβάδι και στον Όλυμπο”, Θ. Η. 13 (Λάρισα 1988), σ. 12-14. Γουγουλάκη Ε., "Η Δωροθέα Σχολή των Τρικάλων (1876-1976)", Θ. Η. Η΄(Λάρισα 1983), σ. 9-12. Γουλούλης Στ., Τα αφιερωτήρια των Τουραχανιδών, έκδοση κειμένου – σχόλια, Λάρισα 2003. Γουργιώτη Λ., «Η διαμόρφωση των κοινωνιών στη Θεσσαλία κατά τα νεώτερα ιστορικά χρόνια (1650-1950)», Ιστορικά Θεσσαλίας, εφ. Ελευθερία, Αύγ. 2007, σ. 19-21. Γρηγορίου Οσίου Ι. Μ., Η προσφορά των αγίων Νεομαρτύρων στην Εκκλησία και το Γένος, Άγιο Όρος 1991. Γριβέλλας Λ.- Καραφύλλης Ν.- Μαγόπουλος Β., Εγχειρίδιο Τοπικής Ιστορίας, β΄ έκδοση, Ν. Αυτ. Καρδίτσας 2006. Δαλαμπύρας Σ., "Ανέκδοτες επιγραφές των μεταβυζαντινών μνημείων της Τσαριτσάνης και της περιοχής της", Θ. Η. 11 (1987), 97-117. Δάλλας Μ., Η Αγιά διά μέσου των αιώνων, Αθήναι 1924. Δασκαλάκης Απ., Μελέται περί Ρήγα Βελεστινλή, Αθήναι 1964. Δεριζιώτης Λ., «Βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία Θεσσαλίας», Α.Δ. 29 (1973-4). Δουλμές Η., "Ένα τουρκικό μπουγιουρντί του 1836 για τη δίωξη των Θεσσαλών Κλεφταρματολών", Θ. Η. Η΄ (Λάρισα 1985), σ. 185-189. Δουσμάνης Β., Ιστορία της Θεσσαλίας από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς, Αθήνα 1925. Δρόσος Νεκτ., ιερέας, Αγιορείται Οσιομάρτυρες Ι. Μ. Λαρίσης, εκδ. Φύλλα, Αθήνα 1999. Ελλάδα, Ιστορία, οικονομία, πολιτισμός, πρόσωπα, γεωγραφία, εκδ. Δομή, τ. 17ος, Ο Ν. Λάρισας, 2007. Ευαγγελίδης Τρ., Η Παιδεία επί Τουρκοκρατίας, τ. Α΄, Αθήναι 1936. Ευαγγελίδης Τρ. ,Η νήσος Σκιάθος, Αθήναι 1913, σσ. 48,49. Ζακυθηνός Δ., Η Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήναι 1957. Ζήσης Χ., Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, ο ήρως του Ασπροποτάμου, Τρίκαλα 1971. Ζωγράφος Δ. Λ., Ιστορία της ελληνικής γεωργίας, 3 τόμοι, Αθήναι 1921-4. Ζώρας Θ. Γ., Μαρτυρίαι τινές περί το παιδομάζωμα, Αθήναι 1962. Ζώρας Θ. Γ., Χρονικόν περί των Τούρκων σουλτάνων, Αθήναι 1958. Ηχώ, εφ. της Λάρισας, " Η Λάρισα και ο Νομός της", Λάρισα 1973. Ηώς επιθεώρησις, Θεσσαλία, 1966, επανέκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2001. Θεσσαλία, Εxplorer 2002. Θεοτέκνη Μοναχή Αγιοστεφανίτισσα, “Νεκτάριον και Θεοφάνην, ποίημα 24 χαιρετιστηριών οίκων”, Μετέωρα, τ. 59-60, Τρίκαλα 2007, σσ. 71-81. Θωμάς Γ., "Δύο άγνωστα κείμενα για τον αρβανίτικο τεκέ των Φαρσάλων", Θ. Η. ( ), σ. 87-91. Ιεζεκιήλ Μητροπολίτου Φαναριοφαρσάλων, "Η Ιερά Μητρόπολις Φαναριοφερσάλων διά μέσου των αιώνων", Θεολογία 7 (1926), σ. 241-256 και 8 (1930), σ. 170-176. Ιστορικά Αργιθέας Αγράφων, Πρακτικά Α΄ Συνεδρίου: Η Αργιθέα στην Τουρκοκρατία ως το 19ο αι., Πολιτιστικός Συλλ. Λεοντίτου "Ο Πλάτανος", Λεοντίτο 2007. Ιστορία των Ελλήνων, τ.8ος, «Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία», Δομή, 2006. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. Θ΄ - Ιβ΄ , Εκδοτική Αθηνών, 1976. Καλλιάνος Κ. (πρεσβ.), “5 επιστολές στρατιωτών προς τις οικογένειές τους, που διέμεναν στη Γλώσσα Σκοπέλου, Ιούνιος 1828”, Θ. Η. , Τόμος 10 (Λάρισα 1986), σσ. 225-8. Καλλιανός Κ. (πρεσβ.), «Ο κατάλογος των Θεσσαλομαγνητών παροίκων της Σκοπέλου στα 1829», Θ. Η. Ζ΄ (1984), Σ. 31-38. Καλλιανού Ουρανία- Καλλιανός Κ., "Σχεδίασμα για την κατάσταση της Παιδείας στη Σκόπελο την Τουρκοκρατία, έως το 1832", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ.87-93. Καλοκάθη (εκδόσεις), Τουρκο-ελληνικό και Ελληνο-τουρκικό λεξικό, 2003. Καλούσιος Δημ., “Τρικαλινά Σύμμεικτα ΚΖ΄”, Μετέωρα τ. 59-60, Τρίκαλα 2007, σ. 91-116. Καντιώτης Αυγ. (Επίσκοπος Φλωρίνης), Κοσμάς ο Αιτωλός, ΙΕ΄ εκδ., Ο Σταυρός, Αθήνα 1992. Καραμαντζάνης Αθ., αρχιμανδρίτης, Ο Όσιος του Ολύμπου, β΄ έκδ. 1990, Ι. Μ. Οσίου Διονυσίου.

Καραμανώλης Μ., "Δυο τουρκικά πωλητήρια του 1861 από το Καλό Νερό της Λάρισας", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 120-125. Καραμπερόπουλος Δ., «Περί Ανθίμου Γαζή και Αγγέλου Μελισσηνού», Θ. Η. ( ), σ. 167-171. Καρανάσης Α. Γ., "Η επανάσταση του 1878 στον Όλυμπο", εφ. Ημερήσιος Κύρηκας, 17/2/2008, σ. 38. Καρανάσιος Χ., "Κατάστιχο Λάρισας του 1720 στη Μονή Ιβήρων", Θ. Η. 53 (Λάρισα 2008), σ. 241260. Kαράς Γ., Oι θετικές-Φυσικές Eπιστήμες στον Eλληνικό 18ο αιώνα, εκδ. Gutenberg, Aθήνα 1977. Καρατζάς Θ. , Ιστορία Επαρχίας Δομοκού, Αθήνα 1961. Καρατόλιας Α., Τα Φάρσαλα από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερον, Αθήναι 1968. Καρολίδης Π., Ιστορία του ΙΘ΄ αιώνος, τ. 1-3, Αθήναι 1892-3. Καρολίδης Π., Σύγχρονος Ιστορία των Ελλήνων και των λοιπών λαών της Ανατολής, 7 τόμοι, Αθήναι 1922. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-33), τόμοι 1-2, Αθήναι 1946. Καταφυγιώτης Λ., Ιστορία της Θεσσαλίας και οι Θεσσαλοί αγρόται, Αθήναι 1947. Κατσανάκης Δ., "Ανακαινίζεται 300 χρόνια μετά την κατασκευή του (πετρογέφ. Ομολίου)", εφ. Ελευθερία, 12/1/2008, σ. 9. Κατσανάκης Δ., «Η πρώτη σύσταση των Δήμων το 1833», Reporter, εφ. Ελευθερία, Οκτώβριος 2006, σ. 3-6. Κατσαρός Νικ., “Στ' Άγραφα και το Μάραθο” (Σαρακατσαναίοι ), εφημ Ελευθερία, 27/6/08, σ.16. Κατσιμάρδης Τάκης, “Η αυγή της ελληνικής πολιτικής ανεξαρτησίας” εφημ Έθνος της Κυριακής, 15/3/2009, σ. 60,61. Κατσουγιάννης Τ. Μ., Περί των Βλάχων των ελληνικών χωρών Β΄ , Θεσσαλονίκη 1966. Κεραμόπουλος Α., Τι είναι οι Κουτσόβλαχοι. Αθήναι 1939. Κόκκινος Δ., Η Ελληνική Επανάστασις, τόμοι 1-6, Αθήναι 1967-9. Κόκκινος Δ., Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, τ. 1-4, εκδ. Μέλισσα 1970. Κονταξής Τ., "Η διατροφή των στρατευμάτων κατά την Επανάστασιν της Θεσσαλίας του 1854", Θεσσ. Χρονικά (εκτ. έκδ.), Αθήναι 1965, σ. 410-415. Κοντογιάννης Π. Μ., Οι Έλληνες κατά το πρώτον επί Αικατερίνης της Β΄ Ρωσοτουρκικόν πόλεμον (1768-1774), Αθήναι 1903. Κορδάτος Γ. Κ., Ιστορία της επαρχίας Βόλου και Αγιάς, Αθήνα 1960. Κορδάτος Γ. Κ., Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας, 5 τόμοι, Αθήνα 1958. Κορδάτος Γ. Κ., Τ’ Αμπελάκια και ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, Αθήνα 1955. Κούμας Κωνσταντίνος, Ιστορίαι των ανθρωπίνων πράξεων από των αρχαιοτάτων χρόνων έως των ημερών μας, Τόμος ΙΒ΄ (1832) – Επανεκδ. Αθήναι 1966. Κουτρουμπάς Δ., Η επανάστασις του 1854 και αι εν Θεσσαλία ιδία επιχειρήσεις, Αθήναι 1976. Κουτσονίκας Λ., Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τ. 1-2, Αθήναι 1863. Κωνσταντινίδης Α. Κ., Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο, Σκόπελο κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821 μέχρι και της Αντιβασιλείας του Όθωνα., τόμος Α΄, Αθήνα 1988. Kωστής, K., Στον Kαιρό της Πανώλης, Πανεπιστημιακές Eκδόσεις Kρήτης, Hράκλειο 1995. Λαγγής Μ., Ο Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμοι Α΄- ΙΔ΄, Αθήναι 1990-2000. Λάζαρης Κων., Ιερά Μονή Παναγίας Ολυμπιώτισσας, Ελασσόνα 2002. Λαζάρου Α., Η Αρωμούνικη και αι μετά της Ελληνικής σχέσεις αυτής, Αθήναι 1976. Λαζάρου Α., “Η παιδεία της περιφέρειας Ελασσόνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας”, ΗΩΣ (Αθήναι 1966), σ. 289-302. Λάμπρος Σπ., Κατάλογος των εν ταις βιβλιοθήκαις του Αγίου Όρους ελληνικών κωδίκων, Τόμος 1, Αθήναι 1888. Λάμπρος Σπ., "Συμβολαί εις την Ιστορίαν των μονών των Μετεώρων", Ν. Ελληνομνήμων 2 (1905), σ. 49-156. Λάππας Β., Ιστορία της πόλεως Καρδίτσης, Αθήνα 1974. Λάππας Τ., "Άγνωστα χαρτιά για την επανάσταση του 1854", Θεσσ. Χρονικά (έ. έ.), Αθήναι 1965, σ.

642-646). Λάσκαρης Στ., Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδας 1821-1914, Αθήναι 1947. Λαυριώτης Αλέξ. (Λαζαρίδης), Έγγραφα Αγίου Όρους της Μεγάλης Ελληνικής Επαναστάσεως 1821-3, τ. Α΄, Αθήναι 1966. Λαφαζάνης Μ., "Λαρισαίοι χορηγοί εκδόσεων στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού (Από τη Ραψάνη, Καλλιπεύκη, Αμπελάκια)", Θ. Η. 53 (Λάρισα 2008), σ. 315-324. Λαφαζάνης Μ., “Τα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης Τυρνάβου”, εφημ, Ελευθερία, 19/7/2008, σ. 8. Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας, Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νέας, τόμοι 1-13, Πάπυρος. Λεονάρδος Ι. Α., Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή, σχ., επιμέλεια, Κ. Σπανός, εκδ. Θετταλός, Λάρισα 1992. Λιαπής Β. , Γλώσσα η ελληνική, Θεσ/κη 1991. Λιάπης Κ., "Τα παλιά "παγκύρια" του Πηλίου" Θ. Η. Β΄ (Λάρισα 1981), σ. 163-166. Μάγνης Ν., Περιήγησις ή τοπογραφία της Θεσσαλίας και Θετταλικής Μαγνησίας, Αθήναι 1860. Μακρής Ευρ., Ζωή και παράδοση των Σαρακατσαναίων, Ιωάννινα 1984. Μανδελίδης Ιγ., Μητροπολίτης Κ. Αφρικής, Ο Νεομάρτυς Γεώργιος ο Ραψανιώτης (+ 1818), β΄ έκδοση, Σωτήρ 2000. Μανδελίδης Ιγν., Μητροπ. Κεντρώας Αφρικής, Ο ανυποχώρητος νεομάρτυς Λαρίσης Αγ. Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης, 13η , εκδ. Σωτήρ 1997. Μαντζάνας Κ., «Επιγραφές από τον Κλεινό της Καλαμπάκας», Θ. Η., Ζ΄ (1984), σ. 83-91. Μαυρίκης Κ., Άνω Μαγνήτων νήσοι, Αλόννησος 1997. Μετέωρα, περιοδικό 59-60, Τρίκαλα 2007. Μητράλης Χρ., ιερέας, Τοπικοί άγιοι της μητροπόλεως Λαρίσης, Λάρισα 1981. Μουγογιάννης Γ., Η επανάστασις του Πηλίου, Αθήναι 1971. Μουγογιάννης Γ., "Η Παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 4963. Μουτσόπουλος Ν. Κ., “Τα θεσσαλικά Αμπελάκια”, Επιθεώρηση ΗΩΣ (Θεσσαλία), 9, 1966, σελ. 113-200. Μπακαλέξης Αχ., "Να αναδειχθεί ο Τεκές του Μπουμπά", εφ. Ελευθερία, 19/3/2008, σ. 8. Μπακαλέξης Αχ., «Ξαναζωντανεύουν τον Ταμπάκο στα Φάρσαλα», εφημ. Ελευθερία, 18/8/2007. Μπακαλέξης Αχ., «Το ιστορικό της απελευθέρωσης των Φαρσάλων πριν 126 χρόνια», εφημ. Ελευθερία, 17/8/2007. Μπασλής Ι., Κρανιά Ολύμπου, Ιστορία, Λαογραφία, Αθήνα 1990. Μπασλής Ι., “Ο κάτω Όλυμπος στην προεπαναστατική περίοδο”, Ο Όλυμπος στη Ζωή των Ελλήνων 1, Ελασσόνα 1982, σ. 49-55. Μπασλής Ι., “Ποια είναι η πατρίδα του Νικοτσάρα.”, εφημ. Ελευθερία, 19/8/08, σ. 8. Μπεληγιάννης Ε., «Πέτρινα γεφύρια στη Θεσσαλία», περ. Γεωτρόπιο 393, 26/10/2007, σ. 16-29. Νάτσιος Δ. Θ., "Ο Θεσσαλός λόγιος Ευθ. Οικονομίδης ("Τρικεύς")'', Θ. Η. Β΄ (Λάρισα 1981), σ. 136-9. Νάτσιος Δ. Θ., “Θεσσαλοί επίσκοποι στη μητρόπολη της Υπάτης”, Θ. Η. Δ΄ (Λάρισα 1983), σ. 177. Νικόδημος Αγιορείτης, Νέον Μαρτυρολόγιον, γ΄ έκδ., Αθήναι 1961. Ντάμπλιας Χρ., Τα παλαίτυπα της Δημόσιας Βιβλιοθήκης της Λάρισας (1513-1863), Λάρισα 1996. Ντίνα Ασπασία, “Εκκλησίες και Μονές της Σκοπέλου”, 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, “Σκόπελος το νησί του Δαπόντε”, 1/9/1996, σσ. 6,9. Ντόλκος Κ., "Μια άγνωστη πηγή για την επαναστασή του Πηλίου στα 1854, αφήγηση Ι. Δ. Λογοθέτη" Θ. Η. Η΄ (Λάρισα 1985), σ. 145-176. Oικονομίδης, Δ.,"Eξορκισμοί και ιατροσόφια εξ ηπειρωτικού χειρογράφου", Eπετηρίς Λαογραφικού Aρχείου, 8, (1953-54), σ. 14-40. Οικονόμου Αθαν. Κ.: Η επανάσταση του 1878 στον Κάτω Όλυμπο, χργρφ. ομιλίας του 1990. Οικονόμου Ι., Επιστολαί διαφόρων αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννη Οικονόμου του Λαρισαίου, 1759-1824, εκδ. Γ. Αντωνιάδης- Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Αθήναι 1964. Οικονόμου Κώστας Α., Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Α΄, Στην ομίχλη του Μύθου, εκδ. Γνώση, Λάρισα, 2007.

Οικονόμου Κώστας Α., Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Β΄ τόμος, Από τις απαρχές της Ιστορία στην τετραρχία και τη Ρωμαιοκρατία, (8000- 197 π.Χ.), Λάρισα 2007. Οικονόμου Κώστας Α., Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Γ΄ τόμος, Από την Ρωμαιοκρατία έως την οθωμανική κατάκτηση (1ος αιώνας π.Χ. έως το 1423), Λάρισα 2008. Παλιούγκας Θ., Η Θεσσαλία στο Οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, Λάρισα 2001. Παλιούγκας Θ., Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881). Τ. Α΄, εκδ. Μάτι 2002. Παλιούγκας Θ., Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία (1423-1881). Τ. Β΄, εκδ. Μάτι 2007. Παλιούγκας Θ., "Η Λάρισα στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή (1668)", ανάτυπο από τον 26ο τόμο του Θ. Η., Λάρισα 1996. Παλιούγκας Θ., «Το μεγάλο χαμάμ εις το Ταρσί», Ιστορικά εφ. Ελευθερία, Ιαν. 2007, σ. 30. Παλιούγκας Θ., "Το τέμενος του Ομάρ Βέη στη Λάρισα, Τοπογραφικό σημείωμα", Θ. Η. 12 (1987), σ. 185-192. Παλιούγκας Θ., «Το χαντάκι της Λάρισας γίνεται με πριμούραν», Ιστορικά, εφ. Ελευθερία, Ιανουάριος 2007, σ. 6-7. Παλιούρα Μίρκα, Το λεύκωμα του '21, εκδ. Ελεύθερος Τύπος 1996. Πανταζόπουλος, N., Kοινοτικός βίος εις Θετταλομαγνησίαν επί Tουρκοκρατίας, Θεσσ/κη, 1967. Παπαγεωργίου Κ., "Η Ηπειροθεσσαλική επανάστασις του 1854"', Ηπειρ. Εστία, τ.3/ Ιωάννινα 1954, σ. 945-948. Παπαδημητρίου Ζ., Η Ιστορία των Γόννων, εκδ. Δ. Γόννων, 2004. Παπαδημητρίου Σ., Η Εκκλησία εν Θεσσαλία και αι Μητροπόλεις Λαρίσης και Δημητριάδος, Αθήναι 1937. Παπαδόπουλος Αρχ., "Ασπροποταμίτες και Τρικαλινοί αγωνιστές του 1821", Θ. Η. ΙΑ΄ (Λάρισα 1987), σ. 17-35. Παπαδόπουλος Σ., Ανέκδοτα έγγραφα του αρχείου του Βατικανού αναφερόμενα στα επαναστατικά κινήματα του Διονυσίου του “Σκυλοσόφου”, Θεσσαλονίκη 1968. Παπαζήσης Τρ. , “Αγιογραφικός διάκοσμος εκκλησιών και μοναστηριών (της Σκιάθου)”, Πάσχα στη Σκιάθο, Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 23/4/1995, σσ. 10-12. Παπαθανασίου Ιωάννης, Ιστορία των Βλάχων, εισαγ. Ν. Μουτσόπουλος, Μπαρμπουνάκη Θεσ/κη, 1991. Παπαθεοδώρου Ν., «Η ιστορική διαδρομή του ναού του Α. Βησσαρίωνος», Ιστορικά εφ. Ελευθερία, Ιαν. 2007, σ.8-9. Παπακωνσταντίνου Θ., “Η επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Μητροπολίτη Λαρίσης, στη Θεσσαλία στα 1600, κατά τα αρχεία της Αυστρίας του Βατικανού και της Ισπανίας”, Μετέωρα, τ. 5960, Τρίκαλα 2007, σσ. 193-198. Παπακωνσταντίνου Θ., Τα επαναστατικά κινήματα του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Μητροπολίτη Λάρισας, στη Θεσσαλία στα 1600 και στην Ήπειρο στα 1611 – (ανέκδοτα έγγραφα από τα αρχεία της Βιέννης), Αθήναν 2000. Παπαρρηγόπουλος Κ., Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, (επανέκδ. Δ.Ο.Λ.), βιβλία 14,15 (τ. 18-19). Πάπυρος Λαρούς Μπριττάνικα, Εγκυκλοπαίδεια, τόμοι 1-56, έκδ. 2006-7. Παρίσης Β., "Η Σχολή της Ραψάνης 1750-1833", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 81-85. Πατρινέλης Χ. Γ., "Εκκλησιαστικαί ειδήσεις εκ του ημερολογίου του Marino Sanuto (Περί Σκιάθου, Σκύρου, κ.α.)", Δελτίο Εθν. Ετ. Ελλ./17, 1963-4. Παυλίδης Γ., "Σελίδες από τη θεσσαλική Ιστορία. Αι επαγγελματικαί οργανώσεις επί Τουρκοκρατίας", Θεσσ. Χρονικά, 1965, σ. 345 κ. εξ. Περαντώνης, Ι.Μ., Λεξικόν των Νεομαρτύρων, 1-3, Eκκλησιαστικαί εκδόσεις, Aθήνα 1972. Περραιβός Χρ., Σύντομος βιογραφία του αοιδίμου Ρήγα Φεραίου του Θεσσαλού. Περραιβός Χρ., Απομνημονεύματα πολεμικά διαφόρων μαχών συγκροτηθεισών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών.... μέχρι του 1829 έτους, Αθήναι 1936. Πολέζε Χρ., «Η Λάρισα των περιηγητών από το 16ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα», Ιστορικά Θεσσαλίας, εφ. Ελευθερία, Αυγ. 2007, σ. 24-5. Πολύζος Ν. "Τοπωνύμια και επώνυμα του Καππά της Καρδίτσας", Θ. Η. ΙΑ΄ (Λάρισα 1987), σ. 161174.

Προύφα Ευαγγ., “Η εξέλιξη των οικισμών στα ΒΔ. Χάσια και η συγκρότησή τους στο α΄ μισό του 2ού αιώνα”, Μετέωρα, Τρίκαλα 2007, σ. 209. Πρωτοψάλτης Ε. Γ., “Η επανάσταση της Ηπειροθεσσαλίας 1854”, επ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σσ.60-1. Ρούσσας Αλ., ιερέας, Άγιος Γεώργιος Πυργετού, Πυργετός 2007. Σαββίδης Αλ., «Μια κάτοψη της Τουρκοκρατούμενης Θεσσαλίας και τα προβλήματα έρευνας.» Ανακοίνωση στο 4ο Συνέδριο Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 12-13/4/1997. Σαββίδης Αλ., "Θεσσαλική βυζαντινή και μεταβυζαντινή βιβλιογραφία, ανάτυπο από τον 23ο τόμο του Θ. Η.", Λάρισα 1993. Σαββίδης Αλ., "Τα προβλήματα για την οθωμανική κατάληψη και την εξάπλωση των κατακτητών στο θεσσαλικό χώρο", Θ. Η. ( ), Σ. 33-63. Σαθάς Κ. Ν., Η κατά τον ΙΖ΄ αιώνα επανάστασις της ελληνικής φυλής (1684-1715), Αθήναι 1865. Σαθάς Κ. Ν., Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήναι 1869. Σακελλίωνας Γ. , “Πρόσωπα και περιστατικά στην επαρχία Αγιάς τον καιρό του '21”, επιθ. Ηώς, Αθήναι 1966, σσ.44-48. Σδρόλια Σ. , «Συμβολή στην ιστορία του Φαναρίου Καρδίτσας, 1289-1453», Θ. Η. 12 (Λάρισα 1987), σ. 129-144. Σδρόλια Στ., «Τα μοναστήρια των Αγράφων», Ιστορικά Θεσσαλίας, εφ. Ελευθερία, Αύγουστος 2007, σ. 5-7. Σεΐζάνης Μ., Η πολιτική της Ελλάδος και η επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, Αθήναι 1879. Σιμόπουλος Κ., Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα. Τόμοι Α΄- Β΄ ,Αθήναι 1970. Σκαφίδας Β., "Η ελληνική επανάστασις του 1854 εν Ηπείρω και Θεσσαλία και η καταστροφή του Μετσόβου", Ηπ. Εστία, τ. 3, Ιωάννινα 1954, σ. 803-809. Σκουβαράς Β., "Η Θεσσαλία, σύντομη Ιστορία και χωρογραφία", Θ. Χρονικά 1965, σ. 440 κ. εξ. Σκουβαράς, B., "Mαγικά και ιατροσοφικά ερανίσματα εκ Θεσσαλικού κώδικος", Eπετηρίς Kέντρου Eρεύνης Eλληνικής Λαογραφίας, 18-19, (1965-66), σ. 71-115. Σκουβαράς Β., Ολυμπιώτισσα, περιγραφή και ιστορία της Μονής, κατάλογος χειρογράφων, χρονολογικά σημειώματα, έγγραφα. Αθήναι 1967. Σουλιώτης Α., "Η ίδρυση της Καρδίτσας", Θ. Η. 17 (1990) σ. 28-30. Σοφιανός Δ. Ζ., “Ο μετεωρικός κώδικας Βαρλαάμ 127, πολύτιμο κτητορικό και ιστορικό κειμήλιο της Μονής”, Μετέωρα, τόμος 59-60, Τρίκαλα 2007, σσ.15-26. Σπανός Β., “Προσθήκες και διορθώσεις στον επισκοπικό κατάλογο της Λάρισας, 1799-1870”, Θ. Η. 41 (Λάρισα 2002), σ. 145-160. Σπανός Κ., (εκδότης-διευθυντής), Θεσσαλικό Ημερολόγιο τ. Γ΄, Αφιέρωμα στα 100 χρόνια της ελεύθερης Θεσσαλίας, Λάρισα 1982. Σπανός Κ.-Αγραφιώτης Δ. (εκδότες), Θεσσαλικό Ημερολόγιο τ. Ε΄, Η θεσσαλική Παιδεία στην Τουρκοκρατία, Λάρισα 1983. Σπανός Κ., (εκδότης), Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος Δ΄ , Αφιέρωμα στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Θεσσαλίας, Λάρισα 1983. Σπανός Κ., (εκδότης), Θεσσαλικό Ημερολόγιο, τ. Ι΄, Λάρισα 1986. Σπανός Κ., “21 διαλυμένοι οικισμοί στην περιοχή της Λάρισας (19ος-20ος αι.)”, Πρακτικά 1ου Συνεδρίου Λαρισαϊκών Σπουδών, Λάρισα 1992, σ. 149-150. Σπανός Κ., "Δυο υπομνήματα εκλογής αρχιεπισκόπου του Φαναρίου και Νεοχωρίου στη Νομική Συναγωγή του Δοσιθέου (1633, 1652)”, Θ. Η. 53 (Λάρισα 2008), σ. 203-208. Σπανός Κ., "Ένα μετεωρίτικο χειρόγραφο του 18ου αιώνα", Θ. Η. Η΄ (Λάρισα 1985), σ.17-46. Σπανός Κ., «Εννιά αγιώτικοι οικισμοί στην απογραφή των Οθωμανών του 1454-5», Ιστορικά Θεσσαλίας, εφ. Ελευθερία, Αύγουστος 2007, σ. 18. Σπανός Κ., Επιγραφές και ενθυμήσεις από τα χωριά Στόμιο και Καρίτσα της Λάρισας, 4ος αι. μ.Χ.1900, Θεσσαλονίκη 1979. Σπανός Κ., «Η Ανατολή Αγιάς μέσα από την Ιστορία της», Ιστορικά, εφ. Ελευθερία, Ιανουάριος 2007, σ. 19. Σπανός Κ., “Η επανάσταση του 1878 και τα γεγονότα στη Βουλγαρινή (Έλαφο) της Αγιάς”, εφημ.

Ελευθερία, ένθετο Πολιτισμός, 15/3/2009, σ. 31. Σπανός Κ., "Η Λάρισα του 1454-5", περιοδικό "Πολιτισμός", εφ. Ελευθερία, 1/3/2008. Σπανός Κ., «Ιστορική θεσσαλική βιβλιογραφία 1962-1981»,Θ.Η.1(Λάρισα 1980)-23 (Λάρισα 1993). Σπανός Κ., «Οι θεσσαλικοί οικισμοί στον ιεροσολυμιτικό κώδικα 509 (1649-1669)», Θ. Η. 40, Λάρισα 2001, σ. 348 κ. εξ. Σπανός Κ., «Οι ιστορικές ρίζες της Γιάννουλης», Ιστορικά εφ. Ελευθερία, Ιαν. 2007, σ. 26. Σπανός Κ. “Οι οικισμοί της Ελασσόνας στην απογραφή των Οθωμανών (1454-5)” “Ιστορικά” σ. 19, εφημ. Ελευθερία, 15/2/2009. Σπανός Κ., «Οικισμοί της Βόρειας Θεσσαλίας στον κώδικα της Ζαμπούρδας (1534- 1692)”, Θ. Η., Ζ΄ (1984), σ. 7-10. Σπανός Κ., «Ο επίσκοπος Δωρόθεος Σχολάριος, ιδρυτής του Σχολείου στο Αμάραντο της Καλαμπάκας», Θ. Η., Ε΄ (1983), 7-13. Σπανός Κ., «Τα χωριά της επισκοπής Γαρδικίου», Τρικαλινό Ημερολόγιο 4, 1993 Σπανός Κ., «Τα χωριά στα ανατολικά της Λάρισας το 1876 κατά τον Δωρόθεο Σχολάριο», Θ. Η ( ), σ. 145-155. Σπανός Κ., Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου Ραψάνης, 1778-1889, Λάρισα 1982. Σποράδες, Εxplorer, 2006. Σποράδες: Αλόννησος, Σκιάθος, Σκόπελος, Σκύρος, εκδ. Ανακαλύπτω την Ελλάδα, ΤΑ ΝΕΑ, 2008. Στάθης Γ., ιερέας, Από τ΄ Άγραφα, β΄ έκδοση, Detroit, Η.Π.Α., 1971. Στεργιόπουλος Δ., «Τουρκικά κτίσματα στην περιοχή της Λάρισας», Θ. Η. ( ), σ. 24-29. Στεργιούλης Β., Καραμήτρος Ι., Λάρισα, η πόλη του Αγίου Αχιλλίου, έκδοση Π. Ο. Δ. Λαρισαίων, Λάρισα 2007. Συννεφάκης Ν. "Ο Κωνσταντίνος Μ. Κούμας (1777-1832) - ο μεγάλος Λαρισαίος Δάσκαλος του Γένους", Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 73-75. Σύρος Κ. Γ., "Ανέκδοτες επιγραφές για τα ερημονήσια των Β. Σποράδων" Θ. Η. ΙΑ΄ (Λάρισα 1987), σ.76-80. Τριανταφυλλίδης Μ., Νεοελληνική Γραμματική, Τόμος Α΄, Ιστορία – Εισαγωγή, Αθήναι 1938. Τρικούπης Σπ., Ιστορία της ελληνικής επανάστασης, τ. 1-4, εκδ. Λιβάνη 1993. Τσιακμάκης Στ., "Μια δικαστική απόφαση του 1677 για συνοριακές διαφορές των χωριών Σπηλιά, Όσσα και Συκούριο", Θ. Η. ΙΑ΄ (Λάρισα 1987), σ. 65-70. Τσόλας Κ., "Ο Νεομάρτυρας Α. Γεώργιος εν Τυρνάβω", εφ. Ελευθερία, 1/3/2008, σ. 8. Τσοποτός Δ. Κ., Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν επί τη βάσει ιστορικών πηγών, Βόλος 1912. Τσοποτός Δ., Γεωργικαί σελίδες της Θεσσαλικής Ιστορίας, Αθήναι 1914. Τσοποτός Δ., Ιστορία των γεωργών και της ιδιοκτησίας εν Θεσσαλία. Τσοποτός Δ., "Επαρχία Βόλου", Θεσσαλικά Χρονικά 1935, σ. 133 κ. εξ. Τσοποτός Δ., Ιστορία του Βόλου, Βόλος 1991 (αρχ. συγγραφή 1930). Φαρμακίδης Επ., Η Λάρισα, Τοπογραφική και Ιστορική μελέτη, εισαγ., σχ., επιμ., Κ. Σπανός, Γνώση, Λάρισα 2001. Φεραίος Ρήγας, Νέος Ανάχαρσις, Απάνθισμα κειμένων του Ρήγα, σ. 83-103, Βουλή των Ελλήνων, 1998. Φιλιππίδης Δ., Κωνσταντάς Γρ., Γεωγραφία Νεωτερική (…) Βιέννη 1791, β΄ έκδοση: επιμέλεια Αικ. Κουμαριανού, Εκδ. Ερμής, Αθήναι 1970. Φραγκούλας Ιω. , “Το κάστρον της Σκιάθου”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σσ.312-315. Χαρακόπουλος Μαξ., "Η μάχη της Σέκλιζας και η απελευθέρωση της Θεσσαλίας", εφ. Ελευθερία, 17/2/2008, σ. 10. Χασιώτης Ι. Κ., Θεσσαλική Βιβλιογραφία (Α΄ 1636-1893), Βόλος 1971. Χατζηγιάννης Δ., “Θεσσαλοί πνευματικοί ταγοί”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σσ.30-39. Χατζηδάκης Γ. , Μεσαιωνικά και νέα Ελληνικά, Αθήναι 1905. Χατζημιχάλης Α. Χ., "Οι συντεχνίες, τα ισνάφια", Ε.Α.Σ.Β.Σ., 2 (1949-50). Χατζόπουλος Κ., Ελληνικά Σχολεία στην περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (1453-1821), Θεσ/κη

1991. Χειμώνας Χρ., “Ιστορικό περίγραμμα, Πορεία της Σκιάθου μέσα στο χρόνο”, Πάσχα στη Σκιάθο, Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 23/4/1995, σσ.2-5. Χιονίδης Γ., Η εκστρατεία και η Επανάστασις εις τον Όλυμπον κατά τα έτη 1821-2, Θεσσαλονίκη 1975.

Συντομογραφίες: εφ.= εφημερίδα ε. ε. = έκτακτη έκδοση ΘΗ= Θεσσαλικό Ημερολόγιο ΕΕΒΣ= Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών Α. Δ. = Αρχαιολογικό Δελτίο σχ.= σχολιασμός μτφρ.= μετάφραση χργρφ. = χειρόγραφο

Διαδικτυακοί Τόποι- Ιστοσελίδες Τοπικής Ιστορίας www.thessalia.gov.gr/contents Ιστορία Θεσσαλίας. www.larissaonline.gr/default.asp?Top=Istoria top Ιστορία Λάρισας. www.elassona.com.gr/ Ιστορία για την Επ. της Ελασσόνας. www.e-history.gr Ελληνική Ιστορία από το Ιδρ. Μείζονος Ελληνισμού (Ι.Μ.Ε.). www.fhw.gr/chronos/gr Ι.Μ.Ε. Περίοδοι ελληνικής Ιστορίας, τέχνες, πολιτισμός, οικονομία. www.culture.gr Υπουργείο Πολιτισμού: Μουσεία, αρχ. Τόποι, χάρτες. www.e-city.gr/larissa/home/view/view.php Ιστορικά στοιχεία πόλης Λάρισας. www.thessalia.gr/historycongress Ιστορικό συνέδριο 2006 για την Θεσσαλική Ιστορία (ανενημέρωτο μέχρι 15/5/2008). www.larissacity.com Ιστορικά στοιχεία Λάρισας. www.dimos-agias.gr Ιστορικά στοιχεία Δήμου Αγιάς. www.na/lar.gr Νομαρχ. Αυτοδιοίκηση Λάρισας, σύγχρονα στοιχεία. www.pneuma.gr/useful2.htm ον λάιν ανάγνωση ιστορικών βιβλίων. www.antivaro.gr διάφορα ιστορικά θέματα. www.dimos-eurimenon.gr/contents/contents.php?cat=11 Ιστ. Αναδρομή Δήμου Ευρυμενών, στοιχεία για την αρχαία Ομόλη. www.farsala.gr/main.htm Ιστορία πόλης Φαρσάλων. www.Achilles.gr/ old-farsalos.htm Μυθολογία και Ιστορία Φαρσάλων. http//skyscraper.fortunecity.com/cyburbia/704/farsala.html Ιστορικά στοιχεία Φαρσάλων. www.farsala-ep.gr/index.php?option=com Ιστορία Φαρσάλων. www.aegean.gr/culturaltec/chmlab., Πλήθος ολοκληρωμένων κειμένων Βυζαντινών και Εκκλησιαστικών συγγραφέων. http://patrologia.ct.aegean.gr/kleida.htm www.trikalacity.gr, Ιστορία Τρικάλων. www.3kala.gr, Ιστορία Τρικάλων. www.karditsa.org/thriskeia08.php, Βυζαντινά θρησκευτικά μνημεία Ν. Καρδίτσας. www.karditsacity.gr/ Ιστορικά για την Καρδίτσα. www.volos-city.gr/ecportal.asp?id=1351&nt=18&lang=1, Ιστορία Βόλου.

www.portaria.gr/PanagiaPortarea.asp Ιστορία Πορταριάς. www.pelion.com.gr/History/Greek/zagora/index.htm Στοιχεία για τη Ιστορία του Πηλίου. www.geocities.com/Pyrgetos Ιστορικά περιοχής Κάτω Ολύμπου. http://2tee-almyr.mag.sch.gr/town/Almyros/isto_andromi_1.htm Ιστορικά στοιχεία Αλμυρού. www.sofades.gr/ Πληροφορίες για το Δήμο Σοφάδων. www.smokovo.gr/?p=432 Πληροφορίες για την περιοχή Σμοκόβου. www.vlahoi.net/index.php Το δίκτυο των πολιτιστικών συλλόγων Βλάχων. www.aspropotamos.org/ Ιστ. στοιχεία για τα αρματολίκια του Ασπροποτάμου. www.larissa.gr Συνοπτικές πληροφορίες για τη Λάρισα. www.hs-augsburg.de/~harsch/graeca/Auctores/g_alpha.html. Κείμενα 7ου αιώνα π.Χ. – 16ου μ.Χ. www.ekepp-ekechak.gr/ Κέντρο χαρτών. www.imd.gr/html/gr/mainpage/maingr.htm Ι. Μητρόπολη Δημητριάδας. www.e-erevna.gr Αρχείο της τρικαλινής εφημερίδας Έρευνα. www.imfth.gr/ Ι. Μητρόπολη Φθιώτιδας. www.ambelakia.org/ Το επίσημο site του πολιτιστικού Συλλόγου Αμπελακίων. /www.tedklarisas.gr/index2.php Τοπική ένωση Δήμων και Κοινοτήτων Ν. Λάρισας. www.tourismlarissa.gr/ τουριστικά θέματα της Νομ. Αυτοδ. Λάρισας. www.karditsa-net.gr/2007/religion/index.htm Θρησκευτικά μνημεία του Νομού της Καρδίτσας. www.palamascity.gr/index.asp Δήμος Παλαμά. http://sekliza.blogspot.com/ Ιστορικά στοιχεία Καλλίθηρου. http://www.gardiki.net/content/view/61/123/ Ιστ. Στοιχεία Γαρδικίου Τρικάλων. www.tameteora.gr/ Μετέωρα /www.kalabakacity.gr/ Καλαμπάκα www.kalambaka.gr/portal/article.asp?ArticleId=92&MenuId=104&lang=gr Ιστ. Στοιχ. Καλαμπάκας www.trikeri-pilio.gr/ Ιστ. Στοιχεία Τρικερίου. www.boebes-karla.gr Ιστορικά αφιερώματα στην λίμνη Κάρλα. www.pteleos.gr Δήμος Πτελεού Μαγνησίας, Ιστορικά στοιχεία, πολιτισμός. www.skopelosweb.gr/greek/history.html Ιστορία Σκοπέλου www.skiathos.gr/ Ιστορία , τουρισμός Σκιάθου. http://alonnisos.atspace.com/p23.htm Πολιτιστ., ιστ. Στοιχεία Αλοννήσου. http://www.dimos-oixalias.gr Δήμος Οιχαλίας Τρικάλων www.dimos-agias.gr/main.asp?catid=24&LangID=EL Ιστ. Στοιχεία Δ. Αγιάς. /www.tirnavos.gr/modules/sections/index.php?op=viewarticle&artid=3&page=1 Τύρναβος. /www.imthf.gr/ Ιστορικά στοιχεία της Ι. Μ. Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων. http://www.imd.gr/html/gr/mainpage/maingr.htm Ιστ. Στοιχεία Ι. Μ. Δημητριάδος. http://www.imlarisis.gr/ Ο διαδυκτ. Τόπος της Μητρ. Λαρίσης. http://www.imchalkidos.gr/ Ιστ, στοιχεία της Μητρ. Χαλκίδος (Β. Σποράδες) http://www.imfth.gr/ Ιστ. Στοιχεία της Μητροπ. Φθιώτιδος (για την Υπάτη και το Δομοκό)

2. Χρονολόγιο Θεσσαλίας από την πρώτη οθωμανική εισβολή έως την απελευθέρωση (1386-1881)

1386

Πρώτη εισβολή Οθωμανών στη Θεσσαλία υπό τον Εβρενός μπέη. Η Λάρισα καταλαμβάνεται για πρώτη φορά.

1389

Μάχη Κοσσυφοπεδίου. Εδραίωση της τουρκικής παρουσίας στη Βαλκανική.

1392-3

Δεύτερη κατάκτηση της Θεσσαλίας από τους Οθωμανούς.

1395

Παράδοση Τρικάλων στους Οθωμανούς. Η πόλη γίνεται έδρα του πρώτου Τούρκου πασά της Θεσσαλίας Τουραχάν. Πρώτοι Τούρκοι έποικοι στη Θεσσαλία.

1413

Συνθήκη Μανουήλ Β΄ και Τούρκων. Προσωρινή απελευθέρωση Ανατ. Θεσσαλίας.

1423

Οριστική οθωμ. κατάκτηση της Θεσσαλίας από τον Τουρ(α)χάν επί Μουράτ Β΄.

1444

Τελευταία προσπάθεια του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου (δεσπότη του Μυστρά) για απελευθέρωση της Θεσσαλίας.

- 1451

Δεύτερο κύμα Οθωμανών εποίκων στη Θεσσαλία επί Μουράτ Β΄

1453

Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως .

1463-1479 Πρώτος τουρκοβενετικός πόλεμος. 1470

Τα τελευταία οχυρά των Βενετών στην ηπειρωτική Θεσσαλία (Γαρδίκι, Πτελεός) πέφτουν στα χέρια των Τούρκων.

1499-1503 Δεύτερος τουρκοβενετικός πόλεμος. 1525 (10/5) Συνθήκη του Ταμασίου . Προνόμια στην περιοχή των Αγράφων. 1592

Επιδημίες με πολλούς νεκρούς.

1600

Πρώτη επανάσταση του μητροπ. Λάρισας Διονυσίου Φιλοσόφου (Θεσσαλία)

1601

(15 Μαΐου) Καθαίρεση του Διονυσίου Φιλοσόφου από το Οικουμ. Πατριαρχείο.

1611

Δεύτερη επανάσταση του Διονυσίου Φιλοσόφου στην Ήπειρο αυτή τη φορά. Νέες επιδημίες σαρώνουν την Κ. Ελλάδα.

1667-8

Φοβερή επιδημία στη Θεσσαλία. Μεγάλη μείωση του πληθυσμού στα πεδινά.

1668-9

Η Λάρισα γίνεται έδρα του σουλτάνου Μωάμεθ (Μεχμέτ) Δ΄.

1684

Μεγάλες πλημμύρες του Πηνειού.

1687

Συμμετοχή του Μακαρίου Λαρίσης στον αντιτουρκικό αγώνα κατά τη διάρκεια του Βενετο-τουρκικού πολέμου (1684-1699)

1688

Νέα επιδημία στη Θεσσαλία. Αραιοκατοικημένη πλέον η Θεσσαλία. Εμφάνιση τσιφλικιών, αμέσως μετά.

1719

“Το θανατικόν το μεγάλον”. Επιδημία, πιθανώς πανούκλας.

1729

Πλημμύρες του Πηνειού στην Κ. Θεσσαλία. Προβλήματα σε Λάρισα, Τρίκαλα, Μοσχολούρι, κ.α.

1742

Νέα επιδημία. Τα κονιαροχώρια ερημώνουν.

1768-74

Πρώτος ρωσοτουρκικός πόλεμος.

1770

Εξέγερση των Ορλωφικών στην Ελλάδα. Συμμετοχή Θεσσαλών κλεφταρματολών. Αιματηρά αντίποινα σε Λάρισα και Τρίκαλα. Η Λάρισα πρωτεύουσα της Θεσσαλίας αντί των Τρικάλων.

1772

Γέννηση του Γεωργάκη Ολύμπιου στο Λιβάδι της Ελασσόνας.

1774-5

Βαρυχειμωνιές και σιτοδείες. Μαζικοί εξισλαμισμοί στη Θεσσαλία, την Ήπειρο, κ.α.

1759-1779 Εικοσαετής κηρυκτική δράση του Δάσκαλου του Γένους Αγίου Κοσμά του Αιτωλού. 1784-7

Έξαρση της ληστείας στο Πήλιο και την Όσσα από Αλβανούς ατάκτους.

1786

(12 Δεκεμβρίου) Διορισμός του Αλή πασά στη θέση του διοικητή (mutassarrif) στο σαντζάκι των Τρικάλων (Θεσσαλία).

1787

Διορισμός του Αλή ως mutassarrif και στο σαντζάκι των Ιωαννίνων.

1787-92

Δεύτερος ρωσοτουρκικός πόλεμος.

1782

Η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας αρχίζει να ενδιαφέρεται για τους υπόδουλους Χριστιανούς.

1791-2

Μεγάλη επιδημία πανούκλας κυρίως στη Δ. Θεσσαλία και την περιφέρεια ΤυρνάβουΕλασσόνας.

1796

Ο Ρήγας Φεραίος από τη Βιέννη βάζει μπρος στα σχέδια για το μεγάλο ξεσηκωμό.

1797

Σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη από την αυστριακή αστυνομία.

1798

(13/24 Ιουνίου) Στραγγαλισμός του Ρήγα στη φυλακή του Βελιγραδίου.

1803

Η Πύλη ορίζει τον Αλή πασά Ρούμελη βαλεσή. Στρατιωτικός υπεύθυνος για το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδας.

1804

Οι Σέρβοι κηρύσσουν την επανάσταση εναντίον των Τούρκων.

1806

Τρίτος ρωσοτουρκικός πόλεμος. Συμμετοχή 3.000 Ελλήνων εθελοντών.

1807

Συνθήκη του Τιλσίτ. Ανακωχή Ρώσων και Τούρκων. Επαναστατικές κινήσεις του Νικοτσάρα στην Ανατ. Μακεδονία.

1808

Η επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα.

1813

Ο Βελής πασάς χτυπά τους Λαζαραίους κλεφταρματολούς του Ολύμπου (Μηλιά). Επιδημίες σαρώνουν και τη Θεσσαλία.

1814

(14 Σεπτεμβρίου) Ίδρυση της Φιλικής Εταιρείας.

1821 25/3

Επανάσταση των Ελλήνων

1821 4/5

Έναρξη του Αγώνα στο Τρίκερι

1821 7/5

Έναρξη του Αγώνα στο υπόλοιπο Πήλιο (Α. Γαζής, Κυρ. Μπασδέκης, κ. α.)

1821 10/5

Έναρξη του Αγώνα στα Άγραφα (Κεράσοβο – Βελής, Γάτσος, κ.α.)

1821 31/5/

Καταστολή της Επανάστασης στο Πήλιο.

1821 5/7

Επανάσταση στον Ασπροπόταμο υπό τον Ν. Στορνάρη.

1821 23/9

Ηρωική θυσία του Γ. Ολύμπιου στη Μονή Σέκου της Μολδοβλαχίας.

1822 8/3

Έναρξη του Αγώνα στην περιοχή του Ολύμπου (Δ. Νικολάου, Ν. Κασομούλης)

1822 2/4

Καταστολή της Επανάστασης στην Ελασσόνα και τον Όλυμπο.

1823 15/1

Ο Καραϊσκάκης συμμετέχει επίσημα στον Αγώνα (Άγιος Βλάσης Αγράφων)

1823 16/7

Ο Καρατάσσος συνθηκολογεί. Οι περισσότεροι Τρικεριώτες αναχωρούν από την πάτρια γη.

1823 Ιούλιος

Καταστροφή του στρατοπέδου στα Βρυσάκια της Εύβοιας. Πλήθος προσφύγων καταφθάνουν στη Σκόπελο.

1823 9/10

Αποτυχημένη προσπάθεια του τουρκικού στόλου να αποβιβαστεί στη Σκιάθο.

1829 1/4

Ηρωικό τέλος του Ρογών Ιωσήφ από τα Αμπελάκια στο Μεσολόγγι.

1829 10/3

Πρωτόκολλον του Λονδίνου. Ορισμός των συνόρων του αυτόνομου Ελληνικού κράτους. Εντός των ορίων της ελεύθερης Ελλάδας οι περιοχές των Ν. Αγράφων, της περιοχής Πτελεού-Σούρπης και των Βορείων Σποράδων.

1830 22/1

Διάσκεψη του Λονδίνου. Ανακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας.

ως 3/2

1832 18/8

Οριστική επιδίκαση των συνόρων της Ελλάδας στη γραμμή ΠαγασητικούΑμβρακικού.

1840-1

Επαναστατικές προσπάθειες στη Θεσσαλία.

1853 18/11 Καταστροφή του τουρκικού στόλου από τους Ρώσους. 1854 Ιαν.

Εξέγερση στο Ραδοβίσδι της Άρτας πρώτα και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία και Ήπειρο εν συνεχεία.

1854 Φεβ.

Ένοπλα ελληνικά επαναστατικά σώματα εισβάλουν από τη Λαμία στη Θεσσαλία.

1854 8/4

Μεγάλη νίκη των επαναστατών κατά των Τούρκων στα Μ. Καλύβια Τρικάλων. (Χατζηπέτρος)

1854 10/5

Νέα νίκη των επαναστατών στην Καλαμπάκα.

1854 14/5

Οι Αγγλογάλλοι επιβάλλουν στον Όθωνα να διακηρύξει ουδετερότητα στα επαναστατικά γεγονότα.

1854 Ιουν. Λήξη της επανάστασης στη Θεσσαλία. Αποχώρηση των εθελοντών από τις ελεύθερες περιοχές. 1866-8

Νέα επανάσταση στη Θεσσαλία. Μάχες Κοράκου – Ρεντίνας.

1866 26/12

Νίκη των ενωμένων επαναστατικών δυνάμεων Θεσσαλίας και Ηπείρου στη μάχη του Κοράκου.

1876

Εισβολή ατάκτων Αλβανών Γκέκηδων στη Θεσσαλία. Δημιουργία μικρών ανταρτικών τμημάτων στα ορεινά (Καραπατάκης – Π. Καλόγηρος).

1878

Νέα επανάσταση στη Θεσσαλία. Ο Ισχόμαχος συντονιστής. Αγώνες στην περιοχή Κάτω Ολύμπου.

1878

Συνέδριο του Βερολίνου.

1878

Μάχη Σέκλιζας. 11/2

1878

Μάχη Ματαράγκας. 21/3

1878

Μάχη Μαυροματίου.

1880 1/4

Ελληνοτουρκική Διάσκεψη στην Κωνσταντινούπολη.

1881 20/6

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Α. Κουντουριώτης και ο Τούρκος ομόλογός του Μαχμούτ Σερβέρ πασάς υπογράφουν την παραχώρηση της Θεσσαλίας και της Άρτας στο Ελληνικό Βασίλειο.

1881 9/8

Απελευθέρωση του Δομοκού.

10;/8/81

Απελευθέρωση Αλμυρού. 1881 15/8 Απελευθέρωση των Φαρσάλων 1881 18/8 Απελευθέρωση της Καρδίτσας.

23/8/1881

Απελευθέρωση των Τρικάλων.

1881 31/8

Απελευθέρωση της Λάρισας.

1881 21/10 Ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στο Βόλο.

Μέρος 1ο Συνοπτική Ιστορία της Θεσσαλίας (1423-1881) Κεφάλαιο 1ο Η Οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας (μέχρι το 1470) Η πρώτη οθωμανική εισβολή στη Θεσσαλία έλαβε χώρα το 1386. Κατά τη διάρκειά της κατελήφθησαν κατά σειρά το κάστρο του Πλαταμώνα, το κάστρο της Ωριάς στα Τέμπη και η Λάρισα. Κατά τη γνώμη πολλών ιστορικών, σ’ αυτή τη φάση άρχισε η εγκατάσταση των πρώτων Τούρκων νομάδων εποίκων. Ο Στρατηγός των Οθωμανών, μάλιστα ένας από τους κορυφαίους του σουλτάνου, ο Εβρενός μπέης, ο ονομαζόμενος και πορθητής της Λάρισας, που ήταν Έλληνας αρνησίθρησκος, έχοντας μαζί του τον στρατιωτικό αρχηγό Χαϊρεντίν πασά κατέλαβαν τη Θεσσαλία επί Μουράτ Β΄, το 1386/7. ο Εβρενός πέθανε το 1417 και θάφτηκε στη νέα οθωμανική πόλη της Δ. Μακεδονίας, τα Γιαννιτσά. Την ίδια περίοδο ο Αλέξιος Φιλανθρωπινός, ο λεγόμενος Καίσαρ της Μεγάλης Βλαχίας, παρέμενε οχυρωμένος στα Τρίκαλα μέχρι και το θάνατό του , που μάλλον συνέβη το 1388. Συνεπώς αυτή η πρώτη φάση της οθωμανικής εισβολής στη Θεσσαλία τερματίστηκε στην περιοχή της Λάρισας. Τα επόμενα έτη, όταν άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες των Παλαιολόγων δεσποτών του Μυστρά, ζητήθηκε από τον Εβρενός μπέη να επέμβει! Πράγματι ο οθωμανικός στρατός πέρασε για πρώτη φορά τον Ισθμό και έφερε την … ειρήνευση μεταξύ των αντιμαχομένων. Έξι χρόνια αργότερα, το 1392/3, άρχισε η δεύτερη φάση της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία άρχισε υπό την ηγεσία και πάλι του Εβρενός και κατέληξε το 1394 υπό την αρχιστρατηγία του ίδιου του σουλτάνου Βαγιαζήτ Α΄. Ο Εβρενός επικεφαλής ισχυρού στρατού, πέρασε το 1392 τα Τέμπη. Συμμετείχε σ’ αυτήν την εκστρατεία και ο Χασάν Μπαμπά ως πνευματικός καθοδηγητής του στρατού, καθόσον ήταν δερβίσης 2, επικεφαλής ισχυρής ομάδας γαζήδων. Ο τελευταίος υπήρξε πολεμιστής της πίστης και μέλος της αίρεσης των μπεκτασήδων δερβίσηδων. Στα ερημωμένα Τέμπη, εκεί που βρισκόταν κάποτε το βυζαντινό Λυκοστόμιο, ίδρυσε έναν τεκέ (μουσουλμανικό τζαμί), που αργότερα αναγνωρίστηκε ως θρησκευτικό κέντρο3 των μουσουλμάνων, Οθωμανών και μη,της περιοχής. Πίνακας των Οθωμανών σουλτάνων4 1288-1326 1326-1362 1362-1389 1389-1402 1402-1410 1411-1413

2

Οσμάν Ορχάν Μουράτ Α΄ Βαγιαζήτ Α΄ Σουλεϊμάν (ως συμβασιλέας του Μωάμεθ Α΄) Μουσά (ως συμβασιλέας του Μωάμεθ Α΄)

Οι δερβίσηδες ήταν μυστικιστές, περίπου μοναχοί του Ισλαμισμού, που διαιρούνταν σε διάφορες ομάδες-τάγματα. Λεπτομέρειες γι’ αυτούς θα αναφερθούν στα επόμενα κεφάλαια. 3. Μέσα στον τάφο του Χασάν Μπαμπά (turbe), σώζονται τμήματα επιγραφής από το 48ο κεφάλαιο του Κορανίου, με τον τίτλο “Η νίκη” και τον ... επίλογο “θάνατος στους απίστους”. Ι. τ. Ε ., τόμος Θ΄, σ. 69. 4. Επιμέλεια Ελένη Κ. Οικονόμου.

1402- 1421 1421-1451 1451-1481 1481-1512 1512-1520 1521-1566 1566-1574 1574-1595 1595-1603 1603-1617 1617-1618 1618-1622 1622-1623 1623-1640 1640-1648 1648-1687 1687-1691 1691-1695 1695-1703 1703-1730 1730-1754 1754-1757 1757-1773 1773-1789 1789-1807 1807-1808 1808-1839 1839-1861 1861-1876 1876 1876-1909

Μωάμεθ Α΄ Μουράτ Β΄ Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής Βαγιαζήτ Β΄ Βελί Σελίμ Α΄ Γιαβούζ Σουλεϊμάν Α΄ ο Μεγαλοπρεπής Σελίμ Β΄ Αγιάς Μουράτ Γ΄ Μωάμεθ Γ΄ Αχμέτ Α΄ Μουσταφά Α΄ Οσμάν Β΄ Μουσταφά Α΄ Μουράτ Δ΄ Ιμπραήμ Μωάμεθ Δ΄ Αβτζί Σουλεϊμάν Β΄ Αχμέτ Β΄ Μουσταφά Β΄ Αχμέτ Γ΄ Μαχμούτ Α΄ Οσμάν Γ΄ Μουσταφά Γ΄ Αμπντούλ Χαμίτ Α΄ Σελίμ Γ΄ ο Μεταρρυθμιστής Μουσταφά Δ΄ Μαχμούτ Β΄ ο Δίκαιος Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ Αμπντούλ Αζίζ Μουράτ Ε΄ Αμπντούλ Χαμίτ Β΄

Η παράδοση έχει διασώσει τραγούδια και θρύλους για το λεγόμενο Κάστρο της Ωριάς των Τεμπών, το οποίο βρισκόταν σε απόκρημνο σημείο της ομώνυμης κοιλάδας από την πλευρά της Όσσας, απέναντι από την Αγία Παρασκευή, ίχνη του οποίου σώζονται ως τις μέρες μας. Σύμφωνα με το θύλο κάποιος Οθωμανός εξαπάτησε την κόρη του άρχοντα του κάστρου υποδυόμενος ορθόδοξο μοναχό που ζητούσε καταφύγιο στο κάστρο. Έτσι η οχυρή θέση έπεσε στα χέρια των γαζήδων.

Εικ. Τουρκομάνοι γαζήδες του 15ου αιώνα, με το φημισμένο όλο τους, το τοπούζι (Βιέννη , Εθνική Βιβλιοθήκη).

Αφού οι Οθωμανοί κατέλαβαν και πάλι το κάστρο της Ωριάς, αντιμετώπισαν με άνεση στην έξοδο της κοιλάδας το στρατό του νέου Καίσαρα της Μεγαλοβλαχίας Μανουήλ Άγγελου Φιλανθρωπινού, που ήταν αδελφός του νεκρού Αλέξιου. Έτσι ο

οθωμανικός στρατός, χωρίς καμιά άλλη αντίσταση, κατάλαβε ξανά τη Λάρισα. Την ίδια χρονιά έπεσαν προσωρινά (μέχρι του 1403) στα χέρια των Οθωμανών η Σκιάθος και η Σκόπελος. Σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές5 το 1394 την αρχιστρατηγία του οθωμ. στρατού ανέλαβε ο Βαγιαζήτ ο οποίος και υπέταξε την ίδια χρονιά κατά σειρά τα Φάρσαλα, το Δομοκό, το Ζητούνι, τις Θερμοπύλες και την παλιά πρωτεύουσα του θεσσαλικού κράτους Υπάτη (Νέες Πάτρες), η οποία μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς σε Πατρατζίκ. Μετά τη λήξη των επιχειρήσεων παραχώρησε μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας, ως φέουδο, στον Εβρενός, τιμώντας τον κατ’ αυτόν τον τρόπο για την προσφορά του. Λίγο αργότερα, το 1396/7, ο Εβρενός συνέχισε το καταστροφικό του έργο, λεηλατώντας περιοχές της Στερεάς και της Πελοποννήσου, ενώ ο Βαγιαζήτ συνέχισε τις κατακτήσεις του στο θεσσαλικό έδαφος (Τρίκαλα, Βαθύρρεμα, Φανάρι, Γόλος [Βόλος] κ. ά.). Χρονιά σταθμός ήταν το 798 μετά Εγίραν6, σύμφωνα με τις τουρκικές πηγές,7 (1395-6), διότι τότε έπεσε η πιο οχυρή θεσσαλική πόλη, τα Τρίκαλα, τα οποία στη συνέχεια απετέλεσαν έδρα του πρώτου Οθωμανού πασά (διοικητή) της Θεσσαλίας, Τουραχάν (ή Τουρχάν). Το 1402 ο σουλτάνος Βαγιαζήτ Α΄ συνετρίβη από τους Μογγόλους του Τιμούρ του Χωλού (Ταμερλάνου) στη μάχη της Άγκυρας. Αυτό το γεγονός παρέτεινε για λίγα χρόνια τον επιθανάτιο ρόγχο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι, κατόπιν της συμφωνίας του 1403, που συνήφθη μεταξύ του γιου του Βαγιαζήτ, Σουλεϊμάν Α΄ και του Μανουήλ Παλαιολόγου, αρκετά από τα κατακτημένα εδάφη επιστράφηκαν στο βυζαντινό κράτος, μεταξύ των οποίων και η Ανατολική Θεσσαλία μέχρι τη Λαμία. Η Δυτική Θεσσαλία, ισχυρίζονται ορισμένοι, πως παρέμενε σχεδόν ανεξάρτητη. Όμως οι πηγές8 της εποχής αναφέρουν έναν Οθωμανό, το Γιουσούφ μπέη, κυβερνήτη της Μεγάλης Βλαχίας για το έτος 1406. Σύμφωνα με δυο ανώνυμα μικρά χρονικά της συλλογής P. Schreiner (48/3 και 69/9) το καλοκαίρι του 1404 ξέσπασε μια «στάση» των Χριστιανών («απιστία» ή «αποστασία» κατά τα κείμενα) της περιοχής του Φαναρίου. Το 1403 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Από τη μια ήταν ο νόμιμος σουλτάνος Σουλεϊμάν και από την άλλη ο επίδοξος σφετεριστής του θρόνου και αδελφός του προηγουμένου, Μουσά Τσελεμπή. Ένα βίαιο επεισόδιο αυτής της διαμάχης παίχτηκε στη Λάρισα. Ο Χαλκοκονδύλης μας αναφέρει ότι «περί τα μέρη της Λαρίσου» ο Μουσά τύφλωσε τον ανεψιό του Σουλεϊμάν Ορχάν9 (1413). Την ίδια χρονιά ο νέος σουλτάνος Μεχμέτ Α΄ (14231421) ανανέωσε τη συνθήκη του 1403 παραχωρώντας επιπλέον και άλλα φρούρια και χωριά της Θεσσαλίας στους Βυζαντινούς. Οι Βενετοί μ’ αυτή τη συνθήκη ήλεγχαν το κάστρο του Πτελεού και των Λεχωνίων έχοντας τη νομή των καλλιεργειών του κάμπου των Λεχωνίων. [Βέβαια τα Λεχώνια υπάγονταν, τυπικά, στο Δούκα των Αθηνών Antonio Acciaiuoli.] Το 1416 δυνάμεις εμίρηδων, αντιπάλων του σουλτάνου, συνεργάστηκαν με Βλάχους και προσπάθησαν να προξενήσουν προβλήματα στον οθωμανικό θρόνο. Συγκεκριμένα ο Μουσταφά της Καραμανίας και ο Τζουνέιντ του Αϊδινίου 5 6 7 8 9

«Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων» Εκδόσεις Ζώρας, σελίδα 31. Έτος Εγίρας θεωρείται η χρονιά που ξεκίνησε τη δράση του ο προφήτης της ισλαμικής θρησκείας, Μωάμεθ. Ιmber, Ottoman Empire, σ. 112. Τη χρονολογία και το όνομα του μπέη κατέγραψε ένας Τούρκος χρονικογράφος του 1650, ο Κατίμπ Τσελεμπή. Χαλκοκονδύλης, ό.π. 178.

εισέβαλαν στη Βουλγαρία κι από εκεί στη Μακεδονία. Όπως όμως μας βεβαιώνει ο ιστορικός Δούκας, οι δυνάμεις τους, που βασίστηκαν στη βοήθεια ντόπιων πληθυσμών, αναχαιτίστηκαν από το στρατό του σουλτάνου. Μετά το θάνατο του Μεχμέτ (1421) ο Μανουήλ συνεργάστηκε με τους προαναφερθέντες εμίρηδες κατά του νέου σουλτάνου Μουράτ Β΄ . Ο Μουράτ αφού αντιμετώπισε με επιτυχία τους στασιαστές, ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Θεσσαλίας, σχεδόν αναίμακτα, με στρατηγό τον Τουραχάν μπέη. Η κατάκτηση τη φορά αυτή συνοδεύτηκε από οργανωμένη εγκατάσταση πολυάριθμων μουσουλμάνων από την Ανατολία. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς ήταν αγροτικές οικογένειες από το Ικόνιο της Καππαδοκίας, εκτοπισμένοι λόγω των εμφυλίων συγκρούσεων των ηγεμόνων της Μικράς Ασίας. Αυτοί συνοικίστηκαν σε χωριά της βορειοανατολικής Θεσσαλικής πεδιάδας και ονομάζονταν Κονιαρέοι ή Κόνιαροι από τον τόπο καταγωγής τους (Ικόνιο). Τα περισσότερα από αυτά τα χωριά συγκροτήθηκαν στον άξονα της σημερινής Παλαιάς Εθνικής Οδού Λάρισας- Βόλου, από το ύψος της λίμνης Κάρλας και βορειότερα μέχρι την περιοχή Συκουρίου.

Ο Κ. Σπανός για τους Οθωμανούς εποίκους της περιοχής Μελίας της Λάρισας. Από το κατάστιχο της πρώτης οθωμανικής απογραφής του 1454/510, προκύπτουν τα εξής: Η ομάδα των Οθωμανών Saruhanlu(lar) ίδρυσε έναν οικισμό που ονομάστηκε Σαρουχανλάρ, κι αποδόθηκε με την ντοπιολαλιά των Ελλήνων Σαρχανλάρ (σημερινός Μόδεστος). Η ομάδα των Saqallu(lar) ίδρυσε κι αυτή με τη σειρά της έναν οικισμό που ονομάστηκε Σακαλουλάρ και με αποβολή του άτονου φθόγγου ου, Σακαλλάρ και είναι η σημερινή Μέλισσα. Η ομάδα των Čullu(lar) ίδρυσε κι αυτή το δικό της οικισμό που ονομάστηκε Τσουλουλάρ, ενώ πάλι με αποβολή του άτονου φθόγγου ου καθιερώθηκε ως Τσουλάρ (Μελία).

Σύμφωνα με περιηγητές (Urguhart11, κ.α.) το 1423 εγκαταστάθηκαν περί τους 6.000, “φίλεργοι και εμπειροπόλεμοι” χωρικοί από το Ικόνιο σε δώδεκα συγκεκριμένα χωριά: Τατάρ, Καζακλάρ, Τσαϊρ, Μισαλάρ, Κουφάλα, Καρατσογλάν (ή Καρατζόλι), Ντελίρ (ή Ντελέρια), Λιγάρα, Ραντκούν, Καραντεμιλί, Δεριλί, Μπαλαμούτ. Τα χωριά αυτά ήταν ουσιαστικά στρατιωτικές αποικίες, κάτι σαν τα “στρατοτόπια” των Βυζαντινών, που είχαν την αποστολή να αντιδράσουν σε πιθανή εξέγερση των Χριστιανών που κατοικούσαν στην Πίνδο και γενικά σε ορεινές περιοχές της Θεσσαλίας, όπως στο Πήλιο, τον Όλυμπο, την Όθρυ και το Μαυροβούνι.

10.

Κ. Σπανός, “Ιστορικά στοιχεία για τη Μελία της Λάρισας”, Θ. Η. ( ), σσ. 92,3

11. Ο Ουργκουχάρτ είχε ακούσει τη διήγηση ενός καϊμακάμη του Τυρνάβου, το 1830, η οποία βασιζόταν σε χειρόγραφη αραβική βιογραφία του Τουραχάν μπέη, που βρισκόταν στη Δημόσια Βιβλιοθήκη του Τυρνάβου.

Ο David Urguhart γράφει για την ίδρυση των κονιαροχωρίων της Λάρισας όπως το πληροφορήθηκε από Οθωμανούς του Τυρνάβου

“ (...) Ο Τουραχάν μπέης έστειλε ανθρώπους του στο Ικόνιο, το οποίο την περίοδο εκείνη δεν διατηρούσε καλές σχέσις με την οθωμανική δυναστεία, και πέτυχε να φέρει 5-6 χιλιάδες οικογένειες στη Θεσσαλία. Καθώς ήταν άτομα πολεμικού και εργατικού χαρακτήρα τους παραχώρησε γη στα βόρεια της θεσσαλικής πεδιάδας. (...) Ίδρυσε γι' αυτούς 12 περιχαρακωμένα χωριά: το Τατάρ, το Καζακλάρ το Τσαϊρ,το Μισαλάρ, ο Ντελέρ, τν Κουφάλα,το Καρατζιογλάν, τη Λυγάρα, το Ραντγκούν, το Καραντεμιλί, το Ντεριλί και το Μαλαμούτ. Ο αριθμό των χωριών έχει αυξηθεί τώρα και νομίζω πως μόνο 3 ή 4 από τα τοπωνύμια αυτά συμπίπτουν με τα τωρινά ονόματα των χωριών. Ως οπισθοφυλακή αυτής της στρατιωτικής παροικίας ο Τουραχάν μπέης ίδρυσε τον Τύρναβο, για τον οποίον απέσπασε πολλά προνόμια από τον σουλτάνο Μουράτ Β΄. Τα προνόμια που παραχώρησε η Υψηλή Πύλη τέθηκαν υπό την έγκριση του τουρκικού ιερατείου και υπό την επίβλεψη του αρχικλητήρα της Μέκκας. Ο Τύρναβος καθιερώθηκε ως πόλη άσυλο. Οι ξένοι απαλλάσσονταν για 10 χρόνια από κάθε φορολογική εισφορά. Η πόλη έγινε βακούφι κι έτσι απαλλάχτηκε από τον έλεγχο της τοπικής διοίκησης. Κανένας πασάς δεν επιτρεπόταν να εισέλθει στον Τύρναβο και στα τουρκικά στρατεύματα είχε απαγορευτεί η διάλευσή τους από εδώ.”

David Urguhart: Ταξίδι

στη Θεσσαλία του 1830, πέμπτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η.,

σσ. 256.

Μια άλλη ομάδα μουσουλμάνων εποίκων, που έφθασαν λίγο αργότερα στη Θεσσαλία (1463), ήταν οι Γιουρούκοι οι οποίοι ασχολούνταν με την κτηνοτροφία12 και εγκαταστάθηκαν στις παρυφές του Ολύμπου (από το Αργυροπούλι ως την Ιτέα), της Όσσας (χωριά του Συκουρίου ως τη Μαρμαρίνη), του Μαυροβουνίου (Καλαμάκι, κ. ά .) του Φυλλήιου όρους, στην περιοχή των Κυνός Κεφαλών, και αλλού. Στη συνέχεια ο Τουραχάν διαμοίρασε το θεσσαλικό κάμπο, σε ντόπιους εκούσια εξισλαμισθέντες φεουδάρχες13 και σε δικούς του αξιωματούχους, υπό τη μορφή φέουδων. Ο λόγος της διανομής ήταν η επιβράβευση αυτών για τη συμβολή τους στην κατάκτηση της Θεσσαλίας. Ο νεότερος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρεται στο γεγονός με τη χαρακτηριστική του λεπτή ειρωνεία: «Οι Τούρκοι άφησαν το φεουδαρχικό καθεστώς, μια που οι φεουδάρχες ειρηνικά παρέδωσαν τη χώρα.»14 Από τη Λαμία εκδιώχτηκε το μεγαλύτερο μέρος του λιγοστού τότε χριστιανικού πληθυσμού και κατοικήθηκε από Τούρκους εποίκους καθώς και από διοικητικούς υπαλλήλους και στρατιωτικούς του οθωμανικού κράτους. Ο ίδιος ο Τουραχάν το 1452 βρισκόταν εγκαταστημένος στον Ισθμό απ’ όπου επιχείρησε των αποκλεισμό των δεσποτών του Μυστρά15. Η αντίσταση των Ελλήνων που ήταν περιορισμένη στα ορεινά της Θεσσαλίας εγκαταλείφθηκε μετά την άλωση της Πόλης (1453). Τότε φαίνεται πως έπεσε οριστικά και το Φανάρι στα χέρια των εισβολέων. Ο Επαμεινώνδας Φαρμακίδης για της αγριότητες του Μουράτ Β΄ (κατακτητή της Θεσσαλίας) “Ως χαρακτηριστικόν της αγριότητος του νέου τούτου κατακτητού, εκπροσωπουμένου τότε εν Λαρίση διά του στρατηγού Τουρχάν, αναγράφομεν ότι πολεμών ούτος εν Πελοποννήσω, δηών 12 Δ. Τσοποτός, Γη και γεωργοί, 52,53. 13 Δηλαδή δε πλούσιους γαιοκτήμονες που δέχτηκαν με τη θέλησή τους να αλλαξοπιστήσουν για να μη χάσουν τις πλούσιες εκτάσεις γης που κατείχαν και τα προνόμιά τους. 14 Γ. Κορδάτος, Ιστορία Βόλου – Αγιάς, 182. 15 Το 1456, γέρος πια ο Τουραχάν θα κληθεί από τους δεσπότες του Μυστρά Δημήτριο και Θωμά να αντιμετωπίσει μια εξέγερση Αλβανών και Ελλήνων χωρικών του Μοριά.

και πορθών τον Μυστράν, το Λεοντάρι, το Γαρδίκι και την Δαβιάν, κατετρόπωσεν την 5ην Ιουνίου 1423 τους Αλβανούς και κατακρεούργησε 800 εξ αυτών, κατασκευάσας διά των κεφαλών αυτών πυραμίδα και έπειτα εισήλασεν εις την Θεσσαλίαν, συνεπαγόμενους 6.000 δούλους, ων το τέταρτον συνέλαβεν εξ ενετικών πόλεων(...)”

Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2001, σ. 153.

Εικόνα : Επ. Φαρμακίδης

Ο Τουραχάν κατόρθωσε να αποσπάσει την έγκριση του σουλτάνου και να οικειοποιηθεί τεράστιες ακίνητες περιουσίες στη Θεσσαλία. (Δες σχετικά τα αποσπάσματα των αφιερωτηρίων του, διαθηκών, που ακολουθούν καθώς και στο τέλος του βιβλίου τα αντίστοιχα αφιερωτήρια των διαδόχων του.) Είναι σίγουρο, πάντως, πως ο Οθωμανός αυτός κατακτητής ενδιαφέρθηκε για την ευημερία και την οικονομική ανάπτυξη της ευρύτερης περιοχής. Επί των ημερών του ανασυγκροτήθηκε ο Τύρναβος, στη θέση που βρίσκεται σήμερα, ενώ ο ίδιος φρόντισε να δώσει στην πόλη σημαντικά προνόμια, όπως η κήρυξή της ως βακούφι, εξαρτώμενο απευθείας από τον εκάστοτε πνευματικό ταγό της Μέκκας (σερίφ), η απαλλαγή των κατοίκων της από αγγαρείες, οι μειωμένοι συντελεστές φορολόγησής της, η απαγόρευση διέλευσης ενόπλων τακτικών τμημάτων του οθωμανικού στρατού, και πολλά άλλα. Ακόμα ο Τουραχάν έκτισε ή επισκεύασε ένα πλήθος γεφυριών, καραβάν-σεράι και τζαμιών, στα Τρίκαλα, τη Λάρισα, στα Φάρσαλα και σε μικρότερα χωριά. 3. Αποσπάσματα από τη διαθήκη16 του Τουρχάν μπέη (κατακτητή της Θεσσαλίας) 1446 “Δόξα και αίνος αρμόζει τω υψίστω θεώ (....) Ο Χατζή Τουρχάν βέης υιός του μακαρίτου πασά Γηγήτ βέη, ο καυχώμενος επί τω ότι ο ύψιστος θεός κατέκτησεν αυτόν τον μέγαν σεβαστόν αρχηγόν, τον κάτοχον εκλάμπρου πρωτοκαθεδρίας και την πηγήν των πλεονεκτημάτων της αγαθοεργίας, ο αγωνισάμενος την μάχην των απίστων πολυθεϊστών και ο τιμωρός των απειθών και ανταρτών, ιδρύσατο και αφιέρωσεν έναν ναόν (μετζήτι) κείμενον εντός της Λαρίσης (...), και μιάν ιερατικήν σχολήν (μεδρεσέ) έξωθεν της πόλεως Λαρίσης (...). Ωσαύτως δε και έξωθι της πόλεως Τρικάλων έτερον έναν ναόν (μετζήτι) συνορευόμενον μεσημβρινώς με τον ποταμόν17 (...). Ο αφιερωτής αφιέρωσε (...) το σύνολον λουτρού κειμένου εν Λαρίση καλουμένου με το όνομα του αφιερωτού (...) ενός εργαστηρίου και ενός ορειχαλκείου. Το σύνολον σειράς κρεοπωλείων, άπερ κέκτηται εν Λαρίση (...)συνορεύονται δυτικώς με το βακούφιον και εκ των τριών πλευρών με δρόμον. Το σύνολον τριών εργαστηρίων και δώδεκα τσιαρδακίων (...). Το σύνολον ενός κρασοπωλείου συνορευομένου 16. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 252-258. 17. Εννοεί τον Ληθαίο ποταμό.

δυτικώς με το σιτοπάζαρον, μεσημβρινώς με το εργαστήριον του Καραμανλή (...). Το σύνολον ενός εργαστηρίου σκεμπετζήδικον18, συνορευομένου δυτικώς με το εργαστήριον του χαλβατζή Χαλήλ (...). Το σύνολον ενός μαγειρείου (αχτσίτικον) συνορευομένου μεσημβρινώς με κτήμα του Μαχμούτ Καζάζη (...). Το σύνολον ενός εργαστηρίου, συνορευομένου μεσημβινώς με κτήμα σελλοποιού (σαράτση) Χαμζά, ανατολικώς με βακούφιον, δυτικώς με το κτήμα του Χατζή Ιμβραήμη και αρκτικώς με δρόμον. Το σύνολον τεσσάρων εργαστηρίων συνορευομένων μεσημβρινώς με γαίας ανηκούσας εις τον Μουράτ Χαν, ανατολικώς με κτήμα του Ιμβραήμ σαπουνά (...). Το σύνολον πέντε εργαστηρίων συνορευομένων μεσημβρινώς με το εργαστήριον του Γενή βέη (...). [Ακολουθεί αναφορά μεγαλύτερου ακόμα πλήθους εργαστηρίων στη Λάρισα] Το σύνολον μύλου κινουμένου διά του ύδατος του Πηνειού μη χρείζοντος περιγραφής ορίων καθό πασίγνωστον επιτοπίως. Το σύνολον αμπέλου συνορευομένης μεσημβρινώς με άμπελον του Σουλάκη, ανατολικώς με άμπελον του χριστιανού Βαλκόνια, δυτικώς με άμπελον του χριστιανού Καλλούνα (...) αρκτικώς με άμπελον Ισσά. Το σύνολον αμπέλου (...), το σύνολον τριών εργαστηρίων (...). Το σύνολον εργαστηρίου παπουτζίδικον συνορευομένου ανατολικώς με εργαστήριον του οδηγού Κουλαούζλ Ναϊπη, δυτικώς με κτήμα του βέη Ηλιά (...). Το σύνολον κρεοπωλείου, συνορευομένου εκ τεσσάρων πλευρών με δρόμον (...). Το σύνολον εργαστηρίων (...) συνορευομένων δυτικώς με κτήμα του πεταλωτή Σαρούτσια, (...), το σύνολον σαπωνικού εργαστηρίου συνορευομένου εκ μιάς πλευράς με εργαστήριον του αρχιτέκτονος (...). Το σύνολον χαλκείου γνωστού υπό το όνομα Παλαιά Εκκλησία. Το σύνολον αλαντοπωλείου (...). Το σύνολον δύο μύλων στρεφομένων δια του ποταμού Ρέκτη19 (...), το σύνολον τεσσάρων μύλων (...). Όλα ταύτα είναι εν Τρικάλοις. Τα ειρημένα αφιερώματα ούτε πωλούνται ούτε δωρούνται, ούτε μεταβάλλονται (...), ούτε κληρονομικώς μεταβιβάζονται. Ο αφιερωτής το της διαχειρίσεως δικαίωμα περιώρισεν εφόσον μεν ζη εις το εξαίρετον αυτού άτομον, μετά δε τον θάνατον εις τον πρεσβύτερον υιόν του Ομέρ τσελεπή, και μετά θάνατον (αυτού), εις τον κράτιστον των τέκνων και απογόνων αυτού. Εάν εκλείψωσι και ούτοι και ουδείς μείνη, ο κριτής Λαρίσης εκλέγει εκ των προκρίτων άνδρα μουσουλμάνον ενάρετον και άξιον εμπιστοσύνης και τον καθιστά διαχειριστήν επί των ειρημένων αφιερωμάτων. Ο (...) αφιερωτής διέταξε να συνάζωνται τα έσοδα των αφιερωμάτων γενομένης χρήσεως των διαφόρων εισπράξεων με τον πλέον ωφελιμότερον τρόπον. Εκ των γενομένων εισοδημάτων δαπανώνται πρώτον εις επισκευήν της ιερατικής σχολής20, ης περιγράφονται τα όρια και των μνησθέντων δύο τζαμιών (...). Εκ του μένοντος (ενν. χρηματικού ποσού) ώρισαν το (εν) πέμπτον εις τον διαχειριστήν διά το δικαίωμα της διαχειρίσεώς του, εκ δε του υπολοίπου πέντε αργυρά άσπρα21 καθ' ημέραν διά το πρόσωπον όπερ θα είναι ιεροκήρυξ και ιμάμης εν τω Λαρίση (...) τζαμίω. Τρία μεν διά την υπηρεσίαν του ιεροκήρυκος, δύο δε δια την ιμαμείαν. Εκ δε των τεσσάρων χαβούζηδων, γνωριζόντων ευκρινή ανάγνωση (...) εις έκαστον μεν των τριών ανά εν αργυρούν άσπρον καθ' ημέραν, εις δε τον χαβουζή, τον πρόεδρον αυτών και διοριζόμενον εν τη πρωτοκαθεδρία, δύο αργυρά άσπρα (...). Προσέτι εν αργυρούν άσπρον καθ' ημέραν εις έκαστον δύο χαβούζηδων22, οίτινες θα ψάλλωσι καθ' ημέραν ανά εν τεμάχιον του προαιωνίου λόγου (...) και θα δέονται υπέρ της ψυχής του αφιερωτού (...) εν ήμισυ αργυρούν άσπρον καθ' ημέραν εις τον κράκτην, όστις θα αναγιγνώσκη καθ' εκάστην (...) την πρόσκλησιν, εν αργυρούν άσπρον καθ' ημέραν δι' έξοδα ψαθών, ελαίου, κανδηλίων και ύδατος. Δέκα αργυρά άσπρα καθ' ημέραν διά το πρόσωπον, όπερ θα είναι διδάσκαλος εν τη ειρημένη σχολή. Επτά αργυρά άσπρα καθ' ημέραν διά τους διαμένοντας εν τοις δωματίοις της ειρημένης σχολής και σπουδάζοντας τας γνώσεις της πίστεως μαθητάς. Ήμισυ αργυρούν άσπρον δια τους εν εκάστω δωματίω διαμένοντας μαθητάς (...) καθώς και εξ κοιλά23 σίτου ετησίως. Τρία αργυρά άσπρα καθ' ημέραν διά το πρόσωπον, όπερ θα είναι ιμάμης και ιεροκήρυξ εν των εν Τρικάλοις τζαμίω, ούτινος προεξετέθησαν τα όρια (...) Εν αργυρούν άσπρον καθ' ημέραν εις τον 18 . Μαγειρείο (εστιατόριο) σκεμπέ (γαρδούμπας). 19. Επειδή ο Τουρχάν αναφέρεται εδώ στα Τρίκαλα, πιθανώς ο Ρέκτης ποταμός να είναι ή ο Ληθαίος ή ο Κουμέρκης. 20. Η ιερατική αυτή σχολή ή μεντρεσές, που αναφέρεται και στην αρχή της διαθήκης, βρισκόταν στον Πέρα μαχαλά ή συνοικία του Αγίου Χαραλάμπους (που βάβαια τον 15ο αιώνα δεν είχε ακόμα γίνει μαχαλάς, δηλαδή γειτονία) αριστερά της σημερινής γέφυρας του Αλκαζάρ και δίπλα στο ποτάμι. 21. Τα άσπρα ήταν υποδιαίρεση της βασικής νομισματικής μονάδας (γρόσι). Ένα γρόσι είχε σαράντα άσπρα. 22. Χαβουζής ήταν αυτός που αποστήθιζε το Κοράνι. 23. Το κοιλό της Λάρισας, τον 15ο και 16ο αιώνα ζύγιζε 102,624 σημερινά κιλά, ενώ στα Τρίκαλα 64,14 κιλά.

ιμάμην του εν τη συνοικία Γιουκδή24 έξωθεν της πόλεως Τρικάλων κειμένου ναού (...). Εάν μηδείς μείνη εκ των μνησθέντων, τα ειρηθέντα αφιερώματα αφιερούνται εις ενδεείς και δυστυχείς Μουσουλμάνους (...). Τα άνωθεν μνησθέντα και απαριθμησθέντα ιά νομίμου πραγματικής διατάξεως εγράφησαν και κατεχωρίσθησαν εις τον κώδικα και αφιερώθησαν.” Κατά μήναν Τζεμαζήλ-εββέλ 85025 (1446)

Το 1454 υπογράφηκε συνθήκη μεταξύ του Μωάμεθ Β΄ (Πορθητή) και των Ενετών, σύμφωνα με την οποία οι Τούρκοι αποκτούσαν τον έλεγχο των τελευταίων δυο οχυρών26 της Θεσσαλίας: των κάστρων του Πτελεού και του Γαρδικίου (Ετέρα Γαρδικία). Όμως η συμφωνία έμελλε να γίνει πράξη το 1470, μετά την πτώση της Εύβοιας (12-7-1470). Έτσι τα τελευταία οχυρά εκπορθήθηκαν, ενώ οι Ενετοί υπερασπιστές των σκοτώθηκαν μέχρι ενός από τους Τούρκους, και οι Έλληνες κάτοικοι αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν σιδηροδέσμιοι στην Κων/λη. Αυτοί μαζί με άλλους εκτοπισμένους, μεταξύ των οποίων και Φαναριώτες, επρόκειτο να συνοικίσουν την γειτονιά του Φαναρίου στην Πόλη. Ο Κώδικας 127 της Ι. Μ. Βαρλαάμ Μετεώρων, ο επονομαζόμενος “Θηκαράς”, για τους πρώτους Οθωμανούς σουλτάνους και τις χρονολογίες κατάληψης διαφόρων ελληνικών περιοχών απ' αυτούς. [Όπως αναλύεται από τον καθ. Του Ιονίου Πανεπιστημίου Δημ. Ζ. Σοφιανού στο περιοδικό “Μετέωρα”] “27... περί πώς οι αγαρινοί από την ανατολήν ήλθαν εις την δύσην επί έτους ςωια 28. πρώτος αυθέντης όπου απέρασεν από εώας εις δύσην, το όνομα οτμάνογλης29, και εβασίλευσεν χρόνους κα΄. Και μετά τούτον εβασίλευσεν ο γιώρκας, χρόνους μ΄. και μετά τούτον ο καζή αμουράτης30 χρόνους λ΄. και μετά τούτον ο ηλμτιρίμ παγιαζήτης31 χρόνους ιδ΄. Και μετά τούτον ο εμήρ σουλεϊμάνης χρόνους γ΄. και μετά τούτον ο σουλτάν αμουράτης χρόνους λα΄. και μετά τούτον ο σουλτάν μεεχμέτης 32 χρόνους λα΄. Και μετά τούτον ο σουλτάν παγιαζήτης χρόνους λγ΄. και μετά τούτον ο σουλτάν σελήμης33 χρόνους η΄. έγινεν και ο σουλτάν σουλεϊμάνης επί ετους ζκη΄, απριλλίου εις τας ιδ΄, ημέρα Γ΄. εάλω ο τούρκος την κωνςαντίνου πόλιν επί έτους ςϡξα΄(6961)34 και εάλω τον τραπεζόντα επί έτους ςϡξθ΄ (6969)35, εάλω τον έβριππον36 επί έτους ςϡοζ΄ (6977)37, εάλω την θεσσαλονίκην και τα ιωάννινα επί έτους ςϡλη΄ (6938)38, έκτησεν την πρέβεζαν επί έτους ςϡπς΄ (6986)39 ...” Σοφιανός Δ.Ζ., “Ο μετεωρικός κώδικας Βαρλαάμ 127, πολύτιμο κτητορικό και ιστορικό κειμήλιο της Μονής”, Μετέωρα, τόμος 59-60, Τρίκαλα 2007, σσ.15-26.

Ακολουθούν οι χρονολογίες οθωμανικής κατάκτησης των διαφόρων θεσσαλικών 24. Οικισμός που δεν έχει ταυτοποιηθεί, έξω από τα Τρίκαλα. 25. Το 850 σημαίνει κατά το μουσουλμανικό ημερολόγιο 850 χρόνια μετά την Εγείρα. Δηλαδή κατά το χριστιανικό ημερολόγιο 1446 μ. Χ. 26 Εξαιρουμένων των θεσσαλικών νήσων. 27 . Διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου. 28 . 6811 από κτίσεως κόσμου=1302 μ.Χ. 29 . ενν. Οσμάν. 30 . ενν. Μουράτ. 31 . ενν. Βαγιαζήτ. 32 . ενν. Μωάμεθ. 33 . ενν. Σελήμ. 34 . 1453 μ. Χ. 35 . 1460-1 μ. Χ. 36. Χαλκίδα. 37 . 1478 μ. Χ. 38 . 1429-30 μ. Χ. 39 . 1487 μ. Χ.

περιοχών, σύμφωνα με τον Αλέξη Σαββίδη40: Α΄ φάση: Κάστρο Ωριάς Τεμπών 1386, Λάρισα 1386-7, Όρος Κελλίων 1386-1403 Β΄ φάση: Κάστρο Ωριάς 1392 (οριστικά), Λάρισα 1392-4, Αλμυρός 1392 (;), περιοχή Μετεώρων 1393 (οριστικά), κάστρο Γόλου (Βόλος) 1393-4 (ή 1403), Σκιάθος 1393, Σκόπελος 1393, Δομοκός 1393, Φάρσαλα 1393-4 (οριστικά), Φανάρι 1393-1404, Σάλωνα 1393 (οριστικά), Υπάτη 1393 (οριστικά), Ζητούνι 1394-1403, Τρίκαλα (1395-6 (οριστικά), Βαθύρρεμα 1395. Γ΄ φάση: Αλμυρός 1414 (οριστικά), Άγραφα 1445 (οριστικά), Όρος Κελλίων 1423 (οριστικά), Τύρναβος (περιοχή) 1423 (οριστικά), Λάρισα 1423 (οριστικά), κάστρο Γόλου 1423 (οριστικά), Ζητούνι 1423-1444 και 1445 (οριστικά), Φανάρι 1453 (οριστικά), Πτελεός και Γαρδίκι 1470 (οριστικά), Σποράδες 1538 (οριστικά).

Κεφάλαιο 2ο Η οθωμανική διοίκηση Οι μεγαλύτερες διοικητικές περιφέρειες κατά την Τουρκοκρατία ήταν τα εγιαλέτια (eyalet) ή μπεηλερμπεήκια, κάτι σαν τις σημερινές περιφέρειες. Υποδιαιρέσεις αυτών ήταν τα σαντζάκια (sancag) η λίβες, όπως ονομάζονταν αργότερα,, κάτι ανάλογο των σημερινών νομών, σε μεγαλύτερο όμως συνήθως μέγεθος. Το κάθε σαντζάκι διαιρούνταν σε καζάδες (kaza), επαρχίες δηλαδή και ο κάθε καζάς σε ναχιέδες (nahiye). Ο όρος βιλαέτι άρχισε να χρησιμοποιείται μετά το 1860 και είχε τη σημασία της περιφέρειας είτε σαντζακίου είτε καζά. Κατά τους πρώτους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας στα εγιαλέτια τοποθετούνταν ως διοικητές πασάδες με δύο ουρές στην επίσημη στολή τους, που ονομάζονταν μπεηλερμπέηδες. Αργότερα διοικητές ορίζονταν πασάδες τριών ουρών που ονομάζονταν επαρχιακοί βεζίρηδες, που είχαν την έδρα τους στο πρώτο, σημαντικότερο, σαντζάκι του εγιαλετιού. Οι διοικητές των υπόλοιπων σαντζακίων, σαντζάκ-μπέηδες ήταν πασάδες της μίας ουράς. Συνήθως οι διοικητές των εγιαλετιών είχαν έναν εκπρόσωπό τους στην Υψηλή Πύλη, που ονομαζόταν καπού-κεχαγιάς ή απλά κεχαγιάς, ο οποίος φρόντιζε για όλες τις υποθέσεις του προϊσταμένου του, μεριμνώντας για την καλή φήμη του στα μάτια των σουλτάνων, καθώς και για τον προβιβασμό του σε ανώτερα και πλουσιότερα εγιαλέτια, χρησιμοποιώντας για το σκοπό αυτό όλα τα μέσα, που πολύ συχνά περιλάμβαναν και τα μπαξίσια ή πεσκέσια, τις δωροδοκίες δηλαδή. Κατά τα τέλη του 17ου αιώνα οι διοικητές των καζάδων που ονομάζονταν βοεβόδες ήταν και μισθωτές των σουλτανικών ή των κρατικών προσόδων. Άλλες φορές η μίσθωση αυτή που απολάμβαναν οι βοεβόδες ήταν ετήσια (μουκατάς) και άλλες ισόβια (malikane). Οι διοικητές αυτοί φρόντιζαν να στέλνουν στην Πύλη τα νόμιμα μισθώματα, κερδίζοντας συγχρόνως πολύ περισσότερα από τους υπόλοιπους απλούς κτηματίες που ήταν υπεκμισθωτές των γαιών αυτών. Τα 32 εγιαλέτια του Οθωμανικού κράτους κατά το 17ο αιώνα ήταν: Ρούμελη

Ανατολή

Καραμανία

Βούδα

Βοσνία

Τεμεσβάρ (Ρουμ.)

Νησιά Άσπρης Θ.

Κύπρος

40 Α. Σαββίδης, «Τα προβλήματα της οθωμανικής εξάπλωσης στη Θεσσαλία», Θ. Η., 59,60.

Μαράς

Ντιαρμπακίρ

Ρουμ

Ερζερούμ

Δαμασκός

Τρίπολη Συρίας

Σεχριζούρ

Χαλέπι

Ρακκά

Καρς

Τσιλτίρ

Τραπεζούντα

Καφά

Μοσούλη

Βαν

Τρίπολη Λιβύης41

Αίγυπτος

Βαγδάτη

Υεμένη

Χαμπές (Ερυθραία)

Βασόρα

Λάχσα

Αλγέρι

Τυνησία

Διοικητική διαίρεση και υπαγωγή της Θεσσαλίας (περιοχή Τρικάλων) στις αρχές του 19ου αι. Εγιαλέτι (Περιφέρεια) Ρούμελης αποτελείται από: λίβες: Μοριά, Ναυπάκτου, Εγρίπου, Τρικάλων, Θεσσαλονίκης, Αχρίδας και το πασαλίκι Ιωαννίνων Η Λίβα (Διαμέρισμα)Τρικάλων αποτελείται από του καζάδες Λάρισας και Τρικάλων Ο Καζάς (Νομός) Τρικάλων διαιρείται σε οκτώ κόλια (επαρχίες) 1. Πουλιάνας42 2. Ζάρκου 3. Αρδαμίου 4. Κλινοβού43 5. Πόρτας 6. Ριζών (Κόζιακα) 7. Κράτζοβας44 8. Χασίων45

41. 42. 43. 44. 45.

Τα 9 τελευταία εγιαλέτια δεν περιελάμβαναν τιμάρια. Οι πρόσοδοί τους εισπράττονταν απ' ευθείας από το κράτος. Προφανώς η Μεγάλη Πουλιάνα, σημερινή Πηγή Τρικάλων. Κλεινός Τρικάλων. Είναι η περιοχή ανάμεσα από τα χωριά Τρυγόνα και Κακοπλεύρι, το όρος Κράτζοβα (υψ. 1554). Είναι η περιοχή με κέντρο τη Δεσκάτη.

Κεφάλαιο 3ο Η οργάνωση των κοινοτήτων-Τα προνόμια. Συνθήκη Ταμασίου. Η οργάνωση των κοινοτήτων: Οι κοινότητες των Ελλήνων κατοίκων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας είχαν αποστολή την είσπραξη των φόρων. Αυτές λειτουργούσαν ουσιαστικά άτυπα, μιας και η νομοθετική κατοχύρωσή τους άργησε για περισσότερα από ... τετρακόσια χρόνια (1865). Έτσι οι κοινότητες των χριστιανών της Ελλάδας οργανώθηκαν και λειτούργησαν στη βάση των τοπικών συνηθειών σε συνάρτηση, βέβαια, με την έγκριση και των ντόπιων Οθωμανών αρχόντων – πασάδων. Έτσι, κάθε έτος, κατά τη διάρκεια της άνοιξης, μεταξύ της 1ης Μαρτίου και της 23ης Απριλίου (Α. Γεώργιος), μετά από πρόσκληση των απερχομένων κοινοτικών αρχόντων γινόταν η σύναξη, συνήθως στο προαύλιο της εκκλησίας του χωριού, όπου όλοι εξέλεγαν διά βοής τον νέο κοινοτικό άρχοντα, τον “πρωτόγερο” (ή τουρκ. κοτσάμπαση) του χωριού. Συνήθως επιλεγόταν ως ηγέτης της κοινότητας κάποιος που συνδύαζε ικανότητα, τιμιότητα, μεγάλη ηλικία και τις περισσότερες φορές πλούτο ή ακόμα μερικές φορές και διασυνδέσεις με τους Οθωμανούς της περιοχής. Όταν οριστικοποιούνταν από τους Οθωμανούς η επιλογή των νέων προεστών, ακολουθούσε συνήθως τελετή αναγόρευσής τους στον κεντρικό ναό της πόλης ή της κωμόπολης στην οποία συμμετείχαν οι κάτοικοι της. Οι πρωτόγεροι των γειτονικών περιοχών επέλεγαν συνήθως σε μια ιδιαίτερη σύναξη των “μπας κοτσάμπαση”, τον αρχηγό δηλαδή όλων των πρωτόκριτων της ευρύτερης περιοχής. Σε κάποιες περιοχές αυτός ονομαζόταν τσορμπατζής ή κασαμπαλής ή βεκίλης. Στην Κρήτη ή στη Μάνη η αντίστοιχη ονομασία ήταν καπετάνιος. Συχνά οι δημογέροντες της Θεσσαλίας, κυρίως μακριά από τα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα μετά το 1750, απέκτησαν μεγαλύτερες εξουσίες και συναποφάσιζαν με τους Οθωμανούς άρχοντες, τους λεγόμενους αγιάνηδες, πάνω σε κρίσιμες αποφάσεις που αφορούσαν κυρίως σε κινδύνους από ληστές ή στην οργάνωση ενόπλων σωμάτων πραστασίας από τους Αλβανούς ατάκτους που τότε λυμαίνονταν την περιοχή. Είναι λογικό να υποθέσει κανείς ότι πολλοί από τους δημογέροντες, κυρίως των πεδινών θεσσαλικών περιοχών, θα ένοιωθαν μεγάλη ανησυχία απέναντι σε κάθε επαναστατική κίνηση των υποδούλων, κι αυτό εξαιτίας των συνεπειών που θα είχε γι' αυτούς πιθανή συμμετοχή “δικών” τους ανθρώπων. Έπειτα η Λάρισα και τα Τρίκαλα ήταν πάντοτε στρατοκρατούμενες πόλεις και κάθε πιθανή επαναστατική κίνηση, θα τους φαινόταν περίπου ως αυτοκτονία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα των αρχόντων της Αγιάς κατά την Επανάσταση του '21. Δες σχετικά στο αντίστοιχο κεφάλαιο πιο κάτω. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασαν οι αυτοδιοικητικοί θεσμοί στα χωριά του Πηλίου είτε αυτά ήταν βακούφια είτε χάσια. Τα χωριά που ήταν βακούφια είχαν τους δικούς τους προεστούς το καθένα, αλλά τις σπουδαιότερες υποθέσεις τις ρύθμιζε το συμβούλιο των προεστών της Μακρινίτσας, που ήταν και το σημαντικότερο κέντρο των Ελλήνων της Μαγνησίας. Γενικά οι κάτοικοι των βακουφιών είχαν καλύτερη ζωή απ' αυτούς των χασίων διότι υπάγονταν απ' ευθείας στην Υψηλή Πύλη. Βακούφια46 :οι περιοχές που χαρακτηρίζονταν ως βακούφια (vakif= αφιέρωμα για αγαθοεργούς σκοπούς) είχαν αρκετά προνόμια. Οι πρόσοδοί τους προορίζονταν για τη συντήρηση ευαγών 46. Βλ. Γιαννόπουλος Ιωάννης, Οι κοινότητες στην Τουρκοκρατία, Ιστ. Ελλ. Έθνους, τ. 11, Αθήνα 1975, σ. 135.

ιδρυμάτων, (τζαμιών κλπ.) ή για κάποιο κοινωφελή σκοπό. Τα κρατικά όργανα και οι αξιωματούχοι όλων των βαθμίδων δεν είχαν δικαίωμα να αναμιγνύονται στη διοίκησή τους και να εισπράττουν έκτακτους φόρους καταπιέζοντας τους υποδούλους.

Αντίθετα στα χωριά που ήταν χάσια οι αυτοδιοικητικοί παράγοντες συχνά καταπίεζαν τους κατοίκους δρώντας αυθαίρετα, προκαλώντας, συχνά, την επέμβαση των Οθωμανών. Είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης στα χάσια, λένε οι Δημητριείς συγγραφείς, πως οι κάτοικοι δεν μπορούσαν ούτε εκκλησία να κτίσουν αλλά ούτε και να επισκευάσουν άλλους κατεστραμμένους ναούς. Στο νομό της Λάρισας τα Αμπελάκια κυρίως αλλά και ο Τύρναβος, η Ραψάνη και η Τσαριτσάνη γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη ως προς τους αυτοδιοικητικούς τους θεσμούς. Στα χωριά των Αγράφων οι πρόκριτοι συγκεντρώνονταν σε μια τοποθεσία κοντά στην Ι. Μ. Κορώνης, στο Τσαρδάκι, όπου συζητούσαν και αποφάσιζαν για διάφορα τοπικής σημασίας ζητήματα.

Εικ. Ο Κισσός του Πηλίου (Έσπερος 15/5/1882)

Τα προνόμια: Η παροχή των προνομίων σε περιοχές της Πίνδου ανάγεται στα μέσα του 15ου αιώνα, εποχή κατά την οποίαν οι Βλάχοι και άλλοι νομάδες της περιοχής υποτάχτηκαν στο Μουράτ Β΄. Τότε κατάφεραν να εξασφαλίσουν προνόμια κυρίως αυτοδιοικητικής μορφής. Τα προνόμια αυτά κατά τους επόμενους δύο αιώνες δόθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μάνη, το Σούλι, τα Μαντεμοχώρια της Χαλκιδικής, το Πήλιο, κ.α. Τα προνόμια, όσον αναφορά το θεσσαλικό χώρο, εξειδικεύτηκαν αρχικά στις περιοχές της Πίνδου, Ζαγόρι, Μαλακάσι και Άγραφα, και αργότερα στα 24 χωριά του Πηλίου και σε ορισμένες μεμονωμένες κοινότητες, όπως της Ραψάνης, των Αμπελακίων, της Τσαριτσάνης, του Λιβαδίου, αργότερα, κ.α. Η συνθήκη Ταμασίου: Το 1525 υπογράφηκε από τους Οθωμανούς και τους προύχοντες

της

Αργιθέας

η

λεγόμενη

Συνθήκη

του

Ταμασίου

(10

Μαΐου). Η συνθήκη αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί από τις πηγές αλλά αποτελεί περισσότερο μια ιστορική παράδοση, που επιβεβαιώνεται όμως από την εφαρμογή

των θρυλούμενων άρθρων της συνθήκης αυτής. Σύμφωνα λοιπόν μ' αυτή, αναγνωριζόταν η αυτονομία των χωριών των Αγράφων που θα διοικούνταν από συμβούλιο προκρίτων με έδρα το Νεοχώρι, απαγορευόταν οι κατοίκηση στην περιοχή Οθωμανών, με μοναδική εξαίρεση την περιοχή του Φαναρίου, επιτρεπόταν η ακώλυτη επικοινωνία των ορεινών και πεδινών πληθυσμών (όπως οι μετακινήσεις των βλαχοποιμένων) και τέλος επιβαλλόταν η υποχρέωση πληρωμής κάθε κοινότητας 50.000 γροσίων ετησίως. Σύμφωνα με τον τελευταίο όρο της συνθήκης ο φόρος αυτός θα αποδιδόταν από έμπιστα πρόσωπα της αγραφιώτικης κοινωνίας απ' ευθείας στην Υψηλή Πύλη. Η συνθήκη που από οθωμανικής πλευράς υπογράφηκε από τον Βεηλέρ Βεγή πασά, συνάφθηκε στο χωριό Τσιαμάσι (Ανάβρα Καρδίτσας).

Κεφάλαιο 4ο Αρματολοί και κλέφτες των θεσσαλικών βουνών 1. Οι αρματολοί και τα αρματολίκια της Θεσσαλίας - Γενικά Η λέξη αρματολός συναντάται πρώτη φορά σε ελληνικά κείμενα κατά τις αρχές του 18ου αιώνα. Φαίνεται όμως πως ο όρος ήταν σε χρήση από τους Έλληνες και τους Τούρκους από πολύ νωρίτερα. Μάλιστα σε κείμενα των Οθωμανών αλλά και των Βενετών ο όρος “martolos” αναφέρεται συχνά. Η λέξη ετυμολογείται από τη λέξη άρματα, όπλα. Έτσι αρματολός είναι ο ένοπλος, ο επιφορτισμένος με την αποστολή προστασίας των κάστρων αρχικά και εν συνεχεία των περασμάτων (δερβενίων) απ' όπου διεκπεραιωνόταν το μεγαλύτερο μέρος του εσωτερικού εμπορίου, αλλά και γενικά των διαφόρων περιοχών της αχανούς Οθωμανικής αυτοκρατορίας, από τους κλέφτες, που αποτελούσαν το αντίπαλο δέος των αρματολών. Συχνά οι αρματολοί επέλυαν και αντιπαλότητες και διενέξεις μεταξύ των χριστιανών υποκαθιστώντας τους καδήδες στους οποίους δύσκολα κατέφευγαν οι χριστιανοί (δες πιο κάτω το σχετικό κείμενο για τον Τζαχείλα). Οι περισσότεροι αρματολοί, ιδίως των δερβενίων, ήταν Έλληνες, ενώ στη Λάρισα για παράδειγμα οι αρματολοί που είχαν ρόλο αστυνομίας στη Λάρισα ήταν Αρβανίτες. Τα κυριότερα αρματολίκια στη Θεσσαλία και γύρω απ' αυτήν ήταν : της Ελασσόνας, των Γρεβενών, της Μηλιάς, του Μαλακασίου, του Ασπροποτάμου, του Ολύμπου, των Αγράφων, των Χασίων, του Μαυροβουνίου, του Πατρατζικίου (Υπάτης) και αργότερα των Τρικάλων, της Όθρυς, του Πηλίου. Ως τα τέλη του 17ου αιώνα οι αρματολοί, αφοσιωμένοι στο έργο τους, συνεργάζονταν αρμονικά με τους Οθωμανούς. Από τις αρχές όμως του 18ου αιώνα παρατηρείται μια αλλαγή στη συμπεριφορά των αρματολών. Αυτοί αρχίζουν να κάνουν τα “στραβά μάτια” στους κλέφτες, ενώ πολύ συχνά συνεργάζονται. Έτσι η Οθωμανική διοίκηση, που βρισκόταν πια σε παρακμή καταφεύγει συχνά στους κλέφτες, ορίζοντας εκείνους σε θέσεις αρματολών, ενώ οι προκάτοχοί τους μετατρέπονταν σε κλέφτες. Αυτό γινόταν πολύ συχνά με αποτέλεσμα στη συνείδηση των υποδούλων οι λέξεις αρματολός και κλέφτης να ταυτίζονται. Από τα μέσα του 18ου αιώνα τα αρματολίκια έπαψαν να έχουν τους καλύτερους

καπεταναίους ή κλέφτες της περιοχής ως επικεφαλής, αλλά τη διοίκηση τους πλέον αναλαμβάνουν πρόσωπα που έχουν το κληρονομικό δικαίωμα της οικογένειας του εκάστοτε προηγούμενου ηγέτη του αρματολικίου. Οι οικογένειες αυτές ονομάζονταν “ουτζάκια” και ο προορισμός τους ήταν η κατάληψη της θέσης κάποιου αρματολικίου από τα άρρενα μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι γνωστότερες θεσσαλικές οικογένειες που ανέδειξαν αρματολούς ήταν οι Μπουκουβαλαίοι των Αγράφων, οι Στουρναραίοι του Ασπροποτάμου, οι Μπλαχαβαίοι των Χασίων, οι Λαζαίοι του Ολύμπου, οι Τσαραίοι της Ελασσόνας, κ.α. Τέτοιες οικογένειες πρόσφεραν πολλά στον αγώνα των υποδούλων, όπως ο Βλαχάβας, ο Νικοτσάρας στις Σποράδες, αλλά και άλλοι, προετοιμάζοντας το έδαφος για το μεγάλο ξεσηκωμό. 2. Το αρματολίκι των Αγράφων Περιλαμβάνει την περιοχή των ορέων νοτίως των Τρικάλων, τα οποία μολονότι θεωρούνται ότι ανήκουν στη λίβα των Τρικάλων, απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια, τα οποία ανάγονται στη Βυζαντινή Εποχή, όταν τα χωριά δεν ήταν καταγεγραμμένα στα κρατικά κατάστιχα και οι κάτοικοί τους υπολογίζονταν ως σύνολο για την καταβολή των φόρων. Ακόμα στην περιοχή περιλαμβάνονταν ολόκληρο το βόρειο τμήμα του σημερινού Νομού Ευρυτανίας καθώς και περιοχές του Νομού Φθιώτιδας (Νεοχώρι, Παλιοχώρι, Γιαννιτσού, Πάπας, Καΐτσα). Η περιοχή των 112 κοινοτήτων, που υπαγόταν στην περιοχή των Αγράφων, βρισκόταν σε καίριο σημείο για την ασφάλεια των τουρκικών δυνάμεων από τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, είχε από νωρίς προνόμια [Η μόνη υποχρέωση των κατοίκων ήταν ο κεφαλικός φόρος που κλιμακωνόταν από 15-60 γρόσια το χρόνο] καθόσον συνέδεε με τα περάσματά της τη νότια συγκοινωνία Ηπείρου – Θεσσαλίας. Είναι φυσικό η διαμόρφωση και η απομόνωση του χώρου της Νότιας Πίνδου να ευνοεί τη δημιουργία εστιών αντίστασης κατά των Οθωμανών αλλά και την ύπαρξη κέντρων – λημεριών ομάδων κλεφτών που θα μπορούσαν να δρουν με σχετική ασφάλεια, εξαιτίας του δυσπρόσιτου χώρου, ασφαλισμένων σε περιπτώσεις ερευνών των τουρκικών αποσπασμάτων. Έτσι από νωρίς κρίθηκε απαραίτητο να οριστούν ένοπλα τμήματα που θα είχαν την αποστολή της προστασίας των περασμάτων της περιοχής. Σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους η φύλαξη αυτών των περασμάτων είχε πιθανόν αρχικά ορισθει σε Οθωμανούς παλαίμαχους της εκστρατείας κατάκτησης της Θεσσαλίας. Ονομαστοί αρματολοί, ή και κλέφτες, των Αγράφων υπήρξαν οι Μπουκουβαλαίοι47, ο Λεπενιώτης, ο Γ. Καραϊσκάκης, ο Ι. Ράγκος, ο Σ. Γάτσος, το Μικρό Χορμόπουλο (1690), ο Δ. Σταθάς, ο Δίπλας (1807), ο Λιβίνης (1680-90), ο Χαϊντούτης (1760-80), ο Ν. Στούκος (από τη Χιλιαδού των Αγράφων), ο Δ. Παλαιόπουλος (1785), ο Κουτσοχρήστος, αλλά και ο Κατσαντώνης με τους αδελφούς του Κ. Λεπενιώτη και Γ. Χασιώτη, κ.α. Ένα δημοτικό τραγούδι για τον Γιάννη Μπουκουβάλα48 που εξυμνεί τα κατορθώματά του κατά των Τουρκαλβανών στις συμπλοκές του Πετρίλου 47. Στην οικογένεια των Μπουκουβαλαίων περιλαμβάνονται δέκα τουλάχιστον αγωνιστές κατά των Οθωμανών. Η καταγωγή της οικογένειάς τους ήταν από το Σακαρέτσι του Βάλτου (Σαρακατσαναίοι), αλλά ο πατριάρχης της οικογένειας, Δήμος Μπουκουβάλας, εγκαταστάθηκε στο Αργύρι της Αργιθέας. Ένας κλάδος της οικογένειας αργότερα εγκαταστάθηκε στην περιοχή του Τριζόλου (Καρυά). 48 . Πρόκειται για το Γιάννη ή Γιαννούλη Μπουκουβάλα, που ήταν ένα από τα τρία παιδιά του πατριάρχη της οικογένειας Δήμου. Παιδί του Γιαννούλη ήταν ο Δήμος που έδρασε την περίοδο του πρώτου μισού του 18ου αιώνα.

και των Κουμπουριανών (γύρω στα 1690-1700) Να 'μουν μια πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου να σκώνομαι τ' από ταχύ δυ' ώρες πριν ξημερώσει. Ν' ακούρμαινα τον πόλεμο, πώς πολεμούν οι Κλέφτες, οι Κλέφτες κι οι Αρματολοί κι ο Γιάννης Μπουκουβάλας. Το Μέντζο Χούσο κυνηγούν στη μέση του Πετρίλου, στον πάτο στα Κουμπουριανά, μέσα στην Κάτω Χώρα. Ο Μέντζο Χούσο κλείστηκε μέσα στην Παναγία. Γιώργος Χαϊντούτης χούγιαξε τ' Αλέξη Τραγουδάκη: “Βάλτε φωτιά την εκκλησιά, κάψτε τους Τούρκους μέσα, χίλια φλωριά να της χρωστώ, καινούρια να τη φτιάξω”. Ο Μπουκουβάλας χούγιαξε του Γιώργου του Χαϊντούτη. Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν ακούει. Βλέπουν τους Τούρκους, πώφευγαν, βλέπουν τους Αρβανίτες. Σαν έκαμε και χύθηκε ο Γιάννης Μπουκουβάλας, και κάνουν τον κατήφορο, παν κατά το γεφύρι, κι οι Κλέφτες παν από κοντά κι ο καπετάνος Γιάννης και πάνε και μπρατσιάστηκαν στον Κόρακα την άκρη. Πιάνουνε Τούρκους ζωντανούς και Τούρκους σκοτωμένους. Ο Μπράτσης εσκοτώθηκε, 'δελφός του καπετάνου. Κι οι Τούρκοι πέρα επέρασαν, και παν στη Βρεστενίτσα. Στη Βρεστενίτσα δε στάθηκαν και τράβηξαν στην Άρτα, κι οι Κλέφτες παν από κοντά κι ο καπετάνος Γιάννης. Και κάνουν τον κατήφορο και πάνε μες το Πέτα. Βλέπουν τους Τούρκους πώφευγαν, βλέπουν τους Αρβανίτες. Και πήγανε και κλείστηκαν ανάμεσα στην Άρτα. Παν. Νταβαρίνος. “Μπουκουβαλαίοι, οι αρματολοί της Αργιθέας και των Αγράφων”, Ιστορικά Αργιθέας Αγράφων, σ. 74, Λεοντίτο 2007.

3. Το αρματολίκι των Χασίων Το όνομα Χάσια προέρχεται από τη διαίρεση της γης των κατακτημένων εδαφών της Ελλάδας από τους Οθωμανούς. Έτσι οι αγροτικές και κτηνοτροφικές γαίες χωρίστηκαν σε τιμάρια (κτήματα), ζιαμέτια (μεγαλύτερα κτήματα), βακούφια (περιοχές που ανήκαν σε Ιερούς Ναούς και οθωμανικά τεμένη) και χάσια, τα οποία ήταν δημοτικά κτήματα49, για την εκμετάλλευση των οποίων οι καλλιεργητές υποχρεώνονταν να πληρώνουν τους αναλογούντες φόρους, συνήθως τη δεκάτη, στο σουλτάνο ή τον τοπικό Οθωμανό, ή Αλβανό (από το 18ο αιώνα και μετά), αξιωματούχο. Η περιοχή των Χασίων στα θεσσαλικά όρια άρχιζε από τα βόρεια του όρους Τίταρος (Σέρβια Κοζάνης) ως την κλεισούρα του Καστρακίου Καλαμπάκας και από τους πρόποδες της Πίνδου ως το χωριό Τζενεράδες (Κορυδαλλός), συμπεριλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, τα περισσότερα χωριά των Γρεβενών, των δυτικών περιοχών της Ελασσόνας και τις βορειότερες περιοχές των Τρικάλων. Τα Γρεβενά ήταν η έδρα του αρματολικίου των Αγράφων, αλλά και έδρα του αντιστοίχου της Πίνδου (Μηλιάς) και του Δότσικου (Σαμαρίνας). Οι αρματολοί των Χασίων είχαν καθήκον να ελέγχουν τις διαβάσεις των ορεινών περιοχών, εμποδίζοντας τη ληστεία που ανέκαθεν ενδημούσε στην περιοχή, και να τις κρατούν ανοικτές και ασφαλείς, επιτρέποντας την μετάβαση των στρατιωτικών τμημάτων του 49. Βακαλόπουλος Α. Ε., Ιστορία της Μακεδονίας 1453-1833, Θεσσαλονίκη 1969, σ. 94.

οθωμανικού κράτους από την Ήπειρο προς τη Θεσσαλία και αντίστροφα50, όποτε παρουσιαζόταν ανάγκη. Ο Leake για το αρματολίκι των Χασίων (Κόλι των Χασίων) “Στο κόλι αυτό περιλαμβάνονται τώρα μόνο έξι μικρά χωριά. Η Ντισικάτα51, με 300 σπίτια, στα όρια των μακεδονικών πεδιάδων, πέντε ώρες από τα Γρεβενά και τα Χάσια, και 10 από τα Τρίκαλα, ανήκε κάποτε στα Χάσια αλλά τώρα πληρώνει τους φόρους στο Ζητούνι (Λαμία). Η Ζημιάτζα52, η οποία επίσης βρίσκεται στη βόρεια πλευρά των Χασίων, στο ίδιο μέρος με την Ντισικάτα, με τον ίδιο τρόπο (φορολογικώς), ανήκει τώρα στη Λάρισα. Τα Χάσια, τα οποία όπως και ο Ασπροπόταμος, είναι παλιά ελληνική γεωγραφική διαίρεση, περιελάμβαναν παλιότερα (αυτό ισχύει ακόμα στην καθομιλουμένη) όλη την ορεινή περιοχή που εκτείνεται από τις πεδιάδες των Τρικάλων μέχρι τη Λάρισα, το Δεμενίκο (Δομένικο), τα Σέρβια και τα Γρεβενά.”

Ο πολύ σημαντικός αυτός δρόμος ονομαζόταν Τζιαντές και συνέδεε την Ήπειρο και τα Γρεβενά με τη Θεσσαλία μέσω της Δεσκάτης. Πολύ συχνά η περιοχή αυτή γινόταν θέατρο συγκρούσεων μεταξύ αντιμαχομένων ομάδων κλεφτών. Ο Αραβαντινός τοποθετεί χρονικά την ίδρυση του αρματολικίου των Χασίων, που ήταν σχεδόν ισάξιο αυτού του Ολύμπου, στο 1537. Το 1807 διαλύθηκε από την Πύλη. Οι περισσότεροι κλέφτες των Χασίων αλλά και οι αρματολοί άλλοτε εμφανίζονταν στον Όλυμπο και άλλοτε στα Χάσια. Οι πιο γνωστοί κλεφταρματολοί της περιοχής ήταν ο Ζιάκας, οι Βλαχαβαίοι, ο Γιαννούλας, ο Τότσ(ι)κας, ο Νικοτσάρας (συχνότερα στον Όλυμπο), ο Λιόλιος, ο Ψύρρας, ο Σύρος, ο Μπζιώτας, ο Σιαπέρας, ο Ζήντρος και ο Λάππας. Ένα δημοτικό τραγούδι για τη σύλληψη των Ψυρραίων στη Λουπινίτσα από τη Συλλογή του Αραβαντινού. “ Ποιος είδε τους περήφανους, ποιος είδε τους Ψυρραίους σε τι τόπο απέρασαν, σε τι τόπο κονεύουν. Εμείς εψές τους είδαμε μέσα στη Νεμπενίτσα53, οπού 'χαν σκόρπια τα παιδιά, σκόρπια τα παλληκάρια. Σαν πήγαν και τους εύρηκαν, μια μπαταριά τους ρίχνουν και ζωντανούς τους έπιασαν, στα Τρίκαλα τους πάνε. Αραβαντινός Π. Συλλογή Δημωδών Ασμάτων της Ηπείρου, Αθήναι 1880, σ. 82

Οι δυο τελευταίοι ήταν οι πιο αγαπημένοι από τους κατοίκους της περιοχής. Μετά την παύση των τελευταίων Ελλήνων αρματολών και από το 1808, χρονιά θανάτου του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, διορίστηκαν στην περιοχή Τουρκαλβανοί λήσταρχοι οι οποίοι καταπίεζαν τους ντόπιους πληθυσμούς αποσπώντας τους συχνά υπέρογκα ποσά. 4. Τα υπόλοιπα αρματολίκια και οι γνωστότεροι αρματολοί. Άλλοι γνωστοί κλεφταρματολοί, που αποτέλεσαν τη μαγιά, θα λέγαμε, των επαναστατικών δυνάμεων του '21, αλλά και άλλων πρωιμότερων επαναστατικών κινήσεων, ήταν οι πιο κάτω54: στα Σέρβια οι Σύρος και Μπζιώτας, στα Γρεβενά οι Τόσκας, Νάκας, οι Ζιακαίοι και ο Ι. Πρίφτης ή Παπανικολάου. Στην περιοχή του Ολύμπου πιο ονομαστοί αρματολοί υπήρξαν οι Λαζαίοι και ο Ολύμπιος. Στην 50. Προύφα Ευαγγ., “Η εξέλιξη των οικισμών στα ΒΔ. Χάσια και η συγκρότησή τους στο α΄ μισό του 2ού αιώνα”, Μετέωρα, Τρίκαλα 2007, σ. 209. 51 . Ντισικάτα ή Ντισκάτη είναι η Δεσκάτη. 52 . Παλιουριά Γρεβενών. 53. Νεμπενίτσα ή Λιπινίτζα ή Νουμπενίτσα ή Λουπινίτσα, είναι ονομασίες ενός διαλυμένου οικισμού των Γρεβενών. 54. Δες σχετ. Ι. τ. Ε. Ε. , τόμος Ι΄ , σ. 417-9.

περιοχή του Κάτω Ολύμπου οι Τζαχιλαίοι και ο Νικοτσάρας. Περί της καταγωγής του Νικοτσάρα Οι γραπτές πηγές αναφέρουν ως πατρίδα του Νικοτσάρα την Κρανιά του Ολύμπου. Ο Heuzey λέει για την Κρανιά “ήταν μια φορά ένα μεγάλο και πλούσιο χωριό. Βρήκα μόνο 60 σπίτια, από τα 400 που υπήρχαν κάποτε. Όλα τα υπόλοιπα ήταν ερείπια. Ακόμα το μισό του χωριού το νοικιάζουν οι Βλάχοι που έρχονται και φεύγουν. Η Κρανιά καταστράφηκε σχεδόν τελείως από τους Τούρκους στον πόλεμο της ανεξαρτησίας. Ήταν ίσως ο τόπος που έδωσε τους περισσότερους καπεταναίους, τους κλέφτες και τους αρματολούς του Ολύμπου. Ο περίφημος Νικοτσάρας ήταν, πιθανότατα, από την Κρανιά Ολύμπου55. Ο Γεωργιάδης λέει: “...παριστά σήμερον μικρόν και άσημον χωρίον κατοικούμενον υπό 100 περίπου οικογενειών. Την φοβεροτέραν καταστροφήν υπέστη το χωρίον κατά το 1822 υπό των αγρίων ορδών του αιμοχαρούς Αβδουλαβούτ πασά. Η Κρανιά είναι η πατρίς του διαβοήτου Νικοτσάρα.56” Επίσης η εγκυκλοπαίδεια Πυρσός στο λήμμα Όλυμπος αναφέρει την Κρανιά ως πατρίδα του Νικοτσάρα. Άλλες νεότερες πηγές τοποθετούν στα Γιαννωτά τον τόπο καταγωγής του Νικοτσάρα57. Ο Νικοτσάρας ήταν σκληρός με του Οθωμανούς αλλά και με διάφορους προεστούς, γι' αυτό και είχε πολλές αντιπάθειες, που οδήγησαν τους εχθρούς του να βάλουν κάποιον τέως σύντροφό του, το Βλαχοθόδωρο, να τον βγάλει από τη μέση κάπου στην περιοχή του Λιτοχώρου.

Άλλοι αρματολοί ήταν οι Δεληγιανναίοι στην περιοχή του Μετσόβου, ο Λάπας και οι Στουρναραίοι στον Ασπροπόταμο. Ο πιο γνωστός αγωνιστής αυτής της οικογένειας ήταν ο Νικολός Στουρνάρας ο οποίος συμμετείχε ενεργά στον αγώνα του '21 και σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826. Στην Όθρυ και νοτιότερα αρματολός ήταν ο Δυοβουνιώτης, στο Πήλιο ο Μπασδέκης, στην περιοχή Κισσάβου – Μαυροβουνίου – Τεμπών οι Π. Ζήδρος, Π. Τσάρας, Ν. Τσάρας, και οι Βλαχοθώδορος, Μάντζαρης, Δράσκος, ενώ στην περιοχή του Δομένικου ο Τζίμος. Ο David Urguhart συναντά το 1830 τον αρματολό του Ολύμπου Δήμο Τζαχείλα.“ “Ήμουν πια αποφασισμένος να επισκεφτώ τον καπετάν Δήμο, που εξουσίαζε την περιοχή του Ολύμπου, η οποία συνόρευε με την περιοχή της Λάρισας. Διέμενε στο χωριό Καρυά, 10 μίλια από το μοναστήρι του Σπαρμού. Ένα καλογεράκι προσφέρθηκε αφιλοκερδώς να με συνοδέψει ως εκεί (...) Αφήνοντας το μοναστήρι (Σπαρμός) περάσαμε αμέσως το χωριουδάκι Σκαμνιά58, του οποίου φαίνονταν κατοικημένα το εν τρίτο των σπιτιών του. Ψηλότερα, στα αριστερά, είδαμε την εντελώς έρημη Πουλιάνα59. (...) Με τον καπετάν Δήμο γίναμε γρήγορα φίλοι. Μου ανακοίνωσε ότι θα με συνόδευε στη Ραψάνη, η οποία δεσπόζει της κοιλάδας των Τεμπών. (...)Τότε ακριβώς φάνηκε και ο δικαστής του λαού (ο καπετάν Δήμος) πάνω στο ολόλευκο άλογο. Μια βίαιη ομήγυρη σταμάτησε αμέσως την πορεία μας. Ο κλέφτης του Ολύμπου, ανάμεσά τους, τους ατένιζε συνοφρυωμένος, όπως θα ατένιζε τους Γότθους ο Στηλίχωνας. Μια απαρηγόρητη μητέρα έπεσε στα πόδια του και ζητούσε γονατιστή δικαιοσύνη, κάποιος παπάς εκδίκηση, ο καλόγερος με το σπασμένο κρανίο έλεος και η άτυχη γυναίκα παρακαλούσε να την λυπηθούν, και, πάνω απ' όλους, ακουγόταν η φωνή του απατημένου συζύγου, που ζητούσε ικανοποίηση. Ο καπετάν Δήμος τους άκουσε υπομονετικά για λίγη ώρα. Κάτω όμως από το βάρος των συγκρουόμενων απειλών και ικεσιών, έχασε πολύ γρήγορα την υπομονή του και αγρίεψε(...) Ο θυμός του κλέφτη γινόταν όλο και πιο τρομερός, και οι απειλές του ήταν τέτοιες, που μόνο με ομηρικές θα μπορούσαν να συγκριθούν, υπογραμμισμένες μάλιστα με μια χαρακτηριστική κίνηση του χεριού, στο ύψος της καρωτίδας, δανεισμένη προφανώς από τους Τούρκους. Ήμουν βέβαιος ότι δε θα τον ευχαριστούσε τίποτε περισσότερο από το να κόψει το λαιμό όλων αυτών των ανθρώπων. Και με το δίκιο του! (...)” David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, 55. I. Heuzey, “Le mont Olympe et l' Acarnanie”, μτφρ. G. Polese, Θ. Η., τ. 13ος, 1988, σ.52-3. 56. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία, Αθήνα 1880, σ. 261-2. 57. Δες ακόμα: Μπασλής Ι., Ποια είναι η πατρίδα του Νικοτσάρα., εφημ. Ελευθερία, 19/8/08, σ. 8. 58 . Εδώ ο περιηγητής αναφέρεται στην Παλιά Σκαμνιά (Συκαμινέα) 59 . Κρυόβρυση. Εδώ αναφέρεται ο παλιός κατεστραμμένος ομώνυμος οικισμός.

τέταρτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η.,σσ. 185, 187.

Ο David Urguhart δίνει κατάλογο κατοικιών στα χωριά του αρματολικίου Ολύμπου. “Ο κατάλογος που ακολουθεί περιλαμβάνει τα χωριά (πόλεις μπορώ να πω) που είναι κάτω από τις διαταγές του καπετάν Δήμου και βρίσκονται μέσα στα όρια της περιοχής του Ολύμπου, που ανήκει στη Λάρισα(...) Δίνω τα ονόματα των οικισμών όπως μου τα απαρίθμησε ο καπετάν Δήμος, μολονότι για τα τρία τελευταία ( Μητσιούνι, Πουλιάνα και Σκαμνιά) έχει αμφισβητηθεί η νομιμότητα της δικαιοδοσία του σ' αυτά. Δύο απ' αυτά (Πουλιάνα, Σκαμνιά) διεκδικεί ο καπετάν Πούλιος και το τελευταίο κάποιος αρχηγός, του οποίου το όνομα μου διαφεύγει. Παλαιό όνομα

Νέο όνομα

Οικίες το 1820

Οικίες το 1830

Ραψάνη

Ραψάνη

1000

1060

Κρανιά

Κρανιά

600

10

Πυργετός

Πυργετός

300

100

Αιγάνη

Αιγάνη

40

8

Αβαρνίτσα

διαλύθηκε

150

50

Πούρλες

Παλαιοί Πόροι

50

50

Νιζερός

Καλλιπεύκη

300

20

Καρυά

Καρυά

150

40

Σκαμνιά

Σκαμνιά

250

50

Πουλιάνα

Κρυόβρυση

150

0

Μιτσιούνι

Φλάμπουρο

30

3

David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, τέταρτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η.,σ. 189.

Τα χωριά της Ανατολικής Λάρισας το 1876 σύμφωνα με το Δωρόθεο Σχολάριο (Επιμέλεια Κώστας Σπανός61) Χωριά

Σημερινή ονομασία

Αγιά

κάτοικοι Έλληνες Οθωμανοί

Ναοί

Σχολεία

1850

8

3

Μεταξοχώρι

875

4

1

Νερόμυλοι

475

0

0

Σελίτσανη

Ανατολή

875

4

0

Νιβόλιανη

Μεγαλόβρυσο

350

3

0

Αθανάτου

Μελιβοία

700

2

1

Κάπιστα

Σωτηρίτσα

125

1

375

1

Ρέτσιανη Τουρκοχώρι Αϊδίνι

Σκήτη

ή

175

300

0

60 . Ο σύγχρονος Λεονάρδος δίνει 800 οικίες στη Ραψάνη, 300 στην Κρανιά, 50 στην Αιγάνη, 150 στον Πυργετό και 200 στην Καλλιπεύκη. 61. Από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο τόμος 30 : Κ. Σπανός, “Τα χωριά της Αν. Λάρισας το 1876 κατά το Δωρόθεο Σχολάριο”, σσ.145-155.

Πολυδένδρι

100

1

0

Σκλήθρο

375

1

0

1

1

0

0

75

1

0

380

1

1

75

1

0

350

2

0

0

0

50

1

0

4

0

Βουλγαρινή

Έλαφος

325

Αληφακλάρ

Καλαμάκι

175

Καστρί Κουκουράβα

Αμυγδαλή

Πλασιά

Νεοχώρι

Ποταμιά

50

125

Κερμελί

Πρινιά

Τσεκίρι

(διαλ. οικ.) Δυτικά του Αετόλοφου

Δέσιανη

Αετόλοφος

200

Ντουγάνη

Ανάβρα

375

225

150

1

0

155

30

125

0

0

Γερακάρι

105

30

75

Τζούξανη

Δήμητρα

25

1

0

Καραλάρ

Ελευθέριο

75

1

0

Σαρασλάρ

Μ. Μοναστήρι

60

1

0

Γκερλι

Αρμένιο

475

1

1

Αλιτζί

Κοκκίνες

90

1

0

Γκιολελέρ

Κυψέλη

225

0

0

Γιαχαλάρ

Σωτήριο

175

1

0

Χατζόπμπασι

Νίκη

175

1

0

Μπουραζάνι

Αχίλλειο

125

1

0

Σακαλάρ

Μέλισσα

375

1

0

Σαραχάλ

Λοφίσκος

35

0

0

Κ. Τσουλάρ

Μελία

130

30

100

0

0

Ά. Τσουλάρ

Μελία (Λάζαρος)

115

40

75

0

0

Σαλχανάρ

Αναγέννηση

275

1

0

Σαρίμισι

Πρόδρομος

75

1

0

Μαϊμούλι

Χάλκη

800

1

1

Νιάματα

Νάματα

75

1

0

Σαρτζιλάρ

Γλαύκη

375

1

0

Κ. Τοπουσλάρ

Πλατύκαμπος

700

1

1

Ά. Τοπουσλάρ

Γαλήνη

175

1

0

135

500

90

200

Μιτισιλί

Μελισσοχώρι

250

1

1

Κεφάλαιο 5ο Προεπαναστατικές εξεγέρσεις στη Θεσσαλία Α΄ Η πρώτη επαναστατική κίνηση του Διονυσίου Φιλοσόφου Βιογραφικά στοιχεία του Διονυσίου: Το λεγόμενο “Ηπειρωτικό χρονικό” μας αναφέρει ότι ο Διονύσιος ως νέος μοναχός μόνασε στην Ι. Μ. Του Αγίου Δημητρίου Ραδοβιτσίου, κοντά στο Κεράσοβο, της Ηπείρου. Έτσι οι περισσότεροι ιστορικοί υπέθεσαν ότι ο μελλοντικός μητροπολίτης Λαρίσης καταγόταν από κάποια περιοχή της Ηπείρου. Όμως, σύμφωνα με την παράδοση και κάποιες ενδείξεις από τα αρχεία της Ι. Μ. Αγίας Τριάδας Μετεώρων62, ο Διονύσιος είχε γεννηθεί στο χωριό Μαγούλα της περιοχής Φαναρίου Καρδίτσας, πιθανότατα το 1541. Το κοσμικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Ευσταθίου. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στα Τρίκαλα από το δάσκαλο Αρσένιο. Το όνομα αυτού του δασκάλου αναφέρεται στην επιστολή που έστειλαν επίσκοποι της Θεσσαλίας το 1602 στο βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄. Την πενταετία 1572-7, ο Διονύσιος σπούδασε Ιατρική, Θεολογία και Φιλοσοφία στην Ιταλία (Πατάβιο). Το 1578 τοποθετήθηκε από τον οικουμενικό πατριάρχη Ιερεμία Β΄ πρωτοσύγκελος-έξαρχος του Γαλατά με εφημεριακό του κέντρο τον Ι. Ν. της Χρυσοπηγής. Το 1591 προβιβάστηκε σε Πατριαρχικό Έξαρχο. Αυτός ο τίτλος του αναφέρεται στην αλληλογραφία του με τον Μάξιμο Μαργούνιο63. Το 1593 εκλέχτηκε αρχιεπίσκοπος (μητροπολίτης) Λαρίσης, με έδρα, όπως συνηθίζονταν από το 1476, τα Τρίκαλα. Τα επαναστατικά σχέδια: Λίγο μετά την εκλογή και την τοποθέτηση του στη θεσσαλική μητρόπολη και έχοντας βιώσει τις διώξεις και τους εξευτελισμούς που υπέφερε το ποίμνιό του, συνέλαβε την ιδέα της απελευθέρωσης του. Οι συνθήκες, την εποχή εκείνη, τουλάχιστον στον εξωτερικό τομέα, φαινόταν ευνοϊκές διότι λίγο νωρίτερα είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Αυστρίας και Τουρκίας (1593-1606). Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου οι Οθωμανοί έφτασαν, για πρώτη φορά μπροστά στα τείχη της Βιέννης, δημιουργώντας έτσι φόβο σ' όλες τις ευρωπαϊκές δυνάμεις οι οποίες άρχιζαν να συσπειρώνονται. Δεν έλειψαν μάλιστα και σχέδια του πάπα για δημιουργία κοινών ευρωπαϊκών στρατιωτικών σωμάτων στα πρότυπα των Σταυροφοριών για να αντιμετωπιστεί η οθωμανική λαίλαπα. Όμως, κι ενώ φαινόταν ότι οι περιστάσεις στον εξωτερικό τομέα θα βοηθούσαν μια εξέγερση των ραγιάδων, στο εσωτερικό η κατάσταση κάθε άλλο παρά συνηγορούσε σε ένα τέτοιο εγχείρημα. Πρώτ' απ' όλα ο λαός ήταν πλήρως αμόρφωτος, μιας και οι πνευματικοί ταγοί του είχαν εγκαταλείψει πολύ νωρίς τον ελλαδικό χώρο. Έπειτα το εμπόριο και η αστική 62. Παπακωνσταντίνου Θ., “Η επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Μητροπολίτη Λαρίσης, στη Θεσσαλία στα 1600, κατά τα αρχεία της Αυστρίας του Βατικανού και της Ισπανίας”, Μετέωρα, τ. 59-60, Τρίκαλα 2007, σ. 193. 63. Παπακωνσταντίνου Θ., ό. π. , σ. 194.

τάξη που θα προέκυπτε απ' αυτό ήταν σχεδόν ανύπαρκτα. Τέλος δεν είχε ακόμα δημιουργηθεί η κλεφταρματολική παράδοση που θα μπορούσε να παράσχει το “οξυγόνο” των ενόπλων τμημάτων που θα διέθετε. Παρ' όλα αυτά ο Διονύσιος, το 1598, έστειλε έναν έμπιστό του μοναχό στη Βενετία για να διαπραγματευτεί τη βοήθεια που θα μπορούσαν να παράσχουν η Αυστρία και η Ισπανία. Έτσι ο απεσταλμένος του Λαρισαίου μητροπολίτη, εκφράζοντας τη συνείδηση των υποδούλων Ελλήνων ζήτησε τη μεσολάβηση του Αυστριακού μονάρχη, Ροδόλφου Β΄ προς το βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄ για τη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας στους Έλληνες. Η βοήθεια που ζητήθηκε περιελάμβανε την χορήγηση από την πλευρά των Αυστριακών και των Ισπανών στρατιωτικού σώματος 10.000 στρατιωτών, πυροβολικού εκστρατείας κι ενός ηγέτη αυτών των σωμάτων. Όλα αυτά τα πληροφορούμαστε από μια επιστολή του γραμματέα της αυστριακής πρεσβείας στη Βενετία, B. Rossi, προς τον Ροδόλφο64 με ημερομηνία 11/12/1598. Μια δεύτερη ανάλογη επιστολή απέστειλε ο ίδιος πρέσβης την 18η του ίδιου μήνα. Στην επιστολή αυτή αναφερόταν μεταξύ άλλων ότι ένας Έλληνας αντιπρόσωπος της επαναστατικής επιτροπής θα επισκεπτόταν τον ίδιο το Ροδόλφο στα ανάκτορά του στην Πράγα και θα συγκεκριμενοποιούσε τα αιτήματα βοήθειας. Πραγματικά μέχρι το τέλος του ίδιου μήνα ο αντιπρόσωπος αυτός, τον επισκέφτηκε και του παρέδωσε μια προσωπική επιστολή, συντάκτης της οποίας προφανώς ήταν ο ίδιος ο μητροπολίτης Λαρίσης. Στην επιστολή αυτή η επαναστατική επιτροπή ζητούσε τη χορήγηση στρατιωτικής βοήθειας 10.000 ανδρών και πολεμοφοδίων για 40.000 Έλληνες επαναστάτες, με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον Οθωμανικό ζυγό65. Ο Διονύσιος, πριν ακόμη πάρει απάντηση από τους Αυστριακούς, απευθύνθηκε και προς τον πάπα Κλήμη Η΄. Έστειλε, για το σκοπό αυτό, επιστολή προς τον ποντίφηκα, με ημερομηνία 16/5/160066, στην οποία του περιέγραφε με μελανά χρώματα την κατάσταση των ομοφύλων του κάτω από το βαρβαρικό ζυγό και του ζητούσε βοήθεια. “Κέχηνα προς τούτο ο του Χριστού λαός, ο Θετταλίας, Ηπείρου τε και Μακεδονίας και συμπάσα εφεξής η Ελλάς, και μυρίους υπέρ της πίστεως θανάτους υποστήσεται”, γράφει στην αρχή της επιστολής του ο Διονύσιος και καταλήγει: “Πάτερ μακαριώτατε εξεγέρθητι κατά του πολεμίου δράκοντος”. Το καλοκαίρι του 1600 διοργανώθηκε από τον ακούραστο μητροπολίτη μια σύσκεψη στην Άρτα στην οποία παρευρέθησαν μεταξύ άλλων και ο μητροπολίτης Δυρραχίου Χαρίτων, ο μητρ. Ιωαννίνων Νεόφυτος, ο Ναυπάκτου και Άρτας Γαβριήλ, κ.α. Στη σύσκεψη αυτή αποφασίστηκε να σταλεί μία ακόμη αντιπροσωπεία στο Ροδόλφο για να ζητήσει βοήθεια. Η αντιπροσωπεία που επιλέχτηκε απαρτιζόταν από τους Κων/νο Ποστέλνικο, Εμμανουήλ Ηγούμενο, Σταύρο Αψαρά και Σκαρλάτο Μάτσα. Στο τέλος του θέρους της ίδιας χρονιάς η αντιπροσωπεία αυτή επισκέφτηκε το Ροδόλφο και εκείνος τους παρέπεμψε στο βασιλιά της Ισπανίας Φίλιππο Γ΄, τον ισχυρότερο Χριστιανό ηγεμόνα της εποχής. Έτσι η αντιπροσωπεία συνάντησε στη Μαδρίτη τον Ισπανό μονάρχη, ο οποίος τους συνέστησε να απευθυνθούν στον αντιβασιλέα του ισπανικού θρόνου και ηγέτη του κράτους της Νάπολι, κόμη ντε 64. Παπακωνσταντίνου Θ., ό. π. , σ. 194. 65. Παπακωνσταντίνου Θ., ό. π. , σ. 195. 66. Παπαδόπουλος Σ. Ανέκδοτα έγγραφα του αρχείου του Βατικανού αναφερόμενα στα επαναστατικά κινήματα του Διονυσίου του “Σκυλοσόφου”, Θεσσαλονίκη 1968, σσ. 70 κ. εξ.

Λέμος. Αφού η ελληνική αντιπροσωπεία μετέβη για το σκοπό αυτό στην Ιταλία, ο ντε Λέμος όρισε το ναύαρχο Βιτσέντσο ντε Μπούνε και τον στρατιωτικό Αντρές ντε Τοβαλίνα υπεύθυνους για τη συζήτηση του θέματος της ελληνικής επανάστασης με την ελληνική αντιπροσωπεία. Οι απεσταλμένοι του Διονυσίου παρουσίασαν στους Ευρωπαίους αξιωματικούς ένα υπόμνημα τεσσάρων σημείων. Το πρώτο αναφερόταν στη δεινή οικονομική θέση των Ελλήνων. Το δεύτερο αναφερόταν στη στρατιωτική κατάσταση Ελλήνων και Τούρκων. Από αυτό το δεύτερο μέρος του υπομνήματος πληροφορούμαστε ότι στο εγχείρημα της επανάστασης συμμετείχαν και άλλοι θρησκευτικοί ταγοί της Θεσσαλίας, όπως οι επίσκοποι Δημητριάδος Φιλόθεος, Ζητουνίου Δανιήλ και Γαρδικίου (Ζάρκου) Παρθένιος, ο ηγούμενος της Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου Παχώμιος, καθώς και άλλοι κατώτεροι κληρικοί και μοναχοί, αλλά και απλοί λαϊκοί όπως ο Ηπειρώτης ευγενής Ιωάννης Πικούλης. Γνωρίζουμε επίσης ότι οι επαναστατικές “κεφαλές” συναντούνταν στη μονή Τατάρνας (Senora De Tarne, σύμφωνα με το κείμενο) στα Δυτικά Άγραφα. Αργότερα οι συσκέψεις αυτές μεταφέρθηκαν σε άλλα μυστικά μέρη, διότι οι συναντήσεις της Τατάρνας είχαν προδοθεί στους Τούρκους από κάποιον κοτσάμπαση της περιοχής. Το σχέδιο της επανάστασης προέβλεπε ότι οι επαναστάτες θα συγκέντρωναν ένοπλα τμήματα σε περιοχές της Βορείας Ηπείρου (Δέλβινο, Αργυρόκαστρο) καθώς και στο Άγιο Δονάτο και την Άρτα, νοτιότερα. Στη Στερεά τα ανάλογα επαναστατικά σώματα θα συγκεντρώνονταν στο Αγγελόκαστρο και στη Ναύπακτο, ενώ οι Θεσσαλοί στα Τρίκαλα στη Λάρισα, στο Φανάρι και στα Άγραφα. Ο εξοπλισμός των επαναστατών, όπως περιγραφόταν στα υπομνήματα των Ελλήνων αντιπροσώπων, θα ήταν 3.000 εμπροσθογεμή αρκεβούζια και 4.000 πάλες (σπαθιά). Επειδή τα πολεμοφόδια όπως φαινόταν, ήταν ελάχιστα για ένα τέτοιο επαναστατικό εγχείρημα ζητήθηκε από τους Ισπανούς ένα ισχυρό και ετοιμοπόλεμο εκστρατευτικό σώμα που θα αποβιβαζόταν στην Πρέβεζα και έπειτα θα συνενωνόταν με τους Έλληνες επαναστάτες. Έπειτα σύμφωνα με τον υπερβολικά αισιόδοξο Διονύσιο τα ενωμένα στρατεύματα θα διέσχιζαν Νότια Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία με απώτερο στόχο την κατάληψη της Κων/λης67. Είναι πιθανό ότι η ελληνική αντιπροσωπεία έλαβε θετικά μηνύματα από τους Ισπανούς διότι ειδοποίησε τους Θεσσαλούς ότι το αίτημά τους είχε γίνει κατ' αρχήν δεκτό. Η επανάσταση και το τέλος της: Όταν οι επαναστάτες έμαθαν τα ευχάριστα νέα, χωρίς να πάρουν οδηγίες από τους ηγέτες τους, τον Διονύσιο, τον Ηπειρώτη Ιωάννη Πικούλη, ή κάποιον άλλον, εξεγέρθηκαν κατά τόπους τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο του 1600. Οι επαναστάτες στη Θεσσαλία, γεμάτοι μένος για ό,τι υπέφεραν στα διακόσια χρόνια της μαύρης σκλαβιάς, σκότωσαν εκατοντάδες Οθωμανούς στις περιοχές της Λάρισας και των Τρικάλων. Συγχρόνως ο φημισμένος κλέφτης των Αγράφων Βέργος χτυπούσε με τις ομάδες του τον τουρκικό στρατό. Ο Διονύσιος βλέποντας το άκαιρο της επανάστασης και καταλαβαίνοντας ότι δεν θα ακολουθούσε ευρωπαϊκή συνεπικουρία, έδωσε τέλος στις επαναστατικές πράξεις, υπό το φόβο των άγριων οθωμανικών αντιποίνων, που θα επακολουθούσαν, κατά του απλού θεσσαλικού λαού. Ο μητροπολίτης Λαρίσης, αμέσως μετά την κατάπαυση της επανάστασης, κρύφτηκε για ένα διάστημα αρκετών μηνών, μέχρι το Μάιο του 1601, για να μη συλληφθεί, φοβούμενος έτσι μήπως και δεν κατορθώσει την πραγμάτωση 67. Παπακωνσταντίνου Θ., ό. π. , σ. 196.

των σχεδίων του, πιο οργανωμένα, την επόμενη φορά. Την ίδια περίοδο το μένος των Οθωμανών πλήρωσε ο ηγούμενος της Ι. Μ. Του Μεγάλου Μετεώρου Παχώμιος, ο οποίος αφού συνελήφθη, με συνοπτικές διαδικασίες καταδικάστηκε σε μαρτυρικό θάνατο με ανασκολοπισμό. Τότε ο Διονύσιος μετέβη αυτοπροσώπως στην Ιταλία πρώτα (Μάιο) και την Ισπανία κατόπιν για να ζητήσει τη βοήθεια των Ισπανών που δεν είχε φανεί μέχρι τότε. Το οικουμενικό πατριαρχείο, με απόφαση της 15ης Μαΐου του ίδιου έτους καθαίρεσε τον Διονύσιο. Τα τελευταία γεγονότα της επανάστασης αυτής τα πληροφορούμαστε από μια επιστολή του Δεκεμβρίου του 1601, που υπογράφεται από τους επισκόπους Ραδοβισδίου Κλήμη, Σταγών Τιμόθεο, Γαρδικίου Παρθένιο και τον (νέο) ηγούμενο της Ι. Μ. Σωτήρος Μετεώρων Κάλλιστο προς τον Διονύσιο που βρισκόταν στην Ιταλία.

Εικ.

Η Λάρισα το 1600

Σύμφωνα με την επιστολή αυτή οι Τούρκοι ενημερώθηκαν από κάποιον προδότη ότι ο Διονύσιος ήταν ο υπεύθυνος της εξέγερσης. Οι Οθωμανοί, αναφέρει η επιστολή68, έστειλαν έναν αξιωματούχο ονόματι Ζαούσιμ για να κάνει ανακρίσεις για την επανάσταση και ο οποίος είχε την εντολή να καταστρέψει την Ι. Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, που θεωρήθηκε η έδρα των επαναστατών, αλλά και ολόκληρων περιοχών στη Θεσσαλία. Εκείνη την εποχή οι Οθωμανοί συνέλαβαν άδικα, ως συνεργό του Διονυσίου, τον Άγιο Σεραφείμ, επίσκοπο Φαναρίου, το οποίον βασάνισαν και φόνευσαν με μαρτυρικό θάνατο (δες σχετικά στο κεφάλαιο “Λειμωνάριο των Θεσσαλών Αγίων”). Εν τέλει η καταστροφή της Ι. Μονής αποφεύχθηκε χάρις στην εξαγορά (με 3.000 σκούδα) κάποιων Οθωμανών που κατέθεσαν, ψευδώς, ότι ο Διονύσιος, ο μοναδικός αίτιος της στάσης, είχε πάει στη Μόσχα και έτσι η επανάσταση, που δεν υπήρχε κανείς να την κατευθύνει, σταμάτησε. Η δεύτερη επανάσταση του Διονυσίου και το μαρτυρικό του τέλος. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, για λόγους ιστορικής συνέχειας, και τη δεύτερη επαναστατική προσπάθεια του Διονυσίου, που πραγματοποιήθηκε την περίοδο του Σεπτεμβρίου του 1611. Έχοντας προσυνεννοηθεί με τους Ισπανούς του βασιλείου της Νεάπολης στην 68. Παπακωνσταντίνου Θ., ό. π. , σ. 197.

Ιταλία, ξεσήκωσε απλούς αγρότες και βοσκούς της Ηπείρου και με μόνα όπλα 50 αρκεβούζια, ακόντια, τόξα, ρόπαλα και γεωργικά εργαλεία κατέλαβαν δυο τουρκοχώρια της περιοχής, κατασφάζοντας τους κατοίκους των. Εν συνεχεία όρμησαν στην έδρα του διοικητή της Ηπείρου Οσμάν πασά στα Ιωάννινα. Ο Οσμάν κατάφερε να ξεφύγει και οι επαναστάτες έκαψαν το διοικητήριό του. Την επόμενη όμως μέρα, 12η Σεπτεμβρίου, ο Οθωμανός διοικητής, αφού οργάνωσε στρατιωτική δύναμη από λίγους ιππείς, αρκετούς Οθωμανούς της πόλης, αλλά και χριστιανούς σπαχήδες, ακόμα και ιερείς που ήταν αντίπαλοι του Διονυσίου, αντεπιτέθηκε και διέλυσε εύκολα τον ανοργάνωτο “στρατό” του φλογερού ιεράρχη. Το τέλος του Διονυσίου ήταν μαρτυρικό: γδάρθηκε ζωντανός και το δέρμα του, αφού παραγεμίστηκε με άχυρα, διαπομπεύτηκε στην πόλη με ιερατική περιβολή ενώ έπειτα, μαζί με τα κεφάλια των υπαρχηγών του Γιώργου Ντελή και Λάμπρου, που είχαν καεί ζωντανοί, καθώς και με 85 ακόμα κεφάλια επαναστατών στάλθηκαν σαν τρόπαια στην Κων/λη, όπου και ρίχτηκαν στους βασιλικούς σταύλους.

Β΄ Ο τουρκοβενετικός πόλεμος Κατά την περίοδο του Βενετο-Τουρκικού πολέμου (1684-1689), ιδιαίτερα κατά την εκστρατεία των Βενετών στη Στερεά και την Πελοπόννησο, πολλοί αρχιερείς των περιοχών εκείνων αλλά και της Θεσσαλίας, όπως συνέβη με την περίπτωση του μητροπολίτη Λάρισας Μακαρίου Α΄, έλαβαν μέρος στον αγώνα στο πλευρό των Βενετών. Μεταξύ των θανατωθέντων από τους Οθωμανούς κληρικών ήταν και ο επίσκοπος Κορίνθου Ζαχαρίας. Ο μητροπολίτης της Λάρισας εκδιώχτηκε από το θρόνο του, ο οποίος χήρεψε για ένα περίπου χρόνο.

Γ΄ Η επανάσταση του 1769-72 (Ορλωφικά) και η επίδρασή της στη Θεσσαλία. Τα επαναστατικά γεγονότα της περιόδου αυτής είναι γνωστά από τη γενική νεότερη Ιστορία του Ελληνισμού. Σκοπός όμως της παρούσης ιστορικής μελέτης είναι η Θεσσαλία και οι επιδράσεις σ' αυτήν και τον πληθυσμό της από τα γεγονότα της περιόδου εκείνης. Στην προετοιμασία της εξέγερσης των Ορλωφικών πήραν μέρος και πολλοί κλεφταρματολοί από τη Θεσσαλία, καθώς και από όμορες σ' αυτήν περιοχές. Βασικοί πρωταγωνιστές ήταν ο Ζήδρος, ο Λάππας και ο Λάζος στην περιοχή του Ολύμπου, ο Θ. Βλαχάβας, πατέρας του π. Θύμιου Βλαχάβα, στην περιοχή των Χασίων και ο Ζιάκας στην περιοχή Καμβουνίων- Δεσκάτης. Ο αγώνας όμως αυτών των καπεταναίων δε στέφθηκε από επιτυχία καθόσον ορδές Τουρκαλβανών που κατέβαιναν προς τη Ν. Ελλάδα τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν στην περιοχή του Αιτωλικού. Μικρές ναυτικές επιτυχίες είχε ο ρωσικός στόλος στην περιοχή του Παγασητικού, όπου τη 16η Φεβρουαρίου αιχμαλώτισε τουρκικά καράβια αλλά και 150 μικρότερες λέμβους κατάφορτες με σιτηρά. Ο κυριότερος λόγος που η Θεσσαλία δεν είχε μεγαλύτερη συμμετοχή στο εγχείρημα του αγώνα αυτού ήταν η παρουσία μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων (Τούρκων και Αλβανών) που στρατοπέδευαν στα μεγάλα αστικά κέντρα (Λάρισα- Τρίκαλα). Μετά την κατάπνιξη της επανάστασης τις οδυνηρότερες συνέπειες, εκτός της Πελοποννήσου, υπέστησαν οι χριστιανοί των

Τρικάλων, της Λάρισας και της περιοχής του Βόλου. Η μεγαλύτερη σφαγή πραγματοποιήθηκε στη Λάρισα. Με αφορμή μια διχόνοια μεταξύ των αδελφών Γεωργάκη και Δημάκη από το Χαλίκι και ενός Τρικαλινού, οι πασάδες της Λάρισας κάλεσαν τους αντιδίκους στη Λάρισα, δήθεν προς επίλυση της μεταξύ τους διαφοράς. Μάλιστα η φρουραρχία της πόλης ζήτησε από τους αντιδίκους να φέρουν μαζί τους όσον το δυνατόν περισσότερους μάρτυρες για την ... καλύτερη υποστήριξη των θέσεών τους. Έτσι 3.000 Τρικαλινού συγκεντρώθηκαν στη Λάρισα την



Μαρτίου του 1770. Όλοι τους είχαν μαζευτεί στην αυλή του δικαστηρίου στη θέση Κινάμ Βέη, και στους γύρω δρόμους. Πριν αρχίσει καλά καλά η διαδικασία ο πασάς της πόλης Οσμάν Βέης διέταξε να σφαγιαστούν απαξάπαντες οι συγκεντρωμένοι χριστιανοί των Τρικάλων. Όποιος κατάφερνε να ξεφύγει από την αυλή του δικαστηρίου δολοφονείτο στους γύρω δρόμους. Έτσι μέσα σε μια ημέρα οι δρόμοι της πόλης γέμισαν από πτώματα αθώων Ελλήνων, ενώ το αίμα τους αλλοίωσε το χρώμα και αυτού του Πηνειού ποταμού. Τέτοιες κτηνωδίες δυστυχώς εφαρμόστηκαν συχνά πυκνά στην ιστορία του τουρκικού έθνους, από την εποχή της εκ Μογγολίας άφιξής τους, κατά το 13ο αιώνα, μέχρι και το 1974 στην Κύπρο. Το σίγουρο είναι ότι και τις επόμενες εβδομάδες συνεχίστηκαν οι εκκαθαρίσεις των Λαρισαίων, τη φορά αυτή, με τον ίδιο απεχθή τρόπο. Συνεπεία αυτών των γεγονότων οι Έλληνες της πόλης εγκατέλειπαν ομαδικά τη θεσσαλική πρωτεύουσα προς τους γειτονικούς οικισμούς. Του κανόνα αυτού δεν ξέφυγε ούτε ο μητροπολίτης της πόλης που αναγκάστηκε για σειρά ετών να κατοικοεδρεύει στον Τύρναβο. Όσοι, παρ' όλες τις αντιξοότητες παρέμεναν στην πόλη, κατάντησαν φτωχοί, καθόσον οι περιουσίες τους δημεύονταν συστηματικά, ενώ ακόμα οι γενίτσαροι συχνά έστελναν μαντήλια με σφαίρες στους ελάχιστους χριστιανούς που είχαν οικονομική επιφάνεια, απαιτώντας απ' αυτούς, κατ' αυτόν τον τρόπο χρήματα, ρουχισμό ή ακόμα και τρόφιμα. Το πιο θλιβερό όμως αποτέλεσμα ήταν ο εξισλαμισμός μεγάλων ομάδων Μακεδόνων, Ηπειρωτών και Θεσσαλών. Τότε εξισλαμίσθηκε μεγάλος αριθμός Ελλήνων των Γρεβενών και της Κοζάνης που είναι γνωστοί με το όνομα Βαλαάδες, οι οποίοι είχαν διατηρήσει την ελληνική τους γλώσσα μέχρι το 1923, χρονιά της ανταλλαγής των πληθυσμών. Άλλη μια παράμετρος δυσάρεστη για τους χριστιανούς της Θεσσαλίας ήταν η παραμονή πολλών ατάκτων Αλβανών στην περιοχή του Ολύμπου, όπου είχαν οργανώσει τα λημέρια τους κι από εκεί πραγματοποιούσαν συχνά πυκνά ληστρικές επιδρομές στους γειτονικούς οικισμούς. Οι χριστιανοί αναγκάστηκαν παίρνοντας άδεια από τους Οθωμανούς, οι οποίοι είχαν επικηρύξει τους Αλβανούς, να οργανώσουν ένοπλα σώματα για την αντιμετώπιση της μάστιγας αυτής. Μόνο μέσα στα Αμπελάκια η δύναμη αυτή αριθμούσε 50 ενόπλους. Επιδρομές από Αλβανούς την ίδια περίοδο δέχονταν τα Μετέωρα και τα χωριά του Πηλίου. Στην τελευταία περίπτωση επικεφαλής των ατάκτων ήταν ο πολύ γνωστός για τις αγριότητές του Ντελή Αχμέτ, ο οποίος επέδραμε συχνά-πυκνά στα χωριά του Πηλίου, μέχρι και το 1787. Μαζί του συχνά εμφανιζόταν και ο πατέρας του μελλοντικού ήρωα του '21 Οδ. Ανδρούτσου, Ανδρίτσος.

Δ΄ Οι κλέφτες των Αγράφων κατά του Αλή πασά – Κατσαντώνης (18031808) Η καταγωγή του: Ένας από τους σπουδαιότερους κλέφτες στην περιοχή των Αγράφων και της Δ. Στερεάς ήταν και ο Σαρακατσάνος Κατσαντώνης. Οι γονείς του ήταν και οι δυο Σαρακατσαναίοι. Ο πατέρας του λεγόταν Μακρυγιάννης και καταγόταν από το Βασταβέτσι της Ηπείρου, ενώ η μητέρα του Αρετή από το χωριό Μάραθος των Αγράφων. Ο Κατσαντώνης γεννήθηκε μεταξύ των ετών 1773 και 1775, στο χωριό της μητέρας του. Ο νονός του, που ήταν ο γνωστός κλέφτης Β. Δίπλας, του έδωσε το όνομα Αντώνης. Το όνομα Κατσαντώνης αποδίδεται στη φράση της μητέρας του “κάτσε Αντώνη”69, με την οποία προσπαθούσε να αποτρέψει το γιο της να βγει στα βουνά κλέφτης. Πρώτη φορά που εκδήλωσε την επιθυμία να πάρει τα βουνά ήταν όταν κατηγορήθηκε άδικα από έναν Αλβανό μπουλούκμπαση ότι είχε κλέψει μια γίδα. Τότε συνελήφθη και βασανίστηκε με φάλαγγα, μέχρι που μπόρεσε ο πατέρας του να συγκεντρώσει αρκετά γρόσια για να τον απελευθερώσει. Ο Κατσαντώνης, σύμφωνα με αναφορές συναγωνιστών του ήταν μικροκαμωμένος με αδύνατη φωνή και ασθενική φύση. Η δράση του: Γύρω στα 1800, 25ετής περίπου, ο Κατσαντώνης σκότωσε τον Αλβανό που τον κατηγόρησε και κατέφυγε μαζί μ' άλλους δέκα συντρόφους του, μεταξύ των οποίων και τους τρεις αδελφούς του, Γεώργιο (Χασιώτη), Χρήστο και Κώστα (Λεπενιώτη), στα λημέρια του θείου και νονού του Β. Δίπλα, στα Άγραφα. Λίγους μήνες μετά ο Δίπλας του παραχώρησε την αρχηγία. Σύντομα η δράση του έγινε γνωστή στον Αλή, ο οποίος έστειλε εναντίον του το δερβέναγα Ελιάζ μπέη με 300 Αλβανούς. Η σύγκρουση έγινε έξω από το χωριό Τριφύλλα της Ευρυτανίας την άνοιξη του 1803. το σώμα του Κατσαντώνη τους εξόντωσε όλους μαζί με το δερβέναγα. Η επιτυχία αυτή του Κατσαντώνη έκανε έξαλλο τον Αλή, που διέταξε και συνέλαβαν ως ομήρους τους γονείς του ατρόμητου Σαρακατσάνου. Δυο-τρεις βδομάδες αργότερα τους σκότωσε με φρικτά βασανιστήρια. Από τότε ο Αλή, μανιασμένος γιατί του ξέφευγε αυτό το “αγκάθι” έστελνε συνεχώς στρατιωτικά σώματα να τον εξοντώσουν. Έτσι το 1804 ο Κατσαντώνης συνέτριψε το σώμα του Γιουσούφ Αράπη σκοτώνοντας τους περισσότερους από τους 150 Αλβανούς του. Συγχρόνως ελευθέρωσε και όσους Χριστιανούς είχαν συλλάβει οι αλβανικές συμμορίες-αποσπάσματα. Το 1805 διεύρυνε τις συμμαχίες του κάνοντας στρατιωτική συμφωνία με το Νικοτσάρα. Το επόμενο έτος συνέτριψε στην Ι. Μ. Τατάρνας το σώμα του Χασάν Μπελούση, ενώ εν συνεχεία αντιμετώπισε με επιτυχία το απόσπασμα του Αλή Μπεράτη (Αύγουστος 1806). Τον μεγαλύτερο κίνδυνο αντιμετώπισε τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς στη σύγκρουσή του με το ισχυρό σώμα (500 Τουρκαλβανοί) του απεσταλμένου του Αλή, Μπεκίρ Τζογαδούρ. Ή μάχη δόθηκε στη θέση Ληστής της επαρχίας Βάλτου και κράτησε πάνω από μια ώρα. Όταν ο Κατσαντώνης πληγώθηκε στο μηρό, οι επαναστάτες υποχώρησαν προς τα ορεινά. Ένας πρακτικός γιατρός από τους συμπολεμιστές του, ο Θανάσης Ντουφεκιάς έκανε ότι μπορούσε. Όμως επειδή ένα μήνα μετά ο Κατσαντώνης δεν είχε αποθεραπευτεί οι σύντροφοί του τον μετέφεραν στην υπό ρωσική κατοχή Κέρκυρα. Εκεί, σύντομα, αποθεραπεύτηκε πλήρως και κατόρθωσε να συναντήσει 69. Πάπυρος-Λαρούς Μπριτάννικα, εγκυκλοπαίδεια, εκδ. 2007, τόμος 28ος, σ. 133, άρθρο του Δ. Λουλέ.

τον Έλληνα συνταγματάρχη του ρωσικού στρατού Εμμ. Παπαδόπουλο και να συζητήσουν τις προοπτικές για έναν ευρύτερο ξεσηκωμό των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους. Έπειτα επέστρεψε στα Άγραφα κι άρχισε να ξεσηκώνει τους κατοίκους των ορεινών κι όχι μόνο περιοχών της Θεσσαλίας και της Αν. Στερεάς, καλώντας τους σε επανάσταση κατά των Τούρκων και του τυράννου Αλή. Ο Αλή πασάς μαθαίνοντας τα καθέκαστα έδωσε εντολή στον καλύτερο αξιωματικό του, το Βεληγκέκα, να οργανώσει ένα στρατιωτικό σώμα και να εξοντώσει τον ισχυρό αντίπαλό του. πράγματι στις αρχές του 1807 ο Βεληγκέκας συγκέντρωσε 1000 ετοιμοπόλεμους Τουρκαλβανούς και κατευθύνθηκε προς τα χωριά του Βάλτου. Η μάχη δόθηκε κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Μόλις όμως άρχισαν οι πρώτες τουφεκιές ο Βεληγκέκας σωριάστηκε νεκρός. Η πλάστιγγα, όπως είναι φανερό, έγειρε προς την πλευρά των Ελλήνων. Οι Αλβανοί χάνοντας πολλούς ενόπλους επέστρεψαν στα Γιάννινα. Τα μεγάλα κατορθώματα του Κατσαντώνη έδωσαν θάρρος και κουράγιο στους ραγιάδες. Είναι χαρακτηριστικά τα δημοτικά τραγούδια που εξύμνησαν τα κατορθώματά του αυτά. Η επόμενη μεγάλη μάχη δόθηκε με τους Αλβανούς του Άγο Μουχουρντάρ, την άνοιξη του 1807, στη διάρκεια της οποίας φονεύτηκε ο θείος του ήρωα, Β. Δίπλας. Τα σχέδια για επανάσταση και το μαρτυρικό τέλος: Τον Ιούλιο του 1807 ο συντ. Παπαδόπουλος και ο Καποδίστριας κάλεσαν σε συγκέντρωση στη Λευκάδα τους κλεφταρματολούς, με σκοπό την προστασία του νησιού από πιθανή εισβολή του Αλή. Στη συνέλευση αυτή, εκτός του θέματος της οχύρωσης της Λευκάδας, συζητήθηκε μια μελλοντική εξέγερση των Ελλήνων σε συνεργασία με τους Ρώσους. Χαρακτηριστικό είναι ότι, ύστερα από πρόταση του Καποδίστρια, ο Κατσαντώνης αναγνωρίστηκε γενικός αρχηγός των κλεφτών στη σχεδιαζόμενη εξέγερση, όποτε κι αν αυτή γινόταν. Έπειτα απ' αυτό επέστρεψε στα λημέρια του, όπου , παρ' όλο που ασθένησε από ευλογιά, τον Ιανουάριο του 1808 νίκησε το σώμα του Αλβανού Χασάν Μπελούση, ενώ αμέσως μετά άρχισε να σχεδιάζει ένα παράτολμο εγχείρημα: να χτυπήσει τον Αλή στο σπίτι του, στα Γιάννενα. Όμως, με την υγεία του συνεχώς να επιδεινώνεται, άφησε το πόστο του και, μαζί με τον Χασιώτη κι άλλους πέντε συντρόφους του, αποσύρθηκε σε μια σπηλιά κοντά στην Ι. Μ. του Α. Ιωάννου, στο Παλιοκάτουνο, για να αποθεραπευθεί. Όμως ένας έμπιστος του Κατσαντώνη, ο Γιάννης Γκούρλιας, πρόδωσε τη θέση του καπετάνιου του στον Μουχουρντάρ. Οι Αλβανοί μετά από σύντομη μάχη συνέλαβαν τον Κατσαντώνη μαζί με το Χασιώτη και τους μετέφεραν στα Γιάννενα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, προσπάθησε στην αρχή να τον δελεάσει με υποσχέσεις και αμοιβές να πάει με το μέρος του. Βλέποντας όμως το ακατάβλητο του χαρακτήρα του, άρχισε να τον απειλεί και να τον βασανίζει ζητώντας του να του αποκαλύψει που είχε κρυμμένους τους ... θησαυρούς του. Ο Κατσαντώνης, αρνούμενος να δελεαστεί από τον Αλή, παραδόθηκε μαζί με τον αδελφό του να θανατωθεί φρικτά και μαρτυρικά με εργαλεία σιδεράδων, στον τόπο των εκτελέσεων στα Γιάννενα. Ήταν τέλος Σεπτεμβρίου του 1808. Η απώλειά του, σε συνδυασμό με την αποτυχία του κινήματος του Βλαχάβα, είχε αρνητικά αποτελέσματα, στον ψυχολογικό τομέα, για τους ραγιάδες της Δ. Ελλάδας και των Αγράφων. Του Κατσαντώνη Αυτού ΄που πας μαύρο πουλί, μαύρο μου χελιδόνι,

χαιρέτα μας την κλεφτουριά κι αυτόν τον Κατσαντώνη πες του να κάτσει φρόνιμα κι όλο ταπεινωμένα, δεν είν' ο περσινός καιρός, ο φετινός χειμώνας, φέτος το πήρ' ο Αλή πασάς, το πήρ' ο Βεληγκέκας, ζητάει κεφάλια κλέφτικα, κεφάλια ξακουσμένα. Κι ο Κατσαντώνης το 'μαθε και το σπαθί του ζώνει και παίρνει δίπλα τα βουνά, τα 'μορφα κορφοβούνια, χαμπέρι στέλνει στην Τουρκιά, σ' αυτόν τον Βεληγκέκα: όπου θα τα 'βρει τα παιδιά, ας τα 'βρει κι ας τα πάρει. Εδώ είναι λόγγοι και βουνά και κλέφτικα ντουφέκια, βαριά βροντούν, πικρά βαρούν, φαρμακερά πληγώνουν. (από το “Πετρίλο” του Ν. Χόντζια)

Ε΄ Η επανάσταση του π. Θύμιου Βλαχάβα (1807-8) Η εξέγερση στη Σερβία και ο ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1806-12: Οι αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζονται ταραγμένη εποχή για τη Βαλκανική και την Ανατ. Μεσόγειο. Μετά την επανάσταση των Σέρβων στην περιοχή του Βελιγραδίου, επιδεινώθηκαν οι Ρωσοτουρκικές σχέσεις, καθόσον η Ρωσία διεκδικούσε την προστασία των απανταχού καταπιεζόμενων Ορθοδόξων. Αυτό οδήγησε στο ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12. Έτσι και στον ελλαδικό χώρο (Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα) οι αρματολοί, ενθαρυνόμενοι από τις διεθνείς εξελίξεις, είναι έτοιμοι να πάρουν τα όπλα, ενώ οι διωγμένοι στα Επτάνησα Σουλιώτες είναι έτοιμοι για επαναστατική δράση. Το ξέσπασμα: Όταν ο ναύαρχος Σενιάβιν επικεφαλής ρωσικού στόλου εμφανίστηκε στο Αιγαίο, και συγχρόνως απελευθερωνόταν η Πάργα “οι καρδιές όλων των Ελλήνων από τον Ισθμό και πάνω, σκίρτησαν70”. Με την έναρξη του πολέμου, ο πονηρός Αλή πασάς αφαίρεσε κάθε δικαιοδοσία από τους αρματολούς της περιοχής των Αγράφων, υποψιαζόμενος πιθανές στάσεις. Την ίδια περίοδο οι αρματολοί του Ολύμπου, έχοντας συντονιστή το Νικοτσάρα διώχνουν όλους τους Αλβανούς φύλακες των κλεισούρων (δερβέν-αγάδες) της περιοχής. Νοτιότερα ο Κατσαντώνης και ο Κίτσος Μπότσαρης επικεφαλής ενόπλου σώματος 500 ανδρών πέρασαν στη Δυτική Στερεά και συνέτριψαν πολλαπλάσια τουρκική στρατιωτική δύναμη στην περιοχή του Κλινοβού71. Ούτε η είδηση της συμφωνίας προσωρινής κατάπαυσης του πυρός μεταξύ Ρώσων και Τούρκων, ούτε η ενδυνάμωση του Αλή έκαμψαν το φρόνημα των επαναστατών. Έτσι ο Κατσαντώνης κι ο Μπότσαρης συνεχίζουν τη νικηφόρα εκστρατεία τους στην Αιτωλοακαρνανία, ενώ οι κλεφταρματολοί του Ολύμπου μπαίνουν σε καράβια και γίνονται πειρατές των παραλίων του Αιγαίου, προσπαθώντας μ' αυτόν τον τρόπο να δείξουν τις αδυναμίες της οθωμανικής διοίκησης και παρακινώντας τους υποδούλους σε γενικευμένη επανάσταση. Ο Βλαχάβας: Την ίδια περίοδο αρματολός στα Χάσια ήταν ο Ευθύμιος Βλαχάβας, γιος του επίσης αρματολού Θανάση Βλαχάβα ή Μπλαχάβα (170070. Απ. Βακαλόπουλος, “Η επανάσταση του Θύμιου Βλαχάβα”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σ.49. 71. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-33), τόμος 1ος, Αθήναι 1946.

1795), που απολάμβανε προς το παρόν της εμπιστοσύνης του Αλή. Ο Βλαχάβας γεννήθηκε στο χωριό (Παλιά) Σμόλια των Τρικάλων (Αγριελιά) και ήταν γιος αρματολού των Χασίων. Το σώμα των αρματολών των Χασίων αποτελούνταν από 60 περίπου άνδρες υπό την ηγεσία του παπα-Θύμιου και των αδελφών του. Ο Βλαχάβας και οι άνδρες του μισθοδοτούνταν από το βιλαέτι των Τρικάλων έχοντας καθήκον να προστατεύουν την ευρύτερη περιοχή από της είσοδο ληστών. Ο Βλαχάβας όμως φαίνεται πως είχε έλθει σε συνεννόηση με τους περίπου 3000 Έλληνες στρατιώτες που βρίσκονταν στα Επτάνησα, οι περισσότεροι των οποίων ήταν Σουλιώτες, κάτω από ρωσική διοίκηση, καθώς και με Έλληνες φυγάδες-πειρατές του Αιγαίου. Άλλωστε ένα ταξίδι του το 1807 στο Αιγαίο, φαίνεται πως αποσκοπούσε στη συνάντηση με τους καπεταναίους αυτών των πειρατών. Είναι πιθανό στο ίδιο αυτό το ταξίδι του να συναντήθηκε72 με το ναύαρχο των Ρώσων Σενιάβιν, που μόλις είχε καταναυμαχήσει στις ακτές του Άθωνα τον τουρκικό στόλο (19/6/1807). Όμως φαίνεται ότι δεν είχε να περιμένει και πολλά από τους Ρώσους, διότι, κατά διαταγή του τσάρου, ο Σενιάβιν υπέγραψε στις 12/8 του ίδιου έτους ανακωχή με τους Οθωμανούς. Άρα το πιο πιθανό φαίνεται ότι στο διάστημα αυτό συσκέφθηκε με τους αρματολούς και κλέφτες των νησιών (Β. Σποράδων) εξηγώντας τους κάποιο σχέδιο κοινής δράσης εναντίον των Τούρκων και όχι ότι εξασφάλησε υποσχέσεις βοήθειας απ' τους Ρώσους. Το χειμώνα του 1807 ο Βλαχάβας επέστρεψε στα λημέρια του και λίγο αργότερα, στις 11/1/1808 άρχισε τις συνεννοήσεις με άλλους αρματολούς και κλέφτες των Θεσσαλικών και όχι μόνο περιοχών. Εδώ αξίζει να αναφέρουμε και την πληροφορία του Σάθα73 ότι στις αρχές του ίδιου έτους ήρθαν στον Όλυμπο Ρώσοι απεσταλμένοι που έφεραν επιστολές του αρχιεπαναστάτη των Σέρβων Καραγεώργη και του ελληνικής καταγωγής συμβούλου της ρωσικής κυβέρνησης Ροδοφοινίκιν, με τις οποίες παρακινούσαν τους Έλληνες να μιμηθούν τους ομοδόξους τους Σέρβους και να ξεσηκωθούν. Η εξέγερση: Στα μέσα Φεβρουαρίου ο Βλαχάβας συγκάλεσε συνέλευση όλων των καπετάνιων, οι οποίοι συμφώνησαν στον ορισμό του ίδιου ως αρχηγού της επανάστασης. Συγχρόνως διάφοροι καπετάνιοι άρχισαν να συζητούν με ομολόγους τους της Στερεάς Ελλάδας αλλά και Τούρκων της Λάρισας και των Τρικάλων για συμμετοχή στον αγώνα κατά της τυραννίας του Αλή πασά. Λίγο αργότερα στη νέα συνέλευση, περισσότερων αυτή τη φορά καπεταναίων, αποφασίστηκε η μέρα ξεσηκωμού να είναι, για λόγους συμβολισμού, η 29η Μαΐου. Ο Leake, που ζούσε στο περιβάλλον του Αλή, αναφέρει ότι ο Βλαχάβας άρχισε την επανάσταση σκοτώνοντας παντού τους Τούρκους. Ο Κασομούλης74 όμως, πιο ενημερωμένος, διαφωνεί και μας ενημερώνει ότι σκοπός του παπα-Θύμιου ήταν η εξόντωση των Αλβανών δερβεναγάδων, που ήταν στη δούλεψη του Αλή και οι οποίοι καταπίεζαν και βασάνιζαν αδιάκριτα Χριστιανούς και Οθωμανούς. Γι' αυτό και προσπάθησε να προσεταιριστεί ακόμα και τους πλούσιους γαιοκτήμονες-αγάδες του θεσσαλικού κάμπου, που πάντως δεν δέχτηκαν να τον στηρίξουν. Έτσι ο Θύμιος και Θεοδωράκης Βλαχάβας μαζί με τον καπετάνιο του Δομένικου Γιώτα Τζίμου άρχισαν να εξοντώνουν τα οπλισμένα αλβανικά σώματα της περιοχής και τους σουμπάσηδες 72. Απ. Βακαλόπουλος, ό.π., σ.49. 73. Σαθάς Κ. Ν., Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, Αθήναι 1869. 74. Κασομούλης Ν., Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-33), τόμος 1ος, Αθήναι 1946.

(επιστάτες των κτημάτων των τσιφλικιών του Αλή και καταπιεστών των κολίγων), σαν κοινούς εχθρούς Χριστιανών και Οθωμανών. Μαζί με τα σώματα του Βλαχάβα πολεμούσαν και ορισμένοι Οθωμανοί καθώς και λίγοι Αλβανοί, πολιτικοί αντίπαλοι του Αλή. Ο Βλαχάβας είχε συνεννοηθεί με τον αρματολό του Μετσόβου Δεληγιάννη ή Τσάπα και του έδωσε οδηγίες να καταλάβει τα περάσματα του Μετσόβου για να μην επιτρέψει στον Αλή να στείλει στρατεύματα στην επαναστατημένη Θεσσαλία. Την ίδια οδηγία έδωσε και στον καπετάνιο Ευθ. Στουρνάρη, στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη των διαβάσεων της Ν. Ηπείρου προς τη Θεσσαλία.

Εικ. Το τέλος του Βλαχάβα: Αλβανοί σέρνουν το άψυχο σώμα του στους δρόμους των Ιωαννίνων (Αθήνα, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη).

