ΒΕΝΕΖΗΣ-[ΓΑΛΗΝΗ].pdf

July 23, 2017 | Author: Δημητρης Ζωζουλας | Category: N/A
Share Embed Donate


Short Description

Download ΒΕΝΕΖΗΣ-[ΓΑΛΗΝΗ].pdf...

Description

ΗΛΙΑ ΒΕΝΕΖΗ  της Ακαδημίας Αθηνών 

  ΓΑΛΗΝΗ  ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ    ΕΚΔΟΣΗ ΔΕΚΑΤΗ ΕΒΔΟΜΗ  ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ,, Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α. Ε. 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ  ΣΤΗΝ ΕΚΤΗ ΕΚΔΟΣΗ, ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΔΕΚΑΤΗ  Έλεγα πως για τη νέα τούτη έκδοση της ʺΓαλήνηςʺ δε θα χρειαζόταν καμιά αναθεώρηση του κειμένου  της, καμιά επεξεργασία. Ύστερα από τόσες εκδόσεις, από τόσο δούλεμα κάθε φορά!  Μα  φαίνεται  πως  αυτό  είναι  ένας  αγώνας,  ένα  πάθος  που  καταντά  μαρτύριο,  η  αναζήτηση  μιας  τελικής μορφής, η τελείωση του ύφους. Είπαν πως το ύφος είναι ο άνθρωπος. Ωστόσο κάθε βιβλίο μας  επιβάλλει κʹ ένα δικό του ύφος — τέλος πάντων μια παραλλαγή. Κι αυτή ποτέ οριστική. Μονάχα με  την έννοια της αέναης αναζήτησης που υπάρχει στην ανθρώπινη μοίρα θα μπορούσες να δεχτείς πως  το ύφος ίσως είναι ο άνθρωπος.  Τούτη  η  έκδοση  της  ʺΓαλήνηςʺ  έχει  ουσιαστικές  μεταβολές  από  την  πρώτη  —  φυσικά  μονάχα  στη  σύνθεση  του  λόγου,  στο  ρυθμό  του.  Και  πάλι  δε  μπορώ  να  πω  πως  αυτό  το  κείμενο  θα  είναι  το  οριστικό. Βλέπω πως ποτέ δε θα πω στη ζωή μου παρόμοιο λόγο. 

* * *  Οι  δυο  εκδόσεις  της  ʺΓαλήνηςʺ  που  έγιναν  μες  στην  Κατοχή,  το  Μάιο  και  τον  Αύγουστο  του  1943,  είχαν  προλογιστεί  με  τα  κείμενα  που  δημοσιεύονται  πιο  κάτω.  Η  λογοκρισία  του  κατακτητή  είχε  αφήσει με πολλή δυσκολία, και αφού επέβαλε μερικές φραστικές αλλαγές, να τυπωθούν οι σελίδες  αυτές, προπάντων ο πρόλογος στην τρίτη έκδοση.  Επειδή η ιστορία της ʺΓαλήνηςʺ και το πνεύμα της είναι συνδεμένα από τότε με τα κείμενα αυτά, γιʹ  αυτό αναδημοσιεύονται και σε τούτη την έκδοση.  Άνοιξη του 1971 

Η. Β. 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΕΚΔΟΣΗ  Είχα  την  ελπίδα  πως  η  έκδοση  αυτή  θα  γινόταν  σε  ειρηνικούς  χρόνους.  Αλλά  η  ʺΓαλήνηʺ  φαίνεται  πως ήταν προορισμένο να γράψει την ιστορία της μέσα σε πόλεμο. Η πρώτη έκδοσή της τυπώθηκε τις  μέρες  του  Σεπτέμβρη  του  1939,  όταν  άρχιζε  το  δράμα  του  κόσμου,  και  η  τρίτη  της  έκδοση  γίνεται  τώρα, ενώ το δράμα ακόμα συνεχίζεται. Από μιαν άποψη το βιβλίο αυτό ζει την ιστορία του μέσα στο  κλίμα  που  του  πρέπει:  μέσα  στο  κλίμα  της  πικρίας.  Υπάρχει,  φαίνεται,  και  για  τα  πράγματα  μια  μοίρα∙ όχι μονάχα για τους ανθρώπους.  Η τύχη ακόμα το ήθελε, το τελευταίο ελληνικό μυθιστόρημα που βγήκε όταν έκλεινε η περίοδος του  μεσοπόλεμου  να  μην  είναι  ένα  βιβλίο  για  τη  χαρά  του  κόσμου.  Έτσι  οι  σελίδες  της  ʺΓαλήνηςʺ  δεν  απιστούν  στην  ατμόσφαιρα  της  εποχής  μας  και  στην  ιστορία  του  τόπου  μας. Δεν  απιστούν  και  στην  ιστορία των παιδικών μας χρόνων και της νιότης μας.  Της  νιότης  μας  ...  Σε  ηλικία  που  τα  παιδιά,  αν  τους  έτυχε  να  γεννηθούν  ευτυχισμένα  και  σε  ευτυχισμένες  εποχές,  μαθαίνουν  μόνο  ό,τι  ωραίο  υπάρχει  στη  ζωή  και  παίζουν  τα  παιχνίδια  τους,  αποταμιεύοντας  έτσι  μέσα  τους  απόθεμα  χαρά  για  τις  δύσκολες  μέρες  που  θα  ʹρθουν  όταν  μεγαλώσουν,  εμείς  μαθαίναμε  μόνο  τι  είναι  λύπη  και  δάκρυα.  Τίποτα  δεν  είναι  πιο  πικρό  από  ένα  παιδάκι  λυπημένο  που  σκέφτεται,  έγραφε  ένας  μεγάλος  μυθιστοριογράφος.  Κʹ  εμείς  μαθαίναμε  να  σκεφτόμαστε πριν καλά ‐ καλά μάθουμε να εννοούμε ό,τι αισθανόμαστε.  Συμφορές,  ξεριζώματα  και  μεταναστεύσεις  πληθυσμών,  αναστατώσεις  της  οικονομικής  ζωής  των  ανθρώπων,  αναστατώσεις  και  συγκρούσεις  των  ιδεών,  τραύματα  ψυχικά,  —  αυτά  ήταν  η  νιότη  μας.  Και  πλάι  σʹ  αυτά  είναι  το  παρελθόν,  είναι  τα  στρώματα  της  πικρίας  του  λαού  αυτού  απʹ  τον  οποίο  ερχόμαστε. Κατοικούμε μια δύσκολη, αυχμηρή, ωστόσο πάντα πολυαγαπημένη γη. Οι θάλασσες του  τόπου  μας  είναι  φτωχές  θάλασσες,  κʹ  η  ζωή  των  ψαράδων  μας  είναι  σκληρή  ζωή.  Δεν  έχουμε  τις  ατέλειωτες πεδιάδες άλλων τόπων, δεν έχουμε τα μεγάλα δάση, δεν έχουμε την ευλογία του Θεού,  που  κάνει  ελαφρότερο  το  μόχθο  του  ανθρώπου.  Οι  ελιές  μας  φυτρώνουν  στους  βράχους  και  στα  γυμνά βουνά, κʹ είναι ποτισμένες περισσότερο με τα δάκρυά μας παρά με τη βροχή που στέλνουν τα  σύννεφα. Οι αρχαίοι κάτοικοι του τόπου τούτου για να κάμουν ευμενείς τους θεούς απέναντί τους, για  να  τους  κάμουν  συναντιλήπτορες  στις  λύπες  και  στα  βάσανά  τους,  τους  κατέβασαν  απʹ  τον  ουρανό  στη γη: τους έβαλαν πάνω στον Όλυμπο. Γιατί είχαν τη σοφία να ξέρουν πως ο πόνος είναι αφηρημένη  έννοια αν δεν τον έχεις δοκιμάσει, πως μόνο ό,τι άγγισες με τα χέρια σου και την καρδιά σου, μόνο ό,τι  πλήρωσες με αίμα σου είναι γνώριμο και μπορεί να ʹβρει μέσα σου ηχώ. Έτσι οι κάτοικοι της Ελλάδας,  όταν ζητούσαν απʹ το γείτονά τους, — το Θεό του Ολύμπου, — να τους στείλει βροχή, ξέραν πως κʹ  εκείνος  δοκιμαζότανε  απʹ  την  ανομβρία,  πως  κʹ  εκείνος  καταλάβαινε  τι  θα  πει  να  θέλει  τούτη  η  δύσκολη γη νερό, και νερό να μη στέλνουν τα σύννεφα. Όταν τον παρακαλούσαν να στείλει άνεμο για  να  φουσκώσει  τα  πανιά  των  καϊκιών  τους  και  για  να  βοηθήσει  την  καρποφορία  των  δέντρων  τους,  ξέραν  πως  έτσι  να  ʹκανε  ο  Θεός  απʹ  τα  θρόνο  του,  θα  ʹβλεπε  τα  σκληρά  τους  τα  πρόσωπα  να  περιμένουν το έλεός του, πως αν αφουγκραζόταν θʹ άκουε τους χτύπους της καρδιάς τους.  Έπειτα  οι  θεοί  του  Ολύμπου  φύγανε  και  ήρθαν  οι  άνθρωποι,  ήρθαν  οι  σκοτεινοί  αιώνες  των  δεινών  μας. Είμαστε ένας αληθινά πονεμένος, πολυβασανισμένος, πολυπικραμένος λαός. Έχουμε πίσω μας,  έχουμε μέσα μας και μας παρακολουθούν αυτοί οι αιώνες της ανήκουστης οδύνης μας. Ο θάνατος στο  λαό  μας  έγινε  πρόσωπο  οικείο.  Οι  μητέρες  μας  μέσα  στʹ  άλλα  χρέη  τους,  μέσα  στο  χρέος  νʹ  αναστήσουν παιδιά και να τους μάθουν την αγάπη των εφέστιων θεών, παράδοση είχαν να ετοιμάζουν  και  να  φυλάγουν  στα  σεντούκια  τους  τα  νεκροσάβανα  της  οικογένειας.  Το  μεθύσι,  που  για  άλλους  λαούς είναι μέσο χαράς, για το δικό μας το λαό είναι σπουδή στο θεό της πικρίας. Με θολά σιωπηλά  μάτια χορεύουμε και τραγουδούμε τραγούδια λυπητερά, τραγούδια όπου τα πουλιά και τα δέντρα και  οι κορφές των βουνών γίνονται πλάσματα που μιλούν και μας παραστέκουν, γίνονται πλάσματα που  επιτέλους μπορούμε να τους εμπιστευθούμε, αφού με τους ανθρώπους δεν το μπορούμε, — γιατί οι 

άνθρωποι μας πικράνανε.  Από αυτή τη γη, από αυτή τη μοίρα ερχόμαστε. Από ένα τέτοιο κλίμα έρχεται και η ʺΓαλήνηʺ, ένα απʹ  τα πικρά βιβλία της γενιάς μας. Όμως θέλω να πιστεύω πως, αν τα βιβλία αυτά δεν είναι βιβλία της  χαράς,  δεν  είναι  και  βιβλία  της  απαισιοδοξίας.  Δεν  είναι  διόλου.  Η  πικρία  είναι  χαρακτηριστικό  γνώρισμα  όλων  των  ζωντανών  οργανισμών.  Γιατί  αυτοί  ζητούν  πολλά  απʹ  τη  ζωή,  και  η  ζωή  τις  περισσότερες φορές δίνει λίγα. Με τα λίγα μπορούν να ευτυχούν μόνο όσοι γέρασαν, — σωματικά ή  ψυχικά, — επειδή αυτοί, μη έχοντας να περιμένουν τίποτα, είναι ευχαριστημένοι με τα ψίχουλα του  δρόμου. Γιʹ αυτό και οι πικραμένοι άνθρωποι είναι στο βάθος οι πιο αισιόδοξοι: επειδή σʹ αυτούς έμεινε  ακόμα το προνόμιο νʹ αγαπούν, να πιστεύουν στον άνθρωπο και στη ζωή, το προνόμιο να κυνηγούνε  χίμαιρες.  Αθήνα, Απρίλης 1943. 

Η. Β. 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΚΔΟΣΗ  Στη  μητέρα  μας,  το  Αιγαίο,  θα  φυσούν  σίγουρα  κʹ  εφέτος  τα  μελτέμια.  Είναι  ο  καιρός  τους.  Τα  κύματα,  όπως  πάντα,  θα  δέρνουν  τους  γυμνούς  βράχους  των  νησιών,  και  στις  ασέληνες  νύχτες  θα  στεφανώνουν τον αφρό τους με άστρα. Σε κάποιο νησί του Αρχιπελάγου μας είναι ένας κόρφος. Λένε  πως  στο  βυθό  του  αναπαύονται  οι  αρχαίες  θαλασσινές  θεότητες  του  Αιγαίου.  Μια  από  αυτές  τις  νύχτες του καλοκαιριού θα ξυπνήσουν και θʹ ανεβούν στην επιφάνεια. Είναι ο καιρός τους. Θα πάνε  ως  το  ακρογιάλι  και  θα  ρωτήσουν  τα γέρικα  δέντρα,  τις  ελιές με  τους τυραννισμένους  κορμούς,  να  μάθουν αν τίποτα νέο υπάρχει απʹ την Ελλάδα, — για τον Πάνα και για τους Σατύρους. Τα φύλλα θα  σαλέψουν αλαφρά για νʹ αποκριθούν πως «Όχι. Τίποτα ακόμα.» «Άραγες θα ζουν;» θα ρωτήσουν πάλι  οι πικραμένες θεότητες της θάλασσας. Κʹ οι ελιές που είναι βέβαιες γιʹ αυτό θα τις ησυχάσουν. «Ω!  Πώς γίνεται να πεθάνουν;»  Αθήνα, 25 Ιουλίου 1943. 

Η. Β. 

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ  Ένα κοπάδι κυνηγημένοι πρόσφυγες της Ανατολής, καλοκαίρι του 1923, γυρεύουν τη  νέα πατρίδα τους στην ερημιά της Αναβύσσου.  Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΥΤΗ αρχίζει τον Ιούλιο του 1923. Ανάβυσσος είναι ένα έρημο μέρος παραθαλάσσιο, στον  κόρφο του Σαρωνικού, πάνω‐κάτω δέκα μίλια πριν απ' το Σούνιο. Κανένας δημόσιος δρόμος δε βγάζει  σ' εκείνο το μέρος. Όλοι οι δρόμοι τραβούν πίσω απ' τους μικρούς λόφους που κλείνουν την άγονη γη  του  τόπου,  όπου  ο  οδοιπόρος  δε  θα  βρει  δέντρο  μήτε  ένα.  Σκίνα  μονάχα  βρίσκουνται,  αγκάθια,  βούρλα και άμμος. Χέρια ανθρώπου από πολλούς αιώνες δεν όργωσαν το χώμα, κι ο άμμος κ' η βροχή  και ο ήλιος έκαμαν το έργο τους χωρίς τον ίδρο του ανθρώπου. Οι λόφοι προχωρούν ως χαμηλά στη  θάλασσα, τη ζώνουν και κάνουν ένα φυσικό κόρφο που αφήνει ένα στενό πέρασμα κατά το πέλαγο.  Μέσα από τούτο το πέρασμα τα τσακάλια, οι λαγοί κ' οι αγριομέλισσες βλέπουν στο βάθος τη γαλανή  γραμμή  της  Πελοποννήσου,  της  Αίγινας  και  της  Ύδρας,  και  ποιος  ξέρει  τι  λένε  συναμεταξύ  τους  γι'  αυτούς τους μακρινούς τόπους.  Ένα  μονοπάτι  μονάχα  μπορεί  να  φέρει  στην  ακρογιαλιά  της  Αναβύσσου  τον  οδοιπόρο  που  έρχεται  πίσω  απ'  τους  λόφους.  Το  μονοπάτι  τελειώνει  στις  αλυκές,  μοναδικό  σημάδι  πως  υπάρχει  ζωή  ανθρώπινη σ' εκείνη την ερημιά. Το χώμα έχει πολλή άργιλο, οι απανωτοί λόφοι κάνουν ρέματα και  τραβούν  τα  σύννεφα,  το  αλάτι  ξεραίνεται  εύκολα  στις  "αυλές"  κ'  ύστερα  γίνεται  πυραμίδες,  άσπρα  και τραγικά μνημεία της σιωπής.  Οι χωριάτες, που ζουν πίσω απ' τους λόφους, όταν η χρονιά είναι δύσκολη κ' οι βροχές δε βλογήσουν  τα  κλήματα  στα  Μεσόγεια,  παίρνουν  με  τις  φαμίλιες  τους  το  μονοπάτι,  γυρεύοντας  να  δουλέψουν  στο αλάτι για να ζήσουν. Άλλοι βολεύουνται, άλλοι δε βρίσκουν σειρά γιατί τους προλάβανε από μέρη  πιο πεινασμένα, άλλοι δεν αντέχουν στους πυρετούς που φέρνουν τα βαλτονέρια του μικρού κάμπου.  Έτσι  θα  περάσει  η  γενιά  τους,  ύστερα  θα  'ρθει  άλλη  γενιά,  και  όταν  κ'  εκείνη  φύγει  θα  'ρθει  η  νεώτερη, που θα πάρει σαν πεινάσει το ίδιο μονοπάτι για τη θάλασσα, ακολουθώντας τα βήματα των  προγόνων. Έτσι έγινε αυτό το μονοπάτι, στέρεο έργο πεινασμένων ανθρώπων.    ΤΟΝ ΙΟΥΛΙΟ ΤΟΥ 1923, ένα πρωί δε φυσούσε το μελτέμι, καθώς γίνεται τέτοιον καιρό στο Σαρωνικό. Σ'  έναν  απ'  τους  γυμνούς  λόφους  της  Αναβύσσου  δυο  άνθρωποι  σκάβαν  μισόγυμνοι.  Ο  ίδρος  έσταζε  από πάνω τους. Κάτω, στο βάθος, η θάλασσα λαμποκοπούσε απ' τον ήλιο, η ατμόσφαιρα ήταν πυκνή  και θολή. Και το φυλακισμένο νερό στις αλυκές, στις "αυλές", τόσο ακίνητο ήταν, που έδινε μονάχο  του τη μορφή της ώρας και του τόπου.  —Κουράστηκα, λέει ο ένας απ' τους δυο ανθρώπους. Μ' αυτή τη ζέστη!...  Ο άλλος σταματά να χτυπά τη γη.  —Κ' εγώ, Βασίλη, βαρέθηκα πια. Που θα πάει αυτό;  —Θα κάμουμε υπομονή, λέει ο πρώτος. Αν έχουμε τύχη, σωθήκαμε!  —Α,  αν  έχουμε  τύχη!  Όμως  στο  μεταξύ  πεινάμε,  τη  στιγμή  που  οι  άλλοι  κει  κάτω  βγάζουν  το  ψωμί  τους.  Κ' έδειξε χαμηλά, την ακίνητη αλυκή. 

—Εγώ λέω, είπε πάλι ο ίδιος, να κατέβουμε κ' εμείς κατά κει. Βαρέθηκα!  Μα ο άλλος δεν ήθελε να γονατίσει.  —Ένα μήνα τώρα σκάβουμε, και να τα παρατήσουμε έτσι σύξυλα; Κι όμως δε μπορεί: "Εδώ γύρω, μας  είπε ο Π Π ρ ά σ ι ν ο ς , πρέπει να βρεθεί το άγαλμα. "Κ' ύστερα, σα βρεθεί, ε... τότες...  Δεν αποτέλειωσε τη σκέψη του, επειδή τόσες φορές είχαν μιλήσει για το ίδιο θέμα.  —Κ' είσαι σίγουρος, είπε ο άλλος, πως θα σου το πληρώσει στην τιμή του, ε; Θυμήσου τι έγινε με τη  γυναίκα που είχαν βρει πριν από τρία χρόνια...  Ναι, το θυμόταν τι είχε γίνει πριν από τρία χρόνια. Άλλοι χωριανοί την είχαν βρει, τότε, τη θαυμάσια  κόρη με τα κλειστά βλέφαρα, διατηρημένη στοργικά απ' τη γη τρεις χιλιάδες χρόνια. Τους την πήρε,  τότε, ο  Π ρ ά σ ι ν ο ς  μ' ένα τίποτα. Μα, αν δεν ήταν  πάλι αυτός, θα 'πρεπε να την παραδώσουν στην  αρχή  του  τόπου,  πάλι  χωρίς  τίποτα.  Αργότερα  μάθαν,  απ'  τις  εφημερίδες,  τι  τεράστιο  ποσό  πήρε  ο  αρχαιοκάπηλος για να πουλήσει την κόρη που ταξίδεψε στην Αμερική.  Αυτά λέγαν, όταν ο ένας, κοιτάζοντας κατά το βάθος, πρόσεξε ένα σύννεφο σκόνη που σηκωνόταν στο  πιο μακρινό σημείο του μονοπατιού, εκεί που άγγιζε τους λόφους.  —Για κοίταξε! είπε ξαφνιασμένος. Τι να 'ναι;  —Κοπάδι γίδια θα 'ναι! Τι άλλο;  Μα ο πρώτος δε συμφωνούσε.  —Δε γίνεται να 'ναι κοπάδι στο μονοπάτι πάνω τέτοια ώρα. Άνθρωποι θα 'ναι.  —Άνθρωποι εδώ; Και τόσοι πολλοί! Οι αλυκές είναι γεμάτες χέρια. Τι να κάμουν;  —Κι όμως, κοίταξε! Κοίταξε!  Βάλαν  τα  χέρια  τους  αντήλιο  και  κοίταξαν.  Το  μεγάλο  σύννεφο  ολοένα  ανέβαινε  ψηλά,  πλησίαζε.  Ήταν  σαν  ύλη  ζωντανή  που  τρύπωσε,  με  φόβο  και  με  προφύλαξη,  απ'  το  άνοιγμα  των  λόφων  στο  ακίνητο τοπίο και πορευόταν σιωπηλά στη μόνη φιλική διέξοδο του χώρου, κατά τη θάλασσα, με το  σίγουρο ένστιχτο του ζώου.  —Θαρείς  πως  είναι  στρατός!  είπε  πάλι  ο  ένας  χωριάτης,  ακόμα  πιο  πολύ  ξαφνιασμένος.  Μα  όχι!  διόρθωσε σε λίγο. Βλέπω γυναίκες και παιδιά.  Κοιταχτήκαν μες στα μάτια φοβισμένοι. Τι γύρευε τόσος κόσμος, γυναίκες και παιδιά, στην ερημιά της  Αναβύσσου;  Μπας  και  χτύπησε  πουθενά  σεισμός  τη  γη  και  γκρεμίστηκαν  τα  χωριά,  κ'  οι  άνθρωποι  πήραν στην απελπισία τους το μονοπάτι για τη θάλασσα;  —Κατεβαίνουμε γλήγορα να δούμε!  —Κατεβαίνουμε!   

Η  ΜΑΚΡΙΝΗ  ΛΙΤΑΝΕΙΑ  ολοένα  πλησιάζει.  Το  σύννεφο  η  σκόνη  μακραίνει  πιο  πολύ  μες  στην  πυκνή  ατμόσφαιρα. Σιγά ‐ σιγά εξοικειώνεται, δένεται μαζί της και χάνεται μέσα της, με την ικανότητα της  προσαρμογής που έχουν τα πράγματα του κόσμου τούτου. Όμως, κάτω απ' το σύννεφο η εξοικείωση  δεν  είναι  εύκολη.  Ένα  κοπάδι  γυναίκες,  παιδιά  και  γέροντες  βογκούν  δυνατά,  κυνηγημένοι  απ'  τον  ήλιο,  απ'  τη  στέρηση  και  απ'  την  εξάντληση  του  δρόμου.  Στα  πρόσωπα  ο  ίδρος,  ζυμωμένος  με  τη  σκόνη, στάζει σα λάσπη. Νέοι άντρες είναι λίγοι. Οι πιο πολλοί του κοπαδιού περπατούν ξυπόλητοι, κι  όλοι σηκώνουν στον ώμο ένα φορτίο, ένα τσουβάλι γεμάτο ή έναν μπόγο.  —Αχ!  Που  μας  στέλνουν  να  ζήσουμε!  Που  μας  στέλνουν!  τσίριζε  δυνατά  μια  γυναίκα.  Εδώ  είναι  έρημος! Έρημος!  Τότε οι άλλες γυναίκες, με το σύνθημα το δοσμένο απ' τη μια, άρχισαν να ολολύζουν, όλες μαζί, και  να καταριούνται τη μοίρα τους.  —Θα πεθάνουμε σ' αυτό τον άγριο τόπο! Θα πεθάνουμε, εμείς και τα παιδιά μας! Θα πεθάνουμε!  Οι άντρες κ' οι γέροι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να πολεμήσουν τον πανικό. Καθένας πολεμούσε να  ησυχάσει την πλαϊνή του  γυναίκα, τη γυναίκα του, τη μητέρα του. Μα η απελπισία  έτρεχε μες στον  πηχτόν αγέρα, δύναμη γόνιμη σαν τη γύρη.  —Τίποτα!... ολόλυζαν. Τίποτα δε θα μας γλυτώσει! Εδώ θα μείνουμε!...  Φώναζαν για ένα δέντρο. Να ήταν ένα δέντρο να ξαποστάσουν κάτω απ' τον ίσκιο του. Μα σ' όλη την  άπλα του μικρού κάμπου μια γραμμή καν δε φαινόταν στυλωμένη κατά τον ουρανό. Μαύριζε μονάχα  ο τόπος απ' τα σκίνα, που πάνω τους έτρεμε ο ήλιος.  Το μαρτύριο του νερού ήρθε, τότε, στη δύσκολη ώρα. Όταν ξεκίνησαν απ' τα Καλύβια, το τελευταίο  κατοικημένο μέρος της περιοχής, τους είχαν πει πως στο μονοπάτι απάνω θα βρουν δυο πηγάδια. Κ'  ύστερα, κοντά στη θάλασσα, θα βρουν άλλο ένα. Είχαν βρει το πρώτο, ξεδίψασαν, και πήγαιναν για το  άλλο.  Η  προσδοκία  του  μέρευε  τη  φοβερή  δίψα,  κ'  επειδή  ήταν  μια  προσδοκία,  μέρευε  λίγο  την  καρδιά τους με φως.  Όταν, απ' την εμπροσθοφυλακή τους, τους πρώτους που βαδίζαν, ήρθε το άγγελμα:  —Είναι ξερό! Το πηγάδι είναι ξερό!  Τότε, αδύναμοι πια να χτυπηθούν με τη μοίρα τους, καθήσαν όλοι μονομιάς καταγής, και το σύννεφο  που σήκωναν τα ματωμένα ποδάρια σταμάτησε απάνω τους. Ένα βαρύ μουκανητό πέρασε μέσα απ'  το κίτρινο τούτο πέπλο και προσπάθησε ν' ανέβει στο Θεό.  —Τι φταίξαμε! φωνάζανε. Τι φταίξαμε!  Φωνάζαν. Ύστερα, σιγά, η φωνή τους αδυνάτισε, ίσαμε που έσβησε σε χαμηλά βογκητά.  Τότε ακούστηκαν τα βήματα ενός συντρόφου τους, που είχε πάει μπροστά μονάχος και τώρα γύριζε  πίσω φωνάζοντας:  —Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! Η θάλασσα!  Η  θάλασσα!  Που  ήταν,  λοιπόν,  η  θάλασσα!  Ο  πεσμένος  όγκος  σάλεψε  μονομιάς  σαν  κύμα.  Η  ζεστή  εικόνα το ανατάραξε, κ' ύστερα το κίνησε ορμητικά, με τη φοβερή δύναμη που έχουν οι λέξεις. 

—Σηκωθείτε! Σηκωθείτε! φώναζαν οι άντρες. Λίγο κουράγιο ακόμα! Φτάνουμε στη θάλασσα!  Το σύννεφο, που είχε χαμηλώσει απάνω τους, έκαμε πάλι πανιά και κίνησε πάλι μαζί τους, ουράνιο  πλοίο. Τρέχαν χαμηλά, στρίψαν ένα μικρό ύψωμα, όταν νέα φωνή, πιο ζεστή και πιο άγρια, σηκώθηκε  να διαλυθεί μες στη σκόνη:  —Το αλάτι! Το αλάτι! Κοιτάξτε λοιπόν κει κάτω!  Οι άσπρες κολόνες των αλυκών, ακίνητο και ανέκφραστο μνημείο, παίζαν με τη σιωπή του βάθους και  με το φως. Τίποτα δεν μπορούσε να είναι πιο ακίνητο και πιο ανέκφραστο από αυτό στο ξερό τοπίο.  Όμως για τους ανθρώπους τούτους οι κολόνες γίνονταν μονομιάς μαγεία, πλέαν πάνω στο κύμα και  στα βουνά, πέρα, κατά τη μακρινή πατρίδα, εκεί όπου ίδιες κολόνες άσπριζαν, ίδιες σαν αυτές εδώ.  Ήταν ένα ξαφνικό ανασάλεμα της μνήμης και της καρδιάς, ένα μακρινό μήνυμα απ' την εφέστια γη.  —Ας είσαι βλογημένος! φώναζαν στο Θεό. Τουλάχιστο είναι αυτό εκεί, — και δείχναν το αλάτι.  Πάνω στην ώρα φάνηκαν να σιμώνουν κ' οι δυο χωριάτες που έρχονταν απ' το λόφο.  —Ε, σεις! Σταθείτε μια στιγμή! φώναξαν στο κοπάδι.  Στάθηκαν, βλέποντας άξαφνα ανθρώπους.  —Που πάτε;  —Ανάβυσσο δεν είναι δω; αποκρίθηκε μια φωνή. Εδώ ερχόμαστε!  —Τι είσαστε;  —Πρόσφυγες είμαστε.  —Και τι γυρεύετε σ' αυτά τα μέρη;  —Μας δώσαν τη γη! αποκρίθηκε η φωνή του κοπαδιού. Θα μείνουμε εδώ!  —Τη γη! Ποια γη; είπε ξαφνιασμένος ο ένας απ' τους χωριάτες. Εδώ φυτρώνουν μονάχα βούρλα, στον  τόπο ετούτο.  Κ' ύστερα:  —Θα πεθάνετε, τους λέει, εσείς και τα παιδιά σας! Θα πεθάνετε αν, στα σωστά, ερχόσαστε να μείνετε  σ' αυτά τα μέρη!  Μα το κοπάδι, κινημένο τώρα απ' το δράμα του αλατιού, κατέβαινε κιόλας χαμηλά, με τις δυνάμεις  που του απόμεναν.  Οι δυο χωριάτες στάθηκαν, κοιτάζοντας τη λιτανεία που χαμήλωνε.  —Τώρα; είπε τέλος ο ένας, που πρώτος άρχισε να συνεφέρνει απ' το ξάφνιασμα. Τώρα;...  —Λες, στα σωστά, να μείνουν; έκαμε ο άλλος. 

—Δεν τους είδες τι απελπισμένοι που ήταν; Θα μείνουν!  Τότε,  με  τη  βεβαιότητα  αυτή,  είδαν  μονομιάς  καθαρά  που  'εβγαζε  το  νέο:  Αν  παίρναν  τη  γη  οι  πρόσφυγες, όλη τούτη η μυστική δουλειά, να παλεύουν για αρχαίους τάφους, χανόταν οριστικά.  —Α, την παλιοφάρα! βλαστήμησε ο ένας. Σίγουρα θα πάρουν και τα μέρη που σκάβουμε! Αν τύχει και  μάθουν  και  το  σκοπό  μας,  πρέπει  να  το  περιμένουμε  πως  θα  μας  καταδώσουν.  Και  τώρα  που  ελπίζαμε...  —Πρέπει να ειδοποιήσουμε α α υ τ ό ν ! είπε ο άλλος. Θα φύγουμε απόψε! 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ  Δυο καταμόναχοι άνθρωποι: μια γυναίκα, ένας άντρας.  ΣΑΝ ΦΤΑΣΑΝΕ οι πρόσφυγες στην ακρογιαλιά, βρήκαν επιτέλους λίγα πεύκα. Τα είχε σπρώξει η άγονη  θεότητα  του  τόπου  χαμηλά,  και  φύτρωσαν  στις  ρίζες  του  μικρού  βουνού  που  έκλεινε  απ'  τoo  νοτιά  τον  κύκλο  τους  λόφους,  κατεβαίνοντας  στη  θάλασσα.  Βρήκαν  και  το  γλυφό  νερό  ενός  πηγαδιού.  Ξεδίψασαν, ύστερα άπλωσαν τα κορμιά τους στον ίσκιο στα πεύκα και βογκούσαν ώρες πολλές, ίσαμε  που  σιγά  ‐  σιγά  σώπασαν.  Έπεφτε  γαλήνιο  το  βράδυ.  Τα  βουνά  παίρναν  καθαρές  γραμμές  κ'  η  θάλασσα ήταν ήμερη. Στο βάθος, μέσα απ' το πέλαγο, αναδύθηκε ένα μικρό νησί.  —Πώς να το λένε άραγες; ρώτησε ένας.  —Και τι σε νιάζει εσένα τ' όνομά του..., είπε πικρά ένας άλλος. Ξερότοπος θα 'ναι, σαν που είναι όλη  τούτη η χώρα όπου θα πεθάνουμε.  Μια  γυναίκα  αναστέναξε  και  κούνησε  το  κεφάλι  της  καταφατικά.  Μα  ένας  γέρος,  που  καθόταν  σιωπηλός, έφερε τη μόνη αντίδραση της πείρας:  —Ω, μη λες πικρά λόγια, γιε μου! Θα δεις που θα βγάλουμε νερό απ' τη γη, και καρπό απ' τη γη...  Κινημένοι  από  παρόμοια  αισθήματα,  κοίταζαν  να  βρουν  έναν  τρόπο  να  μιλήσουν,  και  να  μερέψουν  την  πίκρα  αυτής  της  βραδιάς  του  Ιουλίου,  δυο  ακόμα  άνθρωποι  του  κοπαδιού.  Είχαν  αποτραβηχτεί  κάτω από ένα δέντρο, το πιο κοντινό στη θάλασσα, λίγο ξεκομένοι απ' τους άλλους.  Ο άντρας θα ήταν γύρω στα εξήντα. Σ' ένα αδύνατο σώμα στηριζόταν ένα κάτασπρο κεφάλι με μεγάλα  γαλανά μάτια. Η γυναίκα ήταν πολύ νέα∙ σίγουρα θα μπορούσε να είναι κόρη του. Στο πρόσωπό της,  μέσα σε σκοτεινό και τραχύ τόνο, ακινητούσε η κούραση σαν ωχρό φως. Και τα μάτια της, που μέναν  στυλωμένα  στο  πέλαγο  καθώς  ακουμπούσε  στον  κορμό  του  δέντρου,  μοιάζαν  σα  να  παραμόνευαν  ένα σκοτεινό εχτρό που έμελλε να ξεπεταχτεί εκεί, ενώπιος ενωπίω.  —Κοιτάζεις το νησί, Ειρήνη; ρώτησε ο άντρας δειλά, θέλοντας ν' ανοίξει κουβέντα.  Δεν κινήθηκε το πρόσωπό της. Εξακολουθούσε να κοιτάζει στο βάθος.  —Θα 'ναι η Ύδρα, είπε πάλι ο άντρας. Κ' εκεί κάτω θα 'ναι η Πελοπόννησος.  Κ' ευθύς αμέσως:  —Δε μπορεί, το νησί θα 'ναι η Ύδρα.  Περίμενε μιαν απάντηση, μια λέξη.  —Κ' η κορφή εκείνη, πίσω απ' το άνοιγμα της θάλασσας, θα 'ναι η Αίγινα, συνέχισε το μονόλογό του.  Βλέπεις γυρίζουμε, γυρίζουμε, — μας τραβούνε τα νερά αυτά.  Σ'  όλο  το  Μεγάλο  Πόλεμο  πάλι  διωγμένοι  απ'  τα  μέρη  τους,  είχαν  βρει  καταφύγιο  στην  Αίγινα,  απ'  όπου παρακολούθησαν την καταστροφή το κόσμου. Ποιος να το 'λεγε πως, ύστερα από λίγα χρόνια,  θα καταλήγανε πάλι μακριά απ' τον τόπο τους, όμως οριστικά πια, στην αντίπερα όχθη!  —Μας τραβούνε τα νερά αυτά..., είπε πάλι ο γιατρός Δημήτρης Βένης. 

Η γυναίκα εξακολουθούσε να σωπαίνει.  —Μα μίλησε επιτέλους!  Κ' ύστερα, χαμηλώνοντας τη φωνή:  —Υποφέρεις πολύ; τη ρώτησε.  —Σε παρακαλώ, Δημήτρη, μη με τυραννάς..., είπε και γύρισε τέλος τα μάτια της απάνω του.  —Μα σε ρωτώ, Ειρήνη, μήπως χρειάζεσαι τίποτα. Μήπως θα 'θελες να ξαπλώσεις; Θα φροντίσω εγώ.  —Ω, βέβαια! Θα φροντίσεις εσύ!... Θα φροντίσεις εσύ!...  Η αγανάχτηση άστραψε στο ωχρό της πρόσωπο.  —Μα  γιατί  είσαι  άδικη;  προσπαθούσε  ο  άντρας  να  την  κάμει  να  ηρεμήσει.  Το  είδες  πια  πως  δε  θα  μπορούσαμε να ζήσουμε στην πόλη...  Ένας  γιατρός  ξένος  και  άσημος,  λέει,  είναι  πιο  άοπλος  κι  απ'  τον  τελευταίο  άνθρωπο  στη  γη.  Θα  πεθαίνανε από ασιτία και αξιοπρέπεια.  —Μα  ακριβώς  αυτό  λέω  για  τη  μοίρα  μου!  Πώς  ήρθα  εδώ  για  να  πεθάνω  από  ασιτία  και  αξιοπρέπεια...  —Μην το λες! διαμαρτυρόταν ο Βένης. Θα δεις που θ' αλλάξει η ζωή μας εδώ. Θα ζήσουμε με τους  ανθρώπους  του  τόπου  μας  και  θα  τους  βοηθήσουμε,  κι  αυτοί  δε  θα  μας  αφήσουν.  Άλλωστε,  πρόσθεσε σε λίγο δισταχτικά, αυτό... αυτό είναι κ' ένας μικρός σκοπός...  Γύρισε απότομα πάλι και τον κοίταξε σκληρά.  —Ω,  πια,  οι  μικροί  σκοποί  σου!  Βαρέθηκα  πια  να  τους  ακούω  από  τότε  που  ήρθα  στο  σπίτι  σου.  Βαρέθηκα!  Ο  Δημήτρης  Βένης  ολοένα  προσπαθούσε,  με  τον  ήμερο  τρόπο  του,  να  την  κάμει  να  γίνει  λογική.  Τι  φταίει εκείνος αν δε μπόρεσε, τι φταίει για τη δυστυχία τους;  —Πρόσφυγες είμαστε. Τι φταίω εγώ; της έλεγε.  Η νύχτα κατέβαινε σιγά στους λόφους και στη θάλασσα.  Οι φωνές του κοπαδιού, σκορπισμένου κάτω απ' τα δέντρα, άρχισαν να δυναμώνουν. Όλοι φρόντιζαν  να βολευτούν για τον ύπνο της νύχτας. Εδώ κ' εκεί άναψαν φωτιές.  —Θα πάω να κοιτάξω για νερό, είπε ο γιατρός.  Πήρε απ' το σάκκο τους ένα μικρό κανάτι και τράβηξε στο πηγάδι. Σα γύρισε, δε βρήκε τη γυναίκα του  στο δέντρο. Φώναξε σιγανά, μπας κ' ήταν σε κανένα γειτονικό δέντρο.  —Ειρήνη! Ειρήνη! 

—Δεν ήρθε κατά δω, γιατρέ, αποκρίθηκε μια αντρική φωνή από κει κοντά. Πήγε κατά τη θάλασσα.  Κ' ύστερα, η ίδια φωνή:  —Να σας βοηθήσω σε τίποτα;  Όχι, δεν ήθελε τίποτα. Ο καθένας θα είχε να φροντίσει για τον εαυτό του.  Κοίταξε γύρω‐γύρω τις φωτιές που είχαν ανάψει.  "Αν ανάβαμε κ' εμείς; συλλογίστηκε ο Βένης. Σίγουρα οι νύχτες θα είναι υγρές."  Μα πάλι είπε να περιμένει να γυρίσει η γυναίκα του.  "Τι να γίνει κι αυτή η έρημη..., είπε πάλι μονάχος του. Είναι σκληρό, μα ποιος φταίει;"  Άκουσε βήματα που πλησίαζαν. Τα γνώρισε.  —Εσύ είσαι;  —Εγώ.  —Έλα, έφερα νερό. Μπορούμε να φάμε λίγο, ό,τι έχουμε. Θέλεις ν' ανάψουμε φωτιά;  —Δε θέλω τίποτα, είπε κουρασμένα.  —Μια  νύχτα  είναι  και  θα  περάσει,  συμφώνησε  κι  ο  γιατρός.  Αύριο  θα  μας  στείλουν  σκηνές.  Μα  μπορεί να κάνει κρύο. Λοιπόν, λέω, αν θέλεις να μαζέψω κλαδιά για φωτιά.  —Θα ξαγρυπνήσω, είπε η γυναίκα. Δεν πειράζει.  —Όπως θέλεις...  Η φωνή του έδειχνε πόσο κ' εκείνος ήταν τσακισμένος και πόση προσπάθεια έκανε για να βαστάξει  την εξάντληση και την ταλαιπωρία.  Τα  άστρα  πια  είχαν  βγει  όλα.  Φεγγάρι  δεν  είχε.  Η  νύχτα  αναπαυόταν  στους  λόφους  και  στα  μικρά  κύματα.  Τότε φάνηκε στο άνοιγμα του κόρφου, στο βάθος του πελάγου:  Ήταν μια κατάφωτη πομπή, που περνούσε πάνω στα κύματα και στη νύχτα, αργά.  —Κοίταξε!... είπε πρώτη, σιγανά, η Ειρήνη Βένη. Κοίταξε κει κάτω!  Ένα κατάφωτο βαπόρι ταξίδευε. Δεν είχε ακόμα χαθεί πίσω απ' τον κάβο, όταν ένα άλλο φάνηκε στο  άνοιγμα του κόρφου. Κ'' ύστερα φάνηκε και άλλο, κι άλλο.  —Που να πάνε άραγες; είπε πάλι η γυναίκα, σα να μονολογούσε.  —Στις Κυκλάδες, ίσως. Φεύγουν τα βράδια απ' τον Πειραιά. 

Ένα άλλο βαπόρι ήρθε, νέο στη λιτανεία. Ήταν πολύ μεγάλο, τα φώτα του λάμπανε δυνατά. Ο βουβός  ήχος απ' τις μηχανές του ακουγόταν καθαρά και παράξενα.  —Αυτό θα πηγαίνει σίγουρα πιο μακριά...  —Μπορεί να πηγαίνει πιο μακριά.  Και  οι  άλλοι  άνθρωποι,  όσοι  δεν  είχαν  αποκοιμηθεί,  την  είδαν,  άξαφνα,  τη  μαγεία  του  βάθους.  Ακούγονταν μικρές φωνές κάτω απ' τα δέντρα:  —Δέστε κει κάτω! Δέστε κει κάτω!  Πάμφωτη, αδυσώπητη και βέβαιη, η ζωή του κόσμου περνούσε και χανόταν στο υγρό βάθος. Κ' εδώ  ήταν ένα κοπάδι ξεριζωμένοι άνθρωποι, που έπρεπε να δεθούν και να ριζώσουν, έπρεπε, με το τυφλό  ένστιχτο  του  γερού  φυτού.  Τι  παράξενη  μορφή  που  ήταν  η  άλλη  κει  κάτω,  αυτή  που  σάλευε  και  χανόταν!...  Έσβηναν στο βάθος τα τελευταία φώτα, όταν ο Δημήτρης Βένης άκουσε το λυγμό της πλάι του.  Έσκυψε απάνω της συγκινημένος.  —Μην κλαις, Ειρήνη, της είπε σιγανά. Ο Θεός δε θα μας αφήσει.  Της πήρε το κεφάλι στα χέρια του με προσοχή και το απόθεσε στα γόνατά του.  —Δεν είναι τίποτα, του αποκρίθηκε, προσπαθώντας να συγκρατηθεί.  Κ' ύστερα, σε λίγο:  —Κρυώνω, είπε πάλι, κ' έτρεμε.  Ανήσυχος, τη σκέπασε με μια κουβέρτα∙ ζάρωσε τα πόδια της, συμμαζώχτηκε. Φαίνεται πως αυτό της  έκαμε καλό.  —Κρυώνεις ακόμα; τη ρώτησε σε λίγο.  Δεν πήρε απάντηση.  —Θα κοιμήθηκε, συλλογίστηκε.  Κοίταξε  γύρω.  Σχεδόν  καμιά  φωνή  δεν  ερχόταν  απ'  τα  δέντρα,  απ'  το  μέρος  του  κοπαδιού.  Μονάχα  μερικά βογκητά. Η δροσιά έπεφτε δυνατή, μα ο Δημήτρης Βένης είχε την αίσθηση πως το δέντρο που  τους στέγαζε τους προστάτευε πολύ απ' τον κίνδυνο. Το κορμί αισθανόταν πως έξω από κει, απ' την  προστασία του δέντρου, το σκοτάδι ήταν πυκνή και υγρή μάζα. Στο βάθος του κόρφου κανένα καράβι  πια δεν ταξίδευε. Η λιτανεία είχε τελειώσει. Στον ουρανό μόνο, κατά το βοριά, αδιάφορη και βέβαιη  ταξίδευε η Μεγάλη Άρκτος.  Τότε  ο  Δημήτρης  Βένης,  ένας  άνθρωπος  εξήντα  χρονώ  του  κόσμου  τούτου,  κάθησε  κ'  έφερε  κει  μπροστά  του,  στην  υγρή  νύχτα  του  Σαρωνικού,  ένα  ‐  ένα,  τα  χρόνια  που  είχαν  περάσει,  παράξενα  καράβια που πλέαν μες στην ατμόσφαιρα σαν πουλιά. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ  Το μήνυμα της φωτιάς.  ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΥΧΤΑ. Ψηλά απ' την κατασκήνωση του κοπαδιού, στο πιο μεγάλο βουνό της περιοχής, τον  Προφήτη  Ηλία,  ένας  γέροντας  κοίταζε  κατά  τη  θάλασσα.  Το  βουνό  το  κατοικούνε  λίγες  φαμίλιες  σκηνίτες,  βλάχοι.  Τα  κονάκια  τους,  καμωμένα  με  χώμα  και  θάμνα,  δεν  ξεχωρίζουν  εύκολα,  αφομοιωμένα με το χρώμα της γης. Όλο το χρόνο βοσκάνε εδώ τα κοπάδια τους, και μονάχα λίγους  μήνες, το καλοκαίρι, τα ταξιδεύουν κατά την Πάρνηθα. Στο βουνό της Αναβύσσου, σαν έρθει η ώρα,  θα θάψουν τους πεθαμένους τους να ξεκουραστούν, ίσαμε που να 'ρθει η ώρα των παιδιών τους και  των παιδιών των παιδιών τους. Έτσι γίνεται από γενιά σε γενιά. Φορούνε ρούχα που τα υφαίνουν οι  γυναίκες τους με μαλλί που τους το δίνουν τα ζωντανά τους, τρέφονται με το τυρί και το κρέας τους  και με το σιτάρι που το σπέρνουν οι ίδιοι σε πλαγιές του βουνού που τις ξεχερσώσαν. Στα πρόσωπα  και  στις  κινήσεις  τους  είναι  σφραγισμένη  η  γαλήνη  του  βουνού,  η  στερεότητα  των  όγκων,  η  αδιατάραχτη μοίρα τους.  Τη  νύχτα  του  Ιουλίου  του  1923  ένας  απ'  τους  σκηνίτες,  ένας  γέροντας,  καθόταν  σ'  ένα  βράχο  και  κοίταζε  τ'  άστρα.  Από  κει  πάνω  φαίνεται,  τη  μέρα,  όλος  ο  Σαρωνικός,  οι  Κάβο  ‐  Κολόνες,  το  Σαν  Τζώρτζη,  η  Αίγινα,  το  Μακρόνησο,  η  Ύδρα,  τα  καράβια  που  ταξιδεύουν.  Και  τη  νύχτα,  αν  δε  φαίνουνται  τα  νησιά  κ'  η  θάλασσα  κ'  οι  γραμμές,  όμως  υπάρχουν  μες  στη  μνήμη  σα  γεγονός  πιο  βέβαιο. Είναι πιο ο ο ρ α τ ά .  Ο γέροντας έμενε κυκλωμένος απ' το θόρυβο της γης, απ' τις πολλές μέρες που πέρασαν, απ' τις λίγες  μέρες που του μέναν ίσαμε που να γυρίσει στη γη. Κοίταζε αδιάφορα χαμηλά, κατά την ακρογιαλιά  της Αναβύσσου.  Άξαφνα  του  φάνηκε  πως  ξεχώρισε  κει  κάτω  μια  φωτιά.  Σε  λίγο  άναψε  κι  άλλη,  ύστερα  και  άλλη,  κι  άλλη.  —Λάθος θα κάνω, είπε μοναχός του. Δε μπορεί να 'ναι τίποτα.  Έτριψε τα μάτια με την παλάμη του. Μα οι φωτιές μέναν, ζωήρευαν, πάλι αδυνάτιζαν.  —Ω! έκαμε ξανά ο γέροντας, μη μπορώντας να καταλάβει. Τι να 'ναι;...  Από  τότε  που  ζούσε  δε  θυμόταν  τέτοιο  πράμα.  Που  και  που  ψαράδες  που  δούλευαν  σε  τράτες,  ανάμεσα Κάβο ‐ Κολόνες και Φλέβες, άναβαν στη στεριά φωτιά και κάνανε την κακαβιά τους∙ μα τόσο  μικρή φωτιά μήτε καν φαινόταν από κει πάνω.  —Να είναι, άραγες, στρατός;...  Μα το βρήκε, στη στιγμή, πως δε μπορούσε να ήταν. Τι γύρευε στρατός εκεί!  Κι άξαφνα, στον ατάραχο άνθρωπο, τον τριγυρισμένο απ' την ερημιά και τη νύχτα, ήρθε μονομιάς σαν  αστραπή  και  τον  έσεισε  ο  φόβος.  Ήρθε,  λουφασμένος  μες  στο  αίμα  του,  ο  φόβος  για  τους  ανθρώπους, απ' τα παμπάλαια χρόνια, όταν οι πειρατές ξεμπουκέρναν για να κουρσέψουν τις αλυκές  και τις στάνες, στον καιρό των προγόνων του.  Αιστάνθηκε  τον  εαυτό  του  αδύναμο  σαν  καλαμιά.  Σηκώθηκε  ολόρθος,  έβαλε  τις  παλάμες  πλάι  στο  στόμα του, σα χωνί, κι άρχισε να βελάζει μες στη νύχτα: 

—Έι! Έι! Έι!  Το βουνό πήρε τη φωνή, τη χτύπησε στις πλαγιές και την κατέβασε απ' το πίσω μέρος, χαμηλά, στην  άλλη πλαγιά, όπου ήταν ο γιος του κ' η φαμίλια του.  —Έι! Έι! Πέτροοοο! φώναξε πάλι, μ' όλη τη δύναμη, κι αφουγκράστηκε.  Απ' την άλλη πλαγιά η φωνή δεν άργησε να 'ρθει. Ρωτούσε τι είναι.  —Έλα απάνω! του φώναξε ο γέρος. Έλα γλήγορα!  —Έπαθες τίποτα;  —Έλα να δεις!  Περίμενε ίσαμε που να 'ρθει ο γιος του στην κορφή.  —Τι έπαθες, γέρο; του έκαμε πριν ακόμα πλησιάσει.  Του έδειξε κάτω τις φωτιές.  —Τήρα!  —Ω! έκαμε το παλικάρι σαστισμένο. Τι να 'ναι;  —Δεν ξέρω τίποτα. Μα πρέπει να μάθουμε!  —Μα τι μπορεί να 'ναι;  —Τόσες φωτιές μια φορά καλό δε μπορεί να 'ναι. Κει κάτου είναι πολλοί!  Τότε ο νέος άντρας προσπάθησε να σκεφτεί λογικά, να βρει δικαιολογία για να ησυχάσουν.  —Και πολλοί να 'ναι και λίγοι, εμάς τι μας νιάζει; Θα φύγουν.  Όμως ο γέρος έφερνε μαζί του τη σοφία των χρόνων του.  —Λίγοι να 'ναι, δεν είναι. Πολλοί είναι. Για να 'ναι πολλοί και να 'ρθούν κατά δω, θα πει πως σκοπό  έχουν και θα μείνουν. Αυτό το καταλαβαίνεις;  Ω!  το  καταλάβαινε.  Για  κείνους  και  για  τα  κοπάδια  τους,  άλλοι  άνθρωποι  σε  τούτη  τη  γη  που  τους  έθρεφε  θα  ήταν  η  πιο  μεγάλη  συφορά.  Ο  νους  του  πήγε  μια  στιγμή  αλλού.  Λες  να  ήταν  τίποτα  πεινασμένοι  που  έρχονταν  να  δουλέψουν  στο  αλάτι;  Μα,  αν  ήταν,  θα  τους  είχαν  μαντρώσει  στα  υπόστεγα στις αλυκές.  —Πρέπει να δώσουμε το μαντάτο και στ' άλλα κονάκια! είπε ο γέροντας. Απόψε κιόλας!  Κείνη τη στιγμή μια άλλη φωνή ακούστηκε από πολύ βαθιά. Σώπασαν κι αφουγκράστηκαν. Σ' εκείνους  φώναζαν απ' άλλο κονάκι.  —Έι! Έι! Είδατε φωτιές στην Ανάβυσσο; 

—Έι! Τις είδαμε!  —Τι είναι;  —Μηνύστε στα κονάκια παρακάτω! Μαζευτείτε την αυγή στον Προφήτη Ηλία! Μαζευτείτε την αυγή!  Από πλαγιά σε πλαγιά η φωνή έφερε το μήνυμα της φωτιάς. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ  Η Ειρήνη Βένη, το παραμύθι της Ανατολής κʹ ένα aγριοπούλι.  ΞΗΜΕΡΩΝΕ. Ήταν μια μέρα γαλήνια, απ' τις ατάραχες μέρες που ανατέλνουν σ' αυτό τον τόπο, σα να  έχουν αποτραβηχτεί τα στοιχεία του κόσμου, ο αγέρας, τα σύννεφα.  Στην κατασκήνωση του κοπαδιού άρχισαν οι πρώτοι θόρυβοι. Μιλούσαν εδώ κ' εκεί, σ' ένα δέντρο, σ'  ένα άλλο∙ ένα‐δυο παιδικές φωνές.  Στο  πεύκο  που  μείναν  οι  Βένηδες  πλησίαζε  με  προφύλαξη  μια  γυναίκα.  Η  Ειρήνη  Βένη  κοιμόταν  έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι στα πόδια του άντρα της, που είχε κιόλας ξυπνήσει, φαίνεται πως ο  Βένης κρύωνε ακόμα∙ στις πλάτες του είχε ρίξει μια κουβέρτα. Μόλις είδε τη γυναίκα να 'ρχεται κατά  το μέρος τους, της έγνεψε να μην κάνει θόρυβο.  — Σιγά!... είπε, και της έδειξε τη γυναίκα του. Κοιμάται.  Η ξένη γυναίκα ήρθε ακόμα πιο κοντά.  —Δε θέλετε τίποτα; τον ρώτησε.  —Όχι, τίποτα, Ελένη. Μα, αν θέλεις, έλα πιο ύστερα να τη βοηθήσεις.  Απομακρύνθηκε αλαφροπατώντας, όπως ήρθε.  Ήταν  ξυπόλυτη,  ντυμένη  στα  μαύρα,  μια  γυναίκα  του  λαού.  Το  στρογγυλό  της  πρόσωπο  έδειχνε  κατάχλωμο, και, μ' όλο που ήταν ακόμα νέα, ρυτίδες χάραζαν τα μάγουλά της και το μέτωπο.  Στο δέντρο τους, όπου γύρισε, ένα κοριτσάκι καθισμένο βαστούσε ένα άλλο μωρό αποκοιμισμένο.  —Που είναι ο αδερφός σου; ρώτησε η Ελένη το κορίτσι.  —Δεν ξέρω, μητέρα. Θαρώ πάει στο γιαλό.  —Α, στο γιαλό! φώναξε θυμωμένα. Εκεί θα τον χάνουμε τώρα; Άιντε να τον φέρεις!  Πήρε το μωρό απ' τα χέρια του κοριτσιού και το απόθεσε χάμω. Το σκέπασε. Μα, όταν το κοριτσάκι  έκαμε να φύγει, το κράτησε.  —Άσε τον αδερφό σου να παίξει, Ζαμπέτα, είπε μετανιωμένη. Πήγαινε καλύτερα να φέρεις νερό.  Η  Ζαμπέτα  είχε  καθαρά  γαλανά  μάτια,  ξανθά  μαλλιά,  πολύ  βρώμικα  ακόμα  απ'  τις  σκόνες  του  ταξιδιού. Στο πρόσωπό της φαινόταν μια σοβαρότητα αφύσικη για την ηλικία της, και το μικρό σώμα  έγερνε, σα να του πίεζε ένα βάρος τις πλάτες.  —Να πάω κ' εγώ, μητέρα, στο γιαλό; είπε παρακαλεστικά.  —Α, κ' εσύ στο γιαλό; Κόρη μου! εσύ θα βοηθήσεις τώρα εμένα! Δε με λυπάσαι;  Κ' έβαλε στα χέρια της κόρης της το κανάτι. 

Όταν  το  κοριτσάκι  έφυγε,  η  γυναίκα  έσκυψε  κι  άρχισε  να  καθαρίζει  το  μέρος  απ'  τις  πέτρες.  "Θα  κρύωσε", λέει μονάχη της, και συλλογίζεται την Ειρήνη Βένη. "Καημένη Κυρία, λέει πάλι, είναι βαρύ  για σένα." Είναι μονάχη και συλλογίζεται τη δυστυχία των άλλων, ίσως για να μπορεί να βρίσκει πιο  λίγη  τη  δική  της.  "Κι  αυτός  τι  φταίει;  λέει  για  το  Δημήτρη  Βένη.  Τόσο  ήμερος  και  καλός  άνθρωπος!  Μόνο  που  δεν  ήταν  να  ζήσουν  μαζί  οι  δυο  τους.  Δεν  ήταν  στη  μοίρα  τους.  Και  τώρα  που  ήρθε  το  κακό..."  Τη χώριζε την Ειρήνη Βένη απ' τους άλλους ανθρώπους του κοπαδιού ένα αδιαπέραστο τείχος: Ήταν,  κάποτες, η φαμίλια της αρχόντοι. Αυτό έδινε στη σημερινή της πτώση στοιχεία της τραγωδίας, και ο  χορός δεν πάσχει μονάχα στους τραγικούς. "Ω! κακόμοιρη Κυρία, μονολογούσε η απλή γυναίκα του  λαού. Πικρή που ήταν η μοίρα σου!..."  Κ' ενώ καθάριζε το δέντρο που ήταν η στέγη τους, έσκυβε στη γη και ξανάσκυβε, η δική της δυστυχία  έφευγε με το αλαφρό αγεράκι που άρχισε να φυσά απ' το Σαρωνικό, για να μείνει, μόνη παρούσα, η  δυστυχία της άλλης γυναίκας.  Τη θυμόταν την Ειρήνη Βένη σαν ήταν μικρή, στην πατρίδα τους, το μεγάλο σπίτι τους με τον κήπο, το  αμάξι, —το "παϊτόνι"—, που τη βγάζαν το βράδυ περίπατο. Ο πατέρας της ήταν Πρόξενος της Αγγλίας∙  είχε έναν Αράπη "καβάση", έναν άντρα ίσαμε κει πάνω, που καθόταν πάντα δίπλα στον αμαξά, στο  παϊτόνι,  με  μια  στολή  φανταχτερή  με  χρυσά  κουμπιά,  όταν  η  μικρή  Ειρήνη  έβγαινε  περίπατο.  Ήταν  εκπληχτικό, σαν παραμύθι, κάθε φορά το ταξίδι με τον Αράπη και με τη μικρή πριγκιπέσα που έβλεπε  σοβαρά  μέσα  απ'  τον  κινούμενο  θρόνο  τα  παιδιά,  τις  γυναίκες  και  τους  ψαράδες  του  τόπου,  που  μαζεύονταν στο πέρασμά της να τη δουν. Προπάντων ο Αράπης ήταν το πιο επικό στοιχείο στον κύκλο  του  παραμυθιού.  Οι  γυναίκες  τον  μνημονεύαν  στα  παιδιά  τους  σα  θέλαν  να  τα  φοβερίσουν  για  να  κοιμηθούν, και συναμεταξύ τους πάντα είχαν την απορία: "Πώς γίνεται, τόσο μικρό κι αδύνατο παιδί,  η Ειρήνη και δεν τον φοβάται;" Τον βλέπαν να τη σηκώνει στα χέρια του για να την κατεβάσει απ' το  αμάξι, εκείνη του παραδινόταν μ' εμπιστοσύνη και του τραβούσε το μουστάκι, ενώ αυτός γελούσε κι  άφηνε τις δυο θαυμάσιες σειρές τα δόντια του ν' αστράφτουν.  Όταν  η  μικρή  Ειρήνη  μεγάλωσε  αρκετά,  έλειπε  όλο  το  χειμώνα  στην  πόλη,  όπου  πήγαινε  να  σπουδάσει,  κοντά  στη  μεγαλύτερη  αδερφή  της,  τη  Μαρία,  που  έμενε  παντρεμένη  εκεί.  Μονάχα  το  καλοκαίρι  γύριζε,  ντυμένη  πάντα  με  άσπρο  φόρεμα.  Κι  ο  Αράπης  τη  σήκωνε  και  την  έβγαζε  απ'  τη  βάρκα  στο  μουράγιο,  μπροστά  στις  γυναίκες  του  χωριού  και  στα  παιδιά  τους,  που  περίμεναν  γύρω  απ' το σεβάσμιο αντιπρόσωπο της Αυτού Βρετανικής Μεγαλειότητος.  "Ποιο παλικάρι του τόπου μας μπορεί να πάρει η Ειρήνη σαν έρθει η ώρα της;" λέγαν οι γυναίκες, κι  όλες συμφωνούσαν πως δεν είχε ο τόπος τους παλικάρι που να μπορούσε να σηκώσει τα μάτια του  απάνω  της.  Κ'  η  ίδια  μια  μέρα  είχε  πει:  "Για  μένα  θα  'ρθεί  από  μακριά,  με  το  καράβι  του,  ένα  αρχοντόπουλο και θα με πάρει να φύγουμε!"  Μα  η  μοίρα  ήρθε  αμείλιχτη  σ'  εκείνο  το  σπίτι.  Ο  γερο  ‐Πρόξενος  καταστράφηκε  μονομιάς  με  κτηματικές εγγυήσεις που είχε δώσει μια χρονιά που η γη δεν έδωσε καρπό, το μεγάλο αρχοντικό και  τα κτήματα πουλήθηκαν στους δανειστές, το παϊτόνι δεν είχε πια άλογα. Και μονάχα ο Αράπης έμεινε  ν'  ακολουθά,  πεζός,  τον  κύριό  του  και  τη  μικρή  Ειρήνη,  σα  βγαίναν  να  περπατήσουν  μοναχοί  σε  μακρινούς  περιπάτους,  έξω  απ'  την  πόλη.  Τα  δυο  λιοντάρια  του  θυρεού,  που  ήταν  στην  πόρτα  του  σπιτιού  τους,  τα  κατέβασαν  απ'  τη  θέση  τους.  Κ'  ένα  χειμώνα,  κάμποσα  χρόνια  πριν  απ'  τον  πρώτο  ευρωπαϊκό πόλεμο, ο γερο ‐ Πρόξενος, ταξιδεύοντας για τη Σμύρνη, χάθηκε με το μικρό καράβι που  ναυάγησε. Έτσι, απ' όλον εκείνο το διάκοσμο του παραμυθιού δεν έμεινε στο τέλος παρά μονάχα ο  Αράπης με τα χρυσά κουμπιά πάνω στη στολή με τα χρώματα, που είχαν ξεθωριάσει πια, γερασμένος,  αμίλητος κ' έρημος να τριγυρνά στους μικρούς δρόμους, ίσαμε που τον πήρε η γη. 

Τότε  φάνηκε  στη  μικρή  τους  πόλη  ο  γιατρός,  ο  Δημήτρης  Βένης.  Πώς  βρέθηκε  εκεί;  Ερχόταν  απ'  το  εσωτερικό  της  Ανατολής,  απ'  τα  Σπάρτα,  έναν  τόπο  που  μιλούνε  όλο  τούρκικα  και  καλλιεργούνε  τριαντάφυλλα, μα όπου δεν έχει, λέει, θάλασσα. Ήταν πολύ πιο μεγάλος απ' την Ειρήνη. Είχε τα διπλά  της  χρόνια  σα  γύρεψε  να  την  παντρευτεί.  Είπαν,  τότε,  πως  αυτή  αρνήθηκε  στην  αρχή  επίμονα,  απελπισμένα, να πάει μ' έναν τόσο μεγάλο άνθρωπο που ήρθε από ξένο τόπο. Αυτό λοιπόν θα ήταν  "το  αρχοντόπουλο  με  το  καράβι"  των  παιδικών  χρόνων;  Μα  γύρω  της  δεν  υπήρχε  σωτηρία.  Και  τον  ακολούθησε, τελικά, η μικρή Ειρήνη, το κοριτσάκι του παϊτονιού με τον Αράπη με τα χρυσά κουμπιά.  Από  τότε  κλείστηκε  στον  εαυτό  της,  στριμώχτηκε,  έγινε  ξένη  για  όσους  και  για  όλα.  Απόφευγε  τους  ανθρώπους,  μιλούσε  σπάνια,  και  φανερά  έδειχνε  πως  ήταν  μια  γυναίκα  αφοσιωμένη  στο  σπίτι  της,  ευτυχισμένη και μόνη. Ήταν μια παγερή αντίδραση που έβρισκε η ταπεινωμένη περηφάνια της, ένας  τρόπος  να  κρύψει  τον  πανικό  της.  Κι  αυτή  η  προσπάθεια  ήταν  τόσο  επίμονη,  που  σιγά  ‐  σιγά  την  ξεμάκρυνε απ' τους ανθρώπους. "Φαντασμένη!" μουρμούριζαν από πίσω της οι γυναίκες του τόπου.  Κ'  εκείνη  είχε  συνηθίσει  σιγά  ‐  σιγά,  όταν  μάλιστα  ήρθε  το  πρώτο  και  μοναδικό  παιδί  τους,  είχε  συνηθίσει στη μοίρα της. Με το Δημήτρη Βένη δεν είχαν κανένα κοινό σημείο να συμφωνήσουν. Μα  της  είχε  δείξει  εξαρχής  τόση  αφοσίωση,  που  κάποτε  έφτασε,  ανεπαίσθητα  —  όσο  τα  χρόνια  περνούσαν — ν' αποκοιμίσει μέσα της την ταπείνωσή της. Συνήθισε σιγά ‐σιγά στις φαντασίες αυτού  του ξένου αδύναμου ανθρώπου, που όλο μεγάλα σχέδια οραματιζόταν και που θαύμαζε τη δύναμη,  όπου την έβρισκε.  "Ευρήκα αυτό! Είναι ολωσδιόλου νέο!" της έλεγε με στοργή.  Κι άνοιγε μ' ευλάβεια το μικρό πακέτο, μια νέα βιογραφία του Μεγάλου Ναπολέοντα.  "Α,  α!  του  έκανε  εκείνη  ειρωνικά.  Ο  εις  μίαν  μόνην  ώραν  την  γην  παίξας,  την  γην  χάσας  εις  του  Βατερλώ την χώραν!" του έλεγε, θυμίζοντάς του ένα ανόητο, αγαπημένο του ποίημα.  "Είναι ολωσδιόλου άγνωστοι σελίδες!" τη βεβαίωνε, χωρίς να προσέχει την ειρωνεία της.  Και  τη  νύχτα  ριχνόταν  με  πάθος  στις  άγνωστες  σελίδες,  όπου  περνούσαν  οι  επικές  μέρες  του  19ου  αιώνα,  ενώ  πλάι  αναπαυόταν  η  νέα  γυναίκα  του.  Εκείνη  αποκοιμόταν  τότε,  και  καμιά  φορά,  ξυπνώντας τρομαγμένη απ' το φως που αγρυπνούσε, τον έβρισκε απορροφημένο στο διάβασμα, με  κατακόκκινα μάτια και με χλωμό απ' τη συγκίνηση πρόσωπο.  "Μα δε θα κοιμηθείς επιτέλους; του έλεγε. Θα σε περιμένουν οι άρρωστοί σου το πρωί."  "Ω, είναι φοβερό!..." της αποκρινόταν συγκινημένος, χωρίς να προσέχει τις συμβουλές της. "Οι μέρες  στο Βράχο της Αγίας Ελένης..."  Σε τέτοιες χειμωνιάτικες νύχτες αγρύπνιας τύχαινε, άξαφνα,  να  'ρθούν και να χτυπήσουν την πόρτα  του, ζητώντας τον για κανένα βαριά άρρωστο. Πεταγόταν τότε έξαλλος, να βγει έξω στη βροχή και στη  θύελλα, να πάει σε βοήθεια του ανθρώπου, κυνηγημένος απ' τα οράματα της δύναμης, πιστεύοντας  κι  ο  ίδιος  πως  έκανε  κάτι  πολύ  δυνατό  και  πολύ  έξοχο.  Γύριζε  ύστερα  από  ώρα  στο  σπίτι  του  βρεμένος, λασπωμένος, σχεδόν γεμάτος ευτυχία.  "Φοβερός καιρός!" έλεγε στη γυναίκα του σ' έναν τόνο θριάμβου. Ή θύελλα μαίνεται έξω!"  "Υπάρχει σωτηρία;" ρωτούσε εκείνη για τον άρρωστο, πιστεύοντας πως το ευχαριστημένο ύφος του  είχε σχέση με τον ετοιμοθάνατο.  "Δεν  πιστεύω...",  της  έλεγε,  αναγκασμένος  ν'  αλλάξει  μονομιάς  τόνο.  "Αλλά...  ως  προς  το  δικό  μου 

χρέος... Επάλεψα και με τη θύελλα και με τας βουλάς του Υψίστου."  Μια φορά μονάχα, μια φορά, παρουσιάστηκε επιτέλους η πιθανότητα να γίνει κάτι πολύ δυνατό στη  ζωή  του,  να  γραφτεί  μια  σελίδα  επική:  Στις  πρώτες  μέρες  του  Μεγάλου  Πολέμου  του  1914,  πριν  ξεπατριστούνε, μια φελούκα έφευγε απ' τη Χίο, απ' την πιο κοντινή ακρογιαλιά της, και περνούσε, τη  νύχτα,  έναν  άντρα  σε  μια  απόμερη  λουρίδα  του  τόπου  τους.  Ο  άντρας  αυτός  κατέβαινε  στην  πόλη,  έβλεπε  τους  δημογέροντες  κ'  έπαιρνε  τις  πληροφορίες  που  του  δίναν  μυστικά.  Ύστερα  γύριζε  στην  Ελλάδα με τον ίδιο τρόπο.  Ώσπου  τον  πιάσαν  οι  Τούρκοι  αυτόν  τον  Έλληνα  τη  στιγμή  που  ξεμπαρκάριζε,  πιάσαν  και  τα  χαρτιά  που  είχε  απάνω  του.  Τήν  άλλη  μέρα  οι  πρώτοι  που  ξύπνησαν  στην  πόλη  είδαν  τρία  πτώματα  που  στριφογύριζαν  αργά,  κρεμασμένα  απ'  τα  μεγάλα  κλωνιά  ενός  πλάτανου.  Ήταν  και  οι  τρεις  απ'  τους  γέροντες του τόπου που κυβερνούσαν την κοινότητα. Ένα χαρτί στα στήθια τους έγραφε την απόφαση  που τους καταδίκαζε για προδότες.  Ο Δημήτρης Βένης γύρισε κείνο το πρωί στο σπίτι του αμίλητος και βαρύς. Κλείστηκε στο δωμάτιό του  κ' έμεινε μονάχος πολλές ώρες. Ήταν κι αυτός, τότε, ένας απ' τους δημογέροντες.  Σα βγήκε απ' το δωμάτιο, η Ειρήνη τον κοίταξε κατάματα.  "Βάλε ένα μαύρο φόρεμα, της είπε. Θα 'ρθεις μαζί μου."  Είχε έναν παράξενο, επιταχτικό τόνο η φωνή του, ασυνήθιστο για το χαρακτήρα του.  Την  πήρε  και  κατέβηκαν  στους  κρεμασμένους.  Πολύς  κόσμος  είχε  μαζευτεί.  Έβρεχε  λίγο.  Ο  αγέρας  ερχόταν ανοιχτά απ' το πέλαγο και κουνούσε τα κρεμασμένα κορμιά.  "Φοβάσαι;" ρώτησε ο Βένης.  Είχε γίνει κατάχλωμη. Ωστόσο έβαζε τα δυνατά της να κρατηθεί.  "Όχι", αποκρίθηκε, κ' έσφιξε το χέρι του.  Γύρισαν σωπαίνοντας στο σπίτι.  "Πρέπει να το θυμάσαι αυτό για να φανείς γενναία. Για τούτο σ' έφερα", είπε πάλι ο Δημήτρης Βένης.  "Θα το θυμάμαι."  Πίστευε στην Ελλάδα, στα μεγάλα όνειρα του Γένους. Όλα τα παραμύθια που έλεγε στη μικρή Άννα,  στο παιδί τους, πλέαν μες σ' αυτή τη μακρινή αγαπημένη Ελλάδα: πολύ γαλάζιο χρώμα, πολύ αίμα, ο  αγέρας  ανεμίζει  τα  μαλλιά  ενός  έφηβου  που  έρχεται  από  ξένο  τόπο  να  σκοτωθεί  στην  ιερή  γη,  καλεσμένος απ' τη φωνή της, οι γυναίκες χορεύουν αγκαλιασμένες και γκρεμίζουνται, μια ‐ μια, μες  στο βάραθρο.  "Πάνε κι αυτοί για την Ελλάδα!...", μουρμούριζε για τους κρεμασμένους, μονάχος του, ενώ γύριζαν.  "Απόψε να τους μελετάς μες στην προσευχή σου, Ειρήνη."  Το άλλο βράδυ ο Δημήτρης Βένης πήγε στο σπίτι του πιο βαρύς και συλλογισμένος. Οι Τούρκοι δεν  είχαν σταματήσει ν' ανακρίνουνε τον κόσμο για το περιστατικό. Πιάσαν και κάμποσες γυναίκες, για ν'  αναγκάσουν  τους  άντρες  τους  να  κάμουν  ομολογίες.  Ο  Βένης  ένιωθε  γύρω  του  να  σφίγγεται  και  να 

στενεύει ο κύκλος.  "Άκουσε Ειρήνη!"  Την κοίταξε με τέτοιο τρόπο που η νέα γυναίκα άρχισε να τρέμει.  "Δεν ξέρω, της είπε. Όμως, μπορεί να με πιάσουν κ' εμένα. Πρέπει να ετοιμαστούμε."  Της  έδωσε  οδηγίες  για  τα  ζητήματα  του  σπιτιού,  της  έδωσε  τα  κλειδιά  του,  της  έδειξε  τα  χαρτιά.  Η  νύχτα είχε προχωρήσει πολύ. Τότε της είπε:  "Μπορεί ύστερα από μένα να γυρέψουν να πάρουν κ' εσένα."  Την κοίταξε επίμονα μες στα μάτια, με γαλήνη και με ασφάλεια.  "Ξέρω πως θα φανείς γενναία ό,τι και να γίνει. Είσαι Ελληνίδα!"  Του πήρε και του φίλησε τα χέρια, συγκινημένη, τρέμοντας ολάκερη.  Ύστερα  οι  δυο  Βένηδες  αποτραβηχτήκαν  στο  δωμάτιό  τους,  χαμήλωσαν  το  φως  κι  άρχισαν  να  περιμένουν.  Μα δεν ήρθε κανένας. Μήτε κείνη, μήτε την άλλη νύχτα. Δεν ήρθε κανείς. Και η επική σελίδα έμεινε  άσπρη. Ωστόσο αυτό το  επεισόδιο είχε κάμει το έργο του. Και  ο καιρός που περνούσε  πρόσθετε το  δικό  του,  απόθετε  ένα  στρώμα  στοργή  στην  περήφανη  καρδιά  της  γυναίκας,  την  εξοικείωνε  περισσότερο. Και θα μπορούσε να προβλέψει κανένας το τέλος, ένα ήσυχο τέλος στη ζωή τους, μια  τελική  συμφιλίωση  και  γαλήνη.  Μα  ήρθε  το  νέο  μήνυμα  του  καιρού  και  ανατάραξε  βίαια  την  ισορροπία που με τόσο κόπο είχε γίνει.  Ο διωγμός των χριστιανικών πληθυσμών της Ανατολής κ' ύστερα η καταστροφή της δε βρήκε μονάχα  τ' αγαθά τους. Σ' αυτούς χτύπησε πιο βαθιά. Αποκάλυψε το κενό, το γύμνωσε, το έκαμε έρημο.  ...................................................................  Και  ο  χορός  διαιστάνθηκε  το  νέο  έργο  του  καιρού.  Σταμάτησε  να  βλέπει  με  οργή  τη  "φαντασμένη",  έβλεπε πιο καθαρά το περήφανο ζώο που, χτυπημένο πάλι, έπεφτε στη λάσπη.  "Ω!  κακόμοιρη  Κυρία!  μονολογούσε  η  Ελένη,  η  απλή  γυναίκα  του  λαού.  Τι  πικρή  που  ήταν  η  μοίρα  σου!"  Κοίταζε  σιωπηλή  το  πεσμένο,  κουβαριασμένο  σώμα,  που  αναπαυόταν  στη  ρίζα  του  δέντρου  τυραννισμένο και λερό.  Το σώμα σάλεψε. Ο ήλιος είχε ανεβεί κάμποσο ψηλά. Η Ειρήνη άνοιξε τα μάτια της.  —Α, εσύ είσαι, Ελένη;  —Ήρθα, Κυρία, να σε βοηθήσω. Θα βράσω τώρα νερό, να πιεις λίγο χαμομήλι. Θα σου κάμει καλό. Ο  γιατρός που είναι; ρώτησε πάλι, ενώ κοίταζε ν' ανάψει φωτιά με τα κλαδιά.  Η Ειρήνη σήκωσε τους ώμους. 

