Στη Λάμψη Tου Χόλυγουντ
September 5, 2017 | Author: MairoylaL.Dream-ousi | Category: N/A
Short Description
αρλεκιν...
Description
ISSN 1791-910X © 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ Τίτλος πρωτοτύπου: Hollywood Husband, Contract Wife © Jane Porter 2006. All rights reserved. Μετάφραση: Ιφιγένεια Αναστασίου Επιμέλεια: Μαρία Βαϊμάκη ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΟΡΚΟΙ Τίτλος πρωτοτύπου: The Spanish Husband © 2000 by Michelle Reid. All rights reserved. Μετάφραση: Μαίρη Κορινθίου Επιμέλεια: Φωτεινή Μαΐτογλου Διόρθωση: Ρήγας Καραλής Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 49 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in Greece.
ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Υποτίθεται ότι αυτός ο γάμος δε θα γινόταν ποτέ. Η όλη ιστορία ήταν μια παρωδία, μια δουλειά για την οποία εκείνη είχε πληρωθεί. Όμως η παρωδία αυτή έπρεπε να έχει τελειώσει πολύ πριν βρεθούν στην εκκλησία. Πολύ πριν, επανέλαβε νοερά η Αλεξάνδρα Σάναχαν, σφίγγοντας νευρικά στα χέρια της το μπουκέτο με τους κρίνους, τις λευκές ορχιδέες και τους μπλε υάκινθους. Όλο αυτό ήταν ένα τεράστιο λάθος κι η ίδια δεν μπορούσε καν να συγκεντρωθεί στα λόγια του ιερέα. Ω Θεέ μου, δεν της ήταν καν συμπαθής ο Γουλφ Κέρικ. Οι τέσσερις εβδομάδες που είχε περάσει μαζί του, τριγυρνώντας στα ρεστοράν και τα μπαρ του Χόλιγουντ και παριστάνοντας την καινούρια του κατάκτηση, δεν την είχαν κάνει να τον δει με καλύτερο μάτι. Στην πραγματικότητα, όσο περνούσαν οι μέρες τον αντιπαθούσε ακόμη περισσότερο. Ήταν υπερβολικά πλούσιος, υπερβολικά επιτυχημένος και υπερβολικά ισχυρός. Όλα αυτά, από μόνα τους, την έκαναν να αισθάνεται κάποια δυσαρέσκεια, αλλά το γεγονός ότι ο άνθρωπος δε σεβόταν καθόλου τις γυναίκες την έκανε έξαλλη. Τις αντιμετώπιζε σαν παιχνιδάκια, έπαιρνε αυτό που ήθελε όταν το ήθελε κι όταν βαριόταν τις παρατούσε. Και τώρα ήταν αυτή η σύζυγός του. Η Αλεξάνδρα ξεροκατάπιε ταραγμένη. Αυτή που μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τα πάντα, που ποτέ δε δείλιασε μπροστά σε κινδύνους, που έπαιρνε ρίσκα και λάτρευε τις προκλήσεις, βρισκόταν παντρεμένη με τον πλέον διάσημο ηθοποιό. Ένιωσε ζάλη και πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις της. Αν δεν ήξερε καλά τον εαυτό της, θα έλεγε πως ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Δεν έπρεπε να λιποθυμήσει. Θα έδινε τροφή για σχόλια στους δημοσιογράφους. Μάλλον η ανάσα της βγήκε κοφτή, γιατί ξαφνικά ο Γουλφ την έπιασε απ’ τον αγκώνα. «Μη λιποθυμήσεις», της είπε με την τραχιά ιρλανδο-ισπανική προφορά του που έκανε τις γυναίκες να λιώνουν. Ο Γουλφ ήταν η προσωποποίηση του κακού παιδιού του Χόλιγουντ, ο λατρεμένος ηθοποιός όλων. Ένα κι ενενήντα δύο, με απίστευτα φαρδύ στέρνο και στενούς γοφούς, ήταν το ίδιο κούκλος γυμνός στις ερωτικές σκηνές όσο και ντυμένος με σμόκιν στα γυρίσματα της τελευταίας περιπέτειας του Τζέιμς Μποντ. wWw.GreekLeech.info Η Άλεξ έσφιξε τα δόντια της κι αποτράβηξε το χέρι της. «Δεν πρόκειται να λιποθυμήσω», ψιθύρισε αμυντικά παρ’ όλο που δεν ήταν απόλυτα σίγουρη γι’ αυτό. Ήταν στ’ αλήθεια φοβισμένη και μάλιστα περισσότερο απ’ όταν ήρθε για πρώτη φορά στο Λος Άντζελες, πριν από τέσσερα χρόνια. Τέσσερα δύσκολα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων πάλευε κι αγωνιζόταν ν’ ανέβει τα σκαλιά της επιτυχίας στο Χόλιγουντ. Και να που τώρα τα είχε καταφέρει. Κατά κάποιον τρόπο... Ο Γουλφ έσφιξε περισσότερο το χέρι της. «Τότε χαμογέλα. Φαίνεσαι σαν να είσαι έτοιμη να πεθάνεις». «Πού τέτοια τύχη», του απάντησε ειρωνικά κι ύστερα χαμογέλασε ξανά με το ζόρι για χάρη των
καλεσμένων. Άλλωστε ήταν ο γάμος της. «Μα είμαι ο άντρας των ονείρων σου, θυμάσαι;» Αυτά ήταν τα λόγια της, μόνο που τα είχε πει σε μια στιγμή πανικού. Αλλιώς ούτε που θα ξεστόμιζε κάτι τέτοιο. Ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Ω Θεέ, πώς είχε μπλέξει έτσι; Δάγκωσε το κάτω χείλι της προσπαθώντας να καταπνίξει το δεύτερο κύμα ναυτίας. Παντρευόταν τον Γουλφ Κέρικ. Γινόταν η κυρία Κέρικ. Η Αλεξάνδρα Κέρικ. Έκλεισε τα μάτια της και το χέρι της έτρεμε όταν το ακούμπησε στο μπράτσο του Γουλφ. Γιατί είχε δεχτεί να παραστήσει τη φιλενάδα του; Πώς πίστεψε ότι θα τα έβγαζε πέρα μαζί του; Και, πρώτα απ’ όλα, γιατί στο καλό είχε έρθει στο Χόλιγουντ;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Μπέβερλι Χιλς, Καλιφόρνια Πέντε εβδομάδες νωρίτερα...
Η Αλεξάνδρα Σάναχαν σκεφτόταν ότι το να την καλέσει σε γεύμα ο διασημότερος ηθοποιός του Χόλιγουντ παραήταν καλό για να είναι αληθινό. Κι είχε δίκιο. «Τι πράγμα θέλεις να κάνω;» είπε κοιτάζοντας τον Γουλφ Κέρικ λες κι είχε χάσει τα μυαλά του. «Να παραστήσεις το καινούριο φλερτ μου», επανέλαβε εκείνος ανέκφραστα. Ο Γουλφ Κέρικ κι... εκείνη; Η Αλεξάνδρα θα γελούσε αν το στομάχι της δεν ήταν τόσο σφιγμένο. Όταν είχε καθίσει στο τραπέζι του ρουφ γκάρντεν στο ξενοδοχείο Μπέβερλι Χιλς όπου θα γευμάτιζαν, του είχε συστηθεί. Ανόητο ίσως, αλλά, εφόσον δεν είχαν ποτέ πριν γνωριστεί επίσημα, της είχε φανεί το σωστό εκείνη την ώρα. Ο Γουλφ είχε επαναλάβει το όνομά της σκεπτικός. «Σάναχαν. Μου ακούγεται οικείο». «Υπάρχει ένας διάσημος προπονητής ποδοσφαίρου με το ίδιο επίθετο», απάντησε νευρικά εκείνη, προσπαθώντας ν’ αγνοήσει τους ψιθύρους από τους υπόλοιπους πελάτες. Όλοι τους κοίταζαν ή, μάλλον, κοίταζαν τον Γουλφ. Βέβαια εκείνος ήταν ένας διάσημος σταρ και ένας κούκλος, οπότε η Αλεξάνδρα δεν τους αδικούσε. «Ίσως να ’ναι αυτό», απάντησε ο Γουλφ γέρνοντας πίσω στην καρέκλα του. «Ίσως πάλι να ακούγεται οικείο επειδή είναι ιρλανδικό». Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε σφιγμένα πριν χαμηλώσει ξανά το βλέμμα της, ήδη ταραγμένη από τη γοητευτική και κυριαρχική του παρουσία. Ο Γουλφ Κέρικ ήταν πιο ψηλός, πιο γεροδεμένος και πιο αρρενωπός απ’ οποιονδήποτε άλλο γνωστό ηθοποιό. Με τα μαύρα μαλλιά του, τα σκούρα μάτια και το αμαρτωλά αισθησιακό στόμα του, δε γινόταν να τον μπερδέψεις με κανέναν άλλο. «Ο Ντάνιελ είπε πως είχες να μου προτείνεις κάποια δουλειά», του είπε νευρικά μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Δεν υπήρχε λόγος να χρονοτριβούν. Δε θα κατάφερνε να φάει όσο ήταν μαζί του, οπότε δε σκόπευε να παραγγείλει. Ήταν καλύτερα να ξεμπέρδευε το συντομότερο μ’ αυτή τη συνέντευξη. «Ναι, έχω». Εκείνη κατένευσε για να γεμίσει τη σιωπή. Περίμενε πως ο Κέρικ θα έλεγε κι άλλα, όμως εκείνος έμεινε σιωπηλός. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει. «Ο Ντάνιελ είπε πως πιστεύεις ότι θα ήμουν ό,τι πρέπει γι’ αυτή τη δουλειά». Ο Γουλφ μισόκλεισε τα μάτια του καθώς την παρατηρούσε κι ύστερα από μια ατέλειωτη σιωπή έγνεψε κι εκείνος. «Είσαι». Η Άλεξ δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να κολακευτεί ή να τρομοκρατηθεί. Εκείνος έδειχνε πιο φιλικός και προσιτός στη μεγάλη οθόνη απ’ όσο στην πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή δε θύμιζε
καν θνητό. Έμοιαζε με σκοτεινό πολεμιστή, με κάποιον εκδικητή που κουβαλούσε επικίνδυνα μυστικά. «Ναι, ψάχνω κάποια για μια θέση», παραδέχτηκε ο Κέρικ. «Ναι», επανέλαβε η Άλεξ. «Κάποια να παραστήσει το καινούριο μου φλερτ». Εκείνη παραλίγο να πέσει απ’ την καρέκλα της. «Τι πράγμα;» «Πρόκειται για διαφημιστικό κόλπο», της εξήγησε ανέκφραστα εκείνος, σχεδόν βαριεστημένα. «Η εργασία θα διαρκέσει περίπου τέσσερις με έξι εβδομάδες. Φυσικά, θα πληρωθείς καλά». Σοκαρισμένη και ντροπιασμένη, η Άλεξ κοκκίνισε ακόμα πιο πολύ. «Μα εγώ δεν... δεν...» τραύλισε κι άρπαξε το ποτήρι με το νερό, προσπαθώντας να δροσιστεί και να ηρεμήσει λιγάκι. Είχε ντυθεί με πολύ ζεστά ρούχα κι ο ήλιος τώρα έκαιγε ανελέητα στον καλιφορνέζικο ουρανό. «Εγώ... δε σχετίζομαι με ηθοποιούς». Ο Γουλφ έδειχνε να το διασκεδάζει. «Δεν είναι ανάγκη να το κάνεις, απλώς να προσποιηθείς». Εκείνος. Ο Γουλφ Κέρικ. Διάσημος σταρ. Ισπανο-Ιρλανδός καρδιοκατακτητής. Η Αλεξάνδρα ήπιε κι άλλο νερό. Ζεσταινόταν τόσο που δεν μπορούσε να σκεφτεί καθαρά. Μακάρι να είχε φορέσει κάτι πιο κατάλληλο, μακάρι να είχε σκεφτεί να φέρει κάποιον μαζί της. Το αφεντικό της, ο Ντάνιελ Ντεβόρς, ένας απ’ τους κορυφαίους σκηνοθέτες του χώρου, την είχε στείλει εδώ σήμερα, λέγοντάς της πως ο Γουλφ Κέρικ είχε μια επαγγελματική πρόταση για κείνη. Κι η Άλεξ σκέφτηκε πως ίσως ο κύριος Κέρικ χρειαζόταν μια προσωπική γραμματέα. Πού να φανταζόταν πως εκείνος έψαχνε για ερωμένη! «Γιατί εγώ;» τον ρώτησε. «Επειδή είσαι μια νέα γυναίκα, όλο ζωή, το απλό κορίτσι της διπλανής πόρτας. Κάποια με την οποία μπορεί να ταυτιστεί το κοινό». Νέα, υγιής και συνηθισμένη, επανέλαβε νοερά η Αλεξάνδρα. Άρα δεν την έβρισκε ιδιαίτερα ελκυστική, παρ’ όλο που είχε καταβάλει τόσες προσπάθειες σήμερα. Σπάνια χρησιμοποιούσε μακιγιάζ, εκείνη τη μέρα όμως είχε βάλει λίγη μάσκαρα και μια ιδέα κραγιόν και προφανώς αυτό δεν έκανε καμιά διαφορά. Εξακολουθούσε να φαίνεται βαρετή και συνηθισμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να πνίξει την πίκρα της. «Όμως ακόμη δεν καταλαβαίνω...» «Είναι μια κίνηση τακτικής ώστε να προληφθεί η κακή δημοσιότητα». Η Αλεξάνδρα συνοφρυώθηκε. Της ήταν όλο και πιο δύσκολο να παρακολουθήσει τα λεγόμενά του αφού η απογοήτευση την πλημμύριζε. Είχε ενθουσιαστεί τόσο που θα συναντούσε τον Γουλφ Κέρικ, που θα είχε την ευκαιρία να περάσει από συνέντευξη για να δουλέψει μαζί του. Την προηγούμενη νύχτα σχεδόν δεν έκλεισε μάτι. Σήμερα είχε ξυπνήσει νωρίς, είχε κάνει ντους κι είχε ντυθεί με μεγάλη προσοχή... Τώρα όμως... Τώρα ένιωθε πληγωμένη. Απογοητευμένη. Δεν υπήρχε πραγματική δουλειά, μονάχα αυτή η γελοία πρόταση. Ξαφνικά θύμωσε κι ανακάθισε ψηλότερα στην καρέκλα της. «Να προληφθεί η κακή δημοσιότητα;» επανέλαβε προσπαθώντας να μη χάσει τη ροή της κουβέντας. «Και γιατί χρειάζεσαι να...» Η φωνή της έσβησε καθώς κατάλαβε την αιτία. Η Τζόι Χιουζ. Η αιτία ήταν η περιπέτεια του Γουλφ με την Τζόι Χιουζ. Κοιτάζοντας τον Γουλφ τα κατάλαβε όλα. Ο κύριος Κέρικ δεν ήθελε να προσλάβει κάποια να παραστήσει την ερωμένη του. Δεν ήθελε ούτε να τη συναντήσει και να κάνει τώρα αυτή τη συζήτηση μαζί της. Το έκανε αυτό –της μίλαγε, της έκανε αυτή την πρόταση– για να αποκαταστήσει τη φήμη
του κι η Άλεξ ήξερε ποιος και τι είχε κάνει κακό στη φήμη του Γουλφ. Η ερωτική σχέση του με την παντρεμένη ηθοποιό Τζόι Χιουζ. «Έχει να κάνει με τη... σχέση σου;» τον ρώτησε διχασμένη ανάμεσα στο θυμό και την αμηχανία που ο Ντάνιελ Ντεβόρς είχε έστω σκεφτεί να την προτείνει για μια τέτοια υπόθεση στον Γουλφ Κέρικ. Ξαφνικά ο Γουλφ χαμογέλασε και το χαμόγελό του θύμισε μορφασμό λύκου, δικαιολογώντας το όνομά του που σήμαινε λύκος. «Δεν υπήρξε καμία σχέση». Η Αλεξάνδρα ένιωσε την καρδιά της ν’ αναπηδά, αλλά δε δείλιασε. «Αν δεν υπήρξε σχέση, τότε γιατί με χρειάζεσαι;» του είπε πνιχτά. Ο Γουλφ έσκυψε προς το μέρος της. Το σαγόνι του είχε σφιχτεί από θυμό και τα μάτια του έλαμπαν. «Σου είπα. Δεν υπήρξε καμία σχέση». Στύλωσε το βλέμμα του στο δικό της κι έμεινε να την κοιτάζει, ενώ το ύφος ήταν το ίδιο εκφοβιστικό και σκοτεινό όσο και ο τόνος της φωνής του νωρίτερα. Η Άλεξ ένιωθε το θυμό και τη συγκαλυμμένη ειρωνεία του. Όμως ήταν κι η ίδια θυμωμένη. Εκείνος μάλλον την περνούσε για αφελή ή ηλίθια, κάποια που θα έπαιρνε τα λόγια του τοις μετρητοίς. Και μπορεί να ήταν αφελής, αλλά ηλίθια δεν ήταν. Του αντιγύρισε λοιπόν το βλέμμα. «Όλοι ξέρουν πως εσύ κι η Τζόι είχατε σχέση εδώ κι ένα χρόνο». Ο Γουλφ και η Τζόι ήταν διάσημοι ηθοποιοί. Ή μάλλον κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Προσωποποιούσαν τη δύναμη και τη λάμψη του Χόλιγουντ κι ήταν τόσο σημαντικοί, ώστε όταν τα έφτιαξαν πριν ένα χρόνο –κι ενώ η Τζόι ήταν ακόμη παντρεμένη με κάποιον άλλο μεγάλο σταρ του Χόλιγουντ– η σχέση τους βρέθηκε πρωτοσέλιδο σε κάθε έντυπο κι αυτό κράτησε έξι ολόκληρους μήνες. Ακόμα και τώρα, η Άλεξ θυμόταν τις φωτογραφίες τους στα σκανδαλοθηρικά έντυπα. «Δεν πρόκειται δα για κανένα μυστικό», πρόσθεσε. «Ο Τύπος κατασκεύασε αυτή τη σχέση. Πίστευα πως ο ντόρος θα καταλάγιαζε. Το ίδιο είχα πει και στην Τζόι. Όμως δεν έγινε έτσι». Σταμάτησε και ζύγισε τα λόγια του. «Το κοινό είναι περίεργο. Σήμερα το ενδιαφέρουν οι φήμες και τα κουτσομπολιά και αύριο το απωθούν. Όμως οι φήμες ξέφυγαν πια απ’ τον έλεγχο κι η αρνητική δημοσιότητα σύντομα θα επηρεάσει τις εισπράξεις. Δεν μπορώ να το διακινδυνεύσω από τη στιγμή που θα βλάψω κι όλους όσοι εργάζονται για τις ταινίες μου». Σ’ αυτό έχει δίκιο, συμφώνησε η Άλεξ δαγκώνοντας το κάτω χείλι της. Βρισκόταν στο Χόλιγουντ τέσσερα χρόνια, δούλευε στην Πάρανταϊζ Πίκτσερς τρία χρόνια και ήξερε καλά πως, αν μια ταινία δεν έκανε καλές εισπράξεις, επηρέαζε όλους τους συντελεστές και αμαύρωνε τη φήμη τους. «Ναι, αλλά να στρέψεις το ενδιαφέρον του Τύπου αλλού, προσποιούμενος μια σχέση μαζί μου; Αυτό είναι από τα παλιότερα κόλπα του Χόλιγουντ. Νόμιζα πως δεν το κάνουν πια». «Το στούντιο θέλει αποδείξεις πως εγώ κι η Τζόι δεν είμαστε ζευγάρι κι εσύ θα είσαι αρκετά καλή απόδειξη γι’ αυτό». «Και θα πειστούν μόνο επειδή θα σε δουν μαζί μου;» «Έτσι δουλεύουν οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες. Τραβούν τις φωτογραφίες τους, στήνουν τις ιστορίες τους και κάνουν εικασίες για την ευτυχία και το μέλλον των αστέρων, χωρίς καν να νοιαστούν να πάρουν πληροφορίες από κάποια αξιόπιστη πηγή». Ο τόνος του ήταν πικρός κι η έκφρασή του κοροϊδευτική. «Αν μας βλέπουν μαζί για μια βδομάδα, τότε θα μας θεωρήσουν ζευγάρι». «Κι αυτό είναι όλο;»
«Καμιά φορά, το μόνο που χρειάζεται είναι μια φωτογραφία. Θα πρέπει όμως να σε προειδοποιήσω πως η πίεση θα είναι έντονη. Οι παπαράτσι είναι παντού κι οι φωτογράφοι κατασκηνώνουν έξω απ’ την πόρτα μου. Με το που θα μάθουν το όνομά σου, θα ψάξουν πληροφορίες για σένα, πού δουλεύεις, τι δουλειά κάνεις, με ποιον έβγαινες». Σταμάτησε ξαφνικά και την κοίταξε. «Υπάρχουν τίποτε σκάνδαλα στο παρελθόν σου, ιστορίες που να μπορεί να σκαλίσει ο Τύπος;» Αμίλητη από την έκπληξη, η Άλεξ έγνεψε αρνητικά. «Τίποτα παλιοί εραστές που σου κρατάνε κακία;» επέμενε εκείνος. Και πάλι η Άλεξ έγνεψε αρνητικά. Ούτε καν έβγαινε ραντεβού. Είχε μεγαλώσει σ’ ένα απομονωμένο ράντσο χωρίς πολλές ευκαιρίες για εξόδους και ο ερχομός της στο Λος Άντζελες, στα δεκαεννιά της, της έκοψε κάθε όρεξη για ραντεβού. Οι άντρες που γνώρισε εδώ ήταν οι περισσότεροι ρηχοί, υλιστές και άξεστοι, δεν είχαν δηλαδή καμία σχέση με τους άντρες κοντά στους οποίους είχε μεγαλώσει και δε διέθεταν καμιά απ’ τις αντρικές αρετές που η ίδια θαύμαζε, όπως τη δύναμη, το κουράγιο, την αυτοπεποίθηση και τη μεγαλοψυχία. Οι άντρες στο Λος Άντζελες αγαπούσαν τα αυτοκίνητα και τα ακριβά εστιατόρια. Α, ναι, και τις γυναίκες με τα ψεύτικα στήθη σιλικόνης. «Δεν υπάρχει τίποτα στο παρελθόν μου που θα ενδιέφερε τις εφημερίδες», του είπε και για λίγο σκέφτηκε τη μαμά της που είχε πεθάνει νέα και τη νύφη της που είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα. Αυτά δεν ήταν θέματα που θα ενδιέφεραν τις σκανδαλοθηρικές εφημερίδες, ήταν όμως οι αιτίες που την έκαναν να φύγει από τη Μοντάνα. Έχοντας μεγαλώσει στη σκιά πέντε μεγαλύτερων αδελφών, η Άλεξ χρειαζόταν ελευθερία, ανεξαρτησία. Ήθελε να βρει τον εαυτό της και να ελέγχει τη ζωή της. Το να παραστήσει τη φιλενάδα του Γουλφ, θα της στερούσε την ταυτότητά της και τον έλεγχο της ζωής της. Θα την ακολουθούσαν, θα τη φωτογράφιζαν, θα την παρενοχλούσαν. «Θα σε αποζημιώσω με το παραπάνω», της είπε ήρεμα ο Γουλφ λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της ή λες και το πρόσωπό της φανέρωνε όλα της τα συναισθήματα. «Συναντήθηκα με τον Ντάνιελ και το στούντιό σας. Είναι πρόθυμοι να σου δώσουν μια σημαντική προαγωγή αν δεχτείς την πρότασή μου. Κι όταν τελειώσει η συνεργασία μας, θα έχεις τη θέση του βοηθού σκηνοθέτη, δίπλα στον Ντάνιελ». «Βοηθός σκηνοθέτη;» επανέλαβε η Αλεξάνδρα, ζαλισμένη στη σκέψη πως θα μπορούσε να αρχίσει να συμμετέχει στην παραγωγή ταινιών αντί να φτιάχνει καφέδες για τα συνεργεία. «Ναι». Για πρώτη φορά απ’ τη στιγμή που ο Γουλφ της έκανε αυτή την πρόταση, η Άλεξ δελεάστηκε στο να δεχτεί. Κοιτάζοντάς τον, όμως, ήξερε πως η απόφαση αυτή δεν ήταν απλή. Ο Γουλφ ήταν άντρας. Ηθοποιός. Διάσημος ηθοποιός και γνωστός τόσο για τα χαρίσματά του στο κρεβάτι όσο και για το ταλέντο του στην οθόνη. Κι ίσως ο Γουλφ να είχε τη φήμη του γυναικοκατακτητή, η ίδια όμως δε σκόπευε να γίνει μια από τις γυναίκες του. Δεν μπορούσε να το κάνει. Δεν ήταν τέτοιος ο χαρακτήρας της. Τι θα γινόταν όμως αν εκείνος είχε τέτοιες προσδοκίες; Τον κοίταξε αβέβαια. «Κύριε Κέρικ, δε σκοπεύω να περάσω απ’ το κρεβάτι κανενός για μια θέση. Δεν πρόκειται να το κάνω. Έχω μεγαλώσει με διαφορετικές αρχές». «Ποτέ δε χρειάστηκε να πείσω ή να πιέσω μια γυναίκα για να έρθει στο κρεβάτι μου». «Ναι, το ξέρω», του απάντησε η Αλεξάνδρα ενώ ο σφυγμός της χτυπούσε σαν τρελός. «Απλά, δε θέλω να νομίζεις πως αργότερα θα κάνω διάφορα...» «Δεσποινίς Σάναχαν, μην έχεις καμιά ανησυχία. Να με συγχωρείς που θα το πω ωμά, αλλά δεν
είσαι ο τύπος μου». Τα μάγουλά της φούντωσαν, παρ’ όλο που ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Ω Θεέ μου, τι εξευτελιστικό. Όμως κι η ίδια πήγαινε γυρεύοντας... Ντροπιασμένη, η Άλεξ ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Φυσικά και δεν ήταν ο τύπος του. Φυσικά και δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί της. Μπορούσε να έχει όποια γυναίκα ήθελε, γιατί λοιπόν να κυνηγήσει εκείνη; «Λυπάμαι», του είπε βραχνά, «αλλά δε νομίζω πως γίνεται. Δεν είμαι αυτή που χρειάζεσαι». Άρχισε να ψάχνει για την τσάντα της και τελικά τη βρήκε ακουμπισμένη δίπλα στα πόδια της. «Και δε σκοπεύω ν’ αλλάξω για να ικανοποιήσω εσένα ή οποιονδήποτε άλλο». Έκανε να σηκωθεί, όμως ο Γουλφ την έπιασε απ’ το χέρι. «Εδώ κάνεις λάθος». Η βαθιά του φωνή αντήχησε μέσα της και το σκοτεινό του βλέμμα την κράτησε ακίνητη. «Είσαι ό,τι ακριβώς θέλω και χρειάζομαι». Τα λόγια του την τάραξαν, αλλά το άγγιγμά του ήταν που έκανε τα γόνατά της να λυγίσουν. Το άγγιγμά του στον καρπό της την έκανε να νιώθει διαφορετική, λες και τη διαπερνούσε ηλεκτρισμός που τη φόρτιζε. «Το ξέρω πως δεν είμαι καλλονή, αλλά δεν είναι ανάγκη να φέρεσαι τόσο ωμά». Τα δάχτυλά του έσφιξαν κι άλλο τον καρπό της. «Ωμά; Εγώ σου έκανα κομπλιμέντο. Σε διάλεξα για να παραστήσεις την ερωμένη μου». Η φωνή του βάθυνε προδίδοντας τις δουβλινέζικες ρίζες του. «Δε θα το πρότεινα αυτό στην οποιαδήποτε...» «Και τώρα εγώ υποτίθεται πως πρέπει να κολακευτώ;» «Ναι». Τράβηξε το χέρι της εκνευρισμένη απ’ τον αδίστακτο τόνο της φωνής του, που φανέρωνε την τάση του να κυριαρχήσει πάνω της και σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο. «Εδώ κάνεις λάθος», του είπε. «Δεν νιώθω κολακευμένη, ούτε θεωρώ κομπλιμέντο το ότι με διάλεξες για να παίξω κάποιο ρόλο στη ζωή σου. Δεν είμαι εξάρτημα, κύριε Κέρικ. Ούτε για σένα, ούτε για κανέναν!» Πήρε μια κοφτή ανάσα και πρόσεξε πως οι υπόλοιποι τους κοίταζαν με ενδιαφέρον. «Μας κοιτάζουν», πρόσθεσε σιγανά. «Σε παρακαλώ, άφησε το χέρι μου κι άσε με να φύγω». «Θα σ’ αφήσω, αλλά θέλω πρώτα να καθίσεις και να τελειώνουμε με...» «Έχουμε τελειώσει». «Όχι, δεν έχουμε. Κάθισε κάτω. Τώρα», της είπε ξεφυσώντας. «Σε παρακαλώ». Η Άλεξ κάθισε ξανά στην καρέκλα της κι άφησε την τσάντα της να πέσει άτονα στην ποδιά της. Ο Γουλφ έσκυψε προς το μέρος της χωρίς ν’ αποτραβήξει καθόλου το βλέμμα του. «Μην αφήνεις την περηφάνια σου να μπαίνει στη μέση, δεσποινίς Σάναχαν. Το αφεντικό σου μου είπε πως είσαι έξυπνη και φιλόδοξη. Και τώρα έχεις την ευκαιρία να γίνεις γνωστή». Η ναυτία που ένιωθε η Άλεξ επέστρεψε ακόμα πιο έντονη. «Να γίνω γνωστή ως τι; Ως η ψεύτικη φιλενάδα σου; Νομίζεις πως θα δεχτώ την πρότασή σου και θα κολακευτώ επειδή είμαι μια συνηθισμένη κοπέλα χωρίς έντονη κοινωνική ζωή; Και ναι, είμαι φιλόδοξη, δυστυχώς όμως όχι τόσο πολύ ώστε να βγω ραντεβού μαζί σου. Όχι τόσο που να παραστήσω τη φιλενάδα σου για να πάρω προαγωγή. Μου φαίνεται αηδιαστικό να κερδίσω την επαγγελματική αναγνώριση και το σεβασμό, μόνο και μόνο επειδή θα με δουν να τριγυρίζω μ’ εσένα. Δε θα έπρεπε να είναι έτσι...» «Ίσως να μην έπρεπε, όμως έτσι έχουν τα πράγματα». «Και δε το βρίσκεις ανήθικο αυτό; Δεν είναι λάθος;» «Όχι. Είναι πρακτικό». «Φυσικά. Έτσι θα σου φαινόταν εσένα. Εσύ είσαι που βγαίνεις με παντρεμένες!» του είπε
εξοργισμένη και σηκώθηκε. Παλεύοντας να διώξει τα δάκρυά της, κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα ενώ τα λόγια του αντηχούσαν ακόμα στ’ αυτιά της. Είσαι τέλεια για τη θέση. Να διορθώσουμε την κακή δημοσιότητα. Διαφημιστικό κόλπο. Να παραστήσεις πως βγαίνεις μαζί μου. Πρακτικό. Τα δάκρυά της άρχισαν να τρέχουν προτού προλάβει να κλειστεί στο μπάνιο. Γι’ αυτό ακριβώς ο πατέρας της δεν ήθελε να την αφήσει να έρθει στην Καλιφόρνια. Αυτό ακριβώς είχαν προβλέψει τ’ αδέρφια της πως θα συνέβαινε. Όλοι είχαν πει πως ήταν πολύ νέα, πολύ άπειρη για να επιβιώσει σε μια απάνθρωπη πόλη όπως το Λος Άντζελες. Αλλά εκείνη ήταν αποφασισμένη να τους αποδείξει πως έκαναν λάθος. Ήταν αποφασισμένη να κάνει το δικό της και να το κάνει σωστά. Όμως το να παραστήσει τη φιλενάδα του Γουλφ Κέρικ δεν είχε καμία σχέση με το σωστό. Τα δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά της και τα σκούπισε νευριασμένη με την ανάστροφη του χεριού της. Θα την πλήρωνε για να τη δουν μαζί του. Θα φρόντιζε να την αποζημιώσει πλουσιοπάροχα. Ένιωσε να πνίγεται και πάλεψε να ανακτήσει την ψυχραιμία και την αυτοκυριαρχία της. Κι ύστερα, ξαφνικά, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν υποχρεωμένη να γυρίσει στο τραπέζι. Δεν ήταν ανάγκη να ξαναδεί τον κύριο Κέρικ και να βασανίζεται με την πρότασή του. Μπορούσε απλά να φύγει. Να πάρει το αυτοκίνητό της και να επιστρέψει στη δουλειά της. Ήταν τόσο εύκολο! Πιο ήρεμη τώρα, η Αλεξάνδρα βγήκε απ’ την τουαλέτα, έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό της και σκουπίστηκε. Είχε μαζί της την τσάντα της και θα έπαιρνε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της από τον παρκαδόρο. Ήταν έτοιμη να φύγει. Πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα, σταμάτησε αποσβολωμένη. Ο Γουλφ Κέρικ την περίμενε έξω –και τώρα που ήταν όρθιος φαινόταν ακόμη πιο ψηλός απ’ όσο τον θυμόταν. Σφίχτηκε άθελά της. «Οι αντρικές τουαλέτες είναι από την άλλη πλευρά», του είπε. «Το ξέρω». «Το μπαρ είναι απέναντι...» «Το ξέρεις πως περίμενα εσένα». Η Αλεξάνδρα πήρε μια κοφτή ανάσα. Ήταν εξουθενωμένη και ταραγμένη. Όλος ο ενθουσιασμός κι η καλή της διάθεση, επειδή θα συναντούσε τον Γουλφ Κέρικ, είχαν πια εξαφανιστεί. «Δεν υπάρχει λόγος. Δεν έχουμε τίποτα περισσότερο να πούμε...» «Έχουμε να πούμε πολλά. Μπορείς να πεις ναι». Θεέ μου, ήταν αλαζόνας και αναίσθητος. «Δε θέλω να πω ναι». «Γιατί όχι;» «Δε σκοπεύω να ξεπουλήσω τον εαυτό μου...» «Δεν πρόκειται για ξεπούλημα. Σου προσφέρω μισθό». «Κι εγώ θέλω να τα καταφέρω μόνη μου στο Χόλιγουντ». «Και πώς θα το κάνεις αυτό; Βγάζοντας φωτοτυπίες; Απαντώντας σε τηλεφωνήματα; Φτιάχνοντας καφέδες;» «Τουλάχιστον, θα έχω τον αυτοσεβασμό μου!» «Μπορεί να σέβεσαι περισσότερο τον εαυτό σου όταν θα έχεις μια ενδιαφέρουσα δουλειά με απαιτήσεις». «Θεέ και Κύριε, είσαι ανυπόφορος. Καλύτερα να απολύσεις τους συμβούλους των δημοσίων σχέσεών σου, κύριε Κέρικ. Σ’ έχουν πείσει πως μπορείς να κάνεις μόνος σου δημόσιες σχέσεις κι αυτό είναι μεγάλο λάθος».
Εκείνος ξέσπασε σε γέλια αφήνοντάς την έκπληκτη. «Λοιπόν, πραγματικά δε με συμπαθείς, δεσποινίς Σάναχαν, έτσι δεν είναι;» «Έτσι». «Και γιατί όχι;» «Δεν έχει σημασία». «Έχει για μένα». «Γιατί;» του αντιγύρισε νευριασμένη και στράφηκε να τον κοιτάξει με τα χέρια της στους γοφούς της. «Πρέπει να είναι όλοι θαυμαστές σου; Θέλεις να κάνουν όλοι ουρές για ένα σου αυτόγραφο;» Χαμογελώντας ακόμη την κοίταξε κατάματα. «Όχι». «Επειδή, λοιπόν, θα ήταν ψέματα αν σου έλεγα πως σε συμπαθώ. Ίσως κάποτε να σε θαύμαζα, να στηνόμουν στη σειρά για να δω τις ταινίες σου, όμως αυτό ήταν προτού σε γνωρίσω. Τώρα βλέπω ποιος είσαι πραγματικά και δε μου αρέσει η σοβινιστική, συγκαταβατική συμπεριφορά σου». «Η ειλικρίνειά σου είναι μια αναζωογονητική αλλαγή». «Ήσουν ποτέ σου συμπαθής;» Εκείνος έσφιξε τα χείλη του καθώς τάχα συλλογιζόταν την ερώτησή της. «Όχι», της απάντησε. Κι ύστερα της χαμογέλασε περιπαιχτικά. «Όμως δεν είναι ανάγκη να με συμπαθείς για να βγεις μαζί μου». «Αυτό είναι απαίσιο». «Αλεξάνδρα, αν δεν είσαι ηθοποιός κι αν δε βγαίνεις με ηθοποιούς κι αν δεν μπορείς να ξεκολλήσεις απ’ τις φωτοτυπίες της Πάρανταϊζ Πίκτσερς, τότε γιατί μένεις στο Χόλιγουντ; Γιατί δε μαζεύεις τα πράγματά σου να γυρίσεις σπίτι σου;» Εκείνη ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Είχε αναρωτηθεί κι η ίδια πολλές φορές γι’ αυτό. «Επειδή εξακολουθώ να θέλω να ασχοληθώ με τις ταινίες», του είπε μαλακά. «Ελπίζω μια μέρα να τα καταφέρω και να δημιουργήσω κάτι ξεχωριστό». Εκείνος την κοίταξε έντονα για λίγο. «Μπορείς να κάνεις κάτι ξεχωριστό», της είπε στο τέλος. «Μπορείς να βοηθήσεις να φτιαχτεί μια ταινία και να διασώσεις τη θέση εργασίας πολλών ακόμα ανθρώπων. Ετοιμαζόμαστε να αρχίσουμε τα γυρίσματα της ταινίας Καυτή Ακτή σε λιγότερο από ένα μήνα. Συνεργάσου μαζί μου. Βοήθησέ με να κάνουμε αυτή την ταινία». Η Αλεξάνδρα δάγκωσε τα χείλη της. Θα της άρεσε πολύ να κάνει κάτι ξεχωριστό, να κάνει κάτι θετικό, να μάθει κάτι καινούριο. Λάτρευε και τις προκλήσεις, αλλά δεν εμπιστευόταν τον Γουλφ. «Και νομίζεις πως, αν μας δουν μαζί, θα είναι καλή δημοσιότητα για σένα;» Το ύφος του δεν ήταν ποτέ τόσο σοβαρό. «Αν δεν το πίστευα, δε θα βρισκόμουν εδώ τώρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Ο Γουλφ συνόδεψε την Αλεξάνδρα στην είσοδο του ξενοδοχείου για να πάρει το αυτοκίνητό της από τον παρκαδόρο. Μια ολάνθιστη μοβ μπουκαμβίλια σκέπαζε τον ροζ τοίχο της πρόσοψης του ξενοδοχείου και το ντελικάτο άρωμα από τις λεμονιές και τις πορτοκαλιές γέμιζε τον αέρα, εκείνος όμως ούτε που έδινε σημασία σ’ όλα αυτά. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στην Αλεξάνδρα κι εκείνη ήξερε πως περίμενε την απάντησή της. Η Αλεξάνδρα όμως δεν προβληματιζόταν μόνο για την ηθική της και τις αξίες της. Ήταν και η έλλειψη εμπειρίας εκ μέρους της που την απασχολούσε. Δεν ήξερε πώς να τα βγάλει πέρα μ’ έναν άντρα όπως ο Γουλφ Κέρικ κι ούτε που μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν να βγαίνει μαζί του. Όμως δε θα είναι αληθινά ραντεβού, συλλογίστηκε. Θα είναι ψεύτικα. Δεν είναι ανάγκη να τον φιλήσω ή να τον αγγίξω ή να έχω σωματική επαφή μαζί του. Και μόνο που σκέφτηκε τη στενότερη σωματική επαφή ένιωσε έξαψη. Στ’ αλήθεια τής χρειαζόταν περισσότερη πείρα. «Αν μου δώσεις λίγο χρόνο να σκεφτώ καλύτερα την προσφορά σου, ίσως να δεχτώ», του είπε κοιτάζοντάς τον για λίγο. «Όμως, δε θέλω να πιεστώ». Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Αν συμφωνήσω, πώς θα κανονίσουμε το θέμα;» τον ρώτησε. «Θα φτιάξουμε ένα συμφωνητικό, το οποίο θα περιλαμβάνει μια γενναιόδωρη αμοιβή, αφού μάλλον θα χάσεις κάποιες μέρες απ’ τη δουλειά σου λόγω διάφορων εκδηλώσεων κι ύστερα θ’ αρχίσουμε να βγαίνουμε για να μας δουν μαζί». Το έκανε ν’ ακούγεται τόσο απλό, εκείνη όμως δεν ήταν απ’ τα γοητευτικά κορίτσια που τα καλούν σε πάρτι και πρεμιέρες. Αντίθετα, ήταν ένα κορίτσι μεγαλωμένο απ’ τον πατέρα του και τον παππού του και πέντε μεγαλύτερους αδερφούς. Δεν υπήρχε άλλη γυναίκα στο σπίτι από τότε που η Άλεξ ήταν πέντε χρονών κι έχασε τη μητέρα της, κι έτσι μεγάλωσε σαν αγοροκόριτσο. «Και νομίζεις πως ο κόσμος θα πιστέψει ότι εσύ... κι εγώ... είμαστε μαζί;» τον ρώτησε διώχνοντας τις αναμνήσεις της Μοντάνα απ’ το μυαλό της. «Εγώ δεν είμαι... απ’ τις γυναίκες που θα διάλεγες να βγεις μαζί τους». «Πολλοί σταρ βγαίνουν με μακιγιέζ, υπεύθυνες διανομής ρόλων και ούτω κάθ’ εξής». «Κάποιοι ηθοποιοί ναι, αλλά όχι εσύ». «Δεν πρέπει να πιστεύεις όσα διαβάζεις στα περιοδικά». Ίσως ναι, ίσως κι όχι, σκέφτηκε εκείνη, όμως είχε δει φωτογραφίες του με τις γυναίκες που τον συνόδευαν. Του άρεσαν οι στάρλετ και τα μοντέλα, οι γυμνόστηθες χορεύτριες και σίγουρα τα γούστα του περιλάμβαναν γυναίκες με μεγαλύτερο στήθος απ’ όσο μυαλό. Όσο για την Άλεξ, δε χρειαζόταν να χαμηλώσει το βλέμμα της στο ντεκολτέ της για να ξέρει πως το μέγεθος του στήθους της δεν ήταν το δυνατό της σημείο. Χρόνια πίσω, στο γυμνάσιο, είχε μάθει πως για τις γυναίκες υπήρχαν μόνο δυο δρόμοι: ένας για τις όμορφες κι ένας για τις έξυπνες. Ακόμα και στο κολέγιο ίσχυε πάνω κάτω το ίδιο: μαζορέτες και βασίλισσες της ομορφιάς απ’ τη μια και καλές μαθήτριες και μελλοντικές βιβλιοθηκάριοι απ’ την
άλλη. Δε θα μπορούσαν να ισχύουν και τα δυο. Κι αφού εκείνη ήξερε πως δεν ήταν φτιαγμένη για μαζορέτα, αποφάσισε να γίνει έξυπνη. Πολύ έξυπνη. «Ξέρουμε κι οι δυο πως δεν είμαι αρκετά όμορφη για να πείσω ως το καινούριο σου φλερτ». «Θα μπορούσες να είσαι, αν φρόντιζες λίγο τον εαυτό σου», της είπε ο Γουλφ ωμά. «Εσύ, Αλεξάνδρα, δεν κάνεις ούτε μια προσπάθεια». «Δεν προσπαθώ, γιατί ξέρω ήδη τι είμαι και ποια είμαι. Δε μου χρειάζεται μακιγιάζ, ψεύτικα μαλλιά και νύχια ή σολάριουμ για να γίνω κάτι που δεν είμαι». «Και τι δεν είσαι;» τη ρώτησε ήρεμα εκείνος. «Ελαφρόμυαλη. Κι ούτε πρόκειται να γίνω. Θέλω να με σέβονται, να με παίρνουν στα σοβαρά. Κι αν αλλάξω...» «Τα μαλλιά σου θ’ αλλάξεις, όχι την ψυχή σου. Είσαι έξυπνη. Σοβαρή. Και λυπάμαι, αλλά αυτό και μόνο σε αποκλείει από την κατηγορία της ελαφρόμυαλης». Θα έπρεπε να κολακευτεί. Αντίθετα τα λόγια του τη στενοχώρησαν περισσότερο, γιατί κάθε φορά που τον κοίταζε ένιωθε να φουντώνει και μικρές σπίθες πόθου ν’ ανάβουν μέσα της. «Απλώς, δε θέλω να γίνω περίγελος», του είπε μετά από λίγο. «Ο κόσμος είναι σκληρός. Ξέρω πως οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες δε διστάζουν να δημοσιεύουν ελάχιστα κολακευτικές φωτογραφίες και να εντοπίζουν τα ψεγάδια των επωνύμων». «Πριν εμφανιστούμε δημόσια θα σε αναλάβουν στυλίστες και θα έχεις σύμβουλο γκαρνταρόμπας. Έχω ένα επιτελείο επαγγελματιών που θα σε βοηθήσουν στην αλλαγή». Η Αλεξάνδρα ένιωσε το ενδιαφέρον της να φουντώνει, παρ’ όλο που δεν το ήθελε. «Και πότε θα συμβεί αυτό;» «Μόλις υπογράψεις το συμβόλαιο». Εκείνη προσπάθησε να φανταστεί πώς θα ήταν να τη φροντίζουν οι κορυφαίοι στυλίστες του Χόλιγουντ, αλλά δεν τα κατάφερε. Μπορεί να είχε χάσει δέκα κιλά από τότε που ήρθε στην Καλιφόρνια, ακόμα όμως θεωρούσε τον εαυτό της το γεροδεμένο χωριατοκόριτσο που είχε φορέσει καουμπόικες μπότες προτού φορέσει ψηλοτάκουνα. «Θα ήταν πολύ πιο εύκολο αν διάλεγες μια όμορφη στάρλετ», του είπε χαμηλόφωνα. «Δε θα ήθελα να περιφέρω μια νεαρή ηθοποιό που ενδιαφέρεται μονάχα να φτιάξει όνομα...» «Όμως, στην πραγματική ζωή...» «Αυτή είναι η πραγματική ζωή και ξέρω πολύ καλά πως είμαι υπεύθυνος για τις θέσεις δεκάδων ανθρώπων. Το μόνο που θέλω είναι να γυριστεί η Καυτή Ακτή και θέλω να το κάνω χωρίς συναισθηματικά μπερδέματα». Εκείνη σιώπησε, προσπαθώντας να χωνέψει τα λόγια του. «Δηλαδή, δε θέλεις κάποια που θα σ’ ερωτευτεί». «Αυτό ακριβώς είπα». Ευτυχώς εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε το πρακτικό, μικρό Φορντ Έσκορτ της. Ο παρκαδόρος βγήκε από το αυτοκίνητο και της κράτησε ανοιχτή την πόρτα. Ο Γουλφ τη συνόδεψε ως το αμάξι κι η Αλεξάνδρα κάθισε στη θέση του οδηγού. «Θα σου τηλεφωνήσω», του είπε. «Έχεις τον αριθμό μου;» Εκείνη τον κοίταξε και βλέποντας τα μάτια του και τις αδρές, σκληρές γραμμές του προσώπου του ένιωσε τον πανικό της να μεγαλώνει. Το πρόσωπό του ήταν ξεχωριστό. Κανείς δεν είχε τη γοητεία του και το χάρισμά του. Θα είναι σκέτη αυτοκτονία να δεχτώ, σκέφτηκε. Σκέτη καταστροφή –αν όχι για κείνον, τότε για μένα. Δεν ήταν το ίδιο γοητευτική μ’ εκείνον, ούτε είχε την εμπειρία του.
«Έχω την κάρτα που μου έδωσε ο Ντάνιελ. Μου έγραψε το κινητό σου στο πίσω μέρος». Χαμογελώντας αχνά, ο Γουλφ έκλεισε την πόρτα της. «Με την ησυχία σου. Σκέψου τις επιλογές σου και τηλεφώνησέ μου όταν είσαι έτοιμη». Εκείνη δίστασε λίγο ακόμη και καθώς τον έβλεπε να απομακρύνεται, έβγαλε το κεφάλι της από το ανοιχτό παράθυρο. «Νομίζεις πως θα δεχτώ, έτσι δεν είναι;» Ο Κέρικ στράφηκε. Το αχνό του χαμόγελο είχε γίνει γέλιο. «Είμαι σίγουρος πως θα δεχτείς». «Και γιατί, παρακαλώ;» «Επειδή είσαι έξυπνο κορίτσι και σύντομα θα καταλάβεις πως πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής σου». * Η ευκαιρία της ζωής μου, επαναλάμβανε νοερά η Αλεξάνδρα καθώς κατευθυνόταν σπίτι της, ενώ τα χέρια της έτρεμαν πάνω στο τιμόνι και το στομάχι της ανακατευόταν. «Η ευκαιρία της ζωής μου», μουρμούρισε κι όταν πάρκαρε το αυτοκίνητό της στο μικρό γκαράζ του σπιτιού της –που ήταν μια από τις δεκάδες άχρωμες μονοκατοικίες που είχαν χτιστεί στο Κάλβερ Σίτι στη διάρκεια των δεκαετιών του ’40 και του ’50. Το σπίτι της ήταν μικρό και μέχρι πρόσφατα συγκατοικούσε με μια άλλη κοπέλα. Όμως από τότε που η συγκάτοικός της είχε μετακομίσει στη Βοστόνη, η Αλεξάνδρα πλήρωνε το νοίκι μόνη της και τα έφερνε πέρα δύσκολα. Είχε σκεφτεί να ψάξει για νέα συγκάτοικο, αλλά της άρεσε που είχε όλο το σπίτι δικό της. Αν δεχόταν την πρόταση του Γουλφ, δε θα ήταν πια αναγκασμένη να ψάξει για νέα συγκάτοικο. Η σκέψη αυτή της άρεσε πολύ. Από τότε που είχε έρθει στο Λος Άντζελες είχε παλέψει πολύ, τόσο συναισθηματικά όσο και οικονομικά. Είχε δουλέψει ως σερβιτόρα και ως γραμματέας με μειωμένο ωράριο για μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής, απαντούσε στα τηλεφωνήματα, ταχυδρομούσε την αλληλογραφία και γενικώς ήταν το κορίτσι για όλα τα θελήματα. Η Άλεξ κατάλαβε πως της άρεσε να είναι χρήσιμη στο γραφείο και ήταν καλή στη δουλειά της. Ταχύτατη, έξυπνη, εύστροφη, μπορούσε ν’ αναλαμβάνει πολλές δουλειές ταυτόχρονα και ποτέ δε χρειάστηκε να της πει κανείς δεύτερη φορά κάτι. Μετά από ένα χρόνο δουλειά στην ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής, απάντησε στην αγγελία της Πάρανταϊζ Πίκτσερς και προσλήφθηκε για να βοηθά σκηνοθέτες και παραγωγούς. Δούλευε εκεί σχεδόν τρία χρόνια και πίστευε πως είχε αποδείξει την αξία της αρκετές φορές, όμως η προαγωγή δεν είχε έρθει. Για ποιο λόγο, άραγε; Δεν ήταν πως δεν μπορούσε ν’ αναλάβει περισσότερες ευθύνες. Η αλήθεια μάλιστα ήταν πως της χρειαζόταν το ρίσκο, λαχταρούσε την αλλαγή. Καθισμένη στην κουζίνα του σπιτιού της, η Άλεξ έβγαλε την κάρτα που της είχε δώσει προ ημερών ο Ντάνιελ και κοίταξε τον αριθμό που ήταν γραμμένος στο πίσω μέρος. Προσπάθησε να φανταστεί τις επόμενες τέσσερις εβδομάδες. Καινούρια ρούχα. Βοήθεια από στυλίστα. Συναρπαστικά πάρτι. Χαμογελώντας νευρικά δάγκωσε το χείλι της. Θα ήταν τρομακτικό αλλά και διασκεδαστικό συγχρόνως. Κι ύστερα σκέφτηκε τον Γουλφ κι όλη της η έξαψη χάθηκε μονομιάς, αφήνοντάς την ξανά αβέβαιη. Όμως είναι μοναδική ευκαιρία, θύμισε στον εαυτό της, κι αυτό είναι που μου χρειάζεται. Σήκωσε
βιαστικά το ακουστικό και σχημάτισε τον αριθμό του Γουλφ. «Εδώ Αλεξάνδρα Σάναχαν», είπε όταν απάντησε εκείνος. «Θα το κάνω. Όμως, πριν απ’ οτιδήποτε άλλο, θέλω να δω την προσφορά και τη δέσμευση του στούντιο πως θα προαχθώ. Γραπτώς». «Φυσικά». «Και δε σκοπεύω να εργαστώ για παραγωγές δεύτερης διαλογής. Θέλω να δουλέψω σε μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο, σε ταινίες υψηλού προϋπολογισμού». «Βεβαίως». «Θέλω να ξεκαθαρίσουμε πως πρόκειται για δουλειά και να τηρηθεί αυτό. Θα κάνω ό,τι χρειάζεται να κάνω για τους φωτογράφους, αλλά δεν πρόκειται να κάνω τίποτα ανάρμοστο». «Και τι θα ήταν ανάρμοστο;» «Φιλιά, χάδια, σεξ». «Θα πρέπει να υπάρχει κάποια οικειότητα μπροστά στις κάμερες». «Μόνο γι’ αυτό, όμως, εντάξει;» «Εντάξει». «Το εννοώ, κύριε Κέρικ». «Το ξέρω, δεσποινίς Σάναχαν. Θα σου στείλω σήμερα το συμφωνητικό, ως τις επτά». Το συμφωνητικό έφτασε στις επτά. Αντί όμως να το φέρει κάποιος κούριερ, το έφερε ο ίδιος ο Γουλφ Κέρικ. Η Άλεξ δεν περίμενε να τον δει όταν άνοιξε την πόρτα, ντυμένη με μια παλιά φόρμα κι ένα φθαρμένο μπλουζάκι. Δε φορούσε φακούς επαφής αλλά τα γυαλιά της, τα μαλλιά της ήταν πιασμένα πρόχειρα σε αλογοουρά και ήξερε πως θύμιζε περισσότερο βιβλιοθηκάριο παρά σύμβολο του σεξ. «Γεια», του είπε αμήχανα λύνοντας την αλογοουρά της, ενώ ευχόταν να μπορούσε να ξεφορτωθεί τα γυαλιά της. «Γενική καθαριότητα;» τη ρώτησε εκείνος. «Δε σε περίμενα». «Ναι. Όμως ίσως θα ήταν καλύτερα να περάσω μέσα. Δυο φωτογράφοι με ακολούθησαν. Το κόκκινο αυτοκίνητο είναι στα δεξιά και το άσπρο ανεβασμένο στο πεζοδρόμιο. Αυτή τη στιγμή μας φωτογραφίζουν». Η Αλεξάνδρα του άνοιξε την πόρτα. Καθώς εκείνος χάζευε το σαλόνι της, η Αλεξάνδρα κρυφοκοίταξε απ’ την κουρτίνα και ήταν όπως το είχε πει ο Γουλφ –τα δυο αυτοκίνητα ήταν εκεί κι οι οδηγοί τους κρατούσαν φωτογραφικές μηχανές. «Έχουν τεράστιους τηλεφακούς στις φωτογραφικές μηχανές τους», σχολίασε. «Έμαθα από πικρή πείρα πως είναι καλύτερα να κρατάς τις κουρτίνες σου κλειστές», της απάντησε ο Γουλφ κι η Άλεξ άφησε την κουρτίνα να πέσει και στράφηκε προς το μέρος του. «Πώς ήξεραν ότι ερχόσουν εδώ;» «Υπάρχει πάντα κάποιος που με παρακολουθεί. Αυτό γίνεται εδώ και χρόνια». Κάθισε στον καναπέ κι άπλωσε τα μακριά του πόδια στο τραπεζάκι του σαλονιού. «Πόσον καιρό ζεις εδώ;» «Σχεδόν τρία χρόνια. Γιατί ρωτάς;» «Δεν έχεις και πολλά έπιπλα». «Η πρώην συγκάτοικός μου τα πήρε μαζί της στη Βοστόνη», του απάντησε ενώ σκεφτόταν πως παρ’ όλο που εκείνος φορούσε τζιν και ένα απλό μπλουζάκι, έδειχνε υπέρκομψος. Το πρόσωπό του, ο αέρας του, όλα φανέρωναν τη στόφα του σταρ. Ήταν περισσότερο από όμορφος, ήταν κομψός, ξεχωριστός, κούκλος. Σέξι.
Η Αλεξάνδρα ξεφύσηξε βιαστικά. Είχε ήδη πρόβλημα. Ο Γουλφ ήταν υπερβολικά σέξι για κείνη – και της είχε φανεί σέξι από την πρώτη φορά που τον είδε, σε κάποια ταινία φυσικά, πριν από οχτώ χρόνια. Στο Τα Χρόνια της Ανδρείας , το δεύτερό του φιλμ, είχε υποδυθεί έναν στρατιώτη. Παρ’ όλο που δεν ήταν ο πρωταγωνιστής, η ερμηνεία του ήταν τόσο δυνατή, που είχε κλέψει την παράσταση. Η Αλεξάνδρα θυμόταν πως είχε κλάψει όταν ο ήρωας που υποδυόταν ο Γουλφ πέθαινε λίγο πριν το τέλος της ταινίας. Της είχε αρέσει τόσο πολύ –και ως άντρας και ως ηθοποιός και ως ρόλος–, που δεν άντεχε να τελειώνει η ταινία χωρίς εκείνον. Τότε η Αλεξάνδρα ήταν μόνο δεκαπέντε χρονών, όμως δεν είχε ξεχάσει ούτε το πρόσωπο ούτε το όνομά του: Γουλφ Κέρικ. Και τώρα βρισκόταν καθισμένη απέναντί του. «Να υπογράψω το συμβόλαιο;» τον ρώτησε. «Νομίζεις πως θα τα καταφέρεις;» τη ρώτησε εκείνος. Καθώς μεγάλωνε είχε γίνει αγοροκόριτσο και περπατούσε όλο καμάρι με τις καουμπόικες μπότες της. Όμως όταν μετακόμισε στην Καλιφόρνια η αυτοπεποίθησή της εξανεμίστηκε και μόνο τώρα άρχιζε να συνειδητοποιεί πόσο της έλειπε η παλιά της περηφάνια. Κάποτε ήταν γενναία κι ατρόμητη. Πώς την άλλαξε τόσο πολύ η μετακόμιση στην Καλιφόρνια; Έφταιγε το Χόλιγουντ; Η κινηματογραφική βιομηχανία; Τι την έκανε να νιώθει τόσο μικρή και ασήμαντη; «Ναι. Το ξέρω πως θα τα καταφέρω», του απάντησε με θέρμη –κι όλως παραδόξως το πίστευε. Κάποτε έριχνε λάσο και ίππευε άγρια άλογα και πηδούσε απ’ τη στέγη του αχυρώνα μόνο και μόνο επειδή τα αδέρφια της έλεγαν πως δεν μπορούσε να το κάνει. Ήταν κορίτσι που δε δεχόταν το όχι ως απάντηση. Κι αν μπορούσε να ιππεύσει έναν ταύρο, τότε σίγουρα μπορούσε να βγει ραντεβού μ’ ένα λύκο*. * Γουλφ στα αγγλικά σημαίνει λύκος. (Σ.τ.Μ.) Χαμογέλασε μόνη της για το μικρό αστείο της, αλλά το χαμόγελό της έσβησε όταν αντίκρισε το βλέμμα του Γουλφ. «Και νομίζεις πως εμένα μπορείς να με καταφέρεις;» Η καρδιά της έχασε ένα χτύπο. Ήξερε τι εννοούσε εκείνος. Διάβαζε τα περιοδικά και ήξερε πως τον είχαν συλλάβει κάμποσες φορές για καβγάδες κι ότι δεν ήθελε και πολύ για να ξυπνήσει ο άγριος εαυτός του. Ήξερε, επίσης, πως οι γυναίκες τον έβρισκαν ακαταμάχητο και μια που κάποτε ήταν κι η ίδια ένα από αυτά τα ανόητα κορίτσια που ρίχνονταν στα πόδια του, ήξερε πως ποτέ δε θα επαναλάμβανε το ίδιο λάθος. «Ναι», του απάντησε με την ίδια βεβαιότητα. «Δε θα δυσκολευτώ μαζί σου. Μπορεί να είσαι διάσημος ηθοποιός, αλλά δεν είσαι παρά ένας άντρας. Δώσε μου τώρα το συμφωνητικό να ξεμπερδεύουμε». Της έδωσε τα έγγραφα κι η Άλεξ τα άπλωσε στο τραπεζάκι για να τα διαβάσει. Ήταν γραμμένο σωστά, όλοι οι όροι ήταν εντάξει, όλα όσα είχε ζητήσει. Με πυρετώδη αποφασιστικότητα, έβαλε την υπογραφή της και του το επέστρεψε: «Ορίστε, έτοιμο». «Μπράβο, πιτσουνάκι μου», της είπε κοροϊδευτικά εκείνος. Τα μάγουλά της έκαιγαν όταν τον κοίταξε κατάματα. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, αλλά δεν αποτράβηξε το βλέμμα της. «Δεν πρόκειται να λυγίσω, κύριε Κέρικ». «Αυτό είναι πρόκληση, δεσποινίς Σάναχαν;» «Όχι, απλώς σου το δηλώνω. Είχα λίγο χρόνο να σκεφτώ τα υπέρ και τα κατά της πρότασής σου και συμφώνησα, γιατί συμφέρει κι εσένα κι εμένα. Τώρα ξέρω τι θέλω και τι πρέπει να κάνω για να το καταφέρω. Και δεν πρόκειται να με εμποδίσεις να τα καταφέρω. Διακυβεύονται πολλά», του είπε
ξεροκαταπίνοντας. «Και για τους δυο μας». «Θα υπάρξει πίεση», παρατήρησε εκείνος. «Την αντέχω», του δήλωσε και σηκώθηκε. «Κάποιες φορές θα νιώθεις πως εισβάλλουν στη ζωή σου». «Το σκέφτηκα κι αυτό». «Είσαι στ’ αλήθεια έτοιμη να το αναλάβεις μέχρι τέλους; Έτοιμη για τη μεταμόρφωση, το καινούριο χτένισμα, τα ρούχα και την καινούρια σου εικόνα;» «Ναι». Σηκώθηκε κι εκείνος. «Αύριο θα πας στο Σαλόνι Ομορφιάς Χουάν Κάρλος, στο Μπέβερλι Χιλς. Θα σε περιμένουν –και θα φας εκεί όλη τη μέρα. Θα σε πάρει αυτοκίνητο από δω, στις εφτά». «Δε μου χρειάζεται λιμουζίνα, κύριε Κέρικ». «Είναι μέρος του ρόλου, δεσποινίς Σάναχαν. Και τώρα που συμφωνήσαμε, ώρα ν’ αφήσουμε τις τυπικότητες. Τώρα είμαστε εραστές», της είπε και πλησίασε προς το μέρος της. «Εσύ είσαι η Αλεξάνδρα κι εγώ ο Γουλφ κι είμαστε ένα πολύ ευτυχισμένο ζευγάρι». Στεκόταν τόσο κοντά της, που ένιωσε την ανάσα της να κόβεται. «Ναι», του είπε. «Απλώς ακολούθησε το παράδειγμά μου», της υπέδειξε. «Το παράδειγμά σου», επανέλαβε εκείνη νιώθοντας τη θέρμη του κορμιού του, την ξεκάθαρη δύναμή του. Έγειρε πίσω το κεφάλι της και κοίταξε το πρόσωπό του με τα έντονα ζυγωματικά, το μεγάλο μέτωπο και τα διαπεραστικά σκούρα μάτια. «Θα σε διευκολύνω». «Είσαι τόσο καλός ηθοποιός;» «Είμαι τόσο καλός εραστής». Εκείνη πισωπάτησε. «Είχες πει πως δεν μπαίνει θέμα σεξ...» «Δημοσίως, θα πρέπει να δείχνω πως σε ξελογιάζω. Για να κάνω τους φωτογράφους να ενδιαφερθούν». «Δημοσίως, ναι», του είπε με κοφτή ανάσα εκείνη. Εκείνος έσκυψε προς το μέρος της και τη φίλησε ανάλαφρα στο μάγουλο. «Όμως, κατ’ ιδίαν είμαστε μόνο φίλοι, σωστά;» της είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Μην ξεχάσεις να βάλεις το ξυπνητήρι σου. Η λιμουζίνα θα έρθει νωρίς». Ο Γουλφ έφυγε κι η Αλεξάνδρα στηρίχτηκε στην κλειστή πόρτα. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη δυνατά και χαμηλά στην κοιλιά της ένιωθε μια πρωτόγνωρη έξαψη. Τα πράγματα θα ήταν δύσκολα κι ίσως το να παριστάνει τη φιλενάδα του να ήταν το δυσκολότερο πράγμα που είχε κάνει στη ζωή της. Αμέσως όμως προσπάθησε να συνέλθει. Όχι άλλες αρνητικές σκέψεις, είπε στον εαυτό της. Τέρμα πια ο φόβος. Είχε πια υπογράψει κι έπρεπε να προχωρήσει. Κι αυτό θα έκανε. Βρισκόταν τέσσερα χρόνια στο Λος Άντζελες και διψούσε για περισσότερη δράση, για κάτι καινούριο –και ένας Θεός ήξερε πόσο πολύ ήθελε να κάνει ένα βήμα μπροστά. Κι ήταν αποφασισμένη να φτάσει ψηλά, ως την κορυφή. Φήμη, περιουσία, δύναμη, τα ήθελε όλα. Κι ήταν ώρα να κάνει αυτό για το οποίο εγκατέλειψε το Μπόουζμαν της Μοντάνα. Να κατακτήσει το Χόλιγουντ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Της έκοβαν τα μαλλιά. Το επόμενο πρωί, με μια προστατευτική πλαστική μπέρτα στους ώμους της, η Αλεξάνδρα παρακολουθούσε τον Χουάν Κάρλος να πιάνει τα μακριά της μαλλιά και να τα κόβει στο μήκος των ώμων. Τα μαλλιά της έφταναν κάτω απ’ τη μέση της από τότε που ήταν κοριτσάκι. Μια που ήταν η μοναδική κόρη, ο πατέρας της την ήθελε σαν πριγκίπισσα κι επέμενε να έχει τα μαλλιά της μακριά. Σύντομα, βέβαια, ο πατέρας της κατάλαβε πως τα μαλλιά της ήταν το μόνο το οποίο μπορούσε να ελέγξει, αφού η μικρή του πριγκίπισσα προτιμούσε να φορά τζιν και μπότες και να παίζει με τουβλάκια Lego και τανκς. Η Αλεξάνδρα διατήρησε τα μαλλιά της μακριά για χάρη του μπαμπά της και τώρα παραλίγο να δακρύσει. «Θα είναι πολύ όμορφα. Κι εσύ το ίδιο», την καθησύχασε ο Χουάν Κάρλος. «Κάνε υπομονή, θα δεις». Ήθελε να τον πιστέψει. Για μαλλιά επρόκειτο, όχι για κάτι σημαντικό. Κι αν δεν μπορούσε ν’ αντέξει το κόψιμο των μαλλιών της, τότε πώς θα άντεχε τις υπόλοιπες αλλαγές που την περίμεναν; «Και τώρα θ’ αλλάξουμε χρώμα», της είπε ο Χουάν όταν τέλειωσε το κόψιμο. Μισή ώρα αργότερα η Αλεξάνδρα προσπαθούσε ακόμη να συνηθίσει τη μυρωδιά της βαφής που είχαν απλώσει στα μαλλιά της. Της έκαναν διπλή διαδικασία –γενική βαφή και ανταύγειες– και η μυρωδιά του χημικού τής προκαλούσε ναυτία. Μα καλά, υπήρχαν γυναίκες που το έκαναν αυτό οικειοθελώς; Κλείνοντας τα μάτια της, προσπάθησε να ηρεμήσει. Μέτρησε ως το δέκα, τα άνοιξε ξανά –και αντίκρισε τη σχεδόν εξωγήινη εικόνα της στον καθρέφτη. Η Αλεξάνδρα έκλεισε πάλι τα μάτια της. Αυτή η ιστορία δε θα πήγαινε καλά. Πέντε ώρες αργότερα, πίσω στο σπίτι της, η Αλεξάνδρα κοίταζε στον καθρέφτη τη νέα, βελτιωμένη εικόνα του εαυτού της. Τα μαλλιά της έλαμπαν και έπεφταν σε πυκνές, σέξι μπούκλες γύρω απ’ το πρόσωπό της. Κοίταξε τα μάτια της που είχαν τονιστεί με μαύρη μάσκαρα και τα ψηλά ζυγωματικά που δεν ήξερε καν πως είχε. Η μακιγιέζ τής είχε δείξει πώς να χρησιμοποιεί τα χρώματα και το μολύβι ώστε να τονίζει τα χείλη, τα φρύδια και τα μάτια της. Κοιτάζοντας τον εαυτό της, σκέφτηκε πως φαινόταν μια χαρά. Όμορφη. Όμορφη όπως ποτέ πριν. Θηλυκή κι όμως κομψή. Και με αυτοπεποίθηση. Δυναμική. Χαμογέλασε. Ήταν στ’ αλήθεια όμορφη, σχεδόν όσο τα κορίτσια των περιοδικών. Και ίσως η αιτία να ήταν το μακιγιάζ, η βαφή των μαλλιών και το χτένισμα, όμως σίγουρα δεν ήταν πια το παχουλό κοριτσάκι των έντεκα, δώδεκα και δεκαπέντε χρόνων της. Δεν έμοιαζε ούτε με το γεροδεμένο δεκαεννιάχρονο κορίτσι που έφτασε στο Χόλιγουντ ανυπομονώντας ν’ αρχίσει να κάνει ταινίες. «Να έχεις αυτοπεποίθηση», ψιθύρισε στον εαυτό της. «Να είσαι γενναία». Μ’ ένα τελευταίο, αβέβαιο χαμόγελο έσβησε το φως του μπάνιου και πήγε στο σαλόνι. Προτού
αποφασίσει αν θ’ ανοίξει το ραδιόφωνο, την τηλεόραση ή αν θα ξεφυλλίσει κάποιο περιοδικό, χτύπησε το κουδούνι. Ω Θεέ μου, είχε νευρικότητα. Φοβόταν. Γιατί ήταν τόσο φοβισμένη; Άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη φορά που θα έβγαινε με τον Γουλφ, ούτε η πρώτη φορά που θα έμενε μόνη μαζί του. Με τα χέρια σφιγμένα στα πλευρά της πήρε μια βαθιά ανάσα και θύμισε στον εαυτό της τους λόγους για τους οποίους είχε έρθει στο Λος Άντζελες κι όλα όσα ήθελε να μάθει, να κάνει, να αποδείξει. Ίσως ο Γουλφ Κέρικ να ήταν πολύς για κείνη, ίσως αυτές οι δυο εβδομάδες να ήταν δύσκολες, όμως παίζοντας το ρόλο της θα κατακτούσε την επιτυχία. Σκούπισε τις ιδρωμένες παλάμες της στο μαύρο παντελόνι της κι άνοιξε την πόρτα. Ο Γουλφ στεκόταν εκεί, ψηλότερος και πολύ πιο επιβλητικός απ’ όσο τον θυμόταν. Κι ακόμη πιο όμορφος –κάτι που την ανησυχούσε επίσης. Όλη της τη ζωή ήταν κοντά σε μεγαλόσωμους άντρες. Ο Μπροκ ήταν ένα κι ενενήντα πέντε κι ο Κόρμακ σχεδόν το ίδιο. Τ’ αδέρφια της όμως είχαν πιο τραχιά ομορφιά –ήταν γοητευτικοί, αλλά τους έλειπε ο αισθησιασμός του Λατίνου που έκανε τα μάτια του Γουλφ μια ιδέα πιο σκοτεινά, το κάτω χείλι του κάπως πιο γεμάτο και τις μαύρες βλεφαρίδες του ακόμα πιο μακριές. Και θα ήταν καλά, αν εκείνος δεν ήξερε την επιρροή του στις γυναίκες. Όμως την ήξερε κι αυτό τον έκανε ακόμη πιο επικίνδυνο. Ο Γουλφ δεν ήταν απλώς γοητευτικός, ήταν σωστός πειρασμός. «Να πάρω την τσάντα μου», του είπε προσπαθώντας να καλμάρει τη νευρικότητά της. «Θέλεις να περάσεις;» «Αφού δε θ’ αργήσεις, θα περιμένω εδώ». Η Αλεξάνδρα γύρισε στο σαλόνι για να πάρει το μικρό, κομψό βραδινό πανάκριβο τσαντάκι της και για λίγο ένιωσε σαν να ήταν κι εκείνη διάσημη. Κι ενώ ήξερε πως η αιτία ήταν το χτένισμα, το μακιγιάζ και τα ρούχα, το να νιώθει έστω για μια φορά αληθινά όμορφη της φαινόταν υπέροχο. «Λοιπόν, τι θα κάνουμε απόψε;» ρώτησε τον Γουλφ. «Λέω να πιούμε κανένα ποτό και να πάμε για φαγητό». Η Αλεξάνδρα κατένευσε κι έκλεισε την πόρτα πίσω της. Πήγε να κατέβει τα σκαλιά, ο Γουλφ όμως κοντοστάθηκε κι έλεγξε ξανά την πόρτα για να βεβαιωθεί πως την είχε κλειδώσει καλά. Τον κοίταξε στα κλεφτά καθώς πήγαιναν προς τη Λαμποργκίνι του. Το ότι εκείνος είχε ελέγξει την πόρτα την είχε συγκινήσει και την είχε κάνει να αισθανθεί ασφαλής. Τον κοίταζε ακόμη λοξά, όταν στράφηκε προς το μέρος της και την κοίταξε κατάματα. Εκείνη ανατρίχιασε και διέγραψε την τελευταία της σκέψη. Ήταν ασφαλής όσο θα μπορούσε να είναι παρέα μ’ ένα λύκο. wWw.GreekLeech.info Ήταν μια ζεστή βραδιά, χωρίς καθόλου ομίχλη. Ο Γουλφ κατευθύνθηκε προς τη Σάντα Μόνικα και σταμάτησε μπροστά στο πολυτελές ξενοδοχείο Κάζα ντελ Μαρ, που η αξίας πενήντα εκατομμυρίων δολαρίων ανακαίνισή του είχε επαναφέρει την προπολεμική αίγλη του. Παρ’ όλο που η Αλεξάνδρα δεν είχε έρθει ξανά, ήξερε πως η Βεράντα, το πολυτελές μπαρ του ξενοδοχείου με τα τεράστια παράθυρα που έβλεπαν στον ωκεανό, ήταν φημισμένη για τους διάσημους σεναριογράφους και συγγραφείς που σύχναζαν εκεί. Η Βεράντα ήταν γεμάτη κόσμο όταν μπήκαν, παρ’ όλα αυτά βρέθηκε αμέσως θέση για να καθίσουν και η σερβιτόρα πήρε την παραγγελία τους. Αν και η Αλεξάνδρα θεώρησε εξαρχής πως ο χώρος βούιζε από γέλια και κουβέντες, τώρα που ο Γουλφ ήταν εκεί της φάνηκε πως οι συζητήσεις είχαν ζωηρέψει. Όλοι κοίταζαν προς το μέρος τους, άντρες και γυναίκες παρατηρούσαν τον Γουλφ φανερά γοητευμένοι. «Ξέχασα πως είσαι ένας διάσημος αστέρας», είπε η Αλεξάνδρα και κάθισε σφιγμένα στην καρέκλα
της, φοβούμενη να χαλαρώσει μήπως και χαλάσει το χτένισμά της και το προσεγμένο μακιγιάζ. «Το ξέχασες;» «Δηλαδή, ξέχασα πως θα ήταν κάπως έτσι. Όλοι σε κοιτάζουν. Παρατηρούν ό,τι λες και κάνεις. Είναι απίστευτο. Φαντάζομαι πως αυτό σημαίνει αστέρι. Είσαι το κέντρο της προσοχής». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του αδιάφορα. «Ο κόσμος είναι περίεργος. Θέλουν να διαπιστώσουν αν είμαι τόσο συναρπαστικός όσο οι ρόλοι που υποδύομαι». «Και είσαι;» Εκείνος σιγογέλασε. «Όχι». Άπλωσε το χέρι του, άγγιξε το δικό της κι ύστερα το έφερε στα χείλη του φιλώντας τ’ ακροδάχτυλά της προτού φιλήσει και την παλάμη της. «Λυπάμαι που το λέω, αλλά είμαι μάλλον βαρετός». Σιγά μην ήταν βαρετός! Τα μάτια του έλαμπαν κι η Αλεξάνδρα ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται καθώς τα χείλη του άγγιζαν την επιδερμίδα της. Με τίποτα δεν ήταν βαρετός. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Ο Γουλφ την έπιασε απ’ το χέρι και την τράβηξε προς το μέρος του. «Γουλφ», ψιθύρισε εκείνη διαμαρτυρόμενη, εκείνος όμως την αγνόησε και την επόμενη στιγμή η Αλεξάνδρα βρέθηκε καθισμένη στην αγκαλιά του. «Γουλφ!» επανέλαβε ενώ τα μάγουλά της κοκκίνισαν. «Καθόσουν πολύ μακριά», της απάντησε εκείνος. Η επαφή των κορμιών τους την αναστάτωνε και την έκανε να σφιχτεί ακόμα πιο πολύ. «Και τώρα είμαι πολύ κοντά», του είπε πνιχτά καθώς το χέρι του χάιδευε την πλάτη της. «Νομίζω πως είσαι μια χαρά». «Νιώθω γελοία». «Σου είπα πόσο πολύ μ’ αρέσουν τα μαλλιά σου;» Η Άλεξ νόμισε πως όλοι στη Βεράντα την κοίταζαν. «Σε παρακαλώ, άφησέ με. Ο κόσμος θ’ αρχίσει να κουτσομπολεύει». «Μα, αυτό δε θέλουμε;» Ο Γουλφ φυσικά είχε δίκιο, όμως το ότι ήξερε για ποιο λόγο βρισκόταν στην αγκαλιά του δεν άλλαζε το πώς ένιωθε ούτε την αντίδραση του κορμιού της. Γιατί το κορμί της όντως ανταποκρινόταν. Τα νεύρα της ήταν τεντωμένα κι ένιωθε ένα σωρό περίεργα πράγματα. Καυτά κύματα πόθου ξεκινούσαν χαμηλά στην κοιλιά της κι ύστερα ανέβαιναν ως τα στήθη της, ενώ ακόμη βαθύτερα, στο κέντρο του κορμιού της ξεκινούσε μια πρωτόγνωρη φωτιά που έκανε το μυαλό της να ξεστρατίζει. «Κάθισε μέχρι να πιούμε τα ποτά μας κι ύστερα θα σ’ αφήσω να φύγεις», της είπε εκείνος χαϊδεύοντας την πλάτη της λες κι ήταν κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Κι ίσως ο Γουλφ να μπορούσε να προσποιηθεί με άνεση, όμως η Αλεξάνδρα ένιωθε έτοιμη να εκραγεί από στιγμή σε στιγμή. Το άγγιγμά του δεν ήταν ανακουφιστικό ούτε χαλαρωτικό. Δεν μπορούσε να χαλαρώσει όταν κάθε σπιθαμή του κορμιού της αντιδρούσε τόσο έντονα. Ένιωθε ήδη τα στήθη της να φουσκώνουν, να γίνονται πιο ευαίσθητα ενώ η καυτή αίσθηση χαμηλά στην κοιλιά της την έκανε να σκέφτεται να το βάλει στα πόδια για να βρει λύτρωση. Στράφηκε και τον κοίταξε. Άραγε είχε την ίδια επίδραση πάνω της πριν τέσσερα χρόνια; Μάλλον όχι. Και αν την έκανε τότε να νιώθει έτσι, σήμερα τα συναισθήματά της απέναντί του θα ήταν διαφορετικά; «Νομίζω πως τράβηξε αρκετά», του ψιθύρισε. «Ούτε κατά διάνοια», της απάντησε εκείνος κι έπειτα τα χέρια του βρέθηκαν στη μέση της και τα δάχτυλά του άρχισαν ν’ ανεβαίνουν αργά προς τα στήθη της, ενώ εκείνη ένιωθε την ανάσα της να
κόβεται. Την ερέθιζε. Την ερέθιζε στ’ αλήθεια και μάλιστα μπροστά σε τόσο κόσμο. «Γουλφ! Άφησέ με να φύγω. Τώρα». «Υποτίθεται πως είμαστε εραστές». «Το ξέρω, αλλά είναι ανάγκη να το κάνουμε αυτό δημοσίως;» «Αν δεν το κάνουμε δημοσίως, κανείς δε θα το μάθει». «Ίσως... Ίσως, όμως, θα μπορούσαμε να προσποιηθούμε πως είμαστε από εκείνα τα ζευγάρια που δεν το συνηθίζουν». «Δε συνηθίζουν –τι πράγμα;» «Τις δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας». Εκείνος σιγογέλασε. «Εγώ όμως δεν έχω κανένα πρόβλημα με τις δημόσιες εκδηλώσεις τρυφερότητας αν μ’ αρέσει η γυναίκα που έχω κοντά μου». Την είχε αιχμαλωτίσει με το βλέμμα του κι η Αλεξάνδρα απέμεινε να κοιτάζει το χρώμα των ματιών του, κάτι ανάμεσα σε καστανό και μαύρο, ενώ σκεφτόταν πως έδειχναν τόσο σκοτεινά, τόσο έντονα και τόσο ζωντανά μ’ αυτή την ξεχωριστή λάμψη στα βάθη τους. Τότε, το χέρι του ταξίδεψε κατά μήκος της πλάτης της κι εκείνη ρίγησε, ενώ ο ερεθισμός της φούντωσε κι άλλο. Το χάδι του ήταν τέλειο, ούτε πολύ δυνατό ούτε άτονο. Και υπήρχε κάτι επάνω του, κάτι στο δυνατό κορμί του, στον τρόπο που έγερνε το κεφάλι του και στην πειρακτική λάμψη των ματιών του που την έκανε να νιώθει όμορφη, χαριτωμένη και θηλυκή. Ποθητή. Λες κι ήταν η μοναδική γυναίκα στην αίθουσα. Η μοναδική στο Λος Άντζελες, στην Καλιφόρνια ή και σ’ ολόκληρο τον πλανήτη. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε και καθώς τον κοίταζε βαθιά στα μάτια διέκρινε μικρές ασημένιες πινελιές κι αναρωτήθηκε αν έφταιγε ο απαλός φωτισμός του μπαρ ή αν αυτή ήταν η δική του, εσωτερική φλόγα που αντανακλούσε στο βλέμμα του και τον έκανε τόσο μοναδικό και ξεχωριστό. Φωτιά και πάγος, σκέφτηκε και η καρδιά της σφίχτηκε, γιατί εκείνος ήταν αυτό ακριβώς. Η Άλεξ το συνειδητοποιούσε τώρα κοιτάζοντας το σκληρό αλλά εκφραστικό και αισθησιακό πρόσωπό του με τα λαμπερά, μαύρα μαλλιά και τα εξίσου έντονα μαύρα φρύδια. «Τώρα εσύ είσαι που έχεις στυλώσει το βλέμμα σου πάνω μου», την πείραξε εκείνος ενώ το χέρι του άρχισε να χαϊδεύει τους ώμους της, διώχνοντας μακριά όλους τους φόβους και την έντασή της, κάνοντας όλες τις αντιστάσεις της να διαλυθούν. Η Αλεξάνδρα δεν κατάλαβε πότε ακριβώς άρχισε να χαλαρώνει στην αγκαλιά του και ν’ απολαμβάνει το άγγιγμά του, όμως τελικά δεν ήθελε πια να φύγει από κοντά του. Η σερβιτόρα εμφανίστηκε με τα κοκτέιλ τους κι ο Γουλφ της έκανε νόημα να τ’ αφήσει στο τραπεζάκι. Χαμογελώντας εκείνη, άφησε τα ποτά κι έφυγε, όχι όμως προτού κοιτάξει την Αλεξάνδρα από την κορφή ως τα νύχια. Η Αλεξάνδρα το αντιλήφθηκε κι αναρωτήθηκε αν όλοι την κοίταζαν κατ’ αυτό τον τρόπο. Ο Γουλφ της έδωσε το μαρτίνι της κι ύστερα πήρε το δικό του. Τσούγκρισαν τα ποτήρια τους κι η Αλεξάνδρα έφερε το δικό της στα χείλη της, περίεργη να δοκιμάσει τη γεύση του μαρτίνι-σοκολάτα, ενός κοκτέιλ που είχε ακουστά αλλά δεν είχε πιει ποτέ. Ήταν ζεστό, δυνατό, γλυκό. Έκανε μια γκριμάτσα καθώς έπινε μια γουλιά. «Δε σου αρέσει;» τη ρώτησε ο Γουλφ. «Είναι διαφορετικό». «Συμπεραίνω πως εννοείς όχι ωραίο». «Το διαφορετικό μπορεί να είναι και καλό, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση, διαφορετικό σημαίνει
απλά διαφορετικό». «Μμμ», είπε εκείνος κι η Αλεξάνδρα περισσότερο ένιωσε παρά είδε το γέλιο του. «Μη μου πεις πως γελάς μαζί μου!» «Η αλήθεια είναι πως ναι». Κι όπως εκείνη πήγε να διαμαρτυρηθεί, ο Γουλφ την τράβηξε κοντά του και σκέπασε τα χείλη της με τα δικά του. Η γεύση του φιλιού του, ένα μείγμα γλυκιάς σοκολάτας και παγωμένης βότκας έκανε τις αισθήσεις της να πάρουν φωτιά. Ρίγησε ολόκληρη ενώ οι θηλές της σκλήρυναν. Εκείνη τη στιγμή το φιλί του έγινε πιο βαθύ και απαιτητικό, κάνοντας το στόμα της να μισανοίξει. Το κεφάλι της γύριζε, το κορμί της πλημμύριζε απ’ τη γλυκιά και καυτή αίσθηση τού πόθου. Χωρίς να σκεφτεί τίποτα έγειρε πάνω του αποζητώντας τον, λαχταρώντας να γευτεί κι άλλο την αισθησιακή ευχαρίστηση που της πρόσφερε. Τελικά εκείνος ανασήκωσε το κεφάλι του. Η Άλεξ, ζαλισμένη, ανοιγόκλεισε τα μάτια της προσπαθώντας να συνέλθει, όμως το μόνο που ένιωθε ήταν τα χείλη της, τρυφερά, πρησμένα κι ευαίσθητα. Κι είχε σαστίσει επειδή ο Γουλφ μπόρεσε να κάμψει τόσο εύκολα όλες τις αντιστάσεις της και να την κάνει να λιώσει με το φιλί του. Έφερε τα δάχτυλά της στο στόμα της κι ένιωσε το κάτω χείλι της να τρέμει ενώ το αίμα κυλούσε καυτό στις φλέβες της. Ένα μόνο φιλί –και τώρα ήθελε περισσότερα. Ένα φιλί –και ήθελε να περάσει τα χέρια της στα πυκνά, εβένινα μαλλιά του και να φέρει το πρόσωπό του κοντά στο δικό της, να τον νιώσει, να αισθανθεί τα γένια του, το στόμα του, το πιγούνι του. «Φαίνεσαι λίγο πιο χαλαρή», της είπε εκείνος φέρνοντας το χέρι της στο στόμα του και φιλώντας την εκεί που ο σφυγμός της χτυπούσε φρενιασμένα. «Φταίει το μαρτίνι-σοκολάτα», είπε αμήχανα εκείνη. «Κι εγώ που νόμιζα πως έφταιγε το φιλί μου». Έφερε το ποτήρι στα χείλη της και ήπιε άλλη μια μεγάλη γουλιά για να κρύψει το πόσο την αναστάτωνε εκείνος. Το κοκτέιλ την έκανε να νιώθει πιο δυνατή και πιο ήρεμη απ’ όσο θα αισθανόταν κανονικά. Μέχρι την ώρα που επέστρεψαν στο σπίτι της, κοντά στα μεσάνυχτα, η Αλεξάνδρα γελούσε με την καρδιά της. Δεν ήξερε αν έφταιγε το ποτό ή οι προσπάθειες του Γουλφ να είναι γοητευτικός, αλλά η ίδια στο τέλος το διασκέδασε. Ύστερα από τα ποτά στο Κάζα ντελ Μαρ, πήγαν στο Χιούστον’ς για φιλέτο, σαλάτα και κρασί και γι’ άλλη μια φορά όλα τα βλέμματα στράφηκαν πάνω τους ενώ και εκεί τους βρήκαν άμεσα τραπέζι. Ο Γουλφ δεν ήταν ο μόνος διάσημος που δειπνούσε στο εστιατόριο, υπήρχαν κι άλλοι γνωστοί ηθοποιοί και μάλιστα δυο απ’ αυτούς ήρθαν να τους χαιρετήσουν. Και τώρα τη συνόδευε στο σπίτι της. Ξεκλείδωσε, μπήκε μέσα κι εκείνος την ακολούθησε κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Για μια στιγμή η Άλεξ γέμισε πάλι νευρικότητα και προσμονή. Άραγε θα τη φιλούσε ξανά; Εκείνος όμως έλεγξε τα δωμάτια, βεβαιώθηκε πως όλα ήταν εντάξει, της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο, την καληνύχτισε και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητό του. Το αδερφικό φιλί του την επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ένα ιδιωτικό φιλί, πίσω από κλειστές πόρτες κι αποδείκνυε πώς είχαν στ’ αλήθεια τα πράγματα. Δεν ήταν η αγαπημένη του, δεν ήταν το κορίτσι του. Δεν ήταν καν το αποψινό ραντεβού του. Ήταν απλά κάποια που πληρωνόταν για να υποδυθεί ένα ρόλο. Κάθε φιλί, ψίθυρος, υπονοούμενο ήταν για τον Τύπο και τους παπαράτσι.
Η Άλεξ στηρίχτηκε στην πόρτα και θυμήθηκε τα φιλιά τους. Υπήρχε τόση έξαψη! Όταν τη φίλησε ο Γουλφ, εκείνη ένιωσε απίστευτα υπέροχα, όμορφα, εκπληκτικά. Πήγε στο μπάνιο όπου έπιασε τα μαλλιά της σε αλογοουρά και αφαίρεσε το μακιγιάζ. Λίγο αργότερα, ήταν στο κρεβάτι της με το σεντόνια τραβηγμένα ως το σαγόνι. Λοιπόν, σήμερα έμαθες κάτι σημαντικό, είπε στον εαυτό της. Άλλο είναι η αλήθεια κι άλλο η προσποίηση, άλλο η πραγματικότητα κι άλλο η φαντασία. Και δεν είναι κακό ν’ απολαμβάνεις τη φαντασία αρκεί να μην την μπερδεύεις με την πραγματικότητα. Κάνεις μια δουλειά κι αυτό είναι όλο. Χωρίς συναισθήματα κι ελπίδες. Αυτή η ιστορία, θύμισε στον εαυτό της, είναι απλώς μια δουλειά. * Το επόμενο πρωί βρισκόταν στη δουλειά της όταν έφτασε μια ντουζίνα ροζ τριαντάφυλλα. Όλες οι συνάδελφοί της στριμώχτηκαν πίσω απ’ την καρέκλα της, βγάζοντας διάφορα επιφωνήματα και προσπαθώντας να διαβάσουν την κάρτα. Σ’ ευχαριστώ για την αξέχαστη βραδιά. Ανυπομονώ για την επόμενη. Γουλφ. Η Κρίστι, βοηθός παραγωγής, της βούτηξε την κάρτα απ’ τα χέρια. «Γουλφ; Μόνο έναν Γουλφ ξέρω», είπε. «Χμμ», έκανε η Άλεξ και παραμέρισε τα εντυπωσιακά λουλούδια για να βολέψει τις σελίδες που είχε φωτοτυπήσει. Όμως η Κρίστι δεν το έβαζε εύκολα κάτω. Ακούμπησε στην άκρη του γραφείου και κούνησε την κάρτα μπροστά στην Άλεξ. «Γουλφ», της είπε. Η Άλεξ την κοίταξε. «Νομίζω πως έτσι γράφει». «Γουλφ Κέρικ;» «Τι θέλεις να σου πω, Κρίστι;» «Βγαίνεις με τον Γουλφ Κέρικ;» Η Αλεξάνδρα ανασήκωσε τους ώμους της, τακτοποιώντας τις υπόλοιπες φωτοτυπίες. «Δεν ξέρω αν βγαίνουμε ακριβώς. Βγήκαμε χτες βράδυ για φαγητό και ποτό...» «Πρώτη φορά;» «Ε, να, όχι ακριβώς. Φάγαμε μαζί κι ένα μεσημέρι και πέρασε και μερικές φορές απ’ το σπίτι...» «Σοβαρά;» Η Αλεξάνδρα έπνιξε ένα χαμόγελο. Η αποσβολωμένη έκφραση της Κρίστι ήταν το κάτι άλλο. «Γνωριστήκαμε μόλις την προηγούμενη εβδομάδα. Ποιος ξέρει πού μπορεί να βγάλει;» Η Κρίστι δεν κοίταζε πια την κάρτα, αλλά την Άλεξ. «Είναι κάτι περισσότερο. Κάτι τρέχει. Έχεις αλλάξει, ξέρεις. Είσαι... όμορφη». «Δεν ήμουν πριν;» «Όχι έτσι». Απηυδισμένη, η Αλεξάνδρα πέταξε την κάρτα στο βάθος του συρταριού της και προσπάθησε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της, όμως η Κρίστι και τα υπόλοιπα κορίτσια περίμεναν λεπτομέρειες. Ήξερε πως έπρεπε να τους πει κάτι –κι άλλωστε αυτό δεν υποτίθεται πως έπρεπε να κάνει; Να πείσει τον κόσμο πως ήταν η φιλενάδα του Γουλφ; «Αν μου κάνει πρόταση, θα σας το πω». *
Στις τρεις εκείνο το απόγευμα η τηλεφωνήτρια δέχτηκε μια κλήση κι ενημέρωσε την Αλεξάνδρα πως ο Γουλφ Κέρικ ήθελε να της μιλήσει. Μόνο που διάλεξε να της το πει μέσω του συστήματος της ενδοσυνεννόησης κι έτσι τώρα όλα τα μάτια ήταν στραμμένα ξανά πάνω της. Σήκωσε το ακουστικό κι όσο πιο κοφτά μπορούσε είπε: «Αλεξάνδρα Σάναχαν». «Γουλφ Κέρικ», άκουσε τη βαθιά, βραχνή φωνή του στην άλλη άκρη της γραμμής. «Γεια σου». «Θέλεις να σου φέρω καφέ;» «Όχι, ευχαριστώ». «Να έρθω να σε πάρω για να βγούμε για καφέ;» «Γουλφ, δουλεύω». «Όχι και πολύ σκληρά». «Τι πάει να πει αυτό;» «Εμένα μου φαίνεται πως κάθεσαι κι απλώς κοιτάζεις το γραφείο μπροστά σου». «Πώς το ξέρεις εσύ;» ρώτησε η Άλεξ προτού συνειδητοποιήσει πως επικρατούσε σιγή στο χώρο. Ανασήκωσε το κεφάλι της και είδε τον Γουλφ με σκούρο τζιν και μαύρο λινό πουκάμισο ξεκούμπωτο στο στήθος, να στέκεται στο γραφείο της ρεσεψιόν και να της μιλά απ’ το κινητό του. Ω Θεέ μου, ήταν όμορφος σαν αμαρτία. «Τι κάνεις;» ψιθύρισε κι έσκυψε το κεφάλι της προσπαθώντας να μη δει εκείνος το κοκκίνισμά της. «Σε κοιτάζω». Έκλεισε τα μάτια της. «Γιατί;» «Επειδή μου αρέσει». «Γουλφ». «Μπορείς να το πεις ξανά με λίγο περισσότερο πάθος;» «Όχι!» Ετοιμάστηκε να κατεβάσει με ορμή το ακουστικό, αλλά αμέσως μετά θυμήθηκε πως υπήρχαν θεατές τριγύρω κι έτσι το κατέβασε πιο μαλακά ενώ ο Γουλφ πλησίαζε αργά προς το μέρος της. Άκουγε τα κορίτσια να ψιθυρίζουν συνεπαρμένα καθώς εκείνος περνούσε και σίγουρα τις άκουγε και ο Γουλφ. Όταν έφτασε στο γραφείο της στάθηκε μπροστά της, με το μισάνοιχτο πουκάμισό του, προσφέροντας τόσο σ’ εκείνη όσο και στις υπόλοιπες κοπέλες τη θέα του ηλιοκαμένου, μυώδους στέρνου του. Της χαμογελούσε, όμως όλα πάνω του θύμιζαν λύκο σε εγρήγορση, λίγο πριν επιτεθεί. «Ήρθα να σε κλέψω», της είπε. Η Αλεξάνδρα δεν περίμενε να τον δει τόσο γρήγορα. Νόμιζε πως θα τον συναντούσε ξανά ίσως μέσα στο Σαββατοκύριακο κι όμως να που τώρα στεκόταν μπροστά της και δημιουργούσε μπελάδες. Κι εκείνη δεν ήταν έτοιμη για μπελάδες. Όχι για τέτοιου είδους μπελάδες. Η χτεσινή νύχτα την είχε πληγώσει. Είχε περάσει τόσο όμορφα, είχε διασκεδάσει τόσο μαζί του κι είχε πιστέψει πως κι εκείνος απολάμβανε το ίδιο τη συντροφιά της, όμως ο Γουλφ έδινε απλώς παράσταση. Έπαιζε θέατρο. Χαμογέλασε όσο πιο λαμπερά, όσο πιο σίγουρα μπορούσε για να κρύψει την ταραχή της. «Μακάρι να μπορούσα να φύγω. Όμως έχω πολλή δουλειά κι ο Ντάνιελ...» «Έχει δώσει ήδη την άδειά του να φύγεις για την υπόλοιπη μέρα», της είπε ο Γουλφ και της χαμογέλασε. «Λοιπόν, πάρε την τσάντα σου και πάμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ήταν ένα υπέροχο απόγευμα και στο λαμπερό γαλάζιο ουρανό της Καλιφόρνιας έλαμπε ο ήλιος. Ο Γουλφ αυτή τη φορά οδηγούσε μια αστραφτερή κόκκινη Φεράρι. Ένα από τα μεγαλοστελέχη της κινηματογραφικής εταιρείας που μόλις έφευγε απ’ το γραφείο του, ήρθε προς το μέρος του για να τον χαιρετήσει και να τον συγχαρεί για το αυτοκίνητο. «Είναι Σουπεραμέρικα, σωστά; Με κινητή οροφή», του είπε καθώς του έσφιγγε το χέρι. Ο Γουλφ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να περάσει η Αλεξάνδρα. «Ναι, είναι», απάντησε. «Πριν λίγο καιρό διάβαζα για την οροφή αυτού του μοντέλου. Όντως ανοίγει μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα;» Ο Γουλφ τώρα κατευθυνόταν προς τη θέση του οδηγού. «Ναι, όντως». «Και πόσο κοστίζει; Μισό εκατομμύριο;» Ο Γουλφ έβαλε μπροστά και λίγο πριν βάλει όπισθεν του είπε: «Κάτι λιγότερο από τόσο». Ο άλλος άντρας σφύριξε με θαυμασμό: «Ωραίο αυτοκίνητο». Ο Γουλφ έγνεψε κι απομακρύνθηκε. Η Αλεξάνδρα όμως είχε μείνει άναυδη: «Αυτό το αυτοκίνητο κοστίζει μισό εκατομμύριο δολάρια;» «Όχι τόσα πολλά. Μάλλον ένα τρίτο του εκατομμυρίου. Απ’ ό,τι βλέπω όμως δεν το εγκρίνεις». «Δεν καταλαβαίνω γιατί κανείς θα ξόδευε τόσα χρήματα για ν’ αγοράσει ένα αυτοκίνητο». «Τα έχω τα χρήματα». «Ναι, αλλά...» Άφηναν πίσω τους το Κάλβερ Σίτι και κατευθύνονταν προς τη Σάντα Μόνικα. «Αλλά τι;» «Θα μπορούσε κάποιος να κάνει πολλές καλές πράξεις μ’ αυτά τα χρήματα. Να ταΐσει παιδιά που πεινάνε, να δώσει στέγη σε άστεγους και άλλα τέτοια πράγματα. Το ξέρω πως δε με αφορά. Μακάρι όμως να είχα τα χρήματα για να βοηθήσω περισσότερους ανθρώπους. Νομίζω πως όλοι πρέπει να βοηθάμε όσο μπορούμε». Ο Γουλφ την κοίταξε για ένα ατέλειωτο λεπτό. «Συμφωνώ», της είπε ήρεμα πριν στρέψει ξανά την προσοχή του στο δρόμο. Συνέχισαν την πορεία τους προς το Μάλιμπου αμίλητοι. Ο Γουλφ οδηγούσε καλά, γρήγορα αλλά έμπειρα και, καθώς απ’ τη μια ήταν οι λόφοι κι απ’ την άλλη πλευρά απλωνόταν η θάλασσα, η Αλεξάνδρα ένιωθε λες κι έπαιρνε μέρος στο γύρισμα κάποιας ταινίας. Εκείνος ήταν ασυνήθιστα σιωπηλός ύστερα απ’ το σχόλιό της, αλλά η ίδια δε μετάνιωνε που πίστευε πως έπρεπε να βοηθάμε τους άλλους και πως ένα τόσο ακριβό αυτοκίνητο ήταν πεταμένα χρήματα. Ο Γουλφ μπορούσε ν’ αγοράζει ό,τι ήθελε κι εκείνη να σκέφτεται ό,τι ήθελε. Άλλωστε δεν ήταν ανάγκη να συμφωνούν, δεν ήταν πραγματικό ζευγάρι. Τελικά η Αλεξάνδρα δεν μπόρεσε ν’ αντέξει άλλο τη σιωπή. Προσπάθησε να ξεκινήσει κουβέντα: «Είσαι ενθουσιασμένος με την καινούρια σου ταινία;» «Ενθουσιασμένος; Δε θα το ’λεγα, όμως θα χαρώ να δουλέψω ξανά. Η δουλειά με αποσπά και κρατά το μυαλό μου μακριά από άλλα πράγματα». Δεν ήταν η απάντηση που περίμενε εκείνη. Φανταζόταν πως ο Γουλφ απολάμβανε την ηθοποιία,
νόμιζε πως του άρεσε που ήταν ένας απ’ τους πιο περιζήτητους ηθοποιούς. «Τι πράγματα;» Την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Όλοι έχουμε τα φαντάσματα και τους δαίμονές μας». «Και δε σκοπεύεις να μου πεις τα δικά σου». «Όχι». «Πηγαίνεις ποτέ στην πατρίδα σου;» τον ρώτησε ξαφνικά χωρίς να ξέρει πώς της ήρθε, αλλά γεμάτη περιέργεια για κείνον, περιέργεια για το παρελθόν και τους δαίμονες που είχε μόλις αναφέρει. «Στην Ιρλανδία ή στην Ισπανία;» «Ποια θεωρείς εσύ πατρίδα σου;» «Και τα δυο μέρη υποθέτω. Μιλώ και τις δυο γλώσσες και ανατράφηκα και στις δυο χώρες». «Η μητέρα σου ήταν Ισπανίδα». «Από το Κάντιθ», της είπε. «Γεννήθηκα εκεί, όμως όταν ήμουν δώδεκα οι γονείς μου χώρισαν και μετακόμισα με τον πατέρα μου στο Δουβλίνο. Την Ισπανία τη νιώθω τόπο μου έτσι όπως ποτέ δε θα νιώσω το Δουβλίνο, όμως στην Ιρλανδία αισθάνομαι άνετα, μου αρέσει ο κόσμος εκεί». «Κι όμως βρίσκεσαι εδώ, στην Αμερική». «Αυτό απαιτούσε η καριέρα μου». Η Αλεξάνδρα του έριξε μια κλεφτή ματιά. «Το μετάνιωσες ποτέ που έγινες ηθοποιός;» Εκείνος δίστασε προτού της απαντήσει, κατέβασε ταχύτητα κι όταν το φανάρι έγινε πράσινο επιτάχυνε μέχρι που βρέθηκαν στο πάρκινγκ του Μάλιμπου Κόφιχαουζ. Σβήνοντας τη μηχανή, στράφηκε προς το μέρος της. «Μετανιώνω κάθε μέρα», της απάντησε σοβαρά. Αφού πήραν τον καφέ τους ο Γουλφ οδήγησε προς ένα από τα πάρκινγκ του Χάιγουεϊ 1, με την πανοραμική θέα, και πάρκαρε. Βγήκαν απ’ το αυτοκίνητο και πήγαν ως την άκρη της πλαγιάς για ν’ απολαύσουν τη θέα. Ο Γουλφ πήρε μια βαθιά ανάσα γεμίζοντας τα πνευμόνια του με την αύρα του Ειρηνικού ωκεανού. Λάτρευε τον ωκεανό, λάτρευε τους λόφους του Μάλιμπου. Η περιοχή εδώ του θύμιζε τις νότιες και δυτικές ακτές της Ιρλανδίας, ειδικά όταν έπεφτε ομίχλη και κάλυπτε τα πάντα. Αν δεν υπήρχε ο ωκεανός, ο Γουλφ δεν πίστευε πως θα είχε καταφέρει να παραμείνει στη νότια Καλιφόρνια. Μισούσε το Λος Άντζελες, την τόσο ψεύτικη, επιφανειακή και ρηχή ατμόσφαιρά του, τους ανθρώπους του χώρου του –και ήταν τόσοι πολλοί στο Λος Άντζελες– οι οποίοι φοβούνταν να είναι αληθινοί, ανθρώπινοι. Φοβούνταν τα σώματά τους, την ηλικία τους, τα μειονεκτήματά τους, τα κουσούρια τους. Οι γυναίκες έχαναν κάθε μέτρο για να είναι όμορφες: πλαστικές, λίφτινγκ, λιποαναρροφήσεις, αυξητικές στήθους. Ασχολούνταν τόσο με τον εαυτό τους, δε δέχονταν να γεράσουν φυσιολογικά, είχαν εμμονή με την εικόνα τους, με το πώς τις έβλεπαν οι άλλοι και πόσο ελκυστικές ήταν σε σύγκριση με τις άλλες γυναίκες. Ω Θεέ, του έλειπαν τρομερά οι αληθινές γυναίκες. Του έλειπε η εξυπνάδα και τα πειράγματά τους, τα γέλια και τα χαμόγελα που σχημάτιζαν λεπτές ρυτίδες στα μάτια και το μέτωπό τους αντί για τα πρόσωπα με την παγωμένη –λόγω μπότοξ– έκφραση. Θα ήθελε πολύ να πιει ένα ποτό με μια κοπέλα που μπορούσε να αρθρώσει μια γνώμη, να φάει τηγανητές πατάτες και να μην ανησυχεί συνεχώς για τη σιλουέτα της. Το Δουβλίνο έμοιαζε τόσο μακρινό και κάτι τέτοιες στιγμές του έλειπε απίστευτα η παλιά του ζωή –η καθημερινή απλή ζωή πριν γίνει διάσημος. Ήταν ακουμπισμένοι στο πανάκριβο αυτοκίνητό του κι η Αλεξάνδρα τον παρατηρούσε να πίνει τον καφέ του. Από τη στιγμή που έφυγαν από το Μάλιμπου Κόφιχαουζ ο Γουλφ ήταν ασυνήθιστα
σιωπηλός. Τώρα έδειχνε συλλογισμένος κι εκείνη αναρωτήθηκε ξανά γιατί δεν απολάμβανε το ότι ήταν επιτυχημένος ηθοποιός και γιατί η φήμη του δεν ήταν σημαντική για κείνον. Ήταν λοιπόν τόσο κακομαθημένος; Ήταν η αλαζονεία που δεν τον άφηνε να εκτιμήσει τις επιτυχίες του; Ή μήπως ήταν κάτι άλλο; «Δεν έχεις κανονίσει κάτι γι’ αργότερα, έτσι;» τον ρώτησε. «Έχουμε να πάμε για δείπνο στο Σπάγκο». Οποιαδήποτε άλλη στιγμή η Αλεξάνδρα θα ενθουσιαζόταν με την προοπτική αυτή. Το όνομα και η φήμη του διάσημου σεφ Βόλφγκανγκ Πουκ μιλούσαν από μόνα τους. Όμως ήταν κουρασμένη – τελευταία δεν κοιμόταν καλά– και το μόνο που ήθελε ήταν μια ήσυχη νύχτα σπίτι της, κουλουριασμένη στον καναπέ αγκαλιά μ’ ένα καλό βιβλίο. «Πρέπει να έρθω κι εγώ;» «Ναι». «Γιατί;» Την κοίταξε ανέκφραστος. «Είναι τα γενέθλια του Ράι Πράιβεν». Ο Ράι Πράιβεν ήταν ο καινούριος κούκλος του Χόλιγουντ, ένας εντυπωσιακός Αυστραλός που είχε παίξει σε μια ταινία μαζί με τον Γουλφ. Η ταινία ήταν στο μοντάζ και θα έβγαινε στις αίθουσες λίγο πριν τα Χριστούγεννα, μαζί με όσες ταινίες ήταν υποψήφιες για τα Βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου. «Μα ο Ράι Πράιβεν δε με γνωρίζει...» «Όλοι θα έρθουν συνοδευόμενοι», απάντησε τραχιά ο Γουλφ. «Κι εσύ υποτίθεται πως είσαι το ταίρι μου. Ο Ράι οργανώνει μόνος το πάρτι για λίγους φίλους, κάπου έξι άτομα νομίζω, έτσι το να λείψω θα φανεί ύποπτο, ειδικά απ’ τη στιγμή που του έχω πει πως θα πάω». «Δεν είπα να μην πας, είπα μόνο πως εγώ δεν έχω κέφι να έρθω». Την κοίταξε πίνοντας μια γουλιά καφέ. «Δε με συμπαθείς και πολύ, έτσι δεν είναι;» «Όχι», ξεφούρνισε εκείνη κι αμέσως το μετάνιωσε. «Γιατί όχι;» ρώτησε ο Γουλφ και περίμενε την απάντησή της. «Κρίμα που δεν μπορείς να μου παραθέσεις τα μειονεκτήματά μου». Η Αλεξάνδρα του έριξε μια λοξή ματιά που δε φάνηκε να τον πτοεί καθόλου. «Οι αρχές και οι αξίες σου είναι για κλάματα. Θα μπορούσες να είσαι αληθινά υπέροχος, να είσαι... μοναδικός. Αντί γι’ αυτό, όμως, εσύ χρησιμοποιείς τους ανθρώπους. Τους εκμεταλλεύεσαι κι αυτό το μισώ». «Έτσι, μισείς κι εμένα». «Εγώ...» Η Αλεξάνδρα ετοιμάστηκε να διαμαρτυρηθεί, αλλά σταμάτησε. Δεν ήθελε να του πει ψέματα, γιατί, αν άρχιζε τα ψέματα, δε θα σταματούσε πουθενά. Ήταν ήδη άσχημο που είχε δεχτεί να παίξει αυτόν το ρόλο, αλλά να γίνει κι η ίδια τόσο ψεύτικη όσο ο ρόλος της; Όχι. Δε θα ξεπουλιόταν, δεν μπορούσε. «Το μίσος είναι πολύ δυνατή λέξη. Όμως δεν μπορώ να πω ότι μου αρέσεις ούτε σ’ έχω και σε μεγάλη υπόληψη. Φαίνεσαι πολύ κακομαθημένος, βαριεστημένος και αλαζόνας. Επίσης, είσαι εγωιστής». «Είσαι σκληρή γυναίκα, Αλεξάνδρα Σάναχαν». Ξαφνικά εκείνη ένιωσε το θυμό της να ξεθυμαίνει. Δεν ήθελε, δεν της άρεσε να είναι θυμωμένη. «Χρησιμοποιείς τις γυναίκες, τις κάνεις να σ’ ερωτεύονται και να θέλουν απεγνωσμένα να σε εντυπωσιάσουν, να σ’ ευχαριστήσουν. Κι είναι κρίμα, γιατί ποτέ δε θα ξέρεις αν οι άλλοι σε συμπαθούν για σένα τον ίδιο ή επειδή είσαι διάσημος ηθοποιός». «Ή αν με θέλουν για το κορμί μου ή για τα μάτια μου».