Ο Σαθάς πιστεύει ότι ο Δεληγιάννης πρόδωσε τα σχέδια του Βλαχάβα την 1η Μαΐου, πάντως γεγονός είναι ότι ο Δεληγιάννης επέτρεψε τη διέλευση απ' τα “φυλασσόμενα” στενά του Μουχτάρ πασά, γιου του Αλή, που έχοντας τεθεί επικεφαλής 6.000 Αλβανών, πέρασε στη Θεσσαλία καταστρέφοντας τις επαναστατημένες περιοχές σε Τρίκαλα και Καλαμπάκα. Ο Αλής, πονηρός καθώς ήταν, εφάρμοσε κι ένα άλλο σχέδιο: έδωσε ρητή εντολή στο μητροπολίτη της Λάρισας Γαβριήλ να μεταβεί στις επαναστατημένες περιοχές και να μεταπείσει τους εξεγερθέντες. Έτσι ο Γαβριήλ άρχισε τις παραινέσεις προς το λαό, με αποτέλεσμα να εισακουστεί απ' το απλό ποίμνιό του, που δεν συνεργάστηκε στο μεγαλύτερο μέρος του με τους επαναστάτες. Η αποφασιστική μάχη δόθηκε στο Καστράκι της Καλαμπάκας στα τέλη του Μαΐου του 1808 και κράτησε μια ολόκληρη μέρα. Εκεί οι Τουρκαλβανοί στρατηγοί του Αλή, Βελή μπέης και Μπεκίρ αγάς, όρμησαν από τα Τρίκαλα και άρχισαν να συγκρούονται με τις δυνάμεις του Βλαχάβα. Μετά από δυο-τρεις ώρες κατέφθασαν

και οι ενισχύσεις του Μουχτάρ απ' τα Γιάννινα. Έτσι ενισχυμένα τα τουρκικά στρατεύματα συνέχισαν με μεγαλύτερη ένταση το σφυροκόπημα των θέσεων των Ελλήνων, μέχρι που έπεσε το σκοτάδι. Ανάμεσα στους Έλληνες νεκρούς της μάχης ήταν και ο Θεοδωράκης Βλαχάβας. Την ίδια νύχτα βλέποντας ότι τα στενά του Μετσόβου είχαν ανοίξει για τον Αλή και φοβούμενοι νέες επικουρίες των εχθρών οι οπλαρχηγοί του Ολύμπου κι ο παπα-Θύμιος αποφάσισαν να υποχωρήσουν από τις ορεινές διαβάσεις προς τον Όλυμπο κι από εκεί για να μην την “πληρώσουν” οι αθώοι χωρικοί της περιοχής, πέρασαν με καράβια στα νησιά-ορμητήριά τους Σκιάθο, Σκόπελο και Σκύρο. Ο Βλαχάβας, όπως κι οι άλλοι οπλαρχηγοί, από τα νησιά των Β. Σποράδων άρχισε καταδρομές εναντίον των Τούρκων του Αιγαίου. Την ίδια εποχή μαρτύρησε κι ο μοναχός Δημήτριος (άγιος Δημήτριος εκ Σαμαρίνης), επειδή κατηγορήθηκε ότι παρέσυρε το λαό προς τους επαναστάτες του Βλαχάβα (δες σχετ. το κεφάλαιο με τους Αγίους της Θεσσαλίας στον παρόντα τόμο). Το τέλος του Βλαχάβα: Ο καπουδάν75-πασάς Σεγίδ Αλή, βλέποντας τα προβλήματα που δημιουργούσε με τις επιδρομές του ο Βλαχάβας του πρότεινε αμνηστεία στο Βλαχάβα αρκεί να συνθηκολογούσε και σταματούσε τη δράση του. Όμως αυτό ήταν απλώς ένα δόλωμα. Ο Βλαχάβας δέχτηκε, αλλά ο Καπουδάν πασάς τον παρέδωσε στον Αλή για τα ... περαιτέρω. Εκείνος τον φυλάκισε βασανίζοντάς τον καθημερινά επί τρεις μήνες κι έπειτα τον εκτέλεσε.

Κεφάλαιο 6ο Η κατάσταση στη Θεσσαλία τον 17ο και 18ο αιώνα Γενικά: Η Θεσσαλία δεν ήταν στις περιοχές που είχαν πολιτική ή διοικητική σημασία για τους Οθωμανούς. Μοναδική εξαίρεση ήταν η περίοδος των μέσων του 17ου αιώνα, κατά τη διάρκεια του τουρκο-βενετικού πολέμου (1645-1669), όταν ο σουλτάνος μετέφερε την έδρα του στη Λάρισα. Χαρακτηριστικό είναι το κείμενο, που ακολουθεί, για τις δραστηριότητες του σουλτάνου στην περιοχή της Λάρισας. Ο Ροβέρτος του Ντραι76 (Βαντελέ) περιγράφει το κυνήγι του σουλτάνου77 στη Λάρισα78 “... καθώς φτάναμε σε ένα χωριό που το λένε Μπαμπά, (...) είδαμε σπουδαίες προετοιμασίες για ένα μεγάλο κυνήγι που θα έβγαινε ο σουλτάνος. Αυτό ανάγκασε τον κύριο πρεσβευτή να στείλει αμέσως έναν από τους δραγουμάνους του να ρωτήσει το μεγάλο καϊμακάμη αν θα μπορούσε να έχει ακρόαση, προτού η Υψηλότητά του κινήσει για το κυνήγι. (...) έτσι πέτυχα να ιδώ ένα μέρος από τις προετοιμασίες του κυνηγιού. Και μέτρησα κάπου διακόσιους ανθρώπους να κρατάνε από δυο λαγωνίκες ο καθένας τους, δεμένες με αλυσίδα σιδερένια απ' το λαιμό. Κι είχαν όλα τούτα τα σκυλιά μια ομορφάδα που σπάνια βρίσκεις το ταίρι της. Όχι μονάχα γιατί τ' αυτιά τους ήταν μεγάλα και κρεμασμένα, μα γιατί τα 'χαν μαρκαρισμένα με διάφορα χρώματα, γαλάζιο, κόκκινο και πράσινο. (...) Είδα να περνάνε παραπάνω από τετρακόσιοι χωριάτες, περπατώντας τέσσερις-τέσσερις με βήμα που έδινε ένα τουμπελέκι και μερικά σουραύλια. Για μοναδικό όπλο κρατούσαν στειλιάρια από 75. Ο αρχιναύαρχος του τουρκικού στόλου ονομαζόταν πάντα καπουδάν-πασάς. 76 . Γάλλος καπουτσίνος, πνευματικός του πρέσβη της Γαλλίας στην οθωμανική Πύλη, στα 1677. 77 . Πρόκειται για το σουλτάνο Μωάμεθ (Μεχμέτ) Δ΄ . 78 . Ο σουλτάνος διέμενε στη Λάρισα, προσωρινά, για να κατευθύνει τις κινήσεις του στρατού του κατά των Βενετών, στη διάρκεια του βενετοτουρκικού πολέμου.

κούτσουρο, είδα όμως μερικούς να 'χουνε στο ζωνάρι μικρό τσεκούρι. Ένας απ' αυτούς (...) ήρθε και με χαιρέτισε και μου' πε πως από μικρό παιδί τον πήραν και τον κάναν με το ζόρι να τουρκέψει και ζούσε τώρα σ' ένα χωριό κοντά στη Λάρισα. (...απ' αυτόν) έμαθα με ποιο τρόπο γίνεται το κυνήγι τους. Ο σουλτάνος αναγκάζει τα γύρω χωριά ν' αγγαρέψουνε είκοσι χιλιάδες ανθρώπους, καθένα ανάλογα με τον πληθυσμό του. Κι αυτές τις είκοσι χιλιάδες τις μάζευαν στον τόπο τον προσδιορισμένο για το κυνήγι και τους βάζαν παγανιά, να περιζώσουν την περιοχή που φώλιαζαν τα αγρίμια. Τότε με φωνές και χουγιατό τα προγκούσαν να προχωρούνε αλαφιασμένα σ' ένα ξέφωτο, όπου στη μέση ήτανε στημένη μια εξέδρα, προφυλαγμένη γύρω-γύρω μα χαρακώματα πασαλωμένα. Εκεί ανεβασμένος ο σουλτάνος με την παρέα του απολάμβανε το θέαμα να διαβαίνουν και να ξαναδιαβαίνουν μπρος στα μάτια του τα ζουλάπια που κυνηγημένα από τους παγανιστάδες, μάταια προσπαθούσαν να ξεφύγουν στην αντίθετη μεριά. Γιατί κι εκεί, κι ολούθε, βρίσκαν ανθρώπους με χτύπους και ξεφωνητά να τους φράζουν το δρόμο. Κι έτσι ολοένα περνούσαν μπρος-πίσω στο πλάτωμα, καθώς όλο και στένευε το ανθρώπινο τετράγωνο που τα περίζωνε, γιατί εκείνοι που το σχηματίζανε προχωρούσαν αδιάκοπα και πυκνώνανε με τέτοιο τρόπο, που μερικές φορές σχημάτιζαν τριπλό κύκλο. Κι έτσι ο σουλτάνος βλέποντας να περνά και να ξαναπερνά μπροστά του κάθε λογής κυνήγι μπορεί να σκοτώνει όσα θέλει και έβλεπε μάλιστα με τι τρόπο τα σκυλιά τσακώνονται με τ' αγρίμια, που μερικές φορές εξαγριώνονται τόσο πολύ που ρίχνονται και στους ανθρώπους, ακόμα και τους κομματιάζουν και λαβώνουνε πολλούς. Έμαθα μάλιστα, πως λίγο καρό πριν φτάσουμε εμείς στη Λάρισα, σ' ένα παρόμοιο κυνήγι του σουλτάνου, χάσανε τη ζωή τους καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι. Και ο μεγάλος καϊμακάμης, που είναι άγιος άνθρωπος, συγχίστηκε τόσο, πού 'βαλε να ξαπλώσουνε στην αράδα όλα τα πτώματα από εκεί που θα περνούσε ο υψηλότατος για να δει τι θανατικό σκορπάνε στο λαό τα κυνήγια του αυτά και να πάρει πια την απόφαση να τα σταματήσει. Μάταια όμως, γιατί όταν ο σουλτάνος αντίκρισε τους σκοτωμένους, κι ο καϊμακάμης βρήκε την ευκαιρία να του πει πως ήταν και πολλοί άλλοι ακόμα που 'χαν χάσει τη ζωή τους στο ξέφωτο, ο σουλτάνος τον αποστόμωσε: -- Ε, και τι μ' αυτό; ,τού 'πε, έτσι κι έτσι μια φορά θα πεθαίνανε που θα πεθαίνανε! Τι εδώ, τι αλλού! (...)” Ροβέρτος του Ντραι, “Ένας σουλτάνος στη Λάρισα”, Επιθεώρηση ΗΩΣ, αφιέρωμα Θεσσαλία, 1966, σσ.95,96.

Οικονομία: Μετά από αυτή τη συγκυρία η Θεσσαλία επέστρεψε στην προηγούμενη κατάσταση, της απλής επαρχίας, που ήταν απλά προσοδοφόρα για τα οικονομικά της Υψηλής Πύλης. Οι φτωχοί χριστιανοί αγρότες καλλιεργούσαν στα κτήματα, Οθωμανικών συμφερόντων συνήθως, κυρίως σιτάρι. Η ύπαιθρος ήταν γενικά αραιοκατοικημένη, με μεγάλες πόλεις τη Λάρισα, κυρίως, και τα Τρίκαλα. Οι Οθωμανοί υπερτερούσαν αριθμητικά στη Λάρισα, ενώ στην ύπαιθρο οι χριστιανικοί πληθυσμοί (Καραγκούνηδες όπως ονομάζονταν στη Δυτ. Θεσσαλία). Οι λεγόμενοι Κονιαρέοι, που ήταν μουσουλμάνοι επήλυδες, ήταν λιγότεροι και μόνο στην Αν. Θεσσαλία. Το εμπόριο ήταν στα χέρια των Εβραίων που είχαν μια αρκετά μεγάλη παροικία στη Λάρισα και μικρότερες στα Τρίκαλα και το Βόλο. Πλημμύρες-θανατικά: Τα σπουδαιότερα προβλήματα των κατοίκων ήταν οι συχνές πλημμύρες του Πηνειού και οι καταστροφικές επιδημίες (κυρίως των ετών 1667-8 και του 1719, που έμεινε γνωστή σαν “το θανατικό το μεγάλο”). Άλλη μια επιδημία πανώλης, έκανε την εμφάνισή της το 1742, σκορπώντας το θάνατο και ερημώνοντας πολλά κονιαροχώρια. Αντίθετα ο χριστιανικός πληθυσμός των γύρω ορέων δεν επηρεάστηκε ιδιαίτερα από αυτά τα θανατικά. Η μεγαλύτερη πλημμύρα του Πηνειού ενέσκηψε το 1729, όταν πλημμύρισαν τα Τρίκαλα, το Μοσχολούρι και οι συνοικίες της Λάρισας, Αρναούτ μαχαλάς, Πέρα μαχαλάς και Ταμπάκικα. Αυτή η αραίωση του πληθυσμού των πεδινών θεωρείται και η αιτία της εμφάνισης των μεγάλων τσιφλικιών στην περιοχή. Ακμή : Παρ' όλα τούτα η Λάρισα διατηρούσε μια οικονομική ακμή που οφειλόταν στη θέση της πόλης, πάνω στον άξονα της οδού από τη Νότια προς τη Βόρεια

Ελλάδα αλλά και εξαιτίας του εμπορίου που όπως προαναφέραμε κύριοι ασχολούμενοι ήταν οι Εβραίοι της πόλης. Από τις αρχές του 18ου αιώνα μεγάλη παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη της υφαντουργίας σε διάφορους ορεινούς οικισμούς της Θεσσαλίας, όπως στα Αμπελάκια, στο Πήλιο, στη Ραψάνη, αλλά και στην περιοχή της Λάρισας και του Τυρνάβου. Αυτό οφειλόταν στην αφθονία πρώτων υλών (βαμβάκι, μαλλί) και στις νέες τεχνικές νηματουργίας και βαφής που πέρασαν στο θεσσαλικό χώρο από τη Μ. Ασία. Αυτή η περίοδος κράτησε ως τα Ορλωφικά (περ. 1770), εποχή κατά την οποία οι Θεσσαλοί πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος και διώξεων. Έτσι τις τελευταίες δεκαετίες του 18ου αιώνα η Λάρισα εγκαταλείπεται, σχεδόν, από το χριστιανικό στοιχείο. Ο Κ. Κούμας, γέννημα της Λάρισας εκείνης της περιόδου γράφει: “οι ακμάζοντες διά της εμπορίας, εγυμνώθησαν, εσκοτώθησαν και όσοι εδυνήθησαν έφυγαν εις τα ορεινά χωρία”. Ο Βγέρστολ, Σουηδός περιηγητής της δεκαετίας του 1770 μας αναφέρει ότι η Λάρισα το 1779 δεν είχε καμία εκκλησία, ενώ αντίθετα λειτουργούσαν 24 τζαμιά και μία συναγωγή.

Εικ. Η Λάρισα περί το 1800 (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

Ο J. J. Bjiörnståhl περνάει από τη Χάλκη στον Πηνειό και περιγράφει τη Λάρισα “Κοντά στο ελληνικό χωριό Μαϊμουλάρ είδαμε σπασμένα κομμάτια από αρχαίους ραβδωτούς κίονες. Είμαι βέβαιος ότι εκεί πρέπει να βρίσκονται και αρχαίες ελληνικές επιγραφές (...) Κατά το βράδυ έφτασα στη Λάρισα, που οι Τούρκοι την ονομάζουν Σεχήρ ή Γενή Σεχήρ, και που βρίσκεται σε απόσταση 10 ως 12 ώρες δρόμο απ' το Βόλο. Εδώ έμεινα ως τις 21 (Μαρτίου). Ο ποταμός Πηνειός, που πηγάζει από την Πίνδο, κυλάει έξω από τη βορειοδυτική πλευρά της πόλης. Οι Τούρκοι τον λένε Kiöstem, ενώ οι Έλληνες Σαλαμβριά. Στην πόλη της Λάρισας δεν υπάρχει καμιά ελληνική εκκλησία, από τότε που η μόνη που υπήρχε 79 καταστράφηκε πριν από 7 ή 8 χρόνια. Οι Έλληνες είναι αναγκασμένοι να εκκλησιάζονται σε κάποιο ελληνικό χωριό, που βρίσκεται σε μικρή

79 . Εννοεί τον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου που είχαν καταστρέψει οι Οθωμανοί της Λάρισας στην περίοδο των Ορλωφικών.

απόσταση από την πόλη και έχει εκκλησία80. Οι Τούρκοι όμως έχουν αρκετούς ναούς. Εδώ υπάρχουν 24 μεγάλα τζαμιά. Ωστόσο οι Τούρκοι της Λάρισας δε φημίζονται για πολύ θρήσκοι. Εδώ υπάρχει και μια εβραϊκή συναγωγή, αρκετά μεγάλη. (...) Οι Εβραίοι ασχολούνται τώρα με τις ετοιμασίες για το Πάσχα τους. Κατά τα άλλα η Λάρισα έχει κακή διοίκηση. Υπάρχει μόνο ένας μουλάς, που είναι ο σπουδαιότερος άρχοντας. Με άλλα λόγια θρησκευτική κυβέρνηση. αν΄μεσα στους άρχοντες της πόλης υπάρχει διχόνοια και ζήλεια, γι' αυτό και οι κακουργίες μένουν ατιμώρητες και οι Αρβανίτες λεηλατούν ελεύθερα, αφού εδώ δεν υπάρχει κανένας πασάς, που να τους επιβάλει την τάξη. Στην πολιτεία ήταν τώρα μεγάλη ανησυχία . Η πράσινη σημαία, ή το μπαϊράκι, ήταν ξεδιπλωμένη στο δρόμο κατά την περιοχή όπυ βρίσκεται ο Γενιτσάρ-οντάς, ή Διοικητήριο, και τα ταμπούρλα χτυπούσαν αδιάκοπα. Αυτό είναι σημάδι κήρυξης πολέμου, ή ότι οι κεφαλές πήραν διαταγή από το σουλτάνο να συναχτουν. (...) Για τους Χριστιανούς είναι αρκετά ριψοκίνδυνο να περάσουν από το δρόμο, όπου η σημαία είναι αναπεταμένη. Όχι όμως λιγότερο επικίνδυνη για όποιον επιχειρεί να ταξιδέψει σε τόσο ταραγμένους καιρούς. Γιατί τον παίρνουν για κατάσκοπο. (...) [Λίγες μέρες αργότερα ο Σουηδός περιηγητής επιστρέφει στη Λάρισα] Συνέχισα το ταξίδι για τη Γενή Σεχήρ, ή Νέα Λάρισα, όπου έφτασα ύστερα από τρισήμισι ώρες. Ο Καπουδάν πασάς είχε φτάσει σήμερα εδώ από τη Θεσσαλονίκη με 6.000 στρατό. Στο χάνι των εμπόρων, όπου έμενα, ήρθαν στις 5 Ιουνίου και με επισκέφθηκαν κάμποσοι Έλληνες έμποροι. (...) Το νερό στη Λάρισα είναι όπως κι ο αέρας, αρκετά ανθυγιεινό. Το κρατάνε ολόκληρη εβδομάδα μέσα στο σπίτι, ώσπου να κατασταλάξει το κατακάθι, και τότε γίνεται καλό και έχει γεύση ευχάριστη. Από την τεράτσα του χανιού όπου έμενα, είδα στις 6 Ιουνίου την τοποθεσία της Λάρισας στη μέση μεγάλης πεδιάδας με χωράφια, λιβαδότοπους και βοσκοτόπια. Η πόλη βρίσκεται χαμηλά, όπως και τα Τρίκαλα, και γι' αυτό είναι ανθυγιεινή, προπαντός την εποχή με τις μεγάλες ζέστες. (...) Μακριά φαίνονται και κάμποσα χωριά, όπου οι Έλληνες έχουν δικές τους εκκλησίες. Έχουν τρεις έξω από την πόλη, όμως καμιά μέσα στην πόλη, από τότε που οι Τούρκοι εδώ και 10-12 χρόνια κατέστρεψαν τη Μητρόπολη και ο μητροπολίτης αναγκάστηκε να φύγει. Τώρα έχουν συγκεντρώσει με έρανο περίπου 40 πουγγιά, και με τη βοήθεια αυτής της κουδουνιστής αίτησης οι κάτοικοι ελπίζουν να πάρουν την άδεια της Πύλης, για να χτίσουν νέα εκκλησία. (...) Υπάρχει κι ένα αξιόλογο μπεζεστένι, λιθόχτιστο με 6 θόλους από μολύβι. (...) Η Λάρισα δεν είναι ζωσμένη με τείχη. Σ' ολόκληρη την πόλη δε βρίσκεις βρύση, παρ' όλο που η θρησκεία των Τούρκων δίνει τόση σπουδαιότητα στο νερό. Για το απτέστι τους, δηλαδή τις θρησκευτικές πλύσεις, φέρνουν το νερό σε σακάδες και το φυλάγουν κοντά στα τζαμιά τους σε δεξαμενές που στα τουρκικά λέγονται “μασλούκ”. Οι κάτοικοι μοιάζουν με το νερό και τον αέρα, είναι γενικά μοχθηροί, φιλύποπτοι, φαντασμένοι, κλπ. Η περιοχή είναι μολαλίκι, που σημαίνει ότι ο μολάς έπρεπε να είναι δικαστής και μαζί διοικητής της πόλης. Αλλά καθώς ο μουλάς κάθε χρόνο αλλάζει, κυβερνά αυθαίρετα ο ανώτερος άρχοντας. Όλοι έχουν το κόμμα τους και τις μηχανοραφίες τους. Υπάρχουν σήμερα 4 μερίδες. Εδώ μένουν πάνω από 30 επίσημα πρόσωπα, από τα οποία κάποτε τα τρία είναι μπέηδες. Αυτοί ποτέ δε συμφωνούν μεταξύ τους και με τις φιλοδοξίες τους προξενούν πολύ κακό στην πόλη και τον τόπο. (...) Με τη συνοδεία του γενιτσάρου μου βγήκα στις 7 Ιουνίου έξω, στα περίχωρα. Σε κάποιο ελληνικό νεκροταφείο βρήκα και αντέγραψα κάμποσες ελληνικές επιγραφές. Οι στήλες μεταφέρθηκαν εδώ από την αρχαία Λάρισα. (...) Πήγα στο τουρκικό νεκροταφείο στην ανατολική πλευρά της πόλης81, κοντά στο Σαλαμβριά και εκεί βρήκα κάμποσες πέτρες με αρχαίες ελληνικές επιγραφές. Κατάπληξη μου έκανε το γεγονός ότι βρήκα πλήθος ανάγλυφα με σκαλισμένες μορφές, ακόμα και καβαλάρηδες σς πλάκες, που οι Τούρκοι δεν τις ακρωτηρίασαν παρ' όλο που τις χρησιμοποίησαν για τους τάφους τους. Στις 9 Ιουνίου πήγα στο παζάρι, που εδώ γίνεται κάθε Τετάρτη και Κυριακή. Έπειτα στο κοιμητήρι των Εβραίων82, μισή ώρα δρόμο έξω από την πόλη. Εκεί υπήρχε μόνο μία ελληνική επιγραφή με μια μόνη σειρά γράμματα, που κι αυτά όχι σε καλή κατάσταση. Είδα ακόμα και κάμποσες αρχαίες πέτρες, αλλά οι Εβραίοι έξυσαν τις μορφές και τα γράμματα από προκατάληψη, γιατί είναι πιο νομοταγείς από τους Τούρκους.” J. 80 . Οι Χριστιανοί της Λάρισας την περίοδο εκείνη εκκλησιάζονταν στον Ι. Ν. της Αγίας Μαρίνας στη συνοικία των Καλυβίων (εκεί που και σήμερα υπάρχει το εκκλησάκι της Αγια-Μαρίνας). 81 . Κοντά στο σημερινό Γενικό Νοσοκομείο της πόλης. 82 . Το εβραϊκό νεκροταφείο βρισκόταν στη Νεάπολη, εκεί που σήμερα βρίσκεται το 25ο Δημοτικό και το 6ο Λύκειο.

J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.60-1 και 116-120.

Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας: Λίγο πριν το 1800 η Θεσσαλία είχε περί τους 300.000 κατοίκους. Σύμφωνα με τον τότε Γάλλο πρόξενο της Θεσσαλονίκης, Beaujour, Η Λάρισα είχε 20.000 κατοίκους, τα Τρίκαλα λίγο λιγότερο από 20.000, ο Τύρναβος 6000, τα Φάρσαλα 5.000, ο Βόλος 3.000. Άλλες κωμοπόλεις με αρκετό πληθυσμό ήταν η Μακρινίτσα με 5.000, η Τσαριτσάνη επίσης με 5.000, ενώ η Αγιά και η Πορταριά είχαν από 3.000 κατοίκους και η Ελασσόνα 5.000. Η αύξηση του πληθυσμού των ορεινών περιοχών φαίνεται πως επετεύχθη κατά τον 18ο αιώνα, γιατί οι παλαιότερες πληροφορίες του 17ου αιώνα δίνουν πληθυσμό για τη Μακρινίτσα 700 περίπου κατοίκων ενώ για την Πορταριά 800. Μεταναστεύσεις: Αμέσως μετά από την οθωμανική κατάκτηση της Θεσσαλίας, ο χριστιανικός πληθυσμός της αναγκάστηκε να αποσυρθεί στα ορεινά. Άγραφα, Ασπροπόταμος, Χάσια, Όλυμπος, Όσσα, Μαυροβούνι και Πήλιο εμφάνισαν μια αλματώδη αύξηση του πληθυσμού. Όπως ήταν φυσικό, με την πάροδο των χρόνων, οι περιοχές αυτές δεν αρκούσαν για να θρέψουν τους κατοίκους τους. Έτσι άρχισαν οι μεταναστεύσεις, οι οποίες είχαν αρχικά τη μορφή της μετανάστευσης μόνο των αρχηγών των οικογενειών ή των αρρένων μελών τους, οι οποίοι με την εργασία τους και τα χρήματα που έστελναν στους παραμένοντες φρόντιζαν ακόμα και για τον καλλωπισμό των τόπων καταγωγής τους, ενώ εν συνεχεία (17ος αι.) γινόταν ομαδικές μετοικεσίες, ακόμα και ολοκλήρων χωριών προς άλλες κατευθύνσεις αστικές ή μη. Πολλές φορές οι λίγοι της μετοικεσίας δεν ήταν μόνο οικονομικοί, αλλά γαι να αποφύγουν κάποια λοιμική νόσο ή για να αποφύγουν Οθωμανούς διώκτες τους, όπως για παράδειγμα ο Αλή πασάς. Έτσι στη Λάρισα ή στον Τύρναβο, για παράδειγμα το μεγαλύτερο τμήμα των χριστιανών κατοίκων της κατά τον 18ο, αλλά κυρίως τον 19ο αιώνα, ήταν Έλληνες προερχόμενοι από την περιοχή των Αγράφων (Αγραφιώτες) ή του Ολύμπου (Ραψανιώτες) ή ακόμα και των Χασίων (Χασιώτες). Υπάρχουν ιστορικές αναφορές για την πολυάριθμη παροικία των Αγραφιωτών ακόμη και στη Θεσσαλονίκη του 17ου και 18ου αιώνων. Αυτοί ήταν οι καλούμενοι από τους Οθωμανούς “Σκούρτα”. Ακόμα κατά τον 18ο αιώνα πολλοί Αγραφιώτες εγκαταστάθηκαν στη Φιλιππούπολη της Βουλγαρίας αλλά και σε περιοχές της Προποντίδας και της Προύσας. Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα έχουμε με την ομαδική μετοικεσία πολλών οικογενειών της Κρανιάς Ολύμπου, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στις αρχές του 19ου αιώνα στη Νιγρίτα των Σερρών, λόγω ασθενειών που μάστιζαν την περιοχή του Κάτω Ολύμπου αλλά και τις διώξεις του Αλή και του Βελή. Οι σημαντικότεροι βιοτεχνικοί οικισμοί: Ένα από τα σημαντικότερα βιοτεχνικά κέντρα στην υπόδουλη Θεσσαλία κατά το 18ο αιώνα ήταν ο Τύρναβος. Στην πόλη υπήρχαν 60 τουλάχιστον βαφεία και 2.500 αργαλειοί που ύφαιναν κάθε λογής υφάσματα, τα οποία μεταφέρονταν με τους κυρατζήδες στην Κων/λη και άλλες περιοχές των Βαλκανίων και της Κ. Ευρώπης. Η υφαντουργία της περιοχής την περίοδο 1780-1810 έπεσε σε παρακμή, ενώ μετά το 1810 αναζωογονήθηκε. Εκείνες τις χρονιές η αξία των βαμβακερών υφασμάτων που εξάγονταν από τον Τύρναβο έφτανε σε αξία τα 2 εκατομμύρια γρόσια. Τέτοιες βιοτεχνίες ιδρύθηκαν και σε άλλες

περιοχές της Θεσσαλίας, όπως στη Μακρινίτσα, την Πορταριά, τη Ζαγορά (κυρίως κάπες), τη Ραψάνη και τα Αμπελάκια. Τη φήμη όμως όλων των κωμοπόλεων που αναφέρθηκαν ξεπέρασαν τα Αμπελάκια με τον ομώνυμο συνεταιρισμό τους, για τον οποίον κάνουμε λόγο πιο κάτω σε ειδικό κεφάλαιο. Ο David Urguhart για τους κατοίκους στη Θεσσαλία και τις ασχολίες τους

“(..) Μια αποικία από Τούρκους του Ικονίου (Κονιάρηδες) μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε κατά μήκος της βόρειας πλευράς της πεδιάδας στις διόδους του Ολύμπου (..) Η Θεσσαλία τώρα αναζωογονήθηκε. Τζαμιά, ναοί, γέφυρες και χάνια ξεφύτρωσαν σε 20 νέες και σπουδαίες πόλεις. Η Λάρισα έγινε και πάλι πλούσια. Στον Τύρναβο μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία οι τέχνες της βαφής, των σταμπωτών, της υφαντικής, κλπ. Και από την πόλη αυτή, αργότερα, μεταφυτεύθηκε στο Μονπελιέ της Γαλλίας η νέα μέθοδος της βαφικής, η οποία τόσο συνηθίζεται στην Ευρώπη. Οι τέχνες και οι βιομηχανίες καθώς και η ευμάρεια, που ακολούθησε, πέρασαν από τους Τούρκους στις πόλεις Ραψάνη και Αμπελάκια, των οποίων το εμπόριο και ο πλούτος υπήρξαν ασυναγώνιστα, σχεδόν μυθώδη, ενώ τις νότιες παρυφές της Θεσσαλίας, στην επαρχία της Μαγνησίας, κατέλαβε ένας πληθυσμός ευκατάστατων και φιλόπονων Ελλήνων, των οποίων η πρόοδος δεν έχει προηγούμενο. (...) David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, πρώτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η.,σσ. 188-9.

Κτηνοτροφικά και άλλα προϊόντα: Στην οικονομική ανάπτυξη της Θεσσαλίας σπουδαίο ρόλο έπαιξε και η κτηνοτροφία, που έδινε την καλύτερη ποιότητα μαλλιού, μεταξύ των διαφόρων περιοχών, στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε και η σηροτροφία. Η ετήσια παραγωγή μεταξιού, που οδηγούνταν κυρίως στις αγορές της Θεσσαλονίκης, μόνο από την περιοχή της Ζαγοράς ήταν 25.000 οκάδες ετησίως. Αρκετές ποσότητες του μεταξιού αγοράζονταν από υφαντουργεία της Χίου. Άλλες ποσότητες στέλνονταν στις αγορές της Βενετίας και της Γερμανίας. Το λιμάνι του Βόλου - Τρίκερι: Το λιμάνι του Βόλου εξυπηρετούσε όλη τη Θεσσαλία. Πάντως ενώ στο λιμάνι μπορούσες να συναντήσεις κάθε εθνικότητας καράβι, ο ομώνυμος οικισμός, μέχρι και την κήρυξη της Επανάστασης δεν παρουσίασε αξιοσημείωτη οικιστική ανάπτυξη. Κατοικούνταν κυρίως από Οθωμανούς ενώ οι χριστιανοί ζούσαν στον Άνω Βόλο και φυσικά στα πηλιορείτικα χωριά. Ο Leake στο Βόλο και τον Άνω Βόλο στις αρχές του 1810 – Το τελωνείο στο λιμάνι. “Ο τουρκικός Βόλος έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με τις ελληνικές πόλεις του Πηλίου και σίγουρα ο νεοερχόμενος ταξιδιώτης δεν αποκτά καλές εντυπώσεις γι' αυτόν σε σύγκριση με την καλλιεργημένη εμφάνιση του βουνου. Το τελωνείο, οι στενοί δρόμοι, σχεδόν αδιαπέραστοι από τα λιμνάζοντα νερά και την άθλια βρωμιά, οι κατεστραμμένες και σε άθλια κατάσταση κατοικίες, ένας ασβεστωμένος περιφραγμένος χώρος που λέγεται Κάστρο, αλλά που αποτελείται μόνο από έναν μικρό χαμηλό τοίχο με υπερυψωμένες πολεμίστρες και με ένα τζαμί και μερικά τουρκικά σπίτια, όλα αυτά είναι χαρακτηριστικά της διακυβέρνησης των Τούρκων. Η μικρή πόλη, μπροστά μας, που ονομάζεται Κάστρο από τους Έλληνες και Γκόλος από τους Τούρκους, απέχει 17 λεπτά από τις πηγές των Παγασών, απ' όπου, περπατώντας για 37 λεπτά μέσα από αμπέλια και μουριές, φτάνουμε στα Περιβόλια όπου οι Τούρκοι έχουν τις θερινές τους κατοικίες μέσα σε περιβόλια, στους πρόποδες του Πηλίου. Ένας αδιάκοπος ορεινός χείμαρρος περνά μέσα από τα περιβόλια. Όμως το μέρος αυτό λέγεται ότι έχει πολύ ζέστη κι ότι είναι ανθυγιεινό το καλοκαίρι και γεμάτο από κουνούπια σε μεγάλο βαθμό. Εκτός από 2-3 περιπτώσεις τα σπίτια είναι ερημωμένα. Από τα Περιβόλια, ένας ανήφορος 20 λεπτών, περίπου, οδηγεί στο κέντρο του ελληνικού Βόλου83, όνομα που αντιλαμβάνεται κανείς ότι 83 . Άνω Βόλος.

καλύπτει και τα Περιβόλια, το Κάστρο και ένα απομονωμένο προάστιο του Βόλου προς τα νότια που λέγεται Βλαχομαχαλάς84. Τα σπίτια αυτής της πόλης, ενώ από απόσταση φαίνονται εντυπωσιακά κι ελκυστικά, από κοντά διαψεύδουν τις αρχικές μας εκτιμήσεις. Αυτό οφείλεται, εν μέρει, στη γενική κατάσταση των τεχνών στην Τουρκία και εν μέρει στην ανασφάλεια αυτής της κατά τα άλλα ευνοημένης περιοχής. Εδώ περισσότερο έχει ληφθεί υπόψη η άμυνα σε περίπτωση εχθρικής επίθεσης παρά η σπιτική άνεση. Άμυνα όχι μόνο εναντίον των ληστών ή των πειρατών, των παρανόμων Αλβανών ή των Τούρκων στρατιωτών ή του εκβιασμού του γείτονα προεστού αλλά και εναντίον των εσωτερικών διαμαχών που συχνά καταλήγουν σε βία και ανοιχτό πόλεμο, ενώ το βουνό είναι πιο ασφαλές από εξωτερικούς εχθρούς. Γι' αυτό το λόγο τα σπίτια είναι ψηλά και χτισμένα με μορφή πύργων. Τα γυάλινα παράθυρα είναι κάτι το σχεδόν άγνωστο (...) Η δικαιολογία που δίνουν οι πολίτες του Βόλου είναι ότι, επειδή βρίσκονται στο πιο εκτεθειμένο μέρος του βουνού, δεν ήταν σε θέση να ασχοληθούν με πολυτέλειες σε σχέση με τους πιο ασφαλείς κατοίκους της Μακρυνίτσας ή της Ζαγοράς. (...) Ο Μουχτάρ πασάς έχει αγοράσει για φέτος το τελωνείο του Βόλου για 200 πιάστρα. Όταν η χρονιά είναι καλή τότε αποδίδει τα διπλάσια. Οι φοροεισπράχτορες ανεβάζουν την τιμή φορολόγησης απόω 5 σε 10 τοις εκατό και βγάζουν ένα σωρό λεφτά εξάγοντας λαθραία σπόρο, κάτι που δεν επιτρέπεται σε κανέναν παρά μόνον στους πράκτορες της Πύλης, οι οποίοι πληρώνουν ένα ελάχιστο ποσό 50 πιάστρων για το φορτίο ενός πλοίου. Τα προϊόντα που απαλλάσσονται της φορολογίας είναι το ρύζι από την Αίγυπτο και το Ζητούνι και το αλουμίνιο από τα ορυχεία κοντά στη Μάκρη της Μ. Ασίας που το χρησιμοποιούν οι βαφείς της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, δ΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 32, σσ. 97-8, 108.

Αξιοσημείωτη ανάπτυξη στη θάλασσα παρουσίασε το Τρίκερι. Οι Τρικεριώτες που κατοικούσαν στο ομώνυμο νησί και στο χωριό της απέναντι χερσονήσου ήταν περί τις 1500 ψυχές. Άλλοι απ' αυτούς ήταν ιδιοκτήτες εμπορικών πλοίων, που έκαναν, είτε διαμετακομιστικό εμπόριο στην Κων/λη, τη Σμύρνη και άλλα λιμάνια, είτε μετέφεραν θεσσαλικό σιτάρι στην Πόλη, ενώ άλλοι απ' αυτούς ασχολούνταν με τη σπογγαλιεία και εμπορεύονταν το προϊόν τους στη Θεσσαλονίκη ή το εξωτερικό. Ο Αλή πασάς και οι γιοι του. Δράση τους στη Θεσσαλία: Ο πατέρας του Αλή υπήρξε κυβερνήτης στο σαντζάκι του Δελβίνου (Β. Ήπειρος). Γεννήθηκε στο Τεπελένι το 1744. Όταν πέθανε ο πατέρας του, η περιφέρειά του μοιράστηκε σε άλλους πασάδες και ο νεαρός Αλής ακολουθούσε τη μητέρα του, Χάμκω, σε ληστρικές επιδρομές. Το 1768 νυμφεύτηκε την Εμινέ κόρη του Καπλάν πασά. Από το γάμο του αυτό απέκτησε δυο γιους τον Μουχτάρ και το Βελή. Όμως δε δίστασε, δείχνοντας από νωρίς το χαρακτήρα του, να καταδώσει τον πεθερό του για συνεργασία με τους Ρώσους, πετυχαίνοντας τον αποκεφαλισμό του. Από το 1775 ο Αλής υπηρέτησε ως υπασπιστής του Κουρτ Αχμέτ, πασά του Βερατίου, ο οποίος ήταν επιφορτισμένος με τη φύλαξη των στενών της περιφέρειάς του (derbedler barsbugu). Την περίοδο 1778-9, έγινε ο ίδιος ο Αλής επικεφαλής της περιφέρειας και ήρθε σε επαφή με Έλληνες αρματολούς και Αλβανούς μπουλουκμπασήδες. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει από πλούσιους της περιοχής αρκετά χρήματα, που του επέτρεπαν να προσλαμβάνει τους ικανότερους ενόπλους και να δωροδοκεί τους Οθωμανούς άρχοντες. Με τη βοήθεια των Βενετών, που μεσολάβησαν στην Πύλη κατάφερε να πάρει με το μέρος του το σουλτάνο στη διαμάχη που ακολούθησε με τον Κουρτ πασά , ο οποίος είχε επανακάμψει στο προσκήνιο. Το 1784 ο Αλής πήρε προαγωγή και έγινε πασάς δύο ουρών και διορίστηκε κυβερνήτης (mutasarrif) του Δελβίνου. Το 1786 διορίστηκε κυβερνήτης και των Τρικάλων, με χώρο δράσης ολόκληρη τη Θεσσαλία, ενώ δυο χρόνια αργότερα έγινε επίσημα κυβερνήτης στα 84 . Άλλη Μεριά Βόλου.

Γιάννενα. Αυτά τα αξιώματα τα διατήρησε μέχρι το θάνατό του, τις παραμονές της ελληνικής Επανάστασης. Ο Αλής κατάφερε να δραστηριοποιήσει ένα ευρύ δίκτυο πρακτόρων του, ανθρώπων οι οποίοι τον πληροφορούσαν εγκαίρως για κάθε τι ύποπτο ή μη στους χώρους ελέγχου του αλλά και στην Πόλη. Έτσι κατόρθωνε να παίρνει με το μέρος του υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, εξαγοράζοντάς τα, και αυξάνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο περαιτέρω τη δύναμή του. Το θετικότερο για τον Ελληνισμό έργο του, ήταν ότι υπήρξε ένας από τους βασικούς παράγοντες της διάβρωσης της Οθωμ. Αυτοκρατορίας. Στα χρόνια εκείνα παρατηρούνταν συχνές αποστασίες ισχυρών Οθωμανών αρχόντων κατά της κεντρικής εξουσίας, που η Πύλη αδυνατούσε να καταστείλει. Όταν το 1797 επαναστάτησε ο πασάς του Βιδινίου Πασβάνογλου, ο Αλή εξεστράτευσε εναντίον του, μετά από εντολή του σουλτάνου. Ο βασικός όμως στόχος του Αλή ήταν να υπονομεύσει το κύρος του σουλτάνου και το πέτυχε στρεφόμενος εναντίον των πλουσίων γαιοκτημόνων. Συχνά χρησιμοποιούσε ως επιχείρημά του τις διαμαρτυρίες των χριστιανών για να καταδικάσει τους Οθωμανούς. Φυσικά αυτό δεν το έκανε από φιλελληνισμό [άλλωστε το πραγματικό του πρόσωπο, το βίαιο και δόλιο, το έδειξε διαπράττοντας φοβερές βιαιότητες κατά των Σουλιωτών, του Χορμόβου, του Γαρδικίου, που το ισοπέδωσε, και άλλων περιοχών], αλλά δρώντας καιροσκοπικά για να πετύχει την αναγνώρισή του από τους αυτόχθονες και την υποστήριξη όλου του λαού στα μελλοντικά του σχέδια για αυτονόμησή του από την κεντρική εξουσία. Αποτέλεσμα της τακτικής του πάντως ήταν η αποδυνάμωση των ισχυρών Τούρκων της Θεσσαλίας και ο υπέρμετρος πλουτισμός του ιδίου. Πάμπολλα χωριά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας έγιναν δικά του τσιφλίκια (δες το σχετικό κείμενο που ακολουθεί). Ο Επ. Φαρμακίδης απαριθμεί85 τα τσιφλίκια του Αλή πασά στη Θεσσαλία “Έχων (ο Αλής) ... εκτός άλλων θησαυρών και μια αληθινά τεράστια ακίνητη περιουσία, που εκτείνονταν σ' όλη την Αλβανία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, την Ακαρνανία, την Εύβοια και τη Φθιώτιδα, αποτελούμενη από 935 τσιφλίκια, που ανήκαν είτε εξ' ολοκλήρου, είτε κατά μερίδια (αλιακάδες) και τα οποία (αναλυτικά) βρίσκονταν: 411 στην Ήπειρο, 8 στην περιφέρεια Δομένικου, 15 στην Ελασσόνα, ένα στον Πλαταμώνα, 100 στην (υπόλοιπη) Μακεδονία, 172 στη Φθιώτιδα και την Αιτωλοακαρνανία και 288 στην υπόλοιπη Θεσσαλία. Είχε επίσης 14 μεμονωμένα λιβάδια χωρίς γεωργικούς συνοικισμούς στη Θεσσαλία. Ονομαστικά αναφέρουμε τα τσιφλίκια που βρίσκονται εντός των ορίων του σημερινού86 Νομού Λαρίσης: Ακ Σαράι87, Κουτσόχερο, Μπάκραινα88, Γκερλί89, Κιλελέρ90, Σακαλάρ91, Τζουρμακλί92, Αμαρλάρ93, Καρλίγκα94, Χατζηλάρ95, Μακρυχώρι, Καραλάρ96,

85. 86 . 87 . 88 . 89 . 90 . 91 . 92 . 93 . 94 . 95 . 96 .

Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 190-1. Όπως ήταν τα όρια του Ν. Λαρίσης το 1925. Περιοχή Φιλιππουπόλεως Λάρισας. Γυρτώνη Λάρισας. Αρμένιο Λάρισας. Κυψέλη Λάρισας. Μέλισσα Λάρισας. Άγιοι Ανάργυροι Λάρισας. Κοιλάδα Λάρισας. Αργυρόμυλοι Λάρισας. Κραννών. Ελευθέριο Λάρισας.

Νάματα, Σαρτζιλάρ97, Χασάμπαλη98, Νεμπεγλέρ99, Κοσμπασάνη100, Ισαρλίκ101, Σοφόμπασι102, Σουικλί103, Χατζημουσταφαλάρ104, Δέσιανη105, Κάπιστα106, Τσούξανη107, Καστρί, Γιάννουλη, Δέντρα, Οκτσιλάρ108, Λασποχώρι109, Αιγάνη, Νεζερός110, Νυχτερέμι111, Πυργετός, Γκουσγκουνάρι112, Σιμικλί113, Σαρίκαγια114, Χατζημπέη115, Αγόριανη116, Βελεσιώτες, Λεύκα, Πουρνάρι117, Τσιφλικάκι118, Αβαρίτσα119, Αλήφακα120, Παλαμάς121, Ομβριακή, Δαουκλιώτικα Ζευγάρια122, Ζαπάντι123, Κάπουρνα124, Α. Γεώργιος125, Περσουφλί126, Σεραντζί127, Άκετσι128, Κουρφαλ-Καραμάν129, Τσιγγέλι, Καρατσάνταγλι130 και Τσουρνάτι131, όπως και τα μεμονωμένα λιβάδια του Ντουγουσλάρ132, Σεϊτ Κιρ133 (παρά το Νεμπεγλέρ), Καμπίλαγα134 (παρά την Λάρισαν), Αμάρι135 (Τυρνάβου), Κιοπόμπασι136 (Δ. Αρμενίου), Τσιολτιλέρ137 (παρά το Βελεστίνον), Καινούργιο ή Γενή-Κιόι138 και Καρκαλάντρι139 (παρά τον Αλμυρόν) και Γεωργίτσα140 (Δ. Οξυνείας).”

Ο Αλής και οι γιοι του φρόντισαν να κτίσουν παλάτια σε διάφορες περιοχές της επικράτειάς τους, όπως στον Τύρναβο, τη Δέσιανη, τα Λουτρά Σμοκόβου, τη Λάρισα (Ακ σαράι), το Καρπενήσι, κι αλλού. 97 . 98 . 99 . 100. 101. 102. 103. 104. 105. 106. 107. 108. 109. 110. 111. 112. 113. 114. 115. 116. 117. 118. 119. 120. 121. 122. 123. 124. 125. 126. 127. 128. 129. 130. 131. 132. 133. 134. 135. 136. 137. 138. 139. 140.

Γλαύκη Λάρισας. Διαλυμένος οικισμός στην περιοχή Ομορφοχωρίου Λάρισας. Νίκαια. Νέα Λεύκη Λάρισας. Διαλυμένος οικισμός κοντά στη Νίκαια. Σοφό Λάρισας. Συνοικισμός του Ζαππείου Λάρισας. Ρεύμα. Συνοικισμός των Νέων Καρυών Λάρισας. Αετόλοφος Αγιάς. Άνω Σωτηρίτσα Αγιάς. Δήμητρα Αγιάς. Αγία Σοφία Τυρνάβου. Ομόλιο. Καλλιπεύκη Λάρισας. Παλαιόπυργος Λάρισας. Ευύδριο (Μέγα) Φαρσάλων. Πολυνέρι Φαρσάλων. Αύρα Φαρσάλων. Άγιος Κωνσταντίνος Φαρσάλων. Εκκάρα Δομοκού. (ενν.) Δομοκού. Διαλυμένος οικισμός της περιοχής του Δομοκού. Μελιταία Δομοκού. Καρυές Δομοκού. (ενν.) Δομοκού. (ενν.) τα χωράφια του Δαουκλί (Ξυνιάδα). Διαλυμένος οικισμός του Αγίου Γεωργίου Δομοκού. Γλαφυρές Βόλου. (ενν.) του Βελεστίνου. Αερινό Μαγνησίας. Περίβλεπτο Μαγνησίας. Μικροθήβες Μαγνησίας. Κρόκιο Αλμυρού.. Καστράκι Αλμυρού. Διαλυμένος οικισμός στην περιοχή της Ανάβρας Αλμυρού. Διαλυμένος οικισμός κοντά στον Παραπόταμο της Λάρισας. Πιθανόν η περιοχή γύρω από το εξωκλήσι του Αγίου Τρύφωνα Λάρισας. Μάλλον η περιοχή Κιόσκι Γιάννουλης. Διαλυμένος οικισμός του Τυρνάβου. Στην περιοχή του Μ. Μοναστηρίου Λάρισας. Διαλυμένος οικισμός. (τουρκ.)=Νέο Χωριό, στην περιοχή της Νέας Αγχιάλου Μαγνησίας. Άγνωστη περιοχή. Διαλυμένος οικισμός στα σύνορα των Νομών Τρικάλων και Γρεβενών.

Παρ' όλα αυτά το 1803-4 ο Αλής κατάφερε να να αναβαθμιστεί σε Ρούμελη βαλεσή, επικυρίαρχος δηλαδή όλης της ηπειρωτικής Ελλάδας, παίρνοντας και την τρίτη τιμητική ουρά των αξιωμάτων, και να αποκαταστήσει μάλιστα την τάξη στη Μακεδονία από τις ληστοσυμμορίες που λυμαίνονταν τον τόπο.

Εικ. Ο Αλή πασάς σε νεαρή ηλικία μαζί με την αγαπημένη του μητέρα Χάμκω (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη).

Η δράση του Αλή επεκτάθηκε και σε γειτονικούς καζάδες, όπως του Μοναστηρίου, της Έδεσσας, της Φλώρινας, κα., καταφέρνοντας να εξασφαλίσει από τους κατοίκους τους χρηματικές εισφορές για τον επισιτισμό του στρατού του. Το 1806 κατάφερε την Υψηλή Πύλη να πουλήσει όλα τα δικαιώματά της στη Ρούμελη, στον ίδιο. Έτσι η περιοχή δράσης του ήταν μια τεράστια έκταση ίση με τη σημερινή Αλβανία και το μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου, στην οποία πέτυχε να τοποθετηθεί το 1807, ως Μοριά βαλεσή ο γιος του Βελής. Μετά και την κατάληψη του Αργυροκάστρου, που συνοδεύτηκε με διώξεις κατά των Ελλήνων και των Αρβανιτοβλάχων της περιοχής, επισημοποίησε τα σχέδιά του για πλήρη ανεξαρτησία, ερχόμενος σε συνεννοήσεις με ξένες δυνάμεις, κλέφτες, ακόμα και Φιλικούς. Ο ιδιαίτερα βίαιος χαρακτήρας του εκδηλώθηκε μεταξύ άλλων με τον τρόπο που τιμωρούσε τους αντιπάλους του. Έτσι ο πασάς Μουσταφά του Δελβίνου τιμωρήθηκε να πεθάνει από πείνα, ο Νεομάρτυρας Δημήτριος από τη Σαμαρίνα βασανίστηκε με σκληρό τρόπο (δες το σχετικό κεφάλαιο με τους Αγίους της Θεσσαλίας), πολιτικοί του αντίπαλοι, αλλά ακόμα και γυναίκες, θανατώθηκαν με πνιγμό στη λίμνη των Ιωαννίνων, κ. α. Το 1812 ο σουλτάνος Μαχμούτ Β΄ αποφάσισε να αρχίσει να ασχολείται με τις καταγγελίες κατά του Αλή. Ως πρώτο μέτρο, έπαυσε το γιο του Βελή από τα καθήκοντά του στην Πελοπόννησο, υποβαθμίζοντάς τον στη θέση του πασά της Λάρισας. Ο Βελής και στη νέα του θέση φρόντισε κυρίως για την αύξηση της προσωπικής του περιουσίας με δημεύσεις περιουσιών των Οθωμανών αντιπάλων του. Το 1818, η Πύλη θορυβημένη και βλέποντας ότι χρειαζόταν αποφασιστικά μέτρα κατά του Αλή και των γιων του, στράφηκε ξεκάθαρα εναντίον τους και κάλεσε τον Αλή σε απολογία. Μετά από την άρνησή του, ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις των

Οθωμανών στάλθηκαν στα Γιάννενα για την τιμωρία του Αλή. Ο διαβόητος πασάς αντιστάθηκε, αλλά την 24η Ιανουαρίου του 1822 εξοντώθηκε στην Ι. Μ. Α. Παντελεήμονα, που είχε καταφύγει με την τελευταία του σύζυγο, τη Βασιλική. Στη συνέχεια αποκεφαλίστηκαν και οι γιοι του και τα κεφάλια των τριών στάλθηκαν στην Κων/λη και εκτέθηκαν σε δημόσια θέα. Μετά το θάνατο του Αλή, τα αμέτρητα κτήματά του, αντί να δοθούν στους κατοίκους των χωριών, όπου ανήκαν, ανακηρύχθηκαν σουλτανικές γαίες και λίγα χρόνια αργότερα πωλήθηκαν ή δωρήθηκαν σε επιφανείς Οθωμανούς. Έτσι όλα σχεδόν τα καμποχώρια της Θεσσαλίας έγιναν κτήματα διαφόρων πλουσίων Οθωμανών ή σπανιότερα Ελλήνων που είχαν πλουτίσει στο εξωτερικό, και ονομάζονταν τσιφλίκια. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Θεσσαλοί ήταν σαν να επέστρεφαν στην περίοδο της αρχαιότητας και στην κατάσταση των Πενεστών141. Αυτή η κατάφορη αδικία κατά των φτωχών κατοίκων της υπαίθρου, που εξακολούθησε και μετά την απελευθέρωση του 1881, οδήγησε στον Μαρίνο Αντύπα, στην εξέγερση του Κιλελέρ και στην αναδιανομή των γαιών, πράγμα με το οποίο θα ασχοληθούμε, συν Θεώ, στο Ε΄ μέρος της Ιστορίας μας.

Εικ. Ερείπια των κτισμάτων του Βελή στη Δέσιανη.

Ο Βελής στη Λάρισα: Το 1811 ο Βελής τοποθετήθηκε πασάς της Θεσσαλίας. Το πρώτο μέτρο που έλαβε, και απάλυνε τα προβλήματα των Ελλήνων, ήταν η τιμωρία και εκδίωξη των γενιτσάρων που λυμαίνονταν τον τόπο. Κατά την παραμονή του στη Λάρισα νυμφεύτηκε την κόρη του Νετζίπ μπέη, ενός από τους πλουσιότερους Οθωμανούς της πόλης, ενώ για μικρό διάστημα έμενε στην περιοχή της Φιλιππουπόλεως που τότε ονομαζόταν Ακ Σαράι, προφανώς διότι εκεί έκτισε το δικό του παλάτι (σαράι). Όμως η μόνιμη κατοικία του Βελή ήταν ο Τύρναβος, όπου και διέμενε τους περισσότερους μήνες του χρόνου σε ένα μεγαλοπρεπές τριώροφο και πολυτελές μέγαρο. Ο Βελής έκτισε και στη Δέσιανη ένα όμορφο σαράι, στο οποίο είχε φτιάξει και μια μικρή τεχνητή λίμνη για να κάνουν βαρκάδα οι πολυάριθμες νόμιμες σύζυγοί του ή και οι παλλακίδες του (χαρέμι). Όπως προαναφέραμε ο Βελής φονεύτηκε μαζί με τον Αλή και τον αδελφό του, Μουχτάρ, αλλά τα παιδιά του ανέβηκαν σε ανώτερο επίπεδο την κλίμακα ιεραρχίας του οθωμανικού κράτους κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Κεφάλαιο 7ο 141. Δες σχετικά, Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄, Λάρισα 2008.

Η Επανάσταση του '21 στη Θεσσαλία Α΄ Η Φιλική Εταιρεία και οι Θεσσαλοί Εκτός από την πρώιμη σύλληψη της επαναστατικής ιδέας, του προδρόμου αγωνιστή Ρήγα Φεραίου, για τον οποίο γίνεται λόγος σε ειδικό κεφάλαιο, ξεχωριστής σημασίας γεγονός για την ελληνική Επανάσταση αποτελεί η οργάνωση της Φιλικής Εταιρείας. Ένας εκ των ιδρυτών της Φιλικής Εταιρείας, στην οποία λόγω του ειδικού θεσσαλικού ενδιαφέροντος και του περιορισμένου όγκου της παρούσης εργασίας, λεπτομέρειες είναι αδύνατον να καταγραφούν, ήταν ο Θεσσαλός έμπορος Τσακάλωφ. Οι επίσημοι βιογράφοι αναφέρουν ως τόπο καταγωγής του τα Ιωάννινα. Η αλήθεια είναι όμως πως ήταν γιος εμπόρου από τον Τύρναβο της Λάρισας και είχε εγκατασταθεί στη Μόσχα. Θεωρούνταν ο πιο μορφωμένος από την ηγετική τριανδρία της Φιλικής Εταιρείας (Ξάνθος και Σκουφάς ήταν οι άλλοι δύο). Ο Τσακάλωφ ήταν ιδρυτικό μέλος του “Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου”, μιας οργάνωσης που αποτέλεσε πρόδρομο της Φιλικής Εταιρείας, που είχε ιδρυθεί στο Παρίσι το 1809. Η ανάπτυξη της Εταιρείας περιορίστηκε τα πρώτα χρόνια μεταξύ των Ελλήνων της διασποράς, ενώ στην Ελλάδα άρχισε να αναπτύσσεται με μυήσεις νέων μελών μετά το 1808. Μεταξύ των πρώτων μυημένων στο ελληνικό χώρο εμφανίζεται ο Άνθιμος Γαζής, από τις Μηλιές του Πηλίου. Ένας άλλος Θεσσαλός από τους πρώτους μυημένους (1818) ήταν και ο δάσκαλος Α. Παππάς, που οργανώθηκε στην Εταιρεία στην Ιταλία. Ο ίδιος, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εταιρείας, μύησε τριάντα νέους Έλληνες σ' αυτή142. Το 1820 ανακηρύχθηκε επίσημος αρχηγός της σχεδιαζόμενης επανάστασης ο Αλέξανδρος Υψηλάντης (12/4), ενώ ορίστηκε η Μολδοβλαχία ως τόπος από τον οποίο θα ξεκινούσε η Επανάσταση.

Β΄ Η επανάσταση στη Μολδοβλαχία και οι Θεσσαλοί αγωνιστές – Γ. Ολύμπιος Ο Ολύμπιος: Ο Θεσσαλός αυτός μεγάλος αγωνιστής γεννήθηκε το 1772 στο Λιβάδι της Ελασσόνας. Ήταν συγγενής των γνωστών αρματολών Λαζαίων του Ολύμπου.

142. Δες σχετ. Ι. τ. Ε. Ε., τ. Ι΄, σ.50-60.

Εικ. Γεωργάκης Ολύμπιος

Μετά την εξόντωση αυτών από τον Αλή πασά ο Γεωργάκης Ολύμπιος βγήκε στα βουνά ως κλέφτης. Ο Αλή πασάς, που τον είχε φοβηθεί λόγω της δύναμής του, του ανέθεσε το αρματολίκι του Ολύμπου. Όμως το 1799 ήρθε σε ρήξη με το διαβόητο Αλή και έφυγε για τη Σερβία όπου συνεργάστηκε με τον Καραγεώργη στην προετοιμασία της σερβικής επανάστασης (1802-3), που θα ξεσπούσε το επόμενο έτος. Εκεί ενίσχυσε περισσότερο τις σχέσεις του με το ομόδοξο γένος των Σέρβων νυμφευόμενος τη χήρα του του Σέρβου οπλαρχηγού Βέλκο. Το 1803 υπηρέτησε στο ελληνικό σύνταγμα του ρωσικού στρατού της Οδησσού, που είχε δημιουργήσει ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ για να χτυπήσει τους Οθωμανούς στη Βλαχία. Στη μάχη του Βιδινίου ο Ολύμπιος πολέμησε ηρωικά και ο στρατηγός Κουτούζωφ τον ονόμασε συνταγματάρχη ενώ ο τσάρος του απένειμε το παράσημο της Αγίας Άννας. Έπειτα επέστρεψε στη Σερβία (1807) και, όταν διορίστηκε ηγεμόνας στη Ρουμανία ο Σούτσος, επανέκαμψε στην περιοχή. Ο αγώνας στη Μολδοβλαχία και η συμμετοχή του Γ. Ολύμπιου: Γύρω στα 1814-5 διορίστηκε διοικητής του πυροβολικού της ηγεμονίας. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Π. Αναγνωστόπουλο. Κατά την προετοιμασία της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ο Ολύμπιος υπήρξε βασικός συνεργάτης του Α. Υψηλάντη. Μάλιστα, κατόπιν προτροπής του, ο Θεσσαλός ήρωας μύησε και τον Ρουμάνο οπλαρχηγό Βλαντιμιρέσκου στην Εταιρεία. Λίγο αργότερα μαζί με τον Υψηλάντη κατέλαβαν το Βουκουρέστι. Στις 27/4/1821 εκδίωξε τους Τούρκους που προσπάθησαν να περάσουν το Δούναβη. Μεταξύ των αγωνιστών του Ολύμπιου υπήρξαν πολλοί Έλληνες, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Ρώσοι αλλά και Αλβανοί. Ανάμεσά τους αρκετά θεσσαλικά ονόματα (δες πιο κάτω τον σχετ. πίνακα). Όταν ο Βλαντιμιρέσκου έδειξε να εναντιώνεται με τη συνέχεια του αγώνα και να προσπαθεί να έλθει σε συμφωνία με τους Τούρκους, συνελήφθη από τον Ολύμπιο (21/5/1821) και παραδόθηκε στον Υψηλάντη ο οποίος τον θανάτωσε. [Μεταξύ των ανθρώπων του Υψηλάντη ήταν και ο Θεσσαλός κληρικός και Φιλικός Αριστείδης Παπάς ή Πωπ. Είχε σταλεί στη Σερβία τους μήνες πριν το ξέσπασμα της Επανάστασης μεταφέροντας επιστολές για την αναμενόμενη κήρυξή της. Πιάστηκε όμως καθοδόν μαζί με τον συνεργάτη του Δημήτριο Μετσοβίτη, στις αρχές Ιανουαρίου του 1821 και εκτελέστηκαν, ενώ τα γράμματα που μετέφεραν έπεσαν στα χέρια της οθωμανικής εξουσίας143].Στη ατυχή μάχη του Δραγατσανίου ο Ολύμπιος ήταν μεταξύ των διακριθέντων. Μετά τις σημαντικές μάχες στη Μολδοβλαχία (Σκουλένι και Δραγατσάνι), τα διασώθεντα μικρά στρατιωτικά σώματα των επαναστατών διασκορπίστηκαν σε διάφορες κατευθύνσεις, κυρίως σε δάση και μονές. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, ο Θεσσαλός ήρωας του αγώνα της Μολδοβλαχίας, μαζί με τον Γιάννη Φαρμάκη, δεν ακολούθησαν τον Υψηλάντη στην Αυστρία, αλλά βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να καταφέρουν κάτι στη Βλαχία, αποφάσισαν να κατευθυνθούν μέσω ορεινών περασμάτων στη Μολδαβία κι από εκεί στη Βεσσαραβία, με σκοπό να περάσουν στην Ελλάδα. Τα επαναστατικά σώματα καταδιώκονταν από ισχυρές οθωμανικές δυνάμεις υπό τον Σαρικλόγλου, ενώ πολλοί συναγωνιστές του Ολύμπιου άρχισαν να λιποτακτούν. Στο πέρασμα από το όρος Βράνσα ο Ολύμπιος ασθένησε και μεταφέρονταν από τους συμπολεμιστές του. Για μικρό διάστημα σταμάτησε στη 143. Σπ. Τρικούπης, ό. π., τόμος Α΄ , σ. 50.

Μονή Σέκου με σκοπό να ξεκουραστεί το μικρό στρατιωτικό του σώμα του και να γίνει και ο ίδιος λίγο καλύτερα από την περιπέτεια της υγείας του. Ο επίσκοπος της περιοχής Ρομάνο, έχοντας έλθει σε συνεννόηση με τους Οθωμανούς, ζήτησε από τον Ολύμπιο να υπερασπιστεί το μοναστήρι. Εκείνος, βαθιά θρησκευόμενος καθώς ήταν, δέχτηκε, με αποτέλεσμα την 8η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους να περικυκλωθεί από ισχυρές τουρκικές δυνάμεις στο χώρο της μονής. Η άμυνα των πολιορκημένων της μονής έγινε πολύ πιο δυσχερής όταν οι πολιορκητές κατέστρεψαν το υδραγωγείο. Τότε ο Γεωργάκης Ολύμπιος μαζί με άλλους ένδεκα συναγωνιστές του ανέβηκε στο καμπαναριό της μονής και λίγο πριν τους φτάσουν οι Τούρκοι ανατινάχτηκαν, πυροβολώντας σε βαρέλι με μπαρούτι που είχαν φέρει μαζί τους.

Εικ. Το τέλος του Γεωργάκη Ολύμπιου και των συναγωνιστών του (Ι.τ.Ε.Ε., τ. 10)

Ο άλλος σημαντικός αγωνιστής, ο Φαρμάκης, συνελήφθη και θανατώθηκε λίγο αργότερα παραδειγματικά στην Κων/λη. Η απώλειά του ήταν πολύ σημαντική, εφόσον υπήρξε μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης και πατριώτης, ακριβώς πάνω στην κορύφωση του επαναστατικού αγώνα στην Ελλάδα. Σίγουρα η τύχη της επανάστασης στη Θεσσαλία δεν θα είχε κριθεί τόσο νωρίς.

Πίνακας Θεσσαλών επαναστατών στη Μολδοβλαχία. Από το κρατικό Αρχείο της Νομαρχίας Οδησσού. Πληροφορίες και στοιχεία για τους κρατουμένους “Φιλικούς” της πόλης Οργκίεβ. [14/7/1821] (Από το παράρτημα του βιβλίου του Ακαδημαϊκού Νικολάι Τοντόροφ: Η βαλκανική

διάσταση της Επανάστασης του 1821, εκδ. Gutenberg, 1982, σσ. 191-294)

Ονοματεπώνυμο

Καταγωγή

Σχόλια

Ευθύμιος Γεωργιάδης

Αμπελάκια

Έμπορος στην Αυστρία και τη Ρωσία. Πέρασε στη Μολδαβία την 1/6/1821.

2 Διαμαντής Μαγνιάρης

Αμπελάκια

Συνεργάτης του Γεωργιάδη

3 Πανταζής Ζαγοραίος

Ζαγορά

Στις 21 Μαρτίου ήταν στην Οδησσό.

4 Αγγελής Αναστασιάδης

Ζαγορά

Έμπορος στην Πόλη και τη Μολδαβία.

5 Ιωάννης Θεοδώρου

Γαρδίκι

Έμπορος στη Βεσσαραβία.

1

6 Δημήτριος Κωνσταντίνου Προμύρι

Πέρασε μέσω Πόλης στο Γαλάτσι.

7 Δημήτριος Στεργίου

Γορίτσα (ή Καρίτσα) Το 1806 οι Τούρκοι πυρπόλησαν την οικία του.

8 Θεόδωρος Στεργίου

Σκόπελος

Έμπορος στο Ταγκαρόγκ Ρωσίας.

9 Νικόλαος Θεοδώρου

Σκόπελος

Έμπορος στο Γαλάτσι.

10 Δημήτριος Γεωργίου

Σκόπελος

Ναυτικός.

11 Κύριλλος Γερομάντης

Άγραφα

Κουτσόβλαχος μοναχός από την Ι. Μ. Πέτρας.

12 Στέλιος Νικολάου

Τρίκαλα

Έμπορος στη Μολδαβία.

13 Ντιορντής Ζαγοριανός

Ζαγορά

Έμπορος στη Βλαχία.

14 Κων/νος Μ. Αγγέλλου

Ζαγορά

Έμπορος στη Μολδαβία.

Κοσμάς Λάσκαρης

Ζαγορά

Υπηρέτησε το ρωσικό στρατό στον ρωσοτουρκ. Πόλεμο.

15

Αντώνιος

16 Νάντα

Πέτροβιτς

ή Γκόρνιτσα (;)

Πωλητής χαλβά στο Κισίνεφ.

17 Σταμάτης Αποστόλου

Ζαγορά

Έμπορος στο Γαλάτσι.

18 Πάρις Νικολάου

Ζαγορά

Κάτοικος, επί 9 έτη, Γαλατσίου.

19 Ανδρέας Παπαδόπουλος

Άγραφα

Εμποροϋπάλληλος στη Μολδαβία.

20 Παναγιώτης Γεωργίου

Αμπελάκια

Έφτασε στο Γαλάτσι πριν λίγους μήνες.

21 Στάνης Ρίζος

Γκούρα Ολύμπου (;)

Έμπορος στη Μολδαβία.

22 Σταμάτης Χατζής

Ζαγορά

Έμπορος στη Μολδαβία.

23 Απόστολος Σωτηρίου

Ζαγορά

Εργάτης σε αγρόκτημα στη Μολδαβία.

Γ΄ Η Επανάσταση του '21 στο Πήλιο Το Πήλιο – γενικά: Στους σκληρούς και σκοτεινούς πρώτους χρόνους της βαριάς τουρκικής σκλαβιάς, κυρίως κατά τον πρώτο αιώνα (1423-1500), το Πήλιο είχε σχεδόν ερημωθεί. Μοναχικοί φάροι ελληνικής παρουσίας κατά τον 15ο αιώνα έστεκαν τα μοναστήρια της περιοχής, τα περισσότερα όμως εκ των οποίων είχαν ερειπωθεί. Όταν άρχισαν να ησυχάζουν κατά κάποιο τρόπο τα πράγματα στο

εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άρχισαν να σχηματίζονται, μικροί στην αρχή, κάποιοι οικισμοί από τους καλλιεργητές των κτημάτων των μοναστηριών, οι οποίοι με την πάροδο των χρόνων μετατράπηκαν σε οργανωμένα χωριά που άρχισαν να παρουσιάζουν αλματώδη ανάπτυξη. Έτσι στα μέσα του 17ου ήδη αιώνα τα είκοσι τέσσερα χωριά του Πηλίου έγιναν φημισμένα για τον πλούτο τους. Τα χωριά αυτά ήταν: ο Άνω Βόλος, η Πορταριά, το Κατηχώρι, οι Μηλιές, το Νιοχώρι, η Τσαγκαράδα, η Ζαγορά, η Μακρυνίτσα, η Δράκεια, ο Άγιος Λαυρέντιος, το Καραμπάσι144, οι Πινακάτες, η Βεζίτσα145, η Αργαλαστή, το Μετόχι, το Μπιρ, η Μπιστινίκα, η Συκή, ο Λαύκος, το Προμύρι, το Ανήλιο, ο Κισσός, το Μούρεσι, η Μακρυρράχη. Τούρκος δεν κατοικούσε στο Πήλιο παρά μόνο στο κάστρο του Βόλου. Οι κυριότερες ασχολίες των κατοίκων ήταν η γεωργία, κυρίως οπωροφόρων δέντρων και αμπελιών, η παραγωγή μετάξης, η υφαντουργία, η ναυτιλία και το εμπόριο με κύριο διαμετακομιστικό κέντρο το Χορευτό της Ζαγοράς. Η ναυτιλία αναπτύχθηκε εξαιτίας της ανάπτυξης του εμπορίου και εκτός του εμπορίου των υφαντών εξυπηρετούσε και τη μεταφορά των σιτηρών της Θεσσαλίας προς τα μεγάλα αστικά κέντρα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αλλά και του εξωτερικού. Εκτός του Χορευτού, αναπτύχθηκαν και τα λιμάνια της Π. Μιτζέλας και του Τρικερίου. Ο στόλος μάλιστα των Τρικεριωτών ήταν από τους μεγαλύτερους της Ελλάδας (δες τον Πίνακα). Το ελληνικό εμπορικό ναυτικό το 1813. Οι μεγαλύτερες δυνάμεις της Ελλάδας. Η κατάταξη γίνεται ανά χωρητικότητα (τονάζ). Με έντονα γράμματα τα θεσσαλικά λιμάνια. Νησιά- λιμένες πλοία τόνοι πληρώματα πυροβόλα Ύδρα

120

45.000

5.400

2.400

Σπέτσες

60

19.000

2.700

900

Κρήτη

40

15.000

2.300

480

Γαλαξίδι

50

10.000

1.100

300

Σκόπελος

35

6.300

525

140

Κύμη

25

4.500

450

100

Λήμνος

15

3.900

300

90

Καστελόριζο

30

3.600

450

60

Μύκονος

22

3.300

440

130

Ψαρά

60

3.300

440

132

Άνδρος

40

2.800

400

80

Θήρα

32

2.560

480

128

Τρίκερι

12

2.160

215

48

Βάττικα

13

1.690

195

52

Σκύρος

12

1.200

144

48

Χίος

6

1.200

90

24

144. 145.

Καράμπασι είναι ο Άγιος Βλάσης. Βυζίτσα.

Σκιάθος

12

1100

144

48

Πηγή: Ιστορία των Ελλήνων, εκδ. Δομή, τόμος 8ος, σσ. 652-3

Πολύ γρήγορα τα χωριά του Πηλίου τέθηκαν υπό την εποπτεία και εξάρτηση της βασιλομήτορος (βαλιδέ-σουλτάνα) και αυτό σήμαινε προνόμια αυτοδιοικήσεως για την περιοχή. Η οικονομική ανάπτυξη έφερε και την πνευματική αναγέννηση, στην οποία αναφερόμαστε εκτεταμένα σε σχετικό κεφάλαιο του παρόντος τόμου. “Από τέτοιαν ακμή προήλθεν ο Ρήγας.... κατά τας τελευταίας προ της επαναστάσεως δεκαετίας το Πήλιον ήτο πλέον εστία πνευματική και εθνική...Ένας άλλος εξαιρετικός άνθρωπος είχε δημιουργηθεί εις την ευνοϊκήν ατμόσφαιράν του και έγινε πνευματικός οδηγός του τόπου του: ο Άνθιμος Γαζής146.”Με τα λόγια αυτά ο Δ. Κόκκινος καλύπτει τους δυο κυριότερους οδηγητές της επανάστασης στο Πήλιο, τον πρόδρομο και οραματιστή Ρήγα και τον εγκέφαλο και εμψυχωτή Γαζή, των οποίων η σφραγίδα χαράχτηκε ανεξίτηλα στην επανάσταση του Πηλίου. Η Φιλική Εταιρεία και η προετοιμασία της Επανάστασης: Όπως διαβάζουμε στο σχετικό κεφάλαιο για τις βιογραφίες των πνευματικών ανθρώπων της Θεσσαλίας, του παρόντος τόμου, το 1818 ο Άνθιμος Γαζής εντάχθηκε στη Φιλική Εταιρεία, παρά τους αρχικούς του ενδοιασμούς. Η μύησή του έγινε από τον Ξάνθο ο οποίος είχε ταξιδέψει στο Πήλιο αποκλειστικά για το σκοπό αυτό. Γρήγορα ο Γαζής εντάχθηκε στη λεγόμενη Αρχή της Φ. Εταιρείας, αναλαμβάνοντας από τη θέση αυτή την προετοιμασία της επανάστασης στη Θεσσαλία. Η μύηση στην Εταιρεία και του αρματολού του Πηλίου Κυριάκου Μπασδέκη ήταν μια καθοριστική επιτυχία του Γαζή. Η ηγεσία της Ελληνικής Επανάστασης είχε δοθεί, όπως θα γνωρίζουμε, στον Αλέξανδρο Υψηλάντη που βρισκόταν στο Ισμαήλι της Βεσσαραβίας. Ο Υψηλάντης απέστειλε επιστολή στον Γαζή με την οποία του ζητούσε να προετοιμάσει το λαό της Θεσσαλομαγνησίας, ώστε όταν δοθεί το σύνθημα να κινήσει την εξέγερση και στο Πήλιο. Όμως, ενώ η Πελοπόννησος και η Στερεά είχαν ήδη ξεσηκωθεί, τα πράγματα στο Πήλιο δεν φαίνονταν ρόδινα. Είχε βέβαια ο Γαζής την αμέριστη συμπαράσταση πολλών μυημένων στη Φιλική Εταιρεία και τα ένοπλα σώματα του Μπασδέκη, ο οποίος, αξίζει να σημειώσουμε είχε αναβαθμιστεί από τον Αλή πασά, που του είχε προσφέρει τα αρματολίκια του Βελεστίνου, του Αλμυρού και του Δομοκού, αλλά είχε να αντιπαλέψει με το συντηρητικό πνεύμα των κοτσαμπάσηδων του Πηλίου. Κι αυτό εν μέρει φαίνεται δικαιολογημένο διότι στον τόπο τους υπήρχε ευμάρεια και ακμή από τη μια μεριά ενώ από την άλλη απουσίαζαν οι πιέσεις εκ μέρους των Τούρκων, ως αποτέλεσμα των προνομίων που τους είχαν παρασχεθεί. Άλλωστε αυτή η απροθυμία για εξέγερση οφειλόταν και στους κινδύνους που θα αντιμετώπιζε η επαρχία τους λόγω της γειτνίασης με τη Λάρισα, που την εποχή εκείνη ήταν έδρα ισχυρών οθωμανικών στρατευμάτων. Η επανάσταση λοιπόν στο Πήλιο, αν ποτέ αποτολμούνταν, σύμφωνα με τους δημογέροντες του Πηλίου, ήταν καταδικασμένη να αποτύχει και θα συνεπάγονταν τραγικές δοκιμασίες και φόρο αίματος για τους ντόπιους. Έτσι μπορούμε να δικαιολογήσουμε την αρχική αντίδραση των υπευθύνων, έναντι της οθωμανικής εξουσίας, των κοινοτήτων. Άλλωστε αυτοί οι ίδιοι ήταν που έδειξαν τα πατριωτικά τους αισθήματα λίγους μήνες αργότερα με τη συμμετοχή τους 146. Δ. Κόκκινος, Η ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, ε΄ έκδοση, τόμος Α΄ , σ. 305.

στις ένοπλες συγκρούσεις. Άρα δεν μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε ως μη πατριώτες ή “βολεμένους”. Ακόμα και ο πρωτοξάδελφος του Γαζή, ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, ήταν κατά της συμμετοχής του Πηλίου στην επανάσταση. Ο πρωτεργάτης όμως της επανάστασης, ο σθεναρός ιερωμένος Άνθιμος Γαζής, βλέποντας από τη μια ότι δεν μπορούσε να μεταπείσει το μεγαλύτερο μέρος των “κεφαλών” του τόπου, επιθυμώντας όμως από την άλλη τη συμμετοχή του Πηλίου στην επανάσταση, που ήδη συμπλήρωνε δύο μήνες δράσης στη Ν. Ελλάδα, σκέφτηκε να τους παρασύρει όλους, έκοντες-άκοντες, με μια αιφνιδιαστική ενέργεια. Το ξέσπασμα της επανάστασης: Την Πρωτομαγιά του 1821 συγκεντρώθηκαν όλοι οι Φιλικοί του Πηλίου, ο Κωνσταντάς και ο Γαζής στο σπίτι του Γιάννη Δήμου στις Μηλιές καλεσμένοι σ' ένα τραπέζι. Πριν καθίσουν καλά καλά στο τραπέζι κι ενώ πίνοντας έτρωγαν τους μεζέδες που τους είχαν παρατεθεί, ο Γαζής σηκώθηκε κι έσυρε απ' το ράσο του κάποια έγγραφα και άρχισε να διαβάζει με επίσημο ύφος. Ήταν τα έγγραφα που του είχε στείλει ο Υψηλάντης κι αφορούσαν στην εντολή κήρυξης του επαναστατικού αγώνα στη Θεσσαλία. Όταν τελείωσε την ανάγνωση ευχήθηκε την Ανάσταση του Γένους. Όλοι οι παριστάμενοι Φιλικοί φώναξαν δυνατά “Ζήτω η Ελευθερία!” Μόνο ο Κωνσταντάς έμενε αμίλητος. “Πω πω, θα πάρετε τον κόσμο και τον τόπο στο λαιμό σας.”, ήταν τα λόγια που ξεστόμισε. “Θα σώσουμε τον τόπο και την πατρίδα.”, του απάντησε ο Γαζής147. Την επομένη ο Γαζής αναχώρησε για τη Μακρυνίτσα για την προετοιμασία των επαναστατικών σωμάτων. Την 5η Μαΐου έκαναν την εμφάνισή τους στον Παγασητικό επτά πλοία, τα οποία, μετά από συμφωνία που είχε κάνει ο Γαζής με τους Υδραίους καπετάνιους, είχαν έλθει στη Μαγνησία για να ενισχύσουν το φρόνημα των Ελλήνων της περιοχής. Τα τρία απ' αυτά τα πλοία ήταν τρικεριώτικα, δυο υδραίικα με καπετάνιους τον Αναστάση Τσαμαδό και τον Λάζαρο Παπαμανώλη και δυο σπετσιώτικα με τους Ιωάννη Κούτση και Ιωάννη Κυριακού. Όταν οι Τούρκοι του Βόλου και των Λεχωνίων αντιλήφθηκαν την παρουσία των ελληνικών πλοίων ζήτησαν εξηγήσεις από τους προκρίτους. Εκείνοι όμως δήλωσαν άγνοια. Ο εκπρόσωπος της οθωμανικής διοίκησης στο Πήλιο, Ιμπραήμ αγάς, που είχε έδρα του τις Μηλιές, ανησύχησε περισσότερο, γνωρίζοντας, ίσως από πληροφοριοδότες του, τις κινήσεις του Ανθίμου Γαζή. Οι πρόκριτοι της κωμοπόλεως, με τους οποίους δεν είχε έλθει σε συνεννόηση ο Γαζής, συμβούλευσαν τον Ιμπραήμ να καταφύγει στο κάστρο του Βόλου, φροντίζοντας μάλιστα για την ασφαλή του διαφυγή. Όταν όμως οι επαναστάτες αντιλήφθηκαν την προσπάθεια διαφυγής του αγά και της συνοδείας του κατέβηκαν από τις Μηλιές και τον περίμεναν έξω από τα Λεχώνια. Όταν οι πρόκριτοι κατάλαβαν το σχέδιο των ενόπλων συμπατριωτών τους οδήγησαν τον Ιμπραήμ από ένα μονοπάτι σε ένα μονύδριο της περιοχής, κρύβοντάς τον εκεί. Εν τω μεταξύ τα ελληνικά πλοία άραξαν μπροστά από τα Λεχώνια φέρνοντας πανικό στους Οθωμανούς και ενθουσιασμό στους ραγιάδες. Την 7η Μαίου άρχισαν να συρρέουν στις Μηλιές πλήθη ένοπλων επαναστατών από όλα τα πηλιορείτικα χωριά για την κεντρική επαναστατική συγκέντρωση. Η επανάσταση, ουσιαστικά είχε κηρυχθεί. Την επομένη Κυριακή 8/5/21, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία κι ενώ οι ένοπλοι είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία ο Γρηγόριος Κωνσταντάς, που λίγες μέρες πριν είχε θορυβηθεί με την επαναστατική διαταγή του Υψηλάντη, ανέβηκε σε ένα πεζούλι της 147. Δ. Κόκκινος, ό. π. , σ. 307.

πλατείας και εκφώνησε έναν εμπνευσμένο, ενθουσιώδη και δυνατό υπέρ της επανάστασης λόγο, δίνοντας μ' αυτό τον τρόπο το δικό του τόνο στο ξέσπασμα της πηλιορείτικης επανάστασης. Ο εμπνευσμένος λόγος του Κωνσταντά προς τους επαναστατημένους. “Συμπατριώται, Ελευθερία. Τα βάσανά μας ετελείωσαν. Χαίρετε, αδελφοί χαίρετε. Όλον το Γένος, απ' άκρου εις άκρον, είναι ανάστατον. Από την Ρωσίαν έως την Κρήτην, όλοι οι αδελφοί μας Χριστιανοί εσηκώθησαν και συντρίβουν τας αλύσεις τεσσάρων αιώνων τυραννίας. Οι εχθροί μας είναι ολιγότεροι και πολεμούνται αναμεταξύ τους. Το αίμα χιλιάδων αθώων ψυχών έγινε ωκεανός και θα καταποντίσει τους τυράννους. Ο Μωάμεθ δε θα σώσει πλέον τους Αγαρηνούς. Η εξουσία του είναι εις την δύσιν της. Αγάπην και ομόνοιαν, αδελφοί. Αγάπην και ομόνοιαν έχετε και σωζόμεθα. Η ένωσις είναι η δύναμις. Είναι προτιμότερος ο ένδοξος θάνατος παρά η άτιμη ζωή. Ας αποθάνωμεν όμως εκδικούμενοι το αίμα των αθώων αδελφών μας, το αίμα τόσων γενεών Χριστιανών, που τους έσφαζαν αθεόφοβα οι άπιστοι Αγαρηνοί, το αίμα των πατέρων μας όπου έτρεξε ποτάμι. Αλλ' όχι. Δεν θα αποθάνωμεν, θα νικήσωμεν. Χαίρεται αδελφοί, χαίρετε. Θα βασιλεύση η πίστις του Χριστού. Ζήτω η Ελευθερία.” Την ομιλία αυτή τη διέσωσε ο βιογράφος του Κωνσταντά Καλημέρης. Για την αντιγραφή: Δ. Κόκκινος, Η ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, ε΄ έκδοση, τόμος Α΄ , σ. 308.

Όταν τελείωσε την ομιλία του το πλήθος ξέσπασε με φωνές ενθουσιασμού και ζητωκραυγές. Ο Γιάννης Δήμου ύψωσε το λάβαρο της επανάστασης, μια σημαία, την οποία είχε κεντήσει η αδελφή του, από λευκό ύφασμα με έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό που έφερε στην κεφαλή του τον ήλιο ενώ στις τέσσερις γωνίες του σταυρού υπήρχαν κεντημένοι τέσσερις μικρότεροι. Ο επαναστατικός στρατός υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μπασδέκη ξεκίνησε για να καταλάβει την έδρα της τουρκικής φρουράς του Πηλίου, τα Λεχώνια. Αρκετοί Οθωμανοί φονεύτηκαν, στις μικροσυγκρούσεις που σημειώθηκαν, ενώ άλλοι, μεταξύ των οποίων και πολλά γυναικόπαιδα, αιχμαλωτίστηκαν και στάλθηκαν, οι μισοί σε πρόχειρο στρατόπεδο στον Άγιο Λαυρέντη, φυλασσόμενοι από μια μικρή στρατιωτική δύναμη υπό τον Γιάννη Μπαλατσό και οι υπόλοιποι στο Άγιο Γεώργιο. Την επομένη, 9/5, οι επαναστάτες έχοντας ενισχυθεί με περισσότερους Πηλιορείτες συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Επτά Πλατάνια του Βόλου κι από εκεί εξαπέλυσαν επίθεση κατά του κάστρου του Βόλου. Οι επαναστάτες πολέμησαν γενναία αλλά χωρίς συντονισμό με αποτέλεσμα οι Τούρκοι πολιορκημένοι να τους ανακόψουν με συνεχείς ομοβροντίες των ντουφεκιών τους και του μοναδικού κανονιού που είχαν στην κατοχή τους148. Μεταξύ των πολλών τραυματισμένων επαναστατών ήταν και ο Κυριάκος Μπασδέκης, που είχε χτυπηθεί στη πύλη του κάστρου που λεγόταν Καρακαπού. Ο Αναστάσιος Τσαμαδός οδήγησε τον τραυματισμένο αρματολό με το πλοίο του στο Τρίκερι για να αναρρώσει. Οι επιχειρήσεις έξω από το Βόλο δε σταμάτησαν παρά τον τραυματισμό του στρατιωτικού ηγέτη των πολιορκητών. Αρχηγός ανέλαβε ο υπασπιστής του Μπασδέκη, Κοντονίκος. Παρά τις εκ νέου γενναίες προσπάθειες των Ελλήνων, η επίθεση κατά των τειχών του Βόλου δεν στέφθηκε από επιτυχία. Τότε οι επαναστάτες άλλαξαν σχεδιασμό και, υπό την αγχώδη προσπάθεια της επίδειξης κάποιας σημαντικής επιτυχίας για να ανεβάσουν το φρόνιμα των συμπατριωτών τους, αποφάσισαν να χτυπήσουν το Βελεστίνο, που είχε ισχυρή οθωμανική παρουσία. Έτσι τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα κατευθύνθηκαν προς τη διάδοχο πόλη των αρχαίων Φερών, ενώ τα ελληνικά πλοία 148. Δ. Κόκκινος, ό. π. , σ. 308.

κατευθύνθηκαν προς την περιοχή της σημερινής Ν. Αγχιάλου. Ο Κοντονίκος εν τω μεταξύ είχε φροντίσει, για να καλύψει τα νώτα του και να δυσκολέψει την επικοινωνία των Τούρκων Αλμυρού και Βελεστίνου μ' αυτούς του Βόλου, να καταλάβει το ύψωμα Πιλάφ Τεπέ (μτφ. Σωρός Ρυζιού), που δεσπόζει δυτικά του Βόλου (λίγο μετά τη διασταύρωση προς Σέσκλο). Οι δημογέροντες του Πηλίου, τον ίδιο καιρό, αποφάσισαν να οργανώσουν μια πολιτική αρχή διοίκησης των επαναστατημένων περιοχών, στα πλαίσια των αντίστοιχων οργανισμών που είχαν συσταθεί στη Νότια Ελλάδα. Η επιτροπή που σχηματίστηκε ονομάστηκε Βουλή Θετταλομαγνησίας. Η πρώτη απόφαση της Βουλής αυτής ήταν η αποστολή του Κωνσταντά και του προκρίτου Παρίση Χρυσοχού στα Ψαρά για να ζητήσουν ενισχύσεις με αποστολή πλοίων που θα έφεραν κανόνια για να πετύχουν την άλωση του κάστρου του Βόλου. Οι δύο αντιπρόσωποι παρέδωσαν ένα γράμμα στους καπεταναίους των Ψαρών που ανέφερε τα αιτήματα των επαναστατών του Πηλίου (δες κείμενο). Η επιστολή της Βουλής Θετταλομαγνησίας προς τους ηγέτες των Ψαρών. “Προς τους ομογενείς Έλληνας, Κατά το παράδειγμα των λοιπών ομογενών, οίτινες αγωνίζονται υπέρ της κοινής ελευθερίας του Γένους, εκινήθημεν και ημείς εις τα όπλα εναντίον των τυράννων της Ελλάδος, ευθύς όπου εφάνησαν εδώ καράβια του ελληνικού στόλου κατά τας 7 του τρέχοντος και καταδιώκομεν τον εχθρόν έξω εις τα θεσσαλικά πεδία, αλλ' επειδή είμεθα στερημένοι πολεμικών υλών, οίον μπαρουτίου, από των οποίων μας ζητούν έτι από τα πλησιόχωρα γειτονικά μέρη, διά τούτο στέλλομεν εξεπίτηδες τον σοφιολογιώτατον δάσκαλον κύριον Γρηγόριον Κωνσταντάν και τον τιμιώτατον κύριον Παρίσην Χρυσοχού, τους συμπολίτας μας, να υπάγουν εις τα Ψαρά και εις άλλα μέρη διά να εύρουν εκ τούτων των πολεμικών υλών και να μας φέρωσιν. Όθεν παρακαλούμεν όλους τους ομογενείς μας αδελφούς Έλληνας, όσοι συναντήσωσι τούτους εις την θάλασσαν και όθεν διαβώσιν εις τα μέρη της ξηράς να τους υπερασπισθώσι και να τους βοηθήσωσιν εις παν ό,τι λάβωσι χρείαν κατά το απαραίτητον χρέος της αδελφότητος. Δηλοποιούμεν έτι, ότι οι ρηθέντες απεσταλμένοι έχουν όλην την πληρεξουσιότητα από το κοινόν μας εις το να λάβωσι και δάνεια, αν το καλέσει η χρεία, προς αγόρασιν των αναγκαίων, και να δώσωσιν ομολογίας επ' ονόματί μας, αίτινες θέλουν πληρωθή εις την διορίαν των τιμίως. Υγιαίνετε. Τη 12η Μαΐου 1821, από το ελληνικόν στρατόπεδον των Μαγνήτων κατά τον Βόλον. Οι Δημογέροντες και Βουλευταί Μαγνησίας.” Δ. Κόκκινος, Η ελληνική Επανάστασις, εκδ. Μέλισσα, ε΄ έκδοση, τόμος Α΄ , σ. 309.

Η κατάπνιξη της επανάστασης: Παρά την φύλαξη του υψώματος του Πιλάφ Τεπέ, έφιπποι Τούρκοι αγγελιαφόροι κατόρθωσαν να περάσουν από τις ελληνικές θέσεις και να μεταφέρουν τα δυσάρεστα για τους Οθωμανούς νέα στον πασά της Λάρισας. Η επανάσταση άρχισε να φαίνεται ότι δυσκολευόταν να επεκταθεί προς το Βορρά, ενώ προς τη δύση θεωρούνταν αδιανόητο να προχωρήσει λόγω της δυσκολίας ανάπτυξης επαναστατικών σωμάτων στις πεδινές εκτάσεις της Θεσσαλίας όπου ο στρατός και κυρίως το ιππικό των Τούρκων ήταν ακαταμάχητο και πολυάριθμο. Όμως δυστυχώς για τους Έλληνες δεν ήλθε βοήθεια ούτε από τα Ψαρά ούτε απ' αλλού. Ο μόνος εφοδιασμός σε μικρή κλίμακα έγινε από τα λιγοστά καράβια που εξακολουθούσαν να ναυλοχούν στον Παγασητικό. Αντίθετα οι πολιορκούμενοι Οθωμανοί του βολιώτικου κάστρου περίμεναν σύντομα ενισχύσεις από τη γειτονική Λάρισα. Ο πασάς της Λάρισας Μαχμούτ ο λεγόμενος, λόγω της καταγωγής του από τη Δράμα, Δράμαλης, εκτός της κατατρόπωσης των επαναστατών του πασαλικίου του, που φυσικό ήταν να τον απασχολεί, είχε έναν ακόμα λόγο που επιτάχυνε την πολεμική του αντίδραση. Επιδίωκε να δείξει

ικανότερος από τον ανταγωνιστή του Χουρσίτ πασά, που ήταν απασχολημένος με τις πολεμικές συγκρούσεις με τον Αλή και τους γιους του, για να πάρει εκείνος ως αμοιβή το πασαλίκι της Νότιας Ελλάδας. Έτσι για να αμειφθεί από την Υψηλή Πύλη έδρασε ακαριαία. Εν τω μεταξύ τα άπειρα από πολεμικές συγκρούσεις σώματα του αρματολού Κοντονίκου, που είχαν στρατοπεδεύσει προσωρινά στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Φερών, ενήργησαν έφοδο, χωρίς όμως σχεδιασμό, στο Βελεστίνο. Οι Οθωμανοί μαζί με τα γυναικόπαιδα τους κλείστηκαν στους τέσσερις πύργους κι αμύνονταν από τις πολεμίστρες καλά ασφαλισμένοι, προσδοκώντας σύντομα ενισχύσεις. Οι Έλληνες αντί να επιχειρήσουν την άλωση αυτών των πύργων, κι έχοντας οι περισσότεροι μεθύσει από το άφθονα κρασί που βρήκαν στις αποθήκες, επιδόθηκαν σε εμπρησμούς, αρπαγές και άλλες όχι και τόσο τιμητικές πράξεις. Ο Κοντονίκος δε μπορούσε να τους συγκρατήσει. Κατόρθωσε όμως να συγκεντρώσει ορισμένους νηφάλιους από τους συμπολεμιστές του και επιχείρησε να αλώσει κάποιον από τους πύργους. Το μόνο που πέτυχε όμως ήταν να χάσει κάποιους απ' τους άνδρες του και να τραυματιστεί σοβαρά ο ίδιος, αποχωρώντας από το θέατρο των συγκρούσεων. Αντικαταστάτης του ανάλαβε ο αδελφός του Κυριάκου, Παναγής Μπασδέκης, αλλά δεν μπόρεσε να οργανώσει ούτ' αυτός καλύτερα το ημιδιαλυμένο επαναστατικό σώμα. Ήταν τέτοια η κατάσταση των Ελλήνων που εξήντα από τους Οθωμανούς, κατόρθωσαν να περάσουν έφιπποι καλπάζοντας ανάμεσα από τους χίλιους και πλέον “πολιορκητές”, χωρίς να πάθει κανείς τους τίποτα και να εξαφανιστούν στο δρόμο για τη Λάρισα (Βελεστινόστρατα). Τότε κυκλοφόρησε η ανυπόστατη φήμη ότι έρχονταν τουρκικός στρατός από τη Λάρισα. Μόλις πληροφορήθηκαν οι επαναστάτες κάτι τέτοιο, άρχισαν να τρέχουν εδώ κι εκεί, άλλοι προς τα Φάρσαλα κι άλλοι προς τη Μακρινίτσα. Μπορεί η είδηση αυτή να ήταν ψευδής αλλά μετά από λίγες ώρες έφτασαν οι οθωμανικές δυνάμεις έχοντας επι κεφαλής τους τον ίδιο το Δράμαλη149. Μόλις πληροφορήθηκαν οι Έλληνες την άφιξη των οθωμανικών στρατευμάτων αποχώρησαν από το Βόλο αλλά και από τη Μακρινίτσα προς τη Ζαγορά αρχικά κι από εκεί είτε με τα πόδια είτε με πλοία κατέφυγαν στο Τρίκερι, απ' όπου θα μπορούσαν όταν δυσκόλευαν τα πράγματα να καταφύγουν στα νησιά των Βορείων Σποράδων. Οι Τούρκοι αφού έκαψαν τα χωριά Κάπουρνα και Κανάλια κατέλαβαν τη Μακρυνίτσα που είχε εγκαταλειφθεί από τους επαναστάτες. Εκεί οι Οθωμανοί πυρπόλησαν όλα τα σπίτια των εκεί μελών της Φιλικής Εταιρείας. Ευτυχώς δεν επακολούθησαν γενικές σφαγές ούτε στη Μακρινίτσα ούτε σε άλλο χωριό, όπως το συνήθιζαν οι κατακτητές σε ανάλογες περιπτώσεις. Αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στους προκρίτους των χωριών, οι οποίοι παρουσίασαν την επανάσταση στο Δράμαλη σαν έργο μιας μικρής ομάδας, και κατά συνέπεια δεν είχε ευθύνη ο πληθυσμός της περιοχής. Έτσι η μόνη συνέπεια των χωριών του Πηλίου ήταν η επιβολή ενός βαρύτατου προστίμου για τα έξοδα της εκστρατείας του Δράμαλη. Κι ενώ φαινόταν ότι η επανάσταση είχε καταλυθεί, στις Μηλιές είχαν συγκεντρωθεί οι πραγματικοί ήρωες-αυτουργοί της επανάστασης αποφασισμένοι να μην παραδοθούν. Ο Δράμαλης προχώρησε από την παραλιακή οδό του Παγασητικού προς τις Μηλιές για να σβήσει και αυτήν την επαναστατική εστία. Όμως συνάντησε γενναία αντίσταση στα Λεχώνια κι αναγκάστηκε να επιστρέψει στο 149. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος έγραψε ότι επικεφαλής των οθωμανικών στρατευμάτων ήταν ο Μελίκ πασάς. Αντίθετα ο Ζωσιμάς ο Εσφιγμενίτης που βρήκε το χρονικό των συγκρούσεων αναφέρει το Δράμαλη.

Βόλο. Οι Μηλιώτες πιστεύοντας ακόμα στην επανάσταση αναδιοργανώνονταν και την 26η Μαΐου ανέθεσαν τη γενική αρχηγία στον οπλαρχηγό Αναγιάννη ή Αλαγιάννη. Έγγραφο ορισμού του Αναγιάννη ως αρχηγού της επανάστασης από την επαναστατική βουλή των Μηλιών “Διά του παρόντος ημείς η χώρα Μηλιές αποκαταστήνομεν αρχιστράτηγον και καπετάνιον τον κύριον Θωμάν Αναγιάννην εις το να διοική το στράτευμά μας καθώς θέλει και βούλεται εναντίον του εχθρού, τω δίδομεν εξουσίαν πληρεξούσιον εις το να δώση νιζάμι εις την χώρα μας, ο εστί να διορίζη μπεχτσήδες, να περιμαζώξη τους ζιμπάνους, να παιδεύει τους ατακτούντας και τους στρατιώτας, όπου τον αφήνουν και φεύγουν, και με ένα λόγον να φυλάξη την ευταξίαν και την καλήν κατάστασιν της χώρας μας, και όταν σταθή καθώς ελπίζομεν προστάτης και διαφεντευτής της χώρας μας, τω υποσχόμεθα κάθε ανταμοιβήν και τιμήν αθάνατον και εις αυτόν και εις τα παιδιά του και τα εγγόνια του και την λοιπήν γενεάν του, όθεν τω εδόθη το παρόν προς ασφάλειαν και βεβαιότητα. 1821 Μαΐου 26, Μηλιές Άνθ. Γαζής, Ιωαν. Δήμου, Κωνστ. Καβράνης, Κ. Νικόλα, Στ. Γιάννη, Αντ. Δημητρίου, Β. Γεωργίου, Αναγν. Παπαργύρη, Δ. Χαλκιάς, Φραγκ. Κοντέλης, Κ. Πανταζής, Παπαϊωάννης Μικρός, Νικ. Παναγιωτίνης, Γ. Δημητρίου, Γ. Παπαδημητρίου, Β. Παπαδημητρίου. Δ. Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, Ε΄ έκδοση Αθήνα , τόμος Α΄ , σ. 310.

Αλλά με την απόφαση αυτή διαφώνησαν οι πρόκριτοι που φοβούνταν για τον πληθυσμό του τόπου. Με τους προκρίτους συμφωνούσαν και οι περισσότεροι από τους κατοίκους. Τα επιχειρήματά τους ήταν πολύ δυνατά: αν αντιστέκονταν οι Μηλιώτες αυτό θα σήμαινε να καεί η κωμόπολη και να ερημώσει ο τόπος από τη γενική σφαγή που θα ακολουθούσε. Έτσι άρχισε μια ισχυρή αντίδραση από κατοίκους της κωμόπολης, που έφτασε μέχρι του σημείου να γίνει απόπειρα κατά του Γαζή. Αυτό μάλιστα συνέβη μέρα-μεσημέρι στην πλατεία των Μηλιών. Την ώρα που ο Γαζής μιλούσε με κάποιους άλλους επαναστάτες, ο συμπατριώτης του Σταυράκης Μορφούλης κατηγόρησε εκνευρισμένος τον επαναστάτη-ιερέα ότι πήρε όλο το χωριό στο λαιμό του και σήκωσε το όπλο εναντίον του. ευτυχώς κάποιος του συγκράτησε το χέρι κι έτσι αποφεύχθηκε το έγκλημα. Όμως η αντίδραση κατά της επανάστασης μεγάλωνε. Έτσι οι πλειοψηφία των μηλιωτών όρισε μια επιτροπή για να δηλώσει υποταγή στο Δράμαλη, στέλνοντας του μάλιστα δυο ομήρους, ένας από τους οποίους μάλιστα ήταν ο εκ των πρωταιτίων Γιάννης Δήμου, για εγγύηση. Ο Γαζής και οι άλλοι επαναστάτες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν. Ο Δήμου όμως δεν έφτασε ποτέ στο Δράμαλη γιατί καθ' οδόν τον σκότωσε ένας από την Αργαλαστή (κάποιος ονόματι Σύρος). Όταν μετά από λίγο καιρό η Αργαλαστή μαζί με άλλα πηλιορείτικα χωριά είχε επαναστατήσει, ο Σύρος οδηγήθηκε στο Τρίκερι όπου αφού δικάστηκε από επαναστατικό δικαστήριο, τουφεκίστηκε. Ο Γαζής είχε καταφύγει πρώτα στη Σκιάθο, έπειτα στη Σκόπελο κι από εκεί πέρασε στα Σάλωνα (Άμφισσα), για να είναι όσο γινόταν πιο κοντά στην πατρίδα του, ελπίζοντας σε νέο ξεσηκωμό. Η επανάσταση του Πηλίου το Μάιο του '21, καθώς ήταν χωρίς πραγματικά ερείσματα από το ντόπιο πληθυσμό και αποκομμένη, αποδείχτηκε καταδικασμένη σε αποτυχία. Όμως έχει βαρύνουσα σημασία για την τοπική αλλά και την Ελληνική Ιστορία συνολικότερα σαν ένα παράδειγμα ηρωισμού και αυταπάρνησης των λίγων, ανοργάνωτων μεν, αλλά γενναίων Θεσσαλών πατριωτών. Άλλες επαναστατικές κινήσεις στο Πήλιο: Λίγους μήνες αργότερα ξεσηκώθηκαν η Αργαλαστή ο Λαύκος το Προμύρι και η Παλιά Μιτζέλα. Στο Προμύρι, ηγέτης της επανάστασης αναδείχτηκε ο υπαξιωματικός του ρωσικού στρατού Γεώργιος

Δάμτσας, ενώ στη Μιτζέλα ο Καλαμίδας κι ο Γριζάνος. Οι τελευταίοι έχοντας στην κατοχή τους πλοία λεηλατούσαν συχνά-πυκνά τα τουρκοχώρια της Χαλκιδικής και μέσω του Αγιοκάμπου τα χωριά της Αγιάς. Αρχηγός αυτής της επαναστατικής κίνησης ορίστηκε με συστατικό γράμμα του Δ. Υψηλάντη, που το απέστειλε από την πολιορκούμενη Τριπολιτσά, ο αξιωματικός Ιωάννης Αναστασίου. Αλλά η γραπτή αυτή έκκληση του Υψηλάντη δεν ευοδώθηκε λόγω της αντίδρασης των προκρίτων. Όμως, καθώς φάνηκε κι απ' τη εξέλιξη, η περιοχή του Πηλίου, για γεωγραφικούς κυρίως λόγους, ήταν αδύνατο να χρησιμοποιηθεί ως πολεμική βάση για την υπόλοιπη επαναστατημένη Ελλάδα, γι' αυτό και απουσίασε οποιαδήποτε βοήθεια από άλλες ελληνικές περιοχές, η οποία και θα μπορούσε να στηρίξει μια σοβαρότερη επαναστατική προσπάθεια. Η εξέλιξη της επανάστασης το 1823 στο Τρίκερι: Η φλόγα της επανάστασης στο Πήλιο, τουλάχιστον όσο αφορά το νότιο τμήμα της περιοχής, έμεινε αναμμένη μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού του 1823. Οι ένοπλοι κάτοικοι του Τρικερίου και άλλων γειτονικών χωριών έμειναν σχεδόν άθικτοι από εχθρικές επιδρομές από τα μέσα του 1822 έως τον Μάιο του 1823. Την πρώτη όμως του Μαϊου του '23 οι Οθωμανοί εξεστράτευσαν εναντίον τους με ισχυρές δυνάμεις έχοντας επικεφαλής τον Κιουταχή. Την ίδια μέρα χτύπησαν τις επαναστατικές φρουρές στα Λεχώνια, αναγκάζοντας τους να καταφύγουν στο μικρό νησάκι του Αλατά, μπροστά από τη Μηλίνα. Έπειτα προχώρησαν καίγοντας και καταστρέφοντας κατά σειρά τα Λεχώνια, τον Άγιο Λαυρέντιο, τον Άγιο Γεώργιο, τις Πινακάτες και τη Βυζίτσα και προωθήθηκαν έως τις παρυφές του Τρικερίου. Εκείνη την περίοδο υπερασπιστές της περιοχής, εκτός από τους ντόπιους, ήταν και δύναμη 2.000 ανδρών υπό την καθοδήγηση των Καρατάσου, Γάτσου, Μπασδέκη, Λιακόπουλου και Μπίνου, η οποία πληρωνόταν για τις υπηρεσίες της από τους Τρικεριώτες. Στις 14 του ίδιου μήνα απανωτές επιθέσεις των Τούρκων στην οχυρωμένη θέση Παναγία της περιοχής απέβησαν άκαρπες. Οι Τούρκοι υποχωρώντας άφηναν πολλούς νεκρούς, λόγω και της φύσης της περιοχής που ανάγκαζε τους επιτιθέμενους να μάχονται σχεδόν ακάλυπτοι. Εν τω μεταξύ οι Έλληνες εγκατέλειψαν τη θέση του Αλατά και το νησί καταλήφθηκε από τουρκική φρουρά. Όμως ο Γάτσος με τους άνδρες του και δυο τρία σκάφη επιτέθηκε στη νησίδα, αναγκάζοντας τους 250 Τούρκους της εκεί φρουράς να κλειστούν στο μονύδριο που υπήρχε στο νησί. Λίγες μέρες αργότερα οι Οθωμανοί,μετά από υπόσχεση περί ελεύθερης αναχώρησής τους από το νησί, και εξαιτίας της έλλειψης τροφίμων αναγκάστηκαν να παραδοθούν. Στη συνέχεια, όμως, οι Έλληνες παρασπόνδησαν και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, εκτός από τρεις σημαντικούς Οθωμανούς που τους έστειλαν ομήρους στη Σκιάθο, με σκοπό να ζητήσουν λύτρα150. Στα τέλη του Μαϊου οι Τρικεριώτες αναθαρρυμένοι κατέλαβαν τη θέση Γατσία, απέναντι από το νησί Τρίκερι, σκοτώνοντας δέκα Τούρκους και αρπάζοντας ένα κανόνι. Όμως, παρά τις επιτυχίες τους, οι Έλληνες υπερασπιστές αυτής της πηλιορείτικης εσχατιάς, υπέφεραν από κακουχίες και στερήσεις μη έχοντας τον απαραίτητο εφοδιασμό για τις καθημερινές τους ανάγκες. Ακόμα και το νερό το προμηθεύονταν με πλοία που το μετέφεραν από 10 μίλια μακριά. Μύλοι στην περιοχή, τότε, δεν υπήρχαν, ενώ οι μονάδες των Μακεδόνων σταμάτησαν να μισθοδοτούνται. Το τέλος όμως του αγώνα στο Τρίκερι επήλθε με την πτώση της 150. Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, τ. 3ος, εκδ. Λιβάνη, 1993, σσ. 58,9.

Εύβοιας. Τότε ο Κιουταχής πρότεινε στο Καρατάσο και τις ομάδες του να αποχωρήσουν άθικτοι, απελευθερώνοντας μάλιστα μερικούς συγγενείς του Μακεδόνα αγωνιστή. Ο Καρατάσος φρόντισε, μάλιστα, να απαιτήσει και να πάρει από τους δυστυχείς Τρικεριώτες το ποσό των 40.000 γροσίων ως ... αποζημίωση για τους αγώνες του! Έτσι τα στρατεύματα αυτά αναχώρησαν με τα πλοία από την περιοχή, για τη Σκιάθο και αλλού. Θέλοντας και μη οι Τρικεριώτες, κατέβαλαν τους καθυστερούμενους φόρους στη Υψηλή Πύλη και “προσκύνησαν”, υποτάχτηκαν δηλαδή στο σουλτάνο. Από τότε ολόκληρη η χερσόνησος του Πηλίου έμεινε στα χέρια των Οθωμανών.

Δ΄ Τα γεγονότα στην περιοχή της Αγιάς το 1821 Το ξέσπασμα της επανάστασης στην περιοχή της Αγιάς αποφασίστηκε απ' τους ηγέτες της εξέγερσης στο Πήλιο. Για το λόγο αυτό ο φλογερός πρωτεργάτης επανάστασης Άνθιμος Γαζής έστειλε επιστολή-προκήρυξη και στο λαό και τους δημογέροντες της Αγιάς. Η προκήρυξη αυτή ξεκινούσε μ' αυτά τα λόγια: “Προς τους λαούς της Ζαγοράς, των Φερών και της Αγιάς: Φιλογενέστατοι δημογέροντες, πραματευταί, καραβοκυραίοι, ιερείς, τεχνίται και γεωργοί ...”151 Η ενίσχυση του κινήματος της Αγιάς με ενόπλους αποφασίστηκε από τους καπεταναίους του Πηλίου, Μήτρο Μπασδέκη και Δημήτρη Χατζηρρήγα, που κατάγονταν κι οι δυο από τη Μακρινίτσα. Έτσι ο Χατζηρρήγας επικεφαλής σώματος 100 ανδρών πέρασε από το Μοναστήρι της Σουρβιάς στην (παλιά) Μιτζέλα κι από εκεί στο Κεραμίδι, όπου ενισχύθηκε από μια μικρότερη ομάδα ενόπλων, 30 ατόμων, που είχε επικεφαλής τον Γ. Μόσκοβο ή Μοσκοβάκη από το Κεραμίδι και κατευθύνθηκαν στα αγιώτικα χωριά για να ξεσηκώσουν τους ντόπιους. Σκοπός τους ήταν, ξεσηκώνοντας την επαρχία της Αγιάς, να απασχολήσουν τα τουρκικά στρατεύματα εκεί, για να ευδοκιμήσει η επανάσταση στο Πήλιο. Όμως δυστυχώς γι' αυτούς τα πράγματα δεν πήγαν όπως τα περίμεναν. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής, επηρεασμένοι από τους πλούσιους Αγιώτες και τους “νομιμόφρονες” αρματολούς της Όσσας, έδειξαν προβληματισμένοι φοβούμενοι την αντίδραση των Τούρκων, ενώ πολύ λιγότεροι έδειξαν ενθουσιασμό. Σε ορισμένα πάντως χωριά της περιοχής το σάλπισμα του Χατζηρρήγα είχε αποδέκτες σύσσωμους τους κατοίκους. Ο λαός του Πολυδεντρίου, της Σκήτης, της Αθανάτης (Μελίβοιας), της Καρίτσας και του Σκλήθρου άρπαξε τα όπλα και ακολούθησε τους επαναστάτες. Όμως δυστυχώς για τους Έλληνες ραγιάδες εμφανίστηκε στην περιοχή ισχυρή τουρκική δύναμη ενισχυμένη μάλιστα με τις ομάδες δυο αρματολών της περιοχής, του Ντεληγιάννη από τη Σελίτσανη (Ανατολή) και του Κωσταρά από τη Νιβόλιανη (Μεγαλόβρυσο). Η αποφασιστική μάχη δόθηκε κοντά στο Κερμελί (Πρινιά). Το σχέδιο του Χατζηρρήγα ήταν να κρατήσουν έστω το πέρασμα του Αη-Νικόλα του Φονιά. Όμως, επειδή ο Κωσταράς, παλιός κατσικοκλέφτης κατά τον Γ. Κορδάτο, ήξερε τα περάσματα, τους χτύπησε απ' τα πλάγια. Μην μπορώντας να αντέξουν τα πλαγιομετωπικά χτυπήματα οι επαναστάτες, υποχώρησαν στην περιοχή του Σέσκλου. Πολλοί ιστορικοί συγγραφείς, όπως ο Κορδάτος κι ο Σακελλίωνας, θεωρούν υπαίτιο της αποτυχίας των επαναστατών τον Γεώργιο Χατζηδημητρίου ή Χατζημήτρο που είχε τον ανώτερο δυνατό τίτλο για 151. Γ. Σακελλίωνας, “Πρόσωπα και περιστατικά στην επαρχία Αγιάς τον καιρό του '21”, επιθ. Ηως, Αθήναι 1966, σ.44.

Χριστιανό, αυτόν του Βιλαέτ-κοτσάμπαση. Ο Χατζημήτρος ήταν βαμβακέμπορος. Αγόρασε κάθε Σάββατο το βαμβάκι της περιοχής Αγιάς και Πλατυκάμπου (Τοπουζλάρ), από τους παραγωγούς ή μικροεμπόρους, που έρχονταν για το σκοπό αυτό στην Αγιά, και εν συνεχεία το μεταπουλούσε στα υφαντουργεία της Ρέτσιανης (Μεταξοχώρι), της Δέσιανης (Αετόλοφος), της Αγιάς, κ.α. Συνέπεια των εμπορικών προσόδων του κατόρθωσε να πλουτίσει και να αποκτήσει όνομα στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι ο Αλής, που έμαθε για τη σπουδαιότητα αυτού του Αγιώτη δε δίστασε να τον προσεταιριστεί δίνοντάς του το μεγαλύτερο δυνατό αξίωμα. Φυσικό λοιπόν ήταν για τον πλούσιο Αγιώτη να φοβάται την την επέκταση της επανάστασης στην περιοχή του γιατί θα ήταν υπόλογος στον Αλή πασά, μ' ό,τι αυτό συνεπάγεται. Το λάθος, ή μάλλον η αφέλεια, του αρχιεπαναστάτη Χατζηρρήγα ήταν το ότι όταν έφτασε στην Κουκουράβα (Α. Αμυγδαλή), έστειλε προσωπική επιστολή152 στο Χατζημήτρο, ζητώντας του να ξεσηκώσει τους συμπατριώτες του. Είχε πιστέψει, πάνω στον ενθουσιασμό του πως ο κοτσάμπασης της περιοχής με συμφέροντα ταυτιζόμενα, σε γενικές γραμμές με τους Οθωμανούς, ήταν δυνατόν να ακολουθήσει το δρόμο της εξέγερσης. Ο Χατζημήτρος λοιπόν, για να μην παίξει το κεφάλι του κορώνα-γράμματα, όχι απλά δεν έδρασε υπέρ της επανάστασης, αλλά παρέδωσε την επιστολή του καπετάνιου στον Σεΐχη του τεκέ του Τουρκοχωρίου (Νερόμυλοι), που ονομαζόταν Σερίφ και ήταν παντοδύναμος στην ευρύτερη περιοχή της Λάρισας. Ο Σερίφ, μόλις διάβασε το γράμμα, συνέστησε στον Αγιώτη κοτσάμπαση να συμβουλεύσει τους Αγιώτες να παραδώσουν τα όπλα τους στους Τούρκους για να αποφύγουν τα βέβαια αντίποινα. Έτσι συμμορφώθηκε ο Χατζηρρήγας, κι οι Αγιώτες μπροστά στον κίνδυνο της σφαγής αποδέχτηκαν την παράδοση των όπλων τους. Έτσι εξελίχτηκαν τα πράγματα στην επαρχία της Αγιάς. Ο Χατζηρρήγας, μετά τη μάχη στο Κερμελί, έφυγε προς το Σκλήθρο, όμως κι εκεί αφού αντιμετώπισε σε αψιμαχία το τουρκικό απόσπασμα, αναγκάστηκε να υποχωρήσει νοτιότερα για τη Μακρυνίτσα. Εκεί σε μια αποφασιστικής σημασίας για το Πήλιο μάχη, πολέμησε με γενναιότητα. Μετά την ήττα των επαναστατών κινήθηκε προς το Τισσαίο όρος με σκοπό να περάσει στη Σκιάθο. Όμως κάποιοι Τρικεριώτες τον σκότωσαν και τον έριξαν σε μια ασβεσταριά153. Ο Γ. Σακελλίωνας δικαιολογεί τη στάση του Αγιώτη Χατζημήτρου με επιχειρήματα, που θα μπορούσαμε κι εμείς να τα αποδεχτούμε, όχι όμως χωρίς ενδοιασμούς: α΄ Αν ο Χατζημήτρος συνεργούσε στην επανάσταση, δεν είχε τη στρατιωτική δυνατότητα να προσφέρει αποφασιστική βοήθεια, ενώ θα γινόταν υπαίτιος σφαγής. β΄ Οι αρματολοί της περιοχής, που ήταν και οι μόνοι αξιοπόλεμοι, ήταν “προσκυνημένοι”154. Όλοι μπορούμε να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.

Ε΄ Η επανάσταση του 1821 στα Άγραφα Η περιοχή των Αγράφων εκτείνεται από τις κάτω πηγές του Αχελώου προς Βορρά έως το όρος Τυμφρηστός προς Νότον και είναι είναι η περιοχή που συνδέει τη Νότιο Ήπειρο και την Αιτωλοακαρνανία με τη Θεσσαλία. Η περιοχή, όπως αναφέραμε σε άλλο κεφάλαιο, είχε εξασφαλισμένα από νωρίς, με τη συνθήκη του Ταμασίου, 152. Γ. Σακελλίωνας, “Πρόσωπα και περιστατικά στην επαρχία Αγιάς τον καιρό του '21”, επιθ. Ηως, Αθήναι 1966, σ.47. 153. Γ. Κορδάτος, Ιστορία της επαρχίας Βόλου, σ. 677. 154. Γ. Σακελλίωνας, “Πρόσωπα και ... Αγιάς τον καιρό του '21”, επιθ. Ηως, Αθήναι 1966, σ.48.

προνόμια. Από πολύ νωρίς οι κάτοικοι των Αγράφων ύψωσαν την επαναστατική σημαία και εκδίωξαν τους λιγοστούς Τούρκους της περιφέρειάς τους χωρίς όμως να τους κακοποιήσουν. Έπειτα όρμησαν κατά των τουρκοχωρίων (Κονιαροχώρια) της πεδινής Καρδίτσας, Λοξάδας και Φράγκου τα οποία και παρέδωσαν στη φωτιά. Αρχηγοί των επαναστατών ήταν ο Σταμούλης Γάτσος και ο Λογοθέτης Ζώτος με πρωτοπαλίκαρα τους Κων. Βελή, Κων. Βουλπιώτη και Χρήστο Σουλιώτη. Οι κυριότερες μάχες στην περιοχή έγιναν στην Παλιομούχα, στο Βουνέσι και στο Λεοντίτο, όπου διακρίθηκε και ο Πετριλιώτης Δ. Αγραφιώτης, μετέπειτα συναγωνιστής του Καραϊσκάκη. Ο Βελής (Κώστας Στεργιόπουλος), που καταγόταν από το Κερασοχώρι των Αγράφων, και είχε διατελέσει γραμματέας του Αλή πασά, υπήρξε η ψυχή της επανάστασης μεταξύ των ντόπιων. Ο ίδιος ύψωσε τη σημαία της επανάστασης την άνοιξη του 1821, ενώ με προκηρύξεις, που είχαν την ημερομηνία 10/5/1821, ζητούσε από τους συμπατριώτες του να ακολουθήσουν τα βήματά του. Και, ενώ συνεννοούνταν με τους οπλαρχηγούς των Νοτίων Αγράφων (Ευρυτανίας), Γιολδάση, Μπράσκα και Αραπογιάννη για την οργάνωση συντονισμένης επίθεσης σε άλλες πεδινές θεσσαλικές περιοχές, ο Μαχμούτ Δράμαλης, ο πασάς της Λάρισας έφτασε στην περιοχή με ισχυρή στρατιωτική δύναμη. Οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν155 στα ημιορεινά χωριά της περιοχής Κανάλια και Μπλάσδο(υ)156. Όμως ο Δράμαλης τους καταδίωξε και οι επαναστάτες υποχώρησαν ψηλότερα στην Κερασιά και το Στούγκο της Νεβρόπολης157. Εκεί σε αψιμαχίες που έγιναν νικητές αναδείχτηκαν οι Οθωμανοί και οι ελληνικές δυνάμεις κατέφυγαν σε δύσβατες περιοχές των Δ. Αγράφων. Οι Τούρκοι εν συνεχεία εύκολα κατέλαβαν τη Ρεντίνα την οποία και οργάνωσαν ως προωθημένο κέντρο αντιμετώπισης νέων πιθανών εξεγέρσεων. Οι επαναστάτες, λίγες μέρες αργότερα, αναδιοργανωμένοι συγκεντρώθηκαν στα Φουρνά και αποφάσισαν να χτυπήσουν τη Ρεντίνα. Επικεφαλής των επιτιθέμενων ήταν ο Λογ. Ζώτος. Η τουρκική φρουρά στη Ρεντίνα αποτελούνταν από 250 περίπου άνδρες έχοντας επικεφαλής τον Βελή μπέη. Ενώ όμως η επίθεση ήταν δυνατή, και πολλά σπίτια είχαν καεί από τους επαναστάτες για να περιορίσουν τους Τούρκους, εκείνοι αμύνονταν σθεναρά. Σε λίγες ώρες μάλιστα ενισχύθηκαν από άλλη δύναμη που είχε σταλεί από την πεδινή Θεσσαλία. Παρ' όλ' αυτά ο οθωμανικός πληθυσμός της περιοχής του Σμοκόβου, φοβισμένος από την ανδρεία και την τόλμη των επαναστατών αναγκάστηκε να αποσυρθεί στη πεδιάδα, ενώ η Ρεντίνα έπεσε στα χέρια των επαναστατών. Ο Δράμαλης τότε, που δε δεχόταν τέτοια κατάσταση στην περιφέρειά του έστειλε ισχυρό στρατιωτικό σώμα που χτύπησε τους Αγραφιώτες και μετά από πολυήμερες συγκρούσεις, το διάστημα 10-15 Ιουλίου, τους διασκόρπισε, συλλαμβάνοντας μάλιστα πολλούς αιχμαλώτους, μεταξύ των οποίων και τον Κ. Βελή. Τότε ο αρχηγός της επανάστασης στην περιοχή Στ. Γάτσος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει, φοβούμενος και τα αναμενόμενα αντίποινα στα οποία θα αναγκαζόταν να υποβληθεί ο λαός της περιοχής. Έτσι τα Άγραφα υποτάχτηκαν στον πασά της Λάρισας και η Ρεντίνα αφού οχυρώθηκε έγινε έδρα ισχυρού τουρκικού στρατιωτικού σώματος που περιφρουρούσε την περιοχή για την αποφυγή νέας ανάφλεξης του επαναστατικού κινήματος. Ο Δράμαλης, θέλοντας 155. Δ. Κόκκινος, ό. π. , σ. 544. 156. Μοσχάτο. 157. Κρυονέρι.

να δείξει το πόσο ικανός στρατηγός ήταν, σε αντίθεση με τον αντίζηλό του Χουρσίτ που δεν μπορούσε να καταστείλει την ελληνική επανάσταση, έστειλε τα ευχάριστα για την Υψηλή Πύλη μηνύματα της καταστολής της επανάστασης και μαζί τον σιδηροδέσμιο Βελή, ο οποίος σε λίγες μέρες θανατώθηκε με φρικτά βασανιστήρια στην Κων/λη.

Στ΄ Η Επανάσταση στον Ασπροπόταμο Η περιοχή γενικά – Ο αρματολός Στορνάρης: Η περιοχή ή το αρματολίκι Ασπροποτάμου βρισκόταν βορείως των Αγράφων, γύρω από τις πάνω πηγές του Αχελώου ή Ασπροποτάμου και απαρτιζόταν από εξήντα επτά χωριά που κατοικούνταν κυρίως από Έλληνες. Ο κυριότερος οπλαρχηγός της περιοχής ήταν ο Νικόλαος Στορνάρης, ο οποίος είχε ήδη συμμετοχή στον αγώνα κατά τις επαναστατικές κινήσεις των Ηπειρωτών στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Οι κάτοικοι της περιοχής περίμεναν με ανυπομονησία της έναρξη του αγώνα. “Μακράν των συγκοινωνιών με τα μεγάλα ελληνικά κέντρα, η επαρχία αυτή είχε διατηρήσει εν τούτοις ελληνικήν καρδίαν και τόσον θερμήν, ώστε από της αρχής του αγώνος ανυπομονούσε διά την επανάστασιν και δεν ανέμενε διά να κινηθή παρά την διάνοιξιν συνδέσμου με την Αιτωλοακαρνανίαν, από την οποίαν διεχωρίζετο διά των Αγράφων ...” γράφει ο Δ. Κόκκινος158. Γεώργιος και Χριστόδουλος Χατζηπέτροι: Η οικογένεια των Χατζηπέτρων, που ήταν η κορυφαία στον Ασπροπόταμο, ήταν εγκαταστημένη από τα τέλη του 16ου αιώνα στο Βετέρνικο159 και έδινε πάντα τον έναν πρόκριτο της περιοχής. Το κληρονομικό αυτό αξίωμα της οικογένειας διατηρήθηκε μέχρι το 1813, χρονιά κατά την οποία ο Αλή πασάς αφαίρεσε από τον εκπρόσωπο της, Γεώργιο Χατζηπέτρο, τη δημογεροντία της περιοχής. Αυτό, με απλά λόγια σήμαινε ότι ο Αλής, αδηφάγος και πλεονέκτης καθώς ήταν, ήθελε περισσότερα δώρα από τον Γ. Χατζηπέτρο. Άλλωστε η περιουσία του Ασπροποταμίτη άρχοντα ήταν από τις σπουδαιότερες του πασαλικίου του Τεπελενλή. Στην ακίνητη περιουσία του Χατζηπέτρου περιλαμβάνονταν, μεταξύ άλλων, κτήματα στο Βαρδάρι160, τη Μεστίτζα, στο Καρνέζι161, τεράστιες εκτάσεις στον κάμπο των Τρικάλων (Λογγίτσι). Ακόμα είχε πολυάριθμα γιδοπρόβατα, υδρομύλους, σταύλους και πολυτελέστατα σπίτια στο Βετέρνικο και στην Πόρτα. Το κυριότερο όμως περιουσιακό του στοιχείο ήταν το χωριό της περιοχής, Βαρύρε(υ)μα, το οποίο του απέφερε ετήσια εισοδήματα 13.000 γροσίων. Ο Γεώργιος Χατζηπέτρος έδειχνε μεγάλο ενδιαφέρον για την μόρφωση των παιδιών του. Ο γιος του, Χριστόδουλος, στάλθηκε μάλιστα στις Σέρρες για ανώτερη εκπαίδευση. Σύμφωνα με τους βιογράφους του, ο Χριστόδουλος, χάρις στη μόρφωση του, ένοιωσε νωρίς τον πόθο της ελευθερίας της πατρίδας του. Όσο φοιτούσε στις Σέρρες, πληροφορήθηκε ότι ο Μ. Ναπολέων, ο άνθρωπος που εξέφραζε την ελευθερία των εθνών, βρισκόταν στη Βιέννη. Τότε παρακάλεσε τον μεγαλύτερο αδελφό του, που ήταν κηδεμόνας του, να του επιτρέψει να μεταβεί στην αυστριακή 158. 159. 160. 161.

Δ. Κόκκινος, ό. π. , σ. 546. Νεραϊδοχώρι Τρικάλων. Παράμερο Τρικάλων. ή Κορνέσι = Μοσχόφυτο Τρικάλων.

πρωτεύουσα μαζί με κάποιους συμπατριώτες του εμπόρους, με τη δικαιολογία ότι η παρουσία του εκεί θα εξασφάλιζε τα συμφέροντα της οικογένειας. Όταν του επετράπη η μετάβαση, ο 18χρονος Χριστόδουλος έπεισε τους Έλληνες εμπόρους να παρουσιαστούν στο Ναπολέοντα ως επιτροπή εκπροσώπων των Ελλήνων, που θα ζητούσε την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Έτσι το 1812 η “επιτροπή” κατάφερε να συναντήσει το Βοναπάρτη και να εξασφαλίσει την υπόσχεσή του ότι θα έκανε ότι ήταν δυνατό για να απελευθερωθεί η Ελλάδα162. Όταν, γύρω στο 1816, ο Αλής έδωσε πάλι το αξίωμα του Προκρίτου στον Γεώργιο Χατζηπέτρο, του ζήτησε να μεταβεί ο μορφωμένος, πια, γιος του Χριστόδουλος στα Ιωάννινα για να του αναθέσει τη γραμματεία του πασαλικίου. Ο Χριστόδουλος, μετά από σκέψη, το 1817 δέχτηκε να πάει στην αυλή του πασά, ο οποίος του ανέθεσε τα καθήκοντα του δευτέρου γραμματέα. Εκείνη την εποχή ο Αλής είχε αρχίζει να σχεδιάζει την ανταρσία του κατά του σουλτάνου, ενώ η Φιλική Εταιρεία δραστηριοποιούνταν ήδη προς την πραγμάτωση του σκοπού της, την επανάσταση των Ελλήνων. Ο Χριστόδουλος το 1819 μυήθηκε στην Εταιρεία από τα ξαδέλφια του Τουρτούρη και Κωλέττη. Το ξέσπασμα της επανάστασης: Μετά τη μύησή του ο Χατζηπέτρος δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά μόνο με την προετοιμασία της επανάστασης. Μετά από συνεννόηση με τον πατέρα του, μίλησαν στους κυριότερους οπλαρχηγούς της περιοχής για τους σκοπούς της Φιλικής Εταιρείας. Εν τέλει μύησαν τον Ν. Στορνάρη, το Γρηγόριο Λιακατά, το Νάσο Μάνταλο και τον Σταμούλη Γάτσο. Όταν τα οθωμανικά στατεύματα, υπό τον Χουρσίτ, πέρασαν από τον Ασπροπόταμο για να χτυπήσουν τον στασιαστή Αλή, ο Χατζηπέτρος δέχτηκε αναγκαστικά να τα τροφοδοτήσει, λόγω της θέσης του τόπου του. Στο μεταξύ ο Χριστόδουλος κατόρθωσε να φύγει κρυφά από τα Γιάννινα και να επιστρέψει στον Ασπροπόταμο.

162. Δ. Κόκκινος, ό. π. , σσ. 546-7.

Εικ. Σχεδιάγραμμα της περιοχής Ασπροποτάμου. Ηώς επιθεώρησις, Θεσσαλία, 1966, επανέκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2001.

Όταν τα Άγραφα επαναστάτησαν, και με αφορμή τις εμφύλιες συγκρούσεις των Οθωμανών, οι Χατζηπέτροι δεν άφησαν την ευκαιρία να πάει χαμένη. Κάλεσαν σε σύσκεψη τους οπλαρχηγούς αδελφούς Λιακαταίους, το Ν. Μάνταλο και το Ν. Στορνάρη, όρισαν γενικό οπλαρχηγό τον τελευταίο και κήρυξαν την επανάσταση στις 5/7/1821. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, παρ' όλο που δεν ήταν άνθρωπος των όπλων, τέθηκε επικεφαλής σώματος. Επειδή όμως η θέση των επαναστατών ήταν δύσκολη, γιατί προς Δυσμάς είχαν το ισχυρό εκστρατευτικό σώμα του Χουρσίτ και ανατολικά το στρατόπεδο των Τρικάλων που πάντοτε είχε αξιόλογη οθωμανική δύναμη, σχεδίαζαν μαζί με τους Αγραφιώτες οπλαρχηγούς, να χτυπήσουν τα Τρίκαλα για να απαλλαγούν από πιθανή μελλοντική ενόχληση. Όμως η επανάσταση στα Άγραφα κατεστάλη πολύ γρήγορα και ο Στ. Γάτσος είχε συνθηκολογήσει. Έτσι το σχέδιο αυτό δεν έγινε ποτέ πράξη. Το μόνο που απέμενε στους επαναστάτες ήταν να αμυνθούν σε διάφορες ορεινές θέσεις. Ο Λιακατάς κρατούσε τις θέσεις του Κλεινοβού, ο Χατζηπέτρος στον Πρόδρομο και ο Στορνάρης στην Πόρτα, αμυνόμενοι κατά των Τούρκικών στρατευμάτων που στάλθηκαν για την καταστολή της επανάστασης από τα Τρίκαλα. Στις 29 Ιουλίου έφτασαν και τα τουρκικά στρατεύματα που είχαν καταστείλει την επανάσταση στο Συρράκο και τους Καλαρρύτες. Οι νέες οθωμανικές δυνάμεις χτύπησαν τις θέσεις του Στορνάρη στην Πόρτα, που είχε να αντιμετωπίσει και τους πάνοπλους Τούρκους (2000 στρατιώτες)

από τα Τρίκαλα οι οποίοι είχαν στην κατοχή τους και δυο κανόνια. Ο Στορνάρης άντεξε στην πίεση αυτή μια ολόκληρη μέρα αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας πολλοί επαναστάτες άρχισαν να αποχωρούν βοηθούμενοι κι από το σκοτάδι προς τα ορεινά. Με αποδυναμωμένη τη στρατιωτική του δύναμη από τις απώλειες της προηγουμένης και από τη λιποταξία, ο Στορνάρης με τους εναπομείναντες συντρόφους του αναγκάστηκε να υποχωρήσει στις θέσεις Μαύρη Πούλια και Κόρμποβο. Έτσι απαγκιστρωμένες οι τουρκικές δυνάμεις επιδόθηκαν στο γνωστό τους έργο: τις καταστροφές και τους εμπρησμούς των ανυπεράσπιστων χωριών. Η συνθηκολόγηση των επαναστατών: Ο Στορνάρης, βλέποντας ότι δεν μπορεί να προσβλέπει σε καμιά βοήθεια, αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τους Οθωμανούς. Η συνθήκη αυτή προέβλεπε την αποχώρηση των Τούρκων από την περιοχή Ασπροποτάμου και την υποχρέωση των Χριστιανών κατοίκων να δίνουν τον κανονικό φόρο που προβλεπόταν. Ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς αναγκάστηκε να αποσυρθεί μαζί με άλλους συναγωνιστές του στη Νότια Ελλάδα και να συνεχίσει από 'κει τον αγώνα.

Ζ΄ Η εξέλιξη της Επανάστασης στον Ασπροπόταμο και τα Άγραφα το 1823. Οι επαναστάτες των αρματολικίων της Πίνδου άρχισαν και πάλι τον αγώνα από τις αρχές του 1823. Κύριοι πρωταγωνιστές υπήρξαν ο Καραϊσκάκης, για τον οποίο γίνεται εκτενέστερη παρουσίαση πιο κάτω, και ο Στορνάρης. Το Μάιο του 1823, ο Χουρσίτ είχε πλέον αυτοκτονήσει και ταφεί στη Λάρισα και στη θέση του ανέλαβε ο Δερβίς πασάς, ο οποίος βάλθηκε να αποδείξει πως ήταν ικανότερος από τον προκάτοχό του. έτσι άρχισε να συγκεντρώνει στρατό στη Λάρισα και τα Τρίκαλα. Υπεύθυνος του Δερβίς για τη λίβα των Τρικάλων τοποθετήθηκε ο Σαλιχτάρ πασάς επικεφαλής ισχυρής δύναμης (5.000 άνδρες), ο οποίος, με το που ανέλαβε τη θέση του κάλεσε τον Καραϊσκάκη σε υποταγή. Όπως είναι φυσικό ο Θεσσαλός ήρωας αρνήθηκε, με το γνωστό του υβριστικό τρόπο, να υπακούσει. Την ίδια απάντηση, έστω πιο κόσμια, έδωσε και ο Στορνάρης. Έτσι οι τουρκικές ορθές ανέλαβαν δράση. Εισέβαλαν μέσω Καλαμπάκας στον Ασπροπόταμο και κατέστρεψαν το Περτούλι, το Βετέρνικο και την Πύρρα. Στην περιοχή των Αγράφων εισέβαλαν από τη Νεβρόπολη163. Σ' αυτήν την περιοχή οι οθωμανικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν για να αναπαυθούν και να συνεχίσουν την επομένη. Όμως στη θέση αυτή τους χτύπησε ο Καραϊσκάκης με τους άνδρες του, χωρίς όμως να καταφέρει να επιτύχει τον απαραίτητο αιφνιδιασμό, με συνέπεια να αναγκαστεί σε υποχώρηση στην περιοχή Οξυάς Αργιθέας, όπου και το στρατόπεδο των επαναστατών. Και ενώ είχε αναζωπυρωθεί η επανάσταση στο Τρίκερι, μετά την εκεί κάθοδο του Καρατάσου, οι οθωμανικές δυνάμεις διέκοψαν την προέλασή τους και στον Ασπροπόταμο και στην Αργιθέα, περιμένοντας οδηγίες. Ενόσω διάστημα βρισκόταν στην Οξυά ο Καραϊσκάκης, έφτασαν απεσταλμένοι του Σαλιχτάρ, ζητώντας τη διακοπή των συγκρούσεων και τη σύναψη ειρήνης. Ο Καραϊσκάκης έσπευσε να ζητήσει και τη γνώμη του Στορνάρη, καλώντας τον να έρθει στην Οξυά. Όμως ξαφνικά ασθένησε ο Αγραφιώτης οπλαρχηγός και αναγκάστηκε να μείνει σε γειτονικό μοναστήρι για νοσηλεία. Εκεί τον συνάντησε εν τέλει ο Στορνάρης και, μαζί με άλλους οπλαρχηγούς, μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη με τους 163. Από την περιοχή που σήμερα έχει κατακλυστεί από τα νερά της λίμνης Ταυρωπού ή Πλαστήρα.

Οθωμανούς, κυρίως για να εξαγοράσουν χρόνο, εφόσον δεν είχαν τον απαραίτητο για τη συνέχιση του αγώνα οπλισμό, τον οποίον περίμεναν από την Ελληνική Διοίκηση της Στερεάς. Έτσι, τα δύο μέρη υπέγραψαν πρωτόκολλο ειρήνης στο οποίο μεταξύ άλλων προβλεπόταν η απελευθέρωση των αμάχων Ελλήνων αιχμαλώτων, η απόδοση στους δικαιούχους όλων των αρπαχθέντων από τους Οθωμανούς περιουσιακών στοιχείων και η αποχώρηση του τουρκικού στρατού πέραν της κοίτης του Πηνειού. Η επέμβαση του Μαχμούτ Σκόδρα πασά: Πριν προλάβει να στεγνώσει το μελάνι από την συμφωνία, ο πασάς στης Σκόδρας, Μαχμούτ, συγκέντρωσε στρατό 20.000 ανδρών από τη Σκόδρα και άλλων Αλβανών, Μιρτιτών (ρωμαιοκαθολικοί στο θρήσκευμα) με σκοπό να εκστρατεύσει στην Ελλάδα διά της Πίνδου. Την 1η Ιουλίου του 1823 ο στρατός αυτός βρισκόταν στρατοπεδευμένος στις όχθες του Πηνειού, κοντά στην Καλαμπάκα. Από εκεί έστειλε απεσταλμένους προς τους οπλαρχηγούς του Ασπροποτάμου αλλά και των Αγράφων, από τους οποίους ζητούσε όχι απλά το “προσκύνημα” αλλά τη συμμετοχή τους στο εκστρατευτικό σώμα, βάζοντας μάλιστα όριο 15 ημερών για την απάντησή τους! “Όποιος θέλει να είναι με μένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμόν μου164”. Μ' αυτά τα λόγια έκλεινε το τελεσίγραφό του ο Μαχμούτ. Ο Καραϊσκάκης, μόλις πήρε την επιστολή του Μαχμούτ ειδοποίησε τους αμάχους της περιοχής του να μετακινηθούν σε ασφαλέστερες τοποθεσίες και απέστειλε το γράμμα στον Στορνάρη, ειδοποιώντας τον ότι ο ίδιος με τους δικούς του θα πήγαιναν νοτιότερα, στα Επινιανά της Ευρυτανίας. Όταν έληξε το τελεσίγραφο, ο Μαχμούτ χώρισε το στράτευμά του σε τρεις κλάδους. Ο πρώτος κλάδος υπό τον Σούλτζε Κόρτζια, αριθμώντας 4.500 άνδρες όρμησε κατά του Ασπροποτάμου, ο δεύτερος κλάδος με 6.000 άνδρες υπό την δική του καθοδήγηση, κατευθύνθηκε προς την Οξυά ελπίζοντας ότι θα χτυπήσει εκεί τον Καραϊσκάκη, το τρίτο τέλος τμήμα του στρατεύματός του με τους υπολοίπους και το ιππικό κατευθύνθηκε, μέσω Ρεντίνας, προς το Καρπενήσι. Η καταστροφή του Ασπροποτάμου: αναμένοντας την εισβολή των Οθωμανών στην περιοχή τους, οι οπλαρχηγού Ασπροποτάμου Ν. Στορνάρης και Κλεινοβού, Γρ. Λιακατάς, διέταξαν την άμεση εκκένωση των χωριών των περιφερειών τους. Έτσι 20.00ο άμαχοι μαζί με τα γιδοπρόβατά τους σχημάτισαν μια μελαγχολική αλυσίδα στην πορεία τους , μέσα από δύσβατες περιοχές, προς τον Αχελώο. Κατόρθωσαν μέσα σε λίγες μέρες να φτάσουν στο Μυρόκοβο κι από εκεί να περάσουν στο αρματολίκι του Ραδοβισδίου (Άρτας). Ο αρματολός της περιοχής Μπακόλας αρνήθηκε αρχικά να τους επιτρέψει τη διέλευση φοβούμενος της αντίδραση των Οθωμανών. Όμως, προ του πείσματος των αμάχων, τους το επέτρεψε εν τέλει. Μετά από ανείπωτες ταλαιπωρίες, ακόμη και κλοπές από ομοφύλους των, Τζουμερκιωτών Αρτινών και κατοίκων του Βάλτου, οι δυστυχείς άμαχοι έφτασαν τελικά σε μια ήσυχη, από άποψη συγκρούσεων την εποχή εκείνη, περιοχή, στη Μηλιά του Βάλτου. Ο Κασομούλης, στα στρατιωτικά του ενθυμήματα, συγκρίνει τις ταλαιπωρίες των Ασπροποταμιτών, μ' αυτές των Ισραηλιτών κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο165. Οι καπεταναίοι Λιακατάς και Στορνάρης, μόλις είδαν ότι οι συμπατριώτες τους εξασφάλισαν μια σχετικά ασφαλή τοποθεσία, επέστρεψαν, μαζί με τον Κασομούλη, 164. Στάθης Γ., ιερέας, Από τ΄ Άγραφα, β΄ έκδοση, Detroit, Η.Π.Α., 1971, σ.289. 165. Δες σχετικά:Στάθης Γ., ιερέας, ό. π., σ.290-1.

στα Άγραφα για να δουν τα αποτελέσματα της επιδρομής του δεύτερου στρατεύματος του Μαχμούτ στην περιοχή. Στο δρόμο, κοντά στη Βούλπη, πληροφορήθηκαν με βαριά τους θλίψη το θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη. Η είδηση όμως που τους λύπησε ακόμα περισσότερο ήταν η λεηλασία των αμάχων του Ασπροποτάμου από χριστιανούς(!) του Βάλτου. Έτσι επέστρεψαν στο Βάλτο για να βοηθήσουν τους συμπατριώτες τους να επιστρέψουν στον Ασπροπόταμο, μιας κι ο κίνδυνος είχε ήδη περάσει. Έτσι στα τέλη Αυγούστου της ίδια χρονιά οι δυστυχείς Ασπροποταμίτες επέστρεψαν στις πατρικές τους οικίες, γυμνοί, καταληστευμένοι, αλλά και ανακουφισμένοι για το τέλος της δοκιμασίας τους. Η επιδρομή των Αλβανών του Μαχμούτ στα Άγραφα: Η εισβολή του στρατού του πασά της Σκόδρας άρχισε την 20η Ιουλίου του 1823. Την 23η του ίδιου μήνα έφτασαν στην Οξυά, που είχε μόλις εγκαταλείψει ο Καραϊσκάκης. Ο άμαχος πληθυσμός είχε συγκεντρωθεί σε οχυρές θέσεις της περιοχής (Παλούκια, Φτέρη). Στην περιοχή του Λεοντίτου ο Καραϊσκάκης και οι άνδρες του πρόβαλαν ισχυρή αντίσταση, εμποδίζοντας προσωρινά τους εισβολείς, οι οποίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης πολλούς νεκρούς. Όμως οι Οθωμανοί κατάφεραν να ξεφύγουν από τα φυλασσόμενα περάσματα και να εισέλθουν στην ορεινή περιοχή περνώντας από το Κνίσοβο και την περιοχή Τυμπάνου. Όμως η αντίσταση αυτή αποδείχτηκε μάταια, μιας κι ο κύριος όγκος των Αλβανών εισήλθε στην περιοχή από την περιοχή των Τριών Ορίων στο Πετρίλο. Από εκεί, αφού σκόρπισε την καταστροφή σε όλη την περιφέρεια των Αγράφων, διεκπεραιώθηκε στο Καρπενήσι. Τα μόνα που γλύτωσαν την καταστροφή ήταν τα θρησκευτικά μνημεία, κι αυτό διότι οι περισσότεροι των Αλβανών εισβολέων ήταν χριστιανοί. Η συνέχεια είναι λίγο-πολύ γνωστή από την Ιστορία της Επανάστασης: ο Μαχμούτ και η δύναμή του έφτασε στο Μεσολόγγι και αφού παρέμεινε στην εκεί περιοχή μέχρι το Νοέμβριο επέστρεψε στην Αλβανία. Και ενώ στην κατεστραμμένη περιοχή των Αγράφων οργίαζε η ληστεία κατά των ταλαιπωρημένων κατοίκων της, ο Καραϊσκάκης επέστρεψε και τιμώρησε αρκετούς από τους συμμορίτες, κυρίως Βαλτινούς και Αρτινούς, αλλά και ντόπιους, ανάμεσα στους οποίους και πολλά “παλικάρια” του Ράγκου. Όμως ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε για λόγους υγείας να αποσυρθεί στα Επτάνησα, επισκεπτόμενος συγχρόνως την εκεί ευρισκόμενη οικογένειά του. Απόντος λοιπόν του Θεσσαλού ήρωα από την περιοχή, Ο Ράγκος κι ο Γάτσος άρχισαν να παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους διώκοντας τους οπαδούς του Καραϊσκάκη. Οι υπόλοιποι άνδρες του Καραϊσκάκη (150 το σύνολο) κατέφυγαν στη Νότια Ευρυτανία ενώ το αρματολίκι των Αγράφων μοιράστηκε μεταξύ Ράγκου και Γάτσου. Τα της συνέχειας του αγώνα του Καραϊσκάκη μπορούμε να τα παρακολουθήσουμε στη μεθεπόμενη ενότητα.

Η΄ Η επανάσταση στην περιοχή του Ολύμπου Από το Σεπτέμβριο του 1821 ο Δημήτριος Υψηλάντης και ο Νικ. Κασομούλης ετοίμαζαν ένα σχέδιο για τον ταυτόχρονο ξεσηκωμό της περιοχής Ολύμπου και της Μακεδονίας. Ο τελευταίος μετά την αποτυχημένη επανάσταση στις Σέρρες, βρισκόταν στη Δ. Μακεδονία και συντόνιζε τις επόμενες επαναστατικές κινήσεις με διάφορους οπλαρχηγούς της περιοχής Βερμίου, Νάουσας, Ολύμπου και Πιερίων. Στις 30 Οκτωβρίου του ίδιου έτους η κοινή σύσκεψη των ηγετών των διαφόρων αυτών περιοχών έστειλαν επιστολή στο Μαυροκορδάτο ζητώντας βοήθεια. Λίγο

νωρίτερα, στις 5 του ίδιου μήνα, ο Κασομούλης από την Ύδρα που βρισκόταν έγραψε στον Εμμ. Παπά να συνεννοηθεί με τους αρματολούς του Ολύμπου και τους προεστούς της Νάουσας για κοινή στάση στον αγώνα. Εν συνεχεία απευθύνθηκε με στον Κολοκοτρώνη και τον Π. Μαυρομιχάλη για βοήθεια. Δυστυχώς όμως η κατάσταση στην Πελοπόννησο με την Τριπολιτσά υπό πολιορκία και πολλά μέτωπα ανοιγμένα, δεν επέτρεπε την αποστολή βοήθειας προς τη Μακεδονία και τον Όλυμπο. Τις πρώτες μέρες του 1822 ο Κασομούλης μαζί με τον “επίτροπο” της Μακεδονίας Γρ. Σάλα, ο οποίος ήταν μια ατυχής επιλογή του Υψηλάντη, προμηθεύτηκαν μικρή ποσότητα πυρομαχικών από τα Ψαρά και έφτασαν στον Όλυμπο. Στις 22 Φεβρουαρίου ο Κασομούλης μαζί με τον Στέργιο Ραψανιώτη έφτασαν στο Ελευθεροχώρι της Πιερίας κι από εκεί στο μοναστήρι της Μακρυρράχης που ήταν έδρα του αρματολού του Ολύμπου Διαμαντή Νικολάου. Μέσω του τελευταίου συνεννοήθηκαν με την αρματολική οικογένεια των Μπαζιωταίων για από κοινού δράση με την περιοχή ευθύνης των τελευταίων (Σέρβια και Χάσια). Οι ετοιμασίες όμως αυτές στο μέτωπο Ολύμπου- Χασίων, έγιναν γνωστές στον Οθωμανό διοικητή της Κατερίνης, Σαλήμπεη. Εκείνος φρόντισε να μεταφερθούν από τα Τρίκαλα δύναμη 3.000 ανδρών του Χουρσίτ και να ενισχυθεί με άλλη αξιόλογη στρατιωτική δύναμη από τη Θεσσαλονίκη. Στις 8 Μαρτίου του 1822 ο Κασομούλης με το Διαμαντή και τον Ντίτζια, άλλον οπλαρχηγό του Ολύμπου, προσπάθησαν να καταλάβουν μια οχυρή θέση βορείως του Κολινδρού της Πιερίας. Όμως η κίνησή τους αυτή είχε προδοθεί στους Οθωμανούς που είχαν φροντίσει την τελευταία στιγμή να ενισχύσουν τις θέσεις τους στην περιοχή με χίλιους ακόμα άνδρες. Οι προσπάθειες όμως των επαναστατών συνεχίστηκαν μέχρι την 15η Μαρτίου. Μάλιστα δυο μέρες νωρίτερα είχε φτάσει και ο Σάλας στο Ελευθεροχώρι επικεφαλής δύναμης 300 ανδρών που ήταν στη συντριπτική πλειοψηφία τους φιλέλληνες του εξωτερικού (κυρίως Γερμανοί και Πολωνοί). Μαζί τους ήταν και ο Θεόφιλος Καΐρης. Πιο νότια στην περιοχή της Ελασσόνας, οι εξεγερμένοι αρματολοί Γούλας Δράσκος και Τόλιος Λάζου, που είχαν καταλάβει τον Κοκκινοπηλό, δέχτηκαν την επίθεση τουρκικής δύναμης από τη φρουρά του Λιβαδίου που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους και να οχυρωθούν ψηλότερα, στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Στο βόρειο μέτωπο, εν τω μεταξύ, λόγω της κακοκαιρίας που επικρατούσε οι επαναστατικές δυνάμεις υποχώρησαν στην Καστανιά κι από εκεί το μεγαλύτερο μέρος τους στη Μηλιά. Στην Καστανιά έμεινε ο Διαμαντής για να αμυνθεί από εκεί. Στις 28 Μαρτίου δύναμη 2.000 Οθωμανών επιτέθηκαν στις θέσεις του Διαμαντή στην Καστανιά χωρίς όμως αποτέλεσμα. Την επόμενη μέρα οι τουρκικές επιθέσεις έγιναν πιο ισχυρές και ο Διαμαντής με τους άνδρες του υποχώρησαν στη Ράντιανη166 κι από εκεί στη Μηλιά, όπου συναντήθηκε με τους υπόλοιπους επαναστάτες. Η τελική επίθεση των Οθωμανών έγινε τη 2α Απριλίου, ημέρα του Πάσχα (παλαιό ημερολόγιο). Η δύναμη των Οθωμανών ήταν 600 άνδρες και οι επαναστάτες στους οποίους είχαν προσχωρήσει και δυνάμεις του Λάζου από την Ελασσόνα, χωρίστηκαν σε ομάδες για να τους αντιμετωπίσουν καλύτερα σε διάφορες οχυρές θέσεις της Μηλιάς. Μια ομάδα μάλιστα επαναστατών, μαζί με τα γυναικόπαιδα, κλείστηκαν στον πύργο των Λαζαίων, στο ψηλότερο σημείο του οικισμού. Η προσπάθεια των Οθωμανών 166. Σήμερα Ρυάκια.

επικεντρώθηκε σ' αυτό το σημείο. Οι πολιορκημένοι καλύπτονταν από τις ομάδες του Κασομούλη και του Τόλιου Λάζου, που προσπαθούσαν να ανακόψουν και να βάλουν από πίσω τους Οθωμανούς. Η σύγκρουση κράτησε όλη τη μέρα, αλλά κατά τη διάρκεια της νύχτας οι εγκλωβισμένοι κατόρθωσαν να διαφύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις ενώ τα γυναικόπαιδα στάλθηκαν τις επόμενες μέρες στις Σποράδες. Μερικοί επαναστάτες διέφυγαν μέσω Χασίων στην περιοχή Ασπροποτάμου ενισχύοντας τον αγώνα του Στορνάρη, άλλοι, όπως ο Διαμαντής στη Νάουσα, ενώ ο Κασομούλης, ο Καΐρης κι ο Σάλας συνέχισαν τον αγώνα στην Πελοπόννησο. Οι συνέπειες για τους κατοίκους των χωριών της Ελασσόνας αλλά και του Κάτω Ολύμπου ήταν βαρύτατες. Τα περισσότερα χωριά λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν από τις ορδές του Οθωμανού Αβδουλαβούτ πασά. Ανάμεσά τους τα περισσότερα χωριά της Ελασσόνας, η Κρανιά, η Καρυά, κ.α.

Θ΄ Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης και η συμμετοχή του στον αγώνα (1821-1827) Βιογραφικά στοιχεία: Ο σπουδαιότερος Θεσσαλός ήρωας του επαναστατικού αγώνα γεννήθηκε στο Μαυρομάτι της Καρδίτσας το 1780. Μητέρα του ήταν η Ζωή Ντιμισκή, αδελφή του γνωστού κλέφτη Κώστα Ντιμισκή, που καταγόταν από τη Σκουληκαριά της Άρτας και η οποία μένοντας νέα χήρα αποσύρθηκε στην Ι. Μ. Αγίου Γεωργίου, κοντά στην ιδιαίτερη πατρίδα του νεκρού συζύγου της, το Μαυρομάτι. Το 1779 στο ίδιο μοναστήρι κατέφυγε και ο αρματολός Δημήτρης Καραΐσκος. Εκεί γνωρίστηκε με τη Ζωή και καρπός της σχέσης τους ήταν ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, που γεννήθηκε σε μια σπηλιά κοντά στο μοναστήρι το Μάιο του 1780. Λίγο αργότερα η μητέρα του παρέδωσε το γιο της σε μια οικογένεια Σαρακατσαναίων νομάδων. Πριν φτάσει στην ηλικία των 15 ετών ο μικρός Καραϊσκάκης εγκατέλειψε τη θετή του οικογένεια και μαζί με μερικούς συνομηλίκους του οργάνωσε μια κλέφτικη ομάδα, έχοντας σα λημέρι τους τη σπηλιά του Λώλου κοντά στη Γράλιστα της Καρδίτσας. Σε μια σύγκρουση της ομάδας του με στρατιώτες του Αλή πασά, συνελήφθη κι αφού ξυλοκοπήθηκε, φυλακίστηκε στα Γιάννινα. Ο πασάς, ικανός στην αναγνώριση των σπουδαίων και ικανών χαρακτήρων, σύντομα τον συγχώρεσε και τον προσέλαβε στην προσωπική του φρουρά. Στην αυλή του Αλή ο Καραϊσκάκης σπούδασε την πολεμική τέχνη και έμαθε γράμματα. Το 1798 ακολούθησε τον Αλή στην εκστρατεία του κατά του αποστάτη πασά του Βιδινίου Πασβάνογλου. Μετά από τρεις μήνες επέστρεψε μαζί με τον Αλή στα Γιάννινα. Οι πρώτες επαφές του Καραϊσκάκη με τους κλεφταρματολούς: Το 1804 ο Καραϊσκάκης εγκατέλειψε τον Αλή και ενώθηκε με το σώμα του Κατσαντώνη. Σύντομα ο Κατσαντώνης, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του, τον έκανε πρωτοπαλίκαρό του. Μαζί με την ομάδα του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης βοήθησε τους Ρώσους στις συγκρούσεις με τους Τούρκους που απειλούσαν να καταλάβουν τη Λευκάδα. Εκεί γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, ενώ μετά τη συνθήκη του Τιλσίτ (7/7/1808), που παραχωρούσε τα Επτάνησα στους Γάλλους, επέστρεψε στα Άγραφα. Μετά το μαρτυρικό θάνατο του Κατσαντώνη, εντάχθηκε στα ελληνικά τάγματα που

είχε συγκροτήσει ο Άγγλος ναύαρχος Τσωρτς για να εκτοπίσει τους Γάλλους από τα Ιόνια νησιά. Το 1812 μετά τις νίκες του Αλή κατά των κλεφταρματολών της Πίνδου (Λεπενιώτης, κ.α.), ο Καραϊσκάκης, όπως και πολλοί άλλοι κλέφτες δήλωσαν υποταγή στον Αλή. Λίγο μετά ο Θεσσαλός ήρωας νυμφεύτηκε την Γκόλφω Ψαρογιαννοπούλου, με την οποία απέκτησε τρία παιδιά. Το 1820, όταν ο Αλής χαρακτηρίστηκε από το σουλτάνο αποστάτης, ο Καραϊσκάκης έμεινε μαζί του, μέχρι την πολιορκία των Ιωαννίνων. Όταν διαπίστωσε πως ο Αλής δεν είχε πια την τύχη με το μέρος του, τον εγκατέλειψε και μαζί με τον Ανδρούτσο και πολλούς άλλους πέρασε στο σουλτανικό στρατόπεδο. Η συμμετοχή του στον Αγώνα: Τόν Ιανουάριο του 1821 έχοντας εγκαταλείψει και τα στρατεύματα του σουλτάνου συμμετείχε στη σύσκεψη των Ελλήνων καπεταναίων στη Λευκάδα που πραγματοποιήθηκε για την προετοιμασία της επανάστασης. Λίγο νωρίτερα ασφάλισε την οικογένειά του στο νησάκι Κάλαμος απέναντι από τα ακαρνανικά παράλια. Τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς πήγε στη Βόνιτσα για να προετοιμάσει το έδαφος για το γενικό ξεσηκωμό, μη βρίσκοντας όμως συμπαράσταση από τους οπλαρχηγούς της περιοχής. Στην συνέχεια συγκρούστηκε στα Τζουμέρκα με τους Τούρκους και οργάνωσε στρατόπεδο στο Πέτα της Άρτας. Από εκεί στις 30/5 επιτέθηκε με 40 μόνον άνδρες κατά των Τούρκων στο Κομπότι, για να επακολουθήσει δεύτερη σύγκρουση στην ίδια περιοχή στις 8 Ιουνίου της ίδιας χρονιάς. Εκεί ο Καραϊσκάκης τραυματίστηκε σοβαρά. Στη συμπλοκή αυτή χτυπούσε πυροβολώντας τους Τούρκους μαινόμενος, βρίζοντας και σαρκάζοντας τους αντιπάλους του. Όταν οι Τουρκαλβανοί είχαν αρχίσει να υποχωρούν, ο Καραϊσκάκης ανέβηκε πάνω σ' ένα βράχο κι αφού φώναξε δυνατά για να προκαλέσει την προσοχή των υποχωρούντων Τούρκων, σήκωσε επιδεικτικά τη φουστανέλα του και τους έδειχνε τα οπίσθιά του για να τους χλευάσει. Όμως ένας Γκέκας τον πυροβόλησε και τον πέτυχε στα επιδεικνυόμενα μέλη. Το τραύμα αυτό του στοίχισε μακρά θεραπεία στο Λουτράκι του Αμβρακικού, όπου και μεταφέρθηκε, μετά από αυτό το γεγονός167. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους επέστρεψε στην ενεργό δράση και μαζί με το Μακρυγιάννη κατέλαβαν την Άρτα. Τον Ιανουάριο του 1823 νίκησε τους Τούρκους στη μάχη του Σοβολάκου, υποχρεώνοντας τους ηττημένους να ζητήσουν καταφύγιο στο Βραχώρι (Αγρίνιο). Την άνοιξη της ίδιας χρονιάς όταν ζητήθηκε από τον Καραϊσκάκη να “προσκυνήσει”, εκείνος, παρά τη μεγάλη συγκέντρωση τουρκικών δυνάμεων στη Λάρισα και τα Τρίκαλα, εκείνος αρνήθηκε. Οι διενέξεις του με την Κεντρική Διοίκηση: Μετά την προηγούμενή του νίκη ο Καραϊσκάκης απαίτησε από την κεντρική διοίκηση το αρματολίκι των Αγράφων, πράγμα που η “Γερουσία της Δυτικής Χέρσου Ελλάδος”, απέρριψε, δίνοντας αντ' αυτού τη θέση του αρματολού στον Γιάννη Ράγκο. Αποτέλεσμα αυτής της απόφασης ήταν η ανοιχτή σύγκρουση Ράγκου και Καραϊσκάκη. Πίσω από την απόφαση αυτή της διοίκησης ήταν ο Μαυροκορδάτος ο οποίος ποτέ δεν έκρυψε την αντιπάθειά του προς τον Θεσσαλό οπλαρχηγό. Το καλοκαίρι του 1823 έφτασε στα Τρίκαλα ο πασάς της Σκόδρας Μουσταής ή Μαχμούτ και απαίτησε από τον Καραϊσκάκη υποταγή. Εκείνος αρνήθηκε αλλά, επειδή δεν διέθετε ισχυρές δυνάμεις, εγκατέλειψε τα Άγραφα στέλνοντας ενισχύσεις στα στρατεύματα του Μάρκου Μπότσαρη στο Καρπενήσι. Ο ίδιος χτυπημένος από φυματίωση κατέφυγε στη Μονή του Προυσού, 167. Δ. Κόκκινος, ό.π. ,σ. 541

προσωρινά και τον Οκτώβριο του ίδιου έτους στην Κεφαλλονιά για να εξεταστεί από γιατρούς, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι η αρρώστια του ήταν ανίατη. Το Δεκέμβριο του ίδιου έτους είδε για μια φορά ακόμη την οικογένειά του στην Ιθάκη. Τον επόμενο μήνα ο Καραϊσκάκης διορίστηκε από το Μαυροκορδάτο, για να εξουδετερωθεί κατά κάποιον τρόπο, στρατιωτικός διοικητής Μεσολογγίου. Εδώ ο Καραϊσκάκης έπεσε σε ένα παράπτωμα, οι συνέπειες του οποίου τον ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια. Το 1824, λοιπόν, ο Καραϊσκάκης ήλθε σε αντιπαλότητα με τη διοίκηση Στ. Ελλάδας. Κατά τη διάρκεια της συνέλευσης στο Μεσολόγγι, είχε ασθένησει και μεταφερθεί στο Ανατολικό, παραμένοντας εκεί μέχρι να αναρρώσει, ενώ οι υπόλοιποι οπλαρχηγοί συνέχισαν τον αγώνα. Ο Καραϊσκάκης φαινόταν δυσαρεστημένος επειδή η επιτροπή υπολόγισε για λογαριασμό του λιγότερους μισθωτούς στρατιώτες κι επειδή συνεχώς δεχόταν παρατηρήσεις για τις καθημερινές αταξίες τους. Στις 19/3 ένας ανιψιός του λογομάχησε με δυο ψαράδες απ' το Μεσολόγγι, οι οποίοι τον χτύπησαν και εν συνεχεία εξαφανίστηκαν. Την επομένη ο Καραϊσκάκης έστειλε μερικούς στρατιώτες του στο Μεσολόγγι για να συλλάβουν τους ενόχους. Αυτοί επειδή δεν βρήκαν τους ψαράδες, συνέλαβαν δυο προκρίτους και τους παρέδωσαν στον Καραϊσκάκη στο Ανατολικό. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά επιπλέον διέταξε τους στρατιώτες του να καταλάβουν το Βασιλάδι, όπου βρίσκονταν και επτά τουρκικά πλοία. Συγχρόνως, σαν σε συνεννόηση, 300 Οθωμανοί ερχόμενοι από τη Ναύπακτο, κατέλαβαν, προωθούμενοι, τη θέση Κακή Σκάλα. Αργότερα, ο Καραϊσκάκης κατηγορήθηκε ότι την ίδια περίοδο είχε στείλει ένα πρωτοπαλίκαρό του, τον Κ. Βουλπιώτη, στα Γιάννινα για συνομιλίες με τον Ομέρ Βρυώνη. Η πραγματικότητα όμως είναι πως ο Μαυροκορδάτος υπέδειξε τον Καραϊσκάκη να έρθει σε πρόσκαιρη συμφωνία με τους Τούρκους, τα λεγόμενα “καπάκια” που ήταν γενικά συνηθισμένα κατά την περίοδο του Αγώνα. Όλα αυτά έδωσαν λαβή για υποψίες επιβουλής του αγώνα από μέρους του Θεσσαλού οπλαρχηγού. Η διοίκηση έδωσε εντολή στον Καραϊσκάκη να αφήσει τους προκρίτους, ελευθερώνοντας συγχρόνως κάποιους δικούς του που κρατούνταν στο Μεσολόγγι, ενισχύοντας συγχρόνως την άμυνα της πόλης. Λίγο αργότερα ο Μαυροκορδάτος και άλλοι οπλαρχηγοί πήγαν στο Ανατολικό και κατόπιν οδήγησαν τον Καραϊσκάκη στο Μεσολόγγι για ανακρίσεις, ενώ διορίστηκε ειδική επιτροπή για να τον δικάσει με την κατηγορία της προδοσίας. Η επιτροπή αυτή στις 2 Απριλίου έβγαλε τη απόφασή της, σύμφωνα με την οποία ο Καραϊσκάκης καταδικαζόταν ως προδότης της πατρίδας.[Ας μην ξεχνάει ο αναγνώστης ότι βρισκόμαστε στην περίοδο των εμφυλίων πολέμων] Εκείνος όμως μαζί με αρκετούς από το σώμα του, ξέφυγε από το Μεσολόγγι και εισέβαλε στον Ασπροπόταμο λεηλατώντας κάποια χωριά168. Στη συνέχεια, με διαταγή της τουρκικής αρχής, εκδιώχτηκε από τους αρματολούς της περιοχής. Από εκεί καταδιωκόμενος κατέφυγε αρχικά στα Άγραφα κι έπειτα από συγκρούσεις με τους “κυβερνητικούς”, που ενισχύθηκαν και από οθωμανικές δυνάμεις υπό την ηγεσία του δερβέναγα Σούλτζια Κόρτζια, στο Καρπενήσι, όπου κλείστηκε πολιορκούμενος στον Ναό του Αγίου Αθανασίου, όμως κι από εκεί κατάφερε να ξεφύγει. Λίγο αργότερα, μην αντέχοντας τις συνεχείς διώξεις, έστειλε επιστολή συγνώμης στον Μαυροκορδάτο, όπου μεταξύ άλλων έγραφε: “Δεν ηξεύρω, αν είναι από τα κρύα τα πολλά όπου αρρώστησα πάλιν, ή από τους τόσους αφορισμούς όπου μου εκάματε. Και σε 168. Σπ. Τρικούπης, 3ος τόμος, ό. π., σσ. 120-1.

παρακαλώ να με συγχωρήσει η διοίκησις και όλοι οι Χριστιανοί, και να μου στείλει μια συγχωρητική ευχή από τον αρχιερέα169” Όμως η αίτηση αυτή δεν έγινε δεκτή αρχικά. Πάντως λίγους μήνες αργότερα ο Καραϊσκάκης έγινε και πάλι δεκτός με τιμές από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς και τη διοίκηση. Λίγους μήνες αργότερα συμμετείχε στις εμφύλιες συγκρούσεις στο πλευρό του Κωλέττη και των κυβερνητικών. Μάλιστα στη διάρκεια μιας εκστρατείας στα Καλάβρυτα λεηλάτησε σπίτια της οικογένειας των Ζαΐμηδων. Αυτό σίγουρα είναι η μελανότερη σελίδα στην ένδοξη ιστορία του Θεσσαλού ήρωα. Το Μάιο του 1825 ο Καραϊσκάκης έφτασε στο Δίστομο μετά από οδηγίες της κυβέρνησης για να ανασυγκροτήσει τον επαναστατικό αγώνα που έπνεε τα λοίσθια στη Ρούμελη. Εκεί αντιμετώπισε με επιτυχία την πολιορκία της κωμόπολης απ' τους Τούρκους της Άμφισσας, ενώ στη συνέχεια απάλλαξε τους κατοίκους της ορεινής Ευρυτανίας από τους Τούρκους. Έπειτα κατευθύνθηκε στο Μεσολόγγι για να βοηθήσει τους πολιορκημένους κατοίκους του, προσφέροντες μεγάλες υπηρεσίες στην ανακούφιση των εξαντλημένων ελληνικών δυνάμεων της πόλης. Στα τέλη Οκτωβρίου είδε για τελευταία φορά την οικογένειά του στον Κάλαμο, πριν επιστρέψει ξανά στο Μεσολόγγι για την τελική σύγκρουση. Κατά τη διάρκεια της εξόδου των πολιορκημένων ο Καραϊσκάκης ήταν άρρωστος από φυματίωση. Μετά την ατυχή εξέλιξη στο Μεσολόγγι ο Ζαΐμης παραβλέποντας την παλιά διαμάχη του με το Θεσσαλό ήρωα, διόρισε τον Καραϊσκάκη αρχιστράτηγο της Ρούμελης (Ιούλιος 1826). Τον ίδιο μήνα ο νέος αρχιστράτηγος οργάνωσε στην Ελευσίνα στρατόπεδο με δύναμη 660 ανδρών με στόχο να ανακουφίσει τους πολιορκημένους Έλληνες στην Ακρόπολη, που απειλούνταν από τον ισχυρό κλοιό του Κιουταχή. Τους επόμενους μήνες αντιμετώπισε τους Τούρκους στη Δόμβραινα, στον Όσιο Λουκά, στην Αράχωβα, στο Κερατσίνι και στο Τουρκοχώρι, προσθέτοντας και άλλες μεγάλες επιτυχίες στη νικηφόρα αρχιστρατηγία του. Η ήττα μάλιστα των Τούρκων στην Αράχωβα μπορεί να συγκριθεί μόνο με τη νικηφόρα μάχη των Δερβενακίων, μιας και οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν στα πεδία του Παρνασσού περισσότερους από 1.700 νεκρούς συμπολεμιστές τους. Στο μεταξύ αρχιστράτηγος των ελληνικών δυνάμεων τοποθετήθηκε από την Γ΄ Εθνοσυνέλευση ο Άγγλος Ριχ. Τσωρτς, ενώ αρχιναύαρχος ο Τόμας Κόχραν. Σύντομα οι δυο τους ήρθαν σε ρήξη με τον Καραϊσκάκη για τον τρόπο αντιμετώπισης του Κιουταχή, που επιδράμοντας στη Αττική απειλούσε την Ακρόπολη των Αθηνών, το μοναδικό οχύρωμα που είχαν ακόμη υπό την κατοχή τους οι επαναστάτες. Στις 21 Απριλίου του 1827 οι δυο πλευρές ήρθαν σε συνεννόηση και βρήκαν τον “κοινό τόπο” που γεφύρωνε τις διαφωνίες τους. Όμως την επομένη, κι ενώ ο Έλληνας αρχιστράτηγος παρουσίαζε υψηλό πυρετό λόγω της έξαρσης της νόσου του, μερικοί μεθυσμένοι Κρητικοί170 που τους είχε προσλάβει με μισθό ο Κόχραν, αφού επιτέθηκαν τελείως ανοργάνωτα στις δυνάμεις του Κιουταχή, άρχισαν να υποχωρούν. Για να μην πάρει έκταση αυτή η απρόοπτη και όχι οργανωμένη σύγκρουση, ο Καραϊσκάκης όρμησε στο πεδίο της, όπου όμως τραυματίστηκε σοβαρά στη βουβωνική χώρα. Αμέσως κάποιοι στρατιώτες του τον μετέφεραν στο πλοίο του Τσωρτς. Την προηγουμένη του θανάτου του ο ήρωας είπε στους συμπολεμιστές του που βρίσκονταν στο πλευρό του: “Να η διαθήκη μου: στο γιο μου αφήνω το όπλο μου, το μόνο χτήμα μου αυτή τη 169 . Σπ. Τρικούπης, 3ος τόμος, ό. π., σ. 121. 170. Καρλ Μέντελσον- Μπαρτόλντι, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Κυριακάτικη 2011, σ.177.

στιγμη. Τη θυγατέρα μου την παραδίδω σε σας, παλιοί μου σύντροφοι. Αυτά για μένα. Τι να σας πω; Ήθελα να είχα όλο τγο έθνος εδώ για να του ειπώ τι αξίζετε... Αύριο το πρωί ελάτε να σας ξαναειδώ. Ο Καραϊσκάκης εξέπνευσε στις 23 Απριλίου του 1827, ανήμερα του Άη-Γιωργιού, παρά τις προσπάθειες των γιατρών. Ο Σπ. Τρικούπης για το τέλος του Καραϊσκάκη “Όταν ο Καραϊσκάκης ξαναγύρισε στη σκηνή του (μετά το θανάσιμο τραυματισμό του) τον μετέφεραν στο γιατρό, ο οποίος τον εξέτασε και διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στο βουβώνα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο του Τσορτς στο Φάληρο (..) ο Καραϊσκάκης αντιλήφθηκε όχι μόνο ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη αλλά και ότι δεν του έμενε ακόμα πολλή ζωή. Για το λόγο αυτό κάλεσε αμέσως στο πλοίο τον ιερέα, εξομολογήθηκε, μετέλαβε, ζήτησε συγχώρεση από όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Αφού τέλειωσε όλα όσα έπρεπε να κάνει σα χριστιανός, μίλησε στους υπόλοιπους σαν πατριώτης και σαν πατέρας. Σαν πατριώτης τους είπε να μη δειλιάζουν, να έχουν τις ελπίδες τους στη βοήθεια του Θεού, να συνεχίζουν να δοξάζουν την Ελλάδα όπως έκαναν ως τότε και να είναι βέβαιοι ότι η πατρίδα θα αποτινάξει τελικά το ζυγό της, όσα κι αν πάθει. Σαν πατέρας παράγγειλε να ζητήσουν εξ ονόματός του αγάπη και προστασία για τα παιδιά του από την κυβέρνηση. Παρά τους δυνατούς πόνους κατάφερε να κρατήσει τη σκέψη του καθαρή και τα λόγια του σωστά ως την τρίτη ώρα μετά τα μεσάνυχτα. Πέθανε μια ώρα αργότερα και την επομένη η σορός του μεταφέρθηκε στη Σαλαμίνα για να ταφεί στο μέρος που είχε ζητήσει. (..) αυτό ήταν το περιστατικό που τερμάτισε τη ζωή του Καραϊσκάκη τη στιγμή ακριβώς που η χώρα είχε τόσο μεγάλη ανάγκη από τις υπηρεσίες του.” Σπ. Τρικούπης, Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, Εκδ. Λιβάνη, 1992, τόμος 4, σσ. 144-5.

Σύμφωνα με νεώτερες ιστορικές έρευνες ο θάνατος του ίσως να μην οφείλονταν σε εχθρικό βόλι, αλλά σε κάποια δολοφονικά χέρια. Άλλωστε η βρετανική πολιτική την εποχή εκείνη ενδιαφερόταν για τον περιορισμό της επανάστασης στην περιοχή της Πελοποννήσου και μόνον, πράγμα το οποίο είναι βέβαιον ότι δεν θα δεχόταν ποτέ ο Καραϊσκάκης. Η ουσία είναι πως με το θάνατό του επικράτησε η ολέθρια πολιτική των Άγγλων, που οδήγησε με τα τεχνάσματά τους στην απώλεια τελικά της Ακρόπολης από τους Έλληνες.

Ι΄ Η Λάρισα επιτελικό στρατιωτικό κέντρο των Οθωμανών Μετά το θάνατο του Αλή πασά, και την κήρυξη της ελληνικής Επανάστασης, όλες οι διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις των Οθωμανών συγκεντρώθηκαν στη Λάρισα και τους γύρω οικισμούς. Μέχρι το τέλος του 1821 πασάδες απεσταλμένοι από την υψηλή Πύλη έφτασαν στη Λάρισα με τη διαταγή να συγκεντρώσουν τουλάχιστον 20.000 άνδρες για την καταστολή της ελληνικής Επανάστασης. Οι πασάδες αυτοί ήταν ο Βεράμ, ο Μεχίμ, ο Αλή Σχουδίν και ο Χατζη-Μπεκίρ171. Την άνοιξη του επομένου έτους είχαν συγκεντρωθεί γύρω από τη Λάρισα ισχυρή δύναμη 24.000 ανδρών και 6.000 ιππέων. Γενικός συντονιστής του τμήματος αυτού είχε οριστεί ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης, ενώ ο προκάτοχός του Χουρσίτ, που είχε πέσει σε δυσμένεια το προηγούμενο διάστημα, είχε αποτραβηχθεί και δεν συμμετείχε στις προετοιμασίες. Όμως, όπως ίσως γνωρίζουμε, η στρατιά αυτή του Δράμαλη συνετρίβη από τους Κολοκοτρώνη και Νικηταρά, που ήταν επικεφαλής μιας μικρής δύναμης 2.500 ανδρών, στα Δερβενάκια, την 26η/7/1822. Έτσι ο Δράμαλης έπεσε σε μελαγχολία που, κατά πολλούς, τον οδήγησε στο θάνατο, την 27η Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς. Η ήττα όμως των Τούρκων στην Πελοπόννησο έφερε τον Χουρσίτ σε ακόμα χειρότερη θέση διότι κατηγορήθηκε ότι δεν συνέδραμε την προσπάθεια του 171. Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, σ. 209.

Δράμαλη. Αυτό το τελευταία κατηγορία συνοδευόταν και από την υποψία ότι ο ίδιος είχε καταχραστεί θησαυρούς του Αλή πασά τον οδήγησαν στην οριστική δυσμένεια του σουλτάνου Μαχμούτ. Μόλις πληροφορήθηκε από ανθρώπους του ότι η Πύλη σχεδίαζε την καταδίκη του σε θάνατο, αυτοκτόνησε προλαμβάνοντας τις εξελίξεις. Ο τάφος του, η μάλλον η επιτύμβια στήλη του, σωζόταν μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα στην περιοχή του Πέρα Μαχαλά. Όμως την τιμωρία που απέφυγε όσο ήταν εν ζωή, δεν την απέφυγε μετά θάνατον. Λίγες μέρες μετά την αυτοκτονία του ήρθαν στη Λάρισα ζαπτιέδες172 από την Πόλη, έχοντας στα χέρια τους σουλτανικό φιρμάνι, και ξέθαψαν το πτώμα του Χουρσίτ και αφού έκοψαν το κεφάλι το τοποθέτησαν σε ασημένια λεκάνη και το παρέδωσαν στον Οθωμανό σουλτάνο. Υπάρχει και η άλλη όμως άποψη, που δεν ομιλεί περί αυτοκτονίας του Χουρσίτ. Σύμφωνα μ' αυτή ο Χουρσίτ εκτελέστηκε δι' αποκεφαλισμού, κοντά στην όχθη του Πηνειού,στη θέση Κινάμ Βέη, μετά από φιρμάνι που προσκόμισαν απεσταλμένοι του σουλτάνου. Πάντως η μνήμη του Χουρσίτ έμενε για χρόνια ζωγραφισμένη με μελανά χρώματα στο νου των χριστιανών της Λάρισας, οι οποίοι με φρίκη θυμούνταν τα κατορθώματά του στη θεσσαλική πόλη. Δεν περνούσε άλλωστε ούτε μια μέρα χωρίς να θανατωθεί κάποιος Έλληνας, είτε με αγχόνη είτε με το φρικτότερο τσιγκέλι173. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εν όψει της αυτονόμου Ελλάδας του 1828 οι Οθωμανοί οχύρωσαν ακόμα περισσότερο τη Λάρισα σκάβοντας βαθύτερη τάφρο περιμετρικά της πόλης (εκεί που σήμερα η οδός Πολυτεχνείου). Τα έργα αυτά αποπερατώθηκαν το 1829 και έγιναν κυρίως με εργασία – αγγαρεία των χριστιανών της πόλης.

ΙΑ΄ Ο μαρτυρικός θάνατος του Μητροπολίτη Λαρίσης Πολυκάρπου Δαρδαίου Στις 28 Μαρτίου του 1811 ο Πολύκαρπος Δαρδαίος, ο ιεράρχης που καταγόταν από τη Δάρδα της Βορείου Ηπείρου, τοποθετήθηκε μητροπολίτης Λάρισας. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους εγκαταστάθηκε στη Λάρισα. Όταν διορίστηκε ο Βελής διοικητής στη Θεσσαλία, ο Πολύκαρπος ανέπτυξε μαζί του φιλικές σχέσεις. Όμως ένα επεισόδιο που συνέβη μεταξύ του μητροπολίτη και του Αλή δημιούργησε μια έχθρα μεταξύ τους. Όταν λοιπόν ο γραμματικός του Βελή έστειλε ένα έγγραφο με το οποίο ήθελε να ανακατευθεί στα εκκλησιαστικά πράγματα, ο Πολύκαρπος το έσκισε. Τότε ο Βελής διέταξε τη φυλάκιση του μητροπολίτη, αλλά λίγες ημέρες αργότερα, μετά από επέμβαση του Βηλαρά, που ήταν γιατρός του πασά, απελευθερώθηκε. Ένα δεύτερο επεισόδιο συνέβη όταν ο Βελής απαίτησε τη χειροτονία στην επισκοπή Σταγών ενός μοναχού Ανθίμου, που ήταν αδελφός μιας χανούμισσάς του. Ο Πολύκαρπος αρνήθηκε με πείσμα αλλά, μετά από απειλές του Βελή, τον χειροτόνησε, φωνάζοντας όμως την πιο επίσημη στιγμή της χειροτονίας “ανάξιος”. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο Αλής διέταξε τη σύλληψή του. Ο μητροπολίτης κατάφερε τελικά να διαφύγει στο Βόλο κι από εκεί με πλοίο στην Κων/λη (Ιανουαρίος 1818). Μετά την άφιξη στη Λάρισα του Δράμαλη και τη δυσμένεια που είχαν περιπέσει ο Αλής και οι γιοι του, ο Πολύκαρπος επέστρεψε στη Λάρισα. Μια από τις πρώτες συναντήσεις που είχε ο 172. Χωροφύλακες – αστυνομικοί. 173. Οι δύστυχοι καταδικασμένοι σηκώνονταν με ειδική ανυψωτική μηχανή και εν συνεχεία αφήνονταν να πέσουν πάνω σε αιχμηρό μεγάλο τσιγκέλι, βρίσκοντας φρικτό, βασανιστικό και αργό θάνατο. Αξίζει να σημειώσουμε πως ο διαβόητος Αλής ήταν ο κύριος εφαρμοστής αυτής της θανατικής ποινής. Μάλιστα η παραλία του Αλμυρού ήταν ένας τέτοιος τόπος θανάτωσης, γι΄αυτό και η ονομασία της περιοχής Τσιγκέλι.