—Θα έχει πάει στ' άλλα δέντρα μήπως τον χρειάζεται κανείς.  —Α, τι άγιος άνθρωπος, Κυρία!... λέει η άλλη με αληθινό αίσθημα. Να 'ρθεί μαζί μας και να μείνει σ'  ετούτη την ερημιά! Ποιος άλλος θα το έκανε; Τι θα του χρωστούμε όλοι, εμείς και τα παιδιά μας!...  —Βέβαια δε θα το έκανε κανείς άλλος..., μουρμουρίζει η Ειρήνη εχτρικά, σα να το λέει μονάχα για τον  εαυτό της.  Αλλά μονομιάς καταλαβαίνει πως αρχίζει να εξομολογιέται, και σφίγγει τα χείλια της.  —Και το κορίτσι σας θα μένει όλο τον καιρό στην Αθήνα, τώρα; ρωτά πάλι η Ελένη.  —Θα μείνει όσο χρειάζεται, της απαντά ξερά.  Η ανάμνηση του παιδιού της γράφει κει καθαρά τη μορφή του, μες στο γαλήνιο πρωινό της Αττικής,  στο χώρο εκεί, ανάμεσα σε μια ξένη γυναίκα και στη μητέρα του: το σοβαρό πρόσωπο με το χρώμα  του σταριού, τις μαύρες μπούκλες και τα φωτεινά μάτια.  —Α! Αυτό το κορίτσι είναι κόρη σου, Κυρία! λέει η Ελένη μ' έναν τόνο θαυμαστικό. Έτσι ίδια ήσουν κ'  εσύ, παιδί, τότες με τον Αράπη...  Η λέξη χτυπά απότομα. Η Ειρήνη Βένη γυρίζει και την κοιτάζει σκληρά:  —Σώπασε πια! Σώπασε!  Η άλλη συμμαζεύεται φοβισμένη.  —Δεν ήθελα να πω τίποτα, Κυρία, δικαιολογήθηκε ταπεινά. Μονάχα μην πικραίνεσαι πια...  Στο μεταξύ της είχε ετοιμάσει το ζεστό της.  —Έλα, Κυρία, πιες το, της λέει συμπονετικά. Θα σου κάμει καλό.  Της μιλούσε με τον ίδιο σεβασμό, τη φώναζε "Κυρία", καθώς στην εποχή της ακμής τους, όταν τους  υπηρετούσε.  Είχε  μεγαλώσει  μέσα  στο  αρχοντικό  του  Πρόξενου  ως  τον  καιρό  που  παντρεύτηκε  το  Φώτη  Γλάρο,  και  ήταν  τόσο  απλή  που  δε  σκέφτηκε  να  καταργήσει  την  απόσταση  τώρα  στην  κοινή  καταστροφή.  Η Ειρήνη Βένη ήπιε το ζεστό. Της έκαμε αληθινά καλό... Σήκωσε το κεφάλι, είδε γύρω της. Στο βάθος  του  μικρού  κόρφου,  εκεί  που  άνοιγε,  έστεκε  κάτασπρο  το  ξωκκλησάκι  ο  Άι  ‐  Νικόλας.  Η  ματιά  της  προχώρησε πιο εδώ, ακολουθώντας τη γραμμή του κόρφου. Είδε ένα πράσινο βουνό με πεύκα, που  κατέβαιναν ίσαμε τη θάλασσα. Δεν ήταν ένα το βουνό. Ήταν τρεις απανωτοί λόφοι, ο ένας πίσω απ'  τον  άλλο,  κ' έκλειναν  τον  τόπο  απ'  το μέρος  του  βοριά.  "Να  που  υπάρχουν  και  δέντρα,  ας  είναι  και  μακριά." Η ματιά της  στάθηκε επίμονα σ'  εκείνο το σημείο.  Επίμονα. Επίμονα. Η Ελένη,  κινημένη  κι  αυτή απ' τη δύναμη της άλλης ματιάς, γυρίζει στο ίδιο σημείο να δει τι είναι.  Τίποτα άλλο δεν ήταν απ' τα βουνά που κλείναν τον ορίζοντα. Μα τότε, άξαφνα, φάνηκε από κει ένα  σημάδι στον ουρανό. Ένα πουλί. Ερχόταν πετώντας ψηλά, ολοένα πλησίαζε.  —Κοίταξε το πουλί..., μουρμούρισε η Ειρήνη σιγανά,, με τρομαγμένα μάτια. Μαύρο που είναι!... 

—Γεράκι θα 'ναι, Κυρία. Δεν είναι μαύρο.  Κ' ύστερα, σα να συναισθανόταν το φόβο που έτρεμε μες στην άλλη ματιά:  —Ένα πουλί είναι. Δεν είναι τίποτα, είπε.  Το γεράκι περνά αργά απ' την αλυκή, απ' τις κολόνες του αλατιού, έρχεται από πάνω τους, γράφει ένα  μεγάλο κύκλο κ' ύστερα χάνεται πίσω απ' το βουνό που τους έσκεπε.  —Αχ! αναστέναξε η Ειρήνη Βένη με ανακούφιση. Τι μου φάνηκε; λέει σα να  μιλά με τον εαυτό της.  Ένα πουλί ήταν...  Σηκώθηκε απάνω, τίναξε τα χέρια της. Σ' όλο το κορμί της ένιωθε ένα μούδιασμα. Ερχόταν ο Βένης.  —Α, μπράβο! της είπε, βλέποντάς τη σηκωμένη. Δεν αισθάνεσαι τίποτα. Ε;  —Όχι, δεν αισθάνομαι τίποτα.  —Εγώ  γύρισα  σ'  όλα  τα  δέντρα.  Όλοι  είναι  καλά.  Πιστεύω  κι  ο  τόπος  να  είναι  καλός.  Μονάχα  φοβούμαι μήπως υπάρχουν έλη.  —Να μη φοβάσαι τίποτα, του λέει η γυναίκα του ξερά. Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν, εδώ θα μείνουμε.  Δεν πρόσεξε, ή έκαμε πως δεν πρόσεξε τον πικρό σαρκασμό της.  —Θα μείνουμε, βέβαια, και θα τα σκεπάσουμε αν υπάρχουν.  —Κ' εσύ, σίγουρα, θα 'σαι επικεφαλής στο ηρωικό έργο!  —Δεν  είναι  καλό  αυτό  που  κάνεις,  περιορίστηκε  να  της  πει.  Έμελλε  να  'ρθουμε  εδώ.  Θα  πρέπει  να  στεριώσουμε.  —Μα δεν αμφιβάλλω! Ίσα ‐ ίσα λέω: έμελλε να μη στεριώσουμε πουθενά αλλού εκτός από δω...  Δε θέλησε να της πει τίποτα άλλο. Η Ελένη του έφερε λίγο ζεστό χαμομήλι.  —Εγώ θα φύγω τώρα, μα θα ξανάρθω, είπε. Ό,τι θέλετε, να με φωνάξετε.  Έμειναν πάλι οι δυο τους μονάχοι.  —Θα κοιμηθούμε κι απόψε κάτω απ' το δέντρο; ρώτησε εκείνη αδιάφορα.  Ο  σταθερός  τόνος  που  είχε  στη  φωνή  του,  όσο  ήταν  μπροστά  τους  η  ξένη  γυναίκα,  υποχωρεί  στο  μόνιμο ταπεινό του ύφος.  —Μας  έχουν  δώσει  το  λόγο  τους  πως  σήμερα  θα  'ρθουν  οι  σκηνές  με  καΐκι.  Δε  μπορεί  να  μας  γελάσουν. Ελπίζω να μην υποφέρεις κι απόψε, της είπε.    ΣΤΗΝ  ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΗ  των  προσφύγων  έγινε  μικρή  κίνηση.  Οι  άνθρωποι  σηκώνονταν  όρθιοι,  ο  ένας 

έδειχνε στον άλλο κατά το μέρος της μικρής χαράδρας που άνοιγε ανάμεσα στους δυο λόφους.  —Κοιτάξτε! Έρχουνται άνθρωποι! Ποιοι να 'ναι;  Ήταν μια πομπή δεκαπέντε ίσαμε είκοσι βλάχοι, νέοι και γέροντες. Με τα λιοκαμένα πρόσωπα, όλα με  μακριές γενειάδες, με τις κάπες τους και τις γκλίτσες στα χέρια, πλησίαζαν σιωπηλά, μ' επισημότητα,  φιγούρες  ερχόμενες  από  παμπάλαιους  χρόνους.  Το  αργό  περπάτημα  και  η  σιωπή  τους  σκόρπισε  μονομιάς ένα απροσδιόριστο αίσθημα φόβου στο κοπάδι των Φωκιανών.  Όλοι  μαζεύτηκαν  ασυναίσθητα  στο  ίδιο  μέρος,  στο  κέντρο  της  κατασκήνωσής  τους.  Σα  να  θέλαν  να  συγκεντρώσουν τη δύναμή τους.  —Ώρα καλή! είπε ο πρώτος βοσκός, ένας αψηλός γέροντας, ο πιο σεβάσμιος απ' όλους, ο ίδιος που ο  αναγνώστης θυμάται, τη χτεσινή νύχτα, στην κορφή του βουνού. Ώρα καλή! είπε κ' έφερε ένα γύρο τη  ματιά του.  Από δεξιά κι από ζερβά κι από πίσω του στάθηκαν οι άλλοι οι δικοί του, οι βοσκοί, ακουμπώντας με  τις μασχάλες στις γκλίτσες τους.  —Καλώς τους! αποκρίθηκαν πολλά στόματα οι πρόσφυγες.  —Τι είσαστε; είπε πάλι αργά ο γέροντας.  —Πρόσφυγες είμαστε! Πατρίδα μας ήταν οι Φώκες!  —Και τώρα πούθε ερχόσαστε;  —Ένα χρόνο περιπλανηθήκαμε στα μέρη της Πελοπόννησος κ' υποφέραμε πολύ. Τώρα μας δώσαν τη  γη εδώ, για να μείνουμε.  Ανάμεσα στις στερεωμένες γκλίτσες των βοσκών έγινε μικρή κίνηση. Μετακινήθηκαν, σάλεψαν λίγο,  πάλι ησύχασαν. Κανένας δε μίλησε άλλος απ' το γέροντα.  —Σας δώσαν, είπες, τη γη αυτή; κ' η φωνή του άρχισε να γίνεται τραχιά. Ποιος σας την έδωσε; Ποια  γη;  —Το  Κράτος  μας  είπε:  "Δική  σας  είναι  η  γη  της  Ανάβυσσος."  Μας  είπε  να  'ρθουμε  και  να  την  πάρουμε!  —Σας είπε να 'ρθετε και να την πάρετε; Και που 'ναι τα κοπάδια σας, τα ζωντανά σας;  —Δεν έχουμε κοπάδια. Δεν είμαστε βοσκοί. Θα ξεχερσώσουμε τη γη, και θα φυτέψουμε αμπέλια, και  θα σπείρουμε σιτάρι.  —Τι μιλάς, άνθρωπε, για σιτάρι και για αμπέλια που θα φυτέψετε σ' αυτή τη γη! φωνάζει έξαλλος ο  γέροντας. Τήρα λοιπόν κατά κει!  Σήκωσε  το  χέρι  που  βαστούσε  το  ραβδί  του  κ'  έγραψε  έναν  κύκλο  σ'  όλο  το  μικρό  κάμπο  τον  κλεισμένο απ' τους λόφους. Χωρίς να το θέλουν, όλα τα μάτια ακολούθησαν τον κύκλο, υποταγμένα  στην προσταγή της χειρονομίας. 

—Από τότες που είμαστε εμείς εδώ, λέει η αυστηρή φωνή, κι από τότες που ήταν οι πατέρες μας, κ' οι  πατέρες τους, σ' ετούτη τη γη μοναχά βούρλα και πουρνάρι βλασταίνουν, και τίποτ' άλλο δεν έζησε  εδώ εξόν τα κοπάδια μας! Λοιπόν, για τι σιτάρι και για τι αμπέλια μου μιλάς!  Είχε το βαρύ, το ακατάλυτο και ανελέητο των παμπάλαιων πραγμάτων, της μοίρας ή του θανάτου, η  βαθιά φωνή που ερχόταν από μακρινούς χρόνους να υπερασπίσει τη γη τους απ' τους βάρβαρους.  —Μοναχά τα κοπάδια μας, σου είπα, κ' εμείς μπορούμε να κάμουμε στον έρημο τούτον τόπο, γιατί  έτσι  το  βρήκαμε  απ'  τους  γονιούς  μας!  Μοναχά  εμείς  μπορούμε  να  βαστάξουμε  εδώ,  γιατί  μας  φωνάζει το χώμα, αυτό κι όχι άλλο! Λοιπόν, τι γυρεύετε εσείς, φουκαράδες, στα μέρη μας;  Έλεγε, έλεγε κ' η φωνή του έτρεμε, σα να προαισθανόταν πως η προσπάθεια ήταν μάταιη.  —Θα πεθάνετε στη δίψα! έλεγε. Πηγή νερό δε βρίσκεται εδώ. Κι αν σκάψετε βαθιά και βρείτε φλέβα,  το νερό θα 'ναι γλυφό σα θάλασσα. Θα σας ρημάξουν οι πυρετοί, κι ο αγέρας κι ο άμμος. Αν γίνει και  φυτρώσει σπαρτό, ο άμμος θα κάθεται απάνω στο φύλλο του και στον καρπό του και θα τον ξεραίνει.  Πριν δείτε σοδειά, θα 'χετε πεθάνει, εσείς και τα παιδιά σας. Λοιπόν, φύγετε, σου λέω!  Το επανάλαβε ξερά, άγρια, τραχιά:  —Φύγετε, είπα, από δω!  Είπε, σώπασε, κι ακούμπησε το ραβδί του, κοιτάζοντας μες στα μάτια το κοπάδι τους Φωκιανούς.  Ένα  σούσουρο  έγινε  τότε  ανάμεσα  στους  πρόσφυγες.  Η  φωνή  του  τόπου,  που  μιλοόσε  μέσο  του  γέροντα, τα δεινά και το όραμα του θανάτου, φοβερού και βέβαιου, που έσυρε πάνω απ' τα κεφάλια  τους,  τους  είχε  μουδιάσει,  σκόρπισε  μέσα  τους  το  φόβο,  πυκνό  σύννεφο  σε  γυμνό  ουρανό.  Στέκαν  βουβοί, γυμνά δέντρα, γυμνές ρίζες που σαλεύουν στα τυφλά, μπλέκουν μες στον αγέρα τα πλοκάμια  τους, τυραννισμένα και βίαια, γυρεύοντας, με το ένστιχτο των πραγμάτων, χώμα.  Στέκαν,  ίσαμε  που  το  αγέρι  του  Σαρωνικού  που  φύσησε  τράβηξε  από  πάνω  τους  το  πνεύμα  του  πανικού. Τότε, το ίδιο άγρια, σκληρά, μ' όλες τις σκοτεινές δυνάμεις των κορμιών που γύρευαν πια ν'  ακουμπήσουν στέρεα, στην αρχή μια φωνή, ύστερα άλλη, ύστερα όλες μαζί, γυναίκες και γερόντοι και  άντρες του κοπαδιού, άρχισαν να ουρλιάζουν:  —Δε φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!  Ο  άνεμος  πήρε  τις  φωνές  και  τις  σκόρπισε,  τις  χτύπησε  στις  πλαγιές  του  βουνού  και  τις  δυνάμωσε.  Ένα  σύννεφο  άμμος  σηκώθηκε  και  τους  τύλιξε  μέσα  του.  Αλάλαζαν  και  κουνούσαν  τα  χέρια  τους  ψηλά, μες στο θολό σύννεφο, θολοί σαν τέρατα του βυθού.  —Θα μείνουμε δω, κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια, κι ας πεθάνουμε!  Τότε ο θυμός που φούσκωνε ξέσπασε και στην άλλη μεριά, στους βλάχους.  —Ε,  λοιπόν!  φώναζε  ο  γέροντας,  φώναζαν  τώρα  κ'  οι  άλλοι  βοσκοί.  Μείνετε,  λοιπόν,  και  θα  δούμε  ποιος θα στεριώσει σ' αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά  σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ'  εμάς και στα παιδιά μας, ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!  Είχαν χαθεί μες στη χαράδρα, απ' όπου είχαν έρθει, κι ακόμα ακούγονταν οι φοβερές φωνές τους. 

Τότε το σύννεφο ο άμμος χαμήλωσε και κατακάθισε στη γη. Αμίλητο, βαρύ, πιεσμένο απ' το στυφό  κύμα το φόβο, έγειρε και το κοπάδι των Φωκιανών στη γη. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ  Όπου ένας άνθρωπος γυρεύει να κυνηγήσει χίμαιρες στη γη της Αναβύσσου.  Η  ΕΠΑΥΡΙΟΝ  ξημέρωνε  πάνω  στα  κορμιά  των  Φωκιανών,  που  είχαν  περάσει  και  τη  δεύτερη  νύχτα  κάτω  απ'  τα  δέντρα.  Απ'  τ'  ανατολικά,  απ'  τη  σειρά  των  λόφων,  το  άστρο  της  αυγής  ζυγιζόταν  στην  ξερή γη της Αναβύσσου σα γεράκι που βιγλίζει το θύμα του.  Ο Γλάρος ξύπνησε κ' έσπρωξε τη γυναίκα του, που κοιμόταν πλάι του.  —Ελένη! Ε!...  Ξύπνησε απότομα, τρομαγμένη.  —Είναι τίποτα; ρώτησε κι ανασηκώθηκε.  —Όχι, τίποτα. Η νύχτα πέρασε ήσυχα.  —Φοβήθηκα μπας και μας πειράξουν οι βλάχοι. Δόξα σοι ο Θεός!  —Εγώ το είπα πως δεν έχουμε, για την ώρα να φοβηθούμε τίποτα. Μα πιο ύστερα θα μας χτυπήσουν.  Να 'σαι σίγουρη!  Είχε  πια  συνηθίσει,  αυτή  όπως  κι  όλοι  τους,  να  λογαριάζει  την  αξία  της  κάθε  στιγμής  μονάχα.  Η  ευτυχία ή η δυστυχία του μέλλοντος είναι υπόθεση τόσο μακρινή!  —Ποιος ξέρει! είπε.  Και δόξασε πάλι το Θεό για την ήσυχη νύχτα.  —Εγώ θα φύγω μόλις φέξει, είπε ο Φώτης. Θα πάω να κοιτάξω τη γη σ' όλο το μέρος. Θα πρέπει να  διαλέξουμε το μερδικό που μας πέφτει και ν' αρχίσουμε.  —Δεν ξέρω αν αυτό φελά σε τίποτα, να διαλέξεις, είπε η γυναίκα. Όλος ο τόπος είναι το ίδιο ξερός.  Και...  Σταμάτησε χωρίς ν' αποτελειώσει τη σκέψη της. Ήξερε πως ο άντρας της δεν το συνήθιζε να παίρνει τη  γνώμη της. Κ' εκείνη είχε μάθει, σαν τη μάνα της, να υποτάζεται.  Ρώτησε μονάχα:  —Θέλεις να 'ρθώ μαζί σου;  Όχι, δεν ήθελε. Τι να κάμει; Ύστερα θα είχε να φροντίσει για τα παιδιά τους.  —Θα πάω μοναχός μου.  Ήταν ένα κοντό, αδύνατο σκαρί, με μικρά έξυπνα μάτια, πολύ νέος ακόμα, με τεντωμένες φλέβες στα  μπράτσα του. 

Έφυγε κ' έλειψε πάνω από πέντε ώρες. Γύρισε κατακουσμένος.  —Έτσι είναι, είπε στη γυναίκα του. Η γη σ' όλο τον τόπο είναι ίδια.  —Λοιπόν θα πάμε στα τυφλά;  —Στα τυφλά. Αύριο θα σου δείξω το μέρος. Είναι κοντά.  Σώπασαν μια στιγμή. Δεν είχαν καθαρή την αίσθηση του τι γινόταν αυτή την ώρα. Μονάχα στο βάθος  της  συνείδησής  τους,  σκοτεινά,  το  διαισθάνονταν  πως  κείνη  η  στιγμή  αποφάσιζε  για  τις  τύχες  ενός  μικρού κόσμου που ακόμα δεν είχε δει το φως, για την ιστορία των παιδιών τους, που έμελλε να είναι  η ιστορία της γης που διάλεξαν.  —Είναι όμως κοντά στο Θεό, της είπε, για να προσδιορίσει το μέρος.  Ο Γλάρος είχε γυρίσει σ' όλο τον ξερό κάμπο και ερχόταν πίσω, αποφασισμένος να πάρουν τον κλήρο  τους  όπου  και  να  'ναι,  όταν  έπεσε  απάνω  σ'  ένα  μισογκρεμισμένο  ξωκκλήσι.  Πόρτα  δεν  είχε,  μήτε  εικονίσματα.  Ήταν  ένα  απ'  τα  φτωχικά  άσυλα  όπου,  στα  μέρη  της  Αττικής,  βρίσκαν  καταφύγιο  οι  αναχωρητές των βυζαντινών καιρών, άνθρωποι απλοί και θεοσεβούμενοι, που γέμιζαν τους τοίχους  με  το  πνεύμα  της  οδυνηρής  τους  αντίθεσης  προς  το  περιβάλλον,  με  αυτοβιογραφίες  που  παίρναν  σχήματα αγίων. Όπως και στ' άλλα παρόμοια καταφύγια του Υμηττού, στους τοίχους που τους είχαν  δείρει  οι  βροχές  κ'  οι  άνεμοι  τόσους  αιώνες  δε  μέναν  παρά  μονάχα  λίγο  χρώμα  και  λίγα  σχήματα,  μορφές που τις απορρόφησε ο καιρός.  Ο Γλάρος έκαμε το σταυρό του σα βρέθηκε μπροστά στο ξωκκλησάκι.  "Βοήθησέ με! είπε στο Θεό. Έχω γυναίκα και μικρά παιδιά."  Το  περιεργάστηκε,  ύστερα  βγήκε  και  ξέτασε  το  μέρος  έξω.  Πρόσεξε  πως  είχε  πολλές  πέτρες.  Βρισκόταν  κ'  ένας  τοίχος  χαμηλός  και  μακρύς  πολύ.  Στην  αρχή  τον  πήρε  για  φράχτη.  Όμως,  σαν  κοίταξε πιο καλά κ' είδε το γερό δέσιμό του με τη γη, συμπέρανε πως θα ήταν χαλάσματα από κάποια  οικοδομή που θα υπήρχε κάποτε.  "Σε τούτο δω το μέρος μια φορά σίγουρα ζούσανε ψυχές, είπε. Γιατί να μην είναι πιο καλό από κάθε  άλλο στο μικρό κάμπο;"  Απ' τα βάθη του καιρού ερχόταν η ζέστη του ανθρώπου που κάποτε μέρεψε κ' ευλόγησε με το μόχθο  του αυτή τη γη. Ο Γλάρος κοίταξε γύρω του. Η θάλασσα δεν ήταν πιο πολύ από χίλια μέτρα από δω.  Και  τα  ρέματα,  καθώς  λογάριαζε  απ'  τ'  αυλάκια,  έπρεπε  να  περνούν  χαμηλά,  σε  τρόπο  που  να  μην  είναι φόβος, αν έβρεχε πολύ, να τους πειράξουν.  "Εδώ!" είπε, κ' έκαμε το σταυρό του.    ΟΙ ΑΛΛΟΙ ακόμα δε γυρίσαν; ρώτησε ο Γλάρος τη γυναίκα του, ρίχνοντας μια ματιά στα δέντρα.  —Φαίνεται, ψάχνουν.  —Τι ψάχνουν; ρώτησε πάλι, έχοντας τώρα ο ίδιος γνώμη για τη γη. Λείπει κι ο γιατρός; 

—Όχι, δεν τον είδα να φύγει. Κάπου δω θα βρίσκεται.  Ο Γλάρος τράβηξε τότε, πηγαίνοντας να τον βρει.  Συνήθιζε  να  κάνει  πάντα  ό,τι  του  έλεγε  το  ένστιχτό  του.  Είχε  μια  τυφλή  εμπιστοσύνη  στις  σκοτεινές  δυνάμεις  που  παρακολουθούν  τον  άνθρωπο.  Όμως,  ίσα  ‐  ίσα  γι'  αυτό,  επειδή  οι  αποφάσεις  που  έπαιρνε ήταν οριστικές και αμετάκλητες και υπόλογες μονάχα στο Θεό, καταλάβαινε την ανάγκη να  έχει μια σύμφωνη γνώμη, τη ζεστασιά από ένα άλλο πλάσμα. Πολύ σπάνια αυτό το άλλο πλάσμα ήταν  η γυναίκα του. Εκείνη ήταν ένα μόριο απ' τον ίδιο τον εαυτό του, έπρεπε να είναι η φωνή του με άλλο  στόμα, δε μπορούσε να χρησιμέψει σε τέτοια ανάγκη. Ο γιατρός, που ήταν η σοφία του κόσμου μες  στο κοπάδι τους, έμενε το πιο στέρεο στήριγμα.  Προχώρησε  κατά το δέντρο τους.  Μιλούσαν  κ'  εκείνοι, ο Δημήτρης Βένης με τη γυναίκα  του, για το  ίδιο  πράμα.  Η  αίσθηση  της  ομάδας,  που  ένωνε  το  κοπάδι  ίσαμε  χτες  γιατί  τους  έδενε  η  οδύνη  του  δρόμου και οι κίνδυνοι του ξένου τόπου, είχε αρχίσει ν' αδυνατίζει μόλις σκόρπισε ο καθένας για να  διαλέξει τη δική του γη.  —Όλοι οι άντρες λείπουν. Ξέρεις γιατί; έλεγε ο Δημήτρης Βένης στη γυναίκα του.  —Το ξέρω.  Και πρόσθεσε με σκληρό τόνο:  —Μονάχα εσύ μένεις!  Έκαμε πως δεν πρόσεξε, καθώς έκανε συχνά τον τελευταίο καιρό.  —Δε θα είχα να κάμω τίποτα εγώ, είπε. Τι ξέρω από γη; Αλλά έχω κ' εγώ το σκοπό μου...  —Τι είναι; ρώτησε αδιάφορη η Ειρήνη.  Έδειξε με το χέρι του μια μικρή ακτίνα γύρω τους.  —Αυτό εδώ το μέρος, είπε. Θα μείνουμε στο κομμάτι τούτο της γης.  Προσπάθησε  να  της  δώσει  να  καταλάβει  πόσο  θα  ήταν  καλό.  Εκεί  γύρω  βρίσκονταν  λίγα  δέντρα.  Η  θάλασσα ήταν πλάι τους. Εκεί θα γινόταν και το μικρό χωριό τους, όταν θα τους βοηθούσε το Κράτος  να χτίσουν καλύβες. Μπορούσαν να βλέπουν τα καράβια να περνούν και να φεύγουν. Ήταν ήμερα; θα  σκάλιζαν το χώμα εκεί στη ρίζα του βουνού. Θα τους βοηθούσαν στο σκάψιμο οι χωριανοί, κ' εκείνος  θα φρόντιζε για την υγεία τους.  Τον παρακολουθούσε αδιάφορη, χωρίς να φαίνεται να έχει κανένα ενδιαφέρον για όλα αυτά.  —Κ' έπειτα..., είπε ο Δημήτρης Βένης, και η φωνή του έγινε επίσημη.  Γύρισε το πρόσωπό της, κινημένη απ' την αλλαγή του τόνου.  —Κ' έπειτα;...  —Κ' έπειτα θα φυτέψω τριαντάφυλλα στον τόπο που θα ξεχερσώσουμε, είπε ο Βένης, και η φωνή του  λίγο έτρεμε. 

Τότε η Ειρήνη θέλησε να γελάσει. Μα σταμάτησε το γέλιο που ερχόταν, και το πρόσωπό της πήρε τη  στυφή έκφραση που έπαιρνε συχνά.  —Δεν έκαμες ποτέ σου τίποτα που να μην ήταν ανώφελο και μέτριο! είπε. Ωστόσο, τώρα έλεγα πως  θα ετοίμαζες, έστω κι αυτή τη γη που διάλεξες, για σιτάρι. Κ' ήταν η πρώτη φορά που θα σ' έβλεπα να  είσαι θετικός και χρήσιμος. Μα η μοίρα σου φαίνεται πως είναι ως το τέλος άλλη.  Κάτω απ' τον ίσκιο του πεύκου η φωνή δεν κατόρθωνε να πάρει τίποτα απ' τη δροσιά που μάζευε το  δέντρο. Έμενε ανίλεη και στεγνή.  —Η μοίρα σου είναι ως το τέλος άλλη! επανάλαβε σκληρά.  Χτυπημένος, ύψωσε τώρα κι ο Βένης για μια στιγμή τη φωνή:  —Κ' η δική σου είναι έτσι, και δε θ' αλλάξει πια!  Μα την ίδια στιγμή θέλησε να δικαιολογηθεί και να της εξηγήσει. Της είπε πως όλος ο κόσμος στην  πατρίδα  του  καλλιεργούσε  τριαντάφυλλα.  Το  ροδόσταμα  δίνει  πιο  πολύ  κέρδος  απ'  το  σιτάρι.  Κ'  οι  πρόγονοί του όλοι καλλιεργούσαν τριαντάφυλλα. Αυτός μονάχα είχε απιστήσει. Μια λοιπόν τώρα και  του παρουσιαζόταν η ευκαιρία ν' αναστήσει ένα κομμάτι γη...  Έφτανε, πάνω στην ώρα, ο Γλάρος στο δέντρο τους. Η Ειρήνη γύρισε και τον είδε, αποφασισμένη να  ταπεινώσει τον άντρα της.  —Θα καλλιεργήσουμε κ' εμείς γη, Φώτη! του λέει. Το 'μαθες;  —Διαλέξατε που θα πάρετε κλήρο; ρώτησε αυτός. Ποιος σας διάλεξε τόπο;  —Θα  καλλιεργήσουμε  τις  ρίζες  του  βουνού  εδώ,  είπε  η  Ειρήνη  Βένη.  Κ'  ύστερα  θα  φυτέψουμε  τριαντάφυλλα!  Κοίταζε τον απλό άνθρωπο επίμονα, αυστηρά, χαιρόταν την έκπληξη που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό  του.  —Κ' ύστερα θα φυτέψουμε τριαντάφυλλα! ξαναείπε μ' έναν τόνο θριάμβου και χλευασμού.  —Μα αυτό δε μπορεί να γίνει!... τόλμησε ο Γλάρος να πει, και στα μικρά του μάτια έπαιξε η επιθυμία  να γελάσει. Τι θα τα κάμετε τούτα δω τα κατσάβραχα; Κ' ύστερα, τι θα τα κάμετε τα τριαντάφυλλα, αν  πούμε πως θα φυτρώσουν;  —Θα τα στολιστούμε! είπε η Ειρήνη Βένη, και τα μάτια της λάμπανε.  Είχε  την  αγριότητα  του  λαβωμένου  ζώου  η  ματιά  της  που  άστραφτε.  Ο  Βένης  δε  μιλούσε.  Κοίταζε  κατά τη θάλασσα, προσπαθώντας να συγκρατηθεί.  —Στον κάμπο έχει γη που μπορείς να την ξεχερσώσεις, είπε ο Γλάρος. Θα φτάσει για όλους μας. Εκεί,  γιατρέ, θα πρέπει να πάρετε κ' εσείς ένα κομμάτι. Θα μπορέσετε να φυτέψετε, καθώς εμείς, αμπέλι,  για, να σπείρετε σιτάρι.  Ο Βένης γύρισε αργά και τον κοίταξε: 

—Εμείς θα μείνουμε σ' αυτό το μέρος, εδώ!  Κ' έπειτα:  —Με  το  θέλημα  του  Θεού,  πρόσθεσε  πιο  σιγά,  και  είχε  μιαν  απίθανη  αποφασιστικότητα  η  σχεδόν  γεροντική και αδύνατη φωνή του.    ΜΙΑ  ΓΑΛΑΖΙΑ  γραμμή  πάνω  στο  χώμα  της  γης,  όπου  είναι  δέντρα,  τάφοι,  φωτιά  της  αστραπής  που  γράφεται και σβήνει, βυθιζόμενη μες στο πέλαγο, πέρα απ' όλα  η σιγή που είναι το τελευταίο όριο  του  κόσμου  —  ποια  να  είναι,  άραγες,  η  μοίρα  του  κόσμου;  Προσπαθώ  να  πω,  αναγνώστη,  για  τη  μοίρα  μερικών  ανθρώπων,  θα  ήθελα  να  πω  για  τα  κόκαλα  που  θα  τ'  ασπρίσει  η  θάλασσα  σα  θα  σκεπάσει και τούτο το καταφύγιο της γης, ύστερα από αμέτρητα χρόνια. Λέω πως δεν ξέρω τίποτα πιο  άξιο να γλυτώσει τον άνθρωπο απ' την πίκρα της αβεβαιότητας, όσο η σιωπή και η βεβαιότητα των  άστρων.  …ἀμφὶ δὲ γαῖα φερέσβιος ἐσμαράγιζε  καιομένη, λάκε δ᾽ ἀμφὶ πυρὶ μεγάλ᾽ ἄσπετος ὕλη.  Ἔζεε δὲ χθὼν πᾶσα καὶ Ὠκεανοῖο ῥέεθρα  πόντος τ᾽ ἀτρύγετος· τοὺς δ᾽ ἄμφεπε θερμὸς ἀυτμὴ  Τιτῆνας χθονίους, φλὸξ δ᾽ αἰθέρα δῖαν ἵκανεν  ἄσπετος, ὄσσε δ᾽ ἄμερδε καὶ ἰφθίμων περ ἐόντων  αὐγὴ μαρμαίρουσα κεραυνοῦ τε στεροπῆς τε.  Καῦμα δὲ θεσπέσιον κάτεχεν Χάος…* 

Έτσι  έγινε  τότε,  στη  μεγάλη  πάλη  για  την  αρμονία  του  κόσμου.  Στην  αρχή  έγινε  το  Χάος,  ύστερα  η  πλατιά Γη, ύστερα η δύναμη που σέρνει τα σώματα το ένα στο άλλο, για να συνεχιστεί η ζωή. Ήρθε,  ύστερα, η νύχτα και το φως και ο ουρανός, η θεότητα της κίνησης και της διάρκειας, οι θεότητες των  ποταμών και των πηγών. Ένα άστρο του κόσμου είπε τότε:  "Κοίταξε κει κάτω, στη Γη. Θαρώ σαλεύουν."  "Σαλεύουν", αποκρίθηκε το άλλο άστρο.  Και η σιωπή του παγωμένου στερεώματος σκέπασε πάλι τη νύχτα και το βάθος, στην αρχή της ζωής  των ανθρώπων πάνω στη Γη.  Δε θα 'ναι τίποτα διαφορετικό σαν έρθει η ώρα του τέλους.  *  

                                                             *

 Ησίοδος, Θεογονία 693. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ  Τάφοι.    Η  ΖΩΗ  ΑΡΧΙΣΕ  τον  κανονικό  της  δρόμο  στην  Ανάβυσσο.  Το  Κράτος  έδωσε  στους  πρόσφυγες  σκηνές,  εργαλεία  και  λίγα  μέσα  για  να  σηκώσουν  από  ένα  καλύβι  και  να  ζήσουν  ίσαμε  που  να  τους  δώσει  καρπό η γη που θα ξεχέρσωναν.  Από  πολύ  πρωί,  απ'  τα  χαράματα,  όλο  το  κοπάδι  οι  Φωκιανοί  παίρναν  το  δρόμο  για  τα  χωράφια.  Μονάχα  οι  άρρωστοι  κ'  οι  γέροι  κάθονταν  να  φυλάνε  τον  καταυλισμό.  Φοβόνταν  ακόμα  τους  βλάχους∙ αυτοί όμως δεν είχαν δώσει κανένα σημάδι από κείνη την πρώτη μέρα που είχαν στείλει την  πρεσβεία τους. Μέναν ακόμα στον καταυλισμό και οι χτίστες, που χτίζαν τα καλύβια του συνοικισμού  με πλίθους από λάσπη.  Στη διαλεγμένη γη, πλάι στο ξωκκλήσι, δούλευε κι ο Γλάρος με τη φαμίλια του. Aπό καιρό σε καιρό  πήγαινε και σ' ένα άλλο χωράφι, στο "Θυμάρι", που έπεσε στον κλήρο του.  Η δουλειά ήταν πολύ δύσκολη, το χέρσο χώμα πολύ σκληρό κι ο τόπος γεμάτος από πέτρα και σκίνα.  Όσο περνούσαν οι μέρες, η γυναίκα του Γλάρου φοβόταν πιο πολύ πως δεν είχαν διαλέξει καλό μέρος  για κλήρο τους.  —Λέω πως σε πολύ βάθος ακόμα θα βρίσκουμε πέτρα, έλεγε στον άντρα της.  Ο Γλάρος σταματούσε να σκάβει, καταλαβαίνοντας που πάει η κουβέντα της.  —Μια φορά εδώ φαίνεται πως ζήσανε ψυχές, της απαντούσε με πείσμα. Ξέρω γω τι κάνω! Θα πάμε  απάνω στ' αχνάρια τους.  Η  Ελένη  δεν  έλεγε  τίποτα  άλλο,  και  πάλι  άρχιζε  να  σκάβει.  Μπορεί  και  να  'χε  δίκιο  ο  άντρας  της.  Σίγουρη βέβαια δε μπορούσε να είναι πως το χώμα εδώ ήταν πολύ χειρότερο απ' τ' άλλα κομμάτια τη  γη που πήραν οι πατριώτες τους. Όμως το πως πατούσαν σε χώμα που ίσως, κάποτε, το δούλεψαν κι  άλλοι άνθρωποι, το να γυρεύουν τ' αχνάρια που θ' άφησαν, αυτό τους έδινε παρηγοριά.  Και  οι  μέρες  περνούσαν,  ώσπου,  ένα  πρωινό,  η  αξίνα  του  Γλάρου  έβγαλε  στην  επιφάνεια  ένα  πιο  βέβαιο  μήνυμα  εκείνων  των  ανθρώπων.  Ένας  θαμμένος  τοίχος,  καμωμένος  με  τεράστιες  πέτρες,  φάνηκε σε λίγο βάθος.  —Έλα να δεις! φώναξε τη γυναίκα του. Τούτο δω δεν είναι τοίχος;  Βέβαια ήταν τοίχος. Τον περιεργάζονταν κ' οι δυο, τη γερή δεσιά του.  Τι να ήταν; Τι να ήταν ο κόσμος που βγαίναν τ' αχνάρια του;  —Οι άνθρωποι στην αλυκή, που ξέρουν τον τόπο, λένε παράξενα πράματα, είπε ο Γλάρος. Λένε πως  κάποτες εδώ ήταν μεγάλη πολιτεία και πως ένα μέρος της βούλιαξε μες στη θάλασσα.  Έτσι λένε. Όταν δε φυσά τ' αγέρι κ' είναι μπουνάτσα, στο βυθό του κόρφου μπορούν να δουν τοίχους  και μεγάλα πιθάρια κι άλλα έργα βγαλμένα από χέρι ανθρώπου. 

—Φαίνεται πως θα χάθηκαν στον κατακλυσμό που λέει το Βαγγέλιο, συμπέρανε ο Γλάρος.  —Μπορεί  να  χάθηκαν  τότες,  λέει  κ'  η  γυναίκα,  ψαύοντας  τις  τεράστιες  πέτρες  του  τοίχου.  Τι  άνθρωποι, άραγες, να ήταν;  Ο Γλάρος φαινόταν να σκέφτεται.  —Λες  να  'χουν  καμιάν  αξία  τούτα  δω;  αναρωτήθηκε.  Λένε  πολλά,  στα  μέρη  εδώ,  για  τις  θαμμένες  πέτρες που βρίσκουν.  Μα  η  γυναίκα  του  είναι  πλάσμα  θετικό.  Η  φαντασία  είναι  μια  άσκηση  και  θέλει  καλλιέργεια.  Κ'  η  γυναίκα του Γλάρου, όπως όλες οι γυναίκες της σειράς της, δεν είχε ποτέ καιρό για το είδος.  —Θα τα διαδίνουν οι οκνοί, είπε, όσοι δε θέλουν να ξεχερσώσουν γη, περιμένοντας να θησαυρίσουν  απ' τις πέτρες.  —Κι  όμως  οι  άνθρωποι  στις  αλυκές  δε  γελούν  σα  λεν  τέτοια  παράξενα  πράματα,  επίμενε  ο  άντρας.  Λεν πως όλοι οι λάκκοι που βρίσκουνται εδώ κ' εκεί στον κάμπο είναι ανοιγμένοι από χωριάτες που  έκαμαν την τύχη τους γυρεύοντας αρχαίες πέτρες.  Ναι,  έτσι  λέγαν  οι  άνθρωποι  στις  αλυκές,  και  οι  διαδόσεις  παίρναν  και  δίναν  τώρα  στο  μικρό  καταυλισμό των Φωκιανών. Όταν μοίρασαν τη γη, τους έκαμαν εντύπωση οι λάκκοι που ήταν γεμάτος  ο τύπος. Γι' αυτό άρχισαν σιγά ‐σιγά να στήνουν αυτί στις ιστορίες για τις θαμμένες πέτρες. Ωστόσο,  τόσον  καιρό  που  καθάριζαν  τη  γη  κ'  ετοιμάζανε  το  χώμα  για  το  αλέτρι,  κανένας  δεν  είχε  ακόμα  πει  πως είχε ξεθάψει κάποιο  σημάδι απ' τους θησαυρούς.  Έτσι το πράμα άρχισε να μετατοπίζεται στην  περιοχή  του  παραμυθιού  και  να  χάνει  κάθε  στέρεη  βάση  στη  συνείδηση  των  Φωκιανών,  που  θα  προτιμούσαν ένα κομμάτι οργωμένη γη, έτοιμη για σπόρο, απ' το θησαυρό που θα ερχόταν, ο Θεός  ξέρει πότε.  Γι' αυτό, τούτος ο αρχαίος τοίχος, που πρόβελνε στα μάτια του Γλάρου, πρώτο σημάδι του θρυλικού  κόσμου, άρχισε να ζωντανεύει το ξεχασμένο παραμύθι, να κινεί τη φαντασία του, ζωηρή, απείθαρχη,  δουλεμένη ασύνειδα από τόσες γενιές προγόνους, ανθρώπους της θάλασσας του Αιγαίου.  —Θα πρέπει να τον σκεπάσουμε, λέει στη γυναίκα του, αρχίζοντας να διαγράφει το εμπορικό μέρος  της δουλειάς. Δε θα πεις σε κανέναν τίποτα, ίσαμε που να δούμε τι γίνεται. Μονάχα εγώ θα πρέπει να  ρωτήσω κάποιον που να ξέρει.  Σκάλιζε με το νου του.  —Ποιόν όμως;  —Δεν  ξέρω  τι  θα  βγει  απ'  αυτά,  παρατήρησε  η  γυναίκα,  επιμένοντας  στη  δυσπιστία  της.  Μα  θαρώ  πως, αν πρέπει να ρωτήσεις κάποιον, θα ρωτήσεις το γιατρό.  Όχι, δεν είχε την ίδια γνώμη.  —Τι ξέρει ο γιατρός από δαύτα; Κι αυτός Ανατολίτης είναι.  Μονάχα άνθρωποι που είναι από τούτα  δω τα μέρη μπορούν να ξέρουν.  Κι  όμως,  σκεφτόταν  μονάχη  η  γυναίκα,  οδηγημένη  απ'  το  ένστιχτό  της  σε  αναλογίες,  κι  ο  Βένης  ετοιμάζεται  να  φυτέψει  στα  κατσάβραχα  έναν  τριανταφυλλώνα.  Γιατί  λοιπόν  να  μην  του  έχει,  σε 

τέτοια, εμπιστοσύνη ο άντρας της; Ίδιοι είναι.  —Έτσι θα γίνει, είπε ο Γλάρος αποφασιστικά. Θα μιλήσω στον ξένο απ' τα Καλύβια. Στον Πράσινο...  Ήταν, ο ξένος απ' τα Καλύβια, ένας αψηλός άντρας, με κίτρινο μούτρο, με ψαρά μαλλιά, μ' ένα μυτερό  πηγούνι  και  πράσινα  μάτια,  παγερά  και  σκληρά.  Μιλούσε  πολύ  λίγο∙  κανένας  δεν  ήξερε  πολλά  πράματα  για  τη  ζωή  του.  Απ'  τις  πρώτες  μέρες  που  οι  Φωκιανοί  φτάσαν  στην  Ανάβυσσο,  ήρθε  κι  αυτός,  έστησε  μια  μεγάλη  σκηνή  κι  άρχισε  να  πουλά  στους  πρόσφυγες  ψωμί  και  τροφές,  που  τις  έφερνε απ' το πιο κοντινό χωριό πίσω απ' τους λόφους. Ο ίδιος δεν ανακατευόταν στη διαχείριση της  καντίνας, γιατί είχε φέρει μαζί του έναν υποταχτικό, που έκανε τούτη τη δουλειά. Το αφεντικό με τα  πράσινα  μάτια  καθόταν  λίγο  για  να  επιβλέπει  τη  σκηνή,  να  κουβεντιάζει  με  τους  πρόσφυγες  που  έρχονταν  για  να  ψουνίσουν,  να  τους  γυρεύει  νέα  για  τις  δουλειές  τους.  Τον  πιο  πολύν  καιρό  τον  περνούσε  γυρίζοντας  στο  μικρό  κάμπο,  στα  μέρη  που  ξεχέρσωναν  οι  Φωκιανοί.  Ήταν  λιγομίλητος,  αλλά πάντα τους εγκαρδίωνε.  "Τι να 'ναι, άραγες, αυτός; λέγαν συναμεταξύ τους οι πρόσφυγες. Τι να θέλει από μας;"  "Ένας που θέλει να κερδίσει. Τι άλλο!"  Στην  αρχή  νόμισαν  πως  μπορούσαν  να  μάθουν  πιο  πολλά  για  τον  πράσινο  άνθρωπο  απ'  τον  υποταχτικό του, ένα χωριάτη με βαριές κινήσεις και καστανά μάτια, γεμάτα προσποιημένη αφέλεια  και πονηριά, απ' το γνώριμο τύπο που βρίσκει κανείς στ' αρβανιτοχώρια της Αττικής.  Τον ρωτούσαν:  —Ο αφεντικός σου φαίνεται να έχει πολύν πλούτο. Τι γυρεύει να κερδίσει από δω;  Ο Αρβανίτης, τότε, σήκωνε τα πονηρά μάτια του στον ουρανό, τα γέμιζε ένα στρώμα αγαθοσύνη και  αποκρινόταν:  —Αγαπά τα μέρη που έχουν θάλασσα. Γι' αυτό ήρθαμε. Στα Καλύβια δεν έχει θάλασσα.  Η αλήθεια είναι πως, και να ήθελε να πει πολλά, δε θα 'ξερε μήτε ο υποταχτικός για το αφεντικό του.  Στα  Καλύβια  ο  Πράσινος  είχε  έρθει  απ'  το  Λαύριο  την  εποχή  —1911—  που  γίνηκαν  στην  Ανάβυσσο  ανασκαφές  των  αρχαίων  τάφων.  Δούλεψε  στο  σκάψιμο,  μα  ενώ  οι  άλλοι  που  δούλευαν  μαζί  του  είδαν  σε  τούτο  το  έργο  μονάχα  μια  αναπάντεχη  τύχη  για  την  τροφή  τους  ενός  καλοκαιριού,  ο  Πράσινος είχε φαντασία και είδε πιο πολλά μέσα στα χώματα. Είδε, πιο πολύ, μέσα στα πρόσωπα των  αρχαιολόγων που έκαναν τις ανασκαφές. Απ' την  έκφρασή τους σε κάθε νέο εύρημα, έκανε για τον  εαυτό του μια απλή και σοφή διαβάθμιση των αξιών. Έμαθε να μελετά τη σύσταση του εδάφους, που  ήταν  πιθανά  το  χώμα  να  κρύβει  αρχαίους  τάφους  και  που  όχι,  έμαθε  να  διαισθάνεται.  Μια  μέρα,  άξαφνα,  βρήκαν  έναν  από  τους  πιο  αρχαίους  τάφους.  Στο  τρίτο  στρώμα  της  γης  αναπαυόταν  μια  κόρη. Τα κόκαλά της είχαν δεθεί με το χώμα, που τα σκέπασε τριάντα αιώνες, κ' είχαν γίνει σώμα ένα  μαζί του. Ο χωριάτης απ' το Λαύριο πήγε να τραβήξει το ένα το χέρι της νεκρής κόρης, σα να 'θελε να  τη  βοηθήσει  να  σηκωθεί.  Και  τότε  το  κόκαλο  τρίφτηκε  μες  στις  χούφτες  του  κ'  έγινε  χώμα.  "Μη!"  φώναξε  ο  σοφός  από  πάνω.  "Μην  το  αγγίζεις!"  Σκάψαν,  τότε,  με  προσοχή  γύρω  ‐  γύρω  στην  κόρη,  ίσαμε  που  βρήκαν  ένα  θαυμάσιο  αγγείο  με  απλές  φιγούρες.  Δεν  ήταν  τίποτα  φανταχτερό.  Το  πρόσωπο  ήταν  σχεδιασμένο  απ'  τη  μια  του  μεριά,  και  στην  κόχη  της  μύτης  φούσκωνε  ένα  μεγάλο  άτεχνο μάτι. Άλλα αγγεία που είχαν βρεθεί είχαν πιο όμορφα σχέδια. Ωστόσο η ταραχή στο πρόσωπο  των  σοφών  έδειχνε  πως  εκείνο  θεωρούσαν  το  πιο  καλό  τους  εύρημα.  Κι  ο  χωριάτης  απ'  το  Λαύριο  συλλογιζόταν:  "Αυτό  το  σχέδιο,  τώρα  να  κάτσω,  θα  μπορούσα  να  το  κάμω  κ'  εγώ,  τη  στιγμή  που  τ'  άλλα δε θα μπορούσα." Και από κει έφτασε στο συμπέρασμα να εκτιμά ό,τι δείχνει πως θα μπορούσε 

να το κάμει ο καθένας, έφτασε στην ουσία των απλών και μεγάλων έργων.  Ύστερα τέλειωσαν οι ανασκαφές, οι αρχαιολόγοι πήραν τα αγγεία και φύγανε, κι ο τάφος της κόρης  έμεινε  ανοιχτός,  ώσπου  ήρθε  ο  καιρός  των  βροχών  κ'  έκαμε  τα  κόκαλά  της  λάσπη  και  χώμα.  Ο  άνθρωπος απ' το Λαύριο έμεινε μονάχος να γυρίζει σα φάντασμα και να σκάβει τη γη της Αναβύσσου,  όταν  μια  μέρα,  άξαφνα,  η  φήμη  γέμισε  στα  Καλύβια  πως  έκαμε  πλούτον  μεγάλο,  χωρίς  κανένας  να  ξέρει αν βρήκε χρυσάφι ή άλλο θησαυρό.  Πολλές κοπέλες γύρεψαν τότε να τον παντρευτούν. Αρνήθηκε επίμονα κάθε φορά. Η απομόνωσή του  με  τους  αρχαίους  τάφους  ολοένα  τον  έκανε  να  ξεμακραίνει  απ'  τους  ζωντανούς  ανθρώπους.  Δεν  κουβέντιαζε με κανένα, τα μάτια του είχαν γίνει πιο πράσινα και το πρόσωπό του ακόμα πιο κίτρινο.  Ένα ‐ δυο χωριάτες απ' τα Καλύβια είχαν μπει στη δούλεψή του και σιγά ‐ σιγά αφομοιώθηκαν με τη  σκοτεινή  προσωπικότητα  του  κυρίου  τους.  Γίνηκαν  αμίλητοι  και  πονηροί.  Χτυπούσαν  τη  γη  για  λογαριασμό του. "Δε θέλω τεμπέληδες, τους είχε πει∙ αν βρείτε τίποτα, θα 'χετε την πλερωμή σας∙ αν  δε βρείτε, δε δουλεύετε για μένα."  Κι αυτό βάσταξε καιρό, ίσαμε που ήρθε στην Ανάβυσσο το καραβάνι των Φωκιανών.    ΑΥΤΟΝ με τα πράσινα μάτια θα πρέπει να ρωτήσω, έλεγε ο Γλάρος στη γυναίκα του. Μονάχα αυτόν.  —Δε μου φαίνεται καλός άνθρωπος, παρατήρησε εκείνη.  —Δε μας έκαμε τίποτα κακό.  —Τα μάτια του είναι πράσινα και τον φοβάμαι, ξανάπε η γυναίκα, κοιτάζοντας τη γη.  —Να φοβάσαι τα πράσινα μάτια και να μην ανακατεύεσαι σ' ό,τι αποφασίζω!  Του αποκρίθηκε ταπεινά:  —Εσύ ξέρεις.    ΤΟ  ΙΔΙΟ  ΑΠΟΓΕΜΑ  ο  Γλάρος  πήγε  να  βρει  τον  ξένο.  Δεν  ήταν  στην  καντίνα  του.  Τον  βρήκε  στην  ακρογιαλιά, κατά τα βράχια.  —Ήρθα να σε ρωτήσω, του είπε, για ένα πράμα που εσύ μονάχα θα ξέρεις να μου πεις.  Ο άλλος έδειχνε πως δεν του έδινε καμιά σημασία.  —Τι θέλεις; ρώτησε αδιάφορα.  —Στο  χωράφι  μου  έβγαλα  ένα  θαμμένο  τοίχο.  Λέω  πως  θα  'ναι  τίποτα  αρχαία,  απ'  αυτά  που  γυρεύουν εδώ στον τόπο σας.  Τα πράσινα μάτια γυρίζουν και στυλώνουνται απότομα απάνω του.  —Πάμε να δω! 

—Καλά, αύριο το πρωί, λέει ο Γλάρος.  —Όχι, τώρα είπα!  —Μα το σκέπασα πάλι με χώμα, παρατήρησε ο Φωκιανός. Θα πρέπει να το ξεσκεπάσουμε, και δε θα  μας πάρει η ώρα.  Μα ο Πράσινος δεν ήθελε δεύτερη γνώμη.  —Θα μας πάρει! είπε, και τον τράβηξε.  Ο Γλάρος πήγε, πήρε την αξίνα και το φτυάρι του και τράβηξε, μαζί με τον ξένο, στο χωράφι. "Α! έλεγε  μονάχος του. Βιάζεται. Καλό σημάδι."  Φτυάρισε το χώμα. Οι πέτρες του θαμμένου τοίχου φάνηκαν κάτω απ' τον ήλιο που βασίλευε πίσω  από  την  Αίγινα.  Τα  πράσινα  μάτια  ερευνούσαν  τον  τοίχο  από  δω  ‐  από  κει.  Μες  στο  χώμα  ήταν  ανακατεμένα  κομμάτια  από  σπασμένα  αγγεία.  "Κεραμίδια",  είχε  σκεφτεί  ο  Γλάρος.  Πρόσεξε  τον  Πράσινο, όταν τούτος βγήκε έξω απ' το λάκκο αφού τον επιθεώρησε. Ήταν ταραγμένος, μα κοίταζε να  μην το δείξει.  —Θα μου το νοικιάσεις το χωράφι σου για τρεις μήνες, είπε. Τι γυρεύεις;  Ο Φωκιανός τότε κατάλαβε, προαιστάνθηκε μονομιάς.  —Δε γυρεύω τίποτα, αποκρίθηκε. Δεν το νοικιάζω.  —Θα 'χεις δέκα χιλιάρικα, επίμενε ο άλλος, με φωνή που ολοένα δυνάμωνε. Θα 'χεις και σκαμμένο το  χωράφι άμα θα το πάρεις πίσω. Δέχεσαι;  Το ποσό, στην κατάσταση που βρισκόταν ο Γλάρος, ήταν τόσο μεγάλο που τον τρόμαξε. Μάζεψε όλη  του τη δύναμη να βασταχτεί.  —Όχι, είπε. Δε θα το δώσω.  Ο άλλος, τότε, χίμηξε και τον άρπαξε απ' τη μαλλίνα που φορούσε. Είχε μια δύναμη κρυφή που δεν  του φαινόταν. Τα πράσινα μάτια άστραφταν.  —Θα πάρω και την τελευταία πέτρα που θα βγάλεις απ' το χώμα τούτο! του είπε άγρια. Και θα την  πλερώσω ακριβά. Κι αν δε θέλεις, τότες θα λογαριαστούμε!  Ο Φωκιανός έπιασε το χέρι που τον βαστούσε και το κατέβασε ήρεμα.  —Μην κάνεις έτσι, του είπε. Θα δούμε τι θα γίνει.    Ο  ΓΛΑΡΟΣ  γύρισε  στον  καταυλισμό  τους  ταραγμένος.  Α!  για  τέτοιες,  λοιπόν,  δουλειές  βρισκόταν  ο  πράσινος άνθρωπος εδώ; Φώναξε τη γυναίκα του κατά μέρος και της είπε την είδηση, το ποσό που  πρόσφερνε ο ξένος και πως αρνήθηκε.  Τότε τη γυναίκα την έπιασε παράξενη ταραχή. 

—Γιατί δε δέχτηκες; του έλεγε. Γιατί δε δέχεσαι; Αύτό είναι τύχη απ' τον ουρανό! Τι περιμένεις;  —Μα δεν το καταλαβαίνεις, το λοιπόν, πως για να δώσει τέτοιο ποσό θα πει πως περιμένει τίποτα με  μεγάλη αξία κρυμμένο στη γη; Κανέναν παλιό θεό... Γιατί, λοιπόν, να μην τον παίξω;  —Άντρα  μου,  τι  καταλαβαίνουμε  εμείς  απ'  αυτά;  επίμενε  η  γυναίκα.  Θα  'χουμε  τροφή  για  όλο  το  χειμώνα. Για όλο το χειμώνα!...  Καταλάβαινε  την  καρδιά  της  να  χτυπά  δυνατά.  Ένα  προαίσθημα  έκανε  τα  χείλια  της  να  τρέμουν.  Έβλεπε στυλωμένο απάνω τους, απάνω στην ησυχία που άρχισε με τόσον κόπο να σταλάζει στις μέρες  και στις νύχτες τους της Αναβύσσου σκληρό και απειλητικό το πράσινο μάτι.  —Φοβάμαι, είπε σιγά,  Ο άντρας φάνηκε για μια στιγμή να διστάζει. Μα η ιδέα πως μπορούσε να ήταν μια μεγάλη ξαφνική  τύχη που άνοιγε την πόρτα της, και το πείσμα του τον σταμάτησαν οριστικά.  —Όχι! Θα παίξουμε μονά ‐ ζυγά. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ  Όνειρα για ένα θαμμένο θεό.    ΟΙ  ΚΑΛΥΒΕΣ  των  Φωκιανών  σιγά  ‐  σιγά  άρχισαν  να  ψηλώνουν.  Το  χώμα  είχε  πολύν  άμμο,  όμως  πιο  καλό  δε  βρισκόταν.  Μ'  αυτό  κάναν  πλίθους.  Στην  αρχή  δυσκολεύτηκαν  πολύ  από  νερό,  γιατί  ήταν  φόβος  το  μοναδικό  πηγάδι  που  βρισκόταν  να  μην  έσωνε  να  τους  δώσει  μήτε  το  νερό  που  ήταν  χρήσιμο για τη ζωή τους. Το παίρναν με οικονομία. Από τότε όμως που δυο ‐ τρεις Φωκιανοί βρήκαν  νερό  κι  άνοιξαν  τρία  πηγάδια,  στο  μέρος  που  ο  καθένας  είχε  διαλέξει  για  το  καλύβι  του,  πέρασε  κι  αυτός ο φόβος. "Είναι η ίδια φλέβα που κλαδώνεται κάτω απ' τη γη", είχε πει ο γερο ‐ Ματθαίος, ένας  σεβάσμιος  γέροντας,  τελευταίος  κληρονόμος  του  προνόμιου  της  πανάρχαιης  παράδοσης  των  ραβδοσκόπων,  που  είχε  η  φαμίλια  του  στην  πατρίδα  τους,  να  μαντεύουν  το  μέρος  που  είχε  νερό.  Ήταν μια δύναμη υπερφυσική και σκοτεινή, που επιβαλλόταν στους απλούς τούτους ανθρώπους σαν  υπαγόρευση του ουρανού.  Την  άλλη  μέρα  κιόλας  σαν  ήρθαν  στην  Ανάβυσσο,  ο  γερο  ‐  Ματθαίος  κοίταξε  από  που  έβγαινε  ο  ήλιος. Είχε μια νύφη με τα δυο παιδιά της. Ο γιος του είχε μείνει αιχμάλωτος στην Ανατολή.  —Να σε βαστάξω, πατέρα, είπε η νύφη, και τον έστησε καταπρόσωπο στον ήλιο.  Τότε ο γέρος έκαμε το σταυρό του τρεις φορές, ύστερα γονάτισε κ' έκαμε τρεις μετάνιες, φιλώντας τη  γη  και  προσευχόμενος.  Ύστερα  σηκώθηκε,  πήρε  το  ραβδί  του  κι  άρχισε  να  περπατά  αργά,  σα  να  έψαυε,  σιωπηλός,  αποτραβηγμένος  στον  εαυτό  του.  Από  πίσω  τον  ακολουθούσαν  η  νύφη  και  τα  εγγόνια του. Κάπου ‐ κάπου σταματούσε, σήκωνε το ραβδί του με τρόπο που να μην αγγίζει τη γη, κ'  έμενε εκεί, με τα μάτια του στηλωμένα επίμονα στο χώμα, περιμένοντας τη μυστηριακή απόκριση του  νερού που έτρεχε, σκοτεινά, στα έγκατα. Δεν έβρισκε, και πάλι προχωρούσε.  Τέλος, κάποτε, σταμάτησε οριστικά.  Το χέρι που βαστούσε το ραβδί άρχισε να τρέμει αλαφρά. Στο σεβάσμιο πρόσωπο περιχύθηκε, τότε,  ανεπαίσθητη ωχρότητα. Ήταν φανερό πόσο όλες οι δυνάμεις είχαν συγκεντρωθεί στο ίδιο σημείο. Τα  χείλη του κινήθηκαν.  —Εδώ, είπε.  Και χτύπησε τη γη με το ραβδί του.  Βρήκαν τη  φλέβα  σε  είκοσι μέτρα βάθος. Έσκαψε το πιο πολύ  η νύφη του  ραβδοσκόπου, μια γερή,  μελαχρινή, δυστυχισμένη νέα γυναίκα. Βοήθησε κ' ένας συγγενής τους, μα το πιο πολύ βάρος έπεσε  στη γυναίκα. Ήταν σκληρή δουλειά. Γι' αυτό, βγαίνοντας απ' το μεγάλο λάκκο, που ολοένα βάθαινε,  μουσκεμένη στον ίδρο, έπεφτε καταγής ξεσπώντας σε αναφιλητά.  —Αχ, γιατί να μείνει! έλεγε, κ' έκλαιγε για τον άντρα της που άφησε στην Ανατολή. Τι θ' απογίνουμε!  Τι θ' απογίνουμε!  Ο γερο ‐ ραβδοσκόπος άπλωνε τότε τα χέρια του, ώσπου να βρει το κορμί της, και τότε τη χάδευε στο  κεφάλι.  —Σώπα, κόρη μου, έλεγε. Να δεις που θα 'ρθει, κι όλα θα σιάξουν τότες. 

Η κοπέλα σηκωνόταν ύστερα να φροντίσει για να φάνε τα μικρά παιδιά της, κι ο γέρος έμενε μονάχος  πάνω απ' το λάκκο, να μιλά με το υπόγειο νερό που έτρεχε και που, σήμερα‐αύριο, κινημένο απ' το  ραβδί που είχαν βλογήσει οι πρόγονοί του, θα 'βγαινε στο φως, ύστερα από τόση μυστική ζωή.    ΣΤΗ  ΡΙΖΑ  του  μικρού  λόφου,  πλάι  στη  θάλασσα,  η  καλύβα  του  γιατρού  Βένη  έχει  τώρα  ψηλώσει.  Καλύβα δεν είναι η σωστή λέξη. Ξεχωρίζει απ' τις άλλες, τις φωκιανές, γιατί είναι πιο ψηλή και γιατί,  μη  έχοντας  ανάγκη  από  χώρο  για  ζωντανά,  είχαν  δώσει  πιο  πολλή  άνεση  στο  χώρο  για  τους  ανθρώπους.  Μια μικρή σκάλα οδηγεί σ' ένα δεύτερο πάτωμα, χωρισμένο σε δυο κάμαρες με μεγάλα παράθυρα.  Από κει γράφεται καθαρά η γραμμή της Αίγινας, ο κάβος του Άι ‐ Νικόλα, το Λαγονήσι και, πιο μακριά,  στο βάθος, η γραμμή της Πελοποννήσου, δεμένη με τη γραμμή του Πόρου.  Τις πρωινές ώρες και τ' απογέματα, οι νέοι κάτοικοι του τόπου συνήθισαν πια να βλέπουν από μακριά  την  αδύνατη  φιγούρα  του  γιατρού,  σκυμμένου  στη  γη,  να  καθαρίζει  το  χώμα  απ'  τα  σκίνα  και  τις  πέτρες. Τη χοντρή δουλειά για το ξεχέρσωμα, όλη τη μέρα, την κάναν δυο Φωκιανοί που είχε πάρει ο  γιατρός.  Μα  κι  ο  ίδιος  δε  μπορούσε  να  συχάσει.  Σα  να  μην  τους  εμπιστευόταν  τη  γη  που  είχε  προοριστεί για ένα έργο.  Απ'  το  πίσω  παράθυρο,  που  βλέπει  κατά  το  βουνό,  παρακολουθεί  και  η  Ειρήνη  Βένη  την  αδύνατη  μορφή που αγωνίζεται, που σκύβει και πάλι σηκώνεται, που σφουγγίζει τον ίδρο του προσώπου του,  ενώ τα μάτια του δεν αποχωρίζουνται τη γη.  —Έχει δίκιο, συλλογίζεται μονάχη της. Οι πρόγονοί του τον ακολουθούν.  Ύστερα σκύβει απάνω στο φτωχικό τραπέζι που βρίσκεται μπροστά της και συνεχίζει το γράμμα που  γράφει:  "Ο πατέρας σου είναι πολύ αποτραβηγμένος με τη γη του. Είναι βέβαιος πως τον ερχόμενο χρόνο θα  έχει ένα χωράφι από τριαντάφυλλα. Τότε πιστεύει πως θα έχουμε κάθε άνεση με ό,τι θα παίρνουμε,  και πως έτσι θα μπορέσεις να σπουδάσεις. Στο μεταξύ θα πρέπει να έρθεις και να μείνεις μαζί μας.  Έχουμε ετοιμάσει το δωμάτιό σου στο καλύβι μας, που τέλειωσε. Θα έρθεις, βέβαια, μαζί με τη θεία  σου, και θα μείνετε στο ίδιο δωμάτιο. Αισθάνουμαι να είμαι πολύ μόνη και έρημη, παιδί μου."  Ακούστηκαν τα βήματα του άντρα της που ερχόταν.  —Θα μας δυσκολέψει πολύ το ξερό χώμα, λέει ο Βένης. Μα θα παλέψουμε.  —Το πιστεύω.  Έπειτα:  —Νομίζω  πως  μπορεί  πια  να  'ρθει  η  αδερφή  μου  με  την  Άννα,  πρόσθεσε  η  Ειρήνη.  Κ'  ύστερα,  θα  περιμένουμε τα τριαντάφυλλα...  Την κοίταξε μες στα μάτια.  —Κ' εγώ λέω πως μπορούν να 'ρθουν, αποκρίθηκε μόνο. 

Του έδωσε το γράμμα.  —Πότε θα περάσει ο ταχυδρόμος;  —Μα, θαρώ, αύριο.  Σε λίγο:  —Λες  πως  μπορεί  να  χειροτερέψουν  τα  μάτια  της  Μαρίας  με  το  να  έρθει  εδώ;  ρώτησε  για  τη  μεγαλύτερη αδερφή της.  —Δεν έχει να κερδίσει τίποτα με το να μείνει στην πόλη. Στην ηλικία της δε μπορεί πια να γίνει λόγος  για εγχείριση, ούτε για άλλη θεραπεία.  —Είναι βέβαιο, λοιπόν; Δεν έχει να περιμένει τίποτα;  —Όχι, δεν έχει να περιμένει τίποτα. Σιγά ‐ σιγά θα χάσει ολότελα το φως.  Πέρα,  πίσω  απ'  τη  θάλασσα,  πίσω  απ'  την  Αίγινα,  ο  ήλιος  βασίλευε.  Ένα  μικρό  χρυσό  σύννεφο  κρέμεται απάνω στο νησί. Η Ειρήνη Βένη το παρακολουθεί κάμποση ώρα και συλλογίζεται τη μοίρα  της  μεγαλύτερης  αδερφής  της.  Σίγουρα  η  ζωή  εκείνης  είχε  αρχίσει  καλύτερα  απ'  τη  δική  της.  Είχε  αγαπήσει  τον  άντρα  που  της  προορίστηκε,  πριν  ακόμα  έρθει  η  καταστροφή  του  πατρικού  τους  του  σπιτιού.  Δε  βάσταξε  πολύ  η  ευτυχία  της,  όμως  υπήρξε.  Ο  άντρας  της  πέθανε  πολύ  νέος,  κ'  εκείνη  βρέθηκε, στο Μεγάλο Πόλεμο, έρημη, μ' ένα νέο αγόρι, στην Αίγινα όπου καταφύγανε. Πέρασαν εκεί,  τότε, δύσκολα τα χρόνια του πολέμου. Και πάλι γύρισαν στον τόπο τους και πάλι φύγαν. Μα αυτή τη  φορά πια δεν την ακολούθησε κανείς, την αδερφή. Το αγόρι της έμεινε στην Ανατολή.  —Θα μπορούσε, τουλάχιστο, να της είχε μείνει ο ένας απ' τους δυο, ψιθύρισε η Ειρήνη Βένη.  —Μα γιατί ξεγράφεις το γιο της; είπε ο γιατρός. Κάθε τόσο έρχουνται νέα μηνύματα απ' την Ανατολή.  Εγώ ελπίζω.  —Είναι μες στη φύση σου, γι' αυτό. Ίσως εγώ να ξέμαθα πια να περιμένω.  Κλείδωσε τα χέρια της και κοίταξε έξω απ' το παράθυρο.  —Είναι μητέρα και θα περιμένει ώσπου να πεθάνει, είπε η Ειρήνη. Κ' έπειτα, πρόσθεσε σε λίγο, θαρώ  πως σ' αυτό κ' οι δυο σας δεν έχετε διαφορά. Μπορείτε να περιμένετε...  Η ώρα είναι ήμερη, και το τοπίο έξω, και το φως δεν το χτυπά οδυνηρά, να τροποποιεί τη μορφή των  πραγμάτων.  —Θαρώ  πως  θα  έπρεπε  να  είχες  αλλάξει  κ'  εσύ  λίγο,  Ειρήνη,  λέει  σιγά  ο  Βένης.  Να  συνήθιζες  λίγο,  κάθε φορά... Γιατί υποφέρεις; τη ρώτησε πάλι κ' η φωνή του έτρεμε.  Ήταν  μια  στιγμή  απ'  τις  πολύ  σπάνιες,  όπου  το  πρόσωπό  της  δεν  είχε  κείνο  το  σκληρό  ύφος  που  αφόπλιζε τον αδύνατο άνθρωπο.  —Δεν πειράζει, Δημήτρη. Συνηθίζει κανείς τόσο αργά...  Απ' το παράθυρο είδαν την Ελένη που ερχόταν στο σπίτι τους. Ο γιατρός την έδειξε. 