Η Αλεξάνδρα παραλίγο να πνιγεί με τον χλιαρό πια καφέ της. «Και γι’ αυτό ακριβώς δε μου είσαι συμπαθής. Είσαι τόσο απίστευτα...» Πήρε μια κοφτή ανάσα. «... Τόσο...» «Ναι;» «Αχάριστος». «Αχάριστος», επανέλαβε ο Γουλφ. «Έχεις τόσα πολλά –σχεδόν τα πάντα– κι ούτε που τα εκτιμάς». «Και ποια είναι τα πάντα;» «Όλα. Εσύ, η ομορφιά σου, τα πλούτη, η φήμη, η ευφυΐα, η επιτυχία. Τα έχεις όλα, έχεις περισσότερα απ’ οποιονδήποτε ξέρω. Όμως νιώθεις ποτέ έστω ευγνώμων; Συνειδητοποιείς πόσο ευλογημένος είσαι; Δεν το νομίζω». «Σε προσέλαβα για να παραστήσεις τη φιλενάδα μου κι όχι τη φωνή της συνείδησής μου». «Δε νομίζω να διαθέτεις καθόλου συνείδηση!» Ανασήκωσε τους ώμους της. «Κι έχεις δίκιο, αυτό δε με αφορά. Όπως δε με αφορά με ποια κοιμάσαι. Ούτε το πόσες γυναίκες αλλάζεις μέσα στη βδομάδα. Είσαι ελεύθερος να έχεις όσες θέλεις, να τις χρησιμοποιείς και να τους φέρεσαι όπως σου καπνίσει, μια που απ’ τη στιγμή που σου προσφέρονται οικειοθελώς δε φταις εσύ». «Σωστά». «Λάθος!» Πέταξε εκνευρισμένη το κυπελλάκι του καφέ στον κάδο των σκουπιδιών και στράφηκε προς το μέρος του. «Μόνο και μόνο επειδή οι γυναίκες σού δίνονται, δε σημαίνει πως πρέπει και να τις χρησιμοποιείς. Επειδή τυφλώνονται απ’ την ομορφιά και τη φήμη σου κι ελπίζουν πως μια βραδιά σεξ θα γίνει στο τέλος έρωτας, δε σημαίνει πως εσύ μπορείς να τις εκμεταλλεύεσαι». Εκείνος μισογέλασε. «Ίσως να μην εκμεταλλεύομαι εγώ αυτές τις γυναίκες. Ίσως να με εκμεταλλεύονται εκείνες. Ίσως να ξέρουν πως μια βραδιά σεξ είναι μονάχα αυτό και τίποτα παραπάνω και το πρωί να φεύγουν ευχαριστημένες που πέρασαν όμορφα μαζί μου. Μπορούν μετά να καυχώνται, να το λένε και να καμαρώνουν...» «Αυτό είναι φριχτό». «Για σένα». «Όχι μόνο για μένα, αλλά για όλες τις γυναίκες. Είναι έλλειψη σεβασμού, έλλειψη γνώσης του πως σκέφτονται και νιώθουν οι γυναίκες, που όταν κάνουν έρωτα νομίζουν πως έχουν ερωτευτεί κιόλας...» «Μου φαίνεται πως μιλάς για κάτι προσωπικό». Το στήθος της ανεβοκατέβαινε κι η ίδια ήταν άνω κάτω, έχοντας χάσει εντελώς την αυτοκυριαρχία της. «Οι γυναίκες δεν είναι χαρτομάντιλα, να τις χρησιμοποιείς και μετά να τις πετάς». «Μήπως σε έχω πληγώσει με κάποιον τρόπο, δεσποινίς Σάναχαν;» Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της στα φώτα της λεωφόρου. Ναι. Ναι. Πριν τέσσερα χρόνια πάρκαρες το ακριβό σου αυτοκίνητο και φιληθήκαμε κι αρχίσαμε τα χάδια. Κι όταν παιδεύτηκα με το αναθεματισμένο παντελόνι και την αγκράφα της ζώνης σου, συνειδητοποίησες πως ήμουν άπειρη. Κατάλαβες πως δεν ήξερα πώς να σ’ αγγίξω, πώς να σου χαρίσω ηδονή και με ξεφορτώθηκες στα γρήγορα... Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της κι έσφιξε τα χέρια της στα πλευρά της όσο πιο δυνατά μπορούσε. «Όχι», ψιθύρισε. «Δε μου έχεις κάνει τίποτα». «Είσαι σίγουρη; Μιλάς λες και πρόκειται για προσωπική σου εμπειρία...» «Όχι».
«Ωραία. Τότε δε θα ’χεις αντίρρηση να πάμε στο πάρτι του Ράι απόψε, έτσι;» Η Αλεξάνδρα σκούπισε στα κρυφά ένα δάκρυ πριν προλάβει να κυλήσει. «Θέλεις ακόμη να έρθω;» «Αν θέλω;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Δεν ξέρω αν το θέλω, αλλά έχεις υπογράψει ένα συμφωνητικό κι ανεξάρτητα από τα προσωπικά σου συναισθήματα –ή τα δικά μου– θα το τηρήσεις». «Ακόμα κι αν σε μισώ», ψιθύρισε εκείνη. «Ειδικά αν με μισείς. Έτσι θα έχουμε λιγότερες περιπλοκές. Θυμάσαι;» * Το πάρτι στο Σπάγκο εκείνο το βράδυ ήταν τελικά πιο εύκολη υπόθεση απ’ όσο είχε φανταστεί η Αλεξάνδρα. Η στυλίστρια της είχε φέρει ρούχα για την περίσταση –ένα κομψό μαύρο φόρεμα, απλό και συγχρόνως σέξι, παπούτσια με τακούνι- στιλέτο κι ένα όμορφο χρυσό βραχιόλι. Επίσης, της είχε δείξει πώς να μαζεύει ψηλά τα μαλλιά της σ’ ένα χαλαρό, μοντέρνο κότσο με τσουλούφια να πέφτουν ελεύθερα. Με μικρά χρυσά σκουλαρίκια και ουδέτερο μακιγιάζ, δε θύμιζε σε τίποτα βοηθό γραφείου. Ωραία, σκέφτηκε καθώς έμπαινε στο αυτοκίνητο του Γουλφ. Γιατί δε σκόπευε να μείνει για πολύ ακόμα βοηθός στο γραφείο ή την παραγωγή. Θα μάθαινε πώς να σκηνοθετεί και θα έφτιαχνε τις δικές της ταινίες. Ο Γουλφ οδηγούσε ένα διαφορετικό αυτοκίνητο εκείνο το βράδυ –ξανά. Ήταν μια υπέροχη Φεράρι, μοντέλο του ’60. Ακόμα κι η Αλεξάνδρα καταλάβαινε πως ήταν ένα κλασικό μοντέλο που είχε ανακατασκευαστεί με ιδιαίτερη αγάπη και φροντίδα. «Μέχρι τώρα έχω δει τρία αυτοκίνητα. Υπάρχουν κι άλλα;» τον ρώτησε ενώ καθόταν στη θέση του συνοδηγού. Ο Γουλφ περίμενε να φορέσει τη ζώνη της προτού ξεκινήσει. «Έχω μια αποθήκη γεμάτη». «Μια αποθήκη;» «Συλλέγω αυτοκίνητα». Ο Γουλφ της χαμογέλασε πλατιά αν κι η Αλεξάνδρα δεν ήταν σίγουρη αν ήταν χαμόγελο ή σαρκασμός. «Να κάτι άλλο που σίγουρα δεν εγκρίνεις». Η ατμόσφαιρα στη διαδρομή ως το εστιατόριο ήταν τεταμένη, αλλά το δείπνο αποδείχτηκε τελικά λιγότερο αγχωτικό για κείνη. Σχεδόν όλοι οι παρευρισκόμενοι ήταν διάσημοι. Η Αλεξάνδρα μέτρησε τέσσερις άντρες και δύο γυναίκες ηθοποιούς, έναν κωμικό του θεάτρου, κι ένα τραγουδιστή των ρυθμ εντ μπλουζ μαζί με τις συνοδούς τους. Στη διάρκεια του δείπνου ο Γουλφ κουβέντιασε για πολιτική με τον τραγουδιστή κι η Αλεξάνδρα έμεινε έκπληκτη με το πόσα ήξερε εκείνος σχετικά με την παγκόσμια οικονομία και την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών για το διεθνές εμπόριο. «Γνωριζόμαστε;» τη ρώτησε ο άντρας που καθόταν στ’ αριστερά της. Εκείνη τον αναγνώρισε –ήταν ένας ηθοποιός που λεγόταν Γουίλ Κάουελ– αλλά δεν είχαν συναντηθεί ποτέ. «Όχι», του απάντησε. «Είσαι σίγουρη;» Εκείνη συνέχισε ν’ ασχολείται με τη σαλάτα της. «Εντελώς σίγουρη». «Χμμ». Ο Γουίλ την παρατηρούσε με τον αγκώνα του στηριγμένο στο τραπέζι και έκφραση πειρακτική. «Τότε πρέπει οπωσδήποτε να σε γνωρίσω καλύτερα». Εκείνη συνέχισε να τσιμπολογά τη σαλάτα της, ελπίζοντας πως ο άντρας δε θα πρόσεχε το κοκκίνισμά της. Αφού σκούπισε τα χείλη της με την πετσέτα στράφηκε προς το μέρος του: «Και
γιατί αυτό;» «Γιατί δε φαίνεσαι χαζογκόμενα –κι ένας Θεός ξέρει πόσο έχω βαρεθεί όλες αυτές τις ηλίθιες γυναίκες». Η Αλεξάνδρα γέλασε, μη μπορώντας να κάνει αλλιώς. «Και τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν είμαι σαν κι αυτές;» «Δεν έχεις ψεύτικο στήθος ούτε χείλη φουσκωμένα με κολλαγόνο». Της χαμογέλασε γοητευτικά. «Βλέπεις, είμαι ειδικός σ’ αυτά». Εκείνη ανασήκωσε τα φρύδια της, αλλά συνέχισε να τρώει τη σαλάτα της αντί να του απαντήσει, αφού θεώρησε καλύτερο να μην ανοίξει τέτοιες κουβέντες μαζί του. «Μπορώ να σου μιλήσω για λίγο; Ιδιαιτέρως;» άκουσε ξαφνικά να της λέει ο Γουλφ στο αυτί. «Γιατί;» Τα σκούρα μάτια του έλαμπαν. «Ιδιαιτέρως», επανέλαβε εκείνος, και σηκώθηκε πιάνοντάς την απ’ τον αγκώνα. Με το χέρι του στη μέση της την οδήγησε στο διάδρομο μέχρι που βρήκε μια ήσυχη γωνιά κοντά στα καρτοτηλέφωνα. «Τι κάνεις;» τη ρώτησε δεσποτικά. «Τι παιχνίδια παίζεις;» Η Αλεξάνδρα κούνησε το κεφάλι της σαστισμένη. «Παιχνίδια; Δεν παίζω κανένα παιχνίδια. Έτρωγα, κουβέντιαζα με τον Γουίλ...» «Ο Γουίλ είναι άρρωστος. Προσπαθεί να ρίξει στο κρεβάτι όποια γυναίκα γνωρίζει». «Πάντως δεν πρόκειται να ρίξει εμένα. Ανταλλάξαμε απλώς λίγες κουβέντες, τυπικότητες, αυτό ήταν όλο». Η έκφραση του Γουλφ σκλήρυνε. «Σε έτρωγε με τα μάτια». «Εγώ πάντως έτρωγα τη σαλάτα μου, αν δεν το πρόσεξες». «Ενώ υποτίθεται πως θα έπρεπε να θέλεις να φας εμένα». Η Αλεξάνδρα τα έχασε κι έμεινε με ανοιχτό το στόμα ενώ τα μάτια της είχαν ανοίξει διάπλατα. «Να με συγχωρείς, Γουλφ, αλλά φοβάμαι πως μου λείπει η εμπειρία!» Τον έσπρωξε στο στέρνο τόσο δυνατά, που πόνεσε ο καρπός της, εκείνος όμως δεν κουνήθηκε. Ένιωσε το χέρι της στο στέρνο του, αλλά δεν μπορούσε να παραμερίσει. Πίστευε πως τίποτα πια δεν μπορούσε να τον ταρακουνήσει, όμως η Αλεξάνδρα Σάναχαν τον είχε κάνει άνω κάτω από τη στιγμή που τη γνώρισε. Την κοίταξε. «Τι εννοείς πως δεν έχεις την εμπειρία;» «Εννοώ ότι δεν είμαι ηθοποιός και δεν έχω βγει μ’ ένα σωρό άντρες και δεν μπορώ να κάνω ό,τι θα ήθελες να κάνω». «Μιλάμε για στοματικό σεξ ή για συνουσία;» τη ρώτησε ενώ παρατηρούσε διασκεδάζοντας τα μάγουλά της να κοκκινίζουν. «Αυτό», του είπε πνιγμένα, «δεν είναι δική σου δουλειά». «Όπως κι η ερωτική μου ζωή δεν είναι δική σου δουλειά». «Ναι, γιατί εσύ έχεις ερωτική ζωή, ενώ εγώ όχι!» Εκείνος έγειρε προς το μέρος της παγιδεύοντάς την ανάμεσα στο καρτοτηλέφωνο και τον τοίχο. «Θα μπορούσες να έχεις». Τα μάγουλά της κοκκίνισαν περισσότερο από πριν. Τα μπλε μάτια της έλαμπαν. «Δεν είναι στο συμφωνητικό μας», του είπε σφιγμένα. «Όχι», μουρμούρισε εκείνος. «Όμως, αυτό είναι». Ήρθε ακόμα πιο κοντά της μ’ ένα βήμα. Η καρδιά της χτυπούσε άγρια κι η Αλεξάνδρα οπισθοχώρησε κολλώντας στον τοίχο. Εκείνος
υψωνόταν πάνω της, πανύψηλος και γεροδεμένος, αλλά δεν ήταν ούτε το ύψος ούτε το κορμί του που τον έκαναν τόσο κυριαρχικό. Ήταν η δύναμη, η φλόγα που έκαιγε μέσα του, η ένταση, ο δυναμισμός και η ζωντάνια του. Η Άλεξ δεν ήθελε να τη φιλήσει, δεν τον ήθελε καν κοντά της. Όμως μόλις εκείνος έσκυψε το κεφάλι του προς το μέρος της, όλα ήταν όπως το προηγούμενο βράδυ στη Βεράντα του Κάζα ντελ Μαρ. Ήταν λες και τη διαπέρασε ηλεκτρισμός –κι αυτό προτού καν το στόμα του σκεπάσει το δικό της. Κι όταν τα χείλη του κατέκτησαν τα δικά της, τη διαπέρασε ξανά ηλεκτρισμός, δυνατότερος, πιο καυτός, πιο λαμπερός, πιο έντονος. Το φιλί του ήταν υπέροχο, εκπληκτικό, απίστευτο. Το στόμα της έγινε πιο τρυφερό κι η πίεση των χειλιών του έκανε την καρδιά της να χτυπά όλο και πιο γρήγορα ενώ ο πόθος και η ερωτική πείνα κυριάρχησαν μέσα της. Βόγκηξε όταν η γλώσσα του μισάνοιξε τα χείλη της κι αναστέναξε ξανά όταν άρχισε να παίζει με το κάτω χείλι της, να τη γεύεται, να την τυραννά, να την κάνει να θέλει κι άλλο. Αυτό δεν ήταν φιλί, συνειδητοποίησε η Αλεξάνδρα ζαλισμένη. Ήταν το πρώτο βήμα της αποπλάνησής της, της κατάκτησής της κι εκείνος σκόπευε να το κάνει παρά το συμφωνητικό τους. Άραγε, όμως, θ’ άλλαζαν οι προθέσεις του όταν θα καταλάβαινε πως η ίδια ήταν όσο άπειρη του έλεγε; Πίσω στο τραπέζι, ο Γουλφ κάθισε περνώντας το χέρι του στη ράχη της καρέκλας της. Κι η καρέκλα της ήταν τόσο κοντά του, ώστε ο καθένας να μπορεί να δει ότι οι κινήσεις του δήλωναν ότι η Αλεξάνδρα ήταν ιδιοκτησία του. Τη διεκδικούσε, οριοθετούσε την περιοχή του, ενημέρωνε τους υπόλοιπους άντρες να μείνουν μακριά και συγχρόνως τις υπόλοιπες γυναίκες πως ήταν δεσμευμένος. Η Αλεξάνδρα το πρόσεξε και δεν της άρεσε καθόλου. «Μπορείς να μου κρεμάσεις και μια πινακίδα που να λέει Επωλήθη», του είπε με σφιγμένα δόντια. «Δεν είναι και τόσο κακή ιδέα», της απάντησε, χαμογελώντας, κι εκείνη κοκκίνισε κι άλλο. Ποτέ του δεν είχε συναντήσει γυναίκα που να κοκκίνιζε έτσι και να της πηγαίνει τόσο πολύ. Παρατηρώντας το προφίλ της δυσκολευόταν να πιστέψει πως ήταν τόσο άπειρη με τους άντρες όσο υποστήριζε. Πώς να ισχύει κάτι τέτοιο όταν ήταν τόσο απίστευτα όμορφη; Την παρατηρούσε συλλογισμένος κι εντελώς αντικειμενικά, προσπαθώντας να καταλάβει τι ήταν αυτό που τον έκανε να τη θέλει μόνο δική του. Ίσως ήταν το αγορίστικο περπάτημά της ή το απίστευτα εκφραστικό της στόμα. Δεν ήξερε τι του άρεσε περισσότερο, τα γεμάτα χείλη της ή τα υπέροχα, μεγάλα σκούρα μπλε μάτια της; Ή το κοφτερό μυαλό και η τσουχτερή γλώσσα της; Ο Γουλφ χαμογέλασε πιο πλατιά. Η Αλεξάνδρα ήταν ένας εκρηκτικός συνδυασμός κοριτσιού και γυναίκας, αστεία, ευαίσθητη, περήφανη, αβέβαιη. Αντίθετα με τις γυναίκες του Λος Άντζελες που τον κυνηγούσαν, που διαλαλούσαν ανοιχτά το ενδιαφέρον και τη διαθεσιμότητά τους, η Αλεξάνδρα δεν πρόβαλλε τη σεξουαλικότητά της. Την κρατούσε κρυμμένη, μυστική, κι όμως όταν τη φίλησε νωρίτερα, εκείνη έγινε μια διαφορετική γυναίκα. Έγινε η δική του γυναίκα. Ήταν τόσο απλό. Αργότερα, καθώς επέστρεφαν στο σπίτι της, εκείνη καθόταν όσο πιο μακριά του μπορούσε κι είχε στραμμένο το βλέμμα της συνεχώς στο παράθυρο του συνοδηγού. Η συμπεριφορά του Γουλφ ήταν αχαρακτήριστη, είχε δείξει το πραγματικό του πρόσωπο κι είχε φερθεί απίστευτα εγωιστικά.
«Είσαι ακόμα αναστατωμένη για το φιλί μας», της είπε. Η αταραξία του την εκνεύρισε ακόμα περισσότερο. «Όλοι παρατήρησαν τη συμπεριφορά σου στο δείπνο», του απάντησε κοιτώντας τον αηδιασμένη. «Είχες συνεχώς το χέρι σου στους ώμους μου, λες και φοβόσουν μην το σκάσω». «Δε φοβόμουν μήπως το βάλεις στα πόδια. Τα τακούνια σου παραείναι ψηλά...» «Γουλφ, μη μου το παίζεις γοητευτικός Ιρλανδός, εντάξει;» «Και μου αρέσει να σε αγγίζω», συνέχισε εκείνος λες και δεν τον είχε διακόψει. «Είσαι το κορίτσι μου. Είναι δικαίωμά μου». «Έτσι ακριβώς ένιωσα κι εγώ. Πως ήταν δικαίωμά σου να με αγγίζεις. Δικαίωμά σου να με φιλάς. Δικαίωμά σου να κάνεις ό,τι σου άρεσε». Τελικά στράφηκε προς το μέρος του. «Την επόμενη φορά, μπορείς να μαρκάρεις την περιοχή σου, γύρω μου, όπως θα έκανε ένας σωστός λύκος». Είχε παρκάρει έξω από το σπίτι της κι όπως έσβηνε τη μηχανή στράφηκε και της χαμογέλασε νωχελικά. «Χμμ, η ιδέα μού φαίνεται λιγάκι διαστροφική για μια κοπέλα που δεν έχει και πολλές εμπειρίες, αλλά αν αυτό σου αρέσει...» Η Αλεξάνδρα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και βγήκε από το αυτοκίνητό του, προτού ακούσει άλλη λέξη. Καθώς έβγαζε το φόρεμά της για να πάει για ύπνο, της ερχόταν να βάλει τις φωνές από τα νεύρα της. Το να είναι μαζί με τον Γουλφ ήταν δύσκολο, δυσκολότερο απ’ όσο είχε ποτέ φανταστεί. Δεν την πείραζε ένα πράγμα μόνο, την ενοχλούσαν όλα. Δεν ήταν μόνο κούκλος, η προσωπικότητά του ήταν απίστευτη και χαρισματική. Της έπεφτε πολύς και το ήξερε, το ήξερε απ’ την αρχή, αλλά ήθελε την προαγωγή στη δουλειά της. Την ήθελε πολύ. Μόνο μια κοπέλα που μεγάλωσε σε μια μικρή πόλη μπορούσε να καταλάβει πως η καλύτερη ευκαιρία για τα κορίτσια της επαρχίας ήταν μια θέση στο τοπικό εμπορικό κατάστημα και το να ξεχρεώσουν κάποια μέρα το αυτοκίνητό τους. Κι αν ήταν το μοναδικό κορίτσι σε μια οικογένεια με αυταρχικούς αδερφούς μπορούσε να καταλάβει την αξία των ονείρων –και μάλιστα των μεγάλων ονείρων. Κι αν η μόνη της παρέα ήταν ο ήχος της τηλεόρασης αργά τη νύχτα, τα ψεύτικα γέλια στις εκπομπές και τις διαφημίσεις, όταν πια όλοι οι άλλοι είχαν πάει για ύπνο, μόνο τότε καταλάβαινε τι σήμαινε η λέξη απόδραση. Και πόσο σημαντικό ήταν να φύγει μακριά και να γίνει κάποια άλλη, κάποια καλύτερη, κάποια που θα ζούσε κάτι περισσότερο. Και η Αλεξάνδρα τα ήξερε, τα καταλάβαινε γιατί τα είχε βιώσει όλα αυτά κι είχε αποφασίσει χρόνια πριν πως θα είχε μια ζωή διαφορετική από της μητέρας της, του πατέρα και των αδερφών της. Θα έκανε κάτι διαφορετικό απ’ όλους τους γύρω της, που έμοιαζαν απλώς ν’ αφήνονται στη ροή της κάθε μέρας. Δε θα αφηνόταν να την παρασύρει το κύμα. Θα το δάμαζε, θα του επιβαλλόταν. Κι ούτε θα δεχόταν να έχει κάποιον να την προσέχει και να την νταντεύει. Όμως ο Γουλφ Κέρικ έδειχνε αποφασισμένος να τ’ αλλάξει όλα. Κι αν το καλοσκεφτόταν, θα έπρεπε να παραδεχτεί πως ο Γουλφ ήδη της είχε επιβληθεί.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Η πρώτη σκέψη της Αλεξάνδρας, μόλις ξύπνησε, ήταν πως έπρεπε να τηλεφωνήσει αμέσως στον Γουλφ προτού χάσει το θάρρος της. «Πρέπει να μιλήσουμε», του είπε κοφτά στο τηλέφωνο. «Με προσέλαβες για να καλυτερέψω κι όχι για να χειροτερέψω την κατάσταση και πρέπει να βρούμε κάποιον τρόπο ώστε οι δημόσιες εμφανίσεις μας να δίνουν θετική εικόνα». Αν εκείνος βρέθηκε απροετοίμαστος, δεν το έδειξε. «Συμφωνώ», της είπε. «Δεν μπορώ να σε βοηθήσω στη δημόσια εικόνα σου, αν δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε», συνέχισε εκείνη ψυχρά. «Οπότε προτείνω να προσπαθήσουμε να βρούμε κάποιον κώδικα επικοινωνίας». «Κώδικα επικοινωνίας. Μάλιστα». Καταλάβαινε πως εκείνος την ειρωνευόταν και συνειδητοποίησε πως είτε θα τον κατηγορούσε για τη συμπεριφορά του, οπότε και θα ξέφευγε από το σκοπό της, είτε θα αγνοούσε το σαρκασμό του. Επέλεξε το δεύτερο. «Πριν βγούμε ξανά μαζί, θα πρέπει να χορογραφήσουμε τις κινήσεις μας», πρότεινε η Αλεξάνδρα. Ο Γουλφ ξερόβηξε. «Σκέφτεσαι να πάρουμε μέρος σε κανένα διαγωνισμό χορού;» Η Αλεξάνδρα αγνόησε κι αυτή τη σαρκαστική παρατήρηση. «Πρέπει να ξέρω πριν πάμε κάπου τι περιμένεις από μένα και πώς θα συμπεριφερθούμε και οι δυο μας. Δεν είμαι ηθοποιός και δεν μπορώ να αυτοσχεδιάσω όπως εσύ». Ακολούθησε σιωπή. Μια σιωπή που έμοιαζε να τραβά σε μάκρος. Φουρκισμένη, εκείνη έκλεισε τα μάτια της και μέτρησε ως το πέντε. «Άκουσες;» «Τι πράγμα;» τη ρώτησε τάχα αθώα εκείνος. «Δεν είναι ανάγκη να δυσκολέψουμε την κατάσταση», του είπε μέσα από σφιγμένα δόντια. «Έχεις δίκιο». Κι ύστερα ο τόνος του άλλαξε κι η τραχιά φωνή του βάθυνε. «Οπότε, άφησέ με να το κάνω ευκολότερο. Έχουμε να πάμε σε μια πρεμιέρα το Σάββατο το απόγευμα. Είναι απογευματινή επειδή πρόκειται για παιδική ταινία κινουμένων σχεδίων. Δάνεισα τη φωνή μου σ’ έναν απ’ τους χαρακτήρες και υποσχέθηκα να είμαι εκεί στην πρεμιέρα. Θα έρθεις μαζί μου και...» Δίστασε λιγάκι λες κι έψαχνε για την κατάλληλη λέξη. «... Θα προσποιηθείς πως περνάς καλά μαζί μου». «Δεν είχα ακριβώς αυτό στο μυαλό μου όταν έλεγα να χορογραφήσουμε την έξοδο. Έτσι όπως τα είπες μου ακούστηκαν περισσότερο σαν στρατιωτικές διαταγές». «Τουλάχιστον, όμως, ξέρεις τι περιμένω από σένα». «Κι εγώ τι πρέπει να περιμένω;» του αποκρίθηκε εκνευρισμένη. «Εσύ πρέπει να περιμένεις πώς θα φωτογραφηθείς και πώς θα σταθείς πλάι μου και πώς θα πληρωθείς». Σταμάτησε. «Υπάρχει τίποτα άλλο;» «Όχι», απάντησε πνιχτά εκείνη και έκλεισε το τηλέφωνο. *
Η υπόλοιπη εβδομάδα πέρασε δυστυχώς πολύ γρήγορα για την Αλεξάνδρα –που ήξερε πως το Σάββατο θα έπρεπε να συναντηθεί ξανά με τον Γουλφ, στην πρεμιέρα. Είχαν περάσει λίγες μόνο μέρες κι ένιωθε ήδη εξουθενωμένη καθώς προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα στη δουλειά της στη διάρκεια της μέρας, ενώ έβγαινε μαζί του τα βράδια. Τουλάχιστον ανυπομονούσε να δει το Μολυβένιο Στρατιώτη. Παρ’ όλο που ήταν ταινία κινουμένων σχεδίων, εκείνη ήθελε να μάθει τι ακριβώς συνέβαινε σε μια πρεμιέρα. Διάβαζε για τις πρεμιέρες πάνω από δέκα χρόνια στο περιοδικό Πιπλ χαζεύοντας τις φωτογραφίες των διάσημων ηθοποιών και τώρα επιτέλους θα βρισκόταν κι εκείνη σε μία. Κι εκτός αυτού τα κινούμενα σχέδια της άρεσαν –αν και δεν το έλεγε στα φανερά. Πριν χηρέψει ο αδερφός της ο Μπροκ, πήγαινε με τη μακαρίτισσα τη νύφη της την Έιμι και τα παιδιά για να δουν τις ταινίες του Ντίσνεϊ. Η στυλίστρια έφτασε στο σπίτι της το Σάββατο το πρωί και της έφερε αρκετά ρούχα για να διαλέξει. Τελικά κατέληξαν σ’ ένα χαμηλοκάβαλο γκρίζο παντελόνι με μια γκρίζα κροκό ζώνη με εντυπωσιακή αγκράφα. Από πάνω φόρεσε ένα κίτρινο βελούδινο μπλουζάκι και παλτό στην ίδια απόχρωση. Το σύνολο ολοκλήρωναν κομψά πέδιλα στο χρώμα του μπρούντζου κι ένα χοντρό περιδέραιο δυο σειρών από αλάβαστρο. Είχε ισιώσει τα μαλλιά της και το μακιγιάζ της ήταν πολύ απλό. Όταν ο Γουλφ ήρθε να την πάρει, ήταν ντυμένος μ’ ένα κομψό τζιν παντελόνι, λευκό πουκάμισο και σκούρο γκρι Αρμάνι σακάκι. Αυτή τη φορά δεν οδηγούσε ο ίδιος. Τους περίμενε μια λιμουζίνα με τον οδηγό της. Στη διάρκεια της διαδρομής εκείνος ήταν ψυχρός κι απόμακρος κι η Αλεξάνδρα καθόταν απέναντί του, απολαμβάνοντας τις λίγες στιγμές ηρεμίας προτού βρεθούν στο κόκκινο χαλί και αστράψουν εκατοντάδες φλας γύρω τους. «Παραλίγο να το ξεχάσω», είπε ο Γουλφ κι άπλωσε το χέρι του στο διπλανό τραπεζάκι. Της έδωσε ένα γυάλινο κύλινδρο γεμάτο χρυσαφένιο κομφετί μ’ ένα χαρτί τυλιγμένο σε ρολό στο εσωτερικό του. «Όχι κι άλλη πρόσκληση!» «Και μάλιστα θα συνοδεύεσαι από μένα». Του έριξε ένα σκοτεινό βλέμμα και έβαλε ξανά την πρόσκληση στη θέση της. «Και τι αφορά αυτή η πρόσκληση;» «Είναι για το πάρτι γενεθλίων των πενήντα χρόνων του Ματ Σίλβερμαν». «Α!» Ο Ματ Σίλβερμαν ήταν ο πιο καινοτόμος σκηνοθέτης και παραγωγός του Χόλιγουντ κι ό,τι κι αν γύριζε –από φουτουριστικές ταινίες επιστημονικής φαντασίας μέχρι ιστορικό δράμα– γινόταν αμέσως επιτυχία, σάρωνε τα Όσκαρ καθώς και το πολυπόθητο βραβείο Καλύτερης Ταινίας. «Και πότε είναι;» «Την Πέμπτη. Θα γίνει μεγάλο πάρτι, με επίσημο ένδυμα, ζωντανή ορχήστρα και δείπνο στον κήπο του σπιτιού του στο Μπελ Αιρ. Σχεδόν όλοι θα είναι εκεί». Έγειρε πίσω στο κάθισμα και χαμογέλασε λοξά. «Πρώτα όμως πρέπει να τα βγάλουμε πέρα με τη σημερινή πρεμιέρα και βλέπουμε για το πάρτι μετά». Εκείνη έγνεψε καταφατικά, παρατηρώντας τους μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια του. «Τα βαριέσαι ποτέ όλα αυτά;» Οι ρυτίδες στα μάτια του βάθυναν. «Συνεχώς». «Μα;...» «Κάθε ταινία χρειάζεται δημοσιότητα και η δημοσιότητα απαιτεί από μένα να βρίσκομαι εκεί έξω,
να δίνω συνεντεύξεις, να πηγαίνω σε ζωντανές εκπομπές, σε πρεμιέρες, στις απονομές βραβείων, στα πάρτι και στα φιλανθρωπικά γκαλά». «Χωρίς να υπολογίσουμε τα γυρίσματα στο στούντιο ή τις εβδομάδες των εξωτερικών γυρισμάτων». «Ναι, χωρίς να τα υπολογίσουμε αυτά». Δεν είχε ποτέ της σκεφτεί πώς μπορεί να ήταν η ζωή μιας διασημότητας όπως ο Γουλφ. Φανταζόταν πως η φήμη, τα χρήματα και η επιτυχία τα έκαναν όλα πιο εύκολα, όμως τώρα δεν ήταν και τόσο σίγουρη. «Δεν είναι παράξενο που δεν ξετρελαίνεσαι με την καριέρα σου». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Είναι μια δουλειά κι έτσι την αντιμετωπίζω». «Δε φαίνεται έτσι όμως. Είσαι απίστευτα ταλαντούχος». Η έκφρασή του σχεδόν μαλάκωσε. «Δεν είναι ανάγκη να το λες αυτό, Αλεξάνδρα. Ξέρω πώς πραγματικά νιώθεις». Εκείνη αγνόησε το σχόλιό του. «Αν γύριζες μια ταινία λιγότερο το χρόνο, τότε θα είχες λιγότερες δημόσιες σχέσεις, λιγότερες συνεντεύξεις, λιγότερα γεύματα και πάρτι, σωστά;» «Μακάρι να γινόταν». «Τότε κάν’ το. Μια ταινία λιγότερη. Ή δύο. Βρες τρόπο να έχεις περισσότερο χρόνο για τον εαυτό σου. Είμαι σίγουρη πως υπάρχουν πράγματα που θα ήθελες να κάνεις». Εκείνος χαμογέλασε λοξά, αλλά τα μάτια του ήταν σκοτεινά. «Μου φαίνεται πως θέλεις να με σώσεις. Όμως, γλυκιά μου, δε γίνεται να σωθώ». «Ναι, γίνεται». «Μην το παίρνεις ως πρόκληση, Αλεξάνδρα». Εκείνη έσφιξε τα χείλη της χωρίς ν’ αλλάξει γνώμη, κατανοώντας όμως πως δεν ήταν ώρα να του πάει κόντρα, κι έτσι άλλαξε θέμα. «Λοιπόν, τι θα έκανες αν είχες περισσότερο ελεύθερο χρόνο; Θα έβρισκες κάποιο χόμπι; Θα ταξίδευες; Υπάρχουν μέρη που ανυπομονείς να πας; Τι έρχεται πρώτο στη λίστα των προτιμήσεών σου;» «Να σταματήσει η πείνα στον πλανήτη». Η Αλεξάνδρα τα έχασε. Σοβαρολογούσε; Δεν ήταν σίγουρη, εκείνος όμως δε χαμογελούσε ούτε έδειχνε να χαριτολογεί. «Να εξαλειφθεί το χρέος των χωρών του Τρίτου Κόσμου», συνέχισε ο Γουλφ. Εκείνη είχε απομείνει να τον κοιτάζει. «Να σταματήσει η διάδοση του AIDS στην Αφρική». Τα αδρά χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν από συμπόνια. «Το μετανιώνεις που ρώτησες;» Υπήρχε κάτι στο πρόσωπό του που εκείνη δεν είχε δει ποτέ πριν, κάτι πίσω από τη βαριεστημένη και κάπως κυνική μάσκα που συνήθως φορούσε εκείνος. Κάτι παθιασμένο, άγριο κι αληθινό. Αληθινό. Για πρώτη φορά, η Αλεξάνδρα έβλεπε τον άνθρωπο κι όχι τον ηθοποιό ή τον σταρ. Ένιωσε ένα σφίξιμο στο στήθος της. «Όχι». Κι ύστερα, όποιο δυνατό, παθιασμένο συναίσθημα είχε φανεί, εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά και αντικαταστάθηκε από τη μάσκα που φορούσε εκείνος για να κρατά τον κόσμο σε απόσταση. Ο Γουλφ στράφηκε κι αντίκρισε το πλήθος που περίμενε. «Φτάσαμε», της είπε. *
Το επόμενο πρωί, ο Γουλφ έφυγε για τη Νέα Υόρκη για να εμφανιστεί τη Δευτέρα το πρωί στην εκπομπή Καλημέρα Αμερική και να προωθήσει το Μολυβένιο Στρατιώτη. Το απόγευμα θα πήγαινε στην εκπομπή του Ντέιβιντ Λέτερμαν, στο θέατρο Εντ Σάλιβαν του Μπρόντγουεϊ. Αν όλα πήγαιναν καλά, θα δειπνούσε με φίλους την Τρίτη και θα επέστρεφε στο Λος Άντζελες την Τετάρτη το πρωί. Της είχε πει πως ίσως δειπνούσαν μαζί την Τετάρτη το βράδυ, αλλά θα την ενημέρωνε μόλις επέστρεφε. Της φαινόταν παράξενο που ο Γουλφ έλειπε απ’ την πόλη. Τη Δευτέρα το πρωί πήγε στη δουλειά πιστεύοντας πως θα νιώθει απελευθερωμένη, αλλά εκείνος γέμιζε τόσο το χρόνο της, που τώρα δεν ήξερε τι να κάνει για τις επόμενες τρεις μέρες. Άνοιξε την τηλεόραση για να δει το Καλημέρα Αμερική και πρόλαβε το τελευταίο μέρος της συνέντευξης του Γουλφ, ο οποίος έδειχνε απίστευτα όμορφος στην τηλεόραση. Μόλις τέλειωσε η συνέντευξη έκλεισε την τηλεόραση και συνέχισε τη δουλειά της. Την Τρίτη, άρχισε ν’ αναρωτιέται αν θα της τηλεφωνούσε. Την Τετάρτη, αγωνιούσε αν εκείνος είχε προλάβει την πρωινή πτήση για το Λος Άντζελες. Όμως, το μεσημέρι της Τετάρτης έφτασαν στο γραφείο μια ντουζίνα λευκά τριαντάφυλλα και μια κάρτα που έλεγε: Καθυστέρησα στη Νέα Υόρκη, θα έρθω να σε πάρω αύριο για το πάρτι. Συγνώμη. Γουλφ. Η Αλεξάνδρα έκρυψε την κάρτα πριν προλάβει να τη δει κανείς άλλος. Άρα εκείνος δε θα επέστρεφε παρά αύριο, λίγο πριν το πάρτι. Κι αυτό δεν την πείραζε, μέχρι τη στιγμή που η Κρίστι άφησε στο γραφείο της, δήθεν τυχαία, μια εφημερίδα ανοιγμένη στη στήλη με τα κουτσομπολιά. Ο Γουλφ Κέρικ εμφανίστηκε το βράδυ της Τρίτης με την παλιά του αγάπη, την Τζόι Χιου, στο αγαπημένο εστιατόριο των διασημοτήτων, το Νόμπου, στο Μανχάταν. Άραγε ο Γουλφ και η Τζόι ξανάσμιξαν; Η Αλεξάνδρα διάβασε την κουτσομπολίστικη είδηση ξανά και ξανά μέχρι που τα μάτια της άρχισαν να καίνε και ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της. Ένιωσε σχεδόν... προδομένη, πράγμα ανόητο βέβαια, αφού εκείνη κι ο Γουλφ δεν ήταν στ’ αλήθεια ζευγάρι. Παρ’ όλα αυτά, όμως, περνούσαν τόσο χρόνο μαζί τελευταία, που κάποιες στιγμές ένιωθε λες κι ήταν στ’ αλήθεια μέρος της ζωής του Γουλφ. Ένιωθε λες κι ήταν η γυναίκα του. Πριν προλάβει κανείς να τη δει, σκούπισε τα δάκρυά της, πέταξε την εφημερίδα και πήγε να φτιάξει τον τρίτο καφέ της ημέρας. * Ο Γουλφ ήρθε να την πάρει με τη λιμουζίνα δεκαπέντε λεπτά μετά την προγραμματισμένη έναρξη του πάρτι. Κι έτσι, όμως, ήταν από τους πρώτους που έφτασαν στο υπέροχο σπίτι του Ματ Σίλβερμαν στο Μπελ Αιρ. Παρ’ όλο που ήταν πριβέ πάρτι, χωρίς καλεσμένους δημοσιογράφους, ένα σωρό φωτογράφοι ήταν συγκεντρωμένοι έξω απ’ την έπαυλη του Σίλβερμαν. Διασχίζοντας τους κήπους δίπλα στον Γουλφ, η Αλεξάνδρα αναγνώρισε σχεδόν τους μισούς απ’ τους παρευρισκόμενους. Όσο για τους άλλους μισούς, πιθανόν ήταν εξίσου σημαντικά πρόσωπα – παραγωγοί, σκηνοθέτες κι ατζέντηδες όπως ο Μπέντζαμιν Φόστερ. «Πήρες τα λουλούδια;» τη ρώτησε ο Γουλφ την ώρα που στάθηκαν δίπλα στην πισίνα για να χαζέψουν τα νούφαρα και τα επιπλέοντα κεριά που φώτιζαν την επιφάνειά της.
Το στομάχι της σφίχτηκε αμέσως. «Ναι». Εκείνος στράφηκε και την κοίταξε. «Λυπάμαι που έμπλεξα...» «Δε χρειάζονται συγνώμες κι εξηγήσεις». Προσπάθησε ν’ ακουστεί αδιάφορη, αλλά η πίκρα στη φωνή της την πρόδωσε. «Είδες τη φωτογραφία μου με την Τζόι, στο Νόμπου», είπε ο Γουλφ. Άρα υπήρχε και φωτογραφία τους σε κάποια άλλη εφημερίδα. «Όχι. Διάβασα απλώς ένα απ’ τα κουτσομπολιά για το δείπνο σας». Εκείνος την κοίταζε ακόμη. «Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σ’ εμένα και σ’ εκείνη, Αλεξάνδρα». Φορούσε ένα υπέροχο ιβουάρ Αρμάνι φόρεμα, χρυσαφένια ψηλοτάκουνα πέδιλα κι ένιωθε όμορφη, σχεδόν σαν πριγκίπισσα. Δεν ήθελε τίποτα να της χαλάσει αυτό το συναίσθημα, έτσι δεν κατσούφιασε ούτε έδειξε πτοημένη. «Δε με αφορά το θέμα», του απάντησε ήρεμα. «Κι όμως σε αφορά, τουλάχιστον μέχρι να λήξει το συμβόλαιό μας». Χαμογέλασε ειρωνικά. «Είσαι πολύ καλός ηθοποιός». «Τι σημαίνει αυτό;» «Σημαίνει πως ξέρουμε κι οι δυο την αλήθεια. Δεν είμαι απ’ τις γυναίκες που θα έβγαινες μαζί τους. Είμαι σοβαρή και δραστήρια. Μου αρέσουν τα ήσυχα βράδια, ενώ εσύ... είσαι ο ατίθασος πλεϊμπόι, διαβόητος για τα ολονύχτια πάρτι σου». Εκείνος σιγόβρισε κι η Αλεξάνδρα τα έχασε. «Δε σ’ έχω ξανακούσει να βρίζεις». Της έπιασε το πιγούνι και της ανασήκωσε το κεφάλι. «Μακάρι να ήταν όλα τόσο απλά όσο τα θεωρείς. Θα το ήθελα πολύ να είναι η ζωή μόνο άσπρο ή μαύρο, όμως δεν είναι. Κι εσύ, γλυκιά μου, δε με ξέρεις. Δεν ξέρεις ποιος στ’ αλήθεια είμαι κι ίσως αυτό να είναι καλό. Ίσως να είναι καλύτερα για σένα να παραμείνεις γλυκιά, άπειρη κι αφελής». Η Αλεξάνδρα δεν είχε χρόνο να υπερασπιστεί τον εαυτό της. Είχε αρχίσει να έρχεται κόσμος και να συγκεντρώνεται γύρω απ’ τον Γουλφ λες κι ήταν φάρος. Κρύβοντας την αναστάτωσή της, η Αλεξάνδρα στάθηκε ήσυχα δίπλα του. Ο Γουλφ, προφανώς, είχε πολλούς φίλους στο χώρο. Ήταν βέβαια σημαντικός στο Χόλιγουντ εδώ και μια δεκαετία, όμως τα τελευταία δυο χρόνια, από τότε που είχε κερδίσει το Όσκαρ για την ταινία Τ’ Αγόρια του Μπέλφαστ, είχαν αρχίσει να τον θεωρούν και ηθοποιό με μεγάλο ταλέντο. Οι σερβιτόροι μοίραζαν κοκτέιλ και ο κόσμος γύρω απ’ τον Γουλφ γινόταν όλο και πιο ζωηρός και κεφάτος καθώς έρεε το αλκοόλ. Η Αλεξάνδρα προσπαθούσε να μη δείχνει νευρική καθώς στεκόταν εδώ και μια ώρα δίπλα στον Γουλφ, όμως δυσκολευόταν με το τόσο αποκαλυπτικό της φόρεμα. Ευτυχώς εκείνος δεν την είχε ξεχάσει. Πολλές φορές στη διάρκεια αυτής της ώρας διέκοπτε τη συζήτηση για να τη συστήσει, να της δείξει κάποιον ή να της εξηγήσει κάτι, προσπαθώντας να την κάνει να νιώσει άνετα στο περιβάλλον. Κάποια στιγμή, μάλιστα, την άγγιξε στο μπράτσο καθώς μιλούσε με ακόμα μια γυναίκα που είχε έρθει να τον συγχαρεί για την ερμηνεία του στην τελευταία του ταινία. Δυο ακόμη νεαρές γυναίκες πλησίασαν τον Γουλφ –και οι δυο εκθαμβωτικές, η μια πολύ ξανθιά με μακριά ίσια μαλλιά και σιλουέτα μοντέλου για εσώρουχα και η άλλη μια χυμώδης, σέξι καστανή που θύμισε στην Αλεξάνδρα την πρώην ερωμένη του Γουλφ, την Τζόι Χιου. Τελικά η ξανθιά ήταν όντως μοντέλο για τα εσώρουχα Βικτόρια’ς Σίκρετ, ενώ η φίλη της ήταν η πρώην Μις Βενεζουέλα που είχε έρθει στο Λος Άντζελες για να κάνει καριέρα ηθοποιού. Παρ’ όλο που η Αλεξάνδρα ήταν εκεί, οι δυο γυναίκες φλέρταραν ξεδιάντροπα τον Γουλφ, τον
άγγιζαν, γελούσαν, έγερναν προκλητικά προς το μέρος του. Γι’ άλλη μια φορά, όμως, ο Γουλφ ακούμπησε το χέρι του στο μπράτσο της λες κι ήθελε να την καθησυχάσει. Έτσι, λίγη από την έντασή της εξαφανίστηκε, αλλά αυτό κράτησε μέχρι τη στιγμή που η Πέιτζ, το μοντέλο, σκόνταψε κι έριξε το μαρτίνι της πάνω στο λευκό φόρεμα της Αλεξάνδρας. Για μια στιγμή η Αλεξάνδρα έμεινε άναυδη, με τους γυμνούς ώμους της να κολλάνε από το ποτό ενώ το στενό κορσάζ του φορέματός της είχε βαφτεί κόκκινο κι οι σταγόνες που κυλούσαν λέρωναν και τη μακριά, ίσια φούστα. Ένα βραδινό φόρεμα αξίας εφτά χιλιάδων δολαρίων είχε καταστραφεί. Κοίταξε την Πέιτζ σοκαρισμένη κι ύστερα το άδειο της ποτήρι. Άδειο επειδή όλο το περιεχόμενό του ήταν τώρα πάνω στο φόρεμά της. Για μια στιγμή, δε βρήκε απολύτως τίποτα να πει –τουλάχιστον τίποτα ευγενικό, γιατί μέσα της έβραζε από θυμό. Πώς ήταν δυνατόν ένα μοντέλο που μπορεί να διασχίζει την πασαρέλα με ψηλοτάκουνα, να παραπατήσει τόσο εύκολα; Κι όχι μόνο να της χυθεί το ποτό, αλλά να της χυθεί όλο μόνο πάνω στην Αλεξάνδρα; «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Γουλφ καθώς την αγκάλιαζε και την τραβούσε κοντά του. «Είμαι μια χαρά», του απάντησε πνιχτά. Όμως δεν ήταν μια χαρά. Έτρεμε ολόκληρη. Το υπέροχο φόρεμά της είχε καταστραφεί και δε θα μπορούσε τόσο εύκολα να το σκάσει από το πάρτι χωρίς να δουν όλοι τα χάλια της. Ο Γουλφ έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο και ζήτησε μια σόδα και μια πετσέτα. «Η σόδα ίσως να βοηθήσει στο καθάρισμα», της είπε. Εκείνη έγνεψε καταφατικά, προσπαθώντας να του χαμογελάσει. «Είμαι μια χαρά, όλα είναι εντάξει», επανέλαβε, αλλά η φωνή της ήταν βραχνή. Ήταν εξευτελιστικό που παρίστανε τη φιλενάδα του Γουλφ, που έπαιζε ένα ρόλο και όλοι την αγνοούσαν ενώ όταν τους τη σύστηνε της φέρονταν συγκαταβατικά. Όμως καταλάβαινε τη συμπεριφορά τους, γιατί δεν τους ένοιαζε να τη γνωρίσουν ή να συγκρατήσουν το όνομά της. Ο Γουλφ είχε τη φήμη πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, και προφανώς το ίδιο σκέφτονταν και για κείνη. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έκαναν τον κόπο να εντυπωσιάσουν κάποιον ή να είναι ευγενικοί με κάποιον που δεν ήταν σημαντικός. Κι εκείνη δεν ήταν σημαντική για κανέναν απ’ όσους βρίσκονταν εκεί. Η Αλεξάνδρα ένιωσε να την κατακλύζει ντροπή, ντροπή για όλα. Δεν έπρεπε να έχει υπογράψει το συμβόλαιο. Δεν έπρεπε ν’ αφήσει τη φιλοδοξία της να υπερβεί τις αρχές της, ούτε να επιτρέψει να τη χρησιμοποιήσουν. Κι επειδή δεν ήταν ηθοποιός ή μοντέλο ή κάποια ισχυρή παρουσία του Χόλιγουντ, δε σήμαινε πως δεν είχε αξία. «Λυπάμαι», είπε παλεύοντας να διατηρήσει την ψυχραιμία της. «Σε ντρόπιασα». «Καθόλου». Ξαφνικά ο Γουλφ κοίταξε τόσο οργισμένα την Πέιτζ και τη Λούλου, που εκείνες το έβαλαν σχεδόν στα πόδια. Μόλις έφυγαν, την τράβηξε πιο κοντά του. «Και δε θα μπορούσες ποτέ να με ντροπιάσεις, οπότε σταμάτα». Παλεύοντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της, τον κοίταξε και κατάλαβε πως το ενδιαφέρον του ήταν βαθύ κι αληθινό και πως εκείνος δε φορούσε την ψυχρή, κυνική μάσκα του. «Καλύτερα να φύγω προτού οι φωτογράφοι με τσακώσουν σ’ αυτά τα χάλια». Πήρε μια βαθιά ανάσα και ίσιωσε τους ώμους της. «Και τώρα άφησέ με να το σκάσω πριν μας φωτογραφίσει κανείς μαζί. Εσύ μείνε και κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις». «Δεν πρόκειται να σ’ αφήσω να φύγεις μόνη. Αν θέλεις, θα φύγουμε μαζί». Έβγαλε το κινητό του. «Θα πω να μας φέρουν το αυτοκίνητο». Εκείνη του έπιασε το χέρι. «Πρέπει να μείνεις. Δεν πρέπει να κάνεις μια απ’ τις προπόσεις για τα
γενέθλια;» «Δεν είναι και τόσο σπουδαίο». «Και πάλι όμως πρέπει να μείνεις, σε χρειάζονται εδώ». Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και πληκτρολόγησε το νούμερο. «Ο λόγος είναι ήδη τυπωμένος, μπορώ να τον δώσω σε κάποιον άλλον να τον εκφωνήσει». Εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο σερβιτόρος με τη σόδα και δυο καθαρές πετσέτες. Ο Γουλφ έκλεισε το τηλέφωνο κι έδωσε στο σερβιτόρο ένα εικοσαδόλαρο ως φιλοδώρημα. «Σας ευχαριστώ, κύριε Κέρικ», είπε εκείνος μ’ ευγνωμοσύνη. Η Αλεξάνδρα πήρε τη σόδα και τις πετσέτες. «Λοιπόν, θα κάνουμε μια συμφωνία. Εσύ θα μείνεις εδώ κι εγώ θα πάω στο μπάνιο να δοκιμάσω να περισώσω το φόρεμα, εντάξει;» «Εντάξει». «Θα γυρίσω γρήγορα». Κατευθυνόταν προς το σπίτι για να βρει το μπάνιο όταν διασταυρώθηκε με τον Τζέισον Κερκπάτρικ, ένα νεαρό σκηνοθέτη που είχε γνωρίσει πριν κάμποσο καιρό στην Πάρανταϊζ Πίκτσερς όταν εκείνος είχε έρθει για να διαπραγματευτεί για μια ταινία. Τελικά δεν τον είχαν προσλάβει, εκείνη όμως τότε είχε κουβεντιάσει ευχάριστα μαζί του κι έτσι τώρα του χαμογέλασε. «Άλεξ! Άλεξ σε λένε, σωστά;» της είπε. «Ναι, αν και προτιμώ το Αλεξάνδρα. Κι εσύ είσαι ο Τζέισον, έτσι;» «Έχεις καλή μνήμη. Μα τι σου συνέβη;» τη ρώτησε ανασηκώνοντας το χέρι της για να δει καλύτερα το λεκέ στο φουστάνι της. «Ένα διάσημο μοντέλο έριξε κατά λάθος το ποτό της πάνω μου». «Και σ’ έκανε χάλια». Εκείνη κοίταξε το λεκέ. «Τελικά τα μαρτίνι δείχνουν πολύ καλύτερα στα ποτήρια». Εκείνος γέλασε. «Έχεις πλάκα». «Σ’ ευχαριστώ». Το γέλιο του μετατράπηκε σ’ ένα συμπονετικό χαμόγελο. «Γιατί δεν πας σπίτι ν’ αλλάξεις; Το πάρτι δεν άρχισε ακόμη, τώρα σερβίρουν τα κοκτέιλ». «Θα πήγαινα αν μπορούσα, αλλά δε θέλω να αναγκάσω τον Γουλφ να φύγει...» «Και γιατί να φύγει ο Γουλφ; Πετάξου σπίτι, άλλαξε και γύρνα αμέσως». «Θα το ήθελα, αλλά δεν είναι τόσο εύκολο. Δεν έχω το αυτοκίνητό μου και δεν κρατώ χρήματα για ταξί. Κι ο Γουλφ...» «Να σε πάω εγώ», της είπε και της άπλωσε το χέρι. «Η Πόρσε μου είναι παρκαρισμένη απέξω. Ο Γουλφ είναι φίλος μου. Θα τον εξυπηρετούσα μετά χαράς». «Ω, δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα». Έριξε μια ματιά πίσω της προσπαθώντας να εντοπίσει τον Γουλφ αλλά υπήρχε πολύς κόσμος. «Μπορεί να μην αρέσει στον Γουλφ». «Θα πάρει ελάχιστη ώρα και σε λίγο θα είσαι πίσω, όμορφη σαν ζωγραφιά», είπε ο Τζέισον και της έκλεισε το μάτι. «Και, πίστεψέ με, θα δείχνεις πολύ καλύτερη στις φωτογραφίες με κάποιο άλλο φόρεμα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Ο Γουλφ τριγυρνούσε στον κήπο του Ματ Σίλβερμαν ψάχνοντας την Αλεξάνδρα, χωρίς όμως να μπορεί να την εντοπίσει πουθενά. Τράβηξε προς την έπαυλη κι αναρωτήθηκε μήπως εκείνη είχε φύγει. Ίσως να μην είχε καταφέρει να βγάλει το λεκέ κι ήθελε ν’ αποφύγει να δημιουργήσει θέμα. Κατσούφιασε στη σκέψη. Ακόμα κι αν εκείνη ντρεπόταν, δε θα έφευγε χωρίς να του πει λέξη. Κι αν είχε φύγει, πώς είχε επιστρέψει σπίτι της; Είχε καλέσει ταξί; Την είχε πάρει κάποιος φίλος της; Τότε πήρε το μάτι του τον ατζέντη του. «Πώς πάει;» τον ρώτησε ο Μπέντζαμιν. «Μια χαρά», απάντησε κατσουφιασμένος ο Γουλφ, ξέροντας πως τίποτα δεν ήταν μια χαρά εκείνη τη βραδιά –ή μάλλον ολόκληρη τη βδομάδα. Το δείπνο με την Τζόι στο Μανχάταν δεν είχε πάει καλά κι από τότε ήταν σ’ αναμμένα κάρβουνα, περιμένοντας για το επόμενο τηλεφώνημά της και ξέροντας πως ίσως, όταν το λάβαινε, να έπρεπε να μπει αμέσως στο αεροπλάνο και να φύγει. «Μήπως κατά τύχη είδες την Αλεξάνδρα;» «Έχασες το κορίτσι σου;» «Η Πέιτζ έριξε το κοκτέιλ της πάνω στο φόρεμα της Αλεξάνδρας». «Η Πέιτζ;» επανέλαβε ο Μπέντζαμιν. «Η πελάτισσά σου, το μοντέλο». «Α, η Πέιτζ. Είναι κούκλα, συμφωνείς;» Ο Μπέντζαμιν έριξε μια ματιά γύρω του. «Πού είναι η Αλεξάνδρα;» Ο Γουλφ παραλίγο να τον αρπάξει απ’ το λαιμό. «Αυτό ακριβώς σε ρώτησα». Πριν απαντήσει ο Μπέντζαμιν, τους πλησίασε ο υπεύθυνος φωτισμού της τελευταίας ταινίας του Γουλφ. «Ψάχνεις το κορίτσι σου;» τον ρώτησε. Ο Γουλφ κατένευσε. «Πήγε να καθαρίσει το φόρεμά της». «Την είδα», απάντησε εκείνος. «Φορούσε άσπρο φόρεμα, σωστά;» «Ναι». «Έφυγε», του είπε. «Με τον Τζέισον. Νόμισα πως είχατε κάποιο καβγαδάκι». Η έκφραση του Γουλφ σκλήρυνε. «Δεν έγινε καβγάς. Θα γίνει όμως τώρα», είπε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο ενώ προσευχόταν να έβρισκε την Αλεξάνδρα στο σπίτι. Μόνη. Γιατί αν ήταν κι ο Τζέισον εκεί... Κούνησε το κεφάλι του μη θέλοντας καν να ολοκληρώσει τη σκέψη του. Γιατί ήξερε τι θα έκανε και δε θα ήταν καθόλου καλό. * Η Αλεξάνδρα βρισκόταν στο σαλόνι της με το μίνι μαύρο φόρεμα που φορούσε στα γενέθλια του Ρέι, στο Σπάγκο. Ο Τζέισον προσφέρθηκε να σερβίρει ποτό και για τους δυο τους, όσο άλλαζε ρούχα κι εκείνη είχε δεχτεί. Ήταν τόσο ευγενικός που την έφερε ως το Κάλβερ Σίτι και την περίμενε υπομονετικά όσο εκείνη έψαχνε να βρει κάτι κομψό να φορέσει, όμως το κοκτέιλ την πείραξε
περίεργα κι αναγκάστηκε ν’ ακουμπήσει στον τοίχο για να στηριχτεί. «Το κεφάλι μου», είπε κι ένιωσε το κορμί της να παγώνει. «Έχεις πονοκέφαλο, κούκλα;» Δεν της άρεσε ο τόνος της φωνής του κι ο τρόπος που την κοίταζε. Γρήγορα το δωμάτιο άρχισε να γυρίζει κι η Αλεξάνδρα έκλεισε τα μάτια της. «Τι συμβαίνει;» είπε βραχνά μόλις μπόρεσε να τ’ ανοίξει ξανά. Ο Τζέισον στεκόταν μπροστά της. «Γεια σου, ομορφούλα». Άπλωσε το χέρι του και παραμέρισε ένα τσουλούφι από τα μάτια της. «Πώς αισθάνεσαι;» «Ζαλισμένη». «Ναι; Ίσως πρέπει να σε πάω στην κρεβατοκάμαρα για να ξαπλώσεις». «Όχι». Άπλωσε το χέρι της για να τον εμποδίσει και νόμισε πως θα σωριαστεί κάτω. «Τηλεφώνησε... τηλεφώνησε... στον Γουλφ», είπε με κόπο κλείνοντας τα μάτια της για να γλιτώσει από τη ζαλάδα, όμως χωρίς επιτυχία. Τίποτα δεν ήταν εντάξει κι η ίδια ένιωθε χάλια. «Δε σου χρειάζεται ο Γουλφ», απάντησε ο Τζέισον πιάνοντάς την απ’ το χέρι. «Μπορώ να σε βοηθήσω εγώ. Μην ανησυχείς, θα σε πάω στο κρεβάτι». «Χρειάζομαι γιατρό. Κάλεσε γιατρό». «Όχι, όχι θα είσαι μια χαρά. Άφησέ με να σε πάω στο κρεβάτι, αγάπη». «Τηλεφώνησε στον Γουλφ», επανέλαβε η Αλεξάνδρα προσπαθώντας ν’ αντισταθεί καθώς εκείνος την τραβούσε προς την κρεβατοκάμαρα. «Θα νιώσεις καλύτερα αν ξαπλώσεις, πίστεψέ με». Όμως εκείνη ένιωθε άκαμπτη, άρρωστη, τα χέρια και τα πόδια της δεν την υπάκουαν. «Όχι!» Στο δωμάτιό της ο Τζέισον έκλεισε την πόρτα κι η Αλεξάνδρα ένιωσε τα πόδια της να λυγίζουν. Εκείνος τη σήκωσε και την ακούμπησε στον τοίχο. «Ένα φιλί, μωρό», της ψιθύρισε με λαγνεία. Τότε συνειδητοποίησε πόσο μεθυσμένος ήταν εκείνος –ή πόσο μαστουρωμένος–, γιατί δε θύμιζε καθόλου τον συμπαθητικό άντρα που είχε γνωρίσει πριν ένα μήνα και που προσφέρθηκε να τη συνοδέψει στο σπίτι πριν λίγη ώρα. Ο Τζέισον που είχε τώρα απέναντί της προσπαθούσε να τη φιλήσει κι όσο εκείνη πάλευε να ξεφύγει τόσο πιο πολύ εκείνος ερεθιζόταν. «Σταμάτα. Άφησέ με να φύγω», του είπε πνιχτά αποστρέφοντας το πρόσωπό της απ’ το υγρό στόμα του. «Γιατί; Σου αρέσω, το ξέρω πως σου αρέσω». «Όχι, δε μου αρέσεις». Η Αλεξάνδρα πάλευε ν’ αναπνεύσει, να συνέλθει. «Μην αντιστέκεσαι», της είπε εκείνος ακινητοποιώντας τη με το κορμί του. «Σε θέλω. Είμαι τρελός για σένα». «Φύγε...» Ο Τζέισον όμως τη φίλησε άγρια κι η Αλεξάνδρα ένιωσε το στομάχι της ν’ ανακατεύεται. Την είχε στριμώξει στον τοίχο, το γόνατό του χωνόταν ανάμεσα στους μηρούς της και τα χέρια του ψαχούλευαν το κορμί της. «Τζέισον». Της κόπηκε η ανάσα και πάλεψε απεγνωσμένα να ξεφύγει. «Σταμάτα!» Η αντίστασή της όμως τον τρέλαινε ακόμη περισσότερο. «Έλα τώρα, Άλεξ, φίλησέ με. Φίλησέ με κανονικά. Ξέρεις πώς». Όμως εκείνη δεν μπορούσε να το κάνει, όπως δεν μπορούσε και να βρει τη δύναμη να του ξεφύγει. *
Ο Γουλφ πλησίαζε στη βεράντα του σπιτιού της, όταν άκουσε την κραυγή. Αλεξάνδρα. Με την καρδιά του να χτυπά δυνατά ανέβηκε μεμιάς τα τρία σκαλιά κι ετοιμαζόταν να σπάσει την πόρτα όταν είδε πως ευτυχώς ήταν ξεκλείδωτη. Με μια δυνατή σπρωξιά την άνοιξε. Στην κρεβατοκάμαρα, η Αλεξάνδρα ούρλιαξε καθώς τα χέρια του Τζέισον γλιστρούσαν παντού στο κορμί της. «Έλα τώρα, μωρό», της ψιθύρισε και ξαφνικά εκείνη ένιωσε τα γυμνά του πόδια πάνω στα δικά της καθώς εκείνος προσπαθούσε να χωθεί ανάμεσα στους μηρούς της. Είχε κατεβάσει το παντελόνι του. Προσπάθησε να ουρλιάξει ξανά, αλλά πριν προλάβει εκείνος της έκλεισε βίαια το στόμα με το δικό του. Απελπισμένη τον δάγκωσε στα χείλη. Ο Τζέισον ξαφνικά κοκάλωσε καθώς γεύτηκε το αίμα στο στόμα του. Άναυδος, ανασήκωσε το κεφάλι του κι ύστερα ύψωσε τη γροθιά του, ενώ η Αλεξάνδρα ετοιμάστηκε να δεχτεί το χτύπημα. Ξαφνικά όμως ο Τζέισον δεν ήταν πια πάνω της. Μια τεράστια, αθλητική φιγούρα τον τραβούσε μακριά της. Αν και ήταν σκοτεινά και το δωμάτιο γύριζε, παρ’ όλο που ίσα που μπορούσε να δει και πολύ λιγότερο να σταθεί στα πόδια της, ήξερε πως αυτή η σκιά ήταν ο Γουλφ. «Αλεξάνδρα». Τον άκουσε να φωνάζει το όνομά της και η οργή στη φωνή του της πάγωσε το αίμα. Ο Γουλφ ακουγόταν έτοιμος να κάνει φόνο. «Είμαι εντάξει», του είπε με κόπο και προσπάθησε να ισιώσει το φόρεμά της και να καλύψει τα γυμνά της πόδια. Ήταν τόσο περίεργο, τόσο παράξενο. Ένιωθε πως το ίδιο της το κορμί δεν της ανήκε, πως θα μπορούσε να είναι το κορμί οποιουδήποτε άλλου. Δεν μπορούσε ν’ απομακρυνθεί απ’ τον τοίχο, δεν μπορούσε να περπατήσει, να λειτουργήσει. Μα τι στο καλό τής είχε συμβεί; Και καθώς άκουγε τον Γουλφ να μιλά, με φωνή χαμηλή και τραχιά και την ξενική προφορά του πιο έντονη από ποτέ, έγειρε πίσω κι άρχισε να γλιστρά μέχρι που έπεσε στο πάτωμα. * Η Αλεξάνδρα έβλεπε εφιάλτη και δεν μπορούσε να ξυπνήσει. Κάποιος, κάτι την πονούσε, της έχωνε κάτι βαθιά στο λαιμό της. Προσπάθησε να αποτραβηχτεί, αλλά δεν τα κατάφερε. Κάποια χέρια την κρατούσαν ακίνητη. Κι ύστερα ένιωσε να πνίγεται, να κάνει εμετό και δεν ήξερε αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Ο πόνος ήταν αληθινός, τίποτα όμως δεν ήταν ξεκάθαρο, τίποτα δε φαινόταν λογικό. Τελικά το πνίξιμο σταμάτησε και την άφησαν στην ησυχία της. Κι αποκοιμήθηκε. Όσο εκείνη κοιμόταν, ο Γουλφ βημάτιζε δίπλα στο κρεβάτι της. Ο γιατρός είχε πει πως επιτέλους το ναρκωτικό είχε φύγει απ’ τον οργανισμό της χάρη στην πλύση στομάχου. Καθώς βημάτιζε την κοίταζε που κοιμόταν. Όταν θα ξυπνούσε θα ήταν μπερδεμένη και δε θα θυμόταν και πολλά από τη χτεσινή νύχτα. Ο Γουλφ έσφιξε τα δόντια του γεμάτος θυμό. Η οργή του ήταν απίστευτη. Συνέχισε να βηματίζει, προσπαθώντας να επιβληθεί στα νεύρα του, όταν το μόνο που ήθελε ήταν να βρει τον Τζέισον και να τον σκοτώσει. Και θα μπορούσε να το κάνει. Μπορούσε να τον κάνει να υποφέρει –και κάτι παραπάνω. Ο Γουλφ δεν ήταν ούτε κοντός ούτε μικροκαμωμένος. Είχε το ύψος και τη διάπλαση του
επαγγελματία πυγμάχου που ήταν κάποτε. Παλιά ήταν γνωστός στο Δουβλίνο ως ο Διάβολος του Δουβλίνου, ένας φρενιασμένος αυτοδίδακτος μαχητής με γροθιές από ατσάλι που έβγαζε νοκ άουτ όλους τους αντιπάλους του σ’ ένα μόνο γύρο. Τόσο δυνατά και καίρια ήταν τα χτυπήματά του. Και τώρα ήθελε να κάνει αυτό που ήξερε καλύτερα να κάνει. Να παλέψει. Μέσα του δεν ένιωσε ποτέ ηθοποιός, ήταν ακόμα αθλητής, μποξέρ. Το Χόλιγουντ δεν ήταν ποτέ στις βλέψεις του. Όντας μισός Ιρλανδός, είχε μεγαλώσει με τη λογοτεχνική παράδοση της Ιρλανδίας, ήξερε τους συγγραφείς και τους ποιητές της χώρας του, είχε δει ένα σωρό θεατρικές παραστάσεις πριν κλείσει τα δεκάξι. Όμως να παίξει ο ίδιος; Να μακιγιάρεται, να μαθαίνει ρόλους και να τον ντύνουν στυλίστες; Δεν το είχε σκεφτεί ποτέ. Κάποια στιγμή, όμως, μια ανεξάρτητη εταιρεία παραγωγής από την Αμερική ήρθε στην Ιρλανδία ψάχνοντας κάποιον πυγμάχο για ένα μικρό ρόλο σε κάποια ταινία. Ο υπεύθυνος επιλογής ηθοποιών τον λάτρεψε, αλλά τελικά δε βρέθηκαν τα απαραίτητα χρήματα για να προωθηθεί η ταινία στους κινηματογράφους κι έτσι κυκλοφόρησε απευθείας στην αμερικανική τηλεόραση. Όμως, απ’ ό,τι φάνηκε, ο Γουλφ δε χρειαζόταν μια ταινία που να σπάει ταμία για να γίνει γνωστός. Όποιος την είδε, κατέληξε σε δύο συμπεράσματα. Το σενάριο ήταν χάλια και ο ψηλός, μελαχρινός μποξέρ, ο Γουλφ Κέρικ ήταν αξέχαστος. Ένα χρόνο και μια μεγάλη ταινία αργότερα υπέκυπταν και οι κριτικοί πλέκοντάς του το εγκώμιο. Δέκα χρόνια μετά, είχε γίνει τόσο μεγάλο όνομα στο Χόλιγουντ όσο κανείς δε φανταζόταν ποτέ. Σίγουρα είχε ξεπεράσει κάθε του όνειρο. Μόνο που εκείνος δεν ονειρευόταν ποτέ. Ήθελε λίγα και του άρεσαν ακόμη λιγότερα. Καθώς μεγάλωνε, οι γονείς του καβγάδιζαν άσχημα κι έτσι το διαζύγιό τους, όταν εκείνος ήταν στα δώδεκα, ήταν σχεδόν ανακουφιστικό. Δε θα υπήρχαν άλλες σπασμένες πόρτες και πιάτα. Στην αρχή, ο πατέρας του Γουλφ εξαφανίστηκε, όμως αργότερα, όταν η μητέρα του δεν μπορούσε να τον φροντίζει πια κι ούτε να κρατήσει μια δουλειά, εκείνος επέστρεψε ξαφνικά και τον πήρε μαζί του στην Ιρλανδία. Ο Γουλφ ήξερε πως ο πατέρας του δεν ήταν κακός άνθρωπος, ήταν όμως κλειστός χαρακτήρας κι αυτό σε συνδυασμό με τις αλλαγές έκαναν το ταραγμένο παιδί να γεμίσει θυμό. Γρήγορα ανακάλυψε πως του άρεσε να είναι θυμωμένος. Ο θυμός τού έδινε δύναμη, του έδινε ένα λόγο να πηγαίνει για ύπνο κάθε βράδυ και να ξυπνά το επόμενο πρωί. Ο θυμός γέμιζε τις μέρες του, τον βοηθούσε ν’ αντέξει και να εκπαιδευτεί. Τον έκανε να δεχτεί χτυπήματα, αλλά και να τα ανταποδώσει. Θυμωμένος, μπορούσε να νικήσει τους αντιπάλους του, να τους διαλύσει, να τους τιμωρήσει. Πράγμα που θα έκανε στον Τζέισον μόλις σιγουρευόταν πως η Αλεξάνδρα ήταν εντάξει. Ώρες αργότερα, εκείνη άνοιξε αργά τα μάτια της και κοίταξε το ταβάνι. Ήταν στο χρώμα της λεβάντας, σωστά; Γιατί όμως; Μισόκλεισε τα μάτια της, προσπαθώντας να καταλάβει πού βρισκόταν και γιατί το ταβάνι είχε αυτό το χρώμα. Κοιτάζοντας στο πλάι, είδε το τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι της με την πλαστική κανάτα και το πλαστικό ποτήρι με το καλαμάκι, ανάμεσα σε βάζα με λουλούδια και λευκές ορχιδέες. Νοσοκομείο. Βρισκόταν στο νοσοκομείο. Προσπάθησε να καταπιεί, όμως ο λαιμός της την πονούσε φριχτά. Το ίδιο άσχημα ήταν και το στομάχι της. Γιατί βρισκόταν εδώ; Τι συνέβαινε; Αναδεύτηκε, προσπαθώντας να πατήσει το κουμπί επικοινωνίας, πριν προλάβει όμως η πόρτα του δωματίου άνοιξε. Ο Γουλφ μπήκε μέσα με μια κούπα καφέ. Την κοίταξε κι ανασήκωσε ελάχιστα το
φρύδι του. «Ζεις». «Μόλις και μετά βίας», του απάντησε με δυσκολία. Εκείνος δεν είπε τίποτε κι η ίδια παρέμεινε σιωπηλή νιώθοντας ασυνήθιστα αδύναμη και εύθραυστη. Πονούσε, δεν ήξερε τι είχε συμβεί και έχοντας μόνο τον Γουλφ κοντά της ένιωθε ακόμα πιο ανυπεράσπιστη. «Κοίταξέ με... Δεν ξέρω τι συνέβη», ψιθύρισε με κόπο. «Ο Τζέισον με πήγε ως το σπίτι για ν’ αλλάξω και να γυρίσω στο πάρτι. Όσο άλλαζα εκείνος σέρβιρε ένα ποτό κι ύστερα...» Σταμάτησε και δάγκωσε το κάτω χείλι της. «Ύστερα... έγινε περίεργος». «Ούρλιαζες όταν έφτασα», είπε τραχιά ο Γουλφ. «Είχα φοβηθεί». Έκλεισε τα μάτια της και πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Σ’ ευχαριστώ που ήρθες να με βρεις. Με έσωσες». Εκείνος δε μίλησε ενώ κρατούσε το βλέμμα του στραμμένο στον τοίχο. Τον τράβηξε απ’ το χέρι προσπαθώντας να τον κάνει να την κοιτάξει. «Σ’ ευχαριστώ, Γουλφ». Αργά, στράφηκε προς το μέρος της, συνοφρυωμένος και με τα σκούρα μάτια του πιο σκοτεινά από ποτέ. «Κι αν δεν είχα έρθει; Αν δεν είχα αποφασίσει να φύγω από το πάρτι;» Τον κοίταξε βαθιά στα μάτια και στο βλέμμα του διάβασε το φόβο. «Όμως ήρθες», ψιθύρισε. «Αν είχα αργήσει πέντε λεπτά...» «Όμως δεν άργησες». Του έσφιξε το χέρι. «Σε παρακαλώ, ας το ξεχάσουμε». Ο Γουλφ τραβήχτηκε απότομα μακριά. Πήγε ως το παράθυρο και κοίταξε έξω. «Να το ξεχάσουμε;» «Ναι, να το ξεχάσουμε και να προχωρήσουμε. Υπάρχουν πολύ πιο σημαντικά πράγματα...» «Όχι για μένα». Της έριξε μια λοξή ματιά. «Θεέ μου, είσαι τόσο αθώα! Τόσο αφελής. Σου έδωσε ναρκωτικά και προσπάθησε να σε βιάσει. Έκανες αλλεργική αντίδραση στο κοκτέιλ των ναρκωτικών που έριξε στο ποτό σου, Αλεξάνδρα». Η φωνή του βάθυνε και πια φαινόταν η ταραχή κι ο θυμός του. «Θα μπορούσες να είχες πεθάνει απ’ τα ναρκωτικά και μόνο». Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά. Ένιωθε ξανά ζαλάδα. «Ήπια μόνο ένα ποτό μαζί του, Γουλφ. Δε θα δοκίμαζα ποτέ τίποτα, το ξέρω πως είναι επικίνδυνο». «Όπως φάνηκε...» «Σε παρακαλώ, πίστεψέ με». Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα κι ύστερα ξεφύσηξε αργά. «Σε πιστεύω». «Αλήθεια;» Εκείνος έγνεψε αργά περνώντας το χέρι του απ’ τα μάτια του. «Του Τζέισον του αρέσει να ανακατεύει χάπια με το αλκοόλ –κοκαΐνη και υπνωτικά είναι τα αγαπημένα του». Έμεινε σιωπηλός για λίγο. «Θέλεις να καλέσουμε συγγενείς σου, να ενημερώσω κάποιον;» Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι, κανέναν», ψιθύρισε. «Δεν έχεις οικογένεια;» Τον κοίταξε, φοβούμενη μήπως εκείνος ανακαλύψει την αλήθεια. Αν είχε οικογένεια; Είχε την πιο προστατευτική, δεσποτική οικογένεια του κόσμου. «Όχι», του απάντησε. «Θέλεις να καλέσω κάποιο δικηγόρο, τότε;» «Για ποιο πράγμα;» «Για να κάνεις μήνυση». Εκείνη ευχόταν να μην είχε συνέλθει καθόλου. Όλα αυτά της έπεφταν πάρα πολλά. «Θέλεις να κάνω μήνυση;» «Δεν ξέρω. Θέλω μόνο να τον σπάσω στο ξύλο. Θέλω να τον κάνω...» Σταμάτησε σφίγγοντας το
σαγόνι του. «Γουλφ, θα μπορούσες να τον καταστρέψεις, κι ό,τι κι αν έκανε δεν το θέλω αυτό», του είπε πνιχτά η Άλεξ. Εκείνος ήρθε και στάθηκε από πάνω της. «Δε θα ήμουν άντρας αν τον άφηνα να τη γλιτώσει τόσο φτηνά ύστερα απ’ ό,τι σου έκανε». «Δε θα σ’ αφήσω! Κάποιος πρέπει να σκεφτεί τη φήμη σου, τον Τύπο». «Τον Τύπο; Θες να μιλήσουμε για τις εφημερίδες;» Γέλασε αλλά το γέλιο του ήταν πικρό. «Αλεξάνδρα, είναι κάπως αργά ν’ ανησυχήσουμε για την κακή δημοσιότητα». «Τι εννοείς;» «Είμαστε το κύριο θέμα στη σημερινή πρωινή εκπομπή του ραδιοφώνου και γράφτηκε ένα μικρό άρθρο στη στήλη των κουτσομπολιών της πρωινής εφημερίδας επίσης». Έσκυψε πάνω της και τη φίλησε στο μέτωπο. «Και σου εγγυώμαι πως θα είμαστε το κύριο θέμα σ’ όλες τις απογευματινές εκπομπές», της είπε. Τα λόγια του την έκαναν να μουδιάσει ολόκληρη. «Και τι λένε;» «Λένε πως νοσηλεύτηκες λόγω υπερβολικής δόσης ναρκωτικών». «Τι πράγμα;» «Ένας φωτογράφος σε τράβηξε την ώρα που σε έβγαζαν απ’ το σπίτι. Φαίνομαι κι εγώ ακριβώς δίπλα σου». «Και η εφημερίδα τι γράφει;» «Δε θέλεις να ξέρεις». Εκείνη άρχισε να τρέμει. «Πες μου». Δίστασε τόσο, που η Άλεξ νόμισε πως δε θα της έλεγε. Ύστερα εκείνος έπιασε το χέρι της και φίλησε τα δάχτυλά της. «Λένε πως προσπάθησες ν’ αυτοκτονήσεις». «Ω Θεέ μου». Η Αλεξάνδρα έκλεισε τα μάτια της. Όλες οι προσπάθειές τους, τα πάντα είχαν πάει χαμένα... «Το έγραψε αυτό η εφημερίδα;» τον ρώτησε ενώ φανταζόταν την αντίδραση της οικογένειάς της, αν τυχόν μάθαιναν κάτι. «Ναι, η Λος Άντζελες Τάιμς». Εκείνη ξεφύσηξε προσπαθώντας να ηρεμήσει. Αν είχε γραφτεί μονάχα στη Λος Άντζελες Τάιμς ίσως να μην το μάθαινε κανείς απ’ τους δικούς της. Κανένα απ’ τα αδέρφια της δε ζούσε στο Λος Άντζελες. «Και επίσης η Γιου Ες Έι Τουντέι», πρόσθεσε ο Γουλφ. Το στομάχι της σφίχτηκε κι ο λαιμός της έκλεισε. Η Γιου Ες Έι Τουντέι ήταν εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. «Όχι, Θεέ μου». «Τελικά, η δήθεν σχέση μας έγινε πρωτοσέλιδο», της είπε εκείνος.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Κράτησαν την Αλεξάνδρα ολόκληρη την ημέρα για να μπορέσει να συνέλθει και θα την κρατούσαν και το βράδυ αν ο Γουλφ δε φοβόταν πως οι δημοσιογράφοι θα πάθαιναν φρενίτιδα αν δεν έπαιρνε εξιτήριο. Η διοίκηση του νοσοκομείου, έχοντας βαρεθεί τους παπαράτσι όσο κι ο Γουλφ, επέτρεψε στην Αλεξάνδρα να βγει αργά το απόγευμα. Τους φυγάδευσαν από μια πλαϊνή πόρτα όπου τους περίμενε μια λιμουζίνα προκειμένου να αποφύγουν τις ορδές των φωτογράφων και των δημοσιογράφων που περίμεναν στην κύρια είσοδο. «Δε θα πάμε σπίτι;» ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Όχι, όταν οι δημοσιογράφοι έχουν κυκλώσει το σπίτι σου». «Μα χρειάζομαι ρούχα, πιτζάμες, τουλάχιστον μια οδοντόβουρτσα». «Θα τα καταφέρεις και χωρίς αυτά για μια νύχτα». Εκείνη έσφιξε τα χείλη και έπνιξε τη διαμαρτυρία της. Άλλωστε δεν είχε δικαίωμα να διαμαρτυρηθεί. Τους είχε μπλέξει και τους δυο, αν κι ο Γουλφ, δεδομένων των συνθηκών, το αντιμετώπιζε πολύ καλά. Το σπίτι του, στο Μάλιμπου, βρισκόταν ανάμεσα στα σπίτια άλλων διασημοτήτων και, όπως κι εκείνα, προστατευόταν από ψηλούς τοίχους και θάμνους. Ο Γουλφ ξεκλείδωσε την πόρτα και την άφησε να περάσει. «Εδώ είναι το δωμάτιό σου», της είπε ανοίγοντας την πόρτα του ξενώνα στο τέρμα του διαδρόμου. «Και μπορείς να κοιμηθείς μ’ αυτό», πρόσθεσε πετώντας της μια μεγάλη γκρι βαμβακερή μπλούζα. «Υπάρχει καινούρια οδοντόβουρτσα στον πάγκο του μπάνιου και οδοντόκρεμα στο συρτάρι. Θα βρεις και καθαρές πετσέτες κρεμασμένες». Η Αλεξάνδρα μπήκε στο μπάνιο, έβγαλε τα ρούχα της, έκανε ένα ζεστό ντους κι ύστερα φόρεσε το μπλουζάκι του Γουλφ και βούρτσισε τα δόντια της. Όταν βγήκε απ’ το μπάνιο είδε πως η πόρτα της κρεβατοκάμαράς του, στην άλλη άκρη του διαδρόμου, ήταν κλειστή αλλά τον άκουσε να μιλά στο τηλέφωνο. Διέκρινε μερικές σκόρπιες κουβέντες όπως Σύντομα θα είμαι εκεί και Θα έχουμε αρκετό χρόνο στην Αφρική. Μιλούσε με την Τζόι για την ταινία στην Αφρική. Σε κάνα δυο εβδομάδες εκείνος θα βρισκόταν εκεί. Με την Τζόι. Προσπάθησε να πνίξει τη ζήλια της. Ο Γουλφ της είχε πει πως δεν είχε σχέση με την Τζόι, πως ήταν μόνο φίλοι, όμως η σχέση τους την έκανε να νιώθει ανασφαλής. Παρείσακτη. Εκείνοι ήταν ηθοποιοί, λατρεμένοι και όμορφοι, ενώ η ίδια ήταν... Μια συνηθισμένη κοπέλα. Αναστενάζοντας, η Αλεξάνδρα επέστρεψε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και ξάπλωσε στο τεράστιο κρεβάτι, νιώθοντας ακόμη πιο μικροσκοπική. Κι η αίσθηση αυτή χειροτέρεψε καθώς προσπαθούσε να χαλαρώσει. Αδυνατούσε να κοιμηθεί μετά από τόσες ώρες ύπνου στο νοσοκομείο. Κι όπως ήταν ξαπλωμένη, με τις σκέψεις να γυροφέρνουν στο μυαλό της και το στομάχι της
σφιγμένο κόμπο, συνειδητοποίησε πως δεν ήταν αναστατωμένη μόνο για την Τζόι. Ήταν θυμωμένη και με τον εαυτό της που πίστεψε πως θα μπορούσε να την ανταγωνιστεί και να ζήσει στον κόσμο του Γουλφ χωρίς να πληγωθεί. Στριφογύρισε για ώρα στο κρεβάτι, όταν όμως ξύπνησε από τη μυρωδιά του φρέσκου καφέ ένιωθε άλλος άνθρωπος. Μια που δεν μπορούσε να φορέσει το βραδινό φόρεμά της, τακτοποίησε όπως όπως τα μαλλιά της και πήγε στην κουζίνα με το μπλουζάκι του Γουλφ, το οποίο ευτυχώς ήταν μακρύ και έφτανε ως τους μηρούς της. Ο Γουλφ της πρόσφερε μια κούπα με καφέ κι εκείνη πρόσθεσε ζάχαρη πριν πιει μια γουλιά. «Σ’ ευχαριστώ». «Ευχαρίστησή μου». Ήπιε λίγο ακόμη καθώς τον παρατηρούσε να ετοιμάζει χυμό πορτοκαλιού κι ύστερα τοστ. «Βούτυρο, μαρμελάδα φράουλα;» «Μόνο βούτυρο», του απάντησε κι αναρωτήθηκε πότε σκόπευε να την πάει στο σπίτι της. Χτες δεν είχε πάει στη δουλειά και σήμερα ήταν Σάββατο, όμως ήθελε να γυρίσει σπίτι της, να νιώσει πως έχει ξανά τον έλεγχο της ζωής της. Εκείνος πήρε την εφημερίδα από τον πάγκο της κουζίνας. «Πάντα πίνω τον καφέ μου έξω στη βεράντα. Θες να έρθεις;» Τον κοίταξε με μισόκλειστα μάτια. Ήταν ευγενικός, υπερβολικά ευγενικός. Κάτι έτρεχε. «Μόνο αν μου δώσεις κι εμένα την εφημερίδα», του είπε ανήσυχη. «Εξαρτάται ποιο τμήμα της θέλεις να διαβάσεις». «Θα ήθελα το Τέχνη και Ψυχαγωγία», του είπε. «Εντάξει». Της άνοιξε την πόρτα κι εκείνη μισόκλεισε τα μάτια της στον λαμπερό ήλιο. Ο ουρανός του Μάλιμπου ήταν καταγάλανος, ο ήλιος έλαμπε και τα κύματα έσκαγαν απαλά στη λευκή αμμουδιά. Κάθισαν και της έδωσε το τμήμα της εφημερίδας που είχε ζητήσει, όμως η Άλεξ δεν άρχισε να διαβάζει αμέσως όπως εκείνος. Αντίθετα, τον παρατήρησε για αρκετά λεπτά, περίεργη για το τι μπορεί να τον απορροφούσε τόσο στην εφημερίδα όταν όλα γύρω τους ήταν τόσο μπερδεμένα. «Γουλφ». «Χμμ;» «Θα κουβεντιάσουμε γι’ αυτό που συνέβη;» «Όχι», της απάντησε χωρίς να την κοιτάξει. «Γιατί όχι;» «Γιατί δεν υπάρχει τίποτα να κουβεντιάσουμε». Τράβηξε την εφημερίδα κοντά της όμως δεν μπορούσε ακόμη να συγκεντρωθεί. Έτσι όπως ήταν καθισμένοι στη βεράντα με τον ήχο των κυμάτων και τους γλάρους στον ουρανό, έμοιαζαν με οποιοδήποτε τυπικό ζευγάρι του Μάλιμπου κι η Αλεξάνδρα έπιασε τον εαυτό της να ελπίζει πως ίσως τα χτεσινά πρωτοσέλιδα είχαν ξεχαστεί. Πως κανείς δε θα θυμόταν ότι τάχα προσπάθησε να αυτοκτονήσει με υπερβολική δόση ναρκωτικών. Ήλπιζε... Μέχρι που ανασήκωσε το βλέμμα της από την εφημερίδα κι εντόπισε ένα φωτογράφο στην παραλία με τη φωτογραφική του μηχανή στραμμένη προς το μέρος τους. «Υπάρχει ένας φωτογράφος στην παραλία». «Αλήθεια;» ρώτησε ο Γουλφ γυρνώντας σελίδα. Δεν έδειχνε έκπληκτος ή ανήσυχος. «Το ήξερες;» «Πάντοτε υπάρχει κάποιος κάπου, να παραμονεύει με μια φωτογραφική μηχανή. Μαθαίνεις να το
συνηθίζεις, αγνοείς τις κάμερες όσο περισσότερο μπορείς και συνεχίζεις τη ζωή σου». Τον κοίταξε καχύποπτα. «Σίγουρα δεν καθόμαστε εδώ για να μας φωτογραφίσουν επίτηδες οι παπαράτσι;» Εκείνος χαμογέλασε άκεφα. «Καλή ιδέα. Μακάρι να το είχα σκεφτεί». Δίπλωσε την εφημερίδα του. «Όμως εδώ είναι το σπίτι μου κι αυτή είναι η βεράντα όπου παίρνω πρωινό κάθε μέρα. Κι εσύ, Αλεξάνδρα, απλά έτυχε να βρίσκεσαι εδώ». Στράφηκε ξανά στην εφημερίδα του κι άρχισε να διαβάζει, εκείνη όμως δεν μπορούσε να διαβάσει, ούτε να συγκεντρωθεί. «Νομίζουν πως αναστατώθηκα για την Τζόι, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισε. «Μμμ». «Όμως δεν ήσουν με την Τζόι στο πάρτι», συνέχισε η Αλεξάνδρα. «Όχι», της απάντησε χωρίς να σηκώσει κεφάλι από την εφημερίδα. «Αλλά οι σκανδαλοθηρικές εφημερίδες δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια, παρά μόνο για το πώς θα πουλήσουν...» Διέκοψε τη φράση του επειδή χτύπησε το τηλέφωνο. «Πάω να το σηκώσω. Μπορεί να είναι από το στούντιο. Είχαν έκτακτη συνεδρίαση σήμερα το πρωί για το αν θ’ αλλάξουν τους πρωταγωνιστές. Κάπου μέσα στην επόμενη ώρα θα ξέρω αν θα αντικατασταθώ εγώ –ή η Τζόι». «Ω Γουλφ...» «Σε παρακαλώ, σταμάτα. Είναι πολύ αργά πια γι’ αυτό, Αλεξάνδρα. Ας απολαύσουμε όσο γίνεται το υπόλοιπο πρωινό, εντάξει;»
wWw.GreekLeech.info * Τον είδε να κλείνει το τηλέφωνο και να επιστρέφει ξανά στη βεράντα. «Άσχημα νέα;» τον ρώτησε χαμηλόφωνα. Εκείνος δεν απάντησε, απλά την κοίταζε. «Είσαι πάντα τόσο περίεργη, γεμάτη ερωτήσεις», της είπε σκεφτικά. «Ίσως είναι καιρός να σε γνωρίσω καλύτερα». Το ύφος του τη γέμισε ανησυχία. «Τι θέλεις να μάθεις;» τον ρώτησε. Εκείνος φερόταν περίεργα όλο το πρωί, όμως το τηλεφώνημα αύξησε περισσότερο την ένταση. «Ποια είσαι πραγματικά». Η Αλεξάνδρα άνοιξε το στόμα της για να διαμαρτυρηθεί, αλλά το μετάνιωσε. Δεν του χρωστούσε εξηγήσεις. Μπορεί να είχαν κάποιου είδους σχέση, αυτό όμως θα τελείωνε σύντομα. Εκείνος θα έφευγε σε δυο εβδομάδες για την Αφρική και θα έβγαινε μια και καλή απ’ τη ζωή της. «Θα επιστρέψω στο σπίτι μου σύντομα;» τον ρώτησε και σηκώθηκε όρθια. «Χμμ... όχι». «Γιατί όχι;» «Έχω ένα ραντεβού για φαγητό το μεσημέρι και θα ήθελα πάρα πολύ να έρθεις μαζί μου». «Πρέπει να πάω σπίτι ν’ αλλάξω. Δεν έχω τίποτα να φορέσω». «Ο Μπέντζαμιν θα στείλει τη στυλίστρια». Η Αλεξάνδρα κοκάλωσε. «Ο Μπέντζαμιν ήταν στο τηλέφωνο;» «Μμμ». Οι ασαφείς απαντήσεις του είχαν αρχίσει να την μπερδεύουν. «Τι συμβαίνει, Γουλφ;» «Μεσημεριανό γεύμα». «Γιατί;» επέμεινε εκείνη. «Γιατί πεινάω», της απάντησε. «Και γιατί πρέπει να προλάβουμε λίγη απ’ την κακή δημοσιότητα».
* Μια ώρα και δέκα λεπτά αργότερα, βρίσκονταν στην μπλε Λαμποργκίνι του Γουλφ, ένα κλασικό σπορ μοντέλο από τη δεκαετία του ’60, το αυτοκίνητο με το οποίο είχε έρθει να την πάρει για την πρώτη τους έξοδο στο Κάζα ντελ Μαρ. Εκείνο το βράδυ η Αλεξάνδρα είχε διασκεδάσει πολύ, αλλά δεν ήταν σίγουρη πως θα συνέβαινε και τώρα το ίδιο. Ήταν ντυμένη με ένα υπέροχο, πανάκριβο γκρίζο φόρεμα και ψηλοτάκουνα μαύρα πέδιλα. Κι ενώ έδειχνε όμορφη και σέξι δεν ένιωθε καθόλου σίγουρη για τον εαυτό της. «Πού θα πάμε για φαγητό;» «Στο Άσια δε Κούβα». Άσια δε Κούβα, επανέλαβε νοερά εκείνη. «Δεν το ξέρω το μέρος». «Είναι ωραίο εστιατόριο». «Πού είναι;» Την κοίταξε λοξά. «Πολύ περίεργη είσαι σήμερα». «Κι εσύ φέρεσαι παράξενα». «Αλήθεια;» «Με μυστικοπάθεια», πρόσθεσε εκείνη. «Σοβαρά;» Η Αλεξάνδρα παράτησε την κουβέντα. Ήταν φανερό πως ο Γουλφ δεν ήθελε να το συζητήσει κι η ίδια δεν είχε διάθεση για παιχνιδάκια. Συνέχισαν τη διαδρομή σιωπηλά, κατευθυνόμενοι προς το Χόλιγουντ. «Τι δε μου λες;» τον ρώτησε στο τέλος εκείνη κοφτά. «Είναι σαν να ξέρεις κάτι που εγώ αγνοώ, ενώ θα έπρεπε να το ξέρω». «Πράγματι», παραδέχτηκε εκείνος. «Σκέφτηκα να σου το πω, αλλά ίσως είναι καλύτερα να σ’ αφήσω ν’ απολαύσεις την έκπληξη». Έκπληξη. Άρα κάτι επρόκειτο να συμβεί. «Και γιατί έχω την αίσθηση πως δεν πρόκειται για ευχάριστη έκπληξη;» «Υποθέτω πως όλα εξαρτώνται από το πώς νιώθεις για τις οικογενειακές συγκεντρώσεις». «Δεν έχω πρόβλημα με τις οικογένειες. Δεν ήξερα πως έχεις δικούς σου στην πόλη». «Δεν έχω». Η Αλεξάνδρα κατάλαβε, αλλά δεν ήθελε ακόμη να το παραδεχτεί. «Και τότε, ποιους θα συναντήσουμε;» Καθώς πλησίαζαν στο ξενοδοχείο Μοντριάν, της είπε: «Δυο άντρες που λέγονται Τρόι και Τρέι». Η Αλεξάνδρα ένιωσε τον πανικό να την κατακλύζει. Δεν μπορούσε, με κανέναν τρόπο, να ήξερε ο Γουλφ τα ονόματά τους. «Σου λένε τίποτα αυτά τα ονόματα, γλυκιά μου;» «Είναι τ’ αδέρφια μου», του είπε ταραγμένη. «Οι δίδυμοι». «Και πόσους αδερφούς έχεις;» «Πέντε». «Πόσα αδέρφια συνολικά;» «Έξι». «Εσύ είσαι το μόνο κορίτσι».