μητροπολίτης ήταν αυτή με τους αρματολούς Στουρνάρα, Λαζόπουλο, Ζαχείλα, Δράκο και Σουλιώτη. Στη σύσκεψη αυτή ο Πολύκαρπος συνέστησε τους καπεταναίους να συμβάλλουν στην εκστρατεία που σχεδίαζαν οι Οθωμανοί κατά του Αλή. Ο Δράμαλης, φοβούμενος πιθανή στάση των χριστιανών της Λάρισας και των περιχώρων, φοβόταν τον Πολύκαρπο. Έτσι εγκατέστησε μόνιμη φρουρά από τρεις στρατιώτες του μπροστά από την έδρα του. στις 20 Ιουλίου του 1821 ο Δράμαλης διέταξε να συλλάβουν τον μητροπολίτη, ενεργώντας στα πλαίσια των γενικότερων διώξεων κατά της ορθοδόξου ιεραρχίας της περιόδου εκείνης. Ο Πολύκαρπος φυλακίστηκε στα υπόγεια του Διοικητηρίου της πόλης, όπου δέχτηκε την επίσκεψη του Στουρνάρη. Όταν εκείνος προσφέρθηκε να τον φυγαδεύσει εκείνος αρνήθηκε. Ο Μαχμούτ πασάς Δράμαλης μετά από πολλές αμφιταλαντεύσεις αποφάσισε να τον θανατώσει. Έτσι την 17η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους έστειλε κάποιον Οσμάν να πάρει τον ηρωικό μητροπολίτη από τη φυλακή του για να τον μεταφέρει δήθεν σε άλλη. Όταν πέρασε υπό συνοδεία μπροστά από τον Δράμαλη, του μίλησε αυστηρά με ηρωισμό και παρρησία. Τότε όρμησαν εναντίον του πέντε φύλακες και τον οδήγησαν στην όχθη του Πηνειού. Ένας Έλληνας λευκαντζής, που έπλενε εκεί κοντά ρουχισμό υπήρξε αυτήκοος μάρτυρας. Ας δούμε τη μαρτυρία του: “ Ο δεσπότης απευθύνθηκε προς του καφάσηδες και τους λέει: “Δεν είναι ανάγκη να με δέσετε καθότι εγώ ξέρω δε γλιτώνω”. Έπειτα έβγαλε το φόρεμά του και τους το έδωσε. Τους έδωσε και το μικρό πουγκί του, κάτι δε έριξε μέσα στο ποτάμι. Έπειτα τους είπε: “Ησυχάστε να κάνω τον ντουβά μου (προσευχή)”. Και έτσι σηκώνει τας χείρας του άνω, προσεύχεται, ευλογεί από τα τέσσερα μέρη τους χριστιανούς. Έπειτα γονατίζει και τους λέει: “Βούρουνους (χτυπάτε)”! Του τραβούν μία με την μάχαιραν, δεν τον κόπτουν, τραβούν και δευτέραν, ομοίως. Αυτός εν μέσω των αιμάτων τους λέγει: “Χτυπάτε βρε σκυλιά”! Κι έτσι με το τρίτον τον απέκοψαν. Πιάνοντας δε την κεφαλήν από τα γένια την επέταξαν εις τη μέσην του ποταμού, το δε σώμα του, το οποίον είχε μείνει με το υποκάμισον, το έσπρωξαν εις την άκρην του ποταμού και ήρχισε να επιπλέει.174” Ο Δράμαλης εν συνεχεία δέχτηκε μετά από παράκληση του Μολά (ιεροδικαστή) της Λάρισας να επιτρέψει στους χριστιανούς της πόλης να τον θάψουν. Αμέσως λοιπόν οι πιστοί βρήκαν στο ποτάμι το σώμα του Εθνομάρτυρα και μετά από λίγη προσπάθεια και το κεφάλι του. Όμως αυτό το τελευταίο το άρπαξαν δυο Οθωμανοί, άνθρωποι του Δράμαλη, οι οποίοι αφού το ... έγδαραν, παρέδωσαν το μεν γδαρμένο λείψανο του κρανίου στους Λαρισαίους χριστιανούς, ενώ έπειτα παραγέμισαν το δέρμα του κεφαλιού του μητροπολίτη με βαμβάκι και το έδωσαν εν είδει λαφύρου στο βάρβαρο Δράμαλη, ο οποίος το έστειλε, φανταζόμαστε όλο χαρά και περηφάνια για το σπουδαίο έργο του, στον βασιλιά των αιμοβόρων αρπακτικών, το σουλτάνο δηλαδή. Στις 5 η ώρα το απόγευμα της ίδιας μέρας έγινε με τιμές η κηδεία του ηρωικού ιεράρχη, προεξάρχοντος του τοποτηρητή της Μητροπόλεως Λαρίσης, επισκόπου Θαυμακού Κυρίλλου. Το σώμα του Πολυκάρπου ετάφη με όλες τις προσήκουσες τιμές έξω από το ιερό βήμα του Ναού του Αγίου Αχιλλίου.

174. Β. Βουτσιλάς, Μ. Αβραμόπουλος, Λάρισα, Αύγουστος 1962, σ. 48,49.

Κεφάλαιο 7ο Η δημιουργία του πρώτου Ελληνικού βασιλείου - θεσσαλικά εδάφη που ελευθερώθηκαν. Α΄ Οι συνθήκες που προηγήθηκαν Στην Πετρούπολη συναντήθηκαν τον Απρίλιο του 1826 επιτετραμμένοι της Ρωσίας και της Αγγλίας συμφώνησαν να αναλάβουν τη διαμεσολάβηση για το λεγόμενο “ελληνικό ζήτημα”. Μεταξύ των προτάσεων της συνθήκης, που έμεινε γνωστό ως “Πρωτόκολλο της Πετρούπολης”, περιλαμβανόταν η πρόταση για αυτόνομη Ελλάδα. Τον Ιούλιο του 1827 Αγγλία Γαλλία και Ρωσία, με τη λεγόμενη (πρώτη) “Συνθήκη του Λονδίνου”, προσφέρουν τη μεσιτεία τους στην ελληνοτουρκική διένεξη προτείνοντας τον “εντελή διαχωρισμό μεταξύ των ατόμων των δύο χωρών”, χωρίς όμως να προσδιορίζονται σύνορα. Ακολούθησε η “Συνθήκη της Αλεξανδρείας” η οποία συνήφθη μεταξύ των τριών εγγυητριών Δυνάμεων και του Μωχάμετ Άλι της Αιγύπτου. Σύμφωνα με της αποφάσεις της συνθήκης αυτής θα ανταλλάσσονταν Έλληνες και Αιγύπτιοι αιχμάλωτοι, μετά την εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, που είχε προηγηθεί. Τέλος το Σεπτέμβριο του 1828 έγινε η “Διάσκεψη του Πόρου”, στην οποίαν συμμετείχαν οι τρεις πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων. Η βασικότερη απόφαση της διάσκεψης ήταν η πρόταση για ορισμό συνόρων του νέου ελληνικού κράτους στη γραμμή ΠαγασητικόςΑμβρακικός. Στη διάσκεψη αυτή, που σημειωτέον είχε προσκληθεί και ο σουλτάνος χωρίς όμως να στείλει απεσταλμένο, προτάθηκε επίσης να συμπεριληφθούν στο νέο κράτος η Κρήτη και η Σάμος. Β΄ Το Πρωτόκολλο του Λονδίνου (Αυτόνομη Ελλάς) Οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης, μετά την καταναυμάχηση του τουρκικού στόλου στο Ναβαρίνο, αποφάσισαν να λειτουργήσουν ως επιδιαιτητές μεταξύ Οθωμανών και Ελλήνων προτείνοντας στα δυο αντίπαλα μέρη τα όρια που θα είχε το τελεσίδικα αναγνωρισμένο ελληνικό κράτος. Έτσι οργανώθηκε απ' αυτούς μια διάσκεψη στο Λονδίνο. Η διάσκεψη του Λονδίνου, που είχε διακόψει τις εργασίες της το προηγούμενο έτος για διαβουλεύσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, ξανάρχισε τις εργασίες της το Μάρτιο του 1829. Ο πληρεξούσιος της Γαλλίας πρότεινε να γίνει δεκτή η γραμμή Βόλου - Αμβρακικού, ως σύνορο του νέου, αυτονόμου στην αρχή και ανεξαρτήτου στη συνέχεια, ελληνικού κράτους. Ο εκπρόσωπος της Ρωσίας συμφώνησε με την άποψη των Γάλλων, όμως ο Άγγλος σύνεδρος πρότεινε να απορριφθεί η άποψη αυτή διότι, κατά τη γνώμη του, ούτε η Οθωμανική αυτοκρατορία θα παραχωρούσε τέτοια μεγάλη έκταση, αλλά... ούτε και οι Έλληνες θα μπορούσαν να την κατακτήσουν και να την διατηρήσουν στην κατοχή τους. Οι Άγγλοι μάλιστα προχώρησαν κι ένα βήμα περισσότερο απέναντι στις ελληνικές θέσεις: Πρότειναν οι προτάσεις που θα υιοθετούνταν στη Διάσκεψη να κοινοποιούνταν στην Οθωμανική κυβέρνηση ως ένα απλό σχέδιο που ήταν βάση για διαπραγματεύσεις, ενώ οι άλλες δύο χώρες πίστευαν ότι οι όποιες αποφάσεις τους έπρεπε να είχαν χαρακτήρα δεσμευτικό για και τα δύο αντίπαλα μέρη. Ύστερα από αμοιβαίες υποχωρήσεις των τριών εκπροσώπων συντάχθηκε και υπογράφηκε το λεγόμενο Πρωτόκολλο του Λονδίνου με ημερομηνία 10 Μαρτίου 1828 (π.

Ημερολόγιο) ή 22/3/1828 (ν. η.). Το πρωτόκολλο όριζε ως μεθοριακή γραμμή αυτονόμου Ελλάδας – Τουρκίας “ την γραμμήν που άρχεται από το στόμιον του Παγασητικού κόλπου, φτάνουσα εις την κορυφήν της Όθρυος, εκτείνεται κατ' ευθείαν μέχριν της κορυφής της προς Ανατολάς των Αγράφων, εν η εστί το σημείον της ενώσεως μετά της Πίνδου ... κατέρχεται εις την κοιλάδαν του Αχελώου, προς το μεσημβρινόν μέρος του Λεοντίτου, το οποίον μένει εις την Τουρκίαν, (επ)ειτα διέρχεται την σειράν του Μακρυνόρους, περιλαμβάνει το ομώνυμον στενόν, το από της πεδιάδος της Άρτης αρχόμενον, και καταλήγει διά του Αμβρακικού κόλπου εις την θάλασσαν (Ιόνιο)” Το Πρωτόκολλο όριζε ακόμα ότι στο νέο κράτος θα συμπεριλαμβανόταν, πλην της Στερεάς και της Πελοποννήσου, η Εύβοια και οι Κυκλάδες, ενώ δεν γινόταν καμιά αναφορά στις Σποράδες. Ακόμα το Πρωτόκολλο όριζε έναν ετήσιο φόρο, 1,5 εκατομμ. γροσίων, που θα έπρεπε να πληρώνει κάθε χρόνο το νεοσύστατο ελληνικό κράτος προς το σουλτάνο, όπως και τις αποζημιώσεις που θα δίνονταν στους Οθωμανούς για τις απώλειες των περιουσιακών τους στοιχείων. Ακόμα προβλέπονταν κληρονομικός ηγεμόνας για την Ελλάδα που θα οριζόταν με τη σύμφωνη γνώμη του σουλτάνου και των τριών μεγάλων δυνάμεων. Μια επιστολή του Βιάρου Καποδίστρια, αδελφού του Ι. Καποδίστρια προς τον Κυβερνήτη, που του αναφέρει την αναλογία ελληνικού και τουρκικού πληθυσμού στη Θεσσαλία. “ Εξοχότατε (...) Ο στατιστικός πίναξ τον οποίον προσφέρω (...) περί δε των πηγών (ενν. για τους αριθμούς που αναφέρει) είχον υπ' όψιν μου τα κατάστιχα του Αλή πασά, όστις κατείχε το μεγαλότατον μέρος της γης(...)

Επαρχία - πόλεις

Τούρκοι

χριστιανοί

το όλον

2500

3500

6000

Τρίκαλα – χωρία (200)

10000

55000

65000

Σύνολον (Ε. Τρικάλων)

12500

58500

71000

7500

2500

10000

Λάρισα – χωρία (190)

13000

95000

108000

Λάρισα σύνολον

20500

97500

108000

Φέρσαλα - πόλις

500

1250

1750

Τρίκαλα πόλις

Λάρισσα πόλις

Φέρσαλα χωρία (18)

-

10250

10250

Δομοκός χωρία 25

-

7500

7500

3500

5000

22500

22500

26000

27500

3500

3500

Ελασσόνα πόλις Ελασσόνα- χωρία 45

1500 -

Ελασσόνα - σύνολον

1500

Πλαταμώνας–χωρία 16 Φανάρι-Καρδίτζα χ. 80

1500

32000

33500

Αρμυρός πόλις

1000

1500

2500

7500

7500

9000

10000

Αρμυρός χωρία Αρμυρός σύνολον

1000

Βελεστίνος χωρία 10 Νέα Πάτρα πόλις Ν. Πάτρα χωρία 68

250

3000

3250

1000

4000

5000

61500

61500

-

Ν. Πάτρα σύνολον

1000

65000

66500

Ζητούνι- Δομοκός και Γούρα ομού

2500

24000

26500

Γενικόν σύνολον

41.250

338.000

379.250

Γ΄ Τα Πρωτόκολλα της 3ης Φεβρουαρίου 1830 (ανεξάρτητη Ελλάς) Ύστερα από διαβουλεύσεις τριών μηνών μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων πάνω στο ζήτημα του μελλοντικού “ηγεμόνα” της Ελλάδας, εγκρίθηκε από την αγγλική κυβέρνηση στις 11/1/1830, ένα σχέδιο πρωτοκόλλου για τη συνολική ρύθμιση του λεγομένου “ελληνικού ζητήματος”. Την 22α Ιανουαρίου (3/2 ν. η.) του 1830, μετά από αγγλική πρόταση, στη νέα Διάσκεψη του Λονδίνου, διακηρύχτηκε η πολιτική ανεξαρτησία της Ελλάδας. Κατά λέξη το πρώτο άρθρο όριζε: “Η Ελλάς θέλει σχηματίσει έν κράτος ανεξάρτητον και θέλει χαίρει όλα τα δίκαια, πολιτικά, διοικητικά και εμπορικά, τα προσπεφυκότα εις εντελή ανεξαρτησία.” Ουσιαστικά, με το άρθρο αυτό, αναγνωριζόταν διεθνώς το ελληνικό κράτος σαν ομότιμη κρατική οντότητα της Ευρώπης. Παρ' όλη αυτή την επιτυχία για τους εθνικούς στόχους, το παρόν πρωτόκολλο επιφύλασσε και δυσμενείς όρους σχετικά με τα σύνορα του ανεξάρτητου πλέον ελληνικού κράτους. Έτσι με το 2ο άρθρο του Πρωτοκόλλου αυτού τα σύνορα της Ελλάδας συμπιέζονταν νοτιότερα. Έτσι η οριογραμμή μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας ανατολικά μεν ξεκινούσε από τον Μαλιακό κόλπο175 και ανηφόριζε στην Όθρυ, εξαιρώντας κάθε θεσσαλική περιοχή, ενώ δυτικά κατέληγε στις εκβολές του Αχελώου εξαιρώντας τα ηπειρωτικά εδάφη και τη μισή Αιτωλοακαρνανία. Ο περιορισμός της έκτασης της Ελλάδας οφειλόταν στην προσπάθεια κατευνασμού, από μέρος των μεγάλων δυνάμεων, των Οθωμανών εξαιτίας της πλήρους ανεξαρτησίας της Ελλάδας. Δ΄ Ο διακανονισμός της Κων/λης (συνθήκη Καλεντέρ Κιόσκ) Στις 10/22 Νοεμβρίου, όταν άλλαξε η κυβέρνηση της Αγγλίας, έχοντας στις τάξεις της ως υπουργό εξωτερικών τον Πάλμερστον και πρωθυπουργό τον Γκρέι, η θέση της χώρας αυτής απέναντι στο ελληνικό ζήτημα έγινε πιο ευνοϊκή για το νέο κράτος. Έτσι με απόρρητο έγγραφο της 16ης (28ης) Δεκεμβρίου του 1830 του Άγγλου υπουργού εξωτερικών προς τον αντιπρέσβη της βρεταννικής πρεσβείας στο Ναύπλιο176, του γνωστοποιείται ότι οι μεγάλες δυνάμεις σκέφτονταν να προτείνουν στην Οθωμανική αυτοκρατορία τη βελτίωση των συνόρων του ελληνικού κράτους προς όφελος, φυσικά, των ελληνικών θέσεων, που είχε ήδη γνωστοποιήσει η Ελλάδα στις κυβερνήσεις των χωρών αυτών από τις αρχές του ίδιου έτους και πριν στεγνώσει η μελάνη της προηγούμενης συμφωνίας του Φεβρουαρίου. Αφού έγιναν οι απαραίτητες διαβουλεύσεις με τα ενδιαφέροντα μέρη κλήθηκαν οι πληρεξούσιοι των μεγάλων δυνάμεων στην Κων/λη. Εκεί συμφωνήθηκε και υπογράφηκε η λεγόμενη 175. “Κόλπον Ζητουνίου”, κατά λέξη. 176. Το Ναύπλιο ήταν τότε η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.

Συμφωνία του Καλεντάρ Κιόσκ με ημερομηνία 9/21 Ιουλίου 1832. Μ' αυτή τη συμφωνία βελτιώθηκαν τα σύνορα ελαφρώς υπέρ των ελληνικών θέσεων. Η Λαμία πάντως παρέμενε στα τουρκικά εδάφη, αντίθετα η παράλια πεδιάδα του Μαλιακού περνούσε κατά κύριο λόγο στο ελληνικό κράτος. Μεγαλύτερη βελτίωση των ορίων προέβλεπε η συνθήκη για τα βορειοδυτικά, ενώ σε άρθρο της προβλέπονταν για το εγγύς μέλλον η επανεξέταση του θέματος της προσάρτησης και άλλων γειτονικών περιοχών στο ελληνικό κράτος (Λαμία, Ν. Παγασητικός, κ.α.). Ε΄ Το πρωτόκολλο του Λονδίνου (18/8/1882) Η Διάσκεψη του Λονδίνου, μετά την επανέναρξη των εργασιών της, έκρινε ότι η καλύτερη “γραμμή” για τη χάραξη των ορίων μεταξύ των δύο κρατών ήταν ο άξονας Παγασητικός – Αμβρακικός. Στην ίδια διάσκεψη απορρίφθηκαν όλα τα αιτήματα του σουλτάνου. Η μεταστροφή των Άγγλων στο θέμα της Ελλάδας ήταν πλέον πασιφανής. Σ' αυτό συνέβαλε αποφασιστικά ο εξάδελφος του νέου Βρετανού πρωθυπουργού Τζ. Κάνιγκ, Στράτφορντ Κάνιγκ, ο οποίος διαπνεόταν από φιλελληνικά αισθήματα. Εν τέλει στις 14/26 Δεκεμβρίου ο σουλτάνος, με διακήρυξη του Ρέις εφέντη, αποδέχτηκε την επιλογή του Όθωνα στο θρόνο της Ελλάδας και συμφώνησε με την τελική ρύθμιση των ελληνοτουρκικών συνόρων.

Εικ. Οι θεσσαλικές περιοχές στο ελληνικό κράτος (1832)

Στ΄ Θεσσαλικές περιοχές που ελευθερώθηκαν εντασσόμενες στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος Στο ανεξάρτητο ελληνικό βασίλειο του 1832 εντάχθηκαν ελάχιστες περιοχές της Θεσσαλίας. Έτσι εντός των ορίων του νέου κράτους συμπεριλαμβάνονταν: 1. Τα νησιά των Βορείων Σποράδων (Αλόννησος, Σκιάθος, Σκόπελος και τα γύρω ακατοίκητα, ως επί το πλείστον, μικρότερα νησιά). 2. Περιοχές της Νότιας, σημερινής Μαγνησίας, δηλαδή η περιοχή του Αχιλλείου Αλμυρού, του Πτελεού, της Σούρπης, της Γάβριανης, και άλλων μικρότερων ή εγκαταλελειμμένων οικισμών (όπως η Χαμάκου). 3 Περιοχές του σημερινού Νομού Καρδίτσας, κοντά στα ευρυτανικά Άγραφα. Δηλαδή περιοχές των οικισμών Μούχα, Καροπλεσίου, Νεράιδας, Μολόχας, Ανθηρού, και Μικροχρύσου, που είχαν ενταχθεί στο Νόμο Αιτωλοακαρνανίας του ελληνικού βασιλείου,άλλωστε δεν υπήρχε στο πρώτο κράτος Νομός Ευρυτανίας. Αντίθετα δεν συμπεριλαμβανόταν η περιοχή του Δομοκού που μετά το 1881, την απελευθέρωση δηλαδή της Θεσσαλίας, είχε ενταχθεί στο Νομό Λαρίσης.

Κεφάλαιο 8ο Η επανάσταση στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία το 1854 Η κατάσταση στην Ευρώπη: Το 1853 οι δυτικές και κεντρικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, βλέποντας τη στρατιωτική υπεροχή της ανερχόμενης υπερδύναμης Ρωσίας, αποφάσισαν να κάνουν έναν στρατιωτικό συνασπισμό εναντίον της. Έτσι, έμμεσα, πήραν το μέρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, που την περίοδο εκείνη ήταν σε ολομέτωπο αγώνα με τη Ρωσία. Σ' αυτόν τον αντιρωσικό συνασπισμό μόνη αντίθετη ήταν η φιλική προς τη Ρωσία, μικρή αλλά ομόδοξη Ελλάδα. Όπως γνωρίζουμε ίσως από την ιστορία, σ' αυτή την ρωσοτουρκική σύγκρουση, που έμεινε γνωστή με το όνομα Κριμαϊκός πόλεμος, η Ρωσία τελικά ηττήθηκε. Ο πόλεμος αυτός στάθηκε αφορμή για την Ελλάδα για να επιδιώξει την απελευθέρωση μεγάλων ελληνικών περιοχών οι οποίες στέναζαν κάτω από τον οθωμανικό ζυγό. Η προετοιμασία των επιχειρήσεων: Ο ελληνικός λαός και η ηγεσία του, το βασιλικό ζεύγος Αμαλίας και Όθωνα, γαλουχημένοι στα ιδανικά της λεγόμενης Μεγάλης Ιδέας, νόμισαν ότι παρουσιάστηκε μπροστά τους η μεγάλη ευκαιρία για την επανένωση του Ελληνισμού. Ο ίδιος ο Έλληνας μονάρχης έγινε αρχηγός της πολεμικής οργάνωσης στο ελεύθερο αλλά και στο σκλαβωμένο τμήμα της Ελλάδας. Με εγκυκλίους αλλά και προσωπικές επιστολές στους πλούσιους Έλληνες της διασποράς συγκέντρωνε διάφορα χρηματικά ποσά για την οργάνωση της επανάστασης, έκανε συνεννοήσεις με αξιωματικούς που θα περνούσαν στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία, συγκέντρωνε όπλα και τρόφιμα στις παραμεθόριες επαρχίες και προετοίμαζε εν γένει την κοινή γνώμη για το εγχείρημα της επανάστασης στη Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Αφορμές για το ξέσπασμα της εξέγερσης αποτέλεσαν η καταστροφή του τουρκικού στόλου στον Πόντο από τους Ρώσους και οι δηλώσεις του τσάρου ότι πολεμά για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής των Χριστιανών της Τουρκίας και για τα προνόμια της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η επανάσταση στην Ήπειρο: Μετά τις κρυφές, αλλά και φανερές ενέργειες του Όθωνα, την 15η Ιανουαρίου του 1854 οι πρόκριτοι του Ραδοβισδίου της Άρτας, πρώτοι, ύψωσαν την ελληνική σημαία και κήρυξαν την επανάσταση. Η αφορμή είχε δοθεί από την καταστροφή του τουρκικού στόλου της Μαύρης θάλασσας στη Σινώπη από τους Ρώσους. Μέσα σε μια-δυο βδομάδες πήραν τα όπλα και άλλες γειτονικές επαρχίες: Τζουμέρκα, Λάκκα, Σούλι, Σκουληκαριά, κ.α., καταδιώκοντας τις κατά τόπους τουρκικές φρουρές, που κυνηγημένες κατέφευγαν στην ασφάλεια είτε της Πρέβεζας είτε της Άρτας. Οι περισσότεροι από τους επικεφαλής των επαναστατών ήταν παιδιά ή συγγενείς γνωστών ονομάτων της επανάστασης του '21 και των κλεφταρματολών. Μεταξύ των ονομάτων συμπεριλαμβάνονταν, ενδεικτικά, ο Σπύρος Καραϊσκάκης, γιος του στρατηγού Γεώργιου Καραϊσκάκη, ο γιος του Θεοδ. Γρίβα, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Βαρνακιώτης, μέλη της οικογένειας του Στράτου, του Ίσκου, και πολλοί άλλοι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν

εγκαταλείψει την υπηρεσία τους στον τακτικό ελληνικό στρατό και τέθηκαν επικεφαλής εθελοντικών ομάδων από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Σπουδαίο ρόλο στη οργάνωση του αγώνα στη Θεσσαλία και τη Μακεδονία είχαν αναλάβει οι στρατιωτικοί Τσάμης Καρατάσος, Ι. Βελέντζας και ο μοναχός, συνεργάτης του Μακρυγιάννη, Ιλαρίων. Οι πρώτες μάχες στεφάνωσαν τα ελληνικά όπλα με τις δάφνες της νίκης. Οι κυριότερες απ' αυτές ήταν στο Δημαριό, στα Πέντε Πηγάδια και στο Κομποτάκι. Εν συνεχεία οι επαναστάτες έθεσαν σε πολιορκία αρκετών ημερών τον τακτικό τουρκικό στρατό στην Άρτα, χωρίς όμως να καταφέρουν να σπάσουν την αντίσταση των εγκλείστων. Στις αρχές του Μάρτη ο Θ. Γρίβας με την ομάδα του κατέλαβε το Μέτσοβο. Όμως οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει ήδη μεγάλες δυνάμεις και μέχρι τα μέσα του Απρίλη τα ελληνικά στρατόπεδα στο Πέτα και στα Πέντε Πηγάδια καταστράφηκαν από τον εχθρό177. Ο Γρίβας κατόρθωσε να περάσει μέσω των Αγράφων προς τη Θεσσαλία. Ύστερα από τα γεγονότα αυτά η επανάσταση στην Ήπειρο κατεστάλη. Οι συνέπειες ήταν βαρύτατες για τους υποδούλους. Οι Τουρκαλβανοί αποτέφρωσαν μεταξύ των άλλων καταστροφών και δηώσεων, την μέχρι τότε ακμάζουσα πόλη του Ραδοβισδίου, που κατοικούνταν από 2.000-2.500 κατοίκους. Αξίζει να σημειώσουμε ότι την 7η (19) Μαρτίου του 1854 είχε υπογραφεί η δυσμενής για τα ελληνικά συμφέροντα συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Τουρκίας Αγγλίας και Γαλλίας. Η οργάνωση της επανάστασης στη Θεσσαλία: Και ενώ η επανάσταση έσβηνε στην Ήπειρο, στη Θεσσαλία εξαπλωνόταν ακόμα. Από το δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται επαναστατικά σώματα στη Λαμία με σκοπό, μόλις θα δινόταν το σύνθημα, να εισβάλουν στη Θεσσαλία από το Δομοκό και το μοναδικό ελεύθερο τμήμα της Θεσσαλίας την περιοχή Πτελεού-Σούρπης. Μεταξύ των εθελοντών βρίσκονταν και πολλοί ληστές που είχαν αμνηστευθεί για το σκοπό αυτό. Στις αρχές Φεβρουαρίου, υπό την κεντρική καθοδήγηση του στρατηγού Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, ένοπλα σώματα κάτω από την ηγεσία επιλέκτων αξιωματικών του ελληνικού στρατού όπως ο Ράγκος, ο Στουρνάρας, ο Μπασδέκης, και γνωστών Θεσσαλών ανταρτών, όπως ο Καταραχιάς, ο Ζητουνιάτης, ο Τζαμάλας, ο Φαρμάκης, ο Γριζάνος, ο Καραούλης, ο Παπακώστας, ο Βελέντζας, ο Θ. Ζιάκας, και άλλοι, που είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται από τα τέλη του 1853 στην περιοχή της Λαμίας,εισέβαλαν στη Θεσσαλία. Την ευθύνη της οργάνωσης και του εφοδιασμού των επαναστατών είχε αναλάβει ο μοίραρχος της χωροφυλακής Λαμίας, Γεώργιος Κροκίδας, σε συνεννόηση με τον τότε υπουργό στρατιωτικών Σκαρλάτο Σούτσο. Οι κάτοικοι των περιοχών της Θεσσαλίας, έχοντας υπ' όψιν τους και τις φήμες για επικείμενη είσοδο στη Θεσσαλία οργανωμένου στρατού υπό τον Όθωνα, δέχονταν με χαρά τις πρώτες ομάδες των επαναστατών, συμμετέχοντας με κάθε τρόπο στον κοινό αγώνα. Η επαναστατική κίνηση στα Άγραφα: Το σύνθημα της εξέγερσης δόθηκε στη Δυτική Αργιθέα των Αγράφων. Εκεί ο οπλαρχηγός Δημ. Τσιγαρίδας με 30 οπλοφόρους χτύπησε ένα τουρκικό απόσπασμα178. Στη συνέχεια 23 πρόκριτοι των χωριών του Δήμου Αργιθέας συγκεντρώθηκαν στα Μικρά Βραγγιανά, στην τότε ελληνοτουρκική μεθόριο και αποφάσισαν ομόφωνα να στηρίξουν τον αγώνα. Την 177. Ε. Γ. Πρωτοψάλτης, “Η επανάσταση της Ηπειροθεσσαλίας, 1854”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σ. 61. 178. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος, ΙΒ΄ σελ. 156.

ίδια περίοδο άλλοι οπλαρχηγοί των Αγράφων, ο Γ. Καραούλης, ο Ν. Μαντζούνης και ο Γιαννούλης Οικονόμου έδιωξαν από το Λιάσκοβο (Πετρωτό) τους Τουρκαλβανούς της εκεί φρουράς. Στη συνέχεια οι επαναστάτες της περιοχής συνενώθηκαν σε μια δύναμη 300 ανδρών, κυρίως κατοίκων του Λιάσκοβου, και στην περιοχή της Στεφανιάδας συνενώθηκαν με μικρή δύναμη αγωνιστών από την επαρχία Βάλτου υπό την ηγεσία του δασονόμου Κώτσιου Μανωλίδη. Ο Μανωλίδης πήρε με το μέρος του και άλλους οπλαρχηγούς, όπως τον Τσιγγέλη, τον Καραθανάση και το Φούρλη, και εν συνεχεία οργάνωσε στρατόπεδο στο Ανθηρό, τότε Μπουκοβίστα. Λίγες μέρες μετά το επαναστατικό αυτό σώμα κατέλαβε τη Σκάλα Οξυάς, το σημερινό Ανθοχώρι, και αφού χτύπησαν ισχυρό άγημα Τουρκαλβανών ετοιμάστηκαν να κατηφορίσουν στα Τρίκαλα. Λίγο αργότερα κατευθύνθηκαν στην περιοχή των Αγράφων και οι αρματολοί Ι. Ράγκος και Σωτ. Στράτος, ενώ στην περιοχή του Πετρίλου κατευθύνθηκε ο λοχαγός του ελληνικού στρατού Μ. Αδάμ μαζί με τους οπλαρχηγούς Α. Μπουκουβάλα, Χρ. Μήλια, Ι. Τριανταφυλλάκη και Δ. Κατσουράκη. Άλλες συγκρούσεις: Στις αρχές Φεβρουαρίου έφτασαν στην Πόρτα (Πύλη) για να οργανώσουν την εκεί εξέγερση οι αξιωματικοί Τζακόπουλος, Κόρακας, Στουρνάρας και Καραμήτσος. Ο Θ. Ζιάκας πέρασε ανατολικότερα τη μεθόριο στις 20 Φεβρουαρίου με το σώμα του, που αποτελείτο από Μακεδόνες οπλαρχηγούς (Ζαχείλας, Ι. Διαμαντής, Λαζαίοι, Μπζιωταίοι, Ε. Κοροβάγκος, κ.α.) με την επωνυμία “Σώμα των Ολυμπίων ή Μακεδόνων”, και στρατοπέδευσε στο χωριό Καΐτσα (Μακρυρράχη). Τμήμα των επαναστατών με τον Γ. Καταραχιά, προχώρησε προς το Σμόκοβο και αφού συνενώθηκε με δυνάμεις του Ν. Λεωτσάκου και του Θ. Ζιάκα, κατέλαβε το Τσαμάσι (Ανάβρα) καταδιώκοντας την εκεί αλβανική φρουρά. Στις 19 Φεβρουαρίου στη Ρεντίνα ξεσηκωμένοι κάτοικοι έδιωξαν την αλβανική φρουρά υψώνοντας τη σημαία της επανάστασης, ενώ λίγες μέρες αργότερα ξεσηκώθηκαν και οι κάτοικοι της Καστανιάς στα Άγραφα. Πρώτες αντιδράσεις των Τούρκων: Οι μπέηδες της Λάρισας και των υπολοίπων αστικών κέντρων άρχισαν να ανησυχούν και ζήτησαν ενισχύσεις. Έτσι ισχυρή δύναμη 2.000 ανδρών υπό Αμπάζ Λαλιώτη κατευθύνθηκε προς το Μεσενικόλα, κατορθώνοντας να διώξει τους επαναστάτες από τα χωριά Παλιούρι και Άγιο Ιωάννη, ενώ άλλη οθωμανική δύναμη υπό τον Ισμαήλ Φράσαρη προωθήθηκε προς την περιοχή Ασπροποτάμου. Συγχρόνως η Υψηλή Πύλη έστειλε με πλοία 1.000 εμπειροπόλεμους στρατιώτες για την ενίσχυση της φρουράς του Βόλου και διόρισε γενικό υπεύθυνο για την καταστολή της επανάστασης στη Θεσσαλία το Ζεϊνέλ πασά. Η οργάνωση του αγώνα από το Χ. Χατζηπέτρο: Στις 14 Φεβρουαρίου ο Χριστόδουλος Χατζηπέτρος, που ήταν υπασπιστής του ίδιου του Όθωνα, οργάνωσε στη Λαμία ένα σώμα, το “Αλκιβιάδειον”, 500 ανδρών και κατευθύνθηκε στο Φανάρι όπου συνενώθηκε με τις δυνάμεις του Στράτου του Ράγκου, του Καταραχιά και του Ζιάκα σχηματίζοντας ένα αξιόλογο στράτευμα 2.000 ενόπλων, που επιδόθηκε στην πολιορκία του Φαναρίου που ήταν το διοικητικό κέντρο των Οθωμανών για την περιοχή των Αγράφων. Στις 7 Μαρτίου κατόρθωσαν να κάνουν τον οθωμανική φρουρά να υποχωρήσει και να κλειστεί στο καλά προστατευμένο μεσαιωνικό κάστρο του Φαναρίου.

Τα γεγονότα στη Μαγνησία: Μετά από πρόταση του Χατζηπέτρου, που ήταν ο κυρίως υπεύθυνος της επανάστασης, ο Παπακώστας Τζαμάλας με 2000 άνδρες χτύπησε τον Πλάτανο του Αλμυρού διώχνοντας σύντομα τους Αλβανούς της περιοχής, ενώ μετά της κατάληψη του οικισμού τοποθετήθηκε δημογεροντία και υψώθηκε η ελληνική σημαία. Στις 23 Μαρτίου ήρθε η απάντηση των Οθωμανών. Ισχυρή δύναμη 1800 Τούρκων στρατιωτών και 500 ατάκτων Αλβανών επιτέθηκαν κατά των επαναστατών. Οι Έλληνες υπό τον Νάκο Πανουργιά, τον Κ. Δυοβουνιώτη, τον Τζαμάλα, κ.α., οχυρώθηκαν στην περιοχή του ναού του Αγίου Αντωνίου. Τελικά νικητές ήταν οι Έλληνες, ενώ οι Τούρκοι κατά την υποχώρησή τους προς τον Αλμυρό άφησαν 150 νεκρούς. Στις 19 Μαρτίου επαναστάτες του Πηλίου άρχισαν να συγκεντρώνονται στα Καλύβια Μακρινίτσας (Μελισσιάτικα), όπου μετά από ανεπιτυχή προσπάθεια των Οθωμανών παρέμεναν οχυρωμένοι. Οι Οθωμανοί της περιοχής, για αντίποινα, στράφηκαν κατά των Ελλήνων εμπόρων του Βόλου, ληστεύοντας και λεηλατώντας τα καταστήματά τους. Δύο μέρες αργότερα, έφτασαν στο Βόλο σημαντικές ενισχύσεις από τη θάλασσα (4.000 ένοπλοι) και από τον Αλμυρό, γέρνοντας την πλάστιγγα υπέρ των Τούρκων. Οι επαναστάτες εν συνεχεία προχώρησαν προς τους Μπαξέδες του Βόλου όπου η υποδοχή των κατοίκων υπήρξε πάνδημη. Οι Τούρκοι όμως κατάφεραν να τους αιφνιδιάσουν και οι επαναστάτες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν προς τον Άγιο Λαυρέντιο. Στη μάχη των Μπαξέδων σκοτώθηκαν 30 επαναστάτες, ανάμεσά τους και 11 φιλέλληνες Ούγγροι που είχαν καεί εγκλωβισμένοι σε έναν μύλο, ενώ οι απώλειες των Οθωμανών ήταν πενταπλάσιες. Η εξέγερση δεν άργησε να εξαπλωθεί σ' όλο το Πήλιο χάρις τον αγωνιστή Προμυριώτη Νικόλαο Φιλάρετο που υπήρξε ο εμψυχωτής και ο κύριος οργανωτής της. Έτσι ανήμερα της εθνικής επετείου, 25/3/1854 μαζί με 300 οπλοφόρους έφτασε στην πλατεία της ιδιαίτερής του πατρίδας, του Μπρομυρίου. Μόνοι όμως συμπαραστάτες του, ανάμεσα στους φοβισμένους από τα αναμενόμενα αντίποινα των Οθωμανών Πηλιορείτες, υπήρξαν οι κάτοικοι της Νταμούχαρης και της Δράκειας. Ένας λόγος που έκανε την επανάσταση να μην ριζώσει στο Πήλιο ήταν η διαδόσεις και οι φήμες που εκπορεύονταν από το στόμα του τότε μητροπολίτη Δημητριάδας, Γαβριήλ, ότι επίκειται η άφιξη 10.000 Άγγλων στρατιωτών που έρχονται να χτυπήσουν τους επαναστάτες. Τα γεγονότα στα Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων: Στις αρχές του Απριλίου, με εντολή του Χατζηπέτρου, οι επαναστάτες των Αγράφων κατευθύνθηκαν προς ΒΔ με σκοπό να καταλάβουν τα Τρίκαλα, που φυλάσσονταν τότε από 800 Οθωμανούς, ελπίζοντας και στην υποστήριξη των Ελλήνων του κάμπου. Η πρώτη σύγκρουση κατά την πορεία αυτή των επαναστατών έγινε στο Μαυρομάτι, όπου οι Ράγκος και Στράτος εκδίωξαν τους Τούρκους. Μετά τις μικροσυγκρούσεις γύρω από τα Μ. Καλύβια μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών, στις 8 Απριλίου οι επαναστάτες αντιμετώπισαν μια συντονισμένη επίθεση των εχθρικών δυνάμεων που αριθμούσαν 1.500 ενόπλους, διακόσιους ιππείς και δύο πυροβόλα. Σύντομα οι Οθωμανοί αξιωματικοί του σώματος, Φράσαρης και Χοτόμπεης, κάλεσαν τις δυνάμεις τους σε υποχώρηση αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περί τους 50 νεκρούς. Στη συνέχεια ο Χατζηπέτρος κάλεσε σε σύσκεψη στα Μεγ. Καλύβια όλους τους οπλαρχηγούς. Εκεί αποφασίστηκε να μοιράσουν τις δυνάμεις τους σε διάφορα επίκαιρα σημεία των

Τρικάλων και της Καρδίτσας για να ελέγχουν καλύτερα την περιοχή και τις κινήσεις των εχθρών. Την 11η Απριλίου ο Χατζηπέτρος έστειλε μικρή ομάδα ενόπλων στο Βελέσι, το Ζάρκο και τον Παλαμά για να ξεσηκώσουν κι εκεί τους κατοίκους. Εναντίον τους όμως κινήθηκε οθωμανικός στρατός, αποτελούμενος από Αλβανούς και Άραβες, ο οποίος κατάφερε να τους εγκλωβίσει στο Βελέσι. Προς ενίσχυση των Ελλήνων ήλθε ο Λεωτσάκος με 300 άνδρες αναγκάζοντας τους Οθωμανούς να φύγουν από την περιοχή. Έπειτα, όμως, από δύο ημέρες αυτοί επέστρεψαν στο Βελέσι και επιδόθηκαν σε λεηλασίες και ωμότητες. Τα γεγονότα στο Δομοκό: Οι επιχειρήσεις των επαναστατών στην περιοχή του Δομοκού κράτησαν 15 ημέρες. Η πολιορκία του Δομοκού άρχισε την 28η Απριλίου. Στην πόλη είχαν οχυρωθεί 1000 Τουρκαλβανοί, ενώ οι περίπου ισάριθμοι Έλληνες υπό την ηγεσία των συνταγματαρχών Ευ. Κοντογιάννη και Ευαγγέλου Μπαλατσού, πολιόρκησαν την ορεινή κωμόπολη μέχρι την 4η Απριλίου ενώ την επομένη κατέφτασαν στα βόρεια του Δομοκού 200 ακόμα άνδρες υπό τον Καλαμάρα Τσουκαλά και 300 Μανιάτες.

Εικ. Ο Δομοκός

Ακόμα την ίδια μέρα έκαναν την εμφάνισή τους από τα νότια άλλες ελληνικές δυνάμεις που αποτελούνταν από 400 Λιδορικιώτες και Ευρυτάνες υπό τους Κασβίκη και Πλαστήρα. Κοντά σ' αυτούς έρχονταν και 1000 ακόμα ένοπλοι από την Α. Στερεά με τους Ν. Πανουργιά και Αναγνώστη Ζητουνιάτη. Την 10η Απριλίου 400 Αλβανοί βγήκαν από το Δομοκό και κατάφεραν να απωθήσουν τμήμα των επαναστατών μέχρι το γειτονικό Πουρνάρι. Αυτή η επιτυχία ανέβασε το ηθικό των πολιορκουμένων. Κι ενώ η πολιορκία συνεχιζόταν, την 14η Απριλίου εμφανίστηκαν από τα πεδινά προς την Σκαρμίτσα ισχυρή οθωμανική δύναμη αποτελούμενη από τμήμα 4.000 ανδρών τακτικού ιππικού, 4 πυροβόλα και απροσδιόριστο αριθμό Αλβανών ατάκτων. Χτύπησαν τους συγκεντρωμένους προς τη Σκαρμίτσα Έλληνες με σκοπό να διασπάσουν τον κλοιό γύρω από το Δομοκό. Όμως οι Οθωμανοί παρά

τη δύναμη πυρός τους δεν τα κατάφεραν. Οι νεκροί τους ήταν περί τους 300, ενώ οι αντίστοιχες απώλειες των Ελλήνων ήταν 20 νεκροί επαναστάτες. Τελικά, ο Ευ. Κοντογιάννης, βλέποντας την κόπωση των ανδρών του και την έλλειψη πολεμοφοδίων, αναγκάστηκε να λύσει την πολιορκία. Ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για την επανάσταση που συνδυαζόμενο με την αποτυχία στο μέτωπο της Ηπείρου (μάχη Πέτα), σκόρπισε την απογοήτευση στις τάξεις των επαναστατών. Η μάχη της Καλαμπάκας: Ο στρατός του Χατζηπέτρου, ενισχυμένος από νέες αφίξεις Κρητών και Πελοποννησίων, βρισκόταν στο στρατόπεδο της Καλαμπάκας, λίγο πιο έξω από τα τείχη της ομώνυμης πόλης που περίμενε Οθωμανικές ενισχύσεις από τον Σελήμ πασά. Πραγματικά στις 30 Απριλίου εμφανίστηκε ο Σελήμ επικεφαλής τμήματος 1500 Τουρκαλβανών, 300 ιππέων με την υποστήριξη οκτώ κανονιών. Οι οθωμανικές δυνάμεις στρατοπέδευσαν στη όχθη του Πηνειού, ενώ οι ελληνικές δυνάμεις κατείχαν τις γύρω επίκαιρες θέσεις στα υψώματα γύρω από την πόλη. Οι συγκρούσεις άρχισαν την Πρωτομαγιά και κράτησαν μέχρι την 4η Μαίου, ημέρα κατά την οποία ενισχύθηκαν περισσότερο οι ελληνικές θέσεις χάρις στην άφιξη Μακεδόνων αγωνιστών. Την 5η Μαίου ο Σελήμ διέταξε γενική έφοδο κατά των ελληνικών θέσεων. Χτυπήθηκαν όμως με επιτυχία από τους ακροβολισμένους Έλληνες αγωνιστές των γύρω υψωμάτων. Έτσι ο πασάς διέταξε υποχώρηση. Οι Οθωμανοί άφησαν πίσω τους 200 νεκρούς. Νέα προσπάθεια των Τούρκων την 9η Μαίου έφερε ακόμα χειρότερα αποτελέσματα. Οι νεκροί τους αυτοί τη φορά ήταν περί τους 500. τέλος οι Οθωμανοί πολιορκημένοι, βλέποντας τη δεινή θέση στην οποίαν είχαν περιέλθει, επιχείρησαν ομαδική έξοδο προς τα Τρίκαλα. Όμως μια νέ αποτυχία ήρθε να προστεθεί στις προηγούμενες τουρκικές προσπάθειες. Οι Τούρκοι νικήθηκαν κατά κράτος, αφήνοντας πολλούς νεκρούς είτε από ελληνικά όπλα είτε από πνιγμό, καθόσον στην προσπάθειά τους να ξεφύγουν αλαφιασμένοι έπεφταν και πνίγονταν στον Πηνειό. Στα χέρια των επαναστατών έπεσε πληθώρα λαφύρων (κανόνια, οπλισμός) καθώς και ένας αριθμός 200 Οθωμανών στρατιωτών αραβικής καταγωγής. Η μάχη της Καλαμπάκας αναδείχτηκε στη μεγαλύτερη, αλλά και συνάμα τελευταία, νίκη της θεσσαλικής επανάστασης. Η μεγάλη αυτή επιτυχία εορτάστηκε με επίσημη Δοξολογία στο μητροπολιτικό Ναό της Καλαμπάκας στη διάρκεια της οποίας διαβάστηκε η ημερήσια διαταγή του Χατζηπέτρου. Τα γεγονότα στην περιοχή Ολύμπου: Την ίδια εποχή, τον Απρίλιο του 1854, ο Τσ. Καρατάσος άρχισε επαναστατικές κινήσεις στην περιοχή του Αγίου όρους. Έτσι το σώμα των Μακεδόνων αγωνιστών μετά τις μάχες του Πλατάνου και της Καλαμπάκας προχώρησε σε συνεννόηση με τον Καρατάσο, στην περιοχή του Ολύμπου. Οι κάτοικοι του Λιβαδίου ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης. Στην περιοχή Αγιά Τριάδα, ένα σώμα επαναστατών ελέγχουν το πέρασμα προς τα Σέρβια. Τα μοναδικά τουρκοχώρια της περιοχής, Σάντοβο (Καλλιθέα), Μπακαράδες και Παζαρλάδες (Λόφος), πυρπολήθηκαν από τους επαναστάτες. Μια δύναμη 1.500 οπλοφόρων του οθωμανικού στρατού εμποδίστηκε από μόλις 70 επαναστάτες στη θέση Σάπκα Λιβαδίου179. Η τουρκική δύναμη ερχόταν από τα Σέρβια έχοντας κατακαύσει τη Δεσκάτη, για να χτυπήσει τους Θεσσαλούς επαναστάτες. Όμως, η τύχη της επαναστατικής κίνησης στον Όλυμπο κρίθηκε από την αποτυχία του Καρατάσου στη Χαλκιδική. Έτσι μετά την αποχώρησή του μεγάλου Μακεδόνα 179. Δες σχετικά Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΓ΄, σελ. 164-5.

οπλαρχηγού, οι επαναστάτες του Ολύμπου επέστρεψαν στην ελεύθερη Ελλάδα. Επιστολή του Χατζηπέτρου προς τα κεντρικά, μετά τη μάχη της Καλαμπάκας “Γενναιότατε αδελφέ Καλαμπάκα τη 10η Μαΐου 1854 Τους Τούρκους μετά δεκαήμερον πολιορκίας τους κατασφάξαμεν χθες φονεύσαντες υπέρ τους 500, πληγώσαντες ικανούς και ζωγρίσαντες ζώντες υπέρ τους 200, καταδιώξαντες μακράν, και την ελθούσαν εις αυτούς βοήθειαν εκ 2000 περίπου Αράβων και Αλβανών διοικουμένους υπό του Χαλίμβεη και του Μέτζου Μελισσόβα εκ της ήττας δε ταύτης ενώ επτά ημέρας έπασχον από στερίας τροφών και έτρωγον μουλάρια, γαϊδούρια, χελώνας και σκυλιά ακόμη. Αναγκασθέντες οι Οθωμανοί αποφάσισαν και έφυγον χθες την νύχτα αφήσαντες τα πέντε κανόνια, τα οποία είχον σώα και αβλαβή, δύο σημαίας, πολεμοφόδια και όλα της στρατιωτικής των αποσκευής, και τους πληγωμένους των ως και τα τζαντήρια. Διερχόμενοι δε τον Πηνειόν ποταμόν οι πλειότεροι των διασωθέντων διεσκορπήσθησαν οι άλλοι και σήμερον ο μεν ποταμός γέμει πτωμάτων, οι δε χωρικοί από πρωίας φέρουσιν εις το στρατόπεδον αιχμαλώτους. Ούτω, λοιπόν, τη θεία συνάρσει διελύθη το επικινδυνοδέστερον εχθρικόν στρατόπεδον και ακολούθως πλέον δυνάμεθα να προχωρήσωμεν τα επαναστατικά όπλα και περαιτέρω εάν έχωμεν την προς τούτον διάθεσιν. Σήμερον την στιγμήν ταύτη πληροφορήθην ότι ο Ζεϊνέλ πασάς έκαυσεν την Δεσκάτα. Έστειλα τους Μακεδόνας με δύναμιν εξακοσίων ανδρών και ελπίζω να φάγουν και εκεί την παπάραν οι βρωμότουρκοι. Αδελφέ η έλλειψις πολεμοφοδίων είναι τρομερά εμπόδισις διά το στρατόπεδόν μου. Έγραψα προς τον (... δεν διακρίνεται ...) και σας παρακαλώ να συνεννοηθείτε του λοιπού τα εμπόδια, διότι εάν δεν εκυριεύομεν τα πολεμοφόδια των Τούρκων σήμερον ηθέλαμεν ήσθε χωρίς τουφέκι. Ο αδελφός σας Χρ. Χατζηπέτρος (Φ. 189, αριθμ. 147).” Σ. Αθανασιάδης, “22 ανέκδοτα έγγραφα για την επανάσταση του 1854 στη Δ. Θεσσαλία, από το αρχείο του Γ. Σκούφου”, Θ. Η. , τόμος Ζ΄ , Λάρισα 1984, σ. 139.

Η χωρίς ελληνική ήττα καταστολή της επανάστασης: Δυστυχώς οι θυσίες αυτές του ελληνικού στρατού και των επαναστατών πήγαν χαμένες για λόγους έξω από το ελληνικό-θεσσαλικό αγωνιστικό φρόνημα. Οι μεγάλες δυνάμεις που όπως προαναφέραμε στη συγκυρία αυτή ήταν με το μέρος του “γίγαντα με τα πήλινα πόδια”, όπως αποκαλούνταν η ήδη παραπαίουσα Οθωμανική αυτοκρατορία, αφού στο προηγούμενο διάστημα έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για την παρεμπόδιση εφοδιασμού των ελληνικών στρατιωτικών τμημάτων, κατέλαβαν τον Πειραιά, για λόγους εκφοβισμού. Έτσι ο υπουργός των στρατιωτικών Μαυροκορδάτος αναγκάστηκε να ανακαλέσει, με αυστηρές προειδοποιήσεις, όλους τους αξιωματικούς του ελληνικού στρατού από τη Θεσσαλία και έδωσε εντολή να διακοπεί η αποστολή κάθε υλικής βοήθειας προς τους επαναστάτες. Συγχρόνως ο Όθων εξαναγκάστηκε να υπογράψει τη σχετική διακήρυξη ουδετερότητας, ή καλύτερα την αποκήρυξη της επανάστασης στις 12/24 Μαίου του 1854. Μετά από αυτά το νικηφόρο στρατόπεδο της Καλαμπάκας άρχισε σταδιακά να αραιώνει από τους αξιωματικούς του, μέχρι που διαλύθηκε οριστικά την 6η Ιουνίου. Από την περιοχή της Θεσσαλίας ο Χατζηπέτρος αναχώρησε μέσω Νεοχωρίου και Υπάτης. Έφτασε στη Λιβαδιά την 29η Ιουνίου. Όπως ήταν φυσικό ή αποτυχία της θεσσαλικής αυτής επανάστασης, που οφειλόταν στην ξενική κατοχή των μεγάλων δυνάμεων, ακολουθήθηκε από βιαιοπραγίες του τουρκικού όχλου εις βάρος των Χριστιανών της Λάρισας, των Τρικάλων και των άλλων αστικών και μη κέντρων της Θεσσαλίας.

Κεφάλαιο 10ο. Οι επαναστατικές προσπάθειες του 1866-7. Με το ξέσπασμα της επανάστασης στην Κρήτη, το 1866, οι σκλαβωμένοι αδελφοί της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Ηπείρου πήραν τα όπλα. Η ελληνική κυβέρνηση πήρε, όπως ήταν φυσικό, το μέρος των επαναστατών, προτείνοντας μάλιστα τις περιοχές απ' όπου θα ξεκινούσε ο αγώνας. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις κυβερνητικές προσπάθειες ανέλαβαν ο Επ. Δεληγεώργης και ο νεαρός τότε Χαρ. Τρικούπης, που ήταν υπουργός των εξωτερικών, και ο Αλ. Κουμουνδούρος, σε συνεννόηση με τον βασιλιά Γεώργιο. Η πρώτη εισβολή ενόπλων από την ελεύθερη Ελλάδα, έγινε από τον Ζήση Σωτηρίου που πέρασε με 30 ενόπλους τα σύνορα στην περιοχή Δομοκού για να υποστηρίξει τον εκεί απελευθερωτικό αγώνα, χωρίς όμως να κατορθώσει κάτι σημαντικό. Όμως, εξαιτίας αυτής της εισβολής, προέκυψε διπλωματικό ζήτημα για την ελληνική κυβέρνηση, με την κατηγορία ότι βοηθάει κι ενθαρρύνει τις επαναστάσεις. Την άνοιξη του 1866 ο Κυριάκος Καράμπασης με τους ενόπλους του άρχισε την επαναστατική δραστηριότητα στη Γούρα (Ανάβρα) της Όθρυς. Οι σπουδαιότερες μικροσυμπλοκές του 1866, αλλά και των αρχών της επομένης πραγματοποιήθηκαν σε χωριά της περιοχής Αλμυρού, όπως στη Φυλλιαδόνα, στους Κωφούς, στην Ανάβρα, αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως στη Μελιταία και στο Μακρολίβαδο. Η σημαντικότερη όμως μάχη αυτής της επανάστασης δόθηκε στον Παλαμά. Αυτή κράτησε 6 ώρες και διακρίθηκαν οι Έλληνες οπλαρχηγοί Καλαμάρας, Βουλγαράκης και Καράμπασης. Σ' αυτή τη συμπλοκή σκοτώθηκαν 40 Τουρκαλβανοί και μόλις 2 Έλληνες. Άλλη σπουδαία σύγκρουση που καταγράφεται στην Ιστορία αυτής της επανάστασης ήταν η μάχη του Κοράκου, στο ομώνυμο γεφύρι της Δ. Θεσσαλίας, στο οποίο θα αναφερθούμε και στο ειδικό κεφάλαιο για τα θεσσαλικά γεφύρια, σε μια περιοχή που συνδέει τη Θεσσαλία με την Ήπειρο (Άρτα). Την 22 Δεκεμβρίου 1866, δύναμη 600 Τουρκαλβανών στρατιωτών υπό τον Χατζή - Εμίν Μπέη και ένα σώμα 400 Αλβανών ατάκτων αναχώρησε από την Άρτα για τη Μπότση, με σκοπό την κατάπνιξη της εξέγερσης στην περιοχή της ορεινής Άρτας και εν συνεχεία την απελευθέρωση της γέφυρας του Κοράκου και την προέλαση προς τη Θεσσαλία όπου θα χτυπούσαν το Θεσσαλικό κίνημα, που θέριευε από μέρα σε μέρα. Την 26η Δεκεμβρίου ο Εμίν Μπέης έφτασε στα Γρέβια, όπου, έχοντας την πληροφόρηση πως θα χτυπήσει τους επαναστάτες και ο Χαλίλ πασάς από την πλευρά της Θεσσαλίας, διέσπασε τη δύναμή του σε δυο τμήματα. Το ένα θα έφθανε μέσω των γειτονικών βουνών στη Βρεστενίτσα όπου θα επετίθετο στο στρατόπεδο των εκεί επαναστατών, το δε άλλο από παραποτάμια μονοπάτι θα έφθανε στα Κονάτσια, όπου θα επετίθετο στη φρουρά της γέφυρας που την αποτελούσαν 70 άνδρες υπό τον Ιωάννη Κοντονίκα. Έτσι ο Εμίν έδωσε το σύνθημα για άμεση επίθεση κατά των επαναστατών που φύλαγαν τη γέφυρα. Οι επαναστάτες μάχονταν γενναία. Μάλιστα κάποια στιγμή, εν είδει τεχνάσματος, προσποιήθηκαν υποχώρηση. Τότε οι Οθωμανοί όρμησαν στη γέφυρα, αλλά δέχτηκαν ομοβροντία από τα γύρω υψώματα της αριστερής πλευράς, της θεσσαλικής, που φύλαγαν οι Θεσσαλοί αγωνιστές υπό τον Αλεξανδρή, ενώ οι του Κοντονίκα άρχισαν να τους χτυπούν από πίσω. Μετά τον αιφνιδιασμό οι Τούρκοι αποχώρησαν αφήνοντας πίσω τους αρκετούς νεκρούς και

τραυματίες. Ένας από τους τραυματισμένους που διέφυγαν ήταν και ο Εμίν. Ούτε όμως και το άλλο τμήμα των Τουρκαλβανών είχε καλύτερη τύχη. Μετά από πολύωρο χτύπημα του γειτονικού στρατοπέδου των επαναστατών, στη Βρεστενίτσα, αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις βραδυνές ώρες τις θέσεις τους και να επιστρέψουν προς τα Γρέβια της Ηπείρου. Την 28η Δεκεμβρίου οι Οθωμανοί επανέλαβαν τις επιθέσεις τους στη γέφυρα του Κοράκου αλλά και πάλι ηττήθηκαν έχοντας και πάλι απώλειες πέντε νεκρών και δέκα τραυματιών. Τα γεγονότα στη Μονή Σπηλιάς Στεφανιάδας: Οι επαναστατημένοι κάτοικοι των χωριών της Αργιθέας, Στεφανιάδας, Κουμπουριανών, Λιάσκοβου, αλλά και άλλων οικισμών, υπό τον Καραούλη180, τον Αλεξανδρή, και άλλους οπλαρχηγούς, με την αναμενόμενη ύφεση της επανάστασης, κλείστηκαν στην Ι. Μ. Σπηλιάς. Εκεί, τον Ιανουάριο του 1867, περικυκλώθηκαν από ισχυρή οθωμανική δύναμη που διοικούνταν από τους Φράσαρη και Ιμπραήμ. Χάρις όμως σε έξυπνο σχέδιο του Καραούλη, κατάφεραν, αφού αντιμετώπισαν με επιτυχία τις πρώτες αψιμαχίες, να ξεφύγουν μέσω Τσουρνάτας στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Βέβαια, ο αγώνας τους δεν σταμάτησε εκεί, αλλά πολύ συχνά περνούσαν τα σύνορα και προξενούσαν φθορά στον εχθρό. Το τέλος της επανάστασης αυτής γράφτηκε στην Ι. Μ. Ρεντίνας. Εκεί 50 επαναστάτες με ηγέτες τους τον Ε. Κατσιούλα και τον Κ. Καραστάθη περικυκλωμένοι από ισχυρή οθωμανική δύναμη έπεσαν μαχόμενοι μέχρις ενός Το κλίμα, όμως, στην Ευρώπη ήταν δυσμενές για τα ελληνικά συμφέροντα και υπαγόρευε την κατάπαυση του πυρός. Άλλωστε η Κυβέρνηση δεν ήταν τόσο προετοιμασμένη στρατιωτικά για να ενισχύσει όλα τα επαναστατικά μέτωπα των υποδούλων και αναγκάστηκε να συμμορφωθεί μα τις αξιώσεις της Υψηλής Πύλης.

Κεφάλαιο 11ο. Η επανάσταση του 1878 στη Θεσσαλία. Το υπόβαθρο. Η ελληνική κυβέρνηση και τα Βαλκάνια: Στις 28 Νοεμβρίου (10 Δεκεμβρίου) η Τουρκία, έχοντας ηττηθεί από το συμμαχικό στρατό Ρώσων και Ρουμάνων, χάνει την Πλεύνα. Την 8η Ιανουαρίου με ταχύτατη επέλαση οι σύμμαχοι καταλαμβάνουν και την Αδριανούπολη, έχοντας ήδη απωθήσει τους Οθωμανούς από τη Σόφια και την Φιλιππούπολη. Οι Σέρβοι και οι Μαυροβούνιοι, επίσης, έχοντας κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία, απελευθερώνουν και νέα εδάφη στα Δυτικά. Αντίθετα η Ελλάδα, φορτωμένη εσωτερικά προβλήματα δεν κινείται επιθετικά, παρά τις επαναστάσεις στη Θεσσαλία, Κρήτη, Μακεδονία, που ήδη είχαν εκδηλωθεί. Και ενώ η ελλ. κυβέρνηση δεν παίρνει τη σχετική πρωτοβουλία, ο βασιλιάς Γεώργιος διατάσσει το στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο να μετακινήσει τα στρατεύματα από τη Χαλκίδα προς τα σύνορα, την περιοχή της Λαμίας. Μετά απ' αυτό η Κυβέρνηση παραιτήθηκε. Αναγκαστικά ο Κουμουνδούρος, που πάντοτε ενδιαφερόταν για τις υπόδουλες περιοχές του Ελληνισμού, σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Την ίδια περίοδο οι Έλληνες πληροφορούνταν ότι οι Οθωμανοί ήταν 180. Ο Καραούλης καταγόταν από τη Μίγερη (Τετράκωμο) της Άρτας και γύρω στο 1840 εγκαταστάθηκε στη Στεφανιάδα. Δες σχετ. Αν. Στεργίου,“Ο Γιώργος Καραούλης”, Ιστορικά Αργιθέας και Αγράφων, Λεοντίτο 2007..

έτοιμοι να υπογράψουν συμφωνία με τους νικητές, παραχωρώντας, φυσικά, εδάφη στους νικητές, δηλαδή και στους Βουλγάρους, πράγμα που, όπως αναμενόταν, δυσαρεστούσε τον ελληνικό λαό, διότι έτσι η Βουλγαρία θα νέμονταν, πιθανώς, περιοχές με απαράγραπτα ελληνικά συμφέροντα και πλειοψηφία ελληνικού πληθυσμού, κινδυνεύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο να βουλγαροποιηθούν όλες οι βορείως του Αλιάκμονα περιοχές.

Εικ. Χάρτης της Θεσσαλίας (πλην Σποράδων) λίγο πριν την απελευθέρωσή της. Διακρίνονται οι περιοχές κυρίως εντός του σημερινού Νομού Λαρίσης που πλειοψηφούσε οθωμανικός πληθυσμός. (Ιστ. τ. Ελληνικού Έθνους τ.12ος)

Τότε ξέσπασαν στην Αθήνα βίαια επεισόδια κατά των πολιτικών, απειλώντας μάλιστα τη ζωή και τα σπίτια τους. Τις επόμενες μέρες τα επεισόδια σταμάτησαν διότι η αναμενόμενη ρωσοτουρκική συμφωνία δεν είχε τελικώς επιτευχθεί. Μάλιστα ο πρέσβης του τσάρου στην Αθήνα προέτρεψε το Γεώργιο, έστω και την τελευταία ώρα, να κηρύξει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, διότι έτσι θα μπορούσε και η Αθήνα να αξιώσει μερίδιο εδαφών βάσει της συμφωνίας που θα επακολουθούσε. Από τότε ο Κουμουνδούρος κατέστρωσε ένα σχέδιο δράσης. Αρχικά κάλεσε τους επικεφαλής των πατριωτικών οργανώσεων “Εθνική άμυνα” (το καταστατικό της οποίας εκθέτουμε ως παράθεμα) και “Αδελφότης” και τους ανακοίνωσε ότι στο εξής η Κυβέρνηση θα αναλάμβανε το συντονισμό της δράσης σ' όλα τα επαναστατικά

μέτωπα και κατά συνέπεια από εκείνη τη στιγμή όλες οι εθνικές ομάδες θα έπρεπε να ακολουθούν τις εντολές της. Στη συνέχεια ο Κουμουνδούρος ζήτησε από τους νομάρχες των παραμεθορίων νομών να αναλάβουν το συντονισμό στις επαναστατικές περιοχές που γειτνίαζαν, ενώ με κρυπτογραφικά σήματα ειδοποιήθηκαν οι Έλληνες πρόξενοι σε Θεσσαλία, Ήπειρο, Κρήτη και Μακεδονία, να μεταδώσουν το μήνυμα της γενικευμένης εξέγερσης κατά των Οθωμανών. Οι εξεγέρσεις αυτές ήταν απλά η κορυφή του παγόβουνου, διότι ο πραγματικός σκοπός ήταν η εισβολή του ελληνικού στρατού στην Τουρκία με το πρόσχημα της προστασίας του ελληνικού πληθυσμού. Έτσι στις 21/1 (2 Φεβρουαρίου) ο υπουργός εξωτερικών Δεληγιάννης ανακοίνωνε στις μεγάλες Δυνάμεις την εισβολή του ελληνικού στρατού στην Οθωμανική αυτοκρατορία (Θεσσαλία), χωρίς την επίσημη κήρυξη πολέμου. Είναι αλήθεια βέβαια ότι η Κυβέρνηση άργησε να δράσει διότι την μέρα της ελληνικής εισβολής είχε υπογραφεί η κατάπαυση του πυρός από Ρώσους και Τούρκους! Όμως μεσοπρόθεσμα έστω κι αυτή η εισβολή της δωδεκάτης ώρας φάνηκε χρήσιμη διότι θεμελίωνε το λεγόμενο “Ελληνικό ζήτημα” που καμιά ευρωπαϊκή κυβέρνηση δε θα μπορούσε να αγνοεί. Στα τέλη Ιανουαρίου η ελληνική Βουλή συνήλθε σε μυστική συνεδρίαση και ενέκρινε τα πολεμικά σχέδια του βασιλιά με ψήφους 121 υπέρ και 5 κατά. Μέχρι την 21 Ιανουαρίου συνεχίστηκαν οι ετοιμασίες του ελληνικού στρατού στην περιοχή της Λαμίας. Και ενώ αναμενόταν με αγωνία οι αποφάσεις της συνδιάσκεψης της Αδριανούπολης μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας, ο ελληνικός στρατός αποτελούμενος από 8.000 άνδρες εισέβαλε από τρία σημεία στη Θεσσαλία, το πρωί της 21ης Ιανουαρίου (2/2). Τα σημεία εισόδου ήταν η Γιαννιτσού, το Δερβένι της Φούρκας και η περιοχή της Σούρπης. Ο τουρκικός στρατός αντέδρασε υποχωρώντας και κλείστηκε στο Δομοκό. Ο ελληνικός στρατός έφτασε έξω από το Δομοκό τη μεθεπόμενη μέρα, όμως δεν προχώρησε σε μάχη με τους Τούρκους, διότι έφτασε στις 24/1 από την κυβέρνηση ένα τηλεγράφημα προς τον επικεφαλής της εισβολής Σκαρλάτο Σούτσο, που τον πρόσταζε να αποφύγει κάθε σύγκρουση με τους αντιπάλους μέχρι νεωτέρας. Αυτό εξηγείται εν μέρει από τη ρευστότητα της διεθνούς κατάστασης των ημερών εκείνων και την αγωνία του απλού ελληνικού λαού που δε γνώριζε ούτε τις δυνατότητες των αντιπάλων ούτε την απήχηση που θα είχε η εισβολή στις μεγάλες Δυνάμεις. Πάντως η εισβολή εκνεύρισε την ευρισκόμενη ήδη σε δύσκολη θέση τουρκική κυβέρνηση. Κάποιο υπουργοί, μεταξύ των οποίων και ο μεγάλος βεζύρης Αχμέτ Βεκίφ πασάς, στηριζόμενος από τον Άγγλο πρέσβη, πρότειναν τη βίαιη εκδίωξη του ελληνικού στρατού, την άμεση καταστολή των επαναστατικών κινημάτων και τον βομβαρδισμό του λιμανιού του Πειραιά. Πιο διπλωμάτης ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ άφησε τις μεγάλες Δυνάμεις να πιέσουν την Ελλάδα, ενώ ο ίδιος περιορίστηκε σε διπλωματικά διαβήματα, αναλογιζόμενος και τη δεινή θέση στην οποίαν είχε περιέλθει η χώρα του, έχοντας σε απόσταση αναπνοής από την Πόλη το ρωσικό στρατό ο οποίος βρίσκονταν στην Αδριανούπολη. Όμως ο Άγγλος πρέσβης Layard, τηλεγράφησε στην πατρίδα του μια λανθασμένη πληροφορία, ίσως σκόπιμα, πως οι Τούρκοι θα εισέβαλαν στην Ελλάδα τις επόμενες ώρες. Η Αγγλία, όπως ήταν φυσικό ενημέρωσε την Ελλάδα, ενώ οι πληροφορίες έγιναν γνωστές και στον ελληνικό λαό δημιουργώντας έναν απερίγραπτο πανικό. Έτσι από τα νησιά έφταναν στον Πειραιά καραβιές ολόκληρες από Έλληνες

νησιώτες που έψαχναν καταφύγιο, ενώ οι Πειραιώτες ανέβαιναν στα υψώματα φοβούμενοι τον τουρκικό στόλο, που κατά τραγική σύμπτωση ήταν αδύνατο να κινηθεί λόγω έλλειψης καυσίμων. Μετά και από την πίεση των μεγάλων Δυνάμεων ο Κουμουνδούρος ανάγκασε το στρατό να επιστρέψει εντός των συνόρων, πράγμα που σκόρπισε κατήφεια και απογοήτευση στους αξιωματικούς και στρατιώτες. Μοναδικό αντάλλαγμα που εξασφάλισε ο Κουμουνδούρος ήταν η υπόσχεση από μέρους των μεγάλων Δυνάμεων ότι το θέμα των επαναστατημένων περιοχών της Ελλάδας θα ετίθετο στη διάσκεψη ειρήνης που θα ακολουθούσε. Ο Χαρίλαος Τρικούπης ζητεί να πληροφορηθεί για την κατάσταση των Ελλήνων στη Θεσσαλία181 (1871) “Αριθμ. Πρωτ. 575/ Εν Αθήναις τη 28η Σεπτεμβρίου 1871/ Εμπιστευτικόν Προς τον εν Βόλω υποπρόξενον182 της Αυτού Μεγαλειότητος Η εν Κων/λει Πρεσβεία διεβίβασεν ημίν την υπ' αρίθμ. 336 υμετέραν έκθεσιν, εν η διατραγωδεί την ελεεινήν και ακρασφαλή κατάστασιν των Χριστιανών κατοίκων της Θεσσαλίας (...), φρονούμεν καλόν να μας υποβάλητε υπόμνημα, εξιστορούντες τας μέχρι τούδε γενομένας βιαιοπραγίας μετά μνείας των παθόντων και των αναγκαίων λεπτομερειών. Συνιστώμεν δε υμίν ακρίβειαν περί την αφήγησιν των γεγονότων, συντομίαν εις τας εκφράσεις και ταχύτητα εις την αποστολήν αυτού, όπως δυνηθώμεν να το χρησιμοποιήσωμεν. Ο υπουργός Χαρ. Τρικούπης”

Ο όρκος των μελών της Αδελφικής Ενώσεως183 “Ορκίζομαι να τηρήσω μυστικόν και απόρρητον παν ό,τι θέλει μοι διακοινωθή ταύτη τη στιγμή, είτε αποδεχθώ τούτο, ειτε μη, Μάρτυς μου ο Θεός. (και αφού λάβαιναν γνώση για την οργάνωση ο όρκος συνέχιζε) Ομνύω εις το όνομα της Αγίας και αδιαιρέτου Τριάδος ότι συντασσόμενος τη ιερά χορεία των υπέρ της απελευθερώσεως των υποδούλων ελληνικών χωρών συνενωθέντων αδελφών και την ένωσιν αυτών μετά της ελευθέρας Ελλάδος επιδιωκόντων, θέλω συντελέσει το επ' εμοί εις τον ιερόν τούτον σκοπόν εκ παντός τρόπου δυνατού αγωνιζόμενος και μόνος και μετά πολλών και ουδέποτε θέλω απομακρυνθή της ιδέας ταύτης. Θέλω δε υπακούει προθύμως εις τας αποφάσεις της Α. Ε.. Ίστωρ τούτου ο μέγας Θεός.”

Έτσι ο Κουμουνδούρος φρόντισε με τον τρόπο του να αναζωπυρώσει τα επαναστατικά κινήματα της Θεσσαλίας, της Κρήτης και της Μακεδονίας. Με εντολές του ενημερώθηκαν οι Έλληνες πρόξενοι και πάλι για την απόφαση της Κυβέρνησης η οποία ζητούσε τη μέγιστη δυνατή συμπαράστασή τους. Μέσα στον επόμενο μήνα προωθήθηκαν πολυάριθμες δυνάμεις ενόπλων στην Κρήτη τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τη Μακεδονία.

181. Επ. Φαρμακίδης, ό.π., σ. 214-5. 182. Εφ' όσον η Θεσσαλία δεν είχε ακόμη απελευθερωθεί, το Ελληνικό Βασίλειο διατηρούσε (υπο)προξενείο στη Θεσσαλία. 183. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 215.

Καταστατικό της Αδελφικής Ενώσεως (Α. Ε., επαναστατική επιτροπή Θεσσαλίας) του έτους 1876 (για την προετοιμασία της επανάστασης του 1878.)

“Περί σκοπού Άρθρον 1ον: Σκοπός της Α. Ε. Είναι η απελευθέρωσις των υποδούλων ελληνικών χωρών και η μετά της ελευθέρας Ελλάδος ένωσις αυτών. Άρθρον 2ον: Μέσα προς πραγμάτωσιν του ιερού τούτου σκοπού ορίζονται ή όσω το δυνατόν μεγαλυτέρα διάδοσις της ιδέας της απελευθερώσεως, η εξάπλωσις της επί τούτω συνεννοήσεως εν τε τη ελευθέρα και τη δούλη ιδίως Ελλάδι και η πάσει δυνάμει ηθική και υλική παρασκευή προς γενικήν ταυτόχρονον εξέγερσιν των υποδούλων λαών υπέρ της απελευθερώσεώς των. Η δε εξέγερσις αύτη θέλει επιδιωχθή αρμοδίως, όταν βεβαιωθεί ότι συντρέχουσιν οι περιστάσεις και υπάρχει η προσήκουσα προπαρασκευή. Κρίνεται τούτο υπό του Κέντρου, αποφασίζεται δε ως κατωτέρω εν τω άρθρω 11ω ορίζεται. Περί μελών Άρθρον 3ον: Μέλη της Α. Ε. Γίνονται άνδρες ενήλικες πάσης φυλής και θρησκεύματος, κρινόμενοι κατάλληλοι εν Αθήναις μεν υπό του Κέντρου, εκτός δε Αθηνών, υπό των κατά τόπους Επιτροπών εν ολοψηφία των μελών αυτών. Άρθρον 4ον: Μετά την έγκρισιν τινός ως μέλους της Α. Ε. Δίδει ούτος τον όρκον της εχεμυθείας και λαβών ακολούθως γνώσιν του οργανισμού αυτής ορκίζεται τον οριστικόν όρκον περί αποδοχής και τηρήσεως αυτού. Άρθρον 5ον: Πας εταίρος ταχθείς κανονικώς οφείλει να φροντίζη περί διαδόσεως της ιδέας της απελευθερώσεως, περί προσκτήσεως νέων μελών, και προπάντων (...) συμφώνως (...) εκ των δυναμένων να συντελέσωσιν εις τον σκοπόν και μάλιστα ικανών να προσελκύσωσι και άλλους, είτε ως εκ της κοινωνικής αυτών θέσεως, είτε εκ της ατομικής των αξίας και ικανότητος (...) και όταν δοθή το σύνθημα της γενικής εξεγέρσεως, αν δεν κωλύεται σωματικώς, να δράξη τα όπλα και μεταβή όπου η φωνή της πατρίδος τον προσκαλεί. Άρθρον 6ον: Άνδρες διαπρεπείς, μέλη όντες της Α. Ε., και άλλοι δυνάμενοι να συντελέσωσι εις τον σκοπόν και άλλως, δεν υποχρεούνται να υπηρετήσωσι προσωπικώς και διά των όπλων. Άρθρον 7ον: Πας εταίρος, μετά τον (...)οριστικόν όρκον, δεν δύναται πλέον ν' αποχωρήσει της Α. Ε., άλλως θεωρείται ως προδότης και επίορκος. Άρθρον 8ον: Πας εταίρος οφείλει να συνεισφέρη εις το κοινόν Ταμείον προαιρετική συνδρομήν(...). Άρθρον 9ον: Το Κέντρον, απαρτιζόμενον εκ μελών ένδεκα, εδρεύει εν Αθήναις και εκλέγεται δι' απολύτου πλειοψηφίας υπό των εν Αθήναις αδελφών ετησίως (...) τας δε αποφάσεις του καταρτίζει διά της ψήφου των δύο τρίτων των μελών αυτού. Άρθρον 10ον: Μία των κυριοτέρων εργασιών του Κέντρου είναι η σύστασις επιτροπών κατά τόπους (...). Άρθρον 11ον: Ζητήματα σπουδαία και μάλιστα το της γενικής εξεγέρσεως αποφασίζονται τη ψήφω των δύο τρίτων των εν Αθήναις αδελφών. Άρθρον 12ον: Διά τας ενεργείας του Κέντρου υπάρχει σφραγίς εν τω μέσω παριστώσα δύο γυναίκας, ων η μία αλυσόδετος και μόλις ανακύπτουσα, η δ' ετέρα περίφροντις κρατούσα τη μία χερί την σημαίαν της ελευθερίας, τείνουσα δε την ετέραν (χείραν) προς δεξίωσιν της ανξιοπαθούσης αδελφής της, πέριξ δε αναγιγνώσκεται το όνομα “Α. Ε.” και τό έτος 1876. Άρθρον 13ον: Ως δίπλωμα δίδοται τοις αδελφοίς (...) μετάλλινο σήμα, επί της μίας μεν όψεως φέρον τον τύπον της σφραγίδος, επί δε της ετέρας τον (τύπον) του ελληνικού στέμματος και πέριξ τις λέξεις “Πίστις, Πατρίς, Ελευθερία”. Άρθρον 14ον: Πλην των άρθρων 1,2,8 και 11 (...) τα λοιπά δύνανται να τροποποιηθούν (...). Άρθρον 15ον: Εκτός του κατά το άρθρον 9 Κέντρου υπάρχει και ανωτέρα επιτροπή εδρεύουσα επίσης εν Αθήναις, της οποίας τα μέλη εκλεγόμενα υπό του Κέντρου, εις αυτό μόνον εισί γνωστά (...).” 1876 Ουσιαστικά η τύχη του ελληνισμού εξαρτώταν αποκλειστικά από τους υποδούλους

Έλληνες. Στο μεταξύ καθαρογράφηκαν και οι όροι της Συνθήκης της Αδριανούπολης που προέβλεπαν τη διεύρυνση των εδαφών της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Ρουμανίας ενώ προβλεπόταν, κι αυτό ήταν το δυσάρεστο για την ελληνική Μακεδονία, η δημιουργία ενός τεραστίου βουλγαρικού κράτους μεγέθους διπλασίου από το σημερινό! Έτσι οι επαναστάσεις των υποδούλων ήταν φανερό ότι σκόπευαν σε δύο στόχους: Αφενός την εκδίωξη των Τούρκων και αφετέρου την υπαγωγή των απελευθερωμένων εδαφών στην Ελλάδα και όχι στη Βουλγαρία. Τα γεγονότα της επανάστασης του 1878 στη Θεσσαλία: Είναι γεγονός ότι η θέση της Θεσσαλίας εννοούσε πάντα τις επαναστατικές εξεγέρσεις λόγω της γειτνίασης με το ελεύθερο ελληνικό κράτος, καθόσον εύκολα μπορούσαν να ενισχυθούν με την είσοδο στρατιωτικών σωμάτων από την Κυβέρνηση. Εκτός τούτου, στην περιοχή της ορεινής Δυτικής Θεσσαλίας, στον Όλυμπο, την Όσσα, το Πήλιο, αλλά και την περιοχή Αλμυρού υπήρχε πάντοτε εξασκημένο δυναμικό αγωνιστών, που ήταν πρόθυμο για επαναστατικές κινήσεις. Μεταξύ των ορεινών αυτών πληθυσμών διακρίνονταν ιδιαίτερα οι νομαδικοί πληθυσμοί, όπως Σαρακατσαναίοι και Βλάχοι, που μετέρχονταν συχνά το ληστρικό βίο ή είχαν συμμετάσχει σε προηγούμενα κινήματα. Αντίθετα στα χωριά της πεδιάδας, οι Καραγκούνηδες και οι άλλοι αγροτικοί πληθυσμοί δεν έδειχναν ιδιαίτερη προθυμία σε επαναστατικές κινήσεις λόγω του φόβου των πλουσίων Οθωμανών αγάδων, των στρατιωτικών σωμάτων, που πάντοτε στρατοπέδευαν στη Λάρισα και τα Τρίκαλα, και λόγω των συχνών εκδικητικών επιδρομών και λεηλασιών από άτακτους Αλβανούς Γκέκηδες184. Στη Θεσσαλία νωρίτερα ακόμα από το 1878 δρούσαν μικρές αντάρτικες ομάδες που διοικούνταν από πρώην λήσταρχους, όπως ο Καραπατάκης και ο Παν. Καλόγηρος. Έτσι όταν τμήματα του ελληνικού στρατού όταν εισήλθαν το 1877 στη Θεσσαλία βρήκαν το έδαφος προετοιμασμένο. Στο Πήλιο: Το πρώτο σώμα αγωνιστών από την ελεύθερη Ελλάδα, προορισμένο όμως για τη Μακεδονία, ήταν ένα σώμα 150 ανδρών με τον Λεωνίδα Βούλγαρη επικεφαλής, που αποβιβάστηκε στην περιοχή του Πλατανιά, ακριβώς απέναντι από τη Σκιάθο την Πρωτοχρονιά του 1878. Ο Βούλγαρης επέστρεψε σύντομα στην Αθήνα, όπου προετοίμασε δεύτερο σώμα υπό τον Ζήσιμο Μπασδέκη με προορισμό το Πήλιο. Σύντομα τα δύο αυτά σώματα συνενώθηκαν με ντόπιους που είχαν αρχηγό τους τον οπλαρχηγό Κ. Γαρέφη. Ο Γαρέφης συγκρότησε επαναστατική κυβέρνηση στον Άγιο Λαυρέντιο, ύψωσε την ελληνική σημαία και προμήθευσε με όπλα κατοίκους των άλλων πηλιορείτικων χωριών. Ένα μήνα αργότερα οι πρόκριτοι των 24 χωριών του Πηλίου συνήλθαν στη Μακρινίτσα και επανεξέλεξαν την προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση του Πηλίου με πρόεδρο τον Ιερώνυμο Κασσαβέτη και αντιπρόεδρο τον Ζ. Μπασδέκη. Οι μικροσυγκρούσεις που ακολούθησαν μεταξύ επαναστατών και Οθωμανικών φρουρών έβρισκαν πάντα νικητές τους Έλληνες. Στην περιοχή του Αλμυρού: Σε σύσκεψη της 31ης Δεκεμβρίου του 1877, στο σπίτι του Κουμουνδούρου πάρθηκε η απόφαση για είσοδο του ελληνικού στρατού στην περιοχή Αλμυρού. Σύμφωνα με την απόφαση της σύσκεψης αυτής ο λοχαγός 184. Οι Γκέκηδες αυτοί προέρχονταν από τη Δίρβη της Αλβανίας. Γενικώς οι Αλβανοί διακρίνονταν σε τέσσερις φυλές, τους Γκέκηδες, τους Λιάπηδες, τους Τόσκηδες και τους Τσάμηδες, ονόματα τα οποία διασώζονται και μεταξύ των επωνύμων που δηλώνουν καταγωγή στη Θεσσαλία και αλλού.

Ισχόμαχος θα αναχωρούσε από τη Λαμία για την περιοχή του Αλμυρού όπου και θα αναλάμβανε το συντονισμό του ξεσηκωμού όχι μόνο στον Αλμυρό, αλλά και σε ολόκληρη τη Θεσσαλία. Αντικειμενικός σκοπός του Ισχομάχου ήταν, αφού σταθεροποιήσει την επανάσταση στη Θεσσαλία, να προχωρήσει στη Δυτική Μακεδονία, την περιοχή δηλαδή που υπήρχε το μεγάλο πρόβλημα λόγω της βουλγαρικής απειλής. Η εξελίξεις όμως τον καθήλωσαν στη Δυτική Θεσσαλία, όπου και ανέλαβε την ηγεσία του αγώνα της περιφέρειας. Τα ένοπλα τμήματα του ελληνικού στρατού πέρασαν τα σύνορα την 16η Ιανουαρίου και αφού συνενώθηκαν με τους ντόπιους ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης στο χωριό Βρύνια (Βρύναινα), ενώπιον του ατύπου πολιτικού διοικητή της επαρχία Δ. Οικονομίδη. Η γενικευμένη εισβολή του ελληνικού στρατού: Καθ' όλη τη διάρκεια του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου του 1878 παρατηρήθηκε μια ακατάπαυστη εισροή ελληνικών ενόπλων τμημάτων σε μικρές ομάδες, οι οποίες αφού εξασφάλιζαν τα απαραίτητα πολεμοφόδια στους ντόπιους, συνενώθηκαν σε τέσσερις ισχυρές ομάδες σε ισάριθμες περιοχές της εξεγερμένης Θεσσαλίας. Σύντομα οι επαναστάτες ήλεγχαν στα Ανατολικά την Όσσα, το Πήλιο και την περιοχή της Όθρυς-Αλμυρού, ενώ στα Δυτικά συγκροτήθηκε αρχηγείο των επαναστατικών δυνάμεων με έδρα τα Λουτρά Σμοκόβου, απ' όπου συντονίζονταν οι επαναστατικές ενέργειες στα ορεινά της Πίνδου αλλά και σε γειτονικές πεδινές περιοχές της Καρδίτσας και των Τρικάλων. Όμως παρ' όλη την επάρκεια οπλισμού και ανδρών, η επανάσταση στερούνταν από την προαπαιτούμενη πείρα των ηγετών της, αλλά και την απειθαρχία των ενόπλων, κυρίως των ντόπιων επαναστατών. Τα γεγονότα στην Όσσα: Η προσωρινή κυβέρνηση του Πηλίου έστειλε στις αρχές Φεβρουαρίου τα μέλη της Σακελλαρίδη, Ζαμανούδη, Γαρέφη και άλλους, επικεφαλής δύναμης 250 ενόπλων, στην Αγιά με σκοπό την εξάπλωση της επανάστασης. Κάποιοι απ' αυτούς είχαν προορισμό τη Βουλγαρινή (Έλαφο) και της αποθήκες της με το σιτάρι που θα έπαιρναν για τις ανάγκες της επανάστασης. Όμως μια διαταγή τους έκανε να επιστρέψουν προς τα Καλύβια Κερασιάς. Κάποιοι όμως απ' αυτούς ξαναγύρισαν στη Βουλγαρινή κυνηγώντας 4-5 Αλβανούς που φύλαγαν τις αποθήκες. Έτσι οι επαναστάτες που είχαν στο μεταξύ μαζευτεί στο χωριό πήραν 750 κοιλά σιτηρών (περίπου 15 τόνους), 10 άλογα, 2000 γιδοπρόβατα καθώς και άλλα 200 που άρπαξαν από το τουρκοχώρι Αληφακλάρ (Καλαμάκι). Στη συνέχεια κατέστρωσαν σχέδια για την κατάληψη της θέσης Ά. Νικόλαος Φονιάς, με στόχο τη διακοπή της επικοινωνίας των Τούρκων Λάρισας και Αγιάς. Την 4η Φεβρουαρίου το σώμα των 500 περίπου επαναστατών χωρίστηκε σε δυο ομάδες. Η μία, έχοντας επικεφαλής τον Κατσούδα θα πήγαιναν στη Μακρινίτσα ενώ οι υπόλοιποι θα οχυρώνονταν στη Μονή Καμπάνας, στη Έλαφο, για να αντιμετωπίσουν τον επερχόμενο Αμούς αγά που βρισκόταν στη γειτονική Κουκουράβα (Αμυγδαλή), με 700 ενόπλους και αναμενόταν να τους χτυπήσει. όμως, εξαιτίας ενός λάθους του μάλλον μεθυσμένου Κολωνιάτη και των δικών του, που αντί να πάνε στο ορισμένο τόπο άμυνας επιτέθηκαν στον Αμούς, παρασέρνοντας μαζί τους και άλλους επαναστάτες, τα γεγονότα πήραν δυσάρεστη τροπή. Γρήγορα ο Αμούς ξεπέρασε τον αιφνιδιασμό και έφερες τους ατάκτους επαναστάτες σε θέση άμυνας. Έτσι οι Έλληνες έφυγαν άτακτα από τη μάχη αφήνοντας πίσω τους 4 νεκρούς. Εν συνεχεία ο Αμούς κατευθύνθηκε προς τη Βουλγαρινή πνέοντας εκδικητικό μένος. Στο μεταξύ η

δολοφονία δύο Οθωμανών αιχμαλώτων από τον Κολωνιάτη, έκανε τους ντόπιους να ανησυχούν πλέον πολύ σοβαρά. Έτσι οι πρόκριτοι του χωριού Γ. Κουμπουρδογιάννης, Θ. Χρήστου, Γ. Παπαδόπουλος, Δ. Μακρούλης και Ι. Παπαγεωργίου, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αμούς προσφέροντάς τους χρήματα με σκοπό να τον εξευμενίσουν και να γλυτώσουν την πιθανή σφαγή των κατοίκων. Ο Αμούς πήρε τα χρήματα αλλά κατακρεούργησε τους προκρίτους καίγοντας μάλιστα στη συνέχεια τις σωρούς τους. Κάποια μέλη των θυμάτων αυτής της θηριωδίας ανακάλυψε ο ανταποκριτής των Τimes. Οι υπόλοιποι κάτοικοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα έσπευσαν να αναχωρήσουν από τη Βουλγαρινή, πλην 15 οικογενειών που τις έφτασαν οι Αλβανοί του Αμούς και τις κακοποίησε. Σύμφωνα με τον Γ. Κορδάτο οι νεκροί μεταξύ των κατοίκων της Ελάφου ήταν περισσότεροι. Έτσι έχουμε κάποια άλλα ονόματα μεταξύ των θυμάτων της αλβανικής θηριωδίας. Αυτοί ήταν: ο Ν. Βασβανάς, ο Απ. Γαλάνης, ο Αθ. Ευσταθίου, ο Ιωάν. Κουρδούμπας, ο Ι. Μακρής, ο Θ. Μπαλταγιάννης, ο Ι. Παπαγεωργίου, ο Γ. Παπαθανασίου, ο Γρ. Τζήκας και ένας ποιμένας βλάχικης καταγωγής του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται185. Εν τω μεταξύ στην περιοχή του Αγιοκάμπου, στις 25 Φεβρουαρίου, αποβιβάστηκε νέο στρατιωτικό σώμα του Βούλγαρη, το οποίο συνενώθηκε σε μια ισχυρή δύναμη 500 ανδρών με την είσοδο σ' αυτήν και δεκάδων αγωνιστών του Πηλίου. Τις επόμενες μέρες στην ίδια περιοχή έφτασαν και άλλα σώματα κυρίως ληστρικά, όπως αυτά του Λελούδα, του Ζούρκα και του Φαρμάκη, και, χωρίς προσυνεννόηση με την ηγεσία του αγώνα, προσπάθησαν ανεπιτυχώς, την 2α Μαρτίου να καταλάβουν την Αγιά. Μετά την απόκρουσή τους από τους Οθωμανούς, οι διασωθέντες εγκατέλειψαν την περιοχή της Όσσας για το Πήλιο όπου υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Έτσι τα χωριά που έμειναν ανυπεράσπιστα στην Όσσα δέχτηκαν την εκδικητική μανία των Οθωμανικών στρατευμάτων. Η μανία του τακτικού στρατού αλλά και των εγκληματιών Αλβανών, ξέσπασε πάνω στους απλούς κατοίκους, μη εξαιρουμένων και των γυναικοπαίδων, πληρώνοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη συμπαράσταση που έδειξαν στους επαναστάτες. Ο Σ. Ν. Γάτσος αλληλογραφεί με τον Λεωνίδα Πασχάλη και περιγράφει την οικονομική, και όχι μόνο, κατάσταση στη Θεσσαλία, προτείνοντας την έναρξη της επανάστασης στη Θεσσαλία “Φίλτατε κύριε Λεωνίδα Πασχάλη Η Θεσσαλία έχει κατοίκους Έλληνες μεν περί τας 280.000, Οθωμανούς 70.000, Ιουδαίους 4.000 και Κιρκάσιους 2.000. Η οθωμανική κυβέρνησις λαμβάνει ετησίως εξ όλων των τακτικών φόρων περί τας 400.000 λίρας, ήτοι: Από δεκάτην 150.000, από φόρο προβάτων 90.000, από φόρον καπνού 10.000, από τελωνείον 50.000 και από φόρον ιδιοκτησίας, επαγγέλματος, στρατιωτικόν και διάφορα άλλα περί τας 100.000. (Σύνολον) 400.000. Η Θεσσαλία είναι η καρποφορωτέρα των επαρχιών της ευρωπαϊκής Τουρκίας, αι πλειότεραι και καλλίτεραι αυτής γαίαι μένουν ακαλλιέργητοι, των άλλων καλλιεργουμένων κατά το παλαιόν σύστημα. Αν και η χώρα είναι φύσει ομαλή, στερείται δρόμων αμαξητών, τούτου δε ένεκα η εις τους λιμένας μεταφορά στοιχίζει υπερβολικά. Είναι ... γνωστή η αισχρά διοίκησις της τουρκικής κυβερνήσεως (...) επαισθητή και εις Θεσσαλίαν, όπου άπαντες οι λειτουργοί από του διοικητού μέχρι του κατωτέρου υπαλλήλου καταχρώνται και πιέζουσι καθ΄υπερβολήν τον δυστυχήν τούτον λαόν. Οι χωρικοί της Θεσσαλίας είναι λαός φιλόπονος και νοήμων, ένεκα όμως της αθλίας και κακής διοικήσεως και (...) της τοκογλυφίας είναι πτωχός (...) όμως χάριν της πνευματώδους αυτού φύσεως και της προς την ελευθερίαν του χαρακτήρος του 185. Κ. Σπανός, “Η επανάσταση του 1878 και τα γεγονότα στη Βουλγαρινή της Αγιάς”, εφημ. Ελευθερία- Πολιτισμός, 15/3/2009, σ. 31.

ροπής, δεν απέβαλε τα προς την κοινήν πατρίδαν αισθήματά του και βλέπων οφθαλμοφανώς ότι είναι αδύνατον υπό τον ζυγόν να βελτιωθεί η θέσις του, προ πολλού απεφάσισεν, εις πρώτον δοθέν αυτού σημείον να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν του και (...) ούτω να ενωθεί μετά της ελευθέρας μητρός του Ελλάδος (...) Νομίζω όθεν ότι είναι δυνατόν συννενοουμένων των ενταύθα αρμοδίων μετά των καταλλήλων προσώπων των διαμερισμάτων Βολου, Αλμυρού, Καρδίτσης, Αγράφων, Τρικάλων, Χασίων Ελασσόνος, Ολύμπου και Αγιάς ν΄αρχίση το κίνημα κατά την πανήγυριν Φαρσάλων (15 Αυγούστου) ..., όμως θα είναι ανάγκη να σταλώσι συγχρόνως εντεύθεν επικουρικά σώματα και αρχηγός στρατιωτικός, άνθρωπος έμπειρος, πατριώτης και φέρων όνομα το οποίον να εμπνέη πίστιν εις τους κατοίκους, οίτινες αναμιμνήσκονται τα συμβάντα του 1854 (...) είναι απολύτως ανάγκη να διαθέσωσιν η Κυβέρνησις και η Επιτροπή περί τας 10 χιλιάδας όπλα μετά τον αναγκαίων πολεμοφοδίων. Ταύτα δε να διαθέσωσι εις τα αναφερθέντα διαμερίσματα (...) ενέργειαι όμοιαι να γίνωσι συγχρόνως και εις την Ήπειρον, ίνα αμφότεραι η τε Ήπειρος και Θεσσαλία εξεγερθώσι ταυτοχρόνως ώστε ο εκ 12 περίπου χιλιάδων συγκείμενος οθωμανικός στρατός να μην προλάβη να συγκεντρωθή. Εάν το κίνημα τούτο γίνει τακτικό και λάβη διαστάσεις (...) οι μπέηδες της Θεσσαλίας, οι οποίοι είναι οι σπουδαιότεροι ιδιοκτήται της χώρας, (...) κηδόμενοι των συμφερόντων τους είναι ελπίς να καταπεισθώσιν, αν όχι να ενεργήσουσιν υπέρ της επαναστάσεως, τουλάχιστον να μην ενεργήσωσι κατ' αυτής. Την 19η Ιουλίου 1877 Αθήναι Διατελώ πρόθυμος Σ. Ν. Γάτσος”

Ο αγώνας γύρω από το Βόλο και στη Μακρινίτσα: Το Μάρτιο του 1878 άρχισαν να συγκεντρώνονται στο Βόλο ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις καταφθάνοντας ατμοπλοϊκώς στο λιμάνι του. Συγχρόνως ο αγγλικής καταγωγής εξωμότης Χόβαρτ πασάς με τις δυνάμεις του απέκλεισε όλα τα μικρότερα λιμάνια και τις ακτές του Πηλίου. Η βασική γραμμή άμυνας των επαναστατών ήταν πάνω από τον Άνω Βόλο πρς την κατεύθυνση της Μακρινίτσας. Εκεί είχαν συγκεντρωθεί περί τους 2.000 επαναστάτες, όμως ελλείψει ικανού και αναγνωρισμένου απ' όλους αρχηγού, καθώς και η ασυνεννοησία και οι μωροφιλοδοξία των διαφόρων οπλαρχηγών, δεν επέτρεψαν την οργάνωση συστηματικής άμυνας. Έτσι με την εκδήλωση της πρώτης οργανωμένης τουρκικής επίθεσης κατέρρευσε το βασικό αμυντικό μέτωπο των Ελλήνων έξω από τη Μακρινίτσα. Ο αγώνας μετατράπηκε σε μάχη σώμα με σώμα. Στη μάχη της Μακρινίτσας έλαβαν μέρος και πολλές γυναίκες. Όμως σύντομα η κωμόπολη έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Ακολούθησε η πτώση της Πορταριάς και εν συνεχεία των υπολοίπων χωριών του Πηλίου. Για την εξέλιξη του αγώνα στην περιοχή γράφει ο πρόξενος της Ελλάδας στη Λάρισα, Παλαμίδης: “(Ευθύνονται) η πολυκέφαλος ηγεσία και η μεταξύ των διαφόρων αρχηγών διχόνοια, διότι οι επί του Πηλίου επαναστάται και αριθμητικώς ήταν ισχυροί και τοσούτον ισχυράς θέσεις κατείχον, ώστε ηδύναντο ευκόλως να αποκρούσωσι στρατόν τριπλάσιον του επιτεθέντος αυτών”. Όπως είναι φυσικό, και δηλωτικό της Οθωμανικής φυσικής κλίσης θα λέγαμε, επακολούθησαν βιαιότητες, λεηλασίες και φόνοι. Ανάμεσα στα θύματα της τουρκαλβανικής θηριωδίας ήταν και ο ανταποκριτής των Τimes του Λονδίνου, Ογλ186. Η κατάσταση στον Όλυμπο και τον Κ. Όλυμπο: Το 1867 είχε ιδρυθεί στη Μακεδονία η “Νέα Φιλική Εταιρεία” που είχε σκοπό να συντονίσει την επανάσταση στην περιοχή της Μακεδονίας από την περιοχή Ολύμπου και βορειότερα. Έτσι τη νύχτα της 16ης Φεβρουαρίου του 1878, μετά από εντολή της οργάνωσης, 500 186. Σύμφωνα με το Επ. Φαρμακίδη δολοφόνος του Ογλ ήταν ένας ζαπτιές αξιωματικός από τη Λάρισα, ονόματι Αμούς αγάς. Μάλιστα το διαβατήριο του Άγγλου δημοσιογράφου βρέθηκε σε ένα από τα μέλη της ομάδας του.(Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, σ.222)

ένοπλοι με επικεφαλή τον λοχαγό Κοσμά Δουμπιώτη, αποβιβάστηκαν στην Πλάκα Λιτοχώρου και κατευθύνθηκαν προς τους πρόποδες του Ολύμπου. Στο σώμα του Δουμπιώτη προσχώρησαν και ομάδες ανταρτών της Θεσσαλίας, όπως του Γ. Ζαχείλα, του Κ. Ψίρα, του Τόλια Λάζου και του Νικολάου Βλαχάβα. Στις 19 του ίδιου μήνα οι ένοπλοι μαζί με προκρίτους της περιοχής προχώρησαν στην εκλογή της επαναστατικής κυβέρνησης της Μακεδονίας, ορίζοντας πρόεδρο τον Ευάγγελο Κοροβάγκο. Ακόμα στις 21 Φεβρουαρίου ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος κήρυξε με επισημότητα την έναρξη της επανάστασης στη Μακεδονία. Σημαντικό ρόλο στην επαναστατική κυβερνητική επιτροπή διαδραμάτισε ο γιατρός Αθανάσιος Αστερίου από το Λιβάδι της Ελασσόνας, που προερχόταν από ευσεβή χριστιανική οικογένεια, ενώ ο πατέρας του υπήρξε από τους κυριότερους εκπροσώπους της εθνικής δράσης στην κωμόπολη187. Μεταξύ των υπολοίπων επιτρόπων υπήρξαν και κληρικοί, όπως ο ιερομόναχος της Ι. Μ. Πέτρας Νικηφόρος και ο ιερέας Ιωάννης Νικολάου. Η επανάσταση από εκεί πέρασε και στη Δυτική Μακεδονία, ενώ ο Δουμπιώτης προσπάθησε να έλθει σε διαπραγματεύσεις με τους Οθωμανούς για την παράδοση στους επαναστάτες της Κατερίνης, ενώ, χάρις στη δύναμη πυρός που διέθετε, θα μπορούσε να την καταλάβει με έφοδο. Κωλυσιεργώντας μ' αυτές τις διαπραγματεύσεις οι επαναστάτες, έδωσαν χρόνο στους Τούρκους οι οποίοι ενισχύθηκαν με τουρκικές δυνάμεις από τα νότια, που βρίσκοντας αφύλαχτο το Λιτόχωρο, το παρέδωσαν στις φλόγες, ενώ κατάσχεσαν όλο τον οπλισμό που είχε έρθει προς ενίσχυση των επαναστατών στην Πλάκα. Το κυριότερο όμως εμπόδιο για την επανάσταση εκδηλώθηκε στον Κολινδρό. Εκεί, απουσία του επισκόπου, η πλειονότητα των κατοίκων, προφανώς έχοντας πληροφορηθεί τα καθέκαστα για το Λιτόχωρο, εγκατέλειψαν τους επαναστάτες, ζητώντας μάλιστα την προστασία του τουρκικού στρατού! Πιεζόμενοι λοιπόν οι επαναστάτες υποχώρησαν στο ορεινό πέρασμα της Πέτρας, όπου βρισκόταν ο επίσκοπος Κίτρους με μικρή δύναμη. Προς ενίσχυσή του παρέμειναν 80 εθελοντές υπό τη διοίκηση του ανθυπολοχαγού Τζίμα. Μετά από τρεις ημέρες και καθώς κορυφώθηκε η τουρκική επίθεση, οι επαναστάτες υποχώρησαν στον Κοκκινοπηλό κι από εκεί μέσω Πυθίου κατευθύνθηκαν στην Πουλιάνα (Κρυόβρυση). Εκεί στις 13 Μαρτίου διεξήχθη μάχη μεταξύ των επαναστατών και δύο ταγμάτων Τούρκων που κράτησε από το μεσημέρι μέχρι το ηλιοβασίλεμα. Εκατό Τούρκοι νεκροί και οκτώ Έλληνες ήταν τα θύματα της σύγκρουσης, σύμφωνα με αναφορά του Δουμπιώτη προς την επιτροπή Μακεδόνων της Αθήνας. Την επομένη η Κρυόβρυση δέχτηκε τα αντίποινα των Οθωμανών. Το χωριό, εγκαταλειμμένο από τους κατοίκους του, κατακάηκε. Οι επαναστάτες είχαν στο μεταξύ αναχωρήσει για την περιοχή των Χασίων μέσω Τσαριτσάνης. Από τη Βερδικούσια, που μετά την αναχώρηση των επαναστατών λεηλατήθηκε από τους Οθωμανούς, ο Δουμπιώτης έστειλε μήνυμα προς την επιτροπή στην Αθήνα ζητώντας πολεμοφόδια και ενισχύσεις με σκοπό να επιστρέψει στη Μακεδονία. Η λαμιώτικη εφημερίδα “Φάρος της Όθρυος” για τη σφαγή στη Βερδικούσια. “Στρατός τουρκικός, ορμηθείς εκ Τρικάλων, μετέβη εις τα Χάσια, λόγω δήθεν να καταδιώξει τους αντάρτας (ληστάς κατ' εκείνους), πράγματι όμως, ίνα διαπράξη τα συνήθη αυτοίς φρικαλέα εγκλήματα. Επέπεσαν λοιπόν κατά του χωρίου Βερδικούσια, κατοικούμενον υπό 200 οικογενειών, το ελήστευσαν και έσφαξαν επέκεινα των 45-50 γυναικοπαίδων, όσα δεν ηδυνήθησαν διά της σφαγής 187. Α. Καρανάσης, “Η επανάσταση του 1878 στον Όλυμπο”, εφημ. Ημερήσιος Κήρυκας, 17/2/2008, σ. 38.

να σωθώσιν. Όλων των Δυνάμεων οι εν Λαρίση πρόξενοι μετέβησαν επιτοπίως και είδον το οικτρόν θέαμα πτωμάτων γυναικών, παρθένων, παίδων και γερόντων, ους οι αλιτήριοι κατέσφαξαν, και εντόνως διεμαρτυρήθησαν κατά των πράξεων αυτών. Εν ενί λόγω οι χριστιανοί της Θεσσαλίας και Ηπείρου διατρέχουσι τον έσχατον των κινδύνων, εάν δεν ληφθή πρόνοια είτε εκ μέρους της Ελλάδος, είτε εκ μέρους των ευρωπαϊκών Δυνάμεων.” Εφημ. Φάρος της Όθρυος, α. φύλλου 998, 15/7/1878, σ.2.

Το ίδιο χρονικό διάστημα (Μάρτιος 1878) οι επαναστάτες Αποστολίδης και Ζαχείλας με 1.000 ακόμα αγωνιστές συνέχισαν τις συγκρούσεις στην περιοχή μεταξύ των χωριών Ραψάνης, Καλλιπεύκης και Κρανιάς Ολύμπου (Κάτω Όλυμπος). Μετά το πέρας όμως των μαχών οι Οθωμανοί ξέσπασαν το μένος τους πάνω στους αμάχους της περιοχής. Έτσι πυρπόλησαν188 240 οικίες στη Ραψάνη, 40 στην Καρυά και αρκετά ακόμη στη Σκαμνιά, την Κρυόβρυση και την Κρανιά. Όπως δηλαδή έπραξαν και αλλού (Πλάτανος, Παναγία Ξενιά, Σουρβιά, Λιτόχωρο, κ.α.) Παρ' όλο που οι συνθήκες για τους ντόπιους ήταν δύσκολες,η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να σταματήσει τη βοήθεια προς τους επαναστάτες της Μακεδονίας, δείχνοντας ότι εκείνη τη χρονική περίοδο προτιμούσε να διαπραγματευτεί με τις μεγάλες δυνάμεις την ενσωμάτωση μόνο της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, επιφυλασσόμενοι για την τύχη της Μακεδονίας και της περιοχής Ελασσόνας, σε κάποια ευνοϊκότερη χρονική συγκυρία στο μέλλον. Ο αγώνας στη Δ. Θεσσαλία – Μάχες Σέκλιζας και Ματαράγκας: Στο

Μεσενικόλα, που ήταν το Επαναστατικό κέντρο, το 1878 οι συγκεντρωμένοι επαναστάτες Θεσσαλοί εξέλεξαν επαναστατική επιτροπή με πρόεδρο τον ντόπιο Απόστολο Βασαρδάνη. Στην περιοχή οι επαναστατικές δυνάμεις είχαν σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στην περιοχή των Τρικάλων και της Καρδίτσας προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους Τούρκους. Οι επαναστάτες, έχοντας εξασφαλίσει τα ορεινά μετώπισθέν τους, είχαν επεκτείνει την κυριαρχία τους στα πεδινά της Δ. Θεσσαλίας, κυρίως δε μετά της νικηφόρες μάχες της Σέκλιζας, του Μουζακίου και των Σοφάδων, που επετεύχθησαν το δίμηνο ΦεβρουαρίουΜαρτίου. Μετά από αυτές τις επιτυχίες τους οι επαναστάτες στράφηκαν κατά των πλούσιων Οθωμανών γαιοκτημόνων της περιοχής καίγοντας και καταστρέφοντας τις περιουσίες τους. Η μάχη της Σέκλιζας “Οι Τούρκοι είχαν οχυρώσει το λόφο του Άι-Θανάση στη Σέκλιζα (Καλλίθηρο), τον οποίον υπεράσπιζαν 150-200 εμπειροπόλεμοι Αλβανοί, πολύ καλά οπλισμένοι. Τα ελληνικά τμήματα με επικεφαλής τους Δ. Τερτίπη, Γ. Λάιο, Π. Θεοδώρου, Δ. Σούτσο, Καλαμάρα, Ζουλούμη και άλλους κατείχαν τα γειτονικά χωριά Ζωγλόπι, Βελέσι, Θραψίμι, Κέδρο και Σμόκοβο, έτοιμοι να επιτεθούν. Στις 9 Φεβρουαρίου ο οπλαρχηγός Γαλής προσπάθησε να πολιορκήσει τους Τούρκους στη Σέκλιζα. Ο αιφνιδιασμός όμως δεν πέτυχε. (...) Το μεσημέρι της 10ης Φεβρουαρίου οι επαναστάτες απέκρουσαν μια ίλη τουρκικού ιππικού, που ερχόταν από την Καρδίτσα για ενίσχυση της φρουράς και της προκάλεσαν μεγάλη φθορά. (...) Λίγο αργότερα κατέφθασε από την Καρδίτσα μεγάλη τουρκική δύναμη με 1.000 πεζούς και 150 ιππείς. Οι Έλληνες απέκρουσαν και αυτή την επίθεση και έτρεψαν τους Τούρκους σε φυγή. Τη νύχτα η αλβανική φρουρά εγκατέλειψε το λόφο του Άι-Θανάση και κατέφυγε στην Καρδίτσα. Στις 6 το πρωί την άλλη μέρα (11/2/1878) ξεκίνησε από την Καρδίτσα πολυάριθμος οθωμανικός στρατός από 2.500 πεζούς, με αρκετούς ιππείς και δύο τηλεβόλα, κάτω από τις διαταγές του αρχιστρατήγου Χασάν πασά. Όλη την ημέρα έγιναν σκληρές μάχες γύρω από τον Άι-Θανάση και στα αμπέλια της Σέκλιζας. (...) Οι Τούρκοι κατά το ηλιοβασίλεμα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν 188. Βαλιάκος Ηλίας, Η επαρχία Ελασσόνας τον 19ο αιώνα, Γνώση, Λάρισα 2003, σ. 82,3

προς την Καρδίτσα, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περί τους 250 νεκρούς. Η τριήμερη μάχη της Σέκλιζας έληξε νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα.” Γριβέλλας Λ.- Καραφύλλης Ν.- Μαγόπουλος Β., Εγχειρίδιο Τοπ. Ιστορίας, β΄ έκδ. Ν. Αυτ. Καρδίτσας 2006.σ. 127-8

Όμως μετά την κατάπνιξη της επανάστασης στο Πήλιο και τον Όλυμπο ο Οθωμανικός στρατός άρχισε να κινείται στα πεδινά και προς τα Δυτικά, απειλώντας τα χωριά στα οποία είχαν εμφανιστεί επαναστάτες. Η συγκέντρωση του μεγάλου οθωμανικού στρατού στη Δ. Θεσσαλία ανάγκασε τους επαναστάτες να υποχωρήσουν και να καταλάβουν αμυντικές θέσεις στους πρόποδες της Πίνδου. Η κρισιμότερη μάχη που δόθηκε τότε ήταν η μάχη της Ματαράγκας (21 Μαρτίου). Οι Οθωμανοί μετά από πεισματώδη άμυνα των επαναστατών κατάφεραν να καταλάβουν τη Ματαράγκα, αλλά δεν μπόρεσαν να εξαλείψουν από την περιοχή τους Έλληνες διότι οχυρώθηκαν σε γειτονικά σημεία της περιοχής Πετρομαγούλας. Η μάχη της Ματαράγκας “Στη μάχη αυτή η δύναμη των Τούρκων ήταν 4.500 πεζικάριοι, 600 ιππείς και 4 ορεινά τηλεβόλα, με αρχιστράτηγο τον Χασάν πασά της Καρδίτσας. Ο τουρκικός στρατός είχε παραταχθεί σε δύο σώματα. Το ένα από την πλευρά της Καρδίτσας και το άλλο από Καλυβάκια και Ερμήτσι, προερχόμενο από Λάρισα και Φάρσαλα. Φανερός στόχος τους, η περικύκλωση και εξόντωση των επαναστατών. Οι ελληνικές δυνάμεις (αποτελούνταν): Στη Ματαράγκα βρίσκονται 40 άνδρες με επικεφαλής τον λοχία Λάζο. Το σώμα αυτό ενισχύθηκε, μόλις άρχισε η σύγκρουση, με δυο διμοιρίες στρατιωτών από Σοφάδες. Στον Πύργο Ματαράγκας βρίσκονται οι Δημ. Τερτίπης και Γεώργιος Λάιος, με το σώμα των υπαξιωματικών και των εθελοντών. Στο Μπαταλάρ (Κυψέλη) βρίσκεται ο Δ. Σούτσος με ισχυρή δύναμη. Στο Μοσχολούρι διανυκτερεύει ο αρχηγός Κ. Ισχόμαχος. Συνολικά οι επαναστάτες διαθέτουν δύναμη 800 περίπου ανδρών μόνο, η οποία όμως είναι εξαπλωμένη σε ευρύτατο μέτωπο, μέσα στον κάμπο. Ο άμαχος πληθυσμός έφυγε για τα ορεινά. Η μάχη άρχισε στις 5 το πρωί της 21ης Μαρτίου του 1878. Ο αρχηγός παρέταξε τα τιμήματα του σε επίκαιρα σημεία (...) τον Κοντογιάννη με το σώμα του για ενίσχυση της Ματαράγκας (...) το Σισμάνη στη γέφυρα του Μοσχολουρίου (...) τον Καλαμάρα στο χωριό Γκέρμπεσι (Καρποχώρι) (...) και ο ίδιος στο Μογγολίνο λόφο δίπλα στην Πετρομαγούλα. (...) Ο λοχίας Γ. Λάιος καταλαμβάνει το λόφο της Πετρομαγούλας. (...) Η μάχη επικεντρώθηκε σε τρία σημεία: α΄ Στη Ματαράγκα, όπου οι 80 επαναστάτες αντιμετώπιζαν 2.000 πεζούς, 300 ιππείς και δύο τηλεβόλα. Β΄ Στην γέφυρα Αμπάς αγά, όπου μάχονταν ο Δ. Τερτίπης με 18 στρατιώτες και γ΄ Στην Πετρομαγούλα-Μογγολίνο, όπου ο Γ. Λάιος, με 60 περίπου άνδρες, αντιμετώπιζαν τον κύριο όγκο του τουρκικού στρατού. Στη Ματαράγκα εκτυλίχθηκαν σκηνές ανείπωτου ηρωισμού, αλλά, μπροστά στο χείμαρρο των εχθρικών επιθέσεων, οι επαναστάτες περί τις 9 το πρωί υποχώρησαν προς το χωριό Πύργος Ματαράγκας. Στη γέφυρα του Αμπάζ αγά (...οι Έλληνες) συμπτύχθηκαν στην Πετρομαγούλα. Στην κορυφή της Πετρομαγούλας ο Γ. Λάιος, με 16 άνδρες δίνει ομηρική μάχη, αντιμέτωπος με ένα τάγμα τουρκικού στρατού. Πάνω στον αγώνα ο γενναίος σωματάρχης πέφτει. (...) Ο κλοιός γύρο από το Μογγολίνο λόφο συνεχώς περισφίγγεται. Περί τις 4.30 το απόγευμα Έλληνες και Τούρκοι μάχονται σώμα με σώμα. Η μάχη γίνεται με ξιφολόγχες. (Χάρις όμως στη βοήθεια ενός ελληνικού σώματος ανδρών από το Μοσχολούρι) ο Δ. Τερτίπης, στη θέα της ανέλπιστης αυτής βοήθειας διατάσσει αντεπίθεση. Η μάχη είχε κριθεί. Κατά τις 8 το βράδυ οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν κανονικά και οι Έλληνες επαναστάτες αποσύρθηκαν στα χωριά των Αγράφων. Η νίκη είχε κερδηθεί.” Γριβέλλας Λ.- Καραφύλλης Ν.- Μαγόπουλος Β., Εγχ. Τοπ. Ιστορίας, β΄ έκδ. Ν. Αυτ. Καρδίτσας 2006.σ. 131-135.

Αυτό όμως, το να μείνει δηλαδή αναμμένη η φωτιά της επανάστασης στη Θεσσαλία, ήταν σημαντικό για την Ελλάδα τις παραμονές της σύγκλισης ευρωπαϊκής διάσκεψης με θέμα τις ελληνικές διεκδικήσεις. Σ' αυτές τις οχυρές θέσεις μάλιστα οι επαναστάτες συναντήθηκαν με τους προξένους της Αγγλίας Μέρλιν και Μπλουντ, οι οποίοι ανέλαβαν μεσολαβητική πρωτοβουλία για την αμνήστευση των επαναστατών.

Κεφάλαιο 12ο. Η Θεσσαλία ελεύθερη Οι πρώτες συζητήσεις για την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος: Μετά το συνέδριο του Βερολίνου έμεινε σε εκκρεμότητα από πλευράς ελληνικών συμφερόντων το θέμα της Ηπείρου και της Θεσσαλίας. Για τις ελληνικές θέσεις η καταλληλότερη οροθέτηση των συνόρων προκρίνονταν η πρόταση που είχε υποβάλλει το 1828 ο Καποδίστριας, δηλαδή θα έπρεπε να περιέλθουν στην Ελλάδα, εκτός της Θεσσαλίας και περιοχές που να καλύπτουν την Άρτα, τα Γιάννινα, την Πρέβεζα, το Μέτσοβο αλλά και να συμπεριλαμβάνει περιοχές ακόμα και της Βορείας Ηπείρου (Δέλβινο). Μάλιστα ο Κουμουνδούρος ζήτησε την εξουσιοδότηση των μεγάλων Δυνάμεων για να καταλάβει αυτές τις περιοχές. Οι αντιπρόσωποι όμως των Δυνάμεων και κυρίως οι Άγγλοι δε δέχτηκαν την πρόταση αυτή. Αντ' αυτού πρότειναν στην Ελλάδα να ξεκινήσει απ' ευθείας διαπραγματεύσεις με την Τουρκία, που προβλέπονταν από το άρθρο 24 της συνθήκης του Συνεδρίου του Βερολίνου, για τον καθορισμό των νέων συνόρων. Πράγματι ο Κουμουνδούρος, χωρίς χρονοτριβή έδωσε διακοίνωση στην Τουρκία με την οποία την καλούσε να ορίσει δύο επιτετραμμένους για τη χάραξη της νέας οριογραμμής, ενώ συγχρόνως φρόντισε να ενισχύσει με νέο ανθρώπινο δυναμικό τις ένοπλες δυνάμεις, που είχαν φτάσει την εποχή εκείνη στον αριθμό των 30.000 ανδρών. Η διάσκεψη της Πρέβεζας: Στη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου μόνο η Γαλλία πίεζε την Πύλη για να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα. Εν τέλει οι απευθείας συνομιλίες άρχισαν στην Πρέβεζα στις 25/1/ 1879. Από ελληνικής πλευράς οι διαπραγματευτές ήταν ο Αλ. Σούτσος, ο Γ. Ζηνόπουλος και ο ταγματάρχης Πάνος Κολοκοτρώνης. Η τουρκική πλευρά δέχτηκε να συζητήσει την παραχώρηση ορισμένων περιοχών της Θεσσαλίας, όχι όμως και της Ηπείρου, διότι όπως ισχυρίστηκαν οι αντιπρόσωποί της, αυτά ήταν εδάφη της Αλβανίας! Συγχρόνως τις μέρες αυτές η Πρέβεζα είχε κατακλυστεί από Αλβανούς οι οποίοι αξίωναν την ένωση της Ηπείρου με το αλβανικό κράτος, τη δημιουργία του οποίου ανέμεναν. Εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε τις συνθήκες ψυχολογικής πίεσης που υπήρξαν για τους Έλληνες αντιπροσώπους. Η γραμμή που πρότειναν οι Τούρκοι άρχιζε ανάμεσα από τον Αλμυρό και το Βόλο, περνούσε βορείως του Δομοκού, διέσχιζε τη μέση ων επαρχιών Φαρσάλων και Καρδίτσας και κατέληγε στην κοίτη του Αχελώου. Κατ' αυτόν τον τρόπο οι Τούρκοι παραχωρούσαν το ένα τρίτο της Θεσσαλίας και ούτε σπιθαμή ηπειρωτικού εδάφους. Οι Έλληνες μη βρίσκοντας λογική την πρόταση της Πύλης προσέφυγαν στην επιδιαιτησία των Μεγάλων Δυνάμεων που προβλεπόταν και από το άρθρο 24. Οι ευρωπαϊκές ζυμώσεις: Από το Μάρτιο του 1879 ως τον Αύγουστο του ίδιου έτους το ελληνικό ζήτημα απασχολούσε πλέον έντονα τις μεγάλες Δυνάμεις. Παρά τις μεσολαβητικές προσπάθειες Άγγλων και Γάλλων το θέμα δεν προχώρησε. Έτσι οι Δυνάμεις πρότειναν εκ νέου διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας τη φορά αυτή στην Κων/λη. Σ' όλο αυτό το διάστημα η ελληνική κυβέρνηση προσπαθούσε να επηρεάσει όσες γινόταν περισσότερες από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και ενώ η στάση των μεγάλων δυνάμεων ήταν λίγο πολύ ουδέτερη, ένας απρόσμενος σύμμαχος της Ελλάδας εμφανίστηκε. Αυτός ήταν ο Γερμανός

αυτοκράτορας Γουλιέλμος Α΄. Αντίθετα, ένας νέος αντίπαλος στις ελληνικές επιδιώξεις γίνεται για πρώτη φορά η Ιταλία. Η τελευταία πήρε το μέρος των Αλβανών που απαιτούσαν από τη διεθνή κοινότητα να μην δοθούν εδάφη που κατοικούνταν από Αλβανούς ούτε στη Ελλάδα ούτε στο Μαυροβούνιο. Η Αγγλία, βρίσκοντας αφορμή τις αιτιάσεις των Αλβανών και της Ιταλίας παρεμπόδιζε τη λήψη θετικών αποφάσεων υπέρ της Ελλάδας. Στο μεταξύ μέρα με τη μέρα Τούρκοι και Έλληνες επάνδρωναν με όλο και περισσότερους ενόπλους τα σύνορά τους. Η ελληνοτουρκική διάσκεψη της Κωνσταντινούπολης: Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης έντασης ξεκίνησαν στην Πόλη οι πρώτες συναντήσεις των δύο μερών, στις 10(22)/8 του 1879. Τα τρία μέλη της ελληνικής αντιπροσωπίας ήταν ο πρέσβης Κουντουριώτης, ο Βράιλας-Αρμένης και ο Π. Κολοκοτρώνης. Ακολούθησαν ατέρμονες συζητήσεις επί συζητήσεων για διαδικαστικά θέματα. Η ελληνική πλευρά μετά από τα διαδικαστικά παρουσίασε τις απαιτήσεις της. Σ' αυτές συμπεριλαμβάνονταν η Θεσσαλία, με ολόκληρο τον Όλυμπο, και η Ήπειρος με τα Γιάννινα και το Μέτσοβο, καθώς και η επαρχία Δελφίνου της Β. Ηπείρου. Οι Τούρκοι, όπως αναμενόταν, απέρριψαν ασυζητητί τις ελληνικές αξιώσεις. Ο Waddington, εκ μέρους της Γαλλίας, πρότεινε τότε στα δύο μέρη, την παραχώρηση από την πλευρά της Τουρκίας της Θεσσαλίας, μέχρι όμως το ύψος των νοτίων παρυφών του Ολύμπου, καθώς και μόνον την περιοχή της Άρτας, από την Ήπειρο. Ο Salisbury, από την αγγλική πλευρά, πρότεινε να συσταθεί μια διεθνής επιτροπή η οποία θα αναλάμβανε να χαράξει τα νέα σύνορα, αλλά αυτή δε θα περιοριζόταν μόνο στην επέκταση του ελληνικού κράτους προς βορράν. Η ελληνική κυβέρνηση δεν έδειξε ικανοποιημένη από αυτήν την εξέλιξη, αλλά επειδή η πρόταση υιοθετήθηκε από όλες τις Δυνάμεις, αναγκάστηκε να την αποδεχτεί. Νέα διάσκεψη στην Κων/λη: Η διάσκεψη αυτή άρχισε στην Πόλη το Μάρτιο του 1881. Οι θέσεις των μεγάλων δυνάμεων είχαν αλλάξει όμως αρκετά. Τη θετικότερη άποψη για τα ελληνικά συμφέροντα είχε πια η Αγγλία και η Γερμανία. Το σχέδιο μάλιστα που κατέθεσαν από κοινού οι αντιπρόσωποι των δύο αυτών χωρών μεριμνούσε για την απόδοση στην Ελλάδα της Κρήτης αντί της Ηπείρου. Όμως η άποψη αυτή απορρίφθηκε από τις υπόλοιπες μεγάλες Δυνάμεις. Η Διάσκεψη πήρε άλλη τροπή όταν η Τουρκία έκανε για πρώτη φορά λόγο για εκχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, τοποθετώντας μάλιστα τη μεθόριο 4 χιλιόμετρα νοτίως του Πλαταμώνα. Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή αναγκαστικά από την Ελλάδα, παρ' όλο που παραλείπονταν η απόδοση της Ηπείρου, πλην Άρτας,, και ανακούφισε τις Μεγάλες Δυνάμεις. Έτσι στις 26/3 (7/4) η Ελλάδα δέχτηκε το τελεσίγραφο των Μ. Δυνάμεων που απαιτούσαν απ΄ αυτήν να συμφωνήσει, διότι σε αντίθετη περίπτωση το μέλλον των αλύτρωτων ελληνικών εδαφών θα ήταν αβέβαιο, ενώ η ελληνική κυβέρνηση θα απομονωνόταν διεθνώς. Η εσωτερική κατάσταση παρουσιαζόταν τις παραμονές της αποδοχής του σχεδίου σχεδόν εμφυλιοπολεμική. Η αντιπολίτευση κατηγορούσε τον Κουμουνδούρο για ολιγωρία και απαιτούσε εισβολή στην Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Ο πρωθυπουργός όμως και ο Γεώργιος, βλέποντας τη σταθερή θέση των μεγάλων Δυνάμεων και σταθμίζοντας την πληροφορία ότι σε περίπτωση κήρυξης ελληνοτουρκικού πολέμου η Βουλγαρία θα ενσωμάτωνε την ήδη αυτόνομη Ανατ. Ρωμυλία, που κατοικούνταν σε ποσοστό περίπου 40 από Έλληνες, αποφάσισαν να δεχθούν την προτεινόμενη λύση. Ο Κουμουνδούρος πριν υπογράψει

ζήτησε από τις εγγυήτριες δυνάμεις να εξασφαλίσουν την προστασία του ελληνικού πληθυσμού της Ηπείρου από πιθανές διώξεις αντεκδίκησης εκ μέρους των Τούρκων, πράγμα που το εξασφάλισε. Η συνθήκη ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας: Στις 24/5 οι μεγάλες Δυνάμεις απέσπασαν την υπογραφή της Τουρκίας στο κείμενο της Συνθήκης παραχώρησης των νέων εδαφών στην Ελλάδα, ενώ στις 20/6 (2/7) υπέγραψαν στην Κων/λη το τελικό κείμενο ο επιτετραμμένος πρέσβης της Ελλάδας Ανδρέας Κουντουριώτης, από ελληνικής πλευράς και από την τουρκική πλευρά ο πρωθυπουργός Μαχμούτ Σερβέρ πασάς. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης η νέα οριογραμμή ξεκινούσε από την ακτή 4 χιλιόμετρα νοτίως του Πλαταμώνα (Κουλούρα-Παλαιόπυργος) και ακολουθούσε την κορυφογραμμή του Κάτω Ολύμπου (Ανάληψη, Πρ. Ηλίας, κ.α.), μέχρι την κορυφή Γκονταμάν, βορείως της Ροδιάς μέχρι τα στενά της Μελούνας, ορίζοντας τον Τύρναβο και τα χωριά του στην ελληνική επικράτεια. Στη συνέχεια η συνοριακή γραμμή κατέβαινε Νότια-Νοτιοδυτικά, αφαιρώντας την Ελασσόνα, ενώ στο νοτιότερο σημείο της η γραμμή συναντούσε τα υψώματα του Ζάρκου και του Γριζάνου και συνέχιζε με δυτική κατεύθυνση ως τη κορυφή της Κράτζοβας, συμπεριλαμβάνοντας σχεδόν καθ' ολοκληρία το σημερινό Νομό Τρικάλων. Από εκεί στρεφόταν προς Νότον, περνώντας από την κορυφογραμμή του όρους Περιστέρι (Λάκμος) και, αφήνοντας το Μέτσοβο εντός της Τουρκίας, συναντούσε τα χωριά Καλαρρύτες και Μιχαλίτσι και στη συνέχεια, ακολουθώντας τον ρου του Άραχθου, έφτανε ως τις εκβολές του, καλύπτοντας το μεγαλύτερο τμήμα του σημερινού Νομού Άρτας. Σύμφωνα με όρο της συνθήκης ο Αμβρακικός δε θα μπορούσε να μένει οχυρωμένος από τους Οθωμανούς, εξασφαλίζοντας έτσι τη ναυσιπλοΐα στην περιοχή. Οι υποχρεώσεις που αναλάμβανε η ελληνική κυβέρνηση: Σε αντάλλαγμα για τις παραχωρήσεις αυτές η Ελλάδα αναλάμβανε την υποχρέωση να προστατέψει το μουσουλμανικό πληθυσμο των νέων εδαφών, διασφαλίζοντας το δικαίωμα γι' αυτούς της αυτονομίας και της ελευθερίας οργάνωσης αυτοδιοικητικών θεσμών. Τα τοπικά ισλαμικά δικαστήρια θα διατηρούνταν, αλλά οι καδήδες θα είχαν το δικαίωμα να ασχολούνται μόνο με θρησκευτικής φύσης υποθέσεις.

Εικ. Τα νέα εδάφη της Ελλάδας το 1881 (από τον 14ο τόμο της Ιστορίας τ. Ελληνικού Έθνους)

Το πιο σημαντικό όμως εδάφιο της συμφωνίας, που θα δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα, κυρίως στις αρχές του 20ου αιώνα, για τον αγροτικό πληθυσμό της

Θεσσαλίας, ήταν το θέμα των τσιφλικιών. Με το άρθρο 4 αναγνωρίζονταν οι οθωμανικοί τίτλοι ιδιοκτησίας και κατοχυρώνονταν όλα τα δικαιώματα των Οθωμανών ιδιοκτητών ή και των Χριστιανών αγοραστών των τσιφλικιών του θεσσαλικού κάμπου, αλλά και άλλων χορτολιβαδικών ή δασικών εκτάσεων. Με το άρθρο 5 μάλιστα της Συνθήκης ο Σουλτάνος, που παρέμενε ο μεγαλύτερος προσοδούχος των αγροτικών γαιών στην περιοχή είχε το δικαίωμα να διαθέτει αυτές ή τα έσοδά του απ' αυτές όπου ήθελε, κυρίως στο σουλτανικό θησαυροφυλάκιο. Το χειρότερο όμως ήταν το 6ο άρθρο. Σύμφωνα μ' αυτό απαγορευόταν στην ελληνική κυβέρνηση να απαλλοτριώσει τα μεγάλα αυτά τιμάρια. Ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να το επιτύχει, ήταν ένας γενικός νόμος που θα έπρεπε να καλύπτει όλη την ελληνική επικράτεια. Με άλλες διατάξεις της συμφωνίας έπρεπε η ελληνική κυβέρνηση να λύσει το θέμα της ληστείας, να καλύψει ένα μέρος του, τεράστιου, χρέους της Οθωμ. Αυτοκρατορίας και να χορηγήσει γενική αμνηστεία. Η κατάληψη των νέων εδαφών άρχισε την 23η Ιουνίου (5/7) με την είσοδο του ελληνικού στρατού στην πρώτη απελευθερωμένη πόλη που ήταν η Άρτα. Την 9η Αυγούστου απελευθερώθηκε ο Δομοκός, την 10η του ίδιου μήνα ο Αλμυρός, για να ακολουθήσουν τον ίδιο μήνα οι απελευθερώσεις κατά σειρά των Φαρσάλων (15), της Καρδίτσας (18), των Τρικάλων (23) και της Λάρισας (31/8). τελευταία πόλη που παραδόθηκε στον ελληνικό στρατό ήταν ο Βόλος (21/10). Ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄189 παραχωρεί τις θεσσαλικές Μητροπόλεις και Επισκοπές στην Εκκλησία της Ελλάδος “Αριθμ. Πρωτοκόλου 2262 Ιωακείμ Ελέω Θεού Αρχιεπίσκοπος Κων/λεως Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης Της των πολιτικών καταστάσεωσ ως επί το πολύ μεταβαλλομένης ταις του χρόνου φοραίς (...). Ένθεν (...) επεί τινές των εν χώραις Ηπείρου και Θεσσαλίας παροικιών (...) του Πατριαρχικού Οικουμενικού θρόνου, ήτοι η αγιωτάτη Μητρόπολις Λαρίσης μετά των υπ' αυτήν αγιωτάτων Επισκοπών Τρίκκης, Σταγών, Θαυμακού και Γαρδικίου και αι αγιώταται Μητροπόλεις Άρτης, Δημητριάδος και Φαναριοφαρσάλων και η αγιώτατη Επισκοπή Πλαταμώνος, η τη αγιωτάτη Μητροπόλει Θεσσαλονίκης υποκειμένη, έτι δε είκοσι χωρία της αγιωτάτης Μητροπόλεως Ιωαννίνων εκ του τμήματος Τζουμέρκων και τρία έτερα της αυτής Μητροπόλεως εκ του τμήματος Μαλακασίου (...) προσηρτήθησαν (...) και ηνώθησαν πολιτικώς τω Θεοσώστω Βασιλείω της Ελλάδος, ανηνέχθησαν δε τη καθ' ημάς Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία (...) αι ειρημέναι παροικίαι απολυθώσι και εκκλησιαστικώς από του καθ' ημάς αγιωτάτου Οικουμενικού Πατριαρχικού Θρόνου και προσαρτηθώσι τη αγιωτάτη Εκκλησία της Ελλάδος αποτελούσαι του λοιπού μέρος ταύτης αδιάσπαστον και αχώριστον (...) Είναι δε διά παντός του λοιπού και λέγεσθαι και παρά πάντων γινώσκεσθαι ως εκκλησιαστικώς ηνωμένας και συνημμένας αναποσπάστως τη αγιωτάτη αυτοκεφάλω Εκκλησία της Ελλάδος και υπό της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας ταύτης διακυβερνάσθαι,προς αυτήν τε έχειν την κανονικήν και άμεσον υποταγήν και αναφοράν και του ονόματος αυτής μνημονεύειν (....). Εν έτει σωτηρίω αωπβ΄190 κατά μήναν Μάιον. Ο Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ, ο Εφέσου Αγαθάγγελος (...), ο Μυτιλήνης Κων/νος, ο Διδυμοτείχου Μεθόδιος (...), ο Βοδενών191 Ιερόθεος, ο Κασσάνδρας Κωνστάντιος.”

Συγχαρητήρια εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλ. της Ελλάδος στο μητροπολίτη Λαρίσης για την ένταξη της Ι. Μητρ. Λαρίσης 189. Είναι ο Ιωαακείμ Κρουσουλούδης, Χίος στην καταγωγή, που διετέλεσε μητροπολίτης Λάρισας την περίοδο 1870-5. 190. 1882. 191. Βοδενά είναι η Έδεσσα της Μακεδονίας.

στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος. “ Α. Πρωτ. 238/Διεκπ. 2478/ Εν Αθήναις τη 7η Ιουνίου 1882 Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος Προς τον σεβασμιώτατον μητροπολίτην Λαρίσης Η Σύνοδος διαπέμπει (...) ώδε εγκύκλιον αυτής επιστολήν μετά της ταύτης συνημμένης πατριαρχικής και συνοδικής πράξεως δι' ης αι χώραι της Ηπείρου και Θεσσαλίας (...) απολύονται και εκχωρούνται και εκκλησιαστικώς τη αυτοκεφάλω αυτού (ενν. ελλ. κράτους) Εκκλησία υπό την διοίκησιν και υποταγήν της Εκκλησίας της Ελλάδος. (...) η Σύνοδος ανακοινουμένη υμίν τούτω μετ' αφάτου χαράς και αγαλλιάσεως, συγχαίρει υμίν εκ κέντρου καρδίας επί τούτω (...) ότι του λοιπού θέλετε αναγνωρίζει κανονικώς εκκλησιαστικήν υμών Αρχήν την Ιεράν της Εκκλησίας της Ελλάδος Σύνοδον (...). Ο Αθηνών Προκόπιος πρόεδρος, ο Λευκάδος Γρηγόριος, ο Ιθάκης Γαβριήλ, ο Άνδρου και Κέας Μητροφάνης, ο Φωκίδος Δαυίδ / ο γραμματεύς αρχιμανδρίτης Α. Χριστόπουλος”

Ο Σεϊχ–ουλ–Ισλάμ192 ανακοινώνει το φετφά193 παραχώρησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα194 “Ιερός φετφάς. Παλαιόν γειτονικόν κρατίδιον διάγει εν ειρήνη και αρμονία μεθ' ημών κατά τας κρισίμους ταύτας περιστάσεις του βιλαετίου μας. Κατά τον ιραδέν, η ελεημοσύνη είναι θεία εντολή. Αυτής εμφορούμενος ο άναξ195 ημών, απεφάσισεν όπως εκκοπεί τεμάχιον εκ του μεγάλου κράτους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δοθεί εις το εθνάριον τούτο όπως ζήσει εν το μέλλοντι εν ανέσει.” Οι υπογραμμισεις είναι δικές μας και δείχνουν την έπαρση και το υπερφίαλο των Οθωμανών κρατούντων έναντι των Ελλήνων.

Με την προσάρτηση των νέων περιοχών η Ελλάδα αποκτούσε ακόμα 13.395 τετ. Χλμ., αυξάνοντας την έκτασή της στα 63.406 τ. Χλμ. Και στον πληθυσμό της προστίθενται 300.000 νέοι κάτοικοι, εμφανίζοντας στο τέλος της ίδιας δεκαετίας συνολικό ελληνικό πληθυσμό 2.187.208 κατοίκων. Συνοδευτικό κείμενο 1. Η απελευθέρωση των Φαρσάλων196 Η απελευθέρωση της πόλης και η υποδοχή του ελληνικού στρατού έγινε την 15η Αυγούστου του 1881, ανήμερα της έναρξης της ετήσιας εμποροπανήγυρης που ήταν γνωστή με την ονομασία “Παναγιά παζάρ”. Επικεφαλής της υποδοχής τέθηκαν ο μητροπολίτης Φαναριοφαρσάλων Ιλαρίων, ο δήμαρχος της πόλης Χουσνί Τακσίν και από τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου, δυο χριστιανοί και δυο μουσουλμάνοι. Εκείνη την εποχή οι χριστιανοί κάτοικοι των Φαρσάλων, που ασχολούνταν κυρίως ως τεχνίτες ή μικροέμποροι, ήταν μειοψηφία, περί τους 650, λένε οι πηγές, και έμεναν κυρίως στο χριστιανικό μαχαλά (Βαρούσι), στην ανατολική πλευρά της πόλης. Τον επόμενο μήνα επισκέφθηκε την πόλη ο πρωθυπουργός Κουμουνδούρος, ενώ στις 12/10 της ίδιας χρονιάς έφτασε στην πόλη και ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος φρόντισε να επισκεφθεί και τον τεκέ των Μπεκτασήδων στα Ασπρόγεια. Μετά την απελευθέρωση η περιοχή Φαρσάλων αλλά και Δομοκού εντάχθηκε στο Νομό Λαρίσης, ενώ ο Δήμος των Φαρσάλων είχε πληθυσμό 4.996 κατοίκους και εντός των ορίων του υπάγονταν ακόμα 17 χωριά (δες σχετ. ενότητα στο τέλος του βιβλίου).

Συνοδευτικό κείμενο 2. Η απελευθέρωση της Καρδίτσας Η 18η Αυγούστου ήταν μια ξεχωριστή μέρα για την Καρδίτσα. από τα χαράματα σε όλα τα σπίτια της πόλης κυμάτιζε περήφανα η ελληνική σημαία, ενώ το αμέτρητο πλήθος των κατοίκων, όχι μόνο της πόλης, αλλά και των γύρω χωριών, σαν ποτάμι κατευθυνόταν προς την είσοδο της πόλης.

192. 193. 194. 195. 196.

Ο ανώτατος πνευματικός ηγέτης των Μουσουλμάνων της Τουρκίας. φετφά=απόφαση. Επ. Φαρμακίδης, ό.π., σ. 228-9. Εννοεί το σουλτάνο. Δες σχετ. Αχ. Μπακαλέξης, “Όταν ο ελληνικός στρατός έμπαινε στα Φάρσαλα”, εφημ. Ελευθερία,15/8/2008, σ.11.

Εικ. Τα Φάρσαλα γύρω στο 1820. (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

Οι παπάδες προχωρούσαν με τα εξαπτέρυγα και το Σταυρό, ενώ έψαλλαν αναστάσιμα τροπάρια. Οι μαθητές των σχολείων, ζητωκραυγάζοντας και τραγουδώντας ύμνο στη σημαία, πετούσαν τα φέσια τους στον αέρα, δείγμα απαλλαγής από την τουρκική σκλαβιά. Στην είσοδο της πόλης οι Καρδιτσιώτες είχαν δημιουργήσει μια πελώρια αψίδα με δάφνες και έλατα, απ' όπου θα περνούσε ο ένδοξος ελληνικός στρατός. Κοντά σ' αυτόν είχαν πάρει θέση οι αρχές της πόλης, με επικεφαλής τον δήμαρχο Καχριμάν Βέη και το μητροπολίτη Καρδίτσας Νεόφυτο, στον οποίον υπαγόταν εκκλησιαστικά η Καρδίτσα. Ο τελευταίος, με την αρχιερατική του στολή και το σταυρό στα χέρια, είχε στα δεξιά του τον επίσκοπο Θαυμακού. Κατά τις 9 το πρωί, η τρίτη φάλαγγα του ελληνικού στρατού με επικεφαλής το στρατηγό Σκαρλάτο Σούτσο έφτανε στην είσοδο της πόλης. Η εμφάνισή του προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού. (...) Ο στρατηγός έφτασε μπροστά στους επισήμους, κατέβηκε από το άλογό του, δέχτηκε τις ευλογίες των αρχιερέων και ασπάστηκε το σταυρό και το Ευαγγέλιο. (...) Στη συνέχεια ο ελληνικός στρατός εισήλθε στην πόλη. Μπροστά πήγαινε το πεζικό με τη μουσική του, ενώ οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες δέχονταν τις ευλογίες των ιεραρχών, περνώντας από μπροστά τους. Στους δρόμους της πόλης ο ενθουσιασμός του λαού ήταν απερίγραπτος. Οι γυναίκες από τα παράθυρα των σπιτιών έραιναν με άνθη τους στρατιώτες μας. Η παράδοση της πόλης έγινε ομαλά. Το μόνο επεισόδιο που αναφέρεται είναι η πυρκαγιά της αγοράς, που ξέσπασε τη νύχτα της παραμονής κσαι που, όπως λέγεται, προκλήθηκε από τους Τούρκους για εκδίκηση.(..) Γριβέλλας Λ.- Καραφύλλης Ν.- Μαγόπουλος Β., Εγχειρίδιο Τοπ. Ιστορίας, β΄ έκδ. Ν. Αυτ. Καρδίτσας 2006.σ. 137-9.

Μέρος 2ο Οικονομία – ασχολίες - τέχνες – γράμματα – θρησκείες κοινωνία Κεφάλαιο 13ο Οικονομία Α΄ Η Διοίκηση κατά τον 19ο αιώνα (-1881) Μέχρι το 1867 η Θεσσαλία αποτελούσε πασαλίκι του εγιαλετιού της Ρούμελης. Η άλλη ονομασία με την οποία ήταν γνωστό το πασαλίκι της Θεσσαλίας ήταν “Σαντζάκι των Τρικάλων”, παρ' όλο που από το 1770 η πρωτεύουσα του σαντζακίου ήταν η Λάρισα. Ο διοικητής της περιοχής (βαλής) έμενε συνήθως στη Λάρισα ενώ

Εικ. Σχέδιο Πόλης Λάρισας το 1880. (από το βιβλίο του Επ. Φαρμακίδη)

κάποιες χρονικές περιόδους είχε ως έδρα του τα Γιάννινα, έχοντας τοποθετήσει στη Λάρισα έναν καϊμακάμη, αντ΄ αυτού. Το “Πασαλίκι Θεσσαλίας” είχε 12 επαρχίες ή λίβες. Οι μεγαλύτερες απ' αυτές,τις λίβες ή καζάδες, δηλαδή των Τρικάλων, της Λάρισας και του Βόλου διοικούνταν από τον καϊμακάμη του πασά της Λάρισας, ενώ οι υπόλοιπες 9 από μουδίρες. Αυτοί οι τελευταίοι καζάδες ήταν: του Τυρνάβου, της Καρδίτσας, της Αγιάς, του Αλμυρού, του Βελεστίνου, των Φαρσάλων, του Δομοκού, της Ελασσόνας και του Δερελί (Γόννοι). Οι κοινότητες της Θεσσαλίας

που κατοικούνταν και από Οθωμανούς διοικούνταν από εκλεγμένους κοτζαμπάσηδες (μουχτάρηδες). Το 1840 ο διαχωρισμός σε βακούφια και χάσια ανατράπηκε και τα χωριά του Πηλίου ενοποιήθηκαν διοικητικά και υπεύθυνος για τη διοίκησή τους ήταν ο εκάστοτε καϊμακάμης του βαλή της Λάρισας, που έμενε στο Κάστρο του Βόλου. Ο καϊμακάμης φρόντιζε να έχει έναν εκπρόσωπό του στα χωριά που ονομαζόταν ζαμπίτης και μαζί με τους κατά τόπους κοτζαμπάσηδες των πηλιορείτικων χωριών ασκούσε δικαστική και αστυνομική εξουσία. Όμως επειδή η απονομή της δικαιοσύνης με το νέο αυτό τρόπο γινόταν αυθαίρετα και μετά από διαμαρτυρίες των κατοίκων, με νέο νόμο η οθωμανική αρχή αποφάσισε το 1854 να εκδικάζει όλες τις υποθέσεις του Πηλίου στο Κάστρο του Βόλου από τον Οθωμανό καδή. Από το 1867, που εφαρμόστηκε ο νέος νόμος του 1864, περί αυτοδιοικήσεως, η Θεσσαλία μαζί με τη Ήπειρο και την Αλβανία αποτελούσαν το βιλαέτι των Ιωαννίνων με διοικητή το βαλή, που είχε έδρα τα Γιάννινα. Το βιλαέτι αυτό χωριζόταν σε 5 σαντζάκια ή μουτεσερεφλίκια, διοικούμενα από διορισμένους από το σουλτάνο μουτεσαρίφηδες. Το ένα απ' αυτά τα σαντζάκια ήταν της Θεσσαλίας και είχε πρωτεύουσα τη Λάρισα. Το σαντζάκι της Λάρισας (Θεσσαλίας) διαιρέθηκε σε 7 δήμους (καζάδες ή καϊμακαμλίκια). Αυτά ήταν, κατά το 1867, της Λάρισας, του Βόλου, των Τρικάλων, της Ελασσόνας, των Φερσάλων, του Αλμυρού και της Καρδίτσας. Οι κοινότητες αποτελούσαν τους ναχιγιέδες και διοικούνταν από μουδίρες. Το 1880, όπως μας αναφέρει ο Γεωργιάδης στο βιβλίο του “Θεσσαλία”, υπήρχαν 5 ακόμα καζάδες: του Δερελί, του Δομοκού, του Τυρνάβου, του Βελεστίνου και της Αγιάς. Τέλος οι κοινότητες του Πηλίου, αλλά και της Αγιάς για πρώτη φορά, είχαν θρησκευτική και πολιτική αυτονομία και οι κατά τόπους δημογεροντίες, που αποτελούνταν ανάλογα με το πληθυσμό των χωριών από 3 έως 12 μέλη, είχε διοικητικές και φορολογικές αρμοδιότητες. Όμως παρά τους ευνοϊκούς για τα χριστιανικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας νόμους του Χάτι Σερίφ (1839) και Χάτι Χουμαγιούν (1856), η καταπίεση των κατοίκων και οι καταχρήσεις των Οθωμανών κρατικών υπαλλήλων, συνεχίζονταν ακόμη. Σ' αυτή την καταπίεση των Θεσσαλών συνηγορούσε και η θέση του τόπου, δίπλα στα ελληνικά σύνορα, που οδηγούσε τους Οθωμανούς στις υποψίες για πιθανές επαναστατικές εξεγέρσεις, από μέρους των υποδούλων. Μετά τις επαναστάσεις του 1854 και του 1866 η θέση των Ελλήνων στη Θεσσαλία επιδεινώθηκε. Ο Leake καταγράφει τη διοικητική διαίρεση των Τρικάλων του 1809 “(...) Η λίβα των Τρικάλων (τουρκ. Τίρχαλα), μία από τις υποδιαιρέσεις του εγιαλετιού (επαρχίας) της Ρούμελης περιλαμβάνει την αρχαία Θεσσαλία με τα γύρω βουνά. Προς τα βόρεια συνορεύει με τη λίβα της Θεσσαλονίκης και της Αχρίδας και προς τα νότια μ' αυτές της Ναυπάκτου (Enebekht ή Έπαχτος) και της Εύβοιας (Egripos). Τα τελυταία 22 χρόνια (1787-1809)197, η περιοχή αυτή κυβερνάται από τον Αλή πασά, ο οποίος πολύ γρήγορα πρόσθεσε σ' αυτήν το πασαλίκι Ιωαννίνων. Παρά τη μεγάλη αύξηση της δύναμής του από τότε,, επισήμως είναι μόνο ο γενικός διοικητής των Ιωαννίνων και των Τρικάλων, όπως προκύπτει από την υπογραφή του σε μια επιστολή του την οποίαν απηύθυνε στο βασιλιά της Αγγλίας. Ο καζάς, δηλαδή το διαμέρισμα, των Τρικάλων διαιρείται σε οκτώ κόλια198, σύμφωνα με το σύστημα διακυβέρνησης του Αλή πασά, τα οποία περιλαμβάνουν συνολικώς 180 οικισμούς. Η αστυνόμευση σε κάθε κόλι είναι κάτω από τις διαταγές του καπετάνιου των αρματολών. Τα κόλια αυτά είναι τα εξής: 1. Της Πουλιάνας, με την πεδιάδα γύρω από τα 197. Και μέχρι το θάνατο του Αλή και των γιων του (1821). 198. Κόλι είναι η επαρχία ενός καζά, αλλά και υποδιαίρεση του αρματολικίου.

Τρίκαλα. Ανάμεσα στα χωριά του είναι και η Πουλιάνα199. 2. Του Ζάρκου, στο οποίο ανήκουν το χωριό Ζάρκο με 400 οικογένειες, το Τζιγότι200 με 150 και το Γριζάνο με 60. 3. Του Αρδαμίου, το οποίο περιλαμβάνει τους Σταγούς, τουρκικά Καλαμπάκ, όνομα που συχνά χρησιμοποιούν και οι Έλληνες, μολονότι το έχουν δανειστεί, όπως και σε πολλές άλλες περιπτώσεις από τους Τούρκους και τους Αλβανούς, προσθέτοντας ένα φωνήεν στο τέλος. Το Αρδάμι είναι χωριό που βρίσκεται στα υψώματα βορείως των Τρικάλων. Η Βοϊβόδα201 και η Σκλάτινα202, λίγα μίλια στα βόρεια της Βοϊβόδας, σε μια κοιλάδα που εκτείνεται από κει, είναι τα δυο κυριότερα χωριά αυτού του κιόλι. 4. Του Κλινοβού, το οποίο εκτείνεται μέχρι τις πηγές του Αχελώου, στην Κρανιά και το Χαλίκι, και περιλαμβάνει τον Κλινοβό203, την Καστανιά και τη Βεντίστα204, στις θέσεις όπου περιέγραψα πιο πριν τους παραποτάμους του Πηνειού. Τα πέντα αυτά χωριά έχουν από 20-300, περίπου, κατοίκους το καθ' ένα. Το κόλι του Κλινοβού συνορεύει με το διαμέρισμα του Μαλακασίου του καζά των Ιωαννίνων. 5. Της Πόρτας, στο οποίο ανήκουν τα χωριά: Γαρδίκι του Ασπροποτάμου, στα όρια με την περιοχή των Τζουμέρκων του Καζά της Άρτας, η Δέση, στα ανατολικά του Γαρδικίου, η Πύρρα, ανατολικότερα, πάνω σε ελατόδασο των Ασπροποταμίτικων βουνών, η Τύρνα205, ανάμεσα στην Πύρρα και την κάτω Πόρτα206. Τα χωριά αυτά έχουν 80-150 οικογένειες. Ο Κλινοβός και η Πόρτα αποτελούν την περιοχή που ονομάζεται Ασπροπόταμος. 6. Των Ριζών, το οποίο ονομάζεται έτσι επειδή απλώνεται στους πρόποδες του Κόζιακα και περιλαμβάνει τα χωριά, Λεπενίτζα207 και Μεγάρχη. 7. Της ΚράτζοβαςΚράτζιοβας. Στο κόλι αυτό είναι το χωριό Μερίτζα, που προανέφερα και λίγο ψηλότερα το ποτάμι Μπόζοβο208, κοντά στο οποίο υπάρχουν αρχαία ερείπια. Δυο ώρες στα ανατολικά της Μερίτσας (Οξύνειας) και στα μισά του δρόμου Καλαμπάκα- Γρεβενά, σε απόσταση 5 ώρες από την κάθε πόλη βρίσκεται το Βελεμίστι209. Εδώ συναντιέται ο δρόμος από τα Τρίκαλα προς τα Γρεβενά, ο οποίος ανεβαίνει την κοιλάδα της Βοϊβόδας, με τον δρόμο που οδηγεί από την Καλαμπάκα στα Γρεβενά. 8. Των Χασιών. Στο κόλι αυτό περιλαμβάνονται τώρα μόνο έξι μικρά χωριά. Η Ντισικάτα 210, με 300 σπίτια, στα όρια των μακεδονικών πεδιάδων, πέντε ώρες από τα Γρεβενά και τα Χάσια, και 10 από τα Τρίκαλα, ανήκε κάποτε στα Χάσια αλλά τώρα πληρώνει τους φόρους στο Ζητούνι (Λαμία). Η Ζημιάτζα211, η οποία επίσης βρίσκεται στη βόρεια πλευρά των Χασίων, στο ίδιο μέρος με την Ντισικάτα, με τον ίδιο τρόπο (φορολογικώς), ανήκει τώρα στη Λάρισα. Τα Χάσια, τα οποία όπως και ο Ασπροπόταμος, είναι παλιά ελληνική γεωγραφική διαίρεση, περιελάμβαναν παλιότερα (αυτό ισχύει ακόμα στην καθομιλουμένη) όλη την πορεινή περιοχή που εκτείνεται από τις πεδιάδες των Τρικάλων μέχρι τη Λάρισα, το Δεμενίκο (Δομένικο), τα Σέρβια και τα Γρεβενά.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 35-7.

Η θέση των Ελλήνων της πεδινής Θεσσαλίας – Το “μπαξίσι”: Σε γενικές γραμμές, παρ' όλο που η δουλοπαροικία είχε καταργηθεί, οι τσιφλικάδες φέρονταν με τον ίδιο άσχημο τρόπο στους απλούς χριστιανούς κολίγους, με μοναδικές εξαιρέσεις δυο-τριών προοδευτικών μπέηδων οι οποίοι προσπαθούσαν να ανακουφίσουν το φτωχό αγροτικό πληθυσμό. Οι προσπάθειες για να αποφεύγεται οι δωροδοκία των διαφόρων Οθωμανών διοικητικών υπαλλήλων, εντάθηκαν. Μάλιστα όλοι αυτοί οι κατά τόπους υπάλληλοι της Θεσσαλίας συγκεντρώνονταν στα Τρίκαλα, όπου υπέγραφαν ένορκη δήλωση ότι θα παραιτούνταν από τα διάφορα μπαξίσια, που 199. 200. 201. 202. 203. 204. 205. 206. 207. 208. 209. 210. 211.

Σήμερα η Μικρή Πουλιάνα ονομάζεται Μουριά και η Μεγάλη Πουλιάνα Πηγή. Ή Τσιότι. Σήμερα Μ. Τσιότι είναι η Φαρκαδών και Μικρό Τσιότι η Παναγίτσα. Βασιλική Τρικάλων. Ρίζωμα Καλαμπάκας σήμερα. Κλεινός Καλαμπάκας. Αμάραντος. Ελάτη Τρικάλων. Πρέπει να εννοεί την Πύλη. Ίσως Πάνω Πόρτα να ήταν το Δούσικο. Πιαλεία Τρικάλων. Μπόζοβο είναι το χωριό Πριόνια Γρεβενών. Ίσως ο Leake να εννοεί κάποιο ρέμα της περιοχής αυτής. Αγιόφυλλο. Ντισικάτα ή Ντισκάτη είανι η Δεσκάτη. Παλιουριά Γρεβενών.

είχαν συνηθίσει τις προηγούμενες περιόδους. Όμως στην πράξη το μπαξίσι ουδέποτε καταργήθηκε στην πράξη, το αντίθετο ήταν μια πραγματική μάστιγα για τους χριστιανούς αλλά και τους μουσουλμάνους στη Θεσσαλία. Το 1861 ο Χουσνί πασάς, βαλής της Λάρισας, κάλεσε στην έδρα του αντιπροσώπους από όλα τα πεδινά χωριά της δικαιοδοσίας του και τους ανακοίνωσε την κατάργηση της δουλοπαροικίας με βάση το φιρμάνι του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ. Οι κολίγοι θα μπορούσαν πλέον να μετακινηθούν όπου ήθελαν και να εγκαταλείπουν τους τυραννικούς αγάδες και τους επιστάτες τους. Αμέσως μετά από αυτό το γεγονός άρχισαν ορισμένοι Έλληνες να αγοράζουν μικρά κτήματα κυρίως από εκποιούμενες κρατικές γαίες (imlak). Όμως η κατάσταση αυτή δεν κράτησε για πολύ. Αμέσως μετά το ξέσπασμα της επανάστασης του 1866 και την εξέγερση στην Κρήτη, οι Οθωμανοί της Θεσσαλίας άρχισαν και πάλι να δείχνουν το αληθινό τους πρόσωπο. Μάλιστα οι βιαιοπραγίες και οι καταχρήσεις κατά του χριστιανικού πληθυσμού εντάθηκαν με αποτέλεσμα πολλές φορές να διαμαρτύρονται και οι πρόξενοι του Βόλο και της Λάρισα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1879, και εν όψει της ενσωμάτωσης της Θεσσαλίας στο ελληνικό κράτος, ο νέος διοικητής της Λάρισας, Χαλήμ πασάς, απαίτησε να στείλουν όλοι οι χριστιανοί των θεσσαλικών καζάδων αντιπροσώπους στη Λάρισα, οι οποίοι μαζί με τους μουσουλμάνους θα πρότειναν διάφορα σημεία για να γίνουν περισσότερες και ευνοϊκότερες για τους Έλληνες μεταρρυθμίσεις. Αλλά αυτό γινόταν εκ του πονηρού, διότι πραγματικός σκοπός των Τούρκων ήταν, με αφορμή τη συζήτηση με τους χριστιανούς της Θεσσαλίας, να φανεί ότι οι Θεσσαλοί συμμετείχαν στη συζήτηση και αναγνώριζαν άρα τις καλές προθέσεις της οθωμανικής διοίκησης. Έτσι,τό γεγονός αυτό σκέφτονταν οι Οθωμανοί να το χρησιμοποιήσουν ως επιχείρημα στο συνέδριο του Βερολίνου, με σκοπό να εμποδίσουν την παραχώρηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα.

Β΄ Η φορολόγηση των Θεσσαλών Οι Οθωμανοί, για να ελέγξουν και να διοικήσουν αποτελεσματικά τους υπηκόους του κράτους τους, ανέπτυξαν ένα σύστημα καταγραφής των οικονομικών δραστηριοτήτων των υποδούλων, βασιζόμενο στα δημογραφικά στοιχεία κάθε επαρχίας της αχανούς αυτοκρατορίας τους. Έτσι η φορολόγηση των υποδούλων αποτέλεσε ένα πολύτιμο στοιχείο για τα οικονομικά της Πύλης. Τα νοικοκυριά (hane) αποτελούσαν τη στοιχειώδη μονάδα, στη βάση της οποίας ορίζονταν οι οικονομικές σχέσεις των υπηκόων, άρα και η φορολόγηση από την κεντρική εξουσία. Οι υποχρεώσεις των ραγιάδων ήταν γραμμένες στα φορολογικά κατάστιχα (tahrir defteri), στα οποία αναγράφονταν το ποσό των φόρων που αναλογούσε στους κατοίκους κάθε επαρχίας. Αυτά τα τεφτέρια παρέχουν πληροφορίες για τα είδη των καλλιεργειών, την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, τις άλλες ασχολίες των κατοίκων, τους φοροεισπράχτορες, κ.α. Ο πιο γνωστός φόρος που αναγκάζονταν να πληρώνουν οι κάτοικοι, ήταν ο κεφαλικός φόρος ή χαράτσι212 (harac). Αυτός ο φόρος, που προβλεπόταν από νόμους του Ισλάμ, είχε την έννοια της εξαγοράς από τους 212. Η λέξη αυτή, συνηθισμένη και στην εποχή μας, έχει καταλήξει να σημαίνει το δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος (άχθος) μιας σκληρής φορολογικής πολιτικής.

Οθωμανούς της θρησκευτικής ταυτότητας και της ελεύθερης λατρείας των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Έτσι με τον κεφαλικό φόρο το κράτος ήταν “υποχρεωμένο” να ... προστατεύει τους Χριστιανούς υπηκόους του. Το ύψος του φόρου ήταν ανάλογο του αριθμού των μελών της κάθε οικογένειας. Οι γυναίκες, οι χήρες, οι ανάπηροι και κάποια μοναστήρια εξαιρούνταν από τον φόρο αυτό. Απαλλαγή του κεφαλικού φόρου είχαν και οι αρματολοί (Ολύμπου, Χασίων, Πίνδου) καθώς και οι δερβεν-αγάδες, οι φύλακες δηλαδή των ορεινών περασμάτων, που ήταν συνήθως Βλάχοι213. Οι ραγιάδες όμως είχαν να αντιμετωπίσουν και άλλους φόρους, κυρίως τοπικούς, που τους επέβαλλαν οι κατά τόπους εκπρόσωποι του σουλτάνου. Έτσι υπήρχε ο φόρος των δερβενίων, των περασμάτων δηλαδή, και των γεφυρών (κάτι σαν τα διόδια) τον οποίων πλήρωναν όσοι περνούσαν, κυρίως πραματευτάδες ή κυρατζήδες, από τα περάσματα των ορεινών περιοχών. Για παράδειγμα στις εισόδους προς τη Μακεδονία (Τέμπη, Πέτρα, Βολούσταινα ή Σαραντάπορο, κ.α.) και τη Στερεά ή την Ήπειρο. Φόρο επίσης πλήρωναν οι μικροπωλητές στα πανηγύρια, όλοι οι κάτοικοι για τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, για την οργάνωση του στρατού και για διάφορες κρατικές υπηρεσίες214. Αυτοί όμως οι τελευταίοι φόροι βάρυναν εξ ίσου Μουσουλμάνους και Χριστιανούς κατοίκους και πληρώνονταν είτε σε χρήμα είτε σε είδος είτε με προσωπική εργασία (αγγαρεία). Μετά τους πρώτους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας, μεγάλες ομάδες κρατικών προσόδων (φόρων) επενοικιάζονταν από την κεντρική οθωμανική διοίκηση σε ιδιώτες215, οι οποίοι, πολλές φορές, φέρονταν άδικα στους ραγιάδες για να κερδίσουν περισσότερα, προς ίδιον φυσικά όφελος. Αρκετές φορές οι Χριστιανοί φορολογούμενοι έφταναν ως την Πόλη για να παραπονεθούν για αδικίες αυτών των φοροενοικιαστών (δες το παράδειγμα των Αγίων Σταματίου και Αποστόλου από το Πήλιο στο κεφάλαιο του παρόντος βιβλίου “Λειμωνάριο των Αγίων της Θεσσαλίας”), βρίσκοντας όμως σπάνια το δίκιο τους. Μάλιστα από το 18ο αιώνα και μετά η κεντρική εξουσία έπαψε να ελέγχει, έστω και στοιχειωδώς, τέτοιες περιπτώσεις αδικιών με αποτέλεσμα οι καρπωτές των φόρων να γίνονται διαρκώς όλο και πιο ισχυροί, ιδιαίτερα μάλιστα σε πλούσιες επαρχίες, όπως στη Θεσσαλία. Τους δύο τελευταίους αιώνες της Τουρκοκρατίας η γραφειοκρατικοί μηχανισμοί του σουλτάνου επέβαλαν νέους φόρους κυρίως στις αγροτικές περιοχές. Αυτά τα νέα φορολογικά μέτρα έφεραν δυσάρεστες αλλαγές στη ζωή των κατοίκων οδηγώντας τους στην εξαθλίωση και τη φτώχεια. Το παράδειγμα της Θεσσαλίας είναι χαρακτηριστικό, κυρίως κατά την περίοδο της παντοκρατορίας του Αλή πασά και των γιων του (1790-1820). Σιγά – σιγά οι περισσότερες εκτάσεις έπεφταν στα χέρια τοπικών αξιωματούχων και οι Χριστιανοί μικροϊδιοκτήτες γης μετατρέπονταν σε κολίγους, χωρίς δικαιώματα στην παλιά τους περιουσία, έχοντας μόνο μικρά μερίδια από την αγροτική παραγωγή , ως “αμοιβή” για τη σκληρή τους εργασία. Αυτή η κατάσταση δεν άγγιξε τις ορεινές θεσσαλικές περιοχές που δεν είχαν άμεση σχέση με την αγροτική γη, μιας και οι κύριες ασχολίες των κατοίκων τους ήταν η βιοτεχνία, το εμπόριο και η κτηνοτροφία. Η φορολόγηση των κατοίκων των αστικών κέντρων ήταν διαφορετική. Δεν πλήρωναν τη “δεκάτη”, δηλαδή την παραχώρηση μέρους της 213. Οι Βλάχοι, ως λαός, ήταν εξασκημένοι σ' αυτή την εργασία, της οροφυλακής, από την περίοδο της Ρωμαϊκής κατάκτησης. Δες σχετ. Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Γ΄ τόμος. 214. www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/foros/thesmoi/ektaktoi.html. 215. Όπως ακριβώς έκανε η κεντρική ρωμαϊκή διοίκηση με τη φορολόγηση των επαρχιών με τους λεγόμενους τελώνες (δες Καινή Διαθήκη).

παραγωγής στους στους τσιφλικάδες, αλλά βαρύνονταν με άλλες μορφές φορολόγησης ανάλογα με την εργασία τους ανά συνάφι (εσνάφι216). Ακόμα πλήρωναν φόρους για την κατασκευή δημοσίων έργων, για πολεμικούς σκοπούς, κ.α. Όταν κάποιος εγκατέλειπε την αγροτική γη του και εγκαθίστατο στην πόλη πλήρωνε πρόστιμο. Ας δούμε το παράδειγμα της φορολόγησης κάποιων θεσσαλικών πόλεων στις αρχές του 16ου αιώνα. Στην Καρδίτσα για παράδειγμα το 16ο αιώνα δεν πληρώνονταν η “δεκάτη” των δημητριακών, αλλά η φορολόγηση ήταν ανάλογη των κτημάτων που είχε, και των προϊόντων που παρήγαγε η κάθε οικογένεια. Ολόκληρος ο οικισμός πλήρωνε το 1506 23 άσπρα για κάθε οικογένεια, το σύνολο 823 άσπρα217. Η Καρδίτσα πλήρωνε 100 άσπρα για τα κηπευτικά και τ΄ αμπέλια, 30 για τα μελίσσια, 50 για τα πρόβατα, 10 για τους χοίρους, 50 για το φόρο γάμων (!), 249 για τον τιμαριούχο της περιοχής (τσιφλικά), 25 για κάθε οικογένεια, 6 για κάθε οικογένεια που είχε αρχηγό γυναίκα (χήρα) και 334 άσπρα για την αγγαρεία (που άλλως θα την έκαναν χειρωνακτικά). Στα Τρίκαλα, που πλήρωναν τη “δεκάτη”, φορολογούνταν και με ένα επιπλέον ποσό της τάξης του τρία τοις εκατό (salariye) για τα δημητριακά που παρήγαγαν οι κάτοικοι218. Στους τοπικούς κανονισμούς φορολόγησης (kanun-names), αναφέρονται και τα μέτρα βάρους των Οθωμανών. Η βασική μονάδα μέτρησης του βάρους, βάσει του οποίου φορολογούνταν οι κάτοικοι ήταν το κοιλό των Τρικάλων που ισοδυναμούσε με 64,14 σημερινά κιλά, σε αντίθεση με το κοιλό της Κων/λης που ζύγιζε 25,656 κιλά. Ο φόρος που πλήρωσαν οι κάτοικοι των Τρικάλων το 1506 ήταν 60 κοιλά σιτάρι, 50 κοιλά κεχρί, 10 κοιλά όσπρια, 60 κοιλά κριθάρι, 8 κοιλά σίκαλη και 14 κοιλά βρώμη, μια ποσότητα που με τα σημερινά δεδομένα είναι συνολικά πάνω από δύο τόνους. Το σύστημα των τιμαρίων ή τσιφλικιών ήταν μια μακρά παράδοση στο Οθωμανικό κράτος. Οι πρώτοι Τούρκοι οι Τουρκομάνοι έποικοι της Θεσσαλίας είχαν αποτελέσει στρατιώτες του Τουρχάν μπέη και εν συνεχεία πήραν ως αμοιβή αγροτικά μερίδια γης στην Ανατολική κυρίως πεδινή Θεσσαλία. Οι νέοι ιδιοκτήτες γης μαζί με τους παλαιούς κτηματίες, που είχαν εν τω μεταξύ οι περισσότεροι εκούσια εξισλαμισθεί απετέλεσαν τη νέα άρχουσα τάξη στην περιοχή. Οι απλοί χωρικοί έγιναν εργάτες γης στα νέα αφεντικά τους και δεν είχαν δικαίωμα να απομακρυνθούν από τον τόπο εργασίας τους. Αν παρ' όλα αυτά αποχωρούσαν, είτε για τα ορεινά είτα για άλλη περιοχή, τότε οι ίδιοι πλήρωναν υψηλά πρόστιμα και τα οικονομικά βάρη του αγρότη που έφευγε έπρεπε να τα επωμισθούν οι συγχωριανοί του. Η φορολόγηση των κολίγων γινόταν από τους ίδιους τους τιμαριώτες (τσιφλικάδες). Όταν άρχισε η παρακμή του οθωμανικού κράτους, από τα μέσα του 17ου αιώνα, ξεκίνησε η ενίσχυση της δύναμης των τοπικών αρχόντων, που κατέληξαν να είναι ιδιοκτήτες και κληρονόμοι μεγάλων αγροτικών εκτάσεων, των τσιφλικιών, με αρνητικές συνέπειες για τους χωρικούς. Οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης ασκούσαν καταπιεστική εξουσία στους χωρικούς, από τους οποίους απαιτούσαν όλο και περισσότερες αγγαρείες και όλο και περισσότερες εισφορές. Αυτό, όπως είναι φυσικό, οδήγησε τους αγροτικούς πληθυσμούς της υπαίθρου (π.χ. τους Καραγκούνηδες) σε πλήρη εξαθλίωση. Πολλοί 216. Τα εσνάφια ήταν οι επαγγελμάτικές οργανώσεις των υποδούλων. Στη Λάρισα για παράδειγμα υπήρχαν τα εσνάφια των σχοινάδων, των πεταλωτήδων, των γανωματήδων, των εμπόρων υφασμάτων, κ.α. 217. Machiel Kiel, μτφρ. Αλ. Γαλανούλης, “Η εμφάνιση και η πρώιμη Ιστορία της Καρδίτσας σύμφωνα με οθωμ πηγές”, Θ. Η. 53 (Λάρισα 2008), σ.68. (Βασισμένο σε οθωμ. κατάστιχα φορολόγησης των ετών1455, 1506. 218. Machiel Kiel, μτφρ. Αλ. Γαλανούλης, , ό. π., σ.71.

απ' αυτούς, αναγκαστικά, ψάχνοντας για καλύτερες συνθήκες ζωής, άρχισαν να συγκεντρώνονται στις περιφέρειες των αστικών θεσσαλικών κέντρων. Η φορολόγηση στη Θεσσαλία τον 19ο αιώνα: Με τις μεταρρυθμίσεις του Χάτι Σερίφ(1839), προστέθηκε ένας νέος φόρος στη Θεσσαλία, ο τεμετού βεργκιού ή φόρος επιτηδεύματος. Αυτό αφορούσε στην περιουσία και τις εμπορικές συναλλαγές οποιουδήποτε εμπόρου που διέμενε για ένα τουλάχιστον εξάμηνο σε κάποια κοινότητα της Θεσσαλίας. Αυτό κυμαινόταν κατά τόπους από 10 ως 25 τοις εκατό. Παραθέτουμε εδώ έναν χρήσιμο πίνακα που δείχνει τους ετήσιους φόρους που πλήρωνε η Θεσσαλία στην κεντρική κυβέρνηση την περίοδο 1840-1854. Δεκάτη

Λίρες 46000 Τουρκ.

Προβατοδέκατο

34000 ''

Κεφαλίατικο

45000 ''

Δάμκας

(για τα προϊόντα πανηγυριών)

18000

''

Ταμπάκου τέλος

2000 ''

Αλυκών τέλος

5000 ''

Φωτιάτικος Χριστ. Εβρ.

49800

''

Φωτιάτικα Οθωμανών

2900

Τέλος αβδελλών (;)

1500 ''

''

Τέλη Νομείων

10300 ''

Καπνοτελωνείον

5000 ''

Μεταξιάτικα

5000 ''

Γενικό φόρου

σύνολο 22450 '' 0

Πηγή: Ζωσιμάς Εσφιγμενίτης, “Προμηθεύς” περιοδικό, εκδ. 1891, σ. 279.

Με τον άλλον προοδευτικό νόμο των Οθωμανών (Χάτι Χουμαγιούν-1856), οι χριστιανοί αποκτούσαν το δικαίωμα στρατεύσεως στον οθωμανικό στρατό και κατά συνέπεια απαλλάσσονταν από τον κεφαλικό φόρο (κεφαλιάτικα). Όμως, επειδή η ανάγκη για έσοδα ήταν επιτακτική, ο καταργημένος φόρος αντικαταστάθηκε με τον στρατιωτικό φόρο ή “bedel – i – askari”. Αξίζει να αναφέρουμε ότι μεγάλη αναστάτωση προκλήθηκε μεταξύ των καλλιεργητών καπνού της Θεσσαλίας το 1860 και το 1862, λόγω της υπέρμετρης αύξησης της φορολόγησης αυτού του αγροτικού προϊόντος που είχε βαρύνουσα σημασία για την τοπική οικονομία στα Φάρσαλα, την Καρδίτσα, την Ελασσόνα, το Μικρό και το Μεγάλο Κεσερλί και αλλού. Ο Έλληνας πρόξενος της Λάρισας την εποχή εκείνη αναφέρει πως, ενώ η εμπορική αξία του θεσσαλικού καπνού ήταν 5-15 γρόσια η οκά, η αύξηση του φόρου ορίστηκε σε 10 λεπτά ανά οκά, χωρίς να αυξηθεί αντίστοιχα η φορολογία στον εισαγόμενο καπνό, με αποτέλεσμα να κερδίζουν οι έμποροι και οι εισαγωγείς εις βάρος των τοπικών κοινωνιών που ήταν καλλιεργητές. Έτσι πολλές αγροτικές οικογένειες μικροϊδιοκτητών αναγκάζονταν να αλλάζουν καλλιέργειες, κυρίως την τελευταία

δεκαετία πριν την ενσωμάτωση στην Ελλάδα, δημιουργώντας οικονομικά ανοίγματα, τα οποία προσπαθούσαν να καλύψουν με δάνεια τα οποία παίρναν από πλούσιους Οθωμανούς ή και Εβραίους, συχνά όμως με τοκογλυφικά επιτόκια. Μέτρα και σταθμά κατά την Οθωμανική περίοδο στη Θεσσαλία α΄ Βάρους ένα καρακοιλό219=144 οκάδες ή 2 μόδια ή 8 λιτσέκια ή 16 βιδούρες. ένα μόδι=72 οκάδες ή 4 λιτσέκια ή 8 βιδούρες ένα λιτσέκι=18 οκάδες ή 2 βιδούρες μία βιδούρα=9 οκάδες μία οκά (1,280 κιλά)=400 δράμια

β΄ Μήκους

1 endizia (ή 1 πήχυς, δηλ. 0,64 μ.) έχει 8 ρούπια 1 ρούπι (0,08μ.) γ΄ Νόμισμα 1 πουγκί=500 γρόσια

Γ΄ Φορολογικά προνόμια Σε ορισμένα χωριά, από τον πρώτο αιώνα της Τουρκοκρατίας, δόθηκαν κάποια προνόμια που αφορούσαν σε απαλλαγές από κάποια είδη φόρων ή σε μείωση κάποιων άλλων. Τα προνόμια αυτά δίνονταν σε κατοίκους χωριών που πρόσφεραν ειδικές υπηρεσίες στο Οθωμανικό κράτος, όπως σε οικισμούς μεταλλωρύχων (Μαντεμοχώρια), χωριά φυλάκων των ορεινών περιοχών (αρματολίκια, όπως στα Άγραφα με τη συνθήκη του Ταμασίου (10/5/1525), την περιοχή του Ολύμπου, κ.α.). Τα προνόμια αυτά βοήθησαν τους κατοίκους των ευνοημένων περιοχών να αναπτύξουν το εμπόριο, την εκπαίδευση και γενικά να διαφοροποιηθούν από τους υπόλοιπους ραγιάδες220, συμβάλλοντας τους επόμενους αιώνες στη δημιουργία της “μαγιάς” που θα ανοίξει το δρόμο στους αγώνες της εθνεγερσίας, όπως για παράδειγμα οι αρματολοί ή οι κάτοικοι των προνομιούχων νησιών. Πολλές φορές τα προνόμια αφορούσαν σε ορθόδοξες Ι. Μονές που κατάφερναν να αποσπάσουν διπλώματα (μπεράτια221) που πιστοποιούσαν αυτά τα προνόμια κι έτσι εξασφαλίζονταν από διάφορες οικονομικές επιβαρύνσεις. Έτσι και οι εκτάσεις που κληροδοτούσαν διάφοροι πιστοί στις Ι. Μονές απολάμβαναν ειδική προνομιακή μεταχείριση.

Κεφάλαιο 14ο Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας Α΄ Γενικά πληθυσμιακά στοιχεία του 19ου αιώνα Ο Αμπελακιώτης Ιωάννης Λεονάρδος υπολόγισε στα 1836 τον θεσσαλικό πληθυσμό στους 300.000 κατοίκους. Ο πληθυσμός των αστικών κέντρων υπολογιζόταν από τον ίδιο συγγραφέα ως εξής: Λάρισα 20.000 κατ., Τρίκαλα 12.000, Τύρναβος 3.500, Φάρσαλα 4.000 και Αμπελάκια 3.000 κάτοικοι. Το 1850 ο 219. το κοιλό των Τρικάλων όμως ισοδυναμούσε με 64,14 σημερινά κιλά , σε αντίθεση με το κοιλό της Κων/λης που ζύγιζε 25,656 κιλά ή 20 οκάδες. 220. www.ime.gr/chronos/11/pct/gr/oikonomia/foros/thesmoi/ 221. Berat = διπλωμα, το οποίο πιστοποιούσε την απονομή ενός προνομίου. Έφερε την αυτοκρατορική υπογραφή (tughra).

Γάλλος πρόξενος της Θεσσαλονίκης, Grasset222, ανεβάζει το θεσσαλικό πληθυσμό στους 350-400 χιλιάδες κατοίκους. Ακόμα σε έκθεση του ιδίου αναφέρεται ότι από τους κατοίκους της Θεσσαλίας οι Οθωμανοί ήταν 70.000, ενώ χωρίζει τα 864 θεσσαλικά χωριά σε τσιφλίκια (517) και σε κεφαλοχώρια (347). Ο Π. Αραβαντινός δίνει για το 1852 πληθυσμό 283.000 χριστιανών, 42.000 μουσουλμάνων και 6.000 εβραίων. Την 26η/3/1854 η γαλλική εφημερίδα Moniteur Universal, δίνει πληθυσμιακά στοιχεία και για άλλες θεσσαλικές πόλεις, όπως την Ελασσόνα (2.000 κατ.), τον Άνω Βόλο (3.000), την Τσαριτσάνη (5.000), τη Ραψάνη (3.500), τη Ζαγορά (2.500). Η πρώτη επίσημη μεν, άτυπη δε αναφορά, από μέρους της ελληνικής κυβερνήσεως, για τον πληθυσμό της Θεσσαλίας έγινε από τους Έλληνες προξένους το 1876. Σύμφωνα με τα στοιχεία της αναφοράς αυτής οι Έλληνες της Θεσσαλίας ήταν 311.850, οι Οθωμανοί 38.370 και οι Ιουδαίοι 3.650. Στην ίδια αναφορά γίνεται ειδική μνεία σε 30.000 ακόμα “βλαχοποιμένες”, που κατοικούσαν προσωρινά στη Θεσσαλία. Με τη λέξη βλαχοποιμένες εννοούνταν οι Βλάχοι και οι Σαρακατσάνοι νομάδες, για τους οποίους κάνουμε αναφορά πιο κάτω σε αντίστοιχες ενότητες. Το 1880 το ειδικό επιτελείο του υπουργείου στρατιωτικών σε ειδικό πίνακά του223 καταγράφει τα εξής πληθυσμιακά στοιχεία: Επαρχίες

Χριστιανοί Μουσουλμάνοι Σύνολο

Αλμυρού

7240

1731

8971

Βόλου και Αγιάς

71985

2675

74660

Βελεστίνου και Τυρνάβου

26580

16445

43025

118875

8435

127310

60021

10106

70127

284701

39392

324093

Τρικάλων, Ελασσόνας και Δερελί Καρδίτζης, Φαρσάλων και Δομοκού Γενικό σύνολο

Στο συνολικό αυτό αριθμό των κατοίκων πρέπει να προσθέσουμε και 4.000 περίπου Ιουδαίους που κατοικούσαν στη Λάρισα (3.000), το Βόλο (650), τα Τρίκαλα (400) και λίγοι ακόμα αλλού. Οι πιο πυκνοκατοικημένες πεδινές περιοχές ήταν αυτές της δυτικής Θεσσαλίας, διότι στις αντίστοιχες της ανατολικής υπήρξαν συχνά επιδημίες και το κλίμα, λόγω των ελών ήταν νοσηρό. Οι Έλληνες ήταν αποκλειστικοί κάτοικοι στα ορεινά, ενώ πλειοψηφούσαν στους συντριπτικά περισσότερους πεδινούς οικισμούς (πλην Λάρισας, Ελασσόνας, Φαρσάλων και Βελεστίνου). Β΄ Μετακινήσεις πληθυσμών του θεσσαλικού χώρου στα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας κι αλλού Οι σπουδαιότερες περιοχές που τροφοδότησαν την περίοδο της Τουρκοκρατίας τα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας ήταν τα Άγραφα, ο Ασπροπόταμος και ο Κάτω Όλυμπος. Έτσι το μεγαλύτερο τμήμα των χριστιανών κατοίκων του 17ου και 18ου αιώνα στη Λάρισα, όπως αναφέραμε και σε προηγούμενη ενότητα, ήταν Αγραφιώτες, Χασιώτες, ονομασίες που είναι συχνές ως επίθετα πολλών Θεσσαλών ακόμα και σήμερα, και Ραψανιώτες. Πολλοί βλάχοι του Ασπροποτάμου την ίδια χρονική 222. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΑ΄, σ.396. 223. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΑ΄, σ.396.