—Γιατί,  λοιπόν,  τούτοι  οι  απλοί  άνθρωποι  μπορούν  να  συμβιβάζουνται  με  τη  μοίρα  τους  κι  όχι  κ'  εμείς; είπε σιγά.  Αιστάνθηκε  ανακούφιση  που είδε την ξένη γυναίκα να έρχεται. Ήταν σα μια βοήθεια  που την  είχαν  πολύ ανάγκη κ' οι δυο τους. Γιατί κάθε φορά ήταν βέβαιο πως καμιά κουβέντα τους δε θα τέλειωνε  χωρίς λόγια πικρά.  —Καλώς τη! τη δέχτηκε πρόσχαρα ο γιατρός. Πώς είσαστε στο σπιτικό σας;  Τους  καλησπέρισε,  προσπαθώντας  να  χαμογελάσει.  Μα  ήταν  φανερό  πως  ήταν  στεναχωρεμένη  και  την απασχολούσε κάτι.  —Σας συμβαίνει τίποτα; ρώτησε ο Βένης.  —Τίποτα, αποκρίθηκε βιασμένα. Ήρθα να δω την Κυρία, αν θέλει να τη βοηθήσω.  —Καλά, καλά, λέει ο γιατρός, καταλαβαίνοντας πως ήθελε να μιλήσει στη γυναίκα του. Εγώ τώρα θα  πάω κάτω.  Οι δυο γυναίκες μείναν μόνες.  —Τι έχεις; ρώτησε η Ειρήνη.  —Αχ, Κυρία, δεν ξέρω τι να πω! ξέσπασε δυνατά η Ελένη, μα θαρώ πως ο άντρας μου πάει ενάντια  στο συμφέρο του και στο συμφέρο των παιδιών του. Δε μπορώ να του μιλήσω. Τι να κάμω;  Και  αφού  την  όρκισε  μπας  και  πει  τίποτα  στο  γιατρό  για  σε  κανέναν  άλλο,  της  ξομολογήθηκε  την  ιστορία τους με τον πράσινο άνθρωπο. Αυτή είχε τη γνώμη πως δεν έπρεπε να πούνε όχι. Με το ποσό  που  τους  έδινε  θα  μπορούσαν  να  χτίσουν  το  ντάμι  που  λογαριάζουν  για  τα  ζωντανά  τους  και  να  ζήσουν  όλο  το  χειμώνα.  Τον  φοβάται  κιόλας  αυτό  τον  άνθρωπο.  Κ'  ύστερα,  γιατί  να  παίξουν  μονά‐ ζυγά; Αν δε βρεθεί ο θεός που γύρευαν;...  —Πώς το ξέρεις πως γυρεύουν ένα θεό; ρώτησε η Βένη.  —Δεν  το  είπε  κανένας,  μα  ο  Φώτης  το  φαντάζεται.  Αν  δεν  ήταν  για  θεό,  γιατί  να  δίνει  ο  Πράσινος  τόσα πολλά;  —Κι ο άντρας σου ξέρει, λοιπόν, πως υπάρχουν εδώ θεοί;  —Ω,  όλος  ο  κόσμος  το  λέει!  Στον  πάτο  της  θάλασσας  και  κάτω  απ'  τη  γη  είναι,  λέει,  θαμμένοι  οι  παλιοί θεοί του τόπου.  Είχε ακούσει κ' η γυναίκα του Βένη για τις ανασκαφές που είχαν γίνει στην περιοχή της Αναβύσσου  και για τους τάφους, μα τώρα μονάχα έβλεπε τη μορφή που έπαιρνε ο θρύλος.  —Για σκέψου το, Κυρία, επίμενε η Φωκιανή, τι θα βολεύαμε με τόσο χρήμα! Άμα, με το καλό, 'ρθούν  τα γεννήματα, δε θα μένει πια τόπος για τα ζωντανά. Ενώ, αν χτίζαμε από τώρα, πλάι στο καλύβι, δυο  τοίχους και μια σκεπή...  Μιλούσε με θέρμη, λογαριάζοντας από τώρα για τα γεννήματα και τα ζωντανά που θα έρχονταν, κ' η  θολή φωνή της προσπαθούσε να βρει τους πιο συγκινητικούς τόνους για να δώσει το δράμα. Ήταν το 

τελευταίο  όριο  που  μπορούσε  να  φτάσει  η  φαντασία  της,  αδύναμη  να  πάει  ίσαμε  τους  θεούς  που  κυνηγούσε ο Γλάρος. Κ' η Ειρήνη Βένη την άκουε, και συλλογιζόταν τη δύναμη που κινεί, μαζί με τα  όνειρα, τους ανέμους και τα σύννεφα και τις καρδιές των ανθρώπων.  —Καταλαβαίνω,  Ελένη,  της  είπε.  Μα  δε  μπορείς  να  κάμεις  τίποτα.  Θα  τον  αφήσεις  ν'  αποφασίσει  μοναχός του.  Ήθελε να της πει ακόμα: "Βλέπεις, κι ο δικός μου ετοιμάζει μες στα βράχια έναν τριανταφυλλώνα, κ'  εγώ δεν κάνω τίποτα." Μα ίσαμε κει δε μπορούσε να κατέβει η Ειρήνη Βένη.  Σα γύρισε ο γιατρός, η γυναίκα του δεν του είπε τίποτα για όσα είχαν μιλήσει με την Ελένη. Μονάχα  τον ρώτησε για τον ξένο με τα πράσινα μάτια.  —Φαίνεται ύποπτος άνθρωπος, της είπε, και δε μου αρέσει διόλου. Κάτι γυρεύει βέβαια από μας.  —Φαντάζεσαι τι μπορεί να γυρεύει.;  —Μα... θα θέλει να κερδίσει δένοντας τους χωριάτες με χρέη που θα του πληρωθούν αργότερα στο  τριπλάσιο, ή κάτι παρόμοιο.  —Δεν άκουσες τίποτα άλλο;  —Λένε πως ενδιαφέρεται και για αρχαιότητες, κάτι τέτοιο. Ποιος ξέρει; 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ  Ο κούρος της Αναβύσσου.    ΤΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ήρθε, ήρθε μαζί του και ο καιρός των βροχών, μα σύννεφο δε φαινόταν πάνω απ' τον  κάμπο και τους λόφους της Αναβύσσου. Η γη διψούσε, και, αν έβρεχε, ο μόχθος των ανθρώπων θα  γινόταν πιο λίγος στο χέρσο τόπο.  Γύριζαν, βλέπαν τον ουρανό, κι όλες οι φωνές τον παρακαλούσαν σιγανά:  —Να βρέξεις, Θε μου.  Μέρες  ‐  μέρες  ήταν  σίγουρο  πως  ερχόταν  το  νερό.  Τα  σύννεφα  δέναν  μακριά,  πάνω  απ'  το  Σούνιο,  ακούγονταν  τα  μπουμπουνητά,  κι  όλες  οι  καρδιές  χτυπούσαν.  Οι  γυναίκες  τρέχαν  να  μαζέψουν  μες  στα  καλύβια  τους  ό,τι  ήταν  έξω,  κι  αφού  έτσι  ασφαλιζόταν  όλος  ο  πληθυσμός  έβγαινε  να  παρακολουθήσει  τον  ερχομό  του  νερού.  Τόσο  πολύ  το  περίμεναν,  —  κ'  ήταν  ένα  γεγονός,  σα  να  περίμεναν τον Άγγελο να ταράξει τα νερά.  Το  μαύρο  σύννεφο  ολοένα  πλησιάζει.  Η  γη,  τα  φύλλα  των  πεύκων,  η  θάλασσα  ρίγησαν  αλαφρά  κ'  επίμονα  —  ο  Άγγελος  ερχόταν.  Κάτι  πουλιά  πέταξαν,  φεύγοντας  κυνηγημένα,  και  χάθηκαν.  Ψιχάλες  άρχισαν να πέφτουν και ράντισαν τα τυραγνισμένα πρόσωπα, τα στηλωμένα στον ουρανό.  Τότε  έγινε  τούτο  το  παράξενο:  Το  σύννεφο,  άξαφνα,  σα  χτυπημένο  από  ενάντιους  ανέμους,  άλλαξε  λίγο το δρόμο του. Στο ύψος που ήταν, τούτη η λίγη κίνηση αντιστοιχούσε σ' όλο το μικρό κάμπο. Το  σύννεφο πέρασε, έτσι, πάνω απ' τη γραμμή των λόφων, έριξε λίγες στάλες και τράβηξε κατά το βοριά.  Τα μάτια των ανθρώπων μένουν στηλωμένα στο σύννεφο που χάνεται. Στην αρχή όλο ξάφνισμα, που  σιγά ‐ σιγά έγινε απόγνωση. Σιωπή έβρεχε στη θολή ατμόσφαιρα. Άξαφνα ξέσπασαν οι απελπισμένες  φωνές:  —Τι τόπος είναι αυτός! Τι κατάρα, αφού και τα σύννεφα φεύγουν!  Φώναζαν, αλάλαζαν, οι γυναίκες τσιρίζαν δυνατά και μοιρολογούσαν. Τότε κάποιος το θυμήθηκε. Δεν  το είχαν πει οι βοσκοί; "Τα σύννεφα της βροχής θα διαβαίνουν, και στάλα δε θα στάζει στη γη."  Οι  άντρες  φαίνονταν  να  είναι  πιο  απελπισμένοι  απ'  τις  γυναίκες,  γιατί  έτσι  είναι  η  φύση  τους:  να  δίνουν  πιο  πολύ  τόπο  στη  φαντασία  και  στις  απογοητεύσεις.  Η  όρθή  κρίση  έμεινε  προνόμιο  στις  γυναίκες του λαού, όπλο για την άμυνά τους.  Και τώρα γυναίκα ήρθε ν' αντιδράσει στον παραλογισμό τους. Κανένας δεν το περίμενε απ' την Ειρήνη  Βένη, που φαινόταν τόσο αδιάφορη στη ζωή των καλυβιών.  —Τι  σκούζετε  έτσι!  φώναζε  γεμάτη  νεύρα.  Πώς  πιστεύετε  να  γίνεται  να  μη  βρέχει  ποτέ  εδώ  και  να  φεύγουν τα σύννεφα! Αν δεν είναι σήμερα, θα 'ναι αύριο, θα 'ναι μεθαύριο!  —Μα είναι σίγουρο! βεβαίωνε τώρα κι ο γιατρός. Τι τα χάνουμε; Το νερό θα 'ρθει!  Αισθανόταν πολλή χαρά για το αναπάντεχο ενδιαφέρον που έδειχνε η γυναίκα του. 

—Το νερό θα 'ρθει αύριο, μεθαύριο. Θα 'ρθει!  Θα 'ρθει, σίγουρα, με τις μεγάλες νεροποντές του χειμώνα. Μα τέτοια σαν τώρα εποχή, που διψά η  γη,  θα  δουν,  και  την  άλλη  χρονιά  και  την  άλλη  και  την  άλλη,  πως  θα  περιμένουν  μάταια,  γιατί  τα  σύννεφα θα τους αφήνουν και θα φεύγουν.  —Ήταν ωραίο αυτό που έκαμες, είπε κείνο το βράδυ ο Δημήτρης Βένης στη γυναίκα του.  Μα η Ειρήνη είχε κλειστεί πάλι στον παγερό εαυτό της. Τον κοίταξε καταπρόσωπο.  —Άμποτε να μη βρέξει ποτέ, είπε.    Ο ΓΛΑΡΟΣ είχε ανασκάψει όλη τη γη στο χωράφι του, μα ο θεός που περίμενε δε βρέθηκε πουθενά.  Έσκαψε πιο βαθιά, στο μέρος που ήταν θαμμένος ο τοίχος, μα τίποτα άλλο δεν ήταν εκεί. Βρέθηκαν  μονάχα τα θεμέλια του.  Η αποτυχία πλήθαινε κάθε μέρα την αναστάτωση μέσα στο καλύβι του Φωκιανού.  —Εγώ το 'λεγα..., δε βαστούσε και μουρμούριζε η γυναίκα του. Δε μ' άκουσες!  Στο μεταξύ, όσο αυτοί κυνηγούσαν θεούς, όλοι οι άλλοι οι πατριώτες τους κάθε μέρα ετοίμαζαν τον  τόπο που θα φύτευαν τα κλήματα.  —Δε μ' άκουσες!... επαναλάβαινε η γυναίκα πικρά.  Τότε  ο  Γλάρος  της  έλεγε  βαριά  λόγια,  ώσπου  κι  αυτή  αναγκάστηκε  να  μη  μιλά  για  το  ζήτημα.  Μα  τούτη  η  σιωπή,  τις  νύχτες,  σαν  πέφταν  να  κοιμηθούν,  ήταν  τόσο  στυφή!  Το  φάσμα  του  θαμμένου  θεού έστεκε κει ανάμεσά τους και τους σύνθλιβε, κι ο Γλάρος μονάχος του ένιωθε τότε, αντίθετα με  τις συνήθειές του, την ανάγκη να μιλήσει για να ξαλαφρώσει.  —Εγώ σου λέω πως θα βρεθεί, της έλεγε με σιγουριά. Έτσι το λέει η καρδιά μου.  —Καλά, ας τον περιμένουμε, του απαντούσε πικρά.  Μια νύχτα, την ξύπνησε απότομα:  —Ελένη! Ελένη! Ξύπνα λοιπόν!  Κοιμόταν βαθιά και πετάχτηκε τρομαγμένη.  —Τι είναι; ρώτησε, προσπαθώντας μες στο σκοτάδι του καλυβιού να μαντέψει κανέναν εχτρό.  —Μη φωνάζεις και ξυπνήσουν τα μωρά! Τον είδα στον ύπνο μου! Τον είδα, σου λέω!  Και της ξήγησε πως είχε δει τον αρχαίο θεό, το κορμί του που ήταν μελαψό, επειδή η πέτρα που είχε  σκαλιστεί η μορφή του είχε πάρει το χρώμα της γης όπου χιλιάδες χρόνια είχε αναπαυθεί. Δε θυμόταν  τίποτα  άλλο,  μονάχα  το  χωμάτινο  χρώμα  και  τα  κλειστά  βλέφαρα.  Έτσι  του  φάνηκε:  σα  να  ήταν  τυφλός. 

Ύστερα πέρασαν κάμποσες μέρες και τ' όνειρο ξεχάστηκε. Άρχισε να τον καταπαίρνει και το Γλάρο η  απελπισία, όταν έγινε αυτό:  Είχαν φωνάξει το γερο ‐ ραβδοσκόπο να τους πει που να χτυπήσουν τη γη για νερό.  —Τουλάχιστο, είχε πει η Ελένη, αφού σκάβουμε τόσο βαθιά, ας κοιτάξουμε που πρέπει να σκάψουμε  πιο πολύ για να βρούμε νερό, που θα το έχουμε ανάγκη όταν δε θα βρέχει.  Ο τυφλός ραβδοσκόπος έδειξε στο πιο ακρινό μέρος του χωραφιού. Εκεί θα βρίσκαν.  Ο Γλάρος άρχισε τότε να σκάβει πιο βαθιά στο μέρος που είπε ο γέροντας. Πολύ τον βοηθούσε κ' η  γυναίκα του, μπαίνοντας μες στο λάκκο, που ολοένα μεγάλωνε, και φτυαρίζοντας το χώμα.  Ένα απομεσήμερο άστραφτε το φως. Ο Γλάρος ήταν σε βάθος ίσαμε τέσσερα μέτρα, η Ελένη καθόταν  στα  χείλια  του  λάκκου  κ'  έβλεπε  μέσα  κει  το  σκοτεινό  σώμα  να  σαλεύει  και  να  χτυπά.  Ω,  πόσο  παράξενα κινιούνται οι τύχες των ανθρώπων! Όταν έφυγε απ' το σπίτι του κ. Πρόξενου, για να πάει μ'  αυτόν  τον  κοντόσωμο  άντρα,  η  Ελένη  θαρούσε  πως  ήξερε  όλο  το  μέλλον.  Θα  του  έκανε  παιδιά,  θα  τυραννιόταν,  και,  αν  δε  θα  μπορούσε  απευθείας,  θα  έφτανε  κάποτε,  μέσο  των  παιδιών,  του  σκοτεινού δεσμού τους, να γνωρίσει τον πατέρα τους, τα κόκαλα και την καρδιά όπου παραδινόταν.  Ποιος μπορεί να πει με βεβαιότητα εδώ, σε τούτον τον ξένο τόπο, πάνω απ' αυτόν τον ανοιχτό λάκκο,  πως το πλάσμα τούτο έμαθε τίποτα απ' τον άγνωστο, τίποτα άλλο απ' το περίγραμμα του κορμιού του  που σαλεύει εκεί κάτω;  Ένας χτύπος σκληρός που επαναλαβαίνεται, εκεί μες στο λάκκο, την τράβηξε απ' τους λογισμούς. Η  αξίνα χτυπούσε σε πέτρα. Την ίδια στιγμή, άκουσε απ' το λάκκο και το βογκητό του ανθρώπου. "Οχ!"  φώναζε.  Έπεσε καταγής κ' έσκυψε μ' όλο το κορμί της απάνω στο λάκκο.  —Τι είναι; φώναξε τρομαγμένη. Έβγα απάνω!  —Χτυπώ από παντού σε πέτρα! αποκρίθηκε η φωνή του λάκκου, ταραγμένη. Θα 'ναι βράχος!  Άμα είσαι φτωχός, και σκάβεις για πηγάδι κι ο Θεός σε ρίξει απάνω σε βράχο, είναι σωστή συμφορά.  Η γυναίκα το ήξερε, μα κοίταξε και τώρα, καθώς πάντα, να του δώσει κουράγιο.  —Χτύπα πάλι γύρω ‐ γύρω! του φώναξε. Μπορεί να μην είναι βράχος.  Κ' ευθύς αμέσως:  —Κατεβαίνω κ' εγώ, είπε.  Κατέβηκε. Σιωπηλοί, πιάσαν κ' οι δυο να δοκιμάσουν ν' αντιμετρηθούν με το νέο εχτρό.  Ο άντρας σκάβοντας στο πλάι, καταπώς τον συμβούλεψε η γυναίκα, ανάσανε μια στιγμή.  —Χτυπώ πάλι μαλακά πάρα δω απ' την πέτρα, είπε σιγά. Τι να 'ναι;  Τι  να  'ναι;  Σκύψαν  στη  σκοτεινή  γη.  Η  γυναίκα  πήρε  το  φτυάρι  και  καθάρισε  το  χώμα,  να  δουν  την  πέτρα πως έδειχνε. Τότε, ακολουθώντας το σχήμα της, σιγά ‐ σιγά είδαν πως βαστούσε  στο μάκρος  του λάκκου, απ' τη μιαν άκρη στην άλλη, ύστερα ήταν ένα κενό με χώμα, και πάλι ήταν πέτρα. Η Ελένη 

φτυάρισε  καλύτερα,  με  δύναμη,  μες  στο  κενό  κι  απάνω  στον  οριζόντιο  εχτρό.  Τα  νεύρα  ολοένα  τεντώνουν  κ'  η  καρδιά  τους  χτυπά  δυνατά:  δυο  χέρια  πέτρινα,  κολλημένα  πάνω  στο  μεγάλον  όγκο,  φάνηκαν καθαρά. Κ' ύστερα το γυμνό σώμα γράφτηκε ολάκερο μες στο λίγο φως του λάκκου.  Έπιασε το χέρι της και το 'σφιξε φοβισμένος.  —Αυτό είναι!... είπε σιγά.  —Σώπα!... έκαμε η γυναίκα, κ' έτρεμε η φωνή της, σα να ήταν φόβος να σηκωθεί ο θεός.  Τη  βαστούσε  σφιχτά  απ'  το  χέρι,  κ'  έτσι  δεμένοι,  σα  να  είχαν  ανάγκη  από  ενωμένες  δυνάμεις,  κάθονταν βουβοί πάνω απ' το άγαλμα, κι ο ίδρος μούσκευε τα κορμιά τους.  —Τώρα;... είπε ο Γλάρος.  Ένιωθε σιγά ‐ σιγά, όσο περνούσε ο φόβος κ' η πρώτη έκπληξη, ένα βαθύ κύμα χαρά να ταράζει το  σώμα του.  —Τώρα; είπε πάλι, κ' η ερώτηση είχε έναν τόνο θριαμβευτικό. Τι θα κάμουμε τώρα;  —Τι θα κάμουμε; του έλεγε κ' εκείνη. Να τον σκεπάσουμε πάλι και να σκεφτούμε τη νύχτα.  Ναι, έτσι θα ήταν καλύτερα. Να τον σκεπάσουν το μικρό θεό και να σκεφτούν τη νύχτα.  Ο  Γλάρος  πήρε  το  φτυάρι  να  ρίξει  το  χώμα,  όταν  κάτι  θυμήθηκε.  Γονάτισε  απάνω  στο  οριζόντιο  άγαλμα, έσκυψε, και με τα χέρια του άρχισε να καθαρίζει απ' το χώμα το πρόσωπο. Τρέμαν τα χέρια  του, κι ο ίδρος έσταζε στο σώμα του θεού.  Τέλος σταμάτησε να καθαρίζει, έσκυψε πιο πολύ. Είδε. Και τότε φώναξε σκληρά, αλαλάζοντας:  —Κοίταξε,  λοιπόν,  τα  μάτια  του!  Κοίταξε  τα  μάτια  του!  Είναι  τυφλός!  Καθώς  τον  είδα  στ'  όνειρο!  Καθώς στ' όνειρο!  Γονάτισε κ' η γυναίκα του. Και οι δυο — παίρνοντας ολοένα θάρρος — άρχισαν να ψαύουν το πέτρινο  κορμί, τα κλειστά του βλέφαρα, τα χέρια τα ησυχασμένα στους μηρούς. Ήταν ένας θαυμάσιος κούρος,  ένα  μνημείο  της  στοργής  αναπαμένο  σε  πέτρινο  τάφο,  προφυλαγμένο  στη  γη  απ'  τους  βάρβαρους  που κάποτε θα είχαν ξεχυθεί σε τούτο τον τόπο. Η γη το φύλαξε και του έδωσε το χρώμα της, και το  μάρμαρο είχε γίνει σαν το χώμα: ύλη που ξαναγύρισε εκεί απ' όπου ήρθε.  —Τι μικρός που είναι!... ψιθύρισε η Ελένη. Κοίταξε τα δάχτυλά του!  Έστεκαν εκεί, δυο ασήμαντα όντα του κόσμου τυλιγμένα απ' το δέος του χρόνου και του τάφου, να  πολεμούν να ερμηνεύσουν την πέτρα όπου είχαν στηρίξει την ελπίδα της ταπεινής τους ζωής.    ΣΚΕΠΑΣΑΝ  τον  κούρο  με  παχύ  στρώμα  γη,  περίμεναν  να  βασιλέψει  ο  ήλιος  και  ξεκίνησαν  για  το  καλύβι τους. Ο δροσερός αγέρας του φθινόπωρου ησύχασε λίγο τα ταραγμένα νεύρα τους. Βάδιζαν  πλάι ‐ πλάι στο μονοπάτι, κουβεντιάζοντας σιγανά κ' έχοντας πια να τους χωρίζει απ' τον άλλο κόσμο  το μήνυμα του θεού. 

—Είδες που το 'λεγα, είδες που το 'λεγα εγώ..., έλεγε και ξανάλεγε ο Γλάρος. Αν δίναμε τη γη, τώρα  "αυτό" θα 'ταν σ' άλλα χέρια.  —Είχες δίκιο, συγκατάνευε η γυναίκα. Θα 'πρεπε να με σκοτώσεις τώρα, αν μ' είχες ακούσει...  Πέρασε μια στιγμή.  —Ωστόσο..., λέει πάλι η Ελένη.  Γύρισε και την κοίταξε απότομα, ερευνητικά.  —Τι;  Έτρεμε η φωνή της λίγο.  —Τίποτα, αποκρίθηκε.. Μονάχα φοβάμαι... Δεν ξέρω γιατί...  —Τι φοβάσαι;  Μα η γυναίκα γύρισε την κουβέντα, θέλοντας να ξεφύγει μιαν εξήγηση που δεν ήταν σε θέση να τη  δώσει.  —Τώρα τι θα κάμεις; τον ρώτησε.  Τι θα κάμει; Το ρώτημα γύριζε μες στο μυαλό του επίμονα, ανακατεμένο με την ταραχή της χαράς.  —Τώρα τι θα κάμεις με το θεό; ρώτησε η Ελένη ξανά.  Μπας  κ'  ήξερε;  Καταλάβαινε  πως  εδώ  ήταν  τύχη  που  έπρεπε  να  την  παίξει.  Η  πονηριά  των  θαλασσινών  προγόνων  του,  που  πέρασαν  τη  ζωή  τους  κάνοντας  κοντραμπάντα  σε  τούτες  τις  θάλασσες, ζωήρευε όλα τα ένστικτα που είχε αποκοιμίσει η γη όπου τώρα υπηρετούσε.  —Θα το σκεφτούμε και θα το παίξουμε, είπε. Στο μεταξύ, τσιμουδιά! Να μη μάθει κανένας τίποτα.  Η δυνατή χαρά ολοένα έγλειφε τα μέλη του, σα να τα πότιζε δύναμη. Το ξερακιανό μικρό κορμί του  πλημμύριζε απ' το αίσθημα της υγείας και της αυτάρκειας, πατούσε πιο στέρεα και πιο σβέλτα, σα να  δάμαζε μια δύναμη εχτρική. Κοίταξε κάτω στο χώμα τα γυμνά, λερά, τυραννισμένα πόδια, τα σιωπηλά  βήματα της γυναίκας του. Πήγαιναν σα μοναχικά όντα που σχεδίαζαν τη ζωή τους σ' αυτό το χώμα, τη  γη που δημιουργούσε  παρελθόν  στη συνείδησή του μονάχα γιατί του έστειλε μήνυμα απ' το βάθος  της.  Μια  τρυφερότητα  άλλου  είδους,  άγνωστη  στις  σχέσεις  τους,  διευθυνόταν  τώρα  κατά  κείνα  τα  λερά πόδια, τα βήματα που συνέχιζαν την ιστορία του κόσμου.  Μες  στο  χώμα,  που  είχε  γίνει  λάσπη  απάνω  τους,  ξεχώρισε  μια  κηλίδα  από  πηγμένο  αίμα,  από  μια  ασήμαντη αμυχή.  —Μάτωσες..., της είπε σιγά.  Γύρισε και τον κοίταξε, και το ξάφνιασμα για τη νέα, την αναπάντεχη τρυφερότητα έλαμψε μες στα  μάτια της.  —Τι είπες; 

—Κοίτα το ποδάρι σου..., της αποκρίθηκε. Πρέπει να το πλύνεις.    ΠΛΗΣΙΑΖΑΝ στο χωριό, όταν αντάμωσαν τον αρχαιοκάπηλο. Γύριζε απ' τους ανατολικούς λόφους, απ'  την  περιοδεία  που  συνήθιζε  να  κάνει  σ'  όλα  τα  μέρη  όπου  έσκαβαν.  Τον  τελευταίο  καιρό  φαινόταν  ολοένα πιο νευριασμένος και σκυθρωπός, επειδή τίποτα απ' ό,τι έλπιζε δε φάνηκε, μ' όλο το εντατικό  ανασκάλεμα  της  γης  απ'  τους  Φωκιανούς.  Στο  χωράφι  του  Γλάρου  είχε  πια  σταματήσει  να  πηγαίνει  από τότε που τέλειωσε το σκάψιμο.  Τους χαιρέτησε.  —Τίποτα νέο;  —Όχι, τίποτα.  —Το πηγάδι;  —Ω! αφέντη μου, μη ρωτάς, είπε με ύφος απογοητεμένο ο Γλάρος. Φαίνεται πως θα το σταματήσω  για την ώρα.  —Βρήκες σε πέτρα;  —Βρήκα σε βράχο και θα χρειαστεί δυναμίτη. Μια όμως κ' έρχουνται, όπου να 'ναι, οι βροχές, λέω να  περιμένω την άνοιξη.  Τα πράσινα μάτια του άλλου ακουμπούν απάνω του σκληρά.  —Καλά θα κάμεις, του λέει. Έρχουνται οι βροχές.    Η ΜΙΚΡΗ Ζαμπέτα, η κόρη τους, τους πρόλαβε στην αυλή του καλυβιού.  —Ήρθαν! τους φώναξε από μακριά. Μητέρα, ήρθαν!  Έλεγε για την αδερφή της Ειρήνης Βένη και για την κόρη της.  —Ήρθε η μεγάλη Κυρία και το κορίτσι! Σε γύρεψαν απ' το σπίτι του γιατρού!  Η  Ελένη  άναψε  το  λυχνάρι,  έβαλε  νερό  να  βράσει  για  το  βραδινό  φαγί  τους,  φρόντισε  βιαστικά  τα  μικρά της και τράβηξε κατά το σπίτι του Δημήτρη Βένη.  Η  "θεία‐Μαρία"  ήταν  πολύ  πιο  μεγάλη  απ'  την  Ειρήνη  Βένη.  Το  κεφάλι  της  με  τα  κάτασπρα  μαλλιά  έριχνε  ήμερο φως απάνω  στο αδύνατο χλομό πρόσωπο με τα μάτια που ολοένα βασίλευαν.  Μέναν  ακόμα  εκεί,  στο  πρόσωπό  της,  τα  σημάδια  από  μιαν  αρχοντιά  που  δεν  έλεγε  να  χαθεί  κάτω  απ'  το  στρώμα τις συμφορές.  Καθόταν κοντά στο παράθυρο, και το λίγο φως της λάμπας άπλωνε την καλοσύνη του προσώπου της  στους ανθρώπους γύρω. Πλάι της καθόταν η νεώτερη αδερφή, η Ειρήνη, πλάι σ' εκείνην ο γιατρός, και  όρθια έλαμπε, μες στη νεότητα των δεκαέξι χρόνων, με τα μαύρα μαλλιά της, η κόρη των Βένηδων, η 

Άννα Βένη.  Η Ελένη πλησίασε με συστολή τη γριά αρχόντισσα, έσκυψε και της φίλησε το χέρι.  —Καλωσόρισες, καλή Κυρία. Σε περιμέναμε.  Τα  ματόκλαδα  παίζουν  στο  γερασμένο  πρόσωπο  της  μεγάλης  αδερφής,  σα  να  προσπαθούν  να  συγκεντρώσουν εκεί τη μνήμη.  —Ευχαριστώ, παιδί μου, είπε σιγά.  Κ' ύστερα, απογοητεμένη απ' την προσπάθεια να θυμηθεί:  —Ποια είσαι; ρώτησε.  —Είμαι η Ελένη του Φώτη.  —Α, εσύ 'σαι, παιδί μου; Πώς είναι το σπιτικό σου;  Την  ευχαρίστησε  και  της  είπε  πως  όλοι  είναι  καλά.  Μα  πολύ  καλά.  Ήθελε  να  μπορούσε,  πλημμυρισμένη καταπώς ήταν απ' τη συγκίνηση του μικρού θεού που ήταν η σωτηρία τους, να το πει  σε  τούτους  τους  ανθρώπους  που  τους  σεβόταν,  να  τους  φωνάξει  τη  χαρά  της.  Μα  θυμήθηκε  τον  άντρα της και βαστάχτηκε.  Καλωσόρισε και τη μικρή Άννα κ' ύστερα κατέβηκε να τους φροντίσει τη φωτιά τους και το φαγί. Σαν  γύρισε, κουρασμένη, στο καλύβι είπε τα νέα στον άντρα της.  —Η καημένη η αρχόντισσα φαίνεται πως δε βλέπει πια καλά. Δε με γνώρισε.  —Όλος ο κόσμος έχει τα βάσανά του, συλλογίστηκε ο Γλάρος.  Κ' ύστερα:  —Περιμένει ακόμα το γιο της να γυρίσει; ρώτησε.  —Ποιος δεν περιμένει τον άνθρωπό του; Κ' εγώ είμαι σίγουρη πως θα τους φυλάξει ο Χριστός.  Ετοίμασε σ' όλους, στα παιδιά της, στον άντρα της, να φάνε. Εκείνη δεν πεινούσε.  —Θα 'ναι απ' τη χαρά, είπε ο Γλάρος.  Δεν ήξερε τι να πει.  —Αυτό θα 'ναι.  Σε λίγο:  —Άμα θα κανονιστεί η δουλειά, θα μπορείς να μην κουράζεσαι στο σπίτι του γιατρού, είπε ο Γλάρος.  Θα 'χουμε να τον πληρώσουμε σε ώρα ανάγκης.  —Μα δε με πειράζει που τους βοηθώ. Είναι καλοί. 

Έσβησε το λυχνάρι, πλάγιασαν, και η ησυχία της ερημιάς σκέπασε τα κορμιά τους.    ΞΑΠΛΩΜΕΝΗ μες στο σκοτάδι η Ελένη δε μπορούσε να σφαλήσει τα μάτια της να ησυχάσει. Αυτή η  παράξενη  ταραχή,  η  αναστάτωση  μες  στην  καρδιά,  ένα  σφίξιμο  στο  λαιμό...  Και  στο  βάθος  του  σκοταδιού,  η  μικρή,  ισχνή  μορφή  με  τα  κλειστά  βλέφαρα,  με  τα  δάχτυλα  τα  αναπαμένα  στους  μηρούς, το κίτρινο χρώμα του θεού που ήρθε στο φως.  Ένιωθε  πως  ο  άντρας  της  πλάι,  σκεπασμένος  ως  το  κεφάλι,  ξαγρυπνούσε  το  ίδιο.  Παρακολουθούσε  την  ανάσα  του,  που  ήταν  βιαστική,  ταραγμένη,  κ'  ήξερε  να  την  ξεχωρίζει  απ'  τη  βαθιά  και  γαλήνια  ανάσα του ανθρώπου που αναπαύεται. Όμως δε μιλούσε, μπας κ' έρθει σιγά ‐ σιγά ο ύπνος. Έξω απ'  την  πόρτα  του  καλυβιού  αισθανόταν  την  αλαφρή  ταραχή  της  νύχτας  να  δένεται  με  τον  ήχο  του  πελάγου, σκοτεινή κι ανελέητη επιβεβαίωση της αιωνιότητας.  Πολλές ώρες πέρασαν. Δεν ήρθε ο ύπνος.  Πρώτος τινάχτηκε απάνω ο Γλάρος.  —Θέλεις τίποτα; τον ρώτησε αμέσως σιγά.  —Α, κάθεσαι κ' εσύ; είπε κείνος. Κάνει ζέστη. Θα βγω έξω.  Που θα πάει; τον ρωτά ανήσυχη. Ακόμα είναι νύχτα.  —Δεν πειράζει. Θα πάω κατά το χωράφι.  Ένιωθε έναν απροσδιόριστο κίνδυνο, που δεν ήθελε να τον μολογήσει. Έναν κίνδυνο εκεί, γύρω στο  βαθύ τάφο.  Ντύθηκε  και  βγήκε. Η δροσιά της αυγής τον τύλιξε  κ' έδωσε ζωηρό ρυθμό στο αίμα του. Το πρωινό  άστρο είχε ανατείλει απάνω στους λόφους. Έσταζε υγρό φως.  Είχε φτάσει κοντά στο χωράφι, όταν του φάνηκε πως άκουσε, μες στη νύχτα, περπατησιά ανθρώπου.  Η  καρδιά  του  χτύπησε  δυνατά.  Άνοιξε  το  βήμα  του.  Τότε  φάνηκε  καθαρά  ένας  βουβός  όγκος  που  κουνιόταν.  Ο  Πράσινος  γύριζε  απ'  το  μέρος  του  χωραφιού.  Όταν  ο  Γλάρος  τον  ξεχώρισε  καθαρά,  ένα  σκοτεινό  προαίσθημα  έσφιξε  την  καρδιά  του.  Ένιωθε,  απροσδιόριστα,  μέσα  του  να  τον  φοβάται  και  να  τον  μισεί.  Σταμάτησαν μόλις φτάσαν ο ένας κοντά στον άλλο.  —Για που τόσο αυγή; ρώτησε ο Πράσινος.  Ο Φώτης απαντά πως έτσι δουλεύει: απ' τα χαράματα. Δεν έχει και ύπνο.  —Αλλά κ' εσύ, τον ρωτά, τι γυρεύεις τέτοιαν ώρα κατά δω;  Τι γυρεύει; Μουρμουρίζει μες στα δόντια του: 

—Τίποτα.  Σήκωσε τους ώμους και τράβηξε κατά τη θάλασσα.  Ο  Γλάρος  φτάνει  στο  χωράφι  και  σταματά  πάνω  απ'  τον  ανοιγμένο  λάκκο.  Κοιτάζει  στο  σκοτεινό  βάθος, όπου αναπαύεται η μοίρα του, ύστερα κάθεται πάνω στο στοιβαγμένο χώμα που είχε βγει απ'  το σκάψιμο. Κάθεται και κοιτάζει τον ουρανό, μακριά στο μέρος του πελάγου, και η δροσιά μουσκεύει  το κορμί του. Τι καλά που είναι να υπάρχεις, με τη βεβαιότητα του γερού κορμιού που αντιδρά και  τρέμει,  και  κάτω  στα  πόδια  σου  να  είναι  η  δική  σου  γη.  Βέβαια,  τώρα,  όλα  θ'  αλλάξουν.  Δυο  λερά  πόδια  πορεύονται  κουρασμένα  στη  γη  και  τον  ακολουθούν.  Οι  μικροί  τριγυρινοί  λόφοι  έχουν  χαθεί  και  δεν  υπάρχουν  πια  όρια∙  είναι  μονάχα  τα  όρια  του  κόσμου.  Και  τα  λερά  τυραννισμένα  πόδια  ολοένα βαδίζουν, κι άξαφνα γεμίζουν αίματα. "Κοίταξε τα πόδια σου, της λέει. Θα πονάς."  Τινάχτηκε απάνω πιρουνιασμένος απ' το κρύο. Το άστρο της αυγής τώρα είχε χαθεί. Και οι λόφοι της  Αναβύσσου άρχισαν να γράφουνται καθαρά μέσα στο λίγο φως της μέρας που ανάτελνε.  Περπάτησε  λίγο,  να  συνεφέρει  απ'  το  μούδιασμα.  Και  όταν  πια  η  μέρα  φώτισε  καλά,  κατέβηκε  στο  λάκκο.  Του  φάνηκε  αμέσως  παράξενο.  Στοίβες  χώματα  ήταν  στη  μιαν  άκρη  του  λάκκου.  Κι  όμως  χτες  το  βράδυ  όλο  το  χώμα  το  είχαν  ρίξει  πάνω  απ'  το  άγαλμα.  Ένας  δυνατός  φόβος  πέρασε  το  κορμί  του.  Απότομα,  έξαλλα,  έπεσε  καταγής  κι  άρχισε  με  τις  χούφτες  του  να  σκαλίζει  το  μέρος  όπου  ήταν  το  άγαλμα.  "Τι  γύρευε  αυτός  εδώ;...  Τι  γύρευε;"  Ο  νους  του  πηγαινοερχόταν  στον  Πράσινο,  μα  δεν  τολμούσε ν' αποτελειώσει τη σκέψη του.  Τέλος τα δάχτυλά του, τυραννισμένα, ματωμένα, χτύπησαν απάνω στο μάρμαρο.  Αναστέναξε βαθιά, με ανακούφιση.  —Αχ, Θε μου!  Σκούπισε τα χέρια στα ρούχα του, κ' ύστερα, με την παλάμη, σκούπισε τον ίδρο απ' το πρόσωπό του.  "Πρέπει να πάρω μιαν απόφαση, συλλογίστηκε. Σήμερα κιόλας θα πρέπει να τον κοντέψω, να δούμε  σαν τι λογαριάζει. Όμως, πριν απ' όλα, θα πρέπει ένας να φυλάγει εδώ από σήμερα." 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ  Η πλημμύρα.    ΤΙΠΟΤΑ  την  αυγή  κείνης  της  μέρας  δεν  προμηνούσε  το  τέλος  της.  Λίγα  σύννεφα  μονάχα  ταξίδευαν  κατά το νοτιά. Θα τα σκορπούσε σίγουρα ο ήλιος.  —Άκουσε! είπε ο Γλάρος στη γυναίκα του, σαν πήγε στο χωράφι να τον βρει. Δε θα φύγεις από δω  πέρα ίσαμε που να γυρίσω! Σαν απομεσημεριάσει θα 'ρθω. Θα πάω κατά το "Θυμάρι".  Αφού δεν είχε να δουλέψει στο πηγάδι, λογάριαζε να πεταχτεί ως το άλλο χωράφι, πίσω απ' τον κάβο.  Θα γύριζε νωρίς και θα πήγαινε να βρει τον Πράσινο. Θα του κουβέντιαζε απόξω ‐ απόξω, προ παντός  να  μη  νομίσει  αυτός  πως  ο  Γλάρος  έχει  καμιά  βία.  Κ'  ύστερα  θα  ερχόταν  να  κοιμηθεί  πάνω  απ'  το  λάκκο, ίσαμε που να πάρει και να δώσει τούτη τη δουλειά.  —Άκουσες; Δε θα το κουνήσεις από δω! της είπε ξανά.  Στάθηκε.  —Γιατί τον είδα να τριγυρίζει την αυγή κατά δω..., πρόσθεσε.  Δε ρώτησε ποιος, γιατί αμέσως κατάλαβε.  Οι  μυστικοί  της  φόβοι  ξύπνησαν  πάλι.  Έκαμε  να  του  πει:  "Τι  γυρεύει  τώρα  στο  Θυμάρι;  διάλεξε  τη  μέρα;  ας  πάει  επιτέλους  να  τον  βρει,  να  συμφωνήσουν,  να  πάρει  τέλος  η  υπόθεση."  Μα  δεν  είπε  τίποτα.  —Καλά. Θα φυλάγω εδώ ίσαμε που να γυρίσεις.  Τον έβλεπε να ξεμακραίνει με σβέλτα βήματα.  —Δώσε στα μωρά ψωμί, του φώναξε από μακριά. Πες τους να μη με περιμένουν.    ΠΩΣ ΓΕΜΙΣΕ άξαφνα τόσα σύννεφα ο ουρανός;  Καθώς είναι κλειστός ο ορίζοντας απ' τους λόφους, τα βουβά μαύρα τέρατα ξεπετιούνται πίσω από  κει, το ένα ύστερα από τ' άλλο, σαν κινημένα απ' τα έγκατα της γης. Δεν έχει δέντρα εδώ στον κάμπο  να σαλέψουν τα φύλλα με το προμήνυμα της θύελλας που έρχεται. Δεν αστράφτει, και δεν πέφτουν  κεραυνοί.  Είναι  μια  βουβή  και  σκοτεινή  μάζα  σαν  το  θάνατο.  Τι  τόπος  είναι  αυτός;  Α,  εκεί  στην  ακρογιαλιά της Ανατολής, πόσο όλα ήταν διαφορετικά! Η βροχή που ήταν να 'ρθει, και το κρύο, και οι  ζεστές  μέρες,  όλα  έρχονταν  στην  ώρα  τους,  στέλναν  πρώτα  ένα  μήνυμα,  ύστερα  άλλο.  Τίποτα  δεν  ήταν  απότομο  και  βίαιο,  κ'  οι  άνθρωποι  προετοιμάζονταν,  το  σώμα  ετοίμαζε  τις  δυνάμεις  του  ν'  αντισταθεί.  Η Ελένη κάθεται  έρημη  στον ξένο τόπο και νιώθει  σιγά ‐  σιγά  να  την  κυκλώνει ο  σκοτεινός όγκος τ'  ουρανού. Αισθάνεται πως είναι ολοένα απροστάτευτη και μονάχη πάνω απ' τον ανοιγμένο λάκκο. "Ο  Θεός ας φυλάγει τους ανθρώπους." 

Τότε,  άξαφνα,  άνοιξαν  οι  καταρράχτες.  Ήταν  μια  δύναμη  απίθανη  και  τρομαχτική.  Αγέρας  δε  φυσούσε, κι αυτό έδινε ελευθερία στο νερό να πέφτει κατακόρυφα με δύναμη φοβερή.  Η γη ήπιε, ήπιε, ήπιε. Κ' ύστερα, ανίκανη πια να πάρει άλλο νερό, άρχισε να το διώχνει στη θάλασσα.  Εδώ κ' εκεί τα χαντάκια γέμισαν, γίνηκαν μικρά ποτάμια που τρέχαν προς τα χαμηλά.  Πέρασε μια ώρα, ύστερα άλλη, άλλη. Το κακό δεν έλεγε να σταματήσει. Η Ελένη έχει απαγκιάσει κάτω  απ' τα ερείπια του ξωκκλησιού, κι ολοένα κάνει την προσευχή της.  —Θε μου, τόσο νερό... Είναι πολύ. Δε θέλαμε τόσο...  Έτσι που η ατμόσφαιρα είναι θολή, κοιτάζοντας ολοένα μες στα πυκνά κύματα της νεροποντής, σιγά ‐  σιγά τα μάτια της κουράζουνται, καθώς κ' η δύναμή της ν' αντισταθεί σε ό,τι και να 'ναι. Τι καλά που  θα 'ναι έτσι, να μην έχουν οι άνθρωποι να προσπαθήσουν για τίποτα, επειδή θα είναι μάταιο, γι' αυτό  να  κάθουνται  βυθισμένοι  μες  σ'  αυτή  τη  βεβαιότητα,  με  ξεκούραστα  μέλη,  ατυράννιστα...  Πόσες  φορές στη ζωή της έζησε πραγματικά, μπόρεσε να είναι ξεκούραστη, να δει γύρω της τα πράματα του  κόσμου;  τόσα  πράματα:  ένα  λουλούδι,  έναν  άντρα,  ένα  άστρο,  ένα  άλογο.  Πολλά  φαίνεται  να  είναι  όμορφα, στον κόσμο ετούτον. Μα κείνη πώς να το ξέρει; Αυτή κι όσοι είναι στη σειρά της μπορούν να  ξέρουν μοναχά για το τι είναι χρήσιμο, και με το μέτρο τούτο μπορούν να μετρούν την αξία του: το  σύννεφο που θα ρίξει στην ώρα του τη βροχή, η ξάστερη νύχτα που δεν έχει φόβο, η πράσινη γη που  θα δώσει την τροφή της χρονιάς και το σπόρο της άλλης∙ το πεύκο είναι δέντρο καλό γιατί θα δώσει  το  ρετσίνι  και  τα  ξύλα  της  φωτιάς.  Είναι  δεμένη  αυτή  και  τα  πράγματα  με  το  ένστικτο,  που  είναι  βαθύτερο  απ'  το  αίσθημα.  Μα  έτσι  είναι  το  ίδιο  σα  να  καταργεί  τη  μορφιά  τους,  γιατί  τα  όρια  της  μορφιάς αρχίζουν μετά την ανάγκη.  Πόσες  ώρες  να  πέρασαν;  Η  βροχή  άρχισε  να  λιγοστεύει.  Η  αλλαγή  ενεργούσε  απάνω  στον  αποκοιμισμένο οργανισμό της φτωχής γυναίκας σαν κέντρισμα. Τίναξε τα χέρια της ένα ‐ δυο φορές.  —Τι ώρα να είναι άραγες; συλλογίστηκε.  Κ'  ύστερα,  τι  να  'γιναν,  κάτω  στα  καλύβια,  τα  μωρά  της;  Η  Ζαμπέτα  θα  πρόλαβε  να  τα  συμμαζέψει  όλα; Και ο άντρας της που τράβηξε στο Θυμάρι; Που ν' απάγκιασε άραγες; Η έγνια για τους άλλους, ο  μόνος σκοπός που γνώρισε, την κυρίεψε πάλι μόλις οι δυνάμεις της άρχισαν να ξυπνούν απ' τη νάρκη.  Η βροχή έπεφτε λίγη τώρα. Για να ξεμουδιάσει, αποφάσισε να βγει έξω απ' το ξωκκλήσι, να κάμει λίγα  βήματα. Γύρω της ακουγόταν ο αλαφρός θόρυβος, τα ρυάκια που έτρεχαν θολό νερό, εδώ κ' εκεί.  Προχώρησε ακόμα λίγο. Τότε, άξαφνα, το πρόσεξε.  Πάνω απ' το θόρυβο που έκαναν τα ρυάκια, ένας άλλος, βαθύς και υπόκωφος, ακουγόταν καθαρά απ'  τη μεριά των λόφων ίσαμε τα καλύβια τους.  "Μπας κ' είναι η θάλασσα;"  Όχι, δεν ήταν κύματα. Αν ήταν, θα μπορούσε να ξεχωρίσει τον εναλλασσόμενο θόρυβό τους.  Κ' ύστερα, τούτο το βουβό πράμα ερχόταν από ψηλά.  "Τι να 'ναι;"  Τότε, μες στη βουή του νερού, της φάνηκε πως ξεχώριζε καθαρά και φωνές ανθρώπων. 

Έστησε το αυτί της κι αφουγκράστηκε. Σαν ένα βαρύ, πνιγμένο μουκανητό ερχόταν απ' το μέρος των  καλυβιών.  Έκαμε  ένα  βήμα,  άλλο  ένα,  πιο  νευρικά.  Κ'  ύστερα  άρχισε  να  τρέχει.  Η  σκοτεινή  βουή,  όσο  προχωρούσε, ολοένα γινόταν πιο καθαρή. "Είναι ποτάμι", συλλογίστηκε άξαφνα, κι απόρεσε πως δεν  το είχε σκεφτεί πιο νωρίς. Μα πως έγινε αυτό; Και το ποτάμι που να χύνεται τάχα;  Οι φωνές των ανθρώπων ξεχώριζαν τώρα πιο ζωηρά μες στο θόρυβο του νερού.  "Μπας και το νερό έφτασε μες στο χωριό;"  Ένα σωρό τρελές φαντασίες άρχισαν να παίζουν μπρος στα μάτια της. Έβλεπε τα μωρά της, μονάχα κι  απροστάτευτα,  να  παλεύουν  με  τον  υγρό  δαίμονα,  άκουγε  τις  απελπισμένες  φωνές  τους  μες  στις  φωνές του πλήθους.  —Θε μου! έλεγε, κι ολοένα έτρεχε πιο γρήγορα. Θε μου, φύλαξέ μας...  Ήταν μούσκεμα απ' το νερό, τα γυμνά ποδάρια της χώνονταν μες στις λάσπες ίσαμε τα γόνατα.  — Φύλαξέ μας!... ικέτευε ολοένα.  Σε λίγο έφτασε στο τείχος του νερού.  Ήταν ένα φαρδύ ποτάμι, που κατέβαζε με ορμή το νερό απ' τους λόφους. Το μεγάλο βαθύ μονοπάτι  το γεμάτο άμμο, που τραβούσε στα χωράφια, τώρα είχε γίνει ποτάμι που έτρεχε. Πώς, λοιπόν, δεν το  είχαν  υποψιαστεί;  Κι  αυτό  το  βαθύ  μονοπάτι  περνούσε  μες  απ'  τα  καλύβια  τους  και  τέλειωνε  στη  θάλασσα.  —Αχ, Θε μου! είπε η Ελένη. Το καλύβι θα πλημμύρισε ...  Εκείθε  απ'  το  ποτάμι  δεν  ξεχώριζε  τίποτα  απ'  τη  θολούρα.  Οι  φωνές  γίνονταν  ολοένα  πιο  καθαρές,  επίμονες και απελπισμένες.  "Δε μπορεί να 'ναι βαθύ", συλλογίστηκε.  Κ' ύστερα, κινημένη απ' τις κραυγές, έκαμε το σταυρό της, μπήκε στο ποτάμι.  Προχωρεί δειλά, ένα βήμα, άλλο ένα. Μες στα μάτια της παίζει ο τρόμος. Δεν απόμεινε τίποτε άλλο.  "Βοήθησέ  μας,  Θε  μου!"  λέει  ολοένα.  Άλλο  ένα  βήμα.  Κι  άξαφνα  νιώθει  το  ένα  το  πόδι  της  να  μην  πατά. Βυθίζεται βαθιά μες στο ποτάμι, κάνει άλλο ένα βήμα, με το άλλο πόδι, ν' αγαντάρει και να βγει  απ' τη λακκούβα. Το θολό νερό κατεβαίνει με ορμή, σέρνοντας μαζί του ξύλα, κορμούς από δέντρα.  Καταλαβαίνει πια πως δεν πατά. Απλώνει τα χέρια της, μα είναι μάταιο.  Το νερό, μαζί με τα ξύλα, κατεβάζει τώρα κι αυτό το σώμα.    "ΤΟ ΝΕΡΟ είναι πολύ. Μα κι ο τόπος είναι παράξενος. Θα πει πως, για να ρίξει, τόσο νερό, η γη είναι  συνηθισμένη να το πάρει." Ο Γλάρος κάθεται κάτω από ένα άγριο δέντρο, ένα βένιο, στο Θυμάρι και  κοιτάζει τη βροχή, που τώρα όσο πάει λιγοστεύει. Το νερό δε θυμίζει θάνατο τόσο όσο η γη. Όταν ο  Γλάρος  ήταν  παιδί  είδε  έναν  πνιγμένο.  Ήταν  ένας  βοσκός  κ'  έβοσκε  τα  γίδια  του  σε  κάτι  κοφτούς 

βράχους  που  είχαν  τις  ρίζες  τους  στη  θάλασσα.  Έπεσε  από  ψηλά,  ο  βοσκός,  να  κολυμπήσει,  κ'  η  θάλασσα τον τράβηξε και τον κράτησε στο βυθό, καθώς είχε χουφτιάσει κει κάτω μια πέτρα. Πολλές  ώρες τα κατσίκια βόσκαν από πάνω του, μα αυτός έμενε ασάλευτος στο βυθό. Όταν τον ξεγύρεψαν  και  τον  βρήκαν,  κανένας  δεν  ήθελε  να  μπει  στη  θάλασσα  να  ξεκολλήσει  το  πτώμα,  γιατί  όλοι  φοβόνταν  την  οργή  του  νερού.  Κ'  οι  γυναίκες  κάθονταν  από  πάνω,  στους  βράχους,  και  μοιρολογούσαν. Ένας αράπης τον είχε τραβήξει το βοσκό, — το είδε η μια τους, τη νύχτα, στον ύπνο  της. Τον τράβηξε στο πιο άγριο μέρος, στους βράχους, του είπε να ξεγυμνωθεί. "Εδώ!" του πρόσταξε.  Κι ο βοσκός έπεσε. Ήταν μπουνάτσα τότες, γι' αυτό οι άνθρωποι από πάνω, απ' τα βράχια, βλέπαν τα  φύκια να σαλεύουν δίπλα στον πνιγμένο, στο βυθό, και τα ψάρια ξεθάρρεψαν και μπαίναν μες στα  ρουθούνια και στ' ανοιχτά τα μάτια του, να συμφιλιωθούν μαζί του. Σα να ήταν ν' αρχίσει το πτώμα  μια νέα ζωή με το νερό, — δεν είχε τίποτα απ' το θανατερό της γης όπου τα σκουλήκια παραμονεύουν  στα σκοτεινά.  —Οχ, πόσο γλυκό είναι το νερό! έλεγε ο Γλάρος μονάχος του, — αυτό μόνο ερχόταν στην επιφάνεια  της  συνείδησης  απ'  το  βαθύ  τούτο  ταξίδι.  "Και  τα  σκουλήκια  στη  γη,  τις  βροχερές  μέρες,  θα  το  περιμένουν το νερό, με τα τυφλά μάτια στηλωμένα κατά πάνω και με το στόμα τους ανοιχτό. Αχ, τι  γούστο που θα 'χει κει μέσα σαν περιμένουν..."  Καταλαβαίνει μια δυνατή χαρά να φουσκώνει τα στήθια του. Τα σκουλήκια με τα τυφλά μάτια. Με τα  τυφλά μάτια. Με τα τυφλά μάτια!...  Κι άξαφνα, η έννοια του "τυφλού" δένεται με τη χτεσινή νύχτα.  —Ω,  πως  θα  'γινε  με  τη  βροχή  ...,  συλλογίζεται  για  το  μικρό  τυφλό  κούρο.  Θα  'χει  πλέψει  μες  στο  λάκκο... Όμως απόψε θα βρω τον Πράσινο, λέει πάλι. Μπορεί να τα κανονίσουμε. Και τότε τελειώνουν  όλα.  Είχε βγει απ' το θαλάμι του και προχωρούσε με στέρεο βήμα, γυρίζοντας στις καλύβες. Έβρεχε λίγο  πια.  — Σίγουρα θ' απάγκιασε στο ξωκκλήσι, συλλογίζεται τώρα τη γυναίκα του. Δε θα το κούνησε από κει.  Άραγες θα βράχηκε; Μπορεί όχι, μπορεί ναι. Το νερό θα μούσκεψε το κεφάλι, τα πόδια. Μαζί με την  εικόνα του υγρού κορμιού θυμάται την κηλίδα το αίμα στα πόδια της, χτες.  "Τώρα πια, με το θεό που βρήκαμε, θα ξεκουραστεί..."  Ήταν ένα νέο αίσθημα αυτή η απρόοπτη τρυφερότητα. Όταν κανείς είναι φτωχός και βασανίζεται, τι  να  λυπηθεί;  Δεν  έχει  καιρό,  όλα  θέλουν  ηρεμία.  Το  σώμα  έγινε  με  πηλό,  πρώτο,  κ'  έπειτα,  πολύ  έπειτα, έγινε η καρδιά και αποτέθηκε μέσα του — ίσως τη μέρα που έγιναν τα άστρα.  —Τώρα πια θα ξεκουραστεί...  Προχωρεί αναπαμένος και ήσυχος. Ο ήλιος πίσω απ' τα σύννεφα, σίγουρα θα πορεύεται, τώρα, για να  βασιλέψει. Η θάλασσα πλάι του ταράζεται. Σφυρίζει ένα τραγούδι του τόπου του.    ΕΣΤΡΙΒΕ τον κάβο και πλησίαζε στο χωριό, όταν συναπαντήθηκε μ' ένα χωριανό τους.  —Που  γυρίζεις!  του  φώναξε  ο  άλλος  με  τρομαγμένη  φωνή.  Κει  πίσω,  στα  καλύβια,  έγινε  χαλασμός 

Κυρίου!  —Τι έγινε λέει;  Του τα είπε τρέχοντας. Το ποτάμι πλημμύρισε μες στο χωριό. Οι πλίθοι που είχαν χτίσει τα καλύβια  τους λιώνουν. Ίσαμε δέκα καλύβες γκρεμίστηκαν. Είναι σα λίμνη τώρα.  —Είναι κ' η δική μου; ρώτησε ο Γλάρος με απόγνωση.  Ο άλλος δεν ήξερε. Μα φαίνεται πως θα ήταν. Μια φορά δεν έπαθε κανένας τίποτα. Ήθελε να πει: δεν  είχαν κανένα θύμα.  Ο Γλάρος έφτασε στο χωριό λαχανιασμένος.  Οι  φωνές  των  γυναικών  έδιναν  έναν  τόνο  σύμφωνο  με  τον  ταραγμένο  ουρανό,  με  το  πέλαγο.  Ένας  ρυθμικός  κρότος  ερχόταν  δεμένος  με  τη  βουή  της  θάλασσας.  Ένα  βενζινοκίνητο  καΐκι  έστριβε  τον  κάβο με πλώρη για το Σούνιο.  Το καλύβι του Γλάρου είχε βαστάξει. Αλλά το νερό πέρασε από κει πολλές ώρες, και το καλύβι έπλεε  ακόμα και τώρα σαν καραβάκι. Του είπαν πως τα παιδιά του τα είχαν περιμαζέψει στού γιατρού.  —Μα που ήσαστε κ' οι δυο σας, χριστιανέ μου, με τέτοια κοσμοχαλασιά;  Που είναι  η  γυναίκα  σου;  ρωτούσε ο Δημήτρης Βένης.  Τον κοίταζε σα χαμένος. Έτρεμαν τα χείλια του, όλο του το κορμί.  —Που είναι η γυναίκα μου;... Δε φάνηκε, λοιπόν, όλη τη μέρα;  Το  είπε  έτσι,  χωρίς  λόγο.  Γιατί  ήξερε  πως  εκείνη  δεν  έπρεπε  να  φανεί,  εκεί  που  φύλαγε.  "Θα  με  περιμένεις  εδώ!"  της  είχε  πει.  Και  ήξερε  πως,  ό,τι  και  να  γινόταν,  αυτή  έπρεπε  να  μην  αφήσει  τον  ανοιγμένο λάκκο.  Έφυγε τρέχοντας κατά το χωράφι του μικρού θεού. Αναγκάστηκε ν' ανεβεί ψηλά, ίσαμε που να βρει  ένα  ρηχό  πέρασμα  του  ποταμιού.  Ψυχή  δεν  ακουγόταν.  Η  γη  ήταν  βουβή,  σαν  τη  νύχτα  που  κατέβαινε.  Μονάχα  το  νερό  που  είχε  γεμίσει  τους  λάκκους,  εδώ  κ'  εκεί,  και  τα  ρυάκια  έκαναν  έναν  παράξενο θόρυβο.  —Ελένη!  Πήρε βαθιά ανάσα, πλάκωσε το φόβο που ανέβαινε απ' το βάθος του κορμιού του και φώναξε πάλι:  —Ελένη! Που είσαι;  Έψαξε  μες  στο  ρημοκκλήσι,  πήγε  στο  λάκκο  του  πηγαδιού,  γύρισε  σ'  όλες  τις  μεριές  φωνάζοντας  τ'  όνομά της. Απόκριση δεν ερχόταν καμιά. Μήτε η γη δεν του απαντούσε με ηχώ. Μονάχα ο θόρυβος  του νερού.  Τότε ο φόβος γλίστρησε απάνω στα μέλη του, γλοιώδικος και πράσινος σαν τις σαύρες της γης. Έτρεχε  απελπισμένα, γυρίζοντας πίσω στο χωριό. Άξαφνα συνειδητοποιούσε μέσα του πόσο ακριβό ήταν το  γλυκό τυραννισμένο πρόσωπο που το αναζητούσε τώρα με αγωνία. 

—Χάθηκε  η  γυναίκα  μου!  Χάθηκε  η  γυναίκα  μου!  φώναζε  στους  χωριανούς,  κι  έτρεχε  γυρεύοντας  προστασία στο σπίτι του γιατρού.  Αναστατώθηκαν  όλοι.  Τα  παιδιά  του,  μην  ξέροντας  καλά  ‐  καλά  τι  τρέχει,  άρχισαν  τις  φωνές  και  τα  κλάματα.  Μες  στο  ταραγμένο  απ'  την  πλημμύρα  χωριό,  το  περιστατικό  τούτο  σκέπασε  όλους  τους  άλλους θρήνους.  —Θα βγούμε με φανάρια να ψάξουμε! είπε ο γιατρός, κίτρινος απ' την ταραχή, στους ανθρώπους που  είχαν μαζευτεί στο σπίτι του. Μην τρομάζετε!  —Που θα πας εσύ! του φώναξε η Ειρήνη, όλο νεύρα απ' το σούσουρο και την ταραχή. Θε μου, δε θα  ησυχάσει λοιπόν ποτέ κανείς εδώ!  Μα ο γιατρός γύρισε και την κοίταξε με τόσο αυστηρό τρόπο, που κ' εκείνη συμμαζεύτηκε.  —Ντροπή! της είπε σιγά.  Πήραν  τα  φανάρια,  άναψαν  δαδιά,  κ'  η  μικρή  θεωρία  σκόρπισε  μες  στη  νύχτα,  στο  μάκρος  του  ποταμιού.  Τα  παιδιά  των  καλυβιών  είχαν  βρει  παράξενη  την  απρόοπτη  λιτανεία,  που  ερχόταν  να  ποικίλει  τη  μονοτονία της ζωής του χωριού, και τρέχαν ξοπίσω απ' τους μεγάλους τσιρίζοντας.  Ο Δημήτρης Βένης έτρεχε μαζί τους, ακουμπώντας στο χέρι του κοριτσιού του.  —Εσύ, Άννα, θα μπορούσες να μην έρθεις, της είπε. Θα βραχείς.  —Δε μπορούσα να μην έρθω, του αποκρίθηκε απλά.  Αισθανόταν το νέο σώμα να προχωρεί πλάι του, συγκινημένο απ' τη δυστυχία του κόσμου. Έσφιξε το  χέρι που τον βαστούσε.  —Μα  πως  έγινε;  Πώς  έγινε;...  μονολογούσε  ο  Βένης.  Πώς  τυφλωθήκαμε  όλοι  και  δεν  είδε  κανένας  πως το μονοπάτι ήταν ποτάμι...  Δεν πρόφτασε ν' αποτελειώσει τη σκέψη του. Πάνω απ' τις άλλες φωνές της λιτανείας που καλούσαν  τη χαμένη, — σκίζοντας τη νύχτα τρομαχτικά, μια άγρια φωνή σκέπασε το θόρυβο των ανθρώπων και  του νερού.  —Ελάτε! φώναζε απελπισμένα η φωνή. Ελάτε δω!...  Τ' αναμμένα δαδιά και τα φανάρια στρίψαν μονομιάς απ' όλες τις μεριές, τρέχοντας προς τη φωνή,  σαν κινημένα από ανέμους που χτυπιούνται συναμεταξύ τους.  Εκεί  όπου  καλούσε  η  φωνή  ήταν  το  σύνορο  ενός  χωραφιού  που,  καθώς  ήταν  κοντά  στο  χωριό,  ο  κληρούχος του το είχε  φροντίσει  και  το περιτριγύρισε με συρματόπλεγμα. Το ποτάμι έτρεχε πλάι σ'  εκείνο  το  σύνορο.  Και  πάνω  κει,  μπλεγμένο  στο  συρματόπλεγμα  απ'  το  φουστάνι  και  τα  μακριά  μαλλιά,  κρεμόταν  το  πνιγμένο  σώμα,  συγκρατημένο  απ'  το  ταξίδι  του  στην  επιφάνεια  του  θολού  νερού, που, βρίσκοντας εμπόδιο, πάφλαζε γύρω στα πόδια, γύρω στο λαιμό.   

ΤΗΝ  ΑΠΟΘΕΣΑΝ  στο  ισόγειο  του  σπιτιού  του  Βένη.  Η  Άννα  επιστάτησε  και  πλύναν  οι  Φωκιανές  το  σώμα,  χτένισαν  τα  μαλλιά,  τα  καθαρίσαν  απ'  τις  λάσπες  και  τα  χώματα  των  λόφων.  Πάνω  σ'  ένα  μπακιρένιο πιάτο κόλλησαν μια μικρή λαμπάδα. Άφησαν λίγο τα παιδιά της νεκρής να την κλάψουν κ'  ύστερα τ' αποτραβήξανε. Οι χωριανές μόνο μείναν από πάνω της να τη μοιρολογούν.  Η Ειρήνη Βένη κατέβηκε μια στιγμή, είδε το άθλιο λείψανο, κ' ύστερα την έπιασε τόση ταραχή, που τη  βοηθήσανε ν' ανέβει στην κάμαρά της. Ήταν έξαλλη.  —Γιατί δεν την πήγατε κάπου αλλού; Γιατί δεν την πήγατε κάπου αλλού; Κ' εσύ, πως βαστάς σ' αυτή  τη φρίκη; φώναζε στην κόρη της, που θέλησε να την καταπραΰνει.  —Μα  είναι  τόσο  δυστυχισμένοι!  της  αποκρίθηκε  συγκρατώντας  την  αγανάχτησή  της.  Κι  αυτή  η  γυναίκα μας δούλεψε τόσο πιστά!...  —Είμαι κ' εγώ δυστυχισμένη! Δε μπορώ πια!...  Η Άννα τη σκέπασε στο κρεββάτι της και κατέβηκε κάτω. Αναζήτησε με μια ματιά τον πατέρα της. Τον  είδε  καθισμένο  πλάι  στη  θεία  ‐  Μαρία,  κοντά  στην  πεθαμένη,  μαζί  με  τους  άλλους  φτωχούς  ανθρώπους. Είχε σταυρώσει τα χέρια του, και το χρώμα του προσώπου του ήταν ίδιο με το χρώμα του  θανάτου το απλωμένο στο πρόσωπο της νεκρής.  —Καημένε πατέρα..., μουρμούρισε γεμάτη στοργή.  Ο  Γλάρος  καθόταν  εκεί  σε  μια  γωνιά  κ'  έβλεπε  το  κερί  και  το  νεκρό  πρόσωπο.  "Αυτή  τώρα  σύχασε,  όμως  τι  αφήνει  πίσω  της...  Γιατί,  λοιπόν,  το  κακό  έπρεπε  να  'ρθεί  τώρα  που  θ'  άρχιζαν  οι  καλές  μέρες;..."  Ο  νους  του  συγκεντρώνεται  στο  ίδιο  σημείο,  τώρα  μόλις,  στο  ίδιο  σημείο.  Το  νεκρό  πρόσωπο  της  γυναίκας,  η  ακινησία  του  αφομοιώνεται  ολοένα  με  κάτι  άλλο,  παραπέμπει,  γίνεται  κίτρινη  πέτρα,  θαμμένη πέτρα... "Τι να 'γινε, άραγες, κει κάτω, μες στο λάκκο του πηγαδιού;"  Ο φόβος τον ζώνει ολάκερο. Οι αρμοί της ζωής γίνουνται πάλι πιο δυνατοί απ' όλα. Κι απ' το θάνατο.  Τινάχτηκε απάνω.  —Θα λείψω λίγο, πολύ λίγο, λέει ταραγμένος στους άλλους που ξενυχτούσαν τη γυναίκα του.  Η νύχτα είναι πυκνή. Τσαλαβουτά μες στα νερά. Τρέχει κατά το χωράφι του. Κοιτάζει να βρει το ρηχό  πέρασμα του ποταμιού. Όπως και να 'ναι, τώρα το νερό έχει λιγοστέψει.  Τέλος  ο  Γλάρος  είναι  κει,  στον  ανοιγμένο  λάκκο.  Κατεβαίνει  με  προφύλαξη,  πασπατεύοντας  στα  τυφλά. Η καρδιά του χτυπά με δύναμη. Πέφτει απάνω στο χώμα κι αρχίζει με τις χούφτες του να το  σκαλίζει. Το χώμα έχει πιει πολύ νερό, είναι σα λάσπη.  Τα δάχτυλά του βρήκαν το μέρος. Σκαλίζει. Αλλά το ξέρει πια πως είναι μάταιο.  Ο μικρός θεός δεν είναι κει.    ΟΤΑΝ ΓΥΡΙΣΕ πλάι στη νεκρή του, γεμάτος λάσπες και με ματωμένα δάχτυλα, οι άλλοι τον ρώτησαν με 

απορία:  —Που ήσουνα λοιπόν τόσην ώρα;  —Γύρευα τον Πράσινο, είπε μ' ένα ύφος τρελού. Μπας και τον είδατε;  Που  να  τον  δουν;  Τα  είχε  καταφέρει  τόσο  καλά!  Είχε  βάλει  και  κόψαν  στα  δυο  τον  κούρο,  γιατί  δε  μπορούσαν να τον σηκώσουν. Και τα δυο του κομμάτια τα 'βαλαν σε τσουβάλια και τα κουβαλήσανε  στη θάλασσα, σαν το πιο κοινό φορτίο.  —Μπας και τον είδατε; ξαναρώτησε ο Γλάρος με αγωνία.  —Εγώ  τον  είδα!  αποκρίθηκε  τότε  ένας.  Είναι  θεοπάλαβος.  Με  τέτοιον  καιρό,  μπαρκάρησε  με  τη  μπενζίνα. Τραβούσε κατά το νοτιά.  Τότε ο Γλάρος άρχισε να φωνάζει απελπισμένα, μπροστά στο πνιγμένο σώμα, όσο δεν είχε φωνάξει  για την πεθαμένη.  —Αχ, πάω πια! Πάω πια! ούρλιαζε.  Κι ολοένα χτυπιόταν, λέγοντας ασυνάρτητα λόγια για ένα θεό που του κλέψανε.  —Τα 'χασε ο άνθρωπος, είπαν οι άλλοι συμπονετικά, και τον αποτραβήξαν απ' τη νεκρή.    ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΝΥΧΤΑ, στα κονάκια τους οι βλάχοι περίμεναν το σύντροφό τους, που τον είχαν στείλει να  δει τι απόγινε κει κάτω, στην Ανάβυσσο, με τη νεροποντή.  —Λοιπόν; ρώτησε ο γέροντας, μόλις φάνηκε ο αποσταλμένος τους.  —Έγινε  καθώς  το  'χες  πει.  Το  νερό  πέρασε  μες  απ'  τα  καλύβια  τους  και  τα  πιο  πολλά  τα  γκρέμισε.  Σκούζουνε κει κάτου.  —Να δούμε λοιπόν ποιος απ' τους δυο θα βαστάξει, αυτοί για εμείς! είπε ο γέρος.  Κ' ύστερα, γυρίζοντας σ' όλους τους άλλους:  —Τσιμουδιά, μην τύχει και μαθευτεί το τι έγινε ψηλά με τα ρέματα! Αλλιώς τα 'χουμε σκούρα.  Κι  όλοι  συμφωνήσαν  να  μη  βγάλουν  μιλιά  για  το  πως  έγινε  και,  σε  μια  απ'  τις  τελευταίες  νύχτες,  φράξαν όλα τα χαντάκια όπου σκορπιζόταν το νερό, μόλις ξεμπούκερνε απ' τις ρίζες του λόφου, και το  νερό το πήγαν έτσι απ' όλες τις μεριές να χυθεί μες στο βαθουλωμένο φαρδύ μονοπάτι που περνούσε  μέσα απ' τα καλύβια της Αναβύσσου.    ΟΣΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΝΗ, τη θάψαν την άλλη μέρα πλάι στο ρημαγμένο ξωκκλήσι, στο χωράφι τους, πλάι  στον αρχαίο τάφο. Έτσι θα είναι κοντά στις ελπίδες, κοντά στις χίμαιρες. Η γη είναι η πιο βέβαιη, η πιο  δυνατή. Θα φυλάξει και τούτο το σώμα, ώσπου να 'ρθει μια άλλη γενιά άνθρωποι, ύστερα άλλη, και  τίποτα πια να μη μένει απ' το πέρασμά του μέσα στη μνήμη. Τότε θα είναι η τελειωτική ανάπαυση. 