Εκείνη κατένευσε. «Και η μικρότερη», συμπέρανε εκείνος. Η Αλεξάνδρα κατένευσε ξανά. «Τότε, γιατί μου είπες πως δεν έχεις οικογένεια, Αλεξάνδρα;» Βρίσκονταν στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου, ο Γουλφ όμως είχε τη μηχανή ακόμη αναμμένη και αγνόησε τα νοήματα του παρκαδόρου. Εκείνη βούλιαξε πιο βαθιά στο κάθισμά της. «Εσύ είσαι μοναχοπαίδι», του είπε. «Δε θα με καταλάβαινες». «Για δοκίμασέ με». «Έχω πέντε αδέρφια. Και δεν ξέρω αν γνώρισες ήδη τους δίδυμους, όμως όλοι είναι σαν κι αυτούς. Γεροδεμένοι, σκληροί και δε σηκώνουν πολλά πολλά. Ακριβώς όπως ο πατέρας και ο παππούς μου». «Δεν τους γνώρισα ακόμα», απάντησε ο Γουλφ σβήνοντας τη μηχανή του αυτοκινήτου. «Όμως είναι αποφασισμένοι να σε συναντήσουν. Κι εμένα επίσης». Σταμάτησε και την κοίταξε. «Προφανώς ανησυχούν πολύ για σένα». «Μη με αναγκάσεις να πάω. Μη με αναγκάσεις να τους δω». «Σε αγαπούν». Καθώς εκείνος άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου, τον έπιασε απ’ το χέρι. «Με αγαπούν υπερβολικά», του είπε κρατώντας τον σφιχτά. «Κι ύστερα από το θάνατο της μητέρας μου, η κατάσταση έγινε ακόμα χειρότερη». Ο παρκαδόρος είχε ανοίξει την πόρτα της και την περίμενε να βγει, αλλά ούτε εκείνη ούτε ο Γουλφ του έδωσαν σημασία. «Δεν μπορεί να είναι κακοί, αν ήρθαν ως εδώ ψάχνοντας να σε βρουν». «Ναι, είμαι σίγουρη πως ήρθαν τρέχοντας... Για να με πάρουν πίσω στο σπίτι». «Δεν το ξέρεις αυτό». «Το ξέρω», επέμεινε εκείνη. Από τότε που ήταν μικρή τ’ αδέρφια της ήταν τόσο υπερπροστατευτικά, που την έπνιγαν. Ούτε στο κολέγιο δεν ήθελαν να την αφήσουν να πάει. «Δε γυρίζω πίσω». Τον κοίταξε. «Ας πούνε κι ας κάνουν ό,τι θέλουν. Όμως δε γυρίζω πίσω. Θα μείνω εδώ μαζί σου». Ο Γουλφ είχε ακούσει πολλά παράλογα πράγματα στη ζωή του και αρκετά συγκινητικά επίσης. Στα τριάντα πέντε του πίστευε πως τα είχε ακούσει πια όλα. Όμως τόσα χρόνια δεν είχε γνωρίσει ποτέ κάποια σαν την Αλεξάνδρα, κάποια τόσο μοναδική και ξεχωριστή. «Γιατί να μείνεις μαζί μου; Ούτε καν με συμπαθείς», την πείραξε. wWw.GreekLeech.info Εκείνη κοκκίνισε. «Μπορεί. Εσύ όμως είσαι ο μοναδικός άνθρωπος που ξέρω ο οποίος θα μπορούσε να τους αντιμετωπίσει». Ο Γουλφ βγήκε και, κάνοντας το γύρο του αυτοκινήτου, στάθηκε μπροστά της και της άπλωσε το χέρι. «Μια οικογένεια που σ’ αγαπά τόσο, σίγουρα θέλει το καλύτερο για σένα». «Σίγουρα. Μπορώ πάντα να γυρίσω πίσω στη Μοντάνα και στο ράντσο Λέιζι Ελ, να παντρευτώ και να κάνω παιδιά και... Τι λες, δε θα ήταν συναρπαστική μια τέτοια ζωή;» Ο Γουλφ χαμογέλασε καθώς βοηθούσε την απρόθυμη Αλεξάνδρα να βγει από το αυτοκίνητο. «Η ζωή σ’ ένα ράντσο δεν μπορεί να είναι τόσο μονότονη». «Ναι, καλά. Άλογα, αγελάδες, όλα είναι υπέροχα». «Ο Μπέντζαμιν είπε ότι τ’ αδέρφια σου είναι γεροδεμένα. Έτσι απέκτησαν τέτοιο σώμα,
κυνηγώντας άλογα και αγελάδες;» Ήταν σειρά της να χαμογελάσει. «Όλοι οι Σάναχαν είναι μεγαλόσωμοι». Εκείνος άπλωσε το χέρι του στους ώμους της καθώς διέσχιζαν την είσοδο του ξενοδοχείου. «Και τότε εσύ πώς βγήκες έτσι;» την πείραξε. Το κελαρυστό της γέλιο έσβησε, καθώς δυο ψηλοί άντρες εμφανίστηκαν μπροστά της. Δαγκώθηκε και κοκάλωσε. «Τρέι», είπε με κομμένη ανάσα. «Τρόι».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Οι αδελφοί Σάναχαν δεν έχασαν το χρόνο τους. «Θέλουμε να μιλήσουμε ιδιαιτέρως με την αδερφή μας», είπε ο Τρέι και παρ’ όλο που μίλησε ήρεμα ο τόνος του δε σήκωνε αντιρρήσεις. «Θέλω να μείνει κι ο Γουλφ», απάντησε η Αλεξάνδρα ψάχνοντας πανικόβλητη το χέρι του Γουλφ. «Αλεξάνδρα, είναι οικογενειακό το ζήτημα», είπε ο Τρόι, ενώ κοίταζε τον Γουλφ με βλέμμα καθόλου φιλικό. «Ναι, αλλά ο Γουλφ είναι σχεδόν σαν οικογένεια», απάντησε εκείνη σφίγγοντας το χέρι του ακόμη περισσότερο. Η έκφραση του Τρόι έγινε ακόμη πιο καχύποπτη καθώς παρατηρούσε τον Γουλφ. «Τότε θα έπρεπε να σε προστατεύει κι όχι να σε πληγώνει», της είπε. «Γιατί δε μας άρεσε καθόλου που μάθαμε ότι νοσηλεύτηκες σε νοσοκομείο». «Δεν είναι αυτό που νομίζετε», αντέτεινε αγχωμένη εκείνη. «Όχι; Τότε για εξήγησέ μας», απαίτησε ο Τρέι. Εκείνη αντιλήφθηκε τη λάμψη στο βλέμμα του Γουλφ και το σφίξιμο του σαγονιού του. Δεν του άρεσε ο τόνος του Τρέι και προσπαθούσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. «Αλεξάνδρα, ανησυχούμε για σένα», είπε ο Τρόι. «Κουβεντιάσαμε με τον μπαμπά και ήρθαμε να σε πάρουμε σπίτι». Δεν της φάνηκε περίεργο. Έτσι χειρίζονταν οι Σάναχαν τις καταστάσεις. Έρχονταν, έπαιρναν αυτό που ήθελαν κι έφευγαν. «Δε γυρίζω σπίτι», απάντησε ήρεμα προσπαθώντας να υψώσει το ανάστημά της όσο ήταν δυνατόν. «Κι εμείς δε σε αφήνουμε εδώ», βρυχήθηκε ο Τρέι. Το χαμόγελο της Αλεξάνδρας ήταν γλυκόπικρο. «Τρέι, δεν είναι δική σου επιλογή. Εδώ είναι το σπίτι μου...» «Αυτό είναι παράλογο», την έκοψε απότομα ο Τρόι. «Το σπίτι σου είναι το ράντσο Λέιζι Ελ, το σπίτι σου είναι κοντά στον μπαμπά, στον Μπροκ, στα παιδιά». Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, νιώθοντας την παρουσία του Γουλφ πίσω της να της δίνει κουράγιο. Γεμάτη ευγνωμοσύνη που την άφηνε να χειριστεί το ζήτημα με το δικό της τρόπο, είπε: «Όχι πια». «Δηλαδή, μου λες πως το ράντσο δεν είναι πια το σπίτι σου;» ρώτησε απότομα ο Τρέι. «Λυπάμαι που ταξιδέψατε άσκοπα. Όμως πείτε στον μπαμπά πως είμαι μια χαρά και πως θα έρθω για τα Χριστούγεννα...» «Θα έρθεις στη Μοντάνα να του το πεις η ίδια», την έκοψε τραχιά ο Τρόι διπλώνοντας τα χέρια του στο στέρνο. «Κι όσο θα είσαι εκεί, να φροντίσεις να του εξηγήσεις πώς παραλίγο να πεθάνεις, γιατί τα μάθαμε όλα. Ξέρουμε πως σε έβαλαν στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου και έμεινες μια μέρα για παρακολούθηση». Η Αλεξάνδρα ένιωσε πιο έντονη την παρουσία του Γουλφ. Δεν ήξερε αν εκείνος είχε κάνει ένα βήμα προς το μέρος της ή αν εκείνη ένα βήμα προς τα πίσω, αλλά μπορούσε να τον νιώσει κοντά της
–τη δύναμή του, το γεροδεμένο κορμί του, την ισχυρή του προσωπικότητα– και γι’ άλλη μια φορά πήρε κουράγιο. Όλη της τη ζωή τ’ αδέρφια της καταπίεζαν τις επιθυμίες της, τώρα όμως το να έχει τον Γουλφ κοντά της την έκανε πιο δυνατή, της έδινε αυτοπεποίθηση. «Αυτά που ακούσατε, που διαβάσατε στις εφημερίδες, ήταν ψέματα», του απάντησε προσεκτικά. «Δεν είναι αυτό που συνέβη στ’ αλήθεια». «Τότε γιατί προσπάθησες ν’ αυτοκτονήσεις;» ρώτησε τραχιά ο Τρόι. «Ράγισες την καρδιά του μπαμπά. Σ’ αγαπά περισσότερο απ’ όλους μας». Τα λόγια του αδερφού της την πλήγωναν βαθιά. Η σκέψη του πατέρα της να ανησυχεί και να υποφέρει για κείνη ήταν αβάσταχτη. «Θα του τηλεφωνήσω», δήλωσε –αλλά η φωνή της έσπασε. «Θα του τηλεφωνήσω απόψε». «Θα έρθεις σπίτι απόψε να του το πεις αυτοπροσώπως. Όπως είναι το σωστό κι όπως πρέπει». Εκείνη σκούπισε ένα δάκρυ, εξοργισμένη με τ’ αδέρφια της, ενώ θυμόταν ξανά τους λόγους που την έκαναν να φύγει απ’ το σπίτι. Αγαπούσε και μισούσε τ’ αδέρφια της συγχρόνως και δεν μπορούσε να καταλάβει πώς μια σχέση μπορούσε να είναι τόσο μπερδεμένη. Τ’ αδέρφια της την προστάτευαν, τη νουθετούσαν και της έκαναν κήρυγμα μέχρι που ένιωθε εντελώς παγιδευμένη. Θυμωμένη, σκούπισε άλλο ένα δάκρυ. «Ποτέ δεν προσπάθησα ν’ αυτοκτονήσω. Ο Τύπος διαστρέβλωσε την πραγματικότητα. Κάποιος φέρθηκε ανόητα και έριξε κάτι στο ποτό μου». Ο Τρόι κι ο Τρέι αντάλλαξαν θυμωμένες ματιές. «Τι τρόπος ζωής είναι αυτός;» πετάχτηκε ο Τρέι. «Είσαι πολύ αδύνατη, πολύ μαυρισμένη, πολύ στολισμένη. Δεν είσαι πια η Αλεξάνδρα που ξέραμε». «Είμαι», διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Δεν είσαι», επέμεινε κάπως πιο ήρεμα ο Τρόι. «Είσαι σαν τις ψεύτικες κούκλες του Χόλιγουντ. Όμως ο μπαμπάς δε σε μεγάλωσε έτσι κι ούτε η μαμά θα ήταν περήφανη για σένα». Κάθε λέξη των αδερφών της την πονούσε, όμως αυτή η τελευταία κουβέντα για τη μητέρα της την έκανε κομμάτια. Έστρεψε το βλέμμα της αλλού κι έκλεισε τα μάτια της. Δεν το άντεχε άλλο αυτό. Στράφηκε προς τον Γουλφ και τον έπιασε απ’ το μπράτσο. «Θέλω να φύγω», του ψιθύρισε. «Μπορούμε, σε παρακαλώ, να φύγουμε;» Εκείνος είδε τα δάκρυα στα μάγουλά της. «Φυσικά, όποτε θέλεις». Πριν όμως κάνουν δυο βήματα, ο Τρέι άπλωσε το χέρι του και την έπιασε από το μπράτσο. «Και τι θα πω στον μπαμπά;» Ο Γουλφ αμέσως έσπρωξε το χέρι του Τρόι. Η έκφρασή του είχε αλλάξει. «Μην την ξαναπιάσεις έτσι. Είναι γυναίκα, όχι καμιά από τις αγελάδες σου». «Είναι η αδερφή μου, που την αγαπώ και θέλω το καλό της». «Αν θέλεις το καλό της, τότε πες στον πατέρα σου πως είναι ευτυχισμένη και περνάει καλά στο Λος Άντζελες. Μαζί μου». «Μαζί σου», επανέλαβε παγερά ο Τρόι. «Και ποιος είσαι εσύ που παίρνεις αποφάσεις για την Αλεξάνδρα;» ρώτησε ο Τρέι με τα χέρια του σφιγμένα σε γροθιές. «Ο αρραβωνιαστικός της αδερφής σου», απάντησε ήρεμα ο Γουλφ. «Είμαστε αρραβωνιασμένοι και θα παντρευτούμε». Κοίταξε μια τον ένα και μια τον άλλο. «Δεν το ξέρατε;» «Αρραβωνιασμένοι;» ξεστόμισε με δυσκολία ο Τρέι. Η Αλεξάνδρα είχε σοκαριστεί τόσο, που δεν τολμούσε να τον κοιτάξει στα μάτια και δεν έβρισκε λέξη να πει. Ο Γουλφ, αρραβωνιαστικός της; Πόσο γρήγορα είχε ξεφύγει το ζήτημα από κάθε έλεγχο! Ο Τρόι έδειξε το χέρι της. «Δε φοράς βέρα».
«Είναι ακόμη μυστικό», απάντησε ο Γουλφ χαμογελώντας αχνά, δείχνοντας να το διασκεδάζει. Η Αλεξάνδρα πάλευε να βρει κάτι να πει, αλλά το μυαλό της είχε αδειάσει. Όλα ήταν μια χαρά, μέχρι που η Πέιτζ έχυσε το ποτό πάνω της. Ποτέ δεν πίστευε πως ένα ηλίθιο ατύχημα θα είχε τέτοια επακόλουθα. Ένα κατεστραμμένο φόρεμα, ένα θανατηφόρο κοκτέιλ, πρωτοσέλιδα –και τώρα αρραβώνας με τον Γουλφ! «Μυστικό», επανέλαβε ο Τρόι. «Τι βλακείες είναι αυτές για μυστικούς αρραβώνες; Γιατί να τον κρατήσεις μυστικό; Ντρέπεσαι για την Αλεξάνδρα; Στα μέρη μας όλοι σέβονται τους Σάναχαν, το ίδιο και την Αλεξάνδρα», πρόσθεσε. «Και μπορεί εδώ να είναι Χόλιγουντ κι εσύ να νομίζεις πως είσαι σπουδαίος και μπορείς να της φέρεσαι όπως θέλεις, αλλά είναι καιρός να μάθεις ότι η Αλεξάνδρα είναι καλό κορίτσι, το πιο γλυκό κορίτσι που θα βρεις και της αξίζει να της φέρονται σωστά». Όση ώρα μιλούσε ο Τρόι, ο Γουλφ κοίταζε την Αλεξάνδρα που προσπαθούσε να διατηρήσει με το ζόρι ένα αχνό χαμόγελο. «Ο μόνος λόγος που το κρατήσαμε μυστικό είναι γιατί δεν είχα την ευκαιρία να τη ζητήσω από τον πατέρα σας». «Δηλαδή, σκοπεύεις να το κάνεις;» τον ρώτησε ωμά ο Τρόι. «Ναι». «Πότε;» Ο Γουλφ συνοφρυώθηκε. «Αυτό δεν είναι δική σου δουλειά, σωστά;» «Ελπίζω να το εννοείς», βρυχήθηκε ο Τρέι. «Δεν της αξίζει να πληγωθεί». Η Αλεξάνδρα θα έσκαγε στα γέλια, αν η κατάσταση δεν ήταν τόσο σοβαρή. Είχαν περάσει τέσσερα χρόνια από τότε που έφυγε από το σπίτι και τ’ αδέρφια της δεν είχαν αλλάξει καθόλου. Πάντα τρομοκρατούσαν τ’ αγόρια που την πλησίαζαν. Η μικρή Αλεξάνδρα δεν έπρεπε να αγγιχτεί από κανέναν. Η μικρή Αλεξάνδρα ήταν καλό κορίτσι, γλυκό κορίτσι, παρθένα. Και μόνο που τα θυμόταν ανατρίχιαζε. Κι αν δεν είχε καθόλου εμπειρίες μέχρι να έρθει στο Λος Άντζελες ήταν επειδή τ’ αδέρφια της είχαν φροντίσει να μην την πλησιάζει άντρας. Ο αδερφός της, ο Ντίλον, θα έπαιρνε το κεφάλι οποιουδήποτε γινόταν ιδιαίτερα φιλικός με τη μικρή του αδερφούλα –και ιδιαίτερα φιλικός σήμαινε απλώς να πει κάτι περισσότερο από ένα γεια. Ο Τρέι έβγαλε το πορτοφόλι του. «Πόσο θα κοστίσει για να σε ξεφορτωθούμε; Πέντε εκατομμύρια; Δέκα; Πόσα θέλεις;» Η Αλεξάνδρα χλόμιασε. «Τρέι!» «Πες μου την τιμή σου», επέμεινε ο Τρέι. «Την τιμή μου; Νομίζεις πως μπορείς να μ’ εξαγοράσεις;» είπε ο Γουλφ κυνικά. «Σκοπεύω να προσπαθήσω», απάντησε ο Τρόι χωρίς να ντραπεί καθόλου. «Θέλουμε να του δίνεις». «Αυτό φαίνεται. Όμως η σχέση μου με την Αλεξάνδρα δε σας αφορά και το μόνο άτομο που μπορεί να έχει άποψη για την πορεία του αρραβώνα μας, είναι η αδερφή σου». Τώρα όλοι την κοίταζαν περιμένοντας την απάντησή της. Εκείνη όμως ένιωθε το στόμα της ξερό, τη φωνή της ανύπαρκτη –κι ούτως ή άλλως δεν έβρισκε λέξη να πει. «Είναι αλήθεια;» τη ρώτησε απότομα ο Τρέι. «Αυτός είναι ο άντρας των ονείρων σου; Αυτόν θέλεις να παντρευτείς;» Η Αλεξάνδρα κοίταξε κατάματα τον Γουλφ. Θα έβρισκαν τρόπο να τα ξεμπερδέψουν αργότερα,
έπρεπε να βρουν τρόπο. Όμως, για την ώρα, το σημαντικότερο ήταν να εμποδίσει τ’ αδέρφια της να τη σύρουν πίσω στη Μοντάνα. «Ναι», απάντησε. «Και πότε θα γίνει ο γάμος;» επέμεινε ο Τρόι. «Σύντομα», είπε ο Γουλφ πιάνοντας και φιλώντας το χέρι της Αλεξάνδρας. «Σκοπεύουμε να το σκάσουμε και να παντρευτούμε κάπου στη Ζάμπια». «Στη Ζάμπια!» ξεφώνισε ο Τρόι. «Να παντρευτείς την Αλεξάνδρα στην Αφρική; Αυτό αποκλείεται», ξέσπασε ο Τρέι. «Αν σκοπεύεις να την παντρευτείς, θα το κάνεις εδώ, ώστε να μπορεί να παρευρεθεί όλη η οικογένεια, κατάλαβες;» απείλησε ο Τρόι. Το σαγόνι του Γουλφ σφίχτηκε, αλλά στα μάτια του φαινόταν πως κατά κάποιον τρόπο το διασκέδαζε. «Έτσι που τα λες, θα ήταν δύσκολο να μην το καταλάβω». Κοίταξε το χλομό πρόσωπο της Αλεξάνδρας και της χαμογέλασε κοροϊδευτικά. «Τελικά θα κάνουμε καλιφορνέζικο γάμο». * Δεν κάθισαν για φαγητό και στη διάρκεια της επιστροφής ο Γουλφ ήταν αμίλητος. Εκείνη απέφευγε να τον κοιτάξει και παρ’ όλη τη ζέστη, δεν μπορούσε να σταματήσει να τρέμει. Εκείνος είχε υποσχεθεί στ’ αδέρφια της γάμο στην Καλιφόρνια. Σε λιγότερο από δυο εβδομάδες. Γάμος σε δυο εβδομάδες. Και μόνο αυτό ήταν για γέλια. Γιατί, λοιπόν, δεν μπορούσε να γελάσει; Έκλεισε τα μάτια της, αλλά άρχισαν να χτυπούν τα δόντια της. Είναι μόνο από το σοκ, είπε στον εαυτό της. Μόλις έβρισκαν τρόπο να ξεφύγουν απ’ όλο αυτό το μπέρδεμα θα ήταν πάλι μια χαρά. Έπρεπε απλώς να καθίσει με τον Γουλφ και να σκεφτούν μια λύση. Και γρήγορα. «Να κάνεις ένα ζεστό μπάνιο όταν φτάσουμε σπίτι», της είπε εκείνος. «Ή, ακόμα καλύτερα, θα σου ετοιμάσω τη σάουνα. Είναι στον κήπο και θα έχεις υπέροχη θέα στη θάλασσα. Θα βοηθήσει στο τρέμουλο». «Πρέπει να σκεφτούμε πώς θα ξεμπλέξουμε, κάτι αληθοφανές που θα κρατήσει την οικογένειά μου μακριά απ’ το Λος Άντζελες κι από μένα». Εκείνος την κοίταξε παράξενα. «Εσύ δεν ήσουν μαζί μου στο ξενοδοχείο; Δεν άκουσες ό,τι άκουσα κι εγώ; Τ’ αδέρφια σου δεν πρόκειται να το κουνήσουν μέχρι να παντρευτείς. Θα νοικιάσουν δωμάτια στο ξενοδοχείο και θα μείνουν εκεί μέχρι να γίνουν όλα». Κι ίσως γι’ αυτό η Αλεξάνδρα να έτρεμε τόσο. Ήταν καταδικασμένη. Το ίδιο κι ο Γουλφ. «Λυπάμαι», ψιθύρισε. «Λυπάμαι πολύ για όλα αυτά. Αν είχα μείνει στο πάρτι, τίποτα δε θα είχε συμβεί». «Το να είσαι διάσημος είναι ζόρικη υπόθεση». «Και τι κάνουμε τώρα;» «Θα παντρευτούμε». «Θες να πεις θα προσποιηθούμε πως θα παντρευτούμε». «Η προσποίηση είναι που μας έμπλεξε έτσι και μου φαίνεται πως είναι ώρα να ξεκαθαρίσουμε το θέμα μια και καλή. Ένας αληθινός γάμος, με αληθινό ιερέα, αληθινούς καλεσμένους και αληθινή σαμπάνια».
Πράγμα που σήμαινε και αληθινή δημοσιότητα, σκέφτηκε εκείνη πνίγοντας ένα βογκητό. Όλο αυτό το παιχνίδι της δημοσιότητας όριζε πλέον τη ζωή της και δεν της άρεσε. Ούτε που ήξερε ποια ήταν πια, μ’ όλους αυτούς τους στυλίστες και τους μακιγιέρ γύρω της. Της είχε λείψει η παλιά, συνηθισμένη Αλεξάνδρα. «Μου φαίνεται πως η ιστορία παρατράβηξε, Γουλφ, δε νομίζεις;» τον ρώτησε ήρεμα. «Αν το νόμιζα, δε θα έκανα μόλις πριν λίγο πρόταση γάμου». «Δε μου φάνηκε και σπουδαία πρόταση γάμου». «Πάντως, απ’ ό,τι κατάλαβα είμαι ο άντρας των ονείρων σου». Παραλίγο να ξεφωνίσει απ’ τα νεύρα της. «Αυτό ήταν λάθος». «Τ’ αδέρφια σου βασίστηκαν σ’ αυτό και φαντάζομαι πως θα έχουν ήδη ενημερώσει τον πατέρα σου». Η Αλεξάνδρα έφερε τις γροθιές στα μάτια της. Δεν ήθελε ν’ ακούει άλλα, δεν ήθελε να φαντάζεται τους αδερφούς της να τηλεφωνούν στον πατέρα της. Γιατί ο Γουλφ είχε δίκιο, αυτό ακριβώς θα έκαναν ο Τρόι κι ο Τρέι. Θα τηλεφωνούσαν στον μπαμπά κι ύστερα στον Μπροκ, στον Ντίλον και στον Κόρμακ. Κι έπειτα όλοι θα έπαιρναν το αεροπλάνο και θα έρχονταν εκεί. «Αν γονάτιζα για να σου κάνω πρόταση, θα ένιωθες καλύτερα;» τη ρώτησε χωρίς ίχνος συμπόνιας. «Όχι!» Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε το δρόμο που έβγαζε στο παραθαλάσσιο σπίτι του. «Ακριβώς. Οπότε, γιατί σε απασχολούν οι θεατρινισμοί;» * Ποτέ δυο εβδομάδες δεν κύλησαν τόσο γρήγορα και κανένας άλλος γάμος δεν οργανώθηκε τόσο βιαστικά. Ο Γουλφ έκανε μερικά τηλεφωνήματα στους κατάλληλους ανθρώπους και μέσα σε μια μέρα η γαμήλια τελετή είχε κανονιστεί, το ίδιο η αίθουσα για τη δεξίωση. Μέσα σε τρεις μέρες είχαν ρυθμιστεί μυριάδες άλλες λεπτομέρειες –λίστα καλεσμένων, νυφικό, λουλούδια, μενού και ορχήστρα– κι ως την τέταρτη μέρα είχαν σταλεί οι γαμήλιες προσκλήσεις. Η Αλεξάνδρα γέλασε μέχρι δακρύων όταν έλαβε μια πρόσκληση για το δικό της γάμο. Ήταν όλα τόσο φριχτά που καταντούσαν αστεία. Εκείνη, η Αλεξάνδρα Σάναχαν που στα δεκαπέντε της είχε χάσει τον ύπνο της για τον Γουλφ Κέρικ, θα τον παντρευόταν στη Σάντα Μπάρμπαρα σε λιγότερο από μια εβδομάδα. * Η Σάντα Μπάρμπαρα είναι σε απόσταση ενενήντα λεπτών βόρεια του Λος Άντζελες, ανάμεσα στην οροσειρά Σάντα Ινές και τον υπέροχο Ειρηνικό ωκεανό. Η πόλη, ένα μείγμα από σπίτια με κόκκινα τούβλα, τεράστιες εξοχικές κατοικίες και ιστορικά κτίρια διαθέτει τις καλύτερες ακτές για σέρφινγκ στην Καλιφόρνια. Δεν ήταν ν’ απορείς που σχεδόν όλοι, από τον Τζον Τραβόλτα μέχρι την Όπρα Γουίνφρι είχαν δεύτερο σπίτι εκεί. Και τώρα η Αλεξάνδρα θα παντρευόταν στη Σάντα Μπάρμπαρα. Βημάτιζε νευρικά πάνω κάτω στο μικρό χώρο όπου θα ντυνόταν, στο κτήμα Ντένζιντζερ και κοίταζε κάθε τόσο το ρολόι πάνω στο τραπέζι. Σε μισή ώρα θα άρχιζε η τελετή κι η ίδια έτρεμε ολόκληρη.
Δεν μπορούσε ακόμη να πιστέψει πως ο Γουλφ αποφάσισε να κάνουν το γάμο. Δεν υπήρχε λόγος να παντρευτούν. Εκείνος θα μπορούσε να φύγει για την Αφρική κι εκείνη θα έβρισκε κάποιες δικαιολογίες –θα έλεγε πως άλλαξε γνώμη, πως το μετάνιωσε, πως δεν ταίριαζαν τελικά. Οτιδήποτε εκτός απ’ το να παντρευτούν! Συνέχισε να βηματίζει κι έριξε άλλη μια ματιά στο ρολόι. Είκοσι πέντε λεπτά. Είκοσι πέντε λεπτά και θα γινόταν γυναίκα του. Κι η Αλεξάνδρα που σιχαινόταν να κλαίει, ένιωθε έτοιμη να βάλει τα κλάματα τώρα. Κλάματα με λυγμούς. Μέχρι τώρα θεωρούσε τον εαυτό της κυνικό και καθόλου ρομαντικό. Δεν πίστευε στον έρωτα, ποτέ δε θέλησε να παντρευτεί και να γεννήσει τα παιδιά κάποιου. Τώρα, όμως, αναγκαζόταν να παντρευτεί κάποιον σχεδόν άγνωστο κι είχε πανικοβληθεί. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως παντρευόταν για να κλείσει μια επαγγελματική συμφωνία, για ν’ αναρριχηθεί ψηλότερα στη σκάλα της επιτυχίας. Ακόμα και για κάποια κυνική, όπως αυτή, πήγαινε πολύ. Δεν μπορούσε να το κάνει. Ούτε για χάρη του Γουλφ ούτε για την οικογένειά της ούτε για κανέναν. Έπρεπε να φύγει προτού γελοιοποιηθεί μπροστά στις κάμερες και σ’ όλο τον κόσμο. Δεν ήθελε να το σκάσει, αλλά δεν ήξερε πώς αλλιώς να γλιτώσει. Σίγουρα οι δικοί της δε θα την άκουγαν, όσο για τον Γουλφ... Εκείνος θα έφευγε για τη Ζάμπια την επόμενη μέρα. Θα ήταν μια χαρά. Κοίταξε το σατέν νυφικό της με τις πλούσιες πτυχώσεις και τις ατέλειωτες κόπιτσες στο πίσω μέρος. Δε θα μπορούσε να γδυθεί χωρίς βοήθεια. Αν ήθελε να φύγει, θα έπρεπε να φύγει με το νυφικό της. Πήγε στην άλλη άκρη του δωματίου όπου ήταν η τσάντα της κι έψαξε για το πορτοφόλι της. Με ανακούφιση είδε πως ήταν εκεί. Καλό αυτό. Για μια στιγμή είχε φοβηθεί πως τα χρήματα και οι πιστωτικές της είχαν ήδη μεταφερθεί με τις αποσκευές της στο ξενοδοχείο. Άρπαξε το πορτοφόλι της και άφησε όλα τα υπόλοιπα. Θα αγόραζε ό,τι της χρειαζόταν, όταν θα έφτανε όπου θα πήγαινε, γιατί σίγουρα δεν μπορούσε να επιστρέψει στο σπίτι της στο Κάλβερ Σίτι. Δεν ήξερε καν αν θα είχε ακόμη τη δουλειά της αφού θα παρατούσε τον Γουλφ στα κρύα του λουτρού. Όμως θ’ ανησυχούσε αργότερα γι’ αυτά τα προβλήματα. Βγήκε απ’ το δωμάτιο, διέσχισε αθόρυβα το μεγάλο διάδρομο της έπαυλης και έφτασε στα δωμάτια των μαγειρείων, από εκεί στα πλυντήρια και τέλος στο γκαράζ. Αφού προσπέρασε αρκετές υπηρέτριες χωρίς να κοιτάξει καμιά, ελπίζοντας να μην της δώσουν σημασία, έστριψε σε μια γωνία, μετά σε άλλη μία και τελικά είδε μπροστά της μια μεγάλη πόρτα στο τέλος του διαδρόμου. Την έσπρωξε κι επιτέλους βρέθηκε έξω, ελεύθερη. Έσφιξε στα χέρια της το πορτοφόλι της καθώς τα τακούνια της αντηχούσαν στο πέτρινο μονοπάτι. Μια Ρολς Ρόις αντίκα περίμενε στολισμένη με λευκές κορδέλες και άσπρα λουλούδια. Κοίταξε το αυτοκίνητο κι ανατρίχιασε καθώς το προσπερνούσε βιαστικά. «Μήπως μπορώ να σε βοηθήσω σ’ ό,τι ψάχνεις;» άκουσε μια αργόσυρτη φωνή πίσω της κι η Άλεξ κοκάλωσε μη μπορώντας να το πιστέψει. Αργά, στράφηκε προς τα πίσω και είδε τον Γουλφ ν’ ακουμπά στον τοίχο του κτιρίου. Της κόπηκε η μιλιά. Ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που περίμενε να δει εκεί έξω. «Μήπως ψάχνεις καρτοτηλέφωνο;» τη ρώτησε δείχνοντας το πορτοφόλι της.
Εκείνη κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Μήπως ψάχνεις τους δικούς σου; Τον στυλίστα; Την κοπέλα από το μακιγιάζ;» συνέχισε να ρωτά εκείνος ανασηκώνοντας το φρύδι του. «Έψαχνα για ταξί». Εκείνος για λίγο δεν είπε τίποτα, παρά απέμεινε να την κοιτάζει ψυχρά. «Σκόπευες να το σκάσεις, σωστά;» «Ποτέ δεν κάναμε καμιά συμφωνία να σε παντρευτώ. Ποτέ δεν...» «Δεν το αρνήθηκες όταν είπα στ’ αδέρφια σου πως είμαστε αρραβωνιασμένοι, πως θα παντρευτούμε. Τους είπες...» «Ήμουν φοβισμένη!» «Και καλά έκανες. Μάλιστα θα έπρεπε να έχεις φοβηθεί εβδομάδες νωρίτερα, όταν δέχτηκες να υπογράψεις το συμφωνητικό και να παραστήσεις τη φιλενάδα μου. Αν είσαι ένα τόσο γλυκό, αθώο κορίτσι, για τ’ όνομα του Θεού, τι στο καλό ήθελες μαζί μου;» Εκείνη τον κοίταζε έκπληκτη μη μπορώντας ν’ αρθρώσει λέξη. «Όμως όταν οι δικοί σου κατέφτασαν έτοιμοι για πόλεμο, εγώ δεν ξέχασα τις υποχρεώσεις μου απέναντί σου. Δε σκοπεύω να σε εγκαταλείψω». Στεκόταν μπροστά της τόσο ψηλός, που εκείνη αναγκαζόταν να ανασηκώσει το κεφάλι της για ν’ αντικρίσει το σκοτεινό, θυμωμένο βλέμμα του. «Κι εσύ, Αλεξάνδρα Σάναχαν, δεν πρόκειται να μου φύγεις».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Τώρα που η τελετή είχε τελειώσει, η Αλεξάνδρα χαιρόταν που δεν άκουσε τα λόγια του ιερέα. Έτσι, αφενός μεν απέφυγε να σκέφτεται το βαθύτερο νόημά τους, αφετέρου έστρεψε το νου της στο μακρινό μέλλον, όταν θα ήταν σημαντική όχι επειδή είχε παντρευτεί έναν διάσημο άντρα με μεγάλη επιρροή, αλλά επειδή η ίδια θα είχε αποδείξει τη δύναμη και την επιρροή της. Στη διάρκεια της δεξίωσης όλοι οι καλεσμένοι ήθελαν να τη γνωρίσουν. Ξαφνικά, ως σύζυγος του Γουλφ Κέρικ είχε αποκτήσει αξία ενώ όταν βρισκόταν στο Σπάγκο και στο πάρτι γενεθλίων του Σίλβερμαν κανείς δεν της έδινε σημασία. Τώρα όλοι ήθελαν να τη χαιρετήσουν και βρέθηκε να φιλά διάσημους, να αγκαλιάζει ηθοποιούς που δεν είχε συναντήσει ποτέ ξανά και να χαμογελά για τους φωτογράφους. Λυπόταν που δεν τους είχε κερδίσει με την αξία της, αλλά τουλάχιστον η αγάπη κι η ζεστασιά του κόσμου έπεισε τους άντρες της οικογένειας Σάναχαν πως το κοριτσάκι τους τα είχε καταφέρει μια χαρά. Μάλιστα, μέχρι να χορέψει η Αλεξάνδρα με τον πατέρα της, τ’ αδέρφια της είχαν γίνει οι καινούριοι, ένθερμοι θαυμαστές του Γουλφ, κάτι που η Αλεξάνδρα έβρισκε τρομερά ενοχλητικό. Η δεξίωση, όπως και ο γάμος, γινόταν στο κτήμα Ντένζιντζερ και τα χρώματα του στολισμού ήταν ίδια με του ορίζοντα, όπου έδυε ο ήλιος, σε φούξια, λιλά και χρυσαφένιες αποχρώσεις. Ένα τέλειο χολιγουντιανό σκηνικό για ένα γάμο σε χολιγουντιανή ταινία. Μόνο που ο συγκεκριμένος ήταν αληθινός. Η δεξίωση κύλησε σαν σε όνειρο κι ύστερα ακολούθησε το δείπνο και ο πρώτος χορός του ζευγαριού, η τούρτα, το πέταγμα της καλτσοδέτας και της ανθοδέσμης –όλα όσα συνέβαιναν δηλαδή σ’ έναν παραδοσιακό αμερικανικό γάμο. Και τώρα ο Γουλφ την ανέβαζε πάλι στην πίστα, ενώ μόλις πριν λίγο μιλούσε με τον πατέρα της – ξανά. «Εσύ κι ο μπαμπάς βρήκατε πολλά κοινά», του είπε εκνευρισμένη καθώς ο Γουλφ τη στριφογύριζε στην πίστα. «Είναι συναρπαστικός», απάντησε ο Γουλφ. «Ίσως απλά προσπαθείς να τον εντυπωσιάσεις». «Ίσως», συμφώνησε εκείνος. «Κι εσύ πρέπει να χαμογελάς, γιατί σε κοιτάζει αυτή τη στιγμή και θέλει το κοριτσάκι του να είναι ευτυχισμένο». Η Αλεξάνδρα του πάτησε επίτηδες το πόδι. «Ωχ». Εκείνος κατέβασε το χέρι του πιο χαμηλά στην πλάτη της. «Δεν είχα καταλάβει πως η αγαπημένη μου ήταν τόσο αδέξια». Του χαμογέλασε πλατιά αλλά ψεύτικα. «Φαντάζομαι πως δε με ξέρεις και τόσο καλά». Η ορχήστρα έπαιζε με μεγάλο ενθουσιασμό μια και ήταν το τελευταίο τους κομμάτι πριν συνεχίσει η ορχήστρα του ρυθμ εντ μπλουζ. «Το καταλαβαίνεις πως όλο αυτό είναι για τις κάμερες και μόνο, έτσι δεν είναι;» του είπε η Αλεξάνδρα φροντίζοντας να χαμογελάει πλατιά. «Παίζω ένα ρόλο και πληρώνομαι γι’ αυτό. Ούτε
που να σκεφτείς πως μου αρέσεις». «Μα σου αρέσω». «Όχι». «Ναι». «Όχι». «Αγάπη μου, ηθοποιός είμαι, όχι ηλίθιος». Προσπάθησε να κρατηθεί μακριά του, αλλά η δυνατή λαβή του τη δυσκόλευε τρομερά. «Έχουμε συναντηθεί και παλιότερα», πρόσθεσε εκείνος στριφογυρίζοντας στην πίστα και απολαμβάνοντας το βαλς. «Θυμάσαι;» Εκείνη στύλωσε το βλέμμα της στο πιγούνι του, φοβούμενη να κοιτάξει ψηλότερα. «Ήταν κάπου τέσσερα χρόνια πριν», συνέχισε εκείνος. «Συναντηθήκαμε στο ξενοδοχείο Μπέβερλι Χιλς, στο μπαρ Πόλο Λάουντζ. Εσύ ήσουν με φίλους και...» «Δεν το θυμάμαι», τον διέκοψε απότομα εκείνη αντικρίζοντας την κοροϊδευτική ματιά του πριν στρέψει ξανά το βλέμμα της μακριά. «Προσπεράσαμε ο ένας τον άλλο στο διάδρομο. Εγώ γύριζα από τις τουαλέτες κι εσύ πήγαινες προς τα εκεί...» «Δε θυμάμαι...» τον διέκοψε ξανά η Αλεξάνδρα ξέπνοη. «Και φύγαμε από το ξενοδοχείο μαζί». «Όχι...» «Πήγαμε για δείπνο στο Άιβι». Η Αλεξάνδρα πάγωσε και σταμάτησε να διαμαρτύρεται. «Κι ύστερα παρκάραμε το αυτοκίνητο ψηλά στους λόφους του Χόλιγουντ έχοντας θέα όλη την κοιλάδα». Η Αλεξάνδρα τον κοίταζε. Ο Γουλφ ήξερε. Τόσο καιρό ήξερε ποια ήταν. Εκείνος της ανταπέδωσε το βλέμμα. «Πώς φαντάστηκες ότι δε θα σε θυμόμουν;» «Μα τότε ήμουν δέκα κιλά παραπάνω». «Δεν το θυμάμαι αυτό». Τον κοίταξε πάλι στα μάτια προσπαθώντας να καταλάβει τι είχε στο μυαλό του. «Και τι θυμάσαι;» «Τη γλυκύτητά σου, την εξυπνάδα σου, το χιούμορ σου... και την απίστευτη απειρία σου». Όταν είδε πως εκείνη ούτε που διαμαρτυρήθηκε, έσκυψε και τη φίλησε στο λαιμό, ψιθυρίζοντάς της: «Ήσουν ένα κορίτσι που δεν ήξερε καν πώς να ξεκουμπώσει το παντελόνι ενός άντρα, πώς να τον χαϊδέψει ή να κάνει στοματικό σεξ. Το σωστό κορίτσι για να το γνωρίσεις στη μητέρα σου». Η Αλεξάνδρα τον έσπρωξε μακριά της σταματώντας το χορό. «Θυμάσαι!» Της χαμογέλασε αλλά το χαμόγελό του ήταν σκληρό. Άπλωσε το χέρι του, την έφερε ξανά στην αγκαλιά του κι έσκυψε το κεφάλι της. Τη φίλησε λίγο πιο κάτω από το αυτί, στη φλέβα του λαιμού που χτυπούσε πυρετικά. «Φυσικά και θυμάμαι». Η φωνή του χαμήλωσε κι άλλο, έγινε ακόμη πιο βραχνή κι αισθησιακή. «Μη μου πεις πως νόμιζες ότι θα παντρευόμουν μια οποιαδήποτε γυναίκα, Αλεξάνδρα». * Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν μπόρεσαν να φύγουν από τη δεξίωση η οποία είχε εξελιχθεί στο πάρτι της χρονιάς. Οι διοργανωτές είχαν κανονίσει έκτακτες εμφανίσεις αρκετών από τους
καλεσμένους –οι οποίοι τύχαινε να είναι στις κορυφαίες θέσεις του Μπίλμπορντ– για να ερμηνεύσουν τις επιτυχίες τους κι όλοι χόρευαν, ακόμα και η Αλεξάνδρα, που ξαφνικά ένιωσε λες κι ήταν το δημοφιλέστερο κορίτσι της Αμερικής. Όταν πια μπήκαν στη λιμουζίνα τα καινούρια σατέν παπούτσια της την είχαν χτυπήσει και πονούσαν τα πόδια της. Είχε προσπαθήσει να τα βγάλει, όμως το νυφικό της ήταν τόσο μακρύ, που κατέληγε να παραπατά, κι έτσι τα είχε φορέσει ξανά. Οι δρόμοι δεν είχαν κίνηση εκείνη την ώρα κι η διαδρομή από το κτήμα Ντένζιντζερ μέχρι το ιστορικό Φορ Σίζονς Μπίλτμορ, το καλύτερο ξενοδοχείο της Σάντα Μπάρμπαρα, στην πανάκριβη περιοχή του Μοντεσίτο, ήταν σύντομη. Τόσο σύντομη, που η Αλεξάνδρα ούτε πρόλαβε να συνειδητοποιήσει πως εκείνο το βράδυ θα μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο με τον Γουλφ. Παρ’ όλο που ήταν αργά, ο ίδιος ο διευθυντής περίμενε να τους υποδεχτεί. Το ξενοδοχείο ήταν το αγαπημένο των εκλεκτών του Χόλιγουντ από το 1920, όταν το έκαναν γνωστό η Γκρέτα Γκάρμπο και ο Έρολ Φλιν. Ο διευθυντής τούς συνόδευσε ως τη σουίτα τους, την καλύτερη του ξενοδοχείου, με τρεις κρεβατοκάμαρες, μεγάλο σαλόνι, τζάκι στην κύρια κρεβατοκάμαρα και ιδιωτική βεράντα, μεγαλύτερη απ’ όσο ήταν το σπίτι της Αλεξάνδρας στο Κάλβερ Σίτι. Το ψυγείο ήταν γεμάτο λιχουδιές και μπουκάλια παγωμένης σαμπάνιας τους περίμεναν, ενώ στα μαρμάρινα μπάνια υπήρχαν χνουδωτά μπουρνούζια. Κάθε ανάγκη τους είχε προβλεφτεί. Κι όταν τελικά ο διευθυντής έφυγε, η Αλεξάνδρα κι ο Γουλφ έμειναν μόνοι. «Δεν έβλεπα την ώρα να φύγει», είπε ο Γουλφ λύνοντας το λευκό μεταξωτό παπιγιόν του. Περίεργο πως δυο άνθρωποι μπορεί να βλέπουν τόσο διαφορετικά το ίδιο θέμα. Η Αλεξάνδρα ευχόταν να μην έφευγε ποτέ ο διευθυντής. Έκανε μια βόλτα στη σουίτα κι όταν έφτασε στη μεγάλη κρεβατοκάμαρα πρόσεξε τα δεκάδες κατακόκκινα τριαντάφυλλα κι έστρεψε γρήγορα το βλέμμα της αλλού. Θεέ μου, τι δουλειά είχε εκείνη εκεί μέσα; «Δεν μπορείς να με αποφεύγεις για πάντα», της είπε ο Γουλφ απ’ το κατώφλι της πόρτας, ξαφνιάζοντάς την. Τον κοίταξε νευρικά, με την αίσθηση ότι εκείνος ήταν εντελώς ξένος. Και κατά κάποιον τρόπο ήταν. Τον είχε δει σε αμέτρητες ταινίες, τον είχε φιλήσει και είχε βγει μαζί του, αλλά δεν τον γνώριζε, δεν ήξερε τι σκεφτόταν στ’ αλήθεια για τη ζωή, πόσο μάλλον για κείνη. «Δεν προσπαθώ να σε αποφύγω», απάντησε αμυντικά και τον προσπέρασε επιστρέφοντας στο σαλόνι της σουίτας. Κάθισε κατάχαμα μπροστά στο αναμμένο τζάκι, με το νυφικό της, απλώνοντας τα χέρια της προς τη φωτιά. «Με αποφεύγεις», της είπε με βεβαιότητα εκείνος. Δεν είχε άδικο. Η Αλεξάνδρα φοβόταν. Φοβόταν για το τι θα επακολουθούσε στη συνέχεια. Δεν μπορούσε όμως να του πει πως ήταν ακόμη άπειρη, πως ακόμη δεν ήξερε πώς να ικανοποιήσει έναν άντρα –ή πώς να ικανοποιηθεί η ίδια απ’ αυτόν. Έβγαλε νευρικά το πέπλο της και το δίπλωσε προσεκτικά πριν σηκωθεί. «Γιατί να σε αποφεύγω;» του είπε, προσπαθώντας να ακουστεί ήρεμη και να μην προδώσει τον πανικό της. «Πρόκειται για διαφημιστικό κόλπο που δε θα κρατήσει για πολύ...» «Όχι», τη διέκοψε εκείνος, ενώ είχε βγάλει το σακάκι του και το πουκάμισό του ήταν μισάνοιχτο. «Κάνεις λάθος». Η καρδιά της άρχισε να χτυπά γρήγορα. Το στόμα της είχε ξεραθεί. Στη διάρκεια της δεξίωσης είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να μείνει μακριά του, για να προσποιηθεί πως δεν υπήρχε ο γάμος τους,
τώρα όμως ήταν δύσκολο να συνεχίσει το ίδιο, όντας μόνοι οι δυο τους στη νυφική σουίτα. «Όπως σου είπα καθώς χορεύαμε, δε θα παντρευόμουν την οποιαδήποτε. Και, σίγουρα, δε θα παντρευόμουν κάποια για χάρη της δημοτικότητας ή της καριέρας μου. Σε παντρεύτηκα επειδή σε θέλω». Η φωνή του ήταν βαθιά και την αναστάτωνε όσο και τα φιλιά του. «Σε θέλω», της είπε ξανά κι η φωνή του βάθυνε κι άλλο, έγινε πιο βραχνή, μαγική. Η Αλεξάνδρα τον κοίταξε κι ένιωσε το μυαλό της ν’ αδειάζει. «Δε με ξέρεις. Το είπες κι εσύ». Εκείνος τέντωσε τα χέρια του και το πουκάμισό του άνοιξε κι άλλο, αποκαλύπτοντας το μυώδες, μαυρισμένο στέρνο του. «Τότε, θα ξεκινήσουμε τη γνωριμία μας από εδώ». Ήταν ένας όμορφος, αρρενωπός, ποθητός άντρας κι η ιδέα και μόνο ότι την ποθούσε, τη γέμιζε φόβο, νευρικότητα και περιέργεια. Ούτε που την άγγιζε, μόνο την κοιτούσε κι όμως εκείνη ένιωθε λες και την είχε ήδη πάρει στην αγκαλιά του και τη χάιδευε. Το βλέμμα του και μόνο την έκανε να νιώθει όλο της το κορμί ζωντανό, την έκανε να νιώθει πως ήταν αληθινή γυναίκα. Όμως αυτό ήταν το θέμα. Τι έκανε ένας άντρας με μια γυναίκα; Ήξερε βέβαια τη διαδικασία –και πώς θα μπορούσε να μην την ξέρει αφού είχε μεγαλώσει σε φάρμα–, όμως οι σκηνές που είχε δει σε ταινίες, οι ερωτικές σκηνές με την έξαψη, το πάθος, την απόγνωση... Και τι έκανε μια γυναίκα μ’ έναν άντρα; Ο Γουλφ ξεκούμπωνε τώρα το πουκάμισό του κι εκείνη τον κοίταζε, κοίταζε τον τρόπο που κινιόταν, τα χέρια του, τους μυς στα μπράτσα του. Κοίταζε τα μάτια του, τη φλόγα που έκαιγε βαθιά μέσα τους. Ξυπνούσε κάτι μέσα της, την αναστάτωνε τόσο όσο και το να βρισκόταν στην αγκαλιά του και μόνο εκείνος κατάφερνε να την κάνει να νιώθει τόση λαχτάρα. Όταν τον είδε να ξεκουμπώνει το παντελόνι του, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και το στόμα της ξεράθηκε. Η καρδιά της χτυπούσε ξέφρενα. «Δεν μπορούμε», κατάφερε να πει πνιχτά. «Δεν μπορώ!» «Γιατί όχι;» «Θα ήταν λάθος...» Εκείνος άρχισε να την πλησιάζει. «Είμαστε παντρεμένοι». «Με μια ψεύτικη τελετή, ψεύτικο ιερέα και ψεύτικους καλεσμένους!» «Ο ιερέας και οι καλεσμένοι ήταν αληθινοί», της αντέτεινε ήρεμα εκείνος παρατηρώντας τη να πηγαίνει πίσω από τον καναπέ, σε μια προσπάθειά της να τον αποφύγει. «Κι αυτό σημαίνει πως η τελετή ήταν αληθινή επίσης». «Ξέρεις όμως πως όλα θα τελειώσουν μόλις τελειώσει η ταινία σου». Ένιωθε παγιδευμένη. Εκείνος, σαν αληθινός λύκος, την είχε στριμώξει εκεί που ήθελε. Η Αλεξάνδρα ρίγησε από ένα μείγμα φόβου και πόθου. «Είναι κάτι προσωρινό», επέμεινε ξέπνοη, ξέροντας πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί του. Εκείνος κινήθηκε τόσο γρήγορα, που δεν είχε καμιά ελπίδα να του ξεφύγει, και βρέθηκε δίπλα της να την κρατάει από τα χέρια. «Δε νομίζω πως είπα ποτέ κάτι τέτοιο», της είπε ενώ χάιδευε τους καρπούς της. Το είπα όμως εγώ , σκέφτηκε εκείνη προσπαθώντας να διατηρήσει τη λογική της. «Μα το είπα εγώ. Εγώ...» «Όσο για την ταινία, είναι καταραμένη. Ήταν εξαρχής», συνέχισε εκείνος κι ύστερα την τράβηξε προς το μέρος του μέχρι που η Αλεξάνδρα ένιωσε την κάψα του κορμιού του να διαπερνά το ύφασμα του νυφικού της.
«Είσαι η γυναίκα μου», της είπε τραβώντας την κι άλλο, έτσι που να χάσει την ισορροπία της και να πέσει στην αγκαλιά του. Κι ύστερα χαμήλωσε το κεφάλι του και το στόμα του σκέπασε το δικό της, αφήνοντάς την ξέπνοη. Είμαι χαμένη, συλλογίστηκε εκείνη, καθώς τα χείλη του πάνω στα δικά της την τρέλαιναν κυριολεκτικά. Αρπάχτηκε από το πουκάμισό του προσπαθώντας να κρατηθεί από κάτι, αλλά η γλώσσα του εξερευνούσε το μέσα μέρος των χειλιών της και την έκανε να τρέμει, να παίρνει φωτιά και να θέλει ν’ ανοίξει κι άλλο το στόμα της και να του προσφέρει το κορμί της. Κι όσο περισσότερο τον ποθούσε, τόσο πιο πολύ σιγουρευόταν πως αυτό ήταν λάθος –και τώρα τον έσπρωχνε πανικόβλητη. Ή τουλάχιστον σκόπευε να τον σπρώξει, αλλά, αντί γι’ αυτό, η αίσθηση του στέρνου του της φάνηκε υπέροχη. Το κορμί του ήταν δυνατό και καυτό, οι μύες του διαγράφονταν κάτω απ’ την παλάμη της. Η αίσθηση ήταν τόσο ωραία, όλα ήταν τόσο όμορφα. Και κάτι τόσο όμορφο, σίγουρα ήταν... Λάθος. «Σταμάτα», του είπε πνιχτά. Εκείνος ανέβασε το χέρι του στα μαλλιά της. «Γιατί;» «Αυτό που κάνουμε είναι τρέλα, δεν είναι λογικό». Η Αλεξάνδρα αισθάνθηκε το στέρνο του ν’ ανεβοκατεβαίνει, λες και ο Γουλφ γελούσε σιγανά. «Το πάθος δεν έχει σχέση με τη λογική», της απάντησε πριν την τραβήξει ξανά κοντά του και κατεβάσει τα χέρια του απ’ τα μαλλιά της χαμηλά στους γοφούς της. Παρά τη φαρδιά φούστα της, η Αλεξάνδρα ένιωθε τη δύναμή του, τον πόθο του, το χέρι του που την έσφιγγε πάνω του. Κι όπως την κρατούσε κοντά του, ανασήκωσε τη φούστα της, βρήκε τις δαντελένιες κάλτσες της και με μια κίνηση ξεκούμπωσε τις ζαρτιέρες της. Η Αλεξάνδρα ένιωσε την ανάσα της να κόβεται, ενώ χαμηλά στην κοιλιά της ξεπήδησε μια φλόγα που πλημμύρισε ολόκληρο το κορμί της. Όταν την έσφιξε ξανά πάνω του κι ένιωσε τον καυτό, σκληρό ανδρισμό του ν’ αγγίζει το πιο κρυφό σημείο του κορμιού της ήταν λες και τη διαπέρασε ηλεκτρισμός. Ένιωσε μυς που ούτε καν ήξερε πως υπήρχαν, να συσπώνται. Ήταν λες κι έλιωνε βαθιά μέσα της. Κι όταν εκείνος γλίστρησε το χέρι του κάτω από το εσώρουχό της τα γόνατά της λύγισαν. Κανείς δεν την είχε αγγίξει πριν εκεί κι όμως το άγγιγμά του ήταν παραπάνω από ωραίο, τη γέμιζε πόθο, την έκανε να λαχταρά περισσότερα, να θέλει να την αγγίξει κι άλλο και να ηρεμήσει τη θύελλα του πάθους που φούντωνε μέσα της. «Είσαι υπέροχη». Η φωνή του ήταν βραχνή απ’ το πάθος. «Τόσο καυτή». Μαγεμένη, η Αλεξάνδρα έκρυψε το πρόσωπό της στο στέρνο του και τύλιξε τα χέρια της γύρω του. «Και υγρή», πρόσθεσε ο Γουλφ με βελούδινη φωνή. «Υγρή για μένα». Την άγγιζε ακόμη, χάιδευε ανάλαφρα τη βελούδινη απαλότητά της, το ερεθισμένο μπουμπούκι της θηλυκότητάς της κι εκείνη γινόταν όλο και πιο υγρή. Κι όταν εκείνος γλίστρησε το δάχτυλό του μέσα της, η Αλεξάνδρα ρίγησε ολόκληρη με την υπέροχη αίσθηση. Η αντίδρασή της τον τρέλανε. Τη γύρισε και της ξεκούμπωσε το νυφικό. Οι τιράντες έπεσαν στους ώμους της, το κορσάζ άνοιξε κι ελευθερώθηκαν τα στητά, στρογγυλά της στήθη. «Είσαι κάτι παραπάνω από όμορφη», της είπε ενώ τα χέρια του κάλυψαν τα στήθη της, νιώθοντας τις θηλές της να σκληραίνουν στο άγγιγμά του. Έχοντας χάσει σχεδόν την αυτοκυριαρχία του, την ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι και για μια στιγμή απόμεινε να κοιτάζει τα γυμνά, ερεθισμένα της στήθη, τη φούστα της ανασηκωμένη ψηλά στα πόδια της και το κορμί της να φωτίζεται από τη
λάμψη της φωτιάς. Ξεκούμπωσε το παντελόνι του χωρίς να σταματήσει να την κοιτάζει. «Σε θέλω». Η φωνή του ήταν τραχιά και στα μάτια του έλαμπε ο πόθος. Η Αλεξάνδρα έγνεψε καταφατικά, ανήμπορη να μιλήσει. Κοίταζε τα αδρά χαρακτηριστικά του, τα μάτια του που την έκαιγαν κι ένιωσε κάτι να ξυπνά μέσα της –έναν ψίθυρο στην καρδιά της, ένα συναίσθημα ξεχωριστό και σπάνιο, κάτι μαγικό και μυστικό. Τον αγαπούσε. Η συνειδητοποίηση, ξαφνική και αναπάντεχη, κυριάρχησε στο είναι της. Τον ποθούσε αυτό τον άντρα, τον ήθελε ολοκληρωτικά. «Δεν ξέρω πώς γίνεται αυτό», του είπε καθώς εκείνος βρισκόταν ανάμεσα στα πόδια της κι ο ανδρισμός του άγγιζε τη μεταξένια ευαίσθητη περιοχή της. Είχε αρχίσει να μπαίνει μέσα της, όμως σταμάτησε. Είχε νιώσει κι εκείνος την αντίσταση στην εισβολή του. Στηρίχτηκε στους αγκώνες του και την κοίταξε κατάματα. «Δεν έχεις κάνει ποτέ...» «Όχι», ψιθύρισε εκείνη νιώθοντας το κορμί του πάνω στο δικό της. Ήταν τόσο ιδιαίτερη η στιγμή, που ριγούσε και τα πόδια της τρεμούλιαζαν από την ένταση. «Είμαι ο πρώτος;» Τα δάκρυά της ήταν έτοιμα να τρέξουν, δεν ήταν όμως δάκρυα πόνου. Ήταν δάκρυα έντασης. Το να βρίσκεται εκεί, παντρεμένη με τον Γουλφ, να κάνει έρωτα για πρώτη φορά ως γυναίκα του. Γυναίκα του. «Ναι», του απάντησε βραχνά. Ο Γουλφ τη φίλησε με πάθος. «Δε θέλω να σε πονέσω», μουρμούρισε έχοντας τα χείλη του κοντά στα δικά της. Και παρ’ όλο που η Αλεξάνδρα ένιωθε τον καυτό ανδρισμό του μέσα της, ήξερε πως δεν είχε ακόμη διαπεράσει τον παρθενικό της υμένα. Κατάλαβε πως κι εκείνος δίσταζε, πως δεν ήθελε να την πονέσει. Το κορμί της έκαιγε ολόκληρο, η καρδιά της όμως πλημμύριζε τρυφερότητα. Ο Γουλφ θα ήταν ο πρώτος της εραστής κι αν το ήθελε η μοίρα, ίσως να ήταν κι ο μοναδικός. Εκείνος σκούπισε ένα δάκρυ που κυλούσε στο μάγουλό της. «Κλαις», της είπε. «Είναι μεγάλη νύχτα». «Είναι», συμφώνησε εκείνος και ποτέ η προφορά του δεν ήταν περισσότερο ιρλανδική. Την κοίταξε κατάματα και ξαφνικά δεν υπήρχε καμία μάσκα, κανένας τοίχος ανάμεσά τους, τίποτα παρά η υπέροχη φλόγα στο βλέμμα του, η πείνα του πάθους που αποκάλυπτε μελλοντικά όνειρα κι ελπίδες. Ο Γουλφ μπορεί να ήταν ο πιο αγαπημένος σταρ του κόσμου, όμως ήταν επίσης ένας άντρας που έψαχνε την αγάπη. Κι ένα σπιτικό. «Πάρε με», του είπε κατεβάζοντας τα χέρια της στους στενούς γοφούς του. «Μη φοβάσαι. Εγώ δε φοβάμαι». Και τότε εκείνος τη φίλησε ξανά, τη φίλησε λες και ήταν η τελευταία γυναίκα στη γη και αυτό το τελευταίο τους φιλί. Καθώς τη φιλούσε έσπρωξε τον καυτό ανδρισμό του και τότε η Αλεξάνδρα τον ένιωσε, σκληρό και τεράστιο, να τη γεμίζει όλο και πιο βαθιά. Υπήρχε πόνος, συγχρόνως όμως το συναίσθημα ήταν εκπληκτικό, πρωτόγνωρο, ιερό. Ιερό, γιατί δεν ήταν λάθος, γιατί με κάποιον τρόπο ήξερε πως πάντα αυτό τον άντρα περίμενε. Ακόμα κι εκείνη η απαίσια νύχτα πριν από τέσσερα χρόνια δεν ήταν παρά ένα σκαλοπάτι για να τη φέρει εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται. Στο τώρα, σ’ αυτή τη στιγμή, μαζί του. Καθώς εκείνος κινούσε τους γοφούς του μπαίνοντας μέσα της, η Αλεξάνδρα άρχισε να νιώθει κάτι
διαφορετικό, κάτι που έμοιαζε περισσότερο με πληρότητα και ευχαρίστηση. Ενστικτωδώς σφίχτηκε πάνω του, απολαμβάνοντας τη σκληρότητα του φύλου του, το ότι εκείνος την κατακτούσε, την έκανε δική του εκεί μπροστά στο τζάκι ενώ φορούσε ακόμα το νυφικό της. Κι όσο ο ρυθμός του Γουλφ δυνάμωνε, τόσο μεγάλωνε η ευχαρίστησή της. Τα χέρια της γλίστρησαν στην πλάτη του και βόγκηξε καθώς η ένταση αυξανόταν. Πριν κάνουν έρωτα ήταν ντροπαλή, τώρα πια όμως ήθελε να νιώσει τα πάντα, όλα όσα εκείνος είχε να της προσφέρει, όλα όσα μπορούσαν να βιώσουν μαζί. Κι όσο η ένταση του σμιξίματός τους ανέβαινε, η Αλεξάνδρα άρχισε να ανασηκώνει τους γοφούς της θέλοντας να τον νιώσει όλο και πιο πολύ. «Μπορείς να φτάσεις στο τέρμα», της ψιθύρισε εκείνος καθώς φιλούσε το λαιμό της. «Αφέσου. Αφέσου για χάρη μου». Κι όπως γλιστρούσε μέσα της όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο γρήγορα, καλπάζοντας για το σημείο χωρίς επιστροφή, ξαφνικά εκείνη ένιωσε κύματα ηδονής να τη σαρώνουν, το ένα μετά το άλλο. Η αίσθηση δεν έμοιαζε με τίποτα απ’ όσα είχε βιώσει ως εκείνη τη στιγμή κι όταν ο Γουλφ έφτασε στη δική του κορύφωση, τον ένιωσε να τη γεμίζει ολόκληρη, να γεμίζει τόσο το κορμί όσο και την καρδιά της. Τον αγαπώ , σκέφτηκε η Αλεξάνδρα αγκαλιάζοντας τον και κρύβοντας το πρόσωπό της στο λαιμό του. Τον αγαπώ αυτό τον άντρα...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Ήταν στην αγκαλιά του και το κορμί της έκαιγε ακόμα όταν ο Γουλφ ανασήκωσε το κεφάλι του, τη φίλησε άλλη μια φορά κι αποτραβήχτηκε. Σηκώθηκε και την κοίταξε. Η Αλεξάνδρα ήταν ξαπλωμένη με τα στήθη της γυμνά και το νυφικό της τσαλακωμένο και ανεβασμένο ψηλά ως τους μηρούς της. «Άλλο ένα κατεστραμμένο ρούχο», είπε ο Γουλφ, αναφερόμενος στο βραδινό Αρμάνι φόρεμά της. Η Αλεξάνδρα χαμογέλασε αχνά. «Αυτή τη φορά, δε με πειράζει». «Έπρεπε να σ’ έχω γδύσει εντελώς». «Χαίρομαι που δεν το έκανες. Ήταν πιο συναρπαστικό έτσι». «Τελικά είσαι κορίτσι του Χόλιγουντ», της είπε πειρακτικά εκείνος καθώς τη σήκωνε στην αγκαλιά του για να την πάει ως το μπάνιο όπου την έγδυσε και την πήρε μαζί του στο ντους. Κάτω απ’ το τρεχούμενο νερό ο Γουλφ άρχισε να τη σαπουνίζει, πρώτα στα στήθη της, μετά στην κοιλιά, τους γοφούς κι ύστερα απαλά ανάμεσα στους μηρούς της. «Πονάς;» τη ρώτησε καθώς εκείνη, ριγώντας από ευχαρίστηση έγειρε πάνω του. Όταν το σκεφτόταν, ναι, πονούσε, όμως δεν ήταν τρομερό, όχι όπως φοβόταν. Μάλιστα ο έρωτας με τον Γουλφ την έκανε να νιώθει καλύτερα με το κορμί της, έκανε την ίδια να νιώθει καλύτερα, να νιώθει... ολοκληρωμένη, αν και δεν ήταν σίγουρη πώς γινόταν αυτό. «Είμαι εντάξει», μουρμούρισε καθώς ο Γουλφ ξέπλενε τις σαπουνάδες απ’ το κορμί της. Όταν εκείνος έστρεψε τη ροή του νερού στους γοφούς κι από κει ανάμεσα στους μηρούς της δίνοντάς του τέτοια κλίση που να χαϊδεύει το κέντρο της θηλυκότητάς της, της κόπηκε η ανάσα. Του έσφιξε το μπράτσο, διχασμένη ανάμεσα στην ντροπή και την ηδονή. «Σε πονάω;» τη ρώτησε με φωνή τραχιά από πάθος. «Όχι», του απάντησε κοκκινίζοντας. «Απλώς... ντρέπομαι». «Τότε κλείσε τα μάτια σου». «Είναι σωστό;» «Δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να σου χαρίζω ευχαρίστηση», της είπε ανοίγοντας απαλά τους μηρούς της με το γόνατό του και φέρνοντας το τηλέφωνο του ντους πιο κοντά της. «Είσαι δική μου τώρα και θέλω να αισθάνεσαι όμορφα». Τα πόδια της έτρεμαν και στηρίχτηκε στο μπράτσο του Γουλφ καθώς το ζεστό νερό την έφερνε κοντά σ’ άλλη μια κορύφωση. «Γουλφ», είπε πνιχτά. «Δε θέλω... δεν μπορώ να...» «Μη φοβάσαι, αγάπη μου. Μπορείς να φτάσεις στην κορύφωση. Δε θα είσαι μόνη σου». Κι ανοίγοντας τα μάτια της κοίταξε προς τα κάτω. Όσο εκείνος την ερέθιζε κρατώντας το ντους με το δεξί του χέρι, χάιδευε τον εαυτό του με το αριστερό. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε, οι αισθήσεις της πήραν φωτιά. Ο ανδρισμός του ήταν τεράστιος, σκληρός, τέλειος. Βλέποντάς τον, η Αλεξάνδρα ένιωσε όχι ντροπή αλλά θαυμασμό. Ήταν υπέροχος, με τέλειο κορμί. Τον άκουσε να βογκά, μ’ ένα βαθύ, πρωτόγονο βογκητό κι ήταν το πιο ερωτικό πράγμα που είχε ακούσει ποτέ. Ο Γουλφ ήταν κοντά στην κορύφωση και η Αλεξάνδρα άφησε τον εαυτό της ελεύθερο, άνοιξε τα πόδια της λίγο ακόμη και η ροή του νερού βρέθηκε εκεί που τη
λαχταρούσε πιο πολύ. Τότε ξέπνοη, μ’ ένα πνιχτό βογκητό κι ύστερα με μια δυνατότερη κραυγή, συναντήθηκε μαζί του στην κορυφή της ηδονής τους. Λίγα λεπτά αργότερα, τσίμπησαν κρακεράκια με τυρί ενώ ο Γουλφ την τάιζε φράουλες με σοκολάτα ανάμεσα σε γουλιές χρυσαφένιας σαμπάνιας. Τελικά γύρισαν ξανά στο κρεβάτι και ξάπλωσαν σκεπασμένοι με το πιο απαλό πουπουλένιο πάπλωμα που είχε δει ποτέ η Αλεξάνδρα. Ο γάμος ήταν τρομακτικός, η δεξίωση συναρπαστική και το σεξ απίθανο. Χαμογέλασε και κοκκίνισε καθώς θυμήθηκε αυτά που μόλις είχαν κάνει οι δυο τους. Επιτέλους, όλα τα ερωτήματά της σχετικά με το σεξ είχαν απαντηθεί κι η περιέργειά της είχε ικανοποιηθεί. Κουλουριασμένη δίπλα του τον ένιωσε να την τραβά κοντά του μέχρι που οι γοφοί της ακούμπησαν πάνω του και το χέρι του βρέθηκε στα στήθη της. Παρ’ όλο που ήταν εξαντλημένη, ένιωσε ξανά την έξαψη της λαχτάρας, τον πόθο να τη συνεπαίρνει και τις θηλές της να σκληραίνουν κάτω από το άγγιγμα του Γουλφ. Εκείνος γέλασε σιγανά. «Κοιμήσου», της είπε με βαθιά, σέξι φωνή. «Αλλιώς αύριο θα πονάς και δε θα μπορείς να το ευχαριστηθείς». * Έκαναν ξανά έρωτα το πρωί και το σμίξιμό τους ήταν αργό κι αισθησιακό, αφήνοντας την Αλεξάνδρα απόλυτα χορτασμένη και νωθρή. Όμως η νωχελική αυτή αίσθηση γρήγορα εξανεμίστηκε, όταν ο Γουλφ της είπε τα σχέδιά του για την υπόλοιπη μέρα. «Φεύγουμε το απόγευμα για την Αφρική;» τον ρώτησε κι ανακάθισε στο κρεβάτι. «Την πρώτη μέρα του μήνα του μέλιτος;» «Το ήξερες πως θα πηγαίναμε...» «Ήξερα πως εσύ θα πήγαινες. Και νόμιζα πως θα έφευγες αύριο». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του και σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Μάλλον υπήρξε κακή συνεννόηση». Τον κοίταζε καθώς πήγαινε προς το ντους. «Γουλφ». Εκείνος άνοιξε τη βρύση και ρύθμισε τη θερμοκρασία του νερού. «Το ήξερες από την αρχή πως θα πήγαινα για τα γυρίσματα», της είπε πριν μπει για μπάνιο. «Ναι, ήξερα πως εσύ έπρεπε να φύγεις, αλλά ποτέ δεν είπαμε πως θα ερχόμουν κι εγώ μαζί σου». Εκείνος σκουπίστηκε και τύλιξε την πετσέτα χαλαρά στους γοφούς του. «Αν δεν ήταν να έρθεις μαζί μου, Αλεξάνδρα, τότε γιατί έβγαλες διαβατήριο;» Όταν εκείνη δεν του απάντησε, ανασήκωσε τους ώμους του και πήρε το ξυραφάκι και τον αφρό ξυρίσματος. «Έλα για ντους. Θα πετάξουμε με την Μπρίτις Αίργουεϊς το απόγευμα και δεν πρέπει ν’ αργήσουμε». * Τη μια στιγμή βρίσκονταν στον αεροδιάδρομο και την επόμενη είχαν απογειωθεί. Για τη Ζάμπια. Για την Αφρική. Η Αλεξάνδρα έσφιξε τις γροθιές της για να κρύψει το φόβο της. Ήξερε πως η επόμενη ταινία του Γουλφ θα γυριζόταν στην Αφρική, η ίδια όμως δεν είχε πάει ποτέ ούτε εκεί ούτε στην Ευρώπη. Κι
εκτός από ταξίδια στον κοντινό Καναδά με την οικογένειά της, όταν ήταν μικρή, δεν είχε φύγει ποτέ από την Αμερική. Η πτήση ήταν μεγάλη αλλά άνετη μια που ταξίδευαν στην πρώτη θέση και όλοι, από τις αεροσυνοδούς μέχρι τον πιλότο, καλωσόρισαν προσωπικά τον Γουλφ. Έπειτα από το γεύμα των πέντε πιάτων, τα φαρδιά δερμάτινα καθίσματα μετατράπηκαν σε απίστευτα άνετα κρεβάτια. Η Αλεξάνδρα ξύπνησε την ώρα του πρωινού κι έμαθε πως θα προσγειώνονταν σε λιγότερο από δυο ώρες. Όταν πια έφτασαν στο αεροδρόμιο της Λουσάκα, της μεγαλύτερης πόλης της Ζάμπια, η Αλεξάνδρα ήταν πια έτοιμη να περπατήσει για να ξεμουδιάσει. Δυστυχώς, το ταξίδι τους δεν είχε τελειώσει, καθώς το αεροπλάνο που θα τους μετέφερε στην τοποθεσία των γυρισμάτων δεν είχε ακόμη φτάσει. Ο Γουλφ έκανε μερικά τηλεφωνήματα και την ενημέρωσε για τις εναλλακτικές λύσεις: μπορούσαν είτε να διανυκτερεύσουν στη Λουσάκα ελπίζοντας πως το αεροπλάνο θα ερχόταν την επόμενη μέρα είτε να νοικιάσουν κάποιο τζιπ για να τους μεταφέρει στον ξενώνα του Εθνικού Πάρκου Καφούε. Η Αλεξάνδρα συμφώνησε με τη λύση του τζιπ –ήταν μόνο τέσσερις ώρες διαδρομή και είχε βαρεθεί το αεροπλάνο. Όταν όμως οι αποσκευές τους φορτώνονταν στο ανοιχτό Λαντ Ρόβερ, συνειδητοποίησε πως τα οχήματα αυτά δεν είχαν καμία σχέση με τα αντίστοιχα πολυτελή του Λος Άντζελες. Ο οδηγός τους – λαθροκυνηγός προτού εκτίσει την ποινή του στη φυλακή– ήταν ομιλητικότατος κι ανυπομονούσε να μοιραστεί μαζί τους την αγάπη του για τη γη και την κουλτούρα της Ζάμπια. Τους είπε πως το Καφούε ήταν το παλιότερο και μεγαλύτερο εθνικό πάρκο. Ιδρύθηκε το 1950 και ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο εθνικό πάρκο του κόσμου, με έκταση περίπου όση η Ουαλία. Ο καταυλισμός τους βρισκόταν στις όχθες του ποταμού Καφούε, δυτικά της περιοχής Ναμγουάλα. Όσο άφηναν πίσω τους τη Λουσάκα, τόσο πιο πρωτόγονο γινόταν το τοπίο. Ο δρόμος συχνά κοβόταν για μίλια ολόκληρα κι η Αλεξάνδρα πιανόταν σφιχτά από τα πλαϊνά του Λαντ Ρόβερ καθώς το όχημα κλυδωνιζόταν κι αναπηδούσε στο κακοτράχαλο μονοπάτι. Αργά το απόγευμα διέσχισαν τη σαβάνα σ’ ένα τοπίο συγκλονιστικό, με χρώματα σε κάθε απόχρωση του πράσινου και του χρυσού, ενώ συνάντησαν κοπάδια από αντιλόπες και ζέβρες. «Υπάρχουν και μεγάλα ζώα εδώ;» ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Λιοντάρια, λεοπαρδάλεις, τσιτάχ, ελέφαντες», απάντησε ο οδηγός. «Επίσης ιπποπόταμοι στα ποτάμια. Κι εκεί που θα μείνετε εσείς υπάρχουν μερικοί». Η Αλεξάνδρα κοίταξε ενθουσιασμένη τον Γουλφ. «Θα μείνουμε στο ποτάμι;» «Το κατάλυμά σας έχει βεράντα που βλέπει στον ποταμό, έτσι θα μπορέσετε να δείτε τα ζώα όταν θα έρθουν για να πιουν νερό». Σε λίγο, βρέθηκαν στις όχθες του γαλάζιου ποταμού Καφούε. Το κεντρικό κτίριο του καταυλισμού ήταν διώροφο με αχυρένια στέγη και ανοιχτοκίτρινους τοίχους, ενώ κατά μήκος του ποταμού υπήρχε μια ντουζίνα μικρότερα καταλύματα για τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες και τα στελέχη της παραγωγής. Τα υπόλοιπα μέλη του συνεργείου θα έμεναν στις καινούριες σκηνές που είχαν στηθεί. Καθώς ο Τομ και η Άλις Στιούαρτ, ιδιοκτήτες του ξενώνα Καφούε, βγήκαν να υποδεχτούν τον Γουλφ, χαιρέτησαν και τον οδηγό με τον οποίο είχαν γίνει καλοί φίλοι στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. Καθώς όλοι κουβέντιαζαν για τα τελευταία νέα, η Αλεξάνδρα διέσχισε την ξύλινη βεράντα για να ξεμουδιάσει. Η Αφρική. Αφρική. Ζάμπια. Καφούε. Επανέλαβε σιωπηρά τις εξωτικές ονομασίες καθώς ατένιζε τον ποταμό
και τον ήλιο που έδυε αργά. «Το μετάνιωσες που ήρθες;» άκουσε τον Γουλφ να τη ρωτά. Δεν ξαφνιάστηκε που άκουσε τη φωνή του. Τον είχε νιώσει να πλησιάζει, είχε αισθανθεί την παρουσία του, τον είχε αισθανθεί να την παρατηρεί, να την προστατεύει. «Όχι». Στράφηκε προς το μέρος του και του χαμογέλασε. «Είναι υπέροχο. Κάνουμε μήνα του μέλιτος στην Αφρική». «Πάντα αγαπούσα την Αφρική, γι’ αυτό ήθελα να κάνω αυτή την ταινία. Ήταν μια ευκαιρία να παρουσιάσω στη μεγάλη οθόνη τη χώρα που αγαπώ». Κοίταζε με μισόκλειστα μάτια το ποτάμι κι η Αλεξάνδρα, παρατηρώντας τον, θυμήθηκε ξανά την πρώτη τους νύχτα. Προσπάθησε να κρύψει το κοκκίνισμα που ανέβηκε στα μάγουλά της, ο Γουλφ όμως το παρατήρησε. «Δε σκέφτεσαι την Αφρική», της είπε. Το κοκκίνισμά της έγινε πιο έντονο. «Όχι». «Θέλεις να μου πεις τι σκέφτεσαι;» «Ω, όχι». Εκείνος την τράβηξε κοντά του. «Δεν πειράζει», μουρμούρισε κοροϊδευτικά. «Ξέρω τι σκεφτόσουν και το θέλω κι εγώ». Τη φίλησε κάνοντάς την άνω κάτω με τη φλόγα και το πάθος του φιλιού του. Εκείνη άπλωσε το χέρι της στο λαιμό του, ενώ ο πόθος φούντωνε στο κορμί της. Δεν τον χόρταινε. Ήταν ο Γουλφ που σταμάτησε το φιλί και αποτραβήχτηκε. «Νομίζω πως δεν είσαι τόσο αθώα όσο νομίζουν τ’ αδέρφια σου». Εκείνη πήγε να διαμαρτυρηθεί, στο τέλος όμως γέλασε με την καρδιά της. «Νομίζω πως τελικά αρχίζεις να με μαθαίνεις». Ένα μέλος του συνεργείου φώναξε τον Γουλφ, εκείνος όμως δεν έφυγε αμέσως. Αντίθετα χάιδεψε το μάγουλό της με τον αντίχειρά του. «Θέλω να μάθω κι άλλα. Κι η εξερεύνηση, αγάπη μου, θα συνεχιστεί απόψε». Ο Γουλφ δεν ξέχασε την υπόσχεσή του. Εκείνο το βράδυ, μετά από ένα διασκεδαστικό γεύμα με τους συντελεστές της ταινίας –εκτός από την Τζόι που ακόμη δεν είχε έρθει όπως παρατήρησε η Αλεξάνδρα–, βρέθηκε να χαλαρώνει με την παρέα τού κυρίως ανδροκρατούμενου συνεργείου. Έχοντας μεγαλώσει ανάμεσα σε άντρες, ένιωθε άνετα μαζί τους, ήξερε τον τρόπο που κουβέντιαζαν, καταλάβαινε γιατί δε μιλούσαν για τα συναισθήματά τους. Ο Γουλφ ήταν εκείνος που βαρέθηκε τα αστεία και τα πειράγματα. Καθώς το φεγγάρι ανέβαινε ψηλά και τα μέλη του συνεργείου ετοιμάζονταν για άλλον ένα γύρο μπίρες, εκείνος κι η Αλεξάνδρα τους καληνύχτισαν. «Πάρε το ποτήρι σου», της είπε. «Πού θα πάμε;» τον ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Στο δωμάτιό μας. Τους βαρέθηκα αυτούς τους τύπους. Προτιμώ να μείνω μόνος μαζί σου». Πήρε ένα μπουκάλι κρασί κι ένα ποτήρι και, κρατώντας την απ’ το χέρι, τράβηξαν για την αχυροκαλύβα τους. Ο Γουλφ ακούμπησε το κρασί στο κομοδίνο και παίρνοντας το ποτήρι από το χέρι της το άφησε δίπλα στο μπουκάλι. Όμως μόλις την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε, ξέχασαν κι οι δυο το κρασί. Η Τζόι δεν έφτασε ούτε την επόμενη μέρα, γεγονός που δημιούργησε μεγάλη αναστάτωση όπως παρατήρησε η Αλεξάνδρα. Ο καιρός ήταν ακόμη καλός όμως η περίοδος των βροχών άρχιζε σε έξι
εβδομάδες, έτσι κάθε μέρα ήταν πολύτιμη. Δεν μπορούσαν να χάνουν τον καιρό τους, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά χωρίς την Τζόι που εμφανιζόταν σχεδόν σε κάθε σκηνή της ταινίας. Αργά το απόγευμα ο Ντάνιελ τους φώναξε για μια ανάγνωση του σεναρίου και ζήτησε από την Αλεξάνδρα να διαβάσει τις ατάκες της Τζόι ώστε να μπορέσουν να δουλέψουν κι οι υπόλοιποι ηθοποιοί. Στην αρχή εκείνη ντρεπόταν, όμως ο Ντάνιελ επέμενε κι ο Γουλφ της έγνεψε ενθαρρυντικά. Έτσι, σε λίγο βρέθηκε τόσο απορροφημένη από την πλοκή, που απολάμβανε στ’ αλήθεια την ανάγνωση του ρόλου. Όταν πια τελείωσαν ήταν η ώρα του δείπνου. Η Άλις εμφανίστηκε την ώρα που τελείωναν και τους προσκάλεσε για φαγητό στο μπόμα, την περιφραγμένη ανοιχτή σκηνή δίπλα στο ποτάμι. «Έχουμε μπάρμαν που σερβίρει ποτά», τους είπε. «Κι αν είσαστε τυχεροί, μπορεί να δείτε και μερικά από τα άγρια ζώα της περιοχής –και, όχι, δεν αναφέρομαι στο σύζυγό μου, τον Τομ». Ο Γουλφ περίμενε την Αλεξάνδρα να επιστρέψει το σενάριο στον Ντάνιελ κι ύστερα πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της. Ήταν τόσο όμορφο να βρίσκεται έτσι κοντά του. Ένιωθε γαλήνη και ασφάλεια –που ευχήθηκε να κρατούσαν για πάντα. Οι καρέκλες γρήγορα γέμισαν από τα μέλη του συνεργείου και τους ηθοποιούς. Ακούστηκε ένα λιοντάρι να βρυχάται κι η Αλεξάνδρα αναπήδησε, μη έχοντας συνηθίσει ν’ ακούει λιοντάρι από τόσο κοντά. Το προηγούμενο βράδυ, την ώρα που σηκώθηκε για να πάει στο μπάνιο, ένας δυνατός βρυχηθμός απέξω την τρόμαξε τόσο, που ξύπνησε τον Γουλφ με τη φούρια της να επιστρέψει στο κρεβάτι. Τελικά αποδείχτηκε πως ο θόρυβος ήταν μια λιονταρίνα που τριγυρνούσε στον καταυλισμό προσπαθώντας να τραβήξει την προσοχή του συντρόφου της. Κι η Αλεξάνδρα όμως κατέληξε να τραβήξει την προσοχή του δικού της συντρόφου. Ο Γουλφ μάλλον θυμήθηκε κι εκείνος το ερωτικό τους σμίξιμο στη μέση της νύχτας, γιατί ξαφνικά έσκυψε και φίλησε το λαιμό της κάνοντας τις θηλές της να σκληρύνουν και την επιδερμίδα της ν’ ανατριχιάσει. «Όχι εδώ», του ψιθύρισε βραχνά. «Τότε ας πιούμε ένα ποτό κι ας τους καληνυχτίσουμε», της είπε εκείνος γλιστρώντας το χέρι του στην πλάτη της για να τη χαϊδέψει. Η Αλεξάνδρα ένιωσε αμέσως τον πόθο της ν’ ανάβει. Έκανε ένα βήμα μακριά του. «Περίμενε εδώ. Πάω να φέρω τα ποτά», του είπε. «Έχεις δυο λεπτά, αλλιώς θα σε πάω με το ζόρι πίσω στο μπανγκαλόου». Εκείνη γέλασε κουνώντας του το δάχτυλο. «Δεν μπορούμε να φύγουμε ακόμη. Όλοι θα μας κουτσομπολεύουν. Πρέπει να περιμένουμε τουλάχιστον να τελειώσει το δείπνο». «Δεν μπορώ να περιμένω». «Ναι, μπορείς». Της έριξε μια προειδοποιητική ματιά. «Εντάξει. Θα μου το πληρώσεις αργότερα». Εκείνη γέλασε ξανά, γιατί ο Γουλφ την έκανε να νιώθει όμορφα, της θύμιζε τον καιρό που βρισκόταν στο πατρικό της και πειραζόταν με τ’ αδέρφια της. Τότε δεν τη φόβιζε τίποτε. Η Αλεξάνδρα κοίταξε τα νερά του ποταμού που σκοτείνιαζαν καθώς έπεφτε η νύχτα. Της άρεσε εδώ, της άρεσε το μέρος, η αίσθηση, η μυρωδιά του. Η ζωή τους θύμιζε σχεδόν κοινόβιο. Όλη τη μέρα ο καθένας έκανε τη δουλειά του, όταν όμως έπεφτε ο ήλιος, μαζεύονταν γύρω απ’ τη φωτιά και χαλάρωναν, έπιναν βότκα και μπίρες και διηγούνταν ιστορίες ως αργά τη νύχτα. Το να βρίσκεται στον καταυλισμό του Καφούε ήταν σαν να βρισκόταν στο ράντσο της Μοντάνα. Ξαφνικά, ένα λιοντάρι βρυχήθηκε κι η Αλεξάνδρα ανατρίχιασε αλλά μετά χαμογέλασε. Σχεδόν σαν
το ράντσο της Μοντάνα, συλλογίστηκε. Στη διάρκεια του γεύματος, ο Ντάνιελ Ντεβόρς έφερε τον Γουλφ σ’ επαφή με τον υπεύθυνο φωτισμού για να κουβεντιάσουν για τη σκηνή που ήθελαν να γυρίσουν την επομένη. Ο φωτιστής είχε παρακολουθήσει την πορεία του ήλιου τις τελευταίες ημέρες και την ποιότητα του φωτός. Η Αλεξάνδρα έγειρε πίσω στην καρέκλα της κι άκουγε χωρίς να προσέχει στην πραγματικότητα. Η αλήθεια ήταν πως είχε μάτια μόνο για τον Γουλφ. Τον Ισπανο-Ιρλανδό Γουλφ με την άγρια ομορφιά, τα μαύρα μαλλιά και τα σκοτεινά μάτια. Συλλογίστηκε πως εκείνος γνώριζε την επιρροή του στις γυναίκες, ήξερε πώς να τις κάνει άνω κάτω μ’ ένα ανασήκωμα του φρυδιού, μ’ ένα του χαμόγελο. Και πρωταγωνιστούσε με τον ίδιο τρόπο στη φαντασία της. Δεν ήθελε να τον ποθεί, νόμιζε πως μπορούσε, αυτή τη φορά τουλάχιστον, να του αντισταθεί. Είχε κάνει λάθος. Εκείνος λες κι είχε διαβάσει τις σκέψεις της, στράφηκε και την κοίταξε κατάματα κι η Αλεξάνδρα ανταπέδωσε το βλέμμα. Ο πόθος τους ήταν σκέτη φωτιά. Ξαφνικά ο Γουλφ έσπρωξε πίσω την καρέκλα του, μουρμούρισε μια ασυνάρτητη δικαιολογία στους υπόλοιπους, αλλά, πριν προλάβει να σηκωθεί, μια γελαστή γυναικεία φωνή ακούστηκε στο σκοτάδι. «Μη μου πείτε πως νομίσατε ότι δε θα ερχόμουν!» Η Αλεξάνδρα κοκάλωσε. Η Τζόι Χιου μόλις είχε φτάσει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Πού ήταν ο Γουλφ; Δεν είχε έρθει ακόμη στο κρεβάτι κι ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Η Αλεξάνδρα τον περίμενε εδώ και τρεις ώρες, δυόμισι απ’ αυτές ξαπλωμένη στο κρεβάτι. Κάθε λεπτό τής φαινόταν αιώνας, αναπηδούσε σε κάθε ήχο που ακουγόταν απέξω και περίμενε γεμάτη αγωνία με το στομάχι σφιγμένο και τη φαντασία της να καλπάζει. Πού ήταν εκείνος; Τι έκανε; Με ποιον ήταν; Μερικές ερωτήσεις ήταν ευκολότερο ν’ απαντηθούν από άλλες. Ήξερε πως βρισκόταν στον καταυλισμό. Και από ένστικτο ήξερε πως ήταν μαζί με την Τζόι. Όσο για το τι έκαναν, η Αλεξάνδρα ούτε που ήθελε να το φαντάζεται... Μακάρι να επέστρεφε γρήγορα. Ή, τουλάχιστον, μακάρι η ίδια να μπορούσε ν’ αποκοιμηθεί για να γλιτώσει από τις τρελές σκέψεις της. Αλλά δεν μπορούσε. Γιατί την είχε παντρευτεί ο Γουλφ; Επειδή είχε κοντέψει να πεθάνει με το θανατηφόρο κοκτέιλ που της έδωσε ο Τζέισον; Επειδή οργίστηκε η οικογένειά της; Εξαιτίας της προβλεπόμενης κακής δημοσιότητας; Ή μήπως ο γάμος ήταν μια προσπάθεια να καλυφθεί κάτι άλλο; Να καλύψει κάποιον άλλο; Ένα κόλπο να στρέψει την προσοχή όλων μακριά απ’ ό,τι συνέβαινε στ’ αλήθεια; Όμως τι συνέβαινε στ’ αλήθεια; Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της και πίεσε το πρόσωπό της στα μαξιλάρια για να τα εμποδίσει να τρέξουν. Ξύπνησε αρκετά αργότερα, όταν αντιλήφθηκε τον Γουλφ να ξαπλώνει δίπλα της κι η καρδιά της άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα. Άραγε θα τη χάιδευε, θα την αγκάλιαζε, θα της έλεγε έστω κάτι; Όμως εκείνος δεν την πλησίασε. Κι όπως ήταν ξαπλωμένη στα σκοτεινά, τον άκουσε ν’ αναστενάζει μ’ έναν τόσο πονεμένο αναστεναγμό, τόσο βαθύ και λυπημένο, που η Αλεξάνδρα ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Τώρα που είχε έρθει η Τζόι τίποτα δε θα ήταν το ίδιο. Το επόμενο πρωί, οι ηθοποιοί μαζεύτηκαν για μια δεύτερη πρόβα των ρόλων. Ο Ντάνιελ της ζήτησε ξανά να καθίσει μαζί τους, όχι για να διαβάσει ατάκες αυτή τη φορά, αλλά για να ακούει και να μαθαίνει. «Αφού θέλεις να γίνεις σκηνοθέτης», της είπε, προσφέροντάς της μια καρέκλα στ’ αριστερά του. Ο Γουλφ καθόταν ήδη στο τραπέζι, τέσσερις καρέκλες πιο κάτω απ’ τον Ντάνιελ. Όταν έφτασε η Τζόι με μια κούπα ζεστό τσάι, κάθισε δίπλα στον Γουλφ κλείνοντάς του συνωμοτικά το μάτι. «Κάνατε ήδη μια πρόβα. Ποιος όμως διάβασε τις ατάκες μου;» ρώτησε. Επικράτησε σιγή για λίγο κι ύστερα απάντησε ο Γουλφ. «Η Άλεξ». Η Τζόι ήπιε μια γουλιά από το τσάι της ανασηκώνοντας τα φρύδια της. «Ποια Άλεξ;» Ακολούθησε άλλη μια αμήχανη στιγμή σιωπής καθώς κάμποσοι απ’ τους ηθοποιούς κοίταζαν μια τον Γουλφ και μια την Άλεξ. «Η Αλεξάνδρα. Η γυναίκα μου». Η Τζόι δίστασε λιγάκι κι ύστερα γέλασε για να γεμίσει τη σιωπή, όμως ούτε που έστρεψε το
βλέμμα της στην Άλεξ ούτε τη χαιρέτησε. «Σωστά. Είσαι παντρεμένος τώρα. Το είχα ξεχάσει, η ανόητη». Η Αλεξάνδρα την κοίταξε γεμάτη οργή. Πώς ήταν δυνατόν να είχε ξεχάσει η Τζόι πως ο Γουλφ ήταν παντρεμένος; Ή μήπως δεν την ενδιέφερε και σκόπευε να φερθεί λες κι εκείνος ήταν ελεύθερος και τίποτα δεν είχε αλλάξει ανάμεσά τους; Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. «Ο άντρας σου ήρθε μαζί σου, Τζόι;» τη ρώτησε. Ξαφνιασμένη από την ερώτησή της, η Τζόι χαμογέλασε με το ζόρι και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της. «Όχι». Ο Ντάνιελ επενέβη και είπε σε όλους ν’ ανοίξουν τα σενάριά τους στην πρώτη σκηνή. Η Αλεξάνδρα υπάκουσε, αλλά πρόλαβε να δει το βλέμμα που της έριξε ο άντρας της. Ο Γουλφ είχε θυμώσει μαζί της και η Αλεξάνδρα, γεμάτη φόβο, σκέφτηκε πως θα πλήρωνε την αθυροστομία της αργότερα. Είχε δίκιο. Μόλις σταμάτησαν για φαγητό, ο Γουλφ πήγε κατευθείαν προς το μέρος της. «Ας πάμε μια βόλτα», της είπε απότομα. «Δεν έχω όρεξη για βόλτα τώρα», απάντησε εκείνη προσπαθώντας να διατηρήσει το θυμό της και να βρει το κουράγιο που ένιωθε νωρίτερα. Ο Γουλφ ήταν άντρας της. Είχε το δικαίωμα να υπερασπίζεται το γάμο της και να απαιτεί από τις άλλες γυναίκες να κάνουν πίσω, ειδικά αν η άλλη γυναίκα ήταν η πρώην ερωμένη του. «Δεν έχεις επιλογή. Πρέπει να μιλήσουμε», ήταν η κοφτή του απάντηση κι η Αλεξάνδρα αναγκάστηκε να τον ακολουθήσει κατά μήκος του ποταμού. «Τι ήταν όλη αυτή η σκηνή;» τη ρώτησε επιτακτικά. Η Αλεξάνδρα ήξερε πως δεν μπορούσε να παραστήσει την αθώα, κι ίσως ήταν καιρός να του εξηγήσει πώς ένιωθε στ’ αλήθεια. «Εσύ επέμεινες να παντρευτούμε, Γουλφ. Εσύ είπες πως είχες ευθύνη απέναντί μου». «Γνωρίζω πολύ καλά τις ευθύνες μου». «Τότε, γιατί μου φαίνεται πως θα προτιμούσες να είσαι σύζυγος της Τζόι παρά δικός μου;» «Μη γίνεσαι παράλογη». «Δεν γίνομαι παράλογη». Η φωνή της έτρεμε από οργή. «Εσύ είσαι που χτες βράδυ ήρθες στο κρεβάτι στις δυο το πρωί...» «Ήσουν ξύπνια;» «Σε περίμενα». Εκείνος αναστέναξε ανυπόμονα. «Αλεξάνδρα, ξέρεις πως η Τζόι είναι στενή μου φίλη. Μόλις έφτασε στον καταυλισμό. Το ταξίδι της ήταν μεγάλο κι είχε ένα σωρό αναποδιές...» «Τότε ας έφερνε τον άντρα της μαζί, αντί να βασίζεται στον δικό μου!» Ο Γουλφ πισωπάτησε έκπληκτος. Την κοίταξε και το βλέμμα του φανέρωνε πως θεωρούσε τη συμπεριφορά της ανώριμη, αν όχι κάτι παραπάνω απ’ αυτό. «Μη γίνεσαι μικροπρεπής και αγενής», της είπε ήρεμα. «Δε σου ταιριάζει». Κι ύστερα της γύρισε την πλάτη κι επέστρεψε στον καταυλισμό. Όλοι έτρωγαν έξω, άλλοι κοντά στη σβηστή τώρα φωτιά κι άλλοι στην ξύλινη βεράντα με θέα το ποτάμι. Η Αλεξάνδρα έφαγε παρέα με δυο τεχνικούς φωτισμού αφού ο Γουλφ ήταν απορροφημένος στην κουβέντα με τον Ντάνιελ και την Τζόι. Δεν της έριξε ούτε μια ματιά στη διάρκεια του φαγητού κι η ψυχρή αποδοκιμασία του την πλήγωσε. Μετά το γεύμα όλοι επέστρεψαν στις δουλειές τους κι εκείνη πήρε ένα βιβλίο και κάθισε σε μια
καρέκλα στο μπόμα. Δυο ώρες αργότερα, ο Ντάνιελ Ντεβόρς την πλησίασε. «Είναι όμορφα εδώ, έτσι δεν είναι;» της είπε. Εκείνη κατένευσε αφήνοντας το βιβλίο της. «Το λατρεύω αυτό το μέρος. Μου θυμίζει τη Μοντάνα». Εκείνος γέλασε και τράβηξε μια καρέκλα. «Εμένα μου θυμίζει τη Νότια Αφρική. Έζησα εκεί ως τα δεκατέσσερα. Έπειτα μετακομίσαμε στον Καναδά κι αργότερα στην Αμερική». Τράβηξε άλλη μια καρέκλα ανάμεσά τους κι άπλωσε τα πόδια του. «Ο Γουλφ είναι τρομερά εκνευρισμένος σήμερα. Τι συνέβη;» Ο Ντάνιελ ήξερε την ιστορία τους απ’ την αρχή. Εκείνος κι Μπέντζαμιν την είχαν βοηθήσει να έρθει σε επαφή με τον Γουλφ. «Τσακωθήκαμε», του απάντησε. «Για την Τζόι». «Η Τζόι είναι όμορφη». Η Αλεξάνδρα έγνεψε καταφατικά. «Μου φαίνεται πως ζηλεύω». «Ο Γουλφ είναι παντρεμένος μαζί σου». «Επειδή η Τζόι ήταν ήδη παντρεμένη». «Τι λέει ο Γουλφ γι’ αυτό;» «Πως γίνομαι μικρόψυχη». «Κι εσύ τι πιστεύεις;» Εκείνη τον κοίταξε σοβαρά. «Θεωρώ την Τζόι απειλή. Νομίζω πως ο Γουλφ δεν την έχει ξεπεράσει». «Εγώ νομίζω πως ο Γουλφ είναι απλώς από τα πιο αφοσιωμένα άτομα που ξέρω και φροντίζει πάντα τους φίλους του». «Και τώρα τι κάνω;» «Τι θα έλεγες να δοκίμαζες να φερθείς ευγενικά στην Τζόι;» Δεν του απάντησε κι ο Ντάνιελ έγειρε προς το μέρος της και της χτύπησε χαϊδευτικά το γόνατο. «Αν ήθελαν στ’ αλήθεια να είναι μαζί, Αλεξάνδρα, θα ήταν. Είναι εύκολο να πάρει κανείς διαζύγιο». Της χαμογέλασε ενθαρρυντικά. «Ψηλά το κεφάλι και μην αφήνεις καταστάσεις που δεν μπορείς να ελέγξεις να σε παίρνουν από κάτω». Δε μίλησαν με τον Γουλφ ούτε την ώρα που άλλαζαν για το δείπνο. Κι όταν κάθισαν γύρω απ’ τη φωτιά, η διάθεση της Αλεξάνδρας συνέχισε να είναι χάλια. Ο Γουλφ καθόταν δίπλα της αλλά δεν της έδινε καμιά σημασία. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο αποκομμένη και αποτυχημένη. Είχε μετακομίσει στο Λος Άντζελες με τόσες ελπίδες, ήθελε τόσο να πετύχει, να γίνει αξιοπρόσεκτη, σημαντική. Και μπορεί ο γάμος της να της είχε χαρίσει αναγνώριση, αλλά όχι και σεβασμό. Τουλάχιστον όχι αυτοσεβασμό. Έριξε μια ματιά στον Γουλφ και ξαφνιάστηκε όταν είδε πώς την κοίταζε. Δεν μπορούσε να διαβάσει τις σκέψεις του, αναρωτιόταν όμως αν ένιωθε τύψεις όπως κι η ίδια. Ξαφνικά εκείνος σηκώθηκε. «Πηγαίνω για ύπνο», είπε. «Θα σας δω αύριο». Η Αλεξάνδρα τον κοίταζε ν’ απομακρύνεται χωρίς να της μιλήσει κι η καρδιά της γινόταν κομμάτια. Σκόπευε να την αγνοεί για πάντα; Κι όσο εκείνος την αγνοούσε, τι περίμενε από την ίδια; Είχαν κατασκηνώσει στην αφρικανική σαβάνα και ο επόμενος καταυλισμός απείχε δύο ώρες. Δεν είχε κανέναν να μιλήσει εκτός από εκείνον και τη μικρή ομάδα τους. Κι όσο κι αν φοβόταν έναν ακόμη καβγά, σηκώθηκε και τον ακολούθησε. «Κάτι δεν πηγαίνει καλά», του είπε καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά για το κατάλυμά τους.