περίοδο εγκαταστάθηκαν στα προάστια της Θεσσαλονίκης, κυρίως στην περιοχή του Ασβεστοχωρίου. Άλλοι κάτοικοι των Αγράφων εγκαταστάθηκαν στην Προποντίδα και σε κοντινές σ' αυτήν πόλεις της Μικράς Ασίας, ακόμα και στην περιοχή Φιλιππούπολης της Βουλγαρίας (Plodiv). Oι ξενιτεμένοι Αγραφιώτες δεν ξέχασαν ποτέ τις ιδιαίτερές τους πατρίδες. Έτσι με χρήματά τους κτίστηκαν κατά τον 17ο και 18ο αιώνα πλούσια αρχοντικά και πανέμορφες εκκλησίες στα χωριά της Πίνδου. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές Αγραφιώτες εγκαταστάθηκαν και στη Σάμο ιδρύοντας το χωριό Καστανιά. Από την περιοχή της Βορείου Ηπείρου, επίσης, ξεκινούσαν φτωχοί εργάτες σε αναζήτηση εργασίας στην περιοχή της Θεσσαλίας. Άλλοι απ' αυτούς εργάζονταν στα κτήματα των πλουσίων Οθωμανών μπέηδων της περιοχής ή στις ορεινές περιοχές ως βοσκοί και αγωγιάτες, ενώ άλλοι καταγίνονταν με οικοδομικές εργασίες, μαστόροι κυρίως της πέτρας, και άρχισαν να εγκαθίστανται στα πλουσιότερα ορεινά ή ημιορεινά χωριά του Ολύμπου και του Πηλίου. Πολλοί απ' αυτούς “κληρονομούσαν και επίθετα δηλωτικά των επαγγελμάτων τους, όπως Μαστρο-Γιάννης, ΜαστροΒαγγέλης, κ. α. μερικοί από τους νέους κατοίκους της Θεσσαλίας και άλλοι αυτόχθονες φτωχοί κάτοικοι έγιναν κυρατζήδες, δηλαδή αγωγιάτες-έμποροι, ταξιδεύοντας με τα καραβάνια τους σ' όλη σχεδόν τη Νότιο Βαλκανική. Ακόμα οι συνεχιζόμενοι και αλλεπάλληλοι πόλεμοι των Οθωμανών με τους Βενετούς “έσπρωχναν” τους κατοίκους των παράκτιων θεσσαλικών περιοχών και των, ελάχιστων εναπομεινάντων νησιωτών των Β. Σποράδων προς ορεινά και απρόσιτα μέρη. Έτσι σιγά, σιγά στις εύφορες πεδινές θεσσαλικές εκτάσεις ο μουσουλμανικός πληθυσμός αποτελούσε την πλειοψηφία.

Γ΄ Οι επιδημίες Πολύ συχνά θανατηφόρες επιδημίες, συνήθως πανώλη (πανούκλα) χτυπούσαν την Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά συνέπεια την Θεσσαλία, η οποία συγχρόνως είχε να αντιμετωπίσει τις πολύ συχνές ενδημικές ελονοσίες που την μάστιζαν και οφείλονταν στο κατά τόπους βαλτώδες της, τότε, έδαφος. Η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Αθήνα και η Σμύρνη, αλλά και άλλες μεγάλες πόλεις δέχτηκαν καταστρεπτικά για τον πληθυσμό τους κύματα πανώλης. Η ασθένεια μεταφέρονταν είτε με καραβάνια από την Ανατολή είτε με εμπορικά πλοία και τα συνακόλουθα ποντίκια. Η Λάρισα υπέφερε πολύ συχνά από την πανούκλα, κι αυτό μαρτυρείται

Εικ.

Μελαγχολική όψη της Λάρισας από Δυτικά. Διακρίνεται αριστερά ο Πηνειός και σε πρώτο πλάνο

ατέλειωτη σειρά οθωμανικών μνημάτων. Πίνακας από το βιβλίο του Stackelberg, La Grecce (Παρίσι 1834)

από πολλούς περιηγητές καθώς και από το πλήθος των, πρόχειρων συνήθως, πολλών νεκροταφείων που ήταν διάσπαρτα γύρω αλλά και μέσα στον ιστό της πόλης. Η πολιτική σε θέματα υγείας της Οθωμ. Αυτοκρατορίας ήταν μάλλον ανύπαρκτη, αντίθετα οι γειτονικές της χώρες; αντιμετώπιζαν καλύτερα την απειλή των επιδημιών με κλείσιμο χερσαίων συνόρων ή άνοιγμα λαζαρέτων224 σε ξερονήσια για τους ναυτικούς των πλοίων που νοσούσαν. Οι κυριότερες επιδημίες στη Θεσσαλία, κυρίως πανούκλας, σημειώθηκαν το 1592, το 1611, το 1667-8, το 1688, το 1719 (μεγάλο θανατικό), το 1742, το 1813, κ. α.

Δ΄ Οι Εβραίοι της Θεσσαλίας Γενικά: Η παρουσία του εβραϊκού στοιχείου στον ελλαδικό χώρο ανάγεται στον 2ο αιώνα π. Χ. Σύμφωνα με τον Ιουδαίο ιστορικό Ιώσηπο, τον 1ο π. Χ. αι. βεβαιωμένη εβραϊκή παρουσία έχουμε στη Σπάρτη, στη Σάμο, στην Κρήτη, στη Ρόδο, στην Κω και αλλού. Η Καινή Διαθήκη βεβαιώνει με σαφήνεια ότι ο Απόστολος Παύλος, γύρω στο 50 μ. Χ., δίδαξε στις εβραϊκές συναγωγές των Φιλίππων, της Θεσσαλονίκης225, της Βέροιας, της Αθήνας226 και της Κορίνθου227. Στη Θεσσαλία: Από τα προχριστιανικά228 χρόνια είναι βεβαιωμένη, από πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων, κυρίως επιγραφών, που έχουν έρθει στο φως, η παρουσία Εβραίων, κυρίως στις Φθιώτιδες Θήβες, τη Λάρισα, κ. α. Οι αρχαιότεροι αυτοί Εβραίοι της Θεσσαλίας ονομάζονταν Ρωμανιώτες. Πολύ αργότερα, κυρίως κατά το 16ο αιώνα, προστέθηκαν σ' αυτούς και άλλοι Εβραίοι από την Ισπανία, κυνηγημένοι από τις διώξεις που είχε εξαπολύσει εναντίον τους η βασίλισσα Ισαβέλλα. Οι νέοι αυτοί Εβραίοι ονομάζονταν Σεφαραδίτες και ομιλούσαν την ισπανική γλώσσα. Οι Σεφαραδίτες επηρέασαν με τις παραδόσεις τους το “ρωμανικό υπόστρωμα” των ελλαδικών παροικιών. Τέλος κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της Τουρκοκρατίας έφτασε στην Ελλάδα μια τρίτη ομάδα Εβραίων κυνηγημένων από την Πολωνία και την Ουγγαρία, βρίσκοντας καταφύγιο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τελευταία ομάδα των επήλυδων ονομάστηκε Εσκενάζι. Η θέση των Εβραίων στην Οθωμ. Αυτοκρατορία ήταν, κατά γενική ομολογία, ένα ¨σκαλί” καλύτερη απ' αυτή των Χριστιανών. Χαρακτηρίζονταν μάλιστα από την τουρκική διοίκηση “μουσαφίρ μιλλιέτ”, ενώ οι Χριστιανοί “ραγιά μιλλιέτ”229. Παρ' όλα αυτά οι Εβραίοι προσπαθούσαν να μην προκαλούν τους Τούρκους με τις γιορτές τους, τη μορφή των κατοικιών τους, τον πλούτο τους ή τον τρόπο ζωής τους. Οι περισσότεροι περιηγητές της εποχής περιγράφουν τις εβραϊκές κατοικίες με τα μελανότερα χρώματα. Οι Εβραίοι της Θεσσαλίας, ως επί το πλείστον, ήταν έμποροι ή αυτοαπασχολούμενοι τεχνίτες. Πολλοί από τους πρώτους χριστιανούς της Λάρισας είναι πιθανό να ήταν 224Λαζαρέτα ονομάζονταν τα απομονωμένα πρόχειρα καταλύματα (ή σπόρκα) που κτίζονταν σε νησίδες για να περάσουν από εκεί οι ναυτικοί ύποπτων για ασθένεια πληρωμάτων πλοίων. Εκεί συνήθως έμεναν αποκλεισμένοι και φυλασσόμενοι (καραντίνα) από μία εβδομάδα ως δέκα μέρες. Δες σχετικά στο διήγημα: Αλέξ. Παπαδιαμάντης, Βαρδιάνος στα σπόρκα. 225. Πράξεις, ιζ΄15. 226. Πράξεις, ιζ΄16-34. 227. Πράξεις, ιη΄1-17. 228. Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία τόμος Β΄, Λάρισα 2007, σελ. 229. Δηλαδή φιλοξενούμενο έθνος και άπιστο έθνος, αντίστοιχα.

απόγονοι Εβραίων που προσηλυτίστηκαν είτε από τον Απ. Παύλο και τους ακολούθους του είτε από τον Ηρωδίωνα230. Στις αρχές του 16ου αιώνα εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα τόσοι πολλοί Σεφαραδίτες από τη Ισπανία, ώστε σε σύντομο χρονικό διάστημα τα Ισπανικά να αντικαταστήσουν τα Ελληνικά που ομιλούνταν ως τότε από τους Ρωμανιώτες. Εντούτοις διατηρήθηκε στην πόλη μια ρωμανική συναγωγή ανάμεσα στις περισσότερες σεφαραδίτικες. Οι Εβραίοι μάλιστα του 17ου αιώνα αποκαλούσαν τη Λάρισα “Madre di Israel231”, δηλαδή μητέρα-πόλη του Ισραήλ. Οι Εβραίοι της Λάρισας ήταν ιδιαίτερα δραστήριοι έμποροι και είχαν σχέσεις με συναδέλφους τους στο Μοναστήρι, τη Θεσσαλονίκη και το Σεράγεβο. Το 19ο αιώνα οι Εβραίοι ίδρυσαν στη Λάρισα το δικό τους Σχολείο (Alliance Israelite Universelle) ως παράρτημα του ομότιτλου διεθνούς μορφωτικού σιωνιστικού232 ιδρύματος. Άλλα εβραϊκά Σχολεία στη Λάρισα ήταν το Σχολείο του Ταλμούδ-Τορά (Talmud Torah), που διδάσκονταν η Πεντάτευχος και η παράδοση των Εβραίων, η Γιεσιβά του Τσελεμπή Ελιγιά Κοέν και η Γιεσιβά του Αβραάμ Μιζάν233. Η εβραϊκή παρουσία στα Τρίκαλα είναι εξακριβωμένη για την περίοδο από τις αρχές του 16ου αιώνα και μετά. Στην κοινότητά τους πλειοψηφούσαν οι Σεφαραδίτες αλλά η συναγωγή τους ήταν ρωμανιώτικη. Στο γειτονικό Βόλο διαπιστώνεται συνεχής παρουσία του εβραϊκού στοιχείου από τον 12ο αιώνα. Η κοινότητα του Βόλου δέχτηκε πολλούς Εβραίους πρόσφυγες από την Πελοπόννησο, που έφυγαν από εκεί κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1821. Στο Βόλο ιδρύθηκε το 1865 το αρχαιότερο Σχολείο Allliance των Βαλκανίων. Μικρότερες ομάδες Εβραίων υπήρξαν και σε μικρότερες θεσσαλικές Εικ. Το εσωτερικό της συναγωγής των Τρικάλων

πόλεις, όπως στον Αλμυρό, τη Βέσαινα, την Καρδίτσα, και αλλού. Κατά την Τουρκοκρατία υπήρχε μια καχυποψία, που έφτανε στα όρια της αντιπάθειας, κατά των Εβραίων από Έλληνες ραγιάδες, μερικές φορές εξαιτίας συκοφαντιών, όπως, για παράδειγμα, ότι οι Εβραίοι θυσιάζουν Χριστιανόπουλα(!), και άλλες δοξασίες ανάλογης ... ουσίας. Όμως κάποιες φορές, μερικές πράξεις κάποιων Εβραίων, όπως η προδοσία του Διονυσίου του Φιλοσόφου στα Ιωάννινα ή η ασέβεια από Εβραίους στο αιματοβαμμένο λείψανο του εθνομάρτυρα πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Κωνσταντινούπολη234, επέτειναν την αρνητική προδιάθεση των περισσοτέρων Ελλήνων, εναντίον τους. 230. Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία, τόμος Γ΄, Λάρισα 2008, κεφ. “Οι άγιοι της Θεσσαλίας”. 231. Ν. Σταυρουλάκης, “Οι εβραϊκές κοινότητες”, 7 Ημέρες Καθημερινής, 3/3/1996, σ. 10. 232. Ο Σιωνισμός κατά τον 19ο αιώνα είχε σκοπό τη δημιουργία εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη και δεν είχε “ξεστρατίσει” σε άλλους σκοπούς, που θυμίζουν μια ξενοφοβική εβρ. οργάνωση, όπως σήμερα. 233. Θ. Παλιούγκας, ό. π., σ. 470. 234. Σπ. Τρικούπης, Η Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδόσεις Λιβάνη 1993, τ. 1ος, σ. 102.

Ε΄ Οι Αρμένιοι Εκτός από τα millet των Χριστιανών, των Μουσουλμάνων και των Εβραίων, στην Οθωμανική αυτοκρατορία υπήρχε και το πολύπαθο αρμενικό. Οι Αρμένιοι, επειδή ήταν Μονοφυσίτες, ορίστηκε να ανήκουν σε ξεχωριστό millet, που είχε αρχηγό τον Αρμένιο επίσκοπο στην Προύσα ( ο Horaghim το 1461), και τον εκάστοτε διάδοχό του. Οι Αρμένιοι κατοικούσαν στην Κωνσταντινούπολη και τα μεγάλα αστικά κέντρα. Επειδή ζούσαν σε αστικό περιβάλλον απαλλάσσονταν του παιδομαζώματος. Στο millet τους εντάχθηκαν με απόφαση της Πύλης και οι Προτεστάντες και οι Καθολικοί της αυτοκρατορίας. Από το τέλος του 18ου αιώνα κι έπειτα πολλοί Αρμένιοι, κυρίως έμποροι, άρχισαν να εγκαθίστανται και σε θεσσαλικές πόλεις όπως στα Τρίκαλα και τη Λάρισα. Ο Ιωάννης Λογιώτατος Οικονόμου μας αναφέρει ότι στα χρόνια του (1817) υπήρχε αρμενικό νεκροταφείο στη Λάρισα: “Έξω από την πολιτείαν επάνω εις τον δρόμον δια τον Βώλον ... φαίνονται ακόμη εις τα μνήματά των μάρμαρα με αρμένικα γράμματα235”. Σύμφωνα με άλλες ενδείξεις αυτό το νεκροταφείο βρισκόταν στη συνοικία Παράσχου της Λάρισας λίγο πιο έξω από τον οχυρωματικό περίβολο236 και στο δρόμο προς Νεμπιγλέρ (Νίκαια).

Στ΄ Οι Μουσουλμάνοι Μέχρι το 1520 οι Μουσουλμάνοι αποτελούσαν μειοψηφία εντός των ορίων της Οθωμ. Αυτοκρατορίας. Μετά από την κατάκτηση της Αιγύπτου και της Αραβίας, η κατάσταση αυτή ανατράπηκε. Οι πιστοί Μουσουλμάνοι ήταν φυσικό να πλεονεκτούν έναντι των “απίστων”, γι΄αυτό και στην περιοχή της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε ένα κύμα εκούσιων εξισλαμισμών κυρίως από τους φεουδάρχες (1393-1421). Συγχρόνως ο μουσουλμανικός πληθυσμός ανανεωνόταν και πληθύνονταν συνεχώς διότι, παρά τις ασθένειες (ελονοσία, κ.α.) που αποδεκάτισαν τους πρώτους Οθωμανούς εποίκους στα πεδινά της Θεσσαλίας, διάφορα τουρκικά φύλα (Γιουρούκοι, Τουρκομάνοι, κάτοικοι του Ικονίου, Τάταροι) εξακολουθούσαν να φτάνουν και τους επόμενους αιώνες στη Θεσσαλία. Σε κάποιες όχι σπάνιες περιπτώσεις παρατηρήθηκαν και βίαιοι εξισλαμισμοί. Συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το παιδομάζωμα, που εφαρμόζονταν από τον 14ο αιώνα, αλλά σ' αυτό θα αναφερθούμε πιο κάτω. Οι πιστοί Μουσουλμάνοι υπάγονταν στο μουσουλμανικό millet, το οποίο είχε επικεφαλής τον αρχηγό των μουσουλμάνων ιερέων, τον seyh'ul Islam. Στις πόλεις και τους μεγαλύτερους οικισμούς ανώτερος ερμηνευτής των νόμων ήταν ο μουφτής (νομοδιδάσκαλος) και ο καδής (δικαστής). Τα περισσότερα τουρκοχώρια ή κονιαροχώρια ήταν συγκεντρωμένα στους πρόποδες του Ολύμπου και της Όσσας, στα περίχωρα των Τρικάλων και της Λάρισας, στην Κάρλα, γύρω από τη Ματαράγκα, τα Φάρσαλα, τον Αλμυρό και το Βελεστίνο. Η γλώσσα που μιλούσαν πολλοί από αυτούς τους Οθωμανούς της Θεσσαλίας ήταν μια παραφθορά της Ελληνικής. Πολλοί μουσουλμάνοι στη Θεσσαλία δεν ήταν Τούρκοι αλλά Αιθίοπες ή Άραβες που χρησιμοποιούνταν από τους Οθωμανούς ως βοηθοί ή και δούλοι από τους πλούσιους Οθωμανούς. Ακόμα γύρω στο 1854 παρατηρείται μια αθρόα έλευση και 235. Ιωαν. Οικονόμου Λογιώτατος, Ιστορική τοπογραφία της τωρινής Θετταλίας, εισαγ., σχ. Κ. Σπανός, Λάρισα 2005, σ.201, 236. Θεοδ. Παλιούγκας, ό. π., τ. Β΄, σ.592, σημ. 19.

εγκατάσταση στην περιοχή Κιρκάσιων (Αζέρων, Γεωργιανών, κ.α.) καθώς και λίγων Τατάρων. Άλλοι από αυτούς τους νέους επήλυδες εγκαταστάθηκαν στο Βόλο, άλλοι στα χωριά του Δομοκού ή του Βελεστίνου και λίγοι στη Λοξάδα Καρδίτσας. Οι μουσουλμάνοι όμως που αποτελούσαν μάστιγα για το χριστιανικό πληθυσμό της Θεσσαλίας ήταν οι Αλβανοί άτακτοι ληστοσυμμορίτες.

Ζ΄ Το παιδομάζωμα Το παιδομάζωμα άρχισε να εφαρμόζεται πριν την εποχή του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή και αφορούσε τη στρατολόγηση επιλέκτων τμημάτων μέσα από χριστιανικούς πληθυσμούς κυρίως πεδινών περιοχών. Τα παιδιά επιλέγονταν από περιοχές που δεν είχαν εξασφαλίσει προνόμια, άρα όχι από τα ορεινά της Θεσσαλίας (Πήλιο, Όλυμπος, Άγραφα, κ.α.), ενώ έπρεπε να είναι εύρωστα και να ζουν και οι δύο γονείς τους. Είναι μάλλον απίθανο το παιδομάζωμα να αφορούσε κατοίκους πόλεων. Οι ενήλικες, αργότερα, γενίτσαροι, τα παιδιά δηλαδή του παιδομαζώματος, ήταν η καλύτερη στρατιωτική μονάδα που διέθετε ο σουλτάνος. Αυτό ίσχυε μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, διότι από εκείνη την περίοδο αρχίζουν οι εξεγέρσεις των γενιτσάρων που είχαν αρχίσει να χάνουν τα προνόμιά τους, πράγμα που θα οδηγήσει στην οριστική τους διάλυση.

Εικ. Το παιδομάζωμα

Η΄ Οι Μπεκτασήδες και οι Τεκέδες τους Ένα από τα πιο γνωστά μουσουλμανικά μοναχικά τάγματα ήταν αυτό των Μπεκτασήδων. Οι Μπεκτασήδες ήταν στην ουσία μια αίρεση που απείχε πολύ από την ορθόδοξη ισλαμική δογματική του Σουνιτισμού (κυρίαρχου ισλαμικού ρεύματος) και του Σιιτισμού. Η αίρεση αυτή ιδρύθηκε από τον Χατζή Μπεκτάς Βελή στην Αμάσεια του Πόντου το 1357. Ο ίδιος ήταν ο ιθύνων νους της πολιτικής των βίαιων εξισλαμισμών και της δημιουργίας των πρώτων Γενιτσάρων (Γενή τσαρ = νέος

στρατός). Το μοναχικό αυτό τάγμα, που ανήκε στο ευρύτερο φιλοσοφικό ισλαμικό κίνημα των Σουφί, επεκτάθηκε σ' όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, κυρίως δε στην Αλβανία. Οι Σουφί χωρίζονταν σε δώδεκα μεγάλες αδελφότητες. Η αρχαιότερη απ' αυτές φαίνεται πως ήταν αυτή των Μπεκτασήδων. Εκτός από τα μέλη, τους λεγόμενους δερβίσηδες237, κάθε τάγμα των Μπεκτασήδων είχε και μεγάλο αριθμό λαϊκών αδελφών που προσκολλώνταν στα τάγματα και έτσι η επιρροή των Μπεκτασήδων μεγάλωνε238.

Ο τεκές του Χασάν Μπαμπά. Ιδρύθηκε στα Τέμπη από τον δερβίση Χασάν Μπαμπά. (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

Η πίστη του κάθε δερβίση ήταν προσωπική του υπόθεση και δεν υπαγόταν σε κανόνες, έτσι “ήταν μοιραίο πολλοί δερβίσηδες να αναπτύξουν παράξενες δοξασίες και σοβαρές ηθικής ατέλειες”239. Τα χαρακτηριστικά των Μπεκτασήδων ήταν η ελεύθερη ερμηνεία του Κορανίου, η απαγόρευση της πολυγαμίας, ο ησυχασμός και η μη συμμετοχή σε νηστείες, ακόμα και του Ραμαζανίου. Δεν είχαν επίσης τζαμιά δικά τους παρά μόνον τους τεκέδες (tekke), που ήταν κάτι σαν μοναστήρια, στα οποία μπορούσαν να τους επισκεφθούν ελεύθερα και Χριστιανοί240. Το 1925 ο Κεμάλ κατάργησε τις οργανώσεις των μπεκτασήδων στα όρια της Τουρκίας, αλλά τα μοναχικά τους τάγματα (δερβίσηδες) διατηρήθηκαν στην Αλβανία και την Ελλάδα. Στην περιοχή της Θεσσαλίας υπήρχαν αρκετά τέτοια τάγματα. Στην Λάρισα 241 για παράδειγμα, μέσα στην πόλη, λειτουργούσαν περισσότεροι από είκοσι τεκέδες, χωρίς σήμερα να έχει μείνει κάτι απ' αυτούς. Στην ύπαιθρο του Νομού της Λάρισας μάλιστα γνωρίζουμε για την ύπαρξη τριών τουλάχιστον τεκέδων (εκτός του τεμένους των Τεμπών): δύο απ' αυτά ήταν των μπεκτασήδων (Άνω Σιατερλί242 και Ιρινί243) και 237. Δερβίσης (dervis):Λέξη περσική. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν ολιγαρκής, φτωχός. Oι δερβίσηδες ήταν οι "μοναχοί" του Ισλάμ, αφιερωμένοι στην πίστη τους. ΄Hταν οργανωμένοι σε τάγματα και ζούσαν σε κοινόβια, τους τεκέδες. 238. Ρέινολτ Νίκολσον ,Οι μυστικοί των Σουφί , Πύρινος Κόσμος, Αθήνα 1985. 239. Ντ. Μακντόλαλτ, Η θρησκευτική ζωή και στάση στο Ισλάμ, σ. 164. 240. Α. Κόλλιας, Αρβανίτες, Αθήνα 1983, σ. 255. 241. Δες σχετικά στην εξαιρετική εργασία του Θ. Παλιόυγκα, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία Β΄ τόμος , σ.417437. 242. Δίλοφος Φαρσάλων. 243. Ασπρόγεια Φαρσάλων.

ένα μάλλον των Μεβλεβί (στροβιλιζόμενοι δερβίσηδες) στο Τατάρι244 Φαρσάλων. Για τον πρώτο και τον τρίτο τεκέ έχουμε εκτενείς αναφορές από τον περιηγητή Ληκ245. Για το τεκέ στο Δίλοφο γνωρίζουμε ότι βρισκόταν δύο μίλια ΝΔ του χωριού ανάμεσα σε περιβόλια και κυπαρίσσια. Για τον τεκέ της Ζωοδόχου Πηγής έχουμε μια αναφορά από την εφημερίδα “Αιών”246 του 1881 που περιγράφει το ταξίδι γνωριμίας του βασιλιά Γεωργίου Α΄ στη νέα, μόλις απελευθερωμένη, επαρχία του Ελληνικού Βασιλείου. Εκεί έμεναν τότε οκτώ δερβίσηδες και δέκα δόκιμοι. Ο επικεφαλής τους λεγόταν Χουσεΐν Μπαμπάς και ανήκε σε αλβανική αίρεση (του Αλή). Ο τεκές είχε ως προσαρτήματα κτήματα, σταύλο, αχυρώνα, ξενώνες, κ.α. Ο πιο σημαντικός όμως τεκές ήταν αυτός στα Ασπρόγεια, κτισμένος στη θέση βυζαντινού Ναού του Α. Γεωργίου. Εκτενή περιγραφή του τεκέ κάνει ο Ανδρέας Καρκαβίτσας247, ο οποίος πιστεύει ότι το προϋπάρχον κτίσμα ήταν ρωμαιοκαθολικό μοναστήρι απ΄ την εποχή της Φραγκοκρατίας.

Εικ. Γειτονικά κτίσματα, προσαρτήματα του τεκέ Ιρινί, όπως είναι σήμερα (Κοικ)

Ο τεκές ήταν ίσως ο πλουσιότερος της Θεσσαλίας, έχοντας στην κατοχή του μεγάλες εκτάσεις, μεταλλεία χρωμίου, αποθήκες σταύλους, ζώα και δυο γειτονικά χωριά ως τσιφλίκια: το Ιρινί και το Αρντουάν248. Η μονή περιβαλλόταν από υψηλό μαντρότοιχο

244. Ζωοδόχος Πηγή Φαρσάλων. 245. Γ. Δ. Στάθης, Η Θεσσαλία (1805-10) από το ημερολόγιο του Άγγλου περιηγητή Ληκ, Βόλος 1969, σ. 40-2, 93. 246. Β. Καλογιάννης, Η χρυσή βίβλος του Δήμου Λαρίσης, Λάρισα 1963, σ. 92 και Λ. Βαϊρακλιώτης, “Οι τεκέδες των Μπεκτασήδων στα Φάρσαλα, Θ. Η. (Λάρισα ), σ. 239-240. 247. Α. Καρκαβίτσας, Άπαντα, εκδ. Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1979, σ.1742-50. 248. Ελευθεροχώρι Βελεστίνου.

Εικ. Ο νάρθηκας του καθολικού του τεκέ των Ασπρογείων (Κοικ).

με πολεμίστρες, ενώ στο εσωτερικό του υπήρχαν κρυφές υπόγειες δίοδοι ανάγκης. Ο ερευνητής Δ. Στεργιόπουλος πιστεύει ότι, πριν κτιστεί το καθολικό μοναστήρι, στην περιοχή υπήρχε ορθόδοξος Ναός της Αγίας Ειρήνης249 και γι΄αυτό το χωριό ονομαζόταν Ιρινί250. Εικ. Εσωτερικό του καθολικού του τεκέ των Ασπρογείων. Τάφοι σημαντικών Σεΐχηδων. (Κοικ).

Ο τεκές συνέχισε να λειτουργεί και μετά την απελευθέρωση, μέχρι το 1972 (!), χρονιά θανάτου του τελευταίου Μπουμπά ή Σεΐχη (ηγούμενος του τεκέ) Σεΐτ. Σήμερα σώζεται σε καλή κατάσταση μόνο το καθολικό ενώ τα γειτονικά κτίρια κατέρρευσαν ή καταστέφονται από μέρα σε μέρα.

Εικ. Οι τάφοι των δερβίσηδων έξω από τον τεκέ στα Ασπρόγεια (Κοικ). 249. Δ. Β. Στεργιόπουλος, “Ο αρβανίτικος τεκές”, Μετέωρα 36 (Τρίκαλα 1982), σ. 150-5. 250. Το τοπωνύμιο Ιρινί ίσως προέρχεται από την τουρκική λέξη oren που σημαίνει ερείπια. (Μ. Δημητριάδης, Λεξικόν ελλημοτουρκικόν – τουρκοελληνικόν, Αθήνα 1989).

Εικ.

Εικόνες από το εσωτερικό και τα εξαρτήματα του τεκέ.

Εικ. Εξωτερική εικόνα του τεκέ, των τάφων των δερβίσηδων και του κονακιού.

Ο Leake για τους Μπεκτασήδες δερβίσηδες “Οι μπεκτασήδες ονομάζονται έτσι από έναν Καππαδόκη δερβίση που φορούσε μια πέτρα πάνω στον ομφαλό του. Σε ανάμνηση αυτού, οι οπαδοί του φορούν μια πέτρα που είναι πράσινη (...) κρεμασμένη στο λαιμό, μπροστά στο γυμνό τους στήθος. Ο σπουδαίος ρόλος που έπαιζε ο χατζη-Μπεκτάς στη δημιουργία των γενιτσάρων είναι πολύ γνωστός. Όπως και οι άλλοι Μωαμεθανοί, οι Μπεκτασήδες επιμένουν στην ενότητα της θεότητας αλλά δεν υμνούν το Μωάμεθ τόσο όσο οι άλλες μουσουλμανικές αιρέσεις κι έχουν ελεύθερη σκέψη γύρω από το πρακτικό μέρος της θρησκείας τους, πιστεύοντας ότι το καθετί μας έχει δοθεί για ευχαρίστηση. Γι' αυτό και καπνίζουν, πίνουν και ζουν με ευθυμία. Το δόγμα τους τούς θέλει φιλελεύθερους απέναντι σε όλα τα επαγγέλματα και στις θρησκείες και να θεωρούν όλους τους ανθρώπους ίσους απέναντι στο Θεό. Μολονότι ο σεΐχης (των Τρικάλων) δε μου εξήγησε καθαρά τη φιλοσοφία του, χρησιμοποιούσε συχνά τη λέξη “άνθρωπος” με μια συνοδευτική παρατήρηση ή με μια εκφραστική χειρονομία μεταφέροντας ένα συναίσθημα ισότητας για το ανθρώπινο γένος.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραΐσκου, Θ. Η. , σ. 48. .Εικ. Τάφος δερβίση από τα Ασπρόγεια (Ιρινί) Φαρσάλων.(Κοικ)

Θ΄ Οι Αρβανίτες

Από τα τέλη του 13ου αιώνα και έπειτα, εντός των ορίων του Ηπειρωτικού Δεσποτάτου αρχικά, αλλά εν συνεχεία και νοτιότερα, μεγάλες ομάδες Αρβανιτών άρχισαν να εγκαθίστανται στις περιοχές που είχαν καταληφθεί από τους Οθωμανούς αλλά και σε περιοχές λατινικών πριγκιπάτων (Μωριάς, Αττική, κ.α.), ακόμα και σε νησιά του Αργοσαρωνικού, την Ν. Εύβοια και την Άνδρο. Η προέλευση αυτών των Αρβανιτών ήταν η Αλβανία, κυρίως η Νότια και οι αιτίες αυτής της μετανάστευσης, που γινόταν κατά φάρες (οικογένειες), ήταν οι εμφύλιες συγκρούσεις και το άγονο των ορεινών περιοχών προέλευσής τους, ενώ αργότερα η σύγκρουση των Αλβανών (Σκεντέρ – μπέης) με την Οθωμανική αυτοκρατορία. Οι περισσότεροι Αρβανίτες, από αυτούς που παρέμειναν στην Αλβανία έγιναν Μουσουλμάνοι (Τσάμηδες, Γκέκηδες), άλλοι παρέμειναν ορθόδοξοι (κυρίως ελληνικής καταγωγής ή βλαχόφωνοι της Βορείας Ηπείρου) και άλλοι ασπάστηκαν τον Καθολικισμό (Τόσκηδες). Μεγαλύτερες μετακινήσεις έγιναν τον 16ο και 17ο αιώνα. Οι Αρβανίτες των τελευταίων μετακινήσεων υπηρετούσαν ως μισθοφόροι διάφορων τοπικών πασάδων ή μπέηδων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον Αλή πασά. Στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του επόμενου αιώνα θα ήταν καλύτερο να λέμε ότι η Θεσσαλία υπέφερε περισσότερο από την Αλβανοκρατία παρά την Τουρκοκρατία. Πολλοί πάντως Χριστιανοί Αρβανίτες, που ήρθαν στη Θεσσαλία (κυρίως τη Δυτική) νωρίτερα, συγχωνεύτηκαν με τον ντόπιο ελληνικό πληθυσμό και σήμερα δεν είναι ορατό κάποιο σημάδι διαφοροποίησης, πλην ίσως κάποιων επωνύμων και κάποιων λιγοστών λέξεων που πέρασαν στην Νεοελληνική κοινή Γλώσσα. Το μεγαλύτερο μάλιστα μέρος των Χριστιανών Αρβανιτών απέκτησε από νωρίς ελληνική εθνική συνείδηση και συμμετείχε ενεργά στην επανάσταση του 1821 προσφέροντας πλειάδα γνωστών ηρώων στο βωμό της ελευθερίας του Γένους. Ι΄ Οι Βλάχοι Οι Βλάχοι κατοικούσαν, μάλλον θα λέγαμε πως είχαν κέντρο δράσης τους, μιας και ήταν λαός κυρίως νομαδικός, την ορεινή Θεσσαλία (από τα μεσοβυζαντινά χρόνια η Θεσσαλία ονομαζόταν και Μεγάλη Βλαχία) τη Δυτική Μακεδονία, την Ήπειρο, Βόρεια και Νότια καθώς και τη Δυτ. Στερεά. Λόγω ακριβώς της νομαδικής τους ζωής, από τα χειμαδιά στα ορεινά κ.ο.κ., ήταν γνώστες των ορεινών περασμάτων. Έτσι η οθωμανική κυβέρνηση χρησιμοποιούσε πολλούς Βλάχους ως ελεγκτές των περασμάτων (δερβενίων) αυτών, όπως για παράδειγμα τους Μετσοβίτες. Οι Βλάχοι ακόμα εργάζονταν ως οδηγοί καραβανιών κυρατζήδων (των αγωγιατών, δηλαδή, των πλανόδιων εμπόρων), γιατί γνώριζαν τους εμπορικούς δρόμους του Βορρά. Η μεγάλη όμως πλειονότητα των Βλάχων ασχολούνταν με την κτηνοτροφία. Σπουδαία ανάπτυξη παρουσίασαν βλάχικα κέντρα της Δ. Μακεδονίας, της Β. Ηπείρου (περιοχή Μοσχόπολης), αλλά και του Λιβαδίου στη Θεσσαλία. Πολύ σημαντική ήταν και η προσφορά του βλάχικου στοιχείου στον αγώνα της ανεξαρτησίας (Ολύμπιος, Ρήγας, κ.α.). Όσον αφορά στην αμφισβήτηση από ορισμένους της ελληνικής ταυτότητας των Βλάχων, έχουμε αποδείξει επαρκώς, πιστεύουμε, το αβάσιμο αυτών των χαρακτηρισμών στο Γ΄ μέρος251 της θεσσαλικής μας Ιστορίας. 251. Κ.Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η Θεσσαλική Ιστορία, τ. Γ΄, κεφ. “Η άλωση της Λάρισας από τους Βουλγάρους” και κείμενο του Αντωνίου Κεραμόπουλου.

ΙΑ΄ Οι Σαρακατσάνοι252 Ο Γερμανός περιηγητής Gustav Weigand γράφει253 γαι τους Σαρακατσάνους: “Ορισμένοι Αρωμούνοι (Βλάχοι) πιστεύουν ότι οι Σαρακατσάνοι, ελληνόφωνοι βοσκοί της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, που ζουν στην εξοχή και που φοράν μια στολή που μοιάζει μ' αυτήν των Φαρσεριωτών, είναι αρωμουνικής καταγωγής. Εγώ με βάση τα χαρακτηριστικά τους και τον τρόπο ζωής τους, τους θεωρώ γνήσιους Έλληνες». Αντίθετα κάποιοι άλλοι ερευνητές τους κατατάσσουν στους εξελληνισμένους βλάχους, πράγμα που δεν φαίνεται να ευσταθεί. Μερικοί επιστήμονες θεώρησαν αρχική κοιτίδα την επαρχία Βάλτου της Ακαρνανίας,μάλιστα την περιοχή Σακαρέτσι254 (σημερινό Περδικάκι) ενώ άλλοι την περιοχή του Συρράκου της Ηπείρου255. Οι περισσότεροι πάντως επιστήμονες πιστεύουν ότι η αρχική κοιτίδα τους ήταν τα Άγραφα και ότι από εκεί διεσπάρησαν κατά την Τουρκοκρατία σ' όλη την Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα καθώς και σε όμορες χώρες, όπως Σκόπια και Βουλγαρία. Ο μεγάλος διασκορπισμός τους έγινε επί Αλή πασά. Σήμερα οι λιγοστοί Σαρακατσάνοι που ζουν ανάλογο με το παρελθόν βίο βρίσκονται στην ορεινή Θεσσαλία, κυρίως περιοχή Ασπροποτάμου, στη Μακεδονία και τη Θράκη. Η πιθανότερη εκδοχή για την προέλευση του ονόματός τους είναι η εξής: Οι Τούρκοι τους έβλεπαν στα μαύρα και ανυπότακτους να μετακινούνται συνεχώς. Γι’ αυτό τους ονόμασαν «Καρακατσάν» (καρά=μαύρος και κατσάν=φυγάς, ανυπότακτος), δηλ. «μαύροι φυγάδες». Μια δεύτερη, λιγότερο πιθανή ετυμολόγηση, είναι από τις τούρκικες λέξεις σαράν (=φορτώνω) και κατσάν (φεύγω), δηλαδή Σαρακατσάνοι σημαίνει αυτοί που φορτώνουν (τακτικά τα πράγματά τους) και φεύγουν. Η γλώσσα τους είναι μία, η Ελληνική, με αρκετά μάλιστα γνωρίσματα της δωρικής διαλέκτου. Στηρίζονταν πάντα στα δικά τους έθιμα και συνήθειες χωρίς να επιτρέψουν ποτέ στις αλλόγλωσσες κοινωνικές ομάδες να αναμιχθούν μαζί τους. Τηρούσαν τον εθιμικό δικό τους πατριαρχικό αυστηρό κώδικα τιμής και, έχοντας οικονομική ευρωστία και σχετική ανεξαρτησία, εφάρμοζαν κανόνες διαβίωσης και κοινωνικής συμπεριφοράς βασισμένα επίσης στα δικά τους έθιμα. Συχνά, επειδή η λέξη βλάχος χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον άνθρωπο που έχει πρόβατα, διάφοροι ιστορικοί, λαογράφοι και ξένοι περιηγητές συνέχεαν πότε ένας βλάχος (=αυτός που έχει πρόβατα, ο κτηνοτρόφος, ο βοσκός) είναι Σαρακατσάνος και πότε Βλάχος (=Βλαχόφωνος). Για να οργανώσουν καλύτερα την ποιμενική ζωή τους οι Σαρακατσάνοι οργανώθηκαν σε πρότυπα ανάλογα αυτών των πατριών. Έτσι 20-50 οικογένειες συγγενικές μεταξύ τους οργάνωναν τα “τσελιγκάτα”. Το τσελιγκάτο ήταν κάτι σαν οικονομικός συνεταιρισμός, αυτάρκης οικονομικά, που κατόρθωνε λόγω και των συγγενικών δεσμών των μελών του να εξασφαλίζει την υπεράσπιση και τη συνεργασία όλων των συμμετόχων. Αρχηγός του τσελιγκάτου εκλέγονταν ο πιο 252. Ο γνωστός ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός θεωρεί τους Σαρακατσάνους το πιο κοντινό άνθρωπο στον λεγόμενο “άνθρωπο των Πετραλώνων”, του οποίου το κρανίο και τμήμα του σκελετού του ανακάλυψε ο ίδιος στο ομώνυμο σπήλαιο της Χαλκιδικής. 253. Gustav Weigand, Oι Αρωμούνοι (Βλάχοι), Τόμος Α' : Ο χώρος και οι άνθρωποι, Εκδόσεις Φ.Ι.Λ.Ο.Σ. Τρικάλων Αφοί Κυριακίδη, 2001, σ. 301. 254. Παναγιώτης Αραβαντινός, Μονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων Ελληνικών και Ιλλυρικών Χωρών, Αθήνα 1856, σελ. 146-147. 255. http//el.wikipedia.org/w/index.php?title=Σαρακατσάνοι

έξυπνος, δίκαιος και έντιμος από τους επικεφαλής των οικογενειών που απάρτιζαν το τσελιγκάτο. Οι μετέχοντες στο τσελιγκάτο ονομάζονταν σμίχτες και είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Μικρότερο ρόλο στο τσελιγκάτο είχαν οι τσομπαναραίοι, δηλαδή αυτοί που είχαν λίγα ή και καθόλου δικά τους ζώα. Οι Σαρακατσαναίοι κατοικούσαν στα “κονάκια”, που ήταν πρόχειρες κατασκευές καλυβιών. Όλα μαζί τα κονάκια συναποτελούσαν τη στάνη. Γνωστότεροι Σαρακατσαναίοι οπλαρχηγοί στη Θεσσαλία ήταν εκτός από τον Κατσαντώνη και οι: Βλαχόπουλοι, Διπλαίοι, Αραπογιανναίοι, Γιάννης Φαρμάκης και Λιάκατας, οι αρματολοί του Καρπενησίου Συκάδες, ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης (αδέλφια του Κατσαντώνη), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, ο Αραπογιάννης, ο Λιάκος. κ.α. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη (δες σχετ. ενότητα), ο Αλή Πασάς σε μια ύστατη προσπάθεια να καθαρίσει τον τόπο από τους ανυπότακτους κλέφτες, ξεκίνησε μια φοβερή σφαγή των αμάχων Σαρακατσάνων, σφάζοντας ακόμα και μικρά παιδιά. Ο αγώνας ήταν άνισος και οι καπεταναίοι, γύρω στα 1812-1815, συνεννοήθηκαν να στείλουν τα γυναικόπαιδα στον πασά της Ανδριανούπολης, αφού φρόντισαν να τον εξαγοράσουν για να συνεχίσουν απερίσπαστοι τον αγώνα. Κατά την παράδοση, οι «πατέρες» στέλνοντας τα γυναικόπαιδα στην περιοχή της Ανδριανούπολης τους ευχήθηκαν να προκόψουν, αλλά τους έδωσαν και κατάρα να μην ριζώσουν εκεί που θα πάνε. Πάντα στη δύση του ηλίου να έχουν στραμμένο το βλέμμα τους, όπου και ο τόπος καταγωγής τους.

ΙΒ΄ Οι Καραγκούνηδες Καραγκούνηδες συνηθίζουμε να λέμε τους Χριστιανούς κατοίκους των πεδινών περιοχών της Θεσσαλίας, κυρίως της Δυτικής. Στην περιοχή των Φαρσάλων ήταν γνωστοί με το όνομα “κατζανάδες”. Οι περισσότεροι από τους Καραγκούνηδες ήταν κολίγοι ή τεχνίτες (παρακεντέδες), ενώ λίγοι απ' αυτούς ήταν αγωγιάτες. Ετυμολογικά Καραγκούνης σημαίνει αυτός που είναι ντυμένος με μαύρα ρούχα (καρά + γκόνα). Υπέφεραν από τη σκληρή καταπίεση των μπέηδων και των επιστατών των κτημάτων, των λεγόμενων σουμπάσηδων. Πολλοί απ' αυτούς συχνά ήταν χρεοκοπημένοι, κυρίως το 19ο αιώνα, εξαιτίας των χρεών τους στους τοκογλύφους. Η ζωή τους όπως καταλαβαίνουμε ήταν πλήρης στερήσεων και κακουχιών. Επιπλέον, μη έχοντας πρόσβαση σε σχολεία, όπως οι υπόλοιποι Ελληνες, έμεναν βυθισμένοι στην πλήρη αμάθεια. Παρ' όλα τούτα μεταξύ των αρετών τους συμπεριλαμβάνονταν η ολιγάρκεια, η εξυπνάδα, η αντοχή και η υπερηφάνεια.

ΙΓ΄ Η ζωή των νομαδικών πληθυσμών Οι ελληνικές νομαδικές φυλές των Βλάχων και των Σαρακατσάνων ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Η οργάνωσή τους βασίζονταν στις πατριές256 και κινούνταν από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια και αντίστροφα όλοι μαζί ανεξαρτήτως φύλου ή ηλικίας. Με τον ερχομό της άνοιξης οι Βλάχοι της Δυτ. Θεσσαλίας και της Ηπείρου ανέβαιναν σταδιακά στα ορεινά βοσκοτόπια της Πίνδου, ενώ οι Σαρακατσαναίοι στα αντίστοιχα λιβάδια της Μακεδονίας ή της Πίνδου. Όταν ξεκινούσε η περίοδος του φθινοπώρου κατέβαιναν πάλι σταδιακά στις απάνεμες και ήπιες θεσσαλικές κοιλάδες. Εκεί στα πεδινά πουλούσαν και την παραγωγή τους 256. Πατριά λέγεται η εκτεταμένη οικογένεια που είχε για αρχηγό (πατριάρχη) τον μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα της.

(τυριά, βούτυρο, κλπ.). Γενικά η ζωή των νομάδων, ανδρών και γυναικών ήταν πολύ σκληρή, κυρίως στα ορεινά όπου είχαν να αντιμετωπίσουν πολλούς κινδύνους, όπως τις επιθέσεις από λύκους ή ληστές. Γι' αυτό και γύρω από τους καταυλισμούς τους υπήρχαν ομάδες φρουρών μαζί με τα σκυλιά τους, τη γνωστή ράτσα των γκέκηκων, που παραφύλαγαν για κάθε ύποπτο ήχο. Πολλά προβλήματα αντιμετώπιζαν οι πατριές των Αρβαντόβλαχων της Βορείας Ηπείρου από τους Αλβανούς νομάδες, που είχαν γειτονικά βοσκοτόπια. Οι ελληνικές νομαδικές φυλές είχαν καλές σχέσεις με τους κλέφτες των βουνών, τους προμήθευαν μάλιστα συχνά με τρόφιμα, ή τους περιέθαλπαν σε περίπτωση τραυματισμών τους, όπως συχνά έγινε κατά την περίοδο του επαναστατικού κινήματος του παπα-Βλαχάβα. Ας μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους κλέφτες των βουνών, τη μαγιά της επανάστασης, ήταν Σαρακατσαναίοι ή Βλάχοι. Στη Θεσσαλία κάθε φθινόπωρο, κατέβαιναν οι νομάδες κτηνοτρόφοι, Σαρακατσάνοι, Βλάχοι και Αρβανιτόβλαχοι μαζί με τα κοπάδια τους, και έστηναν τις σκηνές τους σε πεδινές περιοχές των Φαρσάλων, του Αλμυρού, του Βελεστίνου και των Τρικάλων πακτώνοντας257 πρώτα από τους ντόπιους πλούσιους μπέηδες τα λιβάδια για τη βοσκή των ζωντανών τους. ΙΔ΄ Οι Αρβανιτόβλαχοι (Αρβαντόβλαχοι) Οι Αρβανιτόβλαχοι ανήκουν σ' εκείνο το τμήμα του Ελληνισμού που από τους πρώτους αιώνες μ. Χ. ασπάστηκαν τη λατινική γλώσσα για λόγους βιοπορισμού και οικονομικής εξάρτησης από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, καθόσον οι περισσότεροι απ' αυτούς εργάστηκαν στο στρατό της ως οροφύλακες ή ελεγκτές των ορεινών περασμάτων. Τμήμα των Βλάχων του Ελληνισμού έμενε μόνιμα στην περιοχή της Βορείου Ηπείρου ανάμεσα σε άλλα αλβανικά χωριά. Στους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας ανέπτυξαν το εμπόριο και τα χωριά τους εξελίχτηκαν στα πιο πλούσια της περιοχής. Αυτό κίνησε το φθόνο των μουσουλμάνων Αλβανών, οι οποίοι κατέστρεψαν τα χωριά των Αρβαντοβλάχων και την άτυπη πρωτεύουσά τους την ονομαστή Μοσχόπολη. Έτσι αναγκάστηκαν να εκπατριστούν ομαδικά και να οικίσουν περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Χάρις στην εργατικότητά τους αναπτύχθηκαν περισσότερο οι περιοχές που κατοίκησαν, όπως ο Τύρναβος, το Λιβάδι και αλλού. Οι περισσότεροι όμως απ' αυτούς κατοίκησαν στα χωριά του Ασπροποτάμου, όπου υπήρχαν εγκατεστημένοι και άλλοι Βλάχοι (Αρωμούνοι), σε άλλα χωριά του Ολύμπου και των Πιερίων όπου δημιούργησαν αμιγή βλάχικα χωριά. Άλλοι Αρβανιτόβλαχοι, προερχόμενοι από την περιοχή Φράσαρη της Β. Ηπείρου, μετανάστευσαν και στη Θεσσαλία αλλά κυρίως στην περιοχήν της Αιτωλοακαρνανίας. Τα κυριότερα θεσσαλικά βλαχοχώρια με Αρβαντόβλαχους ή μη ήταν το Λιβάδι, η Κρανιά Ασπροποτάμου, ο Κοκκινοπηλός, το Γαρδίκι, το Δραγοβίστι (Πολυθέα), η Βεντίστα258 (Αμάραντος) και η Λεπενίτσα (Ανθούσα). ΙΕ΄ Οι Τσιγγάνοι 257. Ενοικιάζοντας δηλαδή. 258. Ήταν ο τόπος καταγωγής του Δωροθέου Σχολάριου, στον οποίον θα αναφερθούμε στο ειδικό κεφάλαιο για την Παιδεία, πιο κάτω. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι ο Σχολάριος, βλέποντας την προπαγάνδα των Ρουμάνων με σκοπό τον εκρουμανισμό των Βλάχων, που μόλις είχε ξεκινήσει, αγωνίστηκε ολόψυχα υπέρ του Ελληνισμού ιδρύοντας ελληνικά Σχολεία στην ιδιαίτερή του πατρίδα και τα Τρίκαλα.

Οι Τσιγγάνοι ή Ρομ, όπως συνηθίζουμε σήμερα να τους λέμε, ανήκαν στις λεγόμενες περιπλανώμενες φυλές ή σκηνίτες. Αυτοί ασχολούνταν κατά τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, με τη μουσική, το πλανόδιο εμπόριο, κ.α. Πολλοί απ' αυτούς εγκαθίσταντο προσωρινά στις παρυφές πολλών θεσσαλικών οικισμών (Λάρισα, Τρίκαλα, Τύρναβο), εξασκώντας το επάγγελμα του πεταλωτή ή του σιδερά. Οι ομάδες αυτές των τσιγγάνων ακολούθησαν τη δική τους αυτόνομη πολιτιστική παράδοση και δεν εντάχθηκαν ούτε αφομοιώθηκαν με τους άλλους πληθυσμούς της υπαίθρου. Σε έναν άγνωστης προέλευσης πίνακα που δημοσιεύτηκε στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (τόμος ΙΑ΄, σ. 379) αναφέρονται μεταξύ των κατοίκων της Θεσσαλίας και 5.000 Γύφτοι ή Τσιγγάνοι.

Κεφάλαιο 15ο ασχολίες των κατοίκων Α΄ Οι συντεχνίες (ή εσνάφια259) Οι εργαζόμενοι στο εμπόριο και τη βιοτεχνία Χριστιανοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν οργανωμένα μέλη συντεχνιών (esnaf ή rufet) που δρούσαν ανά επαγγελματική κατηγορία και είχαν κάποιους, συνήθως, αυστηρούς κανόνες και ιεραρχία. Ο βασικός στόχος λειτουργίας αυτών των συντεχνιών ήταν η προστασία του επαγγέλματός τους, άρα, και του εισοδήματος τους, είτε από άλλους εργαζόμενους που ήθελαν να μπουν στο επάγγελμά τους, είτε από άλλους εσωτερικούς μετανάστες. Βέβαια από τα τέλη του 17ου αιώνα κι ύστερα αυτός ο σκοπός δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας των μεγάλων εσωτερικών μετακινήσεων της εποχής που πήραν τη μορφή πλημμυρίδας. Ο επίσημος βέβαια σκοπός λειτουργίας μιας συντεχνίας ήταν ο έλεγχος της ποιότητας των προϊόντων και της ποσότητας των παραγόμενων ειδών. Με την είσοδό του σε κάθε συντεχνία ο νέος εργαζόμενος γινόταν “τσιράκι”, και συνήθως ασχολούνταν με γενικές εργασίεςαγγαρείες που μικρή σχέση είχαν με το αντικείμενο εργασίας της συντεχνίας. Ο δεύτερος βαθμός ανέλιξης των εργαζομένων στη συντεχνία ήταν ο βαθμός του “κάλφα”, που τους επέτρεπε να εργάζονται στο κανονικό αντικείμενο της εργασίας τους. Ο ανώτερος βαθμός σε μια συντεχνία ήταν αυτός του “μάστορα” (μαΐστορα των Βυζαντινών), τον οποίον όμως λίγοι εργαζόμενοι έφταναν γιατί υπήρχε περιορισμένος αριθμός “θέσεων” αυτού του βαθμού. Έτσι για να γίνει ένας καλός κάλφας μάστορας έπρεπε να πεθάνει ο αρχαιότερος αυτού του βαθμού ή αλλιώς να παντρευτεί την κόρη ενός μάστορα. Για τους εργαζόμενους η δουλειά ήταν σκληρή: η έννοια του ωραρίου ήταν ανύπαρκτη και ο χρόνος εργασίας ρυθμιζόταν από τον εργοδότη ανάλογα με τις ανάγκες της αγοράς. Oι εργαζόμενοι ήταν κυρίως άντρες και αγόρια μεγαλύτερα των 10 ετών. Οι συντεχνίες σε πολλές πόλεις όπως τη Λάρισα ή τα Τρίκαλα αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ λαού και Εκκλησίας, καθώς φρόντιζαν για τα οικονομικά των ενοριών, εκ περιτροπής τις περισσότερες φορές μεταξύ τους, και αργότερα, μέσω πάντα της Εκκλησίας, στήριζαν και ενίσχυαν τις εκπαιδευτικές μονάδες που άρχισαν να ιδρύονται στις πόλεις.

259. Από τη λέξη εσνάφι προέρχεται η λέξη σινάφι που ακούγεται ως τις μέρες μας.

1.Οι “πρώτοι” των εσναφιών260 της Λάρισας αποφασίζουν για κάποια διαφορά261 των κατοίκων της συνοικίας Παράσχου με άλλες γειτονιές “Οι εκ του εσναφίου των γουναράδων κοσταντί ηλία και βασίλις (Ηλίας και Βασ. Κωνσταντής) Οι εκ του εσναφίου των σεριτζήδων γιάννης κόστα λάσκος (Ιωάννης Κων/νου Λάσκος) Οι εκ του εσναφίου σερβετάδων262 απόστολος Γραμματικός (Απόστολος Γραμματικός) Οι εκ του εσναφίου μπακάληδων γιάννις και βασίλις (Ιωάννης και Βασίλης αγν. επωνύμου) Οι εκ του εσναφίου ψωμάδων Βησσαρίων Χ''γιάννης και Δημήτριος νικολάου (Βησ. Χατζηγιάννης- Δημ. Νικολάου) Οι εκ του εσναφίου των μπογιατζήδων θεοδωρής αλεξανδρις (Θεόδωρος Αλεξανδρής) Οι εκ του εσναφίου παπουτζήδων γεωργάκης παπουτζίς κόστα ζαφιρούλι (Γεώργιος Παπουτσής – Κων/νος Ζαφειρούλης) Οι εκ του εσναφίου σχοινάδων Θανάσις και γιάννις (Θανάσης και Γιάννης χωρίς επώνυμο) Οι εκ του εσναφίου ραπτάδων διμίτρις και στέριος (Δημήτρης και Στέργιος χ. επών.) Οι εκ του εσναφίου πανάδων κόστας και πέτρος και θωδορίς (Κώστας, Πέτρος και Θεόδωρος χ. επων.) Οι εκ του εσναφίου αμπατζίδων263 αθανάσιος γγουνούσις (Αθανάσιος Γκουνούσης) Συναθροισθέντες λοιπόν οι των εσναφίων πρωτομαϊστορες δια να λύσωμεν την διαφοράν ταύτην των δύο μερών των Παράσχου264 μαχαλιωτών, και των άλλων λοιπόν μαχαλάδων, ερωτήσαμεν τους Παράσχου μαχαλιώτας, όταν στέλωσιν οι άλλοι μαχαλιώται εις αυτό το Ελληνικόν Σχολείον265 τα παιδιά των εις το εκεί κοινόν (ενν. Σχολείον) τα δέχονται, ή όχι; και απεκρίθησαν πάντες ομοφώνως και φιλοφρόνως μάλιστα, ου μόνον των άλλων μαχαλιωτών Λαρισαίων, αλλά και από τα πέριξ χωρίων δεχόμεθα. Και όταν φέρωσιν αποθαμένων λείψανα των άλλων μαχαλάδων τα θάπτουσι266 ή όχι; και είπον ου μόνον των Λαρισαίων Χριστιανών, αλλά και πάντων των τυχόντων ξένων Χριστιανών θάπτομεν. Και πάλλιν οι Παράσχου μαχαλιώται ως κτήτορες και βοηθοί, και συνδρομηταί παρά πατέρων και προπατόρων των της εκκλησίας του Αγίου Αχιλλίου έρχονται ελευθέρως και ανεμποδίστως εις την εκκλησίαν (...) Διά τούτο διορίζομεν τους νυν επιτρόπους της εκκλησίας να δώσωσιν εις τους Παράσχου μαχαλιώτας τα ρηθέντα γρόσια χίλια από τη σύναξη της εκκλησίας, δια την εκτέλεσιν ταύτης της ανεγέρσεως των μνημορίων ...” 1831 Ιουνίου 6 – Λάρισα.

Β΄ Τα “μετακινούμενα” εσνάφια των μαστόρων – Μπουλούκια (boluk) Διάφοροι γυρολόγοι και κυρίως χτίστες και γεφυροποιοί (κιοπρουλήδες) έφταναν ως την Κωνσταντινούπολη και τα παράλια της Μικράς Ασίας για να εκτελέσουν μια παραγγελία. Παρέμεναν για μήνες μακριά από τις εστίες τους, κάποιες φορές και χρόνια, ενώ δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που ορισμένοι από αυτούς εγκαθίσταντο μόνιμα σε κάποιον από τους τόπους της εργασίας. Οι συνθήκες δουλειάς στις κομπανίες267 αυτές ήταν αρκετά σκληρές. Τα μαστορόπουλα, οι νεαροί βοηθοί που 260. Εσνάφια ή συνάφια: Επαγγελματικά σωματεία, συντεχνίες. 261. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ.238-9. 262. Αυτοί που ύφαιναν πετσέτες (σερβέτες) ή προσόψια. 263. Αυτοί που φτάχναν αμπάδες δηλαδή πανοφώρια, aba= αμπάς, κάπα. 264. Παράσχου ήταν η συνοικία από τον Άγιο Νικόλαο μάχρι τη συμβολή της οδού Ροϊδου με την οδό Πολυτεχνείου. 265. Στην περιοχή αυτή τον 19ο αιώνα λαιτουργούσεαν ένα κατώτερο (Κοινό) και ένα ανώτερο (Ελληνικό) Σχολείο . Δες το σχετικό κεφάλαιο για την παιδεία στο παρόντα τόμο. 266. Στην περιοχή Παράσχου υπήρχε ένα από τα πολλά κοιμητήρια της πόλης. Δες το χάρτη της Λάρισας του 1880 στην εργασία: Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 238-9. 267. Για περισσότερες λεπτομέρειες δες: www.fhw.gr/chronos/gr .

μάθαιναν την τέχνη, προσέφεραν κάθε είδους βοηθητική εργασία, αγόγγυστα όπως και στα υπόλοιπα “αστικά” εσνάφια. Φορτώνονταν διάφορες αγγαρείες την ώρα της δουλειάς ή των μετακινήσεων, ενώ χρησιμοποιούνταν ακόμα και σαν υπηρετικό προσωπικό. Η συμπεριφορά των τεχνιτών και των λασπολόγων268 απέναντί τους ήταν συνήθως απότομη, γεμάτη παρατηρήσεις, βρισιές και τιμωρίες, οι οποίες κάποτε έπαιρναν τη μορφή χρηματικού προστίμου.

Γ΄ Οι θεσσαλικοί νερόμυλοι Η πιο παλιά γραπτή αναφορά στην ύπαρξη νερόμυλων ανάγεται στο Στράβωνα που μας αναφέρει ότι στα ανάκτορα του Μιθριδάτη Στ΄ του Ευπάτορα, βασιλιά του Πόντου, “... κατασκευάστο και ο υδραλέτης”. Το βασίλειο του Πόντου έπεσε στα χέρια των Ρωμαίων το 64 π. Χ. Στη συνέχεια η κατασκευή και χρήση του υδραλέτη (νερόμυλου) επεκτάθηκε σ' ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεπώς και στον ελλαδικό χώρο. Στην πατρίδα μας συναντάμε δύο παραλλαγές του υδρόμυλου: το “ρωμαϊκό”, που έχει όρθια εξωτερική φτερωτή και τον “ελληνικό”, με τη μικρότερη εσωτερική φτερωτή269. Αυτός ο δεύτερος τύπος συναντάται κυρίως στη Θεσσαλία. Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι νερόμυλοι ανήκαν στην κοινότητα, σε ιδιώτες ή σε μοναστήρια270. Οι ιδιοκτήτες των μύλων τα νοίκιαζαν (“πάκτωμα”) στον εκάστοτε ενδιαφερόμενο μυλωνά. Η οθωμανική κυβέρνηση, φροντίζοντας ασφαλώς για τις προσόδους της, φορολόγησε τους νερόμυλους με ειδικούς νόμους, τους λεγόμενους “Kanunnames”, αποδίδοντας το φόρο του μύλου στους νομείςφεουδάρχες των γειτονικών στο μύλο περιοχών. Έτσι ο εκάστοτε τσιφλικάς της περιοχής του μύλου εισέπραττε ένα φόρο, το “Resm-i-asiyab”, για να επιτρέπει, ουσιαστικά, τη λειτουργία των νερόμυλων στην περιοχής του. Ο φόρος αυτός ήταν συνήθως 60 άσπρα για μαγγανόμυλο, τον λεγόμενο Dolap, 30 για απλό νερόμυλο, που ονομαζόταν Karac, και 15 για τους ανεμόμυλους (Sepet), οι οποίοι βρίσκονταν κυρίως στις Βόρειες Σποράδες. Πολλές φορές ο μυλωνάς πλήρωνε σε είδος, δηλαδή οκάδες αλευριού, που έφτασαν, στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας, ακόμα και το 1/5 του συνολικού εισοδήματος, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στο Κώδικα της Λαμίας271. Στο θεσσαλικό χώρο πραγματοποιήθηκε από την “Επιστ. Εταιρεία Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα” ένα πρόγραμμα δημιουργίας αρχείου των εργαστηρίων και των διαφόρων εγκαταστάσεων παραδοσιακής τεχνολογίας, μεταξύ των αντικειμένων του οποίου περιλαμβάνονταν και οι νερόμυλοι. Από την έρευνα αυτή διαπιστώθηκε ότι η Θεσσαλία κατά τον 19ο αιώνα διέθετα ένα δίκτυο από 350 τουλάχιστον νερόμυλους. Σε ορισμένες περιοχές υπήρχαν ομάδες συνεχόμενων νερόμυλων κινούμενων από νερά της ίδιας πηγής, που συγκροτούσαν τα γνωστά “μυλοτόπια”. Αυτές οι περιοχές συνοικίστηκαν από πολλούς 268. Γι' αυτό και η λέξη “λασπολόγος” έχει αυτή την προσβλητική σημασία σήμερα. 269 . Στ. Νομικός, Εφεύρεση και τυπολογική εξέλιξη των υδρομύλων, 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή,

15/10/2000, σ. 3. 270. Κων. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τ. Γ΄ , κεφ. 9ο. 271. Στ. Μουζάκης, Ιδιοκτησιακό καθεστώς, δίκαιο και διαχείριση των μύλων, 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή,

15/10/2000, σ. 6.

“εσωτερικούς μετανάστες” που προέρχονταν από τις γύρω περιοχές (Άγραφα, Όλυμπο, Χάσια, κ.α.), δημιουργώντας έτσι σημαντικούς οικισμούς. Τέτοιες περιοχές ήταν στη Μαγνησία: οι Σταγιάτες, η Ανακασιά, ο Α. Βλάσης, τα Λεχώνια, η Άνω και η Κάτω Γατζέα, ο Άνω Βόλος, η Πορταριά, η Ανάβρα και το Βελεστίνο. Αξίζει να σημειώσουμε ότι στην τελευταία πόλη το μυλοτόπι της είναι γνωστό από τον 13ο αιώνα, εξαιτίας της γνωστής αρχαίας πηγής Υπερείας Κρήνης, που τροφοδοτούσε με νερό τους μύλους της περιοχής (δες επόμ. εικόνα). Στη Λάρισα αντίστοιχα ήταν: οι Νερόμυλοι (Τουρκοχώρι) Αγιάς, η περιοχή Ποταμιά Ελασσόνας, η περιοχή του Τυρνάβου, το Συκούριο, κ.α. Στα Τρίκαλα ήταν: ο Ασπροπόταμος (περιοχή), το Γοργογύρι, το Ξυλοπάροικο, κ.α. Τέλος στην περιοχή Αγράφων-Αργιθέας ήταν τα σημαντικότερα μυλοτόπια της ΝΔ Θεσσαλίας. Αξίζει να σημειώσουμε ότι σε πολλά μυλοτόπια λειτουργούσαν με τη δύναμη του νερού και εργαστήρια επεξεργασίας και καθαρισμού των υφαντών, οι λεγόμενες νεροτριβές272 (μαντάνια και ντριστέλες).

Μύλος-δριστέλα Βελεστίνου, φώτο. Αικ. Καμηλάκη (7 Ημέρες)

Αικ. Καμηλάκη- Πολυμέρου, Στα μυλοτόπια της Κεντρικής Ελλάδας, 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 15/10/2000, σ. 14. 272.

Νερόμυλοι Μπουρνάζου, Πορταΐτικος ποτ., Πύλη (7 Ημέρες Καθημερινής 15/10/2000)

Δ΄ Το (πλανόδιο) εμπόριο Το μεταφορικό έργο του εμπορίου εξασκούσαν οι κυρατζήδες (αγωγιάτες). Οι μεταφορείς αυτοί με τη χρήση υποζυγίων και έχοντας ως οδηγούς Βλάχους ή Σαρακατσάνους, οι οποίοι κατάγονταν από τους ορεινούς όγκους της Μακεδονίας, της Δυτ. Θεσσαλίας και της Ηπείρου, ακολουθούσαν τα περάσματα των βουνών και τους φυσικούς δρόμους των ποταμών για να φτάσουν ως το Δούναβη και από εκεί στις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης (Αυστρουγγαρία) και των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Τα καραβάνια αυτά συνοδεύονταν από Κιζαντζήδες ή Κιουρεκτζήδες273, δηλ. ενόπλους, που μισθώνονταν από τους εμπόρους, για το φόβο των ληστειών, που συχνά γινόταν στα μακροχρόνια αυτά ταξίδια. Τα καραβάνια αυτά ακολουθούνταν κι από βοηθούς, μικρής ηλικίας, που εκπαιδεύονταν κατ' αυτό τον τρόπο για να γίνουν κι αυτοί κυρατζήδες. Πολλοί από τους εμπόρους αυτούς (Λιβαδιώτες, Αμπελακιώτες, Πηλιορείτες, κ. α.),από το 1740 και έπειτα, άρχισαν να εγκαθίστανται μόνιμα στις πόλεις του εξωτερικού, όπου παντρεύονταν ή μετέφεραν τις οικογένειές τους και έχτιζαν τα σπίτια τους. Έτσι δημιουργήθηκαν ανθούσες Ελληνικές παροικίες, μεταξύ των οποίων και πολλά μέλη από τη Θεσσαλία, στη Βουδαπέστη στη Βιέννη, στην Τεργέστη , στο Ιάσιο, την Οδησσό, κ. α. Εκτός από τις εκπαιδευτικές προσπάθειες στο εξωτερικό, οι πάροικοι ενίσχυσαν οικονομικά τομείς της εκπαίδευσης και της οικονομίας του τόπου καταγωγής τους, μεταφέροντας συχνά το ρεύμα του Διαφωτισμού στις ιδιαίτερες τους πατρίδες, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην άνοδο του πνευματικού επιπέδου των συμπατριωτών τους και την προετοιμασία της Επανάστασης. Βιβλία και εφημερίδες τυπώνονταν στις παροικίες της Βουδαπέστης και της Βιέννης, χρήματα στάλθηκαν για τη συντήρηση σχολείων στη Ραψάνη, τα Αμπελάκια, τη Ζαγορά, στις Μηλιές (όπως έγινε με τις προσφορές του Ανθίμου Γαζή), στο Λιβάδι, κ. α., ενώ οι περισσότεροι ευεργέτες ανήκαν στους παροίκους της κεντρικής Eυρώπης, της Μολδοβλαχίας, της Μοσχόπολης και της Ρωσίας. Πολύ συχνά ο δρόμος του εξωτερικού εμπορίου για τους Έλληνες ήταν η θάλασσα. Σ' αυτή την περίπτωση φημισμένα ήταν τα λεγόμενα “ζαγοριανά” καράβια που μαζί με το φημισμένο στόλο των Τρικεριωτών, όργωναν από τον 17ο αιώνα και μετά τη Μεσόγειο και τον Εύξεινο πόντο μεταφέροντας από τα χωριά του Πηλίου πλούτο εξαγώγιμων προϊόντων στις μεγάλες αγορές του εξωτερικού. Συνοδευτικό κείμενο: Τα ταξίδια των καραβανιών “Στη διάρκεια του 18ου αιώνα οι κεντρικοί οδικοί άξονες του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου είχαν γίνει αναπόσπαστο κομμάτι του εμπορικού δικτύου της Βαλκανικής. Επάνω τους κινούνταν από την άνοιξη ως τις αρχές του χειμώνα οργανωμένες πολυάνθρωπες αποστολές, τα καραβάνια. Mέσα στο καραβάνι συνταξίδευαν για μεγάλο διάστημα, το οποίο σε κάποιες περιπτώσεις ξεπερνούσε και τον ένα χρόνο, έμποροι ή αντιπρόσωποι εμπορικών συμφερόντων, αγωγιάτες, οδηγοί, φρουροί αλλά και προσκυνητές και ιερωμένοι, ακόμα και περιηγητές από τη δυτική Eυρώπη. O αριθμός τους ορίζονταν από την αρχή του ταξιδιού και συνήθως δεν ξεπερνούσε τα τριάντα άτομα. Πριν ξεκινήσουν από την κεντρική πλατεία της πόλης-αφετηρίας του ταξιδιού τους, είχαν προηγηθεί συναντήσεις και συμφωνίες των συμμετεχόντων και αρκετές εβδομάδες προετοιμασίας της 273. Οι Κιουρεκτζήδες φαίνεται πως ήταν φύλακες στα δύσκολα περάσματα και σε γέφυρες.

αποστολής. Όταν ξεκινούσε το καραβάνι, προπορεύονταν ο γηραιότερος ή ο οργανωτής της αποστολής μαζί με κάποιο υποζύγιο που έδινε το ρυθμό της πορείας. Ακολουθούσαν έφιπποι οι οδηγοί (ή οι κυρατζήδες στο τέλος του αιώνα) πίσω από τα ζώα που μετέφεραν τον κύριο όγκο των εμπορευμάτων. Tη μακριά φάλαγγα συμπλήρωναν οι υπόλοιποι συνταξιδιώτες, πάνω σε άλογα ή σε μουλάρια.Πριν από το 19ο αιώνα σπάνια χρησιμοποιούσαν σ' αυτές τις αποστολές ταξιδιωτικές άμαξες. H πορεία διαρκούσε όσο το φως της ημέρας, και διακοπτόταν από ελάχιστα διαστήματα ανάπαυλας. Aν το επέτρεπε ο καιρός, το καραβάνι διανυκτέρευε στην ύπαιθρο, σε ασφαλείς τοποθεσίες, τις οποίες επέλεγε ο αρχηγός με τους οδηγούς. Στήνονταν επιτόπου πρόχειρες εγκαταστάσεις γύρω από τις οποίες διατάσσονταν κυκλικά τα ζώα, σε μια προσπάθεια να προστατευθούν άνθρωποι και εμπορεύματα. Tις περισσότερες φορές όμως οι κίνδυνοι ήταν πολύ μεγάλοι, γι' αυτό και οι ταξιδιώτες ήταν συνεχώς οπλισμένοι και συνήθως προσλάμβαναν φρουρούς ή κατέλυαν σε μέρη που προστατεύονταν από εντεταλμένα για το σκοπό αυτό σώματα ενόπλων. Σε συγκεκριμένα σημεία της πορείας τους, τα καραβάνια είχαν την ευκαιρία να σταθμεύσουν σε ειδικά οργανωμένους χώρους, τα χάνια και τα καραβάν-σεράγια. Oι εμπειρίες που αποκτήθηκαν από τη μετακινούμενη συνάθροιση του καραβανιού στη διάρκεια του 18ου αιώνα, αξιοποιήθηκαν από ομάδες και κοινότητες στο βορειοελλαδικό κυρίως χώρο, διευρύνοντας τους ορίζοντες της οικονομικής και κοινωνικής τους ζωής.” Πηγή: www.fhw.gr/chronos/gr/11/el/gr [Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού.] πολιτισμός, οικονομία.

Περίοδοι ελληνικής Ιστορίας, τέχνες,

Ε΄ Τα χάνια – καραβάν σεράγια Από την αρχή του 17ου αιώνα, και λόγω των μεγάλων αποστάσεων που καλούνταν να καλύπτουν τα εμπορικά καραβάνια, δημιουργήθηκαν οργανωμένοι χώροι ανάπαυσης και σίτισης για ανθρώπους και ζώα. Έτσι οι πρώτες παράγκες που αναπτύχθηκαν κατά μήκος των εμπορικών οδών, με το πέρασμα των χρόνων μετατράπηκαν σε μόνιμα οικήματα τα λεγόμενα καραβάν σεράγια, ή χάνια274. Τα τελευταία απ' αυτά οι ταξιδιώτες τα έβρισκαν και σε πόλεις όπως στη Λάρισα τα Τρίκαλα και αλλού. Σε μερικές περιπτώσεις οι χώροι γύρω από τα καραβάν σεράγια άρχισαν να προσελκύουν και ντόπιους εμπορευόμενους που συναλλάσσονταν με τους ταξιδιώτες – κυρατζήδες, ενώ αρκετές φορές εξελίχθηκαν σε μικρούς οικισμούς (όπως για παράδειγμα τα Χάνια του Πηλίου). Στη Θεσσαλία τέτοια χάνια είχαν δημιουργηθεί κατά μήκος των ορεινών διαβάσεων (Πήλιο, Όθρυς, Πίνδος, στη διαδρομή Ελασσόνα – Τρίκαλα275, κ. α.). Από τις αρχές του 19ου αιώνα, πάντως, ο θεσμός αυτός των χανίων ατόνησε λόγω της δημιουργίας πανδοχείων στα αστικά κέντρα. Τα χάνια ήταν συνήθως πολυγωνικά ή τετραγωνικά κτίσματα, που αναπτύσσονταν γύρω από μια κεντρική αυλή. Η αυλή αυτή περιβαλλόταν από χαγιάτια (στοές) και οδηγούσε στο δρόμο μέσω μιας και μόνο πύλης που ασφαλιζόταν επιμελώς τις νύχτες. Τα δωμάτια των ταξιδιωτών (οντάδες) βρίσκονταν στο πρώτο όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι, δηλαδή οι αποθήκες, οι στάβλοι, διάφορα εργαστήρια, το μαγειρείο, κ. α. Πολύτιμες πληροφορίες για τα χάνια της Λάρισας, και όχι μόνο, παίρνουμε από την εξαιρετική 274 . Οι λέξεις ετυμολογούνται από την περσική: chan = σπίτι, και από το περσ. Karban-sarai= αυλή των καραβανιών 275. Ένα τέτοιο χάνι φαίνεται πως υπήρχε στη περιοχή του Ελευθεροχωρίου (Δ. Ποταμιάς), με την ονομασία “Χατζηλί” κάλυπτε τις ανάγκες των εμπόρων της διαδρομής Μοναστήρι – Κοζάνη – Ελασσόνα – Ζάρκος – Λάρισα (ή και Τρίκαλα). Δες σχετικά: Η. Βαλιάκος, Μεγάλο Ελευθεροχώρι, Λάρισα 1994, σ. 11,12, 15.

εργασία του Θεοδ. Παλιούγκα276. Σύμφωνα, λοιπόν μ΄ αυτή την εργασία, στη Λάρισα υπήρχαν αρκετά χάνια, με σπουδαιότερο αυτό του Muhterem Efendi, που είχε ανεγερθεί σε οικόπεδο του βακουφίου του Ομέρ βέη το 1632. Στη θέση αυτή προϋπήρχε άλλο καραβάν σεράι, που το 1506 μάλιστα είχε 4.000 άσπρα έσοδα. Άλλα χάνια εντός της ίδια πόλης ήταν: του Gazi Haci Mustafa Bey, του Elhac Durmus, το λεγόμενο των Ελλήνων εμπόρων, και τα εμπορικά χάνια Balik (των ψαριών) και Pirinc (του ρυζιού). Τα περισσότερα χάνια ήταν κτισμένα κοντά στην αγορά της Λάρισας και κοντά στην πύλη του Τυρνάβου, δηλαδή γύρω από τη σημερινή πλατεία του Εργατικού Κέντρου (λόγω του ότι από εκεί ξεκινούσε ο εμπορικός δρόμος για τη Μακεδονία). Άλλα χάνια υπήρχαν κοντά στη Βολιόπορτα (Σουφλάρ), την πόρτα των Τρικάλων (Αρναούτ) και στη συνοικία Παράσχου. Αυτά τα τελευταία χάνια εξυπηρετούσαν μάλλον τους κατοίκους των γειτονικών χωριών που επισκέπτονταν τη Λάρισα.

ΣΤ΄ Θεσσαλικά γεφύρια Η Θεσσαλία, παρά το μεγάλο μήκος του Πηνειού (265 χλμ.) καθώς και του εκτεταμένου δικτύου χειμάρρων και ρεμάτων των ορεινών περιοχών (Αργιθέα, Ασπροπόταμος, Όλυμπος, Όσσα, Πήλιο, κ. α.), διέθετε επί Τουρκοκρατίας δυσανάλογα μικρό αριθμό γεφυριών. Αρκεί να σημειώσουμε πως η κοίτη του Πηνειού σκεπαζόταν από 6-7 γεφύρια μόνο! Οι σημαντικότεροι λόγοι γι΄αυτό το μικρό αριθμό γεφυρών του Πηνειού ήταν οι εξής: 1. Τα μήκη των γεφυρών ήταν πολύ μεγάλα στην πεδινή κοίτη του διότι έπρεπε να καλύπτουν όχι μόνο την κοίτη του ποταμού αυτού καθ' αυτού, αλλά και την έκταση των ένθεν και ένθεν πλημμυρών του, που σε πολλές περιπτώσεις έφτανε σε εκατοντάδες μέτρα. 2. Η θεμελίωση των γεφυριών στα λασπώδη και προσχωσιγενή εδάφη ήταν δυσκολότατη γιατί δεν μπορούσε να σταθεροποιηθεί εύκολα. Αντίθετα στις ορεινές κοίτες των παραποτάμων του η θεμελίωση των γεφυρών στους βράχους ήταν πανεύκολη.

Οι βασικοί τύποι δημιουργίας γεφυρών. 1. με οριζόντιες δοκούς, 2. με εκφορικό σύστημα και 3. με τοξωτή κατασκευή.

3. Το κόστος της γεφυροποιΐας στα χρόνια της σκλαβιάς ήταν ασήκωτο για την οικονομική κατάσταση των ραγιάδων. Αντίθετα οι κατακτητές ενδιαφέρονταν κυρίως για μια-δυο διαβάσεις του Πηνειού από τις οποίες θα καλυπτόταν η βασική συγκοινωνία και η διάβαση των στρατιωτικών μονάδων, όπου χρειαζόταν. 276. Θ. Παλιούγκας, ό. π., β΄ τόμος, σ. 491-496.

Η ξύλινη γέφυρα στα Τέμπη και η “περαταριά” (1896). 7 Ημέρες Καθημερινή (13/2/2000).

Οι περισσότεροι οικισμοί, που βρίσκονταν στις όχθες του Πηνειού ή των παραποτάμων του, εξυπηρετούνταν με τις “περαταριές”, που ήταν ειδικές σχεδίες ή βάρκες. Αυτές λειτουργούσαν μόνο όταν το ποτάμι δεν ήταν φουσκωμένο.

Πορθμείο (περαταριά) στο Μπαμπά (Τέμπη). Έργο του J. Cartright (Μουσείο Μπενάκη).

Τέτοιες περαταριές λειτουργούσαν μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα στην Πηνειάδα, το Κουτσόχερο, τη Λάρισα, ίσως στα Καλύβια Λάρισας (Α. Μαρίνα), στα Τέμπη, στους Γόννους, στο Λασποχώρι (Ομόλιο), κ. α.

Η γέφυρα του Κεραμιδίου Τρικάλων (αριστ.) και του Πορταΐτικου (δεξιά)

Σε άλλες περιπτώσεις, όπως στην Αργιθέα ή στη Γούνιτσα (Αμυγδαλέα), χρησιμοποιούνταν διάφορες εναέριες κατασκευές. Τα βασικότερα γεφύρια του Πηνειού ήταν: Α΄ Το Μοκόσι, κοντά στις πηγές του, που κτίστηκε με δαπάνες του Αλή πασά. Πρόκειται για μονότοξο γεφύρι που χτίστηκε στην ομώνυμη περιοχή της Πεύκης Καλαμπάκας γύρω στ τέλη του 18ου αιώνα. Β΄ Της Σαρακίνας. Αυτό συνέδεε τον Κόζιακα (Κερκέτιο όρος) με την Καλαμπάκα. Κτίστηκε το 1520 με χρήματα του μητροπολίτη Λάρισας Αγίου Βησσαρίωνα. Στις αρχές του 19ου αιώνα κατέρρευσε, αλλά αναστηλώθηκε από τον πρωτομάστορα Κ. Μπέκα.

Εικ. Το γεφύρι του Ενιπέα έξω από τα Φάρσαλα. Κτίστηκε από το διοικητή της Θεσσαλίας Αχμέτ Ραμίτ πασά το 1752. (Μπεληγιάννης Ε., «Πέτρινα γεφύρια στη Θεσσαλία», περ. Γεωτρόπιο 393, 26/10/2007, σ. 16-29.)

Γ΄ Της Γούνιτσας που κατασκευάστηκε γύρω στο 1840, που σήμερα δεν υπάρχει. Δ΄ Του Αλή-Εφένδη, για το οποίο γνωρίζουμε την ύπαρξη του μόνο έμμεσα, από οθωμ. πηγές. Ε΄ Του Εβρενός μπέη ή Βερνέζι, που κτίστηκε γύρω στο 1400 κοντά στο χωριό Μεσαλάρ (Συκεών)277 και για το οποίο δεν έχουμε επίσης στοιχεία. Στ΄ Της Λάρισας, το οποίο θεωρούνταν βυζαντινό κτίσμα και ήταν εννιάτοξο. Μάλιστα το ένα τόξο του ανατινάχτηκε το 1941 από τους Άγγλους κατά την υποχώρησή τους, ενώ τρία χρόνια αργότερα οι Ναζί κατά την δική τους αποχώρηση το κατέστρεψαν πλήρως. Ζ΄ Τελευταίο γεφύρι, που ήταν όμως το μεγαλύτερο, ήταν το πετρογέφυρο στη έξοδο των Τεμπών, στα όρια των Δήμων Ευρυμενών και Κάτω Ολύμπου. Πιστεύεται ότι είχε μήκος πάνω από 350 μέτρα!

277. Ν. Γεωργιάδης, Θεσσαλία,,εκδ. Έλλα, 1995, σ. 26.

Το γεφύρι της Αλαμάνας (Σπερχειός).

Μέχρι το 1811 αποτελούσε τη μοναδική διάβαση του ποταμού στα Τέμπη. Εκείνη τη χρονιά το φουσκωμένο ποτάμι γκρέμισε το μισό γεφύρι. Στις μέρες μας, κατά το β΄ εξάμηνο του 2007 έγινε μια σοβαρή προσπάθεια από το νομάρχη Λάρισας Λ. Κατσαρό και τους δημάρχους Ευρυμενών Δ. Τσιτσέ και Κ. Ολύμπου Ν. Βαλσαμόπουλου σε συνεργασία με τον Πολιτ. Σύλλογο “Δρυάς”, για την ανάδειξη του πετρογέφυρου αυτού.

Το πετρογέφυρο του Πηνειού, μετά τις πρώτες παρεμβάσεις της Νομ. Αυτοδ. Λάρισας. (εφημ. Ελευθερία, 12/1/2008)

Εικ. Η γέφυρα του Τριζώλου. Πρόκειται να σκεπαστεί κατά την εκτροπή του Αχελώου!

Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους το πετρογέφυρο ανακατασκευάστηκε το 1724 από τον Οσμάν πασά. Σήμερα, τέλη του 2008, έχει αποκαλυφθεί ένα μεγάλο μέρος του. Ο επισκέπτης μπορεί να δει το ένα από τα τέσσερα αρχικά τόξα, που υπήρχαν μέσα στην κοίτη του Πηνειού καθώς και μεγάλο αριθμό δευτερευόντων, ανακουφιστικών, τόξων, στο αριστερό, προς τον Πυργετό, τμήμα της κοίτης του. Με δεδομένο ότι η

χάραξη του νέου αυτοκινητοδρόμου, τόσο το γεφύρι, όσο και το πανέμορφο φυσικό περιβάλλον της περιοχής, θα είναι ορατά από τους διερχόμενους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία της περιοχής. Σύμφωνα με το πρόγραμμα προβολής

του μνημείου προβλέπονται ακόμα η τοποθέτηση της κτητορικής πλάκας278 του γεφυριού, η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου, ο φωτισμός της περιοχής και η αναπαράσταση της όψης του γεφυριού από τους δύο Δήμους της περιοχής. Άλλα σημαντικά γεφύρια της Θεσσαλίας ήταν: της Μεσοχώρας, της Τέμπλας στον Αχελώο, δεκατέσσερα στη διαδρομή Καρδίτσας – Λουτρών Σμοκόβου, αρκετά στην Αγιά και στο Πήλιο. Τα ομορφότερα μονότοξα είναι του Κοράκου, της Πόρτας – Παναγιάς, (σε και τα δύο αυτά γεφύρια κτήτορας ήταν ο Άγιος Βησσαρίων), και του Τριζώλου. Εικ. Το γεφύρι της Πόρτας ή του Αγίου Βησσαρίωνα. Εικ. Το γεφύρι του Μεζίλου ή Δροσάτου στο δρόμο Μουζάκι- Βλάσι με άνοιγμα τόξου 12 μ. (Μπεληγιάννης Ε., «Πέτρινα γεφύρια στη Θεσσαλία», περ. Γεωτρόπιο 393, 26/10/2007, σ. 16-29.) Εικ. Το γεφύρι του Αλαμάνου στην παλαιά οδό Αγιάς -Αγιοκάμπου.

Το πρώτο απ' αυτά ήταν το μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι της Ελλάδας, με άνοιγμα 45 μέτρων και ένωνε Θεσσαλία και Ήπειρο πάνω από την αρχική κοίτη των πηγών του Αχελώου (Ασπροπόταμου). Το ανατίναξαν την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, στις 23/3/1949, οι αντάρτες κατά την υποχώρησή τους προς βορειοδυτική κατεύθυνση, καταδιωκόμενοι από τον εθνικό στρατό. Οι σπουδαιότεροι χρηματοδότες 278. Την ώρα που γράφεται η παρούσα εργασία, η πλάκα βρίσκεται εκτεθειμένη έξω από το δημαρχιακό κατάστημα του Δήμου Κάτω Ολύμπου, στον Πυργετό.

κατασκευής των γεφυριών ήταν: Ο Άγιος Βησσαρίων (Πόρτας, Κοράκου, Αχελώου, Παλιοκάμαρα Αργιθέας, κ.α.), μεταξύ των ετών 1500-1520. Διάφοροι Οθωμανοί, όπως ο Αλή πασάς (Μοκόσι), ο Οσμάν (επισκευή πετρογέφυρου Ομολίου), κ. α. Σε πολλές περιπτώσεις οι χρηματοδότες ήταν Ορθόδοξοι Χριστιανοί, άνδρες ή γυναίκες, όπως στην περίπτωση του γεφυριού στο Κόκκινο Νερό, το οποίο κτίστηκε το 1719 από κάποια Παπαρίζαινα. Οι μαστόροι των γεφυριών ήταν συνεργεία έμπειρα με την επωνυμία“Κιοπρουλήδες279”. Γνωστότεροι Κιοπρουλήδες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ήταν: ο Μανώλης και ο Δημήτρης (Αγραφιώτης 1659), ο κυρ-Πέτρος, που ήταν προσωπικός αρχιτέκτονας του Αλή πασά, ο Ζιώγας Φρόντζος, πολλοί μαστόροι από την Κόνιτσα, απ' τα Πράμαντα (Μαστρο-Γιώργης Κονιτζιώτης), κ. α.

Εικ. Το γεφύρι στο Κεραμίδι, στο δρόμο Παλαμάς – Φαρκαδώνα και το γεφύρι του Μοσχολουρίου.

Ζ΄ Αστικές και υπαίθριες αγορές (παζάρια) – πανηγύρια Εικ. (κάτω) Το Μπεζεστένι της Λάρισας, ανατολικά όψη. (Κοικ) Διακρίνονται τα τόξα των εξωτερικών

σκεπάστρων των καταστημάτων.

Οι αγορές γενικά:Σε όλες τις διοικητικές περιφέρειες (καζάδες) της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας υπήρχε τουλάχιστον μία κεντρική αγορά είτε ανοιχτή (Carsi) είτε σκεπαστή (Bedestan), όπως το μπεζεστένι της Λάρισας στο λόφο του Αγίου Αχιλλίου. 279Τουρκικά. Σημαίνει “Γεφυροποιοί”.

H κεντρική αγορά καταλάμβανε το σημαντικότερο τμήμα της πόλης, συνδεόταν δε άμεσα με τους χώρους άσκησης της θρησκευτικής και της πολιτικής εξουσίας. Στο εσωτερικό της αγοράς αυτής βρίσκονταν ιεραρχημένα τα εμπορικά των Μουσουλμάνων ή και Εβραίων εμπόρων. Τα εμπορικά των Χριστιανών βρίσκονταν κυρίως σε άλλες, περιφερειακές συνοικίες. Σπουδαία εμπορικά κέντρα με ανάλογες αγορές στη Θεσσαλία ήταν η Λάρισα, ως σταυροδρόμι των κύριων εμπορικών οδών και τα Τρίκαλα, που ήταν διοικητικό κέντρο της Κεντρικής Ελλάδας. Στην αγορά οι έμποροι διαλαλούσαν την άφιξη κάθε νέου εμπορεύματος, είτε οι ίδιοι είτε οι κράχτες, δημιουργώντας τη χαρακτηριστική φασαρία της λαϊκής αγοράς. Στην αγορά μπορούσε κανείς να συναντήσει χορευτές, μίμους, γελωτοποιούς και ζητιάνους που διασκέδαζαν τους περαστικούς και ζητούσαν τον οβολό τους. Μάλιστα σε πολλές πόλεις της Οθωμ. Αυτοκρατορίας, πιθανόν και στις θεσσαλικές, οι ζητιάνοι είχαν δημιουργήσει το δικό τους εσνάφι, βασιζόμενοι στην ειδική μνεία που κάνει το Κοράνι για την ελεημοσύνη. Για τις γυναίκες, Μουσουλμάνες ή Χριστιανές, γνωρίζουμε ότι σπάνια επισκέπτονταν τις κεντρικές αγορές της πόλης. Είχαν όμως την ευκαιρία να αγοράσουν προϊόντα από πλανόδιους πωλητές, οι οποίοι περνούσαν από τις γειτονιές διαλαλώντας τα εμπορεύματά τους. Mε την πάροδο των αιώνων, οι χριστιανοί έμποροι υπερφαλάγγισαν σε αριθμό τους μουσουλμάνους. Πράγμα που στην περίπτωση της Λάρισας συνέβη μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Οι εμπορευόμενοι σ' αυτές τις αγορές ήταν αρχικά μόνο οι ιδιοκτήτες γης, συνήθως δι' αντιπροσώπων τους, οι οποίοι πουλούσαν τις προσόδους τους, που ήταν σε είδος (σιτηρά, κ.α.), από την εκμετάλλευση των εργαζομένων της γης (κολίγων).

Εικ. Αναπαράσταση του μπεζεστενίου της Λάρισας, G. Schneider, (Σάρωση Αρετή Γαλή)

Από τον 17ο αιώνα και μετά διάφοροι πλανόδιοι μικροέμποροι κατευθύνονταν με τα ζώα τους ακόμα και στα μικρότερα χωριά για να αγοράσουν και να πουλήσουν προϊόντα, αποκτώντας με τον καιρό αρκετά κέρδη, πράγμα που τους επέτρεπε να συμμετέχουν και στις οργανωμένες αγορές των πόλεων και στα εβδομαδιαία

παζάρια, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή τους και στα πανηγύρια που είχαν εκτός από θρησκευτικό, ψυχαγωγικό και εμπορικό σκοπό. Πανηγύρια – παζάρια: Τα πανηγύρια διοργανώνονταν με την ευκαιρία της γιορτής κάποιου τοπικού αγίου,μια φορά το χρόνο και διαρκούσαν από τρεις μέρες μέχρι μια εβδομάδα. Εκεί συγκεντρώνονταν πολύς κόσμος από τις γειτονικές περιοχές, βρίσκοντας την ευκαιρία να αγοράσει προϊόντα από διάφορες επαρχίες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, χάρις στους εμπόρους που έφεραν τις πραμάτειες τους ακόμα κι από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές, καθώς και να ψυχαγωγηθεί, μιας και στα χρόνια της σκλαβιάς τα πανηγύρια προσφέρονταν σαν μια ευχάριστη διέξοδος, μακριά από τη μουντή πραγματικότητα. Ένα από τα πιο ονομαστά πανηγύρια ήταν αυτό του Μοσχολουρίου της Καρδίτσας. Το παζάρι αυτό, γνωστό με την ονομασία Μασκλούρι-παζάρι διαρκούσε επίσημα 8-10 μέρες, αλλά ανεπίσημα λειτουργούσε καθ' όλο το μήνα Μάιο. Φαίνεται πως το παζάρι αυτό ήταν το αρχαιότερο σ' όλη τη Θεσσαλία, άλλωστε αναφέρεται σ' αυτό ο Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεμπί, που επισκέφτηκε το 1668 την περιοχή. Ο Εβλιγιά Τσελεπή για το παζάρι του Μοσχολουρίου

«Είναι καθέδρα του ναΐπη του μουλά της Λάρισας, στο έδαφος του σαντζακιού των Τρικάλων και ο Καϊμακάμης του, ο Αγάς των Γενιτσάρων της Σαλονίκης, μαζί με τους στρατιώτες του, έρχονται δω και εγκαινιάζουν το τρανό πολυάνθρωπο παζάρι, που στήνουνε, σε τούτο τον τόπο, οι έμποροι της στεριάς και της θάλασσας. Στην επαρχία τούτη, βρίσκεται ένα βακούφι αφιερωμένο στον Γαζή Ιμπραήμ πασά, που σκοτώθηκε στα χρόνια του Σουλτάν Σουλεϊμάν Χαν. Ο Επίτροπος του βακουφιού φυλάγει μια μεριά του (παζαριού) με διακόσιους στρατιώτες και μαζεύει όλα τα νοίκια των μαγαζιών και τους φόρους της αγοράς από δαύτα, πληρώνει τους μισθούς των μαθητών, που φροντίζουν το βακούφι. Η όμορφη τούτη κωμόπολη είναι χτισμένη στον όχτο του Τσιναρλή – Ντερέ. Ο Τσιναρλής πηγάζει από τα βουνά Άγραφα και χύνεται στον ποταμό Πηνειό. Ακόμα και τον Ιούλη μήνα, τα νερά έχουν μεγάλη ορμή. Η Κωμόπολη έχει 300 σπίτια και όλα ανήκουνε σ’ άπιστους ραγιάδες. Ο Επίτροπος του βακουφιού είναι στην επίβλεψη του Ιμπραήμ Πασά. Καθώς η Κωμόπολη βρίσκεται στην ακροποταμιά, μια φορά το χρόνο, διακόσιες και τρακόσες χιλιάδες έμποροι από την Αραβία, την Περσία, την Ινδία, το Σιντ, το Λοριστάν, το Μουλτάν, την Ουγγαρία, τη Σουηδία, την Αυστρία, την Πολωνία, την Τσεχία, την Ισπανία, τη Γένοβα, την Αλγερία, την Τυνησία, την Τριπολίτιδα, την Αίγυπτο, την Δαμασκό, το Χαλέπι, το Ιράκ, κοντολογίς από τις τέσσερις γωνίες της γης, έρχονται και φέρνουν τις πραμάτειες τους, που αξίζουν εκατοντάδες χιλιάδες γρόσια, και, στον πράσινο τούτο κάμπο, στήνουνε τις τέντες και τις σκηνές τους, κι αρχινάνε να πουλάνε τα εμπορεύματα που έχουνε φέρει. Τα μαγαζιά, άλλα μικρά και άλλα μεγάλα, δύο χιλιάδες τον αριθμό και προχειροκαμωμένα, είναι όλα τους απ’ άκρη σε άκρη σκεπασμένα με κεραμίδια κι όλα τα ’χει φτιάξει το βακούφι. Σ’ όλα τούτα τα μαγαζιά κάθονται σοβαροί έμποροι, επειδής είναι μέρη ασφαλισμένα, ζωσμένα με τοίχο, σαν καστέλια. Τα μαγαζιά τούτα γεμίζουνε κόσμο, σωστό ανθρωπομάνι σαράντα μερόνυχτα αγοράζουνε – πουλάνε, μπαίνουν – βγαίνουν, πάνε – φέρνουν, και το τι γίνεται δεν περιγράφεται με λόγια. Τον καιρό των κερασιών, επειδή αφθονούνε τα κάθε λογής χορταρικά και γεννήματα, όλο τούτο το λεφούσι φέρνει τις πραμάτειες του, σ’ αυτό το παζάρι. Και πουλιέται ένα πρόβατο δέκα άσπρα, δύο οκάδες ψωμί ένα άσπρο κι ανάλογα τα λοιπά είδη. Εξόν από τα’ οργανωμένο (τούτο) παζάρι, στήνονται ακόμα χιλιάδες μικρομάγαζα. Σε κάθε μεριά, παίζουν τσένγκια, τσιγκάνα, ντέφια, ταμπουράδες, ρουμπάτ και μουσκάλια. Στους καφενέδες, στα κρασοπουλειά, στα μαγαζιά που πουλάνε μποζά και στις λοιπές σκηνές γίνεται σαματάς, μουσικές, κουβέντες, γλέντια, χοροί και πανηγύρια. Η αγορά και το παζάρι φωτίζονται με καντηλέρια, δάδες, δαυλούς, λυχνάρια, και άλλα φώτα και φέγγει σαν να` ναι μέρα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται έτσι, όλο γλέντια και χαρές, σαράντα μέρες ακριβώς. Εκατοντάδες φορτώματα πραμάτειες λύνονται και πουλιούνται, κι άλλα τόσα δένονται και αγοράζονται. Μαζεύονται χρήματα, χιλιάδες φορές περισσότερα από το θησαυρό της Αιγύπτου. Ό,τι λογής υφάσματα, υφαντά και άλλα πολύτιμα είδη και πραμάτειες υπάρχουν σε τούτον τον κόσμον, όλα τα βρίσκει κανένας εδώ. Όλοι φέρνουν τις πραμάτειες τους , ξοδεύουν χρήματα, βγάζουν (τα εμπορεύματά τους) στο παζάρι και τα’ αραδιάζουν. (...) Κατά πως γράφουνε οι Ρωμιοί και οι Λατίνοι ιστορικοί, η τρανή τούτη σύναξη συνεχίζεται από τον καιρό του βασιλέα Λουκά. Ο Λουκάς, μια φορά το χρόνο, ερχότανε στον τόπο, όπου γίνεται η τρανή τούτη σύναξη, και ανέβαινε σ’ έναν ψηλό λόφο, φορώντας στα γένια του μαργαριτάρια, ρουμπίνια, πέρλες και λογιών λογιών στολίδια, ενώ τα ρούχα που φορούσε ήταν στολισμένα με λογής τρόπους. Έλεγε την αφεντιά του Θεό (άπαγε της βλασφημίας!) και έβγαζε λόγο στο λαό. Οι άνθρωποι, που ’ρχονταν απ’ όλα τα μέρη της οικουμένης, άμα βλέπανε τον Λουκά, ξεδιπλώνανε στα πόδια του τα πολύτιμα πράματα και πεσκέσια, απ’ όσα είχανε φέρει και τον προσκυνούσανε. Να λοιπόν που από κείνον τον καιρό, συνεχίζεται η τρανή τούτη σύναξη και το παζάρι. Παναπεί τα κουνούπια κι οι μύγες είναι πρωτοφανή. Όσες μέρες βαστάει το πανηγύρι στο Μοσχολούρι, κανονικά δεν μπορεί να σταθεί άνθρωπος από τα κουνούπια. Όταν, όμως, είναι οι μέρες του πανηγυριού, δε μένει πια μητ’ ένα κουνούπι κι έτσι, ενώ θα έπρεπε να βρομά και να ζέχνει ο τόπος από τις βρομιές τόσων εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και ζώων, που βρίσκονται στο πανηγύρι, και από τα αίματα τόσων εκατοντάδων χιλιάδων σφαγμένων ζώων, δε βλέπει κανένας μήτε βρομιά μήτε τόση δα ακαθαρσία και δε βρίσκεται μήτ’ ένα κουνούπι, μήτε μια μύγα. Σαν διαλύσει το πανηγύρι και φεύγουν

όλοι από δω, τότε οι μύγες και τα κουνούπια κυριεύουνε τον κόσμο και μπορούν να ξεκάνουν ακόμα και άνθρωπο. Η κατάσταση αυτή ήταν έτσι, ήδη από τα χρόνια του Λουκά. Είναι παράξενο φαινόμενο. Όποιος δεν έχει δει το φασαριόζικο τούτο πανηγύρι, παναπεί πως δεν έχει ματαδεί ανθρωποσύναξη. Είναι ένας τόπος ξακουστός σ’ αυτούς που τριγυρνάνε τη θάλασσα και τη στεριά. Στ’ αλήθεια, από τη σύναξη που γίνεται στην πόλη της Ελασσόνας, στο πανηγύρι του Νταμπρά, στο πανηγύρι της Ντόλιανης, στη Μιτρόβιτσα, στο πανηγύρι του Οσέκ, στο πανηγύρι του Αράτ, στο πανηγύρι της Φοκτσάνι, που γίνεται ανάμεσα στη Βλαχία και στη Μολδαβία, στο Παζάρι του Πεντζ Χασάν στη Κιρκασία, στο παζάρι του Γκεϋλάν στο βιλαέτι της Περσίας και στο παζάρι του Λαχιτζάν, πάλι στην Περσία ξανά στην Περσία, στη σύναξη του Ιμάμ Ριζά Μεσχεντί, πάλι στην Περσία, στην πόλη Ερντεμπίλ, στον τόπο οπού σκοτώσανε τον Χουσεΐν, στην τοποθεσία Σελμάν – Πακ, (που βρίσκεται σιμά) στη Βαγδάτη πάλι, σιμά στη Βαγδάτη, στο προσκύνημα του Ιμάμη Χουσεΐν, στο προσκύνημα του Ιμάμη Αλή, που ‘ναι και τούτο στην Κούφα της Βαγδάτης, στο βουνό Αραφάτ στην ιερή Μέκκα, οπού μαζεύεται σωστή λαοθάλασσα, στο προσκύνημα του Σέϊντ Αχμέτ του Βεδουίνου κοντά στην Αίγυπτο, στο (προσκύνημα του) Ιμπραήμ Ντασουκί, που βρίσκεται σιμά στο προηγούμενο, στον όχτο του Νείλου, στο (προσκύνημα του) Σεΐχη Σετά στην πόλη Ντιμιάτ, και δεν ξέρω σε πόσες εκατοντάδες άλλα μέρη, όπου γίνονται τόσο θαυμαστές συνάξεις, απ’ όλες η τρανότερη είναι στο πανηγύρι του Μοσχολουριού, αν βγάλει κανένας μονάχα τη σύναξη στο Βουνό Αραφάτ. Με δυο λόγια, αν καταγινόμασταν να περιγράψουμε μ’ όλη τους τη σημασία τις γιορτές, τα ξεφαντώματα και τις φωνές, που γίνονται συνέχεια και βαστάνε σαράντα μέρες και σαράντα νύχτες, τούτες τις ζεστές καλοκαιριάτικες μέρες, η γλώσσα θα ’μενε αδύναμη και το κοντύλι θα ’σπαζε και τα λόγια δεν θα ‘χαν τελειωμό. Σαν είδαμε και τούτο το μέρος, φύγαμε, μαζί με τους συντρόφους μας, και προχωρήσαμε τέσσερις ώρες κατά τα νοτιοανατολικά». Πηγή: www.sofades.gr

Άλλα θεσσαλικά παζάρια: Γενικά τα πανηγύρια ή παζάρια στους διάφορους οικισμούς της Θεσσαλίας κρατούσαν οκτώ ημέρες. Μόνη εξαίρεση ήταν το πανηγύρι του Κλοκωτού, που κρατούσε δύο μόλις μέρες. Οι κυριότερες εμποροπανηγύρεις ήταν: Των Φαρσάλων, που άρχιζε στις 15 Αυγούστου και ήταν το πιο σημαντικό, γιατί ήταν η εποχή αμέσως μετά τη συγκομιδή και τα αλώνια των σιτηρών. Του Κλοκωτού, αμέσως μετά απ' αυτό των Φαρσάλων, στις 23 Αυγούστου, το

εννιαμερήτικο (της Παναγίας), που ήταν γνωστό με την ονομασία βαμβακοπάζαρο. Εικ. (επάνω) Το εβδομαδιαίο παζάρι του Δομοκού (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

Στις 23 Απριλίου λειτουργούσε το Κουμπαζάρ280 του Τυρνάβου, που ήταν ονομαστή ζωοπανήγυρη. Το πανηγύρι στο Μοσχολούρι, όπως προείπαμε, στις 2 Μαίου (τ' Αη Θανασού). Το πανηγύρι στην Ελασσόνα στις αρχές του Αυγούστου, του Κισσού στο Πήλιο και της Αγιάς την 1η Σεπτεμβρίου, ανήμερα του πολιούχου της Αγίου Αντωνίου. Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε ότι οι διάφοροι πλανόδιοι έμποροι πήγαιναν από πανηγύρι σε πανηγύρι από την περίοδο του Πάσχα μέχρι και το φθινόπωρο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Λάρισα δεν είχε εμποροπανήγυρη γιατί υπήρχε συνεχής αγορά. Εβδομαδιαίες αγορές: Οι σημαντικότερες εβδομαδιαίες εμποροπανηγύρεις, κάτι 280. Κουμ στα Τουρκικά σημαίνει άμμος. Ονομάστηκε έτσι γιατί οι έμποροι παρέτασσαν τα προϊόντα τους στις αμμώδεις όχθες του Τιταρήσιου ποταμού, στην είσοδο του Τυρνάβου.

σαν τις σημερινές λαϊκές αγορές, γίνονταν στη Λάρισα (αρχικά κάθε Κυριακή, ενώ αργότερα κάθε Τετάρτη), στα Τρίκαλα, στα Φάρσαλα, στην Πορταριά, στο Δομοκό (δες σχετ. εικόνα), στην Καρδίτσα και στο Ζάρκο.

Η΄ Το εμπόριο και οι εμπορικές διασυνδέσεις των Θεσσαλών με την Αν. Μεσόγειο και την Ευρώπη Γενικά: Οι κάτοικοι των περιοχών που ασχολούνταν με τη βιοτεχνία και το εμπόριο είχαν δημιουργήσει τα δικά τους δίκτυα επικοινωνίας αλλά και συγκοινωνίας με τη Μικρά Ασία, τη Οδησσό, την Αλεξάνδρεια, τη Μολδοβλαχία, την Ιταλία (Τεργέστη), το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια, και τις πόλεις της Αυστρουγγαρίας Πέστη, Βιέννη, κ. α. Έτσι ιδρύθηκαν σε διάφορες πόλεις του εξωτερικού εμπορικοί οίκοι, ακόμα και οργανωμένες παροικίες από Ραψανιώτες, Αμπελακιώτες, Αγραφιώτες, Ζαγοριανούς και πολλούς άλλους Θεσσαλούς. Έτσι με τις θεσσαλικές και τις υπόλοιπες ελληνικές παροικίες του εξωτερικού εμφανίζεται ξανά ο (νεο)ελληνικός πολιτισμός έξω από τα στενά όρια της αρχαίας κοιτίδας του. χαρακτηριστικό παράδειγμα εμπορικής εξωστρέφειας αποτελεί ο συνεταιρισμός των Αμπελακίων, στο οποίον θα αναφερθούμε πιο κάτω. Η ανάπτυξη του λιμανιού του Βόλου: Εξαιτίας της ανάπτυξης της γεωργίας, κατά τον 19ο αιώνα, δόθηκε ώθηση και στο εμπόριο. Το 1840 ο Βόλος έγινε σημαντικό διαμετακομιστικό εμπορικό λιμάνι κυρίως για τα προϊόντα μεταξιού. Για το 1852 έχουμε την πληροφορία ότι το εξαγωγικό εμπόριο από το λιμάνι του Βόλου ήταν της τάξης των 3 εκατομμυρίων Γαλλικών φράγκων, ενώ το αντίστοιχο εισαγωγικό της τάξης των 1,8 εκατομμυρίων φράγκων281. Το 1852 ιδρύθηκε και Αυστριακό προξενείο στο Βόλο, καθώς και πρακτορείο της ατμοπλοϊκής αυστριακής εταιρείας Lloyd. Έκτοτε παρατηρείται μια στενή εμπορική σχέση του λιμανιού του Βόλου με την Αυστρία (Αυστρουγγαρία), μάλιστα, στο σπουδαιότερο εμπορικό λιμάνι της Αυστρίας, την Τεργέστη, υπήρχε ένα κατάστημα “αποικιακών”, των αδελφών Αφεντούλη, που είχε το αποκλειστικό προνόμιο της εισαγωγής προϊόντων από το λιμάνι της Θεσσαλίας. Λίγα έτη αργότερα, το 1856, ιδρύθηκαν αντίστοιχα στο Βόλο προξενεία της Γαλλίας και της Αγγλίας. Μάλιστα οι Γάλλοι , για να μην μειονεκτούν έναντι της Αυστρίας, ίδρυσαν το δικό τους ναυτιλιακό πρακτορείο. Ο J. J. Bjiörnståhl για τη φορολόγηση του εμπορίου στο Βόλο “Σχετικά με το εμπόριο του Βόλου, που και γι' αυτό ενδιαφέρθηκα, έλαβα τις ακόλουθες πληροφορίες. Από το Βόλο και τα περίχωρα εξάγουν 30 ως 35.000 οκάδες μετάξι, που πληρώνεται με 10 ως 11 πιάστρα η οκά, κάποτε και περισσότερο. Το μετάξι αυτό πηγαίνει στην Ολλανδία, στην Αγγλία, στη Γένοβα και το Λονδίνο. Χρησιμοποιείται μόνο για χοντρά υφαντά. Μικρότερη ποσότητα στέλνουν στη Γαλλία, αφού το μετάξυ αυτό δεν κάνει για λεπτά υφάσματα. Τον τελωνιακό φόρο τον πλρώνει ο αγοραστής: οι Γάλλοι πληρώνουν 3 στα εκατό, οι Τούρκοι 4 και οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι, ή ραγιάδες πληρώνουν 5. Ακόμα πληρώνουν και κάποιο άλλο δόσιμο, το λεγόμενο “μιζανχαρίρ”, που εδώ είναι 6 παράδες στην οκά. (...) Από δω βγαίνουν και μεγάλες ποσότητες βαμβακερά νήματα για τη Ρωσία τη Βενετία κ.α.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.61-2. 281. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΒ΄, σ.400.

Εμπορικά εξαγώγιμα προϊόντα της Θεσσαλίας:Τα κυριότερα προϊόντα της περιοχής, που στη συντριπτική πλειοψηφία τους εξάγονταν από το λιμάνι του Βόλου ήταν δημητριακά, λάδι, ζώα, δέρματα και κερί για τα λιμάνια της Ιταλίας και της Αυστρίας, δημητριακά, λάδι, ξυλεία και καπνά για την Αίγυπτο και την Τουρκία. Άλλα εξαγώγιμα προϊόντα ήταν κουκούλια, φρούτα, υφάσματα από τον Αλμυρό και την Πορταριά και άλλα. Αξίζει να αναφέρουμε ότι εξαγωγή ξυλείας γινόταν και από άλλα μικρολίμανα της Θεσσαλίας, όπως το Καμάρι, η Καρίτσα, κ.α. Εισαγωγές στη Θεσσαλία: Αντίθετα τα προϊόντα που εισάγονταν μέσω του βολιώτικου λιμανιού ήταν αποικιακά, ζάχαρη, καφές και ρύζι από την Αυστρία, σίδηρος και βαμβάκι, μιας και το ντόπιο δεν ήταν αρκετό για τις βιοτεχνίες, από την Αγγλία, ακατέργαστα δέρματα από τη Γαλλία καθώς και διάφορα εργαλεία ή γυάλινα οικιακά αντικείμενα από την Αυστρία ή την Αγγλία. Εμπόριο εντός της Θεσσαλίας: Οι πρώτοι εμπορικοί οίκοι ελληνικού ενδιαφέροντος στο Βόλο ήταν οι επιχειρήσεις του Γ. Καρτάλη και των Ν. και Απ. Κοκωσλή. Η Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, της Εκδοτικής Αθηνών, δίνει για την εποχή εκείνη στο Βόλο τον τίτλο της “αποθήκης του θεσσαλικού εμπορίου”. Στο εσωτερικό της Θεσσαλίας, και καθ' όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, τα κύρια εμπορικά κέντρα ήταν η Λάρισα και τα Τρίκαλα. Δευτερεύουσας σημασίας ήταν τα εμπορικά κέντρα του Αλμυρού, των Φαρσάλων και της Καρδίτσας. Από τα ορεινά χωριά εξορμούσαν οι αγωγιάτες, “κυρατζήδες” όπως λέγονταν, και από τα εμπορικά της Λάρισας και των Τρικάλων μετέφεραν τα εμπορεύματα στα Ιωάννινα, στο Μοναστήρι ή ακόμα και στην Τεργέστη. Ο βασικότερος όμως παράγοντας που βοήθησε στην ανάπτυξη του εμπορίου της Θεσσαλίας ήταν τα παζάρια, στα οποία αναφερόμαστε σε ξεχωριστή ενότητα. Προβλήματα του εσωτερικού θεσσαλικού εμπορίου. Α΄ οι δρόμοι: τα βασικότερα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι έμποροι ακόμα και κατά τον 19ο αιώνα, στη Θεσσαλία ήταν η έλλειψη μεταφορικών μέσω, η ακαταλληλότητα των δρόμων και η ληστεία. Οι πιο καλοί δρόμοι είχαν κατασκευαστεί από τον Αλή πασά, αλλά με την πάροδο των χρόνων αυτοί είχαν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους. Σπάνια βρίσκουμε αραμπά δες στη Θεσσαλία, ενώ τα μουλάρια είναι σχεδόν το αποκλειστικό όχημα μεταφοράς των προϊόντων. Οι δρόμοι ήταν στενοί και κατά το μεγαλύτερο διάστημα του έτους λασπωμένοι. Ο μόνος δρόμος που διατηρούνταν σε σχετικά καλή κατάσταση ήταν η κεντρική αμαξιτή οδός που ξεκινούσε από το Βόλο και αφού περνούσε τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Καλμπάκα και το Μέτσοβο, κατέληγε στα Γιάννινα. Ένας δεύτερος, μάλλον λιγότερο καλός δρόμος ήταν η οδός που οδηγούσε από τη Λάρισα στη Θεσσαλονίκη. Πάντως κύριο χαρακτηριστικό των μετακινήσεων ήταν η αργοπορία. Έτσι ένας έφιππος χρειαζόταν περί τις 13 ώρες για τη διαδρομή Λάρισα – Βόλος, και 40 ώρες από το Βόλο στα Γιάννινα. Β΄ Η ληστεία: Μεγάλο πρόβλημα αντιμετώπιζαν οι έμποροι, κυρίως κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, από τους ληστές. Κύριος λόγος ανάπτυξης της ληστείας ήταν η γειτνίαση της Θεσσαλίας με τα τότε σύνορα Ελλάδας και Τουρκίας, που επέτρεπε τους ληστές να περνούν από τη μία χώρα στην άλλη, ανάλογα με το ποιος τους καταδίωκε. Οι πιο πολλοί από τους ληστές, που ήταν Έλληνες πρώην επαναστάτες, εξαθλιωμένοι και καταχρεωμένοι αγρότες, αλλά και Αρβανιτόβλαχοι, Τούρκοι και Αλβανοί (κυρίως Γκέκηδες), συγκροτούσαν ομάδες, ληστρικές

συμμορίες καλύτερα, και τρομοκρατούσαν πολλά, κυρίως ορεινά, χωριά, όπως τη Ραψάνη, την Κρανιά Ολύμπου, την Καρυά, το Νεζερό (Καλλιπεύκη), χωριά που φορολογούνταν κανονικά282 από τις συμμορίες. Πολύ συχνά οι ληστές έστηναν ενέδρες σε δύσβατες περιοχές των βασικών δρόμων στα καραβάνια των εμπόρων και των κυρατζήδων, ή χτυπούσαν πλούσιους μπέηδες Έλληνες ή Τούρκους. Γι' αυτό ίσως το λόγο, οι ελληνικής καταγωγής ληστές έχαιραν της εκτίμησης του μεγαλύτερου τμήματος του φτωχού πληθυσμού της Θεσσαλίας. Η κυριότερη όμως μορφή ληστείας ήταν αυτή των ατάκτων Αλβανών, που η οθωμανική κυβέρνηση τους είχε εμπιστευτεί τη φύλαξη των παραμεθορίων περασμάτων της Θεσσαλίας. Οι Αλβανοί αυτοί έγιναν μάστιγα κατά την περίοδο που η τουρκική κυβέρνηση μελετούσε την αντικατάστασή τους με οργανωμένο σώμα χωροφυλακής (1862). τέλος ... σπουδαίες επιδόσεις στις λεηλασίες έδειξαν κα οι λιγοστοί Κιρκάσιοι της περιοχής. Άλλοι παράγοντες που επέδρασαν αρνητικά στην ανάπτυξη του ενδοθεσσαλικού εμπορίου ήταν οι συχνές επιδημίες, η πλημμύρες του Πηνειού και των παραποτάμων του, οι ξηρασίες και οι επαναστάσεις των Ελλήνων υποδούλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους καταστράφηκαν κατά την επανάσταση του 1854 περί τα 200 θεσσαλικά χωριά. Θ΄ Το παράδειγμα της οργάνωσης του Συνεταιρισμού (κοινοπραξίας) των Αμπελακίων Α΄ Η κωμόπολη: Για τη χρονολογία ιδρύσεως των Αμπελακίων δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Ο Ν. Βέης αναφέρει283 πως πιο πιθανή είναι η παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα Αμπελάκια κατοικήθηκαν από τους κατοίκους του υστεροβυζαντινού Λυκοστομίου, που βρίσκονταν πιθανότατα κάπου στην κοιλάδα των Τεμπών, κοντά στο κάστρο της Ωριάς, που έψαχναν να βρουν έναν τόπο πιο ασφαλή, εξαιτίας των επιδρομών. Αυτό, σύμφωνα πάντα με τον Ν. Βέη, έγινε πριν το 1700. Ο Ν. Κουκκίδης πιστεύει284 ότι τα Αμπελάκια ή συνοικίστηκαν από κατοίκους της Ραψάνης και της Ζαγοράς ή από κατοίκους του Λυκοστομίου. Ο Ηλίας Γεωργίου285 πιστεύει ότι ο Ν. Βέης σφάλλει στην άποψή του περί της χρονολογίας ιδρύσεως των Αμπελακίων και για επιβεβαίωση της άποψής του ότι ο οικισμός δημιούργηθηκε εκατό χρόνια νωρίτερα, περί το 1600, δημοσίευσε ενθυμήσεις και επιγραφές από ναούς του χωριού που αναφέρονται στην περίοδο 1585-1651. Σύμφωνα με οθωμανικά κείμενα, που ήρθαν τα τελευταία χρόνια στο φως, τα Αμπελάκια συμπεριλαμβάνονταν στην πρώτη τουρκική απογραφή που διενεργήθηκε την περίοδο 1454-5. Πάντως μια παράδοση του χωριού, που μας διασώζουν ο Ι. Λεονάρδος286 και ο Μ. Αβραμόπουλος287, οι Αμπελακιώτες τος προηγούμενους αιώνες κατοικούσαν 282. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΒ΄, σελ. 401. 283. Ν. Βέης, “Τα θεσσαλικά Αμπελάκια και τα ελληνικά γράμματα”, εφημ. Η Πρωία, 22/8/1943. 284. Ν. Κουκκίδης, Το πνεύμα του συνεργατισμού των νεώτερων Ελλήνων και τ' Αμπελάκια, ο πρώτος συνεταιρισμός του κόσμου, Αθήναι 1948, σ.18. 285. Η. Π. Γεωργίου, Ιστορία και συνεταιρισμός των Αμπελακίων, Αθήναι 1951, σσ. 8-10. 286. Λεονάρδος Ι. Α., Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία, εισαγωγή, σχ., επιμέλεια, Κ. Σπανός, εκδ. Θετταλός, Λάρισα 1992. 287. Μ. Π. Αβραμόπουλος, Τα θεσσαλικά Αμπελάκια, Θεσσαλονίκη 1961, σ. 6.

στη θέση Παλιοχώρι, μισή ώρα με τα πόδια από τον Άγιο Γεώργιο προς το βουνό.

Εικ. Η έδρα της επισκοπής στα Αμπελάκια. Η πλάκα του επισκ. Διονυσίου στο υπέρθυρο της εισόδου (Κοικ)

Οι κάτοικοι αυτού του χωριού αναγκάστηκαν να αλλάξουν τη θέση του χωριού τους επειδή ένα περίεργο και φαρμακερό έντομο (ίσως αράχνες μαρμάγκες) τους τσιμπούσε και πέθαιναν288. Στη νέα θέση του οικισμού οι κάτοικοι είχαν παλιότερα τα αμπέλια τους, γι' αυτό, προφανώς, και η ονομασία Αμπελάκια. Στα Αμπελάκια δεν κατοίκησαν ποτέ Τούρκοι και οι Χριστιανοί κάτοικοι του χωριού είχαν προνόμια. Σύμφωνα με τον Γιάννη Κορδάτο289, το χωριό ήταν ιδιοκτησία της Ι. Μ. Του Αγίου Δημητρίου Στομίου, και σύμφωνα με τον ίδιο ιστορικό, σ' αυτό οφείλονταν τα προνόμια που απολάμβαναν οι κάτοικοί του. Το 1796 οι Οθωμανοί κάτοικοι του γειτονικού Δερελί (Γόννοι) επιτέθηκαν με τρεις χιλιάδες οπλοφόρους εναντίον των Αμπελακιωτών, μάλλον εξαιτίας κτηματικών διαφορών. Αυτό δείχνει και τη ζηλοφθονία των Τούρκων για την ευμάρεια των κατοίκων των Αμπελακίων. Τελικά η μόνη ζημία για το χωριό ήταν ο εμπρησμός δυο-τριών σπιτιών και του ανεμόμυλου του χωριού290. Ο πληθυσμός του χωριού στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου κυμαίνονταν από δύο ως πέντε χιλιάδες κατοίκους (ανάλογα με τους περιηγητές της εποχής). Β΄ Η τέχνη της κοκκινάδικης βαφής: “Αυτή η χώρα πρωτύτερα από ολίγα χρόνια δεν ήταν τίποτες,τώρα όμως είναι ακουστή και πλούσια διά τα εξαίρετα νήματα όπου βάφονται εις αυτήν και δια το εμπόριο όπου κάμνουν οι ίδιοι με αυτά εις όλη τη Γερμανία, και οι ίδιοι οι Τούρκοι οι Λαρισσαίοι και μάλιστα οι περίοικοι της τη σέβονται διά το κέρδος όπου έχουν από αυτήν, ωσάν όπου διά μέσου αυτής πουλούν τα νήματά τους και ζουν.291” Έτσι η άσημη κωμόπολη της κοιλάδας των Τεμπών, μεταμορφώθηκε σε ξακουστή εξαιτίας της επεξεργασίας των νημάτων και κυρίως της βαφής των κόκκινων νημάτων με το ριζάρι. Την τεχνική της επεξεργασίας του βαμβακιού και της βαβής των παραγόμενων νημάτων την έφεραν Τυρναβίτες 288. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, “Τα θεσσαλικά Αμπελάκια” Επιθεώρησις Ηώς, αφιέρ. Θεσσαλία, 1966, σ.119. 289. Γ. Κορδάτος, Τ' Αμπελάκια κα;ι ο μύθος για το συνεταιρισμό τους, σσ. 21-22. 290. Λεονάρδος Ι. Α., ό. π., σ. 144. 291. Δ. Φιλιππίδης- Γρ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σ. 214.

τεχνίτες292. Αυτή η τελευταία άποψη δείχνει να αμφισβητείται διότι σε διάφορα κείμενα (ιεροσολ. Κώδικας, κ.α.), τεχνίτες της βαφής υπήρξαν καταγεγραμμένοι στα Αμπελάκια και στα μέσα του 17ου αιώνα. Απ' αυτούς διαδόθηκε στη Ραψάνη, τα Αμπελάκια, την Κρανιά Ολύμπου, κ. α. Αυτός όμως που έδωσε πραγματική ώθηση στη βιοτεχνία της κωμόπολης ήταν ο Αμπελακιώτης Γεώργιος Σβαρτς (Μαύρος), που ζούσε από μικρό παιδί στη Γερμανία. Από τα πλούτη που συγκέντρωσε στην ξενιτειά, επένδυσε μεγάλο μέρος στα πρώτα νηματοβαφεία της πατρίδας του και οργάνωσε την εξαγωγή των προϊόντων στη Γερμανία. Η πρώτη ύλη ήταν φυσικά το βαμβάκι που το προμηθεύονταν κυρίως από τη Θεσσαλία. Η επεξεργασία του βαμβακιού, καθάρισμα, άσπρισμα, γνέσιμο κ. α., γινόταν από γυναίκες του χωριού, ενώ οι άνδρες συγκέντρωναν την πρώτη ύλη από διάφορα μέρη της Θεσσαλίας και τα συγκέντρωναν σε δέματα. Στη βαφή των παραγόμενων νημάτων έδιναν μεγάλη προσοχή οι Αμπελακιώτισσες. Το μυστικό της επιτυχίας τους ήταν το ανεξίτηλο κόκκινο χρώμα. Αυτό επιτυγχάνονταν με τη χρήση μιας φυσικής ουσίας, που έβγαινε από ένα αυτοφυές φυτό, ενδημικό στην κοιλάδα των Τεμπών, το οποίο λέγονταν ριζάρι. Η επιστημονική ονομασία του φυτού ήταν ερυθρόδανο. Από τη ρίζα αυτού του φυτού έβγαζαν κατόπιν αλέσματος σε ειδικές μυλόπετρες (δες φωτ.), σε αλογοκίνητους μύλους (Leake) μια κόκκινη χρωστική ουσία που λέγεται αλιζαρίνη.

Εικ. Μυλόπετρα για ριζάρι έξω από τον Ι. Ν. Αγίων Ταξιαρχών στην Κρανιά του Ολύμπου, απέναντι από τα Αμπελάκια. Στο χωριό αυτό λειτουργούσε εργαστήριο εξαρτημένο από το συνεταιρισμό των Αμπελακίων.(Κοικ)

Οι αρχαίοι πρόγονοι των Αμπελακιωτών, οι κάτοικοι της γειτονικής Μελίβοιας, ασχολούνταν επίσης με τη βαφή ερυθρών, πορφυρών, υφασμάτων, αλλά η πρώτη ύλη τότε ήταν η θαλάσσια πορφύρα293. Το ριζάρι έπαψε να χρησιμοποιείται το 1870, έτος κατά το οποίο παρήχθη χημικά, για πρώτη φορά, από Γερμανούς επιστήμονες η αλιζαρίνη. Σύμφωνα με το γνωστό μας περιηγητή Ληκ τα στάδια της βαφής ήταν τρία. Πρώτα το άσπρισμα των βαμβακονημάτων με χρήση λαδιού, έπειτα το μούλιασμα τους σε ένα ειδικό ζωικό υγρό (που περιείχε βοδινό αίμα και διάφορα ζωικά γαστρικά υγρά, πιθανώς δε και σόδα) και τέλος η βαφή τους με το εκχύλισμα 292. Γ. Κορδάτος, ό. π., σ.37. 293. Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄, Λάρισα 2007, σ. 53 και σημ. 25.

του ριζαριού. Η μέθοδος αυτή της βαφής των νημάτων πέρασε από Έλληνες βαφείς και στο Μονπελιέ της Γαλλίας, κι από 'κει σ' όλη τη Δυτική Ευρώπη. Με τη βιομηχανική επανάσταση στην Ευρώπη και την ανάπτυξη των χημικών βαφών, η βιοτεχνία της Συντροφιάς των Αμπελακίων άρχισε να γνωρίζει δύσκολες μέρες, για να παρακμάσει και να διαλυθεί, με τη χρεωκοπία, εν τέλει. Γ΄ Η κοινοπραξία ή “Συντροφιά” (ο Συνεταιρισμός): Στα Αμπελάκια είναι σίγουρο ότι λειτουργούσαν μεμονωμένα βαφεία ακόμα και πριν το 1770. η εκμετάλλευση των παραγόμενων νημάτων γινόταν από απλές Εταιρίες, “συντροφιές” που τα έστελναν στην Αυστρία και τη Γερμανία. Η συνένωση αυτών των μικρών εταιριών επιτεύχθηκε το 1778. σύμφωνα με τον Ι. Λεονάρδο οι αρχικές εταιρίες ήταν πέντε. Πάντως μ' αυτή τη συνένωση κερδήθηκαν οικονομίες κλίμακας. Έτσι μπορούσαν να έχουν κοινούς αντιπροσώπους στο εξωτερικό, κοινούς εμπόρους, κεντρικούς συντονιστές για την αγορά πρώτων υλών, κ. α., καθώς και να αποφευχθεί ο προϋπάρχων μεταξύ τους ανταγωνισμός. Το βασικό σημείο του κανονισμού λειτουργίας της Συντροφιάς ήταν η καταβολή μετοχικού κεφαλαίου ανάλογα με τις δυνατότητες του κάθε μετόχου. Έτσι το ελάχιστο μερίδιο ορίστηκε στα 5.000 γρόσια, ενώ το ανώτερο 20.000. Η θέσπιση του ανώτερου ορίου έγινε για να μην μπορεί κανείς, όσο μεγάλης οικονομικής επιφάνειας κι αν ήταν, να κυριαρχήσει στην κοινοπραξία. Οι απλοί εργάτες είχαν κι αυτοί δικαίωμα να συμμετάσχουν στο μετοχικό κεφάλαιο κατέχοντας πολλοί απ' αυτούς κοινή μερίδα, και συνεισφέροντας φυσικά αναλογικά μικρότερα κεφάλαια. Έτσι εκτός από τον καλό μισθό που έπαιρναν απολάμβαναν και τα ετήσια μερίσματα που είχαν οριστεί σε 10 τοις εκατό ! Αργότερα οι προεστοί και ζάμπλουτοι Δρόσος Χατζή Ίβος και Σφόρτζης με περιουσίες της τάξης των 10.000.000 γροσίων ο καθένας, συγκέντρωσαν στα χέρια τους “την οικονομική δύναμη της εταιρείας και κάθε διαχειριστική ευθύνη και το χειρότερο ήταν ότι δεν υπήρχε καμιά εξασφάλιση για τις καταθέσεις των μικρών κεφαλαιούχων και των εργατών294”. Έτσι άρχισαν να παρατηρούνται διαχειριστικές ανωμαλίες και σε συνδυασμό με τις συχνές υπεξαιρέσεις κοινού χρήματος και τις διχόνοιες μεταξύ των μελών οδήγησαν σε διάλυση την “Κοινή Συντροφιά”. Οι Δημητριείς για τα ελαττώματα των Αμπελακιωτών “Οι Αμπελακιώται έχουν φήμη και πίστη (...). Είναι όμως κομμάτι ασύμφωνοι, και κρίμα στα τόσα άλλα που έχουν! Διά τι αυτό το ολέθριο γέννημα της βαρβαρότητας τους βλάπτει καθ' εκάστην εν μέρει, και ημπορεί να τους βλάψει και ολικώς” Δανιήλ Φιλιππίδης-Γρηγόριος Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη 1791, σ. 242.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα προφητικά λόγια των Δημητριαίων βγήκαν σύντομα αληθινά. Το 1795 διαλύθηκε προσωρινά η Κοινή Συντροφιά, εξαιτίας των εσωτερικών έριδων των μελών καθώς και μιας δίκης για χρήση κλεμμένου βαμβακιού που ταλαιπώρησε την Συντροφιά. Πάντων στο τέλος του ίδιου χρόνου η κοινοπραξία ξανασυστάθηκε. Τη διοίκηση πλέον απαρτίζουν ο Γεώργιος Σβαρτς, ο Ευθύμιος Δημητρίου και ο Ιωάννης Γαργούλης. Το 1798 διασπάστηκε η συντροφιά εξαιτίας των Ναπολεόντιων πολέμων, της ακρίβειας των πρώτων υλών, η εμπόδιση των συναλλαγών με τη Ρωσία και ο συναγωνισμός με τους Εβραίους 295. Το 1799, με την επανίδρυση της Εταιρείας, αρχίζει η τελευταία φάση του αμπελακιώτικου αυτού συνεταιρισμού που, οριστικά το 1814, διέκοψε τη λειτουργία του. αξίζει να 294. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό. π., σ. 154. 295. Ν. Κ. Μουτσόπουλος, ό. π., σ. 162.

σημειωθεί ότι ο Σβαρτς φυλακίστηκε για χρέη δυο φορές: Μία από τον Αλή πασά στα Γιάννινα και μια στη Βιέννη, μετά το 1818, όπου έμεινε ως το θάνατό του. Εικ. Διακοσμητικές παραστάσεις στο σοφά του κρεβατιού από το αρχοντικό του Σβαρτς.

Γράμμα του Γ. Σβαρτς από τη Βιέννη, λίγο πριν φυλακιστεί, προς τη σύζυγό του στα Αμπελάκια (14/8/1818) και η απάντηση της συζύγου του (21/12/1818) “Αμπελάκια, προς τη σύζυγό μου Αρχόντου Γιόργινα, ακριβός ασπάζομαι. Αποκρίνομαι την γραφήν σου. Χάρηκα την καλήν σας ειγίαν και εκατάλαβα διά την δυστυχίαν όπουν τραβάτι, δεν έχεται ιγίαν και ησιχίαν από τους ανθρώπους από κάθε μέραν σας στινοχορούν από δοσίματα της χόρας και δεν σας αφίνουν κάθε όραν (...) ο Θεός να σας δώση υγίαν και δύναμιν. Δόξα σοι ο Θεός, πρέπει να τον δοξάσωμεν. Από τις αμαρτίες μας τα παθένουμε. Δόξα σοι ο Θεός. Όλα τα ενθιμούμε και αναστενάζου. Ενθιμούμε πρότον τον κόζμον μου και δεύτερον τα καλά μου, όπι τιραγνίστικα από πεδί και τα απόχθισα χωρίς να εύρο από γονείς τίποτας και κατίντισα τόρα εις τα γεράματα να τιραγνιούμι και να αναστενάζου. Βλέπο εις την ακρίβιον από ίνι εις το αλεύρι να προφτάσιτι το δόσιμον κοίτα το ψομί (...)με λέγις να σιστίλου παράδες να αποκριθίς εις το έναν και εις το άλο. Να μη τιραγνίσι με τα γιαλιά να γνέθις με παρακαλίς εγώ σέγραψα και άλιν φορά δεν είχα τίποτας εις το χέρι μου και δεν έστιλα ο Θεώς να μι πάρι την ψυχήν μου τι να σιπώ αν ίσι χριστιανί πίστεψέ μι (...) μι λέγις να σικοθό να έρθο αυτού καθός ζουν όλος ο κόζμος και εγό σαν έρθο να μι φιλακώσουν οι κανα ανανγγέον να πιθάνου (...)” Και η απάντηση: ”εγνορήζο ότις η αμαρτίες μας μας πεδέβουν εις τα γηράματά μας, ας μας πιδεύσι εδό ης τούτον τον κόσμον και εις τον άλον να έβρομη ανάπαυσιν διατί, τον ευφτιξάμε πολή και μας πεδέβη (...) Κυρ γεόργι εγνουρήζο ότι αγαπάς την πατρίδα όμως σε παρακαλό να κάμης τρόπον να διορθώσιτην τα πράγματά σας (...) διατί δεν ημπορό να ηποφέρο πλέον τα βάρητα του κόσμου, να ακούγο τόσα και τόσα όσι φλιαρούν και δεν ημπορό να τα ηποφέρο (...). Ν. Κ. Μουτσόπουλος, “Τα θεσσαλικά Αμπελάκια”, Επιθ. ΗΩΣ, αφιερ. ΘΕΣΣΑΛΙΑ, Αθήναι 1966, σσ. 164,5.

Οι κυριότεροι προορισμοί των προϊόντων της Συντροφιάς των Αμπελακίων ήταν: τα Γιάννενα, η Κων/λη, η Θεσσ/κη, η Σμύρνη, η (Βουδα)Πέστη, η Τεργέστη, η Λειψία, η Δρέσδη , το Μπαϋρόιτ, το Αμβούργο, η Οδησσός, το Κισνόβ (Μολδαβία), η Λυών, η Ρουέν, το Άμστερνταμ, πόλεις της Αγγλίας, η Πετρούπολη, πόλεις της Βοημίας (Τσεχία), το Καίνιξμπεργκ (Πρωσία, σήμερα ανήκει στη Ρωσία), και σε πολλές άλλες μικρότερες πόλεις. Δ΄ Η παρακμή: Ας δούμε τα αίτια της παρακμής της Αμπελακιώτικης Συντροφιάς που ήταν πολλά. Πρώτος λόγος ήταν οι φιλονικίες και οι αντιπάθειες μεταξύ των συμμετόχων, καθώς και ο πολυδάπανος τρόπος ζωής τους. Δεύτερος λόγος ήταν οι καταχρήσεις κάποιων αντιπροσώπων, κυρίως του εξωτερικού. Τρίτος λόγος ήταν οι ταραχές από τις αυξανόμενες απαιτήσεις των απλών εργατών-τεχνιτών, που

διεκδικούσαν υψηλότερη συμμετοχή στα κέρδη, που έφταναν χρόνο με το χρόνο από 60 ως 110 τοις εκατό. Τέταρτος λόγος ήταν η ανακάλυψη των τεχνητών χρωστικών ουσιών. Πέμπτος λόγος ήταν η έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης στην Αγγλία, και ο αυτοματισμός των εργοστασίων που επακολούθησε. Έκτος λόγος ήταν η επιδημία πανούκλας των μέσων της δεύτερης δεκαετίας του 19ου αιώνα. Έβδομος λόγος ήταν οι ευρωπαϊκές πολεμικές συγκρούσεις, Ρωσοτουρκικοί και Ναπολεόντιοι πόλεμοι. Και τέλος όγδοος και τελευταίος λόγος ήταν η χρεοκοπία της Τράπεζας της Βιέννης στην οποία οι Αμπελακιώτες είχαν αποθησαυρίσει 20.000.000 χρυσά φράγκα, ποσό αμύθητο για την εποχή.

Εικ. Όψεις του αρχοντικού του Γ. Σβαρτς (Κοικ.) Εικ. Ο Άγιος Γεώργιος Αμπελακίων (είσοδος-τοιχογραφίες) (Κοικ)

Ο Ρογών Ιωσήφ. Ο ηρωικός επίσκοπος από τα Αμπελάκια: Ο ήρωας της Εξόδου του Μεσολογγίου, Ιωσήφ, γεννήθηκε στα Αμπελάκια το 1776. Φοίτησε στην Τσαριτσάνη, ενώ το 1814 συνελήφθη από ανθρώπους του Αλή πασά, λόγω της πατριωτικής του δράσης και φυλακίστηκε στα Γιάννινα. Όταν απελευθερώθηκε μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Το 1820, ενώ ήταν ήδη ιερέας, χειροτονήθηκε από τον μητροπολίτη Άρτας Πορφύριο επίσκοπος Ρογών και Κοζύλης (στην περιοχή της Πρέβεζας). Με την έναρξη της Επανάστασης φυλακίστηκε και πάλι από το Χουρσίτ. Όταν ελευθερώθηκε κατέφυγε στον Καραϊσκάκη κι από εκεί στο Κομπότι όπου συνεργάστηκε για τον Αγώνα με τον Μαυροκορδάτο. Λίγο αργότερα μαζί με το μητροπολίτη Πορφύριο μετέβη στο Μεσολόγγι για τη στήριξη των εκεί αγωνιστών.

Εικ. Ο Ρογών Ιωσήφ. Η τελευταία Θεία Κοινωνία. Από την Πινακοθήκη του Δήμου Μεσολογγίου. (σάρωση από τη μαθήτρια Αρετή Γαλλή του 32ου Δ.Σ. Λάρισας)

Μετά την αναχώρηση του Πορφυρίου ανέλαβε ο ίδιος μητροπολιτικά καθήκοντα και καθημερινός του αγώνας ήταν η εξύψωση του ηθικού των πολιορκουμένων, ενώ βοηθούσε και στην επισκευή των ρηγμάτων των αναχωμάτων. Απέτρεψε την ακραία απόφαση των πολιορκουμένων που ήθελαν τις παραμονές της εξόδου να σκοτώσουν τα μικρά παιδιά τους, για να μην προδοθούν από το κλάμα τους στον εχθρό. Όταν όμως οι περισσότεροι αγωνιστές γύρισαν πίσω στην πόλη κατά τη διάρκεια της Εξόδου, επέστρεψε και ο ίδιος και μαζί με λίγους αγωνιστές και αμάχους κατέφυγε με πλοιάριο στη γειτονική νησίδα Ανεμόμυλος. Αφού αμύνθηκε για μια ακόμη μέρα, το πρωινό της 13ης Απριλίου του 1826 έβαλε φωτιά στο μπαρούτι ανατινάζοντας την ομάδα του για να μην πέσουν ζωντανοί στα χέρια του εχθρού. Μέσα στα ερείπια οι Οθωμανοί ανέσυραν τον Ιωσήφ, τραυματισμένο βαριά, και τον κρέμασαν από τα ερείπια του ανεμόμυλου, όπου και τελείωσε τον επί γης βίο του μέσα σε μαρτύριο.

Εικ. Η πρώτη σελίδα296 του Καταστατικού της ¨Συντροφιάς”

296. www.ambelakia.org

Ι΄ Η γεωργία και η κτηνοτροφία κατά τον 19ο αιώνα. Η γεωργία και η κτηνοτροφία στη Θεσσαλία, έχοντας περιπέσει σε παρακμή λίγο πριν από την Επανάσταση μέχρι και το 1830, άρχισαν στη συνέχεια να επανακάμπτουν. Η γεωργία: η βασικότερη καλλιέργεια στην περιοχή ήταν αυτή των δημητριακών, κυρίως δε του σιταριού, που ήταν πάντοτε καλής ποιότητας και του καλαμποκιού, του κριθαριού και της σίκαλης. Λίγα χρόνια αργότερα αναπτύχθηκε και η καλλιέργεια βαμβακιού, αφήνοντας στους καλλιεργητές μεγάλα κέρδη είτε από τις τοπικές βιοτεχνίες, κυρίως μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, είτε από εξαγωγές, μιας και την δεκαετία του 1870 αυξήθηκαν διεθνώς οι τιμές του βαμβακιού λόγω του αμερικανικού εμφυλίου. Κάποιοι από τους πλουσιότερους Θεσσαλός κτηματίες άρχισαν να επενδύουν στην εισαγωγή γεωργικών μηχανημάτων, που εκείνη την εποχή ήταν ως επί το πλείστον χειροκίνητα. Έτσι στη Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι) και στην Αγιά εμφανίστηκαν γύρω στο 1870 οι πρώτες χειροκίνητες εκκοκκιστικές μηχανές, για να προλαβαίνουν τις όλο και περισσότερο αυξανόμενες παραγγελίες από το εξωτερικό. Μεγάλη ανάπτυξη παρουσίασε και η καπνοκαλλιέργεια, κυρίως στις περιοχές της Καρδίτσας, των Φαρσάλων της Ελασσόνας και του Αλμυρού (ο ονομαστός σαρί “αλμυριώτικος”). Άλλες σημαντικές καλλιέργειες ήταν της ελιάς στο Πήλιο, όπου κυριαρχούσαν γενικά οι καλλιέργειες οπωροφόρων δέντρων, όπως μηλιών, αχλαδιών, κερασιών, συκιών, εσπεριδοειδών και καστανιών. Από αυτά τα προϊόντα φημισμένα ήταν τα σύκα του Κεραμιδίου και τα κάστανα Ζαγοράς που πωλούνταν στις αγορές της Θεσσαλονίκης, της Κων/λης και της Σμύρνης. Άλλη σημαντική, αν και ξεχασμένη σήμερα καλλιέργεια, ήταν αυτή του σουσαμιού. Το σουσάμι αφού σακιζόταν, αποστέλλονταν στον ειδικό μύλο του Τουρκοχωρίου (Νερόμυλοι Αγιάς), όπου και εξάγονταν το σουσαμέλαιο (ταχίνι) που ήταν απαραίτητο για τη διατροφή των φτωχών Θεσσαλών, μιας και το λιγοστό την εποχή εκείνη ελαιόλαδο είτε εξάγονταν είτε χρησιμοποιούνταν για το φωτισμό των κατοικιών. Μετά την είσοδο της πατάτας στις διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της τότε ελεύθερης Ελλάδας, άρχισε, από το 1850, και η καλλιέργειά της στα ορεινά της Θεσσαλίας. Η σηροτροφία: Μετά τα μέσα του ίδιου αιώνα άρχισε και η ανάπτυξη της σηροτροφίας που συνοδεύτηκε από αυξημένες εξαγωγές μεταξωτών νημάτων ή και ακατέργαστων κουκουλιών. Η σηροτροφία αναπτύχθηκε ιδιαίτερα στα χωριά της Όσσας, του Ολύμπου, του Πηλίου, των Αγράφων (περιοχή Ρεντίνας), του Τυρνάβου, κ.α. Έτσι ο μεταξοσκώληκας έγινε ένα είδος “κατοικίδιου”, μιας και οι περισσότερες οικογένειες στις προαναφερθείσες περιοχές είχαν τα “καματερά” τους, όπως ονόμαζαν τα πολύτιμα σκουλήκια, και καλλιεργούσαν μουριές, τα φύλλα των οποίων έτρωγαν οι μεταξοσκώληκες, ακόμα και στις αυλές τους. Η υλοτομία: Μια σημαντική πηγή εισοδήματος για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών ήταν και η υλοτομία, στην περιοχή του Ολύμπου, του Πηλίου, της Πίνδου και του Κόζιακα (Ξυλοχώρια). Η ξυλεία χρησιμοποιούνταν για διάφορες κατασκευές, κυρίως δε για τη ναυπηγική. Εξάγονταν από τα μικρά λιμάνια της Θεσσαλίας (Καμάρι, Φτέρη, Καρίτσα).

Η αλιεία: Εκτός από τις Σποράδες και το Τρίκερι, λίγοι από τους παράκτιους οικισμούς είχαν οργανωμένη αλιεία. Αντίθετα πολύ σημαντική για τους κατοίκους των Καναλίων ήταν η αλιεία στη λίμνη Κάρλα. Ο συνεταιρισμός των κατοίκων του χωριού αυτού είχε εξασφαλίσει το δικαίωμα, από τον εκάστοτε μπέη της περιοχής, αποκλειστικής εκμετάλλευσης του αλιευτικού πλούτου της λίμνης. Τα ψάρια αυτά πωλούνταν στα μεγάλα αστικά κέντρα της Θεσσαλίας, όπως στη Λάρισα, τα Τρίκαλα, ακόμα και στο Βόλο. Οι Έλληνες ιδιοκτήτες γης κατά τον 19ο αιώνα: Από τη δεκαετία του 1850, άρχισαν και οι χριστιανοί να αγοράζουν γαίες και να τις καλλιεργούν. Η ενθάρρυνση σ' αυτούς για να προβούν σε τέτοιες αγορές δόθηκε κυρίως από τις εγγυήσεις που δίνονταν με τους νόμους του Χάτι Χουμαγιούν και τους γεωργικούς νόμους του 1858 και 1868. Οι αγορές αυτές αφορούσαν τμήματα κρατικών, δεσμευμένων από την περιουσία του Αλή, αγρών, γνωστών με την ονομασία “ιμλάκια”. Μάλιστα σε μια έκθεση του Έλληνα προξένου στη Λάρισα, του 1863, αναφέρεται ότι είχαν προκηρυχθεί δημοπρασίες για 68 τέτοια τσιφλίκια. Οι αγορές από Έλληνες κορυφώθηκαν τη δεκαετία του 1870, εν όψει της προσάρτησης της Θεσσαλίας. Τη φορά αυτή οι γαίες πωλούνταν από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες, οι οποίοι ρευστοποιούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να καταφύγουν στο οθωμανικό κράτος. Ο γνωστότερος Έλληνας τσιφλικάς της περιόδου ήταν ο μεγαλέμπορος από την Οδησσό, Ζωγράφος, ο οποίος αγόρασε το 1876, 64.000 στρέμματα στη Θεσσαλία αξίας 540.000 χρυσών δραχμών (σημερινής αξίας, περίπου, 100 εκατομμυρίων Ευρώ). Οι Έλληνες γαιοκτήμονες εφάρμοζαν τις νεώτερες, για την εποχή, μεθόδους καλλιέργειας, κατέφευγαν σε γεωπόνους, και άρχισαν να χρησιμοποιούν ατμοκίνητες γεωργικές μηχανές. Οι συνθήκες ζωής των κολίγων σ' αυτά τα κτήματα, ήταν ασυγκρίτως καλύτερη και πιο άνετη από τη ζωή των συναδέλφων τους στα οθωμανικά κτήματα. Η κτηνοτροφία: Εκτός από τη γεωργία, η κτηνοτροφία ήταν και αυτή βασική πηγή εισοδήματος για τους Θεσσαλούς και τους νομαδικούς πληθυσμούς που διαχείμαζαν σ' αυτή. Η κτηνοτροφία αμνοεριφίων γινόταν κυρίως από Βλάχους και Σαρακατσάνους νομάδες, οι οποίο και εμπορεύονταν απ' ευθείας τα προϊόντα τους (τυρί, βούτυρο, μαλλί, δέρμα), στα εβδομαδιαία παζάρια διαφόρων περιοχών της Θεσσαλίας. Σημαντική ανάπτυξη εξαιτίας της κτηνοτροφίας γνώρισαν πολλοί ορεινοί και ημιορεινοί οικισμοί, όπως το Βελεστίνο, η Σελίτσανη, η Κερασιά, τα χωριά της Γούρας (Όθρυς), αλλά και τα χωριά των Χασίων. Εκτός από τα γιδοπρόβατα οι Θεσσαλοί εξέτρεφαν χοίρους, χήνες, βόδια, άλογα, γαϊδούρια και ημιόνους τα οποία τα εμπορεύονταν στις ζωοπανηγύρεις των αστικών κέντρων (Τρίκαλα, Τύρναβος, Ελασσόνα, Φάρσαλα, Μοσχολούρι, κ. α.).

ΙΑ΄ Η βιοτεχνία. Οικοτεχνία: Μετά την παρακμή των βιοτεχνιών στα Αμπελάκια (στα οποία αναφερθήκαμε λεπτομερώς σε προηγούμενη ενότητα), τον Τύρναβο, την Αγιά, κ. α., οι κάτοικοι έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στη γεωργία και στην υποτυπώδη οικοτεχνία. Έτσι από τα πολλά βαφεία του 18ου αιώνα στον Τύρναβο, φτάσαμε τη δεκαετία του 1850 να υπάρχουν μόνο δύο (Heuzey 1858). Στις περιοχές που προαναφέραμε, όπως και στη Σελίτσανη και τη Ρέτσιανη οι κάτοικοι ασχολούνταν

με την ύφανση ¨φιτιλιών” και “αλατζάδων”, που κατασκευάζονταν από μετάξι και βαμβάκι. Στην Αγιά το κέντρο βάρους της βιοτεχνίας είχε πέσει στη βυρσοδεψία. Η κωμόπολη διέθετε 9 εργαστήρια επεξεργασίας δερμάτων και παρήγαγε 17.000 δέρματα το χρόνο297. Έτσι ενώ την περίοδο 1840-1849, η οικονομία της Αγιάς ήταν σε κρίση, τα χρέη των κατοίκων της μεγάλα και η αιμορραγία ανθρώπινου δυναμικού προς το εξωτερικό μεγάλωνε μέρα με την ημέρα, τη δεκαετία που ακολούθησε παρατηρήθηκε μεγάλη ανάπτυξη της βαμβακοκαλλιέργειας, με συνέπεια την προώθηση της χειροτεχνίας στην περιοχή (μέχρι και την Σελίτσανη), και την επακόλουθη οικονομική ανάπτυξη. Η χειροτεχνία αυτή, που ήταν βασικός οικονομικός πυλώνας εισόδων για την περιοχή, περιέπεσε σε μαρασμό από το 1876 και μετά λόγω ανταγωνισμού με άλλες παραγωγικές περιοχές της ελεύθερης Ελλάδας. Άλλη αξιόλογη βιοτεχνία υφαντών υπήρξε στο Ζάρκο με τα λευκά ή χρωματιστά βαμβακερά πανιά (“Ζάρκινα πανιά”). Στο Πήλιο μεγάλη ανάπτυξη της βιοτεχνίας παρατηρήθηκε τον 18ο αιώνα, ενώ κατά τον επόμενο αιώνα, μπορεί να μην ήταν τόσο σημαντική πηγή εσόδων αλλά ήταν ακόμα σε ανάπτυξη. Αυτό μέχρι το 1850, περίπου, χρονιά που άρχισε να μετατοπίζεται το κέντρο βάρους της οικονομίας της περιοχής στο γειτονικό Βόλο. Στη δυτική πλευρά του Πηλίου (Μακρινίτσα, Πορταριά), όπως και στη γειτονική Όσσα οι κυριότερες βιοτεχνίες ήταν τα βυρσοδεψία και οι υφαντουργίες αλατζάδων και φιτιλιών, ενώ στα ανατολικά χωριά του Πηλίου (Ζαγορά), υπήρχαν βιοτεχνίες για κάπες. Άλλες βιοτεχνίες υπήρχαν στην Κρανιά Ασπροποτάμου, τη Σκληνιάσα, στο Λιβάδι (τσαρούχια) ενώ στον Κλεινοβό οι κάτοικοι είχαν αναπτύξει μια πρωτότυπη βιοτεχνία: κατασκεύαζαν χτένες από κόκαλα βουβάλων, τις οποίες εν συνεχεία πωλούσαν στα παζάρια. Οι κάτοικοι της Λεπενίτσας και της Σελίτσανης ασχολούνταν και με την αργυροχρυσοχοΐα (μερικές φορές μάλιστα περιόδευαν σε άλλα χωριά, γνωστοί με την ονομασία “χρυσικοί”). Στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο) υπήρχε βιοτεχνία κατασκευής σαμαριών και στρωσιδιών (κιλίμια) από τραγίσιο μαλλί. Στην Καλαμπάκα αναπτύχθηκε επίσης η υφαντουργία με αργαλειούς που ύφαιναν μάλλινα υφάσματα κάθε χρήσης. Τέλος στον Αλμυρό κατασκευάζονταν “πανικά”, όχι και τόσο καλής ποιότητας, ενώ στα χωριά της Όθρης (Ανάβρα, κ. α.) υφαίνονταν οι γιάμπολες που ήταν ένα είδος βελέντζας. Τα πρώτα εργοστάσια: Κάποιες βιοτεχνίες που άρχισαν να δημιουργούνται σε πόλεις της Θεσσαλίας μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αποτέλεσαν τους προδρόμους των βιομηχανιών. Έτσι στο Βόλο μετά το 1850 άρχισε τη λειτουργία του ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας, ενώ στα Λεχώνια ένα εργοστάσιο μετάξης των αδελφών Κοκωσλή. Το 1872 Ελβετοί κατασκεύασαν και έθεσαν σε λειτουργία μια μακαρονοποιία και ένα μεταξουργείο στην Άφησσο, ενώ οι ίδιοι επενδυτές ίδρυσαν οινοποιία και εργοστάσιο ζυμαρικών στη Σελίτσανη298. Στην Αγιά το 1866 λειτουργούσε το πρώτο κεραμοποιείο που έκανε εξαγωγές όλη την παραγωγή του. αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Άγγλος πρόξενος Stuart κάνει το 1859 μια αναφορά, στην οποία αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι μια αγγλική εταιρεία, έχοντας πάρει τις σχετικές άδειες, λειτουργούσε στην περιοχή της Ζαγοράς μεταλλεία αργύρου και μολύβδου. 297. Ι. τ. Ε. Ε. , τόμος ΙΒ΄, σ. 399. 298. Ι. τ. Ε. Ε. , τόμος ΙΒ΄, σ. 400.

Κεφάλαιο 16ο. Πληθυσμιακά στοιχεία των αστικών κέντρων της Θεσσαλίας (19ος αι.) Γενικά: Έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενες ενότητες για την κατάσταση του χριστιανικού πληθυσμού της Θεσσαλίας και τον βαθμιαίο εκτοπισμό του στα ορεινά της περιοχής. Μετά από τα νομοθετήματα (Χάτι) του σουλτάνου που εκδόθηκαν το 1839 και το 1856, που εγγυώνταν την προστασία της ζωής και της ιδιοκτησίας όλων των κατοίκων της αυτοκρατορίας, οι Έλληνες άρχισα, δειλά-δειλά στην αρχή, να εγκαθίστανται στα αστικά κέντρα της περιοχής και στα μεγάλα κεφαλοχώρια του κάμπου. Μαζί με τον ερχομό των Ελλήνων, αρχίσει και η οικονομική ανάπτυξη της Λάρισας, του Αλμυρού, κ.α. Την ίδια εποχή ιδρύθηκε η πόλη του Βόλου, μιας και μέχρι τότε στην περιοχή ήταν το τουρκικό κάστρο και μόνο, ενώ άρχισε να κατοικείται από χριστιανούς και η Καρδίτσα. Η Λάρισα: Ήταν πρωτεύουσα της Θεσσαλίας από την περίοδο των Ορλωφικών και έπειτα (1770) και αποτελούσε έδρα του βαλή, του ανώτερου ιεροδικαστή των Οθωμανών, μουλά, αλλά και του μητροπολίτη. Οι χριστιανικές συνοικίες της πόλης ήταν η Παράσχου (Άγιος Νικόλαος), η Αρναούτ μαχαλά (Άγιος Αθανάσιος), τα Σουφλάρια (Άγιοι Σαράντα) και ο Πέρα Μαχαλάς (συνοικία Ιπποκράτη), ενώ αρκετοί Έλληνες ζούσαν έξω από τον αστικό ιστό, στα Καλύβια (Αγία Μαρίνα). Οι υπόλοιπες συνοικίες κατοικούνταν στην πλειοψηφία τους από Οθωμανούς, ενώ οι Εβραϊκές κατοικίες ήταν συγκεντρωμένες κοντά στην Αγορά, διακόσια περίπου μέτρα νοτίως του λόφου του Αγίου Αχιλλείου. Κοντά στα εμπορικά ζούσαν και ορισμένοι χριστιανοί (Ξυλοπάζαρο- Τρανός Μαχαλάς), ενώ λιγότεροι στα Ταμπάκικα.

Εικ. Η Λάρισα τον 19ο αιώνα, Cartwright, Μουσείο Μπενάκη.

Το 1856 εγκαταστάθηκε στη Λάρισα ο πρώτος ξένος πρόξενος, αυτός της Αγγλίας, ενώ το επόμενο έτος ιδρύθηκε και ελληνικό. Στα 1859 εγκαταστάθηκε Ρώσος επιτετραμμένος και το 1867 Γάλλος υποπρόξενος. Σύμφωνα με τον Γεωργιάδη η Λάρισα είχε 27 τζαμιά (σύμφωνα με τον Παλιούγκα το 1880 στη Λάρισα υπήρχαν 72 τζαμιά με κυριότερο αυτό του Χασάν μπέη, ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Αχίλλιο), 3 Συναγωγές και 4 Ορθόδοξες εκκλησίες, που λειτουργούσαν τακτικά. Οι Ναοί αυτοί ήταν: ο Άγιος Αθανάσιος, ο Άγιος Αθανάσιος Παράσχου (Ροΐδη), ο Άγιος Αχίλλιος (κατεδαφίστηκε από τον οθωμανικό όχλο στις 12/6/1769, ενώ το 1779 άρχισαν εργασίες ανέγερσης νέου Ναού. Ο νέος αυτός Ναός χρησιμοποιήθηκε συχνά από τους Τούρκους ως πυριτιδαποθήκη.), ο μικρός Ναός του Αγίου Βησσαρίωνος, δίπλα στον Άγιο Αχίλλιο, ενώ αργότερα οικοδομήθηκαν, ο Άγιος Νικόλαος (1857), οι Άγιοι Σαράντα (1856), η Ζωοδόχος Πηγή, ως μικρό εκκλησάκι στα Ταμπάκικα (1877), ενώ έξω από την πόλη, η Αγία Μαρίνα στα Καλύβια. Τα περισσότερα σπίτια ήταν φτωχά πλινθόσπιτα ενώ οι δρόμοι ήταν στενοί λιθόστρωτοι αλλά βρώμικοι, μιας και από τους δρόμους αυτούς περνούσαν και τα αστικά λύματα. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της πόλης ήταν τα πολλά και διάσπαρτα νεκροταφεία, κυρίως οθωμανικά. Σύμφωνα με ανεπίσημη απογραφή του 1880299 η πόλη είχε 10.800 Τούρκους κατοίκους, 6.000 χριστιανούς (Έλληνες) και 2.500-3.000 εβραίους.

Εικ. Λάρισα. (Στάκελμπεργκ – Παρίσι 1834), Τα τελευταία έτη έχει κυκλοφορήσει μια εντυπωσιακή δίτομη σειρά για την Τουρκοκρατούμενη Λάρισα από τον εκπαιδευτικό Θ. Παλιούγκα, στην οποία ο κάθε ενδιαφερόμενος θα δει με λεπτομερή τρόπο παρουσιαζόμενα πολλά στοιχεία για τη Λάρισα των 5 αυτών αιώνων της Τουρκοκρατίας300. Τα Τρίκαλα: Τα Τρίκαλα ήταν η δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Θεσσαλίας και απετέλεσε την πρώτη οθωμανική πρωτεύουσα της Θεσσαλίας (μέχρι το 1770). η παρακμή της πόλης άρχισε την ίδια χρονιά όταν εσφάγησαν 3.000 Τρικαλινοί στη Λάρισα (στο φρικτό αυτό γεγονός αναφερόμαστε στην ενότητα για τα Ορλωφικά) και οριστικοποιήθηκε την περίοδο του 1821 όταν η πόλη έγινε κέντρο συγκεντρώσεως και στρατωνισμού των ατάκτων Αλβανών που οργανώνονταν για να χτυπήσουν την Εθνεγερσία. Από το 1858 εγκαταστάθηκε αντιπρόσωπος του 299. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΒ΄, σ. 404. 300. Θ. Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία, εκδόσεις μάτι, τόμος Α΄ , β΄ εκδ. 2002 και Β΄ τόμος 2007.

ελληνικού προξενείου της Λάρισας. Τα Τρίκαλα, σύμφωνα με τους περιηγητές, ήταν σε καλύτερη κατάσταση από τη Λάρισα, ήταν, θα λέγαμε μια πιο ανθρώπινη πόλη. Μπορεί και εδώ οι δρόμοι να ήταν στενοί και βρόμικοι, όμως υπήρχαν πανέμορφες δενδροστοιχίες στις όχθες του Ληθαίου που έδιναν ένα ωραίο χρώμα στην πόλη. Ακόμα ξεχώριζαν μερικά όμορφα αρχοντικά των πλουσίων Οθωμανών μπέηδων, το Κάστρο και η καλαίσθητη δημόσια αγορά. Στην πόλη γύρω στα 1870 συναντούσε κανείς στα Τρίκαλα 10 Ορθόδοξους Ναούς, 7 τζαμιά και μια συναγωγή. Ακόμα στην πόλη λειτουργούσαν 4 Ελληνικά Σχολεία, ένα οθωμανικό και μια στρατιωτική Σχολή που είχε ιδρύσει ο Σεδίκ πασάς. Ο πληθυσμός των Τρικάλων άγγιζε τους 11.000 κατοίκους. Απ' αυτούς οι 7.500 ήταν Χριστιανοί, που διπλασιάζονταν τον χειμώνα λόγω της άφιξης των Βλάχων νομάδων, 3.00 Οθωμανοί (πολλοί απ' αυτούς Αλβανοί) και 400 περίπου εβραίοι. Ο Βόλος: Τα σπουδαιότερα στοιχεία για τη νέα πόλη του Βόλου, ή αλλιώς Νέα Μαγαζεία, παίρνουμε από την έκθεση του προξένου, της 11ης Ιουλίου του 1856. σύμφωνα με την έκθεση αυτή, η πόλη ήταν νεόδμητη και διαχωριζόταν από το φρούριο Βόλος (Βώλος) ή Παλαιά Μαγαζεία, που ήταν πολύ παλιότερο και κατοικείτο από Οθωμανούς. Το φρούριο, αναφέρει η ίδια πηγή, είχε 100 περίπου παμπάλαιες κατοικίες στις οποίες κατοικούσαν Οθωμανοί, ως επί το πλείστον πλούσιοι. Έξω από την πύλη του κάστρου αυτού υπήρχαν μερικά, σχεδόν κατεστραμμένα, εμπορικά καταστήματα και αποθήκες, καθώς και ορισμένα σπίτια όπου και διέμεναν οι πρόξενοι. Ένα τέταρτο από την πύλη προς την παραλία, συνεχίζει ο πρόξενος, ήταν κτισμένη η νέα κωμόπολη τότε του Βόλου. Τα πρώτα σπίτια στο νέο οικισμό κτίστηκαν το 1848, ενώ το 1856 οι κατοικίες, οι περισσότερες από τις οποίες είχαν την μορφή αποθηκών, είχαν φτάσει τις 80. Κατοικείτο από 400 χριστιανούς κατοίκους εμπόρους κυρίως καθώς και από ορισμένους συναδέλφους των από την Ευρώπη καθώς και πολλούς χειρώνακτες. Πέντε μόνο οικογένειες κατοικούσαν τότε αυτόν τον οικισμό. Ο πρόξενος, αφού αναφερθεί στους προξένους στο Βόλο της Ελλάδας, της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας, επισημαίνει ότι το κλίμα στην περιοχή ήταν ανθυγιεινό εξαιτίας των στάσιμων υδάτων και των ακαθαρσιών και παρά την ευεργετική επίδραση της θάλασσας. Στο κέντρο του Βόλου, εκείνη την εποχή, υπήρχε πρόχειρος στρατώνας με 400 Οθωμανούς στρατιώτες που εκτελούσαν κυρίως αστυνομικό έργο301. Ο μεγαλύτερος όμως χριστιανικός οικισμός στην περιοχή ήταν ο Άνω Βόλος, που είχε ιδρυθεί κατά τον 15ο αιώνα από τους Έλληνες που κατοικούσαν στην παράλια περιοχή, και λόγω της ισχυρής τουρκικής παρουσίας αναγκάστηκαν να μετοικίσουν. Τον Αύγουστο του 1841, κάποιοι χριστιανοί έμποροι της περιοχής ζήτησαν με γραπτή αναφορά τους στο σουλτάνο την άδεια να ιδρύσουν παράλιο οικισμό για την καλύτερη εξυπηρέτηση του εμπορίου. Η άδεια αυτή δόθηκε από το βαλή της Λάρισας το 1846, με πολύ καθυστέρηση και σύμφωνα μ' αυτή οι έμποροι μπορούσαν να οικοδομήσουν μέχρι 120 κτίρια – αποθήκες. Δύο χρόνια αργότερα, όπως προαναφέραμε ξεκίνησε η ανοικοδόμηση των πρώτων κτισμάτων. Πρωτοστάτης στην ίδρυση αυτού του οικισμού ήταν ο Ηπειρώτης έμπορος Ν. Γάτσος. Ο ίδιος ταξίδεψε το 1850 ως την υψηλή Πύλη για να εξασφαλίσει από το σουλτάνο την άδεια ανεγέρσεως Ιερού Ναού. Πραγματικά έξι χρόνια αργότερα έγιναν τα λαμπρά εγκαίνια του ιερού Ναού 301. Εκτενή αποσπάσματα της προξενικής εκθέσεως στην Ιστορία τ. Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΒ΄, σελ. 405.

του Αγίου Νικολάου παρουσία του Άγγλου προξένου, ο οποίος ,σημειωτέον, ήταν από τους ισχυρούς προστάτες του εν λόγω έργου.

Εικ. Η Ανατολική Θεσσαλία το 1880, από το βιβλίο του Γεωργιάδη “Θεσσαλία”. (Σάρωση Μαρία Σδούκου)

Όμως οι Οθωμανοί, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι έναν χριστιανικό οικισμό κοντά στο δικό τους, οι Εβραίοι αλλά και οι κοτζαμπάσηδες των χωριών του Πηλίου, πέτυχαν τη στάση των αδειοδοτήσεων για νέα οικήματα το επόμενο διάστημα. Μετά από ενέργειες και πάλι του Γάτσου δόθηκαν νέες άδειες το 1859. από τότε ο Βόλος άρχισε να αναπτύσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το 1865 ο πληθυσμός της πόλης έφτασε τους 3.000, ενώ ιδρύθηκαν και Σχολείο “Ελληνικό” (1866). Το 1868 οι Οθωμανοί έκτισαν το κτίριο του Τελωνείου. Η νέα θεσσαλική πόλη, σύμφωνα με τους περιηγητές του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα, δεν είχε καμιά σχέση, από

άποψη εμφάνισης, με τις άλλες λασποπόλεις της περιφέρειας. Η αρνητική συνέπεια από την ίδρυση της νέας πόλης ήταν η άρχουσα παρακμή των πηλιορείτικων χωριών, μιας και τα χωριά αυτά δεν μπόρεσαν να αντέξουν τον ανταγωνισμό του Βόλου. Το 1880, κατά την απογραφή του Κοκκίδη, ο Βόλος έφτασε να έχει πληθυσμό 6.050 κατοίκων, από τους οποίους Έλληνες 4.000, εβραίοι 650 και Τούρκοι (του Κάστρου) 1400. Η Καρδίτσα: Από τα τέλη του 14ου αιώνα έως την περίοδο της Επανάστασης η Καρδίτσα ήταν ένα μικρό κονιαροχώρι. Ήταν όμως κτισμένη σε στρατηγικού ενδιαφέροντος τοποθεσία, πάνω στον εμπορικό άξονα Ιωαννίνων – Καλαμπάκας – Τρικάλων – Βόλου. Η κάτοικοι της αξιοποιούσαν στο έπακρο τον εύφορο κάμπο καλλιεργώντας βαμβάκι και καπνό. Η πρώτη χριστιανική οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Καρδίτσα το 1845. Ήταν η οικογένεια του Ηπειρώτη Αναγνώστη Λάππα, που εξασφάλισε, για το σκοπό αυτό, ειδικό φιρμάνι από το σουλτάνο, μιας και μέχρι τότε στην περιοχή, που θεωρούνταν μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους παραμεθόρια, απαγορεύονταν η εγκατάσταση Ελλήνων. Από εκείνη τη χρονιά και έπειτα, μετά τους οθωμανικούς νόμους (Χάτι Χουμαγιούν), μια πλειάδα χριστιανικών οικογενειών, από την Αργιθέα και τα Άγραφα ως τον Ασπροπόταμο, τα Βλαχοχώρια των Γρεβενών και την Ήπειρο, άρχισαν να εγκαθίστανται στην Καρδίτσα. Οι Βλάχοι, μάλιστα, ίδρυσαν και τη συνοικία του Βλαχομαχαλά και επιδίδονταν στη βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων. Από τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης, εκτός αυτών που ασχολούνταν με την γεωργία, άλλοι ήταν τεχνίτες ή χειρώνακτες και άλλοι έμποροι. Οι έμποροι διακινούσαν τα εμπορεύματά τους μέσω του λιμανιού του Βόλου και στις εμποροπανηγύρεις της περιοχής. Ο πρώτος Ναός της περιοχής ανοικοδομήθηκε το 1856, στη θέση ενός παλιότερου μικρού Ναού, στο όνομα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Η πόλη δεν ήταν έδρα Δήμου κατά την πρώτη δημιουργία των Δήμων από το οθωμανικό κράτος του 1867, αλλά αυτό συνέβη με τις επόμενες ρυθμίσεις του σχετικού νόμου, λίγα έτη αργότερα. Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη της Καρδίτσας οφείλεται στα προσκόμματα που συνεχώς έβαζαν οι μπέηδες της περιοχής, πράγμα που έκανε και αδύνατο την ίδρυση ελληνικού Σχολείου στην πόλη. Το 1880 πάντως η Καρδίτσα έχοντας μεγαλώσει αρκετά κατοικείτο από 2.615 Έλληνες και 2385 Οθωμανούς302. Άλλοι σημαντικοί οικισμοί στη Θεσσαλία του 19ου αιώνα: Κατά την περίοδο που εξετάζουμε, δηλαδή τον 19ο αιώνα, μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους, ο Τύρναβος και η Αγιά (τουρκ. “Γενιτζέ”), είχαν χάσει την αίγλη του παρελθόντος, και βρίσκονταν σε παρακμή. Η Ελασσόνα ήταν μάλλον ένα ασήμαντο τουρκοχώρι, ενώ η γειτονικά Τσαριτσάνη έδειχνε αξιοθαύμαστη πρόοδο. Στα Φάρσαλα ή στα τουρκικά Τσατάλτζα, παρουσίαζαν μικρή εμπορική κίνηση, εκτός της περιόδου της εμποροπανηγύρεως, οπότε και στην κωμόπολη συνέρρεε μεγάλο πλήθος. Το Βελεστίνο (Γενίτζαρι) δεν παρουσίαζε ανάπτυξη, ενώ ο Δομοκός υπέφερε από τις λεηλασίες των Αλβανών που ήταν επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των συνόρων με την Ελλάδα. Μεγάλο χωριό στην περιοχή ήταν και το Δερελί (Γόννοι) το οποίο όμως ήταν αποκλειστικά τουρκοχώρι. Ο Αλμυρός (Ερμόρ ή Κιρτσίνι) παρουσίαζε αξιόλογη ανάπτυξη λόγω και της ολοένα αυξανόμενης κατοίκησης από Έλληνες. Το 1866 κτίστηκαν στην περιοχή μεγάλοι τουρκικοί στρατώνες. 302. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΒ΄, σ. 406.

Εικ. Η Δυτική Θεσσαλία κατά τον Γεωργιάδη (σάρωση Μαρία Σδούκου)

Σύμφωνα με τον απογραφικό πίνακα του Κοκκίδη 303 οι οικισμοί της Θεσσαλίας το 1880 παρουσίαζαν τα εξής πληθυσμιακά στοιχεία: Χριστιανοί μουσουλμάνοι Σύνολο Αρμυρός

2000

900

2900

Αγιά

1900

0

1900

150

1000

1150

Βελεστίνος 303. Ι. τ. Ε. Ε., τόμος ΙΒ΄, σ. 408.

Τύρναβος

4500

900

5400

0

900

900

Ελασσών

300

900

1200

Φάρσαλα

1200

1500

2700

Δομοκός

1200

350

1550

Μακρινίτσα

6000

0

6000

Άνω Βόλος

4200

0

4200

Ζαγορά

3800

0

3800

Πορταριά

2650

0

2650

Δεσκάτη

4000

0

4000

Λιβάδι

2700

0

2700

Κρανιά (Αντιχασίων)

4000

0

4000

Ζάρκος

2100

Δερελί

2100

Πλάτανος

1250

Κεφάλαιο 17ο. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και η Εκκλησία Γενικά: Οι Οθωμανοί, όπως και το σύνολο του μωαμεθανικού κόσμου, ήταν ανεκτικοί απέναντι στη χριστιανική πίστη αλλά και της ιουδαϊκή. Ο ιδρυτής της ισλαμικής θρησκείας, Μωάμεθ, και το Κοράνι δείχνουν σεβασμό στους λαούς της Βίβλου, χριστιανούς και Ιουδαίους, άλλωστε δέχονται ως πατριάρχη τους τον Αβραάμ (μέσω του γιου της Άγαρ, Ισμαήλ) και ως μεγάλο προφήτη τον Ιησού Χριστό. Λόγω της διαφορετικής τους πίστης οι Χριστιανοί εξαναγκάζονταν να δίνουν περισσότερες εισφορές (δοσίματα) απ' ότι οι πιστοί του Μωάμεθ. Ο χειρότερος όμως φόρος ήταν ο φόρος “αίματος” που αναγκάζονταν συχνά να δίνουν, δηλαδή το παιδομάζωμα. Οι Ορθόδοξοι από τον 17ο αιώνα και μετά αποτελούσαν την πλειοψηφία μεταξύ των millet του Οθωμανικού κράτους. Ο Οικουμενικός πατριάρχης θεωρούνταν από τους Τούρκους κεντρικός εκκλησιαστικός αλλά και νομικός ηγέτης των Ορθοδόξων, ενώ περιφερειακά υπεύθυνοι ήταν οι κατά τόπους μητροπολίτες. Πίνακας Οικουμενικών Πατριαρχών μετά την Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως εως την Επανάσταση του 1821 1.

Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος

39.

Γαβριήλ Β΄

Ισίδωρος Β΄

1453-1456, 1463, 1464-6 1456-1462

2.

40.

Παρθένιος Δ΄ Μογέλαλος

3.

Ιωάσαφ (Κόκκας)

1462-1463

41.

4. 5. 6.

Σοφρώνιος Συρόπουλος Μάρκος Β΄ Ξυλοκαράβης Συμεών Α΄

1463-1464 42. 1466 43. 1466, 1471-5, 1482-6 44.

7.

Διονύσιος Α΄

1466-1471, 14881490

45.

1657

1657-1662, 1665-7, 1670-1,1675-6, 1684-5 Διονύσιος Γ΄ Βαρδάλης ο από 1662-5 Λαρίσης Κλήμης 1667 Μεθόδιος Γ΄ Μορώνης 1668-1671 Διονύσιος Δ΄ο από Λαρίσης ο 1671-3, 1676-9, Μουσελίνης 1682-4 1686-7, 1693-4 Γεράσιμος Β΄ 1673-1674

8. 9.

Ραφαήλ Α΄ Μάξιμος Γ΄ Χρυσώνυμος

1475-6 1476-1482

46. 47.

Αθανάσιος Γ΄ Ιάκωβος ο από Λαρίσης

1486-1488, 1497-8, 1502 1491-1497 1498-1502, 1504 1503-4, 1504-1513 1513-1522 1522-4, 1525-1546 1524-5 1546-1556 1556-1565 1565-1572, 15791580 1572-9, 1580-4, 1587-1595 1584-5 1585-6, 1586-7 1596, 1598-1601 1596 1597 1601-3, 1607-1612 1603-6, 1612 1612, 1620-3, 16231638 1612-1620 1623 1623 1634, 1652

48.

Καλλίνικος Β΄ Ακαρνάν

49. 50. 51. 52. 53. 54. 55. 56. 57.

Νεόφυτος Δ΄ Φιλάρετος Γαβριήλ Γ΄ Νεόφυτος Ε΄ Κυπριανός Αθανάσιος Δ΄ Κύριλλος Δ΄ Κοσμάς Γ΄ Ιερεμίας Γ΄ Παΐσιος Β΄

58.

Σεραφείμ

59. 60. 61. 62. 63. 64. 65. 66.

Νεόφυτος Στ΄ Κύριλλος Ε΄

67. 68. 69. 70.

Σοφρώνιος Β΄ Γαβριήλ Δ΄ Προκόπιος Νεόφυτος Ζ΄

33. Νεόφυτος Γ΄ 34. Παρθένιος Β΄ ο Νέος

1636-7 1644-6, 1648-51

71. 72.

Γεράσιμος Γ΄ Γρηγόριος Ε΄

35. Ιωαννίκιος Β΄

1646,1651-2, 1653-4, 73. 1655-6 1652, 1654 74. 1652-3, 1654-5 75. 1656-7 .... ....

Καλλίνικος Δ΄

1774-1780 1780-1785 1785-1789 1789-94, 17981801 1794-1797 1797-8, 1806-8, 1818-1821 1801-6, 1808-9

Ιερεμία;ς Δ΄ Κύριλλος Στ΄ Άνθιμος Δ΄ από Λάρισα Ιωακείμ Δ΄ από Λάρισα

1809-1813 1813-1819 1840-1, 1848-52 1884-1886

10. Νήφων Β΄ 11. 12. 13. 14. 15. 16. 17. 18. 19.

Μάξιμος Δ΄ Ιωακείμ Α΄ Παχώμιος Α΄ Θεόληπτος Α΄ Ιερεμίας Α΄ Ιωαννίκιος Α΄ Διονύσιος Β΄ Ιωάσαφ Β΄ Μητροφάνης Γ΄

20. Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός ο από Λαρίσης 21. Παχώμιος Β΄ 22. Θεόληπτος Β΄ 23. Ματθαίος Β΄ 24. Γαβριήλ Α΄ 25. Θεοφάνης Α΄ Καρύκης 26. Νεόφυτος Β΄ 27. Ραφαήλ Β΄ 28. Κύριλλος Α΄ Λούκαρις 29. 30. 31. 32.