"Γη  ει  και  εις  γην  απελεύσει",  έλεγε  σιγανά  ο  γιατρός,  επειδή  εκείνος  έκανε  τα  χρέη  παπά.  Ήταν  κι  αυτό μια μεγάλη έλλειψη, που ήρθε ο θάνατος να τη θυμίσει.  —Θα πρέπει να φέρουμε έναν παπά. Είμαστε χριστιανοί, είπε ένας Φωκιανός.  —Και να διαλέξουμε τον τόπο που θα κάμουμε νεκροταφείο, είπε ένας άλλος.  —Κει,  πίσω  απ'  το  Θυμάρι,  είναι  ένας  κλειστός  τόπος.  Δε  φαίνεται  από  πουθενά.  Εκεί!  είπε  ένας  τρίτος.  —Όχι,  θα  το  κάμουμε  στο  μικρό  λόφο,  αντίκρυ  στα  καλύβια  μας,  είπαν  οι  άλλοι.  Δε  θα  τους  χωριστούμε τους πεθαμένους μας!  Και  όλοι  τότε  συμφωνήσανε  πως  το  νεκροταφείο  τους  έπρεπε  να  γίνει  εκεί,  ανάμεσα  στα  καλύβια  τους, στο λόφο των πεύκων. Γιατί είχαν με το θάνατο την οικειότητα των απλών ανθρώπων, που είναι  δεμένοι με τη γη και με τα πράγματα του κόσμου. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ  Θεία ‐ Μαρία.  ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ του Ολύμπου, που είναι το πιο μακρινό βουνό της περιοχής, ήρθαν κ' εγκατασταθήκανε ένα  άλλο  κοπάδι  πρόσφυγες  απ'  το  εσωτερικό  της  Ανατολής.  Χτίσαν  τα  καλύβια  τους  με  τρόπο  που  κανένα παράθυρο να μη βλέπει κατά τη θάλασσα, χαμηλά προς την Ανάβυσσο.  Οι  Φωκιανοί  τους  ανταμώνουν  πότε‐πότε  αυτούς  τους  Ανατολίτες  στα  μονοπάτια  των  χωραφιών,  ή  τους  βλέπουν  από  μακριά,  σκαρφαλωμένους  απάνω  στους  βραχότοπους  των  λόφων,  να  σκάβουν,  αδιάκοπα  να  σκάβουν.  Το  ξεχερσωμένο  μέρος  ξαπλώνεται  τώρα  λουρίδες  απάνω  στα  βουνά,  λουρίδες που ολοένα ανεβαίνουν ψηλά. Είναι ένα έργο υπομονής και ενστίκτου, που υπονομεύει την  αταραξία του βουνού.  —Μα τι κουράγιο είναι αυτό! λέγαν μονάχοι τους οι Φωκιανοί μπρος στον αγώνα που βλέπαν.  Γιατί, αν και παλεύανε κ' οι ίδιοι, είχαν τουλάχιστο αυτοί να κάνουν με κάμπο. Μα οι άλλοι κει πέρα τι  μπορούσε να περιμένουν απ' τα βράχια που σκαλίζαν;  Τους το λέγαν, μα οι Ανατολίτες κουνούσαν ήσυχα και υπομονετικά το κεφάλι.  —Έχει ο Θεός και για μας...  —Θα  μπορούσατε  να  κατεβείτε  κ'  εσείς  πιο  χαμηλά,  τους  λέγαν  οι  Φωκιανοί.  Πέρα  απ'  τις  αλυκές  είναι τόση χέρσα γη!  Δε  θέλαν  να  το  μολογήσουν,  αλλά  κάποτε  ‐  κάποτε  άφηνε  κάποιος  να  του  ξεφύγει  ο  πραγματικός  λόγος.  —Είναι κείνος ο δαίμονας! έλεγε, κ' έδειχνε χαμηλά τη θάλασσα.  —Μα τι θα σας κάμει η θάλασσα; παρατηρούσαν οι Φωκιανοί με απορία. Είδατε πως εμείς χτίσαμε  τα καλύβια μας πλάι της...  —Μα εσείς είσαστε άλλο.  Ενώ  για  κείνους,  τούτο  το  ατέλειωτο  νερό  ήταν  στοιχείο  ξένο  κ'  εχτρικό.  Οι  πιο  πολλοί  είχαν  δει  θάλασσα  μονάχα  με  την  ανταλλαγή  των  πληθυσμών,  όταν  τους  κουβαλήσανε  απ'  τα  μέρη  τους  στα  παράλια και τους μπαρκάραν για την Ελλάδα.  Οι πατέρες τους κ' οι πρόγονοί τους ξέραν μονάχα τη γη, και πέρα απ' τα βουνά πάλι γη, χωρίς τέλος.  Τους  παρακολουθεί  το  χώμα,  σαν  το  αίμα  στις  φλέβες  τους.  Δεν  ξέρουν  τι  θα  πει  ξεκούραση.  Δουλεύουν,  σκάβοντας,  με  το  ένστικτο  του  ζώου  που  γυρεύει  καταφύγιο.  Ξέρουν  πως  η  γη  που  θα  ξεχερσώσουν θα τους δώσει τροφή και σπόρο. Και, αργότερα, τάφο.  Πολύ σπάνια, όταν είναι γιορτή κι όταν ο καιρός είναι καλός, αποφασίζουν να κατέβουν στη θάλασσα  για  σεργιάνι.  Κατεβαίνουν  μεγάλες  συντροφιές,  φαμίλιες  ‐  φαμίλιες,  κάθουνται  στην  αμμουδιά  και  βλέπουν  με  μάτια  χωρίς  έκφραση  το  πέλαγο.  Αυτό  που  τους  φαίνεται  πιο  ενδιαφέρον  δεν  είναι  τα  κύματα. Είναι οι άσπρες πυραμίδες, το αλάτι στις αλυκές, κ' οι μεγάλες "αυλές" που φυλάνε το νερό  ίσαμε  που  να  ξεραθεί  και  να  γίνει  αλάτι.  Τους  φαίνεται  μεγάλο  έργο  του  διαβόλου  τούτο  το  τιθασσεμένο νερό. Δεν τους αρέσει να πολυπηγαίνουν στο χωριό των Φωκιανών. Ακούν από μακριά, 

στον άμμο που κάθουνται, τα τραγούδια τους. Κουνούνε τότε το κεφάλι τους και τους ελεεινολογούν.  —Είναι αλαφροί και παλαβοί, λένε.  Γιατί  δεν  τους  είναι  εύκολο  να  καταλάβουν  την  άλλη  ποιότητα,  τους  ανθρώπους  απ'  τα  παράλια.  Τούτο  προπάντων  τους  φαίνεται  ακατανόητο:  Τόσες  φαμίλιες  Φωκιανοί  έχουν  αφήσει  ανθρώπους  τους στην Ανατολή∙ πως γίνεται να τους έχουν ξεχάσει και να γελούν;    ΗΡΘΑΝ πια ταχτικές οι βροχές. Δε βρέχει όλη τη μέρα ασταμάτητα∙ κόβει και πάλι ξαναρχίζει.  Οι Φωκιανοί κάθουνται αυτές τις μέρες στα καλύβια τους και  ησυχάζουν, γιατί ξέρουν πως το νερό  ετοιμάζει τη γη, που θα γονιμοποιήσει τις ρίζες∙ τα κλήματα που θα φυτέψουν σαν έρθει η ώρα.  Όμως ο Γλάρος δε μπορεί να βαστάξει στην ακινησία. Στο μικρό σκαρί του τα νεύρα πλέκουνται με τις  φλέβες σαν τα ξάρτια των καραβιών. Τις πρώτες μέρες, ύστερα απ' το κακό που πήρε τη γυναίκα του  και  το  μικρό  τυφλό  κούρο,  είχε  πέσει  σε  μεγάλη  μελαγχολία.  Πολλοί  λέγαν  πως  δε  θα  σηκώσει  κεφάλι.  Και  στο  σπίτι  του  γιατρού  Βένη,  σαν  κουβεντιάζανε  για  κείνον,  η  μικρή  Άννα  είχε  την  ίδια  γνώμη. Πήγαινε στο καλύβι τους και τους έβλεπε ταχτικά, βοηθώντας τη Ζαμπέτα, το κοριτσάκι, που  τώρα είχε αναλάβει ολομόναχο τη φροντίδα για τα δυο άλλα, τα πιο μικρά.  —Είναι  πολύ  απελπισμένος  αυτός  ο  άνθρωπος,  έλεγε  η  Άννα  στον  πατέρα  της.  Δε  θα  πάρει  απάνω  του.  Μα ο γιατρός ήξερε καλύτερα τους ανθρώπους και δε συμφωνούσε.  —Θα δεις πως θα πάρει απάνω του, της έλεγε. Είναι γερό παλικάρι. Δε θα τον αφήσουμε να χαθεί.  Τον φώναζε και πήγαιναν μαζί στον αγριότοπο που ήταν να μπουν τα τριαντάφυλλα. Εκεί ο Δημήτρης  Βένης, σκαλίζοντας το χώμα, έδειχνε τον εαυτό του για παράδειγμα.  —Σε λίγο θα φυτέψουμε τις βέργες, του έλεγε. Κ' ύστερα θα περιμένουμε τα τριαντάφυλλα.  Ο Γλάρος στεκόταν αμίλητος και κοίταζε το πετραδερό και άγονο χώμα, τη θάλασσα, τόσο εχτρική για  το είδος εκεί πλάι.  —Εσύ τι λες τώρα; εξακολουθούσε ο Δημήτρης Βένης. Θα γίνουν τα τριαντάφυλλα ή όχι;  Στεκόταν δισταχτικός, μη ξέροντας τι ν' αποκριθεί. Η γνώμη όλων των χωριανών ήταν πως ο γιατρός  έκανε παλαβάδα, πως ήταν χαμένος κόπος. Κοίταξαν να τον μεταπείσουν, μα στάθηκε ανώφελο. Ήταν  σίγουροι πως ο κόπος πήγαινε χαμένος, όμως στο βάθος ζήλευαν την πίστη του ανθρώπου, γιατί κ' οι  ίδιοι  έρχονταν  απ'  την  ίδια  ράτσα  και  μέσα  τους  ξυπνούσε  το  πάθος  για  τις  πράξεις  που  έχουν  φαντασία και τρέλα.  "Θα  δείτε  πως  θα  γίνει  καινούργιο  σόι  τριαντάφυλλα,  πασπαλισμένα  με  αλάτι",  λέγαν  ωστόσο  περιπαιχτικά.  Και από τότε, κείνο τον τόπο και το αγριόβουνο που ήταν από πάνω τον βγάλαν "Τριανταφυλλώνα".  Ήταν ένας τρόπος για προσανατολισμό, μα στο βάθος ήταν η φωνή που τους έλεγε να πιστεύουν. 

—Λοιπόν; έλεγε ο γιατρός στο Γλάρο. Θα γίνουν τα τριαντάφυλλα ή όχι;  Κι αυτός, υποταγμένος στη φωτιά της πίστης:  —Θα γίνουν, αποκρινόταν.  Τότε  ο  Βένης  παρατούσε  την  αξίνα,  καθόταν  μαζί  του  στο  χώμα  και  προσπαθούσε  να  του  φυσήσει  δύναμη.  —Μη χάνεσαι με τα ίδια και με τα ίδια, του έλεγε. Ό,τι πάθαμε εμείς στην Ανατολή λίγες φορές έγινε  στην  ιστορία  του  κόσμου.  Κι  όμως  ξαναρχίσαμε  απ'  την  αρχή.  Μη  σκέφτεσαι  πια  την  πέτρα  που  χάθηκε. Δεν ήταν θεός.  Ο  Γλάρος  του  είχε  πει  όλη  την  ιστορία  του  αρχαίου  τάφου.  Και  ο  Βένης  του  έλεγε  πως  απ'  τη  σκαλισμένη πέτρα πιο μεγάλη αξία είχε η γυναίκα του που χάθηκε. Μα είναι μέσα στη μοίρα ολωνών  μας να φύγουμε. Κι αυτός, σα γερός άντρας, δεν έπρεπε ν' αφήσει να τον καταπάρει το ρέμα επειδή ο  θάνατος μπήκε στο σπίτι του.  —Θα 'πρεπε όμως να τον κυνηγήσω! έλεγε ο Γλάρος για τον Πράσινο. Θα μου 'δινε δίκιο κ' η εξουσία.  Ο γιατρός τότε τον βεβαίωνε πως δε μπορούσε να κάμει τίποτα με το νόμο, γιατί κι ο ίδιος τον είχε  καταπατήσει και είχε κρύψει αρχαίο άγαλμα, που ανήκε στην πολιτεία.  Μια τέτοια μέρα ο Γλάρος είπε στο Δημήτρη Βένη:  —Βλέπω τις στεριές, πέρα απ' τη θάλασσα. Να είχα τρόπο να κάνω ταξίδια θα 'βγαζα ψωμί. Δεν έχει  τώρα τίποτα να κάνεις στη γη.  Κι ο Βένης, που καταλάβαινε την καρδιά των ανθρώπων, είδε, μες στην επιθυμία εκείνη, το ξύπνημα  της ζωής.  —Α,  αυτό  ναι!  τον  εγκαρδίωσε.  Σε  τέτοιες  θάλασσες  θα  έφτανε  να  είχες  και  μια  φελούκα.  Προσπάθησε!  Ο Γλάρος πήγε μούτσος, ένα ‐ δυο ταξίδια, με το καΐκι των αλυκών, στην Αίγινα και στον Πόρο. Φέραν  σακκιά  γεννήματα∙  πήρε  ένα  μικρό  μέρος  απ'  το  κέρδος  και  το  φύλαξε.  Στο  άλλο  ταξίδι  έβαλε  πάλι  κάτι στο αποταμιευμένο κέρδος. Και στο άλλο.  Στις αλυκές ήταν κ' ένας μικρός ταρσανάς. Ο Γλάρος έβαλε όλες τις οικονομίες απ' τα ταξίδια του, τα  επιδόματα  που  τους  έδινε  το  Κράτος,  μπήκε  σε  λίγο  χρέος  —  τα  'δωσε  όλα  στον  ταρσανά.  Σε  λίγον  καιρό  ρίξαν  στη  θάλασσα  το  μικρό  πλεούμενό  του,  μια  ψαροπούλα  φρεσκομπογιαντισμένη  με  χτυπητά χρώματα, ένα κορδόνι κίτρινο, ένα κορδόνι κόκκινο.  —Τώρα θα περιμένουμε να μαλακώσουν οι καιροί, είπε ο Γλάρος. Τότες θα βγάζει το ψωμί της.  Και κοίταζε με αγαλλίαση το μικρό σκαρί, τα ψηφιά που γράφαν τ' όνομά της στη μάσκα: "Ελένη".    Η  ΘΕΙΑ  ‐  ΜΑΡΙΑ  δε  μπορεί  πια,  τώρα  με  τις  βροχές,  να  μετακινηθεί  εύκολα  απ'  τον  τόπο  της.  Οι  Φωκιανοί τώρα βλέπουν πιο σπάνια το αφοσιωμένο ζευγάρι, τη θεία ‐Μαρία και τη μικρή Άννα Βένη, 

να  προχωρούν  σιγά  ‐  σιγά  στο  παραλιακό  μονοπάτι  που  τραβά  κατά  το  Θυμάρι.  Η  γριά  γυναίκα  ακουμπά  στο  μπράτσο  του  κοριτσιού,  που  είναι  πολύ  πιο  ψηλό  από  κείνη,  και  οι  φιγούρες  τους  γράφονται μες στο γαλάζιο βάθος σα να πορεύονται προς τη μοίρα τους.  Η  Ειρήνη  Βένη  δε  θέλησε  ποτέ  να  τις  ακολουθήσει  στους  περιπάτους  τους.  "Δε  θέλω",  είπε  με  την  παγερή φωνή της. Κ' εκείνες ξέραν πως θα ήταν μάταιο να επιμένουν.  Οι  κουβέντες  στο  δρόμο,  ανάμεσα  στα  δυο  πρόσωπα  που  βαδίζουν,  είναι  λιγοστές,  γιατί  η  γριά  γυναίκα κουράζεται εύκολα και γιατί υπάρχουν ανάμεσά τους πράματα που δε μπορούν να 'ρθουν ως  την επιφάνεια.  Είναι πάντα ορισμένο ίσαμε που θα πάνε. Εκεί, ίσαμε το δεύτερο κάβο.  —Ήρθαμε πάλι, λέει κάθε φορά η θεία‐Μαρία, σα να είναι ανάγκη να επιβεβαιώσει το γεγονός.  Κάθουνται, τότε, σ' ένα έρημο βράχο πάνω απ' τη θάλασσα. Όταν είναι τρικυμία, το κύμα σκεπάζει το  βράχο,  αιώνες  τώρα.  Έτσι  έχουν  γίνει  μικρές  ‐  μικρές  λακκούβες  στην  πέτρα.  Σαν  πέσει  η  τρικυμία,  μένει  στους  μικρούς  λάκκους  λίγη  θάλασσα,  κ'  ύστερα  έρχεται  ο  ήλιος  και  την  αποξεραίνει.  Γίνεται  τότε  αλάτι,  κ'  οι  ψαράδες,  που  έρχουνται  πότε  ‐  πότε  ν'  απαγκιάσουν  σε  τούτα  δω  τα  μέρη  με  τις  τράτες  τους,  το  μαζεύουν  για  την  κακαβιά  τους.  Εδώ  κ'  εκεί,  σε  απάνεμα  μέρη  της  ακρογιαλιάς,  βρίσκουνται  οι  καπνισμένες  κουφάλες  των  βράχων,  όπου  οι  ψαράδες  ανάβουν  τη  φωτιά,  στα  εφήμερα περάσματά τους.  Στο βάθος γράφεται σιωπηλός ο αλαφρός όγκος της Αίγινας.  —Πόσα  μίλια  να  είναι  από  δω,  άραγε;  λέει  το  κορίτσι  αφαιρεμένα  για  το  νησί  των  παιδικών  της  χρόνων.  —Πόσα μίλια να είναι... Ποιος ξέρει!...  Ένα βαπόρι περνά ανοιχτά, κατεβαίνοντας στα νησιά. Ακούγεται λίγο ο βαθύς θόρυβος που κάνουν οι  μηχανές του.  —Χτες τη νύχτα μέτρησα όλα τα βαπόρια που πέρασαν φωτισμένα, λέει πάλι η Άννα. Ήταν τριάντα...  —Αγρύπνησες πάλι τόσο πολύ;  —Δεν είχα ύπνο, θεία.  —Πώς, παιδί μου, δε σε πήρα είδηση;... Δε θα σ' άφηνα.  Έπειτα:  —Να μπορούσαμε να βλέπουμε και τα καράβια που έρχουνται..., είπε η θεία ‐ Μαρία.  Μα τα καράβια έρχουνται πάντα τα χαράματα, απ' όλα τα μέρη του κόσμου, για τον Πειραιά. Κι όμως  ένα, κάποτε, θα φέρει το παιδί της που έμεινε στην Ανατολή, τον μικρό Άγγελο∙ θα περάσει έξω από  δω, κ' εκείνη δε θα ξέρει τίποτα για το πέρασμα και θα κοιμάται.  —Θα το μάθει, άραγες, εύκολα πως είμαστε εδώ; 

Να  είναι  ήσυχη,  τη  βεβαιώνει  το  κορίτσι.  Όλοι  οι  πατριώτες  τους,  στον  Πειραιά,  το  ξέρουν  πως  οι  Φωκιανοί είναι στην Ανάβυσσο.  —Θα έρθουν βέβαια μαζί, όπως φύγανε..., λέει πάλι η Άννα σε λίγο.  —Για τον Άγγελο λες;  —Ναι, για κείνον. Και για τον Αντρέα...  Και η γριά γυναίκα, χαϊδεύοντας το χέρι του κοριτσιού:  —Ναι, παιδί μου. Θα 'ρθουν μαζί.  Δεν  της  είχε  πει  τίποτα  η  μικρή  Άννα.  Μα  κείνη  μπορεί  να  μαντεύει,  απ'  την  αλαφρή  ταραχή  της  φωνής, το μυστικό μήνυμα, το χαμόγελο του Θεού.  —Ναι, παιδί μου. Θα 'ρθουν, λέω, μαζί...  Η θάλασσα δένεται με την αναμονή, με τη φωνή των κορμιών που περιμένουν, γίνεται η ίδια στοιχείο  της ζωής, τα κύματα που θα τα ταξιδέψουν τα όνειρα. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑΤΟ  Ο πλοίαρχος Σκωτ, ο Νότιος Πόλος, ο Δημήτρης Βένης και ο Σαρωνικός.    ΕΚΕΙ,  ΣΟΦΙΑ,  λέει  η  θεία  ‐  Μαρία  στη  γριά  γυναίκα  που  τη  συντροφεύει,  στη  μητέρα  του  Αντρέα.  Υπάρχει ένα χαρτάκι στη σελίδα...  —Ναι, εδώ. Το βρήκα, αποκρίνεται η άλλη.  Κι αρχίζει να διαβάζει, στο λίγο βραδινό φως, απ' τη Γραφή:  «ἡ δὲ παρθένος ἦν καλὴ τῇ ὄψει σφόδρα ... καταβᾶσα δὲ ἐπὶ τὴν πηγὴν ἔπλησε τὴν ὑδρίαν αὐτῆς καὶ  ἀνέβη. ἐπέδραμε δὲ ὁ παῖς εἰς συνάντησιν αὐτῆς καὶ εἶπε· πότισόν με μικρὸν ὕδωρ ἐκ τῆς ὑδρίας σου. ἡ δὲ  εἶπε· πίε, κύριε. καὶ ἔσπευσε καὶ καθεῖλε τὴν ὑδρίαν ἐπὶ τὸν βραχίονα αὐτῆς καὶ ἐπότισεν αὐτόν, ἕως  ἐπαύσατο πίνων. 19 καὶ εἶπε· καὶ ταῖς καμήλοις σου ὑδρεύσομαι, ἕως ἂν πᾶσαι πίωσι… καὶ ὑδρεύσατο  πάσαις ταῖς καμήλοις.»* 

Βυθίζονταν, τότε, οι δυο μητέρες στη βαθιά ηρεμία που δίνει η δύναμη, — η θάλασσα που κινείται, ο  ασάλευτος ουρανός, η ποίηση των ανθρώπων.  Ύστερα μέναν  σιωπηλές  πολλήν  ώρα,  ώσπου κάποια  από τις δυο σπούσε τη σιωπή.  —Θα έχουν μεγαλώσει πολύ, στο χρόνο που πέρασε, τα παιδιά, λέει η μια μητέρα. Άραγες η φορεσιά  του, που την έφερα μαζί μου, θα του κάνει τώρα σα θα γυρίσει;  —Πήρες κ' εσύ, λοιπόν, μια φορεσιά του σα φεύγαμε;  —Κ' εσύ, Μαρία;  —Κ' εγώ, Σοφία.  —Δεν πειράζει που θα τους στενεύουν. Με το καλό ας έρθουν...  Σε λίγο:  —Η  Άννα  θυμήθηκε  χτες  τα  παιδικά  τους  χρόνια  στην  Αίγινα,  λέει  η  θεία‐Μαρία  στη  μητέρα  του  Αντρέα. Ζήσαν, βλέπεις, τόσο πολύ μαζί, ο Άγγελος, ο Αντρέας, εκείνη...  —Ναι, ζήσαν τόσο πολύ μαζί...  Σε λίγο:  —Κ' η Άννα περιμένει όσο κ' εμείς το γυρισμό τους, είπε η θεία ‐ Μαρία. Το μαντεύεις αυτό, Σοφία;  —Το μαντεύω, είπε η μητέρα του Αντρέα τρυφερά.                                                               *

 Γένεσις ΚΔ', 16‐20. 

  ΟΛΟΙ είναι γύρω στο Δημήτρη Βένη. Η θεία‐Μαρία, η Ειρήνη Βένη, η Άννα. Τώρα έρχεται ταχτικά στο  σπίτι  τους  απ'  το  καλύβι  της  και  η  μητέρα  του  Αντρέα,  η  θεία  ‐  Σοφία.  Συνεννοούνται  πολύ  με  την  άλλη μητέρα, τη θεία ‐ Μαρία. Κ' οι δυο περιμένουν τα παιδιά τους να γυρίσουν απ' την αιχμαλωσία.  Η Ειρήνη Βένη πολύ σπάνια παίρνει μέρος στις κουβέντες της συντροφιάς. Μέρα με τη μέρα, ολοένα  γίνεται πιο στυφή και πιο νευρική.  —Μα τι έχεις; τη ρωτούσε η αδερφή της. Γίνεσαι δυστυχισμένη. Κοίταξε εμένα, της έλεγε, ατενίζοντάς  τη με το καθαρό, γαλήνιο πρόσωπό της. Κι όμως εγώ  είμαι  έρημη, και μόνο  στις  ελπίδες  μπορώ να  στηρίζουμαι...  —Όχι μόνο στις ελπίδες, της απαντούσε πικρά. Είναι και το παρελθόν. Ενώ εγώ...  —Δε φταίει κανείς γι' αυτό, Ειρήνη. Έτσι το θέλησε ο Θεός. Αλλά δε βλέπω να ήταν και τόσο φοβερή  τιμωρία που πήρες τον αγαθό άνθρωπο που σου προορίστηκε. Τουλάχιστο αυτός ζει...  —Και για μένα τι, είπε η Ειρήνη Βένη.  …………………………………………………………………………………..  Ο Δημήτρης Βένης καθαρίζει τα γυαλιά του κ' ετοιμάζεται. Το βιβλίο μπροστά του περιμένει ανοιχτό.  Περιμένει κι όλη η συντροφιά γύρω του. Του αρέσει να φαντάζεται πως όλοι αγωνιούν, και χαίρεται  σαν παιδί στη σκέψη αυτή.  —Θα είναι για το Ναπολέοντα; ρωτά παγερά η Ειρήνη.  —Όχι. Θα είναι απ' το ημερολόγιο του πλοιάρχου Σκωτ.  —Καλά. Τότε θα είναι αύριο για το Ναπολέοντα.  Γιατί  αυτά  ήταν  τα  εφόδιά  του,  σαν  ξεκίνησε  για  την  Ανάβυσσο:  μια  ιστορία  του  Μεγάλου  Ναπολέοντα, μια βιογραφία του πλοιάρχου Σκωτ κ' ένα εγχειρίδιο Παθολογίας.  Ο  Βένης  αρχίζει  σιγά  ‐  σιγά  να  διαβάζει.  Τα  μάτια  του  ολοένα  ζωηρεύουν,  ένα  αλαφρό  ροζ  χρώμα  χύνεται στο κάτασπρο πρόσωπο, οι σελίδες του πάθους στην τραγική σιωπή του πάγου γυρίζουν*:  —"Πόσο  ατέλειωτο  καιρό  χρειάζονται  οι  σκιές  για  να  μας  περιτριγυρίσουν...  Απ'  τα  δεξιά  μας  προχωρούν σιγά ‐σιγά, για να χαθούν στ' αριστερά μας μαζί με το γρήγορο σκοτάδι...", σημειώνει ο  Σκωτ.  Αργότερα:  —"Μόνο  150  χιλιόμετρα  για  τον  Πόλο∙  αν  όμως  εξακολουθήσει  η  κατάσταση  αυτή,  δεν  αντέχουμε  πια."                                                               *

 Περίληψη από σελίδες του Τσβάιχ και απ' το ημερολόγιο του πλοιάρχου Σκωτ. 

—"Ακόμα 137 χιλιόμετρα για τον Πόλο, αλλά θα φτύσουμε αίμα."  —"Μόνο  94  χιλιόμετρα  μας  μένουν,  κι  αν  δε  φτάσουμε  στο  τέρμα,  όμως  θα  'χουμε  πλησιάσει  αφάνταστα."  —"Ακόμα 70 χιλιόμετρα και το τέρμα είναι στα πόδια μας."  —«Ακόμα 50 παλιοχιλιόμετρα. Πρέπει να φτάσουμε, κι ας στοιχίσει ό,τι και να 'ναι."  —"16 Ιανουαρίου 1912. Ευδιαθεσία."  Είναι  μονάχοι  πέντε  άνθρωποι  στη  φοβερή  άσπρη  ερημιά  και  προχωρούν  για  το  απλό  σημείο  όπου  ξέρουν πως δε φώναξε φωνή ανθρώπου, από τότε που η γη έγινε σώμα στερεό. Κ' έρχουνται αυτοί  πρώτοι. "Ευδιαθεσία". Και τότε, στη μεγάλη ώρα, άξαφνα ένας από τους συντρόφους, ο Μπόουερς,  φαίνεται ανήσυχος. Το μάτι του σα να  κόλλησε  σ' ένα σκοτεινό σημείο της απέραντης  ερημιάς. Δεν  τολμά  να  πει  τίποτα  στους  άλλους.  Μα  όλοι  το  είδαν,  και  τους  έπιασε  τρόμος  στη  σκέψη  πως  ένα  ανθρώπινο χέρι είχε στήσει, εκεί κοντά, μια πινακίδα στο δρόμο. Μπας κ' είναι καμιά σχισμάδα του  πάγου,  καμιά  αντανάκλαση;  Με  τεντωμένα  τα  νεύρα  τους  προχωρούν,  προσπαθώντας  ακόμα  να  ξεγελαστούν,  αν  και  όλοι  ξέρουν  πολύ  καλά  την  αλήθεια:  οι  Νορβηγοί,  ο  Αμούντσεν,  τους  προσπέρασε. Γρήγορα όμως φεύγει και η τελευταία αμφιβολία μπροστά στην πικρή πραγματικότητα:  σε μια μαύρη σημαία που κυματίζει σ' ένα κοντάρι εκεί κοντά, στα ίχνη από μια πρόχειρη στάθμευση  ανθρώπων.  Το  κολοσσιαίο,  το  ασύλληπτο  για  την  ανθρωπότητα,  ο  πόλος  της  Γης,  άψυχος  από  χιλιάδες  χρόνια,  μέσα  σε  δεκαπέντε  μέρες  ανακαλύφτηκε  δυο  φορές.  Κι  αυτοί,  ήταν  οι  δεύτεροι.  Είχαν φτάσει αργά. Ήταν οι δεύτεροι. Και για την ανθρωπότητα ο πρώτος είναι το παν και ο δεύτερος  τίποτα. "Όλοι μας οι κόποι, όλες οι στερήσεις, όλοι οι πόνοι... Για τι;" γράφει ο Σκωτ στο ημερολόγιό  του. "Για τίποτα... Όλα μας τα όνειρα σβήσαν πια."  Απελπισμένοι, σαν κατάδικοι, αρχίζουν την τελευταία πορεία για τον Πόλο. Κανένας δεν κοιτάζει να  παρηγορήσει τον άλλο. Στις 18 Ιανουαρίου ο πλοίαρχος Σκωτ και οι σύντροφοί του έχουν φτάσει στον  Πόλο.  Κοιτάζουν  λυπημένα  την  πένθιμη  περιοχή.  "Τίποτα  δε  βλέπει  κανείς  εδώ,  τίποτα  που  να  ξεχωρίζει απ' τη μονοτονία του τελευταίου καιρού." Αυτό είναι όλο.  Και παίρνουν το δρόμο του γυρισμού.  "Φοβάμαι την επιστροφή", γράφει ο Σκωτ στο ημερολόγιό του. Χωρίς ελπίδα, χωρίς τη βοήθεια της  πυξίδας τρέμουν μπας και χάσουν τα σημάδια και τα εφόδια που άφησαν στο δρόμο όταν πήγαιναν.  Κάθε  ξεστράτισμα  σημαίνει  θάνατο.  Ο  καιρός  γίνεται  ολοένα  πιο  εχτρικός.  Ο  χειμώνας  άρχισε  πιο  νωρίς από άλλες φορές. Η παγωνιά τσακίζει τα κουρασμένα κορμιά, που έχουν πληγιάσει. Ο Έβανς, ο  πιο δυνατός απ' όλους, κάνει ξαφνικά παράξενα καμώματα. Ξέρουν όλοι πια πως είναι τρελός. Τι να  τον κάμουν; Να τον εγκαταλείψουν στην ερημιά; Ο αγέρας φυσά δυνατότερα από πριν. "Ο Θεός να  μας βοηθήσει. Δεν είμαστε καμωμένοι για τέτοιες προσπάθειες." "Το παιχνίδι μας τελειώνει τραγικά.  Ας  μας  έρθει  πια  βοηθός  η  Θεία  Πρόνοια,  δε  μπορούμε  να  περιμένουμε  καμιά  άλλη  βοήθεια."  Σέρνουνται στους πάγους. Αρχίζουν να προετοιμάζουνται. Ζητούν να μοιραστούν τη μορφίνη, για την  ώρα του τέλους. Ένας, ο Ουάιτς, μόλις μπορεί να τους ακολουθεί. Βαδίζει τρικλίζοντας ως τη βραδινή  κατασκήνωση. Κοιμάται μαζί τους ίσαμε το πρωί. Η καταιγίδα μαίνεται. Ξαφνικά ο Ουάιτς σηκώνεται.  "Θέλω να βγω λίγο έξω, λέει στους συντρόφους του. Θα μείνω, ίσως, λίγο έξω."  Οι άλλοι τρέμουν. Ξέρουν τι σημαίνει αυτός ο περίπατος. Κανείς όμως δεν τολμά να πει λέξη και να  τον σταματήσει. Καταλαβαίνουν όλοι με σεβασμό πως ο φίλος τους Λάουρενς Ζ. Ε.  Ουάιτς πηγαίνει  να πεθάνει σαν ήρωας. 

Προχωρούν πια οι τρεις που απόμειναν. Το λάδι τους τέλειωσε και το θερμόμετρο δείχνει —40°. Και  οι προμήθειες τέλειωσαν. Στις 29 Μαρτίου ξέρουν πια πως ούτε ένα θάμα δε μπορεί να τους σώσει.  Αποφασίζουν  να  μην  κάμουν  πια  μήτε  ένα  βήμα  εναντίον  στην  τύχη,  μπαίνουν  μες  στους  σάκκους  τους. Κι απ' το τελευταίο μαρτύριό τους δεν ακούστηκε ποτέ ο μικρότερος στεναγμός στον κόσμο.  Ύστερα  από  μήνες,  όταν  οργανώθηκε  μια  αποστολή  για  τη  σωτηρία  τους,  βρήκαν  τα  πτώματά  τους  παγωμένα  μες  στους  σάκκους,  όπως  κοιμόνταν.  Βρήκαν  τον  Σκωτ  που  πεθαίνοντας  είχε  αγκαλιάσει  τον Ουίλσωνα αδερφικά. Ένα γράμμα αποχαιρετιστήριο, που είχαν γράψει τα παγωμένα δάχτυλά του  στον καλύτερο φίλο του στην Αγγλία, έγραφε: "Δε βρήκα κανένα άλλον άνθρωπο στη ζωή μου που να  τον  αγάπησα  και  να  τον  εκτίμησα  περισσότερο  από  εσένα.  Δε  μπόρεσα  όμως  ποτέ  να  σου  το  αποδείξω τι σήμαινε για μένα η φιλία σου, επειδή εσύ είχες πάντα τόσα πολλά να δώσεις, ενώ εγώ  δεν είχα για σένα τίποτα."  Κι αυτό το γράμμα ενός ανθρώπου που "δεν είχε να δώσει τίποτα" το υπόγραφε ο πλοίαρχος Σκωτ.  ……………………………………………………………………………………..  Τέλειωσε. Ωχρός απ' την ταραχή, με δάχτυλα που τρέμουν, ο Δημήτρης Βένης κλείνει, αργά, το βιβλίο  του πάθους.  Οι δυο μητέρες των αγοριών που λείπουν δε σαλεύουν, καθηλωμένες εκεί απ' τη συγκίνηση. Η Ειρήνη  Βένη σηκώνεται επιδειχτικά και βγαίνει έξω.  —Τα έχω ακούσει τόσες φορές..., λέει μόνο.  Η μικρή Άννα, καθισμένη πλάι στον πατέρα της, σηκώνεται ταραγμένη και τον φιλά στο μέτωπο.    ΕΡΧΟΝΤΑΝ  μέρες  που  ο  πουνέντες  φυσούσε  με  φοβερή  δύναμη  σ'  όλο  το  Σαρωνικό  και  σήκωνε  μεγάλα κύματα. Στο μικρό κόρφο της Αναβύσσου το κακό που γινόταν έξω, στο πέλαγο, έφτανε πολύ  αδύνατο, ξεθυμαίνοντας στην μπούκα του κόρφου. Μονάχα η θάλασσα γινόταν μελανή, κ' έτρεμε απ'  τις σπιλιάδες που περνούσαν με απίστευτη σβελτάδα απάνω της.  Τότε  η  θεία  ‐  Μαρία  καθόταν  στο  παράθυρο,  κ'  η  Άννα  προσπαθούσε  να  την  κατατοπίσει  για  το  τι  γινόταν έξω, επειδή εκείνη δε μπορούσε να δει μακριά.  —Ξεχωρίζεις κύματα έξω απ' τον κόρφο; ρωτούσε η θεία‐Μαρία.  —Ξεχωρίζω άσπρα βουνά, ακίνητα.  —Τότε θα δούμε σίγουρα κατάρτια αύριο το πρωί στον Άι ‐ Νικόλα.  Έτσι  γινόταν  κάθε  φορά  που  φυσούσε  δυνατός  αγέρας.  Καράβια,  πηγαίνοντας  ή  φεύγοντας  απ'  τον  Πειραιά,  μη  μπορώντας  να  τα  βάλουν  με  το  κακό,  γλιστρούσαν  μες  στην  απάνεμη  αγκαλιά  του  Άι  ‐  Νικόλα με το φλόκο μονάχα και φουντέρναν εκεί, περιμένοντας να πέσει ο καιρός για να σαλπάρουν.  Τις πιο πολλές φορές, τούτο το καταφύγιο το βρίσκαν σωτηρία καράβια που τύχαιναν σ' αυτά τα νερά  τις νύχτες.  Μπαίναν  τότε  εκεί,  και  το  πρωί  οι  κάτοικοι  της  Αναβύσσου  βλέπαν  από  μακριά  μια  μικρή  θάλασσα  από άλμπουρα και ξάρτια, σημάδι της νίκης του Θεού πάνω στους ανθρώπους. 

—Θα τα δούμε πάλι, σίγουρα, αύριο το πρωί, έλεγε η θεία ‐ Μαρία στην Άννα.  Έλεγε "θα τα δούμε" κ' εννοούσε "θα τα δεις και θα μου το πεις". Είχε πια συνηθίσει στο θέαμα του  κόσμου μέσο αυτών των ματιών, που σιγά ‐ σιγά τα είχε μάθει να βλέπουν και να προσέχουν ό,τι θα  ήθελε να δουν και να προσέξουν τα δικά της.  —Φανήκαν;  ρωτούσε  την  Άννα  πρωί  ‐  πρωί  την  άλλη  μέρα,  ανήσυχη,  σα  να  είχε  ανάγκη  να  μη  διαψευστούν οι προσδοκίες της.  —Φανήκαν, θεία.  —Είναι πολλά;  —Ω, είναι ένα δάσος! Εκεί! Εκεί!...  Και με τα χέρια του το κορίτσι προσπαθούσε να στερεώσει την γραμμή των ματιών της μισότυφλης  γυναίκας προς το μέρος του δάσους.  —Εκεί, εκεί...  Τα βασιλεμένα μάτια άνοιγαν τότε διάπλατα, θέλοντας να συμπυκνώσουν δυνάμεις, προς το μακρινό  όραμα, και μέναν εκεί, στηλωμένα και άγρια στην προσπάθειά τους, σα μοναχικά όντα που άρχιζαν  μόλις τη ζωή.  —Ξεχωρίζεις, θεία ‐ Μαρία;  —Ναι, ναι, ξεχωρίζω, παιδί μου. Είναι πολλά.  Αναπαυόταν,  τότε,  στην  ψευδαίσθηση  του  θαύματος,  και  ικανοποιημένη  πια  η  θεία  ‐  Μαρία  μπορούσε να εύχεται, αφού ο σκοπός της είχε τελειώσει:  —Ο Θεός να τους κάμει σύντομα καλό καιρό, να φύγουν...  Στον  Άι  ‐  Νικόλα,  κει  που  άραζαν  τα  κυνηγημένα  καράβια,  είναι  μια  γλώσσα  γη  απ'  τα  πιο  γαλήνια  μέρη  του  τόπου.  Μια  στενή  λουρίδα  άμμος  δένει  τους  βορινούς  λόφους  της  Αναβύσσου,  πολύ  απόκρημνους  στην  ακρογιαλιά,  με  τον  Άι  ‐  Νικόλα.  Έξω  απ'  τη  λουρίδα  είναι  ένας  δεύτερος  μικρός  κόρφος,  που  μερώνει  τα  κύματα  όπως  έρχουνται  απ'  τα  ανοιχτά  του  Σαρωνικού,  μερώνει  και  τον  άνεμο. Κι ο άνεμος, σα φτάνει στον κόρφο του Άι‐Νικόλα, δεν έχει πια δύναμη. Γι' αυτό ο Άι ‐ Νικόλας,  που  έχει  και  το  προνόμιο  να  'ναι  στην  μπούκα  του  κόρφου  της  Αναβύσσου,  έτσι  που  να  γίνεται  εύκολο  το  έμπα‐έβγα  των  καραβιών,  είναι  το  πιο  βλογημένο  καταφύγιο  του  τόπου  σε  καιρό  τρικυμίας.  Βρίσκεται  κ'  ένα  βαθύ  πηγάδι,  πλάι  στο  εκκλησάκι.  Έτσι  τα  τσούρμα  των  καραβιών,  έξω  από σπάνιες περιστάσεις, δεν έχουν τίποτα να γυρέψουν κατεβαίνοντας μια ώρα δρόμο το μονοπάτι  που φέρνει, μέσα απ' τους λόφους, στο χωριό της Αναβύσσου.  Οι  κάτοικοι  των  καλυβιών  βλέπουν  από  μακριά  το  δάσος  τα  ξάρτια  σαν  παιχνίδι  που  ταράζει  τη  μονοτονία που έχουν οι μέρες τους, και, όταν το πρωί σηκωθούν και δεν τα δουν τα ξάρτια στον τόπο  τους, τους φαίνεται σα μαγεία που ήρθε και χάθηκε χωρίς να τους αγγίσει.  —Ο αέρας έπεσε, λέει η θεία ‐ Μαρία σιγά, ξυπνώντας άξαφνα μες στη βαθιά νύχτα, σα να συνομιλεί  με τον εαυτό της. 

Μα κ' η Άννα κάθεται, γιατί δεν έχει ύπνο, κι ακούει τον ψίθυρο της γυναίκας δίπλα της.  —Έπεσε, θεία.  —Α, κάθεσαι; ρωτά εκείνη με απορία.  Κ' ύστερα, συνεχίζοντας τη σκέψη της:  —Θα φύγουν, λέει.  Δε λέει τι. Μα η άλλη φωνή ξέρει για ποιο πράμα είναι.  —Θα φύγουν.  Κάθουνται, τότε, με στηλωμένα αυτιά να ξαγρυπνούν, ίσως σταθεί ευνοϊκός ο καιρός και τους φέρει  το  θόρυβο  απ'  τις  άγκυρες  που  θα  τραβούν  σαλπάροντας  τα  καράβια,  "τους  μακρινούς  ήχους  του  ταξιδιού". 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΩΔΕΚΑΤΟ  Ο γυρισμός του αιχμαλώτου.    ΜΙΑ ΜΕΡΑ που είδαν πάλι, πρωί ‐ πρωί, το δάσος τα ξάρτια στον Άι ‐ Νικόλα, η Άννα είπε:  —Θα 'θελα πολύ να πάω ίσαμε κει, στα καράβια, να μάθω νέα.  Κι αμέσως, διορθώνοντας τη φράση, πρόσθεσε με τον αποφασιστικό της τόνο:  —Θα πάω!  Ο πατέρας της εναντιώθηκε αμέσως, γιατί δε μπορούσε να περπατήσει τόσο και να πάει μαζί της. Κ' η  μητέρα της αντιστάθηκε ζωηρά.  —Τι θα πας να κάμεις, και τι θα βγάλεις απ' τους μούτσους που κουβαλούνε κρεμμύδι απ' τα νησιά;  Μονάχα η θεία ‐ Μαρία είχε τις πιο λίγες αντιρρήσεις.  —Είναι πολύς ο δρόμος, είπε μονάχα. Θα κουραστείς.  —Δε θα κουραστώ, επίμενε το κορίτσι. Και δε θα σε κουράσω κ' εσένα, πατέρα. Θα πάρω μαζί μου  για συντροφιά τη Ζαμπέτα.  Πήρε το παιδί του Γλάρου και τράβηξαν ακρογιαλιά ‐ακρογιαλιά.  Έλαμπε ο ήλιος. Μα φυσούσε δυνατός αγέρας, που σήκωνε τα φουστάνια τους κι ανέμιζε τα μαλλιά  τους. Έρχονταν στιγμές που δε μπορούσαν να βαδίσουν απ' τον ενάντιο άνεμο. Βάζαν τότε τα δυνατά  τους, η αντίσταση ξυπνούσε όλες τις δυνάμεις τους, κ' αισθάνονταν πολλή χαρά.  Η Άννα είχε αγκαλιάσει τη μικρή Ζαμπέτα, την έσερνε και φώναζε θριαμβευτικά:  —Ίσα,  λοιπόν,  Ζαμπέτα!  Ίσα,  Ζαμπέτα!  Θα  πάμε  τώρα  να  μάθουμε  νέα  για  τον  Αντρέα  και  για  τον  Άγγελο! Ω! να δεις, σαν έρθουν, τι θα μας φέρουν και στις δυο. Να δεις τι θα μας φέρει ο Αντρέας!  Η  Ζαμπέτα  ολοένα  σφιγγόταν  κ'  έτρεχε  αναμαλλιασμένη  και  χαρούμενη,  χωρίς  να  καταλαβαίνει  τίποτα γι' αυτόν τον άγνωστο Αντρέα που θα έφερνε τα πράματα.  Περάσαν τις αλυκές και φτάσαν στη στροφή του κόρφου. Ως εκεί ήταν τα γνώριμά τους μέρη. Είχαν  πάει κι άλλες φορές. Από κει και πέρα ο τόπος τους ήταν άγνωστος.  Ένας  μικρός  λόφος  φυτεμένος  με  πεύκα  υψωνόταν  μπροστά  τους.  Βρήκαν  το  μονοπάτι  που  οδηγούσε, μέσα απ' το μικρό τούτο δάσος, στη λουρίδα του Άι ‐ Νικόλα. Η Άννα στάθηκε μια στιγμή,  διστάζοντας.  Της  είχαν  πει  πως  εκείνο  το  μονοπάτι  έπρεπε  να  πάρει,  γιατί  έτσι  θα  κέρδιζε  ώρα  και  γιατί η ακρογιαλιά από κει και πέρα ήταν απόκρημνη.  —Τι λες εσύ, Ζαμπέτα;  —Ό,τι θες εσύ, κυρία Άννα. 

—Λοιπόν εγώ λέω να φανούμε γενναίες. Και σαν έρθει ο Αντρέας θα του το πούμε και θα χαρεί.  Την  έσυρε  τη  μικρή,  άφησαν  το  μονοπάτι  κι  άρχισαν  να  πηδούν  τα  βράχια  της  ακρογιαλιάς.  Καταλάβαινε μέσα της να βράζει το αίμα, να χιμούν τα νιάτα της, που ήταν τόσο καταπιεσμένα μες  στο  περιβάλλον  του  σπιτιού  της.  Όταν  η  Ζαμπέτα  έκανε  να  στραβοπατήσει  ή  δυσκολευόταν  να  πηδήσει, η Άννα γύριζε και την άρπαζε, τη σήκωνε με δύναμη κ' έσφιγγε το ζεστό παιδικό κορμί μες  στην αγκαλιά της.  —Θα  το  ξανακάμουμε  αυτό  το  ταξίδι  μαζί,  σαν  έρθει...,  έλεγε  μονάχη  της,  χαρούμενη.  Θα  κάνει  το  σκληραγωγημένο και τον ήρωα, κ' εγώ θα τον βάζω να πηδά στα κατσάβραχα!  Ερημιά βασίλευε στον ουρανό και στη θάλασσα. Ερημιά ήταν και στις μικρές αγκαλιές που βρίσκαν  από βήμα σε βήμα. Ήταν μέρη που η θάλασσα έμπαινε βαθιά μέσα σε βράχους. Η Άννα κ' η Ζαμπέτα  κάθονταν  τότε  μπρος  στις  σπηλιές,  βλέπαν  μέσα  στις  σκοτεινές  κουφάλες  το  νερό  που  γυάλιζε  πράσινο,  κι  ακούγανε  τα  βουβά  χτυπήματα,  πάνω  στα  τοιχώματα  του  βράχου,  που  έκανε  η  υγρή  δύναμη καθώς ξεθύμαινε ερχόμενη από τόσο μακριά. Απ' το θόλο στάζαν στάλες στο πράσινο νερό, κι  όταν το αυτί τους συνήθιζε άκουγαν αυτή τη βέβαιη φωνή της αιωνιότητας. Περίμεναν τις στάλες μες  στα μεγάλα διαστήματα που γίνονταν απ' το ένα πάφλασμα του νερού ίσαμε το άλλο, σαν κόπαζε ο  θόρυβος.  —Τώρα!... Τώρα. Άκουσε!... έλεγε η Άννα σιγά, σφίγγοντας απάνω της το παιδί.  Σώπαιναν, περιμένοντας ώσπου η στάλα έπεφτε απ' το θόλο του βράχου στο πράσινο νερό, να δέσει  τη φωνή της γης με το πέλαγος, που ερχόταν εδώ να ξεψυχήσει.  Βρίσκαν  αγκαλιές  απάτητες,  γιατί  κανένας  δεν  είχε  λόγο  να  ξεστρατίσει  σ'  εκείνη  την  απόκρημνη  ακρογιαλιά.  Τα  λιτρίδια  κι  ο  άμμος  λάμπαν,  δουλεμένα  χιλιάδες  χρόνια  απ'  τη  θάλασσα,  μαζί  με  κοχύλια  και  όστρακα  που,  εργασμένα  απ'  την  ίδια  δύναμη,  είχαν  πάρει  το  χρώμα  και  τη  φύση  του  λιτριδιού.  Μια  απροσδιόριστη  σιγκίνηση  είχε  απλωθεί  στην  καρδιά  της  Άννας.  Σα  να  πατούσαν  πρώτη  φορά  πόδια ανθρώπου αυτό το μέρος. Θυμόταν τα παιδικά της βιβλία, τις ιστορίες που της έλεγε ο πατέρας  της  για  έργα  καλών  ανθρώπων,  για  ταξίδια  κ'  εξερευνήσεις  σε  άγνωστες  μακρινές  χώρες,  τότε  που  λογαριάζανε  την  ευψυχία  σα  δύναμη  για  πολιτισμό,  για  πράξεις  σπουδαίες,  για  τη  δικαίωση  του  ανθρώπινου  είδους.  Πήγαιναν  στην  κοντινότερη  κατοικημένη  γη  της  περιοχής  των  πόλων,  μπαίναν  μέσα  σε  μια  φούσκα,  σ'  ένα  μπαλόνι  γεμάτο  αγέρα,  χωρίς  τιμόνι,  κόβαν  το  σκοινί  που  έδενε  το  παιχνίδι τούτο με τη γη, κι ο παγωμένος άνεμος τους σήκωνε και τους ρουφούσε μέσα του, πάνω απ'  τις άσπρες ερημιές, για το τελειωτικό ταξίδι.  "Ξέρεις τι γύρευαν αυτοί οι άνθρωποι;" ρωτούσε το έκθαμβο κοριτσάκι ο Δημήτρης Βένης.  "Όχι,  πατέρα",  του  αποκρινόταν,  μη  μπορώντας  να  συλλάβει  λογικά  το  σκοπό  που  κρύβαν  τέτοιες  τρελές πράξεις ευψυχίας.  "Τη γαλήνη, παιδί μου...", έλεγε, συγκινημένος απ' τα δείγματα του πάθους που έκαιγε και σ' εκείνον  μέσα  το  ίδιο,  αλλά  που  σ'  αυτόν  ξοδευόταν  σε  χίμαιρες  μικρές,  γιατί  το  σκαρί  του  δεν  ήταν  απ'  το  υλικό που μπορούσε να φτάσει ως την άκρη. Κ' έτσι, ό,τι του έμενε ήταν να ζει την ηδονή του πάθους  που είχε ευλογήσει άλλους, να περιορίζεται σ' αυτό που είναι το τελευταίο όριο των αδύναμων και  των ταπεινών.  —Καημένε πατέρα..., ψιθύρισε η Άννα, και προσπαθούσε να δέσει το ένα με τ' άλλο: την εχτρική ζωή 

που στέγαζε το σπίτι τους, τη μητέρα της, τον πατέρα της, τα τριαντάφυλλα, τα βυθίσματα της θείας ‐  Μαρίας στο παρελθόν, τη γαλήνη.    ΣΤΡΙΨΑΝ  την  απότομη  μύτη  μιας  αγκαλιάς  στην  ακρογιαλιά,  κι  άξαφνα  βρέθηκαν  μπροστά  στο  απέραστο τείχος. Ήταν ένας γιγάντιος βράχος, ίσαμε πενήντα μέτρα ύψος, που κρεμόταν κατακόρυφα  στη  θάλασσα.  Ένα  ‐  δυο  θαλασσοπούλια  χιμήξαν  απ'  τις  κουφάλες  του  βράχου,  αψηλά,  κατά  τη  θάλασσα  κάνοντας  μεγάλο  σαματά.  Απ'  τα  πλάγια  τους  είχε  χαθεί  ο  κόσμος.  Ήταν  σα  ν'  απομονώθηκαν, άξαφνα, με την ενέργεια μιας δύναμης εχτρικής.  —Μα τι είναι αυτό! μουρμούριζε η Άννα, θαμπωμένη, με φωνή σιγανή. Ποιος το φανταζότανε...  Ήταν  μια  άγρια  στιγμή  της  ακρογιαλιάς,  ολότελα  διαφορετική  απ'  το  ύφος  της,  ένα  μόριο  απ'  τις  αντιφάσεις του τοπίου της Αττικής, τις αντινομίες που τονίζουν το χαρακτήρα του.  Η  Ζαμπέτα  καθόταν  σαστισμένη  και  κοίταζε  ψηλά  το  μεγάλο  βράχο.  Ένα  πουλί  πέταξε  πάλι,  κρώζοντας, από κει.  —Φοβάμαι... Πάμε πίσω, κυρία Άννα.  Το  τράβηξε  το  παιδί  και  το  κράτησε  κοντά  της.  Για  μια  στιγμή  πέρασε  απ'  το  νου  της  η  ιδέα  του  κινδύνου, και θα 'θελε κ' εκείνη να γυρίσουν πίσω. Μα, τότε, θα 'πρεπε να το ομολογήσει στον εαυτό  της  πως  δεν  έφτασε  στο  μικρό  σκοπό  της,  —  και  η  μικρή  Άννα  δεν  ήταν  μονάχα  κόρη  του  Δημήτρη  Βένη, έφερνε αποτελειωμένη μέσα της τη θέληση των χιμαιρών.  Γύρισε τα μάτια της κ' εξέτασε το μέρος γύρω. Μονάχα από μια μεριά του βράχου το κάθετο κόψιμο  γινόταν  πιο  μαλακό∙  βρίσκονταν  και  λίγα  αγριόκλαδα,  που  βγαίναν  απ'  τις  σκισμάδες  σε  αραιά  διαστήματα.  —Βάστα με απ' το χέρι! είπε αποφασιστικά η Άννα στο παιδί.  Σύρθηκε  με  τα  γόνατα,  απλώνοντας  το  ένα  χέρι  μπροστά  και  σέρνοντας  με  το  άλλο  τη  Ζαμπέτα.  Προχώρησαν  έτσι  σιγά  ‐  σιγά,  σωπαίνοντας.  Δε  γύριζαν  να  δουν  πίσω  τους,  για  να  μην  τις  πιάσει  ίλιγγος. Τέλος φτάσαν στην κορφή του βράχου. Τότε μονάχα γύρισαν και είδαν κάτω και γύρω τους.  Και βγάλαν μια φωνή γεμάτη θαυμασμό.  Πέρα  απ'  τον  κάβο  του  νοτιά,  που  ήταν  το  πιο  μακρινό  μέρος  που  φαινόταν  απ'  την  Ανάβυσσο,  βλέπαν  τώρα  για  πρώτη  φορά  ένα  βουνό  που  έπεφτε  στη  θάλασσα.  Πίσω  από  κει  ήταν  το  Σούνιο.  Αυτό δε φαινόταν, όμως βλέπαν το Σαν ‐ Τζώρτζη, την τεράστια κάμπια που έπλεε στο Αιγαίο.  Γύρισαν τα μάτια τους κατά τα δυτικά. Το δάσος τα κατάρτια, στον όρμο του Άι ‐ Νικόλα, ήταν από  κάτω  τους.  Βλέπαν  τα  τσούρμα  που  πηγαινοέρχονταν  στις  κουβέρτες,  άκουγαν  τις  φωνές  τους.  Ο  δυνατός  αγέρας  φυσούσε  στα  μαλλιά  τους  και  τους  έδινε  το  μέτρο  να  καταλάβουν  με  τι  δαίμονα  πάλεβε ένα πανί που ταξίδευε κείνη την ώρα ανοιχτά.  —Βλέπεις; Ήρθαμε, Ζαμπέτα! Ήρθαμε!  Ένα  αίσθημα  θριάμβου  έλαμπε  μες  στα  καθαρά  μάτια  της.  Και  είδε  άξαφνα  εκεί,  η  Άννα  Βένη,  τυλιγμένη απ' τον άνεμο που την έδερνε στην κορφή του ταξιδιού, την έδερνε και βούιζε σα να 'θελε  να την πάρει μαζί του, είδε άξαφνα πόσο ήταν ήσυχη, πόση ήταν εκεί μες στο τέλος του σκοπού, στο 

βάθος του κορμιού, πόση γαλήνη.  Χιμήξαν χαμηλά, κατά τον όρμο με τα ξάρτια.    ΓΥΡΙΖΟΥΜΕ Ζαμπέτα! Γλήγορα! Γλήγορα!  Αποχαιρέτησαν  τους  ναύτες  των  καραβιών  τρέχοντας  να  φύγουν.  Αυτή  τη  φορά  πήραν  το  μονοπάτι  που έστριβε το βράχο και πήγαινε στην Ανάβυσσο μέσα απ' το μικρό δάσος των λόφων.  —Να 'ξερες τι μηνύματα φέρνουμε! Να μπορούσες να καταλάβεις, Ζαμπέτα! έλεγε ολοένα τρέχοντας  και λαχανιασμένη η Άννα.  —Μα δεν πήγαμε μήτε στο άσπρο ξωκκλήσι! τόλμησε να πει το παιδί. Γι' αυτό δεν πηγαίναμε;  Δεν αισθανόταν το τέρμα παρά μονάχα με το στέρεο σκοπό του: το άσπρο στίγμα που βλέπαν τόσον  καιρό από μακριά, από τότε που ήρθαν στην Ανάβυσσο. Γιατί δεν πήγαν, λοιπόν, εκεί;  —Θα σε πάω άλλη φορά! Άλλη φορά! έλεγε η Άννα. τώρα τελειώσαμε το ταξίδι.  Και τρέχαν ολοένα.  Είχαν βγει απ' το δάσος και πέσαν σ' ένα γυμνό τόπο απ' όπου μπορούσαν να βλέπουν τα καλύβια της  Αναβύσσου. Ακολουθώντας το μονοπάτι βρέθηκαν μπροστά σ' ένα πηγάδι. Ήταν τόσο ξερός ο τόπος  σ' εκείνα τα μέρη, που το πηγάδι τούτο ήταν ένα νέο του ταξιδιού.  Σταμάτησαν απότομα.  —Έχει άραγες νερό;  —Διψώ, είπε το παιδί λαχανιασμένο.  —Κ' εγώ διψώ.  Σκύψαν πάνω απ' το πηγάδι και είδαν. Μες στη γαλήνη του βάθους ένας σκοτεινός όγκος ακινητούσε.  Ρίξαν  μια  πέτρα.  Περίμεναν  λίγα  δευτερόλεπτα,  κ'  ύστερα  ήρθε  ο  βουβός  κρότος  του  νερού  που  ταράζεται.  Οι  σκιές  τους  γραφτήκανε  και  παίξαν  στο  ταραγμένο  νερό.  Η  Άννα  γύρισε  στο  παιδί  κι  απότομα το φίλησε στα μάγουλα.  —Θα πιούμε, είπε απλά.  Ήταν, κει πλάι, ένας μεγάλος κορμός δέντρου φαγωμένος με χοντρό εργαλείο, ίδιος σα σκάφη. Εκεί  κατεβαίναν  και  πότιζαν  τα  πρόβατά  τους  οι  βλάχοι.  Ήταν  κ'  ένας  κουβάς  με  τρίχινο  σκοινί  για  τους  ανθρώπους.  Βγάλαν  απ'  το  γλυφό  νερό  του  πηγαδιού  και  ήπιαν.  Αυτό  σα  να  τις  γαλήνεψε,  να  κατασίγασε  την  έξαψη του γυρισμού.  —Ας καθήσουμε λίγο, είπε η Ζαμπέτα. 

—Ναι, κοριτσάκι μου.  Μια  βαθιά  τρυφερότητα  ξεχειλούσε  μέσα  της.  Η  Άννα  το  αισθανόταν  σα  δροσιά  που  έτρεχε  απάνω  στο  κορμί  της.  Ξάπλωσε  ανάσκελα  και  σφάληξε  τα  μάτια.  Ο  αγέρας  φυσούσε  πάντα  δυνατά,  και  η  βουή του πελάγου ερχόταν από μακριά αυστηρή και βέβαιη. Ο θόρυβος του κοντινού δάσους έσβηνε  μες  στη  στέρεη  τούτη  βεβαιότητα,  όλα  σβήνουν,  μονάχα  πάνω  στα  κύματα  πορεύεται  η  μοίρα  του  κόσμου. Κύριε, δώσε να έρθει. Να έρθει έτσι που πρέπει. Να είναι αυτό που πρέπει. Εδώ η γη είναι  άνυδρη, τον τόπο τον κατασκεπάζουν τα σύννεφα ο άμμος που σηκώνουν οι άνεμοι∙ οι σπόροι που  ρίξαν  οι  άνθρωποι,  σαν  ήρθαν  κυνηγημένοι  από  μακριά,  ακόμα  δε  φύτρωσαν∙  μονάχα  οι  τεράστιες  πυραμίδες του αλατιού ταράζουν τη σιωπή του κλειστού χώρου. Από δω, που κάποτε ήταν καταφύγιο  των νεκρών, απ' τη χώρα  των τάφων, κάμποσοι ζωντανοί άνθρωποι σε ικετεύουν να ρίξεις το έλεός  σου. Εδώ είναι η Άννα, η μικρή Άννα. Έλα, έστω μονάχα για κείνην, γιατί είναι πολύ νέα. Έλα να ρίξεις  τις άσπρες πυραμίδες του αλατιού, να κατεβάσεις τα σύννεφα τον άμμο, — στείλε έναν άνθρωπο.  —Κλαις; ρώτησε η Ζαμπέτα, και κοίταξε ξαφνιασμένη το πρόσωπο του κοριτσιού.  Η Άννα  σφούγγισε γρήγορα, με την  παλάμη της, το πρόσωπο και σκόρπισε απάνω του τους υγρούς  κόμπους.  —Μπήκε άμμος στα μάτια μου, είπε.    ΟΛΟΣ ο μικρός συνοικισμός των Φωκιανών καταπλημμύρισε απ' το νέο.  —Γυρίζουν οι αιχμάλωτοι! Γυρίζουν οι αιχμάλωτοι! Η Άννα του Βένη έφερε το μήνυμα απ' τα καράβια  που  είναι  στον  Άι  ‐  Νικόλα!  Τα  καράβια  συναπαντήσανε  στο  ανοιχτό  πέλαγο  τα  βαπόρια  που  τραβούσαν κατά τον Πειραιά!  Το  μήνυμα  σκόρπισε  στο  μικρό  κάμπο,  γύρω  απ'  τους  λόφους,  στους  σκυμμένους  ανθρώπους  που  μοχθούσαν για η γη.  —Γυρίζουν!  —Γυρίζουν!  Τα  βόδια  σταμάτησαν  να  σέρνουν  τ'  αλέτρι  και  γύρισαν  αργά  τα  πικρά  μάτια  τους  σ'  ανατολή  και  δύση.  Το  σίδερο  που  έσκαβε  τη  γη  έπεσε  απ'  τα  χέρια  του  ανθρώπου  κ'  έμεινε  εκεί.  Ο  λάκκος  που  άνοιγαν  έστεκε  ανοιχτός.  Τα  πρόβατα  ξεσηκωθηκαν  απ'  τη  μακάρια  ακινησία  του  μεσημεριού.  Και  όλα, οι άνθρωποι, τα σίδερα, τα ζωντανά, χιμήξαν μαγνητισμένα προς τα χαμηλά.  —Γυρίζουν λοιπόν!  Όλα τα καλύβια είχαν να περιμένουν έναν άνθρωπο απ' την Ανατολή. Όλα ήταν αναστατωμένα. Και  στο σπίτι του γιατρού Βένη όλα τα είχε σφραγίσει η ταραχή της χαράς: το πρόσωπο της μισότυφλης  γυναίκας, της θείας ‐Μαρίας, τα χέρια του Βένη, το αίμα στις φλέβες του κοριτσιού. Όλα. Μονάχα στο  πρόσωπο της Ειρήνης Βένη η παγερή ακινησία δεν είχε σαλέψει παρά απροσδιόριστα. Ήταν φανερό  πως έπαιρνε μέρος στην αλλαγή μονάχα από χρέος.  —Πες μου πάλι, παιδί μου, έλεγε η θεία ‐ Μαρία στην Άννα λάμποντας από χαρά. Πώς σου το είπανε;  Σα βέβαιο; 

Και  η  Άννα  ξανάλεγε  πως  της  το  είπανε  στα  αραγμένα  καράβια.  Ένα  μάλιστα  είχε,  λέει,  πέσει,  στ'  ανοιχτό πέλαγο, πλάι στο βαπόρι που έφερνε τους αιχμαλώτους. Κ' είχαν αλλάξει και κουβέντες.    ΝΥΧΤΩΣΕ πια. Έξω απ' τα παράθυρα έρχονταν το μούρμουρο των ανθρώπων που, μη μπορώντας να  μείνουν κλεισμένοι στα καλύβια τους, τριγύριζαν, κουβέντιαζαν για το νέο και κάνανε σχέδια.  —Θα πεταχτώ έξω, είπε η Άννα.  —Δε βλέπω το λόγο, της είπε η μητέρα της. Κάνει κρύο.  —Άφησε το παιδί! μπήκε στη μέση ο γιατρός. Είναι η ηρωίδα της ημέρας!  Οι άνθρωποι κάναν μικρές παρέες και λέγαν για το νέο. Οι γυναίκες είχαν χωριστές συντροφιές και τα  παιδιά τρέχαν πότε δω ‐ πότε κει, ξεφωνίζοντας. Απ' τα τζάκια των καλυβιών έβγαινε αραιός καπνός κι  ανέβαινε έρημος πάνω απ' την οχλοβοή.  Η Άννα έφτασε λαχανιασμένη στο καλύβι της μητέρας του Αντρέα. Αφουγκράστηκε μια στιγμή. Ήταν  σιωπή  εκεί  μέσα∙  όμως  η  πόρτα  ήταν  μισάνοιχτη.  Την  έσπρωξε  και  μπήκε.  Ήταν  ένας  μικρός  διάδρομος,  αριστερά  η  κάμαρα  του  ύπνου,  δεξιά  η  κουζίνα  με  το  χαμηλό  χωριάτικο  τζάκι.  Δεν  είχε  πάτωμα ξύλινο. Το ασβεστωμένο χώμα μύριζε πάστρα και μοναξιά.  Το κορίτσι στάθηκε μια στιγμή. Σιγά ‐ σιγά τα μάτια του συνήθισαν στο μισοσκόταδο. Τότε κοίταξε μες  στην  κάμαρα.  Ένας  σκοτεινός  όγκος  στεκόταν  ακίνητος.  Γνώρισε  την  αδύνατη  φιγούρα  της  απλής,  τυραννισμένης γυναίκας που έκανε την προσευχή της με το πρόσωπο γυρισμένο κατά την ανατολή.  Προχώρησε  δειλά.  Η  θεία  ‐  Σοφία,  βυθισμένη,  δεν  πρόσεξε  τον  ελάχιστο  θόρυβο  που  έγινε.  Η  Άννα  σταμάτησε λίγο πίσω της.  Άκουγε τώρα καθαρά την ψιθυριστή ικεσία:  «ἐδοκίμασας τὴν καρδίαν μου, ἐπεσκέψω νυκτός· ἐπύρωσάς με, καὶ οὐχ εὑρέθη ἐν ἐμοὶ ἀδικία. ὅπως ἂν  μὴ λαλήσῃ τὸ στόμα μου τὰ ἔργα τῶν ἀνθρώπων, διὰ τοὺς λόγους τῶν χειλέων σου ἐγὼ ἐφύλαξα ὁδοὺς  σκληράς..»* 

..................................................................................................  Πάλι έγινε λίγος σαματάς.  —Ποιος είναι; ρώτησε στα σκοτεινά, τρομαγμένη, η φωνή της μητέρας του Αντρέα.  —Εγώ είμαι, απάντησε η νέα φωνή.  —Παιδάκι μου..., είπε η θεία ‐ Σοφία συγκινημένη, αναγνωρίζοντας το κορίτσι. Τι καλό που είσαι... Ν'  ανάψω το φως...                                                               *

 Ψαλμοί 16: 3,4 

—Δεν πειράζει, θεία ‐ Σοφία. Καλά είναι κ' έτσι.  Την  έλεγε  "θεία",  και  πολύ  καθαρά  δε  μπορούσε  να  ξεχωρίσει  την  προσωπικότητα  αυτής  της  θείας  απ' την άλλη, την πραγματική θεία της, τη Μαρία. Μονάχα που η πρώτη ήταν πιο απλή.  Η Άννα λέει:  —Τώρα πια θα ξεκουραστείς. Πολύ υπόφερες όλες τις μπόρες μονάχη ...  Η γριά γυναίκα πιάνει τα χέρια του κοριτσιού και τα σφίγγει μες στα δικά της.  —Γλυκό μου κοριτσάκι! Θα του το λέω, σαν έρθει.  Θα του πω πως ήρθες αυτή την ώρα στο καλύβι  μας...  Θα του πει πως  ήρθε αυτή την  ώρα,  που αισθάνεται όσο καμιά άλλη στιγμή να είναι πολύ μονάχη,  ακριβώς γιατί τώρα ακούει τα βήματά του, ύστερα από τόσον καιρό.  —Τι χαρά, κοριτσάκι μου, μας έφερες σήμερα! Και στο σπίτι σας, η καημένη η θεία σου η Μαρία... Τι  χαρά μας ήρθε!  — Ήταν καιρός πια να 'ρθει..., μουρμουρίζει η Άννα μ' ένα ελαφρό τρεμούλιασμα στη φωνή.  —Για ποιόν λες;  Διστάζει. Ύστερα:  —Για τη χαρά λέω, θεία ‐ Σοφία.  —Να ήταν, άραγες, μαζί όλον τον καιρό που λείπαν; ρωτά η μητέρα του Αντρέα. Για κείνον, λέω, και  για τον Άγγελο...  —Ποιος τα ξέρει αυτά, εκτός απ' το Θεό;  Περνά μια στιγμή: Ύστερα η Άννα ρωτά δειλά:  —Μήπως... μήπως φοβάσαι τίποτα, θεία ‐ Σοφία;  —Για όνομα του Θεού, τι να φοβηθώ, κοριτσάκι μου... Παρακάλεσα το Θεό τόσο πολύ...  Είχε  μια  βεβαιότητα  απίθανη,  μια  πίστη  τόσο  στέρεη  μέσα  στις  φοβερές  διαδόσεις  που  κυκλοφορούσαν για όσους είχαν μείνει στην Ανατολή μετά την Καταστροφή του 22.  —Γιατί ρωτάς; λέει πάλι στο κορίτσι.  —Γιατί κ' εγώ είμαι έτσι βέβαιη...  —Η θεία σου μήπως δεν είναι βέβαιη για τον Άγγελο;  —Η θεία μου είναι άλλος άνθρωπος, είπε η Άννα.  —Εγώ ετοίμασα σήμερα κι αυτό..., λέει πάλι σε λίγο η μητέρα του Αντρέα. 

Και θέλοντας να δείξει "αυτό", τότε μόνο προσέχει πως είναι ακόμα σκοτεινά.  —Ν' ανάψω το φως, είπε.  Πήγε, άναψε τη φτωχή ντενεκεδένια λάμπα και την έφερε στο καμαράκι που περίμενε το κορίτσι.  —Να... Του ετοίμασα τη φορεσιά του, Άννα. Δες εδώ είναι. Ό,τι είχα φέρει δικό του απ' την πατρίδα.  Κρεμόταν πίσω απ' την πόρτα, φρεσκοσιδερωμένη, η γκρίζα ανοιχτή φορεσιά.  Η Άννα σηκώνεται και πλησιάζει σιγά  ‐ σιγά στο κρεμασμένο σημάδι της στοργής. Το χαϊδεύει λίγο,  μόλις το αγγίζουν τα δάχτυλά της.  —Είναι χαρούμενο χρώμα, λέει.  —Του άρεζαν πάντα τ' ανοιχτά χρώματα. Έχει καλή καρδιά. Κ' εσείς οι δυο...  Σταματά μια στιγμή.  —Κ' εσείς οι δυο ήσαστε πολύ φίλοι, ο Αντρέας κ' εσύ∙ δεν είναι έτσι, Άννα;  —Ναι, ήμαστε πολύ φίλοι.  —Λοιπόν, δε θα 'σαι πια, από δω και πέρα, κ' εσύ, κοριτσάκι μου, έρημο...  Η Άννα σηκώνεται απότομα.  —Καληνύχτα, θεία ‐ Σοφία.  —Καληνύχτα, παιδί μου. Ο Θεός να 'ναι μαζί σου. Σ' ευχαριστώ.  Είχε αργήσει πολύ και, σαν έφτασε στο σπίτι τους, η μητέρα της την αποπήρε θυμωμένη:  —Μα τι έγινες τόση ώρα; Που ήσουν;  —Σκέφτηκα  πως  η  θεία  ‐  Σοφία  θα  ήταν  μονάχη.  Πήγα  να  τη  συντροφέψω  λίγο  στη  χαρά  της,  δικαιολογήθηκε,  —Και το νόμισες τόση ανάγκη να πας;  —Μα  γιατί  το  λες  αυτό,  Ειρήνη!  μπήκε  στη  μέση  ο  γιατρός,  πειραγμένος.  Ήταν  ωραίο  που  το  σκέφτηκε το παιδί να πάει σε μια μητέρα έρημη.  Και γυρίζοντας στην κόρη του:  —Λοιπόν, τι έκανε η Σοφία, Άννα;  —Έκανε την προσευχή της. Ήταν χαρούμενη και περιμένει.  —Όλος, λοιπόν, ο κόσμος περιμένει..., λέει σκληρά η Ειρήνη Βένη. 