«Ναι», συμφώνησε εκείνος. «Τι γίνεται, λοιπόν, τώρα; Να γυρίσω σπίτι; Παίρνουμε διαζύγιο...» «Διαζύγιο;» τη διέκοψε εκείνος. «Είμαι Ιρλανδο-ισπανός». «Και;» «Δεν πιστεύω στο διαζύγιο και δεν το δέχομαι ως ικανοποιητική λύση». Ακολούθησε σιωπή κι η Αλεξάνδρα δεν ήξερε πού να κοιτάξει και τι να κάνει. «Ξέρεις, δεν είσαι ο τύπος του άντρα που σκόπευα να παντρευτώ», του είπε. «Όχι;» Κούνησε αργά το κεφάλι της. «Όχι». «Και γιατί όχι;» «Φαντάζομαι πως ήθελα κάποιον σαν τον μπαμπά μου. Αγαπούσε τόσο τη μητέρα μου». Ξαφνικά η φωνή της έσπασε απ’ τη συγκίνηση. «Όταν ήμουν τεσσάρων εκείνη αρρώστησε από καρκίνο κι ο πατέρας μου πάλεψε για χάρη της όσο μπορούσε. Δεν ήθελε να τη χάσει». Ανοιγόκλεισε τα μάτια της ελπίζοντας να μη δει ο Γουλφ τα δάκρυά της. «Αυτό ήθελα κι εγώ καθώς μεγάλωνα. Έναν άντρα να παλέψει για μένα». «Γι’ αυτό ήσουν ακόμη παρθένα στα είκοσι τρία; Περίμενες τον ήρωά σου;» Σιχαινόταν τον κοροϊδευτικό τόνο του, το ότι την περιγελούσε ενώ εκείνη του εμπιστευόταν κάτι τόσο προσωπικό και οδυνηρό. Η Αλεξάνδρα εξοργίστηκε. «Όχι κάποιον ήρωα», του είπε τελικά, «αλλά έναν άντρα που να έχει ωριμάσει. Που να ξέρει τι είναι σημαντικό. Που θα τιμούσε τη δέσμευσή του απέναντί μου». Εκείνος δεν απάντησε κι η Αλεξάνδρα στράφηκε να τον κοιτάξει. Ήταν ακουμπισμένος στο κάγκελο της ξύλινης βεράντας με το πρόσωπό του μισοκρυμμένο στη σκιά. Η σιωπή του την έκανε να νιώθει ξανά ασήμαντη και γελοία. Προσπαθώντας να πάρει κουράγιο του χαμογέλασε ψυχρά. «Νομίζεις πως είμαι ανώριμη. Υπερευαίσθητη και συναισθηματική, έτσι δεν είναι;» Και πάλι εκείνος δεν απάντησε. Όχι αμέσως. Ύστερα κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όχι, δεν το νομίζω», της είπε. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά περιμένοντας, ελπίζοντας να πει κι άλλα, να εξηγήσει τη στάση του, τις πράξεις του, τις σιωπές και τον εκνευρισμό του, αλλά εκείνος δε μίλησε. Μακάρι να τον καταλάβαινε καλύτερα. Μακάρι να ήξερε τι ήταν σημαντικό για κείνον και γιατί. «Είναι αργά», της είπε. «Είμαι κουρασμένος, πάω για ύπνο...» «Γουλφ;» «Ναι;» «Εσύ τι είδους γυναίκα θα παντρευόσουν;» Εκείνος αναστέναξε. «Αχ, Αλεξάνδρα». Ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν από ντροπή, αλλά πριν προλάβει να πει κάτι εκείνος πρόσθεσε: «Αυτή που παντρεύτηκα». Για μια στιγμή εκείνη δεν κατάλαβε τα λόγια του κι απέμεινε να τον κοιτάζει. «Αλεξάνδρα, εσύ είσαι η γυναίκα που ήθελα να παντρευτώ». Άπλωσε το χέρι του και την έφερε κοντά του. «Κι αυτό έκανα». Της έκανε έρωτα γεμάτο ένταση τόσο συναισθηματική όσο και σωματική. Πιάνοντάς την απ’ τους καρπούς κράτησε τα χέρια της ψηλά πάνω απ’ το κεφάλι της και την έκανε δική του με δύναμη, την κατέκτησε με ορμή μπαίνοντας μέσα της με άγριο πόθο. Κι η Αλεξάνδρα καλωσόρισε αυτή την εισβολή, την είχε ανάγκη για να ξεσπάσουν κάπου και τα δικά της μπερδεμένα συναισθήματα. Λίγο
πριν φτάσει όμως στην κορύφωσή της, εκείνος άφησε τους καρπούς της και τα χέρια του γλίστρησαν στα δικά της. Έτσι, με της παλάμες τους δεμένες σφιχτά, τα χείλη τους ενωμένα σ’ ένα βαθύ φιλί, την οδήγησε στην κορυφή της ηδονής. Και δε σταμάτησε να τη φιλά ούτε όταν εκείνη βρέθηκε πέρα από τα όρια. Το σεξ ήταν υπέροχο, σκέφτηκε νυσταγμένα λίγο αργότερα η Αλεξάνδρα, κουλουριασμένη στην αγκαλιά του. Όμως το υπέροχο σεξ δεν ήταν αρκετό. Ήθελε και την καρδιά του. Τα ήθελε όλα. Το επόμενο πρωί, ξύπνησε μόνη στο κρεβάτι. Ο Γουλφ ή κάποια από τις καθαρίστριες είχε ανοίξει τα παράθυρα. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν αφού δε φορούσε πια ρολόι κι έτσι έκανε ένα μπάνιο στα γρήγορα, ντύθηκε και βγήκε για καφέ. Οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί φόρτωναν τις κάμερες και τον εξοπλισμό στα Λαντ Ρόβερ. Εκείνο το πρωί θα πήγαιναν για γύρισμα συνοδεία αρκετών ντόπιων οδηγών. Η Αλεξάνδρα έπινε αργά τον καφέ της παρατηρώντας γύρω της, όταν άκουσε κουβέντες. «Νόμιζα πως θα ερχόμουν μαζί». Αναγνώρισε τη φωνή της Τζόι, που δεν ακουγόταν καθόλου χαρούμενη. «Θα σε πάω κάποια στιγμή, αλλά τώρα σε χρειάζονται εδώ». «Μα, Γουλφ, δεν μπορείς να πας μόνος. Γιατί δεν περιμένεις μέχρι να μπορώ να έρθω μαζί σου;» Η Αλεξάνδρα κοκάλωσε και, ενώ έφερε την κούπα ως τα χείλη της, δεν ήπιε απ’ τον καφέ της. «Δε θα πάω μόνος», απάντησε εκείνος. «Θα έρθει μαζί μου η Αλεξάνδρα». «Εκείνη όμως δεν ξέρει να πιλοτάρει, ενώ εγώ ξέρω! Πάντα ήμουν μαζί σου στις πτήσεις. Περίμενε λίγες μέρες κι όταν θα κάνουμε διάλειμμα από τα γυρίσματα θα πάμε μαζί. Άλλωστε, Γουλφ, δεν το ξέρεις αν θα θελήσει να έρθει μαζί σου. Μπορεί να φοβάται τα μικρά αεροπλάνα και το μικρό μας Πάιπερ δεν είναι κι απ’ τα πιο εμφανίσιμα». «Όμως πετάει», απάντησε εκείνος. «Με τα χίλια ζόρια», αντιγύρισε γελώντας η Τζόι. Ο Γουλφ απάντησε κάτι και σε λίγο άρχισαν ν’ απομακρύνονται από τον καταυλισμό και να πηγαίνουν προς τα Λαντ Ρόβερ. Έτσι η Αλεξάνδρα δεν μπόρεσε ν’ ακούσει τη συνέχεια της κουβέντας τους. Προσπαθούσε ακόμη να καταλάβει το νόημα της συζήτησης, όταν ο Γουλφ εμφανίστηκε χωρίς την Τζόι. «Καλημέρα», της είπε προτού σκύψει να τη φιλήσει. Κι ενώ τα χείλη του ίσα που άγγιξαν τα δικά της, ένιωσε να τη διαπερνά ένα ρίγος πόθου. «Καλημέρα», του απάντησε βραχνά. «Πώς είσαι;» «Καλά». Τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε δίπλα της. «Κοιμήθηκα υπέροχα. Εσύ;» της είπε γελώντας της πλατιά. «Καλά». Ήπιε άλλη μια γουλιά καφέ και τον κοίταξε κλεφτά. Εκείνος είχε ξυριστεί το πρωί και τα πυκνά μαύρα μαλλιά του έλαμπαν στο φως του ήλιου. Ο Γουλφ την κοίταζε εξίσου προσεκτικά. «Έχω μια δουλειά να κάνω σήμερα. Θέλεις να έρθεις μαζί μου;» Άρα αυτό κουβέντιαζαν ο Γουλφ με την Τζόι. Κι η δουλειά του περιλάμβανε πτήση, με τον Γουλφ ως πιλότο. Η Αλεξάνδρα δε φοβόταν τις πτήσεις. Τρία από τα πέντε αδέρφια της ήξεραν να πιλοτάρουν και στο Λέιζι Ελ είχαν ελικοδρόμιο που χρησιμοποιούσαν για τις πτήσεις τους. Όμως τ’ αδέρφια της ήταν εξαίρετοι πιλότοι και τα αεροσκάφη τους πάντα καινούρια και καλοδιατηρημένα.
Ποιος ήξερε από πότε είχε να γίνει συντήρηση στο Πάιπερ που ανέφερε η Τζόι. Η Τζόι ήθελε να συνοδέψει τον Γουλφ στο ταξίδι κι είχε πει πως ίσως η Αλεξάνδρα να φοβόταν την πτήση. Η Αλεξάνδρα όμως ήταν αποφασισμένη να μην αφήσει την Τζόι να νικήσει –ή, έστω σ’ αυτή την περίπτωση, ν’ αποδειχτεί πως είχε δίκιο. «Θα ήθελα πολύ να έρθω», απάντησε όλο χαρά. «Θα πετάξουμε». «Υπέροχα». «Θα πιλοτάρω εγώ». «Εντάξει». Εκείνος ανασήκωσε ελαφρά το φρύδι του. «Θα πετάξουμε με Πάιπερ». «Διθέσιο;» «Τετραθέσιο». Η Αλεξάνδρα ξεροκατάπιε. Ούτε που ήξερε τι ήταν το Πάιπερ. «Ωραία, ας το κάνουμε». Εκείνος την κοίταξε έντονα. «Καμιά ερώτηση; Καμιά ανησυχία; Δεν ανησυχείς;» Αν ανησυχούσε; Είχε πανικοβληθεί. Ο Γουλφ μπορεί να ήταν έξυπνος, κούκλος και εκπληκτικός εραστής, αλλά η Αλεξάνδρα δεν ήξερε τις ικανότητές του ως πιλότου. Και θα έπρεπε να πετάξουν μ’ ένα σαραβαλιασμένο αεροπλάνο πάνω απ’ την αφρικανική σαβάνα. «Τ’ αδέρφια μου πιλοτάρουν», του είπε δήθεν άνετα. «Είμαι συνηθισμένη στα μικρά αεροπλάνα». «Υπέροχα», της απάντησε χαμογελώντας ικανοποιημένος. «Ας πάρουμε τα τρόφιμα που μας ετοίμασαν κι ας ξεκινήσουμε. Ο Μπιγκ Ρεντ μας περιμένει». «Ο Μπιγκ Ρεντ;» «Το Πάιπερ». «Σωστά». Λάθος, σκέφτηκε η Αλεξάνδρα δέκα λεπτά αργότερα, καθώς στεκόταν μπροστά στο πιο ελεεινό, σαραβαλιασμένο αεροπλάνο που είχε δει ποτέ της. Η μπογιά του ξεφλούδιζε κατά τόπους, το ρύγχος έδειχνε πεσμένο, η προπέλα ήταν λες κι είχε συγκρουστεί με ρινόκερο, η ουρά του έμοιαζε με κατοικία ολόκληρης οικογένειας μπαμπουίνων. Κάτι που όπως ανακάλυψε αργότερα η Αλεξάνδρα, ίσχυε. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της κι έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του που ήταν σχεδόν όλο κόκκινο. Κόκκινα δερμάτινα καθίσματα, σκισμένα εδώ κι εκεί, με το κίτρινο αφρώδες υλικό της γέμισης να ξεπροβάλλει. «Τα καθίσματα έχουν το αρχικό τους δέρμα», της είπε ο Γουλφ πετώντας τον τεράστιο σάκο στο πίσω κάθισμα. Λες και δε φαινόταν. «Μμμ». «Είναι ένα υπέροχο αεροπλανάκι». Εκείνη κοίταξε το κόκκινο πιλοτήριο με τον μαύρο πίνακα οργάνων, τον ασύρματο και τα ακουστικά που κρέμονταν και παρ’ όλο που ο Γουλφ το αποκαλούσε τετραθέσιο, η Αλεξάνδρα δεν μπορούσε να φανταστεί ούτε δυο ανθρώπους στριμωγμένους στο πίσω κάθισμα. Κάθισε δίπλα του και φόρεσε τη ζώνη της ενώ ο Γουλφ έγνεφε στον Τομ που είχε έρθει στον πρωτόγονο αεροδιάδρομο για να τους χαιρετήσει. «Θα γυρίσουμε προτού σκοτεινιάσει», του φώναξε ο Γουλφ. «Και τώρα απογειωνόμαστε». Όμως δεν απογειώθηκαν ακριβώς, καθώς το μικρό σκάφος άρχισε να κλυδωνίζεται στον κακοτράχαλο διάδρομο. Δε θα καταφέρουμε να απογειωθούμε, σκέφτηκε η Αλεξάνδρα. Θα
πήγαιναν τσουλώντας μέχρι τη Λουσάκα ή όπου αλλού κατευθύνονταν. Όμως τότε ακριβώς το Πάιπερ πήρε ύψος. Όχι πολύ, βέβαια, αλλά σίγουρα βρέθηκε στον αέρα. Τα χέρια της Αλεξάνδρας είχαν ιδρώσει καθώς κρατιόταν σφιχτά από το δερμάτινο κάθισμα. Η καρδιά της χτυπούσε ακόμη αλλά όχι τόσο δυνατά. Η απογείωση ήταν λίγο τρομακτική, τώρα όμως απολάμβανε την υπέροχη θέα της σαβάνας από ψηλά και γέλασε καθώς ο φόβος της έδινε τη θέση του στην ευθυμία. Ήταν η πιο περιπετειώδης εμπειρία που είχε στη ζωή της. «Το ταξίδι γίνεται όλο και καλύτερο», είπε. «Μου αρέσει να πετάω, εδώ όμως ακόμα πιο πολύ», απάντησε ο Γουλφ. «Κοίτα, ελέφαντες», της είπε ξαφνικά. Κι όντως, ένα μεγάλο κοπάδι ήταν μαζεμένο γύρω από μερικά δέντρα. Η Αλεξάνδρα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της. «Θα πρέπει να είναι είκοσι ή τριάντα». «Εδώ είναι το σπίτι τους». Το αληθινό τους σπίτι, η γη τους. Εδώ ανήκουν, συλλογίστηκε εκείνη. Πετούσαν πάνω από μια ώρα, όταν η Αλεξάνδρα έπιασε το παγούρι με το νερό. Καθώς ξεβίδωνε το καπάκι άκουσε τον Γουλφ να σιγοβρίζει. «Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε. Εκείνος δεν ήταν πια ήρεμος κι είχε το βλέμμα του στυλωμένο στον πίνακα πλοήγησης. Ξαφνικά, η Αλεξάνδρα συνειδητοποίησε πως έχαναν απότομα ύψος. Κοίταξε τα όργανα πλοήγησης καθώς ο Γουλφ γύριζε το διακόπτη καυσίμων μία δεξιά και μία αριστερά. Η ένδειξη έδειχνε ότι τα καύσιμα είχαν τελειώσει, όμως είχαν γεμίσει το ντεπόζιτο πριν φύγουν. Το είχε δει με τα ίδια της τα μάτια. «Γουλφ!» «Θα προσγειωθούμε», της είπε ήρεμα εκείνος λες κι αντιμετώπιζε κάτι συνηθισμένο. «Ασφάλισε το σάκο, τα παγούρια κι οτιδήποτε είναι χαλαρό. Πρόσεξε να μην έχεις τίποτα αιχμηρό στις τσέπες σου και δέσε τη ζώνη σου. Ετοιμαζόμαστε για προσγείωση». Του έριξε άλλη μια φοβισμένη ματιά καθώς η γη φαινόταν να πλησιάζει όλο και περισσότερο. Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που συνέβαινε. «Θες να πεις θα συντριβούμε!» Ο Γουλφ τράβηξε το πηδάλιο, κρατώντας ψηλά το ρύγχος του Πάιπερ. «Όχι», την αντέκρουσε ψύχραιμα. «Θα προσγειωθούμε».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12
Με δεδομένο ότι επρόκειτο για αναγκαστική προσγείωση, ο Γουλφ τα πήγε εξαιρετικά καλά στην προσπάθειά του να κρατήσει σώο το αεροπλάνο. Προσγειώθηκαν με δύναμη, χτύπησαν στο κακοτράχαλο έδαφος, αναπήδησαν, και παραλίγο να πέσουν πάνω σ’ ένα βράχο. Ο Γουλφ πάτησε με δύναμη τα φρένα, έστριψε δεξιά κι ενώ απέφυγαν το βράχο το μικρό αεροπλάνο αναποδογύρισε. Παρ’ όλο που κρατιόταν γερά, η Αλεξάνδρα χτύπησε με δύναμη στα πλαϊνά του σκάφους κι ύστερα πάνω στο ταμπλό πριν καταλήξει αναποδογυρισμένη στο κάθισμά της. «Αλεξάνδρα», φώναξε τρομοκρατημένος ο Γουλφ. Αποπροσανατολισμένη, εκείνη στράφηκε προς το μέρος του. Αίμα έτρεχε από τον κρόταφό του. «Είμαι εντάξει», είπε και ξεροκατάπιε ζαλισμένη. «Είσαι σίγουρη;» Κούνησε τα χέρια και τα πόδια της. «Ναι. Εσύ όμως αιμορραγείς». «Μια γρατζουνιά μονάχα». Ξεκούμπωσε τη ζώνη του κι αφού έβγαλε έξω απ’ το αεροσκάφος το πόδι και το χέρι του μπόρεσε να σηκωθεί όρθιος. Μόλις στάθηκε στα πόδια του έλυσε τη ζώνη της και την τράβηξε έξω. Η Αλεξάνδρα έκανε μερικά βήματα ενώ τα πόδια της έτρεμαν. Γύρω της απλωνόταν μονάχα η ατέλειωτη σαβάνα. «Πού βρισκόμαστε;» «Σύμφωνα με την πυξίδα του αεροπλάνου, θα έλεγα στη νότια Λουάνγκα». «Στη νότια Λουάνγκα», επανέλαβε μουδιασμένα εκείνη κι άρχισε να τρέμει. Ήξερε πως ήταν απ’ το σοκ, γιατί η ζέστη ήταν απίστευτη. «Είναι κάποια επαρχία;» «Είναι άλλο ένα εθνικό πάρκο». «Δηλαδή άλλο ένα πάρκο με άγρια ζώα;» «Τα ζώα δεν έχουν πάρκα. Έχουν προστατευόμενη γη». Ο Γουλφ πήρε τα σακίδιά τους απ’ το αεροπλάνο. «Και μάλιστα εισβάλλουμε στο χώρο τους», πρόσθεσε. «Δε μ’ απασχολεί η εισβολή, αλλά η προσωπική μας ασφάλεια». «Θα είμαστε μια χαρά. Αν μας πλησιάσει πολύ κάποιο ζώο θα καταφύγουμε στο αεροπλάνο». «Είναι σαράντα χρόνων και διαλυμένο. Νομίζεις πως θα σταματήσει ένα ρινόκερο; Ή έναν ελέφαντα;» «Ίσως όχι έναν εξαγριωμένο ρινόκερο». Ο Γουλφ γονάτισε δίπλα στο σάκο κι έβγαλε έναν ασύρματο. «Αλλά οι πιθανότητες να μας επιτεθούν είναι μηδαμινές. Το πάρκο είναι τεράστιο και η σύγκρουση ήταν δυνατή. Τα ζώα προφανώς το έχουν βάλει στα πόδια τώρα». Εκείνη έσφιξε τα χείλη της. Ίσως οι αντιλόπες και οι ζέβρες να το είχαν βάλει στα πόδια, τα λιοντάρια όμως θα σκέφτονταν Μμμ, φρέσκο κρέας. «Δουλεύει ο ασύρματος;» τον ρώτησε. «Θα δοκιμάσω να στείλω σήμα». Για σχεδόν είκοσι λεπτά, ο Γουλφ πάλευε με τον ασύρματο κι η Αλεξάνδρα καθισμένη πλάι του, ήλπιζε πως θα γινόταν ένα θαύμα. Όπως φαίνεται όμως τα θαύματα είχαν τελειώσει. Μη ξέροντας πόσο θα έπαιρνε μέχρι να τους βρουν, συμφώνησαν να διατηρήσουν όσο περισσότερο μπορούσαν
τα τρόφιμά τους και το νερό. «Για πού πηγαίναμε;» ρώτησε τελικά η Αλεξάνδρα τρώγοντας την τελευταία μπουκιά από την κρεατόπιτά της. «Σ’ ένα χωριό βόρεια από δω». Ο Γουλφ επέστρεψε το παγούρι του νερού στο αεροπλάνο όπου θα κρατιόταν πιο δροσερό. «Είναι ένα από τα χωριά που υιοθέτησα πριν χρόνια». «Πώς υιοθετείς ένα χωριό;» τον ρώτησε ενώ καθόταν στο κόκκινο δερμάτινο κάθισμα που ο Γουλφ είχε βγάλει απ’ το πίσω μέρος του αεροπλάνου. «Κάποιοι διαλέγουν να χρηματοδοτήσουν ένα παιδί σε κάποια αναπτυσσόμενη χώρα. Εγώ επέλεξα να χρηματοδοτήσω ένα χωριό». «Και τι ακριβώς κάνεις;» Εκείνος ήρθε και κάθισε κοντά της, στη σκιά του αεροπλάνου. «Χτίζεις σχολεία, ανοίγεις πηγάδια και αρδευτικά κανάλια, φτιάχνεις ιατρικές μονάδες και κλινικές, παρέχεις εμβόλια, κάνεις ενημέρωση για το AIDS». Αναστέναξε και κούνησε το κεφάλι του. «Κάνω ό,τι μπορώ». «Δεν είχα ιδέα», είπε εκείνη. «Αυτό είναι υπέροχο. Πόσον καιρό το κάνεις;» «Σχεδόν δέκα χρόνια». «Και πόσα χωριά χρηματοδοτείς;» Αμήχανος εκείνος κοίταξε αλλού. «Όχι αρκετά», της είπε τελικά. «Πες μου... σίγουρα ξέρεις πόσα. Τρία; Πέντε; Εφτά;» «Κάπου είκοσι με τριάντα». «Τριάντα χωριά», επανέλαβε με θαυμασμό εκείνη. Το πρόσωπό του σφίχτηκε φανερώνοντας πόνο. «Λίγα χρήματα μπορούν να κάνουν θαύματα εδώ. Θέλω να κάνω πολλά περισσότερα, πρέπει όλοι μας να κάνουμε περισσότερα». «Νομίζω πως ο κόσμος προσπαθεί, αλλά η Αφρική είναι τεράστια ήπειρος», του είπε εκείνη μαλακά. «Επίσης, είναι μακριά κι ο κόσμος στην Αμερική ή στο εξωτερικό δε γνωρίζει όσα εσύ. Δεν έχουν δει αυτά που έχεις δει εσύ». «Κι όμως κάτι ξέρουν», παρατήρησε κοφτά εκείνος. «Γράφονται άρθρα στους Τάιμς και στο Νιούζγουικ. Στις ειδήσεις πάντα μιλάνε για παιδιά που λιμοκτονούν και πεθαίνουν...» Σταμάτησε και σηκώθηκε. «Πάω να περπατήσω λιγάκι. Μην ανησυχείς, δε θ’ απομακρυνθώ». Τον κοίταζε ν’ απομακρύνεται ταραγμένος με μεγάλες ανυπόμονες δρασκελιές. Έλειψε περίπου μισή ώρα, ενώ η Αλεξάνδρα παρέμεινε κοντά στο αεροπλάνο. Σύντομα η νευρικότητά της έδωσε τη θέση της στην ηρεμία. Το τοπίο γύρω της ήταν ειρηνικό και γαλήνιο. Χάρηκε όταν είδε τον Γουλφ να επιστρέφει. Το πουκάμισο κολλούσε ιδρωμένο πάνω του και το καπέλο του ήταν βρόμικο. «Έχεις ζεσταθεί», του είπε. «Ναι», της απάντησε, βγάζοντας το πουκάμισό του και πετώντας το στις κατεστραμμένες ρόδες του αεροπλάνου. «Φοβήθηκες όσο έλειπα;» «Όχι και πολύ», του απάντησε θαυμάζοντας τους μυς τους στέρνου του και τους σφιχτούς κοιλιακούς του. Το κορμί του ήταν υπέροχο –κι ήταν δικό της. Είναι ο άντρας μου, συλλογίστηκε κι ένιωσε ευτυχισμένη παρά τα όσα είχαν συμβεί. «Μου αρέσει εδώ». «Στη μέση του πουθενά;» «Δεν είναι το πουθενά. Είναι η Αφρική. Η Ζάμπια». Εκείνος χαμογέλασε. «Είσαι περίεργο κορίτσι». Άπλωσε το χέρι του στο εσωτερικό του αεροπλάνου κι έβγαλε ένα ξεχαρβαλωμένο ξύλινο κιβώτιο.
«Τι το θέλεις αυτό;» «Θα μας χρησιμεύσει για προσάναμμα». «Γουλφ, αν σταματήσεις να παίζεις, θα ήθελες να σκηνοθετήσεις; Να γράψεις σενάρια; Να κάνεις παραγωγές;» «Τίποτα απ’ αυτά. Απλώς, θα σταματήσω». «Για λίγο; Για διακοπές;» «Για πάντα. Βαρέθηκα το Λος Άντζελες, βαρέθηκα το Χόλιγουντ, τους ψεύτικους ανθρώπους και τις ψεύτικες κουβέντες. Θέλω να ξεφύγω». «Και πού θα πήγαινες; Στο Δουβλίνο;» «Έχω ένα σπίτι στα δυτικά παράλια της Ιρλανδίας. Στο Γκάλγουεϊ. Δεν ξέρω όμως αν θα μετακομίσω εκεί. Ίσως να μην εγκατασταθώ πουθενά και να τριγυρίζω από χωριό σε χωριό βοηθώντας όπως μπορώ». «Θα πουλούσες το σπίτι σου; Τα αυτοκίνητά σου... αυτή την τεράστια συλλογή;» «Τα αυτοκίνητα θα πουληθούν σύντομα ούτως ή άλλως. Τα αγοράζω, τα επισκευάζω, τα πουλώ και το κέρδος πηγαίνει σε κάποιο φιλανθρωπικό έργο». «Ασχολείσαι και με αυτό;» Εκείνος κατένευσε. «Στ’ αλήθεια σκοπεύεις ν’ αφήσεις το Λος Άντζελες;» «Σύντομα. Πρέπει», της είπε. «Είναι καιρός. Καιρός να γίνω ξανά αληθινός άνθρωπος, ν’ αφήσω όλη αυτή την τρέλα πίσω μου». «Δε θα σου λείψει το Χόλιγουντ;» Εκείνος ούτε που δίστασε. «Όχι». Η Αλεξάνδρα τα είχε χαμένα. Δεν μπορούσε να φανταστεί τον Γουλφ να παρατάει το Χόλιγουντ, να μη γυρίζει καμιά ταινία, να μην πρωταγωνιστεί ξανά. Ήταν πολύ καλός ηθοποιός. Πολύ ταλαντούχος. Ο κόσμος τον αγαπούσε. «Θα τους λείψεις πολύ στο Χόλιγουντ όμως», του είπε μαλακά. Εκείνος γέλασε κυνικά. «Μόνο επειδή τους φέρνω χρήματα». Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, γιατί δε σκεφτόταν τα χρήματα αλλά το ταλέντο του. Είχε τη σπάνια ικανότητα να δίνει ζωή στους πιο περίπλοκους και αντιφατικούς χαρακτήρες. Τα συναισθήματα της Άλεξ ήταν μπερδεμένα. Λύπη. Ευγνωμοσύνη. Ακόμα κι αν εκείνος δεν πρωταγωνιστούσε σε καμιά ταινία πια, η ίδια θα ήταν πάντα μεγάλη θαυμάστριά του. «Θα λείψεις στον κόσμο». «Τίποτα δεν κρατά για πάντα. Κανείς δε ζει αιώνια. Τα πάντα –ακόμη και τα καλά– κάποτε τελειώνουν». Ένιωσε δάκρυα να της καίνε τα μάτια κι έστρεψε το κεφάλι της αλλού, παλεύοντας να μην τα αφήσει να τρέξουν. Ξαφνικά θυμήθηκε το ράντσο και πού ακριβώς βρισκόταν η ίδια τη στιγμή που έμαθε πως η μητέρα της είχε καρκίνο. «Και γιατί δεν έφυγες νωρίτερα;» Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους του. «Προσπάθησα. Όμως τα στούντιο...» Δε χρειάστηκε να συνεχίσει την πρότασή του. Εκείνη καταλάβαινε τι εννοούσε. Τα στούντιο δε θα τον άφηναν να φύγει τόσο εύκολα. Είχαν επενδύσει πολλά πάνω του. Υπήρχε ο ατζέντης του που ήθελε το είκοσι τοις εκατό. Ο μάνατζερ που έπαιρνε ένα πλουσιοπάροχο ποσοστό. Ο υπεύθυνος δημοσίων σχέσεων και οι βοηθοί. Οι σκηνοθέτες που τον είχαν ήδη κλείσει για κάποια μελλοντική
ταινία. Οι ίδιες οι κινηματογραφικές εταιρείες που πλήρωναν ένα σωρό χρήματα για τους μεγάλους αστέρες τους. «Πόσο καιρό νιώθεις έτσι;» τον ρώτησε παλεύοντας να συνειδητοποιήσει, να πιστέψει πως ο Γουλφ εννοούσε τα όσα έλεγε. «Τέσσερα χρόνια. Πέντε». Πέντε, συλλογίστηκε εκείνη και ξεροκατάπιε. «Κι εκείνοι το ξέρουν αυτό;» «Ω, ναι, το ξέρουν». «Και τι λένε;» «Εσύ τι λες;» τη ρώτησε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο. «Άλλη μια ταινία». Εκείνος έσκυψε το κεφάλι. «Άλλη μια ταινία, μόνο μία, μόνο βοήθησέ μας μ’ αυτό, μη μας αφήνεις τώρα, σε χρειαζόμαστε, σε χρειαζόμαστε τώρα, οι καριέρες, οι ζωές μας εξαρτώνται από σένα». Κάγχασε ενώ τα σκούρα μάτια του έλαμπαν με περιφρόνηση. «Οι ζωές τους. Μιλάμε για απληστία. Άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα σ’ όλο τον κόσμο, πεθαίνουν από έλλειψη φαρμάκων και στέγης, έλλειψη των στοιχειωδέστερων πραγμάτων κι έχεις και τους μπακαλόγατους του Χόλιγουντ να σου λένε για τις ζωές τους. Μου σπάνε τα νεύρα». wWw.GreekLeech.info «Δεν είναι όλοι πλούσιοι σ’ αυτή τη δουλειά. Πολλοί άνθρωποι, και μάλιστα οι περισσότεροι απ’ όσους δουλεύουν στις ταινίες σου, παλεύουν για να τα βγάλουν πέρα», του είπε μαλακά εκείνη. Η έντασή του φάνηκε να μειώνεται κάπως. «Το ξέρω. Κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που συνεχίζω να δουλεύω. Ξέρω πως συντηρώ πολλούς ανθρώπους. Ξέρω, όμως, πως, αν σταματήσω να δουλεύω, εκείνοι θα βρουν αλλού δουλειά, σε άλλες ταινίες». Η Αλεξάνδρα έγειρε προς το μέρος του. «Αν αύριο σταματούσες να παίζεις, τι θα έκανες;» Ο Γουλφ δε δίστασε ν’ απαντήσει. «Αυτό που κάνω και τώρα. Θα βοηθούσα τα χωριά. Θα δούλευα με τη UNICEF, θα συγκέντρωνα κι άλλα χρήματα, θα τραβούσα την προσοχή του κόσμου, θα γινόμουν ακτιβιστής και θα βοηθούσα οπουδήποτε μπορούσα». Ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει κι ο Γουλφ πήρε μια σανίδα απ’ το ξύλινο κιβώτιο, την έσπασε σε κομμάτια κι ύστερα μάζεψαν μερικά ξερόκλαδα από γύρω. Αποφάσισαν ν’ ανάψουν φωτιά αργότερα κι έφαγαν από μισό σάντουιτς ο καθένας τους και λίγα φρούτα. Ο Γουλφ ετοιμαζόταν ν’ ανάψει τη φωτιά όταν ανασήκωσε το κεφάλι του και είδε δίπλα του την Αλεξάνδρα, ήρεμη, γεμάτη εμπιστοσύνη. Ένιωσε λες και κάποιος του ξερίζωνε την καρδιά. Τι θα γινόταν αν δεν μπορούσαν να φύγουν από δω; Αν τους τέλειωνε το νερό, το φαγητό; Κοίταξε το πρόσωπό της, όμως δε διέκρινε καθόλου πανικό, κανένα φόβο, θυμό ή δυσφορία. Του άρεσε η περιπετειώδης φύση της όσο του άρεσε η ίδια και το πόσο ξεχωριστή και αυθεντική ήταν. Άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, προς το κορίτσι που έψαχνε μια ζωή, αυτό που του θύμιζε τι σημαίνει σπίτι και οικογένεια. Άγγιξε το μάγουλό της κι η Αλεξάνδρα έκλεισε τα μάτια της. Μόνο ένα του άγγιγμα και την έκανε να λιώνει, την έκανε να λαχταρά περισσότερα. Άνοιξε τα μάτια της και τον κοίταξε. Το βλέμμα του ήταν βαθύ και τα μάτια του πιο σκοτεινά απ’ τον νυχτερινό ουρανό. Την ήθελε. Η Αλεξάνδρα μπορούσε να νιώσει την ανάγκη του, τον πόθο του, βαθύ και πρωτόγονο. Κι όμως περίμενε, περίμενε να κάνει εκείνος την πρώτη κίνηση. Ο Γουλφ άγγιξε το στόμα της με την άκρη των δαχτύλων του, τρυφερά και τόσο ανάλαφρα που σε λίγο τα χείλη της έκαιγαν και έτρεμαν απ’ την προσμονή. Τα δάχτυλά του πέρασαν στο κάτω χείλι της, από εκεί στο πιγούνι της κι ύστερα στο λοβό του αυτιού της για να επιστρέψουν ξανά στα
φλογισμένα μάγουλά της. Η Αλεξάνδρα έτρεμε καθώς στεκόταν εκεί, έτρεμε στο αργό, αισθησιακό του άγγιγμα. Λαχταρούσε να την πάρει σφιχτά στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει μέχρι που να την κάνει να ξεχάσει τα πάντα. Ο Γουλφ προφανώς, όμως, είχε άλλο σενάριο κατά νου. «Φίλησέ με», του είπε ξέπνοη, μη αντέχοντας άλλο. «Τι ανυπόμονη», την κορόιδεψε εκείνος ενώ έσκυψε κι απόθεσε ένα ανάλαφρο φιλί στην άκρη των χειλιών της, ένα φιλί που παρ’ όλα αυτά έκανε το αίμα να τρέξει καυτό στις φλέβες της. Ανατριχιάζοντας έκανε ένα βήμα προς το μέρος του. «Φίλησέ με ξανά», τον παρακάλεσε. Ο Γουλφ τη σήκωσε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε στην πόρτα του αεροπλάνου για να της κάνει έρωτα. Έπειτα έμειναν μέσα στο αεροπλάνο κι ο Γουλφ χρησιμοποίησε μερικές απ’ τις κουβέρτες που θα πήγαινε στο χωριό. Έστρωσε μια κάτω, μία για προσκέφαλο και μία για να σκεπαστούν. Η Αλεξάνδρα έγειρε νυσταγμένη στο στέρνο του και, πνίγοντας ένα χασμουρητό, σκέφτηκε πως δε θα υπήρχε ποτέ, μα ποτέ κανείς άλλος που να την κάνει να νιώσει έτσι. Ξύπνησε –με την αίσθηση από τα χείλη και τα γένια του Γουλφ να γαργαλούν τον αυχένα της. «Καλημέρα», της είπε. Αναστενάζοντας, κουλουριάστηκε κοντά του. «Καλημέρα». Ο Γουλφ όμως δε σκόπευε να μείνει ξαπλωμένος. «Θα δοκιμάσω ξανά τον ασύρματο. Πρέπει να μας εντοπίσουν σύντομα». Η δεύτερη μέρα αποδείχτηκε δυσκολότερη, μέχρι που ο Γουλφ θυμήθηκε τα βιβλία, τα τετράδια, τους μικρούς πίνακες και τις κιμωλίες που κουβαλούσε για το χωριό. Με τους πίνακες και τις κιμωλίες, έφτιαξαν το δικό τους παιχνίδι των Είκοσι Ερωτήσεων. Κάποιες από τις ερωτήσεις ήταν απλές –ποιο είναι το αγαπημένο σου χρώμα, ποιο είναι το κινέζικο ζώδιό σου, τι νούμερο παπούτσια φοράς... ενώ άλλες ήταν πιο αποκαλυπτικές. «Πώς πήρες το όνομα Γουλφ;» ρωτούσε εκείνη. «Δεν είναι ούτε ισπανικό ούτε ιρλανδικό». «Αν ήσουν αληθινή θαυμάστριά μου, θα ήξερες». «Τα μέλη του φαν κλαμπ σου λαμβάνουν αυτές τις λεπτομέρειες με αλληλογραφία;» τον ρώτησε πειραχτικά εκείνη. Ο Γουλφ γέλασε. «Είναι συντομευμένη έκδοση του ονόματός μου. Βαφτίστηκα Τάιναν Γουλφ Κέρικ. Ένας απ’ τους υπεύθυνους επιλογής ηθοποιών με έπεισε να παραλείψουμε το Τάιναν». «Ο πατέρας σου πώς σε φώναζε;» «Τάιναν». «Κι η μητέρα σου;» επέμενε εκείνη. Εκείνος γέλασε κοροϊδευτικά. «Μπελά», της είπε. Γέλασαν κι οι δυο κι ύστερα εκείνος έκανε τη δική του ερώτηση. «Γιατί επέλεξες το Χόλιγουντ;» «Πάντα μου άρεσαν οι ταινίες», απάντησε η Αλεξάνδρα. «Τις λάτρευα όταν ήμουν παιδί. Κι όταν λέω τις λάτρευα το εννοώ. Ήταν ένας απ’ τους τρόπους να μπορέσω να ξεπεράσω το θάνατο της μαμάς. Με πήγαιναν στο σινεμά κάθε Σαββατοκύριακο. Δεν είχαμε πολλά σινεμά κι έτσι καμιά φορά βλέπαμε την ίδια ταινία τέσσερις ή πέντε φορές». «Έχεις μια καλή οικογένεια», της είπε ευγενικά εκείνος. Η Αλεξάνδρα κατένευσε σκεφτική. «Ναι». «Θυμάσαι ποια ήταν η πρώτη ταινία που είδες;» «Η Μικρή Γοργόνα, του Ντίσνεϊ», του απάντησε και χαμογέλασε ντροπαλά. «Θυμάμαι που έκλαιγα
για την Άριελ όταν έχασε τη φωνή της. Κι ύστερα έκλαιγα ξανά όταν παντρεύτηκε τον πρίγκιπα Έρικ...» Σταμάτησε καθώς θυμόταν όχι μόνο εκείνη τη μέρα, αλλά όλες τις ταινίες, όλες τις φορές που είχε πάει σινεμά, το ποπκόρν, τον θεαματικό τρόπο που έσβηναν τα φώτα, το σύρσιμο της αυλαίας καθώς άνοιγε, τον ήχο της μηχανής προβολής που ακουγόταν όταν τελείωνε η ταινία. Ανασήκωσε τα φρύδια της. «Θυμάμαι και την πρώτη ταινία στην οποία σε είδα. Ήμουν δεκαπέντε χρονών. Έπαιζες ένα στρατιώτη και σκοτωνόσουν...» Πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Έκλαψα, τότε. Και τώρα, δες μας, έχουμε ξεμείνει στη μέση του πουθενά!» «Δεν είναι το πουθενά», της απάντησε σοβαρά εκείνος, επαναλαμβάνοντας τα χτεσινά της λόγια. «Είναι η Ζάμπια. Η Αφρική». * Κάθισε κουλουριασμένη στην αγκαλιά του καθώς ο ήλιος έδυε, βάφοντας τη σαβάνα μ’ ένα κατακόκκινο χρώμα. Κι ύστερα ο ήλιος χάθηκε και ο ορίζοντας σκοτείνιασε. Σε λίγο ακούστηκε ένα λιοντάρι να βρυχάται κι η Αλεξάνδρα πετάχτηκε πάνω. «Μου φαίνεται πως είναι ώρα ν’ ανάψουμε φωτιά». «Συμφωνώ», είπε ο Γουλφ. Αργότερα κι ενώ η φωτιά έκαιγε, έπαιξαν ξανά τις Είκοσι Ερωτήσεις. «Πόσων χρονών ήσουν όταν πέθανε η μαμά σου;» τη ρώτησε. «Πέντε». «Της μοιάζεις;» Εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Τ’ αδέρφια μου λένε όχι. Λένε πως η μαμά ήταν γλυκιά και...» Σταμάτησε, γέλασε και πήρε μια κοφτή ανάσα. «Μου λείπει. Ήταν δύσκολο να είμαι η μοναδική γυναίκα στην οικογένεια». Ο Γουλφ παρατηρούσε το πρόσωπό της. Ήταν τόσο εκφραστικό στο φως της φωτιάς, τα μάτια της έλαμπαν, τα χείλη της γελούσαν κι ο Γουλφ σκέφτηκε πως ίσως ήταν η ομορφότερη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ. «Οι μητέρες είναι ξεχωριστές, έτσι δεν είναι;» της είπε. «Μακάρι να ήμουν μεγαλύτερη, ώστε να την έχω γνωρίσει καλύτερα. Καμιά φορά θυμώνω με τ’ αδέρφια μου επειδή έζησαν πολύ περισσότερο χρόνο μαζί της. Ο Μπροκ τέλειωνε το λύκειο. Ήταν σχεδόν ενήλικος». Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Εγώ μόλις ξεκινούσα το νηπιαγωγείο. Και...» Σκούπισε άλλο ένα δάκρυ. «...Δεν τη θυμάμαι στ’ αλήθεια. Θυμάμαι τη Μικρή Γοργόνα, αλλά εκείνη δεν τη θυμάμαι. Δεν είναι άδικο;» «Είναι», της είπε τρυφερά εκείνος. «Καμιά φορά νομίζω πως όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά αν η μαμά μου ζούσε ακόμη». «Δηλαδή;» Η Αλεξάνδρα ανασήκωσε τους ώμους της. «Μπορεί να ήμουν διαφορετικός άνθρωπος». «Μα γιατί να θέλεις να είσαι διαφορετική; Τότε δε θα ήσουν εσύ –και είσαι τέλεια όπως είσαι». Εκείνη χαμογέλασε ντροπαλά. «Σ’ ευχαριστώ». «Δική μου η ευχαρίστηση». Την κοίταξε στα μάτια και καθώς είδε τα δάκρυά της συνειδητοποίησε πως δεν άντεχε να τη βλέπει να κλαίει. «Τι σε κάνει ευτυχισμένη;» Εκείνη γέλασε. «Το χιόνι», ψιθύρισε. «Μου θυμίζει τις ταινίες. Αλλάζει τα πάντα. Κάνει τα πιο απλά πράγματα μαγικά».
Ίσως αυτή να είναι και η δική της μαγεία, σκέφτηκε ο Γουλφ καθώς σηκωνόταν και της άπλωνε το χέρι. Κάνει τα πιο απλά πράγματα όμορφα και μαγικά. Η Αλεξάνδρα πεινούσε τόσο εκείνο το βράδυ που δυσκολευόταν να κοιμηθεί. Κάθε φορά που την έπαιρνε ο ύπνος το στομάχι της γουργούριζε. Ήταν σωστή ανακούφιση όταν τελικά αποκοιμήθηκε και βυθίστηκε στα όνειρα. Ονειρευόταν ακόμη, όταν ένας δροσερός άνεμος φύσηξε πάνω της. «Ξύπνα, Ωραία Κοιμωμένη». Άνοιξε αργά τα μάτια της. «Γουλφ;» Εκείνος στεκόταν έξω από το αεροπλάνο χαμογελώντας πλατιά. «Έφτασε βοήθεια». Ανασηκώθηκε τόσο απότομα, που χτύπησε το κεφάλι της στο εσωτερικό του αεροπλάνου. «Σοβαρά;» ρώτησε ρίχνοντας μια ματιά έξω. Και όντως, είχε φτάσει βοήθεια. Ένας απ’ τους φύλακες του πάρκου μ’ ένα σκονισμένο Λαντ Ρόβερ. «Σωθήκαμε!» φώναξε όλο χαρά. * Ο φύλακας θα τους μετέφερε στη Λουσάκα, όπου είχε στηθεί ένα τεράστιο συνεργείο διάσωσης. Στο δρόμο σταμάτησαν σ’ έναν καταυλισμό όπου έκαναν ντους και τσίμπησαν κάτι στα γρήγορα προτού συνεχίσουν για την πρωτεύουσα. Η διαδρομή τούς πήρε μισή μέρα κι όταν έφτασαν είχαν ήδη μαζευτεί οι δημοσιογράφοι με τα μικρόφωνα και τις κάμερες έτοιμες. Καθώς έβγαιναν από το Λαντ Ρόβερ ακούστηκαν ζητωκραυγές και ο Ντάνιελ έτρεξε απ’ τους πρώτους να τους καλωσορίσει, αγκαλιάζοντας και τους δυο. «Είναι θαύμα. Καλύτερο κι απ’ το καλύτερο σενάριο». Τους χαμογέλασε πλατιά, τα σημάδια της κούρασης και της αγωνίας όμως ήταν ορατά στο πρόσωπό του. «Νομίζω πως ποτέ δεν προσευχήθηκα τόσο θερμά στη ζωή μου». «Είμαστε καλά, μια χαρά. Η Αλεξάνδρα φέρθηκε παλικαρίσια», είπε ο Γουλφ χτυπώντας τον στον ώμο. Ο Ντάνιελ κούνησε το κεφάλι του, συγκλονισμένος ακόμη. «Η Τζόι έπαθε υστερία όταν είδε πως δεν επιστρέψατε. Φοβήθηκε για το χειρότερο, εγώ όμως ήμουν σίγουρος πως με κάποιον τρόπο θα τα καταφέρνατε. Ευχαριστώ το Θεό που είχα δίκιο». Στράφηκε στον Γουλφ και τον χτύπησε με δύναμη στην πλάτη. «Θεέ μου, χαίρομαι τόσο που σε βλέπω. Δε φαντάζεσαι το χάος και τη φρενίτιδα του Τύπου. Τα τηλέφωνα στο στούντιο του Χόλιγουντ πήραν φωτιά, ενώ ρεπόρτερ και φωτογράφοι ήρθαν τρέχοντας στη Λουσάκα σχεδόν από κάθε μεριά του πλανήτη. Μιλάμε για σωστό χάος». «Τότε ας ξεμπερδεύουμε με τη συνέντευξη Τύπου. Πεινάμε και διψάμε και η Αλεξάνδρα πρέπει να τηλεφωνήσει σύντομα στους δικούς της». Ο Ντάνιελ κατένευσε και οι τρεις τους πλησίασαν τη μικρή εξέδρα που είχε στηθεί με τα δεκάδες μικρόφωνα. Καθώς ο Ντάνιελ έκανε μια σύντομη ανακοίνωση, η Αλεξάνδρα στεκόταν πίσω από τον Γουλφ και κοίταζε το πλήθος των δημοσιογράφων. Τότε ήρθε η σειρά του Γουλφ να μιλήσει και τους είπε για το αεροπλάνο και το τι πίστευε πως προκάλεσε την πτώση. Κατόπιν περιέγραψε τις δυο μέρες που πέρασαν μέχρι να τους βρουν νωρίς το ίδιο πρωί. Κι ενώ ο Γουλφ τους έδινε ξερά τις λεπτομέρειες για το πώς διαχειρίστηκαν το φαγητό και το νερό τους, το πού και πώς κοιμήθηκαν, οι αναμνήσεις που αναβίωναν στο νου της Αλεξάνδρας ήταν
εντελώς διαφορετικές. Θυμόταν την ομορφιά της νύχτας, τον απέραντο, υπέροχο ουρανό, τη λάμψη των χιλιάδων αστεριών. Θυμόταν τη θέρμη του κορμιού του Γουλφ καθώς κοιμόταν δίπλα της και το χέρι του που την αγκάλιαζε προστατευτικά απ’ τους ώμους. Θυμόταν την αίσθηση του δυνατού κορμιού του πάνω στο δικό της, να την καλύπτει, να τη γεμίζει. Θυμόταν την τρυφερότητα, τη λαχτάρα, την ηρεμία. Θυμόταν την αγάπη. Ξεροκατάπιε για να διώξει τον κόμπο της συγκίνησης. Τον είχε ερωτευτεί προτού φτάσουν στην Αφρική, όμως εκεί, στο εθνικό πάρκο της νότιας Λουάνγκα, τον είχε αγαπήσει. Το βάθος των συναισθημάτων της την τρόμαζε, την άφηνε ξέπνοη και άφωνη. Με κάποιον τρόπο είχε γίνει γυναίκα του στ’ αλήθεια. Ο Γουλφ τέλειωσε την ομιλία του κι οι δημοσιογράφοι άρχισαν να μιλούν όλοι μαζί, φωνάζοντας για ν’ ακουστεί ο καθένας τους καλύτερα. «Γουλφ, συναντήσατε καθόλου άγρια ζώα;» «Τι ακριβώς φάγατε, κύριε Κέρικ;» «Πώς μπορέσατε εσείς και η κυρία Κέρικ ν’ αντέξετε την υπερβολική ζέστη της ημέρας;» «Μια ερώτηση για τη σύζυγό σου, Γουλφ. Θα την αφήσεις να μιλήσει;» Ο Γουλφ στράφηκε στην Αλεξάνδρα και της άπλωσε το χέρι, ενθαρρύνοντάς τη να πλησιάσει. Εκείνη έπιασε το χέρι του νευρικά και στάθηκε δίπλα του. Έτρεμε –από εκνευρισμό, ανακούφιση κι εξάντληση– και φοβόταν πως θα έλεγε κάτι ανόητο που θα τους έκανε ρεζίλι. Όμως όταν το χέρι του τύλιξε τη μέση της, ένιωσε αμέσως πιο ήρεμη. Και μόνο που στεκόταν εκείνος πλάι της έπαιρνε κουράγιο, ήξερε πως όλα θα πήγαιναν καλά. Από την άλλη, πάλι, ο Γουλφ πάντα την έκανε να νιώθει έτσι. Απ’ την αρχή ακόμη. Κοίταξε το πρόσωπό του, τα αδρά, όμορφα χαρακτηριστικά του που τον έκαναν τον πιο αγαπημένο ηθοποιό τού κόσμου. Για την ίδια όμως δεν ήταν πια ένας ηθοποιός, ένα δημοφιλές είδωλο. Ήταν απλά ο Γουλφ. «Είσαι εντάξει;» τη ρώτησε εκείνος. Εκείνη έγνεψε καταφατικά και συνειδητοποίησε πως το εννοούσε. Ήταν εντάξει, γιατί ο Γουλφ την έκανε να νιώθει έτσι. «Πώς χειρίστηκε το θέμα ο Γουλφ, Αλεξάνδρα;» τη ρώτησε ένας δημοσιογράφος. Εκείνη, κοιτάζοντας τον Γουλφ, χαμογέλασε. «Υπέροχα. Καλύτερα απ’ ό,τι εγώ». «Και τι τρώγατε;» Έσκυψε προς τα μικρόφωνα. «Είχαμε ένα σακίδιο με αρκετές προμήθειες μαζί μας και φροντίσαμε να τις καταναλώσουμε με μέτρο ώστε να μας φτάσουν». «Τα σχεδίασες όλα αυτά, Γουλφ; Το μήνα του μέλιτος στα γυρίσματα, την πτώση του αεροπλάνου με τη σύζυγό σου; Είναι υπέροχη ιστορία για τον Τύπο...» Ο Γουλφ γέλασε βαριεστημένα. «Όχι. Μακάρι να το είχα σκεφτεί. Ήταν καλή ιστορία, έτσι δεν είναι;» «Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς αλήθεια, Γουλφ». Ήταν η Τζόι που τον διέκοψε. Ξαφνικά το πλήθος σταμάτησε. Όλοι στράφηκαν προς το μέρος της. Εκείνη είχε βρει ένα μικρόφωνο και στεκόταν δίπλα τους. «Η γνωριμία και ο γάμος με την Αλεξάνδρα Σάναχαν ήταν διαφημιστικό κόλπο. Το έκανε για να σταματήσει τα κουτσομπολιά και τις εικασίες για τη σχέση μας». «Τζόι». Ο Γουλφ της κούνησε προειδοποιητικά το κεφάλι. «Όχι». Εκείνη του χαμογέλασε θλιμμένα. «Πρέπει να το πούμε, Γουλφ, είναι η μόνη λύση. Ο μόνος τρόπος να ελευθερωθείς». Δάκρυα έλαμπαν στα μάτια της. «Ποτέ δε σκόπευε να παντρευτεί την
Αλεξάνδρα. Ποτέ δε φαντάστηκε πως το πράγμα θα έφτανε τόσο μακριά. Όμως όταν εκείνη κόντεψε να πεθάνει, ο ιπποτικός Γουλφ έκανε αυτό που θεώρησε σωστό. Την παντρεύτηκε. Όμως, Γουλφ, δεν είναι αληθινός αυτός ο γάμος. Ξέρω πως δεν την αγαπάς. Το ξέρω πως το έκανες μόνο για χάρη μου».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Οι δημοσιογράφοι ξετρελάθηκαν με τη δήλωση της Τζόι. Τα πρωτοσέλιδα θα έκαναν πάταγο. Άρχισαν να τραβούν φωτογραφίες και να κρατούν σημειώσεις για άρθρα και τίτλους, ενώ η Αλεξάνδρα στεκόταν παγωμένη και κοίταζε εμβρόντητη τον Γουλφ. Είχε δίκιο η Τζόι; Ήταν αλήθεια τα όσα είπε; Καθώς οι δημοσιογράφοι τούς βομβάρδιζαν με ερωτήσεις, ο Γουλφ την πήρε απ’ το χέρι και την τράβηξε μακριά απ’ το πανδαιμόνιο, μέχρι το ξενοδοχείο όπου τους περίμενε μια σουίτα. Ο διευθυντής άρχισε να τους περιγράφει τη σουίτα με τα καλύτερα λόγια, γεμάτος δέος για τους διάσημους επισκέπτες, όμως ο Γουλφ ούτε που απάντησε και η Αλεξάνδρα τα είχε χαμένα. Στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου, στη σουίτα τους, την έβαλε με το ζόρι να καθίσει. «Άκουσέ με», της είπε επιτακτικά. «Θα σου τα πω μόνο μία φορά και θέλω να με ακούσεις και να με πιστέψεις». Η προφορά του ήταν πιο έντονη εξαιτίας της κούρασης και του άγχους του. «Δεν υπάρχει τίποτα ανάμεσα σ’ εμένα και την Τζόι. Είμαστε φίλοι. Μόνο φίλοι. Ο κόσμος πάντα θεωρούσε πως είχαμε κάτι παραπάνω, όμως ο κόσμος πάντα διψάει για σκάνδαλα». «Μα η Τζόι είπε...» «Δε μ’ ενδιαφέρει τι είπε η Τζόι. Σου λέω την αλήθεια. Κι εμένα πρέπει να πιστέψεις. Είμαι ο άντρας σου. Σ’ εμένα θα στραφείς όταν χρειαστείς κάτι, όταν έχεις αμφιβολίες, όταν δεν είσαι σίγουρη για την ορθή σου κρίση. Σ’ εμένα. Με κατάλαβες;» Το κάτω χείλι της έτρεμε και η Αλεξάνδρα το δάγκωσε τόσο δυνατά που γεύτηκε αίμα. «Η Τζόι είναι δυστυχισμένη», συνέχισε ο Γουλφ. «Παλεύει χρόνια με το αλκοόλ, με τα χάπια και την κατάθλιψη. Προσπάθησε να καταλάβεις πως αυτή τη στιγμή υποφέρει και πως ό,τι κι αν λέει ή κάνει είναι εξαιτίας του πόνου της». Η Αλεξάνδρα σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια για να μην τον αφήσει να δει πόσο την πλήγωναν τα λόγια του. Εκείνος νόμιζε πως έτσι βοηθούσε, πως τα ξεκαθάριζε όλα. Όμως δεν καταλάβαινε πως μια γυναίκα χρειαζόταν κάτι περισσότερο από ένα σύζυγο που να της ήταν πιστός ερωτικά. Μια γυναίκα ήθελε ο σύζυγός της να της είναι πιστός και συναισθηματικά. Ο Γουλφ γονάτισε μπροστά της και της κατέβασε τα χέρια από το πρόσωπο. «Γιατί κλαις;» «Επειδή φοβάμαι». «Φοβάσαι τι; Εμένα;» Και τότε εκείνη άφησε τα δάκρυά της ελεύθερα. Δε φοβόταν εκείνον, φοβόταν όμως πως ποτέ δε θα της έδινε αυτό που λαχταρούσε περισσότερο απ’ όλα. «Δεν μπορώ να παλέψω για σένα». «Μα δε χρειάζεται». «Εγώ όμως έτσι νιώθω. Νιώθω λες και μπορεί να σε χάσω ανά πάσα στιγμή». Ο Γουλφ σηκώθηκε αργά. «Αν νιώθεις έτσι, τότε θα συμβεί. Θα με χάσεις επειδή, αν το φοβάσαι τόσο, θα γίνει στην πραγματικότητα». Εκείνη του άπλωσε τα χέρια ικετευτικά. «Δεν είμαι εδώ, μαζί σου; Δε σου λέω, Γουλφ, σε παρακαλώ, βοήθησέ με να πετύχει η σχέση μας;» «Άκουσέ με, Αλεξάνδρα. Κι εγώ είμαι εδώ και θέλω να πετύχουμε». Πλησίασε και την πήρε στην
αγκαλιά του σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Δεν είσαι μόνη σου». Η φωνή του βάθυνε. «Θέλω να είμαι μαζί σου». Κι ύστερα έκαναν έρωτα –υπέροχα, τρυφερά και πρωτόγονα μαζί. Ο Γουλφ ήταν τέλειος, ήταν αυτό που πάντα ήθελε και χρειαζόταν σ’ έναν άντρα. Όμως και πάλι, κάπου μέσα της φοβόταν. Ήταν ικανή ν’ αντιμετωπίσει την Τζόι όταν ήταν μαζί του. Όμως όταν εκείνος έλειπε από κοντά της... Ίσως αυτό ήταν που φοβόταν. Το τι θα διάλεγε εκείνος. Την αδυναμία του να διαλέξει να σταθεί πλάι της. Ξαπλωμένη δίπλα του, τον κοίταζε να κοιμάται. Αύριο θα επέστρεφαν πίσω στη δουλειά. Τι θα ακολουθούσε έπειτα; Η επόμενη μέρα έφερε κι άλλα άσχημα νέα. Οι παραγωγοί σταματούσαν τα γυρίσματα κι όλοι θα γυρνούσαν πίσω. Υπήρχαν προβλήματα εξαρχής με την παραγωγή, όμως το ξέσπασμα της Τζόι μπροστά στις κάμερες ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Η Αλεξάνδρα προσπάθησε να κουβεντιάσει με τον Γουλφ, αλλά εκείνος κούνησε το κεφάλι του, ανήμπορος να μιλήσει. Πέρασαν το απόγευμα τριγυρνώντας στη Λουσάκα και το επόμενο πρωί επιβιβάστηκαν στην πτήση που θα τους γύριζε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο σπίτι του Γουλφ, στο Μάλιμπου. Έπειτα από την Αφρική, το σπίτι τής φαινόταν παράξενο, πολύ μεγάλο, πολύ καινούριο, πολύ μοντέρνο. Και πριν περάσει μία μέρα, η Τζόι άρχισε να τηλεφωνεί. Η Αλεξάνδρα προσπάθησε να πείσει τον εαυτό της πως τα τηλεφωνήματα δεν είχαν σημασία. Θυμόταν τα λόγια του Γουλφ, τις εξηγήσεις του κι αυτό τη βοηθούσε. Στην αρχή. Όμως τα τηλεφωνήματα δε σταματούσαν. Του τηλεφωνούσε είτε στο σπίτι είτε στο κινητό του και έκλαιγε. Ήταν απαρηγόρητη. Ο Γουλφ έπαιρνε το τηλέφωνο στο γραφείο του, στο πίσω μέρος του σπιτιού, και της μιλούσε με τις ώρες. Εξήγησε στην Αλεξάνδρα πως η Τζόι ήταν ταραγμένη επειδή είχε καταστρέψει την ταινία. Ανησυχούσε πως θα αποξένωνε εκείνον και την Αλεξάνδρα και πως ο Τύπος θα κατηγορούσε την ίδια για τα όποια προβλήματα μπορεί να είχε ο γάμος τους. Η Αλεξάνδρα παραλίγο να του απαντήσει πως, ναι, η Τζόι δημιουργούσε πρόβλημα, αλλά συγκράτησε τον εαυτό της. Όμως οι εβδομάδες περνούσαν και τα τηλεφωνήματα συνεχίζονταν κι ο Γουλφ άρχισε να γίνεται απόμακρος. Έκαναν ακόμη έρωτα, αλλά ήταν λες κι ο Γουλφ δεν ήταν ολοκληρωτικά εκεί, κοντά της. Όχι πως έλειπε η ηδονή, αλλά το συναισθηματικό δέσιμο φαινόταν να ατονεί. Να ξεθωριάζει. Κι αυτό την έκανε κομμάτια. Μια νύχτα, αφού είχαν κάνει έρωτα, ο Γουλφ βυθίστηκε αμέσως σε βαθύ ύπνο κι αφού εκείνη δεν μπορούσε να κοιμηθεί, τελικά σηκώθηκε. Πήγε ως την κουζίνα να τσιμπήσει κάτι κι εκεί, στον πάγκο της κουζίνας ήταν το κινητό του Γουλφ. Το μισούσε αυτό το τηλέφωνο. Κοιτάζοντάς το, είδε μια αναπάντητη κλήση. Πιθανόν από την Τζόι, σκέφτηκε. Και ξαφνικά, απεγνωσμένη να μάθει περισσότερα, πάτησε το κουμπί των εισερχομένων κλήσεων. Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη. Όλες οι κλήσεις ήταν από τον ίδιο αριθμό. Της Τζόι. Κι αυτές ήταν μονάχα οι σημερινές κλήσεις. Προχώρησε πιο κάτω, ελέγχοντας όλες τις εισερχόμενες. Η Τζόι, η Τζόι, η Τζόι.
Πέρασε στις εξερχόμενες κλήσεις. Τα ίδια κι εκεί. Το όνομα της Τζόι συνεχώς. Έφερε το χέρι της στα χείλη της για να μην αφήσει την κραυγή της ν’ ακουστεί. Τον έχανε. Έχανε τον Γουλφ και δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. * «Αλεξάνδρα». Ο Γουλφ την περίμενε στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Δεν μπορούσε ούτε να τον κοιτάξει. «Νομίζω πως έχουμε πρόβλημα, Γουλφ. Τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά». «Θέλεις να το κουβεντιάσουμε;» Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Η κουβέντα δε βοηθά. Μάλιστα, όταν εσύ κι εγώ κουβεντιάζουμε, τα πράγματα γίνονται χειρότερα». Εκείνος ξερόβηξε. «Λίγο νωρίτερα, στο κρεβάτι, όλα ήταν μια χαρά». Παραλίγο να βάλει τα γέλια. Στο κρεβάτι. Λογικό ήταν να σκεφτεί έτσι ένας άντρας. Έκλεισε τα μάτια της για να μη φανεί ο πόνος της. «Η υπομονή μου τελειώνει, Γουλφ. Νομίζω πως το πράγμα δε θα πάει καλά, ούτε για σένα ούτε για μένα». «Ήταν δύσκολα τα πράγματα, Άλεξ. Θα φτιάξουν όμως». «Γιατί; Θα πάει η Τζόι σε κάποιον γιατρό; Θα πάρει καινούρια αντικαταθλιπτικά; Τι σε κάνει να νομίζεις πως θ’ αλλάξει κάτι;» «Προσπαθεί να λύσει τα προβλήματά της». «Μα αυτό δεν κάνουμε όλοι; Θεέ μου, Γουλφ, εμένα με σκέφτεσαι; Δε βλέπεις πως έχω κι εγώ προβλήματα; Δε βλέπεις πως πληγώνομαι; Δε βλέπεις πως σε χρειάζομαι κι εγώ; Πως, ίσως, σε χρειάζομαι περισσότερο;» «Άλεξ». «Όχι». Σκούπισε νευριασμένη τα δάκρυά της. «Σε παρακαλώ, σταμάτα να μου φέρεσαι έτσι. Σταμάτα ν’ αναστενάζεις λες κι είμαι εγώ που σε δυσκολεύω. Μη με κάνεις να νιώθω πως είμαι παρανοϊκή που θέλω την προσοχή του άντρα μου». «Πόσες φορές πρέπει να σου πω ότι είμαι δικός σου;» «Εντάξει, λοιπόν, απάντησέ μου σ’ αυτό. Αν η Τζόι σου τηλεφωνήσει αύριο και σου πει πως σε χρειάζεται, θα τρέξεις. Έτσι δεν είναι;» «Θα βοηθούσα οποιονδήποτε φίλο με χρειαζόταν». «Τότε βοήθησε εμένα», του ψιθύρισε κοιτάζοντάς τον κατάματα. «Διάλεξε εμένα». Εκείνος είχε κοκαλώσει. Η Αλεξάνδρα δεν είχε ξεστομίσει ακόμα τις λέξεις, όμως ξαφνικά ο Γουλφ καταλάβαινε. «Τι θες να πεις;» τη ρώτησε. Αλήθεια, τι θέλω να πω; Ήξερε στ’ αλήθεια τι έλεγε; Οι σκέψεις της στροβιλίζονταν σαν τρελές. Προσπάθησε να ηρεμήσει προτού η κατάσταση ξεφύγει από τον έλεγχό της. Ήθελε στ’ αλήθεια να το κάνει αυτό τώρα; «Αλεξάνδρα;» «Ίσως είναι ώρα να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα μια και καλή», του είπε ψυχρά. «Ίσως είναι καιρός να πούμε όσα πρέπει να ειπωθούν». «Και τι χρειάζεται να ειπωθεί;» «Ποια θέλεις; Την Τζόι ή εμένα;»
«Αλεξάνδρα...» «Γουλφ, έχω ανάγκη να ξέρω. Αν έπρεπε να διαλέξεις, θα διάλεγες εμένα ή εκείνη;» «Δεν τίθεται έτσι το ζήτημα», της είπε ανυπόμονα εκείνος. «Εσύ είσαι η γυναίκα μου. Και η Τζόι, είναι... Είναι φίλη μου. Είναι σε δύσκολη θέση και η κατάσταση είναι περίπλοκη». Περίπλοκη; Πώς ήταν δυνατόν να είναι περίπλοκη η αγάπη; Η αγάπη του; Η δική της αγάπη δεν ήταν μπερδεμένη, ούτε περίπλοκη. Ήξερε ποιον αγαπούσε και για ποιο λόγο. Ήξερε πως, όσο ο Γουλφ υπήρχε στη ζωή της, θα ήταν η πρώτη της προτεραιότητα. «Εγώ θα σε έβαζα πρώτο», του δήλωσε. «Από την αρχή σε έβαζα πρώτο. Τώρα κάνε εσύ το ίδιο για μένα...» «Αλεξάνδρα». «Γουλφ, δεν αντέχω πια». Εκείνος την κοίταζε για τόση ώρα, που ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται. Την κοίταζε με πόνο και κούραση, λύπη και απόγνωση. Κι εκείνη συνειδητοποίησε πως δε θα της έδινε αυτό που ζητούσε, αυτό που είχε ανάγκη. «Θα μαζέψω τα πράγματά μου», της είπε ήρεμα εκείνος. «Έχει προγραμματιστεί ένα ταξίδι στη Βενετία, σε λίγες μέρες. Θα φύγω νωρίτερα». «Αυτή λοιπόν είναι η απόφασή σου;» τον ρώτησε πνιχτά. «Βαρέθηκα την πίεση, Αλεξάνδρα. Δεν μπορώ να γίνω αυτός που θέλεις και βαρέθηκα να προσπαθώ». Πήρε τη βαλίτσα του από την ντουλάπα κι άρχισε να πετάει βιαστικά τα ρούχα του μέσα. Εκείνη τον κοίταζε άναυδη. «Στ’ αλήθεια θα φύγεις;» τον ρώτησε και κάθισε στα πόδια του κρεβατιού. Η καρδιά της βροντοχτυπούσε και της είχε κοπεί η ανάσα. «Δεν έφτασα ως εδώ με το να το παίζω καλός και ν’ ακολουθώ τους κανόνες. Όμως είμαι πιστός και έντιμος και προστατεύω αυτούς που αγαπώ». «Αγαπάς την Τζόι;» Ο Γουλφ σταμάτησε και στράφηκε να την κοιτάξει κατάματα. «Ποιο είναι το πρόβλημά σου με την Τζόι; Είναι αλκοολική. Ο αλκοολισμός είναι ασθένεια και είσαι πολύ τυχερή που δεν την έχεις». Τα λόγια του την έκαναν να πονά περισσότερο. Ξεροκατάπιε προσπαθώντας να πνίξει τον πόνο της. «Γουλφ». «Τι θέλεις;» της είπε κοφτά εκείνος. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να συγκρατήσει τα δάκρυα. Μακάρι να της έριχνε έστω μια ματιά αλλά δεν το έκανε. Σηκώθηκε αργά κι ακούμπησε το χέρι της στην πλάτη του. «Λυπάμαι». «Δεν είμαι και τόσο σίγουρος», της απάντησε και αρπάζοντας τη βαλίτσα του πήγε στην πόρτα. Τον έβλεπε να φεύγει χωρίς να μπορεί να το πιστέψει. Έφευγε. Έτσι απλά. Χωρίς ένα φιλί, χωρίς ένα χάδι. Τι στο καλό είχε συμβεί; Από τότε που γύρισαν από τη Ζάμπια, ο Γουλφ ήταν άλλος άνθρωπος. Έτρεξε πίσω του και τον πρόλαβε στο χολ. «Δηλαδή τελειώσαμε;» του φώναξε καθώς εκείνος πήγαινε ν’ ανοίξει την πόρτα του γκαράζ. Ο Γουλφ σταμάτησε. «Δεν ξέρω», απάντησε. Έφερε το χέρι της στην καρδιά της που χτυπούσε δυνατά. «Θέλεις διαζύγιο;» Εκείνος δε μίλησε κι η σιωπή του την πόνεσε περισσότερο.
«Γουλφ!» Η Αλεξάνδρα ήξερε την απάντηση, ήθελε όμως να την ακούσει από τον ίδιο, να τον κάνει να πει επιτέλους την αλήθεια. Αργά εκείνος στράφηκε προς το μέρος της. «Δεν ξέρω. Χρειάζομαι χρόνο. Χρόνο να σκεφτώ». Τα λόγια του ράγισαν την καρδιά της. Την πλημμύρισαν οργή και άγριος πόνος. Την είχε κάνει να νιώσει προστατευμένη, να πιστέψει πως θα στεκόταν πλάι της και πως μπορούσε να τον αγαπήσει, πως δεν ήταν κακό να ονειρευτεί μια ζωή μαζί του. Λάθος. Της είχε πει ψέματα. Είχε προσποιηθεί. Είχε παίξει απλώς ένα ρόλο. «Με ξεγέλασες», του είπε πνιχτά. «Με εξαπάτησες». Εκείνος δεν είπε λέξη. Τα δάκρυα την τύφλωναν. Υστερία, οργή και πόνος θόλωσαν το νου της. «Αν φύγεις και μ’ αφήσεις, Γουλφ, δε θα είμαι εδώ όταν γυρίσεις». Και πάλι εκείνος δε μίλησε. Η σιωπή του την έκανε κομμάτια. «Γουλφ!» «Σε άκουσα, Αλεξάνδρα. Δε χρειάζεται να φωνάζεις». Εκείνη σκούπιζε τα δάκρυά της. «Αν πας τώρα στη Βενετία, δε θα είμαι εδώ όταν θα γυρίσεις», επανέλαβε ψιθυριστά. «Δε θα είμαι». Εκείνος έγνεψε αόριστα και έφυγε. Η Αλεξάνδρα σύρθηκε ως το κρεβάτι παίρνοντας μαζί της το τηλέφωνο και το κινητό της, μήπως κι ο Γουλφ άλλαζε γνώμη. Μήπως και της τηλεφωνούσε. Όμως έφτασε το βράδυ κι όλες οι πτήσεις για την Ευρώπη είχαν πια αναχωρήσει. Το επόμενο πρωί άνοιξε την τηλεόραση. Μετέδιδε μια εκπομπή για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και την είδηση πως ο Γουλφ Κέρικ και η Τζόι Χιου θα έκαναν την πρώτη τους κοινή εμφάνιση μετά από τη δραματική πτώση του αεροπλάνου στη Ζάμπια. Και τότε τους είδε, τον Γουλφ και την Τζόι να φτάνουν στο αεροδρόμιο της Βενετίας και τα φλας να παίρνουν φωτιά. Η Τζόι φορούσε ένα υπέροχο παλτό μινκ πάνω από το τζιν παντελόνι και το ζιβάγκο πουλόβερ της κι ο Γουλφ το αγαπημένο του τζιν μ’ ένα μπλουζάκι κι ένα μάλλινο σακάκι. Ήταν κι οι δυο εκθαμβωτικοί. Και δείχνουν υπέροχα μαζί, σκέφτηκε η Αλεξάνδρα. Έτσι όπως θα έπρεπε να δείχνει ένα διάσημο ζευγάρι. Έκλεισε την τηλεόραση. Ήταν ώρα να μαζέψει τα πράγματά της, να βρει μέρος να μείνει και να επιστρέψει στη δουλειά της και τη ζωή της. * Τον πρώτο μήνα του χωρισμού τους, η Αλεξάνδρα ήταν τόσο απασχολημένη με το να προσαρμοστεί σε μια διαφορετική ζωή, να βολευτεί στο καινούριο της σπίτι –ένα διαμέρισμα κοντά στο κέντρο του Λος Άντζελες, σε μια γειτονιά γεμάτη καλλιτέχνες και συγγραφείς– και να μάθει τα κόλπα της καινούριας της δουλειάς, που δεν είχε πραγματικά χρόνο να σκεφτεί το τέλος της σχέσης τους. Κι αργότερα, άρχισε να συνηθίζει στη νέα της ρουτίνα, να διαβάζει σενάρια με άνεση και να δουλεύει με σκηνοθέτες, ηθοποιούς και παραγωγούς. Ο κόσμος την έπαιρνε στα σοβαρά. Σέβονταν τη γνώμη της και σύντομα το όνομά της εμφανίστηκε στους τίτλους της πρώτης της ταινίας ως
βοηθός σκηνοθέτη. Ήταν μια τεράστια προσωπική επιτυχία για την Αλεξάνδρα. Δεν ήταν πια το κορίτσι που έφτιαχνε καφέδες, αλλά ένα πολύτιμο στέλεχος μιας κινηματογραφικής εταιρείας που έφτιαχνε σπουδαίες ταινίες. Εκείνη τη νύχτα πήρε την Κρίστι και μερικά ακόμη κορίτσια απ’ το γραφείο και τους πήγε για δείπνο στο Άιβι για να το γιορτάσουν. Η Αλεξάνδρα υποσχέθηκε στην Κρίστι και στις άλλες πως, αν ήθελαν να φύγουν απ’ τις φωτοτυπίες, θα έκανε το παν για να τις βοηθήσει –και το εννοούσε. Το δείπνο ήταν υπέροχο, όλο γέλια και ενθουσιασμό. Μετά από τεσσεράμισι χρόνια στο Λος Άντζελες, η Αλεξάνδρα επιτέλους ένιωθε πως τα είχε καταφέρει. Πως μπορούσε να ζήσει εκεί, να επιζήσει και να είναι ευτυχισμένη. Ακόμα και χωρίς τον Γουλφ. Αργότερα, όταν μπήκε στο διαμέρισμά της πήγε μέχρι την τεράστια τζαμαρία και κοίταξε τους φωτισμένους ουρανοξύστες. Ξαφνικά ένιωσε τόση λύπη και τέτοια αίσθηση απώλειας που έγινε κομμάτια. Συνειδητοποίησε πως ποτέ πραγματικά δεν είχε αποδεχτεί το χωρισμό τους και πως μυστικά μέσα της πίστευε πως ίσως θα μπορούσαν να σώσουν τη σχέση τους. Όμως δεν είχε συμβεί έτσι. Έπειτα από το ταξίδι στη Βενετία, ο Γουλφ είχε πάει για έξι εβδομάδες στο Λονδίνο όπου είχε παίξει σ’ ένα θεατρικό έργο, στο Γουέστ Εντ. Όταν τελείωσαν οι παραστάσεις, έπειτα από μια σειρά συναντήσεων με τους παραγωγούς της Καυτής Ακτής κι αφού υποσχέθηκε να συμμετέχει στα έξοδα ως συμπαραγωγός, το στούντιο συμφώνησε να συνεχίσουν την ταινία κι έτσι ο Γουλφ βρέθηκε πίσω στην Αφρική. Η Αλεξάνδρα κάθισε στον καναπέ της κι ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει. Μέχρι τώρα ήλπιζε πως ήταν ζήτημα χρόνου προτού ο Γουλφ επιστρέψει κοντά της. Νόμιζε πως όταν θα τελείωνε από τα γυρίσματα στη Ζάμπια θα της τηλεφωνούσε ή θα ερχόταν να τη δει. Είχε φανταστεί πως το ταξίδι του στην Αφρική θα του θύμιζε εκείνη και τα όσα είχαν ζήσει. Ήλπιζε ότι θα του έλειπε, θα καταλάβαινε πως την αγαπούσε και θα επέστρεφε κοντά της. Όμως είχαν περάσει μήνες από τότε που τελείωσαν τα γυρίσματα κι αντί να γυρίσει στην Καλιφόρνια, ο Γουλφ είχε πουλήσει το σπίτι του στο Μάλιμπου κι είχε αγοράσει σπίτι στα προάστια του Δουβλίνου. Η Αλεξάνδρα αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ο Γουλφ δε θα γύριζε πίσω. Τουλάχιστον, όχι για κείνη. Και παρ’ όλες τις προσπάθειές της να φανεί γενναία, να συγκεντρωθεί στην καριέρα της και να προχωρήσει μπροστά, τα είχε καταφέρει μονάχα επειδή ήλπιζε πως σύντομα εκείνη κι ο Γουλφ θα ήταν μαζί και όλα τελικά θα πήγαιναν καλά. Όμως ο Γουλφ δε θα επέστρεφε και δε θα ήταν ξανά μαζί. Και με κάποιον τρόπο, συλλογίστηκε σκουπίζοντας ένα δάκρυ, έπρεπε να πιστέψει πως όλα θα πήγαιναν καλά, παρ’ όλα αυτά. Όμως για να βάλει ένα τέλος σε όλα έπρεπε να κάνει το επόμενο βήμα, αυτό που φοβόταν, αυτό που θα τους χώριζε και σύμφωνα με το νόμο. Κανείς τους δεν είχε κάνει το βήμα που θα διέλυε το γάμο τους κι η Αλεξάνδρα νόμιζε πως ο Γουλφ δεν το έκανε επειδή ακόμη την αγαπούσε. Όμως ίσως να μην ήταν η αγάπη που τον κρατούσε, αλλά οι δημόσιες σχέσεις. Ίσως να περίμενε από εκείνη να ξεκινήσει τις διαδικασίες του διαζυγίου για να προστατέψει την εικόνα του. Την πολύτιμη φήμη του. Αν υπέβαλλε εκείνη την αίτηση διαζυγίου, θα ήταν το κακό κορίτσι κι εκείνος θα παρέμενε ήρωας. Πήγε στον υπολογιστή της, άνοιξε το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο της, βρήκε τη διεύθυνση του Γουλφ κι άρχισε να πληκτρολογεί βιαστικά.
Γουλφ, ήθελα να είσαι ο πρώτος που θα μάθεις πως καταθέτω αίτηση διαζυγίου αύριο. Δε ζητώ διατροφή ούτε κανέναν οικονομικό διακανονισμό. Σου εύχομαι να είσαι πάντα καλά. Αλεξάνδρα. Το διάβασε ξανά και ξανά κι ευχήθηκε να μη φαινόταν πολύ ψυχρό. Ήθελε να είναι σύντομο και χωρίς μελοδραματισμούς. Δυο φορές πήγε να προσθέσει άλλη μια σειρά, κάτι πιο προσωπικό κι ύστερα κάτι λιγότερο προσωπικό, στο τέλος όμως τα παράτησε και το έστειλε όπως ήταν. Την επόμενη μέρα, στο διάλειμμά της πήγε ως τα δικαστήρια όπου συμπλήρωσε τα απαραίτητα έγγραφα κι αφού υπέγραψε τα έδωσε στην υπάλληλο. Εκείνη τα σφράγισε και της έδωσε μια απόδειξη. Η Αλεξάνδρα την ευχαρίστησε κι έφυγε. Κι αυτό, συλλογίστηκε μ’ έναν κόμπο να της πνίγει το λαιμό, είναι το τέλος. * Δυο εβδομάδες αργότερα την κάλεσαν σ’ ένα πάρτι, απ’ αυτά που πριν ένα χρόνο της προκαλούσαν δέος. Όμως μετά από το γάμο της με τον Γουλφ και την άνοδο στη δουλειά της, έμοιαζαν ρουτίνα. Καθώς έβγαινε από τη λιμουζίνα –το στούντιο πάντα της έδινε λιμουζίνα κι εκείνη πάντα αναρωτιόταν αν είχε βάλει ο Γουλφ το χεράκι του σ’ αυτό– τα φλας την τύφλωσαν για λίγο. Κοντοστάθηκε δίπλα στη λιμουζίνα κι όταν άρχισε να περπατά οι δημοσιογράφοι τής φώναζαν παρακαλώντας γι’ άλλη μια φωτογραφία. Εκείνη στάθηκε ξανά και χαμογέλασε μ’ ένα χαμόγελο γεμάτο αυτοπεποίθηση, όπως οι σταρ. Καθώς πόζαρε, συνειδητοποίησε πως ο Γουλφ είχε δίκιο. Είχε γίνει διάσημη χάρη στη δική του φήμη. Μπορεί να ζούσαν χωριστά αλλά για τον κόσμο ήταν ακόμη η κυρία Κέρικ. Κι υπήρχαν νύχτες όπως η αποψινή, που, παρά το ότι εκείνος ήταν τόσο μακριά, η Αλεξάνδρα τον ένιωθε πλάι της. Λες κι ήταν ακόμη μέρος της ζωής της. Ή ίσως έτσι ήθελε να πιστεύει. Έσφιξε το μαύρο βραδινό τσαντάκι της και μπήκε στην αίθουσα όπου γινόταν η δεξίωση. Πήρε ένα ποτήρι σαμπάνια κι άρχισε να τριγυρίζει ανάμεσα στον κόσμο ακούγοντας τις διάφορες συζητήσεις. Ήταν μέσα Ιουνίου και ξεκινούσαν οι μεγάλες καλοκαιρινές πρεμιέρες. Όλοι είχαν κάτι να πουν για τις ταινίες του καλοκαιριού αλλά και για την ανάγκη να επανακάμψουν εισπρακτικά οι κινηματογράφοι. Ήταν η τέταρτη χρονιά που οι εισπράξεις δεν πήγαιναν καλά και τα μεγάλα στούντιο ανησυχούσαν. Άραγε τι έπρεπε να γίνει για να επιστρέψει ο κόσμος στις μεγάλες αίθουσες; Εντόπισε τον Ντάνιελ Ντεβόρς στην άλλη άκρη της αίθουσας την ίδια στιγμή που την είδε κι εκείνος. Σήκωσε το ποτήρι του σε χαιρετισμό κι η Αλεξάνδρα ετοιμάστηκε να διασχίσει την αίθουσα για να του μιλήσει. Όπως κι ο Γουλφ, ο Ντάνιελ είχε επιστρέψει στην Αφρική για να τελειώσει τα γυρίσματα της Καυτής Ακτής. Η ταινία θα έβγαινε στις αίθουσες τα Χριστούγεννα, όπως όλες οι μεγάλες παραγωγές που στόχευαν σε Όσκαρ. Λεγόταν πως ο Γουλφ θα κέρδιζε άλλο ένα Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου. Ο Ντάνιελ θα ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας κι ίσως η Τζόι να κέρδιζε την πρώτη της υποψηφιότητα για τον πρώτο γυναικείο ρόλο. Καθώς πλησίαζε τον Ντάνιελ, η Αλεξάνδρα σκέφτηκε πως, παρ’ όλο που της ήταν τραυματικό να θυμάται τον Γουλφ, χαιρόταν για κείνον, όπως και για τους υπόλοιπους ηθοποιούς και τους τεχνικούς. Ήξερε πόσο αγαπούσε ο Γουλφ την Αφρική και χαιρόταν που είχε καταφέρει να γυρίσει τελικά την ταινία.
Ο Ντάνιελ μετακινήθηκε και καθώς έκανε στο πλάι, η Αλεξάνδρα ένιωσε ένα μαχαίρι να της σκίζει τα σωθικά. Ο Γουλφ. Ήταν εκεί. Τον κοίταξε ενώ η καρδιά της βροντοχτυπούσε. Φορούσε μαύρο σμόκιν και μαύρο πουκάμισο χωρίς γραβάτα. Τα μαλλιά του ήταν πιο μακριά, έφταναν σχεδόν ως τους ώμους του, κάνοντάς τον να δείχνει περισσότερο αρρενωπός. Τότε εκείνος άπλωσε το χέρι του κι έφερε πιο κοντά του τη γυναίκα που στεκόταν πλάι του. Την Τζόι. Η καρδιά της σφίχτηκε. Ήταν εκεί με την Τζόι. Δεν μπορούσε να κουνηθεί, να κάνει ένα βήμα και για πρώτη φορά από την ώρα που έφτασε στο ξενοδοχείο ένιωσε ευγνωμοσύνη για το πλήθος που την περιτριγύριζε. Τους χρειαζόταν όλους, για να την προστατέψουν, να την καλύψουν, να μην την αφήσουν να λιποθυμήσει. Έμεινε κοκαλωμένη στη θέση της, πλημμυρισμένη από τον πόνο, την αίσθηση της απώλειας, την απόρριψη. Σίγουρα όλα φαίνονταν στο πρόσωπό της. Δεν ήταν ηθοποιός, δεν μπορούσε να κρύψει τα συναισθήματά της κι ευχήθηκε να μην καταλάβαινε κανείς πώς ράγιζε εκείνη τη στιγμή η καρδιά της. Ο Γουλφ δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της μετά την αίτηση διαζυγίου. Όμως, με κάποιον τρόπο, ο Τύπος το είχε μάθει και το περιοδικό Πιπλ δημοσίευσε μια φωτοτυπία της αίτησης συνοδεύοντάς τη μ’ ένα σκαμπρόζικο τίτλο. Αλλά ο Γουλφ δεν είχε επικοινωνήσει μαζί της ακόμη. Να όμως που τώρα ήταν εδώ, λίγα μέτρα μακριά της, με την Τζόι. Ακόμη κι αν η Αλεξάνδρα πίστευε πως εκείνος και η Τζόι δεν ήταν εραστές, το ότι ήταν μαζί την πονούσε βαθιά. Ζήλευε το δέσιμό τους. Ήταν φανερό πως τους έδενε κάτι ξεχωριστό –κι όπως στεκόταν και τους κοίταζε ένιωσε τόσο ξένη και αποκομμένη όσο ποτέ στη ζωή της. Τότε κάποιος την έσπρωξε κατά λάθος και επιτέλους εκείνη πίεσε τον εαυτό της να κινηθεί και να χαμογελάσει. Ευχήθηκε να μην πρόσεχε κανείς τον πόνο της –οι κάμερες ήταν παντού. Το τελευταίο που ήθελε ήταν φωτογραφίες στα αυριανά πρωτοσέλιδα να τη δείχνουν κλαμένη. Όμως, μόλις βρέθηκε στο πίσω κάθισμα της λιμουζίνας, το χαμόγελό της έσβησε κι αναλύθηκε σε δάκρυα. Τον αγάπησε. Τον εμπιστεύτηκε. Κι εκείνος της ράγισε την καρδιά.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14
Ήταν μια ατέλειωτη, άυπνη νύχτα. Η Αλεξάνδρα έκλαιγε κάθε τόσο κι όταν τελικά χτύπησε το ξυπνητήρι της ένιωθε λες κι είχε πάρει μέρος σε αγώνες μποξ. Αφού ντύθηκε και ήπιε μια κούπα δυνατό σκέτο καφέ, έφυγε για τη δουλειά νιώθοντας πτώμα. Παρ’ όλο που εκείνη αισθανόταν απαίσια, στο γραφείο επικρατούσε ενθουσιασμός. Προφανώς, ο Γουλφ είχε περάσει νωρίτερα από κει. Η Κρίστι τον είχε δει πριν λίγο, καθώς εκείνος έφευγε, κι έλεγε στα κορίτσια πως έδειχνε πιο κούκλος απ’ ό,τι συνήθως. «Τα μαλλιά του έχουν μακρύνει τώρα», ψιθύρισε εντυπωσιασμένη. «Και τον κάνουν απίστευτα σέξι». Η Αλεξάνδρα προσπέρασε τις κοπέλες και πήγε στο γραφείο της. Τώρα είχε δικό της γραφείο και μπορεί να μην ήταν μεγάλο, όμως είχε ησυχία όταν έκλεινε την πόρτα. Κάθισε στο τραπέζι της, άνοιξε τον υπολογιστή της, έλεγξε την ηλεκτρονική αλληλογραφία, απάντησε σε όσα απαιτούσαν άμεση απάντηση και ξεκίνησε να διαβάζει κάποιο σενάριο. Δεν ήξερε πόση ώρα είχε περάσει, όταν συνειδητοποίησε πως δεν ήταν μόνη. Ο Γουλφ στεκόταν στην πόρτα της. Για μια στιγμή απέμεινε να τον κοιτάζει. Έμοιαζε με πειρατή, με τα μακριά μαύρα του μαλλιά και τα γένια του. «Μάκρυναν τα μαλλιά σου», του είπε σχεδόν αφηρημένα. «Είναι για τον επόμενο ρόλο μου. Τον Μαυρογένη». «Ήταν αηδιαστικός». «Ήταν πανέξυπνος». «Αδίστακτος». «Πρακτικός». «Αναίσθητος». «Θρυλικός». Η Αλεξάνδρα σιώπησε. Δε θα νικούσε. Ο Γουλφ ήταν ο Γουλφ. Ήταν πάντα εξυπνότερος, γρηγορότερος, δυνατότερος, πλουσιότερος και πιο όμορφος. «Έφυγες γρήγορα χτες βράδυ, πριν προλάβουμε καν να μιλήσουμε». «Δεν υπήρχε λόγος να μιλήσουμε». Εκείνος δεν κινήθηκε, όμως η παρουσία του και μόνο γέμιζε ένταση το χώρο. «Υπάρχει ο γάμος μας». «Το διαζύγιό μας», τον διόρθωσε. «Δε συναίνεσα στην αίτησή σου». «Τι έκανες;» «Είμαι Ιρλανδός και Ισπανός. Δεν πιστεύω στα διαζύγια». «Εδώ όμως είναι Καλιφόρνια». «Κι εσύ με παντρεύτηκες. Και μπορεί να είμαι αηδιαστικός και αδίστακτος και αναίσθητος, αλλά θεωρώ το γάμο ιερή ένωση...»
«Αλήθεια; Και τότε πού, στο διάβολο, ήσουν;» τον ρώτησε χτυπώντας το χέρι στο γραφείο με όλη της τη δύναμη. «Δε θα έλεγα πως έκανες καμιά προσπάθεια να σώσεις το γάμο μας». «Μου κοινοποίησες τελεσίγραφο», της είπε ατάραχος. «Κι εσύ φεύγεις κι ούτε που επικοινωνείς ξανά;» Ανασήκωσε τους ώμους του. «Σου έδινα χρόνο». «Για να σε μισήσω!» «Το μίσος είναι πολύ κοντά με την αγάπη». Εκείνη κούνησε το κεφάλι της. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Όχι τώρα, όχι έτσι. Δεν είχε κοιμηθεί την προηγούμενη νύχτα. Είχε πονοκέφαλο από το κλάμα. Είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να τον ξεχάσει. Άλλαζε κανάλι όταν τον έβλεπε στην τηλεόραση, απέφευγε να διαβάζει τα άρθρα που τον αφορούσαν, όταν κάποιοι στα πάρτι συζητούσαν για κείνον, πήγαινε στην επόμενη παρέα κι όμως ακόμα πονούσε, ακόμα κι έπειτα από την αίτηση του διαζυγίου τους, η καρδιά της πονούσε. Όταν έφυγε από το πάρτι το προηγούμενο βράδυ ένιωθε άδεια. Αλλαγμένη. Και το μισούσε αυτό, δεν ήθελε να νιώθει απόγνωση. «Δεν είναι κατάλληλη ώρα, Γουλφ», του είπε κοφτά. «Έχω δουλειά και...» «Η δουλειά σου είναι σημαντικότερη από μας; Από το γάμο, την οικογένειά μας;» «Δεν είχαμε ποτέ οικογένεια». «Θα μπορούσαμε να έχουμε. Θα μπορούσαμε να έχουμε μια υπέροχη ζωή...» «Πώς; Μ’ εσένα να λείπεις συνεχώς; Να γυρνάς τη μια ταινία μετά την άλλη, να λείπεις για εξωτερικά γυρίσματα και να συμπρωταγωνιστείς με την επόμενη χολιγουντιανή σεξοβόμβα;» Τα χείλη του σφίχτηκαν και ρυτίδες φάνηκαν στο πλάι των ματιών του. «Άρα το θέμα δεν ήταν ακριβώς η Τζόι, σωστά; Ποτέ δεν ήταν η Τζόι, ήταν η δική σου ανασφάλεια». Η Αλεξάνδρα τον κοίταζε και το κεφάλι της σφυροκοπούσε ενώ η καρδιά της γινόταν κομμάτια. «Πέρασα τους τελευταίους δυο μήνες προσπαθώντας να καταλάβω τι συνέβη, αλλά δεν μπόρεσα. Σ’ αγαπούσα. Θα έκανα τα πάντα για σένα...» «Διάλεξες την Τζόι αντί για μένα!» «Διάλεξα να συμπαρασταθώ στην Τζόι όσο πάλευε με μια φριχτή ασθένεια που απειλούσε να καταστρέψει την καριέρα της όπως κατέστρεψε το γάμο της». «Όμως, έπρεπε να έχεις σταθεί δίπλα μου». «Το έκανα. Είμαι εδώ. Σταμάτησα το διαζύγιο». Χτύπησε τη γροθιά του στην πόρτα. «Γιατί είσαι τόσο ανασφαλής; Αυτό είναι το πρόβλημα, σωστά; Δεν είναι οι ταινίες και τα ταξίδια, είναι που φοβάσαι τις άλλες γυναίκες. Φοβάσαι τόσο μήπως ερωτευτώ κάποια άλλη, που με διώχνεις χωρίς να μας δώσεις μια ευκαιρία να πετύχουμε». Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Θεέ μου, την ήξερε. Την ήξερε τόσο καλά. Ήξερε ακριβώς τι φοβόταν κι αυτό την τάραξε βαθιά. Με τρεμάμενα χέρια παραμέρισε την κούπα της. Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει, δεν μπορούσε να τον αντικρίσει ούτε για μια στιγμή. «Θα πέθαινα αν μάθαινα από τις εφημερίδες και τα σκανδαλοθηρικά περιοδικά πως βρήκες κάποια άλλη. Και, θα συμβεί, Γουλφ. Αργά ή γρήγορα. Είναι μοιραίο...» «Γιατί, διάβολε;» «Επειδή εγώ είμαι συνηθισμένη. Δεν είμαι σαν κι εσένα». Τον ένιωσε περισσότερο, παρά τον είδε να φεύγει. Κι αυτό την πόνεσε πολύ περισσότερο. Καθόταν ακόμη μουδιασμένη στο γραφείο της, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Ο αδερφός της, ο Τρόι,
ήταν στην άλλη άκρη της γραμμής: «Αλεξάνδρα, ο μπαμπάς έπαθε έμφραγμα. Σε παρακαλώ, έλα σπίτι». * Ο Τρόι έστειλε το αεροπλάνο του για να την παραλάβει από το Μπέρμπανκ. Η πτήση ως το Μπόουζμαν της Μοντάνα διαρκούσε δυόμισι ώρες. Ο μεγαλύτερος αδερφός της, ο Μπροκ, την περίμενε στο αεροδρόμιο για να την οδηγήσει στο νοσοκομείο όπου ο πατέρας τους νοσηλευόταν στην εντατική. Ο Μπροκ την αγκάλιασε σφιχτά και τη φίλησε στο μάγουλο. «Μας έλειψες, κοριτσάκι», της είπε κι έκανε ένα βήμα πίσω για να την κοιτάξει. Εκείνη ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό της. «Μου λείψατε κι εσείς. Πώς είναι ο μπαμπάς;» Ο Μπροκ ανασήκωσε τους ώμους του καθώς έπαιρνε τη βαλίτσα της. «Όσο καλά θα μπορούσε». Από τον τόνο του Μπροκ καταλάβαινε πως ο πατέρας της δεν πήγαινε καλά. «Και τα παιδιά;» τον ρώτησε, αναφερόμενη στα δίδυμα, τη Μόλι και τον Μακ. «Θα ξετρελαθούν που θα σε δουν». Της έριξε μια θλιμμένη ματιά. «Ξέρεις, ήταν σκληρό που έχασαν εσένα και τη μαμά τους τον ίδιο καιρό». «Μπροκ, ήταν μωρά όταν έφυγα. Κι εσύ δε ζούσες πια στο ράντσο. Εσύ κι η Μόλι είχατε το δικό σας σπίτι τότε». Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. «Απλά, το λέω». Ήξερε τι εννοούσε. Ο Μπροκ δεν διέφερε απ’ τον Τρόι, τον Τρέι, τον Ντίλον ή τον Κόρμακ. Γι’ αυτούς ήταν το κορίτσι της οικογένειας κι ήταν ευθύνη της να κρατά την οικογένεια ενωμένη. Κι η Αλεξάνδρα δεν την ήθελε αυτή την ευθύνη. Ήταν η μικρότερη. Δεν ήξερε καλά καλά τον εαυτό της και το να είναι η μόνη γυναίκα στο σπίτι την έπνιγε κάποιες φορές. Στο νοσοκομείο, η Αλεξάνδρα έσκυψε πάνω απ’ τον πατέρα της. Του παρείχαν οξυγόνο κι ένα σωρό καλώδια ξεπρόβαλλαν απ’ το κρεβάτι. «Μπαμπά», ψιθύρισε πιάνοντάς του το χέρι. «Μπαμπά, εδώ είμαι». Για μια στιγμή νόμισε πως δεν την άκουγε, όμως τότε εκείνος άνοιξε τα μάτια του και την κοίταξε για λίγο. «Ωραία», είπε με κόπο. «Χαίρομαι που είσαι εδώ». Η Αλεξάνδρα κάθισε δίπλα του μέχρι το βράδυ που ήρθε ο Ντίλον, ο μικρότερος από τους αδερφούς της, και της είπε πως την περίμενε ο Μπροκ για να την πάει στο ράντσο. «Θα μείνω με τον μπαμπά μέχρι τα μεσάνυχτα κι έπειτα θα έρθει ο Κόρμακ», πρόσθεσε και την αγκάλιασε. «Και τώρα πήγαινε σπίτι. Τ’ ανίψια σου ανυπομονούν να σε δουν». Εκτός απ’ τον Μπροκ, στο φορτηγάκι την περίμεναν και τα δίδυμα που άρχισαν να χοροπηδούν μόλις την είδαν. «Τι κάνει ο παππούς;» τη ρώτησε η Μόλι. «Μιλάει τώρα;» Η Αλεξάνδρα κατάφερε να της χαμογελάσει. «Όχι ακόμη, αλλά το ξέρει πως είμαστε εδώ». Πέρασαν σαράντα λεπτά μέχρι να φτάσουν στο ράντσο και είχε πια νυχτώσει. Ο Κόρμακ τους περίμενε στα σκαλιά. Η οικονόμος είχε ήδη σερβίρει το δείπνο κι έπειτα από το φαγητό η Αλεξάνδρα, έχοντας τη Μόλι στην αγκαλιά της, έπαιξε μια παρτίδα σκάκι με τον Μακ. Ο Μακ, έξι μόλις χρονών, μπορούσε ήδη να τη νικήσει και ως γνήσιος Σάναχαν ζητωκραύγασε με χαρά. Η Μόλι κοίταξε την Αλεξάνδρα κι έκανε μια γκριμάτσα. «Αγόρια», είπε μ’ όση περιφρόνηση διέθετε ένα εξάχρονο κορίτσι.
Η Αλεξάνδρα της έκλεισε το μάτι. «Συμφωνώ». Αφού έβαλε τα μικρά για ύπνο κατέβηκε ξανά κάτω κι έπεσε πάνω σε μια συζήτηση που προφανώς δεν έπρεπε ν’ ακούσει, μια που ο Κόρμακ και ο Μπροκ σιώπησαν αμέσως. «Τι τρέχει;» ρώτησε εκείνη κοιτάζοντας μια τον έναν και μια τον άλλο. «Τι συμβαίνει; Ο μπαμπάς; Χειροτέρεψε;» Ο Κόρμακ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Όχι. Η κατάσταση του μπαμπά είναι σταθερή. Πρόκειται για τον Γουλφ». Δίστασε. «Έρχεται». Η Αλεξάνδρα συνοφρυώθηκε. Ο Γουλφ; Ερχόταν εδώ; Στο ράντσο; «Κάνεις λάθος. Πού το άκουσες αυτό; Ποιος σου το είπε; Το διάβασες σε καμιά εφημερίδα;» «Μόλις του μίλησα στο τηλέφωνο», απάντησε ο Μπροκ. «Τηλεφώνησε να ρωτήσει για τον μπαμπά». Η Αλεξάνδρα δεν μπορούσε να το πιστέψει. «Αυτό όμως δε σημαίνει πως έρχεται εδώ». Ο Μπροκ ανασήκωσε τους ώμους του. «Έτσι είπε». «Πότε;» «Δεν ξέρω». Την κοίταξε πιο προσεκτικά. «Γιατί; Υπάρχει πρόβλημα; Ο Γουλφ είπε πως τα βρήκατε». «Τα βρήκαμε;» ρώτησε εκνευρισμένη η Αλεξάνδρα. «Έτσι είπε;» «Ναι, έτσι είπε». Λίγο μετά, στην παλιά της κρεβατοκάμαρα, η Αλεξάνδρα προσπάθησε να τηλεφωνήσει στον Γουλφ, εκείνος όμως δεν απαντούσε. Κάθε φορά έβγαινε ο τηλεφωνητής του. Στην πέμπτη κλήση, αποφάσισε να αφήσει μήνυμα. «Γουλφ, είμαι η Αλεξάνδρα. Ο Μπροκ είπε πως έρχεσαι εδώ. Δε νομίζω πως είναι καλή ιδέα. Σε παρακαλώ, τηλεφώνησέ μου». Όμως δεν της τηλεφώνησε κι η Αλεξάνδρα ήξερε πως αυτό δεν ήταν καλό. Ήταν ακόμη καθισμένη στο κρεβάτι της κρατώντας το τηλέφωνο, όταν ο Μπροκ χτύπησε την πόρτα της πριν πάει για ύπνο. «Τον βρήκες;» τη ρώτησε. «Όχι», του απάντησε και ξερόβηξε για να μην καταλάβει ο αδερφός της πως έκλαιγε. «Βγαίνει συνέχεια ο τηλεφωνητής». «Μπορεί να έχει ήδη ξεκινήσει». Αυτό ακριβώς φοβόταν η Αλεξάνδρα. «Είσαι τυχερή», της είπε ο αδερφός της ωμά. «Νοιάζεται ακόμη για σένα. Αλλιώς δε θα ερχόταν ως εδώ». «Δεν είναι τόσο εύκολο», απάντησε εκείνη αμυντικά. «Τώρα μιλά η περηφάνια σου, κοριτσάκι. Καιρός να ξεχάσεις και να συγχωρήσεις. Είναι απλώς ένας άντρας κι όλοι οι άντρες κάνουν λάθη». «Εκείνος όμως δεν είναι ένας οποιοσδήποτε άντρας. Είναι ένας σταρ. Σπουδαίος ηθοποιός και κούκλος. Κι εγώ δεν είμαι σαν κι εκείνον, δεν μπορώ να τον φτάσω ούτε να συναγωνιστώ τις γυναίκες που πέφτουν στα πόδια του...» «Δηλαδή, σκοπεύεις να διαλύσεις το γάμο σας; Έτσι απλά;» «Πονάω!» φώναξε εκείνη ενώ καινούρια δάκρυα φάνηκαν στα μάτια της. «Και το να φοβάμαι και ν’ ανησυχώ με κάνει κομμάτια. Δεν το αντέχω να μην ξέρω...» «Όμως ξέρεις. Ξέρεις πως σ’ αγαπάει και πως θέλει να μείνει παντρεμένος μαζί σου. Και, κοριτσάκι, λυπάμαι που θα σε απογοητεύσω, αλλά η ζωή δε δίνει εγγυήσεις. Το μόνο που έχουμε
είναι η καρδιά μας και οι ελπίδες μας. Μαθαίνουμε να ζούμε την κάθε μέρα». Η φωνή του χαμήλωσε και έγινε τραχιά. «Αν ήξερα πως η Έιμι θα πέθαινε δυο χρόνια μετά το γάμο μας, νομίζεις πως θα την παντρευόμουν; Αν ήξερα πως τα παιδιά μας θα μεγάλωναν χωρίς μητέρα, θα τα αποκτούσα;» Παρ’ όλο που ήταν σκοτεινά και δεν τον έβλεπε, διέκρινε τον πόνο στη φωνή του Μπροκ. Πεντέμισι χρόνια μετά το θάνατο της Έιμι κι εκείνος θρηνούσε ακόμη. Την είχε αγαπήσει από την πρώτη στιγμή που την είχε δει. «Ναι», ψιθύρισε εκείνη σκουπίζοντας τα δάκρυά της. «Ήταν φτιαγμένη για σένα». «Ναι», συμφώνησε εκείνος. «Ήταν φτιαγμένη για μένα. Όπως κι ο Γουλφ είναι φτιαγμένος για σένα». Έπιασε το πόμολο της πόρτας κι ετοιμάστηκε να φύγει, όμως σταμάτησε ξανά. «Υπάρχουν χειρότερα πράγματα απ’ το να φοβάσαι, Άλεξ. Υπάρχει πάντα η πιθανότητα να χάσεις και την καρδιά σου». Ύστερα βγήκε στο διάδρομο κι έκλεισε αθόρυβα την πόρτα πίσω του. * Ο Γουλφ δυσκολεύτηκε να βρει το ράντσο Λέιζι Ελ. Όλοι ήξεραν πού έμεναν οι Σάναχαν, αυτό όμως δεν τον βοηθούσε να βρει την είσοδο του ράντσου. Είχε τηλεφωνήσει στον Μπροκ το προηγούμενο βράδυ για να ρωτήσει για τον πεθερό του και να πάρει οδηγίες κι ενώ ο Μπροκ δεν του είχε πει να μην πάει, δεν ήταν και ιδιαίτερα ενθαρρυντικός. Όμως η έλλειψη ενθουσιασμού του Μπροκ δεν αποθάρρυνε τον Γουλφ απ’ το να πάρει την επόμενη πρωινή πτήση. Πάρκαρε μπροστά στο πέτρινο σπίτι και καθώς έβγαινε από το τζιπ, άνοιξε η εξώπορτα κι εμφανίστηκαν τρία από τα αδέρφια της Αλεξάνδρας. Ο Μπροκ, ο Κόρμακ και ο Ντίλον. Κι απ’ ό,τι διέκρινε ο Γουλφ, ούτε αυτοί έδειχναν να τον καλοδέχονται. «Ήρθα για την Αλεξάνδρα», είπε κλείνοντας την πόρτα του τζιπ. «Είναι με τον μπαμπά», απάντησε ο Μπροκ. «Στο νοσοκομείο, στο Μπόουζμαν». Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους του. «Τότε θα την περιμένω». «Δε θέλει να σε δει», είπε ανέκφραστα ο Ντίλον. Ο Κόρμακ σταύρωσε τα χέρια στο στέρνο του. «Ίσως θα έπρεπε να την περιμένεις στο Λος Άντζελες. Ξέρει πού να σε βρει, έτσι δεν είναι;» «Μάλλον όχι. Δε ζω πια στο Λος Άντζελες. Οπότε, αν δεν σας πειράζει, θα την περιμένω μέχρι να γυρίσει», αποκρίθηκε και χαμογέλασε ανταγωνιστικά. Ο Κόρμακ μισόκλεισε τα μάτια του. «Μπορεί να μη με άκουσες. Δεν είναι εδώ. Αλλά, ακόμη κι αν ήταν, δε θέλει να σε δει. Προτείνω να μπεις στο αυτοκίνητό σου και να φύγεις». Ο Γουλφ πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε περάσει δύσκολο πρωινό κι όπως φαινόταν το απόγευμα και το βράδυ του θα ήταν εξίσου δύσκολο. «Θα περιμένω την Αλεξάνδρα». Η πόρτα άνοιξε κι εμφανίστηκαν ο Τρόι κι ο Τρέι. Ο πατέρας τους πρέπει να ήταν σοβαρά για να μαζευτούν όλοι εδώ, ειδικά αφού τρεις απ’ αυτούς ζούσαν στη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και το Σιάτλ. «Ακόμα εδώ είσαι;» βρυχήθηκε ο Τρόι και στάθηκε δίπλα στ’ αδέρφια του. «Νομίζω πως σου είπαν να φύγεις». Σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή, ο Γουλφ θα θαύμαζε το δέσιμο της οικογένειας. Όμως τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να δει την Αλεξάνδρα. «Ο πατέρας σας είναι άρρωστος. Δεν είναι ώρα για...» «Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς προτού πληγώσεις την Αλεξάνδρα», του είπε ψυχρά ο Τρέι.