Τιμόθεος Β΄ Γρηγόριος Δ΄ Άνθιμος Β΄ Αθανάσιος Β΄ Πατελάρος

36. Κύριλλος Γ΄ ο Σπανός 37. Παΐσιος Α΄ ο από Λαρίσης 38. Παρθένιος Γ΄

Καλλίνικος Γ΄ από την Σεραφείμ Β΄ Ιωαννίκιος Γ΄ Σαμουήλ Χαντζερής

Μελέτιος Β΄ από Λαρίσ Θεοδόσιος Β΄

1679 1579-1682, 1685-6, 1687-8 1688, 1689-93 1688-9 1702-7 1707 1707-9, 1713-4 1709-1711 1711-1713 1714-1716 1716-26, 1733 1726-32, 1740-3, 1744-8, 1751-1752 1733-1734 1734-1740, 1743-4 1748-51, 1752-7 Ζαγορά 1757 1757-1761 1761-3 1763-8, 1773-4 ης 1768-9 1769-1773

Η διάρθρωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Θεσσαλία (17ος αιώνας) Μητρόπολη Λαρίσης

Επισκοπές : Δημητριάδος Είχε υπό την ποιμαντορία Σταγών της τις 10 επισκοπές Λιτζάς και Αγράφων Σκιάθου και Σκοπέλου Γαρδικίου Ραδοβισδίο υ Λοιδορικίου Θαυμακού Αρχιεπισκοπή : Φαναρίου Ζητουνίου και Νεοχωρίου Τρίκκης (ανώτερη των επισκοπών)

Πίνακας μητροπολιτών Λαρίσης (15ος αι. - 1881)304 1.

Διονύσιος Α΄ ο Ελεήμων

1487-1490 ;

2.

Θεοδόσιος

περ. 1490305

3.

Βησσαρίων Α΄ ο Ηγιασμένος

1490-1525; προαχθείς

4.

Μάρκος ο Ηγιασμένος

1500-1527; πρώην

5.

Βησσαρίων Β΄

(;) - 1541

ο από Σταγών

6.

Νεόφυτος Α΄

1540-50

παραιτήθηκε οικειοθελώς το 1550.

7.

Νεόφυτος Β΄

1550-1558

ανεψιός του Βησσαρίωνος Β΄

8.

Νίκανδρος

9.

Γαλακτίων

από Δημητριάδος306

307

; ;

309

10. Ιερεμίας ο εξ Αγχιάλου

1570-2

11. Δανιήλ Α΄

1573-1581

12. Δημήτριος

1574;-78

13. Ιωάσαφ Β΄ ο από Ιωαννίνων

1580-1 και 1582-7

312

16. Παχώμιος

Θεωρούνταν311 λόγιος για την εποχή του.

; ;

17. Διονύσιος Β΄ ο Φιλόσοφος

15941601313

18. Θεωνάς

1601-1604

19. Λεόντιος

Το 1572 χειροτονήθηκε Οικ. Πατριάρχης (Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, 1572-9 για πρώτη310 φορά)

1579; 1587-1590

15. Ιωάσαφ Γ΄

314

επισκ.

επισκ. Τρίκκης και τοποτηρητής όταν ασθένησε ο Βησσαρίων Α΄.

308

14. Δανιήλ Β΄ και

την

ο από Δημητριάδος

1604-5

20. Παρθένιος

1605- 8 (;)

21. Τιμόθεος

1608-1616

304. Τον πίνακα των προηγουμένων μητροπολιτών μπορεί κανείς να τον αναζητήσει στον Γ΄ τόμο της σειράς μας.

305. Τ. Α. Γριτσόπουλος, “Λαρίσης και Πλαταμώνος Μητρόπολις”, Θ. Η. 8 (Λάρισα 1986). 306. Ν. Α. Μπέης, Η αρχέτυπος κτητορική διαθήκη του εν αγίοις πατρός ημών Βησσαρίωνος μητροπολίτου Λαρίσης, Αθήναι 1949. 307. Δ. Ζ. Σοφιανός, Οι Νεόφυτοι Λαρίσης του 16ου αιώνα, Ε.Μ.Α. (Αθήναι 1965),, ανάτυπο Αθήνα 1997, σ. 93 κ. εξ. 308. Επ. Γ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, τοπογραφική και ιστορική μελέτη, εισαγωγή – σχόλια – επιμέλεια Κ. Σπανός, Γνώση, Λάρισα 2001, σ. 93. 309. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 93. 310. Ανήλθε τρεις συνολικά φορές στο πατριαρχικό θρόνο (1572, 1580 και 1586). 311. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 94. 312. Ν. Γιαννόπουλος, Ε.Φ.Σ. Παρνασσού, τ. 6, σ. 129. 313. Είναι ο γνωστός υποκινητής της επανάστασης του 1601. Την ίδια χρονιά παύθηκε από το Οικουμ. Πατριαρχείο. 314. Ο διορισμός του αναφέρεται σε τουρκικό βεράτι του 1604 (Χιτζρέ 1013), Ε. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 95.

22. Διονύσιος ο εξ Αμασείας

;

(ίσως μη υπαρκτό πρόσωπο)

23. Γρηγόριος

1621-1645

Πέθανε το Τύρναβο.

24. Παΐσιος

1650;-52

Κλήθηκε δύο φορές στον πατριαρχ. Θρόνο (1652, 1654)

25. Διονύσιος Γ΄ Βαρδάλης

1652-62

Πατριάρχης 5315

26. Διονύσιος Δ΄

1662-71

Διετέλεσε φορές.

27. Ιάκωβος Α΄ ο από Χίου

1671-79

Τρεις φορές Πατριάρχης.

28. Άνθιμος Α΄

1679-80

Προσωρινός Ιακώβου.

1680-1687

Μετείχε στην εξέγερση318 της Αν. Ελλάδας του 1687.

30. Παρθένιος Β΄

1688-1719

Ιδρυτής του Ελληνομουσείου Τυρνάβου (Ελλ. Σχολή).

31. Μελέτιος Α΄

1720-21;

32. Γαβριήλ Α΄

1721-1734

ο Μουσελίμης

316

29. Μακάριος Α΄

317

33. Ιάκωβος Β΄

Κων/λης

1662-

πατριάρχης

πέντε

οικουμ.

αντικαταστάτης

του

1734-1749

34. Μελέτιος Β΄ ο Τενέδιος

1750-1768

319

35. Μακάριος Β΄ ο Καλλιάρχης

1768

36. Μελέτιος Γ΄ ο Καλλιάρχης

1769-1791

37. Διονύσιος Καλλιάρχης

στον

1646

Ε΄320

ο 1791-1806

Πατριάρχης Κων/λης (1768-9)

Ο Εθνομάρτυς. Το 1806 προήχθη στη μητρόπ. Εφέσου. Απαγχονίστηκε στο Μπαλούκ Παζάρ της Πόλης.

38. Ραφαήλ

1803;-6;

39. Πορφύριος

1808

40. Γαβριήλ Β΄ ο από Γρεβενών

1806;-1810 Το 1810 μετατέθηκε στη μητρ.

41. Πολύκαρπος ο Δαρδαίος

1810-1818

Ιωαννίνων και Άρτης.

Ο Εθνομάρτυς321 Μπιθικούσης322

εκ

315. Κοιμήθηκε στην Ι. Μ. Μ. Λαύρας το 1695.

316. Ο εκ των Κομνηνών. 317. Με έντονα γράμματα σημειώνονται οι Εθνομάρτυρες Μητροπολίτες Λαρίσης. 318. Κατά τη διάρκεια του Βενετο-τουρκικού πολέμου του 1687. πρωτεργάτες της οι Κούμας και Σπανός. Να σημειώσουμε ότι η στάση αυτή κατεστάλη άμεσα. Δες σχετ.: Ν. Σάθας, Τουρκοκρατούμενη Ελλάς, 14531821, εκδ. Καμαρινόπουλου, Αθήναι 1962, σ. 358. 319. Κατηγορήθηκε ως Ρωσόφιλος και το 1769 φυλακίστηκε. Εκεί βασανίστηκε ανελέητα κι όταν αποδείχτηκε η αθωότητα του, αποφυλακίστηκε μισοπεθαμένος. Εξορίστηκε στην Τένεδο, όπου σε λίγες εβδομάδες πέθανε. 320 . Ήταν ανεψιός του Μελετίου Γ΄. Επί των ημερών του ξαναχτίστηκε ο Ι. Ν. του Αγίου Αχιλλίου και ξεκίνησε η ανέγερση του Ελληνικού Σχολείου (1794). 321. Απαγχονίστηκε από το Μαχμούτ Δράμαλη πασά το 1821. 322. Η Μπιθικούση ή Μπιθκούκι ήταν ελληνική βλαχόφωνη πόλη 50.000 κατοίκων κοντά στη Μοσχόπολη της Βορείου Ηπείρου.

42. Κύριλλος Α΄

1819-1821

43. Θεοδόσιος

1821

44. Μελέτιος324 Δ΄

1825-1836

Με ενέργειές του αποδόθηκε ο Ι. Ν. Α. Αχιλλίου325 στους Χριστιανούς.

45. Κύριλλος Β΄ Βογάσαρης

1835

Το ίδιο έτος μετατέθηκε στην μητρ. Ηλείας.

46. Άνθιμος Β΄ ο Βυζάντιος

1835-7

Δύο φορές (1840, 1848) οικουμ. Πατριάρχης326.

47. Ανανίας

1837-1853

48. Στέφανος Β΄

1853-1870

Από τις Ασίας.

49. Δωρόθεος ο Σχολάριος

1870327

Ο πρώην Δημητριάδος.

Πέθανε στη 29/9/1821.

Ματαράγκα323

Κυδωνίες

την

της

Μ.

Πίνακας τιτουλάριων μητροπολιτών της παπικής εκκλησίας {Έχοντας αναφερθεί στον Γ΄ τόμο σ΄αυτή την περίεργη απόφαση του Βατικανού να ορίζει αρχιεπισκόπους του στη Θεσσαλία παρά την απουσία ποιμνίου Ρωμαιοκαθολικών, συνεχίζουμε την παράθεση των ονομάτων αυτών των ψευδοεπισκόπων από το 17ο αιώνα ως τις αρχές του 20ου αιώνα, για λόγους ιστορικούς – αρχειακούς. Τα ονόματα παρατίθενται όπως βρίσκονται στο έργο του Επ. Φαρμακίδη328.} 1.

Onorato Visconti από το Μιλάνο

2.

Antonio Pignatelli αργότερα 1652-71 14. Πάπας με το όνομα Ιννοκέντιος Γ΄

3.

Giambattista Γένοβα

4.

Baldassare Cenci από τη Ρώμη

5.

Petro Acquaviva Αραγωνία

6.

Giambattista Anquisciola Γάλλος 1706-12 18.

Juan Rebello Menezez

7.

Pietro Luigi Carafa πρίγκιπας του 1713-28 19. Belvedere!

Agostino Ciasa

1892-9

8.

Trojano Acquaviva Αραγωνία

Diomede Faleonio

18991911

9.

Giovanni Saverio di Leone

Carlo Montagnini

1913

Antonio Maria Grasseli

1913-18

Spinola

από

από

από

1630-52 13.

τη 1671-81 15. 1681-97 16.

την 16971706

17.

την 1730-32 20. 1733-35 21.

10. Bernardo Froylano di Saavedra 1736-41 22. από το Τολέδο

Francesco Saverio Passeri 1786αναπλ. Του Πάπα Ρώμης 1808 Salvatore Maria Caccamo 1815-27 μοναχός του τάγματος του Α. Αυγουστίνου329 Francesco Canali από το Τιvoli

1827-34

Joseph Novak από τη Ζάρα 1843-4 Κροατίας Francois Richard αρχιεπ. Παρισίων

μετέπ. 1875-86

Cardoso

de 1887-91

323. Ε. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 115. 324. Επί των ημερών του Μελετίου ορίστηκε η Δευτέρα ως ημέρα λειτουργίας της εβδομαδιαίας αγοράς

αντί της Κυριακής, για θρησκευτικούς λόγους. 325. Νωρίτερα (1821) ο ναός είχε μετατραπεί από τους Οθωμανούς σε πυριτιδαποθήκη. 326. Επί της δευτέρας πατριαρχίας του έγινε η αναγνώριση του Αυτοκεφάλου της Ελληνικής Εκκλησίας. 327. Η εκλογή του αμφισβητήθηκε και εν τέλει ανακλήθηκε. 328. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 83-4. 329. Διετέλεσε εξομολογητής του βασιλιά των Δύο Σικελιών Φερδινάνδου Δ΄.

11. Pietro Clemente de Aroztequi 1742-48 23. από Γένοβα

Benardino Astorbiga

Arguingonis

y 1918-9

12. Blagio Paoli από τη Ραγούζα 1750-67 Κροατίας

Πίνακας επισκόπων της Ι. Μ. (επισκοπής) Ελασσόνας330 από την Άλωση μέχρι την απελευθέρωση της (1912) 1.

Βησσαρίων Α΄ ο Άγιος331

1510-1516

23. Παχώμιος

1703-1709

2.

Νεόφυτος Α΄

1516-1538

24. Αθανάσιος Β΄

1709-1725

3.

Φιλόθεος

1538-1555

25. Άνθιμος Α΄

1725-1736

4.

Γρηγόριος Β΄

1556-1564

26. Τιμόθεος Β΄

1736-1760

5.

Βασίλειος

1564-1570

27. Παρθένιος Α΄

1760-80, 83-98

6.

Δαμασκηνός Β΄

1570-1574

28. Αμβρόσιος

1780-1783

7.

Αρσένιος332 ο Άγιος 1574-1589

29. Ιωαννίκιος

1798-1809

8.

Γαβριήλ

1590-1593

30. Πορφύριος

1809-1813

9.

Γαλακτίων

1593-1615

31. Σαμουήλ Α΄

1813-1814

10. Τιμόθεος

1615-1618

32. Ιγνάτιος Α΄

1814-1815

11. Νεόφυτος Β΄

1618-1622

33. Παρθένιος Β΄

1815-1825

12. Ιωάσαφ Α΄

1622-1636

34. Σαμουήλ Β΄

1825-1827

13. Κάλλιστος

1636, 163846

35. Ιερώνυμος

1827-1830

14. Γερμανός

1637-38, 1651-5

36. Νεόφυτος Γ΄

1830-1849

15. Ιωάσαφ Β΄

1638

37. Γερμανός Γ΄

1849-1853

16. Γεννάδιος

1646-1649

38. Ιγνάτιος Β΄

1853-1860

17. Σεραφείμ

1649-1651

39. Ιγνάτιος Γ΄

1860-1867

18. Αθανάσιος

1655-1657

40. Κύριλλος

1867-1887

19. Ιωάσαφ Γ΄

1657-1669

41. Άνθιμος Β΄

1887-1892

20. Γερμανός Β΄

1669-1673

42. Νικόδημος

1892-1897

21. Φιλόθεος

1673-1697

43. Σωφρόνιος

1897-1900

22. Ζαχαρίας

1697-1703

44. Πολύκαρπος

1900-1910

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκκλησιαστική περιφέρεια της Ελασσόνας ήταν χωρισμένη επί Τουρκοκρατίας σε δύο επισκοπές. Την επισκοπή Ελασσόνας και Δομενίκου, στην οποίαν ανήκαν εκκλησιαστικά τα περισσότερα χωριά και η επισκοπή Πέτρας στην οποίαν υπάγονταν μόνο το Λιβάδι, ο Κοκκινοπηλός, ο Σέλος (Πύθιο), η Δούχλιστα (Δολίχη), η Σκοπιά, η Καρυά, η Σκαμνιά, το Μητσιούνι (Φλάμπουρο) και η Πουλιάνα (Κρυόβρυση). 330. www.elassona.com 331. Εκδιώχθηκε από την Ελασσόνα το 1516. 332. Σύμφωνα με το Συναξάρι η ενθρόνιση του Αγίου έγινε το 1584.

Πίνακας Θεσσαλών επισκόπων Υπάτης ή Πατρατζικίου Γερμανός

1667- 1683 τόπος καταγωγής ο Τύρναβος

2. Ιερόθεος

1756-1762 τόπος καταγωγής η Ρεντίνα Καρδίτσας

3.Πολύκαρπος

1806-1819

τόπος καταγωγής η Τσαριτσάνη.

Στη Θεσσαλία, μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα υπεύθυνος θεωρούνταν ο εκάστοτε μητροπολίτης Λάρισας. Αργότερα η επισκοπή Δημητριάδας αναγορεύτηκε σε μητρόπολη. Πάντως, γενικά το γεγονός ότι οι ορθόδοξοι χριστιανοί ανήκαν στο ίδιο μιλέτι δε σημαίνει ότι ένοιωθαν και ως μέλη της ίδιας εθνικής ομάδας. H κατάργηση του Πατριαρχείου του Tιρνόβου, που ονομαζόταν και "Εκκλησία της Βουλγαρίας" το 1390 και των ανεξάρτητων επισκοπών του Iπεκίου το 1766 και της Aχρίδας το 1767, εθνικών κέντρων των Σέρβων και των Βουλγάρων αντίστοιχα, κυοφόρησε τη σύγκρουση στο εσωτερικό της κοινότητας των ορθοδόξων. Με την πάροδο του χρόνου αυτές οι επισκοπές πέρασαν σε χέρια Ελλήνων ή ελληνικής παιδείας ιερέων. Aυτό συνέβη επειδή κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατάκτησης λειτουργούσαν μόνο ελληνικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και άρα οι νέοι που ήθελαν να μορφωθούν, λαϊκοί και κληρικοί, έπρεπε να πάρουν ελληνική παιδεία. Ως εκ τούτου, Έλληνες ή ελληνόφωνοι κληρικοί επάνδρωναν τις επισκοπές και σε πολλές περιπτώσεις, η σλαβική λειτουργία αντικαταστάθηκε από την ελληνική. H εξάπλωση αυτή του ελληνικού πολιτισμού εις βάρος του σλαβικού και αλβανικού στοιχείου προκάλεσε την αντίδραση των μη Ελλήνων χριστιανών το 18ο και 19ο αιώνα, κατά την εποχή του Διαφωτισμού και των εθνικισμών. Oι λαοί της Βαλκανικής και κυρίως οι Βούλγαροι, που έφτασαν στα όρια πλήρους εξελληνισμού κατήγγειλαν τον "ελληνικό ζυγό" παράλληλα με τον οθωμανικό. Τα προβλήματα αυτά συνεχίστηκαν ως τις αρχές του 20ου αιώνα με τα γεγονότα των Σλαβομακεδόνων (εξέγερση του Ίλιντεν, κλπ.). Το ζήτημα λύθηκε με την ίδρυση ανεξάρτητων εθνικών Εκκλησιών και την απόσχισή τους από το Πατριαρχείο. Κατά συνέπεια Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου έπαψε να είναι ο ίδιος μετά την έξαρση του εθνικισμού στα Βαλκάνια (μέσα του 19ου αι. και έπειτα) και τη δημιουργία νέων τοπικών Πατριαρχείων (Ρωσίας, Βουλγαρίας, Σερβίας, κ.α.)

Πίνακας επισκόπων333 Δημητριάδος από τις αρχές του 16ου αι. έως την απελευθέρωση (Εντός των ορίων της Αρχιεπισκοπής Λαρίσης)

1. Βησσαρίων ο μετέπειτα αρχιεπ. Λαρίσης

17. Ιάκωβος

1723-9

2. Ιωσήφ

15421558

18. Θεόκλητος Β΄

3. Ιωάσαφ Α΄

15581569

19. Μελέτιος

17401757

4. Δομένικος

1569-

20. Γρηγόριος334

1757-

;

333. Από τον Αθανάσιο Κασσαβέτη και έπειτα ο τίτλος είναι αρχιεπίσκοπος Δημητριάδος, γι΄αυτό τους

σημειώνουμε με έντονα γράμματα

1571 5. Θεόφιλος

;

1794 21. Αθανάσιος 1794Κασσαβέτης335 ο Κύπριος 1821

6. Παχώμιος

15811590

22. Παρθένιος Β΄

18211823

7. Φιλόθεος

15961601

23. Βαρθολομαίος εκ

18231832

8. Αγάπιος

16011610

24. Νεόφυτος Β΄

1836

9. Θεόκλητος Α΄

16261630

25. Ιωσήφ Β΄

1836-7

10 Κάλλιστος336 .

16301639

26. Γρηγόριος Β΄

11 Γαβριήλ Α΄338 .

16531663

27. Ματθαίος

12 Διονύσιος Α΄ .

16631666

28. Μελέτιος εκ Λέσβου

13 Ιωαννίκιος .

16781688

29. Γαβριήλ Β΄

1846-55

14 Καλλίνικος .

16881714

30. Γρηγόριος Γ΄ ο Ωρολογάς

1855-8

15 Παρθένιος .

17141721

31. Δωρόθεος Σχολάριος 1858-70

16 Νεκτάριος .

17211723

32. Γρηγόριος339 Φουρτουνιάδης

Γρεβενών

337

1837-38 1838-40 ;

18701907

Η εκκλησία στη Θεσσαλία πριν την απελευθέρωση: Το μεγαλύτερο τμήμα της Θεσσαλίας κατά τον 19ο αιώνα υπαγόταν στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Λαρίσης, που είχε τον τίτλο “Έξαρχος δευτέρας Θεσσαλίας και απάσης της Ελλάδος”. Τις περισσότερες περιόδους για λόγους ασφαλείας η έδρα του μητροπολίτη ήταν ο Τύρναβος. Οι επισκοπές που υπάγονταν στο θρόνο του Λαρίσης, τον 19ο αιώνα ήταν οι εξής: Θαυμακού και ανατολικών Αγράφων (Ρεντίνης και Σμοκόβου), Τρίκκης, Σταγών (Καλαμπάκα), Γαρδικίου και Αλμυρού - Βελεστίνου (από την τέως Ζητουνίου). Άλλες μητροπόλεις στη Θεσσαλία ήταν: της Ελασσόνας, της 334.Ήταν αδελφός του Οικουμενικού Πατριάρχη Καλλινίκου Γ΄. Έδρα του ήταν η Ζαγορά. Το τελευταίο

έτος της ποιμαντορίας του η επισκοπή Δημητριάδος προβιβάστηκε σε Αρχιεπισκοπή. 335. Συνεργάστηκε με τον επαναστάτη του Πηλίου Κυριάκο Μπασδέκη. 336. Ο ιδρυτής του Ναού της Επισκοπής στον Άνω Βόλο. 337. Η έδρα της μητρόπολης ήταν πότε η Ζαγορά, πότε η Αγιά, πότε η Μακρινίτσα. 338. Στα χρόνια του Γαβριήλ η περιοχή δέχτηκε βενετική επίθεση (Μοροζίνι 1665). Τότε καταστράφηκε το τείχος του Βόλου. 339. Κατά την επανάσταση του 1878 εξορίστηκε από τους Τούρκους αλλά αποκαταστάθηκε με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881.

Δημητριάδος και των Φαναριοφαρσάλων. Ο μητροπολίτης Δημητριάδος, Αγιάς και Ζαγοράς είχε την έδρα του στην Αγιά αρχικά και αργότερα στο Βόλο. Οι περιοχές του Ολύμπου και του Κάτω Ολύμπου (Κρανιά, Ραψάνη, Λιβάδι, Πλαταμώνας) υπάγονταν στη δικαιοδοσία του εκάστοτε μητροπολίτη Θεσσαλονίκης. Από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες μεταξύ των μητροπολιτών της Θεσσαλίας ήταν και ο Δωρόθεος Σχολάριος Τρίκκης, για το πνευματικό και εκπαιδευτικό έργο του οποίου αναφερόμαστε στο ειδικό για την Παιδεία κεφάλαιο. Ιερές Μονές: Τα ονομαστά Μοναστήρια της Θεσσαλίας την περίοδο του 19ου αιώνα είχαν πέσει σε παρακμή. Πολλά μοναστήρια των Αγράφων αλλά και των Τρικάλων λεηλατήθηκαν και καταληστεύθηκαν από τους Αλβανούς.

Εικ.

Η Ιερά Μονή Κανάλων (φωτογρ. Τ. Τλούπας)

Ο Δωρόθεος Σχολάριος προσπάθησε να μετατρέψει πολλές Μονές σε “σταυροπηγιακές”, δηλαδή απ' ευθείας εξαρτώμενες από τον Οικουμενικό θρόνο. Εκτός των Μετεώρων άλλα σπουδαία θεσσαλικά μοναστήρια ήταν: η Μονή των Μεγάλων Πυλών ή Πόρτα Παναγιά, η Μονή Δουσίκου, η Μονή της Σουρβιάς, η Μονή Αγίου Προδρόμου στην Ανατολή της Αγιάς, η μονή Σπηλιάς των Αγράφων, ιερά Μονή Γενεσίου Θεοτόκου Κατουσίου, η Μονή Μεταμορφώσεως Βραγγιανών, η Μονή Παναγίας Πελεκητής, η Παναγία Κορώνης, η Ολυμπιώτισσα στην Ελασσόνα, η Παναγία Κομνηνείου στο Στόμιο και το προσάρτημά της στον Πυργετό της Λάρισας, η Κοίμηση Θεοτόκου Ρεντίνας, η Μονή Ξενιάς, Σπαρμού, Κανάλων και Αγίου Διονυσίου στον Όλυμπο.

Εικ. Κώδικας 217 του Μεγάλου Μετεώρου (1634). Ο Προφητάναξ Δαβίδ και κείμενο έντυπο (1552) του Πινδάρου. (φωτ. 7 Ημέρες Καθημερινή)

Οι Μονές των Μετεώρων: Στα Μετέωρα από τα 24 μοναστήρια που ιδρύθηκαν τον 14ο και 15ο αιώνα λειτουργούσαν μόνο 7 έχοντας στις τάξεις τους 50 όλους κι όλους μοναχούς.

Εικ. Η μοναστική πολιτεία των Μετεώρων. Χαλκογραφία Παρθένιου εξ Ελασσόνος (1772)

Τα πιο σπουδαία απ' αυτά τα μοναστήρια ήταν: Της Μεταμορφώσεως ή Μεγάλο Μετέωρο, των Αγίων Πάντων ή Βαρλαάμ, και ο Άγιος Στέφανος. Ακόμα λειτουργούσαν η Αγία Τριάς, η Μονή Ρουσάνου, η Αγία Μονή και ο Άγιος Νικόλαος Κοφινά. Τα μοναστήρια των Μετεώρων, παρά τις αρπαγές του Αλή πασά που προηγήθηκαν, είχαν ακόμα στην κατοχή τους αρκετή περιουσία προσφέροντας μάλιστα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ετήσια βοήθεια, το λεγόμενο “δόσιμο”.

Κεφάλαιο 18ο Λειμωνάριο Αγίων της Θεσσαλίας340 (από το 1450 έως σήμερα) 1. Ο Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος εκ Ραψάνης (5/3/1818)341 Ο Νεομάρτυρας Άγιος Γεώργιος γεννήθηκε στη Ραψάνη το 1798 από ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Χατζη-Λάσκαρης και η μητέρα του Σμαράγδα Σακελλαρίδου. Μορφώθηκε στη φημισμένη Σχολή της γενέτειράς του και το 1816 ανέλαβε το λειτούργημα του δασκάλου στην ίδια Σχολή. Εκείνα τα δύσκολα χρόνια η Σχολή αυτή ήταν πνευματικός φάρος για ολόκληρη την περιοχή της Θεσσαλίας. Μεταξύ των φιλοξενουμένων μαθητών ήταν κι ένα Τουρκόπουλο από το γειτονικό χωριό Ντερλή (Γόννοι) που το είχαν στείλει οι γονείς του ως οικότροφο στη Ραψάνη. Ο μικρός Μωαμεθανός, προσαρμοζόμενος γρήγορα στο κλίμα του Σχολείου και ενθαρρυνόμενος από τον ευσεβή νεαρό του δάσκαλο, γοητεύτηκε από την ελληνορθόδοξη Παιδεία, ενώ συγχρόνως ο ένθεος ζήλος του δασκάλου κατέκτησε την απλή και άδολη ψυχή του342. Έφτασε στο σημείο, μάλιστα, να υποτιμά και να περιφρονεί τα ιερά και τα όσια του Ισλαμισμού, ενώ αντίθετα τιμούσε την πίστη των Ελλήνων. Κι όλα αυτά γιατί ο Γεώργιος είχε καταφέρει να εμφυσήσει στην ψυχή του την αγάπη για τον Ιησού Χριστό. Οι γονείς του μικρού Μουσουλμάνου, βλέποντας ότι ο γιος τους ετοιμαζόταν να αλλαξοπιστήσει, δεν άντεξαν τη "ντροπή" και έβαλαν κάποιους ομοεθνείς τους να πάνε στη Ραψάνη και να συλλάβουν τον υποκινητή αυτής της μεταστροφής του μικρού. Τον συνέλαβαν μέσα στη Σχολή και τον οδήγησαν να δικαστεί στην έδρα του Βελή πασά που είχε αναλάβει τα ηνία στην τυραννία της Αν. Θεσσαλίας από τον πατέρα του Αλή πασά Τεπελενλή, από το 1811. Η κατηγορία που βάραινε τον Γεώργιο ήταν μία και μοναδική: "εκχριστιανισμός μουσουλμανόπαιδος". Φυσικά η δικαστική ... διαδικασία ήταν συνοπτική και η ετυμηγορία των δικαστών προαποφασισμένη: "θάνατος με μαρτύριο". Ο Γεώργιος ρίχτηκε αρχικά γυμνός σε καυτό λουτρό, εν συνεχεία τρυπήθηκε μα σιδερένια νύχια, ακολούθησε το πετάλωμα των ποδιών του, για να ολοκληρωθεί η πρώτη φάση του μαρτυρίου του με διαπόμπευση στους δρόμους του Τυρνάβου. Έπειτα τον κάρφωσαν σε τετραγωνικό στύλο και αφού τον έδεσαν με σκοινιά βουτηγμένα σε πίσσα και πετρέλαιο, τον έβαλαν φωτιά. Ο Άγιος Νεομάρτυρας προς μεγάλη απογοήτευση των Αγαρηνών, όχι απλώς δεν πέθανε, αλλά δεν υπέστη ούτε το παραμικρό έγκαυμα! Εξοργισμένοι οι Οθωμανοί οδήγησαν τον Γεώργιο στη γέφυρα του Τυρνάβου, όπου και τον αποκεφάλισαν. Η ημέρα του θανάτου του ήταν η 5η Μαρτίου του 1818. Πάνω στο άνθος της νιότης του, ο εικοσάχρονος αθλητής της πίστης του Χριστού, πορεύτηκε προς την επουράνια και αιώνια βασιλεία των ουρανών στεφανωμένος, θριαμβευτής, Μάρτυρας. Το σώμα του Αγίου ενταφιάστηκε στο σημείο του 340. Για τους Θεσσαλούς Αγίους των Ρωμαϊκών χρόνων και της Βυζαντινής εποχής δες Κ. Α. Οικονόμου, Η Λάρισα και η θεσσ. Ιστορία, τόμος Γ΄ (Λάρισα 2008).

341. Μητροπ. Κ. Αφρικής Ιγνάτιος Μανδελίδης, Ο Νεομάρτυς Γεώργιος ο Ραψανιώτης (1818), β΄ έκδοση Σωτήρ 2000. 342. Κ. Τσόλας, "Ο Νεομ. Άγιος Γεώργιος εν Τυρνάβω", εφ. Ελευθερία, 1/3/2008, σ. 8.

μαρτυρίου του, κάτω από τη γέφυρα του Τυρνάβου. Την πρώτη νύχτα του ενταφιασμού του Αγίου, οι σκοποί των οθωμανικών στρατώνων, που βρίσκονταν σε γειτονική περιοχή, αντίκρισαν μια τεράστια στήλη φωτός να σημαδεύει τον τάφο του Γεωργίου. Όταν αναφέρθηκε το παράδοξο αυτό θαύμα στον τύραννο Βελή, εκείνος διέταξε να καλέσουν από τη Ραψάνη, το συντομότερο δυνατόν, τους συγγενείς του Αγίου για να ξεθάψουν και να παραλάβουν το λείψανό του. Πραγματικά με ευλάβεια και κατάνυξη τα ιερά του λείψανα μεταφέρθηκαν στη Ραψάνη, όπου τιμώνται μέχρι σήμερα. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του την 5η του Μαρτίου.

"Νέον μάρτυρα, Ραψάνης γόνον και Τυρνάβου δε δόξαν και κλέος, τον Γεώργιον εν ύμνοις καταστέψωμεν"

2. Ο Οσιομάρτυς Δαμιανός ο Νέος (14/2/1568) Γεννήθηκε στο Ρίχοβο343 ή Αριάχοβο των Αγράφων γύρω στο 1500. Νέος κατευθύνθηκε στην Ι. Μ. Φιλοθέου του Αγίου Όρους όπου και εκάρη μοναχός. Μερικά έτη αργότερα άκουσε μυστικά μια φωνή να του λέει: "Δεν πρέπει να 343. Συνοικισμός της Παλιοκατούνας.

αναζητάς μόνο το συμφέρον σου αλλά και των άλλων". Έτσι αναχώρησε στα χωριά του Ολύμπου και κήρυττε επανευαγγελίζοντας τους "ραγιάδες" Χριστιανούς. Κάποιοι όμως "Χριστιανοί” τον αποκαλούσαν πλάνο και τον κατέτρεχαν. Ο ίδιος δεν απαντούσε στις κατηγορίες και, για να ειρηνεύσουν οι αμφισβητίες του, αναχώρησε από εκεί και άρχισε περιοδείες σε χωριά της Λάρισας και της Όσσας, κηρύττοντας το θείο Λόγο. Κυνηγημένος όμως κι από 'κει δίδαξε στα ορεινά χωριά των Αγράφων. Εκεί ασκήτεψε σε ένα κοίλωμα ενός απόκρημνου βράχου και, κατά την παράδοση, έκτισε την Ι. Μονή της Παναγίας Πελεκητής. Όμως ούτε και σ' αυτή την περιοχή, συνεργεία του μισόκαλου διαβόλου, έγινε δεκτός. Τότε αναχώρησε για την Όσσα όπου ίδρυσε την Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου κοντά στη Σελίτσανη (Ανατολή). Εκεί πήγαιναν πολλοί κάτοικοι των χωριών της Αγιάς και άκουγαν τα κυρήγματά του. Κάποια μέρα, κι ενώ δίδασκε στη Βουλγαρινή (Έλαφο) συνελήφθη από Οθωμανούς, που τον έστειλαν στο μουλά (δικαστή) της Λάρισας για να δικαστεί με την κατηγορία ότι εμπόδιζε τους Χριστανούς να πουλάνε και να αγοράζουν τις Κυριακές και ότι τους στερέωνε στην πίστη344. Στη Λάρισα τον ξυλοκόπησαν άγρια, του φόρεσαν βαριές αλυσίδες και τον έριξαν στη φυλακή. Εκεί για 15 ολάκερες μέρες υποβαλλόταν σε συνεχή βασανιστήρια για να αρνηθεί την πίστη του. Όμως ο δικαστής, βλέποντας την υπομονή του Αγίου, νευρίασε και την 14η του Φεβρουαρίου 1568 διέταξε να τον απαγχονίσουν. Οι δήμιοι τον κρέμασαν κάπου στην περιοχή Ξυλοπάζαρο της Λάρισας (κοντά στο τέλος της σημερινής οδού Βενιζέλου, προς το ποτάμι), όμως, καθώς κάποιος βάρβαρος Τούρκος τον χτύπησε με ξύλο στο κεφάλι, κόπηκε το σκοινί. Στη συνέχεια, ημιθανής καθώς ήταν, ρίχτηκε στην πυρά. Τη στάχτη του την έριξαν στον Πηνειό. Η μνήμη του Οσίου τιμάται την 14η Φεβρουαρίου. “Χαίροις, μάρτυς πάτερ, των ασκητών και των Λαρισαίων κλέος τε και καύχημα το σεμνόν. Στερρώς ανόμων θράση κατέβαλες αθλήσας δυνάμει του Χριστού σου, Δαμιανέ παμμακάριστε.345”

3. Ο Νεομάρτυς Άγιος Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης346 (21/10/1773) Ο Άγιος Ιωάννης καταγόταν από οικογένεια λευιτική. Ο ιερέας πατέρας του είχε γεννηθεί στο Γεράκι της Λακωνίας και η μητέρα του στις Γούβες Μονεμβασιάς. Το 1770, την περίοδο των Ορλοφικών, έγινε στην περιοχή επιδρομή Αλβανών που έφερε την καταστροφή. Ο πατέρας του φονεύτηκε ενώ η μητέρα του και ο ίδιος αιχμαλωτίστηκαν και οδηγήθηκαν στο σκλαβοπάζαρο της Λάρισας. Και οι δυο πουλήθηκαν σε έναν Οθωμανό από τη Θεσσαλονίκη. Ο αφέντης του Ιωάννη, επειδή ήταν άτεκνος, επεδίωκε να υιοθετήσει το μικρό ορφανό Χριστιανόπουλο. Γι΄ αυτό το λόγο καθημερινά προσπαθούσε να τον κάνει να αλλαξοπιστήσει. Όμως εκείνος, παρά τα παρακάλια και τις απειλές, έμενε σταθερός στην πίστη του. Εκνευρισμένος ο Τούρκος από τη στάση του Ιωάννη, τον οδήγησε μια μέρα με το γυμνό του ξίφος στην αυλή ενός τζαμιού της Λάρισας. Εκεί με τη βοήθεια και άλλων Οθωμανών 344. Μτθ. Λαγγής, Ο Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, τόμος Β΄ (14/2). 345. Ιερ. Χρ. Μητραλής, Τοπικοί Άγιοι της Μητροπόλεως Λαρίσης, Λάρισα 1981, σ. 21. 346 Μητροπ. Κ. Αφρικής Ιγνάτιος Μανδελίδης, Ο ανυποχώρητος Νεομάρτυς Λαρίσης Άγιος Ιωάννης ο Μονεμβασιώτης (1773), 13η έκδ. Σωτήρ.

προσπάθησαν με κλωτσιές και χτυπήματα να τον κάνουν να υποχωρήσει. Εκείνος όμως απαντούσε ανδρεία: “Δε γίνομαι Τούρκος. Εγώ Χριστιανός είμαι και Χριστιανός θέλω ν΄ αποθάνω.” Η γυναίκα του Οθωμανού προσπάθησε με μάγια, βοηθούμενη από άλλες γριές Τουρκάλες, να διαστρέψει την πίστη του. Μάταια όμως. Η Θεία Χάρη προστάτευε το νεαρό Ιωάννη. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του 15Αύγουστου, επειδή ο Ιωάννης δεν ήθελε να αρτυθεί, χαλώντας τη νηστεία, ο αφέντης του τον κλείδωσε στο σταύλο των αλόγων. Εκεί, άλλοτε τον χτυπούσε κι άλλοτε τον κρεμούσε ανάποδα, καπνίζοντάς τον με άχυρα που έκαιγε. Αυτός όμως, επικαλούμενος το όνομα της Θεοτόκου, για τη χάρη της οποίας νήστευε, και παρά τις προσπάθειες της ίδιας του της μητέρας που τον λυπόταν, κατόρθωσε να μείνει στέρεος στην πίστη του. Μάλιστα στη μητέρα του απάντησε πως, σαν γιος ιερέα που ο ίδιος ήταν, έπρεπε να φυλάττει καλύτερα απ΄ τους απλούς λαϊκούς ακόμα και τους μικρότερους από τους θείους νόμους. Μια μέρα ο Τούρκος αφέντης του, θυμωμένος καθώς ήταν από την ανυποχώρητη στάση του Ιωάννη, του κάρφωσε το μαχαίρι του στο μέρος της καρδιάς. Δυο μέρες αργότερα ο Μάρτυρας έχασε τη μάχη της επίγειας ζωής. Ο αμετανόητος Τούρκος διέταξε να πετάξουν το άψυχο σώμα του Ιωάννη στους κήπους για να το φάνε τα σκυλιά! Όταν όμως ο μητροπολίτης Λαρίσης Μελέτιος (ο Γ΄) ζήτησε το σώμα του μάρτυρα για να το θάψει, βρήκε το κορμί του τελείως άφθαρτο ενώ το πρόσωπο του έλαμπε. Η μητέρα του Αγίου, που την είχε διώξει ο Οθωμανός, παρέμεινε στη Λάρισα και, τρία χρόνια μετά, έκανε την ανακομιδή των λειψάνων του Μάρτυρα γιου της, επιστρέφοντας μ΄ αυτά στις Γούβες. Όταν πέθανε και η μητέρα, στον τάφο της τοποθετήθηκαν και τα οστά του γιου της, κατόπιν δικής της επιθυμίας. Αργότερα, έπειτα από 13 έτη, όταν ανοίχτηκε ο οικογενειακός τους τάφος, για μια άλλη κηδεία συγγενικού τους προσώπου, οι παριστάμενοι απόρησαν εξαιτίας της αρρήτου ευωδίας που έβγαινε από τον τάφο. Τότε αντιλήφθηκαν την αγιότητα του Νεομάρτυρα. Ένας συγγενής της οικογένειας, ο ιερέας Ιωάννης Καυσοκαλύβας, οικειοποιήθηκε τα λείψανα ως μοναδικός κληρονόμος. Μάλιστα πολλοί άρρωστοι που κατέφευγαν στην οικία του ιερέα, χάριν προσκύνησης των αγίων λειψάνων, έβρισκαν την υγεία τους. Όταν το 1818 πέθανε ο ιερέας, ο μητροπολίτης Μονεμβασίας Χρύσανθος ανέλαβε τα ιερά λείψανα και τα διαμοίρασε για ευλογία στη Μονεμβασιά και σε ένα Ναό της Καλαμάτας. Στις 20/10/1979, σχεδόν διακόσια έτη μετά την κοίμηση του Αγίου Ιωάννη, η Λάρισα δέχτηκε ένα τμήμα των ιερών του λειψάνων, που παραχωρήθηκε από την Ι. Μ. Ζερμπίτσης με την ευλογία του μητροπ. Μονεμβασίας και Σπάρτης. Από τότε το ιερό αυτόν λείψανο είναι μόνιμα αποθησαυρισμένο στον Ι. Ναό του Αγίου Ιωάννου του Μονεμβασιώτη, που καθιερώθηκε κάτω από τον Ι. Ναό των Αγίων Τεσσαράκοντα Μαρτύρων Λαρίσης347. Η μνήμη του τιμάται την 21η Οκτωβρίου. “Νόμους φυλάττων νηστίμου καιρού πόθω, ζωήν έθυσας, ω Ιωάννη μάκαρ. Πρώτη Ιωάννην εικάδι έκτειναν άνομοι.”

4. Ο Νεομάρτυς Τριαντάφυλλος348 από τη Ζαγορά (8/8/1680) Ο Μάρτυς Τριαντάφυλλος γεννήθηκε στα χρόνια της σκλαβιάς στη Ζαγορά του Πηλίου το έτος 1663. Από την ηλικία των 15 ετών εργαζόταν ως ναύτης στα 347.Μητροπ. Κ. Αφρ. Ιγνάτιος Μανδελίδης, ό.π., σ. 148-149. 348. Μτθ. Λαγγής, ό.π., τόμος Η΄ .

φημισμένα ζαγοριανά καράβια, και διακρινόταν για το ήθος του και την εν γένει καθαρότητα του βίου του, διατηρώντας άσβεστη δτην καρδιά του την αγάπη και την πίστη προς τον Χριστό. Κάποτε συνελήφθη για άγνωστο λόγο και οδηγήθηκε από τους Οθωμανούς στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι θέλησαν να τον υποχρώσουν να αρνηθεί την πίστη του Χριστού και να γίνει Μουσουλμάνος. Υπέφερε κάθε είδους βασανιστήρια, στερεός σαν βράχος στην πίστη των προγόνων του. Προτιμούσε χίλιες φορές να πεθάνει παρά να αρνηθεί το Χριστό. Τους έλεγε συνεχώς: “Χριστιανός είμαι. Δεν αρνούμαι το Σωτήρα μου Χριστό”. Τότε οι Τούρκοι τον σκότωσαν στην περιοχή του Ιπποδρόμου της Πόλης, στις 8/8/1680, πριν καλά καλά κλείσει τα 17 του έτη, κερδίζοντας το στέφανο του μαρτυρίου από τον αθλοθέτη Κύριο. “Χαίροις Νεομάρτυς του Χριστού, των πάλαι Μαρτύρων, Τριαντάφυλλε μιμητής. Χαίροις ο την κλήσιν, Χριστού ομολογήσας, ενώπιον τυράννων, στερρώ φρονήματι.”

5. Ο Νεομάρτυς Σταμάτιος εκ Βόλου (16/8/1680) Ο Σταμάτιος καταγόταν από το χωριό Άγιος Γεώργιος της Δημητριάδας. Όταν κάποιος αγάς ήρθε στην περιοχή τους για να συγκεντρώσει τις ετήσιες εισφορές (χαράτσια) των κολλήγων για το σουλτάνο, αδίκησε τους φτωχούς ραγιάδες. Έτσι μια αντιπροσωπεία των κατοίκων της περιοχής, μεταξύ των οποίων και ο Σταμάτιος, στάλθηκε στην Υψηλή Πύλη για να διαμαρτυρηθεί στο μεγάλο βεζύρη349. Όμως ο ανώτατος αυτός Οθωμανός, όντας φίλος του άδικου αγά, διέταξε να τους διώξουν. Καθώς οι φρουροί τους έδιωχναν σπρώχνοντάς τους από το οίκημα του βεζύρη, κάποιοι παριστάμενοι Οθωμανοί, βλέποντας ότι ο Σταμάτιος διαμαρτυρόταν φωνάζοντας περισσότερο, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν πίσω στο βεζύρη με την ψευδή κατηγορία ότι, ενώ ήταν παλιότερα Μουσουλμάνος, αρνήθηκε την παλιά του πίστη και είχε γίνει πλέον Χριστιανός. Ο ίδιος το αρνήθηκε αλλά ο βεζύρης τον έστειλε στον κριτή. Εκεί και πάλι ο Σταμάτιος αρνήθηκε τις κατηγορίες, αλλά ο κριτής του απάντησε πως, ακόμα κι αν η κατηγορία ήταν ψεύτικη, εκείνος έπρεπε τώρα να αλλαξοπιστήσει! Όμως ο γενναίος Μάρτυρας του απάντησε ότι προτιμούσε να πεθάνει παρά να αρνηθεί την πίστη του. Τότε ο κριτής τον έστειλε πίσω στο βεζύρη για ν' αποφασίσει ο ίδιος για την τύχη του. Ο μεγάλος αξιωματούχος του σουλτάνου προσπάθησε να καλοπιάσει τον Άγιο με κολακείες και υποσχέσεις για πλούτη κι αξιώματα, όμως εκείνος του απαντούσε με θάρρος πως ο πλούτος του κι η δόξα του ήταν ο Ιησούς Χριστός. Τότε διατάχθηκε να ριχτεί στη φυλακή και να τιμωρείται καθημερινά. Έπειτα από λίγες μέρες οδηγήθηκε πάλι στο βεζύρη, ο οποίος πίστευε πως ο Σταμάτιος θα είχε αλλάξει γνώμη. Βλέποντας το αμετάθετο της πίστης του, τον απείλησε πως αν δεν γινόταν Μουσουλμάνος θα διέταζε το θάνατό του. Εκείνος και πάλι έμεινε ανυποχώρητος σαν βράχος. Τότε ο βεζύρης διέταξε τον αποκεφαλισμό του Μάρτυρα, που έγινε τη 16η Αυγούστου του 1680, μπροστά στον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας της Πόλης. “Ο Σταμάτιος εύρε των κάτω στάσιν, αεικίνητον δ' εύρε τον άνω δρόμον.”

6. Ο Άγιος νέος Οσιομάρτυρας Νικόδημος (16/8/1551) 349. Ο Μ. Βεζύρης ήταν αξίωμα ανάλογο μ' αυτό του σημερινού πρωθυπουργού.

Γνωρίζουμε μόνον ότι μαρτύρησε για την ευσέβειά του στις 16 Αυγούστου του 1551.

7. Ο Άγιος Απόστολος ο Νέος από τον Α. Λαυρέντιο του Πηλίου (16/8/1686) Ο Α. Απόστολος γεννήθηκε στον Άγιο Λαυρέντιο του Πηλίου και καταγόταν από φτωχούς αλλά ευσεβείς γονείς. Ο πατέρας του ονομαζόταν Κων/νος Σταματίου. Ο Απόστολος σε ηλικία 15 ετών έμεινε ορφανός από μητέρα και πατέρα, έτσι αναγκάστηκε, για λόγους βιοποριστικούς να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου ανέλαβε εργασία σ΄ ένα καπηλειό (ταβέρνα). Εκείνα τα χρόνια οι συμπατριώτες του Αγίου βασανίζονταν σκληρά και φορολογούνταν άδικα και δυσβάστακτα. Έτσι μια ομάδων ανδρών του χωριού Α. Λαυρέντιος μετέβη στην Πόλη για να καταφύγουν στους επιτρόπους της Βαλιδέ χανούμ (μητέρα του σουλτάνου), μήπως και βρουν το δίκιο τους. Όμως οι Οθωμανοί επίτροποι, όχι μόνο δε δέχτηκαν το δίκαιο των παραπόνων τους, αλλά οδήγησαν τρεις απ΄ αυτούς σιδηροδέσμιους στις φυλακές. Κάποιοι συμπατριώτες τους ανέβηκαν μετά από μέρες στην πρωτεύουσα για να ενεργήσουν ώστε να απελευθερωθούν οι άδικα φυλακισμένοι. Αυτοί ζήτησαν τη συμπαράσταση του Αποστόλου, επειδή πίστευαν ότι θα είχε γνωριμίες με τους Οθωμανούς επειδή εξυπηρετούσε πολλούς απ' αυτούς στο καπηλειό. Ο Μάρτυρας δέχτηκε να παρουσιαστεί στον αξιωματικό Γιουσούφ και να παραδώσει τη γραπτή αναφορά που του παρέδωσαν οι συμπατριώτες του. Ο Γιουσούφ όμως διέταξε να στείλουν τον Απόστολο στο βοεβόδα350. Εκείνος τον αλυσόδεσε και ζητούσε τα χαράτσια των τεσσάρων ετών της περιόδου που έλειπε από το χωριό του και συνεπώς δεν είχε φορολογηθεί. Εκείνος του απάντησε πως από την πατρική του περιουσία υπήρχε ένα σπίτι στον Α. Λαυρέντιο και το παραχωρούσε στο βοεβόδα με σκοπό να το πουλήσει και να εισπράξει τους “χρωστούμενους φόρους”. Ο Οθωμανός, φιλοχρήματος καθώς ήταν, δέχτηκε με μεγάλη χαρά. Την επομένη μάλιστα είχε σκοπό να απολύσει και αυτόν και τους τρεις συμπατριώτες του. Ένας γέροντας, όμως, πρόκριτος του χωριού, μαθαίνοντας ότι την επόμενη μέρα οι κατάδικοι θα απελευθερώνονταν και ο νεαρός Απόστολος θα απολάμβανε όλη τη “δόξα” μεταξύ των συγχωριανών του, πράγμα που φαντάστηκε ότι θα μείωνε τη δική του “αξία” στην τοπική κοινωνία, ενήργησε με δόλο. Προσήλθε λοιπόν στο βοεβόδα και του είπε ότι ο Απόστολος ήταν ο υποκινητής της όλης ταραχής, απειλώντας μάλιστα πως αν τον απελευθέρωνε θα ζητούσε την επέμβαση της βασιλομήτορος351. Φοβισμένος ο βοεβόδας, όχι απλά δεν απέλυσε το Μάρτυρα, αλλά διέταξε τους υπηρέτες του να τον δέρνουν και να τον βασανίζουν καθημερινά στο κελί του. Κάποια μέρα ο Απόστολος, όταν οι φύλακές του δεν τον πρόσεχαν, κατόρθωσε να βγάλει την αλυσίδα από το ένα του πόδι και αργοπατώντας προσπάθησε να δραπετεύσει αλλά προδόθηκε από τον ήχο των αλυσίδων του. Μαθαίνοντας ο βοεβόδας την προσπάθεια του Αγίου, άρπαξε έναν πέλεκυ και άρχισε να τον χτυπάει άγρια με το πίσω μέρος αυτού του τσεκουριού. Τότε ο Άγιος βογκώντας τον ρώτησε: “Γιατί με δέρνεις και με τυραννάς σκληρόκαρδα;” Ο Αγαρηνός του απάντησε άγρια: “Γιατί να σε λυπηθώ; Μήπως είσαι κι εσύ Μωαμεθανός και καλύτερος από μένα;” Τότε οι υπηρέτες του 350. Χρησιμοποιούμε τα ονόματα και τα αξιώματα των Τούρκων, όπως είναι γραμμένα στα συναξάρια της Εκκλησίας. 351. Επρόκειτο για τη μητέρα του σουλτάνου Μεχμέτ (Μωάμεθ) Δ΄.

βοεβόδα απάντησαν: “Ναι, αυτό είπε”, θέλοντας να συκοφαντήσουν το Μάρτυρα. Τότε ο βοεβόδας έδωσε εντολή να φωνάξουν τον κουρέα για να του κάνουν την περιτομή. Όμως ο Άγιος μ΄ όση δύναμη του είχε απομείνει φώναξε πως γι΄ αυτόν ήταν προτιμότερο να του κόψουν το κεφάλι παρά να δεχτεί να περιτμηθεί. Έτσι, παρά τις υποσχέσεις, τις κολακείες και τις απειλές για θάνατο, παρέμενε σταθερός σαν βράχος στην πίστη του. Οι Οθωμανοί άρχοντες πήραν την απόφαση να τον αποκεφαλίσουν. Στο δρόμο προς τον τόπο του μαρτυρίου του ο Άγιος βάδιζε χαρούμενος σαν σε γάμο ή γιορτή, ζητώντας συγνώμη από αυτούς που τον ακολουθούσαν κι από τους περαστικούς. Το μαρτυρικό τέλος του Αποστόλου έλαβε χώρα στην ακτή του Κεράτιου κόλπου, μπροστά στο Γενή (νέο) τζαμί της Πόλης. Για να επιβραδύνουν το μαρτύριό του οι τύραννοι, τον χτύπησαν τρεις φορές με το ξίφος προτού του δώσουν το τελειωτικό χτύπημα και να παραδώσει ο Νεομάρτυρας την αγία του ψυχή στα χέρια του Δημιουργού. Λίγες μέρες αργότερα οι Χριστιανοί της Πόλης ζήτησαν κι έλαβαν από τους Οθωμανούς την αγία κάρα του Μάρτυρα, την οποία και κατέθεσαν στον Ι. Ν. του Αγίου Δημητρίου στη συνοικία Ταταύλα. Αργότερα θεμελιώθηκε προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου του Νέου Ιερός Ναός στην ιδιαίτερη του πατρίδα, τον Άγιο Λαυρέντιο,εκεί ακριβώς όπου βρισκόταν η οικία του Μάρτυρα. “Άνθος σης νεότητος παριδών, ευτόλμως υπήλθες εν φρονήματι κρατερώ, τον του μαρτυρίου, θεοπρεπή αγώνα, και νικητής εδείχθης, θείε Απόστολε.”

8. Ο Άγιος Οσιομάρτυρας Δημήτριος ο Νέος ο εκ Σαμαρίνης (18/8/1808) Ο Δημήτριος γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στο βλαχοχώρι Σαμαρίνα των Γρεβενών. Σε ηλικία 15 ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και έγινε μοναχός σε μοναστήρι της περιοχής. Αφού πέρασε κάποια χρόνια με προσευχή, νηστεία και γενικά με ασκητικό τρόπο, αποφάσισε, καθοδηγούμενος από θείο ζήλο, να εξέλθει από τη Μονή και να κυρήξει το Ευαγγέλιο στα θεσσαλικά χωριά. Εκείνη την εποχή θανάσιμοι κίνδυνοι περικύκλωναν τους Χριστιανούς λόγω της επανάστασης του παπα-Θύμιου Βλαχάβα και της επακόλουθης εκδικητικότητας των Τούρκων. Κάποιοι λοιπόν Μωαμεθανοί κατήγγειλαν το Δημήτριο με την αιτιολογία πως με το κήρυγμά του εμφανιζόταν ως υποκινητής του παπα-Θύμιου. Συνελήφθη αμέσως και οδηγήθηκε στον διαβόητο Αλή πασά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του και το σκοπό της διδασκαλίας του, που δεν ήταν άλλος παρά η παρηγορία των θλιβομένων συμπατριωτών του. Ο Αλής, παρ' όλο που δε βρήκε στη ομολογία του κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο, διέταξε το σκληρό βασανισμό του. Του έμπηγαν καλαμένιες ακίδες στα νύχια των χεριών του και των ποδιών του, του έδεναν το κεφάλι με αλυσίδα, την οποία την έσφιγγαν τόσο που έσπασε, ενώ συγχρόνως του ζητούσαν να ομολογήσει την “ενοχή” του. Όμως ο ίδιος υπέφερε γενναία μέχρι που οι βασανιστές του απηύδησαν απ΄ την κούρασή τους. Εν συνεχεία ρίχτηκε στη φυλακή. Την επομένη ο τύραννος έδωσε εντολή να τον κρεμάσουν ανάποδα, πράγμα που έγινε. Άναψαν συγχρόνως κάτω από το κεφάλι του ρητινώδη ξύλα. Έτσι το κεφάλι του κατακαιγόταν και ο ίδιος εξαιτίας του καπνού δεν μπορούσε να ανασάνει. Φοβούμενοι οι βασανιστές του μήπως πεθάνει πρόωρα ο Μάρτυρας, τον κατέβασαν. Έπειτα τον ξάπλωσαν ανάσκελα στο έδαφος και τοποθέτησαν στο στήθος του μια σανίδα πάνω στην οποία πηδούσαν οι βασανιστές του για να του συντρίψουν τα

οστά. Ένας Οθωμανός απ΄ την Καστοριά, βλέποντας το θάρρος του Δημητρίου, έγινε Χριστιανός και συνελήφθη απ' τους στρατιώτες του Αλή. Πάντως η αντοχή και το θάρρος του Μάρτυρα προξένησαν γενικά αισθήματα συμπάθειας και μεγάλου θαυμασμού και προς τον ίδιο και προς την ορθόδοξη πίστη του σε μεγάλο πλήθος Μουσουλμάνων και μη, που παρακολουθούσαν το μαρτύριο του Αγίου. Αυτό εξαγρίωσε περισσότερο τον Αλή, οδηγώντας τον στην απόφαση να διατάξει τον αργό και βασανιστικό θάνατο του Δημητρίου. Έτσι, μετά από διαταγή του τυράννου, ο Δημήτριος κτίστηκε μέχρι το λαιμό του μέσα σε τοίχο! Μάλιστα για να επιβραδυνθεί ο θάνατός του, διέταξε να τον ταΐζουν ρίχνοντάς του τροφή στο στόμα. Ο Μάρτυρας, που μόνο ν΄ αναπνεύσει πια μπορούσε, διαρκώς προσευχόταν και επικαλούνταν τη βοήθεια του Κυρίου. Το μαρτύριό του έληξε μετά από δέκα ολόκληρες μέρες. Την 18η Αυγούστου παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Κυρίου. Ο Leake περιγράφει το μαρτύριο του Αγίου Δημητρίου εκ Σαμαρίνης “Του έμπηξαν αργά-αργά βελόνες από καλάμια στα νύχια των χεριών και των ποδιών του, τρυπώντας και τα μπράτσα του (...) όταν τέλειωσε το βασανιστήριο με ταις βελόνες, του έβαλαν στο κεφάλι του σιδερένια κρικωτή αλυσίδα, την οποία έσφιγγαν με δύναμη και όταν επί τέλους κουράστηκαν οι δήμιοι, ανέβαλαν για την επομένη τη συνέχεια των βασάνων, οπότε ο μάρτυρας κρεμάστηκε πάνω από φωτιά, έχοντας το κεφάλι προς τα κάτω. Η φωτιά από ρητινώδη ξύλα τον έπνιγε και κατέτρωγε το δέρμα του κρανίου του. Φοβούμενοι οι δήμιοι μήπως πεθάνει ο μάρτυρας, τον απέσυραν, τον έριξαν στο χώμα και βάζοντας πάνω στο στήθος του μια σανίδα πηδούσαν πάνω της για να του συντρίψουν τα κόκαλα και μετά τον έκτισαν μέσα σε τοίχο έχοντας ελεύθερο μόνο το κεφάλι του. για να παρατείνουν δε το μαρτύριό του και την οδύνη του του έδιναν και τροφή.” Επ. Φαρμακίδης, Η Λάρισα, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2001, σ. 176. (μεταφρ. κοικ)

9. Ο Άγιος Ακάκιος ο Νέος ο ασκητής εξ Αγράφων (12/4/1730) Ο Όσιος καταγόταν από ένα χωριό στους πρόποδες των ανατολικών Αγράφων, τη Γόλιτσα352, και οι ευσεβείς γονείς του τον είχαν βαπτίσει Αναστάσιο. Όταν έμεινε ορφανός από πατέρα και καθώς ήταν ο μεγαλύτερος γιος της οικογένειας, φρόντιζε με την εργασία του να συντηρεί τη μητέρα του και το μικρότερο αδελφό του. Έτσι δεν έβρισκε χρόνο για να πηγαίνει στο Σχολείο κι έμεινε αγράμματος. Όταν αργότερα η μητέρα του προσπάθησε να τον νυμφεύσει, εκείνος έφευγε μακριά και αρέσκονταν να ακούει Βίους αγίων από μορφωμένους συμπατριώτες του. Κάθε φορά που η μητέρα του τού μιλούσε για την οικογενειακή του αποκατάσταση, εκείνος σκεφτόταν το Θείο έρωτα κι αναχωρούσε σε τόπους ησυχαστικούς προσευχόμενος και ασκούμενος. Εν τέλει στην ηλικία των 23 ετών αναχώρησε και κατευθύνθηκε σε ερημικές τοποθεσίες της Ζαγοράς στην αρχή, στην Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου στη συνέχεια, για να καταλήξει στην Ι. Μ. Αγίας Τριάδας (Σουρβιά) όπου, αφού παρέμεινε ένα διάστημα ως δόκιμος μοναχός, ενεδύθη το αγγελικό σχήμα μετονομαζόμενος Ακάκιος. Η ζωή του ήταν πάντα ασκητική, τρεφόταν με χόρτα κάθε δυο ή τρεις μέρες και κατοικούσε σε έρημους τόπους πλησίον της Μονής. Αργότερα ο Ακάκιος μόνασε κατά σειρά στο Α. Όρος και τη Σκήτη της Αγίας Άννας, στην Ι. Μ. Γρηγορίου, σε κελί της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, στη Μονή του Α. Διονυσίου, στη Σκήτη του Παντοκράτορα και σε καλύβη της Μεταμορφώσεως όπου και ασκήτεψε συνολικά είκοσι έτη. Ταλαιπωρούσε πάντα το σώμα του αγωνιζόμενος υπεράνθρωπα με πείνα, δίψα, ψύχος και άλλες κακοπάθειες. Ο Θεός αντάμειψε τις 352.Σήμερα ονομάζεται Άγιος Ακάκιος Καρδίτσας.

προσπάθειές του με προορατικό χάρισμα, με θείες αποκαλύψεις και νοερά προσευχή. Στα γόνατα του Οσίου κατέφυγαν για ευλογία μεταξύ άλλων και τρεις Νεομάρτυρες της εποχής: ο Νικόδημος, ο Ρωμανός ο Καρπενησιώτης και ο Παχώμιος ο Ρώσος. Παρ' ότι ήταν αγράμματος, κατά κόσμον, εν τούτοις αναγίγνωσκε με μεγάλη κατανόηση και τα πιο δύσκολα βιβλία, τόσο που κανένα ρητό της Αγίας Γραφής δεν του διεύφευγε. Ο συγγραφέας της βιογραφίας του Οσίου, π. Ιωάννης Καυσοκαλυβίτης προσθέτει χαρακτηριστικά: “... καθήμενος πολλάκις την νύκτα εφύλαττον (ο συγγραφέας) έξω του κελλίου του... όστις , όταν προσηύχετο, εκ μεν του στόματος αυτού, δεν ηκούετο ουδέ η ελαχίστη φωνή, αλλ' έσωθεν της καρδίας του ηκούετο φωνή τις μετά στεναγμών άρρητος, θαυμασία, γλυκυτάτη και μελωδική. Και τούτο συνέβαινε καθ΄ όλην την νύκτα, διότι πάντοτε ηγρύπνει και προσηύχετο 353 ...” Ανεχώρησε για τις “άνω μονές” την 12η Απριλίου του 1730. “Ει και νέος συ, Ακάκιε, τοις χρόνοις, αλλ' ουν παλαιούς υπερήρας τοις πόνοις”

10. Ο Όσιος Συμεών ο μονοχίτων και ανυπόδητος (19 Απριλίου) Δε γνωρίζουμε που ακριβώς γεννήθηκε ο Όσιος. Γεννήθηκε πάντως μεταξύ των ετών 1566-1574. Κατά τους επίσημους συναξαριστές της Εκκλησίας, πατέρας του ήταν ο ιερέας Ανδρέας. Αυτός έστειλε το γιο του από μικρό να μάθει τα “ιερά γράμματα”. Όταν ο Συμεών έγινε 15ετής, αναχώρησε από το πατρικό του και πήγε στον επίσκοπο Δημητριάδας Παχώμιο (1581-90) στο Βαθύ Ρεύμα (Βαθύρεμα) της Αγιάς απ' όπου ο Όσιος καταγόταν. Εκεί λίγα έτη αργότερα ο Συμεών χειροτονήθηκε στον α΄ βαθμό της ιεροσύνης (ιεροδιάκονος). Επιδιώκοντας την ασκητική ζωή, αναχώρησε στο γνωστό μοναστήρι της Όσσας, το ονομαζόμενο Οικονομείο (Κομνήνειος Ι. Μ. Α. Δημητρίου), όπου και εφάρμοσε αυστηρή νηστεία, αγρυπνία, ολονύκτια στάση, ενώ έμενε διαρκώς ανυπόδητος και μονοχίτων, φορώντας μόνο ένα φτωχικό παλιό και φθαρμένο ράσο. Από εκεί, λίγα έτη αργότερα, αναχώρησε για την Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας του Α. Όρους, όπου χειροτονήθηκε ιερέας. Στη συνέχεια, υποχωρώντας στις παρακλήσεις των μοναζόντων της Ι. Μ. Φιλοθέου, δέχτηκε να αναλάβει ηγούμενος της Μονής. Πολύ σύντομα όμως οι ίδιοι μοναχοί, που δεν ανέχονταν τον τρόπο διοίκησης του Οσίου και επηρεαζόμενοι από κάποιους συκοφάντες, έκαναν στάση εναντίον του. Τότε ο άκακος Συμεών αναχώρησε από τον Άθωνα και εγκαταστάθηκε στο Φλαμούρι, λίγο πιο βόρεια από τη Ζαγορά. Εκεί έμενε για τρία χρόνια κάτω από μια μηλιά ταλαιπωρώντας το κορμί του στις παγωνιές και τους καύσωνες. Με την πάροδο των τριών ετών ήρθαν στον τόπο άσκησης του Οσίου κάποιοι που, θεωρώντας τον Συμεών άγιο, θέλησαν να μείνουν κοντά του. Αφού τους νουθέτησε και τους συμβούλευσε πάνω στους κανόνες της ασκητικής ζωής, τους δέχτηκε και κατασκεύασαν καλύβες με κορμούς δέντρων. Η φήμη του Οσίου διαδόθηκε στην ευρύτερη περιοχή κι έτσι άρχισε να έρχεται πολύς κόσμος, άλλοι για να τον δουν και να πάρουν την ευχή του κι άλλοι για να μονάσουν κοντά του. Λίγο αργότερα έκτισε μια μικρή εκκλησία στο όνομα της Αγίας Τριάδος, όπου λειτουργούσε καθημερινά. Σιγά, σιγά οργανώθηκε ένα κοινόβιο με πολλούς μοναχούς, διακόνους και ιερείς. Ο ίδιος ο Συμεών έβγαινε συχνά από τη Μονή και κήρυττε στα περίχωρα της Αγιάς το Λόγο του Κυρίου. Κατόπιν έκανε μια μεγάλη 353Μτθ. Λαγγής, ό.π., τ.4, ημ. 12

περιοδεία από τα Σέρβια της Μακεδονίας ως τα Άγραφα και από την Ελασσόνα και τον Τύρναβο ως το Ζητούνι (Λαμία) και τη Θήβα, επανευαγγελίζοντας τους Χριστιανούς και συμβουλεύοντάς τους να μην προδίδουν ο ένας τον άλλον354, να μην αδικούν, να αποφεύγουν τους μάγους, να τηρούν την αργία της Κυριακής, κ. α. Στην επιστροφή του από την περιοδεία του αυτή, κατευθύνθηκε στην Εύβοια, όπου όμως προξένησε το φθόνο των Τούρκων οι οποίοι τον κατήγγειλαν στον πασά του Εγρίπου (Χαλκίδα) με την κατηγορία ότι προτρέπει τους Οθωμανούς να γίνουν Χριστιανοί, υβρίζοντας την ισλαμική θρησκεία. Ο πασάς, αφού έδωσε εντολή να τον συλλάβουν, διέταξε να τον κάψουν στην πυρά. Άρχισαν λοιπόν διάφοροι Τούρκοι να συγκεντρώνουν ξύλα στο κέντρο της αγοράς της Χαλκίδας για τη φωτιά. Βλέποντάς τους ο Όσιος τους μιμήθηκε ρίχνοντας κι αυτός ξύλα στο σωρό. Κάποιες Μουσουλμάνες τον λυπήθηκαν και πήγαν στη μητέρα του πασά, η οποία τον συμπόνεσε και έπεισε τον πασά να επανεξετάσει τις κατηγορίες εναντίον του Οσίου. Αφού ο Συμεών απολογήθηκε ξανά, λέγοντας ότι διδάσκει τους Χριστιανούς μόνο και ότι ποτέ δεν απευθύνθηκε σε Οθωμανούς, ο ηγεμόνας αποφάσισε να τον ελευθερώσει. Εκείνος επέστρεψε στην Ι. Μ. Φλαμουρίου όπου τέλεσε την κουρά και άλλων αδελφών, ενώ έκτισε το Καθολικό και τον περίβολο της Μονής. Λίγο πριν πεθάνει, επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη όπου τον υποδέχτηκε ο Πατριάρχης. Εκεί τελείωσε την επίγεια ζωή του ο όσιος και ενταφιάστηκε στο Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στη Χάλκη. Μετά από πάροδο ετών οι μοναχοί του Φλαμουρίου έκαναν ανακομιδή του ιερού του λειψάνου, τοποθετώντας το σε μια ξύλινη λάρνακα, ενώ μια άρρητη ευωδία πλημμύριζε το χώρο. Τότε έγινε και το πρώτο θαύμα των ιερών λειψάνων του Οσίου. Ο τεχνίτης που κατασκεύασε ένα κουβούκλιο για την κάρα του Οσίου έπασχε από ανίατη ασθένεια των πνευμόνων έχοντας συχνές αιμοπτύσεις. Μόλις ασπάστηκε την κάρα και την τοποθέτησε στο κουβούκλιο, γιατρεύτηκε. Από εκείνη τη μέρα απλώθηκε η φήμη του Οσίου ως θαυματουργού σε όλη τη χώρα. Όταν έπειτα από πολλά έτη οι πατέρες της Ι. Μ. Φλαμουρίου ταξίδεψαν για ελεημοσύνη στην Εύβοια, μετέφεραν μαζί τους και ένα τεμάχιο των λειψάνων του Οσίου Συμεών. Όταν αφίχθησαν στους Ωρεούς, και κατόπιν επιθυμίας ενός υδρωπικού ασθενούς, έκαναν επίσκεψη στο σπίτι του. Εκείνος μόλις ασπάστηκε το λείψανο και ήπιε αγιασμό, αμέσως απελευθερώθηκε από την μέχρι τότε ανίατη ασθένειά του. Στη συνέχεια ο θεραπευμένος παραχώρησε όλη του την περιουσία στην Μονή του Φλαμουρίου και ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα. Η μνήμη του Οσίου τιμάται την 19η Απριλίου. “Κατακαμπτομένους εν πειρασμοίς, Συμεών θεόφρων, τη πρεσβεία σου προς Θεόν, ζάλης πολυπλόκου, πόθου τε και κινδύνων, ρύσαι τους σε τιμώντας, αξιοθαύμαστε.”

11. Ο Άγιος Παρθένιος επίσκοπος Ραδοβισδίου Άρτας (21/7/1777) Ο Παρθένιος καταγόταν από το χωριό Βατσουνιά της Δυτικής Θεσσαλίας. Από μικρός ζούσε ασκητικά. Όταν έφτασε στην κατάλληλη ηλικία ανήλθε στο αξίωμα του επισκόπου Ραδοβισδίου355 της Ηπείρου. Αυτό όμως δεν άλλαξε σε τίποτα τον 354. Αναφερόμαστε στα δύσκολα χρόνια των αρχών του 17ου αιώνα λίγο πριν, αλλά και μετά, την επαναστατική κίνηση του Διονύσιου του Φιλοσόφου. 355. Η περιφέρεια που εποίμενε ο Άγιος ήταν το ΒΔ τμήμα του σημερινού Ν. Άρτας και συγκεκριμένα οι

προηγούμενο τρόπο ζωής του Αγίου. Εξακολουθούσε την ίδια λιτή και ασκητική ζωή, με προσευχή, εγκράτεια και νηστεία, έχοντας κάνει το σώμα του κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Του άρεσε να εξέρχεται συχνά στο ύπαιθρο και να παρακολουθεί τα κοπάδια των προβάτων και των αγελάδων τα οποία συνήθιζε να ευλογεί. Κοιμήθηκε εν Κυρίω την 21η Ιουλίου του 1777. Τάφηκε πίσω από το Άγιο Βήμα της εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων του Βελεντζικού. Όταν μετά από έτη, την 21 Ιουλίου έγινε η ανακομιδή των λειψάνων, άρχισε να πέφτει μια λεπτή βροχή και να αναδύεται μια ευωδία σ΄ όλο το χωριό. Από αυτό το συμβάν αναγνωρίστηκε η αγιότητα του Παρθενίου. Όταν οι συγγενείς του Αγίου ήρθαν από τη Βατσουνιά να παραλάβουν τα λείψανά του, οι κάτοικοι του Βελεντζικού αρνήθηκαν και προσέφυγαν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ο πατριάρχης αποφάνθηκε ότι η τίμια κάρα του Αγίου έπρεπε να παραμείνει στο Βελεντζικό. Σήμερα ένα τμήμα του λειψάνου του βρίσκεται αποθησαυρισμένο στη Μονή Δουσίκου των Τρικάλων. Ακόμα και στα χρόνια μας, σε περιπτώσεις επιδημιών στα ζώα της περιοχής, οι κάτοικοι προσφεύγουν στη Μονή και ζητούν τις πρεσβείες του Αγίου Παρθενίου.

12. Ο Όσιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω (23/1) Ο Όσιος γεννήθηκε πριν το 1500 στο χωριό Σκλάταινα (Δρακότρυπα) της Καρδίτσας356. Οι φτωχοί μα ευσεβείς γονείς του, Νικόλαος και Θεοδώρα, του έδωσαν το όνομα Δημήτριος. Μετά το θάνατο των γονέων του, σε ηλικία 18 ετών, εκάρη μοναχός (δόκιμος) στην Ι. Μ. Μεγάλου Μετεώρου από το γέροντα Άνθιμο που του έδωσε το όνομα Δανιήλ. Αναζητώντας περισσότερη ησυχία μετέβη στην Ι. Μ. Καρακάλλου, όπου ως μεγαλόσχημος μοναχός πήρε το όνομα Διονύσιος. Ζώντας με αυστηρή άσκηση και νηστεία που θύμιζε άγγελο, επιβλήθηκε με τα χαρίσματά του σε όλους τους πατέρες του Αγίου Όρους και εξελέγη ηγούμενος της βουλγαρικής τότε Μονής Φιλοθέου. Όμως εξαιτίας των πλειοψηφούντων στη Μονή Βουλγάρων, που αντιδρούσαν στην παρουσία του, εγκατέλειψε την αγιορείτικη πολιτεία και λίγο μετά το 1520 εγκαταστάθηκε στην περιοχή της Βέροιας όπου ίδρυσε την Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, ο κόσμος, θαυμάζοντας την ισάγγελη πολιτεία του Οσίου, συνέρρεε όλο και πιο πολύς, ενώ η τοπική εκκλησία ζήτησε απ΄ το Διονύσιο να αναλάβει τη θέση του επισκόπου που τότε είχε χηρέψει. Ο Διονύσιος, επειδή ήθελε να αποφύγει την εκλογή του από ταπείνωση, αναχώρησε και πάλι. Εγκαταστάθηκε σε ένα σπήλαιο του Ολύμπου, που σώζεται ως τις μέρες μας, ζώντας το γνωστό του ασκητικό βίο. Από εκεί, διωγμένος από κάποιους ντόπιους, μετέβη προσωρινά στην περιοχή του Β. Πηλίου, όπου έκτισε την Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Σουρβιάς357 (δες φωτογραφία).

περιοχές των τέως Δήμων Ηρακλείας (Κάτω Ραδοβίσδι) και Τετραφυλλίας (Άνω Ραδοβίσδι). Η επισκοπή αυτή είχε έδρα μέχρι το 1830 την κωμόπολη Βελεντζικό. Το έτος 1854, λόγω της επανάστασης στη Θεσσαλία οι Τουρκαλβανοί αποτέφρωσαν την μέχρι τότε ακμάζουσα πόλη που κατοικούνταν από 2.0002.500 κατοίκους. Ο τότε εφημέριος του Ι. Ν. Αγίων Αναργύρων διέσωσε την αγία κάρα του Παρθενίου. 356. Δες σημείωση 18. 357. Η Μονή αυτή καταστράφηκε πυρπολούμενη από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1821.

Το 1542 επέστρεψε στον Όλυμπο, όπου τη φορά αυτή έκτισε μια Μονή στο όνομα της Αγίας Τριάδος και πάλι. Εκεί συγκεντρώθηκαν σε λίγους μήνες λόγω της φήμης του Οσίου πολλοί μοναχοί. Ο Διονύσιος περιόδευε συχνά στα χωριά κηρύττοντας και στηρίζοντας τους υπόδουλους συμπατριώτες του. Πολλά θαύματα έκανε ο Άγιος στο Πήλιο, τη Βέροια, τη Ραψάνη, κ. α. Εκοιμήθη εν Κυρίω την 23η Ιανουαρίου 358, λίγο μετά το 1550, ημερομηνία κατά την οποία εορτάζεται η μνήμη του. Η γενέτειρα του Διονυσίου Δρακότρυπα359, πανηγυρίζει τη μνήμη του οσίου της τέκνου την τελευταία Κυριακή του Ιουλίου. Η κάρα του Οσίου βρίσκεται αποθησαυρισμένη στην Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου του Ολύμπου (νέα Μονή). “Εν σαρκί ως άσαρκος έζησας Πάτερ, και τοις ασάρκοις νυν συνευφραίνει νόοις.”

13. Ο Άγιος Αρσένιος Ελασσόνας εκ Καλογριανών (13/1/1621) Ο Άγιος Αρσένιος γεννήθηκε το 1550 στα Καλογριανά της Καρδίτσας και ήταν μέλος της πολύτεκνης οικογένειας του ιερέα Θεοδώρου και της Χρυσάφης. Η μητέρα του που ήταν ανιψιά του Αγίου Βησσαρίωνα, μετά το θάνατο του ιερέα-συζύγου της εκάρη μοναχή με το όνομα Χριστοδούλη. Στα Τρίκαλα μορφώθηκε ο Αρσένιος, έπειτα εκάρη μοναχός και χειροτονήθηκε διάκονος στην Ι. Μ. Δουσίκου. Το 1579 χειροτονήθηκε ιερέας, ενώ λίγο αργότερα σπούδασε στη Σχολή του Πατριαρχείου και έγινε εφημέριος στον Ι. Ν. της Παμμακαρίστου. Το 1584 ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Β΄ ο Τρανός, ο από Λαρίσης (που είχε ανεβεί στο θρόνο για δεύτερη φορά), χειροτόνησε τον Αρσένιο Επίσκοπο Ελασσόνας και Δομενίκου.

358. Σύμφωνα με το Συναξαριστή του, Νικόδημο Αγιορείτη, ο όσιος κοιμήθηκε την 24η Ιανουαρίου. 359. Ο Μτθ. Λαγγής στο έργο του “Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας” πιστεύει ότι ο

Άγιος Διονύσιος γεννήθηκε στη Σκλάταινα των Τρικάλων (σημ. Ρίζωμα), που βρίσκεται σε απόσταση 14 χλμ. Από τα Τρίκαλα. (Μτθ. Λαγγής, ό.π., τόμος 1, σελ. 590). Αυτή η άποψη δεν μπορεί να αποκλειστεί.

Εικ. Η Ελασσόνα κατά την Τουρκοκρατία. Γκραβούρα από τη Γεννάδιο Βιβλιοθήκη.

Δυο έτη αργότερα μετέβη για μια διορθόδοξη συνάντηση στη Μόσχα, αλλά κατά την επιστροφή του διέμεινε επί διετία στην πόλη Λβωφ της Ουκρανίας, μετά από παράκληση των εκεί Ορθοδόξων της ελληνικής παροικίας, για να ενισχύσει τον αγώνα τους κατά της Ουνίας360. Το 1588 συνόδεψε τον πατρ. Ιερεμία, που είχε αποκατασταθεί για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο της Κων/λης, στη Μόσχα, όπου, μετά από παρότρυνση του τσάρου Θεοδώρου Ιβάνοβιτς, εγκαταστάθηκε. Δεν ξέχασε όμως ποτέ τους σκλάβους ομοδόξους του. Πολύ συχνά έστελνε εικόνες και άλλα δώρα στις Ι. Μονές και τα Πατριαρχεία που υπέφεραν από τον οθωμανική κυριαρχία. Το 1597 έγινε αρχιεπίσκοπος Αρχαγγέλων (Αρχαγγέλσκ) και το 1613 αρχιεπίσκοπος Τβέρης (Τβερ) και Κασίν. Από το 1615, τέλος, δεποίμανε την Αρχιεπισκοπή Σουζντέλ και Ταρουσίου. Εκοιμήθη την 13η Απριλίου του 1621. Άφησε πίσω του αξιόλογο συγγραφικό έργο. Ο μητροπολίτης Κύριλλος Β΄ την 19η Ιουνίου του 2006 προνόησε για την αποθησαύριση ενός τεμαχίου των ιερών λειψάνων του Αγίου στον Ι. Ναό Ζωοδόχου Πηγής Καλογριανών.

14. Ο Ιερομάρτυρας Σεραφείμ361, επίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου από την Πεζούλα (4/12/1601) Γεννήθηκε από ευσεβείς γονείς, το Σωφρόνιο και τη Μαρία, γύρω στο 1550-60 στην Πεζούλα των Αγράφων. Τα πρώτα του γράμματα τα διδάχτηκε στην Ι. Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, λίγο πιο μακριά από το χωριό του. Ενήλικας εκάρη μοναχός στη Μονή Κορώνης. Να σημειώσουμε ότι η Μονή αυτή ήταν γνωστή και με άλλες ονομασίες, όπως Κυρίας Θεοτόκου ή Κρυεράς Πηγής Αγράφων. Αργότερα χειροτονήθηκε ιερέας και λόγω της πνευματικής και ενάρετης ζωής του, εξελέγη ηγούμενος της Ι. Μ. Κορώνης. Επί των ημερών η Μονή γνώρισε μεγάλη ακμή και δόξα. Λίγο πριν το τέλος του 16ου αιώνα χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου. Το 1601, μετά την πρώτη αποτυχημένη επανάσταση του μητροπολίτη της Λάρισας Διονυσίου του Φιλοσόφου, συνελήφθη από τους Οθωμανούς στο Φανάρι, με την ψευδή κατηγορία ότι συνέβαλε σ΄αυτή την 360. Η Ουνία οργανώθηκε από τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, σαν δούρειος ίππος, με σκοπό να αλώσει “εκ

των ένδον” την Ορθοδοξία σε διάφορες Ανατολικές χώρες της Ευρώπης. Το θέμα της Ουνίας αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στη συνεννόηση της Ορθοδοξίας με την Παπική εκκλησία, το οποίο, παρά τους “εναγκαλισμούς” διαφόρων μεγαλόσχημων κληρικών, παραμένει στο προσκήνιο, με υπαιτιότητα των Παπικών που δεν δείχνουν διάθεση επανόδου στην ορθή πίστη.. 361. Περισσότερες λεπτομέρειες δες: Μτθ. Λαγγής, ό. π., τ. 12ος, σ. 148-156.

επανάσταση. Με απειλές και υποσχέσεις για τιμές στην αρχή, προσπάθησαν οι τύραννοι να τον κάνουν να αρνηθεί την πίστη του. Ο Τούρκος πασάς της περιοχής, βλέποντας τη σθεναρή του πίστη, έδωσε εντολή να τον δείρουν ανηλεώς και εν συνεχεία να του κόψουν τη μύτη και να ξεσκίσουν τις σάρκες του με πέτρες. Όλα αυτά τα υπέφερε με θάρρος και καρτερία. Εν τέλει τον οδήγησαν στην αγορά του Φαναρίου, κοντά σ΄ ένα κυπαρίσσι και τον σούβλισαν ζωντανό την 4η Δεκεμβρίου του 1601. αυτή την ημέρα έκτοτε η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του. Σήμερα, στο χώρο που ο μάρτυρας άφησε την τελευταία του πνοή, υψώνεται ένας ναός στο όνομα του Αγίου Σεραφείμ. Στο Φανάρι η μνήμη του τιμάται και την τελευταία Κυριακή του Σεπτεμβρίου, ενώ στην Καρδίτσα, που τιμάται ως πολιούχος, την Κυριακή των Μυροφόρων. Η κάρα του Αγίου βρίσκεται σήμερα αποθησαυρισμένη στην Ι. Μ. Κορώνης. “Χρίσματι αγίω τελειωθείς, θερμώς αναδέχη, το μαρτύριον της ζωής. Ου γαρ επαισχύνθης τον ευαγή αγώνα, ω Σεραφείμ διό σε, Χριστός εδόξασε.”

15 Ο Άγιος Κωνσταντίνος εκ Κάπουας (18/8/1610) Πρόκειται για τον τελευταίο, χρονολογικά362, επίσημα αναγνωρισμένο Άγιο της Θεσσαλίας. Ο Άγιος γεννήθηκε Μουσουλμάνος και ονομαζόταν Σαϊμ Ήταν μάλιστα γιος του μπέη της περιοχής του Καππά Καρδίτσας. Η μύησή του στις αλήθειες της Ορθοδοξίας έγινε από έναν λόγιο μοναχό της Ι. Μ. Αγίου Νικολάου Καππά. Ο ίδιος μοναχός τον βάπτισε στο μοναστήρι αυτό, δίνοντάς του το όνομα Κωνσταντίνος. Όπως ήταν φυσικό, η αντίδραση του πατέρα του Αγίου ήταν σφοδρή. Θέλησε να σκοτώσει τους μοναχούς της Μονής, αλλά αυτοί είχαν προλάβει να διαφύγουν. Έτσι ξέσπασε το μένος του πάνω στο κτίριο της Μονής καίγοντάς το. Μετά στράφηκε στο γιο του και με παρακλήσεις και απειλές προσπαθούσε να τον κάνει να αρνηθεί το Χριστό. Βλέποντας το αμετάπειστο του Κωνσταντίνου, διέταξε τους φρουρούς του να τον φυλακίσουν μέχρι να επιστρέψει στην προγονική του πίστη. Όμως οι μέρες περνούσαν και ο Κων/νος παρέμενε στέρεος στην πίστη του Χριστού. Η οργή του πατέρα του, όμως, δεν είχε πια όρια. Διέταξε τους φρουρούς να τον βασανίσουν και εάν, ούτε τότε, μετάνιωνε να τον απαγχονίσουν. Έτσι και έγινε. Οι στρατιώτες τον οδήγησαν έξω από το χωριό και τον κρέμασαν από ένα πλατάνι. Όμως επειδή το σκοινί κόπηκε, τρεις μάλιστα φορές, οι δήμιοι τον αποκεφάλισαν. Η ημερομηνία του μαρτυρίου του ήταν η 18η Αυγούστου του 1610. μετά από πρόταση της Ι. Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφαρσάλων, στις 31/5/2007, το Οικουμ. Πατριαρχείο προέβη σε επίσημη αναγνώριση του Αγίου. Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του την 18ην Αυγούστου. “Χαίρε της Καπούης ο οδηγός και της Ορθοδοξίας μάρτυρας σθεναρός. Μέμνησο τους οικέτας Κωνσταντίνε μάρτυς, πρεσβεύων τω Κυρίω τους σε προστρέχοντας.” (κοικ)

16. Ο Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Νέος ο εν Τυρνάβω (30/12/1818) Ο Νικόλαος, όπως αρχικά ονομαζόταν ο Άγιος, ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά 362. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ανακύρηξε Άγιο τον Κων/νο την 31η Μαϊου του 2007.

του Αυγερινού και της Κυράτζας, γονέων ευσεβών που κατάγονταν από τα Κάπουρνα363 της Θεσσαλίας. Γεννήθηκε το 1766. Λόγω της φτώχειας της οικογένειας, ο Νικόλαος στάλθηκε σε ένα συγγενικό πρόσωπο στο Βελεστίνο που διατηρούσε παντοπωλείο, ενώ η υπόλοιπη οικογένεια εγκαταστάθηκε στο γειτονικό Γερμί364. Ένας όμως Οθωμανός του Βελεστίνου τον άρπαξε βίαια απ΄ το παντοπωλείο και τον έβαλε, δωδεκαετή όντα, να υπηρετεί το χαρέμι του. Όταν ο πατέρας του Οσίου αναζήτησε το γιο του στο σπίτι του Οθωμανού, διώχτηκε με τη δικαιολογία πως ο Νικόλαος επρόκειτο να περιτμηθεί (να γίνει Μουσουλμάνος). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Νικόλαος πράγματι περιετμήθη και μετονομάστηκε Ιμπραήμ. Όμως, μόλις δυο μήνες αργότερα, ο μικρός αρνησίθρησκος κατάλαβε το λάθος του και κατέφυγε στον πατέρα του μετανιωμένος πικρά. Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο Κεραμίδι και εκεί ο μικρός Νικόλαος άρχισε να μαθαίνει την τέχνη του κτίστη, ενώ λίγο αργότερα αναχώρησε με κάποιους συναδέλφους του για την Κρήτη. Επειδή εκεί οι κτίστες του φέρονταν άσχημα, ο Νικόλαος κατέφυγε σ΄ έναν ιερέα, ο οποίος όχι απλά τον δέχτηκε στοργικά αλλά τον υιοθέτησε. Όταν ο ιερέας αυτός πέθανε, ο Νικόλαος αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου στην Ι. Μ. Καρακάλλου ενεδύθη το μοναχικό σχήμα μετονομαζόμενος Γεδεών. Η ζωή του εκεί ήταν άκρως ασκητική, πλήρης νηστειών, αγρυπνιών και γονυκλισιών, τιμωρώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τον εαυτό του για το μεγάλο του ολίσθημα. Στην Ι. Μονή έμεινε τριάντα πέντε χρόνια και έπειτα, έχοντας διαβάσει πολλούς βίους αγίων, κυρίως δε μαρτύρων προτρεπτικούς προς τη δική του ομολογία που σχεδίαζε, αναχώρησε για τη Ζαγορά. Από εκεί έφτασε στο Βελεστίνο και προσποιούμενος τον σαλό365, πείραζε και ενοχλούσε τους Οθωμανούς. Οι Τούρκοι τον άφησαν ελεύθερο αφού πρώτα τον ξυλοκόπησαν άγρια. Δεν τον φόνευσαν γιατί τον θεωρούσαν ως “μη έχοντα φρένας”. Κάποιοι Χριστιανοί του Βελεστίνου τον παρέδωσαν μισοπεθαμένο απ΄ τα χτυπήματα στην αδελφή του Δάφνη που ήταν παντρεμένη στο γειτονικό χωριό Ταμπιγλή366. Όταν στο χωριό αυτό μετά από λίγο καιρό εμφανίστηκαν οι στρατιώτες του Βελή πασά, ο Άγιος άρπαξε την ευκαιρία και παρουσιάστηκε μπροστά τους ομολογώντας το Χριστό. Παρ΄ όλες όμως τις προσπάθειες που έκανε εκεί αλλά και στα Κανάλια, δεν αξιώθηκε του μαρτυρίου που επιζητούσε. Έτσι επέστρεψε στο Άγιο Όρος, όπου υπηρετούσε το διακόνημα του εκκλησιάρχη. Μια νύχτα, κι ενώ βρισκόταν στο ναό της διακονίας του, άκουσε μια φωνή από την εικόνα του Παντοκράτορα που του έλεγε: “Όποιον με αρνηθεί ενώπιον των ανθρώπων, αυτόν κι εγώ θα τον αρνηθώ μπροστά στον πατέρα μου στους ουρανούς367.” Μετά απ' αυτό ο Άγιος αναχώρησε και πάλι μέσω θαλάσσης προς τη Ζαγορά κι από εκεί στο Βελεστίνο. Εκεί όμως το μόνο που πέτυχε με την πρώτη του ομολογία ήταν ραβδισμοί και εκδίωξη. Τότε ο Γεδεών μετέβη στην Αγριά και αφού ζήτησε ακρόαση από τον εκεί διοικητή άρχισε να βρίζει τη θρησκεία του Μωάμεθ. Τότε ο αγάς της Αγριάς έστειλε γράμμα στο Βελή εκθέτοντας όσα κατά της θρησκείας τους εξαπέλυε ο Άγιος. Ο Βελής διέταξε να τον φέρουν δεμένο στην έδρα του, τον Τύρναβο, 363. Σήμερα Γλαφυρές Βόλου. 364. Ξερολίθι Βελεστίνου. 365. Σαλός=Άνθρωπος που του είχε σαλέψει το λογικό. Πολλοί άγιοι της Εκκλησίας έχουν προσποιηθεί τον σαλό για να μην τους δοξάζουν οι άνθρωποι. 366. Πρόκειται για διαλυμένο οικισμό της περιοχής Βελεστίνου. 367. Ματθαίου, Ι΄ 33.

πράγμα που έγινε. Εκεί ο γιος του Βελή διέταξε τον Γεδεών ν' απολογηθεί. Εκείνος του εξιστόρησε πώς εξαπατήθηκε, έφηβος ων, και αρνήθηκε το Χριστό, καθώς και ότι πλέον είχε μετανιώσει για την πράξη του αυτή. Ο Βελής διέταξε να τον φυλακίσουν και την επομένη κάλεσε από τη Λάρισα τους επίσημους Οθωμανούς και τον μουλά απαιτώντας από τον Άγιο να απολογηθεί ξανά. Οι Τούρκοι προσπάθησαν με κολακείες, στην αρχή, και απειλές, αργότερα να τον επαναφέρουν στο Μωαμεθανισμό. Βλέποντας όμως ο Βελής το ανδρείο της θέλησής του, διέταξε να του ξυρίσουν το κεφάλι κι έπειτα να τοποθετήσουν στην θέση των μαλλιών του την κοιλιά ενός προβάτου. Στη συνέχεια, έτσι όπως τον είχαν μεταμορφώσει, τον ανέβασαν ανάποδα πάνω σε ένα γάιδαρο και τον διαπόμπευσαν στους κεντρικούς δρόμους του Τυρνάβου. Ο Βελής, βλέποντας ότι ο Άγιος χαιρόταν γι΄αυτό, φρένιασε και διέταξε να του κόψουν τα τέσσερα άκρα. Έτσι κολοβωμένο και αδύναμο το σώμα του Αγίου αφέθηκε να ποτίζει με το αίμα του την παγωμένη αυλή του πασά. Τότε ένας, εξ Εβραίων νεοφώτιστος, Χριστιανός πήγε κοντά του ζητώντας την ευχή του. Ο Μάρτυρας του έδωσε την ευχή του και προφήτευσε ότι, πριν περάσει ένας χρόνος, οι ηγεμόνες των Οθωμανών Τουρκαλβανοί (Αλής, Βελής), θα πάθαιναν παντελή καταστροφή. Ο Άγιος Γεδεών, βασανιζόμενος για λίγες ακόμα ώρες, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο την 30η Δεκεμβρίου 1818368. Το σώμα του Αγίου κηδεύτηκε με τιμές πίσω από το Ιερό Βήμα του Ναού των Δώδεκα Αποστόλων του Τυρνάβου. Όσο για την προφητεία του Αγίου γνωρίζουμε ότι πραγματοποιήθηκε την 14η Μαρτίου του 1819. Ο σουλτάνος σκότωσε τον Βελή και τον πατέρα του Αλή. “Χαίροις των Οσίων ο μιμητής. Χαίροις των Μαρτύρων, θιασώτης και μιμητής. Εν γαρ αμφοτέροις, νομίμως διαπρέψας, Οσιομάρτυς ώφθης, Γεδεών ένθεος.”

17. Ο Άγιος Νεομάρτυρας Νικόλαος εκ Μετσόβου369 (Τρίκαλα 16/5/1617) Ο Άγιος Νικόλαος καταγόταν από το Μέτσοβο της Ηπείρου, αλλά στη νεανική του ηλικία εγκαταστάθηκε στα Τρίκαλα και εργαζόταν σ΄ ένα αρτοπωλείο της πόλης. Δυο-τρία έτη αργότερα πείστηκε από κάποιους Οθωμανούς που έκανε παρέα να αρνηθεί του Χριστό και να γίνει Μουσουλμάνος. Όμως σύντομα κατάλαβε το λάθος του, μετάνιωσε και επέστρεψε στο Μέτσοβο ζώντας πια χριστιανική ζωή. Λίγα χρόνια αργότερα μαζί με κάποιους συμπατριώτες που φόρτωσε το άλογο του με δαδί και μετέβη στα Τρίκαλα για να πουλήσει το φορτίο του. Εκεί όμως τον αναγνώρισε ένας Τούρκος κουρέας370 και άρχισε να τον κατηγορεί. Φοβισμένος ο Νικόλαος, του χάρισε το φορτίο του δαδιού, παρακαλώντας τον να μην τον καταδώσει. Εκείνος πήρε το φορτίο και του υποσχέθηκε να μην τον φανερώσει ποτέ, υπό την προϋπόθεση να του φέρνει κάθε χρόνο ένα φόρτωμα δαδιού, εξασφαλίζοντας έτσι την εχεμύθειά του. Όμως αργότερα ο Νικόλαος μετανόησε για την υπόσχεσή του αυτή και ζήτησε τη βοήθεια του πνευματικού του. Ο Άγιος εξομολογήθηκε το αμάρτημά του και, παρά τις αντιρρήσεις του γέροντά του, εξασφάλισε την ευχή του 368. Μτθ. Λαγγής, ό. π., τ. ΙΒ΄, σ. 761-771. 369. Μτθ. Λαγγής, ό. π., τ. Ε΄, σ. 447-450. 370. Οι κουρείς των Οθωμανών συνήθιζαν να κάνουν εκείνην την εποχή και τις περιτομές. Είναι λοιπόν πιθανόν γι' αυτό το λόγο να τον γνώριζε.

για το μαρτύριο. Επέστρεψε στα Τρίκαλα και παρουσιάστηκε στον κουρέα ο οποίος μεγαλόφωνα και παρουσία μεγάλου πλήθους Οθωμανών, τον κατήγγειλε ότι εγκατέλειψε το Μωαμεθανισμό. Οι Οθωμανοί τον άρπαξαν και τον οδήγησαν στο δικαστή. Εκεί, στη σχετική ερώτηση του δικαστή, ο μάρτυς απάντησε με γενναιότητα ότι ήταν Χριστιανός και Χριστιανός σκόπευε να πεθάνει. Μετά από τις συνηθισμένες κολακείες, υποσχέσεις και απειλές, με διαταγή του δικαστή, ραβδίστηκε άγρια κι έπειτα ρίχτηκε στη σκοτεινή φυλακή. Εκεί τον τυραννούσαν με το μαρτύριο της δίψας και της πείνας. Έπειτα από λίγες ημέρες ο δικαστής διέταξε και πάλι να τον φέρουν στο δικαστήριο. Εκεί ο Νικόλαος έμεινε αμετάθετος στην ορθή πίστη παρά τις απειλές των Οθωμανών. Τότε ο δικαστής διέταξε να ανάψουν μια μεγάλη φωτιά στο κέντρο της αγοράς των Τρικάλων και να ρίξουν μέσα σ΄αυτή τον Άγιο. Έτσι την 16η Μαϊου του 1617 ο Άγιος Νικόλαος χαρούμενος και προφέροντας δοξολογίες, παρέδωσε την αγία του ψυχή. Ένας Χριστιανός αγγειοπλάστης, ευλαβούμενος τον Άγιο, έδωσε λίγα χρήματα σε κάποιους Τούρκους και πήρε την κάρα του Αγίου και την έκρυψε σ΄ ένα τοίχο του σπιτιού του. Μερικά χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του αγγειοπλάστη, κι ενώ κάτοχος του σπιτιού ήταν ένας Χριστιανός ονόματι Μέλανδρος, την ημέρα της μνήμης του Αγίου είδε ένα λαμπρό φως σ΄ έναν από τους τοίχους του σπιτιού του. Αφού έσκαψε τον τοίχο, βρήκε την τίμια κάρα και την παρέδωσε στην Ι. Μ. Βαρλαάμ των Μετεώρων. Μεταξύ των θαυμάτων του Αγίου Νικολάου αναφέρεται η λύτρωση από το θανατικό που μάστιζε τη Ντισκάτα371, η ελευθέρωση των Καλαρρύτων από κάποια λοιμική ασθένεια, κ. α. “Ιν΄ εκφύγης πυρ της γεέννης, παμμάκαρ, το πυρ υπέστης, Νικόλαε ευθύφρον.”

18. Οι Όσιοι Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες, κτήτορες της Ι. Μ. Βαρλαάμ (17/5) Οι δύο Όσιοι ήταν αδέλφια και γεννήθηκαν μετά το 1460 στα Γιάννενα. Οι οικογένειές τους ήταν από τις πιο σημαντικές και αρχοντικές της Ηπείρου. Παρ΄ όλη όμως την κοσμική δύναμη της οικογένειάς τους, επτά μέλη των Αψαράδων, δηλαδή οι γονείς και οι τρεις αδελφές των Οσίων, όπως βέβαια και οι ίδιοι, ακολούθησαν την ασκητική ζωή. Ο Νεκτάριος και ο Θεοφάνης μόνασαν στο νησί της Παμβώτιδος λίμνης έχοντας πνευματικό τους οδηγό έναν άγιο γέροντα, το Σάββα. Μαζί μ΄ αυτόν το φωτισμένο πνευματικό έμειναν δέκα έτη και τότε, αφού διδάχτηκαν τέλεια τη μοναχική ζωή, χειροτονήθηκαν απ΄ αυτόν ιερείς. Μετά το θάνατο του πνευματικού τους οι Αψαράδες επισκέφτηκαν την Ι. Μ. Διονυσίου στον Άθωνα. Εκεί συνάντησαν τον Άγιο πρώην Πατριάρχη Νήφωνα372, ο οποίος τους συμβούλευσε να επιστρέψουν στη μετάνοιά τους στο νησί των Ιωαννίνων. Όταν όμως αυτοί επέστρεψαν, είδαν ότι άλλοι μοναχοί είχαν καταλάβει το ασκηταριό τους. Έτσι αποφάσισαν να κτίσουν ένα άλλο ησυχαστήριο στο εσωτερικό του νησιού αναγείροντας ταυτόχρονα (1507) έναν Ιερό Ναό στη μνήμη του Τιμίου Προδρόμου. Επειδή όμως οι Όσιοι δεν έβρισκαν εκεί την ποθούμενη ησυχία, εγκατέλειψαν το 1511 το νησί και ήρθαν στα Μετέωρα. Εκεί, με την ευλογία του ηγουμένου της Ι. Μ. του Μεγάλου Μετεώρου, έζησαν στο λεγόμενο Στύλο του Τ. Προδρόμου. Αφού αγωνίστηκαν εκεί για επτά έτη, με 371. Πρόκειται για τη Δεσκάτη των Γρεβενών. 372. Η μνήμη του εορτάζεται την 11η Αυγούστου.

προτροπή του τότε Μητροπολίτη Λάρισας373, επιχείρησαν νέα ανάβαση σ΄ έναν απρόσιτο βράχο, που ονομαζόταν Πέτρα του Βαρλαάμ που τότε (1518) ήταν έρημος. Εκεί οι Όσιοι βρήκαν τα θεμέλια του Ναού των Τριών Ιεραρχών, που είχε αναγείρει δύο αιώνες πριν ο Όσιος Βαρλαάμ374, και κατόρθωσαν να τον ανοικοδομήσουν. Στο βράχο αυτό άρχισαν να συρρέουν και άλλοι μοναχοί κι έτσι μέσα σε λίγα χρόνια έγινε ένα τέλειο μοναστήρι. Λόγω του πλήθους των ασκητών, οι δυο αδελφοί έκτισαν και νέο μεγαλοπρεπή ναό προς τιμήν των Αγίων Πάντων, ο οποίος αποπερατώθηκε το 1544. από τότε ο νέος Ι. Ναός αποτελεί το Καθολικό της Μονής. Εκτός τούτων όμως οι Όσιοι δεν αμέλησαν καθόλου και για την πνευματική πρόοδο των μοναχών του κοινοβίου. Με τα χρόνια, μάλιστα, ο αριθμός των μοναζόντων αυξήθηκε πολύ, λόγω και της φήμης των δύο Οσίων. Ο Θεοφάνης εκοιμήθη την 17ην Μαϊου του 1544 και ο αδελφός του Νεκτάριος την 7η Απριλίου του 1550. Η Εκκλησία μας όρισε την ημερομηνία κοιμήσεως του πρώτου Οσίου (17/5) ως την ημέρα της ετήσιας μνήμης και των δύο. “Των δομητόρων ξυνωρίδα την πανόσιον, συν Νεκταρίω Θεοφάνην τον υπέρσοφον, μακαρίσωμεν, το κλέος των Μετεώρων. Ασκηθέντες γαρ νομίμως υπέρ άνθρωπον, τους στεφάνους θείας δόξης εκομίσαντο. Διό κράζομεν: Χαίρετε, Κτήτορες άγιοι.” 375 “Ως άστρα εξέλαμψαν εν Μετεώροις, ομού ο Νεκτάριος συν Θεοφάνει.”

19. Ο Άγιος Βησσαρίων Α΄ ο Ηγιασμένος, Αρχιεπ. Λαρίσης (15/9/1525) Μέχρι το 1920 αρχιεπίσκοπος Λαρίσης με το όνομα Βησσαρίων θεωρούνταν μόνον ένας. Τη χρονιά εκείνη αποκαλύφθηκε μια τοιχογραφία στον Ι. Ναό των Αγίων Αναργύρων Τρικάλων, στην οποία εικονίζονται επτά Άγιοι αρχιεπίσκοποι Λαρίσης. Τέταρτος στη σειρά των Αγίων αυτών εικονίζεται ονοματιζόμενος ο “Άγιος Βησσαρίων ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης (ο Ηγιασμένος)” και έβδομος ο “Άγιος Βησσαρίων ο του Σωτήρος Αρχιεπίσκοπος Λαρίσης376”. Από αυτό, και από διάφορες άλλες πηγές, διαπιστώθηκε ότι οι δύο Αρχιεπίσκοποι Λαρίσης με το όνομα Βησσαρίων ενθρονίστηκαν με διαφορά δύο περίπου δεκαετιών, έχοντας έδρα της ποιμαντορίας τους τα Τρίκαλα. Για τον Βησσαρίωνα τον Α΄ οι ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι διετέλεσε προηγουμένως επίσκοπος Δημητριάδος. “Σκεύος αρετών υπάρξας Βησσαρίων, ένθεν Λαρίσης σοφός ποιμήν εγένου.”

20. Ο Άγιος Βησσαρίων Β΄ ο του Σωτήρος, Αρχιεπ. Λαρίσης (15/9/1541;) Πατρίδα του Αγίου υπήρξε ο οικισμός της Μεγάλης Πόρτας (Μεγάλες Πύλες) στα όρια της σημερινής Πύλης των Τρικάλων. Οι γονείς του, που ήταν ευσεβείς Χριστιανοί, ανέθρεψαν το γιο τους “εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου”. Από την πρώτη παιδική ηλικία ο μικρός Βησσαρίων μάθαινε τα ιερά γράμματα (κοινά) από δασκάλους-ιερωμένους της ιδιαίτερής του πατρίδας. Από την ηλικία των 10-12 ετών 373. Πιθανότατα πρόκειται για τον Μάρκο τον Ηγιασμένο (1500-257), ή τον Βησσαρίωνα Α΄ . 374. Για τον όσιο Βαρλαάμ, κτήτορα του πρώτου Ναού, που ήταν σύγχρονος του Α. Αθανασίου του Μετεωρίτου, δεν διασώθηκε καμιά πληροφορία. 375. Κοντάκιο Θεοτέκνης μοναχής Αγιοστεφανίτισσας. (“Μετέωρα”, τόμος 59-60, Τρίκαλα, 2007, σ. 81.) 376. Μτθ. Λαγγής, ό. π., τ. Θ΄,σ.354, σημ. 1.

είχε αποβάλλει από την καρδιά του κάθε ενδιαφέρον για πλούτο, δόξα, γάμο, κ. α. Θέλησε μάλιστα από πολύ μικρός να ακολουθήσει τον αγγελικό βίο των μοναχών. Έτσι αγαπημένα του αναγνώσματα ήταν τα βιβλία των βίων των Αγίων και των Πατέρων της Εκκλησίας. Ενώ ήταν ακόμα νέος, εγκατέλειψε το πατρικό σπίτι του και προσκολλήθηκε στον Άγιο Μητροπολίτη Λάρισας Μάρκο377 στα Τρίκαλα. Από τότε έμενε στο Γέροντα αυτό για πολλά έτη τηρώντας μεγάλη υπακοή και τέλεια υποταγή. Όταν, μετά από μερικά έτη, χήρεψε η θέση της Επισκοπής Ελασσόνας και Δομενίκου, ο Μητροπολίτης Λαρίσης μαζί με το σύνολο των επισκόπων της Θεσσαλίας ψήφισαν τον Βησσαρίωνα επίσκοπό της. Όμως εκεί δεν έγινε δεκτός και σε λίγα χρόνια αναγκαστήκαμε να αποχωρήσει. Οι δύο λόγοι που δεν έγινε δεκτός ο Άγιος ήταν πρώτα ο φθόνος κάποιων Χριστιανών προς το πρόσωπό του και έπειτα η απαίτηση των κατοίκων της Ελασσόνας να μην υποτάσσεται η επισκοπή τους στη Μητρόπολη Λαρίσης αλλά απευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έτσι ο πατριάρχης της Κων/λης Θεόληπτος (1513-22), τοποθέτησε αντί του Αγίου κάποιον Νεόφυτο (1516-38). Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι έκτοτε ο επίσκοπος της Ελασσόνας οριζόταν πάντα από τον Οικουμ. Πατριάρχη μέχρι και την ανακήρυξη του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Άγιος Βησσαρίων, χωρίς να λυπηθεί για την έξωσή του από τον επισκοπικό θρόνο, επέστρεψε στα Τρίκαλα κοντά στον πνευματικό του πατέρα. Συνέχισε μάλιστα να υπηρετεί σαν ο ταπεινότερος των δούλων με ευλάβεια και τον Γέροντά του και τους φτωχούς ή ξένους που προσέτρεχαν για βοήθεια στη Μητρόπολη. Γύρω στο 1520 εκοιμήθη ο επίσκοπος Σταγών Νικάνωρ και ο λαός της Επισκοπής ζήτησε τον Άγιο Βησσαρίωνα για τη διαποίμανσή του. Στους Σταγούς (Καλαμπάκα) λοιπόν ο Άγιος διετέλεσε επίσκοπος, επιτροπικά, για έξι έτη. Όταν ο πνευματικός του πατέρας, μητροπ. Μάρκος, αναχώρησε για τις “άνω μονές”, ο Βησσαρίων τοποθετήθηκε μητροπολίτης Λαρίσης με απόφαση του Πατριάρχη Ιερεμία Α΄(1522-46). Ο βίος του Αγίου μητροπ. Λαρίσης Βησσαρίωνα ήταν από και πέρα οσιακός. Ήταν η “φιλότεκνος μήτηρ ομού και φιλόστοργος, αγκαλιζόμενη όλους, τρέφουσα όλους, προνοούσα δι΄ όλους378 ...”. Εκτός από το πνευματικό του έργο, ο Άγιος έγινε γνωστός για τα έργα κοινής ωφέλειας που με μέριμνά του έγιναν σε πολλές περιοχές της επαρχίας του. Φημισμένα είναι τα γεφύρια, που με δαπάνες και φροντίδες του κατασκευάστηκαν, τα οποία έζωναν τις όχθες των ορμητικών ποταμών της Δυτ. Θεσσαλίας. Σημαντικότερο, αλλά και δυσκολότερο στην κατασκευή του, γεφύρι, ήταν αυτό του Κοράκου στον Ασπροπόταμο (Αχελώο). Μερικά από τα γεφύρια του Αγίου σώζονται ως τις μέρες μας, όπως για παράδειγμα της Πόρτας-Παναγιάς στον Πορταΐτικο ποταμό. Ο Άγιος είχε την άριστη συνήθεια να μην χειροτονεί επισκόπους της Μητροπόλεώς του τυχαίους ανθρώπους, αλλά τους άξιους και τους ικανούς, τους ανεπίληπτους, τους μιμητές του Χριστού, τους νηφάλιους, τους αφιλάργυρους, τους ειρηνικούς. Λίγα έτη πριν την κοίμησή του οικοδόμησε Ναό στο όνομα της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος καθώς και Ι. Μονή δίπλα στο Ναό αυτό, σε συνεργασία με τον τότε επίσκοπο Καπούης και Φαναρίου Ιγνάτιο. Τέλος, έγραψε τη διαθήκη του, στην οποία συμπεριλαμβάνονταν και οι κανόνες της μοναχικής ζωής για τους ασκητές που άρχισαν να εγκαταβιούν στην Ι. Μ. της Μεταμορφώσεως ή 377. Σύμφωνα με το Συναξαριστή μητροπολίτης ήταν τότε ο Βησσαρίων Α΄ . 378. Μτθ. Λαγγής, ό. π., τ. Θ΄, σ. 371.

Δουσίκου, όπως λεγόταν αλλιώς. Νιώθοντας ότι το τέλος της επίγειάς του ζωής πλησίαζε, λόγω μιας χρόνιας αρρώστιας που τον ταλαιπωρούσε, προσκάλεσε τους αρχιερείς των Επισκοπών του και όλους τους μοναχούς τους οποίους νουθέτησε για τελευταία φορά και, αφού τους χαιρέτισε ασπαζόμενος έναν προς έναν, εκοιμήθη ειρηνικά την 15η Σεπτεμβρίου του 1541. Το σκήνωμα του Αγίου ενταφιάστηκε στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μια ώρα μακρύτερα από τη Μονή. Πλήθος θαυμάτων αποδίδονται στον Άγιο Βησσαρίωνα. Εκτενείς αναφορές μπορούμε να δούμε στον Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκδ. Μτθ. Λαγγή, στον Θ΄ τόμο και τις σελίδες 178-390. “Χαίροις Βησσαρίων Πάτερ σοφέ, Πρόεδρε Λαρίσης και Οσίων ο μιμητής. Χαίροις Βησσαρίων συνώνυμε του πρώτου, ποιμένες Λαρισαίων, αξιοθαύμαστοι.” “Ο των Λαρισαίων μέγας ποιμήν, και των μοναζόντων ο προστάτης και οδηγός, Βησσαρίων πάτερ, Παμμάκαρ Ιεράρχα, ημών των σε τιμώντων, αεί μνημόνευε.”

21. Ο Άγιος Ιερομάρτυρας Γρηγόριος, Επίσκοπος Υπάτης Ο Άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε στη Θήβα. Διετέλεσε επίσκοπος Υπάτης στις αρχές του 18ου αιώνα. Σφαγιάστηκε από τους Τούρκους μπροστά στην Αγία Τράπεζα του Ι. Ναού Αγίου Νικολάου της Υπάτης την παραμονή (Πέμπτη) του Ακαθίστου Ύμνου το 1711. (Αναφερόμαστε συνοπτικά και στον Άγιο αυτό, διότι η Υπάτη ανήκε ιστορικά στην ευρύτερη Θεσσαλία.)

22. Ο Όσιος Νήφων ο Νέος Κοινοβιάρχης (28/12/1809) Ο Όσιος Νήφων ήταν ο ιδρυτής της Ι. Μονής Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο. Εκοιμήθη εν ειρήνη το 1809. Η μνήμη του τιμάται την 28η Δεκεμβρίου.

23. Ο Όσιος Γεράσιμος, κτήτωρ της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος Σουρβιάς (15379/9) Ο Γεράσιμος καταγόταν από το χωριό Λεοντάρι της Πελοποννήσου. Από την ηλικία των οκτώ ετών οι γονείς του τον έβαλαν σε Σχολείο για να μάθει τα ιερά γράμματα. Επειδή μάλιστα έδωσε ολόκληρο τον εαυτό του στην ανάγνωση των βίων των Αγίων και ιδιαίτερα των Οσίων Πατέρων, θέλησε να τους μιμηθεί. Έτσι, μόλις ενηλικιώθηκε, απέρριψε τις φροντίδες του κόσμου και έγινε μοναχός. Εν συνεχεία χειροτονήθηκε βαθμιαία αναγνώστης, διάκονος και πρεσβύτερος. Έπειτα αναχώρησε για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Από εκεί επέστρεψε, μέσω ξηράς, στην Ελλάδα. Κατά την επιστροφή του φρόντιζε να κηρύσσει το λόγο του Θεού σε πολλές πόλεις και χωριά απ΄ όπου διερχόταν. Έτσι, από πόλη σε πόλη, έφτασε και στα μέρη της Μαγνησίας. Κοντά στη Μακρυνίτσα του Πηλίου υπήρχε ένα μοναστήρι, στο όνομα της Αγίας Τριάδας, που το είχε κτίσει ο Όσιος Διονύσιος (Σουρβιά). Σ΄ αυτή τη Μονή πήγε ο Γεράσιμος και, επειδή του άρεσε η ησυχία του τόπου, έμεινε εκεί αγωνιζόμενος με νηστεία, προσευχή και κακοπάθεια. Για τις πολλές του αρετές, ο Θεός τον αξίωσε να κάνει θαύματα ακόμα και όσο ζούσε. Έτσι μια γυναίκα στείρα, 379. Εκοιμήθη την14η Σεπτεμβρίου, αλλά η εορτή του μεταφέρθηκε κατά μία ημέρα, για να μην συμπέσει με τη μέγιστη των εορτών εορτή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

από τη γειτονική Κερασιά, με τη μεσιτεία των ευχών και της προσευχής του Οσίου γέννησε τρία παιδιά. Ο Γεράσιμος συχνά μετέβαινε στο Βελεστίνο για να εξομολογεί τους κατοίκους της κωμόπολης. Χρησιμοποιούσε μάλιστα ένα κελί κοντά στην Εκκλησία που είναι γνωστό ως “Κελί του Γερασίμου”. Στο Βελεστίνο κήρυττε και το θείο λόγο, ενώ συχνά-πυκνά επιτιμούσε ακόμα και τους ιερείς της περιοχής για διάφορα σφάλματά τους. Ενόσω κάποτε βρισκόταν στην προαναφερθείσα κωμόπολη, κατάλαβε ότι πλησίαζε η ώρα της κοιμήσεώς του και θέλησε, παρά τις αντιδράσεις των ντόπιων, να επιστρέψει στην Ι. Μονή του. Εντέλει κατάφερε ο Άγιος να φύγει κρυφά. Όταν ο Όσιος είχε ήδη φτάσει στο Ριζόμυλο, οι Βελεστινιώτες κατάλαβαν ότι έφυγε ο πνευματικός τους και έσπευσαν να τον προφθάσουν. Όταν ο προορατικός Γεράσιμος πληροφορήθηκε τον ερχομό τους, κατέβηκε από το μουλάρι του και προσευχήθηκε. Αμέσως άρχισε ν΄ αστράφτει, να βροντά και να πέφτει πολλή βροχή με χαλάζι. Έτσι οι “διώκτες” του αναγκάστηκαν να γυρίσουν βιαστικά πίσω άπραγοι. Λίγο πριν κοιμηθεί ο Όσιος κάλεσε τους μοναχούς της Σουρβιάς και τους νουθέτησε λέγοντάς τους, μεταξύ άλλων: “ Προσέχετε και τούτο καλώς, όσοι έχετε ιερωσύνην, διότι ο λαμβάνων χρήματα και συγχωρών αμαρτίας είναι διάβολος (...) διότι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος δεν αγοράζεται αλλά δίδεται δωρεάν εις τους ευλαβείς και φοβουμένους τον Κύριον και εις εκείνους όπου έρχονται μετά πίστεως και φόβου Θεού εις το λουτρόν της εξομολογήσεως380 (...)” Τέτοια λέγοντας προς τους πατέρες ο Όσιος και νουθετώντας τους πατρικά, παρέδωσε την αγία του ψυχή στα χέρια του Θεού την 14η Σεπτεμβρίου. Πολλά θαύματα έκανε ο Όσιος Γεράσιμος μετά την ανακομιδή των λειψάνων του στη Σκόπελο, στους Πινακάτες, στο Χατζήμισι381, στα Κανάλια, στον Α. Γεώργιο Βελεστίνου και αλλού. “Φύλαττε τους δούλους σου εκ δεινών, παντοίων τρισμάκαρ, και λοιμώδους νόσου σοφέ, όπως σε ως ρύστην, ακοίμητον υμνώμεν, Γεράσιμε οι πόθω σοι καταφεύγοντες.”

24. Ο Άγιος Διονύσιος Α΄, μητροπολίτης Λαρίσης ο Ελεήμων (-1510) Ο Διονύσιος Α΄ διετέλεσε μητροπολίτης Λαρίσης πιθανότατα την περίοδο 14871490. Επί ποιμαντορίας του ιδρύθηκε η Ιερά Μονή του Αγίου Νικολάου Αναπαυσά των Μετεώρων.

25. Ο Άγιος Μάρκος ο Ησυχαστής και Ηγιασμένος (-1527) Διετέλεσε προηγουμένως επίσκοπος Τρίκκης και εν συνεχεία τοποτηρητής στη Λάρισα όταν ασθένησε ο Βησσαρίων Α΄.

26. Όσιος Γεράσιμος ο Νέος (1740). Υπήρξε κτήτωρ της ομωνύμου Ιεράς Μονής στην Μακρυνίτσα και η μνήμη του τιμάται την 15η Σεπτεμβρίου.

27. Άγιος Αντώνιος ο νέος ο εν Βεροία. Τιμάται στην Αγιά και η μνήμη του εορτάζεται την 1η Σεπτεμβρίου.

380. 381.

Μτθ. Λαγγής, ό.π., τ. Θ΄ , σ. 396. Στεφανιβίκειο Μαγνησίας.

Κεφάλαιο 19ο Η Παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία 1. Γενικά – Εκκλησία και Κρυφά Σχολεία Είναι γεγονός αναμφισβήτητο η ανυπαρξία σχολείων, τουλάχιστον στοιχειωδώς οργανωμένων, στο ελλαδικό χώρο και φυσικά στη Θεσσαλία στους πρώτους δύο αιώνες της μαύρης σκλαβιάς. Οι αιτίες της έλλειψης οργανωμένων εκπαιδευτικών κέντρων ήταν σε γενικές γραμμές οι εξής: η φυγή των διανοουμένων του Βυζαντίου στη Δύση, η ανυπαρξία περιφερειακών εκπαιδευτικών υποδομών στην παρηκμασμένη υστεροβυζαντινή Αυτοκρατορία και η απογοήτευση των “ραγιάδων” από τη νέα τάξη πραγμάτων του οθωμανικού κράτους. Σύμφωνα με τον Μ. Γεδεών η τουρκική κυβέρνηση ανέχονταν τη χριστιανική θρησκεία και γνώριζε, φυσικά, ότι στους Ναούς διάβαζαν και έψελναν οι ιερείς και οι ψάλτες, όπως επίσης γνώριζε ότι αυτοί κάπου τα είχαν διδαχτεί. Επομένως, συνεχίζει ο Γεδεών, ουδέποτε εμπόδισε τη διδασκαλία στους νάρθηκες των εκκλησιών και στα κελιά των Μονών382. Αυτό, όμως, κατά τη γνώμη μας, αποτελεί μια γενική παραδοχή, που όμως από μόνη της δεν αποκλείει την εν μέρει, έστω, απαγόρευση εκμάθησης της μητρικής Γλώσσας από τους σκλαβωμένους Έλληνες. Είναι πιθανό, λοιπόν, σε αρκετές περιοχές της οθωμ. αυτοκρατορίας, άρα και στη Θεσσαλία, κάποιοι μπέηδες ή πασάδες να απαγόρευαν, έστω και για μικρά χρονικά διαστήματα, τη διδασκαλία της Ελληνικής Γλώσσας. Έτσι, και επειδή δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, ο θρύλος του Κρυφού Σχολειού ήταν γεγονός ιστορικό, έστω περιορισμένο χρονικά, κυρίως σε περιόδους μετά από εξεγέρσεις των υποδούλων, και τοπικά. Τέτοιες παραδόσεις για την ύπαρξη τέτοιων Σχολείων υπάρχουν σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, όπως μεταξύ άλλων στα μοναστήρια της Δυτ. Θεσσαλίας, του Ολύμπου ή του Πηλίου (Μακρυνίτσα, Ανήλιο, Α. Λαυρέντιος, Μετόχι, Προμύρι, Τσαγκαράδα, κ. α.), ακόμα και στη Σκιάθο (Άγιος Γιάννης ο Κρυφός). Σύμφωνα με μια εργασία του πρωτεπιστάτη του Α. Όρους Ματθαίου Βατοπεδινού, στην Ι. Μ. του Α. Σπυρίδωνα Προμυρίου λειτουργούσε ένα τέτοιο Κρυφό Σχολειό383. Σύμφωνα με τον Στ. Τσούκα384, τέτοιο Κρυφό Σχολειό λειτουργούσε στις αρχές του 17ου αιώνα μέσα σ' ένα αρχοντικό του Ζάρκου, όπου σήμερα βρίσκεται το εκκλησάκι Άγιος Βησσάριος. Δάσκαλοί του αναφέρονται ο ιερέας Ησύχιος και κάποιος, ίσως μοναχός, Διονύσιος. Στην είσοδό του, μάλιστα, είχε ερμάριαπιατοθήκες, για να μη γίνεται αντιληπτό από τους επισκέπτες. Φαίνεται πως αυτό το Σχολείο δικαιώνει τον τίτλο του κρυφού λόγω και της περιόδου που λειτούργησε: λίγο μετά την επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου. 382. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 10ος, σ. 366. 383. Γ. Θωμάς, “Εκπαιδευτικές προσπάθειες στο τουρκοκρατούμενο Πήλιο”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 27. 384. Στ. Τσούκας, “Το κρυφό Σχολείο της επισκοπής του Γαρδικίου-Ζάρκου”, Θ. Η. Δ΄ (Λάρισα 1983), σ.139.

[Είναι, πάντως, προφανές ότι οι περισσότεροι αμφισβητίες της ύπαρξης των Κρυφών Σχολειών έχουν στόχο τη γενική και βαθύτερη αμφισβήτηση της προσφοράς της Ορθόδοξης Εκκλησίας στα σκοτεινά χρόνια της δουλείας του Γένους μας. Χρησιμοποιούν δε συνήθως τα εξής επιχειρήματα: 1.”Οι Οθωμανοί υπήρξαν ανεκτικοί σε θέματα πίστης και Παιδείας, συνεπώς θεωρείται απίθανο να οργανώθηκαν κρυφά σχολειά στους νάρθηκες των εκκλησιών” και 2. “Γιατί δεν υπάρχουν κείμενα της εποχής της Τουρκοκρατίας που να μαρτυρούν την ύπαρξη τέτοιων Κρ. Σχολειών;” Η απάντηση στο πρώτο επιχείρημα είναι ότι πράγματι δόθηκαν κάποια προνόμια στους υποδούλους, όμως αυτά, σε διάφορες χρονικές περιόδους, όπως στις αρχές του 16ου αιώνα, που ο σουλτάνος Σελήμ Α΄, εκδήλωσε δημόσια την άποψη περί βιαίου εξισλαμισμού όλων των απίστων, ή στην περίοδο του σουλτάνου Μουράτ Δ΄ που απαγορεύτηκε ο,τιδήποτε δεν είχε σχέση με το κοράνι, αυτά καταπατήθηκαν. Επίσης η κατά τόπους οθωμανική πολιτική εφαρμοζόταν από διάφορους μπέηδες ή πασάδες, που μπορεί να ήταν φανατικότεροι, βιαιότεροι ή ιδιόρρυθμοι. Συμπερασματικά δεν μπορεί να αποδειχθεί ιστορικά η ελευθερία της εκπαίδευσης του Ελληνισμού, ούτε τοπικά, ούτε διαχρονικά στους τέσσερις, και για τη Θεσσαλία σχεδόν πέντε, αιώνες σκλαβιάς. Αλλά και αργότερα, κατά τον 18ο αιώνα σε διάφορες περιοχές της οθωμ. αυτοκρατορίας υπήρξαν κρυφά Σχολειά, κι αυτό γιατί κάποιοι πασάδες δεν το επέτρεπαν. Για να καταλάβουμε το μέγεθος των διώξεων κατά της ελληνικής Γλώσσας σε συγκεκριμένες περιοχές μπορούμε να ανατρέξουμε στο έργο του Αθανάσιου Κομνηνού Υψηλάντη385. Εκεί ο συγγραφέας αναφέρει ότι κατά την επίσκεψή του στην Αίγυπτο, λίγο μετά το 1760, είδε στο παζάρι του Καΐρου να είναι εκτεθειμένες 30.000 κομμένες γλώσσες Ελλήνων (Αιγυπτιωτών), οι οποίοι επέμεναν να ομιλούν Ελληνικά παρά την απαγόρευση των τοπικών αρχών. Πώς λοιπόν παρά τις διώξεις διατηρήθηκε η ελληνική Γλώσσα; Μια άλλη περίοδος που απαγορεύτηκε τοπικά η εκπαιδευτική διαδικασία των υποδούλων ήταν αυτή των Ορλωφικών. Τότε μάλιστα ακόμα και ο διδάσκαλος του Γένους, Κοσμάς ο Αιτωλός, διέκοψε τις περιοδείες του και τους πύρινους λόγους που εκφωνούσε και κατέφυγε στο Άγιο Όρος. Αλλά ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα (!) καταγράφονται ανάλογα προβλήματα και διώξεις στις αλύτρωτες πατρίδες του Ελληνισμού. Έτσι ο Γάλλος δημοσιογράφος Rene Puaux (Πυώ) γράφει: “Κανένα βιβλίο τυπωμένο στην Αθήνα (το ελεύθερο ελληνικό κράτος δηλαδή) δε γινόταν δεκτό στα Σχολεία της Ηπείρου. Ήταν επιβεβλημένο να τα προμηθεύονται όλα από την Κωνσταντινούπολη. Η ελληνική Ιστορία ήταν απαγορευμένη. Στην περίπτωση αυτή λειτουργούσαν πρόσθετα κρυφά μαθήματα, όπου χωρίς βιβλία, χωρίς τετράδια, ο νεαρός Ηπειρώτης μάθαινε για τη μητέρα πατρίδα, διδάσκονταν τον Εθνικό της Ύμνο, τα ποιήματα της και τους ήρωές της. Οι μαθητές κρατούσαν στα χέρια τους τη ζωή των δασκάλων τους (...) μια καταγγελία ήταν αρκετή.386”Συμπερασματικά: “Τα Κρυφά Σχολειά ήταν απαραίτητα τους δύο πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας λόγω του κλίματος φόβου και τρόμου που επικρατούσε, στους δε επόμενους αιώνες ... λειτουργούσαν είτε για να δώσουν λύση απέναντι στην ανθελληνική και αντιχριστιανική τακτική ορισμένων τοπικών Οθωμανών διοικητών, είτε για να διδάσκονται εκεί μαθήματα εθνικού προβληματισμού με στόχο την εκπλήρωση των πόθων του Γένους387.” Ας έλθουμε τώρα στο δεύτερο ερώτημα των αρνητών του Κρυφού Σχολειού. Το ερώτημα αυτό κρίνεται επιεικώς αφελές. Αφού επρόκειτο για κρυφή δραστηριότητα που εγκυμονούσε κινδύνους για εκδικητικές συνέπειες από τους Τούρκους, αν το ανακάλυπταν, θα ήταν ανοησία για οποιονδήποτε κληρικό να εκδώσει γραπτή απόφαση περί Κρυφού Σχολειού ή έστω να καταγράψει ονόματα μαθητών, δασκάλων, ή πίνακες εξόδων, κ. α. Αμέσως μετά την ανακήρυξη του ελεύθερου ελληνικού κράτους (1830) πολλοί λόγιοι και ιστορικοί κατέγραψαν τις προφορικές παραδόσεις για την ύπαρξη αυτών των Σχολείων. Έτσι ο Τσαριτσανιώτης διδάσκαλος του Γένους Κων/νος Οικονόμος εξ Οικονόμων στον επιμνημόσυνο λόγο του για τους Ζωσιμάδες αναφέρει κατά λέξη: “... η πανάγαθος Πρόνοια ... διέταξε ψυχάς ευσεβείς και φιλοθέους .... ομογενείς και ομόφρονας, αίτινες εν ταπειναίς Εκκλησίαις και απωκισμένοις μοναστηρίοις και εν σχολές μικραίς και πενιχραίς, διά της ιεράς διδασκαλίας, εμαίευον εις ζωήν τα πάτρια των αιχμαλώτων Ελλήνων 385. “Τα μετά την Άλωσιν, 1453-1789”, Αθήναι, 1870. 386. “Δυστυχισμένη Βόρεια Ήπειρος”, εκδ. Τροχαλία, Αθήνα. 387. “Το Κρυφό Σχολειό, μύθος ή πραγματικότητα”, Απ. Διακονία της Εκκλ. της Ελλάδος.

φρονήματα.” Ακόμα και ο Γιάννης Βλαχογιάννης αναφέρει σε κείμενό του: “... σ΄ όσα χωριά το μοναστήρι ήταν πολύ μακριά, έπρεπε το παιδί να κινήσει μ΄ άλλα και να τραβάει αξημέρωτα ανάμεσα στον αγριόλογγο388.” Ο Τάσος Γριτσόπουλος389 αναφέρει ότι η λαϊκή παράδοση συνέδεσε το Κρυφό Σχολειό με την Ι. Μ. Φιλοθέου Δημητσάνας, την Ι. Μ. Στρατηγόπουλου, τη Μονή Ντίλιου (νησί Ιωαννίνων), ενώ και στην Ίο, σε παραλία κοντά στο λιμάνι και σε σπήλαιο, υπάρχει τοπωνύμιο “Κρυφό Σχολειό”. Ο Σαρ. Καργάκος (εφ. “Εξουσία”, 24/3/98) λέει κατά λέξη: “Ό,τι είναι θρύλος δεν είναι ψέμα” και συνεχίζοντας αναφέρει θέσεις Κρυφών Σχολειών ανά την επικράτεια (Βέργια Λακωνίας, Ι. Μονές Φανερωμένης, Τοπλού, Κρεμαστών, Μιραμπέλλου, Καρδαμίτζας, κ. α.)390. Ο Ν. Δραγούμης ιστορεί γεγονότα της ζωής του πατέρα του Μάρκου λέγοντας: “... ως εάν έφερε μεγαλόσταυρον εις τον λαιμόν και ταινίαν εγκάρσιον εις το στήθος, εκαυχάτο πάντοτε ο πατήρ μου ότι εδάρη υπό Οθωμανού χάριν των ελληνικών γραμμάτων ... επειδή δε τα Σχολεία διήγειραν τας υποψίας αυτών και κατέτρεχον παντοιοτρόπως, και διδάσκαλοι και μαθηταί εσοφίζοντο παντοίους τρόπους δια να αποφεύγωσι την οργήν των391...”. Αλλού διαβάζουμε “... εις το Σχολείον, εις εξ αυτών ιστάμενος πλησίον του παραθύρου ως κατάσκοπος έστρεφεν ανήσυχος πανταχού τα βλέμματα, έδιδεν προς τους άλλους την είδησιν ότι έβλεπεν Οθωμανόν ερχόμενον μακρόθεν.392..”. Ας δούμε και κάποιες άλλες γνώμες των ιστορικών: “Οι διωγμοί των Τούρκων τυράννων ανάγκαζαν τα Ελληνόπουλα να πηγαίνουν κρυφά σε μοναστήρια και ξωκλήσια και σε σπηλιές και σε απόκρυφα μέρη να μαθαίνουν γράμματα, για να παίρνουν το πρώτο φως της γνώσης. Οι χώροι αυτοί αποτελούσαν τα “Κρυφά Σχολειά” της Τουρκοκρατίας” Χρ. Στασινόπουλος, Λεξικό της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. “Εις την Εκκλησίαν μας οφείλομεν το αληθώς σωστικόν Κρυφό Σχολειό” Κ. Κολοβίνης. “Ω! Πόσον ωραίαι ήσαν αι σεληνοφεγγείς νύκτες, καθαρές, ας ο παις μετέβαινεν εις το σχολείον εν τη εκκλησία!” Σπ. Λάμπρος ιστορικός. “Η φυλή μας, σε σας Κρυφά Σχολειά, οφείλει την ανάστασή της.” Ι. Μουρέλλος ιστορικός. “Κατά τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας, εις τα απομακρυσμένα μοναστήρια, καλόγεροι εδίδασκαν τα Ελληνόπουλα και βραδύτερον η Ελλάς γέμισε Σχολεία” Δ. Κόκκινος ιστορικός – ακαδημαϊκός. “Οι δύο πρώτοι αιώνες (ενν. της Τουρκοκρατίας) ήταν ο καθαυτός καιρός του Κρυφού Σχολειού” Θ. Πετσάλης – Διομήδης. “Το Κρυφό Σχολειό καλλιεργούσε και δυνάμωνε την εθνική συνείδηση” Η. Βουτιερίδης ιστορικός393. «Οι Τούρκοι απηγόρευαν αυστηρότατα την ίδρυσιν δημοσίων σχολείων από φόβον ότι οι Χριστιανοί αν εμορφώνοντο θα εγίνοντο δούλοι επικίνδυνοι και δυσκυβέρνητοι»394, Ιακ. Ρ. Νερουλός. Γενικό συμπέρασμα: Όσοι αγνοούν ή σκόπιμα διαστρεβλώνουν τις ιστορικές πηγές και τις μαρτυρίες αμφισβητούν το γενικό εκπαιδευτικό έργο της Εκκλησίας μας. Μέσα στο κλίμα της ευρύτερης άρνησης εντάσσεται και η άρνηση της ύπαρξης του Κρυφού Σχολειού. Όμως η Ορθόδοξη Εκκλησία δε χρειάστηκε ποτέ το ψέμα, γιατί έχει δώσει αίμα, δε χρειάστηκε και δεν τη βολεύει ο μύθος γιατί διαπνέεται από ήθος.]

Η επίσημη Εκκλησία αποφάσισε σε ειδική Σύνοδο στην Κων/λη το 1594 την ίδρυση Σχολείων σε όλες της περιοχές της χώρας αναθέτοντας την επιστασία αυτού του έργου στους κατά τόπους επισκόπους. Είναι βέβαιο ότι για την εφαρμογή αυτής 388. 389.

Γ. Βλαχογιάννης, “Καραϊσκάκης”, Ν. Εστία ΛΔ΄, 1946, σ. 1110. “Σχολή Δημητσάνης”, Αθήναι 1962.

390. Κατά τη διάρκεια των εργασιών απομάκρυνσης των μπαζών από το εσωτερικό της κρύπτης της Ι. Μονής Αγ. Παρασκευής στη Μάνδρα Θέρμου Αιτωλ/νίας, ανακαλύφθηκαν εντός αυτής σύνεργα φωτιάς, μια σειρά οπών στο μέσον του ύψους των παράπλευρων τοίχων της που δήλωναν την ύπαρξη ξύλινου παταριού, καθώς και ένα μελανοδοχείο με καλάμι της εποχής της τουρκοκρατίας. Ήρθαν λοιπόν όλα αυτά τα στοιχεία να επιβεβαιώσουν την τοπική παράδοση ότι στο Μοναστήρι λειτουργούσε "Κρυφό Σχολειό" από το οποίο έμαθε τα πρώτου γράμματα ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, με δάσκαλο τον Ιερομόναχο Προκόπιο Γιαννέλο. 391. Περιοδικό “Πανδώρα” , Ιανουαρίος 1855, τ. Ε΄, σ. 450. 392. Κ. Γανωτής, Το Κρυφό Σχολειό και ποιους ενοχλεί, “Εκ πέτρας”, Α. Νικόλαος Κρήτης, σ. 1244. 393. Πληροφορίες και αποδείξεις για τα Κρυφά Σχολειά μπορεί κανείς να βρει: Ιωάννης Στεφανόπολι, Το σχολείον παράγων της Εθνικής αφυπνίσεως, Πρώτη δημοσίευση: L’ Hellenisme Contemporain, Δ/ση ύλης: Διονύσιος Ζακυθηνός, Αθήναι 1953 394. Jakοvaky Rizο Nerοulοs, ancien premier ministre des Hοspοdars grecs de Valachie et de Mοldavie, Cοurs de Littérature grecque mοderne, Γενεύη 1827.

της απόφασης ο Πατριάρχης Ιερεμίας Β΄, ο από Λαρίσης, έκανε περιοδείες σ΄ όλη τη χώρα. Έκτοτε ακολούθησε μια συμπόρευση Έθνους και Ορθοδοξίας, που επιβεβαιώθηκε με την ίδρυση σχολείων μέσα ή κοντά σε Ιερές Μονές και Εκκλησίες καθώς και με την εκτύπωση και αποστολή των διαφόρων εκκλησιαστικών βιβλίων (Οκταήχι, Απόστολος, κ. α.) στα σχολεία αυτά. Πολύ αργότερα, από το 1740 κι έπειτα, το κίνημα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού άρχισε να επηρεάζει τη Θεσσαλία και τα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανώτερης μόρφωσης, που είχαν εν τω μεταξύ αρχίσει να ιδρύονται σε αστικά κέντρα. Από τότε η θεσσαλική Παιδεία ξεκίνησε να αναπτύσσεται ραγδαία. Σ΄ αυτό συνέβαλαν οι εμπορικές ελευθερίες που είχαν εξασφαλίσει οι Έλληνες και η ελεύθερη ναυσιπλοΐα των καραβιών τους (ιδίως μετά το 1775), που βοήθησαν και τους Θεσσαλούς να έλθουν σε επαφή με τον έξω, ελεύθερο κόσμο. Ας δούμε όμως συνοπτικά κάποια στοιχεία ορισμένων σημαντικών θεσσαλικών Σχολείων και εκπαιδευτικών κέντρων. 2. Τα κυριότερα Σχολεία στη Θεσσαλία 2.1. Το Σχολείο της Τσαριτσάνης Η Τσαριτσάνη, όπως και άλλες κωμοπόλεις της Αν. Θεσσαλίας (Ραψάνη, Αμπελάκια, Τύρναβος, Κρανιά, κ. α.), ήταν κατά το 18ο αιώνα σημαντικά βιοτεχνικά κέντρα. Επόμενο ήταν να ανθίσει και η παιδεία. Το Σχολείο της Τσαριτσάνης ιδρύθηκε στα τέλη του 17ου αιώνα (ίσως και λίγο μετά το 1600395), ενώ μετά το 1750 το πρόγραμμά του εμπλουτίστηκε με περισσότερα γνωστικά αντικείμενα. Γνωστότεροι δάσκαλοι του Σχολείου ήταν οι ντόπιοι Ν. Πεταλάς και Χρύσανθος Κουλούρης, ο Σεβαστός Λεοντιάδης από την Καστοριά, ο Τυρναβίτης Ιωάννης Πέζαρος. Το 1789 ο Λαρισαίος δάσκαλος του Γένους Κων/νος Κούμας ανέλαβε τη διεύθυνση του ιδρύματος. Επόμενος διευθυντής διετέλεσε για μικρό χρονικό διάστημα ο ιερομόναχος Γερμανός και ύστερα απ΄ αυτόν ο ντόπιος μεγάλος διδάσκαλος του Γένους Κων. Οικονόμος εξ Οικονόμων. Ο Οικονόμος οργάνωσε σε καλύτερες βάσεις το Σχολείο της πατρίδας του, βελτίωσε το πρόγραμμά του και πρόσθεσε νέα μαθήματα.

395. Γ. Μουγογιάννης, Η Παιδεία στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1985), σ. 51.

Εικ. Κων/νος οικονόμος (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

Γνωστότεροι μαθητές του, κατά τον Κ. Κούμα, ήταν ο επίσκοπος Ιωαννίκιος και ο μετέπειτα επίσκοπος Σταγών Ιωσήφ. 2.2. Το Σχολείο του Τυρνάβου Η Σχολή του Τυρνάβου ιδρύθηκε γύρω στο 1730, κατ' άλλους 25-30 χρόνια νωρίτερα, με δωρεές των πλουσιότερων Τυρναβιτών. Αξίζει να αναφερθεί, όμως, ότι Σχολείο στον Τύρναβο λειτουργούσε από τα μέσα του 17ου αιώνα με πρώτο γνωστό δάσκαλο τον Αναστάσιο Παντοδύναμο396 (1655). Πρώτος γνωστός σχολάρχης (διευθυντής) ανέλαβε ο Αλέξανδρος Τυρναβίτης (1740-53) που μετέπειτα διετέλεσε δάσκαλος σε ελληνικά Σχολεία του Βουκουρεστίου. Από το 1753 ως το 1800 οι γνωστότεροι δάσκαλοι του Τυρνάβου ήταν κατά σειρά ο Ιωάννης Αγραφιώτης, ο Αμφιλόχιος Παρασκευάς και ο Λάμπρος Πάσχου. Σπουδαίος δάσκαλος της Σχολής αναδείχτηκε και ο Τυρναβίτης Ιωάννης Πέζαρος (1792-1806) που ήρθε στον Τύρναβο μετά τη θητεία του στο Σχολείο της ιδιαίτερης πατρίδας του, Τσαριτσάνης. Το Σχολείο του Τυρνάβου απέκτησε μεγάλη φήμη στα χρόνια του Πέζαρου και αυτό οφειλόταν τόσο στη σοφία του μεγάλου ντόπιου δασκάλου όσο και στην ποιότητα της εκπαίδευσης που προσέφερε. Το 1806 ήρθε σε σύγκρουση με το μητροπ. Λάρισας Ραφαήλ, ο οποίος, για να τον “τιμωρήσει”, του απαγόρευσε το από άμβωνος κήρυγμα που κάθε Κυριακή ο σοφός δάσκαλος απηύθυνε στους Χριστιανούς του τόπου. Από τη στενοχώρια του ο Πέζαρος αρρώστησε και πέθανε (1806). Γνωστότεροι απόφοιτοι397 της τυρναβίτικης Σχολής ήταν ο γιατρός Δημ. Αλεξανδρίδης, που εξέδιδε τον “Ελληνικό Τηλέγραφο” στη Βιέννη, οι μοναχοί Παχώμιος και Ματθαίος, ο

396. Λαφαζάνης Μιχ., “Τα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης Τυρνάβου”, εφημ, Ελευθερία, 19/7/2008, σ. 8. 397. Γ. Μουγογιάννης, ό. π., σ. 53.

Εικ. Τυρναβίτικο σπίτι. (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Θ΄)

μελλοντικός δάσκαλος στο Βουκουρέστι Πανταζής Τυρναβίτης, ο Κων. Κούμας και πολλοί άλλοι.

2.3. Το Σχολείο του Λιβαδίου Το πρώτο Σχολείο που λειτούργησε στην περιοχή, κατά την παράδοση, ήταν αυτό της Ι. Μ. Αγίας Τριάδος του χωριού, ενώ κατά τα τέλη του 16ου αιώνα συναντάμε αρκετούς Λιβαδιώτες μοναχούς στο Σχολείο της Ολυμπιώτισσας στην Ελασσόνα, που φαίνεται πως είχε ιδρυθεί γύρω στα 1580398. Μετά τα μέσα όμως του 18ου αιώνα λειτούργησε και στο Λιβάδι ένα βασικό Σχολείο, το λεγόμενο των “Κοινών Γραμμάτων”. Μαθητές αυτού του Σχολείου ήταν ο Άνθιμος Ολυμπιώτης και ο μετέπειτα δάσκαλος Χρηστάκης, που δίδαξε στη Σχολή για δύο έτη. Ο επίσκοπος Πέτρας (και Λιβαδίου) Νεόφυτος άφησε ως κληροδότημα το 1753 (;) ένα σημαντικό ποσό για τη λειτουργία του Σχολείου399. Μετά το 1768 και την αλματώδη βιοτεχνική ανάπτυξη του Λιβαδίου, συστάθηκε και ανώτερο Σχολείο στην κωμόπολη στο οποίο δίδαξε ο Ιωάννης Πέζαρος (1776-1782). Μεταξύ των μαθημάτων που δίδασκε ο Πέζαρος συμπεριλαμβάνονταν φιλοσοφία, μαθηματικά, θεολογία, γραμματική, κ. α. Επειδή η φήμη του Σχολείου και του μεγάλου δασκάλου απλώθηκε, ένα πλήθος μαθητών από γειτονικές περιοχές έρχονταν να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του. Μεταξύ των μαθητών του σημειώνουμε τον μετέπειτα δάσκαλο Στέφανο Σταμκίδη και τον ιερέα Χαρίση Μεγδάνη από την Κοζάνη. Μετά το 1781 η Σχολή ενισχύθηκε με χρήματα και βιβλία από τον ιερομ. Άνθιμο Ολυμπιώτη. Όλα αυτά τα βιβλία, όπως και άλλα παλιότερα, κάηκαν το 1944 κατά τον εμπρησμό του τότε Α΄ Σχολείου από τους Ναζί κατακτητές. Μετά τον Πέζαρο διευθυντές της Σχολής ανέλαβαν ο ντόπιος Τιμόθεος Σπαρμιώτης και λίγο αργότερα ο επίσης Λιβαδιώτης Ιωνάς Σπαρμιώτης, που ήταν φημισμένος μαθηματικός. Ο κώδικας της Ι. Μ. Ολυμπιώτισσας μας 398. Β. Σκουβαράς, Ολυμπιώτισσα, Αθήναι 1967, σ. 339. 399. Ε. Γκούμας, “Η Παιδεία στο Λιβάδι κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας”, Θ. Η. Ε΄(Λάρισα 1983), σ.77.

διασώζει αρκετά ονόματα δωρητών της Σχολής, όπως: η Αγγελίνα από τη Μοσχόπολη της Β. Ηπείρου που πρόσφερε 500 γρόσια, ο Γεώργιος Πατάκης από τα περίχωρα της Μοσχόπολης 500 γρόσια, κάποιοι Δήμος και Γεώργιος από την ίδια περιοχή πρόσφεραν 1000 γρόσια ο καθένας. Μοσχοπολίτης ήταν επίσης ο δωρητής Αναστ. Κοιμήσης, ενώ στον ίδιο κώδικα ο Νικόλαος Δημητρίου από το Μοναστήρι (Μπιτόλια) των Σκοπίων400. Βλέπουμε λοιπόν την αγάπη των Αρβαντόβλαχων της περιοχής της ΒΔ Μακεδονίας και της Β. Ηπείρου για το ελληνικό Σχολείο του Λιβαδίου. Ο Άνθιμος πέθανε το 1794 και η επιτροπεία της Σχολής ανατέθηκε στον ηγούμενο της Ολυμπιώτισσας ιερομ. Αρσένιο. Μετά απ΄ αυτόν ο εκάστοτε επίσκοπος Πέτρας αναλάμβανε τη φροντίδα της Σχολής. Άλλοι διδάσκαλοι της Σχολής ήταν ο Νεόφυτος (1799), ο Διονύσιος (1835), ο Διονύσιος Σιάνας (1847) και ο ντόπιος Αγαθάγγελος Παπαγρηγοριάδης (1854). Ο τελευταίος ανήγειρε ένα νέο Σχολείο, αποκλειστικά για κορίτσια (“Παρθεναγωγείον Λιβαδίου”), που λειτουργούσε ως αλληλλοδιδακτικό, ενώ μετά το 1861 ξεκίνησε τη λειτουργία του και το Νηπιαγωγείο Λιβαδίου. Άλλοι δάσκαλοι των Σχολών της κωμόπολης διετέλεσαν και οι: Κων/νος Παπαμιχαήλ (1854-8), Μαρκόπουλος (από τη Σμύρνη), Ν. Παπαευαγγελίδης, φιλόλογος από το Βελβενδό της Κοζάνης, Ν. Χαρισίου, Σωτ. Ζουζακίδης, φιλόλογος (1889)401. Τον εικοστό αιώνα διευθυντές του Σχολείου διετέλεσαν οι Γ. Γεωργιάδης (1906) και Κ. Γκουτζιαμάνης (1909-12), μέχρι δηλαδή την απελευθέρωση της επαρχίας Ελασσόνας στον αγώνα του 1912-13. Ένα δυσάρεστο περιστατικό στην ιστορία της Σχολής του Λιβαδίου αναφέρεται το 1860. τότε κάποιοι Αρβανίτες ληστές άρπαξαν μερικά παιδιά μέσα από το Σχολείο και ζήτησαν λύτρα από τους γονείς τους. Τελικά σ΄ αυτό το επεισόδιο σκοτώθηκαν τρεις Λιβαδιώτες μαθητές402.

2.4. Το Σχολείο των Αμπελακίων Οι συνθήκες για την ανάπτυξη Σχολείου στα Αμπελάκια ήταν εξαιρετικές κατά τον 18ο αιώνα εξαιτίας της πρωτοφανούς οικονομικής ανάπτυξης της κωμόπολης. Η “Συντροφιά των Αμπελακίων” για την οποία κάνουμε λόγο σε άλλες σελίδες χρηματοδότησε γενναία την εκπαίδευση στην κοινότητα διότι, εκτός των άλλων, χρειαζόταν μορφωμένους για να στελεχώσουν τις εμπορικές επιχειρήσεις εντός της Οθωμ. Αυτοκρατορίας αλλά και στο εξωτερικό, όπου η κοινότητα δραστηριοποιούνταν. Η ίδρυση του Σχολείου στην κοινότητα χρονολογείται γύρω στο 1737. “Εις τα Αμπελάκια έχουν και Σχολείο Ελληνικό, το οποίον εσύστησε με την προτροπήν του ο νυν αρχιερατεύων επίσκοπος του Πλαταμώνος403 ...”. Στο Σχολείο των Αμπελακίων δίδαξαν εξέχουσες προσωπικότητες, όπως οι Κ. Κούμας (1803), Ευγένιος Βούλγαρης, Άνθιμος Γαζής, Σπ. Ασάνης, Ιωνάς Σπαρμιώτης, Δανιήλ Μάγνης και Αντ. Φωτήλας. Ο τελευταίος στάλθηκε με έξοδα της “Συντροφιάς” στη Βιέννη για ανώτερες σπουδές και εν συνεχεία διορίστηκε δάσκαλος στα Αμπελάκια όπυ και δίδαξε ως τα βαθιά του γεράματα404. Άλλοι δάσκαλοι στα Αμπελάκια 400. Β. Σκουβαράς, ό. π., σ. 460. 401. Ε. Γκούμας, ό. π., σ. 79. 402. Ε. Γκούμας, ό. π., σ. 79. 403. Εδώ ενν. ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος. Δ. Φιλιππίδης, Γρ. Κωνσταντάς, Γεωγραφία Νεωτερική, εκδ. Ερμής 1970, σ. 123. 404. Γ. Μουγογιάννης, ό. π., σ.55.

διετέλεσαν οι Γεώργιος Τρικαλινός, Πολυζώης και Γεώρ. Τριανταφύλλου. Ο τελευταίος, που ήταν άριστος γνώστης της Λατινικής, πρόσφερε την πολύτιμη για εκείνη την εποχή, βιβλιοθήκη του, προς χρήση των μαθητών του Σχολείου. Σύμφωνα με διάταξη του καταστατικού της “Συντροφιάς” οι καλύτεροι από τους μαθητές της Σχολής στέλνονταν στο εξωτερικό με υποτροφία της κοινότητας για ανώτερες σπουδές. Όταν ο Σουηδός περιηγητής Bjiornstahl πέρασε το 1779 από τα Αμπελάκια, συνάντησε πολλούς που ομιλούσαν πολύ καλά διάφορες ξένες γλώσσες (Γερμανικά, Γαλλικά, Ιταλικά)405. Μετά τη διάλυση της Συντροφιάς, γύρω στο 1820, η Σχολή έπεσε σε μαρασμό και έπαψε να έχει την παλιά της αίγλη και ακτινοβολία. Το 1873 άρχισε να λειτουργεί η Μανιάρειος Σχολή, με χρήματα από το κληροδότημα του Διαμαντή Μανιάρη, που περιελάμβανε Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Σχολείο (μέσης εκπ.).

Εικ. Η Μανιάρειος Σχολή στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.

Από το αρχικό κτίσμα της Μανιαρείου (δες φωτογρ.) σήμερα σώζεται μόνον ένας κίονας.

2.5. Η Σχολή της Ραψάνης Η οικονομικά ανάπτυξη της Ραψάνης, όπως και των κυριότερων θεσσαλικών εμπορικών κέντρων, άρχισε στα μέσα του 18ου αιώνα. Ο Ιωάννης Λεονάρδος μας πληροφορεί ότι την εποχή εκείνη οι κυριότερες ασχολίες των Ραψανιωτών ήταν η υφαντουργία και το εμπόριο406. Το Σχολείο πρέπει να ιδρύθηκε γύρω στο 1750. Σύμφωνα με τον ντόπιο ερευνητή, Β. Παρίση το Σχολείο συστάθηκε μεταξύ του 1740 και του 1750407. Μεγάλη άνθιση παρατηρήθηκε στην παιδεία της Ραψάνης μετά το 1763, οπότε και ανέλαβε την επισκοπή Πλαταμώνος, στην οποία υπαγόταν η Ραψάνη αλλά και τα Αμπελάκια, ο Διονύσιος. Η επίσημη ονομασία της Σχολής ήταν “Ελληνική Σχολή Ραψάνης”. Σύμφωνα με το κατάστιχο408 του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης, το Σχολείο το 1779 είχε δύο δασκάλους, που πληρώνονταν από τους 405. J. Bjiornstahl, μτφρ. Μεσεβρινός, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας – 1779, εκδ. Τα τετράδια του Ρήγα, σ. 125-6. 406. Ι. Λεονάρδος, Νεωτάτη της Θεσσαλίας χωρογραφία, εισαγωγή-σχόλια Κ. Σπανός, εκδ. Θετταλός, Λάρρισα 1992, σ. 99. 407. Β. Παρίσης , “Η Σχολή της Ραψάνης”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 81. 408. Κ. Σπανός, Το κατάστιχο του Αγίου Αθανασίου της Ραψάνης, 1778-1889, Λάρισα 1982. Υπάρχει εκτενής ανάλυση του κατάστιχου.

ενορίτες του προαναφερθέντος Ναού. Αργότερα οι δάσκαλοι ήταν περισσότεροι και δίδασκαν και στις δύο βαθμίδες του Σχολείου. Σύμφωνα με το κατάστιχο αυτό δάσκαλοι του Σχολείου διετέλεσαν : Ο Γ. Ιωάννου (1778-93), ο Ιωάννης Οικονόμου Λογιώτατος εκ Ραψάνης (1790-1804), ο Παπαρίζος (1789-93 και 1801-3), ο Ιωνάς Σπαρμιώτης (1803), ο Ζήσης Χατζηκαραζησίδης (1803), ο Ραψανιώτης ιερέας Γεννάδιος (1804-7), ο Στ. Σταμκίδης (1806), ο Αθ. Παπαγεωργίου (1815), ο ντόπιος ιερέας Γεώργιος (1818-9) και ο Νεομάρτυρας Γεώργιος Χατζηλάσκαρης ο Ραψανιώτης409 (1806-8). Η Σχολή διέκοψε τη λειτουργία της το 1821, ενώ περί το 1830 ή λίγο αργότερα άνοιξε και πάλι της πύλες της. Γνωρίζουμε ότι το 1875, οι δάσκαλοι της Καρίτσας, Αναγνώστης Δανιήλ και του Στομίου, Δημήτριος Νικολάου, υπήρξαν απόφοιτοι της ραψανιώτικης Σχολής κατά τη δεύτερη φάση λειτουργίας της. Από το ίδιο κατάστιχο παίρνουμε πολύτιμες πληροφορίες για τις επισκευές που έγιναν κατά καιρούς στο Σχολείο καθώς και τους μισθούς των δασκάλων του. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Β. Παρίση, το 1780 ο μισθός του δασκάλου ήταν υπερτριπλάσιος απ' αυτόν του ανειδίκευτου εργάτη410.Το 1878, με τα γεγονότα της επανάστασης του Ολύμπου, πυρπολήθηκε ο δεύτερος Ναός της κωμόπολης, αυτός της Παναγίας, οπότε δεν διασώθηκε το αντίστοιχο κατάστιχο, πράγμα που δυσχεραίνει τους ερευνητές στη διαμόρφωση μιας πιο ολοκληρωμένης εικόνας για την εκπαίδευση της Ραψάνης. Η Σχολή στη δεύτερη φάση της λειτούργησε ως αλληλοδιδακτικό Σχολείο μέχρι και την απελευθέρωση (1881).

2.6. Τα Σχολεία της περιοχής Αγιάς Κατά τον Δ. Αγραφιώτη411, οι πρώτες μαρτυρίες για ύπαρξη Σχολείου στην περιοχή της Αγιάς αφορούν στη Νιβόλιανη (Μεγαλόβρυσο), ένα χωριό στις πλαγιές της Όσσας, λίγα χιλιόμετρα βορειότερα από την Αγιά. Το Σχολείο αυτό φαίνεται πως ιδρύθηκε λίγο πριν το 1700. Λίγο αργότερα, στα τέλη του 17ου μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, άρχισε η πνευματική κίνηση και στην Αγιά. Σ' αυτό συνηγορεί η χρονολογία ίδρυσης διαφόρων Ι. Μονών και ανέγερσης πολλών Ναών γύρω και μέσα στην Αγιά. Συνεπακόλουθα πολλοί ιερωμένοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους διδάσκοντας τα λιγοστά “κολλυβογράμματα” τους στους νέους της περιοχής. Τις πρώτες όμως συγκεκριμένες αναφορές για ίδρυση Σχολείου έχουμε για τη γειτονική Ρέτσιανη (Μεταξοχώρι). Στο χωριό αυτό πρώτος γνωστός δάσκαλος του Σχολείου ήταν κάποιος μοναχός Χριστόφορος412 από την Άρτα (1735-40 περίπου). Στην Αγιά, στο Σχολείο που ιδρύθηκε μάλλον μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, πρώτος δάσκαλος αναφέρεται ο ιερέας Πολυζώης Οικονόμου. Άλλοι γνωστοί δάσκαλοι στο ίδιο Σχολείο ήταν ο Γ. Παπαμιχαήλ (1820-3) και ο ιερομόναχος Γεράσιμος Κυκκώτης από τα Κανάλια του Βόλου (π. 1820). Ο Ιωάννης Κύπριος φαίνεται πως ήταν δάσκαλος στο σχολείο της Σελίτσιανης413 (Ανατολή), γύρω στο 1813. Άλλα ονόματα δασκάλων των Σχολείων της περιοχής Αγιάς, μέχρι το 1881 είναι τα εξής: Ζήσης 409. Στοιχεία για τη ζωή του Νεομάρτυρα-δασκάλου υπάρχουν στο κεφάλαιο Λειμωνάριο των Θεσσαλών Αγίων, ενώ λεπτομέρειες υπάρχουν στο έργο: Μητρ. Κ. Αφρικής Ιγνάτιος Μανδελίδης, Ο Νεομάρτυς Άγιος Γεώργιος ο εκ Ραψάνης, “Σωτήρ”, β΄ εκδ. 2000. 410. Β. Παρίσης, ό. π., σ. 82. 411. Δ. Κ. Αγραφιώτης, “Δάσκαλοι και Σχολεία στην επαρχία της Αγιάς 1700-1881”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 6572. 412. Δ. Κ. Αγραφιώτης, ό. π., σ. 65. 413. Αυτό το Σχολείο ιδρύθηκε λίγο πριν το 1800.

Κάβρας, ο οποίος διετέλεσε και δάσκαλος των παιδιών του Βελή414 πασά, Ευστ. Ράγιος, Ν. Τσιγάρας, Γ. Καραβίδας, Ν. Ξάνθος, π. Γεώργιος Παπανικολάου, π. Νικόλαος Παπαγεωργίου, Γεώργιος Πλασταράς και άλλοι. Το 19ο αιώνα λειτούργησαν στην περιοχή και δυο παρθεναγωγεία, ένα στην Αγιά με δωρεά του γιατρού Δ. Αλαμάνου και ένα στο Μεταξοχώρι με δωρεά του ηγουμένου της Ι. Μ. Παναγίας του χωριού Ιεροθέου Κακκάλη, που καταγόταν από το χωριό και αργότερα διετέλεσε επίσκοπος Γαρδικίου (Ζάρκου) και έπειτα Θαυμακού (Δομοκού).

2.7. Τα Σχολεία της Σκοπέλου Η πρώτη, επιβεβαιωμένη από τις πηγές, αναφορά στην ύπαρξη οργανωμένου Σχολείου στο νησί ανάγεται στο 1724. Τη χρονιά εκείνη, ή την προηγούμενη κατ' άλλες πηγές415, με ενέργειες του προεστού της Χώρας Χατζη-Στεφανή Δαπόντε, που ήταν πρόξενος (κόνσολος) της Αγγλίας, ιδρύθηκε Σχολή στη Σκόπελο από τον τ. Μητροπολίτη Άρτας Νεόφυτο Μαυρομάτη416. Το Σχολείο αυτό ενισχύθηκε από τον τόκο (150 /)0 ενός δανείου χιλίων γροσίων που δόθηκε στην κοινότητα της Χώρας Σκοπέλου. Για την ίδρυση της Σχολής εκδόθηκε σιγίλιο απ΄ τον οικουμ. Πατριάρχη Ιερεμία Γ΄(1716-26, 1733) προς τον τότε επίσκοπο Σκιάθου και Σκοπέλου Κλήμη. Διευθυντής τοποθετήθηκε ο Ιερόθεος Μωραϊτης (-1732) από την Καλαμάτα, έχοντας βοηθό του τον π. Μελέτιο Ιβηρίτη. Η Σχολή θεωρούνταν ανώτερη μιας που διδάσκονταν ακόμη και φιλοσοφικά μαθήματα417. Σύμφωνα με το λόγιο συγγραφέα του νησιού Καισάριο Δαπόντε, στα μέσα του 18ου αι. Δίδαξε ο Ιωάννης Ρόδιος. Στο διάστημα 1760-70 δίδαξε ο Αθανάσιος Ρόδιος προερχόμενος από τις Σχολές της Ζαγοράς και του Τυρνάβου. Τα τελευταία τριάντα χρόνια πριν την επανάσταση του '21 η Σχολή φαίνεται πως είχε παρακμάσει. Σ' αυτή πλέον διδάσκονταν μόνο ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Χαλκιδική, εγκαταστάθηκαν στη Σκόπελο πολλοί Μακεδόνες από την Κασσάνδρα και αλλού. Ανάμεσα στους πρόσφυγες ήταν κι ένας σπουδαίος δάσκαλος, ο Αστέριος Φιλίππου ή Φιλιππίδης καταγόμενος, πιθανόν, από τη Γαλάτιστα. Ο δάσκαλος αυτός άρχισε να παραδίδει κατ' οίκον μαθήματα στα παιδιά των προκρίτων. Αργότερα, το 1825, ο παραστάτης ή διοικητής του (ελεύθερου) νησιού, Ζαχαρίας Παναγιωτίδης, παρακάλεσε το Υπουργείο της Θρησκείας να δώσει εντολές στις “κεφαλές” της Χώρας, δηλαδή τον επίσκοπο του νησιού Ευγένιο και τους προεστούς Μοναχάκη Ευαγγελινού, Μανώλη Αποστόλη, Γιάννη Μελαχροινού και Αλέξανδρο Δαπόντε, μα παίρνουν από τα παγκάρια των εκκλησιών 70 γρόσια και να τα δίνουν στον δάσκαλο418 Αστέριο για να διδάσκει και τα φτωχά παιδιά χωρίς επιβάρυνση των γονέων τους. Την ίδια χρονιά άρχισε τη λειτουργία και το Σχολείο Μουσικής σε ένα κελλί του ενοριακού Ναού της Παναγίας Φανερωμένης. Το 1829 δάσκαλος της Μουσικής ήταν ο Αναστάσιος Μαργαρίτου από τη Ραιδεστό της Α. Θράκης. Πάντως μέχρι την εποχή του Καποδίστρια δεν υπήρχε δημόσιο Σχολείο στο νησί. 414. Ο Βελής ήταν γιος του Αλή πασά Τεπελενλή και συχνά, κυρίως τους θερινούς μήνες, κατοικούσε στο “παλάτι” που είχε αναγείρει στη Δέσιανη (Αετόλοφο) της Αγιάς. 415. Αδ. Σαμψών, “Περιηγητές στη Σκόπελο”, 7Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 1/9/1996, αφιέρωμα: Σκόπελος, σ. 32. 416. Ουρ. Καλλιανού, Κ. Καλλιανός, “Σχεδίασμα για την κατάσταση της παιδείας στη Σκόπελο την Τουρκοκρατία, έως το 1832”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 87. 417. Ουρ. και Κ. Καλλιανού, ό. π., σ. 88. 418. Ουρ. και Κ. Καλλιανού, ό. π., σ. 90.

Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι στη γειτονική Γλώσσα δεν είχαν καν ιδιώτες δασκάλους, με αποτέλεσμα να βασιλεύει η αμάθεια. Μετά την έλευση του Καποδίστρια, ο επίτροπος Βορείων Σποράδων, Αναστάσιος Λόντος, ίδρυσε στη Σκόπελο δύο Σχολεία, ένα αλληλλοδιδακτικό, με πρώτο δάσκαλο τον Γ. Κοντοπούλη, και ένα “Ελληνικό”, με πρώτους δασκάλους τον Αστέριο Φιλιππίδη και τον ντόπιο ιερομ. Γρηγόριο Μήτα419. Το πρώτο Σχολείο στεγάστηκε σε νοικιασμένο κτίριο, ενώ το δεύτερο στην Ι. Μ. Αγίου Νικολάου στους Κήπους. Τα εγκαίνια και η έναρξη των μαθημάτων των Σχολείων άρχισε στις 29/8/1828, με την παρουσία του Α. Λόντου. Το 1829 διευθυντής του Σχολείου ήταν ο Εμ. Μαγκάκης. Το 1828 ιδρύθηκε το πρώτο, αλληλλοδιδακτικό, Σχολείο στη Γλώσσα της Σκοπέλου με πρώτους δασκάλους τον ιερομ. Αρσένιο και τον Ιωάννην Μάρκου. Πάντως γρήγορα η οργανωμένη παιδεία άρχισε να φθίνει στο νησί και την 4/6/1832 ο διοικητής των Β. Σποράδων, Χρ. Περραιβός, ανέφερε ότι τη χρονιά εκείνη δεν λειτουργούσε κανένα Σχολείο στο νησί, παρά μόνο ένα “μικρόν και ασήμαντον 420”. Ακόμα και ο Φιλιππίδης, έχοντας φτάσει σε έσχατη φτώχεια, αναγκάστηκε να φύγει για τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο άλλος δάσκαλος, ο Γρηγόριος, “ζει ενταύθα ελεούμενος”. Το μικρό αλληλλοδιδακτικό Σχολείο της Χώρας υπολειτουργούσε με τον ντόπιο δάσκαλο Νικόδημο Κοιρανίδη. Άξιο αναφοράς είναι και το εξής στοιχείο που αναφέρεται στην εργασία του ιερ. Κ. Καλλιανού και της συζύγου του για την Παιδεία στη Σκόπελο: Στη Χώρα, σε σύνολο 289 μαθητών, απ΄ τους οποίους μόνο 43 κορίτσια, με ηλικία 4-35(!) ετών, περισσότεροι από τους μισούς (154) ήταν Μακεδόνες ή λοιποί πρόσφυγες από την ηπειρωτική Θεσσαλία. Στη Γλώσσα, αντίθετα, κανείς από τους 53 συνολικά μαθητές, μεταξύ των οποίων και ένα κορίτσι, δεν ήταν από άλλη περιοχή421.

2.8. Τα Σχολεία της Ζαγοράς Κατά τον Κορδάτο το πρώτο Σχολείο της Ζαγοράς, στη συνοικία Σωτήρα, ιδρύθηκε στις αρχές του 17ου αιώνα. Είναι γεγονός πως το 1647 το Σχολείο αυτό λειτουργούσε και δίδασκε σ΄ αυτό ο ιερομόναχος Αθανάσιος. Όταν η κωμόπολη μεγάλωσε, κρίθηκε αναγκαία η λειτουργία κι ενός δεύτερου Σχολείου για τους δυτικούς συνοικισμούς. Έτσι την πρώτη δεκαετία του 18ου αι. ιδρύθηκε ένα άλλο Σχολείο στην Ι. Μ. Αγίου Ιωάννου Προδρόμου με πρώτο δάσκαλο τον ιερομ. Ζαχαρία. Από το 1750 κι έπειτα η παιδεία στη Ζαγορά, παρά τις αντιδράσεις ορισμένων προεστών που πίστευαν πως θα έχαναν τα προνόμιά τους από τους μορφωμένους, εξαιτίας των Σχολείων, συμπολίτες τους, γνώρισε μεγάλη άνθιση.

419. Ουρ. και Κ. Καλλιανού, ό. π., σ. 90. 420. Ουρ. και Κ. Καλλιανός, ό. π., σ. 92. 421. Ουρ. και Κ. Καλλιανός, ό. π., σ. 92.

Εικ. “Ελληνομουσείον”, Η Σχολή της Ζαγοράς (πίνακας- Γεννάδιος βιβλ.)

Σ' αυτό συνέβαλε η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου μέσω των ζαγοριανών καραβιών, που χρησιμοποιούσαν το λιμάνι του Χορευτού για τα ταξίδια τους στη Μ. Ασία, την Οδησσό, την Αγγλία, κ. α. Έτσι η επαφή των κατοίκων της κωμόπολης με άλλους Έλληνες και ξένους άνοιξε τους πνευματικούς τους ορίζοντες. Άλλες αιτίες που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της παιδείας ήταν η αυτοδιοίκηση που απολάμβαναν τα χωριά του Πηλίου, η συμβολική τουρκική παρουσία καθώς και η ύπαρξη αποδήμων Ζαγοριανών, οι οποίοι έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα πράγματα της πατρίδας τους. Γνωστότεροι άλλοι δάσκαλοι της Ζαγοράς υπήρξαν ο Κων/νος Κασσαβέτης, ο Φώτιος, ο Κων/νος Λογιώτατος Τριανταφυλλίδης, που ήταν δάσκαλος του Ρήγα Φεραίου, ο ιερομ. Αθανάσιος, κ. α. Το 1777 το “Σχολείο των Κοινών Γραμμάτων” ανακαινίσθηκε, χάρις στις προσπάθειες του πατριάρχη Καλλινίκου Γ΄ και του ντόπιου εμπόρου Ιωάννη Πρίγκου, που ήταν εγκαταστημένος στο Άμστερνταμ, και αναβαθμίστηκε σε ανώτερη Σχολή με την επωνυμία “Ελληνομουσείον της Ζαγοράς”. Στις 20 Ιουνίου του ίδιου έτους ήταν έτοιμο το κτίριο της νέας αυτής Σχολής. Η διαχείριση των οικονομικών της ανατέθηκε στον προεστό του Αγίου Γεωργίου Ζαγοράς Γεώργιο Παπαϊωάννου ή Παπάζογλου. Στο νέο κτίριο συμπεριελήφθη και χώρος για βιβλιοθήκη που εμπλουτίστηκε κυρίως με βιβλία του ευεργέτη Ι. Πρίγκου, καθώς και κατοικία για το δάσκαλο. Το Σχολείο είχε και ξενώνες για τους μαθητές που προέρχονταν από άλλες περιοχές. Αυτοί οι τελευταίοι πλήρωναν ιδιαίτερα δίδακτρα στο δάσκαλό τους. Πρώτος δάσκαλος του Ελληνομουσείου ήταν πιθανότατα ο Ν. Κασσαβέτης422. Το 1833 ιδρύθηκε ένα δεύτερο Σχολείο, το “Κρίτσκειο”, από τους ξενιτεμένους Μωυσή και Νικόλαο Κρίτσκη. Το 1852 ιδρύθηκε στην κωμόπολη το πρώτο οργανωμένο παρθεναγωγείο του Πηλίου που άρχισε να λειτουργεί τρία έτη αργότερα. Τέλος το 1878, στη συνοικία Περαχώρα, ο Σοφ. Κωνσταντινίδης ανήγειρε ένα νέο διδακτήριο, ενώ το 1882 ο Δημ. Κασσαβέτης ένα άλλο στη δική του συνοικία, στη Σωτήρα423.

422. Γ. Μουγογιάννης, ό. π., σ. 69. 423. Γ. Θωμάς, “Εκπαιδευτικές προσπάθειες στο τουρκοκρατούμενο Πήλιο”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 17.

2.9. Το Σχολείο στις Μηλιές του Πηλίου Το 1760 ξεκίνησε στις Μηλιές τη λειτουργία του το Σχολείο των “Κοινών Γραμμάτων” με δασκάλους τον ιερομ. Άνθιμο Παπαπανταζή και τον ιερέα Ζαχαρία. Ο Άνθιμος Γαζής, που μέχρι τα μέσα του 1801 βρισκόταν στη Βιέννη, προσπάθησε, ερχόμενος στις Μηλιές, να αναδιοργανώσει το Σχολείο, χωρίς όμως να καταφέρει κάτι χειροπιαστό. Το 1810, με το θάνατο του Παπαπανταζή, ανέλαβε τη διεύθυνση της Σχολής ο Γρηγ. Κωνσταντάς. Το 1815 η Σχολή είχε αναδιοργανωθεί πλήρως και στεγαζόταν σε νέο οίκημα που εγκαινιάστηκε τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς. Αξίζει να σημειώσουμε ότι το οίκημα του Σχολείου είναι ίσως το μοναδικό που κτίστηκε κατά την Τουρκοκρατία αποκλειστικά και μόνο για εκπαιδευτικό ίδρυμα.. Ο Γαζής πρόσφερε απ΄ τη Βιέννη χρηματική βοήθεια, την οποία είχε συγκεντρώσει από εράνους μεταξύ των Ελλήνων της διασποράς, βιβλία και εποπτικά όργανα διδασκαλίας, ενώ για ένα μικρό διάστημα, πριν μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία, εργάστηκε για την οργάνωση της Σχολής.

Εικ. Η Βιβλιοθήκη της Σχολής των Μηλεών

Ο Κωνσταντάς το 1821, με την έκρηξη της επανάστασης, αναχώρησε από τη Σχολή και κατέβηκε στη Ν. Ελλάδα για να βοηθήσει στον αγώνα. Άλλες λεπτομέρειες για τη Σχολή παρατίθενται στα ακολουθούντα βιογραφικά σημειώματα των Κωνσταντά, Φιλιππίδη και Γαζή. Αργότερα, το 1834, επέστρεψε στη Σχολή και συνέχισε το έργο του μέχρι το θάνατό του. το κτίριο της Μηλιώτικης Σχολής πυρπολήθηκε από τους Ναζί κατακτητές το 1943.

2.10. Άλλα Σχολεία στο τουρκοκρατούμενο Πήλιο Από τις δεκαετίες του 1740 και του 1750 άρχισαν να λειτουργούν και άλλες Σχολές στα χωριά του Πηλίου, τοπικής όμως εμβέλειας. Το Σχολείο του Κισσού άρχισε να λειτουργεί το 1753. Σ΄ αυτό λέγεται πως δίδαξε ο Ρήγας Φεραίος πριν την αναχώρησή του για την Πόλη. Το Σχολείο της Μακρινίτσας ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1743 με πρώτο δάσκαλο κάποιον Παπαζαχαρία. Το 19ο αιώνα ο Νικόλαος Νανόπουλος έκτισε στην Τσαγκαράδα ένα Σχολείο για τα παιδιά της περιοχής. Στην ίδια κωμόπολη, λίγο αργότερα, το 1864, οι αδελφοί Αχιλλόπουλοι ίδρυσαν την

“Αστική Σχολή”. Το Σχολείο του Προμυρίου κτίστηκε γύρω στο 1850 με προσφορές του ξενιτεμένου στη Ρουμανία Προμυριώτη Νικ. Κωνσταντινίδη. Το προϋπάρχον, από τις αρχές τουλάχιστον του 19ου αιώνα, Σχολείο του χωριού ξέρουμε ότι λειτουργούσε, βεβαιωμένα, σε δικό του οίκημα από το 1812 με δάσκαλο τον Αναγνώστη Σταμάτη424. Ένα άλλο διώροφο διδακτήριο κτίστηκε στο Προμύρι, μεταξύ των ετών 1840-50, από τους ντόπιους μοναχούς Ευγένιο και Ναθαναήλ425. Τα παιδιά του κοντινού στο Προμύρι οικισμού Βουδίν μάθαιναν γράμματα από τον ιερέα Ιωάννη Οικονόμου ή Κοτρώνη στην Ι. Μ. Αγίου Σπυρίδωνα Προμυρίου (1880-5)426. Σύμφωνα με διάφορες ενθυμίσεις, στο χωριό Συκή το 1850 δάσκαλος ήταν ο ιερέας Γεώργιος Ευσταθίου, ενώ το 1870-3 στο Βένετο δίδασκε ο Νικόλαος Αναγνωστόπουλος και το 1876 στην Κερασιά ο Κων. Παντόπουλος427. Σύμφωνα με το γνωστό περιηγητή Ληκ στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή υπήρχαν Σχολεία στη Μακρυνίτσα, στην Πορταριά, στη Δράκεια, στη Ζαγορά και στις Μηλιές. Οι πηγές συγκλίνουν στο 1750 ως χρονολογία ίδρυσης του Σχολείου στην Πορταριά.

Εικ. Η Πορταριά σε πίνακα της Γενναδιου Βιβλιοθήκης

424. 425. 426. 427.

Γ. Θωμάς, ό. π., σ. 22. Γ. Θωμάς, ό. π., σ. 24. Γ. Θωμάς, ό. π., σ. 28. Γ. Θωμάς, ό. π., σ. 31.

Εικ. Σχολείο στο Κατηχώρι, μέσα του 19ου αιώνα (εκδ. Οίκος “Μέλισσα”)

Άλλα Σχολεία υπήρχαν στον Άγιο Λαυρέντιο, στο Κατηχώρι, στον Άγιο Γεώργιο Νηλείας και αλλού.

2.11. Σχολεία των Αγράφων Οι λεγόμενες “Σχολές των Αγράφων” άρχισαν να ιδρύονται από το 1640 κι έπειτα. Η πρώτη Σχολή ιδρύθηκε το 1645 στο Καρπενήσι από το μεγάλο δάσκαλο της εποχής Ευγένιο Γιαννούλη τον Αιτωλό, που παρέμεινε στη Σχολή παραπάνω από 15 έτη. Το 1661 ο ίδιος δάσκαλος ίδρυσε στα Βραγκιανά τη Σχολή της Γούβας, που επονομαζόταν “Ελληνομουσείον των Αγράφων”. Συνεχιστής του έργου του Γιαννούλη ήταν ο Αναστάσιος Γόρδιος που είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Το 1740 ιδρύθηκε Σχολείο στην Ι. Μ. Ζωοδόχου Πηγής στα Φουρνά με πρώτο δάσκαλο τον Διονύσιο τον “εκ Φουρνά ιστοριογράφο”. Οι ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας Αλέξ. Γκίκας και Γρηγ. Καλλιμάχης ενίσχυσαν το Σχολείο με τακτικές (μηνιαίες) επιχορηγήσεις. Άλλοι δάσκαλοι του Σχολείου στα Φουρνά διετέλεσαν ο Σέργιος Μακραίος, ο Ιωάννης Δημητριάδης, ο Κύριλλος, ο Θεοφάνης από τα Φουρνά428, κ. α.