—Όλοι περιμένουν, μητέρα, απαντά στον ίδιο τόνο η Άννα.  Κ' ύστερα, μη βλέποντας τη θεία της μες στο δωμάτιο, την αναζήτησε.  —Που είναι η θεία ‐ Μαρία;  —Πήγε στην κάμαρά σας απ' την ώρα που έφυγες.  Ή Άννα τρέχει στην κάμαρά τους κι ανοίγει την πόρτα. Μα σταματά εκεί.  Αφοσιωμένη στο έργο της, η μισότυφλη γυναίκα πασπάτευε πάνω σε κάτι.  —Τι κάνεις, θεία μου;  —Έλα, Άννα, είπε με σιγανή φωνή. Ετοιμάζω τη φορεσιά που θα φορέσει...  —Αχ, θείτσα μου καλή!  Κι ανίκανη πια να βαστάξει στην πυκνή ζωή αυτής της μέρας, άρχισε να κλαίει.    ΥΣΤΕΡΑ πέρασε μια μέρα πάνω απ' την Ανάβυσσο, πέρασε μια νύχτα. Πέρασε κι άλλη μέρα, κι άλλες  μέρες, κι άλλες νύχτες.  Και τίποτα νέο δεν ερχόταν απ' τον κύκλο των λόφων, απ' όπου περίμεναν να φανούν εκείνους που  θα γύριζαν. Τα βόδια άρχισαν πάλι να σέρνουν, αργά, το αλέτρι στη γη. Το φως άναβε κ' έσβηνε νωρίς  στα καλύβια των Φωκιανών, ο καπνός που έβγαινε απ' τα τζάκια τους ανέβαινε πάντα έρημος. Κ' οι  κρεμασμένες φορεσιές του Αντρέα και του Άγγελου περίμεναν, ατάραχες, να ντύσουν τα σώματα.  Όταν, ένα απομεσήμερο, γέμισε ο τόπος απ' τη φωνή:  —Έρχουνται απ' το μονοπάτι! Έρχουνται οι αιχμάλωτοι!... Οι αιχμάλωτοι!  Ποιος έβγαλε πρώτος αυτή τη φωνή; Όσοι άντρες ήταν στο χωριό, όσες γυναίκες και παιδιά, χιμήξαν  κατά το μονοπάτι που πήγαινε στους λόφους. Τρέχανε αλαλάζοντας, ο ένας πατούσε τον άλλο ποιος  να προσπεράσει. Οι κολόνες του αλατιού στις αλυκές χάσανε τη σοβαρότητά τους και χαμογελούσαν  για το κωμικό θέαμα.  "Τι είναι;" ρώτησε μια κολόνα.  "Παίζουν", είπε μια άλλη.  Η Άννα έλειπε στα βράχια του Θυμαριού. Μα ο γιατρός ήταν μες στο κοπάδι που "έπαιζε".  Πλησιάζανε οι Φωκιανοί, λαχανιασμένοι, στο απάνω χωριό που είχαν χτίσει οι άλλοι πρόσφυγες, οι  Ανατολίτες, όταν σταματήσανε μονομιάς.  Ένας,  μονάχος,  άνθρωπος  πρόβαλε  στο  μονοπάτι.  Είχε  σκεπασμένο  με  τσουβάλια  το  κορμί  του,  το  μούτρο του ήταν κίτρινο, ήταν ολομόναχος, καταπόδι του τρέχαν τα σκυλιά και τον γαύγιζαν. Κι από  πίσω του ήταν οι λόφοι. 

Σκιά θανάτου σκέπασε μονομιάς το κοπάδι τους Φωκιανούς, ώσπου μια φωνή είπε με δέος:  —Αυτό είναι!  Κι ολοένα "αυτό" ερχόταν, μαζί με τα σκυλιά και με τους λόφους. Ύστερα ακούστηκε ένα μούρμουρο,  κ' ύστερα ακούστηκε η φωνή του οδοιπόρου:  —Η μάνα μου είν' εδώ;...  Τότε, αναγνωρίζοντας τη φωνή του, όλο το κοπάδι έπεσε απάνω του φωνάζοντας:  —Είναι ο Αντρέας! Είναι ο Αντρέας της κυρα ‐Σοφούλας!  Κι άρχισαν να τον πνίγουν στα ρωτήματα:  —Μην είδες τον τάδε; Μην είδες τον τάδε;  Σα φοβισμένο ζο, κάτω απ' το κύμα των ανθρώπων, μουρμούριζε σα να ζητούσε έλεος:  —Δεν ξέρω τίποτα... Δεν ξέρω τίποτα...  Άρχισαν  όλοι  να  χαμηλώνουν  προς  την  Ανάβυσσο.  Ο  αιχμάλωτος  πήγαινε  πρώτος,  το  πλήθος  ακολουθούσε. Πλάι του έτρεχε λαχανιασμένος ο γιατρός Βένης.  —Είναι ακόμα μακριά; ρώτησε ο Αντρέας μια στιγμή το γιατρό, γεμάτος αγωνία. Για όνομα του Θεού!  Να φτάσουμε! Να φτάσουμε!  —Θα φτάσουμε, παιδί μου, θα φτάσουμε, έλεγε ο γιατρός. Να τα καλύβια μας, φαίνουνται. Μπορείς  να λες στους ανθρώπους ένα "ναι" ή ένα "όχι", αν είδες κανένα δικό τους...  Ένα "ναι" ή ένα "όχι", — πόσο απλά, λοιπόν, είναι όλα. έδω.. .  —Η Άννα ζει; ρώτησε μια στιγμή, μες στην αγωνία του, το παλικάρι.  —Ναι,  ζει.  Εδώ  είναι.  Εδώ  είναι  κ'  η  μητέρα  του  Άγγελου.  Μαζί  μ'  εκείνον  δεν  ήσαστε  όταν  σας  πιάσανε;  Το παλικάρι κάνει μια βίαιη κίνηση, σα να ξυπνά από εφιάλτη.  —Τι είπες; λέει βάναυσα στο γιατρό.  —Είπα για τον ανιψιό μου τον Άγγελο. Θα 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι;  Η φωνή που ρωτά είναι ήσυχη, γαλήνια. Πώς γίνεται, λοιπόν, να ρωτάνε μ' αυτό τον απλό τρόπο εδώ  οι άνθρωποι κ' η φωνή τους να είναι τόσο ήσυχη;  —Θα 'ρθει με τ' άλλο βαπόρι; επιμένει ή φωνή.  Πάλι:  —Θα 'ρθει λοιπόν; 

Η σκληρή φωνή του παλικαριού, σχεδόν άγρια, ανίκανη πια να κρατηθεί, τινάζεται σπαράζοντας:  —Ε όχι! Δε θα 'ρθει! Δε θα 'ρθει! Μη με ρωτάτε πια! φώναζε απελπισμένα.  Κάθησε  απότομα  καταγής  και  σκέπασε  το  πρόσωπό  του  με  τις  χούφτες  του.  Όλοι,  τότε,  κάμαν  ένα  βουβό κύκλο πάνω από κείνο το φάντασμα.  —Για ποιον λέει; ρωτούσαν σιγανά.  Μα ο γιατρός τους παρακάλεσε ν' αραιώσουν τον κύκλο, να πάρει αγέρα το παιδί. Γονάτισε πλάι του  κ' έπιασε το μέτωπό του, σα να 'θελε να δει αν έχει πυρετό.  Ύστερα έσκυψε ακόμα πιο πολύ στο αυτί του παλικαριού ικετεύοντας:  —Η μητέρα του... να μη μάθει τίποτα, τίποτα..., του ψιθύρισε τρέμοντας από ταραχή. Θα πρέπει να  περιμένει...  Ο Αντρέας χαμήλωσε το κεφάλι, πιο ήσυχος λίγο, στη γη.  —Δε θα μάθει. 

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ  Παραμύθι του 1922    ΚΑΙ ΠΑΛΙ πέσαν απάνω στους λόφους της Αναβύσσου άλλες μέρες και νύχτες, και η ζωή ξαναβρήκε το  δρόμο  της,  και  την  αυστηρή  τους  αταραξία  οι  κολόνες  του  αλατιού.  "Έγινε  τίποτα;"  ρωτούσε  η  μια  κολόνα. "Τίποτα, αποκρινόταν η άλλη. Οι άνθρωποι παίξανε."  —Τι  ξέρεις  λοιπόν;  ρωτούσαν  οι  χωριανοί  τον  Αντρέα,  κι  ο  τόνος  της  φωνής  τους  έδειχνε  την  αγανάχτησή τους για τη μουγκαμάρα του.  —Τίποτα, τους αποκρινόταν. Δεν ξέρω τίποτα,  —Ήσουν μονάχος εκεί;  —Ήμουν μονάχος.  Κι όλοι λέγαν πως δεν ήταν στα συγκαλά του το παιδί.    Η  ΘΕΙΑ  ‐  ΜΑΡΙΑ  κάθεται  στο  παράθυρο,  και  πλάι  της  κάθεται  ο  φίλος  του  παιδιού  της.  Οι  μέρες  άρχισαν  να  καλυτερεύουν.  Βραδιάζει  πάνω  στη  θάλασσα  της  Αναβύσσου  και  πέρα  στο  βουνο  της  Αίγινας.  Τα  μάτια  της  θείας  ‐Μαρίας  μένουν  στηλωμένα  έξω  απ'  το  παράθυρο,  και  η  φιγούρα  της  ολοένα γίνεται πιο σκοτεινή κ' ενώνεται μέ το βράδυ που έρχεται.  —Σήμερα πάνε δυο μήνες..., λέει πολύ σιγανά.  —Από πότε; ρωτά, στον ίδιο τόνο, ο Αντρέας αφαιρεμένος.  —Από τότε που ήρθες, παιδί μου. Βλέπεις που έπαψες πια να μετράς τις μέρες;  Αισθάνεται βαθιά ντροπή, γιατί έχουν τόση πίκρα τα λόγια της.  —Περίμενα  όπως  κ'  εσύ,  της  λέει.  Είσαι  η  μητέρα  του,  μα  κ'  εγώ  είμαι  σαν  αδερφός  του.  Τόσο  δεθήκαμε ο ένας με τον άλλο κει κάτω...  —Δεν  ήθελα  να  πω  τίποτα,  λέει  πάλι  εκείνη  για  να  τον  ησυχάσει.  Μονάχα  που  οι  μέρες  περνούν  γρήγορα.,. Αυτό έλεγα.  Η  φωνή  της  έχει  πάρει  ένα  βαθύ  τόνο,  γεμάτο  εγκαρτέρηση,  που  όσο  περνά  ο  καιρός  γίνεται  πιο  αυστηρή  και  πιο  καταθλιπτική.  Δεν  κλαίει  πια  με  λυγμούς,  όπως  στην  αρχή  σαν  έβλεπε  τον  Αντρέα  μόλις είχε γυρίσει. Όμως, όταν είναι μονάχοι οι δυο τους και τον κοιτάζει, πλημμυρίζουν πολύ συχνά  τα μάτια της.  —Οι καλοκαιρινές μέρες θα σας ήταν ατέλειωτες..., λέει πάλι σε λίγο η θεία ‐ Μαρία.  —Α,  όχι  και  τόσο.  Εκεί  που  δουλεύαμε,  στο  τσιφλίκι,  ξυπνούσαμε  πρωί,  σκάβαμε,  ποτίζαμε.  Εκεί  κοντά  ήταν  κ'  ένα  ρέμα  όπου  έρχονταν  κοπάδια  τα  πουλιά  και  πίναν.  Μας  άφηναν  και  στήναμε  και 

δίχτυα, για να πιάνουμε πουλιά. Ήταν ένα παιχνίδι που άρεζε πολύ στον Άγγελο. Έτσι περνούσαν οι  μέρες. Μονάχα οι νύχτες μες στον αχερώνα ήταν μεγάλες.  —Στον αχερώνα είπες; τον σταματά η θεία ‐ Μαρία.  —Θέλω να πω... τις πρώτες μέρες, στο τσιφλίκι, που μας βάλαν σ' έναν αχερώνα.  —Αυτό δε μου το είχες πει, λέει εκείνη αργά.  Πολεμά να θυμηθεί τι της είχε πει. Κάθε φορά υπάρχει κάτι που τα μπερδεύει∙ δε μπορεί να κρατήσει  όλη τη σειρά όσα της είχε πει για να την αποκοιμίσει.  —Μη  θαρείς  πως  ήταν  άσκημα  εκεί,  προσπαθεί  ο  Αντρέας  να  δικαιολογηθεί.  Μάλιστα  εμείς  το  ζητήσαμε,  με  τον  Άγγελο, γιατί  στον  αχερώνα  ήμαστε  πολύ  βολικά.  Μα,  σαν  ήρθαν  οι  καλοκαιρινές  νύχτες, γυρέψαμε να μας αφήσουν να κοιμούμαστε έξω. Κοιμούμαστε κάτω από ένα μεγάλο πλάτανο  κι ακούγαμε τη βουή του νερού που έτρεχε στο ποτάμι. Ήταν μια αληθινή ειρήνη. Ο Άγγελος είχε βρει  πάλι  όλο  το  μεράκι  του  για  τον  ουρανό  και  για  τα  άστρα.  Μου  μάθαινε  να  βρίσκω  το  Σείριο,  τη  Μεγάλη Άρκτο. Θυμάσαι που αγαπούσε πολύ την Κοσμογραφία στο Γυμνάσιο.  —Ο σκοπός που σας φύλαγε κοιμότανε κείνες τις ώρες; ρωτά η θεία ‐ Μαρία.  —Μα δεν είχαμε σκοπό. Ήμαστε μονάχοι.  —Την άλλη φορά μου έλεγες πως αυτό ήταν το πιο σκληρό: μια σκιά από πίσω σας να παρακολουθεί,  μέρα και νύχτα...  —Α,  αυτό  γινόταν  στο  στρατόπεδο!  τη  βεβαιώνει  με  θέρμη.  Μα  στο  τσιφλίκι  ήμαστε  σα  λεύτεροι.  Περάσαμε έτσι καλά. Μας αγαπούσαν. Σα μας έπαιρνε ο ύπνος, ήταν ένας ύπνος χωρίς όνειρα, βαθύς  και ήσυχος.  —Πόσο παράξενο είναι για τον Άγγελο..., μουρμουρίζει η μητέρα του. Πάντα έβλεπε τα πιο απίθανα  και ακατανόητα όνειρα. Ήταν σαν παραμύθια όταν μου τα έλεγε.  Σταματά μια στιγμή κ' ύστερα ρωτά απότομα:  —Δε σου είπε ποτέ εσένα, τόσον καιρό, κανένα όνειρο;  Αισθάνεται μια ταραχή που χιμά μέσα του και τον αναταράζει ολάκερο. Γυρίζει μονομιάς πίσω, στην  τελευταία νύχτα του φίλου του, σ' ένα άγριο βουνό με πεύκα, εκεί που ο Άγγελος είδε το τελευταίο  του  όνειρο.  Ήταν,  λέει,  μαζί  οι  δυο  φίλοι  και  περπατούσαν,  λέει,  πάνω  σε  μια  φωτιά  ατέλειωτη.  Ύστερα, σα ν' άνοιξε η γη και πέσαν. Πέφτανε, πέφτανε... — λέγαν σαν τι βάθος άραγες να 'χει η γη; Κι  άξαφνα χώθηκαν, πλημμυρίσανε, γέμισαν τα ρούχα τους, γέμισαν τα χέρια τους από ουρανό, ατόφιο  ουρανό. Ήταν σα χρυσή λάσπη. Τον άγγιζαν, τον χαϊδεύαν, με το μάτι και με τα δάχτυλα...  Ήταν  τ'  όνειρο  της  τελευταίας  νύχτας  του  Άγγελου,  και  του  το  είχε  πει  λίγες  ώρες  πριν  απ'  το  τέλος  του.  Και τώρα κάθεται εκεί αντίκρυ η μητέρα του και τον ρωτά ήσυχα ‐ ήσυχα:  —Δε σου είπε ποτέ εσένα, αυτό τον καιρό, κανένα όνειρο; 

Προσπαθεί να μαζέψει τις δυνάμεις του για να μην τρέμει η φωνή του.  —Όχι, ποτέ δε μου είπε για κανένα όνειρο.  Έχει νυχτώσει πολύ. Η Θεία ‐ Μαρία μένει σιωπηλή, και τα μάτια της είναι στηλωμένα στον έναστρο  ουρανό.  Μια  στιγμή  φαίνεται  σα  ν'  αποκοιμήθηκε∙  τόσο  δε  σαλεύει.  Μα  σε  λίγο  η  φωνή  της  πάλι  ρωτά σιγανά:  —Μπορείς, παιδί μου, να μου δείξεις κατά που είναι ο Σείριος; Δεν ξεχωρίζω πια τίποτα.  Το άστρο λάμπει καθαρό, σα να το έχει ξεπλύνει δυνατή βροχή.  —Εκείνο είναι.  Κοιτάζει πολλή ώρα προς το μέρος που της δείχνει, αφαιρεμένη και αμίλητη.  —Ν' ανάψω φως; ρωτά ο Αντρέας πάλι σε λίγο.  Δεν  του  απαντά.  Κ'  εκείνος  σηκώνεται  κι  ανάβει  τη  φτωχική  λάμπα.  Τα  δοκάρια  του  ταβανιού  γεμίζουν με την ερημιά τους ολάκερο το δωμάτιο. Οι σκιές πέφτουν μεγάλες εδώ κ' εκεί.  —Καληνύχτα.  —Καληνύχτα, παιδί μου.    ΣΤΗΝ  ΠΟΡΤΑ  του  σπιτιού,  βγαίνοντας,  συνάντησε  την  Άννα  που  ερχόταν.  Δεν  ξεχώριζε  καθαρά  την  έκφραση του προσώπου της, μα απ' τον τόνο της φωνής φαινόταν πειραγμένη.  —Σε περίμενα στα βράχια, στο μονοπάτι του Θυμαριού, του είπε. Γιατί δεν ήρθες;  —Δε φταίω, της αποκρίθηκε. Με κράτησε απάνω η θεία ‐ Μαρία.  Έπλεξε τα χέρια της νευρικά, για να μην πει τίποτα. Ύστερα, χαμηλώνοντας τη φωνή της:  —Όμως κ' εγώ περίμενα να γυρίσεις, του είπε.  —Μην πειράζεσαι, Άννα. Δε μπορώ να την πικράνω.  Του έπιασε το μπράτσο με βιαστική τρυφερότητα.  —Θέλεις να περπατήσουμε λίγο κατά τις αλυκές;  Α, όχι απόψε. Αισθάνεται να είναι κουρασμένος, πολύ κουρασμένος. Αύριο, την παρακάλεσε.  —Θε  μου!  Προσπάθησε  πια  να  ξεσυνηθίσεις  το  "όχι"!  είπε,  κ'  ένας  κόμπος  της  έδεσε  τη  φωνή.  Καληνύχτα.  Τον άφησε κ' έτρεξε να χαθεί στην ανοιχτή πόρτα. 

  ΓΥΡΙΣΕ σαν άρρωστος, ένα αληθινό πτώμα, στο καλύβι τους. Έτσι γίνεται κάθε μέρα. Είναι ένα φοβερό  καθήκον που επαναλαβαίνεται στερεότυπα, κάθε βράδυ, σαν κοντεύει να πέσει η νύχτα. Στην αρχή,  τις  πρώτες  μέρες  του  γυρισμού  του,  ήταν  τόσο  μαρτυρικό,  που  κοίταζε  πως  να  το  ξεφύγει.  Ύστερα  σιγά  ‐  σιγά  το  συνήθισε,  το  είδε  σα  χρέος.  Όλα  τα  συνηθίζει  κανείς.  Συνηθίζει  να  ψάχνει  μες  στον  εαυτό του και να βλέπει άξαφνα πως είναι τόσο γυμνός και τόσο έρημος, σα ν' αρχίζει μόλις, πρώτος  απάνω στη γη, την ιστορία του ανθρώπου, — μόλις και μόνος. Συνηθίζει να μην πιστεύει σε τίποτα,  και  να  μην  ονειρεύεται,  δηλαδή  ν'  απογυμνώνεται  από  κάθε  τι  που  μας  συμφιλιώνει  με  τους  ανθρώπους και με τη ζωή. Συνηθίζει και να σκοτώνει, τον εαυτό του, άλλους, — κι όλα μέσα του να  σωπαίνουν, ο φόβος και η φαντασία και ο έλεος. Όλα, λοιπόν, είναι μόνο υπόθεση βαθμού: ως που  θα πέσεις. Έτσι συνηθίζεις κι αυτό: να κάθεσαι να λες κάθε μέρα ιστορίες σε μια μητέρα για ένα παιδί  που δεν είναι πια να γυρίσει.  "Η μητέρα του να μη μάθει τίποτα", του είχε ξαναπεί ικετευτικά ο γέρο ‐ Βένης. "Μπορεί να περιμένει  όλα τα χρόνια που της μένουν ακόμα και να μη λυγίσει. Αλλά να μην έχει να περιμένει, — αυτό δεν το  μπορεί."  Και  για  να  μη  μάθει  κείνη  η  μητέρα  τίποτα,  ο  Αντρέας  κάθησε  και  της  είπε  μια  ιστορία.  Ήταν  ένα  παραμύθι  όλο  χρώμα  και  συγκίνηση,  γεμάτο  από  καλοσύνη,  για  δυο  παιδιά  που  βρέθηκαν  μες  στο  μπουρίνι του πολέμου, γεμάτο από ιερή ευγνωμοσύνη κι από θερμά δάκρυα.  "Ο Άγγελος θα 'ρθει με την άλλη αποστολή, ή με την άλλη, την άλλη. Θα 'ρθει", ήταν ο πρώτος λόγος  που είπε στη μητέρα του φίλου του.  Κ'  ύστερα,  σαν  ξεμοναχιαστήκαν  το  ίδιο  βράδυ  στο  δωμάτιό  της,  η  θεία  ‐  Μαρία  τον  έβαλε  και  της  είπε απ' την αρχή όλα, ένα ‐ ένα, το πώς πέρασαν στην αιχμαλωσία όλες οι μέρες τους, δεκατέσσερις  μήνες.  Ήταν και η δική του μητέρα πλάι του, η θεία ‐ Σοφία. Ν' ακούσει κι αυτή το παραμύθι και τίποτα άλλο  να  μη  μάθει  ποτέ.  Αυτοσχεδίαζε  τα  γεγονότα,  οι  σκληρές  γραμμές  σβήναν  μες  στο  παραμύθι,  έτσι  όπως γίνεται στα παραμύθια με τους δράκους και με τα θεριά, που τα λες μια νύχτα σ' ένα παιδί να το  αποκοιμίσεις.  Η  νύχτα  είναι  ήσυχη,  πλάι  εκεί  κάθεται  ένας  μικρός  άγγελος  και  χύνει  το  φως  του  προσώπου του απάνω στα μάτια του παιδιού, περιμένοντας να 'ρθει η ώρα και να τα σφαλήσει. Όλα  είναι ήμερα, οι δράκοι και τα θεριά σιγά ‐ σιγά σβήνουν μες σε τούτο το θερμό φως, μπερδεύουνται,  παίρνουν σχήματα απροσδιόριστα, το παιδάκι χαμογελά και τα μάτια αργά ‐ αργά βασιλεύουνε. Το  παιδάκι  αποκοιμήθηκε.  Η  ειρήνη  να  είναι  μαζί  του!  Μια  μητέρα  πρέπει  ν'  αποκοιμηθεί.  Ο  Θεός  να  είναι μαζί της!  Έλεγε, λοιπόν, το παραμύθι που είπε ο Αντρέας στη θεία ‐ Μαρία:  "Στο  δρόμο  που  πηγαίνανε,  λέει,  στη  μεγάλη  πορεία  για  το  εσωτερικό  της  Ανατολής,  περπατούσαν  όλο μέσα σε μεγάλα δάση, ανάμεσα σε καταρράχτες και σε σκιερά φαράγγια. Επειδή δεν είχαν δάση  στα  μέρη  τους,  εξόν  απ'  τα  δάση  τις  ελιές,  ήταν  πλημμυρισμένοι  από  έναν  αλλόκοτο  φόβο,  μια  παράξενη  γοητεία.  Άγνωστα  πουλιά  πετούσαν  από  δω  κι  από  κει,  απίθανα  χρώματα,  και  το  βράδυ,  σαν  έπεφτε  ο  ήλιος,  οι  σκιές  μεγάλωναν  και  χάνονταν  σ'  ένα  βάθος  όπου  σταματούσε  η  ματιά  του  ανθρώπου. Στρατοπεδεύανε όπου τους έβρισκε η νύχτα, μες στα δάση και μες στα σκιερά φαράγγια.  Σα βγαίναν τα πρώτα άστρα πάνω στον ουρανό, το δάσος γέμιζε απ' τις άγριες φωνές των θεριών που  ξεμπουκέρναν  απ'  τις  φωλιές  τους  να  βρουν  να  φάνε.  Οι  αιχμάλωτοι  δε  φοβόνταν,  γιατί  ανάβαν  μεγάλες  φωτιές  που  τους  προστατεύανε.  Οι  φλόγες  πετούσαν  ψηλά,  και  τα  κλωνιά  των  αιωνόβιων  δέντρων γέρναν από πάνω τους, σα μια επίκληση στην ιερή φλόγα να τα πάρει και να ησυχάσουνε, 

γιατί  πολύ  ζήσαν  και  πολύ  περίμεναν.  Τα  θεριά,  τότες,  δεν  πλησιάζανε∙  μονάχα  τις  φωνές  τους  ακούγανε.  Ώσπου  κι  αυτές,  όσο  η  νύχτα  προχωρούσε,  σιγά  ‐  σιγά  αδυνάτιζαν.  Αδυνάτιζαν  ώσπου  γίνονταν ένα σιγανό βογκητό, σιγανό και σχεδόν ανθρώπινο, που δενόταν πάνω στα φύλλα και στους  σκληρούς κορμούς, πάνω στον αγέρα και στους ανθρώπους, για να τους αποκοιμίσει.  "Αυτό γινόταν τις νύχτες. Τις μέρες, στην πορεία, τους σταματούσαν σε καθαρά τρεχάμενα νερά και  πίναν, σε στάνες και σε καλύβες.  "Οι χωριάτες τους φιλεύαν ψωμί σταρένιο και γάλα, ύστερα βγαίναν στις πόρτες και τους εύχονταν ο  Θεός να 'ναι μαζί τους στο δρόμο τους. Αυτοί οι χωριάτες δεν ξέραν αν ήταν ακόμα πόλεμος για είχε  τελειώσει,  δεν  ξέραν  τίποτα.  Ξέραν  μονάχα  πως  άνθρωποι  τους  γύρευαν  ψωμί,  και  το  δίναν  με  την  απλότητα που έχουν όλες οι μεγάλες πράξεις.  "Μια βραδιά νυχτώθηκαν σε κάποιο χωριό σκαρφαλωμένο σ' ένα βουνό γεμάτο πεύκα. Από κει, στο  μεγάλο εκείνο ύψος, ήταν η τελευταία φορά που είδαν τη θάλασσα.  "Έπεφτε  ο  ήλιος,  όταν  κάποιος  γύρισε  πίσω  και  την  είδε.  Ήταν  ένα  μακρινό  γαλανό  στρώμα,  μια  λουρίδα που μόλις ξεχώριζε μέσα απ' το άνοιγμα του βουνού.  "—Παιδιά, είπε ο σύντροφός τους. Η θάλασσα!  "Όλοι, τότε, γύρισαν προς τη φευγαλέα γραμμή, που σε λίγο θα χανόταν για πάντα απ' τα μάτια τους.  Την  κοίταζαν.  Είχε  αγέρα,  κ'  εκεί  κάτω  θα  ήταν  ταραγμένη  η  θάλασσα  και  τα  κύματα  θ'  ανεβοκατέβαιναν,  το  ένα  πίσω  απ'  τ'  άλλο.  Τα  υποψιάζονταν.  Μα  στα  μάτια  τους,  που  μέναν  στηλωμένα  εκεί,  δεν  έφτανε  μήτε  η  ελάχιστη  κίνηση.  Τίποτα.  Το  πέλαγο  έμενε  έτσι  ακίνητο,  με  τις  μεγάλες ραβδωτές γραμμές που θα ήταν τα κύματα, έτσι ακίνητα γιατί βαρέθηκαν.  "Αυτό στάθηκε η μοναδική τους πίκρα, ύστερα από τόσες μέρες πορεία. Μα σαν μπήκαν στο χωριό  του  δάσους,  οι  γυναίκες  τρέξαν  να  τους  φιλέψουν.  Τους  βάλαν  σε  μια  μεγάλη  καλύβα,  τους  φέραν  ζεστό σπιτίσιο τραχανά και φάγανε, τους φέραν και δαδιά και τ' άναψαν, γιατί η νύχτα ήταν κρύα. Με  τον Άγγελο πλαγιάζαν μαζί ο Αντρέας, πάντα αγκαλιασμένοι, και βυθίζονταν σ' έναν ύπνο μακάριο και  ατάραχο."  —Μα  αυτοί  οι  άνθρωποι  δεν  ξέραν,  λοιπόν,  τίποτα  απ'  τον  πόλεμο;  ρωτούσε  η  θεία  ‐  Μαρία  συγκινημένη.  —Α όχι, δεν ξέραν τίποτα κει πάνω! της έλεγε ο Αντρέας. Δεν ξέραν τίποτα, σα να τους είχαν ξεχάσει  μες στην ερημιά τους οι άλλοι άνθρωποι. Σα να τους είχε ξεχάσει κι ο ίδιος ο Θεός. Έμειναν απλοί και  καλοί. Ζούσαν με τα πρόβατά τους και με τα γεννήματα που τους έδινε η καλή γη, που τη βρέχαν με  τον ίδρο τους. Κ' έτσι που ξέπεφταν τούτοι οι δυστυχισμένοι ξαφνικά μες στην ειρήνη τους, ήταν σαν  πλάσματα που τα έστελνε ο Προφήτης για  να δοκιμάσει αν  η καρδιά τους έμενε πάντα καθαρή και  αλέκιαστη.  Οι  δυο  μητέρες,  του  Αντρέα  και  του  Άγγελου,  κάθονταν  εκεί  και  κλαίγαν  όσο  ξετυλιγόταν  το  παραμύθι. Ήταν δάκρυα που χύνονταν από ευγνωμοσύνη προς τον άνθρωπο, γιατί έμεινε καλός.  "Σαν  τέλειωσε  η  πορεία  πιάσαμε  δουλειά  στα  τρένα,  συνέχισε.  Αδειάζαμε  βαγόνια  φορτωμένα  με  γεννήματα. Μια εύκολη δουλειά. Ύστερα μας πήγαν σ' ένα χωριό. Ήταν χειμώνας πια κ' είχε πέσει το  πρώτο  χιόνι.  Σ'  εκείνο  το  χωριό,  μια  μέρα,  μες  στο  θαλάμι  που  σταλιάζαμε  ήρθε  και  μας  βρήκε  ο  Κιαμήλ μπέης, ένας γιατρός. Μας τράβηξε από κει μέσα και μας έδωσε ζεστά ρούχα. Μας ρώτησε τι  κάναμε στην πατρίδα μας, και του είπαμε πως πηγαίναμε ακόμα στο Γυμνάσιο. Ήταν  κ'  εκείνος νέο 

παιδί, — ό,τι είχε τελειώσει τις σπουδές του, — κ' ήμαστε οι τρεις σαν αδέρφια.  "Ύστερα φύγαμε πάλι και πιάσαμε δουλειά σ' ένα τσιφλίκι. Ήταν ήμερα εκεί, σα να μην ήταν πόλεμος.  Μπορούσαμε να κάνουμε την προσευχή μας, αν θέλαμε∙ μπορούσαμε να τραγουδούμε, κανένας δε  μας μπόδιζε. Σαν έρχονταν οι αφέντες να κυνηγήσουν αγριογούρουνα, μας παίρναν κ' εμάς μαζί τους  μες  στο  ρουμάνι.  Εκεί,  σ'  εκείνη  την  ήσυχη  γωνιά,  μας  βρήκε  η  ειρήνη.  Εμένα  με  πήρε  η  πρώτη  αποστολή για την Ελλάδα. Ο Άγγελος θα ερχόταν με την άλλη, ή με την άλλη.  "Σαν  αποχαιρετιστήκανε,  λέει,  με  τον  Άγγελο,  ο  τελευταίος  λόγος  εκεινού  ήταν  να  'ρθει  στη  μητέρα  του  και  να  της  φέρει  χαιρετίσματα.  Πήγαν,  λέει,  μαζί  με  τον  Άγγελο  πάνω  απ'  τον  τάφο  ενός  συντρόφου  τους,  που  είχε  πεθάνει  ήσυχα  μια  απ'  τις  τελευταίες  μέρες  του  καλοκαιριού.  Δεν  είχε  τίποτα ο σύντροφός τους, μονάχα μιαν ανεξήγητη μελαγχολία που αυτοί δεν την καταλαβαίναν. Τον  είχαν θάψει κοντά σ' ένα ρέμα, κάτω από μια λεύκα. Οι ροδοδάφνες γέρναν τα κλωνιά τους πλάι, και  σαν έπαιρνε να βραδιάσει του κάνανε σκιά. Εκεί που πήγε ο Αντρέας ν' αποχαιρετήσει, για τελευταία  φορά,  τον  πεθαμένο  φίλο  τους,  εκεί,  πάνω  απ'  τον  τάφο  του,  αποχαιρετίστηκαν  και  με  τον  Άγγελο.  "Να πας στη μητέρα μου χαιρετίσματα και να της πεις πως είμαι καλά και δε θ' αργήσω".  ………………………………………………………………………………  Έτσι  τέλειωσε  το  παραμύθι.  Ο  Αντρέας  φοβόταν  πως  οι  δυο  μητέρες  δε  θα  τον  πίστευαν.  Οι  εφημερίδες  ήταν  γεμάτες  από  φοβερές  αφηγήσεις.  Στόμα  με  στόμα,  το  συναξάρι  της  Ανατολής  προσπαθούσε να σχηματιστεί μες στη φαντασία των ανθρώπων που δεν το έζησαν.  Γι' αυτό ο Αντρέας φοβόταν πως η θεία ‐ Μαρία δε θα τον πίστευε. Μα, φαίνεται, ήταν ζεστή η φωνή  του.  Κ'  έπειτα,  πάσχει  κανείς  μονάχα  για  να  ελπίζει.  Είναι,  ίσως  αυτό  η  πιο  καθαρή  συνείδηση  του  μέλλοντος.  —Πόσο  διαφορετικά τα φανταζόμαστε τα πράματα εμείς εδώ, του είπε μονάχα η μητέρα του φίλου  του. Γιατί έλεγε ο κόσμος...  —Ο  κόσμος  έχει  φαντασία,  της  αποκρίθηκε.  Το  κακό  ήταν  που  δε  μπορούσαμε  να  σας  γράψουμε.  Αλλιώς θα ξέρατε.  —Ναι, είπε εκείνη. Η σιωπή ήταν φοβερή.    Ο ΑΝΤΡΕΑΣ ξαπλώνεται στο μαλακά στρώμα που έχει ετοιμάσει η μητέρα του και σφαλνά τα μάτια.  Μες στο σκοτάδι, την ακούει που περπατά πάνω στα νύχια, για να μην κάνει θόρυβο. Ύστερα ακούει  ένα αλαφρό μουρμουρητό. Μια στιγμή ανοίγει τα μάτια του. Στο φως του καντηλιού, που είναι στο  διάδρομο,  τη  βλέπει  που  έχει  σταυρώσει  τα  χέρια  μπροστά  στο  εικόνισμα  και  προσεύχεται.  Αυτό  βαστά πολλή ώρα. Μόλις που και που το αυτί του παίρνει κανέναν ψίθυρο:  ʺΤὴν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σὲ ἀνατίθημι, Μήτηρ του Θεοῦ, φύλαξόν με ὑπὸ τὴν σκέπην σου.ʺ 

Σώπασε. Φαίνεται πως θα τέλειωσε. Ακούει τα βήματά της πιο σιμά, που τον πλησιάζουν. Τον θαρεί  αποκοιμισμένο.  Έχει  σκύψει,  κ'  η  θερμή  ανάσα  της  ακουμπά  πάνω  στο  πρόσωπό  του.  Άξαφνα  τα  δάχτυλά  της,  αλαφρά  ‐  αλαφρά,  αγγίζουν  το  μέτωπό  του.  Τότε,  αυτό  το  άγγιγμα  της  τρυφερότητας  είναι ανίκανος να το βαστάξει κι ανοίγει τα μάτια.  —Δεν κοιμήθηκες, παιδί μου; του λέει με την ήμερη φωνή της, ξαφνιασμένη. 

—Όχι, μητέρα. Κάθουμαι ακόμα.  Μένει μια στιγμή σιωπηλή. Ύστερα πάλι φέρνει τα δάχτυλά της να χαϊδέψει το πρόσωπό του.  Ασυναίσθητα  κάνει  ένα  κίνημα  να  φυλαχτεί  απ'  την  τρυφερότητα.  Καταλαβαίνει  να  τον  πιάνει  ένας  φόβος.  Ύστερα  απ'  τη  σκληρή  ζωή  που  πέρασε  φοβάται  τη  μοίρα,  σα  να  κάθεται  κει  σιμά  και  τον  παραμονεύει.  Μα  η  μητέρα  του  είναι  ένας  άνθρωπος  απλός.  Δεν  ξέρει  τίποτα  απ'  ό,τι  ξέρει  εκείνος,  ακόμα  τόσο  μικρός, για τους ανθρώπους. Μακάρι να μείνει έτσι, ώσπου να την καλέσει ο Θεός.  —Σα ν' άλλαξες λίγο, παιδί μου, του λέει μόνο.  Όχι! Τη βεβαιώνει πως όχι, τίποτα δεν άλλαξε.  —Ένα χρόνο μονάχα που μεγάλωσα. Αυτό είναι, μητέρα.  Σκύβει απάνω του. Η φωνή της είναι πιο χαμηλή. Μόλις καταλαβαίνει που τον ρωτά:  —Είναι αλήθεια όσα είπες για τις μέρες σας, κει κάτω, και για τον Άγγελο;... τον ρωτά με την αγωνία  να μαντέψει το λόγο που υποφέρνει.  —Μα γιατί λοιπόν να μην είναι αλήθεια; Εσύ το θυμάσαι καλά πως από παιδάκι δε μπορούσα να πω  ψέματα.  Δεν τολμά να του εκφράσει άλλη υποψία της. Σιγά ‐ σιγά σηκώνει το πρόσωπό της από πάνω του, σα  φοβισμένο.  —Ησύχασε, του λέει. Δεν ήθελα να πω τίποτα.  Απ'  το  παράθυρο  του  καλυβιού  ο  Αντρέας  μπορεί  να  βλέπει  τα  άστρα  που  τρέμουν.  Θυμάται  μιαν  άλλη νύχτα, την τελευταία που περάσαν μαζί με τη μητέρα του, σ' ένα υπόγειο, πριν τον πάρουν οι  εχτροί  απ'  τα  χέρια  της.  Και  τότε,  από  ένα  φεγγίτη,  το  θυμάται  πως  φαίνονταν  τα  άστρα.  Θυμάται  ακόμα  πως  ένα  ποντίκι  τσίριζε  τότε  κει  κάπου,  στο  σκοτάδι,  κ'  εκείνος  φοβόταν  ακόμα,  τότε,  τα  ποντίκια. Είχε ακουμπισμένο το κεφάλι του στα γόνατα της μητέρας του, κ' η θερμή ανάσα της άγγιζε  το πρόσωπό του σαν ουσία ζωντανή, όπως και τώρα. Λοιπόν, τίποτα δεν άλλαξε. Μονάχα που πια δε  μπορεί ν' ακουμπήσει πάνω της σαν παιδάκι, — αυτό πια τέλειωσε.  —Είναι αργά, μητέρα, της λέει, πρέπει να ησυχάσεις.  Του σκεπάζει τα χέρια, που είναι έξω απ' την κουβέρτα, και απομακρύνεται σιγά ‐ σιγά.    ΤΟΤΕ,  σα  μείνει  μονάχος  μες  στη  νύχτα,  αρχίζουν  να  έρχουνται:  ο  μικρός  ο  Άγγελος,  ο  Ορέστης,  ο  μικρός Αρμένης ο Ζακ, όλοι οι σύντροφοί του που χάθηκαν. Τα χλομά τυραννισμένα  πρόσωπά τους  στέκουν  ακίνητα  και  τα  μεγάλα  παιδικά  τους  μάτια  στέκουν  στηλωμένα  πάνω  του,  σα  να  του  γυρεύουν το λόγο γιατί τους εγκατάλειψε. Στο κεφάλι του Άγγελου τα μαλλιά είναι ανακατεμένα, και  μια στενή κόκκινη λουρίδα κατεβαίνει στο μάγουλό του, γράφει μιαν ακανόνιστη γραμμή και στάζει.  Σκεπάζεται κατακούκουλα, δένει τα χέρια του το ένα με τ' άλλο, τα δάχτυλα που κράτησαν τα χέρια 

του φίλου του ως την τελευταία στιγμή. Και τώρα, αυτός, κάθεται εδώ και λέει παραμύθια στη μητέρα  του πεθαμένου παιδιού, και λέει πως στήναν δίχτυα για να πιάνουν πουλιά, και πως εκείνος του είπε  να της φέρει χαιρετίσματα κι όπου να 'ναι πως θα 'ρθει. "Μικρέ μου Άγγελε, τι καλά που θα 'ταν να  ήμαστε  πάλι  όλοι  εδώ,  μαζί!  Τις  μέρες  θα  μπορούσαμε  να  πηγαίναμε  αλήθεια  στα  πουλιά,  και  τις  νύχτες θα μας έδειχνες τα άστρα, που είναι ο Σείριος, που είναι η Μεγάλη Άρκτος. Ύστερα θα βάζαμε  το μικρούλη μας, τον ξανθό Ζακ, να μας παίξει στο πιάνο μουσική, εκείνη τη βαθιά και ακατανόητη  δύναμη  που  ταράζει  τα  νερά,  που  κινά  τους  ανέμους  και  τα  σύννεφα  και  ναρκώνει  τις  καρδιές  των  ανθρώπων. Κι όταν δε θα είχε τίποτα άλλο να πει με τ' όργανό του, όταν θα είχε δώσει όλη τη δύναμή  του και πάλι θα έμενε κάτι που δεν ειπώθηκε, τότε θα ερχόταν η ανθρώπινη φωνή για να τελειώσει  ό,τι  έμενε  ατέλειωτο.  Κι  ο  μικρός  ο  Ζακ  θα  μας  τραγουδούσε,  τότε,  τραγούδια  του  Αρμενιστάν,  της  μακρινής  πατρίδας  του.  Η  θερμή  παιδική  φωνή  του  θα  έλεγε  για  τα  πυκνά  δάση,  όπου  ο  ήλιος  δεν  αγγίζει τη γη, για τα βουνά της, που είναι πάντα σκεπασμένα απ' το χιόνι και την ομίχλη, για τα νερά  που τρέχουν και κανένας δεν ξέρει που βρίσκεται η μακρινή θάλασσα που χύνουνται. Ύστερα η φωνή  σιγά θα χαμήλωνε. Και θα 'λεγε, τότε, για τους ανθρώπους που βασανίζουνται, για τη φυλή του που  χύνει το αίμα της αδιάκοπα, — μια τη χτυπούν οι άνεμοι από δω, μια από κει, — κι απ' τις φλέβες της  ολοένα  τρέχει  το  αίμα  και  βάφει  τα  ρέματα.  Έτσι  θα  μας  έλεγε  η  θερμή  νεανική  φωνή.  Κ'  εμείς  θα  καταλαβαίναμε,  τότε,  να  φουσκώνει  μες  στα  στήθια  μας  μια  δύναμη  ιερή  για  μεγάλες  πράξεις,  για  καλά  έργα  προς  τους  ανθρώπους  και  τη  ζωή.  Είχαμε  ακόμα  καιρό  να  είμαστε  παιδιά,  —  κ'  εσύ,  Άγγελε,  κ'  εσύ,  Ζακ,  κ'  εγώ  μαζί  σας.  Μα  τώρα  δεν  ξέρω  καν  αν  έχετε  την  ησυχία  της  γης  να  σας  σκεπάζει, ή αν δε σας έχουν φάει τα τσακάλια της ερημιάς. Κ' εγώ κάθουμαι και λέω παραμύθια στις  μητέρες σας, και σαν έρθει η δική μου να με χαϊδέψει συγκρυάζουμαι και φοβάμαι, σα να πλησιάζει ο  θάνατος."  …………………………………………………………………………………..  Από πάνω του είναι η μητέρα του τρομαγμένη. Το κορμί του αναταράζεται ακόμα απ' τους λυγμούς.  Το προσκέφαλο είναι μούσκεμα στα δάκρυα, και η νύχτα είναι βαθιά.  —Τι  έχεις,  παιδάκι  μου;...  λέει  τρέμοντας  η  θεία  ‐Σοφία.  Τι  έχεις,  για  όνομα  του  Θεού;  Να  που  γύρισες...  Έτσι λέει, και τα μάτια της αρχίζουν κ' εκείνης να στάζουν.  Κουρασμένος, χωρίς δύναμη, γέρνει ν' ακουμπήσει απάνω της.  —Ναι, μητέρα, λίγο ακόμα έτσι. Λίγο ακόμα. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ  Μια γυναίκα της Ανατολής πολεμά να συμφιλιωθεί με τη θάλασσα.    ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΕΒΡΕΞΕ. Μα την άλλη μέρα το πρωί ο ήλιος είχε βγει.  —Θα πάω στης Ζαμπέτας, είπε η Άννα στη μητέρα της.  —Τελοσπάντων  μπορείς  να  μείνεις  και  λίγο  στο  σπίτι,  της  αποκρίθηκε  θυμωμένα.  Όλο  γυρίζεις,  και  μάλιστα χωρίς λόγο.  —Ό,τι μπορώ κάνω εδώ μέσα, μητέρα. Άλλο δε μπορώ.  —Δεν είναι τρόπος που μιλάς αυτός, Άννα. Θαρώ πως άλλαξες πολύ τον τελευταίο καιρό.  —Αχ, μητέρα, για όνομα του Θεού! Μη με τυραννάς!  Η Άννα ένιωθε ολοένα, αυτό τον καιρό, τη σκληρή ματιά της, όπου μέσα νόμιζε πως ξεχώριζε, ώρες ‐  ώρες,  ακόμα  και  κάτι  σαν  έχτρα.  Μα  ως  εκεί  δε  μπορούσε  να  φτάσει  και  να  το  πιστέψει.  Ήταν  και  πολύ νέα και δε θα της ήταν εύκολο να δει ίσαμε το βάθος, μέσα σ' εκείνη την πικρή ζωή που δεν είχε  διέξοδο.  Τούτο  μόνο  ήταν  βέβαιο:  πως  κάθε  μέρα  που  περνούσε  ολοένα  την  έδενε,  την  Άννα,  πιο  πολύ με τον πατέρα της και την ξεμάκραινε απ' τη μητέρα της. Και ο κύκλος γύρω στην Ειρήνη Βένη  ολοένα στένευε.  —Χαίρετε! της είπε η Άννα, κ' έφυγε χωρίς άλλο λόγο.  Δεν  πήγε  κατευθείαν  στης Ζαμπέτας. Λοξοδρόμησε και πήγε στο καλύβι του  Αντρέα.  Τον  βρήκε  στο  περιβολάκι, μαζί με τη μητέρα του, να σκαλίζει το βρεμένο χώμα.  —Καλημέρα, Άννα.  —Πήγαινα στης Ζαμπέτας, μα είπα να περάσω να δω τι κάνετε. Τι βροχή απόψε, Θε μου!  Κοίταξε  στο  πρόσωπο  το  φίλο  της.  Απ'  τη  χλομάδα  του  μάντευε  την  κακή  νύχτα  που  θα  πέρασε.  Κ'  εκείνος προσπάθησε να ξεφύγει την ερευνητική της ματιά.  —Ναι, πολύ κακή νύχτα, είπε. Δε μπόρεσα να κοιμηθώ απ' τον εκνευρισμό.  —Έρχεσαι να πάμε στης Ζαμπέτας; Λυπάμαι πολύ την καημένη την καινούργια τη μητέρα της που μας  ήρθε. Είναι τόσο έρημη...  —Άντε πήγαινε, παιδάκι μου, κ' εσύ, συμφώνησε και η θεία ‐ Σοφία. Τώρα πια είναι πατριώτισσά μας  η ξένη. Πηγαίνετε να τη δείτε.  Άφησε το τσαπί κ' έπλυνε τα χέρια του.  —Πάμε, Άννα.  Στο δρόμο εκείνη λέει: 

—Στο σπίτι μας αγαπούσαμε πολύ την καημένη την Ελένη, που την πήρε το νερό. Και τον άντρα της. Ο  πατέρας μου προπάντων. Νομίζει πως σ' αυτόν περισώθηκε η "ακριβή ουσία" του: η φαντασία.  —Είναι ο ίδιος απ' την ίδια φασιά καμωμένος, για τούτο.  —Ω, ναι! Ό,τι φωτεινό υπάρχει στο σπίτι μας είναι οι ονειροπολήσεις του πατέρα μου. Θαρώ πως μου  έμαθε κ' έμενα να πιστεύω. Να πιστεύω στον τριανταφυλλώνα του. Γι' αυτό...  Στάθηκε μια στιγμή.  —Γι' αυτό;... ρώτησε ο Αντρέας.  —Γι' αυτό φοβάμαι...  Κ' επειδή δεν είδε καμιά κίνηση στο πρόσωπό του, ώστε να μαντέψει τη σκέψη του:  —Εσύ, εσύ... πιστεύεις σ' αυτά; τον ρώτησε.  Τότε μονάχα ένα ελαφρό τίναγμα πέρασε στις γραμμές του προσώπου του:  —Μη με ρωτάς, Άννα.  Κ' ύστερα:  —Εγώ πια δε μπορώ να 'μαι σαν κ' εσάς, είπε κουρασμένα.  Είχαν φτάσει στο καλύβι του Γλάρου. Ένας τόπος γύρω ‐ γύρω, ίσαμε τέσσερα στρέμματα οργωμένη  γη, βεβαίωνε το μόχθο του ανθρώπου. Απ' την πέτρα που είχαν βγάλει με το καθάρισμα είχε γίνει η  μάντρα που έζωνε το χτήμα. Ένας τεράστιος όγκος από αχρείαστο πετράδι έμενε μαζεμένος σε μιαν  άκρη. Ο Γλάρος έσκαψε κ' εδώ βαθιά για νερό, άνοιξε ένα πηγάδι, κι απάνω του στερέωσε τις αντένες  ενός  ανεμόμυλου.  Ήταν  καμωμένες  από  κλαδιά  αγριοβαλανιδιάς,  ψημένα  στη  φλόγα,  και  τα  πανιά  από καινούργιο κάμποτ. Τα φτερά του μύλου μοιάζαν από μακριά σαν παιχνίδι. Μα αληθινά ήταν ένα  πραχτικό μέσο, ντυμένο την ομορφιά του παιχνιδιού, που είναι ταυτόσημη με την "καθαρή χαρά ".  —Άι, δέστε κάτω, οι Φωκιανοί παίζουν! φώναξε ένας απ' τους βλάχους του βουνού, από ψηλά, μόλις  φάνηκε την πρώτη μέρα να γυρίζει ο άσπρος μύλος.  —Αυτοί πεινούν και πάλι παίζουν! είπε ένας άλλος.  —Είναι άλλοι άνθρωποι. Δε θα μπορέσουμε να τους κάμουμε τίποτα, συμπέρανε ο τρίτος, κ' έμεινε  να καμαρώνει, χωρίς να το θέλει, το παιχνίδι των άσπρων φτερών.  Μα όταν, μια μέρα, κατεβαίνοντας οι βλάχοι από ψηλά πέσαν κοντά στο μύλο:  —Άι, δεν είναι παιχνίδι, είπαν.  —Παιχνίδι είναι, αγόρια μου! αποκρίθηκε ο Γλάρος∙ Μα... τραβά και λίγο νεράκι.  Οι  βλάχοι  σάστισαν  βλέποντας  τη  μεγάλη  χαβούζα  πλάι,  που  γέμιζε  σταγόνα  ‐  σταγόνα∙  με  το  λίγο  νερό που ανέβαζε το "παιχνίδι" απ' το βάθος της γης. 

—Το χειμώνα βρίσκεται το νεράκι του Θεού, εξήγησε ο Γλάρος. Μα ο τόπος σας, αρχόντοι μου, λέτε  πως διώχνει τα σύννεφα τον καιρό που χρειάζουνται. Λοιπόν, τότες, το παιχνιδάκι ανοίγει τα φτερά  και κάνει το Θεό...  —Τούτοι είναι άλλοι άνθρωποι, συμπέρανε πάλι η σοφία των αρχόντων του βουνού, αποφασισμένων  να υποταχτούν στη μοίρα τους.    ΔΕΝ ΗΤΑΝ ωραίο που το σκέφτηκε ο Φώτης; έλεγε και η Άννα στον Αντρέα.  —Ήταν χρήσιμο.  —Μα μην τα κοιτάζεις όλα μόνο έτσι κ' εσύ! του είπε πειραγμένη. Σαν τη μητέρα μου...  Ήθελε να της πει: "Έτσι έμαθα". Μα κείνη τη στιγμή άκουσαν τη φωνή της Ζαμπέτας, που φώναζε για  να πάρουν είδηση στο καλύβι τους:  —Η "κυρία" Άννα! Έρχεται η μικρή Κυρία!  Στην πόρτα του καλυβιού καθόταν ένας γέροντας. Τύλιγε τσιγάρο κ' ήταν βυθισμένος στο έργο του.  Πίσω του πρόβαλε η Βάσω, η νέα γυναίκα του Γλάρου, βαστώντας ένα παιδί απ' το χέρι. Κι από πίσω  της έρχονταν τα δυο μικρότερα παιδιά του Γλάρου.  —Κοπιάστε, κοπιάστε, είπε η Βάσω ταπεινά στους δυο νέους, κοιτάζοντας προς τη γη. Όπου να 'ναι  θα 'ρθει κι ο "αφέντης".  Απ' την προφορά της καταλάβαινε κανείς πως ερχόταν από τουρκόφωνα μέρη.  —Είναι  η  κόρη  του  ντοχτόρ,  εξήγησε  στον  πατέρα  της  τούρκικα,  και  το  παλικάρι  που  ήρθε  απ'  την  Ανατολή.  —Καλωσορίσατε! είπε ο γέροντας, και πάλι αφοσιώθηκε στον καπνό του.  —Ε, πες μας, Βάσω: είσαι ευχαριστημένη που ήρθες μαζί μας; ρώτησε η Άννα.  —Ο Θεός είναι μεγάλος και καλός, της αποκρίθηκε, μην τολμώντας να κάμει κρίσεις για τα έργα του.  —Μα  γιατί  δε  φαίνεσαι  κ'  εσύ  στο  κατάγιαλο  τις  Κυριακές,  όπως  οι  άλλες  γυναίκες;  Μοιάζεις  σα  φοβισμένο ζαρκάδι.  —Το καλύβι έχει πολλή δουλειά. Όλα τούτα δω...  Κ' έδειξε τα τέσσερα παιδιά: ένα δικό της, που το έφερε μαζί της, και τα τρία που ο Γλάρος είχε κάμει  με την Ελένη.  Σαν  χειροτέρεψαν  οι  χειμωνιάτικες  μέρες  και  μπήκαν  τα  άσπρα  φτερά  του  ανεμόμυλου  πάνω  στο  λάκκο του πηγαδιού, ο Γλάρος κατάλαβε πως έτσι ήταν πολλή ερημιά κ' η ζωή πολύς κόπος. Είχε τώρα  τρία χωράφια να κοιτάζει: ένα εκεί που αναπαυόταν η Ελένη, — το χωράφι του μικρού θεού — ένα  στο  Θυμάρι  κ'  ένα  εδώ  στο  καλύβι.  "Η  γυναίκα  είναι  το  βόδι  του  σπιτιού",  σκέφτηκε.  Τις  νύχτες  αισθανόταν απάνω στο κορμί του ένα μιρμίδισμα, κι αν ήταν αποκοιμισμένος έφερνε ασυναίσθητα τα 

χέρια πλάι του, αποζητώντας το ζεστό κορμί της γυναίκας που του την πήρε το νερό. Από τότε δεν είχε  μπορέσει ν' αγγίσει γυναίκα, γιατί στο χωριό τους δεν ήταν τρόπος, και στα ταξίδια που έκανε στην  Αίγινα είχε να νιαστεί για άλλα πράματα. Γι' αυτό μια μέρα είπε σαν ξύπνησε:  "Πρέπει να φροντίσω να 'ρθεί μια γυναίκα μέσα δω."  Σκέφτηκε,  μια  ‐  μια,  όλες  τις  κοπέλες  τις  Φωκιανές  που  ήταν  στα  καλύβια  τους.  Μα  απ'  την  επιθεώρηση τούτη δεν έμεινε ευχαριστημένος. "Εδώ χρειάζεται μια ψημένη γυναίκα."  Και τότε ο νους του πήγε στο απάνω χωριό, στους τουρκομερίτες.  Πολλές φορές ο Γλάρος στεκόταν θαμάζοντας το τι είχε κάμει η θέλησή τους μέσα σε λίγους μήνες.  Όλα τα βουνά, γύρω ‐ γύρω, που ήταν πριν μονάχα βοσκοτόπια, τώρα ήταν δουλεμένα. Κάθε μέρα ο  Γλάρος έβλεπε τις λουρίδες την καλλιεργημένη γη που προχωρούσε στα ψηλά, αφήνοντας στο πλάι  χέρσα τα μέρη που  ήταν  μονάχα πέτρα. Του φαίνονταν σα  φαγωμένα με τα νύχια, σημάδια στέρεα  ανθρώπων που ανεβαίνουν σκαρφαλώνοντας.  Και τα σημάδια ολοένα ανέβαιναν ψηλά, στην κορφή, ποτέ κατά τη θάλασσα. "Τη φοβούνται σαν το  διάολο",  συμπέρανε  ο  Γλάρος,  πηγαίνοντας  ν'  αναζητήσει  ανάμεσά  τους  νέα  γυναίκα,  στη  θέση  εκείνης που την πήρε το νερό:  Έτσι ήρθε η Βάσω στο καλύβι του, νέα κοπελίτσα ακόμα, φέρνοντας μαζί της ένα μικρό αγόρι απ' τον  πρώτο άντρα της, που είχε σκοτωθεί στο Τσανάκαλε, κ' ένα γέροντα, τον πατέρα της. Στην αρχή, σαν  ήρθε στο καλύβι της Αναβύσσου, τις πρώτες μέρες ύστερα απ' το γάμο της με το Γλάρο, ήταν αληθινά  σα φοβισμένο αγρίμι που έχασε τα νερά του. Το πέλαγο βούιζε, τελειώνοντας λίγα μέτρα παρακάτω  απ' την πόρτα του καλυβιού τους, τα κύματα σπούσαν στη μεγάλη αμμουδιά μ' ένα ρόχθο βαθύ, —  ήταν σαν ένα άγριο χέρι να της έζωνε την καρδιά και το κορμί και δεν την άφηνε να ησυχάσει.  —Τι έχεις; ρωτούσε σκληρά ο Γλάρος, ξυπνώντας τη νύχτα και βλέποντάς τη να ξαγρυπνά πλάι του, με  τα μάτια ολάνοιχτα.  —Τίποτα, του αποκρινόταν.  Γιατί οι γυναίκες στη θέση της δεν πρέπει να έχουν τίποτα να παραπονεθούν με τη μοίρα τους.  —Τι έχεις; επίμενε ο Γλάρος πιο άγρια. Μίλησε!  Τέλος, κάποτε αναγκάστηκε να υποχωρήσει και του είπε:  —Αυτό!... δείχνοντας κατά το μέρος της θάλασσας.  Ο Γλάρος, επειδή δεν κατάλαβε, γύρισε απ' την άλλη μεριά κι αποκοιμήθηκε.  Μα η Βάσω έμεινε ξάγρυπνη κείνη τη νύχτα και πολλές άλλες. Σ' αυτές τις νύχτες ήρθαν, ένα ‐ ένα, τα  μηνύματα απ' τα ψηλά χιονισμένα βουνά της πατρίδας της, στα σύνορα της Περσίας. Σ' ένα από κείνα  τα βουνά είχαν το καλύβι τους. Όταν ακόμα ήταν μικρή, ένα βράδυ ακούστηκε περπατησιά ανθρώπου  έξω  κει.  Ποιος  ήταν;  Μονάχα  βοσκοί  ξέπεφταν  πότε  ‐  πότε  στην  ερημιά  τους.  Μα  κι  αυτό  γινόταν  σπάνια.  "Ποιος είναι;" φώναξε η μικρή Βάσω. 

"Ξένος είμαι, είπε η φωνή. Είμαι χριστιανός και παραπλανήθηκα στο βουνό. Πεινώ."  Η Βάσω κοίταξε καλά ‐ καλά να ξεχωρίσει τον ξένο μες στο σύθαμπο κ' ύστερα χαμήλωσε τα μάτια.  "Περίμενε."  Πήγε, άρμεξε τη γίδα κ' έφερε μέσα σε μια μεγάλη κούπα το γάλα ζεστό, έφερε και το σταρένιο ψωμί  που είχε ζυμώσει η ίδια με τα χέρια της.  "Είσαι μονάχη;" τη ρώτησε ο ξένος ενώ έτρωγε.  Αυτή την ώρα ήταν μονάχη. Μα ο πατέρας της έβοσκε το κοπάδι τους στο φαράγγι. Δεν είχαν κανένα  άλλον.  Σιγά ‐ σιγά ξεθάρρεψε, τότες, κ' η Βάσω. Τα μεγάλα καστανά μάτια άρχισαν να κοιτάνε κατάματα τον  ξένο.  "Από που έρχεσαι;" τον ρώτησε.  Της είπε πως ερχόταν από μακριά. Μα, μη μπορώντας να της δώσει να καταλάβει:  "Απ' τα μέρη της θάλασσας", είπε.  Η Βάσω δεν είχε ξανακούσει ποτέ της για κείνο το πράμα. Φαντάστηκε κάτι σαν χρυσό ουρανό απάνω  στη γη.  "Όχι, δεν είναι έτσι, είπε ο ξένος γελώντας. Είναι νερό. Όπου να γυρίσει και να σταθεί το μάτι σου, θα  δει νερό που κυλά και ταράζεται."  Τότε η Βάσω έμεινε κάμποση ώρα συλλογισμένη και έκθαμβη για την παράξενη χώρα του νερού. Δεν  είχε φύγει ποτέ της από κείνη τη γωνιά του βουνού, ποτέ. Μακριά, στο βάθος του κάμπου, μπορούσε  να βλέπει τα τρένα για το εσωτερικό της Ανατολής να περνούν και να χάνουνται. Άκουγε τη μακρινή  βουή που ερχόταν, ύστερα πάλι γινόταν ησυχία, και πάλι ο αγέρας ψιθύριζε καθαρά στα φύλλα των  δέντρων.  Όταν  ήταν  ακόμα  πιο  μικρή,  τη  στέλναν  να  βοσκήσει  και  τα  ζωντανά  τους.  Έλειπε  όλη  τη  μέρα, και γύριζε στο μαντρί σαν άρχιζε να βασιλεύει. Μα έναν καιρό έλειψε μέρες και νύχτες πολλές,  γυρίζοντας με τον πατέρα της το κοπάδι τους. Τότε, στην παιδική ηλικία, γνώρισε το σιωπηλό θεό του  τόπου της: το Μεγάλο Βουνό. Είχαν αρχίσει να λιώνουν τα χιόνια την πρώτη φορά που έκαμε κείνο το  μακρινό  ταξίδι  η  Βάσω.  Τέτοια  εποχή,  σαν  αρχίζουν  να  λιώνουν  τα  χιόνια,  κει  πάνω  στο  Μεγάλο  Βουνό  γίνεται  μια  λίμνη.  Γύρω  ‐  γύρω  είναι  οι  βαθιές  λαγκαδιές  και  τα  αιωνόβια  δέντρα.  Τυραννισμένα  απ'  το  αστροπελέκι  κι  απ'  τον  αγέρα,  που  τα  'δειρε  όλο  το  χειμώνα,  γέρνουν,  σα  να  κουράστηκαν. Μεγάλοι καταρράχτες  κατεβαίνουν με ορμή από ψηλά. Ακούγεται το βαθύ σαλαγητό  που  κάνουν  τα  νερά  σαν  πέφτουν,  και  από  καιρό  σε  καιρό  ένας  ακόμα  θόρυβος  πιο  άγριος:  τα  ξεριζωμένα δέντρα που τα κατεβάζουν τα νερά από ψηλά. Μια μέρα βρέθηκαν η Βάσω, ο πατέρας της  και το κοπάδι τους μπροστά σε μια μεγάλη σπηλιά. Φώναξαν δυνατά, και τότες πετάχτηκαν από μέσα,  κρώζοντας  τρομαχτικά,  μεγάλα  μαύρα  όρνια  και  νυχτερίδες  με  πλατιά  φτερά.  Κάμαν  ένα  γύρο  από  πάνω  τους,  ύστερα  χιμήξαν  πιο  χαμηλά,  ακολουθώντας  τα  νερά  που  τρέχαν.  Και  μιαν  άλλη  μέρα  συναπαντηθήκαν στο δάσος με ληστές. Ήταν ένα άγριο παλικάρι με δασά γένια κ' είχε μαζί του τρεις  συντρόφους.  Στη  μέση  τους  και  σταυρωτά  στα  στήθια  τους  οι  ληστές  είχαν  ζωσμένα  τα  φυσεκλίκια  τους, και τ' άρματά τους λαμποκοπούσαν στον ήλιο.  Σταλιάξαν  όλη  τη  νύχτα  μαζί,  άναψαν  φωτιά  και  ψήσαν  ένα  τραγί.  Κ'  οι  τέσσερις  ληστές  ήταν 

καταδικασμένοι από το κουβέρνο σε θάνατο.  Οι τρεις είχαν έρθει στο κέφι και τραγουδούσαν τραγούδια της παλικαριάς για τον Τσακιτζή. Μονάχα  το  μελαχρινό  παλικάρι  δεν  έβγαζε  μιλιά.  Γερμένο  στ'  άρματά  του,  κοίταζε  απάνω  στη  νύχτα  και  στ'  άστρα. Μονάχα σαν ήπιε πολύ κρασί τραγούδησε ένα τραγούδι που δεν είχε σκοπό γνώριμο, — αυτή  δεν  ήταν  φωνή  ανθρώπου,  σωπάσαν  τα  μαμούδια  που  τρίζαν  γύρω  του,  σωπάσαν  τα  φύλλα  που  τρέμαν στα δέντρα.  Δεν  είχε  ξαναπάει  πια  ποτές  η  Βάσω  κει  πάνω,  στο  Μεγάλο  Βουνό.  Μα  ό,τι  της  ήταν  χρήσιμο  είχε  γίνει. Θα έμενε πια στο καλύβι τους και θα κοίταζε τα τρένα, στο βάθος, να πάνε και να 'ρχουνται σα  μεγάλα  τέρατα.  Θα  θυμόταν  τη  λίμνη  που  γίνεται  κει  πάνω  σαν  αρχίζουν  να  λιώνουν  τα  χιόνια,  τα  μεγάλα  τυραννισμένα  δέντρα,  τις  βαθιές  σπηλιές,  τις  νυχτερίδες,  τα  όρνια,  και  τη  νύχτα  με  τους  κλέφτες.  Ήταν  αρκετά.  Θα  'μενε  κει,  μες  στο  καλύβι  τους,  και  τη  νύχτα  θα  ονειρευόταν,  —  όλες  τις  νύχτες.  Ώσπου,  κάποτε,  ένας  απ'  τους  τριγυρινούς  βοσκούς,  εκεί  στα  μέρη  τους,  θα  ερχόταν  να  τη  γυρέψει για γυναίκα. Τότες η Βάσω θ' άλλαζε αφέντη. Θα πήγαινε σε μιαν άλλη καλύβα, έναν καιρό  κάτι  θ'  άλλαζε  στη  ζωή  της,  ύστερα  όλα  θα  ήταν  πάλι  ίδια,  απαράλλαχτα  και  ήσυχα.  Τις  νύχτες  θα  μπορούσε να έρχονταν ακόμα και τα όνειρα, η μυστική γοητεία που μερεύει τη ζωή των ανθρώπων.  Τότε,  στα  όνειρα,  θα  έβλεπε  τη  μακρινή  χώρα  με  το  χρυσό  ουρανό  που  της  είχε  πει  ο  παραστρατημένος ξένος, το νερό που ταράζεται και βογκά. Και δε θα είχε να φοβηθεί τίποτα για τη  μακρινή χώρα του νερού, γιατί θα ήταν όνειρο. Και τα όνειρα μερεύουν τη ζωή των ανθρώπων.  ……………………………………………………………………………………………  —Ε, τώρα πια θα μας συνήθισε, λέει η Άννα στο Γλάρο, το νέο άντρα της Βάσως.  —Συνήθισε, κυρία Άννα μου. Μα τι αλλιώτικοι άνθρωποι που είναι τούτοι από μας!  Τι  αλλιώτικοι  άνθρωποι  που  είναι!  Η  Βάσω  συνήθισε  πια  τη  θάλασσα,  μα  είναι  αδύνατο  να  βάλει  ακόμα στο στόμα της χταπόδι.  —Ακούς να μην τρώει τα θαλασσινά! λέει ο Γλάρος κατάπληχτος. Τι κόσμος είναι αυτός;  Μια  μέρα  ο  Γλάρος  έβγαλε  απ'  τη  θάλασσα  δυο  πίνες.  "Τι  είναι  τούτο;"  τον  ρώτησε  η  Βάσω  φοβισμένη. "Βγαίνει στη λαγκαδιά, πίσω απ' το Θυμάρι, της αποκρίθηκε παίζοντας. Είναι ένα πράμα  σα σαλιάγκοι..." "Και τι θα γίνει μ' αυτό;" ξαναρώτησε η Βάσω. "Θα το φάμε", της είπε. "Μα μυρίζει  θάλασσα!" "Είναι γιατί βαθιά στη γη βρίσκουνται φλέβες νερό που ανταμώνουνε με τη θάλασσα." Κ'  η Βάσω δέχτηκε να βάλει στο στόμα της το παράξενο πράμα επειδή ήταν έργο της γης.  —Τι άλλο σόι κόσμος που είναι! είπε πάλι ο Γλάρος.  Η  Βάσω  κάθεται  στην  άκρη,  με  το  ύφος  του  φοβισμένου  ζώου  που  καταλαβαίνει  πως  έφταιξε  και  περιμένει την τιμωρία του.  —Όμως δε σας είπα! λέει πάλι ο Γλάρος στον Αντρέα και στην Άννα. Μόλις ξανοίξουν οι καιροί θα την  πάρω σ' ένα ταξίδι, μαζί μου, στην Αίγινα. Έτσι θα σπάσει η χολή της.  Ήταν  η  πρώτη  φορά  που  ανακοίνωνε  αυτό  το  σχέδιο,  γιατί  ένας  σωστός  άντρας  δεν  κάθεται  να  σαλιαρίζει με τη γυναίκα του για τα σχέδιά του.  Το πρόσωπο της Βάσως τότε άλλαξε χρώμα μονομιάς. Έσφιξε τα χείλια της, φοβισμένη. Είπε μονάχα: 

—Πότε λογαριάζεις, αφέντη, να γίνει αυτό;  —Είπα. Μόλις ξανοίξει ο καιρός!  Του  άρεζε  το  ύφος  της  απόλυτης  υποταγής  της,  και  κολάκευε  την  περηφάνια  του  που  τον  έλεγε  "αφέντη".  Και  η  άλλη,  η  Ελένη,  η  πρώτη  γυναίκα  του,  ήταν  απ'  την  ίδια  ράτσα  των  υποταχτικών  ανθρώπων.  Μα  εκείνη  είχε  και  μια  θέληση  που  έβρισκε  τον  τρόπο  να  τη  φανερώσει∙  άλλο  αν  η  θέληση  εκεινού  ήταν  πιο  δυνατή  και  την  υπόταζε.  Ενώ  τούτη  εδώ  ήταν  ένα  πιστό,  υπάκουο  ζώο.  Τίποτα άλλο.  —Να 'ρθώ κ' εγώ  σ' αυτό το ταξίδι; λέει  σιγά ο Αντρέας, και είναι η  πρώτη κουβέντα του  από τόση  ώρα.  Η Άννα, ξαφνιασμένη, αρπά την περίσταση, την πρώτη επιθυμία που έδειχνε ο φίλος της.  —Δόξα σοι ο Θεός! φώναξε χαρούμενη, χωρίς να συλλογίζεται πως είναι κι άλλοι μπροστά τους. Να  'ρθουμε κ' εμείς, Φώτη;  —Μετά χαράς! Μετά χαράς! Μα δε φοβάστε;  Τι να φοβηθούν;  "Ταξίδι στην Αίγινα... Ταξίδι στην Αίγινα μαζί του..." συλλογιζόταν η Άννα, και λάμπαν τα μάτια της.  Πώς λοιπόν δεν το είχε σκεφτεί ίσαμε σήμερα; Πώς δεν είχε σκεφτεί αυτό τον τρόπο, μέσα σ' όλα όσα  είχε δοκιμάσει για να τον τραβήξει απ' τους εφιάλτες του; Και όμως ήταν απέναντί τους το νησί των  παιδικών τους χρόνων, κάθε μέρα το βλέπανε.  Χαρούμενη, με στραφτερά μάτια, η Άννα αγκάλιασε τη Βάσω:  —Μόλις ξανοίξει ο καιρός!  —Ναι, μόλις ξανοίξει ο καιρός. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ  Παρελθόν.    ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ του Μεγάλου Πολέμου οι τρεις προσφυγικές φαμίλιες μέναν στο ίδιο σπίτι, στην Αίγινα:  οι Βένηδες, η θεία ‐ Μαρία με τον Άγγελο, η θεία ‐ Σοφία με το γέρο πατέρα της και με τον Αντρέα.  Ήταν ακόμα, τότε, και η μικρότερη αδερφή του Αντρέα, η Άρτεμη.  —Τη  θυμάσαι  την  Άρτεμη,  Άννα;  ρωτά  ο  Αντρέας  καθισμένος  πλάι  της,  στην  αμμουδιά  της  Αναβύσσου.  Δεν τη θυμόταν. Μα ήθελε να τη θυμηθεί, το ήθελε πολύ, βλέποντάς τον για πρώτη φορά να δείχνει  ενδιαφέρον για κάτι.  —Τι αγρίμι που ήταν! είπε πάλι ο Αντρέας. Κι όλο πεινούσε, τότε, στην Αίγινα...  —Μα πεινούσαμε, θυμάμαι, όλοι τότε...  Ο Δημήτρης Βένης μόλις βρέθηκε, κείνα τα χρόνια, σ' ένα ξένο περιβάλλον όπου έπρεπε να παλέψει  για να ζήσει, είδε πως δεν είχε καμιά δύναμη μέσα του να τον βοηθήσει σε τέτοιο αγώνα, γιατί έτσι  ήταν  το  φυσικό  του,  και  φυτοζωούσε.  Μελετούσε  τη  Μινωική  εποχή  και  τον  καρκίνο.  Χρόνια  έλεγε  πως  οι  μελέτες  του  κοντεύουν  σ'  ένα  τέλος,  και  τότε  θα  έσωζε  την  ανθρωπότητα  απ'  τη  φοβερή  αρρώστια. Ύστερα έκανε λιγότερο λόγο για το ζήτημα. Κ' ύστερα ήρθε ο Κορσικανός να σκεπάσει τον  καρκίνο.  "Αν λείπαν οι μεγάλοι άνδρες, ίσως να μας ήσουν χρήσιμος", του έλεγε η Ειρήνη Βένη πικρά.  Η θεία ‐ Μαρία έπλεκε, τότε, όλη τη μέρα κάλτσες, για να μπορεί ο μικρός Άγγελος να πηγαίνει στο  σχολειό. Απ' τα χαράματα, πριν ακόμα ξυπνήσει κανείς μες στο σπίτι, ακουγόταν η ρόδα της μηχανής.  Ήταν ίσως η πιο δυστυχισμένη απ' όλους, γιατί δεν είχε κανένα αποκούμπι, μα πολύ σπάνια έκλαιγε  μπροστά στους άλλους.  "Έλα, θεία ‐ Μαρία, της έλεγε η Άρτεμη. Σταμάτησε πια."  Η θεία‐Μαρία δεν ήθελε ποτέ να χαλάσει το χατίρι του μικρού κοριτσιού, που το αγαπούσε πολύ. Η  ίδια το παρηγορούσε όταν αυτό πεινούσε, σα δεν έφτανε το ψωμί την εποχή του αποκλεισμού.  "Έλα τώρα, Άρτεμη, της έλεγε με τη σειρά της. Ησύχασε."  Και  η  Άρτεμη,  καθώς  ήταν  σωστό  αγρίμι  κ'  έτρεχε  όλο  στα  κατσάβραχα,  κουρασμένη  πάντα,  αποκοιμόταν  εύκολα  και  ησύχαζε.  Θα  'ταν  γι'  αυτό  που  έβλεπε  τα  πιο  πολλά  όνειρα  απ'  τα  άλλα  παιδιά: απ' την Άννα, τον Αντρέα και τον Άγγελο. "Που να ξέρατε τι είδα απόψε!" τους έλεγε. Κ' έλεγε  το τι είδε. Σχεδόν όλα τα όνειρά της ήταν στερεότυπα: ένας λόφος ή ένα δάσος, μεγάλα κι' αλλόκοτα  δέντρα, χρωματιστά πουλιά∙ εκεί ήταν το φωτεινό σπίτι που βρέθηκε η Άρτεμη τη νύχτα. Πολύς ήλιος  έμπαινε απ' τα μεγάλα παράθυρα. Στη μέση ήταν στημένο το τραπέζι. Τι πράματα που είχε! — πως να  τα  πει  η  Άρτεμη!  Έτσι  μάλιστα  που  έπεφτε  ο  ήλιος  και  τα  φώτιζε,  φοβόταν  να  τ'  αγγίσει,  σαν  όντα  ιερά. Η Άρτεμη φορούσε στ' όνειρο γαλάζια μπλούζα με χρυσά κουμπιά, κ' έτσι έμενε να τα κοιτάζει.  "Λοιπόν, ύστερα;" τη ρωτούσαν τ' άλλα παιδιά. 