Ο Γουλφ κούνησε το κεφάλι του. Με τα λόγια δε θα κατάφερνε τίποτα. «Θέλω να μιλήσω στην Αλεξάνδρα κι εσείς δε θέλετε. Τι πρέπει να κάνω για να έχω λίγα λεπτά μόνος μαζί της;» «Τίποτα», απάντησε ο Ντίλον. «Δεν πρόκειται να συμβεί. Θα πρέπει να περάσεις πρώτα από μένα». «Κι από μένα», πρόσθεσε ο Μπροκ. Ο Τρέι έκανε ένα βήμα μπροστά. «Κι εμένα. Τρεις τώρα». «Τέσσερις», είπε ο Τρόι. Ο Γουλφ κοίταξε τον Κόρμακ. «Κι εσύ; Σκέφτεσαι μήπως να έρθεις με το μέρος μου, έτσι για να ισορροπήσουμε κάπως τις πιθανότητες;» Ο Κόρμακ σταμάτησε να χαμογελά και κούνησε το κεφάλι του. «Λυπάμαι, Κέρικ, αλλά είμαι μαζί τους. Άρα είμαστε πέντε». Ο Γουλφ κοίταξε τους παραταγμένους αδερφούς Σάναχαν. «Μη μου πείτε πως σκοπεύετε στ’ αλήθεια να κρατήσετε την αδερφή σας μακριά μου!» «Ναι», ήταν η απάντηση του Τρόι. Ο Γουλφ έγνεψε μια φορά, αργά και σκεφτικά. «Αν παλέψω με όλους σας, θα μου δώσετε λίγο χρόνο με τη γυναίκα μου;» «Θα παλέψεις με όλους μας και θα έχεις πέντε λεπτά». «Και πού θα το κάνουμε αυτό; Εδώ έξω ή στον αχυρώνα;» Ο Μπροκ αναστέναξε. «Στον αχυρώνα». Μόλις η Αλεξάνδρα είδε το νοικιασμένο ασημί τζιπ παρκαρισμένο μπροστά στο σπίτι το στομάχι της σφίχτηκε. Ο Γουλφ είχε φτάσει. Προς στιγμή, σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στο Μπόουζμαν, αλλά πάρκαρε το αυτοκίνητο κι όπως έσβηνε τη μηχανή σκέφτηκε τον μπαμπά της που είχε μείνει χήρος νέος με έξι παιδιά, το μικρότερο των οποίων μόλις πήγαινε στο νηπιαγωγείο, και τον αδερφό της τον Μπροκ που στα τριάντα του έμεινε μόνος με δυο παιδιά μέσα σε μια νύχτα. Είχε γνωρίσει αρκετές απώλειες στην οικογένειά της για να ξέρει πως δεν υπήρχαν εγγυήσεις κι όμως αυτό ακριβώς ζητούσε: μια υπόσχεση από τον Γουλφ πως δε θα την άφηνε ποτέ, δε θα την ξεχνούσε, δε θα την πλήγωνε. Όμως αυτό ήταν ανεδαφικό και άδικο. Η αγάπη δε σε έκανε άτρωτο, σε βοηθούσε όμως ν’ αντέξεις τα χτυπήματα και τις αναποδιές της μοίρας. Ήξερε, επίσης, πως ήταν καιρός να κάνει αυτή τη φωνή της ανασφάλειας μέσα της να σιωπήσει. Οι όμορφες γυναίκες με το τέλειο σώμα δεν ήταν καλύτερες από τις έξυπνες γυναίκες με την καλή καρδιά. Το παρουσιαστικό δεν ήταν σημαντικότερο από το χαρακτήρα κι ίσως να μπορούσε να πιστέψει πως ο Γουλφ την αγαπούσε, αν μάθαινε να αγαπά και να αποδέχεται τον εαυτό της. Χρωστούσε μια συγνώμη στον Γουλφ. Ήλπιζε να τη συγχωρούσε και να την αγαπούσε ακόμη τόσο ώστε να δώσει άλλη μια ευκαιρία στο γάμο τους. Έβαλε τα κλειδιά στην τσέπη της, βγήκε από το αυτοκίνητο και πήρε μια βαθιά ανάσα για να δώσει στον εαυτό της κουράγιο. Ώρα να διορθώσει τα πράγματα. Όπως έκλεινε την πόρτα ακούστηκε ένας θόρυβος από τον αχυρώνα κι ύστερα ένας γδούπος. Τι στο καλό ήταν αυτό; Έριξε μια ματιά γύρω της όμως το σπίτι ήταν σκοτεινό κι εκτός από τους θορύβους του αχυρώνα όλα γύρω ήταν ήσυχα. Υπερβολικά ήσυχα. Πού ήταν όλοι; Πού είχαν πάει; Και το κυριότερο, πού ήταν ο Γουλφ; Αμέσως ακούστηκε άλλος ένας χτύπος κι ένας γδούπος απ’ τον αχυρώνα κι εκείνη κατάλαβε από ένστικτο πως οι απαντήσεις που έψαχνε βρίσκονταν εκεί.
Πριν καν ανοίξει την πόρτα του αχυρώνα, κατάλαβε από τα βογκητά και τις φωνές πως τ’ αδέρφια της πάλευαν. Και, ξαφνικά, κατάλαβε με ποιον πάλευαν. Οι θόρυβοι δυνάμωσαν με το που άνοιξε την κόκκινη πόρτα. «Για όνομα του Θεού, τι κάνετε;» φώναξε καθώς ένα απ’ τα αδέρφια της έριχνε μια γερή γροθιά στον Γουλφ που είχε στραφεί να την κοιτάξει και έτσι δέχτηκε το χτύπημα στο πλάι του κεφαλιού του. Η Αλεξάνδρα ένιωσε ν’ ανεβαίνουν στα μάτια της δάκρυα οργής. «Σταμάτα! Σταμάτα αμέσως. Γουλφ. Μπροκ. Όλοι σας. Σταματήστε». Και ως εκ θαύματος όλοι σταμάτησαν. Ο Ντίλον απομακρύνθηκε κι ο Γουλφ έμεινε όρθιος, γεμάτος αίματα. Οι υπόλοιποι απλώς την κοίταζαν, με τα πρόσωπά τους γεμάτα γρατσουνιές και μελανιές. «Πόση ώρα παλεύετε;» τους ρώτησε πλησιάζοντας προς τον Γουλφ. «Ώρες;» «Όχι ώρες», της απάντησε τραχιά ο Μπροκ με τα χείλη του σκισμένα και ματωμένα. «Ίσως, μια ώρα». Δεν τολμούσε να κοιτάξει τον Γουλφ. Ήξερε πως εκείνος είχε δεχτεί τα περισσότερα χτυπήματα. «Πώς; Γιατί;» Ο Ντίλον πέρασε τα δάχτυλα στα μαλλιά του, απομακρύνοντας τα άχυρα. «Δική του ιδέα ήταν», είπε δείχνοντας τον Γουλφ. «Είπε πως θα πάλευε μ’ εμάς...» «Όχι», διέκοψε ο Κόρμακ. «Εσύ ήσουν που είπες πως ο Γουλφ έπρεπε να παλέψει με όλους μας για να δει την Αλεξάνδρα». «Τι;» φώναξε εκείνη. «Παλέψατε όλοι μαζί του;» Δεν της απάντησαν, αλλά δε χρειάστηκε. Κούνησε το κεφάλι της δύσπιστα. «Πέντε εναντίον ενός; Για μια, ίσως δυο ώρες;» «Δεν ήταν ακριβώς έτσι», είπε ο Τρέι. «Παλέψαμε με τη σειρά». «Με τη σειρά;» ψιθύρισε εκείνη εξοργισμένη. Ήξερε πως τα αδέρφια της ήταν μαχητές. Σχεδόν όλοι τους είχαν αποβληθεί απ’ το σχολείο εξαιτίας καβγάδων. Όμως δεν ήταν παιδιά πια, ήταν άντρες. Άντρες. Κι είχαν περάσει την τελευταία ώρα χτυπώντας τον δικό της άντρα, ενώ ο πατέρας τους βρισκόταν στην εντατική. «Αν ο μπαμπάς ήξερε τι κάνατε...» Η φωνή της έσβησε καθώς τους κοίταζε ξανά. «Θεέ μου, έχετε τρελαθεί όλοι σας». Ο Ντίλον κατσούφιασε. «Για σένα το κάναμε, Αλεξάνδρα...» «Έξω από δω!» τους φώναξε δείχνοντάς τους την πόρτα. «Φύγετε πριν σας δείρω όλους! Και δε θα χρησιμοποιήσω τις γροθιές μου, αλλά το φτυάρι και την τσουγκράνα!» Τ’ αδέρφια της έφυγαν βιαστικά κι εκείνη στράφηκε αργά προς τον Γουλφ, ο οποίος είχε ένα μαυρισμένο μάτι, ματωμένη μύτη, πρησμένο χείλι, μελανιασμένο μάγουλο κι ένα μεγάλο σκίσιμο στον κρόταφό του. «Μα, τι στο καλό σκεφτόσουν;» του ψιθύρισε. Ο Γουλφ ανασήκωσε τους ώμους του κουρασμένα. «Ήθελα να είμαι μαζί σου», της είπε παραπαίοντας. «Ήθελα να είμαι εδώ...» Πήρε μια βαθιά ανάσα και σκούπισε το αίμα που έτρεχε από το μάγουλό του. «...Για χάρη σου». «Για χάρη μου;» «Πρέπει ν’ ανησύχησες τρομερά για τον πατέρα σου. Εγώ θ’ ανησυχούσα πολύ αν ήταν ο δικός μου πατέρας σ’ αυτή την κατάσταση». «Και γι’ αυτό ήρθες;» «Αλεξάνδρα, σου έχω πει πως θα είμαι κοντά σου όποτε με χρειαστείς. Και ήρθα».
Ανοιγόκλεισε τα μάτια της για να διώξει τα δάκρυα. Ο Γουλφ έδειχνε λες και τον είχε χτυπήσει φορτηγό. «Τ’ αδέρφια μου σε έχουν κάνει χάλια». «Τα πήγα μια χαρά». «Πάμε στην κουζίνα να σου βάλω λίγο πάγο στους μώλωπες». Στην κουζίνα τον έβαλε να καθίσει σε μια καρέκλα και του έδωσε μια παγοκύστη μαζί με μερικά παγάκια τυλιγμένα σε μια πετσέτα. «Γουλφ, φοβάμαι πως μερικά απ’ αυτά τα τραύματα θα αφήσουν ουλές». «Δε με νοιάζει». «Με νοιάζει εμένα», του πέταξε, πιέζοντας τον πάγο στον κρόταφό του, έξω φρενών ξανά. «Αλεξάνδρα, θα πάλευα μ’ εκατό άντρες για χάρη σου. Θα τα έβαζα ακόμη και με δράκους». «Γουλφ, όταν είπα να παλέψεις για μένα, δεν κυριολεκτούσα». Εκείνος γέλασε με τον εαυτό του. «Μπορεί να είμαι πολύ μεγάλος για επαγγελματική πυγμαχία, αλλά δε σκόπευα να σε χάσω, Αλεξάνδρα. Είσαι δική μου. Ήσουν δική μου απ’ την αρχή». «Τότε που με αποκάλεσες συνηθισμένη;» Εκείνος άπλωσε το χέρι του και την έπιασε απ’ τον καρπό. «Το συνηθισμένη είναι κάτι καλό, αγάπη μου. Μετά από δέκα χρόνια με τις ανόητες γυναίκες του Χόλιγουντ, σε καλωσόρισα στη ζωή μου σαν φρέσκο αεράκι. Δε μου πήρε πολύ να καταλάβω πως μπορεί να ήμουν μακριά απ’ την πατρίδα μου, αλλά εσύ ήσουν αυτό ακριβώς που χρειαζόμουν. Που ήθελα. Που αγαπούσα». Το χέρι της Αλεξάνδρας έτρεμε καθώς κρατούσε τα παγάκια. «Δεν τα βγάζω πέρα μαζί σου, έτσι δεν είναι;» Εκείνος έγειρε το κεφάλι του και της χαμογέλασε σκανταλιάρικα. «Όχι», απάντησε κι έκανε την καρδιά της να λιώσει. Ήταν άδικο. Είχε προσπαθήσει να του αντισταθεί, ένας Θεός ήξερε πόσο. Ο Γουλφ συνέχισε να την κρατά απ’ το χέρι κι όταν το τρέμουλό της σταμάτησε, πήρε τον πάγο και την τράβηξε στην αγκαλιά του. «Γύρνα σπίτι», της είπε και τη φίλησε στο λαιμό. «Γύρνα σπίτι μαζί μου. Ας φτιάξουμε μια οικογένεια». Εκείνη έγειρε πάνω του. «Δηλαδή, με συγχωρείς;» «Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω. Φταίω όσο κι εσύ. Καταλαβαίνω πως δε χειρίστηκα σωστά το πρόβλημα της Τζόι. Νόμιζα πως έκανα το σωστό, όμως μακροπρόθεσμα χειροτέρεψα το πρόβλημα». «Είναι καλύτερα τώρα;» «Ήταν στην Αριζόνα για αποτοξίνωση. Ορκίζεται πως σταμάτησε να πίνει, αλλά δεν είναι πια δική μου η μάχη. Είναι δική της. Το ξέρουμε κι οι δυο». «Ανησυχούσες στ’ αλήθεια για κείνη, έτσι;» «Νόμιζα πως θα πέθαινε», της απάντησε απλά. Η Αλεξάνδρα αναδεύτηκε στην αγκαλιά του για να τον κοιτάξει καλύτερα. «Θα πέθαινε;» «Η μητέρα μου ήταν αλκοολική. Γι’ αυτό ο πατέρας μου με πήρε μακριά της όταν ήμουν δώδεκα χρονών. Εκείνη πέθανε λιγότερο από ένα χρόνο μετά και πάντα κατηγορούσα τον πατέρα μου γι’ αυτό. Και τον εαυτό μου. Δεν άντεχα στην ιδέα ότι την αφήσαμε μόνη και δεν τη βοηθήσαμε. Ένιωθα λες και την είχαμε σκοτώσει εμείς οι ίδιοι». «Γι’ αυτό δεν μπορούσες να εγκαταλείψεις την Τζόι», συμπέρανε τρυφερά η Αλεξάνδρα. Εκείνος χαμογέλασε αχνά, αλλά ήταν ακόμη πικραμένος. «Αυτά είναι τα φαντάσματα και οι δαίμονες που σου έλεγα», της είπε κι αναστέναξε. «Όμως η προσπάθειά μου να βοηθήσω την Τζόι
μου έδωσε πολύτιμα μαθήματα. Δεν μπορούμε να βοηθήσουμε κάποιον που δε θέλει να βοηθηθεί και, στο τέλος, η κυριότερη ευθύνη μας είναι ο εαυτός μας». Εκείνη έγειρε προς το μέρος του, τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό κι ένιωσε το σκληρό στέρνο του πάνω στα στήθη της. Η αίσθηση ήταν τόσο οικεία και συγχρόνως ερεθιστική. «Σ’ αγαπώ». «Έπρεπε να είμαι περισσότερο κοντά σου, Αλεξάνδρα. Έπρεπε να σ’ έχω ακούσει περισσότερο, να έχω ακούσει με την καρδιά μου κι όχι με το μυαλό μου». «Με άκουγες». «Όχι...» «Ναι», ψιθύρισε εκείνη σταματώντας τα λόγια του μ’ ένα αργό και πολύ τρυφερό φιλί. «Σ’ αγαπώ περισσότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Είμαι ευγνώμων που είσαι εδώ και που με περίμενες, που τα έβαλες με όλους και δε με εγκατέλειψες». «Πάντα θα παλεύω για σένα». «Ακόμα κι όταν φοβάμαι και κάνω ανόητα πράγματα;» «Ιδιαίτερα τότε», της απάντησε σοβαρά εκείνος. Η Αλεξάνδρα σκούπισε τα καινούρια δάκρυα στα μάτια της. «Πήρα κι εγώ τα μαθήματά μου. Και ξέρω γιατί ένιωθα πως δε μ’ αγαπούσες αρκετά. Δεν ήταν κάτι που έκανες εσύ. Εγώ έφταιγα. Δεν αγαπούσα αρκετά τον εαυτό μου για να πιστέψω πως θα μ’ αγαπήσεις κι εσύ». «Πώς θα μπορούσε κανείς να μη σε αγαπήσει, Αλεξάνδρα; Η οικογένειά σου σε λατρεύει. Τ’ αδέρφια σου θα έφταναν ως τα πέρατα της γης για χάρη σου. Όσο για μένα, ποτέ δε θ’ αγαπήσω κάποια όσο αγαπώ εσένα. Δε θα μπορούσα. Είσαι φτιαγμένη για μένα και πέρασα χρόνια ψάχνοντας σ’ όλο τον κόσμο να σε βρω». Πνίγοντας τα δάκρυά της, εκείνη πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του Γουλφ. «Να, λοιπόν, πώς ένας Ιρλανδο-ισπανός κατέληξε στο Λος Άντζελες». «Ήρθα για να βρω την καρδιά μου». «Σου υπόσχομαι πως δε θα χρειαστεί να ψάξεις ξανά». Ο Γουλφ πήρε το πρόσωπό της στα χέρια του. «Κι εγώ θα φροντίσω να τηρήσεις αυτή την υπόσχεση», της είπε βραχνά πριν τη φιλήσει βαθιά. Ίσως, λοιπόν, συλλογίστηκε η Αλεξάνδρα ώρες αργότερα κουλουριασμένη στην αγκαλιά του άντρα της στο μάλλον στενό κρεβάτι της εφηβείας της, τα ευτυχισμένα φινάλε των ταινιών του Χόλιγουντ να ίσχυαν και στην αληθινή ζωή.
ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΟΡΚΟΙ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Η Καρολάιν βημάτιζε πάνω κάτω εκνευρισμένη. Πήγε μέχρι την μπαλκονόπορτα, χωρίς να βλέπει την πανέμορφη θέα του Πουέρτο Μπάνους που πρόσφερε η υπέροχη σουίτα και ξαναγύρισε πίσω, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι της. Εννέα. Ο πατέρας της είχε πει στις εφτά. Της είχε υποσχεθεί στις εφτά. «Πάω μια βόλτα μέχρι να έρθει η ώρα ν’ αλλάξω για το δείπνο», της είχε πει. «Θέλω να δω αν έχει αλλάξει το μέρος από την τελευταία φορά που ήμαστε εδώ». Ο πατέρας της λάτρευε τη Μαρμπέλα. Κάποτε περνούσαν τα περισσότερα καλοκαίρια εκεί. Η Καρολάιν καταλάβαινε απόλυτα την ανάγκη του να ζήσει ξανά την ατμόσφαιρα του πασίγνωστου θερέτρου, όχι όμως και την άρνησή του να πάει κι εκείνη μαζί του. «Μην επιμένεις, Καρολάιν», της είπε. «Δε χρειάζεται να με κρατάς απ’ το χεράκι. Δε θέλω κηδεμόνα μαζί μου. Δείξε μου λίγη εμπιστοσύνη. Αφού σου υποσχέθηκα ότι θα προσέχω». Εντάξει, του έδειξα λίγη εμπιστοσύνη και ορίστε τώρα, σκέφτηκε με πικρία. Να πηγαινοέρχομαι στο δωμάτιο ανήσυχη, με τα νεύρα τεντωμένα. Δε θα με απογοητεύσει, είπε μέσα της, προσπαθώντας να καθησυχάσει τον εαυτό της. Δε θα έπεφτε ξανά θύμα της παλιάς του αδυναμίας, τη στιγμή που ήξερε πόσο σημαντικό ήταν και για τους δύο να φανεί δυνατός. Τότε, πού είναι; είπε η φωνή της λογικής μέσα της. Λείπει ώρες. Και ξέρεις καλά τι μπορεί να κάνει όταν μείνει ώρες μόνος. «Ω διάβολε!» μουρμούρισε η Καρολάιν, με τον εκνευρισμό της να μεγαλώνει διαρκώς. Τελικά δεν μπόρεσε να κρατηθεί άλλο. Άρπαξε τη μικρή μαύρη βελούδινη τσάντα της και κατευθύνθηκε προς την πόρτα της σουίτας. Αν ανακάλυπτε ότι είχε παραδοθεί στην αναθεματισμένη του συνήθεια, δε θα του το συγχωρούσε ποτέ! Πάτησε με δύναμη το κουμπί του ασανσέρ και περίμενε. Αρκετά άσχημα ήταν ήδη τα πράγματα. Αλλιώς δε θα βρισκόταν εκεί και αυτό ο πατέρας της το ήξερε καλά! Ήξερε πόσο μισούσε αυτό το μέρος, ήξερε τον πόνο που της προκαλούσε. Εφτά χρόνια από τότε, σκέφτηκε καθώς οι πόρτες του ασανσέρ άνοιξαν. Εφτά χρόνια από τότε που είχαν αναγκαστεί να φύγουν, κάτω από το βάρος της ταπείνωσης και της απελπισίας, αποφασισμένοι να μην ξαναπατήσουν ποτέ το πόδι τους εκεί. Και όμως, ήταν πάλι εδώ, όχι απλώς στη Μαρμπέλα, αλλά και στο ίδιο ξενοδοχείο. Και για μια ακόμα φορά έπρεπε να πάει να ψάξει για τον πατέρα της στο τελευταίο μέρος της γης που θα ήθελε να ξαναβρεθεί. Στο καζίνο, σκέφτηκε σκυθρωπή, μπαίνοντας στο ασανσέρ. Στο αναθεματισμένο καζίνο του ξενοδοχείου, στο οποίο ήξερε πολύ καλά τι ζημιά μπορούσε να κάνει ο πατέρας της σε χρόνο μηδέν. Πόση ώρα λείπει; αναρωτήθηκε, πατώντας το κουμπί για το ισόγειο. Δύο ώρες το λιγότερο. Τα δάχτυλά της άσπρισαν από το σφίξιμο πάνω στη μαύρη βραδινή τσάντα, καθώς περίμενε τις
πόρτες του ασανσέρ να κλείσουν. Σε δυο ώρες μπορούσε να χάσει εκατομμύρια. Και σε μια ολόκληρη νύχτα, ακόμα και το παντελόνι του! Όπως την τελευταία φορά... Ένιωσε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν. Καθώς οι πόρτες του ασανσέρ έκλειναν, ακούμπησε με ευγνωμοσύνη στον τοίχο του θαλαμίσκου. Εκείνη τη στιγμή όμως ένα χέρι εμπόδισε τις πόρτες να κλείσουν. Η Καρολάιν τινάχτηκε απότομα καθώς την επόμενη στιγμή έμπαινε στο ασανσέρ ένας ψηλός μελαχρινός άντρας με βραδινό κοστούμι. «Συγνώμη που σας καθυστερώ», μουρμούρισε προσεκτικά στ’ αγγλικά και γύρισε προς το μέρος της χαμογελώντας ελαφρά. Αλλά το χαμόγελό του κόπηκε μόλις την αντίκρισε και έμεινε να την κοιτάζει με θαυμασμό. «Δεν πειράζει», του απάντησε εκείνη, χαμηλώνοντας το βλέμμα της, για να μην τον ενθαρρύνει σε περίπτωση που ήθελε συζήτηση. Το ασανσέρ άρχισε να κατεβαίνει. Η Καρολάιν ένιωθε το βλέμμα του αγνώστου καρφωμένο επίμονα πάνω της, αλλά έκανε την αδιάφορη. Ήταν συνηθισμένη να την κοιτάζουν μ’ αυτό τον τρόπο. Ήταν από τις σπάνιες φυσικές ξανθιές, με λεπτό κορμί, μακριά πόδια και καμπύλες στα σωστά σημεία, που προκαλούσαν τα βλέμματα των αντρών. Και αυτός εδώ ο άγνωστος ήταν πολύ γοητευτικός. Η Καρολάιν όμως δεν είχε καμιά διάθεση να πιάσει κουβέντα μέσα στο ασανσέρ. Δεν έχω όρεξη για γνωριμίες με κανέναν άντρα, είπε μέσα της. Όχι μετά τον Λουίς και μάλιστα εκεί, στο ίδιο μέρος, στη Μαρμπέλα. Έδιωξε γρήγορα αυτή τη σκέψη από το μυαλό της. Όχι, δε θα σκεφτόταν τον Λουίς. Ήταν μια υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό της. Ο Λουίς ανήκε στο μακρινό παρελθόν, όπως και κάθε άσχημη ανάμνηση. Η Μαρμπέλα είχε τη δύναμη να την ξαναπηγαίνει πίσω και αυτός ο άντρας που είχε μπει μέσα στο ασανσέρ έμοιαζε πολύ στον Λουίς για να έχει ακόμα και την παραμικρή πιθανότητα μαζί της. Το ασανσέρ σταμάτησε επιτέλους στο ισόγειο. Οι πόρτες άνοιξαν. Είχε γλιτώσει. Η Καρολάιν βγήκε βιαστικά, πριν ο άγνωστος προλάβει να της πιάσει την κουβέντα. Μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα τον είχε ξεχάσει και το μυαλό της είχε ξαναγυρίσει στον πατέρα της. Κοντοστάθηκε στη σκάλα που οδηγούσε στο χώρο υποδοχής του καζίνου και κοίταξε το πλήθος μπροστά της. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά ξενοδοχεία στο πιο ξεχωριστό σημείο της Μαρμπέλα, το Πουέρτο Μπάνους. Ήταν ένα πολυτελέστατο ξενοδοχείο, και τραβούσε εδώ και χρόνια μια ιδιαίτερη κατηγορία τουριστών, στην οποία ανήκαν και η Καρολάιν με τον πατέρα της. Είχε κλείσει για μεγάλο χρονικό διάστημα και ύστερα από μια εκτεταμένη ανακαίνιση, που είχαν κάνει οι καινούριοι ιδιοκτήτες, είχε ξανανθίσει. Μολονότι εξακολουθούσε να ανήκει στα πιο ακριβά ξενοδοχεία της Μαρμπέλα, η πολυτέλειά του ήταν τώρα πιο διακριτική και πιο εκλεπτυσμένη. Και οι πελάτες ήταν διαφορετικοί. Δεν είχαν την προκλητική συμπεριφορά πλουσίων, αν και, αναμφίβολα, για να μένουν εκεί, είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν τις υψηλές τιμές του. Η σκέψη αυτή την έκανε να συνειδητοποιήσει πόσο είχε αλλάξει σε αυτό το διάστημα. Πριν από εφτά χρόνια δε θα ρωτούσε πόσο κοστίζει μια δίκλινη σουίτα. Είχε μάθει από μικρή να έχει το καλύτερο και αν το καλύτερο σήμαινε πανάκριβη τιμή, τότε αυτό ήθελε. Τώρα όμως όχι μόνο ρωτούσε τις τιμές, αλλά και υπολόγιζε προσεκτικά πόσο θα χρειαζόταν να δουλέψει για να έχει αρκετά χρήματα. Στην πραγματικότητα, τα χρήματα της είχαν γίνει έμμονη ιδέα ή μάλλον η έλλειψη χρημάτων, όπως
και η ανάγκη να συντηρεί το σπίτι της, πράγμα που σήμαινε τεράστια έξοδα. Τα φρύδια της έσμιξαν αδιόρατα καθώς συνέχισε να ψάχνει με το βλέμμα της για την ψηλή, λεπτή φιγούρα του πατέρα της ανάμεσα στο πλήθος που συνωστιζόταν στο χολ. Οι Νιούμπερι, η οικογένειά της, ζούσαν εδώ και διακόσια χρόνια στο αρχοντικό Χάιμπρουκ. Αλλά η πιθανότητα να εξακολουθήσουν να μένουν εκεί εξαρτιόταν αποκλειστικά από το τι έκανε ο πατέρας της εκείνη τη στιγμή. Δεν τον βλέπω πουθενά, συλλογίστηκε η Καρολάιν και, κατεβαίνοντας τα σκαλιά με χάρη και μια άνεση που δεν ένιωθε στην πραγματικότητα, κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν για να ρωτήσει αν της είχε αφήσει κάποιο μήνυμα. Τίποτα. Προχώρησε προς τα μπαρ του ισογείου, μήπως και είχε βρει κάποιον γνωστό του και είχε ξεχαστεί με την κουβέντα. Και πάλι τίποτα. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά βαριά στο στήθος της, συνειδητοποιώντας ότι είχε μείνει μόνο ένα μέρος στο οποίο δεν είχε ψάξει ακόμα. Πήγε σκυθρωπή προς τη μικρή σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Για να την κατέβει χρειαζόταν απίστευτο κουράγιο. Κάτι που για να το καταλάβει κανείς έπρεπε να την ξέρει εδώ και πριν εφτά χρόνια. Μέχρι να φτάσει στο υπόγειο έτρεμε ελαφρά. Δεν έχουν αλλάξει και πολλά πράγματα, εκτός από τη διακόσμηση, σκέφτηκε δύσθυμα. Υπήρχε πάντα το κομψό χολ, με την πινακίδα που έδειχνε το δρόμο για το γυμναστήριο, το ινστιτούτο αισθητικής και την εσωτερική πισίνα. Δεξιά της υπήρχε μια δίφυλλη πόρτα, κλειστή όπως πάντα, σαν να ήθελε να κρατήσει αυτό που συνέβαινε πίσω της μακριά από αθώα μάτια. Αλλά η ταμπέλα με τα χρυσά γράμματα που υπήρχε πάνω από την πόρτα δεν ήταν καθόλου αθώα: ΚΑΖΙΝΟ. Ο αγαπημένος χώρος του πατέρα μου, σκέφτηκε η Καρολάιν ριγώντας. Ένα μέρος όπου ο ενθουσιασμός πήγαινε χέρι χέρι με την απελπισία, όπου ένα φύλλο ή το γύρισμα μιας μπίλιας είχαν τη δυνατότητα να σε καταστρέψουν. Αν ο πατέρας της είχε υποκύψει στο πάθος του και είχε αναζητήσει τη συγκίνηση του τζόγου, τότε ήταν σίγουρη ότι θα τον έβρισκε πίσω από την κλειστή αυτή πόρτα. Έκανε διατακτικά ένα βήμα μπροστά. «Θ’ απογοητευτείς», ακούστηκε πίσω της μια φωνή με έντονη προφορά. Η Καρολάιν στράφηκε απότομα και βρέθηκε αντιμέτωπη με τον άγνωστο που είχε μπει μαζί της στο ασανσέρ. Το στομάχι της σφίχτηκε, σαν να αντίκριζε... το πεπρωμένο. Η ομοιότητα του αγνώστου με τον Λουίς ήταν εκπληκτική. Ίδια ηλικία, ίδια σωματική διάπλαση, ίδια ισπανική προφορά. «Ορίστε;» είπε, ενώ σκεφτόταν ότι ακόμα και η πρώτη της συνάντηση με τον Λουίς είχε γίνει εκεί, στο υπόγειο. Εκείνη στεκόταν διστακτική κι αυτός άνετος και χαμογελαστός σαν... «Για το καζίνο λέω. Ανοίγει μετά τις δέκα», είπε ο άγνωστος, δείχνοντας την κλειστή πόρτα. «Ήρθες νωρίς...» Η Καρολάιν έριξε μια ματιά στο ρολόι της: η ώρα ήταν μόλις εννέα και τέταρτο. Η ανακούφιση την έκανε να χαμογελάσει ζεστά στον ξένο. Αν το καζίνο ήταν κλειστό, τότε ο πατέρας της δε θα ήταν εκεί μέσα, εξανεμίζοντας και την παραμικρή τους ελπίδα να σώσουν το σπίτι τους! Τώρα την κυρίεψαν ενοχές. Ενοχές που δεν του είχε δείξει εμπιστοσύνη, που είχε θυμώσει, που είχε σκεφτεί το χειρότερο γι’ αυτόν. «Θα μπορούσα να σε πείσω να πιούμε ένα ποτήρι κρασί στο μπαρ του σαλονιού μέχρι ν’ ανοίξει;»
είπε ο άγνωστος. Η Καρολάιν ένιωσε τα μάγουλά της να ροδίζουν. Ο τύπος είχε παρεξηγήσει το χαμόγελό της. Όσο τον είχε αποφύγει στο ασανσέρ τόσο τον είχε ενθαρρύνει τώρα, χωρίς να το θέλει. «Ευχαριστώ, αλλά συνοδεύομαι», του απάντησε κοφτά και στράφηκε προς τη σκάλα. «Από τον πατέρα σου, τον σερ Έντουαρντ Νιούμπερι;» είπε εκείνος ανάλαφρα. Η Καρολάιν σταμάτησε απότομα. «Ξέρετε τον πατέρα μου;» τον ρώτησε ανήσυχη. «Έχουμε γνωριστεί», απάντησε χαμογελώντας εκείνος. Ο τρόπος όμως που χαμογέλασε έκανε το αίμα της Καρολάιν να παγώσει. Σαν να γνώριζε κάτι που εκείνη αγνοούσε. «Τον είδα μόλις προ ολίγου», πρόσθεσε ο άγνωστος. «Πήγαινε προς το ασανσέρ. Φαινόταν βιαστικός...» Στα χείλη του εμφανίστηκε ξανά εκείνο το χαλαρό χαμόγελο που την αποδιοργάνωνε. «Ευχαριστώ που μου το είπατε», του απάντησε ευγενικά η Καρολάιν και στράφηκε ξανά προς τη σκάλα. Τα δάχτυλά του τυλίχτηκαν γύρω από τον καρπό της, προκαλώντας της σοκ. «Μη βιάζεσαι να φύγεις», μουρμούρισε. «Θα ήθελα να σε γνωρίσω καλύτερα...» Καμπανάκια κινδύνου άρχισαν να χτυπούν μέσα στο μυαλό της. Ένιωθε την τρομακτική βεβαιότητα ότι, αν προσπαθούσε να τραβήξει το χέρι της, τα δάχτυλά του θα σφίγγονταν δυνατά. Δεν της άρεσε αυτός ο άντρας. Δεν της άρεσε η γοητεία του, όπως και η άνεση και η αυτοπεποίθησή του. Δεν της άρεσε το άγγιγμά του ούτε η υποψία ότι την παρακολουθούσε από το ασανσέρ και είχε φροντίσει να εμφανιστεί μπροστά της στο σχετικά απομονωμένο υπόγειο. Δεν της άρεσε το γεγονός ότι ένιωθε ευάλωτη μπροστά σε κάποιον άγνωστο, που ήταν πιο δυνατός από κείνη και επιπλέον τόσο σίγουρος για τον εαυτό του, που είχε τολμήσει να τη σταματήσει μ’ αυτό τον τρόπο. «Άφησέ με, σε παρακαλώ». Το σφίξιμό του πραγματικά έγινε πιο δυνατό. «Αν σ’ αφήσω να φύγεις, δε θα μάθεις πώς γνώρισα τον πατέρα σου», της είπε. «Ή, πιο συγκεκριμένα, πού τον γνώρισα». «Πού;» τον ρώτησε η Καρολάιν, καταλαβαίνοντας ότι σκόπιμα της έδινε τις πληροφορίες με το σταγονόμετρο. «Πάμε να πιούμε ένα ποτήρι κρασί και θα σου πω». Η πρόκληση ήταν μεγάλη. Από τη μια ήθελε να πάει και από την άλλη το ένστικτό της της έλεγε να το βάλει στα πόδια. Ξαφνικά θύμωσε. Αν ο τύπος πίστευε ότι μπορούσε να την κάνει ό,τι ήθελε, έπεφτε έξω. «Είμαι σίγουρη», του είπε όσο πιο ψυχρά μπορούσε, «ότι αν ο πατέρας μου θεωρούσε τη γνωριμία σας σημαντικό γεγονός, θα μου το είχε αναφέρει. Με συγχωρείς τώρα», κατέληξε και, τραβώντας το χέρι της, γύρισε και ανέβηκε τα σκαλιά, χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Μέσα της όμως έτρεμε και ένιωθε να διατρέχουν ρίγη τη σπονδυλική της στήλη. Ο άγνωστος μπορεί και να την ακολουθούσε. Ήταν μια δυσάρεστη αίσθηση, που έμεινε μέχρι να φτάσει στο ασανσέρ. Και μόνο όταν οι πόρτες έκλεισαν πίσω της ένιωσε ασφαλής. Ο καρπός της πονούσε. Χαμηλώνοντας το βλέμμα της, διαπίστωσε χωρίς έκπληξη ότι στην ευαίσθητη επιδερμίδα της είχε αρχίσει να εμφανίζεται ένα κοκκίνισμα. Ποιος είναι; αναρωτήθηκε. Τι σχέση είχε με τον πατέρα της που τον έκανε να πιστεύει ότι μπορούσε να της φέρεται έτσι; Μπαίνοντας στη σουίτα, πήγε κατευθείαν στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας του πατέρα της,
αποφασισμένη να μάθει τι συνέβαινε. Χτύπησε δυνατά και την άνοιξε με ορμή, έχοντας ήδη καταλάβει ότι ο πατέρας της δεν ήταν εκεί. Από τα πεταμένα ρούχα στο πάτωμα, κατάλαβε επίσης ότι είχε αλλάξει βιαστικά. Για να την αποφύγει; Ω, ναι, προσπαθούσε να την αποφύγει, πράγμα που μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει. Είχε χάσει ξανά τον έλεγχο. Έσκυψε θυμωμένη, πήρε από κάτω το παντελόνι του και ετοιμάστηκε να το ρίξει πάνω στο κρεβάτι, όταν κάτι έπεσε από τη μια τσέπη. Ήταν ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτιά. Τα πήρε στα χέρια της και τα άνοιξε βιαστικά: ήταν αποδείξεις. Η ανάσα της κόπηκε, το μυαλό της σταμάτησε να λειτουργεί για μερικές στιγμές. Μετά, με μια ηρεμία που δεν ένιωθε στην πραγματικότητα, άρχισε να ψάχνει όλες τις τσέπες σε όλα τα ρούχα του. Είχαν περάσει δέκα λεπτά και εκείνη στεκόταν ακόμα εκεί, ακίνητη, στη μέση του δωματίου, κοιτάζοντας το κενό. Ήταν στη Μαρμπέλα λιγότερο από είκοσι τέσσερις ώρες και, κρίνοντας από τις αποδείξεις, ο πατέρας της είχε προλάβει να παίξει και να χάσει το μεγαλύτερο μέρος από ένα ποσό εκατό χιλιάδων λιρών... * Όρθιος μπροστά στην τζαμαρία, στην αίθουσα ελέγχου υψηλής τεχνολογίας, ο Λουίς Βάσκες κοίταζε τις αίθουσες του καζίνου. Ήταν το τελευταίο του απόκτημα στην αλυσίδα ακριβών ξενοδοχείων που διέθετε. Από κάτω δεν μπορούσαν να τον δουν. Το ειδικό τζάμι τού επέτρεπε να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Πίσω του το προσωπικό ασφαλείας παρακολουθούσε με άγρυπνο μάτι τις μεγάλες οθόνες κλειστού κυκλώματος. Η τζαμαρία επέτρεπε την εποπτεία σε ολόκληρο το χώρο του καζίνου. Ο Λουίς προτιμούσε να παρακολουθεί την κίνηση με τα μάτια του. Του είχε μείνει από τότε που ήταν παίκτης και δεν εμπιστευόταν παρά μόνο ό,τι έβλεπε. Τώρα τα πράγματα είχαν αλλάξει. Τώρα δε χρειαζόταν να ποντάρει για να βγάλει χρήματα να ζήσει. Ήταν πλούσιος και ισχυρός και εκτός από αυτό, είχε βρει και τον αυτοσεβασμό του. Έσμιξε τα φρύδια του. Το να σέβεσαι τον εαυτό σου δε σημαίνει ότι έχεις καταφέρει να σε σέβονται και οι άλλοι. Αυτό ήταν και ο μεγαλύτερος στόχος του. Εκείνη τη στιγμή τον πλησίασε ο Βίτο Μαρτίνεθ, ο επικεφαλής της ασφάλειας. «Πήγε στο δωμάτιό της», είπε. «Κι εκείνος μόλις κατέβηκε στο μπαρ του καζίνου». «Είναι νευρικός;» ρώτησε ο Λουίς. «Ναι», απάντησε ο Βίτο. «Κομμάτια, θα ’λεγα», πρόσθεσε με ύφος που έδειχνε πολύ καθαρά την... ανατροφή που είχε πάρει από τους δρόμους της Νέας Υόρκης. Ο Λουίς Βάσκες κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και τράβηξε το βλέμμα του από την τζαμαρία. Η έκφρασή του ήταν, όπως πάντα, ανεξιχνίαστη, πράγμα αναμενόμενο για άνθρωπο που παλιά έπαιζε πόκερ με τόσο καταλυτικό τρόπο, όπως εκείνος. «Ενημέρωσε με όταν πάει στα τραπέζια», ήταν το μόνο που είπε και βγήκε από την αίθουσα ελέγχου. Κατευθύνθηκε με μεγάλα, άνετα βήματα στο προσωπικό του καταφύγιο, μπήκε μέσα και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Σιωπή.
Ενώ η αίθουσα ελέγχου έσφυζε από ζωή, εδώ μέσα ήταν τόσο ήσυχα, που μπορούσες ν’ ακούσεις ακόμα και καρφίτσα αν έπεφτε στο παχύ κρεμ χαλί που έπιανε όλο το δάπεδο. Ήταν ένα πολυτελές δωμάτιο, λιτό, με μοντέρνα, μαύρα έπιπλα από λάκα και δέρμα, που δημιουργούσαν έντονη αντίθεση με τους ανοιχτόχρωμους τοίχους. Το δωμάτιο δεν αποκάλυπτε ίχνος από την πραγματική προσωπικότητα του ανθρώπου που το χρησιμοποιούσε. Εκτός, ίσως, από τον πίνακα με τη μαύρη κορνίζα στον τοίχο πίσω από το μεγάλο γραφείο από μαύρη λάκα. Από μια άποψη και ο πίνακας ήταν πολύ απλός, όπως το καθετί εκεί μέσα. Έδειχνε ένα σκορπιό, με αχνό, χρυσαφί περίγραμμα σε λευκό φόντο, με την ουρά του ανασηκωμένη, έτοιμος να χτυπήσει. Το αίμα σου πάγωνε μόνο που τον έβλεπες. Παρ’ ότι όμως η καρέκλα του Λουίς Βάσκες βρισκόταν ακριβώς μπροστά του, ο σκορπιός δε φαινόταν ν’ απειλεί αυτόν, αλλά όποιον είχε την ατυχία να καθίσει στην πολυθρόνα μπροστά από το γραφείο. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο: Μην τα βάλεις μαζί μου. Αυτό ήταν και το σήμα του Λουίς. Ένα από τα σήματά του τώρα πια. Κάποτε ο χρυσός σκορπιός υπήρχε σε οτιδήποτε αφορούσε τον Λουίς Βάσκες. Από τότε είχε μάθει να είναι πιο διακριτικός. Κρατούσε αυτό τον πίνακα κοντά του για προσωπικούς λόγους και σαν προειδοποίηση για όποιον είχε την ατυχία να βρεθεί στον ιδιαίτερο χώρο του, ότι παρά την απαλή και ήρεμη φωνή του μπορούσε να γίνει πολύ επιθετικός αν χρειαζόταν. Τώρα όμως ήταν πιο γνωστός για το καινούριο του σήμα. Αυτό που είχε δώσει στην αλυσίδα των πανάκριβων ξενοδοχείων του και του είχε χαρίσει τη φήμη της ποιότητας και της άνεσης. Ήταν ο Άγγελος. Άγγελος, όπως Λουίς Άνχελες ντε Βάσκες. Άγγελος, όπως καλός, ειλικρινής και αληθινός. Πλησίασε και κάθισε κάτω από το σκορπιό, αφήνοντας το ψηλόλιγνο κορμί του να γλιστρήσει στη στριφογυριστή πολυθρόνα με την ψηλή πλάτη. Μετά έσκυψε και ξεκλείδωσε ένα συρτάρι του γραφείου. Τα μακριά και επιδέξια δάχτυλά του έβγαλαν έξω το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε στο συρτάρι. Ήταν ένα δερματόδετο ντοσιέ, ακριβό, αλλά χωρίς τίποτα ιδιαίτερο πάνω του. Δεν το άνοιξε αμέσως. Αντίθετα, έγειρε πίσω στην καρέκλα του και άρχισε να κουνιέται απαλά. Τα περιποιημένα ακροδάχτυλά του χτυπούσαν ρυθμικά την επιφάνεια του γραφείου. Ανέκφραστος. Ό,τι και αν είχε στο μυαλό του, βρισκόταν καλά κρυμμένο πίσω από τις μαύρες, γυριστές βλεφαρίδες που σκίαζαν τα μάτια του. Όμορφα μάτια, μ’ ένα ζεστό καστανό χρώμα. Γνήσιος Ισπανός από γεννησιμιού του, αν και μεγαλωμένος στην Αμερική, ο Λουίς Βάσκες είχε τη μελαχρινή επιδερμίδα των προγόνων του, τα ψηλά ζυγωματικά, τη μύτη, το σμιλεμένο πιγούνι και το όμορφο, αισθησιακό στόμα. Το πρόσωπο ενός ψυχρού εκτελεστή, ενός ανθρώπου χωρίς καρδιά ή, για μεγαλύτερη ακρίβεια, με την καρδιά ενός αθλητή, ικανή να διατηρήσει την απαραίτητη ηρεμία άσχετα με την πίεση που δεχόταν. Τελικά το χέρι του κινήθηκε προς το ντοσιέ και άνοιξε το κάλυμμα, αποκαλύπτοντας μια στοίβα χαρτιά μέσα. Έψαξε και βρήκε αυτό που ήθελε. Το έβγαλε από τη στοίβα και το ακούμπησε προσεκτικά πάνω στο γραφείο. Μετά έμεινε ακίνητος, με τα μάτια καρφωμένα πυρετικά στη φωτογραφία της Καρολάιν. Ήταν πολύ όμορφη, αυτό μπορούσε να το δει οποιοσδήποτε. Τα μαλλιά της, στο χρώμα του
ώριμου σταχιού, πλαισίωναν το ωραιότερο πρόσωπο που είχε δει ακόμα και αυτός, ο Λουίς Βάσκες, με τα τριάντα πέντε χρόνια εμπειρίας. Η Καρολάιν είχε το λευκό, αψεγάδιαστο δέρμα αγγλικού ρόδου και μάτια στο χρώμα του αμέθυστου. Μύτη μικρή και λεπτή, πιγούνι κομψό και φίνο. Την προσοχή του όμως τράβηξε το στόμα της. Βελούδινο, ζεστό, ροζ, αισθησιακό, ήταν το στόμα που χάριζε άγρια ικανοποίηση σ’ έναν άντρα. Έπρεπε να το ξέρει. Ήξερε καλά τι μπορούσε να του προσφέρει αυτό το στόμα και είχε σκοπό να το γευτεί και άλλο. Η προοπτική αυτή έκανε τα μάτια του να καίνε. Υπομονή. Ήταν προικισμένος με απέραντη υπομονή σε ό,τι αφορούσε τους στόχους του. Κι ο επόμενος στόχος ήταν η Καρολάιν. Ήταν τόσο σίγουρος για την επιτυχία του, που μέσα στο μυαλό του ήταν κιόλας δική του. Αυτή η πίστη στον εαυτό του του έδωσε τη δύναμη να παραμερίσει τη φωτογραφία της και ν’ αρχίσει να κοιτάζει τα υπόλοιπα έγγραφα που είχε μέσα το ντοσιέ. Τα περισσότερα ήταν λογαριασμοί. Τελικές απαιτήσεις, προειδοποιήσεις καταγγελίας συμβάσεων δανείων, υποθήκες ακινήτων και η μεγάλη λίστα με τα χρέη από τον τζόγο, τόσο τα παλιά όσο και τα καινούρια. Κοίταζε το καθένα χωριστά, ανατρέχοντας στη μνήμη του. Μετά το άφηνε δίπλα και συνέχιζε με το επόμενο. Στην κονσόλα πάνω στο γραφείο του άρχισε ξαφνικά ν’ αναβοσβήνει ένα φως. Πάτησε το κουμπί. «Ναι». «Κατεβαίνει κάτω», του είπε ο Βίτο Μαρτίνεθ. «Παίζει πολλά λεφτά». «Εντάξει», είπε ο Λουίς. Πάτησε ξανά το κουμπί και απλώθηκε ησυχία μέσα στο δωμάτιο. Πήρε τα χαρτιά που είχε μπροστά του, μαζί με τη φωτογραφία, τα ξανάβαλε τακτικά μέσα στο ντοσιέ κι ύστερα το έκλεισε και το κλείδωσε στο συρτάρι. Ύστερα σηκώθηκε όρθιος, ίσιωσε τις λευκές μανσέτες του και προχώρησε προς την πόρτα. Στην αίθουσα ελέγχου ο Βίτο Μαρτίνεθ στεκόταν στην τζαμαρία. Ο Λουίς τον πλησίασε και, ακολουθώντας το βλέμμα του, κοίταξε σ’ ένα από τα τραπέζια της ρουλέτας. Ψηλόλιγνος και σε άψογη φυσική κατάσταση για την ηλικία του, ο σερ Έντουαρντ Νιούμπερι έπαιζε μεγάλα ποσά. Η έκφραση του προσώπου του ήταν τρομακτική. Ο Λουίς κατάλαβε ότι είχε χάσει σε μεγάλο βαθμό την ψυχραιμία του και ήταν έτοιμος να πουλήσει και την ψυχή του ακόμα στο διάβολο. Τραβώντας το βλέμμα του από τον σερ Έντουαρντ Νιούμπερι, ο Λουίς κοίταξε προς την είσοδο του καζίνου, τη στιγμή ακριβώς που εμφανίστηκε η Καρολάιν. Το κορμί του ακινητοποιήθηκε μέχρι το τελευταίο του κύτταρο. Εφτά χρόνια είχε να τη δει και δεν είχε αλλάξει σχεδόν καθόλου. Τα μαλλιά, τα μάτια, η υπέροχη επιδερμίδα, το εκπληκτικό στόμα, ακόμα και η ψηλόλιγνη σιλουέτα της, που τόνιζε άψογα το μαύρο φόρεμα, δεν είχε χάσει τίποτα από τη γοητεία της. «Η αδυναμία μου», μουρμούρισε. Η καταραμένη λαχτάρα του να κατακτήσει το απαγορευμένο σ’ αυτή τη γυναίκα, που ήταν η επιτομή της κομψότητας και της καλής ανατροφής. Ακόμα και το όνομά της ήταν κάτι ξεχωριστό. Καρολάιν Ορόρα Σελαντίν Νιούμπερι, είπε από μέσα του. Το γενεαλογικό της δέντρο μπορούσε να γεμίσει ολόκληρο βιβλίο. Με τη μόρφωση που διαθέτουν τα κορίτσια της υψηλής κοινωνίας και ένα σπίτι που θα ζήλευε και βασιλιάς ακόμα. Αυτά είναι τα διαπιστευτήρια που δίνουν στους Νιούμπερι το δικαίωμα να θεωρούν ότι είναι κάτι ξεχωριστό, σκέφτηκε κυνικά. Για να γίνεις αποδεκτός στον κύκλο τους, θα έπρεπε να είσαι το λιγότερο το ίδιο ξεχωριστός μ’ αυτούς. Ακόμα και τώρα, που, μεταφορικά μιλώντας, είχαν γονατίσει
και δεν είχαν την ικανότητα να είναι επιλεκτικοί, η ποιότητα της ανατροφής ήταν το μέτρο βάσει του οποίου έκριναν αν άξιζε τον κόπο ν’ ασχοληθούν μαζί σου. Κατάχλομη, η Καρολάιν έψαχνε με το βλέμμα το χώρο του καζίνου για να βρει τον παραστρατημένο πατέρα της. Έδειχνε τεντωμένη και εξαιρετικά αμήχανη σ’ αυτό το περιβάλλον. Ποτέ δεν της άρεσαν τέτοια μέρη. Το βλέμμα της έπεσε στον σερ Έντουαρντ, καθώς η ρουλέτα άρχισε να γυρίζει. Ο Λουίς είδε τα όμορφα χαρακτηριστικά της να τεντώνονται ακόμα περισσότερο και τα κατάλευκα, μικρά δόντια της να δαγκώνουν το κάτω χείλος της. Μετά προχώρησε και στάθηκε δυο βήματα πίσω από τον πατέρα της, πλέκοντας νευρικά τα δάχτυλά της στο στομάχι της, σαν να μην ήταν σίγουρη τι να κάνει. Στην πραγματικότητα θα ήθελε να τον αρπάξει από το γιακά και να τον τραβήξει έξω από κει πέρα, αλλά η ανατροφή της την εμπόδιζε να προβεί σε τέτοιες ενέργειες. Ένας από τους βασικούς κανόνες καλής συμπεριφοράς είναι να μη δημιουργείς ποτέ σκηνή σε δημόσιο χώρο, όσο άσχημα και αν είναι τα πράγματα. Μαύρο. Ο σερ Έντουαρντ έχασε, όπως έχανε σταθερά από τη στιγμή που είχαν φτάσει στη Μαρμπέλα την προηγούμενη μέρα. «Πατέρα...» Ο Λουίς έπιασε την ανησυχία που χρωμάτιζε τη φωνή της, καθώς ακούμπησε το χέρι της στο μανίκι του σμόκιν του, σε μια προσπάθεια να τον λογικέψει. Αποκλείεται να τα καταφέρει, σκέφτηκε ο Λουίς. Ο σερ Έντουαρντ είχε χάσει τα λογικά του μέσα στον πυρετό του τζόγου. Και όταν σε χτυπήσει ο πυρετός του τζόγου, δεν υπάρχει γιατρειά. Ο σερ Έντουαρντ δε θα τα παρατούσε τώρα, ακόμα και αν έχανε και το παντελόνι του. Ξαφνιασμένος, ο σερ Έντουαρντ έριξε μια ένοχη ματιά πάνω από τον ώμο του. Μετά, μουρμουρίζοντας κάτι, έδιωξε το χέρι της κόρης του από πάνω του και έβαλε άλλη μια στοίβα μάρκες πάνω στο τραπέζι. Το μόνο που μπορούσε να κάνει η Καρολάιν ήταν να σταθεί ακίνητη στη θέση της και να παρακολουθεί τις πέντε χιλιάδες λίρες να ταλαντεύονται μαζί με την μπίλια ανάμεσα στο μαύρο και το κόκκινο. Μαύρο. Ο σερ Έντουαρντ είχε χάσει ξανά. Και πάλι η Καρολάιν προσπάθησε να τον σταματήσει και πάλι οι ικεσίες της πήγαν στο βρόντο. Μόνο που αυτή τη φορά ο Λουίς έσφιξε τα χέρια του σε γροθιές βλέποντας τη να ιδρώνει από αγωνία. Ξαφνικά, η Καρολάιν γύρισε το βλέμμα της στην αίθουσα ελέγχου και τα εκπληκτικά μάτια της καρφώθηκαν πάνω του, με μια ακρίβεια που του έκοψε την ανάσα. Όπως και του Βίτο. «Διάολε!» μουρμούρισε. Ο Λουίς έμεινε ακίνητος. Ήξερε ότι η Καρολάιν δεν μπορούσε να τον δει, ήξερε ότι το ειδικό τζάμι τον προστάτευε, αλλά... Κοιτάζοντας κατευθείαν μέσα στα πανέμορφα μάτια της, ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Ο λαιμός του είχε κλείσει και η καρδιά του είχε σφιχτεί στο στήθος του. Είδε τα όμορφα χείλη της να τρέμουν από την απελπισία. Το κορμί του ηλεκτρίστηκε. Αυτά τα χείλη. Τα μικρά, αισθησιακά χείλη... «Κέρδισε», μουρμούρισε ο Βίτο ήρεμα δίπλα του. Με την άκρη του ματιού ο Λουίς είδε τον σερ Έντουαρντ Νιούμπερι να τινάζει τη γροθιά του στον αέρα, σε μια θριαμβευτική κίνηση. Η προσοχή του όμως έμεινε στραμμένη στην Καρολάιν, που τον παρατηρούσε μουδιασμένη, ξέροντας ότι η νίκη ήταν το ίδιο κακή όπως και η ήττα.
«Πάω κάτω», είπε ξαφνικά στον Βίτο. «Φρόντισε να είναι όλα έτοιμα όταν φύγουμε από δω». Ούτε η φωνή του ούτε η γλώσσα του σώματος φανέρωσαν τη θύελλα των συναισθημάτων που τον είχαν κατακλύσει μόλις πριν από λίγες στιγμές. «Ναι!» Σε μια έκρηξη χαράς, ο σερ Έντουαρντ Νιούμπερι γύρισε και αγκάλιασε την κόρη του σφιχτά. «Δυο νίκες στη σειρά! Μπήκαμε στο δρόμο, καλή μου! Δυο τέτοιες παρτίδες ακόμα και θα βρεθούμε πολύ ψηλά!» Ο ίδιος ήταν ήδη πολύ ψηλά. Η λάμψη στα μάτια του προκαλούσε φόβο. «Σε παρακαλώ, μπαμπά», τον ικέτεψε η Καρολάιν. «Σταμάτα τώρα που κερδίζεις. Είναι...» Τρέλα, ήθελε να του πει, αλλά συγκρατήθηκε. «Μη γίνεσαι σπαστική, Κάρο. Είναι η τυχερή μας βραδιά απόψε, δεν το βλέπεις;» Ο σερ Έντουαρντ την άφησε και ξαναγύρισε προς το τραπέζι, τη στιγμή που ο κρουπιέρης ετοιμαζόταν να σπρώξει προς το μέρος του τα κέρδη του. «Όλα μέσα», του είπε. Η Καρολάιν κοίταξε απογοητευμένη τις μάρκες να μπαίνουν ξανά στη ρουλέτα. Γύρω από το τραπέζι είχε αρχίσει να μαζεύεται κόσμος. Το μουρμουρητό έσβησε καθώς η ρόδα άρχισε να γυρίζει. Η Καρολάιν σταμάτησε ν’ ανασαίνει. Η γλώσσα της κόλλησε στον ουρανίσκο της. Το στόμα της είχε στεγνώσει καθώς παρακολουθούσε τη μικρή μπίλια στο χρώμα του ελεφαντόδοντου να χορεύει αποπλανητικά το χορό της μοίρας. Μέσα της έβραζε από οργή, αλλά είχε μάθει να μην εξωτερικεύει ποτέ τα αισθήματά της μπροστά στον κόσμο. Και αυτό το χρησιμοποιούσε ο πατέρας της σαν όπλο εναντίον της. Ήξερε ότι μπορούσε να βασίζεται στην καλή ανατροφή της, ενώ ο ίδιος συμπεριφερόταν φριχτά. Ωραίες υποσχέσεις, σκέφτηκε κυνικά η Καρολάιν βλέποντας την μπίλια να γυρίζει. Είχε βαρεθεί. Είχε κουραστεί να παλεύει σε βάρος του εαυτού της και της ζωής της. Αυτή τη φορά ένιωθε ότι δε θα μπορούσε να τον συγχωρέσει. Προς το παρόν όμως το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να παρακολουθεί, κρατώντας φυλακισμένο μέσα της το χειρότερο εφιάλτη, σ’ ένα μέρος που οι εφιάλτες της ήταν σίγουρο ότι θα κυκλοφορούσαν ελεύθεροι. Σ’ εκείνη την πόλη, σ’ εκείνο το ξενοδοχείο, σ’ εκείνο το αναθεματισμένο καζίνο. Το μόνο που της έλειπε ήταν να εμφανιστεί μπροστά της ο Λουίς Βάσκες για να ολοκληρωθεί ο εφιάλτης. Σαν τον κεραυνό που χτυπούσε δυο φορές στο ίδιο μέρος. Ξαφνικά κάποιος στάθηκε πίσω της. Η ζεστή ανάσα του χάιδεψε τον αυχένα της. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στην μπίλια, που γύριζε ακόμα. Η μυρωδιά της έντασης, της τρέλας, της αδρεναλίνης την πλημμύρισε σαν ναρκωτικό, στο οποίο δεν μπορούσε να προβάλει καμιά αντίσταση. «Ναι!» Η θριαμβευτική κραυγή του πατέρα της της τρύπησε τ’ αυτιά. Το πλήθος γύρω άρχισε να μιλάει για την καλή του τύχη, αλλά η Καρολάιν πτοήθηκε, σαν μαραμένο λουλούδι. Η καρδιά της βούλιαξε στην απελπισία. Ένιωθε άθλια. Θα πρέπει να ταλαντεύτηκε, γιατί ένα χέρι απλώθηκε και τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της, για να τη συγκρατήσει. Τρανή απόδειξη της ανημπόριας της ήταν το γεγονός ότι άφησε τον άγνωστο να την τραβήξει πάνω του. Αυτό ήταν, συλλογίστηκε απελπισμένη. Τώρα ο πατέρας της δε θα σταματούσε με τίποτα. Δε θα ικανοποιούνταν παρά μόνο όταν έχανε όλα όσα είχε κερδίσει και ακόμα περισσότερα. Η νίκη δεν ήταν ο αληθινός λόγος που έσπρωχνε ανθρώπους σαν και αυτόν να παίζουν. Ήταν απλά το πάθος του παιχνιδιού, άσχετα με το αποτέλεσμα. Νίκη σήμαινε ότι η τύχη είναι με το μέρος σου, άρα παίζεις μέχρι η τύχη να σε εγκαταλείψει και τότε παίζεις ξανά μέχρι να ξαναγυρίσει.
Η Καρολάιν ρίγησε, συνειδητοποιώντας ξαφνικά ότι είχε γείρει πάνω σ’ έναν άγνωστο. Τραβήχτηκε απότομα. Μετά γύρισε μέσα στην αγκαλιά του, έτοιμη ν’ απολογηθεί. «Ευχαριστώ, αλλά δεν...» Η φωνή της πάγωσε, η ανάσα της κόπηκε, τα μέλη της μούδιασαν. Στάθηκε ακίνητη, κοιτάζοντας εκείνα τα γνώριμα μαύρα μάτια, που την παγίδευαν σ’ ένα κόσμο άρνησης. «Γεια σου, Καρολάιν», είπε μαλακά ο Λουίς.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. «Λουίς...» ψέλλισε μέσα από τα μουδιασμένα χείλη της. Όχι, της έλεγε το μυαλό της, έχεις παραισθήσεις. Τον έβγαλες μέσα από τους φόβους σου. Σου τον θυμίζει το μέρος και η τρέλα του πατέρα σου. «Όχι», είπε. «Λυπάμαι, αλλά... ναι», της απάντησε εκείνος, με μια κυνική ευθυμία. Ήταν μια ευθυμία που δεν έφτασε ποτέ στα μαύρα του μάτια. Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν γύρω της, καθώς το μούδιασμα έδωσε τη θέση του σε μια οδυνηρή απελπισία. «Σε παρακαλώ, άφησέ με», του είπε με φωνή που έτρεμε. Ήθελε ν’ απομακρυνθεί από κοντά του, πριν προσπαθήσει ν’ αντιμετωπίσει το απρόσμενο γεγονός. «Φυσικά». Το χέρι του τραβήχτηκε αμέσως. Για κάποιο τρελό λόγο η Καρολάιν συνειδητοποίησε ότι σύγκρινε την άμεση υπακοή του με την απόλυτη αδιαφορία που είχε δείξει ο άγνωστος στο υπόγειο, όταν του είχε ζητήσει το ίδιο πράγμα. Ένας άντρας που της είχε θυμίσει τον Λουίς. Ένας άντρας που δεν της άρεσε στην εμφάνιση, ενώ ο Λουίς... «Η τύχη είναι με το μέρος του πατέρα σου, βλέπω», παρατήρησε εκείνος, με το βλέμμα καρφωμένο τώρα πίσω της. «Αλήθεια;» τον ρώτησε η Καρολάιν σκεφτική. Τα μάτια του στράφηκαν ξανά προς το μέρος της, αλλά η Καρολάιν δεν μπορούσε πια να τον κοιτάξει. Ο Λουίς ήταν η προσωποποίηση της αρρώστιας του πατέρα της: εμμονή, απάτη, προδοσία. Η πικρία την κατέκλυσε ολόκληρη. Έκανε ν’ απομακρυνθεί, αλλά εκείνη τη στιγμή το πλήθος κινήθηκε μπροστά, θέλοντας να συγχαρεί τον πατέρα της. Ήθελαν να εκφράσουν τη χαρά τους που κάποιος κέρδιζε την μπάνκα, σε αντίθεση με το συνηθισμένο. Το χέρι του Λουίς τυλίχτηκε ξανά γύρω της, αυτή τη φορά για να την προστατέψει από τον κόσμο που συνωστιζόταν γύρω της. Θα έπρεπε να είναι νεκρή για να μη νιώσει το γεροδεμένο ανδρικό σώμα. Ο σφυγμός της επιταχύνθηκε και η ανάσα της άρχισε να βγαίνει κοφτή. Ήταν φριχτό. Οι αναμνήσεις ξεχύθηκαν ασυγκράτητες στο μυαλό της. Κάποτε ήταν εραστές. Τα κορμιά τους γνωρίζονταν όσο μπορούν να γνωρίζονται δυο κορμιά. Η χειρότερη τιμωρία της φύσης που είχε συμφωνήσει να ξαναγυρίσει εκεί ήταν το να στέκεται μέσα στην αγκαλιά του, ανήμπορη να απομακρυνθεί από το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί γύρω τους. «Εξακολουθείς να παίζεις για να ζεις, Λουίς;» τον ρώτησε σαρκαστικά. «Αναρωτιέμαι τι θα κάνει ο διευθυντής όταν ανακαλύψει ότι υπάρχει ένας επαγγελματίας στην αίθουσα». Τα σκούρα του μάτια στένεψαν. Έτσι όπως ακουμπούσε πάνω του, η Καρολάιν ένιωσε τους μυς του να σφίγγονται, σαν αγριόγατα που ετοιμαζόταν να ορμήσει. «Συγκαλυμμένη απειλή ήταν αυτό;» τη ρώτησε εκείνος προσεκτικά. Ήταν; αναρωτήθηκε η Καρολάιν, ξέροντας ότι αρκούσε να ψιθυρίσει μια φράση στο αυτί του διευθυντή για να βρεθεί έξω από το καζίνο. «Μια παρατήρηση έκανα», είπε αναστενάζοντας. Ήξερε ότι δεν είχε κανένα δικαίωμα να τον κρίνει, από τη στιγμή που ο πατέρας της ήταν χειρότερος.
«Τότε, για ν’ απαντήσω στην παρατήρησή σου, όχι», της είπε. «Δεν ήρθα για να παίξω». Η Καρολάιν όμως δεν τον άκουγε. Μια ξαφνική ιδέα τής πέρασε από το μυαλό, μια ιδέα που έκανε την καρδιά της να χτυπήσει δυνατά στο στήθος της. «Λουίς...» ψιθύρισε, «αν μιλούσα ιδιαιτέρως στο διευθυντή για τον πατέρα μου, θα τον εμπόδιζαν να παίξει άλλο;» «Γιατί να το κάνουν;» της απάντησε εκείνος περιφρονητικά. «Είναι αντιεπαγγελματικό». «Μα μ’ αυτό που κάνει αυτοκτονεί», είπε ριγώντας εκείνη. Ο Λουίς τη χάιδεψε καθησυχαστικά στην πλάτη, χωρίς να πει λέξη. Ήξερε τον πατέρα της, τον ήξερε καλά. «Το μισώ αυτό», ψιθύρισε η Καρολάιν. Μακάρι να γινόταν να σηκωθεί να φύγει από κει μέσα και να προσποιηθεί ότι δε συνέβαινε τίποτα. Δεν μπορούσε να το κάνει όμως. Και έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σταματήσει αυτή την τρέλα, πριν καταστραφούν ολοκληρωτικά. «Θέλεις να τον σταματήσω;» τη ρώτησε ο Λουίς. Τα μάτια της αναζήτησαν τα δικά του. «Νομίζεις ότι μπορείς;» μουρμούρισε ανυπόμονα. Ο Λουίς κοίταξε τον πατέρα της, που δεχόταν τα συγχαρητήρια των παρευρισκομένων. «Σερ Έντουαρντ», είπε. Αυτό έφτανε. Δε χρειάστηκε να υψώσει τη φωνή του. Δυο λέξεις μόνο και οι ψίθυροι σταμάτησαν αμέσως. Η Καρολάιν ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. Έτσι όπως την κρατούσε πάνω του, δεν μπορούσε να δει τον πατέρα της, τον αισθάνθηκε όμως να γυρίζει, ένιωσε το σοκ που δοκίμασε. «Βρε, βρε!» είπε μετά. Ο σερ Έντουαρντ συνήλθε αμέσως. «Ο Λουίς. Τι έκπληξη...» πρόσθεσε με την εκλεπτυσμένη αγγλική προφορά του. Υπήρχε μια περιφρονητική, ειρωνική απόχρωση στον τόνο της φωνής του. Ο Λουίς χαμογέλασε κοφτά. «Ναι, πράγματι. Μετά από εφτά χρόνια, να ’μαστε ξανά εδώ. Στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα...» «Θα πρέπει να είναι μοιραίο», είπε ο σερ Έντουαρντ ξερά. Η μοίρα, σκέφτηκε η Καρολάιν. Η σκληρή, απάνθρωπη μοίρα. «Απόψε έχεις τύχη, βλέπω», είπε ο Λουίς. «Ναι, έτσι φαίνεται». Η Καρολάιν κοίταξε τον πατέρα της: τα μάτια του πετούσαν φλόγες. Ήξερε πόσο κακό της έκανε όταν την απογοήτευε, αλλά δεν τον ένοιαζε. Η καρδιά της ράγισε από την απελπισία. «Πόσα κέρδισες μέχρι τώρα;» ρώτησε με περιέργεια ο Λουίς. «Είναι γρουσουζιά να τα μετράς, Λουίς», είπε ο σερ Έντουαρντ, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στα κέρδη του. «Το ξέρεις αυτό». «Αν αισθάνεσαι ότι έχεις την τύχη με το μέρος σου, ίσως θα ’θελες να βάλουμε ένα προσωπικό στοίχημα», του πρότεινε ο Λουίς. «Όλα στο επόμενο ποντάρισμα», τον προκάλεσε. «Αν κερδίσεις, θα διπλασιάσω το ποσό και μετά θα τα παίξουμε στο πόκερ. Συμφωνείς;» κατέληξε, αγνοώντας την Καρολάιν, που τον κοιτούσε με κομμένη την ανάσα. Ο κόσμος γύρω τους πάγωσε. Εκείνη σάστισε. Έτσι θα τον σταματούσε; Ποτέ δεν είχε νιώσει τόσο προδομένη. «Όχι», ψιθύρισε με ικετευτικό τόνο στον πατέρα της για να μη δεχτεί την πρόκληση. Αλλά εκείνος ούτε που την πρόσεχε πια. Η Καρολάιν ήξερε τι σκεφτόταν: θα διπλασίαζε τα κέρδη του και μετά θα έπαιζε με τον Λουίς ένα παιχνίδι στο οποίο ήταν εξαιρετικά δυνατός και όλα τα
προβλήματά του θα λύνονταν μέσα στη γλυκιά τύχη εκείνης της νύχτας. «Γιατί όχι;» είπε και αγνοώντας το απελπισμένο βλέμμα της κόρης του γύρισε στον κρουπιέρη που περίμενε. «Βάλ’ τα όλα». Η ρουλέτα άρχισε να γυρίζει ξανά. Η Καρολάιν ένιωθε τον Λουίς να παρακολουθεί. Μπροστά της ο πατέρας της στεκόταν ατάραχος και αδιάφορος για το αποτέλεσμα, μολονότι παιζόταν η ζωή τους. Παντού γύρω είχε πέσει νεκρική σιγή. Όλοι παρακολουθούσαν την μπίλια που γύριζε στη ρουλέτα. Κανένας δεν πίστευε ότι ο σερ Έντουαρντ θα κέρδιζε με το ίδιο χρώμα για τέταρτη φορά. Ούτε η Καρολάιν το πίστευε. «Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ», είπε στον Λουίς και τραβήχτηκε μακριά του. Εκείνος την άφησε, χωρίς να κινηθεί από τη θέση του. Όπως και όλοι οι άλλοι, κοιτούσε την μπίλια που συνέχιζε το χορό της. Ήταν αληθινό μαρτύριο. Η Καρολάιν ήξερε ότι δεν έπρεπε να έρθουν εδώ και το είχε πει πολλές φορές στον πατέρα της ότι η Μαρμπέλα ήταν το τελευταίο μέρος του κόσμου όπου έπρεπε να αναζητήσουν τη σωτηρία τους. Αλλά εκείνος δεν την είχε ακούσει. Ήταν απελπισμένος και οι απελπισμένοι κάνουν απελπισμένα πράγματα. «Δεν έχουμε επιλογή!» της είχε πει. «Η εταιρεία που ανέλαβε τα χρέη μας έχει έδρα στη Μαρμπέλα. Αρνούνται να μιλήσουν μαζί μας αν δεν παρουσιαστούμε προσωπικά. Πρέπει να πάμε, Καρολάιν». «Και τα χρέη που έχεις από τον τζόγο;» τον είχε ρωτήσει εκείνη οργισμένη. «Έχουν απλώσει τα άπληστα χέρια τους και σ’ αυτά;» Ο πατέρας της είχε κοκκινίσει, αλλά μετά της είχε επιτεθεί, όπως έκανε κάθε φορά που συνειδητοποιούσε την αδυναμία του. «Θέλεις να βοηθήσεις ή όχι;» την είχε προκαλέσει σκληρά. Ήθελε, αλλά όχι έτσι. Όχι ποντάροντας ό,τι είχαν και δεν είχαν στη ρουλέτα. Η μπίλια σταμάτησε. Ένα γύρο επικρατούσε απόλυτη σιγή. «Δικά μου, νομίζω», είπε απλά ο σερ Έντουαρντ. Χωρίς να πει λέξη, η Καρολάιν στράφηκε και απομακρύνθηκε. Πόσα είχε κερδίσει; Δεν ήξερε. Πότε θα έπαιζε με τον Λουίς; Δεν την ένοιαζε. Για εκείνη το θέμα είχε λήξει. Δεν ήθελε να ξαναπατήσει ποτέ το πόδι της εκεί πέρα. Και μάλιστα ένιωθε αηδιασμένη με τον εαυτό της που είχε πειστεί να πάει εκεί. Έπρεπε να ξέρει ότι ο πατέρας της δε θα κρατούσε το λόγο του. Έπρεπε να ξέρει ότι δεν τον ένοιαζε τι θα τους συνέβαινε, αρκεί να ικανοποιούσε το πάθος του. Οι πόρτες του καζίνου έκλεισαν πίσω της. Με τα μάτια της να βγάζουν φωτιές και το στόμα σφιγμένο από την ένταση, προχώρησε προς τη σκάλα, με την πρόθεση να ξαναγυρίσει στο δωμάτιό τους. Ξαφνικά όμως κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να το κάνει αυτό. Δεν μπορούσε να πάει εκεί και να περιμένει την επόμενη καταστροφή. Υπακούοντας σε μια δυνατή παρόρμηση, διέσχισε το χολ του υπογείου και πήγε προς τη μεγάλη πόρτα που ήταν απέναντι από το καζίνο. Κανονικά περίμενε να βρει κλειστή την πισίνα τέτοια ώρα, αλλά έκανε λάθος. Τα φώτα, πάντως, είχαν χαμηλώσει πολύ. Μόνο το νερό φωτιζόταν. Τριγύρω δεν υπήρχε κανείς. Χωρίς να το σκεφτεί, έβγαλε τα παπούτσια της. Ύστερα κατέβασε το φερμουάρ της, έβγαλε το φόρεμά της και το άφησε σε μια καρέκλα. Μετά βούτηξε στο νερό. Δεν ήξερε γιατί το έκανε και δεν την ένοιαζε καθόλου που είχε βουτήξει με τα εσώρουχα, τις μαύρες κάλτσες και τις ζαρτιέρες. Άρχισε να κολυμπά, σαν να ήταν σε αγώνες και προσπαθούσε να
κερδίσει μετάλλιο. Έκανε τον τέταρτο γύρο της, όταν αντιλήφθηκε τον Λουίς. Καθόταν σε μια καρέκλα δίπλα σ’ αυτή που είχε αφήσει το φόρεμά της. Έκανε επιτόπου στροφή και συνέχισε να κολυμπά. Στην έκτη διαδρομή ο Λουίς ήταν ακόμα εκεί, όπως και στην όγδοη. Στη δέκατη οι πνεύμονές της άρχισαν να πονάνε και αναγκάστηκε να σταματήσει για ν’ ανασάνει. Στηρίχτηκε στην άκρη της πισίνας και ακούμπησε το μέτωπο στα χέρια της. Έμεινε έτσι μέχρι που η ανάσα της άρχισε να ξαναβρίσκει τον κανονικό της ρυθμό. «Νιώθεις καλύτερα;» τη ρώτησε ήσυχα ο Λουίς. «Όχι», απάντησε η Καρολάιν. Ανασήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. «Εσύ, που κάνεις... μπανιστήρι;» «Φοράς πολύ περισσότερα απ’ όσα φορούν οι γυναίκες που μπαίνουν σε πισίνα», παρατήρησε και πάλι ήσυχα εκείνος. «Όταν ένας κύριος όμως παρατηρεί αυτή τη διαφορά, πρέπει να έχει τη λεπτότητα να φύγει». «Και οι δύο ξέρουμε ότι δεν είμαι κύριος», είπε ο Λουίς χαμογελώντας. Τον είχε αναγκάσει να το παραδεχτεί; Ναι, αυτό είχε κάνει και έπρεπε να παραδεχτεί ότι της έδινε χαρά. «Πού είναι ο πατέρας μου;» «Μετρά τα κέρδη του, φαντάζομαι», της απάντησε, ανασηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους του. «Είσαι έτοιμη να βγεις από κει μέσα ή περιμένεις να γδυθώ και να πέσω κι εγώ;» «Βγαίνω», του είπε αμέσως, χωρίς να σκεφτεί αν η πρότασή του ήταν μπλόφα. Η εμπειρία της μαζί του της έλεγε ότι ήταν απολύτως ικανός να γδυθεί και να βουτήξει μέσα στο νερό χωρίς δισταγμό. Και δεν είχε καμιά διάθεση να δει τον Λουίς Βάσκες γυμνό. Δε χρειαζόταν. Έκανε άλλη μια βουτιά και κατευθύνθηκε προς τα σκαλιά. Όταν αναδύθηκε, τον είδε να την περιμένει στην άκρη της σκάλας, με μια μεγάλη άσπρη πετσέτα στα χέρια. Δεν ήξερε πού την είχε βρει και δεν την ένοιαζε. Ήταν σαν να μην την ένοιαζε τίποτα πια. Ανέβηκε τα σκαλιά και πήρε ήρεμα την πετσέτα από τα χέρια του. «Ευχαριστώ», μουρμούρισε ευγενικά και απλά. «Είσαι πολύ ήρεμη», παρατήρησε εκείνος. Η Καρολάιν τύλιξε την πετσέτα γύρω από το σώμα της. «Σε μισώ και σε απεχθάνομαι. Σου κάνει αυτό;» του είπε, στύβοντας τα μαλλιά της. Ο Λουίς έκανε ένα μορφασμό. «Είναι μια αρχή. Θέλεις να σου φέρω άλλη μια πετσέτα για να σκουπίσεις τα μαλλιά σου;» Εκείνη χτένισε με τα δάχτυλα τα βρεγμένα μαλλιά της. Το νερό είχε χαλάσει το μακιγιάζ της. Εκτός από τη μάσκαρα που είχε κυλήσει στην πορσελάνινη επιδερμίδα της. «Δε θέλω τίποτα από σένα, Λουίς», του είπε. «Γιατί όταν προσφέρεις κάτι κόβεις για αντάλλαγμα το χέρι που απλώνεται για να το πιάσει». «Α...» Ο Λουίς έβαλε τα χέρια στις τσέπες του μαύρου μεταξωτού παντελονιού του. «Και το χέρι που έκοψα να υποθέσω ότι ανήκει σ’ εσένα;» Η Καρολάιν δεν ήθελε να μιλήσει γι’ αυτό. Γύρισε από την άλλη μεριά και πήγε να πάρει το φόρεμά της από την καρέκλα. «Πάω στο δωμάτιό μου», είπε και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. «Αντίο, Λουίς», πρόσθεσε ψυχρά. «Θα ήθελα να πω ότι χάρηκα που σε ξαναείδα, αλλά θα ήταν ψέματα, γι’ αυτό δε λέω τίποτα». Θα ήταν η τέλεια σκηνή αποχώρησης, αν ο Λουίς δεν τη χαλούσε. «Μήπως ξέχασες κάτι;» τη
ρώτησε χαλαρά. Η Καρολάιν σταμάτησε και γύρισε προς το μέρος του κοιτάζοντάς τον συνοφρυωμένη. Στεκόταν εκεί που τον είχε αφήσει, ψηλόλιγνος και γοητευτικός δίπλα στην πισίνα και τόσο σέξι, που μπορούσε να κλέψει την καρδιά κάθε γυναίκας. Η Καρολάιν ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει πιο γρήγορα και πιο δυνατά. Μισούσε τον εαυτό της που επηρεαζόταν τόσο έντονα από την παρουσία του. «Την τσάντα και τα παπούτσια σου», της είπε ευγενικά εκείνος και, πλησιάζοντας την καρέκλα, πήρε την τσάντα της κι ύστερα έσκυψε και έπιασε τα παπούτσια της. Μετά άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. Η Καρολάιν πήρε με σφιγμένα χείλη τα παπούτσια της, αλλά όταν έκανε να πάρει και την τσάντα της εκείνος την έβαλε ήρεμα στην τσέπη του. «Δώσ’ τη μου, σε παρακαλώ», του είπε απότομα. Ο Λουίς της χαμογέλασε νωχελικά. «Μ’ αυτό το αυστηρό ύφος, θα μπορούσες να είσαι η δασκάλα μου», αστειεύτηκε. «Πώς το ξέρεις;» του πέταξε. «Απ’ όσο θυμάμαι, μου έχεις πει ότι σπάνια έμπαινες στον κόπο να πας σχολείο». Το γέλιο του ήταν μαλακό, αλλά ο τόνος της φωνής του φανέρωνε κάτι εντελώς διαφορετικό. «Έχω γνωρίσει όμως μερικές στρυφνές γυναίκες με παγωμένο βλέμμα». Με τα μάτια της φαντασίας της, η Καρολάιν είδε ένα μοναχικό μικρό αγόρι, με μαύρα μάτια και σκούρα μαλλιά, στην τρυφερή ηλικία των εννέα, που ήξερε ήδη τι σήμαινε να βασίζεται μόνο στα χέρια του για να επιβιώσει. Πόσα μυστικά δεν είχαν ανταλλάξει εκείνο το καλοκαίρι, πριν εφτά χρόνια; Η Καρολάιν ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται. Πόσα απ’ όλα αυτά που της είχε πει ήταν αλήθεια; Πόσες λέξεις συμπάθειας μέχρι να κερδίσει την εύνοιά της, ενώ κρυφά κατέστρωνε το σχέδιό του για να οδηγήσει τον πατέρα της στην πράσινη τσόχα; «Γιατί αυτός ο μορφασμός;» Η Καρολάιν ανοιγόκλεισε βιαστικά τα μάτια της. Ο Λουίς στεκόταν μπροστά στην πόρτα. Ήταν φανερό ότι δε σκόπευε να την εμποδίσει να φύγει. Η Καρολάιν ένιωσε να την κατακλύζει ανησυχία. «Την τσάντα μου, σε παρακαλώ, Λουίς», είπε, αγνοώντας την ερώτησή του, και άπλωσε το χέρι της στο οποίο κρατούσε τα παπούτσια της. «Το ξέρεις ότι τα μάτια σου γίνονται γκρίζα όταν θυμώνεις;» της είπε εκείνος, αγνοώντας με τη σειρά του την απαίτησή της και το απλωμένο χέρι της. Μηνύματα πλημμύρισαν το είναι της. Ερωτικά μηνύματα. «Την τσάντα μου», επανέλαβε. Εκείνος της χαμογέλασε. «Και τα χείλη σου σφίγγονται αποδοκιμαστικά...» «Σταμάτα», τον διέκοψε η Καρολάιν. «Είναι αστείο!» «Ερεθιστικό...» Η Καρολάιν αναστέναξε. Τα χέρια της άρχισαν να τρέμουν. Τα έσφιξε σε γροθιές και τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το κορμί της για να συγκρατήσει την πετσέτα στη θέση της. «Θα κρυώσω έτσι που στέκομαι εδώ πέρα!» Πράγματι, είχε αρχίσει ν’ ανατριχιάζει, μόνο που δεν ήξερε αν ήταν απ’ το κρύο ή από κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό. Ό,τι και αν ήταν, πάντως, έκανε τον Λουίς να σταματήσει να την πειράζει. Αντίθετα, έβγαλε το σακάκι του και το έριξε στους βρεγμένους ώμους της. Η απρόσμενη ευγενική χειρονομία του την αποδιοργάνωσε. Δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
«Μην παίξεις μαζί του, Λουίς», τον παρακάλεσε με φωνή βραχνή. «Έλα», είπε εκείνος, παίρνοντας το φόρεμα και τα παπούτσια από τα χέρια της. «Φόρεσε το σακάκι και μετά βγάλε τη βρεγμένη πετσέτα από πάνω σου». Η Καρολάιν τον κοίταξε απελπισμένη και πέρασε τα χέρια της μέσα στα μανίκια. Το απαλό μετάξι γλίστρησε ζεστό στην κρύα επιδερμίδα της, το άρωμά του την τύλιξε έντονο. «Νόμιζα ότι θα με βοηθούσες», του είπε με δυσκολία. «Αλλά αντί γι’ αυτό έκανες τα πράγματα χειρότερα!» «Η τρέλα ανταποκρίνεται μόνο σε μεγαλύτερη τρέλα», της απάντησε ήρεμα εκείνος. «Ο μόνος τρόπος να τον σταματήσω ήταν να του δώσω ένα κίνητρο. Έτσι, θα παίξουμε σε μία ώρα, έξω από το ξενοδοχείο, γιατί δε...» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του. Η Καρολάιν ακούμπησε τα χέρια της στο στέρνο του ικετευτικά. «Μην το κάνεις, σε παρακαλώ! Πώς μπορείς να μου το ξανακάνεις αυτό;» Αλλά ο Λουίς δεν την άκουγε. Κοίταζε τα χέρια της πάνω στο λευκό πουκάμισό του. Έπειτα τα σκέπασε απαλά με τα δικά του. Ξαφνικά η Καρολάιν ένιωσε την καυτή σάρκα του, το άγγιγμά του, το σταθερό χτύπο της καρδιάς του. Μια καρδιά που ήξερε ότι έχανε τον έλεγχό της όταν παρασυρόταν από το πάθος. Το στόμα της στέγνωσε. Το σεξ είχε ξανακάνει την εμφάνισή του έντονα, ξυπνώντας τις αισθήσεις της. Τα χέρια του κινήθηκαν και τα δάχτυλά του πέρασαν κάτω από το σακάκι του. Η πετσέτα γλίστρησε στο δάπεδο. Η σάρκα άγγιξε τη σάρκα. «Όχι», βόγκηξε, όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά του, που την κοίταζαν φλογερά. Ο Λουίς δεν απάντησε. Ούτως ή άλλως ήταν αργά. Την είχε τραβήξει πάνω του και τη φιλούσε, τη φιλούσε με πάθος. Μου έλειψε, σκέφτηκε η Καρολάιν, νιώθοντας τα δάκρυα να επιστρέφουν στα μάτια της. Της είχε λείψει η έλξη που υπήρχε ανάμεσά τους, το πάθος που φούντωνε με ένα μόνο άγγιγμα. Τα δάχτυλά της χάιδεψαν το πρόσωπό του. Ο Λουίς ανταποκρίθηκε μ’ έναν αναστεναγμό και την έσφιξε ακόμα περισσότερο πάνω του. Ήξερε ότι ήταν τρελό, αλλά αυτές τις σύντομες αισθησιακές στιγμές, η Καρολάιν ένιωθε ότι ο Λουίς της ανήκε. Ήταν δικός της. Αν του έλεγε, «δώσε μου τη ζωή σου», θα της την έδινε. Και όσο απίστευτο και αν φαινόταν κι εκείνη θα πέθαινε για χάρη του. «Λουίς...» είπε ξέπνοη. Εκείνος την έσφιξε στην αγκαλιά του, παρασύροντάς τη μαζί του στη θάλασσα του πάθους που τους κατάπινε αργά. Ο Λουίς ήταν η αδυναμία της, όπως για τον πατέρα της η αδυναμία του ήταν ο τζόγος. Αν αποκτήσεις ένα πάθος, πεθαίνεις μ’ αυτό. Μπορεί να διψάς χρόνια, να σου λείπει, αλλά με την πρώτη ευκαιρία ξεχύνεται ασυγκράτητο. Τα χέρια του τη χάιδευαν κι εκείνη τ’ άφηνε, τα χείλη του αποπλανούσαν τα δικά της και το επέτρεπε. Έπαιρνε τη γεύση της μέντας από τη γλώσσα του, ένιωθε την καρδιά του να χτυπά κάτω από τα ακροδάχτυλά της. Δεν κατάλαβε ότι το σουτιέν της βρέθηκε στο πάτωμα, μόνο τις παλάμες του που αιχμαλώτισαν το στήθος της και τα χείλη του που άφησαν το στόμα της και αναζήτησαν τις ορθωμένες θηλές της. Έγειρε πίσω το κεφάλι της στενάζοντας από ικανοποίηση. Της φάνηκε απόλυτα λογικό να τυλίξει το ένα της πόδι γύρω από τη μέση του, για να κρατήσει
ισορροπία, αλλά αυτή η κίνηση την έφερε σ’ επαφή με το πιο καυτό σημείο του ανδρικού σώματος. Μετά απ’ αυτό χάθηκε μέσα σ’ ένα φωτεινό καλειδοσκόπιο γεμάτο αγγίγματα, αισθήσεις, ήχους και αρώματα. Αυτός ο άντρας ήταν ο πρώτος της εραστής. Αυτός της είχε μάθει να νιώθει έτσι, ν’ ανταποκρίνεται έτσι, να έχει αυτές τις ανάγκες! Ο μοναδικός εραστής της. Κι εκείνη τη στιγμή δεν είχε σημασία που ο Λουίς ήταν ο άντρας που την είχε καταστρέψει κάποτε, που την είχε προδώσει τόσο φριχτά ώστε δεν είχε συνέλθει ποτέ. Ο πατέρας της δεν είχε καμιά σημασία, το παιχνίδι δεν είχε καμιά σημασία, η βεβαιότητα ότι ο Λουίς θα την πλήγωνε ξανά δεν είχε καμιά σημασία. Και μάλιστα ήταν τόσο απορροφημένη σ’ αυτά που της έκανε, που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει ούτε το χτύπημα στην πόρτα της κουζίνας. Ο Λουίς όμως ανασηκώθηκε απότομα, έβγαλε το πόδι της από πάνω του και συγκρατώντας το κορμί της, που έτρεμε σαν το φύλλο, άπλωσε το χέρι του και άνοιξε ελάχιστα την πόρτα. Εκείνη τη στιγμή η Καρολάιν άρχισε να συνέρχεται. Εφτά χρόνια χωρίς έρωτα της είχαν θολώσει το μυαλό και είχαν πέσει ο ένας πάνω στον άλλο σαν άγρια, πεινασμένα ζώα. Νιώθοντας απίστευτη ντροπή, έκρυψε το πρόσωπό της στο λαιμό του Λουίς, ελπίζοντας αυτός που είχε χτυπήσει την πόρτα να μην ήταν ο πατέρας της. «Έτοιμα όλα. Έχεις μισή ώρα», είπε ένας άντρας με αμερικανική προφορά. «Εντάξει», απάντησε ο Λουίς και, κλείνοντας ξανά την πόρτα, την απομάκρυνε αποφασιστικά από κοντά του. Η Καρολάιν χρειάστηκε μερικές στιγμές για να καταλάβει τι συνέβαινε, αλλά μια ματιά στο ψυχρό του πρόσωπο έφτανε για να καταλάβει ότι ο παθιασμένος άντρας που φιλούσε προ ολίγου είχε ξαναγίνει εχθρός της. «Τι είναι έτοιμο;» τον ρώτησε τεντωμένη. «Εσύ τι λες;» Το παιχνίδι με τον πατέρα της εννοούσε. Ακόμα και μετά απ’ ό,τι είχε συμβεί ανάμεσά τους, ο Λουίς δεν είχε αλλάξει γνώμη. Θα έπαιζε με τον σερ Έντουαρντ. Τον είδε να σκύβει και να παίρνει το φόρεμά της που είχε πέσει στο δάπεδο. «Φόρεσέ το. Τώρα έχεις στεγνώσει. Έχουμε δουλειά να κάνουμε, δεν μπορείς να βγεις έξω έτσι». Η Καρολάιν έριξε μια ματιά στο ερεθισμένο στήθος και το αναψοκοκκινισμένο δέρμα της. Έτρεμε σύγκορμη από λαχτάρα και πάθος. Ακόμα και το σακάκι του Λουίς δεν ήταν εκεί που υποτίθεται ότι έπρεπε να βρίσκεται. Τον είδε να το φορά, αδιαφορώντας εντελώς για κείνη, που στεκόταν μπροστά του σχεδόν γυμνή, νιώθοντας φτηνή και ταπεινωμένη. Ένα κύμα ναυτίας την κατέκλυσε. Κατάπιε μερικές φορές και μετά προσπάθησε να μιλήσει. «Σε μισώ», ψιθύρισε. «Όχι τόσο όσο θα ήθελες», ήρθε η απάντηση. Ήταν η φοβερή αλήθεια. Η Καρολάιν φόρεσε αμίλητη το φόρεμά της. Το σουτιέν της ήταν πεσμένο κάτω, στο πάτωμα. Ο Λουίς το μάζεψε και το έβαλε στην τσέπη του. Μετά γύρισε και ανέβασε το φερμουάρ της. Η Καρολάιν ένιωθε σαν πάνινη κούκλα, ανίκανη να μιλήσει, ανίκανη να σκεφτεί. Στάθηκε ακίνητη και τον άφησε να της φορέσει τα παπούτσια της. Μετά εκείνος ανασηκώθηκε. Με χέρια αδέξια, η Καρολάιν ίσιωσε το φόρεμα πάνω της. Η ένταση
είχε ξαναγυρίσει ανάμεσά τους. Κανείς από τους δυο δεν τολμούσε να κοιτάξει τον άλλο στα μάτια, κανείς δεν τολμούσε να μιλήσει. Ο Λουίς άνοιξε την πόρτα και παραμέρισε, κάνοντάς της νόημα να περάσει πρώτη. Λίγο πιο πέρα η Καρολάιν είδε τον άγνωστο που είχε συναντήσει στο ασανσέρ να μιλά με κάποιον φύλακα με βραδινό κοστούμι. Μόλις εμφανίστηκαν με τον Λουίς, γύρισε και τους κοίταξε. Η Καρολάιν δεν τον πρόσεξε. Η προσοχή της ήταν στραμμένη στο χέρι του Λουίς που, απλωμένο χαμηλά στην πλάτη της, την έσπρωχνε μαλακά προς τη σκάλα. Δεν ήθελε να την αγγίζει πια. Δεν ήθελε να είναι κοντά της. Προχώρησε με το κεφάλι ψηλά και το πιγούνι ανασηκωμένο, τα μάτια της όμως ήταν τυφλά και μέσα της ένιωθε να πεθαίνει. Μόλις έφτασαν στο κεντρικό χολ, τραβήχτηκε μακριά του. «Πού πας;» Δυο βήματα πιο πέρα η Καρολάιν σταμάτησε, αλλά δε γύρισε. «Αν θέλεις να καταστρέψεις τον πατέρα μου για δεύτερη φορά, προχώρα», του είπε παγερά. «Δε θα σε σταματήσω. Αλλά δε χρειάζεται και να το δω». Άρχισε να προχωρά ξανά. «Μα δεν τελειώσαμε», είπε εκείνος και, πιάνοντάς την ξαφνικά από το χέρι, την τράβηξε σε μια πόρτα στην οποία υπήρχε μια πινακίδα που έγραφε: «Απαγορεύεται η Είσοδος». Η πόρτα άνοιξε ως διά μαγείας μόλις πλησίασαν. Συνοφρυωμένη και χωρίς να καταλαβαίνει τι συνέβαινε, η Καρολάιν βρέθηκε σ’ έναν άλλο διάδρομο, με τα ψηλά τακούνια της να χτυπούν δυνατά στο μαρμάρινο πάτωμα. Ο Λουίς την οδήγησε σε μια άλλη πόρτα, την άνοιξε μόνος του αυτή τη φορά και της έκανε νόημα να περάσει. Μετά μπήκε κι εκείνος και έκλεισε την πόρτα πίσω του. Ήταν ένα γραφείο. Ένα πολύ κομψό γραφείο στους τόνους του μαύρου και του κρεμ. «Τι είναι εδώ;» ρώτησε ανήσυχη. Προσπερνώντας την, ο Λουίς πήγε στο γραφείο και κάθισε. «Το γραφείο μου», της απάντησε. Ύστερα έσκυψε και ξεκλείδωσε ένα συρτάρι. «Εννοείς...» Τα μάτια της διέτρεξαν το χώρο γύρω της. «Εννοείς ότι δουλεύεις εδώ;» «Δουλεύω εδώ, μένω εδώ», απάντησε εκείνος, ακουμπώντας πάνω στο γραφείο ένα δερμάτινο ντοσιέ. «Δικό μου είναι το ξενοδοχείο, Καρολάιν», πρόσθεσε ήρεμα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Δικό του ήταν το ξενοδοχείο; Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μα αυτό είναι το ξενοδοχείο Άνχελ», είπε. «Του ομίλου επιχειρήσεων Άνχελ!» Ένας όμιλος τεράστιος, ο οποίος, εκτός από τα πολυτελή ξενοδοχεία που διέθετε σ’ όλο τον κόσμο, είχε και πολλές άλλες δραστηριότητες σε διάφορους τομείς. Ο Λουίς ανασήκωσε το σκουρόμαλλο κεφάλι του και την κοίταξε. Αυτό έφτανε. Άνχελ, σαν να λέμε Λουίς Άνχελες ντε Βάσκες. Εκείνο όμως που τη γέμισε πραγματική απελπισία ήταν το όνομα Άνχελ. Ο όμιλος Άνχελ είχε πρόσφατα αποκτήσει μια τράπεζα στο Λονδίνο, που οι Νιούμπερι ήξεραν πολύ καλά. «Ω Θεέ μου», είπε ξέπνοη, καθώς συνειδητοποιούσε τι συνέβαινε. «Εσένα ήρθαμε να συναντήσουμε στη Μαρμπέλα και να κουβεντιάσουμε για τα χρέη, έτσι δεν είναι;» Εκείνος δεν απάντησε. Δε χρειαζόταν. Η απάντηση ήταν ήδη γραμμένη στα χαρακτηριστικά του. Η Καρολάιν στάθηκε ανήμπορη, κοιτάζοντας την εικόνα του Λουίς Βάσκες, του ακαταμάχητου εραστή, να διαλύεται μπροστά στα μάτια της. Ακόμα και του Λουίς, του ανελέητου επαγγελματία παίκτη που είχε κερδίσει από τον πατέρα της τεράστια ποσά. «Τι θέλεις;» ψιθύρισε αδύναμα, καθώς τα κομμάτια του παλιού Λουίς άρχισαν να ενώνονται ξανά, δημιουργώντας μια καινούρια εικόνα. Τώρα έβλεπε τον Λουίς, τον ψυχρό εκτελεστή, ο οποίος, απ’ ό,τι φαινόταν, είχε γίνει μέγας και τρανός, ενώ εκείνη και ο πατέρας της είχαν καταστραφεί. «Θέλω να καθίσεις κάτω», της απάντησε ο Λουίς. «Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Τώρα που κατάλαβες γιατί ήρθατε, μπορούμε να δουλέψουμε». Δουλειά. Η λέξη αυτή προκάλεσε ένα παγωμένο ρίγος στη σπονδυλική της στήλη. Καθώς πλησίασε στο γραφείο, ο Λουίς κάθισε στη θέση του και άνοιξε το ντοσιέ. Έβγαλε ένα χαρτί από μέσα και το έσπρωξε προς το μέρος της, τη στιγμή που καθόταν στην πολυθρόνα απέναντί του. «Πες μου αν συμφωνείς μ’ αυτά που είναι γραμμένα εδώ», της είπε. Τα μάτια της πετάρισαν σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί. Πήρε το χαρτί με χέρια που έτρεμαν και πίεσε τον εαυτό της να το διαβάσει. Καταχωρισμένα με τάξη και ακρίβεια ήταν τα ποσά που ήδη ήξερε ότι χρωστούσαν, όπως και πολλά άλλα που δε γνώριζε αλλά που δεν αμφέβαλε στιγμή ότι ήταν αλήθεια, καθώς δίπλα στο καθένα από αυτά υπήρχε φαρδιά πλατιά η υπογραφή του πατέρα της. Το τελικό ποσό ήταν τόσο μεγάλο, που ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. «Μπορώ να έχω λίγο νερό, σε παρακαλώ;» είπε με δυσκολία. Χωρίς να πει λέξη, ο Λουίς σηκώθηκε και πήγε σ’ ένα μπαρ από λακαρισμένο ξύλο που υπήρχε σε μια γωνιά. Επέστρεψε μ’ ένα ποτήρι παγωμένο νερό. Της το έδωσε και ξαναγύρισε στη θέση του. «Δεν μπορούμε να σε πληρώσουμε, Λουίς», του είπε εκείνη, μόλις ξαναβρήκε τη φωνή της, «Δηλαδή, δεν μπορούμε να σου τα δώσουμε όλα». «Το ξέρω», απάντησε ο Λουίς. Καταπίνοντας με δυσκολία, η Καρολάιν ήπιε μερικές ακόμα γουλιές νερό. «Αν αρνηθείς να παίξετε χαρτιά απόψε, θα σου δώσουμε τα χρήματα που κέρδισε ο πατέρας μου στο καζίνο, συν ένα μικρό
ποσό που έχω εγώ. Έτσι θα ξεπληρώσουμε ένα μέρος από το χρέος». Σταγόνα στον ωκεανό, σε σχέση με το σύνολο, σκέφτηκε με πικρία. «Το προγραμματισμένο παιχνίδι και αυτό εδώ είναι δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα», είπε εκείνος. «Δεν μπερδεύω ποτέ τη δουλειά με τη διασκέδαση, Καρολάιν. Καταλαβαίνεις;» Όχι, δεν καταλάβαινε! «Μα υπάρχει τρόπος να ξεπληρώσουμε ένα μέρος από το χρέος, Λουίς!» φώναξε, πετώντας του το αναθεματισμένο χαρτί. «Κι εσύ θέλεις να παίξεις χαρτιά, έτσι για την πλάκα σου; Πού είναι ο επαγγελματισμός σ’ αυτό;» Γερμένος πίσω στην καρέκλα του, ο Λουίς δεν καταδέχτηκε να κοιτάξει το χαρτί, που κυμάτισε στον αέρα καταλήγοντας στην ποδιά του. «Πού βρήκες εσύ τα λεφτά;» τη ρώτησε, διατηρώντας την κουβέντα στο θέμα που ήθελε. Εκείνη αναστέναξε. «Δε σε αφορά», μουρμούρισε. Σηκώθηκε όρθια και άρχισε ν’ απομακρύνεται από το γραφείο. «Με αφορά, αν δανείστηκες από τον ένα για να πληρώσεις τον άλλο για παράδειγμα. Αυτό μεγαλώνει το συνολικό ποσό, δεν το μικραίνει». «Έχω χρήματα από την κληρονομιά που μου άφησε η μητέρα μου», του είπε διστακτικά η Καρολάιν. «Όχι, δεν έχεις». «Τι...» Ξαφνιασμένη από τη σιγουριά του, η Καρολάιν γύρισε και τον κοίταξε. Αυτόματα ένιωσε να δέχεται επίθεση. Ήταν το βλέμμα του και η έκφραση ότι ήξερε την αλήθεια που την πτοούσαν. «Τα χρήματα της μητέρας σου πλήρωσαν παλιά χρέη», συνέχισε ο Λουίς. «Μετά απ’ αυτό, άρχισες να πουλάς την περιουσία της οικογένειας κομμάτι κομμάτι, μέχρι που έμειναν ελάχιστα πράγματα που να αξίζει να πουληθούν. Ύστερα ακολούθησε μια περίοδος ηρεμίας, όπου ο πατέρας σου ήταν συγκρατημένος ή, τουλάχιστον, έτσι νόμιζες. Όταν ξανάρχισε, άρχισες κι εσύ να πουλάς μικρά κομμάτια γης στα όρια της ιδιοκτησίας σας σε πλούσιους επιχειρηματίες που ήθελαν να χτίσουν εξοχικά. Αλλά το συμβούλιο σε σταμάτησε, υποστηρίζοντας ότι έτσι παραβιάζεται ο νόμος κληροδοτημάτων ή κάτι τέτοιο. Λοιπόν, τι έμεινε να πουληθεί, Καρολάιν; Το πατρικό σπίτι, που είναι ήδη υποθηκευμένο; Ή μήπως σκέφτεσαι να με πληρώσεις με την προμήθεια που παίρνεις δουλεύοντας για λογαριασμό εκείνων των διακοσμητικών εσωτερικών χώρων στο Λονδίνο, που σου δίνουν ψίχουλα για να βρίσκεις αυθεντικά κομμάτια και έργα τέχνης, για να διακοσμούν τα σπίτια των πλούσιων πελατών τους;» Η Καρολάιν ένιωσε σαν να είχε γίνει ένα μικρό και ασήμαντο μυρμήγκι. Ποτέ στη ζωή της δεν είχε αισθανθεί τόσο ταπεινωμένη. «Λοιπόν, Καρολάιν;» επέμεινε ο Λουίς. «Τι έχει μείνει, που θα έπειθε μια οποιαδήποτε τράπεζα να σου δώσει δάνειο στο ύψος των χρεών σας; Μήπως ο εαυτός σου;» πρόσθεσε μελιστάλαχτα. «Σκέφτεσαι να εκδοθείς σε πλειστηριασμό, για να μπορεί ο πατερούλης σου να ικανοποιεί το πάθος του;» «Σταμάτα! Σταμάτα! Σταμάτα!» φώναξε η Καρολάιν. Δεν μπορούσε ν’ ακούει άλλο. Τον κοίταξε κατάχλομη, ανίκανη να καταλάβει γιατί γινόταν τόσο σκληρός. «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά; Πόσο καιρό τα μαζεύεις;» ρώτησε και του έδειξε το ντοσιέ που ήταν μπροστά του. «Όταν έχεις λεφτά, μαθαίνεις ό,τι θες, όποτε το θες». «Και αυτό σου δίνει το δικαίωμα να κατασκοπεύεις τη ζωή μου; Γιατί, Λουίς, γιατί; Τι έκανα για να θέλεις να με κυνηγήσεις μ’ αυτόν το φριχτό τρόπο; Εσύ ήσουν που με χρησιμοποίησες, το ξέχασες;»
του είπε με πόνο. «Λεηλάτησες το κορμί μου, ικανοποιώντας τον πόθο σου και μετά πήγες να ικανοποιήσεις και τον άλλο σου πόθο, παίζοντας χαρτιά με τον πατέρα μου!» «Δε θέλω να μιλήσω γι’ αυτό», είπε εκείνος, σφίγγοντας τα δόντια του. Ξαφνικά τινάχτηκε όρθιος, τεντωμένος, σαν κι εκείνη, οργισμένος, σαν κι εκείνη, πικραμένος, σαν κι εκείνη. «Θαυμάσια!» του πέταξε η Καρολάιν. «Όταν πρόκειται για τα δικά σου σφάλματα δε θες να μιλάς! Από την άλλη, με εξαιρετική ικανοποίηση αναφέρεις τα δικά μου. Έχεις μάλιστα το θράσος να με αποκαλείς πόρνη!» «Το είπα σαν πιθανότητα, όχι σαν γεγονός», τη διόρθωσε ο Λουίς. Είχε χλομιάσει, μια χλομάδα που έκανε την Καρολάιν να καταλάβει ότι είχε αγγίξει μια ευαίσθητη χορδή μέσα του. «Ξέρουμε και οι δύο ποιος πουλήθηκε, Λουίς!» του είπε οργισμένη. «Ξέρουμε και οι δύο ότι με πήγες στο κρεβάτι μόνο και μόνο για να μην προσέχω τον πατέρα μου!» «Εντάξει, ας τα πούμε έξω από τα δόντια, αφού το θες», είπε ο Λουίς και, κάνοντας το γύρο του γραφείου του, άρχισε να την πλησιάζει. Η Καρολάιν ήθελε να κάνει πίσω, αλλά είχε παγώσει. Ο Λουίς στάθηκε μπροστά της, τεράστιος και απειλητικός. «Πιστεύεις ότι πουλήθηκα πριν από εφτά χρόνια για τα χρήματα». Ω, ναι, τα λόγια της είχαν χτυπήσει μια πολύ ευαίσθητη χορδή μέσα του. «Ωραία, για να δούμε, λοιπόν, ποιος από τους δυο μας μπορεί να σκαλίσει το χρόνο. Άκου τη συμφωνία, Καρολάιν. Κοιμήσου μαζί μου απόψε και δε θα παίξω χαρτιά με τον πατέρα σου. Αυτό είναι. Ή το δέχεσαι ή όχι». Να κοιμηθεί μαζί του; Ήταν πολύ τυχερός που δεν τον είχε χαστουκίσει. «Εσύ δεν είπες ότι δεν ανακατεύεις τη δουλειά με τη διασκέδαση;» του πέταξε αηδιασμένη. «Όχι, όχι», είπε ο Λουίς. «Εδώ πρόκειται για διασκέδαση με διασκέδαση», πρόσθεσε χαμογελώντας σαρκαστικά. «Πήγαινε στο διάβολο», του είπε η Καρολάιν και, κάνοντας μεταβολή, προσπάθησε να φύγει από κει μέσα το συντομότερο δυνατό. «Η προσφορά ισχύει μέχρι ν’ ανοίξεις την πόρτα», της είπε ο Λουίς βιαστικά. Η Καρολάιν σταμάτησε. Η καρδιά της όμως συνέχισε να χτυπά δυνατά. Αυτή τη φορά εκτόνωσε την οργή της εντελώς διαφορετικά. Στράφηκε και τον κοίταξε. Ο Λουίς δε χρειάστηκε λόγια για να καταλάβει την απάντησή της. Τη δέχτηκε με μια αδιάφορη κίνηση. «Όλοι έχουν μια τιμή, Καρολάιν», της είπε μελιστάλαχτα. «Απλά προσπαθώ να βρω τη δική σου, αυτό είναι όλο...» «Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ γι’ αυτό», του απάντησε ξέπνοη. «Θέλεις να μου πεις ότι θα σου είναι δύσκολο να έρθεις στο κρεβάτι μαζί μου;» τη ρώτησε ήρεμα. Η παγωνιά που ένιωθε η Καρολάιν έδωσε τη θέση της στην αμηχανία. Μετά απ’ ό,τι είχε γίνει στην πισίνα, δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι δεν ήθελε να κοιμηθεί μαζί του. Ένα φως άρχισε ξαφνικά ν’ αναβοσβήνει στη συσκευή που ήταν πάνω στο γραφείο. Ήταν μια στιγμιαία σωτηρία. Έτσι απέφυγε να πάρει τη χειρότερη απόφαση στη ζωή της. Ο Λουίς κάθισε ξανά στο γραφείο του και πάτησε το κουμπί. «Ναι», είπε κοφτά. «Είναι ώρα να πηγαίνουμε». Ήταν η ίδια βαθιά φωνή που είχε ακούσει και στην πισίνα. Ο Λουίς κοίταξε με μισόκλειστα μάτια την Καρολάιν. Εντελώς απρόσμενα, εκείνη άρχισε να τρέμει τόσο, που αναγκάστηκε να καθίσει. Πλησίασε την καρέκλα και αφέθηκε να πέσει βαριά πάνω της. «Σε δυο λεπτά, Βίτο...» είπε ο Λουίς και έκλεισε τη γραμμή. Η Καρολάιν τον κοίταξε απελπισμένη, ξέροντας ότι περίμενε να την ακούσει να του παραδίδεται.