2.12. Σχολεία στα Τρίκαλα και τη Δυτική Θεσσαλία Στα Τρίκαλα φαίνεται πως λειτουργούσε Σχολείο από τα μέσα περίπου του 16ου αιώνα. Τρανή απόδειξη είναι η αναφορά που γίνεται σε διάφορες πηγές σχετικά με τη μόρφωση του Διονυσίου Φιλοσόφου, μητροπολίτη Λαρίσης. Απ' αυτές μαθαίνουμε ότι γύρω στο 1560 λειτουργούσε Σχολείο, έστω χωρίς τη συμβατική οργάνωση ενός πλήρους σχολικού ιδρύματος. Δάσκαλος της περιόδου εκείνης ήταν κάποιος Αρσένιος429. Το 1752 ο μητροπ. Λάρισας Ιερεμίας ίδρυσε, (ή το πιθανότερο μετονόμασε την ήδη υπάρχουσα Σχολή) τη “Σχολή της Τρίκκης”, στα Τρίκαλα. Η Σχολή αυτή, που ήταν η σημαντικότερη στη Δ. Θεσσαλία, λειτούργησε μέχρι το 1808 στον Ι. Ν. της Αγίας Επισκέψεως της πόλης. Εκείνη τη χρονιά, έπειτα από την επανάσταση του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, οι Οθωμανοί διέταξαν το κλείσιμο της Σχολής. Αργότερα επαναλειτούργησε η Σχολή ενώ το 1856 μεταφέρθηκε στο Δούσικο (Ι. Μ. Αγίου Βησσαρίωνα. Μικρότερα Σχολεία υπήρχαν στον Κλεινοβό (Κλεινό), στα Μετέωρα, στην Καστανιά και στη Βεντίστα (Αμάραντο). Μεταξύ των αποφοίτων αυτών των Σχολών, συναντάμε τα ονόματα του Ευγ. Γαννούλη του Αιτωλού, του Διονυσίου Πύρρου, και άλλων. Το 1812 στο χωριό Αμάραντο (Βεντίστα) της Καλαμπάκας γεννήθηκε ο Δωρόθεος Σχολάριος (εικ.) ο ιδρυτής της Δωροθέας Σχολής των Τρικάλων. Η Σχολή αυτή λειτούργησε από το 1876 έως το 1976. στο κτίριό της, από το 1910, στεγαζόταν το 1ο Δημ. Σχολείο Τρικάλων. Στη Σχολή παρακολουθούσαν μαθήματα όχι μόνο ελληνόφωνοι αλλά και βλαχόφωνοι της Πίνδου που παραχείμαζαν στα Τρίκαλα, υπακούοντας στα διαρκή 428. Γ. Μουγογιάννης, ό. π., σ. 50. 429. Παπακωνσταντίνου Θ., “Η επανάσταση του Διονυσίου του Φιλοσόφου, Μητροπολίτη Λαρίσης, στη Θεσσαλία στα 1600, κατά τα αρχεία της Αυστρίας του Βατικανού και της Ισπανίας”, Μετέωρα, τ. 59-60, Τρίκαλα 2007, σ. 193.

εθνικά κυρήγματα του Δωροθέου. Το 1876 λειτουργούσαν και άλλες δυο Σχολές στην πόλη. Ο Δωρόθεος έδειχνε μεγάλη φροντίδα στη λειτουργία των Σχολείων ολόκληρης της Θεσσαλίας, όπως είχε συμβεί με το Σχολείο της Πορταριάς. Εξαιτίας της αγάπης του για τα Σχολεία, του δόθηκε η επωνυμία Σχολάριος. Ο Δωρόθεος πέθανε στην Αθήνα το 1889, έχοντας δει την ενσωμάτωση του μεγαλύτερου τμήματος της Θεσσαλίας στην Ελλάδα. Πολύ ονομαστό ήταν και το Σχολείο Μοσχολουρίου που ιδρύθηκε γύρω στα μέσα του 16ου αιώνα. Γνωστοί δάσκαλοι του Σχολείου ήταν ο Συνέσιος ο Ελλανικός (1560-1600, περίπου), ο ιερομόναχος Αθανάσιος Λιοντάρης (1679), ο Ζαχαρίας Παράσχης ο Φαρσάλιος (από το 1683), ο Αναστάσιος Γόρδιος και αργότερα, ο Νικόλαος Μπαρκόσης (1758), ο Νικόλαος Καρατζάς (1759-61), ο Ιωάννης Οικονόμου (1815-7), ο Χριστόδουλος Κονομάτης, κ.α. Αξίζει να σημειώσουμε ότι απόφοιτος της Σχολής του Μοσχολουρίου υπήρξε ο μετέπειτα διευθυντής της Αθωνιάδος Σχολής, Παναγιώτης Παλαμάς. Άλλα, μικρότερης εμβέλειας Σχολεία στη Δ. Θεσσαλία ήταν στο Χαλίκι Ασπροποτάμου (1790), στο Αγιόφυλλο (μετά το 1700), στο Δούσικο (1790), η Σχολή του οποίου συγχωνεύτηκε με τη Σχολή της Τρίκκης από το 1856, στο Ζάρκο (1800), όπου πάντως φαίνεται πως λειτούργησε πολύ νωρίτερα Κρυφό Σχολειό, στη Ρεντίνα (1720), στην Καστανιά Καρδίτσας430 (1706), στην Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονα Πεζούλας431 (1560), κ. α.

2.13. Τα Σχολεία της Λάρισας Για τους πρώτους αιώνες της σκλαβιάς δεν υπάρχουν αποδείξεις που να φανερώνουν ότι υπήρξαν Σχολεία στην πόλη. Μόνο μια αναφορά για ύπαρξη κάποιου Σχολείου στις αρχές του 17ου αιώνα, που είχε δάσκαλο κάποιον Αναστάσιο432. Πολύ αργότερα (18ος αι.), υπήρξαν κάποιες προσπάθειες από την τοπική Εκκλησία για τη δημιουργία εκπαιδευτικών κέντρων. Το 1702 φαίνεται πως ιδρύθηκε το πρώτο Σχολείο από τον μητροπ. Παρθένιο Β΄ αλλά δεν γνωρίζουμε αν και πόσο λειτούργησε ποτέ. Δεύτερη προσπάθεια έγινε από τον μητροπ. Γαβριήλ γύρω στο 1730, αλλά και αυτή η προσπάθεια δεν γνωρίζουμε αν απέδωσε καρπούς. Το 1752 ο μητροπ. Μελέτιος Β΄ ίδρυσε δύο Σχολεία στη Λάρισα, το ένα των “Ελληνικών” φαίνεται πως σταμάτησε τη λειτουργία του γύρω στο 1770, ως τιμωρία των Οθωμανών κατά των ραγιάδων για το Ορλωφικά. Το 1794 ο εργατικός μητροπ. Λάρισας Διονύσιος Καλλιάρχης ίδρυσε το “Ελληνικόν Σχολείον”, στο οποίο δίδαξε και ο Κ. Κούμας. Είναι σίγουρο ότι τα σχολεία της πόλης ενισχύονταν από την ερανική επιτροπή του Α. Αχιλλίου433, εκτός από την περίοδο 1821-27, περίοδο κατά την οποία ο ίδιος ο Ναός του Α. Αχιλλίου είχε μετατραπεί σε ... μπαρουταποθήκη των Οθωμανών και οι δυστυχείς Λαρισαίοι πιστοί εκκλησιάζονταν, πολύ πιο μακριά, στην Α. Μαρίνα (συν. Καλυβίων). Το 1836 έγινε το πρώτο αλληλοδιδακτικό Σχολείο, ενώ μετά τις μεταρρυθμίσεις του Οθωμανικού κράτους (Tanzimat), επετράπη η ίδρυση τεσσάρων ακόμη Σχολείων, ένα στη συνοικία Αρναούτ το 1846 (Α. Αθανάσιος), ένα στην συνοικία Παράσχου την ίδια χρονιά (μεταξύ Α. Νικολάου και 430. 431. 432. 433.

Κ. Σπανός, “Χάρτης της Θεσσαλίας με τα Σχολεία στην Τουρκοκρατία”, Θ. Η. Ε΄ (Λάρισα 1983), σ. 47. Εκεί μαθήτευσε ο Άγιος Σεραφείμ, επίσκοπος Φαναρίου. Θεοδ. Παλιούγκας, Η Λάρισα κατά την Τουρκοκρατία, τ. Β΄ , εκδ. Μάτι, Λάρισα 2007, σ.441. Θεοδ. Παλιούγκας, ο. π., σ. 443.

οδού Ροϊδου), ένα στη συνοικία Σουφλάρ (Α. Σαράντα) και ένα στον Τρανό Μαχαλά (Α. Αχίλλιος) το 1844434. Τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας εκτός των προαναφερθέντων Σχολείων, λειτουργούσε και Παρθεναγωγείο με πρώτη δασκάλα την Αικατερίνη Κονταξιάδου, και Νηπιαγωγείο, ενώ το 1873 άρχισε η ανέγερση του πρώτου Γυμνασίου. Γνωστότεροι δάσκαλοι των Σχολείων της Λάρισας ήταν οι: Θεοχ. Βρασούκας, Κων. Οικονόμος-Κουτσός, Δημ. Σακελλαρίδης, Αντώνιος Σακελλάριος-Τυρναβίτης, Ιωάννης Οικονομίδης, Κων. Γερογιάννης, Κων. Σερβητάς435, κ.α. Αξίζει εδώ να αναφερθεί ότι ο Ηπειρώτης Δημ. Καράς άφησε με τη διαθήκη του το ποσό των 30.000 γροσίων για το πρώτο οργανωμένο Σχολείο της πόλης436 2.13. Σχολεία της Ελασσόνας Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας ο ελληνικός πληθυσμός της Ελασσόνας είχε ελαττωθεί δραματικά εξαιτίας των διώξεων και της βαρβαρότητας των κατακτητών. Οι λίγες χριστιανικές οικογένειες είχαν εγκατασταθεί στη συνοικία Βαρώσι, όπως και στην ομώνυμη συνοικία των Τρικάλων, ακριβώς στους πρόποδες της Ι. Μ. Ολυμπιωτίσσης. Οι περισσότεροι Έλληνες της περιοχής είχαν καταφύγει στα ορεινά και τη γειτονική Τσαριτσάνη. Τα λιγοστά ελληνόπουλα που είχαν χρόνο και όρεξη για γράμματα κατέφευγαν στο Μοναστήρι, όπου μάθαιναν τα βασικά γράμματα από τα εκκλησιαστικά βιβλία. Δάσκαλοί τους φυσικά ήταν οι καλόγεροι της Μονής. Από τον κώδικα 134 της Ολυμπιώτισσας μαθαίνουμε ότι τον 16ο αιώνα στη Μονή έρχονταν και άλλα ελληνόπουλα από γειτονικούς οικισμούς. Στα κείμενα μάλιστα αυτού του κώδικα σώζονται και μερικά ονόματα μαθητών: Γκικάκης του Βάρδα, Μανωλάκης, Μιχαλάκης, Θεοδωράκης του Αργυρού κ.α. Τους επόμενους αιώνες οι περισσότεροι Ελασσονίτες μαθητές φοιτούν σε άλλα Σχολεία της περιοχής, όπως στην Τσαριτσάνη, το Λιβάδι, τη Μπουνιάσα της Δεσκάτης, και σε Μονές όπως την Αγία Τριάδα Σπαρμού, τον Άγιο Αντώνιο Σάπκας (Λιβάδι), το μετόχι της ίδιας Μονής στο Κοκκινόγειο, η Ανάληψη Συκιάς, η Μονή Κλημάδων στην Καρυά, η Αγία Τριάδα Γιαννωτών, η Μεταμόρφωση Παλιοκαρυάς στη Δεσκάτη, η Παναγία Γλίκοβου437, κ.α. 2.14 Το Σχολείο της Δεσκάτης Σχολείο στη Δεσκάτη, που μέχρι τη δεκαετία του 1960 ανήκε στη Θεσσαλία, φαίνεται πως λειτουργούσε κατά το τέλος του 18ου αιώνα στο νάρθηκα της Εκκλησίας του χωριού και και στο γειτονικό Μοναστήρι της Μπουν(ι)άσας. Ο πιο γνωστός δάσκαλος της Σχολής Δεσκάτης ήταν ο Σίμων Κεραμεύς από το Τσοτύλι της Κοζάνης. Από τη λειτουργία του Σχολείου των κατοπινών χρόνων σώζεται μια επίσημη σφραγίδα του Σχολείου με την εξής επιγραφή: “ΕΛΛΙΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΔΙΣΚΑΤΑΣ”. Ονόματα άλλων δασκάλων που δίδαξαν στη Σχολή έχουμε από τις αρχές του 19ου αιώνα. 434. Θεοδ. Παλιούγκας, ο. π., σ. 444. 435. Θεοδ. Παλιούγκας, ο. π., σ. 452-3. 436. Θεοδ. Παλιούγκας, ο. π., σ. 450, σημ. 81. 437. Αχ. Λαζάρου, Η Παιδεία της περιφέρειας Ελασσόνας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, επιθ. Ηως, Αθήναι, 1966, σσ.290, 297.

3. Οι Θεσσαλοί Διδάσκαλοι του Γένους 3.1. Αλέξανδρος Τυρναβίτης Ο Αλέξανδρος ήταν γέννημα-θρέμμα του Τυρνάβου. Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 1711 στον Τύρναβο. Μαθήτευσε στο φημισμένο Σχολείο της Πάτμου. Ο Ευγένιος Βούλγαρης μας πληροφορεί ότι δίδασκε στο Σχολείο του Τυρνάβου από το 1740. Το 1755 αναχώρησε από τη Σχολή και μετέβη στο Βουκουρέστι της Μολδοβλαχίας. Στη Σχολή της μεγάλης αυτής πόλης δίδαξε μέχρι το θάνατό του (1761). 3.2. Ιωάννης Πέζαρος Ο Ιωάννης γεννήθηκε στον Τύρναβο το 1749. Στην ιδιαίτερή του πατρίδα διδάχτηκε τα πρώτα του γράμματα από το δάσκαλο Ιωάννη από τα Άγραφα. Έπειτα μετέβη στα Ιωάννινα όπου παρακολούθησε μαθήματα του γνωστού τότε δασκάλου Κοσμά Μπαλάνου. Από εκεί η φιλομάθειά του τον οδήγησε στη Σχολή του Αγίου Όρους, όπου διδάχτηκε τη Φιλοσοφία από τον μαθητή του Ευγενίου Βούλγαρη, Κυπριανό. Εκεί, στις πλούσιες βιβλιοθήκες του Άθωνα, μελέτησε πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς, πλουτίζοντας έτσι τη μόρφωσή του. Αφού περάτωσε τις σπουδές του κλήθηκε να διδάξει στο Σχολείο της Τσαριτσάνης όπου και παρέμεινε επί πενταετία. Έπειτα δίδαξε στο νέο Σχολείο του Λιβαδίου. Η φήμη του δασκάλου αυτού έκανε γνωστή τη Σχολή του Λιβαδίου στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας και της Δ. Μακεδονίας. Όταν το 1782 πέθανε ο δάσκαλος της Σχολής του Τυρνάβου, Λάμπρος Πάσχου, οι συμπατριώτες του τον κάλεσαν να διευθύνει το Σχολείο τους. Ο Κ. Κούμας πίστευε πως, εάν ο Ιωάννης είχε σπουδάσει σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, η δόξα του θα επεσκίαζε κι αυτή του μεγάλου Ευγ. Βούλγαρη438. Ο Πέζαρος συνήθιζε να διδάσκει με μια ακάματη ενεργητικότητα από το πρωί μέχρι το απόγευμα, κατά σειρά, σ' όλες τις τάξεις του Σχολείου. Πριν αρχίσει την καθημερινή διδασκαλία του, αυτός και οι μαθητές του μετέβαιναν στη εκκλησία (Όρθρος), όπως επίσης, μετά το πέρας των μαθημάτων παρακολουθούσαν τον Εσπερινό. Εκτός από το λειτούργημα του δασκάλου ο Πέζαρος εκτελούσε και τα καθήκοντα του ιεροκήρυκα, χωρίς μάλιστα οικονομικές απολαβές, κηρύσσοντας σε 16 Ναούς της περιοχής του Τυρνάβου, εκ περιτροπής. Λένε μάλιστα οι άνθρωποι που άκουγαν τα κυρήγματά του ότι, παρ' όλο που στην καθημερινή ζωή του σχεδόν τραύλιζε, η γλώσσα του κυρήγματός του ήταν γλαφυρή και λαμπρή, αψεγάδιαστη. Ποτέ μάλιστα δεν εκφωνούσε το ίδιο κήρυγμα, αλλά πάντοτε ο λόγος του ήταν πρωτότυπος. Παρ' όλο το ότι ήταν περιζήτητος από πολλές Σχολές διαφόρων ελληνικών πόλεων, ο ίδιος προτίμησε να παραμείνει στη γενέτειρά του, με ετήσιο μισθό 250 γρόσια439. Το 1790 νυμφεύτηκε μια συμπατριώτισσά του και το 1790 χειροτονήθηκε ιερέας, φτάνοντας στον τιμητικό τίτλο του Οικονόμου. Ο Πέζαρος πέθανε νέος, το 1806, πιθανώς από τη μεγάλη στεναχώρια του για την αφαίρεση του τίτλου του ιεροκήρυκα από τον τότε μητροπολίτη Λαρίσης, Ραφαήλ. Για την αιτία θανάτου του συνηγορεί και ο Κ. Κούμας. Από τους πιο σημαντικούς μαθητές του Πέζαρου υπήρξαν ο μετέπειτα δάσκαλος της Φυσικής στο Βουκουρέστι, Στέφανος 438. Δ. Χατζηγιάννης, “Θεσσαλοί πνευματικοί ταγοί”. Επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σ. 32. 439. Δ. Χατζηγιάννης, ό. π., σ.32.

Δούκας και ο Κων/νος Κούμας. 3.3. Κων/νος Κούμας Ο Κ. Κούμας γεννήθηκε στη Λάρισα την 26η Σεπτεμβρίου 1777. Προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια, καθότι ο πατέρας του ήταν γουνέμπορος, αλλά γεννήθηκε ίσως στη χειρότερη για τους Έλληνες ιστορική περίοδο της τουρκοκρατούμενης Λάρισας. Οι Τούρκοι, μετά το ρωσοτουρκικό πόλεμο του 176870, είχαν γίνει θηριώδεις απέναντι στους ορθοδόξους. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κούμας, μέχρι την ηλικία των δέκα ετών δεν είχε γνωρίσει ούτε Σχολείο ούτε Ναό, καθόσον ακόμα κι ο μητροπολιτικός Ναός του Αγίου Αχιλλίου είχε γκρεμιστεί από τον τουρκικό όχλο. Το 1787 η οικογένεια του Κούμα αναγκάστηκε να καταφύγει λόγω επιδημιών, προσωρινά, στον Τύρναβο. Εκεί ο δεκαετής Κων/νος είδε για πρώτη φορά Ναούς και έμαθε τα πρώτα του γράμματα. Η οικογένεια του Κούμα σύντομα επέστρεψε στη Λάρισα. Οι γονείς του Κων/νου βλέποντας την επιθυμία του γιου τους να μορφωθεί, αποφάσισαν να τον στείλουν στο Σχολείο του Τυρνάβου, όπου τότε δίδασκε ο Ιωάννης Πέζαρος. Μετά από λίγα έτη ο Κων/νος μετέβη στα Αμπελάκια για να διδαχθεί Άλγεβρα από το φημισμένο γιατρό από την Κεφαλλονιά, Σπυρίδωνα Ασάνη, που δίδασκε στη Σχολή της πλούσιας αυτής κοινότητας. Το 1794, μετά τους διωγμούς του χριστιανικού στοιχείου, άνοιξε και πάλι τις πύλες του το Σχολείο της Λάρισας με δάσκαλο τον Κ. Κούμα. Στη νέα του θέση παρέμεινε για λίγο και μη αντέχοντας την “διατριβήν εις την πολύτουρκον Λάρισαν”, δέχτηκε τη θέση του δασκάλου στο Σχολείο της Τσαριτσάνης. Εν τω μεταξύ είχε νυμφευθεί την κουνιάδα του Πέζαρου. Όμως η σύζυγός του πέθανε, λίγες μέρες μετά τον τοκετό της χαρίζοντας όμως στον Κούμα μια κόρη. Το γεγονός αυτό, όπως ήταν φυσικό, συντάραξε τον ευαίσθητο ψυχικό του κόσμο. Μεταξύ των μαθητών που είχε ο Κούμας στην Τσαριτσάνη ήταν ο επίσκοπος Ελασσόνας Ιωαννίκιος και ο μετέπειτα εθνομάρτυρας επίσκοπος Ρογών Ιωσήφ. Το 1803 ο Κούμας δίδασκε στα Αμπελάκια, όταν μετά από πρόταση του Ανθίμου Γαζή, μετέβη στη Βιέννη με σκοπό τη συνεργασία σε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο του Γαζή: την έκδοση Ελληνικού Λεξικού. Όταν όμως το σχέδιο αυτό ναυάγησε, πιθανώς λόγω έλλειψης πόρων, ο Κούμας εργάστηκε εκεί ως δάσκαλος στο σπίτι του Στ. Μόσχου, ενώ συγχρόνως φοιτούσε στο πανεπιστήμιο της Βιέννης διδασκόμενος ανώτερα Μαθηματικά.

Εικ. Ο Κωνσταντίνος Κούμας.

Στην ίδια πόλη ο Λαρισαίος δάσκαλος εξέδωσε και δύο βιβλία (Φυσικής και Χημείας). Ο πατέρας του εν τω μεταξύ είχε χρεοκοπήσει και ο Κούμας ότι είχε από τις οικονομίες του τις έστειλε στο πατρικό του. Το 1807 πέθανε ο πατέρας του και δύο έτη μετά όταν κλήθηκε να διδάξει στη Σχολή της Σμύρνης πήρε μαζί του τη μητέρα του και τη μικρή του κόρη που είχαν περιπέσει σε απόλυτη ένδεια. Ο Κωνσταντίνος Κούμας περιγράφει την έλλειψη παιδείας στη Θεσσαλία πριν το 1750 “Γράμματα με βαρβαρικήν σύνταξιν, με ανορθογραφίαν απίθανον και εις αυτάς των μητροπολιτών τας υπογραφάς, γεμίζουν τον ειρημένον κώδικα440, έως της αρχιερατείας του Ιακώβου, όστις έλαβεν την μητρόπολιν εκείνην το 1730 έτος. Και αυτού αι υπογραφαί και τα συντάγματα των πρακτικών, αρχίζουν να γίνονται υποφερτά. Από του 1750 έτους, οπότε αρχιεράτευσε ο μετέπειτα πατριαρχεύσας Μελέτιος έως τας ημέρας μας (1831), φαίνονται τα πρακτικά συνεταγμένα εις τρόπον, όστις φέρει τιμήν εις μητρόπολιν, και αι υπογραφαί μητροπολιτών, επισκόπων και κληρικών μαρτυρούν την προκοπήν των υπογραψάντων. (...) Τώρα ερωτώ εάν οι μητροπολίται και οι επίσκοποι δεν ήξευραν να υπογράψωσι τα ονόματά των, εάν ο πλούσια εισοδήματα έχων μητροπολίτης της Λαρίσης δεν εύρισκε γραμματέα να του γράψει τα πρακτικά της μητροπόλεώς του, εάν οι συνυπογραφόμενοι εις πολλά συμφωνητικά γράμματα προκριτότεροι της επαρχίας ήταν αγράμματοι, που ευρίσκεται τότε η παιδεία του γένους; Ήτο σπανιώτατο χρήμα η παιδεία, αν τις ονομάση παιδείαν μετρίαν τινά είδησιν της γλώσσης κατά γραμματικήν. Μέρος του γένους εγνώριζε μόνο να διαβάζη και να γράφη όπως έτυχε, και το περισσότερον ήτο βυθισμένον εις απόλυτον αγραμματίαν” Για την αντιγραφή: Χατζηγιάννης Δ., “Θεσσαλοί πνευματικοί ταγοί”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σ.30.

Στη Σμύρνη συνεργάστηκε με τον άλλο μεγάλο διδάσκαλο του γένους, Κων/νο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων και ίδρυσαν το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης. Στη Σχολή αυτή ο Κούμας δίδασκε Μαθηματικά, Φυσική, Ηθική, Φιλοσοφία και 440. Αναφέρεται στον Κώδικα της Μητροπόλεως Λαρίσης που αναγράφονταν τα πρακτικά της Μητρόπολης από το 1600 και έπειτα.

Γεωγραφία. Μάλιστα το μάθημα της Φυσικής το εμπλούτισε και με τα σχετικά πειράματα, που μέχρι τότε ήταν εντελώς άγνωστα στους ελληνικού τόπους. Λίγο αργότερα εξέδωσε την Πειραματική Φυσική και το Σύνταγμα της Φιλοσοφίας. Το Φιλολογικό Γυμνάσιο Σμύρνης αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες το σπουδαιότερο διδακτικό ίδρυμα του Ελληνισμού, το “φιλολογικό Πανεπιστήμιο του υποδούλου Ελληνισμού441”, έχοντας στις τάξεις του περισσότερους από τριακόσιους μαθητές και επτά δασκάλους. Το 1814 κλήθηκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο να αναλάβει τη διεύθυνση του Σχολείου του Κουροτσεσμέ. Εκεί ο Κούμας έμεινε για μια σχολική χρονιά. Το 1815 επανήλθε στη Σχολή της Σμύρνης. Την ίδια χρονιά πάντρεψε και τη μοναχοκόρη του. Το 1819 επισκέφτηκε διάφορα πανεπιστήμια της Γερμανίας για να πλουτίσει τις γνώσεις του και να γνωριστεί με την αφρόκρεμα των πανεπιστημιακών καθηγητών της Ευρώπης. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στη Γερμανία ανακηρύχθηκε διδάκτορας της Φιλοσοφίας και των Καλών Τεχνών από το Πανεπιστήμιο της Λειψίας, ενώ έγινε τιμητικό μέλος των Βασιλικών Ακαδημιών του Μονάχου και του Βερολίνου. Στα τέλη του 1820 ο Κούμας επέστρεψε στη Σμύρνη. Το 1821, μετά την Ελληνική Επανάσταση, άρχισαν οι άγριες διώξεις του Ελληνισμού και στη Σμύρνη. Έτσι το Μάιο της ίδιας χρονιάς αναγκάστηκε να πάρει την οικογένειά του και να καταφύγει στη Τεργέστη. Το 1826 ολικλήρωσε το ελληνογερμανικό λεξικό εκδίδοντάς το στη Βιέννη. Μετά από το λεξικό ασχολήθηκε ολοκληρωτικά με το κορυφαίο του έργο: την “Ιστορία των ανθρωπίνων πράξεων”, που περιελάμβανε τα ιστορικά γεγονότα από την προϊστορία μέχρι το 1831. το έργο του αυτό εκδόθηκε σε 12 τόμους το 1832. ο τελευταίος τόμος αυτού του συγγράμματος είναι πολύ σημαντικός διότι μας παρουσιάζει τα γεγονότα κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, περίοδο στην οποία λίγες πηγές αναφέρονται. Ο Κων/νος Κούμας πέθανε στην Τεργέστη σε ηλικία 59 ετών, την του 1836, εξαιτίας της προσβολής του από χολέρα.

Πρωτομαγιά

3.4. Ζήσης Κάβρας Ο Ζήσης Κάβρας γεννήθηκε στα Αμπελάκια, περί τα μέσα του 18ου αιώνα. Μαθήτευσε στη φημισμένη Σχολή της ιδιαίτερής του πατρίδας. Όταν αποφοίτησε έγινε δάσκαλος και δίδαξε για σειρά ετών σε Σχολεία του Βουκουρεστίου, έχοντας άριστες γνώσεις της Λατινικής. Έπειτα, αφού συγκέντρωσε τα προαπαιτούμενα χρήματα, σπούδασε στη Σχολή της Ιένας Ιατρική. Το 1800 εξέδωσε το έργο “Στοιχεία Αριθμητικής και Άλγεβρας”. 3.5. Ιωάννης Λογιώτατος Οικονόμου Το επώνυμο Λογιώτατος του αποδόθηκε λόγω της πνευματικής του κατάρτισης, και έκτοτε αποτέλεσε το επώνυμο της οικογενείας του. Γεννήθηκε στη Ραψάνη και υπήρξε μαθητής του Κούμα στο Σχολείο της Λάρισας αλλά και στις Σχολές των Αμπελακίων και της Τσαριτσάνης. Για ένα μικρό διάστημα δίδαξε και ο ίδιος στη Ραψάνη και στο Σχολείο της Λάρισας. Πέθανε στη θεσσαλική πρωτεύουσα τον Αύγουστο του 1842, σε ηλικία μόλις 52 ετών. Από τις πολλές χειρόγραφες επιστολές πολλών λογίων της εποχής του, ο ιατρός Ι. Αντωνιάδης εξέδωσε την εργασία: 441 Δ. Χατζηγιάννης, ό. π., σ.35.

“Επιστολαί διαφόρων αντιγραφείσαι παρ’ εμού του Ιωάννη Οικονόμου του Λαρισαίου, 1759-1824”(δες σχετ. την βιβλιογραφία). Επίσης έγραψε ένα ιστορικό γεωγραφικό βιβλίο για ένα μέρος της Θεσσαλίας. 3.6. Κων/νος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων Ο μεγάλος αυτός διδάσκαλος του Γένους γεννήθηκε από λευιτική οικογένεια στην Τσαριτσάνη στις 27 Αυγούστου 1780. Από τον ιερέα πατέρα του διδάχτηκε τα ιερά γράμματα, την Ελληνική Γλώσσα καθώς και τη Λατινική. Από τον Ζ. Κάβρα διδάχτηκε αργότερα και τη Γαλλική. Το 1805 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος με τον τιμητικό τίτλο του Οικονόμου της επισκοπής Ελασσόνας. Λίγο αργότερα συνελήφθη από όργανα του Αλή πασά με την κατηγορία ότι συνεργαζόταν με τον π. Θύμιο Βλαχάβα. Κατόρθωσε όμως να ελευθερωθεί καταβάλλοντας υπέρογκα λύτρα. Μέχρι το 1809 βρισκόταν στην Ι. Μ. Του Τιμίου Προδρόμου κοντά στις Σέρρες. Έπειτα εργάστηκε στη Σχολή της Σμύρνης. Ο αείμνηστος Δήμαρχος Λαρίσης Δ. Χατζηγιάννης γράφει για την προσωπικότητά του: “ ... ως συγγραφεύς και διδάσκαλος και ρήτωρ υπήρξε πολυειδήμων. Από την λογικήν αρύετο την μέθοδον και από την μεταφυσικήν τους αρχικούς νόμους. Από τας φυσικάς επιστήμας αντλούσε τας υψηλάς και μεγάλας εννοίας και από την γεωμετρίαν την τάξιν και την αλληλουχίαν. Και τέλος από της ρητορικήν αρύετο την χάριν, με την οποίαν διήγειρε τον νουν εις θαυμασμόν και την καρδίαν εις κατάνυξιν, ενώ η Θεολογία τού έδιδε τας μυσταγωγικάς της εμπνεύσεις442.” Ως δάσκαλος επίσης υπήρξε άριστος. Επί των ημερών του το Σχολείο της ιδιαίτερής του πατρίδας γνώρισε μεγάλη άνθιση. Αναφέραμε επίσης προηγουμένως ότι ο Κ. Οικονόμος ήταν ο ιδρυτής του Φιλολογικού Γυμνασίου της Σμύρνης, σχολής ιδιαίτερα νεωτερικής, που έκλεισε το 1819 λόγω των αντιδράσεων διαφόρων συντηρητικών που υποστήριζαν την ανταγωνιστική Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης. Την ίδια χρονιά κλήθηκε στην Κων/λη όπου ονομάστηκε “πατριαρχικός του Οικουμενικού θρόνου ιεροκήρυξ και διδάσκαλος πασών των ορθοδόξων εκκλησιών”. Πολλά χειρόγραφα του Κων/νου χάθηκαν στην Κων/λη κατά την περίοδο αμέσως μετά την Ελληνική Επανάσταση, λόγω των απηνών διωγμών που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι κατά του χριστιανικού στοιχείου. Ο ίδιος αναγκάστηκε να καταφύγει στην Οδησσό, όπου προσπαθούσε συνεχώς να πείσει τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄ να επέμβει στις ελληνοτουρκικές συγκρούσεις παίρνοντας το μέρος των ομοδόξων του Ελλήνων. Χαρακτηριστικό της ευκολίας του να μαθαίνει και να αποκτά νέες γνώσεις είναι το γεγονός ότι όταν μετέβη στη Ρωσία έμαθε σε μικρό χρονικό διάστημα τη Ρωσική Γλώσσα εκδίδοντας μάλιστα και βιβλίο για τη συγγένεια της Ελληνικής και Ρωσικής γλώσσας. Διετέλεσε μέλος της αυτοκρ. Ακαδημίας της Πετρούπολης και της Ακαδημίας του Βερολίνου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1834 και εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο, ενώ τρία έτη αργότερα μετοίκησε στην Αθήνα. Ο Κων/νος, όπως και οι περισσότεροι πνευματικοί ταγοί των Ελλήνων, επηρεάστηκε από το κίνημα του Διαφωτισμού, αλλά κράτησε και τις δέουσες αποστάσεις από τα στοιχεία εκείνα του ευρωπαϊκού διαφωτισμού που έρχονταν σε ρήξη με τα πιστεύω του ως Ορθοδόξου Χριστιανού. Δε δίστασε μάλιστα να διαφωνήσει δημόσια αρκετές φορές με συμπατριώτες του δασκάλους του Γένους για τις πεποιθήσεις του αυτές. Στάθηκε πολέμιος του αυτοκεφάλου της ελλαδικής 442 Δ. Χατζηγιάννης, ό. π., σ.37.

Εκκλησίας και του διαχωρισμού της από τον οικουμενικό θρόνο, καθώς και κατά κάθε “βεβήλου καινοτομίας”, σε λειτουργικά θέματα ή σε πιθανή μετάφραση των Αγίων Γραφών. Θα συνοψίζαμε τη βασική του κοσμοθεωρία στο δίπτυχο Εκκλησία – Ελληνισμός. Στο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνονται και πολλοί επικήδειοι λόγοι που εκφώνησε κατά καιρούς. Οι πιο σημαντικοί απ' αυτούς είναι σίγουρα ο λόγος που εκφώνησε στην Οδησσό μπροστά στο λείψανο του κρεμασθέντος απ' τους Οθωμανούς λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε΄ και ο επικήδειος που εκφώνησε στην κηδεία του Θ. Κολοκοτρώνη. Μεταξύ των εντύπων εκδόσεών του περιλαμβάνονται η “Κατήχησις”, η “Ρητορική” και τα “Γραμματικά”, που εκδόθηκαν όλα στη Βιέννη μεταξύ των ετών 1814 και 1817. Πέθανε στην Αθήνα στις

9

Μαρτίου 1857.

Στον επιτάφιό του λόγο ακούστηκαν τα εξής: “Εξέπνευσε ο Σαμουήλ του κηρύγματος, εξέλιπεν ο του ιερού νομοφύλαξ, απήλθεν ο θησαυροφύλαξ και ταξίαρχος του Ελληνισμού. Ο Έλλην ο πολύς, ο πύρινος ιερεύς και κήρυξ της Εκκλησίας, ο κλεινός των Ελλήνων διδάσκαλος, Κωνσταντίνος ο Οικονόμος ουκέτι εν ημίν ζη.”443 3.7. Θεόκλητος Φαρμακίδης Ο Λαρισαίος αυτός διδάσκαλος του Γένους γεννήθηκε στο Νεμπεγλέρι (Νίκαια) στις 25/1/1784. Το 1811 χειροτονήθηκε στο Βουκουρέστι ιερέας και τοποθετήθηκε εφημέριος στην Ελληνική Εκκλησία της Βιέννης, όπου και παρέμεινε για οκτώ χρόνια. Το 1816 ανέλαβε την επανέκδοση του Λόγιου Ερμή, που είχε πρωτοεκδόσει ο Άνθιμος Γαζής. Eικ. Ο Θεόκλητος

Φαρμακίδης.

Το 1819 στάλθηκε με δαπάνες του φιλέλληνα Γκίλφορντ στο Πανεπιστήμιο του Γκέτιγκεν, για να προχωρήσει σε ανώτερες σπουδές. Εκεί, μόλις πληροφορήθηκε την Επανάσταση, στις αρχές του καλοκαιριού του 1821, εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο και ήρθε στην Ελλάδα, εντάχτηκε στο επιτελείο του Δ. Υψηλάντη και εξέδωσε στην Καλαμάτα την εφημερίδα “Σάλπιγξ Ελληνική”. Το 1823 η βουλή των Ελλήνων, της οποίας υπήρξε μέλος, τον διόρισε έφορο των Σχολείων και της Παιδείας γενικότερα. Έπειτα μετέβη στην Κέρκυρα και έλαβε μέρος στην ίδρυση της Ιονίου Ακαδημίας. Όμως το Σεπτέμβριο του 1825 ανακλήθηκε και τοποθετήθηκε “εφημεριδογράφος της Διοικήσεως”, διευθυντής δηλαδή της πρώιμης εφημερίδας της Κυβερνήσεως, όπως αποκαλείται σήμερα. Μετά την απελευθέρωση, το 1832, τοποθετήθηκε έφορος στο Σχολείο της Αίγινας, ενώ το 1833 ανέλαβε τα καθήκοντα του αρχιγραμματέα της Ιεράς Συνόδου και το 1839 την έδρα της Θεολογίας στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Στο 443 Δ. Χατζηγιάννης, ό. π., σ.38.

Φαρμακίδη οφείλεται ουσιαστικά το βασιλικό διάταγμα της 23/7/1833 με το οποίο η Εκκλησία της Ελλάδος κηρύχτηκε αυτοκέφαλη και ανεξάρτητη από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με αλλεπάλληλα άρθρα του, που προηγήθηκαν του διατάγματος, ο Φαρμακίδης υποστήριζε πως δεν ήταν δυνατόν η εκκλησία ενός ελεύθερου κράτους να εξαρτάται από τον δέσμιο στο σουλτάνο πατριάρχη. Το πιο σημαντικό από τα συγγράμματά του θεωρήθηκε ο Συνοδικός Τόμος ή “Περί Αληθείας”, που εκδόθηκε το 1852 και απαντά, υπέρ του αυτοκεφάλου της Ελλαδικής Εκκλησίας, μ' αυτό το έργο του στο συνοδικό τόμο του πατριάρχη της Κων/λεως Ανθίμου. Οι απόψεις του όμως αυτές καθώς και η λανθάνουσα λουθηριανή του κοσμοθεωρία έφεραν την αντίδραση άλλων κληρικών, όπως του Κων/νου Οικονόμου που αρθρογραφούσε εναντίον των απόψεων του Φαρμακίδη από τις στήλες της εφημερίδας “Αιών”. Άλλα έργα του ήταν: Στοιχεία της ελληνικής Γλώσσης (4 τόμοι) και Η Καινή Διαθήκη μετά υπομνημάτων αρχαίων (7 τόμοι). Ο Φαρμακίδης πέθανε στην Αθήνα το Μάιο του 1860. 3.8. Ρήγας Φεραίος Ο Αντώνιος Κυριαζής, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Ρήγα, γεννήθηκε στο Βελεστίνο το 1757. Εκτός από δάσκαλος του Γένους και πολιτικός αναμορφωτής ήταν αναμφισβήτητα ο κυριότερος πρόδρομος του ελληνικού απελευθερωτικού αγώνα του '21. Μεγάλωσε στη Θεσσαλία, όπου και μορφώθηκε στα Σχολεία του Πηλίου. Εν συνεχεία δίδαξε στο Ελληνομουσείο της Ζαγοράς, στο Σχολείο του Κισσού, κ.α. Γύρω στο 1780

Εικ. Ρήγας Φεραίος (Γεννάδιος Βιβλιοθήκη)

εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συμπλήρωσε τις ανώτερες σπουδές του και ήρθε σε επαφή με τους Φαναριώτες. Το 1788, σύμφωνα με τις δικές του σημειώσεις, βρισκόταν στη Μολδοβλαχία εργαζόμενος ως γραμματέας του ηγεμόνα Νικολάου Μαυρογένη (1786-90). Λίγο αργότερα εγκατέλειψε τη θέση του αυτή εξαιτίας του σκληρού χαρακτήρα και της βίαιης συμπεριφοράς του εργοδότη του. Εν συνεχεία εργάστηκε στην υπηρεσία του ελληνικής καταγωγής βαρώνου του Λάγκενφελντ, ακολουθώντας τον το 1790 στην Βιέννη. Εκεί εξέδωσε και τα πρώτα του βιβλία: “Το Σχολείο των ντελικάτων εραστών”, μεταφρασμένο από γαλλικά μυθιστορήματα του Ρεστίφ ντε λα Μπρετόν και το βιβλίο αστρονομίας και φυσικής “Φυσικής Απάνθισμα”. Ο Ρήγας επηρεάστηκε βαθύτατα από την ”απελευθερωμένη” γαλλική λογοτεχνία, τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τον πολιτικό φιλελευθερισμό. Σε αντίθεση με τους περισσότερους Έλληνες λόγιους της εποχής δεν περίμενε τη βοήθεια εξ Ανατολών, δηλαδή από τη Ρωσία, αλλά από το κίνημα του Διαφωτισμού και τη επαναστατημένη Γαλλία. Ειδικά μετά την υπογραφή της ρωσοτουρκικής συνθήκης του 1792, που επιβεβαίωνε την άποψη του Ρήγα, στράφηκε ολοκληρωτικά προς την “δημοκρατική και τυραννομάχο” Γαλλία. Το 1791 επέστρεψε στη Μολδοβλαχία και άρχισε να προετοιμάζει το επαναστατικό πρόγραμμά του. Η μεγάλη πίστη του στη γαλλική βοήθεια ενισχύθηκε ιδιαίτερα μετά το 1796, χρονιά κατά την οποία ο Ναπολέων Βοναπάρτης διέσχιζε τις Άλπεις διακηρύσσοντας την απελευθέρωση των λαών από τους τυράννους του. Έτσι τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου επέστρεψε στη Βιέννη. Εκεί δημοσίευσε τη Μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος (1796-7), τη Νέα Χάρτα της Βλαχίας (1797) και τη Γενική Χάρτα της Μολδαβίας. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε και το έργο Νέος Ανάχαρσις , σε μετάφραση από το ομώνυμο έργο του Μπαρτελεμί, στο οποίο περιγράφεται ένα φανταστικό ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα. Παράλληλα οργάνωνε συνωμοτικά διάφορους οπαδούς του στις ελληνικές παροικίες της Αυστρουγγαρίας και της Ιταλίας. Μετά την κατάκτηση από τους Γάλλους της Επτανήσου, ο Ρήγας έστειλε ένα μήνυμα στο Ναπολέοντα, προσδοκώντας βοήθεια. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς εξέδωσε το επαναστατικό του μανιφέστο στο οποίο συμπεριλαμβανόταν ο Θούριος, μια επαναστατική προκήρυξη για όλους τους λαούς που στέναζαν κάτω από την τουρκική σκλαβιά και τη “Νέαν πολιτικήν Διοίκησιν των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς Ασίας, των Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας”, κείμενο που βασίζονταν στις αρχές του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Άλλα έργα του της ίδιας περιόδου ήταν το “Εγκόλπιον”, με στρατιωτικούς κανονισμούς και η “Δημοκρατική κατήχησις”, έργα που έμειναν ανέκδοτα. Κατόπιν έστειλε τρία κιβώτια με επαναστατικά φυλλάδια στο κατάστημα του φίλου του Αν. Νιώτη, ενώ παράλληλα ειδοποίησε τον έμπορο Αν. Κορωνιό να τα παραλάβει και να τα φυλάξει μέχρι την άφιξη του ιδίου στην Τεργέστη. Είχε σκοπό να επιβιβαστεί από εκεί για την Ελλάδα για την οργάνωση της επανάστασης. Τα κιβώτια όμως αυτά τα παρέλαβε λόγω απουσίας του Κορωνιού ο συνέταιρος του Δημ. Οικονόμου, ο οποίος “κάρφωσε” το Ρήγα στην αυστριακή Αστυνομία. Έτσι με το που πάτησε το πόδι του ο Ρήγας στην Τεργέστη, στις 17/12/1797, συνελήφθη από τις αυστριακές αρχές. Ακολούθησε η σύλληψη των περισσοτέρων συνεργατών του στη Βιέννη την Πέστη και αλλού. Στις 30 Δεκεμβρίου ο Ρήγας εν' όψει της μεταγωγής του στις τουρκικές αρχές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Τελικά την 10η Μαίου παραδόθηκε μαζί με επτά συντρόφους του στις οθωμανικές αρχές στο

Βελιγράδι, όπου και φυλακίστηκε στο κάστρο του Καλεμένκταρ της ίδιας πόλης. Εκεί αφού βασανίστηκε άγρια από τους δεσμοφύλακές του, την 24η Ιουνίου στραγγαλίστηκε αυτός και οι υπόλοιποι αγωνιστές (Ε. Αργέντης, Δ. Νικολίδης, Αν. Κορωνιός, Ιωάννης Καρατζάς, Θ. Τουρούνζιας, Ι. Και Π. Εμμανουήλ). Το μαρτυρικό τέλος του Ρήγα είχε τεράστια απήχηση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Στο έργο του συνεχιστής θεωρήθηκε η Φιλική Εταιρεία, που ιδρύθηκε το 1814. Ο Κοραής προφήτευσε “... του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς, θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν. 3.9. Δανιήλ Φιλιππίδης Ήταν λόγιος κληρικός και συγγραφέας, ενώ θεωρείται από τους κυριότερους εκπροσώπους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ήταν γιος του Φιλίππου Αργυρίου και της Αλεξάνδρας Παπαθεοδώρου, προερχόταν από ευκατάστατη οικογένεια από τις Μηλιές του Πηλίου. Γεννήθηκε στην ιστορική κωμόπολη του Πηλίου το 1750 ή το 1755. Ο παππούς του Αργύρης Φιλίππου είχε μεταναστεύσει από τη βόρεια Εύβοια στα τέλη του 17ου αιώνα. Ο Δανιήλ Φιλιππίδης είχε ένα μικρότερο αδελφό, τον Αργύρη Φιλίππου και πρώτους εξαδέλφους τους Γρηγόριο Κωνσταντά και Άνθιμο Γαζή από την πλευρά της μητέρας του και του πατέρα του, αντίστοιχα. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στο Σχολείο της ιδιαίτερής του πατρίδας από τον Άνθιμο Παπαπανταζή.Το 1779 μετέβη στο Άγιο Όρος για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Αθωνιάδα Σχολή, όπου και χειροτονήθηκε ιερομόναχος. Από εκεί, σύντομα, θα αναχωρήσει για τη Χίο. Στην τοπική σχολή, όπου φοιτεί μαζί με τον μετέπειτα Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄, διδάσκεται αριθμητική και γεωμετρία για ένα περίπου χρόνο. Στη συνέχεια πηγαίνει στο Βουκουρέστι όπου πρόκειται να διδαχθεί μαθήματα ελληνικής γλώσσας κοντά στο Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη. Κατόπιν δίδαξε στην Ελληνική Σχολή του Ιασίου. Μέχρι το 1790 ο χώρος δράσης του ήταν μεταξύ Ιασίου και Βουκουρεστίου. Εκεί συνδέθηκε με τον Δ. Καταρτζή που τον επηρέασε με την κοσμοθεωρία των Εγκυκλοπαιδιστών, κυρίως σε θέματα παιδείας και γλώσσας. Την ίδια εποχή ανάγεται και η έναρξη της ενασχόλησής του με τη Γεωγραφία. Στα τέλη του 1790 πήγε μέσω Βιέννης στο Παρίσι όπου σπούδασε Αστρονομία και φυσικές επιστήμες. Το 1791, σε συνεργασία με τον ξάδελφό του Δ. Κωνσταντά προέβη στην έκδοση της Νεωτερικής Γεωγραφίας. Όμως το καθεστώς τρομοκρατίας που επικρατούσε στη Γαλλία το 1794, τον ανάγκασε να επιστρέψει στην ιδιαίτερή του πατρίδα, αρχικά, και στην Κων/λη εν συνεχεία. Εκεί σε μια πυρκαγιά έχασε όλα τα βιβλία του, μεταξύ άλλων και τους δύο χειρόγραφοι τόμους της Γεωγραφίας του, και τα όργανα Φυσικής. Από τα τέλη του 1996 εγκαταστάθηκε στο Ιάσιο. Εκεί, και μέχρι το 1806, εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στο σπίτι του πλούσιου Γεωργίου Μπάλσα και αργότερα ως καθηγητής στη Σχολή του Ιασίου, όπου οργάνωσε καινοτόμα προγράμματα πειραματικής Φυσικής, τα οποία μεταξύ άλλων παρακολουθούσε και ο ηγεμόνας της Μολδαβίας Αλ. Μουρούζης, και οργάνωσε την επιστημονική Βιβλιοθήκη, προσθέτοντάς της νέες μεταφράσεις επιστημονικών έργων στην ελληνική γλώσσα. Όλα αυτά όμως, σε συνδυασμό με τον σχετικά δύστροπο χαρακτήρα του και την επιδερμική του πίστη, παρ' όλο που ήταν ιερωμένος, θορύβησαν τους συντηρητικούς κύκλους των Ελλήνων της εκεί

παροικίας. Για' αυτό απολύθηκε το 1808 από τη Σχολή και αναχώρησε για δεύτερη φορά στο Παρίσι, όπου παρέμεινε επί διετία (1810-2). Έπειτα ξαναγύρισε στο Ιάσιο και, επηρεασμένος από τον Ντεκάρτ και τον Λάιμπνιτς, αφοσιώθηκε στο έργο του, που αφορούσε, τη φορά αυτή, στην επεξεργασία μιας διεθνούς γλώσσας συμβόλων, που θα διευκόλυνε τη συνεννόηση των επιστημόνων. Εξαιτίας αυτής της τελευταίας του ενασχόλησης επικρίθηκε από τον Κοραή ότι ασχολούνταν με άκαιρα και ανωφελή για τι ελληνικό Γένος ζητήματα. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και την ίδια χρονιά σχεδίασε από κοινού με τους Ανθ. Γαζή και Γρ. Κωνσταντά τη δημιουργία σχολής στις Μηλιές και αποφασίζει να κληροδοτήσει εκεί την περιουσία του. Η ιδέα τους, όμως, δεν ευοδώθηκε τελικά καθώς τα σχέδιά τους ματαιώθηκαν λόγω της αντίδρασης των Τούρκων. Η συγγραφική δραστηριότητα του Φιλιππίδη περιλάμβανε διδακτικά εγχειρίδια, μεταφράσεις, φιλολογικές και φιλοσοφικές μελέτες, καθώς και πολλά βιβλία επιστημονικού περιεχομένου. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσεται η Νεωτερική Γεωγραφία, έργο που ξεπερνούσε την αυστηρά καθορισμένη γεωγραφική συγγραφή ενσωματώνοντας κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά στοιχεία. Οι Δημητριείς –προσωνύμιο των συγγραφέων λόγω του στενού συνδέσμου τους με τον Δημ. Καταρτζή- βασίστηκαν περισσότερο στην εμπειρία και την αυτοψία χρησιμοποιώντας όμως και έργα προηγούμενων γεωγράφων. Την μέθοδό τους αυτή χρησιμοποίησαν κατά κύριο λόγο στην περιγραφή του ελληνικού χώρου. Άλλα έργα του ήταν: Λογική (μετάφραση), Βιέννη, 1801, Επιτομή της Αστρονομίας (μετάφραση), Βιέννη, 1803, Ιστορία της Ρουμουνίας, Λειψία, 1816, Γεωγραφικόν της Ρουμουνίας, Λειψία, 1816, Απόπειρα Αναλύσεως του Νοουμένου, Λειψία, 1817, Επιτομή των Φιλιππικών (μετάφραση), Λειψία, 1817, Επιτομή των Ρωμαϊκών (μετάφραση), Λειψία, 1818. Ο Φιλιππίδης πέθανε στη Μπάλτσα της Βεσσαραβίας το 1832. 3.10. Άνθιμος Γαζής Γεννήθηκε στις Μηλιές του Πηλίου, πιθανώς, το 1758. Ήταν Θεσσαλός δάσκαλος του Γένους και μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Σπούδασε στη φημισμένη Σχολή των Μηλεών και εν συνεχεία στην Κων/λη. Το 1796 τοποθετήθηκε εφημέριος στο ναό της ελληνικής παροικίας της Βιέννης. Από το 1799, χρονιά που άρχισε το συγγραφικό του έργο, μέχρι το 1812, εξέδωσε με δική του μετάφραση διάφορα επιστημονικά συγγράμματα των σπουδαιότερων μαθηματικών, φυσικών, κ.α. της εποχής του. Προσωπικά του συγγράμματα ήταν: η δίτομη “Ελληνική Βιβλιοθήκη” και το τρίτομο “Λεξικό της αρχαίας Ελληνικής”. Από το 1811 έως το 1816 εξέδιδε το δεκαπενθήμερο περιοδικό “Λόγιος Ερμής”, που ήταν η πιο αξιόλογη περιοδική έκδοση του Ελληνισμού. Από τις στήλες του “Ερμή” παρουσίαζε και σχολίαζε τα πνευματικά και φιλολογικά κινήματα της Ευρώπης.

Εικ. Ο Άνθιμος Γαζής και το εξώφυλλο ενός τεύχους του Λόγιου Ερμή (Γεννάδιος Βιβλ.).

Ο Γαζής πίστευε ότι μόνο μετά την πνευματική αφύπνιση-ανάσταση του Γένους θα μπορούσε να έλθει η επανάσταση και η ελευθερία. Το 1814, μαζί με άλλους σπουδαίους πνευματικούς ανθρώπους του αποδήμου Ελληνισμού, μεταξύ των οποίων και ο Καποδίστριας, ίδρυσαν τη “Φιλόμουσο Εταιρεία” της Βιέννης, που ήταν μια οργάνωση φιλολογικής “βιτρίνας”, αλλά κατ' ουσία πολιτική-απελευθερωτική. Την περίοδο 1815-7 άρχισε να συγκεντρώνει συνδρομές από πλούσιους Έλληνες της διασποράς με σκοπό την ίδρυση μια ανώτερης Σχολής στις Μηλιές. Έτσι για το σκοπό αυτό έφτασε και στην Οδησσό, όπου γνωρίστηκε με τον Σκουφά, ο οποίος προσπάθησε να τον μυήσει στη Φιλική Εταιρεία, ανεπιτυχώς λόγω του ότι ο Γαζής πίστευε ότι αυτό το κίνημα που προετοιμαζόταν ήταν πρόωρο. Εν συνεχεία επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και μαζί με τον Γρηγ. Κωνσταντά εργάστηκαν για τη αρτιότερη οργάνωση της Σχολής των Μηλεών, που είχε αρχίσει δυο χρόνια πριν τη λειτουργία της. Εκεί συναντήθηκε με τον Ξάνθο, ο οποίος κατόρθωσε να τον μεταπείσει και να τον μυήσει στη Φιλική Εταιρεία. Ο Γαζής ασχολήθηκε ενεργά στην περαιτέρω ενδυνάμωση και στρατολόγηση νέων μελών. Συνεννοήθηκε με ντόπιους οπλαρχηγούς (Μπασδέκη, κ.α) και άρχισε να προετοιμάζει το λαό του Πηλίου για το μεγάλο ξεσηκωμό. Το Μάιο του 1821 ζωσμένος με τα άρματα κήρυξε την επανάσταση στο Πήλιο. Αργότερα διετέλεσε μέλος του Αρείου Πάγου και βουλευτής σ' όλες τις εθνοσυνελεύσεις του αγώνα. Αργότερα, έπεσε σε δυσμένεια από την κεντρική εξουσία, ενώ ο θάνατος τον βρήκε το 1828 στη Σύρο όπου είχε τοποθετηθεί διευθυντής του εκεί Σχολείου (σχολάρχης). 3.11. Γρηγόριος Κωνσταντάς Γεννήθηκε το 1753 στις Μηλιές του Πηλίου. Ήταν γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του κοντά στον καλόγερο Άνθιμο Παπαπανταζή, καθώς και σε σχολείο της Ζαγοράς. Στα 1778 τον βρίσκουμε να υπηρετεί ως ιεροδιάκονος στον επίσκοπο Σκοπέλου· είναι η περίοδος που μετονομάζεται από Γεώργιος σε Γρηγόριος. Μέχρι και το 1779 έχει παρακολουθήσει μαθήματα σε σχολές της Άθω, της Χίου και της Κωνσταντινούπολης. Κατά τη

διαμονή του στην Πόλη εργάστηκε ως οικοδιδάσκαλος στις δύο αδελφές του μητροπολίτη Εφέσου. Το 1780 εγκαταστάθηκε στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, ενώ το 1784 παρακολούθησε μαθήματα από τον Νεόφυτο Καυσοκαλυβίτη σε σχολή του Βουκουρεστίου. Σύντομα κατόρθωσε να αναλάβει, μετά το θάνατο του δασκάλου του τη διεύθυνση της Σχολής, ως το 1787. Στο διάστημα που βρίσκεται στις παραδουνάβιες Ηγεμονίες, θα έρθει σε επαφή με Έλληνες λογίους και θα γνωρίσει τις νέες επιστημονικές θεωρίες και φιλοσοφικές θεωρίες των συγχρόνων του δυτικών διανοητών. Εντάχτηκε στον κύκλο του Δημητρίου Καταρτζή και αποδέχτηκε τις αρχές του Διαφωτισμού, όπως και ο εξάδελφός του Δανιήλ Φιλιππίδης, με τον οποίο όπως αναφέραμε πιο πάνω συνεργάστηκαν στην έκδοση της “Νεωτερικής Γεωγραφίας”. Το 1787/8 μετέβη για λόγου υγείας στη Στεφανόπολη της Τρανσυλβανίας. Στα μέσα του 1788 τον συναντάμε δάσκαλο σε σπίτια Ελλήνων της Βιέννης. Συγχρόνως συνεχώς διευρύνει τους πνευματικούς του ορίζοντες μελετώντας επιστημονικά βιβλία και μαθαίνοντας ξένες γλώσσες. Εν συνεχεία μετέβη για σπουδές στο Χάλε της Πρωσίας και στην Πάντοβα της Ιταλίας ενώ το 1794 επέστρεψε στη γενέτειρά του. εκεί αποδέχτηκε την πρόταση για διορισμό στο Σχολείο των Αμπελακίων. Στα Αμπελάκια δίδαξε την αρχαία ελληνική και ιταλική γλώσσα, μαθηματικά καθώς και φιλοσοφία, για διάστημα οκτώ ετών (1795-1803). συγχρόνως ασχολήθηκε με τη μετάφραση ξενόγλωσσων βιβλίων. Την περίοδο 1808-1812 βρισκόταν στην Κων/λη, όπου παρέδιδε κατ' οίκον μαθήματα. Το 1811 πέθανε στις Μηλιές ο δάσκαλός του Άνθιμος Παπαπανταζής, ο οποίος του κληροδότησε την ιδιοκτησία και τη διεύθυνση της Σχολής των Μηλεών. Επέστρεψε, λοιπόν στη γενέτειρά του το 1812 και για τρία χρόνια εργάστηκε από κοινού με τους Άνθιμο Γαζή, Δανιήλ Φιλιππίδη, Δημήτριο Αλεξανδρίδη και Ζήση Κάβρα. Συγχρόνως συμμετείχε στη Φιλόμουσο Εταιρεία. Η αντίδραση των τουρκικών αρχών προκάλεσε τη ματαίωση του σχεδίου για τη δημιουργία Ακαδημίας στη Θεσσαλία περιορίζοντας την εκπαιδευτική του Κωνσταντά στο Λύκειο, που ανεγέρθηκε στη γενέτειρά του. Το 1815 άρχισε τη λειτουργία της η έστω υποβαθμισμένη, λόγω των τουρκικών αντιδράσεων, μέση Σχολή των Μηλεών, όπου ο Κωνσταντάς δίδασκε αμισθί. Πολύ γρήγορα η σχολή στις Μηλιές απέκτησε φήμη σημαντικού εκπαιδευτικού κέντρου με σύγχρονο εξοπλισμό σε εποπτικά μέσα και πλούσια βιβλιοθήκη. Ο Κωνσταντάς το Πάσχα του 1821, ακολουθώντας το παράδειγμα του Γαζή, άρχισε να κινητοποιεί με επιστολές τους προύχοντες του Πηλίου, για τον αγώνα. Αργότερα υπήρξε ένας από τους τρεις πληρεξουσίους της Μαγνησίας που στάλθηκαν στην Άμφισσα, ενώ συμμετείχε στην πρώτη και τη δεύτερη Εθνοσυνέλευση εκπροσωπώντας τη Θεσσαλομαγνησία. Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε το 1824 τον διόρισε γενικό έφορο παιδείας. Έτσι, στα 1827 βρίσκεται ήδη στη Σύρο, όπου επιθεωρεί τα σχολεία του νησιού, διδάσκει και ιδρύει πρότυπο σχολείο εισάγοντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Δάσκαλο και διευθυντή ορίζει τον παλιό του μαθητή Γεώργιο Κλεόβουλο και βοηθό του τον Φίλιππο Ιωάννου. Αλληλοδιδακτικό σχολείο εγκαινιάζει επίσης στην Πάρο, ενώ τον ίδιο χρόνο μαρτυρείται η παρουσία του και στον Πόρο. Μετά την ολοκλήρωση της περιοδείας του θα συντάξει μια αναφορά-πρόταση για τη βελτίωση των εκπαιδευτικών πραγμάτων της επαναστατημένης χώρας, την οποία υποβάλλει στον Καποδίστρια.

Στη συνέχεια έλαβε μέρος μαζί με τον Γαζή στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας. Το 1829 τοποθετήθηκε διευθυντής του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, όπου παρέμεινε έως το 1833. Μετά τη δολοφονία του κυβερνήτη θα επιστρέψει στις Μηλιές. Η αδιαφορία που επέδειξε για το έργο του η κυβέρνηση των Βαυαρών και η παραγκώνισή του με τον ερχομό του Όθωνα, τον ανάγκασαν να αναχωρήσει για την τουρκοκρατούμενη τότε γενέτειρά του (περ. 1835). Θα παραμείνει εκεί διδάσκοντας αμισθί έως τις 6 Αυγούστου 1844, οπότε και πέθανε πάμφτωχος. Τα κυριότερα έργα του είναι τα εξής: Στοιχεία της Λογικής, Μεταφυσικής και Ηθικής (μετάφραση), Βενετία, 1804, Γεωγραφία Νεωτερική, Βιέννη, 1791 ,Γενική Ιστορία του Μillot (μετάφραση), Βιέννη, 1806, Φιλοθέου Πάρεργα, Βενετία, 1800, Έκθεσις περί παιδείας , Κανονισμός των καθηκόντων του Εφόρου.

3.12. Λεονάρδος Ιωάννης Ήταν παππούς του Λαρισαίου ιστοριοδίφη Επαμεινώνδα Φαρμακίδη. Γεννήθηκε μετά τα Ορλωφικά (1770), στη χρυσή περίοδο οικονομικής και πνευματικής ανάπτυξης στα Αμπελάκια της Λάρισας. Γρήγορα έφυγε στο εξωτερικό όπου συνέλαβε και την ιδέα της συγγραφής ενός έργου που να αφορά σε γεωγραφικά και ιστορικά στοιχεία της Θεσσαλίας. Έτσι το 1836 εξέδωσε στην Πέστη της Ουγγαρίας το έργο του «Νεωτάτη της Θεσσαλίας Χωρογραφία», που επανεξέδωσε ο ακάματος Κ. Σπανός από τις εκδόσεις «Θετταλός» το1992, εμπλουτισμένο με σχόλια και σημειώσεις που βοηθούν τον αναγνώστη να αντιληφθεί καλύτερα την κατάσταση της Θεσσαλίας πριν από 200 περίπου χρόνια. 3.13.Καισάριος Δαπόντες Ο κατά κόσμον Κων/νος Δαπόντες ήταν ιταλικής καταγωγής και γεννήθηκε στη Σκόπελο το 1713. ο πατέρας του ονομαζόταν (Χατζη)Στεφανής και η μητέρα του Μαγδαληνή. Ο πατέρας του διετέλεσε πρόξενος της Αγγλίας στις Σποράδες. Η οικογένειά του είχε συνολικά δώδεκα παιδιά τα οποία μορφώθηκαν ικανοποιητικά για την εποχή εκείνη, χάρις στην οικονομική επιφάνεια του πατέρα τους. Τα πρώτα του γράμματα ο Καισάριος τα έμαθε στο Σχολείο του νησιού του, ενώ σε ηλικία 17 ετών γράφτηκε στην Ακαδημία του Βουκουρεστίου. Λίγο αργότερα υπηρέτησε στην αυλή του ηγεμόνα Κων/νου Μαυροκορδάτου, πότε στη Βλαχία και πότε στη Μολδαβία και μέχρι το 1743 διορίστηκε αρχιγραμματέας του νέου ηγεμόνα Ιωάννη Μαυροκορδάτου. Χαρακτηριστικό του νεαρού Καισάριου ήταν η φιλαργυρία, άλλωστε εξυπηρετούσε με το αζημίωτο διαφόρους τοπικούς άρχοντες. Τα ελαττώματά του αυτά τα περιγράφει ο ίδιος, έχοντας πια αλλάξει στάση ζωής, στο βιβλίο του “Κήπος Χαρίτων”. Όταν στην Κων/λη κατηγορήθηκε από πολιτικούς του αντιπάλους, που ζήλευαν την ταχεία εξέλιξή του, φυλακίστηκε για 20 μήνες (27/3/1747-27/11/1748), όπου υπέφερε κυρίως ψυχολογικά. Πάντοτε δε θεωρούσε ότι η φυλάκισή του ήταν θεία τιμωρία για τα λάθη του. Η απελευθέρωσή του εξασφαλίστηκε με 55 πουγγιά. Πραγματικό καταφύγιο, μετά τη θλίψη της φυλακής, βρήκε ο Καισάριος στη Μονή Α. Τριάδας της ν. Χάλκης. Μάλιστα εκεί συναντήθηκε με σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως τον Ιωαννίκιο Καρατζά, που έμελλε να ανακυρηχθεί οικουμενικός πατριάρχης, τον πατριάρχη Παΐσιο, τον πρώην πατριάρχη Αντιοχείας Συλβέστρο, κ.α. Ο τελευταίος απ' αυτούς του σύστησε μια καλή κοπέλα, τη Μαργιορή, κόρη του Ιωάννη και της Φεβρωνίας, την οποία και

νυμφεύτηκε (12/11/1749). δύο χρόνια μετά γεννήθηκε η κόρη του, Μαγδαληνή, η οποία πέθανε ένα μήνα μετά τη γέννησή της, αμέσως μετά τη μητέρα της. Ύστερα απ' αυτά τα θλιβερά γεγονότα ο Δαπόντες εγκατέλειψε τα εγκόσμια και εκάρη μοναχός με το όνομα Καισάριος. Εγκαταβίωσε αρχικά στη νησίδα των Σποράδων Πιπέρι, έπειτα στην οικογενειακή Μονή του νησιού, τον Ευαγγελισμό, ενώ την 1η Μαϊου πήγε στην Ι. Μ. Ξηροποτάμου του Αγίου Όρους. Από εκεί έφυγε με αποστολή να συγκεντρώσει χρήματα για την ανοικοδόμηση του καθολικού της Μονής. Περιπλανήθηκε, έχοντας τεμάχιο του Τιμίου Ξύλου, στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας, στην Κων/λη, στη Χίο, τη Σάμο, τη Σκόπελο, τα Ψαρά, την Εύβοια και αλλού και έπειτα από οκτώ χρόνια επέστρεψε, έχοντας συγκεντρώσει ένα πολύ μεγάλο ποσό, στο Άγιο Όρος. Μετά την ανοικοδόμηση του καθολικού της Μονής, το 1771, μετέβη στην Ι. Μ. Κουτλουμουσίου και την επόμενη χρονιά επέστρεψε στη γενέτειρά του και εγκαταστάθηκε στην Ι. Μ. Της Ευαγγελιστρίας, το καθολικό της οποίας είχε κτίσει ο πατέρας του, και λίγο πριν πεθάνει αφιέρωσε τη Μονή στην Ξηροποτάμου444. Αλλά πέθανε στις 4/12/1784, πριν λάβει την επικυρωτική απάντηση των Ξηροποταμινών πατέρων. Έτσι η αφιέρωση δεν πραγματοποιήθηκε τελικά. Ο Καισάριος έγραψε 26 έργα, από τα οποία τα 18 έχουν τυπωθεί.. τα περισσότερα χειρόγραφά του διασώθηκαν στη Βιβλιοθήκη της Ι. Μ. Ξηροποτάμου αλλά και σε άλλες ελληνικές Βιβλιοθήκες, όπως και στη Ρουμανία, την Αγγλία, κ.α. Συνέταξε κυρίως θρησκευτικά έργα, όπως ειρμούς, μακαρισμούς, κανόνες, κ.α. Έγραψε ακόμα το ποιητικό έργο Κήπος Χαρίτων, καθώς και διάφορα έργα ιστορικού περιεχομένου, που διατηρούν τη αξία τους μέχρι σήμερα. 3.14. Αλέξανδρος Ελλάδιος Γεννήθηκε στη Λάρισα, μάλλον το 1714. Ο παππούς του, που είχε διατελέσει επί 25ετία ηγούμενος της Ι. Μ. Αγίων Κοσμά και Δαμιανού, μιας Μονής που βρισκόταν εκείνη την εποχή κάπου κοντά στη Λάρισα, τον έστειλε από την ηλικία των πέντε ετών στον αδελφό του που ήταν μητροπολίτης, για να φροντίσει για την εκπαίδευση του μικρού εγγονού του. Διδάσκαλός του υπήρξε κάποιος ομογενής του εξωτερικού ονόματι Χριστόπουλος. Δώδεκα έτη μετά ο Ελλάδιος επέστρεψε στην Λάρισα. Τέσσερα χρόνια μετά αναχώρησε για ανώτερες σπουδές στην Αδριανούπολη και την Κων/λη. Εκεί αφού μαθήτευσε κοντά στον σπουδαίο καθηγητή Φραγκίσκο Προσαλέντη, γνωρίστηκε με τον Άγγλο πρέσβη στην Υψηλή Πύλη Πάγετ. Εν συνεχεία συνόδευσε τον πρέσβη μαζί με τον καθηγητή του σε ευρωπαϊκή περιοδεία. Έτσι επισκέφθηκε, μεταξύ άλλων, την Αυστρία την Ουγγαρία και την Αγγλία. Κατά την επίσκεψή του στην τελευταία, έμαθε και την αγγλική γλώσσα. Έπειτα επισκέφθηκε τη Γερμανία όπου γνωρίστηκε με τον Λουθηρανό μεταφραστή της Α. Γραφής Έρνεστ Φράγκιο. Ο σπουδαίος αυτός Γερμανός ζήτησε να ακούσει τη γνώμη του Ελλάδιου, δίνοντάς του τα χειρόγραφα της ερμηνείας που μόλις είχε συγγράψει. Εκείνος απάντησε με παρρησία, λέγοντας του ότι αυτές οι καινοτομίες που εισήγαγε στα κείμενα της Α. Γραφής είναι λαθεμένες και υπεραμύνθηκε της ορθοδόξου πίστεως. Το επόμενο έτος ο Ελλάδιος εξέδωσε το πρώτο του, και σημαντικότερο, έργο υπό τον τίτλο “Περί της παρούσης καταστάσεως της Ελληνικής Εκκλησίας”, το 444. Φλ. Μαρινέσκου, “Ο Καισάριος Δαπόντες”, 7 Ημέρες εφ. Καθημερινή, 1/9/1996, αφιέρωμα: Σκόπελος, σσ.12,13.

οποίο και αφιέρωσε στον τσάρο της Ρωσίας Μέγα Πέτρο. Στο βιβλίο του αυτό ο Αλέξανδρος καταπιανόταν με θέματα όπως: η ελληνική γλώσσα, τα ελληνικά τυπογραφία της Ευρώπης, τα ελληνικά Σχολεία, η ευλάβεια των Ελλήνων, οι σύγχρονοι ποιητές της Ελλάδας, κ.α. Στο έργο του αυτό επίσης ο Ελλάδιος υπεραμυνόταν και εξηγούσε την άποψη της Ορθοδόξου Εκκλησίας για τη μη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στην απλή γλώσσα. 3.15. Κοσμάς ο Αιτωλός Ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός αγαπούσε την Ορθοδοξία και μαζί της την Ελλάδα επειδή ήταν στενά και άρρηκτα μεταξύ τους συνδεδεμένες. Στα υπαίθρια κηρύγματά του σε διάφορα χωριά της Θεσσαλίας, της Δυτικής Ελλάδας και της Β. Ηπείρου έλεγε μεταξύ άλλων: “ Αδέλφια μου, εσείς που κάμνετε παιδιά, να τα παιδεύετε και να τα μαθαίνεται γράμματα και εξόχως Ελληνικά”445. Οι μαθητές του υπήρξαν χιλιάδες, γνωστότεροι των οποίων ήταν ο ηρωικός ιερομόναχος Σαμουήλ (Κούγκι Σουλίου), ο Σαμαρινιώτης Νεομάρτυρας Δημήτριος, κ.α. Στη Θεσσαλία επισκέφθηκε κήρύττοντας και ιδρύοντας Ελληνικά Σχολεία πολλές πόλεις και χωριά όπως τον Πυργετό, την Κρανιά Ολύμπου, τη Ραψάνη, τον Τύρναβο, το Βελεστίνο, τις Μηλιές, τη Ζαγορά, τη Μακρυνίτσα, την Κουκουράβα της Αγιάς, τη Σκόπελο, την περιοχή των Χασίων, την Τσαριτσάνη, την περιοχή Ασπροποτάμου και αλλού. Παντού, όπου κι αν περνούσε συμβούλευε τους προεστούς να ιδρύουν Σχολεία για να “γνωρίζουν το καλόν και το κακόν”. Ακόμα έλεγε: “ Πρέπει να στερεώνετε Σχολεία ελληνικά, να φωτίζονται οι άνθρωποι. Διότι διαβάζοντας τα ελληνικά τα ηύρα οπού λαμπρύνουν και φωτίζουν τον νουν του μαθητού ανθρώπου. Καθώς φωτίζει ο ήλιος την γην, όταν είναι ξαστεριά, και βλέπουν τα μάτια μακριά, έτσι βλέπει και ο νους τα μέλλοντα. Απεικάζουν όλα τα καλά και τα κακά, φυλάγονται από κάθε λογής κακόν και αμαρτίαν. Διατί το Σχολείον ανοίγει την εκκλησίαν, μανθάνομεν τι είναι Θεός, τι είναι Αγία Τριάς, τι είναι ο άγγελος, τι είναι αρετή, τι είναι οι δαίμονες, τι είναι η κόλασις. Τα πάντα από το Σχολείον τα μανθάνομεν”446. Ο Άγιος πάντοτε συνιστούσε στους δημογέροντες των χωριών να προσλαμβάνουν δασκάλους για να μαθαίνουν γράμματα όλα τα παιδιά είτε πλούσια είτε φτωχά, δωρεάν. Στις 24 Αυγούστου του 1789 ο πατρο-Κοσμάς, μετά από κατασκευασμένη καταγγελία Εβραίων των Ιωαννίνων, θανατώθηκε μαρτυρικά από εντολή του Κούρτ πασά της Αλβανίας κοντά στο Κολικόντασι της Β. Ηπείρου. Την 20η Απριλίου το οικουμενικό Πατριαρχείο ανακήρυξε την αγιοποίηση του Κοσμά του Αιτωλού. 3.16. Χριστόφορος Περραιβός Το πραγματικό του όνομα ήταν Χρυσάφης Χατζηβασίλης. Γεννήθηκε στις Πάνω Πούρλες του Ολύμπου το 1773. Παρακολούθησε νέος μαθήματα στη Σχολή της Τσαριτσάνης και εν συνεχεία μετέβη στο Βουκουρέστι για ανώτερες σπουδές (1793). Εκεί γνωρίστηκε με τον Καταρτζή και τον Ρήγα Φεραίο. Μπήκε στη οργάνωση του Ρήγα και τον συνόδεψε μέχρι τη Βιέννη και την Τεργέστη, όπου συνελήφθησαν. Ο 445. Επ. Αυγουστίνος Καντιώτης, Κοσμάς ο Αιτωλός, ΙΕ΄ εκδ., Ο Σταυρός, Αθήνα 1992. 446. Επ. Αυγ. Καντιώτης, ό.π., σσ.285,286.

ίδιος κατάφερε να απαλλαγεί από τις κατηγορίες και κατέφυγε στην Κέρκυρα που τότε ήταν υπό γαλλική κατοχή. Εκεί τύπωσε τα επαναστατικά τραγούδια του Ρήγα και δικούς του ύμνους στον Ναπολέοντα, που εκείνη την εποχή θεωρούνταν το στήριγμα, το ίνδαλμα, κάθε επαναστάτη. Το 1798 μετέβη στην Πάργα και βοήθησε στον αγώνα των Σουλιωτών κατά του Αλή. Το 1801 αναχώρησε για το Παρίσι με σκοπό να ζητήσει τη βοήθεια του Ναπολέοντα στο σχεδιαζόμενο απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων. Το 1804 έως και το 1814 τον συναντάμε στην Κέρκυρα όπου εργάζεται ως δάσκαλος και κατόπιν ως στρατιωτικός στην υπηρεσία των Ρώσων αλλά και των Γάλλων. Το 1817 στη Μόσχα, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Με την έκρηξη της επανάστασης μετέβη στο Σούλι οργανώνοντας επανάσταση εκεί για λόγους αντιπερισπασμού. Εν συνεχεία μετείχε σε πολλές μάχες του Αγώνα, μέχρι και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Το 1835 δημοσίευσε τα “Πολεμικά Απομνημονεύματά” του, ενώ το 1860 δημοσίευσε τη βιογραφία του Ρήγα. Πέθανε στην Αθήνα το 1863.

Κεφάλαιο 20ο Η Ιστορία των Βορείων Σποράδων από τον 15ο αιώνα έως το 1881. α΄ Η Σκιάθος Το Κάστρο Το Κάστρο της Σκιάθου βρίσκεται στο βορειότερο άκρο του νησιού, περίπου 15 χιλιόμετρα από την αρχαία και σύγχρονη πρωτεύουσα του νησιού. Ήταν κτισμένο σε καίρια τοποθεσία, μια φυσική βίγλα στο Βόρειο και Ανατολικό Αιγαίο. Αποτελεί φυσικό, κυρίως, κι όχι τεχνητό φρούριο, μιας που ήταν κτισμένο πάνω σε μια φυσική βραχώδη έξαρση πολύ κοντά στην κρημνώδη ακτή. Ο βράχος αυτός “γιγαντιαίος, φυτρωμένος εκεί παρά το πέλαγος, προεκβολή της γης προς τον πόντον, ως να δείχνη η ξηρά τον γρόνθον προς την θάλασσαν και να την προκαλή...”447, έχει ύψος λίγο περισσότερο από 200 μέτρα. Από τη μεριά της ξηράς είχε διπλό τείχος, ύψους 2,05 μέτρων και πλάτους 0,70 μ., με ισχύ ανάλογη του υψομέτρου του κάστρου, το οποίο στο μέσον του ασφάλιζε με μια ισχυρή, βαριά μεταλλική θύρα. Στο μέρος που βρισκόταν η πύλη αυτή, ο βράχος ήταν κομμένος βαθιά και επικοινωνούσε με την απέναντι ξηρά με ξύλινη κινητή γέφυρα. Έτσι όταν εμφανιζόταν κάποιος εισβολέας η γέφυρα ελκύονταν προς το μέρος του βράχου κι έτσι το κάστρο ήταν απροσπέλαστο448. Μπροστά στην πύλη υπήρχε μικρή στοά, πάνω από την οποία υπήρχε η λεγόμενη “ταράτσα”. Αυτή είχε γύρω της πολεμίστρες και τη γνωστή “ζεματίστρα”, από την οποία πετούσαν καυτό νερό ή λάδι σε οποιονδήποτε από τους εισβολείς έφτανε σε απόσταση βολής.

447. Αλεξ. Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο κάστρο, (διήγημα). 448. Δες σχετικά στο διήγημα του Αλεξ. Παπαδιαμάντη, “Ο φτωχός άγιος”.

Εικ. Το Κάστρο της Σκιάθου σήμερα (Φωτο: 7 Ημέρες-Καθημερινή)

Η ίδρυση του κάστρου και η παράλληλη εγκατάλειψη της αρχαίας νότιας παράκτιας πόλης του νησιού ανάγεται στους τελευταίους αιώνες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την περίοδο δηλαδή των επιδρομών των Σαρακηνών και άλλων πειρατών, που συχνά-πυκνά είχαν καταφύγιο στη γειτονική Σκόπελο ή τα γύρω ερημόνησα των Β. Σποράδων. Είναι πάντως εξακριβωμένο ότι το 1453, κατά την Άλωση, το κάστρο ήταν ο μοναδικός οικισμός του νησιού, και μάλιστα ενετοκρατούνταν. Έπειτα από ένα διάστημα τουρκικής κατοχής ένδεκα ετών, 1475-86, το Κάστρο ανακαταλήφθηκε από τους Βενετούς. Το 1538 ο ελληνικής καταγωγής αρνησίθρησκος Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα (εικόνα) πολιόρκησε την καστροπολιτεία. Οι Σκιαθίτες βασιζόμενοι στις υποσχέσεις του αρχικουρσάρου και απογοητευμένοι από τη σκληρή κατοχή των Βενετών σκότωσαν τον προβλεπτή Εικ. Χάρτης Σκιάθου- Σκοπέλου (15ος αι.- Buodelmondi)

(Βενετό διοικητή) και άνοιξαν την πύλη του Κάστρου για να παραδοθούν. Εκείνος, καταπατώντας τις υποσχέσεις του, αιχμαλώτισε τους περίπου 3.000 τότε κατοίκους και τους πούλησε ως σκλάβους. (Εικ. Μπαρμπαρόσα) Κατά τη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου, το 1660 ο Μοροζίνι ανακατέλαβε για μικρό χρονικό διάστημα το νησί. Το 1771 το κάστρο υπέστη πειρατική επιδρομή από τις “φούστες” του Γιώργου Τσόγκανου. Κατά την Επανάσταση το 1821 το νησί απελευθερώθηκε και οι απάνεμοι όρμοι του, έγιναν καταφύγια του οπλαρχηγού Καρατάσου. Την ίδια περίοδο, για να αποφύγουν τις διώξεις των Οθωμανών, εγκαταστάθηκαν πολλοί φυγάδες αρματολοί του Ολύμπου, οι “Λιάπηδες” όπως τους αποκαλούσαν οι ντόπιοι, που δυστυχώς με τη δύναμη των όπλων φέρθηκαν στους ντόπιους σαν αφέντες. Το 1826 ο Τσάμης Καρατάσος κυρίευσε και λεηλάτησε το Κάστρο. Το 1829-30, που η Σκιάθος εντάχθηκε επίσημα στο ελληνικό κράτος, εγκαταλείφθηκε το Κάστρο και οι κάτοικοί του επέστρεψαν μετά από αιώνες στην αρχαία τοποθεσία της πρωτεύουσας. Πάντως δε θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να καθορίσουμε το έτος ανεγέρσεως του Κάστρου. Έτσι, για παράδειγμα, ο Παπαδιαμάντης πίστευε ότι αυτό κτίστηκε τον 14ο αιώνα, ενώ ο Ευαγγελίδης το 1207449. Από πλάκα εντοιχισμένη στο υπέρθυρο της πύλης προκύπτει ότι έγινε ανακαίνιση του Κάστρου κατά τον 17ο αιώνα, πιθανότατα το 1619450. Μέσα στο κάστρο υπήρχαν πυκνοκτισμένες περί τις τριακόσιες οικίες, που φανερώνουν έναν πληθυσμό περίπου 1.500 κατοίκων. Υπήρχαν επίσης στέρνες για το απαραίτητο σε συνθήκες πολιορκίας νερό, ενώ από την περίοδο της Τουρκοκρατίας σώζονται ερείπια τουρκικού τεμένους. Φαίνεται πως μέσα στο Κάστρο υπήρχαν και πολυάριθμοι ιεροί Ναοί, από τους οποίους σώζονται ακέραιοι ο Ναός του Α. Νικολάου και αυτός των Χριστουγέννων (Ο Χριστός στο Κάστρο). Η εκκλησία αυτή είναι γνωστή από το διήγημα του Αλ. Παπαδιαμάντη “Στο Χριστό στο Κάστρο”. Είναι ένας μονόχωρος ξυλόστεγος ναός διαστάσεων στο εσωτερικό, 7,7 επί 12 μέτρα. Χαρακτηριστικό της είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο του 1695. Άλλοι μισοκατεστραμμένοι ναοί είναι του Αγίου Νικολάου, της Αγίας Μαρίνας, του Αγίου Βασιλείου, της Παναγιάς της Πρέκλας, της Αγίας Κυριακής της Παναγιάς της Μεγαλομάτας, των Αγίων Αποστόλων, κα. Έξω από το κάστρο ήταν κτισμένο ένα μοναστήρι του Ευαγγελισμού ή της Βαγγελίστρας στο Καλάμι από το οποίο σώζονται μόνο λιγοστά ερείπια του καθολικού. Στο ύψωμα “Μπαρμπεράκι” σώζεται και ένα κανόνι. Σήμερα ο επισκέπτης μπορεί να ανεβεί στο Κάστρο από λαξευτά στο βράχο σκαλιά.

449. Τρ. Ευαγγελίδης, Η νήσος Σκιάθος, Αθήναι 1913, σσ. 48,49. 450. Ιω. Φραγκούλας, “Το κάστρον της Σκιάθου”, επιθ. ΗΩΣ, Αθήναι 1966, σσ.312-315.

Εικ. Αριστερά: ο Ναός “Στο Χριστό στο Κάστρο”, Δεξιά: Από την αγιογράφηση του ίδιου Ναού: Η Προδοσία

Ο Allan J. Wace γράφει το 1906 για το Κάστρο της Σκιάθου και την πειρατεία στις Σποράδες. “Η Νέα Πόλη υπάρχει από την απελευθέρωση. Πιο πριν οι κάτοικοι ζούσαν στο Κάστρο, το οποίο τώρα πια είναι ένα εγκαταλελημμένο φρούριο, επάνω σε ένα βραχώδες ακρωτήριο, στο πιο βόρειο μέρος του νησιού. Η κορυφή αυτού του βράχου επί του οποίου βρίσκεται το Κάστρο, προς το μέρος της ξηράς έχει κοπεί από ανθρώπινα χέρια. Τα χάσμα σκεπάστηκε κατόπιν με μια γέφυρα, που σήμερα έχει χαλάσει. Μια γερή πύλη προστάτευε τη γέφυρα και το χωριό ήταν περιτριγυρισμένο από τείχη. Σ' αυτή την απλησίαστη φωλιά κατέφυγαν οι κάτοικοι, όταν παρουσιάζονταν οι πειρατές, που είχαν για κρυσφήγετό τους τα ερημόνησα γύρω από την Αλόννησο και το Περιστέρι. Γιαυτό τα ερημικά τούτα νησάκια ονομάστηκαν “Διαβολονήσια”. Μια φορά μάλιστα οι πειρατές κατόρθωσαν να καταλάβουν το κάστρο από τη βορεινή πλευρά, όπου ο βράχος κατεβαίνει προς τη θάλασσα. Πραγματικά οι πειρατές ταλαιπωρούσαν τόσο πολύ τους ντόπιους ώστε η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να στείλει εναντίον τους τον Κανάρη.” Απόσπασμα από το : Κ. Μαυρίκης, Άνω Μάγνητων Νήσοι, Αλόννησος 1997, σ.351.

Ιστορικά στοιχεία της Σκιάθου (1459-1880) Το 1459 η Σκιάθος βρισκόταν υπό την κατοχή της Βενετίας (Β΄ Ενετοκρατία). Οι κατακτητές του νησιού έδωσαν ειδικά προνόμια στους Ορθοδόξους κατοίκους. Το 1538, μετά την αιχμαλωσία των κατοίκων του Κάστρου, αλλά και ολοκλήρου του νησιού από το στόλο του Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, η Σκιάθος έγινε τουρκική κτήση. Στη διάρκεια του ενετο-τουρκικού πολέμου, το 1660 ο Φραγκίσκος Μοροζίνι κυρίεψε και λεηλάτησε το νησί, καταστρέφοντας συγχρόνως το Μπούρτζι. Στα τέλη του 17ου αιώνα ιδρύθηκε η Ιερά Μονή της Παναγίας Κουνίστρας, ως αποτέλεσμα της ευρέσεως της θαυματουργού εικόνος της Θεοτόκου. Το 1788 ο Λάμπρος Κατσώνης μετέβη στη Σκιάθο και ενίσχυσε το στόλο του με σκιαθίτικα καράβια και ντόπιους ναύτες. Σύμφωνα με ανεπίσημα στοιχεία περί το 1800 η Σκιάθος διέθετε στόλο 12 πλοίων επανδρωμένων με 144 ναύτες και 48 κανόνια. Το

1790 το μικρό ανθρώπινο δυναμικό της Σκιάθου ενισχύθηκε με οικογένειες κατοίκων της Λίμνης Ευβοίας που κατοίκησαν στην περιοχή νότια του λιμανιού (περιοχή Λιμνιά).451. Το δεύτερο μεγάλο Μοναστήρι του νησιού, αυτό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου ιδρύθηκε το 1794 από τον ιερομόναχο της Σκήτης του Αγίου Βασιλείου της Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας Νήφωνα και τον Σκιαθίτη επίσης μοναχό Γρηγόριο Χατζησταμάτη452. Οι δυο αυτοί μοναχοί αναχώρησαν το 1770 από τον Άθωνα, εξαιτίας του λεγόμενου κινήματος των κολλυβάδων, και έκτισαν αρχικά μοναστήρι στην Ικαρία στο όνομα του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Αργότερα οι δυο τους ίδρυσαν την αντίστοιχη Μονή της Σκιάθου όπου και ησύχαζαν. Οι κάτοικοι της Σκιάθου ήταν αρωγοί του αγώνα της Εθνεγερσίας. Μάλιστα το 1807 στην Ι. Μ. Ευαγγελιστρίας, μπροστά στην επαναστατική σημαία, ορκίστηκαν πολλοί οπλαρχηγοί, ανάμεσά τους και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ότι θα αγωνιστούν για την απελευθέρωση της πατρίδας. Την ίδια περίοδο έβρισκαν καταφύγιο διάφοροι κυνηγημένοι από τον Αλή πασά αγωνιστές, όπως ο Λιόλιος, ο Παπα-Βλαχάβας, ο Νικοτσάρας, οι Λαζαίοι και άλλοι οπλαρχηγοί του Ολύμπου οι οποίοι και οργάνωναν τις επόμενες κινήσεις τους. Σχολείο στο νησί, μάλλον Κρυφό, κατά πώς δηλώνει και το όνομα του, λειτουργούσε το 1809 και πιθανόν από πολύ νωρίτερα στον Άγιο Γιάννη τον Κρυφό. Η Επανάσταση του 1821 στη Σκιάθο. Η προσφυγιά. Η ληστοπειρατεία. Οι Σκιαθίτες από τις πρώτες μέρες της μεγάλης εξέγερσης σήκωσαν το λάβαρο της Επανάστασης. Έτσι με απόφαση της Δημογεροντίας Σκιάθου την 21/7/1821 οι νησιώτες συμμετέχουν ενεργά, εξοπλίζοντας το στόλο τους, στο μεγάλο αυτό αγώνα. Η απόφαση της Δημογεροντίας Σκιάθου για συμμετοχή στον Αγώνα. “Ημείς οι Έφοροι και οι Δημογέροντες και οι κάτοικοι της νήσου Σκιάθου, αφού αποφασίσαμεν να μην αδιαφορήσωμεν πλέον εις την κοινήν των Ελλήνων έγερσιν κατά της Οθωμανικής τυραννίας, μιμούμενοι τα των λοιπών νήσων του αρχιπελάγους παραδείγματα, ενοπλήσαμεν διάφορα πλοία εις τα πλησία μας μέρη Ευρίπου νησί και κόλπον έως Κασσάνδραν και Άγιο Όρος, των οποίων ο σκοπός είναι να περιέρχωνται κατατρέχοντες και καταπολεμούντες μόνον τους Οθωμανούς και τας αυτών περιουσίας, χωρίς να προσφέρωσι παραμικράν πείραξιν ή ζημίαν εις γραικικά και ετεροφυλή πλοία και ανθρώπους, πειθόμενοι μάλλον εις τας διαταγάς της τοπικής ημών Καγγελαρίας. Μεταξύ δε αυτών συναριθμείται και ο παρών καπετάνιος Σταμάτης Χριστοδούλου με την σκούναν του και με τον ταϊφά του, με κανόνια 2 και άλλα ψιλά όπλα με Ελληνικήν Σημαίαν ...”453

Από τις αρχές του 1822 η Σκιάθος αρχίσε να αντιμετωπίζει ένα μεγάλο πρόβλημα. Αυτό ήταν η άφιξη πολυάριθμων προσφύγων και κυρίως η αναρχία που άρχισε να επικρατεί στο νησί εξαιτίας της συγκεντρώσεως στο νησί ενός μεγάλου πλήθους ληστών και πειρατών454. Μετά μάλιστα την ήττα των επαναστατών στα Βρυσάκια της Β. Εύβοιας, τον Ιούλιο του 1823 και την άφιξη και νέων προσφύγων αλλά κυρίως ατάκτων οπλοφόρων στο νησί, οι Σκιαθίτες αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν σπίτια και υποστατικά και να κλειστούν στην ασφάλεια που τους πρόσφερε το Κάστρο τους. 451. Χρ. Χειμώνας, “Ιστορικό περίγραμμα, Πορεία της Σκιάθου μέσα στο χρόνο”, Πάσχα στη Σκιάθο, Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 23/4/1995, σσ.2-5. 452. Τρ. Παπαζήσης, “Αγιογραφικός διάκοσμος εκκλησιών και μοναστηριών (της Σκιάθου)”, Πάσχα στη Σκιάθο, Επτά Ημέρες, εφ. Καθημερινή, 23/4/1995, σσ. 10,11. 453. Κ.Α. Κωνσταντινίδης, Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μέχρι και την Αντιβασιλεία του Όθωνα., Αθήνα 1988, σ. 97. 454. Βακαλόπουλος Απ., Πρόσφυγες και προσφυγικό ζήτημα κατά την Επανάστασιν του 1821., 1961, σ. 32.

Μαζί τους εισήλθαν σ' αυτό και οι πρόσφυγες των χωριών της Ζαγοράς, που είχαν φέρει μαζί τους μεγάλο πλούτο, μετά την καταστολή της επανάστασης στο Πήλιο. Έτσι, υπό το φόβο των αρπαγών των περιουσιών τους από τους σκληρότερους οπλαρχηγούς, όπως το Διαμαντή Νικολάου, τον Καρατάσο και το Βελέντζα, έμεναν κλεισμένοι στο κάστρο παρατηρώντας τους διαφόρους οπλαρχηγούς να χρησιμοποιούν τα ίδια τους τα καράβια στις επιδρομές τους έχοντας στήσει καταφύγιο-λημέρι στον κόλπο της Κεχριάς. Οι εγκλωβισμένοι Σκιαθίτες αφού είχαν στείλει νωρίς επιστολή διαμαρτυρίας, στις 18/4/1822, πήραν την εξής απάντηση από τα κεντρικά: Η απάντηση του Άρειου Πάγου στην έκκληση των κατοίκων της Σκιάθου. “... ελάβομεν το από δεκαοκτώ του τρέχοντος γράμμα σας και ίδομεν όσα μας γράφετε περί των κλεπτών οίτινες ενφώλευσαν εις τον Κεχριάν και ενθένδε βλάπτουσι τα αντικρυνά μέρη της Μαγνησίας και της Εύβοιας. Λοιπόν σας επιτάττομεν άμα όπου λάβετε το παρόν μας να στείλετε δύο από τους φρονίμους να τους ομιλήσωσι και να τους ειπώμεν ότι τα τοιαύτα κινήματα δεν είναι καλά και ότι και το σύνολον του έθνους κινείται δια να ελευθερωθή από τους τυράννους και αυτοί να κάθωνται αυτού ανενέργητοι ίνα πειράζουν τους αδελφούς των Χριστιανούς. Ο Όλυμπος έχει χρείαν στρατιωτών και εκεί ας υπάγουν να δείξουν τας ανδραγαθίας των και εάν παρακούσουν εις την συμβουλήν σας, τότε τους βιάζετε και με άρματα ...”455

Τον Αύγουστο του 1823 ο έπαρχος της Εύβοιας Ιωάννης Κωλέττης, που βρισκόταν στη Σκιάθο, προσπαθούσε να βάλει κάποια στοιχειώδη τάξη στο νησί. Εξέδωσε μια διαταγή προς τους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στο νησί, απαγορεύοντας τις ληστείες και τις αρπαγές (27/8). Όμως μικρή σημασία έδωσαν στα λόγια του Κωλέττη οι ληστές, που συνέχισαν το αρπακτικό τους έργο. Έτσι, όταν ο οθωμανικός στόλος εμφανίστηκε στις αρχές Οκτωβρίου στο νησί, οι Σκιαθίτες αναγκάστηκαν να προσποιηθούν υποταγή και να ζητήσουν μάλιστα όπλα για να αντιμετωπίσουν τους ατάκτους που ζούσαν έξω από το Κάστρο. Όταν όμως οι Τούρκοι προσπάθησαν να αποβιβαστούν στο νησί, στην περιοχή της Μεγάλης Άμμου (Σίφερι), αποκρούστηκαν και εκδιώχθηκαν από τους οπλοφόρους του νησιού (9/10). οι ναύαρχοι των Υδραίων και των Ψαριανών κατέβηκαν στο νησί και αφού δέχτηκαν τις εξηγήσεις των Σκιαθιτών τοποθέτησαν δύο φρουράρχους στο νησί. Αυτοί ήταν ο Ι. Καραολάνης από τα Ψαρά και ο Αναγνώστης Μποσλής από την Ύδρα. Όταν όμως στις 18 του ίδιου μήνα αναχώρησε ο ελληνικός στόλος, οι οπλοφόροι εξακολούθησαν την προηγούμενη τακτική τους. Στις 25 Ιανουαρίου του 1824 οι Σκιαθίτες έστειλαν και πάλι αναφορά στο Εκτελεστικό, την κυβέρνηση δηλαδή, στην οποίαν αναφέρουν ότι παρόλη την οικονομική βοήθεια που προσέφεραν οι νησιώτες στον Διαμαντή, εκείνος “απέδωσε αντί του μάνα χολήν”, αναγκάζοντας τους λιγοστούς ντόπιους να καταφύγουν και πάλι στην ασφάλεια του Κάστρου και να μην υποφέρουν τα “κούρσα” των ληστών. Η επιστολή αυτή τελείωνε με την έκκληση για βοήθεια από την κεντρική εξουσία γιατί ειδάλλως “...θα αναγκασθώμεν να εγκαταλείψωμεν το νησί.456”Στα 1826 το νησί υπέφερε από την πειρατική επιδρομή του Τσάμη Καρατάσου. Το 1828 λειτούργησε επίσημα Σχολείο στο νησί.

455. Κ.Α. Κωνσταντινίδης, ό. π., σ. 98. 456. Κ.Α. Κωνσταντινίδης, ό. π., σ. 101.

Εικ. Η Ι. Μονή Ευαγγελιστρίας της Σκιάθου. (7 Η μέρες- Καθημερινή)

Μετά την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, που προέβλεπε την ίδρυση αυτονόμου Ελληνικού κράτους, το 1829, οι κάτοικοι του νησιού άρχισαν να κτίζουν τις κατοικίες τους και να κατοικούν τη νέα πρωτεύουσα στα Νότια του νησιού.

Εικ. Η Σκιάθος γύρω στα 1880-90 (Εθν. Ιστορικό Μουσείο)

Η επίσημη απελευθέρωση του νησιού και η ένταξή του στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος έγινε το Φεβρουάριο του 1830.

β΄ Η Σκόπελος Ιστορική αναδρομή. Από τον 15ο αι. έως την απελευθέρωση, στη βάση των αναφορών των περιηγητών. Το 1470 η υπό ενετική κατοχή Σκόπελος είχε πληθυσμό, μαζί με τη γειτονική Σκιάθο 1.200 κατοίκων, σύμφωνα με την πληροφορία του Ιταλού G. Rizzardo, και διοικούνταν από Ενετό ρέκτορα που έδρευε στη Σκιάθο. Από το 1475 έως και το 1486 η Σκόπελος πέρασε στα χέρια των Οθωμανών, για να επιστρέψει στη δικαιοδοσία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας μέχρι το 1538. Ο Τούρκος περιηγητής Piri Re'is, στις αρχές του 1520, αναφέρει ότι το νησί ήταν ακατοίκητο. Το ίδιο αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ο Ενετός G. Bembo (1525). Ο τελευταίος μάλιστα προσθέτει ότι χάρις στις δικές του ενέργειες μεταφέρθηκε πληθυσμός 60 οικογενειών με αντίστοιχο αριθμό βοδιών. Πάντως, η χρονολογία ορόσημο, είναι το 1538, χρονιά κατά την οποία ο Barbarossa κατέσφαξε τους ελάχιστους κατοίκους του νησιού, πράγμα που έκανε σε πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου, και πρόσφερε το νησί στο σουλτάνο. Το 1540 ο M. Sanudo δεν συμπεριλαμβάνει το νησί στον κατάλογο των κατοικημένων αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Το 1564 το νησί παραχωρήθηκε στον αρχιμάγειρο του Σουλτάνου ο οποίος εγκατέστησε στη Σκόπελο οικογένειες από την ηπειρωτική Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Σε απογραφή του Θεόφιλου Ζυγομαλά, που έγινε το 1576, αναφέρονται 2.000 κάτοικοι στη Σκόπελο καθώς επίσης και παρουσία ιερέων και επισκόπου. Το 1578, έχουμε την μάλλον αναξιόπιστη πληροφορία, μιας και δεν επιβεβαιώνεται από καμιά πηγή, του Antonio di Millo, που αναφέρει ότι το νησί κατοικείτο από Αλβανούς. (Το πόσο αναξιόπιστη είναι αυτή η πληροφορία φαίνεται από το ότι δεν υπάρχει ούτε μια αλβανική λέξη στο ιδίωμα της Σκοπέλου.) Από το τέλος του 16ου αιώνα μέχρι και τα τέλη του 17ου δεν έχουμε σοβαρή πληροφόρηση για την Ιστορία του νησιού. Στα μέσα του 17ου αιώνα έχουμε μόνο μια περιγραφή του λιμανιού του Πανόρμου από τον Ολλανδό J. Jannsonium και στα τέλη του ιδίου αιώνα μια αναφορά του M.Boschini που μας πληροφορεί ότι η Σκόπελος είχε αρκετούς κατοίκους σε αντίθεση μα τη γειτονική Σκιάθο. Στη διάρκεια του τουρκοβενετικού πολέμου ο Γάλλος P. Ricaut, που επισκέφτηκε το νησί, μας πληροφορεί ότι το νησί είχε 5.000 κατοίκους. Ο Άγγλος B. Randolph (1680 περίπου) αναφέριε ότι στη Σκόπελο υπήρχαν πλούσιοι έμποροι που συναλλάσσονταν με το Κάιρο και άλλα μεσογειακά λιμάνια. Τα εξαγόμενα προϊόντα, την ίδια εποχή, ήταν το κρασί και τα φρούτα. Το νησί βρισκόταν σε πλήρη άνθιση από τις αρχές του 18ου αιώνα. Ο πληθυσμός έφτασε στους 10.000 κατοίκους το 1706, ενώ το νησί ήταν έδρα επισκόπου και οι κάτοικοι είχαν εξασφαλισμένα προνόμια μέχρι του σημείου να μην επιτρέπετε η διαμονή στο νησί οιουδήποτε Οθωμανού. Οι περιγραφές του Γάλλου αββά F. Braconnier είναι εντυπωσιακές και γεμάτες θαυμασμό για τους νησιώτες. Τότε είναι που, χάρις στις ενέργειες του Στεφανή Δαπόντε, ιδρύθηκε το Σχολείο στο νησί. Συγχρόνως μεγάλη ανάπτυξη παρουσιάζει η ναυτιλία και η ναυπηγική. Το 1778 επισκέφθηκε το νησί ο Γάλλος Sonnini, ο οποίος όμως αναφέρει ότι δυσαρεστήθηκε κατά την παραμονή του στο νησί εξαιτίας της συμπεριφοράς ορισμένων δημογερόντων. Ο Γερμανός περιηγητής Von Frieseman, μεταξύ άλλων, επαινεί την αξία του σκοπελίτικου κρασιού. Ο γνωστός Pouqueville μας δίνει πολλές πληροφορίες για το νησί και τους κατοίκους του την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα. Εδώ έχουμε και μια πρώτη αναφορά

στον οικισμό της Γλώσσας (Πλατάνα). Εκείνη την εποχή το νησί αριθμούσε 8.000 κατοίκους. Τα χρόνια από την απελευθέρωση της Σκοπέλου ως τα μέσα του 19ου αι.. Από τη δεκαετία του 1750, καταφθάνουν στη Σκόπελο κλέφτες και αρματολοί του Ολύμπου της Χαλκιδικής και των Χασίων, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις Σποράδες σαν ορμητήριο και καταφύγιο. Η Σκόπελος χάρις στη σπουδαία ναυτιλία που είχε οργανώσει, με τη βοήθεια των αρματολών συμμετείχε ενεργά και στα Ορλωφικά και στην Επανάσταση του 1821. Από τις πρώτες μάλιστα μέρες της Επανάστασης οι Σκοπελίτες σήκωσαν τη σημαία του αγώνα, έπειτα μάλιστα από επιστολή που έστειλαν στους προκρίτους τους οι Ψαριανοί την 29η Απριλίου 1821. Έτσι την 22α Μαϊου του ίδιου χρόνου οι κεφαλές του νησιού έστειλαν επιστολή στην “Ελευθέρα Βουλή της Ύδρας” ζητώντας μεταξύ άλλων βοήθεια σε πολεμοφόδια (μπαρούτι και μπάλες για τα κανόνια τους) και σιτάρι σε αντάλλαγμα με κρασιά του νησιού. Σε νεότερη επιστολή των Σκοπελιτών προς τους Υδραίους, με ημερομηνία 18/6/1821457, αναφέρονται στη συμμετοχή έξι πλοίων της Σκοπέλου στον αγώνα κατά των Τούρκων της Μακεδονίας. Την ίδια περίοδο κατά κύμματα φτάνουν οι πρόσφυγες στο νησί. Χιλιάδες γυναικόπαιδα από την Κασσάνδρα, τον Άθωνα, τη Β. Εύβοια, το Βόλο και το Βελεστίνο ζητούν άσυλο στη Σκόπελο. Το Μάρτιο του 1823 η Δημογεροντία της Σκοπέλου, απευθυνόμενη στην επαναστατική κυβέρνηση, ζήτησε την αμυντική σύνδεση του νησιού τους με τη Σκύρο και τη Σκιάθο. Όμως η ανώτερη εξουσία, ο Άρειος Πάγος, επιδίωξε, αντ' αυτού, να θέσει υπό την, ανύπαρκτη, προστασία του τα νησιά των Σποράδων, ορίζοντας την εκλογή από το λαό κάποιων Εφόρων στα νησιά που θα έρχονται σε συνεννόηση με την κεντρική εξουσία. Ένα γεγονός που επιβάρυνε τις τεταμένες σχέσεις των δημογερόντων του νησιού με τα κεντρικά ήταν, εκτός του κύματος των προσφύγων, η προστασία των κειμηλίων του Αγίου Όρους, μεταξύ των οποίων και τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού, που είχαν φέρει μαζί τους οι πρόσφυγες της Χαλκιδικής. Έτσι, σε συνεννόηση με τον επίσκοπο Σκοπέλου Ευγένιο, απάντησαν αρνητικά σε πρόταση των Υδραίων για μεταφορά των κειμηλίων στην Ύδρα, φοβούμενοι την απώλειά τους, προτείνοντας αντ' αυτού να αποφασίσει ο ίδιος ο Υψηλάντης. Άλλη μια προσπάθεια της κεντρικής κυβέρνησης να τοποθετήσει Αντεπάρχους στο νησί έγινε το Μάιο του 1822. Τότε Αντέπαρχος Σκιάθου, Σκοπέλου και Ηλιοδρομίων458 διορίστηκε ο Παύλος Σιδέρης, που παρέμεινε στο νησί μέχρι τον Απρίλιο του 1823. Η δραματικότερη αλλαγή στα χρόνια της Επανάστασης για το νησί συνέβη τον Ιούλιο του 1823, όταν μετά από ήττα των επαναστατών διαλύθηκε το στρατόπεδο των Βρυσακίων, με αποτέλεσμα να κατασφαγεί ο πληθυσμός των περιοχών της Β. Εύβοιας. Όσοι άμαχοι μπόρεσαν να ξεφύγουν, βρήκαν καταφύγιο στη Σκόπελο, που έφτασε στα τέλη του 1823 να τριπλασιάσει τον πληθυσμό των κατοίκων της. Από 7.500 ντόπιους, σύμφωνα με τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, έφτασε να φιλοξενεί περισσότερους από 15.000 πρόσφυγες, επιτείνοντας δραματικά τα προβλήματα στο νησί. Οι δημογέροντες του νησιού προσπάθησαν υπεράνθρωπα, με χρηματικούς πόρους που δύσκολα 457. Κ.Α. Κωνσταντινίδης, Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 μέχρι και την Αντιβασιλεία του Όθωνα., Αθήνα 1988, σ. 69. 458. Άλλη ονομασία της Αλοννήσου.

βρίσκονταν, να αντιμετωπίσουν από τη μια τα προβλήματα του πληθυσμού και από την άλλη την απειλή που φαινόταν στον ορίζοντα: ο τουρκικός στόλος ήταν πλέον κοντά. Την ίδια εποχή, από τη μια μεριά, οι εκκολαφθέντες γραφειοκράτες του Αρείου Πάγου επέβαλαν στον αντέπαρχο να διενεργήσει έρανο για την ενίσχυση του Αγώνα μεταξύ ... των προσφύγων και των κατοίκων του νησιού, και από την άλλη οι πρόσφυγες της Σκοπέλου αναγκάζονταν να τρώνε ψωμί κατασκευασμένο από πυρήνες των ελιών (λιοκούκουτσα) που πετούσαν τα ελαιοτριβεία μετά την παραγωγή του λαδιού! Ο Κ. Κωνσταντινίδης για τα “έργα” του οπλαρχηγού-πειρατή Κ. Δουμπιώτη στη Γλώσσα Σκοπέλου. Η φυλάκισή του. “... ο Κωνσταντής Δουμπιώτης κατοικούσε μόνιμα στη Γλώσσα Σκοπέλου, που τη νεμόταν σαν τσιφλικούχος. Αγόραζε μονοπωλειακά τα κρασιά των φιλόπονων νησιωτών σε εξευτελιστικές τιμές. Το καλοκαίρι του 1828, όταν έπαρχος ήταν ο Α. Λόντος, ο Δουμπιώτης είχε μοιράσει “καπάρα” στους Γλωσσώτες αμπελοκαλλιεργητές, που το συνολικόν ποσόν τους ανερχόταν σε 8.380 γρόσια. Τούτο το ποσό δέσμευσε ο έπαρχος, το οποίον πάλιν κατέσχον οι Ι. Κουντούρης και Γ. Κων/νου, πλοιοκτήτες με Ρωσική Σημαία εμπορικού πλοίου εμφόρτου εμπορευμάτων που κουρσεύθηκε από τον Δουμπιώτη. Οι πλοιοκτήτες στην κατάσχεση του ανωτέρου ποσού των 8.300 γροσίων ενήργησαν με νόμιμο τίτλο, δηλαδή με εκτελεστή απόφαση του Θαλασσινού Δικαστηρίου κατά του πειρατή Δουμπιώτη, ο οποίος αυτήν την εποχή του 1828 ήταν υπόδικος επί πολύμηνον διάστημα στης Φυλακές της Αιγίνης, έπειτα από σωρείαν μηνύσεων που υπεβλήθησαν κατ' αυτού από τους ζημιωθέντες πολυπληθείς πλοιοκτήτες. Ακόμη κατασχέθηκαν και τα άρμτά του, που ο έπαρχος, για την ασφαλή φύλαξή των, έστειλε στο Γενικό Φροντιστήριον Αιγίνης. Ο Δουμπιώτης για όλες αυτές τις ενέργειες του επάρχου διαμαρτύρεται, πολύ όψιμα, κατά τις 10 Απριλίου 1829 από το στρατόπεδο της Γέφυρας του Σπερχειού, όπου τον συναντούμε, γιατί στο μεταξύ κατόρθωσε να συμβιβασθεί με τους αντιδίκους του και να αποφυλακισθεί.” Κ. Α. Κωνσταντινίδης, Η ληστεία και η πειρατεία στη Σκύρο, Σκιάθο και Σκόπελο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 και της Αντιβασιλείας του Όθωνα, Α΄ τόμος, Αθήνα 1988.

Τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν καλύτερα στο νησί μετά τη λήξη των εμφυλίων πολέμων, από το 1828, και κυρίως μετά τη ναυμαχία του Ναβαρίνου που έκρινε τον αγώνα υπέρ μιας αυτόνομης, στην αρχή, και ανεξάρτητης στη συνέχεια Ελλάδας. Έτσι έπειτα από επιστολές του κυβερνήτη Καποδίστρια, η πρώτη τον Φεβρουάριο του 1828, χάρις στην οποία, με ενέργειες του Μιαούλη, αφοπλίστηκε ο στόλος των οπλαρχηγών, και η δεύτερη το Μάρτιο του ίδιου έτους, που ανάγκασε τους υπολοίπους οπλαρχηγούς να εγκαταλείψουν τη Σκόπελο και τις υπόλοιπες Σποράδες, η κατάσταση άρχισε να ομαλοποιείται. Αξίζει όμως να αναφέρουμε και τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου που είχαν βρεθεί εκείνη την περίοδο στη Σκόπελο και φέρθηκαν με εντιμότητα και αναδείχτηκαν μάλιστα ευεργέτες του νησιού. Ήταν ο Μιχάλης Πετσάβας, ο Πούλιος Τομπακόπουλος και ο Αθανάσιος Μάνταλος οι οπλαρχηγοί που κατά την αναχώρησή τους από τη Σκόπελο πρόσφεραν συνολικά 8.000 γρόσια, ποσό αρκετά μεγάλο για εκείνη την εποχή, στον έπαρχο Λόντο για τις ανάγκες του νησιού που τους είχε φιλοξενήσει. Η επιστολή του Καποδίστρια προς τους οπλαρχηγούς της Σκοπέλου και των λοιπών Σποράδων (Μάρτιος 1828) “Αριθμ. 1044 Ελληνική Πολιτεία

Ο Κυβερνήτης της Ελλάδος Προς άπαντας τους οπλαρχηγούς των διαφόρων στρατιωτικών σωμάτων, παρεπιδημούντων εις τας νήσους Σκόπελον, Σκιάθον, Σκύρον και Ηλιοδρόμια. Επειδή η κυβέρνησις απεφάσισε να μετακομισθώσιν εις την Ελευσίνα όλα τας εις τας νήσους ταύτας ευρισκόμενα στρατιωτικά σώματα, ώστε και ο τόπος να ελαφρυνθή από το βάρος των και αυτά να αποκατασταθούν χρήσιμα εις την Πατρίδα, διατάττεσθε απαξάπαντες άμα λάβετε την παρούσαν, να παραλάβετε όλους τους υπό την οδηγίαν σας στρατιώτας και χωρίς καμμίαν αναβολήν προθύμως να επιβήτε εις τα επί τούτου προσδιορισμένα πλοία δια να μεταβιβασθήτε εις το κατά την Ελευσίνα στρατόπεδο. Στέλλεται εντεύθεν και φροντιστής, ο Αναστάσιος Παπά Λουκά, όστις θέλει σας προμηθεύσει τας αναγκαίας τροφάς εις το διάστημα της διαβάσεως. Περί δε των οικογενειών σας η κυβέρνησις προνοούσα διεταξε τους Δημογέροντας των νήσων τούτων να επαγρυπνούν διά την τελείαν ασφάλειαν αυτών. Σας προειδοποιώ ότι, όποιος από σας φανή απειθής και δεν προθυμοποιηθή εις την ταχείαν και ακριβή εκτέλεσιν της παρούσης διαταγής της Κυβερνήσεως, ο τοιούτος θέλει λογισθεί ανάξιος της Πατρίδος και τέλος δεν θέλει συχχωρήσει κατ' ουδένα τρόπον την περαιτέρω διαμονήν στρατιωτικών εις τας νήσους ταύτας. Εν Πόρω τη 13η Μαρτίου 1828 Ο Κυβερνήτης υπογ. Ι. Καποδίστριας Ο Γραμμ. της Επικρατείας Σ. Τρικούπης” Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, Γ΄, Γ΄, Φ.31.

Η επιστολή των προεστών της Σκοπέλου προς τους πληρεξουσίους-βουλευτές των Σποράδων την εποχή της άφιξης του Μιαούλη. “ Προς τους κυρίους πληρεξουσίους της νήσου Σκοπέλου, Ζαχαρίαν Παναγιωτίδην, Ιερόθεον Διάκονον και Δημήτριον Κυράντον. Αδελφοί! (...) έφθασεν να ανατείλη και εις τον σκοτεινόν ορίζοντα της νήσου μας ο λαμπρότατος φωστήρ της αξιοποθήτου ημιν ελεύσεως του εκλαμπροτάτου Ναυάρχου Ανδρέα Μιαούλη, εκ του οποίου την έλευσιν περιμένεται η απαλλαγή των δεινών μας. Όστις άμα έφθασεν απέναντι της Σκοπέλου με το δίκροτόν του η ΕΛΛΑΣ, (...) επροσκάλεσε με έγγραφόν του τους εδώσε459 ευρεθέντας καπεταναίους, οίτινες έδειξαν μεγάλην προθυμίαν να έμβουν εις το δίκροτον, προς τους οποίους και ομίλησε και εσυμβούλευσε με το να φανούν πρόθυμοι εις την διάταξιν του Κυβερνήτου, αν θέλουν να δοξασθούν, ει δε τουναντίον είναι προσταγμένος να λάβη τα πλέον δραστήρια μέτρα εναντίον των, οίτινες και απεκρίθησαν ότι θέλουν φανεί πρόθυμοι εις όλα τα διαττατόμενά του. (...) ομοίως και οι Σκιαθίται (ενν. καπεταναίοι ποι παραχείμαζαν στη Σκιάθο), εκτός του παππού Καρατάσου, όστις έστειλε τον υιόν του Τζάμην, δια το οποίον φέρσιμόν του εκακοφάνει του Ναυάρχου μεγάλως. Και έτσι ανεγνώσθησαν αι διαταγαί του Κυβερνήτου, αι οποίαι τους διατάττουν εις το να υπάγουν όλοι εις Σαλαμίνα (...) Αυτοί απεκρίθησαν ότι είναι πρόθυμοι εις κάθε διάταξιν του Κυβερνήτου, το να κινηθούν όμως δι' εκείνα τα μέρη είναι πολύ δύσκολον εις αυτούς με το να είναι φαμελίται, πτωχοί και δυστυχείς, υστερούμενοι των αναγκαίων και ότι ο μισθός όπου θα λάβουν δεν τους αρκεί δια ζωοτροφήν των φαμελιών τους (...) και ότι δεν εμπιστεύονται εις το να αφήσουν τα γυναικόπαιδά των εις Σκόπελον και να αναχωρήσουν, μήπως ύστερον οι Σκοπελίται εκδικηθούν κακοποιούντες τας φαμελίας των δια τα δεινά όπου υπέφερον460. (...) Ο δε Ναύαρχος τους απεκρίθη ότι εις τα διαταττόμενα του Κυβερνήτου δεν ημπορεί να γενή η παραμικρά συγκατάβασις, διό και τους έδωσε καιρόν να σκεφθούν πάλιν. (...) Ο δε Ναύαρχος εσύμασε όλα τα πλοία των, μικρά και μεγάλα, εμπορικά και ληστρικά, εκ των οποίων, όσα μεν ήτον εις κατάστασιν να ταξιδεύουν, τα έστειλε κάτω εις την Κυβέρνησιν, τα δε άχρηστα τα κατέκαυσε, αφήνοντάς μας χωρίς καϊκια (...) Οι φίλοι μας όμως δεν έπαυσαν από τας συνηθισμένας καταχρήσεις των, αλλά μάλλον βλέποντες ώρα τη ώρα ότι περισφίγγονται, εσκληρύνθησαν περισσότερον εναντίον μας, υβρίζοντες, δέρνοντες και φοβερίζοντες εις το να διαγουμίσουν και 459. Εδώσε ή εδώθε, δηλαδή τους καπεταναίους που ήταν στη Σκόπελο. 460. Εδώ έχουμε μια έμμεση ομολογία των καπεταναίων γαι τα δεινά που προξένησαν στους Σκοπελίτες και τους υπολοίπους νησιώτες.

κατακαύσουν τα οσπίτιά μας και ύστερον ό,τι θέλει ας έλθει εις αυτούς (...) Όθεν, αδελφοί, ως γνωρίζοντες την ανάγκην της πατρίδος μας, προσπαθήσατε το ωφελιμότερον, ενεργούντες οις τρόποις οίδατε, με το να μην ήθελε μείνουν οι φαμελίες των εις τας νήσους μας, αλλά να σηκωθούν όλοι χωρίς εξαίρεσιν (...) Εν Σκοπέλω τη 28η Φεβρουαρίου 1828 Οι πατριώται σας όλοι Οι Δημογέροντες Σκοπέλου Αλέξανδρος Δαπόντες ειμί Αγγελινός ........461 Κωνσταντίνιος .......462” Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους/ Γ΄. Γ΄, Φ. 28.

Η Σκόπελος, όπως και τα υπόλοιπα νησιά των Σποράδων, εντάχτηκε το 1830 με τη Συνθήκη του Λονδίνου στο νεοσύστατο ελληνικό βασίλειο. Από τη δεκαετία του 1840 και μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα παρατηρήθηκε μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των κατοίκων του νησιού προς τις ΗΠΑ, τη Ρουμανία, τη Ρωσία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ναυτιλία συνέχισε όμως να ακμάζει στο νησί και εξαιτίας αυτής της σημαντικής ανάπτυξης εισήχθησαν στο νησί πολλά δυτικά πολιτισμικά στοιχεία. Θρησκευτικοί-ιστορικοί τόποι στο νησί. Η Επισκοπή: Το κτιριακό συγκρότημα της Επισκοπής, που περιβάλλεται από ένα εντυπωσιακό τείχος, βρίσκεται πάνω σταν αρχή του δρόμου για τον Άγιο Ρηγίνο. Στο εσωτερικό της Επισκοπής βρίσκεται κτισμένος μικρός Ναός αφιερωμένος στη Μετάσταση της Θεοτόκου (Εννιάμερα της Θεοτόκου) και πανηγυρίζει στις 23 Αυγούστου. Ο Ναός κτίστηκε στα τέλη του 16ου αιώνα πάνω στα ερείπια βυζαντινού Ναού του 1078, που είχε κτιστεί από τον επίσκοπο Σκοπέλου Αναστάσιο, πάνω σε ερείπια παλαιοχριστιανικού Ναού. Ανατολικά του Ναού σώζονται τοίχοι του ημιτελούς κτίσματος που προορίζονταν για κατοικία του επιχώριου επισκόπου. Άρχισε να κτίζεται μετά το 1453, στην περίοδο της Ενετοκρατίας, αλλά οι εργασίες διακόπηκαν απότομα το 1538, χρονιά κατά την οποία το νησί καταστράφηκε από τον Μπαρμπαρόσα.

Εικ. Ο Ι. Ν. της Παναγίας στο εσωτερικό της Επισκοπής Σκοπέλου. (φωτο 7 Ημέρες-εφ. Καθημερινή)

Η Επισκοπή ... αγοράστηκε από τους Ιωάννη και Σωτήριο Δημητριάδη, γύρω στο 461. Δυσανάγνωστο όνομα. 462. Ό,τι και στη σημ. 15.

1950. Η ιδιωτική πρωτοβουλία, στην περίπτωση αυτή, έφερε σωτήρια αποτελέσματα για την Επισκοπή. Αποκατέστησαν τις φθορές, αναστήλωσαν τμήματα που είχαν καταρεύσει και διαμόρφωσαν το χώρο πολύ όμορφα. Βοηθός και αρωγός στην προσπάθειά τους ήταν ο καθηγητής Ανδρέας Ξυγγόπουλος, ο οποίος έκανε και ανασκαφές στο χώρο. Τότε ανακαλύφθηκαν τα ερείπια της παλαιότερης βασιλικής. Ο ίδιος καθηγητής δημοσίευσε τα αποτελέσματα των ερευνών του463. Μοναστήρια στο νησί: 1. Η Ι. Μ. Ευαγγελισμού. Είναι κτισμένη σε μια δυσπρόσιτη βραχώδη έξαρση πάνω από ένα φαράγγι, ακριβώς απέναντι από την πρωτεύουσα του νησιού. Η Μονή, σύμφωνα με κτητορική επιγραφή, κτίστηκε με δαπάνες του Χατζηστεφανή Δαπόντε το έτος 1712. 2. Η Ι. Μ. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Είναι μετόχι της Ι. Μ. Ξενοφώντος του Αγίου όρους και βρίσκεται πολύ κοντά στην προηγούμενη Μονή. Κτίστηκε γύρω στα τέλη του 16ου αιώνα και με σιγίλιο του πατριάρχη Κυρίλλου Β΄ ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακή. 3. Η Ι. Μ. Αγίας Βαρβάρας. Στο καθολικό της υπάρχει μαρμάρινη πλάκα που αναφέρει ότι η Μονή επισκευάστηκε το 1697. Τα κελιά όμως της Μονής είναι μεταγενέστερες κατασκευές. 4. Η Ι. Μ. Του Τιμίου Προδρόμου. Βρίσκεται πολύ κοντά στη Μονή της Αγίας Βαρβάρας. Ανακαινίσθηκε το 1721 από το ιερομόναχο Φιλάρετο, σύμφωνα με επιγραφή του καθολικού της Μονής. 5. Η Ι. Μ. Αγίου Ρηγίνου. Κτίστηκε το 1728 πιθανότατα πάνω σε ερείπια παλαιότερης Μονής της Βυζαντινής εποχής, εκεί που κατά την Πρωτοβυζαντινή Εποχή είχε ενταφιαστεί ο πολιούχος του νησιού επίσκοπος Σκοπέλου Ρηγίνος. Τα βυζαντινά αρχιτεκτονικά μέλη που συμπεριελήφθησαν στα νέα κτίρια συνηγορούν σ' αυτήν την κατεύθυνση. 6. Η Ι. Μ. Αγίου Ευσταθίου. Σύμφωνα με έγγραφα του μοναστηριού του Τιμίου Προδρόμου, που εμφανίζουν στα κατάστιχά της τη Μονή αυτή, ο Άγιος Ευστάθιος ιδρύθηκε γύρω στο 1600-1650. 7. Η Αγία Μονή. Κτίστηκε στις αρχές του 17ου αιώνα. Ανήκε μέχρι το 1670 στην οικογένεια Μανωλάκη464, χρονιά κατά την οποία οι ιδιοκτήτες την αφιέρωσαν μαζί με τα εξαρτήματά της στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας του Α. Όρους. 8. Η Ι. Μ. Αγίου Ταξιάρχη. Βρίσκεται κοντά στη Γλώσσα και είναι κτίσμα της Τουρκοκρατίας. 9. Η Ι. Μ. Τιμίου Σταυρού. Βρίσκεται ΝΑ της Σκοπέλου και, σύμφωνα με επιγραφή στην Αγία Τράπεζά του καθολικού της, ανακαινίσθηκε το 1782. Επίσης στο νησί υπάρχουν και τα έρημα μοναστήρια του Αγίου Ταξιάρχη του Βάτου, του Αγίου Ιωάννου και του Αγίου Γεωργίου. Ακόμα στις θέσεις Λιμνονάρι και Πάνορμος έχουν βρεθεί ακηταριά.

γ' Αλόννησος Το νησί από την Ενετοκρατία στην Τουρκοκρατία Το 1475 οι Ενετοί εγκατέλειψαν το νησί αφήνοντάς το στο έλεος των Τούρκων. Η πρώτη οθωμανική κυριαρχία κράτησε μόνο 11 έτη, ως το 1486. Την περίοδο που ακολούθησε, ως το 1538, οι Σποράδες ξαναπέρασαν στα χέρια της Βενετίας. Ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα αφού ενδυνάμωσε τον οθωμανικό στόλο, από το 1520, έτος κατά το οποίο είχε αναλάβει την διοίκηση του, κατόρθωσε, μέσα σε ένα χρόνο, το 1538, να υποτάξει, καταστρέφοντάς τα, όλα τα νησιά του Αιγαίου, μεταξύ των 463. Ξυγγόπουλος Α., “Ο Ναός της Επισκοπής Σκοπέλου”, Αθήναι 1958, ανάτυπο της Αρχ. Εφημερίδος του 1956. 464. Ασπασία Ντίνα, “Εκκλησίες και Μονές της Σκοπέλου”, 7 Ημέρες, εφ. Καθημερινή, “Σκόπελος το νησί του Δαπόντε”, 1/9/1996, σσ. 8,9.

οποίων και την Αλόννησο. Το νησί μετά το πέρασμα του Μπαρμπαρόσα ερημώθηκε. Από τους κατοίκους, λίγοι κατόρθωσαν να διαφύγουν εγκαίρως στη Θεσσαλία και στην Εύβοια ενώ η πλειοψηφία είτε θανατώθηκε είτε οδηγήθηκε στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής. Η ερήμωση αυτή του νησιού κράτησε ως τις αρχές του 17ου αιώνα. Την ίδια χρονική περίοδο τα νησιά υπήχθησαν στην αρμοδιότητα του εκάστοτε αντιναυάρχου του οθωμανικού στόλου (καπουδάν πασά). Ο καπουδάν πασάς όρισε για τους κατοίκους των Σποράδων το δικαίωμα της ανεξιθρησκείας και την απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο. Με φιρμάνια επίσης επιτράπηκε στους κατοίκους να εκλέγουν τους προεστούς τους, εξασφαλίζοντας έτσι την διοικητική τους αυτονομία. Στην Αλόννησο εγκαταστάθηκε ένας Τούρκος διοικητής μαζί με έναν μόνο ένοπλο στρατιώτη, που ήταν υπεύθυνος δικαστικών και αστυνομικών υποθέσεων. Ο Τούρκος αυτός εγκαταστάθηκε στο παλιό διοικητήριο (Cazarna) των Βενετών. Η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων κατοικούσε στο Κάστρο του νησιού (Π. Χώρα). Αξίζει να αναφέρουμε δύο περιστατικά από την Τουρκοκρατία στο νησί, όπως μας το διασώζει ο Κ. Μαυρίκης465. Κάποτε ένας Αλοννησιώτης ναυτικός σκότωσε τον αγά του νησιού και τον φρουρό του, επειδή είχαν σκοτώσει έναν ντόπιο νεαρό. Έτσι οι νησιώτες έμειναν χωρίς Τούρκο διοικητή, μέχρι που μαθεύτηκε ο θάνατός του. Οι Τούρκοι ήρθαν τότε στο νησί και έσφαξαν χωρίς έλεος όλους τους συγγενείς του ναυτικού εκείνου, μέχρι το βαθμό του δυτεροξαδέλφου. Συνολικά την εκδικητικότητα των Οθωμανών πλήρωσαν συνολικά 20 Αλοννησιώτες. Να προσθέσουμε εδώ ότι το Πατητήρι δεν κατοικούνταν και ήταν απλά ο τόπος, όπως λέει και το τοπωνύμιο, με τις στέρνες που χρησιμοποιούσαν για το πάτημα των σταφυλιών. Άλλη κατοικημένη περιοχή επί Τουρκοκρατίας ήταν ο Ρουσούμ Γιαλός. Εκεί έμενε ένας Οθωμανός τσιφλικάς, ονόματι Ορσούμ αγάς. Αυτός καταπίεζε τους φτωχούς Έλληνες που εργάζονταν στα κτήματα του, δίνοντάς τους ελάχιστη αμοιβή. Ένας Αλοννησιώτης πειρατής που λυπήθηκε τους συμπατριώτες του, σκότωσε τον Ορσούμ και όλη την οικογένειά του. Μάλιστα λέγεται ότι ο ίδιος ο πειρατής εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Τούρκου466. Στην επανάσταση του 1821 η Αλόννησος, λόγω και της μεγάλης απόστασης που τη χώριζε από τα επαναστατικά κέντρα, δεν έλαβε ενεργά μέρος. Όμως πολλά πλοία και ναυτικοί του νησιού χρησιμοποιήθηκαν στον Αγώνα. Ο πιο γνωστός από τους συμμετάσχοντες στην εξέγερση ήταν ο καπετάν Μεγγές ή Δημήτριος Παπαβασιλείου467. Συχνά στο νησί κατέφευγαν επαναστατικές ομάδες, οι οποίες λόγω των περιορισμένων αγαθών που υπήρχαν στην Αλόννησο δεν μπορούσαν πάντα να εφοδιάζονται με τρόφιμα. Έτσι οι πρόσφυγες, σπρωγμένοι από την πείνα και τις στερήσεις, κατέφευγαν σε λεηλασίες και πειρατικές επιδρομές στο νησί όπως και στις υπόλοιπες Σποράδες. Αυτές οι πράξεις έφεραν την αντιπάθεια και την οργή των γηγενών. Πάντως, σήμερα, το μεγαλύτερο ίσως μέρος των κατοίκων του νησιού κατάγονται απ' αυτούς τους Θεσσαλούς και Μακεδόνες πρόσφυγες.

465. Κ. Μαυρίκης, Άνω Μάγνητων Νήσοι, Αλόννησος 1997, σσ. 93-4. 466. Κ. Μαυρίκης, Άνω Μάγνητων Νήσοι, Αλόννησος 1997, σ. 95. 467. Κ. Μαυρίκης, ό.π., σ. 95.

Τα Μοναστήρια και οι Ναοί της Αλοννήσου: Πολλές πληροφορίες για τα θρησκευτικά μνημεία του νησιού μας έχει δώσει ο αρχαιολόγος Π. Λαζαρίδης που εξέτασε όλα τα μεταβυζαντινά μνημεία του νησιού μετά τον καταστροφικό σεισμό του 1965. Οι κυριότεροι Ναοί της Χώρας είναι οι εξής: 1. ο Ναός του Χριστού. Μονόκλιτη βασιλική με τρούλο του 17ου αιώνα. 2. ο Ναός του Α. Αθανασίου. Μονόκλιτη βασιλική του τέλους του 17ου αιώνα. Εικ. Ο Ναός του Αγίου Αθανασίου στη Χώρα Αλοννήσου (7 Ημέρες εφημ Καθημερινή)

3. ο Ναός του Α. Γεωργίου. Κτισμένος σε ψηλό σημείο της Χώρας. Το τέμπλο του χρονολογείται στον 17ο αιώνα. Ο Ναός ίσως είναι ακόμη πιο παλιός. 4. ο Ναός του Α. Δημητρίου. Καταστράφηκε από τους σεισμούς του 1965. 5. ο Ναός του Α. Νικολάου. Καταστράφηκε κι αυτός από το σεισμό και στη θέση του κτίστηκε καινούριος. Εκτός της Χώρας υπάρχει και ο αξιόλογος Ναός του Ευαγγελισμού (18ος αι.) Στο νησί υπάρχουν επίσης και τρία παλιά Μοναστήρια: 1. Η Ι. Μ. Των Αγίων Αναργύρων κοντά σε γκρεμό στα Βόρεια του νησιού. Η Μονή παλαιότερα υπαγόταν στην Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Εγκαταλείφθηκε και ερειπώθηκε μετά τους σεισμούς. Σήμερα έχει αναστηλωθεί. 2. Η Ι. Μ. Κοιμήσεως της Θεοτόκου (στο Βουνό). Κτίστηκε περί τα τέλη του 16ου αιώνα σε μια περιοχή με πηγαίο νερό και αθέατη από πιθανές πειρατικές επιδρομές. Εγκαταλείφθηκε γύρω στο 1750. Αξίζει να αναφέρουμε ότι το καθολικό της Μονής συλλήθηκε από Γερμανούς τουρίστες στην περίοδο των σεισμών468. 3. Η Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος. Είναι κτισμένη σε απόκρημνη περιοχή κοντά στις ΒΑ ακτές του νησιού, έχοντας πρόσβαση μόνο από τη μεριά της θάλασσας. Κτίστηκε πιθανόν τον 17ο αιώνα. Οι μοναχοί είχαν διαμορφώσει με ξερολιθιές πεζούλες τις οποίες με πολύ υπομονή και κόπο καλλιεργούσαν. Η πειρατεία στην Αλόννησο: γνωστότεροι πειρατές στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στο νησί υπήρξαν οι Λίκας, Σταμούλης, Πώλικας, Μακρής και Μήτρος, που είχαν για κέντρο δράσης τους και λημέρι τη νησίδα Πιπέρι. Στα 468.

Κ. Μαυρίκης, ό.π., σ. 102.

Γιούρα πειρατής ήταν ο καπετάν-Μάρκος ενώ σε διάφορες μικρές νησίδες είχαν τα άντρα τους οι Πατλιάς, Καραβέλης, Κόρος και Μανώλας. Στην Αλόννησο και την Περιστέρα γνωστότεροι πειρατές ήταν οι Αντριώτης και Τσέλιος που ενέδρευαν στα στενά περάσματα μεταξύ των δύο νησιών. Άλλοι πειρατές που έδρασαν στα τελευταία προεπαναστατικά χρόνια στο νησί και προξένησαν ισχυρά πλήγματα στους Οθωμανούς ήταν ο Σταθάς, ο Ζορμπάς, ο Β. Δουμπιώτης και ο παπα-Βλαχάβας. Ο γνωστότερος όμως πειρατής του νησιού ήταν ο Βερώνης, ο οποίος διατηρούσε συγχρόνως πολύ καλές σχέσεις με τους ντόπιους. Μάλιστα από τη λεία των επιδρομών του ο Βερώνης έδινε στους φτωχούς τρόφιμα και προίκιζε τα κορίτσια των Αλοννησιωτών. Μετά τη σύσταση του πρώτου ελληνικού κράτους, αποφασίστηκε η εξάλειψη της πειρατείας και για το σκοπό αυτό η κυβέρνηση φρόντιζε να βρει πληροφοριοδότες που θα βοηθούσαν στην κατεύθυνση αυτή. Έτσι κάποιος Δροσάκης ειδοποίησε την κυβέρνηση ότι οι νησιώτες συνεργάζονταν με τον Βερώνη. Όταν έμαθε την προδοσία ο πειρατής, ζήτησε από τους ντόπιους να του παραδώσουν τον Δροσάκη ειδεμή θα έκαιγε τα σπίτια τους. Οι περισσότεροι κάτοικοι αρνήθηκαν να τον παραδώσουν και από φόβο μετοίκησαν στη Σκόπελο. Όταν ο πειρατής ήλθε στο νησί και έμαθε από μια γριά τα καθέκαστα, έκαψε τα σπίτια μόνο αυτών που είχαν αποχωρήσει469. Εντέλει ο Βερώνης έδειξε μεταμέλεια και πήρε αμνηστεία από την κυβέρνηση. Η εξάλειψη της πειρατείας: Όπως προαναφέραμε η Αλόννησος και οι άλλες Σποράδες απετέλεσαν καταφύγιο για πολλούς οπλαρχηγούς το Ολύμπου, των Χασίων, αλλά και άλλων περιοχών της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας, όπως επίσης και άοπλων οικογενειών προσφύγων. Έτσι άρχισαν να δημιουργούνται έριδες και επεισόδια, λόγω και της επακόλουθης έλλειψης τροφίμων και άλλων αγαθών. Συγχρόνως οι ντόπιοι φοβούνταν ότι οι Τούρκοι μπορεί να κάναν απόβαση στα νησιά με αφορμή το ότι έβρισκαν καταφύγιο σ' αυτά δηλωμένοι εχθροί τους. Μάλιστα συχνά-πυκνά οι οπλαρχηγοί με τη δύναμη των όπλων τους έκαναν κατασχέσεις πλοιαρίων και επιδίδονταν σε πειρατικές επιδρομές εναντίον Χριστιανών και Μουσουλμάνων. Οι οπλαρχηγοί που έδειξαν τη χειρότερη συμπεριφορά ήταν οι Καρατάσος, Γάτσος και Στυριανός. Μετά την επικράτηση της επανάστασης και προειδοποιητικές επιστολές του Καποδίστρια, ο Μιαούλης, που την 18η Φεβρουαρίου 1828 κινήθηκε εναντίον τους με το δίκροτο ¨Ελλάς” και με συνοδεία δύο ακόμα σκαφών, κατάφερε με την απειλή των κανονιών του και τη διπλωματία να ανγκάσει τους πειρατές να παραδώσουν συνολικά 79 σκάφη. Τα περισσότερα απ' αυτά τα έκαψε ενώ τα πιο αξιόμαχα τα παρέδωσε στον κεντρικό ναύσταθμο του στόλου στον Πόρο. Στην εκστρατεία αυτή συμμετείχαν ο Κανάρης ο Παπανικολής και ο Κριεζής. Η πρώτη επιστολή του Καποδίστρια στους οπλαρχηγούς-πειρατές των Σποράδων (17η Φεβρουαρίου 1821). “Αριθμ. 350 Ελληνική Πολιτεία Ο Κυβερνήτης της Ελλάδας Προς τους οπλαρχηγούς κ. κ. Καρατάσον, Γάντζον, Δουμπιώτην, Μπίνα, Καλαμιδέον, Γριζιάνον, 469.

Κ. Μαυρίκης, ό.π., σ. 328.

αποστολάραν, Ζορμπάν και λοποίς παρεπιδημούντας εις τας νήσους Σκόπελον, Σκύρον, Σκιάθον και Ηλιοδρόμια. Επιθυμών να εισαχθή εις κάθε μέρος της επικρατείας η απαιτουμένη ευταξία και να έμβωσιν εις δραστήριον ενέργειαν τα (...)470 της Πατρίδος εις ταύτην την κρίσιμον περίστασιν, ιδού μ' αυτόν τον σκοπόν αποστέλλει εις τα αυτόσε τον Ναύαρχον Α. Μιαούλην επί του δικρότου ΕΛΛΑΣ, όστις θέλει εκτελέσει επό τούτου τας διαταγάς μου. Όσον αβλαβές εις το έθνος και εις την κυβέρνησιν λυπηρόν, αλλά τόσον είναι ανοίκειον εις τον χαρακτήραν σας και αξιόμεμπτον διά σας τους ιδίους, ενώ όλον το έθνος με κοινήν σύμπνοιαν αγωνίζεται ήδη τον τελευταίον υπέρ Πίστεως και Πατρίδος αγώνα εις το ήδη ανοιγόμενον νέον στάδιον, σεις μόνοι να μείνετε αμέτοχοι των κοινών αγώνων, απείρως αμαυρώσατε με την απραξίαν471 όλην την στρατιωτικήν σας δόξαν. Η κυβέρνησις, γνωρίζουσα καλώς το φιλότιμον και την ανδρεία σας και επιθυμούσα να σας αποκαταστήση χρησίμους εις την Πατρίδαν, σας διατάττει να γίνετε και σεις συμμέτοχοι του παρόντος αγώνος και να φθάσετε όσον ταχύτερον εις το στρατόπεδον της Σαλαμίνος, όπου θέλετε λάβει τας αναγκαίας διαταγάς μου περί των περαιτέρω κινημάτων σας. Επ' αυτώ τούτω διέταξα και τον Ναύαρχον Μιαούλην να σας μεταβιβάση όλους εις την Σαλαμίνα, όπου συνάζονται και άλλα Σώματα και είναι προετοιμασμέναι τροφαί και λοιπά αναγκαία. Ενωθήτε, λοιπόν, όλοι με αδελφικήν ομόνοιαν και αφήνοντες κατά μέρος κάθε αντιζηλείαν, σπεύσατε όλοι προθύμως εις την φωνήν της Κυβερνήσεως και μη αμφιβάλλετε ότι η μέλλουσα διαγωγή σας είναι εκείνη η οποία θα στερεώση όλα τα δικαιώματά σας, θα δείξη τον χαρακτήραν εκάστου, θα στερεώση τας προτερινάς εκδουλεύσεις σας και θα σας εκτιμήση κατ' αξίαν ενώπιον του Κυβερνήτου σας. Προλαμβάνω όμως να σας είπω ότι, όστις εις την φωνήν της Πατρίδος δεν φανεί ευπειθής εις την απόφασιν ταύτην της Κυβερνήσεως, ότι ούτος θέλει επιφέρει εις τον εαυτόν του όλην την αγανάκτησιν και κατατρεγμόντου. Εν Ναυπλίω τη 17η Φεβρουαρίου 1828 Ο Κυβερνήτης υπογ. Ι. Καποδίστριας Ο Γραμμ. της Επικρατείας Σπ. Τρικούπης. Από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους/Γ΄-Γ΄, φ. 18.

Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια η πειρατεία επανέκαμψε στις Σποράδες, για να περιοριστεί το 1840. δ΄ Μεταβυζαντινά μνημεία στα γύρω νησιά. 1. Στην Κυρα-Παναγιά (Πελαγονήσι). Εδώ τον 16ο αιώνα κτίστηκε σαν κάστρο, στα πρότυπα των Αθωνίτικων Μονών, πάνω σε ερείπια παλαιότερου μοναστηριού, η Ι. Μ. Παναγίας (Γενέθλιο της Θεοτόκου). Η Μονή είχε δικό της ελαιοτριβείο, μύλο, ελαιώνα, κήπους και αμπέλια, όλα πάνω στο ίδιο το νησί. Οι αυξημένες γεωργικές φροντίδες που είχε η Μονή ανάγκασε πολλούς εργάτες γης να εγκατασταθούν στο νησί, οι οποίοι φρόντιζαν τα ζώα και τις καλλιέργειες της Μονής παίρνοντας μερίδιο από τα παραγόμενα προϊόντα. Η Μονή εγκαταλείφθηκε πριν 40 περίπου χρόνια. 2. Στη νησίδα Σκάντζουρα. Στο νησί αυτό υπήρχε μοναστήρι της Βυζαντινής εποχής που εγκαταλείφθηκε. Η νέα Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που κτίστηκε στο ψηλότερο σημείο του νησιού, πρέπει να ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα. Η Μονή είναι Σταυροπηγιακή472. Έπαψε να κατοικείται γύρω στο 1830. Αργότερα τη διαχείριση του μοναστηριού ανέλαβε η Ι. Μ. Μεγίστης Λαύρας. Το 1974 το νησί εγκαταλείφθηκε οριστικά. 470. Εδώ οι λέξεις είναι δυσανάγνωστες. 471. Αυτή η σχετικά ήπια λέξη “απραξία”, για κάποιον αγωνιστή του '21, χαρακτηρίζεται βαρειά προσβολή. 472. Υπαγόμενη δηλαδή απ' ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Εικ.

Το Μοναστήρι της Κυρα-Παναγιάς. (7 Ημέρες εφημ. Καθημερινή)

3. Στη νήσο Γιούρα. Εδώ υπάρχει η Ι. Μ. Ζωοδόχου Πηγής ή Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Δεν πρόκειται για κάποια μεγάλη Μονή αλλά για ένα μάλλον απλό Ασκηταριό το οποίο χρησιμοποιήθηκε μεταξύ άλλων και από τον Ιερόθεο Μωραϊτη, τον μετέπειτα δάσκαλο της Σχολής της Σκοπέλου. Το εκκλησάκι του ασκηταριού είναι κτισμένο από σταλακτίτες του γειτονικού σπηλαίου (Κύκλωπα). Τελευταίος κάτοικος του νησιού ήταν ένας κτηνοτρόφος ονόματι Εμμ. Τριανταφύλλου. Μεγάλη αποψίλωση υπέστην το νησί τα τελευταία 20 χρόνια του 19ου αιώνα όταν νοικιάστηκε το νησί σε υλοτόμους. 4. Στη νησίδα Πιπέρι. Στο νησί υπήρχε από την Υστεροβυζαντινή Εποχή ένας Ναός της Ζωοδόχου Πηγής. Γύρω απ' αυτόν κτίστηκαν κατά την Τουρκοκρατία κελιά και άλλα βοηθητικά κτίρια, μεταξύ των οποίων και μια πλούσια βιβλιοθήκη. Το νησί δεν διαθέτει λιμένα αλλά η Μονή, παρ' όλο που είναι κτισμένη σε ψηλό σημείο, έχει πηγαίο καλό νερό. Ο γνωστότερος μοναχός εδώ υπήρξε ο Καισάριος Δαπόντες. 5. Στη νησίδα Παππούς. Εδώ σώζεται ένας μικρός Ναός της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Η μικρή Μονή που υπήρχε επί Τουρκοκρατίας φιλοξενούσε 2-3 μοναχούς μόνο λόγω της μικρής έκτασής του.

Μέρος 3ο Κεφάλαιο 21ο. Οι κυριότεροι περιηγητές στη Θεσσαλία - Συνοπτικά βιογραφικά στοιχεία 1. David Urguhart (1805-1877) Το 1827 ο Βρετανός D. Urguhart, ήλθε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στην Επανάσταση των Ελλήνων. Από το 1830 άρχισε τις περιηγήσεις έξω από τα τότε ελληνοτουρκικά σύνορα. Επισκέφθηκε τη Θεσσαλία, την Ήπειρο και τμήματα της Μακεδονίας. Το οδοιπορικό του είναι αρκετά ενδιαφέρον, γιατί γνώριζε την ελληνική γλώσα, οπότε μπορούσε να συνεννοηθεί με τους ντόπιους, και γιατί γράφει προσωπικά του σχόλια για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στις υπόδουλες ελληνικές περιοχές. Αργότερα εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα, υπηρετώντας στην πρεσβεία της Αγγλίας στην Κων/λη και τέλος ασχολήθηκε με την πολιτική (βουλευτής της Βουλής των Κοινοτήτων). Το ταξιδιωτικό του έργο ( The spirit of the East), μεταφράστηκε στα ελληνικά από τη Νίκη Ντεσλή και παρουσιάστηκε, σε έξι μέρη, στο σημαντικότερο ιστορικό περιοδικό της περιφέρειας, το Θεσσαλικό Ημερολόγιο. 2. Chr. Wordsworth (1809-1885) Ο Βρετανός αυτός περιηγητής ήταν ιερέας της Αγγλικανικής Εκκλησίας, αργότερα μάλιστα έφτασε στο βαθμό του επισκόπου, καθηγητής πανεπιστημίου, συγγραφέας, αρχαιολόγος και φιλόλογος. Δίδαξε στο Trinity College του Cambridge ελληνική φιλολογία. Με αφορμή την έλευσή του στην Ελλάδα (1833), στα πλαίσια μιας διπλωματικής αποστολής από τη Βρετανία, περιηγήθηκε στην χώρα μας, επισκεπτόμενος τα μνημεία της αρχαιότητας και γνωρίζοντας από κοντά τον ελληνικό λαό. Μάλιστα ο βασιλιάς της Ελλάδας Όθων δεξιώθηκε τον Wordsworth, λίγο μετά τη στέψη του. Πρώτα περιηγήθηκε την Αττική και εν συνεχεία τη Βοιωτία, τη Θεσσαλία, την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τα νησιά του Ιονίου. Το κεφάλαιο που αφορά στη Θεσσαλία συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο του Greece, pictorial, descriptive and historical, Λονδίνο, 1839 (σελ. 195-224), μεταφράστηκε από τον Σωτ. Κύρκο, επιμελήθηκε δε και παρουσιάστηκε από τον Κώστα Σπανό στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο .

3. W. M. Leake (1777-1860) Ο Άγγλος στρατιωτικός, αρχαιολόγος και τοπογράφος Ουίλλιαμ Ληκ στάλθηκε το 1804 από την κυβέρνηση της χώρας του για να βοηθήσει τους Τούρκους στην αντιμετώπιση πιθανής γαλλικής απειλής. Είχε επίσης την οδηγία να μελετήσει τη γεωγραφία της Ελλάδας και να τοπογραφήσει τα παράλιά της. Κατά την περιοδεία του στις ελληνικές περιοχές δημιούργησε μια αξιόλογη συλλογή αρχαιοτήτων. Τα μαρμάρινα γλυπτά της συλλογής του τα δώρησε στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ τα νομίσματα αγοράστηκαν από το Μουσείο του Καίμπριτζ. Οι τοπογραφήσεις των αρχαιολογικών τόπων της Ελλάδας ήταν πολύτιμες και ακριβείς. Έτσι το έργο του συνέβαλε στην επιτυχία του έργου των αρχαιολόγων μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Από το βρετανικό στρατό αποχώρησε τον 1815. Στον τέταρτο

τόμο του έργου του “Travels in Northern Greece” (Άμστερνταμ 1967473) περιγράφονται οι εμπειρίες του ταξιδιού του Ληκ στη Θεσσαλία. Το έργο του Ληκ μεταφράστηκε στα ελληνικά πρώτα από τον ιερέα Γεώργιο Στάθη (Βόλος 1969). εμείς βασιστήκαμε στην κριτική μετάφραση του έργου από την Γεωργία Καραΐσκου, όπως δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο .

4. Paul Lucas Ο Paul Lucas ταξίδεψε με διαταγή του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, την περίοδο 1714-7, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το έργο του, όσον αφορά τη Θεσσαλία, είναι μικρό και περιληπτικό αλλά μας δίνει μια εικόνα της Θεσσαλίας στις αρχές του 18ου αιώνα.

5. Edward Brawn Ο Άγγλος περιηγητής Edward Brawn, ήταν μέλος της Ιατρικής Εταιρείας του Λονδίνου και επισκέφτηκε, μεταξύ άλλων, και την Λάρισα το έτος 1669. εκείνη τη χρονιά, μεσούντος του βενετοτουρκικού πολέμου, ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ΄ ήταν εγκαταστημένος στη Λάρισα για να επιβλέπει καλύτερα τα στρατεύματά του. Οι πληροφορίες που δίνει ο Brawn, είναι πολύ σημαντικές, διότι υπάρχει έλλειψη πηγών για την περίοδο του 17ου αιώνα. Το έργο του δημοσιεύθηκε πρώτα στα γαλλικά με τον τίτλο; “Relation de plusieurs, voyages faits en Hongrir”, Paris 1674. Μεταφράστηκε για το Θεσσαλικό Ημερολόγιο από τον G. Polese και δημοσιεύτηκε στο ίδιο περιοδικό .

6. Edward Dodwell (1767-1832) Ο περιηγητής αυτός ήταν Άγγλος αρχαιολόγος και επισκέφτηκε τρεις φορές την Ελλάδα (1801, 1805 και 1806). Μεταξύ των περιοχών που επισκέφτηκε συμπεριλαμβάνεται και η Λάρισα. Ανάμεσα στις συνήθειες του συμπεριλαμβανόταν και η ... συλλογή αρχαιοτήτων. Τα συνολικά 258 αρχαία αντικείμενα, που είχε πάρει, πουλήθηκαν στην Γλυπτοθήκη του Μονάχου. Το έργο του, “A classical and topographical tour through Greece, during the years 1801, 1805 and 1806”, που συμπεριλαμβάνει αρκετές πληροφορίες για τη Λάρισα, εκδόθηκε το 1809 στο Λονδίνο. Τμήμα αυτού του έργου, με θεσσαλικό ενδιαφέρον, παρουσίασε μέσω του Θεσσαλικού Ημερολογίου ο dr Rudiger Schneider Berrenberg, σε μετάφραση του Τόμη Αλεξόπουλου.

7. Ροβέρτος Βαντελέ (του Ντραι) [Robert de Dreux] Ήταν καπουτσίνος μοναχός και ιερέας-πνευματικός του Γάλλου πρέσβη, από το 1667, που υπηρετούσε κοντά στο σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄. Την περίοδο 1668-9, ο σουλτάνος χρησιμοποιούσε ως έδρα του τη Λάρισα. Οπότε όλοι οι πρέσβεις οι διαπιστευμένοι στην Υψηλή Πύλη μετακινήθηκαν στη Θεσσαλία. Οι περισσότεροι απ' αυτούς είχαν εγκατασταθεί στον Τύρναβο. Ο Ροβέρτος του Ντραι ακολούθησε το πρέσβη στο ταξίδι του από την Πόλη ως τη Λάρισα, κρατώντας ταξιδιωτικές σημειώσεις. Το ολιγοσέλιδο κείμενό του, που το συνέταξε κατά την επιστροφή του στη Γαλλία το 1670, και στο οποίο περιλαμβάνονται και άλλες περιγραφές ελληνικών χωρών, χάθηκε και κανείς δεν ήξερε που βρισκόταν. Ένα όμως χειρόγραφο αντίγραφο αυτού του οδοιπορικού βρέθηκε από τον βιβλιοθηκάριο Ερρίκο Ωμόν ξεχασμένο σε κάποιο ράφι της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Παρισίου. Πολύ αργότερα ο Γάλλος ελληνιστής καθηγητής Ουμβέρτος Περνώ το εξέδωσε ολόκληρο με δικά του σχόλια. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1925 από τις εκδόσεις του Νεοελ.Ινστιτούτου του Πανεπ. των Παρισίων, αφιερωμένο στην Πηνελόπη Δέλτα. 473Πρωτοεκδόθηκε στη Βρετανία το 1835.

8. J. J. Bjiörnståhl (1731-1779) O Jacob Jonas Bjiörnståhl ήταν ανήσυχος και πολυταξιδεμένος φίλος της Ιστορίας. Ένας άνθρωπος που κυρίως οι Θεσσαλοί θα πρέπει να τον θυμούνται και να τον τιμούν. Κι αυτό γιατί ερχόμενος στη Θεσσαλία σαράντα περίπου χρόνια πριν την Επανάσταση του '21, μας άφησε πολύτιμες πληροφορίες για τον τόπο και κυρίως διότι το ταξίδι που έκανε στην περιοχή μας ήταν το τελευταίο της ζωής του. Η διάφορα του από την πλειάδα των υπολοίπων περιηγητών του σκλαβωμένου ελληνικού τόπου είναι το ότι δεν ήρθε σαν διπλωμάτης, κλέφτης χειρογράφων ή αρχαιοτήτων, ούτε σαν κατάσκοπος της κυβέρνησής του ή ως μοναχός κάποιας παπικής αποστολής, αλλά ταξίδεψε αποκλειστικά εξ αιτίας της διάθεσής του να μαθαίνει πάντα κάτι νέο. Γεννήθηκε στη Nashulta, μια μικρή πόλη κοντά στη Στοκχόλμη και σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Ουψάλας. Εκεί ανακηρύχθηκε διδάκτορας της σουηδικής Φιλολογίας και το 1771 υφηγητής ανατολικών γλωσσών και αρχαίας ελληνικής Φιλολογίας. Όμως ο Βγέρστολ βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό σε ένα ταξίδι στις ευρωπαϊκές χώρες σαν καθηγητής συνοδός των δυο γιων κάποιου βαρώνου. Αλλά με αφορμή αυτό το ταξίδι σπούδασε ανατολικές γλώσσες στο Πανεπιστήμιο του Παρισίου. Αργότερα συνέχισε το ταξίδι του στην Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και την Ολλανδία, ενώ το 1774 βρισκόταν στο Λονδίνο. Στα μέρη που επισκέφτηκε έκανε σημαντικές γνωριμίες, όπως με καθηγητές του Πανεπιστημίου της Νάπολης, τον πάπα της Ρώμης, στην Ελβετία τον φημισμένο γιατρό φον Χάλλερ, στη Φραγκφούρτη το Γκαίτε, ενώ στη Χάγη συνάντησε τον εγκυκλοπαιδιστή Ντιντερό. Το Μάρτιο του 1776 επισκέφτηκε την Κωνσταντινούπολη, όπου και παρέμεινε τρία χρόνια, μελετώντας την ελληνική και την τουρκική γλώσσα. Ο Σουηδός περιηγητής σχεδίαζε να πραγματοποιήσει κι ένα ταξίδι στην Αίγυπτο κι έπειτα να επιστρέψει στην πατρίδα του. περιμένοντας την άφιξη του εκπαιδευτικού Μ. Νούρμπεργκ, σκέφτηκε να επιχειρήσει ένα σύντομο ταξίδι στην Ελλάδα για να επισκεφθεί την Αθήνα, τη Θεσ/κη και το Άγιο όρος. Όμως, επειδή οι συνθήκες του ταξιδιού δεν ήταν κατάλληλες, το ταξίδι του περιορίστηκε στη Θεσσαλία με κυριότερο στόχο την μοναχική πολιτεία των Μετεώρων. Αφού εφοδιάστηκε με ειδικό φιρμάνι από το σουλτάνο και ειδική επιστολή από το Σουηδό πρέσβη, το Γενάρη του 1779 επιβιβάστηκε σε ένα σουηδικό πλοίο και στις 3 Φεβρουαρίου αφίχθηκε στο Βόλο. Η επίσκεψή του και οι ταξιδιωτικές του εμπειρίες κρίνονται από τους ιστορικούς ως πολυτιμότατες γιατί μέχρι τότε οι αναφορές των περιηγητών για τον τόπο αυτό ήταν επιεικώς ελάχιστες. Η κατάσταση που αντιμετώπισε στη Θεσσαλία ήταν ανώμαλη εξαιτίας των Αλβανών ατάκτων που είχαν έλθει στην περιοχή μετά τα Ορλωφικά, καταστρέφοντας και λεηλατώντας τους Χριστιανούς κατοίκους υπό την ανοχή των Οθωμανών κρατούντων. Στα μέσα Μαρτίου αποχαιρέτησε τους συμπατριώτες του στο Βόλο και ξεκίνησε την τελευταία περιπέτεια της ζωής του. Στα Μετέωρα ερεύνησε για χειρόγραφα, αλλά οι έρευνές του δεν απέδωσαν σπουδαία αποτελέσματα, κι αυτό γιατί διάφοροι “περιηγητές” που προηγήθηκαν, απογύμνωσαν τα μοναστήρια, έναντι “πινακίου φακής” προς τους αμαθείς καλογέρους, από τα πολυτιμότατα εκκλησιαστικά και όχι μόνο χειρόγραφα κειμήλιά τους. Πάντως μεταξύ των χαρακτηριστικών παρατηρήσεών του περιλαμβάνεται και η διατύπωση πως, παρ' όλο που οι Έλληνες της εποχής του ήταν καθυστερημένοι και απαίδευτοι, “διατηρούν από την αρχαία Γλώσσα περισσότερα απ' όσα μπορούσε κανείς να φανταστεί”. Ενώ αλλού προσθέτει: “Η απόσταση που χωρίζει την ομιλούμενη ελληνική από την αρχαία είναι πολύ μικρότερη από την απόσταση που χωρίζει την ιταλική από τη λατινική γλώσσα474”. Ο Βγέρστολ στα μέσα του

Ιουνίου της ίδιας χρονιάς αρρώστησε από κάποια λοιμική νόσο στον 474. J. J. Bjiörnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.24-5.

Κίσαβος και πέθανε ένα μήνα μετά στη Θεσσαλονίκη όπου και τάφηκε. Το γραπτό έργο του αποτελείται από το ημερολόγιο που κρατούσε στα ταξίδια του και τις επιστολές που έστελνε σε κάποιον φίλο του στη Σουηδία, που ήταν βιβλιοθηκάριος στη Βασιλικά Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης. Το έργο του εκδόθηκε σε έξι τόμους με τον τίτλο: “Ταξίδι στη Γαλλία, Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία, Ολλανδία, Αγγλία, Τουρκία και Ελλάδα” στη Στοκχόλμη την περίοδο 1780-4. Σύντομα το έργο του μεταφράστηκε στα Γερμανικά, τα Ολλανδικά και τα Ιταλικά. Ο Βγέρστολ έγινε γνωστός από τον Βέη το 1948, ενώ το 1979, διακόσια έτη από το θάνατό του, εκδόθηκε τμήμα του έργου του που αφορά στη Θεσσαλία από τις εκδόσεις της Ελληνοσκανδιναυικής Βιβλιοθήκης, στη σειρά Τετράδια του Ρήγα, μεταφρασμένο από τον Μεσεβρινό με τον τίτλο: “J. J. Bjiörnståhl, Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779”.

9. Εβλιγιά Τσελεμπή Ο Τούρκος περιηγητής Εβ. Τσελεμπή γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου του 1611 (10 Μουχαρέμ 1020 μ.ε475. στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν αποστηθιστής του Κορανίου και μουεζίνης σε τζαμί. Αργότερα διετέλεσε ιμάμης (ιεροδιδάσκαλος) και γραμματέας διαφόρων σπουδαίων παραγόντων της Οθωμ. Αυτοκρατορίας. Το 1665 ήταν μέλος της οθωμ. πρεσβείας στη Βιέννη και από εκεί περιηγήθηκε σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες. Το 1667 υπηρέτησε στον οθωμ. στρατό στην εκστρατεία στην Κρήτη εναντίον των Βενετών. Βέβαια, τελικά δεν πολέμησε αλλά περιηγήθηκε επί μια τριετία διάφορες περιοχές του ελληνικού χώρου μέχρι και το 1670. Στη διάρκεια αυτής του της περιήγησης ήρθε και στη Θεσσαλία, καταγράφοντας τις εντυπώσεις του από την Ελασσόνα, τον Τύρναβο, τα Φάρσαλα, τη Λάρισα, τον Αλμυρό, τα Τρίκαλα, το Βόλο, το Βελεστίνο, το Φανάρι, την Καλαμπάκα, την Καρδίτσα και το Μοσχολούρι. Το ταξιδιωτικό του έργο υπό τον τίτλο Seyahatname (= Οδοιπορικό), χωρίζεται σε 10 βιβλία, από τα οποία το όγδοο έχει ελληνικό ενδιαφέρον. Ο Τσελεμπή περιγράφει συνήθως πράγματα που του έκαναν εντύπωση με υπερβολικό συνήθως τρόπο. Η φαντασία του ή μάλλον η αμάθειά του δίνει πραγματικό ... ρεσιτάλ, όταν αναφέρεται σε ιστορικά γεγονότα. Έτσι μπλέκει τις ιστορικές περιόδους μεταξύ τους, δεν διακρίνει το Μύθο από την πραγματική Ιστορία, παρουσιάζει θρύλους και δοξασίες σαν πραγματικά γεγονότα, υποβαθμίζει και ψεύδεται συχνά για τους Έλληνες, κ.α. Έτσι το έργο του δεν θεωρείται αξιόπιστη ιστορική πηγή. Παρόλα αυτά το έργο του Τσελεμπή είναι χρήσιμο για την ιστορική γεωγραφία, τη μνημειακή τοπογραφία, την εθνολογία και τη λαογραφία των περιοχών που επισκέφτηκε476.

10. R. T. Jolliffe O Βρετανός περιγητής R. T. Jolliffe, επισκέφτηκε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του το 1817 στην Αλβανία και τη Βόρεια Ελλάδα, περιοχές και της Θεσσαλίας. Οι εντυπώσεις του καταγράφηκαν το 1827 σε βιβλίο στο Λονδίνο υπό τον τίτλο: “Narative of an excursion from Corfu to Smyrna, comprising a progress through Albania and the North of Greece, with some account of Athens” (Αφήγηση μιας εκδρομής από την Κέρκυρα στη Σμύρνη, περιέχουσα ένα πέρασμα μέσα από την Αλβανία και τη Βόρεια Ελλάδα, με κάποια αναφορά για την Αθήνα). Τμήμα του βιβλίου αυτού, με τη μορφή επιστολών που αφορούν το θεσσαλικό χώρο που, υπάρχει στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Πρίνστον. Αυτό φωτοτυπήθηκε από μια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου αυτού και στάλθηκε στον κύριο Κώστα Σπανό, τον γνωστό εμβριθή ερευνητή, ιστορικού συγγραφέα και συλλέκτη κάθε ιστορικού άρθρου για τη 475. Μετά την Εγίρα. 476. Θ. Γ. Παλιούγκας, “Η Λάρισα στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή”, Θ. Η. ( 26ος τόμος), Λάρισα 1994, σ. 84.

Θεσσαλία και ο οποίος το συμπεριέλαβε, μεταφρασμένο από τον Β. Αργυρούλη, στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο, του οποίου η ψυχή της κάθε έκδοσης είναι ο ίδιος. 11. Εugène – Melhior de Vogüé Ο Γάλλος αυτός περιηγητής και συγγραφέας ξεκίνησε από το Άγιο Όρος στα 1875 με σκοπό να περάσει στην Αδριατική μέσω Θεσσαλίας και Ηπείρου. Πρώτος σταθμός του ταξιδιού του ήταν η Θεσ/κη και εν συνεχεία, μέσω θαλάσσης, η Παραλία Κατερίνης. Έπειτα μέσω Λιτοχώρου πέρασε στη Θεσσαλία και περιηγήθηκε τα Τέμπη, τα Αμπελάκια, τη Λάρισα, το Ζάρκο, τα Τρίκαλα, τα Μετέωρα, το Βόλο, το Πήλιο, κ.α. Το περιηγητικό του έργο δημοσιεύθηκε το 1877 στο γαλλικό περιοδικό “Revue des deux Mondes”, στο 24ο τεύχος του. Το άρθρο του είχε τον τίτλο “La Thessalie, Notes de voyage”. Tα θεσσαλικού ενδιαφέροντος αποσπάσματα του έργου του μεταφράστηκαν από τον Γιάννη Μάνο και δημοσιεύτηκαν στο Θεσσαλικό Ημερολόγιο σχολιασμένα από το διευθυντή του Κ. Σπανό. Τα κείμενα του Γάλλου περιηγητή έχουν ξεχωριστή σημασία γιατί μας περιγράφουν γλαφυρά την κατάσταση στη Θεσσαλία λίγο πριν την επανάσταση του 1878 και την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό Βασίλειο (1881).

Κεφάλαιο 22ο. Παραθέματα από τις Πηγές για την Τουρκοκρατία στη Θεσσαλία 1, Αρχιερατικό έγγραφο περί των προικών από τα Τρίκαλα477 του 1795 “Εντιμότατοι κληρικοί, ευλαβάστατοι ιερείς, τιμιώτατοι προεστώτες και λοιποί πάντες ευλογημένοι Χριστιανοί της πόλεως Τρίκκης (...). Επειδή εμάθομεν (...) όσα άτοπα προξενούνται εις τα συνοικέσια τα τελούμενα εν τη πόλει ταύτη, διά τε την πολύποσον προίκαν οπού εκ μέρος της γυναικός δίδεται προς τον άνδρα (...) εκ του καιρού της μνηστείας έως της εκπληρώσεως του νομίμου γάμου, εξών συμβαίνει έκαστος των γονέων αν έλαχεν έχειν δύο, ή τρεις ή και πλείονας θυγατέρας να δοκιμάζει μεγίστην δυσχέρειαν εις το να εκδώσι αυτάς ανδράσι και να υποπίπτει πάντοτε εις δυστυχίαν, πολλάκις δε και εις χρέος (...) Διά τούτο (...) διηρέσαμεν την πληθύν υμών εις τέσσαρας τάξεις και ηριθμήσαμεν οποίον προικισμόν να δίδη εκάστη τάξις κατά την δύναμίν της (...) Και η μεν πρώτη τάξις να δίδη προίκα πεντακόσια γρόσια νάχτι478, οκτώ βρακοϋποκάμισα, οκτώ μανδήλια μεταξωτά, ένα στρώμα, εν γιοργάνι479, δύο προσκέφαλα, εν τζιαρτζάφι480, εν καζανόπουλον, δύο στρέμματα αμπέλι, δύο τζαπία481, εν σεντούκι, εν σεπέτι482, εν λεγένι483 και ιμπρίκι484, τρεις φορεσιαίς σκέταις, δύο ζωνάρια αργυρά, τριάκοντα μισόφλωρα ζέρια485, μια ζυγήν486 σκουλαρίκια χρυσά, δύο μπασουμάδες487, δύο φέσια, λεκάνην και έν σιαμπάνι488. Η δε 477. 478. 479. 480. 481. 482. 483. 484. 485. 486. 487. 488.

Κώδικας Μητροπόλεως Τρίκκης 1471, ΔΧΑΕ τ. Α΄-Β΄(1924) Μετρητά. Yorgan (τουρκ.)=πάπλωμα. Carcaf (τουρκ.)=σεντόνι. Τσάπες. Sepet (τουρκ.)=κοφίνι. Legen (τουρκ.)=λεκάνη-νιπτήρας. Ibrik (τουρκ.)=μπρίκι του καφέ. Στολίδια για φορεσιές. Ζευγάρι. Basma (τουρκ.)= βαμβακερό υφαντό, Φωτιστικό- κηροπήγιο ή ίσως, κατά την άποψή μου, αλέτρι (saban (τουρκ.)=αλέτρι).

β΄τάξις τριακόσια γρόσια νάχτι, εξ βρακοϋποκάμισα, (....κ.ο.κ....). Η δε γ΄τάξις εκατόν πεντήκοντα γρόσια νάχτι, (...),τέσσερα μανδήλια μεταξωτά, (...), μίαν φορεσιάν σκέτην, (...), δέκα μισόφλωρα ζέρια, (...). Η δε τετάρτη τάξις ογδοήκοντα γρόσια νάχτι, τρία υποκάμισα, δύο προσκέφαλα, (...), εν φέσι, (...). Και ούτος μεν είναι ο προικισμός όπου έχει να δίδη εκάστη τάξις. Όλαι δε αύται αι ειρημέναι τάξεις να λαμβάνωσι εις τους γάμους δύο μόνο μπρατίμους και μετά το φίλευμα του πεθερού όπου γίνεται την β΄εσπέρας να φεύγωσιν οι τε μπράτιμοι και οι υπηρέται, όστις δε των γαμβρών θέλει να πηγαίνη εις τον πενθερόν του ή όστις των πενθερών εις τον γαμβρόν του να λαμβάνη εκάτερος τρεις πλησιέστερους συγγενείς489 του και να πηγαίνη. Έτι δε να παύσωσι από του νυν και εις το εξής τα βρακοϋποκάμισα και γλυκά όπου στέλλονται εκ μέρους της νύμφης προς τον νυμφίον γινομένου του συνοικεσίου. Ομοίως να παύσωσι και τα πεσχέσια490 του γαμβρού προς τον πενθερόν και άλλους συγγενείς εν τω των γάμων καιρώ (...) Δι' όλα λοιπόν τάυτα παραινούμεν, νουθετούμεν και συμβουλεύομεν πάντας αρχιερατικώς τε και πατρικώς ότι είναι προφανώς μέγιστον κοινόν όφελος να γίνονται από τούδε και εις το εξής συνοικέσια κατά τον διαληφθέντα τρόπον και αι γυναίκες αι περιπατούσαι γυμναί εις την αγοράν και εις τας αγυιάς 491 να φορέσουσιν όλαι φερετζέδες καθώς φορούσιν αι γυναίκες απανταχού (...) Όθεν να έχετε την ευχήν (...) όστις δε ήθελεν εμφανισθή και αλωθή καταφρονητής της κοινοφελούς ταύτης ευταξίας και ήθελε φωραθή παραβάτης των ειρημένων πατρικών ημών συμβουλών και νουθεσιών και εκκλησιαστικώς και εξωτερικώς τα μέγιστα παιδευθήσεται και ου μόνον ημείς θέλομεν εκφράσει ποταμηδόν φρικτοτάτας αράς492 κατά της κεφαλής του τοιούτου παραβάτου αλλά και πατριαρχικάς και συνοδικάς (ενν. αράς) θέλομεν φέρει και αναγνώσει (...) αψΖε΄493 Οκτωβρίου ιδ΄

2.Η πρώτη διαθήκη494 Ομέρ βέη (γιου του Τουρχάν) 1484 “Δόξα και αίνος τω υψίστω(...) Εντεύθεν τυγχάνει παρά τοις ανωτέροις γνωστόν, ότι η χάρις του κόσμου τούτου είναι σκιά και φαντασία και ο εν αυτή διαμένων είναι ξένος, εφ' ω συλλογίζου του ανθρώπου το τέλος και μη ενδίδου εις το δέλεαρ αυτού. (...) Λοιπόν ο χατζή Ομέρ βέης, υιός του χατζή Τουρχάν βέη, προσκυνητής των δύο σεβαστών πόλεων (Μέκκας και Μεδίνας), ο ευγενέστατος των ευγενών αρχηγών και ενδοξότατος των ενδόξων μεγιστάνων (...) ιδρύσατο εν τοις περιφρουρήτοις Τρικάλοις πλησίον του ιερού τεμένους και του ποταμού, μίαν ιερατικήν σχολήν (μεδρεσέ). Ωσαύτως εν τη αυτή πόλει πλησίον του τζαμίου και του ποταμού, εκπαιδευτήριον (...) ιδρύσατο εν τω περιφρουρήτω της Λαρίσης εν τέμενος προς πλήρωσιν των πέντε ωρών495 (...) και εν τω χωρίω Τατάρ496 ιδρύσατο εν ναόν (μετζήτι) προς πλήρωσιν των πέντε ωρών και τέλεσιν των προσευχών της Παρασκευής (...) Επίσης και παρά τον εν τω χωρίω Σιουτζούκ Μπινάρ497 ναόν ιδρύσατο εν κελλίον (...) Παρά δε το φρούριον Πλαταμώνος ιδρύσατο κελλίον (...) αφιέρωσε διά πραγματικής δωρεάς τα ακόλυθα κτήματα. Ήτοι: 1ον Το σύνολον δώδεκα νερομύλων πασιγνώστων υπό την επίκλησιν Παλιοσαλαμβριά498 εν τοις εξαρτήμασι των Τρικάλων. 2ον Το σύνολον δύο μύλων εντός των Τρικάλων, στρεφομένων διά του ύδατος Λεστίνου499 (...) 3ον Το σύνολον τεσσάρων νερομύλων κειμένων εν τω χωρίω Τσαουσλή500. 4ον Τέσσαρας νερομύλους εν τω χωρίω Κασικλί501 (...) συνορευομένους ανατολικώς με το χωρίον Καπηκτσί502. 5ον Το σύνολον των 489. 490. 491. 492. 493. 494. 495. 496. 497. 498. 499. 500. 501. 502.

Όλοι αυτοί οι κανονισμοί ορίστηκαν για να απαλλαγούν οι Χριστιανοί από τα δυσβάσταχτα έξοδα των γάμων. Peskes (τουρκ.)= δώρο. Δρόμοι. Κατάρες. Έτος 1795. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 159-274. Πρόκειται για τις ώρες των πέντε προσευχών που τελούν καθημερινά οι πιστοί Μουσουλμάνοι. Τατάρ = Φαλάνη. Ίσως το Μπουνάρμπαση, κοντά στο Πουρνάρι Συκουρίου. Η παλιά ονομασία του Πηνειού (μέχρι το ύψος της Ροδιάς, τουλάχιστον). Λέστινο είναι ο Διπόταμος Τρικάλων. Άγνωστος οικισμός. Εννοεί Κισικλι = Βλοχός Καρδίτσας. Καπουτσί (το σωστό) = Άγιος Θεόδωρος Καρδίτσας.

μύλων των κειμένων επί του ποταμού Πέτρας503 (...) 6ον Συνάμα δε το σύνολον δύο μύλων (...) εν τω χωρίω Διάβα και χωρίω Μίσμα504 (...) 7ον (...) δύο μύλων (...) αγορασθέντων παρά του Μπαλτζή Κασήμ 8ον (...) δύο μύλων εν τω τμήματι Λαρίσης χωρίου (...) Κηζαλτζέ – Γκετσλού505. 9ον Το σύνολον ενός μύλου εντός του χωρίου Ελασσόνος (...) και του συναφούς αυτού κήπου περιέχοντος διαφόρους καρπούς. 10ον Το σύνολον των προϊόντων κήπου (...)εν τω χωρίω Ελασσόνος 11ον (...) ενός μύλου κειμένου εν τω τμήματι Φαρσάλων, αγορασθέντος παρά του υιού του Μουσά και στρεφομένου διά του ποταμού Νησόνερον506 12ον (...) δύο μύλων πλησίον του Ντογάν Κιοπού507 (...) εν τοις εξαρτήμασι του Κέστριτζε508. 13ον (...) δύο μύλων πλησίον του ρηθέντος χωρίου, του οποίου αγόρασεν ο επιστάτης Ισχάκ διά το βακούφιον παρά του Χατζηλοτεφή εφένδη, υιού του νομομαθούς Νουσούχ εφένδη 14ον Το σύνολον των μύλων των κειμένων εν τοις εξαρτήμασι Στέφας509 (...) 15ον Το σύνολον τριών μύλων εν μία στέγη κειμένων εν τω διαμερίσματι των περιφρουρήτων Φαρσάλων και στρεφομένων με το ύδωρ το καλούμενον Χοτρόγια510. 16ον Το σύνολον του ημίσεως μεριδίου δύο μύλων κοινών εν τω διαμερίσματι της πόλεως Φαρσάλων 17ον (...) τεσσάρων μύλων (...) εν τω διαμερίσματι Φαναρίου στρεφομένων διά του ύδατος Τσιναρλή511 (...) συνορευομένων δυτικώς με το χωρίον το καλούμενον πεδίον Σιαμπαλή512 (...) 18ον (...) τριών μύλων κειμένων πλησίον του Κιοπρουτζιλέρ513 (...) 19ον Το σύνολον μύλου κειμένου απέναντι του χωρίου Ρουμ514 (...) συνορευομένου ανατολικώς με συκόκηπον του Χριστιανού Μούστογλου, μεσημβρινώς με ποταμόν515, δυτικώς με άμπελον του Αλεξίου Κούρτη και αρκτικώς με την άμπελον του Νικολάου Σίμου. 20ον Το σύνολον μύλου συνορευομένου ανατολικώς και αρκτικώς με την άμπελον του Χριστιανού παπα-Μάνου (...) δυτικώς με κήπον του Χριστιανού παπα-Θεοτόκη (...) κειμένου απέναντι του χωρίου516. 21ον Το σύνολον ενός νέου μύλου συνορευομένου δυτικώς με την άμπελον του Χριστιανού Μαυρογεώργη (...) ανατολικώς με το όρος Άγιος Ηλίας, κειμένου εν τω Τσαϊ Χισάρ517. 22ον (...) ενός μύλου εν τω χωρίω Μαγούλα συνορευομένου (...) δυτικώς με την διά ξηράς οδόν Ελασσόνος (...) μεσημβρινώς με τον ποταμόν518 23ον (...) μύλου κειμένου εν τω χωρίω Συκιά (...) 24ον Το σύνολον μύλου (...) εν τω χωρίω Γέρακου 519 (...) συνορευομένου μεσημβρινώς με δημόσιον δρόμον, δυτικώς με την εις Ελασσόναν άγουσαν δημοσίαν οδόν (...) 25ον Το σύνολον του εν Φαρσάλοις νέου λουτρού (...) 26ον Το σύνολον των εντός της ρειθήσης πόλεως520 ευρισκομένων νέων ξενοδοχείων (...) [Ακολουθεί, με αρίθμιση 17-47, η αφιέρωση λουτρών, πενήντα οκτώ εργαστηρίων (σαλοποιίας, αγγειοπλαστικής, υποδηματοποιίας, κ.α.), τριών ξενοδοχείων, δεκατεσσάρων δωματίων και δύο λουτρών εντός των ορίων της Λάρισας και, με αρίθμιση 48-60, η αφιέρωση τριών ξενοδοχείων και εκατόν δέκατεσσάρων (!) εργαστηρίων εντός των Τρικάλων.] 61ον Το σύνολον των γαιών των αγορασθεισών παρά του Φερχάτ και Ηνέλ επικαλουμένων διδασκαλόπουλα, κειμένων εν τη ρηθείση (Τρίκαλ) πόλη (...) 62ον Το σύνολον του κτήματος του αγορασθέντος παρά του μυστακά Δαούτ (...) συνορευομένου μεσημβρινώς με τας βακούφικας γαίας του μακαρίτου Τουρχάν βέη (...) 63ον Το σύνολον δέκα εριουχοπωλείων (τσοχατζήδικα) (...) καλουμένων Σεργκί (πρόχειρα εργαστήρια) (...) 64ον Το σύνολον των εν χωρίω 503. Πρέπει να εννοεί το ρέμα της Ζηλιάνας (Υς στην αρχαία εποχή) που χωρίζει τον Κάτω Όλυμπο από τον Όλυμπο. 504. Κατά τον Κ. Σπανό, εδώ μάλλον εννοεί την περιοχή του διαλυμένου οικισμού της Τσαριτσάνης Διάβα και το γειτονικό οικισμό Μιτσούνι. 505. Άγνωστος ή διαλυμένος οικισμός. 506. Ίσως κάποιος παραπόταμος του Σοφαδίτικου ή ο Ταμπάκος (Απιδανός). 507. Μάλλον εννοεί τη Δογάνη (Ανάβρα) της Αγιάς. 508. Καστρί της Αγιάς. 509. Άγνωστος οικισμός. 510. Άγνωστο ρέμα. 511. Τσιναρλή (τουρκ.)= Πλατανόρεμα. Είναι ο Ενιπέας. 512. Σιαμπάλή = Φύλλο Καρδίτσας. 513. (τουρκ.) γεφυροποιοί, οι λεγόμενοι Κιοπρουλήδες. Εδώ είναι το χωριό Γεφύρι Σοφάδων. 514. Είναι η χριστιανική συνοικία του Παλαμά Καρδίτσας. 515. Παλιοπόταμος Παλαμά. 516 Ενν. ο Παλαμάς 517. Τσαί-Χισάρ (τουρκ.)=παταμόκαστρο. Είναι το σημερινό Δαμάσι Ελασσόνας. 518. Τιταρήσιος ή Ξεριάς. 519. Απροσδιόριστος οικισμός δυτικά του δρόμου Ελασσόνας – Τυρνάβου. 520. Ενν. τα Φάρσαλα.