"Τίποτα, έλεγε εκείνη. Αυτό ήταν."  "Και δεν έφαγες μήτε στον ύπνο σου;" την πείραζαν.  "Έπρεπε να σας είχα εγώ εσάς εκεί, για να δούμε αν θα τολμούσατε!" τους αποκρινόταν.  Ναι, ήθελε να τους πει πως δε μπορούσαν να ξέρουν εκείνοι τι ήταν ένας τέτοιος φόβος.  Άλλες  φορές  πάλι  η  Άρτεμη  συνήθιζε  να  κάθεται  ώρες  ακουμπισμένη  στον  τοίχο  με  τα  ξύλινα  κάγκελα,  που  χώριζε  την  αυλή  του  σπιτιού  τους  απ'  τον  κήπο  του  πλαϊνού  αρχοντικού  της  Αίγινας.  Εκεί  έμενε  ένας  άρχοντας,  ένας  πλούσιος  εισοδηματίας,  που  δεν  ήταν  διόλου  έμπορος∙  σπούδασε  στην Αγγλία γεωπόνος και δεν έκανε τίποτα, μονάχα διάβαζε βιβλία και καλλιεργούσε τα χρυσάνθεμά  του. Η Άρτεμη αγαπούσε πολύ τα χτυπητά χρώματα. Στεκόταν εκεί να βλέπει τα λουλούδια, πάνω απ'  τον τοίχο, ακούγοντας τη μουσική που ερχόταν απ' το μεγάλο σπίτι. Το κορίτσι του σπιτιού έπαιζε δυο  ώρες  πιάνο  κάθε  μέρα.  Και  η  Άρτεμη  αποξεχνιόταν  απ'  την  αρμονία  αυτού  του  άλλου  κόσμου,  του  πέρα απ' τον τοίχο. Το κορίτσι που έπαιζε ήταν μελαχρινό και άσκημο, μα ήταν πολύ καλός άνθρωπος.  Τη  λέγαν  Ελισάβετ.  Πολλές  φορές  που  έπιανε  την  Άρτεμη  να  ονειροπολεί  στα  κάγκελα,  η  Ελισάβετ  έστελνε  και  την  έπαιρνε  μέσα,  την  κρατούσε  λίγο  και  της  έδινε  γλυκά.  Τότε  η  Άρτεμη  ήταν  πολύ  ευτυχισμένη.  "Μητέρα, να δεις τα χέρια της πως αγγίζουν!..." έλεγε, σα γύριζε, στη θεία ‐ Σοφία.  Ήταν  η  πιο  ζωηρή  της  απορία,  —  πως  γίνεται  να  είναι  χέρια  ανθρώπου  τόσο  αλαφριά  και  τόσο  ατυράννιστα. Το μέτρο που είχε ήταν τα χέρια της μητέρας της, που ξενοδούλευε, ή τα χέρια της θείας  ‐ Μαρίας, που γύριζαν απ' τα χαράματα τη ρόδα μιας μηχανής.  Στα 1918 είχαν ξεθάψει τη γιαγιά τους, του Αντρέα και της Άρτεμης, που είχε πεθάνει εκεί στην Αίγινα  στην  αρχή  του  πολέμου.  Ήταν,  αυτή  η  γιαγιά,  ένα  απ'  τα  πιο  αγαθά  πλάσματα  που  είχε  θελήσει  να  στείλει στη γη ο Θεός. Ο παππούς τους, που ζούσε τότε ακόμα, πήρε μετά την εκταφή τα κόκαλα, τα  έφερε στο σπίτι και τ' απόθεσε στο μεγάλο ράφι, πλάι στο εικόνισμα του Ταξιάρχη.  Τη θεία ‐ Σοφία τότε την έπιασε τρόμος.  "Πατέρα, δεν κάνει! του έλεγε. Είναι κακό να μένουν τα λείψανα μες στο σπίτι."  Ήταν απλός και δίκαιος, φοβόταν το Θεό, και είχε γνώμη σταθερή, που δεν άλλαζε με τίποτα.  "Θα μείνουν, είπε, γιατί είχε το φόβο πως όπου και να τ' άφηνε θα χάνονταν. Πρέπει να τα πάρουμε  πίσω στην Ανατολή, πρόσθεσε για να δικαιολογηθεί. Ο πόλεμος σήμερα ‐ αύριο τελειώνει."  Κι όταν η κόρη του, η θεία ‐ Σοφία, επίμενε:  "Δε ντρέπεσαι να φοβάσαι τη μάνα σου; της έλεγε θυμωμένος. Τώρα είναι Άγιος."  Λοιπόν, ώρες μπορούσε ο παππούς της Άρτεμης να μένει μονάχος με τα κόκαλα. Τον είχαν βολέψει σ'  ένα μικρό καμαράκι μαζί τους. Τίποτα δεν τον τρόμαζε. Πολλές φορές, σαν έκανε την προσευχή του  όρθιος μπροστά στα εικονίσματα και στα λείψανα, μες στο σκοτάδι, της μιλούσε της πεθαμένης:  "Ε, πια, κοντεύουμε! την έγκαρδίωνε. Λίγο ακόμα και θα συχάσεις, Δέσποινα."  Αν τύχαινε να 'χει καλά νέα του πολέμου, νίκες των συμμάχων μας, της τα έφερνε το βράδυ: 

"Βλέπεις πως θα γυρίσουμε στην πατρίδα μας γλήγορα!"  Άλλες φορές πάλι την παρηγορούσε, να μη θαρεί πως κ' εκείνος αργεί πολύ.  "Ε,  τι  θαρείς;  της  έλεγε.  Κ'  εγώ  λέω  πως  θα  'ρθώ  γλήγορα.  Μονάχα  να  σε  πάω  αντίκρυ,  λέω,  να  συχάσεις."  Ήταν  μια  συμφιλίωση  με  το  θάνατο,  μια  σχέση  απλή  και  σκοτεινή.  Τη  νύχτα  τα  παιδιά  δε  μπαίναν  ποτέ σ' εκείνο το δωμάτιο, τόσο πολύ φοβόνταν. Η Άρτεμη πιο πολύ. Αν κανένα βράδυ τη φώναζε ο  παππούς της να τη δει, — και τη φώναζε συχνά, γιατί την αγαπούσε, — του αποκρινόταν απόξω απ'  την πόρτα:  "Μη με φωνάζεις, παππού. Φοβάμαι..."  Φοβόταν.  Κι  όμως  ταξίδεψε  πρώτη  απ'  όλους.  Αναπαύτηκε  το  καλοκαίρι  του  1918,  λίγο  πριν  απ'  το  τέλος του πολέμου.  ……………………………………………………………………………..  Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή. Μες στο γαλανό βάθος είναι αραγμένη η Αίγινα.  —Μπορείς να καρατάρεις κατά που είναι η πόλη; λέει ο Αντρέας στην Άννα, με τα μάτια στηλωμένα  στο νησί.  —Μα δεξιά, είπε εκείνη. Πίσω απ' τον κάβο.  Ένα σύννεφο έστεκε ακίνητο πάνω απ' το νησί.  —Δεξιά απ' το σύννεφο, είπε πάλι η Άννα. Εκεί! Γιατί ρωτάς;  —Τίποτα.  Κ' έπειτα:  —Τι παράξενο που είναι, μουρμούρισε. Να θυμηθεί την Άρτεμη σε μια τέτοια ώρα...  Η Άννα τον κοιτά ανήσυχη μες στα μάτια.  —Για ποιον λες;  Κ' εκείνος την κοιτάζει, βαθιά, μες στα δικά της.  —Για τον Άγγελο.  Ένα βράδυ είχαν νυχτωθεί, τότε στην Ανατολή, στη μαρτυρική τους πορεία, σ' ένα χωριό, στην καρδιά  ενός  δάσους.  Μύριζε  πεύκα.  Τους  βάλαν  σ'  ένα  στάβλο.  Τα  μάτια  του  Άγγελου  γυάλιζαν  μες  στο  σκοτάδι.  "Συλλογίζεσαι;"  τον  ρώτησε  ο  Αντρέας.  «Εγώ;  Όχι.  Θυμήθηκα,  να  δεις.."  "Τι  πράμα;"  "Τον  τάφο  του  κουναβιού,  λέω..."  Έλεγε  για  το  κουνάβι  που  μια  μέρα  είχε  σκοτώσει  άναντρα,  καθιστός,  στα  χωράφια  της  Αίγινας.  Η  Άρτεμη  τότε  χάλασε  τον  κόσμο.  Έκλαψε  σα  μωρό  κ'  έθαψε  το  κουνάβι  κάτω από μιαν απιδιά. 

—Για τον Άγγελο είπες; ρώτησε πάλι η Άννα.  —Ναι, για τον Άγγελο.  Η καρδιά της χτυπά δυνατά. Διαισθάνεται πως εκεί βρίσκεται, στο σημείο αυτό, η ανοιγμένη πληγή.  —Υποφέρατε πολύ; τον ρωτά συγκινημένη.  —Ναι, Άννα. Υποφέραμε πολύ.  Τον παρακαλεί θερμά, με υγρά μάτια:  —Έλα, αγόρι, πες μου. Μίλησέ μου να ξαλαφρώσεις. Μίλησέ μου...  Συμμαζώνεται απότομα, σα ζώο που θέλει να αμυνθεί.  —Δεν έχω να πω τίποτα...  —Όχι!  όχι!  επίμενε,  και  τα  μάτια  της  γέμισαν  από  ικεσία.  Πες  μου,  πες  μου  τα  όλα.  Θα  σου  κάμει  καλό.  Κ' έπειτα:  —Ζει; του λέει.  Του χαϊδεύει σιγά τα χέρια, να τιθασσέψει την αντίσταση, να τον κάμει να αιστανθεί μια φωνή, ένα  φίλο στην ερημιά του, ν' αδειάσει το πυκνό βάρος.  —Ζει; του λέει πάλι, πιο επίμονα.  Ανίκανος πια ν' αντισταθεί, αφήνει τέλος να τον παρασύρει η ανάγκη της απολύτρωσης.  —Όχι, είπε, και τα μάτια του πλημμύρισαν στα δάκρυα.    ΕΚΕΙΝΟ το βράδυ η Άννα δεν τον άφησε να πάει στο δωμάτιο της θείας ‐ Μαρίας. Μείναν κάτω στο  ισόγειο και κουβεντιάζαν. Λείπαν έξω οι γονείς της, και οι δυο τους ήταν μονάχοι.  —Θα δεις, Αντρέα, πως θα σου κάμει καλό που μου μίλησες, έλεγε η Άννα, προσπαθώντας να έχει το  φως της λάμπας έτσι που να μη φαίνεται το πρόσωπό της και τα κλαμένα της μάτια.  Απ'  το  δωμάτιο  της  θείας‐Μαρίας  ακούσανε  μια  στιγμή  τη  φωνή  της  που  μονολογούσε.  Δεν  ξεκαθάριζαν  το  τι  έλεγε.  Μα  η  φωνή  της  μπερδευόταν,  μες  στη  μνήμη,  με  τη  φωνή  του  χαμένου  παιδιού, σα να προσπαθούσε να δώσει διάρκεια σ' εκείνη την άλλη φωνή που σώπασε. Κι ο ουρανός  που  ήταν  έξω,  και  τα  άστρα  που  ανατείλανε,  και  η  θάλασσα,  όλη  η  αρμονία  του  κόσμου  προσπαθούσε να κρατήσει αυτή τη φωνή. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ  Η Γαλήνη.    ΟΙ  ΜΕΡΕΣ  καλυτερεύουν  η  μια  με  την  άλλη.  Λίγα  σύννεφα  φαίνουνται  στον  ουρανό,  μα  φεύγουν.  Είναι η άνοιξη. Ο μπάρμπα ‐ Κοσμάς, ο πατέρας της Βάσως, κάθεται μπροστά στο καλύβι του Γλάρου,  με  τα  μάτια  γυρισμένα  στους  λόφους  της  Αναβύσσου,  με  τις  πλάτες  στη  θάλασσα.  Τώρα  δεν  ακούγεται  πολύ  ο  σάλος  της,  αγέρας  δε  φυσά  πολύ,  κι  ο  μπάρμπα  ‐  Κοσμάς  είναι  πιο  ήσυχος.  Στην  αρχή, σαν ήρθαν με την κόρη του, ύστερα απ' το γάμο της με το Γλάρο, στο παράλιο τούτο καλύβι,  είχε πλημμυρίσει κι αυτός απ' το φόβο του πελάγου.  —Πόσο μακριά τραβάει αυτό; ρωτούσε τον Σάλια ‐Μπάλια, έναν απόμαχο καραβοκύρη Φωκιανό.  —Oυ! του απαντούσε με περηφάνια. Ίσαμε που τελειώνει ο κόσμος.  —Ε, και δε σταματάει ποτές αυτό το βούι ‐ βούι;  —Ποτές βέβαια!  Του έμενε ακατανόητη τούτη η αδιάκοπη κίνηση. Αναστάτωνε τη ζωή του, μια ζωή που πέρασε μες  στη στερεότητα των όγκων. Θα μπορέσει, άραγες, να συμβιβαστεί μαζί της τόσο αργά;  —Θε μου, έλεγε μονάχος του τη νύχτα. Όλα θαρείς πως σαλεύουν έδω πέρα. Σαν το νερό...  Τώρα  που  πιάσαν  να  καλυτερεύουν  οι  μέρες,  ο  μπάρμπα  ‐Κοσμάς  άρχισε  ν'  ανεβαίνει  στον  πιο  κοντινό λόφο. Γέμιζε κει ένα σακκί καθαρό, χωρίς άμμο, χώμα, το σήκωνε στον ώμο του και το έφερνε  στο καλύβι τους. Θα φυτέψει, έλεγε, έναν πλάτανο στην πόρτα του καλυβιού.  —Πλάτανο; ρωτούσε ο γαμπρός του, ο Γλάρος. Εμ τόσο κοντά στη θάλασσα μπορεί να πιάσει, ποτές,  πλάτανος;  —Θα τον πειράζει, λες, το αρμυρό νερό;  —Βέβαια θα τον πειράζει το αρμυρό νερό. Εδώ κι ο αγέρας έχει θάλασσα!  Ε, αφού είναι έτσι, ο μπάρμπα ‐ Κοσμάς θα φυτέψει μια λεύκα, να κάνει ίσκιο ένα δέντρο του τόπου  του. Με τον ίσκιο ενός δέντρου μπορείς να 'χεις οικειότητα, με τον ίσκιο ενός άλλου όχι.  Σ' αυτά τα πήγαινε ‐ έλα στο λόφο, που είναι πάνω απ' τον τριανταφυλλώνα του γιατρού Βένη, καμιά  φορά  ανταμώναν  μαζί  οι  δυο  τους  και  τα  λέγαν.  Όταν  ο  γιατρός  έμαθε  γιατί  το  ήθελε  το  χώμα  ο  μπάρμπα ‐ Κοσμάς, χαμογέλασε με τον ήμερο τρόπο του.  —Θέλεις να φέρεις την πατρίδα εδώ στη θάλασσα, ε;  Κι ο μπάρμπα ‐ Κοσμάς, που δεν το καταλάβαινε πριν  αυτό καθαρά και το συνειδητοποιούσε τώρα μόλις:  —Κάνει κανείς ό,τι μπορεί, του αποκρίθηκε. 

—Ναι, κάνει κανείς ό,τι μπορεί.  Αισθανόταν ένα δέος μπροστά στο γιατρό, ένα δέος προς το ιερό του λειτούργημα. Γι' αυτό, μαζί του  ήταν  πολύ  λίγα  τα  λόγια  του.  Αντίθετα,  καταλάβαινε  πως  ήταν  πιο  λεύτερος  και  πιο  οικείος  με  τον  άλλο  γέροντα,  το  γερο  ‐  καραβοκύρη,  τον  Σάλια  ‐  Μπάλια.  Ήταν  και  τα  χρόνια  που  τους  δένανε,  τα  χρόνια  που  είχαν  περάσει,  και  το  τέλος,  που  ήταν  σχεδόν  κοινό  και  που  ήταν  να  'ρθεί  σύντομα.  Συνεννοούνται οι άνθρωποι στην αρχή και στο τέλος.  —Ε,  γερο  ‐  πατριώτη!  του  έλεγε  ο  Φωκιανός,  ενώ  κάθονταν  τα  βράδια  στην  ψάθα  του  μπαρμπα  ‐  Κοσμά, έξω απ' το καλύβι του Γλάρου, μπροστά στο μαζεμένο χώμα του πλάτανου. Πάει και σήμερα η  μέρα!  —Πάει..., έλεγε ο μπαρμπα ‐ Κοσμάς.  —Άκουσες τίποτα νέο;  —Τίποτα. Εσύ.  —Τίποτα.  Κάθε μέρα περιμένουν. Έγινε ειρήνη, μα τα χαρτιά που υπόγραψαν οι μεγάλοι ορίζουν πως πια αυτοί  δεν  έχουν  να  γυρίσουν  στην  πατρίδα  τους,  γιατί  έγινε  ανταλλαγή  των  πληθυσμών.  Κι  όμως  περιμένουν.  —Δε γίνεται να μείνουμε εδώ, έλεγε ο μπαρμπα ‐ Κοσμάς. Έτσι, σαν τα ζωντανά που τ' αλλάζουν! Εγώ,  λέω, δε γίνεται να πεθάνουμε εδώ!  Ο άλλος όμως, ο γερο ‐ Φωκιανός, έχει ζήσει κιόλας έναν άλλο διωγμό, των χριστιανών της Ανατολής  στο Μεγάλο Πόλεμο. Έχει δοκιμάσει. Είναι πιο σοφός.  —Θα πεθάνουμε εδώ, γερο ‐ Κοσμά. Άκου που σου το λέω. Δε θα ξαναπατήσουμε στα χώματά μας!  Άκουσέ με.  Τι να πει! Ακούει. Κοιτάζει το χώμα που έχει μαζέψει χούφτα ‐ χούφτα, ένα μικρό σωρό εκεί. Θα γίνει  ένα μεγάλο δέντρο. Αν δεν είναι πλάτανος ή βαλανιδιά, θα είναι λεύκα. Ο κορμός ανεβαίνει πάνω απ'  τους τοίχους του καλυβιού και τα κλαδιά σκεπάζουν τη στέγη με τον ίσκιο τους. Φυσά αγέρι κι όλα τα  φύλλα  παίζουν.  Παίζουν  κι  ανοίγουν.  Δένουνται  μ'  άλλα  φύλλα,  ύστερα  με  άλλα,  και  οι  κορμοί  μπερδεύουν,  παλεύουν  ο  ένας  να  δώσει  τόπο  στον  άλλο,  ένα  δάσος  από  κορμούς  κι  από  φύλλα,  αιωνόβια δέντρα και νερά της γης. Σκέπασε το δάσος την αρμυρή θάλασοα και βαδίζει, πέρα απ' τα  κύματα, στην Ανατολή.  —Μελετάς πάντα τον πλάτανο; λέει ο καραβοκύρης.  Σταματά λίγο κ' ύστερα πάλι λέει, σιγά, χωρίς να περιμένει την απόκριση:  —Δε θα πιάσει, γερο ‐ Κοσμά.  —Δε θα πιάσει..., συμφωνά κ' εκείνος λυπημένα. Δε θα πιάσουμε μήτε εμείς.  —Εμείς δεν πιάνουμε πουθενά πια. Μα αυτά θα πιάσουν. Τα παιδιά μας, λέω. 

Ένα  τσούρμο  μωρά  παίζουν  εκεί  μπροστά  τους  στο  κατάγιαλο.  Ανάμεσά  τους  είναι  και  ο  γιος  της  Βάσως, το αρφανό που το έφερε απ' την Ανατολή. Τα παιδιά παίζουν με μικρά καραβάκια από πεύκο.  Τα τραβούν με σπάγγο και βάζουν τα δυνατά τους ποιο καραβάκι να βουλιάξει το άλλο. Άξαφνα, ένας  αλαλαγμός έρχεται από κει. Το παιδί της Βάσως, που ήρθε απ' τα σύνορα της Περσίας, συμμαζώνεται  τρομαγμένο. Οι άλλοι, οι μικροί θαλασσινοί, βούλιαξαν τη φελούκα του κι αυτό άρχισε να τσιρίζει.  —Θα μάθει, μη νιάζεσαι, λέει ο καραβοκύρης στο γερο ‐Κοσμά. Κι αύριο δε θα τον βουλιάζουν. Εσύ  ήξερες τι θα πει φελούκα από πεύκο; Το αγγόνι σου έκαμε κιόλας τη δική του.  Το παιδί της Βάσως έρχεται κλαμένο κατά το μέρος τους. Στάζει το καράβι του απ' το αρμυρό νερό,  σαν τα μάτια του που στάζουν. Ο γερο ‐ Κοσμάς το παίρνει στην αγκαλιά του, το χαϊδεύει.  —Θα μάθεις, του λέει. Μην κλαις.  Κ' έτσι που το κοιτάζει προσπαθεί να δέσει τα χαρακτηριστικά του με τη μορφή του πατέρα του, που  αυτό δεν τον γνώρισε. Όταν η Βάσω παντρεύτηκε, την πρώτη φορά, στον τόπο τους, την ίδια χρονιά  ήρθαν  άνθρωποι  του  κουβέρνου  απ'  τα  μέρη  της  Αρμυρής  Ερήμου,  μάζεψαν  όσους  μπορούσαν  να  σηκώσουν  ντουφέκι  και  τους  πήραν  κατά  τα  μέρη  που  βασιλεύει  ο  ήλιος.  Πήραν  και  τον  άντρα  της  Βάσως.  Έναν καιρό είχαν μηνύματά του με λαβωμένους που έρχονταν από κει που πολεμούσαν, άλλοι απ' την  Αραπιά, άλλοι απ' τα Δαρδανέλια. Ύστερα τίποτα. Καμιά φωνή. Ήρθε η δεύτερη χρονιά του πολέμου.  Είχε γεννηθεί πια το μικρό της Βάσως. Τότε, ένα πρωινό, φάνηκαν πάλι οι σουβαρήδες του κουβέρνου  μαζεύοντας τα παλικάρια του τόπου, που είχαν μεγαλώσει, στο μεταξύ, απ' τον περασμένο χρόνο.  Και πάλι ήρθαν μηνύματα απ' τα δυτικά, και πάλι σωπάσανε. Και πάλι ήρθαν οι σουβαρήδες, και πάλι  ξαναήρθαν. Τραγουδούσαν ένα λυπητερό σκοπό:  Του Τσανάκαλε το μπουγάζι είναι στενό και δεν περνιέται και τα θολά του νερά απʹ το αίμα δεν  πίνουνται. 

Και  πια  τίποτα  δεν  ξανακούστηκε  για  τον  πατέρα  ενός  παιδιού,  που  τον  είχαν  πάρει  στα  μέρη  του  μπουγαζιού που τραγουδούσαν οι σουβαρήδες.    Ο ΑΝΤΡΕΑΣ πηγαίνει στο μικρό δάσος να μαζέψει ξερές αγριοκουκουνάρες για τη μητέρα του.  —Να σε βγάλω, τουλάχιστο, απ' τον κόπο της φωτιάς, της είπε με ντροπή, ενώ εκείνη δεν του είχε για  τίποτα παραπονεθεί.  Ξαπλώνει κάτω από ένα δέντρο. Το ρετσίνι μυρίζει δυνατά. Αυτό θα είναι, ίσως, η γαλήνη του κόσμου.  —Ήρθα, του λέει η Άννα προβέλνοντας απ' το στενό μονοπάτι. Σ' ακολούθησα κ' ήρθα.  Την κοιτάζει μες στα μάτια με τρυφερότητα. Μα είναι φανερό πως δεν είναι μονάχη της, μήτε αυτή τη  λίγη στιγμή, μες στη ματιά και στη σκέψη του.  —Δε μου φαίνεσαι πάλι καλά τις τελευταίες μέρες, του λέει η Άννα. Τι έχεις;  Δε μπορεί να της πει για την αδράνεια που σιγά ‐σιγά μολεύει το αίμα στις φλέβες του, γι' αυτή την 

απότομη αλλαγή στο ρυθμό της ζωής του από τότε που ήρθε. Είναι μια γαλήνη σκοτεινή και ύπουλη,  — πως να της πει για το σύννεφο που κατασίγασε και στάθηκε από πάνω του ασάλευτο και μαύρο;  Να μπορούσε τουλάχιστο να στερεώσει μια σκέψη, να την εξαντλήσει, να την κάμει σώμα, με άκρη  και  τέλος!  Μα  όλα  κουράζουν,  τίποτα  δεν  έχει  συνέχεια,  και  τα  νεύρα  και  οι  μυς  και  το  αίμα  είναι  σκοτωμένα. Σιγά ‐ σιγά, η πιο στέρεη ύλη, οι αναμνήσεις απ' το παρελθόν, η πιο δυνατή βεβαιότητα,  σιγά ‐ σιγά αδυνατίζει, μετασχηματίζεται σε κάτι πιο σκοτεινό και άμορφο. Ήταν κι αυτό μια δύναμη.  Αν  χαθεί;  Η  νύχτα,  πολλές  φορές,  είναι  έρημη  από  εφιάλτες.  Τι  θα  ήταν  αν  έλειπε  κ'  η  Άννα;  Ό,τι  βέβαιο μένει είναι εκείνη, — μόνη μες στον άδειο φοβερό χώρο.  Κ'  η  Άννα  ακόμα  είναι  πολύ  μικρή.  Μυρίζεται  τον  εχτρό  που  τη  μάχεται  στα  σκοτεινά,  μα  δεν  ξέρει  πώς κι αν θα μπορέσει να τον χτυπήσει.  —Τι έχεις; τον ρωτά πάλι.  —Δεν έχω τίποτα, Άννα.  Σηκώθηκαν και μάζεψαν αγριοκουκουνάρες.  —Ας περάσουμε απ' τον πατέρα, είπε η Άννα όταν άρχισαν να κατεβαίνουν απ' το δάσος.  Ο τριανταφυλλώνας ήταν στο δρόμο τους. Οι ρίζες φυτεύτηκαν. Ο Δημήτρης Βένης πιστεύει πια πως  θα  πιάσουν.  Μα  αυτό  είναι  μονάχα  στο  χέρι  του  Θεού  του  τόπου.  Μονάχα;  Α,  πόση  σπατάλη  από  δυνάμεις χρειάζεται μια ρίζα!  Ο Βένης φωνάζει τα παιδιά με το αγαθό του χαμόγελο, με τις μικρές κινήσεις, με τη σιγανή του φωνή:  —Ελάτε να δείτε!  Ένας  κοπρομπούρμπουλας  σπρώχνει,  υπομονετικά,  ένα  μικρό  στρογγυλό  βόλο  κοπριά  στο  θαλάμι  του.  Κουράζεται,  σταματά,  βρίσκει  ένα  μπόδιο,  ο  βόλος  σκάλωσε  σ'  ένα  λιθαράκι,  ο  κοπρομπούρμπουλας με υπομονή φέρνει τη μαύρη του ύπαρξη πότε απ' τη μια πότε απ' την άλλη, ο  εχτρός παραμέρισε κ' η αργή πορεία αρχίζει πάλι.  —Έχει ένα σκοπό, λέει ο Βένης χαμογελώντας.  Κ' ύστερα, πιο σοβαρά:  —Αυτό είναι όλο, το παν, λέει στον Αντρέα. Όλη η σοφία.  Καθήσανε να δουν το βράδυ που έπεφτε στη θάλασσα.  Έξω απ' το Σαρωνικό, έξω απ' το Αιγαίο, ένα μικρό ασημένιο ψάρι βλέπει, άξαφνα, στο βυθό ακίνητο  το φως. Είναι ένα παράξενο υγρό φως, που τινάζεται απ' τα μάτια του κήτους που στέκεται ασάλευτο  στο  βυθό  και  βάφει  το  βαθύ  σκούρο  νερό.  Το  μικρό  ασημένιο  ψάρι  σπαρταρά,  έκθαμβο  απ'  το  συναπάντημα, και χύνεται στο υγρό φως που τόσον καιρό το περίμενε. Χύνεται στο ανοιγμένο στόμα  του  κήτους,  που  θα  κλείσει  στο  σκοτεινό  του  βάθος  ό,τι  θα  έρθει  προς  το  φως.  Ξέρει,  το  ασημένιο  ψάρι,  πως  αυτό  είναι  το  τέλος.  Όμως  είναι  το  τέλος  που  κυνηγούσε  και  που  το  είχαν  βρει  όλα  τα  ασημένια ψάρια πριν από κείνο.  —Έχω την άδεια να σε ρωτήσω, παιδί μου; λέει ο Βένης στον Αντρέα. Να σε ρωτήσω για τη ζωή σου... 

Η Άννα είχε ξεμακρύνει λίγο, κατεβαίνοντας στην αμμουδιά που είναι κάτω απ' τον τριανταφυλλώνα.  Ήταν οι δυο τους μονάχοι.  —Ναι, γιατρέ.  Διαισθανόταν  τη  στοργή  μες  στη  ματιά  του  καλού  ανθρώπου,  καταλάβαινε  με  τι  αισθήματα  παρακολουθούσε τα βήματά του να πορεύονται με τα βήματα της μικρής Άννας.  —Τι σκοπεύεις να κάμεις τώρα στη ζωή σου; λέει ο Βένης. Αποφάσισες τίποτα;  —Τίποτα, κύριε Βένη. Δεν ξέρω τι να κάμω εδώ.  Κ' ευθύς αμέσως, ζωηρεύοντας τη φωνή του, ταραγμένος:  —Βοηθήστε  με  κ'  εσείς,  τον  παρακαλούσε:  Αισθάνομαι  τα  νεύρα  μου  να  πονούν  ύστερα  από  κάθε  νύχτα...  —Ναι, παιδί μου, καταλαβαίνω, είπε σιγανά ο Βένης. Μα θα σου μιλήσω σαν ηλικιωμένος άνθρωπος,  όχι σαν γιατρός. Βλέπεις τι κάνω εγώ εδώ, αφότου ήρθαμε;  —Ναι, κύριε Βένη, το βλέπω. Προσπαθείτε...  Έμενε δισταχτικός, σα να μην ήθελε να δώσει μια καθαρή απάντηση.  —Μίλησε, μίλησε καθαρά! τον εγκαρδίωσε ο γιατρός.  —Θαρώ... Θαρώ... πως κυνηγάτε χίμαιρες..., λέει ο νέος χαμηλώνοντας τα μάτια. Τούτες οι βέργες και  τα τριαντάφυλλα...  Τ' άλλα τ' αγαθά μάτια τον κοιτάζουν, τώρα, καταπρόσωπο.  —Όχι  αυτό,  όχι  μόνο  αυτό,  παιδί  μου,  είπε  ήρεμα.  Δεν  είναι  μόνο  για  τις  βέργες  και  τα  τριαντάφυλλα...  Κ' έπειτα, σε λίγο:  —Για τη γαλήνη, είπε σιγά.  Εκεί είναι ο σκοπός. Ο τελευταίος. Γι' αυτό τυραννεί το σώμα του.  —Όμως, πιστεύω, μουρμούρισε πάλι σε λίγο. Κι αν είναι αυτό η χίμαιρα...  Η  γαλήνη!  Μες  στην  ησυχία  και  μες  στην  ταραχή,  στο  νερό  που  ηρεμεί  ενώ  γίνεται  σύννεφο,  στα  σύννεφα  που  χτυπιούνται  την  ώρα  της  θύελλας  γυρεύοντας  να  ρίξουν  το  νερό  και  να  συχάσουν,  στα  πάθη  των  ανθρώπων  που  παλεύουν  και  αγωνίζουνται,  στους  ανθρώπους  που  πάσχουν  γιατί  δεν  τους  προορίστηκε  να  κάμουν  τίποτα,  στα  κορμιά  που  μάχουνται  για  τον  έρωτα,  στ'  άστρα  που  κατρακυλούν  τη  νύχτα και πέφτουν, στη  γη  που  γυρίζει,  στα  όνειρα  και  στα  έργα,  σ'  όλα  η  αναζήτηση  της ισορροπίας που χάθηκε, η αδιάκοπη ανασύνθεση.  —Και τυ ραννώ το σώμα μου, και πιστεύω..., είπε πάλι ο Δημήτρης Βένης. 

—Ω! αν δεν το έχω τυραννήσει εγώ το δικό μου...  — Δεν το είχες, όμως, προσφέρει μονάχος σου... Υπάρχει μια διαφορά.  Ο ήλιος βασίλευε πέρα απ' τα βουνά της Αίγινας.  —Έχεις  όλο  το  διάστημα  μπροστά  σου  ανοιχτό,  παιδί  μου,  είπε  πάλι  ο  Βένης.  Πρέπει  να  την  αναζητήσεις την τελευταία άκρη. Εμένα, τώρα, η ζωή μου τελειώνει. Κι όμως δεν αφήνουμαι να μην  πιστεύω. Να μην προσπαθώ..., πρόσθεσε σε λίγο.  —Το κακό είναι τούτος ο κλειστός μικρός τόπος, είπε ο νέος. Τουλάχιστο, αν ήμουνα στην πόλη...  —Τώρα,  εκεί  θα  ήταν  πιο  εύκολο  να  χαθείς,  είπε  ο  Βένης.  Ο  τόπος  είναι  εδώ!  και  άγγισε  με  το  δάχτυλο το μέτωπό του.  —Ναι, είναι κει.  —Κουρελιαστήκατε παιδιά ακόμα, είπε πάλι σε λίγο ο Βένης. Αυτό δεν το είχαμε εμείς. Ίσως για τούτο  το λόγο μπορούμε τώρα να συνεννοηθούμε μαζί σας, απ' την μιαν άκρη εσείς, απ' την άλλη εμείς...  Ήρθε η Άννα φέρνοντας μια χούφτα χαλίκια της ακρογιαλιάς.  —Για τι μιλάτε; τους ρώτησε, βλέποντας τη σοβαρή τους έκφραση.  —Για τη χαρά του κόσμου, είπε ο Βένης.  —Φαίνεται απ' το πρόσωπό σας, είπε η νέα χαμογελώντας.  Κ' ύστερα, κοιτάζοντας το βράδυ που έπεφτε:  —Θα πρέπει να φύγουμε, πατέρα. Κάνει ψύχρα... Α, να η μητέρα! είπε έπειτα, βλέποντας στην άκρη  του μόλου, στο τέλος των καλυβιών.  Η  Ειρήνη  Βένη  προχωρούσε,  μονάχη  της,  στο  παραλιακό  μονοπάτι  που  πάει  στους  βράχους.  Ήταν  τυλιγμένη  στο  κόκκινο  φως  της  ανοιξιάτικης  βραδιάς,  σαν  τυλιγμένη  σε  όνειρο.  Ήταν  μονάχη  και  έρημη: εκείνη και το κόκκινο φως.  "Πηγαίνει  προς  τον  ίδιο  σκοπό,  συλλογιζόταν  ο  Δημήτρης  Βένης.  Μα  οι  δρόμοι  μας  δε  συναντήθηκαν..."  Κανείς  δεν  τόλμησε  να  τη  φωνάξει.  Κ'  εκείνη  δε  γύρισε  να  δει  κατά  το  μέρος  με  τα  τριαντάφυλλα.  Προχώρησε, κοιτάζοντας στο Σαρωνικό, ύστερα χάθηκε πίσω στους βράχους.  —Γυρίζουμε, είπε ο Βένης.  —Τέτοια εποχή είναι εύκολο να κρυώσει κανείς, είπε η Άννα.    ΜΗΤΕΡΑ, να σου αναγγείλω ένα νέο! είπε η Άννα το βράδυ στο τραπέζι, και είχε παράξενη λάμψη στα  μάτια της. 

—Νέο; είπε η Ειρήνη Βένη. Αλήθεια, νέο;  —Αλήθεια! Νέο, μητέρα!  Περίμενε μια στιγμή. Άγρια, ασυνείδητα, χωρίς να το θέλει, χαιρόταν την αγωνία της αναμονής.  —Τα τριαντάφυλλα του πατέρα δείξαν πως θα πιάσουν! λέει τέλος, και η λάμψη μένει στα μάτια της.  Ναι, το δείξανε καθαρά!  Η  Ειρήνη  σηκώνει  τα  μάτια  της  και  τα  γυρίζει  αργά  στο  ένα  πρώτα,  ύστερα  στ'  άλλα  πρόσωπα.  Ο  Δημήτρης Βένης την κοιτάζει με χαμόγελο ήρεμο, βέβαιο, φωτισμένο απ' τα γαλάζια μάτια του∙ τόσο  βέβαιο,  σα  μαχαιριά  στηλωμένη  απάνω  της,  έτοιμη  να  πέσει.  Η  μεγαλύτερη  αδερφή  της,  η  θεία  ‐  Μαρία, έχει χαμηλώσει λίγο το κεφάλι, γερμένο ελαφρά στη μια πλευρά, βυθισμένη στον εαυτό της,  σκαλίζοντας μες στη μνήμη, μες στα χέρια, μες στο αίμα τη φωνή απ' το παρελθόν, τη φωνή απ' το  μέλλον που περιμένει. "Αυτή μπορεί να περιμένει σ' όλη της τη ζωή." Και το κορίτσι, η μικρή Άννα... Α,  η Άννα μονάχα να περιμένει έχει. Τίποτα άλλο ακόμα δεν έμαθε.  Η Ειρήνη Βένη βλέπει καθαρά πόσο αυτή μονάχα έμεινε ξένη, χωρίς να έχει να περιμένει και χωρίς να  πιστεύει  τίποτα  μες  σ'  αυτό  το  τοπίο  των  ανθρώπων  το  ποτισμένο  με  το  ίδιο  αίμα  που  τρέχει  στις  φλέβες της.  Τινάζεται ολόρθη, άγρια και πικρή.  —Σου λέω, λοιπόν, πως τα τριαντάφυλλα δε θα πιάσουν! φωνάζει κοιτάζοντας τον άντρα της σκληρά.  Σου λέω πως δε θα πιάσουν!  Νικημένος απ' τη φοβερή δύναμη που δεν ξέρει οίκτο, τη δύναμη που χαίρεται την ήττα των άλλων:  —Θα πιάσουν! της λέει με φωνή σιγανή κ' επίσημη. Θα δεις, Ειρήνη, που θα πιάσουν!  —Σου είπα πως αυτό δε μπορεί να γίνει! φώναζε τώρα έξαλλη η Ειρήνη Βένη. Θα το δεις πως δε θα  πιάσουν! Θα το δεις!  Και, μη μπορώντας να βασταχτεί, έφυγε τρέχοντας και βγήκε στη νύχτα.  …………………………………………………………………………  —Πήγαινε στη μητέρα σου, Άννα, λέει η θεία ‐ Μαρία αργότερα. Πιο πολύ απ' όλους είναι μόνη.  —Κι ο πατέρας είναι μόνος, λέει η Άννα με πείσμα.  Γιατί  να  του  παίρνει  τη  λίγη  χαρά  απ'  τις  ελπίδες  του;...  —Πήγαινε, παιδί μου, στη μητέρα σου, ξαναείπε ήρεμα και σιγά η θεία ‐ Μαρία. Ο πατέρας σου δεν  είναι μόνος. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ  Ταξίδι, στην Αίγινα.    Ο ΓΛΑΡΟΣ κοίταξε τον ουρανό και συμβουλεύτηκε τα σύννεφα.  —Τα χαράματα θα ταξιδέψουμε, είπε.  Έστειλε τη Ζαμπέτα να το πει στην Άννα, και πως αν θέλουν ας έρθουν. Μια φορά το ταξίδι για την  Αίγινα  θα  γίνει  αύριο.  "Ο  τόπος  δεν  έχει  κανάτια.  Μια  βαρκαδιά,  θα  μοσκοπουληθούν."  Έτσι  προσδιορίστηκε ο σκοπός του ταξιδιού.  —Σε τέσσερις ώρες θα την πιάσουμε την Αίγινα. Άλλες τέσσερις να μείνω, οχτώ. Ο γυρισμός μπορεί  να βαστάξει όσο θέλει.  Η Άννα έτρεξε, χαρούμενη, να ειδοποιήσει τον Αντρέα.  —Θα 'ρθει κ' η Βάσω μαζί; είχε ρωτήσει άλλη μια φορά το Γλάρο.  —Και βέβαια θα 'ρθεί. Πρέπει να σπάσει η χολή της.  —Θα μας πάρει, τέσσερις, το καΐκι;  —Ου! έκαμε με περηφάνια. Θα είναι κι άλλος ένας.  Το άκουσε με δυσφορία.  —Ποιος;  —Αυτός που ήρθε απ' τα Δωδεκάνησα. Ο Χαρίτος.  Ναι,  τον  είχε  δει  η  Άννα.  Εδώ  οι  άνθρωποι  στα  καλύβια  είναι  μετρημένοι,  κ'  η  ιστορία  του  καθενός  είναι γραμμένη στα πρόσωπά τους. Κάθε νέο πρόσωπο είναι μια σελίδα νέα που οι άλλοι πρέπει να  την ανοίξουν και να τη διαβάσουν.  Ο Χαρίτος ξεμπάρκαρε μια μέρα από ένα καΐκι που ήρθε να φορτώσει αλάτι για τα Δωδεκάνησα. Το  καΐκι  φόρτωσε  κ'  έφυγε,  μα  αυτός  έμεινε  για  να  κάμει  την  τύχη  του  στις  αλυκές.  Γύρεψε  επίμονα  δουλειά∙ δεν είχαν. Περιπλανήθηκε μέρες και μέρες ανάμεσα στα χωράφια και στα καλύβια. Ύστερα,  μια μέρα, σταμάτησε μπροστά στον ανεμόμυλο του Γλάρου. Του έκαμε μεγάλη εντύπωση.  —Αν έχεις τίποτα να σου δουλέψω, δε γυρεύω παρά μονάχα ψωμί. Ξέρω από βάρκα κι από γη.  —Καλά, είπε ο Γλάρος, κολακεμένος που του γύρευαν δουλειά, καθώς γίνεται με τους αρχόντους. Σαν  ξανοίξουν οι καιροί μπορεί να 'χουμε δουλειές, στη βάρκα και στη γη. Θα σε φωνάξω.  Και του έδωσε να φάει.  —Γιατί έμεινες στον τόπο μας; τον ρώτησε μονάχα, μη έχοντας άλλη περιέργεια για τη ζωή του. 

—Δεν ήταν βολετό να ζήσω εκεί, είπε, κ' έδειξε τα νησιά του νοτιά. Με κυνήγησαν.  Του εξήγησε πως δούλευε, εκεί στα νησιά, μ' ένα τσούρμο ψαράδες, που ζούσαν κυνηγώντας κρυφά  το  ψάρι  στα  νερά  της  αντικρινής  Ανατολής.  Ρισκέρναν,  μονά  ‐  ζυγά,  τις  βάρκες  και  τα  δίχτυα  τους,  γιατί  το  ψάρεμα  ήταν  αυστηρά  απαγορεμένο  σ'  εκείνα  τα  νερά,  στα  σύνορα.  Ώσπου  μια  μέρα  τους  έπιασε  το  τούρκικο  το  καταδιωκτικό,  και  τότες  ξεκληρίστηκαν  όλες  οι  φαμίλιες  του  τσούρμου  τους.  Τους πήραν  τις βάρκες τους, τους φυλάκωσαν, και τους ξέσκισαν τα δίχτυα. Κ' ύστερα τους στείλαν  πίσω στο νησί τους.  Τότες  ο  Χαρίτος  μπάρκαρε  μ'  ένα  καΐκι  που  τραβούσε  για  το  Κρητικό  πέλαγο  και  τον  έβγαλε  στη  Σητεία. Εκεί έμαθε πως ένας αδερφός του, χαμένος απ' τα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου, ζούσε στον  Πειραιά.  Ο  Χαρίτος  βρήκε  τρόπο  και  μπάρκαρε  για  το  μεγάλο  πόρτο,  όπου  υπόφερε  κάμποσους  μήνες, πεινώντας και γυρεύοντας τον  αδερφό του. Απελπισμένος, μπήκε  σ'  ένα καΐκι  που θα γύριζε  στα  Δωδεκάνησα,  αφού  φόρτωνε  πριν  αλάτι  απ'  τις  αλυκές  της  Αναβύσσου.  Βγήκε,  είδε  ήμερο  τον  τόπο, φοβήθηκε να συνεχίσει, κ' έμεινε.    Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΡΚΤΟΣ είχε χαμηλώσει πολύ, όταν ο Γλάρος πήγε και ξύπνησε το Χαρίτο.  —Έλα!  Και του έδωσε δυο μικρά σακκιά άδεια.  Τραβήξαν κατά τις αλυκές. Ο Γλάρος δεν είχε πει σε κανέναν το σχέδιό του, γιατί δεν του άρεζε να τον  παίρνει  κάβο  όλος  ο  κόσμος  και  ν'  ακούει  άλλες  γνώμες.  Ο  Χαρίτος  πήγαινε  καταπόδι  του  σωπαίνοντας, χωρίς να ρωτά.  Οι άσπρες κολόνες του αλατιού ξεχώριζαν τώρα καθαρά μπροστά τους.  —Σιγά!... είπε ο Γλάρος. Να μη μας μυριστούν. Θα τα γεμίσουμε τα σακκια κρυφά.  "Τελοσπάντων, ξερή θάλασσα είναι, είχε πει στον εαυτό του όσο σχεδίαζε να κλέψει αλάτι. Πρέπει να  ζήσουμε κ' εμείς, τόσες ψυχές...", και χαμογέλασε με το σχέδιο του αλατιού που δε θα κόστιζε τίποτα  και θα ταξίδευε στην Αίγινα να γίνει κανάτια με αξία.  Όταν έβγαινε η ψαροπούλα απ' τον κόρφο, το άστρο της αυγής είχε ανατείλει πάνω απ' τους λόφους  της Αναβύσσου. Ήταν λίγα ξύλα απ' τα δάση της Ρουμανίας φερμένα απ' το Δούναβη, και πάνω τους  τώρα ταξίδευε αλάτι και πέντε άνθρωποι, τόσο πολύ έρημοι, που κανένας τους δεν υποψιαζόταν την  ερημιά.  —"Από που έρχεσαι;" τον είχε ρωτήσει η Βάσω, κείνο το βράδυ των παιδικών καιρών, τον ξένο που  είχε φτάσει στο πατρικό καλύβι, στα σύνορα της Περσίας, παραπλανημένος.  "Απ' τα μέρη της θάλασσας", της αποκρίθηκε.  "Είναι τίποτα χρυσός ουρανός αυτό;"  "Όχι, είναι αρμυρό νερό!"  —"Ο τόπος δεν έχει κανάτια", είχε καθορίσει το σκοπό του ταξιδιού ο Γλάρος, ο άντρας της. 

Γύρω σε τούτο το σκοπό τριγύριζε και τώρα ο νους του, όταν τα μάτια του πέσαν απάνω στο σκοτεινό  όγκο της Βάσως, εκεί μες στη βάρκα.  —Τι συλλογίζεσαι εσύ; τη ρώτησε, μαντεύοντας μες στο σκοτάδι τον τρόμο της, και κοίταξε κατά την  απροσδιόριστη μάζα, τα κόκαλα και το κρέας που σώπαιναν.  —Τίποτα, είπε η Βάσω. Λέω αν η Ζαμπέτα θ' αρμέξει την κατσίκα το βράδυ, αν τύχει κι αργήσουμε.  Η πρωινή δροσιά περνούσε μες στα κόκαλα, ανατάραζε τις δυνάμεις, το αίμα. Ήταν μια φρέσκια υγεία  που έμπαινε μες στο μεδούλι και μες στις ίνες και στα νεύρα.  "Πρέπει ν' αρχίσω να δουλεύω. Πρέπει κάτι να καταπιαστώ, συλλογιζόταν ο Αντρέας, κινημένος απ'  αυτό το ξύπνημα. Θα μου κάμει καλό."  Κ'  η  ερημιά  κυλούσε  και  άπλωνε  μες  στην  καρδιά  της  Άννας,  καθώς  μπροστά  στα  μάτια  των  εξερευνητών που γράφαν τα βιβλία του πατέρα της. Μικρά παιδιά ήταν, στην εποχή του πολέμου, κει  στο νησί που τους πήγαινε τώρα το ξύλο. Στο μικρό δάσος τις ελιές, κάτω από ένα δέντρο, ο Αντρέας  τη φίλησε και τη ρώτησε: "Σα θα μεγαλώσω, θα 'ρθείς μαζί μου στον Ωκεανό;" "Θα 'ρθώ μοναχά αν  είσαι  καπετάνιος",  του  είχε  αποκριθεί,  γιατί  δεν  αγαπούσε  τους  δειλούς  κ'  ήθελε  τους  ανθρώπους  δυνατούς.  "Τότε  θα  γίνω  καπετάνιος!"  είπε  κείνος.  Κ'  η  Άννα  περίμενε  ένα  δυνατό  καπετάνιο  να  γυρίσει απ' την Ανατολή και να την πάρει στα χέρια του.  Μοναχά ο άλλος επιβάτης, ο πέμπτος, απ' τα Δωδεκάνησα, είναι σελίδα άσπρη, αναγνώστη. Δε την  έγραψε κανείς, δεν την άνοιξε κανείς. Στο δοιάκι κάθεται ο Γλάρος. Ο άνθρωπος απ' τα Δωδεκάνησα  δεν  έχει  να  κάμει  τώρα  τίποτα.  Κάθεται  στην  πλώρη  με  μαζωμένα  τα  γυμνά  ποδάρια  του,  το  ένα  μπλεγμένο μες στο άλλο, μην τυχόν και πιάσουν παραπανίσιο τόπο.  Το άστρο της αυγής έσβησε. Οι λόφοι άρχισαν να γράφουνται καθαρά, μακρινοί τώρα, σαν σε όνειρο.  Το μάτι της Άννας πέφτει απάνω στον άνθρωπο απ' τα Δωδεκάνησα, που σχηματίζεται μες στο φως  της  αυγής.  Είναι  πολύ  νέος,  κοντός,  αδύνατος,  με  γερά  μπράτσα.  Κάτω  απ'  το  πετσί  τα  κόκαλα  θα  κουνιούνται  σίγουρα  με  δύναμη∙  το  κούτελό  του  είναι  χαμηλό,  έχει  άγρια  πυκνά  μαλλιά,  σκληρά,  μαύρα.  —Δεν του λες ένα λόγο; λέει η Άννα σιγά στον Αντρέα.  Μα  ο  Αντρέας  φαίνεται  πως  δεν  κατάλαβε.  Κ'  εκείνη,  που  ήξερε  από  ερημιά,  γυρίζει  και  λέει  στο  Χαρίτο, κατά το μέρος της πλώρης:  —Έλα μαζί μας, εδώ.  Γύρισε σαστισμένος το μούτρο του κατά τη φωνή της.  —Για μένα είπες;  —Ναι, έλα δω.  Δεν τόλμησε να φέρει αντίρρηση. Σηκώθηκε δισταχτικά, πήγε κοντά τους, κάθησε.  —Είσαι ευχαριστημένος στον τόπο μας; είπε η Άννα.  —Είμαι. Πολύ. 

—Α, είναι καλός κι άξιος δουλευτής! φώναξε απ' το δοιάκι κι ο Γλάρος. Δεν έχω παράπονο μαζί του.  —Έχεις πατέρα; τον ρωτά η Άννα.  Όχι, δεν έχει. Έφυγε μια μέρα για κυνήγι και δε γύρισε.  —Που έγινε αυτό; Στα νησιά;  —Όχι  στα  νησιά.  Στην  Ανατολή.  Μοναχά  εκεί  μπορεί  να  χαθεί  άνθρωπος.  Εκεί  έχει  αρκούδες  και  φοβερά βουνά.  —Μα δεν είσαι απ' τα Δωδεκάνησα;  Όχι,  γεννήθηκε  στην  Ανατολή.  Στους  διωγμούς  των  χριστιανών  είχαν  καταφύγει  στα  νησιά.  Ύστερα,  σαν  τέλειωσε  ο  πόλεμος,  η  φαμίλια  του  γύρισε  πίσω.  Ύστερα  πάλι,  στην  καταστροφή  του  1922,  ξαναπήγαν στα νησιά. Ήταν τέσσερα αδέρφια. Οι δυο σκοτωθήκαν στον πόλεμο, ο τρίτος χάθηκε, κι ο  Χαρίτος τον αναζήτησε μα δεν τον βρήκε. Η μάνα τους ζει στα νησιά.  —Ποιον τόπο θυμάσαι πιο πολύ; ρώτησε πάλι η Άννα.  Μα ήταν μια ανάκριση που άρχισε να τον πειράζει, γιατί πάντα έμεινε κλειστός άνθρωπος και δεν είχε  συνηθίσει να βλέπει τους άλλους να νιάζουνται γι' αυτά τα χωρίς σημασία περιστατικά της ζωής του.  —Δεν ξέρω, είπε, και κοίταξε τη θάλασσα.  Είχαν πια ξεμακρύνει απ' τις στεριές, κι ο Σαρωνικός έκανε γερό κύμα. Ένα ήρθε και χτύπησε τη μάσκα  της ψαροπούλας, μα πριν προκάνει ο Γλάρος να ορτσάρει, ήρθε κι άλλο με δύναμη, γέμισε αφρό και  νερά τη βάρκα.  —Αχ! φώναξε κατατρομαγμένη η Βάσω. Παναγίτσα μου!  —Αχ! φώναξε κ' η Άννα και, με μια κίνηση που έκαμε για να φυλαχτεί, έπεσε πάνω στα στήθια του  Αντρέα.  Έγινε μικρή αναστάτωση. Ο Γλάρος, χάνοντας την ψυχραιμία του, έμπηξε τις φωνές:  —Τι σκούζεις σα ζαγάρι; έλεγε άγρια στη Βάσω. Σκάσε!  Σταύρωσε τα χέρια της, μάζεψε στα μάτια τον τρόμο και σώπασε.  —Μη  φοβάσαι...,  είπε  σιγά,  προστατευτικά  ο  Αντρέας  στην  Άννα,  που  είχε  ακουμπήσει  απάνω  του,  και της χάιδεψε το κεφάλι.  Τότε τα κύματα χάθηκαν στο Σαρωνικό, μέρεψε πολύ ο κόρφος, και το κορίτσι έμεινε ήσυχο απάνω  στα στήθια του άντρα που ξυπνούσε.  —Μη φοβάσαι, της είπε, και τη χάιδεψε.  Το ξύλο ήταν τίμιο και κουβαλούσε στη μοίρα τους τα πέντε σώματα.   

ΤΙΠΟΤΑ  δεν  άλλαξε!  Τίποτα  δεν  άλλαξε!  Το  θυμάσαι,  Αντρέα;  έλεγε  και  ξανάλεγε  η  Άννα,  ενώ  έμπαιναν στο λιμανάκι της Αίγινας.  Η χαρά άστραφτε στο πρόσωπό της.  —Θα πάμε σ' όλα τα μέρη μας;  —Θα πάμε, Άννα, της έλεγε, συνεπαρμένος σιγά ‐ σιγά απ' τη χαρά της.  —Και στο μικρόν ελιώνα; ρώτησε πάλι εκείνη, και τον κοίταξε βαθιά μες στα μάτια, να μαντέψει αν το  θυμάται.  Αν το θυμόταν!  —Ναι, ναι, και στον ελιώνα!  Σαν άραξαν παράτησαν τους άλλους, και τράβηξαν οι δυο τους στο παλιό σπίτι όπου είχαν περάσει τα  παιδικά τους χρόνια, τα τέσσερα χρόνια του Μεγάλου Πολέμου.  Τίποτα  δεν  έχει  αλλάξει.  Μοναχά  ο  μικρός  δρόμος  φαίνεται  πιο  στενός.  Όσο  περνούν  τα  χρόνια  οι  δρόμοι φαίνουνται πιο στενοί. Στο χαμηλό σπίτι με τη μεγάλη αυλή έχουν μεγαλώσει τώρα τα δέντρα  που είχαν φυτέψει τότε.  Μπήκαν μες στην αυλή και μονομιάς στάθηκαν ακίνητοι και συγκινημένοι, σα να πρόβελνε μπροστά  τους μια νέα άποψη του κόσμου, άγνωστη και δυνατή.  —Κοίταξε κει στον τοίχο!... είπε ο Αντρέας σιγανά.  Ήταν ένα καλύβι αντίκρυ στο σπίτι. Ο Άγγελος είχε γράψει στον τοίχο, με ασβέστη, τ' όνομά του με  μεγάλα γράμματα: Ά Ά γ γ ε λ ο ς . Εκείνος τώρα που είναι;... Όμως τα γράμματα με τον ασβέστη μένουν.  Μια γυναίκα, που καθόταν τώρα στο σπίτι, βγήκε στην πόρτα και τους είδε.  —Θέλετε τίποτα; ρωτά, βλέποντάς τους να χαζεύουν.  —Όχι, κυρούλα μου, .λέει ο Αντρέας. Τα γράμματα στον τοίχο κοιτάζω.  Τον κοιτάζει κ' η γυναίκα ερωτηματικά:  — Μπας και ξέρεις αυτόν που τα 'γράψε;  —Όχι, δεν τον ξέρω.  Κινημένος από μια ξαφνική σκέψη, απ' το αίσθημα της στοργής:  —Εσύ μπας κι άκουσες, κυρούλα, τίποτα γι' αυτόν; ρώτησε.  —Που ν' ακούσω, παιδάκι μου! Πόλεμος ήταν. Κόσμος χάθηκε, κόσμος ήρθε.  Τους λέει πως εκείνη είναι απ' τα Άδανα. Ηρθαν εδώ στα εικοσιδύο. 

—Να ρίξουμε μια ματιά μες στο σπίτι; παρακαλεί ο Αντρέας.  —Μετά χαράς, παιδάκι μου! του λέει πρόθυμη, ολοένα πιο ξαφνιασμένη.  Τα  δωμάτια  είναι  ακόμα  πιο  φτωχικά  και  πιο  έρημα  απ'  τον  καιρό  που  μέναν  εκείνοι  εδώ.  Οι  σουβάδες  έχουν  ολότελα  πέσει  κ'  οι  ξύλινοι  σκελετοί  του  τοίχου  στέκουν  σα  νεκρά  πρόσωπα.  Εδώ,  κοντά στο παράθυρο, η θεία‐Μαρία έστηνε τη μηχανή κ' έπλεκε όλη τη μέρα κάλτσες. Ο Αντρέας κι ο  Άγγελος κείνη την εποχή είχαν βρει δουλειά στο φούρνο του μπαρμπα ‐ Στάθη. Το πρωί πήγαιναν στο  σχολειό και το βράδυ στο φούρνο. Δεν ήταν και πολύ βαριά η δουλειά. Όμως τι σκληρά που είναι όλα  σα δουλεύει ένα παιδί! Κουβαλούσαν νερό και γέμιζαν το πιθάρι. Πλέναν τις σκάφες. Φέρναν ξύλα.  Πότε‐πότε  ζύμωναν  κιόλας.  Στην  αρχή  τους  δίνανε  από  100  δράμια  ψωμί  για  τις  4‐5  ώρες  της  δουλειάς. Ήταν μεγάλη βοήθεια για τα σπίτια τους τόσο ψωμί, μάλιστα στην εποχή του αποκλεισμού  της Ελλάδας, που οι άνθρωποι το παίρναν μετρημένο, με δελτίο.  Όταν ο Αντρέας κι ο Άγγελος γύριζαν αργά στο σπίτι, η Άρτεμη, η Άννα, όλοι οι άλλοι κοιμόνταν ύπνο  βαθύ. Μονάχα οι μητέρες τους ξαγρυπνούσαν και περίμεναν. Η θεία‐Μαρία, επειδή δε μπορούσε να  δουλεύει στη μηχανή τόσο αργά, γιατί θα 'κανε μεγάλο θόρυβο, διάβαζε σιγανά τη Γραφή. Γαλήνευαν  τότε  οι  δυο  γυναίκες,  και  κάποτε  ‐  κάποτε,  σα  γύριζαν  τα  παιδιά  τους,  τις  βρίσκαν  αποκοιμισμένες  πάνω  στο  ανοιχτό  βιβλίο.  Τότε  δεν  τις  ξυπνούσαν,  μονάχα  χαμήλωναν  τη  λάμπα  και  πήγαιναν  να  χωθούν  κάτω  απ'  τις  κουβέρτες  τους.  Οι  μητέρες,  σαν  ξυπνούσαν  και  βλέπαν  πως  τα  παιδιά  είχαν  έρθει  κι  αποκοιμήθηκαν,  πήγαιναν  κι  αυτές  να  συχάσουν.  Μα  τις  πιο  πολλές  φορές  τα  παιδιά,  γυρίζοντας  τη  νύχτα,  τις  βρίσκαν  να  ξαγρυπνούν  και  να  περιμένουν.  Άνοιγαν  σιγά  την  ξώπορτα  κι  ακούγαν τη φωνή της θείας‐Μαρίας που διάβαζε ψιθυριστά. Μόλις αντιλαμβάνονταν τα παιδιά τους,  σηκώνονταν απότομα και πήγαιναν κατά το μέρος τους. "Α, ήρθατε;" έλεγε με βαθιά ανακούφιση η  θεία‐Μαρία.  Και  κοίταζε  μες  στα  μάτια,  ερευνητικά  και  ανήσυχα,  τον  Άγγελο.  "Κουράστηκες  πολύ;"  τον ρωτούσε. Απόθετε στα χέρια της το τυλιγμένο κομμάτι του ψωμιού, τον ίδρο της νύχτας. "Δε με  κουράζει,  μητέρα,  της  έλεγε.  Μα  εσείς  γιατί  να  περιμένετε  και  να  ξαγρυπνάτε;..."  Όσο  γι'  αυτό,  δε  θέλαν ν' ακούσουν κ' οι δυο τίποτα. Θα περίμεναν. Κι όταν μια μέρα ο Άγγελος επίμενε να ρωτά τη  μητέρα του γιατί το κάνει, αφού δεν είχε να τον βοηθήσει σε τίποτα ξαγρυπνώντας, εκείνη δεν ήξερε  τι να του αποκριθεί. Μοναχά μια φορά του είπε πως, αν κοιμόταν την ώρα που αυτός ήταν έξω, θα  είχε  το  φόβο  πως  τον  τριγύριζε  κάποιος  κίνδυνος.  Ξαγρυπνούσε  για  να  τον  προφυλάξει  απ'  το  σκοτεινό εχτρό.  ……………………………………………………………………  —Εκεί απάνω ήταν ένα ράφι κάποτε, λέει ο Αντρέας στη γυναίκα απ' τ' Άδανα.  —Πώς το ξέρεις; τον ρωτά ξαφνιασμένη.  —Είχαμε τα εικονίσματα εμείς εκεί.  —Α, μείνατε, λοιπόν, κ' εσείς εδώ;  —Ναι, μείναμε κ' εμείς.  —Γι' αυτό, λοιπόν...  Εκεί στο ράφι ήταν το κασελάκι με τα λείψανα της γιαγιάς, ό,τι είχε μείνει από ένα σώμα. Εδώ γύρω  τριγύρισαν τα μάτια της Άρτεμης.  Λέει πάλι ο Αντρέας στη γυναίκα απ' τα Άδανα: 

—Θ' ακούτε, βέβαια, πάντα μουσική απ' το πλαϊνό σπίτι.  —Για το κορίτσι του σοφού λες;  —Ναι, για την Ελισάβετ.  —Α! έφυγε πέρσι. Λένε πως πάει πολύ μακριά. Τώρα είναι μεγάλη ησυχία στο σπίτι του σοφού.  Τον  καιρό  του  Μεγάλου  Πολέμου,  στα  1916,  είχαν  φιλοξενήσει,  πλάι,  έναν  περαστικό  Αυστραλό  αεροπόρο, αξιωματικό. Συνήθιζαν να δίνουν τέτοια φιλοξενία τα καλά σπίτια τον καιρό του πολέμου.  Την άνοιξη του 1916 οι βιόλες και τα γεράνια του  σοφού είχαν βγει νωρίς,  μύριζε το χώμα. "Παίξτε  μου,  Ελισάβετ,  ένα  τραγούδι  για  την  άνοιξη",  παρακάλεσε  ο  ξένος.  Ήταν  μονάχοι  μες  στο  δωμάτιο,  εκείνοι κ' η νύχτα του Σαρωνικού. Μακριά που ήταν ο πόλεμος! "Θα σας παίξω ένα τραγούδι για την  άνοιξη." Ύστερα ο Αυστραλός έφυγε για το Δυτικό Μέτωπο. Πέρασαν χρόνια, έγινε ειρήνη. Όταν μια  μέρα, ξαφνικά, φάνηκε στο νησί ο Αυστραλός, ερχόμενος απ' τη μακρινή πατρίδα του.  "Ήρθα, Ελισάβετ, να σε πάρω μαζί μου. Θα 'ρθεις;"  Γιατί το τραγούδι εκείνο, με την άνοιξη στην Ελλάδα, είχε ταξιδέψει μαζί του.  "Θα 'ρθω", του αποκρίθηκε.  Και τον ακολούθησε πέρα απ' τον Ωκεανό.    ΤΩΡΑ; λέει η Άννα στον Αντρέα ενώ βγαίναν απ' το σπίτι. Τώρα θα πάμε στις ελιές.  Ήταν  κ'  οι  δυο  τους  ταραγμένοι  απ'  την  επίσκεψη  στο  παλιό  σπίτι,  μα  πιο  πολύ  φαινόταν  εκείνος  συγκινημένος.  Η  Άννα  ήθελε  να  τον  βγάλει  απ'  την  καταθλιπτική  ατμόσφαιρα.  "Εγώ  δεν  έχω  παρελθόν, του είχε πει μια μέρα, βλέποντάς τον αποτραβηγμένο στους στοχασμούς του. Τώρα αρχίζω  τη ζωή." "Αυτό πια εγώ δεν το μπορώ", της παρατήρησε λυπημένος.  —Θα πάμε στο δάσος τις ελιές; ξαναρώτησε η Άννα, πιστεύοντας μόνο στο παρελθόν που γονιμοποιεί  το μέλλον.  —Θα πάμε, Άννα. Μα πριν θέλω να δω τον μπάρμπα ‐Στάθη.  —Μπορεί να πέθανε, λέει η νέα, επιμένοντας να φύγουν για τις ελιές.  —Όχι, θέλω να τον δω. Του χρωστώ πολλά.  Του χρωστούσε, αλήθεια, πολλά.  Ο  φούρνος  βρισκόταν  στην  άκρη  της  μικρής  πόλης.  Τα  σπίτια  γύρω  ήταν  αραιά,  —  τα  πιο  πολλά,  φτωχόσπιτα. Απ' το μεγάλο παράθυρο του φούρνου, τότε που δουλεύαν εκεί ο Αντρέας μαζί με τον  Άγγελο, βλέπαν κάτω τη θάλασσα, το λιμανάκι. Στην πόρτα του φούρνου ήταν μια ελιά.  Στο φούρνο δουλεύαν ο μπάρμπα ‐ Στάθης, μια λεύτερη κόρη του, — η Βιργινία, — και τα δυο παιδιά,  ο  Αντρέας  κι  ο  Άγγελος.  Όταν  τα  παιδιά  κουβαλούσαν  νερό,  πολλές  φορές  τύχαινε  ν'  αργήσουν  να  γυρίσουν  απ'  τη  βρύση.  Αυτό  γινόταν,  προπάντων,  άμα  περνούσαν  από  κει  ατσίγγανοι  με  τις 

αρκούδες τους. Χάζευαν τότε οι δυο τους μπροστά στα βαριά αλυσοδεμένα θεριά που τα βάζανε να  χορεύουν.  Άλλες  φορές  πάλι,  τη  νύχτα,  στον  πάγκο  του  φούρνου  τους  έπαιρνε  ο  ύπνος.  Τότε  ο  μπαρμπα ‐ Στάθης, που ήταν σκύλος στη δουλειά, έμπηζε τις φωνές:  "Ακαμάτηδες! Τεμπελόσκυλα! Έτσι θαρείτε βγαίνει το ψωμί, μωρέ; Θα σας τσακίσω!"  Φώναζε άγρια και βλαστημούσε τόσο, που χαλούσε ο κόσμος. Τα παιδιά τότε ζαρώναν, μαζί τους κ' η  Βιργινία, μα επειδή τον είχαν συνηθίσει δεν τον φοβόντανε. Ξέραν πως δε χτυπούσε ποτέ. Περίμεναν  σε λίγο να μερώσει.  "Εγώ στην ηλικία σας, μωρέ, δούλευα με το Βέργα!" έκανε σαν άρχιζε να μερώνει.  Άμα άκουγαν μια τέτοια εισαγωγή για τη νιότη του, ξέραν πια πως το κακό είχε περάσει. Περίμεναν,  τότε, ν' αρχίσει να τους λέει ιστορίες απ' την τρικυμισμένη ζωή του. Χρωμάτιζε ζωηρά, έπαιρνε απ' τις  αναμνήσεις τις στέρεες γραμμές που δίνουν μια φυσιογνωμία ή ένα δράμα, με την πυκνή απλότητα  που έχει στην έκφρασή του ο λαός. Ο Βέργας, που μνημόνευε ο μπαρμπα ‐ Στάθης, φαίνεται πως ήταν  ένας  τρομερός  Αϊβαλιώτης  κοντραμπατζής  που  δούλευε  στα  νησιά  του  Αρχιπελάγου  και  στην  αντικρινή Ανατολή. Ένας απ' τους συντρόφους του τον πρόδωσε άτιμα στους κολτζήδες. Οι κολτζήδες  τον  ζώσαν  και  τον  χάλασαν  όξω  από  ένα  ρημονήσι,  στ'  ανατολικά  της  Λέσβου.  Οι  σύντροφοί  του  σήκωσαν το κουφάρι του, το πήγαν στο Αϊβαλί και το 'θαψαν, ύστερα φεύγοντας πήραν μαζί τους το  μικρό το γιο του καπετάνιου τους. Ο προδότης, που ήταν στο καΐκι, έκανε πως δεν καταλάβαινε. Οι  άλλοι, συνεννοημένοι, δε λέγαν τίποτα, για να μην τον βάλουν σε υποψία. Μια μέρα, που φυσούσε  γερή  τραμουντάνα,  οι  κοντραμπατζήδες  βγήκαν  στο  ρημονήσι.  Κει  που  τρώγαν  ψωμί,  σηκώνεται  το  παλικαράκι,  ο  γιος  του  Βέργα,  ταραγμένο.  "Δεν  ήσουν  άξος  να  φας  ψωμί  με  τον  πατέρα  μου,  είπε  στον προδότη. Κι όμως τον έριξες κάτω."  Τράβηξε το μαχαίρι που του είχαν δώσει, και, πριν ο άλλος, σαστισμένος, προφτάσει να φυλαχτεί, το  παλικαράκι τον κάρφωσε δυο φορές στον ώμο. Μα το χέρι του έτρεμε. Οι άλλοι γύρω του κοίταζαν  σιωπηλά τη σκηνή, χωρίς να σαλεύουν, για ν' αφήσουν να κάμει το χρέος μονάχο του το παιδί. Αυτό,  πριν ο άλλος προκάνει να ριχτεί, κατάφερε να του δώσει μια μαχαιριά πιο γερή, που τον έριξε κάτω.  Τότε σηκώθηκε ο μπαρμπα ‐ Στάθης, νέος πολύ ακόμα. Κόλλησε καταγής, ανάσκελα, τον προδότη και  τον πάτησε με το γόνατό του στα στήθια. Με το χέρι του έπιασε το χέρι του παιδιού του Βέργα, που  είχε γονατίσει. Το 'φερε ίσα στην καρδιά και το βοήθησε να χτυπήσει με δύναμη.  "Να μάθεις να χτυπάς ίσα", του είπε.  Τέτοιες ιστορίες τους διηγόταν, τις νύχτες, στο φούρνο ο μπαρμπα ‐ Στάθης. Και τα παιδιά, ο Αντρέας,  ο Άγγελος κ' η Βιργινία, βυθίζονταν, τότε, στο θέατρο εκεινού του παλιού κόσμου, που έπαιζε με το  αίμα και με το θάνατο.  "Τι καταλαβαίνετε όμως εσείς απ' αυτό τον κόσμο, μουρμούριζε ο μπαρμπα ‐ Στάθης. Τι σας τα λέω;"  "Γιατί;  του  αποκρίνονταν  τ'  αγόρια.  Ρώτησέ  μας,  να  δεις  ποιον  άντρα  θα  θέλαμε  να  μοιάσουμε  σα  μεγαλώσουμε."  "Λοιπόν, ποιόν; "  Μα πριν προφτάσουν να του απαντήσουν:  "Το ξέρω", έλεγε χαμογελώντας, γιατί αληθινά ήξερε πόσο θα ήθελαν να μοιάσουν εκείνον τον ίδιο,  που ήταν άξιος και γενναίος άντρας. 