Τράβηξε με κόπο το βλέμμα της από το δικό του. Δεν άντεχε να τον βλέπει τη στιγμή που θα του παραδινόταν. Τότε το είδε. «Θεέ μου», είπε, παρατηρώντας το σκορπιό που ήταν στον τοίχο πίσω του. Ο πίνακας ήταν τόσο ρεαλιστικός, που τραβήχτηκε από ένστικτο πίσω για ν’ αποφύγει το χτύπημά του. «Λουίς... αυτό το πράγμα είναι φοβερό!» «Αποτελεσματικό όμως». Η Καρολάιν θυμήθηκε ότι η πρώτη δική του δουλειά ήταν ένα κλαμπ στη Νέα Υόρκη, που το είχε ονομάσει, όπως της είχε πει μάλλον αυθάδικα, Σκορπιό. Ήταν ένα μαγαζί που είχε αγοράσει από έναν ηλικιωμένο φίλο του, που η ευαίσθητη υγεία του τον είχε αναγκάσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Δυο χρόνια μετά ο Λουίς το είχε πουλήσει σε κάποιον επιχειρηματία, για ένα ποσό που του είχε επιτρέψει ν’ ακολουθήσει άλλη κατεύθυνση στη ζωή του. Ο σκορπιός όμως πρέπει να τον επηρέαζε ακόμα, για να τον έχει στο γραφείο του. Ή μήπως ήταν κάτι περισσότερο; Μήπως ήταν μια προειδοποίηση ότι ο ψηλόλιγνος, εκλεπτυσμένος άντρας είχε μια πλευρά καταλυτική και θανατηφόρα, σαν την ουρά του σκορπιού; Ξαναγυρίζοντας το βλέμμα της πάνω του, διαπίστωσε ότι την κοιτούσε χαμογελώντας. Η έκφρασή του έδειχνε ότι ήξερε τι σκεφτόταν και το διασκέδαζε. «Ο σκόρπιός χτυπά το θύμα του γρήγορα και τελεσίδικα, Λουίς», είπε επιφυλακτικά η Καρολάιν. «Αυτό που προτείνεις εσύ δεν είναι ούτε γρήγορο ούτε τελεσίδικο». «Το σεξ ανάμεσα σε δυο ανθρώπους που θέλουν ο ένας τον άλλο σαν τρελοί; Ελπίζω όχι», αποκρίθηκε εκείνος και έβαλε χαμογελώντας το ντοσιέ ξανά μέσα στο συρτάρι. Έπειτα σηκώθηκε όρθιος. «Ωραία», είπε κοφτά. «Πάμε τώρα». Πάμε; Η Καρολάιν ανατρίχιασε. «Μα δε συμφώνησα μαζί σου!» διαμαρτυρήθηκε. «Το αποφασίζεις αργότερα», απάντησε εκείνος κι ύστερα έκανε το γύρο του γραφείου και την πλησίασε. «Δεν έχουμε καιρό ν’ ασχοληθούμε μ’ αυτό τώρα». Και μ’ αυτά τα λόγια την τράβηξε να σηκωθεί όρθια και τη συνόδεψε στην πόρτα. Σε χρόνο μηδέν βρέθηκαν έξω στο σκοτάδι, πριν εκείνη προλάβει να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Έξω από την είσοδο περίμενε μια BMW με αναμμένη τη μηχανή. Ο Λουίς άνοιξε την πίσω πόρτα, βοήθησε την Καρολάιν να μπει μέσα κι ύστερα έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε δίπλα της. Μόλις έκλεισε η πόρτα, το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Στο τιμόνι καθόταν ένας άντρας, πίσω από το σκούρο τζάμι που υπήρχε ανάμεσα στο μπροστινό και το πίσω κάθισμα. «Πού πάμε;» «Θα δεις». Ήταν αργά, αλλά από το παράθυρο της BMW η Καρολάιν έβλεπε τον κόσμο να κυκλοφορεί στους φωτισμένους δρόμους της Μαρμπέλα. Άλλοι πήγαιναν σε κλαμπ ή σε κάποιο εστιατόριο και άλλοι έκαναν απλώς μια νυχτερινή βόλτα. Η Καρολάιν είχε χρόνια να το κάνει αυτό. Είχε χρόνια να νιώσει έτσι ανέμελα. Χρόνια ζούσε μέσα σ’ ένα γκρίζο σύννεφο, χωρίς ξαστεριά. Χρόνια πρόσεχε τον πατέρα της με το πρόβλημά του, ξέροντας ότι, αν δεν το έκανε εκείνη, δε θα το έκανε κανείς. «Καλά είναι», είπε ο Λουίς δίπλα της, σαν να είχε διαβάσει τη σκέψη της. «Σταμάτα ν’ ανησυχείς γι’ αυτόν». Η Καρολάιν γέλασε ειρωνικά. Πώς να μην ανησυχείς αυτόν; Ο πατέρας της ήταν πιστός μόνο στη μητέρα της. Και μάλιστα το πρόβλημα με τον τζόγο είχε παρουσιαστεί μετά το θάνατό της. Του έλειπε πολύ και είχε βρει κάτι για να ξεχνά τον πόνο του.
Ή τουλάχιστον έτσι ήταν στην αρχή. Τώρα; Την απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση την ήξερε ήδη. Το αυτοκίνητο άρχισε ν’ ανηφορίζει στον κόλπο, προς τη μεριά μιας περιοχής με ιδιόκτητες βίλες. Η Καρολάιν ήξερε πολλούς που είχαν σπίτια σ’ εκείνη την περιοχή. Κάποτε συνήθιζε να κάνει εκεί τις καλοκαιρινές της διακοπές, μακριά από την ένταση και τους περιορισμούς του σχολείου. Είχε και εδώ πολλούς φίλους, όπως είχε και στην Αγγλία. Τώρα με δυσκολία μπορούσε να θυμηθεί κάποιον. Και ριγούσε σύγκορμη στην ανάμνηση της τελευταίας της επίσκεψης στη Μαρμπέλα. Το αυτοκίνητο έστριψε απότομα δεξιά και πέρασε μέσα από μια ανοιχτή πύλη, ακολουθώντας το ιδιωτικό μονοπάτι που οδηγούσε στην είσοδο μιας βίλας, που ήταν χτισμένη στο στυλ των ισπανικών σπιτιών, δηλαδή σε ένα επίπεδο. Πέρασαν μια πέτρινη καμάρα και κατέληξαν στο κεντρικό προαύλιο. Μόλις το αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά σε μια απίστευτα μεγάλη είσοδο, ο Λουίς βγήκε αμέσως έξω και πήγε από τη μεριά της Καρολάιν για να τη βοηθήσει να βγει. «Τι είναι εδώ;» τον ρώτησε εκείνη, κοιτάζοντας τους λευκούς τοίχους με τις αναρριχώμενες κληματαριές. Αυτό όμως που τράβηξε περισσότερο την προσοχή της ήταν τα αυτοκίνητα που ήταν παρκαρισμένα εκεί. Αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι εκεί και αυτό με τη σειρά του σήμαινε... «Λουίς!» διαμαρτυρήθηκε, όταν εκείνος την έπιασε από το χέρι και την τράβηξε προς την είσοδο. «Τι συμβαίνει;» «Έχουμε πάρτι». Μήπως έχω αρχίσει να χάνω τα λογικά μου; αναρωτήθηκε η Καρολάιν. Πρώτα της είχε... χαρίσει το χειρότερο βράδυ της ζωής της και μετά την είχε πάει σε πάρτι; «Αποκλείεται», είπε, σφίγγοντας τα χείλη της. «Δεν πάω σε πάρτι. Και οπωσδήποτε δεν μπορώ να πάω έτσι!» Ο Λουίς γύρισε και την κοίταξε. Στα μάτια του έλαμψε ξαφνικά μια φλόγα. «Η εμφάνισή σου είναι πολύ αισθησιακή», είπε με φωνή βραχνή. Αισθησιακή; Παραλίγο να βάλει τα γέλια. «Αυτό είναι το καλύτερο ψέμα που μου είπες σήμερα!» σχολίασε. «Τα μαλλιά μου είναι χάλια μετά το κολύμπι, το μακιγιάζ μου έχει χαλάσει, η επιδερμίδα μου μυρίζει χλώριο από την πισίνα και δε φοράω σουτιέν!» Ο Λουίς χαμογέλασε. Ήταν ένα αναμφισβήτητα σέξι χαμόγελο. «Το ξέρω. Ήμουν κι εγώ εκεί, το ξέχασες;» Το χαμόγελό του την αποδιοργάνωσε. Ήταν το ίδιο χαμόγελο που είχε και τότε που ήταν εραστές, τότε που περνούσαν τόσο όμορφα μαζί, που η Καρολάιν θα έκοβε τη γλώσσα όποιου τολμούσε να της πει ότι ο Λουίς τη χρησιμοποιούσε! Ήθελε να του χαμογελάσει κι εκείνη, να γίνει η παλιά Καρολάιν, που χαιρόταν τη ζωή και δεν είχε καμιά έγνοια. Το χέρι της στριφογύρισε μέσα στο δικό του, εκείνος όμως το έσφιξε, λες και φοβόταν ότι ήθελε να το τραβήξει. «Λουίς...» τον ικέτεψε η Καρολάιν, απευθυνόμενη στον άνθρωπο που ήξερε παλιά. Ήταν σαν να έβλεπε το βούτυρο να γίνεται πέτρα. «Αν έχεις σκοπό να με παρακαλέσεις, μην μπαίνεις στον κόπο. Αυτό το στάδιο το έχουμε ξεπεράσει κατά πολύ». Αλήθεια, πότε είχε γίνει αυτό; Πότε τη φιλούσε παθιασμένα στην πισίνα; Ο άντρας που της είχε παραδοθεί είχε καταφέρει ν’ αλλάξει αστραπιαία, έτσι ώστε να παραμένει ψυχρός και αδιάφορος στις ικεσίες της γυναίκας που πριν από λίγο κρατούσε στην αγκαλιά του. «Απ’ ό,τι καταλαβαίνω, οι διαπραγματεύσεις τέλειωσαν», του είπε με φωνή μαγκωμένη.
Ο Λουίς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Το μόνο που θέλω από σένα τώρα είναι ένα απλό ναι ή όχι στην πρότασή μου». «Στον εκβιασμό σου, εννοείς», του απάντησε αδύναμα εκείνη. «Εντάξει, στον εκβιασμό μου», είπε ο Λουίς κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση και την τράβηξε μέσα σ’ ένα τεράστιο χολ, σχεδόν ολόκληρο από λευκό μάρμαρο. Δεξιά και αριστερά υπήρχαν διάδρομοι που οδηγούσαν σε διάφορες πτέρυγες της βίλας. Ο Λουίς την οδήγησε στο δωμάτιο που ήταν ακριβώς δίπλα από το χολ. «Σε ποιον ανήκει το σπίτι;» τον ρώτησε τεντωμένη. «Θέλω να ξέρω τίνος τη φιλοξενία καταχρώμαι με το να έρθω στο πάρτι του σ’ αυτά τα χάλια». «Μη σε απασχολεί. Τη δική μου φιλοξενία καταχράσαι», της απάντησε ο Λουίς. Ήταν άλλο ένα σοκ μέσα στα τόσα που είχε δοκιμάσει εκείνο το βράδυ. Θυμήθηκε τον Λουίς πριν από εφτά χρόνια, που της έλεγε ότι έμενε σε ξενοδοχεία. «Τα σπίτια είναι για οικογένειες κι εγώ δεν έχω οικογένεια», της είχε πει αδιάφορα, αλλά το θολό βλέμμα του της είχε φανερώσει ότι στην πραγματικότητα δεν ένιωθε διόλου την ίδια αδιαφορία. Ήταν μια ανάμνηση που της έφερε μια άλλη ερώτηση. «Δεν είσαι παντρεμένος, έτσι;» Καθώς άνοιγε την πόρτα, ο Λουίς ξέσπασε σε γέλια. Απροετοίμαστη, η Καρολάιν ένιωσε την καρδιά της να βουλιάζει στην απελπισία μ’ αυτό που αντίκρισε. Ήταν ένα ωραίο δωμάτιο, επιπλωμένο σύμφωνα με την ισπανική αρχιτεκτονική. Αλλά δεν ήταν το δωμάτιο που την έκανε να παγώσει ούτε οι δέκα άνθρωποι που γύρισαν προς τη μεριά τους. Η κομψότητά τους την έκανε να μισοκρυφτεί πίσω από τον Λουίς, ενώ το χέρι της ανέβηκε αυθόρμητα στ’ ανακατεμένα μαλλιά της. Δεν ήταν όμως ούτε αυτό που τη γέμισε απελπισία. Ήταν το τραπέζι με την τσόχα. Δίπλα στεκόταν ο κρουπιέρης, που μετρούσε μεθοδικά μάρκες και τις τοποθετούσε σε στοίβες σ’ ένα ξεχωριστό τραπέζι. «Πού είναι;» ψιθύρισε, συνειδητοποιώντας τι είχε ετοιμάσει ο Λουίς. «Σε μια κρεβατοκάμαρα», της απάντησε εκείνος, χωρίς να μπει στον κόπο να κάνει τον ανήξερο. «Ξεκουράζεται, πριν ξεκινήσουμε». Πριν ξεκινήσουμε... Οι λέξεις αυτές αντήχησαν στην παγωμένη ψυχή της, καθώς κοίταξε τους ανθρώπους που τους παρατηρούσαν σιωπηλά, περιμένοντας τον Λουίς να κάνει τις συστάσεις. Η Καρολάιν όμως δεν ήθελε να συστηθεί. Η σκέψη και μόνο όλης αυτής της παράστασης την αηδίαζε. Για να βρίσκονται εκεί, σίγουρα όλοι αυτοί ήταν τζογαδόροι, σαν τον πατέρα της. Σαν αυτόν που στεκόταν δίπλα της. Ήρθε η ώρα των αποφάσεων, είπε μέσα της. Τώρα, πριν τα πράγματα γίνουν χειρότερα! Χωρίς να σκεφτεί άλλο τι πήγαινε να κάνει, γύρισε και στάθηκε μπροστά στον Λουίς. «Εντάξει», του είπε. «Εντάξει, τι;» τη ρώτησε εκείνος και την κοίταξε συνοφρυωμένος. «Εντάξει, θα κοιμηθώ μαζί σου», ψιθύρισε η Καρολάιν και τα παγωμένα δάχτυλά της τον έπιασαν δυνατά από το μανίκι. «Τώρα», πρόσθεσε. «Θα πάμε να το κάνουμε τώρα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Η ξαφνική ένταση του Λουίς φανέρωσε στην Καρολάιν ότι είχε καταφέρει να τον σοκάρει, αλλά δεν την ένοιαζε. Ήθελε να φύγει από κείνο το δωμάτιο και να κρατήσει μακριά τον πατέρα της, μ’ όποιον τρόπο μπορούσε. Τα χέρια του Λουίς την έπιασαν άγρια από τους ώμους. «Καρολάιν...» «Όχι!» τον διέκοψε εκείνη σχεδόν με ένα λυγμό. Τα χείλη της έτρεμαν ασυγκράτητα και ο λαιμός της είχε κλείσει. «Μου είπες ότι οι διαπραγματεύσεις τέλειωσαν. Ήθελες την απάντησή μου. Την πήρες. Θέλω να φύγω από δω μέσα, τώρα!» Ο Λουίς ένιωσε το στήθος του να φουσκώνει από ένα βαθύ αναστεναγμό και τα δάχτυλά του σφίχτηκαν. «Ανόητη!» μουρμούρισε και αλλάζοντας αμέσως ύφος στράφηκε προς το ακροατήριο. «Ζητώ συγνώμη, αλλά, απ’ ό,τι φαίνεται έφερα σε δύσκολη θέση τη συνοδό μου. Παρακαλώ, συνεχίστε τη διασκέδασή σας όσο εγώ θα πάω να την ηρεμήσω και να την ξαναφέρω πίσω». Μουρμουρητά έκπληξης απλώθηκαν στο δωμάτιο. Ο Λουίς συνέχισε να χαμογελά μέσα από τα σφιγμένα δόντια του. Τράβηξε τα χέρια του από τους ώμους της Καρολάιν και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τη μέση της. Μετά την οδήγησε προς την πόρτα. Άνοιξε, βγήκαν έξω και την ξανάκλεισε πίσω τους. Ήταν έξαλλος μαζί της που είχε δημιουργήσει σκηνή. Η Καρολάιν το ήξερε, αλλά τώρα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Η σοβαρότητα της κατάστασης, η απόφαση που είχε πάρει μέσα στον πανικό της, έσφιγγαν σαν ατσάλινο στεφάνι την καρδιά της. Ούτε λέξη δεν έβγαινε από το στόμα της. Σκυθρωπός, σαν να προσπαθούσε να συνετίσει ένα άτακτο παιδί, ο Λουίς την οδήγησε στον απέναντι διάδρομο. Άνοιξε μια πόρτα και μπήκαν σε μια κρεβατοκάμαρα. Ήταν κομψά επιπλωμένη, όπως και το άλλο δωμάτιο. Μόνο που εδώ, αντί για τραπέζι με πράσινη τσόχα, δέσποζε στο χώρο ένα τεράστιο κρεβάτι. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Η Καρολάιν στάθηκε μπροστά στην κλειστή πόρτα, με το κεφάλι ψηλά, περιμένοντας να δει τι θα ακολουθούσε. Θα τη διέταζε να γδυθεί και να ξαπλώσει στο κρεβάτι; Ή πρώτα θα εκτονωνόταν, ξεστομίζοντας βίαια ό,τι είχε μέσα του; Έτσι όπως στεκόταν με την πλάτη του γυρισμένη προς το μέρος της. Δεν μπορούσε να δει το πρόσωπό του, αλλά ένιωθε την έντασή του. Από μια μεριά ένιωθε ικανοποίηση στη διαπίστωση ότι είχε καταφέρει να ταράξει τον ακλόνητο Λουίς Βάσκες. Τελικά η σιωπή έσπασε από το βαθύ αναστεναγμό του. Ύστερα ο Λουίς έβαλε το χέρι του στην τσέπη του. Όταν το έβγαλε κρατούσε τη βραδινή της τσάντα. Την πέταξε σε μια καρέκλα. Η Καρολάιν την είχε ξεχάσει. Μετά εκείνος έβγαλε και το μεταξωτό μαύρο σουτιέν της, που είχε επίσης ξεχάσει. Τώρα όμως που το έβλεπε ριγμένο πάνω στην τσάντα της, θυμήθηκε με οδύνη τις σκηνές που είχαν διαδραματιστεί στην πισίνα, Ο Λουίς έβγαλε το σακάκι του και το άφησε πάνω στο κρεβάτι. Φαρδιοί ώμοι, ηλιοκαμένος λαιμός κι ένα λευκό πουκάμισο από φίνο λινό, που της επέτρεπε να διακρίνει τη μελαχρινή επιδερμίδα του
από μέσα. Η καρδιά της σκίρτησε, το στόμα της στέγνωσε. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Η ανάσα της κόπηκε. Η φωνή της δεν έβγαινε από το στόμα της. Είχε παίξει το τελευταίο χαρτί της. Τώρα ήταν σειρά του Λουίς να παίξει. «Έχεις ένα τέταρτο στη διάθεσή σου για να κάνεις ό,τι χρειάζεται ώστε να μπορείς ν’ αντικρίσεις τους προσκεκλημένους μου χωρίς τρόμο». Η εντολή του ήταν σαν χαστούκι. Περίμενε οργή, περίμενε αποπλάνηση, περίμενε ίσως και τα δύο. Αλλά σίγουρα δεν περίμενε αυτή την παγερή περιφρόνηση. Το πιγούνι της ανασηκώθηκε ακόμα πιο ψηλά και τα μάτια της στο χρώμα του αμέθυστου έλαμψαν απείθαρχα. «Μα δε θέλω ν’ αντικρίσω τους προσκεκλημένους σου», του είπε. «Θα το κάνεις όμως». «Δεν έχουν καμιά σχέση μ’ αυτό που ήρθαμε να κάνουμε!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Ο Λουίς στράφηκε και πήγε σε μια τεράστια ντουλάπα, που έφτανε μέχρι το ταβάνι. «Εξάλλου, δεν ήταν αυτοί που με τρόμαξαν», πρόσθεσε η Καρολάιν, ακολουθώντας τον. «Ήταν το τραπέζι με την τσόχα που σε περιμένει να καταστρέψεις τον πατέρα μου!» «Δηλαδή, πιστεύεις ότι θα τον νικήσω», παρατήρησε εκείνος, ανοίγοντας ένα φύλλο της ντουλάπας. Η Καρολάιν κοντοστάθηκε. «Είτε τον νικούσες είτε όχι, τώρα δεν έχει καμιά σημασία!» Παρά την οργή, ο τόνος της φωνής της φανέρωνε μια αμυδρή ανυπομονησία. «Κάναμε μια συμφωνία. Αν κοιμηθώ μαζί σου, δε θα παίξεις με τον πατέρα μου! Εσύ το πρότεινες! Κι εγώ απλώς συμφώνησα!» Βγάζοντας ένα βραδινό σακάκι από την ντουλάπα, ο Λουίς της έριξε μια ματιά, μετά κοίταξε το κρεβάτι κι ύστερα χαμογέλασε. Ήταν ένα χαμόγελο που θα μπορούσε να παγώσει ακόμα και ορμητικό ποτάμι. «Η συμφωνία μόλις άλλαξε», της είπε μαλακά και φόρεσε το σακάκι του, αφήνοντάς την εμβρόντητη. «Δεν καταλαβαίνω...» τραύλισε εκείνη. «Τι εννοείς;» Ο Λουίς το επανέλαβε μαλακά, ισιώνοντας τις λευκές μανσέτες με τα χρυσά μανικετόκουμπα. «Η συμφωνία μόλις άλλαξε». «Μα... δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Ο Λουίς γύρισε και την κοίταξε. «Και πώς θα με εμποδίσεις;» «Μα... έχω ήδη συμφωνήσει σ’ αυτό που μου πρότεινες. Τι άλλο θέλεις από μένα;» Ο Λουίς στάθηκε μπροστά σ’ έναν καθρέφτη με χρυσή κορνίζα, που ήταν δίπλα σε μια τουαλέτα από ξύλο τριανταφυλλιάς και ίσιωσε το παπιγιόν του. Τα σκούρα, ψυχρά μάτια του συνάντησαν τα δικά της. Η Καρολάιν κράτησε την ανάσα της. «Γάμο», είπε εκείνος απλά. Δευτερόλεπτα, λεπτά, μια αιωνιότητα, η Καρολάιν δεν κατάλαβε πόση ώρα έμεινε εκεί να τον κοιτάζει ακίνητη, σαν να ήταν από άλλο πλανήτη. Μετά γέλασε νευρικά. «Προφανώς αστειεύεσαι». Η έκφρασή του όμως έδειχνε ότι δεν αστειευόταν καθόλου. Το εννοούσε. Γάμο. Ο Λουίς ήθελε γάμο. Μαζί της. Χωρίς να του πει λέξη, στράφηκε και προχώρησε προς την πόρτα της κρεβατοκάμαρας. Το πράγμα είχε προχωρήσει πολύ, είχε ξεφύγει από τον έλεγχο... «Το έχουμε ξαναζήσει αυτό, Καρολάιν, αλλά ευχαρίστως να ξαναπαίξω τη σκηνή, αν το θες...» ακούστηκε η φωνή του Λουίς πίσω της. «Βγες, λοιπόν, από αυτή την πόρτα και θα παίξω με τον πατέρα σου πόκερ...»
Τα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από το μπρούντζινο πόμολο κι έκανε να το γυρίσει, αλλά έχασε τις δυνάμεις της. Γύρισε αργά και έγειρε πάνω στην κλειστή πόρτα, κοιτάζοντας τον Λουίς που ακουμπούσε στην τουαλέτα, με τα χέρια στις τσέπες του παντελονιού και τα πόδια σταυρωμένα στους αστραγάλους. «Έχεις κάποιο σοβαρό λόγο που μου κάνεις αυτή την πρόταση;» τον ρώτησε με φωνή που έτρεμε. Οι βλεφαρίδες του πετάρισαν, κρύβοντας τα σκούρα μάτια του, που γλίστρησαν πάνω της. «Ναι», της απάντησε. Τα χείλη της Καρολάιν σφίχτηκαν. «Μπορώ να τον μάθω;» «Όχι, αν δε συμφωνήσεις πρώτα», της είπε εκείνος. «Και ίσως να μην τον μάθεις ούτε τότε. Εξαρτάται από το πώς θα συμφωνήσεις». «Εσύ πώς θέλεις να συμφωνήσω;» τον ρώτησε μελιστάλαχτα. Είχε αρχίσει να θυμώνει με τον τρόπο που την ανάγκαζε να του εκμαιεύει τις απαντήσεις. Ένα χαμόγελο άνθισε στα χείλη του. Ένα ξερό χαμόγελο σαν απάντηση στο σαρκασμό της. «Για αρχή, κάνει ένα απαλό ναι. Αλλά, αν σε ακούσω να λες ναι, γιατί δεν μπορείς να φανταστείς τη ζωή σου χωρίς εμένα, θα μου είναι αρκετό». «Και τι πιθανότητες έχω να μην αλλάξεις ξανά τη συμφωνία, μέχρι να τελειώσεις μαζί μου;» τον ρώτησε η Καρολάιν. «Να τελειώσω μαζί σου; Δεν τίθεται τέτοιο θέμα. Μην ξεχνάς ότι είμαι Ισπανός και οι Ισπανοί παντρεύονται μια φορά στη ζωή τους. Να το έχεις υπόψη σου, όσο θα το σκέφτεσαι. Θέλω τη ζωή σου, Καρολάιν. Και επειδή εγώ θέτω τους όρους, όχι μόνο δε θα παίξω με τον πατέρα σου απόψε, αλλά θα πληρώσω και όλα τα χρέη του, ελευθερώνοντας επιπλέον το σπίτι σας από την υποθήκη. Ταυτόχρονα θα αναλάβω να τον προσέχω εγώ. Μήπως αυτό σου χρυσώνει κάπως το χάπι;» Χρυσώνει το χάπι; Η πρόταση ήταν πολύ δελεαστική, σχεδόν έριχνε τις άμυνές της. «Αν πρόκειται για ένα γάμο ζωής, τότε γιατί διάλεξες εμένα;» τον ρώτησε, σμίγοντας τα φρύδια της. Μακάρι να καταλάβαινε τι συνέβαινε. Γιατί ήταν σίγουρη ότι κάτι συνέβαινε, κάτι που ο Λουίς δεν της το έλεγε. «Γιατί όχι;» απάντησε εκείνος, κάνοντας μια αδιάφορη κίνηση. «Είσαι όμορφη, έχεις καλή ανατροφή και θα σε ήθελε οποιοσδήποτε άντρας». «Ένα τρόπαιο, με άλλα λόγια», παρατήρησε η Καρολάιν με πικρία. «Αν το θες έτσι... Αλλά πρέπει να προσθέσω ότι μου αρέσεις πολύ, αλλιώς δε θα βρισκόσουν εδώ τώρα». Το σκληρό του χαμόγελο την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Πήρε όμως πολύ καλά το μήνυμα. Να χαίρεσαι που μου αρέσεις ακόμα, αλλιώς τώρα θα είχες μεγάλο πρόβλημα. «Ναι, θα σε παντρευτώ», είπε η Καρολάιν ήρεμα και απλά. Προς τιμήν του, ο Λουίς δεν προσπάθησε να κομπάσει για τη νίκη του. «Ωραία», είπε μόνο κι ύστερα γύρισε και έπιασε το πρώτο συρτάρι της τουαλέτας. Το χέρι του σαν να έτρεμε τη στιγμή που το άνοιγε. Όταν όμως γύρισε ξανά προς το μέρος της, είχε ανακτήσει απόλυτα την αυτοκυριαρχία του. Μπορεί και να της φάνηκε ότι έτρεμε λοιπόν. Μπορεί να ήταν και της φαντασίας της. «Τώρα έχεις δέκα λεπτά να ετοιμαστείς για τους καλεσμένους μας», της είπε. «Το μπάνιο είναι εκεί. Ρούχα θα βρεις στην ντουλάπα. Εγώ έχω να κάνω κάποια τηλεφωνήματα». Άρχισε να την πλησιάζει. Ήταν ξανά ο ψυχρός και απρόσιτος Λουίς Βάσκες, που περιφρονούσε την ιδέα ότι φάνηκε αδύναμος για μια στιγμή και άφησε να τον αγγίξει ένα ρίγος. Η Καρολάιν στεκόταν μπροστά στην πόρτα από την οποία εκείνος ήθελε, προφανώς, να βγει για να
κάνει τα τηλεφωνήματά του, αλλά δεν μπορούσε να παραμερίσει ούτε χιλιοστό για να τον αφήσει να περάσει. Ο Λουίς άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της, όμως τελικά σταμάτησε. Η Καρολάιν ένιωσε την καρδιά της να χτυπά δυνατά. Ψηλότερος από κείνη και πιο γεροδεμένος, την αποδιοργάνωνε μ’ έναν τρόπο που δεν είχε συνειδητοποιήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο Λουίς ανασήκωσε τα φρύδια του ερωτηματικά. «Μου διαφεύγει κάτι;» ρώτησε εύθυμα, μπροστά στην ανόητη άρνησή της να παραμερίσει. Η Καρολάιν κατάπιε με δυσκολία, αποφασισμένη να του πει αυτό που είχε στο μυαλό της. «Δε σου φτάνει ο πόνος που μου προκάλεσες πριν από εφτά χρόνια και θέλεις να συνεχίσεις αυτή τη βεντέτα που φαίνεται να έχεις με την οικογένειά μου;» Ο Λουίς άγγιξε το χλομό της μάγουλο. Η επιδερμίδα της φλογίστηκε, σαν να την είχε αγγίξει πυρωμένο ατσάλι. «Εφτά χρόνια πριν δε θα χρειαζόταν να κάνεις αυτή την ερώτηση», μουρμούρισε. «Εφτά χρόνια πριν νόμιζα ότι μ’ αγαπούσες», του απάντησε εκείνη με φωνή βραχνή. «Δεν ήταν όμως αγάπη, σωστά, Λουίς; Ήμουν εύκαιρη και εύκολη. Ένα διάλειμμα στις σοβαρές σου ασχολίες». Εκείνος χαμογέλασε παράξενα. «Αυτό πιστεύεις;» «Αυτό ξέρω», του απάντησε η Καρολάιν νιώθοντας ακόμα και τώρα την πικρία να την κατατρώει. Ο Λουίς έσκυψε και τα χείλη του άγγιξαν το αυτί της. «Τότε, πώς άντεξες να σε αγγίξω;» της ψιθύρισε με αισθησιακό τόνο. Το χέρι του κατηφόρισε από το μάγουλό της στο στήθος της. Το λεπτό φόρεμα δεν ήταν αρκετό για να κρύψει την ανταπόκριση του κορμιού της. Τραβήχτηκε απότομα στο πλάι, μισώντας τον εαυτό της γι’ αυτά που ένιωθε. Ο Λουίς δεν είπε τίποτα. Ούτε χρειαζόταν άλλωστε. Ήταν η απόλυτη ταπείνωση. Άνοιξε απλά την πόρτα, που τώρα ήταν ελεύθερη και βγήκε από το δωμάτιο. Μόλις έμεινε μόνη, η Καρολάιν έπεσε βαριά σε μια πολυθρόνα. Αλλά υπήρχε κάτι πάνω στην πολυθρόνα. Ανασηκώθηκε και το έπιασε. Ήταν η τσάντα της και το σουτιέν της. Τα κοίταξε συλλογισμένη. Το σουτιέν ήταν ακόμα υγρό. Η Καρολάιν σηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι όπου είχε αφήσει ο Λουίς το σακάκι του. Μόλις το πήρε στα χέρια της, την πλημμύρισε το έντονο άρωμά του. Ήταν σαν να άγγιζε εκείνον, σαν να μύριζε εκείνον, σαν να ένιωθε εκείνον. Τον ήθελε. Εκείνον... Το σακάκι, όπως και το σουτιέν της, ήταν ακόμα υγρό, γι’ αυτό και ο Λουίς είχε φορέσει άλλο. Υγρό στην τσέπη όπου είχε βάλει το σουτιέν της, υγρό στους ώμους, καθώς το είχε ρίξει πάνω της. Αναστέναξε. Ευτυχώς που ήταν μόνη και δεν την έβλεπε κανείς. Εφτά βδομάδες έρωτα μαζί του, εφτά χρόνια μίσους. Και ίσως μόλις εφτά δευτερόλεπτα μαζί του ξανά ήταν αρκετά για να καταλάβει ότι έδινε μια χαμένη μάχη. Ήταν φριχτό. Σαν να ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με το πιο κρυφό της μυστικό. Γιατί το μίσος ήταν η άλλη πλευρά της αγάπης. Έτσι δεν έλεγαν οι ρομαντικοί; Άφησε το σακάκι, το σουτιέν και την τσάντα της πάνω στο κρεβάτι και τους γύρισε την πλάτη. Τα ρούχα που της είχε πει ότι θα έβρισκε στην ντουλάπα ήταν δικά της, πράγμα που την έκανε να καταλάβει πόσο είχε μελετήσει και την τελευταία λεπτομέρεια όλου αυτού του σχεδίου. Ήταν πολύ σίγουρος για τον εαυτό του, απόλυτα βέβαιος ότι θα κατέληγε εκεί μαζί του. Στην πραγματικότητα, όλα όσα είχε φέρει στη Μαρμπέλα μαζί της βρίσκονταν τώρα μέσα σ’ εκείνο το δωμάτιο. Εκτός από τον πατέρα της. Ξαφνικά ένιωσε ανησυχία. Πού να ήταν άραγε; Ίσως να τριγύριζε στη βίλα αναζητώντας κάτι να τον ενθουσιάσει.
Η σκέψη αυτή την έκανε ν’ αλλάξει βιαστικά. Δεν έμεινε πάνω από πέντε λεπτά στο μπάνιο. Ύστερα στέγνωσε γρήγορα τα μαλλιά της, μακιγιαρίστηκε ελαφρά και πήγε να ντυθεί. Ο Λουίς επέστρεψε τη στιγμή που εκείνη φορούσε ένα ζευγάρι ψηλοτάκουνα σανδάλια. Τα μαλλιά της έπεφταν λαμπερά γύρω από το πρόσωπό της και το σκούρο κόκκινο φόρεμα από κρεπ είχε ένα βαθύ ντεκολτέ που αναδείκνυε τις καμπύλες του στήθους της. Ήταν ένα απλό φόρεμα, που όμως την κολάκευε πολύ. Ο Λουίς την κοίταξε με απροκάλυπτο θαυμασμό. «Έχω εντυπωσιαστεί», της είπε. «Δεν περίμενα να τα καταφέρεις σε τόσο λίγο χρόνο». Η Καρολάιν τον κοίταξε επιτιμητικά. «Είναι ξύπνιος ακόμα ο πατέρας μου;» «Είναι σχεδόν μεσάνυχτα, Καρολάιν», είπε νωχελικά ο Λουίς. «Τέτοια ώρα συνήθως οι άνθρωποι πάνε για ύπνο, δε σηκώνονται από το κρεβάτι». «Ούτε πάρτι κάνουν τόσο αργά», σχολίασε εκείνη. Ο Λουίς χαμογέλασε. «Εγώ είμαι κουκουβάγια». «Κι εκείνος. Πού είναι;» «Στην κουζίνα και παίζει μπλακ τζακ με τον σεφ», της απάντησε λακωνικά ο Λουίς, αλλά, βλέποντάς τη να τον κοιτάζει έντρομη, βιάστηκε να εξηγήσει: «Για τ’ όνομα του Θεού, αστείο ήταν»!» Ωραίο αστείο, σκέφτηκε πικρά εκείνη. Ο Λουίς την πλησίασε και πήρε το χέρι της στο δικό του. «Είναι στο μεγάλο σαλόνι και απολαμβάνει την παρέα των καλεσμένων μου!» της είπε ανυπόμονα. «Θα χαμογελάσεις τώρα;» Να χαμογελάσει; Ήταν κουρασμένη, με τα νεύρα της τεντωμένα· επιπλέον, είχε περάσει τις χειρότερες ώρες της ζωής της κι εκείνος της ζητούσε να χαμογελάσει; «Αν ήταν να ρίξω σε κάποιον μια μπουνιά, θα ήθελα να τη ρίξω σ’ εσένα», μουρμούρισε μέσα από τα δόντια της. Αναστενάζοντας βαθιά, ο Λουίς την τράβηξε πάνω του. Η Καρολάιν ένιωθε τόσο άσχημα, που τον άφησε να την κρατήσει στο στήθος του. «Καλά είναι», της είπε σιγανά. «Και θα παραμείνει έτσι τώρα που ανέλαβα να τον προσέχω εγώ. Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει αυτό». «Είναι παθιασμένος με τον τζόγο, Λουίς», του είπε εκείνη. «Και αυτό δε θεραπεύεται μέσα σε μια νύχτα». «Το ξέρω». «Το έμαθε; Για τη συμφωνία που κάναμε, εννοώ;» «Ξέρει ότι είσαι μαζί μου, αυτό μόνο». Να κάτι άλλο που πρέπει ν’ αντιμετωπίσω, σκέφτηκε σκυθρωπή η Καρολάιν και τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Λουίς. Εκείνος προχώρησε προς την πόρτα και η Καρολάιν τον ακολούθησε χωρίς να πει λέξη. Προχώρησαν πλάι πλάι προς το κεντρικό σαλόνι. «Μπορώ να μάθω ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, πριν τους συναντήσω;» τον ρώτησε, χωρίς να ελπίζει ότι θα έπαιρνε απάντηση. «Νιώθεις νευρικότητα;» τη ρώτησε ο Λουίς, καθώς διέσχιζαν το χολ. «Ναι», του απάντησε εκείνη. «Δε χρειάζεται. Την οικογένειά μου θα γνωρίσεις, όχι το εκτελεστικό απόσπασμα». Την οικογένειά του; «Μα εσύ κάποτε μου είπες ότι δεν έχεις οικογένεια», είπε η Καρολάιν και τον κοίταξε με δυσπιστία. Ο Λουίς χαμογέλασε παράξενα. «Δεν έχω», της απάντησε.
Το παγωμένο του βλέμμα την έκανε να ριγήσει σύγκορμη. «Αινιγματικός όπως πάντα», σχολίασε. «Το μυστικό μου όπλο», παραδέχτηκε εκείνος. Και όχι το μόνο, σκέφτηκε η Καρολάιν, νιώθοντας το ένα του χέρι να την πιάνει από τη μέση, καθώς το άλλο απλώθηκε στο πόμολο της πόρτας. Η πλάτη της τεντώθηκε. Ήταν μια αντίδραση που έκανε τον Λουίς να κοντοσταθεί. Τα χαρακτηριστικά του σκλήρυναν. «Να θυμάσαι ποια είσαι και τι είσαι για μένα όταν θα μπούμε μέσα», της είπε σκυθρωπός. «Είναι σημαντικό να δώσεις την εντύπωση της ευτυχισμένης νύφης». Η Καρολάιν δεν είπε τίποτα. Το πιγούνι της όμως ανασηκώθηκε και η έκφρασή της μαλάκωσε καθώς η πόρτα άνοιξε μπροστά της. Το πρώτο πράγμα που είδε ήταν το τραπέζι με την τσόχα που τώρα είχε στρωθεί μ’ ένα λευκό λινό τραπεζομάντιλο. Πάνω του υπήρχαν αρκετά μπουκάλια σαμπάνια, μέσα σε μια μεγάλη παγοθήκη. Ο κρουπιέρης, που πριν από λίγο τακτοποιούσε τις μάρκες, τώρα σκούπιζε τα ποτήρια της σαμπάνιας. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο κόσμο. Τουλάχιστον είκοσι άτομα. Όλοι τους Ισπανοί. Μερικοί ήταν νέοι, μερικοί μεγαλύτεροι, κάποιοι περίεργοι και άλλοι επιφυλακτικοί. Η Καρολάιν ένιωσε αμέσως την αντιπάθειά τους, παρ’ όλο που έκαναν φιλότιμες προσπάθειες να δείχνουν χαμογελαστοί και χαρούμενοι. Δε συμπαθούν τον Λουίς, σκέφτηκε. Μπορεί να ήταν στο σπίτι του, να έπιναν τη σαμπάνια του, ν’ απολάμβαναν τη φιλοξενία του, αλλά για κάποιον άγνωστο λόγο δεν τον συμπαθούσαν. Πράγμα που μπέρδευε ακόμα περισσότερο την ήδη μπερδεμένη κατάσταση. Είδε τον πατέρα της σε μια άκρη. Η έκφρασή του έδειχνε ότι δεν ήταν διόλου ικανοποιημένος. Κρατούσε στο χέρι ένα ποτήρι ουίσκι και το κοιτούσε συνοφρυωμένος, αντί να κοιτάξει προς το μέρος τους, όπως είχαν κάνει όλοι όταν είχε ανοίξει η πόρτα. Η Καρολάιν ήξερε τι σκεφτόταν: Μ’ όλους αυτούς εδώ πότε στα κομμάτια θα παίξω πόκερ; Τον περιμένει όμως μια δυσάρεστη έκπληξη! είπε από μέσα της η Καρολάιν, χωρίς καμιά συμπάθεια. Την είχε απογοητεύσει τόσο πολύ, που θα της ήταν δύσκολο να τον συγχωρήσει αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά... Πόσες τέτοιες φορές είχαν υπάρξει τα τελευταία δέκα χρόνια; Και πόσες θα υπήρχαν ακόμα; Πολλές, είπε μέσα της, παρά την υπόσχεση που της είχε δώσει ο Λουίς. «Λοιπόν, Λουίς», είπε μια μεγαλόσωμη γυναίκα με μεταξωτή κόκκινη τουαλέτα, σπάζοντας τη σιωπή. «Είμαι πολύ μεγάλη για νυχτερινά πάρτι. Ξέρεις τι ώρα είναι; Έχεις καταλάβει τι αγένεια είναι να μας μαζεύεις όλους εδώ και μετά να μας αφήνεις μόνους να σε περιμένουμε;» «Σου ζητώ συγνώμη, θεία Μπέατριθ», μουρμούρισε ο Λουίς, αδιαφορώντας για τον περιφρονητικό τόνο της. «Είμαι όμως σίγουρος ότι δε θα ήθελες να χάσεις το πάρτι μόλις μάθεις το λόγο για τον οποίο γίνεται». «Το λόγο, ποιο λόγο;» Εκνευρισμένη αλλά περίεργη, η θεία του τον κοίταξε αυστηρά. «Γιορτάζουμε», απάντησε ο Λουίς, διαλέγοντας σκόπιμα προσεκτικά τις λέξεις για να κεντρίσει την περιέργεια όλων, «την απίστευτα καλή μου τύχη». Τη στιγμή που το είπε, το στήθος της Καρολάιν σφίχτηκε. Το χέρι του Λουίς τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της. Τα μάτια του πατέρα της ανασηκώθηκαν και καρφώθηκαν πάνω της. «Ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας Βάσκες», είπε ο Λουίς μαλακά δίπλα της, «σας κάλεσα όλους εδώ για να σας συστήσω τη δεσποινίδα Καρολάιν Νιούμπερι, τη γυναίκα που μόλις
δέχτηκε να γίνει σύζυγός μου και μελλοντική κοντέσα...» Μετά από αυτή την ανακοίνωση, ήταν δύσκολο να πεις ποιος απ’ όλους είχε μείνει έκπληκτος, η οικογένεια του Λουίς ή η Καρολάιν. Το μυαλό της θόλωσε. Αν γινόταν κοντέσα, αυτό σήμαινε ότι ο Λουίς ήταν κόντε! wWw.GreekLeech.info Μπροστά της είδε καμιά εικοσαριά πρόσωπα να χαμηλώνουν. Η κατάσταση ήταν φριχτή. Όχι τόσο για κείνη, όσο για τον Λουίς. Δεν είχαν να του πουν τίποτα; Δεν μπορούσαν να προσποιηθούν, τουλάχιστον, ότι χαίρονταν; Δεν ήξεραν, εξάλλου, ότι ο Λουίς δεν ήταν ερωτευμένος μαζί της. Πέρα από τους άλλους ήταν και ο πατέρας της, που την κοίταζε εμβρόντητος. Μπορεί να ήταν κυριευμένος από το πάθος του, αλλά δεν ήταν ανόητος. Είχε καταλάβει ότι η Καρολάιν είχε πουληθεί στον Λουίς για να ξεπληρώσει τα χρέη του. «Όχι», είπε, χωρίς φωνή. Δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια της. Εκείνη τη στιγμή μια φωνή, μια μόνο φωνή, έσπασε τη σιωπή. «Συγχαρητήρια!» είπε μια γυναίκα στην ηλικία του πατέρα της και έκανε ένα βήμα μπροστά. «Κι εμείς που νομίζαμε ότι μας μάζεψες απόψε για να μας ανακοινώσεις ότι παραιτείσαι από τον τίτλο σου και ξαναγυρίζεις στην Αμερική!» Το ελπίζατε, διόρθωσε σιωπηλά από μέσα της η Καρολάιν, παρατηρώντας την ατμόσφαιρα γύρω της ν’ αλλάζει. Όλοι άρχισαν να τους δίνουν τις ευχές τους. Η Καρολάιν προσπαθούσε να συγκρατήσει τα ονόματα που της έλεγε ο Λουίς ανάμεσα σε ευχές και φιλιά. Οι σαμπάνιες άρχισαν ν’ ανοίγουν και ο κρουπιέρης-σερβιτόρος γέμιζε τα ποτήρια για να μπορέσουν να τους ευχηθούν. Ο πατέρας της εξακολούθησε να στέκεται παράμερα και να την κοιτά σαν να είχε σηκωθεί ένα πέπλο από τα μάτια του και έβλεπε για πρώτη φορά καθαρά. Την τρόμαζε αυτή η έκφραση, την τρόμαζε που το πρόσωπό του γινόταν κάθε στιγμή που περνούσε και πιο γκρίζο. «Λουίς, ο πατέρας μου...» μουρμούρισε. Είχε την αίσθηση ότι κάτι κακό θα συνέβαινε. Εκείνη τη στιγμή το ποτήρι με το ουίσκι γλίστρησε από τα δάχτυλα του πατέρα της και έπεσε στο πάτωμα. «Όχι, μπαμπά, όχι!» φώναξε η Καρολάιν με αγωνία, βλέποντάς τον να φέρνει το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και να ταλαντεύεται.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5
Τα υπόλοιπα εκτυλίχτηκαν μέσα σε μια παραζάλη. Μια κρύα και σκοτεινή ζάλη. Ο Λουίς όρμησε μπροστά και πρόλαβε να πιάσει τον σερ Έντουαρντ, πριν σωριαστεί στο πάτωμα. Ταυτόχρονα όρμησε προς τα κει και ο σερβιτόρος. Οι δυο άντρες κατάφεραν μαζί να τον μεταφέρουν σ’ έναν καναπέ, ενώ η Καρολάιν στεκόταν λίγο πιο πέρα ακίνητη, σοκαρισμένη. Εγώ το έκανα αυτό, σκεφτόταν ξανά και ξανά. Σκότωσα τον πατέρα μου. Τα μέλη της είχαν παραλύσει. Κάποιος από το πλήθος, απολύτως ξένος σ’ εκείνη, πλησίασε στον καναπέ, γονάτισε και άρχισε να εξετάζει τον πατέρα της. Ο τρόπος που ο Λουίς παραμέρισε αμέσως της έδωσε να καταλάβει ότι είχε εμπιστοσύνη στις ικανότητές του. Είδε τα μακριά και λεπτά δάχτυλα του αγνώστου να ψηλαφίζουν το σφυγμό του πατέρα της στο λαιμό του. Μετά έλυσε αμέσως το παπιγιόν του και άνοιξε τα πρώτα κουμπιά του πουκαμίσου του. «Βίτο... την τσάντα μου από το αυτοκίνητο, σε παρακαλώ», είπε αποφασιστικά. Ο άντρας που είχε τρέξει να βοηθήσει τον πατέρα της μαζί με τον Λουίς βγήκε βιαστικά από το δωμάτιο. Ένα μπράτσο τυλίχτηκε προσεκτικά γύρω από τους ώμους της. Ήταν η κυρία με την κόκκινη τουαλέτα. «Ηρέμησε», είπε σιγανά. «Ο άντρας μου είναι γιατρός. Ξέρει τι πρέπει να κάνει». «Υποφέρει από στηθάγχη», τραύλισε σχεδόν η Καρολάιν. «Πρέπει να έχει χάπια στην τσέπη του. Μπαμπά!» φώναξε ξαφνικά σαν να συνήλθε από το σοκ κι έκανε να τρέξει δίπλα του. Αλλά η θεία του Λουίς τη συγκράτησε. «Άσε τον Φιντέλ να κάνει τη δουλειά του, παιδί μου», τη συμβούλεψε. Ύστερα, με μια ηρεμία που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με όσα συνέβαιναν γύρω τους, έδωσε στον άντρα της την πληροφορία που της είχε δώσει η Καρολάιν. Ο Λουίς στράφηκε και τα μάτια του αναζήτησαν την Καρολάιν, σαν να είχε αποκαλύψει μόλις ένα μυστικό που τον πλήγωνε βαθιά. Δεν καταλάβαινε αυτή του την έκφραση. Ούτε την επικριτική του ματιά ούτε την οργή που τη συνόδεψε. Επιπλέον, ο Λουίς ήταν κατάχλομος, σαν τον πατέρα της! Τα χάπια βρέθηκαν και ο γιατρός διάβασε τις οδηγίες που υπήρχαν στο κουτί. Την ίδια στιγμή η ιατρική του τσάντα βρέθηκε δίπλα του. Αμέσως ζήτησε από τον Λουίς να βγάλει το σακάκι του σερ Έντουαρντ και ανασήκωσε το μανίκι του για να μπορέσει να προσαρμόσει το πιεσόμετρο στο μπράτσο του. Στο μεταξύ ακροαζόταν με τα ακουστικά του την καρδιά του ασθενούς. Πιθανότατα όλα ήταν ρουτίνα γι’ αυτόν, αλλά για την Καρολάιν ήταν το χειρότερο πράγμα που είχε αντιμετωπίσει στη ζωή της. Εγώ του το έκανα αυτό, σκέφτηκε ξανά νιώθοντας ενοχές. Είχε θυμώσει μαζί του, είχε πικραθεί και είχε θελήσει να τον σοκάρει, δείχνοντάς του απροκάλυπτα τι την είχε αναγκάσει να κάνει. Αυτό όμως που του είχε κάνει εκείνη ήταν απείρως χειρότερο. «Συνέρχεται», είπε η θεία του Λουίς. Ο γιατρός μιλούσε ήρεμα στον ασθενή. Δίπλα τους εξακολουθούσε να είναι ο Λουίς, καθισμένος στις φτέρνες του. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο, σαν πέτρινη μάσκα. Όλοι οι άλλοι στέκονταν τριγύρω, με μια έκφραση ανημποριάς στα πρόσωπά τους, χλομοί και αμίλητοι. Το ποτήρι του
πατέρα της ήταν πεσμένο πάνω στο όμορφο κρεμ χαλί, μέσα σε μια μικρή λίμνη από ουίσκι. Ο σερ Έντουαρντ σήκωσε το ένα χέρι και σκέπασε τα μάτια του. Φαινόταν γερασμένος και ευάλωτος. Με την καρδιά της ραγισμένη, η Καρολάιν τον πλησίασε προσεκτικά. «Μπαμπά...» είπε μ’ ένα λυγμό. Ο Λουίς την κοίταξε και μετά σηκώθηκε και της έκανε χώρο να πάρει τη θέση του. Τα παγωμένα δάχτυλά της τυλίχτηκαν γύρω από το χέρι του πατέρα της και το κατέβασαν από τα μάτια του. «Συγνώμη», ψιθύρισε συγκινημένη. «Ένα σοκ ήταν», απάντησε εκείνος αδύναμα. «Δεν το περίμενα. Ξέχασα να πάρω το χάπι μου σήμερα. Εγώ φταίω. Σε λίγα λεπτά θα είμαι πάλι καλά». Ο γιατρός παρακολουθούσε, με το πιεσόμετρο έτοιμο, περιμένοντας να ενεργήσει το χάπι. Η Καρολάιν του έριξε μια ανυπόμονη ματιά κι εκείνος απάντησε μ’ ένα μικρό κούνημα του κεφαλιού. Η ανακούφιση της έφερε δάκρυα στα μάτια. Ο σερ Έντουαρντ τους κοίταξε και το γκρίζο πρόσωπό του φάνηκε ανήσυχο. «Μην κλαις για μένα, Καρολάιν», είπε αναστενάζοντας. «Αρκετά έχω ν’ αντέξω τώρα, δε χρειάζομαι και τα δάκρυά σου». «Εγώ φταίω, πατέρα», είπε εκείνη. «Έπρεπε να σε είχα προειδοποιήσει για τον Λουίς κι εμένα. Ήταν...» «Υποθέτω ότι ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για όλους σας», είπε ο Λουίς σκυθρωπός, προστατεύοντας την αναθεματισμένη συμφωνία τους. Ο πατέρας της Καρολάιν φάνηκε να το καταλαβαίνει και να το δέχεται. Έστρεψε τα κουρασμένα μάτια του στην κόρη του. «Πρέπει να μιλήσουμε», μουρμούρισε σοβαρός. «Όχι απόψε, όμως», είπε ο γιατρός. «Απόψε θα μείνετε φιλοξενούμενος στην ιδιωτική μου κλινική». Καθώς μιλούσε, ακούστηκε ο ήχος μιας σειρήνας. Η Καρολάιν ένιωσε το αίμα της να παγώνει. Έσφιξε το χέρι του πατέρα της. Αυτό που την ανησύχησε περισσότερο ήταν το γεγονός ότι δεν πρόβαλε καμιά αντίρρηση. Τα μάτια του άνοιξαν με κόπο. «Μην ανησυχείς», της είπε αδύναμα. «Έχω σκοπό να σου είμαι μπελάς για πολύ ακόμα». «Μου το υπόσχεσαι;» τον ρώτησε εκείνη με μια οδυνηρή σοβαρότητα, που έκανε τους παρευρισκομένους να χαμηλώσουν τα μάτια. «Σου το υπόσχομαι», απάντησε θλιμμένα ο πατέρας της και στράφηκε στον Λουίς, που στεκόταν πίσω της. «Δεν είναι η αντίδραση που περίμενες, φαντάζομαι», είπε με αργόσυρτη φωνή. «Ναι», συμφώνησε ο Λουίς. «Το ξέρει;» «Τι να ξέρω;» τους διέκοψε απότομα η Καρολάιν. Ο πατέρας της έκανε ένα μορφασμό και έκλεισε ξανά τα μάτια του. Η συζήτηση σταμάτησε, καθώς ο γιατρός πέρασε το πιεσόμετρο γύρω από το μπράτσο του σερ Έντουαρντ. Εκείνη τη στιγμή μπήκαν στο δωμάτιο δύο νοσηλευτές. Ο Λουίς έπιασε μαλακά την Καρολάιν και την απομάκρυνε από τον πατέρα της για να μπορέσουν να πλησιάσουν και να κάνουν τη δουλειά τους. Μόλις όμως έβαλαν τον πατέρα της στο φορείο, εκείνη βρέθηκε ξανά στο πλάι του. Οι υπόλοιποι καλεσμένοι είχαν αποσυρθεί. Η διαδρομή μέχρι την κλινική ήταν σύντομη. Η Καρολάιν ήταν στο ασθενοφόρο μαζί με τον πατέρα της, ενώ ο Λουίς ακολουθούσε με το αυτοκίνητό του. Φτάνοντας, όλα έγιναν ξανά μέσα σε μια θολούρα, καθώς περίμεναν να κάνει ο σερ Έντουαρντ τις απαραίτητες εξετάσεις. Κάποια στιγμή εμφανίστηκε ο θείος του Λουίς, ο Φιντέλ, και τους ανακοίνωσε ότι, ευτυχώς, δεν ήταν καρδιακή
προσβολή. «Η πίεσή του όμως εξακολουθεί να είναι υψηλή», πρόσθεσε, «γι’ αυτό θα τον κρατήσω εδώ απόψε, για προληπτικούς λόγους». Η Καρολάιν έγειρε ανακουφισμένη στον τοίχο πίσω της, αλλά, όταν ο Λουίς έκανε να την αγγίξει, τραβήχτηκε απότομα. «Καλά είμαι», του είπε. «Δε φαίνεσαι καθόλου καλά», διαφώνησε σοβαρός εκείνος. Η Καρολάιν τον αγνόησε και κοίταξε το θείο του. «Μπορώ να τον δω τώρα;» ρώτησε. «Για λίγο», απάντησε εκείνος. «Του έχουμε δώσει ηρεμιστικά». Πράγματι έμειναν μερικές μόνο στιγμές, γιατί, όπως είχε πει ο γιατρός, ο σερ Έντουαρντ κοιμόταν. Το χρώμα του ήταν πολύ καλύτερο τώρα. Όρθια δίπλα στο κρεβάτι του, η Καρολάιν του χάιδεψε απαλά το χέρι, ενώ ο Λουίς παρακολουθούσε σιωπηλός. Μετά, ξέροντας ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκεί, η Καρολάιν τον ακολούθησε έξω από το δωμάτιο. Δε μίλησαν. Εξάλλου, ελάχιστα είχαν πει από τη στιγμή που ο πατέρας της είχε καταρρεύσει στο σαλόνι του Λουίς. Στην έξοδο τους περίμενε ο θείος του. «Θα γίνει καλά», διαβεβαίωσε την Καρολάιν. «Δεν ήταν τίποτα σοβαρό». «Ναι, το ξέρω...» είπε εκείνη και έγνεψε καταφατικά, παλεύοντας να συγκρατήσει ένα καινούριο κύμα δακρύων. «Ευχαριστώ που ήσαστε εκεί», πρόσθεσε απλά. «Παρακαλώ», απάντησε ο γιατρός. «Πήγαινέ τη σπίτι», είπε μετά στον Λουίς. «Βάλ’ τη στο κρεβάτι και μην την αφήσεις να έρθει εδώ νωρίτερα από αύριο το μεσημέρι». Μετά απ’ αυτό έφυγαν σχεδόν αμέσως. Η μαύρη BMW τους περίμενε στο πάρκινγκ. Ο Λουίς είχε οδηγήσει ο ίδιος μέχρι το νοσοκομείο. Μπήκαν μέσα και ξεκίνησαν. Η έκφρασή του ήταν σκυθρωπή. Έξω τώρα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Ήταν η ώρα που ακόμα και οι κουκουβάγιες, όπως είχε παρομοιάσει ο Λουίς τον εαυτό του, είχαν ησυχάσει. «Θέλω να ξαναπάω στο ξενοδοχείο», του είπε. Εκείνος δεν απάντησε. Γύρισε και τον κοίταξε. «Λουίς...» Αλλάζοντας ταχύτητα, ο Λουίς έστριψε το τιμόνι και βγήκαν από τον κεντρικό δρόμο που θα τους πήγαινε πίσω στο Πουέρτο Μπάνους. Έχει τα μακριά, λεπτά και επιδέξια δάχτυλα ενός μάγου, σκέφτηκε η Καρολάιν. Αλλά δεν μπορούσε ν’ αφήσει το θέμα να λήξει έτσι. «Δε θέλω να ξαναδώ όλους εκείνους τους ανθρώπους», του είπε με κατηγορηματικό τόνο. «Έχουν φύγει τώρα», της απάντησε εκείνος. Η φωνή του ήταν ήρεμη, ανέκφραστη. «Το πάρτι έχει τελειώσει πια». «Μήπως άρχισε ποτέ;» σχολίασε τεντωμένη η Καρολάιν. Αν, βέβαια, η λέξη «πάρτι» ήταν η κατάλληλη να περιγράφει αυτό που είχε στήσει εκείνο το βράδυ ο Λουίς. Στην πραγματικότητα τα κίνητρά του την μπέρδευαν. Η οικογένειά του την μπέρδευε. Τη μια στιγμή ήταν εχθρικοί και την επομένη εκστατικοί και γεμάτοι ενθουσιασμό. «Δε σε συμπαθούν», του είπε, συνεχίζοντας τη σκέψη της δυνατά. «Δεν είχαν καιρό να το χωνέψουν», της απάντησε ήρεμα εκείνος. Η Καρολάιν συνοφρυώθηκε. «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι μπήκα στη ζωή τους μόλις πριν από μερικούς μήνες», είπε ο Λουίς κάνοντας ένα μορφασμό. «Από τότε που πέθανε ο πατέρας μου για την ακρίβεια και αποκαλύφθηκε ότι είχε αφήσει όλη την περιουσία και τον τίτλο του στον μπάσταρδο γιο, που όλοι προτιμούσαν να προσποιούνται πως δεν υπήρχε». Χρειάστηκαν μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να καταλάβει η Καρολάιν τι της είχε πει. Οι πληροφορίες που της είχε δώσει εξηγούσαν πολλά πράγματα τα οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μυστήριο για
κείνη. «Ήξερες γι’ αυτόν;» τον ρώτησε μαλακά. «Ναι», της απάντησε. «Ανέκαθεν;» «Περίπου», απάντησε ο Λουίς. «Εκείνος όμως δεν έμαθε για σένα παρά μόνο πρόσφατα», συμπέρανε η Καρολάιν. Ο Λουίς έστριψε το αυτοκίνητο και πέρασαν την πύλη της βίλας. Αφού διέσχισαν την καμάρα, σταμάτησαν στο μπροστινό προαύλιο. Η μηχανή έσβησε, αλλά κανείς δε βγήκε έξω. Η Καρολάιν επειδή ένιωθε ότι υπήρχαν κι άλλα να μάθει, και ο Λουίς γιατί, όπως υποπτευόταν εκείνη, σκεφτόταν τι ακριβώς να της πει. «Προσπάθησε μια φορά», παραδέχτηκε. «Πριν από εφτά χρόνια, για την ακρίβεια. Αλλά... αλλά δεν έγινε τίποτα». Πριν από εφτά χρόνια. Η Καρολάιν ένιωσε την ανάσα της να κόβεται ξαφνικά. «Γιατί;» ψιθύρισε. Ο Λουίς γύρισε και την κοίταξε. Η έκφρασή του της φανέρωσε πως, ό,τι και αν σκεφτόταν, είχε γυρίσει εφτά χρόνια πίσω και οι σκέψεις του περιλάμβαναν κι εκείνη. Μετά γύρισε και κοίταξε αλλού. «Δεν ήταν αυτό που ήθελα», είπε και ανοίγοντας την πόρτα βγήκε από το αυτοκίνητο, αφήνοντάς τη μόνη. Για εκείνη μιλούσε; Για τους δυο τους; Μήπως εννοούσε ότι πριν από εφτά είχε πάει στη Μαρμπέλα να συναντήσει τον πατέρα του και είχε μπλέξει με μια Αγγλίδα και τον τζογαδόρο πατέρα της; Η πόρτα της άνοιξε και ο Λουίς έσκυψε και την έπιασε από το χέρι για να τη βοηθήσει να βγει. Στάθηκε δίπλα του τρέμοντας, χωρίς να τολμά ν’ αφήσει τον εαυτό της να καταλήξει στο λογικό συμπέρασμα. Όχι, δεν μπορεί να εννοούσε ότι ήθελε εκείνη πριν εφτά χρόνια, γιατί τότε δε θα στράγγιζε τον πατέρα της στο πόκερ. «Έλα», της είπε σοβαρός. «Αρκετά περάσαμε απόψε». Ναι, είχε δίκιο. Αρκετά, είπε η Καρολάιν από μέσα της. Δεν ήθελε να σκέφτεται πια, δεν ήθελε να κάνει τίποτα, παρά να συρθεί μέχρι το κοντινότερο κρεβάτι και να πέσει να κοιμηθεί. Το σπίτι ήταν σκοτεινό. Μπαίνοντας, ο Λουίς πάτησε μερικούς διακόπτες λούζοντας τους διαδρόμους σ’ ένα αχνό φως. Ύστερα την οδήγησε στην κρεβατοκάμαρα. Όταν μπήκαν, η Καρολάιν ένιωσε ότι δεν είχε κουράγιο ούτε να γδυθεί. Κάθισε κουρασμένα στην άκρη του κρεβατιού και έκρυψε το πρόσωπό της στις παλάμες της. Άκουσε τον Λουίς ν’ ανοίγει ντουλάπες και λίγες στιγμές αργότερα τον ένιωσε να την πλησιάζει και ν’ αφήνει κάτι στα γόνατά της. Πήρε το χέρι της από τα μάτια της: ήταν το μεταξωτό της νυχτικό. Ο Λουίς τη σήκωσε όρθια και την έσπρωξε μαλακά προς το μπάνιο. «Πήγαινε να κάνεις ντους και ν’ αλλάξεις», της είπε. Η Καρολάιν υπάκουσε σαν αυτόματο. Όταν βγήκε, λίγα λεπτά αργότερα, ο Λουίς δεν ήταν στο δωμάτιο. Τα σκεπάσματα του κρεβατιού είχαν τραβηχτεί, έτοιμα να τη δεχτούν. Ξάπλωσε αμέσως και τη στιγμή που βυθιζόταν σ’ έναν ευλογημένο λήθαργο, η πόρτα άνοιξε και μπήκε μέσα εκείνος. Ακούγοντας πάγο να κουδουνίζει πάνω σε γυαλί, μισάνοιξε τα μάτια της και τον είδε ν’ ακουμπά μια κανάτα με παγωμένο νερό και δυο ποτήρια στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι. Μετά πήγε στο μπάνιο, χωρίς να της πει λέξη. Η Καρολάιν έμεινε ακίνητη, μη ξέροντας αν έπρεπε να σηκωθεί να φύγει όσο είχε καιρό ή να μείνει
και να δεχτεί ό,τι κι αν είχε στο μυαλό του εκείνος. Ήταν πολύ κουρασμένη για να κάνει το πρώτο. Ο Λουίς βγήκε από το μπάνιο με μια κοντή μαύρη ρόμπα, που άφηνε ακάλυπτο μεγάλο μέρος από το ηλιοκαμένο σώμα του. Μαζί του έφερε στο δωμάτιο τη μυρωδιά του σαπουνιού και την ένταση. Γιατί ήταν απίστευτα σέξι και, προφανώς, γυμνός κάτω από τη ρόμπα. «Δεν πρόκειται να κοιμηθώ μαζί σου», του είπε η Καρολάιν. Καθώς κρεμούσε τα ρούχα του στην ντουλάπα, ο Λουίς σταμάτησε και την κοίταξε. «Δε θα κοιμηθείς ή δε θα κάνεις έρωτα;» «Και τα δύο», του απάντησε. «Και δεν ξέρω πώς σου πέρασε από το μυαλό ότι θα το έκανα». Ο Λουίς δεν της απάντησε. Αντί γι’ αυτό, συνέχισε να κρεμά τα ρούχα του ατάραχος. Μετά γύρισε και κατευθύνθηκε προς το κρεβάτι. Το πρόσωπό του είχε μια ανεξιχνίαστη έκφραση που δεν της άρεσε καθόλου. Σκύβοντας, στηρίχτηκε με το ένα του χέρι στο μαξιλάρι δίπλα της και το άλλο δίπλα στα λυγισμένα της γόνατα. Ήταν πολύ σκοτεινός, πολύ επικίνδυνος και πολύ σοβαρός. «Ας ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, Καρολάιν», της είπε παγερά. «Όσον αφορά εμένα, η συμφωνία μας ισχύει. Αν αποφάσισες να κάνεις πίσω, τότε ξέρεις τις συνέπειες. Δεν άλλαξε τίποτα επειδή αρρώστησε ο πατέρας σου. Αν έχεις αποφασίσει όμως να τηρήσεις τη συμφωνία, τότε περιμένω να πείσεις τον πατέρα σου και όλους τους άλλους ότι είμαι αυτό που θες περισσότερο από καθετί στη ζωή σου. Έγινα αντιληπτός;» Ναι, σκέφτηκε εκείνη μουδιασμένα. Δεν είχε επιλογές. «Αν πάθει κάτι, το ξέρεις ότι δε θα σε συγχωρήσω ποτέ, έτσι δεν είναι;» Ο Λουίς έκανε μια γκριμάτσα. «Νομίζω ότι αυτό έχει λυθεί», απάντησε ξερά. «Και αν προσπαθήσεις να μ’ αγγίξεις απόψε, θα κάνω εμετό». Αυτή τη φορά ο Λουίς αναστέναξε και έσκυψε τόσο πολύ, που το πρόσωπό του ακούμπησε σχεδόν στο δικό της. «Αν σε αγγίξω τώρα, Καρολάιν, θα βάλεις τα κλάματα και θα κολλήσεις πάνω μου, σαν να είμαι σανίδα σωτηρίας», την πείραξε μαλακά. Ύστερα, σαν να ήθελε να της αποδείξει ότι δεν έπεφτε έξω, ακούμπησε απαλά τα χείλη του στα δικά της. Αμέσως τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. Ένιωθε ευάλωτη. Πολύ ευάλωτη για να πει έστω και μια λέξη. Ο Λουίς άπλωσε το χέρι του στο διακόπτη και το δωμάτιο βυθίστηκε στο σκοτάδι. Ακούστηκε ένα θρόισμα από ύφασμα και μετά αισθάνθηκε το κρεβάτι δίπλα της να βουλιάζει. Δεν προσπάθησε να την αγγίξει, δεν προσπάθησε να περάσει το αόρατο φράγμα που υπήρχε ανάμεσά τους, στη μέση του μεγάλου κρεβατιού. Κι εκείνη πράγματι ήθελε να κολλήσει πάνω του. Άνοιξε τα μάτια της με το πρώτο φως, χωρίς να ξέρει τι ήταν αυτό που την είχε ξυπνήσει. Τις ελάχιστες στιγμές που χρειάστηκε μέχρι να συνειδητοποιήσει πού βρισκόταν, το μόνο που κατάλαβε ήταν ότι βρισκόταν ξαπλωμένη μπρούμυτα και διαγώνια στο κρεβάτι. Ύστερα συνειδητοποίησε σοκαρισμένη ότι βρισκόταν στο κρεβάτι του Λουίς, με το μάγουλό της στον ώμο του και το μπράτσο της απλωμένο στο γεροδεμένο στήθος του. Και το χειρότερο, ο Λουίς ήταν ξύπνιος. Το ήξερε γιατί τα δάχτυλά του χάιδευαν απαλά το μπράτσο της. Δεν ήταν σεξουαλική κίνηση, περισσότερο ένα αφηρημένο χάδι, σαν να ήταν ξαπλωμένος και να κοιτούσε το σκοτάδι, χαμένος στις σκέψεις του. Ήταν όμορφα. Τόσο όμορφα, που η Καρολάιν δεν ήθελε να τελειώσει αυτή η στιγμή, αν και δεν ήξερε πόσο
ακόμα θα μπορούσε να μένει ξαπλωμένη και να προσποιείται ότι κοιμόταν. Ήδη ο σφυγμός της είχε αρχίσει να επιταχύνεται. Είχε περάσει καιρός από την τελευταία φορά που είχε νιώσει τη ζεστή παρουσία ενός άντρα δίπλα της. Εφτά ατέλειωτα χρόνια, για την ακρίβεια. Και τότε αυτός ο άντρας ήταν. Μελαχρινός, γοητευτικός, αισθησιακός, με μεθυστικό άρωμα. Ο Λουίς αναστέναξε αχνά. Μακάρι να μπορούσε να έκανε κι εκείνη το ίδιο. Αλλά ήταν επικίνδυνο. Ο Λουίς θα καταλάβαινε ότι δεν κοιμόταν. Οι άμυνές της θα καταλύονταν, η ένταση θα επέστρεφε. Ο αναστεναγμός όμως βγήκε τελικά από τα χείλη της. Μ’ αυτή την πρόφαση, προσπάθησε να τραβηχτεί, κάνοντας πάντα ότι κοιμόταν. Εκείνη τη στιγμή όμως ο Λουίς γύρισε προς το μέρος της και τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα δικά της. Δεν πρόλαβε να κλείσει τα μάτια της. Ήταν σαν να έβλεπε μέσα σε καθρέφτη. Την ήθελε. Κι εκείνη τον ήθελε. Πολύ αργά για να προσποιηθεί το αντίθετο. Πολύ αργά για να τρέξει να σωθεί. Ήταν απλό και τελεσίδικο. Ο Λουίς την τράβηξε κοντά του και τα χείλη του αναζήτησαν πεινασμένα τα δικά της. Ω, ήταν πολύ όμορφο. Σαν να είχε βρει κάτι που έψαχνε καιρό, που της έλειπε καιρό. Και ίσως επειδή δεν του εναντιώθηκε, ο Λουίς απόλαυσε το φιλί τους, σαν να ένιωθε κι εκείνος το ίδιο. Ήταν ένα φιλί αλλιώτικο απ’ όσα είχαν ανταλλάξει μέχρι τότε. Αργό, βαθύ και απίστευτα τρυφερό. Ένα φιλί που συνεχιζόταν, μέχρι που η Καρολάιν ένιωσε να πετάει, χαμένη μέσα σε μια ομορφιά απαράμιλλη. Άπλωσε το χέρι της στο μάγουλό του, για να βεβαιωθεί ότι ήταν πραγματικός και όχι γέννημα της φαντασίας της. Τ’ ακροδάχτυλά της άγγιξαν τα γένια του κι ύστερα γλίστρησαν στη μύτη και στην άκρη του στόματος που σκέπαζε το δικό της. Ένας στεναγμός ξέφυγε από τα χείλη του Λουίς. Τη γύρισε μαλακά ανάσκελα και άρχισε να την αγγίζει με τον ίδιο τρόπο. Το φιλί του άρχισε σιγά σιγά να αλλάζει. Η Καρολάιν τύλιξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό του και τον έσφιξε πάνω της καθώς εκείνος εξερευνούσε τώρα τις μεταξένιες καμπύλες του στήθους της. Το ένα του χέρι γλίστρησε στο στομάχι της. Το κορμί της Καρολάιν ανασηκώθηκε αυθόρμητα προς το μέρος του. Κάνοντας την ίδια κίνηση κι εκείνος, πήρε το χέρι της και το ακούμπησε πάνω του. Ήταν μια εντολή ν’ ακολουθήσει τις κινήσεις του. Η Καρολάιν έφερε στο μυαλό της την τελευταία φορά που είχαν σμίξει ερωτικά. Ο Λουίς ήταν ο δάσκαλός της στην τέχνη της αποπλάνησης. Αυτός της είχε μάθει να ερεθίζει έναν άντρα, να νιώθει και να χαρίζει ηδονή. Αυτά όμως είχαν συμβεί πριν από εφτά χρόνια. Και εφτά χρόνια αποχής την είχαν γεμίσει με ανασφάλειες. Τα δάχτυλά της κινήθηκαν επιφυλακτικά πάνω στο ανδρικό στήθος και, βρίσκοντας τη μια θηλή, άρχισε να τη χαϊδεύει μαλακά. Ο Λουίς στέναξε βραχνά και, αφήνοντας τα χείλη της, το στόμα του κατηφόρισε στο λαιμό της και αναζήτησε το στήθος της. Μια μικρή κραυγή βγήκε από τα χείλη της. Ήταν μια άγρια, ερεθιστική αίσθηση. Μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, ο Λουίς της έβγαλε το νυχτικό με ανυπόμονες κινήσεις. Έπειτα άρχισε να τη χαϊδεύει ανάμεσα στους μηρούς. Το στόμα της κόλλησε στον ώμο του, το δικό του ξανά στο στήθος της. Ο ερεθισμός του παλλόταν έντονα πάνω της. Το χέρι του Λουίς ανέβηκε ψηλότερα. Η Καρολάιν ήξερε ότι, αν την άγγιζε εκεί που... υπέθετε, μετά θα της ζητούσε να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Μόνο... «Λουίς...» ψιθύρισε. Ήθελε κάτι, μια επιβεβαίωση ίσως. Δεν ήταν σίγουρη. «Σσσ», έκανε εκείνος, με φωνή βραχνή από τον ερεθισμό. Μήπως νόμιζε ότι θα του ζητούσε να σταματήσουν; Δεν πρόλαβε να σκεφτεί τίποτε άλλο.
Αλλεπάλληλα ρίγη ηδονής συγκλόνισαν το κορμί της. Καμιά προειδοποίηση, κανένα έλεος. Έμεινε να ταλαντεύεται στα όρια του οργασμού. Τελικά ο Λουίς γλίστρησε μέσα της. Και τότε όλα τ’ άλλα ξεχάστηκαν: οι προδοσίες, οι αμφιβολίες, τα πάντα. Τίποτα δεν είχε σημασία τούτη τη στιγμή. Και έφτασαν ξέπνοοι στην κορύφωση. Ύστερα ο Λουίς έγειρε πάνω της, με το πρόσωπο βυθισμένο στο λαιμό της, και μοιράστηκαν υπέροχες στιγμές μέσα στη σιωπή. Όταν τελικά ανασηκώθηκε, γύρω τους υπήρχε σκοτάδι και δεν μπορούσε να τη δει. Γύρισε στο πλάι, την τράβηξε στην αγκαλιά του και την έσφιξε με δύναμη πάνω του. «Τώρα είσαι δική μου», της είπε. Η Καρολάιν δεν μπήκε στον κόπο να του απαντήσει. Γιατί δεν μπορούσε να του πει ότι, ναι, ήταν δική του, ακόμα και τα εφτά χρόνια που δεν τον είχε δει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6
Την επόμενη φορά που ξύπνησε η Καρολάιν, το φως τη μέρας έλουζε το δωμάτιο. Ήταν μόνη, ξαπλωμένη μπρούμυτα ξανά, πάνω στα τσαλακωμένα, λευκά σεντόνια, με το μπράτσο της απλωμένο μ’ έναν τρόπο που έδειχνε ολοκάθαρα πού ακουμπούσε πάνω στο ανδρικό κορμί, πριν γλιστρήσει αθόρυβα από το κρεβάτι. Η καρδιά της χτύπησε δυνατά. Η ανάμνηση των τελευταίων είκοσι τεσσάρων ωρών έφτανε για να την κάνει να μείνει ακίνητη, με τα μάτια κλειστά, συνειδητοποιώντας πόσο εύκολο ήταν γι’ αυτόν. Τη φόβιζε αυτή η διαπίστωση. Γιατί, ακόμα και αν αντιμετώπιζε την ντροπή που θα ερχόταν αναπόφευκτα, ένιωθε ακόμα το σώμα της να πάλλεται, αναζητώντας τη μεταξένια δύναμη που τους είχε χαρίσει τόση συγκίνηση. «Λουίς...» είπε ξέπνοη, αλλά το μετάνιωσε αμέσως. Ακόμα και η προφορά του ονόματός του αποτελούσε αισθησιακή εμπειρία. Έπρεπε να τον μισώ, είπε μέσα της. Θέλω να τον μισήσω γι’ αυτό που μου κάνει. Ένα σιγανό χτύπημα στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας την έκανε να καθίσει απότομα στο κρεβάτι, τραβώντας το σεντόνι πάνω της. Η πόρτα άνοιξε και μπήκε στο δωμάτιο μια νέα γυναίκα, κρατώντας ένα δίσκο με το πρωινό. Η κοπέλα τής χαμογέλασε δειλά. «Μπουένος ντίας, σενιορίτα», είπε ευγενικά. «Ο δον Λουίς μου έδωσε την εντολή να σας ξυπνήσω έγκαιρα για να ετοιμαστείτε και να πάτε να τον βρείτε στην κλινική το μεσημέρι». Το μεσημέρι... στην κλινική... ο πατέρας της! Ω Θεέ, πώς τον είχε ξεχάσει; Έκανε να τιναχτεί από το κρεβάτι πανικόβλητη, αλλά η νεαρή καμαριέρα πρόσθεσε: «Ελ σενιόρ είπε επίσης να σας ενημερώσω ότι ο πάπα σας είναι καλά και θα βγει σήμερα». Καθώς η Καρολάιν καθόταν στο κρεβάτι, συνειδητοποιώντας αυτά που είχε ακούσει, η κοπέλα πλησίασε και άφησε το δίσκο στο τραπεζάκι δίπλα της. Μετά γύρισε και τη ρώτησε αν ήθελε κάτι άλλο. «Ε... όχι, ευχαριστώ», της απάντησε ευγενικά εκείνη, αλλά καθώς η καμαριέρα πήγαινε προς την πόρτα, μια σκέψη πέρασε από το μυαλό της. «Ο σενιόρ άφησε τη διεύθυνση της κλινικής;» ρώτησε. «Μέσα στον πανικό χτες, ξέχασα να τη γράψω». «Έχει αφήσει τον σενιόρ Μαρτίνεθ στη διάθεσή σας», απάντησε η κοπέλα· «Εκείνος ξέρει πού πρέπει να σας πάει». Και μ’ αυτά τα λόγια η καμαριέρα βγήκε από το δωμάτιο, αφήνοντας την Καρολάιν ν’ αναρωτιέται ποιος ήταν ο σενιόρ Μαρτίνεθ. Το ανακάλυψε μια ώρα αργότερα, όταν, ντυμένη με σπορ παντελόνι και ροζ μπλούζα, βγήκε στο προαύλιο της βίλας και βρήκε τον κρουπιέρη-σερβιτόρο και τώρα σοφέρ να την περιμένει δίπλα στη μαύρη BMW. «Καλημέρα, δεσποινίς Νιούμπερι», τη χαιρέτησε ευγενικά. Η φωνή του ήταν βαθιά και απαλή και είχε την ίδια ευχάριστη αμερικάνικη, αργόσυρτη χροιά που είχε και η φωνή του Λουίς. Πράγμα που τον κάνει, τι; Ξεχωριστό; αναρωτήθηκε η Καρολάιν, παρακολουθώντας τον να κάνει
το γύρο του αυτοκινήτου για να της ανοίξει την πόρτα. Ήταν ο προσωπικός σωματοφύλακας του Λουίς; Το δεξί του χέρι; Ο κολλητός του φίλος; Η σκέψη ότι ο Λουίς είχε έναν επιστήθιο φίλο και σωματοφύλακα την έκανε να χαμογελάσει καθώς βολευόταν στο μαλακό δερμάτινο κάθισμα. Δεν ήταν τέτοιος τύπος. Ο Λουίς προστάτευε μόνος του τον εαυτό του. Ακόμα κι όταν έκανε έρωτα, το έκανε με μια σιωπηλή ένταση που προστάτευε απόλυτα τον εσωτερικό του κόσμο. Ρίγησε. Δεν της άρεσε αυτό. Εντάξει, του άρεσε να κάνει έρωτα μαζί της. Θα έπρεπε να είναι ηλίθια για να μην καταλάβει την ένταση και το πάθος του όταν της έκανε έρωτα. Το είχε κάνει όμως σιωπηλά. Ακόμα και ο οργασμός του ήταν... σιωπηλός, κρατώντας έτσι τα αισθήματά του κλειδωμένα μέσα του. Άρα, ο σενιόρ Μαρτίνεθ δεν μπορούσε να είναι φίλος του Λουίς, γιατί για έναν άντρα σαν τον Λουίς ένας φίλος σήμαινε αδυναμία. Εξάλλου, ο σενιόρ Μαρτίνεθ δεν ταιριάζει στην εικόνα ενός φίλου, σκέφτηκε, παρατηρώντας τον να κάθεται πίσω από το τιμόνι. Ο άντρας αυτός είχε το ψυχρό πρόσωπο και το σκληρό σώμα ενός ανελέητου εκτελεστή. Τη στιγμή που τα σκεφτόταν αυτά, ο σενιόρ Μαρτίνεθ έβαλε μπρος τη μηχανή και ανέβασε το διαχωριστικό τζάμι. Απομόνωση, σκέφτηκε η Καρολάιν. Ίσως τελικά να ήταν αδέρφια με τον Λουίς. Το δωμάτιο του πατέρα της ήταν στο δεύτερο όροφο. Τα βήματά της ακούγονταν ολοκάθαρα στο ξύλινο, καλογυαλισμένο πάτωμα, καθώς πλησίαζε η στιγμή που θα αντιμετώπιζε τον πατέρα της και θα του έλεγε την αλήθεια. Δεν μπορούσε να το αναβάλει άλλο πια. Ο σερ Έντουαρντ ήξερε πολλά. Ήξερε εκείνη, ήξερε τον Λουίς, ήξερε και τον εαυτό του. Και όλα αυτά τον είχαν οδηγήσει σ’ αυτό το σημείο. Αυτό που δεν ήθελε η Καρολάιν να διακινδυνεύσει ήταν να συμβεί ξανά το ίδιο όταν εκείνος θα άκουγε αυτά που είχε να του πει. Πλησίασε νευρικά στο δωμάτιο. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Μέσα όλα έδειχναν πεντακάθαρα και τακτοποιημένα. Πρώτα είδε τον Λουίς, μπροστά στο παράθυρο. Με το φως του ήλιου να διαγράφει τη σιλουέτα του, έδειχνε ακόμα πιο μεγαλόσωμος και επιβλητικός απ’ ό,τι συνήθως. Ακούγοντάς τη, γύρισε και την κοίταξε, τη στιγμή που το βλέμμα της έπεφτε πάνω στο άδειο κρεβάτι. Τα φρύδια της έσμιξαν. Το δωμάτιο είχε το δικό του μπάνιο. Η Καρολάιν κοίταξε προς τα κει, το είδε κι αυτό άδειο και τελικά κοίταξε προς το μέρος του Λουίς. «Πού είναι;» ρώτησε φοβισμένα. «Μην ανησυχείς, είναι μια χαρά», της απάντησε εκείνος. «Τότε, πού είναι;» ρώτησε πάλι η Καρολάιν με τρεμάμενα χείλη. Πέρασαν μερικές στιγμές. «Λουίς;» επέμεινε, καθώς εκείνος δεν της απάντησε. «Δεν είναι εδώ», της είπε τελικά ο Λουίς ήρεμα. Δεν ήταν εκεί; Πού ήταν; Τα φρύδια της έσμιξαν ακόμα πιο πολύ. «Εννοείς... πήγε να κάνει κι άλλες εξετάσεις;» Ο Λουίς κούνησε αρνητικά το σκουρόμαλλο κεφάλι του και έκανε δυο βήματα προς το μέρος της. Η Καρολάιν συγκρατήθηκε με δυσκολία για να μην οπισθοχωρήσει. Ήταν ντυμένος απλά, όπως κι εκείνη, με καθημερινό παντελόνι και σπορ πουκάμισο. Δεν ήταν όμως τα ρούχα που έκαναν τον άνθρωπο. Δεν ήταν οι ακριβές ετικέτες ούτε ο αέρας του πλούτου που απέπνεε, που έκαναν τα σωθικά της να σφίγγονται αμυντικά. Είμαι πολύ ευάλωτη απέναντί του, είπε μέσα της. Εύκολα η προσοχή της στρεφόταν αλλού, από
πράγματα που δεν είχαν καμιά θέση μέσα σ’ εκείνο το χώρο. «Γύρισε πίσω», της απάντησε ο Λουίς. «Στην Αγγλία», πρόσθεσε, σχεδόν διστακτικά. «Στην Αγγλία;» επανέλαβε εκείνη. «Μα δεν μπορεί να το κάνει αυτό! Δεν είναι σε κατάσταση να ταξιδέψει! Θέλω να τον δω!» Ο Λουίς έκανε άλλα δυο βήματα προς το μέρος της, ενώ η Καρολάιν γύρισε και ξανακοίταξε το δωμάτιο γύρω της, σαν να περίμενε να εμφανιστεί από κάπου ο πατέρας της. Αλλά ο σερ Έντουαρντ δεν εμφανίστηκε. Καθώς γύριζε ξανά αργά προς το μέρος του Λουίς, μια υποψία άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά μέσα στο μυαλό της. Μήπως ήταν άλλο ένα κόλπο, για να χωρίσει τον πατέρα από την κόρη; «Εσύ τον έδιωξες». «Γύρισε πίσω για να τακτοποιήσει την υπόθεση του σπιτιού», απάντησε εκείνος σοβαρά. Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Τον έδιωξες για να μην είμαστε μαζί και χαλάσουμε τα σχέδιά σου, βρίσκοντας κάποια εναλλακτική λύση στο πρόβλημά μας». «Υπάρχει εναλλακτική λύση;» Διατυπωμένη μαλακά και ήρεμα, η ερώτηση την πόνεσε σαν να την είχε δαγκώσει σκορπιός. «Τότε, γιατί έφυγε;» ρώτησε, με την καρδιά της να χτυπά τόσο δυνατά, που μπορούσε να την ακούσει. «Ενοχές», της είπε απροκάλυπτα ο Λουίς. «Δεν μπορούσε να σ’ αντικρίσει, γι’ αυτό έφυγε πριν έρθεις». Ο πατέρας της την είχε εγκαταλείψει, το είχε βάλει στα πόδια. Την είχε αφήσει να τα βγάλει πέρα μόνη της. Αυτό πήγαινε πολύ. Η Καρολάιν δεν μπορούσε να το αντέξει. Γύρισε να φύγει, δεν πρόλαβε όμως να κρύψει τα δάκρυα που ανέβηκαν στα μάτια της. Ο Λουίς άπλωσε το χέρι του και τη σταμάτησε. «Προσπάθησε να καταλάβεις», μουρμούρισε με φωνή βραχνή. «Χτες είδε ίσως για πρώτη φορά καθαρά τον εαυτό του. Είδε το μπέρδεμα που έχει προκαλέσει στη ζωή του, το πρόβλημα που έχει φέρει στη δική σου ζωή!» «Και το έβαλε στα πόδια», ειρωνεύτηκε εκείνη. «Πολύ γενναίο από μέρους του!» «Ήταν το καλύτερο, Καρολάιν», επέμεινε ο Λουίς. «Θέλει να τακτοποιήσει το σπίτι του. Μην τον κατηγορείς που θέλει να κάνει μια προσπάθεια πριν μπορέσει να σε ξαναδεί». «Σ’ αυτή την περίπτωση, ας αναλάβει μόνος του τα χρέη του!» είπε εκείνη γεμάτη πικρία. «Βρες κάποια άλλη να σε παντρευτεί, Λουίς! Γιατί εγώ αποχωρώ από τη συμφωνία!» Τράβηξε οργισμένη το χέρι της από το δικό του, αλλά τα δάχτυλά του σφίχτηκαν γύρω από τον καρπό της σαν ατσάλι. «Πληρώνω εγώ για να μπορέσει να τακτοποιήσει το σπίτι του», είπε ο Λουίς. Η Καρολάιν πήρε μια βαθιά ανάσα και την κράτησε όσο περισσότερο μπορούσε. Μετά την άφησε να βγει με τόση βία, που έμοιαζε με λυγμό. «Κι εγώ, απ’ ό,τι φαίνεται», ψιθύρισε. «Αυτό συμφωνήσαμε», είπε εκείνος. Η Καρολάιν φαντάστηκε τον πατέρα της να τρέχει σαν φοβισμένο κουνέλι και τον Λουίς να στέκεται και να τον παρακολουθεί, από την περίοπτη θέση του αετού, χαρούμενος που απαλλασσόταν από ένα ανεπιθύμητο θύμα, καθώς ήδη είχε ρίξει τα μάτια του σε κάποιο άλλο. Ρίγησε σύγκορμη. Δεν ήξερε πώς έπρεπε να δει τον εαυτό της. Η εικόνα ενός αρνιού που οδηγείται στη σφαγή παρέλυσε το μυαλό της. Γύρισε και τον κοίταξε. «Δε χάνεις ποτέ, Λουίς;» τον ρώτησε. Ένα χαμόγελο άνθισε στα σφιγμένα χείλη του. «Σπάνια», απάντησε με ειλικρίνεια.