Τατάρ κειμένων χειμερινών και θερινών βοσκοτοπίων (...) καθώς και των μαύρων βοών του. 65ον Το σύνολον (...) βοσκοτοπίων και των εν τω χωρίω Πετροπούλου521 υπαρχόντων βουβάλων. 66ον Εις δε τα κατοικούντα εν τοι οικία του αφιερωτού μικρά αυτού τέκνα, εφόσον ταύτα θα διαμένωσιν εν τη οικία ταύτη (...) το σύνολον των προϊόντων των μύλων των κειμένων εν τω χωρίω Συκιά και το σύνολον των προϊόντων των μύλων Κιουμπακτσή (...). Η διαχείρισις μετά θάνατον του ειρημένου αφιερωτού μεταβιβάζεται εις τον προσφιλέστατον και ευγενέστατον αυτού υιόν Τσελεπήν, μετά δε τούτον (...) εις τον εκ κοιλίας μετά κοιλίαν τέκνα του ειρημένου διαθέτου. [Ακολουθεί εκτενής αναφορά των αποδεκτών των αφιερωμάτων (ιμάμηδων, χαβούζηδων, κ.α.)]. 889 μετά Εγείραν (1484 μ.Χ.) Μάρτυρες οι σοφιολογιώτατοι: Αβδούλ Κερήμ Ελ-Μουρής – Χατζή-Σενάν, ιεροκήρυξ του παλαιού τζαμιού – Αλής, υιός Γιανούς, ιμάμης του παλαιού τζαμιού – Σεργιάν, ιεροδικαστής – Χαμζάς Αχμέτ - Χαλήλ, υιός Ομέρ, ιμάμης του αρχηγού – Μεχμέτ υιός Χατζή Ρεσούλ, ιεροκήρυξ εν τω χωρίω Τατάρ – Αχμέτ Βουτζή, ιμάμης του νέου τζαμιού και ο προεστός Τζεβρέχ υιός Αβδουλάχ.

3. Δεύτερη διαθήκη522 (αφιερωτήριο) του χατζή – Ομέρ βέη (αχρονολόγητο – τέλη 15ου αιώνα) “Εν ονόματι του οικτίρμονος θεού (...) Ο Κύριος ημών, ο Μωάμεθ, εφ' ου η ευλογία και η ειρήνη, είναι ο δούλος του λατευομένου Θεού και ο αληθής αυτού απόστολος, όστις αξιωθείς των θείων απορρήτων περιλαμβάνει την γνώσιν και την ισχύν (...) Ο ηγεμονικώτατος χατζη-Ομέρ βέης, υιός του μακαρίτου χατζη-Τουρχάν βέη (...) ιδρύσατο εν τη πόλει Λαρίσης εν τέμενος και επέτρεψε την εκτέλεσιν των προσευχών (...). Προς τούτοις έκτισεν εν τω χωρίω Τατάρ523 άλλον έναν ναόν προς εκτέλεσιν των πέντε προσευχών (...). Ωσαύτως και εν τη συνοικία Φεναρλή Ελιάς, εν τοις περιφρουρήτοις Τρικάλοις ιδρύσατο ένα ναόν (...) αφιέρωσε τα εξής κτήματα (...) και εν περιλήψει δικαιωμάτων των εν τη πόλει Λαρίσης και διαμερίσμασιν αυτής κειμένων δύο χωρίων καλουμένων του μεν ενός Τατάρ, του δε δευτέρου 524(...). Το σύνολον εν Λαρίση παλαιού λουτρού και νέου λουτρού (...), ένδεκα οικιών (...) εκτισμένων επί γης αγορασθείσης παρά του Χριστιανού ιερέως Ζερού (...), το σύνολον των παρά του υιού του Χατζη- Ιμβραήμ αγορασθέντων κρεοπωλείων (...) τριών ξενοδοχείων (...), επτά εργστηρίων αγορασθέντων παρά του καλουμένου Καραγκιόζ, υιού του βαφέως Αβδουλάχ (...), το σύνολον των παρά του Σαλλάρ Ελιάς κτισθέντων ξενοδοχείων (...) επτά οικιών αγορασθεισών παρά του εκ των προκρίτων των Μουσλήχ Εδδίν Μουσταφά υιού Γεγκιάν (...). Το σύνολον μιας αμπέλου (...) αγορασθείσης παρά του υιού του καδή Σιελισεδίν και καλουμένης αμπέλου του Μπουτζελίτη (...). Το σύνολον χέρσων γαιών, αμπέλου, κήπου και οικίας κειμένων εν Λαρίση (...) αγορασθέντων παρα του Χαμζά, υιού Σάτη και το σύνολον μιας αμπέλου, εκτάσεως τριών στρεμμάτων (...) αγορασθείσης παρά του καλουμένου Καράογλου (...) Το σύνολον οκτώ βρύσεων ή ομμάτων, εν τη περιφερεία (...) αλευρομύλου εκ των εξαρτημάτωνΛαρίσης, κειμένου πλησίον του μουσουλμανικού νεκροταφείου. [Ακολουθεί η αναφορά δώδεκα άλλων βρύσεων.] (...) Το σύνολον εξ μύλων στρεφομένων διά του ύδατος του Τσαϊ Χισάρ. το σύνολον νέου λουτρού (...) εντός Τρικάλων εν τη συνοικία Πυργηντή525 (...) Το σύνολον ξενοδοχείου κειμένου εις το στόμιον της αγοράς Τρικάλων (...) Το σύνολον είκοσι πέντε εργαστηρίων (...) επί γης παρά του φέροντος έξι στεφάνους ντεντέ526. Το σύνολον οκτώ οικιών αγορασθεισών παρά του Χατζή Μαχμούτ Μπερ Εδδά, υιού του Πέρσου Σουλεϊμάν. Το σύνολόν άλλων οκτώ οικιών (Τρικάλων)... [Ακολουθεί εκτενής περιγραφή άλλων αφιερωμάτων, όπως πέντε ξενοδοχείων, 19 εργαστηρίων, επτά βρύσεων, επτά βυρσοδεψίων και διαφόρων άλλων ακινήτων εντός των Τρικάλων.] Το σύνολον (...) ενός μύλου εις το χωρίον Αλαχώνια527 (...) ενός μύλου κειμένου εν τω

521. 522. 523. 524. 525. 526. 527.

Πετροπόρος Τρικάλων. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ. 274-281. Τατάρ (τουρκ.) οικισμός Τατάρων. Είναι η σημερινή Φαλάνη. Εννοεί τον Τύρναβο. Προκειται για τον Πυργετό των Τρικάλων. Dede (τουρκ.)= παππούς. Εδώ εννοεί τον δερβίση μεγάλου αξιώματος (έξι στεφάνων). Λεχώνια.

διαμερίσματι Πλάδι528 και στρεφομένου δια του ύδατος του χωριού Διγιαβατό529 (...) ενός μύλου του χωριού Αλαχώνια και το σύνολον νεραντζόκηπου. Το σύνολον δύο μύλων (...) εν Πλάδι διά του ύδατος του ποταμού Τσιναρλή. Το σύνολον ενός μύλου υπό το όνομα κτήμα (...) χατζή Μουσταφά530 (...) Το σύνολον (...) ενός μύλου εν τω χωρίω Αλαχώνια, αγορασθέντος παρά του Δαούτ υιού Διβανέ (...) καθώς και το σύνολον νεραντζοκήπου και το σύνολον ξενοδοχείου (...) επί γης αγορασθείσης παρά του δερβίση Μαχμούτ. Το έργον της διαχειρίσεως, ο ανήκει εις τα τέκνα και τους απογόνους αυτού, εν εκλείψει δε τούτων εις άτομον όπερ θα κρίνη κατάλληλον το ιεροδικαστήριον (...) [Πιο κάτω ορίζονται λεπτομερώς τα “δοσίματα” σε μουσουλμανικά ιδρύματα της Θεσσαλίας και στα πρόσωπα που θα υπηρετούν σ' αυτά. Έτσι, μεταξύ άλλων, αναφέρονται χαρακτηριστικά:] (...) Εν τω τζαμίω θα συνέρχονται καθ' εκάστην τρεις χαβουτζήδες (...) θα ψάλλωσι υπέρ της ψυχής του ειρημένου αφιερωτού (...) να δίδεται εις έκαστον εξ αυτών ανά εν αργυρούν άσπρον (δίρχεμ) καθ' ημέραν. Εις τον πρώτον χαβουτζήν (...) να δίδονται περιπλέον και πέντε κοιλά σίτου κατ' έτος. Προς τούτοις ο ειρημένος αφιερωτής ώρισεν εξ κοιλά σίτου, με το κοιλόν Λαρίσης ετησίως, εν πινάκιον ζωμού (σιουρμπάν) και τεμάχιον κρέατος δι' έκαστον τριών προσευχών των (ζακέρ), οίτινες θα συνέρχονται καθ' εκάστην εν τω ναώ (μετζήτι) και θα τραβώσι κομβολόγιον υπέρ της ψυχής του αφιερωτού (...) τρία μπατιμάνια ορυζίου ετησίως και τρία καντάρια531 βουτύρου και τρία καντάρια καθαρού μέλιτος. Εκατόν αργυρά άσπρα ετησίως δι' άλας, 1200 αργυρά άσπρα ετησίως δια ξύλα. Εκατόν πεντήκοντα κοιλά532 σίτου ετησίως (...) δι' άρτον. Πεντήκοντα κοιλά σίτου ετησίως (...) διά τραχανάν, πληγούριον και ζωμόν, εν τεμάχιον κρέατος και δύο ψωμιά εις τον ίδιον (...) [Στη συνέχεια ορίζει ανάλογες αμοιβές για τον επιβλέποντα (κεχαγιά) καθώς και τον μάγειρα και τον αρτοποιοό, μαζί με τους βοηθούς τους, για όλους γενικά αυτούς που θα απασχολούνταν στα ιδρύματα του αφιερωτή]”

4. Διαθήκη533 του Χασάν βέη γιου του Χασάν Ομέρ βέη (εγγονός του Τουρχάν) 1531 “ Εν ονόματι του οικτίρμονος Θεού (...) Ο Κύριος ημών, ο απόστολος του Θεού 534, εφόσον η σωτηρία ώρισεν, ότι αποθανόντος ενός ανθρώπου, η ευεργεσία αυτού διακόπτεται. Μόνον εις τρεις περιπτώσεις δεν διακόπτεται: πρώτον είναι ο ευλαβής υιός ότι εύχεται υπέρ του τεθνεότος, δεύτερον είναι μία γνώσις, διότι ωφελούνται εξ αυτής οι άνθρωποι και τρίτον η γινομένη ελεημοσύνη και συτή είναι το αφιέρωμα535 (...) αιτούμενος παρά υψίστω Θεώ μεγάλην αμοιβήν και αποφεύγων τας βαθμίδας του άδου αφιέρωσεν (...) το σύνολο τεσσαράκοντα δύο εργαστηρίων (...) εν Τρικάλοις, εν τη συνοικία τη καλουμένη τζαμί του Τουρχάν βέη536 (...) Το σύνολον πεντήκοντα εργαστηρίων εν τη αγορά Λαρίσης (...) το σύνολον οκτώ μύλων εν ενί καταστήματι κειμένων πλησίον του χωριού Καρυές537 (...) στρεφομένου διά του ύδατος του Διαγιαμονή538 (...). Το σύνολον μύλου εκ τριών ομμάτων (...) πλησίον του χωριού Μικρής Πουλιάνας539 (...) όπερ αγόρασε ο αφιερωτής εκ της εγκαταλειφθείσης περιουσίας τινός Αποστόλου540 (...). Το σύνολον μύλου εκ τεσσάρων ομμάτων εν τω 528. Πρόκειται πιθανώς για ρέμα μεταξύ Πλαταμώνα και Πόρων. 529. Εννοεί Διαβατό, το διαλυμένο οικισμό, διάδοχο της μακεδονικής πόλης Φίλα και πρόδρομο του σημερινού Πυργετού της Λάρισας. 530. Χατζημουσταφαλάρ, διαλυμένος οικισμός στο Ρεύμα των Νέων Καρυών της Λάρισας. 531. Το καντάρι ήταν μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες (56 σημερινά κιλά). 532. Ένα κοιλό Λάρισας είναι 102,624 σημερινά κιλά. 533. Επ. Φαρμακίδης, ό. π., σ.281-9 534. Εννοεί τον Μωάμεθ. 535. Θελει να πει ότι η ευεργεσία του Θεού θα ισχύει για πάντα έναντι του Χασάν βέη, διότι ανήκει στην τρίτη κατηγορία, αυτή των αφιερωτών. 536. Βρισκόταν στην Κεντρική πλατεία των Τρικάλων (σημ. Κ. Σπανου, στο έργο του Επ. Φαρμακίδη, ό. π., σ. 28, σημ.168. 537. Συνοικία των Τρικάλων. 538. Ο ποταμός Αγιαμονίτης ή Αγιαμονιώτης. 539. Μουριά Τρικάλων. 540. Βλέπουμε πόσο εύκολα .... αναγκάζονταν οι Χριστιανοί να εγκαταλείπουν κερδοφόρες επιχειρήσεις, όπως έναν

χωρίω τω καλουμένω Μπουνάρμπασι541 ή κατά την γλώσσαν των εκεί κατοίκων Κεφαλόβρυσον (...) καθώς και το σύνολον μανδανίου542 δύο μύλων (...) χωρίου Τσαϊ Χισάρ (...) δύο μύλων εν τω χωρίω Βλαχογιάννι (...) αφιέρωσε γαίας μεθ' όλων αυτών των ορίων εν τω χωρίω Ινέ Χανλί543 (...) με δώδεκα βόας καταλλήλους προς καλλιέργειαν και έχοντας τα γεωργικά εργαλεία και με δέκα οικίας (...), οκτώ έτι βόας ομού με τα γεωργικά εργαλεία (...) και γαίας καλλιεργησίμους και το σύνολον πέντε οικιών, κειμένων εν τω χωρίω Χαντάκι544, γαίας (...) και εξ βόας. Το σύνολον γαιών (...) εν τω χωρίω Κοσκινά (...) αγορασθεισών αντί τιμήματος 10.000 άσπρων (διρχέμ) (...), εκτάσεως ως έγγιστα δύο χιλιάδων στρεμμάτων επιδεκτικών προς καλλιέργειαν σίτου, κριθής, φακής και λοιπών καρπών (...). Το σύνολον βοσκοτοπίου (...) εν Τρικάλοις μεταξύ των χωρίων Τζίστα και Γκαβαλιόρα545 (...) ως έγγιστα εκ τριακοσίων στρεμμάτων (...) βοσκοτοπίου (...) πλησίον του χωρίου Γλήνους και αγορασθέντος παρά του Μεχμέτ υιού Γκελμέζ (...), βοσκοτοπίου πλησίον του χωρίου Μετσόβου. Το σύνολον βοσκοτοπίου εκ χιλίων στρεμμάτων (...) πλησίον του χωρίου Χανδάκι, αγορασθέντος παρά Αλή βέη, υιού Ισχάκ βέη (...) βοσκοτοπίου εκ στρεμμάτων εξακοσίων κειμένου (...) πλησίον του χωρίου Πηγάνι546. (...) Το σύνολον χειμαδίου πλησίον του χωρίου Σιμικλί547. Το σύνολον χειμαδίου κειμένου (...) πλησίον του χωρίου Βουρμπός, του ονομαζομένου Παπαράντζα548 εν Τρικάλοις (...). Ο αφιερωτής εκατόν πεντήκοντα πέντε χιλιάδες (155.000) αργυρών άσπρων και συνωδά τοις λόγοις του μεγάλου ιμάμου (...) αφιερώσας αυτά παρέδωκεν εις τον διαχειριστήν (...). Ο ιεροδικαστής επεδίκασεν το έγκυρον (...) υπό τον όρον να τοκίζονται τα χρήματα ταύτα νιμίμως προς εν επί τοις δέκα549 υπό του διαχειριστού τη μεσολαβήσει του επόπτου του βακουφίου εν αρχή εκάστου έτους εις τους ευπόρους εν τη μεγάλη αγορά (Μπεζεστένι550) Λαρίσης (...). Τα ειρημένα βουβάλια και βόες (που αφιέρωσε ο Χασάν βέης) βόσκουσιν εν τοις βοσκοτόποις του χωρίου Κλινόρ551, Χανδάκι, Σιμικλί και Παπαράντζα κειμένων εν τω (...) διαμερίσματι Βόλου εκ των εξαρτημάτων Φαρσάλων. Τα δε ειρημένα πρόβατα εν τοις βοσκοτόποις Κέστριτζε552, Μετσόβου και Τζίστας (...). Το ρηθέν αφιερωτήριον εγράφη και κατεχωρήθη εις τον κώδικα καθώς και το έγγραφον. Εν μηνί Σεβάλ 937 μ.Ε. (1531 μ.Χ.) Μάρτυρες: Βεμπαλίστας υιός Αχμέτ, Κεχαγιάς Χασάν Τσελεπή υιός Μουσταφά, Μουσταφάς σούμπασης υιός Μπεϊλή, ο γραμματέας Μεχμέτ Γιουσούφ, βαλής Χαζήρ υιός Γιουνούς, ο σοφιολογιώτατος Μουχουδάν Μουζά Αζαμάμ (...) και λοιποί.”

5. Ο David Urguhart περιγράφει τους κατοίκους της Θεσσαλίας και τις ασχολίες τους (1830) “(...) Μια αποικία από Τούρκους του Ικονίου μεταφέρθηκε και εγκαταστάθηκε κατά μήκος της βόρειας πλευράς της πεδιάδας στις διόδους του Ολύμπου, διαμορφώνοντας μια δεύτερη σειρά στα νώτα των αρματολών. Η Θεσσαλία τώρα αναζωογονήθηκε. Τζαμιά, ναοί, γέφυρες και χάνια ξεφύτρωσαν σε είκοσι νέες και σπουδαίες πόλεις. Η Λάρισα έγινε και πάλι πλούσια. Στον Τύρναβο μεταφέρθηκαν από τη Μικρά Ασία οι τέχνες της βαφής, των σταμπωτών, της υφαντικής, κ.λ.π. Και από την πόλη αυτή, αργότερα μεταφυτεύτηκε στο Μονπελιέ της Γαλλίας η νέα μέθοδος της βαφικής, η μύλο. 541. Μπουνάρ (τουρκ.)= βρύση, μπασι =μεγάλη, συνεπώς μπουνάρμπασι=μεγάλη βρύση ή κεφαλόβρυσο. Αυτό βρισκόταν κοντά στο Πουρνάρι Συκουρίου. 542. Μαντάνι είναι ένας τύπος νεροτριβής. 543. Ινέ Χανλί ή κατά παραφθορά Νέχαλη, είναι η περιοχή του Ομορφοχωρίου. 544. Η συνοικία των Μουσουλμάνων του Παλαμά. 545. Μάλλον η περιοχή αυτή ήταν μεταξύ των χωριών Μεσοχώρας και Γλύστρας. 546. Πιθανώς εννοεί το Μισδάνι (Αγναντερό) της Καρδίτσας. 547. Πολυνέρι Φαρσάλων. 548. Δενδροχώρι Τρικάλων. 549. Εννοεί δέκα τοις εκατό. 550. Η κλειστή αγορά στο λόφο του Αγίου Αχιλλίου της Λάρισας. Φαίνεται πως εκεί είχαν την έδρα τους οι τοκιστές (αργυραμοιβοί ή σαράφηδες) της πόλης. 551 . Κλεινός Τρικάλων. 552. Το Καστρί της Αγιάς.

οποία τόσο συνηθίζεται στην Ευρώπη. Οι τέχνες και οι βιομηχανίες καθώς και η ευμάρεια, που ακολούθησε, πέρασαν από τους Τούρκους στις πόλεις Ραψάνη και Αμπελάκια, των οποίων το εμπόριο και ο πλούτος υπήρξαν ασυναγώνιστα, σχεδόν μυθώδη, ενώ τις νότιες παρυφές της Θεσσαλίας, στην επαρχία της Μαγνησίας, κατέλαβε ένας πληθυσμός ευκατάστατων Ελλήνων, των οποίων η πρόοδος δεν είχε προηγούμενο. (...)” D. Urguhart, μτφρ. Ν. Ντεσλή,“Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830”, Θεσσαλικό Ημερολόγιο, ( ), σ.188-9.

6. Ροβέρτος του Ντραι: Η Λάρισα, το Κιόσκι, η γιορτή του Μπαϊραμιού και τα “δολοφονικά” προνόμια του σουλτάνου. “(...) Μόλις εφτάσαμε (στο μέρος που βρισκόταν ο σουλτάνος 553), ένας από τους αγάδες ήρθε να φέρει το χαιρετισμό του καϊμακάμη στον κύριο πρεσβευτή, κι αφού τού ΄πε τα καλωσορίσματα, το παρακάλεσε να δεχτεί μερικά πεσκέσια που του 'στελνε. Προχώρησαν τότε καμιά δεκαπενταριά άνθρωποι που είχαν στα κεφάλια τους μεγάλους δίσκους με κάθε λογής καρπούς, κι άλλοι που φέρνανε αρνιά, πουλερικά και ψωμί κάτασπρο απ' αυτό που τρώει ο σουλτάνος, που είναι ζυμωμένο με γάλα και έχει μια νοστιμάδα αφάνταστη. (...) Η Λάρισα (...) είναι μια πόλη πολύ απλωμένη, αλλά τόσο κακοχτισμένη που δίνει πιο πολύ την εντύπωση χωριού παρά πολιτείας, γιατί τα περισσότερα από τασπίτια της είναι χτισμένα με πλίθες και χώμα ξεραμένο στον ήλιο και δεν έχουνε παρά ένα μονάχα πάτωμα, έτσι που όταν ο σουλτάνος θέλησε να περάσει μερικές μέρες εδώ αναγκάστηκαν να του χτίσουν ένα παλάτι που κι αυτό είναι ξυλόσπιτο. Ρώτησα π΄ς γίνεται μια τέτοια μεγάλη και εμπορική πόλη να μην έχει σπίτια πιο γερά, και μου 'παν πως οι σεισμοί εδώ είναι τόσο δυνατοί που αν τα σπίτια ήταν πιο ψηλά θα πέφτανε. Πραγματικά πρόσεξα ότι πολλά σπίτια τα έχουν περιζωμένα και σαν δεμένα ένα γύρο με μακριά δοκάρια κι έτσι τα εμποδίζουν να ανοίξουνε ή να γκρεμιστούν από το σεισμό. Είδα όμως ένα μπεζεστένι, όπου οι έμποροι απλώνουν την πραμάτεια τους, και μερικά τζαμιά που είναι αλήθεια πολύ καλά χτισμένα. (...) Μα το ωραιότερο πράμα που είδα στη Λάρισα, όλο τούτο τον καιρό που μείναμε εκεί, ήταν τα κιόσκια του σουλτάνου και το Μπαϊράμι. Για τη γιορτή αυτή η Υψηλότητά του κι όλοι οι πρώτοι της αυλής του, στήσαν τις σκηνές τους σε μια όμορφη εξοχή, κοντά στη Λάρισα, όπου μαζί μ' ένα σωρό άλλες σκηνές, σχηματίζανε μια καινούρια μαγευτική πολιτεία μεγαλόπρεπη και θαυμαστή. (...) εγώ, που ξέρω πόσο το χρήμα έχει πέραση στους Τούρκους, είπα σε μερικούς από τους κυρίους μας, πως αν ήθελαν να ξοδέψουν κάτι, θα μπορούσαμε να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας, και μου απάντησαν πως δε θα τσιγκουνευόταν σε τίποτα. (...) Μας έδωσαν για συνοδεία έναν γενίτσαρο κι έναν δραγουμάνο με ένα πουγγί γεμάτο νομίσματα των 58 σολδιών, να τα μοιράσει αν ήταν ανάγκη. (...) κι είμασταν πολύ ευτυχισμένοι να βλέπουμε ν' ανοίγουν διάπλατα οι πόρτες μόλις άνοιγε το πουγγί μας. Αφού περάσαμε ανάμεσα από διάφορες σκηνές των αξιωματικών, ο δραγουμάνος μας μίλησε στους καπουτζήδες που φύλαγαν τη σκηνή του σοθλτάνου. Μόλις τους έβαλε στο χέρι μερικούς παράδες, μας μπάσαν σε μια μεγάλη αυλή τρυγιρισμένη με τοίχο, που δεν ήταν παρά ψεύτικος, φτιαγμένος δηλαδή με υφάσματα χρωματισμένα (...) Αριστερά, μέσα από την αυλή, μας δείξανε μια σκηνή που είναι σαν δωμάτιο στημένο σε κολώνες, και μας βάλαν να ανεβούμε με μια κινητή σκάλα εκεί πάνω, που, καθώς μας είπαν, ανεβαίνει ο σουλτάνος για να δει τι γίνεται έξω από τα κιόσκια και σε όλη την περιοχή. (...) (κάτω από μια στοα ) βρίσκεται ένα μεγάλο χαγιάτι σε σχήμα αίθουσας θρόνου. Το βάθος του είναι από στόφα μεταξωτή γαλάζια κεντημένη ψιλά-ψιλά με άφθονα μικρά κομματάκια χρυσωμένο πετσί και χρωματιστό μετάξι κάθε λογής που σχηματίζει κλάρες και αραβουργήματα. Από τούτο το χαγιάτι μπαίνει κανείς σ' ένα μεγάλο θολωτό σαλόνι (...) από το σαλόνι μπαίνεις σε μια πολύ μακριά αίθουσα, όπου στην άκρη της, τρία ποδάρια ψηλότερα από το πάτωμα, βρίσκεται μια θεατρική σκηνή σκεπασμένη με ένα θαυμάσιο χρυσοπλουμιστό ύφασμα. Αυτή η σκηνή που είναι σαν θρόνος βρίσκεται κάτω από ένα μεγάλο αυγουλωτό θόλο, μεγαλύτερο από τον πρώτο. Λένε πως εκεί μέσα ο σουλτάνος, σαν γορτάζουν το Μπαϊράμι, δέχεται τα προσκυνήματα από μερικούς αξιωματούχους.(...) πίσω από το θρόνο είναι είναι ο οντάς του σουλτάνου, όπου μας εμπάσανε και πολύ κοντά του, είναι στημένα δυο καμαράκια. Στο 553. Αναφέρεται στο σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄.

ένα παίρνει ο σουλτάνος το λουτρό του και τ' άλλο είναι το αποχωρητήριο.(...) Κοντά στην είσοδο αυτού του παλατιού , μας δείξανε το Ντιβάνι, που είναι σαν το σαλόνι του συμβουλίου, όπου μαζεύονται για να δικάσουν(...) και το υπόλοιπο του στρατοπέδου είν αι γεμάτο από ένα σωρό άλλα κιόσκια, αμάμεσα στα οποία φαντάζουν ωραιότερα τα κιόσκια του μεγάλου μουφτή, του μεγάλου καϊμακάμη και του ευνοούμενου. (...) έπεσα σε μεγάλο κίνδυνο να χάσω τη ζωή μου. Μαθαίνοντας πως ο σουλτάνος θα περνούσε από το δρόμο που διασχίζαμε, καθώς θα επέστρεφε από μια μικρή κυνηγετική εκδρομή, ειδοποίησα τους κτρίους που δεν τον είχαν ακόμη δει, ν' ανοίξουνε το βήμα, για να φτάσουμε μια ώρα αρχήτερα στο τέλος του δρόμου, ώστε να καταφέρουμε να τον ιδούμε. Ο γενίτσαρος όμως (...) δε θέλησε να προχωρήσει άλλο, σκιάχτηκε (...), χάθηκε ανάμεσα στους τοίχους και μας έσπρωξε κι εμάς να κάνουμε το ίδιο. (...) έμεινα με το στόμα ανοιχτό βλέποντας, μόλις έφτασα εκεί, το μικρό διάδοχο, το γιο του σουλτάνου, καβάλα ανάμεσα σε δυο καβαλάρηδες που τον πρόσεχαν να μην πέσει. Μα ο μικρός σουλτάνος, κατάπληκτος κι αυτός που με αντίκρυσε, γιατί δεν είχε ξαναδεί ποτέ του άνθρωπο ντυμένο έτσι, φώναξε: “μπακ! μπακ!”, που πάει να πει: “κοίτα! κοίτα”. Μόλις πρόφτασα να σταυρώσω τα χέρια στο στομάχι μου κάνοντας μια βαθιά υπόκλιση. (...) (ο σουλτάνος) μας είδε πως είμαστε άνθρωποι του πρεσβευτή (...) κι έτσι γλύτωσα το κεφάλι μου, γιατί είναι συνήθεια των σουλτάνων να κατδικάζουν σε θάνατο όποιον θέλουν, δίχως να τους νοιάξει ποιος είναι αυτός , ποιο θεό πιστεύει ή πόση εκτίμηση έχει. Τούτος εδώ ο σουλτάνος (...) κάποια μέρα που έβγαινε σε κυνήγι, έβαλε και κοψοκεφαλιάσανε εικοσι τρεις ανθρώπους, που οι περισσότεροι ήταν Τούρκοι, (....) μάλιστα όταν βγαίνει έξω, έχει κοντά του πέντε-έξι ανθρώπους έτοιμους γι' αυτές τις εκτελέσεις. (και ο δραγουμάνος του είπε)... εκείνο που μας κάνει να υποτασσόμαστε σ' αυτή την αρχή είναι πως έχουμε ένα νόμο που λέει πως καλότυχοι είναι όποιοι δίχως να 'ναι φταίχτες θανατωθούνε έτσι από το σουλτάνο, γιατί πάνε γραμμή για τον παράδεισο. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που έκανε το σουλτάνο να εφαρμόσει το προνόμιό του και σ' έναν τσοπάνη που τον έσωσε από τον κίνδυνο να πνιγεί (..) Είπε στους δικούς του: “Για να μη μπορούνε, βλέποντας αυτόν τον τιποτένιο άνθρωπο να λένε πως του χρωστάω τη ζωή, καλύτερα να τον εξαποστείλουμε να βρει την αμοιβή του στον άλλο κόσμο! ... Κρεμάστε τον λοιπόν”. Και τον εκτελέσανε.” Ροβέρτος του Ντραι, “Ένας σουλτάνος στη Λάρισα”, Επιθεώρηση ΗΩΣ, αφιέρωμα Θεσσαλία, 1966, σσ.95,96.

7. Θεσσαλικά γεγονότα, όπως καταγράφηκαν σε 2 ενθυμήσεις σε μηνιαία του Ι. Ναού Αγίου Νικολάου Μύρων Τρικάλων 1.“1828 έως εις τους 1829: έγινε πήννα μεγάλη εις όλων τον κόσμον και γρόση 40 το χαράτζη 554. και άλλα κακούδια έγιναν εις τον κόσμον. Τα κρεμμύδια είχαν: 20 παράδες555 την ωκάν. 1830: τιν ειμέρα ταγίου σπιρίδονος σκότουσαν τον καπητάνου στουρνάρι556 και την άνιξι έκαψαν τα χωριά το ριζό όλου και χάλιψανα εμπούν στα τρίκαλα και τους έδοσαν εξίντα πουνκιά 557 άσπρα και το ψωμί κι έπαψαν (Μηνιαίο Ιουνίου εκδ. Βενετίας 1774)”. 2. “Εδώ κάμνο ενθύμησιν ότι εις τους 1828 οκτωβρίου: 29. όταν ήτον τερβέναγας εις το βιλαέτι του τρικκάλου ο ασλάμπήμης κι ο καπλάμπέης κι ο ρακουμπέης ήτο και τα τρία αδέλφια ήτον από την αλβανιτιάν: κι εμπήκαν τερβεναγάδες κι ήλθεν ο καιρός τους διά να εύγουν από την τιμήν κι αυτή λέγουν ότι δεν ευγένομεν διότι θέλομεν: 170 πουγκία δια να εύγομεν: και ήχαν το ασκέρι558 τους χωρίς λωφέν559 χρόνον καιρόν απλέρωτον κι ήθελαν να το πληρώση το ασχέρι του και τότε πηγένη και πιάνη το κάστρον 560 και συνάζη όλον ληάπηδες έως πόσους να ειπώ έως τεσσαράκοντα χιλιάδες ήτον κι εγέμησεν όλως ο τόπος και τους απόλησε διά να κάνουν ζημιές εις τον κόσμον: και τους λέγη κάνεται οίον θέλεται και αυτή κοντά 554. 555. 556. 557. 558. 559. 560.

Το χαράτσι (κεφαλικός φόρος) των Τρικαλινών, εκείνη την εποχή ήταν 40 γρόσια κατά κεφαλήν. Νομισματική μονάδα του οθωμανικού κράτους. Ένα γρόσι είχε σαράντα παράδες. Πρόκειται για τον αδελφό του Νικολάου Στουρνάρη, το Στέργιο. Το πουγγί ήταν μιά, όχι τυπική, νομισματική μονάδα ίση με 500 γρόσια. Ασκέρι= στρατιωτικό σώμα. Λοφές (ή λουφές)=μισθός. Εννοεί το κάστρο των Τρικάλων.

ωσάν επήραν το ιτζήνη561 και έκαμναν όπως ίξευραν εύγεναν έξω εις το παζάρη οι άνθρωποι και τους έπιαναν και τους ξηπλέτζοναν562 και γρόσια τους έπερναν και εμέ τότε με επήραν ένα φέσιον από την κεφαλήν μου κι πάη. κι έδωκαν οι άνθρωποι γρόσια χιλιάδες 600 κι έως οπού αν δεν τα επήραν δεν εσικόνονταν. (Μηνιαίο Απριλίου εκδ. Βενετίας 1777)” Το πρώτο απόσπασμα αφορά στο Θάνατο του Στέργιου Στορνάρη από τον Κιουταχή Μεχμέτ Ρεσίτ πασά την 12/12/1830. Η δεύτερη ενθύμηση αφορά την απαλλαγή με μεγάλο κόστος για τους Τρικαλινούς της συμμορίας των τριών Αλβανών δερβεναγάδων της περιοχής. Αναγκάστηκαν να δώσουν 600.000 γρόσια για να φύγουν οι Ασλάνμπεης, Καπλάμπεης και Ρακούμπεης μαζί με τον (μάλλον υπερβολικό) στρατό τους. Ακολουθήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Καλούσιος Δημ., “Τρικαλινά Σύμμεικτα ΚΖ΄”, Μετέωρα τ. 59-60, Τρίκαλα 2007, σ. 100.

8. Ο J. J. Bjiörnståhl για το ρόλο της Εκκλησίας στη διατήρηση των αρχαίων τοπωνυμιών “... τα αρχαία τοπωνύμια ή λησμονήθηκαν, η εξαιτίας ορισμένων περιστάσεων χάθηκαν και τη θέση τους την πήρν νέα, όπως είναι φυσικό να συμβαίνει με τις τόσες αναστατώσεις και αλλαγές στο πέρασμα των αιώνων. (...) Δεν πρέπει όμως να παραλείψω εδώ το γεγονός ότι στην εκκλησιαστική ελληνική γλώσσα οι αρχαίες τοπωνυμίες διατηρήθηκαν από τις πρώτες εκκλησιαστικές κοινότητες και διατηρούνται ως σήμερα, πράγμα που μπορεί να υποστηριχθεί για τις περισσότερες αν όχι όλες! (...) οι πατριάρχες, οι μητροπολίτες, οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι, κλπ παίρνουν τους τίτλους τους από την εκκλησιαστική τους περιφέρεια και ανάμεσα στους τίτλους αυτούς σχεδόν καμία νεότερη ονομασία δε βρίσκεται.... Έτσι το αρχαίο όνομα εξακολουθεί να ζει και μετά την εξαφάνιση της πόλης, σαν να λέμε από μοναχό του. Με την καθιέρωση της Εκκλησίας το όνομα αντέχει στο χρόνο και στη λήθη.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.47-8.

9. Ο J. J. Bjiörnståhl στον Τύρναβο “Στην πύλη της πόλης Τύρναβο μας συνέβησαν μερικά δυσάρεστα από τους Αλβανούς ή Αρναούτηδες, που είναι φύλακες και εξετάζουν τους ταξιδιώτες. Όμως αυτά τα εμπόδια τα ξεπεράσαμε με μέσο το μπαξίσι563. Η πόλη είναι αρκετά μεγάλη. Εδώ επισκέφτηκα τον Έλληνα Μητροπολίτη, που έχει εδώ την έδρα του. το όνομά του είναι Μελέτιος. Νέος, ευγενικός και αρκετά μορφωμένος, γενννημένος στο Φανάρι (...) Στην πόλη αυτή υπάρχουν 16 εκκλησίες, καθώς και άλλες δύο έξω, στις μονές. Ο καθεδρικός ναός είναι η μεγαλύτερη. Η μητρόπολη καθώς και η έδρα του μητροπολίτη ήταν προτύτερα στη Λάρισα, αλλά οι Τούρκοι χάλασαν την εκκλησία. Εδώ οι Τούρκοι έχουν 6 μεγάλα τζαμιά, το καθένα με μιναρέ, εξόν από μερικά μικρότερσα. Στην πόλη υποάρχουν πολλά βαφεία, μα οι βαφές είναι νόθες και δε βαστούν πολύ. Την τέχνη αυτή την ασκούν οι Έλληνες. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Έλληνες, και μπορεί κανείς με βεβαιότητα να λογαριάσει 4 Έλληνες σε έναν Τούρκο.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.62-3.

10. Ο J. J. Bjiörnståhl για τα Τρίκαλα “Τα Τρίκαλα είναι μεγάλη πόλη. Έχει 6 τζαμιά με μιναρέδες και 10 μεγάλα τεμένη. Οι Έλληνες 561. Σημαίνει άδεια, εξουσιοδότηση. 562. Ξεμπλετσώνω (θεσσαλικός τύπος ρήματος)=ξεγυμνώνω. 563. Δώρο ή δωροδοκία.

έχουν εδώ 7 εκκλησίες. Οι Τούρκοι είναι περισσότεροι από τους Έλληνες. Στην περιοχή της μητρόπολης των Τρικάλων, μαζί με την πόλη, ζουν 12.000 άτομα, που πληρώνουν χαράτσι, δηλαδή το συνηθισμένο φόρο. Όμως παρόλο που εδώ οι Έλληνες είναι λιγότεροι από τους Τούρκους, αυτοί ωστόσο κυβερνούν τον τόπο με τα χρήματα, Μ' αυτά διορίζουν και παύουν τον Τούρκο αγά ή τοπάρχη. (...) Ωστόσο οι Έλληνες δεν έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν όπλα. Δεν τολμούν να βγουν από το σπίτι με άλλο όπλο εξόν ένα μικρό μαχαίρι, ενώ απεναντίας οι Τούρκοι έχουν την ελευθερία να κάνουν χρήση κάθε είδους όπλου. Στην πόλη υπάρχουν και Εβραίοι, αλλά λίγοι και φτωχοί, τόσο που ούτε ραββίνο δεν μπορούν να έχουν. Σχεδόν κανένας Φράγκος δεν είναι εγκαταστημένος εδώ. (...) Τα Τρίκαλα, είναι τόπος νοσηρός, τόσο από την άποψη του αέρα, όσο και από την άποψη του νερού και της τροφής. Για το λόγο αυτό οι κάτοικοι βρίσκονται στην ανάγκη το καλοκαίρι να πηγαίνουν στην εξοχή, αν θέλουν να αποφύγουν τις αρρώστιες. Ο Έλληνας ιεράρχης (των Τρικάλων)... το όνομα αυτού του σοφού ανθρώπου είναι Αμβρόσιος Τρικκίου, όπως ο ίδιος υπογράφει, γιατί Τρίκκη είναι το αρχαίο όνομα των Τρικάλων. (...) Η συζήτηση πέρασε στην οδυνηρή κατάσταση της χώρας. Οι Αρβανίτες παίρνουν τώρα από την πόλη αυτή 10μ πουγγιά ή 10.000 πιάστρα. Κοντά σ' αυτό οι κάτοικοι είναι υποχρεωμένοι κάθε εξάμηνο να πληρώνουν το δερβέναγα, 10 πουγγιά, εξόν από τους διάφορους άλλους μόνομους εκβιασμούς. (...) Την άλλη μέρα μετά την άφιξή μου στα Τρίκαλα στις μί ατο απόγευμα, ή στις 7, σύμφωνα με την τουρκική ώρα, κατάφτασαν και οι Αρναούτες564. Ήταν καμιά τριακοσαριά, καβάλα στ' άλογα. (...)” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.66-9.

11. Ο J. J. Bjiörnståhl στην Καλαμπάκα “... Περάσμε τον Πηνειό. Το ποτάμι εδώ ήταν αρκετά στενό και λιγόβαθο ...Ύστερα από τρισήμιση ώρες καβάλα φτάσαμε στο ελληνικό χωριό Σταγοί, που οι Τούρκοι το λένε Καλαμπάκ, και όπου υπάρχουν δέκα χριστιανικές εκκλησίες, όμως κανένα τζαμί. Επίσκεψη στην έδρα του μητροπολίτη 565, όπου με μεγάλο κόπο μπορεί κανείς εδώ να σκαρφαλώσει. Τέτοια δυσκολοπρόσιτα οικήματα πρέπει να χτίζουν οι Χριστιανοί του τόπου, για να έχουν την άνεσή τους.... Ο μητροπολίτης απουσίαζε. Εξαιτίας των Αλβανών είχε αναγκαστεί να καταφύγει σε πιο ασφαλισμένο μέρος, στη μονή του Αγίου Στεφάνου. Στη θέση του ιεράρχη με δέχτηκε όμως και με φιλοξένησε ο δάσκαλος Δημήτρης, άνθρωπος με ευρύτερη μόρφωση απ' όσο είχα υποθέσει. Ο δάσκαλος γνώριζε αρκετά καλά τη φιλολογική Ελληνική. Άλλωστε η καταγωγή του ήταν Βλάχος από τα Γρεβενά. Με ξενάγησε στη μητρόπολη. Από έξω υπάρχουν διάφορες αρχαίες και νεότερες επιγραφές.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σ. 71.

12. Ο J. J. Bjiörnståhl στον Άγιο Στέφανο των Μετεώρων “... Η πνευματική κοινότητα, που εδώ ζει χωρίς δεσμούς με τον υπόλοιπο κόσμο, έχει ωστόσο με τον καλύτερο τρόπο φροντίσει για τις ανέσεις της ζωής. Έτσι τίποτε δεν λείπει στο στενόχωρο τούτο μέρος, αποθήκες, σταύλοι, κ.α. εξόν βέβαια απ' τα κελλιά. Εδώ είναι φυτεμένα διάφορα δέντρα, όπως δάφνη, δαμασκηνιές και κερασιές. Μάλιστα έχουν ανοίξει τόπους για περίπατο αν και μικροί. Σε πιάνει ζάλη σαν κοιτάξεις γύρω. Έξω από την κινητή γέφυρα, πάνω στο βράχο είναι χαραγμένη 564. Ένα από τα πολλά ονόματα με τα οποία αποκαλούνταν οι Αλβανοί. (Αρναούτες, Αρβανίτες Σκιπετάρηδες, κ.α.) 565. Εννοεί επισκόπου.

επιγραφή, από την οποία βγαίνει ότι η Μονή ιδρύθηκε από κάποιον Ιερεμία το 6001 από κτίσεως κόσμου, δηλαδή το 493 μ.Χ. ... όμως από το είδος των ψηφίων έκρινα ότι δεν μπορεί να είναι τόσο παλιά566. ... Εδώ υπάρχει ένα καμένο οίκημα, που είχε τέσσερα δωμάτια. Επισκέφτηκα τη βιβλιοθήκη της Μονής, που αυτή ιδιαίτερα με τράβηξε εδώ πάνω, όμως δεν είχε τίποτα αξιόλογο, εκτός από κάποιο χειρόγραφο με τον τίτλο: “Επιστολή περιέχουσα ιατρικά θεωρήματα και περί διαίτης”. Τη γραφή αυτή την έγραψε ο γιατρός Ιωάννης Ζαχαρίας για τον Ιωσήφ Βρυέννιο (...) Εξέτασα ακόμα κάποιο χειρόγραφο σε μεγάλα φύλλα περγαμηνής, που περιέχει μέρος από την Καινή Διαθήκη και ανήκε στον επίσκοπο Σταγών που ανάφερα παραπάνω. (...)” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.75-6.

13. Ο J. J. Bjiörnståhl στο Μεγάλο Μετέωρο “Πέρασα τα μοναστήρια Ρουσάνου και Βαρλαάμ και πήγα στη Μονή Μεγάλο Μετέωρο, που είναι η πιο ξακουστή απ' όλα αυτά τα ασκητήρια. Για να ανεβείς στο βράχο αυτό χρησιμοποιείς κι εδώ δύο μέσα, το δίχτυ ή τις σκάλες. Έστειλα πρώτα τις αποσκευές μου κι εγώ ακολούθησα κατόπιν. Σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά της ώρας ήμουν πάνω. Το ύψος εδώ δεν είναι μεγαλύτερο από 23 οργυές, δηλαδή μικρότερο από το βράχο της Αγίας Τριάδας, που είναι τριάντα οργυές. Στο Μεγάλο Μετέωρο το μισό ύψωμα είναι ένας κάθετος πύργος τοποθετημένος στο βράχο, ενώ στην Αγία Τριάδα είναι όλο το ύψωμα απότομος βράχος. Όταν βρίσκεσαι πάνω στο Μεγάλο Μετέωρο, έχεις τη Μονή Βαρλαάμ στα αριστερά σου, πολύ κοντά, σχεδόν πλάι σου, πάνω σε ένα φοβερό μονοκόματο βράχο. Κατά το 566. Πραγματικά η Μονή κτίστηκε πιθανόν τον 14ο αιώνα.

Νότια, η μονή του Αγίου Νικολάου πάνω σε ένα μοναχικό βράχο ακριβώς πιο κάτω. Και πλάι στον Άγιο Νικόλαο φαίνονται τα ερείπια της Μονής του Τιμίου Προδρόμου. (...) Ο ηγούμενος της μονής πατήρ Παρθένιος, με υποδέχτηκε με όλη την ευγένεια και με αγκάλιασε. (...) Με συνόδεψε πρώτα να επισκεφτώ την εκκλησία, που είναι ωραία και πολύ μεγάλη για να κτιστεί πάνω σε τέτοιο βράχο. Από έξω, πάνω σε δυο πέτρες, μια επιγραφή φανερώνει ότι ο ναός αυτός οικοδομήθηκε το έτος 7053, δηλαδή στα 1545 μ.Χ. Εδω βρίσκεται μεγάλη εικόνα της Παρθένου Μαρίας (οι Έλληνες την ονομάζουν Παναγία) με το Θείο Βρέφος. Η εικόνα αυτή είναι χρυσωμένη, δώρο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Παλαιολόγου. (...) Στο Μοναστήρι αυτό υπάρχουν 15 ιερομόναχοι και άλλοι τόσοι ιδιώτες ή λαϊκοί. (...) Στις 9 Απριλίου έκαμα ένα γύρο έξω στο βράχο, που παντού είναι καταπράσινος. Είδα καμιά εικοσαριά πρόβατα να βόσκουν πάνω στο βουνό αυτό, όπου βλέπει κανείς δέντρα απ' όλα τα είδη.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.81-2.

14. Ο J. J. Bjiörnståhl στην Ι.Μ. Βαρλαάμ “Μπήκα στο δίχτυ και χρειάστηκαν γύρω στα 5 λεπτά της ώρας για να με ανεβάσουν. Ενώ βρισκόμουν μετέωρος, είδα τον υπηρέτη μου που με είχε συνοδέψει από το Μεγάλο Μετέωρο να σκαρφαλώνει στην κρεμαστή σκάλα δίπλα στο δίχτυ, όπου ήμουνα κουλουριασμένος. Μου μίλησε και του αποκρίθηκα. Ζάλη σε έπιανε βλέποντας πως ο άνθρωπος αυτός κρεμότανε στη σκάλα567. Ο ηγούμενος της Μονής, πατέρας Ανατόλιος, που είναι και σκευοφύλακας και ο βιβλιοθηκάριος, με υποδέχτηκαν με όλη την ευγένεια. Εδώ υπάρχουν δύο Ναοί. Ο αριθμός των μοναχών δεν ξεπερνάει τους 9 ή 10 και όλοι οι άνθρωποι που ζουν στο βράχο ετούτο πάνω δεν ξεπερνούν τα 24 άτομα, μαζί με τους υπηρέτες της Μονής. Από την ίδρυσή της καμιά γυναίκα δεν έχει ανεβεί εδώ πάνω. Ούτε στο Μετέωρο. Ο ηγούμενος με συνόδεψε στον ένα Ναό, που δεν είναι τόσο μεγάλος όσο του Μετεώρου, όμως πολύ ωραιότερη. Έχει δυο μικρούς ωραίους θόλους και είναι αρκετά φωτενή. Παντού μέσα βλέπεις τοιχογραφίες, που είναι στο γούστο του τόπου, χωρίς προοπτική και χωρίς σκιόφως. Η Μονή του Βαρλαάμ χτίστηκε το 7044 από κτίσεως κόσμου, που αντιστοιχεί με το 1535 μ.Χ., όπως αναφέρει επιγραφή σε πέτρα, που βρίσκεται κοντά στην ανέμη, με την οποία σε ανασέρνουν. (...) Έπειτα επισκέφτηκα κάποιο μητροπολίτη, ή αρχιεπίσκοπο, που ζει εδώ εξόριστος. Τον έστειλε εδώ η Πύλη πριν από τρία χρόνια, εξαιτίας των ραδιουργιών μερικών Ελλήνων, το όνομά του είναι Γεράσιμος. (...) ήταν επίσκοπος της Ράσκας της Μοισίας ή Σερβίας. (...)” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.92-3.

15. Ο J. J. Bjiörnståhl στην Ι.Μ Δουσίκου. Περιγραφή της λεηλασίας της Μονής απ' τους Αρβανίτες “Η Μονή του Δούσκου βρίσκεται στην περιφέρεια της μητρόπολης Τρικάλων, ή σωστότερα στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη Λαρίσης. Όμως όλα τα μοναστήρια των Μετεώρων καθώς και του Βυτουμά υπάγονται στη δικαιοδοσία του επισκόπου Σταγών. (...) Μου είπαν, ότι στη μονή μένουν γύρω στα 80 πρόσωπα, από τα οποία 30 ως 40 μοναχοί. Όπως στο Μετέωρο και στου Βαρλαάμ, οι γυναίκες αποκλείονται από τούτη την κατοικία. Πριν από 8 χρόνια η μονή λεηλατήθηκε από τους Αρβανίτες. Οι ρέμπελοι ήταν γύρω στις πέντε χιλιάδες. Με ξύλινα μηχανήματα άνοιξαν τον πύργο και το τείχι και μπήκαν στο μοναστήρι, όπου έμειναν είκοσι μέρες. Άρπαξαν τα πάντα, ως και τα στολίδια της εκκλησίας και χάλασαν ακόμα και σπίτια, ζητώντας να βρουν κρυμμένους θησαυρούς. Με λίγα λόγια κατάστρεψαν τα πάντα εξόν από την εκκλησία. Πήραν μάλιστα και πολλά χειρόγραφα, για να τα 567. Επρόκειτο για σχοινένια ανεμόσκαλα.

πουλήσουν σε άλλα μοναστήρια. Μερικά τα χρησιμοποίησαν για να γεμίσουν φισέκια κλπ. Όλοι οι μοναχοί είχαν φύγει και κρύφτηκαν στα αμπέλια. (...) Από κάποια επιγραφή, που βρίσκεται στην εκκλησία, φαίνεται ότι το κτίσιμό της πρέπει να τελείωσε το 7066, ή 1558 μ.Χ. Τα πρώτα θεμέλια της Μονής τα έβαλε ο όσιος Βησσαρίωνας που γεννήθηκε κοντά στις Θερμοπύλες και αργότερα έγινε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης568. (...) Οι Αρβανίτες άρπαξαν από τη Μονή πέρα από 1500 οκάδες μόνο χάλκινα σκεύη. Η Μονή πληρώνει ετήσιο φόρο 11 πουγγιά. Παρατήρησα ότι εδώ οι μοναχοί τηρούν τους μοναστικούς κανόνες περισσότερο παρά στα άλλα μοναστήρια που πέρασα. Η εκκλησία τους είναι η μεγαλύτερη και η ομορφότερη από όσες είδα στη χώρα αυτή. (...)” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.104-6.

16. Ο J. J. Bjiörnståhl περιγράφει χωριά της διαδρομής Τρίκαλα-Λάρισα “(...) Αναπαυτήκαμε καμια-δυο ώρες στο χωριό Κλοκοτό, περίπου τέσσερις ως πέντε ώρες δρόμο από τα Τρίκαλα. Οι Τούρκοι το ονομάζουν και Μπακλαλί. Εκεί είδαμε μια κατεστραμένη εκκλησία (...). Έπειτα περάσαμε από τον ίδιο δρόμο, που ακολουθεί το Σαλαμβριά και που είχα περάσει, ότν ήλθα από τον Τύρναβο, αλλά τώρα αφήσαμε το Ζάρκο αριστερά. Το βράδυ κονέψαμε στο χωριό Κουτσόχερο, στο απίτι ενός Τούρκου σούμπαση569. Όταν αντίκρυσα την ελληνική εκκλησία του χωριού, κατάπληξη δοκίμασα βρίσκοντας διάφορες πέτρες, σκαλισμένες με αρχαίες ελληνικές επιγραφές, που κανένας άλλος δεν ανέφερε ως τώρα. (...) Ο παπάς, ένας αγαθός γέροντας, με κάλεσε να με φιλοξενήσει στο σπίτι του. όμως εγώ έμεινα στο παλιό μου κονάκι. (...) Στις 2 Ιουνίου συνέχισα το ταξίδι μου για το χωριό Αλήφακα570, μισή ώρα δρόμο από το Κουτσόχερο. Ο καλός Έλληνας ιερέας με συνόδεψε στην εκκλησία κι όπου αλλού βρίσκονται επιγραφές. Κατά το βράδυ έφτασα στο Παλαιόκαστρο, που βρίσκεται μισή ώρα δρόμο απ' το χωριό, πάνω στο βουνό. (...) Ήταν πρώτη φορά που ο συνοδός μου, ο Έλληνας παπάς, είδε αυτό το παλιό καστρί. Τόση άγνοια έχει ο κόσμος εδώ. (...) στις 3 του Ιουνίου αφήσαμε το χωριό Αλήφακα, που από τους Τούρκους ονομάζεται Κιουτσούκ Κουντουλάρ571, και περνώντας μέσα από το χωριό που οι Τούρκοι το ονομάζουν Ακμπονάρ 572, πήγαμε σε ένα άλλο χωριό, το Χατζηλάρ573, (..) Μισή ώρα από τη θέση όπου βρισκότανε η αρχαία Λάρισα, αλλά τρεις ώρες από τη σημερινή. Εδώ είδα αμέτρητους πελαργούς, τουρκικά leilek (...) Στην εκκλησία του χωριού βρήκα μερικές επιγραφές. Από το δάπεδο της εκκλησίας βγάλαμε μια άσπρη μαρμάρινη πλάκα, τη μεταφέραμε έξω στο φως της ημέρας και την πλύναμε με ζεστό νερό. (...) Όλες αυτές οι μαρμαρόπετρες είναι παρμένες από την αρχαία Λάρισα574. Εδώ υπάρχουν και δυο-τρία αγάλματα, καμωμένα με πολλή τέχνη. (...) Κατά το βράδυ πήγα εκεί όπου η αρχαία Λάρισα υπήρχε και σήμερα λέγεται Παλιολάρσα575, μισή ώρα νότια από το χωριό. Από εδώ φαίνεται η Γενή Σεχήρ, ή η Νέα Λάρισα, που βρίσκεται τρεις ώρες δρόμο μακριά. (...) Εδώ υπάρχουν και μερικοί τάφοι από την εποχή της ειδωλολατρείας, κι ανάμεσα στά άλλα ξεχώρισα μια σρκετά μεγάλη λάρνακα, τοποθετημένη σε λακούβα, αλλά χωρίς καπάκι. (...)” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.112-115.

17. Ο J. J. Bjiörnståhl στα χωριά των Τεμπών, το Κάστρο της Ωριάς και το Ομόλιο 568. Εδώ κάνει λάθος ο περιηγητής. Ο Άγιος Βησσαρίων γεννήθηκε στο Δούσικο Τρικάλων και διετέλεσε επίσκοπος Σταγών και Μητροπολίτης Λαρίσης. Το μοναστήρι του Αγίου Βησσαρίωνα ιδρύθηκε μεταξύ των ετών 1515 και 1522. 569. Σούμπασης ήταν ο αντιπρόσωπος του τιμαριούχου-τσιφλικά της περιοχής. 570. Κάστρο Λάρισας. 571. Αυτή η ονομασία δε διασώζεται σε άλλες πηγές. Όμως το γειτονικό χωριό Λουτρό, ονομαζόταν Ασιντουκλάρ 572. Άγνωστος οικισμός. Ίσως να υποννοεί την Κοιλάδα (Αμαρλάρ) ή το Μαυροβούνι (Ταουσάνη) ή ο Αργυρόμυλος 573. Χατζηλάρ έιναι ο Κραννώνας (η αρχαία Κραννών και όχι η παλαιά Λάρισα όπως πίστευαν αρκετοί περιηγητές. 574. Το σωστό από την αρχαία πόλη Κραννών. 575. Εννοεί τον μισοδιαλυμένο και αφύλακτο σήμερα αρχαιολογικό τόπο της Κραννώνος.

“Στις 10 Ιουνίου έφυγα από τη Λάρισα, για να μεταβώ στα αρχαία Τέμπη της Θεσσαλίας. (...) Το μέρος αυτό της Όσσας ονομάζεται Καράβουνο, δηλαδή Μαυροβούνι. Έπειτα όδεψα κατά βόρεια στο μπογάζι, δηλαδή στο στενό ανάμεσα Όλυμπο και Όσσα. Στο δρόμο παντού πτώματα από σφαγμένους Αρβανίτες. Θέαμα φρικτό. Τα πτώματα ήταν πρησμένα και τα σκυλιά και άλλα ζώα είχαν φάει από τα σωθικά τους. Τα κεφάλια τους τα είχαν πάρει και τα είχαν στείλει στην Κωνσταντινούπολη. Πέρασα πολλά χωριά κι από τις δυο πλευρές του δρόμου. Είναι κατοικημένα από Τούρκους576, αρκετά πολυάνθρωπα. Μερικά έχουν ως χίλια σπίτια. Τα χωριά αυτά, που βρίσκονται στα πόδια των βουνών, δίνουν πάνω από πέντε χιλιάδες γενίτσαρους. Το βράδυ έφτασα στο χωριό Μπαμπά 577, κοντά στον ποταμό Σαλαμβριά, πέντε ώρες ταξίδι από τη Λάρισα. Οι κάτοικοι είναι Τούρκοι και λίγοι Έλληνες, που είναι βαφιάδες και ανήκουν στην εταιρεία από τα Αμπελάκια. (...) Επισκέφτηκα όλο το χωριό καθώς και το χάνι ή πανδοχείον, που ο Μελέτιος αναφέρει στη Γεωγραφία του.(...) Το χάνι αυτό είναι χτισμένο από κάποιον Κωνσταντινουπολίτη αρχιτέκτονα, και δώδεκα τουρκικά χωριά έχουν συμβάλει στην οικοδομή. Έπειτα μπήκα στο τζαμί, όπου κοντά στην κόγχη παρατήρησα μερικές ζωγραφιές πάνω σε χαρτί, φερμένες εδώ από τη Μέκκα. Εκεί είδα τα ονόματα με τους πρώτους χαλίφες. Ύστερα από μιας ώρας ταξίδι έφτασα στα Αμπελάκια, ελληνικό χωριό του Κισσάβου, που συναπαρτίζεται από 300 σπιτια και 5 εκκλησίες. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους είναι βαφιάδες και βάφουν κόκκινα βαμβακερά νήματα. (..) Εδώ υπάρχουν εύποροι έμποροι, κοινωνικά πιο προοδευμένοι από τους υπόλοιπους Έλληνες. Τα τρόφιμα είναι αρκετά ακριβά, ιδιαίτερα το ψωμί, που στοιχίζει 7 παράδες η οκά, και τούτο από τη μια μεριά ένεκα του χειμώνα που μας πέρασε, από την άλλη ένεκα της δυσκολίας μεταφοράς με τα ζώα, αλλά ως κάποιο βαθμό και εξαιτίας των Αλβανών που εξάντλησαν τα τρόφιμα. (...) Οι Αμπελακιώτες έχουν προσλάβει γιατρό τον Νικολή Περήνη από την Κεφαλλονιά, Βενετό υπήκοο, αλλά παντρεμένο στο Βόλο, με αμοιβή 500 πιάστρα για τη χρονιά αυτή. (...) Στις 27 Ιουνίου με πολλή λύπη έφυγα από τα Αμπελάκια όπου με τόση ευγένεια με φιλοξένησαν. (...) Για να επισκεφθώ κάποιο αρχαίο κάστρο, πέρασα με άθλια περαταριά στην απέναντι όχθη του ποταμού. Άφησα δεξιά το τουρκικό χωριό Μπαλαμούτ578. Ανάμεσα σ' αυτό και σε κάποιο άλλο που λέγεται Δερελί579, βρίσκεται ένα κάστρο ή μάλλον τα χαλάσματά του. λένε πως είναι το αρχαίον Λυκοστόμιον580, από το οποίο έχει πάρει τ' όναμά της η επισκοπή των Τεμπών, γιατί ο δεσπότης έχει τον τίτλο: Επίσκοπος Πλαταμόνης και Λυκοστομίου.(..) Στο τουρκικό νεκροταφείο βρήκα κάμποσες στήλες γεμάτες ελληνικές επιγραφές, που οι Τούρκοι ασφαλώς τις έχουν φέρει από το Λυκοστόμιο για τους τάφους τους.Εκεί υπήρχαν και πολλά ανάγλυφα. Μα οι Τούρκοι είχαν χώσει τις μορφές μέσα στη γη κι είχαν κομμένες τις κεφαλές τους. (...) Από εδώ πήγα στο χωριό Δερελί, όπου στάθηκε αδύνατον να αγοράσω ψωμί. Τέτοιοι είναι οι Τούρκοι και η τάξη τους. Στο χωριό με τετρακόσια σπίτια δεν υπάρχει ούτε ένας ψωμάς. Γύρισα από τον ίδιο δρόμο στο Μπαμπά, που απέχει μια ώρα από κει. Στο δρόμο είδα πλήθος αφάνταστο ακρίδες κοκκινόχρωμες που κατέτρωγαν τα τρυφερά μπαμπακόφυτα. Σε κάμποσα μέρη είχαν σπείρει σουσάμι πλάι στο μπαμπάκι. Από το σουσάμι βγάζουν λάδι, που το χρησιμοποιούν στα λυχνάρια. Ρίχνουν και σουσαμόσπορο μέσα στο άσπρο ψωμί, που οι Τούρκοι το λένε σιμίτ. (...) Εδώ, κοντά στην όχθη του ποταμού υπάρχει βρύση, που τη λένε Χουνκιασού, δηλαδή βασιλικό νερό. Κατέβηκα να δροσιστώ. Το νερό ήταν κρύο σαν πάγος. Πάνω στον Κίσσαβο ήταν τα τείχη κάποιου κάστρου581, που το έβλεπα με το κυάλι. Είδα κι έναν τούρκικο τάφο.Οι αμαξάδες είπαν, ότι εκεί ήταν θαμμένη η γυναίκα κάποιου ρήγα.(...) ύστερα ο δρόμος ανηφορίζει ακόμα πιο πάνω κια από μακριά αγνάντεψα τον κόλπο της Θεσσαλονίκης. Έπειτα κατέβηκα πλησιάζοντας πάλι τον Πηνειό. Κόνεψα στο μικρό άθλιο αγρόκτημα Λασποχώρι582, ύστερα από τρεις ώρες δρόμο από το Μπαμπά.” J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.120-3, 132,3, και 134-7.

576. Τα λεγόμενα Κονιαροχώρια. 577. Τέμπη. 578. Ιτέα σήμερα. 579. Γόννοι σήμερα. 580. Προφανώς είναι το κάστρο των αρχαίων Γόννων. Η θέση του Λυκοστομίου δεν έχει ακόμη ταυτοποιηθεί. Άλλοι λένε ότι βρισκόταν στα Τέμπη, άλλοι στο κα΄στρο της Ωριάς και άλλοι στην περιοχή Διαβατού- Πυργετού. 581. Είναι το Κάστρο της Ωριάς απέναντι περίπου από την Αγία Παρασκευή. 582. Ομόλιο.

18. Ο J. J. Bjiörnståhl στην περιοχή του Κισσάβου και της Αγιάς “Στις 14 Ιουνίου ανέβηκα μαζί με το γενίτσαρό μου στην κορυφή της Όσσας. Η θέα ήταν πολύ ωραία προς τον Όλυμπο και τα Τέμπη. Περάσαμε από κάμποσα χωριά κι ύστερα από 5 ώρες ταξίδι με φοβερή ζέστη φτάσαμε στο τουρκικό χωριό Ντεϊρμέν Ντερεσί, όπου ρωτήσαμε να μάθουμε για την περίεργη σπηλιά και την πέτρα με την επιγραφή, που έπρεπε να βρισκόταν εκεί κοντά. Όμως οι Τούρκοι δεν είχαν ιδέα για όλα αυτά. (...) Το ταξίδι συνεχίστηκε ως το Μπουσγούτς, χριστιανικό χωριό αλλά χωρίς εκκλησία. (...)Στις 15 Ιουνίου είχα πυρετό και κοιμήθηκα σχεδόν όλη τη μέρα. Μη βρίσκοντας άλογα, βρέθηκα στην ανάγκη να οδέψω ως το άλλο χωριό, Ορμάν Τσιφλίκ583. Παρόλη την αδυναμία που είχα, πήγα ωστόσο να δω κάποιο ερηπωμένο χωριό, που λέγεται Κασαμπάλ584. Εκεί υπάρχουν μερικά τείχη αλλά καμιά επιγραφή. Το μέρος αυτό ερειπώθηκε γιατί έλειπε το νερό. (...) Στις 17 Ιουνίου συνέχισα το ταξίδι μου για το Καστρί ή Παλιόκαστρο. (...) Οι Τούρκοι το λένε Καστρίτσκιοϊ585 ή Κεσσερίτσκιοϊ. Βρίσκεται πάνω σε μεγάλο ύψωμα κι από τα τείχη φαίνεται ότι χωρίς αμφιβολία κρατάει από την εποχή των αρχαίων Ελλήνων 586.Εκεί πάνω βρίσκονται δυο στέρνες, αλλά καμιά επιγραφή. Έχουν κτίσει και μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. (...) Έπειτα περάσαμε από το ελληνικό χωριό Ντεσέν587, τουρκικά Μπουγιούκ-κιοϊ, που έχει εκατό σπίτια και τέσσερις εκκλησίες. Φεύγοντας από το χωριό αυτό περάσαμε έναν κάμπο588, που σε ομορφιά ξεπερνάει τα Τέμπη. Ύστερα από μιας ώρας ταξίδι φτάσμε στο ελληνικό χωριό Γένιτσα 589, που βρίσκεται στα πόδια του Κισσάβου. Είναι αρκετά μεγάλο, έχει 400 σπίτια και οχτώ εκκλησίες. Ο πληθυσμός υπολογίζεται με περίπου πέντε άτομα το κάθε σπίτι, δηλαδή γύρω στις δυο χιλιάδες. Εμπορεύονται μετάξι, βαμβάκι, σιτάρι,κ.α. Αναπαύτηκα τη νύχτα εδώ, και στις 18 Ιουνίου πήγα να δω τη Μονή Πανταλέων 590, μισή ώρα δρόμο από δω. Η εκκλησία είναι αρκετά μεγάλη και ωραία, με θόλο που κάποτε ήταν σκεπασμένος με μολύβι, αλλά οι Τούρκοι το έχουν αφαιρέσει.(...) Στις 19 Ιουνίου άφησα τη Γένιτσα, ανεβαίνοντας τον Κίσσαβο. Περάσαμε από διάφορα χωριά, ενώ η θέα άνοιγε όλο και πιο πολύ. Κόνεψα σ' ένα μοναστήρι, που βρίσκεται σε κάποιο φαράγγι του βουνού. Το μοναστήρι λέγεται Παναγία της Γεννέσεως591και έμεναν εκεί 5 ως 5 καλόγεροι. Μέσα η εκκλησία έλμπε από χρυσάφι. Όμως κανένα χειρόγραφο. Το ταξίδι συνεχίστηκε στο χωριό Σεϊλίτσανη592, δυόμισι ώρες δρόμο. Βρίσκεται πάνω στο βουνό, έχει 300 σπίτια και 4 εκκλησίες καθώς άλλες 4 έξω στα περίχωρα. Οι κάτοικοι είναι χειροτέχνες. Η θέα πανοραμική. Βλέπεις τη θάλασσα και το Άγιον Όρος, ακόμα και τη λίμνη Κάρλα Σου και τον καμπο της Λάρισας. (...) Στις 20 Ιουνίου συνέχισα την ανάβαση στο βουνό. Περάσαμε ακριβώς από την κορυφή, που έχει σχήμα κώνου. Είναι το καθαυτό μέρος του βουνού που λέγεται όσσα και οι νεώτεροι Έλληνες το ονομάζουν Κίσσαβο. Οι Τούρκοι το λένε Σιβρί νταγ.(...) Ύστερα από δυο ώρες φτάσμε στο χωριό Σπηλιά, όπου βρίσκονται πολλά σπήλαια και πολλές βρύσες με δροσερό νερό. J. J. Bjiörnståhl Το οδοιπορικό της Θεσσαλίας 1779, μτφρ. Μεσεβρινός, εκδ. “Τα τετράδια του Ρήγα”, α΄ έκδοση, Θεσ/κη, 1979, σσ.127-130.

19. Ο David Urguhart στο Μάτι Τυρνάβου και την Τσαριτσάνη 583. Τέτοιος οικισμός εμφανίζεται μόνο στηνπεριοχή του Τυρνάβου (Δασοχώρι). Εδώ αναφέρεται προφανώς σε κάποιο δάσος που ήταν τσιφλίκι και ίσως είχε ένα-δυο οικήματα. Το ίδιο θα ισχύει και για τους οικισμούς που αναφέρει νωρίτεα: Μπουσγούτςκαι Ντεϊρμέν Ντερεσί. 584. Προφανώς αναφέρεται στη Χασάμπαλη, διαλυμένο οικισμό στο ομώνυμο ύψωμα πίσω από το Ομορφοχώρι. 585. Πρόκειται για το Καστρί Αγιάς. 586. η αλήθεια είναι ότι η οχύρωση είναι των Βυζαντινών Χρόνων. Δες σχετ. το Γ΄τόμο της σειράς: Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία. 587. Δέσιανη ή Αετόλοφος. 588. Το Δώτιον πεδίο της Αρχαιότητας. 589. Αγιά. 590. Εννοεί την Ι. Μ. Αγίου Παντελεήμονος. 591. Γενεθλίου της Θεοτόκου. 592. Στο πρωτότυπο: Seilitschane. Είναι η Ανατολή της Αγιάς.

“(...) Φτάσαμε στους πρόποδες του Ολύμπου, στο Κεφαλόβρυσο (Μάτι) 4 ή 5 μίλια από τον Τύρναβο, τα πεντακάθαρα νερά του οποίου, ασφαλώς θα έχουν πολύ συνεισφέρει στην ομορφιά των βαφών της περιοχής. Καθίσαμε στην καταπράσινη γη κάτω από ένα αιωνόβιο πλατάνι, δίπλα στην πηγή που ανάβρυζε. Ο βράχος που κρέμεται πάνω από τον Τύρναβο συναντά εδώ το γρανιτένιο Όλυμπο. Στα βόρεια, κάτω από την ένωσή τους, ακριβώς στο κέντρο της γωνίας, την οποία σχηματίζει η αλυσίδα, είναι το χωριό Μάτι593. (...) Μπαίνοντας στην Τσαριτσάνη, μου φάνηκε πως αυτή είχε ξεφύγει από την εικόνα της ερήμωσης. Κι όμως, πουθενά αλλού δε συνάντησα τόση μιζέρια, θύμα της οποίας υπήρξε αυτή η χώρα, να διαγράφεται με τόσο εντυπωσιακό τρόπο. Ο συνοδός μου είχε μεγαλώσει πηγαίνοντας εδώ στο σχολείο αλλά δεν ξαναγύρισε ποτέ τα τελευταία 12 χρόνια. (...) Τώρα αναγνώρισε τον υπηρέτη ενός παλιού του φίλου, του οποίου ολόκληρη η κατοικία έχει εξαφανιστεί, ύστερα έναν πατέρα, του οποίου τα παιδιά δεν υπήρχαν πια. Μετά σταμάτησε σε κάποια τοποθεσία όπου κάποτε ήταν μερικές επαύλεις. (...) Η Τσαριτσάνη, μολονότι φαίνεται τόσο κατεστραμμένη, είναι ίσως το τελευταίο μέρος σ' αυτήν την κατάσταση πάνω στον Όλυμπο. Το καλαμπόκι πρέπει να φυτευτεί και τα αμπέλια θέλουν πολλή δουλειά ενώ οι μουριές βγάζουν αδιάκοπα φύλλα. Το μικρό σκουλήκι του μεταξιού μεγαλώνει γρήγορα. Το μετάξι μεταφέρεται και κρύβεται εύκολα. Είναι έτοιμο για πούλημα. Είναι σαν να έχεις τα χρήματα στο χέρι. David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, δεύτερο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η.,σσ. 126-8.

20. Ο David Urguhart για τα χωριά του Πηλίου

“(...) στα βράχια του Πηλίου, τα σκεπασμένα από τις φυλλωσιές, βρίσκονται φωλιασμένα τα 24 χωριά της Μαγνησίας, τα οποία χωρίζονται σε δυο ομάδες: 14 χωριά ονομάζονται βακούφια και 10 χάσια. Η Μακρινίτσα είναι η έδρα του διοικητή και του μποσταντζή από την Κωνσταντινούπολη. Όλα τα γειτονικά χωριά έχουν να που πολλά για το αυταρχικό πνεύμα του. η άλλη ομάδα των χωριών, τα Χάσια, είναι υπολείμματα των “ζυγοκέφαλων594”, που καθιέρωσε ο Ιουστινιανός και διατήρησε η τουρκική διοίκηση. Μολονότι δεν απαρτίζουν ένα σώμα, όπως τα βακούφια, προστατεύονται απ' αυτά κι έχουν αφομοιωθεί από κάθε άποψη. Σε κάθε χωριό οι προεστοί έχουν έναν Τούρκο που ενεργεί ως κλητήρας. Πληρώνουν ανάλογα με το φόρο που τους καταλογίζουν αντί για χαράτσι. Όσον αφορά την πολιτική διοίκηση, νόμος είναι τα έθιμα και δεν απαιτούν τίποτα παραπάνω καθώς οι προεστοί τους θα έπρεπε και συνήθως εκλέγονται ελεύθερα.(...) Δεν υπάρχουν δυσκολίες προερχόμενες από τη δικαστική διαδικασία μια και οι προεστοί είναι και δικαστές. (...) Η περιοχή της Μαγνησίας σίγουρα δεν έχει συνέλθει από τις καταστροφές που υπέστη πριν επτά χρόνια595. Υπάρχουν ακόμα ερείπια και ακατοίκητα σπίτια. Πάντως επικρατούσε μια ατμόσφαιρα καλοπέρασης, χαράς και ευκολίας. Τα όμορφα πέτρινα σπίτια φαίνονταν πολύ πλούσια και άνετα σε σύγκριση με τα πλίνθινα της πεδιάδας. Οι κάτοικοι ήταν όλοι καλοντυμένοι και φαίνονταν μια θαυμάσια και υγιής φυλή. Η Μακρινίτσα έχει μερικές συνοικίες και 1300 σπίτια, ο Βόλος (όχι το κάστρο) στους πρόποδες του λόφου 700 και η Πορταριά, το κυριότερο χωριό των Χασίων, που απέχει 3 μόνο μίλια από τη Μακρινίτσα 600. Τα σπουδαιότερα από τα υπόλοιπα χωριά είναι: η Δράκεια, με 600 σπίτια, ο Άγιος Λαυρέντιος με 400, οι Μηλιές με 300, η Αργαλαστή με 400, η Τσαγκαράδα με 400 και στην άκρη του ακρωτηρίου που περικλείει τον κόλπο, το Τρίκερι με 550 σπίτια. Τα σημαντικότερα εξαγόμενα προϊόντα είναι: λάδι,μετάξι, αποξηραμένα φρούτα, θαυμάσια κεράσια και εύγευστο μέλι (...) χάρη στο ποικίλο υψόμετρο έχουν φρούτα και λαχανικά πρώιμα και όψιμα περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή. Εκτός από τα παραπάνω προϊόντα εξάγουν κυρίως μεταποιημένα προϊόντα: κάπες, ζώνες, μεταξωτό κορδόνι, δαντέλες και θαλασσιά βαμβακερά μαντήλια. Τα πιο επιτυχημένα χρώματά τους είναι το μαύρο για τα μάλλινα, τα θαλασσί για τα βαμβακερά και το βυσσινί για τα μεταξωτά. Εξάγουν 593. Προφανώς, σύμφωνα με την περιγραφή, πρόκειται για το Αργυροπούλι. 594. Η φορολογική μονάδα στο πρώιμο Βυζάντιο ήταν το ζυγόν ή ζευγάρι για τις αγροτικές εκτάσεις, και η κεφαλή για τους ανθρώπους και τα ζώα. Το άθροισμα των δύο αυτών φόρων λεγόταν ζυγοκέφαλα. 595. Εξαιτίας της επαναστατικής δραστηριότητας του 1821-2, που επέφερε την εκδίκηση των Οθωμανών.

ετησίως 30.000 οκάδεςβαμμένο και ακατέργαστο μετάξι και επίσης παράγουν 500 φορτία μουλαριού596 κατεργασμένου μεταξιού. Νοτιότερα η Αργαλαστή παράγει βούτυρο και τυρί και εκτρέφει βοοειδή. (...) Στα παράλια του κόλπου υπάρχει αφθονία ψαριών. Το βουνό είναι γεμάτο ελάφια, αγριόγιδες, κυνήγι και αγριοπούλια. Το Τρίκερι φημίζεται για το εμπορικό του δαιμόνιο και στέλνει τους σφουγγαράδες του να βουτήξουν σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Στην κατοχή τους βρίσκονται αρκετές σκούνες που φτάνουν ως την Αλεξάνδρεια και την Κωνσταντινούπολη.” David Urguhart: Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1830, πέμπτο μέρος, μτφρ. Ν. Ντεσλή, Θ. Η., σσ. 252-4.

21. Ο Chr. Wordsworth περιγράφει την άνοδο με δίχτυ στο Μ. Μετέωρο (1833) “(...) όταν ο περιηγητής στέκεται κάτω από την κύρια Μονή των Μετεώρων (Μ. Μετέωρο) βλέπει την βαθμιαία κάθοδό του και, τελικώς, αυτό πέφτει στα πόδια του. Στην άκρη του σχοινιού, πάνω σ' ένα γάντζο, είναι αγκιστρωμένο ένα δίχτυ. Ο γάντζος ανοίγει, το δίχτυ απλώνεται στο έδαφος κι ο επισκέπτης μπαίνει μέσα σ' αυτό. Το δίχτυ μετά κλείνεται ολόγυρά του και προσαρμόζεται ξανά στο σχοινί με το άγκιστρο, οπότε και αρχίζει την εναέρια Εικ. Ι. Μ. Υπαπαντής Μετεώρων (Φωτο: www.kalampaka.com)ανάβασή του. διανύει τεσσεράμησι περίπου λεπτά στον αέρα και μετά φτάνει στο χώρο της Μονής. Με αυτό το μοναδικό τρόπο οι μοναχοί των Μετεώρων επικοινωνούν με τη γη που βρίσκεται 300 πόδια597 από κάτω τους. Απλώνουν τα δίχτυα τους στον κόσμο από κάτω. (...) Κάποτε δέχτηκαν μ' αυτό τον τρόπο έναν αυτοκράτορα, που ήρθε εδώ για να ανταλλάξει την πορφύρα του Κωνσταντίνου με το ράσο του Αγίου Βασιλείου.” Chr. Wordsworth, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833”, μτφρ. Σ. Κύρκος, εισ. σχ. Κ. Σπανός, Θ. Η. σ. 30.

22. Ο Chr. Wordsworth περιγράφει τη Λάρισα του 1833 και συζητά με έναν κάτοικό της που παραπονείται γατί η Λάρισα είναι έξω από το νεοσύστατο Ελληνικό Βασίλειο “(...) Τα τείχη αυτής της πόλης επιδεικνύουν αυτόν τον μοναδικό συνδυασμό ξεθωριασμένης αρχαιότητας και επιδεικτικού νεωτερισμού (κακόγουστου μοντερνισμού), κάτι που αποτελεί το γενικό χαρακτηριστικό της τουρκικής τέχνης. Αποτελούνται από κομμάτια παλιών στηλών και από αρχιτεκτονικά μορφώματα ενωμένα μαζί με παχύ στρώμα λάσπης. Οι πύλες της πόλης είναι φτιαγμένες από χάσκουσες σανίδες . Πάνω από το χοντροκομμένο ξύλινο πλαίσιό τους στέκεται μια μαρμάρινη πλάκα, καταστόλιστη με την ημισέληνο που λάμπει μέσα από ένα σκοτεινό μίγμα από άχυρο και ασβεστοκονίαμα. Τα τζαμιά είναι αξιοπρόσεκτα για τον αριθμό και τη μεγαλοπρέπειά τους. Λέγεται ότι είναι 24, τη στιγμή που υπάρχει στη Λάρισα ένας μόνο χριστιανικός ναός. Ο χαρακτήρας του πληθυσμού ανταποκρίνεται στα παρακάτω φαινόμενα. (...) Ένα μέρος από το πλέον γεναιόδωρο και ενθουσιώδες πνεύμα των παλιών κατοίκων φαίνεται ότι έχει κληροδοτηθεί στους απογόνους τους. “Τι έχουμε κάνει”, είπε ένας προύχοντας σε κάποιον ευρωπαίο ταξιδιώτη από το παράθυρο της κατοικίας του με θέ ατα νερά του Πηνειού, “ή για ποιο πράγμα είμαστε ένοχοι ώστε έπρεπε να εξαιρεθούμε από την τελευταία συνθήκη για τον καθορισμό των συνόρων της ελεύθερης Ελλάδας; Δεν έχουμε πολεμήσει στο πλευρό των συμπατριωτών μας για την Ελευθερία την οποία αυτοί τώρα 596. Πάνω από 60 τόνους. 597. Περί τα 100 μέτρα.

απολαμβάνουν; Δεν έχουμε αντισταθεί, χρόνο με το χρόνο, στην ωμή βία των σημερινών αφεντάδων μας; Δεν αγωνιστήκαμε να αποτινάξουμε τον ζυγό από πάνω μας; Εμείς οι κάτοικοι της Αρχαίας Ελλάδας, που είναι το λίκνο της σημερινής, έχουμε αποκλειστεί από την ίδια μας τη χώρα! Ο Όλυμπος έχει μείνει απ' ΄ρξω και μαζί του έχουν εξοριστεί οι θεοί της Ελλάδας, εξαιτίας των συνθηκών σας598! Κοιτάξτε, είπε, δείχνοντας με το δάχτυλό του προς το ρεύμα του ποταμού που κυλά από κάτω, το οποίο εκείνη τη μέρα ήταν πολύ χαμηλό, καθώς και τα βουνά πέρα απ' αυτό (που ήταν) σκεπασμένα με χιόνι, ο Πηνειός είχε σχεδόν στεγνώσει από τη θλίψη και ο Όλυμπος έχει γίνει γέρος και γκρίζος, αφού και οι δύο είναι εξόριστοι από την ίδια τους τη Χώρα.” Chr. Wordsworth, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833”, μτφρ. Σ. Κύρκος, εισ. σχ. Κ. Σπανός, Θ. Η. σσ. 33-35,6.

23. Ο Chr. Wordsworth περιγράφει τα Φάρσαλα του 1833, την αρχαία οχύρωσή τους και τα χωριά στο δρόμο για το Βελεστίνο “ (...) Σε απόσταση 25 περίπου μιλίων από τη Λάρισα και λίγο περισσότερο από 1 μίλι από την είσοδο των Φαρσάλων, διασχίζουμε μία γέφυρα πάνω στην πλατιά κοίτη του ποταμού599, η οποία την εποχή του καλοκαιριού είναι σχεδόν στεγνή. Από έδώ έχουμε θαυμάσια θέα των Φαρσάλων. Πάνω από την πόλη, στα νοτιοδυτικά της, υψώνεται ένας απόκρημνος λόφος από ασβεστολιθικό πέτρωμα, που είναι η θέση της αρχαίας ακρόπολης. Από εδώ αρχίζει το χείλος της μεγάλης λεκάνης της Θεσσαλίας. Κάτω από την πλαγιά του βρίσκεται μια μεγάλη σειρά λευκών σπιτιών, χτισμένα ακανόνιστα, που κερδίζουν (όψη) χάρη στην αντίθεση με τις σκούρες εικόνες των κυπαρισσιών, τα οποία υψώνονται ανάμεσά τους και που φάινονται να χαρίζουν ύψος, χάρη στους φυσικούς ψηλούς μιναρέδες των τζαμιών που βρίσκονται κοντά τους. Στην είσοδο της πόλης υπάρχουν χωράφια με καπνοφυτείες, που ανθίζουν το καλοκαίρι, με τους ψηλούς μίσχους τους. Στον απότομο λόφο, πάνω από την πόλη, ανιχνεύουμε μια μακριά σειρά τειχών, τσα οποία σκαρφαλώνουν προς τα επάνω και τα οποία, από την ολική τραχύτητα της κατασκευής τους, φαίνεται πως είναι σύγχρονα των ηρωικών εποχών της Αρχαίας Ελλάδας. Πάνω από αυτούς τους πελώριους όγκους υπάρχουν, περιστασιακά, τμήματαν της μεταγενέστερης πολυγωνικής τεχνοτροπίας. Στην κορυφή του λίοφου αυτή η οχυρωματική έκταση γειτνιάζει με ένα φρουριακό κτίσμα (πύργο) απ' όπου ένα άλλο τείχος κατέρχεται προς την πεδιάδα έτσι ώστε η περιοχή της ακρόπολης, που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε δύο αποκλίνουσες γραμμές και σε μια τρίτη, στη βάση της μοιάζει με σφαιρικό τρίγωνο, που αποτελούσε τη συνήθη μορφή των αρχαίων ελληνικών ακροπόλεων. (...) Αφού διασχίσουμε προς τα ανατολικά τη γέφυρα του Ενιπέα προς τις Φερές, φτάνουμε στο χωριουδάκι Πασιά Μαγούλα600. Απομεινάρια αρχαίων θεσσαλικών πόλεων λέγεται ότι υπάρχουν στο Δερεγκλί601, στο Καζλάρ602, στο Τσαγκλί603, και στο Ινελί604, χωριά που όλα τους, και με την παραπάνω σειρά, βρίσκονται στα δεξιά του δρόμου Φάρσαλος-Φερές.” Chr. Wordsworth, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1833”, μτφρ. Σ. Κύρκος, εισ. σχ. Κ. Σπανός, Θ. Η. σσ. 39-40, 42.

24. Ο Leake στην Καλαμπάκα του 1809 “Κατεβαίνοντας τα υψώματα (ερχόμενοι από το Μέτσοβο) και προχωρώντας προς τον ποταμό

598. Ο Λαρισαίος εννοεί τη Συνθήκη της Κων/λης του Ιουλίου του 1832, με την οποίαν οριστικοποιήθηκαν τα σύνορα του πρώτου ελληνικού κράτους στο οποίο, ως γνωστόν, δεν συμπεριελήφθη η Θεσσαλία. 599. Του Ενιπέα ποταμού. 600. Δεντράκια Φαρσάλων. 601. Άνω Δεργκλί, που είναι σήμερα διαλυμένο και Κάτω Δερεγκλί που σήμερα ονομάζεται Αμπελιά. 602. Εννοεί Κισλάρ (=Χειμαδειό στα τουρκικά). Σήμερα ονομάζεται Καλλιθέα Φαρσάλων. 603. Ερέτρια Φαρσάλων. Στην περιοχή έχουμε ευρήματα από την Νεολιθική Εποχή. Δες σχετ.Κ. Α. Οικονόμου “Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄” 604. Παλαιόμυλος Φαρσάλων.

Κράτζοβα605 ή Μερίτσα, τον οποίον περάσαμε από μια ψηλή γέφυρα, ανοίχτηκε μπροστά μας η θέα της εισόδου της Θεσσαλίας, ανάμεσα στους εξαίσιους βράχους των Μετεώρων, στα βόρεια και στο δασώδες βουνό απέναντί τους στα νότια, μαζί με ένα τμήμα της πεδιάδας της άνω Θεσσαλίας, όχι πολύ μακριά από τα Τρίκαλα. (...)[24/11/1809] Η Καλαμπάκα υπέφερε πάρα πολύ τελευταία, από τα καμώματα του τελευταίου προεστού Γιαννάκη, που έκτισε ένα εξαίσιο αρχοντικό με τα έσοδα των λεηλασιών του και τελείωσε τη ζωή του στη φυλακή των Ιωαννίνων. Πέρα όμως απ' αυτό η Καλαμπάκα αδικείται μονόμως από τα έξοδα των καταλυμάτων-κονακιών, με τα οποία επιβαρύνεται συνεχώς, ως συνέπεια της θέσης της στην έξοδο της πιο πολυσύχναστης διόδου της Ελλάδας. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού στο οποίο κατέλυσα, που, ανάμεσα στις άλλες ατυχίες του, είχε χάσει το ένα μάτι του από τους κλέφτες, είχε την τιμή, πριν από λίγο καιρό, να φιλοξενήσει έναν μπέη με μια ομάδα Αλβανών που τον συνόδευε, για 10-12 μέρες. Αυτοί έκαψαν τα έπιπλα και τα μεταξωτά του και συμπλήρωσαν το κακό “δανειζόμενοι” ένα μουλάρι αξίας, το οποίο δεν ξαναείδε. Η δυστυχία στην Καλαμπάκα μεγάλωσε φέτος, καθώς η σοδειά του μεταξιού υπήρξε άσχημη και οι κλώστες αναγκάστηκαν να αγοράσουν μετάξι στην τιμή των 30 πιάστρων την οκά από 20 που είναι η συνηθισμένη τιμή του.(...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σ. 34.

25. Ο Leake για τα Άγραφα του 1809 (χωριά-κάτοικοι-ασχολίες-Αλή πασάς) “(...) Μέχρι πριν 15 χρόνια (1794) οι Αγραφιώτες απολάμβαναν το προνόμιο της αυτοδιοίκησης, το οποίο πέτυχαν συνθηκολογώντας με το Μωάμεθ Β΄, όταν αυτός κατέκτησε την Αλβανία. Το σουλτανικό φιρμάνι, το οποίο τοους παραχώρησε τότε, υπάρχει ακόμα στο Φανάρι της Κων/λης, όπως ισχυρίζονται. Κάθε χρόνο, εξέλεγαν με ψηφοφορία έναν άρχοντα και πέντε-έξι προεστούς, οι οποίοι αποτελούσαν ένα συμβούλιο, που είχε εξουσία να επιβάλει ακόμα και τη θανατική ποινή. Ένας Έλληνας καπετάνιος, με 200 άνδρες, κι ένας Τουρκαλβανός με άλλους 300, διατηρούσαν τον έλεγχο της περιοχής και εγγυούνταν την ασφάλεια των δρόμων, κάτω από τις διαταγές των προεστών. Τα τελευταία χρόνια, ποικίλα γεγονότα έβλαψαν την αυτοδιοίκηση των Αγραφιωτών μα αποτέλεσμα κάποια μείωση του πληθυσμού των Αγράφων. Εσωτερικές διαμάχες, τόσο ανάμεσα σε άτομα των χωριών, όσο και ανάμεσα σε γειτονικά χωριά, υπήρξαν τα κύρια αίτια αυτής της μείωσης. Στα αίτια πρέπει να προσθέσουμε και το φυσικό πλεονέκτημα της βόρειας ή θεσσαλικής πλευράς των Αγράφων σε βάρος της νότιας ή αιτωλικής (και ευρυτανικής) και την κακή χρήση του πλεονεκτήματος αυτού εκ μέρους των πρώτων σε βάρος των δευτέρων. Εν τω μεταξύ, η δράση των Ελλήνων και Αλβανών ληστών έδωσε στον Αλή πασά, ως δερβέναγα των Τρικάλων, το πρόσχημα για να εισβάλει με τα στρατεύματά του στην περιοχή. Επιδιώκοντας σταθερά την οριστική εγκατάσταση αλβανών φρουρών για τον έλεγχο της περιοχής, στη θέση των αρματολών που χρησιμοποιούσαν οι Αγραφιώτες, καταπάτησε τα προνόμιά τους, υποδαυλίζοντας τις αντιζηλείες τους και αυξάνοντας τα δοσίματά τους. Μια από τις πρώτες πράξεις του ήταν να συλλάβει τον προεστό της Ρεντίνας Τσολάκογλου, τον οποίον κράτησε στη φυλακή ώσπου του απέσπασε εκβιαστικώς 80 πουγγιά606. (...) Τα Άγραφα περιλαμβάνουν 85 χωριά με 7.685 σπίτια, στα οποία, πριν 15 χρόνια κατοικούσαν 50.000607 άτομα αλλά τώρα ο αριθμός τους έχει κάπως μειωθεί. Στην περιοχή υπάρχουν 15 μεγάλα και πολλά μικρότερα μοναστήρια και τα ερείπια 18, περίπου, ελληνικών πόλεων ή κάστρων. Πρωτεύουσα και τυπική κατοικία του άρχοντα και του συμβουλίου των Αγραφιωτών προεστών είναι η Ρεντίνα, η οποία έχει 450 σπίτια. (...) Τα επόμενα σε σημασία χωριά των Αγράφψν είναι το Πετρίλο και η Μεγάλη Καστανιά. Το πρώτο είναι χτισμένο κοντά στις πηγές ενός παραπόταμου του Αχελώου, που ενώνεται 605. Ο ποταμός Κράτζοβας πηγάζει από το ομώνυμο ύψωμα και είναι παραπόταμος του Ίωνα ή Μουργκάνη, βασικού τροφοδότη του Πηνειού. 606. Ένα πουγγί ισοδυναμούσε με 500 γρόσια. 607. Με βάση αντικειμενικότερα κριτήρια, όπως 5 κάτοικοι ανά κατοικία, ο πληθυσμός των Αγράφων ήταν κατά τι μικρότερος από 40.000.

με αυτόν λίγο πιο ψηλά από το γεφύρι του Κοράκου. Τα νερά των πηγών συγκεντρώνονται στις νότιες και δυτικές πλευρές του βουνού Καράβα, το οποίο είναι το ψηλότερο της περιοχής (...) Άλλοι κύριοι οικισμοί των Αγράφων είναι ο Φουρνάς (...) το Μπλάσδου608 και το Φανάρι στην άκρη της θεσσαλικής πεδιάδας, δέκα περίπου μίλια νοτίως των Τρικάλων. Τα κυριότερα μοναστήρια είναι: 1. Της Τατάρνας (...), 2. Της Ρεντίνας (...) που ονομάζεται συνήθως σταυροπήγιο609, 3. Της Μούχας, πάνω από την Καστανιά, 4. Της Κορώνας, πάνω από το χωριό Μπλάσδου (...), 5.Της Πέτρας, κοντά στο χωριό Καταφύγι, ένα μεγάλο χωριό στο δρόμο από το Φανάρι για την Καστανιά. (...) Μολονότι τα Άγραφα αποτελούνται από βραχώδη βουνά και στενές κοιλάδες, με εξαίρεση ένα οροπέδιο, που ονομάζεται Νεβρόπολη610, κοντά στις πηγές του ανατολικού παραπόταμου του Αχελώου, του Ταυρωπού και στις ανατολικές κατωφέρειες των βουνών νοτίως της Μεγάλης Καστανιάς, η φιλοπονία των κατοίκων, η ασφάλεια και το γόνιμο του εδάφους, σε ορισμένα σημεία, βοηθούν τους Αγραφιώτες να εξάγουν αρκετά είδη της γεψργοκτηνοτροφικής παραγωγής στις γύρω πλούσιες αλλά έρημες περιοχές. Τα παρακάτω είδη εξάγονται ετησίως, όπως δηλώνονται επισήμως: 15.000 φορτώματα κρασί, προς 100 οκάδες το φόρτωμα, 100.000 οκάδες βούτυρο, 200.000 οκάδες τυρί, 200.000 οκάδες μαλλί, 4.000 οκάδες μετάξι, 2.000 οκάδες μέλι, 40.000 γιδοπρόβατα και 2.000 βόδια και αγελάδες. Οι τιμές των προϊόντων, προς το παρόν (1809), είναι οι εξή: τυρί: 15 παράδες η οκά, μέλι: 20 παράδες (μισόγρόσι) η οκά, κερί: 5 πιάστρα η οκά, κρασί: 8 πιάστρα το φόρτωμα, (...), σιτάρι: 6 παράδες η οκά, όρνιθες: 15 παράδες η μία, κοτόπουλα: 10 παράδες το ένα. (...) Πολλοί Αγραφιώτες κερδίζουν τα απαραίτητα για τη ζωή τους στο εξωτερικό, ως εμπορευόμενοι και τεχνίτες ή ως αγωγιάτες στις γειτονικές περιοχές.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 37-41.

26. Ο Leake για τα Τρίκαλα του 1809 “Πολλά τουρκικά σπίτια στα Τρίκαλα είναι τώρα ερειπωμένα ή κενά. Μερικά τα εγκατέλειψαν εξ ολοκλήρου στους Έλληνες και από τα άλλα μόνο τα χαρέμια κατοικούνται από τους Τούρκους ιδιοκτήτες τους. Τα άλλα δωμάτια τα άφησαν στους Έλληνες οι οποίοι ήρθαν εδώ το χειμώνα από τα ορεινά χωριά, μερικοί με τα κοπάδια τους, άλλοι για να αποφύγουν τη δριμύτητα του χειμώνα και άλλοι για να κερδίσουν εδώ τα απαραίτητα στη ζωή τους , ως τεχνίτες ή ως μεροκαματιάρηδες. Τέτοιου είδους καταλύματα ονομάζονται στα Γιάννινα μάντρες ή μαντριά, ενώ εδώ αυλές. Τόσο πολλοί είναι οι προσωρινοί ενοικιαστές στα Τρίκαλ, ώστε ο ελληνικός πληθυσμός είναι μεγαλύτερος από τον τουρκικό, μολονότι τα ελληνικά σπίτια δεν είναι περισσότερα από 200 ενώ τα τουρκικά είναι 1.000. στα Τρίκαλα υπάρχουν γύρω στις 50 εβραϊκές οικογένειες. Στην τρικαλινή πεδιάδα όλοι οι κάτοικοι είναι Έλληνες, εκτός από τους σπαχήδες611 και τους σουμπασήδες612. Τελευταία, όμως, σημειώθηκε μια μεταναστευτική κίνηση των Ελλήνων σε περιοχές με καλύτερη διοίκηση, όπως στις Σέρρες, στη Σμύρνη και την Πέργαμο.(...) Παράγονται σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι και όσπρια εξαιρετικής ποιότητας. Ακόμα η εύφορη θεσσαλική πεδιάδα έχει και άσχημες σοδειές, όπως συνέβη φέτος (1809) εξαιτίας της παγωνιάς και του χιονιού, που ακολούθησαν τη σπορά του φθινοπώρου.(...) Για την χειμερινή τροφή των ζώων, μεταφέρουν σανό στην πόλη. Η συνηθισμένη παραγωγή σιταριού, δημητριακού πολύ σκληρού και ανθεκτικού με μακρύ άγανο και σκληρό επιμήκες άχυρο αποδίδει ένα προς δέκα. Το ανοιξιάτικο καλαμπόκι ονομάζεται εδώ τριμήνι και όχι διμηνι, όπως σε πολλές άλλες περιοχές. Δεν αντέχει τη θερμότητα του ήλιου στις πεδιάδες και γιαυτό αναπτύσσεται μόνο στα βουνά. Το βαμβάκι είναι λεπτότερο από αυτό των Σερρών. Το γνέθουν, το βάφουν και το υφαίνουν στην πόλη αλλά η παραγωγή περιορίζεται κυρίως σε ένα είδος μαντηλιού για το κεφάλι και για ζωνάρια. Για το βάψιμο του βαμβακιού, το καλύτερο νερό θεωρείται του Τυρνάβου, ενώ των Τρικάλων για τα μάλλινα 608. Σήμερα Μοσχάτο Καρδίτσας. 609. Σταυροπηγιακές Μονές είναι αυτές που δεν υπάγονται στη δικαιοδοσία του επιχώριου επισκόπου, αλλά απ' ευθείας στο Οικουμενικό Πατριαρχαείο. 610. Στην αρχαία Ελληνική η λέξη νεβρός σημαίνει νεαρό ελάφι. Έτσι Νεβρόπολη σημαίνει περιοχή με ελάφια. Το οροπέδιο της Νεβρόπολης κατακλύστηκε με τα νερά της τεχνητής λίμνης του Ταυρωπού (ή Μέγδοβα ή Πλαστήρα). 611. Οι τσιφλικάδες Οθωμανοί. 612. Σούμπασης είναι ο αντιπρόσωπος και διαχειριστής των τσιφλικάδων.

και τα μεταξωτά. Το μέρος αυτό, όμως, είναι γνωστότερο για τα γίδινα δέρματα, τα οποία έχουν ζήτηση σ΄όλα τα μέρη της Ελλάδας και προορίζονται για παντόφλες και μπότες. Το βάψιμο είναι μυστικό. Δύο όμως από τα συστστικά του είναι γνωστά: η κόκκινη βαφή613 και το αίμα των κρεοπωλείων. Ο προεστός των Τρικάλων μου έδωσε τον παρακάτω πίνακα με τις σημερινές τιμές των ειδών διατροφής και αυτές πριν από 40 χρόνια: Είδος

1769

1809

Βοδινό κρέας η οκά

2 παράδες

15 παράδες

Πρόβειο κρέας η οκά

4 παράδες

20 παράδες

Σιτάρι το ταγάρι (25 οκάδες)

20 γρόσια

7 γρόσια

Καλαμπόκι το ταγάρι

10 γρόσια

5 γρόσια

Κριθάρι το ταγάρι 10 γρόσια 3,5 γρόσια (...) Οι πόλεμοι της Πύλης, από τη μιά, και του Αλή πασά, από την άλλη, έγιναν η κύρια αιτία της οδυνηρής καταπίεσης, την οποία οι Τρικαλινοί δεν θυμούνται να ήταν ποτέ τόσο σκληρή όσο τώρα. (...) Ένα από τα παράπονά τους είναι πως ο αντιπρόσωπος (σούμπασης) του βεζύρη614, γαι να αρδεύσει τα χωράφια του τράβηξε το νερό του ποταμού, από το οποίο εξαρτάται κυρίως η πόλη, με αποτέλεσμα το καλοκαίρι να μένει στην κοίτη του Πηνειού μικρή ποσότητα ζεστού λασπόνερου. Τίποτα δε μπορεί να δείξει καλύτερα την εξαθλίωση του τόπου αυτού, από την έλλειψη του νερού, το οποίο είναι από τις κοινότερες ανέσεις των Τούρκων, επειδή ειδικώς οι βρύσες μπορούν πολύ εύκολα να τροφοδοτηθούν από ένα υδραγωγείο, με νερό από τις πολυάριθμες πηγές στους λόφους των Χασίων.(...) Ο Αλή πασάς στόλισε τελευταία τα Τρίκαλα με ένα νέο τεκέ ή ιεροδιδασκαλείο615 των μπεκτασήδων δερβίσηδων, στη θέση ενός παλαιότερου. Και όχι μόνο κατεδάφισε μερικά παλιά σπίτια για να δώσει περισσότερο χώρο και “αέρα” στο σχολείο αλλά και το προίκησε με περιουσία: χάνια, καταστήματα, σπίτια και επιπλέον μερικά χωράφια στις όχθες του Ληθαίου. Τώρα υπάρχουν γύρω στους 15 δερβίσηδες στο σπίτι μ' έναν σεϊχη ή αρχηγό, παντρεμένο με μια γυναίκα από τα Γιάννενα, ο οποίος ζει και ντύνεται όπως ένας πασάς. Εκτόα από τα δικά του δωμάτια, υπάρχουν πολύ άνετα καταλύματα για τους δερβίσηδες και πολλές ανέσεις για την υποδοχή των ξένων.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 45-8.

27. Ο Leake ταξιδεύει και περιγράφει τη διαδρομή Τρίκαλα όρια Λάρισας “Προχωρώντας στο δρόμο για τη Λάρισα, φτάσαμε σε μια ώρα στη Μπουχούνιστα616, ένα από τα τσιφλίκια του βεζίρη αποτελούμενο από 50 σπίτια.(...) Σε 45 λεπτά φτάσαμε στο Κριτζίνι617. (...) Το Κριτζίνι είναι ένα μικρό χωριό στους πρόποδες των Χασίων. Στη θύρα της εκκλησίας του υπάρχει ένα μνημειώδες γλυπτό(...) παριστάνει μια μορφή καθισμένη σε θρόνο και το κάτω έναν Ερμή.(...) Τα λείψανα αυτά της αρχαίας Ελλάδας μεταφέρθηκαν εδώ από τα ερείπια ποι ονομάζονται Παλιό Γαρδίκι και απέχει από το Κριτζίνι μισή ώρα διαμέσου του δρόμου που ακολουθεί τα βραχώδη άκρα 613. Η βαφή που προέρχονταν από το ριζάρι. Δες σχετικά στο κεφάλαιο για τα Αμπελάκια του παρόντος τόμου. 614. Του πρωθυπουργού, δηλαδή, του σουλτάνου. 615. Εδώ ο Leake σφάλλει. Άλλο το ιεροδιδασκαλείο και άλλο ο τεκές που μάλλον μπορεί να χαρακτηριστεί ως μουσουλμανικό μοναστήρι. 616. Μεγαλοχώρι Τρικάλων. 617. Ταξιάρχες Τρικάλων.

των υψωμάτων. Στο Γαρδίκι υπάρχουν τα ερείπια μιας μεγάλης αρχαιοελληνικής πόλης, η οποία, χωρία αμφιβολία, ήταν η Πέλιννα- Πελινναίον. (...) Το Γαρδίκι είναι μια πόλη της ελληνικής αυτοκρατορίας. Από αυτήν ο επίσκοπος που μένει στο Ζάρκο ονομάζεται Γαρδικίου. (...)Η κορυφή του λόφου του Γαρδικίου προσφέρι επιβλητική θέα του μεγαλύτερου μέρους της πεδιάδας της Δυτικής Θεσσαλίας με τα απέναντι όρη της Δολοπίας618 (...) Από το Γαρδίκι μέχρι τον Κλοκοτό η απόσταση είναι μια ώρα και 20 λεπτά με το ζώο. Το δεύτερο μισό του δρόμου ακολουθεί τους βραχώδεις πρόποδες του βουνού. Στα δεξιά υπάρχουν πολλές πηγές και ένα έλος που το ονομάζουν Βούλα. Από εδώ πηγάζει ένα ποταμάκι που χύνεται στο Ληθαίο, ο οποίος τώρα ονομάζεται Ντερεσί619 ή Τρικαλινός και χύνεται κι αυτός σχεδόν απέναντι από τη Βούλα στον Πηνειό. Στο τέλος του περάσματος αυτού διασχίζουμε την πεδιάδα που περιβάλλεται από κλάδους των Χασίων, αφήνωντας τα χωριά Νεοχώρι620 και Μπάγια621, ένα-δυο μίλια στα αριστερά. (...) Στο τέλος της Βούλας χωρίζεται ο δρόμος για την Ελασσόνα από αυτόν για τη Λάρισα. Περνάει λίγο δεξιότερα από το Νεοχώρι και πιο πέρα διασχίζει ευθέως την πεδιάδα προς το χωριό Γριζάνο. (...) Ο Κλοκοτός έχει 30-40 σπίτια κι έγινε τσιφλίκι του βεζίρη από τότε που το επισκέφτηκα για τελευταία φορά. Τα ερείπια στο ύψωμα πάνω από το χωριό φαίνεται πως είναι ένα από τα οχυρά στα όρια της περιοχής της Πέλιννας και της Φαρκαδόνας, διότι πιστεύω ότι σ' αυτήν ανήκε η κοιλάδα των χωριών Τζιγιότι622 και Ζάρκο. Το Τζιγιότι, στο οποίο φτάσαμε σε μια ώρα και 15 λεπτά από τον Κλοκοτό, βρίσκεται, όπως και το Ζάρκο, κοντά σ' ένα κλάδο των Χασίων(...) Σε απόσταση μιάς ώρας προς τα Βορειοδυτικά είναι το Γριζάνο και ανάμεσα σ' αυτό και στο Μεγάλο Τσιγιότι το Μικρό Τσιγιότι623. Η πεδιάδα παράγει εξαιρετικής ποιότητας δημητριακά, αλλά το βαμβάκι είναι το κύριο προϊόν της περιοχής αυτής και του Ζάρκου. Και τα δυο χωριά είναι τώρα προσωπική ιδιοκτησία του βεζίρη και με αυτόν συναλλάσσονται για το ενοίκιπο των γαιών και τη δεκάτη: τα δυο Τσιότια με 35 πουγγιά και το Ζάρκο με 70. από το μεγάλο Τζιγιότι στρίψαμε σε ένα σημείο του βουνού και μπήκαμε στο τμήμα της πεδιάδας που καταλαμβάνει το Ζάρκο. Την πεδιάδα αυτή διασχίζει διαγωνίως η Σαλαμπριά, αφήνοντας στα αριστερά της το Ζάρκο. Σε μισή ώρα φτάσαμε στο πορθμείο, το οποίο παλιότερα βρισκόταν 2-3 μίλια παρακάτω, ενώ τώρα είναι απέναντι ακριβώς από το Ζάρκο. Στο σημείο αυτό το ποτάμι έχει βάθος έξι πόδια624 και πλάτος 250-300 πόδια625.(...) Κάναμε μισή ώρα για να διασχίσουμε το ποτάμι σε τρεις διαδρομές με ένα πορθμείο της κακιάς ώρας(...) Έπειτα προχωρώντας κατά μήκος ενός στενού επιπέδου, ανάμεσα στην αριστερή όχθη και στους λόφους που εκτείνονται στις πεδιάδες της Κραννώνας και της Φαρσάλου, φτάσαμε σε 50 λεπτά σε ένα σημείο όπου τα υψώματα αυτά προχωρούν πολύ κοντά στην όχθη του ποταμού. (...) Η θέση της Γούνιτσας, συνδυάζει όλα τα στοιχεία του Άτραγα. (...) Προχωρώντας προς τον Αλήφακα626, σε απόσταση μισής ώρας, περάσαμε από έναν τύμβο, (...) Ο Αλήφακας είναι τώρα τσιφλίκι του Βελή πασά και εκτός από ένα σπίτι, το οποίο κατέχει τώρα ένας Αλβανός σούμπασης που επιβάλλει τα συμφέροντα του πασά , όλες οι άλλες κατοικίες είναι χαμηλές καλύβες, με ένα μόνο χώρο που χρησιμοποιείται και από τους ανθρώπους και τα ζώα. (...) Πέρα από τον Αλήφακα, η πεδιάδα εκτείνεται σε όλες τις μεριές προς την Λάρισα, η οποία απέχει από εδώ δώδεκα περίπου μίλια.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σ. 49-53.

28. Ο Leake στη Λάρισα του 1809. Περιγραφή των κατοίκων της

“Ο

Αμπτίν μπέης, τον οποίον επισκέφτηκα τώρα για τρίτη φορά στη διάρκεια των τελευταίων

618. 619. 620. 621. 622. 623. 624. 625. 626.

Εννοεί τα αγραφιώτικα βουνά. Ντερέ στα τούρκικα σημαίνει ρέμα. Ή Οιχαλία. Πετρωτό Τρικάλων. Φαρκαδόνα. Παναγίτσα Φαρκαδόνας. Περίπου δύο μέτρα. Περίπου 85-100 μέτρα. Αλήφακας ή Αληφακλάρ είναι το Κάστρο της Λάρισας.

τεσσάρων ετών, εξακολουθεί να είναι ο αγιάν, δηλαδή ο πολιτικός διοικητής της Λάρισας. (...) φέρερεται πιο πολιτισμένα στους Φράγκους απ' ότι φέρονται συνήθως οι Τούρκοι. Σε γενικές γραμμές οι Τούρκοι της ανώτερης τάξης στη Λάρισα είναι φανατικοί, αμαθείς και νωθροί, ενώ οι γενίτσαροι είναι αυθάδεις και βίαιοι αν και τρέμουν στην όψη ενός Αλβανού. Όπως και σε άλλες τουρκικές πόλεις , αυτοί έχουν στο μυαλό τους μόνο τη μίμηση αστικών δραστηριοιτήτων και από αυτούς μόνο λίγοι πήγαν στον πόλεμο627 αυτό το καλοκαίρι. Οι περισσότεροι επέστρεψαν ήδη. Ούτε όμως οι Έλληνες της Λάρισας συμπεριφέρονται καλά στους γείτονές τους. Είναι συνηθισμένο για κάθε οικογένεια να επιδιώκει την προστασία κάποιου ισχυρού Τούρκου, πρακτική που έχει γίνει, επίσης, κοινή στη Θεσσαλονίκη από τότε που άρχισε να αποσύρεται τμηματικώς η φράγκικη προστασία. Αυτό είναι πράγματι τώρα γενικός κανόνας σε όλες τις πόλεις της Ευρωπαϊκής Τουρκίας. Στη Λάρισα η τουρκική προστασία λένε πως επιτυγχάνεται ευκολότερα και αποτελεσματικότερα με την επιρροή μερικών όμορφων νεαρών από τις προστατευόμενες ελληνικές οικογένειες. Έλληνες, Εβραίοι και Αρμένιοι είναι όλοι σε χειρότερη θέση εδώ, σε σχέση με το σεβασμό των πολιτικών προνομίων, απ' ό,τι στις πόλεις που βρίσκονται στα χέρια του Αλή πασά, αλλά δεν παραπονούνται τόσο πολύ σχετικώς με τον αριθμό των αναγκαστικών εισφορών και τα καταλύματα των στρατιωτών. Η Λάρισα είναι το μόνο μέρος στην Ελλάδα που είδα καμήλες. Τις βοσκούν στις γύρω πεδιάδες και τις χρησιμοποιούν κυρίως για τα καραβάνια που επικοινωνούν με τη Θεσσαλονίκη, τις Σέρρες, την Αδριανούπολη και την Κων/λη.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραΐσκου, Θ. Η. , σ. 54.

29. Ο Leake στον Τύρναβο του 1809 – ο Τιταρήσιος – η Τσαριτσάνη “Ο δρόμος από τη Λάρισα για τον Τύρναβο είναι τώρα προσιτός σε όσους ταξιδεύουν με άμαξες. (...) Ο Τιταρήσιος (...) τώρα είναι ένα ρηχό ρυάκι μολονότι δεν υπήρξε έλλειψη βροχής τελευταία. Φαίνεται πως δικαίως απέκτησε το όνομα Ξεράγης, με το οποίο είναι γνωστός στην περιοχή του Τυρνάβου. Μερικές φορές, εντούτοις, ύστερα από δυνατές βροχοπτώσεις ή από ξαφνικό λυώσιμο των χιονιών στον Όλυμπο, γίνεται πιο πλατύς και ορμητικός. Γιαυτό η μακριά γέφυρα, στην είσοδο της πόλης, διευκολύνει ουσιαστικώς την επικοινωνία με τη Λάρισα. Η επικοινωνία αυτή μερικές φορές ίσως απαιτεί να κάνει κανείς το γύρο μέσω της γέφυρας στο Βερνέζι628 και γύρω από τη λίμνη Καρατσαϊρι629, τριπλασιάζοντας, σχεδόν, την απόσταση.(...) Ο Τύρναβος συνεχίζει να παρακμάζει καθώς ο πόλεμος έχει περιορίσει την αγορά των προϊόντων του στις εμποροπανηγύρεις της Ρούμελης και έχει συμβάλει στην αύξηση της τιμής των τροφίμων και του ποσού των φόρων. Ο λαός παραπονείται πως οι προεστοί του τα δυο τελευταία χρόνια (1804-5) επέβαλλαν αυθαίρετες εισφορές στις οικογένειες χωρίς να δίνουν λογαριασμό στην κοινότητα. Τα παράπονα αυτά φαίνεται πως έφτασαν στα αυτιά του βεζίρη Αλή πασά, διότι μόλις έφτασε ένα διάταγμα (μπουγιουρτί) που απετεί από ορισμένους ιεροδίκες (κατήδες) να μεταφέρουντη φετινή εισφορά οι ίδιοι στο Τεπελένι. Το γεγονός αυτό τρόμαξε τους προεστούς που φοβούνται ότι η επόμενη “κατοικία” τους ίσως είναι η φυλακή των Ιωαννίνων. Ο μισθός ενός υφαντή είναι τώρα 10 πιάστρα τη βδομάδα. Η καλύτερη πετσέτα, χωρίς χρυσή κλωστή, πουλιέται σε τιμή κόστους γύρω στα σαράντα πιάστρα, από τα οποία τα επτά είναι το δουλευτικόν. Ο Τύρναβος απολαμβάνει το καλύτερο κλίμα της Θεσσαλίας. Οι θερμοκρασίες του μεσοκαλόκαιρου είναι λιγότερο καταπιεστικές από ό,τι στη Λάρισα και στα Τρίκαλα. Σπανίως εδώ ο καιρός είναι απαίσιος για πολλές μέρες και τον Ιανουαρίο είναι το αποκορύφωμα του χειμώνα. Το αμμουδερό έδαφος γύρω από την πόλη, είναι πολύ πρακτικό για τα άλογα και τα κάρα και στον πιο υγρό καιρό. Η κλίση του εδάφους, στην όχθη του ποταμού, καθώς είναι μικρή εμποδίζει κάθε ανθυγιεινή στασιμότητα του νερού το καλοκαίρι. Κάθε σπίτι εδώ έχει το δικό του πηγάδι με πολύ καθαρό νερό, δροσερό ακόμα και το μεσοκαλόκαιρο. Στα Τρίκαλα και στη Λάρισα, το νερό του Πηνειού χρησιμοποιείται ως πόσιμο και θεωρείται ελαφρύ και υγιεινό, αλλά 627. Εννοεί τις σερβοτουρκικές συγκρούσεις που είχαν ξεκινήσει από το 1804, χρονιά που εξεράγη η σερβική επανάσταση. 628. Η γέφυρα που έκτισε ο πρώτοςκατακτητής της Θεσσαλίας (1392-3) Εβρενός μπέης στη Ροδιά του Τυρνάβου. 629. Το Καρατσαϊρι ήταν μια ελώδης περιοχή κοντά στη σημερινή Αμφιθέα, που πλημμύριζε εποχικά από τον Πηνειό.

είναι ζεστό και θολό και χρειάζεται στράγγισμα. Στις δύο αυτές πόλεις. Οι φθινοπωρινοί πυρετοί είναι πολύ περισσότερο διαδεδομένοι από ό,τι στον Τύρναβο. Στη Τζαρίτζενα 630, οι βράχοι που κρέμονται από πάνω της εμποδίζουν τον αέρα και αναμφιβόλως πρέπει να συγκεντρώνουν ζέστη, καθώς είναι εκτεθειμένοι προς τα νοτιοδυτικά. Παρόλα αυτά η Τζαρίτσενα είναι η θεσσαλική πόλη με τη μεγαλύτερη ακμή μετά τα Αμπελάκια. Με την προσφορά ενός χρηματικού ποσού στο βεζίρη Αλή πασά, οι άρχοντές της κατάφεραν να αποσπάσουν μια διαταγή που απαγορεύει στους χορευτές να εξασκούν το επάγγελμά τους σ' αυτή την πόλη. Το γεγονός αυτό ενόχλησε τους Τυρναβίτες διότι ανάγκασε τα παιδιά χορευτές να καταφεύγουν συχνότερα στην πόλη τους, με αποτέλεσμα να προσελκύουν εδώ πολλούς Τούρκους και Αλβανούς της χειρότερης τάξης, τους οποίους είναι υποχρεωμένοι, συχνά να διασκεδάζουν οι Έλληνες. Οι αγιάν της Λάρισας δεν επιτρέπουν τη συχνή εμφάνιση αυτών των χορευτών σ' αυτή την πόλη, διότι η εμφάνισή τους γενικώς συνοδεύεται με φασαρίες και καβγάδες μεθυσμένων, ανάμεσα στους γενιτσάρους, κατά τη διάρκεια των οποίων είναι πιθανόν τα παιδιά αυτά να σκοτωθούν631.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σ. 54.

30. Ο Leake στην Ποταμιά της Ελασσόνας το 1809 (Δαμάσι – Βλαχογιάννι -Δομένικο - Ελευθεροχώρι) “Το πρωί της 4ης Δεκεμβρίου (1809), προχωρώντας νοτιοδυτικώς του Τυρνάβου, ανάμεσα στα υψώματα, μπήκαμε μετά από 1,5 μίλι στη στενή κοιλάδα απ' όπου ο Τιταρήσιος βγαίνει στην πεδιάδα. Εδώ το ποτάμι αφήνει και στις δυο όχθες ένα στενό πέρασμα, ανάμεσα σ' αυτό και στα βραχώδη υψώματα, το οποίο μόλις επαρκεί για έναν δρόμο. Το πέρασμα της αριστερής όχθης 632 που ακολουθήσαμε, είναι σκληρό και αρκετά λείο για τις άμαξες. Η κοίτη του ποταμού αποτελείται εξ ολοκλήρου από άμμο και στη μέση υπάρχουν βαθιές δίνες που κάνουν μερικές φορές επικίνδυνη τη διάβαση. Αφού περάσαμε το ποτάμι ακολουθήσαμε τη δεξιά όχθη προς το Δαμάσι, αφήνοντας στην αντίθετη πλευρά μια οργωμένη κοιλάδα με κοκκινωπό χώμα. Το Δαμάσι είναι ένα από τα τσιφλίκια του Βελή πασά, του οποίου ο αντιπρόσωπος μένει εδώ ως σούμπασης. Αποτελείται από 20 περίπου σπίτια633, που έχουν λίγους κήπους και ποτίζονται από ένα αυλάκι του Ξεριά. Το χωριό βρίσκεται στους πρόποδες ενός απότομου και βραχώδους λόφου, ο οποίος στην άλλη πλευρά έχει κλίση προς το ποτάμι. Το ύψωμα αυτό στέφεται από ένα ερειπωμένο κάστρο, του οποίου τα τείχη είναι κτισμένα πολύ στερεά με μικρές πέτρες και κουρασάνι και έχει γύρω-γύρω τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους. Ένας εγκάρσιος τοίχος χώριζε το κάστρο στα δύο.(...) Από το Δαμάσι προχώρησα προς το Δεμένικο634, κάνοντας ταξίδι δυόμιση ωρών. Αμέσως έξω από το Δαμάσι (...) ξαναπεράσαμε το ποτάμι και προχωρήσαμε πάλι κατά μήκος της αριστερής του όχθης. Η κοιλάδα έπαιρνε ζωή από τα κοπάδια των γιδοπροβάτων, τα οποία την εποχή αυτή επέστρεφαν από τα βουνά 635, κοντά στα Γρεβενά, στις όχθες του “ευχάριστου” Τιταρήσιου.(...) Στα βοσκοτόπια του Δεμένικου και στο νότιο τμήμα της Περραιβίας καταφεύγουν κυρίως οι Σαμαριναίοι, οι οποίοι βρίσκουν εδώ πολλές ευκολίες το χειμώνα στα άδεια σπίτια αυτών που καλλιεργούσαν κάποτε αυτές τις εύφορες κοιλάδες, αλλά μετακινήθηκαν από τότε που ο Αλή πασάς και οι γιοι του μετέτρεψαν τα χωράφια τους σε δικά τους τσιφλίκια. Σε απόσταση μιας ώρας με το ζώο απ' το Δαμάσι, αφήσαμε στην κορφή ενός λόφου, στην απέναντι πλευρά του ποταμού, τα ίχνη ενός μικρου αρχαίου φρουρίου και αμέσως μετά μπήκαμε στην κοιλάδα του Δεμένικου, έχοντας αριστερά μας, στην απέναντι όχθη του ποταμού, το χωριό 630. Τσαριτσάνη. 631. Εδώ ο Leake υποννοεί την ύπαρξη κυκλωμάτων παιδεραστίας και αγοραίου ομοφυλοφυλικού έρωτα, συνήθειας που χαρακτηρίζει γενικά τον οθωμανικό “πολιτισμό”, από τότε που οι Οσμανλήδες πρωτοπάτησαν το πόδι τους σε ευρωπαϊκές περιοχές. 632. Εκεί που βρίσκεται σήμερα η παλιά οδός Τυρνάβου-Ελασσόνας. 633. Τα είκοσι σπίτια για το Δαμάσι των αρχών του 19ου αιώνα είναι ελάχιστα. Θα πίστευε κανείς πως μάλλον ο Leake επισκέφθηκε το Δαμασούλι το οποίο ήταν τσιφλίκι του Βελή, ενώ το Δαμάσι δεν ήταν τσιφλίκι, αλλά η περιγραφή του κάστρου του Δαμασίου διαψεύδει αυτή την υπόθεση. 634. Δομένικο. 635. Είναι αλήθεια ότι οι κτηνοτρόφοι είχαν τουλάχιστον ένα μήνα που είχαν επιστρέψει στα χειμαδιά.

Βλαχογιάννι. Ο δρόμος μας έπειτα έστριψε προς τα βόρεια στην κατεύθυνση της κοιλάδας περνώντας μέσα από το χωριό Μολόγουστα636, ένα τσιφλίκι του βεζίρη Αλή πασά με 20 σπίτια, στη αριστερή όχθη του Τιταρήσιου. Κατόπιν ανεβήκαμε στα υψώματα του Δεμένικου, το οποίο μολονότι αποτελείται από 200 σπίτια, δεν έχει περισσότερες από 80 οικογένειες. Πριν από 15 περίπου χρόνια το Δεμένικο έχασε από πανούκλα τους μισούς κατοίκους του. Από τότε οι κλέφτες κι οι αντίπαλοί τους, τα στρατεύματα του δερβενλή637 με τους εκβιασμούς των αρχηγών τους κατέστρεεψαν τον τόπο τόσο που οι άτυχοι Δεμενικιώτες έγιναν κολίγοι του Αλή πασά. Τότε οι Τούρκοι έχτισαν εδώ ένα τζαμί και πλάι σ' αυτό ένα κονάκι, το οποίο τώρα χρησιμοποιεί ο Αλβανός μπουλούμπασης638. Οι Δεμενικιώτες καλλιεργούν στα υψώματα δημητριακά και στην πεδιάδε, όπου η άρδευση από το ποτάμι δίνει άφθονη σοδειά, καλαμπόκι, βαμβάκι και καπνό. Το βαμβάκι το γνέθουν και με το νήμα του υφαίνουν ένα χοντροκομμένο είδος μπουχασίου639, το οποίο πουλούν στους Τσαριτσανιώτες κι αυτοί το βάφουν. Η πεδιάδα κάτω από το Δεμένικο περιλαμβάνει εκτός από τη Μολόγουστα και το Βλαχογιάννι, τα χωριά Κονιτζί640, Παλιόκαστρο, Συκιά, Μαγούλα, Περτόρι641 και Αμούρι. (...)Τα γύρω βουνά (της κοιλάδας της Ποταμιάς) καλύπτονται από οξυές και βαλανιδιές, που ονομάζονται εδώ δρέινα, προφανώς παραφθορά της λέξης δρυίναι. (...) Στη Μαγούλα ανακάλυψαν πρόσφατα ένα στρώμα του εδάφους που περιείχε σε μεγάλη ποσότητα νίτρο. Το χώμα αυτό το μεταφέρουν στα Γιάννενα και εξάγουν απ' αυτό το νίτρο, το οποίο χρησιμοποιείται στην παραγωγή πυρίτιδας. (...) Το Βλαχογιάννι έχει είκοσι μόνομες οικογένειες και πολλά σπίτια κατοικούμενα τώρα από Σαμαριναίους. Το χωριό πλήρωνε 10 πουγγιά το χρόνο πριν γίνει τσιφλίκι του Αλή πασά που παίρνει τώρα το ένα τρίτο της σοδειάς, χωρίς να εφοδιάζει με τίποτα τον καλλιεργητή, και παίρνει και χίλια πιάστρα το χρόνο ως εισφορές. Το μερίδιό του από τα δημητριακά συγκεντρώνεται από τους αντιπροσώπους του στο Δεμένικο και αυτοί το στέλνουν όπου αυτός το χρειάζεται. Πέρυσι το έστειλαν με πλοία από το Βόλο στην Πρέβεζα ενώ φέτος προορίζεται για την Κορυτσά. Όλα τα χωριά της Ποταμιάς ήταν κάποτε κεφαλοχώρια και οι γαίες ανήκαν στους Έλληνες κατοίκους τους. Τα κεφαλοχώρια όμως μειώθηκαν επειδή οι συχνές απαιτήσεις του Αλή και των Αλβανών στρατιωτών, τους ανάγκασαν να συνάψουν δάνεια με υψηλό τόκο και να γίνουν καλλιεργητές του, με τον όρο να τους απαλλάξει από τα χρέη τους.(...) Από το Βλαχογιάννι στο Γριζάνο είναι απόσταση τριών ωρών με το ζώο. Στα δυο πρώτα μίλια διασχίζαμε άγρια υψώματα καλυμμένα με πουρνάρια. Έπειτα περάσαμε μερικές λοφώδεις εκτάσεις με καλό έδαφος αλλά αρκετά ακαλλιέργητες. Το Ελευθεροχώρι βρίσκεται λίγο πριν το μέσον της διαδρομής. Μολονότι είναι μεγάλο χωριό έχει λίγους κατοικους, που καλλιεργούν μόνο μερικά αμπέλια και χωράφια με καλαμπόκια κοντά στον οικισμό. Έχουν όμως πρόβατα για τα οποία όλες οι γύρω λοφώδεις εκτάσεις είναι ό,τι πρέπει, αν και κανένα δεν φαίνεται σήμερα, επειδή οι βοσκοί προτιμούν τις χαμηλότερες θέσεις και κυρίως τα ήπια κλίματα στα παρόχθια παρά αυτά τα υψώματα, στα οποία μερικές φορές το χειμώνα το κρύο είναι τσουχτερό και οι χιονοπτώσεις συνεχείς.(...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 58-60,66.

31. Ο Leake περιγράφει το τελωνείο στις γέφυρες του Πηνειού κοντά στη Φαρκαδώνα



Περάσαμε από μια γέφυρα το ρέμα που ξεκινά από τις πηγές και κυλά στους πρόποδες του λόφου του Κλοκοτού και στις 6.10 διασχίσαμε τη Σαλαμπριά-Πηνειό από μια τρίτοξη γέφυρα, γνωστή ως γέφυρα του Τζιγιοτίου. Αυτό εδώ είναι το χαμηλότερο σημείο στις πεδιάδες της Δυτ. Θεσσαλίας, όπως φαίνεται από το μοναδικό γεγονός, ότι δηλαδή όλα τα νερά που κατεβαίνουν από τα όρη των Αγράφων και από τη Γούρα (Όθρυς) εδώ ενώνονται με το Σαλαμπριά-Πηνειό, σε ένα πολύ μικρό 636. Μεσοχώρι Ελασσόνας. 637. Δερβενλής ή δερβέναγας ήταν ο επικεφαλής των σωμάτων που φύλαγαν τα δερβένια (περάσματα). 638. Μπουλού(κ)μπασής. Είναι ο μπασής (αρχηγός) του μπουλουκιού (ένοπλου σώματος τοπικής αστυνομικής εξουσίας). 639. Είδος βαμβακερού υφάσματος. 640. Ευαγγελισμός Ελασσόνας. 641. Πραιτώρι.

χώρο. Για το λόγο αυτό δεν μας προξενεί έκπληξη το γεγονός ότι η γύρω πεδιάδα θα πρέπει τώρα να είναι καλυμμένη με έλη. Ύστερα από μια δεκάλεπτη στάση στο γιομπρούκι642, μια καλύβα κοντά στη γέφυρα όπου πληρώνονται διόδια προς όφελος του Μουχτάρ πασά643, που νοικιάζει το τελωνείο από το σουλτάνο, περάσαμε, ανάμεσα στις γέφυρες του Τζιγιοτίου και του Βλοχού, δυο ποτάμια, τα οποία κυλούν από τα δεξιά προς τα αριστερά: το ένα δέκα λεπτά από τη Σαλαμπριά-Πηνειό και το άλλο ένα τέταρτο. Ενώνονται μεταξύ τους μετά με τον Πηνειό, όχι μακριά από το σημείο απ' όπου τον διασχίσαμε.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 68-9.

32. Ο Leake στο χωριό Πέτρινο της Καρδίτσας και σε άλλα χωριά της περιοχής το 1809. Η μελισσοκομία της περιοχής. “ Σε μια ώρα από το Βλοχό φτάσαμε στο Πέτρινο, ένα χωριό που ανήκει στο Μεχμέτ μπέη της Λάρισας, ο οποίος προμηθεύει τους σπόρους του καλαμποκιού και παίρνει τη μισή σοδειά μετά την παρακράτηση της δεκάτης. Οι χωρικοί λένε εδώ πως οι εργάτες στα τσιφλίκια του Αλή πασά είναι σε καλύτερη κατάσταση απ' αυτούς που εργάζονται στα τσιφλίκια των λαρισινών μπέηδων. Εντούτοις είναι φανερό πως οι αγροικίες των δεύτερων φαίνινται πιο περιποιημένες και πιο άνετες. Ο βεζίρης Αλή πασάς ίσως υποχρεώθηκε να παραχωρήσει κάποια προνόμια για να προσελκύσει καλλιεργητές. Όμως εδώ, όπως και σε άλλα μέρη της Θεσσαλίας, ακούσαμε την κραυγή: “Μας εχάλασε η Αρβανιτιά!”. Τόσους πολλούς πεινασμένους άρπαγες έβαλαν σ' αυτές τις πεδιάδες ο Αλής και οι γιοι του ώστε λίγα μέρη, αρκετά απομονωμένα, είναι έξω από την ακτίνα των “επισκέψεών” τους. Το λιγότερο που κάνουν είναι να καταβροχθίζουν τις προμήθειες των φτωχών χωρικών αν δεν προχωρούν και σε άλλους εκβιασμούς. Το μέλι είναι το κυριότερο από τα προϊόντα του Πέτρινου όπως και σε πολλά άλλα θεσσαλικά χωριά. Τα τελευταία όμως χρόνια λέγεται ότι η παραγωγή τους δεν ήταν καλή. Η συνηθισμένη σοδειά είναι τρεις νέες κυψέλες απο καθεμιά παλιά. Οι μέλισσες μένουν σε έναν τετράγωνο κλειστό χώρο με τη συνηθισμένη τοιχοδομία της θεσσαλικής πεδιάδας, δηλαδή με πλιθιά ψημένα στον ήλιο. Πάνω στους εσωτερικούς τοίχους του χώρου αυτού δημιουργούνται τρεις “αποθήκες” με τετράγωνες κόγχες, μέσα στις οποίες οι μέλισσες φτιάχνουν τις κερήθρες τους, και οι οποίες, από τη μιά πλευρά, είναι εκτεθειμένες στον αέρα. Το χειμώνα οι κυψέλες από τις οποίες δεν τρύγησαν το μέλι, προστατεύονται από τον καιρό με ένα μικρό κομμάτι μάλλινου υφάσματος, το οποίο κρεμούν μπροστά τους. Ο κύριος του σπιτιού στο οποίο έμεινα ισχυρίζεται πως είναι, και το πιστεύουν αυτό και οι γείτονές του, εκατό ετών. Άκουσε από τον πατέρα του πως όταν εκείνος ήταν νέος δεν υπήρχε καμία εκκλησία σε κανένα χωριό, σε ακτίνα πολλών μιλίων από το Πέτρινο και ότι την Κυριακή οι Ελληνίδες είχαν τη συνήθεια να έρχονται με αραμπάδες σε κάποια παλιά εκκλησία που υπάρχει ακόμα. Τζαμί δε φαίνεται να χτίστηκε ποτέ εδώ, ενώ σε πολλά γειτονικά χωριά, μερικά από τα οποία έχουν τώρα εκκλησίες, οι μιναρέδες στέκονται ακόμα μολονότι τα τζαμιά έχουν καταστραφεί και οι μόνοι κάτοικοι των χωριών αυτών είναι τώρα Έλληνες κολίγοι. Στο Πέτρινο βρισκόταν μια μεγάλη αρχαία πόλη, καθώς φαίνεται από τα ίχνη των τειχών τα οποία περικλείουν ένα χώρο με περίμετρο δύο μιλίων περίπου (...) Πίσω από την εκκλησία του Πέτρινου υπάρχει ένα μικρό ερειπωμένο κτίριο με θόλο και αψιδωτή είσοδο, το οποίο φαίνεται πως είναι της Ρωμαϊκής Εποχής. Δεν είναι απίθανο να βρισκόταν στο Πέτρινο η Φύλλος 644, γνωστή από το ναό του Απόλλωνα Φυλλήιου645. Από το Πέτρινο στα Φάρσαλα η απόσταση είναι έξι ώρες. Πήραμε το δρόμο ακολουθώντας τους πρόποδες των λόφων του Πέτρινου για μια ώρα μέχρι το Μισαλάρ646, αφήνοντας

642. Τελωνείο. 643. Ο Αλή πασάς είχε διανείμει όλες τις προσόδους της Θεσσαλίας, αλλά και της Ηπείρου, στους δυο γιους του, το Βελή, που ήταν ο πρωτότοκος) και τον Μουχτάρ. 644. Κι ενώ ο Leake τ5οποθετεί στο Πέτρινο τη Φύλλο, ο Stählin πιστεύει ότι σ' αυτή την περιοχή ήταν το Φάκιο. (Δες σχετ. Θεσ. Ημερολόγιο, τόμο 8ο, (1985) σ. 85) 645. Δες σχετικά: Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Β΄ τόμος. 646. Μεσαλάρι ή Μισαλάρ, είναι η Συκεών Καρδίτσης.

το Κουτζολάρι647 στην πεδιάδα, τρία μίλια δεξιά του Φερσαλίτη648. (...) φτάσαμε στο Μαυροβούνι ύστερα από δυο ώρες έχοντας αφήσει το Τεκελί 649, στους πρόποδες των λόφων, δυο μίλια αριστερά. (...) Σταματήσαμε το μεσημέρι σε ένα χωριουδάκι, στα Ορφανά, που βρίσκεται μισή ώρα μακριά από το νοτιότερο τμήμα του Μαυροβουνίου. Τα Ορφανά, το Μισαλάρι, το Τεκελί, η Χατζιόμπαση650 και μερικά άλλα γειτονικά χωριά κατοικούνταν μέχρι προσφάτως από Κονιάρηδες, των οποίων τα ερειπωμένα τζαμιά παραμένουν, σε πολλά απ' αυτά, μολονότι δεν μένουν τώρα πια Τούρκοι. Τα χωράφια έγιναν τουρκικά τσιφλίκια και τα χωριά κατοικούνται από Έλληνες κολίγους. Πολλοί απ' αυτούς ανήκουν στο μολαλίκι, ένα τμήμα της περιφέρειας της Λάρισας που ονομάζεται έτσι εξαιτίας του φόρου πουν πληρώνουν υπέρ του μολά της Λάρισας.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία το 1809”, μτφρ. Γ. Α. Καραϊσκου, Θ. Η. , σσ. 72-4.

32. Ο Paul Lucas περιγράφει τη Λάρισα των αρχών του 18ου αιώνα “ Η πόλη απλώνεται στην όχθη του ποταμού. Είναι αρκετά μεγάλη αλλά ατείχιστη. Τα γύρω χωράφια είναι εύφορα αφού τα φροντίζουν ο Πηνειός και τα νερά της περιοχής. Κατοικείται από Έλληνες Τούρκους και Εβραίους. Οι τελευταίοι χαίρουν μεγάλης ελευθερίας και προστασίας και ασχολούνται κυρίως με χρηματαγορές και πωλήσεις, με αποτέλεσμα όλο το χρήμα της περιοχής να περνά από τα χέρια τους. Είναι εύκολο να αντιληφθούμε τι κέρδη αποκομίζουν από τις συναλλαγές αυτές μιας κι ο λαός αυτός είναι ο πιο ιδιοτελής και πονηρός σ' όλο τον κόσμο. Καθώς η περιοχή είναι πλούσια σε πρόβατα και μαλλί, υφαίνονται πολλά υφάσματα αν και είναι χοντροκομμένα, και γίνεται μεγάλο εμπόριο μ' αυτά. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης της Λάρισας είναι ένας έντιμος άνδρας και η μητρόπολή του είναι μεγάλη. Στο ποτάμι ψαρεύονται οι καλύτεροι λούτσοι και κυπρίνοι που πωλούνται σε καλές τιμές.” R. Schn. Berrenberg, “Η Λάρισα στις αρχές του 18ου αιώνα στο οδοιπορικό του Paul Lucas”, μτφρ. Τ. Αλεξόπουλος, Θ. Η. σ. 110.

33. Η περιοχή της Λάρισας, στα χρόνια που ο Μωάμεθ Δ΄ είχε την έδρα του στη Λάρισα (1669), όπως καταγράφονται στο οδοιπορικό του Edward Brawn. (εμπορική κίνηση της πόλης) “H Λάρισα, η σημαντικότερη πόλη της Θεσσαλίας, βρίσκεται στις όχθες του Πηνειού ποταμού. Το περίφημο βουνό Όλυμπος ορθώνεται στα βόρεια και προς τα πέρα απλώνεται η απέραντη πεδιάδα. Τώρα την κατοικούν Χριστιανοί, Τούρκοι και Εβραίοι. Υπάρχουν ωραίες δημόσιες πλατείες, αρκετά τζαμιά για του Τούρκους και μερικοί ναοί για τους Έλληνες. Η τοποθεσία της είναι συμπαθητική, πάνω σε ένα μικρό χωμάτινο ύψωμα. Το παλάτι του σουλτάνου, ή τουλάχιστον αυτό που έμεινε, όσο κατείχε αυτή τη θέση, ήταν στο ψηλότερο σημείο της πόλης. Να πώς είναι κτισμένο: Μεγάλα παράθυρα διακοσμούν και τις 4 πλευρές του. μπροστά τους γευματίζει ή διασκεδάζει ο σουλτάνος, ανάλογα με το αν φυσάει αύρα ή δυνατός αέρας. Η Λάρισα είναι έδρα μιας αρχιεπισκοπής, στην οποίαν υπάγονται αρκετές επισκοπές. Ο σεβασμιότατος Διονύσιος651 ήταν ο αρχιεπίσκοπος κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής μου. Ο Ναός Άγιος Αχίλλιος είναι η μητρόπολή της. Μία μέρα, κατά την οποίαν ήταν εκεί ο αρχιεπίσκοπος, παρακολούθησα τη Θεία Λειτουργία. Τον είδα να κάθεται στο θρόνο του με τα αρχιερατικά άμφια και με την ποιμαντορική ράβδο του. Ήμασταν 3-4 ξένοι μόνο και μόλις μας είδε να μπαίνουμε στο Ναό έστειλε κάποιον να μας θυμιατίσει με λιβάνι και άλλα παρόμοια 647. Κουτζολάρ ή Κουτζιαρί είναι η Ιτέα του Παλαμά. Το αρχικά όνομα ήταν Κουτζολάρ (λαρ=κτήμα) και μετά την κατοίκηση από Έλληνες, με παραφθορά, το τοπωνύμιο έγινε Κουτζιαρί ή Κουτσιαρί. 648. Ο αρχαίος Απιδανός, τουρκ. Ταμπάκ ντερέ. 649. Μικρό Βουνό Λάρισας. 650. Υπέρεια Φαρσάλων. 651. Διονύσιος Δ΄, ο Μουσελίνης, μητροπολίτης Λαρίσης (1662-1671) και μετέπειτα οικουμενικός πατριάρχης για πέντε θητείες [1671-3, 1676-9, 1682-4, 1686-7 και 1693-4].

μυρωδικά. Ο σουλτάνος είχε την αυλή του στη Λάρισα για αρκετά χρόνια εξαιτίας του πολέμου της Κρήτης652 και ακόμα επειδή η περιοχή προσφερόταν για κυνήγι, το οποίο του αρέσει υπερβολικά. Φεύγοντας έμαθα πως έπρεπε να πάει στο Νεγρεπόντε653. Έμεινε όμως ακόμα μερικούς μήνες στη Λάρισα ώσπου να φύγει για τη Θεσσαλονίκη και από εκεί στην Αδριανούπολη. Με τις κάψες του καλοκαιριού ο σουλτάνος πήγε να περάσει δυο μήνες στον Όλυμπο, ο οποίος δεν απέχει πολύ, για να δει τις φυσικές ομορφιές του, το Αιγαίο, να απολαύσει τη δροσιά του και να βρίσκεται μακριά από τη ζέστη των πεδιάδων. Η ιδιοτροπία του αυτή στοίχισε το θάνατο σε αρκετά άτομα διότι όσοι έρχονταν να τον δουν έφταναν καταπονημένοι και εξασθενημένοι από τη ζέστη, αρρώσταιναν μόλις αντιμετώπιζαν την ψύχρα των κορυφών και πέθαιναν. Τα μέρη εκεί ήταν τέτοια που δεν υπήρχε αρκετό χώμα για την ταφή των νεκρών. Ο σουλτάνος ενοχλήθηκε λίγο αλλά αυτό κράτησε μόνο λίγες μέρες. Χάθηκαν αρκετά άλογα και καμήλες. Ο σουλτάνος, άριστος ιππέας, έσκασε ένα από τα καλύτερα άλογά του ανγκάζοντάς το να ανεβεί στην κορυφή του όρους Κίσαβος, όπου δεν μπόρεσε να τον ακολουθήσει κανένας. Ήταν και αρκετά ριψοκίνδυνος και θέλησε, για ανδραγαθία, να πηδήξει ένα χαντάκι απ' όπου, αν έπεφτε, δεν θα μπορούσε να τον βγάλει κανείς. Δεν μπόρεσε να τον μεταπείσει κανείς όυτε να τον κάνει να συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο που διέτρεχε. Πολλά άτομα πέθαναν, επίσης, επειδή ήπιαν το λευκό νερό μιας πηγής. Δυο-τρεις μέρες πριν πεθάνουν αισθάνονταν βαρύ το στομάχι τους και κρύωναν. (...) Ο Πηνειός ποταμός, ο οποίος διασχίζει τη Λάρισα, είναι ο μεγαλύτερος ποταμός της Θεσσαλίας με αρκετούς παραποτάμους. (...) Οι κατασκευαστές της όμορφης πέτρινης γέφυρας (του Πηνειού στη Λάρισα) με τα 9 τόξα προέβλεψαν και άφησαν κενά ανάμεσα στα τόξα, έτσι ώστε το νερό να βρίσκει διέξοδο όταν ανεβαίνει υπερβολικά και να μην κινδυνεύει η γέφυρα σε περιόδους πλημμύρας. Αρκετοί Τούρκοι έστησαν τις πολύχρωμες σκηνές τους στις όχθες του Πηνειού (δες φωτογρ.) κοντά σ' ένα τζαμί, διότι δεν έβρισκαν στη Λάρισα μέρος και το θέαμα ήταν αρκετά ευχάριστο στο μάτι. Το ύφασμα της σκηνής τους ήταν τόσο καλά τοποθετημένο που απείχε μόνο ελάχιστα από το έδαφος ώστε να επιτρέπει την είσοδο του αέρα. Εδώ περνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μέρας πίνοντας σερμπέτι και καφέ. Το πιο κοντινό και το πιο σημαντικό λιμάνι, κοντά στη Λάρισα, είναι ο Βόλος, η παλιά πόλη Παγασές, στον κόλπο του Αλμυρού, ο οποίος ονομάζεται επίσης Παγασητικός ή της Δημητριάδας. Εδώ κοντά βρισκόταν το Πελασγικό Άργος, απ' όπου απέπλευσαν654 οι Αργοναύτες για το πασίγνωστο ταξίδι τους στην Κολχίδα. Η Λάρισα ήταν πολυπληθής πόλη και παρόλο που υπήρχαν, τότε, άνθρωποι όλων των εθνοτήτων, υπήρχε παντού τάξη και ηρεμία. Ένας αξιωματικός βάδιζε με ένα ραβδί στο χέρι του συνοδευόμενος από 24 περίπου άτομα, τα οποία έλεγχαν όλους τους δρόμους τιμωρώντας όσους ήταν μεθυσμένοι, όσους διαπληκτίζονταν, θορυβούσαν ή έκαναν ο,τιδήποτε πρόσβαλε τα χρηστά ήθη. Στη Λάρισα ήμουν το Σεπτέμβρη του 1669. η ζέστη ήταν ανυπόφορη και ο πυρετός έκανε θραύση. Το ίδιο συνέβη στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης διότι, όταν επέστρεψα στην Αγγλία, αρκετά άτομα υπέφεραν ακόμα από τον πυρετό του καλοκαιριού. Την εποχή αυτή οι κάτοικοι της περιοχής ετοίμαζαν το κρασί τους και είχαμε την ευκαιρία να το δοκιμάσουμε ενώ ήταν ακόμα θολό και φρέσκο. Ανάμεσα στους Τούρκους υπάρχουν και αυτοί που είναι πιο θρήσκοι από τους άλλους και δεν πίνουν ποτέ μπαγιάτικο κρασί. Παρόλα αυτά, δεν αρνιούνται να πιουν και λίγο θολό. Όλο το καλοκαίρι πηγαίναμε συχνά στον κουρέα. Ήταν ικανός στη δουλειά του, μας δρόσιζε αρκετά και δεχόταν τους πάντες, όπως συνηθίζουν στον τόπο του. Οι Έλληνες ξυρίζουν το κεφάλι τους σε ένα σημείο, μεγέθους ενός κέρματος, και αφήνουν τα μαλλιά τους, γύρω-γύρω, μακριά, δύο περίπου δάχτυλα, κόβοντας τα υπόλοιπα. (...) Οι Τούρκοι ξυρίζουν ολόκληρο το κεφάλι εκτός από μια τούφα στην κορυφή του. Οι Έλληνες κληρικοί ούτε ξυρίζουν το κεφάλι τους ούτε κόβουν τα μαλλιά τους. Όσοι έχουνε λιγότερα τα καθαρίζουν καλύτερα. Στο κουρείο ο πελάτης κάθεται αρκετά χαμηλά κι έτσι ο κουρέας έχει το πλεονέκτημα να τον ξυρίζει σχεδόν μονομιάς. Χρησιμοποιεί αρκετό σαπούνι και κρατάει τη λεπίδα σα μαχαίρι, πράγμα που του επιτρέπει να ξυρίζει γρηγορότερα. Πάνω από τα κεφάλια των πελατών υπάρχει μια λεκάνη με νερό με έναν κόκκορα, απ' όπου ο κουρέας αφήνει να τρέξει όσο νερό θέλει.ε ίχα την ευκαιρία να δω ένα τέτοιο κουρείο στη Λάρισα κι έναν τάφο, αρκετά μεγάλο και παλιό, από ιάσπη 655. Το μνημείο αυτό 652. Η τελευταία φάση του τουρκοβενετικού πολέμου (1668-9). 653. Η φράγκικης προέλευσης ονομασία για την Εύβοια. (Εύριπος+ πόντε [θάλασσα]) 654. Φυσικά οι Αργιναύτες απέπλευσαν από την Ιωλκό κι όχι απότο Πελασγικό Άργος, που είναι άλλη μια ονομασία της Λάρισας. 655. Είδος πολύτιμου λίθου.

είναι αρκετά όμορφο. Δυστυχώς όμως δεν εκτιμήθηκε καθόλου σ' αυτή την πόλη. Παρατήρησα ότι ο κουρέας είχε τρυπήσει την ταφόπλακα, είχε βάλει νερό και το χρησιμοποιούσε για στέρνα. Είχα μαζί μου δουκάτα και δολάρια καθώς και άλλα νομίσματα και δε γνώριζα πώς θα μπορούσα να τα εξαργυρώσω. Ευτυχώς βρήκα κάποιους τραπεζίτες656 στην αγορά, οι οποίοι είχαν στηθεί εκεί γι' αυτό το σκοπό. Αυτοί έδιναν με ευχαρίστηση μεδίνες, άσπρα και κέρματα των 5 πεντάρων, τα οποία χρησιμοποιούν οι απλοί χρηματιστές αυτής της περιοχής. Οι δρόμοι, όπου γίνεται η μεγαλύτερη κίνηση, είναι σκεπασμένοι όπως συνηθίζεται και στις άλλες πόλεις της τουρκικής επικράτειας. Τα καταστήματα είναι μικρού μεγέθους αλλά γεμάτα με κάθε λογής παραμάτειες. Ο καταστηματάρχης κάθεται σταυροπόδι κι έτσιμ κάνει τις αγοραπωλησίες με τους πελάτες του, οι οποίοι στέκονται συνήθως στο δρόμο και δεν μπαίνουν σχεδόν ποτέ στο κατάστημα. Όσον αφορά στα προϊόντα, τα οποία δεν υπάρχουν σε αφθονία, κάποιος έφιππος περιφέρεται στην πόλη διαλαλώντας πού και σε ποια τιμή μπορεί να τα βρει ο ενδιαφερόμενος. (...) όταν είδα στη Λάρισα όλα αυτά τα ωραία και επιλεγμένα άλογα από κάθε περιοχή της τουρκικής αυτοκρατορίας, έμεινα άναυδος. Οι σέλες και τα χαληνάρια τους ήταν πλούσια, γεμάτα με πολύτιμες πέτρες, μαλακά. Εδώ είδα επίσης τα περίφημα για την ταχύτητά τους και την αντοχή τους τατάρικα άλογα (...) Μερικοί Έλληνες έμποροιμαθαίνουν ιταλικά για να εξυπηρετούνται στις συναλλαγές τους κι έτσι η γλώσσα αυτή είναι χρήσιμη σε όσους έρχονται εδώ, ενώ τα λατινικά και τα γαλλικά είναι τελείως άχρηστα. Οι Εβραίοι μιλούν, συνήθως, ισπανικά657 (...) Στη Θεσσαλία βρέθηκα σε μια εποχή μεγάλης ζέστης και ξηρασίας. Μερικά από τα μεγαλύτερα ποτάμια είχαν χαμηλή στάθμη νερού. Τα μικρότερα είχαν ξεραθεί τελείως. Παρατήρησα όμως ότι ένα ποτάμι658, που απείχε 7 μίλια από τη Λάρισα προς τον Τύρναβο είχε άφθονο νερό. Πήγαζε κάτω από ένα βουνό, απλωνόταν σε διάφορα ρυάκια αλλά σχημάτιζε ένα όμορφο ποτάμι. (...) Οι Θεσσάλοι είναι αρκετά καλοφτιαγμένοι. Όλων σχεδόν τα μαλλιά και τα μάτια είναι μαύρα. Το πρόσωπό τους είναι δροσερό και μοιάζει με το πρόσωπο των Άγγλων. Οι ξένοι θεωρούν τις γυναίκες τους πολύ όμορφες και σχολιάζουν την ωραία επιδερμίδα των Ελλήνων. Οι Μακεδόνες είναι πιο άξεστες φύσεις (...). Οι κάτοικοι του Μοριά (...) φαίνονται σχεδόν ολόμαυροι..” Ed. Brawn, “Η Λάρισα του 1669”, μτφρ. Gino Polese, Θ. Η ( ), σσ. 177-186.

34. Ο Edward Brawn περιγράφει τα προϊότα της Λάρισας και του Τυρνάβου Ο Τύρναβος έδρα των Ευρωπαίων πρεσβευτών Η κουζίνα του τόπου το 1669 “ Οι Θεσσαλοί ανέκαθεν θεωρούνται καλοί αναβάτες και διαθέτουν στην περιοχή τους πολύ καλά άλογα. Εδώ υπάρχουν και τα μεγάλα βουβάλια, τα οποία πιστεύεται ότι είναι τα καλύτερα της Ελλάδας, μετα απ' αυτά της Αγίας Μαύρας (Λευκάδας). Ένα από τα εδέσματα της περιοχής είναι οι τεράστιες και πανέμορφες χελώνες με κίτρινι και μαύρο χρώμα. Οι Τουρκοι περιγελούν τους Έλληνες που τις τρώνε ενώ μπορούν κάλιστα να απολαύσουν τα πρόβατα, τα κοτόπουλα και τις πέρδικες. Τα σύκα της περιοχής (Λάρισας) είανι τεράστια τρυφερά και νόστιμα. Πουθενά αλλού δεν έχει τόσο μεγάλα, γλυκά και δροσιστικά καρπούζια. Πολλές ροδιές, πορτοκαλιές, λεμονιές και αμπέλια χαμηλά χωρίς στηρίγματα, όπως στο Μονπελιέ της Γαλλίας. Τα κλαριά τους είναι μακριά, τα τσαμπιά αξιοθαύμαστα και το σταφύλι δεν έχει πουθενά τέτοια γεύση. Το κρασί της περιοχής είναι λεπτό (...) Φυτεύουν τα καπνά και θεωρούν ότι είναι καλύτερα από τα ξένα, που τους φέρνουν, διότι είναι πιο δυνατά και αρωματικά. Τα χωράφια είναι γεμάτα από σουσαμιές και βαμβάκια, τα οποία παραμένουν πάντοτε πολύ χαμηλά αλλά είναι όμορφα. Άφθονες επίσης είναι οι αμυγδαλιές κι οι ελιές. Οι Έλληνες προτιμούν να ωριμάσουν αρκετά οι ελιές και μετά τις ξεραίνουν και δεν τις τρώνε πράσινες όπως 656. Οι λεγόμενοι σαράφηδες, που ήταν σχεδόν πάντα Εβραίοι. 657. Είναι οι λεγόμενοι σεφαραδίτες Εβραίοι, που έφυγαν από την Ισπανία λόγω των διώξεων της βασίλισσας Ισαβέλλας. 658. Μάτι Τυρνάβου (πηγές, ρυάκια και λίμνη).

κάνουμε εμείς. Τα φυτά που βλέπεις στους φράχτες, με τα μεγάλα κίτρινα λουλούδια τους και με τα άφθονα αγκάθια, παρέα με την αιώνια πρασινάδα των βαλανιδιών, καθιστουν τα μονοπάτια ευχάριστα και θελκτικά. Σ' αυτήν την περιοχή φυτρώνει το πουρνάρι από το οποίο οι Θεσσαλοί κάνουν το κρεμεζί659. Στις κορυφές των γύρω βουνών βρίσκονται τα φυτά ασκληπιάδα και σκάρφεια. (...) Οι σάλτσες των Θεσσαλών περιέχουν συχνά σκόρδο. Τα κρεμμύδια τους είναι 2-3 φορές μεγαλύτερα από τα δικά μας. Η γεύση τους είναι καλύτερη και η μυρουδιά τους καθόλου δυσάρεστη. Μολονότι δε συμπαθούσα ιδιαιτέρως τα κρεμμύδια στο παρελθόν, ετούτα μου άρεσαν και έκαναν καλό στο στομάχι μου. Τα σερβίρουν στο γεύμα και τρώνε αρκετά με ψωμί. (...) Στη Θεσσαλία υπάρχει ένα κηπευτικό, το οποίο ονομάζουν πατλιτζάνα ή μελιτζάνα660. Μοιάζει στην όψη με το πεπόνι (;) και με το αγγούρι. Ετοιμάζουν μ' αυτή ένα εύγευστο φαγητό αφαιρώντας όλο το εσωτερικό της, δηλαδή τα σπόρια, και τη γεμίζουν με αρωματικά χόρτα όπως η ματζουράνα και το θυμάρι 661. Στην αυλή του σουλτάνου υπήρχαν τότε λίγοι υπουργοί662 των ξένων πριγκίπων. Υπήρχε ένας εκπρόσωπος του αυτοκράτορα της Γερμανίας καθώς και από ένας πρέσβης της Ραγούσας και της Βλαχίας, οι οποίοι είναι πρέσβεις των γειτονικών πριγκίπων. Δεν υπήρχαν περισσότεροι, διότι όσοι έρχονται να ζητήσουν ελευθερία της κυκλοφορίας μένουν πάντοτε στην Κων/λη και δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν το σουλτάνο. Ο εκπρόσωπος του (Γερμανού) αυτοκράτορα παρακάλεσε το σουλτάνο να του επιτρέψει να αποσυρθεί σε κάποια γειτονική πόλη, διότι στη Λάρισα δεν υπήρχε πολύς κόσμος. Του το επέτρεψε και τον άφησε μάλιστα να διαλέξει όποια πόλη και όποιο σπίτι ήθελε. Αυτόε τότα διάλεξε τον Τύρναβο, που είναι μια πόλη της Θεσσαλίας αρκετά μεγάλη και πολύ όμορφη στα δυτικά της Λάρισας, από την οποία απέχει 10 μίλια, δίπλα σε πολλά βουνά. Η πλειοψηφία των κατοίκων τοτ Τυρνάβου είναι Έλληνες. Υπάρχουν 3 τζαμιά και 18 ναοί για τους Έλληνες, από τους οποίους οι κυριότεροι είναι: ο Καθεδρικός Ναός Άγιος Ιωάννης, ο Άγιος Δημήτριος, οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός, το Γεννέσιο της Παναγίας, ο Προφήτης Ηλίας, κοντά στον οποίο υπάρχει ένα Μοναστήρι στην πλαγιά ενός βουνού, ο Άγιος Αναστάσιος, οι Δώδεκα Απόστολοι, ο Άγιος Νικόλαος και ένα άλλο Μοναστήρι και ο Άγιος Αντώνιος. Η Επισκοπή αυτή υπάγεται στη Μητρόπολη της Λάρισας. Θυμάμαι ένα απόσπασμα ενός από τους σοβαρότερπους επιστήμονες αυτού του αιώνα: εάν συγκεντώναμε όλες τις χριστιανικές χώρες της Ευρώπης, οι οποίες ακολουθούν την Ελληνική Εκκλησία και τις συγκρίναμε με εκείνες που ανήκουν στην Εκκλησία της Ρώμης, θα διαπιστώναμε ότι η Ελληνική Εκκλησία έχει πολύ περισσότερους πιστούς. Τα αμπέλια που συναντάει κανείς στον Τύρναβο είναι πολλά. Στον εκπρόσωπο του αυτοκράτορα έδωσαν ένα πολύ ωραίο σπίτι. Διέθετε 30 άτομα, Τούρκους κι Έλληνες και 2 γενίτσαρους στη θύρα του. Ο πρέσβης της Ραγούζας διάλεξε κι αυτός τον Τύρναβο για να μείνει με τη συνοδεία του. (...) Δεν πρέπει να ξεχάσω να αναφέρω τον Δημήτριο, έναν έμπορο από τον Τύρναβο, καθαρό δείγμα χαρακτήρα και διάθεσης ενός αρχαίου Έλληνα. Μας φίλεψε αρκετές φορές στο σπίτι του με γενειοδωρία και φιλικά αισθήματα. Μας είπε να αισθανόμαστε σαν στο σπίτι μας και να χαρούμε όσο μπορούσαμε. Είχαμε την εύννοια του και μας έκανε τη χάρη να επιτρέψει στις δύο κόρες του να έρθουν και να μας καλοσωρίσουν. Με την άδειά του τις χαιρετήσαμε όπως χαιρετούν στη Γαλλία, την Ολλανδία και την Αγγλία. Ήταν πλούσια ντυμένς καθώς συνηθίζεται στην περιοχή τους. Τα μαλλία τους ήταν σγουρά και τα είχαν αφήσει να κρέμονται στην πλάτη. Τα υποδήματα και οι παντόφλες τους ήταν ζωγραφισμένα. Είχαν βαμμένα τα νύχια τους με ένα χρώμα, περίπου κόκκινο, με cina.663 Αφού πολτοποιούσαν τα φύλλα του φυτού αυτού, τα άφημαν να μουσκέψουν μέσα σε κρασί ή σε νερό. Με το υγρό αυτό έβαφαν από βραδίς τα νύχια και το πρωί είχαν αποκτήσει το ανοιχτό κόκκινο χρώμα. Στην Τουρκία το χρησιμοποιούν πολύ. Μερικοί, μάλιστα, βάφουν και την ουρά του αλόγου.” Ed. Brawn, “Η Λάρισα του 1669”, μτφρ. Gino Polese, Θ. Η ( ), σσ. 187-189.

35. Ο Edward Brawn περιγράφει το σουλτάνο Μωάμεθ Δ΄ και τους στρατιώτες του στη Λάρισα του 1669. 659. Πρόκειται για τον κόκκο τον βαφικό ή πρινοκόκκι, που δίνει σκούρο χρώμα στις βαφές (Κ. Σπανός). 660. Η μελιτζάνα ήταν ιθαγενές φυτό της Περσίας. Από εκεί μεταφέρθηκε η καλλιέργεια και στον ελλαδικό χώρο κατά την Υστεροβυζαντινή εποχή. 661. Πρόκειται για μια παραλλαγή του γνωστού φαγητού μας ιμάμ μπαϊλντί. 662. Εννοεί πρέσβεις. 663. Τουρκ. kina=κόκκινη βαφή.

“Στο λιμάνι του Βόλου έφτασαν τα νέα για το Σουλτάνο από το Χάνδακα664 και οι επιστολές από την Ασία και την Αφρική.(...) Σπανίως συναντούσε κάποιος το σουλτάνο στη Λάρισα, διότι βρισκόταν συνεχώς στο κυνήγι με μια πολυάριθμη συνοδεία, ντυμένος ο καθένας ανάλογα με την προέλευσή του. Μερικές φορές πήγαινε στο μεγάλο τζαμί665 και τότε τον έβλεπα βγαίνοντας από το παλάτι του για να πάει να προσευχηθεί. Πριν εξέλθει, αρκετοί συνοδοί του, πάνω σε πλούσια διακοσμημένα άλογα, τριγύριζαν στην αυλή του παλατιού ενώ ο σουλτάνος τα περιεργαζόταν από το παράθυρο του δωματίου του, για να επειλέξει εκείνο το οποίο θα του άρεζε περισσότερο. Μόλις εμφανιζόταν ο σουλτάνος ξεσπούσαν επευφημίες και κραυγές χαράς από παντού.

Εικ.

Η έξοδος του σουλτάνου και της πομπής του. από το βιβλίο του Edward Brawn. Νυρεμβέργη 1696.

Οι δρόμοι είχαν καθαριστεί και σε κάθε γωνιά ήταν στημένος ένας γενίτσαρος, που φρόντιζε για την ομαλή διέλευση της πομπής. Οι αξιωματικοί ήταν έφιπποι και προπορεύονταν. Οι αυλικοί, 24 συνολικά, ακολουθούσν πεζοί. Δύο από τους σημαντικότερους γενιτσάρους πλαισίωναν το σουλτάνο. Καθένας τους έφερε στο μπροστινό μέρος του σκούφου μία φούντα από λευκά φτερά. Τα φτερά αυτά ήταν φαρδιά και ψηλά, μια οργιά666 περίπου και σκίαζαν καλά το πρόσωπο. Επιπλέον φρόντιζαν να το κουνούν σα βεντάλια ενώ περπατούσαν.Την πομπή ακολουθούσαν αρκετά ωραία άλογα καθώς και αρκετοί άνθρωποι που κουβαλούσαν διαφόρων ειδών προσκέφαλα για τιο τζαμί. (...) Ο σουλτάνος δεν είχε πατήσει ακόμα τα 30. Είναι καλοφταγμένος με λίγο κοντό λαιμό και μάλλον ευτραφής. Το δέρμα του ήταν φυσικά μελαμψό και ηλιοκαμένο.(...) Είναι καλός ιππέας, εύρωστος και σπανίως αρρωσταίνει. Μολονότι αντιμετωπίζει τους πάντες με υπεροψία, προκαλώντας κάποιο φόβο, εντούτοις είναι αρκετά ευπροσήγορος. Συνομιλεί και δέχεται προθύμως όλους τους επισκέπτες του. παροτρύνει μάλιστα το λαό να μη διστάζει να τον πλησιάζει χωρίς όμως να φωνάζει. Γιαυτό οι κάτοικοι της πόλης αυτής, μόλις τον δουν ή αντικρίσουν κάποιον από τους αξιωματικούς του, σιωπούν. (...) Η γυναίκα του σουλτάνου ζούσε στη Λάρισα και ο μεγάλος αφέντης την αγαπούσε πολύ. Καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν κοντή και λίγο βλογιοκομμένη. Εκείνη την εποχή ήταν έγκυος και έπρεπε να πάει να γεννήσει στο Μοναστήρι, πόλη της Μακεδονίας, (...) Ο γος του σουλτάνου, ηλικίας τότε 6 χρονών, έμενε μαζί του στη Λάρισα. (...) Στη Λάρισα υπήρχαν αρκετοί λόχοι στρατιωτών, μέσα και γύρω από την πόλη, με περισσότερες από 5.000 καμήλες στην υπηρεσία του σουλτάνου.” Ed. 664. Ηράκλειο Κρήτης. Από εκεί ενημερωνόταν για τις βενετοτουρκικές συγκρούσεις, που είχαν επίκεντρο την Κρήτη. 665. Το τζαμί, το λεγόμενο του Χασάν μπέη, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το λόφο του Αγ. Αχιλλίου (στην αρχή της λαϊκής αγοράς της Τετάρτης). 666. 1,60 μέτρα. Μέτρο μήκους που ισούται με το άνοιγμα των χεριών ενός μέσου άνδρα.

Brawn, “Η Λάρισα του 1669”, μτφρ. Gino Polese, Θ. Η ( ), σσ. 181-182.

36. Ο περιηγητής Ed. Dodwell περιγράφει το ταξίδι από το Βόλο στη Λάρισα (18056) – Η βαρβαρότητα των Τούρκων της Λάρισας. “Ερχόμενος από το Βόλο πέρασα μια μικρή γέφυρα πάνω από ένα ποταμάκι και από εδώ είδα τη Λάρισα για πρώτη φορά από απόσταση 8 μιλίων. Η πόλη βρίσκεται σε ένα κοίλωμα της πεδιάδας. Τα πρώτα που αντικρύζει ο ταξιδιώτες είναι οι μιναρέδες και τα κυπαρρίσσια της. Σε 4 σημεία της πεδιάδας είναι ορατοί τύμβοι. Περάσαμε κοντά από μια μεγάλη μαγούλα, πάνω στην οποία βρίσκεται μια καλύβα με σκεπή από καλάμια. Την εποχή του τρύγου μένει εκεί ένας δραγάτης για να μην πλησιάζουν οι κλέφτες. Ο δρόμος περνάει μέσα από περιποημένα χωράφια, λιβάδια και αμπέλια. Σε όλη τη διαδρομή, από το Βελεστίνο έως εδώ, οι δρόμοι είναι καλοπατημένοι, πλατείς και ευκολοδιάβατοι ακόμα και για άμαξες. Η πεδιάδα γενικά είναι επίπεδη με χαμηλούς λοφίσκους εδώ κι εκεί. Μετά από 4,5 ώρες, από τότε που αφήσαμε το Τολελέρι667 μπήκαμε στην αρχαία και τωρινή πρωτεύουσα της Θεσσαλίας και μετά από 20 λεπτά φτάσαμε στο σπίτι του μητροπολίτη. Καθώς δεν είχαμε συστατικά γράμματα γίναμε δεκτοί απ' αυτόν με υποψία και με δυσκολία. Λίγο μετά την άφιξή μας, ο μητροπολίτης668 μας ειδοποίησε ότι ο Mollah Effenti, δηλαδή ο κυβερνήτης της πόλης, διέταξε να εγκαταλείψουμε την πόλη μέσα σε 24 ώρες. Υποπτευτήκαμε ότι αυτό ήταν ένα τέχνασμα του μητροπολίτη και γι' αυτό πήγαμε στο μολά για να ζητήσουμε εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του (...) Ανακαλύψαμε ότι η συμπεριφορά του μητροπολίτη δεν οφειλόταν στην έλλειψη του αισθήματος της φιλοξενίας αλλά στον φόβο μήπως προσβάλει το μολά παρέχοντας φιλοξενία σε ξένους για τους οποίους αυτός δεν είχε ενημερωθεί. Οι Τούρκοι της Λάρισας είναι πιο υπερόπτες και αναιδείς από ό,τι σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Τους Έλληνες τους μεταχειρίζονται με ασυνήθιστη σκληρότητα και τυραννικά. Οι Έλληνες έχουν εδώ ένα μόνο ναό, τον καθολικό 669 ή καθεδρικό ναό και ο μητροπολίτης τους έχει για φύλακες δυο Τούρκους, τους οποίους παραχωρεί η κυβέρνηση. Μου δόθηκε η ευκαρία να δω ο ίδιος τη βιαιότητα αυτών των ανόητων τυράννων. Ζωγραφίζαμε στη γέφυρα του Πηνειού έχοντας ως συνοδούς δύο Τούρκους στρατιώτες. Αυτοί είχαν διαταγή να κρατούν μακριά τον κόσμο ου αλλίως, αν είμασταν μόνοι μας, θα μας περιτριγύριζε. Μερικοί Έλληνες της ανώτερης τάξης έτυχε να περνούν από τη γέφυρα. Λόγω του ντυσίματός μας και της απασχόλησής μας στάθηκαν σε κάποια απόσταση και μας κοίταζαν. Οι Τούρκοι τότε, χωρίς την παραμικρή προειδοποίηση, άρχισαν να τους πετούν πέτρες. Μια πέτρα χτύπησε έναν Έλληνα στο κεφάλι και τον πλήγωσε. Έφυγε όμως χωρίς να βγάλει μιλιά. Οι αναρίθμητες όμως βιαιαότητες, τις οποίες υφίστανται οι Έλληνες, θα γίνουν αιτία να ξυπνήσουν κάποτε και τότε θα ξεπληρώσουν όλα αυτά που υποφέρουν. Η Λάρισα, η οποία ακόμα και τώρα φέρει το αρχαίο όνομα της (το τουρκικό είναι Γενή Σεχίρ) εξακολουθεί να είναι πρωτεύουσα της Θεσσαλίας. (...) Δεν μπόρεσα να βρω πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων της. Με βάση όμως τον αριθμό των τζαμιών, τα οποία είναι 26, υπολογίζω πως πρέπει να έχει 20.000 τουλάχιστον Μουσουλμάνους. Το μεγαλύτερο μέρος των κατοίκων της Λάρισας είναι Τούρκοι. Μερικοί απ' αυτούς έχουν δύναμη και πλούτη. Δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στην Ελλάδα τόσο μεγαλοπρεπή τζαμιά όπως στη Λάρισα. (...) Στη Λάρισα υπάγονται περίπου 100 χωριά, από τα οποία τα περισσότερα βρίσκονται στην πεδιάδα γύρω από την πόλη. Η Λάρισα εφοδιάζεται καλά με προϊόντα. Τα παζάρια και τα μπεζεστένια της προσφέρουν στην πόλη πληθώρα αγαθών. Οι πολυάριθμοι κήποι της δίνουν τον αέρα, μάλλον, ενός μεγάλου χωριού, και τα σπίτια της είναι κτισμένα με την γραφική ασυμετρία, η οποία είναι τόσο γνωστή στην Τουρκία.Οι κήποι στολίζονται με βρύσες και με συντριβάνια και με πάμπολλα είδη δέντρων, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα κυπαρίσσια.

667. Προφανώς Κιολελέρ ή Κιλελέρ (Κυψέλη). 668. Μητροπολίτης ήταν ή ο Ραφαήλ ή ο Διονύσιος Ε΄ ο Καλλιάρχης. 669. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν ονομάζεται καθολικός ένας Ναός, παρά μόνο σε Ι.Μονές (Καθολικόν).

Εικ. Η Λάρισα γύρω στο 1800, (J. Cartwight). Αριστερά ο Μεντρεσές (μουσουλμ. ιεροδιδασκαλείο). Σήμερα εκεί είναι η αρχή της συνοικίας του Αγίου Χαραλάμπους.

Ο Πηνειός, που περιρρέει την πόλη, έχει λασπωμένα νερά με ήρεμο ρου. Κοντά στο αρχιεπισκοπικό μέγαρο υπάρχει μια πέτρινη καλοχτισμένη γέφυρα με 8 μυτερά τόξα. Η νότια όχθη του ποταμού στολίζεται με το μεγάλο και κομψό τζαμί του Χασάν μπέη. (...) Η Λάρισα είναι το πρώτο μέρος στην Ελλάδα στο οποίο είδα καμήλες. (...) Στη Λάρισα, όπως και στις περισσότερες πόλεις και τα χωριά της ευρύτερης Θεσσαλίας, χρησιμοποιούν κάρα (αραμπάδες), τα οποία τραβούν δύο βόδια. (...) και γενικά αρχαϊζουν, αφού κινούνται πάνω σε δύο συμπαγείς τροχούς, χωρίς ακτίνες.” Ed. Dodwell, “Η Λάρισα στις αρχές του 19ου αιώνα”, μτφρ. Τ. Αλεξόπουλος, Θ. Η. ( ), σσ.177-180.

36. O Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τελεμπή στη Λάρισα (1667-1670) - “Ιστορικές” αναφορές – Η ηγεσία του τόπου – Ο Πηνειός “Επειδή αυτή την πόλη (Λάρισα) την ίδρυσε ο παζαρτζήμπασης 670 του βασιλιά Λουκά671, οι Ρωμιοί ιστορικοί της έδωσαν το όνομα “Πύλη του εμπορίου”. Αργότερα, όταν πέρασε στα χέρια των Οθωμανών και κατασκευάστηκαν σ' αυτή δημόσια έργα, ονομάστηκς Γενί Σεχίρ 672. Το έτος από Εγίρας 848673 την κατέλαβε ο γιος του σουλτάνου Μουράτ Β΄ , ο Τσελεμπή Μεχμέτ Χαν674. Μετά το θάνατο του Μουράτ Χαν, οι άπιστοι κυρίευσαν τη Θεσσαλονίκη. Έπειτα κατά την εποχή του Μωάμεθ Β΄ του Πορθητή, ο Τουρχάν μπέης την κατέλαβε πάλι675. Σύμφωνα με τις πηγές της εποχής εκείνης, αφού έγινε ο Τουρχάν μπέης και καϊμακάμης676 των Τρικάλων στο εγιαλέτι της Ρούμελης, διοικούσε 670. Ο αρχηγός των υπευθύνων για τις προμήθειες. 671. Ο βασιλιάς Λουκάς είναι ένα καθαρό προϊόν της ... καλπάζουσας ιστορικής φαντασίας του, υποτιθέμενου, ανώτερα μορφωμένου Οθωμανού Τσελεμπή. 672. Δηλαδή Νέα Πόλη. 673. Δηλαδή 1444 μ Χ. , φυσικά λαθεμένη χρονολογία. 674. Δεν υπήρξε τέτοιος κατακτητής της Θεσσαλίας, αμφίβολο είναι αν είναι και πραγματικό πρόσωπο. Η πρωτή κατάκτηση έγινε από τον Εβρενός Μπέη από το 1386/7 και το 1392 (δεύτερη φάση). 675. Ο Τσελεμπή συνεχίζει να αγνοεί την Ιστορία. Η δεύτερη κατάκτηση της Λάρισας δεν έγινε στα χρόνια του Μωάμεθ του Πορθητή (1451-1481) αλ.λά επί Μουράτ Β΄ το 1423. 676. Εδώ σημαίνει τον υποδιοικητή ή τον τοποτηρητή της εξουσίας ενός τόπου

την περιοχή με 400 άνδρες. Ο ιεροδικαστής της πόλης είναι μολλάς με μισθό 500 άσπρα 677 (την ημέρα). Από την κυβέρνηση της Πόλης διορίζεται ο Θυρωρός της Υψηλής Πύλης, καθώς και ο τσοχαντ(ζ)άρης678 του αγά και ο αξιωματούχος που πηγαίνει στην αγορά, οι οποίοι προέρχονται από την εστία των γενιτσάρων και διαθέτουν δύναμη 100 ανδρών. Ο ναχιγιές αποτελείται από 200 κατοικημένα χωριά. Κάθε χρόνο ο μολλάς, σύμφωνα με το έθιμο, εισπράττει ογδόντα πουγγιά εισόδημα. Υπάρχει σεϊχουλισλάμης679, σεϊχης680 των δερβίσηδων, αγιάνηδες681 και επιφανείς, τρεις αναπληρωτές καδήδες, από τους οποίους ο ένας είναι αγορανόμος, αρχηγός της φρουράς των σπαχήδων682, αρχηγός των γενιτσάρων, επιστάτης της πόλης, έφορος, εισπράκτορας κεφαλικού683 φόρου. Το τείχος684 της πόλης τον παλιό καιρό βρισκόταν εκεί που είναι σήμερα το μπεζεστένι. Το κατεδάφισε ο γαζής Τουρχάν μπέης. Γιαυτό η πόλη δεν έχει τείχη. Υπάρχουν όμως 200 βαθμοφόροι αρματολοί685, που φρουρούν την πόλη τη νύχτα. Όλοι είναι ένοπλοι παντόρ686 στρατιώτες. Αυτή η πόλη τα παλιά χρόνια υπήρξε έδρα του θρόνου του βασιλιά Λουκά και, όταν κατεδαφίστηκαν τα τείχη, οι λίθοι χρησιμοποιήθηκαν για να κτιστούν κοινωφελή ιδρύματα, όπως τζαμιά, μεντρεσέδες687 και χάνια, διότι στη γύρω περιοχή δεν υπάρχουν καθόλου λίθοι. Ακόμη σήμερα φαίνονται απομεινάρια των θεμελίων688, στις παλιές θέσεις των τειχών. Το μπεζεστένι689, το τσαρσί690 και το παζάρι691 βρίσκονται στο κέντρο της πόλης, σε ένα ψηλό σημείο. Τα άλλα κοινωφελή ιδρύματα κτίστηκαν κάτω, στην επίπεδη πεδιάδα. Είναι μεγάλη πόλη και τη μια πλευρά της αποτελεί ο ποταμός Κιοσντέμ 692. Αυτός ο μεγάλος ποταμός πηγάζει από τα όρη Παπάνια693. Προς τα δυτικά αρδεύει τα χωριά του Μέτζοβα694. Έπειτα σε απόσταση δύο ωρών από την πόλη ρέει προς τα βόρεια και τέλος εκβάλλει στην Ακ Ντενίζ695, στο σημείο που ονομάζεται Μπαμπαμπουρνού696. Στο σημείο αυτό που εκβάλλει έχει τέτοιο πλάτος, ώστε να γίνεται πλωτός. Είναι ένα μεγάλο ποτάμι, που δίνει ζωή στην περιοχή.” Θ. Παλιούγκας, “Η Λάρισα στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή”, Θ. Η. τ. 26ος, σελ. 85-9.

37. Ο Εβλιγιά Τελεμπή για τα τζαμιά της Λάρισας το 1670

677. Άσπρο ήταν η παλιότερη νομισμ. μονάδα του οθωμανικού κράτους. 678. Αρχικά το αξίωμα του cukadar σήμαινε τον υπεύθυνο της ενδυμασίας του σουλτάνου κι εν συνεχεία τον υπασπιστή. 679. Δηλαδή ο ανώτερος ιεροδικαστής, έργο του οποίου ήταν η ερμηνεία του ισλαμικού νόμου. 680. Δηλαδή ο ηγούμενος των Τεκέδων, των μοναστικών δηλαδή κέντρων των δερβίσηδων. 681. Οθωμανοί πρόκριτοι. (Ayan) 682. Σπαχήδες (sipah) ήταν οι Τούρκοι τσιφλικάδες, που σε περίπτωση πολέμου συμμετείχαν με έναν προκαθορισμένο αριθμό εφίππων. 683. Το γνωστό χαράτσι. 684. Ο Τσελεμπή προφανώς εννοεί το τείχος του βυζαντινού φρουρίου που είχε πιθανόν κτιστεί πάνω στα ερείπια του αρχαίου. 685. Οι αρματολοί χρησιμοποιούνταν για τη διαφύλαξη της τάξης και σε πόλεις της Οθωμ. Αυτοκρατορίας. 686. Παντόρ, η λέξη είναι ρουμάνικη και συσχετίζεται με την ύπαρξη των λεγόμενων παντούρων, αρματολών στη Ρουμανία. Ίσως να χρησιμοποιούνταν Βλάχοι σ' αυτά τα ένοπλα σώματα. 687. Μουσουλμανικές ιερατικές σχολές. 688. Αυτός είναι και ο λόγος που οι νεότεροι περιηγητές δεν είδαν παρά ελάχιστα απομεινάρια των αρχαιοτήτων της πόλης. 689. Σκεπαστή αγορά. Είναι το κτίριο που υπάρχει ακόμα στο λόφο του Α. Αχιλλίου. 690. Η υπόλοιπη αγορά της πόλης, το δίκτυο δηλαδή των εμπορικών καταστημάτων και εργαστηρίων. 691. Η εβδομαδιαία αγορά. Λειτουργούσε στην ίδια περιοχή, ανατολικά από το μπεζεστένι, μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1970. 692. Τουρκική ονομασία για τον Πηνειό. 693. Προφανώς εννοεί την Πίνδο. 694. Μέτσοβο. 695. Akdeniz (= τουρκ. Άσπρη Θάλασσα), είναι το Αιγαίο Πέλαγος. 696. Σημαίνει το ακρωτήριο του Μπαμπά (Τεμπών). Προφανώς κάποιο σημείο του σημερινού Δέλτα του Πηνειού.