Κι  αυτός  τους  αγαπούσε  πολύ.  Απ'  τους  γιους  του,  που  ήταν  στο  μέτωπο,  έρχονταν  αραιά  και  που  κανένα γράμμα. Στην αρχή λέγαν πως θα γύριζαν πολύ σύντομα. Μα ο πόλεμος δεν έπαιρνε τέλος κι ο  καιρός ολοένα περνούσε. Τα μαλλιά του μπαρμπα ‐ Στάθη άσπριζαν κάθε μέρα πιο πολύ, η δουλειά  τον κούραζε.  "Άραγες πότε θα 'ρθουν να με ξεκουράσουν;" έλεγε.  Απ'  το  φούρνο  δεν  έφευγε  σχεδόν  ποτέ.  Τ'  απομεσήμερα,  όταν  ο  καιρός  ήταν  καλός,  έβγαινε  και  καθόταν στην ελιά που ήταν έξω απ' την πόρτα. Αυτό πια ήταν όλη η κίνησή του μες στον ατέλειωτο  κόσμο. Τα παιδιά το λέγαν "το ταξίδι". Πότε ‐ πότε το "ταξίδι" παρατραβούσε, κι ο μπαρμπα ‐ Στάθης  αποξεχνιόταν πολλήν ώρα κάτω απ' την ελιά. Τύλιγε τσιγάρο κ' έμενε εκεί να φουμέρνει, κοιτάζοντας  το πέλαγο. Μα κείνο που πρόσεχε το πιο πολύ, τότε, ήταν τα πουλιά που διαβαίναν. Αυτός που έζησε  μια τόσο σκληρή ζωή, με αίματα, είχε μια ακατανόητη τρυφερότητα για τα πουλιά. Δεν ήξερε διόλου  να  τα  ξεχωρίζει,  και  ποτές  δεν  τα  έλεγε  με  τ'  όνομά  τους.  Μοναχά  τα  παρακολουθούσε  που  διαβαίναν.  "Πέρασε ένα κοπάδι! τους έλεγε, σα γύριζε μες στο φούρνο, σα να 'φερνε κανένα μεγάλο νέο. Πέντε  ήταν. Τράβηξαν κατά το νοτιά."  "Τι να ήταν άραγες, μπαρμπα ‐ Στάθη, ρωτούσαν ο Αντρέας κι ο Άγγελος, ξέροντας πως δεν ήταν σε  θέση να τους πει. Τι να ήταν;"  "Και  τι  βγαίνει  με  το  να  το  ξέρετε;  τους  έλεγε.  Να  τα  βλέπεις  να  περνούν  και  να  φεύγουν,  φτάνει,  λέω."  "Εμ δε φτάνει, μπαρμπα ‐ Στάθη. Πρέπει να ξέρουν οι άνθρωποι τι πουλί περνά, να το χτυπήσουν για  όχι..."  "Να μην το σώναν  να μαθαίναν! φώναζε ο μπαρμπα ‐Στάθης πειραγμένος.  Γιατί, μωρέ; Χαθήκαν τα  ζωντανά της γης για να μας θρέβουν; Ας τ' αφήναν, λέω, αυτά τ' αγαθά πράματα να διαβαίνουν και να  χαίρουνται."  Τα  παιδιά,  τότε,  θυμόνταν  τη  Ζωολογία  που  είχαν  μάθημα  το  πρωί  στο  σχολειό  τους.  Τις  συνομοταξίες, τα γένη, τον τόπο όπου ζουν. Και στο τέλος, στερεότυπα, το τι δίνει το καθένα, ζώο ή  πουλί, τι χρησιμεύει στον άνθρωπο. Όλα όσα σπούδαζαν, όλο το πλησίασμα του κόσμου γινόταν για  τούτη την τελική μάθηση: τι χρησιμεύει το καθένα στον άνθρωπο. Αργότερα θα καταλάβαιναν γιατί τα  παιδιά που έχουν φαντασία είναι εγωιστικά και σκληρά.  "Τι  ζωντανά,  τι  πετούμενα,  μπαρμπα  ‐  Στάθη!  έλεγε  ο  Άγγελος.  Όλα  γίνηκαν  για  τον  άνθρωπο∙  έτσι  λένε τα βιβλία. Ψέματα λένε τα βιβλία;"  Άμα έφτανε το ζήτημα εκεί, ο γερο ‐ φούρναρης κοβόταν. Ήταν απλός κι αγράμματος, και είχε μεγάλο  σέβας στα βιβλία. Μα πάλι να τα βάλει κάτω δεν ήθελε. Μια μέρα, — ύστερα, φαίνεται, από πολλή  συλλογή, — τους είπε:.  "Ακούστε δω: τι άλλα πράματα στον κόσμο πετούν εξόν τα πουλιά;"  "Τι άλλο πράμα, μπαρμπα ‐ Στάθη; Τα πουλιά."  "Συλλογιστείτε  λοιπόν,  να  δείτε.  Τα  πουλιά  πετούν  κ'  οι  αγγέλοι!  Γι'  αυτό  είναι  άγια  πράματα.  Τα  πουλιά κ' οι αγγέλοι..." 

"Μα  πετούνε  κ'  οι  σκνίπες,  κ'  οι  νυχτερίδες,  μπαρμπα  Στάθη,  του  λέγαν  τα  παιδιά  με  κακία.  Και  τα  μπαμπούρια..."  Θύμωνε τότε και χτυπούσε το ποδάρι του.  "Αυτό που σας λέω εγώ, μασκαράδες! Τα πουλιά κ' οι αγγέλοι..."  Έζησε  σκληρή  ζωή,  δούλεψε  χρόνια  στα  κοντραμπάντα,  παραστάθηκε  στο  μικρό  παλικάρι  του  αρχηγού του για να κάμει το χρέος του, κι όταν είχε φτάσει στο τέρμα, να παρακολουθεί τα πουλιά  που διαβαίναν, του φέραν το μήνυμα για τον πρώτο του γιο που δε θα ξαναγύριζε απ' το μέτωπο.  Έβαλε μαύρο πουκάμισο. Κ' οι γυναίκες του λόφου μοιρολογήσαν στην αυλή του φούρνου. Κάθονταν  κατάχαμα, έναν κύκλο γύρω  στην αδερφή, τη Βιργινία, και την  κοιτάζαν μες στα μάτια να τραβά τα  μαλλιά της κάτω απ' τον ήλιο και να χώνει τα νύχια στο μελαψό της πρόσωπο σκούζοντας. Και ο χορός  ακολουθούσε την κορυφαία.  Μοναχά  ο  μπαρμπα  ‐  Στάθης  δεν  έπαιρνε  μέρος  στη  σπονδή.  Μήτε  μιλούσε,  μήτε  φώναζε,  μήτε  έκλαιγε. Παράτησε και τα πουλιά. Καθόταν ώρες στον ίσκιο της ελιάς και κοίταζε τη γη. Η θάλασσα  κάτω  πήγαινε  ‐  ερχόταν,  τα  πουλιά  απάνω  έρχονταν  ‐  πήγαιναν,  τίποτα  δεν  κοίταζε.  Μονάχα  τη  γη.  Άρχιζε  μόλις  το  μυστήριο,  ο  βαθύς  δεσμός  που  δένει  τους  ανθρώπους  με  το  χώμα  την  ώρα  της  δοκιμασίας.  ……………………………………………………………………………………..  —Να ρωτήσουμε αν ζει; έλεγε η Άννα στον Αντρέα καθώς ανέβαιναν το λόφο. Μπορεί να πέθανε, και  τότε πάμε άδικα,  —Θα το δούμε, της είπε αποφασιστικά. Έλα, Άννα.  Από  μακριά  ξεχώρισαν  το  χαμηλό  σπιτάκι  με  το  φούρνο.  Ένας  γέροντας  καθόταν  στο  πεζούλι  της  αυλόπορτας.  —Αυτός είναι... Αυτός είναι... μουρμούριζε ο Αντρέας όσο ολοένα πλησίαζαν. Βλέπεις;  Σε λίγο είχαν φτάσει μπροστά του.  —Ώρα καλή, μπαρμπα ‐ Στάθη.  Τα  μάτια  του  γέρου  είναι  χαμηλωμένα  στη  γη.  Δε  σαλεύει.  Καταλαβαίνουν  μονάχα  τα  παιδιά  πως  ψάχνει, έτσι σκυμμένος, στο παρελθόν, να θυμηθεί τη φωνή.  —Καλώς τον, λέει σιγά.  Κ' έπειτα:  —Ποιος είσαι; λέει πάλι.  Ο Αντρέας γονατίζει στη γη, συγκινημένος, να φιλήσει το χέρι του.  —Εγώ είμαι, μπαρμπα ‐ Στάθη! Δε με γνωρίζεις; 

Τότε, έτσι όπως είναι γονατισμένο το παλικάρι, ο γέρος σηκώνει απάνω του τα μάτια για πρώτη φορά,  και με την κίνηση αυτή αποκαλύπτει πως το φως έχει βασιλέψει στα μάτια του.  —Εγώ  είμαι,  μπαρμπα  ‐  Στάθη!  Ο  Αντρέας,  που  δουλεύαμε  εδώ  με  τον  Άγγελο  στα  χρόνια  του  πολέμου. Θυμάσαι;  Μια στιγμή. Μια μικρή στιγμή. Κ' ύστερα ο γέρος τον σέρνει συγκινημένος και τον σφίγγει απάνω του.  Η Άννα στάθηκε παράμερα και κοίταζε σιωπηλή.  —Δε  γνώρισα  τη  φωνή  σου,  γιε  μου,  του  λέει,  και  τα  χείλια  του  τρέμουν.  Τώρα  πια  μοναχά  απ'  τη  φωνή ξεχωρίζω τους ανθρώπους. Θα μεγάλωσες, φαίνεται, πολύ.  —Είναι τόσα χρόνια, μπαρμπα‐Στάθη... Μεγάλωσα, βέβαια, πολύ.  —Τι έγινες με την καταστροφή; τον ρωτά πάλι. Aπό που έρχεσαι;  —Απ' την Ανατολή έρχουμαι. Με κράτησαν εκεί οι Τούρκοι.  —Α, σε κράτησαν κ' εσένα;  Σε λίγο:  —Κ' εμένα, τ' άλλο μου το παιδί... Τον θυμάσαι τον Παύλο;  —Μόλις τον θυμάμαι, μπαρμπα‐Στάθη. Γύρισε;  Χαμηλώνει αλαφρά τη φωνή του.  —Όχι. Μήτε αυτός δε γύρισε. Χάθηκε.  Α, μήτε αυτός, ο δεύτερος.  —Η Βιργινία ζει;  Αυτή ζει, δουλεύει σε εργοστάσιο. Φεύγει το πρωί και γυρίζει αργά το βράδυ. Ο φούρνος δε δουλεύει  πια.  —Μείναμε οι τελευταίοι, λέει σιγά ο μπαρμπα ‐ Στάθης. Η κόρη μου κ' εγώ...  Πέρασε μια στιγμή.  —Που μένεις, τώρα, παιδί∙ μου;  —Εκεί, στην άλλη μεριά της θάλασσας. Στην Ανάβυσσο. Θα 'ρχουμαι να σε βλέπω.  —Καλό παιδί... Εγώ το 'λεγα... Κι ο άλλος, ο φίλος σου, τι απόγινε;  Καμιά απάντηση.  —Για τον Άγγελο λέω, επιμένει ο μπαρμπα ‐ Στάθης. Τι απόγινε; 

Του απαντά σκληρά, απότομα:  — Χάθηκε.  —Α, χάθηκε... Όλος ο κόσμος αναποδογύρισε, λοιπόν ... Κ' εγώ όλο ξένες φωνές ακούγω γύρω μου.  Από τ' Άντανα, λέει, απ' τον Πόντο, απ' την άκρη του κόσμου...  —Ναι, απ' την άκρη του κόσμου.  —Τίποτα δεν έμεινε στον τόπο του...  Πώς  να  χωρέσει,  μες  στη  ζωή  του  που  τελειώνει,  τόση  ταραχή;  Κάποτες  εδώ  από  πάνω  διάβαιναν  πουλιά, κι ο άνθρωπος καθόταν και τα παρακολουθούσε να διαβαίνουν. Άραγες περνούν ακόμα; Τα  μάτια του δε βλέπουν πια, κ' οι φωνές τους δε φτάνουν ως εκείνον. Σίγουρα και τα πουλιά θ' άλλαξαν  πέρασμα ανοιχτά του πελάγου.  Πλησίαζε μεσημέρι. Ο ήλιος ζυγιζόταν πάνω απ' την Αίγινα, πάνω απ' το ναό της Αφαίας κι απ' τους  ώμους του γέρου ανθρώπου.  —Τώρα πρέπει να πάω μες στο καλύβι, λέει ο μπαρμπα ‐ Στάθης. Έλα κ' εσύ.  Αλλά στέκεται μια στιγμή κι αφουγκράζεται. Η Άννα είχε σαλέψει.  —Ποιος άλλος είναι μαζί σου; ρωτά απορώντας, και τα κλειστά του μάτια στέκουν απάνω του.  —Είναι ... η αρραβωνιαστικιά μου. Θυμάσαι το κοριτσάκι του γιατρού του Βένη;  —Παιδάκι μου! Έλα κοντά μου..., λέει ο γέρος απλώνοντας στο κενό τα χέρια του να βρει το κορίτσι.  Γιατί δε μου το 'πες τόσην ώρα;  Πιάνει το χέρι της Άννας, το βαστά στη χούφτα του και το χαϊδεύει, ύστερα πασπατεύει να βρει και το  χέρι του Αντρέα.  —Α, η αρραβωνιαστικιά σου..., μουρμουρίζει. Πόσο θα μεγάλωσε!  Κ' έπειτα:  —Να είσαστε ευτυχισμένοι και καλοί, είπε.  Το  κορίτσι,  ξαφνιασμένο  απ'  αυτή  τη  λέξη,  "αρραβωνιαστικιά",  που  για  πρώτη  φορά  την  ακούει  σε  τέτοιαν ώρα, δεν ξέρει τι να πει και σωπαίνει, συγκινημένο.  Προσπάθησαν να τον βοηθήσουν να σηκωθεί για να πάει μες στο καλύβι του, μα δεν ήθελε.  —Δε χρειάζεται, παιδιά μου. Είναι, βλέπεις, μετρημένα πια τα βήματα... Και τα έμαθα.  Προχωρεί σιγά, αλλά με σταθερότητα, στο καλύβι. Είναι πολύ φτωχά κει μέσα. Σ' ένα μικρό τραπέζι  είναι  η  λάμπα  και  τα  σπίρτα,  οι  φωτογραφίες  των  δυο  αγοριών.  Ο  μπαρμπα  ‐  Στάθης  κάθεται  καταγής, ακουμπώντας στον τοίχο.  —Τώρα  θα  περιμένω  την  κόρη  μου.  Σήμερα  θα  'ρθεί  νωρίς  και  δε  θ'  αργήσει.  Θα  περιμένετε  να  τη 

δείτε;  Όχι, είναι αργά, πρέπει να φύγουν.  —Κ' εμένα η μέρα μου τέλειωσε, λέει σιγά ο γερο ‐φούρναρης. Τ' απομεσήμερο ψυχραίνει ο καιρός  και δε βγαίνω όξω. Κρυώνω...  Τον αποχαιρέτησαν και βγήκαν απ' το θαλάμι του.  Τι φωτεινά που είναι έξω! Τι φωτεινά που είναι στην Αίγινα! 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ  Αγάπη.    Ο ΑΝΤΡΕΑΣ κρατούσε την Άννα και την έσερνε με βία, τρέχοντας, κατά το αγαπητό τους μέρος, έξω  απ'  το  χωριό  της  Αίγινας.  Το  πυκνό  κύμα  της  δυστυχίας  και  του  πικρού  παρελθόντος  ανασήκωνε  άξαφνα  μέσα  του  δυνάμεις  κοιμισμένες,  απρόβλεπτες.  Το  ζεστό  αίμα  και  τα  ναρκωμένα  νιάτα  του  ξυπνούσαν  μια  νέα  φωνή,  την  αίσθηση  του  υπάρχειν  πέρα  απ'  τις  ατυχίες  του  κόσμου.  Έσερνε  το  κορίτσι, κι αυτό, λαχανιασμένο, έτρεχε μαζί του.  —Πιο σιγά, Αντρέα! του φώναζε. Κουράστηκα.  —Έλα! Έλα! της έλεγε, και τα μάτια του πετούσαν σπίθες. Θα ξεκουραστείς εκεί.  Τότε, μες στον πανικό του, κάτι θυμήθηκε, και τα μάτια του άνοιξαν πιο πολύ.  —Τουλάχιστο θα τρέχει; μουρμούρισε.  —Για τι πράμα λες;  —Για το νερό, λέω. Το ποτάμι μας.  Ήταν ένα μικρό ρέμα, κει στον ελιώνα, όπου πήγαινε τις Κυριακές κ' έστηνε δίχτυ για τα καρδερίνια.  Πολλές φορές, τότε, τον συντρόφευε κ' η Άννα εκεί. Σκέπαζαν μαζί, με φύλλα, το λίγο νερό που έτρεχε  κ' άφηναν ανοιχτό το μέρος όπου στήναν το δίχτυ. Ύστερα ο Αντρέας πήγαινε να κρυφτεί πίσω απ' τη  μεγάλη ελιά, βαστώντας στο χέρι το σπάγγο του διχτυού. Καθόταν εκεί πολλές ώρες, περιμένοντας να  κατεβεί κανένα πουλί να πιει νερό, για να τραβήξει το σπάγγο και να το πιάσει στο δίχτυ του. Η Άννα,  τότε,  δε  μπορούσε  να  βαστάξει  τόση  ακινησία.  Σκάλωνε  στα  πλαϊνά  δέντρα,  τσίριζε,  έπεφτε,  ξανασηκωνόταν, — τελοσπάντων αυτό δεν ήταν ζωή. Ο Αντρέας θύμωνε κ' έμπηγε τις φωνές γιατί του  έδιωχνε τα πουλιά. "Εγώ τα διώχνω; του έλεγε. Άκου ένα φλωράκι." Κ' έκανε, τότε, με τη φωνή της το  φλώρο και κουνούσε τα χέρια της σα φτερά. Όταν πια κατακουραζόταν πήγαινε να συχάσει πλάι του.  Ξάπλωνε  ανάσκελα,  ανάσαινε  βαθιά  και  κοίταζε  τον  ουρανό.  Η  ανάσα  της  σιγά  ‐  σιγά  γινόταν  πιο  ήσυχη,  και  τότε  σφαλνούσε  τα  μάτια.  Έτσι  μπορούσαν  να  μείνουν  πολλές  ώρες  χωρίς  να  μιλούν.  Ο  νους του Αντρέα ήταν πάντα στο δίχτυ∙ όμως, με το να κοιτάζει εντατικά στο ίδιο μέρος, σιγά ‐σιγά  θόλωναν  τα  μάτια  του  και  ναρκωνόταν,  σα  να  τον  είχε  πάρει  ο  ύπνος.  Τότε  οι  ήχοι  γίνονταν  πιο  καθαροί, τα φύλλα των ελιών που σάλευαν, ένα κλαδί έσπασε, το σφύριγμα ενός πουλιού πιο βαθιά.  Η γη είχε πρασινίσει και μύριζε. Αν κανένα μαμούδι περπατούσε, ακουγόταν το αλαφρό του σύρσιμο.  Πολλές ώρες μέναν έτσι βυθισμένοι∙ τα καρδερίνια κατέβαιναν στο νερό, απάνω στο απλωμένο δίχτυ,  πίναν  και  φεύγαν.  Κανένας  δεν  ήταν  να  τα  πειράξει.  Μια  τέτοια  καλοκαιρινή  μέρα,  πλάι  στο  μικρό  ρέμα, έσκυψε και τη φίλησε δυνατά στο στόμα.  —Τουλάχιστο να τρέχει, ακόμα, το νερό εκεί..., έλεγε ολοένα ο Αντρέας.  Φτάσαν λαχανιασμένοι και κρέμασαν τα πρόσωπά τους με χτυποκάρδι πάνω απ' τη χαμηλή όχθη.  —Δόξα σοι ο Θεός!  Το νερό έτρεχε, λίγο, καθαρό, κάτω απ' τα νεανικά τους μάτια. 

—Τίποτα δεν άλλαξε...  Κ' εκείνη το ξαναείπε συγκινημένη:  —Τίποτα δεν άλλαξε...  —Να και το δέντρο, Άννα!  Είδαν τον τυραννισμένο κορμό, εκεί κοντά.  Ησυχία πυκνή ήταν γύρω. Απ' την άλλη όχθη του ρυακιού ένας σπίνος μόνο κελαηδούσε. Την τράβηξε  προς  το  γερασμένο  κορμό  και  κάθησαν.  Το  κορίτσι  έγειρε  λίγο  στην  αρχή,  ύστερα  ξάπλωσε  κι  ανάσαινε  βαθιά.  Σφάληξε  τα  μάτια  της.  Ο  Αντρέας  γύρισε  κατά  το  μέρος  της  κάτι  να  της  πει.  Μα  στάθηκε.  Κάτω  απ'  τα  μάτια  του  το  στήθος  της  τσίτωνε  την  ψιλή  μπλούζα,  σε  μια  απελπισμένη  προσπάθεια να τιναχτεί. Με την τρεχάλα που είχαν κάμει, στο σταρένιο της πρόσωπο είχε ξαπλωθεί  ένα δυνατό τριανταφυλλί χρώμα. Απ' τα μισανοιγμένα χείλια της, που τρέμαν αλαφρά, αναδινόταν η  ιερή επίκληση που φώναζε να φύγουν. Ήταν μια πρόσκληση για ταξίδι, πέρα απ' τις θάλασσες, πέρα  απ' τις πικρίες, πέρα απ' το παρελθόν, πέρα απ' τη δυναστεία της μνήμης. Καθώς είχε ξαπλώσει, το  φουστάνι της ανέβηκε πάνω απ' τα γόνατα κ' ένα μικρό μέρος απ' το θαυμάσιο νέο κορμί το φώτιζε  παράξενα ο ήλιος, — ένα μόριο ύλη ανεξάρτητο, μόνο και νέο, που ήθελε μόλις ν' αρχίσει τη ζωή του  στη γη.  Έγειρε αλαφρά απάνω της, με δειλία και ταραχή:  —Να 'ξερες πόσο σ' αγαπώ, Άννα...  Τα μάτια της δεν άνοιξαν. Μόνο τα χείλια παίξαν λίγο.  Και  τότε,  άξαφνα,  τα  δισταχτικά  του  χέρια  χίμηξαν  μονομιάς  προς  το  ετοιμασμένο  σώμα  που  περίμενε.  Τη φιλούσε με λύσσα, την έσφιγγε μες στα τυραννισμένα χέρια του. Όλες οι δυνάμεις του κορμιού,  που  είχαν  σωπάσει  τόσους  μήνες,  ορμούσαν  βίαια,  πυκνές  και  σκοτεινές,  να  τιναχτούν  και  να  δυναστέψουν.  Στις  άκρες,  στα  δάχτυλα,  στις  χούφτες  του,  στους  μυς  η  συγκεντρωμένη  δύναμη  έβρισκε  τώρα  καταφύγιο  και  διέξοδο.  Το  κορίτσι  σπάραζε  κάτω  απ'  την  πρωτόγονη  δύναμη  και  προσπαθούσε από ένστιχτο ν' αντισταθεί. Δυο κουμπιά σπάσαν απ' την μπλούζα της, και το στήθος  έγραψε τις καμπύλες του που λάμψανε μες στον ήλιο. Έχωσε τα χέρια του μες σ' εκείνη την ανοιγμένη  πύλη κ' έκλεισε τα μάτια του. Και το κορίτσι έπαψε ν' αντιστέκεται.  Την  πήρε  άγρια,  βασανιστικά,  σα  λεία  αγριμιού.  Και  τα  βογκητά  τους  τα  πήρε  το  φύλλωμα  του  δέντρου και τα διάλυσε απάνω τους, μες στον ήλιο, να γίνουν φως.    Ο ΓΛΑΡΟΣ, αφού πούλησε το αλάτι του, αγόρασε με την αξία που έβαλε στο χέρι κανάτια αιγινήτικα κ'  έμεινε ικανοποιημένος.  —Θα μοσκοπουληθούν στην Ανάβυσσο! Καλή δουλειά!  Κατέβηκε στο λιμάνι όπου, καθισμένη στο μόλο, πλάι στην ψαροπούλα τους, περίμενε η Βάσω. 

Σηκώθηκε, μόλις τον είδε. Ο Γλάρος θα ήθελε πολύ να πει σ' έναν άνθρωπο το πόσο καλά πήγαν οι  δουλειές του. Μα η γυναίκα του, όπως και να 'ταν, δε μπορούσε να είναι αυτός ο άνθρωπος.  —Τι έκανες; τη ρώτησε μονάχα.  Του έδειξε τη θάλασσα και είπε ταπεινά:  —Τίποτα. Σε περίμενα.  Ο Γλάρος θα ήθελε ακόμα να τη ρωτήσει, τώρα που δεν τον απασχολούσε ο σκοπός του ταξιδιού, αν  της  άρεσε  που  την  έφερε  εδώ  και  είδε  νέο  τόπο.  Μα  μήτε  γι'  αυτό  δε  μπορούσε  να  ρωτήσει  τη  γυναίκα του ο Φώτης ο Γλάρος. Τι αν της άρεσε κι αν δεν της άρεσε! Σήκωσε, μονάχα, τα μάτια του να  δει που ήταν ο ήλιος.  —Μπορούμε να σαλπάρουμε σε λίγο, είπε. Δε βλέπω το λόγο γιατί να νυχτωθούμε.  Ο Χαρίτος φάνηκε κείνη τη στιγμή κουβαλώντας το τελευταίο φορτίο απ' τα κανάτια και τα 'βαλε στο  αμπάρι.  —Είδες πουθενά τα παιδιά; τον ρώτησε ο Γλάρος. Θα πρέπει να φύγουμε σε λίγο.  Όχι, δεν τους είδε.  Ο Γλάρος χαμογέλασε πονηρά, και τα έξυπνα μάτια του παίξαν.  —Παραμείνανε  στο  ρέμα,  ε;  Πετάξου  ίσαμε  κει!  λέει  στο  Χαρίτο.  Είναι  κοντά,  κει  πίσω  απ'  το  βουναλάκι.  Κ' έδειξε με το χέρι του το μέρος κατά τ' ανατολικά.  —Πες τους να 'ρθούν να φύγουμε.  Ο Χαρίτος τράβηξε κατά το μέρος που του έδειχνε ο καπετάνιος, να βρει τη νεότητα. Βγήκε έξω απ' τα  τελευταία σπίτια κ' έπεσε μες στη γυμνή γη. Το χώμα μυρίζει δυνατά και κάτω απ' τις ζεστές πέτρες οι  σκορπιοί  ξυπνούν  απ'  τον  ύπνο  τους,  γιατί  το  χώμα  μυρίζει  δυνατά  κι  απ'  τη  μυρωδιά  οι  σκορπιοί  καταλαβαίνουν  πως  ήρθε  η  άνοιξη.  Τα  σύννεφα  πια  δε  θα  σκεπάζουν  τον  ουρανό,  μονάχα  θα  είναι  γαλάζιο φως κει πάνω, στη στέγη του κόσμου, και άστρα. Σα βγει το φεγγάρι, τη νύχτα, θα ξυπνήσουν  οι σκορπιοί ένας ‐ ένας απ' τα θαλάμια τους, πνιγμένοι απ' το χειμερινό νάρκωμα κι απ' την επιθυμία,  και θα μυρίσουν τον αγέρα, να δουν αν το θηλυκό τους ξύπνησε και βγήκε. Αν όχι, θα το περιμένουν  με  υπομονή.  Και  τότε  το  θηλυκό  θα  βγει  και  θα  καθήσει  πάνω  σε  μια  ζεστή  πέτρα,  κ'  ένα  ‐ένα  τ'  αρσενικά θα περάσουν μπροστά της, για να διαλέξει τον πιο δυνατό. Κι όταν αυτό γίνει, το αρσενικό  θ' αφήσει να το σύρει το θηλυκό στο θαλάμι του. Όμως, πριν, θα γυρίσει το αρσενικό και θα δει τη  νύχτα και τ' άστρα, ξέροντας πως δε θα τα ξαναδεί. Και τότε, υπάκουο κ' ευτυχισμένο, θ' ακολουθήσει  τη μοίρα του. Όλη τη νύχτα θα χαρεί τον έρωτα εξαντλητικά και βίαια, όλη τη νύχτα. Κι όταν πια θα  έχει  αποκάνει  και  θα  γείρει,  τότε  το  θηλυκό  θ'  αρχίσει  σιγά  ‐  σιγά  να  τον  τρώει  το  νυμφίο,  για  να  πάρει  τη  δύναμη  που  έχασε.  Ύστερα,  όσο  ο  ήλιος  λάμπει  την  επαύριο,  το  θηλυκό  θα  ξεκουραστεί  ευτυχισμένο.  Και,  όταν  η δροσιά  ειδοποιήσει  πως  βγήκαν  πάλι  τα  άστρα  στη  στέγη  του  κόσμου,  θα  βγει  κι  αυτό  πάλι  απ'  το  θαλάμι  του  για  να  διαλέξει  τον  άλλο  νυμφίο,  που  θα  περιμένει...  "Δεν  κολυμπάς εσύ;" τον ρώτησε μια μέρα το Χαρίτο ένας μισόγυμνος δαίμονας, ένα αρχοντοκόριτσο του  τόπου, κει στα Δωδεκάνησα. Δεν είχε πιο πολλά χρόνια απ' την Άννα, μα το κορμί εκεινής ήταν ακόμα  πιο  γεμάτο,  πιο  έτοιμο.  "Όχι",  της  αποκρίθηκε,  γιατί  οι  τίμιοι  θαλασσινοί,  άμα  περάσουν  τα  μικρά 

τους  χρόνια  και  πιάσουν  δοιάκι  στα  χέρια,  δεν  είναι  σωστό  να  παίζουν  πια  με  τη  θάλασσα  σαν  τα  μωρά. "Βγάλε με με τη βάρκα ανοιχτά. Θα κολυμπήσω εγώ." Ο Χαρίτος χαμήλωσε το κεφάλι για να μη  βλέπει τον πειρασμό. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν, όλο το κορμί του έτρεμε. Την έβγαλε ανοιχτά. Το  κορίτσι έπεσε μες στη θάλασσα και ξεμάκρυνε. Ο Χαρίτος έμεινε να παλεύει μέσα του με το δαίμονα,  και  το  αίμα  έβραζε,  όταν  άκουσε  την  απελπισμένη  φωνή  της.  Είχε  κουραστεί  και  φώναζε  βοήθεια.  Ξεγυμνώθηκε  κ'  έπεσε  στη  θάλασσα  χωρίς  να  σκεφτεί,  αντί  να  τραβήξει  προς  το  μέρος  της  με  τη  βάρκα  του.  Πρόφτασε  και  την  άρπαξε  λίγο  πριν  βουλιάξει  οριστικά,  κ'  έσυρε  το  νεανικό  κορμί,  το  αφημένο στο νερό και στα δάχτυλά του. Κολυμπούσε με το ένα χέρι και με τ' άλλο βαστούσε κάτω απ'  τις  μασχάλες  τον  κόρφο  της  κ'  έσφιγγε  απάνω  στη  σφιχτή  σάρκα  τα  χέρι  του  δυνατά.  Αυτή  ήταν  η  πρώτη γνωριμία του με το κορμί γυναίκας.  "Πώς σε λένε;" τον ρώτησε η νέα σα συνέφερε.  Της είπε.  "Έλα στο σπίτι να δεις τον πατέρα μου για τον κόπο σου."  Μα ο Χαρίτος δεν πήγε, γιατί δεν ήξερε με τι τιμή μπορούσε να πληρωθεί αυτός ο κόπος.  "Είσαι  ευχαριστημένος  που  ήρθες  εδώ,  στον  τόπο  μας;"  τον  ρώτησε  κ'  η  Άννα  σα  φεύγαν  απ'  την  Ανάβυσσο το πρωί. Μα ο Χαρίτος έβλεπε, τότε, στη βάρκα τα χέρια της να ψάχνουν μες στα δάχτυλα  του  αγοριού,  του  Αντρέα,  που  ήταν  πλάι  της.  Κ'  ήξερε  πως  τα  χέρια  μονάχα  σαν  είναι  ανίκανα  να  κινηθούν, σ' ένα αφημένο σώμα, δεν είναι εχτρός.  —Γιατί θ' αργούσαν τόσο πολύ μες στην ερημιά τούτη; συλλογιζόταν ο Χαρίτος πηγαίνοντας να βρει  τα παιδιά.  Σίγουρα ο Αντρέας θα τη χάιδευε. Μπορούσε να ήταν και γυμνή κάτω από κανένα δέντρο...  Προχωρούσε δειλά, με προφύλαξη, κοιτάζοντας ολοένα δεξιά‐ζερβά. Σα βρήκε το μικρό ρέμα που του  είχε πει ο Γλάρος, δίστασε μια στιγμή αν έπρεπε να το ακολουθήσει προς τ' αψηλά ή προς τα κάτω.  Πήρε, στην τύχη, το δρόμο προς τα κάτω. Άκουσε το σπίνο που φώναζε απ' την άλλη όχθη. Ο ήλιος  έκαιγε στα δέντρα και στο μούτρο του.  Άξαφνα άκουσε βογκητά και σταμάτησε πίσω από ένα δέντρο. Όχι πολύ μακριά από κει, μονάχα λίγα  μέτρα, η Άννα σπαρταρούσε απ' την οδυνηρή της θυσία. Ο Χαρίτος είδε το φως να δένει παράξενα με  τη  γη  το  μισόγυμνο  παρθενικό  σώμα.  Ο  ίδρος  άρχισε  να  στάζει  απ'  το  πρόσωπό  του,  τα  μάτια  του  μεγάλωσαν,  μεγάλωσαν,  το  κορμί  του  έτρεμε  και  τα  νύχια  του  ξεφλούδιζαν  τον  ξερό  κορμό  του  δέντρου, ίσαμε που τα δάχτυλά του μάτωσαν.  Είδε ως το τέλος.    ΠΕΡΙΜΕΝΕ να γίνει ησυχία, να σταματήσει το βογκητό. Το κορίτσι σκέπασε τη γύμνια του και το αγόρι  σηκώθηκε. Τότε ο Χαρίτος βγήκε απ' το καταφύγιο του δέντρου και τράβηξε κατά το μέρος τους.  —Σας περιμένει ο καπετάνιος, είπε κοιτάζοντας τη γη. Θα φύγουμε.  Έκαμε να στρίψει αμέσως και να φύγει, μα τον φώναξε ο Αντρέας. 

—Ερχόμαστε. Περίμενε να γυρίσουμε μαζί.  Στο γυρισμό η Άννα παρακάλεσε να λοξοδρομήσουν για να μην περάσουν πάλι απ' το μικρό φούρνο,  απ' το σπίτι του πολέμου.  —Μα είναι πιο σύντομα από κει, είπε ο Αντρέας.  —Όχι. Δε θέλω.  Λοξοδρόμησαν  και  πήραν  ένα  μονοπάτι  που  θα  τους  έφερνε  πιο  δυτικά.  Ο  Χαρίτος  πήγαινε  λίγο  μπρος, με χαμηλωμένα, τα μάτια. Η Άννα βάδιζε πίσω του, κουρασμένη, ακουμπώντας στο μπράτσο  του Αντρέα. Τα μάτια της, που τώρα πια ήταν πλημμυρισμένα απ' το νέο μήνυμα, πέφταν, χωρίς να το  θέλουν, απάνω στα γυμνά πόδια που άνοιγαν το δρόμο. Στα γυμνά πόδια που ακολουθούσε.    ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ του γυρισμού απ' την Αίγινα είχε πολύ λίγο ενδιαφέρον. Η Βάσω ξανατυλίχτηκε στον εαυτό  της, στο πυκνό δίχτυ που τύλιγε το σώμα της μες στο ξένο τοπίο των ανθρώπων.  —Είσαι ευχαριστημένη; τη ρώτησε η Άννα για να της πει μια κουβέντα. Σου άρεσε ο τόπος;  —Είναι ξερή η γη και λίγη σε τόσο νερό, είπε μονάχα για το νερό και για τη θάλασσα.  Ύστερα έβγαλε λίγο μαύρο ψωμί απ' τη μαντίλα της κι άρχισε να μασουλάει μηχανικά.  Ο Χαρίτος αποτραβήχτηκε σε μιαν άκρη στην πλώρη και κοίταζε το πέλαγο. Η Άννα, επειδή κρύωνε,  συμμαζώχτηκε πλάι στον Αντρέα κ' έγειρε στον ώμο του.  —Τώρα...; του είπε μια στιγμή, σιγανά. Τώρα τι θα γίνει;  —Θα γίνεις γυναίκα μου, της αποκρίθηκε. Θα σ' αγαπώ σ' όλη μου τη ζωή.  Στα μάτια και στο κορμί του αισθανόταν τη γαλήνη, ένα αψύ αίσθημα ικανοποιημένου ζώου που ήταν  βέβαιο για τη λεία του.  —Το νου σας στο φορτίο! φώναξε μια στιγμή ο Γλάρος.  Δεν είχε λόγο να φοβάται τίποτα για το φορτιό. Μα αισθανόταν την ανάγκη αυτή τη στιγμή, αντίθετα  με τις συνήθειές του, ν' ανοίξει μια κουβέντα για το έργο του. Ήταν ευχαριστημένος και χαρούμενος.  —Κ' εσύ, τι κοιτάζεις σα χαζός στο πέλαγο! φώναξε στο Χαρίτο. Έλα δω!  Σηκώθηκε, υπάκουα, και πήγε κοντά του.  —Λοιπόν,  τι  λες  για  τη  δουλειά;  τον  ρώτησε  ο  Γλάρος,  κ'  εννοούσε  το  κλεμμένο  αλάτι  που  γινόταν  κανάτια αιγινήτικα.  —Εσύ ξέρεις, καπετάνιο, του αποκρίθηκε, μη θέλοντας να δώσει συνέχεια στην κουβέντα.  —Εγώ ξέρω, βέβαια! Μα εσύ τι λες; 

—Κ' εγώ λέω πως είναι καλή δουλειά.  —Αν φανείς τίμιος και μ' ακούσεις, θα δεις πως θα κάνουμε χρυσές δουλειές.  Σήκωσε το κεφάλι του, κοίταξε γύρω ‐ γύρω τη θάλασσα, τριγυρισμένη από νησιά και στεριές, χαμηλά  την Ύδρα, τις Κάβο ‐ Κολόνες, τον Πόρο, την Αίγινα, τη Σαλαμίνα, την Πελοπόννησο. Ύστερα σήκωσε το  χέρι του κ' έγραψε ένα μεγάλο κύκλο γύρω στο κορμί του.  —Βλέπεις πόσες στεριές μπορείς να δέσεις με μια φελούκα! είπε θαμάζοντας. Η καθεμιά μπορεί να  γίνει χρυσάφι, αν το θελήσουμε. Άκου που σου λέω!  Και με το τεντωμένο χέρι του έγραψε άλλη μια φορά έναν κύκλο γύρω στη σειρά από στεριές, ενώ μες  στα μάτια του πύκνωνε το ίδιο όραμα που κάποτε έλαμψε στα μάτια εκεινών που αναπαύονται, εδώ  και χιλιάδες χρόνια, στη γη της Αναβύσσου, στη γη του.  —Ξέρεις από δυναμίτη; ρώτησε ακόμα το Χαρίτο.  —Ξέρω.  —Φοβάσαι τίποτα;  —Δε φοβάμαι τίποτα.  —Καλά, είπε ο Γλάρος κ' έκλεισε την κουβέντα.  Και  το  ξύλο  που  ήρθε  απ'  τα  ρουμανικά  δάση  έσκιζε  το  νερό  κουβαλώντας  ερημιά,  κανάτια  και  όνειρα. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ  Ο οδοστρωτήρας.    ΟΙ  ΤΑΞΙΔΙΩΤΕΣ  της  Αίγινας  γύρισαν  στην  Ανάβυσσο  όταν  πια  είχε  νυχτώσει  για  καλά.  Ο  Γλάρος  περίμενε  πως  θα  είχε  μαζευτεί  κόσμος,  στο  μόλο,  να  τους  καλωσορίσει,  γιατί  ήταν  το  πρώτο  ανοιξιάτικο ταξίδι που έκανε το μοναδικό πλεούμενο του τόπου, κι αυτό έπρεπε να είναι ένα νέο για  τους κατοίκους των καλυβιών.  Μα κανένας δεν τους περίμενε.  —Παράξενο, μουρμούρισε ο Γλάρος, ενώ κατέβαζε το πανί, πειραγμένος στο φιλότιμό του. Τι τρέχει;  Το τι έτρεχε το πρόσεξε η Βάσω πρώτη.  —Κοίταξε κει! είπε στον άντρα της. Τι είναι;  Στη μεγάλη παραλιακή πλατεία των καλυβιών μια σκοτεινή μάζα φαινόταν καθαρά μες στην ξάστερη  νύχτα.  Φωνές  βγαίναν  απ'  αυτή  την  πυκνή  μάζα.  Και  μέσα  απ'  τις  φωνές  έβγαινε  κι  ανέβαινε  ψηλά  πυκνός μαύρος καπνός, ανακατεμένος με σπίθες φωτιά.  —Α! έκαμε κατάπληχτος ο Γλάρος. Τι να 'ναι;  Δεν πήγε ο νους του σε κακό, γιατί και φωτιά να ήταν δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα για τα καλύβια  τους, επειδή το μέρος τούτο ήταν ανοιχτό.  Μα τι να ήταν;  Ήταν ένας δαίμονας που πέρασε τα σύνορα των λόφων της Αναβύσσου κ' ήρθε βαρύς, σκοτεινός και  καπνισμένος, να προσθέσει την ποικιλία του στη μοίρα των καλυβιών.  "Τι είναι αυτό;" είπε μια άσπρη πυραμίδα του αλατιού, που έστεκε στοιβαγμένο στις αλυκές, όταν ο  μαύρος όγκος, τινάζοντας απ' το κορμί του καπνό και φωτιά, φάνηκε να κατεβαίνει χαμηλά απ' τους  λόφους.  "Θα 'ναι για να παίξουν πάλι", είπε άλλη πυραμίδα, που ήταν πιο σοφή κ' ήξερε το νόημα του κόσμου.  Ήταν  ένα  μεγάλο  μηχάνημα  από  σίδερο,  αλυσίδες  και  ρόδες.  Ήρθε  αργά  με  θόρυβο  τρομαχτικό  κι  άραξε στη γυμνή πλατεία των καλυβιών. Ένας νέος άντρας, με μουσαμαδένιο κασκέτο, με καπνισμένο  μούτρο και με πυρωμένα μάτια πήδησε απ' το μηχάνημα, που το είχαν ζώσει τα παιδιά κ' οι γυναίκες.  —Ποιος είναι ο προύχοντάς σας; ρώτησε.  Οι Φωκιανοί, σε τέτοιες ώρες που θέλαν να βγουν ασπροπρόσωποι, δεν ξέραν άλλον απ' το γιατρό το  Βένη.  —Πάμε να τον φωνάξουμε! του είπαν φοβισμένα.  Και τρέξαν να βρουν το γιατρό. 

Έσκαβε το χώμα, στον τριανταφυλλώνα, όταν τον ειδοποίησαν.  —Ήρθε μια παράξενη μηχανή κ' ένας καπνισμένος άνθρωπος! του είπαν. Έλα.  Ο Βένης κοίταξε πρώτα να τους εγκαρδιώσει, επειδή τους είδε φοβισμένους.  —Γιατί κάνετε έτσι; Τι φοβάστε;  Βέβαια, τι να φοβηθούν;  Παράτησε το τσαπί του και πήγε μαζί τους στην πλατεία των καλυβιών.  —Α! Οδοστρωτήρας είναι, είπε μόλις ξεχώρισε, πλησιάζοντας, το μηχάνημα.  Ο τόνος της φωνής του ήταν τόσο διαφορετικός απ' την ατμόσφαιρα του θαυμασμού, που τριγύριζε  τον όγκο από σίδερο και τον ξένο, που τούτος ο τελευταίος πειράχτηκε.  —Μπας και περίμενες να ήταν κανένα τανκ; Και βέβαια, οδοστρωτήρας είναι! Εσύ 'σαι ο Πρόεδρος;  ρώτησε απότομα το γιατρό.  —Δεν  έχουμε  Πρόεδρο,  του  αποκρίθηκε.  Ωστόσο  μπορείτε  να  μου  μιλήσετε  για  λογαριασμό  του  χωριού. Τι θέλετε;  —Θα γίνει ο δρόμος που θα σας ενώσει με τη χώρα. Γι' αυτό ήρθαμε.  —Καλώς ήρθατε, τότε, με τέτοιο νέο! Όμως...  Στάθηκε μια στιγμή μη θέλοντας να συνεχίσει τη σκέψη του. Μα ο άλλος δεν τον άφησε.  —Όμως, τι;  —Απ'  τον  οδοστρωτήρα  αρχίζετε;  τον  ρώτησε  ο  γιατρός  μ'  ένα  αλαφρό  ειρωνικό  τόνο.  Θαρώ  πως  αρχίζουν πρώτα να χαράζουν το δρόμο, να ετοιμάζουν την πέτρα, κ' ύστερα...  —Δεν είναι το πρώτο ανάποδο που γίνεται στον κόσμο! τον έκοψε ο άλλος πειραγμένος. Μήτε θα σας  ρωτήσει κανένας από που ν' αρχίσει.  —Μα βέβαια, δε θα μας ρωτήσει.  —Πεινώ, είπε ο μηχανικός, κ' είμαι και κουρασμένος. Έχει κανένα χάνι εδώ;  —Όχι, δεν έχει χάνι. Από δω δε συνηθίζεται να περνούν ξένοι. Δεν είναι πέρασμα ανθρώπων.  —Τότε θα φάω και θα κοιμηθώ στο σπίτι σου! είπε ο ξένος με τον απότομο τρόπο του. Σύρε να πεις  να μου ετοιμάσουν.  —Καλά, παλικάρι μου, παρατήρησε ήρεμα ο Βένης. Θα φας και θα ξεκουραστείς στο σπίτι μου. Όμως  μη μιλάς έτσι...  Δεν τον άκουσε ή έκαμε πως δεν τον άκουσε, γιατί γύρισε να βιδώσει κάτι στο μηχάνημά του. Ύστερα  τα παράτησε κι ακολούθησε τα σιγανά βήματα του Βένη. 

Κι όταν η Άννα με τον Αντρέα φτάσαν στο σπίτι τους, γυρίζοντας απ' το ταξίδι, βρήκαν τούτο το νέο  σώμα να κυκλοφορεί μες στην ερημιά των άλλων.  Η Ειρήνη Βένη ήταν έξω φρενών για όλα όσα έγιναν.  —Κόρη σου είναι; είχε ρωτήσει το γιατρό ο μηχανικός όταν, μπαίνοντας στο σπίτι, είδε την Ειρήνη.  Κι αυτός, χαμηλώνοντας τα μάτια, σα να έφταιγε γιατί δεν ήταν κόρη του:  —Η κόρη μου λείπει στην Αίγινα. Θα 'ρθει το βράδυ.  —Κι αυτή εδώ;  — Είναι η γυναίκα μου, είπε με κόπο.  —Α! είναι η γυναίκα σου; έκαμε ο άλλος, και τον κοίταξε περιπαιχτικά απ' την κορφή ίσαμε τα νύχια.  Η Ειρήνη παρακολούθησε τη μικρή σκηνή χωρίς μιλιά. Ύστερα ανέβηκε βιαστικά και κλείστηκε μες στο  δωμάτιό  της.  Κι  ο  γιατρός  αναγκάστηκε  να  φωνάξει  μια  γειτόνισσα  απ'  το  πλαϊνό  καλύβι  για  να  φροντίσει τον ξένο.  —Η  κόρη  σου  γυρίζει  νύχτα  απ'  τη  θάλασσα  με  το  νεαρό!  Εσύ  μου  κουβαλάς  ένα  μουντζουρωμένο  φουίστρο  στο  σπίτι  μου,  τόσο  πρόστυχο,  όπως  το  είδες!  Κ'  εγώ  κάθουμαι  και  τα  δέχουμαι  όλα!  φώναζε στον άντρα της. Που θα βγουν αυτά;  —Μα  που  θα  βγουν!  Ησύχασε,  Ειρήνη.  Το  παιδί  πήγε  να  ξεδώσει,  κ''  ένας  ξένος  ήρθε  στο  σπίτι  να  ξεκουραστεί. Γιατί κάνεις έτσι;  —Κάμε ό,τι θες λοιπόν! Κάμε ό,τι θες! Μα να το θυμηθείς πως το γυαλί θα σπάσει!  Και με την αφορμή αυτή του είπε, πάλι, για την κατάντια τους.  —Μα  δε  βλέπεις  λοιπόν  που  φτάσαμε;  Είμαστε  στη  χειρότερη  κατάσταση  απ'  όλους  τους  χωριάτες  που ζουν μαζί μας! Ζούμε απ' την ελεημοσύνη τους, και μας δουλεύουν με την υπόθεση πως μπορεί  να  τους  πιάσουν  πυρετοί  και  να  μας  χρειαστούν.  Ζούμε  απ'  την  ελεημοσύνη  τους  και  περιμένουμε  τους πυρετούς!  —Ποιος φωνάζει απάνω; ρώτησε ο μηχανικός τη Φωκιανή που του ετοίμαζε τα αυγά.  —Η Κυρία είναι. Η γυναίκα του γιατρού.  —Και γιατί κάνει έτσι;  —Δεν ξέρω. Μαλώνουν κάθε τόσο.  —Για την ερημιά η κυρά σου είναι ό,τι χρειάζεται. Ε; είπε πάλι ο άλλος.  —Να  την  έβλεπες  κορίτσι!  λέει  η  Φωκιανή  με  θαυμασμό.  Μα  και  τώρα  είναι  τόσο  νέα  και  τόσο  αλλιώτικη από μας, μ' όλα όσα πέρασε...  Ο μηχανικός ρώτησε ύστερα ποιοι άλλοι κάθουνται στο σπίτι. Η γυναίκα του είπε. 

—Το κορίτσι τους, την Άννα, όλοι εδώ την έχουμε για αρραβωνιασμένη με το παλικάρι που μας ήρθε  απ' την Ανατολή, πρόσθεσε, για να μην αφήσει καμιά πτυχή σκοτεινή απ' όσα ήξερε.  —Άλλο;  —Τι άλλο;  —Καλά λοιπόν.  Και σαν κύριος του σπιτιού, παράγγειλε πως προτιμά να του στρώσουν να κοιμηθεί στο ισόγειο.    ΠΕΣ ΜΟΥ τίποτα για το ταξίδι σου, Άννα, έλεγε την ίδια νύχτα η θεία ‐ Μαρία στο κορίτσι.  —Ήταν ωραία, θεία, της αποκρίθηκε μόνο.  Και της είπε πως είναι κουρασμένη κ' ήθελε να κοιμηθεί, για να μείνει μονάχη με τον εαυτό της.  "Τώρα;" είχε ρωτήσει τον Αντρέα. "Θα σ' αγαπώ σ' όλη μου τη ζωή", της είχε αποκριθεί. Σφάληξε τα  μάτια της και το ξαναείπε μονάχη της: "Θα σ' αγαπώ σ' όλη μου τη ζωή."  ……………………………………………………………………………  Πορεύτηκε  πολύ  και  κουράστηκε.  Βράδιαζε  σαν  έφτασε  στη  σπηλιά  του  όρους  Λάτμου.  Έπεσε  κι  αποκοιμήθηκε βαθιά. Τότε ήρθε ο μεγάλος θεός και του είπε: "Τι θέλεις να είναι η ζωή σου; Πες μου."  Ο Ενδυμίων γύρεψε να μην πεθάνει ποτέ και να μείνει βυθισμένος, εκεί, σ' έναν ατέλειωτο ύπνο. Κ'  έμεινε έτσι, εκεί, βυθισμένος σ' έναν ατέλειωτο ύπνο. Κάθε βράδυ το φεγγάρι έρχεται και πέφτει πλάι  του και τον χαϊδεύει. Ψιθυρίζουν, μέσα, τα φύλλα του δάσους.    ΚΑΙ  ΤΟΤΕ,  με  τις  πέτρες  και  με  το  δρόμο,  μια  ασυνήθιστη  ταραχή  έγινε  στο  μικρό  κάμπο  της  Αναβύσσου. Όλοι όσοι δε δουλεύαν στη γη άρχισαν να σπούνε χαλίκι για λογαριασμό της εταιρείας  που  έκανε  το  δρόμο.  Μάθανε  για  την  ευλογία  κι  άλλοι  πεινασμένοι  απ'  τα  μεσόγεια  μέρη,  τα  πίσω  των  λόφων,  κ'  ήρθαν  κι  αυτοί  να  φάνε  ψωμί,  δουλεύοντας  όλη  τη  μέρα  στο  χαλίκι.  Είναι  σκληρή  δουλειά,  κι  ας  μη  φαίνεται.  Το  σφυρί,  με  το  να  χτυπά  αδιάκοπα  στο  ίδιο  μέρος,  στην  πέτρα  που  κομματιάζει,  χάνει  το  στόχο,  χτυπά  πότε  δεξιά,  πότε  ζερβά,  πότε  στα  δάχτυλα.  Στο  μικρό  χώρο,  ανάμεσα απ' την πέτρα και τα μάτια, το φως βασανίζει το κενό, το αλλοιώνει, το γεμίζει σπίθες, και  άστρα, και αίμα. Το γεμίζει, σαν αρχίζει να βραδιάζει, από εξάντληση και πόνο.  Η Βάσω ετοιμάστηκε το πρωί, έκαμε την προσευχή της, έβαλε στα μικρά να φάνε κ' είπε στον άντρα  της:  —Με την άδειά σου θα πάω κ' εγώ εκεί. Είμαστε μεγάλη φαμελιά.  Ο Γλάρος δεν το είχε σκεφτεί. Μα όταν την είδε έτοιμη, βρήκε πως δεν ήταν άσχημα.  —Καλά. Μπορείς να πας.  Κι όταν την είδε να φεύγει, σκέφτηκε πόσο καλά έκαμε με το "είδος" που διάλεξε. 

—Αυτές είναι γυναίκες! Γερά ζα και δουλευτάδικα.  Για  μια  στιγμή  γύρεψε  να  βρει  γιατί  οι  άλλες,  οι  δικές  τους  απ'  τα  παράλια,  είναι  άλλο  είδος,  πιο  απείθαρχο, πιο εύστροφο. Μα το πράμα ήταν χωρίς ενδιαφέρον, κι ο Γλάρος δεν είχε συνηθίσει να  χάνει τον καιρό του για πράματα χωρίς σημασία. Μελετούσε το νέο ταξίδι με την "Ελένη" στον Πόρο.  "Πρέπει να βρω δυναμίτη." Αυτό τώρα ήταν ο καθαρός σκοπός. Με το τορπίλι γεμίζεις τη νύχτα ψάρι  τη βάρκα, και την αυγή βρίσκεσαι στις Κάβο ‐ Κολόνες. Εκεί περιμένει ο έμπορος του ψαριού.    ΤΥΡΑΝΝΗΣΕ  το  σώμα  σου,  του  είχε  πει  ο  Βένης.  Και  μιλούσε  με  το  στόμα  του  η  σοφία  των  απλών  ανθρώπων.  —Από αύριο θα πηγαίνω κ' εγώ στο δρόμο, Άννα, της ανάγγειλε ο Αντρέας.  Κατάλαβε μονομιάς.  —Ναι, Αντρέα. Θα 'ρχουμαι κ' εγώ να σε συντροφεύω.  Όχι, δεν ήθελε να τον συντροφεύει. Δεν είναι τίποτα βαριά δουλειά. Θα δουλέψει στο δρόμο, ίσαμε  που  να  βρεθεί  τίποτα  άλλο  καλύτερο  που  να  μπορεί  να  το  κάνει.  Και  τότε  θα  γυρέψει  να  παντρευτούνε.  —Έχω κάμει αυτή τη δουλειά στην Ανατολή και ξέρω, πρόσθεσε, για να μην τον νομίζει αμάθητο στην  πέτρα και λυπάται. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ  Η Ειρήνη Βένη, ο φουίστρος, και οι χίμαιρες.    Η  ΕΙΡΗΝΗ  ΒΕΝΗ  γύρισε  αργά,  τη  νύχτα,  απ'  τους  βράχους.  Δεν  πίστευε  σε  τίποτα  και  δεν  περίμενε  τίποτα. Κι όμως, σκοτεινά, χωρίς να το καταλαβαίνει, η ίδια η απιστία κ' η ερημιά της γεννούσε ένα  απροσδιόριστο αίσθημα, για να υπάρξει η ισορροπία που χρειάζεται η ζωή. "Μπορεί να γίνει τίποτα  την  άνοιξη",  έλεγε  η  μυστική  φωνή.  Να  γίνει  τι;  Ποιος  ξέρει...  Αλλά  να,  θα  έφευγε  η  χειμωνιάτικη  ερημιά,  θα  σταματούσαν  οι  βροχές∙  έτσι  δεν  είσαι  αναγκασμένος  να  κάθεσαι,  μέρες  και  νύχτες,  κλεισμένος στους τέσσερις χαμηλούς τοίχους, όπου η ερημιά του κορμιού και της καρδιάς είναι πιο  πικρή. Μπορεί να γινόταν και τίποτα άλλο: να φύγουν από κει, να τους πάρουν για άλλο μέρος, ή να  γίνει πόλεμος, να γυρίσουν πίσω στα μέρη τους, η να 'ρθούν οι πυρετοί απ' τα βαλτονέρια.  Όμως  ήρθε  η  άνοιξη  και  τίποτα  δεν  άλλαξε,  τίποτα  εξόν  απ'  το  ότι  δε  βρέχει.  Όλοι  οι  κάτοικοι  των  καλυβιών δέχτηκαν τη μοίρα τους. Τη δέχτηκαν σιωπηλά. Αυτό λοιπόν εδώ θα είναι το τέλος; Όλα το  βεβαιώνουν  πως,  εδώ,  αυτό  θα  είναι  το  τέλος.  Τα  κλήματα  που  φύτεψαν  οι  άνθρωποι  πιάσαν  και  πέταξαν  πράσινα  φύλλα.  Γύρω  απ'  τα  καλύβια  τους  οι  πρόσφυγες  σήκωσαν  τώρα  μάντρες  για  τα  ζωντανά τους, που σιγά ‐ σιγά από ένα γινήκαν δυο, γινήκαν τρία, γινήκαν μικρά κοπάδια και βοσκάνε  το νέο χορτάρι και οργώνουν τη χέρσα γη. Κοντά στον ανεμόμυλο που σήκωσε ο Γλάρος, στο παιχνίδι  με τα φτερά, τώρα έγινε κ' άλλος ανεμόμυλος, κι άλλοι, προετοιμασία των ανθρώπων για τον καιρό  της ξηρασίας. Οι γυναίκες μείναν πάλι  έγκυες, και σε λίγους μήνες  θα γεννηθούν παιδιά αυτού του  τόπου, σπέρματα αυτού του τόπου. Η ειρήνη είναι πια οριστική και οι πρόσφυγες δε θα γυρίσουν πια  πίσω στην πατρίδα, ποτέ.  Και οι πυρετοί δεν ήρθαν. "Ζούμε περιμένοντάς τους, είχε πει η Ειρήνη στο γιατρό, γιατί οι άνθρωποι  μάς δουλεύουν με την υπόθεση πως θα 'ρθουν οι πυρετοί και θα μας χρειαστούν." Δεν ήρθαν, γιατί ο  Δημήτρης Βένης έκαμε μια μικρή σταυροφορία, κίνησε τους ανθρώπους των καλυβιών και σκέπασαν  τα βαλτονέρια, άνοιξαν αυλάκια και τράβηξαν τα νερά στη θάλασσα.  Μα  αυτό  που  έχει  μεγάλη  σημασία  είναι  πως  όλοι  πια  συνηθίσανε.  Όλα  γίνουνται  στέρεα  και  με  διάρκεια.  "Αισθάνεστε  την  ερημιά  που  σας  τυλίγει;"  την  είχε  ρωτήσει  τη  μικρή  Είρήνη,  κείνη  τη  μακρινή  νύχτα,  το  παλικάρι  με  τα  χρυσά  στους  ώμους  και  με  το  ωραίο  πρόσωπο.  Είχε  έρθει  τότε,  όπως  κάθε  χρονιά,  ένα  μικρό  εγγλέζικο  πολεμικό  στο  λιμάνι  τους,  και  ο  κ.  Πρόξενος  ήταν  προσκαλεσμένος  τη  νύχτα  σε  μια  δεξίωση  που  έδινε  ο  κυβερνήτης  στο  καράβι.  Ήταν  καλοκαίρι,  η  Ειρήνη  φορούσε  άσπρο  φόρεμα  και  είχε  πάει  στο  καράβι  με  τον  πατέρα  της.  "Όχι.  Γιατί  να  αισθάνουμαι ερημιά; του αποκρίθηκε. Ταξιδεύω όποτε θέλω. Ο τόπος μας είναι όμορφος. Έχω κ' ένα  άλογο." "Με συγχωρείτε, δικαιολογήθηκε το ξανθό παλικάρι. Δεν ήθελα να πω τίποτα για την πατρίδα  σας." Μιλούσαν στη γέφυρα κι από πάνω τους ήταν η νύχτα. "Θα 'ρθετε και την άλλη χρονιά;" ρώτησε  η νέα με το άσπρο φόρεμα. "Ίσως." "Και θα με πάρετε, τότε, κ' εμένα μαζί σας στις θάλασσες;" τον  ρώτησε πάλι και χαμογέλασε. "Ποιος ξέρει..." της αποκρίθηκε.  ………………………………………………………………  Η Ειρήνη Βένη έφτασε λαχανιασμένη στο σπίτι τους γιατί η νύχτα είχε πυκνώσει έξω και ξαφνικά την  είχε πιάσει φόβος. Στο ισόγειο είδε φως. "Θα γύρισε", σκέφτηκε για το μηχανικό του οδοστρωτήρα.  Και πάλι ένιωσε το ίδιο πικρό, αψύ κ' εχτρικό αίσθημα να την κυριεύει, σαν την πρώτη φορά που της  πέταξε  ένα  λόγο:  "Εσύ,  κυρά  μου,  είσαι  θείο  πράμα..."  Ποτέ  κανένας  απ'  τους  χωριανούς  που  την  τριγύριζαν  δεν  είχε  τολμήσει  να  τη  δει  χωρίς  σεβασμό,  δεν  είχε  τολμήσει  να  τη  δει  σα  γυναίκα.  Ανέβηκε  τότε  αναστατωμένη  απάνω  και  γύρεψε  απ'  το  γιατρό,  χωρίς  να  του  πει  το  λόγο,  να  διώξει 

αμέσως απ' το σπίτι της το βάρβαρο.  "Δεν είναι σωστό να το κάμω, της είχε αποκριθεί ο Βένης. Ας περιμένουμε να καλυτερέψουν οι μέρες.  Τότε θα μπορεί να κοιμηθεί και στο ύπαιθρο."  "Κοίταξε μη μετανοιώσεις γι' αυτό που κάνεις."  "Δεν πιστεύω πως μπορεί να βρεθώ στην ανάγκη", της αποκρίθηκε.  Και ο "φουίστρος" δεν είχε σταματήσει από τότε το κυνηγητό του.  Μια νύχτα της είπε κατάμουτρα:  "Σα θα κοιμηθούν απάνω, κατέβα εσύ εδώ. Θα 'ναι καλά."  Από  τότε  απόφευγε  να  τον  κοιτάζει  καταπρόσωπο,  τόσο  έτρεμε  τη  χυδαιότητα  που  είχε  η  έκφρασή  του.  Σιγά  ‐σιγά  έπαψε  και  να  του  αντιμιλά.  Μια  σκοτεινή  αναστάτωση  γινόταν  μέσα  της,  πυκνές  δυνάμεις μαζεύονταν μέρα με τη μέρα, σαν τις λιτανείες των πελαργών.  "Πότε θα φύγει;" είχε ρωτήσει πάλι το γιατρό μια απ' τις τελευταίες μέρες.  "Κάποτε θα φύγει", της αποκρίθηκε με το μακάριο ύφος του.  Η Ειρήνη προχώρησε στη μικρή είσοδο του σπιτιού της κ' είδε με μια γρήγορη ματιά τον όγκο του. Ο  μηχανικός θα είχε πλυθεί και σκουπιζόταν. Έκαμε να προσπεράσει βιαστική, μα τη σταμάτησε.  —Έρχεσαι από μακριά;  —Άφησέ με! του είπε απότομα.  —Ρωτώ να μάθω τι κάνουν τα βράχια κ' οι πουρναρόριζες, είπε ο φουίστρος.  Κ' έπειτα:  —Τι πάρε ‐ δώσε έχεις με τα βράχια εσύ και χάνεις τον καιρό σου; τη ρώτησε περιπαιχτικά για τους  περιπάτους της.  Τρέμαν τα χείλια της απ' την οργή κι απ' την αναστάτωση. Ήταν, λοιπόν, αυτή εδώ το κορίτσι με τα  άσπρα, με τα φώτα του καραβιού; "Θα με πάρετε κ' έμενα μαζί σας στις θάλασσες σα θα ξανάρθετε;"  "Μπορεί."  Και  τα  άστρα  κείνη  τη  νύχτα  είχαν  σβήσει  στη  στέγη  του  κόσμου,  γιατί  είπαν  αναμεταξύ  τους: "Κει κάτω είναι η μικρή η Ειρήνη και κουβεντιάζει για τις θάλασσες..." "Τι της είπε;" ρώτησε το  ένα άστρο. "Της είπε: μπορεί." "Τότε πάμε να φύγουμε. Κει κάτω ετοιμάζουν το ταξίδι με τα όνειρα.  Δε μας χρειάζουνται πια." Έτσι είπαν τα δυο άστρα, και φύγαν, κι όλα τ' άλλα πήγαν ξοπίσω τους και  κατρακύλησαν στο παγωμένο βάθος.  —Άφησέ με να περάσω! φώναζε η Ειρήνη στο φουίστρο, που της είχε φράξει το δρόμο. Κτήνος!  —Θα 'ρθείς απόψε; επίμενε αυτός χωρίς να προσέχει. Είναι η τελευταία ευκαιρία που έχεις. Και ξέρω  πως πεινάς. Εγώ αύριο φεύγω!  Φεύγει αύριο; Ναι, ήταν απ' τα ανάποδα που γίνουνται σε τούτο τον τόπο. Πριν καλά‐καλά αρχίσει η 

δουλειά  στο  δρόμο,  βρήκαν  πως  ήταν  πιο  πολλή  ανάγκη  να  πάει  ο  οδοστρωτήρας  στη  Χαλκίδα,  σ'  έναν άλλο δρόμο που έκανε εκεί η ίδια εταιρεία.  —Θα μετανιώσεις, είπε ξανά ο οδηγός. Αύριο φεύγω! Φεύγω! Θα 'ρθείς;  Χίμηξε άγρια, τον έσπρωξε με δύναμη κι ανέβηκε  γρήγορα τα λίγα σκαλοπάτια που οδηγούσαν  στο  απάνω πάτωμα.  Όλη η οικογένεια ήταν συγκεντρωμένη γύρω στο φως της φτωχικής λάμπας και σ' όλα τα πρόσωπα  έλαμπε η μακαριότητα που έστελνε η ύπαρξη του Δημήτρη Βένη. Για τι πράμα κουβέντιαζαν άραγες;  Ήταν εκεί η Άννα, η θεία ‐ Μαρία, ο Αντρέας.  —Έρχεσαι από μακριά τη ρώτησε ο Βένης. Είναι περασμένη η ώρα.  Κάθησε, λαχανιασμένη, ν' ανασάνει και δεν έδωσε απάντηση.  —Έρχεσαι από μακριά; την ξαναρώτησε ο Βένης.  —Έρχουμαι από κει! του αποκρίθηκε απότομα, κ' έδειξε κατά τους βράχους.  —Σε είδαμε που περνούσες. Ήμαστε στον τριανταουλλώνα με την Άννα. Εσύ μας είδες;  Όχι, δεν τους είχε δει.  Έπειτα από λίγο:  —Λοιπόν,  μπορώ  να  σου  το  αναγγείλω...,  αρχίζει  αργά  ο  γιατρός,  ενώ  χαμογελούσε  με  τον  ήρεμο  τρόπο του.  Γύρισε και τον κοίταξε απότομα.  —Τι είναι;  Πήρε βαθιά ανάσα και τόνισε μια ‐ μια τις λέξεις:  —Οι βέργες πιάσανε. Και τα τριαντάφυλλα θα γίνουν.  Όλα τα μάτια είναι γυρισμένα προς την Ειρήνη Βένη.  —Όπως το πίστεψα, είπε πάλι ο Βένης. Στο ξερό χώμα και στην αρμύρα αυτή...  "Όπως  το  πίστεψα",  επανάλαβε,  κ'  η  φωνή  του  προσπαθούσε  να  κρύψει  τους  βαθιούς  τόνους  που  θέλαν να ξετιναχτούν απ' τα έγκατα του ζώου που ικανοποιήθηκε. "Λοιπόν;..."  Έβλεπε  τώρα  κατάματα  τη  γυναίκα  του,  που  καθόταν  στη  γωνιά  της  σαν  κυνηγημένο  αγρίμι  που  το  στρίμωξαν από παντού.  —Λοιπόν;...  —Α! πιάσανε..., μουρμούρισε με σιγανή φωνή. 

—Ναι, πιάσανε! ξαναείπε ο Βένης με διάθεση έχτρική, χωρίς έλεος.  Κάθονταν εκεί, συσπειρωμένοι γύρω του, η κόρη της κ' η αδερφή της, μια σειρά από ανοιχτά μάτια  που μεγάλωσαν, μεγάλωσαν, γέμισαν το δωμάτιο, σα να της γύρευαν κάποια ευθύνη.  —Κι  όλα  θα  τελειώσουν  όπως  το  πιστεύω,  είπε  πάλι  αδυσώπητα  η  έχτρική  φωνή.  Ρώτησε  και  τον  Αντρέα, να δεις.  Κ' επειδή καμιά ερώτηση δεν ήρθε:  —Βρήκες την ειρήνη, παιδί μου. Έτσι δεν είναι; ρώτησε ο γιατρός.  —Έτσι είναι..., του αποκρίθηκε σιγά, σαν υπνωτισμένο, το παλικάρι.  —Κι  ο  Άγγελος  θα  γυρίσει  μια  απ'  αυτές  τις  μέρες...,  μουρμούρισε  η  θεία  ‐  Μαρία  σε  έκσταση,  κινημένη απ' την ατμόσφαιρα της πίστης και της χίμαιρας που πλημμύριζε το δωμάτιο.  Οι τρεις σειρές τα μάτια, του Αντρέα, της Άννας, του γιατρού, σηκώθηκαν και κοιτάχτηκαν αναμεταξύ  τους.  —Ναι, θα γυρίσει μια απ' αυτές τις μέρες, επανάλαβε σταθερά η φωνή του Δημήτρη Βένη. Κι όλοι θα  ευτυχήσουμε εδώ, ως το τέλος. Έτσι είναι, Άννα;  —Έτσι είναι, πατέρα.  —Έτσι είναι, Αντρέα;  —Έτσι είναι.  —Έτσι είναι, Μαρία;  —Έτσι είναι, Δημήτρη.    ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ ήρθε βαθιά, κ' η ερημιά έγινε πυκνή στη γη της Αναβύσσου. Οι λόφοι που κλείναν τη γη  μεγάλωσαν,  υψώθηκαν  τρομαχτικά  και  κρύψαν  τα  άστρα  απ'  τη  μεριά  του  νοτιά  και  του  βοριά  και  από κει που ανατέλνει ο ήλιος. Ο τόπος έγινε μια φυλακή. Τα χέρια των ανθρώπων σκαλίζουν άγρια  το χώμα το αναπαμένο από αιώνες. Το χώμα σιγά ‐ σιγά παίρνει το σχήμα, γίνεται ένα τάφος, το πιο  βέβαιο σχήμα. "Κι όλοι θα ευτυχήσουμε ε ε δ ώ ,   ω ς   τ ο   τ έ λ ο ς ...", έλεγε η φωνή του Δημήτρη Βένη. Ως  το τέλος. Κ' είχε έναν τόνο εχτρικό η φωνή του, όπως η φωνή όλων των προφητών.  Πρώτη  φορά  στη  ζωή  τους  η  Ειρήνη  Βένη  ανακάλυπτε  αυτό  τον  τόνο.  Και  τον  ανακάλυπτε  στην  προφητεία  του  τέλους.  Έλα,  επιτέλους,  εδώ,  της  έλεγε  η  φωνή.  Σ'  όλα  τα  χρόνια  που  πέρασαν  δυνάστεψες  τις  μέρες  μου.  Δε  σκέφτηκες  ποτέ  παρά  μονάχα  τον  εαυτό  σου.  Το  κορμί  μου  πέρασε  δεμένο με το κορμί σου, κι όμως έμεινε ξένο και μόνο. Και ο νους κ' η καρδιά μου πέρασαν έτσι, ξένα  και  μόνα,  απ'  την  καρδιά  και  το  νου  σου.  Θα  σε  ρωτήσουν  κει  πάνω,  σαν  έρθει  η  ώρα:  "Ποιον  συναπάντησες  κάτω  στη  γη;"  Κ'  εσύ  θα  τους  αποκριθείς:  "Κανένα.  Τον  εαυτό  μου  μόνο."  Θα  σε  ρωτήσουν  ακόμα:  "Πίστεψες,  τουλάχιστο,  στα  όνειρα  και  στις  χίμαιρες,  στα  ταπεινά  έργα  των  ταπεινών ανθρώπων;" Κ' εσύ θ' αποκριθείς: "Όχι." "Πλήρωσες, λοιπόν, γι' αυτό κει κάτω;" Κ' εσύ είναι  δίκαιο  να  τους  αποκριθείς  πως  πλήρωσες,  γιατί  εδώ,  στη  γη,  είναι  η  μοίρα  των  ανθρώπων.  Έλα, 

λοιπόν,  τώρα  σ'  αυτή  τη  γη,  την  κλεισμένη  απ'  τους  λόφους∙  έλα,  να  ματώσουν  τα  χέρια  σου:  ετοιμάζεται εδώ ένας τάφος και θα τον ανοίξεις μονάχη.    Η ΕΙΡΗΝΗ ΒΕΝΗ περασμένα μεσάνυχτα σηκώθηκε απάνω. Όλοι είχαν αποκοιμηθεί μες στο σπίτι. Τα  μάτια  της  έχουν  μεγαλώσει  πέρα  από  κάθε  όριο  κ'  έχουν  πεταχτεί  έξω  απ'  τις  κόχες.  Ένας  δυνατός  σπασμός ταράζει όλο το σώμα.  —Α, αυτό, όχι... όχι...  Μακάριος,  πλάι  της,  αναπαυόταν  ο  Δημήτρης  Βένης.  Άκουσε  τη  σιγανή  ανασαιμιά  του.  Σίγουρα  θα  χαμογελούσε μες στον ύπνο του. Κι άξαφνα ένιωσε ένα βαθύ, αβάσταχτο μίσος να την πλημμυρίζει γι'  αυτό το αναπαμένο σώμα, το ήρεμο και ατάραχο σώμα. Σηκώθηκε σιγά κ' έριξε ένα ρούχο απάνω της.  Άνοιξε την πόρτα και κατέβηκε τις σκάλες.  Ο  φουίστρος  κοιμόταν.  Στο  σκοτάδι,  όπου  είχαν  συνηθίσει  τα  μάτια  της,  ξεχώρισε  τον  όγκο  του.  Δίστασε μια στιγμή, ύστερα τράβηξε κατά το μέρος του αποφασιστικά και τον έσπρωξε με δύναμη.  —Σήκω!  —Α,  εσύ  'σαι;  Έλα  λοιπόν!  έκαμε  ο  μηχανικός,  τρίβοντας  τα  νυσταγμένα  μάτια  του,  κι  άπλωσε  τα  χέρια του να την τραβήξει.  —Σήκω απάνω! του επανάλαβε προσταχτικά.  Περίμενε να φορέσει το ρούχο του, άνοιξε την ξώπορτα και βγήκαν έξω, στη νύχτα.  —Τι τρέχει; ρωτούσε ο φουίστρος, μη καταλαβαίνοντας.  Μα κείνη, τώρα, έτρεχε, έτρεχε. Η νύχτα ήταν ψυχρή, κι όμως το κορμί της ήταν μούσκεμα στον ίδρο.  Πηδούσε  τα  σκαμμένα  χαντάκια,  τους  βόλους  το  χώμα,  σαν  υπνωτισμένη,  κι  ολοένα  έτρεχε.  Μια  στιγμή παραπάτησε κ' έπεσε. Σηκώθηκε μονομιάς, χωρίς να βγάλει μιλιά, και συνέχισε το δρόμο του  πανικού.  Είχαν  φτάσει  στον  τριανταφυλλώνα.  Για  λίγο  η  Ειρήνη  Βένη  στάθηκε  εκεί  δισταχτικά,  ανάμεσα  στις  ρίζες που αναπαύονταν στη γη κ' ετοίμαζαν μέσα της, ειρηνικά, τις δυνάμεις της ζωής. Ύστερα έσκυψε  απότομα,  χαμήλωσε,  τύλιξε  τα  χέρια  της  στην  πρώτη  ρίζα  που  ξεχώρισε  και  τράβηξε  με  δύναμη.  Χίμηξε  παρακάτω,  τράβηξε  κι  άλλη  ρίζα.  Κ'  ύστερα,  σπρωγμένη  απ'  τη  λύσσα,  έξαλλη,  άρχισε  να  ξεριζώνει στα σκοτεινά, τη μια πάνω στην άλλη, τις ρίζες.  —Βγάζε! φώναξε απελπισμένα στο φουίστρο, που ήταν πίσω της. Βγάζε!  Απ' τα χέρια της έτρεχε το αίμα, μα δεν ένιωθε τίποτα.  —Βγάζε! βογκούσε. Βγάζε!  Ξαφνιασμένος στην αρχή, βλέποντας ύστερα το πράμα σαν παραξενιά, άρχισε να κάνει κέφι.  —Άλλο τίποτα! είπε, κι άρχισε να τραβά και να ξεριζώνει τις τριανταφυλλιές. 

Πολλή  ώρα  βάσταξε  το  έργο  τους.  Ώσπου  τσακισμένη,  καταματωμένη,  η  Ειρήνη  Βένη  έπεσε  μπρούμυτα καταγής. Ανάσαινε γρήγορα, βαθιά. Και ο φουίστρος φώναζε απάνω στο πεσμένο κορμί:  —Θα 'χει χάζι αύριο το πρωί, αύριο το πρωί με το γέρο, σα θα 'ρθει κατά δω!  Κι απότομα άρπαξε το κορμί της και το γύρισε πρόσωπο με πρόσωπο κατά τον ουρανό. Ετοιμάστηκε  να το γυμνώσει. Μα βρήκε τις τελευταίες δυνάμεις να τον σταματήσει.  —Όχι τώρα, λυπήσου με...., τον ικέτευε σιγά. Αύριο κάνε με ό,τι θέλεις.  Είχε η φωνή της ένα σπαραγμό βαθύ, που μπόρεσε να φτάσει ίσαμε την καρδιά του ξυπνημένου ζώου  και να τη μαλακώσει.  —Αύριο φεύγω, της είπε, μη θέλοντας ωστόσο να παρατήσει τη λεία του. Στάσου τώρα!  —Θα 'ρθώ κ' εγώ μαζί σου, του λέει σιγά.  Θα πάει μαζί του;  —Τι λες; Που θα πας;  Θα πάει όπου να 'ναι. Μπορεί να την κάμει ό,τι θέλει και να την αφήσει όπου θέλει, Δεν του γυρεύει  τίποτα. Τώρα πια δε μπορεί να μείνει εδώ, ύστερα απ' το έργο της νύχτας.  —Ω,  θα  'χουμε  και  τέτοια  τώρα;  Εγώ  βρίσκουμαι  πότε  δω,  πότε  κει,  και  στρώνω  δρόμους.  Τι  θα  σε  κάνω εσένα;  —Θα 'ρθώ! ξαναείπε, κ' η φωνή της είχε βρει πάλι το σκληρό της τόνο. Και, σα βγούμε πίσω απ' τα  βουνά, είσαι κύριος να με κάμεις ό,τι θέλεις. Να μ' αφήσεις...  Ο  φουίστρος  είδε,  τότε,  τη  μορφή  που  έπαιρνε  το  πράμα.  Δεν  ήταν  κι  άσχημα.  Αν  την  έπαιρνε  μαζί  του, στους δρόμους της Χαλκίδας; Κοριτσόπουλο βέβαια δεν ήταν, για να 'χει τρεχάματα. Άμα θα τη  βαριόταν, θα της έδινε τα παπούτσια στο χέρι.  —Θα φύγουμε τώρα! είπε η Ειρήνη Βένη.  —Μα ακόμα είναι η νύχτα βαθιά.  —Γι' αυτό θα φύγουμε τώρα.  Σηκώθηκε.  —Εγώ πάω στη μηχανή, του είπε. Θα σε περιμένω εκεί.  —Καλά, και δε θα πάρεις τίποτα μαζί σου;  Όχι, δεν έχει πια να γυρίσει στο σπίτι της.  Το δροσερό χώμα που είχε βγει μαζί με τις ρίζες τις τριανταφυλλιές μύριζε δυνατά. Ένα σκουλήκι, που  είχε  ακολουθήσει  τη  ρίζα  στο  αναπάντεχο  ταξίδι  έξω  απ'  το  χώμα,  ξαφνιασμένο  απ'  το  θέαμα  του  κόσμου, κοίταζε να βρει πάλι καταφύγιο στη γη κ' έψαχνε. 

…………………………………………………………………..  ...........................................................  Η θεία ‐ Μαρία ξύπνησε απ' τη μεγάλη φασαρία που γέμισε άξαφνα την ησυχία της νύχτας.  —Τι είναι; αναρωτήθηκε, και σηκώθηκε στο στρώμα της.  —Τι είναι; ρώτησε κ' η μικρή Άννα τρομαγμένη, ξυπνώντας απότομα.  Ύστερα, μόλις το θυμήθηκε:  —Α! Φεύγει ο οδοστρωτήρας, είπε. Άκουσα τον πατέρα μου που το έλεγε χτες. Δεν είναι τίποτα.  Και πάλι έγειρε κι αποκοιμήθηκε όταν ο βουβός θόρυβος απορροφήθηκε μες στη νύχτα. 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ  Άvνα.    ΜΟΛΙΣ είχε φανεί ο ήλιος πάνω απ' τους λόφους της Αναβύσσου. Η Άννα ξύπνησε. Έτριψε τα μάτια  της:  —Αχ! Όνειρο ήταν...  Ας ήταν και όνειρο. Ήταν τόσο ωραία! Η γη όλη έλαμπε άσπρη και κόκκινη και γαλάζια. Καλοκαίρι θα  ήταν. Ο τόπος φαινόταν ανοιχτός απ' όλες τις μεριές, χωρίς όρια. Μονάχα από ένα μέρος έφραζαν τον  ορίζοντα  αψηλά  άσπρα  τείχη.  Δεν  ήταν  μήτε  βουνά  μήτε  βράχοι  κείνοι  οι  άσπροι  όγκοι.  Ήταν  κάτι  άλλο, σαν πυκνός αφρός που ξεράθηκε κ' έγινε μάζα στερεή. Η Άννα αν και μπορούσε να πάει κατά  κει  που  ο  τόπος  ήταν  ανοιχτός,  τράβηξε  ωστόσο  κατά  τα  άσπρα  τείχη.  Γιατί  η  μικρή  η  Άννα  Βένη  αισθανόταν μέσα της πολύ φρέσκες τις δυνάμεις της ζωής. Σαν έφτασε κοντά τους, προσπάθησε μα  δε μπορούσε να καταλάβει σαν τι όντα του κόσμου να ήταν οι άσπροι όγκοι. Όμως φαίνονταν να είναι  καλοί και τους ρώτησε:  "Τι είναι,πίσω από κει;"  Της αποκρίθηκαν:  "Εσύ είσαι η Άννα Βένη;"  "Ναι, εγώ είμαι."  "Τότε σκύψε να δεις."  Παραμέρισαν αλαφρά τα άσπρα τείχη, κ' η Άννα είδε, πίσω τους, τον άγνωστο χώρο.  Η γη πια πέρα κει δεν ήταν γαλάζια, μήτε κόκκινη, μήτε άσπρη. Ήταν χρυσή. Παράξενα χρυσά πουλιά  κελαηδούσαν,  πλέανε  μες  στο  χώρο  που  γυάλιζε  απ'  τις  χρυσές  ανταύγειες.  Μια  άγνωστη  μουσική  ερχόταν από πολύ βαθιά.  "Από που έρχεται η μουσική;" ρώτησε η Άννα τους άσπρους όγκους.  "Ω, έρχεται από πολύ μακριά!"  "Είναι άνθρωποι κει πέρα που τραγουδούν;"  "Άνθρωποι είναι, μα είναι λίγοι."  "Και γιατί είναι λίγοι;"  Τα  άσπρα  τείχη  της  αποκρίθηκαν  τότε  πως  μονάχα  κάθε  χίλια  χρόνια  παραμερίζουν  για  να  περάσει  ένας, μονάχα ένας άνθρωπος, στη γη των χρυσών πουλιών.  "Κοντεύουν τα χίλια χρόνια απ' τον τελευταίο που πέρασε;" ρώτησε η Άννα. 

"Σήμερα κλείνουν τα χίλια χρόνια."  "Αν είναι έτσι, καλοί μου άσπροι φίλοι, αφήστε με να περάσω κ' εγώ!"  "Μα εσένα περιμέναμε!"  Έσκυψε τότε και τους είπε μυστικά:  "Να πάρω και τον Αντρέα μαζί μου; Είναι το παλικάρι που μ' αγαπά."  Μα τα άσπρα τείχη, λυπημένα, της αποκρίθηκαν:  "Όχι, Άννα. Αυτό δε γίνεται. Θα περάσεις μονάχη."  Τότε αυτή τους είπε να κλείσουν πάλι το πέρασμα προς τη γη των χρυσών πουλιών και να περιμένουν  πάλι χίλια χρόνια αυτόν που είναι γραμμένο να περάσει, γιατί μονάχη της δεν πηγαίνει.  Και οι καλοί άσπροι όγκοι σφαλήξαν το πέρασμα και είπαν ξαφνιασμένοι:  "Αυτό  δεν  ξανάγινε.  Ίσαμε  τώρα  δεν  είχε  βρεθεί  άνθρωπος  που  να  είδε  καλά  τη  γαλάζια  γη  και  να  απόστρεψε ύστερα το πρόσωπό του. Τόσο λοιπόν πολύ τον αγαπάς, Άννα;"  "Τόσο πολύ τον αγαπώ."    ΣΗΚΩΘΗΚΕ κ' έτρεξε να βρει τον πατέρα της στην κάμαρά τους.  —Μήπως είδες τη μητέρα σου; τη ρώτησε κείνος.  —Όχι, πατέρα. Φαίνεται θα πήγε για κανέναν πρωινό περίπατο. Είναι τόσο ωραία μέρα σήμερα!  —Ναι, είναι πολύ ωραία μέρα.  —Μήπως ξύπνησες τη νύχτα με το θόρυβο που έκανε η μηχανή φεύγοντας;  Όχι, δεν ξύπνησε. Κοιμόταν βαθιά.  —Επιτέλους έφυγε κι αυτό..., πρόσθεσε ο Βένης με ανακούφιση. Η μητέρα σου θα ευχαριστηθεί.  Κούνησε το κεφάλι της καταφατικά.  —Εγώ, τώρα, θα πάω κατά κει, πατέρα, είπε η Άννα, κ' έδειξε προς το μέρος που έφτιαναν το δρόμο.  Ίσως πάω και λίγο μακρύτερα.  Τόσο  ωραία  μέρα  που  ήταν,  θα  είναι  καλά  στο  μικρό  δάσος  των  λόφων,  πέρα  απ'  τις  κολόνες  του  αλατιού.  —Και θα σου φέρω χόρτα, πατέρα. Έχει πολλά σ' εκείνα τα μέρη.  Αισθανόταν  να  την  πλημμυρίζει  μια  παράξενη  χαρά,  ένα  δυνατό  κύμα  αισιοδοξία  και  τρυφερότητα. 

Έσκυψε και φίλησε τον πατέρα της στο μέτωπο.  —Είσαι χαρούμενη, Άννα;  —Είμαι χαρούμενη, πατέρα.  Πήγε και φίλησε μέσα τη θεία ‐ Μαρία.  Δε συνήθιζε, σαν ήταν να βγει έξω, να τους φιλά. Γι' αυτό η γριά γυναίκα παραξενεύτηκε.  —Μα που θα πας; τη ρώτησε χαμογελώντας. Σα να είναι να πας ταξίδι.  —Ας πούμε πως είναι ταξίδι, θεία! αποκρίθηκε χαρούμενη. Ένα ταξίδι για χόρτα σε μια χρυσή γη!  Οι εργάτες που έκαναν το δρόμο την είχαν μάθει. Πήγαινε κάθε μέρα, καθόταν απάνω στις στοίβες το  χαλίκι που έβγαινε απ' τα χέρια του Αντρέα, και τον εγκαρδίωνε.  —Θα δεις, θα δεις τι θα βγει απ' τις πέτρες! του έλεγε σφίγγοντας λίγα χαλίκια στα χέρια της.  —Τι θα βγει, Άννα;  —Ένας  άντρας!  του  αποκρινόταν,  και  τον  κοίταζε  σοβαρά  μες  στα  μάτια.  Το  λέει  ο  πατέρας.  Κ'  εγώ  πιστεύω στον πατέρα τυφλά.  Ο Αντρέας, τότε, παρατούσε για λίγο τη δουλειά του και κουβέντιαζαν. Ο επιστάτης του δρόμου στην  αρχή  έκανε  παρατήρηση  και  φώναζε.  Μα  ήταν  τόση  η  άνοιξη  που  έφερνε  μαζί  του  το  κορίτσι  στο  σκληρό τοπίο τους, που κι αυτός το συνήθισε, το χαιρόταν και χαμογελούσε.  —Είναι κει, της έλεγε μόλις την έβλεπε, δείχνοντάς της το μέρος που δούλευε ο Αντρέας.  Τον  ευχαριστούσε  κουνώντας  τα  χέρια  κ'  έτρεχε  στο  φίλο  της  περνώντας  ανάμεσα  απ'  τους  δυο  στοίχους τους ανθρώπους που χτυπούσαν την πέτρα στις άκρες του δρόμου. Κι όλα τα τυραννισμένα  πρόσωπα γύριζαν, τότε, προς εκείνη την άνοιξη και της χαμογελούσαν.  —Καλημέρα, κοπελίτσα μας!  —Καλημέρα, κοπελίτσα μας!  Η Βάσω ήταν η μόνη γυναίκα που δούλευε μαζί τους, σ' αυτή τη σκληρή δουλειά. Η Άννα, ύστερα απ'  τον Αντρέα, πήγαινε πάντα και καθόταν λίγο πλάι της και της κουβέντιαζε. Κι όταν η Άννα έφευγε, τα  σφυριά χτυπούσαν με πιο γρήγορο ρυθμό την πέτρα, κι ο επιστάτης ήταν ευχαριστημένος.    ΤΟΣΟ πρωί! Γιατί; τη ρώτησε ο Αντρέας, μόλις κάθησε πλάι του στις πέτρες.  —Θα πάω να μαζέψω χόρτα για τον πατέρα, του είπε πρόσχαρα. Θέλω να τον ευχαριστήσω σήμερα.  —Μα τι σου συμβαίνει; τη ρώτησε, προσέχοντας τη λάμψη του προσώπου της.  Α! τι της συμβαίνει! Απόψε η μικρή Άννα απαρνήθηκε τη χώρα με τα χρυσά πουλιά. Κάθε χίλια χρόνια 

έμπαινε  κει  μέσα  ένας,  μονάχα  ένας  άνθρωπος.  Χίλια  χρόνια  την  περίμεναν,  —  κι  όμως  αυτή  αρνήθηκε.  Και  τα  καλά  τα  άσπρα  τείχη  που  φύλαγαν  το  πέρασμα  είπαν  πως  τέτοιο  πράμα  δεν  είχε  ξαναγίνει.  Το είπε στον Αντρέα. Τη θυσία της.  —Το 'καμα για σένα, του είπε χαμογελώντας γλυκά.  Γέλασε πρόσχαρα και την πείραξε:  —Μα ήταν όνειρο! Μου 'καμες μια θυσία μέσα σ' ένα όνειρο...  Τότε το χαμόγελο έφυγε απ' το πρόσωπό της. Έγινε απότομα σοβαρή, τον κοίταξε.  —Το ίδιο κάνει, του είπε. Εγώ πιστεύω στα όνειρα σα να είναι η ίδια η ζωή.  Άξαφνα  ο  Αντρέας  συγκέντρωσε  σ'  ένα  σημείο  τη  σκέψη  του,  κ'  η  χαρούμενη  διάθεση  έφυγε  μονομιάς.  —Είπες πως ήταν ολόχρυσα εκεί, μες στ' όνειρο;  —Ναι, ήταν ολόχρυσα. Γιατί ρωτάς;  Μα ο Αντρέας ταξίδευε τώρα πάλι πίσω, στις μέρες της Ανατολής, στην τελευταία νύχτα μαζί με τον  Άγγελο, στη χρυσή λάσπη.  Ένιωθε ένα ανεξήγητο προαίσθημα να σφίγγει την καρδιά του.  —Μην πας εκεί, κατά τα βουνά, την παρακάλεσε.  Μα η Άννα δε μπορούσε να καταλάβει.  —Τι  λες;  του  φώναξε,  ξαναβρίσκοντας  τη  χαρούμενη  διάθεσή  της.  Γιατί  να  μην  πάω  τέτοια  μέρα;  Έδωσα το λόγο μου στον πατέρα μου να του φέρω χόρτα. Θα πάω!  Δεν ήξερε τι να της πει για να της εξηγήσει.  Σηκώθηκε και τον αποχαιρέτησε.  —Γεια σου, Αντρέα!  —Γεια σου, Άννα!  Ύστερα πέρασε απ' τη Βάσω και της χαμογέλασε χαϊδεύοντάς τη στην πλάτη.  —Γεια σου, Βάσω!  Αποχαιρέτησε όλους τους ανθρώπους του δρόμου.  —Γεια σας! Γεια σας! 

Κ'  η  άνοιξη  του  Θεού  έμενε  ακόμα  εκεί,  ανάμεσά  τους,  πολλήν  ώρα  σαν  έφυγε,  ώσπου  το  χαρωπό  κινούμενο σημάδι χάθηκε πίσω απ' τις άσπρες κολόνες του αλατιού.    Ο  ΧΑΡΙΤΟΣ  βαδίζει  σιγά.  Είναι  τέσσερις  ώρες  τώρα  που  περπατά.  Γυρίζει  απ'  την  άλλη  άκρη  της  ακρογιαλιάς, απ' τα μέρη της Βάρκιζας και της Βουλιαγμένης. Είχε πάει κει από χτες, μπας κ' έβρισκε  δυναμίτη, — έτσι είχαν σκεφτεί με το Γλάρο. Η ψαροπούλα τότε θα 'κανε χρυσές δουλειές.  Ο  Χαρίτος  δε  βρήκε  δυναμίτη  στα  μέρη  της  Βάρκιζας  και  της  Βουλιαγμένης.  Δεν  τον  μπιστευτήκαν,  φαίνεται, να του δώσουν. Κοιμήθηκε λίγες ώρες εκεί τη νύχτα και, ξυπνώντας σα βγήκε το άστρο της  αυγής,  έπεσε  στο  δρόμο  πίσω  για  την  Ανάβυσσο.  Όσο  ήταν  νύχτα,  επειδή  έκανε  πολλή  ψύχρα,  το  μυαλό του δούλευε σε μεγάλες ιδέες: Μπορεί, άραγες, να γίνει κάποτες να 'χει ο Χαρίτος μια δική του  βάρκα,  να  'χει  κ'  ένα  μουτσόπουλο  μες  στη  βάρκα,  κι  αυτός  να  'ναι  ο  καπετάνιος;  Σε  κάποιο  ταξίδι  τυχαίνει να τον ρίξει ο καιρός σε μια στεριά έρημη, σ' ένα απ' τα πολλά νησιά αυτής της θάλασσας.  Τότες βγαίνει όξω ο Χαρίτος, ο καπετάνιος, μαζί με το μουτσόπουλο, βγαίνουν στα βράχια να βρουν  κανένα  απάνεμο  μέρος  ν'  ανάψουν  φωτιά  για  την  κακαβιά  τους.  Εκεί  λοιπόν,  ανάμεσα  στ'  άγρια  βράχια, βρίσκουν ένα παράξενο πέρασμα, σα μονοπάτι. Ο Χαρίτος παίρνει το μονοπάτι κι από πίσω  του  πάει  το  μουτσόπουλο.  "Σα  να  πέρασε,  κάποτες,  άνθρωπος  από  δω."  Μα  βέβαια,  είχε  περάσει  άνθρωπος. Στο τέλος του μονοπατιού, πάνω στα βράχια, τους έφραξε ξαφνικά το δρόμο ένα θεόρατο  τείχος,  βράχος  φοβερός.  Ο  Χαρίτος  τον  εξέταζε,  θαμάζοντας  το  μεγαλείο  του,  όταν,  στο  ύψος  του  κεφαλιού  του,  του  φάνηκε  πως  ο  βράχος  είχε  μια  σκισμάδα  τετράγωνη,  σα  να  είχαν  βάλει  εκεί  μια  πλάκα  για  να  φράξουν  ένα  κούφωμα.  "Παράξενο!"  συλλογίστηκε.  Κατρακύλησε  μια  πέτρα  για  να  πατήσει,  ν'  ανεβεί  ίσαμε  τη  σκισμάδα,  κ'  έστειλε  το  μουτσόπουλο  στη  βάρκα  να  φέρει  ένα  μικρό  λοστό. Παιδεύτηκε πολύ. Μα όταν, στο τέλος, τα κατάφερε και παραμέρισε το πέτρινο σκέπασμα της  κουφάλας,  φάνηκε  ένας  θολωτός  δρόμος  μες  στην  καρδιά  του  βράχου.  Ο  Χαρίτος  άφησε  το  μουτσόπουλο να περιμένει και μπήκε μέσα. Ήταν, μέσα κει, σκοτάδι βαθύ. Μα δε χρειάστηκε να πάει  πολύ:  τα  ποδάρια  του  σκόνταψαν  σ'  ένα  μπόδιο.  Έσκυψε  και  πασπάτευε  να  δει,  κ'  η  καρδιά  του  άρχισε  να  χτυπά  δυνατά.  Εκεί,  στα  ποδάρια  του,  ήταν  μια  μικρή  κασέλα  ξύλινη.  Τη  χτύπησε,  την  τσάκισε με το λοστό. Έβαλε τα χέρια του μες στην ανοιγμένη κασέλα, και τότες τα δάχτυλά του δώσαν  φωνή  στο  κοιμισμένο  χρυσάφι.  Τα  έχωνε  όσο  μπορούσε  πιο  βαθιά,  κι  όμως  δε  γινόταν  να  βρει  τον  πάτο.  Τόσος  πολύς  ήταν  ο  θαμμένος  κουρσάρικος  θησαυρός.  Τώρα;  "Να  'λειπε  το  μουτσόπουλο  — ήταν η πρώτη σκέψη του — θα 'μουνα εγώ μονάχος που να ξέρω το μυστικό του βράχου." Στη στιγμή,  μες στο σκοτάδι, μες στον ήχο του χρυσαφιού, μες στην υγρασία του βράχου, πέρασε σαν αστραπή:  "Αν  το  σκότωνα;"  Μονάχα  με  τη  σκέψη,  τον  περέχυσε  κρύος  ίδρος.  Όχι!  χίλιες  φορές  όχι!  Πώς  του  πέρασε η ιδέα πως μπορούσε να σκοτώσει άνθρωπο, και μάλιστα ένα παιδί! Αυτός, ο Χαρίτος, δε θα  το μπορούσε ποτές.  ………………………………………………………………………………….  Ο  ήλιος  βγήκε  απάνω  στην  ακρογιαλιά  της  Αττικής,  έδιωξε  την  ψύχρα,  τους  θησαυρούς  και  τους  βράχους κ' έφερε πιο ταπεινά πράματα στο μυαλό του Χαρίτου: Τι καλά που θα 'ταν αν ο καπετάνιος  του, ο Γλάρος, του άφηνε μια φορά το μήνα να δουλεύει τη βάρκα, κι ό,τι ψάρι έπιανε αυτή τη μέρα  να είναι δικό του! Ποιος ξέρει το θέλημα του Θεού; Μπορεί να τύχαινε μια απ' αυτές τις μέρες, μια  μονάχα, να πέσει ο Χαρίτος σε  πέρασμα ψαριών.  Τι πλούτος, τότες, και τι ευτυχία  θα έμπαινε στην  ύπαρξή του! Ναι, αυτό, μπορεί να γίνει. Όλα μπορεί να γίνουν στον κόσμο εδώ κάτω. Όλα.  ………………………………………………………………………………….  Ο Χαρίτος είχε πια φτάσει στο μικρό δάσος τα πεύκα, στους τρεις λόφους που χώριζαν τον κάμπο της  Αναβύσσου απ' την περιοχή της Βάρης. Δεν είναι πέρασμα ανθρώπων από κει. Είναι ολότελα έρημα, 

σιωπή  θανάτου  βασιλεύει.  Πάνω  στην  παρθένα  γη,  όπου  τα  ξερά  φύλλα  των  δέντρων  έχουν  κάμει  πυκνό στρώμα, σβήνουν τα ίχνη του ανθρώπου που περπατά ξυπόλητος.  Ο  Χαρίτος  αισθανόταν  να  είναι  χαρούμενος.  Σφύριζε.  Έστριψε  ένα  μικρό  ψήλωμα  και  βρέθηκε  ξαφνικά μέσα σ' ένα μέρος κλειστό. Γύρω‐γύρω ήταν πεύκα, μονάχα κατά τα δυτικά ήταν ένα άνοιγμα  όλο φως και γαλήνη, προς τη θάλασσα του Σαρωνικού, προς τις Φλέβες. Κ' εκεί, απ' αυτή την πλευρά  της γαλήνης, λίγα μέτρα πιο πέρα, με το κορμί σκυμμένο στη γη, με το κεφάλι χαμηλωμένο στη γη,  ένα σώμα, δυο νεανικά γυμνά πόδια, ένα κορίτσι ήταν.  —Ε! φώναξε ο Χαρίτος, σταματώντας μπρος στο θέαμα της χαράς.  Η φωνή του γέμισε τη γαλήνη. Το σκυμμένο κορμί σηκώθηκε, τα δυο γυμνά πόδια πάτησαν πιο γερά  στη γη. Η Άννα γύρισε τρομαγμένη:  —Α, εσύ 'σαι;  Κι αμέσως, μόλις αναγνώρισε την ασήμαντη ύπαρξή του, συνέφερε.  —Φοβήθηκα..., μουρμούρισε.  Ύστερα, δυνατότερα:.  —Που τραβάς; τον ρώτησε.  —Γυρίζω απ' τη Βάρη στην Ανάβυσσο. Εσύ;  —Εγώ μαζεύω χόρτα.  —Α, χορτάρια...  Αν μάζευε κι αυτός;  —Λοιπόν, γεια σου! λέει η Άννα, κι αδιάφορη ξανάσκυψε πάλι στη γη.  Καμιά απάντηση. Ένα λεπτό, δυο.  Ο  κορμός  του  κοριτσιού  σηκώνεται  πάλι.  Παραξενεμένη,  γυρίζει  πίσω  να  δει  γιατί  δεν  την  αντιχαιρέτησε.  —Δεν έφαγες;  —Όχι. Θα μαζέψω κ' εγώ χορτάρια.  —Καλά.  Η  Άννα  ξανασκύβει  στη  γη.  Το  μέρος  που  βρίσκεται  είναι  ανηφορικό.  Τα  γυμνά  της  τα  πόδια  τώρα,  καθώς  σκύβει,  γυμνώνουνται  πιο  πολύ  πάνω  απ'  τα  γόνατα∙  η  σφιχτή  της  η  σάρκα  σφύζει,  λάμπει  εκεί.  Πόσο  χρειάζεται  να  βράσει  το  κύμα;  Ο  Χαρίτος  σκύβει  να  βγάλει  ένα  χορτάρι,  παλεύει  να  ξεφύγει την  έλξη, μα το γυμνό φως  είναι κει, πιο  πάνω, — τα  γόνατα. Τα μάτια του καρφώνουνται,  φοβισμένα και ύπουλα, εκεί. Τα χαμηλώνει, πάλι γυρίζουν μοναχά τους. Πόσο χρειάζεται να βράσει  το κύμα; Ανεβαίνει σιγά, ζεστό, καυτό στο δασύ του μούτρο, το βάφει, μολεύει το αίμα, μολεύει το 

μυαλό. Γύρω ‐ γύρω είναι γαλήνη, είναι ερημιά θανάτου, είναι ο τόπος όλος ένα κορμί γυμνό.  Τα μάτια του πια καίνε. Προχωρεί αργά κατά το μέρος της.  Άκουσε τα βήματά του, απ' τον αλαφρό θόρυβο που έκαναν στα ξερά πευκόφυλλα.  Σηκώθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε μες στα μάτια.  —Τι είναι;  Μπλέκουν τα μάτια, σκαλίζουν, ψάχνουν να μαντέψουν:  — Τι είναι; ρωτά πάλι η Άννα, ανίκανη να φανταστεί.  Μα το άλλο, το εχτρικό σώμα δεν απαντά. Όλοι οι πόροι του, όλο του το αίμα, τα κόκαλα και η σάρκα  γινήκαν μονομιάς μνήμη, τίποτα άλλο δε βλέπουν εξόν από μια εικόνα μακρινή, εκεί στο μικρό ρέμα  της Αίγινας, κάτω απ' το δέντρο: το κορίτσι γυμνό να βογκά, κι απάνω του να βογκά ο άλλος, ο φίλος  της.  — Τι είναι; ρωτά για τρίτη φορά η Άννα, κι άξαφνα, ψάχνοντας μες στο βάθος της ματιάς του αγριμιού  που έστεκε μπροστά της, κατάλαβε κ' έμπηξε μια φωνή.  Χίμηξε απάνω της, την άρπαξε.  —Έλα!  Έκαμε απελπισμένη προσπάθεια να του ξεφύγει κι άρχισε να τρέχει, φωνάζοντας σπαραχτικά:  —Βοήθεια!... Βοήθεια!...  Μα ο Χαρίτος, πιο άγριος τώρα, την πρόφτασε, την άρπαξε πάλι, τη χούφτιασε, την έριξε καταγής. Το  άγγιγμα με το νέο σώμα έδωσε μια ακόμα κίνηση στο αίμα, το ανατάραξε άλλη μια φορά.  —Στάσου! μούγκρισε γονατισμένος απάνω της. Στάσου κατά πως στάθηκες στον άλλον!  Μα  οι  φωνές  της  ολοένα  γίνονταν  πιο  δυνατές.  Και  ο  αγώνας  να  του  ξεφύγει,  ο  αγώνας  να  την  κρατήσει.  Βάζοντας  όλη  τη  δύναμή  της  η  Άννα,  μια  στιγμή,  μπόρεσε  να  μισοσηκωθεί,  άρπαξε  μια  πέτρα  με  τα  χέρια  της  και  τον  χτύπησε  στο  πρόσωπο.  Αυτός  τότε,  έξω  πια  απ'  τον  εαυτό  του,  χούφτιασε  το  χέρι  της,  το  στραμπούληξε  και,  με  την  ίδια  πέτρα,  άρχισε  να  τη  χτυπά  με  λύσσα  στο  κεφάλι, να τη χτυπά, να τη χτυπά. Το αίμα της τινάχτηκε και πιτσίλισε το μούτρο του, αυτός ολοένα  χτυπούσε, ίσαμε που οι κραυγές της σιγά ‐ σιγά αδυνάτισαν κ' έγιναν ένας ρόγχος, σαν παράπονο.  Τότε, λεύτερος πια, με την αντίστασή της νικημένη, ο Χαρίτος γύμνωσε το νέο κορίτσι και το βίασε,  και τα μουγκρητά του σκέπασαν το ρόγχο, το παράπονο, που σιγά έσβησε μες στη γαλήνη του λόφου.    Ο  ΧΑΡΙΤΟΣ  σηκώθηκε.  Κοίταξε  την  Άννα.  Καμιά  κίνηση.  Μονάχα  το  κορμί  της,  εκεί  στα  πόδια  του,  γυμνό απ' τη μέση και κάτω, γυάλιζε στον ήλιο. Γυάλιζε το αίμα.  Το αγρίμι στενάζει βαθιά, με ανακούφιση: 

—Αχ!  Έκαμε  να  κοιτάξει  άλλη  μια  φορά  το  ματωμένο  πρόσωπο.  Μα  τότε,  σαν  κάτι  νέο  και  άγνωστο,  είδε  πως δεν το μπορούσε: ο φόβος ήρθε.  Φοβισμένα  ξεμάκρυνε  από  κει,  σιγά,  άνοιξε  το  βήμα,  ύστερα  άρχισε  να  τρέχει  σαν  κυνηγημένο  ζο.  Τίποτα δεν έβλεπε μπροστά του. Μια στιγμή σκόνταψε σ' ένα θάμνο, γλίστρησε κ' έπεσε. Σηκώθηκε,  έπιασε  το  μούτρο  του,  και  τότε  τα  δάχτυλά  του  γέμισαν  αίμα.  Ένα  χορτάρι,  το  μόνο  που  είχε  προφτάσει να μαζέψει, κολλημένο μες στη φούχτα του μ' όλα όσα έγιναν, είχε ζυμωθεί με το αίμα,  έμοιαζε σαν παράξενο κόκκινο φίδι. Το ξεκόλλησε απ' την παλάμη του και το πέταξε με σιχαμάρα. Κι  όταν κατάλαβε, μονάχα τότε, πως το μούτρο του ήταν γεμάτο απ' το πιτσιλισμένο αίμα του κοριτσιού,  άρχισε να τρέχει πιο πολύ, χωρίς να γυρίζει να δει πίσω του.  Πόση ώρα έτρεξε;  Κουράστηκε. Μπροστά του ήταν τώρα το πηγάδι. Στο ίδιο πηγάδι κάποτε η Άννα είχε σταματήσει μαζί  με τη Ζαμπέτα κ' είχε παρακαλέσει το Θεό να της φέρει έναν άνθρωπο. Ο Χαρίτος διψούσε, έκαιγε απ'  τη δίψα. Κοίταξε γύρω, μπας και βρισκόταν κανένας κουβάς. Δε βρισκόταν. Οι βοσκοί δεν ήταν, αυτό  τον καιρό, στα μέρη εκείνα∙ είχαν πάρει και τον κουβά τους.  Έσκυψε  μες  στο  πηγάδι.  Στο  ασάλευτο  νερό  του  βάθους  του  φάνηκε  πως  είδε  το  κεφάλι  του  με  τα  όρθια σκληρά μαλλιά, αναστατωμένο, φοβερό.  —Νερό, σκέφτηκε. Νερό... Νερό...  Είδε καλύτερα μες στο πηγάδι. Ήταν καμωμένο χωρίς τέχνη, οι πέτρες βγαίναν εδώ κ' εκεί, μπορούσε  να πατήσει.  Μπήκε  μέσα  κι  άρχισε  να  κατεβαίνει.  Στην  αρχή  φοβισμένος,  ύστερα  πιο  θαρρετά.  Η  δροσιά  του  νερού, που ερχόταν απ' το βάθος, του έκαμε καλό. Λίγο ακόμα. Ακόμα.  Τέλος έφτασε. Η εικόνα που έδειχνε το νερό αναταράχτηκε∙ τη χάλασε με τα χέρια του κ' έπλυνε το  πρόσωπό του. Ήπιε. Ύστερα ανέβηκε πάλι απάνω στη γη.  Τώρα  αισθάνεται  πως  είναι  καλύτερα,  μονάχα  που  καταλαβαίνει  να  είναι  κουρασμένος.  Κουρασμένος. Κάθεται κάτω από ένα δέντρο, λίγο αγέρι φυσά. Τίποτα, καμιά θύμηση, κανένα ίχνος,  όλα  ανακατεμένα  μέσα  του,  μπερδεμένα,  ο  ήλιος  από  πάνω  του,  μια  κούραση  βαθιά,  μια  κούραση  βαθιά...  Έγειρε κι αποκοιμήθηκε.    Ο  ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΒΕΝΗΣ  έμαθε  για  την  καταστροφή  που  έγινε  στον  τριανταφυλλώνα  λίγο  αργά.  Ένας  μικρός, που πέρασε απ' το χωράφι και είδε, έτρεξε να το πει.  —Ξερίζωσαν τις τριανταφυλλιές! Ξερίζωσαν τις τριανταφυλλιές! Κείτουνται όλες στη γη!  Τι έγινε, λέει;  Έξαλλος  έφτασε  στο  χωράφι  των  χιμαιρών.  Οι  βέργες  με  τους  πράσινους  κόμπους  κείτονταν  εκεί, 

σπασμένες και έρημες. Το δροσερό μαύρο χώμα, που ήταν στις ρίζες τους και βγήκε μαζί τους, είχε  αρχίσει να ξεραίνεται. Ο θάνατος ήταν οριστικός.  Τρέμαν τα χέρια του Βένη, οι συλλαβές μάταια προσπαθούσαν  να δεθούν και να δώσουν  το νόημα  του σπαραγμού.  —Ποιος το έκαμε λοιπόν; Ποιο θηρίο μπόρεσε, λοιπόν, να το κάμει...  Γύριζε πάνω από καθεμιά απ' τις νεκρές βέργες — τις μικρές χίμαιρες — τις έψαυε σα να μιλούσε μαζί  τους,  σα  να  είχε  η  καθεμιά  την  ατομική  της  ιστορία  που  την  ήξερε  μονάχα  εκείνος,  και  τώρα  που  πέθαναν  ήθελε,  για  τελευταία  φορά,  να  μιλήσει  για  την  ιστορία  αυτή,  καθώς  γίνεται  με  τους  πεθαμένους ανθρώπους.  —Πόσο λοιπόν τυραννίστηκα για σένα... Πόσο έλπισα σ' εσένα..., έλεγε στις βέργες.  Ύστερα, το πρώτο πρόσωπο που θυμήθηκε ήταν η Άννα.  —Που είσαι, κόρη μου, να δεις... Πώς θα το δεις κ' εσύ αυτό...  Άννα!  Άννα!  Πότε  θα  γυρίσεις,  λοιπόν,  μικρή  Άννα,  όχι  γι'  άλλο  τίποτα,  μονάχα  για  να  δεις  "αυτό".  Πότε θα γυρίσεις;    ΗΡΘΕ το μεσημέρι και δε φάνηκε κανείς. Μήτε η Ειρήνη Βένη, μήτε η Άννα. Ήρθε και το απόγεμα. Ο  ήλιος  άρχισε  να  γέρνει  στα  βουνά  της  Αίγινας,  όταν  σ'  όλα  τα  καλύβια  των  Φωκιανών  το  δέος  της  συμφοράς πέρασε σαν αστραπή.  —Χάθηκε η Ειρήνη Βένη! Χάθηκε η μικρή η Άννα! Ξερίζωσαν τις βέργες στον τριανταφυλλώνα.  Το κακό πέρασε πάνω απ' τα καλύβια, έφτασε στους ανθρώπους που δουλεύαν στο δρόμο, έφτασε  ίσαμε το παλικάρι που αγωνιζόταν να ξαναβρεί τη γαλήνη, στον Αντρέα. Ήρθε σα σύννεφο και τους  πλάκωσε. Τα σφυριά σταμάτησαν να χτυπούν κ' οι πέτρες περίμεναν, περίμεναν το χτύπημα. Έμενε,  ακόμα, στις πέτρες το πνεύμα της πρωινής χαράς που είχε περάσει και χάθηκε, το μικρό όραμα, ένα  χρωματιστό  φουστανάκι,  ένα  φωτεινό  πρόσωπο,  η  Άννα.  Το  πρωί  δεν  ήταν  που  πέρασε  και  τους  αποχαιρέτησε;  Ύστερα  μονομιάς  το  σύννεφο  σηκώθηκε,  τα  σφυριά  χτύπησαν  καταγής,  οι  άνθρωποι  του  δρόμου  τινάχτηκαν απάνω. Κι ο επιστάτης μάταια κοίταζε να τους κρατήσει.  —Τι καθόμαστε λοιπόν! Τι καθόμαστε λοιπόν! Το κορίτσι ξέρουμε πως τράβηξε κατά κει! Πάμε να το  βρούμε!  Κι  όλοι  οι  άνθρωποι  των  καλυβιών,  όλοι  οι  εργάτες  του  δρόμου,  ο  Δημήτρης  Βένης,  ο  Αντρέας,  τρέχοντας  χύθηκαν  κατά  τον  τόπο  τον  πέρα  απ'  τις  κολόνες  του  αλατιού.  Ο  Χαρίτος  τους  ακολουθούσε.  Μονάχα ο Φώτης ο Γλάρος δεν πήγε μαζί τους. Είχε ταξιδέψει την προηγούμενη μέρα στα Μεσόγεια  για  να  πάρει  ένα  αλέτρι,  δε  βρήκε  καλή  τιμή  και  γύριζε,  το  πρωί  αυτής  της  μέρας,  στην  Ανάβυσσο,  όταν,  περπατώντας  μονάχος  στο  δρόμο,  άκουσε  από  μακριά  το  θόρυβο  του  οδοστρωτήρα  που  ανέβαινε τον ίδιο δρόμο, ταξιδεύοντας για άλλα μέρη. 

—Σπολλάτη  του!  Μας  πολυδούλεψε!  είπε  χαμογελαστά,  κοροϊδεύοντας  τα  ανάποδα  πράματα  που  γίνουνται σε τούτο τον τόπο.  Προχωρούσαν, η μηχανή απ' τη μια, αυτός απ' την άλλη, μες στον ήλιο. Ο Γλάρος παραξενεύτηκε. Του  φάνηκε  πως  ξεχώρισε  δυο  πρόσωπα  στο  τιμόνι  της  μηχανής.  Βέβαια  ο  ένας  ήταν  ο  οδηγός.  Μα  ο  άλλος; Η περιέργεια ολοένα μεγάλωνε.  "Σα γυναίκα δεν είναι ο άλλος;"  Τέλος φτάσανε. Ο Γλάρος παραμέρισε στην άκρη του δρόμου. Στάθηκε. Και, με μάτια γεμάτα έκπληξη  και απορία και τρόμο, είδε: Έχοντας ακουμπισμένο το κεφάλι στον ώμο του οδηγού, αποκοιμισμένη  και  κατάχλομη,  η  Ειρήνη  Βένη  όδευε  απάνω  στα  βαριά  σιδερικά  της  μηχανής,  μέσα  σ'  ένα  δαιμονισμένο θόρυβο, ανέβαινε το δύσκολο ανήφορο που έβγαζε έξω απ' τα σύνορα των λόφων.  Όταν τ' απομεσήμερο ο Γλάρος γύρισε στα καλύβια της Αναβύσσου, το νέο είχε φουντώσει:  —Χάθηκε η Ειρήνη Βένη! Χάθηκε η Άννα! Ξεριζώσαν τον τριανταφυλλώνα!  Στο μυαλό του Γλάρου και τα τρία γεγονότα δέθηκαν μονομιάς σαν ένα, καθώς η μοίρα μπλέκει τους  ανθρώπους,  τις  χαρές  και  τις  συμφορές  τους.  Ακατατόπιστος,  κοίταξε  να  βρει  μιαν  εξήγηση,  μιαν  άκρη. Τίποτα. Το μόνο που υψωνόταν μπρος στα μάτια του, ο μόνος αίτιος, η αρχή — δε μπορούσε,  ήταν αυτή που έφυγε, η Ειρήνη Βένη. Και το μόνο που έμενε αβάσταχτα, σκληρά χτυπημένο ήταν ο  αγαθός άνθρωπος, ο Δημήτρης Βένης.  "Α, έτσι λοιπόν; Θα ρημάξει ένας τέτοιος άνθρωπος, από ώρα σε ώρα, γιατί το θέλησε αυτή;"  Αναστατωμένος, πήγε να γυρέψει ένα άλογο απ' το γείτονά του. Δεν είπε σε κανέναν τίποτα, μήτε στη  Βάσω. Δε βρήκε το γείτονα. Πήρε ανερώτητα το άλογο, το καβαλίκεψε και χίμηξε στο δρόμο που είχε  πάρει η μηχανή, κυνηγώντας την άπιστη.  Και οι κολόνες του αλατιού που είδαν όλα τα σούσουρα πάλι αναρωτήθηκαν:  "Τι είναι;"  "Τίποτα. Παίζουν."    ΒΡΗΚΑΝ τη μικρή την Άννα μες στο αίμα της, μες στη γύμνια της, όταν πια ο ήλιος είχε βασιλέψει. Ο  Βένης  την  είδε  πρώτος∙  έτσι  το  έφερε  η  θέληση  του  δρόμου  που  ακολουθούσε.  Σωριάστηκε  απάνω  της, και το αίμα της, που πια είχε πήξει, γέμισε τα χέρια και το πρόσωπό του.  —Ποιος μπόρεσε να πειράξει εσένα, κοριτσάκι μου;... Ποιος, μικρέ μου άγγελε!... Κ' εγώ που είχα την  έγνια για το πως θα 'βλεπες τα ξεριζωμένα τριαντάφυλλα...  Όλοι γύρω του, βουβοί απ' το σπαραγμό, όλοι οι φουκαράδες των καλυβιών κοίταζαν το μπλεγμένο  σώμα του θανάτου και της μοίρας και, ανίκανοι να φτάσουν σε μια δικαιολογία για να εξηγήσουν ένα  τέτοιο θέλημα του ουρανού, είχαν ξεχαστεί και κανένας τους δε ρωτούσε για το ποιος μπορούσε να  το είχε κάμει.  Ανάμεσά τους, μονάχος, στην πρώτη γραμμή, πάνω απ' το σύμπλεγμα του καλού ανθρώπου και της 

κόρης  του,  με  το  χρώμα  του  θανάτου,  με  παραμορφωμένο  το  πρόσωπο  απ'  την  οδύνη,  στυφός  και  αμίλητος,  έστεκε  ο  φίλος  της  Άννας,  ο  Αντρέας.  Κοίταζε  βουβός  το  αβάσταχτο  θέαμα.  Χωρίς  καμιά  κίνηση, τίποτα, μήτε ένα δάκρυ, τίποτα, — αυτά είναι μονάχα για τις συμφορές που λογαριάζουνται  με τα μέτρα του ανθρώπου.  —Πάμε, πατέρα..., ψέλλισε τέλος.  Έπιασε το ερείπιο που ήταν πια ο Δημήτρης Βένης και τον βοήθησε ν' ανασηκωθεί. Ύστερα έσκυψε να  πιάσει  το  νεκρό  σώμα  της  κόρης  για  να  το  σηκώσουν.  Τρεις  άλλοι  πήγαν  κοντά,  να  βοηθήσουν  κι  αυτοί. Ο Αντρέας σκύβει. Κάνει να βάλει το χέρι του κάτω απ' το κεφάλι της, κάτω απ' τις πλάτες της.  Σιγά.  Την  αγγίζει.  Σιγά.  Κι  άξαφνα,  σαν  αγρίμι  που  το  κράτησαν,  το  κράτησαν  και  απότομα  το  αμολήσαν,  πέφτει  απάνω  της,  αγκαλιάζοντας  το  αγαπημένο  κεφάλι,  κι  αρχίζει  να  το  φιλά,  σπαράζοντας.    ΤΗ ΣΗΚΩΣΑΝ, την Άννα, τέσσερις.  Δυο την πιάσαν απ' τα πόδια, κι ο Αντρέας μ' έναν άλλο απ' τις πλάτες. Δυο άλλοι σέρναν τον πατέρα  της. Και από πίσω, άγριο, αμίλητο, ακολουθούσε το πλήθος οι Φωκιανοί.  Η πομπή προχωρεί. Το βράδυ πέφτει. Τι γλυκά χρώματα απόψε! Ο Αντρέας βαδίζει σιγά, τα χέρια του  αγκαλιάζουν τις πλάτες της Άννας. Το κεφάλι της κρέμεται. Βάζει το χέρι του από κάτω, να το στηρίξει.  Κι όλο κοιτάζει εμπρός, — καμιά ματιά προς αυτό το κεφάλι, μονάχα με την αφή το παρακολουθεί,  μπας κ' υποφέρει και κουνιέται από δω, από κει. Βαδίζει. Πιο σιγά. Οι κολόνες του αλατιού. Και όμως,  στον ύπνο της, η Άννα δε θέλησε να τα περάσει τα άσπρα τείχη, χτες∙ έτσι του είχε πει. Για την αγάπη  του. Γιατί, λοιπόν, τα πέρασε σήμερα; Γιατί;  Τα  γόνατά  του  λυγίζουν.  Τα  χρώματα  του  βραδιού,  το  αλάτι,  τα  δέντρα,  τα  μαλλιά  της  μπλέκουν,  μπλέκουν.  —Θα  πέσει!  φωνάζει  ένας  απ'  το  πλήθος  που  τον  είδε  να  λυγίζει.  Θα  πέσει!  Πιάσε  λοιπόν  εσύ!  φωνάζει στο Χαρίτο, που βάδιζε πλάι στον Αντρέα, αμίλητος και σκυφτός.  Κι αυτός, ο Χαρίτος, δειλά πλησίασε, όταν πια ο Αντρέας είχε γείρει, — μόλις πρόφτασε κ' έπιασε, στη  θέση εκείνου, με τρεμάμενα χέρια, τις πλάτες του κοριτσιού.    ΔΕΧΤΗΚΕ την Άννα, σαν τη φέραν, αντί για τη μητέρα της η θεία ‐ Μαρία. Εκείνη, η Βάσω και η θεία ‐  Σοφία πλύναν το γλυκό πρόσωπο, τα μαύρα μαλλιά, της βάλαν ένα άλλο φόρεμα, πιο ανοιχτό.  —Που είναι λοιπόν η μητέρα της! λέγαν μες στο θρήνο τους. Που είναι η μητέρα της...  Από  ένστιχτο,  απ'  την  υποσυνείδητη  διαίσθηση  των  πραγμάτων,  κανένας  δεν  υποψιάστηκε  θάνατο,  δε φοβήθηκε για την Ειρήνη Βένη. Μονάχα ο άντρας της τη ζητούσε.  —Που είσαι λοιπόν, Ειρήνη;... Που είσαι μια τέτοια ώρα... Τι θα βρεις, κακόμοιρη, γυρίζοντας...  Δεν  άργησε  να  'ρθει.  Το  άλογο  του  Γλάρου,  καλπάζοντας,  σταμάτησε  έξω  απ'  το  φωτισμένο  καλύβι  του Δημήτρη Βένη. Ο Γλάρος την πήρε στα χέρια του και την κατέβασε. Το πλήθος παραμέρισε για να 

περάσει. Την κοίταζαν εχτρικά, με μίσος, χωρίς να ξέρουν τίποτα για τη φυγή της, σα να της γύρευαν  το λόγο για ό,τι έγινε στην Άννα. Κ' εκείνη βάδισε, βάδισε, ανέβηκε τα σκαλιά τρέμοντας, βάδισε προς  το ξαπλωμένο νεανικό σώμα, χωρίς να ξέρει ακόμα τίποτα, — ώσπου, τέλος, είδε.  Και τότε όλος ο κόσμος, τα νερά, τα σίδερα της μηχανής, ο αράπης των παιδικών χρόνων με τα χρυσά  κουμπιά, η νύχτα με τα ξεριζωμένα τριαντάφυλλα, όλα γινήκαν ένας κύκλος που γύριζε δαιμονισμένα  και σφύριζε.    ΗΡΘΕ η Αρχή της περιοχής, έκαμε ανακρίσεις απάνω στις ανακρίσεις. Όλες οι υποψίες πέφταν στους  βλάχους  των  τριγυρινών  βουνών.  Πιάσαν  ένα  σωρό  απ'  αυτούς,  μα  καμιά  σίγουρη  απόδειξη  δεν  είχαν.  Ποιος ήταν λοιπόν ο ένοχος;  Ο Γλάρος κάθεται ξάγρυπνος, τις νύχτες, να σκαλίζει μες στο μυαλό του, να δένει τις υποψίες του, να  τις  συνδυάζει,  πάλι  να  τις  διώχνει  σαν  απαράδεχτες.  Α,  ένα  τέτοιο  πράμα,  μες  στα  καλύβια  των  Φωκιανών, μήτε Θεός, μήτε άνθρωπος μπορούσε να το σηκώσει! Πρέπει, πρέπει να βρεθεί όποιος το  έκαμε!  Κι ο Γλάρος δένει και ξαναδένει τις υποψίες του.  Μπας και;...  —Μα όχι, όχι, δε μπορεί να 'ναι! μουρμουρίζει μοναχός του. Ένα τέτοιο ήσυχο παλικάρι...  Κι  όμως,  αυτός  μονάχα  είχε  περάσει  από  κείνα  τα  μέρη  τη  μέρα  που  έγινε  το  κακό.  Ο  Χαρίτος.  Το  ήξερε  ο  Γλάρος,  και  ήταν  ο  μόνος  που  το  ήξερε,  γιατί  η  δουλειά  για  το  δυναμίτη,  που  είχε  πάει  ο  Χαρίτος, ήταν μυστική κ' έπρεπε να μείνει μυστική.  —Έλα δω, του λέει μια μέρα που κατραμίζανε τη βάρκα. Κάτσε!  Ο Χαρίτος κάθεται πλάι του, στην αμμουδιά, με χαμηλωμένα τα μάτια. Ο Γλάρος ρωτά:  —Τι ώρα γύρισες απ' τη Βάρκιζα κείνη τη μέρα;  —Πρωί γύρισα.  —Πήρες κανένα μονοπάτι;  —Όχι, δεν έχει μονοπάτι.  —Λοιπόν, δεν πέρασες από κει;  Τα μάτια του Γλάρου ψάχνουν το άλλο χαμηλωμένο πρόσωπο.  —Από που; λέει ο Χαρίτος δειλά.  —Από κει, λέω, που σκότωσαν το κορίτσι. 

Φοβισμένα, αλλά γρήγορα, ο Χαρίτος λέει:  —Όχι, δεν πέρασα.  Ύστερα σηκώνεται, θέλοντας να ξεφύγει την κουβέντα, και πάει στη βάρκα.  Ο Γλάρος μένει ξάγρυπνος τη νύχτα, και την άλλη μέρα κατά το απομεσήμερο λέει στο Χαρίτο:  —Έλα μαζί μου.  Προχωρούν αμίλητοι οι δυο τους, περνούν τις κολόνες το αλάτι, τραβούν κατά το μικρό δάσος.  — Που πάμε; ρωτά ο Χαρίτος, ολοένα πιο ανήσυχος.  — Για δουλειά!  Ο Χαρίτος, όμως, βλέπει για που πάνε. Σα να μαντεύει τον κίνδυνο. Αλλά δε μιλά. Δεν πρέπει να μιλά.  Τέλος, φτάσαν στο μικρό τόπο της γαλήνης, κει που βρήκαν στο αίμα της τη μικρή Άννα.  —Κάτσε μια στιγμή εδώ, λέει ο Γλάρος. Πάω προς νερού μου κ' ερχουμαι σε λίγο.  Το βράδυ πέφτει. Ολοένα σκοτεινιάζει. Τα κλαδιά κουνιούνται στα δέντρα, οι κινήσεις τους γράφουν  παράξενα  σχήματα,  οι  σκιές  του  δάσους  ολοένα  πυκνώνουν,  οι  αλαφροί  θόρυβοι  γίνουνται  πιο  καθαροί, πιο μόνοι. Κ' η ερημιά... Ερημιά που είναι γύρω!  Μονάχος, μες στις σκιές και στη φωνή του νυχτερινού δάσους, ο Χαρίτος στέκεται πλάι στον τόπο. Δεν  τολμά να κοιτάξει κατά κει, όσο είναι φως. Όμως σιγά ‐ σιγά σκοτεινιάζει, κ' η φωνή μέσα του γίνεται  πιο προσταχτική:  "Κοίταξε, λοιπόν! Κοίταξε κκ ε ι !"  Όχι, όχι! Να μην κοιτάξει! Μα η φωνή είναι πιο δυνατή απ' τη θέληση των ανθρώπων.  "Κοίταξε, λοιπόν! Κοίταξε κει! Ε Ε κ ε ί !"  Νικημένος, τέλος, γυρίζει αργά το πρόσωπό του, δειλά, προς το μέρος που έγινε το κακό, να δει.  Τότες, άξαφνα, μέσα απ' τους τριγυρινούς θάμνους όπου είχε κρυφτεί, τινάζεται ο Γλάρος. Τα κλαδιά  που  σπάνε  καθώς  πηδά  κάνουν  ένα  θόρυβο  ανατριχιαστικό.  Αρπά  το  Χαρίτο  απ'  τα  στήθια  και  τον  κουνά, σα να ήταν φτερό, φωνάζοντας:  —Πες το, λοιπόν! Δε φοβάσαι, μωρέ, Θεό; Εσύ ήσουνα! Εσύ!...  Παραλυμένος  απ'  το  φόβο,  απ'  το  ξάφνιασμα,  απ'  τις  κραυγές,  απ'  τη  νύχτα,  απ'  τον  τόπο,  τριγυρισμένος απ' τους εφιάλτες, άρχισε να τρέμει κ' έπεσε στα ποδάρια του Γλάρου.  —Δεν το ήθελα, καπετάνιο, δεν το ήθελα..., ολόλυζε, κλαίγοντας σα μωρό.  —Σκυλί! Πώς το μπόρεσες!... μούγκρισε ο Γλάρος. 

  ΦΤΑΝΑΝΕ, γυρίζοντας, στα καλύβια.  —Ό,τι ρούχα έχεις θα  σου τα φέρω  στη φυλακή, είπε ο Γλάρος, κ' ήταν  η πρώτη  κουβέντα που του  είπε σ' όλο το δρόμο του γυρισμού.  —Άφησέ  με  να  φύγω,  καπετάνιο...,  τον  παρακαλούσε.  Θα  φύγω  απ'  τον  τόπο  και  κανένας  δε  θα  μάθει. Λυπήσου με!...  Μα ο Γλάρος ήταν απλός και δίκαιος και πίστευε στο Θεό.  —Το κάθε τι πληρώνεται δω κάτου, είπε μόνο. Θα πληρώσεις! 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ  Στιγμή τελευταία.    ΗΡΘΕ το καλοκαίρι. Ήρθε και το φθινόπωρο.  Πώς πέρασε ο καιρός!  Ο  Αντρέας  στέκεται  όρθιος  πλάι  στο  γερο‐Βένη,  που  είναι  καθισμένος  στη  γη,  στο  χωράφι  των  χιμαιρών.  Πόσα  χρόνια  να  έχουν  περάσει  πάνω  απ'  τον  καλό  άνθρωπο  σε  τόσους  λίγους  μήνες;  Κάθεται κει, και στα χέρια του τρέμει μια μικρή αξίνα.  —Ήρθα να σ' αποχαιρετήσω άλλη μια φορά, πατέρα. Φεύγω σε λίγο.  Α, φεύγει; Ναι, βέβαια. Και χτες τον αποχαιρέτησε. Θα ταξίδευε πια οριστικά για μια ξένη χώρα, για  το κυνήγι της ζωής. Ναι, βέβαια, ήταν αποφασισμένο.  —Στο καλό, παιδί μου..., ψελλίζει ο γερο ‐ Βένης συγκινημένος. Ο Θεός να σε βοηθά.  Το παλικάρι σκύβει να του φιλήσει τα χέρια. Στέκεται μια στιγμή.  —Γιατί;...  Αρχίζει κάτι να ρωτήσει, και πάλι σταματά.  —Γιατί, λέει τέλος, δεν τ' αφήνεις πια αυτό;  —Αυτό;...  —Ναι, τη γη, του λέει, θέλοντας να πει για τη γη που άρχισε πάλι να τη σκαλίζει για τριαντάφυλλα,  περνώντας τις ώρες της συμφοράς του, ο Δημήτρης Βένης.  —Α, αυτό..., λέει το γεροντάκι. Αυτό... Βέβαια...  Μια στιγμή.  —Δεν υπάρχει πια τίποτα άλλο, παιδί μου, λέει πάλι, πιο σιγανά.  Κ' έπειτα, σε λίγο:  —Και πια δεν υπάρχει κανείς που να πιστεύει... μουρμούρισε γέρνοντας το κεφάλι.    ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΣΤΙΓΜΗ, στο παραλιακό μονοπάτι που βγάζει στους βράχους, οι δυο γυναίκες, βουτηγμένες  στα μαύρα, βαδίζουν αργά. Είναι ο ίδιος δρόμος που έπαιρναν η θεία ‐Μαρία και η Άννα και λέγαν  για τα περάσματα των καραβιών. 

—Κουράστηκα..., είπε πρώτη η Ειρήνη Βένη.  —Ας καθήσουμε εδώ, είπε η άλλη, η μεγαλύτερη αδερφή της.  Το κύμα έρχεται και σβήνει στα πόδια τους, κάνοντας λίγο θόρυβο και αφρό.  Πολλή  ώρα  πέρασε.  Καθεμιά  απ'  τις  μαυροφορεμένες  γυναίκες  είναι  βυθισμένη  στους  στοχασμούς  της.  —Τώρα πια..., λέει κάποτε η μεγαλύτερη αδερφή. Τώρα πια είμαστε ίσια. Δε θα 'χεις, Ειρήνη, να με  κατηγορήσεις για τίποτα...  —Γιατί το λες; είπε η Βένη.  —Για το παρελθόν..., της αποκρίθηκε η μεγάλη αδερφή. Έμοιασε, βλέπεις, τώρα πια, τόσο πολύ... 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ  ΑΝΑΒΥΣΣΟΣ είναι ένας τόπος σε κάποιον απόμερο κόρφο του Σαρωνικού. Άλλοτε εκεί ήταν το μέρος  όπου  οι  αρχαίοι  κάτοικοι  της  περιοχής  βάζανε  τους  νεκρούς  τους  ν'  αναπαυθούν.  Ύστερα  πέρασαν  πολλοί αιώνες, πολλά στρώματα γη σκέπασαν τις επιτύμβιες στήλες και τους νεκρούς, και στη μνήμη  των ανθρώπων δεν έμεινε τίποτα για τη χώρα που ερημώθηκε. Τώρα στον ίδιο τόπο έχουν σηκώσει τα  καλύβια τους πρόσφυγες Φωκιανοί, που ήρθαν απ' την Ανατολή. Σκάψαν το χώμα και φύτεψαν ρίζες  κλήματα,  και  τα  καλοκαίρια  ο  μικρός  ο  κάμπος  είναι  πράσινος,  εκεί  που  άλλοτε  φύτρωναν  μονάχα  βούρλα και θάμνα.  Η Αυγή, το πιο μικρό παιδί του Γλάρου, που του άφησε πεθαίνοντας η πρώτη γυναίκα του, η Ελένη,  είναι απ' τους πιο νέους κατοίκους των καλυβιών. Όταν ήρθε η Αυγή στην Ανάβυσσο δεν καταλάβαινε  τίποτα για τη ζωή. Κι ούτε θυμάται, τώρα πια, τίποτα απ' τον κόσμο τον έξω απ' τα σύνορα των λόφων  που κλείνουν τον κάμπο της Αναβύσσου. Γι' αυτό πολλές φορές κάθεται και συλλογίζεται:  —Τι άραγες να είναι πίσω από κει;  Αλλά  καθώς  δεν  ξέρει  τίποτα  απ'  τον  κόσμο  και  τις  μεγάλες  πολιτείες,  φαντάζεται  πως  πίσω  απ'  τα  βουνά θα είναι ένας μεγάλος λάκκος, βαθύς κ' έρημος, όπου, αν παραστρατήσεις απ' την κορφή και  πέσεις, τίποτα δε θα μπορέσει να σε σώσει, ίσαμε που να πεθάνεις και να 'ρθούν τα μαύρα πουλιά να  φαν το κορμί σου.  Γι' αυτό η Αυγή έχει ένα φόβο μυστικό για ό,τι είναι πίσω απ' τους λόφους της Αναβύσσου.  Κάθε φορά που βλέπει τον πατέρα της, το Γλάρο, να φεύγει κατά κει, για να σκάψει τη γη που τους  έχουν δώσει, ο μυστικός φόβος την κατακυριεύει και θα 'θελε να του πει:  —Μην πας, πατέρα, πέρα απ' την κορφή των βουνών...  Μα  ο  πατέρας  της  τότε  θα  τη  ρωτούσε  για  ποιο  λόγο  φοβάται,  κ'  εκείνη  δε  θα  'ξερε  τι  να  του  αποκριθεί. Γι' αυτό κάθεται σωπαίνοντας στην πόρτα του καλυβιού τους και τον  παρακολουθεί που  φεύγει με τη γρήγορη περπατησιά του.  Μια μέρα τον ρώτησε.  —Τι είναι, του είπε, πίσω από κει;  —Γη, της αποκρίθηκε. Γη και άνθρωποι.  Πολλοί άνθρωποι, της είπε, με μεγάλα σπίτια ίσαμε τον ουρανό. Σα θα μεγαλώσει κι αυτή, θα πάει να  τα δει.  Μα  η  μικρή  η  Αυγή  δεν  έχει  περιέργεια  για  ανθρώπους  και  μεγάλα  σπίτια,  γιατί  κει  πλάι  είναι  η  θάλασσα.  Δεν  είναι  ανοιχτό  πέλαγο.  Στο  βάθος  γράφουνται  τα  νησιά,  και  ανάμεσα  στα  νησιά  είναι  ανοίγματα όπου κυλά η θάλασσα χωρίς τέλος κι ανταμώνει τη γραμμή του ορίζοντα. Μες σ' αυτά τα  ανοίγματα  η  μικρή  η  Αυγή  μπορεί  να  ταξιδεύει  τα  όνειρά  της  και  να  'ναι  ευτυχισμένη.  Κάθεται  στο  περιγιάλι, παίζει με τα χαλίκια κι αγγίζει με τα χέρια της το κύμα που σβήνει εκεί. Τότε είναι σίγουρη  πως το μήνυμά της θα το κατεβάσει το κύμα χαμηλά, στην άλλη άκρη του πελάγου, ανάμεσα απ' τα  περάσματα των νησιών. Κ' επειδή η θάλασσα δεν έχει τέλος, το ταξίδι αυτό δε θα σταματήσει ποτέ. 

Σαν έρχεται ο χειμώνας και ο καιρός των βροχών, ο Γλάρος δεν πάει στα χωράφια και κάθεται όλη τη  μέρα  μαζί  τους.  Η  Βάσω,  η  νέα  γυναίκα  του  που  ήρθε  απ'  τα  σύνορα  της  Περσίας,  συνήθισε  τους  ανθρώπους του νερού, συνήθισε τη θάλασσα. Κάθεται μπροστά στο παραθύρι του καλυβιού τους και  την κοιτάζει χωρίς φόβο, αδιάφορα, ενώ ο Γλάρος λέει στα παιδιά του, στην Αυγή, παράξενα πράματα  για ένα μακρινό τόπο απ' όπου ήρθαν. Εκεί η γη ήταν βλογημένη κ' έδινε εκατό φορές ό,τι έσπερνες,  κ' οι άνθρωποι ζούσαν ξεκούραστοι και ήσυχοι, ίσαμε που να πεθάνουν.  —Γιατί δεν πάμε πάλι κει πέρα; ρωτούσε η Αυγή.  Μα ο πατέρας της δεν ήξερε τι να της αποκριθεί. Της έλεγε μονάχα:  —Τώρα  θα  ριζώσουμε  σε  τούτο  τον  τόπο  και  θα  δουλέψουμε  τούτη  τη  γη  και  θα  μας  δώσει  εκατό  φορές το σπόρο που σπέρνουμε, καθώς η γη του τόπου απ' όπου ήρθαμε.  Μα  στην  Αυγή  έμενε  ανεξήγητο  γιατί,  αφού  είχαν  τόσο  βλογημένο  χώμα  στην  άλλη  χώρα,  έπρεπε  τώρα να τυραννιούνται και να σκάβουν τούτο τον ξερό τόπο.  Όταν  περνούσε  ο  καιρός  των  βροχών  κ'  ερχόταν  η  άνοιξη,  η  Αυγή  πήγαινε  πότε  ‐  πότε  μαζί  με  τον  πατέρα  της  στα  χωράφια.  Τα  μαύρα  κλήματα  απλώνονταν  κει  μπροστά  τους,  ατέλειωτες  σειρές,  γυμνά,  χωρίς  φύλλα,  κ'  η  καρδιά  του  μικρού  κοριτσιού  σφιγγόταν  τότε  από  λύπη.  Τα  είχε  δει,  το  καλοκαίρι,  στολισμένα με καταπράσινα φύλλα κ' έλεγε πως τώρα θα τα  βρήκε κανένα  μεγάλο κακό  για να γυμνωθούν έτσι.  —Δε θα ξαναπρασινίσουν πια..., συλλογιζόταν.  Θυμόταν, τότε, τα μικρά παλιόψαρα που τα πετούσαν στη θάλασσα απ' την τράτα οι ψαράδες, σαν  καθάριζαν  τα  δίχτυα.  Η  Αυγή  θυμόταν  πως  τα  παλιόψαρα  βουλιάζαν  σιγά  ‐  σιγά,  χωρίς  δύναμη  να  κουνηθούν σαν τ' άλλα τα ζωντανά ψάρια που τα 'βλεπε σκυμμένη στην άκρη του μόλου. Κ' έλεγε πως  έτσι θα ήταν:  —Σαν τα πεθαμένα τα ψάρια θα ήταν τα ξερά κλήματα.  Γιατί, χωρίς φύλλα, τίποτα δε σάλευε και σ' αυτά. Είχαν την ακινησία του θανάτου.    ΟΤΑΝ  ο  Γλάρος  πήγαινε  στο  χωράφι  του  μικρού  θεού,  όπου  αναπαυόταν  η  Ελένη,  η  Αυγή  τον  ακολουθούσε πάντα. Πήγαιναν μαζί στον τάφο, που δεν ήταν παρά μια κουβάρα χώμα υψωμένο απ'  την επιφάνεια της γης.  —Κάμε το σταυρό σου, της έλεγε ο πατέρας της. Εδώ από κάτω είναι η μητέρα σου.  Η Αυγή έκανε φοβισμένη το σταυρό της, και θα 'θελε πολύ να ήταν τρόπος να δει κάτω απ' το χώμα το  πρόσωπο εκείνο.  Τη  θυμόταν  μόλις,  πολύ  αδύνατα.  Μα  αυτό  που  θυμόταν  πιο  ζωηρά  ήταν  τα  χέρια  της  που  τη  χαϊδεύαν. Α, αυτό το θυμόταν πολύ καλά! Γιατί από τότε που τη μητέρα της την πήρε το νερό, η Αυγή  δεν ξαναδοκίμασε τέτοιο χάδι. Ήταν βέβαια ο πατέρας της και η νέα μητέρα της, η Βάσω. Μα ε κ ε ί ν ο   ήταν άλλο ...  Γι' αυτό η Αυγή θα ήθελε να σκαλίσει το χώμα ίσαμε που να βρει τα θαμμένα χέρια. Μα, σαν τόλμησε 

να το πει μια μέρα στον πατέρα της, της αποκρίθηκε βιαστικά πως μήτε αυτό δε γίνεται, γιατί τα χέρια  και το σώμα των ανθρώπων γίνουνται χώμα.  Έτσι η Αυγή, ενώ ο πατέρας της έσκαβε το χωράφι κει πλάι και σφύριζε, καθόταν μονάχη πολλή ώρα  πάνω  απ'  τον  τάφο,  έπαιρνε  μικρές  χουφτιές  χώμα  και  το  βαστούσε  μες  στα  χέρια  της,  ώσπου  το  χώμα ζεσταινόταν. Και τότε το απόθετε πάλι, με προσοχή, εκεί όπου ήταν.    ΤΕΛΟΣ 

View more...

Comments

Copyright ©2017 KUPDF Inc.
SUPPORT KUPDF