Η Καρολάιν κούνησε αμίλητη το κεφάλι της. Τι θα μπορούσε να πει άλλωστε; Ήταν εκεί γιατί το ήθελε ο Λουίς. Ο πατέρας της είχε φύγει, γιατί το ήθελε ο Λουίς. «Και τώρα τι θα γίνει;» τον ρώτησε τελικά, ξέροντας ότι η ερώτηση του αποκάλυπτε ότι είχε μπει ξανά το νερό στ’ αυλάκι. Συνέχιζαν από κει που είχαν σταματήσει, όπως ήθελε εκείνος. «Τώρα;» είπε εκείνος και το βλέμμα του καρφώθηκε στα όμορφα μάτια της που τον κοίταζαν παγερά. «Τώρα θα κάνουμε αυτό», πρόσθεσε και, τραβώντας την κοντά του, ανασήκωσε το πιγούνι της και τη φίλησε με πάθος. Η Καρολάιν δεν το περίμενε, γι’ αυτό και χρειάστηκε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις της και να καταφέρει να τραβηχτεί. Ο Λουίς την άφησε, αλλά μόνο επειδή το ήθελε, φυσικά. Χαμογελώντας πάντα μ’ εκείνο το γνώριμο, πονηρό χαμόγελο, άπλωσε το δάχτυλό του και άγγιξε το μάγουλό της. «Πήρες λίγο χρώμα τώρα. Ωραία», είπε μαλακά. Ήθελε να τον χαστουκίσει. Κι εκείνος το ήξερε. Έμεινε ακίνητος μπροστά της, με το χαμόγελο στα χείλη του, προκαλώντας τη να το κάνει. Για μερικές στιγμές δεν κουνήθηκε κανείς, δε μίλησε κανείς, δεν ανάσανε κανείς. Η ένταση μεγάλωσε, μαζί με κάτι άλλο που την έκανε έξαλλη. Το σεξ. Το καυτό σεξ. Ήταν άδικο. Δεν είχαν κανένα δικαίωμα οι αισθήσεις της να την προδίδουν έτσι! Δεν ήταν δίκαιο να σκληραίνουν έτσι οι θηλές της κάτω από την μπλούζα της. «Ο γάμος μαζί σου θα είναι φοβερή περιπέτεια», μουρμούρισε ο Λουίς, προσγειώνοντάς την απότομα. Θα προτιμούσε ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί, παρά να στέκεται εκεί, ξέροντας ότι εκείνος γνώριζε με λεπτομέρειες τα αισθήματά της. «Σε μισώ», ψιθύρισε και του γύρισε την πλάτη. Αλλά η παράσταση της αναχώρησής της καταστράφηκε από την ξαφνική εμφάνιση του γιατρού, του θείου του Λουίς. «Ω», είπε, ξαφνιασμένος, όπως και η Καρολάιν όταν είχε πρωτομπεί μέσα στο δωμάτιο. «Έφυγε κιόλας ο πατέρας σου;» «Υπήρχε μια θέση στην πτήση για το Λονδίνο και δεν ήθελε να τη χάσει», του απάντησε ο Λουίς. «Είχε κάποιες επείγουσες δουλειές να κάνει, για να καταφέρει να γυρίσει έγκαιρα για το γάμο μας, την άλλη βδομάδα». Την άλλη βδομάδα; Η Καρολάιν τεντώθηκε. Τα δάχτυλα του Λουίς σφίχτηκαν στους ώμους της, σαν προειδοποίηση ότι έπρεπε να προσέξει τα λόγια της. «Εύχομαι μέχρι τότε να επιβιώσετε και οι δύο», είπε ο Φιντέλ σκεφτικός. «Αν πρόκειται να φάτε στο κάστρο, Λουίς, φρόντισε να έχεις μαζί σου δοκιμαστή τροφών. Αν κάνει μια ευχή η Κονσουέλα, θα είναι να σας δει δυο μέτρα κάτω από τη γη μάλλον, παρά να πάρετε ό,τι έχει απομείνει από τη ζωή της». Η Καρολάιν στεκόταν χωρίς να καταλαβαίνει λέξη απ’ αυτά που λέγονταν, πέρα ίσως από το ότι ο γάμος θα γινόταν σε μια βδομάδα. «Μην ανησυχείς για τον πατέρα σου, παιδί μου», της είπε ο Φιντέλ χαμογελαστός, ερμηνεύοντας προφανώς την έκφρασή της σαν ανησυχία γι’ αυτόν. «Όταν τον είδα σήμερα το πρωί ήταν μια χαρά. Και μετά το σοκ που δοκίμασε χτες βράδυ, είμαι σίγουρος ότι δε θα ξεχνά να παίρνει τα φάρμακά του». Εκείνη τη στιγμή χτύπησε ο βομβητής που είχε στην τσέπη του. Ο Φιντέλ άγγιξε καθησυχαστικά το μάγουλό της και ύστερα έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε γρήγορα. «Θα σας δω στην εκκλησία,
πρώτα ο Θεός!» είπε πάνω από τον ώμο του. «Τι εννοούσε λέγοντας ότι χρειάζεσαι δοκιμαστή;» ρώτησε η Καρολάιν τον Λουίς μόλις έμειναν μόνοι. «Και ποιο κάστρο, ποιο γάμο εννοούσε;» «Το γάμο που φαντάζεσαι, προφανώς», απάντησε ο Λουίς. «Το κάστρο το κληρονόμησα μαζί με τον αστραφτερό μου τίτλο. Όσο για το δοκιμαστή, ήταν ένα αστείο, αν και δε γελάσαμε ιδιαίτερα, πρέπει να παραδεχτώ». Στ’ αυτιά της Καρολάιν δεν είχε ακουστεί καθόλου σαν αστείο. Αντίθετα, μάλλον έμοιαζε με σοβαρή συμβουλή. «Μακάρι να μου έλεγες τι συμβαίνει πραγματικά», είπε θυμωμένη. «Φέουδα και περιουσίες», απάντησε ο Λουίς λακωνικά, βάζοντας τέρμα στη συζήτηση. Έπειτα την έπιασε από το χέρι και την οδήγησε προς την έξοδο. Βγαίνοντας από το νοσοκομείο, βρήκαν τον Βίτο Μαρτίνεθ να τους περιμένει δίπλα στο αυτοκίνητο. «Κανένα μήνυμα;» τον ρώτησε αμέσως ο Λουίς. «Τίποτα επείγον», απάντησε εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά γεμάτη σημασία προς το μέρος της Καρολάιν. Την ενόχλησε αυτή η ματιά, όπως την ενοχλούσαν και πολλά άλλα πράγματα. «Εσείς οι δυο θα έπρεπε να είστε στη Μυστική Υπηρεσία Πληροφοριών», σχολίασε πειραγμένη και μπήκε στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, χωρίς να περιμένει απάντηση. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα και μετά μπήκε και ο Λουίς και κάθισε δίπλα της στο πίσω κάθισμα. Οι πόρτες έκλεισαν, η μηχανή πήρε μπρος και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Δεν ήθελε να σε προσβάλει», της είπε ήρεμα ο Λουίς. Η Καρολάιν γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια στο χρώμα του αμέθυστου έγιναν γκρίζα από την οργή. «Μιλάς για τον Βίτο τον κρουπιέρη, τον Βίτο το σερβιτόρο ή τον Βίτο τον σοφέρ;» τον ρώτησε σαρκαστικά. «Είναι ο Βίτο ο επικεφαλής της ασφάλειάς μου και ο πιο έμπιστος υπάλληλός μου», απάντησε ανέκφραστα εκείνος, μ’ ένα μεταξένιο αλλά προειδοποιητικό τόνο στη φωνή του. Αλλά η Καρολάιν, μπουχτισμένη από όλη αυτή την κατάσταση, δε συγκράτησε τη γλώσσα της. «Α, κατάλαβα. Ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές δηλαδή. Αυτός βγάζει τα νύχια των εχθρών σου, φροντίζοντας παράλληλα να βάζει στο αεροπλάνο ανθρώπους που σου είναι ανεπιθύμητοι;» «Δεν πήγε ο Βίτο τον πατέρα σου στο αεροδρόμιο. Αν θυμάσαι, περίμενε να σε φέρει στην κλινική». «Α, έχει και βοηθούς, δηλαδή», είπε η Καρολάιν, κουνώντας θυμωμένη το κεφάλι της. Το βλέμμα του Λουίς σκλήρυνε. «Νομίζω ότι πας γυρεύοντας για καβγά». Είχε δίκιο. Τα μάτια του στένεψαν. «Πρόσεχε, πρόσεχε πολύ, κερίδα», την προειδοποίησε. «Σταμάτα το αυτοκίνητο», είπε η Καρολάιν. Δεν ήξερε γιατί το είχε πει, αλλά ο Λουίς έσκυψε αμέσως μπροστά και πάτησε ένα διακόπτη για να κατεβάσει το τζάμι. «Σταμάτα, Βίτο», έδωσε την εντολή. Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά. Πριν προλάβει να το συνειδητοποιήσει, η Καρολάιν βγήκε έξω. Ήταν τρελό. Όλη εκείνη η κατάσταση ήταν τρελή! Δεν ήξερε τι γύρευε στη Μαρμπέλα. Ούτε καταλάβαινε γιατί άφηνε τον Λουίς Βάσκες να ελέγχει τη ζωή της! Όπως δεν ήξερε τι έκανε εκεί πέρα, όρθια κάτω από τον καυτό ήλιο, να κοιτάζει τον κόλπο της Μάλαγα, τρέμοντας από την παγωνιά που ένιωθε μέσα της. Άκουσε τα βήματα του Λουίς πάνω στην άσφαλτο, αλλά δε γύρισε προς το μέρος του. Τον
αισθάνθηκε να σταματά πίσω της. Τα μάτια της την πονούσαν, όπως και το κεφάλι της, ενώ ένα ατσαλένιο χέρι τής έσφιγγε την καρδιά. «Από την ώρα που συναντηθήκαμε με κοροϊδεύεις, με εκβιάζεις. Με απήγαγες και με αποπλάνησες», του είπε με σφιγμένη φωνή. «Με βοήθησες να βάλω τον πατέρα μου στην κλινική και μετά τον έδιωξες κακήν κακώς. Με δυο λόγια, μου προκαλείς το ένα σοκ μετά το άλλο. Ξέρεις κάτι, Λουίς;» «Σ’ ακούω». «Δεν έχω την παραμικρή ιδέα γιατί αποφάσισες να μου τα κάνεις όλα αυτά!» Εκείνος δεν απάντησε. Μήπως δεν το περίμενα; αναρωτήθηκε με πικρία η Καρολάιν και γύρισε προς το μέρος του. Ήταν ανέκφραστος, όπως πάντα. Και καθώς στεκόταν εκεί, με τη σιωπή ν’ απλώνεται ανάμεσά τους, η Καρολάιν συνειδητοποίησε ότι το μυαλό της πέταξε πίσω, στη ρομαντική ιστορία των εφτά εβδομάδων που είχαν πριν από εφτά χρόνια, αναζητώντας κάποιο νόημα σ’ όλη αυτή τη συμπεριφορά του. To μόνο που βρήκε όμως ήταν η άσχημη αίσθηση που είχε εκείνη τη νύχτα που είχε φύγει από τη Μαρμπέλα οριστικά. Ο Λουίς στεκόταν εκεί, όπως και τώρα, ψηλός και τεντωμένος και δεχόταν τις κατηγορίες της. «Πώς μπόρεσες να το κάνεις, Λουίς;» τον είχε ρώτησε σχεδόν κλαίγοντας. «Πώς μπόρεσες να πάρεις ό,τι είχα να σου δώσω και μετά να μ’ αφήσεις και να πας να πάρεις τα λεφτά του πατέρα μου στο καζίνο;» «Δε νομίζω να σου περνά από το μυαλό ότι μάλλον ο πατέρας σου προσπάθησε να κερδίσει λεφτά από μένα;» της είχε απαντήσει εκείνος παγερά. Η απόπειρά του να στρέψει αλλού τις κατηγορίες την είχε εξοργίσει περισσότερο. «Εσύ είσαι επαγγελματίας!» του είχε φωνάξει. «Μου είπες ότι ζεις από τον τζόγο, ενώ ο πατέρας μου είναι ένας απλοϊκός ανόητος!» «Έχει πάθος με τον τζόγο, Καρολάιν», της είχε πετάξει άγρια ο Λουίς. «Ένας τζογαδόρος που παίζει με άλλους τζογαδόρους». «Εκείνος μου είπε ότι έπαιξε μαζί σου. Εσύ ισχυρίζεσαι ότι μου είπε ψέματα;» «Όχι», είχε απαντήσει βαριά ο Λουίς. Ήταν το τέλος μιας όμορφης ερωτικής ιστορίας, αναλογίστηκε τώρα, καθώς επέστρεφε στο παρόν. Εκείνη είχε φύγει, κι ο Λουίς την είχε αφήσει. Από τότε, κάθε φορά που έκλεινε τα μάτια της, έβλεπε μπροστά της την παγερή του έκφραση, έτσι όπως τον είχε αφήσει να στέκεται ακίνητος, ευχόμενη μέσα της να μπορούσαν τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. «Το παρόν δεν έχει καμιά σχέση με το παρελθόν. Με το μέλλον έχει». Η φωνή του Λουίς ακούστηκε τόσο ξαφνικά, που η Καρολάιν ανοιγόκλεισε μερικές φορές τα μάτια της μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι απαντούσε στην ερώτηση που του είχε κάνει, πριν χαθεί στις αναμνήσεις της. «Χρειάζομαι μια σύζυγο για να εξασφαλίσω το τελικό κομμάτι της κληρονομιάς μου», της εξήγησε. «Και αφού το δέχτηκα, αποφάσισα αυτή η σύζυγος να είσαι εσύ. Τώρα νιώθεις καλύτερα;» κατέληξε ειρωνικά. Όχι, δεν ένιωθε καθόλου καλύτερα. «Δηλαδή, απλά εξυπηρετώ κάποιο σκοπό, έτσι;» σχολίασε, διαπιστώνοντας πόσο εύκολο του ήταν να την πείθει να κάνει ό,τι ήθελε. Δε χρειαζόταν να καταβάλει προσπάθεια, μια απλή προσφορά να της έκανε και δεν μπορούσε να του αρνηθεί. «Όπως κι εγώ για σένα», παρατήρησε παγερά εκείνος. «Δεν είναι δίκαιο;»
Αν το έβλεπε έτσι κανείς, ο Λουίς είχε δίκιο. «Μπορούμε να φύγουμε τώρα;» τη ρώτησε εκείνος. «Έχω να κάνω πολλά πράγματα πριν φύγουμε από δω το πρωί». Να φύγουν... Το έκανε ξανά! Την αποδιοργάνωνε με άλλη μια έκπληξη! «Να πάμε πού;» τον ρώτησε απορημένη. «Στην Κόρντοβα», της απάντησε εκείνος και, κάνοντας μεταβολή, κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο. Η Καρολάιν τον ακολούθησε. Έχω άλλη επιλογή; ειρωνεύτηκε τον εαυτό της. «Τι είναι στην Κόρντοβα;» τον ρώτησε μόλις μπήκαν στο αυτοκίνητο ξανά. «Μια μικρή κοιλάδα πάνω στα βουνά, που λέγεται Βάγιε ντε λος Άνχελες», της εξήγησε καθώς ξεκινούσε το αυτοκίνητο. «Σ’ αυτή την κοιλάδα υπάρχει το Καστίγιο ντε λος Άνχελες, που ανήκει στον Λουίς Άνχελες ντε Βάσκες, κόντε της Βάγιε ντε λος Άνχελες». Παρ’ ότι νόμιζε ότι πριν από λίγο είχε εξαντλήσει τα όρια του κυνισμού, τώρα η Καρολάιν διαπίστωνε ότι είχε κάνει λάθος, ότι διέθετε πολύ μεγαλύτερο ταλέντο. «Εκεί ο κόντε θα παντρευτεί την αγαπημένη του», συνέχισε ο Λουίς με μια εκνευριστική ηρεμία, «στην εκκλησία της Βάγιε ντε λος Άνχελες, όπως το θέλει η παράδοση για όλους τους κόντε της Βάγιε ντε λος Άνχελες. Μετά θα πάει τη γυναίκα του στο εντυπωσιακό καστίγιο, θα διώξει την κακιά μάγισσα και θα λεηλατήσει την κοντέσα του». «Την κακιά μάγισσα;» ρώτησε η Καρολάιν, μένοντας στο κομμάτι της σαρκαστικής του επεξήγησης που κατάφερε να την μπερδέψει πραγματικά. «Σι», απάντησε ο Λουίς, κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά. «Τη δόνα Κονσουέλα Ενγκράθια ντε Βάσκες, την κοντέσα της Βάγιε ντε λος Άνχελες αυτή τη στιγμή». «Αυτή που ανέφερε πριν από λίγο ο θείος σου», ρώτησε η Καρολάιν. «Ακριβώς. Ο τίο Φιντέλ είναι πολύ έξυπνος άνθρωπος. Επίσης είναι το μοναδικό πρόσωπο από την οικογένειά μου που μπορείς να εμπιστεύεσαι», της απάντησε ο Λουίς με σοβαρό τόνο. «Θα σου είναι χρήσιμο να το θυμάσαι αυτό, κερίδα».
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7
Να το θυμάσαι, της είχε πει... Αλλά είκοσι τέσσερις ώρες αργότερα, αυτός που θυμήθηκε τα λόγια του ήταν ο ίδιος ο Λουίς, καθώς όσο περισσότερο πλησίαζαν στην Κόρντοβα, τόσο πιο νευρικός γινόταν. Καθισμένη δίπλα του, η Καρολάιν κοίταζε το μεταβαλλόμενο τοπίο έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου. Τι είναι αυτό που τον κατατρώει άραγε; αναρωτήθηκε. Κανονικά έπρεπε να είναι ευχαριστημένος. Εξάλλου, είχε μαζί του μια πολύ υπάκουη επιβάτισσα, που δεν είχε προβάλει καμιά αντίρρηση στις αποφάσεις του. Καμιά, τουλάχιστον μετά την παράσταση που είχε δώσει στο δρόμο, την προηγούμενη μέρα, στη Μαρμπέλα. Από την άλλη πάλι, δεν της είχε δοθεί η ευκαιρία να διαμαρτυρηθεί για τίποτε άλλο, γιατί μόλις ο Λουίς την είχε πάει πίσω στη βίλα του, είχε ξαναφύγει αμέσως με τον επικεφαλής της ασφάλειας και δεν τον είχε ξαναδεί μέχρι το επόμενο πρωί, που είχε πάει να την πάρει για να φύγουν. Είχε φτάσει έτοιμος για το ταξίδι, ντυμένος με μαύρο λινό κοστούμι και λευκό πουκάμισο, το ίδιο νευρικός όπως και τώρα. «Είσαι έτοιμη; Αυτή είναι η βαλίτσα σου; Πάμε;» Με μια ένταση που έφτανε στα όρια της αγένειας, δεν της είχε δώσει καιρό ν’ απαντήσει. Και πέρα από μια βιαστική ματιά στο κρεμ παντελόνι και το μοβ λεπτό μπλουζάκι που είχε φορέσει η Καρολάιν, δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να την ξανακοιτάξει. Ήξερε ότι, αν το έκανε, θα την προκαλούσε να αρχίσει να μιλά, κάτι που ήταν ολοφάνερο ότι ήθελε ν’ αποφύγει. Και εξακολουθούσε να το αποφεύγει σ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής. Ίσως να φοβόταν μήπως τον ρωτήσει πού βρισκόταν το προηγούμενο βράδυ. Μπορεί ο ίδιος ν’ αρνιόταν να την κοιτάξει, αλλά εκείνη τον είχε κοιτάξει πολλές φορές και είχε δει ολοκάθαρα στο πρόσωπό του τα ίχνη της αϋπνίας. Η ίδια είχε κοιμηθεί σαν μωρό, χωρίς να της λείψει καθόλου, μέχρι τη στιγμή που είχε ξυπνήσει το πρωί και είχε ανακαλύψει ότι το κρεβάτι δίπλα της ήταν ατσαλάκωτο, όπως και όταν είχε ξαπλώσει. Ψεύτρα, ακούστηκε μια μικρή φωνή μέσα στο μυαλό της. Ξύπνησες αρκετές φορές και ανησυχούσες γιατί δεν ήταν εκεί. Σου έλειψε! «Διάβολε», μουρμούρισε εκείνη τη στιγμή ο Λουίς και σταμάτησε ξαφνικά το αυτοκίνητο. «Νομίζω ότι πέρασα τη στροφή...» Έβαλε όπισθεν και άρχισε να πηγαίνει προς τα πίσω, περνώντας μια διασταύρωση με μια πινακίδα που έλεγε ότι αριστερά τους ήταν το Λος Αμίνος. Σταμάτησε ξανά το αυτοκίνητο και, ξεφυσώντας ενοχλημένος, άνοιξε το ντουλαπάκι και έβγαλε ένα χάρτη. Τον άνοιξε πάνω στο τιμόνι και κοίταξε συνοφρυωμένος. «Δεν ξέρεις πού πάμε;» τον ρώτησε η Καρολάιν, συνοφρυωμένη κι εκείνη. «Όχι», της απάντησε. Το κοφτό του ύφος δεν άφηνε περιθώρια γι’ άλλες ερωτήσεις, αλλά εκείνη ένιωθε μπερδεμένη. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι, με τη φωτογραφική μνήμη που διέθετε ο Λουίς είχαν χαθεί! «Πόσο συχνά κάνεις αυτό το ταξίδι;» τον ρώτησε.
Ο δείκτης του γλιστρούσε πάνω στο χάρτη, ακολουθώντας την κόκκινη γραμμή που συνέδεε τη Μαρμπέλα με την Κόρντοβα. Μια απρόσμενη εικόνα κατέκλυσε το μυαλό της Καρολάιν: το δάχτυλό του διέγραφε ερεθιστικά μονοπάτια πάνω στην κοιλιά της. Φλόγες κύλησαν ανάμεσα στους μηρούς της. Ντρεπόταν. Και μισούσε τον εαυτό της γι’ αυτό. «Δεν το έχω ξανακάνει», της απάντησε. Η Καρολάιν χρειάστηκε μια στιγμή για να καταλάβει την απάντησή του. Μετά πρόσεξε ότι το δάχτυλό του είχε σταματήσει σε κάποιο σημείο. Έριξε μια ματιά στην πινακίδα και μετά ξανά στο χάρτη για να σιγουρευτεί ότι βρισκόταν το σωστό σημείο. «Εννοείς ότι δεν το έχεις κάνει άλλη φορά από τη Μαρμπέλα;» τον ρώτησε η Καρολάιν. Το δάχτυλό του άρχισε να κινείται ξανά, υπνωτίζοντας το βλέμμα της, καθώς διέγραφε μια διαδρομή αριστερά, περνώντας κυκλικά την Κόρντοβα. «Εννοώ ότι δεν έχω ξαναπάει, τελεία και παύλα», της διευκρίνισε εκείνος, σταματώντας σ’ ένα μικρό σημείο στο χάρτη που έφερε το όνομα Βάγιε ντε λος Άνχελες. Η απάντησή του την ξάφνιασε τόσο πολύ, που γύρισε στο κάθισμά της και τον κοίταξε απορημένη. «Γιατί;» ρώτησε πάλι. Δεν της απάντησε. Αντί γι’ αυτό, άρχισε να διπλώνει ξανά το χάρτη, αφήνοντας τη σιωπή να γεμίσει το χώρο με την ίδια ένταση που υπήρχε ανάμεσά τους όση ώρα ταξίδευαν. «Λουίς;» «Γιατί ήξερα ότι δε θα είμαι ευπρόσδεκτος, εντάξει;» της απάντησε σφιγμένος. «Μα είναι δικό σου!» «Και τι σχέση έχει αυτό με το να είμαι ευπρόσδεκτος;» αντιγύρισε εκείνος και, σκύβοντας, έβαλε ξανά το χάρτη μέσα στο ντουλαπάκι. Ξαφνικά η Καρολάιν κατάλαβε. «Αυτή που μπορεί να σε δηλητηριάσει», μουρμούρισε μαλακά. «Η κακιά μάγισσα... είναι η χήρα του πατέρα σου;» «Το βρήκες», της απάντησε ο Λουίς, βάζοντας ταχύτητα. «Και σε... μισεί;» Ο Λουίς γέλασε περιφρονητικά. «Εσύ δε θα μισούσες αυτόν που θα έπαιρνε τη θέση του γιου σου στην οικογένεια;» Ο πατέρας του είχε κι άλλο γιο; Ο Λουίς είχε ετεροθαλή αδερφό; Όσο η Καρολάιν προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τις τελευταίες πληροφορίες, ο Λουίς έστριψε το τιμόνι και μπήκε αριστερά. Ένας μακρύς και σκονισμένος δρόμος απλώθηκε μπροστά τους. Η Καρολάιν έμεινε για λίγο σιωπηλή, βυθισμένη στις σκέψεις της. «Γιατί πήρες εσύ τη θέση;» τον ρώτησε τελικά. «Γιατί εγώ είμαι νόθος και αυτός όχι;» αντιγύρισε ειρωνικά ο Λουίς. Η Καρολάιν κοκκίνισε ελαφρά με την απότομη, λακωνική απάντησή του. Μπορεί τώρα ο Λουίς να ήταν λιγόλογος, αλλά πριν από εφτά χρόνια ήταν εντελώς διαφορετικός. Τότε ήταν ανοιχτός σε ό,τι αφορούσε τη ζωή του. Της είχε πει ότι όταν ήταν μικρός έμενε σ’ ένα φτωχόσπιτο στα σοκάκια της Νέας Υόρκης, με μια μητέρα που αγωνιζόταν να τα φέρει βόλτα. Η Καρολάιν ήξερε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει όταν ήταν εννέα χρονών κι ότι είχε ζήσει το υπόλοιπο της παιδικής του ηλικίας υπό την επίβλεψη της Πολιτείας. «Επιλέχτηκα γιατί είχα προσωπική περιουσία, ενώ η οικογένεια είχε ουσιαστικά χρεοκοπήσει». Με άλλα λόγια, ο πατέρας του τον είχε ορίσει διάδοχό του από υπολογισμό μάλλον παρά από επιθυμία. Δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που ένιωθε τόση πικρία για όλη αυτή την ιστορία.
«Και ο ετεροθαλής αδερφός σου με τη μητέρα του;» τον ρώτησε. «Τι θα γίνουν αυτοί;» Η έκφρασή του σκλήρυνε ακόμα πιο πολύ, αν ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο. «Όσο εξαρτάται από μένα, θα τους πετάξω στο δρόμο. Όπως με είχαν πετάξει κι αυτοί τόσα χρόνια». Ο Λουίς δεν ήταν ανόητος. Ήξερε τι τον περίμενε. Πράγμα που έκανε την Καρολάιν να του ξεστομίσει άλλη μια ερώτηση που δεν μπορούσε να συγκρατήσει. «Και ο γάμος μας; Τι σχέση έχει μ’ όλα αυτά;» Για μια στιγμή νόμισε ότι ο Λουίς δε θα της απαντούσε. Το στόμα του ήταν σφιγμένο, τα μάτια του καρφωμένα στο δρόμο μπροστά σαν ατσάλινες λάμες. «Ο γάμος μας είναι το μέσο με το οποίο θα τους πετάξω έξω», της απάντησε. «Σύμφωνα με τη διαθήκη του πατέρα μου, μπορούν να μένουν στο κάστρο μέχρι να παντρευτώ». Της έδειχνε ξανά την ανελέητη πλευρά του. Η Καρολάιν άρχισε να νιώθει οίκτο για την οικογένεια του Λουίς. Είχε τη φριχτή υποψία ότι δεν είχαν ιδέα με τι είδους άνθρωπο είχαν να κάνουν, αλλιώς θα είχαν μαζέψει τα πράγματά τους και θα είχαν φύγει πριν πάει εκείνος εκεί. «Έχεις ακούσει ποτέ τη λέξη συγνώμη;» τον ρώτησε με φωνή βραχνή. «Η συγνώμη είναι γι’ αυτούς που τη θέλουν», της απάντησε. Η Καρολάιν ρίγησε. Δεν είπε τίποτε άλλο. Κανείς δεν ξαναμίλησε μέχρι τη στιγμή που μπήκαν στο Λος Αμίνος. «Θα σταματήσουμε να φάμε», είπε ο Λουίς. Η Καρολάιν δεν έφερε αντίρρηση. Είχε αρχίσει να διψάει και ένα διάλειμμα για φαγητό ήταν προτιμότερο από το να συνεχίσουν το ταξίδι προς το άγνωστο ουσιαστικά. Ο Λουίς βρήκε ένα μικρό καφέ, με ξύλινα τραπέζια έξω, κάτω από μια μπλε, ξεθωριασμένη τέντα. Σταμάτησε δίπλα στο πεζοδρόμιο και βγήκε από το αυτοκίνητο. Τεντώθηκε για να ξεπιαστεί, καθώς περίμενε την Καρολάιν να βγει κι εκείνη. Ύστερα την έπιασε από τον αγκώνα και την οδήγησε σ’ ένα τραπέζι. Όλα γύρω έμοιαζαν παλιομοδίτικα, αλλά το καλάθι με το ψωμί και το μπολ με τη φρέσκια σαλάτα που τους έφεραν ήταν λαχταριστά. Ζήτησαν από ένα αναψυκτικό κι ύστερα άρχισαν να τρώνε αμίλητοι. «Πόσο έχουμε ακόμα;» τον ρώτησε κάποια στιγμή η Καρολάιν, σε μια απόπειρα να σπάσει την παγωνιά, και άπλωσε το χέρι της να πάρει ένα κομμάτι ψωμί. «Άλλο τόσο», απάντησε ο Λουίς, παίρνοντας κι εκείνος ένα κομμάτι ψωμί. Η Καρολάιν άφησε έναν αναστεναγμό που κατέληξε σε χασμουρητό. Η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή και υγρή. Εκτός από αυτό, το προηγούμενο βράδυ είχε κοιμηθεί άσχημα και είχε αρχίσει να νυστάζει. «Κουρασμένη;» τη ρώτησε ο Λουίς. «Η ζέστη φταίει. Και το ταξίδι. Πού κοιμήθηκες χτες βράδυ;» Βλέποντας τα μάτια του να λάμπουν ξαφνικά άγρια, η Καρολάιν ευχήθηκε να είχε δαγκώσει τη γλώσσα της καλύτερα. «Σου έλειψα;» μουρμούρισε εκείνος μελιστάλαχτα. «Όχι», του είπε ψέματα. «Κοιμήθηκα σαν κούτσουρο». «Εμένα μου έλειψες, πάντως», απάντησε με φωνή βραχνή ο Λουίς. Τον κοίταξε αμήχανα, νομίζοντας ότι την κοροΐδευε, αλλά διαπίστωσε ότι μιλούσε σοβαρά. Η ατμόσφαιρα ανάμεσά τους άλλαξε ξαφνικά. Ο Λουίς την κοίταζε σαν να ήταν γυμνή. Η Καρολάιν έστρεψε βιαστικά το βλέμμα της αλλού, προσπαθώντας να πνίξει τον πόθο που ξύπνησε μέσα της. «Μπορούμε να πάμε κάπου, αν θες», πρότεινε μαλακά εκείνος.
Η Καρολάιν παραλίγο να στραβοκαταπιεί. Εννοούσε αυτό που είχε καταλάβει; Πήρε το αναψυκτικό της και ήπιε μια γουλιά, σε μια προσπάθεια να καταπιεί την μπουκιά που της είχε σταθεί στο λαιμό. «Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πεις ναι...» Για τ’ όνομα του Θεού! σκέφτηκε έντρομη εκείνη. «Όχι, Λουίς!» ψιθύρισε με φωνή βραχνή και έκανε το λάθος να τον κοιτάξει στα μάτια. Ήταν θολά από τον πόθο. Την ήθελε. Την ήθελε εκείνη τη στιγμή! «Σταμάτα», του είπε, νιώθοντας τα μάγουλά της να φλογίζονται. Έκανε να πιάσει το μπολ με τη σαλάτα, αλλά τα δάχτυλά της συνάντησαν τα δικά του. Ήταν σαν να δέχτηκε ηλεκτρική εκκένωση. Τράβηξε απότομα το χέρι της, ενώ ο Λουίς έβρισε χαμηλόφωνα και τινάχτηκε όρθιος. Σοκαρισμένη και χωρίς να ξέρει τι είχε συμβεί, η Καρολάιν τον είδε να βγάζει από την τσέπη του μερικά χαρτονομίσματα και να τα πετάει πάνω στο τραπέζι. Έπειτα την έπιασε από το χέρι. Αυτή τη φορά δεν την άφησε να το τραβήξει. Κάνοντας μεταβολή, την παρέσυρε μαζί του στο δρόμο αμίλητος. Η Καρολάιν ήθελε να διαμαρτυρηθεί, να τον ρωτήσει πού πήγαιναν, αφού το αυτοκίνητο ήταν παρκαρισμένο από την άλλη πλευρά, αλλά η έκφρασή του έκανε τα λόγια να παγώσουν στα χείλη της. Ξαφνικά ο Λουίς σταμάτησε, έσφιξε το χέρι της και την οδήγησε στο χολ ενός μικρού ξενοδοχείου. «Λουίς, όχι!» κατάφερε να ψελλίσει, συνειδητοποιώντας ποιες ήταν οι οι προθέσεις του. Την αγνόησε. Ήταν λες και τον είχε κυριεύσει ο διάβολος. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα και το πιγούνι σφιγμένο. Ακούγοντάς τον να ζητάει δωμάτιο για μία ώρα, η Καρολάιν ένιωσε να κοκκινίζει ξανά. Ήταν φριχτό. Δεν είχε νιώσει μεγαλύτερη αμηχανία στη ζωή της! Ο υπάλληλος της έριχνε κλεφτές, πλάγιες ματιές. Ο Λουίς άφησε πάνω στον πάγκο μερικά χαρτονομίσματα, υπέγραψε κι ύστερα πήρε το κλειδί που του έδωσε ο υπάλληλος και κατευθύνθηκε προς τη σκάλα. «Δεν το πιστεύω αυτό που έκανες!» του είπε η Καρολάιν, καθώς άρχισε να προχωρά, τραβώντας την και πάλι πίσω του. Δεν μπήκε στον κόπο να της απαντήσει. Έφτασαν στο κεφαλόσκαλο. Ο Λουίς ξεκλείδωσε μια πόρτα και την άνοιξε. Ήταν ένα μικρό και απλό ξενοδοχείο. Το δωμάτιο, σκοτεινό, με τα παραθυρόφυλλα κλειστά, δε διέθετε τίποτα περισσότερο από ένα κρεβάτι, ένα τραπέζι και δυο καρέκλες. Δεν υπήρχε κλιματιστικό για να διώξει την αποπνικτική ζέστη, αλλά, μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, αυτό που ενδιέφερε την Καρολάιν δεν ήταν οι ανέσεις που έλειπαν από το δωμάτιο. Η ανάσα της είχε κοπεί και ένιωθε μια πρωτόγνωρη διέγερση. «Τι διάβολο σ’ έπιασε;» τον ρώτησε, καταφέρνοντας τελικά να τραβήξει το χέρι της από το δικό του. Και πάλι ο Λουίς δεν απάντησε, αλλά δε χρειαζόταν κιόλας. Ήξερε τι τον είχε πιάσει. Ήταν γραμμένο πάνω στο πρόσωπό του ολοκάθαρα! Έκανε ανήσυχη ένα βήμα πιο πέρα και τον παρακολούθησε να βγάζει το σακάκι του. Έπειτα έβγαλε και το πουκάμισο και το πέταξε μαζί με το σακάκι σε μια καρέκλα. Γυμνός από τη μέση και πάνω, χαλάρωσε, λες και το πιο σοβαρό πράγμα γι’ αυτόν ήταν να βγάλει τα ρούχα του. Φωτιά και πάγος, σκέφτηκε η Καρολάιν, περιμένοντας με κομμένη την ανάσα να δει τι θ’
ακολουθούσε. Φωτιά το πάθος του και πάγος το μέσο που χρησιμοποιούσε για να ελέγξει τη φωτιά. Ακαταμάχητος συνδυασμός, που ξυπνούσε μέσα της πρωτόγνωρες αισθήσεις και συναισθήματα. «Λουίς, δεν...» άρχισε να λέει τελικά, αλλά εκείνος άπλωσε τα χέρια του, την έπιασε από τους καρπούς και την τράβηξε πάνω του, τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του. Οι μακριές βλεφαρίδες μισόκρυψαν το φλογισμένο βλέμμα του, καθώς άρχισε να ξεκουμπώνει την μπλούζα της. Η Καρολάιν δεν προσπάθησε να ξεφύγει, πράγμα που από μόνο του ήταν μια απάντηση. Και καθώς η μπλούζα της άνοιξε, αποκαλύπτοντας το μεταξωτό σουτιέν, πρότεινε αυθόρμητα το κορμί της προς το μέρος του, σ’ ένα θηλυκό κάλεσμα. Ο Λουίς ανταποκρίθηκε. Όταν την άγγιξε, η ανάσα της κόπηκε. Δεν ήταν το συνηθισμένο κτητικό άγγιγμα που περίμενε. «Γιατί;» ψιθύρισε. Τελικά δεν μπορούσε να τον καταλάβει. Περίμενε ότι θα ήταν απόλυτος στις απαιτήσεις του, αλλά αυτό τώρα ήταν διαφορετικό. Ήταν σαν... αναγκαστικό. «Σε θέλω», της είπε μόνο κι ύστερα το στόμα του κόλλησε στο δικό της. Μετά απ’ αυτό τίποτε άλλο δεν είχε σημασία. Έβγαλαν με πυρετώδεις κινήσεις τα ρούχα τους και έσμιξαν μέσα σ’ ένα μεθυστικό μείγμα δίψας, φλόγας και ιδρώτα. Το κρεβάτι περίμενε. Τη στιγμή που έπεφταν στο στρώμα, τους τύλιξε η μυρωδιά των φρεσκοπλυμένων σεντονιών. Ήταν μια μυρωδιά που έδωσε μια αίσθηση τελειότητας σε όλα, αν και η Καρολάιν δεν ήξερε γιατί έπρεπε να γίνει αυτό. Καθώς η ώρα περνούσε και το μεσημέρι έδινε τη θέση του στο απόγευμα, ξέχασαν πού έπρεπε να βρίσκονται ή ίσως και να διάλεξαν να το ξεχάσουν. Δεν είχε σημασία. Έκανε ζέστη, η ατμόσφαιρα ήταν πνιγηρή και το ερωτικό ταξίδι τους ήταν πολύ πιο γοητευτικό από οτιδήποτε άλλο. Έκαναν έρωτα όλο το απόγευμα, μετά κοιμήθηκαν λίγο αποκαμωμένοι κι ύστερα ξύπνησαν και ξανάκαναν έρωτα. «Γιατί, Λουίς;» τόλμησε να τον ρωτήσει η Καρολάιν, όταν ηρέμησαν κάποια στιγμή. «Γιατί είμαστε εδώ;» «Με ρωτάς συνέχεια γιατί», παραπονέθηκε εκείνος, με το στόμα του στο λαιμό της. «Γιατί πάντα με ξαφνιάζεις με εκπλήξεις». «Νόμιζα ότι αυτή τη φορά η απάντηση είναι ολοφάνερη», της είπε εκείνος, κάνοντας μια γκριμάτσα. «Είσαι τόσο όμορφη, που καταντάει οδυνηρό», πρόσθεσε με φωνή βαθιά. «Και τόσο ποθητή, που δεν μπορώ να πάω μαζί σου πουθενά χωρίς να σταματήσω στη μέση της διαδρομής για να... για να κάνουμε αυτό...» Το στόμα του βρήκε το δικό της σ’ ένα φιλί που έσβησε κάθε άλλη σκέψη. Η Καρολάιν το ήξερε. Όσο καλό και αν έκανε στον εγωισμό της το να τον έχει, δεν ήταν ο πραγματικός λόγος για τον οποίο είχαν καταλήξει στο κρεβάτι κάνοντας έρωτα. Όταν έτρωγαν νωρίτερα, κάτι είχε αναδευτεί μέσα της καθώς ομολογούσε στον εαυτό της ότι της είχε λείψει το προηγούμενο βράδυ. Μακάρι να ήξερε τι ήταν, γιατί ίσως τότε άρχιζε να καταλαβαίνει τον Λουίς. Τελικά αποφάσισαν ότι έπρεπε να φύγουν αν ήθελαν να φτάσουν στον προορισμό τους πριν σκοτεινιάσει. Η Καρολάιν πήγε να κάνει ντους στο μικρό μπάνιο, στο τέλος του διαδρόμου. Επιστρέφοντας, διαπίστωσε ότι ο ήλιος είχε φύγει από εκείνη την πλευρά του κτιρίου και ο Λουίς είχε ανοίξει τα παράθυρα, αφήνοντας το ζεστό, καθαρό αέρα να μπει μέσα στο δωμάτιο. Στεκόταν μπροστά στο τραπέζι, όπου ήταν ακουμπισμένος ένας ξύλινος δίσκος με ένα πιάτο με σάντουιτς και μια κανάτα γεμάτη κρύο νερό.
«Μμμ, ο ξενοδόχος έδρασε, βλέπω», παρατήρησε ανάλαφρα η Καρολάιν. Ο Λουίς της χαμογέλασε κι έστρεψε ξανά την προσοχή του στα δυο ποτήρια που γέμιζε. «Δε φάγαμε και πολύ το μεσημέρι», της είπε. «Και ξέροντας τη συνήθεια των Ισπανών να τρώνε αργά το βράδυ, σκέφτηκα ότι δε θα ’ταν άσχημα να τσιμπήσουμε κάτι πριν φύγουμε». Τα παγάκια κουδούνισαν καθώς κύλησαν από την κανάτα μέσα στο ποτήρι. Η Καρολάιν δεν είχε συνειδητοποιήσει ότι διψούσε τόσο πολύ, μέχρι που άκουσε αυτό τον ερεθιστικό ήχο. «Ευχαριστώ», είπε και πήρε το ποτήρι από το χέρι του. «Τα σάντουιτς είναι με ζαμπόν και τυρί», είπε ο Λουίς και ξεκίνησε για το μπάνιο, αφήνοντάς τη να πίνει διψασμένη το νερό, κοιτάζοντας ξανά μ’ ενδιαφέρον γύρω της. Πήρε ένα σάντουιτς και κάθισε σε μια καρέκλα μπροστά στο τραπέζι. Τελικά της άρεσε το δωμάτιο. Και ήξερε πολύ καλά για ποιο λόγο της άρεσε. Ήταν ένα δωμάτιο που θα έμενε στη μνήμη της για πάντα σαν χώρος όπου τελικά είχε συμφιλιωθεί με τα αισθήματά της για τον Λουίς. Τον αγαπούσε, τον ήθελε και λαχταρούσε να είναι μαζί του, άσχετα με το πόσο την είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν ή πόσο τη χρησιμοποιούσε τώρα. Μπορεί εκείνος να μην την αγαπούσε ποτέ, αλλά τουλάχιστον ήξερε χωρίς αμφιβολία ότι την ήθελε με πάθος. Μπορούσε να το αντέξει αυτό. Μπορούσε να λειτουργήσει μ’ αυτό. Ο Λουίς επέστρεψε φρέσκος και ντυμένος ξανά. Πήρε ένα σάντουιτς και κάθισε στην καρέκλα απέναντί της. «Δεν είναι και παλάτι», είπε ήρεμα, κοιτάζοντας γύρω του. «Όμορφο, πάντως», του απάντησε η Καρολάιν χαμογελώντας. «Μου αρέσουν αυτοί οι μικροί, λιτοί χώροι». «Σε αντίθεση με τους πολυτελείς χώρους των πέντε αστέρων;» την πείραξε εκείνος. Η Καρολάιν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της, χαμογελώντας πάντα. «Τούτο εδώ το μέρος έχει ψυχή», είπε. «Μέσα στις σκοτεινές του ντουλάπες κρύβονται μυστικά». Άσε το δικό μου μυστικό, σκέφτηκε θλιμμένα. «Έχει να πει πολλές ιστορίες. Αυτές οι καρέκλες, για παράδειγμα», είπε, παίρνοντας το ποτήρι της στο χέρι. «Ποιος τις χρησιμοποίησε πρώτος; Ποιος έριξε το μελάνι πάνω στο υπέροχο αυτό τραπέζι;» Το δάχτυλό της άγγιξε μαλακά ένα σκούρο λεκέ. «Γυναίκα ήταν; Έγραφε αποχαιρετιστήριο γράμμα στο μυστικό εραστή της και θολωμένη από τα δάκρυα έγειρε το μελανοδοχείο; Ή μήπως ήταν άντρας;» Τα μάτια της είχαν σκουρύνει καθώς μιλούσε, μ’ έναν τρόπο που ο πατέρας της θα καταλάβαινε, γιατί έτσι συνέβαινε πάντα. Για τον Λουίς όμως ήταν κάτι καινούριο. Γύρισε και κοίταξε προσεκτικά το πρόσωπό της με την ονειροπόλα έκφραση. «Ήταν τόσο απορροφημένος γράφοντας τη δική του νουβέλα, που έχυσε το μελάνι από απροσεξία;» «Και τα δυο θα μπορούσαν να συμβούν θαυμάσια σ’ ένα ξενοδοχείο πέντε αστέρων», παρατήρησε ξερά ο Λουίς. Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Αν σε κάποιο από τα ξενοδοχεία σου είχε χυθεί μελάνι πάνω σ’ ένα τραπέζι, θα το αντικαθιστούσαν αμέσως μ’ ένα καινούριο. Δεν υπάρχει ψυχή σ’ αυτό, Λουίς», του είπε με πάθος. «Ώστε σου αρέσουν τα παλιά και χρησιμοποιημένα πράγματα», απάντησε εκείνος και χαμογέλασε. «Αυτό μου λες;» «Μου αρέσουν κάποια παλιά πράγματα και κάποια χρησιμοποιημένα», τον διόρθωσε. «Μου αρέσουν και τα καινούρια, αρκεί να έχουν να πουν μια ιστορία. Γενικά μου αρέσουν τα ενδιαφέρονται πράγματα», κατέληξε. «Τότε νομίζω ότι μπορώ να σου υποσχεθώ πως εκεί που πάμε θα έχει ενδιαφέρον», είπε εκείνος.
Ξαφνικά ο κυνισμός είχε ξαναγυρίσει. Η Καρολάιν άπλωσε αυθόρμητα το χέρι της πάνω στο τραπέζι. «Μην το κάνεις αυτό», τον παρακάλεσε. «Μην το χαλάς». Το βλέμμα του Λουίς χαμήλωσε στο χέρι της που σκέπαζε το δικό του. Η έκφρασή του για μια στιγμή έμεινε αμετάβλητη. Μετά χαλάρωσε μ’ έναν αχνό αναστεναγμό και, γυρνώντας το χέρι του, έπιασε το δικό της και σηκώθηκε όρθιος, τραβώντας τη για να σηκωθεί κι εκείνη. Τα χείλη του συνάντησαν απαλά τα δικά της, σαν να της ζητούσε συγνώμη. Η Καρολάιν προσπάθησε να δώσει περισσότερο πάθος στο φιλί τους, αλλά ο Λουίς τραβήχτηκε και η έκφρασή του συννέφιασε. «Πρέπει να φύγουμε», είπε. Το απόγευμα της σχεδόν τέλειας αρμονίας είχε πάρει τέλος...
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8
Άφησαν το Λος Αμίνος πίσω τους και ξεκίνησαν για τον προορισμό τους. Καθώς το αυτοκίνητο κατάπινε τα χιλιόμετρα, το σκηνικό άλλαξε και η ομαλή πεδιάδα έδωσε τη θέση της σε κυματοειδείς λόφους και προς το τέλος σε δασοσκεπή βουνά. Το ίδιο άλλαξε και ο δρόμος, ο οποίος είχε στένεψε τώρα και χωρούσε μόνο ένα αυτοκίνητο καθώς ανηφόριζε στο βουνό, περνώντας δίπλα από βαθιές, απότομες χαράδρες. «Πόσο έχουμε ακόμα;» ρώτησε η Καρολάιν, νιώθοντας ότι η ανηφόρα δεν είχε τελειωμό. «Θα πάμε στην επόμενη κοιλάδα», απάντησε ο Λουίς. Το πιγούνι του είχε σφιχτεί ξανά και οι αρθρώσεις του είχαν ασπρίσει καθώς κρατούσε το τιμόνι. Η ένταση είχε ξαναγυρίσει. Δε θέλει να πάει, σκέφτηκε η Καρολάιν. Δεν ήθελε να συναντήσει ανθρώπους που τον μισούσαν. Στην ψυχρή ατμόσφαιρα των βουνών ένιωθε σαν υπήρχε ένας κακός οιωνός, που την έκανε ν’ ανατριχιάσει. Άρχισε να τρίβει τα μπράτσα της. Ο Λουίς πάτησε ένα διακόπτη και άλλαξε τον κλιματισμό του αυτοκινήτου από κρύο σε ζεστό. «Έπρεπε να είχες πάρει μαζί σου πουλόβερ». «Αν ήξερα πού πηγαίνουμε, ίσως να το είχα σκεφτεί», του απάντησε εκείνη χαμογελώντας. «Στο πίσω κάθισμα υπάρχει μια ελαφριά κουβέρτα αν θες...» «Καλά είμαι», τον διαβεβαίωσε η Καρολάιν. Μακάρι να μπορούσε να πει το ίδιο και για κείνον. Ο Λουίς δε φαινόταν καθόλου καλά. Όσο πιο ψηλά ανέβαιναν, τόσο μεγάλωνε η έντασή του. «Μπορείς ακόμα να κάνεις τη μεγάλη χειρονομία και να τα παραχωρήσεις όλα στον ετεροθαλή αδερφό σου», του πρότεινε μαλακά. Εκείνος κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Αυτό αποκλείεται», απάντησε κατηγορηματικά. «Επειδή νιώθεις ότι σου χρωστάει για τα χρόνια που εσύ δεν είχες τίποτα κι αυτός τα είχε όλα;» τον ρώτησε η Καρολάιν. «Επειδή αποκλείεται», επανέλαβε ο Λουίς, μ’ έναν τόνο στη φωνή του που την έκανε να σκεφτεί ότι ήταν σαν προκαλούσε επικίνδυνο αγρίμι. Παίρνοντας το μήνυμα, η Καρολάιν έμεινε σιωπηλή. Περνούσαν ανάμεσα σε δυο ψηλές κορφές. Πόσο πιο ψηλά θ’ ανέβαιναν; Ξαφνικά, χωρίς καμιά προειδοποίηση, συνέβη. Παίρνοντας μια απότομη στροφή, βρέθηκαν να περνούν μέσα από ένα άνοιγμα στο βουνό. Την είδαν μπροστά τους. Ήταν το πιο όμορφο μέρος που είχε δει στη ζωή της η Καρολάιν. «Ω Λουίς!» είπε ξέπνοη. Εκείνος έμοιαζε σαν να είχε παγώσει. Σταμάτησε το αυτοκίνητο και έμειναν και οι δύο καθισμένοι στις θέσεις τους, κοιτάζοντας μπροστά τους με δέος. Η Βάγιε ντε λος Άνχελες... Δε θα μπορούσε να είναι άλλο μέρος. Και την είχαν πετύχει στην ομορφότερη στιγμή της, με τον απογευματινό ήλιο να λούζει στο χρυσάφι τις καταπράσινες πλαγιές της. Το τοπίο ήταν μαγευτικό. Γύρω από μια μικρή εκκλησία, που βρισκόταν στην πλατεία του χωριού, ήταν χτισμένα κάτασπρα σπίτια. Από κει και παράλληλα με την κοιλάδα έτρεχε ένα ήρεμο ποταμάκι μ’ ένα στενό χωματόδρομο δίπλα του, που διέσχιζε χωράφια με οπωροφόρα.
Εκεί, όπως στα παραμύθια με τις νεράιδες, βρισκόταν ένα κάστρο με λευκούς τοίχους και κόκκινες στέγες, με πολεμίστρες και κυλινδρικούς πύργους. Ο δρόμος κατέληγε μπροστά στην πύλη του. Διέθετε ακόμα και κρεμαστή γέφυρα, κάτω από την οποία κυλούσε το ποταμάκι. «Τέλειο», ψιθύρισε η Καρολάιν. Ο Λουίς αναδεύτηκε ξαφνικά, λες και η φωνή της να τον είχε ξυπνήσει από λήθαργο. Δεν είπε λέξη. Έβαλε ταχύτητα και ξεκίνησαν ξανά, με μια καινούρια ένταση τώρα ανάμεσά τους, που κρατούσε τη γλώσσα της Καρολάιν δεμένη. Η κατηφόρα δεν ήταν τόσο επικίνδυνη όσο η ανηφόρα, γιατί ο δρόμος κατέβαινε πιο ομαλά. Το έδαφος ήταν προφανώς πολύ εύφορο, γιατί παντού υπήρχαν οπωροφόρα δέντρα και λαχανικά. Τελικά έφτασαν στην κοιλάδα, πίσω ακριβώς από το χωριό. Το πέρασμα μέσα από το χωριό ήταν άλλη μια εμπειρία. Οι άνθρωποι περπατούσαν ήρεμα ή κουβέντιαζαν με τους γείτονές τους, τα παιδιά έπαιζαν χαρούμενα και τα σκυλιά έτρεχαν πίσω τους γαβγίζοντας ενθουσιασμένα. Ήταν ένα μέρος εξωπραγματικό, όπως εξωπραγματικοί έδειχναν και οι άνθρωποι με τα σκούρα μαλλιά και τα απλά ρούχα, τα κατάλευκα σπίτια με τις βαμμένες πόρτες και τα παράθυρα με τα φωτεινά χρώματα. Και αυτή η αίσθηση του μη πραγματικού έγινε ακόμα πιο έντονη, καθώς όλοι στάθηκαν ακίνητοι και τους παρατηρούσαν που περνούσαν. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε η Καρολάιν, ξέρουν ποιοι είμαστε! Ή τουλάχιστον ξέρουν ποιος είναι ο Λουίς. Παρατηρώντας τους να κοιτάζουν επίμονα το αυστηρό προφίλ του μέσα από το τζάμι του αυτοκινήτου, ένιωσε να ανατριχιάζει σύγκορμη. «Μήπως θα έπρεπε να σε αποκαλώ κόντε;» τον ρώτησε, σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει κάπως την ατμόσφαιρα. «Για δοκίμασε το νόθο Βάσκες», απάντησε εκείνος με σφιγμένα τα δόντια. Σ’ εκείνο το σημείο η Καρολάιν άρχισε να χάνει την υπομονή της μαζί του. Ο Λουίς ήταν απασχολημένος με τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και δεν είχε καταλάβει τι έβλεπαν αυτοί οι άνθρωποι στο πέρασμά του. Έβλεπαν το μελαχρινό και υπεροπτικό προφίλ ενός δικού τους ανθρώπου. Έβλεπαν τα μαύρα, μεταξένια μαλλιά, τη σταρένια επιδερμίδα, τα σκούρα μάτια. Ήταν ένας απ’ αυτούς. Η έκφρασή τους δεν έδειχνε εχθρότητα ούτε περιφρόνηση. Ήταν απλά περίεργοι. Αν μη τι άλλο, αυτές τις ματιές εισέπραξε η ίδια. Τι ήταν για κείνους τους ανθρώπους; Μια ανοιχτόχρωμη, ξανθιά ξένη, με μάτια στο χρώμα του αμέθυστου. Όταν έφτασαν στην πλατεία του χωριού με τη μικρή εκκλησία στη μέση, όλοι γύρισαν και τους κοίταξαν, εκτός από ένα νεαρό άντρα, που έτρεξε και μπήκε στην εκκλησία. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίστηκε ένας ιερέας με μαύρο ράσο. Ήταν πολύ ψηλός και λεπτός και τα μαλλιά που πλαισίωναν το αδύνατο πρόσωπο είχαν αρχίσει να ασπρίζουν. Τους κοίταξε εχθρικά. «Σ’ αυτή την εκκλησία υποτίθεται ότι θα παντρευτούμε;» ρώτησε η Καρολάιν σοκαρισμένη τον Λουίς. «Ναι», της απάντησε. «Τότε, δε νομίζεις ότι θα έπρεπε να σταματήσουμε και να γνωρίσουμε, τουλάχιστον, τον ιερέα;» Η φωνή ακούστηκε γεμάτη αποδοκιμασία και ανησυχία. Δεν ήθελε να ενοχλήσει αυτούς τους ανθρώπους και ήταν σίγουρη ότι ούτε ο Λουίς, αν κατάφερνε να βγει από τις σκέψεις του, ήθελε ενοχλήσει κανέναν. Ο Λουίς κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. Το βλέμμα του δεν άφησε το δρόμο ούτε για μια στιγμή. Συνέχισε να διασχίζει σκυθρωπός την πλατεία, κάτω από τα γεμάτα περιέργεια βλέμματα
των κατοίκων. Δε χαλάρωσε ούτε όταν βγήκαν από το χωριό και άρχισαν να διασχίζουν τους καλοφροντισμένους οπωρώνες. Πορτοκαλιές, λεμονιές, ροδακινιές και αχλαδιές. «Πώς είναι δυνατόν ένα τέτοιο μέρος να έχει χρεοκοπήσει;» ρώτησε η Καρολάιν κοιτάζοντας γύρω της με δέος. Ήταν το μέρος της αφθονίας. «Εξαιτίας των υπερβολών των προηγούμενων ιδιοκτητών του», απάντησε κυνικά ο Λουίς. Πρέπει να εννοούσε τον πατέρα του. «Ένα τέτοιο μέρος δεν ανήκει σε κανέναν», διαμαρτυρήθηκε η Καρολάιν. «Είναι απλοί φύλακες, οι οποίοι έχουν αναλάβει να το φροντίζουν με την εργασία τους. Και αν δεν μπορούν να δουν τι τιμή είναι και τι προνόμιο έχουν στα χέρια τους, τότε τους αξίζει να χάσουν αυτή τη θέση». «Μιλάς σαν να γεννήθηκες πραγματική κυρία του αρχοντικού», είπε σαρκαστικά ο Λουίς. «Ίσως θα πρέπει να παραχωρήσω σ’ εσένα τα δικαιώματά μου». «Μπορείς να με κοροϊδεύεις όσο θες, ελ κόντε», του αποκρίθηκε η Καρολάιν. «Αν όμως δεν καταλαβαίνεις τι εννοώ, τότε ίσως ήρθε η ώρα να το προσπαθήσεις». «Τελείωσε το μάθημα;» ρώτησε ο Λουίς. «Ναι», απάντησε εκείνη. Γιατί μπήκα στον κόπο να του τα πω όλα αυτά; αναρωτήθηκε. Ο Λουίς αδιαφορούσε για ό,τι του έλεγε οποιοσδήποτε, αν δε συμφωνούσε με την άποψή του. «Τελείωσα». «Ωραία», μουρμούρισε ο Λουίς. «Γιατί νομίζω ότι φτάσαμε και έχω αρχίσει να νιώθω άθλια». Ξαφνιασμένη από την απρόσμενη ομολογία του, η Καρολάιν γύρισε και κοίταξε το χλομό του πρόσωπο. Τα χαρακτηριστικά του ήταν τραβηγμένα. Συνειδητοποιώντας τι κοιτούσε, ένιωσε το κορμί της να ακινητοποιείται. Όση ώρα πετούσαν δηκτικά σχόλια ο ένας στον άλλο, είχαν φτάσει στο τέλος των οπωρώνων και τώρα περνούσαν τη γέφυρα του κάστρου. Πέρασαν μέσα από μια καμάρα και βρέθηκαν σ’ ένα λευκό περίβολο. Δεν είχε ξαναδεί στη ζωή της κάτι τέτοιο. Από το βουνό ψηλά ήταν όλα πολύ όμορφα, αλλά από κοντά το κάστρο είχε μια απαράμιλλη γοητεία, με τους άσπρους τοίχους του να λούζονται στις τελευταίες αχτίδες του ήλιου. Ήταν πανέμορφα. Οι περιποιημένοι κήποι σού έκοβαν την ανάσα. Ο δρόμος κατέληγε σ’ ένα λιθόστρωτο προαύλιο. Στο τέρμα του, το άγαλμα ενός Ποσειδώνα στεκόταν σαν φρουρός μπροστά στην τεράστια αψιδωτή είσοδο στον κυρίως χώρο του κάστρου, ρίχνοντας νερό σε ένα σιντριβάνι. Ο Λουίς σταμάτησε το αυτοκίνητο. Χωρίς να πουν λέξη, βγήκαν έξω και στάθηκαν κοιτάζοντας τριγύρω. «Είναι τρελό», μουρμούρισε σιγανά εκείνη. «Μμμ;» Το σκουρόμαλλο κεφάλι του Λουίς γύρισε προς το μέρος της. «Το κάστρο», του εξήγησε. «Δεν είναι αυτό που φαίνεται». «Τι σε κάνει να το λες αυτό;» Η φωνή του έμοιαζε να βγαίνει με δυσκολία, αλλά όταν μίλησε επιτέλους έδειξε να χαλαρώνει. «Κοίταξε γύρω σου», είπε η Καρολάιν. «Δεν υπάρχει κανένας λόγος να χτίσει κάποιος ένα τόσο φοβερό κάστρο εδώ στην κοιλάδα. Τα βουνά προστατεύουν την περιοχή. Αν ήθελε κανείς να προστατέψει αυτό που του ανήκε, μπορούσε να χτίσει εκεί πάνω. Αυτό εδώ», έγνεψε προς τη μεριά του κάστρου, «χτίστηκε για να ικανοποιήσει τον εκκεντρικό εγωισμό κάποιου. Είναι τρελό», επανέλαβε και ξανακοίταξε μπροστά της. «Αλλά μια όμορφη τρέλα...» Και αν η οικογένεια του Λουίς ευθυνόταν για τη χρεοκοπία της περιοχής, τότε σίγουρα δεν ήταν λόγω των εξόδων της ξεχωριστής αυτής κατοικίας.
Της κατοικίας του Λουίς τώρα, σκέφτηκε, κοιτάζοντάς τον πάνω από το αυτοκίνητο. Ένας άντρας που αποτελούσε ένα τόσο γοητευτικό μείγμα διαφορετικών πολιτισμών· δεν ήταν ν’ απορεί κανείς που έκρυβε τον πραγματικό εαυτό του. Ίσως και ο ίδιος να μην ήξερε καλά καλά τι ακριβώς ήταν! «Μας βλέπουν», μουρμούρισε ο Λουίς, «Ναι», απάντησε η Καρολάιν. «Το ξέρω». Ένιωθε τα βλέμματα να τη διαπερνούν μέσα από τα τζάμια των παραθύρων, από την πρώτη στιγμή που είχαν βγει από το αυτοκίνητο. «Τι θέλεις να κάνουμε τώρα; Να χτυπήσουμε την πόρτα και ν’ απαιτήσουμε την ιδιοκτησία σου ή ν’ ακολουθήσουμε έναν πιο πολιτισμένο τρόπο και να περιμένουμε μέχρι να μας προσκαλέσουν μέσα;» Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και η μεγάλη πόρτα πίσω από τον Ποσειδώνα άνοιξε. Η καρδιά της σκίρτησε. Από την άλλη μεριά του αυτοκινήτου άκουσε τα βήματα του Λουίς πάνω στο λιθόστρωτο. Χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά, έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και στάθηκε δίπλα του. Ταυτόχρονα ένας άντρας εμφανίστηκε στο άνοιγμα της πόρτας. Ήταν μικρόσωμος, αδύνατος και ηλικιωμένος. Το ανέκφραστο πρόσωπό του δεν αποκάλυπτε αν ήταν ευπρόσδεκτοι ή αν απλά τους επέτρεπε την είσοδο. «Η παράσταση αρχίζει», είπε μαλακά η Καρολάιν. «Έτσι μου φαίνεται», συμφώνησε ο Λουίς. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε το δικό της, σαν να ήθελε ηθική υποστήριξη, αλλά, ευτυχώς, το πρόσωπό του πήρε ξανά εκείνη την αυστηρή έκφραση υπεροχής, που είχε ο απρόσιτος Λουίς Βάσκες. Έκαναν μαζί το γύρο του σιντριβανιού και πλησίασαν στην πόρτα. Ο άντρας έκανε μια ελαφριά υπόκλιση. «Καλώς ήρθατε σενιόρ, σενιορίτα», είπε με φωνή αδιάφορη. «Από δω παρακαλώ». Ο άντρας παραμέρισε προσκαλώντας τους να περάσουν μέσα και καθώς η πόρτα έκλεισε μαλακά πίσω τους, ο Λουίς και η Καρολάιν βρέθηκαν σ’ ένα τεράστιο χολ από ξύλο βελανιδιάς και πέτρα, όπου δέσποζε μια πέτρινη σκάλα. Οι τοίχοι ήταν βαμμένοι σε αχνό ροδακινί χρώμα, που έδινε λίγη ζεστασιά σ’ ένα χώρο ο οποίος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παγερά αφιλόξενος. Η Καρολάιν ένιωσε τους μυς της κοιλιάς της να συσπώνται. Τα δάχτυλα του Λουίς σφίχτηκαν στα δικά της. Ήταν συνηθισμένος σε μεγάλα χολ υποδοχής, σε όμορφους χώρους, αλλά αυτό εδώ ήταν διαφορετικό. Ήταν το παρελθόν που συναντούσε το μέλλον του. Ακόμα κι εκείνη, που ήξερε πάντα τις ρίζες της, συνειδητοποιούσε πόσο σημαντική ήταν για τον Λουίς αυτή η στιγμή. Η φωνή του ακούστηκε μαλακή και ήρεμη. «Εσύ ποιος είσαι;» ρώτησε με το ανάλογο ύφος του κόντε. Γνωρίζοντας την ταραχή που ένιωθε μέσα του, η Καρολάιν τον θαύμασε. «Ο Πέδρο, κύριε. Ο μπάτλερ», απάντησε ο ηλικιωμένος άντρας, με σεβασμό. Τουλάχιστον αυτός δεν αντιπαθούσε τον Λουίς επειδή ήταν ο νόθος Βάσκες. «Ακολουθήστε με, παρακαλώ...» Διέσχισαν ένα πέτρινο καλογυαλισμένο πάτωμα και προσπέρασαν δύο πανοπλίες, που στέκονταν φρουροί δεξιά και αριστερά στη σκάλα. Ο διάδρομος ήταν διακοσμημένος με έργα τέχνης που έκαναν την καρδιά της Καρολάιν να φτερουγίσει από επαγγελματικό ενδιαφέρον. «Υπάρχει αρκετή ψυχή για τα γούστα σου εδώ;» τη ρώτησε ο Λουίς, σαν να κατάλαβε τι ένιωθε εκείνη. «Ενδιαφέρον», του απάντησε η Καρολάιν χαμογελώντας και πλησίασε πιο κοντά του, καθώς ο Πέδρο άνοιξε μια τεράστια δίφυλλη ξύλινη πόρτα και τους κάλεσε να περάσουν μέσα, κάνοντας μια υπόκλιση. « Ο σενιόρ Λουίς Βάσκες και η σενιορίτα Νιούμπερι», ανακοίνωσε σ’ όποιον τους περίμενε. Η
Καρολάιν πρόσεξε ότι ο μπάτλερ δεν είχε αποκαλέσει τον Λουίς κόντε ούτε μια φορά από τότε που είχαν φτάσει εκεί. Ο Λουίς δεν έδειξε να το πρόσεξε. Η έκφρασή του ήταν ήρεμη και κρατούσε το χέρι της Καρολάιν σταθερά. Με βήμα ανάλαφρο αλλά σταθερό, όπως πάντα, μπήκε στο όμορφο σαλόνι, με το μεγάλο πέτρινο τζάκι, που έπιανε σχεδόν έναν ολόκληρο τοίχο. Δίπλα στο τζάκι στεκόταν μια γυναίκα. Τα μαλλιά της ήταν μαύρα, όπως και τα μάτια της και ήταν λεπτή και μικρόσωμη. Φορούσε ένα ασημόγκριζο σύνολο, που ταίριαζε με την ατσάλινη έκφρασή της και κοιτούσε τον Λουίς στα μάτια, ένα παγερό βλέμμα που της ανταπέδωσε κι εκείνος. Για μια ατέλειωτη στιγμή, μετά την αποχώρηση του Πέδρο, δεν είπε κανείς τίποτα. Οι δύο πρωταγωνιστές της σκηνής στάθηκαν κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, ενώ η Καρολάιν παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. «Καλώς ήρθες», είπε τελικά η γυναίκα. «Τία Κονσουέλα», απάντησε μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο ο Λουίς. Τία; Γιατί την αποκαλούσε θεία; Αν ήταν κάτι γι’ αυτόν, μάλλον μητριά του ήταν. «Μοιάζεις στον πατέρα σου», παρατήρησε η Κονσουέλα. «Κι εσύ μοιάζεις στη μητέρα μου, αν και είσαι σε πολύ καλύτερη φυσική κατάσταση από αυτή που ήταν εκείνη την τελευταία φορά που την είδα». Όσο παγερή και αν ήταν η στιχομυθία, τα κομμάτια του παζλ έμπαιναν στη θέση τους. Η Κονσουέλα ήταν η αδερφή της μητέρας του Λουίς. Τώρα καταλάβαινε η Καρολάιν γιατί έσφιγγε τόσο πολύ το χέρι της. Τι είχε συμβεί πριν από τριάντα χρόνια; Φέουδα και περιουσίες, της είχε πει ο Λουίς. Σιγά σιγά άρχισε να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί. Η ιστορία περιλάμβανε δύο αδερφές, έναν άντρα και όλο εκείνο εκεί το μέρος... Το πρόσωπο της Κονσουέλα ρόδισε ελαφρά, αλλά το βλέμμα της έμεινε αταλάντευτο. «Η Σερένα ήταν μια ρομαντική ανόητη, Λουίς», του είπε. «Δε θα με κάνεις να νιώσω ενοχές που πήρα αυτό που τόσο ηλίθια άφησε εκείνη». Η Καρολάιν έκανε ένα μορφασμό, καθώς τα δάχτυλα του Λουίς συνέθλιψαν σχεδόν τα δικά της. Νιώθοντας ότι ήταν έτοιμος να κάνει κάτι βίαιο, έσπευσε να μπει στην κουβέντα. «Σύστησέ με, Λουίς», είπε ανάλαφρα. Για μια στιγμή πίστεψε ότι θα την αγνοούσε. «Καρολάιν, από δω η αδερφή της μητέρας μου και χήρα του πατέρα μου, η Κονσουέλα ντε Βάσκες», είπε τελικά εκείνος βιασμένα. «Χαίρω πολύ», αποκρίθηκε η Καρολάιν και χαμογέλασε στην Κονσουέλα ντε Βάσκες. «Χαίρομαι που ήρθα εδώ. Το κάστρο είναι πολύ όμορφο, αλλά δε νομίζω ότι είναι τόσο παλιό όσο δείχνει». Φλυαρούσε, αλλά δεν την ένοιαζε, αρκεί να έσπαγε η εχθρική ατμόσφαιρα ανάμεσα στην Κονσουέλα και τον Λουίς. «Μοιάζει με κτίριο του ενδέκατου αιώνα, αλλά εγώ υπολογίζω ότι έχει χτιστεί τον δέκατο έκτο». «Το δέκατο έβδομο», είπε μια αντρική φωνή. «Σε μια αντίδραση, όταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής του για το χέρι μιας πραγματικής κυρίας κέρδισε την καρδιά της με το μέγεθος της κατοικίας του, ο πρόγονός μας ήρθε να μείνει εδώ, στην κοιλάδα και αφού έχτισε μόνος του αυτή την εντυπωσιακή κατοικία, μετά παντρεύτηκε τη μικρότερη αδερφή της. Η ιστορία επαναλαμβάνεται σ’ αυτή την οικογένεια, όπως, υποθέτω ότι θα μάθετε σύντομα». Η Καρολάιν πάγωσε. Η φωνή τής φάνηκε γνωστή. Κοίταξε μπερδεμένη τον ψηλό, μελαχρινό και πολύ γοητευτικό άντρα που εμφανίστηκε από την άλλη μεριά του σαλονιού. Ο άντρας κοντοστάθηκε και χαμογέλασε βλέποντας την έκπληξή της. Μετά, αγνοώντας εντελώς
τον Λουίς, συνέχισε με τον ίδιο ανάλαφρο και γεμάτο αυτοπεποίθηση τρόπο που είχε μιλήσει στην Καρολάιν την πρώτη φορά που τον είχε δει. «Φελίπε ντε Βάσκες», συστήθηκε. «Στις υπηρεσίες σας, δεσποινίς Νιούμπερι». Ήταν ο άντρας που είχε συναντήσει στο ασανσέρ του ξενοδοχείου του Λουίς, στη Μαρμπέλα. «Δεν έχουμε συστηθεί, έτσι δεν είναι;» πρόσθεσε μ’ ένα χαλαρό χαμόγελο. «Σενιόρ», του είπε εκείνη. Μόνο οι καλοί της τρόποι την έκαναν να δεχτεί το απλωμένο χέρι του. Τα δάχτυλά του έκλεισαν γύρω από τα δικά της, κρύα, απαλά και ευγενικά. «Φελίπε, σε παρακαλώ...» της είπε. «Εξάλλου, σύντομα θα γίνουμε συγγενείς». Αυθόρμητα το άλλο χέρι της Καρολάιν σφίχτηκε μέσα στο χέρι του Λουίς. Χωρίς να το καταλάβει, τον πλησίασε ακόμα πιο πολύ. Ήταν παράξενο, αλλά καθώς βρέθηκε να συγκρίνει το ατσάλινο κράτημα του Λουίς και το ανάλαφρο σφίξιμο του αδερφού του από την άλλη, συνειδητοποίησε ποιο από τα δύο την έκανε να νιώθει πιο ασφαλής. Θυμήθηκε όμως ότι την τελευταία φορά που είχε συναντήσει τον Φελίπε, της είχε δώσει την εντύπωση ότι, αν προσπαθούσε να τραβήξει το χέρι της, θα την πονούσε, κάτι που ένιωσε και τώρα. «Φελίπε», είπε ευγενικά και τραβώντας το χέρι της το ακούμπησε στο στήθος του Λουίς. «Φοβερή σύμπτωση, έτσι δεν είναι, Λουίς;» πρόσθεσε και χαμογέλασε. «Τις προάλλες συνάντησα τον ετεροθαλή αδερφό σου στο ξενοδοχείο, χωρίς να ξέρω ότι είστε συγγενείς». «Ναι, φοβερή σύμπτωση», είπε με την αργόσυρτη φωνή του εκείνος. Ήταν μια φωνή πολύ απαλή και πολύ νωχελική για να είναι ωραία. Τον ήξερε καλά. Όσο πιο οργισμένος ήταν, τόσο πιο ήρεμος έδειχνε. Το ξέρει αυτό ο Φελίπε; αναρωτήθηκε η Καρολάιν. «Συναντηθήκαμε, λοιπόν, επιτέλους», είπε ο Φελίπε χαμογελώντας θλιμμένα και κοίταξε τον αδερφό του. Επιτέλους; Η λέξη αυτή χτύπησε την Καρολάιν σαν γροθιά στο στομάχι. Δεν ήξερε ο Λουίς ότι ο αδερφός του ήταν στο ξενοδοχείο; Προφανώς όχι, συμπέρανε, ακούγοντας την απάντησή του. «Όχι πολύ αργά, υποθέτω». Η ατμόσφαιρα ξαφνικά βάρυνε. Υπήρχε παντού παγωνιά. Μια αναμφισβήτητη παγωνιά. Και περιέργεια. Και αμοιβαίος ανταγωνισμός ανάμεσα στους δυο άντρες, που αναμετρούσαν ο ένας τον άλλο. Δεν ήξερε ποιος από τους δύο υπερίσχυσε στη σιωπηλή αυτή μάχη, αλλά ήξερε ποιος διέθετε τη δύναμη. «Καλώς ήρθες, Λουίς», είπε ο Φελίπε με ένα βεβιασμένο χαμόγελο που φανέρωσε στην Καρολάιν ότι κι εκείνος αναγνώριζε την υπεροχή του ετεροθαλούς αδερφού του. «Μακάρι τα επόμενα είκοσι χρόνια σου να είναι πιο αποδοτικά από τα πρώτα είκοσι». Ήταν τόσο σκληρό σχόλιο, που ακόμα και η μητέρα του τον κοίταξε ξαφνιασμένη. Το ίδιο και η Καρολάιν, που τα δάχτυλά της σφίχτηκαν στο πουκάμισο του Λουίς, σαν να προσπαθούσε να ηρεμήσει το άγριο θηρίο πριν επιτεθεί. Ο Λουίς όμως, προς έκπληξη όλων, έβαλε τα γέλια. «Ας το ελπίσουμε», συμφώνησε. «Αλλιώς το μέρος τούτο θ’ αντιμετωπίσει μεγάλο πρόβλημα, όπως ξέρουμε όλοι». Οφθαλμόν αντί οφθαλμού. Ο Λουίς είχε κερδίσει αυτόν το γύρο. Και δεν είχε τελειώσει ακόμα. «Πράγμα που μου θυμίζει», συνέχισε με την παγερή, κοφτή φωνή του μεγιστάνα, «ότι έχω να κάνω πολλά πράγματα εδώ πριν από το γάμο μας, ο οποίος θα γίνει την άλλη βδομάδα. Μπορούμε ν’
αρχίσουμε με μια ξενάγηση στο χώρο, πριν ξεκινήσω τον απολογισμό;»
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9
Η Καρολάιν καθόταν ήσυχα στο παράθυρο του ξενώνα που της είχε παραχωρηθεί και κοίταζε την κοιλάδα μπροστά της, όταν ακούστηκε ένα ελαφρύ χτύπημα στην πόρτα. Για μια στιγμή σκέφτηκε σοβαρά να μην απαντήσει. Είχε περάσει άσχημες μέρες. Μέρες γεμάτες ανησυχία και ένταση και μάτια που παρατηρούσαν ό,τι έκανε και όπου πήγαινε, σαν ν’ ανησυχούσαν μήπως αρπάξει τα ασημικά και το βάλει στα πόδια! Και το πιο σημαντικό, ο Λουίς είχε αναλάβει την ευθύνη της κατάστασης εκεί σαν να ήταν ένα καινούριο απόκτημα των επιχειρήσεών του. Ήρεμα, ψύχραιμα και απόλυτα επαγγελματικά. Όλοι, και κυρίως το προσωπικό, τον αντιμετώπιζαν ήδη με δέος και τσακίζονταν για να του κάνουν καλή εντύπωση. Οι δε αλλαγές που είχε κάνει ήταν αρκετές για ν’ αφήσουν κάποιον με ανοιχτό το στόμα. Μόνο που εκεί δεν είχαν πάει για δουλειά. Εκεί ήταν το σπίτι του, αν κι ασυνήθιστο σπίτι. Πώς όμως να επισημάνεις κάτι τέτοιο σ’ έναν άνθρωπο που με δυσκολία πρόσεχε την ύπαρξή σου; Γιατί η αλήθεια ήταν ότι σπάνια της απηύθυνε το λόγο. Έδειχνε θυμωμένος με κάτι, μολονότι η Καρολάιν δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Και ήταν πολύ δύσκολο να το ανακαλύψει, από τη στιγμή που εκείνος είχε κλειστεί στον εαυτό του, μέσα σε μια πανοπλία, που, αν μη τι άλλο, ταίριαζε στην ατμόσφαιρα του κάστρου. Βέβαια, η ίδια είχε μια παγερή αίσθηση ότι η διάθεσή του είχε σχέση με το γεγονός ότι, πριν συναντήσει εκείνον, είχε συναντήσει τον ετεροθαλή αδερφό του. Εξάλλου, την είχε βασανίσει σχετικά μ’ αυτή την τυχαία συνάντηση. Όχι, την είχε ψήσει. Αυτή ήταν πιο σωστή έκφραση. «Πού συναντηθήκατε; Πώς έγινε; Τι σου είπε; Πώς το είπε;» Και όταν εκείνη είχε θυμώσει και τον είχε ρωτήσει γιατί το θεωρούσε τόσο σοβαρό, ο Λουίς είχε γυρίσει απλά την πλάτη του και είχε φύγει! Πέντε λεπτά αργότερα τον είχε δει να στέκεται στον περίβολο του κάστρου και να μιλάει στο κινητό τηλέφωνο. Όποιος και αν ήταν ο συνομιλητής του, δεχόταν ολοφάνερα τις επιπτώσεις της οργής του. Ήταν κάτι που η Καρολάιν το είχε αντιληφθεί ολοκάθαρα μέσα στο σκοτάδι, ακόμα και από αυτή την απόσταση. Από εκείνη τη στιγμή τον είχε δει ελάχιστα, πέρα από τα γεύματα που μοιράζονταν στην τραπεζαρία, μαζί με τους άλλους, όπου όμως η συζήτηση σε προσωπικό επίπεδο ήταν αδύνατη. Εξάλλου, κοιμόνταν σε χωριστά δωμάτια. Και αν αυτό ήταν απλά μια περίπτωση τήρησης παλιομοδίτικων αξιών σ’ εκείνη την κοιλάδα που ο χρόνος είχε σταματήσει, τότε η Καρολάιν θα το καταλάβαινε και θα το δεχόταν. Αλλά η συμπεριφορά του την πονούσε και την πλήγωνε, έστω κι αν έλεγε στον εαυτό της ότι δεν έπρεπε να συμβαίνει αυτό. Το χτύπημα ακούστηκε ξανά στην πόρτα. Σηκώθηκε αναστενάζοντας και πήγε ν’ ανοίξει. Ήταν μια καμαριέρα. «Συγνώμη, σενιορίτα», της είπε. «Η δόνα Κονσουέλα μ’ έστειλε να σας πω ότι ήρθε ο παντρ και θέλει να σας μιλήσει». Ο παντρ. Η καρδιά της Καρολάιν σφίχτηκε. «Εντάξει, ευχαριστώ, Αμπρίλ. Μπορείς να του πεις ότι θα κατέβω σε λίγα λεπτά;» Πού είναι ο Λουίς; αναρωτήθηκε η Καρολάιν, πηγαίνοντας προς το μπάνιο. Ήξερε όμως πού ήταν ή τουλάχιστον πού δεν ήταν. Ο Λουίς δε βρισκόταν στην κοιλάδα. Είχε φύγει με ένα ελικόπτερο
εκείνο το πρωί και από τότε δεν είχε κανένα νέο του. Το ελικοδρόμιο ήταν μια από τις αλλαγές που είχε κάνει ο Λουίς. Πριν ακόμα η Καρολάιν σηκωθεί από το κρεβάτι εκείνο το πρωί, είχε βάλει δέκα ανθρώπους από το χωριό να καθαρίσουν ένα χώρο σε μια μακρινή γωνία του κήπου. Μια άλλη αλλαγή που είχε κάνει σε χρόνο ρεκόρ ήταν οι τηλεπικοινωνιακές εγκαταστάσεις, που ήταν απαραίτητες για να καλυτερεύσει τη δορυφορική σύνδεση, όπως είχε εξηγήσει κατά τη διάρκεια του δείπνου. Φυσικά, δεν μπορείς να διευθύνεις ένα διεθνή κολοσσό χωρίς άριστη επικοινωνία. Κρίμα που δεν εφάρμοζε τις ίδιες αρχές και στην προσωπική του ζωή. Έτσι τώρα η Καρολάιν ήταν αναγκασμένη να πάει να δει τον παντρ χωρίς να έχει ιδέα για το γάμο που θα γινόταν την ερχόμενη βδομάδα, γιατί πολύ απλά ο Λουίς δεν είχε μπει στον κόπο να την ενημερώσει! Θα έκανε πολύ καλή εντύπωση στον παντρ αν του έδινε να καταλάβει ότι εκείνος ήξερε περισσότερα πράγματα από την ίδια τη νύφη! Θα σε σκοτώσω, Λουίς Βάσκες, είπε μέσα της, ισιώνοντας την κρεμ φούστα της και τη μοβ μπλούζα, που είχαν αρχίσει να φαίνονται αρκετά ταλαιπωρημένα, όπως και τα άλλα ρούχα που είχε φέρει μαζί της. Όταν είχε φύγει από το Λονδίνο, είχε πάρει ρούχα για παραμονή τριών ημερών σ’ ένα ξενοδοχείο. Δεν είχε προετοιμαστεί για πάρτι σε βίλες, για ταξίδια στα βουνά και στις κοιλάδες ούτε για εξερευνήσεις στα δωμάτια ενός κάστρου! Βρήκε τον ιερέα να την περιμένει στο μικρό καθιστικό, που χρησιμοποιούσε η οικογένεια κατά τη διάρκεια της μέρας, γιατί έβγαινε κατευθείαν στον κήπο. Μαζί του ήταν η τία Κονσουέλα, αλλά μόλις σύστησε την Καρολάιν στον παντρ Ντομίνγκο, έφυγε και τους άφησε μόνους. Στην πραγματικότητα η Καρολάιν ένιωθε οίκτο για την Κονσουέλα. Μέσα σε λίγους μήνες είχε χάσει τον άντρα της, είχε δει το γιο της να χάνει ό,τι ήξερε πως είχε δικαίωμα να θεωρεί δικό του και σε λίγο θα έχανε και το δικαίωμα στο σπίτι που ήταν δικό της τα τελευταία τριάντα χρόνια. Πάντως, ο τρόπος με τον οποίο έμενε εκεί, ανεχόμενη ό,τι της πετούσε ο Λουίς, της προκαλούσε έκπληξη. Η ίδια δε θα μπορούσε να δεχτεί ποτέ κάτι τέτοιο. Η περηφάνια και μόνο θα την είχε κάνει να φύγει, πριν ακόμα εμφανιστεί ο ανιψιός της. Ωστόσο, παρά την ψυχρότητα και την απόσταση που διατηρούσε πάντα, η Κονσουέλα είχε απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις του Λουίς γύρω από τη λειτουργία του κάστρου, παραπέμποντάς τον στους αρμόδιους για την υπόλοιπη ιδιοκτησία. Στο μεταξύ ο γιος της δεν έπαιρνε μέρος σε τίποτα απ’ αυτά. Κάθε πρωί έπαιρνε ένα από τα όμορφα ανδαλουσιανά άλογα κι έφευγε, για να επιστέψει όταν είχε νυχτώσει. Σε αντίθεση με τη μητέρα του, ο Φελίπε δεν έκανε τίποτα για να κρύψει τη δυσαρέσκειά του. Όχι ότι η Καρολάιν μπορούσε να τον κατηγορήσει που ένιωθε έτσι. Άσχετα με το γεγονός ότι ο Λουίς είχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί, ο Φελίπε είχε κάθε λόγο να νιώθει οργή για την προδοσία του πατέρα του. Θα ήθελε να μπορούσε να τον συμπαθούσε περισσότερο. Ίσως έτσι ενεργούσε ως μεσολαβητής ανάμεσα στα δυο αδέρφια, αποκαθιστώντας την επικοινωνία μεταξύ τους και φέρνοντας τον έναν κοντά στον άλλο. «Σενιορίτα Νιούμπερι», είπε ο ιερέας Ντομίνγκο χαμογελώντας. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, επιτέλους». Η Καρολάιν του ανταπέδωσε το χαμόγελο, σφίγγοντας το χέρι του. «Τηλεφώνησα χτες για να σας δω, αλλά δε σας βρήκα».
«Επισκέφτηκα μια άλλη ενορία στην επόμενη κοιλάδα. Συναντιόμαστε μια φορά τη βδομάδα με το εκκλησίασμα. Λυπάμαι που έλειπα όταν πήρατε». Με τις φιλοφρονήσεις να έχουν πάρει τέλος, ήταν δύσκολο για την Καρολάιν ν’ αποφασίσει τι έπρεπε να κάνει. Για να καλύψει την αμηχανία της, τον προσκάλεσε να καθίσει. «Να σας φέρω κάτι να πιείτε; Τσάι, καφέ, ένα δροσιστικό ίσως;» Ο ιερέας κούνησε το κεφάλι του αρνητικά και με μια κομψή κίνηση του λεπτού χεριού του της έκανε νόημα να καθίσει πρώτη. «Σας αρέσει η μικρή εκκλησία μας;» τη ρώτησε όταν κάθισαν και οι δύο στις πολυθρόνες, σε στυλ Λουδοβίκου ΙΕ’, με αυθεντική ταπετσαρία. Η Καρολάιν χαμογέλασε. «Είναι η πιο όμορφη εκκλησία που έχω πάει», του απάντησε με ειλικρίνεια. «Αλλά και όλη η κοιλάδα είναι το ωραιότερο μέρος που έχω επισκεφτεί», πρόσθεσε, μ’ ένα βλέμμα γεμάτο ζεστασιά. «Πολύ απομονωμένο όμως», παρατήρησε ο ιερέας. «Είναι και αυτό μέρος της γοητείας του», απάντησε αμέσως η Καρολάιν. «Και πολύ... καθολικό...» Α, σκέφτηκε η Καρολάιν και το βλέμμα της έχασε τη λάμψη του. «Υπάρχει κάποιο πρόβλημα να παντρευτούμε με τον Λουίς στην εκκλησία σας; Επειδή δεν είμαι καθολική, εννοώ». Πού είσαι, Λουίς; αναρωτήθηκε σιωπηλά. Έπρεπε να το ακούσεις αυτό! Ο ιερέας με το απλό, μαύρο ράσο και το λευκό κολάρο την κοίταξε σκεφτικός. «Για σας είναι πρόβλημα;» τη ρώτησε τελικά. «Μόνο αν περιμένετε ν’ αλλάξω ξαφνικά θρήσκευμα», του απάντησε εκείνη. «Όχι, δεν περιμένω τέτοια θυσία από σας», είπε ο ιερέας. «Όπως θα ήλπιζα και η αγγλικανική εκκλησία να μην περιμένει το ίδιο από τον Λουίς, στην αντίθετη περίπτωση. Βλέπετε, είμαστε απελευθερωμένοι εδώ, ακόμα και σ’ αυτή τη μικρή, νωχελική κοιλάδα», κατέληξε χαμογελώντας. «Υπάρχει πρόβλημα, δηλαδή;» είπε η Καρολάιν, μελετώντας τη σκεφτική έκφραση του ιερέα. «Το πρόβλημα είναι μάλλον πρόβλημα... ειλικρίνειας, παρά θρησκεύματος», μουρμούρισε εκείνος. Βλέποντας όμως την Καρολάιν να συνοφρυώνεται μπερδεμένη, έσπευσε να της εξηγήσει, «θα σας μιλήσω ειλικρινά, δεσποινίς Νιούμπερι. Έχει πέσει στην αντίληψή μου ότι εσείς και ο δον Λουίς έχετε πρόθεση ν’ ανταλλάξετε τους γαμήλιους όρκους μ’ έναν τρόπο που δεν είναι ειλικρινής, πράγμα που αποτελεί αυτόματα μεγάλο αμάρτημα...» Αμάρτημα; Η Καρολάιν κοίταξε τον ιερέα μπερδεμένη, προσπαθώντας να καταλάβει πού το πήγαινε. «Λέτε, δηλαδή, ότι οι γάμοι που έχουν γίνει στην εκκλησία σας ήταν όλοι γάμοι από μεγάλο έρωτα;» τον ρώτησε, ξέροντας ότι, αν υπήρχε μια παράδοση που επέτρεπε τους γάμους χωρίς έρωτα, αυτή ήταν η παράδοση των Ισπανών! «Σ’ αυτή την περίπτωση, μ’ ενδιαφέρει ο γάμος σας με τον δον Λουίς», απάντησε ο ιερέας μαλακά. «Συναντηθήκατε για πρώτη φορά πριν από πέντε μέρες. Μέσα σε λίγες ώρες ο δον Λουίς ανακοίνωσε την πρόθεσή του να σας παντρευτεί και ο πατέρας σας κατέρρευσε από το σοκ. Λέγεται ότι ο πατέρας σας χρωστάει στον δον Λουίς ένα μάλλον μεγάλο ποσό, που μπορεί να είναι το κίνητρο πίσω από αυτή τη... συμφωνία». «Λέγεται από ποιον;» Συνειδητοποιώντας τι της είχε πει ο ιερέας, η Καρολάιν ένιωσε ν’ ανατριχιάζει. «Η πηγή των πληροφοριών μου δεν έχει σημασία», είπε εκείνος. «Για σας ενδιαφέρομαι, σενιορίτα. Ήρθα να σας βρω, γιατί φοβάμαι ότι αναγκάζεστε να κάνετε ένα γάμο για λόγους που ξεφεύγουν
από τον έλεγχό σας». «Προσπαθείτε να μου πείτε ότι αρνείστε να μας παντρέψετε με τον Λουίς;» τον προκάλεσε η Καρολάιν και σηκώθηκε όρθια. Δεν περίμενε ποτέ ότι θ’ αμφισβητούσε ο ιερέας την ειλικρίνειά τους μ’ αυτό τον τρόπο. Ο ιερέας σηκώθηκε κι εκείνος όρθιος. «Όχι», απάντησε. «Ο δον Λουίς είναι ο καινούριος κόντε εδώ, στην κοιλάδα. Αν μου πει να τον παντρέψω ακόμα και με μια κυρία που είναι αλυσοδεμένη πάνω του, θα το κάνω», πρόσθεσε με μια αδιάφορη κίνηση. «Οι παλιομοδίτικες αντιλήψεις δεν έχουν πεθάνει εντελώς, βλέπετε», κατέληξε και της χαμογέλασε. Η Καρολάιν όμως δεν είχε διάθεση να του το ανταποδώσει. «Τότε, επιτρέψτε μου να σας καθησυχάσω», του είπε παγερά. «Οι πληροφορίες σας είναι λανθασμένες. Με τον Λουίς γνωριζόμαστε εφτά χρόνια. Είμαστε εραστές εφτά χρόνια». Δεν ήταν ούτε αλήθεια ούτε ψέματα, αλλά στην περίπτωσή της εξυπηρετούσε άριστα το σκοπό της. Αν και ο ιερέας σίγουρα θα ξαφνιάστηκε με αυτά που άκουσε, δεν το έδειξε. «Αγαπάτε τον δον Λουίς εφτά χρόνια;» τη ρώτησε. Τον αγαπώ; ρώτησε η Καρολάιν τον εαυτό της και χαμογέλασε μάλλον θλιμμένα, παρά κυνικά, αν και θα έπρεπε να συμβεί το αντίθετο. «Πάντα τον αγαπούσα τον Λουίς», απάντησε ξερά. «Μη με ρωτήσετε όμως αν νιώθει κι εκείνος το ίδιο για μένα». «Δε θα το κάνω», απάντησε ο ιερέας και ακούμπησε μαλακά το χέρι του στο μπράτσο της. «Συγχωρήστε την επέμβασή μου στα προσωπικά σας, αλλά έπρεπε να βεβαιωθώ ότι νοιάζεστε για τον δον Λουίς, πριν εκπληρώσω την τελευταία επιθυμία του πατέρα του». Την τελευταία επιθυμία του πατέρα του; Η Καρολάιν τον κοίταξε με περιέργεια, αλλά ο ιερέας έκανε μεταβολή και πήρε μια τσάντα που ήταν ακουμπισμένη στο τραπέζι δίπλα στην πόρτα. «Θα σας δώσω να φροντίσετε κάτι, σενιορίτα», της εξήγησε, «αλλά θα πρέπει να μου υποσχεθείτε ότι θα το προστατέψετε με τη ζωή σας και δε θα το δείξετε σε κανέναν». Για κάποιον παράξενο λόγο, η Καρολάιν ένιωσε φόβο. «Αν είναι κάτι που θα κάνει κακό στον Λουίς, κρατήστε το». «Εκτιμώ την επιθυμία σας να τον προστατέψετε», της απάντησε εκείνος και έβγαλε μερικά μικρά ημερολόγια από την τσάντα του. «Ναι, θα κάνουν κακό στον δον Λουίς αν τα δει. Διαβάζετε καλά ισπανικά;» Η Καρολάιν έγνεψε καταφατικά. Από παιδί είχε περάσει τα περισσότερα καλοκαίρια της στην Ισπανία. Τα ισπανικά είχαν γίνει δεύτερη γλώσσα της. «Τότε, διαβάστε τα», είπε ο ιερέας, δείχνοντας τα ημερολόγια. «Αφήνω στην κρίση σας ν’ αποφασίσετε αν θα πρέπει να μάθει ο Λουίς τι είναι γραμμένο εδώ μέσα...» Άρχισε να την πλησιάζει. Η Καρολάιν συγκρατήθηκε με δυσκολία να μη βάλει τα τρεμάμενα χέρια της πίσω από την πλάτη της. Ό,τι και αν ήταν αυτό που της έδινε, ήταν σίγουρη ότι δεν το ήθελε. «Είναι τα ημερολόγια του πατέρα του δον Λουίς», της εξήγησε ο ιερέας βλέποντας την έκφρασή της. «Ο δον Κάρλος μου τα έδωσε πολύ πριν αρρωστήσει. Εξηγούν γιατί ο δον Λουίς τα κληρονομεί όλα και ο δον Φελίπε ελάχιστα. Εξηγούν γιατί ο δον Λουίς είναι ο κληρονόμος του πατέρα του. Πάρτε τα και διαβάστε τα προσεκτικά. Για το καλό του Λουίς, σενιορίτα». Η Καρολάιν πήρε τα ημερολόγια διστακτικά. Τα δάχτυλά της είχαν παγώσει και η καρδιά της είχε γίνει σαν από πέτρα. Δεν ήξερε γιατί, δεν καταλάβαινε τίποτα. Σίγουρα όμως ήξερε ένα πράγμα. Τα ημερολόγια εκείνα έκρυβαν κάτι τρομακτικό. «Θα τα διαβάσω», υποσχέθηκε.
Ο ιερέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι του και στράφηκε, έτοιμος να φύγει. Φτάνοντας όμως στην πόρτα, κοντοστάθηκε και, γυρίζοντας, την είδε να στέκεται εκεί που την είχε αφήσει, με τα ημερολόγια στα χέρια. «Ξέρετε, σενιορίτα», είπε σκεφτικός, «νομίζω ότι είναι περίεργη σύμπτωση που γνωρίζετε τον δον Λουίς εφτά χρόνια. Γιατί πριν από εφτά χρόνια συμφώνησε για πρώτη φορά να έρθει εδώ και να συναντήσει τον πατέρα του. Την τελευταία στιγμή όμως άλλαξε γνώμη. Η εξήγηση που είχε δώσει ήταν ότι είχε γνωρίσει τη γυναίκα που θα παντρευόταν. Και αυτό ήταν για κείνον πιο σημαντικό από το να συναντήσει τον πατέρα του. Υποσχέθηκε, πάντως, ότι θα παντρευόταν εδώ, στην εκκλησία της Βάγιε ντε λος Άνχελες, όπως το θέλει η παράδοση. Μου φαίνεται ότι κρατάει αυτή την υπόσχεση, ε;» Χαμογέλασε και, πριν η Καρολάιν προλάβει να μιλήσει, γύρισε ξανά προς την πόρτα. «Διαβάστε τα, δεσποινίς Νιούμπερι. Μάθετε για τον άντρα που σας αγαπά, όσο τον αγαπάτε κι εσείς», είπε και την άφησε μόνη. Ώρες μετά η Καρολάιν ευχήθηκε να μην είχε διαβάσει ποτέ τα ημερολόγια. Ευχήθηκε η οικογένεια Βάσκες να είχε συνεχίσει την παράδοσή της και να είχαν αφήσει ήσυχο τον Λουίς. Έκρυψε τα ημερολόγια στο πάνω μέρος της δρύινης ντουλάπας που υπήρχε στο δωμάτιό της και βγήκε να κάνει μια βόλτα στον κήπο, μέσα στην απογευματινή ζέστη, χαμένη στις σκέψεις της, στον πόνο, στην προδοσία και την απάνθρωπη θυσία ενός αθώου παιδιού, για χάρη ενός άλλου. «Η ιστορία επαναλαμβάνεται», της είχε πει ο Φελίπε, ενώ ο Λουίς είχε μιλήσει για φέουδα και περιουσίες. Η ίδια το έβρισκε ασυγχώρητο. Και τα μισά να ήξερε ο Λουίς απ’ όσα είχε μάθει εκείνη, είχε δίκιο να κλειστεί στον εαυτό του από τη στιγμή που είχαν πατήσει το πόδι τους εκεί. Η οικογένεια αυτή δηλητηρίαζε όποιον την πλησίαζε. «Πάρε και δοκιμαστή τροφών μαζί σου», είχε πει ο θείος του. Ήξερε κι αυτός για το δηλητήριο που υπήρχε σ’ εκείνο το μέρος. Το μόνο καλό που είχε μάθει ήταν ότι ο ιερέας τής είχε πει την αλήθεια για τις προθέσεις του Λουίς απέναντί της πριν από εφτά χρόνια. Ακόμα και αυτό όμως είχε μια δηλητηριώδη πλευρά. Αν ο Λουίς την αγαπούσε, γιατί την είχε παρατήσει και είχε στραγγίσει τον πατέρα της στα χαρτιά την επόμενη νύχτα; Μακάρι να καθυστερούσε να γυρίσει, ευχήθηκε από μέσα της, ακούγοντας το ελικόπτερο να κατεβαίνει από τα βουνά. Ήταν ακόμα πολύ ταραγμένη. Χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί και ν’ αποφασίσει τι θα του έλεγε απ’ όλα όσα είχε μάθει. Αν του έλεγε κάτι. Το ελικόπτερο προσγειώθηκε και εκείνη βρέθηκε εκεί, να τον περιμένει. Ντυμένος με σκούρο γκρι επαγγελματικό κοστούμι, λευκό πουκάμισο και ασημόγκριζη γραβάτα, ο Λουίς κατέβηκε, σαν αληθινός μεγιστάνας. Αν έβλεπε κάποιος το σκληρό, υπεροπτικό προφίλ, θα ήταν δύσκολο να πιστέψει ότι τα πρώτα είκοσι χρόνια της ζωής του ήταν τρομερά δύσκολα. Έδειχνε σκοτεινιασμένος, σαν να είχαν πέσει πάνω του όλα τα βάσανα του κόσμου. Η Καρολάιν ήξερε αυτό το συναίσθημα, γιατί το ένιωθε και η ίδια. Μήπως αυτή ήταν η κατάρα της όμορφης κοιλάδας; Ξαφνικά κατάλαβε ότι ήθελε να είναι κοντά του. Ήξερε όμως και ότι έπρεπε να φύγει για λίγο από κει, να σκεφτεί και ν’ ανακτήσει την ψυχραιμία της. Άρχισε να τον πλησιάζει. Βλέποντάς την, ο Λουίς στάθηκε και την κοίταξε επίμονα, σαν να έβλεπε το όνειρο της ζωής του να γίνεται πραγματικότητα. Ύστερα πήρε ξανά τη γνωστή ανέκφραστη όψη του. Η Καρολάιν τύλιξε τα μπράτσα της γύρω από το λαιμό του και τον φίλησε ζεστά. Η έκπληξή του
ήταν ολοφάνερη. Για μια στιγμή είχε την εντύπωση ότι θα την απομάκρυνε από πάνω του. Μετά όμως τα μπράτσα του τυλίχτηκαν σφιχτά γύρω της και άρχισε να τη φιλά μ’ ένα πάθος ανάλογο με το δικό της. Πέρασαν μερικές στιγμές και ο Λουίς τραβήχτηκε. Εκείνη θα ήθελε να μείνουν έτσι για πάντα, αλλά τα σκούρα μάτια του την κοιτούσαν σκεφτικά. «Τι συμβαίνει;» τη ρώτησε. «Τι σε αναστάτωσε;» Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Μου έλειψες, αυτό είναι όλο», του είπε με φωνή βραχνή. «Μου λείπεις μέρες, αν και δεν το έχεις προσέξει». «Το πρόσεξα», μουρμούρισε πνιχτά εκείνος. «Απλά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να σου δώσω λίγο χρόνο να συνηθίσεις όλη αυτή την καινούρια κατάσταση...» Όλη αυτή η καινούρια κατάσταση ήταν το παραμυθένιο κάστρο που βρισκόταν πίσω τους. Ένα κάστρο που είχε στοιχειώσει για την Καρολάιν. «Δε χρειάζομαι χρόνο να συνηθίσω τίποτα», του απάντησε. «Κάτι παρόμοιο έχω στην Αγγλία, αν θυμάσαι, αν και πρέπει να παραδεχτώ ότι δεν είναι τόσο μεγάλο. Αλλά, Λουίς...» Παρά την προσπάθεια, δεν μπορούσε να κρύψει την ένταση που χρωμάτιζε τη φωνή της. «Μπορούμε να φύγουμε από δω για λίγο;» τον ικέτεψε. «Εσύ κι εγώ. Να πάμε κάπου... απλά. Μπορεί αυτό το πράγμα να μας πάει σ’ ένα μέρος, έστω για δύο μόνο ώρες; Σε παρακαλώ». «Δε σου αρέσει εδώ», είπε εκείνος αναστενάζοντας. «Μου αρέσει πολύ», αποκρίθηκε η Καρολάιν, αλλά δεν έλεγε την αλήθεια. Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή μισούσε την κοιλάδα και ό,τι υπήρχε σ’ αυτή. «Απλά αισθάνομαι την ανάγκη να φύγω για λίγο. Ζητάω πολλά;» «Όχι», είπε ο Λουίς συνοφρυωμένος πάντα. Καταλάβαινε ότι δεν του έλεγε όλη την αλήθεια. Σήκωσε το χέρι του και έκανε νόημα στον πιλότο να κρατήσει τη μηχανή αναμμένη. «Πού θες να πας; Στη Μαρμπέλα; Μπορούμε να είμαστε εκεί σε...» wWw.GreekLeech.info Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά. «Ξέρω ένα μέρος μυστικό», ψιθύρισε εμπιστευτικά και τα μάτια της ζεστάθηκαν από μια αισθησιακή φλόγα. «Έχει το πιο μαλακό κρεβάτι στον κόσμο. Δε διαθέτει κλιματισμό και υπάρχει ένα μπάνιο στο βάθος του διαδρόμου. Έχει όμως τα πιο δροσερά και καθαρά σεντόνια και δε θα δούμε κανένα ψυχρό πρόσωπο...» Ο Λουίς την κοιτούσε σαν να προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι πράγματι του ζητούσε αυτό που φανταζόταν εκείνος. Η καρδιά της Καρολάιν σφίχτηκε όσο περίμενε την απάντησή του. Συμφωνία ή απόρριψη; Ήταν τόσο απρόβλεπτος, καυτός τη μια, παγωμένος την άλλη. Είδε το ένα του φρύδι ν’ ανασηκώνεται και μια εύθυμη σπίθα να χορεύει στο βλέμμα του. «Μήπως αυτός είναι ο γυναικείος σου τρόπος να με προσκαλείς σ’ ένα αμαρτωλό Σαββατοκύριακο;» Η Καρολάιν ένιωσε τα μάγουλά της να βάφονται κόκκινα. Είδε ένα αχνό χαμόγελο ν’ ανθίζει στα χείλη του και χαμογέλασε κι εκείνη. «Μάλλον», του απάντησε. «Μολονότι, αν προτιμάς τη συντροφιά την οικογενειάς σου, είμαι έτοιμη να συμβιβαστώ», πρόσθεσε αθώα. Ο Λουίς έριξε πίσω το κεφάλι του και ξέσπασε σε ένα δυνατό γέλιο. Ήταν ο ομορφότερος ήχος που είχε ακούσει εδώ και μέρες. Η καρδιά της γέμισε χαρά. Γελώντας πάντα, ο Λουίς την έπιασε από το χέρι και προχώρησαν προς το ελικόπτερο που περίμενε. Κανείς τους δεν είδε τον ετεροθαλή αδερφό του που τους παρακολουθούσε μέσα από τους θάμνους. Κανείς τους δεν είδε την άγρια φλόγα στο βλέμμα του, καθώς τους παρακολουθούσε ν’ ανεβαίνουν στο ελικόπτερο και να φεύγουν.
Προσγειώθηκαν σ’ ένα ξέφωτο έξω από το Λος Αμίνος και μπήκαν στο χωριό πιασμένοι από το χέρι. Πολύ παράξενο ζευγάρι θα φαινόμαστε, σκέφτηκε η Καρολάιν. Ο Λουίς με το άψογο κοστούμι κι εκείνη με την απλή κρεμ φούστα και τη μοβ μπλούζα. Ο υπάλληλος στη ρεσεψιόν τους υποδέχτηκε ευγενικά, αλλά με κάποια έκπληξη, όπως και την προηγούμενη φορά. Ο Λουίς του έδωσε ένα γενναίο φιλοδώρημα. Η έκπληξη έδωσε τη θέση της σε μια έκφραση σεβασμού. Τους έδωσε το ίδιο δωμάτιο, με το ίδιο ακριβώς κρεβάτι, όπως του το ζήτησαν. «Φοράω ακόμα και τα ίδια ρούχα», ψιθύρισε η Καρολάιν στον Λουίς, καθώς ανέβαιναν τα σκαλιά πιασμένοι χέρι χέρι. «Έχεις και το ίδιο κοκκίνισμα στα μάγουλα», πρόσθεσε εύθυμα εκείνος και, καθώς το κοκκίνισμα γινόταν πιο βαθύ, έκλεισε με το ένα του χέρι την πόρτα πίσω τους και άπλωσε το άλλο προς το μέρος της. Εκείνο το βράδυ δε γύρισαν στο κάστρο. Ήταν μια υπέροχη, ζεστή και γοητευτική εμπειρία. Η Καρολάιν ένιωθε ότι είχε βρει τον εραστή που είχε χάσει τόσο άδοξα, όχι μια, αλλά δυο φορές, όταν σκεφτόταν τις τελευταίες μοναχικές μέρες που είχε περάσει. Έκαναν έρωτα σαν να ήταν η τελευταία τους φορά. Άγγιξαν, φίλησαν και χάιδεψαν ο ένας τον άλλο, με λαχτάρα και πάθος. Κάθε στιγμή ήταν καυτή, γεμάτη σοβαρότητα και ένταση. «Ήσουν η πρώτη μου αληθινή αγάπη», του ομολόγησε ήρεμα κάποια στιγμή εκείνη. Τα μαύρα μάτια του Λουίς άστραψαν από χαρά. «Κι εσύ η δική μου, είτε το πιστεύεις είτε όχι», της απάντησε. Όμως, όχι, η Καρολάιν δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Όταν κάποιος αγαπά μια γυναίκα, δε φροντίζει να στραγγίζει οικονομικά την οικογένειά της. Θέλοντας να κρύψει τη θλίψη της, πήρε το πρόσωπό του ανάμεσα στις παλάμες της και κόλλησε το στόμα του στο δικό της. Ίσως να ένιωσε τη θλίψη της, ίσως να πρόλαβε να τη δει πριν την κρύψει. Ό,τι και αν ήταν, προκάλεσε στον Λουίς ένα καινούριο κύμα πόθου, που την έστειλε στον παράδεισο. Και όταν επέστρεψε στη γη και άνοιξε τα μάτια της, βρέθηκε κουλουριασμένη πάνω του, με το μάγουλό της ακουμπισμένο στον ώμο του. Έξω είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. «Δεν είπαμε σε κανέναν ότι φεύγουμε», σχολίασε, χωρίς ιδιαίτερη ανησυχία. «Έστειλα τον πιλότο να τους ενημερώσει», της απάντησε εκείνος. «Θα μας δουν όταν γυρίσουμε». Η φωνή του ήταν τόσο υπεροπτική –η φωνή του αφέντη της κοιλάδας–, που η Καρολάιν γέλασε. Ο Λουίς την έπιασε από τον αυχένα και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. «Είναι η πρώτη φορά που σε ακούω να γελάς ειλικρινά από τη στιγμή που συναντηθήκαμε ξανά», της είπε. «Τι περίμενες, αφού το μόνο που έκανες ήταν να μ’ εκβιάζεις;» Υποτίθεται ότι ήταν αστείο, αλλά ο Λουίς δε χαμογέλασε. «Δε σ’ εκβίασα να έρθεις εδώ απόψε», παρατήρησε ήσυχα. «Όχι», συμφώνησε η Καρολάιν. Εκείνη το είχε ζητήσει. «Είσαι έτοιμη να μου εξηγήσεις τι συνέβη σήμερα και σου προκάλεσε την επιθυμία να φύγεις;» Ώστε είχε καταλάβει ότι δεν του είχε πει την αλήθεια στο κάστρο. Η Καρολάιν χαμήλωσε το βλέμμα της στα δάχτυλά της, που γλιστρούσαν αφηρημένα στο στέρνο του. «Είχα έναν επισκέπτη», είπε, αποφασισμένη να του πει την αλήθεια. Ξεκάθαρα. «Τον ιερέα του χωριού». Ο Λουίς έμεινε ακίνητος. Ακόμα και οι χτύποι της καρδιάς του μειώθηκαν. «Και;» την παρότρυνε
ήρεμα. «Ήθελε να μάθει αν ο γάμος μας είναι ψεύτικος», του απάντησε εκείνη χαμογελώντας. «Σε απείλησε ότι δε θα μας παντρέψει;» Έξυπνος και γρήγορος, σκέφτηκε η Καρολάιν. «Όχι. Το αντίθετο. Με διαβεβαίωσε ότι, ακόμα και αν ο κόντε πάει στην εκκλησία με μια νύφη αλυσοδεμένη δίπλα του, πάλι δε θα αρνηθεί να τον παντρέψει». «Τότε, ποιο ήταν το θέμα;» Μ’ ένα θλιμμένο γέλιο, η Καρολάιν ανακάθισε και πέρασε τα δάχτυλά της στ’ ανακατεμένα μαλλιά της. «Ήθελε, πιστεύω, να μ’ ενημερώσει για τις φήμες που κυκλοφορούν στην κοιλάδα όσον αφορά τη σχέση μας». «Φήμες». «Μμμ. Προφανώς λένε ότι γνωριστήκαμε μόλις λίγες μέρες πριν με φέρεις εδώ, σαν μέλλουσα νύφη...» «Κι εσύ τι είπες;» Από τη στιγμή που είχε αρχίσει αυτή η κουβέντα, ο Λουίς είχε παραμείνει ακίνητος. Η Καρολάιν του γύρισε μαλακά την πλάτη, για να μη βλέπει το πρόσωπό της. Το χειρότερο πάνω του, σκέφτηκε, είναι ότι μπορεί να μιλάει χωρίς να φανερώνει ούτε στο ελάχιστο τις σκέψεις του. «Του είπα ότι οι πληροφορίες του ήταν λανθασμένες. Ότι γνωριζόμαστε εφτά χρόνια. Εδώ είπα και ένα μικρό ψέμα», πρόσθεσε με μια αδιάφορη κίνηση. «Του είπα ότι είμαστε εφτά χρόνια εραστές...» Μόνο που, όταν το είχε πει, δεν της είχε φανεί ψέμα. Και μάλιστα, όσο για την ίδια τουλάχιστον, ήταν πιο κοντά στην αλήθεια απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς. «Εκείνος τι είπε;» «Είσαι πολύ καλός σ’ αυτό», του είπε η Καρολάιν και, γυρίζοντας προς το μέρος του, του έριξε μια απότομη ματιά. Ο Λουίς την κοίταξε ανασηκώνοντας τα μαύρα φρύδια του ερωτηματικά. «Για τον ισπανικό τρόπο ανάκρισης, μιλάω», του εξήγησε εκείνη. «Μου θυμίζεις βρύση που στάζει. Κάνεις συνέχεια ερωτήσεις, μέχρι να μάθεις αυτό που θες». «Εκείνος τι είπε;» επανέλαβε ο Λουίς. Το πρόσωπό του ήταν ανέκφραστο· δεν αποκάλυπτε τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Η Καρολάιν έστρεψε το βλέμμα της και πάλι αλλού, αναστενάζοντας βαριά. «Νομίζω ότι προσπαθούσε να μας προειδοποιήσει ότι κάποιος θέλει να σου δημιουργήσει πρόβλημα. Κάποιος διαδίδει στην κοιλάδα ότι εσύ κι εγώ είμαστε απατεώνες, έτσι ώστε να μην κερδίσουμε ποτέ το σεβασμό των ανθρώπων. Μια άλλη φήμη είναι ότι, λίγο πολύ, με αγόρασες από τον πατέρα μου. Ποιος άλλος εκτός από μένα κι εσένα το ξέρει αυτό;» «Νομίζεις ότι μιλάω από δω και από κει;» Ήταν τόσο ανόητη σκέψη, που η Καρολάιν έβαλε τα γέλια. «Το ξέρω ότι δε μίλησες εσύ», είπε και αναστέναξε. «Αυτό είναι που με ανησυχεί, Λουίς», του εξήγησε. «Υπάρχει κάποιος που μας κατασκοπεύει. Και μόνο που το σκέφτομαι, ανατριχιάζω». Το χέρι του Λουίς χάιδεψε τη γυμνή πλάτη της. «Σ’ αυτή την περίπτωση τον ξέρουμε τον κατάσκοπο, κερίδα», είπε ήσυχα. «Ξέρουμε επίσης ότι έχει κάποιο δικαίωμα να νιώθει πικρία, που τον οδηγεί σ’ αυτό το σημείο. Γι’ αυτό θα του επιτρέψουμε μια μικρή αδιακρισία». Μιλούσε για τον Φελίπε. Δε χρειαζόταν να πει τ’ όνομά του. «Εντάξει», συμφώνησε η Καρολάιν και κουλουριάστηκε πάνω του. Ήθελε να πει κι άλλα, αλλά φοβόταν μήπως μιλήσει πολύ.
«Εντάξει; Έτσι απλά;» «Μμμ», έκανε εκείνη και αφέθηκε στη ζεστασιά του. «Είναι πολύ όμορφο για να το καταστρέψουμε μιλώντας για άσχημα πράγματα. Εξάλλου, έχω στο μυαλό μου άλλα πράγματα τώρα». Ο Λουίς την κοίταξε με πόθο. Η Καρολάιν ένιωσε το κορμί της να παίρνει αμέσως φωτιά. «Ψώνια!» του είπε δήθεν με επικριτικό τόνο. «Έχω ανάγκη να πάω για ψώνια. Να πάρω μερικά ρούχα. Μαζί μου έχω ρούχα μόνο για τρεις μέρες. Θέλω ν’ αγοράσω και νυφικό», του είπε καταλαμβάνοντάς τον εξ απροόπτου. «Αν είναι να σε παντρευτώ, επιμένω να με αφήσεις να το κάνω όπως πρέπει!» Μέσα στη γεμάτη έκπληξη σιωπή που ακολούθησε, τα μάτια του Λουίς στένεψαν ελαφρά, σαν να υπήρχε σ’ αυτά που του είχε πει μια επιστροφή στην πικρία. Δεν ήταν αυτό. Την επόμενη στιγμή άρχισε να της κάνει ξανά έρωτα, πράγμα που η Καρολάιν προτιμούσε από το να του μιλά. Έμειναν στο ζεστό, σκοτεινό, παλιομοδίτικο δωμάτιο του ξενοδοχείου όλη τη νύχτα, κάνοντας έρωτα και τρώγοντας παέγια που μαγείρεψε η γυναίκα του ξενοδόχου. Μετά κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι και ξύπνησαν έτσι. Ήταν η πρώτη φορά που η Καρολάιν ξυπνούσε και τον έβρισκε δίπλα της. Μια αίσθηση γλυκιά και οδυνηρή μαζί. Την επόμενη μέρα πέταξαν στην Κόρντοβα, όπου η Καρολάιν απόλαυσε το ρόλο της μέλλουσας συζύγου ενός πλούσιου άντρα, κάνοντας ψώνια μέχρι... τελικής πτώσεως. Ένιωθε χαρούμενη, ανάλαφρη και ανέμελη. Και αν ο Λουίς την κοιτούσε κάθε τόσο και αναρωτιόταν τι ήταν αυτό που της προκαλούσε τέτοια διάθεση, εκείνη του χαμογελούσε ή τον φιλούσε ή του ζητούσε να της δώσει κι άλλα χρήματα, στρέφοντας την προσοχή του αλλού. wWw.GreekLeech.info Πώς να του εξηγήσει ότι, διαβάζοντας τα ημερολόγια του πατέρα του, είχε έρθει πρόσωπο με πρόσωπο με τον αληθινό Λουίς Βάσκες; Τώρα τον καταλάβαινε, πονούσε γι’ αυτόν και τον αγαπούσε πιο πολύ απ’ ό,τι τολμούσε να παραδεχτεί. Ακόμα και αν ο Λουίς δεν την αγαπούσε ποτέ έτσι όπως τον αγαπούσε εκείνη, μπορούσε να ζήσει μ’ αυτό. Γιατί κάτι άλλο που είχε μάθει διαβάζοντας εκείνα τα ημερολόγια ήταν ότι η αγάπη δε ζητάει ανταλλάγματα.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10
Φτάνοντας στην κοιλάδα ανακάλυψαν μια σειρά από αλλαγές που είχαν γίνει όσο έλειπαν. Ο κήπος είχε διακοσμηθεί με χαρούμενα φώτα, το κάστρο είχε καθαριστεί μέχρι την τελευταία του γωνία και στον κεντρικό χώρο στηνόταν ένα τεράστιο τραπέζι. «Τα προβλέψατε όλα, βλέπω», ακούστηκε η αργόσυρτη φωνή του Φελίπε, από μια σκοτεινή γωνία του χολ. Συνηθίζει να το κάνει αυτό, σκέφτηκε η Καρολάιν, κάνοντας ένα μικρό βήμα κοντά στον Λουίς. Το χέρι του έσφιξε το δικό της. «Όταν παντρεύεται κανείς, πρέπει να φροντίζει για όλες τις λεπτομέρειες», είπε περιπαικτικά. Η περιφρόνηση ήταν έντονη. Η Καρολάιν ήθελε να τον χαστουκίσει για τη συμπεριφορά του, αλλά ο Λουίς ανέλαβε ν’ απαντήσει στην κριτική. «Πρέπει να φταίει ο ξενοδόχος που έχω μέσα μου», είπε χαμογελώντας. «Αν έμαθα να κάνω κάτι καλά, είναι να οργανώνω ωραία πάρτι». «Με τους συγγενείς σου να στέκονται υπάκουα δίπλα σου και να σε βοηθούν», παρατήρησε ο Φελίπε. «Είναι εντυπωσιακό πόσο ένα τριμηνιαίο επίδομα μπορεί να κάνει τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα που κανονικά δεν ανέχονται». «Γι’ αυτό αποφάσισες να είσαι εδώ, Φελίπε;» τον ρώτησε ο Λουίς με περιέργεια. «Γιατί βλέπεις ότι πρέπει να σιγουρέψεις το τριμηνιαίο σου επίδομα;» «Έχω δικά μου χρήματα», είπε ο Φελίπε, αλλά ο Λουίς είχε χτυπήσει ένα ευαίσθητο σημείο μέσα του. «Ο πατέρας μου δε μ’ άφησε εντελώς στο δρόμο». «Όχι, σου άφησε ένα φίνκα στη Σιέρα Νεβάδα και τα μέσα να το κάνεις επιτυχημένη επιχείρηση, αν μπεις ποτέ στον κόπο να προσπαθήσεις». «Ενώ εσύ τα παίρνεις όλα...» Το χαμόγελο του Φελίπε έσταζε δηλητήριο. «Πες μου...» ξαφνικά έστρεψε την προσοχή του στην Καρολάιν. Νιώθοντας ότι είχε έρθει η σειρά της να δεχτεί το μαστίγιο της γλώσσας του, εκείνη τεντώθηκε. «Πώς τελείωσε η παρτίδα πόκερ ανάμεσα στον πατέρα σου και τον Λουίς; Υπάρχουν πολλοί που πεθαίνουν να μάθουν...» Πρέπει να ήταν εκεί, στο καζίνο, όταν ο Λουίς είχε προκαλέσει τον πατέρα της. Το πρόσωπο της Καρολάιν χλόμιασε και το χέρι της σφίχτηκε μέσα στο χέρι του Λουίς, σε μια σιωπηλή ικεσία ν’ απαντήσει στην ερώτηση. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Αντί γι’ αυτό, ανασήκωσε το ελεύθερο χέρι του και χτύπησε τα δάχτυλά του στον αέρα. Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίστηκε ο Βίτο Μαρτίνεθ. «Πήγαινε την Καρολάιν στο δωμάτιό της, Βίτο», του είπε ο Λουίς, χωρίς να πάρει στιγμή το βλέμμα του από τον Φελίπε. «Και μείνε εκεί μέχρι να έρθω...» Μετά άφησε το χέρι της. «Πήγαινε με τον Βίτο», της είπε μαλακά. «Με τον Φελίπε έχουμε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα ιδιαιτέρως...» Εκείνη υπάκουσε, αλλά ένιωθε άθλια. Δεν κοίταξε πίσω της, αισθανόταν όμως τους δυο άντρες ν’ αναμετριούνται σαν να ετοιμάζονταν για μάχη. «Τι θα γίνει;» ρώτησε τον Βίτο με ψιθυριστή φωνή. «Θα μιλήσουν, όπως είπε ο Λουίς», απάντησε απλά εκείνος. «Δε μου αρέσει αυτός ο άνθρωπος», είπε η Καρολάιν και πλησίασε αυθόρμητα το γεροδεμένο
άντρα που είχε ορίσει ο Λουίς συνοδό της. «Στους περισσότερους δεν αρέσει», απάντησε ο Βίτο. Λίγα λόγια, που όμως έλεγαν πολλά. Αν ο Φελίπε τους παρακολουθούσε, τότε και ο Λουίς παρακολουθούσε σίγουρα αυτόν, μέσω αυτού του άντρα που βάδιζε τώρα δίπλα της. Ο Βίτο δεν την άφησε ούτε όταν πήγε στο μπάνιο. Βγαίνοντας, η Καρολάιν τον είδε δίπλα στην πόρτα. wWw.GreekLeech.info «Ξέρεις πολύ καιρό τον Λουίς, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε με περιέργεια. «Από τότε που ήμαστε εννέα χρονών», της απάντησε. Δηλαδή, ήταν και οι δύο ορφανοί. «Ώστε είστε φίλοι», παρατήρησε εκείνη, χαμογελώντας ειρωνικά στον εαυτό της, καθώς θυμήθηκε τις σκέψεις που είχε κάνει πριν από λίγες μέρες, όταν καθόταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου του Λουίς και οδηγούσε ο Βίτο. «Κάποτε μου έσωσε τη ζωή», απάντησε εκείνος, χωρίς να της εξηγήσει τίποτα περισσότερο, παρ’ ότι η Καρολάιν τον κοίταξε με περιέργεια. Δύσκολα μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος είχε σώσει τη ζωή ενός τόσο γεροδεμένου και δυνατού άντρα. Στα μάτια της ένας τέτοιος άντρας δεν κινδύνευε ποτέ από τίποτα. Λίγο μετά άρχισαν να φτάνουν τα ψώνια που είχε κάνει στην Κόρντοβα και αργότερα εμφανίστηκε και ο Λουίς. Ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί του Βίτο και τον απάλλαξε από τα καθήκοντά του. «Γιατί χρειάζομαι σωματοφύλακα;» τον ρώτησε η Καρολάιν, όταν έμειναν μόνοι. «Μήπως βρίσκομαι σε κίνδυνο και δεν το ξέρω;» «Όχι», απάντησε εκείνος. «Τουλάχιστον όσο ζω και αναπνέω». «Τότε, κινδυνεύεις εσύ», συμπέρανε η Καρολάιν. «Κανένας δεν κινδυνεύει!» αποκρίθηκε εκείνος. «Τότε, γιατί να υπάρχει σωματοφύλακας;» επέμεινε η Καρολάιν. «Συνοδός», τη διόρθωσε ο Λουίς. «Τον έστειλα να σε συνοδεύσει επάνω, απλά για να δώσω ένα μήνυμα, εντάξει;» Όχι, δεν ήταν εντάξει. Και η έκφρασή της του το είπε. «Ωραία», είπε ο Λουίς, αναστενάζοντας βαριά. «Ο Φελίπε θέλει να εμποδίσει το γάμο μας. Αυτό, τουλάχιστον, είναι ολοφάνερο. Αλλά δεν είμαι σίγουρος μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει για να το πετύχει αυτό. Γι’ αυτό φροντίζω να προστατεύω τα αδύνατα σημεία μου». «Κι εγώ είμαι ένα αδύνατο σημείο». Στα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο. «Ω, ναι, εξαιρετικά αδύνατο», μουρμούρισε σαγηνευτικά και άρχισε να την πλησιάζει. «Μην τολμήσεις!» διαμαρτυρήθηκε εκείνη και άπλωσε το χέρι της μπροστά, για να τον σταματήσει. «Όχι εδώ! Όχι πριν παντρευτούμε!» πρόσθεσε με τα μάτια της στο χρώμα του αμέθυστου να λάμπουν και το πιγούνι ανασηκωμένο προκλητικά. «Θα σε υποχρεώσω να το σεβαστείς αυτό, κόντε!» επέμεινε, όταν ο Λουίς έκανε άλλο ένα βήμα προς το μέρος της. Εκείνος σταμάτησε. Η Καρολάιν αναγκάστηκε να προσπαθήσει πολύ για να κρύψει την απογοήτευσή της. Ο Λουίς χαμογέλασε ξανά. Το είχε καταλάβει. «Αν σ’ αγγίξω τώρα, θα λιώσεις», της είπε προκλητικά. «Αν με αγγίξεις τώρα, μάλλον», συμφώνησε εκείνη. «Τότε, δε θα το κάνω», τη διαβεβαίωσε. «Ω», είπε μόνο η Καρολάιν, χωρίς να μπει στον κόπο αυτή τη φορά να κρύψει την απογοήτευσή
της. «Θέμα πρωτοκόλλου», της εξήγησε. «Σ’ ευχαριστώ που μου υπενθύμισες ότι σ’ αυτό το σπίτι πρέπει να σεβαστώ τις παραδόσεις». Μπορεί η Καρολάιν να είχε συνειδητοποιήσει ότι είχε αλλάξει σημαντικά τις τελευταίες είκοσι τέσσερις ώρες, αλλά τώρα συνειδητοποιούσε ότι είχε αλλάξει και ο Λουίς. Η ένταση που είχε φέρει μαζί του στην κοιλάδα είχε φύγει, δίνοντας τη θέση της σε μια ακαταμάχητη γοητεία. Και ήταν αυτή η διαπίστωση που την έστειλε στην αγκαλιά του. «Τότε, ένα μόνο βιαστικό φιλί», ψιθύρισε και σφίχτηκε πάνω του, καθώς τα μπράτσα του τυλίχτηκαν γύρω της. «Βιαστικό;» «Μμμ». Μόνο που δεν υπήρχε τίποτα βιαστικό στο φιλί που αντάλλαξαν, ανάμεσα στα κλειστά ακόμα πακέτα. «Πρέπει να φύγω», είπε κάποια στιγμή διστακτικά ο Λουίς. Να φύγει; «Να πας πού;» τον ρώτησε. «Έχω δουλειά», απάντησε εκείνος, ρίχνοντας μια ματιά στο ρολόι του. Ξαφνικά είχε γίνει και πάλι ο πολυάσχολος μεγιστάνας. «Έχω να κάνω πολλά πράγματα πριν από το γάμο. Πρέπει να φύγω από την κοιλάδα πριν νυχτώσει και δεν μπορούμε να πετάξουμε». «Μα μόλις φτάσαμε!» «Δε φταίω εγώ! Εσύ είσαι που πήγες πίσω το πρόγραμμά μου είκοσι τέσσερις ώρες! Είκοσι τέσσερις πολύ όμορφες ώρες, πρέπει να παραδεχτώ», είπε ο Λουίς. «Τώρα όμως πρέπει να κερδίσω το χαμένο χρόνο. Λοιπόν, δε θα με ξαναδείς μέχρι να έρθει η ώρα να πάμε στην εκκλησία». «Λουίς!» φώναξε η Καρολάιν, καθώς εκείνος προχώρησε προς την πόρτα. «Και το αδύνατο σημείο σου;» του υπενθύμισε με ανυπομονησία. «Θα μείνει ο Βίτο εδώ». Αυτό τα έλεγε όλα. «Ό,τι θέλεις απευθύνσου σ’ αυτόν». «Επειδή σου χρωστάει τη ζωή του και θα κάνει τα πάντα για σένα;» Αυτό τον σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε ξαφνιασμένος. «Τον κατάφερες να σου το πει;» Το ύφος του έδειχνε ότι ήταν σοκαρισμένος. «Είναι η πρώτη φορά που μιλάει γι’ αυτό». «Τι έκανες;» τον ρώτησε εκείνη. «Τον τράβηξες από ένα καβγά με μαχαίρια που του χαράκωσαν το πρόσωπο;» «Όχι». Ξαφνικά ο Λουίς έπαψε να χαμογελά. «Τον έβγαλα από τη φυλακή και του έδωσα μια καινούρια ζωή. Και δεν ήταν καθόλου ευγενικό αυτό, Καρολάιν», της είπε σκυθρωπός. Είχε δίκιο. «Συγνώμη», μουρμούρισε πτοημένη εκείνη. Ο Λουίς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Θα σε δω την Τετάρτη». Θα έφευγε, αλλά η Καρολάιν δεν ήθελε να τον αφήσει να φύγει έχοντας ανταλλάξει αυτά τα λόγια μεταξύ τους. «Τον συμπαθώ, ξέρεις», του είπε. «Ίσως επειδή σου είναι τόσο πιστός. Δεν το ήξερες ότι ο Φελίπε έμενε στο ξενοδοχείο σου, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε, αλλάζοντας ξαφνικά θέμα. «Έκανε κράτηση με άλλο όνομα», της εξήγησε ο Λουίς. «Και παρακολουθούσε εμένα και τον πατέρα μου», συμπέρανε εκείνη, συνοφρυωμένη. «Ήξερε ποια είμαι, ποιος είναι ο πατέρας μου. Πράγμα που σημαίνει ότι έχεις έναν προδότη στους ανθρώπους σου, Λουίς». Εκείνος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Το ξέρω. Και το φροντίζω...» «Μήπως όλα αυτά κάνουν τον πατέρα μου άλλο ένα αδύνατο σημείο;» τον ρώτησε. Για κάποιον άγνωστο λόγο η ερώτησή της τον έκανε να την κοιτάξει με περιέργεια. «Ναι», απάντησε ήρεμα.
Η Καρολάιν αναστέναξε. «Τον προστατεύεις κι εκείνον;» «Φυσικά», απάντησε ο Λουίς με έναν παράξενο τόνο, που ταίριαζε με την παράξενη έκφραση που είχε στο πρόσωπό του. «Θα είναι εδώ, σώος και αβλαβής, για να μου δώσει το χέρι σου στην εκκλησία. Μη φοβάσαι γι’ αυτό, κερίδα». Έφυγε, αφήνοντας την Καρολάιν να στέκεται ακίνητη, σαν άγαλμα. Γιατί, άραγε, ένιωθε αυτή την παγωνιά, αφού τα λόγια του ήταν τόσο καθησυχαστικά; Το χτύπημα που ακούστηκε στην πόρτα την ξύπνησε από το λήθαργο. Ανοίγοντας, αντίκρισε την Αμπρίλ, τη μικρή καμαριέρα. «Μ’ έστειλε ο δον Λουίς να σας βοηθήσω ν’ ανοίξετε τα πακέτα σας». Η Καρολάιν χάρηκε για το διάλειμμα. Απ’ ό,τι φαινόταν, η χαρά δεν έμενε για πολύ σ’ εκείνη την κοιλάδα. Άνοιξαν μαζί με την Αμπρίλ τα κουτιά με τα πανάκριβα πράγματα, που κανονικά δε θα είχε τη δυνατότητα να αγοράσει. Όταν έφτασαν στο κουτί με το νυφικό, το άνοιξαν και οι δύο, με μια ανυπομονησία που έγινε θαυμασμός όταν το φόρεμα βρέθηκε τελικά κρεμασμένο στη σατινένια κρεμάστρα του, στην πόρτα της ντουλάπας, «Είναι πολύ όμορφο, σενιορίτα», είπε η Αμπρίλ και αναστέναξε μελαγχολικά. Ναι, ήταν. Η Καρολάιν χαμογέλασε όταν θυμήθηκε ότι είχε στείλει τον Λουίς για καφέ, όσο διάλεγε μόνη της το νυφικό. Εκείνος είχε υποχωρήσει κάνοντας πειραχτικά σχόλια, αλλά μέσα της ήξερε ότι κατά βάθος του άρεσε η ιδέα να διαλέξει μόνη της ένα φόρεμα αποκλειστικά για να του αρέσει. «Έχεις αγαπημένο;» ρώτησε την Αμπρίλ. Εκείνη κοκκίνισε. «Όχι. Αλλά, όταν βρω, θα ήθελα να μπορούσα να τον παντρευτώ φορώντας κάτι τέτοιο». Χαϊδεύοντας απαλά τη λεπτή δαντέλα, μια ιδέα πέρασε από το μυαλό της Καρολάιν. Δεν το είχε ξανασκεφτεί, αλλά ξαφνικά συνειδητοποιούσε ότι δεν είχε καμιά φίλη να τη βοηθήσει να ετοιμαστεί, να μοιραστεί τον ενθουσιασμό της, να γίνει ακόμα και παράνυμφος. Ο Λουίς Βάσκες, ο άνθρωπος που έδινε σημασία στη λεπτομέρεια, είχε παραβλέψει το βασικό αυτό σημείο. «Αμπρίλ», είπε, «θα κάνεις κάτι... εξαιρετικό για μένα;» «Φυσικά, σενιορίτα», απάντησε πρόθυμα εκείνη. «Αν μπορέσω να βρω έγκαιρα το σωστό φόρεμα για σένα, θα γίνεις παράνυμφός μου;» Για μια φοβερή στιγμή νόμιζε ότι είχε τρομοκρατήσει την καημένη την Αμπρίλ, που έμεινε ακίνητη. «Ω σενιορίτα», είπε μετά ξέπνοη, «το εννοείτε, πραγματικά;» Τα μάτια της Καρολάιν έλαμψαν χαρούμενα. «Ναι, το εννοώ», της είπε χαμογελώντας. «Θα πρέπει να πρόσεξες ότι εδώ είμαι μόνη μου. Η οικογένειά μου και οι φίλοι μου είναι στην Αγγλία. Βέβαια, θα έρθει ο πατέρας μου, αλλά δεν έχω κανέναν άλλο. Θα ήταν πολύ όμορφο να έχω κάποιον από την κοιλάδα δίπλα μου, δε νομίζεις;» «Θα είναι τιμή μου», απάντησε με σοβαρότητα το κορίτσι. «Αλλά, θα πρέπει να ζητήσω την άδεια της δόνα Κονσουέλα, προτού δεχτώ», πρόσθεσε ανήσυχη. «Φυσικά», είπε η Καρολάιν, χωρίς να μπει στον κόπο να της θυμίσει ότι μάλλον την άδεια του Λουίς έπρεπε να πάρει. Και από τη στιγμή που ήξερε προκαταβολικά την απάντησή του, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. «Θα τη ρωτήσω εγώ», πρόσθεσε. Η κοπέλα φάνηκε ανακουφισμένη. «Και μάλιστα θα πάω να το κάνω αμέσως μόλις τελειώσουμε από δω, εντάξει;» Στη βράση κολλάει το σίδερο, σκέφτηκε, πηγαίνοντας να βρει τη θεία του Λουίς. Μόνο που είχε
αρχίσει να εύχεται να μην το είχε ξεκινήσει. Βρήκε τη δόνα Κονσουέλα στο μεγάλο σαλόνι. Στεκόταν στο παράθυρο και παρακολουθούσε τις εργασίες που γίνονταν στον κήπο. Έμοιαζε θλιμμένη, πράγμα που άγγιξε την καρδιά της Καρολάιν, παρ’ ότι ήξερε πως είχε καταστρέψει τη ζωή της μητέρας του Λουίς. «Κονσουέλα...» Παρ’ ότι δεν είχε ακούσει την Καρολάιν να μπαίνει μέσα στο δωμάτιο, χαμένη στις ζοφερές σκέψεις της, η Κονσουέλα στράφηκε με μια έκφραση απόλυτης αυτοκυριαρχίας, όπως πάντα. Μερικές φορές φαίνεται ολοκάθαρα η συγγένειά της με τον Λουίς, συλλογίστηκε η Καρολάιν. «Θα ήθελα να ζητήσω τη γνώμη σου για κάτι», είπε προσεκτικά, χωρίς να ξέρει γιατί, αντί για μια ευγενική ερώτηση, ζητούσε συμβουλή. Ίσως επειδή η Κονσουέλα έμοιαζε στον Λουίς. «Φυσικά», αποκρίθηκε εκείνη. «Αν νομίζεις ότι μπορώ να σε βοηθήσω». Παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, η Καρολάιν της εξήγησε τι ήθελε να κάνει και γιατί το ήθελε. Η Κονσουέλα την άκουσε ανέκφραστη. Ήταν μεγάλη έκπληξη για την Καρολάιν όταν την είδε να χαμογελά. «Είσαι καλός άνθρωπος, σενιορίτα. Χαίρομαι που διαπιστώνω ότι αφήνω την κοιλάδα στα χέρια ενός τόσο ευαίσθητου ανθρώπου». «Και ο Λουίς νοιάζεται, το ξέρεις», είπε η Καρολάιν με ύφος αμυντικό. Δεν περίμενε επιδοκιμασία από τη συγκεκριμένη γυναίκα, γι’ αυτό και προετοιμάστηκε για μια συγκαλυμμένη κριτική. Η κοντέσα χαμογέλασε ξερά. «Το ξέρω. Ναι, θα είναι πολύ όμορφο να έχεις την Αμπρίλ παράνυμφο. Οι άνθρωποι στην κοιλάδα θα σε αγαπήσουν γι’ αυτό. Δώσε στην κοπέλα την ευχή μου και πες της ότι απαλλάσσεται από τα κανονικά της καθήκοντα, για να μπορέσει ν’ αφοσιωθεί στον καινούριο της ρόλο». Ενώ εσύ θα κάνεις τι; ήθελε να τη ρωτήσει η Καρολάιν. Θα χωθείς ακόμα πιο βαθιά στις σκιές αυτού του κάστρου που ήταν για τόσα χρόνια το σπίτι σου; «Τι θα κάνεις όταν θα φύγετε από δω;» τη ρώτησε αυθόρμητα. Η Κονσουέλα χαμογέλασε και πάλι ξερά. «Ώστε ο Λουίς θέλει να μ’ εξαφανίσει», είπε. «Κι εγώ που αναρωτιόμουν...» Έντρομη, η Καρολάιν συνειδητοποίησε ότι είχε μπει σε απαγορευμένα εδάφη. «Δεν ξέρω», απάντησε αμήχανα. «Ο Λουίς δε συζητά μαζί μου οικογενειακά του θέματα». «Ναι, υποθέτω», απάντησε η Κονσουέλα και στράφηκε ξανά προς το παράθυρο. Η συζήτηση είχε τελειώσει. Η Καρολάιν βγήκε από το δωμάτιο, χωρίς να τολμήσει να πει λέξη. Η επόμενη κίνηση ήταν να πάει να συναντήσει τον Βίτο. Τον βρήκε στον κήπο, να επιβλέπει την κατασκευή μιας ξύλινης εξέδρας, που στηνόταν κάτω από μια τεράστια τέντα με άσπρες και κόκκινες ρίγες. wWw.GreekLeech.info «Βίτο...» είπε και άγγιξε το μπράτσο του για να του τραβήξει την προσοχή, αλλά αμέσως μετά το απομάκρυνε. Ήταν σαν να είχε πιάσει ένα κομμάτι βράχο. «Νομίζεις ότι θα πείραζε τον Λουίς αν χρησιμοποιούσα το ελικόπτερο;» Ο Βίτο στράφηκε τόσο μαλακά για κάποιον με τη σωματική του διάπλαση, που η Καρολάιν ξαφνιάστηκε. «Γιατί;» τη ρώτησε απότομα. «Τι το θέλετε το ελικόπτερο, τι συμβαίνει;» «Τίποτα», τον διαβεβαίωσε. Καθώς μιλούσε, η Καρολάιν είδε τον Βίτο να κοιτάζει προσεκτικά γύρω του. Της φάνηκε μάλιστα σαν να ψήλωσε μερικούς πόντους, σαν αρκούδα που ετοιμαζόταν να αρπάξει το θύμα της ή, σ’ αυτή την περίπτωση, να προστατέψει το μικρό της. «Θέλω να στείλω το ελικόπτερο για κάποια δουλειά», απάντησε. «Είναι ειδική περίπτωση», πρόσθεσε και άρχισε να του εξηγεί...
* Είχε ξημερώσει η μέρα του γάμου και η Καρολάιν τελείωνε το πρωινό της, όταν έφτασε ο πατέρας της με το ελικόπτερο του Λουίς. Μόλις τον είδε να κατεβαίνει, πετάχτηκε όρθια και βγήκε έξω να τον συναντήσει. «Ω πατέρα», είπε μ’ ένα λυγμό και έπεσε στην αγκαλιά του. «Πώς μπόρεσες να σηκωθείς και να φύγεις έτσι;» «Ηρέμησε, Κάρο. Καλά είμαι», τη μάλωσε εκείνος, όταν η Καρολάιν άρχισε να τον κοιτάζει εξεταστικά. «Εμένα δε μου φαίνεσαι καλά», του απάντησε, βλέποντας πάνω του τα σημάδια που εκείνος αγνοούσε. Φαινόταν γερασμένος και πιο αδύνατος. Αναστέναξε στενοχωρημένα. «Εκπληκτικό μέρος», είπε ο σερ Έντουαρντ, αλλάζοντας σκόπιμα θέμα. «Δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Όταν κατεβήκαμε από τα βουνά, μου κόπηκε η ανάσα. Το ήξερες πριν από εφτά χρόνια ότι ο Λουίς θα κληρονομούσε όλα αυτά;» «Όχι», απάντησε η Καρολάιν. Ο πατέρας της απέφευγε να την κοιτάξει. «Αλλά και να το ήξερα δε θα είχε καμιά σημασία για τα αισθήματά μου», πρόσθεσε αφηρημένα. «Κοίταξέ με, πατέρα», είπε ανυπόμονα. Ο σερ Έντουαρντ την κοίταξε. Στο βλέμμα του η Καρολάιν διέκρινε τις ενοχές, την ντροπή και τη μιζέρια. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. «Σ’ αγαπώ πολύ», του είπε κομπιάζοντας. «Ανησυχούσα για σένα!» Οι άμυνές του έπεσαν. Αναστενάζοντας βαριά, ο σερ Έντουαρντ την τράβηξε πάνω του και την έσφιξε στην αγκαλιά του. «Κι εκείνον; Τον αγαπάς εκείνον;» «Σαν να είναι ο δεύτερος εαυτός μου», απάντησε η Καρολάιν. «Πάντα τον αγαπούσα, το ξέρεις αυτό». «Ναι, το ξέρω. Αλλά λυπάμαι που σ’ έβαλα σ’ όλο αυτό το μπέρδεμα». «Δεν υπάρχει κανένα μπέρδεμα», του απάντησε η Καρολάιν. «Μην ανησυχείς, πατέρα. Ο Λουίς ήταν πάντα αυτός που ήθελα». Ο σερ Έντουαρντ έκανε ένα μορφασμό. «Όχι όμως και να του προσφερθείς στο πιάτο, σαν θυσία». «Δεν έκανα καμιά θυσία!» είπε ενοχλημένη η Καρολάιν. «Υπονοείς ότι ο Λουίς δε νιώθει τίποτα για μένα; Γιατί, αν είναι αυτό, τότε ίσως είναι καλύτερα να κάνεις μεταβολή και να φύγεις». «Δεν υπονοώ τίποτα», είπε ο σερ Έντουαρντ αναστενάζοντας ξανά. «Θεέ μου, αυτός ο άντρας έφτασε δυο φορές στα όριά του προσπαθώντας να σε φέρει σε τούτη τη μέρα...» Δύο φορές; Ένα παγωμένο ρίγος διαπέρασε τη σπονδυλική της στήλη. «Τι εννοείς δύο φορές;» «Τίποτα», είπε ο πατέρας της και κοίταξε αλλού. «Για κοίτα κει», είπε έκπληκτος, στρέφοντας την προσοχή του σ’ ένα σημείο κοντά στην είσοδο του κάστρου. «Τι κάνει αυτός εδώ; Δε μου είπε ποτέ ότι γνωρίζει τον Λουίς». Δεν του είπε ποτέ... Η Καρολάιν γύρισε και κοίταξε τον Φελίπε. Ξαφνικά διάφορα κομμάτια του παζλ μπήκαν στη θέση τους. Ο πατέρας της ήταν ο προδότης του Λουίς. Ω πατέρα, είπε σιωπηλά από μέσα της, πτοημένη. «Πρόσεχέ τον, μπαμπά», είπε, όταν τον είδε να πλησιάζει τον Φελίπε. «Να προσέχεις τι του λες και να έχεις φυλαγμένα τα νώτα σου». «Γιατί; Ποιος είναι;» τη ρώτησε συνοφρυωμένος εκείνος. «Είναι ο ετεροθαλής αδερφός του Λουίς, αυτός που πιστεύει ότι έπρεπε να κληρονομήσει όλα αυτά εδώ...»
Ξαφνικά ο σερ Έντουαρντ τα κατάλαβε όλα. Μια σιγανή βρισιά βγήκε από τα χείλη του. Εκείνη τη στιγμή το ελικόπτερο σηκώθηκε ξανά στον αέρα. Μέσα στο θόρυβο που έκαναν οι έλικες η συζήτηση σταμάτησε. Ήταν η στιγμή που ο πατέρας της φάνηκε να παίρνει μια απόφαση. «Πάμε να μιλήσουμε κάπου με την ησυχία μας. Έχω κάτι να σου πω...» * Η Καρολάιν ήθελε να μιλήσει στον Λουίς. Έπρεπε να μιλήσει στον Λουίς. Αλλά εκείνος ήδη την περίμενε στη μικρή εκκλησία του χωριού, όπου είχε συγκεντρωθεί όλη η οικογένεια Βάσκες για να παρακολουθήσουν την τέλεση του γάμου. «Είστε πολύ όμορφη, σενιορίτα», είπε η Αμπρίλ, καθώς η Καρολάιν στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη. Το μακρύ φόρεμα στο χρώμα του ελεφαντόδοντου ήταν πολύ εντυπωσιακό. Το κορσάζ εφάρμοζε τέλεια πάνω της και το βαθύ ντεκολτέ αναδείκνυε το όμορφο στήθος της. Στο κεφάλι της φορούσε μια διαμαντένια τιάρα που συγκρατούσε ένα λεπτό πέπλο. Ο γάμος της. wWw.GreekLeech.info Τον Λουίς, είπε μέσα της, κοιτάζοντας το είδωλό της στον καθρέφτη. Σε λίγο θα παντρευτείς τον Λουίς. Άραγε, γιατί ήθελε να την παντρευτεί, όταν ήξερε πόσο άσχημα τον είχε παρεξηγήσει πριν από εφτά χρόνια; Ο Λουίς δε σου είπε ποτέ ότι θέλει να σε παντρευτεί, της ψιθύρισε μια φωνή μέσα της. Είπε ότι πρέπει να παντρευτεί. Κι εσύ προσποιείσαι μέρες τώρα ότι είναι ένας παραμυθένιος γάμος. Μπορεί πολύ ωραία να σε διώξει μόλις εκπληρώσει τους όρους της διαθήκης. Η τέλεια συνταγή της εκδίκησης, άραγε; Σε αφήνει και φεύγει, όπως τον άφησες και εσύ πριν από εφτά χρόνια; Το στομάχι της σφίχτηκε. Η Καρολάιν ήξερε τον Λουίς. Ήξερε τι ήταν ικανός να κάνει. Ξαφνικά θυμήθηκε το σκορπιό στο γραφείο του. Τον είδε μπροστά της να κυλά πάνω στον καθρέφτη, έτοιμος να χτυπήσει. «Σενιορίτα;» Η φωνή της Αμπρίλ ακούστηκε γεμάτη ανησυχία. Μήπως κατάλαβε ότι η Καρολάιν ήταν έτοιμη να χάσει το θάρρος της; «Σενιορίτα...» Ένα χέρι ακούμπησε απαλά στο μπράτσο της. Τα μικρά, σκουρόχρωμα δάχτυλά της κοπέλας δημιούργησαν έντονη αντίθεση με τη χλομή της επιδερμίδα. «Μα εσείς τρέμετε...» ψιθύρισε ανήσυχη. «Φοβάστε, σενιορίτα; Σας παρακαλώ, μη φοβάστε», πρόσθεσε καθησυχαστικά. «Ελ κόντε είναι καλός άνθρωπος. Όλοι το λένε στην κοιλάδα. Τους θυμίζει τον παππού του, τον δον Άνχελες. Κι εκείνος ήταν πολύ καλός άνθρωπος. Δυνατός άνθρωπος». «Εντάξει είμαι», ψιθύρισε με κόπο η Καρολάιν. «Μόνο...» Ανατρίχιασε, σαν κάτι να περπατούσε πάνω της. Ανοιγόκλεισε τα μάτια της σε μια προσπάθεια να συγκεντρωθεί και έστρεψε το πρόσωπό της στη μικρή παράνυμφο που στεκόταν δίπλα της, μ’ ένα απλό, κατάλευκο φόρεμα. Ήταν πολύ γοητευτική. Το τέλειο συμπλήρωμα μιας νύφης με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα, τα μαύρα της μαλλιά, τα σκούρα μάτια και η όμορφη μελαχρινή επιδερμίδα. «Εντάξει είμαι», τη διαβεβαίωσε για δεύτερη φορά, καταφέρνοντας και να χαμογελάσει ακόμα. Ήσυχη, η Αμπρίλ έδωσε στην Καρολάιν τη μικρή της ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα στο χρώμα
του ελεφαντόδοντου, που είχε κόψει η ίδια μόλις πριν μια ώρα από τον κήπο. Όταν η Καρολάιν πρωτοαντίκρισε τον πατέρα της, εκείνος βημάτιζε ανήσυχα στο χολ. Μόλις την είδε, σταμάτησε και την κοίταξε να κατεβαίνει τη σκάλα. «Θεέ μου, Κάρο», ψιθύρισε. Τα υπόλοιπα ήταν γραμμένα στο πρόσωπό του. Με έκπληξη η Καρολάιν διαπίστωσε ότι στο χωριό δε θα την πήγαινε ο Βίτο. Αυτή τη φορά τη μαύρη BMW του Λουίς την οδηγούσε ένας ξένος. Μόλις μπήκε στην εκκλησία όμως, στηριγμένη στο μπράτσο του πατέρα της, κατάλαβε γιατί ο Βίτο είχε φύγει από το πλευρό της. Γιατί στεκόταν στο πλευρό του Λουίς. Η Καρολάιν δάκρυσε από συγκίνηση όταν αντίκρισε τον Λουίς, με το μαύρο σμόκιν του και το σκουρόμαλλο κεφάλι χαμηλωμένο. Η ένταση της αναμονής είχε βαρύνει τους ώμους του. Ήθελε να κλάψει, γιατί η ένταση αυτή τής φανέρωνε ότι η στιγμή είχε μεγάλη σημασία γι’ αυτόν, ότι του ήταν σημαντική. Ακούγοντας το θρόισμα που απλώθηκε στο ακροατήριο, ο Λουίς ανασήκωσε το κεφάλι του και την κοίταξε. Ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμόταν η Καρολάιν από την τελετή. Κανένας άντρας δεν κοιτάζει μια γυναίκα μ’ αυτό τον τρόπο, εκτός και αν θέλει να περάσει την υπόλοιπη ζωή του μαζί της. Και το χέρι του, όταν πήρε το δικό της από το μπράτσο του πατέρα της, έτρεμε. Έδωσαν τους γαμήλιους όρκους μέσα σε απόλυτη σιγή, σαν να κρατούσαν όλοι την ανάσα τους. Ο Λουίς πέρασε στο δάχτυλό της δύο δαχτυλίδια και η Καρολάιν τον κοίταξε έκπληκτη. Ήταν μια απλή χρυσή βέρα και ένα υπέροχο διαμάντι. Η Καρολάιν ένιωσε τα μάτια της να πλημμυρίζουν δάκρυα. Δεν ήταν ένα οποιοδήποτε δαχτυλίδι. Ήταν το δαχτυλίδι της μητέρας της. Ανασήκωσε το βλέμμα της και το κάρφωσε στο δικό του. Ο Λουίς είδε τα δάκρυα να λάμπουν στα μάτια της. «Μην κλαις...» της ψιθύρισε βραχνά. «Για να συνεχίσουμε, πρέπει να φορέσει και ο δον Λουίς τη βέρα του», είπε ο ιερέας εκείνη τη στιγμή. Έξω στη λιακάδα είχαν μαζευτεί οι κάτοικοι του χωριού για να τους χειροκροτήσουν. Η Καρολάιν κόλλησε πάνω στον Λουίς, σαν να είχαν ενωθεί με κάτι περισσότερο από τα δεσμά του γάμου. Με τα μάγουλά της να έχουν ροδίσει, χαμογέλασε. Κάπου πίσω της ένιωθε τον Βίτο να στέκεται πελώριος δίπλα στην Αμπρίλ και τον πατέρα της. Ακόμα και την παρουσία της τία Κονσουέλα ένιωθε, καθώς στεκόταν ψυχρή, αντιμετωπίζοντας την όλη κατάσταση σαν μαρτύριο που της είχε επιβάλει η μοίρα. Ο Φελίπε δεν παρευρέθηκε στην τελετή. Ούτε στο γαμήλιο τραπέζι, κάτω από την τέντα. Ήταν όλα πολύ όμορφα πάντως, από τα λευκά τραπεζομάντιλα ως τα πορσελάνινα σερβίτσια και τα φίνα ασημένια μαχαιροπίρουνα. Ο Λουίς κρατούσε συνέχεια το χέρι της στο δικό του. Ακόμα και τώρα που είχαν καθίσει στο τραπέζι. «Σ’ ευχαριστώ», του είπε εκείνη, κοιτάζοντας το δαχτυλίδι της μητέρας της στο δάχτυλό της. «Τι σ’ έκανε να το σκεφτείς;» «Κανονικά έπρεπε να είναι το δαχτυλίδι της μητέρας μου», αποκρίθηκε εκείνος ήρεμα. «Αλλά δεν είχε ποτέ της δαχτυλίδι, γι’ αυτό ζήτησα από τον πατέρα σου το δαχτυλίδι της δικής σου μητέρας. Το έφερε μαζί του όταν ήρθε, καθαρισμένο και προσαρμοσμένο στο νούμερό σου...» «Σ’ ευχαριστώ», επανέλαβε η Καρολάιν με φωνή βραχνή. «Αυτό τα κάνει όλα τέλεια». «Όχι». Ο Λουίς την κοίταξε μ’ ένα βλέμμα που της θόλωσε το μυαλό. «Εσύ τα κάνεις όλα τέλεια»,
της είπε και τη φίλησε απαλά. Οι παρευρισκόμενοι άρχισαν να χειροκροτούν. Μέχρι να έρθει η ώρα ν’ αποσυρθούν, ο ήλιος είχε δύσει και είχαν ανάψει τα φώτα στον κήπο. Ο Λουίς την πήρε στην αγκαλιά του, πάνω στην αυτοσχέδια πίστα, καθώς η μικρή ορχήστρα άρχισε να παίζει ένα απαλό βαλς. Τα χείλη του άγγιξαν το μάγουλό της. «Είσαι πολύ όμορφη σήμερα. Όταν σε είδα να μπαίνεις στην εκκλησία, η καρδιά μου σταμάτησε», της είπε με φωνή βραχνή. Η Καρολάιν έγειρε το κεφάλι της πίσω για να μπορέσει να τον δει και τα μάτια της γέμισαν ξανά δάκρυα. Πονούσε όμως όταν σκεφτόταν πώς είχε νιώσει αρκετά νωρίτερα και, το κυριότερο, γιατί είχε νιώσει έτσι. «Μίλησα με τον πατέρα μου», είπε χαμηλόφωνα. «Και μου είπε τι συνέβη πριν από εφτά χρόνια». Η έκφραση του Λουίς άλλαξε απότομα. Το βλέμμα του σκλήρυνε καθώς κοίταζε οργισμένος ένα γύρο στον κήπο. «Λουίς...» «Όχι», τη διέκοψε εκείνος. «Είμαι οργισμένος μαζί του, επειδή παρέβη το λόγο που μου είχε δώσει και σου μίλησε. Είμαι θυμωμένος και μαζί σου, που διάλεξες να το αναφέρεις απόψε». «Μα δεν πήρες ούτε δεκάρα απ’ αυτόν!» Ήταν κάτι που έπρεπε να ειπωθεί. «Μ’ άφηνες να κοιμάμαι και κατέβαινες κάτω για να παίξεις χαρτιά μαζί του, εμποδίζοντάς τον να παίζει με κάποιον άλλο. Ήξερες ότι ανησυχούσα γι’ αυτόν και είχες αναλάβει να τον προσέχεις. Σου χρωστάω πολλά γι’ αυτό που έκανες, Λουίς!» wWw.GreekLeech.info Το πρόσωπό του είχε χλομιάσει, τα χείλη του είχαν σφιχτεί. «Δε μου χρωστάς τίποτα», είπε βεβιασμένα. «Σου χρωστάω μια συγνώμη», είπε εκείνη τρέμοντας από το βάρος των ενοχών. «Ήμουν ερωτευμένη μαζί σου. Έπρεπε να ξέρω ότι δε θα έκανες ποτέ κάτι τόσο απάνθρωπο, όπως να χρεοκοπήσεις τον ίδιο μου τον πατέρα! Αλλά, αντί για σένα, πίστεψα εκείνον, παρ’ ότι ήξερα πόσο ψεύτης ήταν! Δε θα σου το καταλογίσω αν δε με συγχωρέσεις ποτέ!» «Σταμάτα, Καρολάιν, προτού θυμώσω περισσότερο», της είπε ο Λουίς. Αλλά είχε ήδη θυμώσει. «Τον άφησες να κερδίσει μεγάλα ποσά. Τα ποσά που μου είπε ότι είχε χάσει. Δεν είναι ν’ απορεί κανείς που ανυπομονούσε να ξαναπαίξει μαζί σου την προηγούμενη βδομάδα», είπε η Καρολάιν με πικρία. «Πίστευε ότι τον περίμενε άλλη μια εύκολη νίκη!» Ο Λουίς έκανε ένα μορφασμό, σαν να είχε δεχτεί χαστούκι. «Δεν το εννοούσα έτσι, Λουίς», είπε η Καρολάιν και έφερε το χέρι της στο στήθος του, σαν να του ζητούσε συγνώμη. «Λουίς...» «Όχι», είπε εκείνος. «Δε θα το συζητήσουμε. Ούτε τώρα ούτε ποτέ. Καταλαβαίνεις;» Έβγαλε το χέρι της από πάνω του, έκανε ένα βήμα πίσω και απομακρύνθηκε! Ευτυχώς που η μουσική σταμάτησε εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Η αναθεματισμένη ικανότητά του να έχει πάντα τον τέλειο συγχρονισμό. Τη θέση του Λουίς πήρε ο θείος του, ο Φιντέλ, και μετά ακολούθησαν διάφοροι συγγενείς. Όταν η Καρολάιν κατάφερε επιτέλους να ψάξει να τον βρει, είχε νυχτώσει και το κάστρο έλαμπε σαν παραμυθένιο κάτω από τα τα φώτα. Δεν ήταν στον κήπο, γι’ αυτό κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Διέσχιζε το μεγάλο χολ όταν είδε ένα σερβιτόρο να έρχεται προς το μέρος της. «Συγνώμη, λα κοντέσα», είπε κάνοντας μια υπόκλιση. «Μ’ έστειλε ελ κόντε να σας φέρω ένα μήνυμα». Τι ανακούφιση! «Πού είναι;» τον ρώτησε. «Λέει ότι σας περιμένει στο αυτοκίνητο, έξω από το τείχος».
Στο αυτοκίνητο; Τι έγινε πάλι; αναρωτήθηκε η Καρολάιν και πήρε αποφασιστικά το μονοπάτι για να τον βρει. Μήπως θα την απήγε ξανά; Αν νομίζει ότι θα είναι τιμωρία αυτό, είπε μέσα της, τον περιμένει μια μεγάλη έκπληξη. Η ανησυχία έδωσε τη θέση της σ’ ένα χαμόγελο που άνθισε στα χείλη της. Ξεχώρισε αμέσως το αυτοκίνητο, γιατί ήταν το μόνο που είχε τη μηχανή του αναμμένη. Πριν ανοίξει την πόρτα του συνοδηγού και μπει μέσα, είδε τον Λουίς πίσω από το τιμόνι. «Πολύ ενδιαφέρουσα άποψη, Λουίς», του είπε, τακτοποιώντας το νυφικό και το πέπλο της, για να κλείσει την πόρτα. «Αλλά δε χρειάζεται πια». Η πόρτα έκλεισε και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Η Καρολάιν του έδειξε το δάχτυλό της, με τη βέρα και το διαμαντένιο δαχτυλίδι. «Βλέπεις, είμαι πια...» Γύρισε και τον κοίταξε. Η φωνή της έσβησε και η καρδιά της σταμάτησε να χτυπά. Έκανε ν’ ανοίξει την πόρτα, αλλά μάταια. Ο Φελίπε στράφηκε και την κοίταξε μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη. «Είναι παράδοση», της είπε με την αργόσυρτη φωνή του.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
Η Καρολάιν κοίταξε γύρω της, με την ελπίδα ότι μπορεί να την είχε δει κάποιος να μπαίνει στο αυτοκίνητο. Δυστυχώς, όμως, δεν υπήρχε κανένας εκεί. Ο Φελίπε πάτησε το γκάζι και το αυτοκίνητο ξεκίνησε. «Είναι ανόητο, Φελίπε», του είπε, προσπαθώντας να κρύψει τον πανικό της. «Δεν καταλαβαίνω τι θέλεις να κερδίσεις». «Ικανοποίηση», της απάντησε εκείνος, παίρνοντας μια απότομη στροφή. Αντί ν’ ακολουθήσει το δρόμο για το χωριό, μπήκε με ταχύτητα στο στενό δρόμο ανάμεσα στους οπωρώνες. Τρομαγμένη, η Καρολάιν έσφιξε δυνατά το πόμολο της πόρτας, ριγώντας κάθε φορά που ένα κλαδί έξυνε το αυτοκίνητο. Άλλη μια απότομη στροφή και βρέθηκαν σ’ ένα χωματόδρομο που περνούσε στα όρια της κοιλάδας. Μέσα σε δευτερόλεπτα ίσως από τη στιγμή που είχαν βγει από το χωριό, ανηφόριζαν κιόλας στα βουνά. Με την αδρεναλίνη να χύνεται στο αίμα της ορμητικά, η Καρολάιν φόρεσε με χέρια που έτρεμαν τη ζώνη ασφαλείας. «Είσαι τρελός», είπε ξέπνοη. Ανασηκώνοντας τους ώμους του αδιάφορα, ο Φελίπε πήρε άλλη μια απότομη στροφή και για μια στιγμή όλη η κοιλάδα εμφανίστηκε μπροστά τους. Η Καρολάιν είδε το κάστρο λουσμένο στο φως, να ξεχωρίζει πανέμορφο και επιβλητικό μέσα στο σκοτάδι. Μπορούσε να δει ακόμα και τους καλεσμένους. Άλλοι χόρευαν στην πίστα κι άλλοι στέκονταν σε μικρές παρέες και κουβέντιαζαν. Η καρδιά της χτύπησε ξέφρενα στο στήθος της και ο λαιμός της στέγνωσε καθώς ξεχώρισε τη φιγούρα του Λουίς. Την επόμενη όμως στιγμή ο Φελίπε έστριψε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Στην άλλη στροφή το κάστρο βρέθηκε από κάτω. Για την Καρολάιν ήταν σοκ να διαπιστώσει πόσο ψηλά είχαν ανέβει. Άλλες δυο στροφές και θα έφταναν στο σημείο που ο δρόμος γινόταν ένα επικίνδυνο πέρασμα ανάμεσα στα βουνά. Δεν ήθελε να πάει με τον Φελίπε σ’ εκείνο το σημείο. Δεν ήθελε αυτός ο παρανοϊκός άνθρωπος να την οδηγήσει με τέτοια τρελή ταχύτητα στο φριχτό εκείνο μέρος, όπου από κάτω ανοιγόταν μια χαράδρα εκατοντάδων μέτρων. wWw.GreekLeech.info «Σταμάτα το αυτοκίνητο, Φελίπε», του είπε με φωνή μαγκωμένη. «Αρκετά κράτησε το αστείο. Και αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, σου ομολογώ ότι φοβήθηκα. Τώρα όμως θέλω να σταματήσεις, για να μπορέσω να κατέβω». «Και να γυρίσεις πίσω;» είπε περιπαικτικά εκείνος. «Με το νυφικό και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια σου;» «Ναι, αν είναι απαραίτητο». Δεν την ένοιαζε, αρκεί να την άφηνε να φύγει. Ξαφνικά πήραν άλλη μια στροφή. Τα λάστιχα στρίγκλισαν. Η Καρολάιν ούρλιαξε και έσφιξε το πόμολο της πόρτας. Γύρω τους βασίλευε απόλυτο σκοτάδι. Η καρδιά της βούλιαξε στην απελπισία, διαπιστώνοντας ότι δεν έβγαιναν από το βουνό, αντίθετα, προχωρούσαν προς αυτό. «Θα έχουν αρχίσει να με ψάχνουν τώρα», είπε αλλάζοντας τακτική. «Θα δουν ότι λείπει το
αυτοκίνητο του Λουίς. Θα έχει ξεκινήσει να μας βρει. Νομίζεις ότι δε θα έχει δει τα φώτα του αυτοκινήτου που ανεβαίνει; Άφησέ με να φύγω, Φελίπε, και θα ’χεις την ευκαιρία να γλιτώσεις! Αν συνεχίσεις, θα μας προλάβει και θα σε σκοτώσει! Σου τ’ ορκίζομαι!» «Έχεις αρχίσει να πανικοβάλλεσαι λίγο, έτσι δεν είναι;» Χαμογελώντας, ο Φελίπε πήρε άλλη μια στροφή. Το έκανε τόσο απρόσεκτα, που η Καρολάιν έπεσε πάνω του. Όταν ανασηκώθηκε, κατάλαβε ότι είχαν φτάσει στο πέρασμα ανάμεσα στα βουνά. «Φελίπε!» ούρλιαξε. «Σταμάτα!» Αλλά ο Φελίπε δε σταμάτησε ούτε το αυτοκίνητο ούτε την τρελή οδήγηση ούτε την ανοησία που τον έσπρωχνε να συμπεριφέρεται έτσι. «Θα ήταν μια πολύ γλυκιά εκδίκηση να δω την έκφραση του Λουίς, όταν θα σ’ έβρισκε κάτω στη χαράδρα, μέσα στα συντρίμμια του αυτοκινήτου του», μουρμούρισε. Κατάλαβε τον πανικό της και γέλασε με κακία. «Αλλά δεν είμαι τόσο αιμοβόρος», πρόσθεσε. «Η εκδίκηση μου θα είναι πολύ καλύτερη». «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς», τραύλισε εκείνη, μέσα από τα σφιγμένα δόντια της. «Καταλαβαίνεις. Ξέρεις τις γαμήλιες παραδόσεις. Αν με σκεφτείς σαν κάτοχο αυτών που αφήσαμε πίσω μας, τότε η όλη εμπειρία θα είναι συναρπαστική. Μια νύφη που τη νύχτα του γάμου της κοιμάται με τον αφέντη του κάστρου, αντί για τον χωριάτη που παντρεύτηκε». «Ο Λουίς δεν είναι χωριάτης», του πέταξε η Καρολάιν. «Και αν νομίζεις ότι θ’ αφήσω κάποιον άλλο, εκτός από εκείνον, να μ’ αγγίξει, κάνεις μεγάλο λάθος». «Ώστε προσποιείσαι ότι είσαι ερωτευμένη με το κάθαρμα», είπε με την αργόσυρτη φωνή του ο Φελίπε και την κοίταξε με περιέργεια. «Γιατί; Είναι πιο εύκολο να σε αγγίζει όταν κλείνεις τα μάτια σου και βλέπεις τον κόντε, αντί για τον Νεοϋορκέζο κλέφτη;» «Δε χρειάζεται να προσποιηθώ τίποτα. Αγαπώ τον Λουίς», είπε εκείνη. «Κοίτα το δρόμο», πρόσθεσε, όταν τον είδε να παίρνει μια στροφή στα τυφλά. «Μην ανησυχείς. Αυτόν το δρόμο τον ξέρω από τότε που ήμουν παιδί. Γνωρίζω κάθε στροφή του, από δω μέχρι την Κόρντοβα». Μακάρι να είναι αλήθεια, ευχήθηκε η Καρολάιν. Το ένα χέρι της είχε κολλήσει πάνω στο χερούλι της πόρτας και το άλλο κρατούσε σφιχτά τη ζώνη. Ο Φελίπε πήρε κι άλλη στροφή. Η Καρολάιν έκλεισε τα μάτια της, τρομαγμένη. «Τον παντρεύτηκες επειδή σου πρότεινε να πληρώσει τα χρέη του πατέρα σου», της είπε εκείνος ήρεμα. «Δεν έχει καμιά σχέση με τον έρωτα αυτό». «Τον παντρεύτηκα γιατί δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν», είπε η Καρολάιν με σφιγμένα δόντια. «Ψεύτρα. Πουλήθηκες! Σ’ αγόρασε με τα λεφτά του. Με τ’ όνομά του. Σ’ αγόρασε ο μπάσταρδος του δον Κάρλος Βάσκες. Κι εσύ είσαι πρόθυμη να ξαπλώσεις στο κρεβάτι του και να κλείσεις τα μάτια στην ταπεινή καταγωγή του, στην πόρνη μάνα του και στον ύποπτο τρόπο που έχει αποκτήσει τα εκατομμύριά του. Γιατί είναι καλύτερα να κλείσεις τα μάτια και να προσποιηθείς ότι είναι ο δον Λουίς Βάσκες, ο κόντε, παρά ο αχρείος που έκλεψε την ίδια του την οικογένεια!» «Ο Λουίς δε σου έκλεψε τίποτα». «Μου έκλεψε τον τίτλο μου! Μου έκλεψε τα λεφτά και το σπίτι μου! Μου έκλεψε αυτά που μου ανήκαν δικαιωματικά από τότε που γεννήθηκα». Ο Φελίπε χτύπησε με δύναμη τη γροθιά του στο τιμόνι. Κάνοντας ένα μορφασμό, η Καρολάιν άρχισε να προσεύχεται να βγουν από την επόμενη στροφή σώοι και αβλαβείς.
«Αλλά, πριν φύγω από δω για πάντα, θα κλέψω κι εγώ κάτι απ’ αυτόν», συνέχισε εκείνος. «Θα του κλέψω την πρώτη νύχτα του γάμου του. Και η αμοιβή μου θα είναι ότι, κάθε φορά που θα σε βλέπει, θα σκέφτεται ότι σε είχα εγώ πρώτος!» «Με τον Λουίς είμαστε εραστές χρόνια!» απάντησε η Καρολάιν γελώντας με την ανοησία του. «Δεν μπορείς να κλέψεις κάτι που το έχει ήδη!» «Την πρώτη νύχτα του γάμου του μπορώ!» επέμεινε ο Φελίπε βλοσυρός. Ήταν τρελό. Ο Φελίπε ήταν τρελός! «Εσύ τον έχεις κλέψει, Φελίπε», είπε η Καρολάιν με φωνή που έφτανε στα όρια της υστερίας. «Δε σ’ έκλεψε εκείνος. Δεν είσαι ούτε καν ετεροθαλής αδερφός του! Η μητέρα σου είναι μια ψεύτρα, που έδιωξε με δόλο την ίδια της την αδερφή από τη ζωή του δον Κάρλος, για να πάρει τη θέση της! Δημιούργησε μια κατάσταση και τη χρησιμοποίησε ανελέητα για το συμφέρον της. Διαστρέβλωσε έτσι τα πράγματα, ώστε να φανεί ότι η μητέρα του Λουίς κοιμόταν με τον δικό της παντρεμένο εραστή! Μετά μπήκε άνετα στο κενό που δημιουργήθηκε, αφού φρόντισε να εξαφανιστεί η Σερένα στην Αμερική με το αγέννητο παιδί της!» «Αυτό είναι ψέμα!» γρύλισε ο Φελίπε. Το αυτοκίνητο ταλαντεύτηκε επικίνδυνα. Το στομάχι της Καρολάιν σφίχτηκε, όπως και τα χέρια της στο πόμολο της πόρτας και στη ζώνη ασφαλείας. Μη διαπληκτίζεσαι μαζί του! είπε μέσα της πανικόβλητη. Αγνόησέ τον και άσ’ τον να κατέβει το αναθεματισμένο το βουνό. Μόνο που δεν μπορούσε να εμποδίσει τα λόγια που έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα χείλη της. «Λίγους μήνες αργότερα η μητέρα σου παντρεύτηκε τον Κάρλος, ενώ μέσα της είχε ήδη το παιδί του εραστή της. Εσένα, Φελίπε. Ο πραγματικός σου πατέρας ήταν ο καλύτερος φίλος του Κάρλος. Ο παντρεμένος φίλος του! Τη στιγμή που άνοιξες τα μάτια σου, το πρωινό που γεννήθηκες, ο Κάρλος είδε το φίλο του να τον κοιτάζει και κατάλαβε ότι η μητέρα σου τον είχε εξαπατήσει, τον είχε χρησιμοποιήσει για να σιγουρέψει το μέλλον της, σε βάρος της αδερφής της! Από κείνη τη μέρα, ο Λουίς ήταν πάντα ο κληρονόμος του πατέρα του και κανονικά δε θα έπρεπε να σου έχει δοθεί άλλη εντύπωση». «Πώς διάβολο τα ξέρεις όλα αυτά;» τη ρώτησε ο Φελίπε. Για πρώτη φορά η φωνή του ακούστηκε κομπιασμένη. «Από τον ίδιο τον δον Κάρλος», του απάντησε εκείνη. «Κρατούσε ημερολόγιο για όσα συνέβαιναν. Έχει γράψει για τα χρόνια που έψαχνε να βρει τη Σερένα και τον πραγματικό του γιο και για το γεγονός ότι ποτέ δε σου κράτησε κάτι απ’ αυτά μυστικό». «Τον μισούσα», είπε ο Φελίπε με σφιγμένα δόντια. «Ξόδεψε τριάντα τέσσερα χρόνια από τη ζωή μου θρηνώντας ένα γιο που δεν ήξερε, ενώ εγώ ήμουν εκεί, δίπλα του και περίμενα να μ’ αγαπήσει». «Έκανε λάθος να σου φερθεί έτσι», του απάντησε η Καρολάιν. «Αλλά δύο λάθη δεν κάνουν ένα σωστό, Φελίπε! Και αυτό που κάνεις τώρα είναι λάθος, δεν το καταλαβαίνεις;» Μ’ αυτά τα λόγια ήλπιζε να τον συνετίσει, ακόμα και να την πάει πίσω! Αλλά ξαφνικά ο Φελίπε πέταξε μια βρισιά που μόνο ένα τέρας θα ξεστόμιζε. Η Καρολάιν κατάλαβε ότι τον είχε κυριεύσει ο δαίμονας. Πήρε γρήγορα την επόμενη στροφή. Τα φώτα του αυτοκινήτου φώτισαν το τίποτα. Μια κραυγή πάγωσε στα χείλη της. Χτύπησαν σ’ ένα βαθύ χαντάκι του δρόμου. Η κραυγή βγήκε στον αέρα, καθώς ο Φελίπε άρχισε να παλεύει με το τιμόνι. Έβριζε συνέχεια κι εκείνη ούρλιαζε, ενώ το αυτοκίνητο ήταν ακυβέρνητο. Θα σκοτώνονταν. Ήταν σίγουρη! Θα έπεφταν στον γκρεμό και δε θα τους έβρισκαν ποτέ. Με τα καυτά λάστιχα να στριγκλίζουν, το αυτοκίνητο πήρε απότομη κλίση κι άρχισε να γλιστρά στο πλάι. Η Καρολάιν έμεινε καρφωμένη στη θέση της, παρακολουθώντας έντρομη την ανεξέλεγκτη πορεία
τους στην άκρη του γκρεμού. Ξαφνικά χτύπησαν πάνω σε κάτι συμπαγές και σκληρό. Βράχος ήταν; Δεν ήξερε, αλλά τώρα άρχισαν να γλιστρούν προς την αντίθετη πλευρά, από την οποία είχαν έρθει. Τότε, τη στιγμή που η Καρολάιν πίστεψε ότι θα σταματούσαν επιτέλους, το αυτοκίνητο χτύπησε ξανά κάπου με ένα φοβερό θόρυβο και γύρισε στο πλάι. Σοκαρισμένη, η Καρολάιν έμεινε μερικά δευτερόλεπτα ακίνητη, χωρίς να θυμάται πού βρισκόταν. Μετά ένιωσε πόνο στο κεφάλι κι όλα ξανάρθαν οδυνηρά στη μνήμη της. Ανασήκωσε το τρεμάμενο χέρι της και άγγιξε το μέτωπό της στο σημείο που πονούσε, συνειδητοποιώντας ότι θα πρέπει να είχε χτυπήσει στο κεφάλι και να είχε χάσει για κλάσματα του δευτερολέπτου τις αισθήσεις της. Τρέμοντας γι’ αυτό που θα συναντούσε, γύρισε και κοίταξε τον Φελίπε. Ήταν αναίσθητος, πεσμένος πάνω στο τιμόνι, λίγο πιο χαμηλά από κείνη, λόγω της κλίσης του αυτοκινήτου. Προσεκτικά, σχεδόν με φόβο, άπλωσε το χέρι της και άγγιξε το λαιμό του. Είχε σφυγμό, ευτυχώς. «Ω, δόξα τω Θεώ!» είπε με φωνή που έτρεμε. «Δόξα τω Θεώ!» επανέλαβε κλείνοντας τα μάτια της. Και τώρα; Πού είμαστε; Σε ποια θέση βρισκόμαστε; Τι να κάνω; Τότε συνειδητοποίησε ότι τα φώτα του αυτοκινήτου ήταν ακόμα αναμμένα. Με τρομερή προσπάθεια προσπάθησε να κινηθεί μπροστά για να κοιτάξει έξω από το παρμπρίζ. Ήταν θαύμα που δεν είχε σπάσει. Κοίταξε προσεκτικά: είδε το δρόμο και τον γκρεμό στα δεξιά της. Θα πρέπει να είχαν πέσει σε χαντάκι. Ήταν τέτοια η ανακούφιση, που έγειρε πίσω στη θέση της αναστενάζοντας και άφησε να περάσουν μερικές στιγμές για να ηρεμήσει κάπως και να προσπαθήσει να βγει έξω. Θυμήθηκε ότι ο Φελίπε είχε κλειδώσει τις πόρτες. Κάποιος τρόπος θα υπήρχε να τις ξεκλειδώσει. Με τρεμάμενα δάχτυλα, άρχισε να ψηλαφίζει προσεκτικά. Τελικά το βρήκε. Οι ασφάλειες άνοιξαν. Μετά έπρεπε να λύσει τη ζώνη της. Επόμενη κίνηση ν’ ανοίξει την πόρτα του αυτοκινήτου και να βγει έξω. Το νυφικό της σκάλωσε κάπου. Το ένιωσε να σκίζεται. Τα παπούτσια βγήκαν από τα πόδια της. Τελικά κατόρθωσε να πατήσει στο έδαφος. Κάθισε κατάχαμα, προσπαθώντας να ξαναβρεί την αναπνοή της. Όλα ήταν τόσο ήσυχα, τόσο εξωπραγματικά. Ρίγησε. Τα δόντια της κροτάλιζαν. Ήταν σίγουρη ότι δεν οφειλόταν στην ψύχρα που έκανε εκεί πάνω. wWw.GreekLeech.info Είναι από το σοκ, σκέφτηκε. Είχε σοκαριστεί. Ποιος δε θα σοκαριζόταν μετά τη δοκιμασία που πέρασε; Η τελευταία σκέψη έφερε ένα αδύναμο χαμόγελο στα χείλη της. Ήταν ένα χαμόγελο που την έκανε να νιώσει καλύτερα. Σηκώθηκε όρθια και προσπάθησε να εκτιμήσει την κατάσταση. Ο Φελίπε χρειαζόταν βοήθεια. Αυτή ήταν η πρώτη της σκέψη. Η βοήθεια όμως ήταν δεκαπέντε χιλιόμετρα κάτω από το βουνό ή οχτώ χιλιόμετρα πίσω, εκεί απ’ όπου είχαν έρθει. Αλλά δε θα κατάφερνε να πάει μακριά. Το πιο λογικό ήταν να μείνει εκεί. Κάποιος θα είχε προσέξει την απουσία της μέχρι εκείνη τη στιγμή. Όχι κάποιος, είπε σκυθρωπή στον εαυτό της. Ο Λουίς! Ξαφνικά το άκουσε. Προς το παρόν ήταν ένας μακρινός θόρυβος, που όμως προερχόταν από μηχανή αυτοκινήτου, ήταν σίγουρη, που ακουγόταν και χανόταν εναλλάξ, καθώς το αυτοκίνητο ανέβαινε στο βουνό. Ανακουφισμένη, κάθισε στο έδαφος, δίπλα στο αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο και ακούμπησε το χτυπημένο της κεφάλι στα γόνατά της, τυλίγοντας τα μπράτσα της γύρω τους. Πρέπει να ήταν ο Λουίς, που ερχόταν να τη βρει. Δεν άφησε τον εαυτό της να σκεφτεί ότι
μπορούσε να είναι κάποιος άλλος. Στην πραγματικότητα ήταν πολύ ανόητο από μέρους του Φελίπε να πιστέψει ότι θα μπορούσε να την πάρει και να φύγουν, χωρίς να τρέξει ο Λουίς πίσω τους. Πίστευε πραγματικά ότι θα έφτανε στο σημείο να την αποπλανήσει; Ο ανόητος! Ο δρόμος για το Λος Αμίνος θα είχε ήδη μπλοκαριστεί. Πριν ακόμα προλάβει να ξεκινήσει, ο Φελίπε θα αναγκαζόταν να σταματήσει. Το αυτοκίνητο πλησίαζε. Το άκουγε ν’ ανηφορίζει αβίαστα, παίρνοντας τις στροφές. Ακόμα και την αλλαγή των ταχυτήτων άκουγε, το φρενάρισμα, την αύξηση της ταχύτητας. Ξαφνικά εμφανίστηκε στην τελευταία στροφή. Η Καρολάιν ανασήκωσε το κεφάλι της και είδε ένα αυτοκίνητο να σταματά τρία μέτρα πιο πέρα. Για μια στιγμή δε βγήκε κανείς έξω. Τα μεγάλα φώτα έμειναν αναμμένα, στραμμένα πάνω της. Μετά η πόρτα άνοιξε. Δυο ανδρικά πόδια πάτησαν στο έδαφος. Δεν έβλεπε το πρόσωπό του. Θα μπορούσε, αν κοίταζε προς τα κει, αλλά δεν ήθελε. Προχώρησε προς το μέρος της. Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη, που μπορούσες να ακούσεις ακόμα και μυρμήγκι να περπατάει πάνω στα φύλλα. Τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό και τα βουνά έμοιαζαν με γίγαντες που στέκονταν φρουροί. «Πού είναι;» τη ρώτησε μαλακά. «Στο αυτοκίνητο, αναίσθητος», του απάντησε. Ο Λουίς κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Καμιά άλλη ερώτηση. Ούτε μια ματιά δεν έριξε στον Φελίπε. Έκανε ένα νόημα με το χέρι του. Οι πόρτες του αυτοκινήτου άνοιξαν και έξω βγήκαν τρεις άντρες. Ο ένας ήταν ο Βίτο. Πλησίασαν προς το μέρος τους. «Πάρτε τον», είπε ο Λουίς. Η Καρολάιν ένιωσε το αίμα της να παγώνει. «Όχι, Λουίς», διαμαρτυρήθηκε, βλέποντας με τη φαντασία της να τον πετάνε στον γκρεμό. «Είναι χτυπημένος. Χρειάζεται βοήθεια...» Ο Λουίς έσκυψε και τη σήκωσε στα χέρια του. Μετά άρχισε να προχωρά προς το αυτοκίνητο με το οποίο είχε έρθει. Το σκισμένο νυφικό και το πέπλο της σερνόταν στο δρόμο. Όταν έφτασαν στην πόρτα του συνοδηγού, τόλμησε να κοιτάξει το πρόσωπο του Λουίς. Αυτό που είδε έφερε τα πρώτα δάκρυα στα μάτια της από τη στιγμή που είχε αρχίσει όλη αυτή η δοκιμασία. «Μην το κάνεις», ψιθύρισε. «Μην κλείνεσαι στον εαυτό σου». Εκείνος δεν απάντησε. Την απόθεσε στο κάθισμα κι ύστερα έκανε το γύρο του αυτοκινήτου και κάθισε δίπλα της. Η μηχανή πήρε μπρος και ξεκίνησαν. Ο δρόμος ήταν στενός και δεν μπορούσαν να πάρουν επιτόπου στροφή. Προσπερνώντας την αναποδογυρισμένη BMW, η Καρολάιν είδε τον Βίτο να βγάζει τον Φελίπε από το αυτοκίνητο. Τον ακούμπησε μαλακά στο δρόμο, κάτι που την καθησύχασε κάπως. Άνθρωποι σαν τον Βίτο δε θα συμπεριφέρονταν έτσι σε κάποιον που είχαν πρόθεση να πετάξουν στον γκρεμό. Σε λίγο βρήκαν ένα πλάτωμα στο δρόμο και ο Λουίς έστριψε το αυτοκίνητο προς την αντίθετη κατεύθυνση. Προσπερνώντας ξανά την BMW, η Καρολάιν πρόσεξε ότι υπήρχε άλλο ένα αυτοκίνητο. Ο Φελίπε στηριζόταν πάνω του, ενώ μερικοί άντρες προσπαθούσαν να βγάλουν την BMW από το χαντάκι. «Δε θα του κάνουν κακό, έτσι δεν είναι;» ρώτησε τον Λουίς. «Όχι», της απάντησε. Η Καρολάιν αναστέναξε ξανά, τρέμοντας σύγκορμη. Ο Λουίς άναψε το καλοριφέρ, αλλά τα ρίγη δεν έλεγαν να σταματήσουν. Η Καρολάιν ήξερε ότι ήταν από το σοκ και όχι από το κρύο. Φυσικά, το ήξερε και ο Λουίς.
«Πες μου τι έγινε, όταν αυτός ο ανόητος σερβιτόρος σου έδωσε το μήνυμα του Φελίπε, πιστεύοντας ότι ήταν δικό μου». «Θα σου πω όταν αρχίσεις να φωνάζεις και να βρίζεις», είπε μουδιασμένα η Καρολάιν. «Εντάξει». Τα δάχτυλα του Λουίς σφίχτηκαν στο τιμόνι. «Ας αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα με την ψυχραιμία μου κατ’ αρχάς. Θέλεις να τον δεις νεκρό; Θέλεις να δεις το κεφάλι του κρεμασμένο στο τείχος του κάστρου; Θέλεις να με δεις να οδηγώ όπως οδηγούσε αυτός;» «Όχι», απάντησε εκείνη μονολεκτικά στις ερωτήσεις του. «Τότε, πες μου τι έγινε, από τη στιγμή που σ’ έβαλε μέσα στο αυτοκίνητο». Ήσυχα και ανέκφραστα, όπως μιλούσε εκείνος, η Καρολάιν του τα είπε όλα. Το μόνο που παρέλειψε ήταν η διαμάχη που είχε με τον Φελίπε για τον πατέρα του Λουίς. Μέχρι να ολοκληρώσει την αφήγησή της είχαν φτάσει στο χωριό. Όλοι είχαν βγει στο δρόμο. Ήταν σαν μια επανάληψη της πρώτης φοράς που είχαν περάσει από κει. Μόνο που τότε ήταν μέρα και τα πρόσωπα των κατοίκων ήταν γεμάτα περιέργεια. Τώρα ήταν κατάχλομα και γεμάτα ανησυχία. Η Καρολάιν χαμογέλασε, και κούνησε το χέρι της σε χαιρετισμό, ελπίζοντας πως δε θα καταλάβαιναν ότι ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Το ίδιο συνέβη και όταν γύρισαν στο κάστρο. Όλοι ήταν συγκεντρωμένοι γύρω από το άγαλμα του Ποσειδώνα, περιμένοντας ανυπόμονα. Ο Λουίς σταμάτησε το αυτοκίνητο και της είπε να μείνει στη θέση της. Μετά βγήκε έξω και, αγνοώντας τους πάντες, πήγε και τη σήκωσε από το κάθισμα. Κάποιοι τρόμαξαν όταν είδαν το σκισμένο νυφικό και το κατάχλομο πρόσωπό της. Ο σερ Έντουαρντ πλησίασε και την έπιασε από το χέρι. Έδειχνε κατατρομαγμένος. «Καλά είμαι», του είπε και χαμογέλασε καθησυχαστικά. «Δε φαίνεσαι όμως», απάντησε βεβιασμένα εκείνος. «Είμαι, μην ανησυχείς», επανέλαβε η Καρολάιν. «Όπως και να ’χει, εγώ θα έρθω μαζί σου». Ήταν ο θείος του Λουίς που είπε την τελευταία φράση, ο Φιντέλ, που τους ακολούθησε στο μεγάλο χολ. Ο σερ Έντουαρντ κρατούσε πάντα το χέρι της. Το πρώτο πρόσωπο που είδε η Καρολάιν μπαίνοντας ήταν η Κονσουέλα. Στεκόταν δίπλα στο τεράστιο τραπέζι, με το πρόσωπο κατάχλομο και το βλέμμα γεμάτο αγωνία. «Άφησέ με κάτω, Λουίς», είπε η Καρολάιν. Εκείνος σταμάτησε, χωρίς όμως να υπακούσει αμέσως στην εντολή της. «Σε παρακαλώ», τον ικέτεψε. Χωρίς να πει λέξη, ο Λουίς την άφησε να πατήσει στο δροσερό μαρμάρινο δάπεδο. Η Καρολάιν πλησίασε την Κονσουέλα και την αγκάλιασε τρυφερά. Η Κονσουέλα αντέδρασε τόσο έντονα, που η Καρολάιν νόμιζε ότι ήταν απόρριψη. Μετά όμως συνειδητοποίησε ότι έτρεμε, ότι δεν είχε συνηθίσει σε τέτοιες εκδηλώσεις από τους ανθρώπους. Η τιμωρία της για την απάτη που είχε διαπράξει σε βάρος της αδερφής της ήταν τριάντα πέντε χρόνια ενός ανύπαρκτου γάμου, σε μια ατμόσφαιρα βαριά και στείρα, όπου η αγάπη ήταν απούσα. «Είναι καλά», της ψιθύρισε η Καρολάιν. «Τον φροντίζουν οι άντρες του Λουίς». «Δεν έπρεπε να το κάνει», είπε η Κονσουέλα. Τώρα η ένταση είχε υποχωρήσει. wWw.GreekLeech.info «Είναι πικραμένος», της εξήγησε η Καρολάιν. «Και έχει το δικαίωμα να είναι, τία Κονσουέλα». Η Κονσουέλα κοίταξε επίμονα την Καρολάιν, αναστενάζοντας. «Σου έδωσε ο ιερέας τα ημερολόγια», είπε.
Η Καρολάιν κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Είχαν καταλάβει και οι δύο. Αν ο Λουίς πίστευε ότι η ζωή του ήταν σκληρή στους δρόμους της Νέας Υόρκης, και η ζωή του Φελίπε δεν ήταν καλύτερη, ζώντας μ’ έναν πατέρα που δεν τον αγαπούσε και μια μητέρα που είχε κλειστεί στη συναισθηματική φυλακή που είχε φτιάξει μόνη της. «Θα φύγουμε απόψε», είπε η Κονσουέλα. Η Καρολάιν την κοιτάξει με αγωνία. «Δεν είναι απαραίτητο, Κονσουέλα», της είπε. «Εδώ είναι το σπίτι σας. Το σπίτι του Φελίπε. Μπορούμε να δοκιμάσουμε να ζήσουμε όλοι μαζί». «Όχι», αποκρίθηκε η Κονσουέλα, κουνώντας το κεφάλι της αρνητικά. «Στην πραγματικότητα θα χαρώ να φύγω. Ήρθε η ώρα. Ίσως... ίσως να είναι ήδη αργά. Ίσως έπρεπε να έχουμε ξεκινήσει τη δική μας ζωή νωρίτερα». Η Καρολάιν θα συμφωνούσε με πολλούς τρόπους μαζί της. Τουλάχιστον ο Φελίπε έπρεπε να φύγει από κει τώρα. Ο θόρυβος ενός αυτοκινήτου την έκανε να στρέψει την προσοχή της στους άλλους. Έπρεπε ν’ απομακρύνει τον Λουίς από το χολ, πριν φέρουν μέσα οι άντρες του τον Φελίπε. Στράφηκε προς το μέρος του. Ήταν τόσο βλοσυρός, που το στήθος της σφίχτηκε από τη συγκίνηση. Πλησίασε και μίλησε στο θείο του. «Ο Φελίπε σας χρειάζεται περισσότερο από μένα, τίο», του είπε. Για μια στιγμή εκείνος έδειξε έτοιμος να φέρει αντίρρηση, αλλά, ρίχνοντας μια ματιά στον Λουίς, άλλαξε γνώμη και κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. Η Καρολάιν αγκάλιασε τον πατέρα της και τον φίλησε. «Θα τα πούμε αύριο», του είπε ήσυχα. Κι εκείνος κατάλαβε. Στάθηκε λίγο παραπέρα, παρατηρώντας τη να γλιστρά το χέρι της στο χέρι του Λουίς. Προχώρησαν και οι δύο προς τη σκάλα. Πίσω τους δεν ακούστηκε λέξη. Αντί να την πάει στο παλιό της δωμάτιο, ο Λουίς την πήγε κατευθείαν στο δικό του, τη μεγάλη κρεβατοκάμαρα του κάστρου. Ήταν τεράστια, αχανής, επιπλωμένη με βαριά μπαρόκ έπιπλα και αυθεντικούς πίνακες. Μόλις η πόρτα έκλεισε πίσω τους, η Καρολάιν ένιωσε να καταρρέει. Τα πόδια της λύγισαν και αφέθηκε να πέσει βαριά σε μια πολυθρόνα. Χωρίς να πει λέξη, ο Λουίς διέσχισε το δωμάτιο και πήγε στο μπάνιο. Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα ακούστηκε το νερό να τρέχει. Όταν βγήκε από το μπάνιο, ο Λουίς τη βρήκε καθισμένη στην ίδια θέση, με το πρόσωπο κρυμμένο στα χέρια της. Το πιγούνι του σφίχτηκε. Ήταν η μόνη αντίδρασή του καθώς την πλησίαζε. Έσκυψε και έβγαλε απαλά την τιάρα με το πέπλο από το κεφάλι της. Ύστερα τη σήκωσε στα χέρια του. «Ω, είσαι πολύ δυνατός», του είπε εκείνη, σε μια προσπάθεια να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα. Ο Λουίς δεν απάντησε. Με τα χείλη σφιγμένα την πήγε στο μπάνιο, την άφησε να πατήσει στο δάπεδο και γυρίζοντας την πλάτη της προς το μέρος του άρχισε να της ξεκουμπώνει το νυφικό. «Αν δε μου μιλήσεις, θα πάθω κρίση», του είπε η Καρολάιν αδιάφορα. Τα κουμπιά άνοιξαν και το κορσάζ γλίστρησε στο στήθος της. Μόλις που πρόλαβε να το συγκρατήσει. «Λουίς!» αναφώνησε και γύρισε προς το μέρος του. Τα μάτια του έκαιγαν. Η οργή που έπνιγε μέσα του είχε ανέβει στο πυρωμένο βλέμμα του, που την τύλιξε, την ίδια στιγμή που την τύλιξαν και τα μπράτσα του. Τη σήκωσε στον αέρα, φέρνοντας το πρόσωπό της κοντά στο δικό του. Τα χείλη του αναζήτησαν το στόμα της.
Ήταν ένα φιλί εντελώς διαφορετικό από τ’ άλλα. Ένα φιλί που δεν την έκαψε απλά, την ανάλωσε. Τα λεπτά της χέρια ανέβηκαν στους ώμους του. Δεν την ένοιαζε που το νυφικό γλίστρησε και το στήθος της κόλλησε γυμνό πάνω του. Δεν την ένοιαζε που πονούσε στο σημείο που είχε χτυπήσει το μέτωπό της ούτε που την κρατούσε τόσο σφιχτά, που κόντευε να συνθλίψει το στήθος της. Την ένοιαζε που τον ένιωσε να τρέμει, που τα χείλη του, κολλημένα στα δικά της, προσπαθούσαν να διατηρούσαν κάποιο αυτοέλεγχο. «Σ’ αγαπώ», μουρμούρισε με δυσκολία. «Σ’ αγαπώ πολύ και πονάω όταν μου κρύβεις τον εαυτό σου, όταν συγκρατείσαι». «Ή θα συγκρατηθώ ή θα σε καταβροχθίσω», μουρμούρισε εκείνος. Και το εννοούσε. Εννοούσε κάθε του λέξη. Ο Λουίς διεκδίκησε το στόμα της ξανά, βάζοντας τέλος στην κουβέντα. Εκείνη τη στιγμή οι πράξεις είχαν μεγαλύτερη σημασία. Η Καρολάιν τύλιξε τα πόδια της γύρω από τη μέση του. Τα δάχτυλά της είχαν γλιστρήσει στα μαλλιά του και οι αντίχειρές της έδιωχναν μαλακά την ένταση από το σφιγμένο πιγούνι του. Στενάζοντας πνιχτά, ο Λουίς στράφηκε προς την κρεβατοκάμαρα. wWw.GreekLeech.info «Το μπάνιο», του υπενθύμισε εκείνη. Βρίζοντας άγρια, ο Λουίς άλλαξε κατεύθυνση, χωρίς να αφήσει στιγμή τα χείλη της. Δεν την άφησε να φύγει όταν έσκυψε να κλείσει τις βρύσες. Και όταν ανασηκώθηκε, η Καρολάιν τον περίμενε, με τα μάτια υγρά, τα μάγουλα αναψοκοκκινισμένα και το στήθος ν’ ανεβοκατεβαίνει βαριά, πάνω από το κορσάζ που είχε γλιστρήσει στη μέση της. Οι σκούρες του βλεφαρίδες χαμήλωσαν, καθώς το βλέμμα του έτρεξε πάνω της. Ήταν μια νύφη έτοιμη να δοθεί στον Ισπανό άντρα της. Ανασηκώνοντας τα μάτια του ξανά, ο Λουίς φίλησε γι’ άλλη μια φορά τα αισθησιακά της χείλη και μετά στύλωσε το βλέμμα του στο δικό της. Άρχισε να οπισθοχωρεί ξανά προς την κρεβατοκάμαρα, πάνω στο ινδικό χαλί που σκέπαζε το δρύινο δάπεδο, προς στο κρεβάτι, που έμοιαζε με νησί πάνω στο οποίο θα μπορούσε να ζήσει άνετα κανείς, χωρίς να χρειαστεί να φύγει ποτέ. Και η Καρολάιν δεν ήθελε ν’ αφήσει αυτό το νησί. Ήθελε να βγάλει τα ρούχα της και να τρυπώσει κάτω από τα λευκά του σεντόνια και το κατακόκκινο σαν το αίμα σκέπασμα με τη χρυσή μπορντούρα. Ήθελε να ζήσει με τα καυτά φιλιά και το πάθος της σάρκας ενός άντρα που δεν είχε όμοιό του. Αφήνοντάς τη να πατήσει ξανά κάτω, ο Λουίς έκανε ένα βήμα πίσω κι ύστερα άρχισε να γδύνεται. Εκείνη δεν κινήθηκε, δεν έκανε καμιά προσπάθεια να βγάλει το νυφικό της. Αυτό ήταν δική του δουλειά. Δικό του καθήκον ήταν να γδύσει τη νύφη. Όσο ο Λουίς γδυνόταν, το γυμνό στήθος της τον προκαλούσε τολμηρά και η γλώσσα της πρόβαλλε ανυπόμονα ανάμεσα στα κατακόκκινα χείλη της. «Δεν πρέπει να κυκλοφορείς ελεύθερα», της είπε εκείνος και άπλωσε το χέρι του προς το μέρος της. «Είσαι επικίνδυνη». Χαμογελώντας, η Καρολάιν ανασήκωσε τα μπράτσα της και τον αγκάλιασε. Το νυφικό γλίστρησε ακόμα πιο χαμηλά. Βογκώντας και πάλι πνιχτά, ο Λουίς το κατέβασε εντελώς, βγάζοντας και ό,τι άλλο φορούσε. Έξω το πάρτι συνεχιζόταν χωρίς αυτούς. Κάπου αλλού, σε μια άλλη πτέρυγα του κάστρου, δυο άνθρωποι μάζευαν τα πράγματά τους.
* «Λουίς», μουρμούρισε η Καρολάιν διατακτικά πολύ αργότερα, όταν ήταν ξαπλωμένοι, ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. «Μπορούμε να μιλήσουμε; Για τον Φελίπε;» τον ικέτεψε. Η μαγεία διαλύθηκε. Το κορμί του τεντώθηκε, το πιγούνι του σφίχτηκε. «Μόνο αν είναι απαραίτητο», της είπε βεβιασμένα, μια απάντηση διόλου ενθαρρυντική. Η Καρολάιν όμως επέμεινε. «Ξέρω ότι έχεις κάθε δικαίωμα να μισείς τον Φελίπε και τη μητέρα του», είπε. «Ξέρω ότι απόψε φέρθηκε φριχτά. Αλλά...» Ανασηκώθηκε και τον κοίταξε στα μάτια. «Δε φταίει αυτός που η μητέρα του είπε όλα εκείνα τα απαίσια ψέματα για τη μητέρα σου ούτε που κοροΐδεψε τον πατέρα σου! Δεν είναι δικό του λάθος που πέρασες δύσκολη παιδική ηλικία. Είναι ξάδερφός σου και ήταν δύσκολο και γι’ αυτόν, ξέρεις». Τον είδε να συνοφρυώνεται και συνέχισε αποφασιστικά: «Μεγάλωσε στη σκιά σου, με μια μητέρα που δεν άντεχε τον εαυτό της γι’ αυτό που είχε κάνει στην ίδια της την αδερφή και έναν πατέρα που τον είχε απορρίψει από τη γέννησή του και μισούσε τη μητέρα του, που τον είχε βάλει στη θέση σου. Είναι μια ιστορία θλιβερή και τραγική μαζί. Ξέρω ότι ο πατέρας σου είχε το δικαίωμα να νιώθει πικρία, όπως έγραψε. Ο ίδιος ράγισε την καρδιά του πιστεύοντας τη θεία σου και όχι τη μητέρα σου και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του τιμωρώντας τον εαυτό του γι’ αυτό. Ο Φελίπε όμως δεν έπρεπε να πληρώσει». «Τι εννοείς, λέγοντας ‘‘όπως έγραψε’’;» τη διέκοψε ο Λουίς. «Ω!» έκαμε έντρομη η Καρολάιν, συνειδητοποιώντας τι είχε πει. Αναστέναξε βαθιά. Ένα αχνό χαμόγελο άνθισε στα χείλη της. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Τον κοίταξε σοβαρά. «Εννοούσα ότι το έγραψε στα ημερολόγιά του». Αργά και χαμηλόφωνα, άρχισε να του λέει όλα όσα είχε μάθει. Όταν κάποια στιγμή ο Λουίς τη ρώτησε πού ήταν τα ημερολόγια, εκείνη του είπε. Χωρίς να πει λέξη, ο Λουίς σηκώθηκε από το κρεβάτι, φόρεσε μια ρόμπα και πήγε να τα πάρει. Ώρα μετά, καθώς επέστρεφε από την παλιά κρεβατοκάμαρα της Καρολάιν, ο Λουίς συνάντησε τον Φελίπε και τη μητέρα του, που ήταν έτοιμοι να φύγουν. Τους κοίταξε για λίγο και ένιωσε κάτι να λιώνει την πέτρα που όλοι πίστευαν ότι είχε για καρδιά. «Φελίπε, πρέπει να μιλήσουμε», είπε ήρεμα. Ο Φελίπε δεν απάντησε αμέσως. Η μάχη που μαινόταν μέσα του ήταν ολοφάνερη. Πέρασαν μερικές στιγμές και μετά κούνησε το κεφάλι του καταφατικά. «Κάποια μέρα», απάντησε. Ίσως κι εκείνος, όπως ο Λουίς, να είχε βαρεθεί τα ψέματα, τις πικρίες, την προδοσία. «Κάποια μέρα...» επανέλαβε και γύρισε από την άλλη. Η Κονσουέλα σήκωσε το χλομό πρόσωπό της και κοίταξε τον Λουίς. «Λυπάμαι», του είπε. Τι άλλο μπορούσε να πει για να εξαλείψει αυτά που είχε κάνει; Όταν γύρισε στην κρεβατοκάμαρά του, ο Λουίς δε βρήκε την Καρολάιν εκεί. Πέταξε τα ημερολόγια πάνω στο κρεβάτι και μπήκε στο μπάνιο. Η Καρολάιν ήταν μέσα στην μπανιέρα, κρυμμένη κάτω από τους αφρούς. Χρειάστηκε δέκα δευτερόλεπτα μέχρι να βγάλει τη ρόμπα του. Μπήκε μέσα και την τράβηξε πάνω του. wWw.GreekLeech.info «Είδα τον Φελίπε και τη θεία μου να φεύγουν», είπε ανέκφραστα. Η Καρολάιν κούνησε το κεφάλι της καταφατικά. «Μου είπε ότι θα έφευγαν απόψε». «Δεν ήθελα να φύγουν. Δεν το εννοούσα όταν είπα ότι θα τους πετάξω στο δρόμο. Είναι οικογένειά μου...» «Με τα ελαττώματά τους... Το ξέρω», απάντησε εκείνη, αναφερόμενη στον πατέρα της. Πήρε το
χέρι του και άρχισε να φιλά ένα ένα τα δάχτυλά του. «Διάβασες τα ημερολόγια;» τον ρώτησε. «Ναι». Ο Λουίς φυλάκισε το στήθος της στην παλάμη του. «Μερικά τα ήξερα ήδη», ομολόγησε. «Μου τα είχε πει πρώτα η μητέρα μου και μετά ο πατέρας μου, όταν τελικά κάναμε μια προσπάθεια να επικοινωνήσουμε». «Πριν από εφτά χρόνια», είπε η Καρολάιν αναστενάζοντας καθώς αναλογίστηκε τα χρόνια που είχαν χάσει. «Πριν από εφτά χρόνια», αποκρίθηκε εκείνος. «Όταν ήρθα στην Ισπανία για να διεκδικήσω υπεροπτικά τις ρίζες μου και γνώρισα τη γυναίκα που με διεκδίκησε». «Λυπάμαι», του είπε εκείνη, καθώς αναλογίστηκε πόσο ανελέητα είχε χρησιμοποιήσει ο πατέρας της τον έναν εναντίον του άλλου. «Είπα στον πατέρα σου ότι ήμουν ερωτευμένος μαζί σου και ήθελα να σε παντρευτώ», της είπε ο Λουίς βαριά. «Κι εκείνος μ’ έστειλε ευγενικά από κει που ’ρθα. Δεν ήμουν αρκετά καλός για την κόρη του, μου είπε. Και τότε συμφωνούσα απόλυτα μαζί του». Έκανε ένα μορφασμό. «Ακόμα συμφωνώ». «Με απέκτησες όμως τελικά», είπε η Καρολάιν χαμογελώντας. «Ειλικρινά, δεν είναι δύσκολο να διαλέξω ανάμεσα σ’ εσένα, τον πατέρα μου και το φτωχό Φελίπε. Είστε και οι τρεις απίστευτα εγωκεντρικοί». «Ο Φελίπε είχε δίκιο όταν σύγκρινε τη ζωή του πατέρα μου με τη ζωή του προγόνου μας που έχτισε αυτό το κάστρο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται», είπε ο Λουίς. Η Καρολάιν γύρισε και τον κοίταξε στο μάτια. «Όχι αυτή τη φορά. Αυτή τη φορά ο κόντε κέρδισε τη γυναίκα του. Αυτή τη φορά υπάρχει ευτυχισμένο τέλος». Τα μαύρα μάτια του Λουίς φωτίστηκαν. «Ένα πολύ ευτυχισμένο τέλος», συμφώνησε με φωνή βραχνή και αναζήτησε τα χείλη της...
Περιεχόμενα ΣΤΗ ΛΑΜΨΗ ΤΟΥ ΧΟΛΙΓΟΥΝΤ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 ΠΡΟΔΟΜΕΝΟΙ ΟΡΚΟΙ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11
View more...
Comments