“Υπάρχουν εβδομήντα ένας τόποι προσευχής. Από αυτούς, οι 22 είναι τζαμιά με λιθόχτιστο μιναρέ 697, όπου γίνεται ομαδική προσευχή την Παρασκευή. Είναι μεγάλα τεμένη, στο μέγεθος των σουλτανικών τζαμιών. Από αυτά υπερέχει το τζαμί του Χασάν μπέη δίπλα στη γέφυρα (του Πηνειού, διαγωνίως απέναντι από τα σκαλιά που οδηγούν στο Αλκαζάρ), που έχει μολυβδοσκέπαστο τρούλο. Ο τρόπος κατασκευής του και οι καλλιτεχνικές του ομορφιές ακολουθούν τον παλιό ρυθμό. Αλλά είναι τόσο μεγάλο τέμενος που χωράει πενήντα χιλιάδες άτομα698, και είναι τόπος από όπου εισακούονται οι προσευχές. Κοντά στο τζαμί αυτό υπάρχει το τζαμί του Ομέρ μπέη 699. Είναι ένας ωραίος οίκος του θεού, μολυβδοσκέπαστος, με πλούσια διακόσμηση(...) Αυτό το τζαμί διαθέτει έναν υποδειγματικό και αξιοθαύμαστο μιναρέ.(...) Μέσα στο μιναρέ αυτού του απαράμιλλου έργου τέχνης δεν υπάρχει κεντρικός κίονας, πράγμα που τον κάνει να φαίνεται εξαιρετικά παράδοξος. (...) το εσωτερικό του είναι εντελώς άδειο. (...) Από την εσωτερική πλευρά του τοίχου του μιναρέ, με κάποιου είδους υπολογισμό, τοποθέτισε πέτρινες αναβαθμίδες (σκαλοπατάκια), και απ' αυτούς ανεβαίνει κανείς έως την κορυφή του μιναρέ. (...)

Εικ. Υπολείμματα του Μπαϊρακλή τζαμιού στη συμβολή των οδών Όσσας και Παπαφλέσσα. (Κοικ)

Το Μπαϊράκ700 τζαμί: Ο μουεζίνης αυτού του τζαμιού παρακολουθεί συνεχώς την ώρα και, όταν είναι ώρα για μία από τις πέντε προσευχές της ημέρας, υψώνει τη σημαία με σκοινιά στην κορυφή του μιναρέ, επάνω σε ιστό από ξύλο πεύκου. Οι μουεζίνηδες όλων των άλλων τζαμιών και μετζιτιών, μόλις δουν τη σημαία, εκφωνούν την προσευχή (εζάνι). Γιαυτό και ονομάζεται τζαμί της σημαίας (Μπαϊράκ). Αυτό το σύνθημα με τη σημαία και εκείνος που παρακολουθεί την ώρα, είναι στ' αλήθεια κάτι παράξενο και αξιοπερίεργο. Επειδή το τζαμί αυτό βρίσκεται στο μέσον του τσαρσιού (αγοράς) και του παζαριού, συγκεντρώνει πολυάριθμους πιστούς πρωί και βράδυ, όπως συμβαίνει στο τζαμί του Ρουστέμ πασά και στο τζαμί του Βαγιαζήτ στην Πόλη. Εκτός από τα παραπάνω, άλλα ονομαστά και έξοχα τζαμιά είναι το τζαμί του Αζίζ εφέντη, το τζαμί Ακτζαλί 701, το τζαμί του Τουρμπέ, το Μπουρμαλί702, το τζαμί του Σεϊχη, το τζαμί του Ομέρ αγά, του Μουχαρέμ πασά, το Εσκί τζαμί, το Σαάτ τζαμί703 δίπλα στο οποίο, σε ένα ψηλό κτίριο, υπάρχει ένα ρολόι με καμπάνα, που ο ήχος της

697. Τα υπόλοιπα, που δεν είχαν μιναρέ ήταν τα μετζίτια, που ήταν χώροι απλής προσευχής. 698. Μία ακόμα από τις τερατώδεις υπερβολές του Τσελεμπή. 699. Δεν ήταν και τόσο κοντά αλλά στα βόρεια της πλατείας Λαού ή Μπλάνα (Α. Βησσαρίων). 700. Ή αλλιώς Μπαϊρακλή τζαμί (τζαμί της σημαίας), στην συμβολή των οδών Παπαφλέσσα και Όσσας (εικόνα). 701. Στη σημερινή οδό Υψηλάντου. 702. Εκεί που είναι το σινέ Βικτώρια. 703. Βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο,α κριβώς πάνω από το ανασκαμμένο Αρχαίο θέατρο της πόλης. Saat, στα τουρκικά σημαίνει ρολόι. Άρα Σαάτ τζαμί είναι το τζαμί του ρολογιού.

ακούγεται μια ημέρα δρόμο μακριά (...), το τζαμί του Μεβλεβήχανε 704, το Χατζη-Μπεκίρ τζαμί, το Νταρουλκουρά τζαμί, το Τσιομλεκτζιλέρ τζαμί, το τζαμί του Μουράτ αγά, το τζαμί του Αχμέτ εφέντη (...)Υπάρχουν συνοικιακά μετζίτια, θεολογικές σχολές, σπουδαστήρια του Κορανίου και των ιερών παραδόσεων, σε εικοσι δύο μέρη σχολεία για τα παιδιά, σε δέκα μέρη τεκέδες δερβίσηδων και είναι ονομαστός ο τεκές των Μεβλεβήδων705 δίπλα στη γέφυρα του ποταμού Κιοσντέμ. Θ. Παλιούγκας, “Η Λάρισα στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή”, Θ. Η. τ. 26ος, σελ. 89-92.

38. Ο Εβλιγιά Τελεμπή για τα χαμάμ, το μπεζεστένι, την αγορά τους τόπους περιπάτου και τις ενδυματολογικές συνήθειες στη Λάρισα του 1670. “Η πόλη έχει συνολικά πέντε ιδιωτικά και δημόσια χαμάμ, που αναπαύουν την ψυχή. Το πιο ξακουστό απ 'όλα είναι το χαμάμ του Πιρί πασά δίπλα στο Μπαϊράκ τζαμί, που έχει μολυβδοσκέπαστο τρούλο και είναι ευρύχωρο και ζωογόνο. Το Εσκί χαμάμ και το Τσιφτέ χαμάμ είναι μεγάλα. Το πρώτο είναι φτιαγμένο για τις γυναίκες. Ωραίο και αναζωογονητικό είναι και το χαμάμ του Κιαμπίλ αγά. Και το πέμπτο και τελευταίο χαμάμ είναι επίσης ωραίο και ευχάριστο. Κατά τη γνώμη μας, πέντε χαμάμ είναι λίγα για μια τόσο μεγάλη πόλη, αλλά καθώς λένε, εκτός απ' αυτά, μέσα στην πόλη υπάρχουν 400 ιδιωτικά χαμάμ. Όλα αυτά τα απολαυστικά χαμάμ εφοδιάζονται με νερό από τον ποταμό Κιοσντέμ.

Εικ. Οθωμανικές κρήνες (Ιρινί – Λουτρό Λάρισας). Φωτο Κοικ. Στην πόλη υπάρχουν ακριβώς 880 καταστήματα και εργαστήρια, βρίσκει κανείς κάθε λογής επαγγελματίες. Στην καρδιά της πόλης, μέσα στο τσαρσί και στο παζάρι, βρίσκεται ένα μπεζεστένι όμοιο με φρούριο, με λιθόχτιστο θόλο και τέσσερις σιδερένιες θύρες, που λες και είναι το καταφύγιο της πόλης και το απόρθητο φρούριό της. Εκεί μέσα υπάρχουν πλούσιοι έμποροι που πουλούν πολύτιμα είδη. Επίσης υπάρχουν 21 εμπορικά καταστήματα706. Όλα τους είναι σκεπασμένα με κεραμίδια. Σύμφωνα με το κτηματολόγιο της πόλης, υπάρχουν 4.000 ωραίες οικίες, διώροφες, ευρύχωρες, λιθόχτιστες707 και κεραμοσκεπείς. Οι τοίχοι όλων των σπιτιών είναι επιχρισμένοι με ασβέστη.(...) Όταν κοντεύει να νυχτώσει, χτυπούν τα τύμπανα μέσα στην πόλη και οι φύλακες μαζί με τους αρματολούς κλείνουν όλες τις θύρες και αναλαμβάνουν τη φύλαξή τους.(...) Η πόλη έχει δέκα 704. Ήταν μοναστηριακό τέμενος, των Μεβλεβήδων δερβίσηδων, ακριβώς απέναντι από το τζαμί του Χασάν μπέη, στην αριστερή όχθη του Πηνειού. 705. Ότι αναφέραμε και στη σημείωση 363. 706. Αυτά, πιθανόν, βρίσκονταν στην εξωτερική πλευρά των τοίχων του μπεζεστενίου. 707. Σύμφωνα με τους περισσότερους περιηγητές τα σπίτια ήταν κτισμένα με πλινθιά (ισόγειο) και τσιατμάδες στον όροφο.

γέφυρες που ενώνουν τις όχθες του ποταμού Κιοσντέμ. Εκείνη που ξεχωρίζει απ' όλες είναι η γέφυρα του Κιόρ γαζή Μουσταφά μπέη708. Είναι δοξαρωτή σαν το ουράνιο τόξο, ωραία, ένα υποδειγματικό έργο τέχνης. (...) Το νερό στην πόλη το μεταφέρουν με άλογα και μουλάρια από τον ποταμό Κιοσντέμ, επειδή η πόλη δεν έχει καθόλου κρήνες και γιαυτό η μεγαλύτερη αγαθοεργία είναι να προσφέρεις νερό. Στις οικίες όμως υπάρχουν πολλά πηγάδια.(...) Η πόλη έχει τριάντα τόπους περιπάτου. Στα ανατολικά της πόλης, το άλσος της Φατιμά Χατούν είναι σωστός κήπος της Εδέμ, (...). Επίσης άλλος τόπος περιπάτου με ξεχωριστή ομορφιά είναι και το κιόσκι του Κιαμπίλ αγά. Το άλσος του Τσελεμπή είναι σωστός κήπος της Εδέμ (...). Το άλσος του χωριού Τατάρ709 (που) είναι ένας τόπος περιπάτου και έχει σε πολλά σημεία του αμπελώνες, περιβόλια και τόπους για κυνήγι. (...) Το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού μιλά ελληνικά επειδή οι περισσότεροι ραγιάδες είναι άπιστοι Έλληνες 710. Συνήθως φοράνε γούνες από σαμούρι711, χρωματιστούς σαγιάδες712, τσόχινους φερετζέδες και πανωφόρια. Η μεσαία τάξη φοράει λονδρέζικες τσόχες και καφτάνια713 από ύφασμα του Τυρνάβου. Στα κεφάλια τους τυλίγουν σαρίκια. Τα νεαρά παληκάρια φορούν ντολαμάδες 714 από τσόχα, στο κεφάλι μπεράτα715, και τριγυρνούν κρατώντας κόρτλα(;) μαχαίρι και φορώντας στα πόδια κίτρινα καμπαντί(;) υποδήματα. Όλες οι γυναίκες φορούν μπεράτα από κόκκινη τσόχα και στολίζουν την κορυφή της μπεράτας με πολύτιμους λίθους και μαργαριτάρια, και όλες φορούν ευρωπαϊκά ατλάζια716, μεταξωτά και νταραγι(;), και κεντητά καφτάνια. Στα κεφάλια τους φοράνε λευκά εζάρ(;) και κυκλοφορούν έχοντας καλυμμένο το πρόσωπο με πετσέ717 από τρίχα κατσίκας. Ορισμένοι απ' τους άπιστους ραγιάδες φορούν λευκά σαρίκια που έχουν μήκος τρεις οργιές718 (...). Άλλοι πάλι ραγιάδες φορούν καπέλα (...) όπως τα φράγκικα. Ενώ όμως τα φράγκικα καπέλα είναι μαύρα τα δικά τους είναι από άσπρο κετσέ719. Τα καπέλα είναι μυτερά στην κορυφή. Οι άπιστοι που φορούν καπέλο παρουσιάζουν θέαμα γελοίο και παράδοξο και είναι σαν μασκαράδες.” Θ. Παλιούγκας, “Η Λάρισα στο οδοιπορικό του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή”, Θ. Η. τ. 26ος, σελ. 92-96.

39. Ο Κων/νος Παπαρρηγόπουλος για τα γεγονότα της επανάστασης στη Μολδοβλαχία (Γεωργάκης Ολύμπιος- Φαρμάκης) “Επήρχοντο εκ Βλαχίας ο Γεωργάκης Ολύμπιος και ο Φαρμάκης μετά 350 πιστών οπαδών, βραδέως οπωσούν, διότι παρεκτός των άλλων δυσχερειών ο πρώτος ασθενήσας εκομίζετο επί φορείου. (...) Προδοθέντες υπό των Ρουμάνων και κυκλωθέντες πανταχόθεν υπό των πολεμίων, κατέλαβον εν αρχή του Σεπτεμβρίου το μοναστήριον του Σέκκου. Εκεί πολιορκηθέντες υπό πολυαρίθμου τουρκικής δυνάμεως και προσκληθέντες να συνθηκολογήσωσιν, ο μεν Γεωργάκης, όστις κατείχε το κωδωνοστάσιον μετα 11 ανδρών, δεν επείσθη, αλλ' ανάψας τη 23η Σεπτεμβρίου την πυριτιδαποθήκην έθαψεν υπό τα ερείπια του καταπεσόντος οικοδομήματος τους τε εμβαλόντας πολεμίους και εαυτόν και τους συντρόφους αυτού παρεκτός ενός (...) Ο δε φίλος και συναγωνιστής αυτού Φαρμάκης (...) είχε τη αυτή ημέρα νομίσει ότι δύναται να συνομολογήση συνθήκην υποχωρήσεως μετά των όπλων επί τη εγγυήσει του παρόντος προξένου της Αυστρίας. Αλλ' αυτού εξελθόντος και των συν αυτώ, απεδείχθη οποία ήτο της εγγυήσεως εκείνης η αξία. Οι μεν στρατιώται εφονεύθησαν αμέσως, οι δε 708. Ήταν γιος του Χασάν μπέη. Η αλήθεια είναι ότι ο Χασάν έκτισε τη μεγάλη γέφυρα του Πηνειού στην πόλη. Ο αριθμός των 10 γεφυρών είναι κι εδώ μια από τις φαντασίες του Τσελεμπή. 709. Η σημερινή Φαλάννη 710. Εδώ ο Τσελεμπή ίσως εννοεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των απίστων ήταν οι Έλληνες, μιας και οι Οθωμανοί αποτελούσαν, σύμφωνα με το σύνολο των ιστορικών πηγών, πλειοψηφία στη Λάρισα. 711. Είδος θηλαστικού που ονομάζεται επιστημονικά ικτίς. 712. Επενδύτης, τμήαμ γυναικείας φορεσιάς. 713. Πλατιά και μακριά πανωφόρια, πολυτελούς κατασκευής. 714. Ανοιχτό πανοφώρι, ποθυ δενόταν με ζώνη. 715. Είδος σκούφου, φέσι. 716. Γυαλιστερά μεταξωτά υφάσματα. 717. Μαύρο δικτυωτό κάλυμμα του προσώπου. 718. Περί τα 5,5 μέτρα. 719. Χοντρό ύφασμα από επεξεργασία συμπίεσης του μαλλιού.

αξιωματικοί εφονεύθησαν εις Σιλίστριαν, όπου εστάλησαν, ο δε Φαρμάκης, ον απήγαγον ως το κάλλιστον νίκης αισχράς τρόπαιον, εις Κωνσταντινούπολιν, ζων εκλεπισθείς ερίφθη προς θέαν εις τας οδούς του Γαλατά. (...)” Κ. Παπαρρηγόπουλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Βιβλίον 15ον, (τ. 19ος), εκδ. Δ.Ο.Λ., 2006.

40. Ο Leake στον Αλμυρό το 1809- καλλιέργειες - τιμές προϊόντων – τσιφλίκια του Βελή “(...) Ο δρόμος μας ακολουθούσε την όχθη του Χολορέματος την τελευταία μισή ώρα, πριν φτάσουμε στη γέφυρα από την οποία διήλθαμε. Κοντά στην κωμόπολη Αλμυρός ο δρόμος μας περνάει μέσα από ένα δάσος720 με μπουρμπουτσιλιές και βαλανιδιές και πέρα από την πόλη οδηγεί προς τη θάλασσα. Ο Αλμυρός ή Αρμυρός, Ερμέρ για τους Τούρκους, καλύπτει μια περιχή 15-20 χωριών, τα οποία βρίσκονται στο Κρόκιο Πεδίο ή στους παρακείμενους λόφους, βορείως και δυτιοκώς μέχρι και το Γεντίκ721. Το όρος Όθρυς ανήκει σε ένα άλλο διαμέρισμα του σαντζακίου των Τρικάλων, που ονομάζεται Κοκούς και στο οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται η Γούρα722 που κατέχει το μεγαλύτερο τμήμα του βουνού. Το Κρόκιο Πεδίο, που αποτελείται από σκούρο κοκκινόχωμα, παράγει σιτάρι, στα ψηλότερα σημεία του, καπνό και βαμβάκι, στα χαμηλότερα, όπου εξασφαλίζεται ευκολότερα η απαραίτητη άρδευση από τα ποτάμια. (Ο Αλμυρός) ... έχει 300 σπίτια και βρίσκεται μέσα στην πεδιάδα 3 μίλια από τη θάλασσα, κοντά στην αριστερή όχθη ενός μικρού ρέματος το οποίο πηγάζει από τη βόρεια πλευρά του όρους Γούρα (Όθρυς). Η μικρή αυτή πόλη καλύπτει ευρύτατο χώρο, στο μεγαλύτερο μέρος του οποίου υπάρχουν καπνοφυτείες. Όλα τα σπίτια και τα χωράφια γύρω τους ανήκουν στους Τούρκους. Πενήντα, όμως, σπίτια τα έχουν νοικιάσει σε Έλληνες εργάτες οι οποίοι εκτός από την καλλιέργεια των χωραφιών, ασχολούνται με την εκτροφή του μεταξοσκώληκα, γνέθουν βαμβάκι και υφαίνουν μ' αυτό χοντρά μπουχασιά. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες είναι ξενομερίτες, οι οποίοι, λόγω της καταστροφής των δικών τους χωριών, αναζήτησαν εδώ μια καινούρια ζωή, επειδή το έδαφος εδώ είναι και παραγωγικό και τα δοσίματα όχι τόσο επαχθή. (...) Πενήντα πιάστρα είναι συνήθςες ενοίκιο για ένα σπίτι ή μάλλον μια καλύβα, ενός πατώματος με δάπεδο τη γη και στέκια με κεραμίδια. Η γυναίκα του σπιτιού στο οποίο έμεινα έδωσε φέτος ως κεφαλικό φόρο (χαράτσι) για τους τέσσερις ενήλικους άρρενες της οικογένειάς της 40 πιάστρα από την παραγωγή ενός περίπου εκταρίου723 καπνού. Από την καλλιέργεια του σιταριού οι Έλληνες παίρνουν τη μισή σοδειά, αφού αφαιρεθεί το δέκατο για το δημόσιο. Οι Τούρκοι του Αλμυρού βασίζονται στους Τρικεριώτες για να προμηθεύονται τα ψάρια που καταναλώνουν και που κοστίζουν από 15 έως 30 παράδες την οκά. Το πρόβειο κρέας κοστίζει 24 παράδες, ενώ το βοδινό δεν καταναλώνεται διότι δεν αρέσει ούτε στους Έλληνες ούτε στους Τούρκους. (...) λένε ότι το βόδι δεν πρέπει να σφάζεται διότι δουλεύει στα χωράφια και τους εξασφαλίζει το ψωμί. Τα ξύλα κοστίζουν μόνο 15 παράδες το φορτίο ενός γαϊδουριού. Το σιτάρι κοστίζει 45 πιάστρα το κοιλό724 των 150 οκάδων, που είναι τα συνήθη σταθμά της Θεσσαλίας και στα τουρκικά ονομάζεται καρακοιλό. (...) Το διμήνι ή αλλιώς ανοιξιάτικο καλαμπόκι καλλιεργείται στα εδάφη των ορεινών χωριών της Γούρας, των Κωφών και των Κοκκωτών. Το σπέρνουν το Μάρτιο ή τον Απρίλιο. Στην πεδιάδα καλλιεργείται δύο ειδών σιτάρι: η ντεβέτα725 και το αρναούτικο726. Τα βοοειδή τα ταίζουν το χειμώνα με άχυρο, με ένα είδος βίκου που λέγεται ρόβι και με βαμβακόσπορους. (...) Ο Βελή πασάς έχει αγοράσει τον 720. Εδώ ο Leake αναφέρεται προφανώς στο δάσος της Ευξεινούπολης Κουρί. 721. Φυλάκη. 722. Ανάβρα. 723. Ένα εκτάριο είναι το εμβαδόν ενός τετραγώνου πλευράς 100 μέτρων. Δηλαδή 100 επί 100 είναι 10.000 τ.μ. ή αλλιώς 10 στρέμματα. 724. Για τα μέτρα και σταθμά της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δες σχετικό κεφάλαιο του παρόντος τόμου. 725. Σημαίνει το δόντιο της καμήλας. 726. Δηλαδή αλβανικό.

μουκατά727 του Αλμυρού για πέντε χρόνια. Η περιοχή αυτή τον πληρώνει 150 πουγγιά ετησίως και τα 50 πηγαίνουν στον Αλή728 πασά. Επιπλέον η περιοχή είναι υπόλογη στο Βελή πασά για τον κεφαλικό φόρο και για την κάλυψη κάποιων τοπικών εξόδων. Το γιομπρούκι, το τελωνείο του Αλμυρού, όπως και όλα τα άλλα μέσα στον κόλπο είναι παραρτήματα του τελωνείου του Βόλου. Τα εισαγόμενα είδη είναι κυρίως σίδηρος, χαλκός, υφάσματα και διάφορα είδη επίπλων, ένδυσης και οικιακών σκευών, τα οποία κατασκευάζονται στην Κων/λη. Η αγορά του σιταριού είναι μονοπώλιο της Πύλης και απαγορεύεται, σύμφωνα με τους νόμους της, να φύγει από τη Θεσσαλία οποιαδήποτε ποσότητα χωρίς ειδική άδεια. Ωστόσο, το εμπόριο πάντα γινόταν κρυφά κι ακόμα ο Αλή πασάς το κατέστησε νόμιμο, τοποθετώντας, με δική του εξουσιοδότηση, εισπράκτορες στον Αλμυρό, στο Ζητούνι, στη Θεσσαλονίκη, στην Αταλάντη και σε άλλες σημαντικές θέσεις κατά μήκος της ακτής. Οι εισπράκτορες αυτοί όχι μόνο δίνουν άδεια εξαγωγών αλλά επιβάλλουν και ένα τέλος διακίνησης για λογαριασμό του Αλή πασά, το οποίο ανέρχεται σε 30 παράδες ανά κοιλό, για το σιτάρι, καιο σε 2 παράδες ανά οκά για άλλα εξαγόμενα προϊόντα, όπως καπνός, όσπρια, κ.λπ. Προσφάτως επιχείρησε μέσω ενός πράκτορά του να κάνει το ίδιο πράγμα στο Βόλο, αλλά ο εκεί Τούρκος εισπράκτορας, ο οποίος είχε τη στήριξη της Κων/λης, μπόρεσε μέχρι τώρα να τον σταματήσει.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, Β΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. τ. 30ος, σσ. 211-3.

41. Ο Leake για τη Σούρπη και τον Πτελεό (1809-10) Τα χρέη των κατοίκων -Το Χαμάκο “(...) Η Σούρπη έχει ήδη χρέος ανερχόμενο σε 300 πουγγιά, το μεγαλύτερο μέος του οποίου έχει τόκο 12 τοις εκατό. Σε τέτοιες περιπτώσεις πιστωτές είναι συνήθως Αλβανοί ή Τούρκοι της Λάρισας, οι οποίοι, όταν έρχονται να πάρουν τον ετήσιο τόκο, διαμένουν στο χωριό μέχρι να βρεθούν τα χρήματα. Κι επειδή τα χρήματα σπανίως είναι έτοιμα, μαζεύουν τότε τα προϊόντα του μόχθου των χωρικών με αποτέλεσμα οι άνθρωποι αυτοί να δυστυχούν όλο και περισσότερο και το χρέος τους να μη μειώνεται. Ακόμα και οι αντιπρόσωποί τους για τη συλλογή των φόρων καταβροχθίζουν, στην κυριολεξία, τα χωριά με τον ίδιο τρόπο. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα να φεύγουν οικογένειες, αφήνοντας στις υπόλοιπες, που μένουν στο χωριό, όλο το βάρος του χρέους, κάτι που τελικά αναγκάζει τους εναπομείναντες να πληρώνουν τους πιστωτές τους σε είδος. Στη Σούρπη η επόμενη κίνηση θα είναι, μάλλον, να αναλάβει ο Αλή πασάς ή ένας από τους γιους του το χρέος, υπό τον όρο να γίνει τσιφλίκι του, και μετά να συμβιβαστεί με τους πιστωτές, εξασφαλίζοντας προσιτή τιμή για τον εαυτό του. Οι περισσότεροι από τους Έλληνες που αποχωρούν από αυτήν εδώ την περιοχή εγκαθίστανται στην Πέργαμο, στη Σμύρνη ή στη Μαγνησία (του Μαιάνδρου), κάτω από τη διακυβέρνηση της οικογένειας του Καρά Οσμάν Ογλού. [12/12/1809] Ο Πτελεός, κοινώς Φτελιό, μιάμιση ώρα μακριά από τη Σούρπη, βρίσκεται στην ίδια αξιοθρήνητη κατάσταση. Το χρέος του χωριού ανέρχεται στα 160 πουγγιά και φέτος, επειδή οι κάτοικοι δεν μπόρεσαν να πληρώσουν τους τόκους των δανείων, έγιναν απλοί εργάτες γαι τους πιστωτές τους. Επιπλέον και η σοδειά αυτής της χρονιάς (1808-9) δεν ήταν ευνοϊκή, γεγονός που μεγάλωσε τη φτώχεια τους. Το χωριό αυτό βρίσκεται στη νότια πλευρά του βουνού Χλωμό, ανάμεσα στις ανώμαλες αλλά εύφορες πτυχές του βουνου, το οποίο καταλήγει στον όρμο του Πτελεού, που είναι ένα πανέμορφο και απάνεμο λιμανάκι με αμμώδη βυθό, κατηφορικές πλευρές και βάθος γύρω στις 30 οργυές. Παλιότερα σύχναζαν εδώ γαλλικά πλοία κι αρεγότερα Έλληνες των νησιών, κυρίως για εμπόριο καυσοξύλων, τα οποία μεταφέρονταν από εδώ στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, αλλά τώρα πια τα παρακείμενα βουνά είναι σχεδόν άδεια. (...) Στα κτήματα του Φτελιού, στην άκρη του όρμου και στους παρακείμενους λόφους καλλιεργούνται σιτάρι, αμπέλια, μουριές και λίγο βαμβάκι. Υπάρχουν επίσης λίγες καπνοφυτίες πολύ κοντά στα σπίτια του 727. Μουκατάς ήταν η ετήσια εκμίσθωση των φόρων μιας περιοχής. Αυτοί που αναλάμβαναν τους μουκατάδες των διαφόρων περιοχών της Οθωμ. Αυτοκρατορίας προπλήρωναν, συχνά, τον αναλογούντα φόρο της περιοχής στην Υψηλή Πύλη και εν συνεχεία φορολογούσαν, συνήθως κατά το δοκουν, τους κατοίκους αυτών των περιοχών για να βγάλουν και το “ανάλογο” κέρδος, ή μάλλον υπερκέρδος. 728. Δηλαδή στον πατέρα του Βελή.

χωριού. Ένα ρυάκι κατεβαίνει από το βουνό Χλωμό, περνάει από τη μια πλευρά του χωριού και φτάνει στη θάλασσα κοντά σε ένα μεγάλο βάλτο. Ανατολικώς του βάλτου αυτού, υψώνεται ένας λόφος που έχει, στην ψηλή του κορυφή, ερείπια μιας μεσιωνικής πόλης με το κάστρο της και ονομάζεται Παλιό Φτελιό. (...) Από το Παλιό Φτελιό στο Χαμάκο729, απόσταση που καλύπτεται σε δυο ώρες, φτάσαμε στο εσωτερικό άκρο του όρμου του Φτελιού, όπου βρήκαμε τα ερείπια ενός αρχαίου ναού (...) Η διπλανή χερσόνησος, με θάλασσα στις δυο πλευρές και βάλτο στην τρίτη, είναι γεμάτη από ερείπια, όπως εκείνα του παλιού Φτελιού. Η χερσόνησος είναι γνωστή με το όνομα Παναγία730 (...) Από τον ισθμό της Παναγίας, ο δρόμος ανηφορίζει για 2-3 μίλια μέσα σε ακαλλιέργητο έδαφος γεμάτο σχίνα, πρινοκόκκια και αρκουδοπούρναρο με φύλλα στο σχήμα της ελιάς, τα οποία οι ντόπιοι ονομάζουν φυλίκια. Πάνω ακριβώς στην κορυφή του λόφου βρίσκεται το χωριό Χαμάκο, το οποίο έχει τώρα 30-40 οικογένειες που ζουν σε φτωχοκάλυβα, ενώ τα μεγαλύτερα σπίτια είναι είναι άδεια και ετοιμόρροπα. Το Χαμάκο υπάγεται στον καζά του Ερμέρ. (...) είναι κι αυτό ελευθεροχώρι, ή χωριό που κατοικείται από Έλληνες οι οποίοι καλλιεργούν τη δική τους γη. Περιέπεσε όμως σε παρακμή, περισσότερο ίσως από τα άλλα χωριά, επειδή υπέφερε από τους ληστές που συχνάζουν στην Όθρυ ή και από τους Τούρκους. (...) Οι άνθρωποι εδώ φαίνεται πως έχουν χάσει κάθε ελπίδα βελτίωσης της κατάστασής τους και συνεχώς απογοητεύονται για το αν θα μπορέσουν να αποφύγουν την αναγκαστική εγκατάλειψη του χωριού τους κάτω απ' αυτές τις συνθήκες. Τα μέρη που προς το παρόν βρίσκονται σε καλύτερη κατάσταση σ' αυτήν την περιοχή της Ελλάδας είναι το Γαρδίκι 731 (...) και το Ξηροχώρι732 της Εύβοιας.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, Β΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. τ. 30ος, σσ. 216-218.

42. Ο Leake για τους κλέφτες της Όθρυος (1809-10) – Σχέση αρματολών και κλεφτών. “(...) Το χωριό Κωφοί, που ζει αποκλειστικώς και μόνο από τα αμπέλια του και τις μεταφορές εμπορευμάτων733, ανθρώπων και ζώων, σε όλη τη χώρα, είναι το πιο εκτεθημένο χωριό (της Όθρυος) κι έχει ελάχιστες οικονομικές δυματότητες να αποκαθιστά, κάθε φορά, τις ζημιές. Όταν οι κλέφτες αποφασίσουν να επιτεθούν σε κάποιο χωριό, καταλαμβάνουν συνήθως μια στρατηγική θέση κοντά σ' αυτό, απ' όπου στέλνουν ένα γράμμα στον κοτσάμπαση. Αρχίζοντας πιθανώς με τη φράση “αγαπημένε μου προεστέ” τον προσκαλούν να πάει κοντά τους για να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους. Η απάντηση του προεστού είναι συνήθως αρνητική. Όταν οι κλέφτες μπουν στο χωριό, χωρίς να φοβούνται οποιαδήποτε αντίσταση, τότε πυρπολούν μερικά σπίτια, σφάζουν ζώα και αρπάζουν όσα γυναικόπαιδα δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν, επιλέγοντας ποια απ' αυτά θα αποφέρουν περισσότερα λύτρα κατά την απελευθέρωσή τους. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή όπου συχνάζουν οι κλέφτες, αναγκάζονται να ικανοποιούν, συνήθως, τις απαιτήσεις τους και να έχουν καλές σχέσεις μαζί τους. Αυτό, από την άλλη πλευρά, προκαλεί την οργή και εκδίκηση του δερβέναγα, που φυλακίζει τους προεστούς των χωριών αυτών στα Γιάννενα και στέλνει Αλβανούς για να τους εκτελέσουν. Οι περισσότεροι από τους αρματολούς, που προσλαμβάνονται για τη δίωξη των ληστών, από τις περιοχές γύρω από το όρος Όθρυς, το Ζητούνι, το Κοκόσι και τον Αλμυρό, είχαν επιδοθεί και οι ίδιοι στη ληστρική τέχνη. Οι αρματολοί, υπό τον όρο να προσκυνούν ή να δηλώνουν τη θεληματική τους υποταγή στο δερβέναγα, χαίρουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως στην αρχή, μολονότι συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των υποψηφίων για μελλοντική εκτέλεση. Εάν δεν δώσουν 729. Ήταν μικρός οικισμός, που είχε το όνομα της Χάμκως, μητέρας του Αλή πασά. Βρισκόταν σε απόσταση δύο ωρών από το Αχίλλειο του Αλμυρου,προς το εσωτερικό. Οι κάτοικοί αυτού του χωριού φέρονται ως οικιστές του μεταγενέστερου Αχιλλείου. 730. εκεί υπάρχει ο ομώνυμος Ι. Ναός, που πρόσφατα αναστηλώθηκε. Φαίνεται ότι κατά τη Μεσοβυζαντινή εποχή εκεί ήταν η πρώτη Ι. Μ. Παναγία Ξενιάς. Δες σχετ. στον τρίτο τόμο της σειράς μας. 731. Παλαιός οικισμός της Φθιώτιδας στη θέση της αρχαίας Λάρισας Κρεμαστής και της αντίστοιχης βυζαντινής Ετέρας Γαρδικίας. 732. Η σημερινή Ιστιαία. 733. Εννοεί με τα “αγώια” που αναλαμβάναν με τους “κυρατζήδες”.

αφορμή στο βεζύρη (δηλ. τον Αλή πασά) για να τους υποψιαστεί, προσλαμβάνονται ως δερβεντλήδες734. Επειδή πολλοί αρματολοί έχουν αδέλφια ή ξαδέλφια ανάμεσα στους κλέφτες, υπάρχει γενικώς μια μυστική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών. Τον καλύτερο τρόπο επίθεσης σε ένα χωριό υποδεικνύει συχνά στους κλέφτες κάποιος από τους αντιπάλους. (...) Τέτοια παραδείγματα προδοσίας (από την πλευρά των αρματολών) ήταν περισσότερο συνηθισμένα πριν την επέκταση της εξουσίας του Αλή πασά. (...) Όμως σε μια τόσο ορεινή χώρα ακόμα και στα όρια της διοίκησης του Αλή, ήταν εντελώς αδύνατο να εξαφανίσει τους κλέφτες (...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, Β΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. τ. 30ος, σσ. 223-4.

43. Ο R. T. Jolliffe στη Λάρισα του 1817 - Η πανούκλα - Οι συνθήκες υγιεινής των Οθωμανών της πόλης “(...) Η Λάρισα έχει τον αέρα πολύ αρχαίας πόλης. Οι δρόμοι της είναι πιο ευάεροι και ευρύχωροι από πολλές άλλες ελληνικές πόλεις αλλά τα κτίριά της είναι γενικά πολύ κακοχτισμένα, με πλινθιά που έχουν ξεραθεί στον ήλιο. Τους λείπει όμως η σταθερότητα της συνοχής και φάινονται να μην έχουν δύναμη ή αντοχή. Οι κάτοικοι πιστεύω δεν υποφέρουν πια από την πανούκλα735 αν και είδαμε σε μερικά καταλύματα συνταρακτικές περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν πόνους και έλκη. Ο αριθμός των κατοίκων ποικίλει, στην υψηλότερη τιμή του είναι 20.000. Αλλά αυτός ο αριθμός μου φαίνεται υπερβολικός. Η περιοχή αυτή σωστά έχει επιλεγεί για εσωτερικό εμπόριο, με το ποτάμι, που περνάει στις παρυφές της πόλης, να είναι φαρδύ και βαθύ και εύκολα πλωτό736 με ένα μικρό σκάφος. Είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση στις αποβάθρες, ούτε μπορώ να διακρίνω κάποιο πλοίο μικρό ή μεγάλο στο νερό. Η Θεσσαλία είναι ασύγκριτα η πιο παραγωγική επαρχία στη Βόρεια Ελλάδα. Δημητριακά όλων των ειδών (εκτός από βρώμη), καπνός, ρύζι, βαμβάκι, μαλλί, μετάξι, είναι τα προϊόντα που καλλιεργούνται737 σε μεγάλες ποσότητες αλλά και εξάγονται. Κι αν εφαρμόζονταν οι σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας, τότε η σοδειά των προϊόντων θα μπορούσε να τριπλασιαστεί. Καθώς φεύγαμε από τα Ιωάννινα, ο Αλή πασάς μας σύστησε το γιο του Βελή, ο οποίος διοικεί την περιοχή αυτή (Θεσσαλία). Έχει την Αυλή του στον Τύρναβο που απέχει από δω περίπου εννέα μίλια. (...) Θα αναφέρω λεπτομερώς τις παρατηρήσεις ενός Έλληνα γιατρού738, στον οποίον μας σύστησαν λίγο μετά την άφιξή μας (στον Τύρναβο). (...) μου μίλησε για την πανούκλα (...) μου εξομολογήθηκε ότι δε γνώριζε κάποια επιστημονική θεραπεία που να εφαρμόζεται σε τέτοιες περιπτώσεις κι ότι γενικά περίμεναν την αρρώστεια να ξεθυμάνει από μόνη της. Ένας από την παρέα πρότεινε να δοθεί περισσότερη προσοχή στο θέμα της προσωπικής καθαριότητας και είπε ότι πρέπει να εκδώσουν οι αρχές μια διαταγή που να υποχρεώνει κάθε ιδιοκτήτη να σκουπίζει το δρόμο μπροστά από το σπίτι του – κι αν δεν το κάνει να τιμωρείται αυστηρά – καθώς επίσης και να προσληφθούν σκουπιδιάρηδες για να απομακρύνουν τους βρώμικους σωρούς σκουπιδιών, κάτι που θα βοηθούσε να συγκρατηθεί η σφοδρότητα της αρρώστειας. Ο γιατρός απάντησε πως η κυβέρνηση δε σκεφτόταν κάτι τέτοιο και παρατήρησε ότι αυτό που απολύτως χρειαζόταν ήταν μια τεράστια ηθική δύναμη που θα ταρακουνούσε τα μυαλά του κόσμου σαν σεισμική δύναμη και θα ξερίζωνε έτσι βαθειά ριζωμένες κακές συνήθειες. Σε όλη την έκταση της οθωμανικής αυτοκρατορίας κυριαρχούν εκείνες οι μοιραίες προκαταλήψεις που καθιστούν την άγνοια και το λάθος ως απογόνους μιας ιερής κληρονομιάς. Τα τουρκικά ήθη ορίζουν ότι όταν κάποιος πεθάνει από πανούκλα, όλοι οι συγγενείς του πρέπει να παρακολουθήσουν τον ενταφιασμό του. φυσικό επακόλουθο είναι να επεκταθεί η μόλυνση και οι δρόμοι που οδηγούν στον τάφο να γεμίζουν με νέα θύματα.” R. T. Jolliffe, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 734. Δηλαδή αρματολοί επιφορτισμένοι με τον έλεγχο των δερβενίων-περασμάτων στα βουνά (εξέλιξη των βυζαντ. ορεοφυλάκων) 735. Η πανούκλα “χτύπησε” και τη Θεσσαλία λίγα χρόνια πριν την επίσκεψη του R. T. Jolliffe, το 1813. 736. Πραγματικά στην όχθη του Πηνειού στην περιοχή Σάλια υπήρχαν αποβάθρες μεταφόρτωσης ξυλείας σε πλωτά μέσα. 737. Εννοεί “παράγονται”. 738. Πιθανότατα ο γιατρός αυτός ήταν ο Ιωάννης Βηλαράς.

1817”, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. ( ), σσ. 72, 79-80.

44. Ο Leake στα Κανάλια και τους οικισμούς της Κάρλας το 1810 – Η εκμετάλλευση της λίμνης. “(...) ο δρόμος μας οδηγεί ανατολικά, παράλληλα με τους πρόποδες των λόφων που αποτελούνται από γυμνούς βράχους, τόσο ανώμαλους που κάνουν το δρόμο εξαιρετικά δύσκολο 739 για οποιοδήποτε ζώο, και μάλιστα όταν η λίμνη πλημμυρίζει και τα νερά φτάνουν στα βράχια. Αυτά φαίνεται πως είναι οι Βοιβιάδος Κρημνοί, στους οποίους αναφέρεται ο Πίνδαρος. (...) Σε μερικές μεριές, στους πρόποδες των λόφων, υπάρχουν πέτρινες καλύβες τις οποίες χρησιμοποιούν οι άνθρωποι εκείνου που έχει ενοικιάσει από το σουλτάνο τον ψαρότοπο της λίμνης. Απέναντι από κάθε καλύβι βρίσκεται μια ανώμαλη προκυμαία ή ένας μώλος από διάσπαρτες πέτρες για να διευκολύνονται εκείνοι που τραβούν τα δίχτυα. Πλησιάζοντας στα Κανάλια, παρατηρώ τους χωρικούς που οργώνουν τα σύνορα της λίμνης παρακολουθούμενοι, όπως και στην Αίγυπτο, από τους γέροντες ή μεγαλύτερους οι οποίοι, την εποχή της σποράς, όταν μειώνεται η πλημμύρα, εποπτεύουντη διαρρύθμιση των συνόρων των χωραφιών. Η κρίση τους δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Το χώμα είναι θαυμάσιο, αλλά αν το νερό περάσει πάνω από τα συνήθη όρια ο χωρικός μπορεί να χάσει τη σπορά του ή μπορεί να υποχρεωθεί να ασχοληθεί με την αλιεία αντί τη σπορά. (...) Το χωριό αυτό, που έχει 200 κατοίκους, βρίσκεται στους πρόποδες του Πηλίου κλεισμένο από κάθε πλευρά από τις κατηφοριές του βουνού αυτού και ανοίγει μόνο προς την πλευρά που βλέπει στην ανατολική άκρη της λίμνης προς του λόφους, στα νότιά της και σε ένα μέρος του Βελεστίνου. Μια τέτοια τοποθεσία δεν μπορεί να είναι πολύ υγιεινή ή ευχάριστη το καλοκαίρι. Στην πραγματικότητα η ζέστη και η αντανάκλαση του ήλιου από τους γυμνούς άσπρους βράχους, οι οποίοι περικλείουν τη λίμνη και τη γειτονική πεδιάδα, περιγράφονται ως ανυπόφοροι και το ίδιο ισχύει για τα σύννεφα από σκνίπες και μύγες που λυμαίνονται όλη την έκταση της λίμνης. Το χωριό στέκεται στην άκρη του υψηλότερου σημείου της πλημμύρας, όπου κια αρχίζουν φυτείες από αμπέλια και μουριές που καταλαμβάνουν όλο το χαμηλότερο μέρος μιας εύφορης κοιλάδας, η οποία εκτείνεται τρία μίλια προς τα ανατολικά και έχει φάρδος περίπου το μισό και καταλήγει στους βόρειους πρόποδες του βουνού Πλιασίδι. Η εύφορη περιοχή και ο πολύτιμος; ψαρότοπος καθιστούν τα Κανάλια το πλουσιότερο χωριό στην περιοχή του Βελεστίνου. Το χωριό αυτό θα μπορούσε να ευημερήσει ακόμα περισσότερο εάν δεν εμπόδιζαν την ανάπτυξή του οι εσωτερικές έριδες, οι οποίες μάλιστα κάποτε ερήμωσαν την περιοχή. Πρόσφατα οι κάτοικοι εδώ υιοθέτησαν ένα σχέδιο να χαλιναγωγήσουν την κατάσταση αυτή με το διορίσμό ενός μποσταντζή740 της Κων/λης, ως κυβερνήτη ή εκπρόσωπο του σουλτάνου, στο ταμείο του οποίου ανήκει το χωριό και ο ψαρότοπος. Οι κάτοικοι ελπίζουν ότι το μέτρο αυτό θα τους παραάσχει προστασία από τον Αλή πασά. Ωστόσο, έχει ήδη δημιουργηθεί εδώ ένα κόμμα, με επικεφαλής τον οικοδεσπότη μου προεστό, το οποίο βοηθά τον Αλή στα σχέδιά του να εξαναγκάσει το σουλτάνο να συμβιβαστεί μαζί του και να του παραχωρήσει την ισόβια εκμίσθωση της επαρχίας αυτής, όπως έγινε και στην Αγιά. Ο προεστός δικαιολογεί την προτίμησή του προς τα σχέδια του βεζύρη παρατηρώντας ότι, μολονότι ο Αλβανός δεν εξουσιάζει ακόμα το μέρος αυτό, το παραβιάζει και το καταπατάει, εννοώντας ότι οι Αλβανοί σκοτώνουν τους κατοίκους. Η περιοχή της ετήσιας εκμίσθωσης των φόρων (μουκατάς) περιλαμβάνει, εκτός από τον ψαρότοπο της λίμνης, τη δεκάτη των Καναλίων, του Κισερλίου741, στη δυτική πλευρά της Όσσας, των Μηλιών του Πηλίου, των Ντεμιράδων742, στην περιοχή της Ελασσόνας, του Βλαχογιαννίου, στην περιοχή του Δομένικου, της Μεγάρχης, κοντά στην Καλαμπάκα και της Απιδιάς των Αγράφων. Για πολλά χρόνια η περιοχή αυτή είναι στα χέρια ενός Έλληνα από τις Μηλιές, ο οποίος συνεχίζει να 739. Ακόμα και σήμερα ο δρόμος που αναφέρεται στο κείμενο είναι δύσκολος και πρόχειρα ασφαλτοστρωμένος. Όποιος ταξιδέψει, μέσω Καλαμακίου στα Κανάλια ή στο Κεραμίδι, στην περιοχή, μετά τον αρχ. χώρο της Παλιόσκαλας, πίσω από το εργοτάξιο της ανασύστασης της λίμνης, μπορεί να επιβεβαιώσει του λόγου το αληθές. 740. Μποσταντζής σημαίνει κηπουρός. Εδώ, όμως, σημαίνει το διοικητή μιας περιοχής. 741. Περιοχή του Συκουρίου. 742. Κοκκινόγειο Ελασσόνας.

πληρώνει 80 πουγγιά το χρόνο γι' αυτήν στο σουλτάνο, μολονότι από δυο χωριά δεν έχει και πολλά περιθώρια να εισπράξει τα οφειλόμενα, επειδή αυτά πλέον έχουν γίνει τσιφλίκια του Μουχτάρ πασά και του πατέρα του Αλή πασά. Αυτός όμως (ο Έλληνας εκμισθωτής) δεν τολμά να επισκεφθεί τα Κανάλια, αλλά αναθέτει τις δουλειές του σε κάποιον αντιπρόσωπό του. δικαιούται το ένα τρίτο της παραγωγής του ψαρότοπου, με τους Καναλιώτες να απολαμβάνουν το αποκλειστικό δικαίωμα αλιείας και μόνο σε περιόδους μεγάλης αφθονίας να ξεκουράζονται ευνοώντας κάποιο από τα γειτονικά χωριά. Το μοναδικό ψάρι είναι το σαζάνι, ένα μικρό πλατύ ψάρι, και τα χέλια. Ψαρεύονται με απλάδες και απόχες, αλλά κυρίως με κλειστές κατασκευές από καλάμια που φυτρώνουν στη λίμνη και ονομάζονται μανδράκια, επειδή τα ψάρια ακολουθούν τον ηγήτορά τους όταν μπαίνει στις παγίδες αυτές, όπως και τα πρόβατα στη στάνη, που είναι έτσι κατασκευασμένες ώστε τα ψάρια αυτά να μην μπορούν να γυρίσουν πίσω από κει που μπήκαν. Την ώρα του ψαρέματος κυρατζήδες743 παρακολουθούν από την ακτή, μαζί με τα πράματά τους, δηλαδή είτε με τ' άλογά τους είτε με τα γαϊδούρια τους, και αφού πληρώσουν για τα ψάρια, τα μεταφέρουν στις γύρω αγορές. Το καλοκαίρι τα ψάρια που πιάνονται το βράδυ πωλούνται την αυγή στη Λάρισα, την Αγιά, τον Αλμυρό ή στα Φάρσαλα, και το χειμώνα στην Κατερίνη και στα Τρίκαλα. (...) Οι αντιπρόσωποι του ζαμπίτη, όπως αποκαλείται ο διαχειριστής του μεριδίου του σουλτάνου, παρακολουθούν την ώρα που ξεμπαρκάρουν οι ψαράδες για να πάρουν ένα μέρος των χρημάτων που εισπράττουν οι Καναλιώτες ψαράδες. Τελικώς οι ψαράδες παίρνουν το ένα τρίτο (των εισπράξεων) για τα σπίτια τους στα Κανάλια. Προς το παρόν δεν υπάρχουν κυπρίνοι στη λίμνη, επειδή όλοι προέρχονται από το Ασμάκι όταν υπερχειλίζει ο Πηνειός. (από το ποτάμι) περνούν στη Νεσσωνίδα744 κι από εκεί στη Βοιβηίδα. Φέτος , όπως λέει και μια ντόπια ρήση, “δεν εκατέβασε η μάνα” κι ούτε έγινε καμιά μεγάλη πλημμύρα πέρυσι. Έτσι πιάστηκαν λίγα ψάρια το καλοκαίρι και σχεδόν καθόλου φέτος το χειμώνα. Όταν τα νερά δεν είναι αρκετά, συχνά επέρχεται εκτεταμένη καταστροφή και τα ψάρια που παραμένουν στα ρηχά νερά της λίμνης πεθαίνουν από τον ήλιο, όπως συνέβη το περασμένο καλοκαίρι, κατά το οποίο η ζέστη και η ξηρασία ήταν υπερβολικές. Ο άνεμος, επίσης, είναι μερικές φορές μοιραίος για τα ψάρια επειδή φουσκώνει κι ανεβάζει τα νερά στην υπήνεμη μεριά της λίμνης και μετά ξαφνικά σταματάει με αποτέλεσμα τα ψάρια να μένουν εκτεθειμένα σε μικρές λιμνούλες, όπου η θέρμη του ηλίου σύντομα τα σκοτώνει. (...) Ως αντιστάθμισμα στην έλλειψη ψαριών, φέτος οι γεωργοί έκαναν πλούσια συγκομιδή δημητριακών στις όχθες της λίμνης και πέτυχαν πολύ καλή τιμή, επειδή σε άλλες περιοχές της Θεσσαλίας η παραγωγή ήταν ασήμαντη. (...) Οι Καναλιώτες μετρούν το βαθμό της σοδειάς (μπερεκέτι) με τις σπιθαμές ή τις παλάμες μέσα στη λίμνη. Το βάθος του νερού, στη μέση της λίμνης, είναι τώρα 5 παλάμες. Όταν είναι γεμάτη τότε το βάθος είναι 25 παλάμες 745. (...) Το 1779 η λίμνη Βοιβηίδα, που τότε ήταν τόσο γεμάτη ώστε έφτανε μέχρι το Καστρί, πάγωσε εντελώς ολόκληρη, τόσο που οι άνθρωποι περνούσαν από τα Κανάλια στην απέναντι πλευρά. Τα κοπάδια αφανίστηκαν και πολλοί Βλάχοι βοσκοί επέστρεψαν στα βουνά τους χωρίς ούτε ένα πρόβατο. (...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, Γ΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. τ. 31ος, σσ. 126-8

45. Ο Αργύρης Φιλιππίδης (1814) και ο Δωρόθεος Σχολάριος (1876) για τη Μελία Λαρίσης “Εβγαίνοντας από το Σαανλάρ746 (...) έρχεσαι στο δρόμο του Βόλου, έρχεσαι έως μισή ώρα και ολιγότερον, αφήνεις δεξιά του δρόμου το Τζουλάρ. Έχει υπέρ τα τριάντα πέντε και σαράντα σπίτια χριστιανικά, έχει και επτά τούρκικα, οίτινες έχουν και μετζίτι747 εδώ όπου προσκυνούν. Έχει τούτο το χωρίον και χάνια δύο και βρύσες καλές. Οι εγκάτοικοι και εδώ ζουν με την γεωργικήν. Κάμνουν σιτάρι, κριθάρι και βαμπάκια και άλλα. Υπόκειται και τούτο εις την Λάρισα, υπό τα εκκλησιαστικά εις 743. 744. 745. 746. 747.

Αγωγιάτες, εδώ εννοεί πλανόδιοι έμποροι. Αποξηραμένη λίμη βόρεια της Κάρλας, που επικοινωνούσε με τη Βοιβηίδα. Δηλαδή, σύμφωνα με το Leake, το μέγιστο βάθος της λίμνης ήταν περί τα 2,50 μέτρα. Σαρχανλάρ, το σωστό. Είναι ο σημερινός οικισμός Μόδεστος. Μικρό τέμενος χωρίς μιναρέ.

τον Δημητριάδος. Εβγαίνοντας από δω πάλιν κατά ανατολάς, έρχεσαι μισή ώρα και ευρίσκεις έναν τεπέ (λόφο-ύψωμα), δεξιά του δρόμου Μαγούλα. Αριστερά της Μαγούλας, (...) είναι δύο χωριά, ένα το άλλο κοντά, Σαράχαλι748 και Σακαλάρ749, χωρία χριστιανικά (...)” 2.“Κάτω Τσουλάρ. Είναι τουρκοχώρι, το οποίο απέχει από τη Λάρισα τρεις και μισή ώρες με το πόδι. Έχει 20 τουρκικές οικογένειες και 6 ελληνικές, με πληθυσμό 130 ψυχές. Οι Οθωμανοί είναι κτηματίες και γεωργοί. Άνω Τσουλάρ. Είναι Τουρκοχώρι, κοντά στο προηγούμενο. Έχει 15 τουρκικές και 8 ελληνικές οικογένειες, με 115 συνολικά κατοίκους οι οποίοι είναι γεωργοί.” Πηγές:1. Κ. Σπανός, “Ιστορικά στοιχεία για τη Μελία της Λάρισας”, Θ. Η., σσ. 92,3 και 2. Κ. Σπανός, “Τα χωριά στα ανατολικά της Λάρισας το 1876 κατά τον Δωρόθεο Σχολάριο”, Θ. Η., 28 (Λάρισα 1995), σ. 152.

46. Ο Leake στο Βελεστίνο στα τέλη του 1809 “Το βιλαέτι του Βελεστίνου περιελάμβανε παλιότερα 72 χωριά και συμπεριελάμβανε την περιοχή του Βόλου. Λόγω, όμως, των ερίδων, ανάμεσα στους Τούρκους αρχηγούς, που φαίνεται ότι κόλλησαν από το Πήλιο, δεν είχε τη βιομηχανία των Χριστιανών γειτόνων του. οι περιουσίες τους στην πεδιάδα, σιγά-σιγά, καταλήφθηκαν από τους μπέηδες της Λάρισας και τα εισοδήματα των χασίων του βουνού, τα οποία εκμεταλλεύονταν παλιότερα αυτοί, περιήλθαν στα χέρια των Τούρκων της Λάρισας, των Φαρσάλων ή των Τρικάλων. ακόμα και το σπαχηλίκι του Ριζόμυλου, ο οποίος απέχει μόλις 3-4 μίλια από το Βελεστίνο, τώρα ανήκει σε έναν Λαρισαίο (ενν. Τούρκο). Σήμερα στην περιοχή του Βελεστίνου υπάρχουν μόνο 12 χωριά, από τα οποία κανένα δεν έχει πάνω από 15-25 σπίτια, εκτός από την Κάπραινα, τα Κανάλια, τον Άγιο Γεώργιο και το Σέσκλο. Μέσα στην πόλη υπάρχουν γύρω στις 250 τουρκικές οικογένειες αλλά τα τουρκικά σπίτια είναι πολύ περισσότερα. Όσα απ' αυτά που έμειναν είναι κατοικήσιμα τα έχουν καταλάβει Έλληνες από τα Άγραφα ή βλαχόφωνοι απ' την Πίνδο. Το κύριο εισόδημα των Τούρκων προέρχεται από τα περιβόλια και τους μύλους, περιουσία που προτιμούν να κατέχουν επειδή αποδίδει καλό εισόδημα χωρίς πολύ κόπο.(...) Το ρυάκι, το οποίο τρέχει από την πηγή, την αρχαία Υπέρεια, εξασφαλίζει άφθονο νερό για τις ανάγκες των κατοίκων, το πότισμα των περιβολιών και για τη λειτουργία των πολυάριθμων μύλων. Όλοι οι γύρω χωρικοί φέρνουν εδώ το σιτάρι τους για άλεσμα και εφοδιάζονται με λαχανικά από την εβδομαδιαία λαϊκή αγορά της Παρασκευής. Όσοι Τούρκοι κατέχουν γη, στα σιτάρια εξαρτώνται από τους Έλληνες για την καλλιέργειά τους. Οι πρώτοι παρέχουν το σπόρο και ένα σπίτι για τον κολλήγα, ο οποίος διαθέτει τα ζώα και τα γεωργικά εργαλεία και παίρνει τη μισή σοδειά, αφού αφαιρεθεί η δεκάτη. Άλλες φορές πάλιτα πάντα ανήκουν στον ιδιοκτήτη και ο κολίγος είναι μόνο ένας εργάτης, που παίρνει το ένα τρίτο του καθαρού προϊόντος για το μεροκάματό του. οι κατώτερες τάξεις των Τούρκων είναι παπουτσήδες, ράφτες, κουρείς, κρεοπώλες, αρτοποιοί, μάγειροι, ταπεινοί υπηρέτες και εργάτες των περιβολιών, όχι όμως και των χωραφιών. Το Βαρούσι750, η ελληνική συνοικία, το οποίο είχε κάποτε τόσες οικογένειες όσες είναι τώρα οι τουρκικές, κατά το μεγαλύτερο μέρος του έχει μετατραπεί σε περιβόλια ή σταροχώραφα. Η παρακμή των Ελλήνων, όπως και των Τούρκων, οφείλεται τόσο στις πολύ ανόητες διαμάχες τους, όσο και στην καταπίεση της κυβέρνησης. Οι φάρες, στις οποίες χωρίζονταν, κατέτρεχαν η μία την άλλη, με ραδιουργίες προς τους μπέηδες, και εξέφραζαν τα παράπονα εναντίον των ανταγωνιστών τους στο τουρκικό δικαστήριο. Οί Τούρκοι για το δικό τους συμφέρον υποδαυλίζουν αυτές τις διαμάχες, όπως και στη Λάρισα, και ο κάθε μπέης προστετεύει τη μία ή την άλλη από τις σημαντικότερες ελληνικές οικογένειες. Το Βελεστίνο ήταν, παλιότερα, γνωστό για τον απάνθρωπο χαρακτήρα των Τούρκων κατοίκων του (...) και φυσικά τότε θα ήταν αδύνατο για έναν ταξιδιώτη να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι, όπως εγώ τώρα, στη Θεσσαλία. (...) Οι Τούρκοι διατηρούν ακόμα τους βάρβαρους τρόπους και το μίσος τους για του Χριστιανούς, αλλά έχουν κάποια όρια επειδή φοβούνται τον Αλή πασά, του οποίου η εξουσία είναι αναμφισβήτητη εδώ (...) Σύμφωνα με μια αστεία έκφραση των Ελλήνων ένα βρώμικο μπουγιουρντί751 από τα Ιωάννινα, ίσο με μισή παλάμη, έχει μεγαλύτερο κύρος από ένα φιρμάνι της Πύλης μήκους τριών ποδιών (1 μέτρου). Έτσι λοιπόν (...) 748. Εννοεί Σαραχάτ(ι), το σημερινό χωριό Λοφίσκος. 749. Η σημερινή Μέλισσα. 750. Βαρούσι ή Βαρώσι, ονομάζονταν από τους Οθωμανούς οι χριστιανικές συνοικίες σε πολλές πόλεις, όπως στα Τρίκαλ, την Ελασσόνα, ακόμα και τη Λευκωσία τη Λεμεσό, κ.α. 751. Ένα απλό δηλαδή έγγραφο του Αλή πασά.

οι κάτοικοι του Βελεστίνου καταληστεύονται με 20 πουγγιά ετησίως χωρίς να γλυτώνουν τους διαφόρους φόρους της Πύλης (...). Όλες αυτές οι έκτακτες εισφορές, οι οποίες είναι εντελώς χωριστές από τους συνήθεις φόρους, το μουκατεσί, ονομάζονται αβαγιέτ752, στα ελληνικά οικοδομία, επειδή συγκεντρώνονται ως φόρος οικοδομών.(...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, γ΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 31, σσ. 135-7.

47. Ο Leake στο Ριζόμυλο, το Στεφανοβίκειο, το Αρμένιο και την Πέτρα (Τεπέ)29/12/1809 “Σήμερα έκανα μια περιοδεία στην πεδιάδα του Βελεστίνου, διά μέσου του Ριζόμυλου και του Χατζημισίου753 προς την Πέτρα. Επέστρεψα από κει στο Βελεστίνο διά μέσου της μαγούλας του Γκερλιού754, βαδίζοντας κατά μήκος των προπόδων του Καρά-Νταγ755. To Γκερλί ανήκει στην οικογένεια του Μουσταφά πασά της Λάρισας (...) Αυτός πέθανε στη Βοσνία, της οποίας υπήρξε τελαυταίως κυβερνήτης. Ο σουλτάνος, ο οποίος, σύμφωνα με τους τουρκικούς νόμους, ήταν ο κληρονόμος της περιουσίας του, την παρέδωσε στην οικογένεια αυτή χωρίς να κρατήσει τίποτα. Πολλά αγκωνάρια από κάποια αρχαία οικοδομή μπορεί κάποιος να δει στο Γκερλί. (...) όλα αυτά τα έφεραν από μια μαγούλα, (...) 1-2 μίλια προς τα δυτικά, στους πρόποδες της λοφοσειράς που ονομάζεται Καραντάγ ή Μαυροβούνι. Ένας ηλικιωμένος Χατζής, που είναι αφέντης του κονακιού, στο οποίο μένω στο Γκερλί (...) το οποίο κατοικείται από Έλληνες εργάτες, θυμάται ότι είχαν ανοιχτεί πολλοί τάφοι στη μαγούλα και ότι κάποτε είχαν αρπάξει ένα μικρό νόμισμα που βρισκόταν ανάμεσα στα δόντια ενός σκελετού. (...) Σε μια ώρα κι ένα τέταρτο από τον Άγιο Γεώργιο (Φερών) περνούμε κοντά στη δεξιά πλευρά του χωριού Ριζόμυλος, που οι Τούρκοι ονομάζουν Ντιγκί, και σε ανάλογη απόσταση από κει φτάνουμε στο Γκερλί. Στα μισά του δρόμου μας είναι το Χατζήμισι, ένα τουρκικό τσιφλίκι με 50, περίπου, ελληνικά σπίτια, ένα μίλι δεξιά. (...) Η πεδιάδα αυτή θεωρείται ευφορότερη από τη φαρσαλινή κι εξίσου εύφορη με την πεδιάδα της Λάρισας. Ακόμα και φέτος, που η σοδειά ήταν γενικώς ανεπαρκής στη Θεσσαλία, η γη του Χατζημισίου, του Ριζομύλου και του Γκερλίου έδωσε ικανοποιητική σοδειά. Το όργωμα, όπως και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, γίνεται με δύο βόδια, τα οποία σχίζουν ελαφρά την επιφάνεια των χωραφιών, ενώ δε ρίχνουν ποτέ κοπριά σ' αυτά. Ο λόφος της Πέτρας είναι δυο μίλια πέρα από το Χατζήμισι. Το χωριό αυτό που κατοικείται από Κονιάρηδες και από λίγες οικογένειες Ελλήνων εργατών, βρίσκεται, όπως έχω αναφέρει, στη βόρεια πλευρά της μακράς κορυφογραμμής, η οποία ενώνει τις δυο κορυφές του λόφου. (...) Οι πλαγιές του λόφου της Πέτρας είναι απότομες και σε μερικές μεριές εντελώς κατακόρυφες. Πάνω όμως στην κορυφή υπάρχει ένας χώρος με κυμματισμούς στο έδαφος, ο οποίος, όπου δεν είναι βραχώδης, καλύπτεται με γρασίδι και από κει υπάρχει μια θαυμάσια θέα προς το Βελεστίνο, τη Λάρισα, τον Τύρναβο και τα βουνά όλυμπος, όσσα, Πήλιο, και όθρυς. Τα νερά της λίμνης, που βρίσκονται τώρα περίπου 2 μίλια μακριά, όταν πλημμυρίζουν ανεβαίνουν μέχρι αρκετά πάνω στους πρόποδες του λόφου, στην ανατολική και βόρεια πλευρά. Η φαρδύτερη κορυφή του λόφου περιβάλλεται από θεμέλια τειχών της μακρινής Αρχαιότητας. Παρόμοια ερείπια τειχών διακρίνονται στους πρόποδες του ίδιου λόφου προς τα Βόρεια, καθώς επίσης και αρκετά προς την άκρη του ελώδους εδάφους, το οποίο, σε περιόδους πλημμύρας, γίνεται μέρος της Βοιβηίδας.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, γ΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 31, σσ. 140,1.

752. Πρόσοδοι ή τυχερά. 753. Στεφανοβίκειο. 754. Γκερλί είναι το Αρμένιο. 755. Καραντάγ ή Καραντάου είναι το Χαλκοδώνιο όρος.

48. Ο Leake για το Πήλιο και τα χωριά του το 1810. “Από τα 24 χωριά του Πηλίου κανένα δεν έχει αυτάρκεια σε σιτάρι εκτός από την Αργαλαστή, το Νεοχώρι και τα Λεχώνια. Ολόκληρο, όμως, το κάτω τμήμα της χερσονήσου παράγει άφθονο κρασί, μετάξι, λάδι, βαμβάκι, όσπρια, πορτοκάλια, φρούτα και όλα τα ποικίλα προϊόντα του θαλασσινού κλίματος της Ελλάδας. Όσα χωριά βρίσκονται πιο ψηλά περιορίζονται σε μετάξι, κρασί, μέλι και κηπευτικά προϊόντα, ενώ κανένα απ' αυτά δεν έχει πολλά κοπάδια με πρόβατα ή αγελάδες. Επειδή ο Βόλος και η Μακρυνίτσα κατέχουν ένα μέρος της πεδιάδας στην κεφαλή του Παγασητικού κόλπου, η θέση αυτή έχει περισσότερα σταροχώραφα και οι ίδιες πόλεις μαζί με την Πορταριά και τα Λεχώνια έχουν μερικές ελιές στα υψώματά τους. Η γη της Μακρυνίτσας και της Πορταριάς παράγει αρκετό λάδι ώστε να επιτρέπει την πώληση μικρής ποσότητας λαδιού κάθε δεύτερη χρονιά. Σε όλα τα ψηλότερα χωριά το μετάξι δίνει ζωή κι αυτό είναι που εξασφαλίζει τις προμήθειες από τη Θεσσαλία, οι οποίες είναι μεγάλες όταν το μετάξι είναι πολύ και αντίστροφα μικρές όταν η χρονιά δεν είναι παραγωγική. Εκτιμάται ότι η ιδιόκτητη γη πληρώνει ένα τέταρτο της παραγωγής της σε φόρους. Σε περίπτωση έλλειψης, όπως φέτος, υπάρχουν πολλά παραδείγματα σκληρής φτώχειας πάνω στο βουνό. Εξακολουθούν να θεωρούν τους εαυτούς τους τυχερούς για τα προνόμιά τους, για την προστασία που απολαμβάνουν από τους ανεξέλγκτους εκβιασμούς των κυβερνητών της περιοχής και ειδικότερα για την απαλλαγή τους από την εξασφάλιση καταλύματος στους στρατιώτες κι από τις επισκέψεις των Αλβανών. Αλλά είναι γεγονός ότι κάνουν ανόητη χρήση των δικαιωμάτων που έχουν. Οι εσωτερικές διαμάχες χωρίζουν το κάθε χωριό σε ομάδες. Παρόμοια αντιζηλία επικρατεί ανάμεσα στις μεγαλύτερες κωμοπόλεις και η καθεμιά αντιμάχεται την άλλη με δωροδοκίες, ραδιουργίες και προσελκύοντας το ενδιαφέρον των προστατών της στην Κων/λη για να πλήξει τον συγκεκριμένο αντγωνιστή ή αντίπαλό της756. Φυσικά οι καυγάδες αυτοί πλουτίζουν τους Τούρκους και φτωχαίνουν τους Έλληνες. Τα εγκλήματα κατά της ζωής σπανίζουν.'οταν όμως συμβαίνουν, λαμβάνουν γνώση οι αρχές στην Κων/λη αν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές ανήκουν στους κατοίκους των βακουφίων. Για τους άλλους, όσες αντιδικίες δεν διευθετούνται από τους γηραιότερους, τότε δικάζονται από το μουσουλμάνο δικαστή της περιοχής στην οποία ανήκει το χωριό κι όπου αυτό πληρώνει τους αυτοκρατορικούς φόρους. Υπάρχουν 600-800 αργαλειοί πάνω στο βουνό για την κατασκευή λεπτών μεταξωτών ή συνθετικών υφασμάτων ή πετσετών, αλλά το μεγαλύτερο μέρος αυτών των υφασμάτων ανήκει σε ξένους από την Αγιά, τα Αμπελάκια ή τον Τύρναβο. Σε μερικές κωμοπόλεις, ειδικότερα στο Βόλο, στη Μακρυνίτσα και στην Πορταριά, οι γυναίκες κατασκευάζουν μικρότερα μεταξωτά είδη όπως κορδόνια, ζουνάρια και πορτοφόλια. Οι άνδρες δουλεύουν το δέρμα και κατασκευάζουν υποδήματα, σάκους και βαλίτσες. Ένας υφαντής μπορεί να κερδίσει 50 με 60 παράδες την ημέρα. Ένας μεροκαματιάρης στ' αμπέλια, στις ελιές ή στις μουριές 30 παράδες μαζί με το ψωμί, κρασί και κρέας. Οι θεριστές την εποχή του θερισμού στην πεδιάδα παίρνουν 50 παράδες μαζί με προμήθειες. Πέρυσι η έλλειψη σιταριού έφτασε την τιμή του στα 16 πιάστρα για το καρακοιλό των 150 οκάδων (περ. 190 κιλών), το οποίο τώρα έχει 45 πιάστρα. Το γίδινο κρέας, το οποίο χρησιμοποιείται κυρίως, κοστίζει συνήθως 20 παράδες την οκά, το βοδινό 8 παράδες, το βουβαλίσιο 6 παράδες και το κρασί από 5 έως 7 παράδες. Οι Μάγνητες (...) δεν αντλούν και πολλούς πόρους από τα ψάρια τα οποία αφθονούν στις θάλασσες. Οι γυναίκες φορούν μια μάλλινη ζακέτα με μια μαντήλα στο κεφάλι, από τα πιο άχαρα ρούχα που μπορεί κανείς να φανταστεί. (...) Η Αργαλαστή έχει 400 με 500 σπίτια, και παλαιότερα ήταν το κέντρο των 14 χωριών που αποτελούσαν τα βακούφια αλλά αντικαταστάθηκε από τη Μακρυνίτσα(...). Ο Λαύκος και το Προμύρι συγκαταλέγονται στα βακούφια (...). Το Νεοχώρι (...) έχει 280 σπίτια. Τρεις ώρες βορειοδυτικά της βρίσκονται οι Μηλιές, μια κωμόπολη 300 σπιτιών (...)Η Μακρυνίτσα μαζί με τις συνοικίες της έχει 1200 περίπου σπίτια, ο (Άνω) Βόλος 700, η Δράκεια 600, ο Α. Γεώργιος, ο Α. Λαυρέντιος και τα Λεχώνια από 400 περίπου σπίτια το καθένα και η Βυζίτσα και οι Πινακάτες από 100 το καθένα. Η Ζαγορά έχει (...) 500 σπίτια που χωρίζονται σε 4 συνοικίες 756. Προς επιβεβαίωση των λεγομένων του Leake, αρκεί να διαβάσουμε στο κεφάλαιο του “Λειμωναρίου των Αγίων της Θεσσαλίας”, του παρόντος τόμου τη βιογραφία του Αγίου Αποστόλου του Νέου απ' τον Αη-Λαυρέντη του Πηλίου..

(...)”

W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810”, δ΄μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 32, σσ.

108-111.

49. Ο Leake στο Τρίκερι το 1810. “Το Τρίκερι, που ονομάζεται Μπουλμπούλιε από τους Τούρκους, έχει 300-400 σπίτια κτισμένα με τον ίδιο τρόπο όπως εκείνα της περιοχής του Βόλου. Βρίσκεται στην κορυφή ενός ψηλού λόφου, στην ανατολική είσοδο του Παγασητικού κόλπου. Οι κάτοικοί του ζουν αποκλειστικώς από τη θάλασσα. Μερικοί άνθρωποι από τις φτωχότερες κοινωνικές τάξεις, καθώς επίσης και πολλοί από εκείνοι που κατοικούν στα νότια χωριά της χερσονήσου της Μαγνησίας κόβουν σπόγγους και πιάνουν αστερίες. Οι άλλοι είναι ναυτικοί, ναυπηγοί και έμποροι. Η ανώτερη κοινωνική τάξη είναι οι πλοιοκτήτες ή καπεταναίοι των πλοίων. Οι πλουσιότεροι δανείζουν χρήματα με μεγάλο τόκο για ναυτικό εμπόριο ή παίρνουν προκαταβολές για γραμμάτια (ή συναλλαγματικές ή φορτωτικές) που εκδίδονται στην Κων/λη, όπου και πωλούνται τα φορτία κυρίως από σιτάρι. Οι Τρικεριώτες εξοπλίζουν τις επιχειρήσεις τους με τον ίδιο τρόπο όπως και οι άνθρωποι της Ύδρας, των Σπετσών, του Πόρου και πολλών άλλων ναυτικών πόλεων. Με άλλα λόγια ο ιδιοκτήτης, ο καπετάνιος και οι ναύτες, όλοι έχουν μετοχές στο πλοίο και στο φορτίο, με τους ναύτες γενικά να μοιράζονται τα μισά μεταξύ τους χωρίς άλλες απαιτήσεις. Την εποχή της έλλειψης σιταριού στη Γαλλία, στις αρχές της επανάστασης, η μετοχή ενός ναύτη στο ταξίδι έφτανε μερικές φορές και τα 3 πιάστρα, που τότε αντιστοιχούσαν σε 150 στερλίνες λίρες. Η χερσόνησος του Τρικερίου παράγει μόνο ξυλεία 757. Τα ξύλα τα φέρνουν στην πόλη οι γυναίκες, οι οποίες κάνουν και τις δουλειές του σπιτιού, ενώ οι άνδρες ασχολούνται αποκλειστικά με ναυτικές δουλειές. Οι γυναίκες μερικών άλλων χωριών της Μαγνησίας είναι το ίδιο εργατικές, αλλά λέγεται ότι οι Τρικεριώτισσες είναι ασύγκριτες σε δύναμη και λόγω των τεράστιων φορτίων ξύλων που κουβαλούν στην πόλη, ενώ σε όλο το δρόμο γνέθουν βαμβάκι. Το Τρίκερι αν και βρίσκεται στην ηπειρωτική χώρα, ανήκει στη διοίκηση των νησιών του καπουδάν πασά και της Άσπρης θάλασσας, όπως αποκαλούν οι Τούρκοι το Αιγαίο πέλαγος758, και παίρνει εντολές από το διερμηνέα του, έναν από τους 4 μεγάλους Έλληνες αξιωματούχους της Πύλης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο παλιός οικισμός βρισκόταν στο νησάκι Τρίκερι, την αρχαία Κικύνηθο, απ' όπου εκδιώχτηκαν οι Τρικεριώτες από τους πειρατές.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810” δ΄ μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 32, σσ. 112,3.

50. Ο Leake στην Αγιά (τέλη του 1809) “(...) Μισή ώρα πριν τη δύση του ηλίου φτάνουμε στο κέντρο της πόλης (Αγιάς), 50 λεπτά από τη Δέσιανη (Αετόλοφο) καβάλα στα άλογά μας. Αμέσως μετά την άφιξή μου είχα μια επίσημη επίσκεψη των ταγών της Αγιάς, που τώρα ονομάζονται γέροντες. Η επίσκεψη αυτή διακόπηκε επειδή πήρε φωτιά η καμινάδα, ατύχημα που φαινόταν ανησυχητικό διότι το σπίτι ήταν κυρίως από ξύλο και η φωτιά έκαιγε μανιωδώς για πολλήν ώρα. Ωστόσο, οι φιλοξενούντες εμένα δεν το θεώρησαν σημαντικό ή μάλλον το βρήκαν ως καλή ευκαιρία για το καθάρισμα της καμινάδας, κι έτσι η συζήτησή μας συνεχίστηκε χωρίς να τη διακόψουν οι μαινόμενες φλόγες. Η Αγιά έχει τώρα γύρω στις 500 οικογένειες, λέγεται ότι είχε πολύ περισσότερο κόσμο πριν πέσει στα χέρια του Αλή πασά. Τότε διοικούνταν από ένα βοϊβόδα, σταλμένο από τη σουλτάνα, στο οποίον είχε ανατεθεί η συλλογή των δοσιμάτων της. Η Αγιά απολάμβανε τα ίδια προνόμια με τις πόλεις της νότιας Μαγνησίας, καθώς επίσης και με μερικά άλλα μέρη σ' αυτή τη γειτονιά, από τα οποία τα κυριότερα είναι η Θανάτου759, η 757. Αποτέλεσμα της ανάγκης των Τρικεριωτών σε ξυλεία για τις ναυπηγήσεις των πλοίων τους είναι και η, ορατή σήμερα, πλήρης αποξήλωση της περιοχής! 758. ak deniz (τουρκ.) 759. Μελιβοία.

Καρίτσα και η Ράψιανη, τα οποία είναι τώρα στα χέρια του Αλή πασά. Τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της Αγιάς ζουν από το σιτάρι και τ' αμπέλια ή από το μετάξι και την κατασκευή υφασμάτων από μετάξι που ονομάζονται φιτιλιά ή από το μίγμα μεταξιού και βαμβακιού που ονομάζεται αλατζάς, καθώς και από την κατασκευή βαμβακερών πετσετών. Από τα 100 εργαστήρια που υπάρχουν, εκ των οποίων μερικά έχουν 2 αργαλειούς, τα 20 ασχολούνται με βαμβακερές πετσέτες. Τα φιτιλιά έχουν μήκος 25 πόδια760, ενώ εκείνα που λέγονται καφτανλίκ, για να φτιάξουν καφτάνια761, είναι μάλλον μεγαλύτερα σε μήκος. Έχουν πλάτος 2 πόδια (70 εκ. περ.), όσο είναι συνήθως το πλάτος ενός θεσσαλικού εργαλειού. (...) Ένας υφαντής παίρνει 40 παράδες την ημέρα. Οι εργάτες στ' αμπέλια, στις μουριές, στα σιτάρια και στα καλαμπόκια παίρνουν 25 παράδες και το καλοκαίρι 40 μαζί με τη διατροφή τους. Στην πεδιάδα της Λάρισας οι εργάτες παίρνουν 60 παράδες. Η Αγιά είχε αρχίζει να μοιράζεται με επιτυχία το εμπόριο του βαμμένου βαμβακερού νήματος στη Γερμανία με τα Αμπελάκια και τη Ραψάνη, που τα είχαν φτάσει σε μεγάλη ακμή, αλλά αυτό διακόπηκε λόγω του πολέμου ανάμεσα στη Ρωσία και την Οθωμανική αυτοκρατορία, γεγονός που έπληξε πολύ αυτές τις δυο κωμοπόλεις και σχεδόν εκμηδένισε το εμπόριο της Αγιάς με τη Γερμανία. Η Αγιά, έχοντας πιο πλούσιο έδαφος από τα Αμπελάκια και τη Ραψάνη, θα μπορούσε να τις ξεπεράσει εάν δεν ήταν εκτεθειμένη, λόγω της θέσης της, στις αλβανικές ληστρικές επιθέσεις. Πέρασαν 22 χρόνια από τότε που ο Αλή πασάς εξουσιάζει την Αγιά ως δερβέναγας [1787], αλλά μόλις πριν λίγα χρόνια αγόρασε το μαλικιανέ762 της περιοχής ισοβίως από την Πύλη. Στην επιδίωξή του να αποκτήσει περισσότερα χρήματα τον βοήθησε πολύ το φατριαστικό πνεύμα των Αγιωτών. Ενθαρρύνοντας λοιπόν εναλλάξ τα διάφορα ταράφια (ομάδες) στα οποία ήταν χωρισμένοι οι κάτοικοι (...) ασκεί την εξουσία του με μεγαλύτερη ασφάλεια σ' αυτή την περιοχή. Αυτή την εποχή η Αγιά είναι μοιρασμένη σε δυο ομάδες, δύο αδελφών, του Αλέξη και του Γιώργου. (...) Τα σπίτια της Αγιάς είναι διασκορπισμένα ανάμεσα σε οξιές (;), καρυδιές, βελανιδιές, πλατάνια, κυπαρίσσια, μουριές, αμπέλια και κήπους.” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810” δ΄ μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 32, σσ. 121,2.

51. Ο Leake στην Καρίτσα και στο Στόμιο του 1810. “Η Καρίτσα βρίσκεται σε μια απότομη και ανώμαλη τοποθεσία, 1-2 μίλια πάνω από τη θάλασσα. Έχει 150 οικογένειες που ζουν κυρίως από τον εφοδιασμό της Θεσσαλονίκης με ξυλεία. Η γη της παράγει μόνο σύκα και σταφύλια. Η Φτέρη763, το λιμάνι της Καρίτσας και το πιο πολυσύχναστο σ' αυτή την ακτή, βρίσκεται μια ώρα βορείως της Καρίτσας, στα μισά του δρόμου, ανάμεσα στην Καρίτσα και τις εκβολές της Σαλαμπριάς (Πηνειόυ). Η ακτή εδώ συνεχίζεται, με μικρές διακοπές, μέχρι το μεγάλο Μακεδονικό Πεδίο764 στον Θερμαϊκό κόλπο. Πάνω από τη Φτέρη, στο χαμηλότερο τμήμα του Κισσάβου, υπάρχει η Μονή του Αγίου Δημητρίου, γνωστή για το μέγεθος και την αρχαιότητά της. (...) Όσο για τα αρχαία ερείπια765, ανάμεσα στη Θανάτου (Μελίβοια) και την Καρίτσα, νομίζω ότι πρόκειται για τις Ευρυμενές766, οι οποίες, σύμφωνα με διάφορες πηγές, ήταν μια πόλη στην ακτή της Μαγνησίας767. (...)” W. M. Leake, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1809-1810” δ΄ μέρος, μτφρ. Β. Αργυρούλης, Θ. Η. 32, σσ. 125. 760. Λίγο μεγαλύτερα από 8 μέτρα. 761. Είδος ενδύματος που έφτανε ως τα πόδια. 762. Η εκμίσθωση, μετά από πλειστηριασμό, του δικαιώματος είσπραξης του φόρου της δεκάτης σουλτανικών κτημάτων. 763. Η Φτέρη βρισκόταν στη είσοδο περίπου του σημερινού Στομίου και απέχει αρκετά από τη θάλασσα, λόγω των προσχώσεων του Πηνειοί. 764. Είναι η σημερινή μεγάλη πεδιάδα, πριν τη Θεσσαλονίκη, ευφορότατη λόγω των προσχώσεων των ποταμών Αξιού, Λουδία, Αλιάκμονα και Γαλλικού. 765. Εννοεί τα ερέιπια του Κόκκινου Νερού (Κ. Σπανός). 766. Πιο πιθανή θέση για τις αρχζαίες Ευρυμενές είναι το λιμάνι του Στομίου. 767. Η Μαγνησία των Αρχαίων χρόνων περιελάμβανε τη χερσόνησο του Πηλίου, τις βόρειες ακτές του Παγασητικού και τις ακτές του σημερινού Νομού Λαρίσης, μέχρι τις εκβολές του Πηνειού. (Δες σχετ. τον Β΄ τόμο της σειράς μας.)

52. Ο Εβλιγιά Τελεμπή για την Ελασσόνα του 1668. “Κατασκευαστής αυτού του ψηλού φρουρίου (της Ελασσόνας) είναι ο παράφρονας βασιλιάς Μασκιλόρ768, γιος του βασιλιά Ρωμανού. Το ανακαίνισε αριστοτεχνικά η κόρη του Ρωμανού, η κατοπινή βασίλισσα Αγιασόνια769, στην οποία οφείλεται και το όνομα του φρουρίου και εκ παραδρομής ονομάτηκε Ανασόνια. Όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν το φρούριο αυτό, εκ παραδρομής πάλι, το ονόμασαν Αλασσόνια770. Κατά την παράδοση των απίστων Ελλήνων, η Αγιασόνια ήταν αγία και γι' αυτό την Αλασσόνα την σέβονταν πολύ οι Έλληνες, οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι και οι Λατίνοι771. Την κυρίευσαν πολλοί βασιλείς και στρατηγοί. Στο τέλος την κατέλαβε ο gazi Hudavendigar772. Για ένα μικρό διάστημα την Αλασσόνα ανακατέλαβαν οι άπιστοι. Τελικώς όμως την πόλη κυρίευσε ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής773. Μετά από λίγο την ανακατέλαβαν οι Έλληνες και οι Βούλγαροι774, οπότε την κατέλαβε οριστικά ο Βαγιαζήτ775, όταν εξεστράτευσε εναντίον του Μοριά, γαι να κυριέψει τη Μεθώνη και την Κορώνη. Στο δρόμο του συνάντησε αντίσταση στο φρούριο των Σερβίων και της Ελασσόνας. Αφού κυρίευσε και τις δυο πόλεις γκρέμισε τα τείχη σε διάφορα μέρη. Από τότε δεν τόλμησαν άλλοι να κυριεύσουν την Ελασσόνα. Ο σουλτάνος776 δώρισε την πόλη στον γαζή Τουραχάν μπέη, διότι επέδειξε μεγάλο ηρωισμό κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της. Στη συνέχεια κυρίευσε και τους διαφόρους πύργους γύρω777, των οποίων ερείπια συναντάμε σε πολλά μέρη. Η Ελασσόνα, σύμφωνα με τους νόμους του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη, ανήκει στο εγιαλέτι της Ρούμελης, αλλά διοικητικώς στο σαντζάκι (Νομός) των Τρικάλων και είναι μερίδιο της βασιλομήτορος. Οι αρματολοί της Ελασσόνας δικαιούνται 100 άσπρα. Ο αγάς διοικεί την πόλη με 352 στρατιώτες.(...) Όλοι οι ραγιάδες του καζά (επαρχία) πληρώνουν φόρους και χαράτσι, τα οποία προορίζονται για την κάλυψη των εξόδων των υφαντουργείων των γενιτσάρων της Θεσσαλονίκης. Μια φορά το χρόνο έρχεται εδώ ο αγάς των γενιτσάρων για να εισπράξει τους φόρους. Στην Ελασσόνα εδρεύει σεϊχουλισλάμης778, αναπληρωτής επίτροπος των ιερών κανόνων, επιθεωρητής των σπαχήδων779, αρχηγός των γενιτσάρων, σούμπασης780, κεχαγιάς781, μουχτεσίπ782 αγάς, και ματσδάρ783 αγάς. Φρουρούς και φρούραρχο δεν έχει, ενώ έχει 300 αρματολούς. Οι αρματολοί συνοδεύουν τους διαβάτες των διοδίων. Το εσωτερικό φρούριο της πόλης είναι πάνω σε ψηλό κίτρινο βράχο με 5 γωνίες. Πρόκειται για μικροκαμωμένο και όμορφο κτίριο, το οποίο εδώ κι εκεί είναι μισογκρεμισμένο. Μέσα στο φρούριο αυτό υπάρχουν μια εκκλησία784 και μερικά σπίτια απίστων, τα 768. Έχουμε αναφερθεί και αλλού για τις ιστορικές ... γνώσεις του Τσελεμπή, που τις αντλεί από την πλούσια αλλά παιδαριώδη φαντασία του. δημιούργημα λοιπόν της φαντασίας του είναι και ο Μασκιλόρ. 769. Φυσικά το κάστρο της Ελασσόνας ανακαινίστηκε από τον Ιουστινιανό. 770. Είναι σίγουρα φοβερή η ετυμολόγηση του ονόματος της Ελασσόνας. ...Αριστοτεχνικά διατυπωμένη, αντάξια ενός Εβλιγιά Τσελεμπή! 771. Ουδέν σχόλιον! 772. Γαζής σημαίνει νικητής. Εδώ αναφέρεται στην πρώτη κατάληψη της Ελασσόνας από τις δυνάμεις του σουλτάνου Μουράτ Α΄ (1362-89). 773. Η οριστική κατάληψη της Θεσσαλίας και της Ελασσόνας πραγματοποιήθηκε το 1423, πριν τη βασιλεία του Μωάμεθ. 774. Πρόκειται για την προσωρινή απελευθέρωση της Αν. Θεσσαλίας, μετά τη μάχη της Άγκυρας (1402). Είναι απορίας άξιο η αναφορά σε Βουλγάρους. 775. Μια απόδειξη των ιστορικών γνώσεων του Τσελεμπή έχουμε και πάλι. Πρώτα αναφέρει την κατάκτηση της Ελασσόνας από τον Μωάμεθ τον Πορθητή και έπειτα από το Βαγιαζήτ, που είναι αρχαιότερος από τον προηγούμενο κατά 60 χρόνια. Και να σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για την ιστορία του έθνους του και μάλιστα πολύ πρόσφατη γι' αυτόν! 776. Μουράτ Β΄. 777. Εδώ ίσως εννοεί το γειτονικό Δαμάσι. 778. Ανώτερος ιεροδικαστής. 779. Οι σπαχήδες ήταν τιμαριούχοι, που τους είχαν παραχωρηθεί εκτάσεις λόγω της στατιωτικής τους προϋπηρεσίας. 780. Ο ενοικιαστής των φόρων της περιοχής, υπεύθυνος για τους σπαχήδες. 781. Οικονόμος, επιστάτης. 782. Αγορανόμος. 783. Ο υπέυθυνος συλλογής των φόρων. 784. Η Ι. Μ. Παναγίας Ολυμπιώτισσας.

οποία είναι ένα είδος κατώτερου πτωχοκομείου785. Τα εκατοντάδες σπίτια της πόλης είναι κτισμένα στη βουνοπλαγιά με κατεύθυνση προς την Ανατολή. Στα νοτιοανατολικά υπάρχει μια πεδιάδα, που έχει απόσταση δύο ώρες, ενώ από τα άλλα μέρη η πόλη περιτριγυρίζεται από χαμηλά βραχώδη βουνά και μοιάζει να είναι μέσα σε ένα τσανάκι786. Αποτελείται από 7 συνοικίες787, με 655 σπίτια, στα οποία κατοικούν μισοί μουσουλμάνοι και μισοί άπιστοι. Τα σπίτια είναι κεραμοσκεπή, λιθοπλινθόκτιστα και ευρύχωρα με μικρούς κήπους και τα γιαπιά τους είναι λιθόκτιστα. Μερικά σπίτια είναι κτισμένα όπως των Σερβίων: ψηλά, τετράγωνα με πύργους. Υπάρχουν γύρω στα 15 αρχοντικά. Η περιοχή έχει ληστές, απίστους και άλλους και γι' αυτό το λόγο έκτισαν τους πύργους. Στις 7 συνοικίες της πόλης υπάρχουν 10 τζαμιά. Στα τέσσερα απ' αυτά γίνεται η προσευχή της Παρασκευής, ενώ τα άλλα είναι μικρά (μετζίτια788). Το ομορφότερο τζαμί είναι στη συνοικία Βαρόσι. Είναι του Μουχαρέμ πασά789 και έχει μολυβένιους τρούλους, ψηλό μιναρέ και πολλά κυπαρίσσια στην αυλή του. Το Imaret790 τζαμί της αγοράς είανι επίσης μεγάλο και καλό. Το Τεκέ791 τζαμί και το τζαμί του Γκαζανφέρ είναι επίσης όμορφα τζαμιά. (...) Υπάρχουν ακόμα ένας μεντρεσές (ιερατ. σχολή) κι ένας τεκές που είναι τζαμί τεκές για διδασκαλία. Στο Imaret τζαμί της αγοράς υπάρχει ένα μαγειρείο στην αυλή του, από το οποίο φτωχοί και πλούσιοι, μπορούν να τρωνε τα άφθονα αγαθά του. κοντά στο ίδιο τζαμί υπάρχει ένα σχολείο για μικρά αγόρια. Στην Ελασσόνα υπάρχει ένα μεγάλο χάνι, 80 διάφορα μαγαζιά, από τα οποία τα μισά βρίσκονται στη μία και τα άλλα μισά στην άλλη όχθη του ποταμού Elembuz (Ελλασσονίτικος)792. Ένα μικρό ευαγές ίδρυμα του Μουχαρέμ πασά είναι το μικρό χαμάμ. Όλα τα ευαγή ιδρύματα του Μουχαρέμ βρίσκονται κατά μήκος του ποταμού αυτού. Πρόκειται για 8 νερόμυλους και μια ωραία λιθόκτιστη γέφυρα πάνω από το ποτάμι. Το νερό για το λουτρό ξεκινάει κάτω από τη γέφυρα και τρέχει προς το μέρος της πόλης. Ο ποταμός Elembuz πηγάζει στα ψηλά βουνά του Ολύμπου, διασχίζει την πόλη και χύνεται, σε απόσταση μιας μέρας δρόμο, στο Αιγαίο πέλαγος793. Ο ποταμός αυτός διέρχεται από πολύ απότομα μέρη, ιδίως προς τον δρόμο των Σερβίων794, εκεί που βρίσκονται οι νερόμυλοι. (...) Οι περισσότεροι κάτοικοι της Ελασσόνας μιλούν μια γλώσσα που μοιάζει πολύ με αρβανίτικα795. Όλοι όμως γνωρίζουν πολύ καλά τα Ελληνικά. Πολλοί μιλούν τα τούρκικα, αλλά με μια διάλεκτο στην οποία κόβουν τις λέξεις στη μέση. Στην πόλη δεν υπάρχουν λιθόστρωτοι δρόμοι αλλά ούτε και λάσπες, διότι η περιοχή είναι αμμουδερή. Τα εντυπωσιακά όμορφα κορίτσια της πόλης κουβαλούν νερό από τον ποταμό Elembuz με κανάτες και στάμνες που λέγονται μπουφλίτσες.” Εβλιγιά Τσελεμπή, “Η Ελασσόνα του 1668”, μτφρ. Αχμέτ Ιμάμ, σχόλια Γ. Μπλάντας, Θ. Η. ( ), σσ. 193-199.

53. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή για το παζάρι της Ελασσόνας τον 17ο αιώνα “Σ' αυτόν εδώ τον τόπο, μια φορά το χρόνο, γίνεται μεγάλο παζάρι, το οποίο ονομάζεται πανηγύρι. Εδώ κατά το μήνα Ιούλιο, όταν τα προϊόντα είναι άφθονα, 200-300 χιλιάδες796 άνθρωποι προσέρχονται από διάφορα μέρη του κόσμου, όπως Έλληνες, Άραβες, Πέρσες, Λοριστανοί, 785. Φαίνεται πως την εποχή εκείνη φιλοξενούνταν σε κελλιά της Μονής φτωχοί της περιοχής. 786. Πήλινο βαθύ πιάτο. 787. Οι συνοικίες αυτές ήταν: το Βαρόσι, του Αγίου Αθανασίου, ο Ορτά μαχαλάς, ο Τσαρσί μαχαλάς (Αγορά). Οι άλλες τρεις, που αναφέρει ότι υπήρχαν εκείνη την εποχή ο Τσελεμπή, είναι ακαθόριστες. 788. Δηλαδή απλά τεμένη χωρίς μιναρέ. 789. Σώζεται ως τις μέρες μας στη δεξιά όχθη του Ελασσονίτικου. 790. Δηλαδή το τζαμί του πτωχοκομείου. 791. Βρισκόταν λίγο έξω από την Ελασσόνα, στο δρόμο προς Κοζάνη. Λόγω και της ονομασίας του ίσως να ήταν ο ναός κάποιου δερβίσικου μοναχικού τάγματος. 792. Elembuz, στα τουρκικά είναι ο όλυμπος. Προφανώς ο Τσελεμπή αναφέρει αυτό το όνομα, είτε γιατί ο ποταμός πηγάζει από τον Όλυμπο, είτε γιατί μπερδεύτηκε. 793. Βεβαίως ο Ελασσονίτικος ως παραπόταμος δεν χύνεται απ' ευθείας στο Αιγαίο αλλά συμβαλλει μαζί με τον Τιταρήσιο στον Πηνειό ποταμό. 794. Από αυτή την περιοχή διέρχεται ο Σαραντάπορος και όχι ο Ελασσονίτικος. 795. Πρέπει να εννοεί τα βλάχικα. 796. Υπερβολικός σίγουρα αριθμός.

Μουλθανοί797. Οι πλούσιοι έμποροι στήνουν τα μαγαζιά τους με τα πολύτιμα εμπορεύματά τους, τα οποία φέρνουν από την πατρίδα τους. Για 15 μέρες η Ελασσόνα γίνεται μια λαοθάλασσα κι είναι αδύνατο να περιγραφεί το πλήθος. Το εμπόριο που διεξάγεται εδώ είναι άλλο πράγμα. Το χρήμα ρέει όπως ο ποταμός Νείλος της Αιγύπτου. Μυθικά πλούτη. Εκατοντάδες χιλιάδες φορτώματα καραβανιών ξαναφορτώνονται για διάφορα μέρη του κόσμου. Στο παζάρι αυτό έρχεται από τη Θεσσαλονίκη ο αγάς των γενιτσάρων και από τα Τρίκαλα ο πασάς με όλο το στρατό του για να φυλάξουν τους εμπόρους και τα εμπορεύματά τους. Τα μαγαζιά είναι περισσότερα από 1.000 και τα αντίσκηνα επίσης χιλιάδες. Τα μαγαζιά αυτά γεμίζουν κόσμο μόνο τις μέρες της εμποροπανήγυρης. Η βασιλομήτωρ εισπράττει φόρο από τα μαγαζιά αυτά μια και η πόλη είναι δικό της βακούφι. Το φόρο εισπράττει καθημερινά, για λογαριαμό της ένας υπεύθυνος. Την εικοστή μέρα όλοι οι πανηγυριώτες σκορπούν κατά ομάδες, τραβώντας για τις πατρίδες τους. Προσπαθώ να περιγράψω την εμποροπανήγυρη αλλά μου είναι αδύνατο. (...)” Εβλιγιά Τσελεμπή, “Η Ελασσόνα του 1668”, μτφρ. Αχμέτ Ιμάμ, σχόλια Γ. Μπλάντας, Θ. Η. ( ), σσ. 199-200..

54. Ο Εugène – Melhior de Vogüé σε ένα αμπελακιώτικο σπίτι το 1875. “Τελειώνοντας τη μέρα μου, μπαίνω σε ένα πεντακάθαρο, παρά τη φτώχεια του, σπίτι. Ένας νεαρός χωρικός με προσκαλεί ζητώντας συγγνώμη για τη φτώχεια του, χωρίς υποτέλειες. Η γυναίκα του μου προσφέρει νοστομότατο μέλι, κάτασπρο σαν το γάλα. Θα λέγαμε πως είναι μια σκηνή αρχαίων ηθών από τους γιδοβοσκούς του Θεοκρίτου. Ο χώρος προσφέρεται. Καθόμαστε απέναντι σε χειροποίητηα ξύλινα κάγκελα, σε μια ανοιχτή στοά όπου παίζει μια αναρριχόμενη κληματαριά, με θέα στην πεδιάδα. Τα αμπέλια, κλιμακωτά στις πλαγιές, χάνονται στο βάθος του ορίζοντα. Η διαύγεια της πανσελήνου γλαυκίζει το ελάτινο πάτωμα, μέσα από τα κενά του κιγκλιδώματος. Στη γψνιά, μια παλιά σιδερένια λάμπα με τρία στόμια διαχέει ένα αμυδρό φως. Ο νεαρός άνδρας μου φέρνει μερικά μετάλλια και μου διηγείται διάφορες αρχαιολογικές ανακαλύψεις, των οποίων γνωρίζει την αξία. Μου δίνει το αντίγραφο μιας ελληνικής επιγραφής, γραμμένη σε μια στήλη την οποία έκλεψε ο ιμάμης του Μπαμπά (Τεμπών) από το κάστρο της Ωριάς.” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. , σ. 294.

55. Ο Εugène – Melhior de Vogüé στη Λάρισα του 1875. “Έξι ώρες διαδρομή, διασχίζοντας την ερημωμένη θεσσαλική πεδιάδα, που είναι σαν αποξηραμένο έλος αυτή την εποχή, μπαίνουμε σε ένα μεγάλο λασποχώρι, περιτρυγιρισμένο και διακεκομμένο από απροσδιόριστα νεκροταφεία. Είναι η Λάρισα, πρωτεύουσα της περιφέρειας. Σπάνια κάποια πόλη μου προκάλεσε τόσο θλιβερή εντύπωση. Διαχέει το θάνατο και αυτό δεν είναι μόνο αλληγορία. Οι βρώμικες προσχώσεις του Σαλαμπριά, ο οποίος κυλάει τα κιτρινισμένα του νερά γύρω από τη Λάρισα, παραφορτώνουν με πάθος το λυπηρό ουρανό. Οι προσχώσεις καθίστανται περισσότερο απαίσιες από την άσχημη κατάσταση των τουρκικών νεκροταφείων που σφετερίζονται το ένα τρίτο της πόλης, χάος από τάφους πνιγμένους μέσα στο βόρβορο, χέρσα χωράφια θανάτου, θα λέγαμε, που δεν έχουν εδώ τη συνηθισμένη βλάστηση από πλατάνια και κυπαρίσσια. Στις εισόδους της πόλης κατασκηνώνουν σε καλύβες νέγροι από το Σουδάν. Είναι ότο απέμεινε από τα τάγματα που ο Αλή πασάς Τεπελενλής στρατολόγησε στην Αίγυπτο. Ριζώθηκαν εδώ και συνεχίζουν να βαραίνουν τη γη, όπως η σκιά του τρομερού πασά των Ιωαννίνων. Τουλάχιστον αυτός κρατούσε ζωντανή τη χώρα, με έναν τρόπο αιματηρό και σκληρό. Είναι αλήθεια, αλλά τουλάχιστον δεν υπήρχε αυτή η θανάσιμη ησυχία. Σε κάθε βήμα που κάνουμε σ' αυτές τις περιοχές, γεφύρια κτισμένα, δρόμοι ανανεωμένοι, ίχνη μιας ευεργετικής θέλησης, μαρτυρούν ότι ο Αλή Τεπελενλής θα μπορούσε να γίνει ότι ο συνώνυμός του της Αιγύπτου, αν είχε πατύχει όπως αυτός, που ήταν καλός οργανωτής. Σήμερα η 797. Φυλές πρωτάκουστες, υφιστάμενες, ίσως, στο μυαλό του Τσελεμπή.

Λάρισα έχει 25 -30 χιλιάδες κατοίκους. Η πλειοψηφία του πληθυσμού είναι Τούρκοι, εξαιτίας της ισχυρής φρουράς της πρωτεύουσας της περιφέρειας, αλλά ελαττώνεται αισθητά, κυρίως εδώ και μερικά χρόνια. Οι γεννήσεις δεν είναι ανάλογες των θανάτων στις μουσουλμανικές οικογένειες. Εφοδιασμένος με ένα γράμμα για το μητροπολίτη, χτυπάω την πόρτα του. απουσιάζει και ο εκπρόσωπός του μου παραχωρεί ένα δωμάτιο στο ισόγειο, επιπλωμένο με ένα μίζερο ντιβάνι. Το παράθυρο με κιγκλιδώματα έχει θέα στις λεωφόρους με τα πέτρινα σαρίκια που βρίσκονται πάνω από τα μνήματα των πιστών [Μουσουλμάνων]. Ο οικοδεσπότης διακιολογήθηκε για την φτωχή κατοικία που μου προσφέρει. Δύο στα τέσσερα μέλη της οικογένειας ήταν στο κρεβάτι, από πυρετό, στα επάνω δωμάτια. Είναι μια συνήθης κατάσταση των κατοίκων της Λάρισας. (...) Αναζητώ ορισμένα άτομα για να με ενημερώσουν. Η κοινωνία της Λάρισας αποτελείται από δύο ή τρεις εύπορους αυτόχθονες, συμβουλάτορες των ευρωπαϊκών δυνάμεων και μερικούς Ιταλούς μεσίτες. Οι Έλληνες έμποροι φεύγουν στο βουνό όλο το καλοκαίρι. Διαπιστώνων ότι σ' αυτή την κοινωνία η συζήτηση κυλάει ευχάριστα γύρω από τη δόση του κινίνου798 που πήρε ο καθένας το πρωί, την ευεργετικότητα αυτού του φαρμάκου, τα φαρμακεία όπου μπορείς να βρεις το λιγότερο νοθευμένο. Τόποτε για επίσκεψη σε όλη την πόλη. Ερειπωμένοι μιναρέδες, άθλιες αγορές, αδρανείς βιομηχανίες. Υπόσχομαι να εγκαταλείψω αύριο την αυγή αυτήν την παράξενη διαμονή και επιστρέφω να κοιμηθώ στο ντιβάνι μου. Ένας ήχος οργάνου με ξυπνάει. Είναι η πομπή ενός γάμου που περνάει με τραγούδια, ανάμεσα από μνήματα, κάτω από το παράθυρό μου. Κι όμως υπάρχουν ακόμη άνθρωποι εδώ που παντρεύονται και οι οποίοι είναι ίσως ευτυχισμένοι!” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. , σ. 294.

56. Ο Ε. M. de Vogüé για την αγροτική παραγωγή και φορολόγηση των Θεσσαλών (1875)– Το παράδειγμα του Ζάρκου. “Σταματήσαμε στο Ζάρκο, σε μια μεγάλη αγροικία που ανήκει σε έναν πλούσιο Έλληνα τραπεζίτη799 από την Κων/λη. (...) Η πεδιάδα της Θεσσαλίας, που θα 'πρεπε να είναι οσιτοβολώνας όλων των γύρω περιοχών και της Βόρειας Ελλάδας, ανήκε για κάποιο διάστημα στον Αλή Τεπελενλή ως κατακτητικό δικαίωμα. Όταν η Πύλη τιμώρησε τον επαναστάτη πασά, η περιουσία του κατασχέθηκε και έγινε για τους σουλτάνους μια εφεδρική προίκα. Την χρησιμοποίησαν για να προικίσουν ανώτερους αξιωματούχους και η πεδιάδα βρέθηκε έτσι κομματιασμένη σε πολλές μεγάλες ιδιοκτησίες. Αρκετέ έμειναν στα χέρια μουσουλμάνων μπέηδων, στους κληρονόμους. Άλλες, όπως αυτή του Ζάρκου, πουλήθηκαν στους χρηματιστές του Γαλατά. Το παλάτι έδωσε πρόσφατατη γη που του ανήκε ακόμα σ' έναν Αρμένιο800 καπιταλιστή, που έγινε ο πιο μεγάλος γαιοκτήμονας της Θεσσαλίας. Μερικά από τα αγρικτήματά του συντηρούν μέχρι και 600 ζώα. Σ' αυτά καλλιεργούνται σιτάρι, βαμβάκι, καπνός, αμπέλια. (...) άρχισαν να χρησιμοποιούν στις αγροτικές δουλειές τις ατμομηχανές. (...) Ο Έλληνας καλλιεργητής είναι φίλεργος (...) αλλά σε ορισμένα σημεία είναι εξαιρετικά δύσκολο να του αλλάξεις γνώμη. Ούτε ποτίζει, ούτε λιπαίνει. Κόβει με ευχαρίστηση τα δέντρα, δείχνοντας την ίδια απέχθεια με τους Ισπανούς αγρότες εναντίον της πρασινάδας που “δίνει τον πυρετό”. Όλοι αυτοί οι καλλιεργητές είναι εκμισθωτές. Κρατούν τα δύο τρίτα της σοδειάς και επιστρέφουν το ένα στον ιδιοκτήτη, μετά από την αφαίρεση της δεκάτης (13 τοις εκατό). Η δεκάτη! Εδώ είναι η μεγάλη θεομηνία, όχι τόσο στον ίδιο το θεσμό όσο στον τρόπο που εφαρμόζεται. Αυτόν τον καιρό, τέλος του Αυγούστου, τα σιτάρια έχουν θεριστεί και δεματιαστεί. Από ό,τι φαίνεται μένει μονο το αλώνισμα. Δεν είναι τόσο απλό. Κανείς δεν μπορεί να αλωνίσει ούτε ένα δεμάτι, προτού αφαιρεθεί η δεκάτη. Για να αφαιρεθεί όμως πρέπει να εκτιμηθεί, και για να εκτιμηθεί πρέπει η διοίκηση να διαλέξει κάποια από τις προσφορές των ανταγωνιστών. Όμως, μέχρις στιγμής, το αγρόκτημα (αυτό) για τη συγκέντρωση 798. Απαραίτητο για τους Λαρισαίους λόγω των συχνών ασθενειών του φθινοπώρου και των πυρετών που τις συνόδευαν. 799. Πρόκειται για το Χρηστάκη Ζωγράφο, που αγόρασε το τσιφλίκι του Ζάρκου από τους απογόνους του Ααλή πασά (πρωθυπουργού της Τουρκίας). 800. Ο Χρ. Ζωγράφος ήταν Έλληνας από τη Βόρεια Ήπειρο.

της δεκάτης δεν κατακυρώθηκε ακόμα για τη φετινή χρονιά. Τα δεμάτια περιμένουν την εκτίμηση και καθώς περιμένουν, οι καταιγίδες θα καταστρέψουν ίσως το καλύτερο μερίδιο. (...) αν προσθέσουμε ότι αυτή τη χρονιά την κακομοιριά και τις κακουχίες, το χρόνο που χάνει ο ακλλιεργητής με τις αγγαρείες, θα καταλάβουμε γιατί υπάρχουν χρονιές που δεν κερδίζουν ούτε το σπόρο. Επιπλέον τα δημητριακά της Θεσσαλίας, που φαίνεται να έχουν στο λιμάνι του Βόλου τον πιο κοντινό και καλύτερο τρόπο εξαγωγής, φτάνουν μόνο μερικούς μήνες το χρόνο, λόγω της πολύ κακής κατάστασης των συγκοινωνιών. Στην περίοδο της κακοκαιρίας και σε κάθε πλημμύρισμα του Σαλαμπριά, οι σοδειές πρέπει να μεταφερθούν στις πλάτες των μουλαριών. (...)” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. ( ), σ. 297-8.

57. Ο Ε. M. de Vogüé στα Τρίκαλα το 1875. “(...) τα άλογά μας ξεφυσούν στο λιθόστρωτο, χωρίς να καταφέρουν νσ ξυπνήσουν ούτε μια ψυχή για να μας δείξει τον ξενώνα μας. Ως συνήθως, χτύπησα την πόρτα του Έλληνα επισκόπου. Ο καλός ιεράρχης, αγουροξυπνημένος, με δέχεται με ένα φόρεμα όχι και τόσο αρχιερατικό, στην ανοιχτή ξύλινη βεράντα όπου είναι η αίθουσα υποδοχής του επισκόπου. (...) Εκεί κάτω, ανάμεσα στις λεύκες που βουίζουν με το πέσιμο της νύχτας,, φωτίζει μια σημένια γραμμή. Ζητώ το όνομα του ποταμού. Είναι ο Ληθαίος, ο ποταμός των νεκρών και της Λήθης. (...) Η μέρα έρχεται και τα Τρίκαλα δε χάνουν πολύ στο δυνατό φως του αυγουστιάτικου ήλιου. Η δεύτερη πόλη της Θεσσαλίας είναι λιγότερο επίπεδη και πιο κομψή από τη Λάρισα. Είναι συγκεντρωμένη γύρω από ένα μικρό ύψωμα, στεφανωμένο με το τουρκικό κάστρο. Επισκευάζουν αυτόν τον πύργο, στου οποίου τα τείχη κοιμούνται τα κανόνια του Αλή Τεπελενλή. Η σκαπάνη των στρατιωτών του μηχανικού έφερε στο φως ενδιαφέρουσες αναθηματικές επιγραφές προς τιμήν του Ασκληπιού, ιδρυτού της αρχαίας Τρίκκης. Η σύγχρονη πόλη ίσως να έχει 15.000-18.000 κατοίκους. Εδώ, όπως και στη Λάρισα, και μόνο μέσα σ' αυτά τα δύο κέντρα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός είναι αριθμητικά ανώτερος. Αυτή η μικρή τοποθεσία έχει τη σπουδαιότητά της , διότι φυλάγει τον δρόμο που κατεβαίνει από τα Γιάννενα μέσα από τη διάβαση του Μετσόβου.” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. ( ), σ. 299-300.

58. Ο Ε. M. de Vogüé για τη ληστεία στη Θεσσαλία του 1875. “Η ληστρική οργάνωση είναι από καιρό σ' αυτές τις επαρχίες ένα ενδημικό κακό. Πολλοί λόγοι εξασφαλίζουν τη στρατολόγηση: η διαμόρφωση του εδάφους, η μετανάστευση των κιρκάσιων φυλών, η αυξανόμενη φτώχεια, το υπέρβαρο των φόρων, η ανοργάνωτη απόλυση των ατάκτων σωμάτων. Μετά αποό μια άσχημη σοδειά, πολλοί χωρικοί, χρεωκοπημένοι, κυνηγημένοι από τους υπαλλήλους της εφορείας, παίρνουν το όπλο και βγαίνουν στο βουνό. Από την άλλη μεριά φτάνουν Αλβανοί διωγμένοι και απλήρωτοι από το στρατό. Μια συμμορία σχηματίζεται και περιμένει την ευκαιρία να εγκατασταθεί σ' ένα χωριό της πεδιάδας. Στο χωριό επιβάλλεται πολεμική αποζημίωση, σύμφωνα με τον πληθυσμό του. εάν δεν καταβληθεί οι ληστές απάγουν τους πλούσιους ως ομήρους. (...) Αρκετές κοινότητες και απομονωμένοι κάτοικοι αποφεύγουν αυτές τις επιδρομές, συναλλασσόμενοι διαρκώς με τους κλέφτες,, προσφέροντάς τους προμήθειες και πρόσκαιρο κατάλυμα. Ο χωρικός φαίνεται να είναι με το μέρος τους, περισσότερο από το φόβο που κυριαρχεί στην επαρχία και λιγότερο από το κοινό ιδεώδες. Μολονότι αποφεύγουν γενικά τις βίαιες πράξεις, είναι αλύπητοι σε κάθε αποδεδειγμένη προδοσία. (...) Στη Θεσσαλία, αυτή η μάστγα πήρε οξύ χρακτήρα, εξαιτίας της κοντινής απόστασης των ελληνικών συνόρων, που εξασφαλίζουν στους ληστές ειδικές διευκολύνσεις. Η μεθοριακή γραμμή είναι αρκετά συγκεχυμένα χαραγμένη στην απότομη οροσειρά της Όθρυος. (...) Χάρη σ' αυτή την έλλειψη αρμονίας μεταξύ των συνοριακών αρχών, οι ληστές δρουν εκατέρωθεν της

μεθορίου και στις δυο χώρες. Όταν τους κηνυγούν εντόνως ατην Τουρκία, περνούν από την άλλη μεριά της γραμμής με την ελπίδα να βρουν εκεί λιγότερο σκληρή υποδοχή. Κι όταν τα αδικήματά τους εξαντλούν την ελληνική υπομονή, ξαναπερνούν στην τουρκοκρατούμενη Θεσσαλία. Πριν από ένα χρόνο η κατάσταση είχε γίνει τόσο ανυπόφορη ώστε η Πύλη αποφάσισε να συνάψει μια συμφωνία με την Ελλάδα για την καταπολέμηση της ληστείας (...) έστειλε έναν άνθρωπο να εκτελέσει (τη συμφωνία), το στρατηγό Μεχμέτ Αλή πασά801. (...) Με την εμφάνιση του καινούριου κυβερνήτη, τα πράγματα άλλαξαν όψη στη Θεσσαλία. Στην αρχή χτύπησε αστραπιαία. Μετά από μια κοινή ενέργεια με τις ελληνικές δυνάμεις, ο Τάσος Αρβανιτάκης, ο απαίσιος ήρωας του Μαραθώνα, περικυκλώθηκε στα Άγραφα και εκετελέστηκε επί τόπου. (...) Ο ανταγωνιστής του Αρβανιτάκη, Βαγγέλης Σπανός, ζήτησε υποταγή, αλλά αρνήθηκε να παραδοθεί στους Τούρκους και ζήτησε την εγγύηση ενός προξενικού υπαλλήλου. (...) Ο Σπανός (τελικά) φυλακίστηκε στον Αλμυρό, όπου βρίσκεται ακόμα. Οι πιο μικρές συμμορίες, αποθαρρυμένες, άδειασαν την επαρχία. Δόθηκε αμνηστεία και άρχισε η χρυσή εποχή για τη Θεσσαλία.” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. ( ), σσ.303-5.

59. Το φιρμάνι του παιδομαζώματος (1666) “Καυχήματα των ιεροδικαστών, πηγές αρετής και του λόγου, ιεροδίκες των καζάδων της δεξιάς, αριστεράς και μέσης πλευράς της Ρούμελης, ας αυξηθούν οι αρετές σας. Καυχήματα των ομοίων σας, μουτεσελίμες και κεχαγιάδες των μίρι μιράν και μίρι λιβά και σερδάφηδες των γενιτσάρων και διοικητές των φρουρίων και αξιωματικοί, ας αυξηθεί η ικανότητά σας. Με την άφιξη του παρόντος αυτοκρατορικού διατάγματός Μου, σας κάνω γνωστό ότι σύμφωνα με τας ισχύουσες παλιές διατάξεις επιβάλλεται η στρατολογία των ραγιάδων που κατοικούν στις αυτοκρατορικές Μου χώρες, για τις ανάγκες της Αυτοκρατορικής Μου φρουράς. Επειδή όμως εδώ και μερικά χρόνια δεν έγινε άλλη τέτοια στρατολόγηση, πρέπει (τώρα) να στρατολογήσετε ένα τέκνο (άρρεν) κάθε πολύτεκνου άπιστου ραγιά, που να διάγει την ηλικία από 15 έως είκοσι χρονών, το οποίο να είναι ικανό για υπηρεσία. Όσον αφορά τους Μουσουλμάνους, Αλβανούς και Βόσνιους, εάν αυτοί θέλουν να εγγραφούν οικειοθελώς στους καταλόγους, να τους εγγράψετε σε ειδικούς καταλόγους, εφ' όσον είναι ρωμαλέοι και κατάλληλοι για υπηρεσία. Από κάθε στρατολογούμενο χωριό να παίρνετε όσα χρήματα απαιτούνται για τον ιματισμό των στρατολογούμενων με κόκκινη τσόχα και για το ξύρισμά τους, όχι όμως άλλα χρήματα για τον οδηγό ή οποιαδήποτε άλλη αιτία. Επειδή η υπηρεσία αυτή πρέπει να εκτελεστεί με μεγάλη περίσκεψη, σας παραγγέλνω να στρατολογήσετε από τους εκλεκτότερους, ρωμαλεότερους και καταλληλότερους νέους 150 μέχρι 160 απ' αυτούς και να τους στείλετε μαζί με τους σχετικούς καταλόγους, που να αναφέρουν το όνομά τους και τα χαρακτηριστικά του καθενός, μαζί με τους συνοδούς τους, τμηματικά στην πρωτεύουσά Μου.” Βακαλόπουλος Δ., Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Θεσσ/κη 1965.

60. Ο Ε. M. de Vogüé στο Βόλο και το Πήλιο του 1875 “Ο Βόλος είναι μια πόλη της θάλασσας, όπως λένε στην Ανατολή, αρκετ΄αόμορφη, με τα σπίτια της προς την παραλία, κατοικημένη από τους μεσίτες που κρατούν στα χέρια τους το θεσσαλικό εμπόριο. Ένα τουρκικό κάστρο πάνω σε ένα λοφίσκο σκεπάζει ζηλιάρικα την πόλη μαζεμένη κάτω από την προστασία του. (...) στις έντονα δενδροφυτεμένες πλαγιές του βουνού (Πηλίου), μεγάλα χωριά ασπρίζουν χαρωπά μέσα σε νησίδες πρασίνου. (...) Ο υγιεινός αέρας του υψομέτρου είναι το μεγάλο 801. Ο Μεχμέτ Αλή πασάς, αρχιστράτηγος του τουρκ. στρατού, ευρωπαίος στην καταγωγή, ήταν ο διοικητής της Θεσσαλίας από το 1874. Επί των ημερών του δαμάστηκε η ληστεία στη Θεσσαλία. Όταν όμως αναχώρησε με αποστολή στην Ερζεγοβίνη και το Μαυροβούνιο, η ληστεία αναζωπυρώθηκε.

γιατρικό των ανθρώπων του Βόλου, θύματα κι αυτοί των αναθυμιάσεων που αποπνέει αυτός ο λασπώδης και ρηχός κόλπος. (...) Εκπλήσσει κατ' αρχήν το γεγονός ότι αρκετός πληθυσμός είναι έτσι απομονωμένος από το φυσικό του λιμάνι. (...) Μακριά από τον πολιτισμό, αυτές οι ορεινές οικογένειες κράτησαν καλή πατριαρχική δομή, εύκολη ευπορία, αγνά ήθη, κάτι το φιλόφρονο και ευτυχισμένο που μου θυμίζει τα Αμπελάκια. (...) Οι οικισμοί, που είναι αρκετοί σ' αυτή τη πλαγιά, συναθροίζονται γύρω από δύο κέντρα: την Πορταριά και τη Μακρυνίτσα, με 3.000 ή 4.000 κατοίκους το καθένα. Εδώ δεν υπάρχει, επίσης, ούτε ένα σπίτι που να μην υπερηφανεύεται για το ελληνικό αίμα, τη γλώσσα και την ενδυμασία σε όλη τους τη γνησιότητα. Δεν βρίσκουμε ούτε και αυτόν τον μοναδικό Αρναούτη στρατιώτη που εκπροσωπούσε τον Ισλαμισμό στα Αμπελάκια. Δύο φορές το χρόνο ο φοροεισπράκτορας φτάνει αγέρωχος πάνω στο μουλάρι του. Του παραδίδουν περίπου ένα εκατομμύριο λίβρες (23.000 φράγκα[της εποχής]) για κάθε μια από τις δυο κωμοπόλεις κι ως εκεί περιορίζονται οι σχέσεις με την κυβέρνηση. Αφού πληρωθεί αυτός ο φόρος αυτοδιοικούνται και αυτοφορολογούνται κατά τη βούλησή τους, μη περιμένοντας παρά μόνο από τον εαυτό τους για τους δρόμους, τα γεφύρια, τις εκκλησίες και τα σχολεία.(...) Κι εδώ περνούν τον επισκέπτη από σπίτι, κερνώντας τον υποχρεωτικά μέλι, γλυκά και καφέ. Κατανοούμε την ικανοποίηση από τη φτωχική προσφορά σ' αυτά τα σπίτια με τα λευκά ξύλινα πατώματα, τα καθαρά και πολύ απλά, τα περιστοιχισμένα με δύο κήπους. (...) Πολλοί πραματευτάδες μεταξιού και βαμβακιού, ξενιτεμένοι από το βουνό, που απόκτησαν περιουσία σε μακρινές θάλασσες, αποσύρονται προς το τέλος σ' αυτό το ήσυχο μέρος, απ' όπου επιβλέπουν το εμπορικό τους στο Βόλο. (...) Το πορτρέτο του βασιλιά Γεωργίου επιβλέπει παντού αυτές τις επαναστατικές συζητήσεις.” Εugène – Melhior de Vogüé, “Ταξίδι στη Θεσσαλία του 1875”, μτφρ. Γιάννης Μάνος, σχόλια Κ. Σπανός, Θ. Η. ( ), σσ.306-7.

61. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τις σχέσεις Χριστιανών και Τούρκων με τους Κλέφτες και των Κλεφτών με τους Αρματολούς. - Αναφορά δημοτικού τραγουδιού για τον Στουρνάρη – Οι σπουδαιότεροι Κλέφταρματολοί. “Το έργον του καπετάνιου (των αρματολών) δεν ήτο εύκολον. Έπρεπε να ευχαριστεί Χριστιανούς άμα και Τούρκους, τα δε συμφέροντα ταύτα πολλάκις δεν συνεβιβάζοντο. Υπάρχει δημώδες άσμα του Στουρνάρη, το οποίον ανατρέχον μέχρι των αρχών της 18ης εκατονταετηρίδος, 1710, παρίστησι δι' ολίγων μεν αλλ' ακριβώς την δυσχέρειαν ταύτην: Βουνά μ' απ' τ' Ασπροπόταμο με τα πολλά τα χιόνια, τα χιόνια μην τα λιώσετε όσον να 'λθουν και τ' άλλα, τ' είναι ο Στουρνάρης άρρωστος βαρειά για ν' αποθάνη. Και τους γιατρούς εκάλεσε να τον αποφασίσουν, κι από τα παληκάρια του εκάλεσε τον πρώτον. -Έλα, Φοντύλη αδελφέ, και πρωτοπαλληκάρι, έλα κάθου στα γόνατα, έλα κάθου σιμά μου. Σ' αφήνω διάτα το παιδί, το μικροχαϊδεμένο τ' είναι μικρό κι ανήξερο, π' άρματα δε γνωρίζει. Να μ' έχης έγνοια τα χωριά και το καπετανλίκι. Γέροντες θέλουν χάιδεμα, κι αγάδες θέλουν άσπρα, κι ο καπετάνιος δόκιμος για να τους κυβερνήση. Εκ του άσματος τούτου συνάγεται και προς τούτοις το και άλλοθεν γνωστόν υπάρχον, ότι τα καπετανάτα ήσαν πολλάκις κληρονομικά. Οι Μπουκουβαλαίοι οίτινες ήρχον των Αγράφων εν αρχή της επαναστάσεως , ότε ήρπασεν από αυτών την επαρχίαν ταύτην ο Καραϊσκάκης, ήσαν απόγονοι του

Γιάννη Μπουκουβάλα εκείνου, όστις τοσούτον πολύκροτος απέβη από των αρχών της 18ης εκατονταετηρίδος. Ο Νίκος Τσάρας ήτο υιός και εγγονός καπετανέων, ιδίως δε υιός του Τσάρα, του επί μακρόν χρόνον καπετανεύσαντος εις την Ελασσόνα. Ο παπα-Θύμιος ήτο υιός του ουδέν ήττον περιωνύμου Βλαχάβα. (...) Τοιούτοι δε ήσαν και οι Κοντογιανναίοι, οι Σκυλοδημαίοι και άλλοι. Εν τούτοις ούτε όλοι οι κλέφται υπετάχθησαν, ούτε όλοι οι αρματολοί παρέμεναν πιστοί εις την οσμανικήν κυβέρνησιν. Οι αρματολοί ου μόνον μετείχον όλων των επαναστατικών κινημάτων, αλλά οίκοθεν πολλάκις περιήρχοντο εις εχθροπραξίας κατά των Τούρκων, έχοντες τότε φυσικούς συμμάχους τους κλέφτας. (...)” Κ. Παπαρρηγόπυλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβ. 14, τ. 18ος, εκδ. ΔΟΛ, σσ. 178-180.

62. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος για τα Ορλωφικά και τις συνέπειές τους στη Θεσσαλία. “Ταύτα δε υπήρξαν τα προοίμια μόμον των φοβερωτάτων συμφορών όσας έμελλε να επαγάγη το κίνημα τούτο (Ορλωφικά). Εν Θεσσαλία 3.000 Τρικαλινοί ανηλεώς εθανατώθησαν. Εν Λαρίση καθ' εκάστην οι γενίτσαροι ετουφέκιζον 10-20 Χριστιανούς. Όσοι εκ τούτων επέζησαν έμειναν γυμνοί και τετραχηλισμένοι, στερηθέντες προσέτι του ενός και μόνο Ναού, όστις υπήρχεν εν τη πόλει ταύτη και όστις εκρημνίσθη απαγορευθείς της ανακτίσεως αυτού. Οι Χριστιανοί της Λαρίσης απέβησαν έκτοτε πένητες και χειρώνακτες, αναγκαζόμενοι να τρέχωσιν εις τα πέριξ χωρία ίνα λειτουργηθώσι. Διότι μόλις μετά 24 έτη επετράπη η ανοικοδόμησις του Ναού αυτών επί Σελήμ Γ΄ κια δια φροντίδος του αγαθού αρχιερέως της Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχου. (..)” Κ. Παπαρρηγόπυλος, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, βιβ. 14, τ. 18ος, εκδ. ΔΟΛ, σ. 281.

63. Η Επιτροπή Δ. Ελλάδας αποφασίζει για τον Καραίσκάκη (1824). “Ο Γιώργος Καραϊσκάκης επειδή απ' αρχής ευρέθη σύντροφος των αρμάτων εις τον ιερόν υπέρ της ελευθερίας αγώνα, η πατρίς τον ετίμησε με αξιώματα. Πώς εφέρθη έως την εκστρατείαν του Σκόνδρα είναι γνωστόν εις όλους. Μ' όλον τούτο η πατρίς παρέβλεψε τα σφάλματά του διά να τον τραβήξη εις μεταμέλειαν. Ήλθε εις τας δύο χώρας επί προφάσει της ασθενείας του και τον υποδέχθησαν φιλοφρόνως, αλλ' αυτός δεν εφέρθη ως πατριώτης και ως χριστιανός. Αυθαδίασε να πιάσει άρματα εναντίον της πατρίδος του, έκαμεν εκστρατείαν εναντίον του Μεσολογγίου, έπιασε το φρούριο του Βασιλαδίου διώξας εκείθεν την φρουράν. Οι στρατιώται του έλαβαν δύο εκ των προκρίτων της πόλεως ως αιχμαλώτους υπό τους οφθαλμούς της διοικήσεως και έφεραν τούτους προς αυτόν την νύκταν ευρισκόμενον εις το Ανατολικόν. Εξηγήθη δε και εις πολλούς ότι θέλει εμβάσει Τούρκους εις την πατρίδαν. Δια ταύτα υποπτευθήσα η διοίκησις έλαβε τα ανήκοντα μέτρα και διώρισεν επιτροπήν τόπον επέχουσαν στρατιωτικού δικαστηρίου, συνθεμένην από στρατηγούς και χιλιάρχους, οίτινες εξετάσαντες αυτόν τε και όλα τα αίτια, τα οποία καθ' ημέραν ηύξαναν τας υποψίας εναντίον του, ευρήκαν ότι ο Καραϊσκάκης είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της πατρίδος. Ότι από τον Ομέρ πασάν εζήτησε μουγιουρντί διά να γίνη καπετάνιος των Αγράφων, ότι υπέσχετο εις τον εχθρόν να πιάση την Τατάρναν με χίλιους στρατιώτας, και εσυμβούλευε να εύγη ο αποστάτης Βαρνακιώτης με χίλιους εις το Ξηρόμερον. Ότι υπόσχετο εις τον εχθρόν να τρβήξη προς εαυτόν στρατηγούς και χιλιάρχους Έλληνας εναντίον της πατρίδος, ότι ενώ εγίνοντο αυτά εις Μεσολόγγιον, συγχρόνως εβγήκεν ο εχθρικός στόλος από Π. Πάτρας και άραξεν εις το Βασιλάδι, και έγινε μυστική εκστρατεία Τούρκων από Καστέλια και Ναύπακτον εναντίον του Μεσολογγίου, η οποία δεν ευδοκίμησε, διότι ολίγοι σταθεροί Έλληνες τους εκτύπησαν εις την Κακιάν Σκάλαν και τους εγύρισαν οπίσω. Η επιτροπή έλαβε τέλος πάντων πολλά διδόμενα διά να γνωρίση αυτόν επίβουλον της πατρίδος και προδότην. Επειδή όμως η πατρίς αγαπά τα τέκνα της και μακροθυμεί διά να τα ελευθερώση από την απάτην και να τα φέρη εις μετάνοιαν να γνωρίσουν τα τ=χριστιανικά χρέη των , απεφασίσθη παρά της διορισθείσης επιτροπής τη συναινέσει όλων των παραβρεθέντων αρχηγών των

αρμάτων και πολιτικών, και εδόθη προσταγή προς αυτόν τον Καραϊσκάκην να αναχωρήση αμέσως απ' εδώ, μ' όλον που είναι και ασθενής, όστις και ανεχώρησε σήμερον. Αν μετανοήση αληθώς και εάν επιστρέψη εις τα Χριστιανικά και ελληνικά χρέη του, η πατρίς θέλει λάβει την ευχαρίστησιν ότι τον εκέρδισεν, ειδέ επιμείνη εις την κακίαν του ας όψεται. (...) Στρατηγοί : Ν. Μπότσαρης, Μ. Στουρνάρης, Γ. Τσόγκας,, Α. Σκαλτσάς, Α. Βλαχόπουλος, Δ. Μακρής, Γ. Γιολδάσης. Χιλίαρχοι: Γ. Λιακατάς, Α. Καραγιάννης, Σ. Κατσαρός. Καπιτάνοι: Κ. Βλαχόπουλος, Γ. Σουλτάνης” Σ. Τρικούπης, ό.π., τ. 3ος, σσ.328-330.

Κεφάλαιο 23ο. Διοικητική διαίρεση της Θεσσαλίας μετά την απελευθέρωση του 1881 Η Θεσσαλία, πλην Ελασσόνας που απελευθερώθηκε το 1912, διαιρέθηκε με διάταγμα του 1883 σε δυο Νομούς: Α΄ το Νομό Τρικάλων, που συμπεριελάμβανε και το μεγαλύτερο τμήμα του σημερινού Νομού Καρδίτσας. Β΄ το Νομό Λαρίσης που συμπεριελάμβανε και το σημερινό Νομό Μαγνησίας καθώς και την Επαρχία Δομοκού, που απελευθερώθηκε το ίδιο έτος με τη Θεσσαλία. Φυσικά, μέχρι το 1912, δεν συμπεριελάμβανε την Επαρχία Ελασσόνας. Ας δούμε τις Επαρχίες που είχε ο κάθε Νομός καθώς και τους Δήμους με τα κυριότερα οικιστικά κέντρα (εντός παρενθέσεως) που υπάγονταν σε κάθε επαρχία:

Α΄ Ο Νομός Τρικάλων Καλαμπάκας: Οξύνειας (Μερίτσα) Τυμφαίων (Κονισκός) Αιγινίου (Καλαμπάκα) Μαλακασίου (Χλιτσιάδες) Καστανέας (Μεηδάν Κερ.) Χαλκίδος (Κρανιά) Λάκμωνος (Κοτόρι) Τρικάλων: Κοθωναίων (Κοθώνι) Αθαμάνων (Π. Γαρδίκι) Αιθίκων (Πόρτα Παζάρ) Τρικάλων (Τρίκαλα) Πιαλίων (Ράψιστα) Παραληθαίων (Ζαβλάνια) Φαρκαδώνος (Μ. Τσιότι) Καρδίτσης: Αργιθέας (Κνίσοβο) Σιλλάνων (Παραπράστανη) Γόμφων (Μουζάκι) Ιθώμης (Φανάρι) Καλλιφωνίου (Καλλιφώνι) Καρδίτσης (Καρδίτσα) Τιτανίου (Παλαμάς) Κιερίου (Σοφάδες) Φύλλου (Κουτζερή) Ταμασίου (Ασλανλάρ) Μενελαϊδος (Ρεντίνα) Ιτάμου (Σέκλιζα) Νευρουπόλεως (Νεοχώρι)

Β΄ Ο Νομός Λαρίσης Αγιάς:

Δώτιου (Αγιά) Κασθαναίας (Κεραμίδι) Ευρυμενών (Τσιάγιαζι) Λαρίσης: Νέσσωνος (Μ. Κισερλί) Αμπελακίων (Αμπελάκια) Αρμενίου (Γκερλί) Ογχηστού (Μαιμούλι) Σεκουρίου (Τοπουζλάρ) Φακίου (Νεμπιγλέρ) Κραννώνος (Τζουρμακλή) Λαρίσης (Λάρισα) Τυρνάβου: Τυρνάβου (Τύρναβος) Γόννου (Δερελί) Ολύμπου (Ραψάνη) Φαρσάλων: Φερσάλων (Φάρσαλα) Ευϋδρίου (Μ. Γκουζγκουνάρι) Σκοτούσσης (Κ. Δουβλατάν) Δομοκού: Θαυμακών (Δομοκός) Ξυνιάδος (Ομβριακή) Μελιταίας (Αβαρίτσα) Αλμυρού: Αλμυρού (Αλμυρός) Πλατάνου (Πλάτανος) Όθρυος (Γούρα) Βόλου: Αιαντίου (Τρίκερι) Σπαλάθρων (Αργαλαστή) Σηπιάδος (Λαύκος) Παγασών (Βόλος)

Ιωλκού (Άνω Βόλος) Μηλεών (Μηλιές) Νηλείας (Λεχώνια) Ορμινίου (Πορταριά) Μακρυνίτσης (Μακρυνίτσα) Βοίβης (Κανάλια) Μυρεσίου (Τσαγκαράδα) Κισσού (Κισσός) Ζαγοράς (Ζαγορά) Αφετών (Νεοχώρι)

Οι Δήμοι της Θεσσαλίας και οι οικισμοί802 τους μετά την απελευθέρωση (1881) Με έντονη γραμματοσειρά η ονομασία που είχε διαμορφωθεί κατά την Τουρκοκρατία, ενώ δίπλα σε κάθε οικισμό υπάρχει η σημερινή ονομασία (εάν διαφοροποιείται). Ιδιαίτερα ευχαριστώ για τη βοήθεια ταυτοποίησης διαφόρων θεσσαλικών οικισμών τους συναδέλφους: Μπούρα Κ. (επ. Δομοκού), Α. Μπαντέρα (δυτ. Τρίκαλα), Ι. Φρύδα (Αργιθέα),καθώς και τον κ. Β. Γκίζα (επ. Φαρσάλων). Συντομογραφίες: μεταγ.=μεταγενέστεροι οικισμοί, συν.=συνοικία, διαλ.=διαλυμένοι οικισμοι, οικ.=οικισμός, π.=παλαιό.

α΄ Ν. Λαρίσης 1. Επαρχία Αγιάς Δήμος Δωτίου Γενιτζέ

Αγιά

Ρέτσιανη

Μεταξοχώρι

Αθανάτου

Μελιβοία

Νιβόλιανη

Μεγαλόβρυσο

Σελίτσανη

Ανατολή

Γερακάρι Δέσιανη

Αετόλοφος

Σκήτη

Δουγάνη

Ανάβρα

Τσεκίρι

(συν. Αετόλοφου)

Κάπιστα

Σωτηρίτσα

Τουρκοχώρι (Αϊδινι)

Νερόμυλοι

Κερμελή

Πρινιά

Τσιούξανη

Δήμητρα

Μαρμάριανη

Μαρμαρίνη

Κόκκινο Νερό

(μεταγ.)

Πλασιά (Πλαβίτσα)

Νεοχώρι

Ποταμιά

Και οι Ι. Μονές Α. Αναργύρων, Α. Ιωάννου Θεολόγου, Α. Παντελεήμονα, Α. Τριάδος, Παναγίας, Τ. Προδρόμου.

Δήμος Κασθαναίας Κεραμίδι

Κέστριτζε

Καστρί 803

Αληφακλάρ

Καλαμάκι

Κουκουράβα

Καλύβ. Κουκουράβας

Κ. Αμυγδαλή

Καλύβια Βουλγαρινής

Βένετος

804

Α. Αμυγδαλή

Πολυδέντρι

Βουλγαρινή Έλαφος Κεστενέ Κιόι Σκλήθρο Άλλοι οικισμοί: Γλυμμένος Μύλος, Α. Ιωάννης, Ι. Μ. Καμπάνας, Ι. Μ. Κοιμήσεως Θεοτόκου, και οι Μονές Τιμίου Προδρόμου και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Δήμος Ευρυμενών Τσιάγιαζι ή Φτέρη

Στόμιο

Καρίτσα

802Κύριες πηγές: Ν. Γεωργιάδης (Θεσσαλία), Δ. Κατσανάκης, “Η πρώτη σύσταση των Δήμων το 1883”, Ρεπόρτερ, εφ. Ελευθερία, Οκτ. 2006, σ. 3-6. 803Μετά το 1909 η Κουκουράβα εντάχθηκε στο Δ. Δωτίου (ΦΕΚ 218). 804Με νόμο της 6/4/1900 (ΦΕΚ 111), ο Βένετος προσαρτήθηκε στο Δήμο Ζαγοράς.

Κ. Νερό (μεταγ.)

Κιχριά

Καλύβια

Λάπατο

Άλλοι οικισμοί: Ποταμάκι, Ι. Μ. Κομνήνειος

805

(Α. Δημητρίου).

2. Επαρχία Λαρίσης Δήμος Αμπελακίων Αμπελάκια Λασποχώρι

Μπαμπά Ομόλιο

Τέμπη

Σπηλιά

Δήμος Νέσωνος Τοϊβάς ή Ορτά

Καλοχώρι

Μπαξιλάρι

Παραπόταμος

Ασαρλίκ ή Σαρλίκι

Όσσα

Μπουνάρμπασι

διαλ.οικισμός806

Μικ. Κισερλί ή Ιλέτι

Ελάτεια

Οτμανλή

Μακρυχώρι

Μεγ. Κισερλί

Συκούριο

Μουρλάρ

διαλ. οικισμος807

Χατζόμπασι

Ευαγγελισμός

Ντογουσλάρ

διαλ. οικισμός808

Μπαλτσή

Κυψελοχώρι

Ιλεντσελού

Πουρνάρι

Γκερλί

Αρμένιο

Κουτσούκ Χαλίτσι

;

Αβδουλάρ

Νέο Περιβόλι

Τσελτικτζή ή Τιλτιξί

διαλ. οικισμός

Γιαχαλάρ

Σωτήριο

Μπουραζάνι

Αχίλλειο Λαρ.

Αδά-πατέ ή Πέτρα

διαλ. οικισμός

Χατζόμπασι

Νίκη ;

Ντεντέ-βεράτ

ή Δεδέργιανη;

Σακαλάρ

Μέλισσα

Ντιγκί

Ριζόμυλος

Σαρασλάρ

Μ. Μοναστήρι 1911809

Κιλελέρ

Κυψέλη

Ντεμεκλή ή Κιοπόμπασι

διαλ. οικ. κοντά στο Μ. Μοναστήρι

Χατζήμισι

Στεφανοβίκειο

Αλίτσι

;

Κόνιαρι ή Κιουγκιούγερί

Χλόη ;

Σερραχάτ

Λοφίσκος

Δήμος Αρμενίου

Δήμος Ογχηστού Μαϊμούλι

Χάλκη

Σάρκολο

Αναγέννηση

Καπατσιλάρ

ίσως οικισμός αν. της Νίκαιας

Σαρχανλάρ

Μόδεστος

Μπεχτσιλέρ

Μοσχοχώρι

Σουφακλάρ ή Σουφλάρ

Κυπαρίσσια

Τσιουλάρια

Μελία

Τοπουζλάρ

Πλατύκαμπος

Σαρήμισι

Πρόδρομος

Καραλάρ

Ελευθέριο

Νιάματα

Νάματα

Μετεσελή

Μελισσοχώρι

Ινέ Χανλί ή Νέχαλη

Ομορφοχώρι

Δήμος Σεκουρίου

805Με βασιλικό διάταγμα του 1883 (ΦΕΚ 219) οι Ι. Μονές Μετ. του Σωτήρος Ραψάνης και Παναγίας Πυργετού προσκολλήθηκαν στη Κομνήνειο Ι. Μονή. 806. Β. Δ. του Πουρναρίου. 807 . Κοντά στηνΕλάτεια. 808. Κοντά στον Παραπόταμο. 809. Μετονομάστηκε με Β. Διάταγμα 23/12/1911 (ΦΕΚ 358), μετά την άφιξη των προσφύγων.

Σαρτζιλάρ

Γλαύκη

διαλ. οικ. ΒΔ του Ομορφοχωρίου

Χασάμπαλη

Δήμος Φακίου Νεμπιγλέρ

810

Ισαρλίκ

Νίκαια

Χατζη-Μουσταφαλάρ

Ρεύμα Νέων Καρυών

διαλ. οικ. μεταξύ Νίκαιας, Α. Αναργ.

Χατζή-Μπαϊκλαρ

διαλ. οικ.

811

Νέα Λεύκη812

Κριτσιλάρ

Πουρνάρια Μύρων

Γκός Μπασάν

Μπακράτσι

Ζάππειο

Χατζή-Μπαράκ

Μύρα

Σουικλάρ

οικ. του Ζαππείου

Σουφόμπασι

Σοφό

Σουλεμέσι

Καλό Νερό

Τζουρμακλή

Άγιοι Ανάργυροι

Σουλέτσι

Κυπάρισσος

Αμαρλάρ

Κοιλάδα

Σουμπάς Κιόι

Χαρά

Γιατσιλάρ

Δοξαράς

Χατζηχαλάρ

Ελευθεραί

Καρατζόλι

Αγία Παρασκευή Κυπάρισσου

Ταουσάνι

Μαυροβούνι

Καρλίγκα

Αργυρόμυλοι

Τουρκουμουσλί

Φιλίκια Χαράς

Ασιντουκλάρ

Λουτρό

Χασάν Τατάρ

Μεσορράχη

Μπουχλάρ

Άγιος Γεώργιος

Χατζήλάρ

Κραννών

Μπουγιούκ Χαλίτς

διαλ. οικ. στο Δίλοφο;

Κατσελί

Ψυχικό

Γενή Σεχίρ813

Λάρισα

Καλύβια

Αληφακλάρ

Κάστρο Ραχούλας

Κουλούρι

Γούνιτσα

Αμυγδαλέα

Σατόμπασι

Μικρόλιθος Βρυοτόπου

Τόιβασι

Μαυρόλιθος

Δήμος Κραννώνος

Δήμος Λάρισας

Κουτσόχερο

περιοχή Α. Μαρίνας

814

Μπαϊσλάρ ή Καϊσλάρ

Τερψιθέα

Ακ Σαράι

Συν. Φιλιπππούπολης

Μπάκρινα

Γυρτώνη

Σεϊτ Κιρ815

διαλ. οικισμός

Τουρσουνλάρ

Ραχούλα

Κιόσκι

διαλ. οικ. στην ομώνυμη περιοχή

3. Επαρχία Τυρνάβου Δήμος Τυρνάβου Τύρναβος Γιάννογλου

Γιάννουλη

Δέντρα

Μπέη-Τατάρ ή Τατάρ

Φαλάνη

Τσιαταλάρ

Πλατανούλια

Καμπίλαγας

διαλ. οικισμός

Ντουρσανάδες

διαλ. οικ.

Αμάρι

διαλ. οικισμός

Γκριτζόβαλη

Βοτανοχώρι

Καραντερέ

περιοχή Λυγαριάς

Ντελέργια

Δελέρια

Εβρενόζι

συν. Δελερίων

810. Στο όνομα του οικισμού οφείλεται και το όνομα του ποταμού που διασχίζει τη Νίκαια: Νεμπεγλεριώτης 811. Για τον ίδιο λόγο έχουμε και την ονομασία του ρέματος που περνά λίγο έξω από το σημερινό χωριό: Γκοσμπασανιώτης. 812. Ο οικισμός της Νέας Λεύκης δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από πρόσφυγες της Ανατολικής Ρωμυλίας. 813. Ένα όνομα που ουδέποτε καθιερώθηκε. Στα τουρκικά σημαίνει Νέα πόλη 814. Ο οικισμός έγινε τσιφλίκι επί Βελή πασά. 815. Ο οικισμός βρισκόταν μεταξύ Νίκαιας και Φιλιππούπολης καπου κοντά στο σημερινό εκκλησάκι του Αγίου Τρύφωνα.

Καρατζιόλι

Αργυροπούλι

Ορμάν- Τσιφλίκι

Δασοχώρι

Κουτάφι

συν. Δελερίων

Μπέη Μύλοι

μεταγενέστεροι816 οικ.

Τσιαϊρλί

Βρυότοπος

Μπούρνα Τρύπα

>>

Τσιακίρι

διαλ. χωριό ;

Αυλαγάδες

>>

Λογαριά

Λυγαριά

Βρύση Τυρνάβου

>>

Μελούνα

π. οικισμός

Τρυπημένη

>>

Μουσαλάρ

Ροδιά

Σουβλισμένη

>>

Οκτσιλάρ

Αγία Σοφία

Βαλέτσικο

>>

Καζακλάρ

Αμπελώνας

Πέτρα Στρούγκα

>>

Αργυρόπουλο

>>

Δήμος Γόννου Ντερλί ή Δερελή

Γόννοι

Κόσδερε

οικ. Ροδιάς

Καραδεμλέρ

διαλ. χωριό στους Γόννους

Μπαλαμούτ

Ιτέα

Κιτσιλέρ

Ελιά

Ουρτσούν

οικ. Ροδιάς

Δήμος Ολύμπου Ράψιανη

Πυργετός 817

Ραψάνη

Κρανιά

Ι.Μ. Μεταμορφώσεως

Νεζερός

Καλλιπεύκη

Ι. Μ. Γεννέσεως Θεοτ.

Κλούρα

Κουλούρα

Ι. Μ. Αγ. Θεοδώρων

διαλ. Μονή

Καλύβια

μεταγενέστεροι οικ.

Αιγάνη Νυχτερέμ

Παλιόπυργος

Περαταριά

>>

4. Επαρχία Φαρσάλων Δήμος Φερσάλων Τσατάλτζα

Φάρσαλα

Ντινόμπασι

Δενδροχώρι

Μπεημπουνάρ

Βρυσιά

Παλιοδερελή

οικ. Ναρθακίου

Κιοπεκλί

Ναρθάκι

Ρίζι

Καλλιθέα

Άνω Σιατερλή

Δίλοφο Φ.

Κοκλόμπασι

Καστράκι

Κάτω Σιατερλή

Δέντρα Φ.

Κουτσελή ή Κουτσελέρ

Άγιος Αντώνιος

Ταμπακλή

Σκοπιά Φ.

Κιτέκι

Κιτίκι

Τσιακερλί ή Ισαρλίκ

Πλάτανος Φ.

Μπαρόμπασι

παλαιό χωριό ;

Άνω Τσιαχμάτ

Ανωχώρι

Χατζή – Αμάρ

Άγιος Γεώργιος Φ.

Κ. Τσιαχμάτ

Κατωχώρι

Κακλιτζή

Αχίλλειο Φ.

Κισλάρ

818

Δήμος Ευϋδρίου 819

Μέγα Γκουσγκουνάρι

Μέγα Ευϋδριο

Μπι(ε)τσιλέρ

διαλ. οικ στα Πυργάκια

Μικ. Γκουσγκουνάρι

Μικρό Ευϋδριο

Μπαϊρακλη

Βαμβακού

816. Οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους οικισμούς ήταν στρατιωτικά φυλάκια που δημιούργησε ο ελληνικός στρατός μετά το 1881, για να οχυρώσει την τότε παραμεθόριο (διάβαση Μελούνας, κοιλάδα Ρεβένι, κ. α.) 817. Ως διάδοχος οικισμός του μεσαιωνικού Διαβατού. (περ. 1800-5). 818. Η λέξη από τα τουρκικά: κισλάς= χειμαδιό (χειμ. βοσκή) 819. Ήταν η αρχική πρωτεύουσα του Δήμου. Από το 1893 ορίστηκε πρωτεύουσα η Δρίσκολη (ΦΕΚ, ΒΔ, 12/3/1893).

Βασιλή

Πασιά-Μαγούλα

Δενδράκι Βαμβ.

Δεμερλή

Σταυρός

Σαρήκαγια

Αύρα

Δρίσκουλη

Κρήνη

Σιμικλη

Πολυνέρι

Καραδεμερτζή

Χαλκιάδες

Σέχι

Ρευματιά

Μπάγμπασι

διαλ. οικ. στην Κρήνη

Τατάρι

Α. Αναργυροι Ζ. Πηγής

Τσίνι ή Τζίνι

Λόφος Ευϋδρίου

Χατζιόμπασι

Υπέρεια

Μεσλέρ ή Ιμπισλέρ

Ελληνικό

Δήμος Σκοτούσσης Κάτω Δουβλατάν

Κάτω Βασιλικά

Αλχανί

Θετίδιο

Αϊβαλή

Ρήγαιο

Αναμπακλή

Νεραϊδα

Αρναουτλή

Άνω Σκοτούσσα

Αρδουάν

Ελευθεροχώρι

Γενιτσαροχώρι

Ξυλάδες

Άνω Δουβλατάν

Άνω Βασιλικά

Άνω Δερεκλή

οικ. Αμπελιάς

Ινελί

Παλιόμυλος

Κάτω Δερεκλη

Αμπελιά

Ιρενί

Ασπρόγεια

Καραμπαίράμ

Πολυδάμειο

Καπλόμπασι

διαλ. οικ. ;

Κουλαξίζι

Κ. Σκοτούσσα

Μπεκήδες

Δασόλοφος

Λαζαρμπούγα

Σιτόχωρο

Ορμάν – Μαγούλα

Κάτω Δασόλοφος

Τσαγγλί

Ερέτρια

Σουπλή

Αγία Τριάδα

Ασικλάρ ή Ασκιλάρ

διαλ. οικισμός

Χατζή-Μπέη

Άγιος Κωνσταντίνος

Τεκές Ιρενί

Μουσουλμανική μονήΤων Δερβίσηδων (Μεχλεβί).

5. Επαρχία Δομοκού Δήμος Θαυμακών Δομοκός Αγόριαννη Αϊδουμουσλί

Κρολόμπα Κ. Εκκάρα ;

;

Λεύκα Μασλή

;

Βαρδαλί

Μπεκριλέρ

;

Βαλεσιώτες

Πασσαλή

;

Βούζι

Πουρνάρι

Γερακλή

Σκάρμιτσα

Θαυμακός

Γιακαρόμπα

Αγραπιδιά

Τσιφλικάκι

διαλ. οικ.

Καράντσαλι

Αχλαδιά

Τσιοφλάρι

Σοφιάδα

Τσιατριά

Πετρωτό

Τσιόμπα

Νέο Μοναστήρι

Δήμος Ξυνιάδας Ομβριακή Αλχανί Νταουκλη ή Δαουκλή

;

Δερβέν-Δερελή

Καλαμάκι

Ζαπάντι

διαλ. οικ. κοντά στον

Ξυνιάδα

Α. Γεώργιο Δομοκού

Δήμος Μελιταίας

Αβαρίτσα ή Μελίταρα

Μελιταία

Αλήφακα

Καρυές

Α. Τριάδα

Μαντασιά

Δρανί

Νεοχώρι

Δραμάλα

Παλαμάς

Καραχασάν

;

Χιλιαδού

Φιλιαδών

6. Επαρχία Αλμυρού Δήμος Αλμυρου Κιρτζίνι ή Ερμώρ

Αλμυρός

Καρανταγλή

Μαυρόλοφος

Αϊδίνι

Κασσαβέτεια

Κελεϊμενλί

Νεράιδα

Άκετσι

Μικροθήβες

Κιουλελέρ ή Γκιουλελέρ

Ανθότοπος

Γενιτσέκι

διαλ. οικισμός

Κουράλ-Καραμάν

Κρόκιο

Γεντεσλή

συν. Αλμυρού (Α. Σπυρίδων)

Κοτίκι

Φυλάκη

Γερικλή ή Γκερεκλί

συν. Αλμυρού

Μασίτι ή Μπασίτι

διαλ. χωριό

Νταουσιά

Πέρδικα

Τουρκουμουσλή

Αργιλοχώρι

Τσιγγέλι

Παραλία Αλμυρού

Καράμπασι Γενισλέρ

; συν. Αλμυρού

Κοκκινόπετρα Καρκαλάντι

Χασουμλή Γενή-Κιόι

820

Ζαρκαδοχώρι ή Καινούριο

Διαλ. οικισμός Αγχιάλου

διαλ. οικισμός

Δήμος Πλατάνου Πλάτανος Βρύνια ή Κελέργια

Κωφοί Βρύναινα

Ι. Μ. Ξενιάς

Δρυμώνα Καλύβια

;

Μπακλαλή

Αλία

Καρατσανταλή

Καστράκι

Οι οικισμοί της επ. Αλμυρού που ανήκαν από το 1830 στο Ελληνικό Βασίλειο, Πτελεός, Ν. Μιτζέλα (Αμαλιάπολη), Χαμάκου (και έπειτα Αχίλλειο), Σούρπη, Καλύβια Σούρπης (Νηές;), Γάβριανη, Άγιοι Θεόδωροι, σχημάτιζαν άλλο Δήμο εκτός Θεσσαλίας.

Δήμος Όθρυος Γούρα

Ανάβρα

Τσουρνάτι

διαλ. οικισμός

7. Επαρχία Βόλου Δήμος Αιαντίου Τρίκερι (Μπουλμπούλιε)

Κόται

Ι. Μ. Αλατά

Δήμος Σπαλάθρων Αργαλαστή Πιστινίκα

Μπιρ Ξυνόβρυση

Αργαλαστμουκατασί

Μετόχι

Κάλαμος

Συκή

Λειφόκαστρο

Βακούφια Λεφόκαστρο

Δήμος Βόλου 820. Ο οικισμός αυτός ήταν δημιούργημα του Βελή πασά για τους κολλήγους του τσιφλικιού του.

Βόλος

Παλαιά Μαγαζία

Δήμος Ιωλκού Άνω Βόλος

Άγιος Ονούφριος

Βλαχομαχαλάς

Άλλη Μεριά

Ανακασιά

Γορίτσα

Κήπια

Κήποι

Δήμος Μηλεών Μηλεαί

Μηλιές

Βυζίτσα

Πινακάτες

Πρόπαν

Μπούφα

συν. Καλαμακίου

Κορώπη

Δήμος Σηπιάδος Λαύκος

Μιλίνα

Μπρομήρι

Προμύρι

Μηλίνα

Πλατανιάς

Δήμος Νηλείας Άνω Λεχώνια

Άγιος Λαυρέντιος

Κάτω Λεχώνια

Καράμπασι

Άγιος Γεώργιος

Δράκεια

Αγριά

Βρυχιά ή Τσιφλίκια

Άγιος Βλάσης Βροχιά Α. Λαυρεντίου

Στρόφυλος Α. Βλασίου

Δήμος Ορμινίου Πορταρέα

ή Πορταρία Πορταριά

Κατηχώρι

Δήμος Μακρυνίτσης Κουκουράβα

Μακρυνίτσα

Σταγιάτες Μελισσάδικα

Μελισσιάτικα

Κοϊάτια

Συν. Μελισσιάτικων

Ντιμίνη

Διμήνι

Παλιούρι

Καλύβια Μακτυνίτσας

Κακάβι

Κάκαβος

Δήμος Βοίβης Κανάλια

Άνω Κερασιά

Κερασιά

Κάπουρνα

Γλαφυρές

Δήμος Μυρεσίου Τσαγκαράδα

Μούρεση ή Μούριση

Λαμπινού

Ξυρίχτι

Ξουρίχτι

Δήμος Κισσού Χρυσός

Κισσός

Ανήλιο

Δήμος Ζαγοράς Ζαγορά

Μακροράχη

Μακρυρράχη

Πορί

Πουρί

Χορευτό

Μιτζέλα

διαλ. οικισμός

Δήμος Αφετών Νιάου

Νεοχώρι

Άφησος

Δήμος Φερών Βελεστίνο Γερμί

Άγιος Γεώργιος Ξερολίθι

Νταμπεγλή

Μουσαφακλή

Κοκκίνες

Ουζλάρ

Ά. Δημήτριος Περιβλ.

Περσουφλί ή Περσεφλί

Αερινό

Σαρατζή

Περίβλεπτο

Σέσκουλο

Σέσκλο

Τακ Ταλασμάν

Μικρό Περιβολάκι

Αρδουάν

Κοκκινόβραχος

Δεδεβέρι

διαλ. οικ.

;

Κόνιαρι

Χλόη

Τσιολτιλέρ

β΄ Νομός Τρικάλων 1. Επαρχία Καλαμπάκας Δήμος Τυμφέων Μανδριβέλι

Κονισκός

Λογκά

Κριτσοτάδι

Ασπροκκλησιά

Τραχανιώτης

Αχεληνάδα

Μαυρέλι

Φλαμπουρέσι

Γερακάρι

Κ. Φλαμπουρέσι ;

Χασάν Καλύβια

Καλύβια Κρ. Βρύσης

Πάνω Μπούρσιανα

Χειμαδιό

Κατσιαούνι

συν. Γερακαρίου

Κάτω Μπουρσιανά

Νέα Ζωή

Κερασιά

Μ. Κερασιά

Δήμος Οξυνείας Μερίτσα ή Μαρίτσα

Οξύνεια

Βελεμίσι ή Βελιμέστι

Αγιόφυλλο

Βουρλοχώρι

Αχλαδέα

Γάβροβο

Γάβρος

Φλιάκα

Θεοτόκος Αχλαδέας

Κακοπλεύρι Όστροβο

Αγναντιά

Τσούγκρο

οικ. Γάβρου

Σταγιάδες

Δήμος Αιγινίου Καλαμπάκα

Βοεβόδας ή Βοϊβόδα

Άγιος Θεόδωρος

Καστράκι

Βανιακούλια

Κρύα Βρύση

Βασιλική

Κόπραινα

Αύρα

Κουβέλτσι

Θεόπετρα

Παρασκευή

Αγία Παρασκευή

Βλαχάβας

Πρεβέντα

Διάβα

Σαρακίνα

Σκιπάρι

Σκεπάριο

Σπαθάδες

Τσιάσι

Περιστέρα

Βιτουμάς Βεραντζή ή Βεραντζή

Άγιος Νικόλαος

Δήμος Μαλακασίου

Χλιτσιάδες

Τρυγώνα

Λιμπόχοβο

συν. Παναγίας

Τσενεράδες

Κορυδαλλός

Κουτσούφλιανη

Παναγία

Μοκόσι

παλαιό χωριό

Στρούτσια ή Στρούζα

Πεύκη

Μαλακάσι

Δήμος Καστανέας Καστανιά Βατίστα

Αμάραντο

Καλογριανά Μεηδάν Κερασιά

Μεγ. Κερασιά

Γκουτοβάσδα

Καλομοίρα

Κουκλέσι

Ματονέρι

Λοζέστι

Ελάφι Αμαράντου

Μπουροβίκο

Αμπελοχώρι

Τσιουραναίοι

Ορθοβούνι

Δήμος Χαλκίδος Κρανιά

Δρογοβίστι

Πολυθέα

Βελίτσιανα ή Βελίτσαινα

Καλλιρόη

Άνω Περλιάγκο

Χρυσομηλιά

Γιοβάν

διαλ. οικ.

Κάτω Περλιάγκο

Γλυκομηλιά

Κλινοβός

Κλεινός

Χουτιάνα

διαλ. οικ.

Δολιανά Παλαιοχώρι

συν. Κρανιάς

Δήμος Λάκμωνος Κοτόρι

Κατάφυτο

Σκληνιάσα

Λεπενίτσα

Ανθούσα

Χαλίκι

Παλαιομηλιά

Μηλια Μετσόβου ;

Στεφάνι

2. Επαρχία Τρικάλων Δήμος Φαρκαδώνος Μεγάλο Τσιότι

Φαρκαδώνα

Ζάρκος Βοστίδι

Κρήνη

Γριζάνο

Ζάρκο-Μαρί

Πηνειάδα

Βόργιαννη

Αχλαδοχώρι

Γιοργανάδες

Γεωργανάδες

Κεραμίδι

Μπακλαλί

Κλοκοτός

Μπάγια

Πετρωτό

Νεοχώρι

Οιχαλία

Πανίτσα

Διάσελλο

Μικρό Τσιότι

Παναγίτσα

Ζαβλάνια

Παλιόπυργος

Δήμος Παραληθαίων Αρδάνι

Ν. Σμόλια

Κουμαριά

Παλιογαρδίκι

Γαρδίκι

Ζούλιανη

Ζηλευτό

Πετροπόρος

Κατίδι

Περδικορράχη

Ράξα

Κούρσοβο

Ελληνόκαστρο

Σκλάταινα

Ρίζωμα

Σικίτσα

ίσως Συκέα Κουμαριάς

Τουλπίτσα

Χαϊδεμένη Ράξας

Τουρναβός ή Τουρναβοί

Χρυσαυγή

Κρινίτσα Κριτσίνι Λιόπρασο

Ταξιάρχης ;

Βάνια

Πλάτανος

Κόρμποβο

Π. Σμόλια

Αγριελιά

Μαυροδερό

Λαγκαδιά ;

Δήμος Πιαλίων Βαρμπόπι

Φύκη

Μπελέτσι

Παλιομονάστηρο

Βακόφι ή Βακούφ Τουρχάν Ελευθεροχώρι

Νικλίτσι

Καλονέρι

Βαλομάνδρι

Παραπόταμος

Ξυλοπαρίκι

Ξυλοπάροικο

Βαλτσινό

Βαλτινό

Παπαράντζα

Δενδροχώρι

Γενέσι

Διαλεχτό

Πολιάνα Μεγάλη

Πηγή

Γουργοϊρι

Γοργογύρι

Πολιάνα Μικρή

Μουριά

Γουρζή

Λυγαριά

Πρόδρομος

Διαλέσι

Διαλεκτό

Ράψιστα

Γόμφοι

Καρβουνολεπινίτσα

Πιαλεία

Στεφανόσεϊ

Δροσερό

Λεσιανά

Φιλύρα

Τόσκεσι

Πρίνος

Μιγάρχι

Μεγάρχη

Τσιαγ(κ)αλή

Παραπόταμος

Τσιάρα

Φωτάδα

Δήμος Τρικάλων Τρίκκαλα

Τρίκαλα

Αγία Κυριακή

Αγία Μονή Βράνος ή Βράνοι

Κηπάκια

Αλώνια

Μπάρα

Γλύνος

παλαιός οικ.

Καρυαίο

Λογκάι

Κόκκινος Πύργος

Αχμέτ-αγά Λόγκος

Λόγκος Διπόταμος

Κουρμπαλή

Φανερωμένη

Λέτσενο ή Λέτσιανη

Μέρτσι Μεγάλο

Μεγ. Κεφαλόβρυσο

Μεγάλα Καλύβια

(Τρα)Μπουχούνιστα

Μεγαλοχώρι

Μέρτσι Μικρό

Νομή

Ριζαριό

Πατουλιά

Ρόγκια

Πυργετός

Σεράγια

Σελίμογλου Φλαμούλι

Λεπτοκαρυά

821

Κεφαλόβρυσο (Μικρο)

συνοικία σήμερα Τρικ.

Σερβοτά Σωτήρα

Δήμος Αιθίκων Τύρνα

Ελάτη

Καλόγηροι

Βιτσιάνα ή Βίτσαινα

Πετροχώρι

Κούτσιανη ή Κούτσαινα

Στουρναραίικα

Βετέρνικο

Νεραϊδοχώρι

Λάντζου

Βροντερό

Γκαβαλιόρα

Γλίστρα

Παλιοκαρυά

Δούσ(ι)κο

Άγιος Βησσαρίων

Πιρτούλι

Θραμίζι

Κοτρόνι

Πύρρα

Ζιόλι ή Ζίλι

Άγιος Προκόπιος

Πόρτα-Παζάρ

Πύλη

Ράχοβο

Καστανιά Στουρν.

Τυχάι

Ξυλοχώρι ;

Πόρτα-Παναγιά

παλαιό χωριό

821.

Η Φλαμουλίνη των Βυζαντινών Χρόνων.

Περτούλι

Δήμος Αθαμάνων Γαρδίκι

Μουτσιάρα

Αθαμανία

Δέση

Τσιούρτζα

Αγία Παρασκευή

Τυφλοσέλι

Δροσοχώρι

Καμινάι

Άγιος Νικόλαος

Βιστίτσα

Μεσοχώρα

Δήμος Κοθωναίων Κοθώνι

Πολυνέρι

Βαλκάνου

Κορφάρι ή Γκολφάρι

Μυρόφυλλο

Βαθύρευμα

Καπρόι

Κορυφή

Βαρδάρι

Παράμερο

Κορνέσι

Μοσχόφυτο

Γρεβενοσέλλι

Νεράιδα

Μερόκοβο ή Μιρίκοβο

Μυρόφυλλο

Γκιόνθι

Λιβαδοχώρι

Μπούκουρο

Αρματολικό

Ντομπρόι

Αετός

Παχτούρι

Πλόπλα ή Πλόπι

Νέα Πεύκη

Σκλύβαινο

Λαφίνα Νεράιδας

3. Επαρχία Καρδίτσης Δήμος Αργιθέας Πετρίλο

Μάραθος

(συνοικισμός)

Κουμπουριανά

Παλιοχώρι ή Κουπλέσι

Αργύρι

Λεοντίτος

822

Φουντωτό Λεοντίτι

Βλάσι

Λιάσκοβο

823

Πετρωτό

Βραγγιανά 824

Μαρτεντζικό ή Π. Παλιοχώρι

Ελληνικά

Γλογοβίστα

Θερινό

Μισοβούνι

διαλ. οικ.

Γκριμπιανά ή Γριμπιανά

συν. Βραγγιανών

Μιζέλου ή Μεζίλο

Δροσάτο

Κνίσοβο

Αργιθέα

Μπουκουβίτσα

Ανθηρό

Σπυρέλλο

Πετροχώρι

Μολεντσικό ή Κ. Παλιοχώρι

Καλλικώμη

825

Σελιπιανά ή Σιλιπιανά

Καταφύλλι

Τριζόλο

Πετρίλιο

Πετρίλια

Στεφανιάδα

Ραχοβίτσα

Μάραθος

Μυρίχοβο (;)

Καρυά (;) Αγία Τριάδα

Δήμος Σιλλάνων Παραπράστανη

Προάστιο

Κόρδα

Βελίσι

διαλ. οικ.

Μισδάνι

Αγναντερό

Βάναρη

Μαραθέα

Μυρίχοβο

Αγία Τριάδα

Καλογριανά Ράκωβο ή Ράκωβα

Παλιοχώρι Ψαθοχώρι

Ριζάβα

Ριζοβούνι

Δήμος Γόμφων Μουζάκι

Ξερίτσι

διαλ. οικ.

;

822. Ο οικισμός κάηκε το 1823 και οι κάτοικοι του ίδρυσαν το Φουντωτό. 823. Στα όρια της τ. Κοινότητας Πετρωτού (Λιάσκοβο) τπάρχει η γέφυρα του Κοράκου, που ενώνει τις δύο όχθες του Αχελώου στο δρόμο προς την Άρτα. 824. Ιδρύθηκε από Βραγγιανίτες κτηνοτρόφους της Ευρυτανίας μετά την επανάσταση του 1821. 825. Εκεί βρίσκεται το ονομαστό μονότοξο γεφύρι του Τριζόλου.

Βατσινιά

Λαζαρίνα

Βούνιστα

Ελληνόκαστρο

Πορτή

Βρόστιανη

Αμυγδαλή

Σκλάταινα

Δρακότυπα

Νευροβούνιστα

Πευκόφυτο

Φλωρεταίο ή Φλωρέσι

Ανθοχώρι

Ροποτό

Ι. Μ. Αγίας Τριάδος

Σιάμι

Οξυά

Ζιρ(ι)έτσι

Ι. Μ. Αγίων Αναργύρων

;

Δήμος Ιθώμης Φανάρ

Φανάρι

Χάρμαινα

Γκιλάνθη

Γελάνθη

Κρανιά

Γόλιστα

Άγιος Ακάκιος

Λάσδα

Γράλλιστα

Ελληνόπυργος

Μαγουλίτσα

Κανάλια

παλαιό χωριό

Κιούρκα

Μούρκου

διαλ. οικ. στα Κανάλια

Καππάς Πύργος Ιθώμης

Μαυρομμάτι

Παλιούρι Φανάρ Μαγούλα

Πύργος

Χάρμα

Λοξάδα

Μαγούλα

826

Δήμος Καλλιφωνίου Καλλιφώνι

Μαγούλα ;

Τενέμπεσι

διαλ. οικ.

Κουβανάδες

Ζαϊμης

Ζαίμι

Λουτρό

Ζαρχανάδες

Ζαρχανάτες

Ντελή – Βελή

Κασνέσι

Αγία Παρασκευή

Παλιούρι

Μελισσοχώρι Πτελοπούλα

Φίλια

Δήμος Καρδίτσης Καρδίτσα

Δελή – Ιμπραήμ

Αγιοπηγή

Ζουλφικάρι ή Ζουλευκάρι Ξυνονέρι

Ίσαρης ή Ίσαρι

Παλιοκκλήσι

Καμινάδες

Καπουτζής

Άγιοι Θεόδωροι

Καρδιτσομαγούλα

Κουμάδες

Σταυρός

Μύρους ή Μυρούσι

Μυρίνη

Νταούτι

Μέλισσα

Κουρτέσι

Πρόδρομος

Κρύα Βρύση Παλιόκαστρο

Μητρόπολη

Πιτσιαρή(ς)

Αρτεσιανό

Ρούσο

οικ. Παλιοκκλησίου ;

Τσαούσι ή Τσακούσι

Γεωργικό

Σαρακίνα

Φράγκο

Παραπράσταινα

Προάστιο

Δήμος Τιτανίου Ρούμ και Χαντάκ827

Παλαμά

Παλαμάς

Κεραμίδι

(σημ. στο Ν. Τρικάλων)

826. Πρόκειται για τη βυζαντινή Λυκουσάδα, με την ομώνυμη Ιερά Μονή. (Δες γ΄ τόμο της σειράς μας). 827. Η ελληνική και η τουρκική συνοικία αντίστοιχα του Παλαμά.

Κησικλί

Βλοχός

Κορτίκι

Γουργοβίτες

Γοργοβίτες

Μάρκου

Ερμίτσι

Μακρυχώρι

Καλυβάκια

Παπαρίζος

Ματαράγκα

Μεταμόρφωση

Μάρκος διαλ. οικ.

Δήμος Κιερίου Σοφάδες

Μπαλταλάρ

Κυψέλη

Ανώγι

Οθωμάν ή Ουζούν

Γραμματικό

Καραλάρ

Ν. Ικόνιο829

Ρούνα

Ελληνικό

Κιοπρουλή ή Κιοπρουτζή828

Γεφύρια

Μαυραχάδες Μασκλούρι

Μοσχολούρι

Παζαράκι

Πλατανιστός

Ζαρχανάτι ή Ζαρχανάδες

Δασοχώρι

Πύργος Ματαράγκας

Πύργος Κιερίου

Σούπι

Πασχαλίτσα

Τσακιρλί

διαλ. οικ. Δ. των Γεφυριών

Άγιος Βελισσάριος

Δήμος Φύλλου Κουτζερή

Ιτέα

Άγιος Δημήτριος

Τεκελί830

Μικρό Βουνό

Ντουβλατάν ή Δουβλατάν

Μεσορράχη Πέτρινου

Αλμαντάρ

Αμπελών

Σιαμπαλή

Φύλλο

Γιανήκι

διαλ. οικ. Ιτέας

Ελία

Ηλίας Ιτέας

Μπουλή

Αστρίτσα

Λασποχώρι

Λεύκη

Τσιαμπασλάρ 831

(Άνω) Βούναινα

Μουσαλάρ832 ή Μεσαλάρ

Συκιά ή Συκεών

Άνω Ορφανά

Ορφανά

Μολόσι

π. οικ. Ιτέας

Δήμος Ταμασίου Δράνιστα

Κτιμένη

Πάπα

Μεσοχώρι

Αμαρλάρ

Αχλαδέα

Τζιαμάσι ή Τσαμάσι

Ανάβρα

Ασλανλάρ833

Λεοντάρι

Χαϊχάλι

οικ.Λεονταρίου

Καϊτσα

Μακρυρράχη

Χαλαμπρέζι

Κέδρος

Μπαλαμπανλή

Ασημοχώρι

Χατζή-Αμάρ

;

Δήμος Μενελαϊδος Ρεντίνα

Θρεψίνα

Θραψίμι

Αηγιάννης

Λακρέσι

Βαθύλακκος

Σμόκοβο

Λουτροπηγή Σμοκόβου

Γιαννιτσού

διαλ. οικ.

Φωτιάνα 828. Στα τουρκικά το όνομα σημαίνει γεφυροποιοί, άλλωστα από εκεί προέρχονταν οι σπουδαιότεροι μάστορες της γεφυροποιίας. 829. Οικισμός που δημιουργήθηκε τον 20ο αιώνα από πρόσφυγες. 830. Σήμερα υπάγεται στο Ν. Λαρίσης . 831. Σήμερα υπάγεται στο Νομό της Λάρισας. 832. Εκεί κτίστηκε η λεγόμενη γέφυρα του Εβρενός μπέη. 833. Από τις λίγες φορές που το σύγχρονο τοπωνύμιο προέρχεται από μετάφραση του αντίστοιχου τουρκικού. (Ασλάν= Λιοντάρι.)

Δήμος Ιτάμου Ζουγλόπι

Ραχούλα

Καταφύγι

Απιδιά Παζάρ-Βελές ή Βελέσι Καστανιά

Δαφνοσπηλιά

834

Σέκλιζα

Καλλίθηρο

Μαστρογιάννη

Αμάραντο

Μπόσκλαβο

Αμπελικό

Τιτάι

Λαμπερό

Ι. Μ. Κοιμ. Θεοτόκου

Δήμος Νεβρουπόλεως Μισενικόλας

Μεσενικόλας

Αηγιώργης

Καλύβια Πεζούλας Πιλάγια ή Μπελάγια

π. χωριό

Μπλάσδου

Μοσχάτο

Κερασιά

Σερμένικο

Φυλακτή

Νεοχώρι

Ι. Μ. Αγ. Δημητρίου

Βουνέσι

Ομορφοβούνι

Στούγκο

Κρυονέρι

Ι. Μ. Αγίας Τριάδος

Πεζούλα

π. χωριό

Ι. Μ,. Κορώνας

Παράρτημα: Οι οικισμοί835 της Ελασσόνας Η Επαρχία Ελασσόνας απελευθερώθηκε κατά τους Βαλκανικούς πολέμους 1912-13 (δες σχετικά στον Ε΄ τόμο της εργασίας μας). Εδώ σημειώνονται οι οικισμοί και η ονομασία τους κατά την Τουρκοκρατία (εδώ τα μη ελληνικά τοπωνύμια είναι κυρίως σλαβικής προέλευσης, ενώ λιγότερα προέρχονται από την τουρκική) για να έχουμε μια πληρέστερη εικόνα της Θεσσαλίας συνολικά. Ελασσόνα

Κρανιά

Τσερνίλο

Αγιονέρι

Πουλιάνα

Κρυόβρυση

Βελέσνικο ή Βελεσνίκος

Αετορράχη

Σκόμπα

Λευκή

Βουβάλα

Άζωρος

Βλαχολίβαδο

Λιβάδι

Μπισιριτσιά

Άκρη

Λουτρό

Αμούρι Μπαϊρακλή

Παζαρλί Ασπρόχωμα

Λόφος

Λυκούδι

Βαλανίδα

Μαγούλα

Βερδικούσια

Ελευθεροχώρι

Μεγ. Ελευθεροχώρι

Βλαχογιάννη

Μιλόγουστα

Μεσοχώρι

Ραδοσίβια Ορτά

Γαλανόβρυση

Βούρμπα

Μηλέα

Δελίνιστα

Γεράνια

Ελευθεροχωράκι

Μικ. Ελευθεροχώρι

Γιαννωτά

Παλαιόκαστρο

834. Το τμήμα του Νομού Καρδίτσας , νότια της Καστανιάς, είχε ενταχθεί στο Ελληνικό Βασίλειο από το 1830 (πράγμα που είχε συμβεί και με τις ΝΑ περιοχές της επαρχίας Αλμυρού). Έτσι, την περίοδο 1833-6, κάποιοι κάτοικοι της Καστανιάς, γύρω στους 150, ίδρυσαν δυτικότερα και εντός της επικράτειας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους τον οικισμό Μούχα κοντά στην Ι. Μ. Παλιομούχας. Η Μούχα και οι γειτονικοί οικισμοί της, Καροπλέσι,Νεράιδα, Μολόχα, Ανθηρό, Πριντζέσια (φράγκικο τοπωνύμιο που σημαίνει πριγκήπισσα) και Μικροχρύσου, εντάχθηκαν στο Δήμο Κτημενίων (πρωτεύουσα τα Φουρνά της Ευρυτανίας) της επαρχίας Καλλιδρόμης, του Νομού της Αιτωλοακαρνανίας (δεν υπήρχε τότε Ν. Ευρυτανίας) του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Η περιοχή αυτή εντέλει εντάχθηκε μόλις το 1974 στο Νομό της Καρδίτσας. 835. Πηγή : Η. Α. Βαλιάκος, Η επαρχία Ελασσόνας τον 19ο αιώνα, εκδ. Γνώση, Λάρισα 2003.

Τσαϊ Χισάρ

Δαμάσι

Μάλεσι

Πετρωτό

Δαμασούλι

Πραιτώρι

Δομένικο

Σέλος

Πύθιο

Δούχλιστα

Δολίχη

Γκλίκοβο

Σαραντάπορο

Δριάνοβο

Δρυμός

Καραούλι

Σκοπιά

Κονιατσή

Ευαγγελισμός

Σπαρμός

Σάντοβο ή Ορμανλί

Καλλιθέα

Ραδοσίβια Ζεϊνέλ

Στεφανόβουνο

Ανάληψη

Καλύβια Ανάληψης

Σκαμνιά

Συκαμινέα

Καλύβια Κοκκινοπηλού

Τσαπουρνιά

Καρυά

Τζαρίτζανη

Κεφαλόβρυσο

Φαρμάκη

Κλεισούρα

Μητσιούνι

Δεμιράδες

Κοκκινόγειο

Μητσιούνι Οτσάκ Κιόϊ

Φλάμπουρο

Κοκκινοπηλός ;

Παλιομηλιά

Τσαριτσάνη

Κιλίτ Δερβέν ή Βολούσταινα

διαλ. οικ.

Διάβα Τσαριτσάνης

διαλ. οικ.

διαλ. οικ.

ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΙΣΘΌΦΥΛΛΟ Ο Κώστας Αθ. Οικονόμου κατάγεται από την Κρανιά του Ολύμπου και γεννήθηκε στη Λάρισα το 1963. Αποφοίτησε από την Παιδαγωγική Ακαδημία της Λάρισας το 1983. Υπηρετεί στη Δημόσια Εκπαίδευση από το 1986. Είναι παντρεμένος με την εκπαιδ. Αλεξάνδρα Σκουράλη και είναι πατέρας έξι παιδιών. Από το 1999 υπηρετεί στο 32ο Δημ. Σχολείο της Λάρισας. Στο συγγραφικό έργο του περιλαμβάνονται: 1. «Η Γραμματική της Νεοελληνικής σε 70 μαθήματα», Λάρισα 1998, (χρησιμοποιήθηκε σε προγράμματα του Κ.Ε.Κ. της ΠΑΣΕΓΈΣ για παλιννοστούντες που οργανώθηκαν στη Λάρισα τη διετία 2000-1) 2. «Το ά- λογον και το παράλογον των Χιλιαστών», Εκδ. Τήνος 2000 (αντιαιρετικός οδηγός) 3. «Το κατά Μάρκον Ευαγγέλιον, Μετάφραση στη δημοτική, Σημειώσεις - Υπομνηματισμός - Λεξικό», Λάρισα 2006 (ανέκδ.) 4. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία τόμος Α΄ , Στην ομίχλη του μύθου», εκδ. Γνώση, Λάρισα, 2007 5. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Β΄ , Από τις απαρχές της Ιστορίας στην τετραρχία και τη Ρωμαιοκρατία, (8000-197 π.Χ.)», Λάρισα, Οκτώβριος 2007 6. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Γ΄, Από τη ρωμαιοκρατία ως την οθωμανική κατάκτηση (1ος αι. π.Χ. ως το 1423)», Λάρισα 2008 7. «Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, τόμος Δ΄, Από την οριστική οθωμανική κατάκτηση (1423) και τη ζοφερή Τουρκοκρατία έως την απελευθέρωση του μεγαλύτερου

τμήματος της Θεσσαλίας (1881)” Λάρισα 2009. Υπό έκδοση: α΄”Η Λάρισα και η θεσσαλική Ιστορία, Τόμος Ε΄ , 1881-1941” β΄ “Πρωτεσίλαος” Τραγωδία. ΓΙΑ ΤΟ ΟΠΙΣΘΌΦΥΛΛΟ

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF